Πρώτη έκδοση: Μάιος 2007 Μετάφραση: Ερρίκος Μπαρτξινόπουλος Επιμέλεια: Αρετή Κολλάτου Τίτλος πρωτοτύπου: The Woman in White Για την ελληνική γλώσσα: Εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ Απαγορεύεται η αναπαραγωγή του συνόλου ή τμημάτων του παρόντος έργου με οποιονβήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφρασή του ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονθήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, όπως ορίζουν « διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβα σης Βέρνης-Παρισιού. η οποία κυρώθηκε με τον ν. 100/1975. Επίσης, απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, του εξωφύλλου και της εν γένει αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικά, ηλεκτρονικά ή οποιαδήποτε άλλα μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΛΕΚΤΡΑ Νικ. Πλαστήρα 119, Ν. Σμύρνη, 171 22 Αθήνα τηλ.: 210-94.14.010 fax: 210-94.14.034 e-mail:
[email protected] www.electrabooks.com ISBN: 978-960-6627-66-8
O
Wilkie Collins γεννήδηκε στο Λονδίνο το 1824. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του ζωγράφου William Collins. To 1846, έχοντας ασχοληδεί επί πέντε χρόνια με το εμπόριο, αποφάσισε να γίνει δικηγόρος. Οι σπουδές του τον βοήδησαν να αποκτήσει τις νομικές γνώσεις που δα αποτελούσαν πλούσιο υλικό για τα βιβλία του. Το έργο του περιλαμβάνει διηγήματα, δεατρικά έργα, δημοσιογραφικά κείμενα και βιογραφίες, αλλά κυρίως οφείλει τη φήμη του στα 23 μυδιστορήματά του. Το πρώτο του μυδιστόρημα, A ntonina or The Fall of Rome (1850) προκάλεσε το ενδιαφέρον του Charles Dickens, ο οποίος έγινε στενός φίλος του και τον βοήδησε να ανεβάσει στο δέατρο δύο μελοδράματα, το Lighthouse (1855) και το The F rozen Deep (1857). Ωστόσο, το έργο που έκανε διάσημο τον Collins ήταν T he W om an in W hite (1860) το οποίο συνέβαλε στην καδιέρωση της συγκινησιακής λογοτεχνίας. Τεράστια επιτυχία σημείωσαν, επίσης, τα μυδιστορήματά του No Nam e (1862), A rm adale (1866) και The M oonstone (1868). Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 ο Collins επέστρεψε στο δέατρο ανεβάζοντας δεατρικές προσαρμογές των μυδιστορημάτων του. Το τελευταίο μυδιστόρημά του, Blind Love (1890), ολοκληρώδηκε από το φίλο του Sir Walter Besant.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Γυναίκα με τα Άστφα (The Woman in White) θεωρείται γε νικά το πρώτο μυθιστόρημα της συγκινησιακής λογοτεχνίας, ενός ευρείας απήχησης κλάδου της βικτοριανής μυθιστοριογραφίας, ο οποίος συνδύασε τις συγκινήσεις της μεσαιωνικής λογοτεχνίας με τον ψυχολογικό ρεαλισμό μιας σύγχρονης θεματογραφίας. Χρησιμοποιώντας ένα υψηλής επιρροής αφηγηματικό στυλ που υπέβαλλε τους χαρακτήρες των βιβλίων του σε ακραίες πνευ ματικές εμπειρίες, ο Collins και οι μιμητές του -συγγραφείς όπως οι M ary Elizabeth B raddon, Charles R eade, Ellen W ood και R hoda B ro u g h to n - μετέφεραν τη φρίκη του μεσαιωνικού μυ θιστορήματος από τα μουχλιασμένα ιταλικά κάστρα στα σα λόνια και τις τραπεζαρίες μιας σύγχρονης μεσοαστικής βικτοριανής Αγγλίας. Οι σκοτεινές συνωμοσίες τους -συνήθω ς συν δέονταν με φόνο, παράνοια, διγαμία, ή και τα τρ ία - εξυφαίνονταν σε σύγχρονα αρχοντικά και σε νεόκτιστες προαστιακές κα τοικίες. Περιέγραφαν μια Αγγλία γεμάτη από ζοφερά ενδεχό μενα όπου, για παράδειγμα, ένας σεβαστός βαρονέτος ήταν δυ νατόν να κλείσει τη γυναίκα του σε ένα ιδιωτικό ψυχιατρικό άσυ λο για να ωφεληθεί οικονομικά- μία φαινομενικά ενάρετη νεα ρή κυρία πιθανόν να επιχειρούσε να σκοτώσει τον άντρα της γκρεμίζοντάς τον σ ’ ένα πηγάδι- μία νεόνυμφη ίσως γιόρταζε το
___
WI L KI E C O L L I N S
•γαμήλιο ταξίδι της προσφέροντας στο σύζυγό της μία δηλητη ριασμένη λεμονάδα - το είδος, δηλαδή, εκείνων των εντυπωσια κών εγκλημάτων που καθήλωναν τους αναγνώστες των λαϊκών εφημερίδων. Το είδος αυτό της μυθιστοριογραφίας υπονοούσε ότι πίσω από τις κλειστές πόρτες κάθε απλού βρετανικού νοι κοκυριού ενδεχομένως κρύβονταν όλες οι πιθανές μορφές εγκλη ματικότητας, βίας, δυστυχίας και παραφροσύνης. Ό π ω ς χαρα κτηριστικά σχολίασε αργότερα ο Henry James, «στον Collins πρέ πει να πιστωθεί η εισαγωγή στη μυθιστοριογραφία των πλέον απίστευτων μυστηρίων, αυτών που καραδοκούν έξω από τις πόρτες μας». Η άνοδος της συγκινησιακής μυθιστοριογραφίας συνδέθηκε στενά με την ανάπτυξη της βικτοριανής καταναλωτικής κουλ τούρας, μια μεταβολή στην κοινωνική και οικονομική συμπερι φορά που προκλήθηκε από τη βιομηχανοποίηση σχεδόν της από λαυσης. Εκδόθηκαν περισσότερα μυθιστορήματα από κάθε άλ λη φορά· τα δε συγκινησιακά μυθιστορήματα βρήκαν πρόθυ μους αναγνώστες σ ’ ένα βικτοριανό κοινό που διψούσε για με γάλες και δυνατές απολαύσεις. Η Γυναίκα με τα Άσπρα είχε την ίδια ενθουσιώδη υποδοχή με άλλα ανάλογα έργα της βικτοριανής συγκινησιακής μυθιστο ριογραφίας. Η εξέλιξη της πλοκής έφτασε να αποτελεί θέμα συ ζήτησης την ώρα του φαγητού, και παίζονταν ακόμη και στοι χήματα για την έκβαση της μιας ή της άλλης κατάστασης. Ο Collins λάβαινε γράμματα από ανύπαντρους οι οποίοι του ζη τούσαν να μάθουν το όνομα της γυναίκας που του είχε εμπνεύσει την ηρωίδα του Μ αριάν Χάλκομπ για να της κάνουν πρό ταση γάμου. Μία ολόκληρη βιομηχανία ανέλαβε να εκμεταλλευτεί την επιτυχία του μυθιστορήματος. Οι φανατικές αναγνώστριες χρησιμοποιούσαν άρωμα Woman in White , φορούσαν μπέρτες και παλτά Woman in White και χόρευαν τα διάφορα βαλς Woman in White. Ο μέλλων πρωθυπουργός Ουίλιαμ Γλάδστων ακύρω σε την παρουσία του σε μια θεατρική παράσταση προκειμένου
ιο
___
_____
_______Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
να μη χάσει τη συνέχεια της περιπέτειας. Ο ποιητής E d w a rd F itzgerald διάβαζε την κάδε συνέχεια τουλάχιστον πέντε φο ρές. Ο Πρίγκιπας Αλβέρτος ήταν φανατικός αναγνώστης του Collins, και έστειλε ένα αντίτυπο του βιβλίου στον πιο έμπιστο σύμβουλο της βασιλικής οικογένειας, τον βαρώνο Στόκμαρ. Στη διάρκεια της δημοσίευσης του μυδιστορήματος σε συνέχειες, πλήδη κόσμου πολιορκούσαν τα γραφεία του All the Year Round τη μέρα που δα κυκλοφορούσε φύλλο με τη νέα συνέ χεια. Η διεύδυνση του S urrey T heatre ανέβασε μία πειρατική δεατρική προσαρμογή, προς μεγάλη ενόχληση του συγγραφέα. Το όνομα Γουόλτερ έγινε δημοφιλέστατο, και οι γονείς έσπευ δαν να το δίνουν στα παιδιά τους. Ακόμη και ο κακός του έρ γου, ο Φόσκο, είχε τους δαυμαστές του. Η δομή του μυδιστορήματος αυτού ήταν εντυπωσιακά καινοτόμα, και αυτό συντέλεσε καδοριστικά στην επιτυχία του. Αντί τα γεγονότα να συνδέονται μέσω του αφηγητή, ο Collins επέ τρεψε στους χαρακτήρες του να αφηγούνται οι ίδιοι, ως εάν ήσαν μάρτυρες σε ποινική δίκη. Χωρίς τη μεσολάβηση του αφηγητή, οι αναγνώστες αισδάνονταν συναρπαστικά κοντά στα δεινά των πρωταγωνιστών. Στη διάρκεια της πλοκής του έργου, οι πρω ταγωνιστές δέχονται επιδέσεις, ναρκώνονται, εξαπατώνται και τρομοκρατούνται. Οι περιγραφές των εμπειριών αυτών φέρνουν τους αναγνώστες στην ίδια μειονεκτική δέση. Αφηγητές όπως η Μάριαν Χάλκομπ και ο Γουόλτερ Χάρτραϊτ σιωπούν, αφήνοντας τον αναγνώστη με μια αναπάντητη ερώτηση μέχρι την επόμε νη συνέχεια. Ανέλεγκτοι από οποιονδήποτε αφηγητή, είναι επί σης ελεύδεροι να πουν ψέματα. Η κατάδεση του κόμη Φόσκο περιέχει προφανείς ανακρίβειες. Η περιγραφή του Γουόλτερ. επί σης, πιδανώς να περιλαμβάνει σκόπιμα λάδη ή παραπλανητι κά στοιχεία. Πώς ξέρουμε ότι οι αφηγήσεις τους δεν είναι μελε τημένα μεροληπτικές; Οι υποστηρικτές της τυπικής λογοτεχνίας χαρακτήρισαν το συγκινησιακό μυδιστόρημα ως μία αφηγηματι κή μορφή όπου ο αφηγητής εγκαταλείπει την αντικειμενικότητά
II
WI L KI E COL L I NS
του και «μπερδεύεται ο ίδιος με τους χαρακτήρες του έργου». To The Woman in White εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο εβδομαδιαίο περιοδικό του Charles Dickens All the Year Round* όπου δημοσιεύτηκε σε συνέχειες από τις 26 Νοεμβρίου 1859 μέχρι τις 25 Αυγούστου 1860. Στην Αμερική, δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Harper’s Weekly από τις 26 Νοεμβρίου 1859 μέ χρι τις 4 Αυγούστου 1860. Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε σε τρεις τόμους από τον εκδοτικό οίκο Samson Low στις 15 ή 16 Αυγούστου 1860 - οι διαφημίσεις του εκδότη αναφέρουν την πρώτη ημερομηνία, το αρχείο του Collins τη δεύτερη. Ο Collins έκανε μικρές αλλά σημαντικές αλλαγές στο κείμενο. Από τον Αύγουστο ως τον Νοέμβριο του 1860 έγιναν άλλες οκτώ τρίτομες εκδόσεις - κάτι που δα αποκαλούσαμε σήμερα ανατυπώσεις, αλλά υπάρχουν μικρές διαφορές μεταξύ τους. Τον Αύγουστο του 1860, η H a rp er an d B rothers εξέδωσε το έργο σε έναν τόμο και με εικονογράφηση, ειδικά για την αμε ρικανική αγορά. Έ κτοτε, και μέχρι σήμερα, έχουν γίνει επ α νειλημμένες εκδόσεις, και όχι μόνο στον αγγλόφωνο κόσμο. Το χειρόγραφο του βιβλίου The Woman in White φυλάσσε ται στην Pierm ont M organ L ibrary, στη Νέα Υόρκη.
* Ο εκδότης επέλεξε να μη διαφοροποιηθεί από την Bantam Classic edition, η οποία ακολουθεί, ως προς τη μορφή, τον τρόπο με τον οποίο το The Woman in White δημο σιευόταν στο All the Year Round, oc συνέχειες. Έτσι, ο αναγνώστης θεν πρέπει να ξε νίζεται από το ότι η διάκριση σε κεφάλαια, σε κάποιες περιπτώσεις, δεν γίνεται με βά ση τους κανόνες της λογικής, αλλά τις ανάγκες της σε συνέχειες δημοσίευσης.
12
Μ Ε Ρ Ο Σ Λ'
Κεφάλαιο Πρώτο Η αφήγηση του Γουόλτερ Χάρτράιτ, της Νομικής Σχολής Κλέμεντ, διδασκάλου της Ζωγραφικής
I Ή ταν η τελευταία μέρα του Ιουλίου. Το μακρύ ζεστό καλοκαί ρι πλησίαζε στο τέλος του· κι εμείς, οι εξουθενωμένοι προσκυ νητές του λονδρέζικου πεζοδρομίου, αρχίζαμε να σκεφτόμαστε τα σύννεφα πάνω στα καλαμποχώραφα και τις φθινοπωρινές αύρες της ακροθαλασσιάς. Το κατ’ εμέ, το καλοκαίρι που έσβηνε με άφηνε σε άσχημη υγεία, σε κακή διάθεση και, αν πρέπει να ειπωθεί η αλήθεια, χωρίς χρήματα. Στη διάρκεια του προηγούμενου χρόνου δεν είχα διαχειριστεί τα έσοδά μου όσο προσεκτικά το συνήθιζα, και οι σπατάλες μου με περιόριζαν τώρα στην προοπτική να περάσω το φθινόπωρο οικονομικά στριμωγμένος ανάμεσα στο σπίτι της μητέρας μου στο Χάμπστεντ και στο δωμάτιό μου στην πόλη. Η βραδιά, θυμάμαι, ήταν γαλήνια και συννεφιασμένη. Η λονδρέζικη ατμόσφαιρα βαριά· το μακρινό βουητό της κίνησης του δρόμου ακουγόταν αμυδρά- ο αδύναμος σφυγμός της ζωής μέσα μου και η μεγάλη καρδιά της πόλης γύρω μου έμοιαζαν να βουλιάζουν -νωχελικά, όλο και πιο νωχελικά- μαζί με τον ήλιο π ου έδυε. Αφησα το βιβλίο -περισσότερο ονειροπολούσα
13
WI L KI E COL L I NS
πα ρ ά το διάβ α ζα- και βγήκα από το δωμάτιό μου για να ανα ζητήσω τον δροσερό βραδινό αέρα στα προάστια. Ή ταν η μία από τις δύο βραδιές που κάδε βδομάδα συνήδιζα να περνώ με τη μητέρα μου και την αδελφή μου. Έτσι, έστρεψα τα βήμα τά μου βόρεια, προς το Χάμπστεντ. Τα γεγονότα που δα διηγηδώ στη συνέχεια με υποχρεώνουν να αναφέρω σ ’ αυτό το σημείο ότι ο πατέρας μου είχε πεδάνει μερικά χρόνια πριν από την περίοδο για την οποία τώρα γρά φω, και η αδελφή μου Σάρα κι εγώ ήμαστε τα μόνα παιδιά που επέζησαν από τα πέντε που είχε η οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν καδηγητής της ζωγραφικής πριν από μένα. Οι κόποι του τον είχαν κάνει να διακριδεί στο επάγγελμά του, και το στοργι κό άγχος του να εξασφαλίσει το μέλλον εκείνων που βασίζονταν στις πλάτες του τον είχε υποχρεώσει να αφιερώνει στην ασφά λιση της ζωής του πολύ μεγαλύτερο τμήμα του εισοδήματος του α π ’ αυτό που οι περισσότεροι άντρες δεωρούν απαραίτητο να διαδέτουν γι’ αυτόν το σκοπό. Χάρη στην αξιοδαύμαστη προνοητικότητα και την αυταπάρνησή του, η μητέρα μου και η αδελφή μου βρέδηκαν μετά το δάνατό του τόσο οικονομικά ανε ξάρτητες όσο ήταν και πριν. Ό σο για μένα, είχα κάδε λόγο να αισδάνομαι ευγνώμων για την προοπτική που ανοιγόταν μπρο στά μου στο ξεκίνημα της ζωής μου. Το λυκόφως σιγότρεμε ακόμη στις πάνω πλαγιές του δάσους και η δέα του Λονδίνου είχε βυδιστεί στη σκιά της συννεφια σμένης νύχτας όταν στάδηκα μπροστά στην αυλόπορτα του εξοχικού της μητέρας μου. Δεν είχα προλάβει να χτυπήσω το κουδούνι, όταν η πόρτα του σπιτιού άνοιξε ορμητικά και ο συμπαδής Ιταλός φ ίλος μου, ο καδηγητής Πέσκα, πρόβαλε στη δέση του υπηρέτη. Έ τρεξε χαρούμενος να με υ ποδεχτεί με την παρω δία ενός διαπεραστικού αγγλικού χαιρετισμού. Ό π ω ς του αξίζει, και -επ ιτρ έψ τε μου να προσδέσω - όπως δεωρώ σωστό, ο καδηγητής δικαιούται την τιμή μιας επίσημης παρουσίασης. Η τύχη το δέλησε να αποτελεί την α φετηρία της
14
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
περίεργης οικογενειακής ιστορίας που αυτές οι σελίδες έχουν σκοπό να ξεδιπλώσουν. Είχα συναντήσει τον Ιταλό φίλο μου σε ορισμένα σπουδαία σπίτια, όπου εκείνος δίδασκε τη γλώσσα του κι εγώ ζωγραφι κή. Τα μόνα που γνώριζα τότε για την ιστορία της ζωής του Πέσκα ήταν ότι κάποτε είχε μια δέση στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα- ότι είχε εγκαταλείψει την Ιταλία για πολιτικούς λόγους, τη φύση των οποίων επίμονα αρνιόταν να αποκαλύψει, και ότι εργαζόταν πολλά χρόνια στο Λονδίνο ως δάσκαλος ξένων γλωσσών. Χωρίς να είναι νάνος -ο ι αναλογίες του ήταν τέλειες, από το κεφάλι ως τα π ό δ ια - ο Πέσκα ήταν, δαρρώ, το πιο μικρόσωμο ανδρώπινο πλάσμα που είχα δει. Εντυπωσιακός ούτως ή άλ λως, διακρινόταν ακόμη περισσότερο από την άκακη εκκεντρικότητα του χαρακτήρα του. Είχε δέσει ως κυρίαρχη αρχή στη ζωή του να δείξει την ευγνωμοσύνη του στη χώρα που του είχε προσφέρει άσυλο και τη δυνατότητα επιβίωσης, κάνοντας ό,τι μπορούσε για να γίνει Άγγλος. Μη αρκούμενος στην προς τη νέα πατρίδα του φιλοφρόνηση να κρατάει συνεχώς ομπρέ λα και να φοράει γκέτες και άσπρο καπέλο, ο καδηγητής φ ι λοδοξούσε επίσης να γίνει Άγγλος στις συνήδειες και στον τρό πο ψυχαγωγίας του, καδώς και στην προσωπική του εμφάνιση. Θαυμάζσντάς μας ως έδνος, λόγω της αγάπης μας προς τον αδλητισμό, ο μικρόσωμος άντρας επιδιδόταν σε όλα τα αγγλικά σπορ και τις διάφορες συνήδειες που έχουμε οι Άγγλοι για να περνάμε τον ελεύδερο χρόνο μας, έχοντας πειστεί ότι μπορού σε να υιοδετήσει τις εδνικές αδλητικές και συνάμα ψυχαγωγι κές ασχολίες μας, όπως ακριβώς είχε υιοδετήσει τις εδνικές γκέ τες μας και το εδνικό λευκό καπέλο μας. Τον είχα δει να ρισκάρει να μείνει ανάπηρος σ ’ ένα κυνήγι αλε πούς και σ’ έναν αγώνα κρίκετ· λίγο αργότερα, τον είχα δει να διακινδυνεύει τη ζωή του, εξίσου απερίσκεπτα, στη δάλασσα, στο Μπράιτον.
WI L KI E COL L I NS
Είχαμε γνωριστεί εκεί συμπτωματικά και είχαμε κολυμπήσει μαζί. Αν είχαμε επιδοθεί σε κάποια περίεργη για τη χώρα του άσκηση, 9α είχα φροντίσει να προσέχω τον Πέσκα· αλλά κα θώς οι ξένοι είναι γενικά εξίσου ικανοί να φροντίζουν τον εαυ τό τους στο νερό όσο και οι Αγγλοι, ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι η τέχνη της κολύμβησης ίσως να ήταν απλώς άλ λη μία στον κατάλογο των ασκήσεων που ο καθηγητής πίστευε ότι μπορούσε να μάθει αυτοσχεδιάζοντας. Λίγο μετά την απο μάκρυνσή μας από την ακτή, σταμάτησα, διαπιστώνοντας ότι ο φίλος μου δεν με ακολουθούσε, και γύρισα να τον αναζητή σω. Έντρομος, δεν είδα πα ρά μόνο δύο μικρά άσπρα χέρια που φάνηκαν να παλεύουν για μια στιγμή πάνω από την επιφάνεια του νερού, και μετά χάθηκαν από τα μάτια μου. Ό τα ν βούτηξα για να τον αναζητήσω, ο δύσμοιρος μικρόσωμος άντρας ήταν κουλουριασμένος στο βυθό, ανάμεσα σε βότσαλα, μοιάζοντας πολύ μικρότερος α π ’ ό.τι έδειχνε πριν. Στη διάρκεια των ελά χιστων λεπτών που πέρασαν μέχρι να τον σύρω έξω, ο αέρας τον συνέφερε και βγήκε σχεδόν μόνος από το νερό, απλώς υπο βασταζόμενος. Μαζί με τη μερική ανάκτηση των αισθήσεών του επανήλθε και η υπέροχη ψευδαίσθησή του όσον αφορά την κο λύμβηση. Μ όλις τα δόντια του. που έτρεμαν, του επέτρεψαν να μιλήσει, χαμογέλασε ανέκφραστα και είπε πως είχε την εντύ πωση ότι τον είχε πιάσει κράμπα. Ό τα ν είχε συνέλθει πια για τα καλά και βρισκόταν μαζί μου στην παραλία, ο θερμός μεσογειακός χαρακτήρας του ξεπέρασε όλους τους αγγλικούς περιορισμούς μέσα σε δευτερόλεπτα. Με κατέκλυσε με τις πλέον ζωηρές εκφράσεις στοργής -α ναφ ώ νησε με πάθος, και με τον υπερβολικό ιταλικό τρόπο, ότι η ζωή του θα ήταν, εφεξής, στη διάθεσή μ ο υ - και δήλωσε ότι δεν θα ξανάνιωθε ευτυχισμένος μέχρι να βρει την ευκαιρία να αποδείξει την ευγνωμοσύνη του προσφέροντάς μου κάποια υπηρεσία την οποία θα θυμόμουν ως το τέλος της ζωής μου. Έ κανα ό,τι μπορούσα για να σταματήσω το κύμα των δακρύων
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
και των διαμαρτυριών του, επιμένοντας ότι έπρεπε να αντι μετωπίσει όλη αυτή την περιπέτεια ως ευκαιρία για ένα καλό αστείο, και κατάφερα επιτέλους, όπως φανταζόμουν, να π ε ριορίσω την αφόρητη αίσδηση υποχρέωσης που ένιωδα ότι μου είχε ο ΓΊέσκα. Ελάχιστα φανταζόμουν τότε -ελάχιστα το φ α νταζόμουν και αργότερα, όταν οι ευχάριστες διακοπές μας έφτα σαν στο τέλος το υ ς- ότι η ευκαιρία ανταπόδοσης που τόσο διακαώς λαχταρούσε ο ευγνώμων σύντροφός μου δα ερχόταν σύ ντομα· ότι δα έσπευδε ανυπόμονα να την αρπάξει· και ότι, με τον τρόπο αυτό, δα έστρεφε το ρεύμα της ύ παρξής μου σ ’ ένα νέο κανάλι και δα συνέβαλε ώστε να αλλάξω, σε βαδμό που να γίνω σχεδόν αγνώριστος. Κι όμως, έτσι έγινε. Αν δεν είχα βουτήξει να σώσω τον καδηγητή Πέσκα, δεν δα είχα, κατά π ά σ α πιδανότητα, συνδεδεί με την ιστορία την οποία στις παρακάτω σ ελίδες δα διηγηδούν οι ήρωές της - ίσως δεν δα είχα ακούσει ποτέ το όνομα της γυναίκας που κυριαρχεί στις σκέψεις μου, που έχει μονοπω λήσει όλη την ενεργητικότητά μου, που έχει γίνει η μοναδική κατευδυντήρια δύναμη που καδοδηγεί σήμερα τη ζωή μου.
II Το ύφος και η συμπεριφορά του Πέσκα τη βραδιά που συναντηδήκαμε στην αυλόπορτα της μητέρας μου ήταν υπεραρκε τά για να με ενημερώσουν ότι κάτι ασυνήδιστο είχε συμβεί. Ή ταν τελείως μάταιο, όμως, να του ζητήσω μία άμεση εξήγη ση. Απλώς μπορούσα να συμπεράνω, ενώ με τραβούσε μέσα κρατώντας με από τα χέρια, ότι, καδώς γνώριζε τις συνήδειές μου, ήδελε οπωσδήποτε να με συναντήσει εκείνο το βράδυ, και ότι είχε κάποια ασυνήδιστα ευχάριστα νέα να μου πει. Εισβάλαμε στο σαλόνι με έναν εξαιρετικά απότομο και αγενή
W I L K I E C O L L I N S ___
τρόπο. Η μητέρα μου καδόταν δίπλα στο ανοιχτό παράδυρο γελώντας και κάνοντας αέρα με τη βεντάλια της. Ο Πέσκα ήταν ένας από τους ιδιαίτερα ευνοουμένους της· ακόμη και οι πιο ακραίες εκκεντρικότητές του ήταν πάντα συγχωρητέες στα μά τια της. Μ όλις ανακάλυψε ότι ο μικρόσωμος καδηγητής ήταν βαδιά και ακατάλυτα δεμένος με το γιο της, του άνοιξε την καρδιά της ανεπιφύλακτα και αποδέχτηκε όλες τις πα ρ άξε νες ιδιαιτερότητές του. Η αδελφή μου η Σάρα, με όλα τα πλεονεκτήματα της νιότης, ήταν -π ερ ιέρ γ ω ς- λιγότερο ανεκτική. Αντιμετώπιζε τα δαυμάσια αισδήματα του Πέσκα όπως τους άξιζε για χάρη μου, αλ λά της ήταν αδύνατον να τον αποδεχδεί ανεπιφύλακτα, όπως τον αποδεχόταν η μητέρα μου. Οι στενόμυαλες αντιλήψεις της περί ευπρέπειας αντιστέκονταν μσνίμως στην επίμονη περιφρόνηση του Πέσκα προς τα προσχήματα, και ήταν μονίμως -λιγότερο ή περισσότερο- εμφανώς έκπληκτη για την οικειότητα της μη τέρας μας προς τον εκκεντρικό μικρόσωμο ξένο. Έχω παρατηρήσει -ό χ ι μόνο στην περίπτωση της αδελφής μου, αλλά και σε άλλες ανάλογες περ ιπ τώ σ εις- ότι εμείς της νεότερης γενιάς δεν είμαστε τόσο εγκάρδιοι και τόσο πα ρορ μητικοί όσο μερικοί μεγαλύτεροι μας. Συχνά βλέπω ηλικιωμέ νους ξαναμμένους και συγκινημένους από την προοπτική κά ποιας αναμενόμενης χαράς, η οποία είναι τελείως ανίκανη να αναστατώσει τη γαλήνη των ήρεμων εγγονών τους. Είμαστε -α να ρωτιέμαι - το ίδιο ανυπόκριτοι οι σημερινοί νέοι, όπως ήταν οι γονείς μας στην εποχή τους; Μ ήπως η μεγάλη πρόοδος μας έχει οδηγήσει σε μάλλον υπερβολικά άλματα και είμαστε, σ ’ αυτή τη σύγχρονη εποχή, αδιάφοροι για τον κόσμο μέσα στον οποίο μεγαλώσαμε; Χωρίς να επιχειρήσω να απαντήσω κατηγορηματικά σε κά ποιο από τα ερωτήματα αυτά, δα πρέπει τουλάχιστον να ση μειώσω ότι δεν είδα ποτέ τη μητέρα μου και την αδελφή μου στην ίδια πα ρ έα με τον Πέσκα χωρίς να μου φανεί η μητέρα
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
μου ως η νεότερη από τις δύο. Στην τωρινή περίπτωση, για π α ράδειγμα, ενώ η ηλικιωμένη γυναίκα γελούσε με όλη της την καρδιά για τον παιδιάστικο τρόπο με τον οποίο εισβάλαμε στο σαλόνι, η Σάρα μάζευε με έκδηλη νευρικότητα τα σπασμένα κομμάτια ενός φλιτζανιού που είχε ρίξει από το τραπέζι ο κα θηγητής στην ορμητική προέλασή του για να με υποδεχτεί. «Δ εν ξέρω τι δα είχε συμβεί, Γουόλτερ», είπε η μητέρα μου, «αν είχες καθυστερήσει περισσότερο. Ο Πέσκα έκανε σαν τρε λός από την ανυπομονησία- κι εγώ κοντεύω να τρελαθώ από περιέργεια. Ο καθηγητής έχει κάποιο υπέροχο νέο που λέει ότι σε ενδιαφέρει, έχει δε αρνηθεί απάνθρω πα να κάνει και την παραμικρή νύξη μέχρι να εμφανιστείς». «Πραγματικά εξοργιστικό- χαλάει το σερβίτσιο!» μονολόγησε ψιθυριστά η Σάρα, αφοσιωμένη μελαγχολικά στα συντρίμμια του σπασμένου φλιτζανιού. Αντιθέτως, ο Πέσκα, χαρούμενος, χωρίς ίχνος συναίσθησης της ανεπανόρθωτης ζημιάς που είχε προκαλέσει, έσερνε μια μεγά λη πολυθρόνα στην άλλη άκρη του δωματίου έχοντας πάρει ύφος δημόσιου ρήτορα που επρόκειτο να απευθυνθεί στο ακροατή ριό του. Είχε γυρίσει την πολυθρόνα με τη ράχη της προς το μέ ρος μας, γονάτισε στην έδρα της και απευθύνθηκε ερυθριών στο τριμελές ακροατήριό του από έναν αυτοσχέδιο άμβωνα. «Και τώρα, αγαπητοί μου, ακούστε με! Ή ρ θ ε επιτέλους η ώρα να μιλήσω». «Ακούμε, ακούμε!» είπε με ανυπομονησία η μητέρα μου. Το επόμενο πράγμα που θα σπάσει, μ ητέρα», ψιθύρισε η Σά ρα, « θ α είναι η ράχη της καλύτερης πολυθρόνας!» «Ανατρέχω στο παρελθόν μου και απευθύνομαι στο ευγενέστερο όλων των όντων της γης», συνέχισε ο Πέσκα, κοιτάζο ντας επίμονα την αναξιότητά μου πάνω από τη ράχη της πο λυθρόνας. «Ποιος με βρήκε νεκρό στο βυθό της θαλάσσης -εξαιτίας κ ρ ά μ π α ς- και ποιος με ανέσυρε στην επιφάνεια; και τι εί π α όταν ξαναβρήκα τον εαυτό μου και φόρεσα τα ρούχα μ ου;»
I9
WI L KI E COL L I NS
«Π ολύ περισσότερα α π ’ όσα χρειαζόταν», απάντησα στυ φ ά - η ελάχιστη εν9άρρυνση σε σχέση με το δέμα αυτό οδη γούσε αναπότρεπτα τον καδηγητή στο να εκφράσει τα συναισδήματά μου με έναν ποταμό δακρύων. « Ε ίπα », επέμεινε ο Πέσκα, «ότι η ζωή μου στο εξής ανήκε στον αγαπημένο μου φίλο Γουόλτερ - και έτσι είναι- είπα ότι δεν δα ξανάνιωδα ευτυχισμένος μέχρι να βρω την ευκαιρία να κάνω κάτι καλό για τον Γουόλτερ - και ποτέ άλλοτε δεν υ πήρ ξα τόσο ευχαριστημένος με τον εαυτό μου μέχρι αυτή την ευ λογημένη μέρα. Τώρα», αναφώνησε ενδουσιωδώς ο μικρόσω μος άντρας με όλη τη δύναμη της φωνής του, «η υπερεκχειλίζουσα ευτυχία αναβλύζει από κάδε πόρο της επιδερμίδας μου, σαν ιδρώτας- γιατί, μα την πίστη μου -κ α ι την ψυχή, και την τιμή μ ο υ - αυτό το κάτι επιτέλους έγινε, και η μοναδική λέξη που έχω να πω τώρα, είναι... Καλώς, κάλλιστα!» Ίσω ς είναι απαραίτητο να εξηγήσω εδώ ότι ο Πέσκα υπερηφανευόταν ότι χειριζόταν σαν τέλειος Άγγλος τη γλώσσα - καδώς ήταν τέλειος Άγγλος και στο ντύσιμο, τους τρόπους και τα αστεία του. Έχοντας διαλέξει μερικές από τις γνωστότερες εκφράσεις της καδομιλουμένης, τις σκόρπιζε πάνω στην κου βέντα κάδε φορά που του ερχόταν η διάδεση, μετασχηματίζοντάς τες -τ ο υ άρεσε η αντήχησή τους, αλλά αγνοούσε τη ση μασία το υ ς- σε δικές του σύνδετες λέξεις και επαναλήψεις, και μπερδεύοντας τη μία με την άλλη, σαν να αποτελούσαν μία μακρά, πολυσύλλαβη λέξη. «Ανάμεσα στα εξαιρετικά λονδρέζικα σπίτια που διδάσκω τη γλώσσα της γενέτειράς μου», είπε ο καδηγητής, μπαίνοντας επι τέλους στην πολυαναμενόμενη εξήγησή του, «υπάρχει ένα -άκρω ς εξαιρετικό!- στην περιοχή Πόρτλαντ. Ξέρετε όλοι πού είναι. Ναι, ναι! - φυσικά, φυσικά! Το εξαιρετικό σπίτι, αγαπητοί μου φίλοι, στεγάζει μία εξαιρετική οικογένεια: μία μητέρα, ξανδιά και πλούσια- τρεις νεαρές δεσποινίδες, ξανδές και πλούσιεςδύο νεαρούς κυρίους, ξανδούς και πλούσιους- έναν πατέρα, τον
20
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
πιο ξανθό και πιο πλούσιο α π ’ όλους, που είναι ένας εξαιρετι κός έμπορος, χωμένος στο χρυσό ως τα μάτια - ένας εξαιρετι κός άντρας κάποτε, αλλά τώρα έχει ένα καραφλό κεφάλι και δύο πηγούνια που μόνο εξαιρετικά δεν είναι σήμερα. Προσέξ τε τώρα! Διδάσκω τον ανυπέρβλητο Δάντη στις νεαρές δεσποινίδες, και - η ψυχή-μου-να-ευλογεί-την-ψυχή-μου!- δεν βρίσκω λόγια να σας περιγράφω πώς ο ανυπέρβλητος Δάντης μπερδεύει τα μυαλουδάκια και των τριών κοριτσιών! Δεν πειράξει. Ό λ α στην ώρα τους - όσο περισσότερα μαδήματα, τόσο το καλύτερο για μένα. Προσέξτε τώρα! Φανταστείτε ότι διδάσκω τις νεαρές δε σποινίδες σήμερα, όπως συνήθως. Είμαστε και οι τέσσερις μα ζί στην Κόλαση του Δάντη. Στον «Έβδομο Κύκλο» - αυτό, φυ σικά, δεν έχει καμιά σημασία· όλοι οι Κύκλοι είναι ίδιοι για τις τρεις νεαρές δεσποινίδες. Ωστόσο, οι μαθήτριές μου κολλάνε, και δεν μπορούν να προχωρήσουν κι εγώ, για να ξεκολλήσουν και να πάρουν μπρος, επαναλαμβάνω, εξηγώ και φουσκώνω από περιττό ενθουσιασμό, όταν... ένα τρίξιμο από μπότες ακούγεται στο διάδρομο, και μετά μπαίνει ο χρυσαφένιος πατέρας, ο εξαιρετικός έμπορος κ.λπ, κ.λπ. Φίλοι μου! Τούτη ακριβώς τη στιγμή είμαι πλησιέστερα α π ’ όσο φαντάζεστε στο θέμα. Υπήρ ξατε υπομονετικοί ως τώρα; Στοιχηματίζω πω ς σκεφτόσασταν: Ο Πέσκα φλυαρεί ασταμάτητα απόψε». Δηλώσαμε ότι μας προκαλούσαν βαθύ ενδιαφέρον τα λόγια του. Ο καθηγητής, λοιπόν, συνέχισε. «Στο χέρι του, ο χρυσός πα τέρας έχει ένα γράμμα. Αφού ζή τησε συγγνώμη που μας έβγαλε από την Κόλαση, απευθύνθη κε στις τρεις νεαρές δεσποινίδες· και αρχίζει όπως εσείς οι Αγγλοι αρχίζετε οτιδήποτε έχετε να π είτε σ ’ αυτόν τον ευλογημένο κό σμο - με ένα μεγάλο “Ωωω”. “Ω, αγαπητές μου!” λέει ο εξαιρε τικός έμπορος. “ Έχω εδώ ένα γράμμα από το φ ίλο μου, τον κύ ριο Τάδε” - το όνομα το έχω ξεχάσει, αλλά δεν πειράζει· θα ξαναγυρίσουμε σ’ αυτό· ναι, ναι, καλώς! Έτσι, ο πατέρας λέει: “Έ λα βα ένα γράμμα από το φίλο μου, τον κύριο Τάδε, και θέλει να
21
WI L KI E COL L I NS
του συστήσω έναν καδηγητή της ζωγραφικής για να παραδίδει μαδήματα στο σπίτι του στην εξοχή”. Την-ψυχή-μου-να-ευλογεί-ο-Θεός-την-ψυχή-μου! Ό τα ν άκουσα τον χρυσαφένιο π α τέ ρα να λέει αυτές τις λέξεις... Αν ήμουν αρκετά μεγαλόσωμος για να τον φτάσω, δα είχα τυλίξει τα μπράτσα μου γύρω από το λαιμό του και δα τον έσφιγγα στο στήδος μου για ώρα. και με ευγνωμοσύνη! Το μόνο που έκανα, όμως, ήταν να αναπηδή σω στην καρέκλα μου. Το κάδισμά μου είχε αγκάδια και η ψυ χή μου φλεγόταν - ήδελα να μιλήσω. Κράτησα όμως τη γλώσ σα μου και άφησα τον πατέρα να συνεχίσει. “Μήπως ξέρετε”, λέει αυτός ο καλός και πλούσιος άνδρωπος, στριφογυρίζοντας το γράμμα του φίλου του ανάμεσα στα χρυσαφένια δάχτυλά του. “μήπως ξέρετε, αγαπητές μου, κάποιον δάσκαλο της ζωγραφι κής που να μπορώ να του συστήσω;” Οι τρεις νεαρές δεσποινί δες κοιτάζουν η μία την άλλη και μετά -αρχίζοντας με το απα ραίτητο “ Ωωω”- λένε: “Ω, μπαμπά! Δυστυχώς όχι! Αλλά είναι εδώ ο κύριος Πέσκα...” Στην αναφορά του ονόματος μου δεν μπόρεσα να κρατηδώ άλλο - η σκέψη σου, καλέ μου φίλε, ανε βαίνει σαν αίμα στο κεφάλι μου. Πετάγομαι από την καρέκλα μου, σαν να ξεφύτρωσε ένα χοντρό καρφί από το δάπεδο και να με τρύπησε, απευδύνομαι στον πανίσχυρο έμπορο και λέω - σε τέλεια αγγλικά: “Αγαπητέ κύριε, έχω τον άνδρωπο που χρειά ζεστε! Τον πρώτο και καλύτερο καδηγητή ζωγραφικής του κό σμου! Συστήστε τον ταχυδρομικώς απόψε και στείλτε τον αύ ριο, με τσάντες και βαλίτσες -αγγλικούρα κι αυτή, ε ; - στείλτε τον με τσάντες και βαλίτσες σιδηροδρομικώς αύριο”. “Στάσου, στάσου”, λέει ο πατέρας. “Είναι ξένος ή Αγγλος;” “Εγγλέζος ως το κόκαλο”, απαντώ. “Αξιοπρεπής;” ρωτά ο πατέρας. “Κύριε”, του λέω -α υτή η τελευταία ερώτησή του με εξοργίζει- “η αδάνατη φλόγα της μεγαλοφυΐας καίει στο στήδος αυτού του Αγγλου· και, επιπλέον, την είχε πριν α π ’ αυτόν και ο πατέρας του”. “Δεν με νοιάζει”, λέει ο πλούσιος και ατάλαντος πατέρας. “Δεν με απα σχολεί η μεγαλοφύία, κύριε Πέσκα. Δεν δέλουμε μεγαλοφύίες
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
σ' αυτή τη χώρα, εκτός κι αν συνοδεύονται από αξιοπρέπεια. Τότε τις δεχόμαστε ευχαρίστως - πολύ ευχαρίστως μάλιστα! Μ πορεί ο φ ίλος σας να παρουσιάσει συστατικές επιστολές, γράμματα που να μιλάνε για το χαρακτήρα του;” Κουνάω πε ριφρονητικά το χέρι μου. “ Γράμματα;” λέω. Την-ψυχή-μου-ναευλογεί-ο-Θεός-την-ψυχή-μου! “Φυσικά και μπορεί! Τόνους από γράμματα· χαρτοφύλακες με συσταστικές επιστολές, αν δέλετε”. “Μ ία ή δύο φτάνουν” - ο άνδρωπος του φλέγματος και του χρήματος! “ Να τα στείλει σε μένα, με το όνομά του, μαζί και τη διεύθυνσή του. Και... σταθείτε, σταθείτε, κύριε Πέσκα. Πριν π ά τε στο φίλο σας, καλό θα είναι να πά ρετε μαζί σας ένα σημείωμα*”. “Χαρτονόμισμα;**”, είπα αγανακτισμένα. “ Κανένα χαρτονόμισμα, σας παρακαλώ, μέχρι να το κερδί σει πρώτα ο γενναίος Αγγλος μου”. “Χαρτονόμισμα;” λέει ο πα τέρας έκπληκτος. “Ποιος μίλησε για χαρτονόμισμα; Εννοώ ένα σημείωμα με τους όρους* ένα μνημόνιο με τα όσα θα χρειαστεί να κάνει. Συνεχίστε το μάθημά μας, κύριε Πέσκα, και θα σας δώσω το απαραίτητο απόσπασμα από το γράμμα του φίλου μου”. Και κάθεται ο άνθρωπος του εμπορίου και του χρήματος με την πένα του, το μελάνι και το χαρτί· κι εγώ κατεβαίνω και πάλι στην Κόλαση του Δάντη, με τις τρεις νεαρές δεσποινίδες να με ακο λουθούν. Μ έσα σε δέκα λεπτά το σημείωμα είχε γραφτεί, και οι μπότες του πα τέρ α έτριξαν και πάλι στο διάδρομο καθώς έφευγε. Από κείνη τη στιγμή, μα την πίστη, την ψυχή και την τι μή μου, δεν ξέρω τι άλλο έγινε. Η θαυμάσια σκέψη πως είχα βρει επιτέλους την ευκαιρία μου, και πως η πράξη ευγνωμοσύνης μου προς τον πιο αγαπημένο φίλο που έχω στον κόσμο ήταν σαν να είχε γίνει κιόλας, αυτή η σκέψη φτερουγίξει στο μυαλό μου και με κάνει και νιώθω σαν μεθυσμένος. Πώς τα κατάφερα και ξαναβγήκαμε οι νεαρές δεσποινίδες μου κι εγώ από το έρεβος * Στα αγγλικά, note. (Σ.τ.Μ.) ** Στα αγγλικά, επίσης note. (Σ.τ.Μ.)
23
WI LKI E COL L I NS
της Κολάσεως, πώς μπόρεσα κι έκανα μετά τις υπόλοιπες δου λειές μου, πώ ς τα κατάφερα και κατάπια το λιτό γεύμα μου, καλά καλά δεν το ξέρω. Μ ου αρκεί που είμαι εδώ. με το ση μείωμα του πλούσιου εμπόρου στο χέρι μου. ξαναμμένος σαν τη φωτιά και ευτυχισμένος σαν βασιλιάς! Χα χα χα! Καλώς!» Εδώ ο καδηγητής ανέμισε το σημείωμα με τους όρους πάνω από το κεφάλι του και ολοκλήρωσε τη μακρά και φλύαρη διή γησή του με έναν αγγλικό πανηγυρισμό. Η μητέρα μου σηκώδηκε την ίδια στιγμή μ ’ εκείνον, με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και μάτια που έλαμπαν. Έ πιασε εγκάρ δια τον μικρόσωμο άντρα από τα δυο χέρια. «Αγαπητέ μου, κα λέ μου Πέσκα», είπε. «Π οτέ δεν αμφέβαλα για την ειλικρινή αγάπη σας για τον Γουόλτερ, αλλά τώρα είμαι πεπεισμένη πε ρισσότερο από ποτέ!» «Φυσικά, είμαστε πά ρ α πολύ υποχρεωμένες στον καδηγήτή Πέσκα, για χάρη του Γουόλτερ», πρόσδεσε και η Σάρα. Μισοσηκώδηκε, καδώς μιλούσε, σαν να ’δελε να πλησιάσει την πολυδρόνα· αλλά, πα ρατηρώντας ότι ο Πέσκα φιλούσε χωρίς αυτοσυγκράτηση τα χέρια της μητέρας μου, σοβάρεψε από τομα και ξανακάδισε στην καρέκλα της. Αν ο αυδόρμητος αυ τός άντρας σ υμπεριφέρεται έτσι στη μητέρα μου, πώ ς δα φερδεί σ ’ εμένα; Τα πρόσω πα λένε μερικές φορές την αλήδεια· και, αναμφισβήτητα, αυτή η σκέψη ήταν στο μυαλό της Σά ρας καδώς ξανακαδόταν στην καρέκλα της. Παρόλο που κι εγώ ήμουν επηρεασμένος από την ευγένεια των κινήτρων του Πέσκα, η χαρά μου δεν ήταν και τόσο μεγάλη όση δα δικαιολογούσε η προοπτική της μελλοντικής απασχόλησης που υπήρχε τώρα μπροστά μου. Όταν ο καδηγητής είχε ξεμπερδέψει με το χέρι της μητέρας μου, και όταν τον ευχαρίστησα κι εγώ δερμά για την παρέμβασή του για λογαριασμό μου, ζήτησα να μου επιτραπεί να ρίξω μια ματιά στο σημείωμα το οποίο είχε συντάξει ο αξιοσέβαστος εργοδότης του για να λάβω υπόψη μου τους όρους.
24
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Ο Πέσκα μου έδωσε το χαρτί, με μια θριαμβευτική κίνηση του χεριού του. «Διάβασε!» είπε ο μικρόσωμος άντρας μεγα λόπρεπα. «Σου λέω μόνο, φ ίλε μου, ότι το γράμμα του χρυ σαφένιου πα τέρ α μιλά με τη γλώσσα των σαλπίγγων!» Το σημείωμα με τους όρους ήταν, από κάδε άποψη, απλό, ευδύ και κατανοητό. Μ ε ενημέρωσε, λοιπόν, για τα παρακάτω: Πρώτον, ο κύριος Φρέντερικ Φέρλι —Αίμεριτζ Χάουζ, Κάμ περλαντ- ήδελε να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες ενός εξαιρετι κά ικανού δασκάλου της ζωγραφικής για ένα διάστημα τεσσά ρων μηνών οπωσδήποτε. Δεύτερον, τα καθήκοντα που δα είχε ο δάσκαλος της ζωγραφικής δα ήταν δύο ειδών: Θα φρόντιζε για τη μύηση δύο νεαρών κυ ριών στην τέχνη της ζωγραφικής με νερομπογιές, και δα αφιέ ρωνε τον ελεύθερο χρόνο του στη συντήρηση μιας πολύτιμης συλλογής πινάκων που είχαν περιπέσει σε κατάσταση πλήρους εγκατάλειψης. Τρίτον, η αμοιβή που προσφερόταν στον άνθρωπο ο οποίος θα αναλάμβανε και δα επιτελούσε με επάρκεια και συνέπεια τα καθήκοντα αυτά ήταν τέσσερις γκινέες την εβδομάδα· ακό μη, δα διέμενε στο Αίμεριτζ Χάουζ και δα απέλαυε της φρο ντίδας και των τιμών ενός τζέντλεμαν. Τέταρτον, κανένας δεν δα έπρεπ ε έστω και να σκεφτεί να διεκδικήσει τη δέση αν δεν ήταν ικανός να παρουσιάσει τις πιο άψογες συστάσεις για το χαρακτήρα και τις ικανότητές του. Οι συστατικές επιστολές δα αποστέλλονταν στο φίλο του κυ ρίου Φέρλι στο Λονδίνο, ο οποίος και ήταν εξουσιοδοτημένος να ολοκληρώσει όλες τις απαραίτητες συνεννοήσεις. Οι παραπάνω οδηγίες τελείωναν εδώ, και συνοδεύονταν από το όνομα και τη διεύθυνση του εργοδότη του Πέσκα στο Πόρτλαντ - εκεί το σημείωμα τελείωνε. Η προοπτική αυτής της επαγγελματικής πρότασης ήταν ασφα λώς ελκυστική. Η πρόταση φαινόταν άκρως ενδιαφέρουσα και ευχάριστη· εμφανιζόταν στη φθινοπωρινή περίοδο του χρόνου.
2ί
WI L KI E COL L I NS
που ήμουν ελάχιστα απασχολημένος, και οι όροι, κρίνοντας από την πείρα μου στο επάγγελμα, ήταν εντυπωσιακά ελκυστικοί. Το ήξερα αυτό· ήξερα ότι έπρεπε να θεωρώ τον εαυτό μου πο λύ τυχερό αν κατάφερνα να εξασφαλίσω την προσφερόμενη απα σχόληση. Π αρ’ όλα αυτά, δεν είχα ολοκληρώσει καλά καλά την ανάγνωση του μνημονίου και αισδάνδηκα μέσα μου μία ανεξή γητη απροδυμία να δεχδώ. Ποτέ άλλοτε, από τη μέχρι τώρα εμπειρία μου, δεν είχα βρει το καδήκον μου και την προδιάδεσή μου να βρίσκονται τόσο οδυνηρά και ανεξήγητα σε αντίθε ση, όπως τώρα. «Ω, Γουόλτερ, ο πατέρας σου δεν είχε ποτέ μια τέτοια ευκαιρία!» είπε η μητέρα μου - είχε διαβάσει το σημείωμα με τους όρους και μου το επέστρεφε. «Θ α γνωρίσεις τόσο σημαντικούς ανδρώπους», παρατήρησε η Σάρα· «και με τόσο σύμφορους όρους, μάλιστα!» «Ν αι, ναι! Οι όροι, από κάδε άποψη, είναι αρκετά δελεαστι κοί», απάντησα συγκρατημένα «Αλλά πριν στείλω τις συστατικές επιστολές μου, δα ’δελα λίγο χρόνο να το σκεφτώ». « Ν α το σκεφ τείς!» αναφώνησε η μητέρα μου. «Τι σ ’ έπιασε ξαφνικά, Γουόλτερ;» « Ν α το σκεφ τείς!» αναφώνησε και η αδελφή μου. «Τι π α ράξενο είναι αυτό που λες, με μια τέτοια πρόταση!» « Ν α το σκεφτείς!» πετάχτηκε και ο καθηγητής. «Τι να σκε φτείς; Απάντησέ μου! Εσύ δεν παραπονιόσουν για την υγεία σου, και δεν λαχταρούσες αυτό που εσύ αποκαλείς καθαρό αέ ρ α της εξοχής; Ορίστε! Στο χέρι σου είναι το χαρτί που σου προσφέρει αναρίθμητες εισπνοές καδαρού αέρα για τέσσερις μήνες. Έτσι δεν είναι; Έ πειτα, θέλεις χρήματα; Ορίστε! Λίγες είναι τέσσερις χρυσές γκινέες τη βδομάδα; Θεέ και Κύριε! Δώσ’ τες σε μένα - οι μπότες μου 9α τρίξουν σαν του χρυσαφένιου πατέρα, από την αίσδηση του υπερβολικού πλούτου του αν θρώπου που τις φοράει! Τέσσερις γκινέες τη βδομάδα· και, επι πλέον, η γοητευτική συντροφιά δύο νεαρών δεσποινίδων! και,
26
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ακόμη, το κρεβάτι σου, το πρωινό σου. το δείπνο σου, τα πλού σια αγγλικά τσάγια, τα γεύματα και οι αφρώδεις μπίρες, όλα δωρεάν! Γουόλτερ, αγαπημένε μου φίλε, για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν έχω μάτια, για να μπορώ να κοιτάζω και να απορώ μαζί σου!» Ούτε η προφανής έκπληξη της μητέρας μου για τη συμπε ριφορά μου, ούτε η παδιασμένη απαρίθμηση από τον Πέσκα των πλεονεκτημάτων που μου προσφέρονταν α π ’ αυτή τη νέα απασχόληση κατάφεραν να κλονίσουν την παράλογη απροθυμία μου να πάω στο Λίμεριτζ Χάουζ. Αφού αράδιασα όλες τις αντιρ ρήσεις που μπορούσα να σκεφτώ για τη μετάβασή μου στο Κάμπερλαντ, και αφού τους άκουσα να απαντάνε στη μία μετά την άλλη, ανατρέποντας τις επιφ υλάξεις μου, προσπάθησα να προβάλω ένα τελευταίο εμπόδιο ρωτώντας τι θα απογίνονταν οι μ αθητές μου στο Λονδίνο όσο διάστημα εγώ θα δίδασκα στις νεαρές κυρίες του κυρίου Φέρλι να σκιτσάρουν τη φύση. Η προφανής απάντηση στην ερώτησή μου ήταν ότι οι περισσό τεροι θα απούσιαζαν στα φθινοπωρινά ταξίδια τους, και ότι οι ελάχιστοι που θα έμεναν στο Λονδίνο θα μπορούσαν να ανα τεθούν στη φροντίδα ενός συναδέλφου μου διδασκάλου ζω γραφικής, του οποίου τους μαθητές είχα αναλάβει εγώ για λο γαριασμό του κάτω από παρόμοιες συνθήκες. Η Σάρα μου θύ μισε ότι ο συνάδελφος αυτός είχε θέσει τις υπηρεσίες του στη διάθεσή μου στη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου, σε περί πτωση που ήθελα να φύγω από την πόλη· η μητέρα μου με παρακάλεσε να μην επιτρέψω σε ένα ανόητο καπρίτσιο να στα θεί εμπόδιο στα συμφέροντά μου και στην υγεία μου· και ο Πέσκα κυριολεκτικά με ικέτευσε να μην τον πληγώσω κατά καρδα, απορρίπτοντας την πρώτη προσφορά ευγνωμοσύνης που ήταν σε θέση να κάνει στο φίλο που του είχε σώσει τη ζωή. Η προφανής ειλικρίνεια και αγάπη που ενέπνεε αυτές τις εκδηλώσεις θα είχαν επηρεάσει κάθε άνθρωπο που είχε έστω κι ένα μόριο ευαισθησίας στην ψυχοσύνθεσή του. Παρόλο που δεν
27
_
WI LKI E C OL L I NS
______
μπορούσα να ξεπεράσω την ανεξήγητη δυστροπία μου, είχα του λάχιστον αρκετή λεπτότητα ώστε να ντραπώ ειλικρινά για την αντίδρασή μου, και να τερματίσω ευχάριστα τη συζήτηση υπο χωρώντας, και υποσχόμενος να κάνω όλα όσα μου ζητούσαν. Η υπόλοιπη βραδιά πέρασε αρκετά ευχάριστα, με ποικίλες προβλέψεις για τη μελλοντική ζωή μου με τις δύο νεαρές κυ ρίες στο Κάμπερλαντ. Ο Πέσκα, επηρεασμένος από το εθνι κό μας ποτό, ρούμι με λεμόνι και ζάχαρη, που φάνηκε να τον ζαλίζει, εκφωνώντας το ένα μετά το άλλο μια σειρά από λο γύδρια, επαναβεβαίωσε τους ισχυρισμούς του ότι έπρεπ ε να τον δεωρούμε ολοκληρωμένο Αγγλο. Πίνοντας στην υγεία της μητέρας μου, στην υγεία της αδελφής μου, στη δική μου, και στις υγείες, γενικά, του κυρίου Φέρλι και των δύο νεαρών δε σποινίδων, χωρίς να παραλείψει αμέσως μετά να με ευχαρι στήσει και για το κέρασμα, μου είπε εμπιστευτικά ο φ ίλος μου, καθώς φεύγαμε μαζί. «Κ ρατάς μυστικό, Γουόλτερ; Κοκκινίζω από την ανάμνηση της ευγλωττίας μου. Η καρδιά μου φουσκώνει από φιλοδοξία. Μ ία α π ’ αυτές τις μέρες δα πάω στο Κοινο βούλιό σας. Είναι το όνειρο της ζωής μου να γίνω βουλευτής ο Αξιότιμος Π έσκα!» Το άλλο πρωί έστειλα τις συστατικές επιστολές μου στον ερ γοδότη του καθηγητή στο Πόρτλαντ. Τρεις μέρες πέρ α σ α ν και συμπέρανα, με κρυφή ικανοποίηση, ότι τα χαρτιά μου δεν είχαν βρεθεί επαρκώς ικανοποιητικά. Την τέταρτη μέρα, ωστόσο, ήρδε η απάντηση. Μου γνωστοποίησε ότι ο κύριος Φέρλι δεχόταν τις υπηρεσίες μου, και μου ζητούσε να ξεκινήσω αμέσως για το Κάμπερλαντ. Ό λες οι απαραίτητες οδηγίες για το ταξίδι μου ήταν προσεκτικά και καθαρά γραμμένες σε ένα υστερόγραφο. Έκανα τις ετοιμασίες μου, αρκετά απρόθυμα, για να φύγω από το Λονδίνο νωρίς την επόμενη μέρα. Προς το βράδυ, π έ ρασε ο Πέσκα να με αποχαιρετήσει. « Θ α στεγνώνω τα δάκρυά μου κατά την απουσία σου», είπε ευδιάθετα ο καθηγητής, « μ ’ αυτή τη θαυμάσια σκέψη. Είναι
28
___________________________ Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ_ ΑΣ ΠΡ Α το αποτελεσματικό χέρι μου που έδωσε την πρώτη ώδηση για την επιτυχία σου στη ζωή. Πήγαινε, φίλε μου! Ό ταν ο ήλιος σου λάμψει στο Κάμπερλαντ, κάνε την τύχη σου! Παντρέψου τη μία από τις δύο νεαρές δεσποινίδες· γίνε βουλευτής: Αξιότιμος Χάρτραϊτ· κι όταν δα είσαι στην κορυφή της σκάλας, να θυμάσαι ότι ο Πέσκα, στον πάτο, τα έχει κάνει όλα!» Π ροσπάθησα να γελάσω με τον μικροκαμωμένο φίλο μου για τον αποχαιρετιστήριο λόγο του, αλλά δεν μπορούσα να υ π α γορεύσω τη διάθεσή μου. Κάτι με ενοχλούσε -σ χεδόν οδυνη ρ ά - όσο εκείνος ξεστόμιζε τις αποχαιρετιστήριες λέξεις του. Ό τα ν έμεινα ξανά μόνος, δεν μου είχε απομείνει να κάνω τί ποτε άλλο πα ρ ά να πάω στο Χάμπστεντ Κότατζ και να αποχαιρετήσω τη μητέρα μου και τη Σάρα.
III Η ζέστη ήταν οδυνηρά αποπνικτική όλη μέρα· και τώρα ήταν μια βαριά και πνιγηρή νύχτα. Η μητέρα μου και η αδελφή μου είχαν πει τόσες πολλές φο ρές τις λέξεις του αποχαιρετισμού, και με είχαν ικετέψει να μείνω άλλα πέντε λεπτά τόσες πολλές φορές, ώστε κόντευαν μεσάνυχτα όταν ο υπηρέτης κλείδωσε την αυλόπορτα πίσω μου. Έ κανα μερικά βήματα ακολουθώντας τον συντομότερο δρόμο για το Λονδίνο. Μ ετά σταμάτησα· δίστασα. Το φεγγάρι στον σκούρο άναστρο ουρανό ήταν γεμάτο και φω τεινό, και το ανώμαλο έδαφος του δάσους έμοιαζε αρκετά άγριο μέσα στο μυστηριώδες φως· σου έδινε την εντύπωση ότι απείχε εκατοντάδες μίλια από τη μεγάλη πόλη που έβλεπες από ψηλά. Η ιδέα να βρεθώ ξανά στη ζέστη και το σκοτάδι του Λονδίνου με απωθούσε· η προοπτική να κλειστώ στο αποπνικτικό δωμά τιό μου και να κοιμηθώ μου δημιουργούσε μια αίσθηση ασφυξίας
29
W I L K I E C O L L I N S _____
- στη σωματική και πνευματική κατάσταση που βρισκόμουν, τα δύο ήταν ένα και το αυτό. Αποφάσισα να γυρίσω ακολουθώντας τη μεγαλύτερη διαδρομή που δα μπορούσα να πάρω -ακολου θώντας τα λευκά ελικοειδή μονοπάτια κατά μήκος του ερημι κού δάσους και προσεγγίζοντας το Λονδίνο μέσω της Φίντσλι Ρ όουντ- και να φτάσω στο σ πίτι μου, μέσα στη δροσιά του και νούργιου πρωινού, από τη δυτική πλευρά του Ρίτζεντ’ς Παρκ. Κατηφόρισα αργά πάνω από το θαμνότοπο, απολαμβάνοντας τη θεϊκή γαλήνη του χώρου και θαυμάζοντας τις απαλές εναλ λαγές του φωτός και των σκιών πάνω στο ανώμαλο έδαφος γύ ρω μου. Καθώς διέσχιζα αυτό το πρώ το και ομορφότερο κομ μάτι της διαδρομής μου, το μυαλό μου ήταν παθητικά ανοιχτό στις εντυπώσεις που πήγαζαν από τη θέα - και δεν νομίζω να σκεφτόμουν κάτι ιδιαίτερα· αντιθέτως, έχω την αίσθηση ότι δεν σκεφτόμουν καθόλου. Ό τα ν όμως βγήκα από το θαμνότοπο κι έστριψα στον παράδρομο, όπου είχα λιγότερα να βλέπω, οι σκέψεις, που φυσιο λογικά γεννιόντουσαν από την επικείμενη αλλαγή στις συνή θειες και τις ασχολίες μου, συγκέντρωναν σταδιακά όλο και πε ρισσότερο την προσοχή μου. Μέχρι να φτάσω στο τέρμα του δρόμου, είχα απορροφηθεί τελείως από τις σκέψεις μου σχετι κά με το Λίμεριτζ Χάουζ, τον κύριο Φέρλι και τις δύο κυρίες των οποίων τη μύηση στην τέχνη της υδατογραφίας θα ανα λάμβανα σύντομα. Είχα φτάσει σ’ εκείνο το συγκεκριμένο σημείο όπου συναντιόνται τέσσερις δρόμοι - ο δρόμος για το Χάμπστεντ, από τον οποίο είχα επιστρέφει, για το Φίντσλι, για το Γουέστ Εντ και ο δρό μος της επιστροφής στο Λονδίνο. Μηχανικά, είχα πάρει αυτή την τελευταία κατεύθυνση και βάδιζα στην ερημική δημοσιά —διερωτώμενος, θυμάμαι, πώς θα έμοιαζαν οι νεαρές κυρίες στο Κάμ περλα ντ- όταν, μέσα σε μια στιγμή, κάθε σταγόνα αίματος στο σώμα μου πάγωσε από το άγγιγμα ενός χεριού που ακούμπησε ελαφρά, και ξαφνικά, από πίσω στον ώμο μου.
30
_
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Γύρισα αστραπιαία, με τα δάχτυλά μου να σφίγγονται γύρω από τη λαβή του μπαστουνιού μου. Εκεί, στη μέση της φ αρ διάς. φωτισμένης από το φεγγάρι δημοσιάς, εκεί -σ α ν να είχε ξεπηδήσει εκείνη τη στιγμή μέσα από τη γη. ή να είχε πέσει από τον ουρανό- στεκόταν μία μοναχική γυναίκα, ντυμένη από την κορυφή ως τα νύχια με λευκά ρούχα, με το πρόσωπό της να κοιτάζει ερωτηματικά το δικό μου και το χέρι της να δείχνει το σκοτεινό σύννεφο πάνω από το Λονδίνο. Τα είχα τόσο πολύ χαμένα έτσι ξαφνικά που είχε προβάλει μπροστά μου αυτό το πλάσμα, μέσα στη νύχτα και σ' αυτό το ερημικό μέρος, που δεν σκέφτηκα να ρωτήσω τι ήθελε. Η αλ λόκοτη γυναίκα μίλησε πρώτη. «Α υτός είναι ο δρόμος για το Λονδίνο;» είπε. Την κοίταξα προσεκτικά. Ή ταν σχεδόν μία μετά τα μεσάνυ χτα. Το μόνο που μπορούσα να διακρίνω αμυδρά μέσα στο φ εγ γαρόφωτο ήταν ένα άχρωμο, αδύνατο νεανικό πρόσωπο· με γάλα, σοβαρά, διαπεραστικά μάτια· νευρικά, τρεμάμενα χεί λη· ανοιχτόχρωμα μαλλιά, καστανόξανθα. Δεν υπήρχε τίποτε το άγριο, τίποτε το άσεμνο στη στάση της· ήταν ήρεμη και συ γκρατημένη, κάπως μελαγχολική, και ελαφρώς διατακτική όχι ακριβώς η στάση μιας κυρίας, αλλά ούτε και η στάση μιας γυναίκας που ανήκε στην κατώτερη κοινωνική βαθμίδα. Η φω νή, στο ελάχιστο που την είχα ακούσει, είχε κάτι το αλλόκοτα ήρεμο και μηχανικό στον τόνο της, και η άρθρωση ήταν εντυ πωσιακά γρήγορη. Κρατούσε μία μικρή τσάντα στο χέρι της και το ντύσιμό της -καπελάκι, εσάρπα και φόρεμα· όλα άσ π ρ α δεν ήταν, α π ’ όσο μπορούσα να μαντέψω, από πολύ φίνα και ακριβά υλικά. Το σώμα της ήταν λεπτό -μ άλ λον ψηλότερη από το σύνηθες-, το βάδισμα και οι κινήσεις της απαλλαγμένες από οποιοδήποτε στοιχείο υπερβολής. Αυτά ήταν τα μόνα που μπορούσα να διακρίνω μέσα στο μισοσκόταδο και κάτω από τις αλλόκοτες συνθήκες της συνάντησής μας. Τι είδους γυναίκα ήταν, και πώ ς είχε τύχει να βρεθεί ολομόναχη στη δημοσιά,
31
WI LKI E COL L I NS
μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα, μου ήταν τελείως αδύνατον να το μαντέψω. Το μοναδικό πράγμα για το οποίο αισθανόμουν βέ βαιος ήταν πω ς και ο χυδαιότερος άνδρωπος δεν δα μπορού σε να παρερμηνεύσει το κίνητρό της να με πλησιάσει και να μου μιλήσει - ακόμη και αυτή την ύποπτα προχωρημένη ώρα. και σ ’ αυτό το ύ ποπτα μοναχικό μέρος. «Μ ε ακούσατε;» είπε, πάλι ήρεμα και γρήγορα, χωρίς κανέναν όμως εκνευρισμό ή ανυπομονησία. «Ρώτησα αν αυτός είναι ο δρόμος για το Λονδίνο». «Ν α ι», της απάντησα. «Α υτός είναι· οδηγεί στο Σαιν Τζων’ς Γουντ και το Ρίτζεντ’ς Παρκ. Συγχωρέστε με που δεν σας απά ντησα πριν. Ξαφνιάστηκα από την αναπάντεχη εμφάνισή σας στο δρόμο* ακόμη και τώρα, δεν είμαι σε δέση να την εξηγήσω». «Δ εν φαντάζομαι να υποψιάζεστε ότι έκανα κάτι κακό. Δεν έχω κάνει τίποτε. Μ ου έτυχε ένα ατύχημα - είμαι πολύ άτυ χη που βρέθηκα εδώ ολομόναχη τόσο αργά. Γιατί υποψιάζεστε ότι έχω κάνει κάτι κα κό;» Μίλησε με αδικαιολόγητη βιασύνη και ταραχή, και τραβήχτηκε μερικά βήματα πιο πίσω. Προσπάθησα να την καθησυχάσω. «Μ η φαντάζεστε, σας παρακαλώ, ότι σας υποψιάζομαι για κάτι, ή ότι σκέφτομαι οτιδήποτε άλλο εκτός από το να σας βοη θήσω, αν μπορώ. Απλώς ξαφνιάστηκα από την εμφάνισή σας στο δρόμο, επειδή μόλις ένα δευτερόλεπτο πριν σας δω μου φαινόταν τελείως ερημικός». Γύρισε και μου έδειξε ένα σημείο στη διασταύρωση του δρό μου προς το Λονδίνο και του δρόμου προς το Χάμπστεντ, όπου υπήρχε ένα άνοιγμα στο φράχτη που σχημάτιζαν οι θάμνοι. «Σ α ς άκουσα που ερχόσασταν», είπε, «και κρύφτηκα, για να δω τι είδους άνθρωπος είστε, προτού διακινδυνεύσω να σας μιλήσω. Αμφέβαλα και προβληματιζόμουν αν έπρεπε να το κά νω, μέχρι που περάσατε - και μετά χρειάστηκε να τρέξω πίσω σας και να σας αγγίξω». Να τρέξει πίσω μου και να μ ’ αγγίξει; Γιατί όχι να μου μιλήσει;
32
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Περίεργο! - το λιγότερο που 9α μπορούσε να σκεφτεί κανείς. «Μ πορώ να σας έχω εμπιστοσύνη;» ρώτησε. «Δεν έχετε σχη ματίσει κακή εντύπωση για μένα, επειδή μου έτυχε ένα ατύ χημα! » Σώπασε σαστισμένη. Μ ετέφερε την τσάντα της από το ένα χέρι στο άλλο και αναστέναξε πικρά. Η μοναξιά και η αδυναμία της γυναίκας με συγκίνησαν. Η φυσική παρόρμηση να τη βοηθήσω υπερίσχυσε της φρόνησης και της επιφυλακτικότητας που ίσως να επέλεγε ένας μεγα λύτερος, φρονιμότερος και ψ υχραιμότερος άντρας σ ’ αυτή την παράξενη συγκυρία. «Μ πορείτε να με εμπιστευτείτε», είπα. «Α ν σας ενοχλεί να μου εξηγήσετε τι ακριβώς σας συνέβη, ούτε που να σκεφτείτε να ξαναδίξετε το 9έμα αυτό. Δεν έχω κανένα δικαίωμα να σας ζητήσω την παραμικρή εξήγηση. Πείτε μου πώς μπορώ να σας βοηθήσω. Αν μπορώ, 9α το κάνω». «Είστε πολύ ευγενικός, και είμαι πολύ, πά ρ α πολύ ευτυχής που σας συνάντησα». Το πρώτο ίχνος γυναικείας τρυφερότη τας σκίρτησε στη φωνή της καθώς πρόφερε τις λέξεις - αλλά δεν είδα να λαμποκοπάνε δάκρυα στα μεγάλα, διαπεραστικά μάτια της, που ήταν ακόμη καρφωμένα πάνω μου. «Έχω βρε θεί μόνο άλλη μια φορά στο Λονδίνο», συνέχισε, μιλώντας όλο και πιο γρήγορα, «και δεν γνωρίζω πολλά πράγματα. Θα μπο ρέσω να βρω μόνιππο ή άμαξα; Μ ήπως είναι πολύ αργά; Δεν ξέρω. Αν μπορούσατε να μου δείξετε πού μπορώ να βρω μό νιππο - να μου υποσχεθείτε όμως ότι δεν θα ανακατευτείτε στα προσωπικά μου και να μου επιτρέψ ετε να φύγω, όταν και όπως θελήσω... Έχω ένα φίλο στο Λονδίνο που θα με δεχτεί ευ χαρίστως. Δεν θέλω τίποτε άλλο. Θα μου το υποσ χεθείτε;» Κοίταξε με αγωνία το δρόμο πάνω κάτω· μετέφερε και πάλι την τσάντα της από το ένα χέρι στο άλλο και επανέλαβε το « θ α μου το υποσ χεθείτε;» κοιτάζοντάς με επίμονα στα μάτια, με ύφος ικετευτικό, κάπως φοβισμένο, και με μια αμηχανία που με στενοχωρούσε να τη βλέπω.
33
WI LKI E COL L I NS
Τι μπορούσα να κάνω; Είχα μπροστά μου μια άγνωστη, από λυτα αφημένη στο έλεος μου. Δεν υπήρχε σπίτι εκεί γύρω· δεν περνούσε κανένας που δα μπορούσα να συμβουλευτώ· και δεν υπήρχε ανθρώπινο δικαίωμα που να μου έδινε εξουσία ελέγχου πάνω της, ακόμη κι αν ήξερα πώς να την ασκήσω. Ξαναδιαβά ζω αυτές τις γραμμές, αμήχανα, με τις σκιές των κατοπινών γε γονότων να σκιάζουν το χαρτί πάνω στο οποίο γράφω. Ακόμη και τώρα αναρωτιέμαι τι μπορούσα να κάνω. Εκείνο που έκανα ήταν να προσπαθήσω να κερδίσω χρόνο, κάνοντάς της ερωτήσεις. «Είστε σίγουρη ότι ο φ ίλος σας στο Λονδίνο θα σας δεχτεί τόσο α ρ γά ;» «Α πόλυτα σίγουρη. Μόνο πείτε μου ότι θα με αφήσετε να φύγω όταν και όπως θελήσω· μόνο πείτε ότι δεν θα ανακατευτείτε σε ό,τι κάνω. Θα το υ ποσ χεθείτε;» Καθώς επαναλάμβανε τη φράση για τρίτη φορά, με πλησίασε και ακούμπησε το χέρι της, για μια στιγμή, στο στήθος μου ένα λεπτό, κρύο χέρι! « Θ α μου το υ ποσ χεθείτε;» « Ν α ι!» Στρέψαμε τα πρόσωπά μας προς το Λονδίνο και ξεκινήσαμε μαζί την πρώτη ώρα της νέας μέρας - εγώ κι αυτή η γυναίκα, της οποίας το όνομα, ο χαρακτήρας, η ιστορία, οι επιδιώξεις στη ζωή, της οποίας ακόμη και η παρουσία δίπλα μου, εκείνη τη στιγμή, ήταν σκοτεινό μυστήριο για μένα. Ή ταν σαν όνειρο. Ο Γουόλτερ Χάρτραϊτ ήμουν; Ο πασίγνωστος ήσυχος δρόμος που γέμιζε από περιπατητές τις Κυριακές ήταν αυτός; Είχα πραγ ματικά φύγει πριν από μια ώρα από τη γαλήνια, αξιοπρεπή, συμ βατική οικογενειακή ατμόσφαιρα του σπιτιού της μητέρας μου; Ή μουν τόσο πολύ σαστισμένος -π ο λ ύ αμυδρά, ένιωθα και κά τι σαν τύψ εις-, που δεν μπόρεσα να μιλήσω για μερικά λεπτά στην άγνωστη συνοδό μου. Η δική της φωνή ήταν που έσπασε και πάλι τη σιγή ανάμεσά μας.
34
______Η
Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Θέλω να σας ρωτήσω κάτι», είπε ξαφνικά. «Γνωρίζετε πολ λούς στο Λονδίνο;» «Ν αι, πά ρ α πολλούς». «Πολλούς αριστοκράτες;» Υπήρχε ένα αναμφισβήτητο ίχνος καχυποψίας στην παράξενη αυτή ερώτηση. Κόμπιασα κάπως πριν απαντήσω. «Μ ερικούς», είπα, ύστερα από σιγή μερικών δευτερολέπτων. «Γνωρίζετε πολ λού ς» -σ ώ π ασ ε απότομα και με κοίταξε ερευνητικά στα μ ά τια - «μ ε τον τίτλο του βαρονέτου;» Υπερβολικά ξαφνιασμένος για να μπορέσω να της απαντήσω, τη ρώτησα με τη σειρά μου: «Γιατί ρωτάτε;» «Επειδή ελπίζω, για το καλό μου, να υπάρχει ένας βαρονέτος που δεν τον γνωρίζετε». «Θ α μου πείτε το όνομά το υ ;» «Δεν μπορώ.... δεν τολμώ... Το ξεχνάω όταν είναι να το ανα φέρω». Μίλησε δυνατά και σχεδόν επιθετικά, ύψωσε τη σφιγ μένη γροδιά της και την κούνησε παθιασμένα. Μ ετά, τελείως ξαφνικά, κατάφερε να ηρεμήσει και πρόσδεσε, με φωνή σιγα νή σαν ψίθυρο: «Π είτε μου ποιους α π ’ αυτούς ξέρετε εσείς». Δεν μπορούσα να αρνηθώ να της ικανοποιήσω μια τόσο ασή μαντη επιθυμία και ανέφερα τρία ονόματα. Τα δύο ήταν τα ονό ματα ανθρώπων στα σπίτια των οποίων δίδασκα- το τρίτο ήταν το όνομα ενός ευγενούς ανθρώπου που με είχε καλέσει κάπο τε σε κρουαζιέρα με το κότερό του, για να τον ζωγραφίσω. «Α , δεν τον ξέρετε», είπε, με έναν αναστεναγμό ανακούφι σης. «Εσείς; Είστε αριστοκράτης;» «Κ άθε άλλο. Έ νας απλός δάσκαλος ζωγραφικής είμαι». Καθώς η απάντηση έβγαινε από τα χείλη μου -κ ά π ω ς με λαγχολικά. ίσω ς- με έπιασε από το μπράτσο με τον απότομο τρόπο που χαρακτήριζε όλες τις ενέργειές της. «Ό χι αριστοκράτης!» μονολόγησε. «Ευτυχώς! Μπορώ να του έχω εμπιστοσύνη». Είχα καταφέρει να συγκρατήσω την περιέργεια μου μέχρι τη
WI L KI E COL L I NS
στιγμή αυτή, από σεβασμό προς εκείνη· τώρα δεν κρατήθηκα. «Νομίζω ότι έχετε σοβαρό λόγο να φοβάστε κάποιον αρι στοκράτη», είπα. «Νομίζω ότι ο βαρονέτος, του οποίου το όνο μα δεν είστε διατεθειμένη να μου αναφέρετε, σας έχει κάνει κάποιο μεγάλο κακό. Αυτός είναι η αιτία που βρίσκεστε εδώ περασμένα μεσάνυχτα;» «Μ η με ρωτάτε. Μη με κάνετε να μιλήσω γι’ αυτό», απ ά ντησε. «Δεν είμαι σε θέση τώρα. Μου φέρθηκαν απάνθρω πα, και με αδίκησαν πολύ. Θα σας είμαι ευγνώμων αν συνεχίσουμε χωρίς να με ρωτάτε. Θέλω να ηρεμήσω, αν μπορώ». Ξεκινήσαμε και πάλι με γρήγορο βηματισμό, και για μισή του λάχιστον ώρα δεν ανταλλάξαμε ούτε μία λέξη. Κατά διαστή ματα, μιας και ήταν απαγορευμένο να κάνω περισσότερες ερω τήσεις, έριχνα μια κλεφτή ματιά στο πρόσωπό της. Ή ταν π ά ντα ίδιο: τα χείλη σφιγμένα, το μέτωπο συνοφρυωμένο, τα μά τια να κοιτάζουν ίσια μπροστά, ανυπόμονα· και όμως, αφηρημένα! Είχαμε φτάσει στα πρώ τα σ πίτια και βρισκόμασταν κο ντά στο νέο Ουέσλιαν Κόλετζ, όταν φάνηκε να ηρεμεί κάπως, και ξαναμίλησε. «Στο Λονδίνο μ ένετε;» «Ν α ι». Καθώς απαντούσα, μου πέρασε από το μυαλό ότι ίσως σκόπευε να μου ζητήσει μελλοντικά βοήθεια, και ότι έπρε πε να την απαλλάξω από κάποια πιθανή απογοήτευση προει δοποιώντας τη για την επικείμενη αναχώρησή μου από την πό λη. Έτσι πρόσδεσα: «Α λλά αύριο θα φύγω από το Λονδίνο για ένα διάστημα. Θα πάω στην εξοχή». «Π ο ύ ;» ρώτησε. «Β όρεια ή νότια ;» «Β όρεια· στο Κάμπερλαντ». «Κ άμπερλαντ!» Επανέλαβε τρυφερά τη λέξη. «Α! Μ ακά ρι να πήγαινα κι εγώ εκεί. Ή μουν κι εγώ κάποτε στο Κάμπερ λαντ. Και ήμουν ευτυχισμένη!» Επιχείρησα να σηκώσω και πάλι το πέπλο που κρεμόταν ανά μεσα σ ’ αυτή τη γυναίκα και σε μένα.
36
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Ίσω ς να γεννηθήκατε», είπα, «στην όμορφη περιοχή της Λίμνης». «Ό χ ι» , απάντησε. «Γεννήθηκα στο Χάμπσαϊρ. Αλλά κάπο τε, για ένα διάστημα, πήγα σχολείο στο Κάμπερλαντ. Λίμνη; Δεν θυμάμαι καμιά λίμνη. Το χωριό Λίμεριτζ και, κυρίως, το Λίμεριτζ Χάουξ θα ’θελα να ξαναδώ». Ή ταν η σειρά μου, τώρα, να σταματήσω απότομα. Έτσι οξυμμένη που ήταν η περιέργειά μου εκείνη τη στιγμή, η τυχαία ανα φορά εκ μέρους της παράξενης συνοδού μου της κατοικίας του κυρίου Φέρλι με άφησε εμβρόντητο. «Ακούσατε κάποιον να μας φωνάξει;» ρώτησε, κοιτάζοντας φοβισμένα γύρω της. «Ό χι, όχι! Απλώς ξαφνιάστηκα στο άκουσμα του Λίμεριτζ Χάουζ - το άκουσα να αναφέρεται από κάποιον πριν από με ρικές μέρες». «Α , πάντω ς όχι γνωστό μου. Η κυρία Φέρλι είναι νεκρή· και ο σύζυγός της είναι νεκρός· και το κοριτσάκι τους μπορεί να έχει παντρευτεί και να έχει φύγει π ια από κει. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να ζει σήμερα στο Λίμεριτζ. Αν έχουν απομείνει εκεί κά ποιοι μ ’ αυτό το όνομα, το μόνο που ξέρω είναι ότι τους αγα πώ, για χάρη της κυρίας Φέρλι». Έμοιαζε σαν να ’θελε να πει περισσότερα, αλλά ενώ μιλού σε, είδαμε μπροστά μ ας το σταθμό των διοδίων, στην άκρη της δημοσιάς. Το χέρι της σφίχτηκε στο μπράτσο μου και κοίταξε με αγωνία το σταθμό μπροστά μας. «Κοιτάζει έξω ο σ ταθμάρχης;» με ρώτησε. Ο σταθμάρχης δεν κοίταζε έξω· και κανένας άλλος δεν ήταν εκεί κοντά όταν περάσαμε το σταθμό. Βλέποντας, όμως, τις λά μπες του γκαζιού και τα πρώτα σπίτια, φάνηκε να αγχώνεται και να κυριεύεται από ανυπομονησία. «Το Λονδίνο!» είπε. «Βλέπετε καμιά άμαξα που θα μπορούσα να πάρω; Είμαι κουρασμένη και φοβισμένη. Θέλω να νιώσω ασφαλής και να ηρεμήσω».
37
WI LKI E C OL L I NS
Της εξήγησα ότι έπρεπε να περπατήσουμε λίγο ακόμη για να βρε δούμε σε στάση με άμαξες, εκτός κι αν ήμαστε τυχεροί και συναντούσαμε καμιά άδεια στο δρόμο· και μετά προσπάδησα να ξαναδίξω το δέμα του Κάμπερλαντ. Ή ταν μάταιο. Η ιδέα να νιώσει ασφαλής και να ηρεμήσει ήταν η μόνη που κυριαρ χούσε πια στο μυαλό της. Δεν μπορούσε να σκεφτεί και να μι λήσει για τίποτε άλλο. Δεν είχαμε προχωρήσει αρκετά μετά το σταδμό όταν είδα μία ενοικιαζόμενη άμαξα να σταματά σ ’ ένα σπίτι λίγο πιο κάτω, στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Έ νας κύριος κατέβηκε, άνοι ξε την πόρτα του κήπου και μπήκε. Φώναξα στον αμαξά την ώρα που ανέβαινε και πάλι στη δέση του. Καδώς διασχίζαμε το δρόμο, η ανυπομονησία της άγνωστης συνοδού μου εντάδηκε σε τέτοιο βαδμό, που σχεδόν με ανάγκασε να τρέξω. «Είναι πολύ αργά», είπε. «Βιάζομαι μόνο επειδή είναι πολύ αργά!» «Δεν μπορώ να σας πάρω, κύριε, αν δεν πηγαίνετε προς το Τότεναμ-κορτ-ρόουντ», είπε ευγενικά ο αμαξάς όταν άνοιξα την πόρτα της άμαξας. «Το άλογό μου είναι ψόφιο από την κού ραση και μόνο στο στάβλο του μπορώ να το πάω». «Ν αι, ναι. Καλά είναι για μένα. Προς τα εκεί πηγαίνω, προς τα εκεί». Μίλησε βιαστικά, και προσπερνώ ντας με μπήκε στην άμαξα. Είχα βεβαιωδεί ότι ο αμαξάς ήταν σοβαρός και ευγενικός άνδρωπος πριν την αφήσω να μπει στην άμαξα. Και τώρα, ενώ ήταν καδισμένη μέσα, την παρακάλεσα να μου επιτρέψ ει να τη συνοδεύσω με ασφάλεια στον προορισμό της. «Ό χι, όχι, όχι!» είπε κοφτά. «Είμαι και ασφαλής, και ευτυ χισμένη τώρα. Αν είστε τζέντλεμαν, δυμηδείτε την υπόσχεσή σας. Αφήστε με να φύγω, κι εγώ δα του πω πού να σταματή σει. Σας ευχαριστώ... Ω! Σας ευχαριστώ! Σας ευχαριστώ!» Το χέρι μου ήταν στην πόρτα της άμαξας. Το έσφιξε στα δικά της, το φίλησε και το έσπρωξε μακριά της. Η άμαξα ξεκίνησε
38
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
την ίδια στιγμή. Έ κανα να τρέξω με μια αόριστη διάδεση να τη σταματήσω και πάλι, χωρίς να ξέρω γιατί· δίστασα, από φόβο μήπως την τρομάξω και την ταράξω, και τελικά φώναξα, αλλά όχι αρκετά δυνατά ώστε να τραβήξω την προσοχή του αμαξά. Ο ήχος από τους τροχούς άρχισε να σβήνει· η άμαξα χάθηκε μέ σα στις σκιές του δρόμου - η Γυναίκα με τα άσπρα είχε φύγει. Δέκα λεπτά, ίσως και περισσότερα, είχαν περάσει. Βρισκόμουν ακόμη στην ίδια πλευρά του δρόμου. Μηχανικά, τώρα, έκανα μερικά βήματα μπροστά· μετά σταματούσα και πάλι, αφηρημένα. Κάποια στιγμή έπιανα τον εαυτό μου να αμφιβάλει αν πραγματικά είχα ζήσει αυτή την περιπέτεια* κάποια άλλη, αι σθανόμουν μπερδεμένος και αγχωμένος από μία περίεργη αί σθηση ότι δεν είχα ενεργήσει σωστά - χωρίς, φυσικά, να ξέρω πώς θα μπορούσα να είχα ενεργήσει σωστά. Δεν ήξερα πού πήγαινα ή τι σκόπευα να κάνω μετά· το μόνο που συναισθα νόμουν ήταν πόσο μπερδεμένες ήταν οι σκέψεις μου, όταν ξαφνικά ξαναβρήκα τον εαυτό μου - ξύπνησα, θα μπορούσα να πω, από τον ήχο τροχών που πλησίαζαν ταχύτατα πίσω μου. Βρισκόμουν στη σκοτεινή πλευρά του δρόμου, μέσα στην πυ κνή σκιά των δέντρων ενός κήπου, όταν σ ταμάτησα για να κοι τάξω πίσω. Στην απέναντι, και φωτεινότερη πλευρά του δρό μου, σε μικρή απόσταση πίσω μου, ένας αστυνομικός κατευθυνόταν προς την πλευρά του Ρίτζεντ’ς Παρκ. Η άμαξα με προσπέρασε - ένα ανοιχτό μόνιππο με δύο άντρες. «Στάσου!» φώναξε ο ένας. «Έ νας αστυνομικός. Στάσου, να τον ρωτήσουμε». Το άλογο σταμάτησε απότομα, μερικά μέτρα πιο πέρ α από το σκοτεινό σημείο που στεκόμουν. «Α στυνομικέ!» φώναξε ο πρώτος άντρας. «Μ ήπω ς είδατε μια γυναίκα να περνάει από δω ;» «Τι είδους γυναίκα, κύριε;»
39
WI LKI E COLLI NS
«Μ ια γυναίκα που φορούσε ένα μοβ νυχτικό...» «'Οχι, όχι!» πετάχτηκε ο δεύτερος. «Τα ρούχα που της δώ σαμε βρέθηκαν στο κρεβάτι της. Θ α πρέπει να έφυγε με τα ρού χα που φορούσε όταν ήρθε σ ’ εμάς. Στα άσπρα, αστυνομικέ! Μ ια γυναίκα στα άσπρα». «Δ εν την είδα, κύριε». «Α ν εσείς - ή κάποιος από τους άντρες σ α ς - συναντήσετε αυτή τη γυναίκα, σταματήστε τη και στείλτε τη με συνοδεία σ ’ αυτή τη διεύθυνση. Θ α πληρώσω όλα τα έξοδα· θα έχετε και μια καλή αμοιβή για τον κόπο». Ο αστυνομικός κοίταξε την κάρτα που του είχε δοθεί. «Γιατί να τη σταματήσουμε, κύριε; Τι έχει κάνει;» «Τι έχει κάνει; Δ ραπέτευσε από το ψυχιατρείο μου. Μην ξεχάσετε! Μ ια γυναίκα με άσ π ρα!»
40
Κεφάλαιο Δεύτερο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτράιτ
IV «Δ ραπέτευσε από το ψυχιατρείο!» Δεν μπορώ να πω με ειλικρίνεια ότι το τρομερό συμπέρασμα στο οποίο με οδήγησαν αυτές οι λέξεις άστραψε στο μυαλό μου σαν μια νέα αποκάλυψη. Ορισμένες από τις περίεργες ερωτή σεις που μου είχε κάνει η Γυναίκα με τα άσπρα, ύστερα από την απερίσκεπτη υπόσχεση μου να της επιτρέψω να δρα όπως εκείνη ήδελε, με είχαν κάνει να σκεφτώ ή ότι ήταν από φυσι κού της ασταδής και ανισόρροπη ή ότι κάποια πρόσφατη τρο μάρα είχε κλονίσει την ισορροπία των λειτουργιών της. Αλλά, ειλικρινά, μπορώ να δηλώσω ότι η ιδέα της απόλυτης παραφροσύνης την οποία όλοι συνδέουμε με την ονομασία και μόνο του ψυ χιατρείου δεν μου είχε περάσει στιγμή από το μυαλό. Δεν είχα διακρίνει τίποτε τότε, στα λόγια ή στις πράξεις της, που να δι καιολογούν κάτι τέτοιο' και τώρα, ακόμη και υπό το νέο φως των λόγων που είχε απευθύνει ο άγνωστος στον αστυνομικό, δεν μπορούσα να διακρίνω κάτι που να το δικαιολογούσε. Τι είχα κάνει; Είχα βοηθήσει το θύμα της φρικτότερης από όλες τις φυλακίσεις να αποδράσει, ή είχα επιτρέψει να κυκλοφορεί ελεύθερα στα περίχωρα του Λονδίνου ένα ατυχές πλάσμα, του
W[ L KI E COL L I NS
οποίου τις πράξεις ήταν καθήκον μου -κ α ι καθήκον κάδε αν θρώπου, φ υσικά- να ελέγχω από φιλανθρωπία; Σφίχτηκε η καρ διά μου όταν βρέθηκα μπροστά στο δίλημμα αυτής της ερώ τησης, και όταν με τύψεις συνειδητοποίησα ότι αρκετά καθυ στερημένα με είχε απασχολήσει. Στην ταραγμένη ψυχολογική κατάσταση που βρισκόμουν ήταν περιττό να σκεφτώ να πάω για ύπνο όταν έφτασα, τελικά, στο Κλέμεντς Ινν. Πριν περάσουν πολλές ώρες, θα έπρεπε να ξε κινήσω για το Κάμπερλαντ. Κάθισα, και προσπάθησα αρχικά να σκιτσάρω, και μετά να διαβάσω, αλλά η Γυναίκα με τα άσπρα έμπαινε ανάμεσα σε μένα και το μολύβι μου, ανάμεσα σε μένα και το βιβλίο μου. Μ ήπως είχε πάθει κάποιο κακό το δυστυχι σμένο αυτό πλάσμα; Αυτή ήταν η πρώτη μου σκέψη, αν και απέφυγα εγωιστικά να την αντιμετωπίσω. Αλλες σκέψεις ακολού θησαν, με τις οποίες μου ήταν λιγότερο βασανιστικό να ασχο ληθώ. Πού να είχε πάει με τη μισθωμένη άμαξα; Τι να είχε απο γίνει; Μ ήπως είχε εντοπιστεί και συλληφθεί από τους άντρες με το μόνιππο, ή ήταν ακόμη σε θέση να ελέγχει τις πράξεις της; Μ ήπως θα ακολουθούσαμε οι δυο μας τους χωριστούς δρό μους της ζωής μας που, όμως, οδηγούσαν προς ένα σημείο στο άγνωστο μέλλον όπου θα συναντιόμασταν και πάλι; Αισθάνθηκα ανακούφιση όταν ήρθε η ώρα να κλειδώσω την πόρτα μου, να αποχαιρετήσω τις λονδρέζικες ασχολίες μου, τους Λονδρέζους μαθητές μου και τους Λονδρέζους φ ίλους μου και να στραφώ σε νέα ενδιαφέροντα, και να αρχίσω μια νέα ζωή. Ακόμη και η φ ασαρία και η αναστάτωση στο σταθμό του τραί νου, που άλλες φορές με κούραζαν και με εκνεύριζαν, τώρα μου έκαναν καλό. Οι ταξιδιωτικές οδηγίες που είχα με οδήγησαν στο Καρλάιλ, κι από κει με συμβούλευαν να πάρω το τραίνο που θα με έφερ νε στην παραλία. Η ατυχία μου το θέλησε, όμως, να χαλάσει η μηχανή μας πριν από το Α άνκαστερ. και η καθυστέρηση που
42
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
προκλήθηκε από το ατύχημα αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χά σω το τραίνο που 9α με οδηγούσε στον προορισμό μου. Υπο χρεώθηκα να περιμένω μερικές ώρες και, όταν ένα επόμενο τραίνο με αποβίβασε τελικά στον πλησιέστερο προς το Λίμεριτζ Χάουζ σταθμό, ήταν περασμένες δέκα. Η νύχτα ήταν τό σο σκοτεινή, ώστε με δυσκολία εντόπισα το μόνιππο που είχε στείλει ο κύριος Φέρλι να με περιμένει. Ο αμαξάς ήταν προφανώς εκνευρισμένος από την καθυστε ρημένη άφιξή μου - με υποδέχτηκε με τη σιωπηρή αποδοκι μασία που διακρίνει τους Αγγλους υπηρέτες. Ξεκινήσαμε αρ γά μέσα στο σκοτάδι, σε απόλυτη σιγή. Οι δρόμοι ήταν κακοί, και το πυκνό σκοτάδι της νύχτας ενίσχυε τη δυσκολία της κί νησης. Ή ταν, σύμφωνα με το ρολόι μου, σχεδόν μιάμιση ώρα από τη στιγμή της αναχώρησής μας από το σταθμό όταν άκουσα τον ήχο της θάλασσας μπροστά μας και των τροχών της άμα ξας πάνω σε απαλό αμμοχάλικο. Είχαμε περάσει ήδη μια πύ λη μπαίνοντας στο δρόμο με το αμμοχάλικο και περάσαμε και άλλη μία πριν πλησιάσουμε στο σπίτι. Με υποδέχτηκε ένας σο βαρός υπηρέτης με λιβρέα, με πληροφόρησε ότι τα μέλη της οικογένειας είχαν αποσυρθεί, και με οδήγησε σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο όπου με περίμενε το δείπνο μου -εντυπω σιακά μονα χικό- στη μια άκρη ενός τραπεζιού από μαόνι. Ή μουν υπερβολικά κουρασμένος και άκεφος για να φάω ή να πιω - ειδικά με τον αμίλητο υπηρέτη να στέκεται δίπλα μου, λες και δεν είχε να ασχοληθεί με έναν και μόνο επισκέπτη, αλ λά με ολόκληρη συντροφιά. Μ ετά από ένα τέταρτο ήμουν έτοι μος να περάσω στο δωμάτιό μου. Ο βλοσυρός υπηρέτης με συ νοδέυσε σ ’ ένα όμορφα επιπλωμένο δωμάτιο* είπε «Π ρόγευ μα στις εννιά, κύριε», έριξε μια ματιά γύρω του για να βεβαιω θεί ότι όλα ήταν στη θέση τους και αποχώρησε αθόρυβα. «Τι θα ονειρευτώ απ όψ ε;» αναρωτήθηκα, καθώς έσβηνα το κερί* «τη Γυναίκα με τα άσπρα, ή τους άγνωστους ενοίκους του αρχοντικού του Κάμπερλαντ;» Ή ταν παράξενο το συναίσθημα:
43
WI L KI E COL L I NS
Κοιμόμουν στο σπίτι αυτό ως φίλος της οικογένειας, χωρίς να έχω δει κανένα μέλος της!
V Ό τα ν ξύπνησα το πρωί και τράβηξα την κουρτίνα του δωμα τίου μου, η δάλασσα πρόβαλε ευχάριστα κάτω από τον πλού σιο αυγουστιάτικο ήλιο, και η μακρινή ακτή της Σκωτίας, αχνογάλανη, οριοδετούσε τον ορίζοντα. Η δέα αποτέλεσε για μένα τέτοια έκπληξη και αλλαγή, μετά την πληκτική λονδρέζικη εμπειρία ενός τοπίου από τούβλα και ασβέστη, που μου φάνηκε σαν να έμπαινα σε μια νέα ζωή. Μία μπερδεμένη αίσθηση ξαφνικής απώλειας της σχέσης μου με το παρελθόν, χωρίς σαφή άποψη σχετικά με το παρόν ή το μέλ λον, θρονιάστηκε μέσα μου. Καταστάσεις που είχα βιώσει μό λις πριν από μερικές μέρες έσβηναν από τη μνήμη μου, σαν να είχαν διαδραματιστεί πριν από μήνες. Η αλλόκοτη αναγγελία από τον Πέσκα του τρόπου με τον οποίο είχε εξασφαλίσει τη σημερινή μου απασχόληση· η αποχαιρετιστήρια βραδιά που εί χα περάσει με τη μητέρα μου και την αδελφή μου, ακόμη και η μυστηριώδης περιπέτεια που έζησα γυρίζοντας από το Χάμ πστεντ - όλα έμοιαζαν με γεγονότα που μπορεί να είχαν δια δραματιστεί σε κάποια προηγούμενη φάση της ύπαρξής μου. Παρόλο που η Γυναίκα με τα άσπρα ήταν ακόμη στη σκέψη μου, η εικόνα της έμοιαζε να έχει ήδη θαμπώσει. Λίγο πριν από τις εννιά, κατέβηκα. Ο βλοσυρός υπηρέτης της προηγούμενης νύχτας με βρήκε να περιπλανιέμαι στους διαδρόμους και μου έδειξε πού θα παίρναμε το πρόγευμα. Μπαίνοντας, η ματιά μου έπεσε σ’ ένα πλούσια στρωμένο τρα πέζι, στο κέντρο ενός ευρύχωρου δωματίου με πολλά πα ράθυ ρα. Το βλέμμα μου πλανήθηκε από το τραπέζι στο παράθυρο,
44
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
στο βάδος, και είδα να στέκεται εκεί μια γυναίκα, με την πλά τη της στραμμένη προς το μέρος μου. Εντυπωσιάστηκα από τη σ πάνια ομορφιά της κορμοστασιάς της και την ανεπιτήδευτη χάρη της στάσης της. Ή ταν ψηλή, αλλά όχι υπερβολικά· κομ ψή και καλοφτιαγμένη. αλλά όχι εύσωμη. Δεν είχε αντιληφδεί την είσοδό μου στο δωμάτιο, και είχα έτσι την πολυτέλεια να τη δαυμάσω για μερικά δευτερόλεπτα προτού μετακινήσω μία από τις καρέκλες, δεωρώντας πως ήταν ο λιγότερο ενοχλητικός τρόπος για να τραβήξω την προσοχή της. Στράφηκε αμέσως προς το μέρος μου. Η φυσική κομψότητα της κίνησης ξύπνησε μέσα μου έντονη την επιδυμία να δω καδαρά το πρόσωπό της. Απομ ακρύνδηκε από το παράδυρο - η κυρία είναι μελαχρινή· έκα νε μερικά βήματα - η κυρία είναι νέα· πλησίασε πιο κοντά - η κυρία είναι άσχημη! Ποτέ άλλοτε το παλιό συμβατικό αξίωμα -η Φύση δεν σφάλ λ ει- δεν δα είχε αμφισβητηδεί τόσο κατηγορηματικά· ποτέ άλ λοτε δεν δα είχε ακυρωδεί τόσο αλλόκοτα και αναπάντεχα η π α ρουσία ενός όμορφου σώματος από το πρόσωπο και το κεφάλι που το στεφάνωναν. Η επιδερμίδα της κυρίας ήταν σχεδόν μελαμψή· το σκούρο χνούδι στο πανωχείλι της ήταν σχεδόν μου στάκι! είχε ένα πλατύ, αυστηρό, αντρικό στόμα και σαγόνι· προ τεταμένα, διαπεραστικά, αποφασιστικά καστανά μάτια· πυκνά, μαύρα σαν κάρβουνο μαλλιά, που φύτρωναν ασυνήδιστα χαμηλά στο μέτωπό της· η έκφρασή της -λαμπερή, ειλικρινής και έξυ π ν η - έμοιαζε, πριν ακόμη μιλήσει, να είναι απόλυτα εναρμονι σμένη με τις γυναικείες ιδιότητες της ευγένειας και της προσαρ μοστικότητας, χωρίς τις οποίες η ομορφιά ακόμη και της ωραιό τερης γυναίκας είναι ατελής. Η δέα ενός τέτοιου προσώπου π ά νω σε ώμους που κάδε γλύπτης δα λαχταρούσε να αναπαραστήσει - δ α γοητευόταν από τις κομψές κινήσεις μέσω των οποίων τα συμμετρικά άκρα πρόδιδαν την ομορφιά τους, και μετά δα αισδανόταν αποτροπιασμό από την αρρενωπή φόρμα και όψη των χαρακτηριστικών του προσώπου στο οποίο κατέληγε αυτό το
WI LKI E COL L I NS
τέλεια σχηματισμένο σ ώ μα- προκαλούσε μία αλλόκοτη αίσδηση παρόμοια με την ανίσχυρη δυσφορία που νιώδουμε όλοι στον ύπνο μας όταν δεν μπορούμε να συμβιβαστούμε με τις ανω μαλίες και τις αντιφάσεις ενός ονείρου. «Ο κύριος Χ άρτραϊτ;» ρώτησε η κυρία - το μελαμψό πρό σωπό της τη στιγμή που άρχισε να μιλάει φωτίστηκε από ένα χαμόγελο και μαλάκωσε, μοιάζοντας σχεδόν γυναικείο. «Εγκαταλείψαμε κάδε ελπίδα να σας δούμε χδες βράδυ, και πήγα με για ύπνο. Δεχδείτε τη συγγνώμη μου για τη φαινομενική αδια φορία μας και επιτρέψ ατέ μου να συστηδώ ως μία από τις μαδήτριές μας. Να δώσουμε τα χέρια; Υποδέτω ότι δα φτάσου με σ ’ αυτό, αργά ή γρήγορα - και γιατί όχι γρήγορα;» Το αλλόκοτο αυτό καλωσόρισμα ειπώδηκε με μια καδαρή, με λωδική, ευχάριστη φωνή. Το απλωμένο χέρι -μ άλλον μεγάλο, αλλά όμορφα σχηματισμένο- μου προσφέρδηκε με την άνετη, ανεπιτήδευτη αυτάρκεια μιας γυναίκας με εξαίρετη ανατροφή. Καδίσαμε μαζί στο τραπέζι με μια άνεση και εγκαρδιότητα που έδινε την εντύπωση ότι γνωριζόμασταν από χρόνια, και είχαμε συναντηδεί στο Λίμεριτζ Χάουζ για να μιλήσουμε για τα παλιά. «Ελπίζω να ήρδατε με καλή διάδεση και αποφασισμένος να αξιοποιήσετε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δέση σ ας», συ νέχισε η κυρία. «Σήμερα το πρωί δα χρειαστεί να αρκεστείτε στη δική μου μοναδική συντροφιά στο πρόγευμα. Η αδελφή μου είναι στο δωμάτιό της, αναρρώνοντας από την κυρίως γυναι κεία ασδένεια, έναν ελαφρύ πονοκέφαλο, και η γριά γκουβερνάντα της, η κυρία Βέσεϊ, την περιποιείται. Ο δείος μου, ο κύ ριος Φέρλι, δεν μας συντροφεύει ποτέ στα γεύματά μας· είναι φιλάσδενος και παραμένει στα διαμερίσματά του. Δεν υπάρ χει άλλος στο σπίτι εκτός από μένα. Δύο νεαρές κυρίες διέμε ναν εδώ, αλλά έφυγαν χδες, απελπισμένες· σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψής τους -εξα ιτία ς της κατάστασης του κυρίου Φέρ λ ι- δεν τους προσφέραμε στο σπίτι αυτό που ίσως περίμεναν. όπως την παρουσία ενός εκπροσώπου του αντρικού φύλου που
46
____
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
δαφλέρταρε. δα χόρευε και δα συζητούσε ευχάριστα· συνεπεία αυτού, δεν κάναμε τίποτε άλλο πα ρ ά να καβγαδίζουμε, ειδικά στο τραπέζι. Πώς μπορεί να περιμένετε από τέσσερις γυναίκες να δειπνούν καδημερινά μαζί και να μην καβγαδίζουν; Είμαστε τόσο ανόητες, που δεν γίνεται να απολαμβάνουμε η μία την π α ρέα της άλλης στο τραπέζι. Ό πω ς βλέπετε, δεν έχω μεγάλη ιδέα για το φύλο μου, κύριε Χάρτραϊτ - καμιά γυναίκα δεν έχει με γάλη ιδέα για το φύλο της, αν και ελάχιστες το ομολογούν τό σο ελεύδερα όσο εγώ. Τι δα π άρετε; Καφέ ή τσάι; Θεέ μου, σας ξάφνιασα! Γιατί; Αναρωτιέστε τι δα προτιμήσετε για πρόγευ μα, ή σας ξάφνιασε ο τρόπος που μιλάω; Στην πρώτη περίπτωση, σας συμβουλεύω, σαν φίλη, να αποφύγετε το κρύο ζαμπόν και να περιμένετε να σερβιριστεί η ομελέτα Στη δεύτερη περίπτωση, δα σας προσφέρω λίγο τσάι για να σας ηρεμήσω και δα κάνω ό,τι μπορεί να κάνει μια γυναίκα -π α ρεμ πιπτόντω ς, είναι ελά χισ τα - για να συγκρατήσω τη γλώσσα μου». Μ ου έδωσε το φλιτζάνι με το τσάι, γελώντας ευδιάδετα. Η άνεση και η οικειότητά της με έναν τελείως άγνωστο άντρα συ νοδευόταν από μία ανεπιτήδευτη φυσικότητα και μία έμφυτη σιγουριά για τον εαυτό της και τη δέση της, ιδιότητες που δα της εξασφάλιζαν το σεβασμό ακόμη και του πιο αναιδούς του φύλου μου. Παρόλο που μου ήταν αδύνατον να είμαι τυπικός μαζί της, μου ήταν εξίσου -α ν όχι και περισσότερο- αδύνατον, έστω και νοερά, να επιδείξω το παραμικρό δάρρος απέναντι της. Το ένιωδα ενστικτωδώς, ακόμη και την ώρα που αισδανόμουν την επίδραση της δικής της εύδυμης διάδεσης, ακόμη και την ώρα που έκανα ό,τι μπορούσα ώστε να της απαντώ με τον δι κό της ειλικρινή, άμεσο τρόπο. «Ναι, ναι», είπε, όταν άρδρωσα τη μοναδική εξήγηση που μπο ρούσα να προφέρω, για να δικαιολογήσω το αμήχανο ύφος μου. «Καταλαβαίνω. Αισδάνεστε ξένος στο σπίτι, ώστε ξαφνιάζεστε από την οικειότητα την οποία επιδεικνύω. Φυσικό είναι. Θα έπρε πε να το είχα ήδη σκεφτεί. Σε κάδε περίπτωση, μπορώ να βάλω
WI L KI E C OL L I NS
τώρα τα πράγματα στη δέση τους. Να ξεκινήσω από τον εαυ τό μου, ώστε να ξεμπερδέψουμε το ταχύτερο δυνατόν με το δέ μα αυτό. Λέγομαι Μ αρίαν Χάλκομπ· και είμαι ανακριβής, όπως συνήδως είναι οι γυναίκες, όταν αποκαλώ τον κύριο Φέρλι δείο μου και τη μις Φέρλι αδελφή μου. Η μητέρα μου ήταν παντρεμένη δύο φορές: την πρώτη φορά με τον κύριο Χάλκομπ. τον πα τέ ρα μου- τη δεύτερη φορά με τον κύριο Φέρλι, τον πα τέρα της ετεροδαλούς αδελφής μου. Με εξαίρεση το γεγονός ότι είμα στε και οι δύο ορφανές, είμαστε, από κάδε άποψη, εντελώς δια φορετικές. Ο πα τέρας μου ήταν φτωχός, και ο πα τέρας της μις Φέρλι πλούσιος· δεν έχω τίποτε, και έχει μια περιουσία ολό κληρη· είμαι μελαμψή και άσχημη, και είναι ξανδιά και όμορ φη· όλοι με δεωρούν δύστροπη και παράξενη -α πολύτω ς δι καιολογημένα- και όλοι τη δεωρούν γλυκομίλητη και γοητευ τική - ακόμη πιο δικαιολογημένα! Κοντολογίς, είναι ένας άγ γελος· εγώ είμαι... Δοκιμάστε εκείνη τη μαρμελάδα, κύριε Χάρτραϊτ. και ολοκληρώστε, προς χάριν της ευπρέπειας, εσείς μό νος σας τη φράση που εγώ άφησα στη μέση. Ποια είμαι εγώ που δα σας μιλήσω για τον κύριο Φέρλι; Μ α την τιμή μου. δεν ξέρω. Σίγουρα δα σας καλέσει μετά το πρόγευμα, και μπορείτε να τον γνωρίσετε μόνος σας. Στο μεταξύ, μπορώ να σας πλη ροφορήσω, πρώτον, ότι είναι ο νεότερος αδελφός του μακαρίτη κυρίου Φέρλι* δεύτερον, ότι είναι ανύπαντρος· τρίτον, ότι είναι κηδεμόνας της μις Φέρλι. Μου είναι αδύνατον να ξήσω χωρίς αυτή, και δεν μπορεί ούτε εκείνη να ξήσει χωρίς εμένα - γι’ αυ τό και βρίσκομαι στο Λίμεριξ Χάουξ. Η αδελφή μου κι εγώ αγα πούμε ειλικρινά η μία την άλλη, γεγονός που - δ α δείτε- είναι απολύτως ανεξήγητο υπό τις παρούσες συνδήκες· αλλά είναι έτσι! Πρέπει να ευχαριστήσετε και τις δυο μας, κύριε Χάρτραϊτ - ή. να μην ευχαριστήσετε καμιά μας! Εκείνο που ίσως δεωρήσετε αρκετά δύσκολο είναι ότι δα μπείτε ξαφνικά στον κύκλο μας. Ό μως, η κυρία Βέσεϊ είναι ένας δαυμάσιος άνδρωπος, ο δε κύριος Φέρλι παραείναι φιλάσδενος για να μας συντροφεύει.
4S
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Δεν ξέρω τι του συμβαίνει, ούτε και οι γιατροί μπορούν να πουν ακριβώς τι του συμβαίνει· δα ’λεγα ότι ούτε και εκείνος ξέρει τι του συμβαίνει. Ό λοι λέμε ότι φταίνε τα νεύρα του, και κανένας μας δεν ξέρει τι εννοούμε όταν το λέμε. Ωστόσο, σας συνιστώ να αντιμετωπίσετε με χιούμορ τις μικρές ιδιοτροπίες του, όταν δα τον δείτε σήμερα. Θαυμάστε τη συλλογή των νομισμάτων, των εντύπων και των υδατογραφιών του, και δα κερδίσετε την εκτίμηση του. Μ α την πίστη μου, αν σας αρκεί μια ήσυχη ζωή στην εξοχή, δεν βλέπω γιατί δεν δα πρέπει να σας αρέσει εδώ. Από το πρόγευμα ως το γεύμα δα ασχολείστε με τους πίνακες του κυρίου Φέρλι. Μ ετά το γεύμα, δα φορτωνόμαστε η μις Φέρλι κι εγώ τα μπλοκ της ζωγραφικής μας και δα πηγαίνουμε να κακοποιήσουμε τη φύση, υπό τις οδηγίες σας. Η ζωγραφική εί ναι δική της ιδιορρυδμία, μην το ξεχνάτε· όχι και δική μου! Οι γυναίκες δεν μπορούν να ζωγραφίσουν - το μυαλό τους είναι πολύ άστατο, και η ματιά τους υπερβολικά αφηρημένη. Δεν πει ράζει, όμως! Αρέσει στην αδελφή μου. Έτσι, σπαταλώ μπογιά και χαλάω χαρτί για χάρη της, το ίδιο πειδαρχημένα με κάδε άλλη γυναίκα στην Αγγλία. Όσο για τα βράδια, νομίζω ότι μπο ρούμε να σας βοηδήσουμε να τα περνάτε όσο πιο ευχάριστα γί νεται. Η μις Φέρλι παίζει δαυμάσια μουσική. Εγώ δεν είμαι σε δέση να ξεχωρίσω τη μία νότα από την άλλη, αλλά μπορώ να σας ανταγωνιστώ στο σκάκι, στην ντάμα, στις πασιέντζες, και -μ ε τις αναπόφευκτες γυναικείες αδυναμίες- στο μπιλιάρδο ακό μη. Πώς σας φαίνεται το πρόγραμμα; Θα μπορέσετε να συμ βιβαστείτε με την ήρεμη, τακτοποιημένη ζωή μας, ή δα είστε μονίμως σε εγρήγορση και δα διψάτε κρυφά για αλλαγές και περ ιπ έτειες;» Μιλούσε χωρίς να τη διακόπτω, εκτός από τις τυπικές απ α ντήσεις που απαιτούσε η ευγένεια. Η αλλαγή έκφρασης, ωστό σο, η οποία συνόδευε την τελευταία ερώτησή της - ή μάλλον η τυχαία λέξη «περ ιπ έτειες», έτσι απλά που ξέφυγε από τα χείλη τ η ς - επανέφ ερε στη σκέψη μου τη συνάντησή μου με τη
WI L KI E COL L I NS
Γυναίκα με τα άσπρα και με προέτρεψ ε να ανακαλύψω τη σχέ ση που πρέπει να υπήρχε κάποτε ανάμεσα στην ανώνυμη φυγάδα του ψυχιατρείου και την πρώην οικοδέσποινα του Λίμεριτζ Χάουζ. «Ακόμη κι αν ήμουν ο πιο ανήσυχος άντρας του κόσμου», εί πα, «δεν δα επιδίωκα περιπέτειες για αρκετό διάστημα από τώ ρα. Τη χδεσινή βραδιά, πριν έρδω σ ’ αυτό το σπίτι, έζησα μια περιπέτεια· και ήταν τέτοια η συγκίνηση που ένιωσα, ώστε, σας διαβεβαιώ, μις Χάλκομπ, δα με συντροφεύει για όσο διάστημα μείνω στο Κάμπερλαντ - αν όχι και για πολύ περισσότερο». «Μ η μου το λέτε, κύριε Χάρτραϊτ! Μ πορώ να την ακούσω;» «Έ χετε δικαίωμα να την ακούσετε. Το βασικό πρόσωπο στην περιπέτεια αυτή ήταν μία κυρία τελείως άγνωστη σε μένα ίσως να είναι τελείως άγνωστη και σε σας· ανέφερε, όμως, το όνομα της κυρίας Φέρλι με την ειλικρινέστερη δυνατή ευγνω μοσύνη κα σεβασμό». «Α νέφ ερε το όνομα της μητέρας μου; Είναι απερίγραπτο το ενδιαφέρον που μου προκαλείτε. Συνεχίστε, παρακαλώ ». Διηγήδηκα τις συνδήκες υπό τις οποίες είχα συναντήσει τη Γυναίκα με τα άσπρα και επανέλαβα όσα μου είχε πει σχετικά με την κυρία Φέρλι και το Λίμπεριτζ Χάουζ, λέξη προς λέξη. Τα φωτεινά, αποφασιστικά μάτια της μις Χάλκομπ ήταν καρ φωμένα στα δικά μου από την αρχή ως το τέλος της διήγησης. Το πρόσωπό της πρόδιδε ειλικρινές ενδιαφέρον και έκπληξη, αλλά τίποτε περισσότερο. Προφανώς είχε την ίδια άγνοια με μένα γύρω από το μυστήριο αυτό. «Είστε απολύτως σίγουρος για τις λέξεις που αναφέρονταν στη μητέρα μ ου;» ρώτησε. «Α πολύτω ς», απάντησα. «Ό π οια κι αν είναι, η γυναίκα πή γαινε κάποτε σχολείο στο χωριό του Λίμεριτζ, αντιμετωπίστη κε με ιδιαίτερη καλοσύνη από την κυρία Φέρλι και, σε ανά μνηση της καλοσύνης εκείνης, αισδάνεται ένα τρυφερό ενδιαφέρον για όλα τα επιζώντα μέλη της οικογένειας. Ή ξερε ότι η κυρία
50
_ _____ ___ Η
Γ Υ Ν Α Ι ΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Φέρλι και ο άντρας της έχουν πεθάνει· και μίλησε για τη μις Φέρλι σαν να γνωρίζονταν από παιδιά». «Ε ίπα τε, νομίζω, πω ς δεν κατάγεται από το Λίμεριτζ». «Ν αι. Μου είπε ότι είναι από το Χάμπσαϊρ». «Και δεν καταφέρατε να μάδετε το όνομά της». «Α κριβώ ς». «Πολύ περίεργο. Νομίζω ότι ήσαστε απόλυτα δικαιολογημέ νος, κύριε Χάρτραϊτ, που αποδώσατε την ελευθερία σ ’ εκείνο το δυστυχισμένο πλάσμα, γιατί είναι φανερό πως δεν έκανε τί ποτε, όσο τουλάχιστον βρισκόταν μαζί σας, που να την καδιστά ανίκανη να την απολαμβάνει. Αλλά, δα ήδελα να ήσαστε κά πως αποφασιστικότερος ως προς το δέμα του ονόματος της. Πρέ πει να ξεκαθαρίσουμε το μυστήριο αυτό, με κάποιον τρόπο. Θα είναι καλύτερα να μη μιλήσετε ακόμη γι’ αυτό στον κύριο Φέρ λι ή στην αδελφή μου. Είμαι σίγουρη ότι αγνοούν και οι δύο, όπως κι εγώ, ποια είναι η γυναίκα αυτή και ποια μπορεί να ήταν στο παρελθόν η σχέση της μαζί μας· επειδή δε και οι δύο, με εντε λώς διαφορετικό τρόπο, είναι μάλλον ευέξαπτοι και ευαίσθη τοι, απλώς θα εκνευρίζατε τον έναν και θα πανικοβάλλατε την άλλη, χωρίς λόγο. Ό σο για μένα, φλέγομαι κυριολεκτικά από περιέργεια, και αφιερώνω α π ’ αυτή τη στιγμή όλη την ενεργητικότητά μου στην υπόθεση της ανακάλυψης της αλήθειας. Ό ταν η μητέρα μου ήρθε εδώ, μετά το δεύτερο γάμο της, οργάνωσε το σχολείο του χωριού και το έφερε στην κατάσταση που είναι σήμερα. Αλλά οι παλιοί δάσκαλοι ή έχουν πεθάνει ή έχουν με τατεθεί αλλού - δεν υπάρχει ελπίδα βοήθειας α π ’ αυτή την πλευρά. Η μοναδική λύση την οποία μπορώ να σκεφτώ...» Σ ’ αυτό το σημείο μάς διέκοψε η είσοδος ενός υπηρέτη που έφερε ένα μήνυμα από τον κύριο Φέρλι, ο οποίος έλεγε ότι θα χαιρόταν να με δει μόλις τελείωνα το πρόγευμα. «Περίμενε στο χωλ», είπε η μις Χάλκομπ, απαντώντας εκεί νη στον υπηρέτη. «Ο κύριος Χάρτραϊτ θα έλθει αμέσως. Ετοι μαζόμουν να πω », συνέχισε, απευθυνόμενη και πάλι σε μένα,
s/
WI LKI E C OL L I NS
_________
«ότι η αδελφή μου κι εγώ έχουμε μια μεγάλη συλλογή των επι στολών της μητέρας μου, με αποδέκτες τον πατέρα μου και τον δικό της. Ελλείψει οποιουδήποτε άλλου μέσου άντλησης πλη ροφοριών, δα περάσω το πρωινό μου ελέγχοντας την αλληλο γραφία της μητέρας μου με τον κύριο Φέρλι. Εκείνος αγαπού σε το Λονδίνο, και βρισκόταν συνεχώς μακριά από το εξοχικό του1 κι εκείνη ήταν συνηθισμένη, στις περιπτώσεις αυτές, να του γρά φει και να τον ενημερώσει για όσα συνέβαιναν στο Λίμεριτζ. Τα γράμματά της είναι γεμάτα από αναφορές στο σχολείο, για το οποίο ενδιαφερόταν τόσο πολύ. Ίσως δα έχω να σας αναφέρω κάτι όταν ξανασυναντηδούμε. Το μεσημεριανό είναι στις δύο, κύ ριε Χάρτραϊτ. Θα έχω τη χαρά να σας συστήσω τότε στην αδελ φή μου. και δα περάσουμε το απόγευμα γυρίζοντας στην περιο χή και δείχνοντάς σας όλα τα αξιοθέατα. Στις δύο, λοιπόν!» Κούνησε το κεφάλι της με τη χάρη και την ευγένεια της οι κειότητας που χαρακτήριζε όλα όσα έκανε και όλα όσα έλεγε, και βγήκε από μια πόρτα στο βάθος του δωματίου. Μ όλις με άφησε μόνο κατευδύνθηκα προς το χωλ και ακολούδησα τον υπηρέτη, ο οποίος με οδήγησε στον κύριο Φέρλι.
VI Ο συνοδός μου με οδήγησε στον πάνω όροφο. Περάσαμε έξω από την κρεβατοκάμαρα όπου είχα κοιμηθεί την προηγούμενη νύχτα και, ανοίγοντας τη διπλανή πόρτα, μου υπέδειξε να μπω. «Έχω εντολή από τον κύριό μου να σας δείξω το καδιστικό σας, κύριε», είπε ο άντρας, «και να σας ρωτήσω αν εγκρίνε τε τη διαρρύθμιση και το φωτισμό». Θα έπρεπε να ήμουν φοβερά ιδιότροπος για να μην εγκρίνω ένα τέτοιο δωμάτιο. Το τοξωτό παράθυρο είχε την ίδια υ πέ ροχη δέα που είχα δαυμάσει ήδη από την κρεβατοκάμαρά μου·
52
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
τα έπιπ λα ήταν το άκρον άωτον της πολυτέλειας και της ομορ φιάς· το τραπέζι στο κέντρο ήταν φορτωμένο με εντυπωσια κά δεμένα βιβλία, κομψά γραφικά είδη και όμορφα λουλού δια· το δεύτερο τραπέζι, κοντά στο πα ράδυρο, ήταν καλυμ μένο με όλα τα απαραίτητα σύνεργα ζωγραφικής, και είχε ένα μικρό καβαλέτο, το οποίο μπορούσα να μεγαλώσω ή να μικρύνω - κατά βούληση· στους τοίχους κρέμονταν χρωματιστά υ φά σματα και το πάτω μα ήταν στρωμένο με ψ άδες σε κίτρινο και κόκκινο χρώμα. Ή ταν το ομορφότερο και το πολυτελέστερο καθιστικό που είχα ποτέ στη ζωή μου - το θαύμαζα με ανυ πόκριτο ενθουσιασμό. Ο βλοσυρός υπηρέτης, όταν εξαντλήθηκαν τα κολακευτικά σχόλιά μου, υποκλίθηκε με παγερή αδιαφορία και άνοιξε αθό ρυβα την πόρτα για να βγω στο διάδρομο. Στρίψαμε μία γωνία και μπήκαμε σ ’ έναν μακρύ δεύτερο διά δρομο, κατεβήκαμε μία μικρή σκάλα στο τέρμα του, διασχί σαμε ένα μικρό κυκλικό χωλ και σταματήσαμε μπροστά σε μία πόρτα καλυμμένη με σκούρα τσόχα. Ο υπηρέτης την άνοιξε και με οδήγησε σε μία δεύτερη· την άνοιξε κι αυτή· δύο γα λαζοπράσινες μεταξωτές κουρτίνες κρέμονταν μπροστά μας· παραμέρισε τη μία α π ’ αυτές αθόρυβα, πρόφ ερε σιγά τις λέ ξεις «Ο κύριος Χ άρτραϊτ», και αποχώρησε. Βρέθηκα σ ’ ένα μεγάλο δωμάτιο με ένα θαυμάσιο σκαλιστό ταβάνι κι ένα χαλί τόσο παχύ και μαλακό, ώστε ένιωθα σαν να πατούσα πάνω σε σωρούς από βελούδο. Η μία πλευρά του δω ματίου ήταν καλυμμένη με μια βιβλιοθήκη κατασκευασμένη από κάποιο σπάνιο ξύλο, κάτι που έβλεπα για πρώτη φορά. Δεν ήταν ψηλότερη από δύο μέτρα, και στο πάνω μέρος της ήταν τοπο θετημένα μαρμάρινα αγαλματάκια, σε κανονικές αποστάσεις το ένα από το άλλο. Στην απέναντι πλευρά υπήρχαν δύο π α λιοί μπουφέδες και ανάμεσά τους -π ιο ψ η λά - κρεμόταν μία Μαντόνα, με την υπογραφή του Ραφαήλ στο επιχρυσωμένο πλα κίδιο στη βάση της κορνίζας. Δεξιά και αριστερά μου υπήρχαν
WI L KI E COL L I NS
σιφονιέρες και μικρές βάσεις από ψηφιδωτά, φορτωμένες με πορσελάνινες φιγούρες, σπάνια βάζα, στολίδια από ελεφαντό δοντο, παιχνίδια και αξιοπερίεργα αντικείμενα που λαμποκο πούσαν από το χρυσό, το ασήμι και τις πολύτιμες πέτρες. Στο βάδος του δωματίου, απέναντι μου. μεγάλες γαλαζοπράσινες κουρτίνες, σαν εκείνες της πόρτας, εξουδετέρωναν τον ήλιο. Ο φωτισμός ήταν απολαυστικά απαλός - φως, μυστηριώδες και απαλό, έπεφ τε ανάλαφρα πάνω σε όλα τα αντικείμενα του δω ματίου και συνέβαλλε στην ενίσχυση της βαδιάς σιωπής και στην ατμόσφαιρα της πλήρους απομόνωσης που επικρατούσε στο χώρο και περιέβαλλε με μια απόκοσμη γαλήνη τη μοναχική φι γούρα του οικοδεσπότη, ο οποίος ήταν ξαπλωμένος σε μια με γάλη πολυδρόνα, με ένα αναλόγιο προσαρμοσμένο σε ένα από τα μπράτσα της κι ένα μικρό τραπεζάκι στο άλλο. Αν η εμφάνιση ενός άντρα μπορεί να δεωρηδεί ως ασφαλής οδηγός για την ηλικία του -π ρ ά γ μ α που είναι κάτι περισσότε ρο από αμ φ ίβολο- τότε η ηλικία του κυρίου Φέρλι δα πρέπει, λογικά, να ήταν πάνω από τα πενήντα και κάτω από τα εξή ντα. Το άτριχο πρόσωπό του ήταν αδύνατο, κουρασμένο και διάφανα χλωμό, αλλά όχι ρυτιδιασμένο- η μύτη του ήταν με γάλη και γαμψ ή- τα μάτια του γκριζογάλανα. μεγάλα και προ τεταμένα, και μάλλον κόκκινα- τα μαλλιά του ήταν αραιά, και είχαν εκείνο το ελαφρώς ξανδό προς γκρίζο χρώμα - τελευταίο στάδιο μιας προϊούσας λεύκανσης. Φορούσε μία σκούρα ρεντιγκότα από κάποιο πολύ λεπτό ύ φασμα- από μέσα γιλέκο, κι ένα πεντακάδαρο λευκό παντελόνι. Τα πόδια του ήταν δηλυπρεπώ ς μικρά, τυλιγμένα σε κιτρινωπές μεταξωτές κάλτσες- φορούσε γυναικείες δερμάτινες παντόφλες. Δύο δαχτυλίδια στόλιζαν τα άσπρα λ επ τεπ ίλεπ τα χέρια του, η αξία των οποίων κρινόταν ανεκτίμητη, ακόμη και από έναν άπειρο σε τέτοιες αξιολογή σεις, όπως εγώ. Συνολικά, παρουσίαζε μία εύδραυστη, νωχελική, υπερεκλεπτυσμένη εικόνα - κάτι ασυνήδιστο και δυσάρε στο για έναν άντρα και, ταυτόχρονα, κάτι που ίσως να φαινόταν
54
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
φυσιολογικό αν είχε να κάνει με την παρουσία μιας γυναίκας. Η πρωινή εμπειρία μου με τη μις Χάλκομπ με είχε προδιαδέσει ώστε να είμαι ευνοϊκά διακείμενος απέναντι σε οποιονδήποτε ζούσε σ ’ αυτό το σπίτι, αλλά η διάδεση αυτή διαλύδηκε αμέσως μόλις αντίκρισα τον κύριο Φέρλι. Πλησιάζοντας, ανακάλυψα ότι δεν ήταν τελείως αδρανής, όπως είχα υποδέσει στην αρχή. Τοποδετημένο ανάμεσα στα άλλα σπάνια και όμορφα αντικείμενα, πάνω σ ’ ένα μεγάλο στρογ γυλό τραπέζι κοντά του, υπήρχε ένα μικρό ερμάριο από έβενο και ασήμι, που περιείχε νομίσματα όλων των σχημάτων και μεγεδών, τοποδετημένα σε μικρά συρτάρια στρωμένα με σκού ρο κόκκινο βελούδο. Έ να από τα συρτάρια αυτά βρισκόταν π ά νω στο μικρό τραπεζάκι που ήταν συνδεδεμένο με την πολυδρόνα του, και δίπλα του υπήρχαν μερικά μικροσκοπικά βουρτσάκια κοσμηματοπώλη. Τα λεπτά άσπρα δάχτυλά του ασχο λούνταν επίμονα με κάτι που, στα απαίδευτα μάτια μου, έμοια ζε με βρώμικο μπρούντζινο μετάλλιο με φαγωμένες άκρες. Έ φ τα σα σε μικρή απόσταση από την πολυδρόνα του και σταμάτη σα για να υποκλιδώ. «Χαίρομαι που σας έχουμε στο Λίμεριτζ, κύριε Χάρτραϊτ», είπε με μια μάλλον γκρινιάρικη φωνή, που συνδύαζε, με έναν κάδε άλλο π α ρ ά ευχάριστο τρόπο, έναν παράφω να υψηλό τό νο με μια νυσταλέα νωχελική άρδρωση. «Καδίστε, π α ρ ακ α λώ* και μη μετακινήσετε την καρέκλα. Στην κακή κατάσταση των νεύρων μου, η οποιαδήποτε μετακίνηση μου είναι εξαιρε τικά οδυνηρή. Είδατε το στούντιο σας; Σας κάνει;» «Μ όλις πριν από λίγο μου υπέδειξαν το χώρο, κύριε Φέρλι. Σας διαβεβαιώ...» Με διέκοψε στα μισά της φράσης, κλείνοντας τα μάτια του και σηκώνοντας ικετευτικά ένα από τα χέρια του. Σώπασα αμή χανα. Η παραπονιάρικη φωνή του με τίμησε. «Παρακαλώ, δα μπορούσατε να μιλάτε πιο σιγά; Στην κακή κατάσταση που είναι τα νεύρα μου, οποιοσδήποτε δυνατός
WI LKI E COL L I NS
ήχος μού είναι απερίγραπτα βασανιστικός. Θα συγχωρήσετε έναν άρρωστο άνδρωπο; Δεν σας λέω τίποτε περισσότερο α π ’ όσα με υποχρεώνει να λέω σε όλους η αξιοθρήνητη κατάσταση της υγείας μου. Ναι! Και. σας άρεσε πραγματικά το στούντιο;» «Δ εν δα μπορούσα να επιθυμήσω κάτι ωραιότερο και πιο άνετο», απάντησα, χαμηλώνοντας τη φωνή μου και αρχίζοντας να αντιλαμβάνομαι ότι η προσποίηση του κυρίου Φέρλι και τα ταραγμένα νεύρα του ήταν ένα και το αυτό: Εγωισμός! «Χαίρομαι πολύ. Θα διαπιστώσετε, κύριε Χάρτραϊτ, ότι η δέση σας εδώ αναγνωρίζεται, όπως της αξίζει. Σ ’ αυτό το σπί τι δεν υπάρχει ούτε ίχνος από τη φρικτή αγγλική βάρβαρη προ κατάληψη σχετικά με την κοινωνική δέση ενός καλλιτέχνη. Έχω περάσει πολλά χρόνια της ζωής μου στο εξωτερικό, και έχω αποβάλει τη βρετανική νοοτροπία στο δέμα αυτό. Μ ακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο και για την αριστοκρατία -μ ισ ητή λέ ξη, αλλά υποδέτω ότι πρέπει να τη χρησιμοποιήσω- της π ε ριοχής. Είναι θλιβεροί Γότδοι στα δέματα της τέχνης, κύριε Χάρτραϊτ. Άνθρωποι, σας διαβεβαιώ, που δα γούρλωναν από έκ πληξη τα μάτια τους αν είχαν δει τον Κάρολο τον Ε' να ση κώνει από κάτω το πινέλο του Τιτσιάνο. Σας πειράζει να ξα ναβάλετε στο ερμάριο αυτόν το δίσκο με τα νομίσματα και να μου δώσετε τον επόμενο; Στην κακή κατάσταση που είναι τα νεύρα μου, οιαδήποτε προσπάθεια μου είναι αφόρητα δυσά ρεστη. Ναι! Σας ευχαριστώ». Σαν πρακτική εφαρμογή της φ ιλελεύθερης κοινωνικής θεω ρίας την οποία μόλις μου είχε αναπτύξει, το τωρινό αίτημα του κυρίου Φέρλι μάλλον με διασκέδαζε. Ξανάβαλα το συρτάρι στη δέση του και του έδωσα το άλλο, με όλη τη δυνατή ευγένεια. Καταπιάστηκε αμέσως με τα νέα νομίσματα και τα βουρτσάκια όση ώρα μου μιλούσε. «Χ ίλια ευχαριστώ· και χίλια συγγνώμη. Σας αρέσουν τα νο μίσματα; Ναι; Χαίρομαι που έχουμε ένα ακόμη κοινό ενδια φέρον εκτός από την τέχνη. Τώρα, σχετικά με την οικονομική
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ρύδμιση... Πείτε μου. κύριε Χάρτραϊτ, είστε ικανοποιημένος;» «Εξαιρετικά, κύριε Φέρλι». «Χαίρομαι. Και... τι άλλο; Α! Θυμήθηκα. Ναι... Σχετικά με την αμοιβή σας, ο οικονόμος μου θα φροντίσει στο τέλος της πρώ της εβδομάδας να ικανοποιήσει τις επιθυμίες σας. Και... τι άλλο; Περίεργο, δεν είναι; Είχα πολλά περισσότερα να πω, και φαίνεται να τα έχω ξεχάσει. Σας πειράξει να χτυπήσετε το καμπανάκι; Σ ’ εκείνη τη γωνία. Ναι! Ευχαριστώ». Χτύπησα, και ένας άλλος υπηρέτης έκανε αθόρυβα την εμ φάνισή του· ένας με σφιγμένο χαμόγελο και τέλεια χτενισμέ να μαλλιά - υπηρέτης από την κορυφή ως τα νύχια. «Λ ουί», είπε ο κύριος Φέρλι, σκουπίζοντας αφηρημένα τις άκρες των δαχτύλων του με ένα από τα βουρτσάκια που είχε μπροστά του, «έκανα μερικές καταχωρίσεις το πρωί στα δελ τία μου. Βρες τα δελτία μου. Ζητώ συγγνώμη, κύριε Χάρτραϊτ· φοβάμαι ότι σας κουράζω». Καθώς ξανάκλεινε κουρασμένα τα μάτια του, πριν προλά βω να απαντήσω, και μια και αναμφισβήτητα με κούραζε, προ τίμησα να σωπάσω και έστρεψα το βλέμμα μου στη Μ αντόνα και στο Βρέφος του Ραφαήλ. Στο μεταξύ, ο υπηρέτης βγήκε από το δωμάτιο κι επέστρεψε μετά από λίγο μ ’ ένα μικρό κρεμ βιβλίο. Ο κύριος Φέρλι, αφού εκτονώθηκε πρώ τα με έναν α π α λό αναστεναγμό, κράτησε το βιβλίο ανοιχτό με το ένα χέρι και έπιασε το μικροσκοπικό βουρτσάκι με το άλλο - ένδειξη προς τον υπηρέτη να περιμένει νέες εντολές. «Ναι. Ακριβώς!» είπε ο κύριος Φέρλι, συμβουλευόμενος το βιβλίο. «Λουί, κατέβασε εκείνον το χαρτοφύλακα». Έδειξε, κα θώς μιλούσε, μερικούς χαρτοφύλακες τοποθετημένους κοντά στο παράθυρο, πάνω σε βάθρα από μαόνι. «'Οχι! 'Οχι εκείνον με την πράσινη ράχη - αυτός περιέχει γκραβούρες του Ρέμπραντ, κύριε Χάρτραϊτ. Σας αρέσουν οι γκραβούρες; Ναι; Χαίρομαι που έχουμε και άλλο ένα κοινό ενδιαφέρον. Το χαρτοφύλακα με την κόκκινη ράχη. Λουί. Μη σου πέσει! Δεν φαντάζεστε τι
WI LKI E COL L I NS
μαρτύρια δα υπέφερα, κύριε Χάρτραϊτ, αν έπεφ τε ο χαρτοφύ λακας από τα χέρια του Λουί. Είναι ασφαλής σ’ εκείνη την κα ρέκλα; Εσείς νομίζετε ότι είναι ασφαλής, κύριε Χάρτραϊτ; Ναι; Χαίρομαι. Θα μου κάνετε τη χάρη να ρίξετε μια ματιά στους πίνακες και να μου πείτε αν πραγματικά νομίζετε ότι είναι ασφα λείς; Πήγαινε, Λουί. Είσαι τελείως βλάκας! Δεν βλέπεις ότι κρα τώ τα δελτία; Φαντάζεσαι ότι δέλω να τα κρατάω; Γιατί δεν με απαλλάσσεις τότε από τα δελτία, χωρίς να χρειαστεί να το πω; Συγγνώμη, κύριε Χάρτραϊτ. Οι υπηρέτες είναι τελείως βλάκες, δεν νομίζετε; Πείτε μου, ποια είναι η γνώμη σας για τα σχέδια; Τα αγόρασα σε φρικτή κατάσταση - είχα την εντύπωση ότι κου βαλούσαν την απαίσια μυρωδιά από τα δάχτυλα εμπόρων και υποψήφιων αγοραστών την τελευταία φορά που τα κοίταξα Μ πο ρείτε να τα αναλάβετε;» Παρόλο που οι οσφρητικές απολήξεις των νεύρων μου δεν ήταν αρκετά εκπαιδευμένες ώστε να διακρίνω τη μυρωδιά από τα δάχτυλα πληβείων που είχε ενοχλήσει την όσφρηση του κυ ρίου Φέρλι, η αισδητική μου ήταν σε δέση να μου επιτρέπει να εκτιμήσω την αξία των σχεδίων όση ώρα τα κοίταζα. Τα πε ρισσότερα ήταν δαυμάσια δείγματα αγγλικών υδατογραφιών, και άξιζαν καλύτερης μεταχείρισης από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες α π ’ αυτήν που έδειχναν να έχουν λάβει. «Τα σχέδια», απάντησα, «χρειάζονται προσεκτική περιποίη ση και καδάρισμα· και, κατά τη γνώμη μου, αξίζουν...» «Μ ε συγχωρείτε», με διέκοψε ο κύριος Φέρλι. «Σ α ς πειρά ζει να κλείσω τα μάτια μου όσο δα μου μιλάτε; Ακόμη και αυ τός ο φωτισμός είναι υπερβολικός για μένα. Ν α ι;» «Ετοιμαζόμουν να σας πω ότι τα σχέδια αξίζουν και το χρό νο και τον κόπο...» Ο κύριος Φέρλι ξανάνοιξε απότομα τα μάτια του και τα έστρε ψε με ένα ύφος ανίσχυρου πανικού προς το παράδυρο. « Σ α ς παρακαλώ να με συγχωρήσετε, κύριε Χ άρτραϊτ», εί πε ψελλίζοντας αδύναμα. Στα αυτιά μου, όμως, φτάνει κάτι
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΊΑ ΑΣ ΠΡ Α
φρικτό· ακούω παιδιά στον κήπο - τον προσωπικό μου κήπο!» «Δεν νομίζω, κύριε Φέρλι. Δεν άκουσα τίποτε». «Κάντε μου τη χάρη -δείξατε μεγάλη ευαισθησία ως τώρα με τα τεταμένα νεύρα μ ου- κάντε μου τη χάρη να ανασηκώσετε την άκρη της κουρτίνας. Μην αφήσετε να πέσει πάνω μου ο ήλιος, κύριε Χάρτραϊτ! Σηκώσατε την κουρτίνα; Ναι; Έχετε τότε την καλοσύνη να κοιτάξετε στον κήπο και να βεβαιωθείτε;» Συμμορφώθηκα με αυτή τη νέα παράκληση. Ο κήπος ήταν απο κλεισμένος από έναν ψηλό τοίχο. Κανένα ανθρώπινο πλάσμα, μεγάλης ή μικρής ηλικίας, δεν φαινόταν σε κάποιο σημείο του. Έ κανα αυτή την καθησυχαστική επισήμανση στον κύριο Φέρλι. «Χίλια ευχαριστώ. Η φαντασία μου, φαίνεται. Δεν υπάρχουν παιδιά, δόξα τω Θεώ, στο σπίτι, αλλά οι υπηρέτες, άνθρωποι γεννημένοι χωρίς νεύρα, δίνουν θάρρος στα παιδιά του χωριού. Παλιόπαιδα - ω, Θεέ μου, πραγματικά παλιόπαιδα! Να σας εξο μολογηθώ κάτι, κύριε Χάρτραϊτ; Πολύ θα ήθελα να αλλάξει κά τι στα παιδιά. Η μοναδική άποψη της φύσης φαίνεται πως είναι να τα κάνει μηχανές παραγωγής διαρκούς θορύβου. Σίγουρα, η θαυμάσια άποψη του Ραφαέλο είναι ασύγκριτα προτιμότερη». Έδειξε τον πίνακα της Μαντόνα, στο πάνω μέρος του οποίου απεικονίζονταν τα συμβατικά χερουβείμ της ιταλικής τέχνης, με τα πηγούνια τους στηριγμένα σε ροζ συννεφάκια. «Ιδανικό πρότυπο οικογένειας!» είπε ο κύριος Φέρλι, κοιτά ζοντας με λαχτάρα τα χερουβείμ. «Ό μορφα στρογγυλά πρόσω πα, όμορφα απαλά φτερά, και... τίποτε άλλο! Ούτε βρώμικα ποδαράκια να τρέχουν πέρ α δώθε, ούτε θορυβώδεις ήχοι και ξε φωνητά. Πόσο ασύγκριτα ανώτερα από την υπάρχουσα μορφή! Θα ξανακλείσω τα μάτια μου. αν μου το επιτρέπετε. Και θα τα καταφέρετε με τα σχέδια; Χαίρομαι. Υπάρχει τίποτε άλλο που πρέπει να ρυθμίσουμε; Να χτυπήσουμε ξανά το καμπανάκι για τον Λουί;» Ό ντας, τώρα πια. από πλευράς μου εξίσου ανυπόμονος όσο και ο κύριος Φέρλι, προφανώς διακατεχόμενος από την έντονη
WI LKI E COL L I NS
επιδυμία να ολοκληρώσουμε τη συνάντηση το ταχύτερο δυνα τόν. σκέφτηκα να καταστήσω το κάλεσμα του υπηρέτη περιττό αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία να κάνω εγώ την αναγκαία εισήγηση. «Το μόνο δέμα, κύριε Φέρλι, που απομένει προς συζήτηση», είπα, «αφορά, νομίζω, στα μαδήματα ζωγραφικής που πρόκειται να κάνω στις δύο νεαρές κυρίες». «Α , ναι! Σωστά», είπε ο κύριος Φέρλι. «Μ ακάρι να αισδανόμουν αρκετά δυνατός να τα παρακολουδήσω κι εγώ - αλλά δεν γίνεται. Οι κυρίες, που δα επωφεληδούν από τις ευγενικές υπηρεσίες σας, κύριε Χάρτραϊτ, πρέπει να σκεφτούν και να απο φασίσουν μόνες τους. Η ανιψιά μου αγαπά πολύ τη γοητευτι κή τέχνη σας. Γνωρίζει μάλιστα αρκετά, ώστε να έχει συναίσδηση των αδυναμιών της. Ασχοληδείτε, παρακαλώ, μαζί της. Ναι! Υπάρ χει τίποτε άλλο; Ό χι; Καταλαβαινόμαστε απόλυτα οι δυο μας· έτσι δεν είναι; Δεν έχω το δικαίωμα να σας καδυστερήσω άλλο από τις σοβαρές ασχολίες σας - ή όχι; Σας πειράζει να καλέσετε τον Λουί για να σας βοηδήσει στη μεταφορά του χαρτο φύλακα στο δωμάτιό σ α ς;» « Θ α τον μεταφέρω μόνος μου, κύριε Φέρλι, αν φυσικά δεν έχετε αντίρρηση». «Α λήδεια, δα το κάνετε; Είστε αρκετά δυνατός; Είναι ωραίο που είστε τόσο δυνατός! Είστε σίγουρος ότι δεν δα σας πέσει; Χαίρομαι πολύ που σας έχουμε στο Λίμεριτζ, κύριε Χάρτραϊτ. Είμαι σε τόσο άσχημη κατάσταση, που δεν τολμώ να ελπίσω ότι δα απολαύσω αρκετά την πα ρ έα σας. Θα σας πείραζε αν φροντίζατε να μη χτυπήσετε την πόρτα βγαίνοντας, και να μη σας πέσει ο χαρτοφύλακας; Ευχαριστώ! Ή ρ εμ α με τις κουρ τίνες. παρακαλώ - ο παραμικρός δόρυβος α π ’ αυτές με δια περνά σαν μαχαίρι. Ναι! Καλή σας μέρα». Ό ταν οι γαλαζοπράσινες κουρτίνες τραβήχτηκαν και οι δύο μπεζ π όρτες έκλεισαν πίσω μου. σταμάτησα για μια στιγμή στο
60
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
μικρό κυκλικό χωλ και πήρα μια δαδιά ανάσα ανακούφισης. Ή ταν σαν να ξανάβγαινα στην επιφάνεια του νερού ύστερα από μία δαδιά βουτιά, τώρα που βρισκόμουν και πάλι έξω από το δω μάτιο του κυρίου Φέρλι. Μ όλις βολεύτηκα στο όμορφο μικρό στούντιο μου, η πρώτη απόφαση στην οποία κατέληξα ήταν να μην οδηγηδούν ποτέ ξανά τα βήματά μου προς τα δώματα του οικοδεσπότη μου, εκτός από την πολύ απίδανη περίπτωση που δα μου έκανε την τιμή να με προσκαλέσει να τον επισκεφτώ και πάλι. Έχοντας καταστρώσει αυτό το ικανοποιητικό σχέδιο μελλοντικής συμπερι φ οράς σε σχέση με τον κύριο Φέρλι, ανέκτησα σύντομα την ψυ χική ηρεμία, την οποία προς στιγμήν μού είχε στερήσει η αλα ξονική οικειότητα και η ενοχλητική ευγένεια του εργοδότη μου. Οι υπόλοιπες ώρες του πρωινού πέρασαν αρκετά ευχάριστα, εξετάζοντας τα σχέδια, τακτοποιώντας τα, ψαλλιδίζοντας τα ξεφτισμένα άκρα τους και ολοκληρώνοντας όλη την απαραίτητη προετοιμασία ώστε να προχωρήσω στον καδαρισμό και, τελικά, το κορνιζάρισμά τους. Ίσω ς δα έπρεπε να είχα προχωρήσει π ε ρισσότερο τη δουλειά αυτή, αλλά, καδώς πλησίαζε η ώρα του μεσημεριανού, άρχιζα να ανυπομονώ και αισδανόμουν ανίκα νος να συγκεντρώσω την προσοχή μου στη δουλειά, παρόλο που δεν ήταν πα ρ ά μια τυπική χειρωνακτική εργασία. Στις δύο κατέβηκα και πάλι στην τραπεζαρία, κάπως ανυ πόμονος. Κάποιες ενδιαφέρουσες προσδοκίες συνδέονταν με την επικείμενη επανεμφάνισή μου σ ’ αυτό το σημείο του σπι τιού. Θα γνώριζα επιτέλους τη μις Φέρλι· και, αν η έρευνα της μις Χάλκομπ στην αλληλογραφία της μητέρας της είχε απο δώσει το αποτέλεσμα που περίμενε, δα είχε έλδει και η στιγ μή να ξεκαδαρίσει το μυστήριο της Γυναίκας με τα άσπρα!
Κεφάλαιο Τρίτο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτραιτ
VII Ό τα ν μπήκα στο δωμάτιο, βρήκα τη μις Χάλκομπ και μια ηλι κιωμένη κυρία καθισμένες στο τραπέζι. Η ηλικιωμένη κυρία, όπως σύντομα κατάλαβα, ήταν η πρώην γκουβερνάντα της μις Φέρλι, η κυρία Βέσεϊ, την οποία μου εί χε περιγράφει εν ολίγοις η συνδαιτυμόνας μου στο πρόγευμα, λέγοντας ότι είχε όλες τις βασικές αρετές, και καμία αδυναμία. Δεν μπορώ πα ρ ά να προσδέσω την ταπεινή μαρτυρία μου και να αναφερδώ στην πιστότητα της περιγραφής του χαρακτήρα της ηλικιωμένης κυρίας που είχε κάνει η μις Χάλκομπ. Η κυρία Βέσεϊ έδειχνε να είναι η προσωποποίηση της ανθρώπινης ηρε μίας και της γυναικείας κοινωνικότητας. Η ηρεμία μιας γαλή νιας ύπαρξης έλαμπε στο παχουλό και ήρεμο πρόσωπό της. Μ ε ρικοί περνάμε βιαστικά τη ζωή μας· μερικοί περιδιαβάζουμε νωχελικά. Η κυρία Βέσεϊ περνούσε τη ζωή της καθισμένη! Καθό ταν στο σπίτι, νωρίς και αργά· καθόταν στον κήπο· καθόταν σε διαδρόμους, σε περβάζια παραθύρω ν καθόταν σε παγκάκια, όταν οι φίλες της προσπαθούσαν να τη βγάλουν βόλτα· καθόταν πριν κοιτάξει οτιδήποτε, πριν μιλήσει για οτιδήποτε, πριν απαντήσει στην απλούστερη ερώτηση, πάντα με το ίδιο γαλήνιο χαμόγελο
62
_____________
Η Γ Υ Ν Λ Ι Κ Α Μ Ε ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
στα χείλη της, την ίδια αφηρημένη κίνηση του κεφαλιού της, την ίδια βολική δέση των χεριών και των μπράτσων της· κάτω από κάδε πιδανή αλλαγή των συνδηκών που επικρατούσαν στο σπίτι. Μ ία γλυκιά, υπάκουη και απερίγραπτα ήρεμη και άκακη ηλικιωμένη γυναίκα, που από τη στιγμή της γέννησής της και μετά ποτέ δεν είχε δώσει την εντύπωση πως ήταν ζωντανή. Η φύση έχει να κάνει τόσα πολλά σ ’ αυτό τον κόσμο -κ α ι εί ναι υποχρεωμένη να πραγματοποιεί μια τέτοια μεγάλη ποικιλία συνδυασμών- ώστε κάΛοιες φορές δα πρέπει να μπερδεύεται και να μην καταφέρνει να ξεχωρίζει τις διαφορετικές διαδικα σίες που φέρνει ταυτόχρονα εις πέρας. Ξεκινώντας α π ’ αυτή την άποψη, δεν δα πάψω ποτέ να πιστεύω ότι η φύση ήταν απ α σχολημένη με την παραγωγή λαχανικών όταν Υεννήδηκε η κυ ρία Βέσεϊ, και ότι η καλή αυτή κυρία αντιμετωπίστηκε ως λα χανικά από τη μητέρα όλων μας. «Λοιπόν, αγαπητή κυρία Βέσεϊ», είπε η μις Χάλκομπ, δείχνοντας ζωηρότερη, οξυδερκέστερη και προδυμότερη από ποτέ - σε αντίδεση προς την επιφυλακτική ηλικιωμένη κυρία δίπλα της. «Κ οτολέτα;» Η κυρία Βέσεϊ σταύρωσε τα παχουλά χέρια της στην άκρη του τραπεζιού, χαμογέλασε γαλήνια και είπε: «Ν αι, καλή μου». «Τι είναι αυτό απέναντι στον κύριο Χάρτραϊτ; Βραστό κο τόπουλο, δεν είναι; Νόμιζα ότι το βραστό κοτόπουλο σας αρέ σει περισσότερο από τις κοτολέτες, κυρία Βέσεϊ». Η κυρία Βέσεϊ τράβηξε τα χέρια της από την άκρη του τρα πεζιού και τα σταύρωσε στα γόνατά της· έγνεψε επιδοκιμαστικά προς το βραστό κοτόπουλο και είπε: «Ν αι, καλή μου». «Και τι δα πά ρετε σήμερα; Να σας δώσει ο κύριος Χάρτραϊτ λίγο κοτόπουλο, ή να σας δώσω εγώ κοτολέτες;» Η κυρία Βέσεϊ ξανανέβασε το ένα από τα χέρια της στην άκρη του τραπεζιού, δίστασε νυσταγμένα, και είπε: «Ό ,τι αρέσει σε σένα, καλή μου». «Θ εέ και Κύριε! Το δέμα είναι τι αρέσει σ’ εσάς, όχι σε μένα.
63
WI L KI E C O L L I N S
Μ ήπως προτιμάτε κι α π ’ τα δύο; Και τι δα λέγατε να αρχί σουμε με το κοτόπουλο, που ο κύριος Χάρτραϊτ φαίνεται πως αγωνιά να σας σερβίρει;» Η κυρία Βέσεϊ ανέβασε και το άλλο χέρι της στην άκρη του τραπεζιού· χαμογέλασε αμυδρά, για μια στιγμή· το χαμόγελο έσβησε αμέσως· ύστερα έγνεψε υπάκουα και είπε: «Α ν έχετε την καλοσύνη, κύριε». Σίγουρα η κυρία Βέσεϊ είναι μια γλυκιά, υπάκουη, απερίγραπτα ήρεμη και ακίνδυνη ηλικιωμένη γυναίκα. Αρκετά όμως, προς το παρόν, για την κυρία Βέσεϊ. Ό λη αυτή την ώρα, δεν είχε φανεί καδόλου η μις Φέρλι. Τε λειώσαμε το γεύμα μας, αλλά και πάλι δεν φάνηκε. Η μις Χάλκομπ, από της οποίας το γρήγορο βλέμμα δεν διέφευγε τίπο τε, παρατήρησε τις ματιές που έριχνα, κατά διαστήματα, προς την πόρτα. «Καταλαβαίνω, κύριε Χάρτραϊτ», είπε, «πω ς αναρωτιέστε τι απέγινε η άλλη μαδήτριά σας. Σας πληροφορώ ότι κατέβηκε από το δωμάτιο της. Έχει ξεπεράσει τον πονοκέφαλό της, αλλά δεν έχει επανακτήσει αρκετά την όρεξή της ώστε να είναι σε δέση να φάει μαζί μας. Αν μου δώσετε λίγο χρόνο, νομίζω ότι μπορώ να αναλάβω να τη βρω κάπου στον κήπο». Στράφηκε και πήρε μια ομπρέλα ηλίου που ήταν ακουμπι σμένη σε μια καρέκλα κοντά της και προχωρώντας στο βάδος του δωματίου, από την μπαλκονόπορτα με οδήγησε έξω στον κήπο. Είναι περιττό μάλλον να πω ότι αφήσαμε την κυρία Βέσεϊ καδισμένη στο τραπέζι, με τα χέρια της πά ντα σταυρωμέ να στην άκρη του - προφανώς δα έμενε σ ’ αυτή τη στάση όλο το απόγευμα. Καδώς διασχίζαμε τον κήπο, η μις Χάκλομπ με κοίταξε με νόη μα και κούνησε το κεφάλι της. «Εκείνη η μυστηριώδης περιπέτειά σας», είπε, «εξακολουδεί να παραμένει σε βαδύ σκοτάδι. Έ ψαξα όλο το πρωί τα γράμματα της μητέρας μου και ακόμη δεν ανακάλυψα τίποτε. Ωστόσο, μην απελπίζεστε, κύριε Χάρτραϊτ.
64
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Είναι δέμα περιέργειας· και έχετε μια γυναίκα για σύμμαχο σας! Υπό αυτές τις συνδήκες, είναι βέβαιο ότι η επιτυχία δα έλδει, αργά ή γρήγορα. Τα γράμματα δεν έχουν εξαντληδεί. Μου έχουν απομείνει άλλα τρία πακέτα, και μπορείτε να είστε σίγουρος ότι δα αφιερώσω σ ’ αυτά όλο μου το βράδυ». Να, λοιπόν, που μία από τις πρωινές προσδοκίες μου πα ρ έ μενε ανεκπλήρωτη. Έ τσι, άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως και η μέλλουσα γνωριμία μου με τη μις Φέρλι δεν δα ικανοποιούσε τις προσδοκίες που είχα δημιουργήσει γι’ αυτήν ήδη από το πρόγευμα. «Και πώς τα πήγατε με τον κύριο Φ έρλι;» ρώτησε και πάλι η μις Χάλκομπ, καδώς πλησιάζαμε σε μια συστάδα δάμνων. «Ή ταν πολύ νευρικός σήμερα; Μη σας απασχολεί τι δα απαντήσετε, κύριε Χάρτράίτ. Βλέπω στο πρόσωπό σας ότι ήταν ιδιαίτερα νευρικός και, μια και δεν έχω την παραμικρή διάδεση να σας φέρω σε δύσκολη δέση, δεν ρωτάω περισσότερα». Στρίψαμε σε ένα ελικοειδές μονοπάτι και κατευδυνόμασταν σε ένα όμορφο κιόσκι, χτισμένο από ξύλο, σε στυλ ελβετικού σαλέ. Στο μοναδικό του δωμάτιο βρισκόταν μία νεαρή κυρία. Στεκόταν κοντά σ ’ ένα απλό τραπέζι, κοιτάζοντας προς το βάλ το και το λόφο τη δέα που διακρινόταν από ένα κενό ανάμεσα στα δέντρα, και γύριζε αφηρημένα τα φύλλα ενός τετραδίου ιχνογραφίας. Ή ταν η μις Φέρλι. Πώς μπορώ να την περιγράφω; Πώς μπορώ να την αποσυν δέσω από τα συναισδήματα που μου προξένησαν όλα όσα συνέβησαν αργότερα; Πώς μπορώ να την ξαναδώ όπως μου φ ά νηκε όταν την πρωτοείδα - όπως δα φαινόταν, τώρα, στα μά τια που πρόκειται να τη δουν μέσα α π ’ αυτές τις σελίδες; Η υδατογραφία της Δώρα Φέρλι που έφτιαξα -αργότερα, στο σημείο και στη στάση που την πρω τοείδα- βρίσκεται πάνω στο γραφείο μου. Την κοιτάζω, και προβάλλει μπροστά μου ολοκάδαρα από το σκουροπράσινο φόντο του δερινού περιπτέρου - μια ανάλαφρη νεανική φιγούρα, ντυμένη μ ’ ένα απλό βαμβακερό
WI LKI E COL L I NS
φόρεμα με λεπτές λευκές και γαλάζιες ρίγες. Έ να σάλι από το ίδιο υλικό είναι τυλιγμένο στους ώμους της κι ένα μικρό ψάδινο καπέλο στο φυσικό χρώμα του, λιτά στολισμένο με μια κορ δέλα ασορτί με το φόρεμά της, καλύπτει το κεφάλι της. και ρί χνει την απαλή μαργαριταρένια σκιά του στο πάνω μέρος του προσώπου της. Τα μαλλιά της είναι τόσο αμυδρά καστανά -όχι ξανδά, και όμως, σχεδόν το ίδιο φωτεινά· όχι χρυσαφένια, και όμως, σχεδόν το ίδιο λα μπ ερά- που σχεδόν διαλύονται, εδώ κι εκεί, μέσα στη σκιά του καπέλου. Είναι χωρισμένα στη μέση και τραβηγμένα πίσω. Τα φρύδια είναι μάλλον πιο σκούρα από τα μαλλιά και τα μάτια είναι από κείνο το απαλό, διάφανο, γαλά ζιο τιρκουάζ χρώμα, που τόσο συχνά έχουν υμνήσει οι ποιητές και τόσο σπάνια έχει δει κάποιος στη ζωή του. Ό μορφα μάτια σε χρώμα, όμορφα μάτια σε σχήμα -μ εγάλα, τρυφερά και ήρε μα στοχαστικά- αλλά, πάνω α π ’ όλα, όμορφα για την ειλικρί νεια της ματιάς που φωλιάζει στα βάδη τους και εκπέμπει σε όλες τις μεταπτώσεις της έκφρασης το φως ενός αγνότερου και καλύτερου κόσμου. Η γοητεία που σκόρπιζαν σ’ όλο το πρό σωπο καλύπτει και μεταμορφώνει τόσο πολύ τα μικρά φυσικά ανδρώπινα μειονεκτήματά του σε άλλα σημεία, ώστε είναι δύ σκολο να εκτιμήσεις τα σχετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτή ματα των άλλων χαρακτηριστικών. Δυσκολεύεσαι να διακρίνεις ότι το κάτω μέρος του προσώπου είναι υπερβολικά λεπτό στο πηγούνι, για να είναι σε απόλυτη αναλογία με το πάνω μέρος· ότι η μύτη, χωρίς την αετίσια κλίση -π ά ν τ α σκληρή για μια γυ ναίκα, όσο αντικειμενικά τέλεια κι αν είνα ι- δεν ανταποκρίνεται στην ιδανική ευδεία γραμμή· ότι τα υγρά, ευαίσδητα χείλη υπόκεινται σε μία ελαφρώς νευρική συστολή όταν χαμογελά, που τα κάνει να κινούνται λίγο προς τα πάνω στη μία άκρη. Θα ήταν ίσως δυνατόν να τύχουν προσοχής αυτά τα μειονεκτήματα στο πρόσωπο μιας άλλης γυναίκας, αλλά δεν είναι εύκολο να εντο πιστούν στο δικό της, έτσι αρμονικά που συνδέονται με την κί νηση των ματιών της.
66
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Τα δείχνει όλα αυτά το πορτραίτο της που φιλοτέχνησα, αυ τό το λατρεμένο αποτέλεσμα υπομονετικής προσπάδειας μα κρών και ευτυχισμένων ημερών; Α, πόσο λίγα α π ’ αυτά είναι απο τυπωμένα στην εικόνα, και πόσο πολλά στην ψυχική διάθεση με την οποία την κοιτάζω! Μία γλυκιά, λεπτεπίλεπτη κοπέλα, με ένα όμορφο ελαφρό φόρεμα, να γυρίζει τις σελίδες ενός μπλοκ ιχνογραφίας, κοιτάζοντάς το με τα ειλικρινή, αδώα γαλανά μά τια της - αυτό είναι που μπορεί να πει ο πίνακας· ίσως και το μόνο που ακόμη και η βαθύτερη προσέγγιση του νου μπορεί να διατυπώσει. Η γυναίκα που πρώτη δίνει ζωή, φως και μορφή στις σκιώδεις απόψεις μας περί ομορφιάς αποκαλύπτει ένα κενό στην πνευματική μας συγκρότηση, που δεν γνωρίζαμε την ύπαρξή του μέχρι την εμφάνισή της. Ευαισθησίες που κρύβονται πολύ βα θιά για να εκφραστούν με λόγια -π ο λ ύ βαθιά ακόμη και για σκέ ψ εις- τέτοιες στιγμές επηρεάζονται από άλλες έλξεις και όχι από εκείνες που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις και που τα μέσα έκ φρασης είναι σε θέση να δηλώσουν. Το μυστήριο που αποτελεί τη βάση της ομορφιάς των γυναικών δεν υπερβαίνει ποτέ τα όρια όλων των μορφών έκφρασης πα ρά μόνο όταν φτάσει να προ σεγγίσει το βαθύτερο μυστήριο των ψυχών μας. Τότε, και μόνον τότε, έχει προσπεράσει τη στενή περιοχή που φωτίζουν - σ ’ αυ τό τον κόσμο- το μολύβι και η πένα. Σκεφτείτε την όπως σκέφτεστε την πρώτη γυναίκα που έκα νε την καρδιά σας να σκιρτήσει όπως καμιά άλλη δεν είχε κα ταφέρει στο παρελθόν να το κάνει. Ας σμίξουν τα ευγενικά, κα θαρά γαλανά μάτια της με τα δικά σας, όπως έσμιξαν με τα δι κά μου με την ανεπανάληπτη εκείνη ματιά που και οι δύο θυ μόμαστε τόσο καλά- ας ακουστεί η φωνή της σαν τη μουσική που κάποτε αγαπούσατε περισσότερο, προσαρμοσμένη εξίσου γλυκά στο αυτί σας όπως και στο δικό μου. Δείτε τη σαν το ου τοπικό δημιούργημα της φαντασίας σας, και θα προβάλει μπρο στά σας, ολοκάθαρα, σαν η ζωντανή γυναίκα που ζει και στη δι κή μου φαντασία.
67
WI LKI E C OL L I NS
Ανάμεσα στα συναισθήματα που με κυρίευσαν όταν την πρωτοείδα -γνώριμα συναισθήματα που όλοι έχουμε βιώσει, που γεν νιούνται στις καρδιές των περισσοτέρων μας, ξαναπεθαίνουν σε πολλές και ξαναγεννιούνται σε ελάχιστες- υπήρξε ένα που με τάραξε και με σάστισε- ένα συναίσθημα που μου φάνηκε πε ρίεργα αντιφατικό και ανεξήγητα αταίριαστο με την παρουσία της μις Φέρλι. Μαζί με την έντονη εντύπωση που προκαλούσε η έλξη της ομορ φιάς του προσώπου της, της γλυκιάς έκφρασής της και της σα γηνευτικής απλότητας της συμπεριφοράς της, υπήρχε και μια άλλη αίσθηση η οποία, με έναν απροσδιόριστο τρόπο, μου δη μιουργούσε την εντύπωση ότι κάτι έλειπε. Τη μια στιγμή έμοια ζε σαν κάτι να έλειπε σ’ εκείνη- την άλλη, σαν κάτι να έλειπε σε μένα, και δεν με άφηνε να την καταλάβω όπως έπρεπε. Η εντύ πωση ήταν πάντα εντονότερη όταν με κοίταζε- ή, με άλλα λό για, όταν συναισθανόμουν απόλυτα την αρμονία και τη γοητεία του προσώπου της. Και όμως! Την ίδια ώρα βασανιζόμουν από την αίσθηση μιας ατέλειας την οποία ήταν αδύνατον να ανακαλύψω. Κάτι έλειπε, κάτι έλειπε - και πού ήταν, και τι ήταν, δεν μπορούσα να πω. Η επίδραση αυτού του περίεργου παιχνιδιού της φαντασίας -ό π ω ς μου φάνηκε τό τ ε - με επηρέασε στη διάρκεια της πρώ της επα φ ής μου με τη μις Φέρλι. Οι λιγοστές ευγενικές λέξεις με τις οποίες με καλωσόρισε με βρήκαν απροετοίμαστο- δεν είχα την αυτοκυριαρχία που χρειαζόταν για να την ευχαριστήσω με τις πλέον κατάλληλες λέξεις. Παρατηρώντας το δισταγμό μου, αναμφίβολα αποδίδοντάς τον -φυσιολογικά, άλλω σ τε- σε κάποιο στιγμιαίο αίσθημα αιδούς εκ μέρους μου, η μις Χάλκομπ πήρε την πρωτοβουλία του λόγου, άμεσα και με εξαιρε τική άνεση, όπως έκανε συνήθως. «Κοιτάξτε, κύριε Χ άρτραϊτ», είπε, δείχνοντας το τετράδιο της ιχνογραφίας στο τραπέζι και το λεπτό χέρι που εξακολουθούσε να το φυλλομετρά. «Θ α συμφωνήσετε μαζί μου ότι βρήκατε
68
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
επιτέλους την ιδανική μαδήτρια. Μ όλις άκουσε ότι είστε στο σπίτι, άρπαξε το ανεκτίμητο τετράδιο ιχνογραφίας της, κοι τάξει κατάματα τη μητέρα Φύση και λαχταρά να αρχίσει!» Η μις Φέρλι γέλασε με μια άνετη, ευχάριστη διάδεση, που απλώδηκε σαν να ήταν μέρος της λιακάδας που μας έλουζε. «Δεν πρέπει να δέχομαι εύσημα όταν δεν τα δικαιούμαι», εί πε, με τα καδαρά, ειλικρινή γαλανά μάτια της να κοιτάζουν μια εμένα και μια τη μις Χάλκομπ. «Ό σο μου αρέσει η ζωγραφική, άλλο τόσο έχω συναίσδηση της άγνοιάς μου· έτσι, περισσότε ρο φοβάμαι πα ρ ά ανυπομονώ να αρχίσω. Τώρα που ξέρω ότι είστε εδώ, κύριε Χάρτραϊτ, πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει τα σχέδιά μου όπως κοίταζα τα μαδήματά μου όταν ήμουν μικρή, και φοβόμουν ότι δεν δα κριδώ ικανή να προβιβαστώ». Έκανε την ομολογία της πολύ χαριτωμένα, και, με μια πε ρίεργη, σχεδόν παιδιάστικη αντίδραση, τράβηξε το τετράδιο. Η μις Χάλκομπ έκοψε τον κόμπο της μικρής αμηχανίας που προκλήδηκε με τον αποφασιστικό, ευδύ τρόπο της. «Καλά, κακά ή αδιάφορα», είπε, «τα σχέδια της μαδήτριας πρέπει να υποστούν τη σκληρή δοκιμασία της κρίσης του δι δασκάλου. Μ ήπως είναι προτιμότερο, Λώρα, να τα πάρουμε μα ζί μας στην άμαξα και να δώσουμε την ευκαιρία στον κύριο Χάρτραϊτ να τα δει -μ ια πρώτη μ α τιά - κάτω από συνδήκες συνε χών τρανταγμάτων και διακοπών; Αν καταφέρουμε και τον μπερδέψουμε στη διάρκεια της διαδρομής ανάμεσα στη φύση όπως δα την απολαμβάνει όταν δα κοιτάζει τη δέα, και τη φύ ση όπως απεικονίζεται στα τετράδιά μας, δα τον οδηγήσουμε στο ύστατο καταφύγιο της απελπισίας, και δα έχουμε διαφύγει από τα επαγγελματικά δάχτυλά του με τα φ τερά της ματαιοδοξίας μας ανέπαφ α!» «Ελπίζω ο κύριος Χάρτραϊτ να μη μου κάνει φιλοφρονήσεις», είπε η μις Φέρλι καδώς βγαίναμε από το δερινό περίπτερο. «Μ πορώ να αποτολμήσω την ερώτηση γιατί εκφράζετε αυ τή την ελπ ίδα;»
69
WI LKI E C OL L I NS
«Γιατί 9α πιστεύω όλα όσα μου λέτε», απάντησε απλά. Με εκείνες τις λιγοστές λέξεις μου έδωσε το κλειδί για το χα ρακτήρα της - τη γενναιόδωρη εκείνη εμπιστοσύνη της στους άλλους που ξεκινούσε από τη δική της φυσική προσήλωση στην ειλικρίνεια. Ενστικτωδώς, το κατάλαβα τότε· εκ πείρας, το γνω ρίζω τώρα. Μ ετά α π ’ αυτή την πρώτη απλή στιχομυθία ανάμεσα σε μέ να και τη μις Φέρλι, περιμέναμε να ξεκουνηδεί η καλή κυρία Βέσεϊ από τη 9έση που εξακολουθούσε να κατέχει στο τραπέζι και να μπούμε στην ανοιχτή άμαξα για την προγραμματισμένη βόλτα μας. Η ηλικιωμένη κυρία και η μις Χάλκομπ κάθισαν πί σω· η μις Φέρλι κι εγώ καθίσαμε μπροστά, με το τετράδιο της ζωγραφικής ανοιχτό ανάμεσά μας, κάτω από το έμπειρο βλέμ μα μου. Κάθε σοβαρή κριτική για τα σχέδια, ακόμη κι αν ήμουν διατεθειμένος να την κάνω, ήταν αντικειμενικά αδύνατη - η μις Χάλκομπ ήταν αποφασισμένη να μη βλέπει τίποτε άλλο εκτός από την αστεία πλευρά του τρόπου με τον οποίο οι Καλές Τέ χνες υπηρετούνταν από την ίδια, την αδελφή της, και τις κυρίες γενικά. Θυμάμαι πολύ καλά τη συζήτηση που κάναμε - εκείνο το σημείο μάλιστα στο οποίο συμμετείχε και η μις Φέρλι είναι ακόμη αποτυπωμένο τόσο ζωντανά στη μνήμη μου, σαν να το άκουσα μόλις πριν από μερικές ώρες. Ναι! Επιτρέψτε μου να παραδεχτώ ότι εκείνη την πρώτη μέ ρα άφησα τη γοητεία της παρουσίας της να με κάνει να ξεχάσω και τον εαυτό μου, και τη θέση μου. Η πιο ασήμαντη ερώ τηση που μου έκανε - ε π ί παραδείγματι,για τον τρόπο που έπρεπε να χρησιμοποιεί το μολύβι της και να αναμειγνύει τις μπογιές τη ς-, οι παραμικρότερες αλλαγές έκφρασης στα όμορ φ α μάτια που κοίταζαν τα δικά μου με τη λαχτάρα να μάθουν όλα όσα μπορούσα να διδάξω, τα πά ντα τραβούσαν περισσό τερο την προσοχή μου α π ’ ό,τι το ωραιότατο τοπίο που δια σχίζαμε ή οι εντυπω σιακές εναλλαγές φωτός και σκιάς στην περιοχή των βάλτων και κοντά στην παραλία. Δεν είναι περίεργο
70
___ ________
Η Γ Υ ΝΑ Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
να διαπιστώνουμε πόσο ελάχιστα μπορεί μερικές φορές να κερ δίσει τις καρδιές και τις σκέψεις μας η φύση; Καταφεύγουμε σ ’ αυτή για να βρούμε την παρηγοριά στα βάσανά μας - για συναισθηματική ευφορία, στα βιβλία. Ο θαυμασμός της ομορ φ ιάς του άψυχου κόσμου, τον οποίο η σύγχρονη ποίηση τόσο εύγλωττα περιγράφει, δεν είναι, ακόμη και για τους καλύτε ρους από μας, ένα από τα βασικά γνωρίσματα της φύσης μας. Κανένας απαίδευτος -ά ν τρ α ς ή γυναίκα- δεν το έχει. Εκείνοι των οποίων η ζωή κυλά σχεδόν αποκλειστικά μέσα στα συνε χώς μεταβαλλόμενα θαύματα της ξηράς και της θάλασσας εί ναι, επίσης, και οι περισσότερο αδιάφοροι σε κάθε πτυχή του φυσικού κόσμου που δεν συνδέεται άμεσα με τα στενά ενδιαφέροντά τους. Η ικανότητά μας να εκτιμούμε τις ομορφιές της γης στην οποία ζούμε είναι, στην πραγματικότητα, ένα από τα επιτεύγματα του πολιτισμού, αυτό που όλοι εισπράττουμε ως Τέχνη· και, επιπλέον, η ίδια αυτή ικανότητα σπάνια ασκείται από οποιονδήποτε από μας, εκτός των περιπτώσεων που η δια νοητική ικανότητά μας είναι σε κατάσταση αδράνειας. Πόσο με γάλο μερίδιο είχαν ποτέ τα θέλγητρα της φύσης στα ευχάριστα ή οδυνηρά συναισθήματα, τα δικά μας ή των φίλων μας; Το εντυ πωσιακότερο φυσικό δημιούργημα που αντικρίζει το ανθρώπι νο βλέμμα είναι καταδικασμένο να εξαφανιστεί· το όποιο αν θρώπινο ενδιαφέρον μπορεί να νιώσει μία αγνή καρδιά θα μεί νει στην αιωνιότητα! Είχαμε συμπληρώσει σχεδόν τρεις ώρες μέσα στην άμαξα όταν ξαναπεράσαμε την πύλη του Λίμεριτζ Χάουζ. Επιστρέφοντας, είχα προτρέψει τις κυρίες να αποφασίσουν μόνες τους ποιο θα ήταν το θέμα που θα ζωγράφιζαν -φ υσικά, υπό την καθοδήγησή μ ο υ - το απόγευμα της επόμενης μέρας. Ό ταν αποσύρθηκαν να ντυθούν για το δείπνο, και ξανάμεινα μόνος στο μικρό καθιστικό μου, όλη η ευφορία των προηγού μενων ωρών φάνηκε να με εγκαταλείπει απότομα. Αισθανόμουν ανήσυχος και δυσαρεστημένος με τον εαυτό μου, χωρίς να ξέρω
71
WI LKI EJ ^OLLI NS
γιατί. Ίσως να συνειδητοποιούσα τώρα, για πρώτη φορά, ότι εί χα απολαύσει τη βόλτα περισσότερο με την ιδιότητα του καλε σμένου και ελάχιστα με την ιδιότητα του δασκάλου. Ίσως να με καταδίωκε ακόμη εκείνη η αλλόκοτη αίσδηση που με είχε σα στίσει όταν την πρωτογνώρισα. Ωστόσο, αισδάνδηκα ανακουφι σμένος όταν το καμπανάκι του δείπνου με έβγαλε από τη μο ναξιά μου και με έκανε να αναζητήσω και πάλι τη συντροφιά των κυριών του σπιτιού. Μ παίνοντας στην τραπεζαρία, εντυπωσιάστηκα από την αλ λόκοτη αντίδεση -περισσότερο σε ύφασμα πα ρ ά σε χρ ώ μ ατων ενδυμάτων. Ενώ η κυρία Βέσεϊ και η μις Χάλκομπ ήταν πλούσια ντυμένες - η καδεμία με τρόπο που ταίριαζε περισ σότερο στην ηλικία της· η πρώτη στα ασημόγκριζα και η δεύ τερη μ ’ εκείνο το ανοιχτό κίτρινο χρώμα που ταιριάζει τόσο πολύ στη μελαμψή επιδερμίδα και τα μαύρα μ αλλ ιά-, η μις Φέρλι ήταν ντυμένη απλά και σχεδόν φτωχικά, μ ’ ένα λευκό βαμβακερό φ όρεμα. Ή ταν αψεγάδιαστα καδαρό· όμορφα φο ρεμένο· αλλά, π α ρ ’ όλα αυτά, ήταν το είδος του φορέματος που ίσως δα φορούσε η γυναίκα ή η κόρη ενός φτωχού, και την έκανε, από άποψη εμφάνισης, να δείχνει λιγότερο εύπορη και από την γκουβερνάντα της. Αργότερα, όταν γνώρισα καλύτε ρα το χαρακτήρα της, διαπίστωσα ότι αυτή η περίεργη αντί δεση οφειλόταν στη φυσική λεπτότητα των αισδημάτων της και στην αποστροφή προς την παραμικρή επίδειξη του πλού του της. Ούτε η κυρία Βέσεϊ ούτε η μις Χάλκομπ δα μπορού σαν ποτέ να την επηρεάσουν ώστε να αφήσει το πλεονέκτημα της αδιαφορίας για το εντυπωσιακό ντύσιμο. Ό τα ν το δείπνο τελείωσε, επιστρέψ αμε μαζί στο σαλόνι. Πα ρόλο που ο κύριος Φέρλι -ανταγωνιζόμενος την υπέροχη κα ταδεκτικότητα του μονάρχη που είχε σηκώσει από κάτω το π ι νέλο του Τ ιτσιάνο- είχε συστήσει στον μπάτλερ του να συμ βουλεύεται τις επιδυμίες μου σχετικά με το κρασί που προτι μούσα μετά το δείπνο, ήμουν αρκετά σώφρων ώστε να ζητώ
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
την άδεια των κυριών να αποχωρώ μαζί τους από το τραπέζι στη διάρκεια της παραμονής μου στο Λίμεριτζ Χάουζ. Το καθιστικό στο οποίο είχαμε αποσυρδεί τώρα για το υπό λοιπο της βραδιάς βρισκόταν στο ισόγειο και ήταν του ιδίου σχή ματος και μεγέθους με την τραπεζαρία Μεγάλες μπαλκσνόπορτες οδηγούσαν σε μια βεράντα, όμορφα στολισμένη σ’ όλο το μή κος της με άφθονα λουλούδια. Το απαλό, μουντό μισοσκόταδο σκίαζε αρμονικά φύλλα και ανθούς τη στιγμή που μπαίναμε στο δωμάτιο· και η γλυκιά νυχτερινή μυρωδιά των λουλουδιών μάς υποδέχτηκε με το ευωδιαστό καλωσόρισμά της από την ανοι χτή μπαλκονόπορτα. Η καλή κυρία Βέσεϊ -π ά ν τ α η πρώτη της πα ρ έας που φρόντιζε να καθίσει- κατέλαβε μια πολυθρόνα σε μια γωνία και δεν άργησε να αποκοιμηθεί. Μετά από παράκλησή μου, η μις Φέρλι κάθισε στο πιάνο. Καθώς την ακολουθούσα σε μια καρέκλα δίπλα στο πιάνο, είδα τη μις Χάλκομπ να αποσύρεται στο κοίλωμα ενός από τα πλαϊνά π αράθυρα για να συ νεχίσει την έρευνα της αλληλογραφίας της μητέρας της στις τελευταίες αχτίδες φωτός - ήταν σούρουπο. Πόσο ζωντανά μού ξανάρχεται στο μυαλό, τώρα που γράφω, αυτή η γαλήνια οικογενειακή εικόνα στο σαλόνι! Από το σημείο που καθόμουν έβλεπα τη φιγούρα της μις Χάλκομπ -τ η μισή μέσα στο απαλό φως, την άλλη μισή τυλιγμένη σε μια μυστη ριώδη σκιά- σκυμμένη επίμονα πάνω από τα γράμματα που ήταν απλωμένα στην αγκαλιά της· πιο κοντά μου, το όμορφο π ρ ο φίλ της πιανίστριας διαγραφόταν απαλά πάνω στο αμυδρά σκο τεινό φόντο του εσωτερικού τοίχου του δωματίου. Έξω, στη βε ράντα, λουλούδια, πρασινάδες και αναρριχητικά αναδεύονταν τόσο ελαφρά από το βραδινό αεράκι, που ο ήχος από το θρόι σμά τους δεν έφτανε στα αυτιά μας. Ο ουρανός ήταν ασυννέφιαστος και το φεγγαρόφωτο έκανε δειλά την εμφάνισή του στην ανατολική πλευρά του ουρανού. Η αίσθηση ηρεμίας και απομό νωσης υπέτασσε κάθε σκέψη και συναίσθημα σε μια εκστατική, υπερκόσμια γαλήνη- και η καταπραϋντική ηρεμία, που βάθαινε
__
WI LKI E C OL L I NS
__
όσο περνούσε η ώρα. έμοιαζε να αιωρείται ευγενέστερα από π ά νω μας, ξεκλέβοντας ακόμη και από το πιάνο την ουράνια τρυ φερότητα της μουσικής του Μ ότσαρτ. Ή ταν μια βραδιά αξέ χαστων εικόνων και ήχων. Καθόμασταν όλοι σιωπηλοί στις δέσεις που είχαμε διαλέξει - η κυρία Βέσεϊ πάντα κοιμισμένη, η μις Φέρλι να παίζει, η μις Χάλκομπ να διαβάζει- μέχρι που σκοτείνιασε. Ή δη το φ εγγά ρι φάνταζε στρογγυλό και οι απαλές, μυστηριώδεις αχτίδες εί χαν αρχίσει να απλώνονται και μέσα στο δωμάτιο. Η αίσδηση από την ασάφεια του μισοσκόταδου ήταν τόσο υπέροχη ώστε διώξαμε, με κοινή συμφωνία, τις λάμπες όταν τις έφεραν οι υπη ρέτες και κρατήσαμε το μεγάλο δωμάτιο αφώτιστο, με εξαίρε ση τα δύο κεριά στο πιάνο. Για περισσότερο από μισή ώρα η μουσική συνεχίστηκε. Μ ε τά, η ομορφιά της φεγγαρόλουστης δέας από τη βεράντα π α ρέσυρε έξω τη μις Φ έρλι· την ακολούθησα. Ό τα ν τα κεριά π ά νω στο πιάνο είχαν ανάψει, η μις Χάλκομπ άλλαξε δέση, για να συνεχίσει την εξέταση των γραμμάτων. Την αφήσαμε σε μια χαμηλή πολυθρόνα, δίπλα στο πιάνο, τόσο πολύ αφοσιωμένη στο διάβασμά της που δεν φάνηκε να πρόσεξε ότι βγήκαμε. Ή μα σ τε μαζί στη βεράντα, ακριβώς μπροστά από την μπαλκονόπορτα, περίπου πέντε λεπτά δαρρώ, και η μις Φέρλι έδε νε, μετά από σύστασή μου, το λευκό μαντίλι της στα μαλλιά, για να προστατευτεί από τον νυχτερινό αέρα, όταν άκουσα τη φωνή της μις Χάλκομπ -σιγανή και ανυπόμονη- να προφέρει το όνομά μου. «Κύριε Χάρτραϊτ», είπε, «έρχεστε εδώ ένα λεπτό; Θέλω να σας μιλήσω». Ξαναμπήκα αμέσως στο δωμάτιο. Η μις Χάλκομπ ήταν κα θισμένη με τα γράμματα απλωμένα στα γόνατά της, και κρα τούσε κοντά στο φως του κεριού ένα που είχε διαλέξει. Στην πλησιέστερη π ρος τη βεράντα πλευρά του πιάνου υπήρχε ένα σκαμπό, στο οποίο και κάθισα. Σ ’ αυτό το σημείο, δεν ήμουν
74
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
μακριά από την μπαλκονόπορτα, και μπορούσα να βλέπω τη μις Φέρλι καδαρά, καδώς περνούσε και ξαναπερνούσε, βαδί ζοντας αργά από τη μία άκρη της βεράντας στην άλλη, κάτω από την υπέροχη λάμψη του φεγγαριού. «Θέλω να ακούσετε το τελευταίο κομμάτι αυτής της επιστολής που δα σας διαβάσω», μου είπε σκεφτική η μις Χάλκομπ. «Π είτε μου αν νομίζετε ότι ρίχνει κάποιο φως στην αλλόκοτη περιπέτειά σας στο δρόμο προς το Λονδίνο. Το γράμμα έχει σταλεί από τη μητέρα μου στον δεύτερο σύζυγό της, τον κύ ριο Φέρλι - αναφέρεται σε μία χρονική περίοδο έντεκα ή δώ δεκα χρόνων πριν. Εκείνη την εποχή, ο κύριος και η κυρία Φέρ λι, και η ετεροδαλής αδελφή μου Λώρα, ζούσαν για χρόνια σε αυτό το σπίτι - εγώ έλειπα, ολοκληρώνοντας τις σπουδές μου σ ’ ένα σχολείο στο Παρίσι». Έ δειχνε ανυπόμονη, αλλά και κάπως ανήσυχη - τουλάχιστον αυτή την εντύπωση μου δημιουργούσε. Τη στιγμή που σήκωνε το γράμμα κοντά στο κερί, πριν αρχίσει να το διαβάζει, η μις Φέρλι κοντοστάδηκε στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, έριξε μέ σα μια ματιά και, βλέποντας ότι ήμαστε απασχολημένοι, προσπέρασε αργά. Η μις Χάλκομπ άρχισε να διαβάζει.
Θα έχεις βαρεδεί, αγαττητέ μου Φίλιπ, να ακούς συ νεχώς για τα σχολεία μου και τις μαδήτριές μου. Από δωσε το, σε παρακαλώ, στην ανιαρή ομοιομορφία και την πλήξη της ζωής στο Λίμερτιζ, και όχι σε μένα. Άλλωστε, αυτή τη φορά έχω κάτι τφαγματικά ενδιαφέρον να σου πω σχετικά με μια νέα μαδήτρια. Γνωρίζεις τη γηραιό κυρία Κέμπε, την κυρία που έχει το μαγαζάκι του χωριού. Μετά από πολυετή ασδένεια, ο γιατρός έχασε πια κάδε ελπίδα, και η γυναίκα αργοπεδαίνει, μέρα με τη μέρα. Η μοναδική εν ζωή συγγε νής της, μία αδελφή, ήρδε την περασμένη βδομάδα να
WI LKI E COL L I NS
της παρασταδεί. Η αδελφή αυτή ήρδε από το Χάμπσαι'ρ. Το όνομά της είναι Κάδερικ. Πριν από τέσσερις μέρες η κυρία Κάδερικ ήρδε να με δει, και έφερε μαζί και τη μοναχοκόρη της, ένα γλυκό κοριτσάκι, περίπου ένα χρόνο μεγαλύτερο από τη λατρεμένη μας Δώρα. Τη στιγμή που η τελευταία φράση έβγαινε από τα χείλη της αναγνώστριας. η μις Φέρλι ξαναπέρασε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Σιγοτραγουδούσε μία από τις μελωδίες που είχε παίξει προηγουμένως στο πιάνο. Η μις Χάλκομπ περίμενε μέ χρι να απομακρυνδεί, και μετά συνέχισε με το γράμμα.
Η κυρία Κάδερικ είναι μία αξιοπρεττής, σοβαρή και με καλούς τρόπους γυναίκα, με κατάλοιπα μιας σχετι κά καλής εμφάνισης. Υπάρχει, ωστόσο, κάτι στη συμπε ριφορά και το παρουσιαστικό της που δεν μπορώ να το εξηγήσω. Είναι συγκροτημένη σχετικά με τον εαυτό της σε βαδμό απόλυτης μυστικοπάδειας και έχει ένα ύφος -δεν μπορώ να το περιγράφω- που μου δημιουργεί την αίσδηση ότι κάτι την απασχολεί. Είναι αυτό ακριβώς που δα αποκαλούσες κινούμενο μυστήριο. Ο λόγος του ερχομού της, ωστόσο, στο Λίμεριτζ Χάουζ ήταν αρκε τά απλός. Όταν έφυγε από το Χάμπσαι'ρ για να έλδει να παρασταδεί στην αδελφή της, την κυρία Κέμπε, υποχρεώδηκε να πάρει μαζί της και την κόρη της, γιατί δεν είχε κανέναν να αναλάβει τη φροντίδα της μικρής. Η κυρία Κέμπε μπορεί να πεδάνει σε μια βδομάδα, ή μπο ρεί και ν ’ αντέξει για μήνες· και ο λόγος της επίσκε ψης της κυρίας Κάδερικ ήταν να μου ζητήσει να πα ραχωρήσω στην κόρη της, την Aw, το προνόμιο της εγ γραφής στο σχολείο μου, υπό τον όρο ότι δα ξαναφύγει για να γυρίσει στο Χάμπσαι'ρ με τη μητέρα της με τά το δάνατο της κυρίας Κέμπε. Συμφώνησα αμέσως.
76
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Και όταν, την ίδια κιόλας μέρα, η Λώρα κι εγώ βγήκα με να κάνουμε τον περίπατό μας, ιτήγαμε τη μικρή -εί ναι ακριβώς έντεκα ετών- στο σχολείο. Για άλλη μία φορά, η φιγούρα της μις Φέρλι. λαμπερή και γλυκιά μέσα στο λευκό βαμβακερό, μας προσπέρασε στο φ εγ γαρόφωτο. Για άλλη μια φορά, η μις Χάλκομπ περίμενε μέχρι να απομακρυνδεί· μετά συνέχισε.
Συμπάθησα ιδιαίτερα, Φίλιπ, τη νέα μαδήτριά μου, για ένα λόγο που σκοπεύω να μη σου αποκαλύψω πριν από το τέλος της επιστολής μου - τον κρατάω ως έκπληξη! Μια και η μητέρα της μου είχε ττει για τη μικρή όσα λί γα μου είχε ττει και για τον εαυτό της,χρειάστηκε να ανακαλύψω μόνη μου -πράγμα που έγινε την τφώτη μέρα, όταν τη δοκιμάσαμε στα μαδήματα- ότι το μυαλό της δύσμοιρης μικρής δεν ήταν τόσο αναπτυγμένο όσο δα έπρειτε για την ηλικία της. Βλέποντάς το, κανόνισα να έλδει την άλλη μέρα στο σπίτι, και κανόνισα ιδιαιτέρως με το γιατρό να έλδει, να την παρακολουθήσει, να της υποβάλει ερωτήσεις και να μου ττει τη γνώμη του. Η άπο ψή του είναι ότι δα το ξεπεράσει μεγαλώνοντας αλλά, λέει, αυτή την ώρα η με προσοχή αντιμετώπισή της στο σχολείο είναι δέμα μείζονος σημασίας, γιατί η ασυνήθι στη βραδύτητα στην απόκτηση γνώσεων υποδηλώνει μία ασυνήθιστη αδυναμία της μνήμης να τις συγκροτήσει. Ωστόσο, αγάπη μου, δεν πρέπει να φανταστείς, με την ευκολία που σε διακρίνει, ότι έχω συμπαθήσει ένα χα ζό παιδί. Η μικρή αυτή A w Κάδερικ είναι ένα γλυκό, τρυφερό, γεμάτο ευγνωμοσύνη κορίτσι■και λέει τα πιο παράξενα και εντυπωσιακά πράγματα -όπως δα κρί νεις από ένα παράδειγμα- με τον πιο αλλόκοτα ανα πάντεχο, ξαφνικό, σχεδόν φοβισμένο τρόπο. Παρόλο που
WI LKI E COL L I NS
τα ρούχα της είναι πολύ κάδαρά, δείχνουν μία δλιβερή έλλειψη γούστου ως προς το χρώμα και το σχέδιο. Έτσι, φρόντισα κι έδωσα χδες στην A w Κάδερικ μερικά από τα λευκά φορέματα και τα λευκά καπέλα της αγαπη μένης μας Αώρα, εξηγώντας της ότι τα κοριτσάκια με το δικό της χρώμα επιδερμίδας είναι καλύτερα να φο ράνε άσπρα παρά οποιοδήποτε άλλο χρώμα. Δίστασε, και φάνηκε σαστισμένη για μια στιγμή· μετά κοκκίνισε, και φάνηκε να καταλαβαίνει. Το χεράκι της έσφιξε ξαφ νικά το δικό μου. Το φίλησε, Φίλιπ, και -ω, τόσο σοβα ρά!- είπε: «Θα φοράω μόνο άσπρα για όσο ζω' δα με βοηδάει να σας δυμάμαι, κυρία, και να νομίζω ότι εξακολουδώ να σας προκαλώ ευχαρίστηση όταν δα είμαι μακριά και δεν δα σας βλέπω πια». Αυτό είναι ένα μό νο από τα παράξενα πράγματα που λέει τόσο χαριτω μένα. Φτωχό πλασματάκι! Θα έχει αρκετά λευκά φο ρέματα, φτιαγμένα από καλό, γερό ύφασμα, για να φο ράει μεγαλώνοντας. Η μις Χάλκομπ σώπασε και με κοίταξε στην άλλη άκρη του πιάνου. «Σ α ς φάνηκε νέα η μοναχική γυναίκα που συναντήσατε στη δημοσιά;» ρώτησε. «Α ρκετά νέα ώστε να είναι εικοσιδύο ή εικοσιτριών ετώ ν;» «Ν αι, μις Χάλκομπ. Τόσο νέα». «Και ήταν αλλόκοτα ντυμένη - από την κορφή ως τα νύχια στα ά σ π ρ α ;» «Τελείως στα άσπρα». Ενώ η απάντηση έβγαινε από τα χείλη μου, η μις Φέρλι πρό βαλε για τρίτη φορά στη βεράντα. Αντί να συνεχίσει τον περί πατό της, κοντοστάδηκε. με την πλάτη στραμμένη προς το μέ ρος μας και. ακουμπώντας στα κάγκελα της βεράντας, κοίταξε κάτω τον κήπο. Τα μάτια μου καρφώδηκαν στη λευκή ανταύγεια
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
του βαμβακερού φορέματος και του μαντιλιού που λούζονταν από το φεγγαρόφωτο, και ένα συναίσθημα, για το οποίο δεν μπο ρώ να βρω ονομασία -έ ν α συναίσθημα που έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει γρηγορότερα- άρχισε να με κυριεύει. «Τελείως στα άσ π ρ α ;» επανέλαβε η μις Χάλκομπ. «Ο ι ση μαντικότερες φ ράσεις στο γράμμα, κύριε Χάρτραϊτ, είναι στο τέλος, και αυτές θα σας διαβάσω τώρα. Αλλά δεν μπορώ να μη σταθώ για λίγο στη σύμπτωση των λευκών ρούχων της γυ ναίκας που συναντήσατε, και του λευκού φορέματος που προκάλεσε την παράξενη εκείνη απάντηση από τη μικρή μαθή τρια της μητέρας μου. Ο γιατρός μπορεί να έκανε λάθος όταν, ανακαλύπτοντας τα διανοητικά μειονεκτήματα της μικρής, πρόβλεψε ότι θα τα ξεπεράσει μεγαλώνοντας. Ίσως να μην τα ξεπέρασε· και η παλιά έκφραση ευγνωμοσύνης πως θα ντυ νόταν στα λευκά, που ήταν μία σοβαρή δέσμευση για το κορί τσι, ίσως να παραμένει σοβαρή δέσμευση και για τη γυναίκα». Απάντησα, αφηρημένα, χρησιμοποιώντας κάποιες λέξεις ούτε ξέρω ποιες. Ό λη η προσοχή μου ήταν συγκεντρωμένη στο λευκό βαμβακερό φόρεμα της μις Φέρλι. «Ακούστε τις τελευταίες φράσεις του γράμματος», είπε η μις Χάλκομπ. «Νομίζω ότι θα σας εκπλήξουν». Καθώς ύψωνε το γράμμα στο φως του κεριού, η μις Φέρλι άφησε τα κάγκελα της βεράντας, γύρισε, έριξε μια αμήχανη ματιά γύρω της, έκανε ένα βήμα προς την μπαλκονόπορτα και μετά σταμάτησε, ακριβώς απέναντι μου. Στο μεταξύ, η μις Χάλκομπ μου διάβαζε τις τελευταίες προ τάσεις από την επιστολή της μητέρας της.
Και τώρα, αγάπη μου, βλέποντας ότι το γράμμα μου φτάνει στο τέλος του, τώρα είναι η ώρα του πραγματι κού λόγου, του αναπάντεχου λόγου της συμπάδειάς μου για τη μικρή A w Κάθερικ. Αγαπημένε μου Φίλιπ, πα ρόλο που δεν τη φτάνει ούτε στο μισό στην ομορφιά.
79
WI LKI E COL L I NS
είναι, ωστόσο, εξαηίας ενός από εκείνα τα σπάνια κα πρίτσια της φύσης, το ζωντανό αντίγραφο της αγαπη μένης μας Λώρα - στα μαλλιά της, στο χρώμα της επι δερμίδας της, στο χρώμα των ματιών της και στο σχή μα του προσώπου της. Πετάχτηκα από το σκαμπό, πριν η μις Χάλκομπ προλάβει να ξεστομίσει λέξη. Έ να ρίγος, ανάλογο με εκείνο που με διαπέ ρασε όταν ένιωσα το άγγιγμα του χεριού της γυναίκας με τα άσπρα στον ώμο μου στην ερημική δημοσιά, διέτρεξε και πάλι το σώμα μου. Μ προστά μου στεκόταν η μις Φέρλι, μία λευκή φιγούρα, μό νη στο φεγγαρόφωτο· στη στάση της. στην κίνηση του κεφα λιού της, στο χρώμα της επιδερμίδας της, στο σχήμα του προ σώπου της... το ζωντανό αντίγραφο - σ ’ αυτή την απόσταση και υπό τις δεδομένες σ υνδήκες- της Γυναίκας με τα άσπρα! Η αμφιβολία που βασάνιζε το μυαλό μου επί ώρες μεταβλήδηκε σε βεβαιότητα μέσα σε μια στιγμή. Εκείνο το « κά τι» που έλειπε ήταν η αδυναμία μου να αναγνωρίσω την ομοιότητα ανά μεσα στη φ υγάδο από το άσυλο και τη μαδήτριά μου στο Λίμεριτζ Χάουζ. «Το βλέπετε!» είπε η μις Χάλκομπ. Αφησε το άχρηστο γράμ μα να πέσει, και τα μάτια της άστραψαν καδώς έσμιγαν με τα δικά μου. «Το βλέπετε σήμερα, όπως το είδε έντεκα χρόνια πριν η μητέρα μου!» «Το βλέπω, πιο απρόδυμα α π ’ όσο φαντάζεστε. Το να συν δέσω εκείνη τη μοναχική, χαμένη γυναίκα -έσ τω και μέσω μιας συμπτωματικής ομοιότητας μ όνο- με τη μις Φέρλι μοιάζει σαν να ρίχνω μια σκιά στο μέλλον του υπέροχου πλάσματος που στέκεται και μας κοιτάζει αυτή την ώρα. Θέλω να ξαναχάσω την εντύπωση αυτή, το ταχύτερο δυνατόν. Φωνάξτε τη μέσα, μακριά από το απαίσιο φεγγαρόφωτο - φωνάξτε τη, μις Χάλ κομπ. σας παρακαλώ !»
so
Η Γ Υ Ν Α Ι ΚΑ Μ Ε ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Μ ε ξαφνιάζετε, κύριε Χάρτραϊτ. Ό ,τι κι αν είναι οι γυναί κες, νόμιζα ότι οι άντρες, τον δέκατο ένατο αιώνα, έχουν ξεπεράσει τις προλήψεις». «Φωνάξτε τη μέσα, σας παρακαλώ !» «Ησυχάστε! Έ ρχεται μόνη της. Μην πείτε τίποτε μπροστά της. Ας παραμείνει η ανακάλυψη αυτής της ομοιότητας ένα μυ στικό ανάμεσα σε σας και σε μένα. Έ λα μέσα, Δώρα· έλα μέ σα, και ξύπνα την κυρία Βέσεϊ με το πιάνο. Ο κύριος Χάρτραϊτ παρακαλεί για λίγη μουσική ακόμη· και δέλει, αυτή τη φορά, να είναι ζωντανή κι εύδυμη».
81
Κεφάλαιο Τέταρτο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτράιτ
VIII Έ τσι τελείωσε η επεισοδιακή πρώ τη μέρα μου στο Λίμεριτξ Χάουξ. Η μις Χάλκομπ κι εγώ κρατήσαμε το μυστικό μας. Μ ετά την ανακάλυψη της ομοιότητας, φαίνεται ότι ήταν γραφτό να μη χυδεί κι άλλο φως στο μυστήριο της γυναίκας με τα άσπρα. Με την πρώτη ευκαιρία, η μις Χάλκομπ πα ρέσυρε προσεκτι κά την ετεροδαλή αδελφή της να μιλήσει για τη μητέρα τους, τα πα λιά και την Ανν Κάδερικ. Οι αναμνήσεις της μις Φέρλι από τη μικρή μαδήτρια στο Λίμεριτζ ήταν, ωστόσο, εξαιρετι κά αόριστες και γενικές. Θυμόταν την ομοιότητα ανάμεσα στην ίδια και την αγαπημένη μαδήτρια της μητέρας της, αλλά δεν αναφέρδηκε στα δώρα και τα λευκά φορέματα, ή τις ιδιότυ πες λέξεις με τις οποίες η μικρή είχε εκφράσει αφελώς την ευ γνωμοσύνη της γι’ αυτά. Θυμήδηκε ότι η Ανν είχε μείνει στο Λίμεριτζ μόνο μερικούς μήνες, και μετά είχε φύγει για να γυ ρίσει στο σπίτι της, στο Χάμπσαϊρ, αλλά δεν ήταν σε δέση να πει αν μητέρα και κόρη είχαν ξανάρδει ποτέ ή αν είχε γίνει πο τέ γνωστό τι είχαν απογίνει. Καμία νέα έρευνα από πλευράς της μις Χάλκομπ στις ελάχιστες επιστολές της κυρίας Φέρλι που
82
_____
__ Η
Γ Υ Ν Α Ι ΚΑ Μ Ε ΤΑ ΑΣΠΡ Α
είχαν μείνει αδιάβαστες δεν βοήδησε να διαλευκανδούν οι αβε βαιότητες που εξακολουθούσαν να μας ταλανίζουν. Είχαμε δια πιστώσει ότι η δυστυχισμένη γυναίκα που είχα συναντήσει μέ σα στη νύχτα ήταν η Ανν Κάθερικ - είχαμε σημειώσει κάποια πρόοδο, αλλά εκεί οι ανακαλύψεις μας είχαν πάρει τέλος. Οι μέρες περνούσαν, οι βδομάδες περνούσαν, και το μονοπάτι του χρυσαφένιου φδινοπώ ρου διέγραφε τη λαμπερή πορεία του μέσα στο ολοπράσινο καλοκαίρι των δέντρων. Γαλήνιες, ευτυχισμένες μέρες που κυλούσαν γρήγορα. Α π ’ όλους τους θησαυρούς της χαράς που κέρδισα στο διάστημα εκείνο, τι έχει απομείνει που να αξίζει να γραφεί σ ’ αυτές τις σελίδες; Τίποτε, εκτός από τη θλιβερότερη ομολογία που μπορεί να κάνει ένας άντρας - την ομολογία της ανοησίας του. Το μυστικό που η ομολογία αυτή αποκαλύπτει έμμεσα μου έχει ήδη ξεφύγει. Οι φτωχές, αδύναμες λέξεις που απέτυχαν να περιγράφουν τη μις Φέρλι κατάφεραν να προδώσουν τα αισθήματα που εκείνη ξύπνησε μέσα μου. Έτσι γίνεται με όλους μας. Οι λέξεις μας είναι γίγαντες όταν μας βλάπτουν, και νάνοι όταν μας εξυπηρετούν. Την αγαπούσα! Α! Πόσο καλά γνωρίζω τη θλίψη, αλλά και το σαρκασμό που περιέχουν αυτές οι δύο λέξεις! Μ πορώ να θρηνήσω τη θλιβε ρή ομολογία μου- αλλά μπορώ και να τη σαρκάσω. Την αγα πούσα! Νιώστε με - ή περιφρονήστε με! Το ομολογώ με την κατηγορηματικότητα που οφείλω στην αλήθεια. Δεν υπήρχε καμιά δικαιολογία για μένα; Κάποια δικαιολο γία θα μπορούσε σίγουρα να βρεθεί στις συνθήκες υπό τις οποίες κυλούσε η περίοδος της έμμισθης υπηρεσίας μου στο Λ ίμεριτζ Χάουζ. Οι ώρες κατά τη διάρκεια του πρωινού διαδέχονταν με ηρε μία η μία την άλλη, μέσα στη γαλήνη και την απομόνωση του δωματίου μου. Είχα αρκετή δουλειά να κάνω κορνιζάροντας
83
WI LKI E C OL L I NS
τους πίνακες του εργοδότη μου, ώστε να διατηρώ ευχάριστα απασχολημένα τα χέρια και τα μάτια μου. ενώ το μυαλό μου αφηνόταν ελεύδερο να απολαμβάνει την επικίνδυνη πολυτέλεια των αχαλίνωτων σκέψεών του. Μ ία επικίνδυνη μοναξιά, γιατί διαρκούσε αρκετά ώστε να με αποχαυνώνει, αλλά όχι για να μου δίνει κουράγιο· μία επικίνδυνη μοναξιά, γιατί τη διαδέχονταν απογεύματα και βραδιές που περνούσα, μέρα με τη μέρα και βδομάδα με τη βδομάδα, με μοναδική πα ρέα τις δύο γυναίκες, η μία από τις οποίες είχε όλες τις χάρες της καλοσύνης, της εξυ πνάδα ς και της καλής ανατροφής, η άλλη όλες τις χάρες της ομορφιάς, της ευγένειας και της ειλικρίνειας που μπορεί να εξα γνίσει και να μαλακώσει την καρδιά του άντρα. Ούτε μια μέ ρα δεν πέρασε, σ’ εκείνη την επικίνδυνη οικειότητα ανάμεσα σε δάσκαλο και μαδήτρια, που το χέρι μου να μην είναι κοντά στο χέρι της μις Φέρλι· το μάγουλό μου, καθώς σκύβαμε μαζί πάνω α πό το τετράδιο της ζωγραφικής της, άγγιξε σχεδόν το δικό της. Όσο προσεκτικότερα παρακολουθούσε κάθε κίνηση του πινέ λου μου, τόσο κοντινότερα ανάσαινα το άρωμα των μαλλιών της και τη ζεστή μυρωδιά της ανάσας της. Ή ταν μέσα στη δουλειά μου να ζω μέσα στο φως των ματιών της - τη μια στιγμή να σκύ βω από πάνω της, τόσο κοντά στο στήθος της, ώστε να τρέμω στη σκέψη να το αγγίξω, την άλλη να τη νιώθω να σκύβει από πάνω μου, πολύ κοντά για να δει τι κάνω, τόσο, που η φωνή της ακουγόταν σαν ψίθυρος όταν μου μιλούσε και οι κορδέλες της χάιδευαν το μάγουλό μου πριν προλάβει να τις μαζέψει. Οι βραδιές που έκλειναν αυτές τις απογευματινές ενασχολή σεις διαφοροποιούσαν, χωρίς να ανατρέπουν, αυτές τις αθώες, αυτές τις αναπόφευκτες οικειότητες. Η φυσική αδυναμία μου για τη μουσική της -π α τού σ ε τα πλήκτρα του πιάνου με τέτοια τρυφερότητα και τέτοιο λεπτό γυναικείο γούστο!- και η φυσι κή τάση της να μου επιστρέφει, ασκώντας την τέχνη της, τη χαρά που της είχα προσφέρει με την άσκηση της δικής μου, ύφαινε απλώς άλλον ένα δεσμό, που μας έφερνε ακόμη κσντύτερα
84
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
τον έναν προς τον άλλο. Οι φραστικές αστοχίες, οι απλές συ νήθειες που καθόριζαν ακόμη και μικρολεπτομέρειες, όπως οι δέσεις μας στο τραπέζι, τα πάντοτε εύστοχα πειράγματα της μις Χάλκομπ, που στρέφονταν εναντίον της νευρικότητάς μου ως δασκάλου, ενώ υπερτόνιζαν τον δικό της ενθουσιασμό ως μα θήτριας, η άκακη έκφραση της νυσταλέας επιδοκιμασίας της δύσμοιρης κυρίας Βέσεϊ που εμφάνιζε τη μις Φέρλι κι εμένα ως δύο υποδειγματικά νεαρά άτομα που ποτέ δεν την ενοχλούσαν - όλες αυτές οι μικρολεπτομέρειες, και πολλές περισσότερες, συνδυάζονταν, με αποτέλεσμα να μας εντάσσουν στην ίδια οι κογενειακή ατμόσφαιρα και να μας οδηγούν στο ίδιο ανέλπι δο τέλος. Θα έπρεπε να είχα θυμηθεί τη θέση μου και να είχα πάρει κρυφά τα μέτρα μου. Το έκανα - ήταν π ια πολύ αργά! Ό λη η διακριτικότητα, όλη η πείρα που με είχε βοηθήσει με άλλες γυ ναίκες και με είχε προστατεύσει από άλλους πειρασμούς, όλα απέτυχαν στην περίπτωσή της. Ή ταν η δουλειά μου, εδώ και χρόνια, να βρίσκομαι σε στενή επαφή με νεαρά κορίτσια όλων των ηλικιών και όλων των κατηγοριών ομορφιάς. Είχα αποδε χθεί την κατάσταση αυτή ως μέρος της καθημερινότητας μου· είχα εκπαιδευτεί να αφήνω όλες τις φυσιολογικές για την ηλι κία μου συμπάθειες στον προθάλαμο του εργοδότη μου, όσο αδιάφορα άφηνα και την ομπρέλα πριν ανεβώ για μάθημα. Εί χα μάθει από καιρό να καταλαβαίνω, ήρεμα και ρεαλιστικά, ότι η κοινωνική θέση μου αποτελούσε εγγύηση στην περίπτωση που τα αισθήματα κάποιας από τις μαθήτριές μου ξεπερνούσαν τα όρια, και ότι γινόμουν δεκτός ανάμεσα σε όμορφες και σαγη νευτικές γυναίκες όπως περίπου γίνεται δεκτό κι ένα ακίνδυνο οικιακό ζώο. Την εμπειρία αυτή την είχα αποκτήσει από νωρίς· και η εμπειρία αυτή με είχε οδηγήσει αυστηρά και απαρέγκλι τα στο φτωχό στενό μονοπάτι μου, χωρίς να μου επιτρέψει να ξεστρατίσω δεξιά ή αριστερά. Και τώρα, ναι, η κερδισμένη με κόπους αυτοκυριαρχία μου είχε χαθεί οριστικά, σαν να μην την
_
W I L K I E CO L L I N S ^
είχα ποτέ- την είχα χάσει, όπως τη χάνουν καθημερινά τόσοι άλ λοι άντρες σε κρίσιμες καταστάσεις, όταν αυτές έχουν να κάνουν με γυναίκες. Τώρα ξέρω ότι θα έπρεπε να είχα προβληματιστεί από την αρχή. Θα έπρεπε να είχα αναρωτηθεί γιατί το κάθε δω μάτιο του αρχοντικού στο Λίμεριτζ μόλις έμπαινε εκείνη ήταν για μένα καλύτερο κι από παλάτι, και ανιαρό σαν έρημος όταν ξανάβγαινε· γιατί πρόσεχα και θυμόμουν τις μικροαλλαγές στο ντύσιμό της που ούτε είχα προσέξει ούτε θυμόμουν στο ντύσι μο οποιοσδήποτε άλλης γυναίκας· γιατί την έβλεπα, την άκουγα και την άγγιζα -ό τα ν ανταλλάσσαμε χειραψία πρωί και βρά δ υ - όπως δεν είχα δει, ακούσει και αγγίξει οποιαδήποτε άλλη γυναίκα στη ζωή μου. Θα έπρεπε να είχα κοιτάξει μέσα στην καρδιά μου, να είχα βρει αυτό το καινούργιο νεόπλασμα που φύτρωνε και να το είχα ξεριζώσει όσο ήταν μικρό. Γιατί αυτός ο απλούστατος, ευκολότατος τρόπος είναι πάντα και ο πιο δύ σκολος; Η εξήγηση έχει ήδη γραφεί με εκείνες τις δύο λέξεις που ήταν αρκούντως σαφείς: Την αγαπούσα! Οι μέρες περ νούσ αν οι βδομάδες περνούσαν - πλησίαζε ο τρίτος μήνας της διαμονής μου στο Κάμπερλαντ. Η υπέροχη μονοτονία της ζωής στη γαλήνια απομόνωσή μας κυλούσε σαν ένα ήρεμο ρυάκι, με μένα να μοιάζω σε κολυμβητή που έχει αφ εθεί και τον παρασέρνει το ρεύμα. Κάθε ανάμνηση του π α ρελθόντος, κάθε σκέψη για το μέλλον, κάθε αίσθηση της αδυ ναμίας και της απελπισίας της θέσης μου παρέμενε αδρανής μέσα μου, σε μια απατηλή γαλήνη. Παρασυρμένος από το τρα γούδι των Σειρήνων που μου τραγουδούσε η καρδιά μου, με τα μάτια κλειστά σε κάθε θέαμα και τα αυτιά κλειστά σε όλους τους επικίνδυνους ήχους, πλησίαζα όλο και πιο κοντά στα θα νάσιμα βράχια. Η προειδοποίηση που τελικά με αφύπνισε, και με έκανε να συνειδητοποιήσω την αδυναμία μου, ήταν απλούστερη, ειλικρινέστερη και ευγενέστερη α π ’ όλες τις προειδο ποιήσεις, γιατί προερχόταν βουβά από εκείνη. Είχαμε χωρίσει ένα βράδυ με τον συνήθη τρόπο. Λέξη δεν
86
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
είχε ξεφύγει από τα χείλη μου εκείνη τη φορά, ή όποια άλλη πριν α π ’ αυτή, που 5α μπορούσε να με προδώσει, ή να της δώ σει να καταλάβει την αλήδεια. Αλλά, όταν συναντηδήκαμε και πάλι το άλλο πρωί, μια αλλαγή είχε σημειωδεί πάνω της - μια αλλαγή που μου τα έλεγε όλα. Απέφευγα τότε -κ α ι ακόμη αποφεύγω- να εισχωρήσω στα άδυ τα της καρδιάς της και να επιχειρήσω να τα αποκαλύψω σε άλ λους, όπως έχω κάνει με τα δικά μου. Ας αρκεστώ να πω ότι η στιγμή που συνειδητοποίησε για πρώτη φορά το μυστικό μου ήταν, ειλικρινά το πιστεύω, η στιγμή που συνειδητοποίησε για πρώτη φορά το δικό της· και, επίσης, αυτό που άλλαξε τη στά ση της απέναντι μου μέσα σε μια νύχτα. Ο χαρακτήρας της, υπερβολικά ειλικρινής για να εξαπατήσει άλλους, ήταν υπερ βολικά ανώτερος για να εξαπατήσει τον εαυτό της. Ό τα ν η αμ φιβολία, την οποία είχε κατασιγάσει, βάρυνε για πρώτη φορά στην καρδιά της, είπε με τη δική της ειλικρινή απλή γλώσσα: «Λ υπάμαι γι’ α υ τό ν λυπάμαι για μένα!» Η στάση της είπε αυτό, αλλά και περισσότερα, τα οποία δεν μπορούσα τότε να ερμηνεύσω. Καταλάβαινα πολύ καλά την αλλαγή στη συμπεριφορά της - τη μεγαλύτερη ευγένεια και προδυμία να ικανοποιεί όλες τις επιδυμίες μου, μπροστά σε άλλους* την αμηχανία και τη νευρικότητα να καταφεύγει στην πρώτη ενασχόληση που έβρισκε μπροστά της, κάδε φορά που συνέβαινε να μείνουμε μόνοι. Καταλάβαινα γιατί τα γλυκά της χείλη χαμογελούσαν τώρα τόσο σπάνια και τόσο διατακτικάγιατί τα καδαρά γαλανά μάτια με κοίταξαν μερικές φ ορές με αγγελική συμπόνια, μερικές φορές με παιδική αμηχανία. Τώ ρα το χέρι της ήταν παγωμένο· υπήρχε μία αφύσικη ψυχρότητα στο ύφος της, υπήρχε σε όλες τις κινήσεις της η βουβή έκφρα ση συνεχούς φόβου και ενοχοποίησης. Τα αισδήματα, όμως, που μπορούσα να εντοπίσω σ ’ εκείνη και σε μένα -π ο υ ήταν βέβαιο ότι τα μοιραζόμασταν- δεν ταίριαζαν μ ’ αυτή τη συμπεριφορά. Υπήρχαν ορισμένα στοιχεία της αλλαγής της που εξακολουδούσαν
WI L KI E C OL L I NS
να μας ελκύουν κρυφά, και άλλα που. εξίσου κρυφά, άρχιζαν να μας απομακρύνουν. Μ έσα στην αμφιβολία και την αμηχανία μου, στην αόριστη υποψία μου ότι υπήρχε κάτι που είχα αφ εθεί να βρω αβοήθη τος, περιεργαζόμουν το ύφος και τη συμπεριφορά της μις Χάλκομπ, ελπίζοντας να ανακαλύψω τι συνέβαινε. Ζώντας μέσα σε μια τέτοια οικειότητα όπως η δική μας, καμιά σοβαρή αλλαγή δεν μπορούσε να συντελεστεί σε κάποιον α π ’ όλους μας η οποία να μην επηρεάζει και τους άλλους. Η αλλαγή της μις Φέρλι αντανακλούσε στην ετεροθαλή αδελφή της. Παρόλο που εκ μέρους της μις Χάλκομπ δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη που να υποδηλώνει κάποια αλλαγή συναισθημάτων απέναντι μου, η διαπεραστική ματιά της είχε αποκτήσει τη συνήθεια να με παρατηρεί αδιάκοπα. Μερικές φορές, το ύφος της είχε κάτι από καταπιεσμένη οργή· άλλοτε υπέκρυπτε καταπιεσμένο φόβο· με ρικές φορές, τίποτε από τα δύο - τίποτε που θα μπορούσα να ερμηνεύσω ξεκάθαρα. Μια βδομάδα πέρασε, αφήνοντάς μας σ’ αυτή την κατάσταση της συγκροτημένης επιφυλακτικότητας που είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας. Η ψυχολογία μου, επ ι βαρυμένη από την αίσθηση της άθλιας αδυναμίας και της π α ραμέλησης του εαυτού μου, γινόταν ανυπόφορη. Αισθανόμουν ότι έπρεπε, μια για πάντα, να αποβάλω την κατάθλιψη συντροφιά με την οποία ζούσα· αλλά πώ ς θα αντιδρούσα καλύτερα ή τι θα έλεγα, αυτό ξεπερνούσε τις δυνάμεις μου! Α π ’ αυτή τη θέση της απελπισίας και της ταπείνωσης με διέ σωσε η μις Χάλκομπ. Τα χείλη της μου είπαν την πικρή, την αναγκαία, την αναπάντεχη αλήθεια· η καλοσύνη της με βοή θησε να αντέξω το σοκ του ακούσματος της· η λογική και το θάρρος της αξιοποίησαν σωστά ένα γεγονός που απειλούσε να προκαλέσει τα χειρότερα -γ ια μένα και τους ά λ λ ο υ ς- στο Λίμεριτζ Χάουζ.
88
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
IX Ή ταν ημέρα Πέμπτη, σχεδόν στο τέλος του τρίτου μήνα της προσωρινής διαμονής μου στο Κάμπερλαντ. Το πρωί, όταν κα τέβηκα στην τραπεζαρία, τη συνηθισμένη ώρα, η μις Χάλκομπ, για πρώτη φορά από τότε που την ήξερα, απούσιαζε από τη συνηθισμένη θέση της στο τραπέζι. Η μις Φέρλι ήταν έξω στον κήπο. Με χαιρέτισε με μια υπό κλιση, αλλά δεν μπήκε στο δωμάτιο. Ούτε μια λέξη δεν είχε βγει από τα χείλη μου, ή από τα δικά της, που θα μπορούσε να ταράξει κάποιον από τους δυο μας, αλλά η ίδια ανομολόγητη αίσθηση αμηχανίας μάς έκανε να αποφεύγουμε να συναντηθούμε μόνοι. Περίμενε έξω στον κήπο· κι εγώ περίμενα στην τραπε ζαρία, μέχρι να έλθει η κυρία Βέσεϊ ή η μις Χάλκομπ. Πόσο βια στικά θα είχα πάει κοντά της! Πόσο πρόθυμα θα ανταλλάσσα με χειραψία και θα είχαμε πιάσει τη συνηθισμένη μας κουβέ ντα, μόλις πριν από ένα δεκαπενθήμερο! Σε μερικά λεπτά μπήκε η μις Χάλκομπ. Είχε ένα σκεφτικό ύφος και ζήτησε συγγνώμη για την καθυστέρησή της - μάλλον αφηρημένα. «Καθυστέρησα», είπε, «λόγω μιας συζήτησης που είχα με τον κύριο Φέρλι για ένα οικογενειακό θέμα». Η μις Φέρλι μπήκε από τον κήπο και ανταλλάξαμε το συ νηθισμένο πρωινό χαιρετισμό μας. Το χέρι της μου φάνηκε πιο κρύο από ποτέ. Δεν με κοίταξε· και ήταν πολύ χλωμή. Ακόμη και η κυρία Βέσεϊ το πρόσεξε, όταν μπήκε στο δωμάτιο μετά από ένα λεπτό. «Υποθέτω πως είναι η αλλαγή του ανέμου», είπε η ηλικιω μένη κυρία. «Έρχεται ο χειμώνας - α, γλυκιά μου, σύντομα έρ χεται ο χειμώνας!» Στην καρδιά της και τη δική μου είχε έλθει κιόλας! Το πρόγευμά μας, που άλλοτε ήταν γεμάτο από ευχάριστες συ ζητήσεις για τα σχέδια της ημέρας, ήταν σύντομο και σιωπηλό.
89
WI LKI E COL L I NS
Η μις Φέρλι έδειχνε να αισθάνεται την κατάθλιψη των μακρών παύσεων στη συζήτηση και κοίταζε ικετευτικά την αδελφή της ζητώντας της να τις καλύψει. Η μις Χάλκομπ, ύστερα από μία ή δύο διατακτικές απόπειρες, τελικά μίλησε. «Είδα το θείο σου το πρωί, Δώ ρα», είπε. «Νομίζει ότι το μωβ δωμάτιο είναι εκείνο που πρέπει να ετοιμάσουμε· και επιβεβαιώνει εκείνο που σου είπα. Για τη Δ ευτέρα πρόκειται· όχι την Τρίτη». Ενώ λέγονταν αυτές οι λέξεις, η μις Φέρλι είχε καρφωμένα τα μάτια της στο τραπέζι μπροστά της. Τα δάχτυλά της έπα ι ζαν νευρικά με τα ψίχουλα που ήταν σκορπισμένα στο τρ απ ε ζομάντιλο. Η χλωμάδα που απλωνόταν στα μάγουλά της π έ ρασε και στα χείλη της, που έτρεμαν φ ανερά. Δεν ήμουν ο μό νος που το πρόσεξε. Το είδε και η μις Χάλκομπ, και αμέσως έκανε την αρχή και σηκώθηκε από το τραπέζι. Η κυρία Βέσεϊ και η μις Φέρλι βγήκαν από το δωμάτιο μα ζί. Τα ευγενικά, μελαγχολικά γαλανά μάτια της με κοίταξαν, για μια στιγμή, με τη θλίψη ενός επικείμενου αποχαιρετισμού. Αισθάνθηκα μία σουβλιά στην καρδιά μου - μου έλεγε ότι έπρε πε να τη χάσω σύντομα, και να την αγαπώ στο εξής ακόμη πε ρισσότερο, και απεγνωσμένα. Στράφηκα προς τον κήπο όταν η πόρτα έκλεισε πίσω της. Η μις Χάλκομπ, με το καπέλο της στο χέρι και το σάλι της ριγ μένο στο μπράτσο της, στεκόταν δίπλα στη μεγάλη μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στον κήπο· με κοίταζε επίμονα. «Έ χετε λίγο ελεύθερο χρόνο να μου διαθέσ ετε;», ρώτησε. «Φυσικά, μις Χάλκομπ. Πάντα έχω χρόνο για σας». «Θέλω να σας πω δυο λόγια ιδιαιτέρως, κύριε Χάρτραϊτ. Πάρτε το καπέλο σας και ελάτε έξω στον κήπο. Εκεί δεν θα μας ενοχλήσει κανείς αυτή την ώρα». Καθώς βγαίναμε στον κήπο, ένας νεαρός βοηθός του κηπουρού μάς προσπέρασε πηγαίνοντας προς το σπίτι με ένα γράμμα στο χέρι του. Η μις Χάλκομπ τον σταμάτησε. « Για μένα είναι το γράμ μ α;» ρώτησε.
90
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Ό χι, μις. Μου είπαν ότι είναι για τη μις Φ έρλι», απάντησε ο μικρός. Η μις Χάλκομπ το πήρε στα χέρια της και κοίταξε τη διεύ θυνση. «Περίεργος γραφικός χαρακτήρας! Ποιος μπορεί να γρά φει στη Δ ώ ρα;» μονολόγησε. «Πού το βρήκες;» συνέχισε, απευ θυνόμενη στον κηπουρό. «Μ ου το έδωσε μια γυναίκα», είπε ο μικρός. «Τι γυναίκα;» «Μ ια γυναίκα κάποιας ηλικίας». «Την ήξερες;» «Δ εν μπορώ να πάρω την ευθύνη να πω οτιδήποτε». «Α πό πού έφ υγε;» «Α πό εκείνη την πύλη», είπε ο βοηθός του κηπουρού, δεί χνοντας αποφασιστικά προς το Νότο και καλύπτοντας με την κίνηση του χεριού του όλο εκείνο το κομμάτι της Αγγλίας. «Π ερίεργο», είπε η μις Χάλκομπ. «Υποθέτω ότι κάποια βοή θεια θα ζητάει. Ο ρίστε», πρόσδεσε, επιστρέφοντας το γράμ μα στο νεαρό. «Πήγαινέ το στο σπίτι και δώσ’ το σε κάποιον από τους υπηρέτες. Και τώρα, κύριε Χάρτραϊτ, αν δεν έχετε αντίρρηση, ας κάνουμε μία βόλτα». Μ ε οδήγησε προς την άλλη πλευρά του κήπου, από το ίδιο μονοπάτι το οποίο είχαμε βαδίσει την επόμενη μέρα της άφ ι ξής μου στο Λίμεριτζ. Στο μικρό καλοκαιρινό περίπτερο όπου είχαμε ιδωθεί για πρώτη φορά η Λώρα Φέρλι κι εγώ κοντοστάθηκε και έσπασε τη σιωπή την οποία επίμονα είχε διατηρήσει όση ώρα βαδίζαμε μαζί. «Α υτό που έχω να σας πω μπορώ να το πω εδώ». Μ ε αυτές τις λέξεις μπήκε στο θερινό περίπτερο, κάθισε σε μία από τις καρέκλες γύρω από το στρογγυλό τραπέζι και μου έγνεψε να καθίσω στην άλλη. Από τη στιγμή που μου είχε μι λήσει στην τραπεζαρία υποψιαζόμουν τι θα μου έλεγε· τώρα αισθανόμουν βέβαιος. «Α γαπητέ κύριε Χάρτραϊτ», είπε. « Θ α αρχίσω κάνοντάς
91
__
WI L KI E C O L L I N S
__
σας μία ειλικρινή ομολογία. Θα σας πω -χω ρίς περιστροφές, τις οποίες απεχθάνομαι, ή φιλοφρονήσεις, τις οποίες ειλικρινά σιχαίνομαι- ότι στη διάρκεια της διαμονής σας μαζί μας έχω φτάσει στο σημείο να αισδάνομαι έντονα φιλικά αισθήματα για σας. Αισδάνθηκα εκτίμηση για το πρόσωπό σας όταν μου μι λήσατε για πρώτη φορά για τη συμπεριφορά σας έναντι εκεί νης της δυστυχισμένης γυναίκας, τη οποία γνωρίσατε υπό τό σο εντυπωσιακές συνθήκες. Ο τρόπος που διαχειριστήκατε την υπόθεση ίσως να μην ήταν φρόνιμος, αλλά έδειχνε το χαρα κτήρα, την ευαισθησία και την ευσπλαχνία ενός άντρα π ου εί ναι “κύριος” με όλη τη σημασία της λέξης. Με προδιέθεσε στο να αναμένω καλά πράγματα από εσάς· και δεν απογοητεύσα τε τις προσδοκίες μου». Έκανε μια παύση, αλλά ταυτόχρονα σήκωσε το χέρι της, σε ένδειξη ότι δεν περίμενε καμιά απάντηση εκ μέρους μου. Ό τα ν έμπαινα στο θερινό περίπτερο δεν σκεφτόμουν καθόλου τη Γυ ναίκα με τα άσπρα. Αλλά τώρα, τα λόγια της μις Χάλκομπ εί χαν επαναφέρει στο μυαλό μου την ανάμνηση της περιπέτειάς μου. Παρέμεινε εκεί σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης - παρέμεινε, και όχι χωρίς αποτέλεσμα. «Σαν φίλη σ ας», συνέχισε, « θ α σας πω αμέσως, με την απλή, ευθεία, ειλικρινή γλώσσα μου, ότι έχω ανακαλύψει το μυστικό σας - χωρίς βοήθεια, ή νύξη, από οποιονδήποτε άλλον. Κύριε Χάρτραίτ, επιτρέψατε απερίσκεπτα στον εαυτό σας να διαμορφώσει ένα αίσθημα -έ ν α σοβαρό και ειλικρινές αίσθημα, φ οβάμ αιγια τη Λώρα. Δεν σας υποβάλλω στη δοκιμασία να το ομολο γήσετε. επειδή βλέπω - τ ο γνωρίζω πολύ κα λά - ότι είστε πολύ έντιμος για να το αρνηθείτε. Ούτε καν σας κατηγορώ - σας λυ πάμαι που αφήσατε στην καρδιά σας να ανθίσει ένα αίσθημα χωρίς την παραμικρή ελπίδα. Δεν επιχειρήσατε να εξασφαλί σετε κάποιο δόλιο πλεονέκτημα· δεν μιλήσατε κρυφά στην αδελ φή μου. Είστε ένοχος αδυναμίας και έλλειψης ενδιαφέροντος για τα πραγματικά συμφέροντά σας - τίποτε χειρότερο. Αν είχατε
92
Η ΓΥΝΑΙΑ
ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ενεργήσει λιγότερο ευγενικά και χωρίς την απαιτούμενη αξιο πρέπεια, 8α σας είχα πει να φύγετε από το σπίτι χωρίς την π α ραμικρή προειδοποίηση. Έ τσι που είναι τα πράγματα, κατηγο ρώ την ατυχία της ηλικίας σας και της δέσης σας - δεν κατη γορώ εσάς. Δώστε το χέρι σας. Σας έχω πονέσει. Θα σας πονέ σω περισσότερο, αλλά δεν γίνεται διαφορετικά. Δώστε πρώτα το χέρι σας στη φίλη σας, Μάριαν Χάλκομπ». Η ευγένεια των λόγων της - η δερμή, υψηλόφρων, ειλικρινής κατανόηση που τόσο μεγαλόψυχα εκ μέρους της μου προσφέρδηκε, που με τόση λεπτότητα και γενναιόδωρη αμεσότη τα μίλησε απευδείας στην καρδιά μου, την τιμή μου και το δάρρος μ ο υ - με συγκίνησε. Προσπάδησα να την κοιτάξω όταν έπιασε το χέρι μου, αλλά τα μάτια μου ήταν δολά. Προσπά δησα να την ευχαριστήσω, αλλά η φωνή μου με πρόδωσε. «Ακούστε με», είπε, αποφεύγοντας διακριτικά να δείξει ότι είχε προσέξει την ταραχή μου. «Ακούστε με, και ας τελειώσουμε μια ώρα αρχύτερα με το δέμα αυτό. Είναι πραγματική ανακούφιση για μένα το ότι δεν είμαι υποχρεωμένη να μπω στο δέμα - τ ο σκληρό δέμα, όπως εγώ το βλέπ ω - των κοινωνικών ανισοτήτων. Περιστάσεις που δα υποβάλουν εσάς σε μια γρήγορη δοκιμα σία απαλλάσσουν εμένα από την άχαρη υποχρέωση, κάνοντας μειωτικές αναφορές σε δέματα κοινωνικής δέσης και τάξης, να πληγώσω έναν άνδρωπο που έζησε φιλικά μαζί μου κάτω από την ίδια στέγη. Πρέπει να φύγετε από το Λίμεριτζ Χάουζ, κύ ριε Χάρτραϊτ, πριν γίνει μεγαλύτερο κακό. Είναι καδήκον μου να σας το πω· και δα ήταν, επίσης, καδήκον μου να το πω, ακό μη κι αν ήσαστε εκπρόσωπος της αρχαιότερης και πλουσιότε ρης οικογένειας στην Αγγλία. Πρέπει να φύγετε, όχι επειδή εί στε δάσκαλος της ζωγραφικής...» Σώπασε για μια στιγμή. Με κοίταξε κατάματα και, σκύβο ντας πάνω από το τραπέζι, άπλωσε το χέρι της αποφασιστικά στο μπράτσο μου. «...όχι επειδή είστε δάσκαλος της ζωγραφικής», επανέλαβε,
93
WI L KI E COL L I NS
«α λ λά επειδή η Δώρα Φέρλι είναι αρραβωνιασμένη, και πρό κειται να πα ντρευτεί!» Οι τελευταίες λέξεις καρφώθηκαν σαν μαχαιριές στην καρδιά μου. Το μπράτσο μου έπαψε να αισδάνεται το χέρι που το κρα τούσε. Δεν κινήθηκα, ούτε και μίλησα. Η δυνατή φθινοπωρινή αύρα που σκόρπιζε τα νεκρά φ ύλλα στα πόδια μας μου φάνη κε ξαφνικά τόσο παγερή, λες και οι τρελές ελπίδες μου ήταν κι αυτές νεκρά φ ύλλα που παρασύρονταν από τον αέρα. Ελπίδες! Λογοδοσμένη ή όχι, ήταν εξίσου μακριά μου. Θα το είχαν θυ μηθεί άλλοι στη θέση μου; 'Οχι, αν την είχαν αγαπήσει όσο εγώ. Ξανάνιωσα το χέρι της μις Χάλκομπ να σφίγγει το μπράτσο μου. Σήκωσα το κεφάλι μου και την κοίταξα. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω μου, παρακολουθώντας το χλώμιασμα του προσώπου, το οποίο εγώ ένιωθα και εκείνη έβλεπε. «Ξεπεράστε το!» είπε. «Εδώ που την πρωτοείδατε, εδώ ξεπεράστε το! Μη δειλιάζετε σαν γυναίκα. Ξεριζώστε το· ποδο πατήστε το σαν άντρας!» Η συγκρατημένη ορμή με την οποία μιλούσε· η δύναμη που η βούλησή της -συγκεντρωμένη στο βλέμμα που είχε καρφω μένο πάνω μου και στο σφίξιμο του μπράτσου μου, το οποίο δεν είχε χαλαρώσει-, η δύναμη που αυτή ακριβώς η βούληση μετέδιδε σε μένα μου έδινε κουράγιο. Μείναμε και οι δύο για ένα λεπτό αμίλητοι. Είχε δικαιώσει τη γενναιόδωρη πίστη στον ανδρισμό μου - είχα, εξωτερικά τουλάχιστον, επανακτήσει την αυτοκυριαρχία μου. «Ξαναβρήκατε τον εαυτό σ α ς ;» «Αρκετά, μις Χάλκομπ, για να ζητήσω συγγνώμη και από σας και από εκείνη. Αρκετά, ώστε να ακολουθήσω τη συμβουλή σας και να αποδείξω μ ’ αυτό τον τρόπο την ευγνωμοσύνη μου - αν μπορώ να την αποδείξω σε κάποιον». «Την έχετε αποδείξει ήδη», απάντησε, « μ ’ αυτά που είπα τε. Τελείωσε το κρυφτό ανάμεσά μας, κύριε Χάρτραϊτ. Δεν μπο ρώ να κρύψω από σας αυτό που η αδελφή μου έδειξε άθελά
94
____ Η
Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
της σε μένα. Πρέπει να φύγετε - για το καλό της, όπως και για το δικό σας. Η παρουσία σας εδώ, η αναγκαία οικειότητά σας απέναντι μας, όσο αδώα κι αν υπήρξε α π ’ όλες τις άλλες από ψεις - ο Θεός το ξέρει-, την έχει αποσταδεροποιήσει και της έχει φέρει δυστυχία. Εγώ. που την αγαπώ περισσότερο από τη ζωή μου, εγώ, που έχω μάδει να πιστεύω σ’ εκείνο το αγνό, ευ γενικό, αδώο χαρακτήρα όπως πιστεύω στη δρησκεία μου, γνω ρίζω πολύ καλά την κρυφή δυστυχία των τύψεων που την έχουν ταλανίσει από τη στιγμή που η πρώτη σκιά ενός αισδήματος απιστίας προς τον αρραβώνα της μπήκε, χωρίς να το δέλει, στην καρδιά της. Δεν ισχυρίζομαι - δ α ήταν περιττό να επιχειρήσω να το πω, μετά α π ’ όσα συνέβησαν- ότι ο αρραβώνας αυτός είχε ποτέ κυρίαρχη δέση στα αισδήματά της. Είναι μία υποχρέωση τιμής, όχι αγάπης· την επικύρωσε ο πα τέρ ας της στο νεκρο κρέβατό του πριν από δύο χρόνια - εκείνη ποτέ δεν την καλοδέχτηκε, ούτε και κοίταξε, όμως, να την αποφύγει· αρκέστηκε να την τηρήσει. Μέχρι που ήρδατε εσείς, ήταν στη δέση εκα τοντάδων άλλων γυναικών που παντρεύονται άντρες χωρίς να αισδάνονται καμιά ιδιαίτερη έλξη και -π α ρ ό λ ο που τους απορ ρ ίπ το υ ν- μαδαίνουν να τους αγαπούν -ότα ν δεν μαδαίνουν να τους μισούν!- μετά το γάμο. Ελπίζω, περισσότερο α π ’ όσο μπο ρούν να εκφράσουν οι λέξεις -κ α ι δα πρέπει να έχετε την αυτοδυσία και το δάρρος να το ελπίζετε κι εσ είς-, πως οι νέες σκέψεις και τα αισδήματα που τάραξαν την παλιά ηρεμία της δεν έχουν ριζώσει πολύ δαδιά ώστε να μην είναι δυνατόν να ξεριζωδούν. Αν είχα λιγότερη εμπιστοσύνη στην αξιοπρέπεια, στο δάρρος και στη λογική σας, δεν δα εμπιστευόμουν σ ’ αυ τά όπως κάνω τώρα, αλλά ελπίζω η απουσία σας να βοηδήσει τις προσπάδειες μου- και ο χρόνος να βοηδήσει και τους τρεις μας. Είναι σημαντικό να ξέρω ότι η αρχική εμπιστοσύνη στο πρό σωπό σας δεν ήταν αδικαιολόγητη. Είναι σημαντικό να ξέρω ότι δεν δα φανείτε λιγότερο έντιμος, λιγότερο γενναίος, λιγότερο διακριτικός προς τη μαδήτρια α π ’ όσο φανήκατε προς την
95
WI LKI E COL L I NS
άγνωστη και κυνηγημένη γυναίκα της οποίας η έκκληση προς το πρόσωπό σας για βοήδεια δεν έγινε μάταια». «Και π άλι η τυχαία αναφορά στη Γυναίκα με τα άσπρα! Δεν υπήρχε πιδανότητα να μιλήσετε για τη μις Φέρλι κι εμένα χω ρίς να αναφ ερδεί η Ανν Κάδερικ, και να μπει ανάμεσα μας σαν ένα μοιραίο ατύχημα που ήταν αδύνατον να αποφύγω; Πεί τε μου ποια δικαιολογία μπορώ να χρησιμοποιήσω στον κύριο Φέρλι για να σπάσω τη δέσμευσή μου», είπα. «Π είτε μου πό τε να φύγω, από τη στιγμή που δα γίνει δεκτή η δικαιολογία μου. Υπόσχομαι ανεπιφύλακτη υπακοή σ ’ εσάς και στη συμ βουλή σας». «Ο χρόνος είναι, από κάδε άποψη, σημαντικός», απάντησε. «Μ ε ακούσατε το πρωί να αναφέρω ότι πρέπει να ετοιμαστεί το μωβ δωμάτιο. Ο επισκέπτης που περιμένουμε τη Δευτέρα...» Δεν άντεχα να την ακούσω να γίνεται σαφέστερη. Γνωρίζο ντας τα όσα γνώριζα τώρα, η ανάμνηση του ύφους και της στά σης της μις Φέρλι στο πρόγευμα μου είχε δώσει να καταλάβω ότι ο αναμενόμενος επισκέπτης στο Λίμεριτζ Χάουζ ήταν ο μελ λοντικός της σύζυγος. Προσπάδησα να το ξεπεράσω, αλλά εκεί νη τη στιγμή ξύπνησε μέσα μου κάτι ισχυρότερο από τη δέλησή μου, και διέκοψα τη μις Χάλκομπ. «Ε πιτρέψ τε μου να φύγω σήμερα», είπα με πίκρα. «Ό σο συ ντομότερα, τόσο καλύτερα». «Όχι! Ό χι σήμερα», απάντησε. «Ο μοναδικός λόγος τον οποίο μπορείτε να επικαλεστείτε στον κύριο Φέρλι για την αποχώ ρησή σας πριν από την ολοκλήρωση των υποχρεώσεών σας πρέ πει να είναι κάποια απρόβλεπτη υποχρέωση που σας αναγκά ζει να ζητήσετε την άδειά του να επιστρέφετε αμέσως στο Λον δίνο. Πρέπει να περιμένετε μέχρι αύριο για να του το πείτε, την ώρα που έρχεται το ταχυδρομείο, γιατί τότε δα συνδέσει την ξαφνική αλλαγή στα σχέδια σας με την άφιξη ενός γράμματος από το Λονδίνο. Είναι ελεεινό και αηδιαστικό να καταφεύγου με σε ψεύδη, ακόμη και στα πιο ακίνδυνα, αλλά γνωρίζω τον
96
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ ΠΡΑ
κύριο Φέρλι - αν προκαλέσετε τις υποψίες του, ότι τον εξα πατάτε, 9α αρνη9εί να σας απαλλάξει. Μιλήστε του την Πα ρασκευή το πρωί· ασχοληθείτε μετά με το έργο σας -λόγω των υποχρεώσεων σας έναντι του εργοδότη σ α ς-, ώστε να αφήσετε την ανολοκλήρωτη εργασία σας στη μικρότερη δυνατή σύγ χυση, και αναχωρήστε το Σάββατο. Θα είναι τότε η καλύτερη ώρα, κύριε Χάρτραϊτ, και για σας και για όλους μας». Πριν προλάβω να τη διαβεβαιώσω ότι έπρεπε να είναι σίγουρη πω ς 9α ενεργήσω σύμφωνα με τις επιθυμίες της, ξαφνιαστή καμε από βήματα που ακούστηκαν από την πλευρά των θά μνων. Κάποιος ερχόταν από το σπίτι να μας βρει! Αισθάνθηκα το αίμα να ανεβαίνει στα μάγουλά μου, και μετά να ξανα φεύγει. Θα μπορούσε το τρίτο πρόσωπο που ερχόταν προς το μέρος μας - σ ε μια τέτοια στιγμή και κάτω από αυτές τις ιδιάζουσες σ υνθήκες- να είναι η μις Φέρλι; Ή ταν μια ανακούφιση -τόσ ο θλιβερά, τόσο απελπισμένα εί χε ήδη αλλάξει η στάση μου απέναντι τ η ς -, ήταν μια α π έρ α ντη ανακούφιση για μένα όταν το άτομο που είχε τραβήξει την προσοχή μας εμφανίστηκε στην είσοδο του θερινού π ερ ιπ τέ ρου κι αποδείχτηκε ότι ήταν η καμαριέρα της μις Φέρλι. « Θ α μπορούσα να σας μιλήσω μια στιγμή, μ ις;» είπε η κο πέλα, με έναν κάπως ταραγμένο, ανήσυχο τρόπο. Η μις Χάλκομπ κατέβηκε από τα σκαλιά προς τους θάμνους και μαζί με την καμαριέρα προχώρησαν λίγο πιο πέρα. Έχοντας μείνει μόνος μου, η σκέψη μου στράφηκε -μ ε μία αίσθηση απόλυτης δυστυχίας, την οποία δεν βρίσκω τις λέξεις να περιγρά φ ω - στην επικείμενη επιστροφή μου στη μοναξιά και την απελπισία του μοναχικού λονδρέζικου σπιτιού μου. Η σκέψη της γλυκιάς ηλικιωμένης μητέρας μου και της αδελφής μου, που είχε χαρεί τόσο αθώα για τις προοπτικές μου στο Κάμπερλαντ -σ κέψ η που με ενοχή συνειδητοποιούσα για πρώτη φορά ότι είχα απωθήσει όλον αυτό τον κα ιρ ό- επανερχόταν, με την τρυφερή μελαγχολική νοσταλγία παλιών, ξεχασμένων
97
WI L KI E C OL L I NS
φίλων. Η μητέρα μου και η αδελφή μου τι δα αισθάνονταν όταν δα επέσ τρεφ α κοντά τους έχοντας σπάσει τη συμφωνία μου και ομολογώντας τους το θλιβερό μυστικό μου - αυτές που με είχαν κατευοδώσει με τόσες ελπίδες εκείνη την τελευταία ευ τυχισμένη μέρα στο σπίτι τους στο Χάμπστεντ! Η Ανν Κάδερικ, πάλι! Ακόμη και η ανάμνηση της αποχαι ρετιστήριας βραδιάς με τη μητέρα μου και την αδελφή μου δεν μπορούσε να επανέλδει τώρα στη σκέψη μου, χωρίς να συν δυάζεται με εκείνη την άλλη ανάμνηση της επιστροφής μου στο Λονδίνο υπό το φεγγαρόφως. Τι σήμαινε αυτό; Θα συνα ντιόμασταν και πάλι εγώ και η γυναίκα εκείνη; Ή ταν πιθανό. Γνώριζε ότι ζούσα στο Λονδίνο; Ναι! Της το είχα πει, ή πριν ή μετά από εκείνη την παράξενη ερώτησή της - με είχε ρωτήσει τόσο δύσπιστα αν γνώριζα πολλούς με τον τίτλο του βαρονέτου· ή πριν ή μετά - το μυαλό μου δεν ήταν ήρεμο τότε, και η εικόνα που είχα δεν ήταν σαφής. Μ ερικά λεπτά πέρασαν πριν διώξει η μις Χάλκομπ την κα μαριέρα, οπότε επέστρεψ ε κοντά μου. Τώρα φαινόταν κι εκεί νη ταραγμένη και ανήσυχη. «Κανονίσαμε τι πρέπει να γίνει, κύριε Χάρτραϊτ», είπε. «Έχου με συνεννοηθεί, σαν φίλοι που είμαστε, και μπορούμε να γυρί σουμε στο σπίτι. Για να είμαι ειλικρινής, ανησυχώ για τη Λώρα. Έστειλε και με ειδοποίησε ότι θέλει να με δει αμέσως - η κα μαριέρα της λέει ότι η κυρία της είναι προφανώς πολύ ταραγ μένη από ένα γράμμα που έλαβε σήμερα το πρωί. Το ίδιο γράμ μα, αναμφισβήτητα, που έφτασε, όπως γνωρίζουμε, στο σπίτι πριν έρθουμε εδώ». Κατευθυνθήκαμε βιαστικά προς το σπίτι από το μονοπάτι ανάμεσα στους θάμνους. Παρόλο που η μις Χάλκομπ είχε ολο κληρώσει όλα όσα θεωρούσε αναγκαίο να πει, εγώ δεν είχα τε λειώσει με όλα όσα ήθελα να πω από τη δική μου πλευρά. Από τη στιγμή που είχα ανακαλύψει ότι ο αναμενόμενος επισκέ πτης στο Λίμεριτζ ήταν ο μελλοντικός σύζυγος της μις Φέρλι,
98
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
είχα αισθανθεί μία πικρή περιέργεια, μία βαθιά, πιεστική ζή λεια - επιθυμούσα να μάθω ποιος ήταν. Ή ταν πιθανό να μη μου προσφερόταν μελλοντικά η ευκαιρία να θέσω εύλογα την ερώτηση. Έτσι, διακινδύνευσα να την υποβάλω ενώ επιστρέφαμε στο σπίτι. «Α πό τη στιγμή που είχατε την καλοσύνη να μου πείτε ότι δεί ξαμε απόλυτη κατανόηση ο ένας προς τον άλλο, μις Χάλκομπ», είπα, «τώρα που είστε σίγουρη για την ευγνωμοσύνη μου προς την ανοχή σας και την υπακοή μου στις επιθυμίες σας, μπορώ να τολμήσω να ρωτήσω ποιος...» -κόμπιασα· είχα υποχρεωθεί να σκέφτομαι την ύπαρξή του, αλλά ήταν ακόμη σκληρότερο να μιλήσω γι’ αυτόν ως μελλοντικό σύζυγο- «ποιος είναι ο κύ ριος με τον οποίο είναι αρραβωνιασμένη η μις Φ έρλι;» Η σκέψη της ήταν προφανώς απασχολημένη με το μήνυμα που είχε λάβει από την αδελφή της. Απάντησε βιαστικά και αφηρημένα: «Έ νας κύριος με μεγάλη περιουσία στο Χάμπσαϊρ». Χάμπσαϊρ! Η γενέτειρα της Ανν Κάθερικ. Πάλι, και πάλι, η Γυναίκα με τα άσπρα! Φάνταζε ως κάτι αναπόφευκτο. «Και το όνομά το υ ;» Έ κανα την ερώτηση όσο π ιο ήρεμα και αδιάφορα μπορούσα. «Σ ερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ». Σερ! - σερ Πέρσιβαλ! Η ερώτηση της Ανν Κάθερικ -εκείνη η δύσπιστη ερώτηση σχετικά με τους άντρες με τον τίτλο του βαρονέτου που ίσως γνώριζα- δεν είχε διαγράφει από το μυα λό μου, και τώρα επανερχόταν εξ αφορμής της απάντησης της μις Χάλκομπ. Κοντοστάθηκα κάπως απότομα, και την κοίταξα. «Σ ερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ», επανέλαβε, νομίζοντας ότι δεν εί χα ακούσει την προηγούμενη απάντησή της. «Ιπ πότη ς ή βαρονέτος;» ρώτησα, με μια αγωνία που δεν μπο ρούσα να κρύψω πια. Σώπασε για μια στιγμή και μετά απάντησε, μάλλον ψυχρά. «Β αρονέτος, φυσικά!»
99
Κεφάλαιο Πέμπτο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτράιτ
X Ούτε λέξη παραπάνω δεν ειπώδηκε, από καμία πλευρά, καδώς γυρίζαμε στο σπίτι. Η μις Χάλκομπ πήγε αμέσως στο δωμάτιο της αδελφής της κι εγώ αποσύρδηκα στο στούντιο μου για να βάλω σε τάξη τους πίνακες του κυρίου Φέρλι που δεν είχα προ λάβει να αποκαταστήσω και να κορνιζάρω, πριν τους εγκατα λείφω στη φροντίδα άλλων χεριών. Σκέψεις που μέχρι τότε εί χα καταπνίξει, σκέψεις που έκαναν ακόμη πιο ανυπόφορη τη δέση μου, με κυρίευαν τώρα που ήμουν μόνος. Ή ταν αρραβωνιασμένη! Και ο μελλοντικός σύζυγός της ήταν ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Βαρονέτος, και ιδιοκτήτης μεγάλης ακίνητης περιουσίας στο Χάμπσαϊρ. Υπήρχαν εκατοντάδες βαρονέτοι στην Αγγλία και δεκάδες κτη ματίες στο Χάμπσαϊρ. Κρίνοντας με βάση τους γενικά αποδε κτούς κανόνες της λογικής, δεν είχα την παραμικρή ένδειξη -ω ς τώ ρ α - ώστε να συνδέσω τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ με τη δι ατακτική ερώτηση που μου είχε γίνει από τη Γυναίκα με τα άσ πρα Κι όμως, τον συνέδεα μαζί της! Μ ήπως επειδή είχε συσχετιστεί τώρα στο μυαλό μου με τη μις Φέρλι, και η μις Φέρλι είχε συ σχετιστεί, με τη σειρά της, με την Ανν Κάδερικ από τη βραδιά
100
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
που είχα ανακαλύψει τη δυσοίωνη ομοιότητα ανάμεσα τους; Με είχαν ταράξει τόσο πολύ τα πρωινά γεγονότα, ώστε να βρίσκο μαι υπό την επήρεια της όποιας ψευδαίσθησης απλές συγκυ ρίες και συνηθισμένες συμπτώσεις μπορούσαν να προκαλέσουν; Είναι αδύνατον να κρίνω. Το μόνο που μπορούσα να αι σθανθώ ήταν πως όσα είχαν διαμειφθεί ανάμεσα στη μις Χάλκομπ και σε μένα κατά τη διάρκεια της επιστροφής μας από το θερινό περίπτερο με είχαν επηρεάσει πολύ περίεργα. Το προμήνυμα κάποιου απρόβλεπτου κινδύνου, που καραδοκούσε κρυμμένος α π ’ όλους μας στο σκοτάδι του μέλλοντος, ήταν πο λύ έντονο μέσα μου. Η αμφιβολία μήπως και ήμουν ήδη συνδεδεμένος με μια αλυσίδα γεγονότων την οποία ακόμη και η φυγή μου από το Κάμπερλαντ θα ήταν ανίσχυρη να σπάσει -η αμφιβολία αν αυτό που όλοι βλέπαμε ως τέλος ήταν πράγμα τι και το τέλ ο ς- βάραινε όλο και εφιαλτικότερα στο μυαλό μου. Έτσι οδυνηρή που ήταν, η αίσθηση του πόνου που προκαλούσε το τέλος της σύντομης, απερίσκεπτης αγάπης μου έμοιαζε να αμβλύνεται και να απονεκρώνεται από την ακόμη ισχυρό τερη αίσθηση ότι κάτι αόριστο αναμενόταν, κάτι αθέατα απει λητικό, που ο χρόνος διατηρούσε πάνω από τα κεφάλια μας. Είχα ασχοληθεί με τους πίνακες περίπου μισή ώρα, όταν ακού στηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Στην απάντησή μου άνοιξε, και, έκπληκτος, είδα τη μις Χάλκομπ να μπαίνει στο δωμάτιο. Το ύφος της ήταν μάλλον θυμωμένο και έμοιαζε αγχωμένη. Τράβηξε μια καρέκλα, πριν καν προλάβω να της μιλήσω, και κάθισε κοντά μου. «Κ ύριε Χ άρτραϊτ», είπε, «ήλπιζα ότι όλα τα οδυνηρά θέ ματα συζήτησης είχαν εξαντληθεί, για σήμερα τουλάχιστον. Αλλά αποδείχτηκε ότι δεν είναι έτσι. Υπάρχει μία άθλια κακοήθεια σε εξέλιξη - φαίνεται πω ς κάποιοι επιδιώκουν να τρομάξουν την αδελφή μου και να διαλύσουν τον επικείμενο γάμο της. Με είδατε να στέλνω το βοηθό του κηπουρού στο σπίτι με ένα γράμ μα που απευθυνόταν στη μις Φ έρλι;»
Ι ΟΙ
WI L KI E C O L L I N S
«Φυσικά». «Το γράμμα είναι ανώνυμο - μία χυδαία απόπειρα να τραυ ματιστεί η ακεραιότητα του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ στην εκτί μηση της αδελφής μου. Την άγχωσε και την πανικόβαλε τόσο πολύ, που με δυσκολία κατάφερα να την ηρεμήσω αρκετά, ώστε να μου επιτρέψ ει να φύγω από το δωμάτιό της και να έρδω εδώ. Ξέρω ότι είναι ένα οικογενειακό δέμα για το οποίο δεν δα έπρεπ ε να σας συμβουλευτώ, και το οποίο ίσως να σας είναι αδιάφορο...» «Σ α ς παρακαλώ, μις Χάλκομπ. Αισδάνομαι το ισχυρότερο δυνατό ενδιαφέρον για οτιδήποτε επηρεάζει την ευτυχία της μις Φέρλι ή τη δική σας». «Χαίρομαι που σας ακούω να το λέτε. Είστε το μοναδικό πρό σωπο στο σπίτι, ή έξω α π ’ αυτό, που μπορεί να με συμβουλεύσει. Ο κύριος Φέρλι, στην κατάσταση που είναι η υγεία του και με τον τρόμο που αντιμετωπίζει όλων των ειδών τις δυσκολίες και τα μυστήρια, δεν υπολογίζεται. Ο ιερέας είναι ένας αγαδός, άτολ μος άντρας, που δεν γνωρίζει το παραμικρό έξω από τον στε νό κύκλο των καδηκόντων του· και οι γείτονές μας αποτελούν ασήμαντες γνωριμίες, τους οποίους δεν μπορείς να ενοχλήσεις σε δύσκολες και επικίνδυνες ώρες. Αυτό που δέλω να ξέρω εί ναι το εξής: Πρέπει να λάβω εκείνα τα μέτρα που μπορώ για να ανακαλύψω το άτομο που έγραψε το γράμμα; ή πρέπει να περιμένω, και να απευδυνδώ αύριο στο νομικό σύμβουλο του κυρίου Φέρλι; Κατά τη γνώμη σας, είναι δέμα που δα κριδεί από το αν δα κερδίσω ή δα χάσω μια μέρα; Πείτε μου ποια εί ναι η γνώμη σας, κύριε Χάρτραϊτ. Αν η ανάγκη δεν με είχε ήδη υποχρεώσει να σας εκδηλώσω την απόλυτη εμπιστοσύνη μου κάτω από εξαιρετικά λεπτές συνδήκες, ακόμη και η απελπιστική δέση στην οποία βρίσκομαι δεν δα δικαιολογούσε αυτό που κά νω. Αλλά είμαι σίγουρη πως δεν είναι δυνατόν να κάνω λάδος. ύστερα α π ’ όλα όσα έχουν διαμειφδεί μεταξύ μας - παραβλέ πω ότι είστε ένας φίλος τριών μόνο μηνών».
102
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Μ ου έδωσε το γράμμα. Αρχιζε απότομα, χωρίς πρόλογο, ή κάτι άλλο, ως έξης:
Πιστεύετε στα όνειρα; Ελπίζω, για το καλό σας, να πι στεύετε. Δείτε π λένε οι Γραφές για τα όνειρα και την επαλήδευσή τους· και δεχτείτε την προειδοποίηση που σας στέλνω πριν είναι πολύ αργά. Χδες βράδυ σας ονειρεύτηκα, μις Φέρλι. Ονειρεύτη κα ότι στεκόμουν μπροστά στο ιερό μιας εκκλησίας· στεκόμουν στη μία πλευρά της αγίας τράπεζας και ο ιε ρέας, με τα άμφια και το τφοσευχητάρι μου, στην άλλη. Μετά από λίγο, κατευδύνδηκαν προς το μέρος μας, δια σχίζοντας τον κεντρικό διάδρομο της εκκλησίας, ένας άντρας και μια γυναίκα που έρχονταν να παντρευτούν. Η γυναίκα ήσαστε εσείς. Δείχνατε τόσο όμορφη και αδώα μέσα στο όμορφο λευκό μεταξωτό (ρόρεμα και το μα κρύ λευκό δαντελωτό βέλο σας, που η καρδιά μου πονούσε για σας, και στα μάτια μου ανέβηκαν δάκρυα. Ήταν δάκρυα οίκτου, νεαρή κυρία, που ο Θεός τα ευ λογεί και, αντί να πέσουν από τα μάτια μου σαν τα συ νηθισμένα δάκρυα που χύνουμε όλες μας, μεταβλήδηκαν σε δύο φωτεινές ακτίνες οι οποίες ττλησίασαν τον άντρα που στεκόταν δίπλα σας, μέχρι που άγγιξαν το στήδος του. Οι δύο ακτίνες διέγραφαν καμττύλες, σαν ουρά νια τόξα, ανάμεσα σε μένα κι αυτόν. Η ματιά μου τις ακολούδησε· και είδα βαδιά μέσα στην καρδιά του. Η εξωτερική εμφάνιση του άντρα που παντρευόσα σταν δεν παρουσίαζε τίποτε το ιδιαίτερο. Δεν ήταν ού τε ψηλός, ούτε κοντός - περίπου μέτριος. Ένας λεπτός, ευκίνητος, ευδιάδετος άντρας - γύρω στα σαράντα πέ ντε. Είχε ένα χλωμό πρόσωπο και ήταν φαλακρός πά νω από το μέτωπο, αλλά είχε μαύρα μαλλιά στο υπό λοιπο κεφάλι του. Η γενειάδα του ήταν ξυρισμένη στο
103
WI LKI E COL L I NS
ττηγούνι του, αλλά είχε αφεδεί να μεγαλώσει, πλούσια και καστανή, στα μάγουλα και πάνω από τα χείλη του. Τα μάτια του ήταν επίσης καστανά και πολύ φωτεινά· η μύτη του ίσια, κομψή και λεπτή, που δα άρεσε σε γυ ναίκα. Τα χέρια του το ίδιο. Βασανιζόταν κατά διαστή ματα από έναν ξερό κοφτό βήχα όταν σήκωσε το λευ κό δεξί χέρι του στο στόμα του, φάνηκε η κόκκινη ου λή ενός παλιού τραύματος στο πίσω μέρος του. Ονει ρεύτηκα τον σωστό άντρα; Εσείς ξέρετε καλύτερα, μις Φέρλτ και εσείς μπορείτε να πείτε αν ξεγελάστηκα ή όχι. Διαβάστε, όμως, τι είδα κάτω από την επιφάνεια. Σας ικετεύω, διαβάστε και επωφεληδείτε. Η ματιά μου ακολούδησε τις δύο φωτεινές ακτίνες και είδα βαδιά μέσα στην καρδιά του. Ήταν μαύρη σαν τη νύχτα πάνω της ήταν γραμμένα, με τα κόκκινα πυ ρωμένα γράμματα, που είναι ο γραφικός χαρακτήρας του εκπεσόντος αγγέλου, τα εξής λόγια: «Χωρίς οίκτο και χωρίς συμπόνια.Έχει σπείρει με δυστυχία τους δρό μους των άλλων και δα ζήσει να σπείρει με δυστυχία το δρόμο της γυναίκας που είναι δίπλα του». Αυτό διά βασα. Και μετά οι φωτεινές ακτίνες μετακινήδηκαν και έδειξαν πάνω από τον ώμο του· κι εκεί, πίσω του, στε κόταν ένας δαίμονας που σάρκαζε. Και οι φωτεινές ακτί νες μετακινήδηκαν και πάλι, κι έδειξαν πάνω από τον ώμο σου· κι εκεί, πίσω σου, στεκόταν ένας δακρυσμένος άγγελος. Και οι φωτεινές ακτίνες μετακινήδηκαν για τρίτη φορά, κι έδειξαν το σημείο ανάμεσα σ ’ εσάς και τον άντρα. Χώρισαν και απλώδηκαν, απομακρύνοντάς σας τον έναν από τον άλλο. Και ο ιερέας έψαχνε για τη γαμήλια λειτουργία μάταια - είχε σβηστεί από το βιβλίο, και απελπισμένος το έκλεισε. Κι εγώ ξύπνησα με τα μάτια μου γεμάτα δάκρυα και την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά - γιατί εγώ πιστεύω στα όνειρα.
104
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Πιστέψτε κι εσείς, μις Φέρλι. Σας ικετεύω, για το κα λό σας, πιστεψτε όπως εγώ. Ο Ιωσήφ και ο Δανιήλ, και άλλοι στις Γραφές, πίστευαν στα όνειρα. Ερευνήστε την προηγούμενη ξωή του άντρα με την ουλή στο χέ ρι, πριν πείτε τις λέξεις που da σας κάνουν δυστυχι σμένη γυναίκα του. Δεν σας προειδοποιώ για το δικό μου συμφέρον, αλλά για το δικό σας. Ενδιαφέρομαι για την ευτυχία σας και δεν δα πάψω να ενδιαφέρομαι όσο δα αναπνέω. Ως κόρη της μητέρας σας, έχετε μια τρυ φερή δέση στην καρδιά μου - γιατί η μητέρα σας ήταν η πρώτη, η καλύτερη και η μοναδική μου φίλη. Εδώ, το ασυνήθιστο γράμμα τελείωνε, χωρίς υπογραφή. Ο γραφικός χαρακτήρας δεν φώτιζε το πρόβλημα του ποιος ήταν ο συντάκτης της επιστολής. Τα γράμματα αμυδρά, και παραμορφωμένα από κάποιες μουντζούρες· κατά τα άλλα, δεν υπήρχε τίποτε ξεχωριστό. «Δ εν είναι γράμμα α γράμματης», είπε η μις Χάλκομπ, «και, ταυτόχρονα, είναι υπερβολικά ασυνάρτητο για να είναι γράμ μα μορφωμένης γυναίκας που προέρχεται από ανώτερη κοι νωνική τάξη. Η αναφορά στο νυφικό και το βέλο, και διάφο ρες άλλες ασήμαντες εκφράσεις, είναι που δείχνουν ότι είναι προϊόν κάποιας γυναίκας. Τι νομίζετε εσείς, κύριε Χ ά ρτραϊτ;» «Την ίδια γνώμη έχω κι εγώ. Μου φαίνεται ότι όχι μόνο είναι γράμμα γυναίκας, αλλά και γυναίκας της οποίας το μυαλό πρ έ πει να είναι...» «Διαταραγμένο; Αυτό δέλετε να π είτε;» ρώτησε η μις Χάλ κομπ. «Και σε μένα αυτή την εντύπωση έδωσε». Δεν απάντησα. Ενώ μιλούσα, τα μάτια μου σταμάτησαν στην τελευταία πρόταση του γράμματος: «Ω ς κόρη της μητέρας σας, έχετε μια τρυφερή δέση στην καρδιά μου - γιατί η μητέρα σας ήταν η πρώτη, η καλύτερη και η μοναδική μου φ ίλη». Οι λέ ξεις αυτές, και η αμφιβολία που μόλις είχα εκφράσει για τη
WI LKI E COL L I NS
πνευματική υγεία της σ υντάκτριας του γράμματος, λειτουρ γώντας μαζί στο μυαλό μου, γεννούσαν μια σκέψη την οποία φοβόμουν να εκφράσω απροκάλυπτα, ή ακόμη και να ενθαρ ρύνω μυστικά. Αρχιζα να αμφιβάλω αν οι λειτουργίες μου δεν κινδύνευαν να χάσουν την ισορροπία τους. Έμοιαζε σχεδόν σαν μονομανία το να ανατρέχω εξ αφορμής τυχαίων συμβάντων -για οτιδήποτε αναπάντεχο είχε ειπωθεί, επί πα ρ α δείγμ α τι- να ανατρέχω πά ντα στην ίδια κρυφή πηγή, και στην ίδια απειλη τική επιρροή. Αποφάσισα αυτή τη φορά, με βάση τη λογική μου, να μην οδηγηθώ σε καμία εκτίμηση που δεν θα βασιζόταν σε γεγονότα, και να στρέψω αποφασιστικά τα νώτα μου σε οτι δήποτε μου προκαλούσε τον πειρασμό της εικασίας. «Α ν έχουμε κάποια πιθανότητα να εντοπίσουμε το άτομο που το έχει γράψει», είπα, επιστρέφοντας το γράμμα στη μις Χάλκομπ, «δεν μπορεί να είναι κακό να εκμεταλλευτούμε την ευ καιρία τη στιγμή που μας προσφέρεται. Νομίζω ότι πρ έπ ει να ξαναμιλήσουμε με τον κηπουρό σχετικά με την ηλικιωμένη γυ ναίκα που του έδωσε το γράμμα, και μετά να συνεχίσουμε την έρευνά μας στο χωριό. Α λλά πρώ τα επιτρέψ τε μου μια ερώ τηση. Α ναφέρατε μόλις πριν την εναλλακτική επιλογή να συμ βουλευτείτε αύριο το νομικό σύμβουλο του κυρίου Φέρλι. Υπάρχει πιθανότητα να επικοινωνήσετε μαζί του νωρίτερα; Για τί όχι σ ήμ ερα;» «Μ πορώ να σας εξηγήσω», απάντησε η μις Χάλκομπ, «υπεισερχόμενη σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες που συνδέονται με τα διαδικαστικά για το γάμο της αδελφής μου, τα οποία δεν θεώρησα αναγκαίο, ή επιθυμητό, να σας αναφέρω το πρωί. Έ νας από τους λόγους της επίσκεψης του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ τη Δευτέρα είναι για να κανονίσει την ημερομηνία του γάμου του, που μέχρι τώρα εκκρεμεί. Θέλει να γίνει ο γάμος οπωσδήπο τε πριν από το τέλος του χρόνου». «Γνωρίζει αυτή την επιθυμία του και η μις Φ έρλι;» ρώτησα ανυπόμονα.
106
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Ο ύτε που το υποψιάζεται· και, μετά α π ’ όσα έγιναν, δεν δα πάρω την ευδύνη να την ενημερώσω. Ο σερ Πέρσιβαλ έχει ανα φέρει απλώς τις απόψεις του στον κύριο Φέρλι, που ο ίδιος μου έχει πει ότι είναι έτοιμος και αδημονεί, ως κηδεμόνας της Δώ ρα, να τις ικανοποιήσει. Έχει γράψει στο Λονδίνο, στον οικογε νειακό δικηγόρο, τον κύριο Γκίλμορ. Ο κύριος Γκίλμορ συμβαί νει να λείπει στη Γλασκόβη για δουλειές, αλλά πρότεινε να κά νει μια στάση στο Λίμεριτζ Χάουζ, επιστρέφοντας στην πόλη. Θ α έλδει αύριο και δα μείνει μαζί μας μερικές μέρες, έτσι ώστε να δώσει το χρόνο στον σερ Πέρσιβαλ να υποστηρίξει το αίτη μά του. Αν τα καταφέρει, τότε ο κύριος Γκίλμορ δα επιστρέφει στο Λονδίνο, παίρνοντας μαζί του τις οδηγίες για τη ρύδμιση των οικονομικών δεμάτων του γάμου της αδελφής μου. Καταλαβαί νετε τώρα, κύριε Χάρτραϊτ, γιατί λέω να περιμένω για να πάρω νομικές συμβουλές μέχρι αύριο; Ο κύριος Γκίλμορ είναι παλιός και δοκιμασμένος φίλος δύο γενεών Φέρλι. Μ πορούμε να τον εμπιστευόμαστε όσο κανέναν άλλο». Τα οικονομικά δέματα του γάμου! Η απλή αναφορά και μό νο αυτών των λέξεων μου προκάλεσε μια απελπισία που ήταν δηλητήριο για τα αισδήματά μου. Αρχισα να σκέφτομαι -είνα ι δύσκολο να το ομολογήσω, αλλά δεν πρέπει να κρύψω τίποτε από την αρχή ως το τέλος αυτής της φοβερής ιστορίας που τώ ρα είμαι υποχρεωμένος να αποκαλύψω -, με ένα τόσο σιχαμε ρό ξέσπασμα ελπίδας, τις αόριστες κατηγορίες εναντίον του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ τις οποίες υπαινισσόταν το ανώνυμο γράμ μα. Κι αν οι φοβερές εκείνες κατηγορίες είχαν κάποια βάση αλήδειας; Κι αν η αλήδεια αυτή μπορούσε να αποδειχδεί πριν ειπωδούν οι μοιραίες λέξεις της συναίνεσης και συνταχδεί το γα μήλιο συμβόλαιο; Έχω προσπαδήσει έκτοτε να υποβάλω στον εαυτό μου τη σκέψη ότι το συναίσδημα που με ενδάρρυνε τό τε οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στο αγνό ενδιαφέρον μου για τα συμφέροντα της μις Φέρλι. Αλλά ποτέ δεν κατάφερα να εξαπατήσω τον εαυτό μου και να το πιστέψει· και δεν πρέπει
10 7
WI LKI E COL L I NS
να επιχειρήσω τώρα να εξαπατήσω άλλους. Το συναίσθημα οφει λόταν αποκλειστικά και μόνο σε ένα εκδικητικό, αγιάτρευτο μίσος για τον άνθρωπο που επρόκειτο να την παντρευτεί. «Α ν είναι να ανακαλύψουμε οτιδήποτε», είπα, μιλώντας υπό τη νέα συνθήκη που με κατηύθυνε τώρα, «καλύτερα να μην αφήσουμε να περάσει έστω κι ένα λεπτό μένοντας άπραγοι. Το μόνο που μπορώ να εισηγηθώ, και πάλι, είναι να ρωτήσουμε για δεύτερη φορά τον κηπουρό, και αμέσως μετά να συνεχίσουμε την έρευνα στο χωριό», «Νομίζω ότι μπορώ να σας βοηθήσω και στις δύο περιπτώ σ εις», είπε η μις Χάλκομπ ενώ σηκωνόταν. «Π άμε αμέσως, κύ ριε Χάρτραϊτ. Ας κάνουμε μαζί ό,τι καλύτερο μπορούμε». Κρατούσα την πόρτα και ετοιμαζόμουν να την ανοίξω για να περάσει - αλλά σταμάτησα, ξαφνικά, για να της κάνω μία ση μαντική ερώτηση προτού ξεκινήσουμε. «Μ ία από τις παραγράφους της ανώνυμης επιστολής», εί πα , «περιέχει μερικές προτάσεις ακριβούς προσωπικής περι γραφής. Το όνομα του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ δεν αναφέρεται, το ξέρω - αλλά του μοιάζει καθόλου η περιγραφή;» «Α πόλυτα· ακόμη και η αναφορά της ηλικίας του - σαρά ντα πέντε ετών». Σαράντα πέντε! Εκείνη δεν ήταν ούτε εικοσιενός! Αντρες της ηλικίας του παντρεύονταν καθημερινά γυναίκες της ηλικίας της· και οι γάμοι αυτοί ήταν συχνά οι ευτυχέστεροι. Το ήξερα αυ τό. Κι όμως, όταν έκανα τη σύγκριση της ηλικίας του με τη δι κή της, ενισχυόταν το τυφλό μίσος μου για κείνον. «Α πόλυτα», συνέχισε η μις Χάλκομπ. «Ακόμη και η ουλή στο δεξί του χέρι, που είναι η ουλή ενός τραύματος το οποίο του προκλήθηκε πριν από χρόνια όταν ταξίδευε στην Ιταλία. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι κάθε ιδιαιτερότητα της προσωπι κής του εμφάνισης είναι λεπτομερώς γνωστή στην επιστολογράφο». «Ακόμη κι ένας βήχας που τον ταλαιπωρεί αναφέρεται, αν θυμάμαι καλά».
108
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Ναι! Και αναφέρεται σωστά. Είναι κάτι που δεν το αντιμε τωπίζει σοβαρά - αν και μερικές φορές κάνει τους φίλους του να ανησυχούν γι’ αυτόν». « Ν α υποδέσω ότι δεν έχουν ακουστεί ποτέ ψίθυροι εναντίον του χαρακτήρα του ;» «Κύριε Χάρτραϊτ! Ελπίζω να μην είστε τόσο άδικος ώστε να επιτρέψ ετε σ ’ αυτό το αχρείο γράμμα να σας επηρεάσει». Αισδάνδηκα το αίμα να ανεβαίνει στα μάγουλά μου. γιατί ήξε ρα ότι με είχε επηρεάσει. «Ελπίζω πως όχι», απάντησα σαστισμένος. «Ίσως δεν είχα καν το δικαίωμα να ρωτήσω». «Δεν λυπάμαι που ρωτήσατε», είπε, «γιατί η ερώτησή σας μου επιτρέπει να υπερασπιστώ τη φήμη του σερ Πέρσιβαλ. Ού τε ένας ψίδυρος, κύριε Χάρτραϊτ, σε βάρος του δεν έχει φ τά σει σε μένα ή στην οικογένειά μου. Έχει μετάσχει -επ ιτυ χ ώ ςσε δύο δύσκολες εκλογικές αναμετρήσεις και έχει βγει αλώβη τος από τη δοκιμασία. Έ νας άντρας που μπορεί να το κάνει αυτό στην Αγγλία είναι ένας άντρας που ο χαρακτήρας του εί ναι δοκιμασμένος». Της άνοιξα την πόρτα αθόρυβα και την ακολούθησα έξω. Δεν με είχε πείσει. Ακόμη κι αν είχε κατέβει ο άγγελος από τον ου ρανό για να την επιβεβαιώσει, ακόμη κι αν είχε ανοίξει τα κα τάστιχά του μπροστά στα θνητά μάτια μου, ακόμη κι αυτός, ο άγγελος, δεν θα με είχε πείσει! Βρήκαμε τον κηπουρό στη δουλειά του, ως συνήθως. Καμία ερώτηση δεν μπόρεσε να αποσπάσει έστω και μία σημαντική απάντηση από την αδιαπέραστη βλακεία του νεαρού βοηθού. Η γυναίκα που του είχε δώσει το γράμμα ήταν μία ηλικιωμένη γυναίκα· δεν του είχε πει λέξη· και είχε φύγει βιαστικά προς τα νότια. Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσε να μας πει ο νεαρός. Το χωριό βρισκόταν νότια του σπιτιού. Έτσι, το χωριό ήταν ο επόμενος σταθμός μας.
109
WI LKI E COL L I NS
XI Οι έρευνές μας στο Λίμεριτξ διεξήχθησαν υπομονετικά προς όλες τις κατευθύνσεις, και μεταξύ των ανθρώπων όλων των τά ξεων. Τίποτε όμως θεν βγήκε. Τρεις χωρικοί μάς διαβεβαίωσαν ότι είχαν δει τη γυναίκα· αλλά από τη στιγμή που ήταν εντε λώς ανίκανοι να την περιγράφουν, και εξίσου ανίκανοι να συμ φωνήσουν σχετικά με την ακριβή κατεύθυνση την οποία είχε πάρει την τελευταία φορά που την είδαν, αυτές οι τρεις εξαι ρέσεις στον γενικό κανόνα της α πόλυτης άγνοιας δεν μας πρόσφεραν περισσότερη πραγματική βοήθεια α π ’ όση οι υπόλοι ποι άχρηστοι και μη παρατηρητικοί γείτονες. Η πορεία των αναποτελεσματικών ερευνών μάς οδήγησε, κά ποια στιγμή, στην άκρη του χωριού όπου βρισκόταν το σχολείο που είχε ιδρύσει η κυρία Φέρλι. Καθώς περνούσαμε δίπλα από το κτίριο που είχε διατεθεί για την τάξη των αγοριών, έριξα την ιδέα να κάνουμε μία τελευταία έρευνα μιλώντας με το δάσκα λο, ο οποίος έπρεπε να υποθέτουμε ότι, ως εκ της θέσεώς του, θα ήταν ευφυέστερος των άλλων. «Φ οβάμαι ότι ο δάσκαλος θα πρέπει να ήταν απασχολημέ νος με τους μαθητές του την ώρα που η γυναίκα αυτή πέρ α σε από το χωριό και ξαναγύρισε», είπε η μις Χάλκομπ. « Π ά ντως, δεν χάνουμε τίποτε να προσπαθήσουμε». Μ πήκαμε στο προαύλιο του σχολείου και περάσαμε δίπλα από το πα ράθυρο της αίθουσας για να φτάσουμε στην πόρτα, η οποία βρισκόταν στην πίσω πλευρά του κτιρίου. Σταμάτησα για μια στιγμή στο πα ράθυρο και κοίταξα μέσα. Ο δάσκαλος ήταν καθισμένος στην έδρα του, με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος μας, και προφανώς μιλούσε νουθε τώντας τους μαθητές του, οι οποίοι ήταν όλοι συγκεντρωμένοι μπροστά του, με μία μόνο εξαίρεση: ένα γεροδεμένο ξανθομάλλικο αγόρι στεκόταν, μάλλον τιμωρημένο, χωριστά από τους υπόλοιπους μαθητές στη γωνία - ένας δυστυχισμένος μικρός Ροβινσών
ιο
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Κρούσος, απομονωμένος στο ερημονήσι της μοναχικής σωφρο νιστικής ατίμωσης. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και η φωνή του δασκάλου έφ τα σε καδαρά σ τ’ αυτιά μας. «Και τώρα, πα ιδιά», έλεγε η φωνή, «προσέξτε καλά τι δα σας πω. Αν ακούσω έστω και μία λέξη για φαντάσματα σ ’ αυ τό το σχολείο, δα είναι ό,τι χειρότερο για σας. Δεν υπάρχουν φαντάσματα! Και, κατά συνέπεια, όποιο παιδί πιστεύει σε φ α ντάσματα, πιστεύει σε κάτι που δεν μπορεί να υπάρχει- κι ένα παιδί που ανήκει στο σχολείο του Λίμεριτξ και πιστεύει σε κά τι που δεν μπορεί να υπάρχει, περιφρονεί τη λογική και την πειδαρχία, και πρέπει να τιμωρείται ανάλογα. Όλοι βλέπετε τον Τζέικομπ Πόστλεδγουεϊτ να στέκεται ντροπιασμένος πάνω σ ’ εκείνο το σκαμνί. Έχει τιμωρηδεί, όχι επειδή είπε ότι είδε ένα φάντασμα χδες το βράδυ, αλλά επειδή είναι υπερβολικά ανόη τος και πεισματάρης ώστε να μη δέχεται να ακούσει τη λογικήκι επειδή επιμένει να λέει ότι είδε το φάντασμα αφού προη γουμένως του είχα πει ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι τέτοιο. Αν δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο, είμαι αποφασισμένος να δώσω ένα χέρι ξύλο στον Τξέικομπ Πόστλεδγουεϊτ, μέχρι να πάψει να μιλάει για φαντάσματα- και αν το φαινόμενο αυ τό επεκταδεί και σε κάποιους άλλους από σας, είμαι αποφ α σισμένος να προχωρήσω ακόμη πιο πέρα, και να περιποιηδώ όλο το σχολείο, μέχρι να πάψετε όλοι να μιλάτε για φαντάσματα». «Φαίνεται ότι διαλέξαμε μια δύσκολη στιγμή για την επίσκεψή μας», είπε η μις Χάλκομπ, ανοίγοντας την πόρτα και προχω ρώντας μέσα στην αίδουσα. Η εμφάνισή μας προκάλεσε μια έντονη αίσδηση στα παιδιά. Φάνηκαν να νομίζουν ότι είχαμε έλδει για να παρακολουδήσουμε την τιμωρία του Τξέικομπ Πόστλεδγουεϊτ. «Πηγαίνετε όλοι στα σπίτια σας να φάτε, εκτός από τον Τζέικομπ», είπε ο δάσκαλος. «Ο Τζέικομπ, σαν τιμωρημένος που είναι, δεν μπορεί να φύγει* και το φ άντασμα ίσως τον λυπηδεί
WI LKI E COL L I NS
και, αν έχει την καλοσύνη, μπορεί να του φ έρει κάτι να φ άει». Το κουράγιο του Τζέικομπ τον εγκατέλειψε με την εξαφάνι ση των συμμαθητών του, και της προοπτικής στέρησης του φ α γητού του. Έβγαλε τα χέρια του από τις τσέπες, τα κοίταξε επί μονα, τα σήκωσε αποφασιστικά στα μάτια του, και τα έτριψε αργά, συνοδεύοντας την κίνησή του με κοφτά ρουφήγματα της μύτης, που ακολουθούσαν το ένα το άλλο σε τακτά διαστήμα τα - η έρρινη νευρική αντίδραση των αγχωμένων παιδιών. «Ή ρ θαμ ε να σας κάνουμε μία ερώτηση, κύριε Ν τέμπστερ», είπε η μις Χάλκομπ, απευθυνόμενη στο δάσκαλο, «και δεν π ε ριμέναμε να σας βρούμε απασχολημένο με το ξόρκισμα ενός φαντάσματος. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Τι ακριβώς έγινε;» «Α υτό το απαίσιο παιδί τρομάξει όλο το σχολείο, μις Χάλ κομπ, δηλώνοντας ότι είδε ένα φάντασμα χθες το βράδυ», α π ά ντησε ο δάσκαλος. «Και εξακολουθεί να επιμένει στην π α ρ ά λογη ιστορία του, π α ρ ά τα όσα του έχω πει». «Πολύ περίεργο», είπε η μις Χάλκομπ. «Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα είχε κάποιο από τα παιδιά τόση φαντασία ώστε να δει φάντασμα. Είναι πράγματι σκληρή η δουλειά της διαμόρφωσης του μυαλού των παιδιών, και σας εύχομαι με όλη μου την καρδιά να τα καταφέρετε, κύριε Ντέμπστερ. Στο με ταξύ, επιτρέψ τε μου να σας εξηγήσω γιατί με βλέπετε εδώ, και τι είναι αυτό που θέλω». Μ ετά έκανε στο δάσκαλο την ίδια ερώτηση που είχαμε κά νει ήδη κάνει σε όλο σχεδόν το χωριό. Πήρε την ίδια αποθαρρυντική απάντηση: Ο κύριος Ντέμπστερ δεν είχε δει την άγνω στη που αναζητούσαμε. «Μ πορούμε να επιστρέφουμε στο σπίτι, κύριε Χάρτραϊτ», είπε η μις Χάλκομπ. «Η πληροφορία που θέλουμε δεν πρό κειται προφανώς να μας δοθεί». Είχε υποκλιθεί στον κύριο Ντέμπστερ και ετοιμαζόταν να βγει από την τάξη, όταν η τραγική κατάσταση του Τζέικομπ Πόστλεθγουεϊτ, που ρουθούνιζε πάνω στο σκαμνί της τιμωρίας,
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
τράβηξε την προσοχή της και κοντοστάδηκε να πει δυο λόγια στον μικρό κρατούμενο πριν ανοίξει την πόρτα. «Ανόητο παιδί», είπε, «γιατί δεν ζητάς συγγνώμη από τον κύ ριο Ντέμπστερ και δεν σταματάς να μιλάς για φ αντάσματα;» «Μ α το είδα το φάντασμα», επέμεινε ο Τζέικομπ Πόστλεδγουεϊτ, με τρομαγμένο βλέμμα και ένα ξέσπασμα δακρύων. «Ανοησίες! Τίποτε δεν είδες. Άκου φάντασμα! Τι φάντασμα..» «Σ α ς παρακαλώ, μις Χάλκομπ», παρενέβη ο δάσκαλος, κά πω ς ανήσυχος. «Νομίζω ότι είναι προτιμότερο να μην κάνετε τέτοιες ερωτήσεις στο παιδί. Ο επίμονος ισχυρισμός του ξε περνά κάδε όριο, και ίσως τον οδηγούσατε εν αγνοία σ ας...» «Ε ν αγνοία μου τι;» ρώτησε η μις Χάλκομπ κοφτά. « Ν α ταράξει, εν αγνοία σας, τα αισδήματά σ ας», είπε ο κύ ριος Ντέμπστερ, δείχνοντας π ά ρ α πολύ εκνευρισμένος. «Μ α την πίστη μου, κύριε Ντέμπστερ, σπουδαία φιλοφρό νηση κάνετε στα αισδήματά μου, δεωρώντας τα αρκετά αδύ ναμα, ώστε να ταραχτούν από ένα πα λιόπαιδο!» Στράφηκε με ειρωνική προκλητικότητα προς τον μικρό Τζέικομπ, και άρχι σε να τον ρωτάει ευδέως. «Έ λ α!» είπε. «Θέλω να μάδω τα πά ντα για το δέμα αυτό. Πότε είδες το φ άντασ μα ;» «Χ δες, το σούρουπο», απάντησε ο Τζέικομπ. « Α! το είδες χδες το βράδυ, στο μισοσκόταδο! Και πώς ήταν;» «Άσπρο - όπως πρέπει να είναι ένα φάντασμα», απάντησε ο μικρός, με μια αυτοπεποίδηση δυσανάλογη προς την ηλικία του. «Και πού ήταν;» «Μ ακριά, στο νεκροταφείο της εκκλησίας - όπου πρέπει να είναι ένα φ άντασμα». « Ό π ω ς πρέπει να είναι ένα φάντασμα, όπου πρ έπ ει να εί ναι ένα φάντασμα... Μ ιλάς, μικρέ ανόητε, σαν να γνωρίζεις από μωρό τους τρόπους και τις συνήδειες των φαντασμάτων! Την έχεις έτοιμη την ιστορία σου, όπως βλέπω. Υποδέτω ότι στη συνέχεια δα ακούσω ότι μπορείς να μου πεις και ποιανού φ ά ντασμα ήταν».
113
WI LKI E COL L I NS
«Μ α φυσικά και μπορώ!» απάντησε ο Τζέικομπ. κουνώντας το κεφάλι του με ένα ύφος μελαγχολικού θριάμβου. Ο κύριος Ντέμπστερ είχε προσπαθήσει αρκετές φ ορές να μιλήσει, όση ώρα η μις Χάλκομπ εξέταζε το μαθητή του· και τώρα παρενέβη αρκετά αποφασιστικά, ώστε να καταφέρει να ακουστεί. «Μ ε συγχωρείτε, μις Χάλκομπ», είπε, «αν τολμώ να πω ότι το μόνο που κάνετε είναι να ενθαρρύνετε το παιδί κάνοντάς του αυτές τις ερωτήσεις». «Α πλώ ς θα κάνω άλλη μία, κύριε Ντέμπσυερ, και μετά θα είμαι απόλυτα ικανοποιημένη. Λ οιπόν», συνέχισε, γυρίζοντας στο αγόρι, «ποιανού ήταν το φ άντασ μα;» «Ή ταν το φ άντασμα της κυρίας Φ έρλι», απάντησε ψιθυρι στά ο Τζέικομπ. Η επίδραση που προκάλεσε στη μις Χάλκομπ η αναπάντεχη αυτή απάντηση δικαιολόγησε απόλυτα την ανησυχία που είχε εκδηλώσει ο δάσκαλος στην προσπάθειά του να την εμποδίσει να την ακούσει. Το πρόσωπό της κοκκίνισε από αγανάκτηση, και στράφηκε προς τον μικρό Τζέικομπ τόσο οργισμένη, και τόσο από τομα, ώστε τον τρομοκράτησε τόσο, που εκείνος ξανάβαλε τα κλάματα. Η μις Χάλκομπ άνοιξε τα χείλη της να του μιλήσει, αλλά συγκρατήθηκε, και απευθύνθηκε στο δάσκαλο. «Είναι περιττό», είπε, « να θεωρήσω ένα τέτοιο παιδί υπεύ θυνο για ό,τι λέει. Δεν αμφιβάλλω ότι άλλοι του έβαλαν την ιδέα αυτή στο μυαλό. Αν υπάρχουν άνθρωποι σ ’ αυτό το χωριό, κύριε Ντέμπστερ, που έχουν ξεχάσει το σεβασμό και την ευ γνωμοσύνη που οφείλει ο καθένας στη μνήμη της μητέρας μου, θα ανακαλύψω ποιοι είναι και, αν μπορώ να επηρεάσω τον κύ ριο Φέρλι, θα το πληρώσουν ακριβά». «Ελπίζω -γ ια την ακρίβεια, είμαι βέβαιος, μις Χάλκομπ- ότι κάνετε λάθος», είπε ο δάσκαλος. «Το όλο θέμα αρχίζει και τε λειώνει με τη δυστροπία και την ανοησία του μικρού. Είδε -ή νόμισε ότι είδε- μια γυναίκα ντυμένη στα άσπρα χθες το βράδυ,
114
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
καδώς περνούσε από το νεκροταφείο της εκκλησίας. Η φιγού ρα εκεί -πραγματική ή φανταστική- στεκόταν δίπλα στον μαρ μάρινο σταυρό, που και αυτός και όλοι στο Λίμεριτζ ξέρουμε ότι είναι το μνημείο στον τάφο της κυρίας Φέρλι. Αυτές οι δύο λεπτομέρειες είναι ασφαλώς αρκετές για να υποβάλουν στο πα ι δί την εντύπωση που τόσο δικαιολογημένα σας τάραξε». Παρόλο που η μις Χάλκομπ δεν φάνηκε να πείδεται, προφανώς αισδάνδηκε ότι η εξήγηση του δασκάλου ήταν αρκετά λογική, και δεν δα μπορούσε να την αντικρούσει ανοιχτά. Απλώς τον ευχαρίστησε για την προσοχή του και υποσχέδηκε να τον ξαναδεί όταν δα διαλύονταν οι αμφιβολίες της. Με τα λόγια αυ τά, και αφού υποκλίδηκε, προχώρησε προς την έξοδο. Σε όλη τη διάρκεια αυτής της π αράξενης σκηνής είχα σταδεί παράμερα, ακούγοντας προσεκτικά και βγάζοντας τα συμπεράσματά μου. Μ όλις μείναμε ξανά μόνοι, η μις Χάλκομπ με ρώ τησε αν είχα σχηματίσει κάποια γνώμη α π ’ όσα είχα ακούσει. «Μ ία πολύ ισχυρή γνώμη», απάντησα. « Η ιστορία του αγο ριού βασίζεται, όπως πιστεύω, στην πραγματικότητα. Ομολο γώ ότι αδημονώ να δω το μνημείο πάνω από τον τάφο της κυ ρίας Φέρλι και να εξετάσω το χώμα γύρω του». « Θ α τον δεις τον τάφο». Σώπασε μετά α π ’ αυτή την απάντηση, και έμεινε για λίγο σκε φτική καδώς βαδίζαμε. «Τα όσα έγιναν στην τάξη», ανακεφαλαίωσε, «απέσπασαν τελείως την προσοχή μου από το δέμα της επιστολής, και αισδάνομαι κάποια μικρή αμηχανία όταν προσπαδώ να επανέλδω σ ’ αυτό. Μ ήπως πρέπει να εγκαταλείψουμε την ιδέα να συνεχίσουμε την έρευνα και να περιμένουμε να αφήσουμε το δέμα στα χέρια του κυρίου Γκίλμορ, αύριο;» «Κ άδε άλλο, μις Χάλκομπ. Τα όσα έγιναν στην τάξη με ενδαρρύνουν να επιμείνω στην έρευνα». «Γιατί σας ενδαρρύνουν;» «Γιατί ενισχύουν μια υποψία που γεννήδηκε μέσα μου όταν μου δώσατε να διαβάσω το γράμμα».
WI LKI E COL L I NS
«Υποθέτω ότι είχατε τους λόγους σας, κύριε Χάρτραϊτ, που μου κρύψατε μέχρι αυτή τη στιγμή την υποψία εκείνη». «Φ οβήθηκα και ο ίδιος να την εκφράσω. Μ ου φάνηκε ότι ήταν τελείως γελοία - την έβλεπα ως αποτέλεσμα κάποιας δυ σ τροπίας της φαντασίας μου. Α λλά δεν μπορώ να συνεχίσω να κάνω το ίδιο. Ό χι μόνο οι απαντήσεις του παιδιού στις ερω τήσεις σας, αλλά ακόμη και μία τυχαία απάντηση που ξέφυγε από τα χείλη του δασκάλου όταν μας εξηγούσε την εκδοχή του, επανέφ ερε την ιδέα στη σκέψη μου. Τα γεγονότα μπορεί και πάλι να αποδείξουν ότι η ιδέα αυτή είναι μια ψευδαίσθη ση, μις Χάλκομπ· αλλά έχω έντονη την πεποίθηση αυτή τη στιγ μή ότι το υποτιθέμενο φ άντασμα στο νεκροταφείο της εκκλη σίας και η συντάκτρια της ανώνυμης επιστολής είναι ένα και το αυτό πρόσωπο». Κοντοστάθηκε, γύρισε χλωμή και με κοίταξε αμήχανα. «Π οιο πρόσω πο;» «Σ α ς το είπε άθελά του ο δάσκαλος. Ό τα ν μίλησε για τη φι γούρα που είδε το παιδί στο νεκροταφείο, την αποκάλεσε “γυ ναίκα με τα άσ πρα” ». «Ό χι η Άνν Κάθερικ!» «Ναι! Η Ανν Κάθερικ». Πέρασε το χέρι της κάτω από το μπράτσο μου κι έγειρε βα ριά πάνω μου. «Δεν ξέρω γιατί», είπε, χαμηλόφωνα, «α λ λά υπάρχει κάτι σ ’ αυτή την υποψία σας που φαίνεται να με ξαφνιάζει και να με ταράζει. Α ισθάνομαι...» Σώπασε και προσπάθησε να δια σκεδάσει τις εντυπώσεις γελώντας. «Κύριε Χ άρτραϊτ», είπε, « θ α σας δείξω τον τάφο και μετά θα γυρίσω αμέσως στο σπί τι. Καλύτερα να μην αφήσω για πολύ μόνη τη Λώρα. Καλύτε ρα να γυρίσω, και να είμαι κοντά της». Ή μαστε κοντά στο νεκροταφείο όταν μίλησε. Η εκκλησία, ένα μουντό κτίσμα από γκρίζα πέτρα, βρισκόταν σε μια μικρή κοι λάδα, για να προστατεύεται από τους παγωμένους ανέμους που
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
έρχονται από τα βαλτοτόπια που την περιβάλλουν. Το νεκρο ταφείο εκτεινόταν, από την πλευρά της εκκλησίας, μέχρι και στην πλαγιά του λόφου. Περιβαλλόταν από έναν κακοφτιαγμένο, χα μηλό πέτρινο τοίχο, και ήταν γυμνό και ακάλυπτο κάτω από τον ουρανό, με εξαίρεση το ένα άκρο του, όπου ένα ρυάκι κυλούσε στη βραχώδη λοφοπλαγιά και μία συστάδα από χαμηλά δέντρα έριχναν τη σκιά τους πάνω στο καχεκτικό, λιγοστό χορτάρι. Λί γο πιο πέρ α από το ρυάκι και τα δέντρα, και όχι μακριά της μίας από τις τρεις πέτρινες εισόδους του νεκροταφείου, υψω νόταν ο λευκός μαρμάρινος σταυρός που έκανε τον τάφο της κυρίας Φέρλι να ξεχωρίζει από τα γύρω ταπεινά μνήματα. «Δεν χρειάζεται να σας συνοδεύσω άλλο», είπε η μις Χάλκομπ, δείχνοντας τον τάφο. « Θ α με ενημερώσετε αν ανακαλύ ψετε κάτι που να επιβεβαιώνει την υποψία που μόλις πριν από λίγο εκφράσατε. Θα συναντηδούμε και πάλι στο σπίτι». Έ φυγε. Κατηφόρισα αμέσως προς το νεκροταφείο και μπή κα από την είσοδο που οδηγούσε ακριβώς στον τάφο της κυ ρίας Φέρλι. Το χορτάρι γύρω του ήταν πολύ κοντό και το έδαφος υ περ βολικά σκληρό - δεν μπορούσα να διακρίνω κάποια ίχνη. Απο γοητευμένος ως προς αυτό, κοίταξα στη συνέχεια προσεκτικά το σταυρό και την τετράγωνη μαρμάρινη βάση του, πάνω στην οποία ήταν χαραγμένη η επιτύμβια επιγραφή. Η φυσική λευκότητα του σταυρού ήταν κάπως αλλοιωμένη σε ορισμένα σημεία, από την επίδραση των καιρικών φαινομένων. Έ να σημείο, ωστόσο, τράβηξε αμέσως την προσοχή μου, εξαιτίας του γεγονότος ότι το μάρμαρο ήταν τελείως απαλλαγμέ νο από τις κηλίδες του χρόνου. Κοίταξα καλύτερα και είδα ότι είχε καθαριστεί πρόσφατα. Ποιος είχε αρχίσει να καθαρίζει το μάρμαρο, και ποιος το είχε αφήσει μισοτελειωμένο; Κοίταξα γύρω μου, διερωτώμενος πώ ς θα μπορούσε να λυ θεί η απορία μου. Ούτε ίχνος ανθρώπινης παρουσίας - το νε κροταφείο ήταν αφημένο στην απόλυτη κυριαρχία των νεκρών.
I1
7
WI L KI E COL L I NS
Επέστρεψα στην εκκλησία και έκανα το γύρο, μέχρι που έφτα σα στο πίσω μέρος της. Μ ετά, βγήκα από μια άλλη πέτρινη είσοδο και βρέδηκα στην αρχή ενός μονοπατιού που οδηγού σε σε ένα εγκαταλειμμένο νταμάρι. Στη μια πλευρά του ντα μαριού ήταν κτισμένο ένα σ πιτάκι δύο δωματίων, και μπροστά στην πόρτα μία ηλικιωμένη γυναίκα είχε βάλει μπουγάδα. Την πλησίασα και πιάσαμε κουβέντα για την εκκλησία και το νεκροταφείο. Είχε διάθεση για κουβέντα, και οι πρώ τες σχε δόν λέξεις που είπε με πληροφόρησαν ότι ο άντρας της υπη ρετούσε εκεί - ιερέας και νεωκόρος. Μ ετά μίλησα με θαυμασμό για το μνημείο της οικογένειας Φέρλι. Η γριά κούνησε το κεφάλι της και μου είπε ότι δεν το είχα δει στις δόξες του. Ή ταν δουλειά του συζύγου της να το φροντίζει· αλλά ήταν τόσο άρ ρωστος και αδύναμος τους τελευταίους μήνες, ώστε δεν ήταν σε δέση να πηγαίνει τις Κυριακές στην εκκλησία για να κάνει το καθήκον του - κατά συνέπεια, το μνημείο είχε εγκαταλειφδεί. Τις τελευταίες μέρες, όμως, ένιωθε κάπως καλύτερα. Σε μια βδομάδα ή δέκα μέρες ήλπιζε ότι δα ήταν αρκετά δυνατός, για να στρωθεί στη δουλειά και να το καθαρίσει. Η συζήτηση αυτή έκρινα πω ς ήταν εξαιρετικά χρήσιμη - μου έδωσε τις πληροφορίες που ήθελα. Έδωσα στη γριά ένα φιλο δώρημα και επέστρεψ α αμέσως στο Λίμεριτζ Χάουζ. Το μερικό καθάρισμα του μνημείου είχε γίνει προφανώς από ένα άγνωστο χέρι. Συνδυάζοντας όσα είχα ανακαλύψει μέχρι στιγμής με όσα είχα υποψιαστεί ακούγοντας την ιστορία για το φάντασμα που είχε κάνει την εμφάνισή του το σούρουπο, δεν χρειαζόμουν τίποτε άλλο για να εδραιωθεί η απόφασή μου να παρακολουθήσω τον τάφο των Φέρλι, κρυφά, το ίδιο βράδυ, επιστρέφοντας εκεί με τη δύση του ήλιου και περιμένοντας, σε μικρή απόσταση, μέχρι να νυχτώσει. Το καθάρισμα του μνημείου είχε αφ εθεί μισοτελειωμένο - το άτομο που το είχε αρχίσει ίσως επέστρεφε να το ολοκληρώσει. Γυρίζοντας στο σπίτι, πληροφόρησα τη μις Χάλκομπ γι’ αυτό
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
που σκόπευα να κάνω. Με κοίταζε έκπληκτη και ανήσυχη όση ώρα της εξηγούσα τα σχέδιά μου, αλλά δεν πρόβαλε καμία αντίρ ρηση. Απλώς είπε: «Ελπίζω όλα να τελειώσουν καλά». Τη στιγ μή που έφευγε, τη σταμάτησα και τη ρώτησα, όσο πιο ψύχραι μα μπορούσα, για την υγεία της μις Φέρλι. Είχε καλύτερη διά θεση* και η μις Χάλκομπ ήλπιζε ότι 9α την έπει9ε να κάνει έναν μικρό περίπατο κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Επέστρεψα στο δωμάτιό μου για να συνεχίσω την εργασία με τους πίνακες. Ή ταν απαραίτητο να το κάνω - και διπλά απα ραίτητο να έχω το μυαλό μου απασχολημένο με οτιδήποτε 9α με βοηθούσε να αποσπάσω τη σκέψη μου από τα προσωπικά μου και από το αβέβαιο μέλλον. Κατά διαστήματα, σταματού σα τη δουλειά μου για να κοιτάξω έξω από το παράθυρο και να παρατηρήσω τον ουρανό, καθώς ο ήλιος έγερνε όλο και περισ σότερο προς το βάθος του ορίζοντα. Σε ένα από αυτά τα δια λείμματα διέκρινα μια φιγούρα στο πλατύ χαλικόστρωτο δρο μάκι κάτω από το παράθυρο μου - η μις Φέρλι! Είχα να τη δω από το πρωί, και δεν είχα μιλήσει μαζί της από τότε. Μ ου απέμενε μόνο άλλη μία μέρα στο Λίμεριτζ - μετά από τη μέρα αυτή ίσως και να μη την ξανάβλεπα. Η σκέψη αυτή ήταν αρκετή για να με κρατήσει στο παράθυρο. Είχα τη φρόνηση να τραβήξω την κουρτίνα για να μη φαίνομαι, σε π ε ρίπτωση που κοίταζε προς το παράθυρο, αλλά δεν είχα τη δύ ναμη να αντισταθώ στον πειρασμό να την ακολουθήσω με το βλέμμα μου στον περίπ ατό της. Φορούσε μια καφέ μπέρτα πάνω από ένα απλό μαύρο μετα ξωτό φόρεμα. Στο κεφάλι της είχε το ίδιο απλό ψάθινο καπέλο που φορούσε το πρωινό που είχαμε συναντηθεί. Τώρα είχε προ στεθεί στο καπέλο και ένα βέλο που μου έκρυβε το πρόσωπό της. Την ακολουθούσε ένα μικρό ιταλικό κυνηγόσκυλο, σύντρο φός της σε όλους τους περιπάτους της. Δεν έδειχνε να προσέχει το σκύλο. Προχωρούσε με το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο και τα μπράτσα σταυρωμένα κάτω από την μπέρτα της. Τα μαραμένα
II9
WI LKI E C OL L I NS
φύλλα στροβιλίζονταν και σκορπίζονταν μπροστά της, καθώς βά διζε κάτω από το αδύναμο απογευματινό φως του ήλιου. Ο σκύ λος τουρτούριζε και έτρεμε, και στριμωχνόταν στο φόρεμά της επιζητώντας την προσοχή και το ενδιαφέρον της - εκείνη δεν τον πρόσεχε. Συνέχιζε τη βόλτα της, ξεμακραίνοντας όλο και περισσότερο, με τα νεκρά φύλλα να στροβιλίζονται γύρω της. Την ακολούθησα, μέχρι που τα μάτια μου έπαψαν να τη βλέ πουν, και ξανάμεινα μόνος με τη βαριά καρδιά μου. Μ ετά από μία ώρα είχα τελειώσει τη δουλειά μου· ο ήλιος κόντευε να δύσει. Στο χωλ φόρεσα το καπέλο και το παλτό μου, και βγήκα από το σπίτι χωρίς να συναντήσω κανέναν. Τα σύννεφα ήταν βαριά προς την πλευρά της Δύσης και ο άνε μος ερχόταν παγωμένος από τη θάλασσα. Μ πορεί η ακτή να ήταν μακριά, αλλά ο ήχος από τα κύματα περνούσε πάνω από τα βαλτοτόπια που μεσολαβούσαν, και ηχούσε απειλητικά στα αυτιά μου καθώς έμπαινα στο νεκροταφείο. Ψυχή δεν φαινόταν γύρω μου. Ο χώρος έδειχνε περισσότερο ερημικός από ποτέ, κι εγώ διάλεγα τη θέση μου - και περίμενα, με το βλέμμα καρ φωμένο στο λευκό σταυρό πάνω στον τάφο των Φέρλι.
Κεφάλαιο Έκτο '
Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτραϊτ
X II Ο ακάλυπτος χώρος του νεκροταφείου με είχε υποχρεώσει να είμαι προσεκτικός στην επιλογή της δέσης που επρόκειτο να καταλάβω. Η κεντρική είσοδος της εκκλησίας ήταν ακριβώς δίπλα στο νεκροταφείο, και η πόρτα προστατευόταν από έναν μικρό πρό ναο. Ύ στερα από έναν σύντομο δισταγμό που προκλήδηκε από τη φυσική απροδυμία μου να κρυφτώ, κίνηση απολύτως απ α ραίτητη για τη δουλειά που με περίμενε, αποφάσισα να μπω στον μικρό πρόναο. Έ να μικρό πα ράδυρο ήταν ανοιγμένο σε κάδε πλαϊνό τοίχο. Από το ένα μπορούσα να βλέπω τον τάφο των Φέρλι - το άλλο έβλεπε προς το νταμάρι όπου ήταν χτι σμένο το σπιτάκι του ιερέα. Μ προστά μου, απέναντι από την είσοδο του πρόναου, φαινόταν ένα κομμάτι ακάλυπτου χώρου, ένας χαμηλός πέτρινος τοίχος και μια λωρίδα του ερημικού σκο τεινού λόφου, με τα σύννεφα, σπρωγμένα από τον δυνατό άνε μο, να ταξιδεύουν βαριά από πάνω του. Κανένα ζωντανό πλ ά σμα δεν φαινόταν, ούτε ακουγόταν - κανένα πουλί δεν φτερούγιζε δίπλα μου· κανένας σκύλος δεν ακουγόταν να γαβγίζει από το σπιτάκι του ιερέα. Οι ήχοι των κυμάτων ενισχύονταν
121
WI LKI E COL L I NS
από το θρόισμα των μικροσκοπικών δέντρων κοντά στον τάφο και από τον απόηχο του νερού στο ρυάκι. Μ ία εφιαλτική σκη νή, και μία εφιαλτική ώρα! Η διάθεσή μου βάραινε καθώς με τρούσα το χρόνο μέσα στην κρυψώνα μου. Δεν είχε σουρουπώσει ακόμη - τ ο φως του ήλιου που έδυε πλανιόταν στον ουρανό, και δεν είχε περάσει περισσότερο από την πρώτη μισή ώρα της μοναχικής αναμονής μ ο υ - όταν άκουσα βήματα, και μια φωνή. Τα βήματα πλησίαζαν από την άλ λη πλευρά της εκκλησίας· και η φωνή ήταν γυναικεία. «Μ ην ανησυχείς για το γράμμα, καλή μου», είπε η φωνή. «Το έδωσα με ασφάλεια στον νεαρό, και εκείνος το πήρε χω ρίς να πει λέξη. Τράβηξε το δρόμο του, κι εγώ το δικό μου· και δεν με ακολούθησε κανένας μετά - σ ’ το εγγυώμαι». Οι λέξεις αυτές κέντρισαν την περιέργειά μου, σε οδυνηρό, θα ’λεγα, βαθμό. Ακολούθησε σιγή, αλλά τα βήματα εξακο λουθούσαν να πλησιάζουν. Την επόμενη στιγμή, δύο άτομα -κ α ι τα δύο γυναίκες- εισέβαλαν στο οπτικό μου πεδίο. Κατευθύνονταν προς τον τάφο, και δεν έβλεπα πα ρ ά τα νώτα τους. Η μία από τις γυναίκες φορούσε καπελάκι και σάλι· η άλλη φορούσε μια σκούρα μπλε μακριά ταξιδιωτική μπέρτα, με την κουκούλα να σκεπάζει το κεφάλι της. Μ ερικά εκατοστά από το φόρεμά της διακρίνονταν κάτω από την μπέρτα. Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά καθώς πρόσεξα το χρώμα - άσπρο! Αφού κάλυψαν τη μισή απόσταση ανάμεσα στην εκκλησία και τον τάφο, σταμάτησαν. Η γυναίκα με την μπέρτα έστρεψε το κεφάλι προς τη συνοδό της, αλλά το προφ ίλ της κρυβόταν από τη βαριά, προεξέχουσα άκρη της κουκούλας. «Φρόντισε να μη βγάλεις αυτή την άνετη ζεστή μ πέρτα», εί πε η ίδια φωνή - η φωνή της γυναίκας με το σάλι. «Η κυρία Τοντ έχει δίκιο που λέει ότι ξεχώριζες χθες, ντυμένη στα άσπρα. Θα κάνω μια βόλτα - τα νεκροταφεία δεν μου αρέσουν καθό λου. Τελείωσε αυτό που θέλεις να κάνεις, μέχρι να γυρίσω· και κοίτα να γυρίσουμε πίσω πριν νυχτώσει!»
122
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Μ ε αυτά τα λόγια, έκανε μεταβολή και, ακολουθώντας αντί στροφα την προηγούμενη διαδρομή, προχώρησε με το πρόσω πό της προς το μέρος μου. Ή ταν το πρόσωπο μιας ηλικιωμέ νης γυναίκας, καστανής, γεροδεμένης και υγιούς, χωρίς τίπο τε το ανέντιμο ή ύποπτο στο ύφος της. Κοντά στην εκκλησία κοντοστάδηκε, για να τυλιχτεί καλύτερα με το σάλι της. «Α λλόκοτη», μονολόγησε. «Π άντα αλλόκοτη, με τις π α ρ α ξενιές και τις απόψεις της, από τότε που τη θυμάμαι. Ακίν δυνη, ωστόσο· ακίνδυνη η δύσμοιρη, σαν μικρό παιδί». Αναστέναξε. Έ ριξε μία νευρική ματιά στο νεκροταφείο γύ ρω της· κούνησε το κεφάλι της δείχνοντας ότι η παραμονή της εδώ της ήταν δυσάρεστη, και εξαφανίστηκε πίσω από τη γω νία της εκκλησίας. Προς στιγμήν δεν ήξερα αν έπρεπε να την ακολουθήσω και να της μιλήσω, ή όχι. Η έντονη αδημονία μου να βρεθώ απέ ναντι στη συνοδό της με βοήθησε να αποφασίσω να μείνω. Μ πο ρούσα να ελπίζω ότι θα έβλεπα τη γυναίκα με το σάλι περιμένοντας κοντά στο νεκροταφείο μέχρι να επιστρέφει - αν και μου φαινόταν εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορούσε να μου δώ σει την πληροφορία που ζητούσα. Το άτομο που είχε παραδώσει το γράμμα δεν είχε καμιά σημασία· το άτομο που το είχε γράψει ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος μου, και η μονα δική πηγή πληροφόρησης· και τώρα αισθανόμουν σίγουρος ότι το άτομο αυτό ήταν μπροστά μου, στο νεκροταφείο. Ενώ οι σκέψεις αυτές περνούσαν από το μυαλό μου, είδα τη γυναίκα με την μπέρτα να πλησιάζει τον τάφο, να στέκεται και να τον κοιτάζει για λίγο. Μ ετά έριξε μια ματιά γύρω της και, βγάζοντας ένα άσπρο λινό ύφασμα, ή μαντίλι, κάτω από την μπέρτα της, στράφηκε προς το ρυάκι, που περνούσε μέσα στο νεκροταφείο κάτω από μια μικροσκοπική αψίδα στη βάση του τοίχου, και ξανάβγαινε κάτω από ένα παρόμοιο άνοιγμα, δια γράφοντας μία μικρή ελικοειδή πορεία μερικών δεκάδων μέτρων. Βούτηξε το ύφασμα στο νερό και ξαναγύρισε στον τάφο. Την
123
WI L KI E C OL L I NS
είδα να σκύβει και να φιλάει το λευκό σταυρό· μετά, να γονα τίζει και να χρησιμοποιεί το νοτισμένο ύφασμα για να καδαρίσει την επιτύμβια επιγραφή. Αφού προβληματίστηκα για τον τρόπο με τον οποίο δα μπο ρούσα να εμφανιστώ χωρίς τον κίνδυνο να την τρομάξω, απο φάσισα να βγω από το σημείο που στεκόμουν, να κάνω το γύ ρο της εκκλησίας και να ξαναμπώ στο νεκροταφείο από την είσοδο κοντά στον τάφο, ώστε να με δει καδώς δα πλησίαζα. Ό μω ς, ήταν τόσο πολύ αφοσιωμένη στη δουλειά της, που δεν με άκουσε να πλησιάζω πα ρ ά μόνο όταν πέρασα την πέτρινη είσοδο. Τότε, σήκωσε το βλέμμα της, τραβήχτηκε προς τα π ί σω φοβισμένη, αρδρώνοντας μια αδύναμη κραυγή, και έμεινε να με κοιτάζει άφωνη, παγωμένη από τον τρόμο. «Μ η φ οβάστε», της είπα. «Δεν με δυμάστε;» Κοντοστάδηκα ενώ μιλούσα· μετά έκανα μερικά βήματα· με τά ξανασταμάτησα, κι έτσι πλησίασα λίγο λίγο, μέχρι που έφτα σα κοντά της. Αν είχε απομείνει έστω και μία αμφιβολία στο μυαλό μου, δα πρέπει τώρα να είχε διαλυδεί. Το πρόσωπο που με κοίταζε πάνω από τον τάφο της κυρίας Φέρλι ήταν το ίδιο πρόσωπο που είχα αντικρίσει για πρώτη φορά στη δημοσιά μέ σα στη νύχτα. «Μ ε δυ μά σ τε;» είπα. «Συναντηδήκαμε αργά μια νύχτα, και σας βοήδησα να βρείτε το δρόμο για το Λονδίνο. Σίγουρα δεν το έχετε ξεχάσει». Τα χαρακτηριστικά της χαλάρωσαν κάπως, και πήρε μια δα διά ανάσα ανακούφισης. Είδα το σκίρτημα της αναγνώρισης να διαλύει τη νεκρική μάσκα που είχε απλώσει ο φόβος στο πρό σωπό της. «Μ ην επιχειρήσετε να μου μιλήσετε, ακόμη», συνέχισα. «Π εριμένετε να ηρεμήσετε πρώ τα - περιμένετε μέχρι να νιώ θετε βέβαιη ότι είμαι φ ίλος». Δεν μίλησε, και παρέμεινα κι εγώ σιωπηλός. Δεν έδινα χρό νο μόνο σ ’ αυτήν, για να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία της·
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
κέρδιζα χρόνο και για λογαριασμό μου. Κάτω από το αδύναμο φως του σούρουπου, η γυναίκα εκείνη κι εγώ ξανασυναντιόμασταν - με έναν τάφο ανάμεσά μας, τους νεκρούς γύρω μας, τους ερημικούς λόφους να μας ζώνουν από κάδε πλευρά. Ο χρόνος, ο τόπος, οι συνθήκες υπό τις οποίες στεκόμασταν τώρα πρό σωπο με πρόσωπο μέσα στη νυχτερινή σιγή εκείνης της ζοφε ρής κοιλάδας· τα σκοτεινά συμφέροντα που ίσως συνδέονταν με τις λέξεις που δα ανταλλάσσονταν μεταξύ μας· η αίσθηση ότι το μέλλον και η ζωή της Δώρα Φέρλι ίσως να καθορίζονταν, για καλό ή για κακό, από το αν θα κέρδιζα ή θα έχανα την εμπι στοσύνη του δυστυχισμένου πλάσματος που στεκόταν τρέμοντας δίπλα στον τάφο της μητέρας της - όλα αυτά απειλούσαν να κλονίσουν τη σταθερότητα και την αυτοκυριαρχία στην οποία βασιζόταν κάθε βήμα της προόδου που ίσως είχα σημειώσει. Προ σπάθησα πολύ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου· προσπάθησα να αξιοποιήσω όσο καλύτερα μπορούσα τα λιγοστά δευτερόλε πτα της περισυλλογής. «Είστε πιο ήρεμη τώ ρα;» τη ρώτησα, μόλις θεώρησα ότι ήταν ώρα να μιλήσω και πάλι. «Μ πορείτε να μου μιλήσετε χωρίς να νιώθετε (ροδισμένη, και χωρίς να ξεχνάτε ότι είμαι φ ίλος;» «Π ώ ς ήρθατε εδώ ;» ρώτησε, χωρίς να έχει προσέξει τα όσα της είχα πει. «Δεν θυμάστε που, όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, σας είπα ότι θα πήγαινα στο Κάμπερλαντ; Στο Κάμπερλαντ είμαι από τό τε - όλο αυτό το διάστημα έμενα στο Λίμεριτζ Χάουζ». «Σ το Λίμεριτζ Χάουζ!» Το χλωμό πρόσωπό της φωτίστηκε καθώς επαναλάμβανε τις λέξεις· τα ανήσυχα μάτια της καρ φώθηκαν πάνω μου με ένα ξαφνικό ενδιαφέρον. «Α , πόσο ευ τυχισμένος πρέπει να είστε εκεί!» είπε, κοιτάζοντάς με, χωρίς την παραμικρή σκιά τώρα της προηγούμενης δυσπιστίας στην έκφρασή της. Εκμεταλλεύτηκα αυτή την ανανεωμένη εμπιστοσύνη προς το άτομό μου, και παρατηρούσα το πρόσωπό της με μια προσοχή
WI LKI E COL L I NS
και μια περιέργεια την οποία είχα αποφύγει ως τώρα να επιδείξω, από σύνεση και μόνο. Την κοίταξα, με τη σκέψη μου να κυριαρχείται από εκείνο το άλλο όμορφο πρόσωπο το οποίο τό σο δυσοίωνα την είχε επαναφέρει στη μνήμη μου στη βεράντα κάτω από το φεγγαρόφως. Είχα δει την ομοιότητα της Ανν Κάδερικ στη μις Φέρλι. Τώρα έβλεπα την ομοιότητα της μις Φέρλι στην Ανν Κάδερικ - την έβλεπα ακόμη καδαρότερα, επειδή τα σημεία της διαφοράς ανάμεσά τους μου παρουσιάζονταν το ίδιο καθαρά όσο και τα σημεία της ομοιότητας. Στο γενικό πε ρίγραμμα της έκφρασης και στη γενική συμμετρία των χαρα κτηριστικών στο χρώμα των μαλλιών και στην αμυδρή νευρική αβεβαιότητα των χειλέω ν στο ύψος και τις διαστάσεις του σώ ματος, στις κινήσεις της κεφαλής· σε όλα, η ομοιότητα φαινό ταν ακόμη πιο εντυπωσιακή α π ’ όσο είχα αρχικά υπολογίσει. Αλλά εκεί που τελείωνε η ομοιότητα και άρχιζε η διαφορά ήταν στις λεπτομέρειες. Η λεπτή ομορφιά του προσώπου της μις Φέρλι, η διάφανη διαύγεια των ματιών της, η απαλή καδαρότητα της επιδερμίδας της, το τρυφερό ρόδισμα των παρειών της, όλα αυ τά έλειπαν από το φδαρμένο, κουρασμένο πρόσωπο που ήταν τώρα στραμμένο προς το δικό μου. Παρόλο που σιχαινόμουν τον εαυτό μου για το γεγονός ότι απλώς και μόνο είχα σκεφτεί κάτι τέτοιο, ωστόσο, ενώ κοίταζα τη γυναίκα που είχα μπροστά μου, μου έμπαινε στο μυαλό η ιδέα ότι μία δλιβερή αλλαγή στο μέλ λον ήταν το μόνο που έλειπε για να ολοκληρωδεί η ομοιότητα που τώρα έβλεπα ότι ήταν τόσο ατελής. Αν η δλίψη και οι κα κουχίες δα είχαν ποτέ βάλει τα ανίερα σημάδια τους στη νιότη και την ομορφιά του προσώπου της μις Φέρλι, τότε, και μόνο τό τε, δα είχαν η Ανν Κάδερικ κι εκείνη την ομοιότητα δύο δίδυμων αδελφών, δα αποτελούσαν ζωντανά ομοιώματα η μία της άλλης. Ανατρίχιασα στη σκέψη αυτή. Υπήρχε κάτι φρικτό στην τυφλή, παράλογη αβεβαιότητα του μέλλοντος, που το απλό πέρασμα αυτής της εκδοχής από το μυαλό μου προκαλούσε το δέος. Έτσι, η διακοπή αυτών των σκέψεων την οποία προκάλεσε η αίσδηση
126
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
του χεριού της Ανν Κάθερικ στον ώμο μου υπήρξε ευπρόσδεκτη. Το άγγιγμα ήταν εξίσου φευγαλέο και ξαφνικό όσο κι εκεί νο το άλλο άγγιγμα, το οποίο με είχε παγώσει από την κορυφή ως τα νύχια τη βραδιά που συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. «Μ ε κοιτάξετε, και κάτι σκέφτεστε», είπε, με την παράξενη, σχεδόν λαχανιασμένη, βιαστική άρθρωσή της. «Τι είναι;» «Τίποτε περίεργο», ρώτησα. «Α πλώ ς αναρωτιόμουν πώς ήρ θατε εδώ». « Ή ρ θ α με μια φίλη που είναι πολύ καλή μαξί μου. Είμαι εδώ μόλις δύο ημέρες». «Και ήρθατε σ ’ αυτό το μέρος χθ ες;» «Π ώ ς το ξέρετε;» «Α πλώ ς το υπέθεσ α». Γύρισε και γονάτισε μπροστά στην επιτύμβια επιγραφή. «Π ού θα πήγαινα, αν όχι εδώ ;» είπε. «Η φίλη αυτή, που ήταν καλύτερη κι από μητέρα για μένα, είναι η μοναδική φίλη που έχω να επισκεφθώ στο Λίμεριτξ. Ω, πονάει η καρδιά μου που βλέπω λεκιασμένο τον τάφο της! Θα έπρεπ ε να διατηρείται λευκός σαν χιόνι, για χάρη της. Μ πήκα στον πειρασμό να αρ χίσω χθες να τον καθαρίζω, και δεν άντεξα να μην έρθω να συνεχίσω σήμερα το καθάρισμα. Είναι κακό αυτό; Ελπίζω πω ς όχι. Σίγουρα δεν μπορεί να είναι κακό κάτι που κάνω για χά ρη της κυρίας Φέρλι». Η παλιά αίσθηση ευγνωμοσύνης για την καλοσύνη που της είχε επιδείξει η ευεργέτιδά της ήταν προφανώς η κυρίαρχη ιδέα στο μυαλό του φτωχού πλάσματος - στο στενό μυαλό που δεν είχε ανοίξει τόσο άδολα σε άλλη διαρκή εντύπωση, μετά από εκείνη την πρώτη εντύπωση των νεανικών και ευτυχέστερων ημε ρών της. Κατάλαβα ότι η καλύτερη πιθανότητα να κερδίσω την εμπιστοσύνη της ήταν να την ενθαρρύνω να συνεχίσει και να φέρει εις πέρας την απλοϊκή ενασχόλησή της. Την ξανάρχισε αμέ σως μόλις της είπα ότι θα μπορούσε να το κάνει, αγγίζοντας το σκληρό μάρμαρο τόσο τρυφερά, λες και ήταν ένα ευαίσθητο
12 7
WI LKI E COL L I NS
πράγμα, και επαναλαμβάνοντας ψιθυριστά τις λέξεις της επι τύμβιας επιγραφής, ξανά και ξανά, λες και οι χαμένες μέρες των παιδικών χρόνων της είχαν επιστρέφει, και μάθαινε και π ά λι υπομονετικά το μάθημά της καθισμένη στα γόνατα της κυ ρίας Φέρλι. «Θ α σας ξάφνιαζε πά ρ α πολύ», είπα, προετοιμάζοντας όσο πιο προσεκτικά μπορούσα το δρόμο για την ερώτηση που θα ακολουθούσε, «αν σας έλεγα ότι είναι ευχαρίστηση για μένα, καθώς και έκπληξη, που σας βλέπω εδώ; Ανησύχησα πολύ για σας όταν με αφήσατε και φύγατε με το μόνιππο». Σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε καχύποπτα. «Α νησυχήσατε;» επανέλαβε. «Γ ιατί;» «Συνέβη κάτι παράξενο αφού χωρίσαμε εκείνη τη νύχτα. Με πρόλαβαν δύο άντρες με μια άμαξα. Δεν με είδαν, αλλά στα μάτησαν κοντά μου και μίλησαν σε έναν αστυνομικό, στην α π έ ναντι πλευρά του δρόμου». Σταμάτησε αμέσως το καθάρισμα. Το χέρι που κρατούσε το ύφασμα με το οποίο καθάριζε τον τάφο κρέμασε σαν παράλυ το. Το άλλο χέρι πιάστηκε από τον μαρμάρινο σταυρό. Το πρό σωπό της στράφηκε αργά προς το μέρος μου, με το ανέκφρα στο ύφος του τρόμου απλωμένο και πάλι πάνω του. Συνέχισα απτόητος - ήταν πολύ αργά π ια για να κάνω πίσω. «Ο ι δύο άντρες μίλησαν στον αστυνομικό», είπα, «και τον ρώτησαν αν σας είχε δει. Δεν σας είχε δει· και τότε ο ένας από τους άντρες ξαναμίλησε και είπε ότι είχατε αποδράσει από το άσυλό του». Πετάχτηκε όρθια, λες και οι τελευταίες λέξεις μου είχαν θέ σει τους διώκτες της στα ίχνη της. «Σταθείτε! Ακούστε το τέλος», φώναξα. «Σταθείτε! Θα κα ταλάβετε πόσο φιλικά σας φέρθηκα. Μ ια λέξη μου θα είχε πλη ροφορήσει τους δύο άντρες ποιο δρόμο είχατε πά ρει - και δεν είπα ποτέ αυτή τη λέξη. Σας βοήθησα να διαφύγετε· έκανα ασφαλή και σίγουρη τη φυγή σας. Σκεφτείτε, προσπαθήστε να
28
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
σκεφτείτε. Προσπαθήστε να καταλάβετε τι ακριβώς σας λέω». Ο τρόπος μου έμοιαζε να την επηρεάζει περισσότερο από τα λόγια μου. Έκανε μία προσπάθεια να συλλάβει την πραγματι κότητα που αντιμετώπιζε. Τα χέρια της μετέφεραν διατακτικά το ύφασμα από το ένα στο άλλο, ακριβώς όπως είχαν μεταφέ ρει τη μικρή ταξιδιωτική τσάντα τη νύχτα που τη συνάντησα για πρώτη φορά. Σιγά σιγά το περιεχόμενο των λόγων μου φ ά νηκε να διαπερνά τη σύγχυση και την αγωνία του μυαλού της. Σιγά σιγά, τα χαρακτηριστικά της ηρέμησαν και τα μάτια της με κοίταζαν με μια έκφραση που κέρδιζε σε περιέργεια ό,τι έχα νε σε φόβο. «Εσείς δεν νομίζετε ότι π ρέπει να γυρίσω στο άσυλο, έτσι δεν είναι;» είπε. «Φυσικά και όχι! Χαίρομαι που διαφύγατε από εκεί- και χαί ρομαι που σας βοήθησα». «Ν αι, ναι! Πράγματι με βοηθήσατε. Μ ε βοηθήσατε στη δυ σκολότερη φάση», συνέχισε, κάπως αφηρημένα. «Ή ταν εύκο λο να το σκάσω. Ποτέ δεν με υποψιάζονταν όσο υποψιάζονταν τους άλλους. Ή μουν πολύ ήσυχη, πολύ υπάκουη· και τρόμα ζα πολύ εύκολα. Το δύσκολο ήταν να βρω το Λονδίνο· και σ ’ αυτό με βοηθήσατε. Σας ευχαρίστησα τότε; Σας ευχαριστώ τώ ρα, με όλη μου την καρδιά». « Ή ταν μακριά το άσυλο από το σημείο που συναντηθήκα με; Ελάτε! Δείξτε πω ς πιστεύετε ότι είμαι φίλος σας και πεί τε μου πού ήταν». Ανέφερε το μέρος - ένα ιδιωτικό ψυχιατρείο, όπως έδειχνε η θέση του· ένα ιδιωτικό ψυχιατρείο όχι πολύ μακριά από το ση μείο που την είχα δει. Μ ετά, με προφανή καχυποψία για τον τρόπο που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω την απάντησή της, επανέλαβε με αγωνία την προηγούμενη ερώτηση: «Εσείς δεν νομίζετε ότι πρέπει να γυρίσω στο άσυλο, έτσι δεν είναι;» «Σ α ς ξαναλέω, χαίρομαι πολύ που διαφύγατε από το άσυλο· ακόμη, χαίρομαι που όλα πήγαν καλά μετά τη συνάντησή μ ας»,
I 29
WI LKI E C OL L I NS
απάντησα. «Είπατε ότι έμενε μια φίλη σας στο Λονδίνο, και δα πηγαίνατε στο σπίτι της. Τη βρήκατε, αλήθεια, τη φίλη σ ας;» «Ν αι. Ή ταν, βέβαια, πολύ αργά, αλλά υπήρχε μια κοπέλα που κεντούσε στο σπίτι μέχρι αργά, και με βοήθησε να ξυπνήσουμε την κυρία Κλέμενς. Η κυρία Κλέμενς είναι η φίλη μου. Μια καλή και ευγενική γυναίκα, αλλά όχι σαν την κυρία Φέρλι. Α, όχι! Καμιά δεν είναι σαν την κυρία Φ έρλι!» «Είναι πα λιά φίλη σας η κυρία Κλέμενς; Τη γνωρίζετε από χρ όνια ;» «Ν αι. Ή ταν κάποτε γειτόνισσά μας στη γενέτειρά μου, στο Χάμπσαϊρ. Με συμπαθούσε και με φρόντιζε όταν ήμουν μικρή. Πριν από χρόνια, όταν έφυγε από τη γειτονιά μας, έγραψε στο προσευχητάρι μου πού θα πήγαινε να ζήσει στο Λονδίνο, και μου είπε: «Α ν βρεθείς ποτέ σε δύσκολη θέση, Ανν, έλα σε μέ να. Δεν ζει ο άντρας μου, και δεν έχω πα ιδιά να φροντίζω. Θα σε βοηθήσω». Ευγενικά λόγια, δεν συμφωνείτε; Υποθέτω ότι τα θυμάμαι επειδή ήταν ευγενικά. Ελάχιστα είναι εκείνα που θυμάμαι π έρ α α π ’ αυτά. Ελάχιστα, ελάχιστα!» «Δεν είχατε πα τέρ α ή μητέρα να σας φ ροντίζει;» «Π ατέρα; Δεν τον είδα ποτέ - ποτέ δεν άκουσα τη μητέρα μου να μιλάει γι’ αυτόν. Πατέρα; Ω, Θεέ μου! Θα έχει πεθάνει, υποθέτω ». «Και η μητέρα σ ας;» «Δεν τα πηγαίνω καλά μαζί της. Έχουμε πολλά προβλήμα τα και διαφορές οι δυο μας». Προβλήματα και διαφορές οι δυο τους! Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, μου πέρασε η υποψία από το μυαλό, για πρώτη φορά, ότι ίσως να ήταν η μητέρα της που την είχε κλείσει στο άσυλο. «Μ η με ρωτάτε για τη μητέρα μου», συνέχισε. «Θ α προτι μούσα να μιλήσω για την κυρία Κλέμενς. Η κυρία Κλέμενς εί ναι σαν κι εσάς - δεν θεωρεί ότι πρέπει να ξαναγυρίσω στο άσυ λο· και χαίρεται, όπως κι εσείς, που διέφυγα από εκεί. Έκλαψε
130
_
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
για τη δυστυχία μου, και, όταν της διηγήδηκα πώς έφυγα, είπε να το κρατήσουμε μυστικό και να μην το μάδει κανείς». Τη «δυστυχία» της! Με ποια έννοια χρησιμοποιούσε τη λέ ξη; Να ήταν άραγε, αυτή που εξηγούσε το κίνητρό της να γρά ψει το ανώνυμο γράμμα; Η λέξη «δυστυχία» αποκάλυπτε, άρα γε, το κοινό και πολύ συνηδισμένο κίνητρο που έχει οδηγήσει πολλές φορές μια γυναίκα να παρεμβάλει εμπόδια στο γάμο που άντρα που την έχει καταστρέφει; Αποφάσισα να επιχει ρήσω να διαλύσω αυτή την αμφιβολία, πριν ανταλλαγούν π ε ρισσότερες λέξεις μεταξύ μας. «Π οια δυστυχία;» ρώτησα. «Τη δυστυχία που με έκλεισαν στο άσυλο», απάντησε, δεί χνοντας ξαφνιασμένη από την ερώτησή μου. «Π οια άλλη δυ στυχία δα μπορούσε να υ π ά ρ ξ ει;» Αποφάσισα να επιμείνω, όσο το δυνατόν πιο ευγενικά και υπομονετικά. Ή ταν πά ρ α πολύ σημαντικό να είμαι απόλυτα βέβαιος για κάδε βήμα μου στην έρευνα που βρισκόταν τώρα σε εξέλιξη. «Υπάρχει κι άλλη δυστυχία», είπα, «την οποία μπορεί να βιώσει μια γυναίκα, και εξαιτίας της οποίας μπορεί να ξήσει μέσα στον πόνο και την ντροπή». «Π οια είναι αυ τή ;» ρώτησε. «Η δυστυχία να πιστεύει πολύ αφελώς στις αρχές της, και στην αφοσίωση και την εντιμότητα του ανδρώπου που αγαπάει», απάντησα. Με κοίταξε με την αφελή αμηχανία ενός παιδιού. Κανένα απο λύτως ξάφνιασμα ή αλλαγή χρώματος στο πρόσωπο· κανένα απολύτως ίχνος ενσυνείδητης ντροπής που πάλευε να βγει στην επιφάνεια δεν φάνηκε στο πρόσωπό της - σ’ εκείνο το πρόσωπο που πρόδιδε κάδε άλλο συναίσδημά της με διάφανη διαύγεια. Δεν ειπώδηκαν λέξεις που δα μπορούσαν να με δια βεβαιώσουν ότι το κίνητρο για την απόφασή της να γράψει και να στείλει το γράμμα στη μις Φέρλι ήταν αγνό. Δεν αμφέβαλα
131
WI L KI E C O L L I N S
πλέον γι’ αυτό, πράγμα που δημιουργούσε μια νέα προοπτική αβεβαιότητας. Αυτό το γράμμα, όπως γνώριζα από αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, υποδείκνυε τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. αν και δεν τον κατονόμαζε. Θα πρέπει να είχε κάποιο ισχυρό κίνητρο, που προερχόταν από κάποιο βαδύ αίσθημα πόνου, για να τον κα ταγγείλει κρυφά στη μις Φέρλι, με χαρακτηρισμούς σαν αυτούς που είχε χρησιμοποιήσει - και το κίνητρο αυτό δεν δα εντοπι ζόταν αναμφισβήτητα στην απώλεια της αδωότητας και της τι μής της. Οποιοδήποτε κακό της είχε προξενήσει δεν ήταν τέ τοιου είδους. Τι δα μπορούσε να είναι; «Δεν σας καταλαβαίνω», είπε, αφού προηγουμένως προσπάδησε μάταια να ανακαλύψει τη σημασία των τελευταίων λέξεων που της είχα πει. «Δ εν πειράζει», απάντησα. «Α ς συνεχίσουμε τη συζήτηση που κάναμε. Πείτε μου πόσον καιρό μείνατε με τη κυρία Κλέμενς στο Λονδίνο και πώ ς ήρδατε εδώ». «Πόσον καιρό;» επανέλαβε. «Έ μεινα μαζί της μέχρι που ήρδαμε μαζί εδώ, πριν από δύο μέρες». «Μ ένετε στο χωριό, λοιπόν!» είπα. «Είναι περίεργο που δεν άκουσα τίποτε για σας, αν και βρίσκεστε εδώ μόνο δύο μέρες». «'Οχι, όχι! Ό χι στο χωριό. Τρία μίλια μακριά, σε μια αγροι κία. Την ξέρετε την αγροικία; Λέγεται Τοντ’ς Κόρνερ». Θυμόμουν το μέρος πολύ καλά· συχνά περνούσαμε από κει στις βόλτες μας. Ή ταν μία από τις πιο παλιές αγροικίες της περιοχής, σ ’ ένα ερημικό σημείο, στη συμβολή δύο λόφων. «Μ ένουν συγγενείς της κυρίας Κλέμενς στο Τοντ’ς Κόρνερ», συνέχισε, «και την είχαν καλέσει πολλές φορές να πάει να τους δει. Τους απάντησε ότι δα πήγαινε και δα με έπαιρνε μαζί της, γιατί δα μου έκανε καλό η ηρεμία και ο καδαρός αέρας της περιοχής. Ή ταν πολύ ευγενικό εκ μέρους της. δεν ήταν; Θα πήγαινα οπουδήποτε για να είμαι ήρεμη, ασφαλής και μακριά από τους διώκτες μου. Αλλά όταν άκουσα ότι το Τοντ’ς Κόρ νερ ήταν κοντά στο Λίμεριτζ... Ω! ένιωσα τόσο ευτυχισμένη,
32
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
που δα έκανα με τα πόδια, και ξυπόλυτη ακόμη, τη διαδρομή για να φτάσω εκεί και να ξαναδώ το σχολείο, το χωριό και το Λίμεριτζ Χάουζ. Είναι πολύ καλοί άνθρωποι στο Τοντ’ς Κόρνερ. Ελπίζω ότι δα μείνω εκεί για καιρό. Υπάρχει μόνο ένα πράγμα που δεν μου αρέσει σ ’ αυτούς, καδώς και στην κυρία Κλέμενς». «Τι είναι αυτό;» «Μ ε πειράζουν που φοράω μόνο άσπρα - λένε ότι είναι κά τι πολύ ιδιαίτερο. Τι ξέρουν αυτοί; Η κυρία Φέρλι ήξερε κα λύτερα. Η κυρία Φέρλι δεν δα με ανάγκαζε ποτέ να φορέσω αυτή την άσχημη μπλε μπέρτα. Α! Της άρεσαν τα άσπρα όσο ζούσε. Και εδώ η πέτρ α είναι άσπρη στον τάφο της - κι εγώ την κάνω ακόμη πιο άσπρη για χάρη της. Συχνά φορούσε και η ίδια άσπρα· και έντυνε πά ντα στα άσπρα τη μικρή κόρη της. Είναι καλά και ευτυχισμένη η μις Φέρλι; Φοράει και τώρα άσπρα, όπως φορούσε όταν ήταν μικρή;» Η φωνή της χαμήλωσε όταν έκανε την ερώτηση για τη μις Φέρλι, και απέστρεψε όσο μπορούσε το πρόσωπό της από μέ να. Νόμισα ότι διέκρινα στην αλλαγή της συμπεριφοράς της μια ανησυχία -τη ν επίγνωση του κινδύνου τον οποίο είχε διατρέξει στέλνοντας το ανώνυμο γρ ά μ μ α - και αμέσως αποφ ά σισα να σχεδιάσω έτσι την απάντησή μου, ώστε να την ξαφνιάσω, και να το παραδεχτεί. «Η μις Φέρλι δεν ήταν πολύ καλά σήμερα το πρω ί», είπα. Ψιθύρισε μερικές λέξεις - ειπώθηκαν τόσο μπερδεμένα και χαμηλόφωνα που ούτε να μαντέψω τι σήμαιναν δεν μπορούσα. «Μ ε ρωτήσατε για ποιο λόγο δεν ήταν η μις Φέρλι καλά σή μερα το πρ ω ί;» συνέχισα. «Ό χι», είπε, βιαστικά και ανυπόμονα. «Ω , όχι! Ποτέ δεν σας ρώτησα». «Θ α σας πω χωρίς να με ρωτήσετε», συνέχισα. «Η μις Φέρλι έλαβε το γράμμα σας». Ή ταν γονατιστή εδώ και λίγη ώρα και αφαιρούσε προσεκτι κά τους τελευταίους λεκέδες από την επιγραφή του τάφου, ενώ
133
WI L KI E COL L I NS
παράλληλα συζητούσαμε. Τα λόγια μου την έκαναν να διακόψει την ενασχόλησή της και να γυρίσει αργά, χωρίς να σηκω θεί, για να με κοιτάξει. Στη συνέχεια, κυριολεκτικά έμεινε εμ βρόντητη. Το πανάκι που κρατούσε έπεσε από τα χέρια της· τα χείλη της μισάνοιξαν το ελάχιστο ρόδινο χρώμα που υπήρ χε φυσιολογικά στο πρόσωπό της χάδηκε απότομα. «Πώς το ξέρετε;» είπε αδύναμα. «Ποιος σας το έδειξε;» Το αίμα ξανανέβηκε στο πρόσωπό της - ανέβηκε ορμητικά, καδώς περνούσε από το μυαλό της η σκέψη ότι τα ίδια τα λόγια της την είχαν προδώσει. Χτύπησε τις παλάμες της απελπισμένα. «Δεν το έγραψα εγώ», ψέλλισε, τρομαγμένα. «Δεν ξέρω τίποτε γι’ αυτό!» «Ν α ι», είπα. «Εσείς το γράψατε, και ξέρετε τα πά ντα γύ ρω α π ’ αυτό. Ή ταν λάδος να στείλετε ένα τέτοιο γράμμα· ήταν λάδος να τρομάξετε τη μις Φέρλι. Αν είχατε να πείτε κάτι που ήταν απολύτως αναγκαίο να το ακούσει, δα έπρεπε να είχατε πάει η ίδια στο Λίμεριτζ Χάουζ· δα έπρεπε να είχατε μιλήσει στη νεαρή κυρία με τα δικά σας χείλη». Έγειρε πάνω στην επίπεδη πλάκ α του τάφου, μέχρι που το πρόσωπό της κρύφτηκε* και δεν απάντησε. «Η μις Φέρλι δα σας φερθεί το ίδιο καλά και ευγενικά όσο και η μητέρα της, αν οι προθέσεις σας είναι καλές», συνέχι σα. «Η μις Φέρλι δα φυλάξει το μυστικό σας και δεν δα επι τρέψει να π ά δετε το παραμικρό κακό. Θα τη δείτε αύριο στην αγροικία; Θα τη συναντήσετε στον κήπο στο Λίμεριτζ Χάουζ;» «Ω, αν μπορούσα να πεδάνω και να ταφώ, και να ησυχάσω κοντά σ ας!» Τα χείλη της ψιθύρισαν τις λέξεις κοντά στην τα φόπλακα· τις ψιδύρισαν με μια δυνατή τρυφερότητα στη σορό που βρισκόταν μέσα. «Εσείς ξέρετε πόσο αγαπώ το παιδί σας, για χάρη σας! Ω, κυρία Φέρλι! Κυρία Φέρλι! Πείτε μου πώς να τη σώσω. Πνετε και πάλι φύλακας άγγελος και μητέρα μου, και πείτε μου τι είναι το καλύτερο που πρέπει να κάνω». Ακόυσα τα χείλη της να φιλούν την πέτρ α - είδα τα χέρια της
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α Μ £ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
να τη χτυπάνε παθιασμένα. Ο ήχος και το θέαμα με επηρέαζαν βαθιά. Έσκυψα και πήρα τρυφερά τα λεπτά αδύναμα χέρια της στα δικά μου και προσπάθησα να την παρηγορήσω. Ή ταν μάταιο. Τράβηξε τα χέρια της από τα δικά μου, συνε χίζοντας να κοιτάζει επίμονα την πλάκα. Βλέποντας την επεί γουσα ανάγκη να την ηρεμήσω με κάθε τρόπο, απευθύνθηκα στο μοναδικό άγχος που έδειχνε να τη διακατέχει, σε σχέση με μένα και τη γνώμη μου γι’ αυτή - το άγχος να με πείσει για την ικανότητά της να ελέγχει τις ενέργειες της. «Ελάτε, ελάτε», είπα ευγενικά. «Π ροσπαθήστε να συγκρα τηθείτε, γιατί θα με κάνετε να αλλάξω τη γνώμη μου για σας. Μη με κάνετε να σκεφτώ ότι ο άνθρωπος που σας έβαλε στο άσυλο, μπορεί να είχε κάποια δικαιολογία...» Οι επόμενες λέξεις έσβησαν στα χείλη μου. Τη στιγμή που δια κινδύνευσα αυτή την τυχαία αναφορά στο άτομο που την είχε κλείσει στο άσυλο, πετάχτηκε όρθια. Μ ία εξαιρετικά ασυνήθι στη και εντυπωσιακή αλλαγή σημειώθηκε πάνω της. Το πρόσωπό της, που κάτω από φυσιολογικές συνθήκες σε συγκινούσε να το βλέπεις -μ ε όλη εκείνη την ευαισθησία, την αδυναμία και την αβεβαιότητά το υ - σκοτείνιασε ξαφνικά από μία έκφραση μα νιακά έντονου μίσους και φόβου, που διοχέτευε μια άγρια, αφύ σικη δύναμη σε κάθε χαρακτηριστικό του. Τα μάτια της έγιναν τεράστια μέσα στο μισοσκόταδο, σαν μάτια άγριου ζώου. Α ρπα ξε το ύφασμα που είχε πέσει δίπλα της, λες και ήταν ζωντανό πλάσμα που θα μπορούσε να το σκοτώσει, και το έσφιξε με τα δυο της χέρια τόσο δυνατά, ώστε οι ελάχιστες σταγόνες νερού που είχαν απομείνει μέσα του έσταξαν πάνω στην ταφόπλακα. «Μ ιλήστε για κάτι άλλο», είπε, ψιθυρίζοντας ανάμεσα από τα δόντια της. « Θ α χάσω την ψυχραιμία μου αν ξαναμιλήσετε γι’ αυτό». Οι ευγενικές σκέψεις που φώλιαζαν στο μυαλό της πριν από μερικά δευτερόλεπτα έμοιαζαν να έχουν χαθεί τώρα. Ή ταν προ φανές ότι η εντύπωση που είχε αφήσει η καλοσύνη της κυρίας
WI LKI E COL L I NS
Φέρλι δεν ήταν, όπως είχα υποδέσει, η μοναδική ισχυρή εντύ πωση στη μνήμη της. Μαζί με την ευγνώμονα ανάμνηση των σχο λικών της ημερών στο Λίμεριτζ, συνυπήρχε και η εκδικητική ανά μνηση του άδικου που της είχε γίνει από τον εγκλεισμό της στο άσυλο. Ποιος είχε κάνει αυτό το κακό; Θα ήταν σ τ’ αλήδεια δυ νατόν να είναι η μητέρα της; Ή ταν δύσκολο να εγκαταλείψω την προσπάθεια να ολοκλη ρώσω την έρευνα που είχα αρχίσει, αλλά πίεσα τον εαυτό μου να το κάνω. Βλέποντάς την όπως την έβλεπα τώρα, δα ήταν απάνθρω πο να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο εκτός από την ανάγκη και την ανθρω πιά να επανακτήσει την αυτοκυριαρχία της. «Δ εν θα πω τίποτε που θα σ ας ταράξει», είπα, θέλοντας να την καθησυχάσω. «Κάτι θ έλετε», απάντησε κοφτά και καχύποπτα. «Μ η με κοιτάζετε έτσι. Μιλήστε μου. Πείτε μου τι θέλετε». «Το μόνο που θέλω είναι να ηρεμήσετε και, όταν θα είστε πιο ήρεμη, να σκεφτείτε όσα σας είπα ». « Ε ίπα τε;» Έκανε μια παύση, έσφιξε το ύφασμα στα χέρια της και μονολόγησε ψιθυριστά: «Τι είπατε;» Στράφηκε και πάλι προς το μέρος μου και κούνησε το κεφάλι της ανυπόμονα. «Γιατί δεν με βοηθάτε;» ρώτησε, με μια ξαφνική επιθετικότητα. «Ν αι, ναι», είπα. «Θ α σας βοηθήσω1 και σύντομα θα θυμη θείτε. Σας ζήτησα να δείτε αύριο τη μις Φέρλι και να της πεί τε την αλήθεια για το γράμμα». «Α! Η μις Φέρλι... Φέρλι... Φέρλι...» Και μόνο η προφορά του αγαπημένου ονόματος έδειχνε να την ηρεμεί. Το πρόσωπό της μαλάκωσε και ξανάγινε όπως πριν. «Δεν χρειάζεται να φοβάστε τη μις Φέρλι», συνέχισα1 «και μη φοβάστε ότι θα μπλέξετε εξαιτίας του γράμματος. Γνωρίζει ήδη τόσα πολλά γι’ αυτό, ώστε δεν θα δυσκολευτείτε καθόλου να της τα πείτε όλα. Δεν υπάρχει καμιά ανάγκη απόκρυψης, όταν δεν έχει απομείνει τίποτε να κρυφτεί. Δεν αναφέρετε ονόματα στο γράμμα, αλλά η μις Φέρλι είναι σε θέση να γνωρίζει ότι το
36
_
_____
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ME. J A
ΑΣ ΠΡ Α
άτομο για το οποίο γράφετε είναι ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ...» Τη στιγμή που πρόφ ερα το όνομα πετάχτηκε όρδια, και μια κραυγή ξέφυγε από μέσα της που αντήχησε σε όλο το νεκρο ταφείο και έκανε την καρδιά μου να αναπηδήσει τρομαγμένη στο στήδος μου. Η σκοτεινή δυσμορφία της έκφρασης που μό λις είχε χαδεί από το πρόσωπό της επανήλδε αστραπιαία, με διπλή και τριπλή ένταση. Η κραυγή στο άκουσμα του ονόμα τος, το γεμάτο μίσος και φόβο ύφος που αμέσως ακολούδησε, τα έλεγαν όλα. Ούτε μία έστω αμφιβολία δεν μου απέμενε. Δεν ήταν ένοχη η μητέρα της για τον εγκλεισμό της στο άσυλο. Έ νας άντρας την είχε κλείσει - και ο άντρας αυτός ήταν ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Η κραυγή είχε φτάσει και σε άλλα αυτιά εκτός από τα δικά μου. Από τη μία πλευρά, άκουσα την πόρτα του σπιτιού του ιερέα να ανοίγει· από την άλλη, άκουσα τη φωνή της συνοδού της - τη γυναίκα με το σάλι, τη γυναίκα που είχε αναφέρει ως κυρία Κλέμενς. «Έρχομαι! Έ ρχομαι!» ακούστηκε η φωνή πίσω από τη συ στάδα των χαμηλών δέντρων. Την επόμενη στιγμή, η κυρία Κλέμενς πρόβαλε τρέχοντος. «Π οιος είσαι εσ ύ;» φώναξε, κοιτάζοντάς με αποφασιστικά, καδώς διάβαινε την είσοδο του νεκροταφείου. «Π ώ ς τολμάς να τρομοκρατείς μια φτώχιά, ανυπεράσπιστη γυναίκα;» Είχε βρεδεί δίπλα στην Ανν Κάδερικ και είχε περάσει το μπρά τσο της γύρω από τη μέση της, πριν προλάβω να απαντήσω. «Τι είναι, καλή μου;» είπε. «Τι σου έκανε;» «Τ ίποτε», απάντησε το φτωχό πλάσμα. «Τίποτε. Απλώς, εγώ φοβήδηκα». Η κυρία Κλέμενς στράφηκε προς το μέρος μου με μια άφο βη αγανάκτηση, που προκάλεσε το σεβασμό μου. « Θ α ντρεπόμουν ειλικρινά αν μου άξιζε αυτή η οργισμένη μα τιά», είπα. «Α λλά δεν μου αξίζει. Δυστυχώς, την ξάφνιασα, χω ρίς να το επιδιώκω. Δεν είναι η πρώτη φορά που με έχει δει.
13 7
_
WI LKI E C OL L I NS
Ρωτήστε την και μόνη σας, και 9α σας πει ότι είμαι ανίκανος να βλάψω σκόπιμα αυτή, ή και οποιαδήποτε άλλη γυναίκα». Μιλούσα ευκρινώς ώστε να μ ’ ακούει η Ανν Κάδερικ και να με καταλαβαίνει, και είδα ότι είχε αντιληφδεί τις λέξεις και τη σημασία τους. «Ν αι, ναι», είπε. «Ή ταν καλός μαζί μου κάποτε. Με βοή θησε...» Ψ ιθύρισε τα υπόλοιπα στο αυτί της φίλης της. «Περίεργο, πολύ περίεργο!» είπε η κυρία Κλέμενς με ένα αμήχανο ύφος. «Αλλάξει, όμως, τελείως την κατάσταση. Συγ γνώμη που σας μίλησα τόσο απότομα, κύριε, αλλά πρέπει να ομολογήσετε ότι μου φανήκατε ύποπτος. Έ νας ξένος! Είναι πε ρισσότερο δικό μου σφάλμα πα ρ ά δικό σας, που ικανοποίησα την ιδιοτροπία της και την άφησα μόνη σ ’ ένα τέτοιο μέρος. Έ λα, καλή μου. Πάμε τώρα». Νόμισα ότι η καλή γυναίκα έδειχνε να ανησυχεί, και προσφέρθηκα να τις συνοδεύσω μέχρι να φτάσουν σε σημείο που να βλέπουν το σπίτι που τις φιλοξενούσε. Η κυρία Κλέμενς με ευχαρίστησε ευγενικά. Είπε ότι ήταν σίγουρη πω ς θα συ ναντούσαν κάποιον από τους εργαζόμενους στην αγροικία μό λις θα πλησίαζαν στο βάλτο. «Π ροσπαθήστε να με συγχωρήσετε», είπα, όταν η Ανν Κάθερικ έπιασε το μπράτσο της φίλης της για να απομακρυν θούν. Αθώος όπως ήμουν από κάθε πρόθεση να την τρομοκρατήσω και να την αγχώσω, η καρδιά μου πονούσε καθώς κοίταζα το φτωχό, χλωμό, φοβισμένο πρόσωπό της. « Θ α προσπαθήσω », απάντησε. «Α λλά ξέρετε π ά ρ α πολλά. Φοβάμαι ότι πά ντα θα με τρομάζετε από δω και πέρ α ». Η κυρία Κλέμενς με κοίταξε, και κούνησε το κεφάλι της με συμπόνια. «Καληνύχτα, κύριε», είπε. «Δεν θέλατε να την τρομάξετε, το ξέρω. Αλλά μακάρι να είχατε τρομάξει εμένα και όχι αυτή». Απομακρύνθηκαν μερικά βήματα. Νόμισα ότι έφευγαν. Αλλά η Ανν. ξαφνικά, σταμάτησε και ξέκοψε από τη φίλη της.
I 38
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Π ερίμενε λίγο», είπε. «Π ρέπει να πω αντίο». Ξαναγύρισε στον τάφο, ακούμπησε και τα δύο χέρια της τρυ φ ερά στον μαρμάρινο σταυρό και τον φίλησε. «Είμαι καλύτερα τώ ρα», αναστέναξε, κοιτάξοντάς με ήρε μα. «Σ α ς συγχωρώ». Πλησίασε και πάλι τη φίλη της και βγήκαν από το νεκροτα φείο. Τις είδα να σταματάνε κοντά στην εκκλησία και να μι λούν στη γυναίκα του ιερέα, που είχε βγει από το σπίτι και τις περίμενε, παρακολουδώ ντας μας από μακριά. Μ ετά πήραν το μονοπάτι που οδηγούσε στο βάλτο. Κοίταξα την Ανν Κάδερικ μέχρι που χάδηκε, μέχρι που τα ίχνη της χάδηκαν στο μισο σκόταδο - την κοίταξα με αγωνία και δλίψη, σαν να ήταν η τε λευταία φορά που δα έβλεπα σ ’ αυτό τον πληκτικό κόσμο τη «Γυναίκα με τα άσπρα».
139
Κεφάλαιο Έβδομο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτρώτ
XIII Μισή ώρα αργότερα, είχα γυρίσει στο σπίτι και ενημέρωνα τη μις Χάλκομπ για όσα είχαν συμβεί. Με ακούσε από την αρχή ως το τέλος, με μια σταθερή, βου βή προσοχή, η οποία, σε μια γυναίκα με τη δική της ιδιοσυγκρασία και διάδεση, ήταν η ισχυρότερη απόδειξη για το πόσο την επη ρέαζε η διήγησή μου. «Μ ου γεννιούνται φόβοι», ήταν το μόνο που είπε όταν τε λείωσα. «Φόβοι για το μέλλον». «Το μέλλον μπορεί να εξαρτάται», απάντησα, «από τον τρό πο με τον οποίο χρησιμοποιούμε το παρόν. Δεν είναι απίθανο να μιλήσει η Ανν Κάθερικ περισσότερο αυθόρμητα και ανεπιφύλα κτα σε μια γυναίκα α π ’ όσο μίλησε σε μ ένα Αν η μις Φέρλι...» «Ο ύτε να το σκέφτεστε αυτό», με διέκοψε η μις Χάλκομπ με τον πιο αποφασιστικό τρόπο. «Επιτρέψ τε μου να προτείνω, τότε», συνέχισα, «ότι θα έπρε πε να δείτε εσείς την Ανν Κάθερικ, και να κάνετε ό,τι μπο ρείτε για να κερδίσετε την εμπιστοσύνη της. Από πλευράς μου, δεν διανοούμαι να πανικοβάλω για δεύτερη φ ορά αυτό το φτω χό πλάσμα, όπως δυστυχώς την έχω πανικοβάλει ήδη. Έ χετε
140
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
καμία αντίρρηση να με συνοδεύσετε αύριο στην αγροικία;» «Κ αμία απολύτως. Θα πάω οπουδήποτε, και δα κάνω οτι δήποτε για να υπηρετήσω τα συμφέροντα της Δώρα. Πώς εί πα τε ότι λεγόταν το μ έρ ος;» «Π ρέπει να το ξέρετε καλά. Λέγεται Τοντ’ς Κόρνερ». «Φυσικά. Το Τοντ’ς Κόρνερ είναι μία από τρις αγροικίες του κυρίου Φέρλι. Η καμαριέρα μας είναι η δεύτερη κόρη του αγρό τη που το εκμεταλλεύεται. Πηγαινοέρχεται συνεχώς ανάμεσα στο σπίτι μας και στην αγροικία του π α τέρα της. και μπορεί να έχει ακούσει ή να έχει δει κάτι το οποίο ίσως είναι χρήσιμο σε μας να το ξέρουμε. Να διαπιστώσω αν η κοπέλα είναι κάτω ;» Χτύπησε το κουδούνι και έστειλε τον υπηρέτη να την ειδο ποιήσει. Εκείνος επέστρεψε και ανακοίνωσε ότι η μικρή ήταν εκείνη την ώρα στην αγροικία. Είχε να πάει τρεις μέρες, και η οικονόμος τής είχε δώσει άδεια να πάει σ πίτι της εκείνο το βρά δυ. για μία ή δύο ώρες. «Μ πορώ να της μιλήσω αύριο», είπε η μις Χάλκομπ, όταν ο υπηρέτης ξαναβγήκε από το δωμάτιο. «Στο μεταξύ, δα ήδελα να καταλάβω λεπτομερώς τι δα κερδίσω από μία συζήτηση με την Ανν Κάδερικ. Δεν έχετε καμιά αμφιβολία ότι ο άνδρωπος που την έκλεισε στο άσυλο ήταν ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ;» «Ούτε σκιά αμφιβολίας. Το μοναδικό μυστήριο που παραμένει, είναι το μυστήριο του κινήτρου του. Παρατηρώντας τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο επίπεδο της ζωής του και το δικό της, που φαίνεται να αποκλείει κάδε ιδέα της παραμικρής έστω σχέ σης ανάμεσά τους, είναι εξαιρετικά σημαντικό -ακόμη κι αν υπο δέσουμε ότι πραγματικά έπρεπε να τεδεί υπό περιορισμό- να ξέρουμε το λόγο για τον οποίο έπρεπε να είναι αυτός ο άνδρωπος που δα αναλάμβανε τη σοβαρή ευδύνη να την κλείσει-» «Σ ε ένα ιδιωτικό άσυλο νομίζω ότι είπα τε;» «Ν αι. σε ένα ιδιωτικό άσυλο, όπου δα πρέπει να καταβλήδηκε για την παραμονή της ένα χρηματικό ποσό, το οποίο κανένα φτωχό άτομο δεν δα μπορούσε να διαδέσει».
141
WI LKI E C OL L I NS
«Καταλαβαίνω ποια είναι η αμφιβολία που σας απασχολεί, κύριε Χάρτραϊτ, και σας υπόσχομαι ότι 9α διαλυθεί, άσχετα αν η Ανν Κάθερικ μας βοηθήσει αύριο ή όχι. Ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ δεν θα μακροημερεύσει σ ’ αυτό το σπίτι χωρίς να ικα νοποιήσει τα κριτήρια του κυρίου Γκίλμορ και τα δικά μου. Το μέλλον της αδελφής μου είναι ό,τι περισσότερο με ενδιαφέρει στη ζωή· και την επηρεάζω αρκετά, ώστε να διαθέτω κάποια δύναμη σε ό,τι έχει να κάνει με το γάμο της». Μ ετά το πρόγευμα, το άλλο πρωί, μία συνθήκη, την οποία τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς είχαν σβήσει από τη μνή μη μου, εμπόδισε την άμεση επίσκεψή μας στην αγροικία. Ή ταν η τελευταία μου μέρα στο Λίμεριτζ Χάουζ και έπρεπε, μόλις θα ερχόταν το ταχυδρομείο, να ακολουθήσω τη συμβουλή της μις Χάλκομπ και να ζητήσω την άδεια του κυρίου Φέρλι να μειώσω κατά ένα μήνα την επαγγελματική μας συνεργασία, εξαιτίας μιας απρόβλεπτης υποχρέωσης που με ανάγκαζε να επιστρέφω στο Λονδίνο. Ευτυχώς, για την πειστικότητα της δικαιολογίας αυτής, σε ό,τι είχε να κάνει με τα προσχήματα, το ταχυδρομείο μου έφ ε ρε εκείνο το πρωί δύο γράμματα από φίλους από το Λονδίνο. Τα πήρα αμέσως στο δωμάτιό μου και έστειλα με τον υπηρέ τη ένα μήνυμα στον κύριο Φέρλι, ζητώντας να μάθω πότε θα μπορούσα να τον δω για ένα σοβαρό θέμα. Περίμενα τη επιστροφή του υπηρέτη χωρίς το παραμικρό ίχνος αγωνίας για τον τρόπο με τον οποίο θα δεχόταν ο κύριός του το αίτημά μου. Με την άδεια του κυρίου Φέρλι - ή χωρίς αυ τή ν - έπρεπε να φύγω. Η συναίσθηση ότι είχα κάνει τώρα το πρώτο βήμα σ ’ αυτό το απαίσιο ταξίδι, που θα είχε ως αποτέ λεσμα να αποχωριστώ για πά ντα τη μις Φέρλι, έμοιαζε να έχει νεκρώσει την έγνοια μου για οτιδήποτε συνδεόταν με μένα τον ίδιο. Είχα τελειώσει με την ευαισθησία μου* είχα τελειώσει με τις ασήμαντες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες μου. Καμιά προσβολή
142
__
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡΑ.
του κυρίου Φέρλι. αν επέλεγε να φ ερδεί προσβλητικά, δεν δα μπορούσε να με πληγώσει τώρα. Ο υπηρέτης επέστρεψε με ένα μήνυμα για το οποίο δεν ήμουν απροετοίμαστος. Ο κύριος Φέρλι λυπόταν που η κατάσταση της υγείας του εκείνο το συγκεκριμένο πρωινό ήταν τέτοια που απ έ κλειε κάδε πιδανότητα ότι δα μπορούσε να έχει τη χαρά να με δεχτεί. Με παρακαλούσε, κατά συνέπεια, να δεχτώ τη συγγνώμη του και να τον ενημερώσω για ό.τι είχα να του πω με επιστολή. Παρόμοια μηνύματα μ ’ αυτό είχα λάβει, κατά διαστήματα, στη διάρκεια της τρίμηνης διαμονής μου στο σπίτι. Στο διάστημα όλης αυτής της περιόδου, ο κύριος Φέρλι είχε τη χαρά να με έχει στην υπηρεσία του. αλλά ποτέ δεν ήταν αρκετά καλά ώστε να με δει για δεύτερη φορά. Ο υπηρέτης πήγαινε όλους τους νέους πίνακες που αποκαδιστούσα στον κύριό του. μαζί με τα σέβη μου και επέστρεφε με άδεια χέρια και με τις ευγενικές φι λοφρονήσεις - τις «μεγαλύτερες ευχαριστίες» και την «ειλικρινή λύπη» του κυρίου Φέρλι, επειδή η κατάσταση της υγείας του εξακολουδούσε να τον υποχρεώνει να παραμένει φυλακισμέ νος στο δωμάτιό του. Ικανοποιητικότερη διευδέτηση και για τις δύο πλευρές δεν δα μπορούσε να έχει υιοδετηδεί. Δύσκολα δα μπορούσα να αποφανδώ ποιος από τους δύο, κάτω από τις συ γκεκριμένες συνδήκες, αισδανόταν τη μεγαλύτερη ευγνωμοσύ νη για τα ταραγμένα νεύρα του κυρίου Φέρλι. Κάδισα αμέσως να γράψω το γράμμα, εκφράζοντας αυτά που είχα να πω όσο πιο ευγενικά, καδαρά και σύντομα μου ήταν δυνατόν να το κάνω. Ο κύριος Φέρλι δεν βιάστηκε να απ α ντήσει. Πέρασε σχεδόν μία ώρα πριν μου παραδοδεί η απ ά ντησή του. Ή ταν γραμμένη με όμορφο, συμμετρικό και καδαρό γραφικό χαρακτήρα, με μωβ μελάνι, και σε χαρτί απαλό σαν έβενο και χοντρό σχεδόν σαν χαρτόνι. Μ ου έγραφε τα εξής:
Χαιρετίσματα του κυρίου Φέρλι στον κύριο Χάρτραϊτ. Ο κύριος Φέρλι ξαφνιάστηκε και απογοητεύτηκε
143
WI LKI E COL L I NS
πολύ περισσότερο α π’ όσο μπορεί να περιγράφει -υπό την παρούσα κατάσταση της υγείας του- από το αίτη μα του κυρίου Χάρτραπ. Ο κύριος Φέρλι δεν έχει εμπει ρία από επαγγελματικές σχέσεις, αλλά συμβουλεύτηκε τον οικονόμο του, που γνωρίζει α π ’ αυτά, κι εκείνος επιβεβαίωσε την άποψη του κυρίου Φέρλι ότι το αίτημα του κυρίου Χάρτραπ να του εππραπεί να σπάσει τη συμ φωνία του δεν μπορεί να δικαιολογηδεί από οποιαδή ποτε ανάγκη, με εξαίρεση -ίσως- μια υπόδεση ζωής και δανάτου. Αν η ιδιαίτερα υψηλή εκτίμηση προς την Τέ χνη και τους λειτουργούς της, που αποτελεί τη μοναδι κή παρηγοριά και ευτυχία για τον κύριο Φέρλι στην κα τάσταση που είναι, δα μπορούσε να κλονιστεί εύκολα, η παρούσα συμπεριφορά του κυρίου Χάρτραπ δα την είχε κλονίσει. Δεν το έχει καταφέρει· το μόνο που πέ τυχε ήταν να κλονίσει την εκτίμηση προς τον ίδιο τον κύριο Χάρτραπ. Έχοντας δηλώσει τη γνώμη του -στο βαδμό που η κα τάσταση των νεύρων του επιτρέπει να δηλώνει οτιδή ποτε-, ο κύριος Φέρλι δεν έχει τίποτε να προσδέσει πα ρά μόνο την έκφραση της απόφασής του σχετικά με το εξαιρετικά ασυνήδιστο αίτημα που του υποβλήδηκε. Καδώς η απόλυτη σωματική και πνευματική ηρεμία είναι ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωσή του. ο κύριος Φέρ λι δεν δα επιτρέψει στον κύριο Χάρτραπ να ταράξει την ηρεμία αυτή παραμένοντας στο σπίτι κάτω από εξαι ρετικά ενοχλητικές συνδήκες και για τις δύο πλευρές. Ως εκ τούτου, ο κύριος Φέρλι αποποιείται του δικαιώ ματος της άρνησης, αποκλειστικά και μόνο για να δια τηρήσει την ηρεμία του. και πληροφορεί τον κύριο Χάρτροίίτ ότι μπορεί να φύγει. Δίπλωσα το γράμμα και το έβαλα ανάμεσα στα υπόλοιπα
144
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
χαρτιά μου. Σε άλλη περίπτωση 9α το είχα εκλάβει ως προσβολή· τώρα το αποδέχτηκα ως μία απαλλαγή από την επαγγελματική υποχρέωσή μου. Το είχα ξεχάσει, το είχα βγάλει από τη μνήμη μου, όταν κατέβηκα στην τραπεζαρία και πληροφόρησα τη μις Χάλκομπ ότι ήμουν έτοιμος να πάμε μαζί στην αγροικία. « Ή ταν ικανοποιητική η απάντηση που σας έδωσε ο κύριος Φ έρλι;» ρώτησε, καθώς βγαίναμε από το σπίτι. «Μ ου επιτρέπει να φύγω, μις Χάλκομπ». Μου έριξε μια γρήγορη ματιά. Και τότε, για πρώτη φορά από τη στιγμή που την είχα γνωρίσει, έπιασε αυθόρμητα το μ πρά τσο μου. Δεν υπήρχαν λέξεις που 9α μπορούσαν να εκφράσουν τόσο θερμά ότι καταλάβαινε με ποιον τρόπο μου είχε δο θεί η άδεια να εγκαταλείψω τη θέση μου και ότι μου εξέφρα ζε την κατανόησή της - όχι ως ανώτερή μου, αλλά ως φίλη μου. Δεν είχα νιώσει το προσβλητικό γράμμα του κυρίου Φέρλι· ένιω θα βαθιά τη λυτρωτική ευγένεια της γυναίκας. Στο δρόμο προς την αγροικία κανονίσαμε ότι η μις Χάλκομπ θα έμπαινε μόνη στο σπίτι κι εγώ θα περίμενα α π ’ έξω, αρκετά κοντά ώστε να την ακούσω αν με φωνάξει. Υιοθετήσαμε αυτή τη διαδικασία προσέγγισης από φόβο ότι η παρουσία μου, μετά τα όσα είχαν συμβεί στο νεκροταφείο την προηγούμενη βραδιά, ίσως είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί και πάλι νευρική κρίση στην Ανν Κάθερικ και να της δημιουργήσει δυσπιστία για μια γυναίκα η οποία της ήταν άγνωστη. Η μις Χάλκομπ με άφησε μόνο, σκοπεύοντας να μιλήσει, με την πρώτη ευκαιρία, στη γυ ναίκα του αγρότη -γ ια του οποίου τη διάθεση να τη βοηθήσει ήταν απόλυτα βέβαιη-, ενώ εγώ θα την περίμενα εκεί γύρω. Ή μουν προετοιμασμένος ότι θα έμενα μόνος για κάποιο διά στημα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ωστόσο, δεν είχαν περάσει περισσότερα από πέντε λεπτά, όταν η μις Χάλκομπ επέστρεψε. « Αρνήθηκε να σας δει η Ανν Κ άθερικ;» ρώτησα έκπληκτος. «Η Ανν Κάθερικ έφ υγε», απάντησε η μις Χάλκομπ. «Έ φ υ γε;»
I4S
W I L K I E C O L L I N J ___ ______
______
«Έ φυγε με την κυρία Κλέμενς. Έ φυγαν και οι δύο από την αγροικία στις οκτώ το πρωί». Δεν μπορούσα να πω τίποτε - το μόνο που αισθανόμουν εί ναι ότι μαζί τους είχε φύγει και η τελευταία πιθανότητα να ανακαλύψουμε κάτι. «Ό λα όσα ξέρει η κυρία Τοντ για τις φιλοξενούμενες της τα ξέρω», συνέχισε η μις Χάλκομπ· «και είμαι, όπως είναι και εκεί νη, στο σκοτάδι. Επέστρεψαν και οι δύο ασφαλείς χθες το βρά δυ, αφού χωρίσατε, και πέρασαν το πρώτο μέρος της βραδιάς με την οικογένεια του κυρίου Τοντ, όπως συνήθως. Λίγο πριν από το δείπνο, ωστόσο, η Ανν Κάθερικ τους αιφνιδίασε με μια ξαφνική λιποθυμία. Είχε μια ανάλογη κρίση, λιγότερο ανησυχη τική, τη μέρα που είχαν φτάσει στην αγροικία, την οποία ο κύ ριος Τοντ είχε συνδυάσει, στην περίπτωση εκείνη, με κάτι που διάβαζε στην τοπική εφημερίδα, η οποία ήταν πάνω στο τραπέ ζι, και την οποία είχε αφήσει μόλις πριν από ένα ή δύο λεπτά». «Ξέρει η κυρία Τοντ ποιο συγκεκριμένο απόσπασμα στην εφη μερίδα την είχε επηρεάσει με αυτό τον τρ ό π ο ;» ρώτησα. «Ό χι», απάντησε η μις Χάλκομπ. «Την είχε ψάξει και δεν εί χε βρει κάτι που θα τάραζε οποιονδήποτε. Της ζήτησα, ωστό σο, την άδεια να τη δω κι εγώ. Στην πρώτη κιόλας σελίδα που άνοιξα, διαπίστωσα ότι ο εκδότης είχε εμπλουτίσει τις λιγοστές ειδήσεις του με ένα θέμα καθαρά οικογενειακό των Φέρλι - εί χε δημοσιεύσει, ανάμεσα στις άλλες αγγελίες γάμων της υψη λής κοινωνίας, την αγγελία γάμου της αδελφής μου, αντιγράφοντάς την από λονδρέζικες εφημερίδες. Συμπέρανα αμέσως ότι αυτή ήταν η παράγραφος που είχε επηρεάσει τόσο πα ρ ά ξενα την Ανν Κάθερικ, και νόμισα ότι είδα στην είδηση αυτή και το κίνητρο της επιστολής που έστειλε στο σπίτι μας την επόμενη μέρα». «Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία και για τα δύο. Αλλά τι ακούσατε για τη δεύτερη κρίση λιποθυμίας χθες το β ρ ά δυ ;» «Τίποτε. Η αιτία της παραμένει μυστήριο. Δεν υπήρχαν ξένοι
146
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
στο δωμάτιο. Η μοναδική επισκέπτρια ήταν η καμαριέρα μας, η οποία, όπως σας είπα, είναι μία από τις κόρες του κυρίου T ovr και η μοναδική συζήτηση ήταν τα συνηθισμένα κουτσομπολιά για τοπικά δέματα. Την άκουσαν να ξεφωνίζει και την είδαν να χλωμιάζει, χωρίς τον παραμικρό προφανή λόγο. Η κυρία Τοντ και η κυρία Κλέμενς την ανέβασαν στην κρεβατοκάμαρα, και η κυρία Κλέμενς παρέμεινε μαζί της. Τις άκουγαν να συζητάνε μέχρι πολύ αργά· και, νωρίς σήμερα το πρωί, η κυρία Κλέμενς πήρε στην άκρη την κυρία Τοντ, και της προκάλεσε απίστευτη έκπληξη το ότι της είπε πω ς έπρεπε να φύγουν. Η μοναδική εξή γηση που μπόρεσε να αποσπάσει η κυρία Τοντ από τη φιλοξενούμενή της ήταν ότι είχε συμβεί κάτι για το οποίο δεν ευθυνόταν κανένας από την αγροικία, αλλά ήταν αρκετά σοβαρό ώστε να κάνει την Ανν Κάδερικ να αποφασίσει να φύγει αμέσως από το Λίμεριτζ Χάουζ. Ή ταν δε τελείως άσκοπο, σχολίασε η κυρία Τσντ, να πιέσει την κυρία Κλέμενς να γίνει περισσότερο συγκε κριμένη. Εκείνη της επανέλαβε για άλλη μια φορά ότι, για το καλό της Ανν, έπρεπε η κυρία Τοντ να εύχεται να μη γίνουν στο μέλλον ε π ’ αυτού ερωτήσεις από κανέναν. Σοβαρά δε ταραγ μένη, έλεγε διαρκώς ότι η Ανν έπρεπε να φύγει, ότι η ίδια έπρε πε να πάει μαζί της, και ότι ο προορισμός τους έπρεπε να κρα τηθεί μυστικός από όλους. Δεν δα σας κουράσω με τις φιλόξε νες διαμαρτυρίες και ενστάσεις της κυρίας Τοντ. Τελικά, τις συ νοδέυσε στον πλησιέστερο σταθμό, πριν από τρεις ώρες περί που. Προσπάθησε επίμονα στο δρόμο να τις κάνει να μιλήσουν περισσότερο καθαρά, χωρίς αποτέλεσμα όμως. Τις άφησε έξω από το σταθμό, τόσο πολύ πληγωμένη και θιγμένη από την απότομη και αγενή αναχώρησή τους και την κάθε άλλο παρά φιλική απρο θυμία τους να εκδηλώσουν την ελάχιστη εμπιστοσύνη στο πρό σωπό της, ώστε έφυγε θυμωμένη, χωρίς να σταματήσει καν για να τις αποχαιρετήσει. Αυτά ακριβώς είναι που συνέβησαν. Ψάξ τε στη μνήμη σας, κύριε Χάρτραϊτ, και πείτε μου αν συνέβη κά τι χθες το βράδυ στο νεκροταφείο που να μπορεί να εξηγήσει
147
WI LKI E COL L I NS
αυτή την περίεργη φυγή των δύο γυναικών σήμερα το πρωί». « Θ α ήδελα να εξηγήσω πρώτα, μις Χάλκομπ, την ξαφνική αλ λαγή της Ανν Κάδερικ λίγες ώρες μόνο μετά τη συνάντησή μας, και ενώ είχε περάσει αρκετός χρόνος ώστε να ξεπεράσει κάδε ταραχή την οποία ίσως να της είχα προκαλέσει άδελά μου. Ρω τήσατε για τη συζήτηση που έκαναν ειδικά όταν λιποδύμησε;» «Ναι. Αλλά η ενασχόληση της κυρίας Τοντ με τις δουλειές του σπιτιού φαίνεται ότι δεν της επέτρεψε να συγκεντρώσει την προσοχή της στις συζητήσεις που γίνονταν. Το μόνο που μπό ρεσε να μου πει ήταν πως κουβέντιασαν μόνο για τα “νέα”, εν νοώντας, υποδέτω, ότι κουβέντιασαν για δέματα τοπικού εν διαφέροντος και μόνο». «Ίσω ς η μνήμη της καμαριέρας να είναι καλύτερη από της μητέρας της», είπα. «Ίσω ς είναι καλύτερα να μιλήσετε με τη μικρή, μις Χάλκομπ, αμέσως μόλις γυρίσουμε στο σπίτι». Η πρότασή μου μπήκε σε εφαρμογή μόλις επιστρέψ αμε στο σπίτι. Η μις Χάλκομπ με οδήγησε στην πτέρυγα του υπηρετι κού προσωπικού και βρήκαμε την καμαριέρα με σηκωμένα τα μανίκια ως τους αγκώνες, να καδαρίζει ένα τηγάνι και να τρα γουδάει ανοιχτόκαρδα δουλεύοντας. «Έ φ ερ α τον κύριο να δει το χώρο δουλειάς σου, Χ άννα», εί πε η μις Χάλκομπ. «Είναι, προς τιμήν σου, από τους καλύτε ρα οργανωμένους». Η μικρή κοκκίνισε και είπε ντροπαλά πως ήλπιζε ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να έχει τα π ά ντα καδαρά και στη δέση τους. «Ερχόμαστε από το σπίτι του πα τέρ α σου», συνέχισε η μις Χάλκομπ. «Ή σουν εκεί χδες το βράδυ, α π ’ ό,τι άκουσα· και βρήκες και επισκέψεις στο σ πίτι». «Ν αι, μις». «Μ ία από τις επισκέπτριες αδιαδέτησε και λιποδύμησε, α π ’ ό,τι έμαδα. Ειπώδηκε ή έγινε κάτι που την τρόμαξε; Κουβε ντιάζατε για κάτι φοβερό και τρομ ερό;» «Ω , όχι, μις!» είπε η μικρή γελώντας. «Για τα νέα μιλούσαμε».
148
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Σου έλεγαν δηλαδή οι αδελφές σου τα νέα από το χωριό και το Τοντ’ς Κ όρνερ;» «Ν αι, μις». «Και τους είπες εσύ τα νέα από το Λίμεριτζ Χάουζ;» «Ν αι, μις. Και είμαι απόλυτα σίγουρη ότι δεν ειπώδηκε κάτι που να την τρόμαξε, γιατί εγώ μιλούσα τη στιγμή που λιποθύ μησε. Τρόμαξα πολύ, ξέρετε, γιατί δεν είχα ξαναδεί άνδρωπο λιπόθυμο». Πριν της γίνουν άλλες ερωτήσεις, ειδοποιήδηκε να πά ει να παραλάβει ένα καλάθι με αυγά. Καθώς έφευγε, ψιθύρισα στη μις Χάλκομπ. «Ρωτήστε την αν έτυχε να αναφέρει χθες το βράδυ ότι ανα μένονταν επισκέψεις στο Λίμεριτζ Χάουζ». Η μις Χάλκομπ μου έδειξε, με το ύφος της, ότι καταλάβαι νε τι εννοούσα και έθεσε την ερώτηση αμέσως μόλις επ έ στρεψε η καμαριέρα. «Ω , ναι, μις- το ανέφερα», είπε η κοπέλα απλά. «Ο ι επ ι σκέψεις που περιμένουμε και το ατύχημα της σκουρόχρωμης αγελάδας ήταν τα νέα που είχα να πω ». «Α νέφ ερες και ονόματα; Τους είπες ότι αναμένεται τη Δευ τέρα ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ;» «Ν αι, μις. Τους το είπα ότι είναι να έλθει ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Ελπίζω να μην ήταν κακό· ελπίζω να μην ήταν κάτι που δεν έπρεπε να κάνω». « Ώ , όχι, δεν ήταν κακό. Ελάτε, κύριε Χάρτραϊτ. Η Χάννα θα αρχίσει να μ ας βρίσκει ενοχλητικούς, αν συνεχίσουμε να τη διακόπτουμε από τη δουλειά της». Κοντοσταθήκαμε και κοιταχτήκαμε, μόλις μείναμε μόνοι. «Έ χετε καμιά αμφιβολία, μις Χάλκομπ;» « Θ α διαλύσει ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ αυτή την αμφιβολία, κύριε Χάρτραϊτ. Διαφορετικά, η Δώρα Φέρλι δεν θα γίνει πο τέ γυναίκα του».
149
WI LKI E C OL L I NS
XIV Καθώς κάναμε το γύρο για να βρεθούμε στην μπροστινή πλευ ρά του σπιτιού, μία μικρή άμαξα από το σταθμό πλησίασε προς το μέρος μας. Η μις Χάλκομπ περίμενε στα σκαλιά της εισό δου μέχρι που η άμαξα έφτασε κοντά και σταμάτησε· μετά προ χώρησε κι έσφιξε το χέρι ενός ηλικιωμένου άντρα που κατέ βηκε από την άμαξα αμέσως μόλις έπεσε η μικρή σκάλα. Ο κύριος Γκίλμορ είχε έλθει. Τον κοίταξα, όταν συστηθήκαμε, με ένα ενδιαφέρον και μια περιέργεια την οποία δύσκολα μπορούσα να κρύψω. Ο ηλικιω μένος αυτός άντρας θα παρέμενε στο Λίμεριτζ Χάουζ μετά τη δική μου αναχώρηση· θα άκουγε τις εξηγήσεις του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ και θα πρόσφερε στη μις Χάλκομπ τη βοήθεια της εμπειρίας του για να σχηματίσει την κρίση της· θα περίμενε μέχρι να ρυθμιστεί το θέμα του γάμου· και το χέρι του, αν η απόφαση για το ζήτημα αυτό ήταν θετική, θα συνέτασσε τη συμ φωνία η οποία θα έδενε οριστικά τη μις Φέρλι. Ακόμη και τό τε, που δεν γνώριζα τίποτε α π ’ όσα γνωρίζω τώρα, κοίταξα τον οικογενειακό δικηγόρο με ένα ενδιαφέρον που δεν είχα ξανα νιώσει για άνθρωπο ο οποίος μου ήταν τελείως άγνωστος. Εξωτερικά, ο κύριος Γκίλμορ ήταν το ακριβώς αντίθετο της συμβατικής εικόνας ενός ηλικιωμένου δικηγόρου. Η γενική ει κόνα του ήταν εικόνα υγιούς ανθρώπου - τα άσπρα μαλλιά του ήταν μάλλον μακριά και προσεκτικά χτενισμένα· το μαύρο σα κάκι. το γιλέκο και το παντελόνι του έπεφταν άψογα πάνω του· η άσπρη γραβάτα του ήταν προσεκτικά δεμένη· τα ελαφρά μωβ γάντια του θα μπορούσαν να στολίζουν άνετα τα χέρια ενός κομψού κληρικού. Οι τρόποι του διακρίνονταν από την τυπική ευγένεια και λεπτότητα της άψογης οικογενειακής και σχολι κής ανατροφής, που ενισχυόταν από τη διορατικότητα ενός αν θρώπου του οποίου η επαγγελματική ενασχόληση επιβάλλει να βρίσκεται πά ντα σε εγρήγορση. Έ νας αισιόδοξος χαρακτήρας.
I
so
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
και οι καλύτερες προοπτικές για ξεκίνημα· μία μακρά καριέρα αξιόπιστης και ήρεμης ευημερίας· μία ευχάριστη, φιλόπονη, αξιοσέβαστη τρίτη ηλικία, αυτές ήταν οι γενικές εντυπώσεις που αποκόμισα από τη γνωριμία μου με τον κύριο Γκίλμορ - και εί ναι σωστό και δίκαιο να προσδέσω ότι η άποψη που σχημάτι σα αργότερα ενίσχυσαν τις αρχικές εντυπώσεις μου. Αφησα τον ηλικιωμένο κύριο και τη μις Χάλκομπ να μπουν μαζί στο σπίτι και να συζητήσουν για οικογενειακά δέματα, ανε νόχλητοι από την παρουσία ενός ξένου. Εκείνοι διέσχισαν το χωλ πηγαίνοντας προς το σαλόνι κι εγώ ξανακατέβηκα τη σκά λα για να περιπλανηδώ μόνος μου στον κήπο. Οι ώρες μου ήταν μετρημένες στο Λίμεριτζ Χάουζ - η ανα χώρησή μου ήταν αμετάκλητα καδορισμένη, και η συμμετοχή μου στην έρευνα, την οποία το ανώνυμο γράμμα είχε καταστήσει απαραίτητη, πλησίαζε στο τέλος της. Κανένας άλλος εκτός από μένα δεν δα μπορούσε να πληγεί αν ξανάφηνα ελεύδερη την καρδιά μου, για το λιγοστό διάστημα που μου είχε απομείνει, και αποχαιρετούσα τους χώρους που συνδέονταν με το σύντομο όνειρο της ευτυχίας και της αγάπης μου. 'Εστριψα ενστικτωδώς στο δρομάκι κάτω από το παράδυρο του εργαστηρίου μου όπου την είχα δει την προηγούμενη βραδιά με το σκυλάκι της, και ακολούδησα το μονοπάτι που τόσο συχνά πατούσαν τα πόδια της μέχρι που έφτασα στην ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στο ροδόκηπο της. Η χειμωνιάτικη ερημιά απλω νόταν τώρα πάνω του. Τα λουλούδια που μου είχε μάδει να ξε χωρίζω με τα σνόματά τους, τα λουλούδια που της είχα μάδει να ζωγραφίζει, δεν υπήρχαν τώρα· και τα μικροσκοπικά λευκά δρο μάκια ανάμεσα από τα παρτέρια ήταν κιόλας υγρά και χορτα ριασμένα. Προχώρησα προς την πλευρά των δέντρων όπου εί χαμε ανασάνει μαζί το ζεστό άρωμα της αυγουστιάτικης νύχτας· όπου είχαμε δαυμάσει μαζί τους μυριάδες συνδυασμούς φωτο σκιάσεων που απλώνονταν στο έδαφος μπροστά μας. Τα φύλ λα έπεφταν γύρω μου από τα φορτωμένα κλαδιά και η βαριά
WI LKI E COL L I NS
ατμόσφαιρα πάγωνε τα κόκαλά μου. Μερικά βήματα ακόμη, και βρέθηκα έξω από τον κήπο, ακολουθώντας το μονοπάτι που ανηφόριζε προς τους κοντινούς λόφους. Τα γέρικα δέντρα στην άκρη του δρόμου, όπου τόσες φορές είχαμε καθίσει να ξεκουρα στούμε, ήταν μουσκεμένα από τη βροχή, και η περιοχή με τις φ τέρες και τα χόρτα που της είχα ζωγραφίσει, δίπλα στον πέ τρινο τοίχο μπροστά μας, είχε μετατραπεί σε μια λιμνούλα. Έ φτασα στην κορυφή του λόφου και κοίταξα το τοπίο που εί χαμε θαυμάσει τόσες φορές σε ευτυχέστερες ώρες. Ή ταν π α γωμένο και γυμνό· δεν ήταν πια το τοπίο που θυμόμουν. Η λάμ ψη της παρουσίας της ήταν πια μακριά μου· η γοητεία της φω νής της δεν χάιδευε πια τα αυτιά μου. Σ ’ αυτό το σημείο μου εί χε μιλήσει για τον πα τέρα της, που τον είχε χάσει μετά τη μη τέρα της· μου είχε πει πόσο πολύ αγαπούσαν ο ένάς τον άλλο, και πόσο πολύ της έλειπε τώρα, όταν έμπαινε σε ορισμένα δω μάτια του σπιτιού και θυμόταν ξεχασμένες ασχολίες, και δρα στηριότητες τις οποίες εκείνος συνήθως είχε. Ή ταν το τοπίο που είχα δει επηρεασμένος από τη γοητεία των λόγων της, το ίδιο τοπίο που έβλεπα τώρα, μόνος μου στην κορυφή του λόφου. Γύ ρισα και πήρα το δρόμο της επιστροφής - πάνω από το βάλτο, γύρω από τους αμμόλοφους κάτω στην παραλία. Έ β λ επα τους λευκούς αφρούς των κυμάτων - αλλά πού ήταν το μέρος όπου είχε χαράξει αφηρημένα σχέδια με την άκρη της ομπρέλας της πάνω στην άμμο; πού ήταν το μέρος που είχαμε καθίσει μαζί, ενώ εκείνη έκανε ερωτήσεις για μένα και το σπίτι μου, γυναι κείες ερωτήσεις για τη μητέρα μου και την αδελφή μου, και ανα ρωτιόταν αθώα αν θα εγκατέλειπα ποτέ το εργένικο διαμέρισμά μου για να αποκτήσω σύζυγο και δικό μου σπίτι; Ο άνεμος και το κύμα είχαν σβήσει τα ίχνη που είχε αφήσει στην αμμουδιά. Κοίταξα γύρω μου το μονότονο τοπίο, και το σημείο όπου είχα με περάσει πολλές ηλιόλουστες ώρες μου φαινόταν άγνωστο, σαν να μην το είχα ξαναδεί· πρωτόγνωρο, λες και στεκόμουν σε παραλία μιας ξένης χώρας.
jtf Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α Η άδεια και βαριά σιγή της παραλίας πάγωνε την καρδιά μου. Ξαναγύρισα στο σπίτι και στον κήπο, όπου σε κάδε στροφή υπήρχαν ίχνη της, και μιλούσαν γι’ αυτήν. Στη δυτική πλευρά του κήπου συνάντησα τον κύριο Γκίλμορ. Προφανώς έψαχνε να με βρει, γιατί τάχυνε το βήμα του μόλις με είδε. Η ψυχολογική μου κατάσταση δεν ήταν η κατάλληλη για να δεχτώ τη συντροφιά ενός αγνώστου. Αλλά η συνάντη ση ήταν αναπόφευκτη, και αποφάσισα να την αξιοποιήσω όσο καλύτερα μπορούσα. «Είστε ο άνδρωπος που ήδελα να δω», είπε ο ηλικιωμένος τζέ ντλεμαν. «Είχα να σας πω δυο λόγια, αγαπητέ μου. Αν δεν έχε τε αντίρρηση, δα εκμεταλλευτώ την ευκαιρία που μου προσφέρεται αυτή τη στιγμή. Για να το δέσω απλά, η μις Χάλκομπ κι εγώ συζητήσαμε για οικογενειακά δέματα -δέμ α τα που είναι η αιτία της εδώ παρουσίας μ ου- και, στην πορεία της συζήτησής μας, έφτασε τελικά να μου μιλήσει για το δυσάρεστο εκείνο δέ μα που συνδεόταν με το ανώνυμο γράμμα, και για τη συμμετο χή την οποία είχατε ως τώρα στη διαδικασία αυτή. Η συμμετο χή αυτή -κατανοώ απόλυτα- δικαιολογεί το ενδιαφέρον, το οποίο υπό άλλες συνδήκες ίσως να μην είχατε επιδείξει προκειμένου να διασφαλίσετε ότι η μελλοντική διαχείριση της έρευνας, την οποία εσείς αρχίσατε, δα περιέλδει σε ασφαλή χέρια. Αγαπητέ μου κύριε, να είστε ήσυχος ως προς αυτό - δα περιέλδει στα δι κά μου χέρια!» «Είστε, από κάδε άποψη, κύριε Γκίλμορ, καταλληλότερος από μένα για να συμβουλεύσετε, και να ενεργήσετε στο δέμα αυτό. Είναι αδιακρισία εκ μέρους μου να ρωτήσω αν έχετε ήδη αποφασίσει ως προς την πορεία που δα ακολουδήσετε;» «Στο βαδμό που είναι δυνατόν να αποφασίσω, κύριε Χάρτραϊτ, έχω αποφασίσει. Σκοπεύω να στείλω στο δικηγόρο του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ στο Λονδίνο, με τον οποίο έχω κάποια επικοι νωνία, ένα αντίγραφο της επιστολής, συνοδευόμενο από την πε ριγραφή των συνδηκών. Το γράμμα δα το κρατήσω εδώ, για να
; S3
WI LKI E COL L I NS
το δείξω στον σερ Πέρσιβαλ μόλις έλθει. Σχετικά με τον εντο πισμό των δύο γυναικών, έχω ήδη φροντίσει, στέλνοντας έναν από τους υπηρέτες του κυρίου Φέρλι -έ ν α άτομο εμπιστοσύ νη ς- στο σταδμό για να κάνει τη σχετική έρευνα. Έχει και χρή ματα και οδηγίες, και δα ακολουθήσει τα ίχνη των γυναικών προκειμένου να βρει όποια στοιχεία μπορέσει. Αυτά είναι όλα εκεί να που μπορούν να γίνουν μέχρι να έλθει τη Δευτέρα ο σερ Πέρσιβαλ. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι δα μας δώσει αμέ σως κάδε εξήγηση που μπορεί να αναμένει κανείς από έναν έντι μο και αξιοπρεπή άντρα. Ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ στέκεται πο λύ ψηλά, κύριε - έχει μία εξέχουσα δέση, και ένα υπεράνω υπο ψίας καλό όνομα· είμαι απόλυτα ήσυχος σχετικά με τα αποτε λέσματα που δα έχουμε- απόλυτα ήσυχος, μπορώ να σας δια βεβαιώσω. Εκ πείρας, γνωρίζω ότι τέτοιου είδους συμβάντα εί ναι συχνά. Ανώνυμα γράμματα, δυστυχισμένες γυναίκες, θλιβερές κοινωνικές καταστάσεις... Δεν αρνούμαι ότι υπάρχουν αξιο πρόσεκτες πτυχές σ ’ αυτή την υπόδεση- αλλά η υπόθεση αυτή καθαυτή είναι, δυστυχώς, συνηθισμένη. Συνηθισμένη!» «Φοβάμαι, κύριε Γκίλμορ, ότι έχω την ατυχία να διαφωνώ μα ζί σας ως προς τον τρόπο με τον οποίο βλέπω την υπόδεση». «Φυσικό είναι, αγαπητέ μου κύριε! Φυσικό είναι. Είμαι γέ ρος, και προτιμώ την πρακτική άποψη. Εσείς είστε νέος, και επιλέγετε τη ρομαντική. Ας μη διαφωνήσουμε ως προς τις από ψεις μας. Ζω, ως εκ του επαγγέλματος μου, σε μια ατμόσφαι ρα συνεχών διαφωνιών, κύριε Χάρτραϊτ· και το απολαμβάνω, όταν μου δίνεται η ευκαιρία να ξεφεύγω από την ατμόσφαιρα αυτή, όπως ξεφεύγω εδώ. Θα περιμένουμε γεγονότα. Ναι! Θα περιμένουμε γεγονότα. Ωραίο μέρος, ε; Καλό για κυνήγι; Μ άλ λον όχι - δεν νομίζω να διαθέτει ο κύριος Φέρλι τη γη του για τέτοιες δραστηριότητες. Ωραίο μέρος, πάντω ς· και θαυμάσιοι άνθρωποι. Ζωγραφίζετε, μου είπαν, κύριε Χάρτραϊτ. Ζηλευτή ενασχόληση. Ποια τεχνοτροπία ακολουθείτε;» Πιάσαμε μια γενική συζήτηση· ή, μάλλον, ο κύριος Γκίλμορ
___
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α M E J A ΑΣ ΠΡ Α
μιλούσε, κι εγώ άκουγα. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη αλ λού, και όχι σ’ εκείνον ούτε και στα δέματα για τα οποία μι λούσε τόσο φλύαρα Ο μοναχικός περίπατος των δύο προηγούμενων ωρών με είχε επηρεάσει - μου είχε βάλει την ιδέα να επισπεύ σω την αναχώρησή μου από το Λίμεριτζ Χάουξ. Γιατί να π α ρατείνω έστω και για ένα περιττό λεπτό τη σκληρή δοκιμασία του αποχαιρετισμού; Ποια άλλη υπηρεσία δ α μπορούσε να π ε ριμένει κάποιος από μένα; Δεν υπήρχε κάποια χρησιμότητα που δα μπορούσε να υπηρετηδεί από την παραμονή μου στο Κάμ περ λα ντ δεν είχε τεδεί κανένας χρονικός περιορισμός από τον εργοδότη μου. Γιατί να μην τερματίσω την παραμονή μου εκεί; Αποφάσισα να το κάνω. Αργούσε ακόμη να σκοτεινιάσει δεν υπήρχε κανένας λόγος να μην αρχίσει το ίδιο κιόλας από γευμα το ταξίδι της επιστροφής μου στο Λονδίνο. Κατέφυγα στην πρώτη ευγενική δικαιολογία που μου πέρασε από το μυα λό για να παρατήσω τον κύριο Γκίλμορ, και επέστρεψ α αμέ σως στο σπίτι. Ανεβαίνοντας στο δωμάτιό μου, συνάντησα τη μις Χάλκομπ στη σκάλα. Κατάλαβε, από τη βιασύνη των κινήσεών μου και την αλλαγή της συμπεριφοράς μου, ότι κάποια νέα απόφαση είχα πάρει, και ρώτησε τι είχε συμβεί. Της είπα τους λόγους που με είχαν κάνει να σκεφτώ να επ ι σπεύσω την αναχώρησή μου. «'Οχι, όχι», είπε, ανυπόμονα και ευγενικά. «Ν α φύγετε σαν φίλος. Μείνετε να φάμε μαζί μία φορά ακόμη. Μείνετε, και βοηδήστε μας να περάσουμε την τελευταία βραδιά μαζί σας όσο πιο ευχάριστα γίνεται - το ίδιο ευχάριστα με τις πρώτες μέρες. Είναι επιδυμία μου, επιδυμία της κυρίας Βέσεϊ...» κόμπιασε προς στιγμήν, και μετά πρόσδεσε: «και επιδυμία της Λώρα». Υποσχέδηκα να μείνω. Ο Θεός ξέρει ότι δεν είχα καμιά διάδεση να αφήσω την παραμικρή κακή εντύπωση σε οποιαδή ποτε α π ’ όλες τους. Το δωμάτιό μου ήταν το καλύτερο μέρος για να περάσω την
WI L KI E COL L I NS
ώρα μου μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι για το δείπνο. Περίμενα εκεί μέχρι να έλθει η ώρα να κατέβω. Δεν είχα μιλήσει με τη μις Φ έρλι -ο ύ τε καν την είχα δ ε ι- όλη εκείνη την ημέρα. Η πρώτη συνάντηση μαζί της, όταν μπήκα στην τραπεζαρία, ήταν μία σκληρή δοκιμασία για την ψυχραι μία της, και τη δική μου. Είχε κάνει κι εκείνη ό,τι μπορούσε για να ξαναζωντανέψει η προηγούμενη ευχάριστη ατμόσφαι ρα. Είχε φορέσει το φόρεμα που θαύμαζα περισσότερο α π ’ όσα άλλα είχε - ένα σκούρο μπλε μεταξωτό φόρεμα, κομψά ραμ μένο και όμορφα στολισμένο με πα λιά δαντέλα. Πλησίασε να με χαιρετήσει με τον συνηθισμένο αυθορμητισμό της - μου έδω σε το χέρι της με την ειλικρινή, αθώα διάθεση ευτυχέστερων ημερών. Τα παγωμένα δάχτυλά της, που έτρεμαν μέσα στα δι κά μου· τα χλωμά μάγουλα με το έντονο ερύθημα· το αμυδρό χαμόγελο που πάσχιζε να διατηρηθεί στα χείλη της και χάθη κε μόλις την κοίταξα... όλα μου αποκάλυπταν με ποιες εσω τερικές θυσίες διατηρούσε την εξωτερική της επίπλαστη ψυ χραιμία. Η καρδιά μου δεν μπορούσε να τη φέρει πιο κοντά μου, γιατί διαφορετικά θα την είχα αγαπήσει εκείνη τη στιγμή όσο δεν την αγάπησα ποτέ ως τότε. Ο κύριος Γκίλμορ αποδείχτηκε σημαντική βοήθεια για όλους μας. Ή ταν εξαιρετικά ευδιάθετος και κατηύθυνε τη συζήτηση με αμείωτη διάθεση. Η μις Χάλκομπ συμπαραστεκόταν απο φασιστικά, κι εγώ έκανα ό,τι μπορούσα για να ακολουθήσω το παράδειγμά της. Τα ευγενικά γαλανά μάτια, των οποίων την π α ραμικρή αλλαγή έκφρασης είχα μάθει να ερμηνεύω τόσο καλά, με κοίταξαν ικετευτικά όταν καθίσαμε στο τραπέζι. Βοηθήστε την αδελφή μου - έμοιαζε να μου λέει το γλυκό ανυπόμονο βλέμ μα της· βοηθήστε την αδελφή μου, και θα βοηθήσετε εμένα. Δειπνήσαμε, φαινομενικά τουλάχιστον, αρκετά ευχάριστα 'Οταν οι κυρίες σηκώθηκαν από το τραπέζι και ο κύριος Γκίλμορ κι εγώ μείναμε μόνοι στην τραπεζαρία, ένα νέο στοιχείο προέκυψε - κατάφερα να ηρεμήσω χάρη σε μερικά λεπτά αναγκαίας
I 56
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
και ευπρόσδεκτης σιγής. Ο υπηρέτης που είχε σταλεί να εντο πίσει την Ανν Κάδερικ και την κυρία Κλέμενς επέστρεψ ε με την αναψορά του και ήρδε αμέσως στην τραπεζαρία. «Λ οιπόν», είπε ο κύριος Γκίλμορ, «τι ανακάλυψες;» «Α νακάλυψα, κύριε», απάντησε ο υπηρέτης, «ότι οι δύο γυ ναίκες αγόρασαν εισιτήρια για το Καρλάιλ». «Π ήγες, φυσικά, στο Καρλάιλ». «Π ήγα, κύριε. Αλλά, δυστυχώς, δεν κατάφερα να βρω άλλα ίχνη τους». «Ρώτησες στον σιδηροδρομικό σταδμό;» «Ν αι, κύριε». «Και στα διάφορα πανδοχεία;» «Ν αι, κύριε». «Και άφησες τη δήλωση που σου έγραψα στο αστυνομικό τμ ήμ α;» «Την άφησα, κύριε». «Τότε, φ ίλε μου, έκανες ό,τι μπορούσες, και έκανα κι εγώ ό,τι μπορούσα - και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο μέχρι να προκύψει κάτι καινούργιο. Τα παίξαμε τα χαρτιά μας, κύ ριε Χάρτραϊτ», συνέχισε ο ηλικιωμένος κύριος, όταν αποχώρη σε ο υπηρέτης. «Π ρος το παρόν, τουλάχιστον, οι γυναίκες μάς ξέφ υ γαν και η μοναδική μας λύση, τώρα, είναι να περιμένου με μέχρι να έλδει τη Δευτέρα ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Δεν δα ξαναγεμίσετε το ποτήρι σας; Είναι ωραίο κρασί - πλούσιο, π α λιό κρασί. Έχω, πάντως, καλύτερο στο κελάρι μου». Επιστρέψαμε στο σαλόνι - στο δωμάτιο που είχα περάσει τις ευτυχέστερες β ραδιές της ζωής μου- στο δωμάτιο το οποίο, μετά α π ’ αυτή την τελευταία βραδιά, δεν δα ξανάβλεπα. Η ει κόνα του είχε αλλάξει από τότε που οι μέρες είχαν μικρύνει και η δερμοκρασία είχε πέσει. Η μπαλκονόπορτα που έβγαζε στη βεράντα ήταν κλειστή και καλυπτόταν από χοντρές κουρ τίνες. Αντί για το απαλό ημίφως στο οποίο συνηδίζαμε να καδόμάστε, τώρα δάμπωνε τα μάτια μου το εκτυφλωτικό φως της
I 57
WI LKI E C OL L I NS
_
λάμπας. Ό λ α ήταν διαφορετικά - και μέσα κι έξω, τα πάντα ήταν διαφορετικά. Η μις Χάλκομπ και ο κύριος Γκίλμορ κάδισαν μαζί στο τρα πέζι για χαρτιά· η κυρία Βέσεϊ έπιασε τη συνηδισμένη καρέ κλα της. Δεν υπήρχε τίποτε που δα μπορούσε να περιορίσει τη διάδεσή τους να απολαύσουν τη βραδιά, γι’ αυτό και αισδανόμουν πιο οδυνηρά τη δική μου περιορισμένη διάδεση να τους ακολουδήσω. Είδα τη μις Φέρλι να στέκεται κοντά στο αναλόγιο της μουσικής. Περίμενα αναποφάσιστος - δεν ήξε ρα ούτε πού να πάω, ούτε τι να κάνω. Μ ου έριξε μια γρήγορη ματιά, πήρε ξαφνικά μια παρτιτούρα από το αναλόγιο και ήρδε προς το μέρος μου. « Ν α παίξω κάποια από εκείνες τις μικρές μελωδίες του Μότσαρτ που σας άρεσαν τόσο π ο λ ύ ;» ρώτησε, κρατώντας νευ ρικά την παρτιτούρα και κοιτάζοντάς την όση ώρα μιλούσε. Πριν προλάβω να την ευχαριστήσω, πήγε βιαστικά στο πιάνο. Η καρέκλα δίπλα του, την οποία συνήδιζα πάντα να καταλαμ βάνω, ήταν άδεια. Έ παιξε μερικές νότες, μετά γύρισε και με κοί ταξε, και ύστερα ξανάστρεψε το βλέμμα της στην παρτιτούρα. «Δεν δα καδίσετε στην πα λιά σας δέσ η;» είπε, μιλώντας πο λύ κοφτά και πολύ σιγά. «Ίσω ς καδίσω για τελευταία βραδιά», απάντησα. Δεν μου απάντησε. Είχε συγκεντρωμένη την προσοχή της στη μουσική· μια μουσική που είχε αποτυπωμένη στη μνήμη της και την είχε παίξει επανειλημμένα χωρίς την παρτιτούρα. Ή ξε ρα ότι με είχε ακούσει, ήξερα ότι την αναστάτωνε η παρουσία μου - το ήξερα από το ερύδημα που στόλιζε το μάγουλό της, και την απότομη χλωμάδα που αμέσως μετά απλώδηκε στο πρό σωπό της ολόκληρο. «Λ υπάμαι πολύ που φεύγετε», είπε, με τη φωνή της να ηχεί σχεδόν σαν ψίδυρος, τα μάτια της να κοιτάζουν όλο και πιο επί μονα την παρτιτούρα, και τα δάχτυλά της να τρέχουν πάνω στα πλήκτρα του πιάνου με μια παράξενα πυρετώδη ενεργητικότητα
___
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ_ΤΑ ΑΣΠΡ Α
την οποία δεν είχα προσέξει ποτέ άλλοτε στη συμπεριφορά της. « Θ α δυμάμαι συνεχώς αυτά τα ευγενικά λόγια, μις Φέρλι». Η χλωμάδα έγινε εντονότερη στο πρόσωπό της, το οποίο και απέστρεψε περισσότερο από το δικό μου. «Μ η μιλάτε για το αύριο», είπε. «Α ς μιλήσει απόψε μόνο η μουσική, με μια γλώσσα πιο χαρούμενη από τη δική μας». Τα χείλη της έτρεμαν. Έ νας αμυδρός αναστεναγμός ξέφυγε α π ’ αυτά, που μάταια πάσχισε να τον καταπνίξει. Τα δάχτυ λά της δίστασαν για λίγο στο πιάνο· έπαιξε μια λάδος νότα· προσπάθησε αμήχανα να τη διορθώσει· ύστερα άφησε τα χέ ρια της να πέσουν στα γόνατά της. Η μις Χάλκομπ και ο κύ ριος Γκίλμορ σήκωσαν ξαφνιασμένοι το βλέμμα τους από το τραπέζι που έπαιζαν χαρτιά. Ακόμη και η κυρία Βέσεϊ, που λαγοκοιμόταν στην καρέκλα της, ξύπνησε από την ξαφνική δια κοπή της μουσικής και ρώτησε τι είχε συμβεί. «Π αίζετε ουίστ, κύριε Χ άρτραϊτ;» ρώτησε η μις Χάλκομπ, με τη ματιά της στραμμένη επιδεικτικά στο σημείο που καθόμουν. Ή ξερ α τι εννοούσε· ήξερα ότι είχε δίκιο, και σηκώθηκα αμέ σως για να πάω στο τραπέζι της χαρτοπαιξίας. Καθώς απο μακρυνόμουν από το πιάνο, η μις Φέρλι γύρισε σε μια άλλη σελίδα της παρτιτούρας και ξανάγγιξε τα πλήκτρα με πιο σί γουρα χέρια. « Θ α το παίξω », είπε, χτυπώντας τα πλήκτρα σχεδόν π α θιασμένα. «Θ α το παίξω αυτή την τελευταία βραδιά». «Ελάτε, κυρία Βέσεϊ», είπε η μις Χάλκομπ. «Ο κύριος Γκίλ μορ κι εγώ βαρεθήκαμε το εσκαρτέ - ελάτε να κάνετε ζευγά ρι με τον κύριο Χάρτραϊτ στο ουίστ». Ο ηλικιωμένος δικηγόρος χαμογέλασε ειρωνικά. Κέρδιζε την παρτίδα, και μόλις είχε τραβήξει ρήγα. Προφανώς απέδιδε την απότομη αλλαγή της μις Χάλκομπ στην αδυναμία της να συνε χίσει τη χαμένη παρτίδα. Η υπόλοιπη βραδιά πέρασε χωρίς μια λέξη ή ένα βλέμμα εκ μέρους της - διατήρησε τη θέση της στο πιάνο κι εγώ τη δική
/ S9
WI LKI E COL L I NS
μου στο τραπέζι. Έ παιζε ασταμάτητα· έπαιζε, λες και η μου σική ήταν το μοναδικό καταφύγιό της. Μ ερικές φορές, τα δά χτυλά της άγγιζαν τα πλήκτρα με μια απαράμιλλη προσήλω ση, μια σχεδόν αργοπορημένη, απαλή, μελαγχολική τρυφερό τητα - απερίγραπτα όμορφη και λυπητερή στο άκουσμά της· μερικές φορές δίσταζαν και την πρόδιδαν, ή κινούνταν βιαστι κά πάνω στο όργανο, λες και θεωρούσαν αγγαρεία τη δουλειά τους. Ωστόσο, όποια εντύπωση κι αν έδιναν, η διάθεση να πα ί ξουν δεν τα εγκατέλειψε ούτε στιγμή. Μ ετά από αρκετή ώρα, και η μις Φέρλι σηκώθηκε από το πιάνο όταν σηκωθήκαμε όλοι για να καληνυχτίσουμε ο ένας τον άλλο. Η κυρία Βέσεϊ ήταν η πλησιέστερη προς την πόρτα και η πρώ τη που μου έδωσε το χέρι της. «Δεν θα σας ξαναδώ, κύριε Χ άρτραϊτ», είπε η ηλικιωμένη κυ ρία. «Ειλικρινά λυπάμαι που φεύγετε. Υπήρξατε πολύ ευγενι κός και διακριτικός - μια ηλικιωμένη γυναίκα όπως εγώ κατα λαβαίνει την ευγένεια και τη διακριτικότητα. Σας εύχομαι να ευτυχήσετε, κύριε· και σας εύχομαι να πά τε στο καλό». Ακολούθησε ο κύριος Γκίλμορ. «Ελπίζω ότι θα έχουμε μελλοντικά την ευκαιρία να βελτιώ σουμε τη γνωριμία μας, κύριε Χάρτραϊτ. Αντιλαμβάνεστε, φ α ντάζομαι, ότι το μικρό εκείνο θέμα είναι ασφαλές στα χέρια μου. Ναι, ναι, φυσικά! Χριστέ μου, πόσο κρύο κάνει! Να μη σας κρα τώ άλλο στην πόρτα. Καλό ταξίδι, αγαπητέ μου! Bon Voyage, όπως λένε οι Γάλλοι». Ακολούθησε η μις Χάλκομπ. «Επτάμισι αύριο το πρω ί», είπε· και μετά πρόσδεσε, ψιθυ ριστά: «Είδα και άκουσα περισσότερα α π ’ όσα νομίζετε. Η απο ψινή συμπεριφορά σας με έχει κάνει ισόβια φίλη σας». Η μις Φέρλι ήρθε τελευταία. Δεν άντεξα να την κοιτάξω όταν έπιασα το χέρι της - σκεφτόμουν το επόμενο πρωινό. «Η αναχώρησή μου είναι προγραμματισμένη για πολύ νωρίς», είπα. «Θ α έχω φύγει, μις Φέρλι, πριν εσ είς-»
160
____
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ ΠΡΑ
«Ό χι, όχι», με διέκοψε βιαστικά· «δεν 8α φύγετε πριν σας δω. Θα κατέβω να προγευματίσω με τη Μ αρίαν. Δεν είμαι τό σο αχάριστη, ώστε να έχω ξεχάσει τους τελευταίους τρεις μή νες...» Η φωνή της την πρόδωσε. Το χέρι της έκλεισε ευγενικά γύ ρω από το δικό μου, και μετά το τράβηξε απότομα. Πριν προ λάβω να πω καληνύχτα, είχε φύγει. Το μοιραίο έρχεται γρήγορα να με συναντήσει· έρχεται ανα πόφευκτα, καδώς το φως του τελευταίου πρωινού απλώδηκε πάνω στο Λίμεριτζ Χάουζ. Ή ταν σχεδόν επτά και μισή όταν κατέβηκα, αλλά τις βρήκα και τις δύο στο τραπέζι να με περιμένουν. Στην παγερή ατμό σφαιρα. στο μισοσκόταδο, στη βαδιά πρωινή σιγή του σπιτιού, καδίσαμε μαζί στο τραπέζι και προσπαδήσαμε να φάμε, προσπαδήσαμε να μιλήσουμε. Η προσπάδεια να τηρήσουμε τα προ σχήματα ήταν απελπισμένη και μάταιη. Σηκώδηκα, για να βά λω τέλος στη δοκιμασία αυτή. Καδώς άπλωνα το χέρι μου και καδώς η μις Χάλκομπ, που ήταν πιο κοντά μου, το έπιανε, η μις Φέρλι γύρισε απότομα και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. «Κ αλύτερα έτσι», είπε η μις Χάλκομπ. όταν η πόρτα είχε κλείσει· «καλύτερα έτσι, και για σας και για κείνη». Περίμενα μερικά δευτερόλεπτα πριν μπορέσω να μιλήσω ήταν σκληρό να τη χάσω, χωρίς μία αποχαιρετιστήρια λέξη ή μία αποχαιρετιστήρια ματιά. Συγκρατήδηκα. Προσπάδησα να αποχαιρετίσω τη μις Χάλκομπ με κατάλληλο τρόπο, αλλά όλες οι αποχαιρετιστήριες λέξεις που δα μπορούσα να πω συνοψί στηκαν σε μια φράση. «Δικαιούμαι να ελπίζω ότι δα μου γρά φετε; » ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω. «Δικαιούστε οτιδήποτε μπορώ να κάνω για σας, για όσο δα είμαστε και οι δύο ζωντανοί. Ο ποιαδήποτε κι αν είναι η κατά ληξη, δα τη μάδετε».
161
-------
WI LKI E C OL L I NS
«Και αν μπορέσω ποτέ να βοηδήσω, οποιαδήποτε στιγμή στο μέλλον, όταν η ανάμνηση του δράσους και της αφροσύνης μου δα έχει ξεχα σ τεί-» Δεν άντεξα να προσδέσω περισσότερα. Η φωνή μου έσπασε, τα μάτια μου βούρκωσαν, άδελά μου. Μ ε έπιασε με τα δυο χέρια της και έσφιξε τα δικά μου με το δυνατό, αποφασιστικό σφίξιμο ενός άντρα - τα σκούρα μάτια της έλαμπαν, η δύναμη και η ενεργητικότητα φώτιζαν το πρό σωπό της με το αγνό εσωτερικό φως της γενναιοδωρίας και της μ εγαλοψυχίας της. «Θ α σας εμπιστευτώ -α ν έλδει κάποτε η στιγμή- δα σας εμπι στευτώ σαν φίλο μου και φίλο της* σαν αδελφό μου και αδελ φό της». Σώπασε. Μ ε τράβηξε κοντά της - τ ο άφοβο, ευγενι κό αυτό π λ ά σ μ α - και άγγιξε το μέτωπό μου, αδελφικά, με τα χείλη της· και με αποκάλεσε με το μικρό μου όνομα. «Ε ίδε ο Θεός να σε έχει καλά, Γουόλτερ!» είπε. «Π ερίμενε εδώ μόνος, και ηρέμησε - καλύτερα να μη μείνω, για το καλό και των δυο μας· καλύτερα να σε δω να φ εύγεις από το μπαλκόνι». Βγήκε από το δωμάτιο. Στράφηκα προς το παράδυρο και άφη σα τη ματιά μου να περιπλανηδεί στον κήπο. Το μόνο που εί χα απέναντι μου ήταν το μοναχικό φδινοπωρινό τοπίο· στρά φηκα κατά κει για να επανακτήσω την ψυχραιμία μου πριν απο χωριστώ για πά ντα αυτό το σπίτι. Έ να λεπτό πέρασε -δ ε ν μπορεί να ήταν περισσότερο- όταν άκουσα την πόρτα να ξανανοίγει σιγά, και το δρόισμα ενός γυ ναικείου φορέματος πάνω στο χαλί έδειχνε ότι πλησίαζε προς το μέρος μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά καδώς γύριζα. Η μις Φέρλι ερχόταν προς το μέρος μου από την άλλη άκρη του δωματίου. Κοντοστάδηκε, όταν έσμιξαν οι ματιές μας και όταν είδε ότι ήμαστε μόνοι. Μ ετά -μ ε εκείνο το δάρρος που οι γυναίκες χά νουν πολύ συχνά σε ασήμαντες στιγμές, και πολύ σπάνια σε μ εγάλ ες- πλησίασε ακόμη π ιο κοντά μου, αλλόκοτα χλωμή και αλλόκοτα αμίλητη, σέρνοντας το ένα της χέρι στην επιφάνεια
162
1
Η _ Γ Υ Ν Α ΚΛ ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
του τραπεζιού δίπλα στο οποίο βάδιζε, και κρατώντας με το άλλο κάτι, που κρυβόταν από τις πτυχές του φ ορέματος της. «Π ήγα στο στούντιο», είπε, « να ψάξω γι’ αυτό. Θα σας 9υμίζει ίσως την παραμονή σας εδώ και τις φίλες που αφήνετε π ί σω σας. Μου είπατε ότι είχα βελτιωθεί π ά ρ α πολύ όταν το έκα να, και σκέφτηκα πως ίσως σας άρεσε». Γύρισε αλλού το βλέμμα της και μου πρόσφερε ένα μικρό σκίτσο με μολύβι που είχε φτιάξει στο θερινό περίπτερο όπου είχαμε συναντηθεί για πρώτη φορά. Το χαρτί έτρεμε στο χέρι της καθώς το άπλωνε προς το μέρος μου - έτρεμε και στο δι κό μου, καθώς το έπαιρνα. Φοβόμουν να πω τι αισθανόμουν. Απλώς απάντησα: «Δεν θα το αποχωριστώ ποτέ. Σε όλη μου τη ζωή από δω και π έρ α θα είναι ο π ιο ανεκτίμητος θησαυρός μου. Είμαι ευγνώμων για το δώρο αυτό. Σας είμαι αφάνταστα ευγνώμων που δεν με αφή σατε να φύγω χωρίς να σας αποχαιρετήσω». « Ω !» είπε αθώα. «Π ώ ς μπορούσα να σας αφήσω να φύγετε, έχοντας περάσει μαζί τόσες πολλές και ευτυχισμένες μέρες!» «Ο ι μέρες εκείνες ίσως να μην επιστρέφουν ποτέ, μις Φέρλι - οι δρόμοι, της ζωής μου και της δικής σας, απέχουν πολύ ο ένας από τον άλλο. Αλλά, αν έλθει κάποτε η ώρα που η αφο σίωση της καρδιάς, της ψυχής και της δύναμης θα είναι ικανή να σας προσφέρει μια στιγμή ευτυχίας ή να σας απαλλάξει από μια στιγμή θλίψης, θα προσπαθήσετε να θυμηθείτε τον άνθρωπο που είχατε κάποτε δάσκαλο ζωγραφικής; Η μις Χάλκομπ υποσχέθηκε να με εμπιστευτεί. Θα μου το υποσχεθείτε κι εσ είς;» Η αποχαιρετιστήρια θλίψη στα ευγενικά γαλανά μάτια της διακρινόταν αμυδρά μέσα από τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να τα μουσκεύουν. «Το υπόσχομαι», είπε, με σπασμένη φωνή. «Ω , μη με κοι τάζετε έτσι! Σας το υπόσχομαι με όλη μου την καρδιά». Πλησίασα λίγο πιο κοντά της και άπλωσα το χέρι μου. «Έ χετε πολλούς φ ίλους που σας αγαπούν, μις Φέρλι. Το
163
WI LKI E COL L I NS
ευτυχισμένο μέλλον σας είναι ο ακριβός στόχος των ελπίδων πολλών ανδρώπων. Μ πορώ να πω. τώρα που φεύγω, πω ς εί ναι ο ακριβός στόχος και των δικών μου ελπίδω ν;» Τα δάκρυα κύλησαν άφθονα στα μάγουλά της. Ακούμπησε το τρεμάμενο χέρι της στο τραπέζι για να στηριχτεί, ενώ μου έδινε το άλλο. Το πή ρα στο δικό μου - το κράτησα σφιχτά. Το κεφάλι μου έγειρε, τα δάκρυά μου έπεσαν πάνω του, τα χείλη μου το άγγιξαν, εκείνη την τελευταία στιγμή, με την αγωνία και την εγκατάλειψη της απελπισίας. «Για το όνομα του Θεού, αφήστε με!» είπε ψιθυριστά. Η εξομολόγηση του μυστικού της καρδιάς της ξέφυγε από τα χείλη της με αυτές τις ικετευτικές λέξεις. Δεν είχα το δι καίωμα να τις ακούσω, δεν είχα το δικαίωμα να απαντήσω· ήταν οι λέξεις που με έδιωξαν, στο όνομα της ιερής αδυναμίας της, από το δωμάτιο. Ό λ α είχαν τελειώσει! Τράβηξα το χέρι μου δεν μίλησα. Τα δάκρυα την έκρυβαν από τα μάτια μου και τα σκούπισα, για να την κοιτάξω για τελευταία φορά. Μ ια ματιά καθώς σωριαζόταν σε μια καρέκλα, καθώς τα μπράτσα της ακουμπούσαν πάνω στο τραπέζι, καθώς το κεφάλι της έγερνε κου ρασμένα πάνω τους. Μ ια αποχαιρετιστήρια ματιά, και η πόρ τα είχε κλείσει πίσω μου. Το μεγάλο χάσμα του χωρισμού είχε ανοίξει ανάμεσά μ ας - η εικόνα της Λώρα Φέρλι ήταν μια ανά μνηση που ανήκε ήδη στο παρελθόν.
Τέλος της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτραιτ
164
Κεφάλαιο 'Ογδοο Η αφήγηση του Βίνσεντ Γκίλμορ, δικηγόρου - Τσάνσερι Λέιν, Λονδίνο
I Γράφω αυτές τις γραμμές μετά από παράκληση του φίλου μου, κυρίου Γουόλτερ Χάρτραϊτ. Έχουν ως στόχο την περιγραφή ορι σμένων γεγονότων τα οποία επηρέασαν σοβαρά τα συμφέρο ντα της μις Φέρλι και τα οποία διαδραματίστηκαν μετά την ανα χώρηση του κυρίου Χάρτραϊτ από το Λίμεριτζ Χάουζ. Δεν χρειάζεται να πω αν εγκρίνω ή όχι την αποκάλυψη της σοβαρής οικογενειακής ιστορίας, της οποίας η διήγησή μου αποτελεί ένα σημαντικό συστατικό τμήμα. Ο κύριος Χάρτραϊτ έχει αναλάβει ο ίδιος την ευδύνη· και τα γεγονότα τα οποία δα περιγράφουν στη συνέχεια δα δείξουν ότι έχει κερδίσει το δι καίωμα να το κάνει - αν επιλέξει να ασκήσει το δικαίωμα αυ τό. Το σχέδιο που έχει υιοδετήσει για να παρουσιάσει την ιστο ρία -μ ε τον ειλικρινέστερο και παραστατικότερο τ ρ ό π ο - απαι τεί να ειπωδεί αυτή, σε κάδε διαδοχικό στάδιο εξέλιξης των γε γονότων, από τα άτομα που είχαν εμπλακεί ευδέως στα γεγο νότα την εποχή που διαδραματίστηκαν. Η εμφάνισή μου εδώ ως αφηγητή είναι αναγκαία συνεπεία αυτής της ρύδμισης. Ή μουν παρών κατά την άφιξη του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ στο Κάμπερλαντ, και αναμείχδηκα προσωπικά κατά κάποιον τρόπο στα γεγονότα
16S
WI L KI E C OL L I NS
_
______
κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής του υπό τη στέγη του κυρίου Φέρλι. Είναι καδήκον μου, συνεπώς, να προσδέσω τους νέους αυτούς κρίκους στην αλυσίδα των γεγονότων, και να τη συνεχίσω από το σημείο που, προς το παρόν μόνο, την άφησε ο κύριος Χάρτραϊτ. Έ φτασα στο Λίμεριτζ Χάουξ την Παρασκευή, 2 Νοεμβρίου. Στό χος μου ήταν να παραμείνω στο σπίτι του κυρίου Φέρλι μέχρι την άφιξη του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Αν οι εξελίξεις οδηγούσαν στον ορισμό μιας συγκεκριμένης μέρας για την ένωση του σερ Πέρσιβαλ με τη μις Φέρλι, δα έπαιρνα μαζί μου στο Λονδίνο τις απαραίτητες οδηγίες και δα συνέτασσα τη γαμήλια συμφωνία. Την Π αρασκευή δεν είχα την τιμή να με δεχδεί ο κύριος Φέρλι. Ή ταν - ή φανταζόταν ότι ή τα ν- άρρωστος επί χρόνια- και δεν ήταν αρκετά καλά για να με δεχτεί. Η μις Χάλκομπ ήταν το πρώτο μέλος της οικογένειας που είδα. Με υποδέχτηκε στην πόρτα του σπιτιού και με σύστησε στον κύριο Χάρτραϊτ, που έμενε εδώ και κάποιο διάστημα στο Λίμεριτζ. Δεν είδα τη μις Φέρλι πα ρά αργά, στο δείπνο. Δεν φαινόταν καλά - το παρατήρησα με λύπη μου. Ή ταν ένα γλυκό και αξια γάπητο κορίτσι, φιλική και προσηνής προς όλους όσοι την πε ριβάλλουν, όπως ήταν και η δαυμάσια μητέρα της - αν και, προ σωπικά κρίνοντας, έχει πάρει από τον πατέρα της. Η μητέρα της μις Φέρλι είχε μαύρα μάτια και μαλλιά- η μεγαλύτερη κό ρη της, η μις Χάλκομπ, μου τη δυμίζει έντονα. Η μις Φέρλι μας έπαιξε πιάνο εκείνο το βράδυ - όχι τόσο καλά όσο άλλοτε- έτσι μου φάνηκε. Παίξαμε και λίγο ουίστ, αλλά μάλλον για βεβήλω ση αυτού του ευγενούς παιχνιδιού επρόκειτο. Σχημάτισα ευμε νή εντύπωση για τον κύριο Χάρτραϊτ στην πρώτη αυτή γνωριμία μας, αλλά σύντομα ανακάλυψα ότι δεν ήταν απαλλαγμένος από τις κοινωνικές αδυναμίες που συνοδεύουν την ηλικία του. Υπάρ χουν τρία πράγματα που κανένας από τους νεαρούς άντρες της σημερινής γενιάς δεν μπορεί να κάνει. Δεν μπορούν να αντέξουν
I 66
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
το ποτό· δεν ξέρουν να παίξουν ουίστ και δεν είναι σε δέση να κάνουν κομπλιμέντο σε μια κυρία. Ο κύριος Χάρτραϊτ δεν απο τελούσε εξαίρεση σ’ αυτόν το γενικό κανόνα. Κατά τα άλλα, από τη σύντομη εκείνη γνωριμία, μου έδωσε την εντύπωση ενός σε μνού και αξιοπρεπούς νεαρού άντρα. Έ τσι πέρασε η Παρασκευή. Δεν δα αναφέρω το παραμικρό για τα σοβαρότερα δέματα που έπρεπε να αντιμετωπίσω εκεί νη τη μέρα - το ανώνυμο γράμμα στη μις Φέρλι* τα μέτρα που δεώρησα σωστό να υιοδετήσω όταν μου αναφέρδηκε το γεγο νός και τη βεβαιότητα που είχα ότι όλες οι πιδανές εξηγήσεις των κατηγοριών αυτών δα παρέχονταν από τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ, γιατί, όπως καταλαβαίνω, έχουν όλα αναφερδεί πλή ρως στη διήγηση που προηγήδηκε της δικής μου. Το Σάββατο, ο κύριος Χάρτραϊτ είχε φύγει πριν κατέβω για πρόγευμα. Η μις Φέρλι έμεινε όλη τη μέρα στο δωμάτιό της, και η μις Χάλκομπ μου φάνηκε εντελώς άκεφη. Το σπίτι δεν ήταν όπως το δυμόμουν τον καιρό του Φίλιπ Φέρλι και της συξύγου του. Έκανα μόνος μου έναν περίπατο λίγο πριν από το μεσημέ ρι και επισκέφδηκα μερικούς χώρους που μου ήταν οικείοι, εφό σον κατά καιρούς έμενα στο Λίμεριτξ για να διεκπεραιώσω οι κογενειακές υποδέσεις - αυτό εδώ και τριάντα, ίσως και περισ σότερα χρόνια. Ούτε κι αυτά τα μέρη ήταν όπως τα δυμόμουν. Στις δύο, ο κύριος Φέρλι έστειλε να μου πουν ότι ήταν αρκε τά καλά για να με δει. Αυτός, πάντως, δεν είχε αλλάξει από τό τε που τον γνώρισα για πρώτη φορά. Οι συζητήσεις μαξί του περιστρέφονταν γύρω από το ίδιο πάντα δέμα - τον εαυτό του και τις αρρώστιες του, τα δαυμάσια νομίσματά του, και τα ανε κτίμητα σχέδια του Ρέμπραντ. Τη στιγμή που προσπάδησα να μιλήσω για τη δουλειά που με είχε φέρει στο σπίτι του, έκλει σε τα μάτια του και είπε ότι τον κουράζω. Επέμεινα να τον ενο χλώ, επανερχόμενος ξανά και ξανά στο ίδιο δέμα. Το μόνο που μπόρεσα να εξακριβώσω ήταν ότι έβλεπε το γάμο της ανιψιάς του ως δεδομένο -έν α τυπικό δέμα-, ότι ο πατέρας της τον είχε
167
WI L KI E COL L I NS
εγκρίνει, ότι τον ενέκρινε και ο ίδιος, ότι ήταν ένας επιθυμητός γάμος και ότι 9α χαιρόταν ιδιαίτερα όταν 9α τελείωνε αυτή η σκοτούρα. Όσο για τους διακανονισμούς των περιουσιακών στοι χείων -α ν συμβουλευόμουν την ανιψιό του, και αργότερα κατέ φευγα στις γνώσεις που είχα για τις οικογενειακές τους υποδέ σεις, αν τακτοποιούσα τα πάντα και περιόριζα τη δική του συμ μετοχή στην ιστορία αυτή ως κηδεμόνα στο να πει «Ν α ι» την κατάλληλη στιγμή-, 9α δεχόταν τις απόψεις μου, και τις από ψεις οποιουδήποτε άλλου, με απέραντη ευχαρίστηση. Στο με ταξύ, ας τον έβλεπα ως έναν ανυπεράσπιστο βασανισμένο άν θρωπο, κλεισμένο στο δωμάτιό του. Γιατί τον ταλαιπωρούσα; Θα μπορούσα, ίσως, να είχα εκπλαγεί κάπως από αυτή την ασυνήθιστη έλλειψη κάθε διάθεσης εκ μέρους του κυρίου Φέρλι να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του κηδεμόνα, αν οι γνώ σεις μου γύρω από τα οικογενειακά θέματα των Φέρλι δεν ήταν αρκετές ώστε να μου θυμίζουν ότι ήταν ανύπαντρος και ότι το ενδιαφέρον του για το Λίμεριτζ δεν συνδεόταν με το μέλλον και τις επόμενες γενιές. Κατά συνέπεια, ούτε ξαφνιάστηκα ούτε απο γοητεύτηκα από το αποτέλεσμα της συνομιλίας μας. Ο κύριος Φέρλι είχε απλώς δικαιώσει τις προσδοκίες μου - αυτό ήταν όλο. Η Κυριακή ήταν μία ανιαρή μέρα, και στο σπίτι και έξω α π ’ αυτό. Έ λαβα ένα γράμμα από το δικηγόρο του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ, που με ενημέρωνε ότι είχε λάβει το αντίγραφο του ανώ νυμου γράμματος που του είχα στείλει, καθώς και τις απαιτή σεις μου που το συνόδευαν. Η μις Φέρλι κατέβηκε μετά το με σημέρι από το δωμάτιο της, χλωμή και μελαγχολική, λες και ήταν άλλος άνθρωπος. Μίλησα λίγο μαζί της και αποτόλμησα μία ανα φορά στον σερ Πέρσιβαλ. Με άκουσε, και δεν είπε λέξη - σε όλα τα άλλα θέματα ανταποκρίθηκε πρόθυμα, αλλά για το θέ μα αυτό απέφυγε να μιλήσει. Άρχισα να αμφιβάλω για τις προ θέσεις της, συνδέοντας τη μελαγχολία της με τη σκέψη ότι ίσως είχε μετανιώσει για τον αρραβώνα της - όπως κάνουν συχνά οι νεαρές κυρίες, όταν διαπιστώνουν, αργά, ότι έχουν μετανιώσει.
168
__
_
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Τη Δευτέρα έφτασε ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Μου φάνηκε εξαιρετικά συμπαδής άντρας, τόσο από άποψη συμπεριφοράς όσο και εμφάνισης. Μ ου φάνηκε μάλλον μεγα λύτερος α π ’ ό,τι τον περίμενα - δεν είχε μαλλιά πάνω από το μέτωπο, και το πρόσωπό του ήταν κάπως κουρασμένο, αλλά οι κινήσεις του ήταν ζωηρές και η διάδεσή του κεφάτη σαν νεα ρού. Η συνάντησή του με τη μις Χάλκομπ ήταν εξαιρετικά εγκάρ δια και αυδόρμητη· και ο τρόπος που με δέχτηκε, όταν έγιναν οι συστάσεις, ήταν τόσο άνετος κι ευχάριστος ώστε νιώσαμε σαν παλιοί καλοί φίλοι. Η μις Φέρλι δεν ήταν μαζί μας όταν έφτα σε, αλλά μπήκε στο δωμάτιο περίπου δέκα λεπτά αργότερα. Ο σερ Πέρσιβαλ σηκώδηκε και τη χαιρέτισε με υποδειγματικό τρό πο. Η προφανής ανησυχία του όταν είδε την αλλαγή στην εμ φάνιση της νεαρής κυρίας εκφράστηκε με ένα μείγμα τρυφε ρότητας και σεβασμού, με μιαν ανεπιτήδευτη λεπτότητα ύφους, φωνής και συμπεριφοράς, και επιβεβαίωνε την καλή ανατρο φή και την καλή πρόδεσή του. Υ π’ αυτές τις συνδήκες, ξαφ νιάστηκα κάπως που είδα ότι η μις Φέρλι εξακολουδούσε να είναι συγκρατημένη και ανήσυχη από την παρουσία του, και ότι εκμεταλλεύτηκε την πρώτη ευκαιρία για να ξαναβγεί από το δωμάτιο. Ο σερ Πέρσιβαλ δεν πρόσεξε την επιφυλακτικότητα με την οποία τον υποδέχτηκε, ούτε και την ξαφνική απο χώρησή της από την πα ρέα μας. Δεν είχε επιχειρήσει να προκαλέσει το ενδιαφέρον της όση ώρα ήταν παρούσα, και δεν έφε ρε σε δύσκολη δέση τη μις Χάλκομπ κάνοντας οποιαδήποτε ανα φορά στον τρόπο αποχώρησης της αδελφής της. Η ευγένειά του υπήρξε υποδειγματική στο διάστημα που τον συναναστράφηκα στο Λίμεριτζ Χάουζ. Μ όλις η μις Φέρλι αποχώρησε από το δωμάτιο, μας απ άλ λαξε από την αμηχανία που μας προξενούσε το ανώνυμο γράμ μα, αναφερόμενος μόνος του σ’ αυτό. Είχε σταματήσει στο Λον δίνο ερχόμενος από το Χάμπσαϊρ· είχε δει το δικηγόρο του- εί χε διαβάσει τα χαρτιά που του είχα στείλει και είχε έλδει στο
169
WI LKI E COL L I NS
Κάμπερλαντ, ανυπομονώντας να μας καθησυχάσει με την τα χύτερη και πληρέστερη εξήγηση που 9α μπορούσαν να δώσουν οι λέξεις. Ακούγοντάς τον να μιλάει μ ’ αυτό τον τρόπο, του πρότεινα το πρω τότυπο γράμμα που είχα κρατήσει, να το ελέγξει. Με ευχαρίστησε και αρνήθηκε να το κοιτάξει, λέγοντας ότι εί χε δει το αντίγραφο και ότι ήταν διατεθειμένος να αφήσει το πρωτότυπο στα χέρια μας. Οι εξηγήσεις που αμέσως μας έδωσε ήταν εξαιρετικά ικανο ποιητικές - όπως είχα προβλέψει από την πρώτη στιγμή. Η κυρία Κάδερικ, μας πληροφόρησε, του είχε παράσχει στο παρελθόν ορισμένες υπηρεσίες. Είχε σταθεί διπλά άτυχη, επει δή παντρεύτηκε έναν άντρα ο οποίος την εγκατέλειψε και επει δή απέκτησε ένα παιδί του οποίου οι πνευματικές λειτουργίες ήταν διαταραγμένες από πολύ μικρή ηλικία. Αν και ο γάμος της υπήρξε αιτία να μετακινηθεί σε μια περιοχή του Χάμπσαϊρ η οποία βρισκόταν πολύ μακριά από την περιοχή όπου βρισκόταν η ακί νητη περιουσία του σερ Πέρσιβαλ, είχε φροντίσει να μη τη χά σει από τα μάτια του· τα φιλικά αισθήματά του απέναντι σ’ αυ τή τη φτωχή γυναίκα, λόγω των προηγούμενων υπηρεσιών της, είχαν ενισχυθεί σημαντικά από το θαυμασμό του για την υπομο νή και το θάρρος της, αλλά και τη δύναμη με την οποία αντιμε τώπιζε τις δυστυχίες της. Με την πάροδο του χρόνου, τα συμπτώματα της πνευματικής διαταραχής που καταπονούσε τη δυστυχισμέ νη κόρη της αυξήθηκαν τόσο, ώστε να καταστεί αναγκαίο να τε θεί υπό κανονική ιατρική φροντίδα. Η ίδια η κυρία Κάθερικ ανα γνώρισε την αναγκαιότητα αυτή· αλλά αισθάνθηκε, επίσης, την προκατάληψη της προοπτικής εγκλεισμού του παιδιού της, ως άπο ρου, σε ένα δημόσιο ψυχιατρείο. Ο σερ Πέρσιβαλ είχε σεβαστεί την προκατάληψη αυτή, όπως σεβόταν την ειλικρινή ανεξαρτη σία των συναισθημάτων σε οποιαδήποτε κοινωνική τάξη, και εί χε αποφασίσει να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του για την προ σήλωση της κυρίας Κάθερικ στα συμφέροντα του ίδιου και της οικογένειας του αναλαμβάνοντας τα έξοδα για την παραμονή
Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ME ΤΑ A I J I P A
της κόρης της σε ένα αξιόπιστο ιδιωτικό άσυλο. Προς δλίψη της μητέρας της, αλλά και δική του, το άτυχο πλάσμα είχε ανακα λύψει το ρόλο που οι συνθήκες είχαν επιβάλει στον σερ Πέρσιβαλ να διαδραματίσει στον εγκλεισμό της στο ίδρυμα, και της είχαν εμπνεύσει το μίσος και τη δυσπιστία προς το πρόσωπό του. Σ ’ αυτό το μίσος και τη δυσπιστία -π ο υ είχε εκφραστεί με διά φορους τρόπους στο άσ υλο- αποδιδόταν το ανώνυμο γράμμα που είχε γράψει μετά την απόδρασή της. Αν η μις Χάλκομπ ή ο κύριος Γκίλμορ επιθυμούσαν πρόσθετες λεπτομέρειες σχετικά με το άσυλο -τ η διεύθυνση του οποίου ανέφερε, καθώς και τα ονόματα και τις διευθύνσεις των δύο γιατρών με πιστοποιητικά των οποίων είχε γίνει δεκτή η ασθενής-, ήταν διατεθειμένος να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση και να ξεκαθαρίσει οποια δήποτε αβεβαιότητα. Είχε κάνει το καθήκον του στη δυστυχι σμένη νεαρή γυναίκα, δίνοντας εντολή στο δικηγόρο του να μη λυπηθεί τα έξοδα προκειμένου να τη βρει και να τη θέσει και πάλι υπό ιατρική επίβλεψη· και τώρα αδημονούσε να κάνει το καθήκον του και απέναντι στη μις Φέρλι και την οικογένειά της, με τον ίδιο απλό και ευθύ τρόπο. Ή μουν ο πρώτος που μίλησε απαντώντας στα λόγια του. Η θέ ση μου στην υπόθεση αυτή ήταν ξεκάθαρη. Το μεγαλείο του Νό μου έγκειται στο ότι μπορεί να αμφισβητήσει οποιαδήποτε αν θρώπινη δήλωση που έχει γίνει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και με οποιαδήποτε μορφή. Αν θεωρούσα ότι είχα επαγγελματικά την υποχρέωση να θεμελιώσω μία κατηγορία σε βάρος του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ, θα μπορούσα αναμφισβήτητα να το έχω κά νει. Αλλά το καθήκον μου δεν ήταν αυτό· η υποχρέωσή μου ήταν να λειτουργήσω αυστηρώς δικαστικά. Έ π ρ επε να κρίνω την εξή γηση που μόλις είχαμε ακούσει - να την αξιολογήσω σε συνδυασμό με την εξαιρετική φήμη του ανθρώπου που την πρόσφερε και να αποφασίσω έντιμα αν οι πιθανότητες, όπως τις παρουσίαζε ο σερ Πέρσιβαλ, ήταν με το μέρος του ή σε βάρος του. Η βεβαιότητά μου ήταν ότι ο σερ Πέρσιβαλ ήταν εξαιρετικά πειστικός, και για
______
WI LKI E C OL L I NS
το λόγο αυτό δήλωσα ότι η εξήγησή του ήταν κατά την άποψή μου αναμφισβήτητα ικανοποιητική. Η μις Χάλκομπ, αφού με κοίταξε σοβαρά, είπε μερικές λέ ξεις κινούμενη στην ίδια γραμμή, με κάποια διστακτικότητα, όμως, που οι συνθήκες δεν έβλεπα πώς μπορούσαν να δικαιολογούν. Δεν είμαι σε δέση να πω κατηγορηματικά αν ο σερ Πέρσιβαλ το πρόσεξε αυτό ή όχι. Η γνώμη μου είναι ότι το πρόσεξε - επα νήλθε στο θέμα, παρόλο που θα έπρεπε να πάψει να αναφέρεται σ’ αυτό. «Α ν η περιγραφή των γεγονότων απευθυνόταν μόνο στον κύ ριο Γκίλμορ», είπε, « θ α θεωρούσα περιττή την όποια περαι τέρω αναφορά στο δυσάρεστο αυτό θέμα. Περιμένω από τον κύριο Γκίλμορ, ως τζέντλεμαν που είναι, να έχει πιστέψει στα λόγια μου, άρα το θέμα να έχει κλείσει. Αλλά η θέση μου απ έ ναντι σε μια κυρία δεν είναι ίδια. Της οφείλω -κ ά τι που δεν θα παραχωρούσα σε κανέναν ά ν τρ α - μια απόδειξη για την αλή θεια των ισχυρισμών μου. Δεν μπορείτε να μου ζητήσετε αυτή την απόδειξη, μις Χάλκομπ, και είναι, κατά συνέπεια, καθήκον μου προς εσάς, και ακόμη περισσότερο προς τη μις Φέρλι, να την προσφέρω. Θα σας παρακαλέσω να γράψετε αμέσως στη μητέρα αυτής της δυστυχισμένης γυναίκας, στην κυρία Κάθερικ, για να ζητήσετε τη μαρτυρία της, προς υποστήριξη της εξή γησης την οποία μόλις σας έδωσα». Είδα τη μις Χάλκομπ να αλλάζει χρώμα και να δείχνει κά πω ς ανήσυχη. Η πρόταση του σερ Πέρσιβαλ, ευγενικά όπως εκφράστηκε, της φάνηκε -ό π ω ς φάνηκε και σε μ ένα - να συν δέεται, πολύ διακριτικά, με το δισταγμό που είχε προδώσει η στάση της πριν από ένα ή δύο λεπτά. «Ελπίζω, σερ Πέρσιβαλ, να μη με αδικείτε υποθέτοντας ότι δεν σας εμπιστεύομαι», είπε· η ταραχή της μόλις που καλυπτόταν από τον πέπλο της βιασύνης. «Α σφαλώ ς όχι, μις Χάλκομπ. Απλώς θα συγχωρήσετε την επιμονή μου αν δεν δεχτώ να αποσύρω την πρότασή μου».
72
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ Τ Α ^ Σ Π Ρ Α
Καθώς μιλούσε πλησίασε στο γραφειάκι, τράβηξε μια καρέ κλα κοντά του και άνοιξε το κουτί με τα επιστολόχαρτα. «Σ α ς παρακαλώ να γράψετε το σημείωμα», είπε, «κάνοντάς μου προσωπική χάρη. Δεν 9α ασχοληθείτε περισσότερο από μερικά λεπτά. Μόνο δύο ερωτήσεις έχετε να κάνετε στην κυ ρία Κάθερικ. Πρώτον, αν η κόρη της κλείστηκε στο άσυλο με την έγκρισή της· δεύτερον, αν η συμμετοχή που είχα στην υπό θεση ήταν τέτοια ώστε να δικαιολογεί την έκφραση της ευ γνωμοσύνης της προς το άτομό μου. Ο κύριος Γκίλμορ έχει ηρεμήσει σχετικά με το δυσάρεστο αυτό θέμα· και έχετε ηρε μήσει κι εσείς. Παρακαλώ, βοηθήστε να ηρεμήσω κι εγώ, γρά φ οντας το σημείωμα». «Μ ε υποχρεώνετε να ικανοποιήσω το αίτημά σας, σερ Πέρσιβαλ, ενώ θα προτιμούσα να αρνηθώ να το κάνω». Με αυτά τα λόγια η μις Χάλκομπ σηκώθηκε από τη θέση της και πήγε στο γραφειάκι. Ο σερ Πέρσιβαλ την ευχαρίστησε, της έδωσε μια πένα και μετά τραβήχτηκε κοντά στο τζάκι. Το μικρό ιτα λικό κυνηγόσκυλο της μις Φέρλι ήταν ξαπλωμένο στο χαλί. Άπλω σε το χέρι του κι απευθύνθηκε φιλικά στο σκυλί. «Έ λα, Ν ίνα», είπε. «Μ ε θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» Το μικρό ζώο, δειλό και μαζεμένο, όπως είναι συνήθως τα οι κιακά ζώα, τον κοίταξε ξαφνιασμένο, τραβήχτηκε από το απλω μένο χέρι του, κλαψούρισε παραπονιάρικα και κρύφτηκε κάτω από έναν καναπέ. Θα ήταν απίθανο να είχε ενοχληθεί από ένα ασήμαντο γεγονός όπως η συμπεριφορά ενός σκύλου, αλλά π α ρατήρησα, ωστόσο, ότι ξαφνικά τραβήχτηκε προς το παράθυρο. Μ ήπως τα νεύρα του είναι υπερβολικά ευαίσθητα; Αν ναι, τον καταλαβαίνω. Και τα δικά μου νεύρα είναι ευαίσθητα ώρες ώρες. Η μις Χάλκομπ δεν άργησε να γράψει το σημείωμα. Ό ταν τε λείωσε, σηκώθηκε από το γραφειάκι και έδωσε το χαρτί στον σερ Πέρσιβαλ. Εκείνος υποκλίθηκε. το πήρε από το χέρι της, το δί πλωσε βιαστικά, χωρίς να διαβάσει το περιεχόμενό του, το σφρά γισε, έγραψε τη διεύθυνση και της το ξανάδωσε αμίλητος. Δεν
WI LKI E COL L I NS
είχα ξαναδεί στη ζωή μου κάτι που να γίνεται τόσο αρμονικά. «Ε πιμ ένετε να ταχυδρομήσω εγώ το γράμμα, σερ Πέρσιβ α λ ;» είπε η μις Χάλκομπ. «Σ α ς παρακαλώ να το ταχυδρομήσετε», απάντησε. «Και τώ ρα που σφραγίστηκε, επιτρέψ τε μου να κάνω μία ή δύο τελευ ταίες ερωτήσεις για τη δυστυχισμένη γυναίκα στην οποία αναφέρεται. Διάβασα το μήνυμα που είχε την ευγένεια να στείλει ο κύριος Γκίλμορ στο δικηγόρο μου, περιγράφοντας τις συνθή κες υπό τις οποίες αναγνωρίστηκε η συντάκτρια της ανώνυμης επιστολής. Αλλά υπάρχουν ορισμένα στοιχεία στα οποία δεν αναφέρεται το μήνυμά του. Είδε η Ανν Κάδερικ τη μις Φ έρλι;» «Ασφαλώς όχι», απάντησε η μις Χάλκομπ. «Εσάς σας είδε;» «Ό χι». «Ώ σ τε δεν είδε κανέναν από το σπίτι, εκτός από κάποιον κύριο Χάρτραϊτ, που τη συνάντησε τυχαία στο νεκροταφ είο;» «Κανέναν άλλο». «Ο κύριος Χάρτραϊτ εργαζόταν στο Λίμεριτζ ως δάσκαλος της ζωγραφικής, αν δεν κάνω λάθος. Είναι μέλος κάποιας ένω σης ζωγράφων;» «Πιστεύω ότι είναι», απάντησε η μις Χάλκομπ. Σώπασε για μια στιγμή, σαν να ξανασκεφτόταν την τελευ ταία απάντηση, και μετά πρόσδεσε: «Α νακαλύψατε πού έμενε η Ανν Κάθερικ όσο διάστημα ήταν στην περιοχή σ α ς;» «Ν αι. Σε μια αγροικία κοντά στο βάλτο, που λέγεται Τοντ’ς Κόρνερ». «Είναι καθήκον όλων μας απέναντι σ ’ αυτό το φτωχό πλά σμα να την εντοπίσουμε», συνέχισε ο σερ Πέρσιβαλ. «Ίσω ς να είπε κάτι στους ανθρώπους του Τοντ’ς Κόρνερ που να μπορεί να μας βοηθήσει να τη βρούμε. Θα πάω εκεί και θα ρωτήσω σχετικά. Στο μεταξύ, μια και θεωρώ ότι δεν είναι δυνατόν να συζητήσω για το οδυνηρό αυτό θέμα με τη μις Φέρλι, μπορώ
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
να σας παρακαλέσω, μις Χάλκομπ, να αναλάβετε να της δώσε τε τις απαραίτητες εξηγήσεις, αναβάλλοντάς το βεβαίως μέχρι να λάβετε την απάντηση στο σημείωμα που μόλις γράψ ατε;» Η μις Χάλκομπ υποσχέδηκε να συμμορφωδεί με το αίτημά του. Την ευχαρίστησε με ένα ευγενικό νεύμα και πήγε στο δωμάτιό του. Καδώς άνοιγε την πόρτα, το κυνηγόσκυλο έβγαλε τη μουσούδα του κάτω από τον καναπέ και γάβγισε δυμωμένα. «Καλή δουλειά κάναμε, μις Χάλκομπ», είπα, μόλις μείναμε μόνοι. «Μ ια δύσκολη μέρα τελείωσε καλά». «Ν α ι», απάντησε εκείνη. «Σίγουρα. Χαίρομαι πολύ που ικανοποιηδήκατε από τις εξηγήσεις». «Εσείς δεν έχετε ικανοποιηδεί με το σημείωμα που κρατάτε;» «Ω , ναι! Πώς δα μπορούσε να συμβαίνει το αντίδετο; Ξέρω ότι ήταν αδύνατον τα πράγματα να είναι διαφορετικά», συνέ χισε, μιλώντας περισσότερο στον εαυτό της πα ρ ά σε μένα. «Α λλά δα ευχόμουν να είχε μείνει αρκετά ο Γουόλτερ Χάρτραϊτ, για να είναι παρών στις εξηγήσεις και να ακούσει την πρόταση που μου έγινε να γράψω αυτό το σημείωμα». Ξαφνιάστηκα κάπως - ίσως και να ενοχλήδηκα α π ’ αυτές τις τελευταίες λέξεις. «Τα γεγονότα, είναι αλήδεια, συνέδεσαν εντυπωσιακά τον κύ ριο Χάρτραϊτ με την υπόδεση της επιστολής», είπα· «και ομο λογώ ότι συμπεριφέρδηκε, λαμβανομένων υπόψη όλων των δε δομένων, με μεγάλη λεπτότητα και διακριτικότητα. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω ποια χρήσιμη επιρροή δα μπορούσε να ασκήσει η παρουσία του σε σχέση με την επίδραση σε σας ή σε μένα της δήλωσης του σερ Πέρσιβαλ». «Μ ια ιδέα ήταν», είπε αφηρημένα. «Δεν χρειάζεται να το συζητήσουμε, κύριε Γκίλμορ. Η εμπειρία σας έπρεπε να είναι -κ α ι είνα ι- ο καλύτερος βοηδός που μπορώ να επιδυμήσω». Δεν μου άρεσε και πολύ που έριχνε όλη την ευδύνη, με αυτό τον κατηγορηματικό τρόπο, στους ώμους μου. Αν το είχε κάνει ο κύριος Φέρλι, δεν δα είχα εκπλαγεί. Αλλά η αποφασιστική μις
WI LKI E COL L I NS
Χάλκομπ, που διακρινόταν για την καθαρή σκέψη της, ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που δα περίμενα ότι δα απέ φευγε να εκφράσει τη γνώμη της. «Α ν σας βασανίζουν ακόμη κάποιες αμφιβολίες», είπα, «για τί δεν μου τις αναφέρετε αμέσώς; Πείτε μου καθαρά, έχετε κα νένα λόγο να μην εμπιστεύεστε τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ;» «Κανέναν απολύτω ς». «Β ρίσκετε κάτι αντιφατικό στην εξήγησή του ;» «Πώς μπορώ να το πω, μετά την απόδειξη που μου πρόσφερε; Μ πορεί να υπάρξει ισχυρότερη μαρτυρία που να συνηγο ρεί υπέρ του, κύριε Γκίλμορ, από τη μαρτυρία της μητέρας της γυναίκας αυτής;» «Κ αμία απολύτως. Αν η απάντηση στο σημείωμά σας απο δειχτεί ικανοποιητική, εγώ, για παράδειγμα, δεν μπορώ να φ α νταστώ τι περισσότερο δα μπορούσε να περιμένει από τον σερ Πέρσιβαλ ένας φ ίλος του». «Τότε δα ταχυδρομήσουμε το σημείωμα», είπε, ενώ σηκωνό ταν για να βγει από το δωμάτιο, «και δα αποφύγουμε κάδε ανα φορά στο θέμα, μέχρι να έλθει η απάντηση. Μη δίνετε σημα σία στις επιφυλάξεις μου. Ο μόνος λόγος με τον οποίο μπορώ να τις δικαιολογήσω είναι το υπερβολικό άγχος που έχω τελευ ταία για τη Λώρα· και η αγωνία, κύριε Γκίλμορ, αναστατώνει τον καδέναν μας». Μ ετά βγήκε απότομα από το δωμάτιο - η φυσιολογικά στα θερή φωνή της κόμπιασε κάπως καθώς πρόφερε αυτές τις τε λευταίες λέξεις. Έ νας ευαίσθητος, αποφασιστικός, δυνατός χα ρακτήρας - μια σπάνια γυναίκα για την επιπόλαιη, επιφανεια κή εποχή μας. Τη γνώριζα από μικρή· την είδα να δοκιμάζεται, μεγαλώνοντας, σε περισσότερες από μία δύσκολες οικογενεια κές κρίσεις, και η μακρά πείρα μου με έκανε να θεωρήσω ση μαντικές τις επιφυλάξεις της κάτω από τις δεδομένες συνδήκες, γεγονός που δεν δα είχε συμβεί στην περίπτωση μιας άλ λης γυναίκας. Δεν έβλεπα κανένα λόγο ανησυχίας ή αμφιβολίας·
HJYNAIKA
ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ωστόσο, με είχε προβληματίσει κάπως η στάση της. Στα νιάτα μου, δα είχα ενοχληδεί και εκνευριστεί από την παράλογη αυ τή αντίδρασή μου· τώρα, στην ηλικία μου, αντιμετώπιζα πιο ήρε μα τα πράγματα. Έτσι, βγήκα να κάνω μια βόλτα και να ξεπεράσω τους προβληματισμούς μου.
II Ξανασυναντηδήκαμε όλοι στο δείπνο. Ο σερ Πέρσιβαλ ήταν τόσο εκρηκτικά ευδιάδετος, ώστε δυ σκολευόμουν να αναγνωρίσω ότι ήταν ο ίδιος άνδρωπος του οποίου η ήρεμη ευγένεια, η λεπτότητα και η λογική με είχε εντυ πωσιάσει τόσο πολύ κατά την πρωινή μας συζήτηση. Το μονα δικό ίχνος του προηγούμενου εαυτού του που μπόρεσα να δια κρίνω το εντόπιζα να εκδηλώνεται, με κάδε ευκαιρία, έναντι της μις Φέρλι. Μ ια ματιά ή μια λέξη της μετρίαζε το ηχηρό γέλιο του, διέκοπτε την ακατάσχετη φ λυαρία του και έστρε φε αμέσως όλη την προσοχή του σ ’ εκείνη, και σε κανέναν άλ λο. Παρόλο που ποτέ δεν προσπάδησε να τη βάλει στη συζή τηση, δεν έχανε την παραμικρή ευκαιρία που του έδινε να της απευδύνει με ευγένεια και λεπτότητα το λόγο και να επιδιώ κει να μιλάει μαζί της. Προς έκπληξή μου, η μις Φέρλι έδειχνε να μη συγκινείται από την προσοχή του. Φαινόταν κάπως σα στισμένη όταν εκείνος την κοίταζε ή της μιλούσε, αλλά ποτέ δεν του φέρδηκε εγκάρδια. Κοινωνική δέση, περιουσία, καλή ανατροφή, καλή εμφάνιση, ο σεβασμός ενός τζέντλεμαν και η αφοσίωση ενός ερωτευμένου, όλα ήταν απλωμένα στα πόδια της, αλλά, όπως όλα έδειχναν, της προσφέρονταν μάταια. Την επόμενη μέρα, την Τρίτη, ο σερ Πέρσιβαλ πήγε το πρωί -π α ίρ νοντα ς μαζί του ως οδηγό έναν από τους υ π η ρ έτες- στο Τοντ’ς Κόρνερ. Οι ερωτήσεις του, όπως έμαδα αργότερα, δεν
177
WI L KI E C OL L I NS
οδήγησαν σε αποτελέσματα. Επιστρέφοντας, είχε μία συζήτη ση με τον κύριο Φέρλι και το απόγευμα έκανε μια βόλτα με την άμαξα μαζί με τη μις Χάλκομπ. Κάτι άλλο που 9α μπορούσε να 9εωρη9εί αξιοσημείωτο δεν έγινε. Η βραδιά πέρασε ως συνή θως. Δεν υπήρξε καμιά αλλαγή της συμπεριφοράς του σερ Πέρσιβαλ, και καμιά αλλαγή της συμπεριφοράς της μις Φέρλι. Το ταχυδρομείο της Τετάρτης έφερε κάτι ενδιαφέρον - την απάντηση της κυρίας Κάδερικ. Κράτησα ένα αντίγραφο της επι στολής, το οποίο έχω στο φάκελο «Φ έρλι», και το οποίο μπο ρώ να παρουσιάσω. Έ γραφε τα εξής:
Κυρία Έλαβα το γράμμα σας με το οποίο ρωτάτε αν η κόρη μου A w τέθηκε υπό ιατρική επίβλεψη με την έγκρισή μου, και αν η συμβολή στο θέμα αυτό του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ ήταν τέτοια ώστε να δικαιολογείται η έκ φραση της ευγνωμοσύνης μου προς αυτόν. Η απάντη σή μου είναι καταφατική και στις δύο αυτές ερωτήσεις. Είμαι πάντα στην υττηρεσία σας. Τξέιν A w Κάδερικ Σύντομο, κοφτό και ουσιαστικό - ένα εξαιρετικά λιτό -σχεδόν επαγγελματικό- γράμμα για γυναίκα· ουσιαστικά, η σαφέστερη επιβεβαίωση των λόγων του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Αυτή ήταν η γνώμη μου και, με ορισμένες μικροεπιφυλάξεις, και η γνώμη της μις Χάλκομπ. Ο σερ Πέρσιβαλ, όταν είδε το γράμμα, δεν φάνηκε να εντυπωσιάστηκε από το κοφτό, λιτό ύφος του. Μ ας είπε ότι η κυρία Κάδερικ ήταν λιγομίλητη γυναίκα, με ξεκάθα ρες απόψεις, ντόμπρα, πεζή, που έγραφε περιεκτικά και απλά, ακριβώς όπως μιλούσε. Το επόμενο καθήκον που έπρεπ ε να εκπληρωθεί, τώρα που είχε έλθει το γράμμα, ήταν να ενημερωθεί η μις Φέρλι για την εξήγηση του σερ Πέρσιβαλ. Η μις Χάλκομπ είχε αναλάβει να
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
το κάνει και είχε βγει από το δωμάτιο για να πάει στην αδελ φή της, όταν ξαφνικά επέστρεψ ε και κάδισε δίπλα στην πο λυθρόνα όπου διάβαζα την εφημερίδα. Ο σερ Πέρσιβαλ είχε βγει πριν από λίγο για να ρίξει μια ματιά στους στάβλους, και δεν υπήρχε άλλος στο δωμάτιο εκτός από εμάς. «Ν α υποδέσω ότι έχουμε πραγματικά κάνει όλα όσα μπορούμε;» είπε, κρατώντας στο χέρι της το γράμμα της κυρίας Κάδερικ. «Α ν είμαστε φίλοι του σερ Πέρσιβαλ και τον ξέρουμε και τον εμπιστευόμαστε, έχουμε κάνει όλα - και περισσότερα από όσα χρειάζονται», απάντησα, κάπως ενοχλημένος από τη νέα αυτή εκδήλωση των επιφυλάξεων της. «Α λλά αν είμαστε εχδροί και τον υποψιαζόμαστε...» «Α υτό ούτε που να το σκέφτεστε», με διέκοψε. «Είμαστε φίλοι του σερ Πέρσιβαλ· και, αν η γενναιοδωρία και η ανοχή προστεθούν στην εκτίμησή μας γι’ αυτόν, δα πρέπει να είμα στε και θαυμαστές του σερ Πέρσιβαλ. Ξέρετε ότι είδε χθες τον κύριο Φέρλι και ότι μετά βγήκαμε βόλτα μαζί;» «Ν αι. Σας είδα». «Ξεκινήσαμε τη βόλτα με την άμαξα μιλώντας για την Ανν Κάδερικ και για τον ασυνήδιστο τρόπο με τον οποίο τη συνά ντησε ο κύριος Χάρτραϊτ. Γρήγορα, όμως, αφήσαμε το δέμα αυ τό, και ο σερ Πέρσιβαλ μίλησε, με τον πιο ανιδιοτελή τρόπο, για τον αρραβώνα του με τη Λώρα. Είπε ότι είχε παρατηρήσει πως ήταν άκεφη και ότι ήταν διατεθειμένος, αν δεν ενημερω νόταν για το αντίδετο, να αποδώσει σ ’ αυτή την αιτία την αλ λαγή της συμπεριφοράς της απέναντι του. Αν, ωστόσο, υπήρ χε κάποιος σοβαρότερος λόγος για την αλλαγή, δα παρακαλούσε να μην παρεμβληθούν από τον κύριο Φέρλι ή από εμένα εμπό δια στις διαθέσεις της. Το μόνο που ζητούσε σ’ αυτή την περί πτωση ήταν να θυμηθεί η Λώρα, για τελευταία φορά, ποιες ήταν οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε ο αρραβώνας τους και ποια υπήρξε η συμπεριφορά του από την αρχή της γνωριμίας τους μέχρι σήμερα. Αν, μετά την οφειλόμενη σκέψη σ ’ αυτά τα δύο
WI LKI E C OL L I NS
δέματα, επιθυμούσε σοβαρά να αποσύρει ο ίδιος τη διεκδίκη σή του από την τιμή να γίνει σύζυγός της -κ α ι αν του το έλεγε έτσι απλά, με τα ίδια της τα χείλ η - δα θυσιαζόταν, αφήνοντάς την τελείως ελεύθερη να ακυρώσει τον αρραβώνα». «Κανένας δεν θα μπορούσε να πει κάτι περισσότερο, μις Χάλκομπ. Με βάση την πείρα μου, ελάχιστοι άντρες στη θέση του θα είχαν πει κάτι τέτοιο». Η μις Χάλκομπ σώπασε μετά α π ’ αυτή την παρατήρησή μου και με κοίταξε με ένα σαστισμένο και αμήχανο ύφος. «Δεν κατηγορώ κανέναν, και δεν υποψιάζομαι τίποτε», ξέ σπασε απότομα. «Α λλά δεν μπορώ, και δεν θα αναλάβω την ευ θύνη να πείσω τη Λώρα γι’ αυτόν το γάμο». «Και αυτήν ακριβώς τη στάση είναι που σας ζήτησε ο ίδιος ο σερ Πέρσιβαλ να κρατήσετε», απάντησα έκπληκτος. « Σ α ς παρακάλεσε να μην επηρεάσετε την απόφασή της». «Και έμμεσα με υποχρεώνει να την επηρεάσω, αν της με ταφέρω το μήνυμά του». «Πώ ς μπορεί να γίνει αυτό;» «Λ άβετε υπόψη σας τα όσα ξέρετε για τη Λώρα, κύριε Γκίλμορ. Αν της πω να αναλογιστεί τις συνθήκες του αρραβώνα της, απευθύνομαι αμέσως στα δύο ισχυρότερα στοιχεία του χαρα κτήρα της - στην αγάπη που έτρεφε για τον πα τέρα της και στο σεβασμό προς τη μνήμη του, και στον απόλυτο σεβασμό της προς την αλήθεια. Γνωρίζετε ότι ποτέ στη ζωή της δεν έχει παραβιάσει υπόσχεσή της· και ξέρετε ότι δέχτηκε τον αρρα βώνα αυτόν τον πρώτο καιρό της θανατηφόρας ασθένειας του πα τέρα της, ο οποίος εξέφρασε την επιθυμία του για το γάμο της με τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ λίγο προτού ξεψυχήσει». Ομολογώ ότι ξαφνιάστηκα κάπως α π ’ αυτή τη θεώρηση της υπόθεσης. «Σ ίγουρα», είπα, « δεν υπονοείτε πω ς όταν ο σερ Π έρσιβαλ σας μίλησε χθες υπολόγιζε σ ’ ένα αποτέλεσμα σαν αυτό που μόλις τώρα αναφ έρατε». Το ειλικρινές, αυθόρμητο πρόσωπό της έδωσε την απάντηση
________________________ Η Γ ΥΝ A I K A M _ E T A Α Σ Π ? A προτού προλάβει να εκφράσει με λόγια την αγανάκτησή της. «Νομίζετε ότι 9α παρέμενα έστω και για ένα δευτερόλεπτο μαζί με έναν άντρα που 9α υποψιαζόμουν ότι είναι τόσο τα πεινός; » ρώτησε θυμωμένα. Μ ου άρεσε που ένιωσα την ολόψυχη αγανάκτησή της να εκ δηλώνεται μ ’ αυτό τον τρόπο. Βλέπουμε τόσο μεγάλη υποκρισία και τόσο λίγη αγανάκτηση στο επάγγελμά μου! «Στην περίπτωση αυτή», είπα, «συγχωρήστε με αν σας πω, χρησιμοποιώντας νομική ορολογία, ότι είστε εκτός δέματος. Ό π οιες κι αν είναι οι συνέπειες, ο σερ Πέρσιβαλ έχει το δικαίω μα να αναμένει ότι η αδελφή σας 9α πρέπει να σκεφτεί προσε κτικά τον αρραβώνα της από κάθε λογική σκοπιά πριν αξιώσει να απαλλαγεί α π ’ αυτόν. Αν εκείνο το ατυχές γράμμα υπήρξε αιτία να τον αντιμετωπίζει προκατειλημμένα, πηγαίνετε αμέσως και πείτε της ότι, στα μάτια σας και στα μάτια μου, είναι απο λύτως καθαρός. Ποια αντίρρηση μπορεί να προβάλει εναντίον του μετά α π ’ αυτό; Ποια δικαιολογία μπορεί να έχει ώστε να αλ λάξει γνώμη για έναν άντρα τον οποίο αποδέχτηκε για σύζυγό της εδώ και δύο σχεδόν χρόνια;» «Στα μάτια του νόμου και της λογικής, κύριε Γκίλμορ, καμία δικαιολογία, τολμώ να πω. Αν εξακολουθεί να διστάζει, κι αν εξακολουθώ κι εγώ να διστάζω, πρέπει να αποδώσετε την π α ράξενη συμπεριφορά μας, αν θέλετε, σε ιδιοτροπία και στις δύο περιπτώσεις, και θα πρέπει να υποστούμε την κατηγορία». Μ ε τα λόγια αυτά, σηκώθηκε απότομα και βγήκε από το δω μάτιο. Ό τα ν μία λογική γυναίκα αντιμετωπίζει μία σοβαρή ερώ τηση και την αποφεύγει με μία επιπόλαιη απάντηση, είναι ασφαλής ένδειξη, στις ενενήντα εννιά από τις εκατό περιπτώ σεις, ότι κάτι έχει να κρύψει. Επέστρεψα στην ανάγνωση της εφημερίδας, έχοντας έντονη την υποψία ότι η μις Χάλκομπ και η μις Φέρλι είχαν ένα μυστικό το οποίο έκρυβαν από τον σερ Πέρσιβαλ - το έκρυβαν και από μένα. Το θεωρούσα σκληρό και για τους δυο μας - ιδιαίτερα για τον σερ Πέρσιβαλ.
181
WI LKI E C OL L I NS
_____
_________
Οι αμφιβολίες μου -ή , για να μιλήσω ορδότερα, η βεβαιότη τά μ ο υ - ενισχύδηκαν από τη γλώσσα και το ύφος της μις Χάλκομπ, όταν την ξαναείδα αργότερα εκείνη την ημέρα. Ή ταν ύπο πτα σύντομη και επιφυλακτική στην περιγραφή της συζήτησης που έκανε με την αδελφή της. Η μις Φέρλι. φαίνεται, την είχε ακούσει ήρεμη όση ώρα της εξέδετε τις εξελίξεις, την απάντηση δηλαδή της κυρίας Κάδερικ και τις δικές μου εκτιμήσεις. Αλλά όταν η μις Χάλκομπ προχώρησε στη συνέχεια, και της είπε ότι ο στόχος της επίσκεψης του σερ Πέρσιβαλ στο Λίμεριτζ ήταν να την πείσει να οριστεί η ημερομηνία για το γάμο, απέφυγε την όποια άλλη αναφορά στο δέμα ζητώντας πίστωση χρόνου. Αν ο σερ Πέρσιβαλ συναινούσε να μην την πιέσει προς το π α ρόν, δα δεσμευόταν να του δώσει την οριστική απάντηση πριν από το τέλος του χρόνου. Παρακάλεσε για την αναβολή αυτή με τέτοια επιμονή και άγχος, ώστε η μις Χάλκομπ είχε υποσχεδεί να χρησιμοποιήσει, αν χρειαζόταν, την επιρροή της για να την εξασφαλίσει. Εκεί, μετά από έντονη επιδυμία της μις Φέρλι, τελείωσε κάδε συζήτηση για το δέμα του γάμου. Η καδαρά προσωρινή ρύδμιση που προτεινόταν μ ’ αυτό τον τρόπο ίσως να ήταν αρκετά βολική για τη νεαρή κυρία, αλλά αποδείχτηκε κάπως ενοχλητική για τον συντάκτη αυτών των γραμ μών. Το πρωινό ταχυδρομείο είχε φ έρει ένα γράμμα από το συ νεταίρο μου, το οποίο με υποχρέωνε να επιστρέφω στην πόλη την επόμενη μέρα, με το απογευματινό τραίνο. Ή ταν εξαιρετι κά πιδανό ότι δεν δα έβρισκα δεύτερη ευκαιρία να επισκεφδώ το Λίμεριτζ Χάουζ στη διάρκεια του υπόλοιπου χρόνου. Στην περίπτωση αυτή, και αν υποδέταμε ότι η μις Φέρλι αποφάσιζε τελικά να τιμήσει τον αρραβώνα της, η απαραίτητη προσωπι κή επικοινωνία μου μαζί της, πριν συντάξω το γαμήλιο συμβό λαιό της, δα αποδεικνυόταν κυριολεκτικά αδύνατη, και δα ανα γκαζόμασταν να προχωρήσουμε σε κείμενα που δα έπρεπ ε να συζητηδούν προφορικά και με τις δύο πλευρές χωρίς να τηρηδεί η απαραίτητη αυτή συνδήκη. Δεν είπα λέξη για το πρόβλημα
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
αυτό, μέχρι να ερωτηδεί και ο σερ Πέρσιβαλ για το δέμα της επιδυμητής αναβολής. Ή ταν υπερβολικά ευγενικός ώστε να μην ικανοποιήσει αμέσως το αίτημα. Ό ταν η μις Χάλκομπ με ενη μέρωσε για το δέμα αυτό, της είπα ότι έπρεπε να μιλήσω οπωσ δήποτε με την αδελφή της πριν φύγω από το Λίμεριτζ, και κα νονίστηκε να δω τη μις Φέρλι στο σαλόνι της, το άλλο πρωί. Δεν κατέβηκε για το δείπνο, ούτε μετά. Αδιαδεσία ήταν η δι καιολογία, και νόμισα ότι ο σερ Πέρσιβαλ φάνηκε, όπως και δα έπρεπε άλλωστε, κάπως ενοχλημένος όταν το άκουσε. Το άλλο πρωί, μόλις τελειώσαμε το πρόγευμα, ανέβηκα στο καδιστικό της μις Φέρλι. Το φτωχό κορίτσι φαινόταν τόσο χλω μό και δλιμμένο, και πλησίασε να με υποδεχτεί τόσο ευγενικά και πρόδυμα, ώστε η απόφαση που είχα πάρει ανεβαίνοντας, να την επιπλήξω για την ιδιοτροπία και τη διστακτικότητά της, αμέσως ατόνησε. Την έβαλα να καδίσει στην καρέκλα από την οποία είχε σηκωδεί και κάδισα απέναντι της. Το σκυλάκι της ήταν στο δωμάτιο και περίμενα να με υποδεχτεί με γαβγίσμα τα. Περιέργως, το γκρινιάρικο ζωάκι διέψευσε τις προσδοκίες μου πηδώντας στην αγκαλιά μου και τρίβοντας φιλικά τη μουσούδα του στο χέρι μου μόλις κάδισα. «Καδόσουν συχνά στα γόνατά μου όταν ήσουν μικρή, αγαπη τή μου», είπα, «και τώρα φαίνεται αποφασισμένο να σε διαδε χτεί στον άδειο δρόνο. Δικό σου είναι αυτό το ωραίο σχέδιο;» Έ δειξα ένα μικρό άλμπουμ που ήταν ανοιχτό στο τραπέζι δί πλα της και το οποίο κοίταζε όταν μπήκα. Στη σελίδα που ήταν ανοιγμένο εικονιζόταν μία μικρή υδατογραφία ενός τοπίου. Αυ τό ήταν το σχέδιο που είχε προκαλέσει την ερώτησή μου - μια άσκοπη ερώτηση· αλλά πώ ς να αρχίσω να της μιλάω για δου λειές αμέσως μόλις δα άνοιγα τα χείλη μου; «Ό χ ι» , είπε, αποστρέφοντας το βλέμμα της από το σχέδιο κάπως σαστισμένα· «δεν είναι δικό μου». Τα δάχτυλά της είχαν τη νευρική συνήδεια - τ ο δυμόμουν από τότε που ήταν μ ικρή- όταν της μιλούσε κάποιος, να παίζουν
183
_
WI LKI E C OL L I NS
πά ντα με το πρώτο πράγμα που έβρισκαν. Στην τωρινή περί πτωση είχαν απλωθεί στο άλμπουμ και έπαιζαν αφηρημένα με το περιθώριο της μικρής υδατογραφίας. Η έκφραση της με λαγχολίας βάδαινε στο πρόσωπό της. Δεν κοίταζε το σχέδιο, ούτε κι εμένα. Τα μάτια της κινούνταν ανήσυχα από αντικεί μενο σε αντικείμενο μέσα στο δωμάτιο, προδίδοντας απλώ ς ότι υποψιαζόταν ποιος ήταν ο σκοπός μου. Βλέποντάς το. σκέφτηκα ότι ήταν προτιμότερο να της μιλήσω με τη μικρότερη δυνατή καδυστέρηση. «Έ νας από τους λόγους που με φέρνει εδώ, αγαπητή μου, είναι η επιθυμία μου να σε αποχαιρετήσω», άρχισα. «Π ρέπει να γυρίσω στο Λονδίνο σήμερα και, πριν φύγω, θέλω να μιλή σω μαζί σου σχετικά με τις υποδέσεις σου». «Λ υπάμαι πολύ που φεύγετε, κύριε Γκίλμορ», είπε, κοιτάζοντάς με ευγενικά. «Ό τα ν είστε εδώ νιώθω όπως τις παλιές ευτυχισμένες μέρες». «Ελπίζω ότι δα μπορέσω να ξανάρδω και να αναπολήσω για άλλη μια φορά εκείνες τις ευχάριστες στιγμές», συνέχισα «Αλλά, καδώς υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον, πρέπει να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία την ώρα που τη βρίσκω, και να σου μιλήσω τώρα. Είμαι παλιός δικηγόρος σου, και παλιός φίλος σου· και δα πρέπει να σου θυμίσω, χωρίς να σε προσβάλω, το ενδε χόμενο να παντρευτείς τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ». Τράβηξε απότομα το χέρι της από το μικρό άλμπουμ, σαν να είχε πυρώσει ξαφνικά, και να την έκαιγε. Τα δάχτυλά της τυ λίχτηκαν νευρικά στα γόνατά της· τα μάτια της ξανακοίταζαν το πάτωμα, και μια έκφραση αμηχανίας απλώθηκε στο πρόσωπό της, που σχεδόν έμοιαζε με έκφραση πόνου. «Είναι απολύτως απαραίτητο να μιλήσουμε για τα διαδικα στικά του γάμου μου, κύριε Γκίλμορ;» ρώτησε χαμηλόφωνα. «Είναι απαραίτητο να αναφερθώ». απάντησα- «αλλά δεν δα επιμείνω. Ας πούμε απλώς ότι μπορεί να παντρευτείς· ή, ότι μπο ρεί και να μην παντρευτείς. Στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να
184
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
είμαι προετοιμασμένος, εκ των προτέρων, να συντάξω το γαμήλιο συμβόλαιό σου - και δεν πρέπει, από λόγους ευγένειας, να το κάνω χωρίς να σε συμβουλευτώ. Αυτή ίσως είναι η μοναδική ευ καιρία μου να ακούσω ποιες είναι οι επιδυμίες σου. Ας υποδέ σουμε, λοιπόν, ότι παντρεύεσαι. Πρέπει να σε ενημερώσω ποια είναι τώρα η δέση σου, και ποια μπορεί να είναι στο μέλλον». Της εξήγησα το σκοπό της ύπαρξης ενός γαμήλιου συμβο λαίου, και μετά της είπα ποιες ακριβώς ήταν οι προοπτικές με το γάμο της -κ α τ ’ αρχάς με την ενηλικίωσή της και, σε δεύτε ρη φάση, με το δάνατο του δείου τ η ς - τονίζοντας τη διαφορά ανάμεσα στην περιουσία επί της οποίας μόνο ισόβιο δικαίωμα χρήσης δα είχε και στην περιουσία η οποία είχε κληροδοτηδεί σ’ αυτήν και επί της οποίας είχε τον απόλυτο έλεγχο. Με άκουγε προσεκτικά, με την ίδια αμήχανη έκφραση στο πρόσωπό της, και τα χέρια της σφιγμένα νευρικά γύρω από τα γόνατά της. «Και τώ ρα», είπα, καταλήγοντας, « π ες μου αν μπορείς να σκεφτείς κάποιον όρο τον οποίο δα ήδελες να εντάξω - υπο κείμενο, φυσικά, στην έγκριση του κηδεμόνα σου, από τη στιγ μή που δεν είσαι ακόμη ενήλικη». Μ ετακινήδηκε ανήσυχα στην καρέκλα της· μετά με κοίταξε στα μάτια, με μια ξαφνική αγωνία. «Α ν συμβεί», άρχισε χαμηλόφωνα- «αν...» «Α ν παντρευτείτε», πρόσδεσα, βοηδώντας τη να ολοκληρώσει τη φράση της. «Μ ην τον αφήσετε να με χωρίσει από τη Μ άριαν», φώναξε με ένα ξαφνικό ξέσπασμα. «Ω , κύριε Γκίλμορ! Φροντίστε, σας παρακαλώ, να καδοριστεί ότι η Μ άριαν δα ζήσει μαζί μου». Κάτω από άλλες συνδήκες, ίσως μου είχε φανεί αστεία αυτή η βασικά γυναικεία ερμηνεία της ερώτησής μου, μετά μάλιστα τη μακρά εξήγηση που είχε προηγηδεί. Αλλά το ύφος και ο τό νος της φωνής της ήταν τέτοιας υφής, που μου προκάλεσαν δλίψη. Τα λόγια της, μετρημένα όπως ήταν, πρόδιδαν μία απελπι σμένη προσκόλληση στο παρελδόν, που προμήνυε δεινά.
W I L K I E C O L L I N S __
____
_________
«Το να έχετε τη Μ άριαν Χάλκομπ κοντά σας μπορεί να ρυθ μιστεί εύκολα με μια ιδιωτική συμφωνία», είπα. «Δεν καταλά βατε την ερώτησή μου, νομίζω. Αναφερόμουν στην περιουσία σας· στη διάθεση των χρημάτων σας. Ας υποθέσουμε ότι πρό κειται να κάνετε μια διαθήκη, όταν ενηλικιωθείτε. Σε ποιον θα θέλατε να πάνε τα χρήματα σ α ς;» «Η Μάριαν μου έχει σταθεί σαν μητέρα και αδελφή», είπε το καλό, στοργικό κορίτσι, με τα γαλανά μάτια του να λάμπουν ενώ μιλούσε. «Μ πορώ να τα αφήσω στη Μ άριαν, κύριε Γκίλμορ;» «Φυσικά, καλή μου», απάντησα. «Α λλά θυμήσου πόσα εί ναι. Θα θέλατε να πά νε όλα στη μις Χ άλκομπ;» Κόμπιασε· το πρόσωπό της είχε χλωμιάσει και το χέρι της ξανακούμπησε πάνω στο μικρό άλμπουμ. «'Οχι όλα», είπε. «Υ πάρχει και κάποιος άλλος, εκτός από τη Μ άριαν...» Σώπασε. Τώρα το πρόσωπό της κοκκίνισε και τα δάχτυλα του χεριού που ακουμπούσαν πάνω στο άλμπουμ έπαιζαν ρυθμι κά πάνω στο περιθώριο του σχεδίου, λες και η μνήμη της τα είχε συντονίσει να παίζουν μηχανικά με την ανάμνηση ενός αγα πημένου ρυθμού. «Εννοείς κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας εκτός από τη μις Χάλκομπ;» είπα διερευνητικά, βλέποντας ότι δεν ήταν σε θέση να προχωρήσει. Το ερύθημα απλώθηκε στο μέτωπο και στο λαιμό της, και τα νευρικά δάχτυλα σφίχτηκαν ξαφνικά γύρω από το βιβλίο. «Υπάρχει κάποιος άλλος», είπε, χωρίς να προσέξει τις τελευταίες λέξεις μου, αν και πιστεύω ότι μάλλον τις είχε ακούσει- «υ πάρ χει κάποιος άλλος που ίσως θα του άρεσε ένα μικρό ενθύμιο από μένα, αν... αν του το άφηνα. Δεν θα υπήρχε πρόβλημα, αν εγώ πέθαινα πρώτη...» Σώπασε και πάλι. Το ερύθημα που είχε απλωθεί στα μάγου λά της ξαφνικά, το ίδιο ξαφνικά χάθηκε. Το χέρι της έπαψε να σφίγγει το άλμπουμ, φάνηκε να τρέμει κάπως και έσπρωξε το
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
βιβλίο από μπροστά της. Με κοίταξε για μια στιγμή - και με τά γύρισε το κεφάλι της στο πλάι. Το μαντίλι της έπεσε στο πάτωμα καθώς άλλαξε 9έση και έκρυψε βιαστικά το πρόσωπό της στις παλάμες της. Θλιβερό! Να τη θυμάμαι ως το πιο δραστήριο, ευτυχισμένο παιδί που είχα γνωρίσει, και να τη βλέπω τώρα, στο άνθος της ηλικίας της και της ομορφιάς της, τόσο πολύ συντετριμμένη και δυστυχισμένη! Μ έσα στη στενοχώρια που μου προκάλεσε, ξέχασα τα χρό νια που είχαν περάσει. Μ ετακίνησα την καρέκλα μου κοντά της, σήκωσα το μαντίλι από το χαλί και απομάκρυνα απαλά τα χέρια της από το πρόσωπό της. «Μ ην κλαις, γλυκιά μου», είπα και σκούπισα τα δάκρυα που μαζεύονταν στα μάτια της με το χέρι μου, σαν να ήταν η μικρή Δώρα Φέρλι, όπως την ήξερα πριν από δέκα χρόνια. Ή ταν ο καλύτερος τρόπος για να την ηρεμήσω. Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου και μου χαμογέλασε αμυδρά μέσα από τα δάκρυα της. «Μ ε συγχωρείτε που ξεχάστηκα», είπε, εντελώς ανεπιτήδευτα «Δ εν είμαι καλά - αισθάνομαι πολύ αδύναμη και νευρική τε λευταία* και συχνά κλαίω χωρίς λόγο, όταν είμαι μόνη. Τώρα είμαι καλύτερα. Μ πορώ να σας απαντήσω σε ό,τι χρειάζεται, κύριε Γκίλμορ. Πραγματικά μπορώ». «Όχι! Όχι, καλή μου», απάντησα. «Θ α θεωρήσουμε το θέμα τελειωμένο, προσωρινά τουλάχιστον. Έχεις πει αρκετά, ώστε να δικαιώσεις την απόφασή μου να φροντίσω για τα συμφέροντά σου* και μπορούμε να ρυθμίσουμε τις λεπτομέρειες σε μια άλ λη ευκαιρία. Ας αφήσουμε, λοιπόν, κατά μέρος τη δουλειά και τα ενοχλητικά θέματα και ας μιλήσουμε για κάτι άλλο». Την πα ρέσ υρα αμέσως στη συζήτηση άλλων θεμάτων. Μ ε τά από δέκα λεπτά η διάθεσή της ήταν καλύτερη, και σηκώ θηκα να φύγω. « Ν α ξανάρθετε», μου είπε ανυπόμονα. « Θ α προσπαθήσω
187
WI LKI E C OL L I NS
να ανταποκριδώ καλύτερα στα ευγενικά αισθήματα σας για μέ να και για τα συμφέροντά μου, αν φροντίσετε να ξανάρδετε». Προσκολλημένη ακόμη στο παρελθόν, εκείνο το παρελθόν που εκπροσωπούσα γι’ αυτή - με τον τρόπο μου, όπως και η μις Χάλκομπ το εκπροσωπούσε με το δικό της! Με ενοχλούσε αφάνταστα να τη βλέπω, στο ξεκίνημα της ζωής της, να κοι τάξει πίσω, όπως εγώ κοιτάξω πίσω στο τέλος της δικής μου. «Α ν ξανάρθω, ελπίζω ότι θα σε βρω καλύτερα», είπα· «και ευτυχέστερη», συμπλήρωσα. Ο Θεός να σ’ ευλογεί, καλή μου!» Μ ου απάντησε στρέφοντας προς το μέρος μου το μάγουλό της, για να το φιλήσω. Ακόμη και οι δικηγόροι έχουν καρδιάκαι η δική μου πόνεσε λίγο καθώς την αποχωριζόμουν. Η συζήτηση ανάμεσά μας δεν είχε διαρκέσει περισσότερο από μισή ώρα - δεν είχε πει λέξη, μπροστά μου, που να εξηγεί το μυστήριο του προφανούς άγχους και του φόβου που την κατελάμβανε στην προοπτική του γάμου της. Ωστόσο, είχε κατα φέρει να με πάρει με το μέρος της ως π ρος το θέμα αυτό - δεν ήξερα ούτε πώς, ούτε γιατί. Είχα μπει στο δωμάτιο, θεωρώντας ότι ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ είχε σοβαρό λόγο να διαμαρτύρε ται για τον τρόπο με τον οποίο του φερόταν. Έφυγα, ελπίζο ντας κατά βάθος ότι η ιστορία αυτή θα τελείωνε με την από φαση της μις Φέρλι να διεκδικήσει την απαλλαγή της από τη δέσμευση του αρραβώνα. Έ νας άντρας της ηλικίας και της εμπει ρίας μου δεν θα έπρεπε να αντιδρά με αυτό τον παράλογο τρό πο. Δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ· το μόνο που μπορώ να υπε ρασπιστώ είναι η αλήθεια - και λέω ότι έτσι ήταν. Η ώρα της αναχώρησής μου πλησίαζε τώρα. Ειδοποίησα τον κύριο Φέρλι ότι ήμουν στη διάθεσή του αν ήθελε κάτι, αλλά έπρεπε να με συγχωρήσει που ήμουν κάπως βιαστικός. Μου απάντησε με ένα σύντομο μήνυμα, γραμμένο με μολύβι σ ’ ένα φύλλο χαρτί.
Την αγάπη και τις ευχές μου. αγαπητέ Γκίλμορ. Η όποια
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
βιασύνη είναι απερίγραπτα βλατττική για μένα. Να φροντίζετε τον εαυτό σας, παρακαλώ. Αντίο. Λίγο πριν φύγω, είδα τη μις Χάλκομπ, για ένα λεπτό, μόνη. «Ε ίπα τε όλα όσα δέλατε στη Δ ώ ρ α;» ρώτησε. «Ν α ι», απάντησα. «Είναι πολύ αδύναμη και νευρική, και χαί ρομαι που έχει εσάς να τη φροντίζετε». Τα διαπεραστικά μάτια της μις Χάλκομπ περιεργάστηκαν προ σεκτικά το πρόσωπό μου. «Έ χετε αλλάξει γνώμη για τη Δώ ρα», είπε. «Είστε πιο πρό θυμος σήμερα α π ’ όσο χδες να προβείτε σε υποχωρήσεις». Κανένας λογικός άντρας δεν εμπλέκεται, και μάλιστα απροε τοίμαστος, σε μια μονομαχία λέξεων με γυναίκα Έτσι, απλώς απά ντησα: «Ενημερώστε με για ό,τι συμβεί. Δεν δα κάνω τίποτε μέ χρι να έχω νέα σας». Εξακολουθούσε να με κοιτάζει επίμονα. «Μ ακάρι να είχαν τελειώσει όλα, και να είχαν τελειώσει καλά, κύριεΓκίλμορ». Με αυτές τις λέξεις με αποχαιρέτισε. Ο σερ Πέρσιβαλ επέμεινε ευγενικά να με συνοδεύσει μέχρι την άμαξα. «Α ν βρεθείτε ποτέ στη γειτονιά μου», είπε, «παρακαλώ να μην ξεχάσετε ότι προσβλέπω ειλικρινά στη βελτίωση της γνω ριμίας μας. Ο δοκιμασμένος και έμπιστος παλιός φ ίλος αυτής της οικογένειας θα είναι πά ντα ευπρόσδεκτος επισκέπτης και στο δικό μου σπίτι». Ένας πραγματικά ακαταμάχητος άντρας - ευγενικός, διακριτικός, καθόλου αλαζόνας... ένας τζέντλεμαν με όλη τη σημασία της λέξης. Καθώς έφευγα για το σταθμό, αισθανόμουν ότι ευχαρί στως θα έκανα ο,τιδήποτε για να προωθήσω τα συμφέροντα του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ - ο,τιδήποτε στον κόσμο, αλλά όχι και να συντάξω το γαμήλιο συμβόλαιο της συζύγου του προς το συμφέρον του.
Κεφάλαιο Ένατο Συνέχεια της αφήγησης του κυρίου Γκίλμορ
III Μ ια βδομάδα πέρασε μετά την επιστροφή μου στο Λονδίνο, χωρίς την παραμικρή είδηση από τη μις Χάλκομπ. Την όγδοη μέρα, ένα γράμμα με το γραφικό της χαρακτήρα υπήρ χε ανάμεσα στα άλλα γράμματα πάνω στο γραφείο μου. Ανακοίνωνε ότι ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ είχε γίνει οριστικά αποδεκτός ως σύζυγος, και ότι ο γάμος δα γινόταν, όπως επ ι θυμούσε, πριν από το τέλος του χρόνου. Κατά πάσα πιθανό τητα, η τελετή θα γινόταν στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δε κεμβρίου. Τα εικοστά πρώτα γενέθλια της μις Φέρλι ήταν τέ λη Μ αρτίου. Κατά συνέπεια, με βάση τη ρύθμιση αυτή, θα γι νόταν σύζυγος του σερ Πέρσιβαλ περίπου τρεις μήνες πριν από την ενηλικίωσή της. Δεν θα έπρεπε να εκπλαγώ, δεν θα έπρεπε να λυπηθώ. Ωστό σο, και ξαφνιάστηκα και λυπήθηκα- επιπλέον, κάποια μικρή απο γοήτευση, που προκλήθηκε από την ενοχλητική συντομία της επιστολής της μις Χάλκομπ συνέβαλε στο να χαλάσει η διάθε σή μου. Με έξι γραμμές η επιστολογράφος μού ανακοίνωσε τον επικείμενο γάμο- σε άλλες τρεις, μου είπε ότι ο σερ Πέρσιβαλ είχε φύγει από το Κάμπερλαντ για να επιστρέφει στο σπίτι του
I 90
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
στο Χάμπσαϊρ· και με τις δύο τελευταίες φράσεις της με ενη μέρωσε, πρώτον, ότι η Δώρα είχε επειγόντως ανάγκη αλλαγής και ευχάριστης συναναστροφής· δεύτερον, ότι είχε αποφασίσει να δοκιμάσει αμέσως το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αλλαγής, κά νοντας με την αδελφή της μια επίσκεψη σε κάποιους παλιούς φίλους στο Γιόρκσαϊρ. Εκεί τελείωνε το γράμμα, χωρίς ούτε μια λέξη που να εξηγεί ποιες ήταν οι συνδήκες υπό τις οποίες η μις Φέρλι είχε αποδεχδεί τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ, και πώς είχε αλλάξει η διάθεσή της μέσα σε μία μόνο εβδομάδα. Αργότερα, η αιτία αυτής της ξαφνικής απόφασης μου αποκαλύφδηκε πλήρως. Δεν είναι δουλειά μου να την παραδέσω βασισμένος σε διαδόσεις. Οι καταστάσεις είναι γνωστές στη μις Χάλκομπ· και, όταν η διήγησή της διαδεχθεί τη δική μου, θα τις περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια, ακριβώς όπως συνέβησαν. Στο μεταξύ, το καθήκον που έχω να επιτελέσω -π ρ ιν αφήσω, με τη σειρά μου, την πένα μου και αποσυρθώ από την ιστορία- είναι να διηγηθώ το μοναδικό εναπομείναν καθήκον μου σε σχέση με τον επικείμενο γάμο της μις Φέρλι, δηλαδή τη σύνταξη του γα μήλιου συμβολαίου. Είναι αδύνατον να αναφερθώ καταληπτά στο έγγραφο αυ τό, χωρίς να υπεισέλθω πρώ τα σε ορισμένες λεπτομέρειες σχε τικά με την οικονομική κατάσταση της νύφης. Θα προσ παθή σω να παραθέσω την εξήγησή μου σύντομα και απλά, και χω ρίς επαγγελματικές διαστρεβλώσεις και νομικές ορολογίες. Το θ έμα είναι εξαιρετικά σημαντικό. (Προειδοποιώ τους αναγνώστες αυτών των γραμμών ότι η κλη ρονομιά της μις Φέρλι αποτελεί ένα πολύ σοβαρό κομμάτι της ιστορίας της· και ότι η πείρα του κυρίου Γκίλμορ, σ ’ αυτό το θέμα, πρέπει να γίνει και δική τους πείρα, αν θέλουν να κα ταλάβουν τις διηγήσεις που πρόκειται να ακολουθήσουν.) Οι προσδοκίες, λοιπόν, της μις Φέρλι ήταν δύο κατηγοριών. Πε ρ ιλ ά μ β α να ν την πιθανή κληρονομιά ακίνητης περιουσίας, με τά το θάνατο του θείου της, και τη βέβαιη κληρονομιά κινητής
191
WI LKI E C OL L I NS
περιουσίας, τουτέστιν χρημάτων, μετά την ενηλικίωσή της. Ας πάρουμε την ακίνητη περιουσία πρώτα. Την εποχή του πα ππ ού της μις Φέρλι από την πλευρά του πατέρα, τον οποίο 9α αποκαλούμε πρεσβύτερο Φέρλι, η κλη ρονομική διαδοχή του κτήματος Λίμεριτξ είχε ως εξής: Ο πρεσβύτερος Φέρλι πέδανε και άφησε τρεις γιους: τον Φίλιπ, τον Φρέντερικ και τον Αρδουρ. Ως μεγαλύτερος γιος, ο Φ ίλιπ κληρονόμησε το κτήμα. Αν πέδαινε χωρίς να αφήσει γιο, το κτήμα περνούσε στον δεύτερο αδελφό, τον Φρέντερικ· και αν ο Φρέντερικ πέδαινε χωρίς να αφήσει γιο. το κτήμα πήγαι νε στον τρίτο αδελφό, τον Αρδουρ. Ό π ω ς εξελίχδηκαν τα γεγονότα, ο Φ ίλιπ Φέρλι πέδανε αφή νοντας μια μοναχοκόρη, τη Λώρα της ιστορίας μας - το κτή μα, πήγε, κατά συνέπεια, και σύμφωνα με το νόμο, στον δεύ τερο αδελφό, τον Φρέντερικ, που ήταν ανύπαντρος. Ο τρίτος αδελφός, ο Α ρδουρ, είχε πεδάνει πολλά χρόνια πριν από τον Φίλιπ, αφήνοντας ένα γιο και μία κόρη. Ο γιος, σε ηλικία δε καοκτώ ετών, πνίγηκε στην Οξφόρδη. Ο δάνατός του άφησε τη Λώρα, την κόρη του Φ ίλιπ Φέρλι, πιδανή κληρονόμο του κτήματος - με όλες τις πιδανότητες να το κληρονομήσει, με τη συνήδη φυσική εξέλιξη, μετά το δάνατο του δείου της Φρέντερικ, αν ο εν λόγω Φρέντερικ πέδαινε χωρίς να αφήσει άρρενα κληρονόμο. Εκτός από την περίπτωση, λοιπόν, να παντρευτεί ο κύριος Φέρ λι και να αφήσει κληρονόμο -κ α ι τα δύο ήταν εξαιρετικά απίδανο να συμβούν- η ανιψιά του Λώρα 9α κληρονομούσε το κτή μα μετά το δάνατό του έχοντας -κ α ι αυτό είναι κάτι που πρέ πει να δυμόμαστε- τίποτε περισσότερο από ένα ισόβιο εισόδη μα. Αν πέδαινε ανύπαντρη, ή πέδαινε άκληρη, το κτήμα δα περ νούσε στην εξαδέλφη της Μάγκναλεν, την κόρη του Αρδουρ Φέρλι. Αν παντρευόταν, με κανονικό γαμήλιο συμβόλαιο -μ ε άλ λα λόγια, με το συμβόλαιο που επρόκειτο να συντάξω εγώ - το εισόδημα από το κτήμα (τρεις χιλιάδες λίρες το χρόνο) δα ήταν,
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
για όσο ζούσε, στη διάδεσή της. Αν πέδαινε πριν από τον άντρα της. το εισόδημα δα περιερχόταν σ’ εκείνον, για όσο ξούσε. Αν αποκτούσε γιο. ο γιος αυτός δα ήταν ο κληρονόμος, αποκλεισ μένης της Μάγκνταλεν. Έτσι, η προοπτική να παντρευτεί ο σερ Πέρσιβαλ τη μις Φέρλι -σ ε ό,τι είχε να κάνει με τις προσδοκίες επί της ακίνητης περιουσίας της συζύγου το υ - του εξασφάλιζε δύο πλεονεκτήματα μετά το δάνατο του κυρίου Φρέντερικ Φέρ λι: Πρώτον, τις τρεις χιλιάδες λίρες το χρόνο -μ ε την άδεια της γυναίκας του, όσο εκείνη ζούσε, και. δικαιωματικά, μετά το δάνατό της, αν εκείνος εξακολουδούσε να ζει- και, δεύτερον, την κληρονομιά του Λίμεριτζ για το γιο του, αν αποκτούσε. Αυτά ως προς την ακίνητη περιουσία, και για τη διάδεση του εισοδήματος από αυτή, στην περίπτωση του γάμου του σερ Πέρσιβαλ με τη μις Φέρλι. Μ έχρις εδώ, καμία δυσκολία ή διαφο ρά άποψης ως προς την προίκα της νύφης δεν δα ήταν πιδανόν να προκύψει ανάμεσα στο δικηγόρο του σερ Πέρσιβαλ και σε μένα. Η κινητή περιουσία, ή, με άλλα λόγια, τα χρήματα τα οποία δα περιέρχονταν στην κατοχή της μις Φέρλι μόλις συμπλήρωνε τα εικοσιένα χρόνια της, είναι το επόμενο υπό εξέταση δέμα. Το κομμάτι αυτό της κληρονομιάς της ήταν, από μόνο του, μία μικρή περιουσία. Προερχόταν από τη διαδήκη του πατέρα της και ανερχόταν στο ποσό των είκοσι χιλιάδων λιρών. Εκτός από αυτές, είχε ένα ετήσιο εισόδημα άλλων δέκα χιλιάδων λιρών αυτό το δεύτερο ποσό δα πήγαινε, σε περίπτωση δανάτου της, στη δεία της Ελεάνορ, τη μοναδική αδελφή του πατέρα της. Θα βοηδήσει πολύ τον αναγνώστη να κατανοήσει με τη μεγαλύτε ρη δυνατή σαφήνεια τα οικογενειακά δέματα, αν σταματήσω για μια στιγμή εδώ, για να εξηγήσω για ποιο λόγο η δεία έπρεπε να περιμένει να κληρονομήσει μετά το δάνατο της ανιψιός. Ο Φ ίλιπ Φέρλι είχε ζήσει έχοντας δαυμάσιες σχέσεις με την αδελφή του Ελεάνορ όσο εκείνη ήταν ανύπαντρη. Αλλά όταν παντρεύτηκε, σε κάπως μεγάλη ηλικία, και όταν ο γάμος αυτός
WI LKI E COL L I NS
την ένωσε με έναν Ιταλό ευγενή ονόματι Φόσκο -η , μάλλον, έναν Ιταλό που αρεσκόταν να προβάλει τον τίτλο του κόμη- ο κύριος Φέρλι διαφώνησε τόσο έντονα με την απόφασή της, ώστε διέκοψε κάδε επικοινωνία μαζί της· έφτασε ακόμη και στο ση μείο να διαγράψει το όνομά της από τη διαδήκη του. Τα άλλα μέλη της οικογένειας δεώρησαν αυτή τη σοβαρή εκδήλωση απο δοκιμασίας του γάμου της αδελφής του λιγότερο ή περισσότε ρο παράλογη. Ο κόμης Φόσκο, αν και δεν ήταν πλούσιος, δεν ήταν, ωστόσο, κανένας απένταρος τυχοδιώκτης. Είχε ένα μικρό, αλλά επαρκές εισόδημα· είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Αγγλία και είχε μία δαυμάσια κοινωνική δέση. Ωστόσο, τα προσόντα αυτά δεν συγκινούσαν τον κύριο Φέρλι. Σε πολλά δέματα ήταν ένας Άγγλος της παλιάς σχολής, και μισούσε έναν ξένο, απλώς και μόνο επειδή ήταν ξένος. Το μόνο που ενέδωσε να κάνει, με τά από χρόνια, μετά από παρέμβαση της μις Φέρλι κυρίως, ήταν να επαναφέρει το όνομα της αδελφής του στη διαδήκη του, αλ λά να την αφήσει να περιμένει την κληρονομιά της παραχω ρώντας ισόβια το εισόδημα των χρημάτων αυτών στην κόρη του, και το κεφάλαιο -α ν η δεία Ελεάνορ πέδαινε πριν από α υ τή στην εξαδέλφη της Λώρα, τη Μάγκνταλεν. Λαμβάνοντας υπό ψη τις ηλικίες των δύο κυριών, οι πιδανότητες της δείας, κάτω από φυσιολογικές συνδήκες, να πάρει τις δέκα χιλιάδες λίρες ήταν εξαιρετικά περιορισμένες· και η μαντάμ Φόσκο δεωρούσε την αντιμετώπισή της από τον αδελφό της τόσο άδικη ώστε, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, αρνιόταν να δει την ανιψιά της και να πιστέψει ότι η παρέμβαση της μις Φέρλι ήταν εκείνη που είχε συμβάλει στο να αποκατασταδεί το όνομά της στη διαδήκη του κυρίου Φέρλι. Αυτή ήταν η ιστορία των δέκα χιλιάδων λιρών. Και στην πε ρίπτωση αυτή, καμία δυσκολία δεν δα μπορούσε να ανακύψει με τον νομικό σύμβουλο του σερ Πέρσιβαλ. Το εισόδημα δα ήταν στη διάδεση της συζύγου, και το κεφάλαιο δα πήγαινε στη δεία της, ή την εξαδέλφη της, μετά το δάνατο εκείνης.
____
Η Γ Υ Ν ΑΙ Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Τώρα που όλες οι προκαταρκτικές εξηγήσεις έχουν αποσα φηνιστεί, έρχομαι, επιτέλους, και στον πραγματικό κόμπο της υπόθεσης - τις είκοσι χιλιάδες λίρες. Το ποσό αυτό δα ανήκε στη μις Φέρλι, με την ολοκλήρωση του εικοστού πρώτου έτους της· και η μελλοντική διάδεσή του εξαρτιόταν από τις συνθήκες τις οποίες θα διασφάλιζα με το γαμήλιο συμβόλαιό της. Οι άλλοι όροι που περιέχονταν στο έγ γραφο ήταν καθαρά τυπικού χαρακτήρα, και δεν χρειάζεται να περιγραφούν εδώ. Αλλά ο όρος που συνδέεται με τα χρήματα είναι ιδιαίτερα σημαντικός, και δεν πρέπει να παραλειφθεί. Με ρικές γραμμές θα είναι αρκετές για να περιγράφω την ουσία του. Η άποψή μου σχετικά με τις είκοσι χιλιάδες λίρες ήταν με δυο λόγια η εξής: Το ποσό έπρεπε να επενδυθεί έτσι, ώστε το εισό δημα να περιέρχεται ισοβίως στη μις Φέρλι- αργότερα, ισοβίως στον σερ Πέρσιβαλ· και το κεφάλαιο στα παιδιά που επρόκειτο να προέλθουν από το γάμο. Κατ’ εξαίρεση, το κεφάλαιο θα μπορούσε να διατεθεί με τον τρόπο που θα καθόριζε η μις Φέρ λι με διαθήκη της, και γι’ αυτό εξασφάλιζα για λογαριασμό της το δικαίωμα να κάνει διαθήκη. Το όλο θέμα θα μπορούσε να συ νοψιστεί ως εξής: Αν η λαίδη Γκλάιντ πέθαινε χωρίς να αφήσει παιδιά, η ετεροθαλής αδελφή της, η μις Χάλκομπ, και όποιοι άλλοι συγγενείς ή φίλοι, τους οποίους η ίδια θα ήθελε να ευερ γετήσει, θα μοιράζονταν μετά το θάνατο του συζύγου της τα χρή ματα αυτά σύμφωνα με τα μερίδια που εκείνη θα επιθυμούσε να έχουν. Αν, από την άλλη πλευρά, πέθαινε εκείνη αφήνοντας παιδιά, τότε τα δικαιώματά τους, φυσικά και αναγκαία, πα ρ α μέριζαν οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα. Αυτός ήταν ο όρος. Ό ποιος τον διαβάσει δεν έχει πα ρά να συμφωνήσει μαζί μου ότι είναι απόλυτα δίκαιος προς όλους. Τώρα θα δούμε πώ ς έγιναν δεκτές οι προτάσεις μου από την πλευρά του συζύγου. Την περίοδο που έλαβα το γράμμα της μις Χάλκομπ, τύχαινε να είμαι περισσότερο απασχολημένος α π ’ όσο συνήθως, αλλά
1 95
WI L KI E COL L I NS
προσπάθησα να βρω χρόνο για το γαμήλιο συμβόλαιο. Το είχα συντάξει σε λιγότερο από μία εβδομάδα από τη στιγμή που η μις Χάλκομπ με είχε πληροφορήσει για τον επικείμενο γάμο, και το είχα αποστείλει για έγκριση στο δικηγόρο του σερ Πέρσιβαλ. Μ ετά από παρέλευση δύο ημερών, το έγγραφο μου επεστράφη από το δικηγόρο του βαρονέτου, με σημειώσεις και π α ρατηρήσεις. Οι αντιρρήσεις του, γενικά, αποδείχτηκαν ασήμα ντες και καδαρά τεχνικού χαρακτήρα, μέχρι που έφτασε στον όρο που σχετιζόταν με τις είκοσι χιλιάδες λίρες. Εδώ υπήρχαν διπλές υπογραμμίσεις με κόκκινο μελάνι και η ακόλουδη ση μείωση αναφερόταν σ ’ αυτές: «Μ η αποδεκτός! Το κεφάλαιο δα περιέλδει στον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ στην περίπτωση που η λαίδη Γκλάιντ αποβιώσει πρώτη, και σ’ αυτό είμαστε απόλυ τοι· η ρύθμιση αυτή είναι αδιαπραγμάτευτη». Αυτό σήμαινε πως ούτε ένα φαρδίνι από τις είκοσι χιλιάδες λίρες δεν δα πήγαινε στη μις Χάλκομπ ή σε οποιονδήποτε άλ λο συγγενή ή φίλο της λαίδης Γκλάιντ. Ό λο το ποσό, αν δεν αποκτούσε παιδιά, δα κατέληγε στις τσέπες του συζύγου της. Η απάντηση την οποία έγραψα γι’ αυτή την προκλητική π ρό ταση ήταν η συντομότερη και κατηγορηματικότερη που δα μπο ρούσα να γράψω. «Α γαπητέ κύριε. Επί του δέματος του γα μήλιου συμβολαίου της μις Φέρλι. Διατηρώ τον όρο με τον οποίο διαφωνείτε ακριβώς ως έχει. Ειλικρινώς υμέτερος». Η απάντηση ήρθε μετά από ένα τέταρτο. «Α γαπητέ κύριε. Επί του δέμα τος του γαμήλιου συμβολαίου της μις Φέρλι. Διατηρώ την κόκ κινη υπογράμμιση με την οποία διαφωνείτε ακριβώς όπως εί ναι. Ειλικρινά υμέτερος». Ή μαστε τώρα και οι δύο σε αδιέξο δο, και το μόνο που είχε απομείνει να κάνουμε ήταν να απευ θυνθούμε ο καδένας στον πελάτη του. Ό π ω ς είχαν τα πράγματα, πελάτης μου -α π ό τη στιγμή που η μις Φέρλι δεν είχε συμπληρώσει ακόμη τα εικοσιένα τη ς - ήταν ο κηδεμόνας της, ο κύριος Φρέντερικ Φέρλι. Του έγραψα με το ταχυδρομείο της ίδιας μέρας και του εξέθεσα την κατάσταση
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
όπως ακριβώς είχε, όχι μόνο προβάλλοντας κάβε επιχείρημα που μπορούσα να σκεφτώ για να τον πείσω να διατηρήσει τον όρο που είχα συντάξει, αλλά επισημαίνοντάς του και το ιδιοτελές κίνητρο που υποκινούσε την αντίδεση στη ρύθμισή μου για τις είκοσι χιλιάδες λίρες. Η γνώση των υποθέσεων του σερ Πέρσιβαλ, την οποία είχα υποχρεωτικά αποκτήσει όταν ενημερώθη κα για τη διαχείριση του κτήματος εκ μέρους του, ήταν τέτοια ώστε να ξέρω πως τα χρέη του κτήματος ήταν τεράστια και ότι το εισόδημά του, αν και ονομαστικά μεγάλο, ήταν ουσιαστικά, για έναν άνθρωπο με τη δική του κοινωνική θέση, σχεδόν ασή μαντο. Η έλλειψη ρευστού αποτελούσε το πρόβλημα του σερ Πέρσιβαλ· και η υποσημείωση του δικηγόρου του στον όρο του συμβολαίου δεν ήταν πα ρ ά η ειλικρινά εγωιστική έκφρασή του. Η απάντηση του κυρίου Φέρλι μου ήρθε αμέσως, και αποδεί χτηκε τελείως ασυνάρτητη και άσχετη. Διατυπωμένη σε απλά αγγλικά, ουσιαστικά επιβεβαίωνε την απόλυτη αδιαφορία του κυρίου Φέρλι για ό,τι θεωρούσε ότι διατάρασσε την ησυχία του.
Θα είχε την καλοσύνη ο αγαττητός Γκίλμορ να μην ανη συχεί τον φίλο και πελάτη του για ένα τόσο ασήμαντο θέμα όσο είναι ένα τόσο μακρινό ενδεχόμενο; Πόσο πι θανό είναι για μια νέα γυναίκα εικοσιενός ετών να πεθάνει πριν από έναν άντρα σαράντα πέντε ετών, και να πεθάνει και άκληρη; Από την άλλη πλευρά, σε έναν τόσο άθλιο κόσμο, πώς είναι δυνατόν να υποτιμάται η αξία της γαλήνης και της ηρεμίας; Αν αυτές οι θεϊκές ευλογίες τφοσφέρσνταν έναντι ενός τόσο ασήμαντου ανταλ λάγματος όπως το απόμακρο ενδεχόμενο απώλειας εί κοσι χιλιάδων λιρών, δεν θα ήταν δίκαιη συμφωνία; Ασφαλώς, ναι! Τότε γιατί να μη την κάνω; Πέταξα το γράμμα αηδιασμένος. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακού στηκε ένας χτύπος στην πόρτα μου. Μ πήκε ο δικηγόρος του σερ
1 97
WI LKI E COL L I NS
Πέρσιβαλ, ο κύριος Μέριμαν. Υπάρχουν πολλές κατηγορίες απατεώνων σ ’ αυτό τον κόσμο, αλλά νομίζω ότι η χειρότερη α π ’ όλες είναι αυτοί που σε προσεγγίζουν με το προκάλυμμα του αθεράπευτου χιούμορ. Έ νας χοντρός, καλοζωισμένος, χαμογε λαστός, επίπλαστα προσηνής τύπος είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να σου τύχει για μία επαγγελματική συνεργασία. Ο κύριος Μ έ ριμαν ήταν τέτοιας κατηγορίας άνθρωπος. «Και πώς είναι ο καλός κύριος Γκίλμορ;» άρχισε με μια υπερ βολικά φιλική διάθεση. «Χαίρομαι που σας βλέπω, κύριε, σε τόσο θαυμάσια υγεία. Περνούσα α π ’ έξω και σκέφτηκα να μπω, για την περίπτωση που ίσως έχετε κάτι να μου πείτε. Ας ρυθ μίσουμε, αν μπορούμε, αυτή τη μικρή διαφορά που έχουμε! Εί χατε νέα από τον πελάτη σ α ς;» «Ν αι. Εσείς είχατε από τον δικό σ ας;» «Α , αγαπητέ μου! Μ ακάρι να είχα νέα του - θα το ήθελα με όλη μου την καρδιά, για να φύγει η ευθύνη από τους ώμους μου. Αλλά είναι πεισματάρης - ή , ας πούμε καλύτερα, αποφασιστι κ ό ς- και δεν θα το κάνει. “ Μέριμαν, αφήνω τις λεπτομέρειες σε σένα. Κάνε ό,τι νομίζεις σωστό για τα συμφέροντά μου· και θεώρησε ότι προσωπικά έχω αποσυρθεί από την υπόθεση αυ τή μέχρι να τελειώσει”. Αυτά ήταν τα λόγια του σερ Πέρσιβαλ πριν από δεκαπέντε μέρες. Το μόνο που μπορώ να τον αναγκάσω τώρα να κάνει είναι να τα επαναλάβει. Δεν είμαι σκληρός άν θρωπος, κύριε Γκίλμορ, όπως ξέρετε. Προσωπικά, και μεταξύ μας, σας διαβεβαιώ ότι θα ήθελα να διαγράψω εκείνη την υπο σημείωσή μου αυτή τη στιγμή. Αλλά, αν ο σερ Πέρσιβαλ δεν δέχεται να το συζητήσει, αν ο σερ Πέρσιβαλ αφήσει τυφλά όλα τα συμφέροντά του στην αποκλειστική φροντίδα μου, ποια άλ λη διαδικασία μπορώ να ακολουθήσω εκτός από τη διαδικασία της διασφάλισής τους; Τα χέρια μου είναι δεμένα - δεν το βλέ πετε. αγαπητέ μου κύριε; Τα χέρια μου είναι δεμένα!» «Διατηρείτε, λοιπόν, κατά γράμμα την υπογράμμισή σας στον όρο;» είπα.
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Ναι! Δεν έχω άλλη λύση». Πλησίασε στο τζάκι και ζεστάδηκε, μουρμουρίζοντας κεφάτος το ρεφραίν ενός τραγουδιού με την πλούσια και εύδυμη μπάσα φωνή του. «Η δική σας πλευ ρά τι λέει; Πείτε μου, σας παρακαλώ, τι λέει η πλευρά σ α ς ;» Ν τρεπόμουν να του πω. Επιχείρησα να κερδίσω χρόνο - όχι! έκανα κάτι χειρότερο. Το νομικό μου ένστικτο επικράτησε, μέ χρι που προσπάδησα και να παζαρέψω. «Είκοσι χιλιάδες λίρες είναι μάλλον μεγάλο ποσό για να εγκαταλειφδεί από τους φίλους της κυρίας σε διάστημα δύο ημερών», είπα. «Είναι αλήδεια», απάντησε ο κύριος Μ έριμαν, κοιτάζοντας σκεφτικός τις μπότες του. «Σωστά το δέτετε, κύριε... Πολύ σω στά το δέτετε!» «Έ νας συμβιβασμός, που δα αναγνωρίζει τα συμφέροντα της οικογένειας της κυρίας, καδώς και τα συμφέροντα του συζύ γου ίσως να μην είχε τρομάξει τόσο πολύ τον πελάτη μου», συνέχισα. «Ελάτε! Ελάτε! Αυτή η υπόδεση εξελίσσεται σε καδαρή διαπραγμάτευση. Ποιο είναι το μικρότερο ποσό που δα δεχόσασταν;» «Τα λιγότερα που δα δεχόμασταν», είπε ο κύριος Μέριμαν, «είναι δεκαεννιά χιλιάδες εννιακόσιες ενενήντα εννιά λίρες, δεκαεννιά σελίνια, έντεκα πένες και τρία φαρδίνια. Χα! χα! χα! Συγχωρήστε με, κύριε Γκίλμορ. Έ π ρ επ ε να κάνω το μικρό αστείο μου!» «Πραγματικά, μικρό!» παρατήρησα. «Το αστείο αξίζει όσο και το φαρδίνι από το οποίο φ τιάχτηκε!» Ο κύριος Μ έριμαν το απολάμβανε. Γέλασε με την απάντη σή μου, μέχρι που το δωμάτιο αντιβούιξε από το γέλιο του. Από την πλευρά μου, δεν είχα καμιά διάδεση για χιούμορ. Επανήλδα στο δέμα μας και έκλεισα τη συζήτηση. «Σήμερα είναι Π αρασκευή», είπα. «Δώστε μας περιδώριο ως την επόμενη Τρίτη, για την τελική μας απάντηση». «Ευχαρίστω ς», απάντησε. «Και περισσότερο, αγαπητέ μου
I 99
WI L KI E C OL L I NS
κύριε, αν δέλετε». Πήρε το καπέλο του για να φύγει, και μετά μου απηύδυνε και πάλι το λόγο. «Και επί τη ευκαιρία», είπε, «οι πελάτες σας στο Κάμπερλαντ δεν είχαν νέα από τη γυναί κα που έγραψε το ανώνυμο γράμμα - ή όχι;» «Κ ανένα», απάντησα. «Δεν βρήκατε ίχνη τη ς;» «Ό χι ακόμη», είπε ο συνάδελφός μου. «Α λλά δεν απελπι ζόμαστε. Ο σερ Πέρσιβαλ υποψιάζεται ότι κάποιος την κρύ βει - και παρακολουδούμε αυτόν τον κάποιον». «Εννοείτε την ηλικιωμένη γυναίκα που ήταν μαζί της στο Κά μπερλαντ; » είπα. «Τελείως άλλο άτομο, κύριε», απάντησε ο κύριος Μέριμαν. «Δεν έτυχε να πέσει ακόμη στα χέρια μας η ηλικιωμένη γυναί κα. Ο “κάποιος” μας είναι άντρας. Τον παρακολουδούμε στε νά εδώ στο Λονδίνο - υποψιαζόμαστε ότι την είχε βοηδήσει να αποδράσει την πρώτη φορά από το άσυλο. Ο σερ Πέρσιβαλ ήδελε να τον ρωτήσουμε αμέσως, αλλά εγώ είπα: “'Οχι! Αν τον ρωτήσουμε, δα τον κάνουμε να είναι προσεκτικός. Να τον π α ρακολουδούμε, και να περιμένουμε”. Θα δούμε τι δα συμβεί. Μ ία επικίνδυνη γυναίκα κυκλοφορεί ελεύδερη, κύριε Γκίλμορ, και κανένας δεν ξέρει τι μπορεί να κάνει. Την καλημέρα μου, κύριε. Ελπίζω ότι την επόμενη Τρίτη δα έχω τη χαρά να έχω νέα σας». Χαμογέλασε ψεύτικα και βγήκε από το γραφείο. Το μυαλό μου ήταν μάλλον αφηρημένο στη διάρκεια του τε λευταίου μέρους της συζήτησης με το συνάδελφό μου. Ή μουν τόσο αγχωμένος με το δέμα του συμβολαίου, ώστε ελάχιστη προσοχή έδωσα σε οποιοδήποτε άλλο δέμα. Μ όλις δε έμεινα και πάλι μόνος, άρχισα να σκέφτομαι ποια δα έπρεπε να εί ναι η επόμενη κίνησή μου. Στην περίπτωση οποιοσδήποτε άλλου πελάτη, δα είχα ενερ γήσει σύμφωνα με τις οδηγίες που είχα, όσο απεχδείς κι αν μου φαίνονταν. Αλλά δεν μπορούσα να ενεργήσω με αυτή την επαγ γελματική αδιαφορία έναντι της μις Φέρλι. Έτρεφα ένα ειλικρινές αίσδημα τρυφερότητας και δαυμασμού γι’ αυτή· δυμόμουν με
200
_
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
ευγνωμοσύνη ότι ο πα τέρας της ήταν ο ευγενέστερος πελάτης και φ ίλος που είχε ποτέ άνθρωπος· αισθανόμουν γι’ αυτή, όταν συνέτασσα το συμβόλαιο, όπως θα είχα αισθανθεί, αν δεν ήμουν γεροντοπαλλήκαρο, για μια δική μου κόρη· και ήμουν αποφ α σισμένος να μην υπολογίσω καμία προσωπική θυσία για χάρη της, και για χάρη των συμφερόντων της. Να γράψω για δεύτε ρη φορά στον κύριο Φέρλι αποκλειόταν - απλώς θα του έδινα μια δεύτερη ευκαιρία να γλιστρήσει μέσα από τα δάχτυλά μου. Μία προσωπική επαφή και συνομιλία ίσως αποδεικνυόταν χρη σιμότερη. Η επόμενη μέρα ήταν Σάββατο. Αποφάσισα να τα λαιπωρήσω τα γέρικα κόκαλά μου με ένα ταξίδι ως το Κάμπερλαντ, με την πιθανότητα να τον πείσω να υιοθετήσει τη δίκαιη, ανεξάρτητη και έντιμη λύση. Ή ταν μηδαμινές οι ελπίδες, αναμ φισβήτητα. Αλλά, από τη στιγμή που θα το επιχειρούσα, η συ νείδησή μου θα ήταν ήσυχη. Θα είχα κάνει ό,τι μπορούσε να κά νει ένας άντρας στη θέση μου για να υπηρετήσει τα συμφέρο ντα της μοναχοκόρης του παλιού φίλου μου. Ο καιρός το Σάββατο ήταν όμορφος - ένας δυτικός άνεμος, και ένας λαμπερός ήλιος. Νιώθοντας τελευταία να με ξαναπιάνει εκείνο το ενοχλητικό σφίξιμο στο κεφάλι, για το οποίο ο για τρός μου με είχε προειδοποιήσει τόσο σοβαρά πριν από δύο χρό νια. αποφάσισα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία να κάνω και λί γη άσκηση, στέλνοντας μόνη την τσάντα μου και πηγαίνοντας με τα πόδια στο σταθμό της πλατείας Ή τον. Καθώς έβγαινα στο Χόλμπορν, ένας κύριος που περνούσε βιαστικά δίπλα μου σταμάτησε και μου μίλησε. Ή ταν ο κύριος Γουόλτερ Χάρτραϊτ. Αν δεν με είχε χαιρετήσει πρώτος, σίγουρα θα τον είχα προσπεράσει. Ή ταν τόσο αλλαγμένος, που δύσκολα τον αναγνώ ρισα. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό και καταβεβλημένο, η συ μπεριφορά του περίεργη και τα ρούχα του, που θυμόμουν ότι ήταν καθαρά και αξιοπρεπή όταν τον γνώρισα στο Λίμεριτξ, ήταν τόσο ατημέλητα τώρα, ώστε θα ντρεπόμουν αν τα έβλε π α σε κάποιον από τους υπαλλήλους μου.
201
WI L KI E C O L L I N S
«Είναι καιρός που έχετε γυρίσει από το Κ άμπερλαντ;» ρώ τησε. «Είχα νέα από τη μις Χάλκομπ τελευταία. Έ μ αθα ότι η εξήγηση του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ θεωρήθηκε ικανοποιητική. Θα γίνει σύντομα ο γάμος; Ξέρετε, κύριε Γκίλμορ;» Μιλούσε τόσο γρήγορα και στρίμωχνε τις ερωτήσεις του τό σο παράξενα και μπερδεμένα, που δύσκολα μπορούσα να τον παρακολουθήσω. Ό σο κι αν είχε συνδεθεί με την οικογένεια στο Λίμεριτζ, δεν μπορούσα να θεωρήσω ότι είχε δικαίωμα να αναμένει πληροφορίες για τα ιδιωτικά τους ζητήματα- έτσι, απο φάσισα να του κόψω αμέσως τη φ όρα σχετικά με το θέμα του γάμου της μις Φέρλι. «Ο χρόνος θα δείξει, κύριε Χάρτραϊτ», είπα- «ο χρόνος θα δείξει. Τολμώ να πω ότι δεν θα ήταν λάθος αν κοιτάζαμε για το γάμο στις εφημερίδες. Με συγχωρείτε που το παρατηρώ, αλ λά λυπάμαι που σας βλέπω να μην είστε τόσο καλά όσο την τε λευταία φορά που συναντηθήκαμε». Μ ία στιγμιαία νευρική σύσπαση τρεμόπαιξε στα χείλη και στα μάτια του, και με έκανε να αισθανθώ άσχημα που του εί χα απαντήσει με τόσο εμφανώς επιφυλακτικό τρόπο. «Δεν είχα δικαίωμα να ρωτήσω για το γάμο της», είπε με πί κρα. «Π ρέπει να περιμένω να τον δω στις εφημερίδες, όπως όλος ο κόσμος. Ν αι!» συνέχισε, πριν προλάβω να του ζητήσω συγγνώμη. «Δεν είμαι καλά τελευταία. Φεύγω στο εξωτερικό για να δοκιμάσω μια αλλαγή περιβάλλοντος και απασχόλησης. Η μις Χάλκομπ είχε την καλοσύνη να με βοηθήσει με την επιρ ροή της, και οι συστατικές επιστολές της κρίθηκαν ικανοποιη τικές. Φεύγω μακριά - αλλά δεν μ ’ ενδιαφέρει πού θα πάω, τι κλίμα έχει ή πόσον καιρό θα λείψω». Καθώς πρόφερε τις λέ ξεις αυτές, κοίταξε το πλήθος των αγνώστων που περνούσαν δίπλα μας με έναν παράξενο και καχύποπτο τρόπο, λες και νό μιζε ότι κάποιοι α π ’ αυτούς μας παρακολουθούσαν. «Εύχομαι να τα πά τε καλά και να επιστρέφετε υγιής», είπακαι μετά πρόσδεσα, για να μην τον κρατάω σε πλήρη άγνοια
202
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
σχετικά με το 9έμα των Φέρλι. «Πηγαίνω σήμερα στο Λίμεριτζ για δουλειά. Η μις Χάλκομπ και η μις Φέρλι, α π ’ ό,τι γνωρίζω, λείπουν αυτές τις μέρες - έχουν πάει σε κάποιους φίλους τους στο Γιόρκσαϊρ». Τα μάτια του φωτίστηκαν και φάνηκε σαν να ήδελε κάτι να πει, αλλά η ίδια στιγμιαία σύσπαση διέτρεξε και πάλι το πρό σωπό του. Έ π ιασ ε το χέρι μου, το έσφιξε δυνατά και εξαφα νίστηκε ανάμεσα στο πλήδος, χωρίς να πει άλλη λέξη. Αν και μου ήταν σχεδόν άγνωστος, στάδηκα για λίγο, κοιτάζοντάς τον να απομακρύνεται με ένα αίσδημα δλίψης. Είχα αποκτήσει, ασκώντας το επάγγελμά του, αρκετή πείρα σχετικά με νέους, έτσι ώστε να ξέρω ποια εξωτερικά σημάδια έδειχναν ότι άρχι ζαν να παίρνουν λάδος δρόμο. Καδώς δε συνέχιζα το δρόμο μου π ρος το σιδηροδρομικό σταδμό -λ υ π ά μ α ι που το λέω - αισδανόμουν να έχω πολλές αμφιβολίες για το μέλλον του κυ ρίου Χάρτραϊτ.
IV Φεύγοντας με ένα πρωινό τραίνο, έφτασα στο Λίμεριτζ την ώρα του δείπνου. Το σπίτι ήταν καταδλιπτικά άδειο και πληκτικό. Περίμενα ότι η καλή κυρία Βέσεϊ δα μου έκανε πα ρέα τώρα που έλειπαν οι νεαρές κυρίες, αλλά ήταν κλεισμένη στο δω μάτιό της - την ταλαιπωρούσε ένα κρυολόγημα. Οι υπηρέτες ξαφνιάστηκαν τόσο πολύ βλέποντάς με, ώστε άρχισαν να κι νούνται σπασμωδικά και να κάνουν ένα σωρό ενοχλητικά λάδη. Ακόμη και ο μπάτλερ, που ήταν αρκετά ηλικιωμένος -ο π ό τε δα έπρεπε να είναι και αρκετά έμπειρος, μου έφερε ένα μπου κάλι κόκκινο κρασί που ήταν παγωμένο. Οι πληροφορίες για την υγεία του κυρίου Φέρλι ήταν οι συνηδισμένες· και όταν του έστειλα ένα μήνυμα για να ανακοινώσω την άφιξή μου. πήρα
2 03
WI LKI E COL L I NS
την απάντηση ότι 9α χαιρόταν να με δει το άλλο πρωί, και ότι η ξαφνική είδηση της εμφάνισής μου είχε επιβαρύνει την υγεία του με ταχυκαρδίες για το υπόλοιπο της βραδιάς. Ο άνεμος ούρ λιαζε άγρια όλη νύχτα, και περίεργα τριξίματα και ανησυχητι κοί ήχοι ακούγσνταν παντού μέσα στο άδειο σπίτι. Κοιμήθηκα όσο πιο απαίσια γινόταν, και σηκώθηκα με φρικτή διάθεση, για να προγευματίσω μόνος μου το άλλο πρωί. Στις δέκα οδηγήθηκα στα διαμερίσματα του κυρίου Φέρλι. Ή ταν στο συνηθισμένο του δωμάτιο, στη συνηθισμένη του κα ρέκλα και στη συνηθισμένη κακή σωματική και πνευματική του κατάσταση. Ό τα ν μπήκα, ο υπηρέτης του στεκόταν μπροστά του κρατώντας για επιθεώρηση έναν βαρύ τόμο με γκραβούρες, μακρύ και φαρδύ, σαν την επιφ άνεια του γραφείου μου. Ο δυστυχής υπηρέτης μόρφαζε με τον πιο αξιοθρήνητο τρόπο και φαινόταν έτοιμος να σωριαστεί από την κούραση, ενώ ο κύ ριός του γύριζε ήρεμα τις γκραβούρες κι αναδείκνυε τις κρυμ μένες ομορφιές τους με τη βοήθεια ενός μεγεθυντικού φακού. «Εσύ, ο καλύτερος α π ’ όλους τους παλιούς φ ίλους», είπε ο κύριος Φέρλι, γέρνοντας νωχελικά πίσω πριν σηκώσει τα μά τια του να με κοιτάξει, «είσαι καλά; Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που ήρθες να με δεις στη μοναξιά μου, αγαπητέ Γκίλμορ!» Περίμενα ότι ο υπηρέτης θα αποσυρόταν όταν μπήκα, αλ λά τίποτε τέτοιο δεν έγινε. Στεκόταν εκεί, μπροστά στην κα ρέκλα του κυρίου του, τρέμοντας κάτω από το βάρος του τό μου με τις γκραβούρες, και ο κύριος Φέρλι κρατούσε τον με γεθυντικό φ ακό ανάμεσα στα λευκά δάχτυλα. « Ή ρ θ α να σας μιλήσω για ένα πολύ σημαντικό θέμ α», εί πα · «και γι’ αυτό θα με συγχωρήσετε αν σας υποδείξω ότι θα ήταν καλύτερα να είμαστε μόνοι». Ο ατυχής υπηρέτης με κοίταξε με ευγνωμοσύνη. Ο κύριος Φέρλι επανέλαβε αργά τις τέσσερις τελευταίες λέξεις των λό γων μου -« κ α λ ύ τερ α να είμαστε μ ό νο ι» - δείχνοντας τη με γαλύτερη δυνατή έκπληξη.
2 04
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Δεν είχα διάδεση για χαζολογήματα, και αποφάσισα να τον κάνω να καταλάβει τι εννοούσα. «Κάντε μου τη χάρη να δώσετε στον άνδρωπο αυτόν την άδεια να αποχωρήσει», είπα δείχνοντας τον υπηρέτη. Ο κύριος Φέρλι ανασήκωσε τα φ ρύδια του και σούφρωσε τα χείλη του σε μια έκφραση σαρκαστικής έκπληξης. « Ανδρωπος;» είπε. «Τι εννοείς, προκλητικέ μου Γκίλμορ. αποκαλώντας τον “ άνδρωπο” ; Τίποτε τέτοιο δεν είναι. Μ πορεί να ήταν άνδρωπος πριν από μισή ώρα, προτού ζητήσω να δω τις γκραβούρες μου, και μπορεί να είναι άνδρωπος μετά από μισή ώρα, όταν δεν δα τον χρειάζομαι πια. Προς το παρόν, είναι απλώς ένα βάδρο! Τι σε ενοχλεί, Γκίλμορ, ένα βάδρο;» «Μ ε ενοχλεί! Για τρίτη φορά, κύριε Φέρλι, σας παρακαλώ να μείνουμε μόνοι». Ο τόνος και το ύφος μου δεν του επέτρεπε άλλη λύση π α ρά να συμμορφωδεί με το αίτημά μου. Έ ριξε μια ματιά στον υπηρέτη και έδειξε εκνευρισμένος μια καρέκλα δίπλα του. «Ά φησε κάτω τις γκραβούρες και φ ύγε», είπε. «Μ η με τα ράξεις χάνοντας τη σειρά. Είσαι σίγουρος ότι δεν δα χάσεις τη σειρά; Και είναι το κουδούνι σε σημείο που να το φτάνω; Ναι; Γιατί δεν φεύγεις, τό τε;» Ο υπηρέτης έφυγε. Ο κύριος Φέρλι μετακινήδηκε στην κα ρέκλα του, γυάλισε τον μεγεδυντικό φακό με το λεπτό λινό μα ντίλι του και έριξε μια λοξή ματιά στον ανοιχτό τόμο με τις γκραβούρες. Δεν ήταν εύκολο να διατηρήσω την ψυχραιμία μου κάτω α π ’ αυτές τις συνδήκες - αλλά τη διατήρησα. « Ή ρ δ α με εξαιρετική προσωπική ταλαιπω ρία», είπα, «για να υπηρετήσω τα συμφέροντα της ανιψιάς σας και της οικο γένειας σας. Νομίζω ότι έχω αποκτήσει το δικαίωμα να διεκδικώ σε αντάλλαγμα την προσοχή σας». «Μ η με κουράζεις!» αναφώνησε ο κύριος Φέρλι, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του και κλείνοντας τα μάτια του. «Μ η με κουράζεις, σε παρακαλώ. Δεν είμαι αρκετά δυνατός».
20 5
W [LK J E C
O
L
U
N
J
_____
Ή μουν αποφασισμένος, για χάρη της Λώρα Φέρλι, να μην του επιτρέψω να με εκνευρίσει. «Στόχος μου», συνέχισα, «και ο λόγος αυτής της επίσκεψής μου είναι να σας παρακαλέσω να επανεξετάσετε το γράμμα σας και να μη με υποχρεώσετε να εγκαταλείψω τα δίκαια δικαιώ ματα της ανιψιάς σας επί όσων ανήκουν σ ’ εκείνη. Επιτρέψτε μου να σας εκδέσω για άλλη μια φορά την υπόδεση». Ο κύριος Φέρλι κούνησε το κεφάλι του και αναστέναξε. «Είναι άκαρδο εκ μέρους σου, Γκίλμορ· πολύ άκαρδο», εί πε. «Α λλά δεν πειράξει. Λ έγε». Του εξέδεσα όλα τα στοιχεία προσεκτικά· του ανέλυσα την υπόδεση από κάδε οπτική γωνία. Έ γερνε πίσω στην καρέκλα όση ώρα του μιλούσα, με τα μάτια του κλειστά. Ό τα ν τελείω σα, τα άνοιξε νωδρά, πήρε το ασημένιο μπουκαλάκι με τα αρω ματικά έλαια από το τραπέζι και το μύρισε με ανακούφιση. «Καλέ μου Γκίλμορ!» είπε, πριν το ξαναμυρίσει, «πολύ ευ γενικό εκ μέρους σου που σκέφτηκες όλα αυτά!» «Δώστε μου μια απλή απάντηση σε μια απλή ερώτηση, κύ ριε Φέρλι. Σας ξαναλέω ότι ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα να περιμένει κάτι περισσότερο από το εισόδημα των χρημάτων. Τα χρήματα, αν η ανιψιά σας δεν απο κτήσει παιδιά, πρέπει να είναι υπό τον έλεγχό της και να επι στρέφουν στην οικογένειά της. Αν δείξετε αποφασιστικότητα, ο σερ Πέρσιβαλ πρέπει να υποχωρήσει - πρέπει να υποχωρή σει, σας λέω, ή να εκτεδεί στη φτηνή κατηγορία ότι παντρεύε ται τη μις Φέρλι από ιδιοτελή κίνητρα και μόνο». Ο κύριος Φέρλι κούνησε παιχνιδιάρικα το ασημένιο μπου καλάκι προς το μέρος μου. «Αγαπητέ μου Γκίλμορ! Τόσο πολύ μισείς, λοιπόν, την κοι νωνική και οικογενειακή διάκριση; Τόσο πολύ απεχδάνεσαι τον Γκλάιντ, επειδή συμβαίνει να είναι βαρονέτος; Πόσο φανατικά Ριζοσπάστης είσαι - ω, Θεέ μου, πόσο φανατικά Ριζοσπάστης!» Ριζοσπάστης! Πολλές προκλήσεις μπορούσα να αντέξω, αλλά
206
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
έχοντας τηρήσει τις αυστηρότερες αρχές των Συντηρητικών σε όλη μου τη ζωή, δεν άντεχα να αποκαλούμαι Ριζοσπάστης. Το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι, και πετάχτηκα από την καρέ κλα μου. Είχα μείνει άφωνος από την αγανάκτηση. «Ηρέμησε, και μην κάνεις έτσι!» αναφώνησε ο κύριος Φέρλι. «Για το όνομα του Θεού, ηρέμησε! Πανάξιε Γκίλμορ, δεν ήθελα να σε προσβάλω. Οι απόψεις μου είναι τόσο ακραία φ ιλε λεύθερες, ώστε νομίζω ότι κι εγώ είμαι Ριζοσπάστης. Ναι! Και οι δύο Ριζοσπάστες είμαστε! Μη δυμώνεις, σε παρακαλώ. Δεν μπορώ να τσακωδώ - δεν έχω αρκετές αντοχές. Να αφήσουμε καλύτερα το δέμα; Ναι! Έ λα να δεις αυτές τις ωραίες γκραβούρες. Άφησέ με να σε βοηθήσω να καταλάβεις την ουράνια ομορφιά αυτών των σχεδίων. Έ λα, καλέ μου Γκίλμορ!» Ενώ εκείνος χαζολογούσε με αυτό τον τρόπο, επανακτούσα, ευτυχώς για τον εαυτό μου, την αυτοκυριαρχία μου. Ό τα ν ξα ναμίλησα ήμουν αρκετά ήρεμος ώστε να αντιμετωπίσω την αυδάδειά του με τη βουβή περιφρόνηση που της άξιζε. «Κάνετε μεγάλο λάθος, κύριε», είπα, «αν νομίζετε ότι μιλώ κινούμενος από οποιαδήποτε προκατάληψη εναντίον του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Μ πορεί να θλίβομαι επειδή ο σερ Γκλάιντ αφέθηκε τόσο ανεπιφύλακτα για το θέμα αυτό στην καθοδήγηση του δικηγόρου, έτσι ώστε να καθιστά αδύνατη την όποια επαφή μου μαζί του, αλλά δεν είμαι προκατειλημμένος εναντίον του. Τα όσα είπα θα ίσχυαν και για οποιονδήποτε άλλον στη θέση του. Η αρχή την οποία υπερασπίζομαι είναι μία γενικά αποδε κτή αρχή. Αν απευθυνόσασταν στην πλησιέστερη πόλη, στον πρώ το σοβαρό δικηγόρο που θα μπορούσατε να βρείτε, θα σας έλε γε, σαν ξένος, όσα σας λέω εγώ, σαν φίλος. Θα σας πληροφορούσε ότι είναι αντίθετο προς το νόμο να παραδοθούν τα χρήματα της κυρίας στον άντρα που θα παντρευτεί - αποκλειστικά σ ’αυτόν. Θα αρνιόταν, από λόγους στοιχειώδους νομικής σύνεσης, να εκ χωρήσει στο σύζυγο, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ένα πο σό είκοσι χιλιάδων λιρών μετά το θάνατο της συζύγου του».
WI LKI E COL L I NS
«Έτσι δα έκανε, Γκίλμορ;» είπε ο κύριος Φέρλι. «Α ν έλεγε κάτι τόσο φρικτό, σε διαβεβαιώ ότι δα είχα καλέσει τον Λουί και δα τον πετούσα αμέσως έξω από το σπίτι μου». «Δεν δα με εκνευρίσετε, κύριε Φέρλι. Το οφείλω στην ανι ψιό σας και στον πα τέρ α της να μη σας επιτρέψω να με εκνευ ρίσετε. Θα επωμισδείτε όλη την ευδύνη αυτής της εξευτελι στικής ρύδμισης πριν βγω από το δωμάτιο». «Μ η! Μη, σε παρακαλώ !» είπε ο κύριος Φέρλι. «Σκέψου πό σο πολύτιμος είναι ο χρόνος σου, Γκίλμορ. και μη τον σπαταλάς άδικα. Θα το συζητούσα μαζί σου αν μπορούσα, αλλά δεν μπο ρώ - δεν έχω την αντοχή. Θέλεις να με ταράξεις, να ταραχτείς ο ίδιος, να ταράξεις τον Γκλάιντ και να ταράξεις και τη Λώρα. Και όλα αυτά -ω , Θεέ μου!- για χάρη του πιο απίδανου γεγο νότος που δα μπορούσε να συμβεί. 'Οχι, αγαπητέ μου φίλε! Στο όνομα της γαλήνης και της ηρεμίας, κατηγορηματικά, όχι!» « Ν α υποδέσω, λοιπόν, ότι εμμένετε στην απόφαση που εκφράσατε στο γράμμα σ α ς;» «Ν αι, σε παρακαλώ. Χαίρομαι που συνεννοηδήκαμε επιτέ λους. Και τώρα, κάδισε!» Προχώρησα προς την πόρτα, και ο κύριος Φέρλι χτύπησε το κουδουνάκι του. Πριν βγω από το δωμάτιο γύρισα και του μί λησα για τελευταία φορά. «Ο τιδήποτε συμβεί στο μέλλον, κύριε», είπα, «να δυμάστε ότι επιτέλεσα το καδήκον μου να σας προειδοποιήσω. Ως π ι στός φ ίλος και υπηρέτης της οικογένειας σας, σας λέω, για τε λευταία φορά, ότι δική μου κόρη δεν δα παντρευόταν οιονδήποτε με συμβόλαιο σαν αυτό που με υποχρεώνετε να συντά ξω για τη μις Φέρλι». Η πόρτα άνοιξε πίσω μου και στην είσοδο φάνηκε ο υπηρέτης. «Λουί», είπε ο σερ Φέρλι, «οδήγησε έξω τον κύριο Γκίλμορ, και μετά έλα εδώ να ξανακρατήσεις τις γκραβούρες μου. Πείτε κάτω να ετοιμάσουν ένα καλό γεύμα. Ναι, Γκίλμορ! Βάλε τους τεμπέληδες υπηρέτες μου να σου ετοιμάσουν ένα καλό γεύμα!»
2 08
__
_
HJYNAIKA
ME ΤΑ Α Σ Π ΡΑ
Ή μουν υπερβολικά αηδιασμένος για να του απαντήσω. Έκανα μεταβολή και βγήκα αμίλητος. Είχε ένα τραίνο στις δύο το από γευμα, και μ ’ αυτό επέστρεψ α στο Λονδίνο. Την Τρίτη έστειλα το τροποποιημένο συμβόλαιο, το οποίο στην πράξη απέκλειε τα άτομα τα οποία η ίδια η μις Φέρλι με είχε ενημερώσει ότι ήδελε να ευεργετήσει. Δεν είχα άλλη επ ι λογή. Κάποιος άλλος δικηγόρος δα το είχε συντάξει, αν είχα αρνηδεί να το κάνω εγώ. Η δουλειά μου τελείωσε. Η προσωπική συμμετοχή μου στα γε γονότα της ιστορίας της οικογένειας φτάνει μέχρι το σημείο που μόλις πριν από λίγο περιέγραψα. Ά λλες πένες δα απο δώσουν τα πα ράξενα γεγονότα που δα ακολουδήσουν σύντο μα. Σοβαρά και δλιμμένα, κλείνω αυτή τη σύντομη περιγρα φή. Σοβαρά και δλιμμένα, επαναλαμβάνω εδώ τις αποχαιρε τιστήριες λέξεις που ξεστόμισα στο Λίμεριτξ Χάουξ: «Δική μου κόρη δεν δα παντρευόταν οιονδήποτε με συμβόλαιο σαν αυτό που με υποχρεώνετε να συντάξω για τη μις Φέρλι».
Τέλος της αφήγησης του κυρίου Γκίλμορ
209
Κεφάλαιο Δέκατο Η Μάριαν Χάλκομπ αφηγείται τα γεγονότα μέσα από το Ημερολόγιό της
Λίμεριτζ Χάουζ, 8 Νοεμβρίου 1849 Σήμερα το πρωί έφυγε ο κύριος Γκίλμορ. Η συνομιλία του με τη Λώρα προφανώς τον στενοχώρησε και τον ξάφνιασε, περισσότερο α π ’ όσο ο ίδιος δέλησε να ομολο γήσει. Φοβήδηκα, από το ύφος και τη συμπεριφορά του, ότι ίσως του είχε αποκαλύψει άδελά της το πραγματικό μυστικό της στενοχώριας της, και της αγωνίας μου. Η αμφιβολία αυτή πήρε τέτοιες διαστάσεις μέσα μου, μετά την αναχώρησή του, ώστε αρνήδηκα να πάω για ιππασία με τον σερ Πέρσιβαλ και ανέβηκα στο δωμάτιο της Λώρα. Δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στον εαυτό μου σχετικά με αυτό το δύσκολο και δλιβερό δέμα από τότε που διαπίστωσα την άγνοιά μου για την ένταση της συναισδηματικής προσήλωσης της Λώ ρα. Έ π ρ επ ε να είχα καταλάβει ότι η λεπτότητα, η ανεκτικότη τα και η αίσδηση του χιούμορ που διέδετε ο φτωχός Χάρτραϊτ, και με τραβούσε σ’ αυτόν κάνοντάς με να τον δαυμάξω και να τον σέβομαι τόσο ειλικρινά, ήταν οι ιδιότητες που δα ασκούσαν την πιο ακατανίκητη έλξη στην έμφυτη ευαισδησία της Λώρα και τη γενναιοδωρία του χαρακτήρα της. Κι όμως, μέχρι που
210
_____________ Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Λ ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α μου άνοιξε την καρδιά της με δική της πρωτοβουλία, δεν είχα υποψιαστεί ότι αυτό το αίσδημα είχε ριζώσει τόσο βαδιά μέσα της. Κάποτε νόμιζα ότι ο χρόνος και η αγωνία μπορεί και να το ξεριζώσουν. Τώρα φ οβάμαι ότι δα παραμείνει μέσα της, και δα αλλάξει τη ζωή της. Η ανακάλυψη ότι διέπραξα ένα σφάλμα κρίσης σαν αυτό με κάνει να διστάζω και να αμφιβάλλω για τη γνώμη μου σχετικά με οτιδήποτε άλλο. Διστάζω για τον σερ Πέρσιβαλ, παρόλο που οι αποδείξεις είναι ξεκάδαρες. Διστάζω ακόμη και να μιλήσω στη Δώρα. Σήμερα το πρωί δίσταζα, με το χέρι στην πόρτα, αν δα έπρεπε να της κάνω ή όχι τις ερω τήσεις που είχα σκοπό να της κάνω. Ό τα ν μπήκα στο δωμάτιό της, τη βρήκα να βηματίζει πάνω κάτω ανυπόμονα. Φαινόταν ταραγμένη και αναστατωμένη. Με πλησίασε αμέσως και μου μίλησε, πριν προλάβω να ανοίξω τα χείλη μου. «Σ ε ήδελα», είπε. «Έ λα και κάδισε μαζί μου στον καναπέ, Μάριαν. Δεν το αντέχω άλλο. Πρέπει, και δα το τελειώσω!» Τα μάγουλά της ήταν πολύ ξαναμμένα, η ενεργητικότητά της εμφανής, η αποφασιστικότητα της φωνής της εντυπωσιακή. Το μικρό μπλοκ με τα σχέδια του Χάρτραϊτ - τ ο μοιραίο μπλοκ, μπροστά στο οποίο δα ονειρεύεται κάδε φορά που δα είναι μό ν η - ήταν στο ένα από τα χέρια της. Το απέσπασα ευγενικά και αποφασιστικά και το απέδεσ α σ ’ ένα πλαϊνό τραπεζάκι. « Π ες μου ήρεμα, γλυκιά μου, τι δέλεις να κάνω;» είπα. «Σε συμβούλευσε πριν ο κύριος Γκίλμορ;» Κούνησε το κεφάλι της. «Όχι! Ό χι σχετικά μ ’ αυτό που σκέ φτομαι τώρα. Ή ταν πολύ ευγενικός και καλός μαζί μου, Μ ά ριαν, και ντρέπομαι να σου ομολογήσω ότι τον τάραξα κλαίγοντας. Είμαι απελπιστικά αβοήδητη. Δεν μπορώ να συγκρατηδώ. Για χάρη μου, και για χάρη όλων μας, πρέπει να βρω το κουράγιο να βάλω ένα τέλος». «Εννοείς το δάρρος για να διεκδικήσεις την ελευδερία σου;» ρώτησα.
21 I
WI LKI E C OL L I NS
_
______
___________
«'Οχι», είπε απλά. «Το 8άρρος να αποκαλύψω την αλήδεια». Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό μου και ακούμπησε το κεφάλι της ήρεμα στο στήδος μου. Στον απέναντι τοίχο κρε μόταν το μικρό πορτραίτο του πα τέρα της. Πρόσεξα ότι το κοί ταξε καδώς το κεφάλι της ακουμπούσε στο στήδος μου. «Δεν μπορώ να διεκδικήσω την απαλλαγή μου από τον αρ ραβώνα μου», συνέχισε. «Μ ε οποιονδήποτε τρόπο τελειώσει, σίγουρα δα τελειώσει άσχημα για μένα. Το μόνο που μπορώ να κάνω, Μ άριαν, για να μην κάνω τη δυστυχία αυτή χειρότερη, είναι να μην προσδέσω την ενοχή ότι παραβίασα την υπόσχε σή μου και ξέχασα τα τελευταία λόγια του πα τέρ α μου». «Και τι σκοπεύεις να κάνεις;» ρώτησα. « Ν α πω στον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ την αλήδεια με τα ίδια μου τα χείλη», απάντησε* «και να με απαλλάξει εκείνος, όχι επειδή δα το ζητήσω, αλλά επειδή δα τα ξέρει όλα». «Τι εννοείς, Δώρα, λέγοντας “ όλα” ; Ο σερ Πέρσιβαλ δα ξέρει αρκετά -μ ο υ το έχει δηλώσει ο ίδιος- αν ξέρει ότι ο αρ ραβώνας είναι αντίδετος με τις επιδυμίες σας». «Μ πορώ να του το πω αυτό, τη στιγμή που ο αρραβώνας αποφασίστηκε από τον πα τέρα μου, με τη συναίνεσή μου; Θα έχω τηρήσει την υπόσχεσή μου; 'Οχι ευτυχής, φοβάμαι, αλλά π ά ντως ευχαρίστως...» σώπασε, έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος μου και ακούμπησε το μάγουλό της στο δικό μου, «δα είχα τηρήσει την υπόσχεσή μου, Μάριαν, αν μια δυνατή αγά πη δεν είχε φουντώσει στην καρδιά μου, η οποία δεν υπήρχε τότε που υποσχέδηκα να γίνω γυναίκα του σερ Πέρσιβαλ». «Δώρα! Θα εξευτελιστείς κάνοντας αυτή την εξομολόγηση;» « Θ α εξευτελιστώ αν κερδίσω την ελευδερία κρύβοντάς του κάτι που δικαιούται να γνωρίζει». «Δεν έχει κανένα δικαίωμα να το ξέρει!» «Λ άδος, Μάριαν. Λάδος! Δεν πρέπει να εξαπατήσω κανένανπολύ περισσότερο έναν άντρα που ο πα τέρας μου δέλησε να παντρευτώ, και τον οποίο εγώ δέχτηκα». Πλησίασε τα χείλη της
212
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
στα δικά μου και με φίλησε. «Καλή μου», είπε, σιγά, «με αγα πά ς τόσο πολύ, και καμαρώνεις τόσο για μένα, ώστε ξεχνάς στην περίπτωση μου τα όσα δα θυμόσουν στη δική σου. Καλύτερα να αμφιβάλει ο σερ Πέρσιβαλ για τα κίνητρά μου και να κρίνει εσφαλ μένα τη συμπεριφορά μου. πα ρά να τον εξαπατήσω πρώτα νοε ρά και μετά να φτάσω στο σημείο να υπηρετήσω τα συμφέροντά μου κρύβοντας την απάτη μου». Την κοίταξα σαστισμένη. Για πρώτη φορά στη ζωή μας, είχα με αλλάξει ρόλους. Εκείνη ήταν τώρα η αποφασιστική και εγώ η διατακτική. Κοίταξα το χλωμό, ήρεμο, υπομονετικό νεανικό πρόσωπο· είδα την αγνή, αδώα καρδιά μέσα στα τρυφερά μά τια που με κοίταξαν, και οι αδύναμες επιφυλάξεις και αντιρ ρήσεις που ανέβαιναν στα χείλη μου εξουδετερώνονταν και δια λύονταν μέσα τους. Χαμήλωσα αμίλητη το κεφάλι μου. «Μ η θυμώνεις μαζί μου, Μ άριαν», είπε με ένοχη φωνή, παρεξηγώντας τη σιωπή μου. Απάντησα αγκαλιάζοντάς τη. Φοβόμουν πως θα έκλαιγα αν μιλούσα. Τα δάκρυά μου δεν κυλάνε τόσο εύκολα - μοιάζουν με τα αντρικά δάκρυα, με λυγμούς που με κομματιάζουν, κά τι που τρομάζει όποιους με βλέπουν να κλαίω. «Το σκέφτομαι πολλές μέρες, καλή μου», συνέχισε, μπλέ κοντας τα δάχτυλά της μ ’ εκείνη την παιδιάστικη νευρικότη τα που η δύσμοιρη κυρία Βέσεϊ ακόμη προσ παθεί υπομονετι κά, και μάταια, να της κόψει. «Το έχω σκεφτεί πολύ σοβαρά, και μπορώ να είμαι σίγουρη για το θάρρος μου, εφόσον η συ νείδησή μου λέει ότι έχω δίκιο. Θα του μιλήσω αύριο - μπρο στά σου, Μάριαν. Δεν θα του πω κάτι άπρεπο, κάτι για το οποίο εσύ ή εγώ πρέπει να ντρεπόμαστε, αλλά θα ανακουφιστώ βγά ζοντας αυτό το βάρος από την καρδιά μου. Θέλω να ξέρω, και να αισθάνομαι, ότι δεν έχω να λογοδοτήσω για κανένα ψέμα· και μετά, όταν θα έχει ακούσει όσα έχω να πω, ας μου φ ερθεί όπως θέλει». Αναστέναξε και ξανάγειρε το κεφάλι της στο στήθος μου.
2 13
WI LKI E C O L L I NS _
Θλιβερές επιφ υλάξεις για το ποιο δα ήταν το αποτέλεσμα βά ραιναν στο μυαλό μου· αλλά, έχοντας αμφιβολίες για την κρί ση μου, της είπα πω ς δα έκανα ό,τι ήδελε. Με ευχαρίστησε, και περάσαμε σε άλλα δέματα. Το βράδυ κατέβηκε στο δείπνο και ήταν περισσότερο άνετη και αυδόρμητη με τον σερ Πέρσιβαλ α π ’ όσο την είχα δει ως εκείνη τη στιγμή. Μ ετά κάδισε το πιάνο, διαλέγοντας κομμά τια πιο μελαγχολικά - τις όμορφες μελωδίες του Μ ότσαρτ, τις οποίες ο φτωχός Χάρτραϊτ αγαπούσε τόσο, δεν τις έχει ξαναπαίξει από τότε που εκείνος έφυγε· οι παρτιτούρες δεν είναι π ια στο αναλόγιο· τις είχε πάρει στο δωμάτιό της, ώστε να μην τις δει κανένας και της ζητήσει να παίξει κάποιο κομμάτι. Δεν είχα την ευκαιρία να ανακαλύψω αν είχε αλλάξει ή όχι την πρωινή απόφασή της, μέχρι την ώρα που καληνύχτιζε τον σερ Πέρσιβαλ - τότε τα ίδια της τα λόγια με ενημέρωσαν ότι η απόφαση παρέμενε αναλλοίωτη. Είπε, πολύ ήρεμη, ότι ήδε λε να του μιλήσει μετά το πρόγευμα, και ότι δα τον περίμενε, μαζί μου, στο καδιστικό της. Ο σερ Πέρσιβαλ άλλαξε χρώμα ακούγοντας τα λόγια αυτά και αισδάνδηκα το χέρι του να τρέ μει κάπως όταν ήρδε η σειρά μου να το σφίξω. Η συνάντηση το επόμενο πρωινό δα καδόριζε τη μελλοντική ζωή του - προ φανώς το ήξερε. Μ πήκα, ως συνήδως, από την πόρτα που συνέδεε τις κρε βατοκάμαρές μας για να καληνυχτίσω τη Δώρα πριν πέσει για ύπνο. Σκύβοντας να τη φιλήσω, είδα το μικρό μπλοκ με τα σχέ δια του Χάρτραϊτ μισοκρυμμένο κάτω από το μαξιλάρι της, στο ίδιο σημείο που συνήδιζε να κρύβει τα αγαπημένα της πα ι χνίδια όταν ήταν μικρή. Δεν βρήκα τη δύναμη να πω οτιδήπο τε, αλλά έδειξα το μπλοκ και κούνησα το κεφάλι μου. Σήκω σε τα χέρια της στα μάγουλά μου και τράβηξε το πρόσωπό μου στο δικό της μέχρι που τα χείλη μας έσμιξαν. «Άφησέ το εκεί απόψε», ψιδύρισε· «η αυριανή μέρα δα εί ναι σκληρή, και ίσως χρειαστεί να το αποχωριστώ για πάντα».
214
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
9
Νοεμβρίου
Το πρώτο γεγονός της μέρας δεν ήταν εκείνο που δα βελτίωνε τη διάδεσή μου. Έ λαβα ένα γράμμα από τον φτωχό Γουόλτερ Χάρτραϊτ. Είναι η απάντηση στο δικό μου, όπου περιέγραφα τον τρόπο με τον οποίο διέλυσε ο σερ Πέρσιβαλ τις υποψίες που είχαν προκληδεί από το γράμμα της Ανν Κάδερικ. Σχολιάζει πολύ λίγο, και με εμφανή πίκρα, τις εξηγήσεις του σερ Πέρσιβαλ. Το μόνο που λέει είναι ότι δεν έχει δικαίωμα να εκφράσει γνώμη και να κρίνει τη συμπεριφορά εκείνων που είναι κοινω νικά ανώτεροι του. Αλλά ακόμη περισσότερο με στενοχώρησαν οι σποραδικές αναφορές στον εαυτό του. Λέει ότι η προσπάδειά του να επιστρέφει στις παλιές συνήδειες και ασχολίες του αποδεικνύεται καδημερινά δυσκολότερη, και με παρακαλεί, αν ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν, να τον βοηδήσω να βρει κάποια απ α σχόληση που δα καδιστά απαραίτητη την απουσία του από την Αγγλία και δα τον οδηγήσει σε άλλα μέρη, να γνωρίσει άλλους ανδρώπους. Αναγκάστηκα να σταδώ ιδιαίτερα σ’ αυτή την π α ράκλησή του από μια περικοπή στο τέλος της επιστολής του, που σχεδόν με πανικόβαλε. Αφού πρώτα αναφέρει πω ς ούτε έχει δει ούτε έχει ακούσει το παραμικρό για την Ανν Κάδερικ, ξαφνικά ξεσπάει, και υ παι νίσσεται, με τον πιο περίεργο και μυστηριώδη τρόπο, ότι από τότε που επέστρεψε στο Λονδίνο τον παρακολουδούν συνεχώς παράξενοι άνδρωποι. Παραδέχεται ότι δεν μπορεί να αποδεί ξει αυτή την ασυνήδιστη υποψία υποδεικνύοντας συγκεκριμέ να άτομα, αλλά δηλώνει ότι η υποψία δεν τον αποχωρίζεται νύ χτα και μέρα. Η αναφορά αυτή με έχει τρομάξει, γιατί φαίνε ται ότι η έμμονη ιδέα του για τη Λώρα έχει καταντήσει αβά σταχτη για το μυαλό του. Θα γράψω αμέσως σε μερικούς από τους σημαντικούς παλιούς φίλους της μητέρας μου στο Λον δίνο και δα δέσω υπόψη τους το πρόβλημα, την παράκλησή του. Η αλλαγή περιβάλλοντος και η αλλαγή ενασχόλησης ίσως είναι
21 S
_____
WI LKI E C OL L I NS
πραγματικά σωτήρια γ ι’ αυτόν σε τούτη τη φάση της ζωής του. Προς μεγάλη μου ανακούφιση, ο σερ Πέρσιβαλ ειδοποίησε να τον συγχωρήσουμε που δεν 9α κατέβαινε στο πρόγευμα. Εί χε πιει ήδη έναν καφέ στο δωμάτιό του και ήταν ακόμη απ α σχολημένος με τα γράμματα που είχε να γράψει. Στις έντεκα, αν η ώρα ήταν κατάλληλη, μας ενημέρωνε ότι 9α είχε την τι μή να μας συναντήσει. Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στο πρόσωπο της Δώρα όση ώρα άκουγε το μήνυμα. Μου είχε φανεί ανεξήγητα ήρεμη και ψύ χραιμη όταν πήγα το πρωί στο δωμάτιό της- στην ίδια κατάστα ση παρέμεινε και όση ώρα προγευματίζαμε. Ακόμη κι όταν καδόμασταν μαζί στον καναπέ στο δωμάτιό της, περιμένοντας τον σερ Πέρσιβαλ. εξακολουθούσε να διατηρεί την αυτοκυριαρχία της. «Μ η φοβάσαι για μένα, Μ άριαν», ήταν το μόνο που είπε. «Μ πορεί να παρεκτραπώ με έναν παλιό φίλο όπως ο κύριος Γκίλμορ, ή με μια αγαπημένη αδελφή όπως εσύ1 αλλά δεν πρό κειται να παρεκτραπώ ενώπιον του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ». Την κοίταζα και την άκουγα με βουβή έκπληξη. Σε όλα τα χρόνια της στενής προσωπικής σχέσης μας, αυτή η ψυχραιμία του χαρακτήρα της είχε μείνει κρυμμένη, ακόμη και από την ίδια, μέχρι που η αγάπη την ανακάλυψε, και οι κακουχίες την έβγαλαν στην επιφάνεια. Καθώς το ρολόι χτυπούσε έντεκα, ο σερ Πέρσιβαλ χτύπησε την πόρτα και μπήκε. Υπήρχε μία καταπιεσμένη, πλην εμφα νής αγωνία και ανησυχία στην έκφραση του προσώπου του. Ο ξερός, κοφτός βήχας, που τον ταλαιπωρεί κάποιες φορές, εκεί νη την ώρα έμοιαζε να τον ταλαιπωρεί αδιάκοπα, περισσότε ρο από ποτέ. Κάθισε απέναντι μας στο τραπέζι. Η Δώρα παρέμεινε δίπλα μου. Κοίταξα προσεκτικά και τους δύο - ο πιο χλωμός ήταν εκείνος! Είπε μερικές ασήμαντες λέξεις, με μια προφανή προσπάθεια να διατηρήσει τη συνηθισμένη άνεση στη συμπεριφορά του. Αλλά η φωνή του δεν ήταν σταθερή, και η ανησυχία στο βλέμμα του
2 16
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
δεν κρυβόταν. Πρέπει να το είχε νιώσει και ο ίδιος, γιατί στα μάτησε στα μισό μιας φράσης, και εγκατέλειψε ακόμη και την προσ πάδεια να κρύψει την αμηχανία του. Έ να δευτερόλεπτο απόλυτης σιγής μεσολάβησε πριν η Δώ ρα του απευδύνει το λόγο. «Θέλω να σας μιλήσω, σερ Πέρσιβαλ», είπε, «για ένα δέμα που είναι πολύ σημαντικό και για τους δυο μας. Η αδελφή μου είναι εδώ, επειδή η παρουσία της με βοηθάει- μου δίνει αυτο πεποίθηση. Δεν μου έχει υποβάλει τίποτε α π ’ όσα πρόκειται να σας πω. Εκφράξω τις δικές μου σκέψεις, όχι τις δικές μας. Είμαι βέβαιη ότι έχετε την ευγένεια να το καταλάβετε αυτό». Ο σερ Πέρσιβαλ έγειρε ελαφρά το κεφάλι του. Η Δώρα είχε προχωρήσει ως εδώ με απόλυτη ηρεμία και απόλυτη αυτοκυ ριαρχία. Τον κοίταξε- την κοίταξε. Φαίνονταν, εξωτερικά του λάχιστον, αποφασισμένοι να καταλάβουν ο ένας τον άλλο. «Ακόυσα από τη Μ άριαν», συνέχισε η Δώρα, «ότι δεν έχω πα ρ ά να ξητήσω την απαλλαγή μου από τον αρραβώνα μας για να εξασφαλίσω αυτή την απαλλαγή από εσάς. Ή ταν ευγενικό και γενναιόδωρο εκ μέρους σας, σερ Πέρσιβαλ. να μου στείλε τε ένα τέτοιο μήνυμα. Η στάση σας μου επιβάλλει να σας πω ότι είμαι ευγνώμων για την προσφορά σας, και πιστεύω ότι εί ναι υποχρέωσή μου να σας πω ότι αρνούμαι να τη δεχτώ». Το σφιγμένο πρόσωπό του χαλάρωσε κάπως. Α λλά είδα το πόδι του να σιγοτρέμει ασταμάτητα, απαλά και αθόρυβα, κά τω από το τραπέζι, και συνειδητοποίησα ότι κατά βάθος ήταν το ίδιο ανήσυχος όσο και πριν. «Δ εν έχω ξεχάσει», είπε, «ότι ζητήσατε την άδεια του π α τέρα μου πριν με τιμήσετε με μια πρόταση γάμου. Ίσω ς δεν έχετε ξεχάσει. επίσης, τι είπα όταν συναίνεσα στον αρραβώνα μας. Αποτόλμησα να σας πω ότι η επιρροή και η συμβουλή του πα τέρ α μου είχαν συμβάλει αποφασιστικά στο να σας δώ σω την υπόσχεσή μου. Ακολούθησα την κρίση του πα τέρ α μου, επειδή είχα διαπιστώσει ότι ήταν ο ειλικρινέστερος σύμβουλός
217
WI L KI E C O L L J N S
______
_
μου, ο καλύτερος και πιο αγαπημένος α π ’ όλους τους προστάτες και φ ίλους μου. Τον έχω χάσει τώρα· έχω μόνο την ανάμνησή του να αγαπώ, αλλά η αφοσίωση σ ’ εκείνον τον αγαπημένο νε κρό φίλο δεν έχει κλονιστεί. Πιστεύω αυτή τη στιγμή, το ίδιο ειλικρινά όσο πίστευα πάντα, πω ς ήξερε ποιο ήταν το καλύ τερο, και ότι οι ελπίδες και οι ευχές του έπρεπε να είναι και δικές μου ελπίδες και ευχές». Η φωνή της έτρεμε, για πρώτη φορά. Τα νευρικά δάχτυλά της απλώθηκαν στα γόνατά μου και σφίχτηκαν στο χέρι μου. Μ ια νέα σιγή ακολούθησε, και μετά μίλησε ο σερ Πέρσιβαλ. «Μ πορώ να ρωτήσω», είπε, «αν αποδείχτηκα ποτέ ανάξιος της εμπιστοσύνης, που ήταν ως τώρα η μεγαλύτερη τιμή και η μεγαλύτερη ευτυχία για μ ένα;» «Δεν βρήκα τίποτε μεμπτό στη συμπεριφορά σ ας», του απ ά ντησε. «Μ ου φ ερθήκατε πάντα με την ίδια λεπτότητα και την ίδια ανεκτικότητα. Αποδειχτήκατε άξιος της εμπιστοσύνης μου, και, εκείνο που είναι ακόμη σημαντικότερο κατά την εκτίμησή μου, τιμήσατε την εμπιστοσύνη του πα τέρ α μου, από την οποία γεννήθηκε και η δική μου. Δεν μου δώσατε καμιά δικαιολογία, ακόμη κι αν είχα θελήσει να βρω κάποια, ώστε να ζητήσω να απαλλαγώ από τη δέσμευσή μου. Τα όσα έχω πει ως τώρα τα είπα από επιθυμία να επιβεβαιώσω την υποχρέωσή μου απέ ναντι σας. Ο σεβασμός στην υποχρέωση αυτή, ο σεβασμός μου στη μνήμη του πα τέρ α μου και ο σεβασμός στην υποχρέωσή μου, όλα μου απαγορεύουν να επιχειρήσω εγώ να ανατραπεί η σημερινή θέση μας. Η διάλυση του αρραβώνα μας πρέπει να είναι αποκλειστικά δική σας επιθυμία και ενέργεια, σερ Πέρσιβαλ - όχι δική μου». «Δική μου ενέργεια;» είπε. «Π οιος λόγος μπορεί να υ πάρ χει, από πλευρά ς μου, να διαλύσω τον αρραβώ να;» Ακόυσα την ανάσα της να επιταχύνεται· ένιωσα το χέρι της να παγώνει. Π αρ’ όλα όσα μου είχε πει όταν ήμαστε μόνες, άρ χισα να τη φοβάμαι. Είχα άδικο.
2 18
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Έ νας λόγος που μου είναι πολύ δύσκολο να σας πω », απ ά ντησε. «Υ πάρχει κάποια αλλαγή σε μένα, σερ Πέρσιβαλ - μια αλλαγή που είναι αρκετά σοβαρή ώστε να δικαιολογεί, και για σας και για μένα, να διαλύσετε τον αρραβώνα μας». Το πρόσωπό του χλώμιασε και πάλι, σε σημείο που ακόμη και τα χείλη του έχασαν το χρώμα τους. Σήκωσε το μπράτσο του που ακουμπούσε στο τραπέζι· μετακινήθηκε ελαφρά στην καρέκλα του και στήριξε το κεφάλι του στο χέρι του. έτσι που μόνο το προφ ίλ του βλέπαμε. «Τι αλλα γή;» ρώτησε. Ο τόνος με τον οποίο έκανε την ερώ τηση με ενόχλησε. Η Λώρα αναστέναξε δαδιά κι έγειρε κάπως προς το μέρος μου. Την ένιωσα να τρέμει, και προσπάθησα να τη λυτρώσω επιχειρώντας να μιλήσω εγώ αντί εκείνης. Μ ε σταμάτησε με ένα προειδοποιητικό σφίξιμο του χεριού της και μετά απευ θύνθηκε και πάλι στον σερ Πέρσιβαλ - αυτή τη φ ορά χωρίς να τον κοιτάζει. «Έχω ακούσει», είπε, «και το πιστεύω, ότι η ουσιαστικότε ρη και ειλικρινέστερη α π ’ όλες τις αγάπες είναι η αγάπη που πρέπει να έχει μια γυναίκα για τον άντρα της. Ό τα ν ξεκίνησε ο αρραβώ νας μας, αυτή την αγάπη έπρεπ ε εγώ να δώσω -α ν μπορούσα- κι εσείς να κερδίσετε - αν μπορούσατε. Θα με συγ χωρήσετε, σερ Πέρσιβαλ, αν ομολογήσω ότι δεν είναι πια έτσι;» Μ ερικά δάκρυα μαζεύτηκαν στα μάτια της και κύλησαν αρ γά στα μάγουλά της, καθώς σώπαινε και περίμενε την απάντησή του. Ο σερ Πέρσιβαλ δεν είπε λέξη. Είχε μετακινήσει το χέρι στο οποίο ακουμπούσε το κεφάλι του, και έκρυβε το πρόσωπό του - μόνο το πάνω μέρος του σώματός του έβλεπα. Ούτε ένας μυς δεν κουνιόταν. Τα δάχτυλα του χεριού του που στήριζε το κεφάλι του ήταν χωμένα βαθιά στα μαλλιά του. Μ πορεί να εξέ φραζαν κρυμμένη οργή ή κρυμμένη θλίψη -ή τα ν δύσκολο να καταλάβω τι-, αλλά δεν φαίνονταν να τρέμουν ιδιαίτερα. Δεν υπήρχε τίποτε, απολύτως τίποτε που να πρόδιδε το μυστικό
219
WI L KI E COL L I NS
των σκέψεων του αυτή τη στιγμή, που ήταν η κρισιμότερη της ζωής του, και της ζωής της. Ή μουν αποφασισμένη να τον υποχρεώσω να εκδηλωθεί, για χάρη της Λώρα. «Σ ερ Πέρσιβαλ!» πετάχτηκα απότομα. «Δεν έχετε τίποτε να πείτε, τη στιγμή που η αδελφή μου έχει πει τόσα πολλά; Περισσότερα, κατά τη γνώμη μου», πρόσδεσα, αφήνοντας τον εκνευρισμό μου να με παρασύρει, « α π ’ όσα δικαιούται να ακού σει ένας άντρας στη δέση σ ας!» Αυτή η τελευταία απερίσκεπτη φράση μου του άνοιξε ένα δρόμο από τον οποίο δα μπορούσε να διαφύγει, αν ήδελε· και το εκμεταλλεύτηκε αμέσως. «Συγχωρήστε με, μις Χάλκομπ», είπε, εξακολουθώντας να κρύβει το πρόσωπό του με το χέρι του- «συγχωρήστε με, αλ λά δα σας θυμίσω ότι δεν διεκδίκησα τέτοιο δικαίωμα». Οι λιγοστές ξεκάθαρες λέξεις που δα τον επανέφεραν στο σημείο από το οποίο είχε αποδράσει βρίσκονταν στην άκρη των χειλέων μου, όταν η Λώρα με σταμάτησε μιλώντας και πάλι. «Ελπίζω ότι δεν έκανα μάταια την οδυνηρή ομολογία μου», συνέχισε. «Ελπίζω να μου εξασφάλισε την απόλυτη εμπιστο σύνη σας σ ’ αυτά που έχω ακόμη να σας πω». «Παρακαλώ, να είστε βέβαιη!» Έδωσε αυτή τη σύντομη απ ά ντηση εγκάρδια, κατεβάζοντας το χέρι του στο τραπέζι, ενώ μι λούσε γυρίζοντας πάλι προς το μέρος μας. Οποιαδήποτε εξω τερική αλλαγή είχε σημειωθεί πάνω του είχε τώρα εξαφανιστεί. Το πρόσωπό του ήταν ανυπόμονο και νευρικό, και έδειχνε την απέραντη αδημονία του να ακούσει τις επόμενες λέξεις της. «Θέλω να καταλάβετε ότι δεν σας μιλώ υποκινούμενη από κάποιο εγωιστικό κίνητρο», είπε. «Α ν με αφήσετε, σερ Πέρσιβαλ. ύστερα α π ’ όσα ακούσατε, δεν θα με αφήσετε για να παντρευτώ έναν άλλον άντρα - απλώς θα μου επιτρέψ ετε να παραμείνω ανύπαντρη για την υπόλοιπη ζωή μου. Το λάθος απέ ναντι σας έχει αρχίσει και έχει τελειώσει στις σκέψεις μου. Δεν
220
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
δα προχωρήσει ποτέ πιο πέρα. Ούτε λέξη δεν έχει ειπωθεί...» -κόμπιασε, αμφιβάλλοντας για τις λέξεις που δα έπρεπε να χρησιμοποιήσει· κόμπιασε, από μια στιγμιαία σύγχυση που ήταν θλιβερό και οδυνηρό να β λ έπ εις- «ούτε λέξη δεν έχει ει πω θεί», επανέλαβε λυπημένα και αποφασιστικά, «ανάμεσα σε μένα και το άτομο στο οποίο αναφέρομαι τώρα για πρώτη και τελευταία φορά παρουσία σας, για τα αισθήματά μου προς αυ τόν ή για τα αισθήματά του προς εμένα· ούτε λέξη δεν ανταλ λάξαμε - ούτε και είναι πιθανόν να ξανασυναντηθούμε σ ’ αυ τό τον κόσμο. Θερμά σας παρακαλώ να με απαλλάξετε από την ανάγκη να πω περισσότερα, και να πιστέψετε τα όσα σας έχω πει. Είναι η αλήθεια, σερ Πέρσιβαλ - η αλήθεια την οποία νομίζω ότι ο άνθρωπος τον οποίο έχω δεσμευτεί να παντρευτώ έχει δικαίωμα να ακούσει, με όποια θυσία των αισθημάτων μου. Εμπιστεύομαι στη μεγαλοψυχία του, να με συγχωρήσει- και στην τιμή του, να κρατήσει το μυστικό μου». «Και οι δύο αυτές εκφράσεις εμπιστοσύνης είναι ιερές για μένα», είπε ο σερ Πέρσιβαλ, «και θα τις τιμήσω ανάλογα». Μ ετά την απάντηση αυτή, σώπασε και την κοίταξε σαν να περίμενε να ακούσει περισσότερα. « Ε ίπα όλα όσα θέλω να πω », πρόσδεσε ήρεμα η Δώρα. «Έχω πει περισσότερα α π ’ όσα απαιτούνται, ώστε να δικαιούστε να διαλύσετε τον αρραβώ να». «Ε ίπα τε περισσότερα α π ’ όσα απαιτούνται», της απάντη σε, «ώστε να γίνει ο πολυτιμότερος στόχος της ζωής μου η δια τήρηση του αρραβώ να». Μ ε αυτές τις λέξεις σηκώθηκε από την καρέκλα του και προχώρησε μερικά βήματα προς το ση μείο που καθόταν η Δώρα. Μ ια αδύναμη κραυγή έκπληξης της ξέφυγε. Κάθε λέξη που είχε πει είχε προδώσει άθελά της την αγνότητά της και την αλή θεια σ ’ έναν άντρα που κατανοούσε απόλυτα την ανεκτίμητη αξία μιας αγνής και αληθινής γυναίκας! Η ευγενική συμπερι φορά της είχε αποδειχτεί ο κρυφός εχθρός όλων των ελπίδων
2 21
WI LKI E C O L L I N S _
________
____
που είχε εναποδέσει σ ’ αυτή. Από την αρχή το είχα φοβηδεί αυτό. Θα το είχα αποτρέψει. αν μου είχε αφήσει την ελάχιστη δυνατότητα να το κάνω. Μέχρι που περίμενα, και παρακαλούσα -τώ ρ α , που η ζημιά είχε γίνει- μια λέξη από τον σερ Πέρσιβαλ, μια λέξη που δα μου έδινε την ευκαιρία να τον κατηγο ρήσω. Αλλά τα λόγια του δεν μου το επέτρεψαν. «Αφήσατε σε μένα, μις Φέρλι, το δικαίωμα να σας εγκατα λείψω», συνέχισε. «Δεν είμαι τόσο άκαρδος, ώστε να εγκατα λείψω μια γυναίκα που μόλις απέδειξε ότι είναι η ευγενέστερη του φύλου της». Είχε μιλήσει με τόση δέρμη και συναίσδημα, με τόσο φλογε ρό ενδουσιασμό αλλά και τέτοια ιδανική αβρότητα, ώστε η Λώρα σήκωσε το κεφάλι της, κάπως σαστισμένη, και τον κοίταξε με ξαφνική ένταση. «'Οχι!» είπε κοφτά. «'Οχι η ευγενέστερη! Η δυστυχέστερη του φύλου της, αφού της επιβάλλεται να παντρευτεί ενώ δεν μπορεί να δώσει την αγάπη της». «Και μπορεί να μην τη δώσει ούτε στο μέλλον», ρώτησε ο σερ Πέρσιβαλ, «αν ο μοναδικός στόχος της ζωής του συζύγου είναι να την κερδίσει;» «Π οτέ!» απάντησε. «Α ν ακόμη επιμένετε να διατηρήσετε τον αρραβώνα μας, μπορεί να γίνω πραγματική και πιστή σύ ζυγός σας, σερ Πέρσιβαλ· αλλά τρυφερή σύζυγός σας, στο βαδμό που ξέρω την καρδιά μου, ποτέ!» Ή ταν τόσο ακαταμάχητα όμορφη καδώς έλεγε αυτές τις γεν ναίες λέξεις, που κανένας άντρας δεν δα μπορούσε να την αντι μετωπίσει σκληρόκαρδα. Προσπάδησα να νιώσω ότι ο σερ Πέρσιβαλ ήταν εκείνος που έφταιγε, και να το πω. Α λλά τον λυπόμουν, άδελά μου. «Μ ε ευγνωμοσύνη αποδέχομαι την πίστη και την ειλικρίνεια σ ας», είπε. «Το ελάχιστο που εσείς μπορείτε να προσφέρετε είναι για μένα ό,τι περισσότερο δα μπορούσα να ελπίζω από οποιαδήποτε άλλη γυναίκα στον κόσμο».
222
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Το αριστερό της χέρι κρατούσε ακόμη το δικό μου, αλλά το δεξί της χέρι κρεμόταν στο πλευρό της. Ο σερ Πέρσιβαλ το σήκω σε ευγενικά στα χείλη του -τ ο άγγιξε μ’ αυτά, παρά το φ ίλησευποκλίδηκε προς την πλευρά μου και μετά, με απόλυτη λεπτό τητα και διακριτικότητα, βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο. Η Λώρα ούτε κινήθηκε· ούτε είπε λέξη όταν μείναμε μόνες. Καθόταν δίπλα μου, παγωμένη και ακίνητη, με τα μάτια της καρ φωμένα στο πάτωμα. Κατάλαβα ότι ήταν μάταιο και περιττό να μιλήσω· πέρασα απλώς το μπράτσο μου γύρω από τους ώμους της και την έσφιξα σιωπηλά πάνω μου. Παραμείναμε σ’ αυτή τη στάση για ένα διάστημα που μας φάνηκε μακρύ και εξουθενωτικό - τόσο μακρύ και τόσο εξουθενωτικό, ώστε άρχισα να ανη συχώ· της μίλησα σιγά, με την ελπίδα κάτι να αλλάξει. Ο ήχος της φωνής μου φάνηκε να την ξαφνιάζει και να την επαναφέρει στην πραγματικότητα. Ξαφνικά, τραβήχτηκε από κοντά μου και σηκώθηκε. «Π ρέπει να υποκύψω, Μάριαν, και να το κάνω αξιοπρεπώ ς», είπε. «Η νέα μου ζωή έχει τις σκληρές υποχρεώσεις της· και μία α π ’ αυτές αρχίζει σήμερα». Καθώς μιλούσε, πήγε σ ’ ένα τραπεζάκι κοντά στο παράθυρο όπου βρίσκονταν τα σύνεργα της ζωγραφικής. Τα μάζεψε προ σεκτικά και τα έβαλε σ ’ ένα συρτάρι του γραφείου της. Κλεί δωσε το συρτάρι και μου έδωσε το κλειδί. «Π ρέπει να αποχωριστώ όλα όσα μου τον θυμίζουν. Φύλαξε το κλειδί οπουδήποτε θέλεις - δεν θα το ξαναχρειαστώ». Πριν προλάβω να πω λέξη, είχε πλησιάσει τη βιβλιοθήκη της και είχε αφαιρέσει από κει το μπλοκ που περιείχε σχέδια του Γουόλτερ Χάρτραϊτ. Δίστασε για μια στιγμή, κρατώντας το μι κρό μπλοκ τρυφερά στα χέρια της, και μετά το έφερε στα χεί λη της και το φίλησε. «Ω , Λώρα! Λ ώρα!» είπα - όχι θυμωμένα, όχι αποδοκιμαστικά· μόνο με λύπη στη φωνή μου, με λύπη στην καρδιά μου. «Είναι η τελευταία φ ορά που το κάνω, Μ άριαν», μου είπε
223
WI LKI E COL L I NS
ικετευτικά. «Τούτη τη στιγμή τον αποχαιρετώ για π ά ντα !» Αφησε το μπλοκ πάνω στο τραπέζι και έβγαλε τη χτένα που συγκροτούσε τα μαλλιά της. Έ πεσαν, με την ασύγκριτη ομορ φ ιά τους, στην πλάτη και τους ώμους της, γύρω της, πιο κά τω κι από τη μέση της. Ξεχώρισε μια μακριά ξανδιά μπούκλα, την έκοψε και την καρφίτσωσε προσεκτικά, σε σχήμα κύκλου, στην πρώτη κενή σελίδα του μπλοκ. Μ ετά το έκλεισε βιαστι κά και μου το έδωσε. «Του γράφεις και σου γράφει», είπε. «Ό σο ζω, αν ρωτάει για μένα, να του λες πά ντα ότι είμαι καλά, και ποτέ μην του πεις ότι είμαι δυστυχισμένη. Μην τον στενοχωρήσεις, Μ άριαν - για χάρη μου, μην τον στενοχωρήσεις. Αν πεδάνω πρώτη, δέλω να μου υποσχεδείς ότι δα του δώσεις αυτό το μπλοκ με τα σχέδιά του και τα μαλλιά μου. Δεν δα πειράζει, όταν δα έχω πεδάνει, να του πεις ότι τα έβαλα εκεί με τα χέρια μου. Και πες του -ω , Μάριαν, πες του εσύ, τότε, αυτό που ποτέ δεν δα μπορέσω να του πω η ίδια - πες του ότι τον αγάπησα!» Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου και ψιδύρισε τις τελευταίες λέξεις στο αυτί μου, με ένα πά δος που σχεδόν σπάραξε την καρδιά μου. Ό λ ος εκείνος ο περιορισμός των αισδημάτων που είχε επιβάλει στον εαυτό της υποχώρησε σ ’ αυτό το πρώτο και τελευταίο ξέσπασμα τρυφερότητας. Αποτραβή χτηκε με μια σχεδόν υστερική εκρηκτικότητα και σωριάστηκε στον καναπέ, σε έναν παροξυσμό λυγμών και δακρύων που την έκαναν να τραντάζεται σύγκορμη. Μ άταια προσπάδησα να την ηρεμήσω και να της μιλήσω λο γικά· της ήταν αδύνατον να ηρεμήσει και αδύνατον να λογι κευτεί. Ή ταν το δλιβερό και για τις δυο μας τέλος εκείνης της αλησμόνητης μέρας. Ό τα ν η κρίση πέρασε, ήταν υπερβολικά εξαντλημένη για να μιλήσει. Κοιμήδηκε ελαφρά ως το απόγευμα. Το πρόσωπό μου ήταν ήρεμο -ό π ω ς κι αν ήταν η καρδιά μ ουόταν ξανάνοιξε τα μάτια. Δεν ξαναμιλήσαμε για τη δλιβερή εξέλιξη του πρωινού. Το όνομα του σερ Πέρσιβαλ δεν αναφέρδηκε-
2 24
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ούτε και έγινε ο παραμικρός υπαινιγμός για τον Γουόλτερ Χάρτραϊτ εκ μέρους και των δυο μας κατά την υπόλοιπη μέρα.
10
Νοεμβρίου
Διαπιστώνοντας ότι ήταν ήρεμη και είχε ξαναβρεί τον εαυτό της, σήμερα το πρωί επανήλθα στο οδυνηρό χθεσινό θέμα, με μονα δικό σκοπό να την παρακαλέσω να μου επιτρέψει να μιλήσω στον σερ Πέρσιβαλ και στον κύριο Φέρλι, σαφέστερα και εντονότε ρα α π ’ όσο μπορούσε να μιλήσει εκείνη και στους δύο, σχετικά με αυτόν τον αξιοθρήνητο γάμο. Με διέκοψε, ευγενικά αλλά απο φασιστικά, πριν προλάβω να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου. «Α φησα το χθες να αποφασίσει», είπε. «Και το χθες έχει αποφασίσει. Είναι πολύ αργά για να γυρίσω πίσω». Ο σερ Πέρσιβαλ μου μίλησε το απόγευμα για όσα είχαν διαμειφθεί στο δωμάτιο της Λώρας. Μ ε διαβεβαίωσε ότι η απ α ράμιλλη εμπιστοσύνη που του είχε δείξει είχε αφυπνίσει από την πλευρά του μια τέτοια εμπιστοσύνη στην αθωότητα και την ακεραιότητα της σκέψης της, ώστε ούτε για μια στιγμή δεν αισθάνθηκε ζήλεια, ούτε όταν ήταν μπροστά της, ούτε αργό τερα που είχε αποχωρήσει από το δωμάτιο. Ό σο βαθιά κι αν τον πλήγωνε το ατυχές αίσθημά της, πίστευε αμετακίνητα ότι είχε παραμείνει ανομολόγητο στο παρελθόν, και ότι θα πα ρ έ μενε ανομολόγητο και στο μέλλον. Αυτή ήταν η απόλυτη πε ποίθησή του· και η ισχυρότερη απόδειξη που μπορούσε να προ σφέρει γι’ αυτό ήταν η διαβεβαίωση, την οποία πρόσφερε τώ ρα, ότι δεν αισθανόταν καμιά περιέργεια να μάθει αν το αίσθημα ήταν πρόσφατο ή όχι, ή ποιος το είχε προκαλέσει. Η ανεπι φύλακτη εμπιστοσύνη του στη μις Φέρλι είχε ικανοποιηθεί με τα όσα εκείνη είχε θεωρήσει απαραίτητο να του πει, και δεν είχε την παραμικρή αγωνία να ακούσει περισσότερα. Μ ε κοίταζε. Ή μουν πολύ επηρεασμένη από την παράλογη
225
-
WI LKI E C OL L I NS
προκατάληψη μου εναντίον του, σε μεγάλο βαθμό κυριευμένη από μία ευτελή υποψία πως ίσως να υπολόγιζε ότι 9α απαντούσα ενστικτωδώς στις ερωτήσεις που μόλις είχε δηλώσει ότι ήταν αποφασισμένος να μην κάνει, και μου προκάλεσε κάτι σαν σύγ χυση. Ταυτόχρονα, ήμουν αποφασισμένη να μη χάσω έστω και την παραμικρή ευκαιρία να προσπαθήσω να συνηγορήσω υπέρ του αιτήματος της Δώρα, και του είπα απροκάλυπτα πω ς λυ πόμουν που η γενναιοδωρία του δεν τον είχε οδηγήσει ένα βή μα πιο πέρα, και δεν τον είχε παρακινήσει να αποσυρθεί τε λείως από τον αρραβώνα. Εδώ με αφόπλισε και πάλι, καθώς δεν επιχείρησε να υπερα σπιστεί τον εαυτό του. Απλώς με παρακάλεσε να θυμηθώ τη διαφορά που υπήρχε ανάμεσα στο να επιτρέψει στη μις Φέρλι να τον εγκαταλείψει, που ήταν απλώς θέμα υποταγής στη θέ λησή της, και στο να πιέσει τον εαυτό του να εγκαταλείψει τη μις Φέρλι, πράγμα που σήμαινε, με άλλα λόγια, ότι του ζητού σε να σκοτώσει οικειοθελώς τις ελπίδες του. Η συμπεριφορά της την προηγούμενη μέρα είχε δυναμώσει τόσο πολύ την απέρα ντη αγάπη και το θαυμασμό δύο ολόκληρων χρόνων, ώστε κά θε προσπάθεια καταπολέμησης, εκ μέρους του, αυτών των αι σθημάτων ήταν κυριολεκτικά πάνω από τις δυνάμεις του. Σίγουρα τον θεωρούσα αδύναμο, εγωιστή, άκαρδο απέναντι στη γυναί κα που λάτρευε- μόνο που, ταυτόχρονα, μου έθετε και το ερώ τημα αν το μέλλον της ως ανύπαντρης γυναίκας, κυριευμένης από ένα αίσθημα που δεν θα μπορούσε ποτέ να ομολογήσει, της υποσχόταν μία πολύ ευτυχέστερη προοπτική α π ’ ό,τι το μέλλον της ως συζύγου ενός άντρα ο οποίος λάτρευε ακόμη και το χώ μα που πατούσε. Στη δεύτερη περίπτωση, υπήρχε ελπίδα από το χρόνο, όσο αμυδρή κι αν ή τα ν στην πρώτη περίπτωση, όπως η ίδια διαβεβαίωνε, δεν υπήρχε καμία απολύτως. Του απάντησα - περισσότερο επειδή η γλώσσα μου είναι γυ ναικεία, και νιώθει ότι πρέπει να απαντήσει, και όχι επειδή εί χα κάτι πειστικό να πω. Ή ταν ολοφάνερο ότι η τακτική την οποία
2 26
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
είχε υιοδετήσει η Δώρα την προηγούμενη μέρα τον έφερνε σε πλεονεκτική δέση, αν επέλεγε να το εκμεταλλευτεί - και αυτό ακριβώς είχε επιλέξει να κάνει. Το ένιωσα τότε, και το αισδάνομαι το ίδιο έντονα και τώρα, που γράφω αυτές τις γραμμές στο δωμάτιό μου. Η μοναδική ελπίδα που έχει απομείνει είναι ότι τα κίνητρά του πηγάζουν πραγματικά, όπως λέει ότι συμβαίνει, από την ακατανίκητη δύναμη της αγάπης του για τη Δώρα. Πριν κλείσω το ημερολόγιό μου γι’ απόψε, δα σημειώσω ότι έγραψα σήμερα για λογαριασμό του δύσμοιρου Χάρτραϊτ σε δύο παλιούς φίλους της μητέρας μου στο Λονδίνο - άντρες με δέ ση και επιρροή και οι δύο. Αν μπορούν να κάνουν κάτι γι’ αυ τόν, είμαι σίγουρη ότι δα το κάνουν. Εκτός από τη Δώρα, πο τέ δεν ενδιαφέρδηκα για άλλον περισσότερο α π ’ όσο ενδιαφέρομαι τώρα για τον Γουόλτερ. Ό λ α όσα συνέβησαν από τότε που έφυγε έχουν αυξήσει απλώς την εκτίμηση και τη συμπάδειά μου γι’ αυτόν. Ελπίζω ότι κάνω σωστά που προσπαδώ να τον βοηδήσω να βρει δουλειά στο εξωτερικό - ελπίζω, με όλη μου την καρδιά, ότι όλα δα πάνε καλά.
11
Νοεμβρίου
Ο σερ Πέρσιβαλ είχε μια συζήτηση με τον κύριο Φέρλι. Κλήδηκα να παραστώ κι εγώ. Βρήκα τον κύριο Φέρλι ανακουφισμένο με την προοπτική της ρύδμισης επιτέλους του «οικογενειακού δέματος», όπως αρεσκόταν να περιγράφει το γάμο της ανιψιός του. Μ έχρις εδώ, δεν αισδανόμουν ότι χρειαζόταν να πω τη γνώμη μου για οτιδήποτε· αλλά όταν συνέχισε, με τον εξοργιστικά νωδρό τρόπο του, και εισηγήδηκε ότι ο χρόνος του γάμου δα έπρεπε να οριστεί σύμ φωνα με τις επιδυμίες του σερ Πέρσιβαλ, απόλαυσα την ικανο ποίηση να επιτεδώ στα νεύρα του κυρίου Φέρλι με την εντονό τερη δυνατή διαμαρτυρία για την πίεση σε βάρος της Δώρα. Ο
22 7
WI LKI E C OL L I NS
σερ Πέρσιβαλ με διαβεβαίωσε αμέσως ότι αισθανόταν τη δύνα μη της αντίρρησης μου και με παρακάλεσε να πιστέψω ότι η πρόταση δεν είχε γίνει εξαιτίας κάποιας δικής του παρέμβασης. Ο κύριος Φέρλι έγειρε πίσω στην καρέκλα του, έκλεισε τα μά τια του, είπε ότι και οι δύο τιμούσαμε το ανθρώπινο είδος, και μετά επανέλαβε την πρόταση του, τόσο ψύχραιμα, λες και δεν είχαμε πει λέξη - ούτε ο σερ Πέρσιβαλ, ούτε εγώ. Η συζήτηση έκλεισε με την κατηγορηματική άρνησή μου να αναφέρω το δέ μα στη Δώρα, εκτός κι αν το προσέγγιζε πρώτη εκείνη. Βγήκα από το δωμάτιο αμέσως μόλις έκανα αυτή τη δήλωση. Ο σερ Πέρσιβαλ φαινόταν σοβαρά αμήχανος και ταραγμένος. Ο κύριος Φέρλι τέντωσε τα αδρανή πόδια του πάνω στο βελούδινο σκα μνί του και είπε: «Αγαπητή Μάριαν! Πόσο ζηλεύω το δυνατό νευρικό σου σύστημα! Μη χτυπήσεις πίσω σου την πόρτα». Πηγαίνοντας στο δωμάτιο της Δώρα, διαπίστωσα ότι με εί χε καλέσει, και ότι η κυρία Βέσεϊ την είχε ενημερώσει ότι ήμουν με τον κύριο Φέρλι. Αμέσως με ρώτησε για ποιο λόγο με είχε φωνάξει, και της είπα όλα όσα είχαν διαμειφδεί, χωρίς να προσπαθήσω να κρύψω το εκνευρισμό και την ενόχληση που είχα νιώσει. Η απάντησή της με ξάφνιασε, και με στενοχώρη σε απερίγραπτα - ήταν η τελευταία απάντηση που θα περίμενα να ακούσω από τα χείλη της. «Ο θείος μου έχει δίκιο», είπε. «Α ρκετά προβλήματα και άγχη προκάλεσα σε σένα και σε όλα τα αγαπημένα μου πρό σωπα. Ας μην προκαλέσω και άλλα, Μάριαν! Α ς αποφασίσει ο σερ Πέρσιβαλ». Διαμαρτυρήθηκα έντονα. Τίποτε, όμως, α π ’ όλα όσα είπα δεν τη συγκίνησε. «Είμαι δεσμευμένη με τον αρραβώνα μου», απάντησε. «Έχω διακόψει κάθε σχέση με την προηγούμενη ζωή μου. Η κακιά ώρα δεν πρόκειται να έλθει. 'Οχι, Μάριαν! Ο θείος μου έχει κι αυτή τη φορά δίκιο». Συνήθως ήταν η προσωποποίηση της ανεκτικότητας, αλλά
228
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
αυτή τη στιγμή ήταν άκαμπτα παραδομένη στην υποχωρητικότητά της - 9α μπορούσα να πω στην απελπισία της. Τόσο πολύ που την αγαπώ, 9α είχα πονέσει λιγότερο αν την έβλεπα έντονα ταραγμένη - ήταν συγκλονιστικά αντίθετο προς το χα ρακτήρα της να τη βλέπω τόσο ψυχρή και αδιάφορη όπως την έβλεπα τώρα.
12
Νοεμβρίου
Ο σερ Πέρσιβαλ μου έδεσε στο πρόγευμα μερικές ερωτήσεις σχετικά με τη Λώρα, και δεν μου άφησε άλλη επιλογή, πλην μιας: να του πω τι είχαμε πει οι δυο μας. Ενώ συζητούσαμε, κατέβηκε και η ίδια και κάθισε μαζί μας. Ή ταν το ίδιο αφύσικα ήρεμη μπροστά στον σερ Πέρσιβαλ όσο ήταν και μπροστά μου. Ό ταν τελείωσε το πρόγευμα, του δόθηκε η ευκαι ρία να της πει μερικές λέξεις ιδιαιτέρως, ενώ στέκονταν οι δυο τους δίπλα σε ένα από τα π α ρ ά θ υ ρα Δεν έμειναν περισσότερο από δύο ή τρία λεπτά μαζί. Ό ταν τελείωσαν, η Λώρα έφυγε από το δωμάτιο μαζί με την κυρία Βέσεϊ και ο σερ Πέρσιβαλ ήρθε προς το μέρος μου. Είπε ότι την είχε παρακαλέσει να διατηρή σει το προνόμιό της να επιλέξει εκείνη την ημερομηνία του γά μου. Εκείνη του είχε εκφράσει απλώς τις ευχαριστίες της και τον είχε παρακαλέσει να αναφέρει τις επιθυμίες του σε μ ένα Δεν έχω τη διάθεση να γράψω περισσότερα. Στο θέμα αυτό, όπως και σε κάθε άλλο, ο σερ Πέρσιβαλ έχει πετύχει το στόχο του, πα ρά τα όσα εγώ μπορώ να πω ή να κάνω. Οι επιθυμίες του εξακολουθούν και τώρα να είναι αυτές που ήταν, φυσικά, όταν πρωτοήρθε εδώ· και η Λώρα, έχοντας αφ εθεί στην αναπόφευ κτη θυσία του γάμου, παραμένει το ίδιο παγερά απελπισμένη και παγιδευμένη, όπως πάντα. Αποφασίζοντας να αποχωριστεί τις μικρές ενασχολήσεις και τα ενθύμια που της θύμιζαν τον Χάρτραϊτ, είναι σαν να έχει αποβάλει όλη την τρυφερότητα και
229
WI LKI E C OL L I NS
όλη την ευαισθησία της. Είναι μόλις τρεις η ώρα το απόγευμα τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, και ο σερ Πέρσιβαλ έχει φύγει ήδη -μ ε την ευτυχή βιασύνη του γα μπ ρ ού- για να προ ετοιμάσει την υποδοχή της νύφης στο σπίτι του στο Χάμπσαϊρ. Αν δεν συμβεί κάποιο εξαιρετικό γεγονός να το αποτρέψει, δα παντρευτούν ακριβώς τότε που εκείνος ήθελε να παντρευτούν - πριν τελειώσει ο χρόνος. Τα δάχτυλά μου καίνε καθώς γρά φω αυτές τις λέξεις!
13
Νοεμβρίου
Μ ια άυπνη νύχτα, εξαιτίας της ανησυχίας μου για τη Λώρα. Προς τα ξημερώματα, κατέληξα στην απόφαση να επιχειρή σω την όποια αλλαγή περιβάλλοντος θα μπορούσε να την ταρακουνήσει. Στην ίδια απάθεια θα παρέμενε αν την έπαιρνα μακριά από το Λίμεριτζ και την έφερνα σε επαφ ή με την ευ χάριστη συντροφιά παλιών φίλων; Μ ετά από αρκετή σκέψη, αποφάσισα να γράψω στους Άρνολντ, στο Γιόρκσαϊρ. Είναι απλοί, καλόκαρδοι, φιλόξενοι άνθρωποι* και τους γνωρίζει από μικρή. Ό τα ν ταχυδρόμησα το γράμμα, της είπα τι είχα κάνει. Θα με ανακούφιζε αν είχε δείξει την παραμικρή έστω διάθεση να αντιδράσει και να διαφωνήσει. Α λλά όχι! Απλώς μου είπε: «Θ α πάω οπουδήποτε μαζί σου, Μάριαν. Θα συμφωνήσω ότι έχεις δίκιο* η αλλαγή θα μου κάνει καλό».
14
Νοεμβρίου
Έγραψα στον κύριο Γκίλμορ. ενημερώνοντάς τον ότι είχε τελικά αποφασιστεί να γίνει αυτός ο άθλιος γάμος, και αναφέροντάς του την ιδέα μου ότι θα έκανε καλό στη Λώρα μια αλλαγή πε ριβάλλοντος. Δεν είχα τη δύναμη να προχωρήσω σε λεπτομέρειες.
2 30
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Θα έχω το χρόνο γι’ αυτές, όταν 9α πλησιάζουμε προς το τέλος του χρόνου.
15
Νοεμβρίου
Τρία γράμματα για μένα. Το πρώτο από τους Άρνολντ, που μας γνωστοποιεί τη χαρά τους στην προοπτική να δουν τη Λώρα κι εμένα. Το δεύτερο από έναν από τους κυρίους, τους γνω στούς της μητέρας, στους οποίους έγραψα για λογαριασμό του Γουόλτερ Χάρτραϊτ, που με ενημέρωνε ότι είχε σταθεί αρκε τά τυχερός και είχε βρει τρόπο να ικανοποιήσει το αίτημά μου. Το τρίτο από τον ίδιο τον Γουόλτερ - με ευχαριστούσε, ο δύ στυχος, με τα θερμότερα λόγια που του έδινα την ευκαιρία να αποχωριστεί το σπίτι του, τη χώρα του και τους φίλους του. Μ ία ιδιωτική αποστολή, που θα κάνει ανασκαφές στα ερείπια πόλεων της Κεντρικής Αμερικής είναι, όπως φαίνεται, έτοιμη να ξεκινήσει από το Λ ίβερπουλ. Ο σχεδιαστής που επρόκειτο να συνοδεύσει την αποστολή το είχε μετανιώσει, και είχε απο χωρήσει την ενδεκάτη - ο Γουόλτερ θα καταλάμβανε τη θέση του. Θα απασχοληθεί οπωσδήποτε για ένα εξάμηνο, από τη στιγμή της αποβίβασής τους στην Ονδούρα, και για ένα χρό νο μετά, αν οι ανασκαφές αποδειχθούν επιτυχείς και αν η χρη ματοδότηση συνεχιστεί κανονικά. Το γράμμα του τελειώνει με την υπόσχεση να μου γράψει ένα αποχαιρετιστήριο μήνυμα όταν θα έχουν επιβιβαστεί όλοι στο πλοίο, και όταν η πιλοτίνα θα τους εγκαταλείπει. Ελπίζω, και εύχομαι, ότι και εκείνος και εγώ ενεργούμε στο θέμα αυτό με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Είναι τόσο σοβαρό το βήμα που κάνει, ώστε στη σκέψη και μόνο αυτή η κίνησή του με ξαφ νιάζει. Αλλά, πάλι, στη δυστυχισμένη θέση που είναι, πώς μπο ρώ να περιμένω ή να εύχομαι να παραμείνει στην πατρίδα;
231
WI LKI E C OL L I NS
16
Νοεμβρίου
Η άμαξα είναι έξω και περιμένει. Η Δώρα κι εγώ ξεκινάμε σή μερα την επίσκεψή μας στους Αρνολντ.
Π όλ εσ ντιν Λ οτξ, Γιόρκσαϊρ,
23 Νοεμβρίου Μ ια βδομάδα σ ’ αυτό το νέο περιβάλλον, ανάμεσα σ ’ αυτούς τους καλόκαρδους ανθρώ πους, έχει κάνει καλό στη Δώ ρα, αν και όχι όσο ήλπιξα. Έχω αποφασίσει να παρατείνω την π α ραμονή μας για άλλη μια βδομάδα τουλάχιστον. Είναι άσκο πο να γυρίσουμε στο Λίμεριτζ Χάουξ πριν υπάρξει απόλυτη ανάγκη για την επιστροφή μας.
24 Νοεμβρίου Θ λιβερά νέα με το πρωινό ταχυδρομείο. Η αποστολή για την Κεντρική Αμερική απέπλευσε την 21η του μηνός. Αποχωριστήκαμε έναν αληθινό άντρα· χάσαμε έναν πιστό φίλο. Ο Γουόλτερ Χάρτραϊτ έφυγε από την Αγγλία.
25 Νοεμβρίου Θλιβερά τα νέα χθες· δυσοίωνα τα νέα σήμερα. Ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ έγραψε στον κύριο Φέρλι, και ο κύριος Φέρλι έγρα ψε στη Δώρα και σε μένα, ζητώντας μας να επιστρέφουμε αμέ σως στο Λίμεριτξ. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ορίστηκε στη διάρκεια της απουσίας μας η ημερομηνία του γάμου;
2 32
Κεφάλαιο Ενδέκατο Συνέχεια της αφήγησης της μις Χάλκομπ
Λ ίμεριτζ Χάουζ,
27 Νοεμβρίου Οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Ο γάμος ορίστηκε τελικά για τις 22 Δεκεμβρίου. Την επομένη της αναχώρησής μας για το Πόλεσντιν Λοτζ, φαίνεται ότι ο σερ Πέρσιβαλ έγραψε στον κύριο Φέρλι για να του πει ότι οι απ αραίτητες επισκευές και αλλαγές στο σπίτι του στο Χάμπσαϊρ 9α διαρκούσαν πολύ περισσότερο α π ’ όσο είχε αρχικά υπολογίσει. Οι σωστές εκτιμήσεις 9α του υποβάλ λονταν το ταχύτερο, και έλεγε ότι 9α τον διευκόλυνε ιδιαίτε ρ α στις οριστικές συμφωνίες π ου 9α έκανε με τους εργάτες αν μπορούσε να πληροφορηδεί την ακριβή χρονική στιγμή που 9α γινόταν ο γάμος. Θα μπορούσε τότε να κάνει όλους τους υπο λογισμούς του σε συνδυασμό με το χρόνο που 9α είχε μπρο στά του, ζητώντας παράλληλα συγγνώμη από τους φ ίλους που σχέδιαζαν να τον επισκεφδούν το χειμώνα, οι οποίοι δεν 9α μπορούσαν να γίνουν, φυσικά, δεκτοί, από τη στιγμή που το σπίτι 9α ήταν ακόμη υπό επισκευήν. Στο γράμμα αυτό ο κύριος Φέρλι είχε απαντήσει ζητώντας από τον ίδιο τον σερ Πέρσιβαλ να προτείνει ημερομηνία για
23 3
WI LKI E COL L I NS
το γάμο, η οποία δα τελούσε, φυσικά, υπό την έγκριση της μις Φ έρλι- την έγκριση αυτή ο κηδεμόνας της δα έκανε πα ν δυνα τόν να εξασφαλίσει. Ο σερ Πέρσιβαλ απάντησε με το επόμε νο ταχυδρομείο και πρότεινε -σύμφ ω να με τη δέση του και την επιδυμία του εξαρχής- το δεύτερο δεκαπενδήμερο του Δεκεμβρίου· ίσως την 22α ή την 24η, ή οποιαδήποτε άλλη μέρα δα προτι μούσαν η κυρία και ο κηδεμόνας της. Καδώς δε η κυρία δεν εί χε τη δυνατότητα να εκφράσει εκείνη τη στιγμή την άποψή της, ο κηδεμόνας της είχε αποφασίσει, εν τη απουσία της, την πρώ τη από τις προαναφερδείσες ημερομηνίες -τη ν 22α του μηνός Δεκεμβρίου- και είχε γράψει να επιστρέφουμε στο Λίμεριτξ. Αφού μου εξήγησε τις λεπτομέρειες αυτές σε μια ιδιαίτερη συνομιλία που είχαμε χδες, ο κύριος Φέρλι πρότεινε, με τον φι λικότερο τρόπο, να ξεκινήσω σήμερα κιόλας τις απαραίτητες διαπραγματεύσεις. Διαισδανόμενη ότι η αντίσταση ήταν άχρη στη, εκτός κι αν εξασφάλιζα την εξουσιοδότηση της Λώρα να το κάνω, συμφώνησα να μιλήσω μαζί της, αλλά δήλωσα, ταυ τόχρονα, ότι σε καμία περίπτωση δεν δα αναλάμβανα να εξα σφαλίσω τη συναίνεσή της όσον αφ ορά τις επιδυμίες του σερ Πέρσιβαλ. Ο κύριος Φέρλι με συνεχάρη για τη «δαυμαστή ευ συνειδησία» μου, όπως δα με είχε συγχαρεί, αν συνέβαινε να κάνουμε περίπατο, για την «υπέροχη φυσική μου κατάσταση», και φάνηκε απόλυτα ικανοποιημένος από το γεγονός ότι είχε απλώς μετακυλήσει μία ακόμη οικογενειακή ευδύνη από τους ώμους του στους δικούς μου. Σήμερα το πρωί μίλησα στη Λώρα, όπως είχα υποσχεδεί. Η ηρεμία - δ α μπορούσα σχεδόν να πω η α π ά δ εια - την οποία τό σο περίεργα και τόσο αποφασιστικά είχε διατηρήσει από τότε που είχε φύγει ο σερ Πέρσιβαλ, δεν την προστάτευσε από το ξάφνιασμα της είδησης που είχα να της πω. Χλώμιασε κι άρ χισε να τρέμει. «Ό χι τόσο σύντομα!» ψέλλισε ικετευτικά. «Ω , Μ άριαν, όχι τόσο σύντομα!»
2 34
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Και μόνο η αντίδραση της αυτή ήταν αρκετή για μένα. Σηκώδηκα να βγω από το δωμάτιο και να πολεμήσω για λογα ριασμό της για άλλη μια φορά με τον κύριο Φέρλι. Πάνω που το χέρι μου ετοιμαζόταν να ανοίξει την πόρτα, με έπιασε από το φόρεμα και με σταμάτησε. «Ά φησέ με!» της είπα. «Η γλώσσα μου φλέγεται από την επιθυμία να πω στο δείο σου ότι δεν δα γίνει αυτό που θέλουν ο σερ Πέρσιβαλ κι εκείνος». Αναστέναξε πικρά, ενώ το χέρι της επέμενε να κρατάει το φόρεμά μου. «Ό χ ι!» είπε σιγά. «Είναι πολύ αργά, Μάριαν. Πολύ αργά!» «Δ εν είναι καθόλου αργά», αντέτεινα. «Το δέμα του χρόνου είναι δική μας υπόθεση, και πρέπει να το εκμεταλλευτούμε, Λώρα, όσο μπορούμε». Α πομάκρυνα το χέρι της από το φόρεμά μου ενώ μιλούσα, αλλά την ίδια στιγμή τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από τη μέ ση μου και με συγκράτησε, αποφασιστικότερη από ποτέ. «Δεν είναι ότι δα εμπλακούμε σε ακόμη περισσότερα προ βλήματα», είπε. « Θ α συμβάλει ώστε να εμπλακείτε σε νέες διαφωνίες εσύ και ο θείος μου, και δα ξανάρδει ο σερ Πέρσιβαλ με νέες αφορμές για πα ράπ ονα...» «Τόσο το καλύτερο!» αναφώνησα παδιασμένα. «Ποιος νοιά ζεται για τις αιτίες των παραπόνων του; Σκοπεύεις να πληγώ σεις την καρδιά σου για να είναι εκείνος ήρεμος; Κανένας άντρας στον κόσμο δεν αξίζει τέτοιες θυσίες από εμάς, τις γυναίκες. Αντρες! Είναι οι εχθροί της αθωότητας και της γαλήνης μας. Μ ας απο μακρύνουν από την αγάπη των γονιών μας και τη φιλία των αδελ φών μας, κυριεύουν τα σώματα και τις ψυχές μας και δένουν τις ανυπεράσπιστες ζωές μας με τις δικές τους, όπως ακριβώς αλυ σοδένουν το σκύλο στο σπιτάκι του. Τι μας προσφέρει για αντάλ λαγμα ο καλύτερός τους; Άφησέ με, Λώρα! Πνομαι έξαλλη όταν τα σκέφτομαι!» Τα δάκρυα -δυσ τυχίας δάκρυα, αδύναμα, γυναικεία, δάκρυα
23 5
WI LKI E COLLI NS
στενοχώριας και ο ρ γή ς- ανέβηκαν στα μάτια μου. Χαμογέλα σε θλιμμένα και ακούμπησε το μαντίλι της στο πρόσωπό μου, για να κρύψει την απόδειξη της αδυναμίας μου - της αδυνα μίας για όλα εκείνα που ήξερε πόσο πολύ απεχδανόμουν. «Ω , Μ άριαν!» είπε. «Κλαις! Σκέψου τι δα μου έλεγες, αν αλ λάξαμε δέση, και αν τα δάκρυα αυτά ήταν δικά μου. Ό λη η αγά πη, το δάρρος και η αφοσίωσή σου δεν δα αλλάξουν αυτό που πρέπει να συμβεί, αργά ή γρήγορα. Ας κάνει ο δείος μου ό,τι δέλει. Ας αποφύγουμε τα βάσανα και τους πόνους που η όποια δυσία μου μπορεί να εμποδίσει. Πες μου ότι δα ξήσεις κοντά μου, Μάριαν, όταν παντρευτώ - τίποτε περισσότερο». Α λλά είπα περισσότερα. Έ π νιξα με δυσκολία τα δάκρυα της ανίσχυρης οργής που εμένα δεν ανακούφιζαν και εκείνη απλώς άγχωναν, και της μίλησα λογικά και παρακλητικά, όσο π ιο ήρε μα μπορούσα. Ή ταν μάταιο. Μ ε έβαλε να επαναλάβω δύο φο ρές την υπόσχεση πω ς δα ζήσω μαζί της όταν παντρευτεί, και ξαφνικά μου έκανε μια ερώτηση που έστρεψε τη λύπη μου γι’ αυτήν σε μια νέα κατεύδυνση. «Στο διάστημα που ήμαστε στο Π όλεσντιν», είπε, «είχες ένα γράμμα, Μ άριαν...» Ο διαφορετικός τόνος της φωνής της, ο δισταγμός που τη διέκρινε, και την έκανε να σωπάσει πριν καν ολοκληρώσει την ερώ τησή της, όλα μου έλεγαν, ολοκάδαρα, ποιον αφορούσε η μισοειπωμένη ερώτηση. «Νόμιζα, Λώρα, ότι εσύ κι εγώ δεν δα ξαναμιλούσαμε γι’ αυ τόν», είπα μαλακά. «Είχες γράμμα το υ ;» επέμεινε. «Ν α ι», απάντησα, «αφ ού δέλεις να ξέρεις». «Σκοπεύεις να του ξαναγράψ εις;» Δίστασα. Φοβήδηκα να της μιλήσω για την απουσία του από την Αγγλία ή για τον τρόπο με τον οποίο οι προσ πάδειές μου να βοηδήσω τις νέες ελπίδες και τα σχέδιά του με είχαν συν δέσει με το ταξίδι του. Τι απάντηση μπορούσα να δώσω; Είχε
2 36
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
φύγει για ένα μέρος όπου 9α χρειάζονται μήνες - ή και χρό ν ια - για να φτάσει κάποιο γράμμα. «Α ς υποδέσουμε ότι σκοπεύω να του ξαναγράψω», είπα τε λικά. «Τι σχέση μπορεί να έχει, Λ ώρα;» Το μάγουλό της έκαιγε στο λαιμό μου, και τα μπράτσα της έτρ εμ α ν σφίχτηκε πάνω μου. «Μ ην του πεις για την ημερομηνία του γάμου», ψιθύρισε. «Θέλω να μου το υποσχεδείς, Μάριαν. Σε παρακαλώ να μου υποσχεδείς πω ς ούτε το όνομά μου δεν δα του αναφέρεις την επόμενη φορά που δα του γράψεις». Της το υποσχέδηκα. Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγρά φουν με πόση δλίψη της το υποσχέδηκα. Αμέσως τράβηξε το χέρι της από τη μέση μου, προχώρησε στο πα ράθυρο κι έμει νε να κοιτάξει έξω, με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος μου. Μ ετά ξαναμίλησε, αλλά χωρίς να γυρίσει, χωρίς να μου επιτρέψ ει να δω έστω και για μια στιγμή το πρόσωπό της. «Θ α π α ς στο δωμάτιο του 9είου μ ου;» ρώτησε. « Θ α του πεις ότι συμφωνώ με όποια ρύθμιση θεωρήσει εκείνος καλύτερη; Δεν πειράξει να με αφήσεις μόνη, Μ άριαν. Θα είμαι καλύτε ρα μόνη για λίγο». Βγήκα. Αν, μόλις βρέδηκα στο διάδρομο, μπορούσα να με ταφέρω τον κύριο Φέρλι και τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ στα απώ τατα άκρα της γης υψώνοντας ένα από τα δάχτυλά μου, το δάχτυλο αυτό δα είχε υψωθεί χωρίς τον παραμικρό δισταγ μό. Θα είχα καταρρεύσει τελείως και δα είχα ξεσπάσει σε ασυ γκράτητους λυγμούς, αν τα δάκρυά μου δεν είχαν εξατμιστεί μέσα στην ένταση του 9υμού μου. Στην κατάσταση που ήμουν, εισέβαλα στο δωμάτιο του κυρίου Φέρλι και του φώναξα όσο πιο απότομα μπορούσα: «Η Λώρα συμφωνεί με ό,τι κι αν απο φ ασίσετε»· και ξαναβγήκα, χωρίς να περιμένω έστω και μια λέξη για απάντηση. Χτύπησα με δύναμη την πόρτα πίσω μου, και ελπίξω να διέλυσα το νευρικό σύστημα του κυρίου Φέρλι για όλη την υπόλοιπη μέρα.
WI LKI E C OL L I NS
28
Νοεμβρίου
Σήμερα το πρωί, ξαναδιάβασα το αποχαιρετιστήριο γράμμα του δύσμοιρου Χάρτραϊτ - από χδες έχει τρυπώσει στο μυαλό μου η αμφιβολία μήπως και δεν κάνω καλά που έχω κρύψει από τη Δώρα το γεγονός της αναχώρησής του. Ό τα ν το ξανασκέφτομαι, όμως, εξακολουθώ να νομίζω ότι έχω δίκιο. Οι νύξεις στο γράμμα του σχετικά με τις προετοιμασίες που έγιναν για το ταξίδι στην Κεντρική Αμερική δείχνουν ότι οι αρχηγοί της επιχείρησης ξέρουν πω ς δα είναι επικίνδυνη. Αν η διαπίστωση αυτή προκαλεί ανησυχία σε μένα, τι δα προκαλούσε σ ’ εκείνη; Είναι αρκετά κακό που νιώθουμε ότι η αναχώρη σή του μας στερεί από ένα φίλο, στην αφοσίωση του οποίου μπο ρούσαμε να έχουμε εμπιστοσύνη σε μια ώρα ανάγκης - αν η ώρα αυτή έλθει, και μας βρει απροστάτευτους. Αλλά είναι πολύ χει ρότερο να ξέρουμε ότι έχει φύγει από κοντά μας για να αντιμε τωπίσει τους κινδύνους ενός κακού κλίματος, μιας άγριας χώ ρας κι ενός αφιλόξενου πληθυσμού. Δεν θα ήταν σκληρή ειλι κρίνεια να το πει στη Λώρα, χωρίς να υπάρχει πιεστική και ου σιαστική ανάγκη να το κάνει; Σχεδόν αμφιβάλλω για το αν έπρεπε να κάνω ένα βήμα π α ραπάνω, και να κάψω αμέσως το γράμμα, από φόβο μήπως π έ σει κάποια μέρα σε λάθος χέρια. Ό χι μόνο αναφέρεται στη Λώ ρα με όρους που θα πρέπει να παραμείνουν για πάντα μυστι κό ανάμεσα στον επιστολογράφο και σε μένα, αλλά επαναλαμβάνει την υποψία του -τόσ ο επίμονη, τόσο ακατανόητη και τόσο ανη συχητική- ότι παρακολουθείται διαρκώς από τότε που έφυγε από το Λίμεριτζ. Δηλώνει ότι είδε τα πρόσωπα των δύο αγνώ στων που τον ακολούθησαν στους δρόμους του Λονδίνου, π α ρακολουθώντας τον ανάμεσα στο πλήθος που συγκεντρώθηκε στο Λ ίβερπουλ για να δει την επιβίβαση των μελών της απο στολής· και βεβαιώνει κατηγορηματικά ότι άκουσε, καθώς έμπαινε στο πλοίο, να προφέρεται πίσω του το όνομα της Ανν
2 38
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
Κάδερικ. Οι λέξεις του είναι: «Τα γεγονότα αυτά κάτι σημαί ν ο υ ν τα γεγονότα αυτά πρέπει να οδηγούν κάπου. Το μυστή ριο της Ανν Κάδερικ δεν έχει διαλευκανδεί ακόμη. Μ πορεί να μην ξαναβρεδεί στο δρόμο μου. Αλλά, αν ποτέ βρεδεί στον δι κό σας. εκμεταλλευτείτε καλύτερα την ευκαιρία, μις Χάλκομπ, α π ’ όσο την εκμεταλλεύτηκα εγώ. Μιλάω με ισχυρή βεβαιότη τα. Σας παρακαλώ να δυμάστε αυτά που λέω». Αυτά είναι τα λόγια του. Δεν υπάρχει κίνδυνος να τα ξεχάσω - η μνήμη μου είναι πανέτοιμη να συγκροτήσει τα όποια λόγια του Γουόλτερ Χάρτραϊτ, ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται με την Ανν Κάδερικ. Αλλά είναι επικίνδυνο να κρατήσω το γράμμα. Το απλούστερο ατύχημα δα μπορούσε να το φέρει στα χέρια ξένων. Μ πο ρεί να αρρωστήσω· μπορεί να πεδάνω. Καλύτερα να το κάψω αμέσως, και να έχω μία αγωνία λιγότερη. Το έκαψα! Οι στάχτες της αποχαιρετιστήριας επιστολής του -τ η ς τελευταίας που ίσως μου έχει γράψ ει- είναι σκορπισμένες στο τζάκι. Αυτό είναι το δλιβερό τέλος αυτής της δλιβερής ιστο ρίας; Ω, όχι το τέλος, σίγουρα. Σίγουρα όχι το τέλος από τώρα!
29
Νοεμβρίου
Οι προετοιμασίες για το γάμο έχουν αρχίσει. Η μοδίστρα ήρδε να πά ρει τις οδηγίες. Η Λώρα είναι απόλυτα απαδής, τελείως αμέτοχη· ξένη και αδιάφορη για το δέμα που είναι καδοριστικό για τη ζωή κάδε γυναίκας. Έχει αφήσει τα πάντα στη μοδί στρα και σε μένα. Αν ο φτωχός Χάρτραϊτ ήταν ο βαρονέτος και ο σύζυγος που είχε επιλέξει ο πα τέρας της, πόσο διαφορετικά δα φερόταν! Πόσο ανυπόμονη και ιδιότροπη δα ή τα ν και πό σο δα δυσκολευόταν ακόμη και η καλύτερη μοδίστρα να την ευχαριστήσει!
239
WI LKI E COL L I NS
30
Νοεμβρίου
Έχουμε καθημερινά νέα από τον σερ Πέρσιβαλ. Το τελευταίο νέο είναι ότι οι αλλαγές στο σπίτι του 9α διαρκέσουν από τέσ σερις μέχρι έξι μήνες. Αν οι μπογιατζήδες και οι ταπετσιέρηδες μπορούσαν να προκαλέσουν ευτυχία, 9α ενδιαφερόμουν για τις εργασίες τους στο μελλοντικό σπίτι της Λώρα. Ό π ω ς είναι όμως η κατάσταση, το μοναδικό τμήμα του τελευταίου γράμ ματος του σερ Πέρσιβαλ που δεν μ ’ αφήνει όπως με βρήκε -α π ό λυτα αδιάφορη για τα σχέδιά το υ - είναι το τμήμα που αναφέρεται στο γαμήλιο ταξίδι. Προτείνει, μια και η Λώρα είναι ευαί σθητη και ο χειμώνας απειλεί να είναι ασυνήθιστα σκληρός, να την πάει στη Ρώμη και να παραμείνουν στην Ιταλία μέχρι τις αρχές του επόμενου καλοκαιριού. Αν το σχέδιο αυτό δεν εγκρι9εί, είναι εξίσου έτοιμος, παρόλο που δεν έχει δικό του διαμέ ρισμα στην πόλη, να περάσει τη σαιζόν στο Λονδίνο, στο κα ταλληλότερο επιπλωμένο σπίτι που 9α μπορούσε να εξασφα λίσει για το σκοπό αυτό. Αποστασιοποιούμενη προσωπικά και συναισθηματικά από το θέμα -π ρ ά γμ α που είναι καθήκον μου να κάνω, και το οποίο έχω ήδη κάνει-, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως θα διά λεγα την πρώτη από τις προτάσεις αυτές. Ό π ω ς και να ’ναι, ο χωρισμός ανάμεσα στη Λώρα και σε μένα είναι αναπόφευκτος. Θα είναι ένας μακρύτερος χωρισμός στην περίπτωση που π ά νε στο εξωτερικό α π ’ όσο θα ήταν στην περίπτωση που θα π α ρέμεναν στο Λονδίνο - αλλά θα πρέπει, από την άλλη πλευ ρά, να αντιπαραθέσουμε σ’ αυτό το μειονέκτημα το πλεονέ κτημα για τη Λώρα να περάσει το χειμώνα σ ’ ένα ήπιο κλίμα· και, επιπλέον, την απέραντη συμβολή στη βελτίωση της διά θεσής της και την προσαρμογή στη νέα ζωή της που η συγκί νηση και μόνο λόγω της επίσκεψης στην πιο ενδιαφέρουσα χώ ρα του κόσμου σίγουρα θα έχει. Δεν είναι σε διάθεση να βρει διεξόδους στις συμβατικές διασκεδάσεις και συγκινήσεις του
240
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Λονδίνου - απλώς 9α έκαναν τη δυσθυμία, εξ αφορμής αυτού του αξιοθρήνητου γάμου, να πέσει βαρύτερη πάνω της. Φοβά μαι το ξεκίνημα της νέας ζωής της περισσότερο α π ’ όσο μπο ρούν να περιγράφουν οι λέξεις, αλλά βλέπω γι’ αυτήν κάποια ελπίδα, αν ταξιδεύει - καμιά, αν παραμείνει στην πατρίδα. Είναι περίεργο για μένα να ξαναβλέπω αυτή την τελευταία καταχώριση στο ημερολόγιό μου και να διαπιστώνω ότι γράφω για το γάμο και για το χωρισμό με τη Δώρα όπως γράφει κα νείς για ένα συνηθισμένο θέμα. Μου φαίνεται τελείως ψυχρό και άκαρδο να βλέπω κιόλας το μέλλον μ ’ αυτό τον σκληρά ήρεμο τρόπο. Αλλά ποιος άλλος τρόπος είναι δυνατός, τώρα που η κρίσιμη στιγμή πλησιάζει; Πριν περάσει άλλος ένας μή νας, θα είναι η Δώρα του, και όχι η δική μου! Η Δώρα του! Μου είναι τόσο αδύνατον να συνειδητοποιήσω τι συνεπάγονται αυ τές οι τρεις λέξεις - νιώθω το μυαλό μου τελείως μουδιασμένο και ζαλισμένο, λες και γράφοντας για το γάμο της έγραφα για το θάνατό της.
1
Δεκεμβρίου
Μ ία θλιβερή, εξαιρετικά θλιβερή μέρα· μια μέρα που δεν έχω το κουράγιο να την περιγράφω διά μακρών. Αφού χθες βράδυ το ανέβαλα άτολμα, υποχρεώθηκα να της μιλήσω σήμερα το πρωί για την πρόταση του σερ Πέρσιβαλ σχετικά με το γαμή λιο ταξίδι. Μ ε την απόλυτη βεβαιότητα ότι θα ήμουν μαζί της οπουδή ποτε πήγαινε, το φτωχό παιδί -για τί παιδί είναι ακόμη σε πολ λά π ρ ά γμ α τα - ήταν σχεδόν ευτυχισμένο με την προοπτική ότι θα έβλεπε τα αξιοθέατα της Φλωρεντίας και της Ρώμης και της Νάπολης. Σχεδόν μου σπάραξε την καρδιά η υποχρέωσή μου να διαλύσω την ψευδαίσθησή της και να τη φέρω αντιμέ τωπη με τη σκληρή αλήθεια. Ή μουν υποχρεωμένη να της πω
241
WI LKI E COL L I NS
ότι κανένας άντρας δεν ανέχεται αντίζηλο -α κόμ η και γυναί κα αντίζηλο- στην καρδιά της γυναίκας του τον πρώτο καιρό του γάμου του, ανεξαρτήτως του τι δα κάνει αργότερα. Υπο χρεώθηκα να την προειδοποιήσω ότι η π ιθανότητα να ζήσω μό νιμα κοντά της, κάτω από την ίδια στέγη, βασιζόταν αποκλει στικά στην προϋπόθεση ότι δεν θα προκαλούσα τη ζήλεια και τη δυσπιστία του σερ Πέρσιβαλ μπαίνοντας ανάμεσά τους στην αρχή του γάμου τους, στη θέση του έμπιστου θεματοφύλακα των βαθύτερων μυστικών της συζύγου του. Σταγόνα με στα γόνα, έχυσα την ανίερη πίκρα της σοφίας αυτού του κόσμου στην αγνή καρδιά και το αθώο μυαλό της, ενώ όλα τα ανώτε ρα και καλύτερα αισθήματά μου αντιδρούσαν σ’ αυτό το άθλιο εγχείρημά μου. Έ χει πάρει το σκληρό, το αναπόφευκτο μά θημά της. Οι ψευδαισθήσεις των παιδικών της χρόνων έχουν διαλυθεί - το χέρι μου τις έχει ξεγυμνώσει. Καλύτερα το δικό μου π α ρ ά το δικό του - αυτή είναι η μοναδική παρηγοριά μου. Καλύτερα το δικό μου πα ρ ά το δικό του! Έτσι, η πρώτη πρόταση έγινε αποδεκτή. Θα πάνε στην Ιτα λία. Κι εγώ θα κανονίσω, με την άδεια του σερ Πέρσιβαλ, να τους συναντήσω και να μείνω μαζί τους όταν επιστρέφουν στην Αγγλία. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να ζητήσω μία προσωπική χάρη, για πρώτη φορά στη ζωή μου· και να τη ζητήσω από τον άνθρωπο στον οποίο λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο θα ήθε λα να έχω μια σοβαρή υποχρέωση. Ωστόσο, νομίζω ότι θα μπο ρούσα να κάνω και περισσότερα α π ’ αυτό, για χάρη της Λώρα.
2
Δεκεμβρίου
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, διαπιστώνω ότι πά ντα αναφ ε ρόμουν στον σερ Π έρσιβαλ με υποτιμητικούς όρους. Μ ε την εξέλιξη που πήραν τα πράγματα, π ρ έπ ει -κ α ι θα το κάνω να ξεριζώσω την προκατάληψή μου εναντίον του. Δεν μπορώ
242
_______ _________ H i YNA I KA M E ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α να σκεφτώ πώς πρωτομπήκε στο μυαλό μου. Σίγουρα δεν υπήρ χε παλιότερα. Είναι η απροθυμία της Δώρα να τον παντρευτεί που με έστρε ψε εναντίον του; Μ ε έχουν επηρεάσει -χω ρίς να το υποψιάζο μ α ι- οι απόλυτα ευνόητες προκαταλήψεις του Χάρτραϊτ; Εξα κολουθεί να μου προκαλεί μία κρυφή δυσπιστία το γράμμα της Ανν Κάθερικ, π α ρ ’ όλες τις εξηγήσεις του σερ Πέρσιβαλ και τις αποδείξεις που έχω στην κατοχή μου για τη βασιμότητά τους; Δεν γίνεται να λογοδοτήσω για τα αισθήματά μου. Το μόνο πράγ μα για το οποίο είμαι σίγουρη είναι πως αποτελεί καθήκον μου -δ ιπ λ ό καθήκον μου, τώ ρ α - να μην αδικώ τον σερ Πέρσιβαλ αντιμετωπίζοντάς τον με δυσπιστία. Αν έχει γίνει συνήθειά μου να γράφω γι’ αυτόν με δυσμενή τρόπο, πρέπει -κ α ι θα φρό ντισα)- να κόψω αυτή την απαράδεκτη τάση, έστω κι αν η προ σπάθεια αυτή θα με υποχρέωνε να κλείσω τις σελίδες του ημε ρολογίου μου μέχρι να γίνει ο γάμος! Είμαι σοβαρά δυσάρεστη μένη με τον εαυτό μου - δεν θα ξαναγράψω σήμερα.
16
Δεκεμβρίου
Έ να ολόκληρο δεκαπενθήμερο έχει περάσει, και δεν έχω ανοί ξει ούτε μια φορά αυτές τις σελίδες. Απέφυγα αρκετά να ασχο ληθώ με το ημερολόγιό μου, σκοπεύοντας να επανέλθω σ ’ αυ τό, με μια υγιέστερη και καλύτερη διάθεση -ελ π ίζω - σε σχέση με τον σερ Πέρσιβαλ. Δεν έχω να καταγράψω πολλά από τις προηγούμενες δύο εβδομάδες. Τα φορέματα είναι σχεδόν όλα έτοιμα· και οι νέες βαλίτσες έχουν σταλεί από το Λονδίνο. Η αγαπημένη μου Λώρα δεν φεύγει ούτε στιγμή από κοντά μου· και χθες το βράδυ, που καμία από τις δυο μας δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ήρθε και χώθηκε στο κρεβάτι μου για να μιλήσουμε. «Θ α σε χάσω σύντο μα, Μ άριαν», είπε- «και πρέπει να εκμεταλλευτώ την πολύτιμη
2 43
WI LKI E COL L I NS
συντροφιά σου όσο γίνεται, τώρα που είμαστε ακόμη μαζί». Ο γάμος δα γίνει στην εκκλησία του Λίμεριτζ· και, ευτυχώς, κανένας από τους γείτονες δεν δα προσκληδεί στη γαμήλια τε λετή. Ο μοναδικός επισκέπτης δα είναι ο παλιός φ ίλος μας, ο κύριος Άρνολντ, που δα έλδει από το Πόλεσντιν για να συνο δεύσει τη Δώρα στην εκκλησία - ο δείος της είναι πολύ φιλάσδενος για να βγει από το σπίτι με τέτοιο άσχημο καιρό που έχουμε. Αν δεν ήμουν αποφασισμένη από δω και πέρ α να μη βλέπω πα ρ ά μόνο τη φωτεινή πλευρά των προοπτικών μας, η μελαγχολική απουσία κάδε άρρενα συγγενούς της Δώρα από αυτή τη σημαντικότερη στιγμή της ζωής της δα με καδιστούσε πολύ απαισιόδοξη και δύσπιστη για το μέλλον. Α λλά έχω τε λειώσει οριστικά με την απαισιοδοξία και τη δυσπιστία - δεν πρόκειται να ξαναγράψω με απαισιόδοξη διάδεση ή δυσπιστία στο ημερολόγιο αυτό. Ο σερ Πέρσιβαλ είναι να έλδει αύριο. Πρότεινε, στην περί πτωση που δα δέλαμε να του φερδούμε με αυστηρή τυπικότητα, να ζητήσει από τον εφημέριό μας να τον φιλοξενήσει στο πρεσβυτέριο, στη διάρκεια της σύντομης παραμονής του στο Λίμεριτζ πριν από το γάμο. Υπό τις παρούσες συνδήκες, ού τε ο κύριος Φέρλι ούτε εγώ δεωρήσαμε απαραίτητο να υιοδετήσουμε ασήμαντες τιπικότητες και διαδικασίας. Στην απο μακρυσμένη περιοχή μας, και σ ’ αυτό το μεγάλο μοναχικό σπί τι, μπορούμε άνετα να ισχυριστούμε ότι έχουμε ξεπεράσει τις ασήμαντες συμβατικότητες που ταλαιπωρούν τον κόσμο σε άλ λες περιοχές. Έ γραψ α στον σερ Πέρσιβαλ να τον ευχαριστή σω για την ευγενική προσφορά του, και να τον παρακαλέσω να μείνει, όπω ς πάντα, στο Λίμεριτζ Χάουζ.
17
Δεκεμβρίου
Έφτασε σήμερα, δείχνοντας, όπως περίμενα, κάπως κουρασμένος
244
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
και ταραγμένος, αλλά μιλώντας και γελώντας σαν άνθρωπος που βρισκόταν στην καλύτερη δυνατή ψυχική διάθεση. 'Εφε ρε μαζί του μερικά πραγματικά όμορφα δώρα - κοσμήματα, τα οποία η Λώρα δέχτηκε ευγενικά και, φαινομενικά τουλάχι στον, με απόλυτη ψυχραιμία. Το μοναδικό σημάδι που μπορώ να διακρίνω από την προσ πάθεια που καταβάλει για να τη ρήσει τα προσχήματα σ ’ αυτή τη δύσκολη ώρα εκφράζεται με μια ξαφνική απροθυμία να μείνει μόνη. Αντί να αποσύρεται στο δωμάτιο της, όπως έκανε συνήθως, φαίνεται να φοβάται να πάει εκεί. Ό τα ν ανέβηκα σήμερα, μετά το γεύμα, για να φορέσω το καπελάκι μου για έναν περίπατο, προσφέρθηκε να με συνοδεύσει· και, πάλι, πριν από το δείπνο, άνοιξε την πόρ τα που ένωνε τα δωμάτιά μας, έτσι ώστε να μπορούμε να συ ζητάμε όση ώρα θα ντυνόμασταν. «Φρόντισε να είμαι συνε χώς απασχολημένη», είπε. «Φρόντισε να μη μένω μόνη. Μη με αφήνεις να σκέφτομαι - αυτό είναι το μόνο που σου ζητώ τώρα, Μ άριαν. Μη με αφήνεις να σκέφτομαι». Αυτή η αλλαγή αυξάνει τη γοητεία της, κατά τον σερ Πέρσιβαλ. Την ερμηνεύει, όπως διαπιστώνω, προς όφελος του. Υπάρ χει ένα ερύθημα στα μάγουλά της, μια λάμψη στα μάτια της, που τα θεωρεί ως επιστροφή της ομορφιάς της και ανάκτηση της διάθεσής της. Μιλούσε σήμερα στο δείπνο με μια τόσο ψεύ τικη ευθυμία και ανεμελιά, τόσο εντυπωσιακά αταίριαστη στο χαρακτήρα της, που μου ερχόταν η διάθεση να την κάνω να σωπάσει και να την πάω στο δωμάτιό της. Η χαρά και η έκπληξη του σερ Πέρσιβαλ ήταν απερίγραπτη. Η αγωνία την οποία είχα παρατηρήσει στο πρόσωπό του όταν ήρθε είχε εξαφανιστεί τε λείως· και φαινόταν, ακόμη και στα μάτια μου, κατά δέκα χρό νια νεότερος α π ’ όσο πραγματικά είναι. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία -α ν και κάποια περίεργη ιδιορ ρυθμία με εμποδίζει να το αποδεχτώ-ότι ο μελλοντικός σύζυ γος της Λώρα είναι ένας πολύ γοητευτικός άντρας. Τα κανονι κά χαρακτηριστικά αποτελούν πλεονέκτημα - και τα έχει· τα
2 4S
WI LKI E COLLI NS
φωτεινά καστανά μάτια, είτε σε άντρα είτε σε γυναίκα, είναι στοιχείο γοητείας - και τα έχει. Ακόμη και η φαλάκρα, όταν υπάρχει μόνο πάνω από το μέτωπο -ό π ω ς στην περίπτωσή το υ είναι μάλλον ελκυστική στον άντρα, γιατί προσθέτει στην εξυ πνάδα που δείχνει να διαθέτει. Κομψή και άνετη κίνηση· ακα ταπόνητη ζωντάνια· ετοιμότητα και διαλλακτικότητα στο διά λογο - όλα αυτά είναι αδιαμφισβήτητες αρετές, και οπωσδή ποτε τις κατέχει. Δεν θα ήταν φυσικό ο κύριος Γκίλμορ, που αγνοούσε το μυστικό της Λώρα, να αισθάνεται δικαιολογημέ να έκπληξη για την επιθυμία της να απαλλαγεί από τις υπο χρεώσεις του αρραβώνα της; Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του θα συμμεριζόταν την άποψη του παλιού και καλού φίλου μας. Αν με ρωτούσαν αυτή τη στιγμή να δηλώσω με σαφήνεια ποια μειονεκτήματα έχω διαπιστώσει στον σερ Πέρσιβαλ, μόνο ένα ή δύο θα μπορούσα να υποδείξω. Έ να, την αδιάκοπη κινητικό τητα και νευρικότητα του - που ίσως να οφείλεται, απολύτως φυσιολογικά, σε έναν ασυνήθιστα δραστήριο χαρακτήρα· το άλ λο, η κοφτή, απότομη, δύστροπη συμπεριφορά του προς τους υπηρέτες - που ίσως να είναι, τελικά, μια κακή συνήθεια. 'Οχι! Δεν μπορώ να το αμφισβητήσω, και δεν θα το αμφισβητήσω. Ο σερ Πέρσιβαλ είναι ένας πολύ γοητευτικός και πολύ ευχάρι στος άντρας. Ορίστε! Επιτέλους το έγραψα, και χαίρομαι που έγινε κι αυτό.
18
Δεκεμβρίου
Νιώθοντας εξαντλημένη και πιεσμένη, σήμερα το πρωί άφησα τη Λώρα με την κυρία Βέσεϊ και βγήκα για έναν από τους σύ ντομους μεσημεριανούς π εριπάτους μου, τους οποίους έχω πε ριορίσει τώρα τελευταία. Πήρα το χωματόδρομο που οδηγεί, π έ ρα από το βάλτο, στο Τοντ’ς Κόρνερ. Έχοντας συμπληρώσει πε ρίπου ένα ημίωρο έξω από το σπίτι, ξαφνιάστηκα υπερβολικά
246
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
όταν είδα τον σερ Πέρσιβαλ να έρχεται προς το μέρος μου από την πλευρά της φόρμας. Βάσιζε γρήγορα, κουνώντας το μπα στούνι του· το κεφάλι του στητό, όπως πάντα, και το σακάκι του ξεκούμπωτο, να ανεμίζει από τον άνεμο. Ό τα ν συναντηδήκαμε, δεν περίμενε να αρχίσω τις ερωτήσεις - μου είπε αμέ σως ότι είχε πάει στην αγροικία να ρωτήσει αν ο κύριος ή η κυ ρία Τοντ είχαν νέα από την Ανν Κάδερικ. «Διαπιστώσατε, φυσικά, ότι δεν είχαν ακούσει τίποτε», είπα. «Απολύτως τίποτε», απάντησε. «Αρχίζω να φοβάμαι σοβα ρά ότι τη χάσαμε. Μ ήπως συμβαίνει να ξέρετε», συνέχισε, κοιτάζοντάς με στα μάτια, «αν ο καλλιτέχνης - ο κύριος Χ άρτραϊτείναι σε δέση να μας δώσει κάποιες περισσότερες πληροφορίες;» «Δεν είχε νέα της από τότε που έφυγε από το Κάμπερλαντ», απάντησα. «Κ ρίμα!» είπε ο σερ Πέρσιβαλ, μιλώντας σαν άνθρωπος που ήταν απογοητευμένος - και όμως, περιέργως, έδινε ταυτόχρο να την εντύπωση ανθρώπου ανακουφισμένου. «Είναι αδύνα τον να φανταστώ ποια δεινά μπορεί να έχει υποστεί αυτό το δυστυχισμένο πλάσμα. Είμαι απερίγραπτα ενοχλημένος από την αποτυχία όλων των προσπαθειώ ν μου να την επαναφέρω στο χώρο εκείνον όπου θα απολαμβάνει τη φροντίδα και την προστασία που τόσο χρειάζεται». Αυτή τη φορά φαινόταν πραγματικά ενοχλημένος. Είπα με ρικά λόγια εκφράζοντας την κατανόησή μου και μετά μιλήσα με για άλλα θέματα. Μ ήπως η τυχαία συνάντησή μας στο βάλ το μού είχε αποκαλύψει ένα ακόμη στοιχείο του χαρακτήρα του; Δεν ήταν ιδιαίτερα διακριτικό και γενναιόψυχο να σκέφτεται την Ανν Κάθερικ τις παραμονές του γάμου του, και να πηγαίνει στο Τοντ’ς Κόρνερ για να ρωτήσει γι’ αυτή, ενώ θα μπορούσε να περάσει την ώρα του πολύ πιο ευχάριστα, πα ρέα με τη Λώρα; Θεωρώντας ότι μπορεί να ενήργησε έτσι μόνο από καθαρά φι λανθρωπικά κίνητρα, η συμπεριφορά του, κάτω από τις συ γκεκριμένες συνθήκες, δείχνει ασυνήθιστα καλά αισθήματα, και
24 7
WI L KI E COL L I NS
αξίζει να επαινεδεί ιδιαίτερα. Τον επαινώ, λοιπόν, ιδιαίτερα κι αυτό είναι όλο.
19
Δεκεμβρίου
Και άλλες ανακαλύψεις για το ανεξάντλητο χρυσωρυχείο των αρετών του σερ Πέρσιβαλ. Σήμερα, σε μια σύντομη συζήτηση μαζί του, έδιξα το δέμα της σχεδιαζόμενης παραμονής μου κάτω από ίδια στέγη, όταν δα έχουν επιστρέφει στην Αγγλία. Δεν είχα καν προλάβει να κάνω τον πρώτο υπαινιγμό επί του δέματος, όταν με έπιασε δερμά από το χέρι και μου είπε ότι του είχα κάνει μία πρότα ση την οποία ήδελε πολύ να κάνει εκείνος σε μένα. Ή μουν η σύντροφος την οποία ειλικρινή λαχταρούσε να εξασφαλίσει στη σύζυγό του· και με παρακάλεσε να πιστέψω ότι ουσιαστικά του έκανα χάρη προτείνοντάς του να ζήσω κοντά στη Δώρα μετά το γάμο της, όπω ς ακριβώς είχα ζήσει και πριν. Αφού τον ευχαρίστησα, εκ μέρους της και εκ μέρους μου, για την καλοσύνη του απέναντι και στις δυο μας, περάσαμε στο δέμα του γαμήλιου ταξιδιού τους και άρχισε να μιλάει για την αγγλική κοινότητα της Ρώμης στην οποία δα παρουσίαζε τη Λώρα. Ανέφερε τα ονόματα αρκετών φίλων τους οποίους ανέμενε να συναντήσει εκεί το χειμώνα. Ή ταν όλοι Αγγλοι, α π ’ όσο μπορώ να δυμηδώ, με μία μόνο εξαίρεση. Η μοναδική εξαί ρεση ήταν ο κόμης Φόσκο. Η αναφορά του ονόματος του κόμη, και η ανακάλυψη ότι αυ τός και η γυναίκα του ήταν ενδεχόμενο να συναντηδούν με το γαμπρό και τη νύφη, φωτίζει το γάμο της Λώρα, για πρώτη φο ρά, με έναν ιδιαίτερα ευνοϊκό τρόπο. Είναι πιδανόν να είναι το μέσον δεραπείας μιας οικογενειακής βεντέτας. Ως τώρα, η μα ντάμ Φόσκο είχε επιλέξει να ξεχάσει τις υποχρεώσεις που είχε ως δεία της Λώρα, από καδαρό μίσος για τον μακαρίτη Φέρλι,
2 48
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
εξαιτίας της συμπεριφοράς του στο 9έμα της κληρονομιάς. Τώ ρα, όμως, έχει τη δυνατότητα να μην επιμείνει άλλο σ ’ αυτή τη στάση. Ο σερ Πέρσιβαλ και ο κόμης Φόσκο είναι παλιοί και στενοί φίλοι, και οι γυναίκες τους δεν δα έχουν άλλη επιλογή πα ρ ά να συναντηδούν κάτω από πολιτισμένες συνδήκες. Η μα ντάμ Φόσκο, στα νιάτα της, ήταν μία από τις πιο αυδάδεις γυ ναίκες που γνώρισα ποτέ - ιδιότροπη, απαιτητική και ματαιό δοξη, σε βαδμό παραλογισμού. Αν ο άντρας της έχει καταφέ ρει να τη λογικέψει, του αξίζει η ευγνωμοσύνη όλων των μελών της οικογένειας. Ανυπομονώ να γνωρίσω τον κόμη. Είναι ο πιο στενός φίλος του συζύγου της Λώρα, και, με την ιδιότητα αυτή, μου προκαλεί εντονότατο ενδιαφέρον. Ούτε η Λώρα, ούτε εγώ τον έχουμε δει ποτέ. Το μόνο που ξέρω γι’ αυτόν είναι ότι η συμπτωματική παρουσία του, πριν από χρόνια, στα σκαλοπάτια της Τρινιτά ντελ Μ όντε στη Ρώμη την κρίσιμη στιγμή που ήταν τραυματι σμένος στο χέρι βοήδησε να γλιτώσει ο σερ Πέρσιβαλ από λη στεία και δολοφονία - ίσως, την επόμενη στιγμή, να πληγωνό ταν και στην καρδιά. Θυμάμαι, επίσης, ότι την εποχή των π α ράλογων αντιρρήσεων του μακαρίτη Φέρλι για το γάμο της αδελφής του ο κόμης του έγραψε ένα πολύ μετρημένο και λο γικό γράμμα για το δέμα αυτό, το οποίο, ντρέπομαι που το λέω, παρέμεινε αναπάντητο. Αυτά είναι τα μόνα που ξέρω για το φί λο του σερ Πέρσιβαλ. Αναρωτιέμαι αν δα έλδει ποτέ στην Αγγλία. Αναρωτιέμαι αν δα τον συμπαδήσω. Η πένα μου παρασύρεται σε απλές υποδέσεις. Ας επανέλδω στο δέμα μας. Είναι βέβαιο ότι η αποδοχή από τον σερ Πέρσιβαλ της τολμηρής πρότασής μου να ζήσω με τη γυναίκα του ήταν περισσότερο από ευγενική - σχεδόν τρυφερή. Είμαι σίγουρη ότι ο μέλλων σύζυγος της Λώρα δεν δα έχει λόγο να παραπονεδεί για μένα, φτάνει να συνεχίσω όπως άρχισα. Τον έχω ήδη χαρα κτηρίσει γοητευτικό, ευχάριστο, γεμάτο από καλά αισδήματα για τους άτυχους, και από τρυφερή ευγένεια για μένα. Ειλικρινά,
------ 2 4 9
WI LKI E C OL L I NS
δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου στον νέο μου ρόλο της δερμής φίλης του σερ Πέρσιβαλ.
20
Δεκεμβρίου
Τον μισώ τον σερ Πέρσιβαλ! Αρνούμαι κατηγορηματικά ότι εί ναι γοητευτικός. Τον δεωρώ εξαιρετικά κακότροπο και δυσά ρεστο, και τελείως στερημένο ευγένειας και καλών αισδημάτων. Χ δες βράδυ έφτασαν στο σπίτι οι κάρτες για το ζευγάρι. Η Δώ ρα άνοιξε το δέμα και είδε το μελλοντικό της όνομα τυπωμέ νο, για πρώτη φορά. Ο σερ Πέρσιβαλ κοίταξε πάνω από τον ώμο της τη νέα κάρτα η οποία είχε ήδη μεταμορφώσει τη μις Φέρλι σε λαίδη Γκλάιντ, χαμογέλασε με την πιο αποκρουστική αυταρέσκεια και ψιδύρισε κάτι στο αυτί της. Δεν ξέρω τι ήταν - η Δώρα είχε αρνηδεί να μου π ε ι- αλλά είδα το πρόσωπό της να χλωμιάζει τόσο πολύ που νόμισα ότι δα λιποδυμούσε. Δεν πρό σεξε την αλλαγή - φάνηκε να μην έχει αντιληφδεί πω ς είχε πει κάτι που την είχε πληγώσει. Ό λ α τα παλιά αισδήματα εχδρότητας προς αυτόν αυτομάτως αναγεννήδηκαν και όλες οι ώρες που έχουν μεσολαβήσει έκτοτε δεν κατάφεραν να τα σβήσουν. Είμαι περισσότερο παράλογη και περισσότερο άδικη από πο τέ. Μ ε δυο λόγια -π ό σ ο εύγλωττα το γράφει η πένα μ ου!- με δυο λόγια, τον μισώ!
21
Δεκεμβρίου
Με έχουν ταράξει κάπως οι ανησυχίες αυτής της δύσκολης πε ριόδου; Γράφω, τις τελευταίες μέρες, με μια ελαφρότητα που -έ ν α ς Θεός ξ έρ ει- απέχει πολύ από την καρδιά μου. Ίσω ς να έχω κυριευτεί από την πυρετώδη έξαψη της ψυχικής διάδεσης της Δώρα την τελευταία βδομάδα. Αν ναι, τότε, ενώ
2S0
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
η κρίση έχει περάσει, με έχει αφήσει σε μία πολύ περίεργη δια νοητική κατάσταση. Μ ία επίμονη ιδέα έχει καρφωδεί από χδες το βράδυ στο μυαλό μου, ότι κάτι δα συμβεί και δα εμποδίσει το γάμο. Τι είχε προκαλέσει αυτή την παράξενη φαντασίωση; Είναι το έμμεσο αποτέλεσμα των ανησυχιών μου για το μέλ λον της Δώρα ή μου έχει δημιουργηδεί υποσυνείδητα από την αυξανόμενη ανησυχία και τον εκνευρισμό που έχω παρατηρή σει στη συμπεριφορά του σερ Πέρσιβαλ, καδώς η μέρα του γάμου πλησιάζει όλο και περισσότερο; Είναι αδύνατον να πω. Ξέρω ότι μου έχει μπει αυτή η ιδέα - η εξωφρενικότερη ιδέα, υπό τις παρούσες συνδήκες, που πέρασε ποτέ από γυναικείο μ υα λό- αλλά όσο κι αν προσπαδώ, μου είναι αδύνατον να εντο πίσω την προέλευσή της. Σ ’ αυτή την τελευταία μέρα κυριαρχούν η σύγχυση και οι αδλιότητες. Πώς μπορώ να γράψω για όλα αυτά; Ωστόσο, πρέπει να γράψω. Οτιδήποτε άλλο πιστεύω ότι είναι προτιμότερο από την εγκατάλειψη στις μελαγχολικές σκέψεις μου. Η ευγενική κυρία Βέσεϊ, την οποία έχουμε αγνοήσει και ξεχάσει τον τελευταίο καιρό, μας επιφύλαξε άδελά της ένα τρυφε ρό και δλιβερό συνάμα πρωινό. Εδώ και μήνες φτιάχνει κρυφά ένα ζεστό σάλι για την αγαπημένη μαδήτριά της - ένα εξαιρε τικά και αναπάντεχα όμορφο κομμάτι, που δύσκολα δα περίμενες να φτιάξει μια γυναίκα σ ’ αυτή την ηλικία και με αυτές τις συνήδειες. Το δώρο παρουσιάστηκε σήμερα το πρωί, και η γλυκιά και καλόκαρδη Δώρα κατέρρευσε τελείως όταν το σάλι απλώδηκε περήφανα στους ώμους της από την αγαπημένη π α λιά φίλη, και φύλακα των ορφανών από μητέρα παιδικών της χρόνων. Δεν είχα προλάβει να τις ηρεμήσω ή να σκουπίσω έστω τα μάτια μου, όταν με κάλεσε ο κύριος Φέρλι για να μου εκδέσει διά μακρών τα μέτρα που είχε πάρει προκειμένου να δια τηρήσει την ησυχία του κατά την ημέρα του γάμου. Η «αγαπητή Δ ώ ρα» δα έπαιρνε το δώρο του - ένα παλιό δαχτυλίδι, το οποίο δα στόλιζαν μερικές τρίχες του αγαπημένου
WI LKI E C OL L I NS
της δείου αντί για πολύτιμη πέτρα, με χαραγμένη στα γαλλικά μια φράση για ευγενικά αισδήματα και αιώνια φιλία· η «αγα πητή Δ ώ ρα» δα έπαιρνε το τρυφερό αυτό δώρο από τα δικά μου χέρια, έτσι ώστε να έχει όλον το χρόνο να ξεπεράσει την ταραχή που δα της προκαλούσε το δώρο του πριν εμφανιστεί μπροστά στον κύριο Φέρλι· η «αγαπητή Δ ώ ρα» επρόκειτο να τον επισκεφτεί το βράδυ και ήλπιζε ότι δα ήταν αρκετά ευγε νική, ώστε να μην του κάνει κάποια σκηνή· η «αγαπητή Δώ ρ α » δα έπρεπε να περάσει για άλλη μια φορά την Τρίτη, προ τού φύγει, αλλά χωρίς να ταράξει τα αισδήματά του λέγοντας πότε δα έφευγε, και χωρίς δάκρυα - «στο όνομα του οίκτου, στο όνομα, αγαπητή Μάριαν, της τρυφερότερης και γλυκύτε ρης αυτοσυγκράτησης* χωρίς δά κρυα !». Ή μουν τόσο εκνευρι σμένη α π ’ αυτές τις άδλια εγωιστικές μικρότητες σε μια τέτοια στιγμή, ώστε δα είχα πραγματικά σοκάρει τον κύριο Φέρλι με κάποιες από τις σκληρότερες και ωμότερες αλήδειες που είχε ακούσει στη ζωή του, αν η άφιξη του κυρίου Άρνολντ από το Πόλεσντιν δεν με είχε υποχρεώσει να ανταποκριδώ σε κάποια άλλα καδήκοντα. Η υπόλοιπη μέρα ήταν απερίγραπτη. Πιστεύω ότι κανένας στο σπίτι δεν κατάλαβε πώ ς ακριβώς πέρασε. Το μπέρδεμα μικρολεπτομερειών και μικροσυμβάντων, που το ένα ερχόταν να σω ρευτεί πάνω στο άλλο, δημιουργούσαν μία γενική σύγχυση. Φο ρέματα που είχαν ξεχαστεί έφταναν στο σπίτι· βαλίτσες γέμι ζαν με ρούχα, άδειαζαν και ξαναγέμιζαν δώρα έφταναν από φί λους μακρινούς και κοντινούς, φίλους σπουδαίους και άσημους. Ό λοι κινούμασταν άσκοπα βιαστικά· όλοι αναμέναμε με αγω νία την επόμενη μέρα. Ο σερ Πέρσιβαλ, ιδιαίτερα, ήταν τόσο ταραγμένος τώρα, ώστε δεν μπορούσε να παραμείνει για π έ ντε λεπτά στο ίδιο μέρος. Ο κοφτός, δυνατός βήχας του τον τα λαιπωρούσε περισσότερο από ποτέ. Μ παινόβγαινε συνεχώς από το ένα δωμάτιο στο άλλο και έμοιαζε να διακατέχεται από τέτοια φλυαρία, που ξαφνικά βρέδηκε να μιλάει ακόμη και με
2 52
________________________ Η Γ Υ Ν ΑΙ ΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α αγνώστους που έρχονταν στο σπίτι για μικροδελήματα. Προ σδέστε σε όλα αυτά τη μόνιμη σκέψη στο μυαλό της Δώρα και το δικό μου ότι δα χωρίζαμε την επόμενη μέρα, και τον αξεπέ ραστο φόβο, που καμία από τις δυο μας δεν είχε εκφράσει, και όμως φώλιαζε βαδιά μέσα μας, ότι αυτός ο αξιοδρήνητος γάμος μπορεί να αποδεικνυόταν το μοιραίο σφάλμα της ζωής της, και ο αγιάτρευτος πόνος της δικής μου. Για πρώτη φ ορά σε όλα αυ τά τα χρόνια της στενής και ευτυχισμένης σχέσης μας σχεδόν αποφεύγαμε να κοιτάξουμε η μία την άλλη· επίσης, αποφύγα με, συμφωνώντας και οι δύο, να συζητήσουμε ιδιαιτέρως όλο το βράδυ. Δεν μπορώ να σταδώ άλλο στη μέρα αυτή. Ό π οιες πί κρες κι αν μου επιφυλάσσει το μέλλον, δα δυμάμαι πάντα αυ τή την 21η Δεκεμβρίου ως τη δυσκολότερη και πιο δυστυχισμέ νη μέρα της ζωής μου. Γράφω αυτές τις γραμμές στη μοναξιά του δωματίου μου, πολύ μετά τα μεσάνυχτα - μόλις έχω επιστρέφει από μια κλε φτή ματιά στη Δώρα στο όμορφο μικρό λευκό κρεβάτι της, το κρεβάτι που κοιμάται από παιδί. Ή ταν ξαπλωμένη, αγνοώντας ότι την κοίταζα - ήσυχη, περισσότερο ήσυχη α π ’ όσο είχα τολμήσει να φανταστώ, αλλά όχι κοιμισμέ νη. Η ανταύγεια του νυχτερινού κεριού μού έδειχνε ότι τα μά τια της ήταν μισόκλειστα: δάκρυα έλαμπαν ανάμεσα στα μα τόκλαδά της. Το δώρο μου -μ ια κα ρφ ίτσ α - ήταν ακουμπισμέ νο στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι της, με το προσευχητάρι της και το μικροσκοπικό πορτραίτο του πα τέρα της, που δεν το αποχωρίζεται όπου κι αν πάει. Περίμενα μερικά δευτερόλε πτα, κοιτάζοντάς την πίσω από το μαξιλάρι της, καδώς ήταν ξαπλωμένη με το ένα μπράτσο ακουμπισμένο πάνω στο λευκό κάλυμμα του κρεβατιού -τόσ ο ακίνητη και τόσο ήρεμη, ώστε τα κρόσσια στο νυχτικό της ούτε που κουνιόντουσαν-, και με τά ξαναγύρισα αδόρυβα στο δωμάτιό μου. Αγαπημένη μου Δώ ρα! Π αρ’ όλα τα πλούτη και την ομορφιά σου, πόσο μόνη εί σαι! Ο μοναδικός άντρας που δα έδινε και τη ζωή του για χάρη
2S 3
WI L KI E COL L I NS
σου είναι τώρα μακριά, βολοδέρνοντας αυτή τη δυελλώδη νύ χτα μέσα στην άγρια δάλασσα. Ποιος άλλος σου έχει απομείνει; Ούτε πατέρας, ούτε αδελφός. Μόνο η ανίσχυρη, αδύναμη γυναίκα που γράφει αυτές τις γραμμές και σου συμπαραστέ κεται μέχρι να ξημερώσει, με μια δλίψη που δεν μπορεί να ελέγ ξει, με μια αμφιβολία που δεν μπορεί να διαλύσει. Ω, τι ευδύνη δα επωμιστεί αύριο αυτός ο άντρας! Αν ποτέ το ξεχάσει... αν ποτέ πειράξει έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά της...
22
Δεκεμβρίου
Ετπά η ώρα. Έ να παράλογο, ανήσυχο πρωινό. Μ όλις σηκώδηκε - πιο ήρεμη α π ’ όσο ήταν χδες. Δέκα η ώρα. Ντύδηκε. Φιληδήκαμε και υποσχεδήκαμε η μία στην άλλη να μη δειλιάσουμε. Καταφεύγω για λίγο στο δωμά τιό μου. Μ έσα στην αναταραχή και τη σύγχυση των σκέψεών μου, μπορώ και διακρίνω εκείνη την αλλόκοτη φαντασίωση, ότι κάποιο εμπόδιο εμφανίζεται και σταματάει το γάμο, να πλ α νιέται ακόμη στο μυαλό μου. Πλανιέται και στο δικό του; Τον βλέπω από το πα ράδυρο να τριγυρίζει ανήσυχος ανάμεσα στις άμαξες έξω από την πόρτα. Πώς μπορώ και γράφω τέτοιες ανοησίες! Ο γάμος είναι ανα πόφευκτος. Σε λιγότερο από μισή ώρα ξεκινάμε για την εκκλησία Έντεκα η ώρα. Τελείωσε! Είναι παντρεμένοι. Τρεις η ώρα. Έφυγαν! Είμαι τυφλή από το κλάμα. Δεν μπο ρώ να γράψω άλλο...
2S4
Κεφάλαιο Δωδέκατο Συνέχεια της αφήγησης της μις Χάλκομπ
Μ π λ ά κ γο υο τερ Π α ρκ, Χ ά μπ σ αϊρ,
11 Ιουνίου 1850 Έ ξι μήνες έχουν περάσει - έξι ατέλειωτοι μοναχικοί μήνες, από τότε που η Δώρα κι εγώ ειδωθήκαμε για τελευταία φορά. Αύ ριο, 12 του μηνός, η αγαπημένη μου Δώρα επιστρέφει την Αγγλία Μ ου είναι σχεδόν αδύνατον να συνειδητοποιήσω την ευτυχία μου· μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι οι επόμενες εικοσιτέσσερις ώρες δα αποτελόσουν την τελευταία μέρα του χωρι σμού ανάμεσα στη Δώρα κι εμένα. Η Δώρα και ο ά ντρας της πέρασαν όλο το χειμώνα στην Ιτα λία, και μετά στο Τυρόλο. Επιστρέφουν, συνοδευόμενοι από τον κόμη Φόσκο και τη σύζυγό του, που προτίδενται να εγκα τασταθούν κάπου στο Λονδίνο - έχουν κανονίσει να μείνουν στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ τους καλοκαιρινούς μήνες. Από τη στιγμή που επιστρέφει η Δώρα, δεν έχει καμιά σημασία ποιος επιστρέφει μαζί της. Ο σερ Πέρσιβαλ μπορεί να γεμίσει το σπί τι από το πάτω μα ως το ταβάνι, αν δέλει - υπό τον όρο ότι η γυναίκα του κι εγώ θα μένουμε στο ίδιο σπίτι. Στο μεταξύ, εγώ έχω ήδη εγκατασταθεί στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ, την «ιστορική έδρα», όπως με πληροφορεί η ιστορία της
WI L KI E C OL L I NS
κομητείας, «του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ, βαρόνε του», και μελ λοντική μόνιμη κατοικία, όπως μπορώ τώρα να προσδέσω για λογαριασμό μου, της Μ αρίαν Χάλκομπ, γεροντοκόρης, καθι σμένης τώρα σ ’ ένα μικρό καδιστικό, μ ’ ένα φλιτζάνι τσάι δί πλα της κι όλα τα εγκόσμια αγαθά της συγκεντρωμένα γύρω της, μέσα σε τρία κιβώτια και μια τσάντα. Έ φ υγα από το Λίμεριτζ χθες, έχοντας λάβει το υπέροχο γράμ μα της Δώρα από το Παρίσι μια μέρα πριν. Προηγουμένως δεν ήμουν βέβαιη αν θα τους συναντούσα στο Λονδίνο ή στο Χάμπσαϊρ· αλλά αυτό το τελευταίο γράμμα με πληροφόρησε ότι ο σερ Πέρσιβαλ σχεδίαζε να αποβιβαστεί στο Σαουθάμπτον και να έλθει από κει στο εξοχικό του. Έ χει ξοδέψει τόσα πολ λά χρήματα στο εξωτερικό, ώστε δεν του έχουν περισσέψει για να αντιμετωπίσει τις δαπάνες της διαμονής στο Λονδίνο για τους επόμενους μήνες - έτσι, είναι αποφασισμένος να π ερ ά σει ήρεμα το καλοκαίρι και το φθινόπωρο στο Μ πλάκγουοτερ. Η Λώρα βίωσε περισσότερες από αρκετές συγκινήσεις και αλ λαγές περιβάλλοντος, και είναι ευχαριστημένη από την προο πτική της γαλήνης και της ηρεμίας της υπαίθρου που της π α ρέχει η προνοητικότητα του συζύγου της. Ό σο για μένα, θα εί μαι ευτυχισμένη οπουδήποτε μαζί της. Κατά συνέπεια, είμα στε όλοι ικανοποιημένοι. Χθες βράδυ κοιμήθηκα στο Λονδίνο, και σήμερα καθυστέρησα τόσο πολύ με διάφορες υποχρεώσεις, ώστε δεν έφτασα στο Μπλάκ γουοτερ πα ρ ά μόνο μετά το σούρουπο. Κρίνοντας από τις πρώ τες αμυδρές εντυπώσεις μου για το σπίτι, είναι το ακριβώς αντίθετο του Λίμεριτζ. Είναι χτισμένο σ ’ ένα πλάτωμα και μοιάζει να είναι περικυκλωμένο -σ χεδόν πνιγμένο, σύμφωνα με την πρώτη μου εντύπω σ η- από δέντρα. Δεν έχω δει κανέναν, πλην του υπηρέτη που μου άνοιξε την πόρτα, και της οικονόμου, μιας πολύ ευγενικής γυναίκας που με συνοδέυσε στο δωμάτιό μου και μου έφερε το τσάι μου. Έχω ένα όμορφο μικρό μπουντουάρ και μια κρεβατοκάμαρα στο
256
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
τέρμα ενός διαδρόμου στον πρώτο όροφο. Οι κοιτώνες των υπη ρετών και μερικοί από τους ξενώνες είναι στον δεύτερο όρο φο και όλα τα σαλόνια στο ισόγειο. Δεν έχω δει το σπίτι, και δεν γνωρίζω τίποτε, πα ρ ά μόνο ότι μία από τις πτέρυγές του λέγεται ότι είναι πεντακοσίων χρόνων, ότι κάποτε περιβαλλόταν από μία τάφρο και ότι έχει πάρει την ονομασία Μ πλάκγουοτερ από μια λίμνη του πάρκου. Μ όλις σήμανε έντεκα η ώρα, με έναν μεταφυσικό και κατανυκτικό τρόπο, από έναν πυργίσκο πάνω από το κέντρο του σπιτιού, που τον είδα καδώς ερχόμουν. Έ νας μεγάλος σκύλος κάπου π ιο π έρ α έχει ξυπνήσει, προφανώς από τον ήχο της κα μπάνας, και ουρλιάζει αγριεμένα. Ακούω πατημασιές να αντη χούν στους κάτω διαδρόμους και έναν υπόκωφο ήχο από μπά ρες και κλειδαριές στην εξώπορτα. Οι υπηρέτες πηγαίνουν προ φανώς για ύπνο. Ν α ακολουδήσω το παράδειγμά τους; Όχι! Δεν νυστάζω αρκετά. Νυστάζω, είπα; Αισδάνομαι πως δεν δα μπορούσα να ξανακλείσω τα μάτια μου. Η προσδοκία και μόνο να δω το αγαπημένο πρόσωπό της και να ξανακού σω τη γνωστή φωνή της αύριο με κρατάει σε μία διαρκή υπερ διέγερση. Αν είχα τουλάχιστον τα προνόμια ενός άντρα, δα ζη τούσα να μου φ έρουν αμέσως το καλύτερο άλογο του σερ Πέρσιβαλ και δα ξεκινούσα καλπάζοντας μέσα στη νύχτα, με κατεύδυνση προς τα ανατολικά, για να συναντήσω τον ανατέλλοντα ήλιο - ένας αδιάκοπος καλπασμός ωρών, όπως εκείνος του διάσημου ληστή Ντικ Τέρπιν προς την Υόρκη. Μ ια και εί μαι, όμως, γυναίκα, καταδικασμένη ισοβίως στην υπομονή, την ευπρέπεια και τα μισοφόρια, πρέπει να σεβαστώ τη γνώμη της οικονόμου του σπιτιού και να προσπαδήσω να φερδώ με κά ποιον γυναικείο τρόπο. Το διάβασμα αποκλείεται - δεν μπορώ να συγκεντρώσω την προσοχή μου στα βιβλία. Θα δοκιμάσω μήπως κουραστώ και νυστάξω γράφοντας. Έχω παραμελήσει πολύ το ημερολόγιό μου τον τελευταίο καιρό. Τι μπορώ να δυμηδώ, στέκοντας, όπως
2 57
WI LKI E C OL L I NS
κάνω τώρα, στο κατώφλι μιας νέας ζωής, για πρόσωπα και γε γονότα, ευκαιρίες και αλλαγές στη διάρκεια των προηγούμε νων έξι μηνών - αυτό το μακρύ, εξαντλητικό, κενό διάλειμμα από το γάμο της Δώρα και μετά; Ο Γουόλτερ Χάρτραϊτ είναι διαρκώς στη μνήμη μου, και π ερ νά πρώτος στη σκιώδη πομπή των απόντων φίλων μου. Έ λ α βα ένα σύντομο μήνυμά του, μετά την αποβίβαση της εκστρατευτικής αποστολής στην Ονδούρα, γραμμένο πιο ευδιάδετα και αισιόδοξα από τα προηγούμενα γράμματά του. Έ να μήνα, ή έξι βδομάδες αργότερα, είδα ένα απόσπασμα από μία αμερικανική εφημερίδα που περιέγραφε την αναχώρηση των τυχοδιωκτών για το ταξίδι τους στο εσωτερικό της χώρας. Για τελευταία φ ορά τους είδαν να μπαίνουν σ ’ ένα άγριο πρωτό γονο δάσος, ο καδένας με το τουφέκι στον ώμο του και το σα κίδιο στην πλάτη του. Από τότε, ο πολιτισμός έχει χάσει όλα τα ίχνη τους. Ούτε μια λέξη δεν έχω λάβει από τον Γουόλτερ· καμιά πληροφορία από την αποστολή δεν έχει δημοσιευτεί σε εφημερίδα ή περιοδικό. Το ίδιο πυκνό, αποκαρδιωτικό σκοτάδι πλανιέται πάνω από τη μοίρα και την τύχη της Ανν Κάδερικ και της συνοδού της, της κυρίας Κλέμενς. Τίποτε δεν έχει ακουστεί μέχρι τώρα για κάποια από τις δυο τους. Αν είναι στη χώρα ή έχουν φύγει, αν ζουν ή πέδαναν - κανένας δεν ξέρει. Ακόμη και ο δικηγόρος του σερ Πέρσιβαλ έχει χάσει κάδε ελπίδα και έχει διατάξει να σταματήσουν τελικά οι έρευνες για τις δύο γυναίκες. Ο παλιός καλός μας φίλος, ο κύριος Γκίλμορ, είχε ένα δλιβερό ατύχημα στη διάρκεια της επαγγελματικής του καριέρας. Στις αρχές της άνοιξης πανικοβληδήκαμε ακούγοντας ότι είχε βρεδεί αναίσδητος στο γραφείο του και ότι το πρόβλημα που του παρουσιάστηκε ήταν μία κρίση αποπληξίας. Από καιρό π α ραπονιόταν για πόνους και σφιξίματα στο κεφάλι, και ο για τρός του τον είχε προειδοποιήσει για τις συνέπειες που δα εί χε η εμμονή του να συνεχίσει να εργάζεται σκληρά, σαν να ήταν
258
Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ακόμη νέος. Το αποτέλεσμα τώρα είναι ότι του έχει υποδειχθεί κατηγορηματικά να μην ξαναπάει στο γραφείο του, για ένα χρό νο τουλάχιστον, και να επιδιώξει σωματική ανάπαυση και ψυ χική ηρεμία, αλλάζοντας τελείως τον συνηθισμένο τρόπο ζωής του. Η δουλειά έχει αφεθεί, κατά συνέπεια, στο συνεταίρο του, και ο ίδιος είναι αυτό τον καιρό στη Γερμανία, σε συγγενείς του που είναι εγκατεστημένοι εκεί και ασχολούνται με το εμπόριο. Έτσι, άλλος ένας αληθινός φίλος και έμπιστος σύμβουλος έχει χαθεί για μας - έχει χαθεί, ειλικρινά ελπίζω και πιστεύω, μόνο προσωρινά. Η φτώχιά κυρία Βέσεϊ ταξίδεψε μαζί μου μέχρι το Λονδίνο. Ή ταν αδύνατον να την εγκαταλείψω μόνη στο Λίμεριτζ, από τη στιγμή που η Λώρα κι εγώ είχαμε φύγει από το σπίτι. Κα νονίσαμε, λοιπόν, να μείνει με μια ανύπαντρη μικρότερη αδελ φή της που διατηρεί ένα σχολείο στο Κλάφαμ. Θα έλθει το φθινόπωρο να επισκεφθεί τη μ αθήτριά της - θα μπορούσα να πω το υιοθετημένο παιδί της. Συνοδέυσα την καλή ηλικιωμέ νη κυρία στον προορισμό της και την άφησα στη φροντίδα της συγγενούς της, ευτυχισμένη με την προοπτική ότι θα ξανάβλεπε τη Λώρα μετά από μερικούς μήνες. Ό σο για τον κύριο Φέρλι, πιστεύω ότι δεν τον αδικώ αν τον περιγράφω ως ανείπωτα ανακουφισμένο που θα έχει απ αλλα γεί το σπίτι από κάθε γυναικεία παρουσία. Η ιδέα πω ς μπορεί να του έλειπε η ανιψιά του είναι απλώς αστεία -π α λ ιά άφηνε να περάσουν μήνες χωρίς να επιδιώξει να τη δ ε ι- και, στην π ε ρίπτωση τη δική μου και της κυρίας Βέσεϊ, δεν έχω καμιά επ ι φύλαξη να ισχυριστώ ότι η δήλωσή του πω ς στενοχωριόταν που θα φεύγαμε ισοδυναμούσε με ομολογία ότι κατά βάθος το απο λάμβανε που θα μας ξεφορτωνόταν. Η τελευταία παραξενιά του έγκειται στο να διατηρεί δύο φωτογράφους οι οποίοι φω τογραφίζουν αδιάκοπα όλους τους θησαυρούς και τα περίερ γα αντικείμενα που έχει στη διάθεσή του. Μ ία πλήρης σειρά της συλλογής των φωτογραφιών θα εκτεθεί στο Ινστιτούτο Μηχανικών
WI L KI E C O L L I N S
του Καρλάιλ, πάνω σε βάσεις από εξαιρετικής ποιότητος χαρ τόνι, και με φ ανταχτερές κόκκινες λεζάντες από κάτω: Η Μα
ντόνα και το Βρέφος του Ραφαήλ. Ιδιοκτησία Φρέντερικ Φέρλι, Εσκουάιρ - Χάλκινο προχριστιανικό νόμισμα των Ασσυριών. Ιδιο κτησία Φρέντερικ Φέρλι, Εσκουάιρ - Μοναδικό σχέδιο του Ρέμπραντ. Γνωστό σε όλη την Ευρώπη, ως «Η Κηλίδα», από μια μουντζούρα του ζωγράφου σε μια άκρη που δεν υπάρχει σε άλλο αντίτυπο. Η αξία του υπολογίζεται στις τριακόσιες γκινέες. Ιδιο κτησία ΦρέντερκΦέρλι, Εσκουάιρ. Δεκάδες φωτογραφίες αυτού του είδους, και όλες με παρόμοιες λεζάντες, είχαν φτιαχτεί πριν φύγω από το Κάμπερλαντ, και εκατοντάδες άλλες μένει να γί νουν. Με αυτό το νέο ενδιαφέρον να τον απασχολεί και να κα λύπτει το χρόνο του, ο κύριος Φέρλι 9α είναι ευτυχισμένος για τους επόμενους πολλούς μήνες, και οι δύο ατυχείς φωτογρά φοι 9α μοιραστούν το φοβερό μαρτύριο που μέχρι τώρα υπέ μενε μόνο ο προσωπικός υπηρέτης του. Αυτά σχετικά με τα άτομα και τα γεγονότα που διατηρούν την κυρίαρχη 9έση στη μνήμη μου. Τι έχει γίνει, όμως, με εκεί νη που διατηρεί την κυρίαρχη θέση στην καρδιά μου; Η Δώρα είναι παρούσα στις σκέψεις μου όσο γράψω αυτές τις γραμμές. Τι μπορώ να θυμηθώ γι’ αυτή στη διάρκεια των προηγούμενων έξι μηνών, πριν κλείσω το ημερολόγιό μου απόψε; Μόνο τα γράμματά της έχω για οδηγό· και, για το σημαντι κότερο από τα θέματα στα οποία μπορεί να αναφερθεί η αλ ληλογραφία μας, τα γράμματά αυτά με αφήνουν στο σκοτάδι. Της φέρεται ευγενικά; Είναι πιο ευτυχισμένη τώρα α π ’ όσο ήταν όταν χωρίσαμε την ημέρα του γάμου της; Ό λ α τα γράμματά μου περιελάμβαναν αυτές τις δύο ερωτήσεις με τον έναν ή τον άλλο τρόπο* και όλα μόνο στο σημείο αυτό έχουν παραμείνει αναπάντητα, ή έχουν απαντηθεί ωσάν οι ερωτήσεις μου να σχε τίζονταν απλώς με την κατάσταση της υγείας της. Με ενημε ρώνει, ξανά και ξανά, ότι είναι απολύτως καλά· ότι όλες οι με τακινήσεις είναι σύμφωνες με τις επιθυμίες της· ότι περνάει το
2 60
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
χειμώνα, για πρώτη φορά στη ζωή της, χωρίς να έχει κρυολο γήσει* αλλά ούτε μια λέξη δεν μπορώ να βρω κάπου που να μου λέει καδαρά ότι έχει συμβιβαστεί με την πραγματικότητα του γάμου της και ότι τώρα μπορεί να σκέφτεται την 22α Δε κεμβρίου χωρίς πικρά συναισδήματα μεταμέλειας και δλίψης. Το όνομα του συζύγου της αναφέρεται στα γράμματά της με τον τρόπο που δα ανέφερε το όνομα ενός φίλου ο οποίος τα ξίδευε μαζί τους, και ο οποίος είχε αναλάβει να κάνει όλες τις ρυδμίσεις για το ταξίδι: Ο σερ Πέρσιβαλ έχει κανονίσει να φύ γουμε την τάδε μέρα* ο σερ Πέρσιβαλ έχει αποφασίσει να τα ξιδέψουμε οδικώς. Μερικές φορές γράφει μόνο «Πέρσιβαλ», αλλά πολύ σ πάνια - στις εννιά περιπτώσεις από τις δέκα, τον αναφέρει με τον τίτλο του. Δεν μπορώ να διαπιστώσω αν πράγματι οι συνήδειές του και οι απόψεις του την έχουν αλλάξει και την έχουν επηρεάσει με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο. Η συνηδισμένη ηδική μεταμόρφωση που προκαλείται, ασυναίσδητα, από το γάμο σε μια νέα και ευαίσδητη γυναίκα φαίνεται να μην έχει επισυμβεί στη Δώρα. Γρά φει για τις σκέψεις και τις εντυπώσεις της από όλα αυτά τα δαυμαστά πράγματα που έχει δει ακριβώς όπως δα έγραφε σε κάποιον τρίτο, αν ήμουν εγώ μαζί της και όχι ο άντρας της. Δεν διαβλέπω την ύπαρξη κάποιας συμπάδειας προς το πρόσωπό του. Ακόμη κι όταν ξεφεύγει από το δέμα των ταξιδιών της και ασχολείται με όσα την αναμένουν στην Αγγλία, οι σκέψεις της έχουν να κάνουν με το μέλλον της ως αδελφής μου, και επίμο να αποφεύγει να αναφερδεί στο μέλλον της ως συζύγου του σερ Πέρσιβαλ. Σε όλα αυτά, δεν υπάρχει κάποιος υπαινιγμός πα ρα πόνου που να υποδηλώνει ότι είναι απόλυτα δυστυχισμένη από την έγγαμη ζωή της. Η εντύπωση την οποία έχω αποκομίσει από την αλληλογραφία μας δεν με οδηγεί, ευτυχώς, σε τέτοια απογοητευτικά συμπεράσματα. Απλώς, όταν παύω να τη σκέφτομαι με την παλιά ιδιότητα μιας αδελφής και τη βλέπω, μέσω των επι στολών της, με τη νέα ιδιότητα της συζύγου, διαισδάνομαι μία
261
_________
VHL KI E C O L L I N S _
μελαγχολική απάθεια, μία πλήρη αδιαφορία. Με άλλα λόγια, είναι πάντα η Δώρα Φέρλι που μου γράφει τους τελευταίους έξι μήνες, και ποτέ η Λαίδη Γκλάιντ. Η παράξενη σιγή την οποία τηρεί στο δέμα του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς του συζύγου της τη χαρακτηρίζει και στις ελάχιστες αναφορές που κάνει στα τελευταία γράμματά της στον επιστήθιο φίλο του συζύγου της, τον κόμη Φόσκο. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ο κόμης και η σύζυγός του εμ φανίζονται να έχουν αλλάξει απότομα τα σχέδιά τους στο τέ λος του περσινού φθινοπώρου, και να έχουν πάει στη Βιέννη, αντί να πάνε στη Ρώμη, όπου και περίμενε ότι θα τους έβρισκε ο σερ Πέρσιβαλ όταν ξεκίνησε από την Αγγλία. Έφυγαν από τη Βιέννη μόλις εφέτος την άνοιξη και ταξίδεψαν μέχρι το Τυ ρόλο, για να συναντήσουν το γαμπρό και τη νύφη κατά την επι στροφή τους στην πατρίδα. Η Δώρα γράφει αρκετά αυθόρμη τα σχετικά με τη συνάντησή της με τη μαντάμ Φόσκο, και με διαβεβαιώνει ότι βρήκε τη θεία της τόσο πολύ αλλαγμένη προς το καλύτερο -π ο λ ύ πιο ήρεμη και πιο λογική α π ’ ό,τι ήταν ανύ πα ντρη- ώστε δύσκολα θα την αναγνωρίσω όταν τη δω εδώ. Αλλά, στο θέμα του κόμη Φόσκο - ο οποίος με ενδιαφέρει ασύγκριτα περισσότερο από τη γυναίκα το υ - η Δώρα είναι προκλητικά επι φυλακτική και ολιγόλογη. Απλώς μου γράφει ότι την προβλη ματίζει και ότι δεν θ α εκφράσει την εντύπωσή της γι’ αυτόν μέ χρι να τον δω, και να σχηματίσω προσωπική γνώμη. Αυτό, κατά την άποψή μου, μοιάζει κακό για τον κόμη. Η Λώρα έχει διατηρήσει μεγαλώνοντας, σε μεγαλύτερο βαθμό α π ’ ό,τι συμβαίνει με τους περισσότερους, την παιδική ικανότητα να αναγνωρίζει ένα φίλο με το ένστικτο· και, αν έχω δίκιο να υποθέτω ότι η πρώτη της εντύπωση για τον κόμη Φόσκο δεν ήταν ευνοϊκή, διατρέχω τον κίνδυνο να αμφιβάλω και να δυσπιστώ για τον επιφανή ξένο πριν ακόμη τον γνωρίσω. Αλλά, υπομο νή, υπομονή! Αυτή η αβεβαιότητα -κ α ι πολλές άλλες αβεβαιό τη τ ες- δεν μπορεί να διαρκέσουν για πολύ ακόμη. Αύριο είναι
262
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
η μέρα που θα δω όλες αυτές τις αμφιβολίες να διαλύονται. Σήμανε δώδεκα. Γύρισα να κλείσω αυτές τις σελίδες ρίχνο ντας μια ματιά έξω από το ανοιχτό παράθυρο της κάμαράς μου. Είναι μια ήσυχη, πνιγηρή, αφέγγαρη νύχτα. Τα άστρα είναι θολά και λίγα. Τα δέντρα, που κρύβουν τη θέα α π ’ όλες τις πλευρές, φαντάξουν μαύρα και συμπαγή, σαν πέτρινος τοίχος. Ακούω τα κοάσματα των βατράχων, αδύναμα κι απόμακρα, και ο απόηχος του μεγάλου ρολογιού ακούγεται μέσα στην αποπνικτική ηρεμία όταν πια οι χτύποι του έχουν σταματήσει. Ανα ρωτιέμαι πώ ς να είναι τη μέρα το Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Δεν μου αρέσει καθόλου τη νύχτα.
12 Ιουνίου Μ ια μέρα εξερευνήσεων και ανακαλύψεων - μια μέρα ενδια φέρουσα, για πολλούς λόγους, περισσότερο α π ’ όσο είχα τολ μήσει να προβλέψω. Αρχισα την ξενάγησή μου, φυσικά, στο σπίτι. Ο βασικός κορμός του κτιρίου είναι της εποχής της Βασί λισσας Ελισάβετ. Στο ισόγειο υπάρχουν δύο τεράστιοι διάδρομοι, με χαμηλά ταβάνια, ο ένας παράλληλος με τον άλλο, και φ α ντάξουν παραπάνω σκοτεινοί και ξοφεροί εξαιτίας αποκρουστικών οικογενειακών πορτραίτων - θα ’θελα όλα να τα κά ψω, το ένα μετά το άλλο. Τα δωμάτια στο πάτω μα πάνω από τους δύο διαδρόμους διατηρούνται σε υποφερτή κατάσταση, αλλά χρησιμοποιούνται πολύ σπάνια. Η ευγενική οικονόμος που εκτελούσε καθήκοντα ξεναγού μου προσφέρθηκε να μου τα δείξει, αλλά μετά πρόσθεσε ότι φοβόταν πω ς θα τα έβρισκα μάλλον ακατάστατα. Ο σεβασμός μου στην ακεραιότητα των μισοφοριών μου υπερβαίνει απεριόριστα το σεβασμό μου για όλες τις ελισαβετιανές κρεβατοκάμαρες του βασιλείου- αρνήθηκα, λοιπόν, κατηγορηματικά να διερευνήσω τις πάνω περιοχές
2 63
WI LKI E COL L I NS
της σκόνης και της βρώμας με κίνδυνο να λερώσω τα όμορφα καδαρά ρούχα μου. Η οικονόμος είπε «Συμφωνώ μαζί σας, μις», και φάνηκε να με δεωρεί τη λογικότερη γυναίκα που είχε γνω ρίσει εδώ και καιρό. Αυτά ως προς το κεντρικό κτίριο. Δύο πτέρυγες έχουν προστεδεί στα δύο άκρα του. Η μισογκρεμισμένη πτέρυγα αριστε ρά, όπως πλησιάζεις το σπίτι, ήταν κάποτε αυτόνομος χώρος κα τοικίας, και είχε κτιστεί τον 14ο αιώνα. Έ νας από τους προγό νους του σερ Πέρσιβαλ, από τη μεριά της μητέρας του -δ ε ν δυμάμαι ποιος, και δεν μ ’ ενδιαφέρει- την πρόσδεσε στο βασικό κτίριο κατά την προαναφερδείσα εποχή της βασίλισσας Ελισά βετ. Η οικονόμος μού είπε ότι την αρχιτεκτονική της παλιάς πτέ ρυγας, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, καλοί κριτές τη δεωρούσαν εντυπωσιακά εκλεπτυσμένη. Μ ετά από ενδελεχή σκέ ψη, κατέληξα στην άποψη ότι οι καλοί κριτές μπορούσαν να ασκή σουν τις ικανότητές τους στα παλιά κομμάτια του σερ Πέρσιβαλ διώχνοντας προηγουμένως από το μυαλό τους κάδε φόβο για υγρασία, σκοτάδι και αρουραίους, αλλά εγώ ομολόγησα αδίστακτα ότι δεν ανήκω στην κατηγορία των κριτών, και πρότεινα να αντι μετωπίσουμε την παλιά πτέρυγα ακριβώς όπως είχαμε αντιμε τωπίσει προηγουμένως τις ελισαβετιανές κρεβατοκάμαρες. Για άλλη μια φορά, η οικονόμος είπε «Συμφωνώ μαζί σας, μις»· και για άλλη μια φορά με κοίταξε, με ειλικρινή δαυμασμό για την εξαιρετικά πρακτική σκέψη μου και τη στέρεα λογική μου. Πήγαμε μετά στη δεξιά πτέρυγα, την οποία έκτισαν, προκειμένου να ολοκληρωδεί το αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα του Μ πλάκγουοτερ Παρκ, την εποχή του Γεωργίου Β'. Αυτό είναι το κατοικήσιμο τμήμα του σπιτιού, που επισκευάστηκε και ανακαινίστηκε εσωτερικά για λογαριασμό της Λώρα. Τα δύο δω μάτιά μου, και όλες οι καλές κρεβατοκάμαρες, είναι στον πρώ το όροφο· το ισόγειο περιλαμβάνει ένα σαλόνι, μια τραπεζα ρία, ένα πρωινό σαλόνι, μια βιβλιοδήκη κι ένα όμορφο μικρό μπουντουάρ για τη Λώρα - όλα πολύ όμορφα διακοσμημένα
2 64
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
με το φωτεινό μοντέρνο στυλ, και όλα πολύ κομψά επιπλω μέ να με υπέροχα μοντέρνα έπιπλα. Κανένα από τα δωμάτια δεν είναι τόσο ευρύχωρο και ευάερο όσο τα δωμάτιά μας στο Λίμεριτζ· αλλά όλα μοιάζουν άνετα, και μάλλον είναι ευχάριστο να ζεις εκεί. Ή μουν τρομερά φοβισμένη α π ’ όσα είχα ακούσει για το Μπλάκγουστερ Παρκ· τις αναπαυτικές παλιές πολυθρόνες, τα μουντά βιτρό, τις απηρχαιωμένες κουρτίνες και όλα τα χο ντρά ξύλινα έπιπ λα που οι άνδρωποι χωρίς καμιά αίσδηση άνε σης μάζευαν γύρω τους, αδιαφορώντας για τις ευκολίες των φ ί λων τους. Είναι απερίγραπτα ανακουφιστικό να διαπιστώνω ότι ο 19ος αιώνας έχει εισβάλει σ ’ αυτό το παράξενο μελλοντικό μου σπίτι και έχει διώξει από την καδημερινότητά μας τους φρικτούς «παλιούς καλούς καιρούς». Τριγύρισα άσκοπα το πρωί - κάποιο διάστημα στα κάτω δω μάτια και για κάποια ώρα έξω, στη μεγάλη αυλή που σχημα τίζεται από τις τρεις πλευρές του σπιτιού και από τα ψηλά σι δερένια κάγκελα και την πύλη που το προστατεύουν από μπρο στά. Μ ία κυκλική λιμνούλα με ψάρια, με πέτρινα πεζούλια κι ένα αλληγορικό μολυβένιο τέρας στη μέση, καταλαμβάνει το κέντρο της αυλής. Η λιμνούλα είναι γεμάτη χρυσαφένια και ασημένια ψάρια, και την περιβάλλει μία φαρδιά ζώνη από το απαλότερο γκαζόν που έχω πατήσει ποτέ. Χασομέρησα εδώ, στη σκιερή πλευρά, απολαμβάνοντάς το, μέχρι την ώρα του μεσημεριανού· μετά, πή ρα το πλατύ ψάδινο καπέλο και περιπλανήδηκα μόνη στον ζεστό όμορφο ήλιο, για να εξερευνήσω την περιοχή. Το φως της μέρας επιβεβαίωσε την εντύπωση που μου είχε δημιουργηδεί την προηγούμενη νύχτα, ότι υπήρχαν πά ρ α π ολ λά δέντρα στο Μ πλάκγουοτερ. Το σπίτι πνίγεται α π ’ αυτά. Εί ναι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, νεαρά και φυτεμένα πολύ πυ κνά. Υποψιάζομαι ότι δα πρέπει να υπήρξε μία καταστροφι κή υλοτόμηση, σε όλο το κτήμα, πριν από την εποχή του σερ Πέρσιβαλ, και μια έντονη ανυπομονησία, από την πλευρά του
26 5
WI LKI E COL L I NS
επόμενου ιδιοκτήτη, τα καλύψει όλα τα κενά όσο πυκνότερα και γρηγορότερα μπορούσε. Αφού κοίταξα γύρω μου, μπρο στά από το σπίτι, παρατήρησα αριστερά μου ένα λουλουδόκηπο και προχώρησα προς τα εκεί, για να δω τι δα μπορούσα να ανακαλύψω από εκείνη την πλευρά. Κοιτάζοντας από κοντά, είδα ότι ο κήπος ήταν μικρός, φτω χός και κακοσυντηρημένος. Τον προσπέρασα, άνοιξα μια μι κρή πόρτα σ ’ ένα φράχτη και βρέδηκα σ ’ ένα μικρό δάσος από έλατα. Έ να όμορφο, ελικοειδές μονοπάτι, τεχνητά φτιαγμένο, με οδή γησε ανάμεσα από τα δέντρα. Μ ετά από μια βόλτα περίπου μισού χιλιομέτρου, μου φάνηκε, ανάμεσα στα έλατα, ότι το μο νοπάτι έστριβε απότομα. Τα δέντρα εξαφανίστηκαν ξαφνικά, και βρέδηκα να στέκομαι στα όρια ενός ανοιχτού χώρου και να βλέπω κάτω τη λίμνη Μ πλάκγουοτερ, από την οποία και έχει πάρει την ονομασία του το σπίτι. Το έδαφος, που κατηφορίζει από το σημείο που στέκομαι, ήταν αμμώδες, με μερικούς δαμνώδεις λοφίσκους να σπάζουν τη μο νοτονία σε ορισμένα σημεία. Η λίμνη έφτανε προφανώς κάπο τε μέχρι το σημείο στο οποίο στεκόμουν, και σταδιακά είχε μι κρύνει και εξαφανιστεί σε λιγότερο από το ένα τρίτο του αρχι κού μεγέδους της. Έ β λ επα τα ήρεμα λιμνάζοντα νερά της, σε απόσταση τριακοσίων μέτρων από μένα, χωρισμένα σε λιμνούλες από ψηλές καλαμιές, βούρλα και μικρούς χωμάτινους λο φίσκους. Στην απέναντι όχδη, τα δέντρα φύτρωναν και πάλι πυκνά, έκρυβαν τη δέα κι έριχναν τις μαύρες σκιές τους στα νερά. Καδώς κατηφόριζα προς τη λίμνη, είδα ότι το έδαφος στην άλλη πλευρά της ήταν υγρό και βαλτώδες, καλυμμένο από πλούσιο γρασίδι και ιτιές. Τα νερά, που ήταν αρκετά καδαρά στην ανοιχτή αμμώδη πλευρά όπου έλαμπε ο ήλιος, φαίνονταν μαύρα και φ αρμακερά εκεί όπου ήταν βαδύτερα, κάτω από τη σκιά την οποία έριχναν οι υγρές όχδες, τα σύδεντρα και τα ψη λά δέντρα. Τα βατράχια κόαζαν και είδα τους αρουραίους να
266
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
μπαινοβγαίνουν στα σκοτεινά νερά, σαν σκιές κι αυτοί, κα9ώς πλησίαζα στη βαλτώδη πλευρά της λίμνης. Εδώ είδα, μισό μέ σα στο νερό και μισό έξω, το σάπιο κουφάρι μιας παλιάς ανα ποδογυρισμένης βάρκας, με μία δέσμη αχτίδων να διαπερνά τα φυλλώματα των δέντρων και να λούζει τη φδαρμένη επιφάνεια· είδα κι ένα φίδι να λιάζεται στο σημείο αυτό, κουλουριασμένο, και ύπουλα ακίνητο. Μ ακριά και κοντά, η δέα υποδήλωνε την ίδια ζοφερή μοναξιά και σαπίλα· και η δυνατή λάμψη του κα λοκαιρινού ουρανού από ψηλά έμοιαζε μόνο να βαθαίνει και να σκληραίνει την κατήφεια και τη γύμνια του ερημικού τοπίου που φώτιζε. Γύρισα και ανηφόρισα αργά το λοφίσκο. Κατευδύνοντας τα βήματά μου λίγο πιο πέρα, βρέθηκα μπροστά σε ένα παλιό ξύλινο υπόστεγο που βρισκόταν λίγο έξω από το δασύλλιο με τα έλατα, και το οποίο ήταν ως τώρα μάλλον ασή μαντο, ώστε να αποσπάσει την προσοχή μου από τη λίμνη. Πλησιάζοντας στο υπόστεγο, διαπίστωσα ότι παλιά ήταν πλω τή κατοικία, και αργότερα προφανώς είχε καταβληθεί κάποια προσπάθεια να μετατραπεί σε πρόχειρο γραφείο - υπήρχε μια πολυθρόνα από ξύλο έλατου, μερικά σκαμνιά και ένα τρ απ έ ζι. Μ πήκα και κάθισα για λίγο, για να ξεκουραστώ - κυρίως να ξελαχανιάσω. Δεν είχα μείνει στην καλύβα περισσότερο από ένα λεπτό όταν μου φάνηκε ότι ο ήχος από τη λαχανιασμένη ανάσα μου αντη χούσε παράξενα, συνοδευόμενος από κάτι που πρέπει να βρι σκόταν κάτω από την καρέκλα στην οποία καθόμουν. Αφουγκράστηκα προσεκτικά για λίγο και άκουσα μια σιγανή, πονεμένη ανάσα που έμοιαζε να προέρχεται κάτω από την καρέκλα όπου είχα καθίσει. Τα νεύρα μου δεν επηρεάζονται εύκολα από μικροπράγματα* αλλά στην περίπτωση αυτή, πετάχτηκα όρθια, φοβισμένη· έβαλα μια φωνή - δεν πήρα απάντηση· συγκέ ντρωσα όλο το θάρρος μου και κοίταξα κάτω από το κάθισμα. Εκεί βρισκόταν η αιτία του φόβου μου - ένας εγκαταλειμμέ νος μικρός σκύλος, ένα ασπρόμαυρο σπάνιελ κουρνιασμένο στη
267
WJ L KI E C O L L I N S
_____
___________
γωνία. To ζώο ρουθούνισε αδύναμα όταν το κοίταξα και του μίλησα, αλλά δεν κουνήδηκε από τη δέση του. Α ποτραβήχτη κα από την καρέκλα και κοίταξα καλύτερα. Τα μάτια του μι κρού σκυλιού γυάλιζαν περίεργα και υπήρχαν σημάδια από αί μα στο λευκό τρίχωμά του. Η δυστυχία ενός αδύναμου, αβοήδητου μικρού πλάσματος είναι σίγουρα ένα από τα πιο αξιο θρήνητα θεάματα που έχει να επιδείξει ο κόσμος αυτός. Σή κωσα το φτωχό σκυλάκι στην αγκαλιά μου όσο πιο τρυφερά μπορούσα και δημιούργησα ένα είδος αυτοσχέδιας κούνιας για να ξαπλώσει, τυλίγοντάς το με το μπροστινό μέρος του φ ορέ ματος μου. Μ ’ αυτό τον τρόπο το μετέφερα όσο πιο ανώδυνα και όσο πιο γρήγορα γινόταν στο σπίτι. Μη βρίσκοντας κανέναν στο χωλ, ανέβηκα αμέσως στο σαλό νι μου, έφτιαξα ένα κρεβάτι για το σκύλο με ένα από τα παλιά σάλια μου και χτύπησα το κουδούνι. Απάντησε η πιο μεγαλό σωμη και χοντρή καμαριέρα που είχα δει ποτέ, με μια χαζοχα ρούμενη διάθεση που θα έβαζε σε δοκιμασία ακόμη και την υπο μονή αγίου. Το παχύ, άμορφο πρόσωπο της κοπέλας τεντώθη κε σ ’ ένα πλατύ χαμόγελο, βλέποντας το πληγωμένο ζωάκι στο πάτωμα. «Τι βλέπεις εκεί και γελάς;» ρώτησα, τόσο θυμωμένη που λες και ήταν δική μου υπηρέτρια. «Ξέρεις ποιανού είναι ο σκύλος;» «'Οχι, μις, αυτό δεν το ξέρω». Κοντοστάθηκε και κοίταξε το τραυματισμένο πλευρό του σπάνιελ, με το πρόσωπό της να φω τίζεται ξαφνικά από τη λάμψη μιας νέας ιδέας, και, δείχνοντας το τραύμα μ ’ ένα κοφτό γέλιο ικανοποίησης, είπε: «Δουλειά του Μ πάξτερ είναι αυτό». Ή μουν τόσο εκνευρισμένη, που θα μπορούσα να της ξεριζώ σω τα αυτιά. « Μ πά ξτερ;» είπα. «Ποιος είναι το κτήνος που αποκαλείς Μ πά ξτερ;» Το κορίτσι χαμογέλασε και πάλι, πιο χαρούμενα από πριν. «Ο Μ πάξτερ είναι ο φύλακας· και όταν βρίσκει αδέσποτα σκυλιά να τριγυρίζουν στο κτήμα, τα βάζει στο σημάδι και τους ρίχνει.
268
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Καθήκον του είναι, μις. Νομίζω ότι το σκυλί αυτό θα πεθάνει. Εδώ γύρω πυροβολήθηκε, έτσι δεν είναι; Κατορθώματα του Μπάξτερ είναι αυτά. Κατορθώματα του Μ πάξτερ, μις· και καθήκον του Μ πάξτερ». Ή μουν τόσο εκνευρισμένη, που σχεδόν ευχόμουν να είχε πυ ροβολήσει ο Μ πάξτερ την καμαριέρα αντί για το σκύλο. Βλέ ποντας ότι ήταν τελείως περιττό να περιμένω α π ’ αυτή την αδια πέραστη προσωπικότητα να μου δώσει οποιαδήποτε βοήθεια για να ανακουφίσω αυτό το βασανισμένο πλάσμα που είχαμε μπροστά μας, της είπα να ειδοποιήσει την οικονόμο. Βγήκε ακρι βώς όπως είχε μπει, χασκογελώντας. Καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω της, μονολόγησε: «Κατορθώματα του Μ πάξτερ είναι, και καθήκον του Μ πάξτερ - αυτό είναι». Η οικονόμος, μια κάπως μορφωμένη και ευφυής γυναίκα, έφε ρε προνοητικά μαζί της λίγο γάλα και λίγο ζεστό νερό. Μόλις είδε το σκύλο στο πάτω μα, ξαφνιάστηκε κι άλλαξε χρώμα. «Θ εέ και Κύριε», φώναξε. «Ο σκύλος της κυρίας Κάθερικ πρέπει να είναι αυτός!» « Π οια ς;» ρώτησα, με απέραντη έκπληξη. «Της κυρίας Κάθερικ. Γνωρίζετε την κυρία Κάθερικ, μις Χ άλκομπ;» «Προσωπικά όχι. Α λλά έχω ακουστά γι’ αυτή. Εδώ μένει; Εί χε νέα από την κόρη τη ς ;» «'Οχι, μις Χάλκομπ. Ή ρ θε ακριβώς γι’ αυτό· για να μάθει νέα». « Π ότε;» «Μ όλις χθες. Είπε ότι κάποιος της είχε πει ότι μια άγνωστη που ταίριαζε στην περιγραφή της κόρης της είχε κάνει την εμ φάνισή της στην περιοχή μας. Καμιά τέτοια πληροφορία δεν έχει φτάσει σ ’ εμάς· και καμιά τέτοια πληροφορία δεν υπήρ χε στο χωριό όταν έστειλα να ρωτήσουν για λογαριασμό της κυρίας Κάθερικ. Είχε φέρει μαζί της αυτό το δύσμοιρο πλ ά σμα όταν ήρθε· και το είδα να την ακολουθεί όταν έφευγε. Υπο θέτω ότι το ζώο θα ξέμεινε κοντά στους κήπους, οπότε σίγουρα
269
WI LKI E COL L I NS
9α πυροβολήθηκε. Πού ακριβώς το βρήκατε, μις Χ άλκομπ;» «Στο παλιό υπόστεγο που βλέπει προς τη λίμνη». «Α , ναι, είναι προς τη μεριά των κήπων, και δαρρώ ότι 9α σύρθηκε το δύσμοιρο στο πλησιέστερο καταφύγιο, όπω ς κά νουν τα σκυλιά, για να πεθάνει. Αν εσείς μπορείτε να βρέξε τε τα χείλη του με το γάλα, μις Χάλκομπ, εγώ 9α πλύνω το τραύμα του. Φοβάμαι ότι είναι πολύ αργά για να το βοηθή σουμε. Ωστόσο, μπορούμε να προσπαθήσουμε». Η κυρία Κάθερικ! Το όνομα αντηχούσε ακόμη σ τ’ αυτιά μου· η οικονόμος με είχε ξαφνιάσει προφέροντάς το. Ενώ φροντίζα με το σκύλο, επανήλθε στη μνήμη μου η προειδοποίηση του κυ ρίου Χάρτραϊτ. «Α ν βρεθεί ποτέ στο δρόμο σας η Ανν Κάθερικ, εκμεταλλευτείτε, μις Χάλκομπ, την ευκαιρία καλύτερα α π ’ όσο την εκμεταλλεύτηκα εγώ». Η ανακάλυψη του πληγωμένου σπάνιελ με είχε οδηγήσει ήδη στην ανακάλυψη της επίσκεψης της κυρίας Κάθερικ στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ· και το γεγονός αυτό ίσως οδηγούσε, με τη σειρά του, σε κάτι περισσότερο. Απο φάσισα να εκμεταλλευτώ στο έπακρο την ευκαιρία που μου προσφερόταν τώρα και να αποσπάσω από την οικονόμο όσο το δυ νατόν περισσότερες πληροφορίες. «Ε ίπα τε ότι η κυρία Κάθερικ έμενε κάπου στην περιοχή;» ρώτησα. « Ώ , όχι», είπε η οικονόμος. «Μ ένει στο Γουέλμιγκχαμ· σχε δόν στην άλλη άκρη της κομητείας - εικοσιπέντε χιλιόμετρα τουλάχιστον από δω». «Υποθέτω ότι θα γνωρίζετε χρόνια την κυρία Κάθερικ». «Αντίθετα, μις Χάλκομπ. Δεν την είχα ξαναδεί πριν έλθει εδώ, χθες. Φυσικά και είχα ακουστά γι’ αυτή, επειδή είχα ακούσει για την καλοσύνη του σερ Πέρσιβαλ να θέσει τη δύστυχη κό ρη της υπό ιατρική φροντίδα. Η κυρία Κάθερικ είναι μάλλον παράξενη στη συμπεριφορά της, αλλά ιδιαίτερα αξιοσέβαστη στην εμφάνισή της. Φάνηκε να απογοητεύτηκε, όταν διαπίστωσε ότι δεν είχαν καμία βασιμότητα -καμ ία, σύμφωνα με όσα εμείς
270
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
τουλάχιστον μπορέσαμε να διαπιστώσουμε- οι φήμες ότι η κό ρη της είχε κάνει την εμφάνισή της στην περιοχή μας». «Μ άλλον ενδιαφέρομαι για την κυρία Κάδερικ», είπα, παρατείνοντας τη συζήτηση όσο περισσότερο γινόταν. «Μ ακάρι να είχα έλδει νωρίτερα και να την έβλεπα χδες. Έμεινε π ο λ ύ;» «Ν α ι», είπε η οικονόμος, «έμεινε αρκετά. Και νομίζω ότι δα είχε μείνει περισσότερο, αν δεν είχα ειδοποιηδεί να πάω να μι λήσω σε κάποιον περίεργο τύπο, έναν κύριο που ήρδε να ρω τήσει πότε δα επέστρεφ ε ο σερ Πέρσιβαλ. Η κυρία Κάδερικ σηκώδηκε κι έφυγε αμέσως όταν άκουσε την καμαριέρα να μου λέει τι ήδελε ο επισκέπτης. Φεύγοντας, με παρακάλεσε να μην αναφέρω στον σερ Πέρσιβαλ για τον ερχομό της εδώ. Θεώρη σα ότι η παρατήρηση αυτή ήταν παράξενη, ιδιαίτερα σε κά ποια με τη δική μου υπεύδυνη δέση». Θεώρησα κι εγώ ότι η παρατήρηση ήταν παράξενη. Ο σερ Πέρσιβαλ με είχε κάνει να πιστέψω, στο Λίμεριτζ, ότι υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη ανάμεσα σ ’ αυτόν και στην κυρία Κάδερικ. Αν έτσι συνέβαινε, γιατί αγωνιούσε να κρατηδεί μυστι κή α π ’ αυτόν η επίσκεψή της στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ; «Π ιδανώ ς», είπα, βλέποντας ότι η οικονόμος περίμενε να εκφράσω τη γνώμη μου για τη συμπεριφορά της κυρίας Κάδερικ, «πιδανώ ς νόμιζε ότι η ανακοίνωση της επίσκεψής της μπορεί να ενοχλούσε χωρίς λόγο τον σερ Πέρσιβαλ, δυμίζοντάς του ότι η χαμένη κόρη της δεν είχε βρεδεί ακόμη. Μίλησε πο λύ γύρω α π ’ αυτό το δ έμ α ;» «Ελάχιστα», απάντησε η οικονόμος. «Μ ιλούσε κυρίως για τον σερ Πέρσιβαλ και έκανε πολλές ερωτήσεις για τα μέρη που τα ξίδευε και τι είδους κυρία ήταν η νέα σύζυγός του. Έμοιαζε να είναι περισσότερο οργισμένη και ενοχλημένη, παρά αγχωμένη που δεν είχε καταφέρει να εντοπίσει ίχνη της κόρης της στα μέ ρη μας. «Εγκαταλείπω την προσπάδεια», ήταν τα τελευταία λό για που είπε, α π ’ όσο δυμάμαι. «Εγκαταλείπω την προσπάδεια. Τη δεωρώ χαμένη!» Και μετά πέρασε αμέσως στις ερωτήσεις
WI LKI E COL L I NS
της σχετικά με τη λαίδη Γκλάιντ, δέλοντας να μάδει αν ήταν γοητευτική, ευγενική κυρία, κομψή, υγιής και νέα - Ω, Θεέ μου! Το φανταζόμουν ότι έτσι δα τελείωνε. Κοιτάξτε, μις Χάλκομπ! Απαλλάχτηκε τελικά το κακόμοιρο από τα βάσανα του!» Ο σκύλος ήταν νεκρός. Είχε αφήσει ένα ανεπαίσδητο, κλα ψιάρικο γρύλισμα, υπήρξε μια στιγμιαία σύσπαση των ποδιών, τη στιγμή ακριβώς που οι τελευταίες λέξεις, «κομψή, υγιής και νέα», έβγαιναν από τα χείλη της οικονόμου. Η αλλαγή είχε επέλδει με εκπληκτική ταχύτητα - μέσα σ ’ ένα δευτερόλεπτο το ζώο βρισκόταν άψυχο στα χέρια μας. Οκτώ η ώρα. Μ όλις επέστρεψα από το μοναχικό δείπνο μου στο ισόγειο. Η δύση του ήλιου βάφει κόκκινα τα δέντρα που βλέπω από το παράδυρό μου· και ξανασκύβω πάνω από το ημε ρολόγιό μου για να ηρεμήσω την ανυπομονησία μου σχετικά με την επιστροφή των ταξιδιωτών. Θα έπρεπε, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, να είχαν ήδη έλδει. Πόσο ήσυχο και μονα χικό είναι το σπίτι μέσα στη βραδινή ηρεμία! Ω, Θεέ μου! Πό σα λεπτά δα χρειαστεί να περάσουν μέχρι να ακούσω τους τρο χούς της άμαξας και να τρέξω κάτω για να βρεδώ στην αγκα λιά της Λώρα! Το δύσμοιρο σκυλάκι! Θα ευχόμουν η πρώτη μέρα μου στο Μπλάκγουοτερ Παρκ να μην είχε συνδεδεί με δάνατο - αν και είναι απλώς ο δάνατος ενός αδέσποτου ζώου. Γουέλμιγκχαμ. Βλέπω, ξανακοιτάζοντας αυτές τις προσωπικές σημειώσεις, ότι το Γουέλμιγκχαμ είναι η πόλη όπου ζει η κυρία Κάδερικ. Το σημείωμά της είναι ακόμη στα χέρια μου, το ση μείωμα που ήρδε σε απάντηση εκείνης της επιστολής που με υποχρέωσε να γράψω ο σερ Πέρσιβαλ. Μ ία α π ’ αυτές τις μέ ρες, όταν δα βρω την ευκαιρία, δα πάρω μαζί μου το σημείω μα ως μέσο γνωριμίας, και δα δω τι μπορώ να βγάλω από την
2 72
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
κυρία Κάδερικ σε μια προσωπική συνάντηση. Δεν καταλαβαί νω την επιθυμία της να κρύψει από τον σερ Πέρσιβαλ την επί σκεψή της σ’ αυτό το σπίτι, και δεν είμαι καδόλου σίγουρη, όπως φαίνεται να είναι η οικονόμος, ότι η κόρη της, η Ανν Κάδερικ, δεν είναι τελικά στην περιοχή. Τι δα έλεγε στην περίπτωση αυ τή ο Γουόλτερ Χάρτραϊτ; Ο φτωχός, αγαπητός Χάρτραϊτ! Αρχί ζω να νιώθω κιόλας την έλλειψη της τίμιας συμβουλής και της πρόθυμης βοήδειάς του. Σίγουρα κάτι άκουσα. Βιαστικά βήματα στη σκάλα ήταν; Ναι! Ακούω τα ποδοβολητά των αλόγω ν ακούω τους τροχούς... Οι ταξιδιώτες επιστρέφουν - η αγαπημένη μου Λώρα, επιτέλους, είναι ξανά κοντά μου!
2 73
Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο Συνέχεια της αφήγησης της μις Χάλκομπ
15
Ιουνίου
Η αναταραχή της άφιξής τους πρόλαβε και καταλάγιασε. Δύο μέρες έχουν περάσει από την επιστροφή των ταξιδιω τώ ν και το διάλειμμα αυτό αποδείχτηκε αρκετό για να μπει σε λειτουργία ο νέος μηχανισμός της ζωής μας στο Μπλάκγουοτερ Παρκ. Μ πο ρώ να επιστρέφω τώρα στο ημερολόγιό μου, με κάποιες π ι θανότητες να καταφέρω να συνεχίσω τις καταχωρήσεις σ ’ αυ τό το ίδιο ήρεμα όπως πριν. Νομίζω ότι πρέπει να αρχίσω καταγράφοντας μια αλλόκοτη παρατήρηση που έκανα από τότε που επέστρεψ ε η Δώρα. Ό τα ν δύο μέλη μιας οικογένειας, ή δύο στενές φίλες, χωρί ζουν, και η μία πηγαίνει στο εξωτερικό και η άλλη παραμένει στην πατρίδα, η επιστροφή της συγγενούς ή της φίλης που τα ξίδεψε μοιάζει πά ντα να φέρνει τη συγγενή ή φίλη που παρέμεινε στην πα τρίδα σε μία οδυνηρά μειονεκτική δέση, όταν ξανασυναντηδούν. Η ξαφνική συνοίκηση των νέων ιδεών και των νέων συνηθειών που έχουν αποκτηθεί από τη μία πλευρά με τις παλιές ιδέες και τις παλιές συνήθειες που διατηρήθηκαν από την άλλη μοιάζει, κατ’ αρχάς, να αναστατώνει τη σχέση των πιο αγαπημένων συγγενών και των πιο στενά δεμένων φιλενάδων,
2 74
______________________ Η Γ Υ Ν Λ I K A ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α και να προκαλεί μια ξαφνική αποξένωση, αναπάντεχη και ανε ξέλεγκτη και από τις δύο πλευρές. Αφού είχε περάσει πια η πρώτη ευτυχία της συνάντησής μου με τη Λώρα, αφού είχαμε καθίσει μαζί, πιασμένες χέρι χέρι, και ξαναβρήκαμε την ηρε μία μας ώστε να μιλήσουμε, ένιωσα αμέσως αυτή την αποξέ νωση και διέκρινα ότι την ένιωσε και εκείνη. Έχει ξεπεραστεί εν μέρει, τώρα που έχουμε επανέλθει στις παλιές συνήθειές μας* και μάλλον δεν θα αργήσει να εξαφανιστεί. Αλλά ασφαλώς επη ρέασε τις πρώτες εντυπώσεις που σχημάτισα γι’ αυτή τώρα που ζούμε και πάλι μαζί - αυτός είναι και ο μοναδικός λόγος που σκέφτηκα ότι πρέπει να το αναφέρω εδώ. Με βρήκε αναλλοίωτη - τη βρήκα αλλαγμένη. Αλλαγμένη σαν άνθρωπο και, από μια άποψη, αλλαγμένη και σαν χαρακτήρα. Δεν μπορώ να πω ότι είναι λιγότερο όμορ φη α π ’ όσο ήταν. Τολμώ να πω είναι ότι είναι λιγότερο όμορ φη για μένα! Αλλοι, που δεν τη βλέπουν με τα μάτια μου και τις αναμνή σεις μου, πιθανόν να την έβρισκαν βελτιωμένη. Υπάρχει περισσότερο χρώμα, και περισσότερη αποφασιστικότητα και πληρότητα στο πρόσωπό της α π ’ ό,τι π ρ ιν και το σώμα της μοιάζει πιο δεμένο, και περισσότερο σίγουρο και άνετο στις κινήσεις της α π ’ όσο ήταν πριν παντρευτεί. Α λλά μου λείπει κάτι όταν την κοιτάξω - κάτι που ανήκε κάποτε στην ευτυχισμένη, αθώα ξωή της Λώ ρα Φέρλι, και το οποίο δεν μπορώ να βρω στη λαίδη Γκλάιντ. Υπήρχε άλλοτε μια φρεσκάδα, μια γλυκύτητα, μία συνεχώς δια φοροποιούμενη αλλά μόνιμα παρούσα τρυφερότητα και ομορ φ ιά στο πρόσωπό της, η γοητεία του οποίου δεν είναι δυνατόν να εκφραστεί με λόγια - ούτε, όπως συνήθιζε να λέει ο φτωχός Χάρτραϊτ, ακόμη με τη ζωγραφική. Αυτό είναι κάτι που έχει χα θεί. Μ ου φάνηκε ότι είδα, προς στιγμήν, μία αμυδρή αντανά κλασή του όταν χλώμιασε κάτω από την ταραχή της ξαφνικής συνάντησής μας, τη βραδιά της επιστροφής της· αλλά δεν ξανάκανε την εμφάνισή του. Κανένα από τα γράμματά της δεν με
27S
W I L K I E C O L L I N S _______
_
_____________
είχε προετοιμάσει για μια προσωπική αλλαγή της. Αντίθετα, με είχαν οδηγήσει να αναμένω ότι ο γάμος της την είχε αφήσει, εξωτερικά τουλάχιστον, αναλλοίωτη. Μήπως είχα διαβάσει τα γράμματά της εσφαλμένα στο παρελδόν, και διαβάζω εσφαλ μένα το πρόσωπό της στο παρόν; Δεν έχει καμιά σημασία. Εί τε κέρδισε η ομορφιά της είτε έχασε τους τελευταίους έξι μή νες, ο χωρισμός, ούτως ή άλλως, την έκανε για μένα πολυτιμό τερη από ποτέ - κι αυτό, τουλάχιστον, είναι ένα καλό προϊόν του γάμου της! Η δεύτερη αλλαγή, η αλλαγή που έχω παρατηρήσει στο χα ρακτήρα της δεν με έχει ξαφνιάσει, επειδή ήμουν προετοιμα σμένη γι’ αυτό - στη συγκεκριμένη περίπτωση από το ύφος των επιστολών της. Τώρα που είναι πάλι εδώ, τη βρίσκω εξίσου απρό θυμη να προχωρήσει σε λεπτομέρειες για το δέμα του έγγαμου βίου της, όπως την είχα βρει προηγουμένως, σ ’ όλη τη διάρκεια του χωρισμού μας, όταν επικοινωνούσαμε μόνο δΓ αλληλογρα φίας. Στην πρώτη νύξη που επιχείρησα να κάνω στο απαγο ρευμένο δέμα, έφερε το χέρι της στα χείλη μου, με ένα ύφος και μια χειρονομία που ξανάφεραν -σ χεδόν οδυνηρά- στη μνή μη μου τις μέρες της παιδικής της ηλικίας και τις πα λιές ευ τυχισμένες περιόδους, όταν δεν υπήρχαν μυστικά μεταξύ μας. «Ο ποτεδήποτε είμαστε μαζί, Μ άριαν», είπε, « δ α είμαστε και οι δύο περισσότερο ευτυχισμένες και άνετες η μία απέναντι στην άλλη, αν αποδεχτούμε τον έγγαμο βίο μου ως αμετάκλητο γε γονός και μιλάμε και σκεφτόμαστε γι’ αυτόν όσο το δυνατόν λι γότερο. Θα σου έλεγα τα πάντα, αγαπημένη μου, για τον εαυ τό μου», συνέχισε, κουμπώνοντας και ξεκουμπώνοντας νευρικά την κορδέλα γύρω από τη μέση μου, «αν οι εκμυστηρεύσεις μου δα μπορούσαν να σταματήσουν εκεί. Αλλά δεν δα ήταν δυνα τόν - δα με οδηγούσαν και σε εκμυστηρεύσεις για το σύζυγό μου* και τώρα που είμαι παντρεμένη, νομίζω ότι είναι καλύτερα να τις αποφύγω για το καλό του, και για το καλό σου, και για το καλό μου! Δεν εννοώ ότι δα σε στενοχωρούσαν, ή δα στενοχωρούσαν
2 76
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
εμένα - για τίποτε στον κόσμο δεν δέλω να σκεφτείς αυτό. Αλλά... Θέλω να είμαι ευτυχισμένη τώρα που σ ’ έχω και πάλι κοντά μου· και δέλω να είσαι κι εσύ ευτυχισμένη...» Σώπασε απότο μα κι έριξε μια ματιά γύρω στο σαλόνι μου, όπου κουβεντιά ζαμε. « Α !» αναφώνησε, και στο πρόσωπό της άνδισε ένα πλα τύ χαμόγελο· «κι άλλος ένας παλιός φίλος βρέδηκε! Η βιβλιοδήκη σου, Μάριαν! Η αγαπημένη σου βιβλιοδηκη. Πόσο χαίρομαι που την έφερες μαζί σου από το Λίμεριτξ! Και η απαίσια, βαριά αντρι κή ομπρέλα, με την οποία κυκλοφορούσες πά ντα όταν έβρεχε! Και πάνω α π ’ όλα, το αγαπημένο μελαχρινό, έξυπνο τσιγγάνικο πρόσωπό σου, να με κοιτάξει όπως πάντα! Ό λ α είναι σχε δόν όπως παλιά. Πώς μπορούμε να κάνουμε να είναι ακόμη π ε ρισσότερο όπως παλιά; Θα βάλω το πορτραίτο του πα τέρα μου στο δωμάτιό σου αντί για το δικό μου· και δα φυλάξω εδώ όλους τους μικρούς δησαυρούς μου από το Λίμεριτξ· και δα περνάμε καδημερινά ατέλειωτες ώρες, μ ’ αυτούς τους τέσσερις φιλικούς τοίχους γύρω μας. Ω, Μ άριαν!» είπε, ενώ καδόταν ξαφνικά σ ’ ένα σκαμνί μπροστά στα γόνατά μου και με κοίταξε σοβαρά στα μάτια. «Υποσχέσου μου, Μάριαν, ότι δεν δα παντρευτείς ποτέ, και ότι δεν δα μ ’ αφήσεις. Είναι εγωιστικό αυτό που λέω, αλλά είναι πολύ καλύτερα να είσαι ανύπαντρη, εκτός κι αν... εκτός κι αν αγαπάς πολύ τον άντρα σου - αλλά εσύ μόνο εμέ να δα αγαπήσεις τόσο πολύ, έτσι δεν είναι;». Ξανασώπασε· σταύ ρωσε τα χέρια της στα γόνατά μου και ακούμπησε πάνω τους το πρόσωπό μου. «Γράφεις πολλά γράμματα και λαμβάνεις πολ λά γράμματα τελευταία;» ρώτησε, με σιγανή, ξαφνικά αλλαγ μένη φωνή. Κατάλαβα τι σήμαινε η ερώτηση· αλλά δεώρησα καδήκον μου να μην την ενδαρρύνω. «Είχες νέα του ;» συνέχι σε, καλοπιάνοντάς με, για να συγχωρήσω την αμεσότερη τώρα παράκλησή της και φιλώντας τα χέρια μου, πάνω στα οποία ακουμπούσε ακόμη το πρόσωπό της. «Είναι καλά, ευτυχισμέ νος και πηγαίνει καλά στη δουλειά του; Κατάφερε να συνέλδει... και να με ξεχάσει;»
277
W I L K I E C O L L I NS
Δεν 9α ’πρεπ ε να έχει κάνει αυτές τις ερωτήσεις. Θα ’πρεπε να θυμόταν τη δική της απόφαση εκείνο το πρωί που ο σερ Πέρσιβαλ τη δέσμευσε με τα δεσμά του γάμου, και η ίδια μου παρέδωσε το μπλοκ με τα σχέδια του Χάρτραϊτ. Αλλά πού εί ναι το αλάνθαστο εκείνο ανθρώπινο πλάσμα, το οποίο είναι ικανό να τηρεί τις υποσχέσεις του. χωρίς να υπαναχωρεί μερι κές φορές; Πού είναι η γυναίκα η οποία έχει καταφέρει να αφαιρέσει από την καρδιά της την εικόνα που χαράχτηκε ανεξίτη λα πάνω της από μια αληθινή αγάπη; Τα βιβλία λένε ότι τέ τοια υπερκόσμια πλάσματα υπάρχουν - αλλά τι έχει να πει η πείρα μας ως απάντηση σ ’ αυτά τα β ιβ λία;» Δεν επιχείρησα να διαμαρτυρηθώ· ίσως επειδή ειλικρινά εκτι μούσα την άφοβη ειλικρίνεια η οποία μου επέτρεψε να δω αυ τό που άλλες γυναίκες στη θέση της μπορεί να είχαν λόγους να κρύψουν ακόμη και από τις πιο αγαπημένες φίλες τους· ίσως επειδή αισθανόμουν, βαθιά στην καρδιά μου, ότι στη θέση της θα είχα κάνει τις ίδιες ερωτήσεις και τις ίδιες σκέψεις. Το μόνο που ειλικρινά μπορούσα να κάνω ήταν να απαντήσω ότι δεν του είχα γράψει, ούτε και είχα λάβει νέα του τον τελευταίο καιρό, και μετά να στρέψω τη συζήτηση σε λιγότερο επικίνδυνα θέματα. Ή ταν πολλά εκείνα που μου προκάλεσαν θλίψη στη συζήτη σή μας - την πρώτη εμπιστευτική συζήτηση μαζί της μετά την επιστροφή της. Η αλλαγή την οποία είχε προκαλέσει ο γάμος της στη σχέση μας τοποθετώντας ένα απαγορευμένο θέμα ανάμεσά μας, για πρώτη φορά στη ζωή μας· η μελαγχολική βεβαιό τητα έλλειψης συναισθηματικής θαλπωρής ανάμεσα στον άντρα της και σ ’ εκείνη, που τα απρόθυμα λόγια της μου αποκαλύ π τ ο υ ν η θλιβερή διαπίστωση ότι η επιρροή εκείνης της άτυ χης συναισθηματικής σύνδεσης εξακολουθεί να υπάρχει -αθώ α, το γνωρίζω, και ά κ α κ α - βαθιά ριζωμένη όπως π άντα στην καρ διά της· όλα αυτά είναι αποκαλύψεις που θλίβουν κάθε γυναί κα η οποία την αγαπάει τόσο πολύ και αισθάνεται γι’ αυτήν ό,τι αισθάνομαι εγώ.
278
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Υπάρχει μόνο μία παρηγοριά απέναντι σε όλα αυτά - μία π α ρηγοριά που δα πρέπει να με καθησυχάζει · και όντως με κα θησυχάζει. Ό λη η χάρη και η ευγένεια του χαρακτήρα της· όλη η ειλικρινής αφοσίωση της ιδιοσυγκρασίας της· όλη η γλυκιά, απλή, γυναικεία γοητεία που έκανε να την αγαπάνε όσοι την πλησίαζαν, όλα αυτά είναι στοιχεία που τα ξαναβρήκα με την επιστροφή της. Για τις άλλες εντυπώσεις μου έχω κάποιες στιγ μές την τάση να αμφιβάλω* γι’ αυτή την τελευταία, την καλύ τερη και ευτυχέστερη από τις εντυπώσεις μου, βεβαιώνομαι όλο και περισσότερο κάθε ώρα που περνάει. Ας στραφώ τώρα και στους συνταξιδιώτες της. Ο σύζυγός της είναι φυσικό ότι θα τραβήξει πρώ τα την προσοχή μου. Τι έχω παρατηρήσει στον σερ Πέρσιβαλ, μετά την επιστροφή του, που να βελτιώνει τη γνώμη μου γι’ αυτόν; Δύσκολα μπορώ να πω. Μικροεκνευρισμοί και ενοχλήσεις φαί νεται να τον καταπονούν από τότε που επέστρεψε. Φαίνεται, νομίζω, πιο αδύνατος α π ’ ό,τι όταν έφυγε από την Αγγλία. Ο βήχας του και η νευρικότητά του έχουν ενταθεί. Η συμπεριφο ρά του -τουλάχιστον απέναντι μ ου- είναι πολύ πιο απότομη α π ’ ό,τι πριν. Μ ε χαιρέτησε, τη βραδιά της επιστροφής του, με ελάχιστα φιλόφρονα διάθεση, χωρίς την τυπικότητα και ευγέ νεια του παρελθόντος - χωρίς ένα ευγενικό καλωσόρισμα· χω ρίς την παραμικρή έκφραση ιδιαίτερης χαράς που με έβλεπε· με μια απλή και μόνο χειραψία και ένα κοφτό «Πώς είστε, μις Χάλκομπ· χαίρομαι που σας ξαναβλέπω». Έ δειχνε να με απο δέχεται σαν ένα από τα απαραίτητα έπιπ λα του Μπλάκγουοτερ Παρκ· να ικανοποιήθηκε που με βρήκε τοποθετημένη στο κατάλληλο σημείο, και με προσπέρασε αδιάφορα. Οι περισσότεροι άντρες προδίδουν μερικές φορές τις διαθέ σεις τους στα σπίτια τους, ενώ τις κρύβουν αλλού· και ο σερ Πέρσιβαλ έχει εκδηλώσει ήδη μια μανία για την τάξη και την ακρίβεια, κάτι που για μένα είναι καινούργιο - αν λάβω, φυσι κά. υπόψη μου τα όσα γνώριζα από παλιά για τον χαρακτήρα
2 79
WI LKI E COL L I NS
του. Αν πάρω ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη και το αφήσω στο τραπέζι, με ακολουθεί και το ξαναβάζει στη θέση του· αν ση κωθώ από μια καρέκλα, και την αφήσω στο σημείο που καθό μουν, την επαναφέρει στη σωστή θέση της κοντά στον τοίχο· μα ζεύει σκόρπια πέταλα λουλουδιών από το χαλί και σιγομουρμουρίζει εκνευρισμένα, λες και ήταν καυτές στάχτες που θα το τρυπούσαν· τα βάζει με το υπηρετικό προσωπικό, αν υπάρξει μια ζά ρα στο τραπεζομάντιλο ή λείψει ένα μαχαίρι από τη θέση του στο τραπέζι του δείπνου - τόσο έντονα, λες και τον είχαν προ σβάλει προσωπικά. Έχω ήδη α ναφερθεί στα μικροπράγματα που φαίνεται να τον ενοχλούν μετά την επιστροφή του. Πολλές από τις αλλαγές στο χαρακτήρα του ίσως να οφείλονται σ ’ αυτά. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι είναι, επειδή δεν θέλω να απο γοητευτώ από τώρα για το μέλλον. Είναι σίγουρα ενοχλητικό για τα νεύρα κάθε άντρα να βρίσκεται αντιμέτωπος με κάποιο μικροπρόβλημα μόλις πατήσει και πάλι το πόδι του στο σπίτι του, ύστερα από μία μ ακρά απουσία· και ο σερ Πέρσιβαλ βρέ θηκε αντιμέτωπος με μια τέτοια ενοχλητική κατάσταση. Τη βραδιά της άφιξής τους, η οικονόμος με ακολούθησε στο χωλ για να υποδεχθεί τον κύριο, την κυρία της και τους καλε σμένους τους. Μ όλις την είδε, ο σερ Πέρσιβαλ τη ρώτησε αν είχε περάσει κανείς, τώρα τελευταία, από το σπίτι. Η οικονό μος του ανέφερε, όπω ς είχε αναφέρει προηγουμένως και σε μένα, την επίσκεψη ενός παράξενου κυρίου ο οποίος ζήτησε πληροφορίες σχετικά με το χρόνο επιστροφής του κυρίου της. Αμέσως τη ρώτησε πώ ς λεγόταν ο κύριος. Δεν είχε αφήσει όνο μα. Η δουλειά του; Ούτε τι δουλειά έκανε είχε αναφέρει. Πώς ήταν ο κύριος αυτός; Η οικονόμος προσπάθησε να τον περι γράφει, αλλά απέτυχε να προσδιορίσει τον ανώνυμο επισκέπτη με κάποιο ιδιαίτερο γνώρισμα που θα βοηθούσε κάπως τον κύ ριό της. Ο σερ Πέρσιβαλ συνοφρυώθηκε. Χτύπησε νευριασμένα το πόδι του στο πάτω μα και μπήκε στο σπίτι, χωρίς να δώσει
280
_________________
___ Η Γ ΥΝΑ I Κ A ΜΕ ΤΑ Α ΣΠΡΛ
σημασία σε κανέναν. Δεν μπορώ να ξέρω γιατί τον ενόχλησε τόσο ένα ασήμαντο δέμα· αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εκνευ ρίστηκε υπερβολικά. Σε γενικές γραμμές, πάντω ς, δα είναι καλύτερα να αποφύ γω να σχηματίσω οριστική γνώμη για τους τρόπους, τη γλώσ σα και τη συμπεριφορά του στο σπίτι του, μέχρι να του δοδεί ο χρόνος να αποβάλει τα άγχη, όποια κι αν είναι αυτά, που προφανώς απασχολούν κρυφά τη σκέψη του. Θα γυρίσω σε λίδα· και η πένα μου δα αφήσει προσωρινά ήσυχο τον άντρα της Δώρα. Οι δύο καλεσμένοι - ο κόμης και η κόμησσα Φ όσκο- κατα λαμβάνουν τις επόμενες δέσεις στον κατάλογό μου. Θα ασχοληδώ πρώτα με την κόμησσα, έτσι ώστε να τελειώσω μαζί της όσο γίνεται γρηγορότερα. Η Δώρα σίγουρα δεν υπερέβαλλε γράφοντάς μου ότι δεν δα αναγνωρίσω τη δεία της όταν συναντηδούμε. Ποτέ άλλοτε δεν είχα παρατηρήσει τέτοια αλλαγή σε μια γυναίκα μετά το γά μο της όπως αυτή που διαπίστωσα στη μαντάμ Φόσκο. Η Ελεάνορ Φέρλι, στην ηλικία των τριάντα επτά ετών, εκστόμιζε συνεχώς υπερφίαλες ανοησίες και βασάνιζε τους ατυχείς άντρες με κάδε μικροαπαίτηση που μπορεί να προβάλει μία ματαιόδο ξη και ανόητη γυναίκα. Ως μαντάμ Φόσκο, ηλικίας σαράντα τριών ετών, κάδεται επί ώρες κοντά στους άλλους χωρίς να πει λέξη, κλεισμένη με τον πιο περίεργο τρόπο στον εαυτό της. Οι αποκρουστικά γελοίες μπούκλες που κρέμονταν δεξιά κι αριστερά από το πρόσωπό της έχουν αντικατασταδεί τώρα από πολύ μι κρές και χαριτωμένες μπούκλες, σαν αυτές που βλέπει κανείς σε περούκες άλλων εποχών. Έ να απλό, σοβαρό καπελάκι καλύ πτει το κεφάλι της και την κάνει να μοιάζει, για πρώτη φ ορά στη ζωή της από τότε που τη δυμάμαι, με αξιοπρεπή γυναίκα Κανέ νας -αποκλείοντας, φυσικά, το σύζυγό τ η ς - δεν βλέπει τώρα αυ τό που κάποτε όλοι έβλεπαν - εννοώ τους ώμους και την πλάτη της. Ντυμένη με μαύρα ή γκρίζα φορέματα, κλειστά στο λαιμό
281
WI L KI E C O L L I N S
_
______________
-φ ορ έμ ατα τα οποία 9α κοροΐδευε ή 9α απέρριπτε οργισμένη πριν πα ντρ ευ τεί- κάθεται αμίλητη στην άκρη· τα λευκά χέρια της είναι μόνιμα απασχολημένα είτε με κάποιο κέντημα είτε με το τύλιγμα αμέτρητων τσιγάρων για λογαριασμό του κόμη. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που τα παγερά μπλε μάτια της δεν είναι καρφωμένα στη δουλειά της είναι κατά κανόνα στραμμένα στο σύζυγό της, με το βουβά υποτακτικό ύφος που όλοι έχουμε συ νηθίσει να βλέπουμε στα μάτια ενός πιστού σκυλιού. Η μονα δική περίπτωση που διέκρινα κάτι να λιώνει κάτω από το εξω τερικό περίβλημα της παγερής απάθειάς της ήταν, μία ή δύο φορές, η εκδήλωση μιας καταπιεσμένης ζήλειας που στρεφόταν προς όποια γυναίκα στο σπίτι -περιλαμβανομένων και των υπη ρ ετριώ ν- ο κόμης έχει να πει κάτι καλό, ή όποια εκείνος κοιτά ζει με τρόπο που να προδίδει ενδιαφέρον ή προσοχή. Μ ε εξαί ρεση τη μοναδική αυτή περίπτωση, είναι πάντα -π ρω ί, μεσημέ ρι και βράδυ, μέσα και έξω από το σπίτι, με καλοκαιρία ή κα κοκαιρία- ψυχρή σαν άγαλμα και αδιαπέραστη σαν την πέτρα από την οποία είναι φτιαγμένη. Η ασυνήθιστη αλλαγή που έχει σημειωθεί πάνω της είναι, πέρα από κάθε αμφιβολία, μια αλ λαγή προς το καλύτερο, αφού δείχνει να την έχει μεταμορφώ σει σε μια ευγενική, σιωπηλή, διακριτική γυναίκα, που δεν ανα κατεύεται με πράγματα που δεν την αφορούν - αν και το κατά πόσο έχει πραγματικά αλλάξει είναι ένα ερώτημα. Έχω διακρί νει μία ή δύο φορές ξαφνικές αλλαγές έκφρασης στα σφιγμένα χείλη της, και έχω ακούσει να ανεβαίνει απότομα ο τόνος της φωνής της, γεγονός που με έχει κάνει να υποψιάζομαι ότι η τω ρινή της κατάσταση, ένα είδος καταστολής, ίσως να κρύβει κά ποια επικίνδυνη πτυχή του χαρακτήρα της, η οποία εκτονωνό ταν ακίνδυνα με την προηγούμενη ανεξέλεγκτη συμπεριφορά της. Είναι πολύ πιθανό να σφάλω στην εκτίμησή μου αυτή. Η εντύ πωσή μου, πάντως, είναι ότι έχω δίκιο. Ο χρόνος θα δείξει. Και ο μάγος που έχει προκαλέσει αυτή τη θαυμαστή μετα μόρφωση - ο σύζυγος που δάμασε αυτή την άλλοτε εκρηκτική
282
_____
______ Η Γ Υ Ν ΑΙ Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Αγγλίδα. έτσι που να μην τη γνωρίζουν ακόμη και οι συγγενείς τ η ς - είναι ο ίδιος ο κόμης! Θα ρωτήσετε ευλόγως ποια είναι η εντύπωση που δίνει ο κόμης. Αυτό, με δύο λέξεις: Μοιάζει με άνδρωπο που 9α μπορούσε να δαμάσει οτιδήποτε. Αν είχε παντρευτεί τίγρη αντί για γυ ναίκα, 9α είχε δαμάσει την τίγρη. Αν είχε παντρευτεί εμένα, 9α ετοίμαζα τα τσιγάρα του όπως κάνει η γυναίκα του - δεν 9α τολμούσα να μιλήσω όταν με κοίταζε, όπως δεν τολμά εκείνη. Σχεδόν φοβάμαι να το ομολογήσω, ακόμη και σ ’ αυτές τις κα θαρά προσωπικές σημειώσεις. Είναι ένας άντρας που έχει κι νήσει το ενδιαφέρον μου, με έχει γοητεύσει, με έχει αναγκάσει να τον συμπαθήσω. Μ έσα σε δύο μέρες, έχει καταφέρει να κερ δίσει την εκτίμησή μου - ειλικρινά δεν μπορώ να εξηγήσω πώς έχει πετύχει αυτό το 9αύμα. Ειλικρινά με ξαφνιάζει, τώρα που το σκέφτομαι, να διαπιστώνω πόσο καθαρά τον βλέπω! - πόσο πιο καθαρά α π ’ όσο βλέπω τον σερ Πέρσιβαλ, ή τον κύριο Φέρλι, ή τον Γουόλτερ Χάρτραϊτ, ή οποιονδήποτε άλλον απάντα σκεφτώ, εκτός από την ίδια τη Λώρα! Μπορώ και ακούω τη φωνή του, λες και μιλάει αυτή τη στιγμή. Φέρνω με ακρίβεια στο νου μου τι έλεγε χθες, λες και τον ακούω μόλις τώρα. Πώς μπορώ να τον περιγράφω; Υπάρ χουν ιδιαιτερότητες στην εμφάνισή του, στις συνήθειές του και στον τρόπο ψυχαγωγίας του τις οποίες θα κατηγορούσα με τις εντονότερες λέξεις ή θα γελοιοποιούσα με τον πιο ανελέητο τρό πο αν τις είχα δει σε άλλον άνθρωπο. Τι είναι αυτό που δεν μ ’ αφήνει να τις επικρίνω ή να τις γελοιοποιήσω σ ’ αυτόν; Για παράδειγμα, είναι παχύσαρκος. Ως τώρα, αντιπαθούσα φοβερά τους παχύσαρκους. Π άντα ισχυριζόμουν ότι η εύκολη εντύπωση πως το υπερβολικό πάχος και το υπερβολικό χιού μορ είναι αχώριστοι σύμμαχοι ισοδυναμούσε με την αποδοχή του παραλογισμού ότι μόνο οι φιλικοί και κοινωνικοί άνθρωποι π α χαίνουν, ή ότι η συμπτωματική προσθήκη πολλών κιλών σάρ κας έχει μια άμεση, ευνοϊκή επιρροή στη διάθεση του ανθρώπου
283
WI LKI E COL L I NS
εκείνου στο σώμα του οποίου έχουν συσσωρευτεί. Επανειλημ μένα έχω πολεμήσει αυτές τις δύο παράλογες αντιλήψεις παραδέτοντας παραδείγματα παχύσαρκων που ήταν το ίδιο κα κοί, μοχθηροί και σκληροί όσο και οι ισχνότεροι και χειρότεροι γείτονές τους. Έχω ρωτήσει αν ο Ερρίκος ο Η ' ήταν ευγενικός χαρακτήρας· αν ο Π άπας Αλέξανδρος ο ΣΤ' ήταν καλός άν θρωπος· αν το ζεύγος των δολοφόνων Μ άνινγκ δεν ήταν ασυ νήθιστα εύσωμοι άνθρω ποι1 αν οι ιδιωτικές νοσοκόμες, παροιμιωδώς σκληρές γυναίκες, δεν συμβαίνει να είναι, στην πλειοψηφία τους, χοντρές· και ούτω καθεξής. Μ έσα από δεκάδες άλ λα παραδείγματα, σύγχρονα και παλιά, προερχόμενα από ανώ τερα και κατώτερα κοινωνικά στρώματα, το επιχείρημα αυτό καταρρίπτεται. Διατηρώντας αυτές τις αμετακίνητες απόψεις για το συγκεκριμένο θέμα, ομολογώ ότι ο κόμης Φόσκο, χοντρός όσο και ο Ερρίκος ο Η ', κέρδισε τη συμπάθειά μου από την πρώτη μέρα, χωρίς να με επηρεάσει καθόλου η παχυσαρκία του. Πραγματικά αξιοθαύμαστο! Το πρόσωπό του είναι που τον ευνοεί; Μ πορεί και να είναι. Εμφανίζει μία εντυπωσιακή ομοιότητα, σε μεγάλο βαθμό, με τον Μεγάλο Ναπολέοντα. Τα χαρακτηρι στικά του έχουν την αξιοθαύμαστη κανονικότητα εκείνων του Ναπολέοντα - η έκφρασή του θυμίζει τη μεγαλόπρεπη ηρεμία, την ακατάβλητη δύναμη του προσώπου του Μεγάλου Στρατιώτη. Αυτή η εκπληκτική ομοιότητα φυσικά και με εντυπώσιασε, αρ χικά· αλλά, εκτός από την ομοιότητα, υπάρχει πάνω του κάτι που με εντυπωσιάζει περισσότερο. Νομίζω ότι η επιρροή την οποία προσπαθώ τώρα να ανακαλύψω εκπέμπεται από τα μά τια του. Είναι τα πιο ανεξιχνίαστα γκρίζα μάτια που έχω δει πο τέ· και έχουν κάποιες στιγμές μια ψυχρή, καθαρή, όμορφη, ακα τανίκητη λάμψη που με υποχρεώνει να τον κοιτάζω, αν και, όταν τον κοιτάζω, μου προκαλεί συναισθήματα τα οποία θα προτιμούσα να μη νιώθω. Όμω ς, και άλλα σημεία του προσώπου του έχουν παράξενες ιδιαιτερότητες. Η επιδερμίδα του, για παράδειγμα,
2 84
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
έχει ένα αλλόκοτο γκριζοκίτρινο χρώμα, που είναι τόσο αταί ριαστο με το σκούρο καστανό χρώμα των μαλλιών του, ώστε υπο ψιάζομαι ότι τα μαλλιά πρέπει να είναι περούκα· και το πρό σωπό του, καλοξυρισμένο, είναι απαλότερο και περισσότερο απαλ λαγμένο από σημάδια και ρυτίδες α π ’ ό,τι το δικό μου, αν και, κατά τον σερ Πέρσιβαλ, κοντεύει τα εξήντα. Αλλά δεν είναι αυ τά τα κυρίαρχα προσωπικά χαρακτηριστικά που τον καθιστούν στην κρίση μου διαφορετικό α π ’ όλους τους άλλους άντρες που έχω δει. Το ιδιαίτερο στοιχείο που τον διαφοροποιεί α π ’ όλους τους άλλους βρίσκεται αποκλειστικά, α π ’ όσο μπορώ να κατα λάβω, στην ασυνήθιστη έκφραση και την ασυνήθιστη δύναμη των ματιών του. Η συμπεριφορά του και η γνώση της γλώσσας μας ίσως να έχουν βοηθήσει, σε κάποιο βαθμό, να κερδίσει την εκτίμησή μου. Έχει εκείνη την ήρεμη προσήλωση, το ύφος του ανθρώπου που επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν ακούει μια γυναίκα, και εκείνη την ευγένεια στη φωνή του όταν μιλάει σε γυναίκα - σ ’ αυτά, ό,τι κι αν πούμε, καμιά μας δεν μπορεί να αντισταθεί. Σ ’ αυτό τον βοηθάει οπωσδήποτε και η ασυνήθιστα βαθιά γνώση της αγγλικής γλώσσας. Συχνά είχα ακούσει για το σπάνιο τα λέντο που διαθέτουν πολλοί Ιταλοί στην εκμάθηση της δυνα τής, σκληρής, βόρειας προφ οράς μας· αλλά, μέχρι που γνώρι σα τον κόμη Φόσκο, δεν είχα θεωρήσει ποτέ πιθανό ότι θα μπο ρούσε να μιλήσει ένας ξένος τα αγγλικά με τον τρόπο που τα μιλάει αυτός. Υπάρχουν περιπτώσεις που είναι σχεδόν αδύνα τον να διακρίνω, από την προφορά του, ότι δεν είναι συμπα τριώτης μας· και, όσο για την ευφράδεια, είναι ελάχιστοι οι γεν νημένοι Άγγλοι που μπορούν και εκφράζονται τόσο ορθά, με ελάχιστες διακοπές και επαναλήψεις, όπως συμβαίνει με την ομιλία του κόμη. Μ πορεί να σχηματίζει τις φράσεις του, λίγο ή πολύ, σαν ξένος· αλλά ποτέ ως τώρα δεν τον άκουσα να χρη σιμοποιεί μια λάθος έκφραση ή να διστάζει προς στιγμήν για τη λέξη που θα διαλέξει.
28 5
WI L KI E C OL L I NS
Ακόμη και μικρότερης βαρύτητας χαρακτηριστικά του π α ράξενου αυτού ανδρώπου έχουν κάτι το εκπληκτικά πρωτότυπο, και αμήχανα αντιφατικό. Μ πορεί να είναι παχύς, και μπορεί να είναι και ηλικιωμένος, αλλά οι κινήσεις του είναι εντυπω σιακά ανάλαφρες και άνετες. Είναι τόσο αδόρυβος μέσα σ ’ ένα δωμάτιο όσο και οποιαδήποτε από εμάς· επιπλέον, π α ρ ’ όλη την εικόνα της αναμφισβήτητης πνευματικής σταδερότητας και δύναμης, είναι το ίδιο ευαίσδητος όσο και η πιο αδύναμη από εμάς. Ξαφνιάζεται από τυχαίους δορύβους το ίδιο αδεράπευτα όσο και η Λώρα. Μ ισόκλεισε τα μάτια του κι ανατρίχιασε όταν ο σερ Πέρσιβαλ χτύπησε ένα από τα σπάνιελ, σε σημείο που ένιωσα να ντρέπομαι για τη δική μου έλλειψη τρυφερό τητας και ευαισδησίας σε σύγκριση με τον κόμη. Η αναφορά σ’ αυτό το τελευταίο περιστατικό μου δυμίζει μία από τις πιο περίεργες ιδιαιτερότητές του, την οποία δεν έχω ακόμη αναφέρει: την ασυνήδιστη αδυναμία του σε ζωάκια. Μερικά α π ’ αυτά τα άφησε στην Ευρώπη, αλλά έχει φέρει μαζί του έναν παπαγάλο, δύο καναρίνια και μια ολόκληρη οι κογένεια από άσπρα ποντίκια. Φροντίζει ο ίδιος τις ανάγκες αυ τών των αγαπημένων του ζώων και τα έχει μάδει να τον συμπαδούν απεριόριστα και να του φέρονται με οικειότητα. Ο παπαγάλος, ένα εξαιρετικά εμ παδές και ύπουλο πουλί προς κάδε άλλον, δείχνει να τον αγαπάει. Ό τα ν τον βγάζει από το κλουβί του, π η δάει στο γόνατό του, σκαρφαλώνει στο μεγάλο παχύ σώμα του και τρίβει το κεφάλι του στο γκριζοκίτρινο διπλό σαγόνι με τον πιο χαδιάρικο τρόπο. Δεν έχει πα ρ ά να ανοίξει τις πόρτες των κλουβιών των καναρινιών, να τα φωνάξει, και τα όμορφα και έξυ πνα πουλιά κουρνιάζουν άφοβα στο χέρι του, ανεβαίνουν το ένα μετά το άλλο στα απλωμένα στρογγυλά δάχτυλά του, οπότε τους λέει ν ’ ανεβούν πιο πάνω και, όταν φτάσουν στο πάνω δάχτυ λο, τους λέει να τραγουδήσουν μαζί όσο πιο δυνατά μπορούν. Τα άσπρα ποντίκια του ζουν σε μια παγόδα από βαμμένα με έντονα χρώματα σύρματα, σχεδιασμένη και κατασκευασμένη από
2 86
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
τον ίδιο. Είναι σχεδόν το ίδιο ήμερα με τα καναρίνια, και τα βγάζει συνεχώς από τη φωλιά τους, όπως και εκείνα. Σέρνονται πάνω του, τρυπώνοντας κάτω από το γιλέκο του και ξαναβγαίνοντας, και κάδονται κατά ζευγάρια, άσπρα σαν το χιόνι, στους ευρύχωρους ώμους του. Φαίνεται να συμπαδεί τα ποντίκια του περισσότερο από τα άλλα ζωάκια του - τους χαμογελάει, τα φι λάει και τα έχει βαφτίσει με διάφορα υποκοριστικά ονόματα. Αν δα ήταν δυνατόν να φανταστεί κανείς έναν Αγγλο με τόσο παιδιάστικα ενδιαφέροντα και παιχνίδια, ο Αγγλος αυτός δα αισδανόταν ασφαλώς ντροπή για τις συνήδειές του αυτές, και δα έσπευδε να δικαιολογηδεί γι’ αυτές μπροστά σε άλλους. Αλλά ο κόμης δεν βλέπει, προφανώς, τίποτε το γελοίο στην εντυπω σιακή αντίδεση ανάμεσα στο γιγαντόσωμο σώμα του και τα εύδραυστα ζωάκια του. Φιλούσε τρυφερά τα λευκά ποντίκια του, τιτίβιζε στα καναρίνια του ανάμεσα σ ’ ένα πλήδος Άγγλων κυ νηγών αλεπούδων, και τους αντιμετώπιζε με οίκτο ως βαρβά ρους, όταν γελούσαν όλοι μαζί σε βάρος του. Φαίνεται ελάχιστα πειστικό, τώρα που το γράφω, αλλά είναι φυσικά αλήδεια ότι αυτός ο ίδιος άνδρωπος, που έχει για τον παπαγάλο του την αγάπη μιας γεροντοκόρης γριάς και όλες τις επιδεξιότητες ενός μικρού οργανοπαίκτη για τα λευκά ποντί κια του, όταν κάτι συμβαίνει να τον εξάπτει, μπορεί και μιλάει με μια δαρραλέα ανεξαρτησία σκέψης, επιδεικνύοντας μια γνώ ση από βιβλία σε κάδε γλώσσα και μια κοινωνική εμπειρία από τις μισές πρωτεύουσες της Ευρώπης, που δα τον καδιστούσε κυρίαρχη προσωπικότητα σε οποιαδήποτε συνάδροιση στον πολιτισμένο κόσμο. Αυτός ο εκπαιδευτής καναρινιών, αυτός ο αρχιτέκτονας μιας παγόδας για άσπρα ποντίκια, είναι - ο ίδιος ο σερ Πέρσιβαλ μου το έχει π ε ι- ένας από τους εναπομείναντες εμπειρικούς χημικούς και έχει ανακαλύψει, ανάμεσα σε άλ λες δαυμαστές εφευρέσεις, έναν τρόπο απολίδωσης του σώματος μετά δάνατον, έτσι ώστε να διατηρηδεί, σκληρό σαν μάρμαρο, ως το τέλος του κόσμου. Αυτός ο παχύς, νωδρός μεσήλικας,
28 7
Wn _ K l E C O L L I N ^ __
___
που τα νεύρα του είναι τόσο τέλεια κουρντισμένα ώστε αντι δρά στον παραμικρό ήχο. και κλείνει τα μάτια του όταν βλέπει ένα σπάνιελ να κακοποιείται, πήγε στο στάβλο την επομένη της άφιξής του και άπλωσε το χέρι του στο κεφάλι ενός αλυσοδε μένου κυνηγόσκυλου - ενός ζώου τόσο άγριου που ακόμη και ο υπηρέτης που το ταΐζει δεν τολμά να το πλησιάσει. Η σύζυ γός του κι εγώ ήμαστε παρούσες, και δεν δα ξεχάσω τη σκηνή που ακολούδησε. «Προσέξτε το σκύλο», είπε ο σταβλίτης. «Ε π ιτίδεται σε όλους!» «Το κάνει, φίλε μου», απάντησε ο κόμης ήρεμα, «επει δή όλοι τον φοβούνται. Ας δούμε αν δα επιτεδεί και σε μένα». Και ακούμπησε τα παχουλά κιτρινόλευκα δάχτυλά του, πάνω στα οποία κούρνιαζαν πριν από δέκα λεπτά τα καναρίνια, στο φοβερό κεφάλι του ζώου1 και το κοίταξε στα μάτια. «Εσείς τα μεγάλα σκυλιά είστε όλα δειλά», είπε, απευθυνόμενος περιφρονητικά στο ζώο, με το πρόσωπό του και το πρόσωπο του σκυλιού σε απόσταση ελάχιστων εκατοστών. «Θ α σκότωνες μια δύσμοιρη γάτα, δειλό πλάσμα. Θα ριχνόσουν σ ’ έναν πεινασμένο ζητιάνο, δειλό ζώο. Οτιδήποτε μπορείς να πιάσεις απροετοίμαστο οτι δήποτε φοβάται το μεγάλο σώμα σου, τα απαίσια άσπρα δόντια σου και το δαμασμένο για αίμα στόμα σου- σ’ αυτά είναι που σου αρέσει να επιτίθεσαι. Θα μπορούσες να με αρπάξεις από το λαι μό αυτή τη στιγμή άθλιο, ελεεινό ζώο. Κι όμως, δεν τολμάς να με κοιτάξεις στα μάτια, επειδή δεν σε φοβάμαι. Θα το ξανασκεφτείς μήπως, και δα προσπαθήσεις να χώσεις τα δόντια σου στον χοντρό λαιμό μου; 'Οχι! Δεν τολμάς». Του γύρισε την πλά τη, γελώντας με την έκπληξη όσων τον έβ λεπ α ν και ο σκύλος σύρθηκε ήρεμα στο σπιτάκι του. «Α! Το καλό μου γιλέκο», εί πε στενοχωρημένος. «Το μετάνιωσα που ήρθα εδώ. Τα σάλια του ζώου λέρωσαν το όμορφο, καθαρό γιλέκο μου». Οι λέξεις αυτές εκφράζουν μία άλλη από τις ακατανόητες παραξενιές του. Του αρέσουν τα ωραία ρούχα όπως σε όλους τους ανόη τους· και έχει εμφανιστεί ήδη με τέσσερα θαυμάσια γιλέκα-όλα
288
__
____
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ανοιχτόχρωμα και όλα εξαιρετικά φαρδιά ακόμη και γι’ αυ τόνστις δύο μέρες της παραμονής του στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Η διακριτικότητα και η εξυπνάδα του στα μικρά πράγματα είναι τόσο προφανής όσο και οι σπάνιες ιδιαιτερότητες του χα ρακτήρα του και η παιδιάστικη κοινοτοπία των συνηδισμένων προτιμήσεων του. Ή δη αντιλαμβάνομαι ότι σκοπεύει να συνυπάρξει αρμονικά με όλους μας, στη διάρκεια της παραμονής του εδώ. Π ροφα νώς έχει ανακαλύψει ότι η Λώρα κατά βάδος τον αντιπαδεί -μ ο υ το ομολόγησε όταν την π ίεσ α - αλλά έχει, επίσης, ανα καλύψει ότι της αρέσουν υπερβολικά τα λουλούδια. Κάδε φο ρά που εκείνη δα ήδελε μια μικρή ανδοδέσμη, έχει μία έτοιμη να της προσφέρει, με λουλούδια που μάζεψε και συνδύασε ο ίδιος. Εκείνο δε που ιδιαίτερα απολαμβάνω είναι ότι πάντα φρο ντίζει να είναι πανούργα εφοδιασμένος με μία αποτελούμενη από τα ίδια λουλούδια ανδοδέσμη που την προσφέρει στην ψυ χρή ζηλιάρα γυναίκα του, πριν εκείνη καλά καλά προλάβει να νιώσει παραγκωνισμένη. Ο τρόπος που συμπεριφέρεται στην κόμησσα είναι απολαυστικός ως δέαμα. Υποκλίνεται μπροστά της· την αποκαλεί κατά κανόνα «άγγελέ μου»· έχει μαζί του τα καναρίνια για να της τραγουδάνε· της φιλάει το χέρι, όταν του δίνει τα τσιγάρα του· της προσφέρει με τη σειρά του ζα χαρωτά, τα οποία της βάζει παιχνιδιάρικα στο στόμα από ένα κουτί που έχει στην τσέπη του. Η σιδερένια βέργα με την οποία της επιβάλλεται δεν εμφανίζεται ποτέ σε δημόσιο χώρο - εί ναι μία προσωπική τους υπόδεση, μια διαδικασία, που ακολουδείται μόνο στο δωμάτιό τους. Η μέδοδος με την οποία μου συμπεριφέρεται είναι τελείως διαφορετική. Κολακεύει τη ματαιοδοξία μου μιλώντας μου σο βαρά και λογικά, σαν να ήμουν άντρας. Ναι! Μ πορώ και το ανακαλύπτω όταν είμαι μακριά του. Ξέρω ότι κολακεύει τη ματαιοδοξία μου, όταν τον σκέφτομαι εδώ πάνω, στο δωμάτιό μου - κι όμως, όταν κατεβαίνω και ξαναβρίσκομαι μαζί του, δα
289
WI L KI E COL L I NS
με τυφλώσει και πάλι, και 9α κολακευτώ και πάλι, σαν να μην το είχα καταλάβει ποτέ! Μ πορεί και με κουμαντάρει, όπως κουμαντάρει τη γυναίκα του και τη Δώρα, όπως είχε κουμαντάρει το κυνηγόσκυλο στο στάβλο, όπως κουμαντάρει συνεχώς τον ίδιο τον σερ Πέρσιβαλ. «Καλέ μου Πέρσιβαλ! Πόσο μ ’ αρέσει το τραχύ αγγλικό χιούμορ σου! Καλέ μου Πέρσιβαλ! Πόσο μ ’ αρέσει η στέρεη αγγλική λογική σου!» Αποκρούει τις αγενέ στερες παρατηρήσεις που μπορεί να κάνει ο σερ Πέρσιβαλ για τις θηλυπρεπείς προτιμήσεις και διασκεδάσεις του αποκαλώντας πάντα το βαρονέτο με το μικρό του όνομα· χαμογελώντας του με την ηρεμία της ανωτερότητας· χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο και αντιμετωπίζοντάς τον καλοκάγαθα, όπω ς φ έρε ται ένας ανεκτικός πα τέρ α ς σε έναν απείθαρχο γιο. Το ενδιαφέρον που δεν μπορώ πα ρ ά να νιώθω γΓ αυτόν τον αλλόκοτα αυθεντικό άνθρωπο με έσπρωξε να ρωτήσω τον σερ Πέρσιβαλ για την προηγούμενη ζωή του. Ο σερ Πέρσιβαλ ή ξέρει λίγα, ή θέλει να λέει λίγα. Γνωρί στηκε με τον κόμη πριν από πολλά χρόνια, στη Ρώμη, κάτω από επικίνδυνες συνθήκες στις οποίες έχω αναφερθεί αλλού. Από τότε, είναι συνεχώς μαζί στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στη Βιέννη - αλλά ποτέ ξανά στην Ιταλία, μια και ο κόμης δεν έχει ξαναπεράσει, περιέργως, τα σύνορα της π α τρίδας του εδώ και πολλά χρόνια. Μ ήπως υπήρξε θύμα κάποιας πολιτικής δίω ξης; Ό π ω ς και να ’ναι, δείχνει ότι θέλει να βρίσκεται σε συνε χή επαφή με όποιους συμπατριώτες του συμβαίνει να είναι στην Αγγλία. Τη βραδιά της άφιξής του ρώτησε πόσο μακριά βρι σκόμαστε από την πλησιέστερη πόλη, και μήπως γνωρίζαμε αν ήταν εκεί εγκατεστημένοι Ιταλοί. Αλληλογραφεί οπωσδήποτε με διάφορα άτομα στην Ευρώπη, γιατί τα γράμματα που λαμ βάνει φέρουν ένα σωρό παράξενα γραμματόσημα· και είδα ένα α π ’ αυτά, σήμερα το πρωί, να τον περιμένει στη θέση του στο τραπέζι, με μια πελώρια επίσημη σφραγίδα στο φάκελό του. Μ ήπως αλληλογραφεί με την κυβέρνησή του; Ωστόσο, είναι
290
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
κάτι που δεν συμβαδίζει με την άλλη σκέψη μου, ότι μπορεί να είναι πολιτικός εξόριστος. Είναι Λραγματικά πολλά τα όσα έχω γράψει για τον κόμη Φόσκο. «Και πού κατατείνουν όλα αυ τά;» δα ρωτούσε ο αγαπη τός κύριος Γκίλμορ, με τον ανεπανάληπτο επαγγελματικό τρό πο του. Απλώς μπορώ να επαναλάβω ότι σίγουρα αισδάνομαι, ακόμη και μετά από μια τόσο σύντομη γνωριμία, μια περίεργη, μισο-εκούσια, μισο-ακούσια, συμπάθεια για τον κόμη. Φαίνεται να ασκεί πάνω μου την ίδια επιρροή που προφανώς ασκεί στον σερ Πέρσιβαλ. Απαλλαγμένος από περιορισμούς -ακόμη και αγενής, όπως μπορεί να αποδεικνύεται συχνά έναντι του π α χουλού φίλου τ ο υ - ο σερ Πέρσιβαλ φοβάται ωστόσο, α π ’ ό.τι μπορώ και καταλαβαίνω, να προσβάλει σοβαρά τον κόμη. Ανα ρωτιέμαι μήπως τον φοβάμαι κι εγώ. Σίγουρα δεν έχω γνωρίσει άλλον άνδρωπο στη ζωή μου που δεν δα ήδελα να τον έχω εχδρό. Είναι επειδή τον συμπαθώ, ή επειδή τον φοβάμαι; «C hi sa?» όπως δα έλεγε στη γλώσσα του ο κόμης Φόσκο.
16
Ιουνίου
Κάτι που αξίζει να καταγράψω σήμερα, εκτός από τις ιδέες και τις εντυπώσεις μου. Έ νας επισκέπτης ήρθε - τελείως άγνωστος στη Λώρα και σε μένα· και, προφανώς, τελείως απρόσμενος για τον σερ Πέρσιβαλ. Γευματίζαμε όλοι μαζί στο δωμάτιο με τις μπαλκονόπορτες που βγάζουν στη βεράντα. Ο κόμης, που καταβροχθίζει τα μα καρόνια όπως δεν έχω ξαναδεί να τα καταβροχθίζουν ανθρώ πινα πλάσματα εκτός από τα κορίτσια στα οικοτροφεία, μας είχε διασκεδάσει ζητώντας σοβαρά την τέταρτη τάρτα· τότε μπήκε ο υπηρέτης για να αναγγείλει τον επισκέπτη. «Μ όλις ήρθε ο κύριος Μέριμαν. σερ Πέρσιβαλ, και θέλει να σας δει αμέσως».
291
WI L KI E COL L I NS
Ο σερ Πέρσιβαλ ξαφνιάστηκε, και τον κοίταξε με οργισμένο ύφος. «Ο κύριος Μ έριμαν;» επανέλαβε, σαν να νόμιζε ότι τα αυ τιά του τον είχαν ξεγελάσει. «Ν αι, σερ Πέρσιβαλ. Ο κύριος Μ έριμαν από το Λονδίνο». «Π ού είναι;» «Στη βιβλιοδήκη, σερ Πέρσιβαλ». Σηκώθηκε από το τραπέζι μετά από αυτή την απάντηση και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο χωρίς να πει λέξη σε κανέναν. «Π οιος είναι ο κύριος Μ έριμαν;» ρώτησε η Λώρα, απευθυ νόμενη σε μένα. « Ιδέα δεν έχω» - ήταν η μοναδική απάντηση που μπόρεσα να δώσω. Ο κόμης είχε τελειώσει την τέταρτη τάρτα του και είχε με ταφερθεί σ ’ ένα τραπεζάκι λίγο πιο πέρα, για να φροντίσει τον παπαγάλο του. Στράφηκε προς το μέρος μας, με τον πα πα γά λο κουρνιασμένο στον ώμο του. «Ο κύριος Μ έριμαν είναι δικηγόρος του σερ Πέρσιβαλ», εί πε ήρεμα. Δικηγόρος του σερ Πέρσιβαλ! Ή ταν μία απόλυτα σαφής απά ντηση στην ερώτηση της Λώρα, αλλά, υπό τις παρούσες συν θήκες, δεν ήταν ικανοποιητική. Αν ο κύριος Μ έριμαν είχε κλη θεί ειδικά από τον πελάτη του, δεν θα ήταν καθόλου εντυπω σιακό που είχε εγκαταλείψει την πόλη για να ανταποκριθεί στην πρόσκληση. Αλλά όταν ένας δικηγόρος ταξιδεύει από το Λον δίνο στο Χάμπσαϊρ χωρίς να έχει κληθεί, κι όταν η άφιξή του στο σπίτι ενός κυρίου ξαφνιάζει σοβαρά τον οικοδεσπότη, τότε μπο ρεί να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι ο επισκέπτης είναι φορέας μιας πολύ σημαντικής και πολύ αναπάντεχης είδησης - είδησης που μπορεί να είναι ή πολύ καλή ή πολύ άσχημη, αλλά δεν μπορεί, και στις δύο περιπτώσεις, να είναι συνηθισμένη. Η Λώρα κι εγώ μείναμε αμίλητες στο τραπέζι για ένα τέταρτο της ώρας, ή περισσότερο, διερωτώμενες ανήσυχα τι είχε συμβεί,
2 92
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
και περιμένοντας τη γρήγορη επιστροφή του σερ Πέρσιβαλ. Δεν υπήρξαν, όμως, ενδείξεις επιστροφής του· και σηκωδήκαμε να φύγουμε από το δωμάτιο. Ο κόμης, ευγενικός όπως πάντα, προχώρησε από τη γωνία όπου τάιζε τον παπαγάλο του, με το πουλί ακόμη κουρνιασμένο στον ώμο του, και μας άνοιξε την πόρτα. Η Λώρα και η μα ντάμ Φόσκο βγήκαν πρώτες. Πάνω που ετοιμαζόμουν να τις ακολουθήσω, μου έκανε ένα νόημα με το χέρι του και μου μί λησε, πριν τον προσπεράσω, με τον πιο περίεργο τρόπο. «Ν α ι», είπε, απαντώντας ήρεμα στη μη διατυπωδείσα ιδέα που περνούσε από το μυαλό μου, σαν να του την είχα εκμυ στηρευτεί. «Ν αι, μις Χάλκομπ. Κάτι έχει συμβεί». Ετοιμαζόμουν να του απαντήσω με ένα «Δεν είπα κάτι τέ τοιο». Α λλά ο απειλητικός πα πα γάλος τίναξε τα φ τερά του και άφησε μια στριγκλιά που έκανε τα νεύρα μου να τεντω θούν κι εμένα να εγκαταλείψω ευχαρίστως το δωμάτιο. Πλησίασα τη Λώρα στη βάση της σκάλας. Η σκέψη που εί χε φωλιάσει στο μυαλό της ήταν η ίδια με τη σκέψη που είχε φωλιάσει στο δικό μου, το οποίο ο κόμης Φόσκο είχε ξαφνιά σει. Ό τα ν μίλησε, τα λόγια της ήταν σχεδόν η ηχώ των δικών του - κι αυτή μου είπε, εμπιστευτικά, πως φοβόταν ότι κάτι εί χε συμβεί.
2 93
Κεφάλαιο Δέκατο Τέταρτο Συνέχεια της αφήγησης της μις Χάλκομπ
16 Ιουνίου Έχω μερικές αράδες ακόμη να προσδέσω στη σημερινή κατα χώριση πριν πάω για ύπνο. Αφού είχαν περάσει περίπου δύο ώρες από τη στιγμή που ο σερ Πέρσιβαλ σηκώδηκε από το τραπέζι για να δεχτεί στη βιβλιοδήκη το δικηγόρο του, τον κύριο Μ έριμαν, βγήκα από το δωμάτιό μου για να κάνω μόνη μια βόλτα στον κήπο. Ενώ έφτα να στην άκρη του πλατύσκαλου, η πόρτα της βιβλιοδήκης άνοι ξε και οι δύο κύριοι βγήκαν από μέσα. Θεωρώντας ότι ήταν κα λύτερα να μην τους ενοχλήσω κάνοντας την εμφάνισή μου στη σκάλα, αποφάσισα να αποφύγω να κατέβω μέχρι να διασχίσουν το χωλ Παρόλο που συνομιλούσαν συγκρατημένα, οι λέξεις έβγαι ναν τόσο καδαρά από τα χείλη τους ώστε να φτάνουν μέχρι τα αυτιά μου. «Η ρεμήστε, σερ Πέρσιβαλ», άκουσα το δικηγόρο να λέει. «Ό λ α εναπόκεινται στη λαίδη Γκλάιντ». Είχα γυρίσει, για να επιστρέφω στο δωμάτιο μου, αλλά το άκου σμα του ονόματος της Λώρα από τα χείλη ενός άγνωστου με έκανε να σταματήσω. Ομολογώ ότι ήταν μεγάλο λάδος και με γάλη αδιακρισία να κρυφακούσω - αλλά ποια είναι η γυναίκα
2 94
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
που μπορεί να ρυθμίσει τις πράξεις της με βάση τις αφηρημένες αρχές της εντιμότητας, όταν οι αρχές αυτές έρχονται σε αντί θεση με τα αισθήματά της, και τα συμφέροντα που βασίζονται σ’ αυτά; Έστησα αυτί· και, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, θα ξανάστηνα αυτί! Ναι, ακόμη και στην κλειδαρότρυπα θα φ ρόντι ζα να κολλήσω τ ’ αυτί μου, αν δεν θα μπορούσα να το κατα φέρω με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. «Μ ε καταλαβαίνετε, σερ Π έρσιβαλ;» συνέχισε ο δικηγόρος. « Θ α υπογράψει η λαίδη Γκλάιντ παρουσία ενός μάρτυρα - ή δύο μαρτύρων, αν θέλετε να είστε απόλυτα κατοχυρωμένοςκαι μετά να ακουμπήσει το δάχτυλό της στη σφραγίδα και να πει: «Π αραδίδω αυτό με τη βούλησή μου». Αν αυτό γίνει μέ σα σε μια βδομάδα, η διαδικασία θα είναι απόλυτα επιτυχής, και η ανησυχία θα διαλυθεί. Αν όχι...» «Τι εννοείς “αν όχι”;» ρώτησε με θυμό ο σερ Πέρσιβαλ. «Αν αυτό είναι κάτι που πρέπει να γίνει, θα γίνει. Σ’ το υπόσχομαι, Μ έριμαν». «Το ελπίζω, σερ Πέρσιβαλ- το ελπίζω. Αλλά υπάρχουν δύο εναλλακτικές λύσεις σε όλες τις συναλλαγές· κι εμείς οι δικη γόροι συνηθίζουμε να κοιτάζουμε κατάματα και τις δύο. Αν δεν μπορέσει να γίνει η συμφωνία εξαιτίας των όποιων έκτακτων συνθηκών, νομίζω ότι ίσως καταφέρω να πείσω τους ενδιαφε ρομένους να δεχτούν γραμμάτια για τρεις μήνες. Α λλά πώς θα συγκεντρωθούν τα χρήματα όταν λήξουν τα γραμμάτια...» «Στο διάολο τα γραμμάτια! Τα χρήματα πρέπει να βρεθούν μόνο με έναν τρόπο. Και μ ’ αυτό τον τρόπο, σου το ξαναλέω, θα βρεθούν. Πάρε ένα ποτήρι κρασί, Μ έριμαν, πριν φ ύγεις». «Ευχαριστώ πολύ, σερ Πέρσιβαλ. Δεν πρέπει, όμως, να κα θυστερήσω αν θέλω να προλάβω το τραίνο. Θα με ενημερώ σετε μόλις ρυθμιστεί το θέμα; Και να μην ξεχάσετε να γίνουν όλα προσεκτικά, όπως σας συνέστησα». «Φυσικά και δεν θα το ξεχάσω. Σε περιμένει μια άμαξα στην
295
WI LKI E COL L I NS
πόρτα. Ο ιπποκόμος μου 9α σε πά ει στο σταθμό σε χρόνο μη δέν. -Μ πέντζαμ ιν, να τρέξεις σαν τρελός! Αν ο κύριος Μέριμαν χάσει το τραίνο, 9α χάσεις τη δουλειά σου. -Κ ρ ά τα γερά, Μ έριμαν, και μην ανησυχείς. Έ χε εμπιστοσύνη στο διάβολο. Θα σώσει τελικά τον άνθρωπό του!» Μ ε αυτή την αποχαιρε τιστήρια φρικιαστική αισιοδοξία, ο βαρονέτος έκανε μεταβο λή και ξαναμπήκε στη βιβλιοθήκη. Δεν είχα ακούσει πολλά· αλλά τα λίγα που είχαν φτάσει μέ χρι τα αυτιά μου ήταν αρκετά για να μου προκαλέσουν ανη συχία. Το «κά τι» που «είχε συμβεί», δεν ήταν πα ρ ά ένα σο βαρό οικονομικό πρόβλημα- και η απαλλαγή του σερ Πέρσιβαλ α π ’ αυτό εξαρτιόταν από τη Λώρα. Η προοπτική να τη δω ανα κατεμένη στα κρυφά οικονομικά προβλήματα του άντρα της με τρόμαξε, γεγονός που, αναμφισβήτητα, ενισχυόταν από την άγνοιά μου περί τα οικονομικά και τη δεδομένη δυσπιστία μου απέναντι στον σερ Πέρσιβαλ. Αντί να βγω για βόλτα, όπως σκό πευα, πήγα αμέσως στο δωμάτιο της Λώρα, να της πω όσα εί χα ακούσει. Δέχτηκε τα άσχημα νέα μου τόσο ήρεμα, που με ξάφνιασε. Προφανώς γνωρίζει για το χαρακτήρα του άντρα της και για τα προβλήματα εκείνου περισσότερα από όσα υποψιαζόμουν εγώ μέχρι τότε. «Το είχα φ οβηθεί», είπε, «όταν άκουσα για τον άγνωστο κύ ριο που πέρασε από το σπίτι πριν από την επιστροφή μας, ο οποίος αρνήθηκε να αφήσει το όνομά του». «Και ποιος νομίζεις ότι ήταν αυτός ο ά νθρω πος;» ρώτησα. «Κάποιος που έχει σοβαρές οικονομικές α παιτήσεις από τον σερ Πέρσιβαλ», απάντησε· «και ο οποίος είναι η αιτία της ση μερινής επίσκεψης του κυρίου Μ έριμαν». «Ξ έρεις τίποτε για τις απαιτήσεις α υ τές;» «Ό χι! Δεν γνωρίζω τίποτε συγκεκριμένο». «Δεν θα υπογράψεις τίποτε, Λώρα, χωρίς να το κοιτάξεις πρώ τα. Πρόσεχε!»
296
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Φυσικά και όχι, Μάριαν. Οτιδήποτε μπορώ να κάνω ακίνδυ να και έντιμα για να τον βοηθήσω, δα το κάνω - προκειμένου να κάνω τη ζωή σου και τη ζωή μου, καλή μου, όσο το δυνατόν πιο άνετη και ευτυχισμένη. Αλλά δεν δα κάνω τίποτε εξαιτίας του οποίου ίσως να έχουμε κάποια μέρα λόγους να ντρεπόμα στε. Ας μην πούμε τίποτε περισσότερο τώρα. Φοράς το καπέ λο σου. Τι δα έλεγες να βγούμε μια βόλτα στο κτήμα;» Βγαίνοντας από το σπίτι, κατευδυνδήκαμε προς το πλησιέστερο σκιερό μέρος. Καδώς περνούσαμε από έναν ανοιχτό χώρο ανάμεσα στα δέ ντρα μπροστά από το σπίτι, είδαμε τον κόμη Φόσκο, να βη ματίζει αργά πέρ α δώδε στο γκαζόν, απολαμβάνοντας τον ήλιο στο ζεστό απομεσήμερο του Ιουνίου. Φορούσε ένα πλατύ ψά θινο καπέλο με μια βιολετί κορδέλα τυλιγμένη γύρω του. Μ ια μπλε μπλούζα με πλούσια λευκά κεντήματα στο στήθος κά λυπτε το τεράστιο σώμα του, και ήταν μαζεμένη στο σημείο που βρισκόταν κάποτε η μέση του με μια φ αρδιά σε χρώμα βυσσινί δερμάτινη ζώνη. Βαμβακερό παντελόνι, με κεντήμα τα πάνω από τους αστραγάλους και βυσσινιές δερμάτινες π α ντόφλες στόλιζαν τα κάτω άκρα του. Τραγουδούσε το διάση μο τραγούδι του Φίγκαρο από τον Κουρέα της Σεβίλης, με εκεί νη την κοφτή άρθρωση που μόνο από έναν ιταλικό λαιμό μπο ρεί να βγει, συνοδεύοντας το τραγούδι του με το ακορντεόν, το οποίο έπαιζε με εκστατικές ανατάσεις των μπράτσων του και χαριτωμένες κινήσεις της κεφαλής του, σαν μια χοντρή αγία Σεσίλια ντυμένη με αντρικά ρούχα. Figaro qua! Figaro la! Figaro su! F igaro giu! τραγουδούσε ο κόμης, τείνοντας με χαριτω μένο τρόπο το ακορντεόν προς το μέρος μας και κάνοντάς μας μια υπόκλιση, με τη χάρη του ίδιου του Φίγκαρο στην ηλικία των είκοσι ετών. «Πίστεψέ με, Λώρα, ο άνθρωπος αυτός κάτι ξέρει για τα προ βλήματα του σερ Πέρσιβαλ», είπα, καθώς ανταποδίδαμε τον χαιρετισμό του κόμη από ασφαλή απόσταση.
29 7
WI LKI E COL L I NS
«Τι σε κάνει να το πισ τεύ εις;» με ρώτησε. «Πώς αλλιώς 9α ήξερε ότι ο κύριος Μέριμαν είναι ο δικηγό ρος του σερ Π έρσιβαλ;» απάντησα. «Εξάλλου, όταν σε ακο λούθησα και έβγαινα από την τραπεζαρία, μου είπε, χωρίς την παραμικρή ερώτηση εκ μέρους μου. ότι “κάτι” είχε συμβεί. Σί γουρα ξέρει περισσότερα α π ’ όσα εμείς». «Μην του κάνεις ερωτήσεις, αν είναι έτσι. Μην τον εμπιστεύεσαι!» «Φ αίνεται να τον αντιπαθείς, Λώρα, με έναν πολύ ξεκάθα ρο τρόπο. Τι έχει πει ή τι έχει κάνει που να δικαιολογεί την αντιπάθεια σου;» «Τίποτε, Μάριαν. Αντιθέτως, ήταν όλος ευγένεια κατά τη διάρ κεια του ταξιδιού της επιστροφής μας στην Αγγλία, και αρκε τές φορές συγκράτησε νευρικά ξεσπάσματα του σερ Πέρσιβαλ, δείχνοντας πραγματικά ενδιαφέρον για μένα. Ίσω ς τον αντιπα θώ επειδή έχει πολύ περισσότερη επιρροή πάνω στον άντρα μου α π ’ όση έχω εγώ· ίσως, πάλι, να πληγώνει τον εγωισμό μου επειδή του είμαι υποχρεωμένη για τις παρεμβάσεις του. Το μό νο που ξέρω είναι ότι τον αντιπαθώ». Η υπόλοιπη μέρα και το βράδυ πέρασαν αρκετά ήρεμα. Ο κό μης κι εγώ παίξαμε σκάκι. Στα πρώτα δύο παιχνίδια με άφησε ευγενικά να τον κερδίσω- και μετά, όταν είδε ότι είχα καταλά βει τι έκανε, μου ζήτησε συγνώμη· και στο τρίτο παιχνίδι μου έκανε ματ σε δέκα λεπτά. Ο σερ Πέρσιβαλ δεν αναφέρθηκε ού τε μία φορά στη διάρκεια της βραδιάς στην επίσκεψη του δι κηγόρου. Αλλά ή αυτό το γεγονός, ή κάτι άλλο, είχε επιφέρει στο χαρακτήρα του μία περίεργη αλλαγή προς το καλύτερο. Ή ταν τόσο ευγενικός και ευχάριστος προς όλους μας όσο ήταν και τις μέρες της διαμονής του στο Λίμεριτζ* και ήταν τόσο εντυπω σιακά προσεκτικός και ευγενικός απέναντι στη γυναίκα του, ώστε ακόμη και η ψυχρή μαντάμ Φόσκο έφτασε να τον κοιτάζει με ει λικρινή έκπληξη. Τι σημαίνει αυτό; Νομίζω ότι μπορώ να μα ντέψω· φοβάμαι ότι και η Λώρα μπορεί να μαντέψει* και είμαι σίγουρη ότι ο κόμης Φόσκο ξέρει! Έ π ιασ α τον σερ Πέρσιβαλ
298
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
να τον κοιτάξει, σαν να περίμενε την επιδοκιμασία του περισ σότερες από μία φορές στη διάρκεια της βραδιάς.
17
Ιουνίου
Μ ια μέρα γεγονότων. Ελπίζω με όλη μου την καρδιά πω ς δεν δα χρειαστεί να προσδέσω ότι ήταν και μια μέρα καταστροφών. Ο σερ Πέρσιβαλ δεν έκανε καμία νύξη στο πρόγευμα, όπως άλλωστε και την προηγούμενη βραδιά, για το δέμα της μυ στηριώδους ρύδμισης -ό π ω ς την αποκάλεσε ο δικηγόρος- που αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας. Μ ια ώρα αργότερα, όμως, μπήκε ξαφνικά στο πρωινό σαλόνι, όπου η σύζυγός του κι εγώ, έτοιμες, με τα καπέλα μας, περιμέναμε τη μαντάμ Φόσκο· και ρώτησε για τον κόμη. «Τον περιμένουμε να έλδει», είπα. «Το γεγονός είναι», συνέχισε ο σερ Πέρσιβαλ, βηματίζοντας νευρικά μέσα στο δωμάτιο, «ότι δέλω τον Φόσκο και τη γυ ναίκα του στη βιβλιοδήκη για μία απλή επαγγελματική, τυ π ι κή διαδικασία· και δέλω να έλδεις κι εσύ για ένα λεπτό, Δώ ρα». Σταμάτησε, και φάνηκε να προσέχει, για πρώτη φορά, ότι φορούσαμε ρούχα περιπάτου. «Μ όλις γυρίσατε;» ρώτη σε* «ή ετοιμαζόσαστε να βγείτε;» «Σκεφτόμαστε να πάμε στη λίμνη σήμερα το πρω ί», είπε η Δώρα. «Α λλά αν έχεις να προτείνεις κάτι άλλο...» «Ό χι, όχι», απάντησε βιαστικά. «Η δουλειά μου μπορεί να περιμένει. Μ πορούμε να ασχοληδούμε με αυτό το δέμα και μετά το γεύμα, όχι μόνο μετά το πρόγευμα. Ό λοι για τη λίμνη, ε; Καλή ιδέα. Ας περάσουμε ένα ήσυχο πρωινό. Θα έρδω κι εγώ μαζί!» Δεν ξεγελούσε ο τρόπος του, έστω κι αν ήταν χαρακτηριστι κή η προδυμία την οποία εξέφραζαν τα λόγια του να υποτά ξει τα σχέδια και τους προγραμματισμούς του στις διαδέσεις
299
WI LKI E COL L I NS
των άλλων. Τον ανακούφιζε προφανώς το γεγονός ότι έβρισκε μια δικαιολογία για να καθυστερήσει την επαγγελματική τυ πική διαδικασία στη βιβλιοθήκη, στην οποία είχε αναφερθεί πριν. Η καρδιά μου σφιγγόταν καθώς έβγαζα το αναπόφευκτο συμπέρασμα. Ο κόμης και η γυναίκα του εμφανίστηκαν εκείνη τη στιγμή. Η κυρία είχε στα χέρια της την κεντημένη καπνοσακούλα και το πακετάκι με τα χαρτιά για την κατασκευή των αιώνιων σι γαρέτων. Ο κόμης, φορώντας, όπως συνήθως, την μπλούζα και το ψάθινο καπέλο, κουβαλούσε τη μικρή παγόδα-κλουβί, με τα αγαπημένα του άσπρα ποντικάκια μέσα· τους χαμογέλασε, και μετά χαμογέλασε σ ’ εμάς με μια φιλική διάθεση στην οποία σου ήταν αδύνατον να αντισταθείς. «Μ ε την ευγενική σας άδεια», είπε ο κόμης, « θ α πάρω τη μικρή οικογένειά μου, τα μικρά, άκακα, χαριτωμένα ποντικά κια μου, να ξεσκάσουν μαζί μας. Υπάρχουν σκυλιά στο σπίτι· είναι δυνατόν να αφήσω τα δύστυχα λευκά παιδιά στο έλεος των σκυλιών; Ποτέ! Μουρμούρισε πατρικά λόγια στα μικρά λευ κά ποντικάκια ανάμεσα από τα κάγκελα της παγόδας και ξε κινήσαμε όλοι από το σπίτι για τη λίμνη. Στο δασύλλιο, ο σερ Πέρσιβαλ απομακρύνθηκε από κοντά μας. Φαίνεται ότι είναι στοιχείο του ανήσυχου χαρακτήρα του να απομακρύνεται πά ντα από την πα ρέα του σε τέτοιες περι πτώσεις και να ασχολείται, όταν είναι μόνος, με το να κόβει νέα μπαστούνια για προσωπική του χρήση. Το κόψιμο και το κα θάρισμα φαίνεται να τον ευχαριστεί. Έχει γεμίσει το σπίτι με μπαστούνια που έχει φτιάξει ο ίδιος, από τα οποία κανένα δεν χρησιμοποιεί για δεύτερη φορά. Από τη στιγμή που τα χρησι μοποιεί μια φορά, το ενδιαφέρον του γΓ αυτά εξαντλείται και το μόνο που σκέφτεται είναι να φτιάξει άλλα. Ό ταν φτάσαμε στο παλιό υπόστεγο, ξανάρθε κοντά μας. Θα καταγράψω τη συζήτηση που ακολούθησε όταν καθίσαμε όλοι στις θέσεις μας, ακριβώς όπως διαμείφθηκε. Είναι μία σημαντική
300
_____________________ Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α συζήτηση, σ ’ ό,τι με αφορά, γιατί συνέβαλε σοβαρά στο να κλο νιστεί η επιρροή την οποία ασκούσε ο κόμης Φόσκο στις σκέ ψεις καί τα συναισδήματά μου, και να μπορέσω να του αντισταδώ αποφασιστικά στο μέλλον. Το υπόστεγο ήταν αρκετά μεγάλο για να μας χωράει όλουςαλλά ο σερ Πέρσιβαλ παρέμεινε έξω, καδαρίζοντας με το σου γιά του το νέο μπαστούνι μου. Οι τρεις γυναίκες βολευτήκαμε με άνεση στο μεγάλο κάδισμα. Η Δώρα αφοσιώδηκε στο εργό χειρό της και η μαντάμ Φόσκο άρχισε να τυλίγει τα τσιγάρα της. Εγώ, ως συνήδως, δεν είχα τι να κάνω. Τα χέρια μου ήταν π ά ντα -κ α ι δα είναι π ά ν τα - αδέξια, σαν αντρικά. Ο κόμης πήρε αστειευόμενος ένα σκαμνί πολύ μικρότερο του. και ισορρόπη σε πάνω του με την πλάτη του ακουμπισμένη στον τοίχο του υπόστεγου, που έτριζε κάτω από το βάρος του. Απόδεσε το κλου βί στην αγκαλιά του, και άφησε τα ποντίκια να βγουν και να συρδούν πάνω του, όπως έκανε συνήδως. Είναι όμορφα, αδώα πλασματάκια· αλλά η δέα τους, να σέρνονται πάνω στο σώμα ενός άντρα, δεν μου είναι, για κάποιο λόγο, ευχάριστη· μου προκαλεί μια παράξενη ανατριχίλα και ζωντανεύει φρικτές εικόνες - ανδρώπους που πεδαίνουν στη φυλακή, με τα τρωκτικά να τριγυρίζουν πάνω τους ανενόχλητα. Το πρωινό ήταν ανεμόδαρτο και συννεφιασμένο- και οι γρή γορες εναλλαγές σκιάς και φωτός πάνω στη λίμνη έκαναν τη δέα να μοιάζει διπλά άγρια· αλλόκοτη και καταδλιπτική. «Υπάρχουν άνδρωποι που αποκαλούν αυτό το μέρος γραφι κό», είπε ο σερ Πέρσιβαλ, δείχνοντας προς την πλευρά της λί μνης με το μισοτελειωμένο μπαστούνι του. «Εγώ το αποκαλώ κηλίδα στην ιδιοκτησία ενός τζέντλεμαν. Την εποχή του προ πά ππ ου μου, η λίμνη έφτανε μέχρι εδώ. Δείτε την τώρα! Δεν έχει ούτε ένα μέτρο βάδος σε κανένα σημείο· και είναι παντού λάσπες. Μ ακάρι να είχα τα χρήματα να την αποξηράνω και να τη φυτέψω ολόκληρη. Ο βοηδός αστυνόμος της περιοχής λέει πως είναι σίγουρος ότι η λίμνη έχει μια κατάρα πάνω της. όπως
301
WI LKI E COL L I NS
η Νεκρά Θάλασσα. Τι λες κι εσύ, Φόσκο; Δεν μοιάζει με ιδα νικό μέρος για φ όνο;» «Καλέ μου Πέρσιβαλ!» διαμαρτυρήδηκε ο κόμης. «Πού πή γε η στέρεη αγγλική λογική σου; Τα νερά παραείναι ρηχά για να κρύψουν το πτώμα· και υπάρχει παντού άμμος, και δα μείνουν ίχνη από τις πατημασιές του δολοφόνου. Γενικά, είναι το χει ρότερο μέρος για φόνο που έχω δει». «Υπερβολές!» είπε ο σερ Πέρσιβαλ, κουνώντας εκνευρισμένος το μπαστούνι του. «Ξ έρεις καλά τι εννοώ. Το ζοφερό τοπίο· η ερημική τοποθεσία. Αν δέλεις να με καταλάβεις, μπορείς· αν δεν δέλεις, δεν είμαι διατεθειμένος να μπω στον κόπο να σου εξηγήσω τι ακριβώς εννοώ». «Και γιατί όχι», ρώτησε ο κόμης, «όταν αυτό που εννοείς μπο ρεί να εξηγηθεί με δύο λέξεις; Αν ένας βλάκας σκόπευε να διαπράξει έγκλημα, η λίμνη σου είναι το πρώτο μέρος που θα διά λεγε. Αν ένας σώφρων σκόπευε να εγκληματήσει, η λίμνη σου είναι το τελευταίο μέρος που θα διάλεγε. Αυτό εννοείς; Αν ναι. να η εξήγησή σου! Πανέτοιμη. Σου την προσφέρω, Πέρσιβαλ, με τις ευλογίες του καλού σου Φόσκο». Η Λώρα κοίταξε τον κόμη, με την αντιπάθειά της γι’ αυτόν να διαγράφεται καθαρά στο πρόσωπό της. Ή ταν πολύ απ α σχολημένος με τα ποντίκια του. και δεν την πρόσεξε. «Μ ε στενοχωρεί να ακούω να συνδυάζεται η λίμνη με κάτι τό σο φρικτό όσο η ιδέα του φόνου», είπε. «Κι αν ο κόμης Φόσκο πρέπει να διαχωρίσει τους δολοφόνους σε κατηγορίες, νομίζω ότι υπήρξε πολύ άτυχος στην επιλογή των εκφράσεών του. Το ότι περιγράφονται μόνο ως βλάκες μοιάζει σαν να τους πα ρέ χεται μία άφεση αμαρτιών την οποία δεν δικαιούνται· α π ’ την άλλη, το να περιγράφονται ως σώφρονες μου φαίνεται καθαρή αντίφαση. Πάντα άκουγα ότι οι ειλικρινά σώφρονες άνθρωποι είναι ειλικρινά καλοί άνθρωποι, και αντιμετωπίζουν με τρόμο το έγκλημα». «Α γαπητή μου κυρία», είπε ο κόμης, «αυτά είναι θαυμάσια
3 02
___________
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
αισδήματα- τα έχω δει να διακηρύσσονται στις εισαγωγές πολ λών βιβλίων». Σήκωσε στην παλάμη του ένα από τα λευκά ποντικάκια και του μίλησε με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. «Μ ι κρό, χαριτωμένο, λευκό πα ιχνιδιάρικο ζωάκι μου», είπε, «να ένα μάδημα ηδικής για σένα. Έ να πραγματικά φρόνιμο Πο ντίκι είναι ένα πραγματικά καλό Ποντίκι. Α νάφερέ το, αν έχεις την καλοσύνη, στους συντρόφους σου, και μην ξαναμασουλήσετε τα κάγκελα του κλουβιού σας για όσο δα ζείτε». «Είναι εύκολο να γελοιοποιείτε τα πά ντα », είπε αποφασι στικά η Λώρα· «α λ λά δεν δα σας είναι εύκολο, κόμη Φόσκο. να μου δώσετε ένα παράδειγμα ενός σώφρονα ανδρώπου που έγινε μεγάλος εγκληματίας». Ο κόμης ανασήκωσε τους πελώριους ώμους του και χαμογέ λασε στη Λώρα με το φιλικότερο τρόπο. «Είναι αλήδεια!» είπε. «Το έγκλημα του βλάκα είναι ένα έγκλημα που αποκαλύπτεται· και το έγκλημα του σώφρονα εί ναι το έγκλημα που δεν αποκαλύπτεται. Αν μπορούσα να σας δώσω ένα παράδειγμα, δεν δα ήταν το παράδειγμα ενός σώ φρονα ανδρώπου. Αγαπητή λαίδη Γκλάιντ, η στέρεη αγγλική λογική σας αποδείχτηκε ακαταμάχητη για μένα. Αυτή τη φο ρά το ματ έγινε σε βάρος μου, μις Χάλκομπ». «Μ ην καταδέσεις τα όπλα, Λώρα», είπε σαρκαστικά ο σερ Πέρσιβαλ, που παρακολουδούσε τη συζήτηση από τη δέση του στην πόρτα. « Π ες του τώρα ότι τα εγκλήματα προκαλούν τη διαλεύκανσή τους. Να ένα άλλο δέμα με το οποίο αξίζει να καταπιαστείς, Φόσκο. Τα εγκλήματα προκαλούν τη διαλεύκανσή τους. Τι διαβολική απ άτη !» «Πιστεύω ότι είναι αλήδεια», είπε ήρεμα η Λώρα. Ο σερ Πέρσιβαλ ξέσπασε σε γέλια- τόσο βίαια, τόσο απωδητικά, που μας ξάφνιασε όλους - τον κόμη περισσότερο από κά δε άλλον. «Κι εγώ το πιστεύω», είπα, στηρίζοντας με σδένος την άπο ψη της Λώρα.
3 03
WI LKI E COL L I NS
Ο σερ Πέρσιβαλ. που είχε διασκεδάσει ανεξήγητα με την π α ρατήρηση της γυναίκας του, έδειχνε τώρα, εξίσου ανεξήγητα, ενοχλημένος από τη δική μου. Χτύπησε νευριασμένος το και νούργιο μπαστούνι του στην άμμο κι απομακρύνθηκε αμίλητος. «Δύστυχε Πέρσιβαλ!» αναφώνησε ο κόμης Φόσκο, κοιτάζσντάς τον επιδεικτικά. «Είναι δύμα της αγγλικής ευθιξίας. Μ α, αγα πητή μου μις Χάλκομπ, αγαπητή μου λαίδη Γκλάιντ, ειλικρινά πιστεύετε ότι τα εγκλήματα προκαλούν τη διαλεύκανσή τους; Κι εσύ, άγγελέ μου», συνέχισε, απευθυνόμενος στη γυναίκα του, που δεν είχε προφέρει λέξη μέχρι εκείνη τη στιγμή· «το ίδιο νομίζεις κι εσ ύ ;» «Περιμένω να ενημερωθώ περισσότερο», απάντησε η κόμησσα, με παγερά αποδοκιμαστικό ύφος που αναφερόταν στη Δώρα και σε μένα, «πρ ιν τολμήσω να εκφράσω τη γνώμη μου π α ρουσία τόσο καλά ενημερωμένων αντρών». «Α λήθεια;» είπα. «Θ υμάμαι μια εποχή, κόμησσα, που υπο στηρίζατε τα δικαιώματα των γυναικών - η ελευθερία της γυ ναικείας άποψης είναι ένα α π ’ αυτά». «Π οια είναι η άποψή σου για το θέμα, κόμη;» ρώτησε η μα ντάμ Φόσκο, συνεχίζοντας ήρεμα το στρίψιμο των σιγαρέτων και μη δίνοντας την παραμικρή σημασία στην παρέμβασή μου. Ο κόμης χάιδεψε σκεφτικός ένα από τα λευκά ποντικάκια του με το παχουλό δάχτυλό του πριν απαντήσει. «Είναι πραγματικά εντυπωσιακό», είπε, «πόσο εύκολα μπο ρεί να αυτοπαρηγορηθεί η κοινωνία για τις σοβαρότερες αδυ ναμίες της με μία υποκριτική ανοησία. Ο μηχανισμός που έχει εγκαταστήσει για τη διαλεύκανση του εγκλήματος είναι αξιο θρήνητα αναποτελεσματικός - κι όμως εφευρίσκει ένα ηθικό επίγραμμα, που λέει ότι λειτουργεί καλά, και κρύβει α π ’ όλους τα λάθη του. Τα εγκλήματα προκαλούν τη δική τους διαλεύ κανση, έτσι; Και ο φόνος θα αποτραπεί - άλλο ηθικό επί γραμμα- σωστά; Ρωτήστε τους ανακριτές που διεξάγουν τις ανα κρίσεις στις μεγάλες πόλεις αν είναι αλήθεια, λαίδη Γκλάιντ.
3 04
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Ρωτήστε γραμματείς ασφαλιστικών εταιριών, αν είναι αλήθεια, μις Χάλκομπ. Διαβάστε τα δημόσια μέσα ενημέρωσης. Στις ελά χιστες υποδέσεις που φτάνουν στις εφημερίδες, δεν υπάρχουν παραδείγματα πτωμάτων που βρέδηκαν. χωρίς ποτέ να αποκαλυφδούν οι δολοφόνοι; Επιχειρήστε να συγκρίνετε τις υπο δέσεις που δημοσιοποιούνται με τις υποδέσεις που δεν δημο σιοποιούνται, και τα πτώματα που βρίσκονται με τα πτώματα που δεν βρίσκονται. Σε ποιο συμπέρασμα καταλήγετε; Σ ’ αυ τό: Υπάρχουν ανόητοι εγκληματίες που αποκαλύπτονται και σώφρονες εγκληματίες που διαφεύγουν. Η απόκρυψη ενός εγκλήματος ή η διαλεύκανση ενός εγκλήματος τι είναι; Μία ανα μέτρηση ικανοτήτων ανάμεσα στην αστυνομία, από τη μία πλευ ρά, και το άτομο από την άλλη..Όταν ο εγκληματίας είναι ένας κτηνώδης, αδαής ανόητος, η αστυνομία στις εννιά από τις δέ κα περιπτώσεις κερδίζει. Ό τα ν ο εγκληματίας είναι ένας απο φασιστικός, μορφωμένος, εξαιρετικά ευφυής άντρας, η αστυ νομία στις εννιά από τις δέκα περιπτώσεις χάνει. Ό τα ν η αστυ νομία κερδίζει, κατά κανόνα το μαθαίνετε. Ό ταν η αστυνομία χάνει, κατά κανόνα δεν μαδαίνετε τίποτε. Και σ’ αυτό το αστα θές θεμέλιο οικοδομείτε το βολικό ηθικό σας αξίωμα ότι το έγκλη μα προκαλεί τη διαλεύκανση του! Ναι - τα εγκλήματα που γνω ρίζετε· και τα υπόλοιπα;» «Διαβολικά αληδές και πολύ σωστά διατυπωμένο», ακούστηκε μια φωνή από την είσοδο του υπόστεγου. Ο σερ Πέρσιβαλ εί χε επανακτήσει την ηρεμία του και είχε επιστρέφει ενόσω εμείς ακούγαμε τον κόμη. «Ίσω ς εν μέρει να είναι αλήθεια», είπα· «και ίσως το επ ι χείρημα να διατυπώθηκε ορθά. Α λλά δεν καταλαβαίνω γιατί ο κόμης Φόσκο θα πρέπει να πανηγυρίζει τη νίκη του εγκλη ματία επί της κοινωνίας με τέτοια αγαλλίαση, ή γιατί εσείς, σερ Πέρσιβαλ, θα πρέπει να τον επικροτείτε τόσο ενθουσιωδώς γ ι’ αυτό που κάνει». «Το άκουσες αυτό, Φόσκο;» ρώτησε ο σερ Πέρσιβαλ. «Δέξου
30 5
WI LKI E COL L I NS
τη συμβουλή μου και κοίτα να αποκαταστήσεις τις σχέσεις σου με το ακροατήριό σου. Πες τους ότι η αρετή είναι σπουδαίο πράγ μα - δα τους αρέσει, σ’ το υπόσχομαι». Ο κόμης γέλασε - μέσα του, σιωπηλά· και δύο από τα λευ κά ποντίκια στο γιλέκο του, τρομαγμένα από τις εσωτερικές αναταράξεις που συντελούνταν στο στέρνο του κυρίου τους, το έβαλαν τρομαγμένα στα πόδια και χώθηκαν και πάλι στο κλουβί τους. «Ο ι κυρίες, καλέ μου Πέρσιβαλ, δα μου μιλήσουν για αρε τή», είπε. «Είναι καλύτερα ενημερωμένες από μένα· γιατί ξέ ρουν τι είναι αρετή, ενώ εγώ όχι». «Τον ακούτε;» είπε ο σερ Πέρσιβαλ. «Δεν είναι φοβερό;» «Είναι αλήθεια», είπε ο κόμης ήρεμα. «Είμαι πολίτης του κόσμου κι έχω γνωρίσει στη ζωή μου τόσα πολλά και διαφο ρετικά είδη αρετής, ώστε δεν είμαι σε δέση, στην ηλικία μου, να πω ποιο είναι το αληθινό είδος και ποιο το επίπλαστο. Εδώ, στην Αγγλία, υπάρχει μία ηδική. Κι εκεί, στην Κίνα, υπάρχει μια άλλη ηδική. Και ο Άγγλος Τζων λέει: «Η δική μου ηδική είναι η σωστή ηθική». Και ο Κινέζος Τζων λέει: «Η δική μου ηδική είναι η σωστή ηδική». Κι εγώ συμφωνώ με τον έναν ή διαφωνώ με τον άλλον, και τα έχω εξίσου χαμένα στην περί πτωση του Τζων με τις μπότες, όπως και την περίπτωση του Τζων με την αλογοουρά. Α, γλυκό, μικρό ποντικάκι μου- έλα, φίλησέ με. Ποια είναι η δική σου άποψη για τον ενάρετο άνδρωπο, ομορφούλι μου; Ο άνθρω πος που φροντίζει να είσαι ζεστά και σου δίνει και τρως; Πολύ σωστή αντίληψη, γιατί εί ναι και καταληπτή». «Μ ια στιγμή, κόμη», τον διέκοψα. «Αποδεχόμενη το διαφωτιστικό σχήμα σας, είναι βέβαιο ότι έχουμε μία αναμφισβή τητη ηδική στην Αγγλία, η οποία λείπει από την Κίνα. Οι κι νεζικές αρχές σκοτώνουν χιλιάδες αθώους, με τα πιο ασήμα ντα προσχήματα. Εμείς, στην Αγγλία, είμαστε απαλλαγμένοι από ενοχές τέτοιου είδους - δεν διαπράττουμε τόσο φρικτά
3 06
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
εγκλήματα· και αποστρεφόμαστε τις άσκοπες αιματοχυσίες με όλη μας την καρδιά». «Π ολύ σωστά, Μ άριαν», είπε η Δώρα. «Σωστή η σκέψη, και σωστά διατυπωμένη». «Επιτρέψ τε, παρακαλώ, στον κόμη να συνεχίσει», είπε η μα ντάμ Φόσκο, με ψυχρή ευγένεια. « Θ α διαπιστώσετε, νεαρές κυρίες μου, ότι δεν μιλάει ποτέ χωρίς να έχει έξοχους λόγους για όλα όσα λέει». « Σ ’ ευχαριστώ, άγγελέ μου», απάντησε ο κόμης. «Θ έλεις ένα γλυκό;» Έβγαλε από την τσέπη του ένα όμορφο μικρό κουτί και το απόδεσε ανοιχτό στο τραπέζι. «Chocolat a la vanille!» αναφώνησε ο αδιαπέραστος άντρας, αναταράσσοντας ευδιάδετα το περιεχόμενο του κουτιού και μοιράζοντας υποκλίσεις γύρω του. «Π ροσφορά του Φόσκο, ως έκφραση τιμής στη γοη τευτική συντροφιά». «Συνέχισε, σε παρακαλώ , κόμη», είπε η γυναίκα του, κάνο ντας μία δηκτική αναφορά σε μένα. «Κάνε μου τη χάρη να απα ντήσεις στη μις Χάλκομπ». «Δεν υπάρχει απάντηση στη μις Χάλκομπ», απάντησε ο ευγενής Ιταλός - «δηλαδή, σ’ αυτό που είπε. Ναι! Συμφωνώ μα ζί της. Ο Αγγλος Τζων αποστρέφεται τα εγκλήματα του Κινέ ζου Τζων. Είναι ο ταχύτερος στην ανακάλυψη των λαδών των γειτόνων του και ο βραδύτερος στην ανακάλυψη των δικών του λαδών άνδρωπος που υπάρχει στον κόσμο. Είναι, όμως, τόσο κα λύτερος στον τρόπο δράσης του α π ’ όσο είναι οι άνδρωποι τους οποίους καταδικάζει για το δικό τους; Η αγγλική κοινωνία, μις Χάλκομπ, είναι τόσο συχνά συνένοχος, όσο συχνά είναι εχδρός του εγκλήματος. Ναι! Ναι! Το έγκλημα είναι και σ’ αυτή τη χώ ρα ό,τι είναι σε όλες τις άλλες χώρες - ένας καλός φίλος για τον άνδρωπο και όσους τον περιβάλουν εξίσου συχνά είναι και εχδρός. Έ νας απατεώνας προνοεί για τη γυναίκα του και την οικογένειά του - όσο χειρότερος είναι, τόσο περισσότερο τους καδιστά αντικείμενο της συμπάδειάς σας. Συχνά προνοεί και για
307
WI LKI E COL L I NS
τον εαυτό του - ένας ασυγκράτητα σπάταλος άνθρωπος, που δανείζεται συνεχώς χρήματα, 9α αποσπάσει από τους φίλους του περισσότερα α π ’ ό,τι ένας έντιμος άνθρωπος που θα δανειστεί α π ’ αυτούς μόνο μία φορά, υπό την πίεση της αδήριτης ανά γκης. Στη μία περίπτωση, οι φίλοι δεν θα εκπλαγούν καθόλου, και θα δώσουν. Στην άλλη περίπτωση, θα εκπλαγούν πά ρ α πο λύ, και θα διστάσουν. Είναι η φυλακή στην οποία ζει ο κύριος Παλιάνθρωπος στο τέλος της καριέρας του περισσότερο δυσά ρεστο μέρος από το πτωχοκομείο όπου ζει ο κύριος Έντιμος στο τέλος της δικής του καριέρας; Ό ταν οι φιλάνθρωποι θέλουν να ανακουφίσουν τη δυστυχία, πηγαίνουν και τη βρίσκουν στις φυ λακές όπου δυστυχεί το έγκλημα - όχι στις καλύβες και τα φτω χόσπιτα, όπου δυστυχεί η αρετή. Ποιος είναι ο Αγγλος ποιη τής που έχει κερδίσει την ευρύτερη συμπάθεια και ποιος απο τελεί το πιο εύκολο θέμα για συγκινησιακά κείμενα και συγκι νησιακούς πίνακες; Ο καλός εκείνος νεαρός που ξεκίνησε τη ζωή του με μια πλαστογραφία και την τελείωσε με μια αυτοκτονία - ο αγαπημένος, ρομαντικός, ενδιαφέρων Τσάτερτον. Ποια νο μίζετε ότι τα φέρνει βόλτα καλύτερα από δύο φτωχές πεινασμένες μοδίστρες; Εκείνη που αντιστέκεται στον πειρασμό και είναι έντιμη, ή εκείνη που υποκύπτει στον πειρασμό και κλέ βει; Ό λ ες ξέρετε ότι η κλοπή είναι ο τρόπος πλουτισμού αυτής της δεύτερης γυναίκας -τη ν κάνει γνωστή σ ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της ευχάριστης, φιλάνθρωπης Α γγλίας- και γλιτώνει παραβιάζοντας μια εντολή, ενώ θα μπορούσε να αφ εθεί να πεθάνει της πείνας, εφαρμόζοντάς τη. Έ λα εδώ, μικρό μου ποντικάκι. Έι! Ιδού! Σε μεταμορφώνω, προς το παρόν, σε μια αξιοσέβαστη κυρία. Στάσου εκεί, στην παλάμη του μεγάλου χεριού μου και άκουσέ με καλά. Παντρεύεσαι τον φτωχό άντρα που αγα πά ς, Ποντικίνα· και οι μισοί φίλοι σου σε λυπούνται και οι άλ λοι μισοί σε κατηγορούν. Και, τώρα, τελείως αντίθετα, πουλιέ σαι για το χρυσάφι σ ’ έναν άντρα που σου είναι αδιάφορος· και όλοι οι φίλοι σου χαίρονται για λογαριασμό σου· κι ένας ιερέας
3 08
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
μιας πολύ διαδεδομένης δρησκείας ευλογεί τη δουλοπρεπή φρί κη της πιο ποταπής ανδρώπινης δοσοληψίας· και χαμογελά και χασκογέλάει αργότερα στο τραπέζι σου, αν είσαι αρκετά ευγενής ώστε να τον καλέσεις στο πρόγευμα. Έι! Ιδού! Ξαναγίνε πο ντίκι και τσίριξε. Αν συνεχίσεις να είσαι κυρία για πολύ ακό μη, δα σε έχω να μου λες ότι η κοινωνία αποστρέφεται το έγκλη μα - και τότε, Ποντικίνα, δα αμφιβάλω αν τα μάτια σου και τα αυτιά σου είναι πραγματικά χρήσιμα σε σένα. Α! Είμαι κακός άνδρωπος, λαίδη Γκλάιντ. Δεν είμαι; Λέω αυτά που άλλοι άνδρωποι απλώς σκέφτονται· κι όταν όλος ο υπόλοιπος κόσμος συνωμοτεί για να αποδεχδεί τη μάσκα ως πραγματικό πρόσω πο, το δικό μου χέρι είναι εκείνο που σκίζει το παχουλό προ σωπείο και δείχνει τα γυμνά κόκαλα από κάτω. Θα σηκωδώ στα μεγάλα ελεφαντίσια πόδια μου, πριν μειώσω κι άλλο τον εαυ τό μου στην εκτίμηση σας· δα σηκωδώ και δα κάνω έναν μικρό περίπατο μόνος μου, για να πάρω λίγο αέρα. Αγαπητές κυρίες, όπως είπε ο περίφημος Σέρινταν, φεύγω, αφήνω όμως πίσω την ιδιαιτερότητά μου». Σηκώδηκε· άφησε το κλουβί στο τραπ έζι- και στάδηκε, για μια στιγμή, να μετρήσει τα ποντίκια που ήταν μέσα. «Έ να, δύο, τρία, τέσσερα - Χα!» αναφώνησε με ένα ύφος τρόμου· «πού στο καλό είναι το πέμ πτο - τ ο μικρότερο, το λευκότερο, το γλυ κύτερο α π ’ όλα -, ο Βενιαμίν των ποντικιών!» Ούτε η Λώρα, ούτε εγώ είχαμε διάδεση για αστεία. Ο ευφραδής κυνισμός του κόμη είχε αποκαλύψει μία νέα πλευρά του χα ρακτήρα του, την οποία και οι δύο αποστρεφόμασταν. Αλλά ήταν αδύνατον να αντισταδούμε στην κωμική ανησυχία ενός τόσο μεγαλόσωμου άντρα για την απώλεια ενός τόσο μικρού ποντικιού. Γελάσαμε, άδελά μας· και όταν η μαντάμ Φόσκο σηκώδηκε, για να δώσει το παράδειγμα να αδειάσουμε το υ πό στεγο, έτσι ώστε ο άντρας της να ψάξει σε όλες τις γωνιές του, σηκωδήκαμε κι εμείς και την ακολουδήσαμε έξω. Πριν προλάβουμε να κάνουμε τρία βήματα, το γρήγορο μάτι
309
__
WI LKJ E C OL L I NS
__
του κόμη ανακάλυψε το χαμένο ποντίκι κάτω από το κάθισμα στο οποίο καθόμασταν. Έσπρωξε στην άκρη τον πάγκο· πήρε το ζωάκι στο χέρι του· και ξαφνικά σταμάτησε, γονατιστός, κοι τάζοντας επίμονα σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο στο δάπεδο, ακρι βώς μπροστά του. Ό τα ν ξανασηκώθηκε, το χέρι του έτρεμε τόσο, ώστε με δυ σκολία ξανάβαλε το ποντίκι στο κλουβί του. Το πρόσωπό του είχε γίνει κάτωχρο. «Π έρσιβαλ!» είπε ψιθυριστά. «Πέρσιβαλ! Έ λ α εδώ». Ο σερ Πέρσιβαλ δεν είχε ασχοληθεί καθόλου μαζί μας τα τε λευταία δέκα λεπτά. Ή ταν τελείως απορροφημένος στις σκέ ψεις του, και έγραφε αριθμούς στην άμμο και μετά τους έσβη νε με την άκρη του μπαστουνιού του. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε, μπαίνοντας αδιάφορα στο υπόστεγο. «Β λέπεις τίποτε εκεί;» είπε ο κόμης, πιάνοντάς τον νευρι κά από το γιακά με το ένα χέρι και δείχνοντας με το άλλο το σημείο κοντά στο οποίο είχε βρει το ποντίκι. «Β λέπω στεγνή άμμο», απάντησε ο σερ Πέρσιβαλ· «και μια βρώμα στη μέση». «Ό χι βρώμα», ψιθύρισε ο κόμης, πιάνοντάς ξαφνικά με το άλλο χέρι τον γιακά του σερ Πέρσιβαλ και τραβώ ντας τον τα ραγμένος. «Α ίμα!» Η Λώρα ήταν αρκετά κοντά και άκουσε την τελευταία λέξη, παρόλο που ο κόμης την ψιθύριζε σιγά. Στράφηκε προς το μέ ρος μου με ένα ύφος τρόμου. «Ανοησίες, αγαπητή μου», είπ α «Δεν χρειάζεται να τρομάζεις. Το αίμα ενός αδέσποτου σκύλου είναι». Ό λοι σάστισαν και όλων τα μάτια καρφώθηκαν ερωτηματι κά πάνω μου. «Π ώ ς το ξέρεις;» ρώτησε ο σερ Πέρσιβαλ, μιλώντας πρώτος. «Β ρήκα το σκύλο εδώ, να πεθαίνει, τη μέρα που επιστρέφ ατε όλοι από το εξωτερικό», απάντησα. «Το φτωχό ζώο είχε τρυπώσει στο κτήμα και το είχε πυροβολήσει ο φ ύλακάς σας».
310
________________________ Η Γ Υ Ν ΑΙ ΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α «Ποιανού ήταν ο σ κύλος;» ρώτησε ο σερ Πέρσιβαλ. «Μ ή πω ς δικός μ ου;» «Προσπάδησες να σώσεις το φτωχό πλάσμα;» ρώτησε με αγω νία η Δώρα. «Σίγουρα προσπάδησες να το σώσεις, Μ άριαν;» «Ν α ι», είπα. «Η οικονόμος κι εγώ κάναμε ό.τι μπορούσαμε· αλλά ο σκύλος ήταν δανάσιμα λαβωμένος και πέδανε μετά από λίγο στα χέρια μας». «Ποιανού ήταν ο σκύλος;» Επέμεινε σ ’ αυτό ο σερ Πέρσιβαλ, επαναλαμβάνοντας την ερώτησή του με εμφανή εκνευρι σμό. «Δικός μ ου;» «'Οχι! Ό χι δικός σας». «Ποιανού τότε; Ή ξερ ε η οικονόμος;» Η αναφορά της οικονόμου στην επιδυμία της κυρίας Κάδερικ να μη μάδει ο σερ Πέρσιβαλ την επίσκεψή της στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ ήρδε στο μυαλό μου τη στιγμή που ο σερ Πέρσιβαλ έκανε αυτή την τελευταία ερώτηση· και η σκέψη που προς στιγμή επικράτησε ήταν να επιδείξω την επιβαλλόμενη διακριτικότητα. Αλλά, πάνω στην αγωνία μου να καδησυχάσω τη γενική αναταραχή, είχα προχωρήσει απερίσκεπτα πολύ, για να μπορέσω να κάνω τώρα πίσω, χωρίς να διακινδυνεύσω να προκαλέσω υποψ ίες οι οποίες ίσως να χειροτέρευαν τα πράγματα. Δεν υπήρχε άλλη λύση π α ρ ά να απαντήσω αμέσως. «Ν α ι», είπα. «Η οικονόμος ήξερε. Μ ου είπε ότι ήταν ο σκύ λος της κυρίας Κάδερικ». Ο σερ Πέρσιβαλ είχε παραμείνει ως τώρα στο βάδος του υπό στεγου μαζί με τον κόμη Φόσκο, ενώ εγώ του μιλούσα από την πόρτα. Αλλά μόλις βγήκε από τα χείλη μου το όνομα της κυ ρίας Κάδερικ, παραμέρισε απότομα τον κόμη και ήρδε πρό σωπο με πρόσωπο με μένα, στο άπλετο φως της μέρας. «Π ώ ς ήξερε η οικονόμος ότι ήταν ο σκύλος της κυρίας Κάδερικ;» ρώτησε, καρφώνοντας τα μάτια του στα δικά μου με ένα ενδιαφέρον και μια επιμονή που με εξόργιζε, αλλά και με ξάφνιαζε.
3 1ι
WI LKI E COLLI NS
«Το ήξερε», είπα ήρεμα, «επειδή η κυρία Κάδερικ είχε φ έ ρει το σκύλο μαζί της». «Τον είχε φέρει μαζί της; Πού τον είχε φ έρ ει;» «Στο σπίτι». «Τι διάβολο ήδελε στο σπίτι η κυρία Κάδερικ;» Ο τρόπος με τον οποίο έδεσε την ερώτηση ήταν προσβλητι κότερος από τις λέξεις με τις οποίες την εξέφρασε. Σηματο δότησα την άποψή μου για την έλλειψη ευγένειας εκ μέρους του γυρίζοντάς του αμίλητη την πλάτη μου. Καδώς έκανα την κίνηση αυτή, το πειστικό χέρι του κόμη ακούμπησε στον ώμο του και η μελίρρυτη φωνή του ήχησε για να τον ηρεμήσει. «Α γαπητέ μου Πέρσιβαλ! Ή ρεμα! Ή ρ εμ α !» Ο σερ Πέρσιβαλ γύρισε προς το μέρος του αγριεμένος. Ο κόμης απλώς χαμογέλασε και επανέλαβε την κατευναστική προς αυτόν σύσταση. «Ή ρεμα, καλέ μου φίλε· ήρεμα!» Ο σερ Πέρσιβαλ δίστασε. Μ ε ακολούδησε μερικά βήματα, και, προς μεγάλη μου έκπληξη, μου ζήτησε συγγνώμη. « Σ α ς ζητώ συγγνώμη, μις Χάλκομπ», είπε. «Π αραφέρομαι τελευταία· φοβάμαι ότι εκνευρίζομαι εύκολα. Αλλά δα ’δελα να ξέρω τι μπορεί να ήδελε εδώ η κυρία Κάδερικ. Πότε ήρδε; Ή ταν η οικονόμος η μόνη που την είδε;» «Η μόνη», απάντησα, « α π ’ όσο ξέρω». Ο κόμης παρενέβη και πάλι. «Στην περίπτωση αυτή, γιατί δεν ρωτάς την οικονόμο;» εί πε. «Γιατί δεν πηγαίνεις, Πέρσιβαλ, κατευδείαν στην πηγή της πληροφ ορίας;» «Π ολύ σωστά!» είπε ο σερ Πέρσιβαλ. «Φυσικά! Η οικονό μος είναι η πρώτη που πρέπει να ρωτήσω. Απίστευτα βλακώ δες εκ μέρους μου που δεν το σκέφτηκα πιο νωρίς». Λέγοντας αυτές τις λέξεις μας άφησε αμέσως για να γυρίσει στο σπίτι. Το κίνητρο της παρέμβασης του κόμη, μια πράξη που με είχε
312
_Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α προβληματίσει αρχικά, αποκαλύφθηκε μόλις ο σερ Πέρσιβαλ γύ ρισε την πλάτη του. Είχε ένα πλήθος ερωτήσεων να μου κάνει για την κυρία Κάθερικ και την αιτία της επίσκεψης της στο Μπλάκγουοτερ Παρκ, τις οποίες δεν 9α μπορούσε να υποβάλει ενώπιον του φίλου του. Του απαντούσα όσο πιο ολιγόλογα επέτρεπε η ευγένεια - είχα ήδη αποφασίσει να περιορίσω στο ελάχιστο την ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στον κόμη Φόσκο και μένα. Η Δώρα, ωστόσο, τον βοήθησε χωρίς να το θέλει να αποσπάσει όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν, υποβάλλοντας ερωτήσεις η ίδια, γεγονός που δεν μου άφηνε άλλη επιλογή πα ρά να της απαντώ, ή να κινδυνεύω να εμφανιστώ ανεπιθύμητα ως ο θεματοφύλακας των μυστικών του σερ Πέρσιβαλ. Η κατάληξη ήταν ότι, μέσα σε δέκα λεπτά περίπου, ο κόμης γνώριζε όσα γνωρίζω κι εγώ για την κυρία Κάθερικ και για τα γεγονότα τα οποία μας έχουν συνδέσει τόσο παράξενα με την κόρη της. την Ανν, από τότε που ο Χάρτραϊτ συναντήθηκε μαζί της μέχρι σήμερα. Το αποτέλεσμα των πληροφοριών αυτών ήταν, από μια άπο ψη, αρκετά περίεργο. Μ πορεί να συνδέεται στενά με τον σερ Πέρσιβαλ και να γνω ρίζει καλά τις προσωπικές υποθέσεις του, αλλά σίγουρα δεν γνωρίζει τίποτε περισσότερο από μένα για την αληθινή ιστορία της Ανν Κάθερικ. Το άλυτο μυστήριο σχετικά με αυτή τη δυ στυχισμένη γυναίκα φαντάζει τώρα στα μάτια μου διπλά ύπο πτο, από την απόλυτη βεβαιότητα που με κατέχει για το ότι ο σερ Πέρσιβαλ έχει αποκρύψει το νήμα που οδηγεί στη λύση του προβλήματος ακόμη και από τον στενότερο φίλο του. Ή ταν αδύ νατον να μου διαφύγει η τρελή περιέργεια του ύφους και της συμπεριφοράς του κόμη καθώς ρουφούσε άπληστα κάθε λέξη που ξέφευγε από τα χείλη μου. Υπάρχουν πολλά είδη περιέρ γειας. το ξέρω· αλλά δεν υπάρχει περίπτωση παρερμηνείας της περιέργειας της καθαρής έκπληξης - αν είδα ποτέ την έκπλη ξη αυτή, την είδα στο πρόσωπο του κόμη. Ενώ οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις συνεχίζονταν, πήραμε όλοι
313
WI L KI E C OL L I NS
το δρόμο για το σπίτι, διασχίζοντας το κτήμα. Μ όλις φ τάσα με, το πρώτο πράγμα που είδαμε μπροστά στην είσοδο του σπι τιού ήταν η άμαξα του σερ Πέρσιβαλ, με το άλογο ζωσμένο και τον ιπποκόμο να στέκεται δίπλα του, με τα ρούχα του στάβλου. Αν έπρεπ ε να αξιολογήσω τα αναπάντεχα αυτά στοιχεία, τό τε η εξέταση της οικονόμου είχε αποδώσει ήδη ενδιαφέροντα αποτελέσματα. «Ω ραίο άλογο, φίλε μου», είπε ο κόμης, απευδυνόμενος στον ιπποκόμο με αφοπλιστική εγκαρδιότητα. « Θ α π α ς π ου δενά ;» «'Οχι εγώ, κύριε», απάντησε ο ιπποκόμος, κοιτάζοντας τα ρού χα του, και διερωτώμενος προφανώς αν ο ξένος κύριος τα εί χε εκλάβει για τη λιβρέα του. «Θ α οδηγήσει μόνος του ο κύ ριός μου, ο σερ Πέρσιβαλ». «Χ α !» είπε ο κόμης. « Ώ σ τε έτσι; Αναρωτιέμαι γιατί να μπαίνει στον κόπο, αφού έχει εσένα για οδηγό. Σκοπεύει να κουράσει αυτό το όμορφο, δυναμικό και χαριτωμένο άλογο πη γαίνοντας πολύ μακριά σήμερα;» «Δεν ξέρω, κύριε», απάντησε ο άντρας. «Το άλογο είναι φο ράδα, αν δέλετε να ξέρετε. Είναι το καλύτερο που έχουμε στο στάβλο. Λέγεται Μόλι Μ πρ ά ουν και δεν δα σταματήσει πα ρά μόνο αν σωριαστεί από την εξάντληση. Συνήδως ο σερ Πέρσιβαλ παίρνει τον Ισαάκ της Υόρκης για τις κοντινές αποστάσεις». «Και την ανδεκτική και εντυπωσιακή Μόλι Μ πράουν για τις μ ακρινές;» «Ν αι, κύριε». «Λογικό συμπέρασμα, μις Χάλκομπ», συνέχισε ο κόμης, γυ ρίζοντας και απευδυνόμενος σε μένα: «Ο σερ Πέρσιβαλ δα κάνει μεγάλη διαδρομή σήμερα». Δεν απάντησα. Είχα να βγάλω τα δικά μου συμπεράσματα α π ’ όσα ήξερα μέσω της οικονόμου και α π ’ όσα έβλεπα μπρο στά μου· και δεν ήδελα να τα μοιραστώ με τον κόμη Φόσκο». 'Οταν ο σερ Πέρσιβαλ ήταν στο Κάμπερλαντ, σκέφτηκα, κά λυψε με τα πόδια μια μεγάλη απόσταση, εξαιτίας της Ανν, για
3 14
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
να ρωτήσει την οικογένεια στο Τοντ’ς Κόρνερ. Τώρα που είναι στο Χάμπσαϊρ, 9α κάνει ολόκληρο ταξίδι, και πάλι εξαιτίας της Ανν, για να ρωτήσει την κυρία Κάδερικ στο Γουέλμιγκχαμ; Μ πήκαμε όλοι στο σπίτι. Καθώς διασχίζαμε το χωλ, βγήκε από τη βιβλιοθήκη ο σερ Πέρσιβαλ και μας πλησίασε. Φαινό ταν βιαστικός, χλωμός και ανήσυχος - αλλά, π α ρ ’ όλα αυτά, ήταν ευγενέστατος όταν μας μίλησε. «Λ υπάμαι που το λέω, είμαι υποχρεωμένος να σας αφήσω», άρχισε. Πρόκειται για ένα θέμα που δεν επιδέχεται αναβολή. Θα επιστρέφω αύριο. Αλλά, πριν φύγω, θα ήθελα να ρυθμιστεί εκείνο το τυπικό θέμα για το οποίο σας μίλησα το πρωί. Λώρα, έρχεσαι, σε παρακαλώ, στη βιβλιοθήκη; Δεν θα κάνουμε πε ρισσότερο από ένα λεπτό - τελείως τυπικό είναι. Μπορώ να ενοχλήσω κι εσάς, κόμησσα; Φόσκο, θέλω εσύ και η κόμησσα να παραστείτε μάρτυρες σε μια υπογραφή - τίποτε περισσό τερο. Ελάτε αμέσως μέσα, να τελειώνουμε». Κράτησε την πόρτα της βιβλιοθήκης ανοιχτή μέχρι που π έ ρασαν μέσα, τους ακολούθησε και την έκλεισε απαλά. Παρέμεινα για μια στιγμή μόνη στο χωλ, με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και το μυαλό μου να κυριαρχείται από φ ό βους και αμφιβολίες. Μ ετά, ανέβηκα τη σκάλα και προχώρη σα αργά προς το δωμάτιό μου.
Κεφάλαιο Δέκατο Πέμπτο Συνέχεια της αφήγησης της μις Χάλκομπ
17
Ιουνίου
Πάνω που το χέρι μου ακουμπούσε την πόρτα του δωματίου μου, άκουσα τη φωνή του σερ Πέρσιβαλ να με καλεί. «Π ρέπει να σας παρακαλέσω να ξανακατέβετε», είπε. «Ο Φόσκο φταίει, μις Χάλκομπ, όχι εγώ. Προβάλλει μία ανόητη αντίρρηση για την παρουσία της συζύγου του ως μάρτυρα, και με υποχρέωσε να σας ζητήσω να έρδετε στη βιβλιοθήκη». Μ πήκα αμέσως στο δωμάτιο της βιβλιοθήκης με τον σερ Πέρσιβαλ. Η Δώρα στεκόταν δίπλα στο γραφειάκι, παίζοντας νευ ρικά στα χέρια το καπέλο της. Η μαντάμ Φόσκο καθόταν κο ντά της. σε μια πολυθρόνα, θαυμάζοντας ανυπόκριτα τον άντρα της, που στεκόταν μόνος του στην άλλη άκρη της βι βλιοθήκης, κοντά στο παράθυρο, και καθάριζε από τα λουλούδια τα μαραμένα φύλλα. Τη στιγμή που εμφανίστηκα, ο κόμης προχώρησε να με υπο δεχθεί και να μου παράσχει τις εξηγήσεις του. «Χ ίλια συγνώμη, μις Χάλκομπ». είπε. «Ξέρετε πώς βλέπουν οι Αγγλοι εμένα και τους συμπατριώτες μου. Εμείς οι Ιταλοί είμαστε εκ χαρακτήρος πονηροί και καχύποπτοι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Άγγλων. Θεωρήστε, παρακαλώ, ότι δεν είμαι
316
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
καλύτερος από τους υπόλοιπους της φυλής μου. Είμαι ένας πο νηρός και καχύποπτος Ιταλός. Το έχετε σκεφτεί κι εσείς, αγα πητή μου κυρία, έτσι δεν είναι; Κι επειδή είμαι πονηρός και κα χύποπτος είναι που δεν συμφωνώ να είναι η μαντάμ Φόσκο μάρ τυρας στην υπογραφή της λαίδης Γκλάιντ. από τη στιγμή που είμαι μάρτυρας κι εγώ». «Δεν υπάρχει σκιά λογικής για την αντίρρησή του», παρενέβη ο σερ Πέρσιβαλ. «Του έχω εξηγήσει ότι ο νόμος της Αγγλίας επιτρέπει στη μαντάμ Φόσκο να παραστεί μ άρτυρας σε μια υπογραφή μαζί με τον άντρα της». «Το παραδέχομαι», επανέλαβε ο κόμης. «Ο νόμος της Αγγλίας λέει “ Ναι”, αλλά η συνείδηση του Φόσκο λέει “Ό χι” ». Απλω σε τα χοντρά δάχτυλά του στο στήδος του και υποκλίδηκε με δεατρικό τρόπο, σαν να ήδελε να μας παρουσιάσει τη συνείδη σή του. «Τι μπορεί να είναι αυτό το έγγραφο που πρόκειται να υπογράψει η λαίδη Γκλάιντ», συνέχισε, «ούτε ξέρω, ούτε επιδυμώ να ξέρω. Το μόνο που έχω να πω είναι ότι ίσως υπάρξουν μελλοντικά συνδήκες που μπορεί να υποχρεώσουν τον σερ Πέρσιβαλ ή τους αντιπροσώπους του να απευδυνδούν στους δύο μάρ τυρες· στην περίπτωση αυτή, είναι ασφαλώς επιδυμητό οι δύο αυτοί μάρτυρες να αντιπροσωπεύουν δύο γνώμες που είναι τε λείως ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Αυτό δεν μπορεί να συμ βεί αν υπογράψουμε και η σύζυγός μου και εγώ, επειδή οι δυο μας έχουμε μία μόνο γνώμη· και η γνώμη αυτή είναι η δική μου. Δεν δέλω να εισπράξω κάποια στιγμή στο μέλλον την κατηγο ρία ότι η μαντάμ Φόσκο ενήργησε υπό την πίεσή μου. οπότε δεν ήταν στην πραγματικότητα μάρτυρας. Είναι προς το συμφέρον του Πέρσιβαλ όταν προτείνω ότι το όνομά μου δα πρέπει να εμ φανιστεί ως του πλησιέστερου φίλου του συζύγου, και το δικό σας, μις Χάλκομπ, ως της φίλης της συζύγου. Είμαι Ιησουίτης, αν δέλετε να το δείτε έτσι -έν α ς άνδρωπος με ηδικούς ενδοια σμούς και εμμονές σε λεπτομέρειες και μικροπράγματα-, αλλά δα με αντιμετωπίσετε με επιείκεια, ελπίζω, λόγω του καχύποπτου
317
WI L KI E C OL L I NS
ιταλικού χαρακτήρα και της ανήσυχης ιταλικής συνείδησής μου». Υποκλίδηκε και πάλι, έκανε μερικά βήματα πίσω, και απέσυρε τη συνείδησή του από την παρέα μας όσο διακριτικά την είχε παρουσιάσει. Οι επιφ υλάξεις του κόμη μπορεί να φαίνονταν αρκετά έντι μες και να ήταν λογικές, αλλά υπήρχε κάτι στον τρόπο διατύ πωσής τους που ενίσχυσε την απροδυμία μου να εμπλακώ προ σωπικά στο δέμα της υπογραφής. Καμιά αιτία λιγότερο σημαντική από το ενδιαφέρον μου για τη Αώρα δεν δα με έπειδε να π α ραστιό ως μάρτυρας. Μ ια ματιά, ωστόσο, στο ανήσυχο πρό σωπό της με έκανε να αποφασίσω να διακινδυνεύσω τα πά ντα πα ρ ά να την εγκαταλείψω. «Ευχαρίστως δα παραμείνω στο δωμάτιο», είπα. «Και αν δεν υπάρξει κάποιος που να εγείρει τις όποιες επιφ υλάξεις, όσον αφορά βεβαίως το πρόσωπό μου, μπορείτε να βασισδείτε σε μένα ως μ άρτυρα». Ο σερ Πέρσιβαλ με κοίταξε αυστηρά, σαν να ετοιμαζόταν να πει κάτι. Αλλά, την ίδια στιγμή, η μαντάμ Φόσκο τράβηξε την προσοχή του αποφασίζοντας να σηκωδεί από την καρέκλα της. Είχε δει το βλέμμα του άντρα της, και προφανώς είχε λά βει εντολή να εγκαταλείψει το δωμάτιο. «Δεν χρειάζεται να φ ύγεις», είπε ο σερ Πέρσιβαλ. Η μαντάμ Φόσκο ξανάστρεψε το βλέμμα της προς τον άντρα της για να πάρει και πάλι διαταγές· τις ξαναπήρε, είπε ότι δα προτιμούσε να μας αφήσει στη δουλειά μας και βγήκε απο φασιστικά από το δωμάτιο. Ο κόμης άναψε ένα τσιγάρο, ξαναπήγε κοντά στα λουλούδια στο πα ράδυρο και φύσηξε μικρές τολύπες καπνού στα φ ύλλα, σαν να επιδίωκε με μανία να σκο τώσει τα έντομα. Στο μεταξύ, ο σερ Πέρσιβαλ ξεκλείδωσε ένα ντουλάπι στο κά τω μέρος μιας από τις βιβλιοδήκες και έβγαλε από μέσα ένα κομ μάτι περγαμηνής διπλωμένο πολλές φορές. Την απόδεσε πάνω στο τραπέζι, άνοιξε την τελευταία μόνο πτυχή της περγαμηνής
318
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
και κάλυψε με το χέρι του την υπόλοιπη. Η τελευταία πτυχή αποκάλυψε μια λωρίδα άγραφη με μικρές σφραγίδες σε ορισμένα σημεία της. Ό λο το κείμενο της περγαμηνής ήταν κρυμμένο κά τω από το χέρι του. Η Δώρα κι εγώ κοιταχτήκαμε. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό, αλλά δεν έδειχνε ούτε αναποφασιστικότητα ού τε φόβο. Ο σερ Πέρσιβαλ βύθισε μια πένα στο μελάνι και την έδωσε στη γυναίκα του. «Υπόγραψε εδώ», είπε στη Δώρα, δείχνοντάς της το σημείο. Ύ στερα, απευδυνόμενος σε μένα: «Εσείς, μις Χάλκομπ, και ο Φόσκο δα υπογράψετε αργότερα απέναντι α π ’ αυτές τις δύο σφραγίδες. Έ λα εδώ, Φόσκο! Η βεβαίωση μιας υπογραφής δεν γίνεται κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο και φυσώντας τον καπνό σου πάνω στα λουλούδια». Ο κόμης πέταξε το τσιγάρο του και μας πλησίασε στο τρα πέζι, με τα χέρια του χωμένα αδιάφορα στη βυσσινί ζώνη της μπλούζας του και τα μάτια του σταθερά καρφωμένα στο πρό σωπο του σερ Πέρσιβαλ. Η Δώρα, που στεκόταν από την άλλη πλευρά του άντρα της, με την πένα στο χέρι, είχε κι εκείνη στραμ μένα τα μάτια της πάνω του. Ο σερ Πέρσιβαλ στεκόταν ανάμεσά τους, πιέζοντας πάνω στο τραπέζι τη διπλωμένη περγα μηνή και κοιτάζοντας προς το μέρος μου - ήμουν καθισμένη απέ ναντι του, και με κοίταζε με ένα απειλητικό μείγμα υποψίας και αμηχανίας στο πρόσωπό του, μοιάζοντας περισσότερο με φυ λακισμένο πίσω από κάγκελα πα ρά με τζέντλεμαν στο σπίτι του. «Υπόγραψε εκεί», επανέλαβε, γυρίζοντας ξαφνικά προς τη Δώρα και δείχνοντάς της και πάλι το σημείο στην περγαμηνή όπου έπρεπε να βάλει την υπογραφή της. «Τι είναι αυτό που πρέπει να υπογράψ ω ;» ρώτησε ήρεμα η Δώρα. «Δεν έχω χρόνο να σου εξηγήσω», της απάντησε. «Η άμα ξα είναι έξω, και πρέπει να φύγω αμέσως. Αλλωστε, και να εί χα χρόνο να σου εξηγήσω, πάλι δεν θα καταλάβαινες. Είναι ένα
319
W I L K I E C O L L I N S __
καδαρά τυπικό έγγραφο, γεμάτο από νομικούς όρους και άλ λα τέτοια. Έ λα, έλα! Υπόγραψε, να τελειώνουμε όσο το δυ νατόν πιο γρήγορα». «Δεν 9α πρέπει να ξέρω τι υπογράφω, σερ Πέρσιβαλ, πριν βάλω το όνομά μ ου;» «Κουταμάρες! Τι σχέση έχετε οι γυναίκες με τις επιχειρή σεις; Σου ξαναλέω, δεν μπορείς να καταλάβεις». «Ό π ω ς και να ’ναι, άσε με να προσπαθήσω να καταλάβω. Κά9ε φ ορά που ο κύριος Γκίλμορ μου ζητούσε να κάνω κάτι, μου το εξηγούσε πρώτα· και πά ντα τον καταλάβαινα». «Και καλά έκανε. Ή ταν υπηρέτης σου, και ήταν υποχρεω μένος να σου εξηγήσει. Εγώ είμαι ο άντρας σου, και δεν είμαι υποχρεωμένος. Πόσο ακόμη σκοπεύεις να με κρατήσεις εδώ; Σου ξαναλέω, δεν υπάρχει χρόνος για να διαβάσεις οτιδήποτε. Η άμαξα περιμένει στην πόρτα. Για τελευταία φορά, δα υπο γράψεις ή όχι;» Είχε ακόμη την π ένα στο χέρι της· αλλά δεν έκανε καμιά κί νηση να υπογράψει. «Α ν η υπογραφή μου με δεσμεύει για οτιδήποτε», είπε, «δεν έχω το δικαίωμα να ξέρω ποια είναι η δέσμευση α υ τή ;» Σήκωσε την περγαμηνή και τη χτύπησε θυμωμένα πάνω στο τραπέζι. « Π ες το!» είπε. «Π ά ντα φημιζόσουν ως ειλικρινής. Ασε τη μις Χάλκομπ· άσε τον Φόσκο. Πες καθαρά ότι δεν μου έχεις εμπιστοσύνη». Ο κόμης έβγαλε το ένα του χέρι από τη ζώνη του και το ακούμπησε στον ώμο του σερ Πέρσιβαλ. Εκείνος το απομάκρυνε εκνευρισμένος. Ο κόμης έκανε ξανά την ίδια κίνηση με αδιατάρακτη αυτοκυριαρχία. «Συγκρότησε τα αδικαιολόγητα νεύρα σου, Πέρσιβαλ», εί πε. «Η λαίδη Γκλάιντ έχει δίκιο». «Δίκιο;» αναφώνησε ο σερ Πέρσιβαλ. «Έ χει δίκιο μια γυ ναίκα να μην εμπιστεύεται τον άντρα τ η ς ;»
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Είναι άδικο και σκληρό να με κατηγορείς ότι δεν σου έχω εμπιστοσύνη», είπε η Δώρα. «Ρώτα τη Μ αρίαν αν δεν είμαι δι καιολογημένη να δέλω να ξέρω τι απαιτεί αυτό το χαρτί από μένα, πριν το υπογράψω». «Δεν έχω να ρωτήσω τίποτε τη μις Χάλκομπ», απάντησε ο σερ Πέρσιβαλ. «Η μις Χάλκομπ δεν έχει καμιά σχέση με το δέμα». Δεν είχα μιλήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, και δα προτιμούσα να μη μιλήσω και τώρα. Αλλά η έκφραση στενοχώριας στο πρό σωπο της Δώρα όταν στράφηκε προς το μέρος μου και η προ σβλητικά άδικη συμπεριφορά του συζύγου της δεν μου άφηνε άλλη επιλογή από του να εκφράσω τη γνώμη μου, για χάρη της, μια και έμμεσα μου είχε ζητηδεί. «Συγγνώμη, σερ Πέρσιβαλ», είπα, « αλλά, ως μ ά ρ τυ ρ α ς-εν νοείται ότι παρίσταμαι για τη βεβαίωση της υ πογρ αφ ής- τολ μώ να δεωρήσω ότι κάποια σχέση έχω με την υπόδεση. Η αντίρρηση της Δώρα μου φαίνεται απόλυτα δικαιολογημένη· και, μιλώντας για λογαριασμό μου και μόνο, δεν μπορώ να ανα λάβω την ευδύνη να βεβαιώσω την υπογραφή της, αν δεν κα ταλάβει πρώ τα τι λέει το χαρτί που δέλετε να υπογράψει». «Αναιδέστατη δήλωση, μα την πίστη μου!» αναφώνησε ο σερ Πέρσιβαλ. «Την επόμενη φορά που δα προσκληδείτε στο σπί τι κάποιου, μις Χάλκομπ, σας συνιστώ να μην ανταποδώσετε τη φιλοξενία του παίρνοντας το μέρος της συζύγου του ενα ντίον του, σε ένα δέμα που δεν σας αφορά». Πετάχτηκα απότομα όρδια, σαν να με είχε χαστουκίσει. Αν ήμουν άντρας, δα του είχα επιτεδεί, δα τον είχα σωριάσει κα ταγής και δα είχα φύγει από το σπίτι του, αποφασισμένη να μην ξαναπατήσω το πόδι μου εκεί. Αλλά ήμουν γυναίκα· και αγαπούσα πολύ τη σύζυγό του! Ευτυχώς, η αγάπη αυτή με βοήδησε και ξανακάδισα στην κα ρέκλα μου, χωρίς να πω λέξη. Εκείνη ήξερε τι είχα υποφέρει, και τι είχα καταπνίξει. Έ τρεξε κοντά μου, με τα δάκρυα να τρέ χουν από τα μάτια της. «Ω , Μ άριαν!» ψιδύρισε τρυφερά. «Α ν
321
WI L KI E COL L I NS
ζούσε. η μητέρα μου δεν 9α είχε κάνει περισσότερα για μένα!» «Έ λα εδώ και υπόγραψ ε!» φώναξε ο σερ Πέρσιβαλ από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. « Ν α υπογράψ ω ;» με ρώτησε στο αυτί. «Θ α το κάνω, αν μου το πεις εσύ». «'Οχι», απάντησα. «Το δίκιο και η αλήδεια είναι με το μέρος σου. Μην υπογράψεις τίποτε, αν δεν το διαβάσεις πρώτα». «Έ λα εδώ και υπόγραψ ε!» επανέλαβε εκείνος. Η φωνή του πρόδιδε τη μεγάλη οργή του. Ο κόμης, που είχε παρακολουθήσει τη σκηνή με ιδιαίτερη και βουβή προσοχή, παρενέβη για δεύτερη φορά. «Π έρσιβαλ!» είπε. «Εγώ θυμάμαι ότι βρίσκομαι μπροστά σε κυρίες. Κάνε μου τη χάρη, σε παρακαλώ, να το θυμηθείς κι εσύ». Ο σερ Πέρσιβαλ στράφηκε προς το μέρος του, άφωνος από οργή. Το αποφασιστικό χέρι του κόμη έσφιξε δυνατότερα τον ώμο του σερ Πέρσιβαλ και η σταθερή φωνή του επανέλαβε ήρε μα: «Κάνε μου τη χάρη, σε παρακαλώ, να το θυμηθείς κι εσύ». Κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Ο σερ Π έρσιβαλ ελευθέρωσε αρ γά τον ώμο του από το χέρι του κόμη· απέστρεψε αργά το πρό σωπό του από το βλέμμα του κόμη· κοίταξε για λίγο την π ερ γαμηνή πάνω στο τραπέζι και μετά μίλησε, με τη δύσθυμη υπο ταγή ενός δαμασμένου ζώου, π α ρ ά με την ενδοτικότητα ενός πεπεισμένου άντρα. «Δεν θέλω να προσβάλω κανέναν», είπε, «α λ λά το πείσμα της γυναίκας μου είναι ικανό να εκνευρίσει ακόμη και άγιο. Της έχω πει ότι πρόκειται για ένα τυπικό χαρτί και τίποτε άλλο. Τι περισσότερο μ πορεί να θέλει; Μ πορείς να πεις ό,τι θέλεις αλ λά δεν περιλαμβάνεται στα καθήκοντα μιας συζύγου να προκαλεί τον άντρα της. Για άλλη μία φορά, λαίδη Γκλάιντ, και τελευταία, σε ρωτώ: Θα υπογράψεις, ή όχι;» Η Δώρα ξαναπήγε κοντά του και πήρε και πάλι την πένα στο χέρι της. « Θ α υπογράψω ευχαρίστως», του είπε, «αρκεί μόνο να με
3 22
______ __________
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
αντιμετωπίσεις ως υπεύδυνο πλάσμα. Δεν μ ’ ενδιαφέρει ποια είναι η δυσία που δα μου ζητηδεί, αν δεν δα επηρεάσει άλλον και δεν δα οδηγήσει σε αδικίες...» «Π οιος είπε ότι σου ζητείται κάποια δυσία;» ξέσπασε και πάλι, κάπως πιο συγκρατημένα αυτή τη φορά. «Απλώς εννοούσα», συνέχισε η Λώρα, «ότι δεν δα αρνιόμουν καμιά παραχώρηση την οποία δα μπορούσα εντίμως να κάνω. Αν έχω μία επιφύλαξη να υπογράψω και να αναλάβω κάποια υποχρέωση για την οποία δεν γνωρίζω τίποτε, γιατί μου φ έρε σαι τόσο σκληρά; Είναι μάλλον άδικο, νομίζω, να αντιμετωπί ζεις τις επιφυλάξεις του κόμη Φόσκο τόσο εμφανώς επιεικέ στερα α π ’ ό,τι αντιμετωπίζεις τις δικές μου». Αυτή η ατυχής, αλλά απόλυτα φυσιολογική αναφορά στην ασυνήδιστη επιρροή του κόμη στο σύζυγό της, π α ρ ’ όλο που ήταν έμμεση, προκάλεσε μια νέα έκρηξη από την πλευρά του σερ Πέρσιβαλ. «Επιφυλάξεις;» επανέλαβε. «Τις επιφυλάξεις σου; Είναι μάλ λον αργά να έχεις επιφυλάξεις. Θα περίμενα να είχες ξεπεράσει την αδυναμία αυτού του είδους, όταν δέχτηκες να με π α ντρευτείς από υποχρέωση». . Τη στιγμή που ξεστόμισε αυτές τις λέξεις, η Λώρα πέταξε την πένα στο τραπέζι, τον κοίταξε με ένα βλέμμα που, α π ’ όσο την ήξερα, δεν είχα ξαναδεί, και του γύρισε αγέρωχα την πλάτη. Αυτή η έντονη έκφραση της πιο απροκάλυπτης και σκλη ρής περιφρόνησης ήταν τόσο αταίριαστη μ ’ αυτή, τόσο έξω από το χαρακτήρα της, ώστε μείναμε όλοι άφωνοι. Κάτι κρυβόταν αναμφισβήτητα κάτω από την απλή επιφανειακή σκληρότητα των λέξεων που μόλις πριν από λίγο της είχε απευδύνει ο σύ ζυγός της. Υπήρχε κάποια υποβόσκουσα προσβολή που δεν μπορούσα να την καταλάβω, αλλά είχε αφήσει τόσο έντονα τα ίχνη της στο πρόσωπό της που ακόμη κι ένας ξένος ήταν πιδανό να την έβλεπε. Ο κόμης, που δεν ήταν ξένος, την είδε τόσο καδαρά όσο κι
3 23
WI L KI E C OL L I NS
εγώ. Ό ταν σηκώθηκα από την καρέκλα μου για να ακολουθήσω τη Δώρα, τον ακόυσα να ψιθυρίζει στον σερ Πέρσιβαλ: «Είσαι βλάκας!» Η Δώρα προχώρησε προς την πόρτα, και την ακολούθησα· και, ταυτόχρονα, ο σερ Πέρσιβαλ της απηύθυνε το λόγο για άλλη μια φορά. «Ώ στε αρνείσαι κατηγορηματικά να μου δώσεις την υπογραφή σου;» είπε, με το ύφος ενός ανθρώπου που συνειδητοποιού σε ότι είχε αφήσει τη γλώσσα του να τον βλάψει σοβαρά. «Μ ετά α π ’ αυτό που μόλις πριν από λίγο μου είπες», απ ά ντησε εκείνη κοφτά, «αρνούμαι την υπογραφή μου μέχρι να διαβάσω κάθε αράδα της περγαμηνής, από την πρώτη λέξη ως την τελευταία. Έ λα, Μ άριαν, αρκετά μείναμε εδώ». «Μ ια στιγμή!» παρενέβη και πάλι ο κόμης, πριν ο σερ Πέρσιβαλ προλάβει να ξαναμιλήσει. «Μ ια στιγμή, λαίδη Γκλάιντ, σας ικετεύω!» Η Δώρα θα έβγαινε από το δωμάτιο χωρίς να του δώσει ση μασία· αλλά τη σταμάτησα. «Μ ην κάνεις εχθρό σου τον κόμη!» ψιθύρισα. «Ο τιδήποτε κι αν κάνεις, μην κάνεις εχθρό σου τον κόμη!» Ενέδωσε στη σύστασή μου. Ξανάκλεισα την πόρτα και στα θήκαμε και οι δύο εκεί, περιμένοντας. Ο σερ Πέρσιβαλ κάθι σε στο τραπέζι, με τον αγκώνα του πάνω στη διπλωμένη περ γαμηνή και το κεφάλι του ακουμπισμένο στη σφιγμένη γροθιά του. Ο κόμης στάθηκε ανάμεσά μας, δείχνοντας να ελέγχει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί. «Λ αίδη Γκλάιντ», είπε, με μια ευγένεια που έμοιαζε να απευ θύνεται στη δύσκολη θέση μας και όχι σ’ εμάς. «Συγχωρήστε με, παρακαλώ, που θα τολμήσω να κάνω μια πρόταση· και πιστέψτε με, παρακαλώ, ότι το κάνω από το βαθύ σεβασμό και τη φιλική εκτίμηση για την κυρία αυτού του σπιτιού». Γύρισε από τομα προς τον σερ Πέρσιβαλ «Είναι απόλυτα απαραίτητο», ρώ τησε, «να υπογραφεί σήμερα αυτό το πράγμα που κρα τάς;»
324
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Είναι απαραίτητο για τα σχέδια και τις επιθυμίες μου», απά ντησε ο άλλος βλοσυρά. «Α λλά αυτή η παράμετρος, όπως δα έχεις ήδη προσέξει, δεν επηρεάζει καθόλου τη λαίδη Γκλάιντ». «Α πάντησε στην απλή ερώτησή μου απλά. Μ πορεί να ανα βληθεί μέχρι αύριο το θέμα της υπογραφής; Ναι ή όχι;» «Ν αι - αν το θέτεις έτσι». «Τότε, γιατί σ παταλάς το χρόνο σου εδώ; Ας περιμένει η υπο γραφή μέχρι αύριο· ας περιμένει μέχρι να επιστρέφεις». Ο σερ Πέρσιβαλ τον κοίταξε βλοσυρά. «Π αίρνεις ένα ύφος που δεν μου αρέσει», είπε. «Έ να ύφος που δεν ανέχομαι από κανέναν». «Σ ε συμβουλεύω για το καλό σου», απάντησε ο κόμης, μ ’ ένα χαμόγελο ήρεμης περιφρόνησης. «Δώσε λίγο χρόνο στον εαυ τό σου· δώσε χρόνο και στη λαίδη Γκλάιντ. Ξέχασες ότι η άμαξά σου σε περιμένει στην πόρτα; Το ύφος μου σε ξαφνιάζει, ε; Δικαιολογημένα. Είναι ύφος ανθρώπου που διατηρεί την ψυ χραιμία του. Πόσες καλές συμβουλές δεν σου έχω δώσει αυτά τα χρόνια; Περισσότερες α π ’ όσες μπορείς να μετρήσεις. Έ κα να ποτέ λάθος; Σε προκαλώ να μου αναφέρεις μία περίπτωση λάθους. Πήγαινε! Κάνε τη δουλειά που έχεις. Το θέμα της υ πο γραφής, όπως είπες, μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο. Ας πε ριμένει, λοιπόν και ασχολήσου πάλι μαζί του όταν επιστρέφεις». Ο σερ Πέρσιβαλ δίστασε. Κοίταξε το ρολόι του. Η ανυπομο νησία του για το μυστικό ταξίδι που ήταν να κάνει εκείνη την ημέρα, ενισχυμένη από τα λόγια του κόμη, αμφισβητούσε τώ ρα την κυριαρχία επί της σκέψης του της ανυπομονησίας να αποκτήσει την υπογραφή της Λώρα. Το σκέφτηκε για λίγο, και μετά σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Είναι εύκολο να μου επιβάλεις την άποψή σου», είπε, «όταν δεν έχω χρόνο να σου απαντήσω. Θα δεχτώ τη συμβουλή σου, Φόσκο - όχι επειδή τη θέλω ή πιστεύω σ ’ αυτή, αλλά επειδή δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ». Έκανε μια παύση και κοίταξε απειλητικά τη γυναίκα του. «Α ν δεν μου δώσεις την υπογραφή
32 5
WI LKI E COL L I NS
σου όταν γυρίσω αύριο...» Τα υπόλοιπα χάθηκαν μέσα στο θό ρυβο που έκανε ανοίγοντας το ντουλάπι της βιβλιοθήκης για να ξανακλειδώσει εκεί μέσα την περγαμηνή. Πήρε το καπέλο του και τα γάντια από το τραπέζι και προχώρησε προς την πόρ τα. Η Δώρα κι εγώ παραμερίσαμε για να περάσει. « Ν α θυμά σαι! Αύριο!» είπε στη γυναίκα του, και βγήκε. Περιμέναμε, να του δώσουμε χρόνο να διασχίσει το χωλ και να βγει από το σπίτι. Ο κόμης μάς πλησίασε ενώ στεκόμασταν κοντά στην πόρτα. «Μόλις είδατε, μις Χάλκομπ, τον Πέρσιβαλ στα χειρότερά του», είπε. «Σαν παλιός φίλος του, λυπάμαι γι’ αυ τό ν και ντρέπομαι γι’ αυτόν. Σαν παλιός φίλος του, σας υπόσχομαι ότι δεν θα συμπεριφερθεί αύριο με τον ίδιο επαίσχυντο τρόπο που συμπερι φέρθηκε σήμερα». Η Δώρα με είχε πιάσει από το μπράτσο ενώ ο κόμης μας μι λούσε, και το πίεσε με νόημα όταν εκείνος τελείωσε. Θα ήταν σκληρή δοκιμασία για οποιαδήποτε γυναίκα να στέκεται και να βλέπει να ασκείται ο ρόλος του συνηγόρου για την απρε πή συμπεριφορά του άντρα της από τον φίλο του μέσα στο ίδιο της το σπίτι - ήταν δοκιμασία και γι’ αυτή. Ευχαρίστησα τον κόμη ευγενικά και την οδήγησα έξω. Ναι! Τον ευχαρίστη σα. Γιατί αισθανόμουν ήδη, με ένα αίσθημα ανείπωτης από γνωσης και ταπείνωσης, πω ς θα ήταν είτε το συμφέρον του εί τε η ιδιοτροπία του αυτά που θα συνέβαλαν στο να συνεχιστεί η διαμονή μου στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ - ήξερα, μετά τη συ μπεριφορά του σερ Πέρσιβαλ απέναντι μου, πως δεν μπορούσα να ελπίζω ότι θα παραμείνω εκεί. Η επιρροή του, η επιρροή όλων των άλλων που φ οβόμουν περισσότερο, ήταν στην πραγ ματικότητα ο μοναδικός δεσμός που με έδενε με τη Δώρα αυ τή την ώρα της υ πέρτατης ανάγκης της! Ακούσαμε τις ρόδες της άμαξας να τρίζουν πάνω στα χαλί κια του δρόμου καθώς φ τάναμε στο χωλ. Ο σερ Πέρσιβαλ εί χε ξεκινήσει το ταξίδι του.
321
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Πού πηγαίνει, Μ άριον;» ψιθύρισε η Λώρα. «Καθετί καινούργιο που κάνει μοιάζει να με τρομάζει για το μέλλον. Υποψιάζεσαι τίπ οτε;» Μ ετά τα όσα είχε υπομείνει, δεν ήμουν διατεθειμένη να της πω τις υποψ ίες μου. «Π ώ ς θα μπορούσα να ξέρω τα μυστικά του ;» είπα κάπως διφορούμενα. «Μ ήπω ς ξέρει η οικονόμος;» επέμεινε. «Π ώ ς θα μπορούσε;» απάντησα. « Θ α πρέπει να έχει την ίδια άγνοια μ ’ εμάς». Η Δώρα κούνησε το κεφάλι της δύσπιστα. «Δ εν άκουσες από την οικονόμο πω ς υπήρξε μια πληροφο ρία ότι Ανν Κάθερικ είχε κάνει την εμφάνισή της στην περιο χή; Δεν νομίζεις ότι μπορεί να πήγε να ψάξει να τη β ρ ει;» «Στην θέση σου θα προτιμούσα να ηρεμήσω. Λώρα, χωρίς να σκέφτομαι το θέμα αυτό- και, μετά α π ’ όσα έγιναν, καλύ τερα να ακολουθήσεις το παράδειγμά μου. Έ λ α στο δωμάτιό μου να ξεκουραστείς και να ηρεμήσεις λίγο». Καθίσαμε κοντά στο πα ράθυρο και απολαμβάναμε τον μυ ρωδάτο καλοκαιρινό αέρα να χαϊδεύει τα πρόσωπά μας. «Ν τρέπομαι να σε κοιτάξω, Μ άριαν», είπε, «μετά τη δοκι μασία στην οποία υποβλήθηκες για χάρη μου στη βιβλιοθήκη. Ω, αγαπημένη μου, σπαράζει η καρδιά μου και μόνο που το σκέ φτομαι! Αλλά θα προσπαθήσω να εξιλεωθώ· σ ’ το υπόσχομαι!» «Σ ώ π α!» απάντησα. «Μ η μιλάς έτσι. Τι αξία έχει η δική μου περηφάνια μπροστά στη δική σου ευτυχία;» «Άκουσες τι μου είπε;» συνέχισε, γρήγορα και ορμητικά. «Άκου σες τις λέξεις, αλλά δεν ήξερες τι σήμαιναν. Δεν ξέρεις γιατί πέταξα την πένα και του γύρισα την πλάτη μου». Σηκώθηκε ξαφνικά, ταραγμένη, και άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. «Δεν σου έχω αποκαλύψει πολλά πράγματα, Μ άριαν, από φόβο μή πω ς σε ταράξω και σε κάνω δυστυχισμένη στο ξεκίνημα αυτής της καινούργιας ζωής μας. Δεν ξέρεις πώς με χρησιμοποίησε.
32 7
WI L KI E COL L I NS
Κι όμως, πρέπει να το μάδεις, γιατί είδες τον τρόπο του σήμε ρα. Τον ακόυσες να με ειρωνεύεται, επειδή ήδελα να είμαι προ σεκτική· τον ακόυσες να λέει ότι τον παντρεύτηκα από υπο χρέωση». Ξανακάδισε. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο και τα χέρια μπλέκονταν και ξεμπλέκονταν στα γόνατά της. «Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα για το δέμα αυτό», είπε· « δ α βά λω τα κλάματα αν σου μιλήσω τώρα· αργότερα, Μάριαν, όταν δα είμαι περισσότερο σίγουρη για τον εαυτό μου. Το κεφάλι μου πονάει, καλή μου - πονάει, πονάει, πονάει! Πού είναι ο αιδέρας σου; Θέλω να μιλήσουμε για σένα. Θα προτιμούσα να εί χα υπογράψει, και να το είχα κάνει για χάρη σου. Να υπογρά ψω αύριο; Καλύτερα να συμβιβαστώ, π α ρ ά να εκτεδείς εσύ. Από τη στιγμή που πήρες το μέρος μου εναντίον του, δα ρίξει όλη την ευδύνη πάνω σου, αν αρνηδώ και πάλι. Τι δα κάνουμε; Ω, ας είχαμε ένα φίλο να μας βοηδήσει και να μας συμβου λεύσει! Έ να φίλο που δα μπορούσαμε να τον εμπιστευτούμε!» Αναστέναξε με πίκρα. Είδα στο πρόσωπό της ότι σκεφτόταν τον Χάρτραϊτ - το είδα ακόμη καδαρότερα επειδή οι τελευταίες λέξεις της με έκαναν να τον σκεφτώ κι εγώ. Μ έσα σε έξι μήνες μόνο μετά το γάμο της, αναζητούσαμε τις πιστές υπηρεσίες που μας είχε προσφέρει με τα αποχαιρετιστήρια λόγια του. Πόσο λίγο φανταζόμουν τότε ότι τελικά δα τις χρειαζόμασταν! «Π ρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τα βγάλουμε π έ ρα μόνες μ ας», είπα. «Α ς δοκιμάσουμε να συζητήσουμε την κατάσταση ήρεμα, Λώρα. Ας βάλουμε τα δυνατά μας να απο φασίσουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε». Συνδυάζοντας τα όσα γνώριζε για τα προβλήματα του άντρα της και τα όσα είχα ακούσει από τη συζήτησή του με το δικη γόρο, καταλήξαμε αναπότρεπτα στο συμπέρασμα ότι η περ γαμηνή στη βιβλιοδήκη είχε συνταχδεί προκειμένου να δανει στεί χρήματα, και ότι η υπογραφή τη Λώρα ήταν απολύτως απα ραίτητη για την επίτευξη του στόχου του σερ Πέρσιβαλ. Το δεύτερο ερώτημα, που είχε να κάνει με το χαρακτήρα του
3 28
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
νομικού συμβολαίου με το οποίο 8α εξασφαλιζόταν το δάνειο, και ο βαθμός της προσωπικής ευθύνης την οποία 8α αναλάμ βανε η Δώρα αν υπέγραφ ε χωρίς να διαβάσει το κείμενο, περιελάμβανε εκδοχές οι οποίες ξεπερνούσαν τη γνώση και την εμπειρία που διαθέταμε και οι δύο. Οι προσωπικές μου εκτι μήσεις με οδηγούσαν να πιστεύω ότι το άγνωστο περιεχόμενο της περγαμηνής έκρυβε μία συναλλαγή ακραία, ύποπτου και απατηλού χαρακτήρα. Δεν είχα σχηματίσει αυτό το συμπέρασμα εξαιτίας της άρνη σης του σερ Πέρσιβαλ να δείξει την περγαμηνή ή να εξηγήσει το περιεχόμενό της· γιατί αυτή η άρνηση ίσως να προερχόταν από τον πεισματάρικο χαρακτήρα του και την τυραννική νοο τροπία του. Το μοναδικό κίνητρό μου για την αμφισβήτηση της εντιμότητάς του προερχόταν από την αλλαγή την οποία είχα π α ρατηρήσει στο λόγο του και στη στάση του στο Μπλάκγουοτερ Παρκ, μια αλλαγή η οποία με έπειθε ότι όλο το διάστημα της φιλοξενίας του στο Λίμεριτζ Χάουζ υποκρινόταν. Η υπερβολι κή αβρότητά του, η τυπική ευγένειά του, την οποία εναρμόνιζε ευχαρίστως με τις ξεπερασμένες απόψεις του κυρίου Γκίλμορ· η υποχωρητικότητά του απέναντι στη Δώρα, η καλοσύνη απέ ναντι μου, η μετριοπάθειά του απέναντι στον κύριο Φέρλι - όλα αυτά ήταν τεχνάσματα ενός κακού, πανούργου και βίαιου άντρα, ο οποίος άφησε να πέσει η μάσκα του όταν η υποκρισία του πέ τυχε το στόχο της- και είχε αποκαλύψει τον πραγματικό εαυτό του στη βιβλιοθήκη, πριν από λίγο. Δεν αναφέρομαι στη θλίψη που μου προκάλεσε αυτή η ανακάλυψη, για λογαριασμό της Δώ ρα, γιατί μου είναι αδύνατον να την εκφράσω με λόγια. Απλώς την αναφέρω, επειδή αυτή ήταν που με έκανε να αποφασίσω να αντιταχθώ στην εκ μέρους της υπογραφή αυτού του κειμένου -ό π ο ιες κι αν θα ήταν οι συνέπειες- αν προηγουμένως δεν ενη μερωνόταν για το περιεχόμενό της. Κάτω α π ’ αυτές τις συνθήκες, η μοναδική ελπίδα μας την επό μενη μέρα ήταν να προβάλουμε αντίρρηση για την υπογραφή
329
WI LKI E COL L I NS
της περγαμηνής, αντίρρηση η οποία 9α έπρεπ ε να βασίζεται σε επαρκώ ς στέρεα νομικά επιχειρήματα, ικανά να κλονίσουν το αίτημα του σερ Πέρσιβαλ και να τον κάνουν να υποψ ια στεί ότι εμείς οι δύο γυναίκες καταλαβαίναμε τους όρους της αγοράς, καδώς και τις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων, εξίσου καλά με τον ίδιο. Ύ στερα από λίγη σκέψη, αποφάσισα να γράψω στον μονα δικό έντιμο άντρα τον οποίο μπορούσαμε να εμπιστευτούμε, για να μας βοηθήσει διακριτικά στη δύσκολη δέση που βρι σκόμασταν. Ο άντρας αυτός ήταν ο συνεταίρος του κυρίου Γκίλμορ - ο κύριος Κιρλ - ο οποίος διηύδυνε το γραφείο, τώρα που ο παλιός μας φ ίλος είχε υποχρεωθεί να αποσυρδεί α π ’ αυτό και να εγκαταλείψει το Λονδίνο για λόγους υγείας. Εξήγησα στη Δώρα ότι είχα τη διαβεβαίωση του κυρίου Γκίλμορ πως μπορούσαμε να έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στην ακεραιό τητα, τη διακριτικότητα και την ακριβή γνώση εκ μέρους του συνεταίρου του όλων των υποδέσεών της· και, με την πλήρη έγκρισή της, κάδισα αμέσως να του γράψω. Άρχισα δηλώνοντας τη δέση μ ας στον κύριο Κιρλ όπως ακρι βώς ή τα ν και μετά ζήτησα τη συμβουλή του, διατυπώνοντας το αίτημά μας με απλούς, σαφείς όρους, τους οποίους μπο ρούσε να καταλάβει χωρίς τον κίνδυνο παρεξηγήσεων και λαδών. Το γράμμα μου ήταν εξαιρετικά σύντομο, και δεν ήταν φορτωμένο, ελπίζω, με άχρηστες δικαιολογίες. Πάνω που ετοιμαζόμουν να γράψω τη διεύδυνση στο φ άκε λο, επισημάνδηκε από τη Δώρα ένα εμπόδιο, το οποίο, στην προσπάδειά μου να συντάξω το γράμμα, είχε διαφύγει τελείως από το μυαλό μου. «Πώ ς δα πάρουμε εγκαίρως την απ άντησ η;» ρώτησε. «Το γράμμα σου δεν δα παραδοδεί στο Λονδίνο πριν από αύριο το πρω ί- και το ταχυδρομείο δεν δα μας φ έρει την απάντηση π α ρά μόνο μετά από μία μέρα». Ο μοναδικός τρόπος να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία ήταν να
330
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
εξασφαλιστεί ότι 8α μας έλθει η απάντηση από το γραφείο του δικηγόρου με ειδικό ταχυδρόμο. Έγραψα ένα υστερόγραφο σχε τικά με το 8έμα αυτό, παρακαλώντας ώστε ο ταχυδρόμος να στα λεί με την απάντηση με το πρωινό τραίνο των έντεκα, το οποίο 8α τον έφερνε στο σταδμό μας στη μία και είκοσι το μεσημέρι, κι έτσι 8α του επέτρεπε να φτάσει στο Μπλάκγουοτερ Παρκ το αργότερο στις δύο. Έ π ρ επε να του υποδειχθεί να ζητήσει εμέ να προσωπικά, να μην απαντήσει σε όποιες ερωτήσεις 8α του υποβάλλονταν από οποιονδήποτε άλλον και να μην παραδώσει το γράμμα του σε άλλα χέρια εκτός από τα δικά μου. «Στην περίπτωση που ο σερ Πέρσιβαλ επιστρέφει αύριο πριν από τις δύο», είπα στη Λώρα, «το καλύτερο σχέδιο που 8α πρέ πει να υιοθετήσεις είναι να βρίσκεσαι στον κήπο, όλο το πρωί, με το βιβλίο σου ή την όποια ασχολία σου, και να μην εμφανι στείς στο σ πίτι π α ρ ά μόνο αφού φτάσει το γράμμα. Εγώ 8α τον περιμένω εδώ, όλο το πρωί, για να προλάβω αναποδιές ή λά θη. Ακολουθώντας αυτό το σχέδιο, ελπίζω και πιστεύω ότι 8α αποφύγουμε τον κίνδυνο του αιφνιδιασμού. Ας κατεβούμε τώ ρα στο σαλόνι. Μ πορεί να προκαλέσουμε υποψίες αν π α ρ α μείνουμε κλεισμένες σ ’ ένα δωμάτιο για πολύ». «Υποψίες;» επανέλαβε. «Ποιανού τις υποψίες μπορεί να προ καλέσουμε, τώρα που έχει φύγει από το σπίτι ο σερ Πέρσιβαλ; Εννοείς τον κόμη Φ όσκο;» «Ίσω ς ναι, Λώρα». «Α ρχίζεις να τον αντιπαθείς όσο κι εγώ, Μ άριαν». «Όχι! Ό χι να τον αντιπαθώ. Η αντιπάθεια συνδέεται πάντα, λίγο ή πολύ, με την απέχθεια - και δεν βλέπω τίποτε στον κό μη που να προκαλεί την απέχθειά μου». «Δεν τον φοβάσαι, έτσι δεν είναι;» «Ίσω ς να τον φοβάμαι. Λίγο». «Τον φοβάσαι, μετά τη σημερινή παρέμβασή του προς όφε λος μ α ς ;» «Ναι. Περισσότερο φοβάμαι την παρέμβασή του α π ’ όσο τη
331
WI L KI E C OL L I NS
βία του σερ Πέρσιβαλ. Θυμήσου τι σου είπα στη βιβλιοθήκη. Ό ,τι κι αν κάνεις, Λώρα, ποτέ μην κάνεις εχθρό σου τον κόμη!» Κατεβήκαμε τη σκάλα. Η Λώρα μπήκε στο σαλόνι ενώ εγώ προχώρησα στο χωλ, με το γράμμα στο χέρι μου, για να το ρίξω στον ταχυδρομικό σάκο, που κρεμόταν στον τοίχο απέναντι μου. Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή· και καθώς περνούσα είδα τον κόμη Φόσκο και τη γυναίκα του να στέκονται και να συνομιλούν έξω στη σκάλα, με τα πρόσωπά τους στραμμένα προς το μέρος μου. Η κόμησσα μπήκε στο χωλ, μάλλον βιαστικά, και με ρώτησε αν είχα το χρόνο για μια ιδιωτική συνομιλία πέντε λεπτών. Νιώ θοντας κάπως ξαφνιασμένη από ένα τέτοιο αίτημα, υποβαλ λόμενο μάλιστα από ένα τέτοιο άτομο, έριξα το γράμμα μου στο σάκο και απάντησα ότι ήμουν στη διάθεσή της. Μ ε έπιασε από το μπράτσο με ασυνήθιστη οικειότητα· και αντί να με οδηγήσει σ ’ ένα άδειο δωμάτιο, με πα ρέσυρε στο κομμάτι με το γκαζόν που περιέβαλλε τη μεγάλη λιμνούλα με τα ψάρια. Καθώς προσπερνούσαμε τον κόμη στα σκαλοπάτια, εκείνος υποκλίθηκε μπροστά μας, χαμογέλασε και μετά μπήκε αμέσως στο σπίτι, τραβώντας πίσω του την πόρτα του χωλ, χωρίς να την κλείσει. Η κόμησσα με οδήγησε σε μια βόλτα γύρω από τη λίμνη. Περίμενα να γίνω αποδέκτρια κάποιας σημαντικής εκμυστήρευ σης και ξαφνιάστηκα όταν διαπίστωσα ότι το αίτημα της μα ντάμ Φόσκο για μία προσωπική συνομιλία δεν είχε ως αντικεί μενο τίποτε περισσότερο από μία ευγενική διαβεβαίωση της συμπάθειάς της προς εμένα, μετά τα όσα είχαν συμβεί στη βι βλιοθήκη. Ο κόμης τής είχε πει όλα όσα είχαν συμβεί, καθώς και για τον προσβλητικό τρόπο με τον οποίο μου είχε μιλήσει ο σερ Πέρσιβαλ. Η πληροφορία αυτή την είχε σοκάρει και την είχε στενοχωρήσει τόσο πολύ, για λογαριασμό μου και για λο γαριασμό της Λώρα, ώστε είχε αποφασίσει ότι, αν ξανασυνέβαινε κάτι ανάλογο, θα εκδήλωνε την αντίθεσή της προς την απαράδεκτη συμπεριφορά του σερ Πέρσιβαλ φεύγοντας από
3 32
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
το σπίτι. Ο κόμης είχε εγκρίνει την ιδέα της. και τώρα ήλπιζε ότι δα την ενέκρινα κι εγώ. Θεώρησα την κίνηση αυτή πολύ παράξενη από μια τόσο ψυ χρή και επιφυλακτική γυναίκα όσο η μαντάμ Φόσκο - ειδικά μετά την ανταλλαγή των έντονων διαφωνιών μεταξύ μας στη διάρκεια της πρωινής συζήτησής μας στο υπόστεγο. Ωστόσο, ήταν καδαρή υποχρέωσή μου να αντιμετωπίσω μία ευγενική και φιλική κίνηση με μια ευγενική και φιλική απάντηση. Α πάντη σα στην κόμησσα, στον ίδιο τόνο· και μετά, δεωρώντας ότι εί χαμε πει και οι δύο όλα όσα χρειαζόταν να πούμε, έκανα μία κίνηση να γυρίσουμε στο σπίτι. Η μαντάμ Φόσκο, όμως, φαινόταν αποφασισμένη να μη με αποχωριστεί και, προς μεγάλη μου έκπληξη, συνέχισε να μι λάει. Η λιγομίλητη αυτή γυναίκα με βομβάρδιζε τώρα με φλύα ρες κοινοτοπίες για το δέμα της έγγαμης ζωής, για το δέμα του σερ Πέρσιβαλ και της Λώρα, για το δέμα της δικής της ευτυ χίας, για το δέμα της συμπεριφοράς του μακαρίτη Φέρλι σχε τικά με την κληρονομιά της, και για ένα σωρό άλλα δέματα, μέχρι που με κράτησε κοντά της περίπου μισή ώρα, και σχε δόν με εξάντλησε. Αν το κατάλαβε ή όχι, δεν μπορώ να το ξέ ρω· αλλά, ξαφνικά, σταμάτησε να μιλάει το ίδιο απότομα όπως είχε αρχίσει - έριξε μια ματιά προς την πόρτα του σπιτιού, επανέκτησε μονομιάς το παγερό ύφος της και άφησε το μπρά τσο μου πριν προλάβω να σκεφτώ μια δικαιολογία για να εξα σφαλίσω μόνη μου την απελευδέρωση του χεριού μου. Καδώς άνοιγα την πόρτα κι έμπαινα στο χωλ, βρέδηκα ξαφ νικά αντιμέτωπη, και πάλι, με τον κόμη. Έ ριχνε ένα γράμμα στον ταχυδρομικό σάκο. Αφού το έριξε και έκλεισε το σάκο, με ρώτησε πού είχα αφή σει την κόμησσα Φόσκο. Του είπα· και βγήκε αμέσως για να ανα ζητήσει τη γυναίκα του. Ο τρόπος του, όταν μου μίλησε, ήταν τό σο ασυνήδιστα ήρεμος και υποτονικός ώστε γύρισα και κοίταξα προς το μέρος του διερωτώμενη αν ήταν άρρωστος ή άκεφος.
3 33
WI LKI E COLLI NS
Γιατί η επόμενη ενέργειά μου ήταν να πάω κατευθείαν στον ταχυδρομικό σάκο, να βγάλω το γράμμα μου και να το ξανακοιτάξω με μια αόριστη δυσπιστία- και γιατί η ματιά π ου του έριξα μου γέννησε αμέσως την ιδέα να σφραγίσω το φάκελο, για μεγαλύ τερη ασφάλεια. Υπάρχουν μυστήρια που είναι πολύ βαθιά ή πολύ ρηχά για να τα κατανοήσω. Οι γυναίκες, όπως όλοι ξέ ρουν, ενεργούν συνεχώς από αυθόρμητες διαθέσεις τις οποίες δεν μπορούν να εξηγήσουν ακόμη και στον εαυτό τους- και το μόνο που μπορώ είναι να υποθέσω ότι μία από τις διαθέσεις αυτές ήταν η άγνωστη αιτία της ανεξήγητης συμπεριφοράς μου στην περίπτωση αυτή. Ο ποιαδήποτε σκέψη κι αν με ενθάρρυνε, βρήκα το λόγο να συγχαρώ τον εαυτό μου που είχα αντιδράσει κατάλληλα, κα θώς θυμήθηκα τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να κλείσω το γράμ μα στο δωμάτιό μου. Είχα κλείσει αρχικά το γράμμα με το συ νηθισμένο τρόπο, σαλιώνοντας το τμήμα με την κόλλα και πιέζοντάς το στο χα ρ τί- και, όταν προσπάθησα τώ ρα με το δά χτυλό μου, ύστερα από πάροδο τριών τετάρτων της ώρας, ο φάκελος άνοιξε αμέσως, χωρίς να αντισταθεί ή να σκιστεί. Μή πω ς δεν τον είχα κλείσει καλά; Μ ήπως ο φάκελος ήταν ελατ τωματικός και δεν κολλούσε; Ή μήπως... 'Οχι! Είναι χυδαίο ακό μη και να διανοηθώ αυτή την τρίτη εκδοχή που τρυπώνει στο μυαλό μου. Δεν θα ήθελα να έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Σχεδόν φ οβάμαι το αύριο - είναι πολλά που εξαρτώνται από τη διακριτικότητα και την αυτοσυγκράτησή μου. Υπάρχουν δύο πράγματα μέσα σ ’ όλα τα άλλα που δεν πρέπει να ξεχνώ. Πρέ πει να φροντίζω να δίνω την εντύπωση της φιλικής διάθεσης προς τον κόμη- και πρέπει να έχω το νου μου την ώρα που πρόκειται να φτάσει ο ταχυδρόμος με την απάντηση στο γράμμα μου.
3 34
Κεφάλαιο Δέκατο Έκτο Συνέχεια της αφήγησης της μις Χάλκομπ
17 Ιουνίου Ό τα ν η ώρα του δείπνου μάς ξανάφερε κοντά, ο κόμης Φόσκο ήταν όπως συνήδως: σε εξαιρετική φόρμα. Έ κανε ό,τι μπορούσε για να προκαλεί το ενδιαφέρον μας και να μας διασκεδάζει, λες και ήταν αποφασισμένος να διαγράψει από τη μνήμη μας κάδε ανάμνηση α π ’ όσα είχαν συμβεί στη βιβλιοδήκη λίγο με τά το μεσημέρι. Ζωντανές περιγραφές των ταξιδιωτικών περι πετειών του· διασκεδαστικά ανέκδοτα με εντυπωσιακούς ανδρώ πους που είχε γνωρίσει στο εξωτερικό* έξυπνες συγκρίσεις ανάμεσα σε κοινωνικά έδιμα διάφορων λαών, διανδισμένες με παραδείγματα α π ’ όλη την Ευρώπη· αστείες εξομολογήσεις για αδώες τρέλες των νεανικών του χρόνων, όταν η πληδωρική του προσωπικότητα κυριαρχούσε σε μια δεύτερης κατηγορίας ιτα λική πόλη και έγραφε γελοία αισδηματικά μυδιστορήματα, γαλλικού τύπου, για μια δεύτερης κατηγορίας ιταλική εφημε ρίδα - όλα αυτά να ρέουν άνετα κι ευχάριστα από τα χείλη του και να απευδύνονται τόσο άμεσα και τόσο ευγενικά προς όλες μας, που η Δώρα κι εγώ τον ακούγαμε με τόση προσοχή και -όσ ο αντιφατικό κι αν φ αίνετα ι- με τόσο δαυμασμό όσο και η μαντάμ Φόσκο. Οι γυναίκες μπορούν να αντισταδούν στην
335
_______
WI LKI E C O L L I N S
αγάπη ενός άντρα, στη φήμη ενός άντρα, στην προσωπική εμ φάνιση ενός άντρα και στο χρήμα ενός άντρα· αλλά δεν μπο ρούν να αντισταδούν στα λόγια ενός άντρα, όταν αυτός ξέρει πώ ς να τους μιλάει! Μ ετά το δείπνο, κι ενώ η ευνοϊκή εντύπωση που μας είχε προκαλέσει ήταν ακόμη έντονη μέσα μας, ο κόμης αποσύρδηκε σεμνά στη βιβλιοθήκη για να διαβάσει. Η Δώρα πρότεινε μια βόλτα στον κήπο, για να απολαύσου με τη ζεστή βραδιά. Ή ταν απαραίτητο, από καθαρή ευγένεια, να ζητήσουμε από τη μαντάμ Φόσκο να μας κάνει παρέα* αλ λά, αυτή τη φορά, είχε πάρει προφανώς τις οδηγίες της εκ των προτέρων, και μας παρακάλεσε να τη συγχωρήσουμε. «Ο κό μης μάλλον θα χρειαστεί νέα αποθέματα τσιγάρων», πα ρ α τήρησε, θέλοντας να δικαιολογηθεί- «και μόνο εγώ μπορώ να τα φτιάξω όπως τα θέλει». Τα παγερά γαλανά μάτια της σχε δόν γλύκαναν καθώς πρόφ ερε τις λέξεις - έδειχνε να καμα ρώνει που αποτελούσε το ενδιάμεσο με το οποίο ο κύριος και αφέντης της συνδεόταν με το κάπνισμα. Η Δώρα κι εγώ βγήκαμε μόνες. Ή ταν μία ομιχλώδης, μουντή βραδιά. Μ ια αίσθηση μαρασμού πλανιόταν στην ατμόσφαιρα· τα λουλούδια έγερναν μαραμέ να στον κήπο και το χώμα ήταν ξερό. Ο δυτικός ορίζοντας, όπως τον βλέπαμε πάνω από τα δέντρα, ήταν αχνοκίτρινος και ο ήλιος έδυε μέσα σε μια καταχνιά. Ερχόταν βροχή· μάλλον θα άρχι ζε μόλις θα έπεφ τε η νύχτα. «Π ρος τα πού να π ά μ ε;» ρώτησα. «Π ρος τη λίμνη. Μ άριαν, αν θέλεις», απάντησε. «Φαίνεται να σου αρέσει αδικαιολόγητα αυτή η τραγική λί μνη, Δώρα». «'Οχι! 'Οχι η λίμνη, αλλά το τοπίο. Η άμμος, τα ρείκια και τα έλατα είναι τα μοναδικά στοιχεία σ ’ όλη αυτή την περιοχή που μου θυμίζουν το Λίμεριτζ. Α λλά μπορούμε να πάρουμε και άλλη κατεύθυνση, αν το προτιμάς».
33 6
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Δεν έχω προτιμήσεις στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ, καλή μου. Ό λες είναι ίδιες για μένα. Πάμε στη λίμνη - ίσως να έχει πε ρισσότερη δροσιά στον ανοιχτό χώρο α π ’ όσο είναι εδώ». Διασχίσαμε αμίλητες το κτήμα. Η μουντή ατμόσφαιρα βά ραινε πάνω μας· κι όταν φτάσαμε στο υπόστεγο καδίσαμε μέ σα να ξεκουραστούμε. Μ ια λευκή ομίχλη πλανιόταν χαμηλά πάνω από τη λίμνη. Η πυκνή σκούρα γραμμή των δέντρων στην απέναντι όχδη φ ά νταξε από πάνω της σαν από ένα δάσος αιωρούμενα μικροσκοπικά δέντρα. Το αμμώδες έδαφος, που κατηφόριζε από το σημείο που καθόμασταν, χανόταν μυστηριωδώς μέσα στην ομί χλη. Η σιγή ήταν απαίσια. Κανένα θρόισμα φύλλων - κανένα τιτίβισμα πουλιού στα δέντρα. Ακόμη κι αυτό το κόασμα των βατράχων είχε σταματήσει. «Είναι πολύ ερημικά και καταθλιπτικά», είπε η Λώρα. «Α λλά είμαστε περισσότερο μόνες εδώ α π ’ οπουδήποτε αλλού». Μιλούσε ήρεμα και κοίταζε τον αμμώδη ερημότοπο και την ομίχλη με στοχαστικά μάτια. Καταλάβαινα ότι η σκέψη της ήταν στραμμένη σε μένα, στη διάθεση που μου προξενούσαν οι καταθλιπτικές εξωτερικές εικόνες. «Υποσχέθηκα, Μ άριαν, να σου πω την αλήθεια σχετικά με την έγγαμη ζωή μου, αντί να σ ’ αφήνω να υ ποθέτεις μόνη σου», άρχισε. «Το μυστικό αυτό είναι το πρώτο που είχα ποτέ από σένα, αγαπημένη μου· και είμαι αποφασισμένη να είναι και το τελευταίο. Δεν μίλησα, όπως ξέρεις, για το καλό σου* ίσως, λί γο, και για το καλό μου. Είναι πολύ σκληρό για μια γυναίκα να ομολογήσει ότι ο άντρας στον οποίο δόθηκε για όλη της τη ζωή είναι εκείνος που ενδιαφέρεται λιγότερο για το δώρο αυτό. Αν ήσουν παντρεμένη, Μ άριαν -κ α ι, ιδιαίτερα αν ήσουν ευτυχι σμένα πα ντρεμ ένη- θα ένιωθες για μένα όπως καμιά ανύπα ντρη γυναίκα δεν μπορεί να νιώσει, όσο ευγενική και ειλικρινής κι αν είναι». Τι απάντηση μπορούσα να δώσω; Αρκέστηκα να της πιάσω
3 37
WI LKI E COL L I NS
το χέρι και να την κοιτάξω με όλη τη δύναμη της καρδιάς, αλλά και των ματιών μου. «Πόσο συχνά», συνέχισε, « σ ’ έχω ακούσει να γελάς μ ’ αυτό που συνήθιζες να αποκαλείς “φτώχεια” σου! Πόσες φορές δεν έχεις εκφωνήσει κοροϊδευτικούς συγχαρητήριους λόγους για τα πλούτη μου! Ω, Μάριαν, μην ξαναγελάσεις. Ευχαρίστησε το Θεό για τη φτώχεια σου - σε έχει κάνει να είσαι κυρία σου εαυτού σου και σε έσωσε από τη δυστυχία που έχει βρει εμένα». Μ ια θλιβερή αρχή στα χείλη μιας νεαρής συζύγου! - θλιβε ρή στην αφοπλιστικά απλή αλήθεια της. Οι λιγοστές μέρες που είχαμε περάσει όλοι μαζί στο Μ πάκγουοτερ Παρκ ήταν αρκε τές για να μου δείξουν -ν α δείξουν σε οποιονδήποτε- για ποιο λόγο την είχε παντρευτεί ο άντρας της. «Δεν θα το πιστέψεις», είπε, «ακούγοντας πώς άρχισαν οι απο γοητεύσεις και οι δοκιμασίες μου - ή μαθαίνοντας έστω ποιες ήταν. Αρκετά βαρύ είναι που τις έχω στην καρδιά μου. Αν σου πω με ποιον τρόπο δέχτηκε την πρώτη, και τελευταία, απόπει ρα διαμαρτυρίας που πρόβαλα, θα καταλάβεις πώς μου έχει φερ θεί, όπως θα το καταλάβαινες αν σου το είχα περιγράφει με κά θε λεπτομέρεια. Ή ταν μια μέρα στη Ρώμη, όταν είχαμε πάει μα ζί στον τάφο της Σεσίλια Μ έτελα. Ο ουρανός ήταν ήρεμος και εντυπωσιακός· και το μεγαλοπρεπές ερείπιο φαινόταν όμορφο· και η σκέψη ότι το είχε κατασκευάσει παλιά η αγάπη ενός συ ζύγου στη μνήμη της γυναίκας του με έκανε να νιώθω περισσό τερο τρυφερά για τον άντρα μου α π ’ όσο είχα νιώσει έως τότε. “Θα έφτιαχνες έναν τέτοιο τάφο για μένα, Πέρσιβαλ;” τον ρώ τησα “Πολύ πριν παντρευτούμε έλεγες ότι με αγαπούσες. Κι όμως, από τότε...” Δεν μπόρεσα να συνεχίσω. Ούτε καν με κοίταζε, Μ ά ριαν! Κατέβασα το βέλο μου, νομίζοντας ότι ήταν καλύτερα να μην τον αφήσω να δει τα δάκρυα στα μάτια μου. Νόμιζα ότι δεν με είχε προσέξει καθόλου· αλλά είχα κάνει λάθος. “Πάμε!” εί πε και γέλασε καθώς με βοηθούσε ν ’ ανέβω στο άλογό μου. Ανέ βηκε στο δικό του· και ξαναγέλασε καθώς απομακρυνόμασταν
338
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
από το μνημείο. “Αν σου φτιάξω τάφο”, είπε, “δα είναι με τα λεφτά σου. Διερωτώμαι αν η Σεσίλια Μ έτελα είχε περιουσία, και αν πλήρωσε τον δικό της”. Δεν απάντησα - πώς δα μπο ρούσα, αφού έκλαιγα κάτω από το βέλο μου; “Α, εσείς οι ξανδές γυναίκες πόσο γκρινιάρες είστε”, είπε. “Τι δέλεις; Φιλο φρονήσεις και γλυκά λόγια; Δεν είμαι σε κατάλληλη διάδεση σήμερα. Θεώρησε πω ς οι φιλοφρονήσεις έγιναν, και τα γλυκά λόγια ειπώδηκαν”. Οι άντρες δεν ξέρουν, όταν μας λένε σκλη ρά λόγια, πόσο καλά τα δυμόμαστε και πόσο κακό μας κάνουν. Θα ήταν καλύτερα για μένα αν είχα συνεχίσει να κλαίω, αλλά η στάση του στέγνωσε τα δάκρυά μου και σκλήρυνε την καρ διά μου. Από εκείνη την ώρα, Μάριαν, δεν εμπόδισα ούτε στιγ μή τον εαυτό μου να σκέφτεται τον Γουόλτερ Χάρτραϊτ. Αφή νω την ανάμνηση εκείνων των ευτυχισμένων ημερών, όταν συμπαδούσαμε τόσο πολύ ο ένας τον άλλον κρυφά, να επιστρέ φει και να με παρηγορεί. Σε τι άλλο δα μπορούσα να προσβλέπω για παρηγοριά; Αν ήμαστε μαζί, δα μου πρόσφερες άλλες διε ξόδους. Ξέρω ότι ήταν λάδος, καλή μου. Αλλά πες μου: Δεν ήμουν δικαιολογημένη;» Αναγκάστηκα να αποστρέψω το πρόσωπό μου από το δικό της. «Μ η με ρ ω τάς!» είπα. «Έχω υποφέρει εγώ όσο έχεις υπο φέρει εσύ; Τι δικαίωμα έχω να κρίνω;» «Τον σκεφτόμουν», συνέχισε, χαμηλώνοντας τη φωνή της και σκύβοντας πιο κοντά μου, «τον σκεφτόμουν όταν ο Πέρσιβαλ με άφηνε μόνη τη νύχτα για να πάει διασκεδάσει με τους ανδρώπους της Ό περας. Φανταζόμουν πώς δα ήταν αν ο Θεός εί χε την καλοσύνη να με ευλογήσει να γεννηδώ φτωχή, και αν ήμουν γυναίκα του. Φανταζόμουν τον εαυτό μου μέσα στην καδαρή φτη νή ρόμπα μου, να κάδομαι στο σπίτι και να τον περιμένω, ενώ εκείνος δα έβγαζε το ψωμί μας· να κάδομαι στο σπίτι και να δου λεύω γι’ αυτόν, και να τον αγαπώ ακόμη περισσότερο επειδή έπρεπε να εργάζομαι γι’ α υ τόν να τον βλέπω να έρχεται κου ρασμένος και να παίρνω το καπέλο και το παλτό του· και να
339
WI LKI E COL L I NS
τον ευχαριστώ, Μάριαν, με μικρές λιχουδιές στο δείπνο που εί χα μάδει να φτιάχνω για χάρη του. Ω! Ελπίζω να μη νιώσει πο τέ τόσο μόνος και τόσο αποκαρδιωμένος ώστε να με σκέφτεται και να με βλέπει, όπως τον σκεφτόμουν και τον έβλεπα εγώ!» Καδώς πρόφερε αυτές τις μελαγχολικές λέξεις, όλη η χαμέ νη τρυφερότητα ξαναγύρισε στη φωνή της κι όλη η χαμένη ομορ φιά ξαναφάνηκε στο πρόσωπό της. Τα μάτια της σταμάτησαν τρυφερά στη σκληρή, ερημική και άγρια δέα μπροστά μας, σαν να έβλεπαν τους φιλικούς λόφους του Κάμπερλαντ στον σκο τεινό και απειλητικό ουρανό. «Μ η μιλάς άλλο για τον Γουόλτερ», είπα, μόλις κατάφερα να ελέγξω τον εαυτό μου. «Ω , Δώρα, απάλλαξε μας και τις δυο από τη δυστυχία να μιλάμε γι’ αυτόν, τώ ρα!» Σηκώδηκε και με κοίταξε τρυφερά. « Θ α προτιμούσα να μην ξαναμιλήσω ποτέ γι’ αυτόν», απ ά ντησε, « π α ρ ά να σου προκαλέσω μια στιγμή πόνου». «Είναι για το καλό σου», είπα παρακλητικά· «για χάρη σου είναι που το λέω. Αν σε άκουγε ο άντρας σου...» «Δ εν δα τον ξάφνιαζε αν με άκουγε». Έδωσε αυτή την παράξενη απάντηση με μια αποκαμωμένη ηρεμία και ψυχρότητα. Η αλλαγή στο ύφος της, όταν έδωσε την απάντηση, με ξάφνιασε σχεδόν όσο και η ίδια η απάντηση. «Δ εν δα τον ξάφ νιαζε;» επανέλαβα. «Δώρα! κατάλαβε τι λες. Με τρομάζεις!» «Είναι αλήδεια», είπε. «Α υτό είναι που ήδελα να σου πω σήμερα όταν μιλούσαμε στο δωμάτιο σου. Το μοναδικό μυστι κό μου όταν του άνοιξα την καρδιά μου στο Λίμεριτζ ήταν ένα άκακο μυστικό, Μ άριαν. Το είπες και μόνη σου. Το όνομα ήταν το μόνο που δεν του είπ α - και το ανακάλυψε». Την άκουγα· αλλά δεν μπορούσα να πω λέξη. Τα τελευταία λόγια της είχαν σκοτώσει τη μικρή ελπίδα που ζούσε ακόμη αμυδρά μέσα μου. «Συνέβη στη Ρώμη», συνέχισε, το ίδιο αποκαμωμένα ήρεμη
340
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
και ψυχρή όπως πάντα από τότε που γύρισε. «Ή μαστε σ ’ ένα μικρό πάρτι που είχαν οργανώσει για Άγγλους κάποιοι φίλοι του σερ Πέρσιβαλ - ο κύριος και η κυρία Μ άρκλαντ. Η κυρία Μ άρκλαντ είχε τη φήμη ότι ζωγράφιζε πολύ όμορφα, και με ρικοί από τους καλεσμένους την πίεσαν να μας δείξει τα σχέ δια της. Τα δαυμάσαμε όλοι. Αλλά κάτι που είπα τράβηξε την προσοχή της ειδικά σε μένα. “Ζωγραφίζετε κι εσείς;” ρώτησε. “Ζωγράφιζα λίγο κάποτε”, απάντησα, “αλλά τα έχω πα ρατή σει”. “Αν ζωγραφίζατε κάποτε”, μου είπε, “ίσως να ξαναρχίσε τε καμιά α π ’ αυτές τις μέρες· κι αν το αποφασίσετε, 0α ήδελα να μου επιτρέψ ετε να σας συστήσω ένα δάσκαλο”. Δεν μίλη σα - ξέρεις γιατί, Μάριαν. Προσπάδησα να αλλάξω δέμα συ ζήτησης. Α λλά η κυρία Μ άρκλαντ επέμεινε. “ Είχα πολλούς δα σκάλους”, συνέχισε, “αλλά ο καλύτερος α π ’ όλους, ο εξυπνό τερος και ο πιο προσεκτικός ήταν κάποιος κύριος Χάρτραϊτ. Αν αποφασίσετε να ξαναρχίσετε τη ζωγραφική, δοκιμάστε τον για δάσκαλο. Είναι νέος, σεμνός και αξιοπρεπής - είμαι σίγουρη ότι δα τον συμπαδήσετε”. Σκέψου ότι όλα αυτά ειπώδηκαν δη μόσια, παρουσία αγνώστων - αγνώστων που είχαν προσκληδεί για να γνωρίσουν τη νύφη και το γαμβρό! Έκανα ό,τι μπορού σα για να ελέγξω τις αντιδράσεις - δεν είπα λέξη και συνέχιζα να κοιτάζω τα σχέδιά της. Ό ταν τόλμησα να ξανασηκώσω το κε φάλι μου, τα μάτια μου και τα μάτια του άντρα μου συναντήδηκ αν και κατάλαβα, από το ύφος του, ότι το πρόσωπό μου με είχε προδώσει. “Θα δούμε για τον κύριο Χάρτραϊτ”, είπε, κοιτάζοντάς με συνεχώς, “όταν γυρίσουμε στην Αγγλία. Συμφωνώ μα ζί σας, κυρία Μάρκλαντ. Νομίζω ότι η λαίδη Γκλάιντ δα τον συμπαδήσει οπωσδήποτε”. Τόνισε ιδιαίτερα τις τελευταίες λέ ξεις, οι οποίες έκαναν τα μάγουλά μου να κοκκινίσουν και την καρδιά μου να χτυπήσει δυνατά· σαν να πνιγόμουν. Τίποτε άλ λο δεν ειπώδηκε - φύγαμε νωρίς. Στην άμαξα, καδώς γυρίζα με στο ξενοδοχείο, ήταν αμίλητος. Με βοήδησε να κατέβω και με ακολούδησε πάνω, όπως συνήδως. Α λλά μόλις μπήκαμε στο
341
__
WI LKI E C OL L I NS
____
σαλόνι της σουίτας, κλείδωσε την πόρτα, με έσπρωξε σε μια καρέκλα και στάθηκε από πάνω μου με τα χέρια του στους ώμους μου. «Α πό εκείνο το πρωί που μου έκανες την αυδάδη εξομο λόγησή σου στο Αίμεριτζ», είπε, «ήδελα να ανακαλύψω ποιος ήταν ο άντρας· και το ανακάλυψα στο πρόσωπό σου, απόψε. Ο δάσκαλος της ζωγραφικής ή τα ν και λέγεται Χάρτραϊτ. Θα το μετανιώνεις, και δα το μετανιώνει κι εκείνος· ως την τελευταία ώρα της ζωής σας. Τώρα πήγαινε στο κρεβάτι, και ονειρέψου τον, αν δέλεις, με τα σημάδια από το μαστίγιό μου στους ώμους του». Ο ποτεδήποτε θυμώνει μαζί μου από εκείνη τη βραδιά και στο εξής, αναφέρεται σ ’ αυτό που του ομολόγησα παρουσία σου, μαζί με ένα σαρκασμό ή με μια απειλή. Δεν έχω τη δύνα μη να τον εμποδίσω να δίνει τη δική του φρικτή ερμηνεία στην εμπιστοσύνη που του έδειξα. Δεν μπορώ να τον κάνω να με πι στέψει, ή να κρατήσει τη γλώσσα του. Ξαφνιάστηκες σήμερα όταν τον άκουσες να λέει δημόσια ότι τον είχα παντρευτεί κά νοντας την ανάγκη φιλοτιμία Δεν θα ξαφνιαστείς, όταν τον ακού σεις να το επαναλαμβάνει, την επόμενη φορά που θα χάσει την ψυχραιμία του - Ω, Μάριαν! Μη! Μη! Με πληγώνεις!» Την είχα αγκαλιάσει· και η ένταση των τύψεών μου σφιγγό ταν γύρω της σαν μέγγενη. Ναι! Των τύψεών μου. Η απόγνωση στο πρόσωπο του Γουόλτερ, όταν τα σκληρά λόγια μου τον έπληξαν στην καρδιά στο καλοκαιρινό περίπτερο στο Λίμεριτζ, πρό βαλε μπροστά μου σαν βουβό, αβάστακτο κατηγορητήριο. Το χέρι μου είχε δείξει το δρόμο ο οποίος οδήγησε, βήμα προς βή μα, τον άντρα που αγαπούσε η αδελφή μου μακριά από τη χώ ρα του και τους φίλους του. Ανάμεσα σ ’ αυτές τις δύο νεανι κές καρδιές είχα σταθεί, για να τις χωρίσω για πάντα, και η ζωή του και η ζωή της κείνται σπαταλημένες μπροστά μου, αποδεικνύοντας το γεγονός. Εγώ το είχα κάνει- και το είχα κάνει για χάρη του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ! Για χάρη του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ! Την άκουγα να μιλάει, και καταλάβαινα από τον τόνο της
3 42
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
φωνής της ότι με παρηγορούσε - εμένα, που το μόνο που άξι ζα ήταν την περιφρόνηση της σιωπής της! Πόση ώρα πέρασε μέχρι να ξεπεράσω το βάρος αυτών των σκέψεών μου δεν μπο ρώ να υπολογίσω. Στην αρχή καταλάβαινα ότι με φιλούσε· και μετά τα μάτια μου άνοιξαν, σαν να ξυπνούσαν και να αντι λαμβάνονταν το π ερ ιβ ά λλ ον και ήξερα ότι κοίταζα μηχανικά ίσια μπροστά μου τη λίμνη. «Είναι αργά», την άκουσα να ψιδυρίζει. «Θ α έχει σκοτει νιάσει στο δασύλλιο». Κούνησε το χέρι μου κι επανέλαβε: «Μ ά ριον! Θ α έχει σκοτεινιάσει στο δασύλλιο». «Δώσε μου ένα λεπτό ακόμη», είπα. «Έ να λεπτό, για να μπο ρέσω να συνέλδω». Φοβόμουν να εμπιστευτώ τον εαυτό μου και να την κοιτά ξει, και εξακολουδούσα να έχω καρφωμένο το βλέμμα μου στη δέα μπροστά μου. Ή ταν αργά. Η πυκνή σκούρα γραμμή των δέντρων στον ουρα νό είχε ξεδωριάσει μέσα στο σκοτάδι που πύκνωνε, και έμοιαζε αμυδρά με ένα μακρύ στεφάνι καπνού. Η ομίχλη πάνω από τη λίμνη είχαν απλωδεί και κατευδυνόταν προς το μέρος μας. Η σιγή ήταν νεκρική, όπως πάντα, αλλά η φρίκη της είχε χαδεί, και το μόνο που είχε απομείνει ήταν το μυστήριο της γαλήνης που απλωνόταν γύρω μας. «Είμαστε μακριά από το σπίτι, Μ άριαν», ψιδύρισε. « Π ρ έ πει να γυρίσουμε». Σταμάτησε ξαφνικά και έστρεψε το βλέμμα της π ρος την εί σοδο του υπόστεγου. «Μ άρια ν!» είπε, τρέμοντας. «Β λέπεις τίποτε; Κοίτα!» «Π ού ;» «Εκεί, κάτω». Μ ου έδειξε. Τα μάτια μου ακολούδησαν το χέρι της· και το είδα κι εγώ. Μια ανδρώπινη φιγούρα διαγραφόταν μακριά, ανάμεσα στα ρείκια. Διέσχισε το οπτικό μας πεδίο και κινήδηκε κατά μήκος
3 43
WI LKI E COL L I NS
του εξωτερικού ορίου της ομίχλης. Σταμάτησε μακριά, μπροστά μας· περίμενε, και συνέχισε κινούμενη αργά, με το λευκό σύν νεφο της ομίχλης πίσω της - αργά αργά, μέχρι που γλίστρησε έξω από το οπτικό μας πεδίο, και πια δεν την ξαναείδαμε. Ή μαστε και οι δυο αποθαρρυμένες α π ’ όσα είχαν διαμειφδεί μεταξύ μας εκείνο το βράδυ. Πέρασαν μερικά λεπτά πριν η Δώ ρα κινηθεί προς το δασύλλιο, και πριν αποφασίσω να την ακο λουθήσω στο σπίτι. «Ή ταν άντρας ή γυναίκα;» ρώτησε ψιθυριστά, καθώς προ χωρούσαμε, επιτέλους, μέσα στο σκοτάδι. «Δεν είμαι βέβαιη». «Τι α π ’ τα δυο νομίζεις;» «Μ ου φάνηκε σαν γυναίκα». «Μ πορεί να ήταν και άντρας με μακρύ μανδύα». «Μ πορεί να ήταν και άντρας. Μ έσα στο σούρουπο δεν μπο ρεί να είναι κανείς σίγουρος». «Π ερίμενε, Μάριαν! Φοβάμαι... Δεν βλέπω το μονοπάτι. Νομίζεις ότι θα μπορούσε να μας ακολουθήσει;» «Το βρίσκω απίθανο. Δώρα. Δεν υπάρχει λόγος να πανικοβαλλόμαστε. Οι όχθες της λίμνης δεν είναι μακριά από το χω ριό, και ο καθένας είναι ελεύθερος να κυκλοφορεί εκεί, μέρα ή νύχτα. Το μόνο περίεργο είναι ότι δεν είχαμε ξαναδεί εκεί ζωντανό πλάσμα». Είχαμε μπει τώρα στο δασύλλιο. Ή ταν πολύ σκοτεινά - τό σο σκοτεινά που φοβόμασταν μήπως χάσουμε το μονοπάτι. Έδω σα στη Δώρα το μπράτσο μου, και συνεχίσαμε όσο πιο γρήγο ρα γινόταν στο δρόμο της επιστροφής. Πριν φτάσουμε στα μισά της διαδρομής σταμάτησε, και με ανάγκασε να σταματήσω κι εγώ. Αφουγκραζόταν. «Σ ώ π α», ψιθύρισε. «Κάτι ακούω πίσω μας». «Ξ ερά φ ύλλα », είπα, για να την ηρεμήσω· «ή κάποιο ξερόκλαδο που έχει πέσει από τα δέντρα». «Είναι καλοκαίρι, Μ ά ρ ια ν και δεν φυσάει διόλου. Άκου!»
344
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Ακόυσα κι εγώ τον ήχο - βήματα που μας ακολουθούσαν. «Δεν έχει σημασία ποιος είναι ή τι είναι», είπα. «Μ η σταμα τάς. Σ ’ ένα λεπτό, αν δεν υπάρξει κάτι που να μας πανικοβάλει, δα είμαστε αρκετά κοντά στο σπίτι ώστε να μας ακούσουν αν φωνάξουμε». Συνεχίσαμε με πιο γρήγορο βήμα - τόσο γρήγορο που η Δώ ρα ήταν λαχανιασμένη όταν βγαίναμε από το δασύλλιο και διακρινόμασταν πλέον από τα φωτισμένα παράθυρα. Κοντοστάθηκα για λίγο, για να της δώσω το χρόνο να ξελαχανιάσει. Πάνω που ετοιμαζόμασταν να συνεχίσουμε, με στα μάτησε και πάλι και μου έγνεψε με το χέρι της να αφουγκραστώ. Ακούσαμε και οι δυο καθαρά μια μακρόσυρτη, βαριά ανά σα πίσω μας, μέσα από τα σκοτεινά βάθη των δέντρων. «Π οιος είναι εκεί;» φώναξα. Δεν πήρα απάντηση. «Π οιος είναι εκεί;» επανέλαβα. Μ ια στιγμή σιγής ακολούθησε, και μετά ακούσαμε και πάλι τα βήματα -α μυ δρ ότερ α, ολοένα αμ υ δρ ότερ α- να βυθίζονται μέσα στο σκοτάδι· να βυθίζονται, να βυθίζονται, να βυθίζονται... μέχρι που χάθηκαν μέσα στη σιγή. Α πομακρυνθήκαμε βιαστικά από τα δέντρα προς τον ακά λυπτο χώρο του κήπου· τον διασχίσαμε βιαστικά και, χωρίς να ανταλλάξουμε άλλη λέξη μεταξύ μας, φτάσαμε στο σπίτι. Κάτω από το φως της λάμπας του χωλ, η Λώρα με κοίταξε με χλωμά μάγουλα και ξαφνιασμένα μάτια. «Είμαι μισοπεθαμένη από το φόβο μου», είπε. «Π οιος μπο ρεί να ήτα ν;» «Θ α προσπαθήσουμε να μαντέψουμε αύριο», απάντησα «Στο μεταξύ, ας μην πούμε τίποτε σε κανέναν για όσα ακούσαμε και είδαμε». «Γιατί όχι;» «Επειδή η σιωπή είναι ασφαλής - και έχουμε ανάγκη από ασφάλεια σ ’ αυτό το σ πίτι».
34 5
WI LKI E COLLI NS
Έ στειλα αμέσως τη Δώρα πάνω, περίμενα ένα λεπτό για να βγάλω το καπέλο μου και να ισιώσω τα μαλλιά μου, και μετά πήγα αμέσως να κάνω τις πρώ τες έρευνές μου στη βιβλιοθήκη, προσποιούμενη ότι ψάχνω για ένα βιβλίο. Εκεί ήταν καθισμένος ο κόμης - είχε καταλάβει τη μεγαλύ τερη πολυθρόνα του σπιτιού. Κάπνιζε και διάβαζε ήρεμα, με τα πόδια του απλωμένα πάνω σ ’ ένα σκαμπώ, τη γραβάτα του να πέφ τει στα γόνατά του και το κολάρο του πουκαμίσου του ανοιχτό. Εκεί ήταν καθισμένη και η μαντάμ Φόσκο, σαν υ πά κουο παιδί, σ ’ ένα σκαμνί δίπλα του, στρίβοντας τσιγάρα. Ού τε εκείνος, ούτε εκείνη θα μπορούσαν, κατά πά σ α πιθανότη τα, να είναι έξω τόσο αργά και να έχουν γυρίσει βιαστικά στο σπίτι. Αισθάνθηκα πως ο στόχος μου να επισκεφθώ τη βιβλιοθήκη είχε εκπληρωθεί από τη στιγμή που τους αντίκρισα. Ο κόμης Φόσκο σηκώθηκε με μια αμηχανία που δεν απείχε από την ευγένεια, και έδεσε τη γραβάτα του μόλις μπήκα στο δωμάτιο. «Μ ην ενοχλείστε, σας παρακαλώ », είπα. « Ή ρ θ α μόνο για να πάρω ένα βιβλίο». «Ό λοι οι ατυχείς άνθρωποι που έχουν τις διαστάσεις μου υπο φέρουν από τη ζέστη», είπε ο κόμης, πασχίζοντας να δροσιστεί με μια μεγάλη πράσινη βεντάλια. «Μ ακάρι να μπορούσα να αλλάξω θέση με τη θαυμάσια γυναίκα μου. Είναι τόσο δρο σερή αυτή τη στιγμή - σαν ψάρι στη λιμνούλα του κήπου». Η κόμησσα επέτρεψε στον εαυτό της ένα σχόλιο υπό την επιρ ροή της αλλόκοτης σύγκρισης του συζύγου της. «Δεν ζεσταί νομαι ποτέ, μις Χάλκομπ», παρατήρησε, με τη μετριοφροσύ νη γυναίκας που εκμυστηρευόταν κάποια από τις αρετές της. «Είχατε βγει απόψε η λαίδη Γκλάιντ κι εσ είς;» ρώτησε ο κό μης, ενώ έπαιρνα ένα βιβλίο από τα ράφια προσπαθώ ντας να σώσω τα προσχήματα. «Ν αι. Βγήκαμε να πάρουμε λίγο αέρα». «Μ πορώ να ρωτήσω προς ποια κατεύθυνση;»
346
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Π ρος τη λίμνη. Φτάσαμε ως το υπόστεγο». «Χα! Μ έχρι το υπόστεγο!» Κάτω από άλλες συνθήκες, ίσως και να εκνευριζόμουν από την περιέργειά του. Αλλά απόψε τη δέχτηκα ως μία ακόμη από δειξη πω ς ούτε αυτός, ούτε η γυναίκα του συνδέονταν με τη μυστηριώδη παρουσία στη λίμνη. «Δεν είχατε άλλες περιπέτειες, υποδέτω. απόψ ε;» συνέχισε. «Καμιά άλλη ανακάλυψη, σαν τη ανακάλυψη του πληγωμένου σκύλου;» Κάρφωσε τα ανεξιχνίαστα γκρίζα μάτια του πάνω μου, με κείνη την παγερή, καθαρή, ακατανίκητη λάμψη τους, που π ά ντα με υποχρεώνει να τον κοιτάζω, και πά ντα με γεμίζει με ανη συχία όση ώρα τον κοιτάζω. Μ ία ανείπωτη υποψία ότι το μυα λό του διεισδύει στο δικό μου με κυριεύει τέτοιες στιγμές - με κυρίευσε και τώρα. «Ό χι», είπα, κοφτά. «Καμιά περιπέτεια, καμιά ανακάλυψη». Π ροσπάθησα να κοιτάξω αλλού και να φύγω από το δωμά τιο. Ό σο περίεργο κι αν φαίνεται, δεν νομίζω ότι θα τα είχα καταφέρει, αν η μαντάμ Φόσκο δεν με είχε βοηθήσει κάνοντάς τον να κινηθεί και να στραφεί πρώ τος αλλού. «Κόμη, κρατάς όρθια τη μις Χάλκομπ!» είπε. Ό τα ν γύρισε για να μου βρει μια καρέκλα, άρπαξα την ευ καιρία, τον ευχαρίστησα, ζήτησα συγγνώμη και βγήκα από το δωμάτιο. Μ ια ώρα αργότερα, όταν η καμαριέρα της Λώρα έτυχε να είναι στο δωμάτιο της κυρίας της, εκμεταλλεύτηκα την ευκαι ρία για να αναφερθώ στην πνιγηρή ατμόσφαιρα της νύχτας, αποσκοπώντας να διαπιστώσω πώ ς περνούσαν το χρόνο τους οι υπηρέτες τους. «Υ ποφέρετε πολύ από τη ζέστη κάτω ;» ρώτησα. «Ό χι, μις», είπε η μικρή· «ούτε που τη νιώθουμε». «Α ρα, δεν βγαίνετε στο δάσος». «Μ ερικές από μας σκεφτήκαμε να το κάνουμε, μις. Αλλά η
34 7
WI LKI E COLLINS
μαγείρισσα είπε ότι δα βγάλει την καρέκλα στην αυλή, έξω από την πόρτα της κουζίνας. Το ξανασκεφτήκαμε, και αποφασίσαμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο». Η οικονόμος ήταν τώρα το μοναδικό άτομο που απέμενε. «Έ χει πάει για ύπνο η κυρία Μίκελσον;» ρώτησα. « Θ α έλεγα πω ς όχι, μις», είπε το κορίτσι χαμογελώντας. «Το πιδανότερο είναι να σηκώνεται τώρα η κυρία Μίκελσον από το κρεβάτι πα ρ ά να πηγαίνει να ξαπλώσει». «Γιατί; Τι εννοείς; Κοιμάται την ημέρα η κυρία Μ ίκελσον;» «Ό χι, μις - όχι ακριβώς, αλλά περίπου. Κοιμάται όλο το από γευμα στον καναπέ στο δωμάτιό της». Συνδυάζοντας όσα είχα παρατηρήσει στη βιβλιοδήκη και όσα είχα ακούσει μόλις πριν από λίγο από την καμαριέρα της Δώ ρα, το συμπέρασμά μου φαίνεται αναπόφευκτο. Η φιγούρα που είδαμε στη λίμνη δεν ήταν η φιγούρα της μαντάμ Φόσκο, του άντρα της ή κάποιας υπηρέτριας. Τα βήματα που είχαμε ακού σει πίσω μας δεν ήταν τα βήματα κάποιου από το σπίτι. Ποιας ή ποιου μπορεί να ήταν; Μ ου φαίνεται περιττό να αναρωτιέμαι. Δεν μπορώ καν να αποφασίσω αν η φιγούρα ήταν αντρική ή γυναικεία. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πω ς νομίζω ότι ήταν γυναικεία.
348
Κεφάλαιο Δέκατο Έβδομο Συνέχεια της αφήγησης της μις Χάλκομπ
18
Ιουνίου
Το μαρτύριο των τύψεων το οποίο είχα υποφέρει χθες το βρά δυ ακούγοντας τα όσα μου είπε η Δώρα στο υπόστεγο επ έ στρεψε μέσα στη μοναξιά της νύχτας και με κράτησε άυπνη και δυστυχισμένη επί ώρες. Αναψα τελικά το κερί μου κι έψαξα στα παλιά μου ημερολό για για να δω ποιο πραγματικά ήταν το μερίδιό μου στο μοιραίο σφάλμα του γάμου της, και τι δα έπρεπε να είχα κάνει κάποτε για να τη σώσω από τη συνδήκη αυτή. Το αποτέλεσμα με καθη σύχασε κάπως, γιατί έδειξε ότι, αν και ενήργησα τυφλά και μέ σα στην άγνοια, ενήργησα επιδιώκοντας το καλύτερο. Γενικά, το κλάμα μού κάνει κακό· αλλά όχι και χδες το βράδυ. Χθες το κλάμα με ανακούφισε. Σηκώθηκα το πρωί με διαμορφωμένη την απόφασή μου και ήρεμο μυαλό. Τίποτε α π ’ όσα μπορεί να πει ή να κάνει ο σερ Πέρσιβαλ δεν θα με ενοχλήσει ξανά, ούτε και θα με κάνει να ξεχάσω, έστω και προς στιγμήν, ότι μένω εδώ -α δια φορώντας για προσβολές, ταπεινώσεις και α π ειλές- για να υπη ρετώ τη Δώρα, και να υπερασπίζομαι το συμφέρον της Δώρα. Οι κουβέντες που θα κάναμε σήμερα σχετικά με τα γεγονό τα της προηγούμενης μέρας στη λίμνη και των βημάτων στο
349
WI L KI E COL L I NS
δασύλλιο. τελικά ματαιώδηκαν από ένα ασήμαντο περιστατικό που προκάλεσε στη Δώρα μεγάλη στενοχώρια. Έχει χάσει τη μικρή καρφίτσα που της είχα χαρίσει την παραμονή του γάμου της. Καδώς τη φορούσε όταν βγήκαμε χδες το βράδυ, το μόνο που μπορούμε να υποδέσουμε είναι ότι δα έπεσε από το φό ρεμά της ή στο υπόστεγο ή κατά την επιστροφή μας. Οι υπη ρέτες στάλδηκαν να ψάξουν, και επέστρεψαν χωρίς να κατα φέρουν τίποτε. Και τώρα πήγε να ψάξει και η ίδια η Δώρα. Εί τε τη βρει είτε όχι, η κίνηση αυτή δα δικαιολογήσει την απου σία της από το σπίτι, αν ο σερ Πέρσιβαλ γυρίσει πριν έλδει στα χέρια μου το γράμμα από το συνεταίρο του κυρίου Γκίλμορ. Μόλις χτύπησε μία η ώρα. Αναλογίζομαι αν είναι καλύτερα να περιμένω εδώ την άφιξη του ταχυδρόμου από το Λονδίνο ή να ξεγλιστρήσω αδόρυβα και να τον περιμένω έξω από την πύλη. Οι υποψ ίες μου για όλους και όλα σ ’ αυτό το σπίτι με σπρώ χνουν να σκεφτώ ότι το δεύτερο σχέδιο ίσως είναι το καλύτε ρο. Ο κόμης είναι στην πρωινή τραπεζαρία. Τον άκουσα πριν από δέκα λεπτά, καδώς ανέβαινα στο δωμάτιό μου, να γυμνάζει τα καναρίνια του στα κόλπα του: «Ανεβείτε στο μικρό δαχτυλάκι μου, ομορφούλια μου! Βγείτε και ανεβείτε! Έ να, δύο, τρία και πάνω! Τρία, δύο, ένα - και κάτω! Έ να, δύο, τρία - τουίτ, τουίτ, τουίτ, τουίτ!» Τα πουλιά ξέσπασαν στο συνηδισμένο εκ στατικό κελάηδισμά τους και ο κόμης τιτίβιζε και σφύριζε α π α ντώντας τους, σαν να ήταν κι αυτός πουλί. Η πόρτα του δω ματίου μου είναι ανοιχτή, και αυτή τη στιγμή ακούω το διαπε ραστικό κελάηδισμά και το σφύριγμα. Αν δέλω να ξεγλιστρή σω απαρατήρητη, τώρα είναι η ευκαιρία μου.
Τέσσερις η ώρα. Στις τρεις ώρες που έχουν περάσει από τότε που έκανα την τελευταία καταχώρησή μου, η πορεία των γε γονότων στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ έχει πάρει μια εντελώς νέα κατεύδυνση. Αν είναι για καλό ή για κακό, δεν μπορώ και δεν τολμώ, να κρίνω.
350
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Ας γυρίσω πρώτα στο σημείο που είχα σταματήσει, γιατί δια φορετικά δα χαδώ μέσα στη σύγχυση των σκέψεων μου. Βγήκα, όπως είχα σχεδιάσει, για να συναντήσω τον ταχυδρόμο με το γράμμα μου από το Λονδίνο στην πύλη του αρχοντικού. Στη σκάλα δεν είδα κανέναν. Στο χωλ άκουσα τον κόμη να γυ μνάζει ακόμη τα πουλιά του. Αλλά διασχίζοντας τον κήπο, εί δα τη μαντάμ Φόσκο να βολτάρει μόνη της στο αγαπημένο της σημείο, γύρω από τη μεγάλη λίμνη με τα ψάρια. Αμέσως επ ι βράδυνα το βηματισμό μου, ώστε να αποφύγω να δώσω την εντύπωση ότι βιαζόμουν μάλιστα μπήκα στον κόπο, από προνοητικότητα, να ρωτήσω αν σκεφτόταν να βγει πριν από το με σημεριανό γεύμα. Μου χαμογέλασε με τον φιλικότερο τρόπο, είπε ότι προτιμούσε να παραμείνει κοντά στο σπίτι, χαμογέ λασε ευγενικά και ξαναμπήκε στο χωλ. Κοίταξα πίσω και είδα ότι είχε κλείσει την πόρτα, πριν εγώ ανοίξω την πορτούλα που βρίσκεται δίπλα στην πύλη για τις άμαξες. Δε χρειάστηκε περισσότερο από ένα τέταρτο για να φτάσω στο σπιτάκι του φύλακα. Ο δρόμος έξω έστριβε απότομα αριστερά, συνέχιζε ίσια για τριακόσια περίπου μέτρα και μετά έστριβε και πάλι δεξιά, για να συναντηδεί με τον κεντρικό δρόμο. Ανάμεσα σ ’ αυτές τις δύο στροφές, κρυμμένη από το σπιτάκι του φ ύλακα από τη μία πλευρά και από το δρόμο προς το σταδμό από την άλλη, περίμενα, βηματίζοντας πέρ α δώδε. Ψηλοί φ ράχτες υπήρχαν δεξιά και αριστερά μου· και επί είκοσι λεπτά, σύμφωνα με το ρολόι μου, ούτε είδα ούτε άκουσα τίποτε. Κάποια στιγμή το αυτί μου έπιασε τον ήχο μιας άμαξας και, πράγματι, καδώς βάδιζα προς τη δεύτερη στροφή, αντίκρισα μια άμαξα να έρ χεται από το σταδμό. Έ γνεψα στον αμαξά να σταματήσει. Κα δώς εκείνος υπάκουε, ένας ευπρεπή ς κύριος έβγαλε το κεφά λι του από το πα ράδυρο για να δει τι συνέβαινε. «Σας παρακαλώ», είπα· «Υποδέτω ότι πηγαίνετε στο Μπλάκγουοτερ Παρκ».
35 1
WI LKI E COL L I NS
«Ν αι, κυρία μου». «Μ ε ένα γράμμα για κά ποια ;» «Μ ε ένα γράμμα για τη μις Χάλκομπ, κυρία μου». «Μ πορείτε να μου το δώσετε. Είμαι η μις Χάλκομπ». Ο άντρας έφερε το χέρι στην άκρη του καπέλου του, κατέ βηκε αμέσως από την άμαξα και μου έδωσε το γράμμα. Το άνοιξα αμέσως και διάβασα τις παρακάτω γραμμές. Τις αντιγράφω εδώ, δεωρώντας προτιμότερο να καταστρέφω το πρω τότυπο για λόγους ασφαλείας.
Αγαπητή κυρία Το γράμμα σας, που έλαβα σήμερα το πρωί, μου προκάλεσε μεγάλη ανησυχία. Θα απαντήσω όσο πιο σύ ντομα και απλά μπορώ. Η προσεκτική μελέτη της ενημέρωσης που μου κά νατε, και τα όσα γνωρίζω για τη δέση της σεβαστής λαί δης Γκλάιντ, όπως αυτή προσδιορίζεται στην προγα μιαία συμφωνία, με οδηγούν -λυπάμαι που το λέω- στο συμπέρασμα ότι μελετάται ένα δάνειο του κληροδοτηδέντος στον σερ Πέρσιβαλ κεφαλαίου -ή, με άλλα λό για, ένα δάνειο ενός μέρους των είκοσι χιλιάδων λιρών της περιουσίας της λαίδης Γκλάιντ- και ότι επιχειρείται να εμφανιστεί συμμέτοχος στην πράξη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η έγκρισή της για την κατάφωρη παραβίαση της νόμιμης διαδικασίας, και να καταστεί δυνατή η χρησιμοποίηση της υπογραφής της εναντίον της, στην περίπτωση που επιχειρούσε αργότερα να διαμαρτυρηδεί. Είναι αδύνατον να ερμηνευτεί διαφο ρετικά το αίτημα συμμετοχής της σε μια τέτοια πράξη. Στην περίτπωση που η λαίδη Γκλάιντ υπογράψει ένα τέτοιο έγγραφο, όπως είμαι υποχρεωμένος να υποδέτω ότι της ζητείται, οι διαχειριστές του κεφαλαίου της δα είναι ελεύδεροι να καταβάλουν στον σερ Πέρσιβαλ
3S2
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
χρήματα από τις είκοσι χιλιάδες λίρες της. Αν το ποσό που δα δανειστεί με τον τρόπο αυτό δεν επιστραφεί και η λαίδη Γκλάιντ αποκτήσει παιδιά, η περιουσία τους δα είναι μειωμένη κατά το ποσό, μικρό ή μεγάλο, που δα έχει με αυτό τον τρόπο καταβληδεί. Με απλά λόγια, η συγκεκριμένη συναλλαγή, αν η λαίδη Γκλάιντ δεν γνω ρίζει κάτι που να ανακρούει την άποψη αυτή, ενδέχε ται να αποτελεί ενέργεια σε βάρος των αγέννητων ακό μη παιδιών της. Κάτω από τις σοβαρές αυτές συνδήκες, δα συνιστούσα στη λαίδη Γκλάιντ να επικαλεστεί ως λόγο για την άρνησή της να υπογράψει ότι επιδυμεί να εγκριδεί τφοηγουμένως η ενέργειά της από εμένα, τον οικογενειακό δικηγόρο της, λόγω απουσίας του συνεταίρου μου κυ ρίου Γκίλμορ. Καμιά λογική αντίρρηση δεν είναι δυνα τόν να προβληδεί ως προς την τήρηση αυτής της δια δικασίας, γιατί, αν η συναλλαγή είναι έντιμη, δεν δα υπάρ ξει καμιά δυσκολία να δώσω την έγκρισή μου. Με την ειλικρινή διαβεβαίωση ως προς την προδυμία μου να σας παράσχω κάδε πρόσδετη βοήδεια ή συμ βουλή που ίσιος χρειαστείτε, διατελώ, κυρία, ένας πι στός υπηρέτης σας. Γουίλιαμ Κιρλ Διάβασα αυτό το ευγενικό και σοβαρό γράμμα με μεγάλη ευ χαρίστηση. Παρείχε στη Λώρα έναν ακαταμάχητο λόγο να αρνηδεί να υπογράψει. Ο ταχυδρόμος περίμενε όση ώρα διάβα ζα την επιστολή, για να πάρει οδηγίες όταν δα τελείωνα. «Θ α έχετε την καλοσύνη να πείτε στον κύριο Κιρλ ότι αντι λαμβάνομαι τα όσα με συμβουλεύει και ότι του είμαι ευγνώ μων; Προς το παρόν, δεν χρειάζεται άλλη απάντηση» είπα. Ακριβώς τη στιγμή που ξεστόμιζα αυτές τις λέξεις, κρατώντας το γράμμα ανοιχτό στα χέρια μου, ο κόμης Φόσκο πρόβαλε στη
3 53
WI L K I E C O L L I N S _
___
____
στροφή του δρόμου και στάδηκε μπροστά μου, σαν να είχε ξε φυτρώσει μέσα από τη γη. Η απότομη εμφάνισή του στο τελευταίο μέρος του κόσμου που δα περίμενα να τον δω με κατέλαβε κυριολεκτικά εξ απήνης. Ο ταχυδρόμος με χαιρέτησε και ξαναμπήκε στην άμαξα. Δεν βρήκα ούτε μια λέξη να του πω - ούτε την υπόκλισή του δεν κατάφερα να ανταποδώσω. Το γεγονός ότι είχα αποκαλυφ δεί -κ α ι ειδικά α π ’ αυτόν τον ά νδρ ω π ο- με είχε παγώσει. «Γυρίζετε στο σπίτι, μις Χ άλκομπ;» ρώτησε, χωρίς να δεί ξει την παραμικρή έκπληξη από πλευράς του - χωρίς καν να κοιτάξει προς την πλευρά της άμαξας, η οποία απομακρυνό ταν ενώ εκείνος μου μιλούσε. Επιστράτευσα όλες τις δυνάμεις μου για να κάνω ένα κα ταφατικό νεύμα. «Κ ι εγώ στο σπίτι πάω », είπε. «Ε π ιτρέψ τε μου, παρακαλώ, τη χαρά να σας συνοδεύσω. Θα δεχτείτε το μπράτσο μου; Ξαφ νιαστήκατε που με είδατε». Έ π ια σ α το μπράτσο του. Εκείνο που κυριαρχούσε στις σκόρ πιες σκέψεις π ου τριγύριζαν στο μυαλό μου ήταν η διαίσδηση, που με προειδοποιούσε να δυσιάσω τα πά ντα π α ρ ά να τον κά νω εχδρό μου. «Φ αίνεται ότι ξαφνιαστήκατε π ου με είδατε», επανέλαβε με τον ήρεμα επίμονο τρόπο του. «Νόμισα, κόμη, ότι σας άκουσα να ασχολείστε με τα πουλιά σας στην πρωινή τραπεζαρία», απάντησα, όσο πιο ήρεμα και σταδερά μπορούσα. «Φυσικά. Α λλά τα μικρά φτερω τά παιδιά μου, αγαπητή λαί δη, μοιάζουν με όλα τα άλλα παιδιά. Έχουν τις δύσκολες μέ ρες τους. Και η σημερινή είναι α π ’ αυτές. Την ώρα π ου τα ξα νάβαζα στο κλουβί τους, μπήκε η γυναίκα μου και είπε ότι σας είχε αφήσει να π ά τε μόνη για περίπατο. Αυτό της είπατε, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά».
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Η χαρά να σας συνοδεύσω, μις Χάλκομπ, ήταν ένας πειρα σμός στον οποίο μου ήταν αδύνατον να αντισταδώ. Στην ηλικία μου δεν αποτελεί πρόβλημα μια τέτοια ομολογία - ή όχι; Α ρπα ξα το καπέλο μου και ξεκίνησα να προσφερδώ ως συνοδός σας. Ακόμη κι ένας τόσο ευτραφής άντρας όπως ο Φόσκο είναι σί γουρα προτιμότερος από την παντελή έλλειψη συνοδού. Πήρα λάδος δρόμο, ξαναγύρισα πίσω απελπισμένος, και να που τελι κά έφτασα -μπορώ να το π ω ;- εδώ που ήδελα». Συνέχισε να μιλάει μ ’ αυτή τη φιλόφρονα διάδεση, με μια ευφράδεια η οποία δεν μου άφηνε περιδώ ρια για τίποτε άλλο π έρ α από την προσ πάδεια να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Δεν αναφέρδηκε, ούτε καν έμμεσα, σ ’ αυτό που είχε δει στο δρόμο ή στο γράμμα το οποίο κρατούσα ακόμη στο χέρι μου. Αυτή η δυσοίωνη διακριτικότητα με έπειδε ότι πρέπει να είχε μάδει, με τον πιο ανέντιμο τρόπο, το μυστικό της προσφυγής μου για το συμφέρον της Λώρα στο δικηγόρο· και ότι έχοντας αποδείξει τώρα τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο είχα λάβει την απάντηση, είχε ανακαλύψει αρκετά που να βολεύουν τα σχέδιά του, και απλώς προσπαδούσε να διαλύσει τις υποψίες που ήξερα ότι έπρεπε να είχαν γεννηδεί στο μυαλό μου. Ή μουν αρκετά έξυπνη, υπό τις παρούσες σ υνδήκες, ώστε να μην επ ι χειρήσω να τον εξαπατήσω με αληδοφανείς εξηγήσεις - και αρ κετά γυναίκα, ώστε να νιώδω πω ς το χέρι μου λερωνόταν ακουμπώντας στο μπράτσο του. Έξω από το σπίτι είδαμε την άμαξα να οδηγείται στο στά βλο. Ο σερ Πέρσιβαλ είχε μόλις επιστρέφει. Βγήκε να μας υποδεχδεί στην εξώπορτα. Δεν ξέρω ποια άλλα αποτελέσματα εί χε το ταξίδι του· πάντω ς δεν είχε καταφέρει να μαλακώσει τον άγριο δυμό του. «Ω! Ή ρ δα τε εσ είς;» είπε με σκοτεινό ύφος. «Τι σημαίνει αυτή η εγκατάλειψη του σπιτιού; Πού είναι η λαίδη Γκλάιντ;» Του μίλησα για την απώλεια της καρφίτσας που είχα χαρίσει στη Λώρα, και ότι εκείνη είχε πάει στο δασύλλιο για να ψάξει.
WI LKI E COL L I NS
«Είτε τη βρει είτε όχι», μούγκρισε βλοσυρά, «τη ς συνιστώ να μην ξεχάσει το ραντεβού της στη βιβλιοθήκη το απόγευμα. Θα την περιμένω σε μισή ώρα». Τράβηξα το χέρι μου από το μπράτσο του κόμη και ανέβηκα αργά τη σκάλα. Εκείνος με τίμησε με μία από τις υπέροχες υπο κλίσεις του, και μετά απευθύνθηκε ευδιάθετα στον συνο φρυωμένο κύριο του σπιτιού. «Π ες μου, Πέρσιβαλ», είπε, «έκανες ευχάριστο ταξίδι; Γύ ρισε πολύ κουρασμένη η όμορφη γυαλιστερή Μ πράουν Μ όλι;» «Στο διάολο η Μ πράουν Μόλι· στο διάολο και το ταξίδι! Θέ λω να φάω». «Κ ι εγώ θέλω να μιλήσουμε πρώτα πέντε λεπτά, Πέρσιβαλ», απάντησε ο κόμης. «Π έντε λεπτά, φίλε μου, εδώ, στον κήπο». «Για ποιο πρ ά γμ α;» «Για δουλειά η οποία σε αφορά πά ρ α πολύ». Καθυστέρησα αρκετά στην πόρτα, οπότε άκουσα αυτόν το βραχύ διάλογο και είδα τον σερ Πέρσιβαλ να χώνει τα χέρια του στις τσέπες του - δείγμα δισταγμού. «Α ν θέλεις να με ταλαιπωρήσεις με τις αναθεματισμένες επ ι φυλάξεις σου», είπε, «δεν έχω καμιά διάθεση να τις ακούσω. Να φάω θέλω !» «Έ λα εδώ έξω και μίλησέ μου», επανέλαβε ο κόμης, από λυτα ψύχραιμος, χωρίς να επηρεάζεται από την αγενέστερη συ μπεριφορά που θα μπορούσε να επιδείξει ο φ ίλος του. Ο σερ Πέρσιβαλ κατέβηκε τα σκαλοπάτια. Ο κόμης τον έπιασε από το μπράτσο και τον παρέσυρε να περπατήσει μαζί του. Η «δουλειά», ήμουν σίγουρη, σχετιζόταν στο θέμα της υπογραφής. Μιλούσαν για τη Λώρα και για μένα, αναμφισβήτητα. Αισθα νόμουν αδύναμη από την αγωνία. Ίσως να ήταν απίστευτα ση μαντικό και για τις δυο μας να ξέρουμε τι έλεγαν εκείνη τη στιγ μή, μα ούτε μια λέξη δεν μπορούσε να φτάσει σ τ’ αυτιά μου. Τριγύριζα μέσα στο σπίτι, από δωμάτιο σε δωμάτιο, με το γράμ μα του δικηγόρου στο στήθος μου -φοβόμουν, τώρα πια, ακόμη
3 56
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
και να το κλειδώσω κά που-, μέχρι που η πίεση της αγωνίας μου κόντευε να με μισοτρελάνει. Δεν υπήρχαν ίχνη επιστροφής της Λώρα· και σκέφτηκα να βγω έξω να την ψάξω. Αλλά οι δυνά μεις μου είχαν εξαντληθεί τόσο πολύ από τις δοκιμασίες και τις αγωνίες του πρωινού που, βοηδούσης και της βαριάς ατμόσφαιρας, ένιωθα εντελώς αδύναμη. Μ ετά από μια προσπάθεια να φτά σω στην πόρτα, υποχρεώθηκα να γυρίσω στο σαλόνι και να ξα πλώσω στον πλησιέστερο καναπέ για να συνέλθω. Είχα αρχίσει να ηρεμώ, όταν άνοιξε απαλά η πόρτα, και ο κόμης κοίταξε μέσα. «Χ ίλια συγνώμη, μις Χάλκομπ», είπε. «Τολμώ να σας ενο χλήσω επειδή είμαι φορέας καλών ειδήσεων. Ο Π έρ σ ιβ αλ -που είναι ιδιότροπος σε όλα, όπως ξ έρ ετε- θεώρησε σωστό να αλ λάξει γνώμη, την τελευταία στιγμή· και η υπόθεση της υπο γραφής αναβάλλεται προς το παρόν. Μ ία μεγάλη ανακούφι ση για όλους μας, μις Χάλκομπ, όπως διακρίνω με χαρά μου στο ύφος σας. Παρακαλώ, διαβιβάστε τα σέβη και τα συγχα ρητήριά μου, όταν αναφέρετε αυτή την ευχάριστη αλλαγή της κατάστασης στη λάιδη Γκλάιντ». Μ ε άφησε πριν προλάβω να ξεπεράσω την έκπληξή μου. Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι η ασυνήθιστη αυτή αλλα γή επιδιώξεων στο θέμα της υπογραφής οφειλόταν στην επιρ ροή του· και ότι η εκ μέρους του ανακάλυψη του χθεσινού αι τήματος μου προς τον κύριο Κιρλ στο Λονδίνο, καθώς και η απάντηση που είχα λάβει σήμερα, του είχε προσφέρει τη δυ νατότητα να παρέμβει με σίγουρη επιτυχία. Αντιλαμβανόμουν την επιρροή αυτή· αλλά το μυαλό μου έδει χνε να συμμερίζεται την εξάντληση του σώματός μου, και δεν ήμουν σε θέση να βασιστώ σ ’ αυτό για την οποιαδήποτε χρή σιμη αναφορά στο αμφίβολο παρόν ή στο απειλητικό μέλλον. Δοκίμασα για δεύτερη φορά να τρέξω έξω και να βρω τη Λώ ρα, αλλά το κεφάλι μου ήταν ζαλισμένο και τα γόνατά μου έτρε μαν. Δεν είχα άλλη επιλογή πα ρ ά να εγκαταλείψω και πάλι την
WI LKI E C OL L I NS
προσπάθεια και να επιστρέφω στον καναπέ, παρά τη θέληση μου. Η ηρεμία στο σπίτι και το σιγανό βούισμα των καλοκαιρινών εντόμων έξω από το ανοιχτό παράθυρο με καταπράυναν. Τα μά τια μου έκλεισαν από μόνα τους· και περιήλθα αργά σε μια π α ράξενη κατάσταση. Δεν ήμουν ξύπνια - γιατί δεν ένιωθα τίπο τε α π ’ όσα συνέβαιναν γύρω μου· και δεν ήμουν κοιμισμένη γιατί είχα συναίσθηση της εξάντλησής μου. Στην κατάσταση αυ τή, το θολωμένο μυαλό μου ξέφυγε από τον έλεγχό μου, ενώ το εξαντλημένο σώμα μου αναπαυόταν και, σαν σε ύπνωση ή ονει ροπόλημα της φαντασίας μου -δ ε ν ξέρω πώς να το π ω - είδα τον Γουόλτερ Χάρτραϊτ. Δεν τον είχα σκεφτεί, από το πρωί που είχα ξυπνήσει. Ούτε και η Δώρα μου είχε πει μια λέξη που να αναφερόταν άμεσα ή έμμεσα σ’ αυτόν. Κι όμως, τον έβλεπα τώ ρα τόσο καθαρά, που λες και είχε επιστρέφει το παρελθόν, και ήμαστε και οι δύο μαζί, και πάλι, στο Αίμεριτζ Χάουζ. Μ ου εμφανίστηκε ανάμεσα σε πολλούς άλλους άντρες των οποίων τα πρόσωπα δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά. Ή ταν όλοι ξαπλωμένοι στα σκαλοπάτια ενός απέραντου ερειπωμέ νου ναού. Υπερμεγέθη τροπικά δέντρα -μ ε θαλλερά αναρρι χητικά να τυλίγονται γύρω από τους κορμούς τους και απο τρόπαια πέτρινα είδωλα να διακρίνονται ανάμεσα από τα φ ύλ λα και τα κ λ α διά - έζωναν το ναό, έκρυβαν τον ουρανό και έρι χναν μία καταθλιπτική σκιά πάνω στους πεσμένους στα σκα λοπάτια άντρες. Λευκές αναθυμιάσεις αναδύονταν από το έδα φ ος και πλησίαζαν τους άντρες σαν καπνός· τους άγγιζαν, και τους άφηναν νεκρούς, τον έναν δίπλα στον άλλο, στα σημεία που ήταν πεσμένοι. Έ να αγωνιώδες συναίσθημα οίκτου και φό βου για τον Γουόλτερ έλυσε τη γλώσσα μου και τον ικέτευσα να φύγει. «Έ λα πίσω· έλα πίσω!» του είπα. «Θυμήσου την υπό σχεσή σου σ ’ εκείνη και σ ’ εμένα. Γύρνα κοντά μας πριν η χο λέρα σε τυλίξει και σε σκοτώσει, όπως τους άλλους!» Με κοίταξε, με μια απόκοσμη γαλήνη στο πρόσωπό του. «Περίμενε», είπε. «Θ α γυρίσω. Η νύχτα που συνάντησα τη χαμένη
3 58
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
γυναίκα στον δημόσιο δρόμο ήταν η νύχτα που μετέτρεψε τη ζωή μου σε όργανο ενός σχεδίου που ακόμη δεν έχει αποκαλυφδεί. Εδώ, χαμένος στην ερημιά, ή εκεί, ευπρόσδεκτος στη γε νέτειρά μου, εξακολουδώ και βαδίζω στον σκοτεινό δρόμο που οδηγεί εμένα κι εσένα, την αδελφή της αγάπης σου και της δι κής μου, στην άγνωστη τιμωρία και στο αναπόφευκτο τέλος. Περίμενε και κοίτα. Η χολέρα που αγγίζει τους υπόλοιπους εμέ να δα με προσπεράσει». Τον ξαναείδα Ή ταν ακόμη στο δάσος· ο αριδμός των συντρόφων του είχε μειωδεί κατά πολύ. Ο ναός είχε χαδεί' είχαν χαδεί και τα είδωλα. Στη δέση τους καραδοκούσαν ύ πουλα ανάμεσα στα δέντρα σκουρόχρωμοι κοντοί άντρες, με τόξα στα χέρια τους και βέλη στις χορδές τους. Για άλλη μια φορά φοβήδηκα για τον Γουόλτερ και φώναξα, για να τον προειδοποιήσω. Για άλλη μια φορά στράφηκε προς το μέρος μου με την αμετακίνητη γα λήνη στο πρόσωπό του. «Α λλο ένα βήμα», είπε, στον σκοτει νό δρόμο. Περίμενε και κοίτα. Τα βέλη που χτυπάνε τους άλ λους, αστοχούν σ ’ εμένα». Τον είδα για τρίτη φορά, σ ’ ένα ναυαγισμένο πλοίο, που εί χε εξοκείλει σε μια ερημική αμμώδη παραλία. Οι υπερφορτω μένες βάρκες απομακρύνονταν προς τη στεριά και μόνο αυ τός είχε απομείνει να βυδιστεί με το πλοίο. Του φώναξα να καλέσει την κοντινότερη βάρκα και να κάνει μια τελευταία προσπά δεια να σωδεί. Το ήρεμο πρόσωπο με κοίταξε, και η ψύ χραιμη φωνή μού ξανάδωσε την ίδια απάντηση. «Α λλο ένα βή μα στο ταξίδι. Περίμενε και κοίτα. Η δάλασσα που πνίγει τους υπόλοιπους, δα λυπηδεί εμένα». Τον είδα για τελευταία φορά. Ή ταν γονατισμένος δίπλα σ ’ έναν τάφο από λευκό μάρμαρο· η σκιά μιας γυναίκας με βέλο αναδύδηκε από τον τάφο και περίμενε δίπλα του. Η απόκοσμη γαλήνη του προσώπου του είχε μεταβληδεί σε μια απόκοσμη δλίψη. Αλλά το κατηγορηματικό ύφος των λόγων του παρέμε νε ίδιο. «Ό λο και πιο σκοτεινά», είπε· «όλο και πιο μακριά. Ο
3S9
WI LKI E COL L I NS
θάνατος παίρνει τους καλούς, τους όμορφους και τους νέους, αλλά λυπάται εμένα. Η χολέρα που εξοντώνει, το βέλος που πλήττει, η δάλασσα που πνίγει, ο τάφος που κλείνει μέσα του την αγάπη και την ελπίδα, είναι βήματα του ταξιδιού μου, και με οδηγούν όλο και πλησιέστερα προς το τέλος». Η καρδιά μου βυθίστηκε σ ’ έναν απερίγραπτο φόβο, σε μια απέραντη θλίψη. Το σκοτάδι τύλιξε τον προσκυνητή στον μαρ μάρινο τά φ ο- τύλιξε τη γυναίκα με το βέλο- τύλιξε κι αυτήν που μέσα από το όνειρο τους κοίταξε. Δεν έβλεπα και δεν άκουγα τίποτε. Ξύπνησα από ένα χέρι που ακούμπησε στον ώμο μου. Ή ταν η Δώρα. Είχε γονατίσει δίπλα στον καναπέ. Το πρόσωπό της ήταν αναψοκοκκινισμένο και ανήσυχο· τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου με μια απερίγραπτη αγωνία. Π ετάχτηκα μόλις την είδα. «Τι έγινε;» ρώτησα. «Τι σε τρόμ αξε;» Κοίταξε προς τη μισάνοιχτη πόρτα, πλησίασε τα χείλη της στο αυτί μου, και απάντησε ψιθυριστά. «Μ άριαν! Η φιγούρα στη λίμνη... τα βήματα χθες το βρά δυ... μόλις την είδα! Μ όλις μίλησα μαζί της!» «Μ ε ποια, για όνομα του Θ εού ;» «Μ ε την Ανν Κάθερικ!»
3 60
Κεφάλαιο Δέκατο Όγδοο Συνέχεια της αφήγησης της μις Χάλκομπ
18
Ιουνίου
Ή μουν τόσο ξαφνιασμένη από το ταραγμένο ύφος και την απρό σμενη συμπεριφορά της Δώρα, και τόσο αναστατωμένη από το όνειρό μου, ώστε δεν άντεξα την αποκάλυψη η οποία μόλις εί χε γίνει. Μίλησε με την Ανν Κάδερικ! Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να σταδώ ακίνητη, κολλημένη στο δάπεδο, και να την κοιτάξω άφωνη. Ή ταν απερίγραπτα απορροφημένη α π ’ όσα είχαν συμβεί, και δεν πρόσεξε την επίδραση που μου είχαν προκαλέσει τα λό για της. «Ε ίδα την Ανν Κάδερικ! Μ ίλησα με την Ανν Κάδερικ!» επανέλαβε, σαν να μην την είχα ακούσει. «Ω , Μάριαν, έχω πολλά να σου πω! Πάμε. Μ πορεί να μας διακόψουν εδώ. Έ λα αμέσως στο δωμάτιο μου». Μ ε έπιασε από το χέρι και με οδήγησε μέσα από τη βιβλιοδήκη στο δωμάτιο στο βάδος του ισογείου, ένας χώρος που εί χε διαμορφωδεί για να χρησιμοποιείται ειδικά α π ’ αυτήν. Κα νένα τρίτο άτομο, εκτός από την καμαριέρα της, δεν δα είχε τη δικαιολογία να μας ενοχλήσει εκεί. Μ ε έσπρωξε μέσα, κλεί δωσε την πόρτα και τράβηξε την κουρτίνα. Το παράξενο ξάφνιασμα το οποίο με είχε κυριεύσει παρέμενε
361
WI LKI E COL L I NS
ακόμη. Αλλά μια ενισχυόμενη βεβαιότητα ότι οι επιπλοκές που απειλούσαν από καιρό να εμφανιστούν 8α ήταν δυσάρεστες και γι’ αυτήν και για μένα βάραινε ξαφνικά πάνω μας. Δεν μπο ρούσα να την εξηγήσω με λόγια - δεν μπορούσα καν να τη συ νειδητοποιήσω ως σκέψη. «Η Ανν Κάδερικ!» μονολόγησα ψιδυριστά. σε μια ολωσδιόλου άχρηστη, αδύναμη επανάληψη. «Η Ανν Κάδερικ!» Η Λώρα με πα ρέσυρε στο πλησιέστερο κάδισμα, ένα κανα πεδάκι χωρίς πλάτη στο κέντρο του δωματίου. «Κ οίτα!» είπε· «κοίτα εδώ!» Και έδειξε το στήδος του φ ορέματος της. Είδα ότι η χαμένη καρφίτσα ήταν και πάλι στη δέση της. Αυ τή η πραγματικότητα φάνηκε να διαλύει τη σύγχυση στις σκέ ψεις μου και να με βοηδάει να ηρεμήσω. «Πού βρήκες την καρφίτσα σου;» Οι πρώτες λέξεις που μπό ρεσα να πω ήταν οι λέξεις που εξέφρασαν αυτή την ασήμαντη ερώτηση σε μια σημαντική στιγμή. «Εκείνη τη βρήκε, Μ άριαν». «Π ο ύ ;» «Στο δάπεδο του υπόστεγου. Ω, πώς να αρχίσω... πώ ς να κα ταφέρω να σ ’ τα πω όλα! Μ ου μίλησε τόσο παράξενα... με κοί ταξε τόσο φοβισμένα... με εγκατέλειψε τόσο απότομα...» Η φωνή της δυνάμωσε καδώς οι αναμνήσεις πίεζαν τη σκέ ψη της. Η δα διά ριζωμένη δυσπιστία που βαραίνει, νύχτα και μέρα, την ψυχική μου διάδεση σ ’ αυτό το σπίτι με έσπρωξε αμέσως να την προειδοποιήσω αυδόρμητα, όπως ακριβώς η δέα της καρφίτσας με είχε σπρώξει να τη ρωτήσω, το ίδιο αυδόρ μητα ένα λεπτό πριν. «Μ ίλα σιγά», είπα. «Το παράδυρο είναι ανοιχτό και το μο νοπάτι του κήπου περνάει ακριβώς από κάτω. Πες τα μου όλα από την αρχή, Λώρα. Πες μου, λέξη προς λέξη, τι συζητήσα τε εσύ και εκείνη η γυναίκα». « Ν α κλείσω πρώτα το πα ρ ά δυ ρ ο;» «Όχι! Μόνο μίλα σιγά· και να δυμάσαι ότι η Ανν Κάδερικ
3 62
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
είναι ένα επικίνδυνο δέμα κάτω από τη στέγη του συζύγου σου. Πες τα μου όλα με τη σειρά. Καταρχήν, πού την πρω τοείδες;» «Σ το υπόστεγο, Μάριαν. Βγήκα, όπως ξέρεις, για να βρω την καρφίτσα μου και διέσχισα όλο το μονοπάτι μέσα στο δασύλλιο, κοιτάζοντας προσεκτικά μπροστά μου. σε κάδε βήμα που έκανα. Έτσι έφτασα, μετά από ώρα, στο υπόστεγο. Αμέσως, μόλις μπήκα μέσα, έπεσα στα γόνατα για να ψάξω στο πάτω μα. Συνέχιζα να ψάχνω, με την πλάτη μου στραμμένη π ρος την πόρτα, όταν άκουσα μια απαλή, παράξενη φωνή πίσω μου να λέει: “Μ ις Φέρλι!” ». «Μ ις Φ έρλι;» «Ναι! Το παλιό όνομά μου - το αγαπημένο, οικείο όνομα που νόμιζα ότι είχα αποχωριστεί για πάντα. Σηκώδηκα -ό χ ι φοβι σμένη, γιατί η φωνή ήταν πολύ ευγενική και ήρεμη για να τρο μάξει οποισνδήποτε- αλλά πά ρ α πολύ ξαφνιασμένη. Εκεί, στην πόρτα, στεκόταν και με κοίταζε μια γυναίκα της οποίας το πρόσωπο δεν δυμόμουν να είχα ξαναδεί». «Πώ ς ήταν ντυμένη;» «Φορούσε ένα καδαρό, όμορφο λευκό φόρεμα κι από πάνω ένα φ δαρμένο λεπτό σκούρο σάλι. Το καπελάκι της ήταν καφέ και ψάδινο· φτωχικό και φδαρμένο, όπως και το σάλι. Εντυ πωσιάστηκα από τη διαφορά ανάμεσα στο φόρεμά της και τα υπόλοιπα ρούχα της, και είδα ότι το πρόσεξε. “Μην κοιτάζετε το καπελάκι και το σάλι μου”, είπε, μιλώντας μ ’ έναν γρήγορο, λαχανιασμένο, και κάπως απότομο τρόπο* “όταν δεν φοράω άσπρα, δεν μ ’ ενδιαφέρει ποσώς τι φοράω. Κοιτάξτε το φόρεμά μου όσο δέλετε* δεν ντρέπομαι γι’ αυτό”. Πολύ παράξενο! Δεν ήταν; Πριν προλάβω να πω κάτι για να την καδησυχάσω, άπλωσε το χέρι της και είδα την καρφίτσα μου σ’ αυτό. Ή μουν τόσο ικανο ποιημένη και τόσο ευγνώμων, ώστε πλησίασα, για να της πω τι πραγματικά αισδανόμουν. “Είστε αρκετά ευγνώμων, ώστε να μου κάνετε μια μικρή εξυπηρέτηση;” ρώτησε. “ Ναι, φυσικά”, απ ά ντησα* “οτιδήποτε περνάει από το χέρι μου δα το κάνω πολύ
3 63
WI L KI E C OL L I NS
ευχαρίστως”. ‘Τ ότε, επιτρέψ τε να βάλω εγώ την καρφίτσα στο φόρεμά σας”. Το αίτημά της ήταν τόσο αναπάντεχο, Μάριαν, και το έδεσε με τόσο ασυνήθιστο ζήλο, ώστε τραβήχτηκα ένα ή δύο βήματα πίσω, μην ξέροντας τι να κάνω. “Α!” είπε. “ Η μη τέρα σας δα μου επέτρεπε να το κάνω”. Υπήρχε κάτι στη φω νή και στο ύφος της, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο αναφέρδηκε στη μητέρα μου, που με έκανε να ντραπώ για τη δυ σπιστία μου. Έ πιασ α το χέρι της που κρατούσε την καρφίτσα και το ακούμπησα απαλά στο στήθος του φορέματος μου. “ Γνω ρίζατε τη μητέρα μου;” είπα. “Ή ταν πριν από πολλά χρόνια; Σας έχω ξαναδεί;” Τα χέρια της ήταν απασχολημένα με την καρ φίτσα. Σταμάτησε και τα πίεσε στο στήθος μου. “Δεν θυμάστε μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα στο Λίμεριτζ”, είπε, “τη μητέρα σας να βαδίζει στο μονοπάτι που οδηγούσε στο σχολείο παρέα με δύο κοριτσάκια, ένα δεξιά κι ένα αριστερά της; Εσείς ήσα στε το ένα κοριτσάκι, κι εγώ το άλλο. Η όμορφη, έξυπνη μις Φέρλι και η φτωχή αλλοπαρμένη Ανν Κάθερικ ήταν πιο κοντά η μία στην άλλη τότε, α π ’ όσο είναι τώρα!” » «Τη θυμήθηκες, Λώρα, όταν σου είπε το όνομά τ η ς ;» «Ναι! Θυμήθηκα που με ρώτησες για την Ανν Κάθερικ στο Λί μεριτζ και μου είπες πως τότε θεωρούσαν ότι μου έμοιαζε». «Τι σου θύμισε αυτό, Λ ώρα;» «Εκείνη μου το θύμισε. Ενώ την κοίταζα, καθώς ήταν πολύ κοντά μου, μου πέρασε ξαφνικά από το μυαλό ότι μοιάζαμε η μία στην άλλη! Το πρόσωπό της ήταν χλωμό, αδύνατο και κου ρασμένο, αλλά ξαφνιάστηκα βλέποντάς το, σαν να έβλεπα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη μετά από μακρά ασθένεια. Η ανα κάλυψη -δ ε ν ξέρω για τ ί- με συγκλόνισε τόσο πολύ, ώστε, προς στιγμήν, μου ήταν τελείως αδύνατον να της μιλήσω». «Φ άνηκε πληγωμένη από τη σιωπή σου;» «Φοβάμαι πως ναι. “Δεν έχετε το πρόσωπο της μητέρας σας”, είπε, “ή την καρδιά της μητέρας σας. Το πρόσωπο της μητέρας σας ήταν μελαχρινό- και η καρδιά της μητέρας σας, μις Φέρλι,
3 64
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ήταν καρδιά αγγέλου”. “Σας βεβαιώ ότι αισδάνομαι φιλικά απέ ναντι σας”, είπα- “αν και ίσως να μην είμαι σε δέση να το εκφράσω όπως πρέπει. Γιατί με λέτε ‘μις ΦέρλΓ;” “Επειδή αγα πώ το όνομα Φέρλι, και μισώ το όνομα Γκλάιντ”. ξέσπασε με βία. Δεν είχα διακρίνει καμιά ένδειξη τρέλας πάνω της μέχρι εκείνη τη στιγμή, αλλά μου φάνηκε ότι την έβλεπα τότε στα μά τια της. “Απλώς νόμιζα ότι ίσως να μην ξέρατε ότι παντρεύτη κα”, είπα, φέρνοντας στο μυαλό μου το παράλογο γράμμα που μου είχε στείλει στο Λίμεριτζ και προσπαδώντας να την ηρε μήσω. Αναστέναξε λυπημένα και απέστρεψε το βλέμμα της από πάνω μου. “Να μην ξέρω ότι παντρευτήκατε;” επανέλαβε. “Εί μαι εδώ επειδή παντρευτήκατε! Είμαι εδώ για να εξιλεωδώ απέ ναντι σας, πριν συναντήσω τη μητέρα σας στον κόσμο πέρα από τον τάφο”. Αποτραβήχτηκε από κοντά μου μέχρι που βρέδηκε έξω από το υπόστεγο· εκεί έμεινε, να κοιτάζει και να αφουγκράζεται για λίγο. Ό ταν ξαναγύρισε για να μου μιλήσει, αντί να ξαναμπεί στο υπόστεγο, σταμάτησε στο σημείο που βρισκόταν, κοιτάζοντάς με, με τα χέρια της ακουμπισμένα στις δύο πλευρές της εισόδου. “Μ ε είδατε στη λίμνη χδες το βράδυ;” είπε. “Με ακού σατε που σας ακολούδησα στο δάσος; Περίμενα επί μέρες για να σας βρω μόνη και να σας μιλήσω· εγκατέλειψα τη μοναδική φίλη που έχω στον κόσμο, την έκανα να αγωνιά και να φοβάται για μένα, διακινδύνευσα να με ξανακλείσουν στο ψυχιατρείο όλα αυτά για χάρη σας, μις Φέρλι, για χάρη σας!”. Τα λόγια της με πανικόβαλαν, Μάριαν. Κι όμως, υπήρχε κάτι στον τρόπο που μιλούσε που με έκανε να τη λυπηδώ με όλη μου την καρδιά. Εί μαι σίγουρη ότι ο οίκτος μου πρέπει να ήταν ειλικρινής, γιατί με έκανε αρκετά τολμηρή ώστε να ζητήσω από το φτωχό αυτό πλά σμα να έλδει και να καδίσει δίπλα μου στο υπόστεγο». «Και το έκανε;» «Όχι. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και μου είπε ότι έπρε πε να μείνει εκεί που ήταν, να παρατηρεί και να αφουγκράζεται, και να προσέχει μήπως μας αιφνιδιάσει κάποιο τρίτο άτομο. Και
36 S
___________
WI LKJ E C OL L I NS
από την αρχή ως το τέλος στεκόταν στην πόρτα, με τα χέρια της να δένουν στα πλευρά της· μερικές φορές σκύβοντας προς τα μέσα για να μου μιλήσει, μερικές φορές κάνοντας ξαφνικά λίγο πίσω, για να κοιτάξει γύρω της. “Ή μουν εδώ χθες”, είπε, “πριν σκοτεινιάσει· άκουσα εσάς και την κυρία που ήταν μα ζί σας να συζητάτε. Σας άκουσα να της λέτε για τον άντρα σας. Σας άκουσα να λέτε ότι δεν έχετε τη δύναμη να τον κά νετε να σας πιστέψει, ούτε τη δύναμη να τον κάνετε να σας μιλάει καλύτερα. Α! ήξερα τι σήμαιναν αυτά τα λόγια· μου το έλεγε η συνείδησή μου όση ώρα σας άκουγα. Γιατί σας επέ τρεψα να τον παντρευτείτε! Ω, ο φόβος μου - ο τρελός, άδλιος, απαίσιος φόβος μου!” Κάλυψε το πρόσωπό της με το φτηνό, φδαρμένο σάλι της, βαριαστέναζε και σιγομουρμούριζε μόνη της. Άρχισα να φοβάμαι ότι μπορεί να ξεσπούσε σε κάποια έκρηξη απελπισίας την οποία ούτε εκείνη, ούτε εγώ δα μπο ρούσαμε να ελέγξουμε. “ Π ροσπαδήστε να ηρεμήσετε” , είπα· “προσπαδήστε να μου πείτε πώ ς δα μπορούσατε να εμποδί σετε το γάμο μου”. Α πομάκρυνε το σάλι από το πρόσωπό της και με κοίταξε ανέκφραστα. “Θα έπρεπ ε να είχα το κουράγιο να τον σταματήσω στο Λίμεριτζ”, απάντησε. “Δεν δα ’πρεπε να είχα αφήσει να με τρομάξει η είδηση της άφιξής του εκεί. Θ α ’πρ επ ε να σας είχα τότε προειδοποιήσει και να σας είχα σώσει πριν να είναι πολύ αργά. Γιατί είχα βρει το δάρρος να σας γράψω μόνο εκείνο το γράμμα; Γιατί έκανα μόνο κακό, όταν εκείνο που ήδελα να σκόπευα ήταν να κάνω καλό; Ω, ο φόβος μου - ο τρελός, άδλιος, απαίσιος φόβος μου!” Επανέλαβε αυ τές τις λέξεις και ξανάκρυψε το πρόσωπό της μ’ εκείνο το φ δαρ μένο σάλι που την κάλυπτε. Ή ταν φοβερό να τη βλέπεις, και φοβερό να την ακούς». «Τη ρώτησες, Λώρα, ποιος ήταν ο φόβος στον οποίο ανα φερόταν τόσο επίμ ονα ;» «Ν αι, τη ρώτησα». «Και τι σου είπ ε;»
366
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Μ ε ρώτησε με τη σειρά της αν εγώ δεν 9α φοβόμουν τον άνθρωπο που με είχε κλείσει σ ’ ένα ψυχιατρείο - και που θα με ξανάκλεινε, αν μπορούσε. “Ακόμη τον φοβάσαι;” της είπα. “Δεν θα ήσουν τώρα εδώ, αν τον φοβόσουν”. “Ό χι”, είπε. “Δεν τον φοβάμαι τώρα”. Ρώτησα γιατί όχι. Έσκυψε απότομα στο εσωτερικό του υπόστεγου και είπε: “Δεν μπορείτε να μαντέ ψετε γιατί;” Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. “Κοιτάξτε με”, συνέχισε. Της είπα ότι με θλίψη μου έβλεπα ότι φαινόταν πο λύ στενοχωρημένη και πολύ άρρωστη. Χαμογέλασε, για πρώ τη φορά. “ Άρρωστη;” επανέλαβε. “ Πεθαίνω! Τώρα ξέρετε γιατί δεν τον φοβάμαι. Νομίζετε ότι θα συναντήσω τη μητέρα σας στον ουρανό; Θα με συγχωρήσει άραγε;” Ή μουν τόσο σοκαρισμένη και τόσο ξαφνιασμένη, που δεν μπορούσα να απ α ντήσω. “Αυτό σκεφτόμουν”, συνέχισε, “όλον αυτό τον καιρό που κρυβόμουν από τον άντρα σας, όλον αυτό τον καιρό που ήμουν άρρωστη. Οι σκέψεις αυτές είναι που με έφεραν εδώ. Θέλω να εξιλεωθώ, θέλω να διορθώσω όλο το κακό που έκα να κάποτε”. Την παρακάλεσα όσο πιο έντονα μπορούσα να μου πει τι εννοούσε. Εξακολουθούσε να με κοιτάζει με επίμο να, ανέκφραστα μάτια. “Θα μπορέσω να διορθώσω αυτό το κα κό;” μονολόγησε δύσπιστα. “Έ χετε φίλους που θα σας στα θούν. Αν ξέρετε το Μυστικό του, θα σας φοβάται- δεν θα τολ μήσει να σας φ ερθεί όπως φ έρθηκε σε μένα. Θα πρέπει να σας φ ερθεί ευγενικά -γ ια το καλό το υ - αν φοβάται εσάς και τους φίλους σας. Κι αν σας φ ερθεί ευγενικά, κι αν θα μπορώ να λέω ότι εγώ το πέτυχα...” Περίμενα με αγωνία να ακούσω τη συνέχεια, αλλά σταμάτησε σ ’ αυτές τις λέξεις». «Π ροσπάθησες να την κάνεις να συνεχίσει;» «Προσπάθησα. Αλλά αποτραβήχτηκε και πάλι από κοντά μου και ακούμπησε το πρόσωπό της και τα μπράτσα της στον τοίχο του υπόστεγου. “Ω!” την άκουσα να λέει, με μια απίστευτη τρυ φερότητα στη φωνή της. “ Ω! Ας μπορούσα, τουλάχιστον, να ταφώ δίπλα στη μητέρα σας! Ας μπορούσα να ξυπνήσω δίπλα
3 67
__
WI LKI E COL L I NS
___
της όταν 9α ηχήσει η σάλπιγγα του αγγέλου, τότε που οι τάφοι 9α παραδώσουν τους νεκρούς τους την ώρα της Δευτέρας Πα ρουσίας!” Μάριαν! Έ τρεμ α σύγκορμη - ήταν φρικτό να την ακούς. “Αλλά δεν υπάρχει ελπίδα να γίνει αυτό”, είπε, μετακι νούμενη κάπως, έτσι ώστε να μπορεί να με κοιτάξει· “καμιά ελ πίδα για μια φτωχή ξένη, όπως εγώ. Δεν 9α αναπαυτώ κάτω από τον μαρμάρινο σταυρό που έπλυνα με τα χέρια μου. και τον έκανα για χάρη της τόσο λευκό και κα9αρό. Ω. όχι! Το έλεος του Θεού μόνο -ό χ ι του α νθρώ που- 9α με πάει κοντά της, εκεί όπου οι κακοί παύουν να βασανίζουν, και οι κουρασμένοι μπο ρούν να ξεκουραστούν”. Είπε αυτές τις λέξεις ήρεμα και θλιμ μένα, με έναν 6α9ύ αναστεναγμό απελπισίας. Μ ετά έμεινε σιω πηλή για λίγο. Το πρόσωπό της ήταν σαστισμένο και ταραγμέ νο. Έμοιαζε να σκέφτεται - ή να προσπαθεί να σκεφτεί. “Τι ήταν αυτό που είπα μόλις τώρα;” ρώτησε, μετά από λίγο. “Ό ταν σκέφτομαι τη μητέρα σας, όλα τα άλλα φεύγουν από το μυα λό μου. Τι έλεγα; Τι έλεγα;” Υπενθύμισα στο φτωχό πλάσμα, όσο πιο ευγενικά μπορούσα. “Α, ναι, ναι” , είπε, με ένα αφηρημένο, αμήχανο ύφος. “Είστε ανίσχυρη μπροστά σ’ αυτόν τον πανούργο σύζυγο. Ναι! Και πρέπει να κάνω αυτό που έχω έλ θει να κάνω εδώ - πρέπει να επανορθώσω, επειδή φοβήθηκα να σας μιλήσω σε καλύτερη ώρα”. “Τι είναι αυτό που έχετε να μου πείτε;” ρώτησα. “Το Μυστικό που φοβάται ο σκληρός σύ ζυγός σ ας”, απάντησε. “ Κάποτε τον απείλησα με το Μυστικό, και τον φόβισα”. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε· ένα σκληρό, ορ γισμένο βλέμμα πρόβαλε στα μάτια της. Αρχισε να κουνάει το χέρι της προς το μέρος μου με έναν αόριστο, ακατανόητο τρό πο. “ Η μητέρα μου γνωρίζει το Μ υστικό”, είπε. “ Η μητέρα μου έχει περάσει τη μισή ζωή της με το Μυστικό αυτό. Κάποια μέ ρα, ήμουν ήδη αρκετά μεγάλη, μου είπε κάτι. Και την επόμε νη μέρα, ο σύζυγός σας...” » «Ναι! Συνέχισε. Τι σου είπε για το σύζυγό σου;» «Σταμάτησε και πάλι, Μ άριαν, σ ’ αυτό το σημείο».
36 8
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Και δεν είπε περισσότερα;» «Αφουγκράστηκε με αγωνία “Σωπάστε!” ψιθύρισε, κουνώντας ακόμη το χέρι της προς το μέρος μου. “Σωπάστε!” Απομακρύνθηκε από την πόρτα, κινήθηκε αργά και σταθερά, βήμα προς βήμα, μέχρι που την έχασα πέρ α από την άκρη του υπόστεγου», « Θ α την ακολούθησες, φυσικά». «Ναι! Η αγωνία μου με έκανε αρκετά τολμηρή ώστε να ση κωθώ και να την ακολουθήσω. Τη στιγμή που έφτανα στην πόρ τα, ξαναφάνηκε ξαφνικά στην άκρη του υπόστεγου. “Το Μυ στικό”, της ψιθύρισα· “στάσου και π ες μου το Μυστικό!” Με έπιασε από το μπράτσο και με κοίταξε, με άγρια, φοβισμένα μ άτια ‘Ό χ ι τώρα”, είπε. “Δεν είμαστε μόνες· μας παρακολουθούν. Ελάτε εδώ αύριο, αυτή την ώρα - μόνη σας. Προσέξτε! Μόνη σας”. Μ ε έσπρωξε πάλι μέσα στο υπόστεγο, και έφυγε! Δεν την ξαναείδα». «Ω , Λώρα, Λώρα! Άλλη μια χαμένη ευκαιρία! Αν ήμουν κο ντά σου, δεν θα μας είχε ξεφύγει. Σε ποια πλευρά ήταν που την έχασες από τα μάτια σου;» «Στην αριστερή πλευρά, όπου το έδαφος είναι κατηφορικό και το δάσος πυκνότερο». «Ξανάτρεξες έξω; Της φώναξες να σταματήσει;» «Π ώ ς μπορούσα; Ή μουν υπερβολικά φοβισμένη ώστε να κι νηθώ ή να μιλήσω». «Α λ λά όταν τελικά κινήθηκες... όταν βγήκες έξω;» «Έ τρεξα αμέσως εδώ, να σου πω τι είχε συμβεί». «Ε ίδες ή άκουσες κανέναν στο δασύλλιο;» «Ό χι. Μ ου φάνηκε ήρεμο και ήσυχο όταν το διέσχισα». Περίμενα λίγο για να σκεφτώ. Ή ταν αυτό το τρίτο πρόσωπο, που υποτίθεται ότι παρακολουθούσε κρυφά τη συζήτησή τους, υ παρκτό ή πλάσμα της φαντασίας της Ανν Κάθερικ; Μου ήταν αδύνατον να το ξεκαθαρίσω. Το μόνο βέβαιο ήταν ότι είχαμε αποτύχει και πάλι λίγο πριν από την αποκάλυψη - είχαμε αποτύχει απόλυτα και ανεπανόρθωτα, εκτός κι αν η Ανν Κάθερικ
369
WI L KI E C O L L I N S
τηρούσε το ραντεβού της στο υπόστεγο, την επόμενη μέρα. «Είσαι απόλυτα σίγουρη ότι μου είπες όλα όσα ειπώδηκαν; Κάδε λέξη;» ρώτησα. «Έτσι νομίζω», απάντησε. «Η μνήμη μου, Μ άριαν. δεν εί ναι δυνατή σαν τη δική σου. Αλλά ήμουν τόσο έντονα εντυ πωσιασμένη, το ενδιαφέρον μου τόσο δαδιά κεντρισμένο, ώστε τίποτε σημαντικό δεν μπορεί να μου έχει διαφύγει». «Αγαπητή μου Λώρα, και οι πιο ασήμαντες λεπτομέρειες έχουν ιδιαίτερη σημασία όταν πρόκειται για την Ανν Κάδερικ. Ξανασκέψου. Μ ήπως της ξέφυγε κάποια τυχαία αναφορά για το μέρος που ζει αυτό τον καιρό;» «Τίποτε, α π ’ όσο μπορώ να δυμηδώ». «Δ εν ανέφερε κάποια φίλη και συνοδό - μια γυναίκα που λέγεται κυρία Κ λέμενς;» «Ω , ναι! Αυτό το ξέχασα. Μ ου είπε ότι η κυρία Κλέμενς ήδελε π ά ρ α πολύ να πά ει μαζί της στη λίμνη και να τη φροντίσει, και την παρακάλεσε να μην τολμήσει να έλδει μόνη στην π ε ριοχή αυτή». «Α υτό μόνο είπε για την κυρία Κ λέμενς;» «Ν αι, αυτό μόνο». «Δεν σου είπε τίποτε για το μέρος στο οποίο κατέφυγε όταν έφυγε από το Τοντ’ς Κ όρνερ;» «Τίποτε! Είμαι απόλυτα σίγουρη». «Ο ύτε πού μένει έκτοτε; Ούτε ποια ήταν η αρρώστια τη ς ;» «'Οχι, Μάριαν! Ούτε λέξη. Πες μου, πες μου σε παρακαλώ, ποια είναι η γνώμη σου; Δεν ξέρω τι να σκεφτώ, ή τι να κάνω». «Αυτό που πρέπει να κάνεις, αγάπη μου είναι να π α ς στο ρα ντεβού αύριο. Είναι αδύνατον να ξέρεις ποια συμφέροντα μπο ρεί να κριδούν αν ξαναδείς αυτή τη γυναίκα. Δεν δα πρέπει να μείνεις μόνη σου για δεύτερη φορά. Θα σε ακολουδήσω, από από σταση. Κανένας δεν δα με δει- αλλά δα είμαι αρκετά κοντά ώστε να ακούσω τη φωνή σου, αν συμβεί οτιδήποτε. Το μυστικό της Ανν Κάδερικ διέφυγε από τον Γουόλτερ Χάρτραϊτ, διέφυγε και
5 70
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
από σένα. Ό ,τι και να γίνει, όμως, δεν 9α διαφύγει από μένα». Τα μάτια της Δώρα καρφώθηκαν στα δικά μου. «Πιστεύεις», είπε, «στην ύπαρξή του; Πιστεύεις ότι αυτό φο βάται ο άντρας μου; Κι αν υποδέσουμε, Μάριαν, ότι, τελικά, υπάρχει μόνο στη φαντασία της Ανν Κάθερικ; Αν υποδέσου με ότι απλώς ήθελε να με δει και να μου μιλήσει, για χάρη των παλιών αναμνήσεων; Ο τρόπος της, άλλωστε, ήταν τόσο π α ράξενος, που σχεδόν με έκανε να αμφιβάλλω για τα λόγια της. Εσύ δα την εμπιστευόσουν σε άλλα πρ ά γμ ατα ;» «Εγώ δεν εμπιστεύομαι τίποτε, Λώρα, εκτός από τις επιση μάνσεις μου σχετικά με τη συμπεριφορά του άντρα σου. Κρί νω τα λόγια της Ανν Κάδερικ από τις πράξεις του, και πιστεύω ότι υπάρχει κάτι που δέλει να κρύβει». Δεν είπα τίποτε άλλο και σηκώθηκα να βγω από το δωμά τιο. Μ ε απασχολούσαν κάποιες σκέψεις, τις οποίες ίσως να της είχα πει αν είχαμε μιλήσει περισσότερο, και οι οποίες ίσως να ήταν για κείνη επικίνδυνο να ξέρει. Η επιρροή του φρικτού ονεί ρου μου από το οποίο η άφιξή της με είχε ξυπνήσει πλανιόταν καταχθόνια και βαριά πάνω από κάθε εντύπωση την οποία η πρόοδος της διήγησής της μου προκαλούσε. Αισθανόμουν το δυσοίωνο μέλλον να πλησιάζει· να με παγώνει με έναν απερί γραπτο φόβο· να μου επιβάλει τη βεβαιότητα ενός αθέατου σχεδίου στη μακρά σειρά των περιπλοκών που είχαν διαμορ φωθεί τώρα γύρω μας. Σκεφτόμουν τον Χάρτραϊτ -ό π ω ς τον είχα δει, ζωντανό, όταν με αποχαιρέτησε, και όπως τον είχα δει, νοερά, στο όνειρό μ ο υ - και άρχιζα τώρα κι εγώ να αναρωτιέ μαι μήπως οδεύαμε πραγματικά, με κλειστά τα μάτια, προς ένα προσδιορισμένο και αναπόφευκτο τέρμα. Αφήνοντας τη Λώρα να ανεβεί πάνω μόνη, βγήκα στον κή πο να ρίξω μια ματιά στα μονοπάτια κοντά στο σπίτι. Οι συν θήκες υπό τις οποίες είχε εγκαταλείψει η Ανν Κάθερικ τη Λώ ρα με είχαν κάνει να ανυπομονώ να μάθω πώ ς περνούσε το απόγευμά του ο κόμης Φόσκο· και με είχαν κάνει να δυσπιστώ
371
WI L KI E COL L I NS
για τα αποτελέσματα εκείνου του μοναχικού ταξιδιού από το οποίο είχε επιστρέφει ο σερ Πέρσιβαλ πριν από μερικές ώρες. Αφού τους αναζήτησα προς κάδε κατεύθυνση ματαίως, χωρίς να ανακαλύψω τίποτε, επέστρεψα στο σπίτι και μπήκα σ τα διά φορα δωμάτια του ισογείου, στο ένα μετά το άλλο. Ή ταν όλα άδεια. Ξαναβγήκα στο χωλ κι ανέβηκα για να πάω στο δωμά τιο της Λώρα. Η μαντάμ Φόσκο άνοιξε την πόρτα της την ώρα που διέσχιζα το διάδρομο και σταμάτησα να δω αν μπορούσε να με πληροφορήσει πού ήταν ο άντρας της και ο σερ Πέρσιβαλ. Ναι. Τους είχε δει και τους δύο από το πα ράθυρό της πριν από μία ώρα περίπου. Ο κόμης είχε σηκώσει το βλέμμα του προς το μέρος της, με τη συνηθισμένη ευγένειά του, και είχε ανα φέρει, με τη συνηθισμένη προσοχή που επεδείκνυε ακόμη και στα πιο ασήμαντα θέματα, ότι αυτός και ο φίλος του θα έκα ναν μαζί έναν μεγάλο περίπατο. Έ ναν μεγάλο περίπατο! Α π ’ όσο ήξερα ήταν κάτι που δεν είχαν ξανακάνει οι δυο τους. Ο σερ Πέρσιβαλ δεν ενδιαφερό ταν για άλλη άσκηση εκτός από την ιππασ ία- και ο κόμης -μ ε εξαίρεση τις περιπτώ σεις που είχε την ευγένεια να με συνο δεύ σ ει- δεν ενδιαφερόταν για καμία σωματική άσκηση. Ό τα ν ξαναβρέθηκα κοντά στη Λώρα, διαπίστωσα ότι στη διάρ κεια της απουσίας μου είχε θυμηθεί το επικείμενο θέμα της υπογραφής, το οποίο, εξαιτίας της κουβέντας που είχαμε για τη συνάντησή της με την Ανν Κάθερικ, είχαμε προς στιγμήν αγνοήσει. Οι πρώ τες λέξεις της όταν την είδα εξέφρασαν την έκπληξή της για το γεγονός ότι δεν είχε ειδοποιηθεί να κατέβει στη βιβλιοθήκη όπου θα την περίμενε ο σερ Πέρσιβαλ. «Μ πορείς να είσαι ήσυχη ως πρ ος αυτό», είπα. «Π ρος το παρόν, τουλάχιστον, ούτε το δικό σου κουράγιο ούτε το δικό μου θα εκτεθούν σε άλλη δοκιμασία. Ο σερ Πέρσιβαλ έχει αλ λάξει σχέδια- η υπόθεση της υπογραφής έχει αναβληθεί». «Α ναβλήθηκε;» επανέλαβε ξαφνιασμένη. «Π οιος σου το εί πε αυ τό;»
3 72
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Η πηγή μου είναι ο κόμης Φόσκο. Πιστεύω ακόμη ότι στη μεσολάβηση του οφείλουμε αυτή την ξαφνική αλλαγή στη στά ση του συζύγου σου». «Μ ου φαίνεται αδύνατον, Μάριον. Αν ο στόχος της υπογραφής μου ήταν, όπως υποδέτουμε, να εξασφαλίσει ο σερ Πέρσιβαλ χρήματα που χρειάζεται επειγόντως, πώ ς είναι δυνατόν να την αναβάλει;» «Νομίζω, Λώρα, ότι έχουμε τα στοιχεία ώστε να παραμερί σουμε αυτή την αμφιβολία. Ξέχασες τη συζήτηση που άκουσα ανάμεσα στον σερ Πέρσιβαλ και το δικηγόρο, καδώς δια σχίζαμε το χω λ;» «'Οχι. Α λλά δεν δυμάμαι...» «Θ υμάμαι εγώ. Υπήρχαν δύο προτεινόμενες εναλλακτικές λύσεις. Η μία ήταν να εξασφαλίσει την υπογραφή σου στην περγαμηνή. Η άλλη ήταν να κερδίσει χρόνο δίνοντας γραμμά τια τριών μηνών. Η δεύτερη είναι προφανώς η λύση που έχει υιοδετηδεί τώρα - και ίσως μπορούμε να ελπίζουμε ότι δα απαλ λαγούμε για ένα διάστημα από τις πιέσεις του σερ Πέρσιβαλ». «Ω , Μ άριαν, ακούγεται πολύ ωραίο για να είναι αληδινό!» «Ν αι, καλή μου; Εγκωμίασες πριν από λίγο τη μνήμη μου, αλλά τώρα δείχνεις να την αμφισβητείς. Θα φέρω το ημερο λόγιό μου, και δα δεις αν έχω δίκιο ή άδικο». Πήγα και έφ ερα αμέσως το ημερολόγιο. Ξαναδιαβάζοντας την καταγραφή που αναφέρεται στην επί σκεψη του δικηγόρου, διαπιστώσαμε ότι η άποψή μου για τις υπάρχουσες δύο εναλλακτικές λύσεις ήταν απόλυτα σωστή. Ή ταν τεράστια ανακούφιση για μένα, όπως και για τη Λώρα, η δια πίστωση ότι η μνήμη μου είχε αποδειχτεί στην περίπτωση αυ τή το ίδιο αξιόπιστη όπως πάντα. Μ έσα στην επικίνδυνη αβε βαιότητα της τωρινής μας κατάστασης, μου είναι δύσκολο να κρίνω ποια μελλοντικά συμφέροντα είναι ενδεχόμενο να εξαρτώνται από την ακρίβεια των καταχωρίσεων στο ημερολόγιό μου και από την αξιοπιστία της μνήμης μου.
37 3
WI L KI E COL L I NS
To ύφος της Δώρα μου έδειχνε ότι αυτή η τελευταία σκέψη είχε περάσει και από το δικό της μυαλό. Ωστόσο, είναι ένα ασή μαντο δέμα· και -σ χεδόν ντρέπομαι να το καταγράψω εδώ μοιάζει να θέτει την αδυναμία της δέσης μας κάτω από ένα ιδιαίτερα έντονο φως. Δυστυχώς, έχουμε πραγματικά ελάχιστα να περιμένουμε από τους άλλους, από τη στιγμή που η ανα κάλυψη ότι η μνήμη μου μπορεί να παραμένει αξιόπιστη χαι ρετίζεται ως ανακάλυψη ενός νέου φίλου! Το πρώτο καμπανάκι για το δείπνο μάς χώρισε. Ταυτόχρονα, επέστρεφαν από τον περίπατό τους ο σερ Πέρσιβαλ και ο κό μης. Ακούσαμε τον κύριο του σπιτιού να επιτίδεται στους υπη ρέτες επειδή είχαν καδυστερήσει πέντε λεπτά, και το φιλοξε νούμενο του οικοδεσπότη να παρεμβαίνει, ως συνήδως, προς χάρη της ευπρέπειας, της υπομονής και της ηρεμίας. Η βραδιά ήρδε και πέρασε. Κανένα ασυνήδιστο γεγονός δεν σημειώδηκε. Α λλά έχω παρατηρήσει ορισμένες ιδιαιτερότητες στη σ υμπεριφορά του σερ Πέρσιβαλ και του κόμη, που με έκα ναν να πάω για ύπνο νιώδοντας πολύ ανήσυχη για τη Ανν Κάδερικ, και για τις εξελίξεις που ίσως υπάρξουν αύριο. Γνωρίζω π ια αρκετά ώστε να είμαι σίγουρη ότι η πλευρά του σερ Πέρσιβαλ που είναι η πιο ψεύτικη και η οποία, κατά συ νέπεια, κρύβει τα χειρότερα είναι η ευγενική πλευρά του. Ο μακρύς περ ίπ ατος με το φίλο του είχε καταλήξει στη βελτίω ση της συμπεριφοράς του, ιδιαίτερα έναντι της συζύγου του. Π ρος μεγάλη έκπληξη της Λώρα, και δική μου ανησυχία, την αποκάλεσε με το μικρό της όνομα, τη ρώτησε αν είχε τον τε λευταίο καιρό νέα από το δείο της, τη ρώτησε πότε δα έπαιρ νε η κυρία Βέσεϊ την πρόσκλησή της για το Μ πλάκγουοτερ και της επιφύλαξε τόσες άλλες μικροευγένειες, που δύμιζε σχε δόν τις μέρες του σιχαμερού φ λερτ στο Λίμεριτζ Χάουζ. Ή ταν από μόνο του κακό σημάδι· και δεώρησα ακόμη πιο δυσοίωνο το ότι προσποιήδηκε μετά το δείπνο πω ς είχε αποκοιμηδεί στο
3 74
_____________________ Η Γ Υ Ν Α Ι ΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α σαλόνι και τα μάτια του ακολουθούσαν ύπουλα τη Δώρα κι εμένα, ενώ εκείνος νόμιζε ότι δεν τον υποψιαζόμασταν καν. Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι το ξαφνικό του ταξίδι ήταν στο Γουέλμιγκχαμ για να συναντήσει την κυρία Κάδερικ, αλλά η αποψινή εμπειρία με έκανε να φοβάμαι ότι το ταξίδι αυτό δεν είχε γίνει μάταια, και ότι πήρε τελικά την πληροφορία που αναμ φισβήτητα είχε πάει να συλλέξει. Αν ήξερα πού μπορούσα να βρω την Ανν Κάδερικ, δα σηκωνόμουν αύριο το πρωί με την ανατολή του ήλιου και δα πήγαινα να την προειδοποιήσω. Ενώ η όψη με την οποία παρουσιάστηκε ο σερ Πέρσιβαλ από ψε ήταν δυστυχώς πολύ γνώριμη σε μένα, η όψη με την οποία εμφανίστηκε ο κόμης ήταν, από την άλλη πλευρά, εντελώς νέα σε σχέση με τη μέχρι αυτή τη στιγμή γνώση του χαρακτήρα του. Μ ου επέτρεψε, απόψε, να τον γνωρίσω, για πρώτη φορά, με το μανδύα του “συναισθηματικού άντρα”, του ανθρώπου που είναι πραγματικά ευαίσδητος, και δεν προσποιείται. Για παράδειγμα, ήταν ήρεμος και υποτονικός· τα μάτια του και η φωνή του εξέφραζαν μία σ υγκρατημένη ευαισδησία. Φο ρούσε -σ α ν να υπήρχε κάποια μυστική σχέση ανάμεσα στο επι δεικτικό ντύσιμό του και στα βαδύτερα αισδήματά το υ - το εντυ πωσιακότερο γιλέκο που είχε φορέσει ως τώρα - από ανοιχτό γαλαζοπράσινο μεταξωτό ύφασμα, κεντημένο με εξαιρετικές ασημένιες κλωστές. Η φωνή του είχε ένα βαθύ κυμάτισμα, το χαμόγελό του εξέφραζε έναν στοχαστικό πατρικό θαυμασμό κά δε φορά που μιλούσε στη Λώρα ή σε μένα. Έσφιγγε το χέρι της γυναίκας του κάτω από το τραπέζι, όταν εκείνη τον ευχα ριστούσε για τις μικρές περιποιήσεις του στη διάρκεια του δεί πνου. Ή π ιε κρασί στο όνομά της. “ Στην υγεία σου και την ευ τυχία σου, άγγελέ μου!” είπε, με μάτια που έλαμπαν από αγά πη. Έ φ αγε ελάχιστα ή καδόλου, αναστέναζε και απευθυνόταν στον σερ Πέρσιβαλ λέγοντας “ Καλέ μου Πέρσιβαλ!” κάδε φ ο ρά που ο φ ίλος του γελούσε μαζί του. Μ ετά το δείπνο, πήρε τη Λώρα από το χέρι και τη ρώτησε αν δα ήταν τόσο γλυκιά
375
WI LKI E COL L I NS
ώστε να παίξει γι’ αυτόν. Εκείνη συμφώνησε, αν και σαστισμένη. Κάθισε δίπλα στο πιάνο, με την αλυσίδα του ρολογιού του να απλώνεται σαν χρυσό ερπετό πάνω στο γαλαζοπράσινο γιλέκο του. Το μεγάλο κεφάλι του έγερνε νωχελικά στο πλάι και κρα τούσε ευγενικά το ρυθμό με δύο από τα κιτρινωπά δάχτυλά του. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τη μουσική της και θαύμαζε τον τρόπο που έπαιζε η Δώρα - όχι όπως ο φτωχός Χάρτραϊτ συνήθιζε να την επαινεί, αλλά με μια καθαρή, καλλιεργημένη, πρακτική γνώση των θετικών στοιχείων της σύνθεσης, κατ’ αρχάς, και των θετι κών στοιχείων της πιανίστριας εν συνεχεία. Καθώς η βραδιά προ χωρούσε, παρακάλεσε να μη βεβηλωθεί ο όμορφος χαμηλός φωτισμός με λάμπες. Πλησίασε, με τον απαίσια αθόρυβο βηματι σμό του, στο παράθυρο που στεκόμουν για να βρίσκομαι μα κριά του και να αποφεύγω να τον βλέπω - ήρθε να μου ζητήσει να υποστηρίξω τη διαμαρτυρία του για τις λάμπες. (Αν κάποια α π ’ αυτές μπορούσε να τον κάψει, εκείνη τη στιγμή, θα κατέ βαινα στην κουζίνα και θα την έφερνα η ίδια.) «Σ α ς αρέσει αυτό το γλυκό αγγλικό μισοσκόταδο;» είπε απα λά. « Α! εγώ το λατρεύω. Αισθάνομαι έναν φυσικό θαυμασμό για καθετί ευγενικό, μεγάλο και καλό, εξευγενισμένο από την ανά σα των Ουρανών σε μια βραδιά σαν την αποψινή. Η φύση έχει τόσα άφθαρτα θέλγητρα, κι εγώ αισθάνομαι ότι με περιβάλει με τέτοια τρυφερότητα! Είμαι ένας ηλικιωμένος χοντρός άντρας. Λόγια που θα ταίριαζαν στα χείλη σας, μις Χάλκομπ, μοιάζουν γελοία και αστεία στα δικά μου. Είναι σκληρό να αντιμετωπίζω την ειρωνεία για τα συναισθήματά μου, ωσάν η ψυχή μου να ήταν σαν κι εμένα, γερασμένη και υπεραναπτυγμένη. Παρατηρήστε, αγαπητή κυρία, εκείνο το φως που σβήνει στα δέντρα! Γλυκαί νει και τη δική σας καρδιά, όπως επηρεάζει τη δική μου;» Έκανε μια παύση, με κοίταξε, και επανέλαβε τα διάσημα λό για του Δάντη στον «Εσπερινό», με μια μελωδικότητα και τρυ φερότητα που πρόσθετε μια ιδιαίτερη γοητεία στην ασύγκρι τη ομορφιά της ποίησής τους.
3 76
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
« Α !» αναφώνησε ξαφνικά, κα9ώς η μουσικότητα αυτών των ευγενικών ιταλικών λέξεων έσβηνε στα χείλη του. «Γελοιοποιούμαι, και απλώς σας κουράζω. Α ς κλείσουμε το ρομαντισμό στα στή9η μας και ας γυρίσουμε στον πραγματικό κόσμο. Πέρσιβαλ! Εγκρίνω να έρθουν οι λάμπες. Λαίδη Γκλάιντ, μις Χάλκομπ, Ελεάνορ, καλή μου συμβία, ποια α π ’ όλες σας 9α με συντροφέψει σ ’ ένα παιχνίδι ντόμινο;» Απευθύνθηκε σε όλες μας, αλλά κοίταξε ιδιαίτερα τη Λώρα. Είχε μάθει να συμμερίζεται το φόβο μου μήπως και προσβληθεί ο κόμης, και αποδέχτηκε την πρότασή του. Εγώ δεν 9α μπο ρούσα εκείνη τη στιγμή να καθίσω μαζί του στο ίδιο τραπέζι, για οποιονδήποτε λόγο. Τα μάτια του έμοιαζαν να φτάνουν στα τρίσβαθα της ψυχής μου διαπερνώντας το σκοτάδι του δειλι νού, που πύκνωνε. Η φωνή του έτρεμε, μαζί και κάθε νεύρο του σώματός μου, και με έκανε άλλοτε να φλέγομαι κι άλλοτε να με διαπερνούν παγερά ρίγη. Το μυστήριο και η φρίκη του ονεί ρου μου, που κατά διαστήματα με στοίχειωνε σε όλη τη διάρ κεια της βραδιάς, τώρα φόρτιζε το μυαλό μου με ένα αφόρητο προμήνυμα κακών και με απερίγραπτο δέος. Ξαναείδα τον λευ κό τάφο και τη γυναίκα με το βέλο να αναδύεται από μέσα του, δίπλα στον Χάρτραϊτ. Η έγνοια για τη Λώρα εμφανίστηκε στα βάθη της καρδιάς μου, και τη γέμισε με κύματα πίκρας που πο τέ, ποτέ άλλοτε δεν είχε γνωρίσει. Την έπιασα από το χέρι κα θώς περνούσε δίπλα μου πηγαίνοντας προς το τραπέζι, και τη φίλησα, λες και η βραδιά εκείνη θα μας χώριζε για πάντα. Ενώ όλοι μάς κοίταζαν έκπληκτοι, βγήκα τρέχοντας από την μπαλκονόπορτα που ήταν ανοιχτή μπροστά μου - βγήκα να κρυφτώ στο σκοτάδι· να κρυφτώ ακόμη κι από τον εαυτό μου. Χωρίσαμε εκείνο το βράδυ αργότερα α π ’ ό,τι συνήθως. Γύ ρω στα μεσάνυχτα, η καλοκαιρινή σιγή έσπασε από το ψιθύρισμα ενός σιγανού, μελαγχολικού ανέμου ανάμεσα στα δέντρα. Ό λοι νιώσαμε την ξαφνική παγωνιά στην ατμόσφαιρα, αλλά ο κόμης ήταν ο πρώτος που πρόσεξε το φ ευγαλέο δυνάμωμα του
3 77
WI L KI E C OL L I NS
ανέμου. Αφουγκράστηκε, ενώ άναβε το κερί μου, και σήκωσε το χέρι του σχεδόν προφητικά· «Α κούστε!» είπε. «Κάτι 9α αλλάξει αύριο».
378
Κεφάλαιο Δέκατο Ένατο Συνέχεια της αφήγησης της μις Χάλκομπ
19
Ιουνίου
Τα χθεσινά γεγονότα με προειδοποίησαν να είμαι έτοιμη για να αντιμετωπίσω, αργά ή γρήγορα, τα χειρότερα. Η σημερινή μέρα δεν έχει τελειώσει ακόμη· και τα χειρότερα έχουν έλθει. Κρίνοντας από τον ασφαλέστερο χρονικό υπολογισμό που μπο ρούσαμε να κάνουμε η Δώρα κι εγώ, φτάσαμε στο συμπέρα σμα ότι η Ανν Κάδερικ πρέπει να εμφανίστηκε στο υπόστεγο νωρίς το απόγευμα της προηγουμένης. Κανόνισα, λοιπόν, ώστε, σήμερα, η Δώρα να εμφανιστεί απλώς στο γεύμα και μετά να ξεγλιστρήσει με την πρώτη ευκαιρία, αφήνοντάς με πίσω να τη ρήσω τα προσχήματα και να την ακολουθήσω αμέσως μόλις δα μπορούσα να το κάνω με ασφάλεια. Αυτό το σχέδιο, αν δεν π α ρεμβάλλονταν εμπόδια, δα της επέτρεπε να είναι στο υπόστε γο πριν από τις δυόμισι, και -ότα ν δα εγκατέλειπα το τραπέζι, με τη σειρά μ ο υ - δα μπορούσα να φτάσω στο δασύλλιο πριν από τις τρεις. Η αλλαγή που ο χθεσινοβραδινός άνεμος μας προειδοποίησε να αναμένουμε στον καιρό ήρθε με το ξημέρωμα. Έβρεχε καταρρακτωδώς όταν ξύπνησα· και συνέχισε να βρέχει μέχρι τις δώδεκα, οπότε τα σύννεφα διαλύθηκαν, ο γαλανός ουρανός
379
WI LKI E COL L I NS
πρόβαλε και ο ήλιος ξανάλαμψε με τη λαμπερή υπόσχεση ενός όμορφου απομεσήμερου. Η αγωνία μου να μάθω πώς 9α περνούσαν τις πρώτες ώρες της ημέρας ο σερ Πέρσιβαλ και ο κόμης με αναστάτωνε. Δεν διαλύθηκε, ωστόσο, σε σχέση με τον σερ Πέρσιβαλ, αφού εκεί νος έφυγε αμέσως μετά το πρόγευμα και βγήκε μόνος του, π α ρ ’ όλη τη βροχή. Δεν μας είπε πού 9α πήγαινε, ούτε ποια ώρα 9α έπρεπε να τον περιμένουμε. Τον είδαμε να περνά έξω από το παράθυρο της τραπεζαρίας βιαστικό, με τις ψηλές μπότες και το αδιάβροχο παλτό του - αυτό ήταν όλο. Ο κόμης πέρασε το πρωινό ήρεμα, μέσα στο σπίτι. Κάποιες ώρες στη βιβλιοθήκη, κάποιες άλλες στο σαλόνι, παίζοντας τρα γουδάκια στο πιάνο και σιγοτραγουδώντας μόνος του. Κρίνο ντας από τα φαινόμενα, η συναισθηματική πλευρά του χαρα κτήρα του είχε την τάση να προδίδεται. Ή ταν λιγομίλητος και ευαίσθητος και, στην παραμικρή ευκαιρία, έτοιμος να αναστε νάξει και να μελαγχολήσει όπως μόνο οι ευτραφείς μπορούν να αναστενάζουν και να μελαγχολούν. Η ώρα του γεύματος ήρθε, και ο σερ Πέρσιβαλ δεν επέστρεψε. Ο κόμης πήρε τη θέση του φίλου του στο τραπέζι -κατα βρό χθισε το μεγαλύτερος μέρος μιας τάρτας φρούτων, καλυμμέ νης από μια ολόκληρη κανάτα κρ έμ α - και μας εξήγησε την αξία του επιτεύγματος του αμέσως μόλις τελείωσε. «Η αδυναμία στα γλυκά», είπε με την απαλότερη φωνή του και το τρυφερότερο ύφος του, «είναι η αθώα αδυναμία γυναικών και παιδιών. Μου αρέσει να τη μοιράζομαι μαζί τους - είναι άλλος ένας δεσμός, αγαπητές κυρίες, ανάμεσα σε σας και σε μένα». Η Δώρα σηκώθηκε από το τραπέζι μετά από δέκα λεπτά. Αισθάνθηκα τον πειρασμό να τη συνοδεύσω. Αλλά αν θα βγαί ναμε μαζί, θα προκαλούσαμε υποψίες· και, ακόμη χειρότερα, αν επιτρέπαμ ε στην Ανν Κάθερικ να δει τη Λώρα συνοδευόμενη από ένα δεύτερο άτομο που της ήταν άγνωστο, θα κλονίζαμε κατά πάσα πιθανότητα την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό της,
380
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
εμπιστοσύνη την οποία, φοβούμαι να πω, δεν 9α την επανα κτούσε ποτέ. Περίμενα, συνεπώς, όσο υπομονετικά μπορούσα, μέχρι που ήρθε η υπηρέτρια να καθαρίσει το τραπέζι. Ό ταν βγήκα από το δωμάτιο, δεν υπήρχαν ίχνη, μέσα στο σπίτι ή έξω α π ’ αυτό, της επιστροφής του σερ Πέρσιβαλ. Άφησα τον κόμη μ’ ένα κομ μάτι ζάχαρη ανάμεσα στα χείλη του και τον άγριο παπαγάλο να σκαρφαλώνει στο γιλέκο του για να το αρπάξει, ενώ η μα ντάμ Φόσκο, που καθόταν απέναντι του, παρακολουθούσε τα παιχνίδια ανάμεσα στο πουλί και σ ’ εκείνον με τέτοια προσο χή, που θα νόμιζες ότι δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο στη ζωή της. Πηγαίνοντας προς το δασύλλιο, φρόντιζα να μη φαίνομαι από το π αράθυρο της τραπεζαρίας. Κανένας δεν με είδε, και κανέ νας δεν με ακολούθησε. Ή ταν τρεις πα ρ ά τέταρτο, σύμφωνα με το ρολόι μου. Μ όλις βρέθηκα ανάμεσα στα δέντρα τάχυνα το βήμα μου, μέχρι που έφτασα στη μέση του δασυλλίου. Σ ’ αυτό το σημείο ανέκοψα το βήμα μου και συνέχισα προσεκτικά - δεν είδα κανέναν και δεν άκουσα φωνές. Προχωρώντας προσεκτικά, έφτα σα σε σημείο που να βλέπω το υπόστεγο* σταμάτησα και αφουγκράστηκα, και μετά συνέχισα, μέχρι που έφτασα στην πίσω πλευρά του, α π ’ όπου θα μπορούσα να ακούσω όποιους κουβέντιαζαν μέσα. Ωστόσο, η σιγή ήταν αδιατάρακτη - που θενά εκεί γύρω δεν υπήρχαν ίχνη ζωντανού πλάσματος. Αφού έκανα το γύρο της πίσω πλευρά ς του υπόστεγου, πρώ τα πρ ος τη μία πλευρά και μετά προς την άλλη, και δεν ανα κάλυψα τίποτε, ξεθά ρρεψ α αρκετά. Πλησίασα, λοιπόν, στην πόρτα και κοίταξα μέσα. Ο χώρος ήταν άδειος. Φώναξα «Δ ώ ρ α !» - στην αρχή σιγανά* μετά δυνατότερα, και δυνατότερα. Κανένας δεν απάντησε, και κανένας δεν φ ά νηκε. Α π ’ ό,τι μπορούσα να δω και να ακούσω, το μοναδικό αν θρώπινο πλάσμα στην περιοχή της λίμνης και του δασυλλίου ήμουν εγώ!
38 1
WI LKI E COL L I NS
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπ ά βίαια, αλλά κράτησα την ψυχραιμία μου και συνέχισα να ψάχνω -π ρ ώ τα στο υπόστεγο, και μετά στο χώρο μπροστά τ ο υ - για ίχνη τα οποία μπορεί να μου έδειχναν αν η Δώρα είχε πραγματικά φτάσει εκεί ή όχι. Κανένα ίχνος δικό της δεν υπήρχε μέσα στο υπόστεγο· αλλά βρήκα ίχνη της έξω, πατημασιές της στην άμμο. Διέκρινα πατημασιές δύο ατόμων - μεγάλες πατημασιές, αντρικές, και μικρές πατημασιές, που, πατώντας πάνω τους και μετρώντας μ ’ αυτό τον τρόπο το μέγεδός τους, βεβαιώθηκα ότι ήταν της Δώρα. Το έδαφος ήταν σε μικρή έκταση μπροστά από το υπόστεγο μπερδεμένα σημαδεμένο μ ’ αυτό τον τρόπο. Στη μία πλευρά του, κάτω από το σκέπαστρο της προεξέχουσας στέ γης, ανακάλυψα στο έδαφος μία μικρή οπή - τεχνητά φτιαγ μένη, π έρ α από κάδε αμφιβολία. Απλώς το σημείωσα, και με τά γύρισα για να εντοπίσω μέχρι πού έφταναν οι πατημασιές, και να τις ακολουθήσω, να δω πού οδηγούσαν. Μ ε οδήγησαν, ξεκινώντας από τη αριστερή π λευρ ά του υπό στεγου, κατά μήκος της άκρης των δέντρων, σε μια απόστα ση, υπολογίζω, διακόσια με τριακόσια μέτρα, και μετά το αμ μώδες έδαφος δεν μου έδειξε άλλα ίχνη τους. Κρίνοντας ότι τα άτομα των οποίων την πορεία ακολουθούσα θα πρέπει να είχαν μπει οπωσδήποτε στο δασύλλιο από το σημείο αυτό, μπή κα κι εγώ. Στην αρχή, δεν μπόρεσα να βρω μονοπάτι· ανακά λυψα ένα αργότερα, χαραγμένο αμυδρά ανάμεσα στα δέντρα, και το ακολούθησα. Με οδήγησε προς το χωριό, μέχρι το ση μείο που διασταυρωνόταν με ένα άλλο μονοπάτι. Οι βάτοι φύ τρωναν πυκνοί σ ’ αυτό το δεύτερο μονοπάτι. Στάθηκα, κοιτάζοντάς το και μην ξέροντας ποιο δρόμο να ακολουθήσω. Κα θώς κοίταζα, είδα σ ’ ένα αγκαθωτό κλαδί κάποια κομμένα κρόσ σια από γυναικείο σάλι. Εξετάζοντάς τα προσεκτικότερα, δια πίστωσα ότι είχαν σκιστεί από το σάλι της Δώρα. Ακολούθη σα, χωρίς δεύτερη σκέψη, αυτό το μονοπάτι. Μ ε οδήγησε, επ ι τέλους, προς μεγάλη μου ανακούφιση, στην πίσω πλευρά του
3 82
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
σπιτιού. Λέω «πρ ο ς μεγάλη μου ανακούφιση», επειδή συμπέρανα ότι η Δώρα δα πρέπει, για κάποιον άγνωστο λόγο, να είχε επιστρέφει πριν από μένα μέσα από το δάσος. Μ πήκα από την αυλή. Ο πρώτος άνδρωπος που συνάντησα διασχίζοντας την αίδουσα του υπηρετικού προσωπικού ήταν η κυρία Μίκελσσν, η οικονόμος. «Ξ έρ ετε», ρώτησα, «αν γύρισε ή όχι από τον περίπατό της η λαίδη Γκλάιντ;» «Η λαίδη ήρδε, πριν από λίγο, με τον σερ Πέρσιβαλ», απ ά ντησε η οικονόμος. «Φοβάμαι, μις Χάλκομπ, ότι κάτι πολύ άσχη μο συνέβη». Η καρδιά μου σφίχτηκε. «Δεν φαντάζομαι να εννοείτε ατύ χημα; » είπα σιγανά. «Ό χι, όχι! Δόξα τω Θεώ. Ό χι ατύχημα. Α λλά η κυρία μου ανέβηκε τρέχοντος στο δωμάτιό της κλαίγοντας, και ο σερ Πέρσιβαλ μου έδωσε εντολή να ειδοποιήσω τη Φ άννυ να φύγει σε μια ώρα». Η Φ άννυ ήταν η καμαριέρα της Δώρα - ένα καλό, ευαίσθητο κορίτσι που ήταν κοντά της εδώ και χρόνια- το μοναδικό άτο μο στο σπίτι στου οποίου την αφοσίωση και την πίστη μπο ρούσαμε και οι δύο να βασιζόμαστε. «Π ού είναι η Φ άννυ;» ρώτησα. «Στο δωμάτιό μου, μις Χάλκομπ. Είναι σε κακή κατάσταση. Της είπα να καδίσει, και να προσπαθήσει να συνέλθει». Πήγα στο δωμάτιο της κυρίας Μίκελσον και βρήκα τη Φάν νυ σε μια γωνιά να κλαίει πικρά, και τη βαλίτσα της δίπλα. Δεν μπορούσε να μου δώσει καμιά εξήγηση για την ξαφνι κή απόλυσή της. Ο σερ Πέρσιβαλ είχε διατάξει να πάρει το μισθό ενός μήνα -α ν τ ί για προειδοποίηση ενός μ ήνα - και να φύγει. Δεν είχε προβληθεί κάποιος λόγος- δεν υπήρχαν δια μαρτυρίες για τη συμπεριφορά της. Της είχε απαγορευτεί να απευθυνθεί στην κυρία της, της είχε απαγορευτεί ακόμη και να τη δει, για να την αποχαιρετήσει. Έ π ρ επ ε να φύγει χωρίς
3S3
WI LKI E COL L I NS
εξηγήσεις ή αποχαιρετισμούς - και μάλιστα, να φύγει αμέσως. Αφού παρηγόρησα το φτωχό κορίτσι με μερικά φιλικά λόγια, ρώτησα πού σκόπευε να κοιμηδεί το βράδυ. Απάντησε ότι σκε φτόταν να πάει στο μικρό πανδοχείο του χωριού, η ιδιοκτήτρια του οποίου ήταν μία αξιοπρεπής γυναίκα, γνωστή στο υπηρε τικό προσωπικό του Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Το άλλο πρωί, φεύ γοντας νωρίς, δα μπορούσε να γυρίσει στους φίλους της στο Κάμπερλαντ, χωρίς να σταματήσει στο Λονδίνο, όπου ένιωδε να είναι τελείως ξένη. Αισδάνδηκα αμέσως ότι η αναχώρηση της Φάννυ μας πρόσφερε έναν ασφαλή τρόπο επικοινωνίας με το Λονδίνο και με το Λίμεριτζ Χάουζ, κάτι που ίσως ήταν πολύ σημαντικό να αξιοποιήσουμε. Της είπα, λοιπόν, ότι ίσως έπρεπε να αναμένει ότι δα έχει νέα από τη κυρία της ή από εμένα στη διάρκεια της βραδιάς, και ότι δα πρέπει να βασιστεί και στις δυο μας πως δα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να τη βοηδήσουμε, στη φάση της δοκιμασίας που περνάει από την υποχρέωση να φύγει από κοντά μας, προς το παρόν. Μ ετά από τα λόγια αυτά, της έσφιξα το χέρι και ανέβηκα επάνω. Η πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο της Λώρα ήταν η πόρ τα ενός προδαλάμου που έβγαζε στο διάδρομο. Ό τα ν τη δο κίμασα, ήταν ασφαλισμένη από μέσα. Χτύπησα, και η πόρτα άνοιξε από την ίδια χοντρή, ψηλή κα μαριέρα, της οποίας η αδέξια αδιαφορία είχε βάλει τόσο έντο να σε δοκιμασία την υπομονή μου τη μέρα που βρήκα τον πλη γωμένο σκύλο. Μ ετά το περιστατικό εκείνο είχα μάδει ότι λε γόταν Μ άργκαρετ Πόρτσερ και ότι ήταν η πιο αδέξια, ακα τάστατη και πεισματάρα υπηρέτρια του σπιτιού. Ανοίγοντας την πόρτα, βγήκε αμέσως στο κατώφλι κι έμεινε να με κοιτάζει ακίνητη, με ένα πλατύ χαμόγελο. «Γιατί στέκεσαι εκεί;» είπα. «Δεν βλέπεις ότι δέλω να μπω ;» «Δ εν πρέπει, όμως, να μ πείτε», ήταν η απάντηση, που συ νοδευόταν από ένα ακόμη πλατύτερο χαμόγελο.
384
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
«Π ώ ς τολμάς και μου μιλάς έτσι; Παραμέρισε αμέσως!» «Δ ιαταγές του κυρίου», είπε· και ξαναχαμογέλασε. Χρειάστηκε όλη η αυτοκυριαρχία μου για να με προειδοποιήσει να μην επιμείνω να ρυδμίσω το δέμα μ ’ αυτή, και να μου δυμίσει ότι τα επόμενα λόγια που είχα να πω έπρεπε να απευδυνδούν στον κύριό της. Της γύρισα την πλάτη και αμέσως κα τέβηκα να τον βρω. Η απόφασή μου να διατηρήσω την ψυχραιμία μου κάτω από τις οποιεσδήποτε συνδήκες που δα επιδίωκε να προκαλέσει ο σερ Πέρσιβαλ, είχε, στο μεταξύ, ξεχαστεί σε τέ τοιο βαδμό -ντρ έπομ α ι που το λέω - που ήταν σαν να μην την είχα πάρει ποτέ. Μ ου έκανε καλό -μ ετά α π ’ όσα είχα υπομείνει σ ’ αυτό το σ π ίτι- μου έκανε πραγματικά καλό να νιώσω πόσο δυμωμένη ήμουν. Το σαλόνι και η τραπεζαρία όπου παίρναμε το πρωινό ήταν άδεια. Πήγα στη βιβλιοδήκη, κι εκεί βρήκα τον σερ Πέρσιβαλ, τον κόμη και τη μαντάμ Φόσκο. Ή ταν και οι τρεις όρδιοι, στέ κονταν ο ένας κοντά στον άλλο, και ο σερ Πέρσιβαλ είχε ένα μικρό χαρτί στο χέρι του. Καδώς άνοιγα την πόρτα, άκουσα τον κόμη να του λέει: «Όχι! Χίλιες φορές όχι». Προχώρησα προς το μέρος του και τον κοίταξα κατάματα. «Π ρέπει να καταλάβω, σερ Πέρσιβαλ, ότι το δωμάτιο της γυναίκας σας είναι μια φυλακή και ότι η υπηρέτριά σας είναι ο δεσμοφύλακας που την ελέγχει;» ρώτησα. «Ναι! Αυτό πρέπει να καταλάβεις», απάντησε. «Και πρόσε ξε μήπως και χρειαστεί να αναλάβει διπλό καδήκον ο δεσμοφύλακάς μου. Πρόσεξε να μη γίνει φυλακή και το δωμάτιό σου». «Εσείς να προσέξετε πώς φ έρεστε στη γυναίκα σας και πώς με απειλείτε», ξέσπασα, πάνω στα νεύρα μου. «Υ πάρχουν νό μοι στην Αγγλία που προστατεύουν τη γυναίκα από τη σκλη ρή και προσβλητική συμπεριφορά. Αν αγγίξετε έστω και μια τρίχα από το κεφάλι της Λώρα, αν τολμήσετε να δίξετε την ελευδερία μου, σ ’ αυτούς τους νόμους δα καταφύγω». Αντί να μου απαντήσει, γύρισε στον κόμη.
38S
WI LKI E COL L I NS
«Τι σου έλεγα;» ρώτησε. «Τι έχεις να πεις τώ ρα;» «Ό ,τι είπα και πριν», απάντησε ο κόμης: «Ό χι!» Ακόμη και μέσα στην ορμή της οργής μου, αισθάνδηκα τα ήρεμα, ψυχρά, γκρίζα μάτια του στο πρόσωπό μου. Τα απέστρεψε από το πρόσωπό μου, και κοίταξε με σημασία τη γυναίκα του. Η μαντάμ Φόσκο ήρ9ε αμέσως δίπλα μου και, από τη 9έση αυ τή, απευ9ύν9ηκε στον σερ Πέρσιβαλ πριν κάποιος από εμάς προλάβει να ξαναμιλήσει. «Τιμήστε το πρόσωπό μου με την προσοχή σας για ένα λε π τό», είπε, με την πα γερά συγκρατημένη φωνή της. «Π ρέπει να σας ευχαριστήσω, σερ Πέρσιβαλ, για τη φιλοξενία σας· αλ λά 9α αρνη9ώ να τη δεχ9ώ άλλο. Δεν μένω σ ’ ένα σπίτι όπου οι κυρίες αντιμετωπίζονται όπως αντιμετωπίστηκαν σήμερα η σύζυγός σας και η μις Χάλκομπ!» Ο σερ Πέρσιβαλ έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε αμί λητος. Η δήλωση που μόλις είχε ακούσει -μ ια δήλωση που ήξε ρε καλά, όπως κι εγώ ήξερα καλά, ότι η μαντάμ Φόσκο δεν 9α είχε τολμήσει να κάνει χωρίς την άδεια του συζύγου τ η ς - φ ά νηκε να τον παγώνει από έκπληξη. Ο κόμης κοίταξε τη γυναί κα του με δαυμασμό. «Είναι ανυπέρβλητη!» μονολόγησε. Την πλησίασε, ενώ μι λούσε, και πέρασε το χέρι της κάτω από το μπράτσο του. «Εί μαι στην υπηρεσία σου, Ελεάνορ», συνέχισε, με μια ήρεμη αξιο πρέπεια που δεν είχα προσέξει προηγουμένως. «Και στην υπη ρεσία της μις Χάλκομπ, αν μου κάνει την τιμή να αποδεχθεί κά9ε βοήθεια που μπορώ να της προσφέρω ». «Ν α πάρει η οργή! Τι εννοείς;» φώναξε ο σερ Πέρσιβαλ, κα θώς ο κόμης κατευθυνόταν, με την αδιατάρακτη ηρεμία που μό νο η ανωτερότητα χαρίζει, προς την πόρτα με τη γυναίκα του. «Σ ε άλλες περιπτώσεις, εννοώ αυτό που λέω1 αλλά αυτή τη φορά, εννοώ αυτό που λέει η γυναίκα μου», απάντησε ο αξε πέραστος Ιταλός. «Έχουμε αλλάξει θέσεις, Πέρσιβαλ, αυτή τη φορά. Η γνώμη της μαντάμ Φόσκο είναι και δική μου!»
3 86
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Ο σερ Πέρσιβαλ τσαλάκωσε το χαρτί που κρατούσε στο χέ ρι του και προσπερνώ ντας τον κόμη με μια βλαστήμια στάθηκε ανάμεσα σ’ αυτόν και στην πόρτα. « Α ς γίνει το δικό σ ας», είπε με συγκρατημένη οργή και σχε δόν ψιθυριστά. «Α ς γίνει το δικό σας, και δα δούμε τι δα βγει». Μ ’ αυτές τις λέξεις, βγήκε από το δωμάτιο. Η μαντάμ Φόσκο κοίταξε ερωτηματικά τον άντρα της. «Π ο λύ απότομα έφ υγε», είπε. «Τι σημαίνει α υτό;» «Σημαίνει ότι εσύ κι εγώ φ έραμε στα λογικά του τον πιο κα κότροπο άντρα όλης της Α γγλίας», απάντησε ο κόμης. «Ση μαίνει, μις Χάλκομπ, ότι η λαίδη Γκλάιντ απαλλάσσεται από μία καταφανή κακομεταχείρηση, και εσείς από την ανάγκη να υποστείτε μία ασυγχώρητη προσβολή. Επιτρέψτε μου να εκφράσω το θαυμασμό μου για τη συμπεριφορά και το θάρρος σας σε μια πολύ δύσκολη στιγμή». «Τον ειλικρινή θαυμασμό», διόρθωσε η μαντάμ Φοσκό. «Τον ειλικρινή θαυμασμό», επανέλαβε ο κόμης. Δεν είχα πια τη δύναμη της πρώτης οργισμένης αντίστασής μου στην προσβολή και την αδικία, για να με στηρίξει. Η ολό ψυχη αδημονία μου να δω τη Λώρα, η απόλυτη άγνοιά μου για όσα είχαν συμβεί στο υπόστεγο, όλα με πίεζαν με ένα ανυπό φορο βάρος. Προσπάθησα να τηρήσω τα προσχήματα, μιλώντας στον κόμη και στη γυναίκα του με το ίδιο ύφος που εκείνοι εί χαν επιλέξει να υιοθετήσουν μιλώντας σε μένα. Αλλά οι λέξεις μπερδεύονταν στα χείλη μου· η ανάσα μου έβγαινε κοφτή και δύσκολη· τα μάτια μου κοίταζαν με λαχτάρα προς την πόρτα. Ο κόμης, καταλαβαίνοντας την ανυπομονησία μου, την άνοιξε, βγήκε έξω και την έκλεισε πίσω του. Την ίδια ώρα τα βαριά βή ματα του σερ Πέρσιβαλ ανέβαιναν τη σκάλα. Τους άκουσα να συζητάνε ψιθυριστά, ενώ η μαντάμ Φόσκο με διαβεβαίωνε με εξαιρετικά ήρεμο τρόπο πω ς χαιρόταν, για χάρη όλων μας, που η συμπεριφορά του σερ Πέρσιβαλ δεν είχε υποχρεώσει το σύ ζυγό της κι εκείνη να φύγουν από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Πριν
387
WI L KI E COL L I NS
ολοκληρώσει τη φράση της, η ψιθυριστή συζήτηση σταμάτησε, η πόρτα άνοιξε και ο κόμης πρόβαλε στην είσοδο. «Μ ις Χάλκομπ», είπε, «με χαρά μου σας πληροφορώ ότι η λαίδη λάιδη Γκλάιντ είναι και πάλι κυρία στο σπίτι της. Θεώ ρησα ότι θα ήταν πιο ευχάριστο σε σας να πληροφορηθείτε την αλλαγή αυτή προς το καλύτερο από εμένα, πα ρ ά από τον σερ Πέρσιβαλ, και γι’ αυτό επέστρεψ α να σας το ανακοινώσω». «Εξαιρετική λεπτότητα!» είπε η μαντάμ Φόσκο, ανταποδί δοντας την έκφραση θαυμασμού του συζύγου της με το ίδιο νόμισμα* με τον τρόπο του κόμη. Εκείνος υποκλίθηκε και χα μογέλασε, σαν να είχε δεχθεί μία καταφανή φιλοφρόνηση από έναν ευγενικό ξένο, και παραμέρισε, για να με αφήσει να βγω πρώτη από το δωμάτιο. Ο σερ Πέρσιβαλ στεκόταν στο χωλ. Καθώς έτρεξα προς τη σκάλα, τον άκουσα να καλεί ανυπόμονα τον κόμη να βγει από τη βιβλιοθήκη. «Τι περιμένεις εκεί μ έσα;» είπε. «Θέλω να σου μιλήσω». «Κι εγώ θέλω να σκεφτώ λίγο», απάντησε ο άλλος. «Περίμενε λίγο, Πέρσιβαλ! Περίμενε λίγο». Ο ύτε εκείνος ούτε ο φίλος του είπαν κάτι περισσότερο. Έ φ τασ α στο κεφαλόσκαλο και διέσχισα τρέχοντος το διάδρο μο. Πάνω στη βιασύνη και την αγωνία μου, άφησα τη πόρτα του προθαλάμου ανοιχτή, αλλά έκλεισα την πόρτα της κρε βατοκάμαρας μόλις μπήκα. Η Δώ ρα ήταν καθισμένη μόνη στην άλλη άκρη του δωμα τίου* τα μπράτσα της ακουμπούσαν κουρασμένα πάνω σ ’ ένα τραπέζι και το πρόσωπό της ήταν κρυμμένο στις πα λά μες της. Σήκωσε το κεφάλι της και έβγαλε ένα επιφώ νημα χαράς, όταν με είδε. «Πώς βρέθηκες εδώ ;» ρώτησε. «Ποιος σου έδωσε την άδεια; Ό χι ο σερ Π έρσιβαλ!» Μ έσα στην ακαταμάχητη ανυπομονησία μου να ακούσω τι είχε να μου πει, δεν μ πορούσα να της απαντήσω - το μόνο που
3 88
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
μπορούσα να κάνω ήταν να της δέσω ερωτήσεις. Ωστόσο, η επιθυμία της Δώρα να μάθει τι είχε συμβεί κάτω ήταν τόσο έντονη, που δεν γινόταν να την αγνοήσω. Επανέλαβε επίμονα τις ερωτήσεις της. «Ο κόμης, φυσικά», απάντησα, ανυπόμονα. «Ποιανού η επιρροή στο σπίτι...» Μ ε διέκοψε, με μια κίνηση αηδίας. «Μ η μου μιλάς γι’ αυτόν», φώναξε. «Ο κόμης είναι το ποταπότερο πλάσμα! Ο κόμης είναι ένας ελεεινός κατάσκοπος!» Πριν προλάβει κάποια από τις δυο μας να πει άλλη λέξη, ξαφνιαστήκαμε από ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα της κρε βατοκάμαρας. Δεν είχα προλάβει να καθίσω, και πήγα να δω ποιος ήταν. Ό τα ν άνοιξα την πόρτα, βρέθηκα μπροστά στη μαντάμ Φόσκο, που κρατούσε το μαντίλι μου. «Σ α ς έπεσε κάτω, μις Χάλκομπ», είπε. «Σκέφτηκα να σας το φέρω, μια και πήγαινα στο δωμάτιό μου». Το πρόσωπό της, από φυσικού του χλωμό, είχε πάρει μια τό σο τρομακτική χλωμάδα, που ξαφνιάστηκα αντικρίξοντάς το. Τα χέρια της, τόσο σίγουρα και σταθερά σε όλες τις άλλες π ε ριπτώσεις, έτρεμαν ασυγκράτητα- και τα μάτια της κοίταξαν επίμονα πίσω μου, μέσα από την ανοιχτή πόρτα, και καρφώ θηκαν στη Δώρα. Κρυφάκουγε πριν χτυπήσει! Το είδα στο χλωμό πρόσωπό τη ςτο είδα στα τρεμάμενα χέρια τη ς- το είδα στο βλέμμα της προς τη Δώρα. Αφού περίμενε μερικά δευτερόλεπτα, γύρισε αμίλητη και απο μακρύνθηκε αργά. Ξανάκλεισα την πόρτα. «Ω , Δώρα, Δώρα! Θα μετανιώσουμε σκληρά και οι δύο για τη στιγμή που αποκάλεσες κατάσκοπο τον κόμη!» «Έτσι θα τον αποκαλούσες κι εσύ, Μάριαν, αν ήξερες τα όσα ξέρω. Η A w Κάθερικ είχε δίκιο. Υπήρχε ένα τρίτο άτομο που μας
389
WI LKI E C OL L I NS
παρακολουθούσε χθες στο δασύλλιο- κι αυτό το τρίτο άτομο...» «Είσαι σίγουρη ότι ήταν ο κόμης;» «Είμαι απόλυτα σίγουρη. Ή ταν κατάσκοπος του σερ Πέρσιβαλ' πληροφοριοδότης του σερ Πέρσιβαλ. Αυτός έβαλε τον σερ Πέρσιβαλ να παρακολουθεί και να περιμένει, όλο το πρωί, την Ανν Κάθερικ κι εμένα». « Ή ρ θ ε η Ανν; Την είδες στη λίμνη;» «'Οχι. Σώθηκε αποφεύγοντας να πλησιάσει στο υπόστεγο. Ό ταν έφτασα στο υπόστεγο, δεν ήταν κανένας εκεί». «Ναι! Συνέχισε...» «Μ πήκα, κάθισα και περίμενα μερικά λεπτά. Α λλά η ανυ πομονησία μου με έκανε να ξανασηκωθώ και να περπατήσω έξω για λίγο. Εκεί διέκρινα κάποια ίχνη στην άμμο, κοντά στο υπόστεγο. Έ σκυψ α να τα περιεργαστώ και ανακάλυψα μια λέ ξη γραμμένη, με μεγάλα γράμματα, στην άμμο: “ΠΡΟΣΕΧΕ!” » «Κι εσύ έσβησες τη λέξη και άνοιξες μια τρ ύ πα στο σημείο εκείνο;» «Π ώ ς το ξέρεις, Μ άριαν;» «Ε ίδα την τρ ύ πα όταν σε ακολούθησα στο υπόστεγο. Συνέ χισε... συνέχισε!» «Ν αι. Έσβησα τη λέξη και αμέσως μετά βρήκα ένα χαρτί κρυμμένο στην άμμο που ήταν υπογεγραμμένο με τα αρχικά της Ανν Κάθερικ». «Π ού είναι;» «Μ ου το πήρε ο σερ Πέρσιβαλ». «Μ πορείς να θυμηθείς τι έγραφε; Νομίζεις ότι θα μπορέ σεις να το επα ναλάβ εις;» «Το ουσιαστικό περιεχόμενό του μπορώ να το θυμηθώ, Μ ά ριαν. Ή ταν σύντομο. Εσύ θα το θυμόσουν λέξη πρ ος λέξη». «Π ροσπάθησε να μου πεις το περιεχόμενό του πριν προχω ρήσουμε π α ρ απ έρ α». Συμμορφώθηκε. Καταγράφω το περιεχόμενο, όπως μου το μετέφερε η Λώρα.
390
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
Μας είδεχθες ένας ψηλός, εύσωμος, ηλικιωμένος άντρας, και αναγκάστηκα να φύγω για να σωθώ. Αεν ήταν αρ κετά γρήγορος ώστε να με ακολουθήσει, και με έχασε ανάμεσα στα δέντρα. Δεν τολμώ να διακινδυνεύσω να ξανάρδω σήμερα, την ίδια ώρα. Γράφω αυτό και το κρύ βω στην άμμο, στις έξι το ττρωί, για να σας ενημερώσω. Την επόμενη φορά που δα μιλήσουμε για το Μυστικό του αχρείου συζύγου σας δα πρέττει ή να μιλήσουμε με ασφάλεια ή να μη μιλήσουμε διόλου. Προσπαθήστε να μου έχετε εμπιστοσύνη. Σας υπόσχομαι ότι δα σας ξα ναδω - κι αυτό σύντομα. Α .Κ . Η αναφορά στον «ψηλό, εύσωμο, ηλικιωμένο ά ντρ α» -χ α ρ α κτηρισμοί που η Δώρα ήταν βέβαιη ότι είχε επαναλάβει σω σ τά - δεν άφηνε καμιά αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του κατασκόπου. Θυμήδηκα ότι είχα πει στον σερ Πέρσιβαλ, π α ρουσία του κόμη, την προηγούμενη μέρα, ότι η Δώρα είχε πάει στο υπόστεγο να ψάξει για την καρφίτσα της. Κατά πά σ α πιδανότητα την είχε ακολουδήσει εκεί για να την καδησυχάσει για το δέμα της υπογραφής, λίγη ώρα μετά τη δική μου ενη μέρωση στην τραπεζαρία για την αλλαγή των σχεδίων του σερ Πέρσιβαλ. Στην περίπτωση αυτή, δεν δα μπορούσε να είχε φ τά σει στο υπόστεγο π α ρ ά μόνο τη στιγμή π ου τον εντόπισε η Ανν Κάδερικ. Ο πα ράξενα βιαστικός τρόπος με τον οποίο εκείνη έσπευσε να εγκαταλείψει τη Δώρα είχε προκαλέσει αναμφι σβήτητα την αποτυχημένη απόπειρά του να την ακολουδήσει. Από τη συζήτηση που είχε προηγηδεί ανάμεσά τους δεν δα μπορούσε να έχει ακούσει τίποτε. Η απόσταση ανάμεσα στο σπίτι και τη λίμνη, και η ώρα κατά την οποία με εγκατέλειψε στην τραπεζαρία, σε σύγκριση με το χρόνο που είχαν η Δώρα και η Ανν Κάδερικ να συνομιλήσουν, αποδείκνυε το γεγονός αυτό π έρ α από κάδε αμφισβήτηση.
391
WI LKI E COL L I NS
Έχοντας φτάσει σε κάτι σαν συμπέρασμα, το μεγάλο πλέον ενδιαφέρον μου ήταν να μά9ω τι είχε ανακαλύψει ο σερ Πέρσιβαλ. αφού πήρε την πληροφορία αυτή από τον κόμη Φόσκο. «Πώ ς έγινε και έχασες το γράμμα αυτό από τα χέρια σου;» ρώτησα. «Τι έκανες όταν το βρήκες στην άμμο;» «Α φού το διάβασα βιαστικά», απάντησε, «το πήρα μαζί μου στο υπόστεγο και κάδισα να το ξαναδιαβάσω. Ενώ το διάβαζα, μια σκιά έπεσε πάνω στο γράμμα. Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα τον σερ Πέρσιβαλ να στέκεται βλοσυρός στην πόρτα και να με παρακολουθεί». «Π ροσπάθησες να κρύψεις το γράμμα;» «Π ροσπάθησα, αλλά με σταμάτησε. «Δ εν χρειάζεται να προσπαθήσεις να το κρύψεις», είπε. «Συμβαίνει να το έχω δια βάσει». Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να τον κοιτάζω ανίσχυρη - δεν μπορούσα να πω τίποτε. «Κ αταλαβαίνεις;» συ νέχισε. «Το έχω διαβάσει. Το ξέθαψα από την άμμο πριν από δύο ώρες, το ξανάθαψα, ξανάγραψα τη λέξη στην άμμο και το άφησα να το βρεις. Τώρα δεν μπορείς να μου πεις ψέματα. Εί δες κρυφά την Ανν Κάθερικ χθες· κι αυτή τη στιγμή έχεις στο χέρι σου το γράμμα της». Πλησίασε κοντά μου και -ή μου ν μό νη μαζί του, Μάριαν! τι μπορούσα να κά νω ;- του έδωσα το γράμμα». «Τι είπε όταν του το έδω σες;» «Στην αρχή, δεν είπε τίποτε. Μ ε έπιασε από το μπράτσο, με τράβηξε έξω από το υπόστεγο και κοίταξε γύρω του, προς όλες τις πλευρές, σαν να φοβόταν ότι μπορεί να μας έβλεπαν ή να μας άκουγαν. Μ ετά, με έπιασε σφιχτά από το μπράτσο και μου ψιθύρισε: «Τι σου είπε χθες η Ανν Κάθερικ; Επιμένω να ακούσω κάθε λέξη, από την πρώτη ως την τελευταία». «Του είπ ες;» «Ή μουν μόνη μαζί του, Μάριαν. Το δυνατό χέρι του μελά νιαζε το μπράτσο μου- τι μπορούσα να κάνω ;» «Υπάρχει ακόμη το σημάδι στο μπράτσο σου; Θέλω να το δω».
3 92
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Γιατί θέλεις να το δεις;» «Θέλω να το δω, Δώρα, επειδή η ανοχή μας πρέπει να στα ματήσει, και η αντίστασή μας πρέπει να αρχίσει. Σήμερα! Το σημάδι αυτό είναι ένα όπλο για να τον πλήξουμε. Ασε με να το δω τώρα - ίσως χρειαστεί να ορκιστώ για το σημάδι αυτό, σε κάποια μελλοντική περίσταση». «Ω , Μάριαν! Μην παίρνεις αυτό το ύφος. Μη μιλάς έτσι! Δεν με πονάει τώρα». «Α σε με να το δω!» Μ ου έδειξε τα σημάδια. Στην κατάσταση που ήμουν, είχα πε ράσει τα όρια. Μου ήταν αδύνατον να στενοχωρηθώ απλώς γι’ αυτά, να κλάψω μόνο γΓ αυτά, να αισθανθώ φρίκη γι’ αυτά. Λένε ότι οι γυναίκες είμαστε ή καλύτερες από τους άντρες ή χειρότερες. Αν ο πειρασμός που είχε βρεθεί στο δρόμο μερι κών γυναικών, και τις είχε κάνει χειρότερες, είχε βρεθεί στο δι κό μου, εκείνη τη στιγμή... Δόξα τω Θεώ! Το πρόσωπό μου δεν πρόδιδε κάτι που η Λώρα μπορούσε να διαβάσει. Το ευγενικό, αθώο, τρυφερό και γλυκό πλάσμα νόμιζε ότι φοβόμουν και λυ πόμουν γι’ αυτήν - τίποτε περισσότερο. «Μ ην το παίρνεις τόσο σοβαρά, Μ άριαν», είπε, καθώς κα τέβαζε και πάλι το μανίκι της. «Δεν με πονάει τώρα». « Θ α προσπαθήσω να το σκέφτομαι συνέχεια, καλή μου, για χάρη σου. Λοιπόν! Και του είπες όλα όσα σου είχε πει η Ανν Κάθερικ - όλα όσα είπες και σε μ ένα;» «Ν αι. Ό λα! Επέμενε - ήμουν μόνη μαζί του· δεν μπορούσα να κρύψω τίποτε». «Ε ίπε τίποτε όταν τελείωσες;» «Μ ε κοίταξε και γέλασε κοροϊδευτικά. «Είμαι αποφασισμέ νος να σου αποσπάσω και τα υπόλοιπα», είπε. « Μ ’ ακούς; Και τα υπόλοιπα». Του δήλωσα ότι του είχα πει όλα όσα ήξερα. «Ό χι!» απάντησε. «Ξ έρεις περισσότερα α π ’ όσα επέλεξες να πεις. Νομίζεις ότι δεν θα τα πεις; Θα τα πεις! Θα σου τα απο σπάσω στο σπίτι, αν δεν μπορώ να σου τα αποσπάσω εδώ». Με
3 93
WI LKI E COL L I NS
οδηγησε από ένα άγνωστο μονοπάτι μέσα από το δασύλλιο -έν α μονοπάτι στο οποίο δεν υπήρχε πιθανότητα να σε συναντήσουμεκαι δεν ξαναμίλησε, μέχρι που φτάσαμε κοντά στο σπίτι. Εκεί ξανασταμάτησε και είπε: «Θ α εκμεταλλευτείς μια δεύτερη ευ καιρία, αν σ’ τη δώσω; Θα το σκεφτείς καλύτερα και δα μου πεις και τα υ πόλοιπα;» Το μόνο που μπορούσα ήταν να επα ναλάβω τα ίδια λόγια που είχα πει και πριν. Βλαστήμησε το πείσμα μου, και μετά με έσυρε βίαια στο σπίτι. «Δεν μπορείς να με ξεγελάσεις», είπε. «Ξ έρεις περισσότερα α π ’ όσα επιλέ γεις να πεις. Θα σου τα αποσπάσω· και δα τα αποσπάσω και από την αδελφή σου. Δεν δα υπάρξουν άλλες συνωμοσίες και ψιδυρίσματα ανάμεσά σας. Δεν πρόκειται να ξαναδείτε η μια την άλλη, μέχρι να ομολογήσετε την αλήθεια. Θα σας έχω υπό επιτήρηση πρωί, μεσημέρι και βράδυ, μέχρι να ομολογήσετε την αλήθεια». Δεν άκουγε τίποτε α π ’ όσα του έλεγα. Μ ε πήγε κα τευθείαν πάνω, στο δωμάτιό μου. Η Φάννυ ήταν εκεί, κάνοντας κάποια δουλειά που της είχα αναθέσει, και αμέσως την πρόσταξε να φύγει. «Θ α φροντίσω ώστε να μην ανακατευτείς κι εσύ στη συνωμοσία», είπε. « Θ α φύγεις α π ’ αυτό το σπίτι σή μερα. Αν η κυρία σου θέλει καμαριέρα, θα έχει μία της επιλο γής μου». Μ ε έσπρωξε μέσα στο δωμάτιο και κλείδωσε την πόρ τα. Έβαλε εκείνη την ανόητη γυναίκα να με φυλάει α π ’ έξω. Μάριαν! Έ κανε και μιλούσε σαν τρελός. Δεν μπορείς να το κα ταλάβεις. Αλήθεια σου λέω». «Το καταλαβαίνω, Λώρα. Είναι τρελός! - τρελός από τους φόβους μιας ένοχης συνείδησης. Κάθε λέξη α π ’ όσες μου είπες με κάνουν απόλυτα βέβαιη πως η Ανν Κάθερικ κατέχει ένα Μυ στικό που ίσως να είναι η καταστροφή του ποταπού συζύγου σου. Εκείνος νομίζει ότι το έχεις ανακαλύψει. Τίποτε α π ’ όσα μπορείς να πεις ή να κάνεις δεν θα ηρεμήσει αυτή την ένοχη δυσπιστία και δεν θα τον πείσει ότι λες αλήθεια. Δεν τα λέω αυτά, καλή μου, για να σε πανικοβάλω. Τα λέω για να ανοίξω τα μάτια σου, να καταλάβεις τη θέση σου και να σε πείσω για
3 94
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
την επείγουσα ανάγκη να με αφήσεις να ενεργήσω, να κάνω το καλύτερο που μπορώ για την προστασία σου, όσο έχουμε ακό μη την ευκαιρία. Η παρέμβαση του κόμη Φόσκο εξασφάλισε την επικοινωνία μου μαζί σου σήμερα, αλλά ίσως αποσύρει την παρέμβασή του αυτή αύριο. Ο σερ Πέρσιβαλ έχει ήδη απολύ σει τη Φάννυ, επειδή είναι έξυπνο κορίτσι και αφοσιωμένο σε σένα, και έχει διαλέξει να πάρει τη δέση της μια γυναίκα που δεν ενδιαφέρεται για τα συμφέροντά σου, της οποίας η φτωχή νοημοσύνη την κατεβάζει στο επίπεδο του μαντρόσκυλου. Εί ναι αδύνατον να φανταστούμε ποια βίαια μέτρα μπορεί να π ά ρει στη συνέχεια, εκτός κι αν εκμεταλλευτούμε στο έπακρο τις ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται - όσο τις έχουμε, βέβαια». «Τι μπορούμε να κάνουμε, Μ άριαν; Μ ακάρι να μπορούσα με να φύγουμε α π ’ αυτό το σπίτι και να μην το ξαναδούμε!» « Άκουσέ με, καλή μου, και προσπάθησε να σκέφτεσαι ότι δεν είσαι και τόσο ανίσχυρη, από τη στιγμή που είμαι εδώ, μαζί σου». «Έ τσι δα σκέφτομαι. Έ τσι σκέφτομαι. Και μην ξεχνάς τη φτωχή Φάννυ, στρέφοντας το ενδιαφέρον σου μόνο σε μένα. Θέλει κι εκείνη βοήθεια και υποστήριξη». «Δεν δα την ξεχάσω. Την είδα πριν έρθω εδώ, και έχω κα νονίσει να επικοινωνήσω μαζί της απόψε. Τα γράμματα δεν εί ναι ασφαλή στον ταχυδρομικό σάκο στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ - και έχω να γράψω δύο σήμερα, για τα προβλήματά σου, τα οποία δεν πρέπει να τα δουν άλλα μάτια και να περάσουν από άλλα χέρια εκτός από της Φ άννυ». «Τι γράμματα;» «Σκοπεύω να γράψω πρώτα, Λώρα, στο συνεταίρο του κυ ρίου Γκίλμορ, που έχει προσφ ερδεί να μας βοηδήσει, αν παραστεί ανάγκη. Από τα λίγα που ξέρω από το νόμο, είμαι βέ βαιη ότι μπορεί να προστατεύσει μια γυναίκα από μεταχείρι ση σαν αυτή που αντιμετώπισες σήμερα α π ’ αυτό το κάθαρ μα. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες για την Ανν Κάδερικ, επειδή δεν έχω καμιά ασφαλή πληροφορία να δώσω. Αλλά ο κύριος
39S
WI LKI E COL L I NS
Κιρλ 9α ενημερωθεί για τις μελανιές στο μπράτσο σου και για τις βιαιότητες που βίωσες σ ’ αυτό το δωμάτιο - 9α ενημερω θεί, πριν πέσω απόψε για ύπνο». «Μ α σκέψου το ενδεχόμενο να μαθευτεί. Τι θα κάνουμε, τό τε, Μ άριαν!» «Το υπολογίζω κι αυτό. Ο σερ Πέρσιβαλ έχει να φοβηθεί π ε ρισσότερο από σένα. Η προοπτική μιας αποκάλυψης των όσων συμβαίνουν ίσως τον κάνει τουλάχιστον να συμμορφωθεί - αν, π α ρ ’ ελπίδα, τίποτε άλλο δεν είναι ικανή να επιτύχει». Σηκώθηκα καθώς μιλούσα, αλλά η Δώρα με παρακάλεσε να μην την αφήσω. « Θ α τον οδηγήσεις στην απελπισία», είπε, «και θα αυξήσεις τους κινδύνους μας στο δεκαπλάσιο». Αντιλαμβανόμουν την αλήθεια -τ η ν αποκαρδιωτική αλή θ ε ια - αυτών των λέξεων. Α λλά δεν μπορούσα να φτάσω στο σημείο να το παραδεχτώ μπροστά της. Στη φοβερή θέση που βρισκόμασταν, δεν υπήρχε για μας βοήθεια και ελπίδα, εκτός κι αν διακινδυνεύαμε τα χειρότερα. Της το είπα. Αναστέναξε βαθιά, αλλά δεν αντέδρασε. Απλώς ρώτησε για το δεύτερο γράμ μα που σκόπευα να γράψω. Σε ποιον θα απευθυνόταν; «Στον κύριο Φ έρλι», είπα. «Ο θείος σου είναι ο πλησιέστερος άντρας συγγενής σου και ο αρχηγός της οικογένειας. Πρέ πει να επέμβει· και θα επέμβει!» Η Λώρα κούνησε το κεφάλι της θλιμμένα. «Ν αι, ναι», συνέχισα. «Ο θείος σου είναι αδύναμος, εγωι στής, αδιάφορος άνθρωπος. Το ξέρω. Αλλά δεν είναι ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ· και δεν έχει κοντά του φίλο σαν τον κόμη Φόσκο. Δεν περιμένω τίποτε από την καλοσύνη του ή την τρυ φερότητα των αισθημάτων του για σένα ή για μένα. Α λλά θα κάνει τα πά ντα για να διαφυλάξει τη νωθρότητά του και να εξασφαλίσει την ησυχία του. Φτάνει μόνο να τον πείσω ότι η παρέμβασή του, αυτή τη στιγμή, θα τον απαλλάξει από ανα πόφ ευκτες φ ασαρίες, ταλαιπω ρίες και ευθύνες στη συνέχεια,
396
_________________
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
και 9α κοιτάξει να ενεργοποιηθεί για το καλό του. Ξέρω πώς να του φερ9ώ, Δώρα. Έχω πείρα». «Α ν μπορούσες να τον πείσεις να μου επιτρέψει να επιστρέφω για λίγο στο Λίμεριτζ και να μείνω εκεί μαζί σου. Μ αρίαν, 9α ήμουν σχεδόν το ίδιο ευτυχισμένη όσο και πριν παντρευτώ !» Τα λόγια αυτά έστρεψαν τη σκέψη μου σε μια νέα κατεύ9υνση. Θα ήταν δυνατόν να θέσω τον σερ Πέρσιβαλ μπροστά στο δίλημμα να διαλέξει ανάμεσα στο ενδεχόμενο να εκτεθεί για νομικές παραβάσεις σε βάρος της συζύγου του ή να της δώσει την άδεια να απομακρυνθεί για λίγο από κοντά του, υπό το πρόσχημα μιας επίσκεψης στο σπίτι του θείου της- και θα ήταν δυνατόν, στην περίπτωση αυτή, να δεχτεί τη δεύτερη λύ ση; Ή ταν αμφίβολο· περισσότερο από αμφίβολο. Κι όμως, όσο κι αν το πείραμα φαινόταν καταδικασμένο, μήπως άξιζε να δο κιμαστεί; Αποφάσισα να το δοκιμάσω από καθαρή απελπισία, μια και δεν ήξερα τι καλύτερο να κάνω. «Ο θείος σου θα μάθει την επιθυμία που μόλις τώρα εξέφρασες», είπα - «και θα ζητήσω και τη συμβουλή του δικηγόρου σχετικά με το θέμα. Ίσω ς να βγει κάτι καλό - και θα βγει, ελπίζω». Μ ετά από τα λόγια αυτά, σηκώθηκα και πάλι. Η Λώρα π ρο σπάθησε να με κάνει και πάλι να καθίσω. «Μ η μ ’ αφήνεις», είπε ανήσυχη. «Μ πορείς να γράψεις στο γραφείο μου». Μου ήταν δύσκολο να της αρνηθώ, έστω κι αν ήταν προς το συμφέρον της. Αλλά είχαμε μείνει πολλή ώρα κλεισμένες στο δωμάτιό της. Η πιθανότητα να ξαναδούμε η μία την άλλη ίσως να εξαρτιόταν αποκλειστικά και μόνο από την ικανότητά μας να μην προκαλέσουμε νέες υποψίες. Ή ταν ώρα π ια να εμφα νιστώ, ήρεμη και ξένοιαστη, ανάμεσα σ ’ αυτά τα καθάρματα που, την ίδια στιγμή, ίσως να σκέφτονταν εμάς και να μιλού σαν για μας. Εξήγησα πώς είχαν τα πράγματα στη Λώρα, και την έπεισα να το αποδεχτεί, όπως κι εγώ. «Θ α ξανάρθω, γλυκιά μου, σε μια ώρα - μπορεί και λιγότερο».
WI LKI E COL L I NS
είπα. «Τα χειρότερα πέρασαν για σήμερα. Κράτα την ψυ χραιμία σου, και μη φοβάσαι τίποτε». «Το κλειδί είναι στην πόρτα, Μ άριαν; Μ πορώ να κλειδώσω από μ έσ α;» «Ν αι, εδώ είναι το κλειδί. Κλείδωσε την πόρτα· και μην ανοί ξεις σε κανέναν, μέχρι να ξανανέβω εγώ». Τη φίλησα και έφυγα. Καδώς απομακρυνόμουν, ανακουφί στηκα που άκουσα το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά και ήξε ρα ότι η πόρτα ήταν υπό τον έλεγχό της.
398
Κεφάλαιο Εικοστό Συνέχεια της αφήγησης της μις Χάλκομπ
19
Ιουνίου
Μ όλις είχα φτάσει στο κεφαλόσκαλο, όταν σκέφτηκα ότι 8α έπρεπε να κλειδώσω και τη δική μου πόρτα, και να κρατήσω πάνω μου το κλειδί όσο δεν δα ήμουν στο δωμάτιό μου. Το ημε ρολόγιό μου ήταν ήδη ασφαλισμένο, μαζί με άλλα χαρτιά, στο συρτάρι του γραφείου, αλλά η γραφική ύλη είχε μείνει έξω. Δη λαδή, μια σφραγίδα, με το έμβλημα δύο περιστεριών που έπι ναν από την ίδια κούπα, και μερικά φ ύλλα στυπόχαρτο, που είχαν πάνω τους το αποτύπω μα των τελευταίων γραμμών του κειμένου μου της προηγούμενης βραδιάς. Κυριευμένη από την υποψία, που είχε γίνει πια κομμάτι του εαυτού μου, ακόμη και τέτοιες μικρολεπτομέρειες με έβαζαν να γίνομαι πολύ καχύποπτη - ακόμη και το κλειδωμένο συρτάρι έμοιαζε να μην είναι επαρκώς προστατευμένο, κατά την απουσία μου. Δεν βρήκα κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο όση ώρα μιλούσα με τη Δώρα. Η γραφική ύλη -είχ α δώσει εντολή στο υπηρετικό προσωπικό να μην την αγγίζει- ήταν σκορπισμένη πάνω στο τραπέζι με τον συνήδη, περίπου, τρόπο. Το μοναδικό στοιχείο που τράβηξε την πρ ο σοχή μου ήταν το γεγονός ότι η σφραγίδα ήταν τοποθετημένη
399
WI LKI E COL L I NS
νοικοκυρεμένα στο δίσκο με τα μολύβια και το κερί. Δεν ήταν στις συνήδειές μου να τη βάζω εκεί. Αλλά, καδώς δεν μπορούσα να δυμηδώ πού αλλού την είχα πετάξει, και καδώς δεν ήμουν και σίγουρη ότι δεν την είχα αφήσει -γ ια πρώτη φορά, το ση μ ειώ ν ω στη σωστή δέση της, απέφ υγα να προσδέσω στην αβε βαιότητα με την οποία είχαν σωρευτεί στο μυαλό μου τα γε γονότα εκείνης της ημέρας έναν ακόμη λόγο. Κλείδωσα την πόρ τα, έβαλα το κλειδί στην τσέπη μου και κατέβηκα τη σκάλα. Η μαντάμ Φόσκο ήταν μόνη στο χωλ - στεκόταν και κοίτα ζε το βαρόμετρο. «Εξακολουδεί να πέφ τει», είπε. «Φοβάμαι ότι πρέπει να πε ριμένουμε περισσότερη βροχή». Το πρόσωπό της είχε και πάλι τη συνηδισμένη έκφραση - δα έλεγα και το συνηδισμένο του χρώμα. Αλλά το χέρι με το οποίο έδειχνε το δείκτη του βαρόμετρου εξακολουδούσε να τρέμει. Θα μπορούσε να είχε ήδη πει στο σύζυγό της ότι είχε ακού σει τη Λώρα να τον βρίζει, παρουσία μου, δεωρώντας τον κα τάσκοπο. Η ισχυρή υποψία μου ότι έπρεπ ε να του το είχε πει· ο ακατανίκητος φόβος μου -π ο υ ενισχυόταν ακόμη περισσό τερο από την αοριστία το υ - για τις συνέπειες που ίσως ακολουδούσαν η αμετακίνητη βεβαιότητά μου που πήγαζε από διάφορες μικρές αντιδράσεις -τ ις οποίες οι γυναίκες έχουν την ικανότητα να προσέχουν η μία στην ά λλη -, βεβαιότητα ότι η μαντάμ Φόσκο, π α ρ ’ όλη την καλά μελετημένη εξωτερική ευγένειά της, δεν είχε συγχωρήσει την ανιψιά της επειδή -ά δ ελά τ η ς - είχε σταδεί ανάμεσα σ ’ εκείνη και στην κληρονομιά των δέκα χιλιάδων λιρών, όλα αυτά μπερδεύονταν στο μυαλό μου· όλα μου επέβαλαν να μιλήσω, με τη μάταιη ελπίδα να χρησιμοποιήσω την επιρροή μου και την ικανότητα της προ σωπικής μου πειδούς για την υπεράσπιση της Λώρα. «Μ πορώ να βασίζομαι στην ευγένειά σας πως δα με συγχω ρήσετε, μαντάμ Φόσκο. αν αποτολμήσω να σας μιλήσω για ένα εξαιρετικά οδυνηρό δ έμ α ;»
400
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α M E J A ΑΣ ΠΡ Α
Σταύρωσε τα χέρια της και έκλινε το κεφάλι, χωρίς να προ φέρει λέξη, χωρίς να αποστρέψει τα μάτια της από τα δικά μου. «Ό τα ν είχατε την καλοσύνη να μου επιστρέφετε το μαντίλι μου», συνέχισα, «φοβάμαι π ά ρ α πολύ ότι δα πρέπει να ακού σατε τυχαία τη Δώρα να λέει κάτι που δεν δέλω να επαναλά βω, και δεν δα επιχειρήσω να υπερασπιστώ. Να τολμήσω απλώς να ελπίζω πω ς δεν το δεωρήσατε αρκετά σημαντικό ώστε να το αναφέρετε στον κόμη;» «Θεωρώ ότι είναι τελείως ασήμαντο», είπε η μαντάμ Φόσκο, κοφτά και ξαφνικά. «Α λ λά », πρόσδεσε, επανακτώ ντας προς στιγμήν το παγερό ύφος της, «δεν έχω μυστικά από το σύζυ γό μου, ακόμη και σε ασήμαντα δέματα. Ό τα ν παρατήρησε, πριν από λίγο, ότι φαινόμουν ταραγμένη, ήταν οδυνηρό καδήκον μου να του πω γιατί ήμουν ταραγμένη· και ειλικρινά σας ομολογώ, μις Χάλκομπ, ότι του το έχω πει». Ή μουν προετοιμασμένη να το ακούσω· κι όμως, με πάγωσε όταν ξεστόμισε αυτά τα λόγια. «Θέλω να σας παρακαλέσω, μαντάμ Φόσκο -δέλ ω να παρακαλέσω και τον κόμ η- να δείξετε κάποια κατανόηση λόγω της δύσκολης δέσης στην οποία βρίσκεται η αδελφή μου. Μ ί λησε ενώ βρισκόταν υπό πίεση, και βιώνοντας την αδικία που δέχεται από τον άντρα της - και ήταν εκτός εαυτού όταν είπε εκείνες τις απερίσκεπτες λέξεις. Μ πορώ να ελπίζω ότι δα αντι μετωπιστούν μεγαλόψυχα, και δα συγχωρηδούν;» « Ν α είστε βέβαιη», είπε η ήρεμη φωνή του κόμη, πίσω μου. Μ ας είχε πλησιάσει με τον αδόρυβο βηματισμό του· είχε το βιβλίο του στο χέρι, ερχόμενος από τη βιβλιοδήκη. «Ό ταν η λαίδη Γκλάιντ είπε εκείνες τις απερίσκεπτες λέξεις», συνέχισε, «μ ε αδίκησε -π ρ ά γμ α που με δλ ίβει- αλλά τη συγ χωρώ. Α ς μην επανέλδουμε στο δέμα, μις Χάλκομπ. Ας συμ φωνήσουμε όλοι να το ξεχάσουμε α π ’ αυτή τη στιγμή». «Είστε εξαιρετικά ευγενής, κόμη», είπα. «Μ ε ανακουφίζετε απερίγραπτα».
401
WI LKI E COL L I NS
Προσπάθησα να συνεχίσω. Αλλά τα μάτια του ήταν κολλη μένα στα δικά μου· το φονικό χαμόγελό του που κρύβει τα π ά ντα, σκληρό και παγωμένο, με καθήλωνε. Η δυσπιστία μου στην αβυσσαλέα ανειλικρίνειά του, η συναίσθηση της ταπείνωσής μου από τον ξεπεσμό της συνδιαλλαγής μου με τη γυναίκα του και μαζί του με ενόχλησε και με μπέρδεψε τόσο πολύ, που οι επό μενες λέξεις δεν έλεγαν να βγουν από τα χείλη μου, και στε κόμουν να τον κοιτάξω ακίνητη. «Γονατιστός σας ικετεύω να μην πείτε τίποτε άλλο, μις Χάλκομπ. Είμαι ειλικρινά συγκλονισμένος που θεωρήσατε αναγκαίο να πείτε και αυτά που είπα τε». Μ ε αυτά τα ευγενικά λόγια, πήρε το χέρι μου -ω , πόσο απεχθάνομαι τον εαυτό μου! πόσο λίγο με παρηγορεί η σκέψη ότι το ανέχτηκα για χάρη της Δώ ρ α !- πήρε το χέρι μου και το έφερε στα δηλητηριώδη χείλη του. Μόνο τότε συνειδητοποίησα τη φρίκη που μου προκαλούσε. Εκείνη η αθώα οικειότητα πάγωσε το αίμα μου, σαν να ήταν η χυδαιότερη προσβολή που θα μπορούσε να μου κάνει ένας άντρας. Ωστόσο, έκρυψα την αηδία μου και προσπάθησα να χαμογε λάσω. Εγώ, που κάποτε σιχαινόμουν τη γυναικεία υποκρισία, ήμουν τώρα, που τα χείλη του είχαν αγγίξει το χέρι μου, πε ρισσότερο υποκρίτρια α π ’ όλες, περισσότερο υποκρίτρια και από τον Ιούδα. Δεν θα μπορούσα να διατηρήσω την ταπεινωμένη αυτοκυ ριαρχία μου -μ ε αποκαθιστά στην εκτίμησή μου το γεγονός πως ξέρω ότι δεν θα μπορούσα - αν συνέχιζε να έχει καρφωμένα τα μάτια του στο πρόσωπό μου. Η τιγρίσια ζήλεια της συζύγου του ήρθε προς διάσωσή μου, και απέσπασε την προσοχή του από πάνω μου τη στιγμή που ο κόμης έπιασε το χέρι μου. Τα παγερά γαλανά μ άτια της φω τίστηκαν τα χλωμά μάγουλά της κοκκίνισαν φάνηκε πολύ νεότερη από την ηλικία της, από τη μια στιγμή στην άλλη. «Κόμη!» είπε. «Ο ι Αγγλίδες δεν καταλαβαίνουν τους ξενι κούς τρόπους της ευγένειάς σου».
402
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Μ ε συγχωρείς, άγγελέ μου! Η καλύτερη και πιο αγαπημέ νη Αγγλίδα στον κόσμο τούς καταλαβαίνει». Με αυτά τα λό για άφησε το χέρι μου και, στη δέση του. σήκωσε ήρεμα το χέ ρι της γυναίκας του και το έφερε στα χείλη του. Έ τρεξα στη σκάλα για να βρω καταφύγιο στο δωμάτιό μου. Αν υπήρχε χρόνος να σκεφτώ, οι σκέψεις μου, όταν δα ξανάμενα μόνη, δα μου είχαν προκαλέσει βαριά δυστυχία. Αλλά δεν υπήρχε χρόνος για σκέψεις. Ευτυχώς, για τη διατήρηση της ηρεμίας και του δάρρους μου, δεν υπήρχε χρόνος π α ρ ά μόνο για δράση. Τα γράμματα προς τον κύριο Κιρλ και τον κύριο Φέρλι δεν τα είχα γράψει ακόμη. Κάδισα αμέσως, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, να αφοσιωδώ σ ’ αυτά. Δεν υπήρχαν πολλές διέξοδοι - δεν υπήρχε κανένας στον οποίο δα μπορούσα να βασιστώ εκτός από μένα. Ο σερ Πέρσιβαλ δεν είχε φίλους ή συγγενείς στη γειτονιά, στων οποίων τη μεσολά βηση δα μπορούσα να καταφύγω. Οι σχέσεις του ήταν οι ψυ χρότερες δυνατές -σ ε μερικές περιπτώσεις οι χειρισ τές- με τις οικογένειες της δικής του κοινωνικής τάξης που ξούσαν κοντά του. Εμείς οι δύο γυναίκες δεν είχαμε ούτε πατέρα, ούτε αδελ φό, να έλδει στο σπίτι και να πάρει το μέρος μας. Δεν υπήρχε άλλη λύση, πα ρ ά να γράψω τα δύο αυτά γράμματα - ή να βρεδούμε η Λώρα κι εγώ εν αδίκω και, δραπετεύοντας κρυφά από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ, να καταστήσουμε όλες τις μελλοντι κές ειρηνικές διαπραγματεύσεις αδύνατες. Τίποτε, εκτός από τον άμεσο κίνδυνο, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την επιλο γή εκ μέρους μας αυτής της δεύτερης λύσης. Πρώτα έπρεπε να δοκιμάσουμε τις επιστολές - και τις έγραψα. Δεν έγραψα τίποτε στον κύριο Κιρλ για την Ανν Κάδερικ, επει δή -ό π ω ς είχα ήδη υπαινιχδεί στη Λ ώ ρα- το δέμα αυτό συν δεόταν με ένα μυστήριο το οποίο δεν μπορούσαμε ακόμη να εξη γήσουμε, και για το οποίο δα ήταν συνεπώς άχρηστο να γράψω σε έναν επαγγελματία. Αφησα στον αποδέκτη της επιστολής
403
W I L K I E C O L L I N S ____________ ___________
_________
μου να αποδώσει την αισχρή συμπεριφορά του σερ Πέρσιβαλ, αν ήδελε, σε νέες διαφωνίες για οικονομικά ζητήματα, και απλώς ζήτησα τη συμβουλή του για την ενδεχόμενη λήψη νομικών μέ τρων για την προστασία της Δώρα, σε περίπτωση άρνησης του συζύγου της να της επιτρέψει να φύγει για ένα διάστημα από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ και να επιστρέφει μαζί μου στο Λίμεριτζ. Τον παρέπεμψα στον κύριο Φέρλι για τις λεπτομέρειες αυτής της τελευταίας ρύθμισης -το ν διαβεβαίωσα ότι του έγρα φ α με την έγκριση της Δ ώ ρ α - και κατέληξα παρακαλώ ντας τον να ενεργήσει στο όνομά της εξαντλώντας όλες τις δυνατότητές του, και με τη μικρότερη δυνατή απώλεια χρόνου. Μ ετά με απασχόλησε το γράμμα προς τον κύριο Φέρλι. Α πευθύνθηκα σ ’ αυτόν με τον τρόπο που είχα αναφέρει στη Δώρα ως τον καταλληλότερο να τον κάνει να ενεργοποιηθεί* συνήψα, μάλιστα, κι ένα αντίγραφο της επιστολής μου προς το δικηγόρο, για να του δείξω πόσο σοβαρή ήταν η κατάστα ση, και παρουσίασα τη μετακίνησή μας στο Λίμεριτζ ως τον μοναδικό συμβιβασμό που θα εμπόδιζε τον κίνδυνο και τη δυ στυχία της τωρινής θέσης της Δώρα να επηρεάσει αναπόφευ κτα το θείο, όσο και την ίδια, στο όχι μακρινό μέλλον. Ό τα ν τελείωσα, τα σφράγισα και έγραψα τις διευθύνσεις στους δύο φακέλους και πήγα με τα γράμματα στο δωμάτιο της Δώρα, για να της δείξω ότι είχαν γραφεί. «Σ ε ενόχλησε κανένας;» τη ρώτησα όταν άνοιξε την πόρτα. «Κ ανένας δεν χτύπησε», απάντησε. «Α λλά άκουσα να κι νείται κάποιος στον προθάλαμο». «Α ντρας ήταν ή γυναίκα;» «Γυναίκα. Άκουσα το θρόισμα από το φόρεμά της». «Σαν από μετάξι;» «Ν αι. Σαν από μετάξι». Η μαντάμ Φόσκο παρακολουθούσε προφανώς τις κινήσεις έξω από το δωμάτιο. Το κακό που θα μπορούσε να κάνει μόνη της δεν με τρόμαζε. Αλλά το κακό που θα μπορούσε να κάνει ως
404
_____________________ Η Γ ΥΝΑ I ΚΛ ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α χρήσιμο όργανο στα χέρια του άντρα της παραήταν φοβερό για να περάσει απαρατήρητο. «Και τι απέγινε το θρόισμα του φορέματος όταν δεν το άκουγες π ια στον πρ οθά λα μο;» ρώτησα. «Το άκουσες να προ σπερνά τον τοίχο σου και να κινείται στο διάδρομο;» «Ναι. Έμεινα ακίνητη και αφουγκράστηκα- και το άκουσα». «Π ρος ποια κατεύθυνση πή γε;» «Π ρος το δωμάτιό σου». Ξανασκέφτηκα. Ο ήχος δεν είχε φτάσει στα αυτιά μου. Αλλά εκείνη την ώρα ήμουν βαθιά απορροφημένη από τα γράμματά μου - και γράφω βαριά, σέρνοντας την πένα θορυβωδώς πάνω στο χαρτί- θα ήταν πιθανότερο να ακούσει η μαντάμ Φόσκο τον ήχο της πένας μου πα ρ ά να ακούσω εγώ το θρόισμα του φορέ ματος της. Αλλος ένας λόγος -α ν τον χρειαζόμουν- για να μην εμπιστευτώ τα γράμματά μου στον ταχυδρομικό σάκο στο χωλ. Η Λώρα με είδε που σκεφτόμουν. «Και άλλες δυσκολίες!» είπε βαριεστημένα. «Περισσότερες δυσκολίες και περισσότε ροι κίνδυνοι!» «'Οχι κίνδυνοι», απάντησα. «Κάποιοι μικροί κίνδυνοι, ίσως. Σκέφτομαι ποιος είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να φτάσουν τα δύο γράμματά μου στα χέρια της Φ άννυ». «Ώ στε πραγματικά τα έγραψες; Ω, Μάριον, μη διακινδυνεύσεις. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ μη διακινδυνεύσεις!» «Ό χι, όχι! Μη φοβάσαι. Στάσου να δω. Τι ώρα είναι τώ ρα;» Ή ταν έξι πα ρά τέταρτο. Είχα το χρόνο για να πάω στο παν δοχείο του χωριού και να επιστρέφω πριν από το δείπνο. Αν περίμενα μέχρι το βράδυ, ίσως να μην ξανάβρισκα την ευκαι ρία να φύγω από το σπίτι. « Ν α έχεις την πόρτα κλειδωμένη και το κλειδί στη θέση του, Λώρα», είπα. «Και μη φοβάσαι για μένα. Αν σε ρωτήσει κα νείς, απάντησέ του χωρίς να ανοίξεις, και π ες ότι βγήκα να κά νω έναν περίπατο». «Π ότε θα γυρίσεις;»
4 05
W J L K I E CO L L I N S ^
______
_______________
«Πριν από το δείπνο, οπωσδήποτε. Κουράγιο, καλή μου. Αύ ριο, αυτή την ώρα, δα έχεις έναν αξιόπιστο και με καδαρό μυα λό άντρα να ενεργεί για το καλό σου. Ο κύριος Κιρλ, ο συνε ταίρος του κυρίου Γκίλμορ, είναι ο επόμενος καλύτερος φίλος μας, μετά τον ίδιο τον κύριο Γκίλμορ». Μ ία στιγμιαία επανεξέταση της κατάστασης με έπεισε ότι δα ήταν προτιμότερο να μην εμφανιστώ με φόρεμα περιπάτου, μέ χρι να διαπιστώσω τι ακριβώς συνέβαινε στον κάτω όροφο του σπιτιού. Δεν είχα βεβαιωδεί ακόμη αν ο σερ Πέρσιβαλ ήταν στο σπίτι ή έξω. Το κελάηδισμα των καναρινιών στη βιβλιοδήκη και η μυρω διά του καπνού που έβγαινε από την πόρτα, η οποία δεν ήταν καλά κλεισμένη, μου έδωσαν αμέσως να καταλάβω πού ήταν ο κόμης. Κοίταξα πίσω μου καδώς περνούσα μπροστά από την πόρτα, και είδα, έκπληκτη, ότι επιδείκνυε, με τον ευγενικότε ρο τρόπο, στην οικονόμο πόσο υπάκουα ήταν τα πουλιά. Θα έπρεπε να την είχε καλέσει ειδικά για να τα δει - η ίδια δεν δα είχε σκεφτεί ποτέ να πάει μόνη της στη βιβλιοδήκη. Και οι πιο απλές κινήσεις αυτού του ανδρώπου είχαν κατά βάδος κάποια σκοπιμότητα. Ποια μπορεί να ήταν η σκοπιμότητα στην περί πτωση αυτή; Δεν ήταν η ώρα να ασχοληδώ με τα κίνητρά του. Αναζήτη σα την κυρία Φόσκο μετά, και τη βρήκα να κάνει τη συνηδισμένη βόλτα της γύρω από τη λιμνούλα με τα ψάρια. Δεν ήμουν καδόλου σίγουρη για τον τρόπο που δα με υπο δεχόταν, μετά την έκρηξη της ζήλειας που της προκάλεσα πριν από λίγη ώρα. Αλλά ο άντρας της την είχε ηρεμήσει στο με ταξύ, και τώρα μου μίλησε με τη συνηδισμένη της ευγένεια. Ο μόνος λόγος που της μίλησα ήταν επειδή ήδελα να βεβαιωδώ αν ήξερε τι είχε απογίνει ο σερ Πέρσιβαλ. Προσπάδησα να αναφερδώ σ’ αυτόν έμμεσα* και, μετά από ανταλλαγή μερικών φρά σεων, μου είπε επιτέλους ότι είχε βγει. «Ποιο άλογο π ή ρ ε;» ρώτησα αδιάφορα.
406
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Κ ανένα», απάντησε. «Έ φ υγε πριν από δύο ώρες με τα πό δια. Α π ’ ό,τι κατάλαβα, ο στόχος του ήταν να συνεχίσει την έρευνα για τη γυναίκα που λέγεται Ανν Κάδερικ. Επιμένει, με έναν παράλογο τρόπο, να δέλει να εντοπίσει τα ίχνη της. Μή πως ξέρετε αν είναι επικίνδυνα τρελή, μις Χάλκομπ;» «Δεν το ξέρω, κόμησσα». «Θ α γυρίσετε σ πίτι;» «Ν αι, νομίζω πω ς ναι. Υποδέτω ότι σε λίγο δα πρέπει να ντυδώ για το δείπνο». Μπήκαμε μαζί στο σπίτι Η μαντάμ Φόσκο μπήκε στη βιβλιοδήκη και έκλεισε την πόρτα. Πήγα αμέσως να πάρω το καπέλο και το σάλι μου. Κάδε στιγμή ήταν σημαντική, αν ήδελα να πάω στη Φάννυ στο πανδοχείο και να επιστρέφω πριν από το δείπνο. Ό τα ν ξαναβγήκα στο χωλ δεν ήταν κανένας εκεί· και το κελάηδισμα των πουλιών είχε σταματήσει. Φυσικά, δεν μπορού σα να σταματήσω για να κάνω νέες έρευνες. Ο χρόνος με πίε ζε. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να δεωρήσω ότι ο δρό μος ήταν ανοιχτός και να βγω από το σπίτι, με τα δύο γράμ ματα ασφαλή στην τσέπη μου. Στο δρόμο προς το χωριό, προετοιμαζόμουν για το ενδεχόμε νο να συναντήσω τον σερ Πέρσιβαλ. Στο βαδμό που δα είχα να κάνω μόνο μαζί του, αισδανόμουν βέβαιη ότι δεν δα έχανα την αυτοκυριαρχία μου. Οποιαδήποτε γυναίκα που έχει εμπιστο σύνη στην εξυπνάδα της είναι ικανή να αντιμετωπίσει, ανά π ά σα στιγμή, έναν άντρα που δεν είναι σίγουρος για την ψυχραι μία του. Δεν φοβόμουν τον σερ Πέρσιβαλ όσο φοβόμουν τον κόμη. Το ότι είχα μάδει για ποιο λόγο είχε βγει με είχε καδησυχάσει, αντί να με ταράξει. Ό σο ο εντοπισμός της Ανν Κάδερικ δα ήταν το πρόβλημα που τον απασχολούσε, η Λώρα κι εγώ δα μπορούσαμε να ελπίζουμε πως δα σταματούσε να ασχολείται επίμονα μαζί μας. Για το καλό μας, όπως και για το κα λό της Ανν, ήλπιζα, και προσευχόμουν δερμά, να συνεχίσει να του ξεφεύγει.
407
WI LKI E COL L I NS
Βάδισα όσο γρηγορότερα μου επέτρεπε η ζέστη, μέχρι που έφτασα στο σταυροδρόμι που οδηγούσε στο χωριό, κοιτάζοντας κατά διαστήματα πίσω μου, για να βεβαιωδώ ότι δεν με ακολουδούσε κανένας. Τίποτε δεν υπήρχε πίσω μου, σε όλη τη διαδρομή, εκτός από ένα άδειο κάρο. Ο δόρυβος που έκαναν οι ρόδες του με ενο χλούσε· και όταν διαπίστωσα ότι το κάρο πήρε, όπως κι εγώ, το δρόμο για το χωριό, σταμάτησα, για να το αφήσω να περάσει, και να απαλλαγώ από το δόρυβο. Καδώς κοίταζα προς το μέ ρος του, προσεκτικότερα από πριν, νόμισα ότι διέκρινα τα πό δια ενός άντρα να βαδίζουν πίσω του - ο καροτσέρης πήγαινε μπροστά, δίπλα στα άλογα. Το σημείο που μόλις είχα προσπεράσει στο σταυροδρόμι ήταν τόσο στενό, ώστε το κάρο που ερ χόταν πίσω μου άγγιζε τα δέντρα και τους δάμνους δεξιά και αριστερά του, και χρειάστηκε να περιμένω μέχρι να με προσπεράσει, πριν μπορέσω να βεβαιωδώ για την ακρίβεια της εντύπωσης που είχα. Προφανώς, η εντύπωση αυτή ήταν εσφαλμένη, γιατί όταν το κάρο με προσπέρασε, ο δρόμος πίσω του ήταν καδαρός. Έ φ τασ α στο πανδοχείο χωρίς να συναντήσω τον σερ Πέρσιβαλ, και χωρίς να προσέξω κάτι ιδιαίτερο. Μ ε χαρά μου δια πίστωσα ότι η ιδιοκτήτρια είχε δεχτεί τη Φάννυ με κάδε δυ νατή καλοσύνη. Η μικρή είχε ένα σαλονάκι για να κάδεται, μα κριά από τη φ ασαρία του κεντρικού χώρου, και μια καδαρή κρεβατοκάμαρα στον πάνω όροφο του σπιτιού. Αρχισε να κλαίει και πάλι, μόλις με είδε· και είπε, η δύσμοιρη -π ο λ ύ σω σ τά -, ότι ήταν φ οβερό π ου αισδανόταν ότι είχε εκδιωχδεί. σαν να είχε διαπράξει κάποιο ασυγχώρητο λάδος, τη στιγμή που κανένας δεν δα μπορούσε να την κατηγορήσει για το παραμι κρό· ούτε και ο κύριός της, που την είχε διώξει. «Π ροσπάδησε να το ξεπεράσεις, Φ άννυ», είπα. «Η κυρία σου κι εγώ δα μείνουμε πά ντα φ ίλες σου και δα φροντίσουμε ώστε να μη σου συμβεί το παραμικρό. Άκουσέ με τώρα. Δεν έχω πολύ χρόνο στη διάδεσή μου, και δα σου εμπιστευτώ κάτι
408
_
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
πολύ σημαντικό. Θέλω να φροντίσεις αυτά τα δύο γράμματα. Αυτό με το γραμματόσημο πρέπει να το ταχυδρομήσεις μόλις φτάσεις στο Λονδίνο, αύριο. Το άλλο, που απευδύνεται στον κύριο Φέρλι, δα του το δώσεις η ίδια, μόλις φτάσεις σπίτι. Να έχεις και τα δύο γράμματα μαζί σου και να μην τα δώσεις σε κανέναν. Είναι τεράστιας σημασίας για τα συμφέροντα της κυ ρίας σου. Να προσέχεις». Η Φάννυ έβαλε τα δύο γράμματα στον κόρφο της. «Εδώ δα μείνουν, μις», είπε, «μέχρι να κάνω ό,τι μου είπατε». «Φ ρόντισε να είσαι στην ώρα σου στο σταδμό αύριο το πρω ί», συνέχισα. «Και, όταν δεις την οικονόμο στο Λίμεριτζ. να της δώσεις τους χαιρετισμούς μου και να της πεις ότι είσαι στην υπηρεσία μου, μέχρι να μπορέσει να σε ξαναπάρει η λαί δη Γκλάιντ. Ίσως να συναντηδούμε νωρίτερα α π ’ όσο νομίζεις. Κάνε υπομονή, λοιπόν, και μη χάσεις το τραίνο των επτά». «Ευχαριστώ, μις! Ευχαριστώ πολύ. Μου δίνει κουράγιο που ξανακούω τη φωνή σας. Είναι χαρά μου να εξυπηρετήσω την κυρία μου. Και πείτε της ότι άφησα όλα τα πράγματα όσο πιο τακτοποιημένα γινόταν. Ω, Θεέ μου! Θεέ μου! Ποια δα τη ντύ σει απόψε για το δείπνο; Σπαράζει η καρδιά μου, μις, που το σκέφτομαι». Ό τα ν γύρισα στο σπίτι, είχα μόλις ένα τέταρτο στη διάδεσή μου να ετοιμαστώ για το δείπνο και να πω δυο λόγια στη Δώ ρα πριν κατέβω στην τραπεζαρία. «Τα γράμματα είναι στα χέρια της Φ άννυ», της ψιδύρισα στην πόρτα. « Θ α κατέβεις για το δείπ νο;» « Ώ , όχι, όχι! Σε καμία περίπτω ση!» «Συνέβη τίποτε; Σε ενόχλησε κανένας;» «Ν αι, μόλις τώρα. Ο σερ Πέρσιβαλ...» «Μ πήκε μέσα;» «Όχι. Με τρόμαξε, όμως, χτυπώντας την πόρτα α π ’ έξω. Ρώ τησα ποιος είναι. “Ξέρεις”, απάντησε. “Θα αλλάξεις μυαλά και δα μου πεις τα υπόλοιπα; Θα το κάνεις! Αργά ή γρήγορα, δα
409
WI LKI E C OL L I NS
σου τα αποσπάσω. Ξέρεις πού είναι η Ανν Κάθερικ αυτή τη στιγ μή”. “Αλήθεια, αλήθεια είναι”, είπα. “Δεν ξέρω”. “Ξέρεις!” απάντησε. “Θα συντρίψω το πείσμα σου - να το έχεις υπόψη σου! Θα σου τα αποσπάσω όλα!” Απομακρύνθηκε, με τα λόγια αυτά. Απομακρύνθηκε, Μάριαν, μόλις πριν από πέντε λεπτά». Δεν είχε βρει την Ανν! Ή μαστε ασφαλείς. Δεν την είχε βρει ακόμη. «Εσύ θα κατέβεις, Μάριαν; Ξαναέλα το βράδυ». «Ν αι, ναι! Μην ανησυχείς, αν αργήσω λίγο. Πρέπει να προ σέξω, και να μην τους προσβάλω εγκαταλείποντάς τους πολύ γρήγορα». Το καμπανάκι για το δείπνο χτύπησε, και κατέβηκα βιαστικά. Ο σερ Πέρσιβαλ συνοδέυσε τη μαντάμ Φόσκο στην τραπε ζαρία, και ο κόμης μού πρόσφερε το μπράτσο του. Ή ταν αναψοκοκκινισμένος, και ντυμένος όχι με τη συνηθισμένη φροντίδα του. Είχε βγει κι αυτός πριν από το δείπνο και είχε αργήσει να γυρίσει; Ή μήπως υπέφ ερε από τη ζέστη περισσότερο από το συνηθισμένο; Ό ,τι κι αν συνέβαινε, βασανιζόταν αναμφισβήτητα από κά ποια κρυφή αγωνία ή ανησυχία, την οποία, π α ρ ’ όλες τις ικανότητές του στην παραπλάνηση δεν ήταν απόλυτα ικανός να κρύψει. Σε όλη τη διάρκεια του δείπνου, ήταν αμίλητος τόσο ο ίδιος, όσο και ο σερ Πέρσιβαλ. Κάθε τόσο κοίταζε τη γυναί κα του με μια έκφραση φευγαλέας ανησυχίας, που πρώτη φο ρά παρατηρούσα στη συμπεριφορά του. Η μοναδική κοινωνι κή υποχρέωση, την οποία επιτελούσε το ίδιο προσεκτικά όπως πάντα, ήταν η υποχρέωση να είναι επίμονα ευγενικός και προ σεκτικός απέναντι μου. Ποιο ύπουλο σχέδιο έχει κατά νου, δεν μπορώ ακόμη να ανακαλύψω. Αλλά, όποιο κι αν είναι το σχέ διό του, η συνεχής ευγένεια απέναντι μου, η συνεχής γλυκύτητα απέναντι στη Λώρα και η συνεχής καταστολή -μ ε κάθε κόστος- της αδέξιας τραχύτητας του σερ Πέρσιβαλ είναι τα μέσα που έχει χρησιμοποιήσει αποφασιστικά και αδιαπραγμάτευτα
410
Η Γ Υ ΝΑ Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ ΠΡ Α
για να φτάσει στο σκοπό του, από τη στιγμή που πάτησε το π ό δι του σ ’ αυτό το σπίτι. Το υποψιάστηκα, όταν παρενέβη για πρώτη φορά προς χάρη μας, τη μέρα που παρουσιάστηκε το προς υπογραφήν χαρτί στη βιβλιοθήκη - αισδάνομαι βέβαιη γι’ αυτό, τώρα. Ό τα ν η μαντάμ Φόσκο κι εγώ σηκωθήκαμε για να εγκαταλείψουμε το τραπέζι, ο κόμης σηκώθηκε για να μας συνοδεύ σει στο σαλόνι. «Γιατί φ εύγεις;» είπε ο σερ Πέρσιβαλ. «Σ ε σένα μιλώ, Φό σκο. Γιατί φ εύγεις;» «Φεύγω, επειδή έφαγα και ήπια αρκετά», απάντησε ο κό μης. «Έ χε την ευγένεια, Πέρσιβαλ, να κάνεις κάποιες π α ρ α χωρήσεις στη συνήθειά μου να αποχωρώ με τις κυρίες, όπω ς και να προσέρχομαι μαζί τους». «Ανοησίες! Έ να ποτήρι κρασί ακόμη δεν θα σε πειράξει. Ξανακάθισε σαν Αγγλος. Θέλω να τα πούμε για μισή ώρα με την ησυχία μας, απολαμβάνοντας το κρασί μας». «Π ολύ ευχαρίστως να τα πούμε, Πέρσιβαλ, αλλά όχι τώρα· και όχι πίνοντας. Αργότερα, αν θέλεις· αργότερα». «Περισσότερη ευγένεια», είπε ο σερ Πέρσιβαλ άγρια. « Π ε ρισσότερη ευγένεια, μα την πίστη μου, σ ’ έναν άντρα μέσα στο σπίτι του!» Είχα προσέξει περισσότερες από μία φορές ότι κοίταζε ανή συχα τον κόμη στη διάρκεια του δείπνου, και είχα παρατηρή σει ότι ο κόμης απέφευγε επιμελώς να του ανταποδώσει τη μα τιά του. Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με την ανυπομονη σία του οικοδεσπότη για μια συζήτηση με την ησυχία τους και πίνοντας, και η πεισματάρικη απόφαση του κόμη να μην ξανακαθίσει στο τραπέζι, ξανάφερε στη μνήμη μου το αίτημα που ο σερ Πέρσιβαλ είχε μάταια απευθύνει στο φίλο του νωρίτερα την ίδια μέρα, να βγει από τη βιβλιοθήκη για να μιλήσουν. Ο κόμης είχε αναβάλει αυτή την ιδιαίτερη συνομιλία όταν του ζη τήθηκε αρχικά το απόγευμα, και την αναβάλει τώρα και πάλι,
4 11
WI LKI E COL L I NS
αν και του ζητήθηκε για δεύτερη φορά στο τραπέζι. Ό ποιο κι αν 9α ήταν το 9έμα της συζήτησης μεταξύ τους, ήταν σαφώς ένα ενδιαφέρον δέμα, κατά την εκτίμηση του σερ Πέρσιβαλ, και ίσως -κρίνοντας από την προφανή απροδυμία του να το προ σεγγίσει- ένα επικίνδυνο δέμα, κατά την εκτίμηση του κόμη. Οι σκέψεις αυτές περνούσαν από το μυαλό μου καδώς πη γαίναμε από την τραπεζαρία στο σαλόνι. Το οργισμένο σχόλιο του σερ Πέρσιβαλ για την εγκατάλειψή του από το φίλο του δεν είχε επιφ έρει το παραμικρό αποτέλεσμα. Ο κόμης μας συ νοδέυσε στο τραπέζι του τσαγιού, παρέμεινε ένα ή δύο λεπτά στο δωμάτιο, βγήκε στο χωλ και επέστρεψε με τον ταχυδρομι κό σάκο στα χέρια του. Ή ταν τότε οκτώ η ώρα - η ώρα που έφευγαν τα γράμματα από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ. «Έ χετε κανένα γράμμα για το ταχυδρομείο, μις Χάλκομπ;» ρώτησε, πλησιάζοντάς με, με το σάκο. Είδα τη μαντάμ Φόσκο, που ετοίμαζε το τσάι, να κοντοστέ κεται με τη λαβίδα της ζάχαρης στο χέρι της, για να ακούσει την απάντησή μου. «Ό χι, κόμη, ευχαριστώ. Δεν έχω γράμματα σήμερα». Έδωσε το σάκο στον υπηρέτη, που ήταν εκείνη τη στιγμή στο δωμάτιο. Ύ στερα κάδισε στο πιάνο και έπαιζε τη μελωδία του ναπολιτάνικου τραγουδιού «L a m ia C arolina», δύο φορές. Η γυναίκα του, που ήταν συνήδως η προσεκτικότερη γυναίκα που είχα γνωρίσει σε όλες τις κινήσεις της, ετοίμασε το τσάι με την ταχύτητα που 9α το είχα ετοιμάσει κι εγώ, το ήπιε μέσα σε δύο λεπτά και βγήκε ήρεμα από το δωμάτιο. Σηκώδηκα για να ακολουδήσω το παράδειγμά της - εν μέρει επειδή υποψιαζόμουν ότι κάτι ύπουλο δα επιχειρούσε να κάνει σε βάρος της Λώρα, και εν μέρει, επειδή ήμουν αποφ α σισμένη να μη μείνω μόνη στο ίδιο δωμάτιο με τον άντρα της. Πριν προλάβω να φτάσω στην πόρτα, ο κόμης με σταμάτη σε, ζητώντας μου ένα φλιτζάνι τσάι. Του έδωσα το τσάι και επ ι χείρησα για δεύτερη φορά να φύγω. Μ ε σταμάτησε και πάλι,
______________
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
αυτή τη φορά ξαναγυρίζοντας στο πιάνο και απευδύνοντάς μου ξαφνικά μία μουσική ερώτηση που, όπως δήλωσε, συνδεόταν με την τιμή της χώρας του. Μ άταια επικαλέστηκα την ολοκληρωτική άγνοιά μου σε δέ ματα μουσικής. Επέμεινε με μια ένταση που έδεσε υπό αμφι σβήτηση όλες τις πα ρ απ έρ α διαμαρτυρίες μου. «Οι Άγγλοι και οι Γερμανοί», δήλωσε αγανακτισμένα, «κατηγορούσαν πά ντα τους Ιταλούς για την ανικανότητά τους να καλλιεργήσουν ανώ τερα είδη μουσικής. Εμείς μιλούσαμε συνεχώς για τα ορατόριά μας, κι εκείνοι μιλούσαν συνεχώς για τις συμφωνίες τους. Ξε χνούσαμε εμείς, και ξεχνούσαν κι εκείνοι τον αδάνατο φίλο και συμπατριώτη μου, τον Ροσσίνι. Τι ήταν Ο Μωϋσής στην Αίγυ πτο, αν όχι ένα ανυπέρβλητο ορατόριο που παιζόταν στη σκη νή, αντί να τραγουδιέται ψυχρά σε μια αίδουσα κονσέρτου; Τι ήταν η εισαγωγή στον Γουλιέλμο Τέλο, αν όχι μια συμφωνία με διαφορετική ονομασία; Είχα ακούσει τον Μωυση στην Αίγυπτο; Θα άκουγα αυτό, κι αυτό, κι αυτό, και δα έλεγα αν είχε συν δέσει ποτέ δνητός κάτι μεγαλοπρεπέστερο και συγκλονιστικό τερο». Και χωρίς να περιμένει έστω μια λέξη συμφωνίας ή δια φωνίας εκ μέρους μου, και κοιτάζοντάς με όλη αυτή την ώρα επίμονα στα μάτια, άρχισε να παίζει στο πιάνο, και να τραγουδά μεγαλόφωνα και με ενδουσιασμό, κάνοντας κατά διαστήματα παύσεις, για να μου ανακοινώνει τους τίτλους των διάφορων κομματιών: « “Χορός Αιγυπτίων”, από τη Μάστιγα του Σκότους, μις Χάλκομπ». «Ρετσιτατίβο του Μωυσή, με τους Πίνακες των Νόμων». « “ Προσευχή των Ισραηλιτών”, στη Διάβαση της Ερυδράς Θαλάσσης. Χα χα! Δεν είναι ανυπέρβλητο αυτό; Δεν είναι συγκλονιστικό;» Το πιάνο έτρεμε κάτω από τα δυνατά χέρια του, και τα φλιτζάνια στο τραπέζι χόρευαν καδώς η δυνατή μπά σα φωνή του τραγουδούσε βροντερά, και το βαρύ πόδι του χτυ πούσε στο πάτωμα, κρατώντας το ρυδμό. Υπήρχε κάτι φρικτό -κ ά τι άγριο και διαβολικό- στο ξέσπα σμα της χαράς του με το τραγούδι και τη μουσική του, και στη
41 3
WI LKI E C O L L I N S
____
θριαμβευτική διάθεση με την οποία παρακολουθούσε την επί δρασή του πάνω μου, καθώς αποτραβιόμουν όλο και περισ σότερο προς την πόρτα. Απελευθερώθηκα, τελικά, όχι χάρη στις προσπάθειες μου, αλλά από την παρέμβαση του σερ Πέρσιβαλ. Άνοιξε την πόρτα της τραπεζαρίας και φώναξε θυμω μένα, ζητώντας να μάθει τι ήταν αυτός ο διαβολικός θόρυβος. Ο κόμης σηκώθηκε αμέσως από το πιάνο. «Α! Αν έρχεται ο Π έρσιβαλ», είπε, «αρμονία και μελωδία τέλος! Η Μ ούσα της Μουσικής, μις Χάλκομπ, μας εγκαταλείπει φοβισμένη· κι εγώ, ο χοντρός τροβαδούρος, εκπνέω τον υπόλοιπο ενθουσιασμό μου στον καθαρό αέρ α !» Βγήκε στη βεράντα, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του και ξανάρχισε να τραγουδάει το «Ρετσιτατί βο του Μ ωυσή», σόττο βότσε, στον κήπο. Ακόυσα τον σερ Πέρσιβαλ να του φωνάζει από το πα ράθυ ρο της τραπεζαρίας. Αλλά δεν του έδωσε καμιά σημασία - έδει χνε αποφασισμένος να μην ακούει. Εκείνη η επανειλημμένα αναβληθείσα ήρεμη κουβέντα ανάμεσά τους θα ’πρεπε και π ά λι να αναβληθεί - ο σερ Πέρσιβαλ θα ’πρ επ ε να περιμένει μέ χρι να το θελήσει και να το αποφασίσει ο κόμης. Με είχε περιορίσει στο σαλόνι περίπου μισή ώρα από τη στιγ μή που η γυναίκα του μας είχε αφήσει μόνους. Πού ήταν, και τι έκανε όλο αυτό το διάστημα; Ανέβηκα πάνω για να βεβαιωθώ, αλλά δεν ανακάλυψα τί ποτε· και όταν ρώτησα τη Λώρα, διαπίστωσα ότι κι εκείνη δεν είχε ακούσει τίποτε. Κανένας δεν την είχε ενοχλήσει - κανένα θρόισμα μεταξωτού φορέματος δεν είχε ακουστεί, ούτε στον προθάλαμο, ούτε στο διάδρομο. Ή ταν π ια εννιά π α ρ ά είκοσι. Αφού πήγα στο δωμάτιό μου για να πάρω το ημερολόγιό μου, επέστρεψα και κάθισα με τη Λώ ρα, άλλοτε γράφοντας, κι άλλοτε σταματώντας για να μιλήσω μαζί της. Κανένας δεν μας πλησίασε, και τίποτε δεν έγινε. Μεί ναμε μαζί μέχρι τις δέκα. Μ ετά εγώ σηκώθηκα, είπα τις τελευ ταίες ενθαρρυντικές λέξεις μου και της ευχήθηκα καληνύχτα.
414
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Ξανακλείδωσε την πόρτα της, αφού πρώτα συμφωνήσαμε ότι δα ερχόμουν να τη δω το πρωί, αμέσως μόλις δα ξυπνούσα. Είχα μερικές προτάσεις ακόμη να προσδέσω στο ημερολό γιό μου, πριν πέσω κι εγώ για ύπνο. Καδώς κατέβαινα και π ά λι στο σαλόνι, για τελευταία φ ορά εκείνη την κουραστική μέ ρα, αποφάσισα να κάνω την εμφάνισή μου εκεί, να τους καληνυχτίσω και να αποσυρδώ στο δωμάτιό μου μια ώρα νωρί τερα α π ’ όσο συνήδιζα. Ο σερ Πέρσιβαλ, ο κόμης και η γυναίκα του κάδονταν μαζί. Ο σερ Πάρσιβαλ χασμουριόταν σε μια πολυδρόνα- ο κόμης διά βαζε και η μαντάμ Φόσκο έκανε αέρα με τη βεντάλια της. Πε ριέργως, το πρόσωπό της ήταν αναψοκοκκινισμένο τώρα. Αυ τή, που ποτέ δεν υ πέφ ερε από τη ζέστη, ήταν φανερό ότι υ πέ φερε απόψε. «Φοβάμαι, κόμησσα, ότι δεν είστε και τόσο καλά όσο συνήδως», είπα. «Την ίδια παρατήρηση ετοιμαζόμουν να κάνω για σ ας», απάντησε. «Χλωμή μού φαίνεστε, αγαπητή μου». Αγαπητή μου! Ή ταν η πρώτη φ ορά που είχε απευδυνδεί στο πρόσωπό μου με τόση οικειότητα! Διαγραφόταν κι ένα δρασύ χαμόγελο στο πρόσωπό της, όταν ξεστόμιζε τις λέξεις. «Μ ε έχει πιάσει ένας από τους φρικτούς πονοκεφάλους μου», απάντησα ψυχρά. «Α , αλήδεια; Έλλειψη άσκησης, υποδέτω. Έ νας π ερίπατος πριν από το δείπνο δα ήταν ό,τι καλύτερο για σας». Ανέφερε τη λέξη «περ ίπ α το ς» , τονίζοντάς τη ιδιαίτερα. Με είχε δει να φεύγω; Μ ου ήταν αδιάφορο αν με είχε δει. Τα γράμματα ήταν τώρα ασφαλή, στα χέρια της Φάννυ. «Έ λα να καπνίσουμε, Φόσκο», είπε ο σερ Πέρσιβαλ ενώ ση κωνόταν, ρίχνοντας ένα ανήσυχο βλέμμα στο φίλο του. «Ευχαρίστως, Πέρσιβαλ, όταν πάνε για ύπνο οι κυρίες», α πά ντησε ο κόμης. «Σ α ς ζητώ συγγνώμη, κόμησσα, αν δίνω κακό παράδειγμα»,
WI LKI E COL L I NS
είπα. «Η μοναδική θεραπεία για έναν πονοκέφαλο σαν τον δι κό μου είναι ο ύπνος». Τους ζήτησα την άδεια να αποσυρδώ. Το ίδιο δρασύ χαμό γελο υπήρχε στο πρόσωπο της κόμησσας όταν ανταλλάξαμε χειραψία. Ο σερ Πέρσιβαλ δεν μου έδωσε καμιά σημασία. Κοί ταζε ανυπόμονα τη μαντάμ Φόσκο, που δεν έδειχνε διαθέσεις να εγκαταλείψει το δωμάτιο μαζί μου. Ο κόμης χαμογελούσε πίσω από το βιβλίο του. Θα υπήρχε και άλλη καθυστέρηση σε κείνη την ήρεμη κουβέντα με τον σερ Πέρσιβαλ - η κόμησσα θα ήταν το εμπόδιο, αυτή τη φορά. Μ όλις βρέθηκα ασφαλής στο δωμάτιό μου, άνοιξα αυτές τις σελίδες και ετοιμάστηκα να συνεχίσω με το μέρος της δραστηριότητάς μου το οποίο δεν είχα γράψει ακόμη. Επί δέκα λεπτά, ή και περισσότερο, καθόμουν αδρανής, με την πένα στο χέρι, ξαναφέρνοντας στο μυαλό μου τα γεγονό τα των τελευταίων δώδεκα ωρών. Ό τα ν κατάφερα να συγκε ντρωθώ στη δουλειά μου, αντιμετώπισα μια δυσκολία π ου δεν είχα βιώσει προηγουμένως. Π αρ’ όλες τις π ροσπάθειές μου να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου στο θέμα που χειριζόμουν, εκεί νες πλανιόντουσαν επίμονα στον σερ Πέρσιβαλ και τον κόμη· και όλο το ενδιαφέρον π ου προσπαθούσα να επικεντρώσω στο ημερολόγιό μου εστιαζόταν στην ιδιαίτερη συνομιλία μεταξύ τους, η οποία είχε αναβληθεί επανειλημμένως στη διάρκεια της μέρας, και θα γινόταν τώρα, μέσα στη σιγή και τη μοναξιά της νύχτας. Σ ’ αυτή την αλλόκοτη κατάσταση του μυαλού μου, η ανά μνηση των όσων είχαν συμβεί από το πρωί δεν επανερχόταν στη σκέψη μου* και δεν υπήρχε άλλη λύση π α ρ ά να κλείσω το ημερολόγιό μου και να το αφήσω για λίγο κατά μέρος. Ανοιξα την πόρτα που οδηγούσε από την κρεβατοκάμαρα στο καθιστικό, αλλά ξαναγύρισα, για να ελέγξω το κερί που είχα αφήσει αναμμένο πάνω στην τουαλέτα. Στη συνέχεια, ήσυχη
416
____
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
όσον αφορά το φόβο που με κατέλαβε προς στιγμήν λόγω του αναμμένου κεριού, πέρασα και πάλι στο καδιστικό.Το πα ρ ά θυρο ήταν διάπλατα ανοιχτό. Έσκυψα έξω, τεμπέλικα, να απο λαύσω τη γαλήνη της νύχτας. Ή ταν σκοτεινά και ήσυχα. Ούτε φεγγάρι, ούτε άστρα φ αί νονταν. Υπήρχε μια μυρωδιά βροχής στην ήρεμη, βαριά ατμό σφαιρα. Άπλωσα το χέρι μου έξω από το παράδυρο. Η βροχή απειλούσε μόνο- δεν είχε έλδει ακόμη.
41 7
Κεφάλαιο Εικοστό Πρώτο Συνέχεια της αφήγησης της μις Χάλκομπ
19 Ιουνίου Παρέμεινα ακουμπισμένη στο πρεβάζι του παραδύρου για ένα τέταρτο περίπου, κοιτάζοντας αφηρημένη το αδιαπέραστο σκο τάδι, χωρίς να ακούω το παραμικρό, με εξαίρεση, κάπου κά που, τις φωνές των υπηρετών ή τον μακρινό ήχο μιας πόρτας που έκλεινε στο κάτω μέρος του σπιτιού. Πάνω που γύριζα βαριεστημένα για να απομακρυνδώ από το παράθυρο, να επιστρέφω στην κρεβατοκάμαρα και να κά νω μια δεύτερη προσπάδεια να ολοκληρώσω τη μισοτελειωμένη καταχώριση στο ημερολόγιό μου, μου ήρδε μυρωδιά καπνού την έφερνε προς το μέρος μου ο βαρύς νυχτερινός αέρας. Την επόμενη στιγμή είδα από την άλλη άκρη του σπιτιού μία μικροσκοπική κόκκινη λάμψη να κινείται μέσα στο σκοτάδι. Δεν άκουσα βήματα, και δεν μπορούσα να δω τίποτε άλλο εκτός από τη λάμψη. Έμοιαζε να πλανάται μέσα στη νύχτα. Προσπέρασε το παράδυρο στο οποίο στεκόμουν και σταμάτησε απέ ναντι από το π αράδυρο της κρεβατοκάμαράς μου, στην οποία είχα αφήσει αναμμένο το κερί πάνω στην τουαλέτα. Η λάμψη παρέμεινε ακίνητη, για μια στιγμή, και μετά ξανακινήδηκε προς την κατεύδυνση από την οποία είχε έλδει.
418
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Καθώς ακολουθούσα την πορεία της, είδα μια δεύτερη κόκκι νη λάμψη, μεγαλύτερη από την πρώτη, να έρχεται από μακριά. Ο δύο λάμψεις συναντήθηκαν στο σκοτάδι. Υπολογίζοντας ποιος κάπνιζε τσιγάρο και ποιος πούρο, συμπέρανα αμέσως ότι ο κόμης είχε βγει να κοιτάξει και να αφουγκραστεί κάτω από το παράθυρό μου, και ο σερ Πέρσιβαλ είχε έλθει αργό τερα να τον βρει. Θα πρ έπ ει να περπατούσαν και οι δύο στο γκαζόν, γιατί διαφορετικά θα είχα ακούσει τον βαρύ βηματι σμό του σερ Πέρσιβαλ - το ελαφρύ βήμα του κόμη είναι σί γουρο πω ς θα μου είχε διαφύγει, ακόμη κι αν περπατούσε στο χαλικόστρωτο μονοπάτι. Περίμενα ήσυχα στο παράθυρο, σίγουρη ότι κανένας από τους δύο δεν θα μπορούσε να με δει μέσα στο σκοτάδι. «Τι συμβαίνει;» άκουσα τον σερ Πέρσιβαλ να λέει, χαμη λόφωνα. «Γιατί δεν έρχεσαι μέσα να καθίσεις;» «Θέλω να δω το φως σ ’ εκείνο το πα ράθυρο να σβήνει», απ ά ντησε ο κόμης ήρεμα. «Τι κακό κάνει το φ ω ς;» «Δείχνει ότι δεν έχει πέσει ακόμη για ύπνο. Είναι αρκετά έξυ πνη ώστε να υποψιαστεί κάτι, και αρκετά τολμηρή ώστε να κατέβει κάτω και να αφουγκραστεί, αν της δοθεί η ευκαιρία. Υπομονή, Πέρσιβαλ. Υπομονή!» «Σαχλαμάρες! Ό λο για υπομονή μιλάς». «Θ α μιλήσω για κάτι άλλο, τελικά. Καλέ μου φίλε, είσαι στην άκρη του γκρεμού. Κι αν σ ’ αφήσω να δώσεις στις γυναίκες άλλη μια ευκαιρία, να είσαι σίγουρος ότι θα σε σπρώξουν στο κενό!» «Τι διάολο εννοείς;» «Θ α έρθουμε και στις εξηγήσεις, Πέρσιβαλ, όταν σβήσει το φως σ ’ εκείνο το πα ράθυρο, και αφού ρίξω μια ματιά στα δω μ άτια δεξιά και αριστερά από τη βιβλιοθήκη, και στη σκάλα». Απομακρύνθηκαν αργά. Η υπόλοιπη συζήτηση ανάμεσά τους -ούτω ς ή άλλως γινόταν χαμηλόφω να- έπαψε να ακούγεται.
419
WI LKI E C OL L I NS
Δεν είχε όμως σημασία Είχα ακούσει αρκετά ώστε να αποφασίσω να δικαιώσω τη γνώμη του κόμη για την εξυπνάδα και το θάρ ρος μου. Πριν οι μικρές λάμψεις χαθούν μέσα στο σκοτάδι, εί χα αποφασίσει ότι θα υπήρχε κάποιος που θα κρυφάκουγε όταν οι δύο άντρες θα κάθονταν για να συζητήσουν και ότι αυτός ο κάποιος, π α ρ ’ όλα τα μέτρα που λάμβανε ο κόμης για να το αποτρέψει, θα ήμουν εγώ! Το μόνο που ήθελα ήταν ένα κίνη τρο για να δικαιολογήσω την ενέργεια στη συνείδησή μου, και να προχωρήσω. Και το κίνητρο αυτό το είχα. Η τιμή της Δώ ρα, η ευτυχία της Δώρα - η ίδια η ζωή της Δ ώ ρ α - ίσως να εξαρτιόταν από την ευαισθησία των αυτιών μου και την αξιοπιστία της μνήμης μου απόψε. Είχα ακούσει τον κόμη να λέει ότι σκόπευε να εξετάσει τα δωμάτια δεξιά και αριστερά από τη βιβλιοθήκη, καθώς και τη σκάλα, πριν προχωρήσει σε εξηγήσεις προς τον σερ Πέρσιβαλ. Η γνωστοποίηση αυτών των προθέσεών του ήταν αρκετή για να με πληροφορήσει ότι η βιβλιοθήκη ήταν το δωμάτιο στο οποίο σκόπευε να γίνει η συζήτηση. Το δευτερόλεπτο που χρειάστηκε για να οδηγηθώ σ ’ αυτό το συμπέρασμα ήταν αρκετό για να μου υποδείξει και τον τρόπο να ξεπεράσω τα μέτρα προστα σίας του - ή, με άλλα λόγια, να ακούσω τι θα έλεγαν μεταξύ τους αυτός και ο σερ Πέρσιβαλ, χωρίς να διακινδυνεύσω να κατέβω στο ισόγειο του σπιτιού. Μιλώντας για τα δωμάτια στο ισόγειο, έχω αναφέρει συμπτωματικά τη βεράντα μπροστά α π ’ αυτά, στην οποία έβγαιναν όλα με μπαλκονόπορτες. Στη στενή βαριά στέγη που περνούσε μπροστά από τις κρεβατοκάμαρες, και η οποία υπολόγιζα ότι βρισκόταν κάπου ένα μέτρο χαμηλότερα από τα πρεβάζια των παραθύρων, υπήρχε μια σειρά από γλάστρες, με αρκετά μεγά λα κενά ανάμεσά τους - οι γλάστρες προστατεύονταν, για να μην πέσουν από τον δυνατό άνεμο, με ένα σκαλιστό σιδερένιο κιγκλίδωμα που εκτεινόταν σε όλο το μήκος της στέγης. Το σχέδιο που είχε έλθει στο μυαλό μου ήταν να βγω από το
420
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
πα ράθυρο του καθιστικού μου σ ’ αυτή τη στέγη· να συρδώ κα τά μήκος της αδόρυβα, μέχρι να φτάσω στο σημείο εκείνο που βρισκόταν ακριβώς πάνω από τη μπαλκονόπορτα της βιβλιο θήκης· να χωθώ ανάμεσα στις γλάστρες με το αυτί μου κοντά στο κιγκλίδωμα. Αν ο σερ Πέρσιβαλ και ο κόμης κάθονταν και κάπνιζαν απόψε, όπως τους είχα δει να κάθονται και να καπνίζουν τις προηγούμενες νύχτες, με τις καρέκλες τους κοντά στην ανοι χτή μπαλκονόπορτα και τα πόδια τους απλωμένα στα τσίγκινα παγκάκια του κήπου που ήταν τοποθετημένα κάτω από τη βε ράντα, κάθε λέξη που θα έλεγαν σε υψηλότερη ένταση από τον ψίθυρο -κ α ι καμιά μακρά συζήτηση, όπως όλοι ξέρουμε από πείρα, δεν μπορεί να γίνει ψ ιθυριστά- θα έφτανε αναπόφευ κτα στα αυτιά μου. Αν, από την άλλη πλευρά, επέλεγαν, από ψε, να καθίσουν μέσα στο δωμάτιο, τότε το πιθανότερο ήταν να ακούσω ελάχιστα ή και τίποτε και, στην περίπτωση αυτή, θα έπρεπ ε να διατρέξω τον πολύ σοβαρότερο κίνδυνο να προ σπαθήσω να τους ξεγελάσω κατεβαίνοντας κάτω. Ή λπιζα με όλη μου την καρδιά ότι θα απέφευγα αυτό το τε λευταίο ενδεχόμενο. Στο κάτω κάτω, το θάρρος μου ήταν γυ ναικείο θάρρος, και κόντευε να με εγκαταλείψει όταν σκεφτό μουν να διακινδυνεύσω να βρεθώ στο ισόγειο, μέσα στη νύχτα, σε μικρή απόσταση από τον σερ Πέρσιβαλ και τον κόμη. Γύρισα αθόρυβα στην κρεβατοκάμαρά μου για να δοκιμάσω πρώτα το ασφαλέστερο πείραμα της στέγης της βεράντας. Μ ια αλλαγή φορέματος ήταν απολύτως αναγκαία, για πολ λούς λόγους. Έβγαλα το μεταξωτό φόρεμά μου, επειδή ο παραμικρότερος ήχος από μια απλή κίνηση, μέσα στην ησυχία της νύχτας, ήταν βέβαιο ότι θα με πρόδιδε. Μ ετά έβγαλα τα λευ κά και δυσκίνητα εσώρουχα και τα αντικατέστησα μ ’ ένα σκού ρο φανελένιο μισοφόρι. Πάνω α π ’ αυτό φόρεσα τον μαύρο τα ξιδιωτικό μανδύα μου και έβαλα την κουκούλα στο κεφάλι μου. Με ένα συνηθισμένο βραδινό φόρεμα, καταλάμβανα χώρο τριών αντρών τουλάχιστον. Μ ’ αυτό όμως που φορούσα τώρα, όταν
421
WI L KI E C O L L I NS
____
_____
το μάζευα πάνω μου, είχα εξαιρετική άνεση κινήσεων. Ο μικρός χώρος που απέμενε στη στέγη της βεράντας, με τις γλάστρες από τη μία πλευρά και τον τοίχο και τα παράθυρα του σπιτιού από την άλλη, ήταν κάτι που με προβλημάτιζε. Αν με τις κινή σεις μου έριχνα κάτι, αν έκανα τον παραμικρό θόρυβο, ποιος μπορούσε να προβλέψει ποιες θα ήταν οι συνέπειες; Αφησα τα σ πίρτα κοντά στο κερί πριν το σβήσω, και ξαναγύρισα στο καθιστικό μου. Κλείδωσα την πόρτα του, όπως εί χα κλειδώσει την πόρτα της κρεβατοκάμαράς μου, και μετά βγήκα αθόρυβα από το πα ράθυρο και πάτησα προσεκτικά π ά νω στη στέγη της βεράντας. Τα δύο δωμάτιά μου βρίσκονταν στο άκρο της νέας πτέρυ γας του σπιτιού όπου μέναμε όλοι - έπρεπε να περάσω πέντε παράθυρα πριν φτάσω στο σημείο στο οποίο έπρεπε να κατα σκηνώσω, ακριβώς πάνω από τη βιβλιοθήκη. Το πρώτο πα ρ ά θυρο ανήκε σ ’ έναν ξενώνα που ήταν άδειος· το δεύτερο και το τρίτο ανήκαν στα διαμερίσματα της Λώρα· το τέταρτο πα ρ ά θυρο ανήκε στο δωμάτιο του σερ Πέρσιβαλ· το πέμ πτο ανήκε στο δωμάτιο της κόμησσας. Τα άλλα, που δεν χρειαζόταν να περάσω, ήταν τα πα ράθυρα της γκαρνταρόμπας του κόμη, του μ πάνιου και του δεύτερου άδειου ξενώνα. Κανένας ήχος δεν έφτανε στα αυτιά μου - το απόλυτο σκο τάδι της νύχτας με τύλιξε μόλις βρέθηκα στη βεράντα, με εξαί ρεση το σημείο μπροστά από το παράθυρο της μαντάμ Φόσκο. Εκεί, στο σημείο πάνω από τη βιβλιοθήκη, όπου έπρεπε να πάω, εκεί, είδα μια λάμψη φωτός. Ή ταν φανερό ότι η κόμησσα δεν είχε ξαπλώσει ακόμη. Ή ταν πολύ αργά για να υποχωρήσω - εξάλλου, δεν μπορού σα να περιμένω. Αποφάσισα να προχωρήσω παραβλέπσντας τους κινδύνους και να εμπιστευτώ την ασφάλειά μου στις προφυλά ξεις μου και στο σκοτάδι της νύχτας. Για χάρη της Λώρα. σκύ φτηκα, καθώς έκανα το πρώτο βήμα πάνω στη στέγη - με το ένα χέρι να κρατάω μαζεμένο το φόρεμά μου και με το άλλο να
422
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
κρατιέμαι από τον τοίχο του σπιτιού. Ή ταν καλύτερα να μείνω κοντά στον τοίχο πα ρά να διακινδυνεύσω να σπρώξω με τα πό δια μου κάποια από τις γλάστρες που βρίσκονταν σε απόσταση μερικών εκατοστών από τα πόδια μου. Προσπέρασα το σκοτεινό παράθυρο του ξενώνα, δοκιμάζο ντας με το πόδι μου τη στέγη σε κάθε βήμα, πριν διακινδυνεύσω να ρίξω όλο το βάρος μου πάνω της. Προσπέρασα τα σκοτει νά πα ράθυρα του δωματίου της Δώρα - ο Θεός να την ευλογεί και να την προστατεύει α π όψ ε- προσπέρασα και το σκοτεινό πα ράθυρο του δωματίου του σερ Πέρσιβαλ. Ύ στερα περίμενα λίγο, γονάτισα, με τα χέρια μου να με στηρίξουν, κι έτσι σύρ θηκα, υπό την προστασία του χαμηλού τοίχου ανάμεσα στη βά ση του φωτισμένου παραθύρου και της στέγης της βεράντας. Ό τα ν βρήκα το θάρρος να κοιτάξω προς το παράθυρο, δια πίστωσα ότι μόνο το πάνω μέρος του ήταν ανοιχτό και ότι η κουρτίνα του ήταν κατεβασμένη. Ενώ κοίταξα, είδα τη σκιά της μαντάμ Φόσκο να περνά μπροστά από το παράθυρο, και με τά να ξανακάνει αργά την ίδια διαδρομή προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ως τώρα, αποκλείεται να με είχε ακούσει - δια φορετικά η σκιά θα είχε σταματήσει, έστω κι αν θα χρειαζό ταν κάποιο θάρρος για να κοιτάξει έξω. Κάθισα, φροντίζοντας πρώτα να βεβαιωθώ για τη θέση στην οποία βρίσκονταν οι γλάστρες δεξιά και αριστερά μου. Υπήρ χε αρκετός χώρος για να καθίσω ανάμεσά τους. Τα μυρωδάτα φ ύλλα του λουλουδιού στο αριστερό μου χέρι χάιδεψαν το μά γουλό μου καθώς ακουμπούσα το κεφάλι μου πάνω στο κιγκλίδωμα Οι πρώτοι ήχοι που έφτασαν από κάτω προκλήθηκαν από το άνοιγμα ή το κλείσιμο -π ιθ α νότα τα το δεύ τερ ο - τριών θυρών διαδοχικά - αναμφίβολα έκλεισαν οι πόρτες που οδηγούσαν στο χωλ και στα δωμάτια δεξιά κι αριστερά της βιβλιοθήκης, τα οποία ο κόμης είχε δεσμευτεί να εξετάσει. Το πρώτο πρά γ μα που είδα ήταν η κόκκινη λάμψη· την είδα να κινείται και πάλι μέσα στη νύχτα. Ξεκίνησε κάτω από τη βεράντα, πήγε
423
WI LKI E COL L I NS
προς την μπαλκονόπορτα, στάθηκε εκεί μια στιγμή, και μετά επέστρεψ ε στο σημείο από το οποίο είχε ξεκινήσει. « Ν α πά ρει ο διάολος την κινητικότητά σου! Πότε επιτέλους σκοπεύεις να καθίσεις;» βρυχήθηκε ο σερ Πέρσιβαλ. «Ουφ! Φοβερή ζέστη», είπε ο κόμης, αναστενάζοντας και ξεφυσώντας βαριεστημένα. Το επιφώνημά του συνοδεύτηκε από το θόρυβο που έκαναν οι καρέκλες του κήπου στο πλακόστρωτο δάπεδο κάτω από τη βεράντα - ο ευπρόσδεκτος ήχος που μου έδειχνε ότι θα κάθο νταν κοντά στην μπαλκονόπορτα, όπως το συνήθιζαν. Ως τώρα, η τύχη ήταν με το μέρος μου. Το ρολόι στον πυργίσκο χτύπησε δώδεκα πα ρ ά τέταρτο τη στιγμή που κάθονταν στις καρέκλες τους. Ακόυσα τη μαντάμ Φόσκο από το ανοιχτό παράθυρο να χασμουριέται, και είδα τη σκιά της να κινείται και πάλι. Στο μεταξύ, ο σερ Πέρσιβαλ και ο κόμης άρχιζαν κάτω να συ ζητάνε - κατά διαστήματα χαμήλωναν την ένταση της φωνής τους, αλλά δεν την έφταναν ποτέ σε ψίθυρο. Η παράξενη και επικίνδυνη θέση μου, ο φόβος, που δεν μπορούσα να ελέγξω εξαιτίας της μαντάμ Φόσκο, καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολο-σχε δόν αδύνατον- να διατηρήσω στην αρχή την αυτοκυριαρχία μου και να εστιάσω την προσοχή μου αποκλειστικά και μόνο στη συ ζήτηση που γινόταν κάτω. Για μερικά λεπτά, το μόνο που άκουσα ήταν κάτι σαν ενημέρωση. Ακόυσα τον κόμη να λέει ότι το μοναδικό φωτισμένο παράθυρο ήταν της γυναίκας του· ότι το ισόγειο του σπιτιού ήταν απόλυτα καθαρό, και ότι τώρα μπο ρούσαν να μιλήσουν μεταξύ τους, χωρίς να φοβούνται ότι κάτι μπορεί να πήγαινε στραβά. Ο σερ Πέρσιβαλ απάντησε επιπλήττσντας το φίλο του πως είχε αγνοήσει άδικα τις επιθυμίες του και είχε αδιαφορήσει για τα συμφέροντά του σε όλη τη διάρ κεια της ημέρας. Στο σημείο αυτό, ο κόμης αντέτεινε ότι είχε ασχοληθεί με ορισμένα προβλήματα και ανησυχίες που είχαν μο νοπωλήσει την προσοχή του και ότι ο μόνος ασφαλής χρόνος για εξηγήσεις ήταν αυτός κατά τον οποίο θα ήταν βέβαιοι πως δεν
424
_____ _____
Η Γ Υ ΝΑ Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ ΠΡΑ
8α τους διέκοπταν, ούτε 8α κρυφάκουγαν τη συνομιλία τους. «Είμαστε σε μια κρίσιμη φάση των υποδέσεών μας, Πέρσιβαλ», είπε* «και αν είναι να πάρουμε κάποιες αποφάσεις για το μέλ λον, 8α πρέπει να τις πάρουμε κρυφά απόψε». Αυτή η φράση του κόμη ήταν η πρώτη που κατάφερα να συλλάβω όπως ακριβώς είχε ειπωδεί. Από το σημείο αυτό -μ ε ορι σμένα μόνο κενά και δια κ ο π ές- η προσοχή του ήταν στραμ μένη αποκλειστικά στη συζήτηση, και την παρακολούθησα λέ ξη προς λέξη. «Κρίσιμη φ άσ η;» επανέλαβε ο σερ Πέρσιβαλ. «Είναι πολύ πιο κρίσιμη η φάση α π ’ όσο νομίζεις. Εγώ αυτό έχω να σου πω». «Α υτό 8α υπέθετα κι εγώ από τη συμπεριφορά σου κατά τις δύο προηγούμενες μ έρες», απάντησε ο άλλος, ήρεμα. «Α λλά περίμενε λίγο. Πριν προχωρήσουμε σ ’ αυτά που δεν ξέρω, ας βεβαιωθούμε γι’ αυτά που ξέρω. Ας δούμε πρώτα αν έχω δί κιο για όσα έχουν συμβεί, πριν σου κάνω την όποια πρόταση για όσα πρόκειται να συμβούν». «Περίμενε μέχρι να φέρω το μπράντι και το νερό. Πιες κι εσύ λίγο». «Ευχαριστώ, Πέρσιβαλ. Το κρύο νερό 8α το πιω ευχαρίστως. Χρειάζομαι, ακόμη, ένα κουτάλι και το βαζάκι με τη ζάχαρη. Νερό με ζάχαρη, φ ίλε μου! Τίποτε περισσότερο». «Ν ερό με ζάχαρη, για έναν άντρα της ηλικίας σου! Ορίστε! Ανακάτεψε το αηδιαστικό ποτό σου. Εσείς οι ξένοι είστε όλοι παράξενοι». «Άκου, τώρα, Πέρσιβαλ. Θα σου εκθέσω με σαφήνεια τη θέ ση μας, όπως την καταλαβαίνω· κι εσύ 8α μου πεις αν έχω δί κιο ή άδικο. Τόσο εσύ όσο κι εγώ επιστρέψ αμε σ ’ αυτό το σπί τι από την Ευρώπη, με τα οικονομικά μας σε εξαιρετικά άσχη μη κατάσταση...» «Π ολλά λες! Ή θελα μερικές χιλιάδες λίρες, κι εσύ μερικές εκατοντάδες. Χωρίς τα χρήματα αυτά, 8α την είχαμε άσχημα. Αυτή είναι η κατάσταση. Συνέχισε τώρα».
42 5
WI LKI E C O L L I N S
____________________________
«Λ οιπόν. Πέρσιβαλ, σύμφωνα με τα δικά σου απ λά αγγλι κά. ήδελες μερικές χιλιάδες λίρες, κι εγώ ήδελα μερικές εκα τοντάδες· και ο μόνος τρόπος να τις βρούμε ήταν να μαζέψεις τα χρήματα που χρειάζεσαι -κ α ι λίγα περισσότερα για τις δι κές μου ανά γκ ες- με τη βοήδεια της συζύγου σου. Τι σου εί π α για τη σύζυγό σου γυρίζοντας στην Αγγλία; Και τι σου εί π α και πάλι, όταν φτάσαμε εδώ, και όταν είχα δει τι είδους γυ ναίκα ήταν η μις Χ άλκομπ;» «Π ού δέλεις να ξέρω; Έ να σωρό πράγματα λες διαρκώς, ως συνήδως». «Σου είπα το εξής: Η ανδρώπινη εφευρετικότητα, φίλε μου, έχει ανακαλύψει μέχρι σήμερα δύο τρόπους με τους οποίους μπο ρεί ένας άντρας να κουμαντάρει μια γυναίκα. Έ νας τρόπος εί ναι να ασκήσει βία - μια μέδοδος που έχει υιοδετηδεί ευρέως από τις βάναυσες κατώτερες τάξεις, αλλά την αποστρέφονται οι καλλιεργημένες και μορφωμένες τάξεις· ο άλλος τρόπος - π ο λύ πιο αργός, πολύ πιο δύσκολος, αλλά, τελικά, όχι λιγότερο ασ φ αλ ής- είναι να μην αποδέχεσαι ποτέ μια πρόκληση από γυ ναίκα. Ισχύει για τα ζώα, ισχύει για τα παιδιά, ισχύει και για τις γυναίκες, που δεν είναι πα ρ ά μεγάλα παιδιά. Η ήρεμη αποφ α σιστικότητα είναι η μοναδική ιδιότητα στην οποία υποκύπτουν τα ζώα, τα παιδιά και οι γυναίκες. Αν καταφέρουν μια φορά να κλονίσουν αυτή την ιδιότητα του κυρίου τους, τον έχουν του χε ριού τους. Αν δεν καταφέρουν να τη δίξουν, τότε τις έχει αυ τός του χεριού του. Σου είπα να λάβεις υπόψη σου αυτή την απλή αλήδεια όταν δέλησες να σε βοηδήσω στο οικονομικό. Σου είπα να τη δυμηδείς διπλά και τριπλά, μπροστά στην αδελφή της γυναίκας σου, τη μις Χάλκομπ. Τη δυμήδηκες; Ούτε μία φο ρά στο διάστημα αυτό. Σε κάδε πρόκληση που σου απηύδυναν η γυναίκα σου και η αδελφή της, απαντούσες αμέσως. Το οργι σμένο ξέσπασμά σου υπήρξε η αιτία που χάδηκε η υπογραφή, χάδηκαν τα έτοιμα χρήματα, εξωδήδηκε και η μις Χάλκομπ να γράψει στο δικηγόρο την πρώτη φ ορά...»
4 26
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Πρώτη φορά; Ξανάγραψε;» «Ναι! Ξανάγραψε σήμερα». Μ ια καρέκλα έπεσε στο πλακόστρωτο της βεράντας - έπε σε με πάταγο, σαν να την είχε κλωτσήσει κάποιος. Ή ταν ευτύχημα για μένα που η αποκάλυψη του κόμη είχε προκαλέσει την οργή του σερ Πέρσιβαλ. Ακούγοντας ότι για μια ακό μη φορά είχαν εντοπιστεί οι κινήσεις μου, τινάχτηκα σε σημείο που έτριξε το κιγκλίδωμα πάνω στο οποίο ακουμπούσα. Με εί χε ακολουδήσει στο πανδοχείο; Είχε υποψίες πως είχα δώσει τα γράμματά μου στη Φάννυ, όταν του είπα ότι δεν είχα τίποτε για τον ταχυδρομικό σάκο; Ακόμη κι αν ήταν έτσι, πώς δα μπορού σε να είχε εξετάσει τα γράμματα όταν είχαν πάει κατευθείαν από το χέρι μου στο μπούστο του φορέματος του κοριτσιού; «Ν α ευχαριστείς το τυχερό σου αστέρι», άκουσα τον κόμη να λέει μετά, «που με έχεις στο σπίτι για να διορθώνω τις ζημιές αμέσως μόλις τις κάνεις. Να ευχαριστείς το τυχερό σου αστέρι, που αντιστάθηκα όταν ήσουν έξαλλος και έλεγες ότι θα κλει δώσεις και τη μις Χάλκομπ, όπως είχες κλειδώσει, πάνω στα νεύ ρα σου, τη γυναίκα σου. Πού είναι τα μάτια σου; Είναι δυνατόν να κοιτάζεις τη μις Χάλκομπ και να μη βλέπεις ότι έχει τη διο ρατικότητα και την αποφασιστικότητα ενός άντρα; Με αυτή τη γυναίκα για φίλη μου, θα κρατούσα τον κόσμο στο χέρι μου. Με αυτή τη γυναίκα για εχθρό μου, εγώ, π α ρ ’ όλη την εξυπνάδα και την πείρα μου -εγώ , ο Φόσκο, πανούργος σαν τον διάβολο, όπως μου έχεις πει εκατοντάδες φ ορ ές- βαδίζω, όπως λέτε στην Αγγλία, πάνω σε τσόφλια αυγών! Και αυτό το θαυμάσιο πλάσμα -πίνω στην υγειά της το ζαχαρωμένο νερό μ ου- αυτό το θαυμάσιο πλά σμα, που στηρίζεται στη δύναμη της αγάπης της και του θάρ ρους της, σταθερή σαν βράχος, ανάμεσα σ ’ εμάς τους δύο και εκείνη τη δύσμοιρη αδύναμη όμορφη ξανθιά γυναίκα σου, αυτή την υπέροχη γυναίκα, που τη θαυμάζω με όλη μου την ψυχή, π α ρ ’ όλο που είναι αντίθετη στα συμφέρσντά μας, την εξωθείς στα άκρα, σαν να μην ήταν η εξυπνότερη και η τολμηρότερη του
427
WI LKI E COL L I NS
φύλου της. Πέρσιβαλ! Πέρσιβαλ! Σου αξίζει να αποτύχεις - και έχεις αποτύχει!» Ακολούθησε μια παύση. Γράφω τα λόγια αυτού του παλιαν θρώπου για μένα, επειδή θέλω να τα θυμάμαι, και επειδή ελ πίζω πω ς θα έλθει η μέρα που θα μπορέσω να τα επαναλάβω μπροστά του και να του τα πετάξω κατάμουτρα, ένα πρ ος ένα. Ο σερ Πέρσιβαλ ήταν ο πρώτος που έσπασε και πάλι τη σιγή. «Ν αι, ναι... Λέγε ό,τι θέλεις», είπε βλοσυρά. «Η δυσκολία για τα χρήματα δεν είναι η μοναδική δυσκολία. Θα προχωρούσες σε σκληρά μέτρα έναντι των γυναικών, αν ήξερες όσα ξέρω». «Θα φτάσουμε και σ ’ αυτή τη δεύτερη δυσκολία. Ό λ α στην ώρα τους», απάντησε ο κόμης. «Μ πορεί να βρίσκεσαι σε σύγ χυση, Πέρσιβαλ, αν αυτό σε ευχαριστεί, αλλά δεν θα φέρεις κι εμένα σ ’ αυτή την κατάσταση. Ας ρυθμιστεί πρώ τα το οι κονομικό. Σε έπεισα πόσο βλαβερό είναι το πείσμα σου; Σου έδειξα ότι τα νεύρα σου δεν σε βοηθάνε; Ή πρέπει να ξαναρ χίσουμε τα ίδια και -ό π ω ς το έθεσες με τα ξεκάθαρα αγγλικά σ ου- να λέει ο καθένας ό,τι θ έλει;» «Είναι εύκολο να μου κάνεις τον έξυπνο. Πες τι πρέπει να γίνει - αυτό είναι το δύσκολο». «Είναι; Δεν νομίζω! Να τι πρέπει να γίνει: Πρέπει να π ά ψεις να ασχολείσαι από απόψε μ ’ αυτή την υπόθεση· άφησέ τη, από δω και πέρα , στα χέρια μου. Μιλάω σε έναν πρα κτι κό Βρετανό, εντάξει; Λοιπόν, Πρακτικέ, συμφω νείς;» «Και τι προτείνεις, αν αφήσω την υπόθεση σε σ ένα ;» «Α πάντησέ μου πρώτα. Είναι στα χέρια μου ή όχι;» « Π ες ότι είναι στα χέρια σου. Τι γίνεται μ ετά;» «Μ ερικές ερωτήσεις, Πέρσιβαλ, για να ξεκινήσουμε. Πρέπει, ωστόσο, να περιμένω λίγο, για να αφήσω τις καταστάσεις να με οδηγήσουν και πρέπει να γνωρίζω, με κάθε δυνατή λεπτομέ ρεια. ποιες μπορεί να είναι αυτές οι καταστάσεις. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Σου είπα ήδη ότι η μις Χάλκομπ έγραψε σή μερα στο δικηγόρο, για δεύτερη φ ορά».
428
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Π ώ ς το ανακάλυψες; Τι έγραψ ε;» «Α ν σου έλεγα, Πέρσιβαλ, δα καταλήγαμε εκεί που είμαστε τώρα. Αρκεί το γεγονός ότι το ανακάλυψα - και η ανακάλυψη προκάλεσε τα τρεχάματα και την ανησυχία που είχαν ως απο τέλεσμα να μην μπορείς να με βρεις όλη μέρα σήμερα. Τώρα, για να φρεσκάρω τη μνήμη μου σχετικά με τις υποδέσεις σου - πάει λίγος καιρός από τότε που τις συζήτησα μαζί σου. Τα χρήματα έχουν αυξηδεί, λόγω απουσίας της υπογραφής της συ ζύγου σου, μέσω τρίμηνων γραμματίω ν αυξήδηκαν με ένα κό στος που κάνει τα ταλαιπωρημένα από τη φτώχεια μαλλιά μου να σηκώνονται όρδια! Ό τα ν τα γραμμάτια λήξουν, ειλικρινά δεν υπάρχει τρόπος να πληρωδούν π α ρ ά μόνο με τη βοήδεια της συζύγου σου;» «Μ όνο». «Τι; Δεν έχεις χρήματα στις τράπεζες;» «Μ ερικές εκατοντάδες λίρες, ενώ χρειάζομαι πολλές χιλιάδες». «Δ εν έχεις άλλες εγγυήσεις για να δανειστείς;» «Καμία απολύτως». «Τι έχεις πάρει από τη σύζυγό μου μέχρι αυτή τη στιγμή;» «Τίποτε, εκτός από τους τόκους των είκοσι χιλιάδων λιρών της, τα οποία μόλις φτάνουν να πληρώνω τα καδημερινά έξοδα». «Τι περιμένεις από τη γυναίκα σου;» «Τρεις χιλιάδες το χρόνο όταν πεδάνει ο δείος της». «Καλό ποσό, Πέρσιβαλ. Τι σόι άνδρωπος είναι αυτός ο δείος; Γέρος;» «Ό χι. Ούτε γέρος, ούτε νέος». «Έ νας ήρεμος, ανεξάρτητος άνδρωπος; Παντρεμένος; Όχι. Νομίζω πω ς η γυναίκα μου είπε πω ς δεν είναι». «Φυσικά και δεν είναι. Αν ήταν παντρεμένος, και αν είχε γιο, η λαίδη Γκλάιντ δεν δα ήταν η επόμενη κληρονόμος των Φέρλι. Θα σου πω ακριβώς τι είναι. Είναι ένας υπερευαίσδητος ανόητος εγωιστής, και κουράζει όποιον τον πλησιάζει μιλώντας τού διαρκώς για την κατάσταση της υγείας του».
429
W I L K I E C O L L I N \S____________
_____________
«Ο ι άν9ρωποι αυτού του είδους, Πέρσιβαλ, ξουν πολύ, και παντρεύονται όταν δεν το περιμένεις. Δεν έχεις πολλές ελπί δες. φ ίλε μου, για τις τρεις χιλιάδες το χρόνο. Υπάρχει τίπο τε περισσότερο που περιέρχεται σε σένα από τη γυναίκα σου;» «Τ ίποτε». «Α πολύτω ς τίπ οτε;» «Α πολύτω ς - εκτός από την περίπτωση του δανάτου της». «Α! Την περίπτωση του δανάτου της». Μ ια νέα παύση ακολούδησε. Ο κόμης πρέπει να προχώρησε από τη βεράντα στο χαλικόστρωτο δρομάκι. Κατάλαβα από τη φωνή του ότι είχε μετακινηδεί. «Επιτέλους, βρέχει», τον άκουσα να λέει. Είχε αρχίσει πράγματι να βρέχει. Ο κόμης ξαναγύρισε στη βεράντα - άκουσα την καρέκλα να τρίξει από το βάρος του, καδώς ξανακαδόταν. «Λ οιπόν, Πέρσιβαλ», είπε. «Σ ε περίπτωση δανάτου της λαί δης Γκλάιντ τι πα ίρ νεις;» «Α ν δεν αφήσει πα ιδιά...» «Π ου είναι πιδανόν να κάνει;» «Π ου είναι τελείως απίδανο να κάνει...» « Ν α ι;» «Τότε παίρνω τις είκοσι χιλιάδες λίρες της». «Σου καταβάλλονται άμεσα». «Μ ου καταβάλλονται άμεσα». Σώπασαν και πάλι. Καδώς οι φωνές τους σώπασαν, η σκιά της μαντάμ Φόσκο σκίασε και πάλι την κουρτίνα. Αντί να πε ράσει αυτή τη φορά, παρέμεινε για μια στιγμή, τελείως ακί νητη. Είδα τα δάχτυλά της να πιάνουν την άκρη της κουρτί νας και να την τραβάνε προς τη μία πλευρά. Παρέμεινα ακί νητη, τυλιγμένη από την κορυφή ως τα νύχια στον μαύρο μαν δύα μου. Η βροχή, που με μούσκευε, έσταξε πάνω στο τξάμι, το δόλωνε και την εμπόδιξε να βλέπει οτιδήποτε. «Β ρέχει πο λύ! » την άκουσα να μονολογεί. Αφησε την κουρτίνα να πέσει - εγώ ανάσανα και πάλι ελεύδερα.
430
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Η κουβέντα συνεχιζόταν κάτω· ο κόμης ήταν που έπαιρνε την πρωτοβουλία, αυτή τη φορά. «Πέρσιβαλ! Ενδιαφέρεσαι για τη γυναίκα σου;» «Φόσκο! Είναι μάλλον αδιάκριτη αυτή η ερώτηση». «Α διάκριτος είμαι! Επαναλαμβάνω την ερώτηση». «Τι στο διάολο με κοιτάζεις έτσι;» «Δ εν δα μου απαντήσεις; Λοιπόν! Ας πούμε ότι η γυναίκα σου πεδαίνει πριν τελειώσει το καλοκαίρι...» «Σταμάτα, Φόσκο!» « Α ς πούμε ότι η γυναίκα σου πεδαίνει...» «Σταμάτα, σου λέω!» «Στην περίπτωση αυτή, δα κέρδιζες είκοσι χιλιάδες λίρες· και δα έχανες...» « Θ α έχανα το σταδερό εισόδημα των τριών χιλιάδων λιρών το χρόνο». «Την αμυδρή ελπίδα, Πέρσιβαλ! Την αμυδρή ελπίδα και μό νο. Κι εσύ δέλεις χρήματα αμέσως. Στη δέση σου, το κέρδος είναι βέβαιο - η απώλεια αμφίβολη». «Μ ίλα και για σένα, όσο και για μένα. Μ ερικά από τα χρή ματα που δέλω τα έχω δανειστεί για σένα. Και αν μιλάς για κέρ δος, ο δάνατος της γυναίκας μου δα σήμαινε δέκα χιλιάδες λί ρες στην τσέπη της γυναίκας σου. Είσαι έξυπνος, αλλά δείχνεις πως σε βολεύει να έχεις ξεχάσει την κληρονομιά της μαντάμ Φόσκο. Μη με κοιτάζεις έτσι! Με το ύφος που έχεις και τις ερω τήσεις σου, κάνεις τη σάρκα μου να ανατριχιάζει!» «Τη σάρκα σου; Σάρκα σημαίνει συνείδηση στα αγγλικά; Μι λάω για το δάνατο της γυναίκας σου όπως μιλάω για μια πιδανότητα. Γιατί όχι; Οι αξιοσέβαστοι δικηγόροι που γράφουν τις συμφωνίες και τις διαδήκες σας, κοιτάζουν κατάματα το δά νατο των ζωντανών. Σε ανατριχιάζουν οι δικηγόροι; Γιατί να σε ανατριχιάζω εγώ; Είναι η δουλειά μου απόψε να ξεκαδαρίσω τη δέση σου - και το έχω κάνει. Να ποια είναι η δέση σου. Αν η γυναίκα σου ζήσει, πληρώνεις τα γραμμάτια με την υπογραφή
431
WI LKI E C OL L I NS
της στην περγαμηνή. Αν η γυναίκα σου πεδάνει, πληρώνεις τα γραμμάτια με το 9άνατό της». Καδώς μιλούσε, το φως στο δωμάτιο της μαντάμ Φόσκο έσβη σε - ολόκληρος ο όροφος ήταν βυδισμένος τώρα στο σκοτάδι. «Λόγια! Λ όγια!» γκρίνιαξε ο σερ Πέρσιβαλ. « Θ α νόμιζε κα νείς, ακούγοντάς σε, ότι η υπογραφή της γυναίκας μου έχει ήδη μπει». «Α φησες το δέμα στα χέρια μου», απάντησε ο κόμης· «και έχω περισσότερο χρόνο από δύο μήνες μπροστά μου για να την εξασφαλίσω. Μην πεις άλλα, αν έχεις την καλοσύνη, προς το παρόν. Ό τα ν έλθει η ώρα να πληρωδούν τα γραμμάτια, δα δεις και μόνος σου αν τα “λόγια!” μου αξίζουν κάτι ή όχι. Και τώ ρα, Πέρσιβαλ, έχοντας τελειώσει γι’ απόψε με το οικονομικό δέμα, μπορώ να δέσω την προσοχή μου στη διάδεσή σου, αν δέλεις να με συμβουλευτείς για τη δεύτερη δυσκολία που έχει εμπλακεί στα μικρά προβλήματά μας. και η οποία σε έχει αλ λάξει τόσο πολύ προς το χειρότερο, ώστε είναι σαν να μη σε ξέρω. Μ ίλα, φ ίλε μου, και συγχώρησέ με αν σοκάρω τα εδνικά σου γούστα ετοιμάζοντας για τον εαυτό μου ένα δεύτερο ποτήρι νερό με ζάχαρη». «Είναι πολύ εύκολο να μου λες “μίλα” », απάντησε ο σερ Πέρσιβαλ, με έναν πολύ πιο ήρεμο και ευγενικό τρόπο α π ’ αυ τόν που είχε υιοδετήσει ως τώρα* «α λ λά δεν είναι τόσο εύκο λο να αρχίσω», «Ν α σε βοηδήσω;» του πρότεινε ο κόμης. « Ν α δώσω ένα όνο μα στη δυσκολία σου αυτή; Τι δα έλεγες να την αποκαλέσω... Ανν Κάδερικ;» «Κοίτα εδώ, Φόσκο. Εσύ κι εγώ γνωριζόμαστε εδώ και πολύ καιρό. Κι αν με έχεις βοηδήσει να ξεμπλέξω από ένα ή δύο μπλε ξίματα πριν α π ’ αυτό, έχω κάνει ό,τι μπορούσα για να σε βοη δήσω, με τη σειρά μου, οικονομικά. Έχουμε κάνει και οι δύο όλες τις δυσίες που δα μπορούσαν να κάνουν δύο φίλοι· αλλά είχα με και τα μυστικά μας ο ένας από τον άλλο, έτσι δεν είναι;»
432
Η _ Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
«Ε ίχες ένα Μυστικό από μένα, Πέρσιβαλ. Υπάρχει ένας σκελετός στο ντουλάπι σου εδώ, στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ, που έχουν αρχίσει να το βλέπουν, αυτές τις τελευταίες μέρες, και άλλοι εκτός από σένα». «Α ς υποδέσουμε πω ς ναι. Αν δεν σε αφορά, δεν χρειάζεται να έχεις την περιέργεια να το μάδεις, έτσι δεν είναι;» «Σου φαίνομαι περίεργος;» «Ν α ι». «Ώ σ τε το ύφος μου με προδίδει, ε; Πόσο απέραντη βάση καλοσύνης πρέπει να υ πάρχει στο χαρακτήρα ενός ά ντρα που φτάνει στην ηλικία μου, και το πρόσωπό του δεν έχει χάσει ακό μη τη συνήθεια να λέει την αλήθεια! Έ λα, Γκλάιντ! Ας είμα στε ειλικρινείς μεταξύ μας. Το Μυστικό σου με αναζήτησε· δεν το αναζήτησα εγώ. Ας πούμε ότι είμαι περίεργος. Μ ου ζητάς, σαν παλιός φ ίλος σου, να σεβαστώ το Μυστικό σου και να το αφήσω, οριστικά, στη φύλαξή σου;» «Ναι! Αυτό ακριβώς σου ζητάω». «Τότε, η περιέργειά μου σταματά εδώ. Πεθαίνει μέσα μου, α π ’ αυτή τη στιγμή». «Π ραγματικά το εννοείς αυτό;» «Τι σε κάνει να αμ φ ιβάλλεις;» «Είχα κάποια εμπειρία, Φόσκο, των πλάγιων μεθόδων σου, και δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι δεν θα τις επιστρατεύσεις σε βάρος μου». Η καρέκλα κάτω έτριξε και πάλι απότομα - ένιωσα την κα φασωτή κολώνα να τρέμει ολόκληρη. Ο κόμης είχε πεταχτεί όρ θιος και την είχε χτυπήσει με την παλάμη του, εκνευρισμένος. «Πέρσιβαλ! Πέρσιβαλ!» αναφώνησε με πάθος. «Τόσο λίγο με ξέρεις; Τίποτε δεν έχεις καταλάβει ακόμη για το χαρακτήρα μου; Είμαι άνθρωπος με παλιές αρχές! Είμαι ικανός για τις πιο έντιμες πράξεις αρετής - όταν έχω την ευκαιρία να τις κάνω. Η δυστυχία της ζωής μου υπήρξε ότι ελάχιστες τέτοιες ευκαι ρίες είχα. Η άποψή μου για τη φιλία είναι δεδομένη. Εγώ φταίω
433
WI LKI E C OL L I NS
που ο σκελετός σου μου αποκαλύφδηκε; Γιατί να ομολογήσω την περιέργεια μου; Την αυτοκυριαρχία μου πρέπει να ομολο γήσω. 0 α μπορούσα να σου αποσπάσω το Μυστικό σου αν το ήδελα. με την ίδια ευκολία που μετακινώ το δάχτυλό μου από την παλάμη του χεριού μου - το ξέρεις ότι δα μπορούσα να το κάνω! Έκανες, όμως, έκκληση στη φιλία μου· και οι υποχρεώ σεις της φ ιλίας είναι ιερές για μένα. Κοίτα! Ποδοπατώ την περιέργειά μου. Τα ευγενικά αισδήματά μου με κάνουν και την αγνοώ. Αναγνώρισέ τα, Πέρσιβαλ! Μιμήσου τα, Πέρσιβαλ! Δώ σε μου το χέρι σου. Σε συγχωρώ!» Η φωνή του έσπασε στις τελευταίες λέξεις - έσπασε, σαν να είχε δακρύσει πραγματικά! Ο σερ Πέρσιβαλ επιχείρησε αμήχανα να ζητήσει συγγνώμη. Αλλά ο κόμης ήταν πολύ μεγαλόψυχος για να τον ακούσει. «Ό χι!» είπε. «Ό τα ν ο φίλος μου με έχει πληγώσει, μπορώ και τον συγχωρώ χωρίς συγγνώμες. Πες μου, με απλά λόγια, δέλεις τη βοήδεια μου;» «Ναι! Πολύ». «Και μπορείς να τη ζητήσεις χωρίς να νιώσεις μειωμένος;» «Μ πορώ να προσπαδήσω, τουλάχιστον». «Π ροσπάδησε, τότε». « Ν α πώ ς έχουν τα πράγματα: Σου είπα σήμερα πω ς έκανα ό,τι μπορούσα για να βρω την Ανν Κάδερικ, και απέτυχα». «Ν αι. Μ ου το είπες». «Φόσκο! Είμαι χαμένος αν δεν τη βρω». «Τόσο σοβαρό είναι;» Μ ια μικρή φωτεινή δέσμη κινήδηκε στη βεράντα και έπεσε στο χαλικόστρωτο δρομάκι. Ο κόμης είχε πάρει τη λάμπα από το εσωτερικό του δωματίου για να δει καδαρά το φίλο του υπό το φως της. «Ν α ι!» είπε. «Το πρόσωπό σου λέει την αλήδεια αυτή τη φορά. Σοβαρό είναι, πράγματι, το πρόβλημα - όσο σοβαρά εί ναι και τα οικονομικά ζητήματα».
434
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Ακόμη σοβαρότερο. Ό π ω ς σε βλέπω και με βλέπεις, πολύ σοβαρότερο». Η φωτεινή δέσμη ξαναχάδηκε, και η συζήτηση συνεχίστηκε. «Σου έδειξα το γράμμα προς τη σύζυγό μου που έκρυψε στην άμμο η Ανν Κάδερικ», συνέχισε ο σερ Πέρσιβαλ. «Δεν υπάρ χουν υπερβολές σ’ αυτό το γράμμα, Φόσκο. Ξέρει το Μυστικό!» «Π ες όσο το δυνατόν λιγότερα, Πέρσιβαλ, για το Μυστικό. Από σένα το ξέρει;» «Ό χι. Από τη μητέρα της». «Δύο γυναίκες γνωρίζουν αυστηρά προσωπικά σου δέματα κακό, κακό, κακό, φίλε μου! Μ ία ερώτηση εδώ, πριν προχωρή σουμε παραπέρα. Το κίνητρό σου να κλείσεις την κόρη στο άσυ λο είναι τώρα ολοφάνερο για μένα - αλλά ο τρόπος της από δρασής της δεν μου είναι και τόσο σαφής. Υποψιάζεσαι ότι οι υπεύδυνοι για την παρακολούδησή της έκαναν σκόπιμα τα στραβά μάτια, επειδή κάποιος εχδρός σου φρόντισε ώστε να αξί ζει τον κόπο κάτι τέτοιο;» «Όχι. Ή ταν η καλύτερη από άποψη συμπεριφοράς ασδενής που είχαν, και, σαν ανόητοι, την εμπιστεύονταν. Είναι αρκετά τρε λή, ώστε να είναι έγκλειστη σε ίδρυμα, και αρκετά λογική για να με καταστρέψει αν είναι ελεύδερη - αν το καταλαβαίνεις αυτό». «Το καταλαβαίνω. Τώρα, Πέρσιβαλ, έλα αμέσως στο δέμα, και μετά δα ξέρω τι να κάνω. Ποιος είναι ο κίνδυνος που αντι μετωπίζεις αυτή τη στιγμή;» «Η Ανν Κάδερικ είναι εδώ γύρω, και έχει έλδει σε επαφή με τη λαίδη Γκλάιντ - αυτός είναι ο κίνδυνος· απλά πράγματα. Ποιος είναι δυνατόν να διαβάσει το γράμμα που έκρυψε στην άμμο και να μην καταλάβει ότι η σύζυγός μου γνωρίζει το Μ υ στικό, όσο κι αν το αρνηδεί;» «Μ ια στιγμή, Πέρσιβαλ. Αν η λαίδη Γκλάιντ γνωρίζει το Μ υ στικό, δα πρέπει επίσης να γνωρίζει ότι είναι κάτι που σε εκδέτει. Εφόσον είναι σύζυγός σου, δεν είναι προς το συμφέρον της να το διαφ υλά ξει;»
43 5
WI L KI E C OL L I NS
«Είναι; Αυτό είναι το δέμα. Θα ήταν προς το συμφέρον της αν ενδιαφερόταν ελάχιστα για μένα. Αλλά συμβαίνει να είμαι εμπόδιο στο δρόμο ενός άλλου άντρα. Ή ταν ερωτευμένη μα ζί του, πριν με παντρευτεί - είναι ερωτευμένη μαζί του τώρα. Είναι ένας αναθεματισμένος απατεώ νας, ένας δάσκαλος ζω γραφικής, που λέγεται Χάρτραϊτ». «Αγαπητέ μου φίλε! Πού βλέπεις το περίεργο σ’ αυτό; Ό λες είναι ερωτευμένες με κάποιον άλλο. Ποιος άντρας είναι αυτός που κατακτά πρώτος την καρδιά μιας γυναίκας; Ως τώρα δεν έχω γνωρίσει ακόμη εκείνον που ήταν το Νούμερο Ένα. Νού μερο Δύο, μερικές φορές· Νούμερο Τρία, Τέσσερα, Πέντε, συ χνά. Νούμερο Έ να, ποτέ! Υπάρχει, φυσικά - αλλά εγώ δεν τον έχω γνωρίσει». «Στάσου! Δεν έχω τελειώσει ακόμη. Ποιος νομίζεις ότι βοή θησε την Ανν Κάθερικ να ξεφύγει, όταν την κυνηγούσαν από το τρελοκομείο; Ο Χάρτραϊτ. Ποιος νομίζεις ότι την ξαναείδε στο Κάμπερλαντ; Ο Χάρτραϊτ. Και τις δύο φορές, μίλησαν μόνοι τους. Στάσου! Μη με διακόπτεις. Αυτός ο αχρείος είναι τόσο ερωτευμένος με τη γυναίκα μου, όσο είναι κι εκείνη μαζί του. Ξέρει το Μυ στικό· και το ξέρει κι εκείνη. Έτσι και τους δοθεί η ευκαιρία να ξαναβρεθούν μαζί, θα είναι προς το συμφέρον της και το συμ φέρον του να στρέψουν την πληροφορία τους εναντίον μου». «Ή ρεμα, Πέρσιβαλ! Ή ρεμα. Ξεχνάς την αρετή της λαίδης Γκλάιντ;» «Μ ου είναι αδιάφορη η αρετή της λαίδης Γκλάιντ! Το μόνο δικό της στο οποίο πιστεύω είναι τα χρήματά της. Δεν βλέπεις πώ ς έχουν τα πράγματα; Ίσως να είναι ακίνδυνη μόνη της, αλ λά αν αυτή και ο αχρείος Χάρτραϊτ...» «Ν αι, ναι, καταλαβαίνω. Πού είναι τώρα ο Χ άρτραϊτ;» «Στο εξωτερικό. Αν θέλει να μην τον γδάρω ζωντανό, του συ νιστώ να μη βιαστεί να γυρίσει». «Είσαι βέβαιος ότι είναι στο εξωτερικό;» «Α πόλυτα. Τον είχα υπό παρακολούθηση από τη στιγμή που
436
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
έφυγε από το Κάμπερλαντ ως τη στιγμή που απέπλευσε. Ω, υπήρξα προσεκτικός, σε διαβεβαιώ! Η Ανν Κάδερικ έμενε με κάποιους σε μια αγροικία κοντά στο Λίμεριτζ. Πήγα εκεί ο ίδιος, όταν ξέφυγε από το άσυλο, και βεβαιώδηκα ότι δεν γνώριζαν τίποτε. Έδωσα στη μητέρα της ένα υπόδειγμα επιστολής για να γράψει στη μις Χάλκομπ, απαλλάσσοντάς με από οποιοδήποτε κακό κίνητρο για τον εγκλεισμό της στο άσυλο. Ξόδε ψα, φοβάμαι να πω πόσα, στην προσ πάδειά μου να την εντο πίσω. Και, π α ρ ’ όλα αυτά, εμφανίζεται εδώ. και μου ξεφεύγει μέσα στο ίδιο μου το κτήμα! Πώς να ξέρω ποιος άλλος μπο ρεί να τη δει, ποιος άλλος μπορεί να μιλήσει μαζί της; Αυτός ο αχρείος ο Χάρτραϊτ μπορεί να επιστρέφει χωρίς να το ξέρω, και μπορεί να τη χρησιμοποιήσει αύριο». «Α υτός όχι, Πέρσιβαλ! Μ ια και βρίσκομαι εδώ, και μια και η γυναίκα αυτή είναι στην περιοχή, δα φροντίσω να πέσει στα χέρια μας πριν τη βρει ο κύριος Χάρτραϊτ - ακόμη κι αν επ ι στρέφει. Καταλαβαίνω! Ναι, ναι, καταλαβαίνω! Η ανακάλυψη της Ανν Κάδερικ αποτελεί αναγκαιότητα. Ησύχασε για τα υπόλοιπα. Η σύζυγος είναι εδώ, υπό τον έλεγχό σου· η μις Χάλ κομπ δεν φεύγει από κοντά της και είναι, κατά συνέπεια, κι αυτή υπό τον έλεγχό σου· και ο κύριος Χάρτραϊτ είναι στο εξω τερικό. Αυτή η αόρατη Ανν σου είναι το μόνο που έχουμε να σκεφτούμε προς το παρόν. Έ κανες την έρευνα σου;» «Ν αι. Πήγα στη μητέρα της. Έ ψ αξα προσεκτικά στο χωριό... Ό λ α αυτά χωρίς αποτέλεσμα». «Είναι αξιόπιστη η μητέρα τη ς;» «Ν α ι». «Ε ίπε, όμως, μια φ ορά το Μυστικό σου». «Δ εν δα το ξαναπεί». «Γιατί όχι; Τα συμφέροντά της επιβάλλουν να το φυλάξει, όπως και τα δικά σου;» «Ν αι. Α πόλυτα». «Χαίρομαι που το ακούω, Πέρσιβαλ, για το καλό σου. Μην
437
WI LKI E COL L I NS
αποδαρρύνεσαι, φίλε μου. Τα οικονομικά μας δέματα, όπως σου είπα, άφησέ τα πάνω μου. Εξασφάλισε μου επάρκεια χρόνου, για να τα λύσω. Ίσως να ψάξω εγώ αύριο για την Ανν Κάδερικ, και να έχω ευτυχέστερο αποτέλεσμα από σένα. Μ ια τελευταία ερώτηση, πριν πάμε για ύπνο». «Τι ερώτηση;» «Η εξής: Ό ταν πήγα στο υπόστεγο να βρω τη λαίδη Γκλάιντ και να της πω ότι το μικρό πρόβλημα της υπογραφής της είχε τακτοποιηδεί διά της αναβολής, έφτασα τυχαία την ώρα που μια παράξενη γυναίκα απομακρυνόταν με έναν πολύ ύποπτο τρόπο από τη γυναίκα σου. Ωστόσο, δεν πρόλαβα να δω καδαρά το πρόσωπο της γυναίκας αυτής. Πρέπει να ξέρω πώς δα αναγνωρίσω την αόρατη Ανν μας. Πώς είνα ι;» «Πώς είναι; Θα σου πω με δυο λόγια. Μοιάζει αηδιαστικά με τη γυναίκα μου». Η καρέκλα έτριξε και η κολώνα κουνήδηκε και πάλι. Ο κό μης είχε πεταχτεί και πάλι όρδιος - αυτή τη φορά από έκπληξη. «Τ ι!» αναφώνησε. «Φαντάσου τη γυναίκα μου ύστερα από μια άσχημη ασδένεια, και έχεις την Ανν Κάδερικ!» απάντησε ο σερ Πέρσιβαλ. «Έχουν καμιά συγγένεια μεταξύ το υ ς;» «Την παραμικρή». «Και όμως, μοιάζουν τόσο πολ ύ;» «Ν αι, τόσο πολύ. Γιατί γελάς;» Δεν υπήρξε απάντηση· ούτε και ο παραμικρός ήχος. Ο κό μης γελούσε με τον ήρεμο, σιωπηλό, εσωτερικό τρόπο του. «Γιατί γελ άς;» επανέλαβε ο σερ Πέρσιβαλ. «Ίσως γΓ αυτά που φαντάζομαι, καλέ μου φίλε. Επίτρεψέ μου το ιταλικό μου χιούμορ. Δεν κατάγομαι από το ένδοξο έδνος που εφεύρε το δέαμα του Φασουλή; Ωραία, ωραία, δα γνωρί σω την Ανν Κάδερικ όταν τη δω. Αρκετά για απόψε. Ηρέμησε, Πέρσιβαλ. Κοιμήσου, γιε μου, τον ύπνο του δικαίου· και ονειρέψου τι δα κάνω για σένα όταν ξημερώσει, για να βοηδηδούμε
438
-----
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
και οι δύο. Έχω τα σχέδιά μου εδώ, στο σπουδαίο κεφάλι μου. Θα πληρώσεις τα γραμμάτιά σου και δα βρεις την Ανν Κάδερικ. Έ χεις το λόγο της τιμής μου γι’ αυτό. Θα τη βρεις! Είμαι ένας φ ίλος που αξίζει την καλύτερη γωνιά της καρδιάς σου, ή δεν είμαι; Αξίζω εκείνα τα χρηματικά δάνεια που τόσο ευγενι κά μου υπενδύμισες πριν από λίγο; Ό ,τι κι αν κάνεις, μην ξαναπληγώσεις τα αισδήματά μου. Αποδέξου τα, Πέρσιβαλ! Μιμήσου τα, Πέρσιβαλ! Σε συγχωρώ και πάλι. Σου ξανασφι'γγω το χέρι. Καληνύχτα!» Δεν ειπώδηκε άλλη λέξη. Ακόυσα τον κόμη να κλείνει την πόρ τα της βιβλιοδήκης. Ακόυσα τον σερ Πέρσιβαλ να σφαλίζει τα παντζούρια. Έβρεχε, έβρεχε ασταμάτητα. Ή μουν μουδιασμέ νη, ακίνητη στη δέση μου, και παγωμένη ως το κόκαλο. Ό τα ν προσπάδησα για πρώτη φορά να κινηδώ, η προσπάδεια ήταν τόσο οδυνηρή, που υποχρεώδηκα να τα παρατήσω. Δοκίμασα και δεύτερη φορά, και κατάφερα να ανασηκωδώ στα γόνατα στην υγρή στέγη. Καδώς σερνόμουν δίπλα στον τοίχο και ξανασήκωνα το κε φάλι μου, κοίταξα πίσω και είδα το πα ράδυρο της γκαρνταρ όμπας του κόμη να φωτίζεται. Ξαναβρήκα το κουράγιο μου και κράτησα τα μάτια μου καρφωμένα στο π αράδυρό του, κα δώς έκανα βήμα προς βήμα τη διαδρομή για το δωμάτιό μου. Το ρολόι χτύπησε μία και τέταρτο όταν ακούμπησα τα χέ ρια μου στο περβάζι του πα ραδύρου του δωματίου μου. Δεν είχα δει τίποτε και δεν είχα ακούσει τίποτε που δα με έκανε να υποδέσω ότι η επιστροφή μου είχε γίνει αντιληπτή.
439
Κεφάλαιο Εικοστό Δεύτερο Συνέχεια της αφήγησης της μις Χάλκομπ
20
Ιουνίου
Οκτώ η ώρα. Ο ήλιος λάμπει σ’ έναν καθαρό ουρανό. Δεν άγγι ξα το κρεβάτι μου - δεν έκλεισα στιγμή τα κουρασμένα, άυπνα μάτια μου. Από το ίδιο παράθυρο που κοίταξα χθες βράδυ στο σκοτάδι, κοιτάξω έξω τώρα τη λαμπερή γαλήνη του πρωινού. Μ ετράω με τις αισθήσεις μου τις ώρες που έχουν περάσει από τη στιγμή που απέδρασα από το καταφύγιο αυτού του δωμα τίου - μου φαίνονται σαν βδομάδες. Τόσο σύντομος χρόνος! Κι όμως, πόσο μακρύς για μένα, από τη στιγμή που βυθίστηκα στο σκοτάδι, εδώ, στο πάτωμα - μου σκεμένη ως το κόκαλο, μουδιασμένη σε όλα μου τα άκρα... ένα άχρηστο, αβοήθητο, πανικόβλητο πλάσμα. Δεν ξέρω πότε συνήλθα. Δεν ξέρω πότε βρήκα το δρόμο για να γυρίσω στην κρεβατοκάμαρά μου, πώς άναψα το κερί και έψαξα -μ ε μια περίεργη σύγχυση στην αρχή σχετικά με το πού έπρεπε να τα αναξητήσω- για στεγνά ρούχα που θα με ξέσταιναν. Ό τι έκανα όλα αυτά το θυμάμαι* αλλά δεν θυμάμαι πότε τα έκανα. Μ πορώ τουλάχιστον να θυμηθώ πότε τη θέση της παγω νιάς πήρε η βασανιστική ξέστη;
440
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Σίγουρα ήταν πριν ανατείλει ο ήλιος; Ναι! Ακόυσα το ρολόι να χτυπάει τρεις. Θυμάμαι την ώρα από την ξαφνική διαύγεια, την πυρετώδη ένταση και έξαψη όλων των λειτουργιών μου που ανέκτησα ταυτόχρονα. Θυμάμαι την απόφασή μου να διατη ρήσω την αυτοκυριαρχία μου, να περιμένω υπομονετικά, τη μία ώρα μετά την άλλη, μέχρι να μου δοδεί η ευκαιρία να μετακι νήσω τη Λώρα α π ’ αυτό το φρικτό μέρος, χωρίς τον κίνδυνο της άμεσης ανακάλυψης και καταδίωξης. Θυμάμαι ότι είχε διαμορφωθεί στο μυαλό μου η πεποίθηση ότι οι λέξεις που είχαν ανταλλά ξει μεταξύ τους εκείνοι οι δύο άντρες θα μας παρείχαν όχι μό νο τη δικαιολογία για να φύγουμε από το σπίτι, αλλά και τα όπλα άμυνάς μας εις βάρος τους. Θυμάμαι την παρόρμηση που με ξύπνησε για να καταγράψω εκείνες τις λέξεις, όπως ακρι βώς είχαν ειπωθεί, όσο είχα ακόμη το χρόνο να το κάνω και η μνήμη μου τις διατηρούσε ζωντανές. Ό λ α αυτά τα θυμάμαι κα θαρά - δεν υπάρχει καμιά σύγχυση στο μυαλό μου ακόμη. Ο ερχομός μου εδώ από την κρεβατοκάμαρα -μ ε την πένα μου, το μελάνι και το χα ρ τί- πριν ανατείλει ο ήλιος· η θέση που διά λεξα δίπλα στο διάπλατα ανοιχτό παράθυρο, για να έχω αέρα και να δροσίζομαι- το αδιάκοπο γράψιμο, ταχύτερα, όσο το δυ νατόν ταχύτερα, διατηρώντας όσο μπορούσα τη διαύγειά μου πριν το σπίτι ξυπνήσει και πάλι - πόσο καθαρά το θυμάμαι, από το ξεκίνημα με το φως του κεριού ως το τέλος της προη γούμενης σελίδας, κάτω από το φως της νέας μέρας! Γιατί κάθομαι ακόμη εδώ; Γιατί κουράζω τα καυτά μάτια μου και το φλέγόμενο κεφάλι μου γράφοντας κι άλλο; Γιατί δεν ξα πλώνω να ξεκουραστώ και να προσπαθήσω να σβήσω με τον ύπνο τον πυρετό που με καίει; Δεν τολμώ να το επιχειρήσω. Έ νας φόβος που ξεπερνά κάθε άλλο φόβο με έχει κυριεύσει. Φοβάμαι αυτή τη ζέστη που πυ ρώνει την επιδερμίδα μου. Φοβάμαι το βουητό που νιώθω στο κεφάλι μου. Αν ξαπλώσω τώρα, πώς ξέρω ότι μπορεί να έχω τη λογική και τη δύναμη να ξανασηκωθώ;
441
WI LKI E COL L I NS
Ω, η βροχή, n βροχή! Η ανελέητη βροχή που με πάγωσε χδες βράδυ! Εννιά η ώρα. Εννιά χτύπησε ή οκτώ; Εννιά, σίγουρα; Τρέμω και πάλι - τρέμω σύγκορμη μέσα στο καλοκαίρι. Καδόμουν εδώ κοιμισμένη; Δεν ξέρω τι έκανα. Ω, Θεέ μου! Θα αρρωστήσω; Άρρωστη, μια τέτοια ώρα! Το κεφάλι μου! Φοβάμαι για το κεφάλι μου. Μ πορώ και γρά φω, αλλά οι γραμμές μπερδεύονται. Βλέπω τις λέξεις. Δώρα - μπορώ να γράφω Δώρα, και βλέπω πού το γράφω. Οκτώ ή εννιά - τι ήταν; Κρύο, πολύ κρύο. Ω, εκείνη η βροχή χδες το βράδυ! Και οι χτύποι του ρολογιού, οι χτύποι που δεν μπορώ να μετρήσω, χτυπάνε ασταμάτητα μέσα στο κεφάλι μου... (Στο σημείο αυτό η καταχώριση στο ημερολόγιο της μις Χάλκομπ παύει να είναι κατανοητή. Οι δύο ή τρεις γραμμές που ακολουδούν, περιέχουν σπαράγματα από λέξεις μόνο, μπερ δεμένα με μουτζούρες και γδαρσίματα της πένας. Τα τελευ ταία σημάδια στο χαρτί έχουν κάποια ομοιότητα με τα δύο πρώ τα γράμματα του ονόματος της λαίδης Γκλάιντ. Στην επόμενη σελίδα του ημερολογίου εμφανίζεται μία άλ λη εγγραφή. Είναι από αντρικό γραφικό χαρακτήρα, έντονο και σταδερό. και φέρει την ημερομηνία «21η Ιουνίου».)
Υ.Γ α π ό ένα ν ειλικ ρ ιν ή φ ίλ ο Η ασδένεια της έξοχης μις Χάλκομπ μου έδωσε την ευκαιρία να έχω μία αναπάντεχη διανοητική απόλαυση. Αναφέρομαι στη μελέτη -τη ν οποία μόλις ολοκλήρωσα- αυ τού του ενδιαφέροντος ημερολογίου. Υπάρχουν εκατοντάδες σελίδες εδώ. Μπορώ να ακουμπήσω
442
_________ ____________ H J J J H A I K A ME ΤΑ Α Σ ΠΡΑ το χέρι μου στην καρδιά και να δηλώσω ότι κάδε σελίδα με έχει γοητεύσει, με έχει ξεκουράσει· με έχει ενθουσιάσει! Για έναν άνθρωπο με τα δικά μου αισθήματα, είναι απερί γραπτα ευχάριστο να είμαι σε θέση να το λέω αυτό. Θαυμάσια γυναίκα! Αναφέρομαι στη μις Χάλκομπ. Τρομερή προσπάθεια! Αναφέρομαι στο ημερολόγιο. Ναι! Οι σελίδες αυτές είναι εκπληκτικές. Η ευγένεια την οποία βρίσκω εδώ, η διακριτικότητα, το σπάνιο θάρρος, η θαυμαστή δύναμη της μνήμης, η ακριβής παρατήρηση του χαρακτήρα, η άνετη χάρη του ύφους, τα γοητευτικά ξεσπάσματα των γυ ναικείων συναισθημάτων, όλα έχουν αυξήσει απερίγραπτα το θαυμασμό μου γ ι’ αυτό το εξαίσιο πλάσμα, αυτή την υπέροχη Μάριαν. Η παρουσίαση του χαρακτήρα μου είναι αριστοτε χνικά δοσμένη. Επιβεβαιώνω, με όλη μου την καρδιά, την π ι στότητα του πορτραίτου. Αισθάνομαι πόσο έντονη εντύπωση πρέπει να της έχω προκαλέσει, για να με έχει απεικονίσει με τόσο δυνατά, τόσο πλούσια, τόσο εντυπωσιακά χρώματα. Θρη νώ και πάλι τη σκληρή αναγκαιότητα που φέρνει αντιμέτωπα τα συμφέροντά μας, και μας θέλει αντιπάλους. Κάτω από ευ τυχέστερες συνθήκες πόσο αντάξιος της μις Χάλκομπ θα ήμουν - πόσο αντάξιά μου η μις Χάλκομπ θα ήταν! Τα αισθήματα που με διακατέχουν με διαβεβαιώνουν ότι οι γραμμές που μόλις έγραψα εκφράξουν μια βαθιά αλήθεια. Τα αισθήματα αυτά με εξυψώνουν πάνω από απλά προσω πικά συμφέροντα. Καταθέτω τη μαρτυρία μου με τον πιο αντι κειμενικό τρόπο για το μεγαλειώδες στρατήγημα με το οποίο η ασύγκριτη αυτή γυναίκα παρακολούθησε τη συζήτηση ανά μεσα στον Πέρσιβαλ κι εμένα. Επίσης, για τη θαυμαστή ακρί βεια της καταγραφής της συζήτησης αυτής από την αρχή ως το τέλος. Τα αισθήματα αυτά ήταν που με προέτρεψ αν να προσφέρω
443
WI L KI E C O L L I N S
στον ασήμαντο γιατρό που την παρακολουθεί τις τεράστιες γνώ σεις μου στη φαρμακευτική και την πείρα μου σχετικά με τα αποτελεσματικά μέσα που έχει δέσει στη διάθεση του ανθρώ πινου είδους η ιατρική και η μαγνητική επιστήμη. Μ έχρι στιγ μής έχει αρνηθεί να δεχτεί τη βοήθειά μου. Αθλιο ανθρωπάκι! Τέλος, αυτά τα αισθήματα είναι που υπαγορεύουν τις γραμ μές -ευγνώμονες, πατρικές γραμμές σ υμ π άθειας- οι οποίες εμ φανίζονται σ ’ αυτό το σημείο. Κλείνω το βιβλίο. Η άκαμπτη αίσθησή μου περί ιδιοκτησίας το επιστρέφει -μ ε τα χέρια της γυναίκας μ ο υ - στη θέση του. πάνω στο τραπέζι της συγγραφέως του. Τα γεγονότα με πιέζουν. Οι συνθήκες με οδηγούν σε σοβαρά θέματα. Μ εγάλες προοπτικές επιτυχίας ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μου. Εκπληρώνω τη μοίρα μου με μια ηρε μία που τη βρίσκω τρομερή. Μόνο ο φόρος τιμής του θαυμα σμού μου ανήκει σε μένα. Τον καταθέτω, με την απαιτούμενη τρυφερότητα, στα πόδια της μις Χάλκομπ. Εκφράζω τις ευχές μου για την ανάρρωσή της. Τη συλλυπούμαι για την αναπόφευκτη αποτυχία κάθε σχε δίου που έχει καταστρώσει για το καλό της αδελφής της. Ταυ τόχρονα, την ικετεύω να πιστέψει ότι οι πληροφορίες που έχω αντλήσει από το ημερολόγιό της δεν θα με βοηθήσουν σε κα μία περίπτωση να συμβάλω στην αποτυχία αυτή. Απλώς δι καιώνουν το σχέδιο δράσης που είχα καταστρώσει προηγου μένως. Πρέπει να ευχαριστήσω αυτές τις σελίδες επειδή ξύ πνησαν τις ευγενέστερες ευαισθησίες του χαρακτήρα μου· τί ποτε περισσότερο. Σε ένα άτομο ανάλογης ευαισθησίας, αυτή η απλή διαβεβαίωση θα εξηγεί και θα δικαιολογεί τα πάντα. Η μις Χάλκομπ είναι ένα άτομο ανάλογης ευαισθησίας. Με την πεποίθηση αυτή, υπογράφω. Φόσκο
444
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Η αφήγηση του Φρέντερικ Φέρλι. ιδιοκτήτη του Λίμεριτζ Χάουξ Είναι η μεγάλη ατυχία της ζωής μου ότι κανένας δεν λέει να με αφήσει ήσυχο. Γιατί -ρω τώ τους π ά ν τες -, γιατί βασανίζετε εμένα; Συγγε νείς, φίλοι και άγνωστοι, όλοι συνεργάζονται για να με ενοχλούν. Τι έχω κάνει; Ρωτάω τον εαυτό μου, ρωτάω τον υπηρέτη μου, τον Λουί, πενήντα φορές τη μέρα - τι έχω κάνει; Κανείς α π ’ τους δυο μας δεν μπορεί να καταλάβει. Είναι απίστευτο! Η τελευταία ενόχληση που μου έτυχε είναι το γεγονός ότι μου ζητήδηκε να καταγράψω αυτό το κείμενο. Είναι ένας άνδρωπος με τα δικά μου χάλια ικανός να γράφει διηγήσεις; Ό τα ν πρόβαλα αυτή την ιδιαίτερα λογική αντίρρηση, πήρα την απάντη ση ότι ορισμένα πολύ σοβαρά γεγονότα που συνδέονται με την ανιψιά μου τα γνωρίζω από πρώτο χέρι· και ότι εγώ είμαι το κα τάλληλο άτομο για να τα περιγράφω σ’ αυτή την αφήγηση. Απει λούμαι, αν δεν καταφέρω να φερδώ με τον απαιτούμενο τρό πο, με συνέπειες τις οποίες δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ, χωρίς να υπολογίσω την πλήρη σωματική εξάντληση. Στην πραγμα τικότητα δεν χρειάζεται να με απειλούν. Τσακισμένος από την άδλια υγεία μου και τα οικογενειακά μου προβλήματα, είμαι ανίκανος να αντισταδώ. Αν επιμείνετε, εξασφαλίζετε μία άδι κα πλεονεκτική δέση απέναντι μου. Υποχωρώ, λοιπόν, αμέσως. Θα προσπαδήσω να δυμηδώ ό,τι μπορώ (διαμαρτυρόμενος) και να γράψω ό,τι μπορώ (επίσης διαμαρτυρόμενος). Ό σ α δεν μπο ρώ να δυμηδώ και δεν μπορώ να γράψω πρέπει να τα δυμηδεί ο Λουί και να τα γράψει για λογαριασμό μου. Αυτός είναι βλά κας, κι εγώ άρρωστος· και είναι πιδανόν να κάνουμε ένα σωρό λάδη. Πόσο ταπεινωτικό! Μ ου λένε να δυμηδώ ημερομηνίες. Θεέ και Κύριε! Ποτέ δεν έκανα κάτι τέτοιο στη ζωή μου- πώς δα αρχίσω τώρα; Ρώτησα τον Λουί. Λοιπόν, δεν είναι τόσο βλάκας όσο πίστευα
44S
WI LKI E COL L I NS
μέχρι τώρα. Θυμάται την ημερομηνία του γεγονότος, με προ σέγγιση μιας ή δύο εβδομάδων, κι εγώ δυμάμαι το όνομα του ατόμου. Η ημερομηνία ήταν προς τα τέλη Ιουνίου ή τις αρχές Ιουλίου, και το όνομα ήταν Φάννυ - κατά τη γνώμη μου ένα εντυπωσιακά χυδαίο όνομα. Στα τέλη Ιουνίου ή τις αρχές Ιουλίου, λοιπόν, ήμουν ξαπλωμένος, με το συνήδη τρόπο, περιστοιχιζόμενος από διάφορα αντικεί μενα τέχνης τα οποία έχω συγκεντρώσει γύρω μου για να βελ τιώσω το γούστο των απολίτιστων κατοίκων της περιοχής μου· που σημαίνει πω ς είχα τις φωτογραφίες των έργων τέχνης της συλλογής μου -π ίνακ ες, χαρακτικά, νομίσματα- όλες γύρω μου, που σκοπεύω μία α π ’ αυτές τις μέρες να παρουσιάσω - τ ις φω τογραφίες εννοώ - στο Ινστιτούτο του Καρλάιλ (απαίσιο μέ ρος!) με στόχο να βελτιώσω το γούστο των μελών (Γότδων και Βανδάλων). Θα περίμενε κανείς ότι ένας άνδρωπος που βρί σκεται στο δρόμο της προσφοράς ενός εδνικού πλούτου στους συμπατριώ τες του δα ήταν ο τελευταίος άνδρωπος στον κό σμο που δα υποχρεωνόταν άκαρδα να βρεδεί αντιμέτωπος με προσωπικά προβλήματα και οικογενειακά δέματα. Μ εγάλο λάδος -σ α ς διαβεβαιώ - όσον αφ ορά την περίπτωσή μου. Ωστόσο, βρισκόμουν ξαπλωμένος, με όλους τους καλλιτεχνικούς δησαυρούς που μου ανήκουν γύρω μου, ελπίζοντας να έχω ένα ήσυχο πρωινό. Επειδή ήδελα ένα ήσυχο πρωινό, φυσικό ήταν να εμφανιστεί ο Λουί. Ή ταν, ωστόσο, απόλυτα φυσιολογικό να ρωτήσω τι στην ευχή υποδήλωνε η εμφάνισή του, αφού δεν εί χα χτυπήσει το καμπανάκι για να τον καλέσω. Σπάνια βρίζω -είνα ι μια συνήδεια που δεν ταιριάζει σε κυρίους- αλλά όταν ο Λουί απάντησε με ένα πλατύ μειδίαμα, νομίζω ότι ήταν επί σης απόλυτα φυσιολογικό πως δα τον αποδοκίμαζα για το μει δίαμά του. Ό π ω ς και να ’ναι, το έκανα. Αυτός ο αυστηρός τρόπος μεταχείρισης, έχω παρατηρήσει, προσγειώνει απαρεγκλίτω ς στη λογική τα άτομα της κατώτε ρης κοινωνικής τάξης. Προσγείωσε και τον Λουί. Έσπευσε να
44 6
______________________ Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α Μ Ε ΤΑ Α Σ Π ΡΑ αφήσει κατά μέρος τα χαμόγελα και να με πληροφορήσει ότι έξω ήταν μία νεαρή που ήδελε να με δει. Πρόσδεσε -μ ε την απεχδή ακριτομυδία των υ πηρετώ ν- ότι λεγόταν Φάννυ. «Π οια είναι η Φ άννυ;» «Η καμαριέρα της λαίδης Γκλάιντ, κύριε». «Τι δέλει από μένα η καμαριέρα της λαίδης Γκλάιντ;» «Φ έρνει ένα γράμμα, κύριε». « Π α ρ ’ το». «Αρνείται να το δώσει σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από εσάς, κύριε». «Π οιος στέλνει το γράμμα;» «Η μις Χάλκομπ, κύριε». Μ όλις άκουσα το όνομα της μις Χάλκομπ, υποχώρησα - εί ναι πά για συνήδειά μου να υποχωρώ μπροστά στη μις Χάλ κομπ. Εκ πείρας διαπιστώνω ότι με απαλλάσσει από πολύ δόρυβο. Υποχώρησα και στην περίπτωση αυτή. Αγαπητή Μάριαν! «Α ς περάσει η καμαριέρα της λαίδης Γκλάιντ. Λουί, στάσου! Τρίξουν τα παπούτσια τη ς ;» Ή μουν υποχρεωμένος να κάνω την ερώτηση. Τα παπούτσια που τρίξουν με εκνευρίξουν φοβερά. Είχα αποδεχδεί να δω τη νεαρή, αλλά δεν είχα αποδεχδεί να επιτρέψω στα παπούτσια της νεαρής να με ταράξουν. Υπάρχουν όρια ακόμη και στην ανοχή μου. Ο Λουί με διαβεβαίωσε διακριτικά ότι μπορούσα να βασι στώ στα παπούτσια της. Κούνησα το χέρι μου. Την έφερε μέσα. Χρειάξεται να πω ότι εξέφρασε την αμηχανία της κλείνοντας το στόμα της και ανασαίνοντας από τη μύτη; Για το μελετητή του γυναικείου χαρακτήρα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, ασφαλώς όχι. Θέλω να είμαι έντιμος έναντι του κοριτσιού. Τα παπούτσια της δεν έτριξαν. Αλλά γιατί τα νεαρά μέλη του υπηρετικού προ σωπικού ιδρώνουν στα χέρια; Γιατί έχουν όλα χοντρές μύτες και σκληρά μάγουλα; Και γιατί είναι τα πρόσωπά τους τόσο
44 7
WI LKI E C OL L I NS
θλιβερά ατελή, ιδιαίτερα στις άκρες των βλεφαρίδων; Δεν εί μαι αρκετά ακμαίος για να προβληματιστώ έντονα πάνω σε οποιοδήποτε 9έμα· απευθύνομαι στους επαγγελματίες του εί δους κάνοντας αυτές τις ερωτήσεις. «Έ χεις ένα γράμμα για μένα από τη μις Χάλκομπ; Άφησέ το στο τραπέζι, σε παρακαλώ· και μην πειράξεις τίποτε. Πώς είναι η μις Χάλκομπ;» «Πολύ καλά, ευχαριστώ, κύριε». «Και η λαίδη Γκλάιντ;» Δεν πήρα απάντηση. Το πρόσωπο της νεαρής μού φάνηκε πε ρισσότερο ατελές από ποτέ· και νομίζω ότι άρχισε να κλαίει είδα κάτι υγρό γύρω από τα μάτια της· δάκρυα ή ιδρώτας; Ο Λουί -το ν οποίο μόλις συμβουλεύτηκα- τείνει να πιστεύει ότι ήταν δάκρυα. Είναι του κοινωνικού επιπέδου της, και πρέπει να ξέρει καλύτερα. Ας πούμε πως ήταν δάκρυα. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που η βελτιωτική διαδικασία της τέχνης τούς αφαιρεί διακριτικά κάδε ομοιότητα προς τη φύση, διαφωνώ τελείως με τα δάκρυα. Τα δάκρυα περιγράφονται επι στημονικά ως «έκκριση». Μ πορώ να καταλάβω ότι μία έκκριση ίσως να είναι στοιχείο υγείας ή όχι, αλλά δεν μπορώ να κα ταλάβω το ενδιαφέρον μιας έκκρισης από συναισθηματική άπο ψη. Ίσως οι δικές μου εκκρίσεις να είναι τελείως εσφαλμένες είμαι λίγο προκατειλημμένος σχετικά με το θέμα. Δεν πειρά ζει. Φέρθηκα, στην περίπτωση αυτή, με κάθε δυνατή ευπρέ πεια και ευαισθησία. Έκλεισα τα μάτια μου και είπα στον Λουί: «Π ροσπάθησε να διαπιστώσεις τι εννοεί». Ο Λουί προσπάθησε - προσπάθησε και η νεαρή. Κατάφεραν να μπερδευτούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε είμαι αναγκασμέ νος, από ευγνωμοσύνη και στους δύο, να πω ότι με διασκέδα σαν πραγματικά. Νομίζω ότι θα τους ξανακαλέσω όταν θα εί μαι κακοδιάθετος. Μ όλις ανέφερα μάλιστα την ιδέα αυτή και στον Λουί. Περιέργως, φάνηκε να δυσφορεί. Περίεργος άνθρωπος! Φυσικά, δεν θα περιμένετε να επαναλάβω την ερμηνεία της
448
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
καμαριέρας της ανιψιάς μου για τα δάκρυα της μεταφρασμένη στα αγγλικά από τον Ελβετό υπηρέτη μου! Είναι κάτι προφανώς αδύνατον. Μπορώ να παραδέσω ίσως τις εντυπώσεις μου και τα αισθήματά μου. Κάνει αυτό; Πείτε «Ν αι», σας παρακαλώ. Η άποψή μου είναι ότι άρχισε λέγοντάς μου -μέσω του Λ ουίότι ο κύριός της την είχε απολύσει από την υπηρεσία της κυ ρίας της. (Παρατηρήστε την αλλόκοτη ασυναρτησία της νεα ρής. Εγώ έφταιγα που είχε χάσει τη δουλειά της;) Μ ετά την απόλυσή της, πήγε στο πανδοχείο να κοιμηδεί. (Δεν είναι δικό μου το πανδοχείο - γιατί μου το αναφέρει;) Μ εταξύ έξι και επτά το απόγευμα, η μις Χάλκομπ είχε πάει να την αποχαιρετήσει και της είχε δώσει δύο γράμματα, ένα για μένα, και ένα για κά ποιον κύριο στο Λονδίνο. (Εγώ δεν είμαι κύριος στο Λονδίνο στο διάολο ο κύριος στο Λονδίνο!) Είχε κρύψει προσεκτικά τα δύο γράμματα στον κόρφο της (τι σχέση έχω εγώ με τον κόρφο της;) και ένιωσε πολύ δυστυχισμένη όταν η μις Χάλκομπ ξανάφυγε· δεν είχε τη διάθεση να φάει ή να πιει κάτι, μέχρι να έλδει η ώρα να πάει για ύπνο· και τότε, ενώ κόντευε εννιά η ώρα, είχε σκεφτεί να πιει ένα τσάι. (Φταίω εγώ γι’ αυτές τις πε ζές διακυμάνσεις που ξεκινάνε με δυστυχία και καταλήγουν με τσάι;) Πάνω που ζέσταινε το νερό (αναθέτω τις λέξεις στην αρ μοδιότητα του Λουί, ο οποίος λέει ότι ξέρει τι σημαίνουν και θέλει να τις εξηγήσει, αλλά του το απαγορεύω, για λόγους αρ χής), πάνω που ζέσταινε το νερό, άνοιξε η πόρτα και έμεινε κό καλο (δικές της και πάλι οι λέξεις, και τελείως ακατανόητες· αυτή τη φορά και στον Λουί, όπως και σε μένα) από την εμ φάνιση, στο σαλόνι του πανδοχείου, της κόμησσας (παραθέτω με τις μεγαλύτερες δυνατές επιφυλάξεις τον τίτλο της αδελ φής μου, η οποία είναι μία ενοχλητική γυναίκα σε αφόρητο βαθ μό, και η οποία παντρεύτηκε έναν ξένο). Για να επαναλάβω: Η πόρτα άνοιξε, η κόμησσα εμφανίστηκε στο σαλόνι, και η νεα ρή έμεινε κόκαλο. Απίστευτο!
449
WI LKI E COL L I NS
Πρέπει να ξεκουραστώ λίγο πριν μπορέσω να συνεχίσω. Ό τα ν 9α έχω ξαπλώσει για μερικά λεπτά με τα μάτια μου κλειστά, κι όταν ο Λουί 9α δροσίσει κάπως τους πονεμένους κροτάφους μου με λίγη κολώνια, ίσως μπορέσω να συνεχίσω. Η αυτής εξοχότης, η κόμησσα... Όχι! Μ πορώ να συνεχίσω, αλλά όχι να σηκωθώ. Θα ξαπλώ σω και 9α υπαγορεύσω. Ο Λουί έχει φρικτή προφορά, αλλά ξέρει τη γλώσσα, και μπορεί και γράφει. Εξαιρετικά βολικό! Η εξοχότης της η κόμησσα εξήγησε την αναπάντεχη εμφάνισή της στο πανδοχείο λέγοντας στη Φάννυ ότι είχε πάει για να της μεταφέρει ένα ή δύο μηνύματα τα οποία η μις Χάλκομπ, πάνω στη βιασύνη της, είχε ξεχάσει. Έτσι, η νεαρή περίμενε με αγω νία να ακούσει ποια ήταν τα μηνύματα. Αλλά η κόμησσα έδει χνε πως δεν ήταν διατεθειμένη να τα αναφέρει (πάντα έτσι εκνευριστική ήταν η αδελφή μου!) μέχρι να πιει η Φάννυ το τσάι της. Η κόμησσα ήταν αναπάντεχα ευγενική και περιποιητική στο θέ μα αυτό (τελείως διαφορετική από την αδελφή μου!) και είπε: «Είμαι σίγουρη, μικρή μου, ότι 9α θέλεις το τσάι σου. Μ πορούμε να αφήσουμε τα μηνύματα να περιμένουν για αργότερα. Έλα, έλα! Αν τίποτε άλλο δεν είναι ικανό να σε ηρεμήσει, 9α φτιά ξω εγώ το τσάι, και 9α πιω ένα φλιτζάνι μαζί σου». Νομίζω ότι αυτές ήταν οι λέξεις, όπως αναφέρθηκαν παραστατικά από τη νεαρή. Ό π ω ς και να ’ναι, η κόμησσα επέμεινε να φτιάξει το τσάι, και η γελοία επίδειξη ταπεινοφροσύνης της έφτασε στο σημείο να πιει και η ίδια ένα φλιτζάνι, και να επιμείνει ώστε να πιει η μικρή το άλλο. Το κορίτσι ήπιε το τσάι· και, σύμφωνα με τη διή γησή της, τίμησε το ασυνήθιστο γεγονός, πέντε λεπτά αργότε ρα, λιποθυμώντας - για πρώτη φορά στη ζωή της! Εδώ -κ α τα φεύγω και πάλι σε ξένη μαρτυρία- ο Λουί νομίζει ότι συνοδεύτηκαν από μια αυξημένη έκκριση δακρύων. Δεν μπορώ να το βεβαιώ σω. Η προσπάθεια να ακούσω ήταν τόσο έντονη, που χρειαζό ταν να έχω κλειστά τα μάτια μου.
450
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ME J A ΑΣΠΡ Α
Πού σταμάτησα; Α, ναι! Λιποθύμησε, αφού ήπιε ένα φλιτζάνι τσάι με την κόμησσα (ίσως να με ενδιέφερε αν ήμουν γιατρός της· αλλά, από τη στιγμή που δεν ήμουν κάτι τέτοιο, μου προκαλούσαν ανία αυτά που άκουγα, και τίποτε περισσότερο). Όταν συνήλθε, μετά από μισή ώρα, ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ και μαζί της ήταν μόνο η ιδιοκτήτρια του πανδοχείου. Η κόμησσα, διαπιστώνοντας ότι ήταν πολύ αργά για να παραμείνει κι άλλο στο πανδοχείο, είχε φύγει, αμέσως μόλις η μικρή φάνηκε να ξα ναβρίσκει τις αισδήσεις της· και η ιδιοκτήτρια είχε την καλο σύνη να τη βοηθήσει ν ’ ανέβει στο δωμάτιο της. Ό ταν έμεινε μόνη, έψαξε στον κόρφο της (λυπάμαι που είμαι αναγκασμένος να αναφερθώ για δεύτερη φορά σ’ αυτό το θέμα) και είχε βρει τα δύο γράμματα στη θέση τους, ασφαλή, αλλά πε ρίεργα τσαλακωμένα. Είχε ζαλάδες όλο το βράδυ, αλλά είχε ση κωθεί αρκετά καλά, ώστε να ταξιδέψει το πρωί. Είχε ταχυδρο μήσει το γράμμα που απευθυνόταν σ’ εκείνον τον ενοχλητικό άγνω στο, το κύριο στο Λονδίνο, και τώρα είχε παραδώσει το άλλο γράμ μα στα χέρια μου, όπως της είχε ειπωθεί. Αυτή ήταν η απλή αλή θεια. Και, παρόλο που δεν μπορούσε να ρίξει την ευθύνη στον εαυτό της για κάποια σκόπιμη παράλειψη, ήταν πολύ ταραγμέ νη, και έδειχνε πως είχε ανάγκη από κάποια συμβουλή. Σ’ αυτό το σημείο, ο Λουί έχει την εντύπωση ότι οι εκκρίσεις ξανάκαναν την εμφάνισή τους. 'Ισως και να έγινε έτσι. Αλλά είναι αφάντα στα σημαντικότερο να σημειώσω ότι, σ’ αυτό το σημείο επίσης, έχασα την υπομονή μου, άνοιξα τα μάτια μου και τη διέκοψα. «Π ρος τι όλα αυ τά ;» ρώτησα. Η άσχετη καμαριέρα της ανιψιός μου με κοίταξε σαστισμέ νη, και έμεινε άφωνη. «Π ροσπάθησε να την καταλάβεις», είπα στον υπηρέτη μου. «Μ ετάφ ρασέ μου, Λουί». Ο Λουί προσπάθησε, και μετέφρασε. Με άλλα λόγια, κατέ βηκε αμέσως σ ’ ένα απύθμενο πηγάδι σύγχυσης· η νεαρή τον ακολούθησε. Ειλικρινά, δεν ξέρω πότε άλλοτε είχα διασκεδάσει
45 I
WI LKI E COL L I NS
τόσο πολύ. Τους άφησα στον πάτο του πηγαδιού, όσο με δια σκέδαζαν. Ό ταν έπαψαν να με διασκεδάζουν, επιστράτευσα την εξυπνάδα μου, και τους ξανάβγαλα πάνω. Είναι περιττό να πω ότι η παρέμβαση αυτή μου επέτρεψε, στην πορεία των εξελίξεων, να διαπιστώσω το σκοπό των π α ρατηρήσεων της νεαρής. Ανακάλυψα ότι ανησυχούσε επειδή τα γεγονότα που μόλις μου είχε περιγράφει την είχαν εμποδίσει να λάβει εκείνα τα συ μπληρωματικά μηνύματα που η μις Χάλκομπ είχε αναδέσει στην κόμησσα να της μεταφέρει· φοβόταν μήπως τα μηνύματα ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για τα συμφέροντα της κυρίας της· ο φό βος της για τον σερ Πέρσιβαλ την απέτρεπε από το να γυρίσει στον Μ πλάκγουοτερ Παρκ αργά το βράδυ για να ρωτήσει σχε τικά· και οι οδηγίες που της είχε δώσει η μις Χάλκομπ -ν α μη χάσει, σε καμία περίπτωση, το πρωινό τραίνο- την είχαν εμπο δίσει να περιμένει την άλλη μέρα στο πανδοχείο· ανησυχούσε μήπως η ατυχία της λιποδυμίας της την οδηγούσε στη δεύτερη ατυχία, να νομίσει η κυρία της ότι ήταν αμελής, και με ρώτησε αν δα τη συμβούλευα να γράψει τις εξηγήσεις και τις δικαιολο γίες της στη μις Χάλκομπ, ζητώντας της να της στείλει ταχυδρομικώς τα μηνύματα, αν δεν ήταν πολύ αργά. Δεν απολογού μαι γι’ αυτή την εξαιρετικά ανιαρή παράγραφο. Είχα εντολή να τη γράψω. Υπάρχουν άνδρωποι, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, που ενδιαφέρονται περισσότερο για όσα μου είπε στην περίπτωση αυτή η καμαριέρα της ανιψιάς μου, πα ρά για όσα είπα εγώ στην καμαριέρα της ανιψιάς μου. Διασκεδαστική ιδιορρυδμία! «Θ α σ ας ήμουν πολύ υποχρεωμένη, κύριε, αν είχατε την κα λοσύνη να μου πείτε τι δα πρέπει να κάνω», παρατήρησε η νεαρή. «Αφησε τα πράγματα όπως είναι», είπα, προσαρμόζοντας τη γλώσσα μου στην ακροάτρια μου. «Εγώ έτσι συνηδίζω να κά νω. Ναι. Αυτά ήταν όλα;» «Α ν νομίζατε ότι δα ήταν υπερβολή εκ μέρους μου να της
4S2
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
γράψω, φυσικά δεν δα τολμούσα ποτέ να το κάνω. Α λλά δέλω τόσο πολύ να κάνω ό,τι μπορώ για να υπηρετήσω πιστά την κυρία μου...» Τα άτομα της κατώτερης κοινωνικής τάξης ποτέ δεν ξέρουν πότε ή πώ ς να βγουν από ένα δωμάτιο. Χρειάζεται να τους το υποδείξουν οι ανώτεροι τους. Θεώρησα ότι ήταν ώρα να βοηδήσω την νεαρή να φύγει. Το έκανα με μια διακριτική λέξη. «Κ αλημέρα!» Κάτι, έξω ή μέσα σ ’ αυτό το κορίτσι, ξαφνικά έτριξε. Ο Λουί, που την κοίταζε -κ ά τι που εγώ δεν έκα να- λέει ότι έτριξε όταν υποκλίδηκε. Περίεργο! Ή ταν τα παπούτσια της, ο κορσές της ή τα κόκαλα της; Ο Λουί νομίζει ότι ήταν ο κορσές της. Πολύ περίεργο! Μ όλις έμεινα μόνος, κοιμήδηκα λίγο - το ήδελα πολύ. Ό ταν ξύπνησα, πρόσεξα το γράμμα της αγαπητής Μ άριαν. Αν είχα την παραμικρή ιδέα για το περιεχόμενό του, σίγουρα δεν δα εί χα επιχειρήσει να το ανοίξω. Ό ντα ς δυστυχώς μόνος μου, και τελείως ανυποψίαστος, το διάβασα. Αμέσως με τάραξε. Είμαι, εκ χαρακτήρος, ένας από τους πιο καλόβολους ανδρώπσυς που υπήρξαν ποτέ - κάνω υποχωρήσεις σε όλους, και δεν προ σβάλλομαι με τίποτε. Αλλά, όπως παρατήρησα και πριν, η ανο χή μου έχει τα όριά της. Άφησα το γράμμα της Μ άριαν και ένιωσα -δικαιολογημένα- διγμένος. Θα κάνω μια παρατήρηση. Φυσικά, είναι σχετική με το σο βαρό δέμα που εξετάζουμε - διαφορετικά δεν δα σκεφτόμουν να την εκδέσω εδώ. Τίποτε, κατά τη γνώμη μου, δεν φωτίζει τόσο αποκρουστικά τον απεχδή εγωισμό των ανδρώπων όσο η μεταχείριση, σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, των ανύπαντρων από τους παντρεμένους. Ό ταν έχεις αποδείξει ότι είσαι υπερβολικά συνετός και γεμάτος αυταπάρνηση, και διστάζεις να προσδέσεις μια δική σου οικο γένεια στον ήδη υπέρμ ετρα αυξημένο πληδυσμό, εντοπίζεσαι μνησίκακα από τους παντρεμένους φίλους σου, που δεν έχουν
45 3
W I L K I E C O L L I N S ___________
ανάλογη σύνεση ούτε ανάλογη αυταπάρνηση, ως αποδέκτης των μισών από τα οικογενειακά τους προβλήματα και ως γεν νημένος φ ίλος όλων των παιδιών τους. Οι σύζυγοι είναι που μιλάνε για τις σκοτούρες του έγγαμου βίου· και τα γεροντοπαλλήκαρα και οι γεροντοκόρες εκείνοι που τις σηκώνουν. Πάρτε την περίπτωσή μου. Συνειδητά παραμένω ανύπαντρος· και ο δύστυχος αγαπημένος μου αδελφός, ο Φίλιπ, απερίσκεπτα παντρεύτηκε. Τι κάνει, λοιπόν, όταν πεθαίνει; Αφήνει την κό ρη του σε μένα. Είναι ένα γλυκό κορίτσι· είναι, επίσης, μια φο βερή ευθύνη. Γιατί να τη φορτωθώ; Επειδή είμαι υποχρεωμέ νος, λόγω του άκακου χαρακτήρα του ανύπαντρου, να απαλ λάξω τους έγγαμους συγγενείς μου από τα προβλήματά τους. Κάνω ό,τι μπορώ για την υποχρέωση που έχω στον αδελφό μου* παντρεύω την ανιψιά μου, μετά από μεγάλες φασαρίες και προ βλήματα, με τον άντρα που της προόριζε ο π α τέρ α ς της. Η ανιψιά μου και ο άντρας της διαφωνούν, και ακολουθούν δυ σάρεστες εξελίξεις. Τι κάνει εκείνη με τα προβλήματα αυτά; Τα μεταφέρει σε μένα. Γιατί τα μεταφέρει σε μένα; Επειδή εί μαι υποχρεωμένος, λόγω του άκακου χαρακτήρα του ανύπα ντρου, να απαλλάξω τους έγγαμους συγγενείς μου από τα προ βλήματά τους. Δύσμοιροι ανύπαντροι! Είναι περιττό να πω ότι το γράμμα της Μ άριαν με απειλού σε - όλοι με απειλούν. Ό λ α τα φοβερά και τρομερά του κό σμου θα έπεφταν πάνω μου αν δίσταζα να μετατρέψω το Λίμεριτζ Χάουζ σε άσυλο για την ανιψιά μου και τις συμφορές της. Δίσταζα, ωστόσο. Έχω ήδη αναφέρει ότι η συνηθισμένη πρακτική μου, ως τώ ρα, ήταν να υποτάσσομαι στην αγαπητή Μ άριαν και να απο φεύγω τη φασαρία. Α λλά φοβούμαι ότι, στην περίπτωση αυ τή, οι συνέπειες που θα συνόδευαν την εξαιρετικά απερίσκε πτη πρότασή της ήταν τέτοιες, που με έκαναν να το ξανασκεφτώ. Αν μετέτρεπα το Λίμεριτζ Χάουζ σε άσυλο της λαίδης Γκλάιντ, τι με εξασφάλιζε από το ότι ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ δεν θα
54
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
την ακολου9ούσε εδώ, εξαγριωμένος μαζί μου για το γεγονός ότι είχα προσφέρει καταφύγιο στη σύζυγό του; Διέβλεψα έναν τέτοιο λαβύρινθο προβλημάτων στην περίπτωση αυτή, ώστε αποφάσισα να διαπιστώσω πρώτα πού ακριβώς βρισκόμουν. Έγραψα, συνεπώς, στην αγαπητή Μάριαν για να την παρακαλέσω -μ ια και δεν είχε σύζυγο, να της επιβάλει τις θελήσεις τ ο υ να έλθει μόνη της πρώτα, για να συζητήσει το θέμα μαζί μου. Αν μπορούσε να διασκεδάσει τις ανησυχίες μου, τότε τη δια βεβαίωσα ότι θα δεχόμουν τη γλυκιά μας Λώρα με τη μεγα λύτερη χαρά· διαφορετικά, όχι! Αισθανόμουν, φυσικά, τη στιγμή εκείνη ότι αυτή η αντίδρα ση εκ μέρους μου μάλλον θα είχε ως κατάληξη να κουβαληθεί εδώ η Μάριαν σε κατάσταση δικαιολογημένης αγανάκτησης και να αρχίσει να χτυπάει τις πόρτες. Α λλά και η συναίνεση στη δική της πρόταση μπορεί να έφερνε εδώ τον σερ Πέρσιβαλ σε κατάσταση δικαιολογημένης αγανάκτησης, και να χτυπάει κι αυτός πόρτες - από τις δύο εκρήξεις και φασαρίες, προτιμούσα της Μ άριαν, επειδή σ ’ αυτές ήμουν συνηθισμένος. Έτσι, έστει λα αμέσως το γράμμα. Κέρδιζα τουλάχιστον χρόνο - και δεν ήταν λίγο. Ό τα ν είμαι τελείως εξαντλημένος - τ ο ανέφερα ότι ήμουν τε λείως εξαντλημένος από το γράμμα της Μ άρ ια ν;- χρειάζομαι πά ντα τρεις μέρες για να συνέλθω. Ή μουν πολύ παράλογος που απαιτούσα τρεις μέρες ηρεμίας; Φυσικά, δεν τις είχα. Την τρίτη μέρα το ταχυδρομείο μού έφερε ένα θρασύτατο γράμ μα από κάποιον με τον οποίο δεν είχα γνωριστεί ποτέ. Αυτοσυστήθηκε ως συνεργάτης του δικηγόρου μας -το υ αγαπητού μας, χοντροκέφαλου Γκίλμορ- και με πληροφόρησε ότι είχε λά βει τελευταία, ταχυδρομικώς, μία επιστολή στην οποία η διεύ θυνσή του, ως αποδέκτη, ήταν γραμμένη με τον γραφικό χαρα κτήρα της μις Χάλκομπ. Ανοίγοντας το φάκελο, είχε ανακαλύ ψει, προς έκπληξή του, ότι το μόνο που περιείχε ήταν μία λευκή σελίδα από σημειωματάριο. Το γεγονός αυτό του φάνηκε τόσο
4 5S
WI LKI E COL L I NS
ύποπτο -σ α ν να υποδήλωνε στο ανήσυχο νομικό μυαλό του ότι το γράμμα είχε ανοιχτεί- ώστε είχε γράψει αμέσως στη μις Χάλκομπ, και δεν είχε λάβει απάντηση ταχυδρομικώς. Μ ετά α π ’ αυτό, και αντί να ενεργήσει σαν λογικός άνδρωπος και να αφή σει τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους, η επόμενη πα ρ ά λογη κίνησή του, όπως αποδείχτηκε, ήταν να ενοχλήσει εμένα, γράφοντας για να ρωτήσει αν γνώριζα κάτι σχετικό. Τι στην ευ χή μπορεί να ήξερα; Γιατί να ενοχλήσει εμένα, και να ενοχληδεί και ο ίδιος; Σ ’ αυτή τη λογική τού απάντησα. Ή ταν ένα από τα καλύτερα γράμματα που έχω γράψει. Δεν έχω γράψει άλλο με τόσο έντονη επιστολική οξύτητα, από τότε που ενέκρινα εγγράφως την απόλυση εκείνου του εξαιρετικά ενοχλητικού ανδρώπου, του κυρίου Γουόλτερ Χάρτραϊτ. Το γράμμα μου είχε το αποτέλεσμα που επιδυμούσα - δεν είχα άλλα νέα από το δικηγόρο. Ίσω ς αυτό να μην ήταν και τόσο εκπληκτικό. Α λλά ήταν σί γουρα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι δεν έλαβα δεύτερο γράμ μα από τη Μ άριαν και ότι δεν εμφανίστηκαν προειδοποιητι κές ενδείξεις έλευσής της. Η αναπάντεχη απουσία της μου έκα νε καλό. Ή ταν πολύ καδησυχαστικό και ευχάριστο να υποδέ σω -ό π ω ς και έκανα άλλω σ τε- ότι το ζευγάρι των συγγενών μου τα είχε ξαναβρεί. Πέντε μέρες ανενόχλητης ηρεμίας, υ πέ ροχης μοναχικής ευλογίας με βοήδησαν να ξαναβρώ τον εαυ τό μου. Την έκτη μέρα αισδάνδηκα δυνατός, ώστε να καλέσω το φωτογράφο μου και να τον βάλω να ξαναδουλέψει για τα φωτογραφικά αντίγραφα των καλλιτεχνικών δησαυρών μου, με στόχο, όπως ήδη έχω αναφέρει, τη βελτίωση της αισδητικής αυ τής της βάρβαρης γωνιάς της Βρετανίας. Μ όλις τον είχα στεί λει στο εργαστήριό του και είχα αρχίσει να ασχολούμαι με τα νομίσματά μου, όταν ο Λουί εμφανίστηκε ξαφνικά με μία κάρ τα στο χέρι του. «Κι άλλη νεαρή;» είπα. «Δεν δα τη δεχτώ. Στην κατάσταση της υγείας μου, τα νεαρά άτομα δεν μου πάνε. Ό χι εδώ!»
4 56
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Α υτή τη φ ορά είναι ένας κύριος». Έ νας κύριος ήταν οπωσδήποτε κάτι εντελώς διαφορετικό. Κοί ταξα την κάρτα. Θεέ μου! Ο ενοχλητικός εξ αλλοδαπής σύξυγος της αδελφής μου. Ο κόμης Φόσκο!
457
Κεφάλαιο Εικοστό Τρίτο Συνέχεια της αφήγησης του κυρίου Φέρλι
Είναι απαραίτητο να πω ποια ήταν η πρώτη μου εντύπωση όταν κοίταξα την κάρτα του επισκέπτη μου; Σίγουρα όχι. Από τη στιγμή που η αδελφή μου είχε παντρευτεί ξένο, μόνο μια ιδέα δα περνούσε από το μυαλό κάδε λογικού ανδρώπου. Φυσικά, ο κόμης δα είχε έλδει να ζητήσει δανεικά. «Λ ουί», είπα, «νομίζεις ότι δα έφευγε αν του έδινες πέντε σελίνια;» Ο Λουί φαινόταν να τα έχει πραγματικά χαμένα. Μ ε ξάφ νιασε απερίγραπτα, δηλώνοντας ότι ο σύζυγος της αδελφής μου ήταν ντυμένος υπέροχα και εξέπεμπε την εικόνα της ευημε ρίας. Κάτω α π ’ αυτές τις συνδήκες, η πρώτη μου εντύπωση άλλαξε ως ένα σημείο. Τώρα το δεωρούσα δεδομένο ότι ο κό μης είχε να αντιμετωπίσει δικές του συζυγικές δυσκολίες και ότι είχε έλδει, όπως και η υπόλοιπη οικογένεια, να τις φορτώ σει στους ώμους μου. «Σου ανέφερε τι δέλ ει;» ρώτησα. «Ο κόμης Φόσκο είπε ότι ήρδε επειδή η μις Χάλκομπ δεν ήταν σε δέση να φύγει από τον Μ πλάκγουοτερ Παρκ». Καινούργια προβλήματα, προφανώς. Ό χι ακριβώς δικά του, όπως είχα υποδέσει, αλλά της αγαπητής Μάριαν. Προβλήμα τα, πάντως. Ω, Θεέ μου!
4ί 8
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
« Φ έρ ’ τον μέσα», είπα. Η πρώτη εντύπωση που μου προξένησε ο κόμης πραγματικά με ξάφνιασε. Ή ταν τόσο υπερβολικά εύσωμος, που ένιωσα να τρέμω. Αισθανόμουν βέβαιος ότι 9α έτρεμε το πάτωμα στο διά βα του και 9α γκρεμίζονταν οι καλλιτεχνικοί δησαυροί μου. Δεν έγινε ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ή ταν ντυμένος με καλοκαι ρινά ρούχα· οι τρόποι του ήταν απολαυστικά γαλήνιοι και ήρε μοι· είχε φορέσει και ένα γοητευτικό χαμόγελο. Η πρώτη εντύ πωση που σχημάτισα γι’ αυτόν ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή. Δεν είναι τιμητικό για την οξυδέρκειά μου -ό π ω ς 9α δείξει η συνέ χεια - που το παραδέχομαι· αλλά είμαι εκ χαρακτήρος ειλικρι νής άνθρωπος, και το παραδέχομαι. «Ε πιτρέψ τε μου να συστηθώ, κύριε Φ έρλι», είπε. «Έρχομαι από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ και έχω την τιμή και την ευτυ χία να είμαι σύζυγος της μαντάμ Φόσκο. Επιτρέψτε μου να εκ μεταλλευτώ για πρώτη και τελευταία φορά το γεγονός, και να σας παρακαλέσω να μη με δείτε σαν ξένο. Σας παρακαλώ να μην ενοχληθείτε* σας παρακαλώ να μην κουνηθείτε καν». «Είστε πολύ καλός», απάντησα. «Μ ακάρι να ήμουν αρκε τά δυνατός για να σηκωθώ. Χαίρομαι που σας βλέπω στο Λίμεριτζ. Πάρτε, παρακαλώ , μια καρέκλα». «Φ οβάμαι ότι υποφ έρετε σήμερα», είπε ο κόμης. « Ό π ω ς συνήθως», είπα. «Δεν είμαι πα ρ ά ένα μάτσο νεύρα, ντυμένα έτσι που να μοιάζουν με άνθρω πο». «Έχω μελετήσει πολλά θέματα στα νιάτα μου», παρατήρη σε ο συμπαθητικός αυτός άνθρωπος. «Μ εταξύ άλλων το ανε ξάντλητο θέμα των νεύρων. Μ πορώ να κάνω μια πρόταση, που είναι απλούστατη αλλά και ουσιαστική; Θα μου επιτρέψ ετε να αλλάξω το φωτισμό του δω ματίου;» «Φυσικά! Φτάνει να φροντίσετε να μην πέσει το φως πάνω μου». Πλησίασε στο παράθυρο. Πόσο διαφορετικός από την αγα πητή Μάριαν! Πόσο προσεκτικός σε όλες τις κινήσεις του! «Το φ ω ς», είπε, με εκείνον τον απολαυστικά εμπιστευτικό
4ί9
WI LKI E COL L I NS
τρόπο που είναι τόσο ευεργετικός για έναν άρρωστο, «είναι το πρώτο απαραίτητο στοιχείο. Το φως διεγείρει, δρέφει, προστατεύει Δεν μπορείτε να κάνετε χωρίς αυτό, κύριε Φέρλι, όπως δεν μπο ρούν και τα λουλούδια. Κοιτάξτε! Εδώ που κάδεστε, ανοίγω την κουρτίνα και αφήνω να μπει ο αναζωογονητικός ήλιος. Αφή στε το φως στο δωμάτιό σας, έστω κι αν δεν μπορείτε να το αντέξετε πάνω σας. Το φως, κύριε, είναι το ύψιστο δώρο της Θείας Πρόνοιας. Επιτρέψτε τη Θεία Πρόνοια να διαλύσει τους περιορισμούς σας. Αποδεχδείτε το φ ω ς!» Θεώρησα τα λόγια του πολύ πειστικά. Μ ε είχε ξεγελάσει μέ χρι εκείνη τη στιγμή σχετικά με το φως - ασφαλώς και με εί χε ξεγελάσει. «Τα έχω κάπως χαμένα», είπε, επιστρέφοντας στη δέση του. «Στο λόγο της τιμής μου, κύριε Φέρλι, τα έχω κάπως χαμένα εδώ». «Ξαφνιάζομαι που το ακούω, σας βεβαιώ. Μ πορώ να ρωτή σω για τί;» «Είναι δυνατόν, κύριε, να μπαίνω σ ’ αυτό το δωμάτιο όπου υπομένετε τα βάσανά σας, να σας βλέπω περιστοιχισμένο από τόσα αξιοδαύμαστα αντικείμενα τέχνης, και να μην ανακαλύ πτω ότι είστε ένας άνδρωπος του οποίου τα συναισδήματα εί ναι εξαιρετικά έντονα και οι ευαισδησίες μόνιμα ζωντανές; Πεί τε μου, μπορώ να το κάνω αυ τό;» Αν ήμουν αρκετά δυνατός να σηκωδώ από την καρέκλα μου, δα είχα, φυσικά, υποκλιδεί. Ό ντα ς αρκετά αδύναμος, εξέφρασα τις ευχαριστίες μου χαμογελώντας. Το ίδιο ήταν - κα ταλαβαίναμε καλά ο ένας τον άλλο. «Παρακαλώ, ακολουδήστε τη πορεία των σκέψεών μου», συ νέχισε ο κόμης. «Κάδομαι εδώ, άνδρωπος με λεπτές ευαισδησίες ο ίδιος, μπροστά σε έναν άλλο άνδρωπο με επίσης λεπτές ευαισδησίες. Έχω συναίσδηση μιας φρικτής υποχρέωσης να πλήξω τις ευαισδησίες αυτές αναφερόμενος σε οικογενειακά προ βλήματα, ιδιαίτερα μελαγχολικού χαρακτήρα. Ποια είναι η ανα πόφευκτη συνέπεια αυτής της δυσάρεστης συνδήκης; Είχα την
460
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
τιμή να σας το επισημάνω μόλις πριν από λίγο. Τα έχω χαμένα!» Σ ’ αυτό το σημείο ήταν που άρχισα να υποψιάζομαι ότι 8α μου προκαλούσε ανία; Νομίζω πως ναι. «Είναι απόλυτα αναγκαίο να αναφερδείτε σ’ αυτά τα δυσάρεστα δέμ α τα ;» ρώτησα. « Ό π ω ς λέμε στην Αγγλία, κόμη Φόκο, δεν γίνεται να περιμένουν;» Ο κόμης, με άκρως ανησυχητική σοβαρότητα, αναστέναξε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Π ρέπει πραγματικά να τα ακούσω;» Ανασήκωσε τους ώμους του -ή τα ν το πρώτο μη αγγλικό πράγμα που είχε κάνει από τη στιγμή που είχε μπει στο δω μ ά τιο- και με κοίταξε με έναν δυσάρεστα διεισδυτικό τρόπο. Το ένστικτό μου έλεγε ότι ήταν καλύτερα να κλείσω τα μάτια μου. Υπάκουσα στο ένστικτό μου. «Π είτε τα, σας παρακαλώ , ευγενικά», τον παρακάλεσα. «Π έδανε κάποιος;» « Ν α π έδ α νε;» αναφώνησε ο κόμης, με περισσή εκρηκτικότητα. «Κύριε Φέρλι! Μ ε τρομάζετε. Για όνομα του Θεού! Τι είπα ή έκανα, ώστε να με δεωρείτε αγγελιοφόρο δανάτου;» «Δεχδείτε, παρακαλώ , τη συγγνώμη μου», απάντησα. «Ο ύ τε είπατε, ούτε κάνατε κάτι. Το έχω ως κανόνα, σε τέτοιες δύ σκολες περιπτώσεις να φαντάζομαι πά ντα το χειρότερο. Ατονεί η ένταση του πλήγματος όταν είναι κανείς προετοιμασμέ νος. Είμαι απερίγραπτα ανακουφισμένος που ακούω ότι δεν έχει πεδάνει κανένας. Μ ήπως αρρώστησε κανείς;» Ανοιξα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Ή ταν πολύ χλωμός όταν μπήκε, ή είχε χλωμιάσει τα τελευταία ένα ή δύο λεπτά; Ειλικρινά δεν μπορώ να πω - και δεν μπορώ να ρωτήσω τον Λουί, επειδή δεν ήταν στο δωμάτιο εκείνη την ώρα. «Αρρώστησε κά ποια ;» επανέλαβα, κρίνοντας ότι καδυστερούσε να μου απαντήσει. «Α υτό είναι ένα από τα κακά νέα που φέρνω, κύριε Φέρλι. Ναι! Κάποια αρρώστησε».
461
WI L KI E C OL L I NS
«Λ υπάμαι πολύ. Ποια από τις δύο;» «Π ρος μεγάλη μου δλίψη. η μις Χάλκομπ. Μ ήπως ήσαστε ως ένα βαθμό προετοιμασμένος να το ακούσετε; Μ ήπως όταν δια πιστώσατε ότι η μις Χάλκομπ δεν ήρδε μόνη της, όπως περιμέ νατε. και δεν σας ξανάγραψε, φοβηθήκατε ότι ήταν άρρωστη;» Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι το ενδιαφέρον μου με είχε οδη γήσει, κάποια στιγμή, σ ’ αυτή την ανησυχία· αλλά, αυτή την ώρα, η αξιοθρήνητη μνήμη μου δεν κατάφερνε να μου θυμίσει τι είχε συμβεί. Ωστόσο, είπα «Ν α ι», κοιτάζοντας να δικαιολο γηθώ. Ή μουν συγκλονισμένος. Κάθε άλλο πα ρ ά χαρακτηρι στικό ήταν για ένα υγιές άτομο όπω ς η αγαπητή Μ άριαν να αρρωστήσει. Το μόνο που μπορούσα να υποθέσω ήταν ότι εί χε πάθει κάποιο ατύχημα. Έ να άλογο ή ένα στραβοπάτημα στη σκάλα - ή κάτι παρόμοιο. «Είναι σοβαρό;» ρώτησα. «Σοβαρό, αναμφισβήτητα», απάντησε· «επικίνδυνο -ε λ π ί ζω. και π ισ τεύ ω - όχι! Η μις Χάλκομπ δεν πρόσεξε, δυστυχώς, και βράχηκε άσχημα στη διάρκεια μιας δυνατής βροχής. Το κρυολόγημα που ακολούθησε ήταν σοβαρής μορφής, και τώ ρα έχει προκαλέσει τη χειρότερη συνέπεια: πυρετό». Ό τα ν άκουσα τη λέξη «πυ ρ ετό ς» , και όταν θυμήθηκα την ίδια στιγμή ότι το αδίστακτο άτομο που μου μιλούσε μόλις εί χε έλθει από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ, νόμισα ότι θα ’πρεπε να είχα λιποθυμήσει επί τόπου. «Θ εέ μου!» είπα. «Είναι μεταδοτικό;» «Π ρος το παρόν όχι», απάντησε, με αηδιαστική ψυχραιμία. «Μ πορεί να γίνει μεταδοτικό - αλλά καμιά τέτοια θλιβερή επι πλοκή δεν είχε εκδηλωθεί όταν έφυγα από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Ενδιαφέρομαι βαθύτατα για την περίπτωση, κύριε Φέρλι. Προσπάθησα μάλιστα να βοηθήσω τον θεράποντα ιατρό της. Δεχθείτε, λοιπόν, την προσωπική μου διαβεβαίωση για τον μη μεταδοτικό χαρακτήρα του πυρετού». Να αποδεχθώ τη διαβεβαίωσή του! Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου
462
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
δεν απείχα περισσότερο από το να αποδεχδώ οτιδήποτε. Δεν 8α τον πίστευα, ακόμη κι αν ορκιζόταν. Ή ταν υπερβολικά χλω μός για να τον πιστέψω. Έμοιαζε σαν περιφερόμενο κρούσμα επιδημίας των Δυτικών Ινδιών. Ή ταν αρκετά εύσωμος ώστε να μεταφέρει τον τύφο με τον τόνο, και να βάψει το χαλί που π α τούσε με κόκκινο πυρετό! Σε ορισμένες έκτακτες περιπτώσεις, οι αποφάσεις μου διαμορφώνονται εντυπωσιακά γρήγορα. Αμέ σως αποφάσισα να απαλλαγώ από την παρουσία του. «Π αρακαλώ να συγχωρήσετε έναν ασδενή», είπα, «α λ λά οι μακρές συνομιλίες κάδε είδους με αναστατώνουν. Μ πορώ, σας παρακαλώ, να μάδω ποιος ακριβώς είναι ο λόγος στον οποίο οφείλω την τιμή της επίσκεψής σ α ς;» Ειλικρινά ήλπιζα ότι αυτός ο εντυπωσιακά απροκάλυπτος υπαινιγμός δα τον αιφνιδίαζε· δα τον σάστιζε, και δα τον υπο χρέωνε να καταφύγει σε ευγενικές συγγνώμες· με δυο λόγια, να υποχρεωδεί να φύγει. Αντίδετα, το μόνο αποτέλεσμα ήταν να δρονιαστεί στην καρέκλα του. Πήρε ένα ύφος ακόμη πιο εμπιστευτικό και σοβαρό. Σήκωσε δύο από τα απαίσια δάχτυ λά του, και μου έριξε άλλη μία από τις δυσάρεστα διαπερα στικές ματιές του. Τι μπορούσα να κάνω; Δεν ήμουν αρκετά δυνατός για να καβγαδίσω μαζί του. Καταλάβετε τη δέση μου, αν έχετε την καλοσύνη. Είναι ικανή η γλώσσα να την περιγρά φει; Δεν νομίζω. «Ο ι λόγοι της επίσκεψής μου», συνέχισε εντελώς αβίαστα, «μετριούνται στα δάχτυλά μου. Είναι δύο. Πρώτον, έρχομαι να καταδέσω τη μ αρτυρία μου, με βαδιά δλίψη, για τις αξιοδρήνητες διαφωνίες ανάμεσα στον σερ Πέρσιβαλ και τη λαίδη Γκλάιντ. Είμαι ο πιο παλιός φίλος του σερ Πέρσιβαλ· είμαι συγ γενής με τη λαίδη Γκλάιντ μέσω του γάμου μου* είμαι αυτόπτης μάρτυρας όσων έχουν συμβεί στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Με αυ τές τις τρεις ιδιότητες μιλώ με κύρος, με σιγουριά και με ειλι κρινή δλίψη. Σας πληροφορώ, κύριε, ως αρχηγό της οικογένειας της λαίδης Γκλάιντ, ότι η μις Χάλκομπ δεν έχει διατυπώσει την
463
WI L KI E C O L L I N S
_
_______________
παραμικρή υπερβολή στο γράμμα που σας έστειλε. Επιβεβαιώ νω ότι η θεραπεία την οποία έχει προτείνει η αξιοθαύμαστη αυ τή κυρία είναι η μόνη που μπορεί να σας απαλλάξει από τη φρίκη ενός δημόσιου σκανδάλου. Έ νας προσωρινός χωρισμός ανάμεσα στους δύο συζύγους είναι η μοναδική ειρηνική επίλυ ση των διαφορών τους. Χωρίστε τους προσωρινά- και όταν όλοι οι λόγοι των διαφορών εκλείψουν, εγώ. που έχω τώρα την τιμή να σας απευθύνω το λόγο, θα αναλάβω να φέρω τον σερ Πέρσιβαλ στα λογικά του. Η λαίδη Γκλάιντ είναι αθώα, κύριε! Η λαίδη Γκλάιντ έχει αδικηθεί. Αλλά -ακολουθήστε τη σκέψη μου εδώ !- είναι, σ ’ αυτή την περίπτωση - τ ο λέω με ντρ οπ ή-, η αι τία της αναταραχής, όσο θα παραμένει υπό τη στέγη του συ ζύγου της. Κανένα άλλο σπίτι δεν μπορεί να τη δεχτεί με ευ πρέπεια, εκτός από το δικό σας. Σας καλώ να το ανοίξετε!» Θαυμάσια! Μ ία συζυγική καταιγίδα ξεσπούσε στη Νότιο Αγγλία και ένας άνθρω πος που δεν γνώριζα με καλούσε να ξε προβάλω από τη Βόρειο Αγγλία και να εισπράξω το μερίδιό μου από την καταιγίδα. Π ροσπάθησα να θέσω το θέμα πα ρ α στατικά, όπως έχω κάνει εδώ. Ο κόμης χαμήλωσε επιδεικτικά το ένα από τα φρικτά δάχτυλά του και, διατηρώντας το άλλο υψωμένο, συνέχισε το λόγο του - με προσπέρασε, όπω ς απο δείχτηκε, χωρίς έστω την προνοητικότητα του αμαξά να φω νάξει πριν με παρασύρει, και με σωριάσει κάτω. «Ακολουθήστε για άλλη μια φ ορά τη σκέψη μου, αν έχετε την καλοσύνη», συνέχισε. «Τον πρώτο λόγο μου τον ακούσα τε. Ο δεύτερος λόγος της άφιξής μου σ ’ αυτό το σπίτι είναι να κάνω αυτό που η ασθένεια της μις Χάλκομπ την εμπόδισε να κάνει η ίδια. Η μεγάλη εμπειρία μου έχει αναγνωριστεί, και έχει ζητηθεί η βοήθειά μου σε όλα τα δύσκολα θέματα στο Μ πλάκγουοτερ Π αρκ- και η φιλική συμβουλή μού ζητήθηκε σχετικά με το ενδιαφέρον θέμα της επιστολής σας προς τη μις Χάλ κομπ. Κατάλαβα αμέσως - ο ι ευαισθησίες μου είναι και ευαι σθησίες σ α ς - γιατί θέλατε να έλθει εδώ, πριν δεσμευτείτε να
464
_
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
καλέσετε τη λαίδη Γκλάιντ. Έ χετε απόλυτο δίκιο, κύριε, να δι στάζετε να δεχτείτε τη σύζυγο, μέχρι να βεβαιωδείτε ότι ο σύ ζυγος δεν δα ασκήσει το δικαίωμά του να αξιώσει την επιστροφή της. Συμφωνώ σ ’ αυτό. Επίσης, συμφωνώ ότι τόσο λεπ τές εξη γήσεις, όσο αυτές που συνεπάγεται η συγκεκριμένη προβλη ματική κατάσταση, δεν είναι εξηγήσεις που μπορούν να δοδούν μέσω αλληλογραφίας. Η παρουσία μου εδώ είναι η απόδειξη της ειλικρίνειάς μου. Ό σο για τις ίδιες τις εξηγήσεις, εγώ ο Φόσκο, εγώ που γνωρίζω τον σερ Πέρσιβαλ πολύ καλύτερα α π ’ όσο τον γνωρίζει η μις Χάλκομπ, σας διαβεβαιώ, στην τιμή μου και στο λόγο μου, ότι δεν δα πλησιάσει το σπίτι αυτό, ούτε και δα επιχειρήσει την όποια μορφής επικοινωνία, όσο δα μένει εδώ η σύζυγός του. Οι υποδέσεις του παρουσιάζουν κάποιες δυσκολίες. Δώστε του ελευδερία, μέσω της απουσίας της λαί δης Γκλάιντ. Σας υπόσχομαι ότι δα αξιοποιήσει την ελευδερία αυτή, και δα ταξιδέψει στην Ευρώπη, αμέσως μόλις του δοδεί η ευκαιρία. Σας είναι αυτό καδαρό σαν κρύσταλλο; Ναι, εί ναι! Έ χετε ερωτήσεις να μου κάνετε; Έστω! Εδώ είμαι, και δα σας απαντήσω. Ρωτήστε, κύριε Φέρλι. Κάντε μου τη χάρη να με ρωτήσετε, για να ικανοποιηδεί κάδε απορία σας». Είχε πει ήδη πά ρ α πολλά, πα ρ ά τη δέλησή μου· και φαινό ταν ικανός να πει ακόμη περισσότερα, επίσης πα ρ ά τη δέλη σή μου. ΓΓ αυτό και αρνήδηκα την ευγενική του πρόσκληση για λόγους αυτοάμυνας και μόνο. «Πολλά ευχαριστώ», απάντησα. «Αρχίζω και καταρρέω. Πρέ πει να δέχομαι τα πράγματα όπως έχουν. Επιτρέψτε μου να το κάνω και σ ’ αυτή την περίπτωση. Καταλαβαίνουμε αρκετά ο ένας τον άλλο. Ναι! Σας είμαι ευγνώμων για την ευγενική σας πα ρέμβαση. Αν ποτέ γίνω καλύτερα, και μου δοδεί μία δεύτερη ευκαιρία να βελτιώσω τη γνωριμία μας...» Σηκώδηκε. Νόμισα ότι επιτέλους δα έφευγε. Ό χι! Αντιδέτως, ξανάρχισε να μιλάει - μία χρονική παράταση για την ανάπτυ ξη μεταδοτικών δράσεων, και μάλιστα μέσα στο δωμάτιό μου -
46S
WI LKI E COL L I NS
μην το ξεχνάτε αυτό, σας παρακαλώ. Μ έσα στο δωμάτιό μου! «Μ ια στιγμή», είπε. «Μ ια στιγμή, πριν φύγω. Σας ζητώ την άδεια, αποχωρώντας, να σας υποδείξω μία επείγουσα ανάγκη. Είναι η εξής, κύριε. Δεν πρέπει να σκεφτείτε να περιμένετε μέχρι να συνέλδει η μις Χάλκομπ, πριν δεχτείτε τη λαίδη Γκλάιντ. Η μις Χάλκομπ έχει τη φροντίδα του γιατρού, της οι κονόμου του Μ πλάκγουοτερ Παρκ και μιας έμπειρης νοσοκό μου - τρία άτομα για των οποίων την ικανότητα και την αφο σίωση εγγυώμαι με τη ζωή μου. Σας βεβαιώ. Σας βεβαιώ, επί σης, ότι η ανησυχία και ο πανικός για την ασδένεια της αδελ φής της έχει ήδη επηρεάσει την υγεία και την ψυχολογία της λαίδης Γκλάιντ, και την έχει καταστήσει τελείως ακατάλληλη να βοηθήσει την άρρωστη. Η σχέση της με το σύζυγό της κα ταντά καθημερινά όλο και πιο αξιοθρήνητη, και επικίνδυνη. Αν την αφήσετε κι άλλο στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ, δεν κάνε τε απολύτως τίποτε για να βοηθήσετε στην ανάρρωση της αδελφής της και, ταυτόχρονα, διακινδυνεύετε το δημόσιο σκάν δαλο, το οποίο εσείς, και εγώ, και όλοι μας, πρέπει, για το συμ φέρον της οικογένειας, να αποφύγουμε. Με όλη μου την ψυ χή, σας συμβουλεύω να μεταθέσετε τη σοβαρή αυτή ευθύνη από τους ώμους σας, γράφοντας στη λαίδη Γκλάιντ να έλθει εδώ αμέσως. Κάντε το φιλόστοργο, έντιμο, αναπόφευκτο κα θήκον σας· και ό,τι κι αν συμβεί στο μέλλον, κανένας δεν θα μπορεί να κατηγορήσει εσάς. Σας μιλώ με βάση τη μεγάλη πεί ρα μου. Σ ας προσφέρω τη φιλική συμβουλή μου. Είναι απο δεκτή; Ναι ή όχι;» Τον κοίταξα. Απλώς τον κοίταξα - με αμφιταλαντευόμενη τη σκέψη μου να καλέσω τον Λουί και να του αναθέσω να τον οδη γήσει έξω να εκφράζεται σε κάθε γραμμή του προσώπου μου. Είναι τελείως απίστευτο, αλλά απόλυτα αληθές, ότι το ύφος μου δεν φάνηκε να του προκαλεί την παραμικρή εντύπωση. Γεν νημένος χωρίς νεύρα - προφανώς, γεννημένος χωρίς νεύρα! «Διστάζετε;» είπε. «Κύριε Φέρλι! Καταλαβαίνω το δισταγμό
466
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
σας. Θεωρείτε -δείτε, κύριε, πόσο βαθιά συνδέονται οι ευαισθησίες μου με τις σκέψεις σ α ς!- θεωρείτε ότι η λαίδη Γκλάιντ δεν εί ναι από άποψη υγείας και ψυχολογικής διάθεσης σε θέση να κά νει μόνη της το μακρύ ταξίδι από το Χάμπσάιρ μέχρι εδώ. Η κα μαριέρα της έχει απολυθεί, όπως ξέρετε, και άλλες υπηρέτριες, κατάλληλες για να ταξιδέψουν μαζί της από τη μία άκρη της Αγγλίας στην άλλη δεν υπάρχουν στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Θεωρείτε, επίσης, ότι δεν θα μπορεί να σταματήσει και να ξε κουραστεί στο Λονδίνο, κατά τον ερχομό της εδώ. επειδή δεν θα είναι δυνατόν να πάει μόνη σ’ ένα ξενοδοχείο όπου θα είναι τε λείως άγνωστη. Με δυο λόγια, καταλαβαίνω τις επιφυλάξεις σας· με άλλα δύο, τις διαλύω. Προσέξτε με, αν έχετε την καλοσύνη, για τελευταία φορά. Σκόπευα, επιστρέφοντας στην Αγγλία με τον σερ Πέρσιβαλ, να εγκατασταθώ στη περιοχή του Λονδίνου. Η επίτευξη του στόχου αυτού έγινε με τον ευτυχέστερο τρόπο. Έχω νοικιάσει για έξι μήνες ένα μικρό επιπλωμένο σπίτι στην περιοχή που ονομάζεται Σαιντ Τζων’ς Γουντ. Παρακαλώ, έχετε το γεγονός αυτό κατά νου, και προσέξτε το πρόγραμμα που τώ ρα σας προτείνω. Η λαίδη Γκλάιντ ταξιδεύει για το Λονδίνο -έν α μικρό τα ξίδι-, την υποδέχομαι ο ίδιος στο σταθμό, την πηγαί νω να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί στο σπίτι μου, που είναι επί σης σπίτι της θείας της, όταν συνέλθει τη συνοδεύω και πάλι στο σταθμό, ταξιδεύει για το Λίμεριτζ, και η καμαριέρα της, που βρίσκεται τώρα στο σπίτι σας, την περιμένει στο σταθμό. Η άνετη μετακίνησή της είναι έτσι εξασφαλισμένη· το καθήκον σας -καθήκον φιλοξενίας και προστασίας μιας δυστυχισμένης κυρίας π ου χρειάζεται και τα δ ύ ο - διευκολύνεται και επιτελείται, από την αρχή ως το τέλος. Σας καλώ με όλη μου την ψυ χή, κύριε, να υποστηρίξετε τις προσπάθειές μου για την προ στασία των ιερών συμφερόντων της οικογένειας. Υπεύθυνα σας συμβουλεύω να γράψετε, δια χειρός μου, προσφέροντας τη φι λοξενία του σπιτιού σας -κ α ι την αγάπη σ α ς - και τη φιλοξε νία του σπιτιού μου -κ α ι την αγάπη μ ο υ - στη βασανισμένη και
4 67
WI LKI E C OL L I NS
άτυχη κυρία της οποίας την υπόδεση υποστηρίξω εγώ σήμερα». Κούνησε δεατρινίστικα το απαίσιο χέρι του, χτύπησε το στήδος του και εξάντλησε τη ρητορική του δεινότητα, λες και βρι σκόμασταν στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ή ταν ώρα π ια να προ χωρήσω σε κάποια δραστικά μέτρα. Ή ταν, επίσης, ώρα να καλέσω τον Λουί, και να πάρω το προστατευτικό μέτρο απολύ μανσης του δωματίου. Σ ’ αυτή τη δύσκολη ώρα μου ήρδε μια ιδέα - μια ανεκτίμητη ιδέα που, όπως λένε, σκότωνε μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Απο φάσισα να απαλλαγώ από την κουραστική ευγλωττία του κόμη και τα κουραστικά προβλήματα της λαίδης Γκλάιντ γράφοντας αμέσως το γράμμα, και, έτσι, ικανοποιώντας το αίτημα αυτού του απεχδούς ξένου. Δεν υπήρχε ο παραμικρός κίνδυνος να γί νει αποδεκτή η πρόσκλησή μου, γιατί δεν υπήρχε η παραμικρή πιδανότητα να συναινέσει η Λώρα να εγκαταλείψει το Μπλάκγουοτερ Παρκ όσο η Μάριαν δα ήταν άρρωστη εκεί. Μου ήταν αδύνατον να καταλάβω πώς είχε διαφύγει κάτι τέτοιο από τη διορατικότητα του κόμη - αλλά του είχε διαφύγει! Και ήταν ένα γοητευτικά βολικό εμπόδιο. Ο φόβος μου ότι ίσιος το ανακάλυ πτε αν του άφηνα περισσότερο χρόνο να το σκεφτεί με διήγειρε σε τόσο εκπληκτικό βαδμό, ώστε προσπάδησα να ανασηκωδώ, αρπάζοντας, κυριολεκτικά αρπάζοντας, τη γραφική ύλη που ήταν δίπλα μου και γράφοντας το γράμμα τόσο γρήγορα, λες και ήμουν ένας κοινός γραφιάς.
Πολυαγαπημένη Λώρα Έλα, σε παρακαλώ, οποιαδήποτε στιγμή δελήσεις. Σπά σε στα δύο το ταξίδι, φροντίζοντας να ξεκουραστείς στο σπίτι της δείας σου στο Λονδίνο. Λυιτήδηκα που έμαδα για την ασδένεια της αγαπητής Μάριαν. Πάντα στορ γικά δικός σου. Φρέντερικ Φέρλι
468
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
Έδωσα το χαρτί στο κόμη, έγειρα πίσω στην καρέκλα μου, και είπα: «Μ ε συγχωρείτε- είμαι τελείως εξαντλημένος· δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο. Θέλετε να αναπαυδείτε και να γευματίσετε κάτω; Την αγάπη μου σε όλους, και τα σχετικά. Καλή σας μέρα». Εκφώνησε άλλο ένα λογύδριο - ο άνδρωπος ήταν πραγματικά ανεξάντλητος. Έκλεισα τα μάτια μου και προσπαδούσα να ακούω όσο το δυνατόν λιγότερα. Π αρ’ όλες τις προσπάδειές μου, υποχρεώδηκα να ακούσω πολλά. Ο ασυγκράτητος σύζυγος της αδελ φής μου απένειμε συγχαρητήρια στον εαυτό του και σε μένα για το αποτέλεσμα της συνομιλίας μας· ανέφερε ακόμη περισσότερα για τις ευαισδησίες του και τις δικές μου* εξέφρασε τη λύπη του για την αξιοδρήνητη υγεία μου· προσφέρδηκε να μου δώ σει μια συνταγή· μου υπενδύμισε την ανάγκη να μην ξεχάσω τα όσα είχε πει για τη σπουδαιότητα του φωτός· αποδέχτηκε τη φιλόξενη πρόσκλησή μου να ξεκουραστεί και να γευματί σει· μου συνέστησε να αναμένω τη λαίδη Γκλάιντ μετά από δύο ή τρεις μέρες· ζήτησε την άδειά μου να προσβλέπει στην επό μενη συνάντησή μας, και είπε πολλά ακόμη, τα οποία, με ευ χαρίστηση λέω, δεν πρόσεξα τότε και δεν δυμάμαι σήμερα Άκουγα τη φωνή του να μιλάει ακατάπαυστα, αλλά δεν άκουγα τι έλεγε. Είχε το αρνητικό προσόν να είναι τελείως αδόρυβος. Δεν ξέρω πότε άνοιξε την πόρτα, ή πότε την έκλεισε. Αποτόλμησα να κάνω χρήση των ματιών μου μετά από κάποιο διάστημα σι γής - είχε φύγει! Κάλεσα τον Λουί και αποσύρδηκα στο μπάνιο μου. Χλιαρό νερό, εμπλουτισμένο με αρωματικά έλαια, για τον εαυτό μου, και απολυμαντικοί ατμοί για το γραφείο μου ήταν οι προφανείς προφυλάξεις που έπρεπε να πάρω - φυσικά, τις υιοδέτησα. Χαί ρομαι που το λέω, αλλά αποδείχτηκαν ευεργετικές: Απόλαυσα τη συνηδισμένη μου σιέστα και ξύπνησα δροσερός. Οι πρώ τες μου ερωτήσεις ήταν για τον κόμη. Είχαμε πρ α γ ματικά απαλλαγεί α π ’ αυτόν; Ναι - είχε φύγει με το απογευματινό
469
WI LKI E COL L I NS
τραίνο. Είχε γευματίσει; Είχε φάει τι; Μόνο τάρτα φρούτων και κρέμα. Τι άνδρωπος! Τι πέψη! Περιμένετε να πω κάτι περισσότερο; Πιστεύω πως όχι. Πιστεύω ότι έφτασα στα όριά μου. Τα συγκλονιστικά γεγονότα που δια δραματίστηκαν μεταγενέστερα δεν συνέβησαν -ευχαρίστω ς το λέω - εμού παρόντος. Παρακαλώ -κ α ι ελπίζω - να μη βρεδεί κάποιος τόσο σκληρός ώστε να αποδώσει μέρος της ευδύνης για τα γεγονότα αυτά σε μένα. Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Δεν είμαι υπεύδυνος για μια τραγική καταστροφή, την οποία ήταν αδύνατον να προβλέψω. Είμαι συγκλονισμένος από την καταστροφή αυτή* έχω υποφέρει όσο κανένας άλλος. Ο υπη ρέτης μου, ο Λουί -σ α ς λέω ότι μου είναι απόλυτα αφοσιωμέν ο ς- πιστεύει πως δεν δα το ξεπεράσω ποτέ. Με βλέπει να υπα γορεύω αυτή τη στιγμή γεμάτος δά κρ υα Θέλω να αναφέρω, απο δίδοντας δικαιοσύνη, ότι το σφάλμα δεν ήταν δικό μου, και ότι είμαι τελείως εξαντλημένος και συντετριμμένος από τη δλίψη. Χρειάζεται να πω περισσότερα;
Η αφήγηση της Ελίζα Μίκελσον, οικονόμου στο Μπλάκγουστερ Παρκ Μ ου ζητήδηκε να δηλώσω με σαφήνεια τα όσα γνωρίζω για την πορεία της ασδένειας της μις Χάλκομπ και για τις συνδήκες υπό τις οποίες έφυγε από τον Μ πλάκγουοτερ Παρκ για το Λον δίνο η λαίδη Γκλάιντ. Ο λόγος για τον οποίο, όπως μου είπαν, μου ζητήδηκε να το κάνω είναι ότι η μαρτυρία μου είναι απαραίτητη χάριν της αλήδειας. Ως χήρα κληρικού της Εκκλησίας της Αγγλίας - η ανάγκη με υποχρέωσε να εργάζομαι για να ζήσω-, έχω μάδει να δέτω την αναζήτηση της αλήδειας πάνω από οτιδήποτε άλλο. Κατά συνέπεια, συμμορφώνομαι με ένα αίτημα το οποίο διαφορετικά.
470
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
επειδή δεν δα ’δελα να συνδεδώ με δλιβερές οικογενειακές υπο δέσεις, δα είχα διστάσει να ικανοποιήσω. Δεν κράτησα σημειώσεις τότε, και δεν μπορώ, κατά συνέ πεια, να είμαι σίγουρη για ημέρες και ημερομηνίες. Πιστεύω ότι δεν κάνω λάδος δηλώνοντας ότι η σοβαρή ασδένεια της μις Χάλκομπ άρχισε στη διάρκεια του δεύτερου δεκαπενδημέρου ή των δέκα τελευταίων ημερών του Ιουνίου. Στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ το πρόγευμα σερβιριζόταν αργά - μερικές φορές μέ χρι και τις δέκα· ποτέ, πάντω ς, νωρίτερα από τις εννιάμισι. Εκείνο το πρωινό στο οποίο αναφέρομαι τώρα, η μις Χάλκομπ -ή τα ν συνήδως η πρώτη που κατέβαινε- δεν εμφανίστηκε στο τραπέζι. Αφού την περίμεναν επί ένα τέταρτο, στάλδηκε μια καμαριέρα να την ειδοποιήσει. Μ ετά από λίγο, βγήκε από το δωμάτιο τρέχοντος, τρομαγμένη. Τη συνάντησα να κατεβαίνει τη σκάλα, και πήγαμε αμέσως μαζί στη μις Χάλκομπ, να δού με τι συνέβαινε. Στην κατάσταση που ήταν, η μις Χάλκομπ ήταν αδύνατον να μιλήσει. Βημάτιζε στο δωμάτιό της με μια πένα στο χέρι, ζαλισμένη, και φλέγόμενη από πυρετό. Η λαίδη Γκλάιντ -μ ια και δεν είμαι π ια στην υπηρεσία του σερ Πέρσιβαλ, μπορώ, χωρίς να κινδυνεύω να χαρακτηριστώ απρε πής, να αναφέρω την πρώην κυρία μου με το όνομά της, και να μην την αποκαλώ «κυρία μ ο υ » - ήταν η πρώτη που εμφανίστηκε, κατευδείαν από το δωμάτιό της. Ή ταν τόσο φοβερά πανικό βλητη και τρομαγμένη, ώστε η παρουσία της ήταν τελείως άχρηστη. Ο κόμης Φόσκο και η γυναίκα του, που ανέβηκαν αμέ σως μετά, ήταν περισσότερο χρήσιμοι. Η κυρία με βοήδησε να βάλω τη μις Χάλκομπ να ξαπλώσει στο κρεβάτι της. Ο κόμης παρέμεινε στο καδιστικό και, έχοντας ζητήσει να φέρω το τσαντάκι με τα φάρμακα, έφτιαξε για τη μις Χάλκομπ μία δροσι στική λοσιόν για το μέτωπό της, ώστε να μη χαδεί χρόνος μέ χρι να έλδει ο γιατρός. Της βάλαμε τη λοσιόν στο μέτωπο, αλ λά δεν μπορέσαμε να της δώσουμε κάποιο φάρμακο. Ο σερ Πέρσιβαλ ανέλαβε να καλέσει το γιατρό. 'Εστειλε έναν υπηρέτη με
471
WI LKI E C OL L I NS
___
_______ _______
άλογο, να φέρει τον πλησιέστερο γιατρό, τον κύριο Ντόουσον από το Ό ουκ Λοτζ. Ο κύριος Ντόουσον ήρδε σε λιγότερο από μία ώρα. Ή ταν ένας σεβάσμιος ηλικιωμένος άντρας, γνωστός σε όλη την περιοχή. Πανικοβληδήκαμε όταν διαπιστώσαμε πως δεωρούσε ότι η πε ρίπτωση ήταν πολύ σοβαρή. Ο κόμης έπιασε ευγενικά συζήτηση με τον κύριο Ντόουσον και του έδωσε τη γνώμη του με μία διακριτική άνεση. Ο κύριος Ντόουσον, όχι και πολύ ευγενικά, ρώτησε αν η συμβουλή του ήταν συμβουλή γιατρού· και όταν πληροφορήδηκε ότι ήταν συμ βουλή κάποιου που είχε «σπουδάσει την ιατρική μη επαγγελ ματικά», απάντησε ότι δεν ήταν συνηδισμένος να συμβουλεύε ται ερασιτέχνες γιατρούς. Ο κόμης, με πραγματικά χριστιανική γλυκύτητα, χαμογέλασε και βγήκε από το δωμάτιο. Πριν βγει, μου είπε ότι δα μπορούσαμε να τον βρούμε, αν χρειαζόταν στη διάρκεια της ημέρας, στο υπόστεγο της λίμνης. Για ποιο λόγο δα πήγαινε εκεί, δεν το ξέρω. Αλλά πήγε· και παρέμεινε εκεί όλη την ημέρα, μέχρι τις επτά, που ήταν και η ώρα για το δεί πνο. Ίσιος ήδελε να δώσει το παράδειγμα για τη διατήρηση στο σπίτι της μεγαλύτερης δυνατής ησυχίας. Ή ταν κάτι που ταίριαζε στο χαρακτήρα του. Ή ταν ένας πολύ διακριτικός ευγενής. Η μις Χάλκομπ πέρασε μία πολύ άσχημη νύχτα, με τον πυ ρετό να ανεβαίνει και να πέφτει, και την κατάστασή της να επι δεινώνεται τις πρωινές ώρες, αντί να βελτιώνεται. Μ ια και δεν υπήρχε στην περιοχή νοσοκόμος κατάλληλη να την αναλάβει, επωμισδήκαμε το καδήκον να την παρακολουδούμε, αντικαδιστώντας η μια την άλλη, η κόμησσα κι εγώ. Η λαίδη Γκλάιντ, τε λείως απερίσκεπτα, επέμενε να ξενυχτίσει μαζί μας. Ή ταν υπερ βολικά ταραγμένη, και η υγεία της υπερβολικά κλονισμένη για να αντέξει με ηρεμία την ασδένεια της μις Χάλκομπ. Μόνο κα κό στον εαυτό της έκανε, χωρίς να είναι σε δέση να προσφέρει την παραμικρή βοήδεια. Περισσότερο ευγενική και φιλόστοργη κυρία δεν υπήρξε ποτέ· αλλά έκλαιγε και ήταν φοβισμένη - δύο
47 2
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
αδυναμίες που την έκαναν τελείως ακατάλληλη για να συμπα ρασταθεί στην άρρωστη. Ο σερ Πέρσιβαλ και ο κόμης ήρθαν νωρίς το πρωί, να μά θουν νεότερα. Ο σερ Πέρσιβαλ -α π ό ανησυχία, υποθέτω, για την οδύνη της γυναίκας του και την ασθένεια της μις Χ άλκομπ- φαινόταν πολύ σαστισμένος και ψυχολογικά ταραγμένος. Ο κόμης, αντιθέτως, επεδείκνυε την ψυχραιμία και το ενδιαφέρον που απαιτούσε η περίσταση. Κρατούσε το ψάθινο καπέλο του με το ένα χέρι και το βιβλίο του με το άλλο, και ανέφερε στον σερ Πέρσιβαλ ότι θα ξαναπήγαινε να διαβάσει στη λίμνη. «Α ς φροντίσουμε να υπάρ χει ησυχία στο σπίτι», είπε. «Α ς μην καπνίζουμε στο εσωτερικό του, φίλε μου, τώρα που η μις Χάλκομπ είναι άρρωστη. Τράβα το δρόμο σου, κι εγώ τον δικό μου. 'Οταν διαβάζω, μου αρέσει να είμαι μόνος. Καλημέρα, κυρία Μίκελσον». Ο σερ Πέρσιβαλ δεν ήταν αρκετά ευγενικός -ίσως, για να μην τον αδικώ, να έφταιγα κι εγώ - ώστε να μου φ ερθεί με την ίδια αβρότητα. Το μοναδικό άτομο στο σπίτι που με αντιμετώπιζε, εκείνη την περίοδο ή οποιαδήποτε άλλη, ως μία ατυχήσασα κυ ρία ήταν ο κόμης. Είχε τρόπους πραγματικού ευγενούς· έδειχνε ότι υπολόγιζε τους άλλους. Ακόμη και η νεαρή -ονόματι Φάνν υ - που φρόντιζε τη λαίδη Γκλάιντ δεν ήταν κατώτερη της προ σοχής του. Ό ταν εκδιώχθηκε από τον σερ Πέρσιβαλ, ο εξοχότα τος -δείχνσντάς μου τα χαριτωμένα πουλάκια του εκείνη την ώ ραεκδήλωσε ευγενικά την αγωνία του να μάθει τι είχε απογίνει, πού επρόκειτο να πάει τη μέρα που είχε φύγει από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ και τα σχετικά. Μ έσα από τέτοιες μικρές λεπτομέ ρειες είναι που αποκαλύπτονται πάντα τα πλεονεκτήματα της αριστοκρατικής καταγωγής. Δεν ζητώ συγγνώμη που παρουσία σα αυτές τις ιδιότητες - προβάλλονται για να αποδοθεί δικαιο σύνη στον εξοχότατο, του οποίου ο χαρακτήρας, έχω λόγους να πιστεύω, αντιμετωπίζεται μάλλον άδικα σε ορισμένους κύκλους. Ένας ευγενής που μπορεί να σέβεται μία κυρία κάτω από δύσκολες
—
4 73
WI LKI E C OL L I NS
συνθήκες και μπορεί να εκδηλώνει ένα πατρικό ενδιαφέρον για την τύχη μια ταπεινής νεαρής υπηρέτριας δείχνει αρχές και αι σθήματα πολύ υψηλού επιπέδου. Δεν εκφέρω γνώμες - πα ρα θέτω μόνο γεγονότα. Η προσπάθεια μου στη ζωή είναι να μην κρίνω, ίνα μη κριθώ. Έ να από τα αγαπημένα κηρύγματα του συ ζύγου μου ήταν πάνω σ’ αυτή την περικοπή. Τη διαβάζω συνε χώς -σ το αντίτυπο της έκδοσης που τυπώθηκε με προεγγραφές, τις πρώτες μέρες της χηρείας μ ου- και από κάθε νέα μελέτη αντλώ νέα πνευματικά οφέλη και διδάγματα. Δεν υπήρξε καμιά βελτίωση της υγείας της μις Χάλκομπ η δεύτερη νύχτα ήταν ακόμη χειρότερη από την πρώτη. Ο κύ ριος Ντόουσον ήταν συνεχώς κοντά της. Τα πρακτικά καθή κοντα της νοσοκόμου μοιράζονταν ακόμη ανάμεσα στην κόμησσα και σε μένα· η λαίδη Γκλάιντ επέμενε να κάθεται μαζί μας, αν και την παρακαλούσαμε και οι δύο να πά ει να ξεκουραστεί. «Η θέση μου είναι στο προσκέφαλο της Μ άριαν», ήταν η μο ναδική της απάντηση. «Ά σχετα αν είμαι άρρωστη ή όχι, τίπο τε δεν θα με κάνει να μην τη βλέπω ». Προς το μεσημέρι, κατέβηκα να ασχοληθώ με ορισμένα από τα καθημερινά καθήκοντά μου. Μία ώρα αργότερα, πηγαίνοντας στο δωμάτιο της ασθενούς, είδα τον κόμη -είχε ξαναβγεί νωρίς, για τρίτη φ ο ρ ά - να μπαίνει στο χωλ, δείχνοντας να είναι στα κέ φια του. Την ίδια στιγμή, ο σερ Πέρσιβαλ έβγαλε το κεφάλι του από την πόρτα της βιβλιοθήκης και απευθύνθηκε στον ευγενή φίλο του, με τρομερή αγωνία, και μ ’ αυτές τις λέξεις: «Τη βρήκες;» Το πλατύ πρόσωπο του εξοχότατου ζάρωσε από αυτάρεσκα χαμόγελα, αλλά δεν απάντησε με λόγια. Την ίδια ώρα, ο σερ Πέρσιβαλ γύρισε το κεφάλι του, παρατήρησε ότι πλησίαζα τη σκά λα και με κοίταξε με τον πιο απροκάλυπτα αγριεμένο τρόπο. «Έ λα μέσα και πες μου τι έγινε», είπε στον κόμη. «Ό τα ν υπάρχουν γυναίκες στο σπίτι, φροντίζουν να ανεβοκατεβαίνουν συνεχώς τη σκάλα».
474
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
«Α γαπητέ μου Πέρσιβαλ», παρατήρησε ο εξοχότατος, ευ γενικά, «η κυρία Μίκελσον έχει καθήκοντα. Αναγνώρισε, σε πα ρακαλώ, τον θαυμάσιο τρόπο με τον οποίο τα επιτελεί, όπως κάνω εγώ! Πώς είναι η άρρωστη, κυρία Μ ίκελσον;» «Ό χι καλύτερα, άρχοντά μου. Λυπάμαι που το λέω». «Θλιβερό, πολύ θλιβερό!» παρατήρησε ο κόμης. «Φαίνεστε κουρασμένη, κυρία Μίκελσον. Είναι ασφαλώς καιρός να έχετε κάποια βοήθεια στην περιποίηση της ασθενούς εσείς και η σύ ζυγός μου. Νομίζω ότι μάλλον είμαι σε θέση να σας προσφέρω αυτή τη βοήθεια. Συνέβησαν κάποια γεγονότα τα οποία θα υπο χρεώσουν τη μαντάμ Φόσκο να ταξιδέψει στο Λονδίνο, είτε αύ ριο είτε μεθαύριο. Θα φύγει το πρωί και θα επιστρέφει το βρά δυ· και θα φέρει μαζί της, για να σας ξεκουράσει, μία νοσοκό μο με θαυμάσια συμπεριφορά και ικανότητα, που είναι αυτό τον καιρό άνεργη. Η γυναίκα αυτή είναι γνωστή στη σύζυγό μου ως άτομο εμπιστοσύνης. Πριν έλθει εδώ, αν έχετε την καλοσύ νη, μην πείτε τίποτε γΓ αυτή στο γιατρό, επειδή θα δει με κα κό μάτι κάθε νοσοκόμο που θα έχω φέρει εγώ. Ό τα ν εμφανι στεί σ’ αυτό το σπίτι, θα μιλήσει η ίδια για τον εαυτό της· και ο κύριος Ντόουσον θα υποχρεωθεί να αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για να μη την προσλάβει. Η λαίδη Γκλάιντ θα πει το ίδιο. Δώστε, σας παρακαλώ, τα σέβη μου και τη συμπάθειά μου στη λαίδη Γκλάιντ». Εξέφρασα τις ευγνώμονες ευχαριστίες μου για την ευγενική σκέψη του εξοχότατου. Ο σερ Πέρσιβαλ με διέκοψε φωνάζοντας τον ευγενικό φίλο του -χρησιμοποίησε, λυπάμαι που το λέω, μία ασεβή έκφ ρασ η - να πάει στη βιβλιοθήκη και να μην τον αφήσει να περιμένει περισσότερο. Συνέχισα να ανεβαίνω τη σκάλα. Είμαστε φτωχά και αμαρ τωλά πλάσματα, και όσο στέρεες και αν είναι οι αρχές μιας γυ ναίκας, δεν μπορεί να αντιστέκεται πάντα στον πειρασμό να ικα νοποιήσει την επιπόλαιη περιέργειά της. Ντρέπομαι να πω ότι μία επιπόλαιη περιέργεια, στην περίπτωση αυτή, αποδείχτηκε
WI LKI E COL L I NS
ισχυρότερη από τις αρχές μου και με έκανε να συμπεριφερθώ ανεπίτρεπτα. Κοντοστάθηκα, λοιπόν, ανεβαίνοντας τη σκάλα, και άκουσα τον σερ Πέρσιβαλ να ρωτάει τον κόμη, αρκετά έντο να και ανυπόμονα, είναι η αλήθεια, αν τη βρήκε. Σε τι αναφε ρόταν ο σερ Πέρσιβαλ με την ερώτηση που είχε απευθύνει ο σερ Πέρσιβαλ στον ευγενικό φ ίλο του στην πόρτα της βιβλιοθήκης. Ποια έψαχνε να βρει ο κόμης στις πρωινές περιπλανήσεις του στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ; Γυναίκα πρέπει να ήταν, σύμφωνα με την ερώτηση του σερ Πέρσιβαλ. Δεν υποψιάστηκα τον κόμη για κάποια ανεπίτρεπτη πράξη - γνώριζα πολύ καλά τσν ηθικό χαρακτήρα του. Η μοναδική ερώτηση που έκανα τώρα στον εαυ τό μου ήταν: Την είχε βρει;
4 76
Κεφάλαιο Εικοστό Τέταρτο Συνέχεια της αφήγησης της κυρίας Μίκελσον
Συνεχίζω. Η νύχτα πέρασε ως συνήθως, χωρίς να επέλθει κα μιά αλλαγή προς το καλύτερο στην υγεία της μις Χάλκομπ. Την επόμενη μέρα φάνηκε να παρουσιάζει κάποια βελτίωση. Τη μεθεπόμενη, η κόμησσα έφυγε με το πρωινό τραίνο για το Λονδίνο· ο ευγενής σύζυγός της, με τη συνηθισμένη λεπτότητά του, τη συνοδέυσε στο σταθμό. Είχα απομείνει τώρα μόνη να φροντίζω τη μις Χάλκομπ, με προφανή την πιθανότητα να έχω ως συνεργάτιδά μου την ίδια τη λαίδη Γκλάιντ, εξαιτίας της εμμονής της να μην απομακρυνθεί ούτε στιγμή από το προσκέφαλο της αδελφής της. Το μοναδικό σημαντικό γεγονός που μπορώ να πω ότι συνέ βη στη διάρκεια της μέρας ήταν άλλη μία δυσάρεστη συνά ντηση ανάμεσα στο γιατρό και τον κόμη. Ο εξοχότατος, επιστρέφοντας από το σταθμό, μπήκε στο κα θιστικό της μις Χάλκομπ, να ρωτήσει για την υγεία της. Βγή κα από την κρεβατοκάμαρα για να του μιλήσω, μια και εκεί νη τη στιγμή ήταν κοντά στην άρρωστη ο κύριος Ντόουσον και η λαίδη Γκλάιντ. Ο κόμης μού έκανε πολλές ερωτήσεις σχετι κά με τη θεραπεία και τα συμπτώματα. Τον ενημέρωσα ότι η θεραπεία ήταν αυτή που είχε συστήσει ο γιατρός και ότι τα συμπτώματα, στο μεσοδιάστημα των εμπύρετων κρίσεων, ήταν
4 77
W I L K I E C O L L I N S _____
τέτοια που αύξαιναν την αδυναμία και την εξάντληση. Πάνω που ανέφερα αυτές τις τελευταίες διαπιστώσεις, βγήκε από την κρεβατοκάμαρα ο κύριος Ντόουσον. «Καλημέρα, κύριε», είπε ο εξοχότατος, προχωρώντας ευγε νικά και σταματώντας το γιατρό, με μια αγέρωχη αποφασιστι κότητα που ήταν αδύνατον να αγνοηδεί. «Φοβάμαι ότι δεν δια πιστώσατε κάποια βελτίωση στα σημερινά συμπτώ ματα». «Διαπιστώνω αποφασιστική βελτίωση», απάντησε ο κύριος Ντόουσον. «Ε πιμένετε στη δεραπεία που ακολουθείται, η οποία δα φέ ρει και την πτώση του π υ ρ ετού ;» συνέχισε ο εξοχότατος. «Επιμένω στη δεραπεία που δικαιολογείται από την επαγ γελματική μου πείρα », είπε ο κύριος Ντόουσον. «Επιτρέψ τε μου να σας δέσω ένα ερώτημα πάνω στο ευρύ δέμα της επαγγελματικής εμπειρίας», παρατήρησε ο κόμης. «Δεν σκοπεύω να προσφέρω συμβουλές - απλώς δέλω να κάνω μία ερώτηση. Ζείτε σε κάποια απόσταση, κύριε, από τα κέντρα επι στημονικής ζύμωσης - το Λονδίνο και το Παρίσι. Έ χετε ακού σει ότι τα αποδυναμωτικά αποτελέσματα του πυρετού αποκαδίστανται από την ενδυνάμωση του εξαντλημένου ασθενούς με μπράντι, κρασί, αμμωνία και κινίνη; Έχει φτάσει στα αυτιά σας αυτή η νέα αιρετική πρόταση των κορυφαίων ιατρικών προσω πικοτήτων; Ναι ή όχι;» «Α ν μου δέσει το ερώτημα αυτό ένας επαγγελματίας, δα απα ντήσω ευχαρίστως», είπε ο γιατρός, ανοίγοντας την πόρτα να βγει. «Δεν είστε επαγγελματίας· και αρνούμαι να σας απαντήσω». Έχοντας δεχτεί ένα χαστούκι με αυτό τον ασυγχώρητα αγε νή τρόπο στο ένα του μάγουλο, ο κόμης έστρεψε, σαν καλός Χριστιανός, και το άλλο και είπε, με τον γλυκύτερο τρόπο: «Κα λημέρα σας, κύριε Ντόουσον!» Αν ο αείμνηστος, πολυαγαπημένος σύζυγός μου είχε σταθεί αρκετά τυχερός ώστε να γνωρίσει τον εξοχότατο, δα είχαν εκτι μήσει απεριόριστα ο ένας τον άλλο!
478
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Η αυτής εξοχότητα η κόμησσα επέστρεψ ε το βράδυ με το τε λευταίο τραίνο και έφερε μαζί της τη νοσοκόμο από το Λον δίνο. Ενημερώθηκα ότι το όνομα της γυναίκας ήταν Ρουμπέλ. Μ αντάμ Ρουμπέλ. Η εμφάνισή της και τα ατελή αγγλικά της μου έδωσαν να καταλάβω ότι ήταν ξένη. Καλλιεργούσα πάντα ένα αίσθημα ανθρωπιστικής επιείκειας για τους ξένους. Δεν διαθέτουν τις ευλογίες και τα πλεονεκτήματά μας· και οι περισσότεροι έχουν ανατραφεί μέσα στα τυ φλά λάθη του παπισμού. Ή ταν πάντα αρχή και πρακτική μου, όπως ήταν αρχή και πρακτική του αγαπημένου μου συζύγου πριν από μένα (βλ. Κήρυγμα xxix, στη Συλλογή του αείμνηστου Αι δεσιμότατου Σάμιουελ Μίκελσον) να φέρομαι όπως μου φέρονταν. Και από τις δύο αυτές απόψεις, δεν θα ισχυριστώ ότι η κυρία Ρουμπέλ με εντυπώσιασε, επειδή ήταν μια μικρόσωμη, αδύνα τη, με ύπουλη όψη γυναίκα, πενήντα - ή εκεί γύρω - ετών, με μελαμψή επιδερμίδα Κρεολής και παρατηρητικά ανοιχτά γκρίζα μάτια. Ούτε καν θα αναφέρω, για τους προαναφερθέντες λό γους, ότι το φόρεμά της, αν και ήταν από απλό μαύρο μεταξω τό ύφασμα, μου φάνηκε αναπάντεχα ακριβό σε ύφανση και άσκο πα περιποιημένο στο ράψιμο, πράγμα τουλάχιστον άξιο προσοχής για μια γυναίκα της δικής της κοινωνικής θέσης. Δεν θα ’θελα να ειπωθούν αυτά τα πράγματα για μένα και, κατά συνέπεια, εί ναι καθήκον μου να μην τα πω για την κυρία Ρουμπέλ. Απλώς θα αναφέρω ότι οι τρόποι της ήταν... όχι ίσως δυσάρεστα επι φυλακτικοί* απλώς εντυπωσιακά ήρεμοι και συγκροτημένοι· ότι κοίταζε πολύ γύρω της και μιλούσε λίγο, πράγμα που ίσως να εί χε προέλθει τόσο από τη δική της σεμνότητα όσο και από την έλ λειψη εμπιστοσύνης για τη θέση της στο Μ πλάκγουοτερ ΓΊαρκ· αρνήθηκε να δοκιμάσει το δείπνο (πράγμα που ήταν περίεργο, ίσως, αλλά σίγουρα όχι ύποπτο), παρόλο που ευγενικά την προσκάλεσα για γεύμα στο δωμάτιό μου. Μ ε ιδιαίτερη σύσταση του κόμη (αντάξια της μεγαλοψυχίας και της ευγένειας του εξοχότατου!) κανονίστηκε ότι η κυρία
479
WI LKI E COL L I NS
Ρουμπέλ δεν δα αναλάμβανε τα καδήκοντά της μέχρι να τη δει και να την εγκρίνει ο γιατρός το άλλο πρωί. Ξενύχτισα εκεί νο το βράδυ. Η λαίδη Γκλάιντ έδειχνε πολύ απρόδυμη να προσληφδεί η νέα νοσοκόμος για να φροντίζει τη μις Χάλκομπ. Τέτοια έλλειψη ευρύτητας αντιλήψεων προς μία ξένη από μια κυρία της δικής της μόρφωσης και ευγένειας με ξάφνιασε. Τόλ μησα να πω: «Κ υρία μου, πρέπει όλοι να δυμόμαστε να μη βιαζόμαστε στις κρίσεις μας για τους κατωτέρους μας - ειδι κά όταν έρχονται από ξένες χώ ρες». Η λαίδη Γκλάιντ δεν έδει ξε να με προσέχει. Απλώς αναστέναξε και φίλησε το χέρι της μις Χάλκομπ που ήταν ακουμπισμένο στο κάλυμμα του κρε βατιού. Κάδε άλλο παρά διακριτική κίνηση σε δωμάτιο αρρώστου, με μια ασδενή που δεν έπρεπ ε να ταραχδεί διόλου. Αλλά η λαίδη Γκλάιντ δεν ήξερε από περιποίηση ασδενών - δεν ήξε ρε τίποτε, δυστυχώς! Το άλλο πρωί, η κυρία Ρουμπέλ πήγε στο σαλόνι για να εγκριδεί από το γιατρό, την ώρα που εκείνος δα πήγαινε στην κρε βατοκάμαρα να δει τη μις Χάλκομπ. Άφησα τη λαίδη Γκλάιντ με τη μις Χάλκομπ, που κοιμόταν ελα φ ρά εκείνη την ώρα, και πήγα να κάνω παρέα στην κυρία Ρου μπέλ, έτσι ώστε να μην αισδάνεται παράξενα και αμήχανα εξαιτίας της αβεβαιότητας της κατάστασής της. Δεν φαινόταν να το βλέπει έτσι. Φαινόταν, προκαταβολικά, πολύ σίγουρη ότι ο κύ ριος Ντόουσον δα την ενέκρινε- και καδόταν ήρεμη κοιτάζοντας έξω από το παράδυρο, δείχνοντας να απολαμβάνει τον αέρα της εξοχής. Κάποιοι άνδρωποι μπορεί και να δεωρούσαν τη συμπε ριφορά αυτή ενδεικτική υπεροπτικής σιγουριάς. Τολμώ να πω ότι εγώ τη δεώρησα απόδειξη σ πάνιας πνευματικής δύναμης. Αντί να έλδει σ’ εμάς ο γιατρός, ειδοποιήδηκα να πάω να τον δω εγώ. Θεώρησα αυτή την αλλαγή στάσης μάλλον περίεργη, αλλά η κυρία Ρουμπέλ δεν φάνηκε να επηρεάζεται με κανέναν τρόπο. Την άφησα να κοιτάζει ήρεμα έξω από το παράδυρο και να απολαμβάνει σιωπηλά τον αέρα της εξοχής.
480
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Ο κύριος Ντόουσον με περίμενε μόνος του, όρδιος στην πρωινή τραπεζαρία. «Σχετικά με την καινούργια νοσοκόμο, κυρία Μίκελσον», εί πε ο γιατρός. «Ν αι, κύριε». «Μ αδαίνω ότι την έφερε από το Λονδίνο η σύζυγος εκείνου του χοντρού ξένου, που προσ παδεί συνεχώς να ανακατευτεί στη δουλειά μου. Κυρία Μίκελσον, πρέπει να ξέρετε ο χοντρός είναι κομπογιαννίτης!» Ή ταν πολύ αγενές αυτό. Και, φυσικά, ο τρόπος του με σόκαρε. «Το έχετε υπόψη σας, κύριε, ότι μιλάτε για έναν ευγενή;» «Σαχλαμάρες! Δεν είναι ο πρώτος κομπογιαννίτης που προσδέτει έναν τίτλο στο όνομά του. Ό λοι τον κόμη παριστάνουν!» «Δεν δα ήταν φίλος του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ, κύριε, αν δεν ήταν μέλος της ανώτερης αριστοκρατίας - δεν εννοώ την αγγλική αριστοκρατία, φυσικά». «Π ολύ καλά, κυρία Μίκελσον. Μ πορείτε να τον αποκαλείτε όπως δέλετε. Ας επανέλδουμε στη νοσοκόμο. Διατύπωσα ήδη την αντίρρησή μου». «Χωρίς να την έχετε δει, κύριε;» «Ναι! Χωρίς να την έχω δει. Μ πορεί να είναι η καλύτερη νο σοκόμος στον κόσμο, αλλά δεν είναι νοσοκόμος της δικής μου επιλογής. Διατύπωσα την αντίρρησή μου στον σερ Πέρσιβαλ, ως κύριο του σπιτιού. Δεν συμφωνεί. Λέει ότι μία νοσοκόμος της επιλογής μου δα ήταν επίσης κάποια άγνωστη από το Λονδίνο· και δεν μπορώ να μη συμφωνήσω ότι έχει δίκιο. Αλλά έδεσα τον όρο να φύγει αμέσως, αν βρω λόγο να παραπονεδώ για την από δοσή της. Η πρόταση αυτή, την οποία έχω δικαίωμα να κάνω ως δεράπων ιατρός, έγινε αποδεκτή από τον σερ Πέρσιβαλ. Τώρα, κυρία Μίκελσον, ξέρω ότι μπορώ να βασιστώ σε σ ας- και δέλω να έχετε το νου σας στη νοσοκόμο, τις πρώτες μία ή δύο μέρες, και να φροντίζετε να μη δίνει στη μις Χάλκομπ άλλα φάρμακα εκτός από τα δικά μου. Αυτός ο ξένος ευγενής σας δεν βλέπει
48 I
WI LKI E COL L I NS
την ώρα να δοκιμάσει τα κομπογιαννίτικα γιατροσόφια του (περιλαμβανομένου και του υπνωτισμού) στην ασδενή μου· και μια νοσοκόμος η οποία έχει έλδει εδώ με την υπόδειξη της γυναίκας του δα είναι ασφαλώς διατεδειμένη να τον βοηδήσει. Καταλα βαίνετε; Πολύ καλά τότε. Μ πορούμε να ανεβούμε πάνω. Είναι εκεί η νοσοκόμος; Θέλω να μιλήσω μαζί της, πριν μπει στο δω μάτιο της ασδενούς». Βρήκαμε την κυρία Ρουμπέλ καδισμένη ακόμη δίπλα στο παράδυρο. Ό τα ν τη σύστησα στον κύριο Ντόουσον, ούτε οι δύ σπιστες ματιές, ούτε οι ερευνητικές ερωτήσεις του γιατρού φ ά νηκαν να της δημιουργούν το παραμικρό πρόβλημα. Του απ ά ντησε ήρεμα με τα σπασμένα αγγλικά της· και, παρόλο που προσπάδησε πολύ να την μπερδέψει, εκείνη δεν πρόδωσε την παραμικρή άγνοια σχετικά με οποιοδήποτε από τα καδήκοντά της. Ή ταν αναμφισβήτητα αποτέλεσμα πνευματικής δύναμης, όπως είπα και πριν, και όχι υπεροπτικής αυτοπεποίδησης. Μ πήκαμε όλοι στην κρεβατοκάμαρα. Η κυρία Ρουμπέλ κοίταξε, πολύ προσεκτικά, την ασδενή· υποκλίδηκε στη λαίδη Γκλάιντ· τακτοποίησε ένα ή δύο μικροπράγ ματα στο δωμάτιο και κάδισε ήσυχα σε μια γωνιά, περιμένοντας να τη χρειαστούν. Η λαίδη φαινόταν σαστισμένη και ενο χλημένη από την εμφάνιση της παράξενης νοσοκόμου. Κανέ νας δεν μίλησε, από φόβο μήπως ξυπνήσει τη μις Χάλκομπ, που ήταν ακόμη κοιμισμένη - εκτός από το γιατρό, ο οποίος ψιδύρισε μια ερώτηση σχετικά με τη νύχτα. Έδωσα χαμηλόφωνα την απάντηση, λέγοντας: «Ό πω ς συνήδως». Μ ετά ο κύριος Ντόου σον βγήκε από το δωμάτιο. Η λαίδη Γκλάιντ τον ακολούδησε, υποδέτω για να μιλήσουν για την κυρία Ρουμπέλ. Από πλευ ράς μου, είχα ήδη διαμορφώσει την άποψη ότι αυτή η ήρεμη ξένη δα διατηρούσε τη δέση της. Φαινόταν σοβαρή γυναίκα σίγουρα ήξερε τη δουλειά της. Μ έχρι στιγμής, δεν δα είχα κά νει τίποτε καλύτερο για την ασδενή α π ’ όσα έκανε αυτή. Έχοντας κατά νου τα λόγια του κυρίου Ντόουσον. υπέβαλα την
482
_
____
Η Γ Υ Ν ΑΙ ΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
κυρία Ρουμπέλ σε μια αυστηρή παρακολούθηση, κατά διαστή ματα, τις επόμενες τρεις ή τέσσερις μέρες. Μ πήκα στο δωμάτιο κατ’ επανάληψη αθόρυβα και αιφνιδιαστικά, αλλά ποτέ δεν δια πίστωσα κάποια ύποπτη ενέργεια. Ούτε και η λαίδη Γκλάιντ, που την παρακολουθούσε το ίδιο προσεκτικά όσο κι εγώ, ανα κάλυψε κάτι. Ποτέ δεν διέκρινα κάποια ένδειξη ότι είχε επιχειρηθεί να μπερδευτούν μπουκάλια με φάρμακα· ποτέ δεν είδα την κυρία Ρουμπέλ να μιλάει στον κόμη, ή τον κόμη να μιλάει σ’ εκείνη. Περιποιόταν τη μις Χάλκομπ με αναμφισβήτητη φρο ντίδα και σύνεση. Η άτυχη κυρία βολόδερνε ανάμεσα σ’ ένα εί δος ληθαργικής εξάντλησης, που ήταν εν μέρει αδυναμία και εν μέρει ύπνος, και σε κρίσεις πυρετού που της προκαλούσαν π α ραληρήματα. Η κυρία Ρουμπέλ δεν την τάραξε ποτέ στην πρώ τη περίπτωση και δεν την ξάφνιασε στη δεύτερη, εμφανιζόμε νη ξαφνικά δίπλα στο κρεβάτι της σαν ξένη. Το σωστό να λέγε ται - είτε πρόκειται για ξένη είτε για Αγγλίδα· το αναγνωρίζω αμερόληπτα στην κυρία Ρουμπέλ. Ή ταν εντυπωσιακά σίγουρη για τον εαυτό της, και δεν δεχόταν συμβουλές από έμπειρα άτο μα που κατανοούσαν τις υποχρεώσεις απέναντι σε μια άρρω στη· αλλά, παρά τα μειονεκτήματα αυτά, ήταν καλή νοσοκόμος· και δεν έδωσε στη λαίδη Γκλάιντ ή στον κύριο Ντόουσον μια σκιά έστω αφορμής να παραπονεθούν γι’ αυτή. Το επόμενο σημαντικό γεγονός που έγινε στο σπίτι ήταν η προσωρινή απουσία του κόμη, που αποδόθηκε σε κάποια δου λειά η οποία τον ανάγκασε να πάει στο Λονδίνο. Έ φυγε, νο μίζω, το πρωί της τέταρτης μέρας μετά τον ερχομό της κυρίας Ρ ουμπέλ' και, φεύγοντας, μίλησε στη λαίδη Γκλάιντ, πολύ σο βαρά για το θέμα της μις Χάλκομπ. «Εμπιστευτείτε τον κύριο Ντόουσον», είπε, «για μερικές μέ ρες ακόμη, αν έχετε την καλοσύνη. Αλλά, αν δεν υπάρξει κά ποια αλλαγή προς το καλύτερο στο διάστημα αυτό, ζητήστε συμ βουλές από το Λονδίνο, τις οποίες αυτός ο πεισματάρης για τρός πρέπει να αποδεχθεί, έστω κι αν δεν του αρέσει. Αφήστε
483
WI LKI E C OL L I NS
τον κύριο Ντόουσον, και σώστε τη μις Χάλκομπ. Το λέω σοβα ρά, στο λόγο της τιμής μου και από το βάθος της καρδιάς μου». Ο εξοχότατος μίλησε με ευαισθησία και ευγένεια. Αλλά τα νεύρα της φτωχής λαίδης Γκλάιντ ήταν τόσο ολοκληρωτικά σπα σμένα, που έδειχνε να τον φοβάται. Έτρεμε από την κορυφή ως τα νύχια, και του επέτρεψε να αποχωρήσει χωρίς να του πει λέξη. Γύρισε προς το μέρος μου, όταν ο κόμης είχε φύγει, και είπε: «Ω , κυρία Μίκελσον! Σπαράζει η καρδιά μου για την αδελ φή μου, και δεν έχω ένα φίλο να συμβουλευτώ! Εσείς νομίζετε ότι ο κύριος Ντόουσον κάνει λάθος; Μου είπε το πρωί ότι δεν υπάρχει φόβος, και δεν χρειάζεται να καλέσουμε άλλο γιατρό». «Μ ε όλο το σεβασμό μου στον κύριο Ντόουσον», απάντη σα, «στη θέση σας, θα θυμόμουν τη συμβουλή του κόμη». Η λαίδη Γκλάιντ μου γύρισε απότομα την πλάτη, με ένα ύφος απόγνωσης, το οποίο ήταν αδύνατον να εξηγήσω. «Τη συμβουλή του!» μονολόγησε. «Ο Θεός να μας λυπηθεί! Τη συμβουλή του!» Ο κόμης έλειψε από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ, α π ’ όσο θυμά μαι, μία εβδομάδα. Ο σερ Πέρσιβαλ φαινόταν να αισθάνεται την απώλεια του εξο χότατου με διάφορους τρόπους, και έδειχνε επίσης -είχ α την εντύπω ση- πολύ στενοχωρημένος και επηρεασμένος από την ασθένεια και τη βαριά ατμόσφαιρα του σπιτιού. Μερικές φο ρές ήταν τόσο πολύ νευρικός, ώστε ήταν αδύνατον να μην το προσέξω* πηγαινοερχόταν και τριγύριζε στο κτήμα. Οι ερωτή σεις του σχετικά με τη μις Χάλκομπ και τη λαίδη, της οποίας η αδύνατη υγεία έδειχνε να του προκαλεί ειλικρινή ανησυχία, ήταν πολύ προσεκτικές. Νομίζω ότι η καρδιά του είχε μαλα κώσει πολύ. Αν κάποιος ευγενικός και φίλος κληρικός -έν α ς φίλος σαν αυτόν που θα έβρισκε στο πρόσωπο του αείμνηστου συζύγου μ ο υ - βρισκόταν κοντά του αυτή την ώρα, ίσος να είχε ανυψωθεί σημαντικά το ηθικό του σερ Πέρσιβαλ. Σπάνια κάνω
484
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
λάθος σε τέτοια θέματα, μια κι έχω την πείρα από τις ευτυχι σμένες μέρες της έγγαμης ζωής μου. Η αυτής εξοχότης η κόμησσα, που ήταν τώρα η μοναδική συ ντροφιά του σερ Πέρσιβαλ, μάλλον τον παραμελούσε, όπως εκτι μούσα· ή, ίσως, και να την παραμελούσε εκείνος. Έ νας ξένος μπορεί και να υ πέθετε ότι, τώρα που είχαν μείνει μόνοι, απέ φευγαν ο ένας τον άλλο. Δεν μπορεί, φυσικά, να ήταν έτσι. Ωστό σο, εκείνο που γινόταν ήταν ότι η κόμησσα δειπνούσε νωρίς και ανέβαινε πά ντα στο δωμάτιο της μις Χάλκομπ πριν από το βρά δυ, παρόλο που η κυρία Ρουμπέλ την είχε απαλλάξει τελείως από τα καθήκοντα της νοσοκόμου. Ο σερ Πέρσιβαλ δειπνούσε μόνος του* και ο Γουίλιαμ ο υπηρέτης έκανε το σχόλιο ότι ο κύ ριός του είχε περιορίσει το φαγητό στο μισό, και είχε διπλα σιάσει το ποτό. Δεν δίνω καμιά σημασία σε μια τόσο θρασεία παρατήρηση από πλευράς ενός υπηρέτη. Την επέκρινα έντο να την ώρα εκείνη· και θέλω να γίνει κατανοητό ότι την επ ι κρίνω και πάλι, με την ευκαιρία αυτή. Στη διάρκεια των επόμενων ημερών, η μις Χάλκομπ έδωσε σε όλους μας την εντύπωση ότι βελτιωνόταν κάπως. Η πίστη μας στον κύριο Ντόουσον αναβίωσε. Έ δειχνε να είναι πολύ σί γουρος για την περίπτωση· και διαβεβαίωσε για άλλη μια φο ρά τη λαίδη Γκλάιντ, όταν του μίλησε σχετικά, ότι δεν χρεια ζόταν να καλέσουν άλλο γιατρό· είπε, μάλιστα, ότι θα πρότεινε ο ίδιος να καλέσουν άλλο γιατρό, αμέσως μόλις θα περνούσε από το μυαλό του έστω και σκιά αμφιβολίας. Το μόνο άτομο ανάμεσά μας που δεν φάνηκε να ανακουφί ζεται από τα νέα αυτά ήταν η κόμησσα. Μου είπε ιδιαιτέρως ότι δεν μπορούσε να αισθανθεί άνετα για την υγεία της μις Χάλ κομπ, με τον κύριο Ντόουσον να έχει την ευθύνη, και ότι θα περίμενε με αγωνία τη γνώμη του συζύγου της, μόλις εκείνος επέ στρεφε. Η επιστροφή αυτή, την πληροφορούσαν τα γράμματά του, θα γινόταν σε τρεις μέρες. Ο κόμης και η κόμησσα αλλη λογραφούσαν κανονικά κάθε πρωί, στη διάρκεια της απουσίας
48 5
WI LKI E COL L I NS
του εξοχότατου. Ή ταν, α π ’ αυτή την άποψη, όπως και σε όλες τις άλλες, υπόδειγμα συζύγων. Το βράδυ της τρίτης μέρας παρατήρησα μια αλλαγή στη μις Χάλκομπ, η οποία μου προκάλεσε σοβαρή ανησυχία. Την π α ρατήρησε και η κυρία Ρουμπέλ. Δεν είπαμε τίποτε για το δέ μα στη λαίδη Γκλάιντ. που κοιμόταν εκείνη την ώρα, τελείως εξαντλημένη από την κούραση, στον καναπέ του καθιστικού. Ο κύριος Ντόουσον πραγματοποίησε αργότερα από το συ νηθισμένο τη βραδινή του επίσκεψη. Μ όλις αντίκρισε την ασθενή του, είδα το ύφος του να αλλάζει. Προσπάθησε να το κρύψει· αλλά φαινόταν σαστισμένος και πανικόβλητος. Έ νας υπηρέτης στάλθηκε στο σπίτι του για το στηθοσκόπιό του, διά φορες προετοιμασίες απολύμανσης έγιναν στο δωμάτιο και ετοι μάστηκε ένα κρεβάτι γι’ αυτόν, σύμφωνα με τις οδηγίες του. «Γύρισε σε μόλυνση ο π υ ρ ετός;» του ψιθύρισα. «Φοβάμαι πως ναι», απάντησ ε- « θ α ξέρουμε καλύτερα αύριο το πρωί». Σύμφωνα με τις οδηγίες του ίδιου του κυρίου Ντόουσον, η λαί δη Γκλάιντ δεν ενημερώθηκε γι’ αυτή την αλλαγή προς το χει ρότερο. Ο ίδιος, προσωπικά, της απαγόρευσε, εξαιτίας της κλο νισμένης υγείας της, να έλθει μαζί μας στην κρεβατοκάμαρα. Προσπάθησε να αντιδράσει -έγινε μια θλιβερή σκηνή- αλλά ο κύριος Ντόουσον είχε το κύρος της ιδιότητάς του, στο οποίο και βασίστηκε. Έτσι, επέβαλε τη θέλησή του. Το άλλο πρωί, ένας από τους υπηρέτες στάλθηκε στο Λονδί νο, στις έντεκα, με ένα γράμμα για ένα γιατρό εκεί, και με την εντολή να τον φέρει μαζί του με το πρώτο τραίνο. Μισή ώρα με τά την αναχώρηση του απεσταλμένου, ο κόμης επέστρεψε στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Η κόμησσα, με δική της ευθύνη, τον έφερε αμέσως να δει την ασθενή. Δεν βρήκα τίποτε το αταίριαστο στην ενέργειά της αυ τή. Ο εξοχότατος ήταν παντρεμένος, και αρκετά μεγάλος - θα μπορούσε να είναι πα τέρας της μις Χάλκομπ· και την είδε π α ρουσία μιας συγγενούς της, της θείας της λαίδης Γκλάιντ. Ο
48 6
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
κύριος Ντόουσον, όμως, διαμαρτυρήδηκε για την παρουσία του στο δωμάτιο· αλλά, όπως μπορούσα να παρατηρήσω, ο γιατρός ήταν πανικόβλητος, σχεδόν αδύναμος να προβάλει οποιαδήποτε σοβαρή αντίσταση. Η εξαντλημένη άρρωστη κυρία δεν ήταν σε δέση να αναγνωρίσει ποιοι βρίσκονταν γύρω της. Έδειχνε να εκλαμβάνει τους φίλους της για εχδρούς. Ό τα ν ο κόμης πλησίασε το προσκέφαλό της, τα μάτια της, που πριν από λίγο πλανιόντουσαν στο δωμάτιο, σταμάτησαν στο πρόσωπό του, με ένα φοβερό βλέμμα τρόμου, που δα το δυμάμαι μέχρι να πεδάνω. Ο κόμης κάδισε δίπλα της· έπιασε το σφυγμό της και τους κροτάφους της· την κοίταξε πο λύ προσεκτικά, και μετά στράφηκε προς το γιατρό με ένα τέ τοιο ύφος αγανάκτησης και περιφρόνησης στο πρόσωπό του, που οι λέξεις πάγωσαν στα χείλη του κυρίου Ντόουσον και έμει νε, για μια στιγμή, χλωμός από οργή και πανικό - χλωμός, και τελείως άφωνος. Ο εξοχότατος κοίταξε μετά εμένα. «Π ότε έγινε η αλλα γή;» ρώτησε. Του είπα το χρόνο. «Έ χει μπει από τότε στο δωμάτιο η λαίδη Γκλάιντ;» Α πάντησα πω ς όχι. Ο γιατρός τής είχε απαγορεύσει κατη γορηματικά να μπει στο δωμάτιο το προηγούμενο βράδυ, και είχε επαναλάβει την εντολή το πρωί. «Έ χετε συνειδητοποιήσει η κυρία Ρουμπέλ κι εσείς την έκτα ση του προβλήμ ατος;» ήταν η επόμενη ερώτηση. Είχαμε συνειδητοποιήσει, απάντησα, ότι η ασδένεια ήταν με ταδοτική. Με σταμάτησε, πριν μπορέσω να προσδέσω τίποτε περισσότερο. «Είναι τυφοειδής πυρετός», είπε. Στο λεπτό που πέρασε, ενώ γίνονταν αυτές οι ερωταποκρίσεις, ο κύριος Ντόουσον ξαναβρήκε τον εαυτό του και απευδύνδηκε στον κόμη με τη συνηδισμένη του αποφασιστικότητα. «Δεν μπορεί να είναι τυφοειδής πυρετός, κύριε», αντέδρασε
48 7
WI LKI E C OL L I NS
έντονα. «Διαμαρτύρομαι γι’ αυτή την αυθαίρετη ανάμειξή σας. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να δέτει ερωτήσεις εδώ, εκτός από μένα. Επιτελώ το καθήκον μου, κάνοντας ό,τι μπορώ». Ο κόμης τον διέκοψε - όχι με λόγια, αλλά δείχνοντας απλώς το κρεβάτι. Ο κύριος Ντόουσον φάνηκε να αντιλαμβάνεται αυ τή τη βουβή αντιλογία στην επίκληση των ικανοτήτων του, και έδειξε να οργίζεται ακόμη περισσότερο. «Λέω ότι έχω κάνει το καθήκον μου», επανέλαβε. «Έχω καλέσει γιατρό από το Λονδίνο. Θα κάνουμε σύσκεψη οι δυο μας, ως επιστήμονες, για τη φύση του πυρετού· με κανέναν άλλο δεν θα συζητήσω το θέμα. Επιμένω να βγείτε από το δωμάτιο». «Μ πήκα στο δωμάτιο αυτό, κύριε, από ιερό ανθρωπιστικό ενδιαφέρον», είπε ο κόμης. «Και από το ίδιο ενδιαφέρον, αν καθυστερήσει η άφιξη του γιατρού, θα ξαναμπώ. Σας προει δοποιώ για άλλη μια φ ορά ότι ο πυρετός έχει εξελιχθεί σε τύ φο, και ότι η θεραπεία σας είναι υπεύθυνη γι’ αυτή την αξιο θρήνητη εξέλιξη. Αν η δυστυχισμένη αυτή κυρία πεθάνει, θα καταθέσω στη δικαιοσύνη ότι η άγνοια και το πείσμα σας υπήρξαν η αιτία του θανάτου της». Πριν ο κύριος Ντόουσον προλάβει να απαντήσει, πριν ο κό μης προλάβει να αποχωρήσει, άνοιξε η πόρτα από το καθιστικό και είδαμε στο κατώφλι τη λαίδη Γκλάιντ. «Πρέπει, και θα μπω!» είπε, με ασυνήθιστη για το χαρακτήρα της αποφασιστικότητα. Αντί να τη σταματήσει, ο κόμης προχώρησε προς το καθιστι κό και της έκανε χώρο για να περάσει. Σ ’ όλες τις άλλες περι πτώσεις, ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα ξε χνούσε κάτι* αλλά, μέσα στην ταραχή της στιγμής, προφανώς ξέχασε τον κίνδυνο της μόλυνσης από τύφο και την πιεστική ανά γκη να αναγκάσει τη λαίδη Γκλάιντ να φροντίσει τον εαυτό της. Προς έκπληξή μου, ο κύριος Ντόουσον έδειξε περισσότερη ετοι μότητα. Σταμάτησε τη λαίδη ήδη από το πρώτο βήμα που έκα νε προς το κρεβάτι. «Ειλικρινά λυπάμαι, ειλικρινά θλίβομαι»,
488
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
είπε. «Φοβάμαι ότι ο πυρετός είναι μεταδοτικός. Μέχρι να βε βαιωθώ ότι δεν είναι, σας παρακαλώ να μείνετε μακριά από το δωμάτιο αυτό». Έμεινε για μια στιγμή αναποφάσιστη· μετά τα χέρια της κρέ μασαν απότομα κι έγειρε μπροστά. Είχε λιποθυμήσει! Η κόμησσα κι εγώ τη σηκώσαμε και τη μεταφέραμε στο δωμάτιό της. Ο κό μης περίμενε στο διάδρομο, μέχρι που βγήκα και του είπα ότι την είχαμε συνεφέρει από τη λιποθυμία. Πήγα στο γιατρό να του πω, σύμφωνα με την επιθυμία της λαίδης Γκλάιντ, ότι επέμενε να του μιλήσει αμέσως. Ο κύριος Ντόουσον έσπευσε αμέσως να καθησυχάσει την ανησυχία της λαίδης και να τη διαβεβαιώσει για την άφιξη γιατρού από το Λονδίνο μέσα σε μερικές ώρες. Οι ώρες αυτές πέρασαν πολύ αργά. Ο σερ Πέρσιβαλ και ο κόμης ήταν μαζί στο ισόγειο και μας καλούσαν, κατά διαστήματα, να ρωτήσουν για την κατά σταση της άρρωστης. Τελικά, γύρω στις πέντε ή έξι το από γευμα, προς μεγάλη μας ανακούφιση, ήρθε ο γιατρός. Ή ταν νεότερος από τον κύριο Ντόουσον· πολύ σοβαρός και πολύ αποφασιστικός. Ποια ήταν η γνώμη του για την προηγού μενη θεραπεία, δεν μπορώ να πω· αλλά μου φάνηκε εξαιρετι κά περίεργο ότι έκανε πολύ περισσότερες ερωτήσεις σε μένα και την κυρία Ρουμπέλ α π ’ όσες έκανε στο γιατρό, και ότι δεν φάνηκε να ακούει με μεγάλο ενδιαφέρον τα όσα έλεγε ο κύριος Ντόουσον καθώς εκείνος εξέταζε την ασθενή του. Αρχισα να υποψιάζομαι, α π ’ όσα παρατηρούσα τώρα, ότι ο κόμης είχε από την αρχή δίκιο σχετικά με την ασθένεια- και η ιδέα μου αυτή επιβεβαιώθηκε, όταν ο κύριος Ντόουσον, μετά από μια μικρή καθυστέρηση, του έκανε τη σημαντική ερώτηση. «Π οια είναι η γνώμη σας για τον π υ ρ ετό;» ρώτησε. «Τύφος», απάντησε ο γιατρός. «Τυφοειδής πυρετός πέρα από κάθε αμφισβήτηση». Η λιγομίλητη ξένη, η κυρία Ρουμπέλ, σταύρωσε μπροστά της τα αδύνατα, μελαμψά χέρια της και με κοίταξε με ένα πολύ
489
WI LKI E C OL L I NS
χαρακτηριστικό χαμόγελο - ο ίδιος ο κόμης δεν δα μπορούσε να δείχνει περισσότερο ικανοποιημένος, αν βρισκόταν στο δω μάτιο και είχε ακούσει την επιβεβαίωση της γνώμης του. Αφού μας έδωσε μερικές χρήσιμες οδηγίες σχετικά με τη νο σηλεία της ασθενούς, μας είπε ότι δα ξανάρδει μετά από π έ ντε μέρες, και μετά αποσύρδηκε για να συζητήσει ιδιαιτέρως με τον κύριο Ντόουσον. Δεν εξέφρασε καμιά άποψη για τις π ι θανότητες ανάρρωσης της μις Χάλκομπ· είπε ότι ήταν αδύνα τον σ ’ αυτή τη φάση της ασθένειας να αποφανδεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Οι πέντε μέρες πέρασαν μέσα σε κλίμα ανησυχίας. Η κόμησσα Φόσκο κι εγώ αναλάβαμε να αντικαθιστούμε με βάρδιες την κυρία Ρουμπέλ, μια και η κατάσταση της μις Χάλ κομπ χειροτέρευε συνεχώς και χρειαζόταν τη μεγαλύτερη δυ νατή φροντίδα και προσοχή. Ή ταν μία τρομερά δύσκολη περίοδος. Η λαίδη Γκλάιντ -υποστηριζόμενη, κατά τον κύριο Ντόουσον, από το διαρκές άγχος της αγωνίας της για την τύχη της αδελ φής τ η ς - είχε ανακάμψει με τον εντυπωσιακότερο τρόπο και έδειχνε μια σταθερότητα και αποφασιστικότητα την οποία δεν θα περίμενα ποτέ α π ’ αυτήν. Επέμενε να έρχεται στο δωμάτιο της ασθενούς, δύο ή τρεις φορές κάθε μέρα, για να βλέπει τη μις Χάλκομπ με τα μάτια της, υποσχόμενη να μην πλησιάσει πολύ κοντά στο κρεβάτι αν ο γιατρός ικανοποιούσε την επιθυ μία της. Ο κύριος Ντόουσον έδωσε πολύ απρόθυμα την έγκρι ση που χρειαζόταν - νομίζω πω ς κατάλαβε ότι ήταν μάταιο να διαφωνήσει μαζί της. Η λαίδη ερχόταν στο δωμάτιο καθημερι νά και κρατούσε με ευλάβεια την υπόσχεσή της. Μου ήταν υπερ βολικά θλιβερό -μ ο υ θύμιζε τη δική μου δοκιμασία στη διάρ κεια της τελευταίας ασθένειας του συζύγου μ ο υ - να βλέπω πό σο πολύ υπέφερε κάτω α π ’ αυτές τις συνθήκες, ώστε θα σας παρακαλούσα να μη σταθώ περισσότερο στο θέμα αυτό. Είναι πε ρισσότερο ευχάριστο για μένα να αναφέρω ότι δεν σημειώθηκαν
490
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
νέες διαφωνίες ανάμεσα στον κύριο Ντόουσον και τον κόμη. Ο εξοχότατος έκανε όλες τις ερωτήσεις του μέσω εκπροσώπου· και παρέμενε συνεχώς μαζί με τον σερ Πέρσιβαλ στο ισόγειο. Την πέμπτη μέρα, ο γιατρός ξαναήρδε και μας έδωσε μια μι κρή ελπίδα. Είπε ότι η δέκατη μέρα από την πρώτη εμφάνιση του τύφου δα έκρινε μάλλον το αποτέλεσμα της ασθένειας, και κανόνισε να πραγματοποιηθεί η τρίτη επίσκεψή του εκείνη την ημέρα. Το μεσοδιάστημα πέρασε όπως και πριν - μόνο που ο κόμης ξαναπήγε στο Λονδίνο ένα πρωί, και επέστρεψε το βράδυ. Τη δέκατη μέρα, η μεγαλόψυχη Θεία Πρόνοια εδέησε να απαλλάξει το σπίτι μας από άλλες αγωνίες και πανικούς. Ο γιατρός μάς διαβεβαίωσε ότι η μις Χάλκομπ ήταν εκτός κινδύ νου. «Δεν θέλει γιατρό τώρα. Το μόνο που χρειάζεται είναι προ σεκτική παρακολούθηση και νοσηλεία· και αυτά βλέπω ότι τα έχει». Αυτά ήταν τα λόγια του. Το βράδυ διάβασα το συγκινη τικό κήρυγμα του άντρα μου για την ανάρρωση από ασθένεια, και άντλησα μεγαλύτερη ευτυχία και πνευματικό όφελος α π ’ ό.τι θυμάμαι να είχα ποτέ αντλήσει στο παρελθόν. Η επίδραση των καλών νέων στην αδύναμη λαίδη Γκλάιντ ήταν, στενοχωριέμαι που το λέω, μάλλον αρνητική. Ή ταν πολύ αδύ ναμη για να αντέξει τη βίαιη ανατροπή- και μετά από μία ή δύο μέρες, βυθίστηκε σε μια κατάσταση ατονίας και κατάθλιψης, που την υποχρέωσε να μείνει στο δωμάτιό της. Ανάπαυση και ηρε μία, και αλλαγή του αέρα αργότερα, ήταν οι καλύτερες θερα πείες τις οποίες μπορούσε να εισηγηθεί για το καλό της ο κύ ριος Ντόουσον. Ή ταν ευτύχημα που τα πράγματα δεν ήταν χει ρότερα, γιατί, τη μέρα που κατέρρευσε και παρέμεινε στο δω μάτιό της, ο κόμης και ο γιατρός είχαν άλλη μία διαφωνία· και αυτή τη φορά, η διαφωνία ανάμεσά τους ήταν τόσο σοβαρού χα ρακτήρα, ώστε ο κύριος Ντόουσον εγκατέλειψε το σπίτι. Δεν ήμουν παρούσα στο επεισόδιο, αλλά κατάλαβα ότι το αντι κείμενο της διαφωνίας ήταν η ποσότητα τροφής που έπρεπε να
491
WI LKI E COL L I NS
παρέχεται στη μις Χάλκομπ, μετά την εξάντληση που της είχε προκαλέσει ο πυρετός. Ο κύριος Ντόουσον, τώρα που η ασθε νής του ήταν σε ανάρρωση, ήταν λιγότερο διατεθειμένος από άλλοτε να υποκύψει σε αντιεπαγγελματικές παρεμβάσεις· και ο κόμης -δ εν μπορώ να φανταστώ γιατί- έχασε όλη την αυτο κυριαρχία που είχε τόσο διακριτικά διατηρήσει όλο το προηγούμενο διάστημα, και ειρωνεύτηκε το γιατρό, ξανά και ξανά, για το λά9ος του, το οποίο επέτρεψε στον πυρετό να εξελιχθεί σε τύφο. Το ατυχές επεισόδιο έληξε όταν ο κύριος Ντόουσον απευθύν θηκε στον σερ Πέρσιβαλ και απείλησε -τώ ρ α που μπορούσε να φύγει χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο για τη μις Χάλκομπ- να απο χωρήσει από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ, αν η παρέμβαση του κό μη δεν περιοριζόταν δραστικά από εκείνη τη στιγμή. Η απάντηση του σερ Πέρσιβαλ -α ν και όχι εσκεμμένα αγενής, νομίζω- είχε ως αποτέλεσμα να χειροτερέψουν τα πράγματα· και ο κύριος Ντόουσον αμέσως μετά αποχώρησε, σε κατάσταση έξαλλης αγα νάκτησης για τη συμπεριφορά του κόμη Φόσκο. Το άλλο πρωί έστειλε το λογαριασμό του. Κατά συνέπεια, είχαμε απομείνει τώρα χωρίς την παρουσία γιατρού. Παρόλο που δεν υπήρχε πραγματική ανάγκη άλλου γιατρού -μ ια και τα μόνα που χρειαζόταν η μις Χάλκομπ, όπως είχε παρατηρήσει ήδη ο γιατρός, ήταν παρακολούθηση και φροντίδα-, θα μπορούσα, ωστόσο, αν με είχαν συμβουλευτεί, να εξασφαλίσω ιατρική βοήθεια από κάποια άλλη περιοχή. Ο σερ Πέρσιβαλ δεν φάνηκε να βλέπει έτσι το θέμα. Είπε ότι θα υπήρχε αρκετός χρόνος για να κληθεί άλλος γιατρός, αν η μις Χάλκομπ έδειχνε κάποια σημάδια υποτροπής της αρρώστιας. Στο μεσοδιάστημα, είχαμε τον κόμη να συμβουλευτούμε για όποιο μικροπρόβλημα* και δεν χρειάζεται να ταράξουμε χωρίς λόγο την ασθενή μας, στην αδύναμη νευρική κατάσταση που βρισκόταν, με την παρουσία ενός άγνωστου στο προσκέφαλό της. Υπήρχαν πολλά που ήταν, αναμφισβήτητα, λογικά σ’ αυτές τις σκέψεις· αλλά μου προκαλούσαν κάποια ανησυχία. Ούτε και ήμουν πολύ
492
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
ικανοποιημένη από την εντολή που είχαμε να κρύψουμε την απου σία του γιατρού, όπως κάναμε, από τη λαίδη Γκλάιντ. Ή ταν μία φιλεύσπλαχνη απάτη, το παραδέχομαι - γιατί δεν ήταν σε κα τάσταση να αντέξει νέες ανησυχίες. Ωστόσο, ήταν μία απάτη. Έ να δεύτερο γεγονός που συνέβη την ίδια μέρα, και το οποίο με κατέλαβε κυριολεκτικά εξ απήνης, συνέβαλε σημαντικά στο αίσδημα ανησυχίας που βάραινε πλέον στη σκέψη μου. Είχα κληδεί να δω τον σερ Πέρσιβαλ στη βιβλιοδήκη. Ο κό μης, που ήταν μαζί του όταν μπήκα, σηκώδηκε αμέσως και μας άφησε μόνους. Ο σερ Πέρσιβαλ μου ζήτησε ευγενικά να καδίσω· και μετά, προς μεγάλη μου έκπληξη, μου είπε τα εξής: «Θ έ λω να σας μιλήσω, κυρία Μίκελσον, για ένα δέμα που αποφ ά σισα πριν από λίγο καιρό και το οποίο δα είχα αναφέρει πριν, αν δεν υπήρχαν τα προβλήματα ασδένειας στο σπίτι. Με δυο λόγια, έχω λόγους να δέλω να κλείσω το σπίτι μου - αφήνοντάς σας, φυσικά, επικεφαλής, όπως μέχρι τώρα. Αμέσως μόλις η λαίδη Γκλάιντ και η μις Χάλκομπ δα είναι σε δέση να ταξιδέ ψουν, δα πρέπει να αλλάξουν και οι δυο τον αέρα τους. Οι φί λοι μου, ο κόμης Φόσκο και η κόμησσα, δα μας αφήσουν νωρί τερα, για να πάνε να μείνουν στο Λονδίνο. Και έχω λόγους να μην ανοίξω το σπίτι για άλλους καλεσμένους, δέλοντας να κά νω όσο το δυνατόν περισσότερη οικονομία. Δεν κατηγορώ εσάς - αλλά τα έξοδά μου εδώ είναι υπερβολικά. Με δυο λόγια, δα πουλήσω τα άλογα, και δα απαλλαγώ αμέσως και από το υπη ρετικό προσωπικό. Δεν κάνω μισά πράγματα, όπως ξέρετε· και δέλω, αύριο αυτή την ώρα, να έχει αδειάσει το σπίτι από ένα κοπάδι άχρηστων ατόμων». Τον άκουγα άφωνη από έκπληξη. «Εννοείτε, σερ Πέρσιβαλ, ότι δα πρέπει να απολύσω τους εσωτερικούς υπηρέτες, χωρίς τη συνηδισμένη μηνιαία προει δοποίηση; » ρώτησα. «Φυσικά και το εννοώ. Ίσω ς να έχουμε φύγει όλοι από το σπί τι πριν περάσει ο μήνας· και δεν είμαι διατεδειμένος να αφήσω
493
WI LKI E C OL L I NS
τους υπηρέτες να τεμπελιάζουν, χωρίς να υπηρετούν κάποιον». «Ποιος δα μαγειρεύει, σερ Πέρσιβαλ, όσο δα μένετε ακόμη εδώ ;» «Η Μ άργκαρετ Πόρτσερ μπορεί να ψήνει και να βράζει κρατήστε τη. Τι να την κάνω τη μαγείρισσα αν δεν σκοπεύω να κάνω κάποια δεξίωση;» «Η υπηρέτρια π ου μόλις αναφέρατε είναι η π ιο ανόητη υπη ρέτρια του σπιτιού, σερ Π έρσιβαλ...» «Κ ρατήστε τη, σας λέω· και φ έρτε μια γυναίκα από το χω ριό να καδαρίζει, και να φεύγει. Τα εβδομαδιαία έξοδά μου πρέπει να μειωδούν. και δα μειωδούν αμέσως. Δεν σας κάλεσα για να μου προβάλετε αντιρρήσεις, κυρία Μίκελσον. Σας κάλεσα για να εκτελέσετε τα σχέδιά μου για οικονομία. Ζητώ να απολύσετε όλο αυτό το οκνηρό κοπάδι του εσωτερικού υπηρετικού προσωπικού, εκτός από την Πόρτσερ. Είναι δυνα τή σαν άλογο - δα τη βάλουμε και να δουλεύει σαν άλογο». «Συγχωρήστε με που σας δυμίζω, σερ Πέρσιβαλ, πω ς αν οι υπηρέτες φύγουν αύριο, πρέπει να πάρουν μισδούς ενός μή να αντί για προειδοποίηση ενός μήνα». «Α ς πάρουν! Μισδοί ενός μήνα με γλιτώνουν από τη σ πα τάλη και τη λαιμαργία τους αυτό το μήνα». Αυτή η τελευταία παρατήρηση αποτελούσε προσβλητικό υπαινιγμό για τη διαχείρισή μου. Είχα υπερβολικό αυτοσεβα σμό ώστε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου κάτω από μια τόσο σκληρή προσβολή. Το χριστιανικό ενδιαφέρον μου για την κα τάσταση της μις Χάλκομπ και της λαίδης Γκλάιντ, και για τις σοβαρές ενοχλήσεις που ίσως να τους προκαλούσε η ξαφνική απουσία μου, ήταν το μόνο που με εμπόδισε να παραιτηδώ εκεί νη τη στιγμή από τη δέση μου. Σηκώδηκα αμέσως. Θα ήταν υπο τιμητικό να επιτρέψω να συνεχιστεί έστω και για ένα λεπτό π α ραπάνω αυτή η συζήτηση. «Μ ετά από την τελευταία παρατήρησή σας, σερ Πέρσιβαλ, δεν έχω τίποτε περισσότερο να προσδέσω. Οι εντολές σας δα
494
___ ________
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
εκτελεστούν». Χαμήλωσα το κεφάλι μου με ένα διακριτικό σε βασμό και βγήκα από το δωμάτιο. Την επόμενη μέρα, οι υπηρέτες έφυγαν ομαδικά. Ο ίδιος ο σερ Πέρσιβαλ απέλυσε τους ιπποκόμους και τους σταβλίτες, στέλνοντάς τους, με όλα τα άλογα εκτός από ένα, στο Λονδί νο. Α π ’ όλο το υπηρετικό προσωπικό, εσωτερικό και εξωτερι κό, απομείναμε μόνο εγώ, η Μ άργκαρετ Πόρτσερ και ο κηπουρός - αυτός ο τελευταίος έμενε στο δικό του σπίτι και ερχόταν μό νο για να περιποιηδεί το μοναδικό άλογο που είχε απομείνει στους στάβλους. Με το σπίτι να έχει περιέλδει σ’ αυτή την παράξενη και ερη μική κατάσταση· με την κυρία του άρρωστη στο δωμάτιό της· με τη μις Χάλκομπ να είναι ακόμη αδύναμη σαν παιδί και με το γιατρό να έχει διακόψει οργισμένος τις επισκέψεις του, δεν ήταν ασφαλώς αφύσικο που δυσκολευόμουν να διατηρήσω τη συνη θισμένη ηρεμία μου. Αισθανόμουν πολύ άσχημα, με πολύ κακή διάθεση. Ευχόμουν να γίνουν γρήγορα καλά οι κυρίες· και ευ χόμουν να φύγω από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ!
49S
Κεφάλαιο Εικοστό Πέμπτο Συνέχεια της αφήγησης της κυρίας Μίκελσον
Το επόμενο περιστατικό ήταν τόσο ξεχωριστό, που ίσως να μου προκαλούσε ένα αίσθημα δεισιδαιμονικής έκπληξης, αν το μυα λό μου δεν ήταν καλά θωρακισμένο από τέτοιου είδους ειδωλολατρικές αδυναμίες. Η υποψία ότι στην οικογένεια συνέβαινε κάτι κακό με είχε κάνει να δέλω να φύγω από το Μπλάκγουοτερ Παρκ, όπως 9α θυμάστε. Ε, λοιπόν, κατά έναν περίεργο τρό πο, η απομάκρυνσή μου από το σπίτι έγινε πραγματικότητα. Εί ναι αλήθεια ότι η απουσία μου ήταν απλώς προσωρινή, αλλά η σύμπτωση δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, διόλου αμελητέα. Η απομάκρυνσή μου πραγματοποιήθηκε υπό τις ακόλουθες συνθήκες: Μ ία ή δύο μέρες αφότου είχαν φύγει όλοι οι υπηρέτες, ει δοποιήθηκα και πάλι να παρουσιαστώ στον σερ Πέρσιβαλ. Η άδικη μομφή την οποία μου είχε επιρρίψει για την εκ μέρους μου πλημμελή διαχείριση των οικονομικών του σπιτιού δεν με εμπόδιζε, ευχαρίστως το λέω, να ανταποδίδω το κακό με κα λό, φροντίζοντας να συμμορφώνομαι προς τις επιθυμίες του πρόθυμα και με σεβασμό. Χρειάστηκε να παλέψω σκληρά με τα συναισθήματά μου, αλλά έχοντας ασκηθεί στην αυτοπει θαρχία, πέτυχα αυτή τη θυσία. Βρήκα τον σερ Πέρσιβαλ και τον κόμη Φόσκο καθισμένους
496
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
και πάλι μαζί. Αυτή τη φ ορά ο εξοχότατος παρέμεινε και π α ρακολούθησε όλη τη συνομιλία μας - βοήθησε μάλιστα τον σερ Πέρσιβαλ να εκθέσει τις απόψεις του. Το θέμα στο οποίο επέστησαν τώρα την προσοχή μου είχε να κάνει με την αλλαγή περιβάλλοντος, που όλοι ελπίζαμε ότι θα βοηθούσε τη μις Χάλκομπ και τη λαίδη Γκλάιντ να αναρρώσουν. Ο σερ Πέρσιβαλ ανέφερε ότι οι δύο κυρίες θα περνούσαν μάλ λον το φθινόπωρο -μ ετά από πρόσκληση του Φρέντερικ Φέρλ ι- στο Λίμεριτζ Χάουζ, στο Κάμπερλαντ. Αλλά πριν πάνε εκεί, είχε την άποψη, όπως βεβαίωσε και ο κόμης Φόσκο, που πήρε αυτός το λόγο από το σημείο αυτό ως το τέλος, ότι θα τους έκα νε καλό μια σύντομη διαμονή στο καλό κλίμα του Τόρκουεϊ. Το σημαντικό, κατά συνέπεια, ήταν να εξασφαλιστεί κατοικία στην περιοχή αυτή, που να παρέχει όλες τις ενδεικνυόμενες ανέσεις και τα απαραίτητα πλεονεκτήματα· και η μεγάλη δυσκολία ήταν να βρεθεί ένα έμπειρο άτομο, ικανό να διαλέξει το είδος της κα τοικίας που ήθελαν. Στην επείγουσα αυτή περίπτωση, ο κόμης με ρώτησε, για λογαριασμό του σερ Πέρσιβαλ, αν θα είχα αντίρ ρηση να προσφέρω στις κυρίες τη βοήθειά μου. πηγαίνοντας στο Τόρκουεϊ για λογαριασμό τους. Ή ταν αδύνατον για ένα άτομο όπως εγώ να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πρόταση που γινόταν μ ’ αυτό τον τρόπο με κα τηγορηματική άρνηση. Απλώς επιχείρησα να περιγράφω τα σοβαρά προβλήματα που θα προκαλούσε η απουσία μου από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ, λόγω και της απουσίας όλου του υπηρετικού προσωπικού - εκτός, φυσικά, της Μ άργκαρετ Πόρτσερ. Αλλά ο σερ Πέρσιβαλ και ο εξοχότατος δήλωσαν ότι ήταν και οι δύο διατεθειμένοι να αντι μετωπίσουν τα όποια προβλήματα προς χάρη των ασθενών. Με τά, πρότεινα με σεβασμό να γράψω σ' ένα μεσίτη στο Τόρκουεϊ, αλλά απέρριψαν την πρότασή μου, με το επιχείρημα πω ς θα ήταν αφροσύνη να νοικιάσουν ένα σπίτι χωρίς πρώτα να το δουν. Πληροφορήθηκα, επίσης, ότι η κόμησσα, που διαφορετικά θα
49 7
WI LKI E C OL L I NS
_
πήγαινε εκείνη στο Ντέβονσαϊρ, δεν μπορούσε, λόγω της κα τάστασης της λαίδης Γκλάιντ, να εγκαταλείψει την ανιψιό της· και ότι ο σερ Πέρσιβαλ και ο κόμης είχαν να ασχοληδούν με κάποιες υποδέσεις που τους υποχρέωναν να παραμείνουν στο Μπλάκγουοτερ Παρκ. Κοντολογίς, μου υποδείχδηκε σαφώς πως αν δεν αναλάμβανα εγώ την αποστολή, δεν δα μπορούσαν να την εμπιστευτούν σε κανέναν άλλο. Κάτω α π ’ αυτές τις συνδήκες, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να πληροφορή σω τον σερ Πέρσιβαλ ότι οι υπηρεσίες μου ήταν στη διάδεση της μις Χάλκομπ και της λαίδης Γκλάιντ. Έτσι κανονίστηκε ότι δα έφευγα το άλλο πρωί· ότι δα αφιέ ρωνα μία ή δύο μέρες για να εξετάσω τα καταλληλότερα σπί τια στο Τόρκουεϊ και ότι δα επέστρεφα, με την αναφορά μου, όσο συντομότερα μπορούσα. Ο εξοχότατος μου έδωσε ένα ση μείωμα στο οποίο αναφέρονταν όλες οι προϋποδέσεις που έπρε πε να πληροί το σπίτι το οποίο είχα ως αποστολή να βρω - μια υποσημείωση για τα χρηματικά όρια μέσα στα οποία έπρεπε να κινηδώ προστέδηκε από τον σερ Πέρσιβαλ. Η άποψή μου, διαβάζοντας τις οδηγίες αυτές, ήταν ότι καμία τέτοια κατοικία σαν αυτή που έβλεπα να περιγράφεται δεν δα μπορούσε να βρεδεί σε οποιοδήποτε παραδαλάσσιο μέρος της Αγγλίας· και ότι, ακόμη κι αν τυχαία βρισκόταν, δεν δα μπο ρούσε να παραχωρηδεί με τους όρους που ήμουν εξουσιοδοτη μένη να προτείνω. Επεσήμανα τις δυσκολίες αυτές στους δύο κυρίους· αλλά ο σερ Πέρσιβαλ, που ανέλαβε να μου απαντή σει, δεν φάνηκε να τις αντιλαμβάνεται. Δεν ήταν δουλειά μου να αμφισβητήσω την κρίση του. Δεν μίλησα άλλο. Αλλά αισδανόμσυν πολύ έντονα την πεποίδηση ότι η δουλειά την οποία με έστελ ναν να διεκπεραιώσω ήταν τόσο δύσκολη, ώστε η αποστολή μου εκ των προτέρων ήταν σχεδόν καταδικασμένη σε αποτυχία. Πριν ξεκινήσω, φρόντισα να βεβαιωδώ ότι η κατάσταση της υγείας της μις Χάλκομπ εξελισσόταν ευνοϊκά. Υπήρχε μία οδυνηρή έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπό της που
498
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
με έκανε να φοβηθώ ότι το μυαλό της δεν ήταν ήρεμο. Η ίδια, όμως, ασφαλώς δυνάμωνε γρηγορότερα α π ’ όσο δα μπορούσα να προβλέψω· και ήταν σε δέση να στέλνει ευγενικά μηνύμα τα στη λαίδη Γκλάιντ, λέγοντας ότι συνερχόταν γρήγορα και παρακαλώ ντας τη λαίδη να μην κουράζεται περισσότερο α π ’ όσο άντεχε. Την άφησα υπό την ευδύνη της κυρίας Ρουμπέλ, η οποία εξακολουδούσε να κινείται το ίδιο άνετα μέσα στο σπί τι. Ό τα ν χτύπησα την πόρτα της λαίδης Γκλάιντ, πριν φύγω, ενημερώδηκα ότι ήταν το ίδιο αδύναμη και μελαγχολική - με πληροφόρησε η κόμησσα, που της κρατούσε εκείνη τη ώρα συ ντροφιά στο δωμάτιό της. Ο σερ Πέρσιβαλ και ο κόμης βάδι ζαν στο δρόμο καδώς έφευγα με την άμαξα. Τους χαιρέτησα, και εγκατέλειψα το σπίτι σχεδόν έρημο, χωρίς να έχει απομείνει ψυχή, εκτός από τη Μ άργκαρετ Πόρτσερ στην πτέρυγα του υπηρετικού προσωπικού. Ο καδένας πρέπει να νιώσει αυτό που είχα νιώσει κι εγώ τό τε, ότι οι συνδήκες αυτές ήταν περισσότερο από ασυνήδιστες - ήταν σχεδόν ύποπτες. Επιτρέψτε μου, ωστόσο, να ξαναπώ ότι ήταν αδύνατον για μένα, με την εξαρτημένη σχέση που είχα, να ενεργήσω διαφορετικά από τον τρόπο που ενήργησα. Το αποτέλεσμα της αποστολής μου στο Τόρκουεϊ ήταν αυτό ακριβώς που είχα προβλέψει. Ούτε ένα σπίτι σαν αυτό που εί χα εντολή να βρω δεν υπήρχε σε όλη την περιοχή· και τα χρή ματα που είχα τη δυνατότητα να προσφέρω ήταν πολύ λίγα για το σκοπό αυτό, ακόμη κι αν είχα καταφέρει να ανακαλύψω αυτό που ήδελα. Επέστρεψα, λοιπόν, στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ και ενημέρωσα τον σερ Πέρσιβαλ, που με υποδέχτηκε στην πόρτα, ότι το ταξίδι μου είχε γίνει άσκοπα. Φαινόταν υπερ βολικά απασχολημένος με κάποιο άλλο δέμα για να ενδιαφερδεί για την αποτυχία της αποστολής μου. Τα πρώτα του λόγια με πληροφόρησαν ότι, στο σύντομο διάστημα της απουσίας μου, είχε σημειωδεί μια άλλη σημαντική αλλαγή στο σπίτι. Ο κόμης και η κόμησσα Φόσκο είχαν φύγει από το Μπλάκγουοτερ
499
WI LKI E COL L I NS
Παρκ με προορισμό την κατοικία τους στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ. Δεν ενημερώδηκα για το κίνητρο αυτής της ξαφνικής αναχώ ρησης - απλώς μου ειπώδηκε ότι ο κόμης είχε ζητήσει να μου διαβιβαστούν οι χαιρετισμοί του. Ό τα ν τόλμησα να ρωτήσω τον σερ Πέρσιβαλ αν η λαίδη Γκλάιντ είχε κάποιον να την περιποιείται τώρα που έλειπε η κόμησσα, μου απάντησε ότι τη φρόντιζε η Μ άργκαρετ Πόρτσερ· και πρόσδεσε ότι ερχόταν μια γυναίκα από το χωριό για να κάνει τις δουλειές κάτω. Η απάντηση πραγματικά με συγκλόνισε - ήταν καταφανέ στατα α π ρεπές να επιτρέπεται σε μια ασήμαντη υπηρέτρια να καλύψει τη δέση της εμπιστευτικής ακολούδου της λαίδης Γκλάιντ. Ανέβηκα αμέσως πάνω και συνάντησα τη Μ άργκαρετ στο κεφαλόσκαλο. Οι υπηρεσίες της δεν είχαν χρειαστεί, μια και η κυρία της είχε αναρρώσει επαρκώς, ώστε να είναι σε δέ ση εκείνο το πρωί να σηκωδεί από το κρεβάτι της. Ρώτησα με τά για τη μις Χάλκομπ, αλλά μου απάντησε με έναν αδέξιο, βλοσυρό τρόπο, που δεν με έκανε σοφότερη α π ’ όσο ήμουν πριν. Δεν επέλεξα να επαναλάβω την ερώτηση, και να προκαλέσω ίσως μια αυδάδη απάντηση. Ή ταν από κάδε άποψη περισσό τερο ταιριαστό, σε μια γυναίκα της δέσης μου, να παρουσια στώ αμέσως στο δωμάτιο της λαίδης Γκλάιντ. Διαπίστωσα ότι η λαίδη είχε αναρρώσει σημαντικά στη διάρ κεια των τελευταίων ημερών. Αν και ακόμη δλιβερά αδύναμη και νευρική, κατάφερε να σηκωδεί χωρίς βοήδεια και να περ πατήσει αργά μέσα στο δωμάτιο της, χωρίς να νιώσει από την προσπάδεια αυτή κάτι περισσότερο από μία ελαφρά αίσδηση κόπωσης. Ανησυχούσε εκείνο το πρωί σχετικά με τη μις Χάλ κομπ, μια και δεν είχε λάβει νέα της από κανέναν. Σκέφτηκα ότι αυτό έμοιαζε να υποδηλώνει μία αξιόμεμπτη έλλειψη προ σοχής εκ μέρους της κυρίας Ρουμπέλ· αλλά δεν είπα τίποτε, και έμεινα με τη λαίδη Γκλάιντ για να τη βοηδήσω να ντυδεί. Ό ταν ετοιμάστηκε, βγήκαμε μαζί από το δωμάτιο για να πάμε στη μις Χάλκομπ.
S00
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
Μ ας σταμάτησε στο διάδρομο η εμφάνιση του σερ Πέρσιβαλ. Έμοιαζε σαν να περίμενε σκόπιμα εκεί για να μας δει. «Π ού πηγαίνετε;» είπε στη λαίδη Γκλάιντ. «Στο δωμάτιο της Μ άριαν», του απάντησε. «Ίσως σας γλιτώσω από μια απογοήτευση», παρατήρησε ο σερ Πέρσιβαλ, «αν σας πως αμέσως ότι δεν δα τη βρείτε εκεί». «Δεν δα τη βρούμε εκεί;» «'Οχι. Έ φ υγε από το σπίτι χδες το πρωί, με τον Φόσκο και τη γυναίκα του». Η λαίδη Γκλάιντ δεν ήταν αρκετά δυνατή για να αντέξει την έκπληξη αυτής της αναπάντεχης δήλωσης. Χλώμιασε φοβερά και έγειρε πίσω στον τοίχο, κοιτάζοντας αμίλητη το σύζυγό της. Ή μουν τόσο σαστισμένη, που δεν ήξερα τι να πω. Ρώτησα τον σερ Πέρσιβαλ αν το εννοούσε, αν πραγματικά η μις Χάλκομπ είχε φύγει από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ. «Φυσικά και το εννοώ», απάντησε. «Στην κατάστασή της, σερ Πέρσιβαλ! Χωρίς να αναφέρει τις προδέσεις της στη λαίδη Γκλάιντ!» Πριν προλάβει να απαντήσει, η λαίδη ανέκτησε κάπως τις δυνάμεις της και μίλησε. «Α δύνατον!» αναφώνησε φοβισμένα, κάνοντας ένα ή δύο βή ματα από τον τοίχο. «Π ού ήταν ο γιατρός; Πού ήταν ο κύριος Ντόουσον όταν έφυγε η Μ άριαν;» «Ο κύριος Ντόουσον δεν χρειαζόταν, και δεν ήταν εδώ», εί πε ο σερ Πέρσιβαλ. «Έ φ υγε με τη δέλησή του, γεγονός που δείχνει ότι ήταν αρκετά δυνατή για να ταξιδέψει. Πώς με κοι τάζεις έτσι; Αν δεν πιστεύεις ότι έφυγε, κοίτα και μόνη σου. Ανοιξε την πόρτα του δωματίου της, και όλες τις άλλες πόρ τες, αν δέλεις». Συμμορφώδηκε με τη σύστασή του, και την ακολούδησα. Δεν υπήρχε κανένας στο δωμάτιο της μις Χάλκομπ, εκτός από την Μάργκαρετ Πόρτσερ, που ήταν απασχολημένη με τη συγύρισμά του. Δεν υπήρχε κανένας στους ξενώνες ή στις γκαρνταρόμπες,
__________________
WI LKI E C OL L I NS
όταν κοιτάξαμε και σ’ αυτές αργότερα. Ο σερ Πέρσιβαλ μας περίμενε ακόμη στο διάδρομο. Καδώς βγαίναμε από το τελευταίο δωμάτιο που είχαμε εξετάσει, η λαίδη Γκλάιντ ψιδύρισε: «Μ η φύγετε, κυρία Μίκελσον! Μη με αφήνετε, για όνομα του Θεού!» Πριν προλάβω να απαντήσω, είχε ξαναβγεί στο διάδρομο και μι λούσε με τον άντρα της. «Τι σημαίνει αυτό, σερ Πέρσιβαλ; Επιμένω! Σε παρακαλώ να μου πεις τι σημαίνει!» «Σημαίνει», απάντησε, «ότι η μις Χάλκομπ ήταν αρκετά δυ νατή χδες το πρωί για να σηκωδεί και να ντυδεί· και ότι επέμεινε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία της μετάβασης του Φόσκο στο Λονδίνο για να πάει κι εκείνη». «Στο Λονδίνο;» «Ναι! Φυσικά, με προορισμό το Λίμεριτζ». Η λαίδη Γκλάιντ γύρισε και με κοίταξε παρακλητικά. «Εί στε η τελευταία που είδατε τη μις Χάλκομπ», είπε. «Π είτε μου, κυρία Μίκελσον, σας φάνηκε ότι ήταν σε δέση να ταξιδέψ ει;» «Κ ατά τη γνώμη μου όχι, μυλαίδη». Ο σερ Πέρσιβαλ, από την πλευρά του, γύρισε απότομα και με αγριοκοίταξε. «Π ριν φ ύγετε», είπε, «είπ α τε ή δεν είπατε στη νοσοκόμο ότι η μις Χάλκομπ φαινόταν πολύ πιο δυνατή και ότι ένιωδε κ αλύτερα;» «Φυσικά και έκανα αυτή την παρατήρηση, σερ Πέρσιβαλ». Γύρισε και πάλι στη λαίδη Γκλάιντ, μόλις του έδωσα αυτή την απάντηση. «Σύγκρινε τη μία άποψη της κυρίας Μίκελσον με την άλλη», είπε, «και προσπάδησε να δεις λογικά ένα πολύ απλό δέμα. Αν δεν ήταν αρκετά καλά για να μετακινηδεί, νομίζεις ότι δα είχε διακινδυνεύσει κάποιος α π ’ όλους μας να την αφήσει να φύγει; Έχει τρία ικανά άτομα να την προσέχουν - το Φόσκο και τη δεία σου. και την κυρία Ρουμπέλ, που πήγε μαζί τους αποκλειστικά γι’ αυτό το σκοπό. Έκλεισαν μία άμαξα χδες και
S02
_____ _____
_
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ Π Ρ Α
της έφτιαξαν ένα κρεβάτι στο κάδισμα, για την περίπτωση που 9α αισδανόταν κουρασμένη. Σήμερα, ο Φόσκο και η κυρία Ρουμπέλ πηγαίνουν μαζί της στο Κάμπερλαντ». «Γιατί πηγαίνει η Μ άριαν στο Λίμεριτζ, και με αφήνει εδώ μόνη μ ου;» είπε η λαίδη, διακόπτοντας τον σερ Πέρσιβαλ. «Επειδή ο δείος σου δεν δα σε δεχτεί μέχρι να δει πρώ τα την αδελφή σου», απάντησε. «Ξέχασες το γράμμα που της έστει λε, στην αρχή της αρρώστιας της; Το είδες· το διάβασες· και πρέπει να το δυμάσαι». «Το δυμάμαι». «Α ν το δυμάσαι, γιατί ξαφνιάζεσαι που έφυγε; Θέλεις να γυ ρίσεις στο Λίμεριτζ· και πήγε εκεί για να εξασφαλίσει την άδεια του δείου σου, σύμφωνα με τους όρους του». Τα μάτια της δύστυχης λαίδης Γκλάιντ γέμισαν δάκρυα. « Θ α σε είχε αποχαιρετήσει», συνέχισε ο σερ Πέρσιβαλ, «αν δεν φοβόταν για τον εαυτό της και για σένα. Ή ξερε ότι δα προσπαδούσες να τη σταματήσεις· ήξερε ότι δα της δημιουργού σες πρόβλημα κλαίγσντας. Έ χεις κι άλλες αντιρρήσεις να προ βάλεις; Αν ναι, πρέπει να έλδεις κάτω και να μου κάνεις τις ερωτήσεις στην τραπεζαρία. Οι ανησυχίες αυτές με εκνευρί ζουν. Θέλω ένα ποτήρι κρασί». Α πομακρύνδηκε απότομα. Η συμπεριφορά του στη διάρκεια αυτής της παράξενης συ ζήτησης ήταν πολύ διαφορετική α π ’ ό,τι συνήδως. Έδειχνε εξαι ρετικά νευρικός και ταραγμένος, σχεδόν όσο και η λαίδη. Πο τέ δεν δα είχα υποδέσει ότι η υγεία του ήταν τόσο εύδραυστη ή ότι η ηρεμία του κλονιζόταν τόσο εύκολα. Προσπάδησα να πείσω τη λαίδη Γκλάιντ να επιστρέφει στο δω μάτιό της, αλλά ήταν μάταιο. Σταμάτησε στο διάδρομο, με ύφος γυναίκας της οποίας το μυαλό ήταν κυριευμένο από πανικό. «Κάτι έπα δε η αδελφή μου!» είπε. «Θ υμηδείτε, μυλαίδη, τι εκπληκτική ενέργεια διαδέτει η μις Χάλκομπ», αντέτεινα. «Είναι σε δέση να καταβάλει προσπάδειες
503
WI L KI E COL L I NS
που άλλες γυναίκες στη δέση της δεν δα μπορούσαν ούτε καν να διανοηδούν. Ελπίζω -κ α ι π ισ τεύ ω - ότι δεν έχει συμβεί τί ποτε κακό. Αλήδεια σας λέω». «Π ρέπει να ακολουδήσω τη Μ άριαν!» είπε η λαίδη, με το ίδιο πανικόβλητο ύφος. «Π ρέπει να πάω εκεί που έχει πάει· πρέπει να δω με τα μάτια μου ότι είναι ζωντανή και καλά. Έλα! Έ λα μαζί μου στον σερ Πέρσιβαλ». Δίστασα, φοβούμενη ότι η παρουσία μου ίσως εκλαμβανόταν ως δράσος. Επιχείρησα να το εξηγήσω στη λαίδη, αλλά δεν με άκουγε. Με έπιασε σφιχτά από το μπράτσο, για να με αναγκάσει να την ακολουδήσω κάτω, και εξακολουδούσε να με κρατάει με τη λιγοστή δύναμη που είχε ακόμη κι όταν άνοιξα την πόρ τα της τραπεζαρίας. Ο σερ Πέρσιβαλ καδόταν στο τραπέζι με μια κανάτα κρασί μπροστά του. Σήκωσε το ποτήρι στα χείλη του, καδώς μπαίνα με, και το άδειασε μονορούφι. Βλέποντας ότι με κοίταξε δυμωμένα όταν το ξανάφησε κάτω, επιχείρησα να ψελλίσω κά ποια δικαιολογία για την αδέλητη παρουσία μου στο δωμάτιο. «Νομίζεις ότι υπάρχουν τίποτε μυστικά εδώ μ έσ α;» ξέσπα σε ξαφνικά. «Δ εν υπάρχει κανένα· δεν υπάρχει τίποτε το κρυ φό· τίποτε που να διατηρείται μυστικό από σένα, ή και από οποιονδήποτε άλλον». Αφού ξεστόμισε αυτά τα περίεργα λό για, δυνατά και σοβαρά, γέμισε άλλο ένα ποτήρι κρασί και ρώ τησε τη λαίδη Γκλάιντ τι ήδελε α π ’ αυτόν. «Α ν η αδελφή μου είναι σε δέση να ταξιδέψει, είμαι σε δέση να ταξιδέψω κι εγώ», είπε η λαίδη με περισσότερη αποφασι στικότητα α π ’ όση είχε επιδείξει ως τότε. «Σ ε παρακαλώ να δείξεις κατανόηση για την ανησυχία μου σχετικά με τη Μ άριαν και να μου επιτρέψ εις να την ακολουδήσω αμέσως, με το απο γευματινό τραίνο». «Π ρέπει να περιμένεις μέχρι αύριο», απάντησε ο σερ Πέρσιβαλ· «και μετά, αν δεν έχεις νέα της Μάριαν, μπορείς να φύ γεις. Δεν νομίζω, βέβαια, ότι είναι πιδανό να έχεις νέα της, γι’
504
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
αυτό 9α γράψω στον κόμη Φόσκο με το βραδινό ταχυδρομείο». Πρόφερε αυτές τις τελευταίες λέξεις, σηκώνοντας το ποτήρι του στο φως και κοιτάζοντας το κρασί, αντί για τη σύζυγό του. Στην πραγματικότητα, δεν την κοίταξε ούτε μία φορά στη διάρ κεια της συζήτησης. Μ ια τόσο ασυνήθιστη έλλειψη καλής συ μπεριφοράς από έναν κύριο της τάξης του με εντυπώσιασε, το ομολογώ, πολύ οδυνηρά. «Γιατί να γράψεις στον κόμη Φ όσκο;» ρώτησε έκπληκτη. «Για να του πω να σε περιμένει με το μεσημεριανό τραίνο», είπε ο σερ Πέρσιβαλ. « Θ α σε υποδεχθεί στο σταθμό, όταν φ τά σεις στο Λονδίνο, και θα σε πάει να κοιμηθείς στο σπίτι της θείας σου, στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ». Το χέρι της λαίδης Γκλάιντ άρχισε να τρέμει γύρω από το μπράτσο μου - γιατί, δεν μπορούσα να φανταστώ. «Δεν χρειάζεται να με υποδεχτεί ο κόμης Φόσκο», είπε. «Θ α προτιμούσα να μην κοιμηθώ στο Λονδίνο». «Πρέπει! Δεν μπορείς να κάνεις όλο το ταξίδι ως το Κάμπερλαντ σε μια μέρα. Πρέπει να ξεκουραστείς ένα βράδυ στο Λονδίνο - και δεν σου συνιστώ να π α ς μόνη σε ξενοδοχείο. Ο Φόσκο πρότεινε στο θείο σου να σε φιλοξενήσει· και ο θείος σου το δέ χτηκε. Ορίστε! Να το γράμμα του! Απευθύνεται σε σένα. Έ π ρε πε να σου το είχα στείλει το πρωί στο δωμάτιό σου, αλλά το ξέχασα. Διάβασέ το, και δες τι σου λέει ο ίδιος ο κύριος Φέρλι». Η λαίδη Γκλάιντ έριξε μια ματιά στο γράμμα και μετά μου το έδωσε. «Διάβασέ το», είπε αδύναμα. «Δ εν ξέρω τι έχω πάθει. Δεν μπορώ να το διαβάσω μόνη μου». Ή ταν ένα σημείωμα τεσσάρων μόνο γραμμών - τόσο σύντο μο και τόσο αδιάφορο, που με εντυπώσιασε. Αν θυμάμαι σω στά, περιείχε μόνο αυτές τις λέξεις:
Αγαττημένη Αώρα Έλα σε παρακαλώ, όποια στιγμή δελήσεις. Σπάσε το
WI LKI E COL L I NS
ταξίδι. φροντίζοντας να διανυκτερεύσεις στο σπίτι της δείας σου. Λυττήδηκα που έμαδα για την ασθένεια της αγαττητης Μάριον. Στοργικά δικός σου. Φρέντερικ Φέρλι «Θ α προτιμούσα να μην πάω εκεί· δα προτιμούσα να μη διανυκτερεύσω στο Λονδίνο», είπε η λαίδη, ξεστομίζοντας βιαστι κά αυτά τα λόγια, πριν καν διαβάσω το σημείωμα. «Μ η γράψεις στον κόμη Φόσκο! Σε παρακαλώ, μην του γράψεις!» Ο σερ Πέρσιβαλ γέμισε άλλο ένα ποτήρι από την κανάτα τό σο αδέξια, που το αναποδογύρισε, και έχυσε το κρασί πάνω στο τραπέζι. «Δεν βλέπω καλά τώρα τελευταία», μονολόγη σε ψιθυριστά, με μια αλλόκοτη, πνιχτή φωνή. Ξανάστησε κα νονικά το ποτήρι, το ξαναγέμισε και το άδειασε μονορούφι. Αρχι σα να φοβάμαι, από το ύφος και τη συμπεριφορά του, ότι το κρασί τον χτυπούσε στο κεφάλι. «Σ ε παρακαλώ, μη γράψεις στον κόμη Φόσκο!» επέμεινε η λαίδη Γκλάιντ, πιο ανήσυχη από πριν. «Γιατί όχι; Θα ’δελα να ξέρω», φώναξε ο σερ Πέρσιβαλ, με ένα ξαφνικό ξέσπασμα οργής που ξάφνιασε και τις δυο μας. «Π ού αλλού μπορείς να μείνεις στο Λονδίνο αν όχι στο μέρος που σου διαλέγει ο ίδιος ο δείος σου, που είναι το σπίτι της δείας σου; Ρώτα την κυρία Μίκελσον». Η προτεινόμενη ρύθμιση ήταν αναμφισβήτητα η σωστή και η πλέον κατάλληλη, ώστε μου ήταν αδύνατον να προβάλω μια βά σιμη αντίρρηση. Ό σο κι αν συμπαδούσα από κάθε άποψη τη λαίδη Γκλάιντ, δεν μπορούσα να συμφωνήσω με τις άδικες προ καταλήψεις της εναντίον του κόμη Φόσκο. Δεν είχα γνωρίσει άλ λη κυρία, της τάξης και της δέσης της, που να ήταν τόσο αξιο θρήνητα στενόμυαλη στο δέμα των ξένων. Πάντως, ούτε το ση μείωμα του θείου της, ούτε ο εντεινόμενος εκνευρισμός του σερ Πέρσιβαλ φάνηκε να την επηρεάζουν, έστω και στο ελάχιστο. Εξακολουθούσε να αντιδρά στην ιδέα της διανυκτέρευσής της
5 06
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
στο Λονδίνο· εξακολουθούσε να εκλιπαρεί τον άντρα της να μη γράψει στον κόμη. Εξακολουθούσε να είναι εξαιρετικά ανήσυχη. «Σ τα μά τα!» είπε ο σερ Πέρσιβαλ, γυρίζοντάς μας αγενώς την πλάτη. «Α ν δεν έχεις αρκετό μυαλό να καταλάβεις ποιο είναι το καλύτερο για σένα, θα πρέπει να σ ’ το λένε οι άλλοι. Το θέμα έχει τακτοποιηθεί- και η συζήτηση έχει κλείσει. Το μό νο που πρέπει να κάνεις είναι ό,τι έκανε η μις Χάλκομπ πριν από σένα». «Η Μ άριαν;» επανέλαβε η λαίδη, ξαφνιασμένη. «Η Μάριαν κοιμήθηκε στο σπίτι του κόμη Φ όσκο;» «Ναι, στο σπίτι του κόμη Φόσκο. Κοιμήθηκε εκεί χθες το βρά δυ, για να σπάσει το ταξίδι. Και θα ακολουθήσεις το πα ρ ά δειγμά της, και θα κάνεις αυτό που σου λέει ο θείος σου. Θα κοιμηθείς στο σπίτι του Φόσκο αύριο το βράδυ, όπως έκανε η αδελφή σου. για να σπάσεις το ταξίδι στα δύο. Μη μου βάζεις κι άλλα εμπόδια στο δρόμο μου! Μη με κάνεις να μετανιώσω που σε αφήνω να φ ύγεις!» Πετάχτηκε όρθιος, και ξαφνικά βγήκε στη βεράντα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. « Θ α με συγχωρήσει η λαίδη», ψιθύρισα, «αν προτείνω ότι είναι καλύτερα να μην περιμένουμε εδώ μέχρι να γυρίσει ο σερ Πέρσιβαλ; Φοβάμαι ότι είναι υπερβολικά επηρεασμένος από το κρασί». Συμφώνησε να φύγουμε από το δωμάτιο, με ένα πολύ κου ρασμένο και αφηρημένο ύφος. Μ όλις ξαναβρεθήκαμε ασφαλείς στο δωμάτιό της, έκανα ό,τι μπορούσα για να την ηρεμήσω. Της θύμισα ότι τα γράμματα του κυρίου Φέρλι στη μις Χάλκομπ και την ίδια επιδοκίμαζαν -καθιστούσαν, μπορώ να πω, αναγκαία- την πορεία που εκεί νη, η μις Χάλκομπ εννοώ, είχε ακολουθήσει. Συμφώνησε μ ’ αυ τό, παραδέχτηκε δε αυθόρμητα ότι και τα δύο γράμματα ήταν γραμμένα με τρόπο που αποτύπωνε την ιδιότυπη ψυχολογία του θείου της. Αλλά οι φόβοι της για τη μις Χάλκομπ, καθώς και ο
507
WI LKI E C OL L I NS
ανεξήγητος τρόμος της στην ιδέα να κοιμηδεί στο σπίτι του κό μη στο Λονδίνο παρέμεναν ακλόνητοι, π α ρ ’ όλα τα επιχειρή ματα που ήμουν σε δέση να προβάλω. Θεώρησα καδήκον μου να διαμαρτυρηδώ για τη δυσμενή γνώμη της λαίδης Γκλάιντ για το λόρδο, και το έκανα με την επιβαλλόμενη διάκριση και τον δέοντα σεβασμό. «Α ς συγχωρήσει η μυλαίδη το δάρρος μου», παρατήρησα καταλήγοντας, «αλλά, όπως λένε, “από τους καρπούς τους δα τους γνωρίσεις”. Είμαι σίγουρη ότι η συνεχής ευγένεια και η συνεχής προσοχή που επέδειξε ο κόμης, από την πρώτη στιγμή, στην ασδένεια της μις Χάλκομπ δικαιούται να τύχει της απόλυτης εμπι στοσύνης και της εκτίμησής μας. Ακόμη και η σοβαρή παρεξή γηση του εξοχότατου με τον κύριο Ντόουσον οφειλόταν πλήρως στην ανησυχία του για την τύχη της μις Χάλκομπ». «Ποια παρεξήγηση;» ρώτησε η λαίδη, με ξαφνικό ενδιαφέρον. Διηγήδηκα τις συνδήκες υπό τις οποίες ο κύριος Ντόουσον εί χε παραιτηδεί, αναφέροντάς τες ευχαρίστως, επειδή διαφωνού σα με την εμμονή του σερ Πέρσιβαλ να κρύψει τι είχε συμβεί από τη λαίδη Γκλάιντ. Η λαίδη πετάχτηκε από τη δέση της, δείχνοντας ότι τα όσα εί χα πει της προκαλούσαν πρόσδετη ανησυχία και πανικό. «Χειρότερα! Ακόμη χειρότερα α π ’ όσο νόμιζα!» είπε, βημα τίζοντας μέσα στο δωμάτιο με έναν νευρικό τρόπο. «Ο κόμης ήξερε ότι ο κύριος Ντόουσον δεν δα ενέκρινε ποτέ να ταξιδέ ψει η Μάριαν, και σκόπιμα πρόσβαλε το γιατρό, για να τον απομακρύνει από το σπίτι». «Ω , μυλαίδη!» διαμαρτυρήδηκα. «Κυρία Μίκελσον!» συνέχισε ορμητικά. «Ό ,τι κι αν ειπωδεί δεν πρόκειται να με πείσει ότι η αδελφή μου είναι υπό την εξου σία αυτού του ανδρώπου και στο σπίτι αυτού του ανδρώπου με τη δέλησή της. Ο φόβος που μου προκαλεί είναι τέτοιος, ώστε τίποτε α π ’ όσα δα μπορούσε να πει ο σερ Πέρσιβαλ και κανέ να γράμμα που δα μπορούσε να γράψει ο δείος μου, αν είχα ως
SOS
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
μοναδικό σύμβουλο τα αισθήματα μου, δεν θα με έπειθε να φάω, να πιω ή να κοιμηθώ κάτω από τη στέγη του. Αλλά η αγωνία μου για τη Μ άριαν μου δίνει το θάρρος να την ακολουθήσω οπουδήποτε - να την ακολουθήσω ακόμη και στο σπίτι του κό μη Φόσκο». Θεώρησα σωστό, σ ’ αυτό το σημείο, να αναφέρω ότι η μις Χάλκομπ είχε ήδη πάει στο Κάμπερλαντ, σύμφωνα με όσα μας είχε πει ο σερ Πέρσιβαλ. «Φ οβάμαι να το πιστέψω !» απάντησε ο λαίδη. «Φοβάμαι ότι είναι ακόμη στο σπίτι εκείνου του ανθρώπου. Αν κάνω λάθος -α ν πραγματικά έχει πάει στο Λ ίμεριτζ- είμαι αποφασισμένη να μην κοιμηθώ αύριο το βράδυ κάτω από τη στέγη του κόμη Φόσκο. Η πιο αγαπημένη φίλη που έχω στον κόσμο, εκτός από την αδελφή μου, ζει κοντά στο Λονδίνο. Μ ας έχετε ακούσει, εμένα και τη μις Χάλκομπ, να μιλάμε για την κυρία Βέσεϊ. Θα της γράψω, και θα ζητήσω να κοιμηθώ στο σπίτι της. Δεν ξέρω πώς θα φτάσω εκεί, δεν ξέρω πώ ς θα αποφύγω τον κόμη, αλ λά θα βρω τον τρόπο να καταφύγω εκεί, αν η αδελφή μου έχει πάει στο Κάμπερλαντ. Το μόνο που σας ζητώ είναι να φροντί σετε ώστε το γράμμα μου για την κυρία Βέσεϊ να πάει απόψε στο Λονδίνο, όπως ακριβώς το γράμμα του σερ Πέρσιβαλ θα πάει στον κόμη Φόσκο. Έχω λόγους να μην εμπιστεύομαι τον ταχυδρομικό σάκο στο ισόγειο. Θα κρατήσετε το μυστικό μου, και θα με βοηθήσετε σ ’ αυτό; Είναι η τελευταία ίσως χάρη που θα σας ζητήσω». Δίστασα - μου φαίνονταν πολύ παράξενα όλα αυτά* σχεδόν φοβήθηκα ότι το μυαλό της λαίδης είχε επηρεαστεί κάπως από τις πρόσφατες αγωνίες και ταλαιπωρίες της. Αποδεχόμενη, π ά ντως, τον κίνδυνο να κάνω λάθος, δέχτηκα να ικανοποιήσω το αίτημά της. Αν το γράμμα απευθυνόταν σε έναν άγνωστο ή σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από μια κυρία που μου ήταν γνωστή α π ’ όσα είχα ακούσει, ως κυρία Βέσεϊ, ίσως να είχα αρνηθεί. Ευ χαριστώ το Θεό -β λέποντας όσα έγιναν αργότερα- ευχαριστώ
J 09
W I L K I E C O L L I N S _________
το Θεό που δεν αγνόησα την επιθυμία εκείνη ή οποιαδήποτε άλ λη μου εξέφρασε η λαίδη Γκλάιντ, την τελευταία ημέρα της δια μονής της στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Έ γραψε το γράμμα και μου παρέδωσε. Το έριξα η ίδια στον ταχυδρομικό σάκο του χωριού, το ίδιο βράδυ. Δεν ξαναείδαμε τον σερ Πέρσιβαλ όλη την υπόλοιπη μέρα. Κοιμήθηκα, σύμφωνα με την επιθυμία της λαίδης Γκλάιντ, στο δωμάτιο που ήταν δίπλα στο δικό της, με την πόρτα ανοιχτή ανάμεσά μας. Υπήρχε κάτι τόσο παράξενο και τρομακτικό στη μο ναξιά και την ερημιά του σπιτιού, ώστε χαιρόμουν, από μέρους μου, που είχα μια παρέα δίπλα μου. Η λαίδη έμεινε άυπνη μέ χρι αργά, διαβάζοντας και καίγοντας γράμματα και αδειάζοντας τα συρτάρια της και τις τουαλέτες της από μικροπράγματα που θεωρούσε πολύτιμα, σαν να περίμενε ότι δεν θα ξαναγύριζε πο τέ στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Ο ύπνος της ήταν ανήσυχος, όταν τελικά ξάπλωσε στο κρεβάτι· φώναζε δυνατά αρκετές φορές τη μια φορά τόσο δυνατά, που ξύπνησε και η ίδια. Τι όνειρα έβλεπε δεν το θεώρησε φρόνιμο να μου το εμπιστευτεί. Ίσως, στη θέση που ήμουν, δεν είχα δικαίωμα να περιμένω ότι θα ενερ γούσε διαφορετικά. Δεν έχει σημασία πια. Τη λυπόμουν - πραγ ματικά τη λυπόμουν. Η επόμενη μέρα ήταν ωραία και ηλιόλουστη. Ο σερ Πέρσιβαλ ήρθε, μετά το πρόγευμα, να μας πει ότι η άμαξα θα ήταν μπροστά στο σπίτι στις δώδεκα πα ρ ά τέταρτο· το τραίνο για το Λονδίνο θα σταματούσε στο σταθμό μας είκοσι λεπτά μετά. Ενημέρωσε τη λαίδη Γκλάιντ ότι ήταν υποχρεωμένος να βγει, αλλά πρόσδεσε πω ς ήλπιζε ότι θα είχε γυρίσει πριν φύγει. Αν κάποιο απρόβλεπτο γεγονός τον καθυστερούσε, θα τη συνόδευα εγώ στο σταθμό, και θα φρόντιζα να είναι στην ώρα της για το τραίνο. Ο σερ Πέρσιβαλ έδωσε τις οδηγίες αυτές πολύ βιαστι κά, βηματίζοντας ασταμάτητα μέσα στο δωμάτιο. Η λαίδη τον παρατηρούσε προσεκτικά όλη αυτή την ώρα. Εκείνος δεν αντα πέδωσε ούτε μια φορά τη ματιά της.
5 10
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Του μίλησε μόνο όταν εκείνος τελείωσε όσα ήθελε να πει, και τον σταμάτησε καθώς πλησίαζε στην πόρτα, απλώνοντας του το χέρι της. «Δεν θα σε ξαναδώ», του είπε με πολύ εμφαντικό τρόπο. «Εί ναι ο χωρισμός μας αυτός - ίσως και για πάντα. Θα προσπαθή σεις να με συγχωρήσεις, Πέρσιβαλ, όσο ειλικρινά σε συγχωρώ εγώ;» Μ ια απαίσια χλωμάδα απλώθηκε στο πρόσωπό του και χο ντρές σταγόνες ιδρώτα πρόβαλαν στο πλατύ μέτωπό του. «Θ α επιστρέφω », είπε, και προχώρησε προς την πόρτα βιαστικά, λες και τα αποχαιρετιστήρια λόγια της γυναίκας του τον είχαν κάνει να εγκαταλείψει τρομαγμένος το δωμάτιο. Ποτέ δεν είχα συμπαθήσει τον σερ Πέρσιβαλ. Αλλά ο τρό πος με τον οποίο έφυγε με έκανε να ντραπώ που είχα φάει το ψωμί του και είχα ζήσει στην υπηρεσία του. Σκέφτηκα να πω μερικά χριστιανικά λόγια παρηγοριάς στη δύστυχη λαίδη, αλ λά υπήρχε κάτι στο ύφος της, καθώς κοίταζε προς τον άντρα της όταν η πόρτα έκλεισε πίσω του, που με έκανε να μετανιώσω, και να μη μιλήσω. Την καθορισμένη ώρα, η άμαξα σταμάτησε έξω από την π ύ λη. Η λαίδη είχε δίκιο - ο σερ Πέρσιβαλ δεν επέστρεψε. Τον περίμενα μέχρι την τελευταία στιγμή - και τον περίμενα μάταια. Καμιά συγκεκριμένη ευθύνη δεν βάραινε τους ώμους μου· κι όμως, δεν ένιωθα άνετα. «Μ ε τη θέλησή σας», είπα, καθώς ξεκινούσε η άμαξα, «πηγαίνετε στο Λονδίνο;» «Θ α πάω οπουδήποτε», απάντησε, «για να βάλω ένα τέλος σ’ αυτή τη φρικτή αγωνία που με βασανίζει αυτή τη στιγμή». Με είχε κάνει να νιώθω για τη μις Χάλκομπ το ίδιο ανήσυχη και αβέβαιη όσο κι εκείνη. Πήρα το θάρρος να της ζητήσω να μου γράψει δυο λόγια, αν όλα πήγαιναν καλά στο Λονδίνο. Μου απάντησε: «Πολύ ευχαρίστως, κυρία Μίκελσον». «Κ άποιους σταυρούς κουβαλάμε όλοι μας, μυλαίδη», είπα, βλέποντάς τη σιωπηλή και σκεφτική, μετά την υπόσχεσή της να μου γράψει. Δεν μου απάντησε. Φαινόταν να είναι βαθιά βυθισμένη στις
SI 1
WI LKI E C OL L I NS
____
σκέψεις της· της ήταν αδύνατον να με προσέξει. «Φοβάμαι ότι δεν κοιμηδήκατε καλά χδες το βράδυ», παρατήρησα, αφού περίμενα λίγο. «Ν α ι», είπε· «βασανίστηκα πολύ από όνειρα». « Αλήδεια, κυρία μ ου;» Νόμισα ότι δα μου μιλούσε για τα όνει ρά της· αλλά όχι - όταν ξαναμίλησε ήταν μόνο για να με ρω τήσει κάτι. «Ταχυδρομήσατε με τα χέρια σας το γράμμα για την κυρία Β έσεϊ;» «Ν αι, μυλαίδη». «Ε ίπε χδες ο σερ Πέρσιβαλ ότι ο κόμης Φόσκο δα με περι μένει στο σταδμό του Λονδίνου;» «Ν αι, μυλαίδη». Αναστέναξε βαδιά όταν απάντησα σ’ αυτή την τελευταία ερώ τηση, και δεν μίλησε άλλο. Φτάσαμε στο σταδμό μόλις δύο λεπτά πριν ξεκινήσει το τραίνο. Ο κηπουρός, που μας είχε φέρει με την άμαξα, φρό ντισε για τις αποσκευές, ενώ εγώ έβγαζα το εισιτήριο. Η σφυ ρίχτρα του τραίνου ακουγόταν όταν ξαναβρέδηκα κοντά της στην πλατφόρμα. Κοίταξε πα ράξενα γύρω της και έφερε το χέρι της στην καρδιά της, λες και κάποιος ξαφνικός πόνος ή φόβος την είχε κυριεύσει εκείνη τη στιγμή. «Μ ακάρι να ερχόσουν μαζί μου!» είπε, πιάνοντας ανήσυχα το μπράτσο μου, όταν της έδωσα το εισιτήριο. Αν υπήρχε χρόνος· αν αισδανόμουν την προηγούμενη μέρα, όπως αισδανόμουν εκείνη τη στιγμή, δα είχα κανονίσει να τη συνοδεύσω - έστω κι αν αυτό δα με υποχρέωνε να μην ενημε ρώσω τον σερ Πέρσιβαλ. Έτσι που είχαν έλδει τα πράγματα, η επιδυμία της εκφράστηκε μόλις την τελευταία στιγμή· και ήταν πολύ αργά π ια για να συμμορφωδώ. Φάνηκε να το κα ταλαβαίνει και η ίδια πριν μπορέσω να της το εξηγήσω, και δεν επανέλαβε την επιδυμία της να είμαι δίπλα της στο ταξίδι. Το τραίνο σταμάτησε στην πλατφόρμα. Έδωσε στον κηπουρό ένα δώρο για τα πα ιδιά του και έπιασε το χέρι μου με τον απλό, εγκάρδιο τρόπο της, πριν μπει στο βαγόνι.
5 12
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΤΑ
«Υ πήρξατε πολύ ευγενική σε μένα και την αδελφή μου», εί π ε 1 «ευγενική, σε μια στιγμή που ήμαστε και οι δύο χωρίς φ ί λους. Θα σας δυμάμαι με ευγνωμοσύνη, όσο ζω και δα μπορώ να δυμάμαι. Αντίο. Ο Θεός να σας ευλογεί!» Είπε τα λόγια αυτά με τέτοια δλίψη, με ένα ύφος που έφ ε ρε δάκρυα στα μάτια μου - τα είπε σαν να με αποχαιρετούσε για πάντα. «Αντίο, μυλαίδη μου», είπα, βάζοντάς τη στο βαγόνι και προσπαδώντας να της φτιάξω το κέφι1 «αντίο, προς το παρόν μό νο1 αντίο, με τις καλύτερες και ευγενέστερες ευχές μου για ευ τυχέστερες μ έρες!» Κούνησε το κεφάλι της και σιγότρεμε καδώς ανέβαινε στο βα γόνι. Ο φ ύλακας έκλεισε την πόρτα. «Πιστεύετε στα όνειρα;» μου ψιδύρισε στο παράδυρο. «Τα όνειρά μου χδες το βράδυ ήταν όνειρα που δεν είχα ξαναδεί. Η φρίκη τους πλανιέται ακό μη γύρω μου». Η σφυρίχτρα ακούστηκε πριν προλάβω να απαντήσω1το τραί νο κινήδηκε. Το χλωμό πρόσωπό της με κοίταξε, για τελευταία φορά. Μ ε κοίταξε δλιμμένα και σοβαρά από το παράδυρο. Μου κούνησε το χέρι της - και δεν την ξαναείδα. Κατά τις πέντε το απόγευμα της ίδιας μέρας, έχοντας λίγο ελεύδερο χρόνο από τις φροντίδες του νοικοκυριού, που τώρα έπε φτε όλο πάνω μου, κάδισα μόνη στο δωμάτιό μου, προσπαδώντας να ηρεμήσω διαβάζοντας τα κηρύγματα του συζύγου μου. Για πρώτη φορά στη ζωή μου έπιασα τον εαυτό μου να μην μπο ρεί να συγκεντρωδεί σ ’ αυτές τις ευλαβικές και παρηγορητικές λέξεις. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η αναχώρηση της λαίδης Γκλάιντ δα πρέπει να με είχε ταράξει πολύ περισσότε ρο α π ’ όσο είχα υποδέσει, άφησα το βιβλίο στην άκρη και βγή κα να κάνω μια βόλτα στον κήπο. Ο σερ Πέρσιβαλ δεν είχε επ ι στρέφει ακόμη, α π ’ όσο ήξερα, κι έτσι δεν αισδανόμουν κανέ να δισταγμό να βγω στον κήπο.
WI L KI E C OL L I NS
Στρίβοντας τη γωνία του σπιτιού, έχοντας μπροστά μου τον κήπο, ξαφνιάστηκα βλέποντας ένα άγνωστο άτομο να τριγυρί ζει εκεί. Το άγνωστο άτομο ήταν γυναίκα - είχε στραμμένη την πλάτη της προς το μέρος μου και μάζευε λουλούδια. Καθώς πλησίασα, με άκουσε και γύρισε. Το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου. Η γυναίκα στον κήπο ήταν η κυρία Ρουμπέλ! «Τι συμβαίνει;» είπε ήρεμα. «Εσείς εδώ ;» ψέλλισα. «Δεν πήγατε στο Λονδίνο; Δεν πήγα τε στο Κ άμπερλαντ;» Η κυρία Ρουμπέλ μύρισε τα λουλούδια της με ένα μοχθηρό χαμόγελο. «Ασφαλώς όχι!» είπε. «Ποτέ δεν έφυγα από το Μπλάκγουοτερ Παρκ». Συγκέντρωσα αρκετό θάρρος, για άλλη μια ερώτηση. «Π ού είναι η μις Χ άλκομπ;» Η κυρία Ρουμπέλ γέλασε απροκάλυπτα αυτή τη φ ορά και απάντησε με τα εξής λόγια: «Ο ύ τε και η μις Χάλκομπ έχει φύ γει από το Μ πλάκγουοτερ Π αρκ!»
5 14
Κεφάλαιο Εικοστό Έκτο Συνέχεια της αφήγησης της κυρίας Μίκελσον
Η μις Χάλκομπ δεν έφυγε ποτέ από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ! 'Οταν ακόυσα αυτή την εκπληκτική απάντηση, όλες μου οι σκέ ψεις στράφηκαν στη στιγμή του αποχωρισμού μου με τη λαίδη Γκλάιντ. Δεν μπορώ να πω ότι τα έβαλα με τσν εαυτό μου. αλλά, εκείνη τη στιγμή, νομίζω ότι δα είχα δώσει τις οικονομίες ενός χρό νου για να ξέρω τέσσερις ώρες νωρίτερα αυτό που ήξερα τώρα. Η κυρία Ρουμπέλ περίμενε, τακτοποιώντας ήρεμα την ανθο δέσμη της, σαν να περίμενε να πω κάτι. Δεν μπορούσα να πω τίποτε. Σκεφτόμουν την εξαντλημένη ενεργητικότητα και την αδύναμη υγεία της λαίδης Γκλάιντ, και έτρεμα στην ιδέα πόσο πολύ δα συγκλονιζόταν όταν μάθαινε αυτό που μόλις τώρα εγώ είχα ανακαλύψει. Προς στιγμήν, ή και περισσότερο, οι φόβοι μου για τις φτωχές κυρίες με έκαναν να χάσω τη φωνή μου. Τελικά, η κυρία Ρουμπέλ σήκωσε το βλέμ μα της από τα λουλούδια της και είπε: «Ν α και ο σερ Πέρσιβαλ, μαντάμ! Μ όλις γύρισε από τη βόλτα του». Τον είδα σχεδόν ταυτόχρονα με εκείνη. Ή ρ θ ε προς το μέρος μας, χτυπώντας άγρια τα λουλούδια με το μαστίγιο της ιππασίας. Όταν πλησίασε αρκετά ώστε να δει το πρόσωπό μου. σταμάτη σε. χτύπησε την μπότα του με το μαστίγιο και ξέσπασε σε γέλια, τόσο άγρια και δυνατά, ώστε τα πουλιά, ξαφνιασμένα, φτερούγισαν
WI LKI E C OL L I NS
__
μακριά, αφήνοντας το δέντρο δίπλα στο οποίο εκείνος, ο σερ Πέρσιβαλ, στεκόταν. «Λοιπόν, κυρία Μίκελσον», είπε. «Τελικά το ανακαλύψατε, ε;» Δεν απάντησα. Στράφηκε προς την κυρία Ρουμπέλ. «Π ότε εμφανιστήκατε στον κήπο;» «Μ όλις πριν από μισή ώρα. κύριε. Είπατε ότι 9α μπορούσα να επανακτήσω την ελευθερία μου αμέσως μόλις 9α έφευγε η λαίδη Γκλάιντ για το Λονδίνο». «Πολύ σωστά. Δεν σε κατηγορώ - απλώς ρώτησα». Περίμενε μια στιγμή, και μετά απευθύνθηκε και πάλι σε μένα. «Δεν μπορείτε να το πιστέψετε, ε ;» είπε κοροϊδευτικά. «Ελάτε να δεί τε και μόνη σας». Προχώρησε προς την πρόσοψη του σπιτιού. Τον ακολούθησα, και η κυρία Ρουμπέλ ακολούθησε εμένα. Μόλις περάσαμε την καγκελόπορτα, ο σερ Πέρσιβαλ σταμάτησε και έδειξε με το μαστίγιο του την αχρησιμοποίητη κεντρική πτέρυγα του κτιρίου. «Εκεί!» είπε. «Στον πρώτο όροφο. Ξέρεις τις παλιές ελισα βετιανές κρεβατοκάμαρες. Η μις Χάλκομπ είναι σώα και ασφα λής σε μία από τις καλύτερες. Πηγαίνετέ τη μέσα, κυρία Ρου μπέλ - έχετε το κλειδί. Πηγαίνετε μέσα την κυρία Μίκελσον και αφήστε να διαπιστώσει με τα μάτια της ότι δεν υπάρχει καμιά εξαπάτηση αυτή τη φορά». Ο τόνος με τον οποίο μου μίλησε, και το ένα ή τα δύο λεπτά που είχαν περάσει από τη στιγμή που φύγαμε από τον κήπο, με βοήθησαν να επανακτήσω την ψυχραιμία μου. Τι θα είχα κά νει αυτή την κρίσιμη στιγμή αν είχα περάσει όλη μου τη ζωή ως οικιακή βοηθός, δεν μπορώ να προβλέψω. Έχοντας, όμως, τα αισθήματα, τις αρχές και την ανατροφή μιας κυρίας, δεν ήταν δυνατόν να διστάσω για τη στάση που έπρεπε να κρατήσω. Το καθήκον μου έναντι του εαυτού μου και το καθήκον μου στη λαίδη Γκλάιντ μου απαγόρευαν να παραμείνω στην υπηρεσία ενός ανθρώπου ο οποίος μας είχε εξαπατήσει ξεδιάντροπα και τις δύο με μια σειρά από φρικτά ψέματα.
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
«Π ρέπει να σας παρακαλέσω να μου επιτρέψ ετε, σερ Πέρσιβαλ, να σας πω μερικές λέξεις ιδιαιτέρως», είπα. «Μ ετά δα είμαι έτοιμη να ακολουθήσω αυτή τη γυναίκα στο δωμάτιο της μις Χάλκομπ». Η κυρία Ρουμπέλ, την οποία είχα δείξει με μια ελαφρά κίνη ση του κεφαλιού μου, μύρισε προκλητικά τη ανθοδέσμη της και απομακρύνθηκε, επιδεικτικά, προς την πόρτα του σπιτιού. «Λ οιπόν», είπε ο σερ Πέρσιβαλ κοφτά. «Τι συμβαίνει;» «Θέλω να σας αναφέρω, κύριε, ότι επιθυμώ να παραιτηθώ από τη θέση που κατέχω τώρα στο Μπλάκγουοτερ Παρκ». Έτσι ακριβώς το έθεσα. Ή μουν αποφασισμένη ότι οι πρώ τες λέξεις που θα λέγονταν παρουσία του θα ήταν λέξεις που θα εξέφραξαν την πρόθεσή μου να φύγω από την υπηρεσία του. Μ ε κοίταξε με ένα από τα απειλητικότερα βλέμματά του και ύστερα έχωσε νευριασμένα τα χέρια του στις τσέπες του σα κακιού ιππασίας. «Γ ιατί;» είπε. «Μ πορώ να μάθω γιατί;» «Δεν είναι δουλειά μου, κύριε, να εκφράσω γνώμη για όσα έχουν συμβεί σ’ αυτό το σπίτι. Δεν θέλω να σας προσβάλω. Απλώς θέ λω να πω ότι δεν αισθάνομαι ότι είναι συνεπές προς το καθή κον μου απέναντι στη λαίδη Γκλάιντ και τον εαυτό μου να π α ραμείνω άλλο στην υπηρεσία σας». «Είναι συνεπές προς το καθήκον σας απέναντι σε μένα να στέ κεστε μπροστά μου και να εκτοξεύετε υποψίες εναντίον μου;» ξέσπασε με τον πιο βίαιο τρόπο. «Καταλαβαίνω πού το πηγαί νετε. Βασίζεστε στη δική σας ευτελή, δόλια άποψη μιας αθώας εξαπάτησης σε βάρος της λαίδης Γκλάιντ, που έγινε για το κα λό της. Ή ταν απαραίτητο για την υγεία της να αλλάξει αμέσως τον αέρα της - και ξέρετε, εξίσου καλά με μένα, ότι δεν θα δε χόταν να φύγει, αν ήξερε ότι η μις Χάλκομπ ήταν ακόμη εδώ. Ξεγελάστηκε για το καλό τη ς- και δεν μ’ ενδιαφέρει ποιος το αντι λαμβάνεται. Φύγετε, αν θέλετε. Υπάρχουν οικονόμοι εξίσου κα λές με σας που θα σπεύσουν να σας αντικαταστήσουν αμέσως.
5I7
WI L KI E COL L I NS
Φύγετε, όποτε δέλετε. Αλλά να προσέχετε πώς δα μιλάτε για μένα και τις υποδέσεις μου, όταν δεν δα είστε στην υπηρεσία μου. Να λέτε την αλήδεια, και τίποτε άλλο εκτός από την αλήδεια, γιατί διαφορετικά δα σας βγει σε κακό! Δείτε τη μις Χάλκομπ και μόνη σας· διαπιστώστε αν δεν είχε την καλύτερη πε ριποίηση στο ένα μέρος του σπιτιού όσο και στο άλλο. Θυμηδείτε τις εντολές του ίδιου του γιατρού, ότι η λαίδη Γκλάιντ δα πρέπει να αλλάξει περιβάλλον με την πρώτη δυνατή ευκαιρία. Να τα έχετε υπόψη σας όλα αυτά - και μετά πείτε οτιδήποτε εναντίον μου και εναντίον των ενεργειών μου, αν τολμάτε!» Ξεστόμισε ορμητικά αυτές τις λέξεις, χωρίς να πάρει ανάσα, βηματίζοντας μπρος πίσω, και κουνώντας νευριασμένος το μαστίγιό του. Δεν έκρυβε τη φανερή ενόχλησή του. Τίποτε α π ’ όσα είπε ή έκανε δεν κλόνισε την άποψή μου για τα αισχρά ψέματα που είχε πει την προηγούμενη μέρα, ή για την απάνδρωπη απάτη με την οποία είχε χωρίσει τη δύστυχη λαίδη Γκλάιντ από την αδελφή της, και την είχε στείλει χωρίς λόγο στο Λονδίνο, τη στιγμή που ήταν τρελή από αγωνία για την τύχη της μις Χάλκομπ. Φυσικά, κράτησα αυτές τις σκέψεις για τον εαυτό μου, και δεν είπα τίποτε που να τον ενοχλήσει. Αλλά ήμουν αποφασισμένη να επιμείνω στη στάση μου. Μία ήρεμη απάντηση διώχνει τη οργή. Έ πνιξα, λοιπόν, ανάλογα τα συναισδήματά μου όταν ήρδε η σειρά μου να απαντήσω. «Ό σο είμαι στην υπηρεσία σας, σερ Π έρσιβαλ», είπα, «ελ πίζω ότι γνωρίζω αρκετά καλά το καδήκον μου ώστε να μη διε ρευνώ τα κίνητρά σας. Ό τα ν δεν δα είμαι π ια στην υπηρεσία σας, ελπίζω ότι δα γνωρίζω αρκετά καλά τη δέση μου, ώστε να μη μιλάω για δέματα που δεν με αφορούν». «Π ότε δέλετε να φ ύγετε;» ρώτησε, διακόπτοντάς με χωρίς ευγένειες. «Μ ην υποδέσετε ότι αγωνιώ να σας κρατήσω· μην υποδέσετε ότι με ενδιαφέρει που δα φύγετε από το σπίτι. Εί μαι απόλυτα σαφής και ανοιχτός στο δέμα αυτό. Πότε δέλετε να φ ύγετε;»
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Θ α ’δελα να φύγω το συντομότερο δυνατόν, σερ Πέρσιβαλ». «Τι με βολεύει δεν έχει καμιά σχέση. Θα φύγω από το σπίτι οριστικά αύριο το πρωί· και δα κανονίσω τους λογαριασμούς σας απόψε. Αν δέλετε να ασχοληδείτε, πάντως, με το τι βολεύει κά ποιον, καλύτερα να ασχοληδείτε με το τι βολεύει τη μις Χάλκομπ. Η συμφωνία με την κυρία Ρουμπέλ λήγει σήμερα· κι έχει λόγους να δέλει να είναι απόψε στο Λονδίνο. Αν φύγετε αμέ σως, δεν δα έχει μείνει ψυχή για να φροντίσει τη μις Χάλκομπ». Ελπίζω ότι είναι περιττό να πω ότι ήμουν τελείως ανήμπορη να εγκαταλείψω τη μις Χάλκομπ σε μια τόσο δύσκολη ώρα όσο αυτή που είχε βρει τη λαίδη Γκλάιντ και την ίδια. Μ ετά από μία σαφή διαβεβαίωση του σερ Πέρσιβαλ ότι η κυρία Ρουμπέλ δα έφευγε αμέσως αν έπαιρνα τη δέση της, και μετά από την εξασφάλιση της άδειάς του να φροντίσω ώστε να αναλάβει και πάλι τη νοσηλεία της ασδενούς ο κύριος Ντόουσον, δέχτηκα πρόδυμα να παραμείνω στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ ως τη στιγ μή που η μις Χάλκομπ δεν δα χρειαζόταν τις υπηρεσίες μου. Συμφωνήδηκε να ενημερώσω το δικηγόρο του σερ Πέρσιβαλ μια βδομάδα πριν φύγω· κι ότι εκείνος δα προέβαινε στις απ α ραίτητες διαδικασίες για να προσλάβει τη διάδοχό μου. Το δέ μα συζητήδηκε εν συντομία. Τελειώνοντας, ο σερ Πέρσιβαλ έκα νε απότομα μεταβολή και με άφησε να ασχοληδώ με την κυ ρία Ρουμπέλ. Η παράξενη αυτή ξένη καδόταν ήρεμη στο κα τώφλι του σπιτιού όλη αυτή την ώρα, περιμένοντάς με για να την ακολουδήσω στο δωμάτιο της μις Χάλκομπ. Δεν είχα προλάβει να κάνω τη μισή απόσταση ως το σπίτι, όταν ο σερ Πέρσιβαλ, που απομακρυνόταν προς την αντίδετη κατεύδυνση, σταμάτησε ξαφνικά, και μου απηύδυνε το λόγο. «Γιατί παραιτείστε από την υπηρεσία μ ου;» ρώτησε. Η ερώτηση ήταν τόσο ασυνήδιστη, τόσο αταίριαστη, μετά από τα όσα είχαν διαμειφδεί πριν από λίγο ανάμεσά μας, ώστε δεν ήξερα τι να απαντήσω. «Προσέξτε! Εγώ δεν ξέρω το λόγο για τον οποίο παραιτείστε»,
WI LKI E COL L I NS
συνέχισε. «Π ρέπει να δώσετε μια εξήγηση για την παραίτησή σας. υποδέτω, όταν προσληφδείτε αλλού. Ποια εξήγηση; Η διά λυση της οικογένειας; Αυτό είναι;» «Δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική αντίρρηση, σερ Πέρσιβαλ, σ’ αυτή την εξήγηση». «Π ολύ καλά! Αυτό μόνο δέλω να ξέρω. Αν ερωτηδώ για το χαρακτήρα σας, αυτή την εξήγηση μου δώσατε. Φεύγετε εξαιτίας της διάλυσης της οικογένειας». Ξανάκανε μεταβολή, πριν προλάβω να πω οτιδήποτε, και απομακρύνδηκε βιαστικά. Ο τρόπος του ήταν το ίδιο παράξενος όσο και τα λόγια του. Ομολογώ ότι με τρόμαξε. Ακόμη και η υπομονή της κυρίας Ρουμπέλ κόντευε να εξαντληδεί, όταν την πλησίασα στην είσοδο του σπιτιού. «Ε π ιτέλους!» είπε, ανασηκώνοντας ελαφρά τους αδύνατους ώμους της. Προχώρησε μπροστά προς την ακατοίκητη πλευ ρά του σπιτιού, ανέβηκε τη σκάλα και άνοιξε με το κλειδί την πόρτα στο τέρμα του διαδρόμου που επικοινωνούσε με τα π α λιά ελισαβετιανά δωμάτια - μια πόρτα που δεν είχε χρησιμοποιηδεί ποτέ άλλοτε στη διάρκεια της υπηρεσίας μου στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Τα δωμάτια τα ήξερα καλά, μια και τα είχα επισκεφδεί σε διάφορες περιστάσεις. Η κυρία Ρουμπέλ σταμάτησε στην τρίτη πόρτα, μου έδωσε το κλειδί της, μαζί με το κλειδί της π όρτας που είχαμε περάσει πριν από λίγο, και μου είπε ότι δα έβρισκα τη μις Χάλκομπ στο δωμάτιο αυτό. Πριν μπω, σκέφτηκα ότι δα με ευχαριστούσε να της δώσω να καταλάβει ότι τα καδήκοντά της είχαν λήξει. Της είπα, λοιπόν, με απλά λόγια ότι η ευδύνη για την άρρωστη κυρία ανήκε από δω και πέρ α αποκλειστικά σε μένα. «Χαίρομαι που το ακούω, μαντάμ», είπε η κυρία Ρουμπέλ. «Θέλω πά ρ α πολύ να φύγω». «Φ εύγετε σ ήμ ερα;» ρώτησα για να βεβαιωδώ. «Τώρα που έχετε αναλάβει εσείς, μαντάμ, φεύγω σε μισή ώρα. Ο σερ Πέρσιβαλ είχε την καλοσύνη να δέσει στη διάδεσή μου
5 20
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
τον κηπουρό για όποια στιγμή αποφασίσω ότι χρειάζομαι την άμα ξα και τις υπηρεσίες του. Θα τα χρειαστώ σε μισή ώρα, για να πάω στο σταθμό. Έχω ετοιμάσει ήδη τα πράγματά μου. Καλημέρα. μαντάμ». Έ κανε μια κοφτή υπόκλιση και, γυρίζοντας, προχώρησε προς την άλλη άκρη του διαδρόμου, σιγομουρμουρίζοντας ένα τρα γουδάκι και κουνώντας στο ρυδμό του την ανθοδέσμη της. Ειλικρινά χαίρομαι που έχω να πω ότι ήταν η τελευταία φορά που είδα την κυρία Ρουμπέλ. Ό ταν μπήκα στο δωμάτιο, η μις Χάλκομπ ήταν κοιμισμένη. Την κοίταξα ανήσυχη, καθώς ήταν ξαπλωμένη στο ψηλό, παλιού τύ που κρεβάτι. Σίγουρα η κατάστασή της δεν είχε επιδεινωθεί από την τελευταία φορά που την είχα δει. Δεν είχε μείνει χωρίς φρο ντίδα - πρέπει να το παραδεχτώ, α π ’ όσο ήμουν σε θέση να δια κρίνω. Το δωμάτιο ήταν ζοφερό, γεμάτο σκόνη και σκοτεινό, αλ λά το παράθυρο, που έβλεπε σε έναν ερημικό κήπο στην πίσω μεριά του σπιτιού, ήταν μισάνοιχτο για να μπαίνει καθαρός αέ ρας, και όλα όσα μπορούσαν να γίνουν για να κάνουν άνετο το χώρο είχαν γίνει. Ό λη η σκληρότητα της εξαπάτησης του σερ Πέρσιβαλ είχε πέσει πάνω στη λαίδη Γκλάιντ. Το μόνο κακό που είχαν κάνει αυτός ή η κυρία Ρουμπέλ στη μις Χάλκομπ ήταν, α π ’ ό,τι μπορούσα να δω, ότι την είχαν κρύψει. Αποχώρησα αθόρυβα, αφήνοντας την άρρωστη κυρία ειρηνι κά κοιμισμένη, για να δώσω οδηγίες στον κηπουρό να φέρει το γιατρό. Τον παρακάλεσα, αφού θα πήγαινε την κυρία Ρουμπέλ στο σταθμό, να περάσει από το σπίτι του κυρίου Ντόουσον και να αφήσει ένα μήνυμα με το όνομά μου, ζητώντας του να πε ράσει να με δει. Ή ξερα ότι θα ερχόταν αφού θα τον καλούσα εγώ, και ήξερα ότι θα παρέμενε όταν διαπίστωνε ότι ο κόμης Φόσκο είχε φύγει. Ο κηπουρός επέστρεψ ε αργότερα και είπε ότι είχε περάσει από το σπίτι του κυρίου Ντόουσον, αφού προηγουμένως είχε αφήσει την κυρία Ρουμπέλ στο σταθμό. Ο γιατρός με ειδοποιούσε
S2I
WI L KI E C OL L I NS
ότι ήταν αδιάδετος, αλλά δα περνούσε, αν του ήταν δυνατόν, αύριο το πρωί. Έχοντας παραδώσει το μήνυμά του, ο κηπουρός ετοιμαζόταν να φύγει, αλλά τον σταμάτησα, και του ζήτησα να ξανάρδει πριν νυχτώσει και να περάσει τη νύχτα σε μία από τις άδειες κρεβατοκάμαρες, ώστε να είναι κοντά, σε περίπτωση που δα τον χρειαζόμουν. Κατάλαβε αμέσως την απροδυμία μου να πε ράσω μόνη τη νύχτα στο πιο ακατοίκητο τμήμα αυτού του εγκα ταλειμμένου σπιτιού, και κανονίσαμε να έλδει το βραδάκι, γύ ρω στις οκτώ με εννιά. Ή ρ δε στην ώρα του· και μου δόδηκε αφορμή να ευγνωμονώ την προνοητικότητά μου να τον καλέσω. Πριν από τα μεσάνυ χτα, η αλλόκοτη οργή του σερ Πέρσιβαλ ξέσπασε με τον πιο βίαιο και τρομακτικό τρόπο· και αν δεν ήταν εκεί ο κηπουρός για να τον ηρεμήσει αμέσως, τρέμω και στη σκέψη ακόμη του τι μπορεί είχε συμβεί. Σχεδόν όλο το απόγευμα, και το βράδυ, τριγύριζε στο σπίτι και στον κήπο αναστατωμένος, έχοντας, κατά πάσα πιδανότητα, καταναλώσει μία υπερβολική ποσότητα κρασιού. Ωστόσο, καδώς έκανα μια βόλτα στο διάδρομο, τον άκουσα, στη νέα πτέ ρυγα του σπιτιού, να φωνάζει δυνατά και δυμωμένα Ο κηπουρός έτρεξε αμέσως κάτω και έκλεισε την πόρτα της πτέρυγας, για να μη φτάσει, αν αυτό ήταν δυνατόν, ο δόρυβος, στα αυτιά της μις Χάλκομπ. Πέρασε μισή ώρα πριν επιστρέφει ο κηπουρός. Μ ου είπε ότι ο κύριός του ήταν εκτός εαυτού - όχι εξαιτίας του πιοτού, όπως είχα υποδέσει, αλλά εξαιτίας μιας ψυχολογικής μανίας την οποία του ήταν αδύνατον να εξηγήσει. Είχε βρει τον σερ Πέρσιβαλ να βηματίζει πέρ α δώδε στο χωλ μόνος του και να βλαστημάει με ένα βίαιο και ασυγκράτητο πάδος, ότι δεν δα έμενε ούτε ένα λεπτό μόνος του σ ’ ένα τέτοιο μπουντρού μι όπως το σπίτι του, και ότι δα ξεκινούσε για την πρώτη φ ά ση του ταξιδιού του μέσα στη νύχτα. Ο κηπουρός, όταν τον πλη σίασε, εκδιώχδηκε με βρισιές και απειλές, και του ζητήδηκε να
5 22
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ετοιμάσει αμέσως το άλογο και την άμαξα. Μ ετά από ένα τέ ταρτο, ο σερ Πέρσιβαλ είχε βγει στον κήπο, είχε ανεβεί στην άμαξα, και μαστιγώνοντας το άλογο είχε χα9εί μέσα στη νύχτα, με το πρόσωπό του να μοιάζει στο φεγγαρόφωτο ωχρό σαν στά χτη. Ο κηπουρός τον είχε ακούσει να φωνάξει και να βρίζει το φύλακα να σηκωδεί και να ανοίξει την πύλη. Είχε ακούσει τις ρόδες να ξεκινάνε και πάλι, μέσα στη νύχτα, όταν η πύλη άνοι ξε. Μ ετά τίποτε. Την επόμενη μέρα -ή μετά από μία ή δύο μέρες, έχω ξεχάσει π ια - η άμαξα επεστράφη από το Νόουλσμπερι, την πλησιέστερη πόλη, από τον ιπποκόμο του πανδοχείου. Ο σερ Πέρσιβαλ είχε σταματήσει εκεί, και αργότερα είχε φύγει με το τραί νο - ο ιπποκόμος δεν ήξερε τον προορισμό. Δεν είχα ποτέ κα μία πληροφορία για τις κινήσεις του σερ Πέρσιβαλ- και δεν γνω ρίζω καν, αυτή τη στιγμή, αν είναι στην Αγγλία ή στο εξωτερι κό. Δεν έχουμε συναντηδεί από τότε που έφυγε, σαν κυνηγη μένος εγκληματίας, από το σπίτι του. Ελπίζω να μην ξανασυναντηδούμε ποτέ. Το δικό μου τμήμα αυτής της δλιβερής οικογενειακής ιστορίας πλησιάζει στο τέλος του. Πληροφορήδηκα ότι οι λεπτομέρειες για όσα έγιναν όταν ξύπνησε η μις Χάλκομπ και τα όσα ειπώδηκαν όταν με βρήκε καδισμένη δίπλα στο κρεβάτι της δεν εί ναι σημαντικά για το σκοπό στον οποίο αποβλέπει η διήγηση αυτή. Θα αρκεστώ να πω, σ ’ αυτό το σημείο, ότι δεν είχε συναίσδηση των μέσων που είχαν χρησιμοποιηδεί για να μεταφερδεί από το κατοικημένο στο ακατοίκητο τμήμα του σπιτιού. Κοι μόταν δαδιά όλο αυτό το διάστημα, χωρίς και η ίδια να ξέρει αν ο ύπνος αυτός ήταν φυσιολογικός ή είχε προκληδεί τεχνη τά. Στη διάρκεια της απουσίας μου στο Τόρκουεϊ, και με την απουσία όλου του υπηρετικού προσωπικού εκτός της Μάργκαρετ Πόρτσερ (η οποία συνεχώς έτρωγε, έπινε ή κοιμόταν όταν δεν ήταν στη δουλειά), η μεταφορά της μις Χάλκομπ από το ένα
S2 3
WI LKI E COL L I NS
____
________________
μέρος του σπιτιού στο άλλο πραγματοποιήθηκε αναμφισβήτη τα πολύ εύκολα. Η κυρία Ρουμπέλ, όπως ανακάλυψα μόνη μου, ψάχνοντας στο δωμάτιο, είχε στη διάθεσή της προμήθειες, και διάφορα άλλα αναγκαία, μαζί με τα μέσα για να ζεσταίνει νε ρό. ζωμούς και άλλα σχετικά χωρίς να ανάβει φωτιά στη διάρ κεια των λιγοστών ημερών του εγκλεισμού της με την άρρωστη. Είχε αρνηθεί να απαντήσει στις ερωτήσεις που φυσιολογικά της έκανε η μις Χάλκομπ· αλλά δεν της είχε φερθεί, από καμιά άπο ψη, με αγένεια ή αδιαφορία. Το όνειδος της συνέργειας σε μια άθλια εξαπάτηση ήταν το μόνο για το οποίο μπορώ να κατη γορήσω συνειδητά την κυρία Ρουμπέλ. Δεν χρειάζεται να γράψω λεπτομέρειες -αισθάνομαι ανακού φιση γι’ α υ τό - για την επίδραση που είχε στη μις Χάλκομπ η είδηση της φυγής της λαίδης Γκλάιντ, ή των πολύ πιο θλιβερών ειδήσεων που έφτασαν λίγο αργότερα στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Και στις δύο περιπτώσεις, την προετοίμασα ψυχολογικά όσο ευγενέστερα και προσεκτικότερα μπορούσα, έχοντας τη συμβου λή του γιατρού να με καθοδηγεί, στην τελευταία περίπτωση μό νο, μια και ο κύριος Ντόουσον ήταν αδιάθετος και δεν είχε μπο ρέσει να έλθει στο σπίτι τις αμέσως επόμενες μέρες μετά την παράκλησή μου. Ή ταν μία θλιβερή περίοδος, μία περίοδος που δεν μου είναι εύκολο να σκέφτομαι ή να γράφω. Οι ανεκτίμητες ευλογίες της θρησκευτικής παρηγοριάς τις οποίες προσπάθησα να μεταδώσω δεν στάθηκαν ικανές να αγγίξουν την καρδιά της μις Χάλκομπ· αλλά ελπίζω ότι, τελικά, τη βοήθησαν. Δεν έφυ γα στιγμή από κοντά της μέχρι που επανέκτησε τις δυνάμεις της. Το τραίνο με το οποίο έφυγα μακριά α π ’ αυτό το ελεεινό μέρος ήταν το τραίνο με το οποίο έφυγε και η μις Χάλκομπ. Χωρίσα με πένθιμα στο Λονδίνο. Έμεινα σε μια συγγενή μου στο Ίσλινγκτον και εκείνη συνέχισε για το σπίτι του κυρίου Φέρλι, στο Κάμπερλαντ. Έχω μερικές ακόμη γραμμές να γράψω, πριν κλείσω αυτή την οδυνηρή κατάθεση. Υπαγορεύονται από ένα αίσθημα καθήκοντος.
S2 4
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Κατ’ αρχάς, δέλω να καταδέσω την προσωπική μου πεποίδηση ότι καμία απολύτως ευδύνη, σε σχέση με τα γεγονότα που έχω διηγηδεί, δεν βαραίνει τον κόμη Φόσκο. Έχω πληροφορηδεί ότι έχει ανακύψει μία φρικτή υποψία, και ότι ορισμένες πο λύ σοβαρές υπόνοιες στρέφονται στη συμπεριφορά του εξοχό τατου. Η πεποίδησή μου για την αδωότητα του κόμη παραμέ νει, ωστόσο, ακλόνητη. Αν βοήδησε τον σερ Πέρσιβαλ να με στείλει στο Τόρκουεϊ. το έκανε τελώντας υπό πλάνη, για την οποία, ως ξένος που είναι, δεν πρέπει να του αποδοδούν ευδύνες. Αν φρόντισε για να έλδει στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ η κυρία Ρουμπέλ, ήταν ατυχία, και όχι λάδος του. το γεγονός ότι η ξένη αυτή βοήδησε να σχεδιαστεί και να εκτελεστεί μια απ ά τη από τον κύριο του σπιτιού. Διαφωνώ, προς χάριν της ηδικής, με κάδε κατηγορία που αποδίδεται ανεύδυνα στις ενέρ γειες του κόμη. Ακόμη, δέλω να εκφράσω τη λύπη μου για την αδυναμία μου να δυμηδώ την ακριβή μέρα που η λαίδη Γκλάιντ έφυγε από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ για το Λονδίνο. Μου ειπώδηκε ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να βεβαιώσω την ακριβή ημερομηνία εκεί νου του δλιβερού ταξιδιού, και έχω ψάξει βαδιά στη μνήμη μου για να τη δυμηδώ. Η προσπάδεια αποδείχτηκε μάταιη. Το μό νο που μπορώ να δυμηδώ τώρα είναι πω ς ήταν προς τα τέλη Ιουλίου. Ό λοι ξέρουμε τη δυσκολία, μετά την παρέλευση χρό νου, να προσδιορίσουμε με ακρίβεια μία προηγούμενη ημερο μηνία, αν αυτή δεν έχει καταγραφεί. Η δυσκολία αυτή διογκώ νεται, στην περίπτωσή μου, από τα φοβερά γεγονότα που δια δραματίστηκαν κατά την περίοδο της αναχώρησης της λαίδης Γκλάιντ. Ειλικρινά, εύχομαι να είχα κρατήσει τότε κάποιες ση μειώσεις. Ειλικρινά. εύχομαι να ήταν η μνήμη μου για την ημε ρομηνία το ίδιο ισχυρή όσο και η μνήμη μου για την εικόνα του προσώπου της λαίδης όταν με κοίταξε λυπημένα για τελευταία φορά από το πα ράδυρο του τραίνου.
WI LKI E COL L I NS
Η αφήγηση της'Εστερ Γίίνχορν. μαγείρισσας στην υττηρεσία του κόμη Φόσκο (Σ ύμ φ ω να με υ π α γ ό ρ ευ σ ή τη ς) Με λύπη μου ομολογώ ότι δεν ξέρω να διαβάζω ή να γράφω. Ή μουν μία σκληρά εργαζόμενη γυναίκα σ’ όλη μου τη ζωή, με καλό χαρακτήρα. Ξέρω ότι είναι αμαρτία και προστυχιά να λες τα πράγματα όπω ς δεν είναι· και ειλικρινά, δα προσπαθήσω να κάνω το σωστό και σ ’ αυτή την περίπτωση. Ό λ α όσα ξέρω, δα τα πω. Και ταπεινά παρακαλώ τον κύριο που γράφει όλα αυτά να διορθώσει τη γλώσσα μου εκεί που πρέπει, και να με συγχωρήσει που δεν είμαι μορφωμένη. Αυτό το τελευταίο καλοκαίρι έτυχε να είμαι άνεργη - χωρίς να φταίω εγώ γι’ αυτό. Ακόυσα για μια δέση απλής μαγείρισ σας στο Νούμερο Πέντε της Φόρεστ Ρόουντ, στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ. Πήρα τη θέση, δοκιμαστικά. Το όνομα του κυρίου μου είναι Φόσκο. Κυρία μου ήταν μία Αγγλίδα. Εκείνος ήταν κό μης κι εκείνη κόμησσα. Υπήρχε μια κοπέλα που έκανε τη δου λειά της υπηρέτριας όταν έφτασα εκεί. Δεν ήταν υπερβολικά καθαρή ή νοικοκυρεμένη, αλλά δεν ήταν κακό κορίτσι. Εγώ κι αυτή ήμαστε οι μοναδικές υπηρέτριες στο σπίτι. Ο κύριος και η κυρία μας ήρδαν αφού εμείς είχαμε εγκατασταθεί Και, αμέσως μόλις ήρθαν, μας είπαν ότι περίμεναν και παρέα. Επρόκειτο για την ανιψιό της κυρίας μου, και ετοιμάστηκε γι’ αυτήν η πίσω κρεβατοκάμαρα του πρώτου ορόφου. Η κυ ρία μου είπε ότι η λαίδη Γκλάιντ -α υ τό ήταν το όνομα της ανι ψιός τ η ς - δεν ήταν καλά στην υγεία της και ότι έπρεπε η μαγει ρική μου να είναι ανάλογη. Ή ταν να έλθει εκείνη τη μέρα, α π ’ ό,τι μπορώ να θυμηθώ - μην εμπιστευτείτε τη μνήμη μου στο θέ μα αυτό. Λυπάμαι, αλλά πρέπει να σας πω ότι είναι περιττό να με ρωτάτε για ημερομηνίες και άλλα τέτοια. Με εξαίρεση τις Κυριακές, τον περισσότερο καιρό δεν προσέχω τις μέρες, για τί είμαι μία σκληρά εργαζόμενη γυναίκα, και όχι μορφωμένη.
5 26
___ _______________ Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΛ ΑΣ ΠΡ Α Το μόνο που ξέρω είναι ότι η λαίδη Γκλάιντ ήρδε· και όταν ήρ θε, μας τρόμαξε όλους. Δεν ξέρω πώς την έφερε στο σπίτι ο κύριος, γιατί δούλευα σκληρά εκείνη την ώρα. Αλλά την έφε ρε απόγευμα, νομίζω. Η υπηρέτρια τους άνοιξε την πόρτα και τους οδήγησε στο σαλόνι. Αλλά πριν προλάβει καλά καλά να γυρίσει στην κουζίνα όπου ήμουν, ακούσαμε μια αναστάτωση, πάνω, το καμπανάκι του σαλονιού να χτυπάει σαν τρελό, και η φωνή της κυρίας μου να καλεί βοήθεια. Τρέξαμε πάνω και οι δύο. Εκεί είδαμε τη λαίδη ξαπλωμένη στον καναπέ, με το πρόσωπό της εφιαλτικά χλωμό, τα χέρια της σφιγμένα και το κεφάλι της να γέρνει στο πλάι. Είχε τρο μάξει ξαφνικά, είπε η κυρία μου· και ο κύριος μάς είπε ότι εί χε μία κρίση σπασμών. Έ τρεξα έξω, γνωρίζοντας τη γειτονιά λίγο καλύτερα από τους υπόλοιπους, για να καλέσω για βοή θεια τον πλησιέστερο γιατρό. Το πλησιέστερο ιατρείο ήταν των Γκούντρικ και Γκαρθ, που συνεργάζονταν, και είχαν καλό όνο μα, όπω ς είχα ακούσει, σε όλο το Σαιντ Τζων’ς Γουντ. Ο κύ ριος Γκούντρικ ήταν στο σπίτι του και ήλθε αμέσως μαζί μου. Χρειάστηκε να περάσει κάποια ώρα μέχρι να κάνει μια πρώ τη γνωμάτευση. Η άτυχη λαίδη πάθαινε τη μία κρίση μετά την άλλη - συνέχισε έτσι, μέχρι που εξαντλήθηκε τελείως και βρέ θηκε να είναι ανήμπορη σαν νεογέννητο μωρό. Μ ετά τη βά λαμε στο κρεβάτι. Ο κύριος Γκούντρικ πήγε σπίτι του να φ έ ρει φ άρμακα και επέστρεψ ε μετά από ένα τέταρτο - μπορεί και λιγότερο. Εκτός από τα φ άρμακα, έφερε κι ένα κομμάτι κούφιο ερυθρόξυλο που έμοιαζε με σάλπιγγα. Αφού περίμενε λίγο, έβαλε τη μία άκρη στην καρδιά της λαίδης και την άλλη στο αυτί του, και αφουγκράστηκε προσεκτικά. Ό ταν τελείωσε, είπε στην κυρία μου, που ήταν στο δωμάτιο: «Είναι πολύ σοβαρή περίπτωση. Σας συνιστώ να γράψετε αμέ σως στους φίλους της λαίδης Γκλάιντ». Η κυρία μου του λέει: «Είναι καρδιακή ασθένεια;» Κι εκείνος λέει: «Ναι, καρδιακή ασθένεια, από τις πιο επικίνδυνες». Της είπε αυτό ακριβώς που
S2 7
WI L KI E C OL L I NS
νόμιζε ότι συνέβαινε, το οποίο εγώ δεν ήμουν αρκετά έξυπνη για να καταλάβω. Αλλά εκείνο που ξέρω είναι ότι τελείωσε λέγο ντας ότι φοβόταν πως ούτε η βοήδειά του. ούτε και η βοήδεια οποιουδήποτε άλλου γιατρού ήταν δυνατόν να φανεί χρήσιμη». Η κυρία μου αντιμετώπισε αυτό το κακό νέο περισσότερο ήρεμα από τον κύριό μου. Ή ταν ένας πολύ χοντρός, πα ράξε νος τύ πος ηλικιωμένου άντρα, που διατηρούσε πουλιά και άσπρα ποντίκια, και τους μιλούσε σαν να ήταν παιδιά του. Έ δει χνε φοβερά πληγωμένος α π ’ αυτό που είχε συμβεί. «Α! η δύ στυχη λαίδη Γκλάιντ! Η δύστυχη λαίδη Γκλάιντ!» έλεγε- και βάδιζε πέρ α δώδε, σφίγγοντας τα χέρια του περισσότερο σαν ηδοποιός π α ρ ά σαν τζέντλεμαν. Μ ία μόνο ερώτηση έκανε η κυρία μου στο γιατρό για τις πιδανότητες της λαίδης να συνέλδει, αλλά εκείνος έκανε τουλάχιστον πενήντα. Δηλώνω ότι μας βασάνισε όλους. Ό τα ν επιτέλους ησύχασε, βγήκε στον π ί σω κήπο, φ τιάχνοντας μικρές ανδοδέσμες και ζητώντας μου να τις πάω πάνω και να στολίσω μ ’ αυτές το δωμάτιο της άρρω στης. Λ ες και δα βοηδούσε αυτό σε τίποτε! Νομίζω ότι κάποιες στιγμές δεν πρέπει να ήταν καλά στα μυαλά του. Α λλά δεν ήταν κακός - είχε μία τρομακτικά ευγενική γλώσσα και μία χα ρούμενη, άνετη, ευχάριστη συμπεριφορά. Τον συμπαδούσα πο λύ περισσότερο από την κυρία μου. Αυτή ήταν σκληρή. Προς το βράδυ, η λαίδη συνήλδε κάπως. Ως τότε ήταν τόσο εξαντλημένη από τους σπασμούς, ώστε δεν είχε κουνήσει ούτε χέρι ούτε πόδι- ούτε είχε μιλήσει σε κανέναν. Τώρα κινήδηκε κάπως στο κρεβάτι και κοίταξε γύρω της το δωμάτιο, κι εμάς μέσα σ ’ αυτό. Θα πρέπει να ήταν όμορφη, με ξανδά μαλλιά και γαλανά μάτια, και όλα τα σχετικά. Ο ύπνος της ήταν ταραγ μένος τη νύχτα - τουλάχιστον έτσι άκουσα από την κυρία μου. που είχε ξενυχτίσει δίπλα της. Μ πήκα μόνο μια φορά πριν πάω για ύπνο, για να δω αν μπορούσα να φανώ χρήσιμη σε κάτι. Πα ραληρούσε, με έναν ασυνάρτητο τρόπο. Έδειχνε να δέλει να μιλήσει σε κάποιον, τον οποίο κάπου είχε χάσει. Δεν μπόρεσα
S2S
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
να συλλάβω το όνομα, την πρώτη φορ ά- ούτε τη δεύτερη, αφού ο κύριος χτύπησε την πόρτα και εισέβαλε με το συνηθισμένο κύμα των ερωτήσεων του και μια νέα αγκαλιά ανθοδέσμες. Ό ταν ξαναπήγα, το άλλο πρωί, η λαίδη ήταν και πάλι εξα ντλημένη και βυθισμένη σε έναν ελαφρύ ύπνο. Ο κύριος Γκούντρικ έφερε μαζί του τον συνεργάτη του, τον κύριο Γκαρθ, για να την εξετάσουν και να κάνουν σύσκεψη. Είπαν ότι δεν έπρε πε να ταράξει κανείς την ανάπαυσή της, σε καμιά περίπτωση. Έκαναν πολλές ερωτήσεις στην κυρία μου, στην άλλη άκρη του δωματίου, για την κατάσταση της υγείας της στο παρελθόν, για το γιατρό που την παρακολουθούσε και για το αν υ πέφ ερε πο λύ και για καιρό από ψυχικές διαταραχές. Θυμάμαι ότι η κυρία μου απάντησε καταφατικά σ ’ αυτή την τελευταία ερώτηση. Και ο κύριος Γκούντρικ κοίταξε τον κύριο Γκαρθ και κούνησε το κε φάλι του· και ο κύριος Γκαρθ κοίταξε τον κύριο Γκούντρικ και κούνησε κι εκείνος το κεφάλι του. Έδειχναν να πιστεύουν ότι η ψυχική διαταραχή μπορεί να είχε σχέση με τη βλάβη της καρ διάς της λαίδης. Ή ταν πολύ εύθραυστη, η δύστυχη! Πολύ εξασθενημένη, θα ’λεγα· πολύ εξασθενημένη! Αργότερα το ίδιο πρωί, όταν ξύπνησε, η λαίδη παρουσίασε μία ξαφνική αλλαγή κι έδωσε την εντύπωση ότι ήταν πολύ κα λύτερα. Δεν μου επέτρεψαν να ξαναμπώ για να τη δω, όπως δεν επέτρεψαν και στην υπηρέτρια, για το λόγο ότι δεν έπρε πε να ενοχληθεί από ξένους - ότι είχε παρουσιάσει βελτίωση το άκουσα από τον κύριό μου, ο οποίος ήταν σε θαυμάσια ψυ χική κατάσταση για την εξέλιξη αυτή και πλησίασε από τον κή πο το πα ράθυρο της κουζίνας, φορώντας το μεγάλο άσπρο κα πέλο του, έτοιμος να βγει. «Καλημέρα, κυρία μαγείρισσα», είπε. «Η λαίδη Γκλάιντ εί ναι καλύτερα. Αισθάνομαι πιο ήρεμος α π ’ όσο ήμουν, και θα βγω για έναν μικρό περίπατο στην καλοκαιρινή λιακάδα, να ξε μουδιάσουν τα πόδια μου. Θέλετε να παραγγείλω κάτι, να σας αγοράσω κάτι, κυρία μαγείρισσα; Τι φ τιάχνετε εκεί; Μ ία ωραία
52 9
WI LKI E C OL L I NS
τάρτα για δείπνο; Χοντρή κρούστα, αν έχετε την καλοσύνη τραγανή κρούστα, αγαπητή μου, που λιώνει και θρυμματίζεται υπέροχα στο στόμα». Αυτά μου είπε. Εξηντάρης και βάλε, και είχε αδυναμία στα γλυκά. Το φαντάζεστε; Ο γιατρός ξαναήρθε πριν από το μεσημέρι, και είδε και μό νος του ότι η λαίδη Γκλάιντ είχε ξυπνήσει καλύτερα. Μ ας απα γόρευσε να της μιλήσουμε ή να την αφήσουμε να μας μιλήσει, για να μην εξαντληθεί- μας επεσήμανε ότι έπρεπε να μην τα ράξουμε την ησυχία της και να την ενθαρρύνουμε να κοιμάται όσο το δυνατόν περισσότερο. Δεν έδειχνε να θέλει να μιλήσει όσες φορές την είδα - με εξαίρεση τη νύχτα, τότε που δεν μπό ρεσα να καταλάβω τι έλεγε. Φαινόταν πολύ εξαντλημένη. Ο κύ ριος Γκούντρικ δεν ήταν και τόσο αισιόδοξος για την κατάστα σή της όσο ο κύριός μου. Δεν είπε τίποτε όταν κατέβηκε από το δωμάτιο, πα ρ ά μόνο ότι θα περνούσε και πάλι στις πέντε. Περίπου εκείνη την ώρα -ή τα ν πριν ο κύριος γυρίσει στο σπί τ ι-, το καμπανάκι χτύπησε δυνατά από την κρεβατοκάμαρα, και η κυρία μου βγήκε τρέχοντας στο διάδρομο και μου είπε να πάω στον κύριο Γκούντρικ και να του πω ότι η λαίδη είχε λιποθυμήσει. Φόρεσα το καπέλο και το σάλι μου, αλλά, για καλή μου τύχη, εμφανίστηκε ο γιατρός για την προγραμματι σμένη επίσκεψή του. Του άνοιξα, και ανέβηκα πάνω μαζί του. «Η λαίδη Γκλάιντ ήταν στη συνηθισμένη κατάστασή της», είπε η κυρία μου στην πόρτα. «Ή ταν ξύπνια και κοίταζε γύρω της με ένα παράξενο, λυπημένο ύφος, όταν την άκουσα να αφήσει μία αδύναμη κραυγή και να χάνει τις αισθήσεις της». Ο γιατρός πλησίασε στο κρεβάτι κι έσκυψε πάνω από την άρρωστη λαίδη. Ξαφνι κά, σοβάρεψε πολύ βλέποντάς τη, και ακούμπησε το χέρι του στην καρδιά της. Η κυρία μου κοίταζε επίμονα τον κύριο Γκούντρικ στο πρό σωπο. «Μ η μου πείτε ότι πέθ α νε!» είπε, ψιθυριστά και τρέμοντας σύγκορμη.
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Δυστυχώς», είπε ο γιατρός, πολύ ήρεμα και σοβαρά. «Πέ9ανε! Φοβόμουν ότι 9α συνέβαινε ξαφνικά όταν εξέτασα χ9ες την καρδιά της». Η κυρία μου αποτραβήχτηκε κάπως από το κρεβάτι, ενώ εκείνος μιλούσε, και ξανάρχισε να τρέμει. «Πέ9ανε!» ψιθύρισε μονολογώντας. «Π έθανε τόσο ξαφνικά! Πέ9ανε τόσο σύντομα! Τι 9α πει ο κόμης;» Ο κύριος Γκούντρικ τη συμβούλευσε να κατέβει κάτω και να ηρεμήσει κάπως. «Μ εί νατε άυπνη όλη νύχτα», της είπε, «και τα νεύρα σας είναι κλο νισμένα. Η γυναίκα αυτή», είπε εννοώντας εμένα, «9α μείνει στο δωμάτιο μέχρι να ειδοποιήσω για την αναγκαία βοήθεια». Η κυρία μου έκανε όπως της είπε. «Π ρέπει να προετοιμάσω τον κόμη», είπε, «Π ρέπει να προετοιμάσω προσεκτικά τον κό μη». Και βγήκε από το δωμάτιο, τρέμοντας σύγκορμη. «Ο κύριός σου είναι ξένος», είπε ο κύριος Γκούντρικ, όταν έφυγε η κυρία μου. «Καταλαβαίνει την υποχρέωση δήλωσης του θ ανάτου;» «Δ εν μπορώ να πω με βεβαιότητα, κύριε», εί πα , « α λ λά νομίζω πω ς όχι». Ο γιατρός έμεινε σκεφτικός για λίγο και μετά είπε: «Συνήθω ς δεν κάνω τέτοια πράγματα, αλ λά ίσως απαλλάξω από τον κόπο την οικογένεια αν δηλώσω ο ίδιος το θάνατο. Θα περάσω ο ίδιος από το ληξιαρχείο σε μισή ώρα· μπορώ να το τακτοποιήσω. Πείτε τους, αν έχετε την καλοσύνη, ότι θα το κάνω εγώ». «Ν αι, κύριε», είπα, «και σας ευχαριστούν, είμαι βέβαιη, για την καλοσύνη σας να το σκεφ τείτε». «Δεν σας πειράξει να μείνετε εδώ μέχρι να στείλω το κατάλληλο άτομο;» μου λέει μετά. «'Οχι, κύριε», του λέω. «Θ α μείνω με τη δύσμοιρη λαίδη όσο χρειαστεί. Να υποθέσω ότι δεν θα μπορούσε να γίνει, κύριε, τίποτε περισσότερο α π ’ ό,τι έγινε;» του λέω. «Ν α ι», είπε. «Τίποτε! Θα πρέπει να είχε υπο φέρει πολύ πριν τη δω. Η κατάστασή της ήταν απελπιστική όταν την εξέτασα». «Α , Θεέ μου! Εκεί καταλήγουμε όλοι, αργά ή γρήγορα. Έτσι δεν είναι, κύριε;» λέω. Δεν μου απάντησε σ’ αυ τό. Δεν έδειχνε να έχει διάθεση για συζήτηση. Είπε «καλημέρα», και έφυγε.
S31
WI L KI E C OL L I NS
Έμεινα δίπλα στο κρεβάτι από εκείνη τη στιγμή μέχρι την ώρα που ο κύριος Γκούντρικ έστειλε κάποια, όπως είχε υποσχεδεί. Λεγόταν Τζέιν Γκουλντ. Μου φάνηκε σοβαρή γυναίκα. Το μόνο που είπε ήταν ότι καταλάβαινε τι περίμεναν α π ’ αυτή, και ότι είχε περιποιηδεί πολλούς νεκρούς στη ζωή της. Ο τρόπος που δέχτηκε το νέο ο κύριος, όταν το έμαδε, είναι κάτι που δεν το ξέρω, μια και δεν ήμουν παρούσα. Ό τα ν τον είδα, έδειχνε φρικτά επηρεασμένος από το γεγονός. Καδόταν ήσυχος σε μια γωνιά, με τα χοντρά χέρια του να κρέμονται π ά νω στα χοντρά γόνατά του, το κεφάλι του σκυμμένο και τα μά τια του να κοιτάζουν το κενό. Δεν φαινόταν τόσο πολύ στενο χωρημένος, όσο φοβισμένος και σαστισμένος α π ’ αυτό που εί χε συμβεί. Η κυρία μου ασχολήδηκε με όλα όσα έπρ επ ε να γί νουν για την κηδεία. Θα πρέπει να στοίχισε πολλά λεφτά - το φέρετρο, ιδιαίτερα, που ήταν πολύ όμορφο. Ο σύζυγος της νε κρής λαίδης, όπως ακούσαμε, έλειπε στο εξωτερικό. Α λλά η κυρία μου (που ήταν δεία της) κανόνισε με τους φίλους της στην επαρχία (στο Κάμπερλαντ, νομίζω) να ταφεί εκεί, στον ίδιο τάφο με τη μητέρα της. Ό λ α έγιναν γενναιόδωρα, σε σχέ ση με την κηδεία, το επαναλαμβάνω· και ο κύριος πήγε να παραστεί ο ίδιος στην κηδεία. Ή ταν εντυπωσιακός μέσα στο πένδος του, με το πλατύ δλιμμένο πρόσωπό του, το αργό βάδι σμά του και τη φ αρδιά ταινία στο καπέλο του - αυτό ήταν! Συμπερασματικά, έχω να πω, απαντώντας στις ερωτήσεις που μου τέδηκαν, τα εξής: Ούτε εγώ, ούτε η συνάδελφός μου υ πηρέτρια είδαμε τον κύ ριό μου να δίνει ο ίδιος κάποιο φ άρμακο στη λαίδη Γκλάιντ. Α π ’ όσο γνωρίζω και πιστεύω δεν έμεινε ποτέ μόνος στο δω μάτιο με τη λαίδη Γκλάιντ. Δεν είμαι σε δέση να πω τι προκάλεσε τον ξαφνικό φόβο που η κυρία μου με πληροφόρησε ότι είχε κυριεύσει τη λαίδη όταν πρω τοήρδε στο σπίτι. Η αιτία δεν αναφέρδηκε ποτέ ούτε σε μένα, ούτε στη συνάδελφό μου υπηρέτρια.
5 32
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Η παραπάνω κατάδεση διαβάστηκε παρουσία μου. Δεν έχω να προσδέσω ή να αφαιρέσω τίποτε. Το βεβαιώνω, παίρνοντας όρκο σαν χριστιανή. Αυτή είναι η αλήδεια. (Υπογραφή) Έ στερ Πίνχορν ( + / αντί υπογραφής)
Η αφήγηση του Γιατρού Στο Ληξιαρχείο, όπου αναφέρδηκε ο ακόλουδος Θάνατος. Βε βαιώνω ότι νοσήλευσα τη λαίδη Γκλάιντ, ηλικίας 21 ετώ ν ότι την είδα για τελευταία φ ορά την Πέμπτη, 25 Ιουλίου 1850· ότι πέδανε την ίδια μέρα στην οδό Φόρεστ Ρόουντ 5, Σαιντ Τξων’ς Γουντ· ότι η αιτία του δανάτου της ήταν ανεύρυσμα. Διάρκεια ασδένειας άγνωστη. (Υπογραφή) Αλφρεντ Γκούντρικ Μ έλος του Βασιλικού Κολεγίου Χειρούργων Διεύδυνση: Κρόιντον Γκάρντενς, Σαιντ Τξων’ς Γουντ
Η αφήγηση της Τξέιν Γκουλντ Ή μουν εκείνη που κλήδηκε από τον κύριο Γκούντρικ να κάνω ό,τι ήταν σωστό και χρήσιμο για τη σορό μιας κυρίας που είχε πεδάνει στο σπίτι που αναφέρεται στο πιστοποιητικό που προηγεί ται της βεβαίωσης αυτής. Βρήκα να προσέχει τη σορό η μαγεί ρισσα Έ στερ Πίνχορν. Παρέμεινα δίπλα στη σορό, και τη φρό ντισα, προετοιμάζσντάς τη για την ταφή. Τοποδετήδηκε στο φέ ρετρο παρουσία μου, και αργότερα είδα το φέρετρο να βιδώνε ται, πριν μεταφερδεί. Ό ταν αυτό έγινε, και όχι πριν, πήρα τα χρή ματα που ήταν να πάρω, και έφυγα. Παραπέμπω όποιους δέλουν
53 3
WI LKI E C OL L I NS
να ερευνήσουν για το χαρακτήρα μου στον κύριο Γκούντρικ. Θα βεβαιώσει ότι μπορούν να είναι βέβαιοι πως λέω αλήδεια. (Υπογραφή) Τξέιν Γκουλντ
Η αφήγηση της Ταφόπλακας Αφιερωμένη στη Μνήμη της Λώρα, λαίδης Γκλάιντ, συζύγου του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ, βαρονέτου, από το Μπλάκγουοτερ Παρκ του Χάμπσαϊρ, και κόρης του αείμνηστου Φίλιπ Φέρλι, από το Λίμεριτζ Χάουζ, που ανήκει στην ενορία αυτή. Γεννήθηκε στις 27 Μαρτίου 1829. Παντρεύτηκε σ τις 22 Δεκεμβρίου 1849. Πέθανε στις 25 Ιουλίου 1850.
Αφήγηση τον Γονόλτερ Χάρτράίτ (Συνέχεια της αρχικής αφήγησης) I Στις αρχές του καλοκαιριού του 1850, εγώ και οι επιζώντες σύ ντροφοί μου εγκαταλείψαμε τις άγριες περιοχές και τα δάση της Κεντρικής Αμερικής για να γυρίσουμε στην πατρίδα. Φτάσαμε στην ακτή και πήραμε από εκεί το πλοίο για την Αγγλία. Το σκά φος ναυάγησε στον Κόλπο του Μεξικού - ήμουν ανάμεσα στους ελάχιστους που σώδηκαν από τη δάλασσα. Ή ταν η τρίτη από δρασή μου από τα πλοκάμια του δανάτου. Θάνατος από αρ ρώστια, δάνατος από τους Ινδιάνους, δάνατος από πνιγμό - και οι τρεις με είχαν αγγίξει· και οι τρεις με είχαν προσπεράσει.
534
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Οι επιζήσαντες από το ναυάγιο διασωδήκαμε από ένα αμε ρικανικό σκάφος που ταξίδευε με προορισμό το Λίβερπουλ. Το πλοίο έφτασε στο λιμάνι του στις 13 Οκτωβρίου του 1850. Αποβιβαστήκαμε αργά το απόγευμα, και έφτασα στο Λονδίνο την ίδια νύχτα. Οι σελίδες αυτές δεν είναι η καταγραφή των περιπλανήσεων και των κινδύνων μου μακριά από την πατρίδα. Τα κίνητρα που με οδήγησαν μακριά από τη χώρα μου και τους φίλους μου, σε έναν νέο κόσμο περιπέτειας και κινδύνου, είναι ήδη γνωστά. Α π ’ αυτή την αυτοεξορία μου επέστρεψα -ό π ω ς ήλπιζα, προσευ χόμουν, και πίστευα ότι δα επισ τρέφ ω - ένας αλλαγμένος άνδρωπος. Είχα αναβαπτιστεί στα νερά μιας νέας ζωής. Στο αμεί λικτο σχολείο της ακρότητας και του κινδύνου η δέλησή μου είχε χαλυβδωδεί, η καρδιά μου είχε σκληρύνει, το μυαλό είχε μάδει να βασίζεται στις δυνάμεις του. Είχα φύγει, για να απο<ρύγω το μέλλον μου. Επέστρεψα για να το αντιμετωπίσω, όπως πρέπει να κάνει ένας άντρας. Για να το αντιμετωπίσω με εκείνη την αναπόφευκτη συμπίε ση των αισδημάτων που ήξερα ότι δα χρειαζόταν εκ μέρους μου. Είχα φύγει με τη χειρότερη πικρία του παρελδόντος, αλλά όχι χωρίς να κρατάω στην καρδιά μου την ανάμνηση της δλίψης και της τρυφερότητας εκείνης της αξέχαστης περιόδου. Δεν είχα πάψει να αισδάνομαι τη μοναδική ανεπανόρδωτη απογοήτευση της ζωής μου - είχα μάδει απλώς να την υπομένω. Η Λώρα Φέρλι κυριαρχούσε στις σκέψεις μου όταν το πλοίο με έπαιρνε μακριά και έβλεπα την Αγγλία να χάνεται πίσω μου. Η Λώρα Φέρλι κυ ριαρχούσε στις σκέψεις όταν το πλοίο με έφερνε πίσω, και το πρωινό φως έδειχνε τις φιλικές ακτές μπροστά μου. Η πένα μου ξαναβρίσκει τα ίχνη των παλιών γραμμάτων, καδώς η καρδιά μου γυρίζει πίσω στην πα λιά αγάπη. Γράφω γ ι’ αυτή σαν να είναι ακόμη η Λώρα Φέρλι - μου είναι δύσκολο να τη σκέφτομαι, μου είναι δύσκολο να μιλάω γι’ αυτή με το όνομα του συζύγου της.
WI LKI E COL L I NS
Δεν υπάρχουν άλλες εξηγήσεις για την καταγραφή αυτών των σελίδων. Η διήγηση αυτή, αν έχω τη δύναμη και το δάρρος να την κάνω, μπορεί να προχωρήσει τώρα. Οι πρώ τες ανησυχίες και οι πρώ τες ελπίδες μου, όταν ήρδε το πρωί, επικεντρώδηκαν στη μητέρα μου και στην αδελφή μου. Αισθανόμουν την ανάγκη να τις προετοιμάσω για τη χαρά και την έκπληξη της επιστροφής μου, μετά από μια απουσία κα τά την οποία στάθηκε αδύνατον γι’ αυτές να λάβουν οποιοδήποτε νέο μου. Νωρίς το πρωί, έστειλα ένα γράμμα στο Χάμπστεντ Κότατξ, και εμφανίστηκα ο ίδιος μετά από μία ώρα. Ό τα ν η πρώτη συνάντηση τελείωσε, όταν η ηρεμία και η γα λήνη άλλων ημερών άρχισε να επανέρχεται σταδιακά στη ζωή μας, είδα κάτι στο πρόσωπο της μητέρας μου που μου έδωσε να καταλάβω ότι κάτι βαρύ πλάκωνε την καρδιά της. Υπήρχε κάτι περισσότερο από αγάπη - υπήρχε θλίψη στα ανήσυχα μά τια που με κοίταξαν τόσο τρυφερά· υπήρχε οίκτος στο ευγενι κό χέρι, που αργά και στοργικά δυνάμωσε το σφίξιμό του στο δικό μου. Δεν είχαμε μυστικά μεταξύ μας. Ή ξερε με ποιον τρό πο είχε ναυαγήσει η ελπίδα της ξωής μου· ήξερε γιατί είχα φ ύ γει μακριά της. Ή ταν στα χείλη μου να ρωτήσω όσο πιο ήρεμα μπορούσα αν είχε έλθει κάποιο γράμμα για μένα από τη μις Χάλκομπ· αν υπήρχε κάποιο νέο από την αδελφή της. Αλλά, όταν κοίταξα το πρόσωπο της μητέρας μου, έχασα το θάρρος να θέσω την ερώτηση, ακόμη και με αυτό τον υπαινικτικό τρό πο. Μ πόρεσα μόνο να πω, διατακτικά και συγκρατημένα: «Έχε τε κάτι να μου π είτε;» Η αδελφή μου, που καθόταν απέναντι μας, σηκώθηκε ξαφ νικά, χωρίς την παραμικρή εξήγηση· σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Η μητέρα μου πλησίασε πιο κοντά μου στον κα ναπέ και τύλιξε τα μπράτσα της στο λαιμό μου. Τα αγαπημέ να αυτά μπράτσα έτρ εμ α ν τα δάκρυα κυλούσαν γρήγορα στο πιστό, λατρευτό πρόσωπο.
3 36
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Γουόλτερ!» ψιθύρισε. «Αγαπημένε μου! Η καρδιά μου είναι βαριά για σένα. Ω, γιε μου! Γιε μου! Προσπάθησε να θυμάσαι ότι σου έχω απομείνει εγώ». Το κεφάλι μου έγειρε στο στήθος της. Είχε πει τα πάντα, λέ γοντας αυτές τις λέξεις.
Ή ταν το πρωί της τρίτης μέρας από την επιστροφή μου - το πρωί της 16ης Οκτωβρίου. Είχα παραμείνει μαζί τους στο Κότατξ· είχα προσπαθήσει σκληρά να μην πικράνω την ευτυχία της επιστροφής μου γι’ αυτές, όπως είχε συμβεί σε μένα. Εί χα κάνει ό,τι μπορούσα για να συνέλθω από το σοκ και να απ ο δεχθώ καρτερικά τη ζωή μου - να αφήσω τη μεγάλη θλίψη να γεμίσει τρυφερότητα την καρδιά μου, και όχι απελπισία. Ή ταν μάταιο και αδύνατον. Τα δάκρυα δεν ανακούφισαν τα πονεμένα μάτια μου· καμιά ανακούφιση δεν μου έφερε η συμπό νια της αδελφής μου ή η αγάπη της μητέρας μου. Το πρωί της τρίτης μέρας τούς άνοιξα την καρδιά μου. Τε λικά, βγήκαν από τα χείλη μου οι λέξεις που λαχταρούσα να ξεστομίσω τη μέρα που η μητέρα μού είπε για το θάνατό της. «Α φήστε με να φύγω μόνος, για λίγο», είπα. «Θ α το αντέξω καλύτερα όταν θα έχω ξαναδεί το μέρος που την πρωτοείδα* όταν θα έχω γονατίσει και θα έχω προσευχηθεί δίπ λα στον τάφο που την έχουν εναποθέσει να αναπαυτεί». Έ φ υγα για το ταξίδι μου - το ταξίδι π ου θα με οδηγούσε στον τάφο της Λώρα Φέρλι. Ή ταν ένα ήσυχο φθινοπωρινό απομεσήμερο, όταν σταμάτησα στον ερημικό σταθμό και ξεκίνησα μόνος, με τα πόδια, στο δρό μο που θυμόμουν πολύ καλά. Ο αδύναμος ήλιος έλαμπε αμυδρά
WI LKI E C OL L I NS
_
________________
μέσα από τα λεπτά λευκά σύννεφα· ο αέρας ήταν ζεστός και ανάλαφρος· η γαλήνη της ερημικής περιοχής επισκιαζόταν από την επίδραση του καιρού - η χρονιά βάδιζε στο τέλος της. Έ φτασα στο βάλτο. Ξαναστάδηκα στο φρύδι του λόφου. Κοί ταξα πέρα, στο μονοπάτι και είδα στο βάδος τα γνώριμα δέ ντρα του κήπου, τον ημικυκλικό δρόμο, τους ψηλούς λευκούς τοίχους του Λίμεριτζ Χάουζ. Οι ευκαιρίες και οι αλλαγές, οι π ε ριπλανήσεις και οι κίνδυνοι των προηγούμενων μηνών, όλα συρρικνώνονταν και ζάρωναν σ ’ ένα τίποτε στο μυαλό μου. Ή ταν σαν χδες που τα πόδια μου είχαν πατήσει για τελευταία φορά στον ευωδιαστό δαμνότοπο! Νόμιζα πως δα την έβλεπα να έρ χεται να με συναντήσει, με το μικρό ψάδινο καπέλο να σκιάζει το πρόσωπό της, το απλό φόρεμά της να ανεμίζει στον άνεμο, και το τετράδιο της ζωγραφικής έτοιμο στο χέρι της. Ω, Θ άνατε, απόλαυσες το κέντρισμά σου! Ω, Τάφε, κέρδι σες τη νίκη σου! Έκανα μεταβολή. Εκεί, κάτω από μένα, στη στενή κοιλάδα, ήταν η μοναχική γκρίζα εκκλησία· το προαύλιο όπου περίμενα τον ερχομό της Γυναίκας με τα άσπρα* οι λόφοι που έζωναν το ήσυχο νεκροταφείο· το ρυάκι που έτρεχε κρύο πάνω στην π έ τρινη κοίτη του. Εκεί ήταν ο μαρμάρινος σταυρός, καδαρός και λευκός, στην κορυφή του τάφου - του τάφου που σκέπαζε τώ ρα μητέρα και κόρη. Πλησίασα τον τάφο. Δρασκέλισα και πάλι τον χαμηλό π έ τρινο φράχτη και έβγαλα το καπέλο μου καδώς άγγιζα το καδαγιασμένο έδαφος - το αφιερωμένο στην ευγένεια και την κα λοσύνη· το αφιερωμένο στο σεβασμό και τη δλίψη. Σταμάτησα μπροστά στο βάδρο πάνω στο οποίο ήταν στημέ νος ο σταυρός. Στη μία πλευρά του, στην πλησιέστερη σε μένα πλευρά, η πρόσφατα χαραγμένη επιγραφή τράβηξε τη ματιά μου - τα σκληρά, καδαρά, αδυσώπητα μαύρα γράμματα που αφη γούνταν την ιστορία της ζωής και του δανάτου της. Προσπάδησα να τα διαβάσω. Διάβασα μέχρι να συναντήσω το όνομά της:
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Αφιερωμένος στη μνήμη της Λώρα...» Είδα τα πσνεμένα γα λανά μάτια να δαμπώνουν από δάκρυα· το ξανδό κεφάλι να γέρ νει κουρασμένα. Ακόυσα τις αδώες αποχαιρετιστήριες λέξεις που με ικέτευαν να φύγω, και κράτησα την ανάμνησή της - την ανά μνηση που πήρα μαζί μου, την ανάμνηση που φέρνω μαζί μου στον τάφο της! Π ροσπάδησα για δεύτερη φορά να διαβάσω την επιγραφή. Είδα, τελικά, την ημερομηνία του δανάτου της, κι από πάνω... Πάνω από την ημερομηνία, υπήρχαν α ράδες χαραγμένες στο μάρμαρο, υπήρχε ένα όνομα εκεί - τ ο όνομά το υ - που τάραξε τις σκέψεις μου. Έκανα το γύρο του τάφου και πήγα από π ί σω, όπου δεν υπήρχε τίποτε να διαβάσω - καμιά γήινη ευτέ λεια ανάμεσα στο πνεύμα της και στο δικό μου. Γονάτισα δίπλα στον τάφο. Ακούμπησα τα χέρια μου, ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στην πλατιά λευκή πέτρα και έκλει σα τα κουρασμένα μάτια μου για να μη βλέπω τη γη γύρω μου, το φως από ψηλά. Ω, αγάπη μου! Η καρδιά μου μπορεί τώρα να σου μιλήσει! Είναι και πάλι χδες τότε που χωρίσαμε· χδες που το αγαπημένο χέρι σου άγγιξε το δικό μου- χδες που τα μά τια μου κοίταξαν για τελευταία φορά τα δικά σου. Αγάπη μου! Η ώρα είχε κυλήσει. Η σιωπή είχε πέσει, σαν πυκνή ομίχλη. Ο πρώτος ήχος που ήρδε, μετά την ουράνια γαλήνη, ακού στηκε αμυδρά σαν δρόισμα, σαν περαστική πνοή ανέμου πάνω στα χόρτα του νεκροταφείου. Τον ένιωσα να με πλησιάζει αρ γά, μέχρι που έφτασε αλλαγμένος στ’ αυτί μου -ή ρ δ ε σαν βή ματα που κινούνταν προς το μέρος μ ου-, και μετά σταμάτησε. Σήκωσα τα μάτια μου. Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Τα σύννεφα είχαν διαλυδεί και το φως του έπεφ τε απαλό πάνω στους λόφους. Το τέλος της μέ ρ ας ήταν κρύο, ασυννέφιαστο και γαλήνιο στην ήσυχη κοιλά δα του δανάτου.
539
WI LKI E COL L I NS
Μπροστά μου, στο νεκροταφείο, είδα δύο γυναίκες να στέκονται μαζί στην παγερή διαύγεια του αδύναμου φωτός. Κοίταζαν προς τον τάφο· κοίταζαν προς το μέρος μου. Δύο! Πλησίασαν λίγο, και ξανασταμάτησαν. Τα βέλα τους ήταν κατεβασμένα και μου έκρυβαν τα πρόσωπά τους. Ό τα ν σταμά τησαν, η μία α π ’ αυτές σήκωσε το βέλο της. Μ έσα στο λιγοστό φως του σούρουπου, είδα το πρόσωπο της Μ άριαν Χάλκομπ. Αλλαγμένο. Τόσο αλλαγμένο, που λες και είχαν περάσει χρό νια από πάνω του! Τα μάτια μεγάλα και άγρια, με κοίταζαν με έναν παράξενο τρόμο στο βάδος τους. Το πρόσωπο φ θαρμέ νο και θλιβερά αδυνατισμένο. Πόνος, φόβος και θλίψη ήταν χαραγμένα πάνω της σαν με καυτό σίδερο. Έκανα ένα βήμα προς το μέρος της. Δεν κινήθηκε· δεν μί λησε. Έ να επιφώνημα, σαν λυγμός, ξέφυγε από τα χείλη της γυναίκας με το βέλο που ήταν μαζί της. Σταμάτησα! Οι δυνά μεις μου φάνηκαν να με εγκαταλείπουν, και το ρίγος ενός απε ρίγραπτου τρόμου με διαπέρασε από την κορυφή ως τα νύχια. Η γυναίκα με το βέλο ξέκοψε από τη σύντροφό της και ήρθε προς το μέρος μου. Έχοντας μείνει μόνη, η Μάριαν Χάλκομπ μίλησε. Ή ταν η φωνή που θυμόμουν - η φωνή δεν είχε αλλά ξει, όπως τα φοβισμένα μάτια και το φθαρμένο πρόσωπο. «Το όνειρό μου! Το όνειρό μου!» Την άκουσα να λέει αυτές τις λέξεις απαλά, μέσα στη φρικτή σιγή. Σωριάστηκε στα γό νατα και σήκωσε τα σφιγμένα χέρια της προς τον ουρανό. « Π α τέρα! Δώσ’ του δύναμη. Πατέρα! Βοήθησέ τον, σ ’ αυτή την ώρα της ανάγκης». Η γυναίκα με το βέλο συνέχισε να κινείται. Προχωρούσε αρ γά και σιωπηλά. Την κοίταξα - αυτή, και καμιά άλλη, από εκεί νη τη στιγμή. Η φωνή που προσευχόταν για μένα, έσπασε και χαμήλωσε, αλλά μετά, ξαφνικά, δυνάμωσε και με κάλεσε φοβισμένα, με κάλεσε απεγνωσμένα να φύγω.
Ϊ40
___________________
Η Γ Υ Ν Α Ι ΚΑ MEJTA ΑΣ ΠΡ Α
Αλλά η γυναίκα με το βέλο με είχε κυριεύσει, ψυχή τε και σώματι. Σταμάτησε στη μία πλευρά του τάφου. Στεκόμασταν αντικριστά, με την ταφόπλακα ανάμεσά μας. Ή ταν κοντά στην επιγραφή. Το φόρεμά της άγγιζε τα μαύρα γράμματα. Η φωνή που προσευχόταν για μένα, η φωνή της Μ άριαν Χάλκομπ, ακούστηκε τώρα πιο κοντά και πιο δυνατά: «Κρύψε το πρόσωπό σου! Μην την κοιτάξεις! Ω, Θεέ μου, λυπήσου τον!» Η γυναίκα σήκωσε το βέλο της. «Αφιερωμένο στη Μνήμη της Λώρα, λαίδης Γκλάιντ...» Η Λώρα, λαίδη Γκλάιντ, στεκόταν δίπλα στην επιγραφή, και με κοίταζε.
Τέλος του Πρώτου Μέρους
S41
Μ Ε Ρ Ο Σ Β'
Κεφάλαιο Εικοστό Έβδομο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτραιτ
I Ανοίγω νέα σελίδα. Προχωρώ τη διήγησή μου κατά μία ολόκλη ρη βδομάδα. Η ιστορία του μεσοδιαστήματος - τ ο οποίο μ ’ αυτό τον τρό πο υ περ πη δώ - δεν πρέπει να καταγραφεί. Η καρδιά μου εξασδενεί, ο νους μου βυθίζεται στο σκοτάδι και τη σύγχυση όταν τα σκέφτομαι. Αυτό δεν πρέπει να συμβεί, αν εγώ, που γρά φω, θέλω να καθοδηγήσω -ό π ω ς πρ έπ ει να κάνω - εσένα που διαβάζεις· αυτό δεν πρέπει να γίνει, αν το κουβάρι που οδη γεί μέσα από το λαβύρινδο της ιστορίας είναι να παραμείνει, από τη μια άκρη ως την άλλη, στα χέρια μου. Μ ια ζωή ξαφνικά άλλαξε - ο ίδιος ο σκοπός της αναπροσδιορίστηκε· οι ελπίδες και οι φόβοι της, οι προσ πάδειές της, τα συμφέροντά της και οι δυσίες της, όλα στράφηκαν αμέσως, και για πάντα, σε μια νέα κατεύθυνση. Είναι η προοπτική που ανοίγεται τώρα μπροστά μου σαν εντυπωσιακή θέα από βου νοκορφή. Άφησα τη διήγησή μου στη γαλήνια σκιά της εκκλησίας του Λίμεριτζ* την ξαναρχίζω, μια βδομάδα αργότερα, μέσα στην αναταραχή και τη φασαρία ενός λονδρέζικου δρόμου.
S42
_________________________ Η Γ Υ Ν Α Ι ΚΑ ΜΕ ΤΑ Α Σ ΠΡΑ Ο δρόμος είναι σε μια πολυάνθρω πη και φτωχή γειτονιά. Το ισόγειο ενός από τα σπίτια κατέχεται από ένα μαγαζάκι πώ λησης εφ ημ ερίδω ν ο πρώ τος και ο δεύτερος όροφος νοικιά ζονται ως φτηνά επιπλω μένα καταλύματα. Έχω νοικιάσει αυτούς τους δύο ορόφους με ψεύτικο όνομα Στον πάνω όροφο μένω εγώ - ένα δωμάτιο για να εργάζομαι, ένα δω μάτιο για να κοιμάμαι. Στον κάτω όροφο, με το ίδιο ψεύτικο όνο μα, μένουν δύο γυναίκες που εμφανίζονται ως αδελφές μου. Βγά ζω το ψωμί μου σκαλίζοντας πάνω σε ξύλο και ζωγραφίζοντας για τα λαϊκά περιοδικά. Οι αδελφές μου υποτίθεται ότι με βοη θάνε δουλεύοντας σαν κεντήστρες και μανταρίστρες. Η φτωχή κατοικία μας, τα ταπεινά επαγγέλματά μας, η υποτιθέμενη σχέ ση μας και το υποτιθέμενο όνομά μας, όλα αυτά είναι τα μέσα που μας βοηθούν να κρυβόμαστε στο οικιστικό δάσος του Λον δίνου. Δεν συγκαταλεγόμαστε πια στους ανθρώπους που η ζωή τους είναι φανερή και γνωστή. Είμαι ένας άσημος άντρας, χω ρίς υποστηρικτή ή φίλο να με βοηθήσει. Η Μάριαν Χάλκομπ δεν είναι τώρα πα ρ ά η μεγαλύτερη αδελφή μου, που συμβάλ λει στις ανάγκες του σπιτιού μας με τη χειρωνακτική εργασία της. Εμείς οι δύο, σύμφωνα με την εκτίμηση άλλων, είμαστε τα θύματα -κ α ι ταυτόχρονα οι συνεργοί- μιας προκλητικής απ ά της. Υποτίθεται ότι είμαστε οι συνεργάτες της τρελής Ανν Κάθερικ, που διεκδικεί το όνομα, τη θέση και τη ζώσα προσωπικό τητα της νεκρής λαίδης Γκλάιντ. Αυτή είναι η κατάστασή μας. Αυτή είναι η διαφορετική όψη με την οποία πρέπει να εμφανιζόμαστε, από δω και πέρα, εμείς οι τρεις. Στα μάτια της λογικής και του νόμου, στην εκτίμηση συγγε νών και φίλων, σύμφωνα με κάθε αποδεκτή τυπικότητα μιας πολιτισμένης κοινωνίας, η «Λώρα, λαίδη Γκλάιντ» βρίσκεται θαμμένη δίπλα στη μητέρα της στο νεκροταφείο του Λίμεριτζ. Έχοντας διαγράφει από τους καταλόγους των ζωντανών, η κό ρη του Φίλιπ Φέρλι και σύζυγος του Πέρσιβαλ Γκλάιντ μπορεί
S43
WI LKI E C O L L I N S
______
___
ακόμη να υπάρχει για την αδελφή της, μπορεί ακόμη να υπάρ χει για μένα, αλλά για όλον τον άλλο κόσμο είναι νεκρή. Νε κρή για το δείο της, που την αποκηρύσσει· νεκρή για τους υπη ρέτες του σπιτιού, που δεν είχαν καταφέρει να την αναγνωρί σ ουν νεκροί για τους ανθρώπους της εξουσίας, που είχαν με ταβιβάσει την περιουσία της στο σύζυγό της και τη δεία της· νεκρή για τη μητέρα μου και την αδελφή μου, που πίστευαν ότι είμαι το κορόιδο μιας τυχοδιώκτριας και το θύμα μιας απάτης - κοινωνικά, ηθικά, νομικά νεκρή! Και όμως, ζωντανή! Ζωντανή, αλλά φτώχιά και κυνηγημένη. Ζωντανή, με τον φτωχό δάσκαλο της ζωγραφικής να παλεύει για λογαριασμό της και να πασχίζει να την αποκαταστήσει στη θέση της στον κόσμο των ζωντανών. Δεν πέρασε καμιά υποψία από το μυαλό μου, εξαιτίας και της γνώσης μου όσον αφορά την ομοιότητα της Ανν Κάδερικ και της ίδιας, όταν μου αποκαλύφδηκε για πρώτη φ ορά το πρό σωπό της. Ούτε σκιά υποψίας, από τη στιγμή που σήκωσε το βέλο της, στέκοντας δίπλα στην αποτρόπαια επιγραφή που βε βαίωνε το θάνατό της. Πριν ο ήλιος εκείνης της ημέρας δύσει, πριν χαθεί τελείως από τα μάτια μας η θέα του σπιτιού που οι πόρτες του ήταν κλει στές γι’ αυτή, είχαν επιστρέφει στη μνήμη μας οι αποχαιρετι στήριες λέξεις που είπα όταν χωρίσαμε στο Λίμεριτζ Χάουζ έχοντας επαναληφθεί από μένα, έχοντας αναγνωριστεί από κεί νη: «Α ν έλθει κάποτε η στιγμή που η αφοσίωση της καρδιάς, της ψυχής και της δύναμής μου θα σου προσφέρει μια στιγμή ευτυχίας ή θα σε απαλλάξει από μια στιγμή λύπης, θα προσπαθήσεις να θυμηθείς εκείνον που σου δίδασκε ζωγραφική;» Εκείνη, που τώρα θυμόταν πολύ λίγα από τα δεινά και τον τρόμο της περιό δου που ακολούθησε, θυμήθηκε τις λέξεις εκείνες και έγειρε το κεφάλι της αθώα και με εμπιστοσύνη στο στήθος του άντρα που τις είχε ξεστομίσει. Εκείνη τη στιγμή, όταν με αποκάλεσε με το όνομά μου, όταν είπε: «Προσπάθησαν να με κάνουν να ξεχάσω
5 44
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
τα πάντα, Γουόλτερ· αλλά θυμάμαι τη Μ άριαν, θυμάμαι και σέ να»· εκείνη τη στιγμή, εγώ, που πολύ πριν της είχα δώσει την αγάπη μου, της έδωσα τη ζωή μου - και ευχαρίστησα το Θεό που ήταν δική μου, για να της τη χαρίσω. Ναι! Η ώρα είχε έλθει. Από χιλιάδες και χιλιάδες μίλια μακριά. Μ έσα από δάση και αγριότοπους, όπου σύντροφοι δυνατότεροι από μένα είχαν σωριαστεί δίπλα μου, μέσα από τον κίνδυνο του θανάτου που τρεις φορές τον αντιμετώπισα, και τρεις φορές γλίτωσα, το χέρι που οδηγεί τους άντρες στον σκοτεινό δρόμο προς το μέλλον είχε οδηγήσει εμένα να τη συναντήσω αυτή την ώρα- εγκαταλειμμένη και απο κηρυγμένη, οδυνηρά δοκιμασμένη και θλιβερά αλλαγμένη· με την ομορφιά της ξεθωριασμένη, το μυαλό της σκοτεινιασμένο· αποστερημένη από τη βάση της στον κόσμο, από τη θέση της ανάμεσα στους ζωντανούς. Την αφοσίωση που της είχα υποσχεθεί, την αφοσίωση όλης της καρδιάς, της ψυχής και της δύναμής μου θα μπορούσα να την εναποθέσω τώρα άμεμπτα στα αγαπημέ να πόδια της. Μ έσα στη δυστυχία που την είχε βρει, μέσα στην εγκατάλειψη α π ’ όλους, ήταν επιτέλους δική μου - για να τη συντηρήσω, να την προστατεύσω, να την περιθάλψω, να την απο καταστήσω· για να εκδικηθώ, αδιαφορώντας για κινδύνους και θυσίες, μέσα από μια απελπισμένη πάλη εναντίον της ανώτερης κοινωνικής τάξης και της εξουσίας, μέσα από τη μακρά αναμέ τρηση με την ενορχηστρωμένη εξαπάτηση και την οχυρωμένη επιτυχία, μέσα από τη φθορά της υπόληψής μου, μέσα από την απώλεια των φίλων μου· μέσα από το ρίσκο της ζωής μου!
II Η θέση μου είναι καθορισμένη* τα κίνητρά μου ομολογημένα. Η ιστορία της Μ άριαν και η ιστορία της Λώρα είναι αυτές που πρέπει να ακολουθήσουν.
WI LKI E C OL L I NS
______
_____________
_
Θα αφηγηθώ εγώ και τις δύο ιστορίες, όχι με τα λόγια των ίδιων -σ υ χνά διακεκομμένα, συχνά αναπόφευκτα μπερδεμέ να -, αλλά με τα λόγια της σύντομης, σαφούς, μελετημένα απλής καταγραφής την οποία επέλεξα να έχω, για τη δική μου κα θοδήγηση και για την καθοδήγηση του νομικού μου συμβού λου. Έτσι, ο μπερδεμένος ιστός θα ξεδιπλωθεί πιο γρήγορα και πιο καταληπτά. Η ιστορία της Μ άριαν αρχίζει, εκεί που σταμάτησε η διήγη ση της οικονόμου στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Μ ετά την αναχώρηση της λαίδης Γκλάιντ από το σπίτι του συ ζύγου της, το γεγονός της αναχώρησης αυτής, και η απαραίτη τη περιγραφή των συνθηκών υπό τις οποίες είχε συντελεστεί, γνωστοποιήθηκαν στη μις Χάλκομπ από την οικονόμο. Μ ετά από μερικές μέρες -π ό σ ες ακριβώς, η κυρία Μίκελσον, λόγω απου σίας κάποιας γραπτής υπόμνησης για το θέμα, δεν μπορούσε να προσδιορίσει- ήταν που ήρθε ένα λιτό γράμμα από τη μα ντάμ Φόσκο με το οποίο η κόμησσα ανακοίνωνε τον ξαφνικό θάνατο της λαίδης Γκλάιντ στο σπίτι του κόμη Φόσκο. Το γράμ μα απέ(ρευγε να αναφέρει ημερομηνίες και εναπόθεσε στη δια κριτικότητα της κυρίας Μίκελσον να ενημερώσει αμέσως τη μις Χάλκομπ - ή να αποφύγει να το κάνει, μέχρι να αποκαταστα θεί πλήρως η υγεία της. Έχοντας συμβουλευτεί τον κύριο Ντόουσον - ο οποίος είχε κα θυστερήσει, λόγω αδιαθεσίας, να αναλάβει και πάλι τα καθήκοντά του στο Μ πλάκγουοτερ Π α ρ κ- η κυρία Μίκελσον, κατό πιν της συμβουλής του γιατρού, και παρουσία του γιατρού, με τέφερε το νέο τη μέρα που έφτασε το γράμμα’ ή την επομένη. Δεν χρειάζεται να αναφέρω εδώ το αποτέλεσμα που είχε στη μις Χάλκομπ η πληροφορία για τον ξαφνικό θάνατο της λαί δης Γκλάιντ. Είναι απλώς χρήσιμο να πω ότι δεν ήταν σε θέση να ταξιδέψει για περισσότερο από τρεις βδομάδες. Μ ετά από το διάστημα αυτό ξεκίνησε για το Λονδίνο, συνοδευόμενη από
S46
_
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ME J A ΑΣ ΠΡ Α
την οικονόμο. Χώρισαν εκεί, αφού προηγουμένως η κυρία Μίκελσον ενημέρωσε τη μις Χάλκομπ για τη διεύδυνσή της, σε πε ρίπτωση που ίσως ήδελε να επικοινωνήσει στο μέλλον. Η μις Χάλκομπ πήγε αμέσως στο γραφείο των κυρίων Γκίλμορ και Κιρλ. για να συμβουλευτεί τον δεύτερο, λόγω απου σίας του κυρίου Γκίλμορ. Ανέφερε στον κύριο Κιρλ τα όσα εί χε δεωρήσει ότι έπρεπε να κρύψει από κάδε άλλον, συμπεριλαμβανομένης και της κυρίας Μίκελσον - τις υποψίες της για τις συνδήκες υπό τις οποίες φερόταν να είχε βρει το δάνατο η λαίδη Γκλάιντ. Ο κύριος Κιρλ, που είχε δώσει προηγουμένως απόδειξη της διάδεσής του να υπηρετήσει τη μις Χάλκομπ. ανέ λαβε αμέσως να κάνει τις ερωτήσεις που δα του επέτρεπε ο λε πτός χαρακτήρας της προτεινόμενης σ’ αυτόν έρευνας. Για να εξαντλήσω αυτή την πλευρά του δέματος πριν προ χωρήσω περαιτέρω, δα πρέπει να αναφερδεί εδώ ότι ο κόμης Φόσκο πρόσφερε κάδε διευκόλυνση στον κύριο Κιρλ, μόλις ο δικηγόρος του δήλωσε ότι είχε σταλεί από τη μις Χάλκομπ να συγκεντρώσει τις λεπτομέρειες εκείνες που της ήταν ακόμη άγνω στες σχετικά με την ασδένεια της λαίδης Γκλάιντ. Ο κύριος Κιρλ ήρδε σε επαφή με τον γιατρό, τον κύριο Γκούντρικ. και με τις δύο υπηρέτριες. Λόγω έλλειψης οποιουδήποτε μέσου επιβεβαίωσης της ακριβούς ημερομηνίας αναχώρησης της λαίδης Γκλάιντ από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ. το αποτέλεσμα των μαρτυριών του γιατρού και των υπηρετριών, και οι αυδόρμητες καταδέσεις του κόμη Φόσκο και της γυναίκας του υπήρξαν καδοριστικές για τη διαμόρφωση της άποψης του κυρίου Κιρλ. Το μόνο που μπορούσε να υποδέσει ήταν ότι η ένταση του πόνου της μις Χάλκομπ για την απώλεια της αδελφής της είχε παρασύρει την κρίση της με τον πιο αξιοδρήνητο τρόπο· και της έγραψε ότι στην τρομερή υποψία την οποία εκείνη είχε διατυπώσει δεν υπήρχε, κατά τη γνώμη του, το παραμικρό στοιχείο βασιμότητας. Έτσι άρχισε και τελείωσε η έρευνα από το συνεταίρο του κυρίου Γκίλμορ. Στο μεταξύ, η μις Χάλκομπ είχε πια επιστρέφει στο Λίμεριτξ
S47
-----------------
WI LKI E C OL L I NS
Χάουξ, και εκεί είχε συγκεντρώσει όλες τις πρόσδετες πληρο φορίες τις οποίες ήταν σε δέση να αποκτήσει. Ο κύριος Φέρλι είχε ενημερωδεί για πρώτη φορά για το δάνατο της ανιψιός του από την αδελφή του. τη μαντάμ Φόσκο, στης οποίας το γράμμα επίσης δεν περιέχονταν ακριβείς ανα φορές σε ημερομηνίες. Είχε αποδεχδεί την πρόταση της αδελ φής του να ταφεί η νεκρή λαίδη στον τάφο της μητέρας της στο νεκροταφείο του Λίμεριτξ. Ο κόμης Φόσκο είχε συνοδεύ σει τη σορό στο Κάμπερλαντ και είχε παραστεί στην κηδεία στο Λίμεριτξ, που έγινε στις 30 Ιουλίου. Την παρακολούδησαν, σε ένδειξη σεβασμού, όλοι οι κάτοικοι του χωριού και της γύρω πε ριοχής. Την επόμενη μέρα, η επιγραφή -λέγεται ότι σχεδιάστηκε από τη δεία της νεκρής λαίδης και υποβλήδηκε για έγκριση στον αδελφό της, τον κύριο Φ έρ λι- χαράχτηκε στη μία πλευρά του μνημείου πάνω από τον τάφο. Τη μέρα της κηδείας, και την επόμενη μέρα, ο κόμης Φόσκο έγινε δεκτός ως φιλοξενούμενος στο Λίμεριτξ Χάουζ, αλλά δεν υπήρξε καμιά συζήτηση ανάμεσα στον κύριο Φέρλι και σ ’ αυ τόν, σύμφωνα με την επιδυμία του οικοδεσπότη. Είχαν επ ι κοινωνήσει γραπτώς, και μέσω της διαδικασίας αυτής ο κόμης Φόσκο είχε ενημερώσει τον κύριο Φέρλι για τις λεπτομέρειες της τελευταίας ασδένειας και του δανάτου της ανιψιάς του. Το γράμμα που περιείχε αυτές τις πληροφορίες δεν πρόσδετε νέα στοιχεία στα ήδη υπάρχοντα, αλλά στο υστερόγραφο περιλαμβανόταν μια πολύ σημαντική παράγραφος. Αναφερόταν στην Ανν Κάδερικ. Η ουσία της εν λόγω παραγράφου ήταν η εξής: Ενημέρωνε πρώτα τον κύριο Φέρλι ότι η Ανν Κάδερικ -γ ια την οποία ίσως ενημερωνόταν πλήρως από τη μις Χάλκομπ όταν δα έφτανε στο Λίμεριτξ—είχε εντοπιστεί στην περιοχή του Μπλάκγουοτερ Παρκ και είχε τεδεί, για δεύτερη φορά, υπό τη φροντίδα του γιατρού από την παρακολούδηση του οποίου είχε κάποτε αποδράσει. Αυτό ήταν το πρώτο μέρος του υστερόγραφου. Το δεύτερο
S48
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
μέρος προειδοποιούσε τον κύριο Φέρλι ότι η ψυχική ασθένεια της Ανν Κάδερικ είχε επιδεινωθεί, από το γεγονός ότι είχε μεί νει επί μακρόν χωρίς έλεγχο· και ότι το τρελό μίσος και η δυ σπιστία της προς τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. που ήταν μία από τις χαρακτηριστικότερες παραισθήσεις της σε προηγούμενες πε ριόδους, εξακολουθούσε να υπάρχει, με μια νέα μορφή. Η τε λευταία ιδέα της άτυχης γυναίκας σε σχέση με τον σερ Πέρσιβαλ ήταν να τον εκνευρίσει και να τον αγχώσει, και να αναβαθ μιστεί η ίδια, όπως υπέθετε, στην εκτίμηση των ασθενών και των νοσοκόμων υποδυόμενη τη νεκρή σύζυγό του. Το σχέδιο της εί χε έλθει προφανώς στο μυαλό μετά από μια συνάντηση που εί χε καταφέρει να εξασφαλίσει με τη λαίδη Γκλάιντ, στη διάρκεια της οποίας είχε παρατηρήσει την ασυνήθιστη τυχαία ομοιότη τα ανάμεσα στη νεκρή λαίδη και την ίδια. Ή ταν τελείως απί θανο ότι θα κατάφερνε να αποδράσει και δεύτερη φ ορά από το άσυλο* αλλά ήταν πιθανόν να έβρισκε κάποια μέσα παρενόχλησης των συγγενών της μακαρίτισσας λαίδης Γκλάιντ με επιστολές· και, για το ενδεχόμενο αυτό, ο κύριος Φέρλι έπρεπε να γνωρί ζει πώς να την αντιμετωπίσει. Το υστερόγραφο, διατυπωμένο με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, το είδε η μις Χάλκομπ όταν έφτασε στο Λίμεριτζ. Της δόθηκαν, επίσης, τα ρούχα που είχε φορέσει η λαίδη Γκλάιντ και τα άλ λα πράγματα που είχε φέρει μαζί της στο σπίτι της θείας της. Είχαν συγκεντρωθεί προσεκτικά και είχαν σταλεί στο Κάμπερλαντ από τη μαντάμ Φόσκο. Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν η μις Χάλκομπ έφτασε στο Λί μεριτζ, στις αρχές Σεπτεμβρίου. Λίγο αργότερα, περιορίστηκε στο δωμάτιό της από μια επιπλοκή, καθώς οι εξασθενημένες φυσικές δυνάμεις της υποχώρησαν εκ νέου, κάτω από τη σοβαρή ψυχική οδύνη από την οποία ταλα νιζόταν. Επανακτώντας τις δυνάμεις της, μετά από ένα μήνα, οι υποψίες της για τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος της αδελφής της εξακολουθούσαν να παραμένουν ακλόνητες.
549
WI L KI E COL L I NS
Δεν είχε καμία επικοινωνία, στο διάστημα αυτό, με τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ, αλλά είχε λάβει γράμματα από τη μαντάμ Φόσκο, με τις στοργικότερες ερωτήσεις εκ μέρους του συζύγου της και της ίδιας. Αντί να απαντήσει στα γράμματα αυτά, η μις Χάλκομπ φρόντισε να τεδούν υπό παρακολούδηση το σπίτι στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ, και οι κινήσεις των ενοίκων του. Τίποτε που δα μπορούσε να εκληφδεί ως ύποπτο δεν προέκυψε. Το ίδιο αποτέλεσμα είχαν και οι επόμενες έρευνες, οι οποίες διενεργήδηκαν κρυφά και αφορούσαν την κυρία Ρουμπέλ. Η μις Χάλκομπ έμαδε ότι η μαντάμ Ρουμπέλ είχε φ τά σει στο Λονδίνο, πριν από έξι μήνες περίπου, με τον άντρα της. Είχαν έλδει από τη Λυών και είχαν πιάσει ένα σπίτι στη Λέστερ Σκουέρ, το οποίο μετέτρεψαν σε πανσιόν για ξένους, που αναμενόταν να επισκεφδούν μαζικά την Αγγλία για να δουν την Έκδεση του 1851. Τίποτε δεν κυκλοφορούσε εναντίον του συζύγου ή της συζύγου στη γειτονιά. Ή ταν ήσυχοι άνδρωποι και είχαν πορευτεί έντιμα έως τότε. Οι τελευταίες έρευνες αφο ρούσαν τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Είχε εγκατασταδεί στο Πα ρίσι και ζούσε εκεί ήσυχα, έχοντας δημιουργήσει έναν μικρό κύκλο Αγγλων και Γάλλων φίλων. Έχοντας ηττηδεί σε όλα τα μέτωπα, αλλά μην μπορώντας να ησυχάσει, η μις Χάλκομπ αποφάσισε στη συνέχεια να επισκεφδεί το άσυλο στο οποίο είχε εγκλειστεί για δεύτερη φορά η -υποτιδέμενη τό τε- Ανν Κάδερικ. Είχε αισδανδεί και παλιά μια δυνατή περιέργεια για τη γυναίκα αυτή· και τώρα ενδιαφερό ταν διπλά: πρώτον, για να διαπιστώσει αν οι φήμες ότι η Ανν Κάδερικ προσπαδούσε να υποδυδεί τη λαίδη Γκλάιντ ήταν αληδινές· και, δεύτερον, αν αποδεικνύονταν αληδινές, να ανα καλύψει μόνη ποια ήταν τα πραγματικά κίνητρα της δυστυχι σμένης αυτής γυναίκας σ’ αυτό που επιχειρούσε να κάνει. Παρόλο που το γράμμα του κόμη Φόσκο στον κύριο Φέρλι δεν ανέφερε τη διεύδυνση του ασύλου, η σημαντική αυτή π α ράλειψη δεν αποτέλεσε εμπόδιο στο δρόμο της μις Χάλκομπ.
5 50
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Ό τα ν ο κύριος Χάρτραϊτ είχε συναντήσει την Ανν Κάδερικ στο Λίμεριτζ, εκείνη τον είχε πληροφορήσει για το μέρος στο οποίο βρισκόταν το ίδρυμα, και η μις Χάλκομπ είχε σημειώσει την πληροφορία αυτή στο ημερολόγιό της, μαζί με άλλες ενδια φ έρουσες λεπτομέρειες της συνομιλίας τους, όπως ακριβώς τις είχε ακούσει από τα χείλη του κυρίου Χάρτραϊτ. Έτσι, έρι ξε μια ματιά στην καταχώριση και βρήκε τη διεύθυνση. Πήρε μαζί της το γράμμα του κόμη προς τον κύριο Φέρλι ως ένα εί δος πιστοποιητικού, που ίσως της φαινόταν χρήσιμο, και ξεκί νησε μόνης της για το άσυλο, στις 11 Οκτωβρίου. Πέρασε τη νύχτα της 11ης στο Λονδίνο. Η πρόθεσή της ήταν να κοιμηθεί στο σπίτι που έμενε η παλιά γκουβερνάντα της λαίδης Γκλάιντ, αλλά η ταραχή της κυρίας Βέσεϊ στη θέα της πλησιέστερης και αγαπητότερης φίλης της χαμένης μαθήτριάς της ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η μις Χάλκομπ απέφυγε συνειδη τά να παρατείνει την παραμονή της εκεί, και εγκαταστάθηκε σε ένα αξιοπρεπές ξενοδοχείο στην περιοχή, το οποίο της υπέ δειξε η αδελφή της κυρίας Βέσεϊ. Τη επόμενη μέρα ξεκίνησε για το άσυλο, το οποίο βρισκόταν όχι μακριά από το Λονδίνο, στη βόρεια πλευρά της μητρόπολης. Εκεί έγινε αμέσως δεκτή. Στην αρχή, ο ιδιοκτήτης του ασύλου εμφανίστηκε να είναι αποφασιστικά απρόθυμος να της επιτρέψ ει να επικοινωνήσει με την ασθενή του. Αλλά όταν του έδειξε το υστερόγραφο στο γράμμα του κόμη Φόσκο -θυμίζοντάς του ότι αυτή ήταν η «μις Χάλκομπ» που αναφερόταν εκεί· ότι ήταν η πιο στενή συγγε νής της νεκρής λαίδης Γκλάιντ και ότι ήταν φυσικό να ενδιαφέρεται, για οικογενειακούς λόγους, να παρακολουθήσει με τα μάτια της το μέγεθος της απάτη ς της Ανν Κάθερικ σε σχέση με τη μακαρίτισσα αδελφή τ η ς - το ύφος και η συμπεριφορά του ιδιοκτήτου του ασύλου άλλαξε, και απέσυρε τις αντιρρή σεις του. Μ άλλον αντιλαμβανόταν ότι μία συνεχιζόμενη άρ νηση δεν θα ήταν μόνο πράξη αγένειας, αλλά θα επέτρεπε και
55ι
WI L KI E COL L I NS
την υπόνοια ότι τα όσα συνέβαιναν στο ίδρυμά του δεν ήταν ικανά να αντέξουν την έρευνα ευυπόληπτων επισκεπτών. Η εντύπωση που αποκόμισε η μις Χάλκομπ ήταν πω ς ο ιδιο κτήτης του ασύλου δεν ήταν άνδρωπος της απόλυτης εμπιστοσύνης του σερ Πέρσιβαλ και του κόμη. Και μόνο η συναίνεσή του να της επιτρέψει να συναντήσει την ασδενή του αποτελούσε από δειξη του γεγονότος αυτού· και η προδυμία του να αποδεχδεί πράγματα που δύσκολα δα είχαν διαφύγει από τα χείλη ενός συνενόχου ασφαλώς και αποτελούσε μία πρόσδετη απόδειξη. Για παράδειγμα, στη διάρκεια της εισαγωγικής συζήτησης που έγινε, ενημέρωσε τη μις Χάλκομπ ότι η Άνν Κάδερικ είχε οδηγηδεί και πάλι στο άσυλο, με την επιβαλλόμενη διαδικασία και τα απαραίτητα πιστοποιητικά, από τον κόμη Φόσκο στις 27 Ιου λίου - ο κόμης είχε παρουσιάσει και μια επιστολή με εξηγήσεις και οδηγίες, υπογεγραμμένη από τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Υπο δεχόμενος και πάλι την ασδενή του, ο ιδιοκτήτης του ασύλου παραδέχτηκε ότι είχε παρατηρήσει σ ’ αυτήν μερικές παράξε νες προσωπικές αλλαγές. Τέτοιες αλλαγές, αναμφισβήτητα, δεν ήταν πρωτοφανείς, σύμφωνα με την εμπειρία του, σε άτομα που υπέφεραν από ψυχική ασδένεια. Τα ψυχικά διαταραγμένα άτο μα ήταν συχνά, εξωτερικά όσο και εσωτερικά, διαφορετικά κά ποιες φορές α π ’ ό,τι ήταν κάποιες άλλες· και η ψυχική αλλαγή από το καλύτερο στο χειρότερο, ή από το χειρότερο στο καλύ τερο είχε την τάση να προκαλεί αλλαγές και στην εξωτερική εμ φάνιση. Ο ιδιοκτήτης του ασύλου τα αποδέχτηκε αυτά· και απο δέχτηκε, επίσης, την αλλαγή στο είδος της αυταπάτης της Ανν Κάδερικ, που αντανακλούσε, αναμφισβήτητα, στη συμπεριφο ρά και στον τρόπο έκφρασής της. Αλλά εξακολουδούσε να σα στίζει, κατά διαστήματα, από ορισμένες διαφορές ανάμεσα στην ασδενή του πριν αποδράσει και στην ασδενή του μετά την επι στροφή της. Οι διαφορές αυτές ήταν ανεπαίσδητες, ώστε ήταν δύσκολο να περιγραφούν. Δεν μπορούσε να πει, φυσικά, ότι εί χε αλλάξει ουσιαστικά στο ύψος, ή το σχήμα, ή το χρώμα της
5 52
______________________Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ Π Ρ Α επιδερμίδας, ή το χρώμα των μαλλιών και των ματιών της, ή στο γενικό σχήμα του προσώπου της - η αλλαγή ήταν κάτι που το αισδανόταν, πα ρά κάτι που το έβλεπε. Κοντολογίς, η περίπτω ση ήταν από την αρχή ένα αίνιγμα· και τώρα είχε προστεδεί μία ακόμη αβεβαιότητα. Δεν μπορεί να ειπωδεί ότι η συζήτηση αυτή είχε ως αποτέ λεσμα να προετοιμαστεί, έστω και εν μέρει, ψυχολογικά η μις Χάλκομπ για ό,τι επρόκειτο να ακολουδήσει. Ωστόσο, είχε μία πολύ σοβαρή επίδραση πάνω της. Ή ταν τόσο πολύ σαστισμέ νη α π ’ όλα αυτά, ώστε χρειάστηκε να περάσει λίγη ώρα πριν καταφέρει να βρει τη δύναμη να ακολουδήσει τον ιδιοκτήτη του ασύλου στο μέρος εκείνο του κτιρίου όπου βρίσκονταν έγκλει στοι οι ασδενείς. Η υποτιδέμενη Ανν Κάδερικ όμως βρισκόταν έξω, στο χώρο που περιέβαλλε το κτίριο. Μ ία από τις νοσοκόμες προσφέρδηκε να συνοδεύσει τη μις Χάλκομπ εκεί, με τον ιδιοκτήτη του ασύλου να παραμένει στο κτίριο για μερικά λεπτά, προκειμένου να ασχοληδεί με μια υπόδεση που χρειαζόταν τις υπηρε σίες του, και να αναλαμβάνει την υποχρέωση να συναντήσει μετά την επισκέπτριά του στον κήπο. Η νοσοκόμος οδήγησε τη μις Χάλκομπ σε μια άκρη του κή που που ήταν όμορφα διαρρυδμισμένη. Αφού έριξε γύρω της μια ματιά, έστριψε σε ένα χορταριασμένο δρομάκι, που σκιαζόταν δεξιά κι αριστερά από δάμνους. Στα μισά περίπου του μο νοπατιού αυτού, δύο γυναίκες φάνηκαν να έρχονται αργά προς το μέρος τους. Η νοσοκόμος τις έδειξε και είπε: «Ν α η Ανν Κάδερικ, κυρία· τη συνοδεύει η νοσοκόμος που τη φροντίζει. Εκεί νη δα απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση δέλετε να δέσετε». Με τα λόγια αυτά, η συνοδός της μις Χάλκομπ απομακρύνδηκε για να επιστρέφει στα καδήκοντά της. Η μις Χάλκομπ προχώρησε προς το μέρος τους και οι δύο γυ ναίκες προχώρησαν προς το δικό της. Ό ταν βρέδηκαν σε από σταση μερικών βημάτων, η μία από τις γυναίκες σταμάτησε για
WI L KI E COL L I NS
μια στιγμή, κοίταξε με λαχτάρα την επισκέπτρια, έσπρωξε τη νοσοκόμο στην άκρη, και την επόμενη στιγμή όρμησε στην αγκα λιά της μις Χάλκομπ. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν που η μις Χάλκομπ αναγνώρισε την αδελφή της - αναγνώρισε τη ξωντανή-νεκρή! Ευτυχώς, για την ευόδωση των σχεδίων που καταστρώδηκαν στη συνέχεια, κανένας δεν ήταν μάρτυς εκείνης της σκηνής, εκτός από τη νοσοκόμο. Ή ταν μία νεαρή γυναίκα, και ξαφνιάστηκε τό σο πολύ, που στην αρχή δεν επιχείρησε να παρέμβει. Ό ταν μπό ρεσε να το κάνει, χρειάστηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες της στη μις Χάλκομπ που λίγο έλειψε να χάσει τις αισδήσεις της κά τω από το σοκ της αποκάλυψης. Αφού έμεινε λίγα λεπτά στον καδαρό αέρα και στη δροσερή σκιά, η φυσική ενεργητικότητα και το δάρρος της τη βοήδησαν, και επανέκτησε αρκετά την αυ τοκυριαρχία της, ώστε να νιώσει την ανάγκη να διατηρήσει την πνευματική ετοιμότητά της για χάρη της αδελφής της. Εξασφάλισε την άδεια να μιλήσει μόνη με την ασδενή, υπό τον όρο ότι δα παρέμεναν σε τέτοια απόσταση, ώστε να τις βλέ πει η νοσοκόμος. Δεν υπήρχε χρόνος για ερωτήσεις· υπήρχε μό νο χρόνος για να υπογραμμίσει στην άτυχη αδελφή της την ανά γκη να διατηρήσει την ψυχραιμία της, και να τη διαβεβαιώσει για την άμεση βοήδεια και τη σωτηρία της, αν την άκουγε. Η προοπτική της απόδρασης από το άσυλο, αν ακολουδούσε τις οδηγίες της αδελφής της, ήταν αρκετή για να ηρεμήσει η λαίδη Γκλάιντ και να μπορέσει να καταλάβει τι έπρεπε να κάνει. Η μις Χάλκομπ πλησίασε μετά στη νοσοκόμο, εναπόδεσε ό,τι χρυ σό είχε στην τσέπη της, δηλαδή τρεις λίρες, στα χέρια εκείνης, και τη ρώτησε πότε και πού μπορούσαν να μιλήσουν μόνες. Η γυναίκα στην αρχή αντέδρασε με έκπληξη και δυσπιστία. Αλλά, όταν η μις Χάλκομπ της δήλωσε ότι το μόνο που ήδελε ήταν να δέσει μερικές ερωτήσεις τις οποίες ήταν πολύ αγχω μένη για να κάνει εκείνη τη στιγμή, και ότι δεν είχε καμία πρόδεση να την παρασύρει στην όποια παράλειψη καδήκοντος, η
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
γυναίκα πήρε τα χρήματα και πρότεινε ως ώρα συνάντησής τους την τρίτη απογευματινή της επόμενης μέρας. Θα μπο ρούσε ίσως να ξεγλιστρήσει για μισή ώρα μετά το γεύμα των ασθενών, και θα τη συναντούσε σ ’ ένα απόμερο σημείο, έξω από τον ψηλό βορινό τοίχο που περιέβαλλε τον κήπο. Η μις Χάλκομπ μόλις που πρόλαβε να συμφωνήσει, και να ψιθυρί σει στην αδελφή της ότι θα είχε νέα της την επόμενη μέρα, γιατί εμφανίστηκε ο ιδιοκτήτης του ασύλου. Πρόσεξε την τα ραχή της επισ κέπτριάς του, την οποία η μις Χάλκομπ δικαιο λόγησε λέγοντας ότι η συζήτησή της με την Ανν Κάθερικ την είχε ξαφνιάσει κάπως, στην αρχή. Ζήτησε συγγνώμη κι έφυγε το ταχύτερο δ υ να τόν δηλαδή, αμέσως μόλις βρήκε το θάρρος να απομακρυνθεί από την άτυχη αδελφή της. Μ ία πολύ σύντομη μελέτη της κατάστασης, όταν ο νους της επανέκτησε την ικανότητα του σκέπτεσθαι, την έπεισε ότι η οποιαδήποτε με νόμιμα μέσα π ροσπάθεια να αναγνωρίσει την ασθενή ως λαίδη Γκλάιντ, και να τη σώσει, ακόμη κι αν αυτή αποδεικνυόταν επιτυχής, θα είχε ως αποτέλεσμα μία καθυστέρηση που ίσως να ήταν μοιραία για την πνευματική κατάσταση της αδελφής της, η οποία ήταν ήδη κλονισμένη από τη φρίκη του χώρου στον οποίο ήταν υποχρεωμένη να ζει. Μέχρι να επιστρέφει στο Λονδίνο, η μις Χάλκομπ είχε αποφασίσει να προχωρήσει μόνη της στην οργάνωση της απόδρασης της λαίδης Γκλάιντ, μέσω της γυναίκας που είχε τη φροντίδα της. Πήγε αμέσως στον χρηματιστή της και ξεπούλησε όλη τη μι κρή περιουσία που είχε, η οποία ανερχόταν σε λιγότερες από επτακόσιες λίρες. Αποφασισμένη, αν χρειαζόταν, να πληρώσει για την ελευθερία της αδελφής της με κάθε φαρδίνι που είχε στον κόσμο, πήγε την επόμενη μέρα -έχοντας όλο το ποσό μα ζί της. σε χαρτονομίσματα- στο ραντεβού της έξω από τον τοί χο του ασύλου. Η νοσοκόμος ήταν εκεί. Η μις Χάλκομπ προσέγγισε το θέμα προσεκτικά, με πολλές προκαταρκτικές ερωτήσεις. Ανακάλυψε,
WI LKI E C OL L I NS
μεταξύ άλλων, ότι η γυναίκα που στο παρελθόν είχε τη φροντί δα της αληθινής Ανν Κάδερικ είχε θεωρηθεί υπεύθυνη -α ν και δεν είχε κατηγορηθεί γι’ α υ τό- για την απόδραση της ασθενούς, και είχε χάσει τη θέση της. Η ίδια ποινή ήταν ευνόητο ότι θα επιβαλλόταν και σ’ εκείνη με την οποία μιλούσε, αν η υποτιθέ μενη Ανν Κάθερικ κατάφερνε να αποδράσει για δεύτερη φορά· σημειωτέον δε ότι η νοσοκόμος, στην περίπτωση αυτή, ενδια φερόταν ιδιαίτερα να διατηρήσει τη θέση της. Ή ταν αρραβωνιασμένη και περίμενε, όπως και ο μέλλων σύζυγός της, μέχρι να μπορέσουν να συγκεντρώσουν και οι δύο περίπου διακόσιες με τριακόσιες λίρες, για να ξεκινήσουν μια δουλειά. Ο μισθός της νοσοκόμου ήταν καλός - ίσως κατάφερνε, με αυστηρές οι κονομίες, να συγκεντρώσει το μικρό μερίδιο που της αναλογού σε μέσα σε δύο χρόνια. Στη νύξη αυτή, η μις Χάλκομπ αντέδρασε αμέσως. Δήλωσε ότι η υποτιθέμενη Ανν Κάθερικ ήταν στενή συγγενής της· ότι είχε κλειστεί στο άσυλο από ένα θανάσιμο λάθος· και ότι η νο σοκόμος θα έκανε ένα καλό, μία χριστιανική πράξη, αν συνέπραττε στο να ξαναβρεθούν η μία κοντά στην άλλη. Πριν προ λάβει, μάλιστα, εκείνη να ξεστομίσει την όποια αντίρρηση, η μις Χάλκομπ έβγαλε τέσσερα χαρτονομίσματα των εκατό λιρών από το πορτοφόλι της και της τα πρόσφερε, ως αποζημίωση για τον κίνδυνο που θα διέτρεχε και για την απώλεια της θέσης της. Η νοσοκόμος δίστασε - από καθαρή δυσπιστία και έκπληξη. Η μις Χάλκομπ επέμεινε αποφασιστικά. «Θ α κάνετε μία πολύ καλή πράξη», επανέλαβε. « Θ α βοηθήσετε την πιο ταλαιπω ρημένη και δυστυχισμένη γυναίκα που υπάρχει. Ορίστε τα χρή ματα που χρειάζεστε για το γάμο σας. Φέρτε την ασφαλή εδώ, και θα σας δώσω αυτά τα τέσσερα χαρτονομίσματα». «Θ α μου δώσετε ένα γράμμα που να γράφει αυτά που λέτε, για να μπορέσω να το δείξω στον αγαπημένο μου όταν με ρω τήσει πώς βρήκα τα λεφ τά ;» ρώτησε η γυναίκα. «Θ α φέρω την επιστολή, έτοιμη και υπογεγραμμένη, και θα
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
σας τη δώσω όταν σας συναντήσω», απάντησε η μις Χάλκομπ. «Τότε δα το διακινδυνεύσω», είπε η νοσοκόμος. « Π ότε;» «Α ύριο». Συμφωνηδηκε βιαστικά μεταξύ τους ότι η μις Χάλκομπ δα επέστρεψε νωρίς το άλλο πρωί και δα περίμενε αδέατη ανά μεσα στα δέντρα - σε μικρή απόσταση, ωστόσο, από το σημείο που βρίσκονταν τώ ρα Η νοσοκόμος δεν μπορούσε να προσδιορίσει την ώρα που δα εμφανιζόταν, γιατί έπρεπε να λάβει τις απ α ραίτητες προφυλάξεις και να περιμένει - δα την καδοδηγούσαν οι καταστάσεις. Μ ετά τη συμφωνία αυτή, χώρισαν. Η μις Χάλκομπ ήταν στη δέση της, με το γράμμα και τα χαρ τονομίσματα που είχε υποσχεδεί, πριν από τις δέκα το άλλο πρωί. Περίμενε περισσότερο από μιάμιση ώρα. Μ ετά την ανα μονή αυτή, η νοσοκόμος εμφανίστηκε από τη γωνία του τοί χου, κρατώντας τη λαίδη Γκλάιντ από το μπράτσο. Μ όλις βρέδηκαν κοντά, η μις Χάλκομπ της έδωσε τα χαρτονομίσματα και το γράμμα - και οι αδελφές ξανάσμιξαν! Η νοσοκόμος είχε ντύσει τη λαίδη Γκλάιντ, με δαυμάσια προνοητικότητα, με ένα καπελάκι. βέλο και σάλι - δικά της. Η μις Χάλκομπ αρκέστηκε μόνο να της υποδείξει να στρέψει τις έρευνες στην αντίδετη κατεύδυνση όταν δα γινόταν αντιληπτή στο άσυλο η απόδραση. Συγκεκριμένα, δα έπρεπε να γυρίσει στο ίδρυμα· να αναφέρει -ε ις επήκοον άλλων νοσοκόμων- ότι η Ανν Κάδερικ ρωτούσε τον τελευταίο καιρό για την απόστα ση που χώριζε το Λονδίνο από το Χάμπσαϊρ· να περιμένει ως την τελευταία στιγμή, πριν η ανακάλυψη φτάσει να είναι ανα πόφευκτη, και μετά να σημάνει συναγερμό και να ενημερώσει ότι έλειπε η Ανν. Οι υποτιδέμενες ερωτήσεις για το Χάμπσαϊρ, όταν δα μεταφέρονταν στον ιδιοκτήτη του ασύλου, δα τον οδη γούσαν να φανταστεί ότι η ασδενής του είχε επιστρέφει στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ, υπό την επήρεια της ψευδαίσδησης η οποία την έκανε να επιμένει ότι είναι η λαίδη Γκλάιντ- και οι
S5 7
WI LKI E COL L I NS
πρώτες έρευνες δα στρέφονταν, κατά πάσα πιθανότητα, προς αυτή την κατεύθυνση. Η νοσοκόμος συμφώνησε να ακολουθήσει αυτές τις συστά σεις - και μάλιστα πρόθυμα, γιατί της πρόσφεραν τη δυνατό τητα να διασφαλιστεί από τις όποιες συνέπειες. Θα έδινε έτσι την εντύπωση της αθωότητας, και δεν θα έχανε τη θέση της. Επέστρεψε αμέσως στο άσυλο· και η μις Χάλκομπ γύρισε αμέ σως στο Λονδίνο με την αδελφή της. Πήραν την ίδια μέρα το απογευματινό τραίνο για το Καρλάιλ και έφτασαν στο Λίμεριτξ, χωρίς ατυχήματα ή όποιες δυσκολίες, το βράδυ. Στη διάρκεια του τελευταίου μέρους του ταξιδιού τους ήταν μόνες στο βαγόνι, και η μις Χάλκομπ προσπάθησε να συγκε ντρώσει αναμνήσεις από το παρελθόν, τις οποίες η σαστισμέ νη και αδύνατη μνήμη της αδελφής της κατάφερε να θυμηθεί. Η φοβερή ιστορία της συνωμοσίας που προέκυψε μ ’ αυτό τον τρόπο παρουσιάστηκε αποσπασματικά, κατά τμήματα θλιβε ρά ασυνάρτητα μεταξύ τους. Ό σο ατελείς κι αν ήταν οι απο καλύψεις, πρέπει, ωστόσο, να καταγραφούν εδώ, πριν αυτή η επεξηγηματική αφήγηση κλείσει με τα γεγονότα της επόμενης μέρας στο Λίμεριτξ Χάουξ. Οι ακόλουθες πληροφορίες συνιστούν ό,τι η μις Χάλκομπ κατάφερε να ανακαλύψει.
Κεφάλαιο Εικοστό 'Ογδοο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτρώτ
Οι αναμνήσεις της λαίδης Γκλάιντ από τα γεγονότα που ακο λούθησαν την αναχώρησή της από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ ξε κινούν από την άφιξή της στο σταθμό του Σάουθ Γουέστερν Ρέιλγουεϊ. Είχε παραλείψει να συντάξει εκ των προτέρων ένα μνημόνιο της μέρας που είχε κάνει το ταξίδι. Κάθε ελπίδα προσ διορισμού αυτής της σημαντικής ημερομηνίας, μέσω δικών της αποδεικτικών στοιχείων ή στοιχείων της κυρίας Μίκελσον, θα πρέπει να θεωρηθεί χαμένη. 'Οταν το τραίνο έφτασε στην πλατφόρμα, η λαίδη Γκλάιντ βρή κε τον κόμη Φόσκο να την περιμένει. Το τραίνο ήταν ασυνήθι στα γεμάτο και υπήρξε μεγάλη σύγχυση μέχρι να πάρουν τις αποσκευές. Κάποιο άτομο που είχε φ έρει μαζί του ο κόμης Φό σκο ανέλαβε τις αποσκευές που ανήκαν στη λαίδη Γκλάιντ έφεραν γραμμένο το όνομά της. 'Εφυγε μόνη με τον κόμη, με μια άμαξα την οποία δεν πρόσεξε ιδιαίτερα εκείνη τη στιγμή. Η πρώτη της ερώτηση, φεύγοντας από το σταθμό, αφορού σε τη μις Χάλκομπ. Ο κόμης την πληροφόρησε ότι η μις Χάλκομπ δεν είχε πά ει ακόμη στο Κάμπερλαντ. γιατί ο ίδιος το είχε ξανασκεφτεί και του είχαν δημιουργηθεί αμφιβολίες ως προς το πόσο συνετό ήταν να κάνει ένα τόσο μεγάλο ταξίδι χωρίς προηγούμενη ανάπαυση μερικών ημερών.
559
WI LKI E C OL L I NS
Η λαίδη Γκλάιντ ρώτησε μετά αν η αδελφή της έμενε στο σπί τι του κόμη. Η ανάμνησή της σχετικά με την απάντηση που π ή ρε ήταν συγκεχυμένη, και η μοναδική σαφής εντύπωση που της είχε δημιουργηδεί ήταν ότι ο κόμης της δήλωσε ότι την πήγαινε να δει τη μις Χάλκομπ. Η εμπειρία της λαίδης Γκλάιντ από το Λονδίνο ήταν τόσο περιορισμένη, ώστε δεν μπορούσε να ξέρει, τότε, από ποιους δρόμους είχαν περάσει. Αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψαν τους κεντρικούς δρόμους, και ποτέ δεν πέρασαν κο ντά από κήπους ή δέντρα. Η άμαξα σταμάτησε σ’ έναν μικρό δρόμο, πίσω από μια πλατεία με καταστήματα, δημόσια κτίρια και πολύ κόσμο. Από τις αναμνήσεις αυτές -για τις οποίες η λαί δη Γκλάιντ ήταν σίγουρη- φαίνεται καθαρά ότι οκόμης Φόσκο δεν την πήγε στο σπίτι του, στο προάστιο Σαιντ Τζων’ς Γουντ. Μ πήκαν στο σπίτι και ανέβηκαν σ ’ ένα πίσω δωμάτιο του πρώ του ή του δευτέρου ορόφου. Οι αποσκευές μεταφέρδηκαν μέ σα. Μία υπηρέτρια άνοιξε την πόρτα κι ένας άντρας με μαύρη γενειάδα, προφανώς ξένος, τους υποδέχτηκε στο χωλ και τους έδειξε με μεγάλη ευγένεια το δρόμο για τον πάνω όροφο. Απα ντώντας στις ερωτήσεις της λαίδης Γκλάιντ, ο κόμης τη διαβε βαίωσε ότι η μις Χάλκομπ ήταν στο σπίτι και ότι δα ενημερω νόταν αμέσως για την άφιξη της αδελφής της. Μετά, ο κόμης και ο ξένος έφυγαν, και την άφησαν μόνη στο δωμάτιο. Ή ταν φτωχικά επιπλωμένο και δεν έβλεπε στην πρόσοψη. Το κτίριο ήταν εντυπωσιακά ήσυχο. Δεν ακούγονταν βήμα τα στη σκάλα - το μόνο που άκουσε ήταν αντρικές φωνές να συζητάνε στο δωμάτιο κάτω από το δικό της. Δεν έμεινε για πολύ μόνη· ο κόμης επέστρεψ ε για να εξηγήσει ότι η μις Χάλ κομπ αναπαυόταν, και δεν δα μπορούσαν να την ενοχλήσουν για λίγο. Συνοδευόταν από έναν κύριο (Άγγλο) τον οποίο της συνέστησε ως φίλο του. Μ ετά α π ’ αυτή την ασυνήθιστη εισαγωγή -σ τη διάρκεια της οποίας, α π ’ όσο δυμόταν η λαίδη Γκλάιντ, δεν είχαν αναφερδεί ονόματα- έμεινε μόνη με τον άγνωστο. Πρόσεξε ότι ήταν
56 0
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ Π Ρ Α
εξαιρετικά ευγενής· αλλά την ξάφνιασε με κάποιες παράξενες ερωτήσεις για τον εαυτό της - την κοίταξε, μάλιστα, την ώρα που έκανε τις ερωτήσεις με έναν παράξενο τρόπο. Αφού έμει νε μαζί της για λίγο, βγήκε από το δωμάτιο. Μ ετά από ένα ή δύο λεπτά εμφανίστηκε ένας δεύτερος άγνωστος - επίσης Αγγλος. Ο άνδρωπος αυτός συστήδηκε και πάλι ως φίλος του κόμη Φόσκο· και, με τη σειρά του, την κοίταξε κι αυτός πολύ παράξενα και της έκανε μερικές περίεργες ερωτήσεις - χωρίς ποτέ, α π ’ όσο δυμόταν, να την αποκαλέσει με το όνομά της. Μ ετά από λί γο έφυγε κι αυτός, όπως και ο πρώτος. Ή δη ήταν πια τόσο φ ο βισμένη για τον εαυτό της και τόσο ανήσυχη για την αδελφή της, ώστε της πέρασε από το μυαλό να ξανακατέβει κάτω και να ζη τήσει την προστασία και τη βοήδεια της μοναδικής γυναίκας που είχε δει στο σπίτι, της υπηρέτριας που είχε ανοίξει την πόρτα. Τη στιγμή που σηκωνόταν από την καρέκλα της, επέστρεψ ε στο δωμάτιο ο κόμης. Μ όλις εμφανίστηκε, τον ρώτησε με αγω νία πόσο ακόμη δα καδυστερούσε η συνάντησή της με την αδελ φή της. Στην αρχή, της έδωσε μια αόριστη απάντηση· αλλά στη συνέχεια, όταν πιέστηκε, παραδέχτηκε, με μεγάλη απροδυμία, ότι η μις Χάλκομπ δεν ήταν τόσο καλά όσο την εμφάνιζε ως τώ ρα. Το ύφος και ο τρόπος του πανικόβαλαν τόσο πολύ τη λαί δη Γκλάιντ -ή , μάλλον, ενίσχυσαν τόσο οδυνηρά την ανησυχία που είχε νιώσει από την παρουσία των δύο αγνώστων- ώστε της ήρδε μία ξαφνική ζάλη και αναγκάστηκε να ζητήσει ένα ποτή ρι νερό. Ό κόμης φώναξε από την πόρτα να φέρουν νερό και ένα μπουκάλι αρωματικά άλ ατα Και τα δύο ήρδαν από τσν άγνω στο με τη γενειάδα. Το νερό, όταν επιχείρησε να πιει η λαίδη Γκλάιντ, είχε τόσο παράξενη γεύση ώστε ενίσχυσε τη ζάλη της, και άρπαξε βιαστικά το μπουκάλι με τα άλατα από τον κόμη Φόσκο και μύρισε. Η κατάστασή της χειροτέρεψε αμέσως. Ο κόμης έπιασε το μπουκάλι καδώς έπεφ τε από το χέρι της· και η τελευταία εντύπωση την οποία διατηρούσε ήταν ότι ο κόμης έφερε και πάλι τα αρωματικά έλαια στη μύτη της.
56 1
WI L KI E C OL L I NS
Από την άποψη αυτή, οι αναμνήσεις της κρίνονταν μπερδε μένες, αποσπασματικές - δύσκολο να συναρμολογηθούν σε κά ποια λογική σειρά. Θυμόταν ακόμη ότι επανέκτησε τις αισθήσεις αργά το βρά δυ· ότι μετά έφυγε από το σπίτι· ότι πήγε -ό π ω ς είχε κανονί σει ήδη από το Μ πλάκγουοτερ Π α ρ κ- στης κυρίας Βέσεϊ· ότι ήπιε τσάι εκεί και ότι πέρασε τη νύχτα υπό τη στέγη της κυ ρίας Βέσεϊ. Ή ταν τελείως ανίκανη να πει πώ ς ή πότε ή με ποια πα ρ έα έφυγε από το σπίτι στο οποίο την είχε φέρει ο κόμης Φόσκο. Α λλά επέμενε να βεβαιώνει ότι είχε πάει στης κυρίας Βέσεϊ· και, ακόμη πιο περίεργο, ότι την είχε βοηθήσει να γδυ θεί και να πέσει για ύπνο η κυρία Ρουμπέλ! Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχαν συζητήσει στης κυρίας Βέσεϊ, ή ποιον είδε εκεί εκτός από την κυρία Βέσεϊ, ή γιατί είχε βρεθεί στο σπίτι αυ τό, και την είχε βοηθήσει η κυρία Ρουμπέλ. Οι αναμνήσεις της για όσα της είχαν συμβεί το άλλο πρωί ήταν ακόμη πιο αόριστες και αναξιόπιστες. Είχε μια αόριστη αίσθηση πως έφευγε -π ο ια ώρα δεν μπο ρούσε να π ε ι- με τον κόμη Φόσκο· με την κυρία Ρουμπέλ, και πάλι, ως συνοδό. Αλλά πότε, και γιατί, έφυγε από της κυρίας Βέσεϊ, δεν μπορούσε να πει· ούτε και ήξερε προς ποια κατεύ θυνση πήγε η άμαξα ή πού την άφησε, ή αν ο κόμης και η κυ ρία Ρουμπέλ παρέμειναν ή όχι μαζί της. Σ ’ αυτό το σημείο της θλιβερής ιστορίας της υπήρχε ένα απόλυτο κενό. Δεν είχε κά ποιες π αραστάσεις που μπορούσε να μεταδώσει -δ ε ν είχε ιδέα αν είχαν περάσει μία ή περισσότερες από μία μ έρ ες- ως τη στιγ μή που βρήκε ξαφνικά τις αισθήσεις της σ ’ ένα άγνωστο μέρος, περιστοιχιζόμενη από γυναίκες που της ήταν όλες άγνωστες. Ή ταν το άσυλο! Εδώ άκουσε για πρώτη φορά να την αποκαλούν με το όνομα της Ανν Κάθερικ· κι εδώ, ως τελευταία ση μαντική λεπτομέρεια σ’ αυτή την ιστορία της συνωμοσίας, τα μάτια της την πληροφόρησαν ότι φορούσε τα ρούχα της Ανν Κάθερικ. Η νοσοκόμος, την πρώτη νύχτα στο άσυλο, της είχε
56 2
___
____ Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
δείξει τα διακριτικά σε καδένα από τα εσώρουχά της όταν τα έβγαζε, και της είχε πει, καδόλου εκνευρισμένη, με περισσή ευ γένεια: «Κοίτα το όνομά σου πάνω στα ρούχα σου και πάψε να λες ότι είσαι η λαίδη Γκλάιντ. Αυτή είναι νεκρή και δαμμένη- κι εσύ είσαι ζωντανή και μια χαρά. Κοίτα τα ρούχα σου! Εδώ το γράψει, και με μελάνι· και δα το βρεις και σε όλα τα παλιά σου ρούχα, που τα έχουμε εδώ - Ανν Κάδερικ, πεντακάδαρο σαν τυ πωμένο! » Κι εκεί ήταν το όνομα γραμμένο, όταν εξέτασε η μις Χάλκομπ τα εσώρουχα που φορούσε η αδελφή της. τη νύχτα της άφιξής τους στο Λίμεριτζ Χάουζ. Αυτές ήταν οι μοναδικές αναμνήσεις -ό λ ες τους αβέβαιες και μερικές από αυτές αντιφατικές- που μπόρεσε η μις Χάλκομπ να αποσπάσει από τη λαίδη Γκλάιντ, μετά από προσεκτικές ερω τήσεις, στο ταξίδι προς το Κάμπερλαντ. Απέφυγε να την πιέσει με ερωτήσεις που συνδέονταν με τη ζωή στο άσυλο, μια και το μυαλό της δεν ήταν προφανώς σε δέση να αντέξει τη δοκιμα σία της επανασύνδεσής της με τα γεγονότα της περιόδου εκεί νης. Ή ταν γνωστό, χάρη στην εκούσια ομολογία του ιδιοκτήτη του ψυχιατρείου, ότι είχε εισαχδεί εκεί την 27η Ιουλίου. Από την ημερομηνία εκείνη μέχρι τη 15η Οκτωβρίου -τη ν ημέρα της από δρασής τη ς - είχε παραμείνει υπό αυστηρό περιορισμό, με την ταυτοποίησή της με την Ανν Κάδερικ συστηματικά βεβαιωμένη και τη διανοητική υγεία της, από την πρώτη ως την τελευταία μέρα, αμφισβητούμενη. Ψυχικές λειτουργίες λιγότερο εύδραυστες, οργανισμοί λιγότερο ευάλωτοι δα πρέπει να υπέφεραν κά τω από μια τέτοια δοκιμασία - κανένας άντρας δεν δα μπορούσε να την υποστεί, και να βγει α π ’ αυτήν αλώβητος. Φτάνοντας στο Λίμεριτζ αργά το βράδυ της 15ης Οκτωβρίου, η μις Χάλκομπ αποφάσισε συνετά να μην επιχειρήσει να προ χωρήσει στην επιβεβαίωση της ταυτότητας της λαίδης Γκλάιντ πριν από την επόμενη μέρα. Το πρώτο που έκανε το πρωί, ήταν να πάει στο δωμάτιο του
56 3
WI L KI E C OL L I NS
κυρίου Φέρλι. Χρησιμοποιώντας εκ των προτέρων όλες τις δυ νατές προφυλάξεις, του είπε τελικά, με λίγα λόγια, τι είχε συμ βεί. Μ όλις η πρώτη έκπληξη και ο πρώτος πανικός του υπο χώρησαν, δήλωσε οργισμένα ότι η μις Χάλκομπ είχε επιτρέψει στον εαυτό της να εξαπατηδεί από την Ανν Κάδερικ. Της ανέ φερε το γράμμα του κόμη Φόσκο και όσα του είχε πει η ίδια για την ομοιότητα ανάμεσα στην Ανν και τη νεκρή ανιψιό τουκαι αρνήδηκε κατηγορηματικά να ανεχδεί έστω και για ένα λε πτό την παρουσία μιας τρελής - ήταν προσβολή και ντροπή και το ότι είχε μπει και μόνο στο σπίτι του. Η μις Χάλκομπ βγήκε από το δωμάτιο· περίμενε μέχρι που η πρώτη έξαψη της οργής της καταλάγιασε· αποφάσισε ότι ο κύ ριος Φέρλι έπρεπε να δει την ανιψιά του για ανδρωπιστικούς και μόνο λόγους πριν της κλείσει την πόρτα σαν να ήταν ξένη* κι έτσι, χωρίς καμιά προειδοποίηση, πήγε με τη λαίδη Γκλάιντ στο δωμάτιό του. Ο υπηρέτης ήταν στημένος στην πόρτα για να εμπο δίσει την είσοδό τους· αλλά η μις Χάλκομπ επέμενε να περάσει· και μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας την αδελφή της από το χέρι. Η σκηνή που ακολούδησε, αν και διήρκεσε μόνο μερικά λε πτά, ήταν πολύ οδυνηρή για να περιγράφει - η ίδια η μις Χάλ κομπ απέφυγε να αναφερδεί σ’ αυτή. Ας περιοριστούμε να πού με ότι ο κύριος Φέρλι δήλωσε, με τον πιο κατηγορηματικό τρό πο, ότι δεν αναγνώριζε τη γυναίκα που είχε οδηγηδεί στο δω μάτιό του· ότι δεν έβλεπε τίποτε στο πρόσωπό της και στη συ μπεριφορά της που να τον έκανε να αμφιβάλει έστω και προς στιγμήν ότι η ανιψιά του ήταν δαμμένη στο νεκροταφείο του Λίμεριτζ, και ότι δα καλούσε τους εκπροσώπους του νόμου για να τον προστατεύσουν, αν μέχρι το βράδυ δεν είχε φύγει η γυ ναίκα αυτή από το σπίτι του. Ακόμη κι αν είχε κάποιος τη χειρότερη άποψη για τον εγωι σμό, τη νωδρότητα και τη συνηδισμένη έλλειψη ευαισδησίας του κυρίου Φέρλι, ήταν και πάλι αδύνατον να υποδέσει πως δα ήταν ικανός για μια τέτοια ατιμία, όπως το να αποκηρύξει
564
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
δημόσια το παιδί του αδελφού του. Η μις Χάλκομπ, ανδρώπινα και λογικά, απέδωσε όλα αυτά στην προκατάληψη και τον πανικό που τον εμπόδισαν να αξιοποιήσει τη διαίσδησή του· και έδωσε αυτή την εξήγηση στα όσα είχαν συμβεί. Αλλά, όταν έβαλε σε δοκιμασία το υπηρετικό προσωπικό και διαπίστωσε ότι κι αυτοί δεν ήταν βέβαιοι αν η γυναίκα που έβλεπαν ήταν η νεαρή κυρία τους ή η Ανν Κάδερικ -γ ια την ομοιότητα των δύο γυναικών είχαν όλοι ακουστά- το δλιβερό συμπέρασμα ήταν αναπόφευκτο: Η αλλαγή που είχε επέλδει στο πρόσωπο της Λώρα και στη συμπεριφορά της από τον εγκλεισμό της στο άσυλο ήταν πολύ σοβαρότερη α π ’ όσο είχε υποδέσει αρχικά η μις Χάλκομπ. Η αηδιαστική απάτη που είχε βεβαιώσει το δάνατό της άντεχε ακόμη και μέσα στο σπίτι που είχε γεννηδεί, και ανάμεσα στους ανδρώπους με τους οποίους είχε ζήσει. Σε μια λιγότερο κρίσιμη κατάσταση, πίστευε η μις Χάλκομπ, η προσπάδεια δα χρειαζόταν να επαναλειφδεί, και να μην εγκαταλειφδεί ως καταδικασμένη σε αποτυχία - ακόμη και τότε. Για παράδειγμα, η καμαριέρα, η Φάννυ, που έτυχε να λεί πει τότε από το Λίμεριτζ, αναμενόταν να επιστρέφει σε δύο μέρες· και δα υπήρχαν πιδανότητες να εξασφαλίσουν, ως αρ χή, τη δική της αναγνώριση, μια και αυτή ήταν σε διαρκέστε ρη επικοινωνία με την κυρία της και ήταν περισσότερο συναισδηματικά δεμένη μαζί της από το άλλο προσωπικό. Επίσης, η λαίδη Γκλάιντ δα μπορούσε να είχε μείνει κρυφά στο σπίτι ή στο χωριό, περιμένοντας μέχρι να αποκατασταδεί κάπως η υγεία της και να ηρεμήσει και πάλι το μυαλό της. Ό τα ν η μνή μη της δα ήταν και πάλι αξιόπιστη και δα μπορούσε να τη βοηδήσει, δα αναφερόταν φυσικά σε πρόσωπα και γεγονότα από το παρελδόν. με μια βεβαιότητα και οικειότητα που καμιά αγύρτισσα δεν δα μπορούσε να προσποιηδεί. Έτσι, η απόδειξη της ταυτότητάς της που το παρουσιαστικό της δεν είχε καταφέρει να πετύχει δα εξασφαλιζόταν, με το χρόνο να τη βοηδάει, από το ασφαλέστατο και αποτελεσματικό τεστ των λόγων της.
S6 S
- —
WI L KI E COL L I NS
Αλλά οι συνθήκες υπό τις οποίες είχε επανακτήσει την ελευ θερία της καθιστούσαν κάθε προσφυγή σε τέτοια μέσα απλώς ανεφάρμοστη. Η καταδίωξη από το άσυλο, που προσωρινά εί χαν στραφεί στο Χάμπσαϊρ. θα στρεφόταν αναμφισβήτητα στη συνέχεια προς το Κάμπερλαντ. Τα άτομα που είχαν οριστεί να αναζητήσουν τη φ υγάδα ίσως να εμφανίζονταν στο Λίμεριτζ Χάουζ μετά από μερικές μόνο ώρες· και στην κατάσταση που βρισκόταν, ο κύριος Φέρλι θα μπορούσε να παράσχει κάθε δυ νατή βοήθεια. Το στοιχειώδες ενδιαφέρον για την ασφάλεια της λαίδης Γκλάιντ επέβαλε στη μις Χάλκομπ να εγκαταλείψει τον αγώνα για τη δίκαιη αποκατάστασή της και να την απομακρύνει αμέσως από το μέρος που ήταν τώρα το πιο επικίνδυνο γι’ αυ τήν - την περιοχή όπου βρισκόταν το ίδιο το σπίτι της. Η άμεση επιστροφή στο Λονδίνο ήταν το πρώτο και συνε τότερο μέτρο ασφάλειας που προσφερόταν. Στη μεγάλη πό λη τα ίχνη τους θα χάνονταν ταχύτατα και ασφαλέστατα. Δεν είχαν προετοιμασίες να κάνουν, ούτε να ανταλλάξουν λόγια αβροφροσύνης με κάποιον. Το απόγευμα εκείνης της αξέχα στης μέρας, της 16ης Οκτωβρίου, η μις Χάλκομπ υποχρέωσε την αδελφή της να συγκεντρώσει όσα αποθέματα θάρρους της είχαν απομείνει και -χω ρίς μια ψυχή ζώσα να τους ευχηθεί κα λό κατευόδιο- πήραν μόνες τους το δρόμο, και άφησαν για π ά ντα πίσω τους το Λίμεριτζ Χάουζ. Είχαν περάσει το λόφο πάνω από το νεκροταφείο, όταν η λαί δη Γκλάιντ ζήτησε με επιμονή να γυρίσουν πίσω για να ρίξει μια τελευταία ματιά στον τάφο της μητέρας της. Η μις Χάλ κομπ προσπάθησε να τη μεταπείθει, αλλά, στην περίπτωση αυ τή. προσπάθησε μάταια. Ή ταν αμετάπειστη! Τα θολά μάτια της φωτίζονταν από μια ξαφνική φλόγα και άστραφταν κάτω από το βέλο που τα κάλυπτε· τα αδυνατισμένα δάχτυλά της δυνάμωναν σιγά σιγά το σφίξιμο γύρω από το μπράτσο, από το οποίο κρατιόντουσαν τόσο νωθρά μέχρι εκείνη την ώρα. Πιστεύω ότι το χέρι του Θεού τις ωθούσε να επιστρέφουν εκεί· και ότι
S6 6
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
το αθωότερο και το πιο βασανισμένο από τα πλάσματά Του επελέγη, εκείνη την τρομερή στιγμή, να τις συναντήσει. Τα βήματά τους τις οδήγησαν στο νεκροταφείο· και μ ’ αυτή την ενέργεια σφραγίστηκε το μέλλον και των τριών μας.
III Αυτή ήταν η ιστορία των όσων είχαν συμβεί - η ιστορία όπως την ξέραμε τότε. Δύο προφανή συμπεράσματα διαμορφώθηκαν στο μυαλό μου, όταν την άκουσα. Κατ’ αρχάς, κατάλαβα αόριστα ποια ήταν η ουσία της συνωμοσίας· πώς είχαν διαμορφωθεί τα γεγονότα και πώς είχαν αξιοποιηθεί οι καταστάσεις για να διασφαλιστεί η ασυ λία σε ένα ριψοκίνδυνο και πολύπλοκο έγκλημα. Ενώ οι περισ σότερες λεπτομέρειες εξακολουθούσαν να αποτελούν μυστήριο για μένα, ο αισχρός τρόπος με τον οποίο οι ένοχοι είχαν αξιοποιήσει την ομοιότητα ανάμεσα στη Γυναίκα με τα άσπρα και τη λαίδη Γκλάιντ ήταν σαφής, πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Ή ταν προφανές ότι η Ανν Κάθερικ είχε εμφανιστεί στο σπίτι του κό μη Φόσκο ως λαίδη Γκλάιντ· ήταν φανερό ότι η λαίδη Γκλάιντ είχε πάρει τη θέση της νεκρής στο άσυλο. Η αντικατάσταση εί χε γίνει τόσο έξυπνα, ώστε αθώοι άνθρωποι - ο γιατρός και οι δύο υπηρέτριες οπωσδήποτε, και κατά πάσα πιθανότητα ο ιδιο κτήτης του ψ υχιατρείου- να γίνουν συνένοχοι στο έγκλημα. Το δεύτερο συμπέρασμα ήρθε ως αναγκαία συνέπεια του πρώ του. Και οι τρεις μας δεν είχαμε να περιμένουμε από τον κόμη Φόσκο και τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ να μας λυπηθεί. Η επι τυχία της συνωμοσίας είχε αποφέρει σ ’ αυτούς τους δύο άντρες ένα καθαρό κέρδος τριάντα χιλιάδων λιρών - είκοσι χιλιάδες στον ένα, δέκα χιλιάδες στον άλλο, μέσω της συζύγου του. Είχαν, αναμ φισβήτητα κάθε συμφέρον να φροντίσουν να διασφαλίσουν την
S6 7
W I L K I E C O L L I N S ________
___________________
ατιμωρησία τους· και δεν δα άφηναν πέτρα που να μη σηκώ σουν, προδοσία που να μην επιχειρήσουν, δυσία που να μην κά νουν, για να ανακαλύψουν το μέρος όπου κρυβόταν το δύμα τους και να το απομακρύνουν από τους μοναδικούς φίλους που είχε στον κόσμο - τη Μ άριαν Χάλκομπ κι εμένα. Η αίσδηση αυτού του σοβαρού κινδύνου -εν ό ς κινδύνου που η κάδε μέρα και η κάδε ώρα μπορεί να έφερνε όλο και πιο κο ντά μ α ς - ήταν το στοιχείο που με καδοδήγησε στην επιλογή του μέρους στο οποίο καταφύγαμε. Το διάλεξα στο ανατολικό άκρο του Λονδίνου, όπου υπήρχαν ελάχιστοι αργόσχολοι που δα τρι γύριζαν και δα χάζευαν στους δρόμους· σε μια φτωχική και πολυάνδρωπη γειτονιά, γιατί όσο σκληρότερος ήταν ο αγώνας για την επιβίωση στους άντρες και στις γυναίκες που μας περιέ βαλλαν, τόσο μικρότερος ήταν ο κίνδυνος να έχουν το χρόνο ή να μπαίνουν στον κόπο να προσέχουν τους ξένους που κυκλο φορούσαν ανάμεσά τους. Αυτά ήταν τα μεγάλα πλεονεκτήμα τα που αναζητούσα. Αλλά η περιοχή μας ήταν ιδανική και για έναν άλλο, εξίσου σημαντικό λόγο. Μ πορούσαμε να ζούμε φτη νά με τη δουλειά μου, και μπορούσαμε να βάζουμε και μερικά χρήματα στην άκρη για να προωδήσουμε το στόχο μας - τ ο δί καιο στόχο της αποκατάστασης μιας άδλιας αδικίας- που, από την πρώτη στιγμή, είχα πια σταδερά στο νου μου. Μ έσα σε μια βδομάδα, η Μ άριαν Χάλκομπ κι εγώ είχαμε κα νονίσει την πορεία της ζωής μας από δω και πέρα. Δεν υπήρχαν άλλοι ένοικοι στο σπίτι- και είχαμε τη δυνατό τητα να μπαινοβγαίνουμε χωρίς να περνάμε μέσα από το κα τάστημα. Ζήτησα, προς το παρόν τουλάχιστον, να μη βγουν ού τε η Μ άριαν ούτε η Λώρα από την πόρτα του σπιτιού χωρίς εμένα· και, στην περίπτωση που δεν ήμουν στο σπίτι, να μην επιτρέψουν σε κανέναν να μπει στα δωμάτιά τους, με οποια δήποτε δικαιολογία. Μ ετά την επιβολή αυτού του κανόνα, πή γα σ’ ένα φίλο που είχα γνωρίσει παλιά -έν α ν χαράκτη, με με γάλο κύκλο εργασιών- για να του ζητήσω δουλειά, λέγοντάς του
5 68
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ταυτόχρονα ότι είχα λόγους να δέλω να παραμείνω άγνωστος. Αμέσως συμπέρανε ότι είχα χρέη. Εξέφρασε τη λύπη του με τον συνηδισμένο τρόπο και μετά υποσχέδηκε να κάνει ό,τι μπο ρούσε για να με βοηδήσει. Η έλλειψη σχολίου εκ μέρους μου ενίσχυσε την εσφαλμένη εντύπωσή του, και αποδέχτηκα τη δου λειά που είχε να μου δώσει. Ή ξερε ότι μπορούσε να έχει εμπι στοσύνη στην πείρα και την ικανότητά μου. Διέδετα αυτό που ήδελε: επαγγελματισμό και ταχύτητα. Παρόλο που τα έσοδά μου ήταν μικρά, επαρκούσαν για τις ανάγκες μας. Μόλις μπορέσα με να νιώσουμε ασφαλείς α π ’ αυτή την άποψη, η Μάριαν Χάλκομπ κι εγώ ενώσαμε τις οικονομίες μας. Της είχαν απομείνει πε ρίπου διακόσιες λίρες από την περιουσία της· κι εγώ είχα περί που άλλες τόσες, που είχα από τη δουλειά μου πριν φύγω από την Αγγλία. Συγκεντρώναμε περισσότερες από τετρακόσιες λί ρες. Κατέδεσα αυτή τη μικρή περιουσία σε μια τράπεζα για τα έξοδα των μυστικών ερευνών που ήμουν αποφασισμένος να ξε κινήσω. Ή μουν αποφασισμένος να πραγματοποιήσω αυτές τις έρευνες ακόμη και μόνος μου, αν δεν έβρισκα κάποιον να με βοηδήσει. Υπολογίζαμε τα βδομαδιάτικα έξοδά μας μέχρι και το τελευταίο φαρδίνι· και δεν αγγίζαμε το μικρό μας κεφάλαιο, π α ρά μόνο για το συμφέρον της Λώρα. Τις δουλειές του σπιτιού, τις οποίες υπό άλλες συνδήκες δα έκανε κάποια υπηρέτρια, ανέλαβε από την πρώτη μέρα, με πρω τοβουλία της, η Μ άριαν Χάλκομπ. «Α υτά για τα οποία είναι κατάλληλα άλλα γυναικεία χέρια» είπε, « δ α τα κάνουν και τα δικά μου χέρια». Έ τρεμαν καδώς τα άπλωνε προς το μέρος μου. Τα αδυνατισμένα μπράτσα διηγούνταν τη δλιβερή ιστορία του παρελδόντος καδώς σήκωνε τα μανίκια του φτωχικού και απλοϊ κού φορέματος της* αλλά το αδάμαστο πείσμα της γυναίκας έκαι γε, ακόμη κι εκείνη τη στιγμή, στα μάτια της. Είδα τα πλούσια δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της και να κυλάνε αργά στα μάγουλά της καδώς με κοίταζε. Τα σκούπισε, με ένα ξέσπασμα της παλιάς ενεργητικότητάς της, και χαμογέλασε αμυδρά. «Μ ην
S69
WI LKI E COL L I NS
αμφιβάλλεις διόλου για το θάρρος μου. Γουόλτερ», με παρακάλεσε· «η αδυναμία μου είναι που κλαίει, όχι εγώ. Οι δουλειές του σπιτιού δα την υποτάξουν, αν εγώ δεν μπορώ!» Και κρά τησε το λόγο της - η νίκη είχε κερδηδεί όταν συναντηθήκαμε το βράδυ και κάθισε να ξεκουραστεί. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της με κοίταξαν με τη λάμψη της αποφασιστικότητας περασμένων ημερών. «Δεν έχω σπάσει ακόμη», είπε. «Μ πορώ να επωμισθώ την ευθύνη της δουλειάς που μου αναλογεί». Πριν προ λάβω να απαντήσω, πρόσδεσε ψιθυριστά: «Και μπορώ να επωμισθώ και το μερίδιο του κινδύνου που μου αναλογεί. Θυμήσου το αυτό, όταν έλθει η ώρα!» Το θυμήθηκα, όταν ήρθε η ώρα. Από τα τέλη Οκτωβρίου, η καθημερινή ξωή μας είχε πάρει την προκαθορισμένη πορεία της. Ή μαστε, οι τρεις μας, τόσο από λυτα απομονωμένοι στο κρησφύγετό μας, λες και το σπίτι στο οποίο ξούσαμε ήταν ένα ερημονήσι, και το μεγάλο δίκτυο των δρόμων και οι χιλιάδες συνάνθρωποί μας γύρω μας τα νερά μιας ατέλειωτης θάλασσας. Μπορούσα τώρα να σκέφτομαι στον ελά χιστο ελεύθερο χρόνο μου ποιο θα ήταν το μελλοντικό σχέδιο δράσης μου και πώς θα μπορούσα να οπλιστώ ασφαλέστερα, από την αρχή, για την επικείμενη αναμέτρηση με τον σερ Πέρσιβαλ και τον κόμη. Εγκατέλειψα κάθε σκέψη να επικαλεστώ την εκ μέρους μου αναγνώριση τη Δώρα -ή το γεγονός ότι την αναγνώριζε η Μ ά ρ ιο ν- ως απόδειξη της ταυτότητάς της. Αν την είχαμε αγαπή σει λιγότερο, αν το ένστικτο που φώλιαζε μέσα μας εξαιτίας αυ τής της αγάπης δεν ήταν πολύ ισχυρότερο από οποιαδήποτε επίδειξη λογικής, πολύ δυνατότερο από οποιαδήποτε διαδικα σία αναγνώρισης, ακόμη κι εμείς θα είχαμε διστάσει την πρώ τη φορά που την είδαμε. Οι εξωτερικές αλλαγές που είχαν προκληθεί από τις κακου χίες και τη φρίκη του παρελθόντος είχαν δυναμώσει τρομερά,
-----------------
- 70
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α Μ Ε ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
σχεδόν απελπιστικά, τη μοιραία ομοιότητα ανάμεσα στην Ανν Κάδερικ και την ίδια. Στη διήγησή μου για τα γεγονότα του δια στήματος της διαμονής μου στο Λίμεριτζ Χάουζ έχω καταγρά ψει, από την εντύπωση που εγώ είχα σχηματίσει για τις δύο γυ ναίκες, ότι η ομοιότητά τους, όσο εντυπωσιακή κι αν ήταν όταν την αντιμετώπιζες γενικά, υποχωρούσε σε πολλά σημαντικά ση μεία όταν έφτανες στις λεπτομέρειες. Εκείνες τις μέρες, αν κά ποιος τις έβλεπε μαζί, τη μία δίπλα στην άλλη, δεν δα μπορού σε σε καμιά περίπτωση να τις μπερδέψει έστω και για μια στιγ μή - συμβαίνει συχνά σε περιπτώσεις διδύμων. Δεν μπορούσα να πω το ίδιο τώρα. Ο πόνος και οι κακουχίες για τις οποίες εί χα κατηγορήσει κάποτε τον εαυτό μου ότι συνδέονταν, έστω και ως φευγαλέα σκέψη, με το μέλλον της Δώρα Φέρλι, αυτές οι κακουχίες είχαν αφήσει τα βέβηλα σημάδια τους, και είχαν υπο κλέψει τη νιότη και την ομορφιά του προσώπου της· και η μοι ραία ομοιότητα την οποία είχα δει με τη φαντασία μου κάποτε, και είχα ανατριχιάσει, ήταν τώρα μία υπαρκτή και ζώσα ομοιό τητα που επιβεβαιωνόταν μπροστά στα μάτια μου. Ξένοι, απλοί γνωστοί, ακόμη και φίλοι, που δεν μπορούσαν να τη δουν όπως εμείς, αν την είχαν δει τις πρώτες μέρες της διάσωσής της από το άσυλο, δα είχαν αμφιβάλει αν αυτή ήταν η Λώρα Φέρλι που είχαν δει κάποτε - και δικαιολογημένα δα είχαν αμφιβάλει. Η μοναδική εναπομείνασα ελπίδα που είχαμε σκεφτεί από την αρχή ότι μπορεί να αποδεικνυόταν αξιόπιστη - η ελπίδα της προ σφυγής στις αναμνήσεις της για πρόσωπα και γεγονότα που κα μιά αγύρτισσα δεν δα μπορούσε να γνω ρίζει- αποδείχτηκε, από το αποκαρδιωτικό αποτέλεσμα μεταγενέστερων ελέγχων μας. άκαρπη. Κάδε προσπάδεια υπενδύμισης του παρελδόντος στην οποία κατα<ρεύγαμε η Μ άριαν κι εγώ, και κάδε μορφή δεραπείας που δοκιμάζαμε, για να δυναμώσουμε και να σταδεροποιήσουμε αργά τις εξασδενημένες και κλονισμένες λειτουργίες της. ήταν από μόνη της ένας φόβος μπροστά στον κίνδυνο επ ι στροφής του μυαλού της στο ταραγμένο και φοβερό παρελδόν.
W I L K I E C O L L I N S _______
_______________
Τα μοναδικά γεγονότα προηγούμενων ημερών που τολμούσαμε να την ενδαρρύνουμε να δυμηδεί ήταν τα μικρά, ασήμαντα οι κογενειακά γεγονότα εκείνης της ευτυχισμένης περιόδου στο Λίμεριτζ, τότε που είχα πρωτοπάει εκεί και της μάδαινα να ζω γραφίζει. Η μέρα που διήγειρα τις αναμνήσεις εκείνες δείχνοντάς της το σχέδιο που μου είχε δώσει το πρωί του αποχαιρε τισμού μας, και το οποίο δεν είχα αποχωριστεί ποτέ από τότε, ήταν η γενέδλια μέρα της πρώτης μας ελπίδας. Διακριτικά και σταδιακά, η ανάμνηση των παλιών περιπάτω ν ξύπνησε στο μυαλό της· και τα κουρασμένα, αδύναμα μάτια της κοίταξαν τη Μ άριαν κι εμένα με ένα καινούργιο ενδιαφέρον, με μια δι ατακτική περίσκεψη στο βάδος τους, που από εκείνη τη στιγ μή απολαμβάναμε, και διατηρούσαμε ζωντανή. Της αγόρασα ένα μικρό κουτί με μπογιές κι ένα τετράδιο ζωγραφικής σαν το παλιό που είχα δει στα χέρια της το πρωί της πρώτης μας συ νάντησης. Και πάλι -ω . Θεέ μ ου!- και πάλι, τις ελεύδερες ώρες που ξέκλεβα από τη δουλειά μου, στο δαμπό λονδρέζικο φως, στο φτωχό λονδρέζικο δωμάτιο, καδόμουν δίπλα της για να κατευδύνω τη διατακτική πινελιά της, να βοηδήσω το αδύναμο χέ ρι της. Μ έρα με τη μέρα, της προκαλούσα το ενδιαφέρον, μέ χρι που η δέση του στο κενό της ύπαρξής της τελικά αποκαταστάδηκε, σε σημείο που μπορούσε να σκέφτεται και πάλι τη ζωγραφική, να μιλάει γι’ αυτήν και να επιδίδεται υπομονετικά σ ’ αυτή, με κάποια αμυδρή αναπόληση της αδώας απόλαυσης που της προκαλούσε η ενδάρρυνσή μου, της εντεινόμενης ικα νοποίησης για την πρόοδό της, η οποία ανήκε στη χαμένη ζωή και τη χαμένη ευτυχία περασμένων ημερών. Βοηδούσαμε σιγά σιγά το μυαλό της μ’ αυτό τον απλό τρόπο· την παίρναμε μαζί μας σε περιπάτους, τις καλές μέρες, σε μια ήσυχη πλατεία της παλιάς πόλης, όπου δεν υπήρχε τίποτε που δα την αναστάτωνε και δα την τρόμαζε· διαδέταμε μερικές λί ρες από τις καταδόσεις μας στην τράπεζα για να της παίρνου με κρασί και τις νόστιμες, δυναμωτικές τροφές που χρειαζόταν
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
τη διασκεδάζαμε τα βράδια με παιδικά παιχνίδια με την τρά πουλα, με λευκώματα γεμάτα με αντίγραφα πινάκων, τα οποία δανειζόμουν από το χαράκτη με τον οποίο συνεργαζόμουν. Με αυτούς και άλλους παρόμοιους τρόπους την ηρεμούσαμε και τη σταδεροποιούσαμε, και ελπίζαμε στο καλύτερο από την ευεργε τική επίδραση του χρόνου, της φροντίδας και της αγάπης, που ποτέ δεν της στερούσαμε. Αλλά να τη βγάλουμε άπονα από την απομόνωση και τη γαλήνη· να τη φέρουμε αντιμέτωπη με άγνω στους - ή με γνωστούς που ήταν ουσιαστικά άγνωστοι· να διε γείρουμε τις οδυνηρές εντυπώσεις της περασμένης ζωής της, τις οποίες τόσο προσεκτικά είχαμε αποκοιμίσει, αυτό, ακόμη και για το συμφέρον της, δεν τολμούσαμε να το κάνουμε. Οποιεσδήποτε θυσίες κι αν απαιτούσε, όποιες μακρόχρονες, κουραστικές, οδυ νηρές καθυστερήσεις κι αν αυτό συνεπαγόταν, το κακό που της είχε γίνει -α ν γινόταν, φυσικά, να αντιμετωπιστεί- έπρεπε να θε ραπευτεί εν αγνοία της, και χωρίς τη βοήθειά της. Μ ετά την απόφαση αυτή, έμενε να καθοριστεί στη συνέχεια με ποιον τρόπο θα αποτολμούσαμε το πρώτο ρίσκο, και ποια θα ήταν η πρώτη κίνηση. Αφού συνεννοήθηκα με τη Μάριον, αποφάσισα να ξεκινήσουμε συγκεντρώνοντας όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσαν να συ γκεντρωθούν, και μετά να ζητήσουμε τη συμβουλή του κυρίου Κιρλ, τον οποίο ήμαστε βέβαιοι ότι μπορούσαμε να εμπιστευ τούμε, και να εξακριβώσουμε α π ’ αυτόν, με την πρώτη ευκαι ρία, αν η νομική αποκατάσταση ήταν στο πλαίσιο των δυνατο τήτων μας. Το όφειλα στη Λώρα να μην ποντάρω το μέλλον της στις δικές μου αδύναμες προσπάθειες, από τη στιγμή που υπήρ χε και η αμυδρότερη έστω προοπτική ενίσχυσης της θέσης μας με την εξασφάλιση αξιόπιστης βοήθειας οποιοσδήποτε είδους. Η πρώτη πηγή πληροφόρησης στην οποία κατέφυγα ήταν το ημερολόγιο που είχε κρατήσει στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ η Μ ά ριον Χάλκομπ. Υπήρχαν αποσπάσματα σ ’ αυτό το ημερολόγιο, σχετικά με μένα, που η Μ άριαν θεωρούσε ότι δεν θα έπρεπε
ί 73
I V I L K I E C O L L I N S _______________________
να δω. Έτσι, μου διάβαζε από το ημερολόγιό της, και κρατού σα τις σημειώσεις που ήδελα καδώς εκείνη συνέχιζε. Ο μόνος τρόπος για να βρούμε χρόνο γι’ αυτή την απασχόληση ήταν να ξενυχτήσουμε κάποια βράδυα. Τρεις νύχτες αφιερώσαμε στο έργο αυτό, και ήταν αρκετές για να κάνω κτήμα μου όλα όσα μπορούσε να μου πει η Μ άριαν. Η επόμενη κίνησή μου ήταν να συγκεντρώσω πρόσδετα στοι χεία, όσο περισσότερα μπορούσα να αποσπάσω από άλλα άτο μα, χωρίς να προκαλέσω υποψίες. Πήγα ο ίδιος στην κυρία Βέσεϊ για να διαπιστώσω αν η εντύπωση της Λώρα ότι είχε κοιμηδεί εκεί ήταν σωστή ή όχι. Στην περίπτωση αυτή, εκτιμώντας την ηλικία και την αναπηρία της κυρίας Βέσεϊ -κ α ι από λόγους προνοητικότητας, όπως σε όλες τις ανάλογες περιπτώ σεις- δια τήρησα μυστική την πραγματική μας δέση και φρόντιζα να αναφέρομαι στη Λώρα ως τη «μακαρίτισσα λαίδη Γκλάιντ». Η απάντηση της κυρίας Βέσεϊ στις ερωτήσεις μου επιβεβαίωσε απλώς την επιφυλακτικότητα την οποία είχα προηγουμένως, Η Λώρα είχε σίγουρα γράψει για να της πει ότι δα περνούσε τη νύχτα κάτω από τη στέγη της πα λιά ς φίλης της, αλλά δεν είχε ποτέ προσεγγίσει το σπίτι αυτό. Το μυαλό της στην περίπτωση αυτή -φοβόμουν ότι συνέβαινε και σε άλλες περιπτώ σεις- μπέρδευε κάτι το οποίο σκόπευε απλώς να κάνει με κάτι που πραγματικά είχε κάνει. Η υποσυ νείδητη αυτή σύγχυση ήταν εύκολο να ερμηνευτεί, αλλά ήταν πιδανόν να μας οδηγήσει σε σοβαρά σφάλματα. Ή ταν σαν να σκοντάφταμε στο κατώφλι, από το ξεκίνημα· ήταν ένα αποδει κτικό μειονέκτημα, που στρεφόταν εναντίον μας. Ό τα ν ζήτησα στη συνέχεια το γράμμα που είχε γράψει η Λώ ρα στην κυρία Βέσεϊ από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ, μου δόδηκε χωρίς το φάκελο, ο οποίος είχε πεταχτεί στο καλάδι των αχρή στων και είχε καταστραφεί από καιρό. Στο γράμμα δεν αναφε ρόταν καμιά ημερομηνία - ούτε καν η μέρα που είχε γραφτεί. Περιείχε μόνο τις παρακάτω λέξεις:
574
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
Πολυσγαττημένη κυρία Βέσέί Είμαι πολύ στενοχωρημένη και ανήσυχη, και ίσιος έρθω στο σπίτι σου αύριο το βράδυ και σου ζητήσω να κοιμηδώ εκεί. Δεν μπορώ να σου αναφέρω στο γράμμα αυ τό τι συμβαίνει - είμαι τόσο φοβισμένη τώρα που το γρά ψω μήπως και με αντιληφδούν, ώστε δεν μπορώ να συ γκεντρώσω το μυαλό μου σε κάτι. Σε παρακαλώ να εί σαι στο σπίτι για να με υποδεχτείς. Θα σου δώσω χίλια φιλιά και δα σου τα πω όλα. Η αγαπημένη σου Λώρα Σε τι μπορούσαν να βοηθήσουν οι γραμμές αυτές; Σε τίποτε! Επιστρέφοντας από το σπίτι της κυρίας Βέσέί, συνέστησα στη Μ άριαν να γράψει -τηρώ ντας την ίδια επιφυλακτικότητα με μ ένα - στην κυρία Μίκελσον. Θα της εξέφραζε, αν ήδελε, κά ποια γενική καχυποψία για τη συμπεριφορά του κόμη Φόσκο, και 9α ζητούσε από την οικονόμο να μας εφοδιάσει με μια απλή εξιστόρηση των γεγονότων προς χάριν της αλήθειας. Ενώ πε ριμέναμε την απάντηση, η οποία μας ήρθε μετά από μια βδο μάδα, πήγα στο γιατρό στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ, λέγοντάς του ότι με είχε στείλει η μις Χάλκομπ για να συγκεντρώσω, αν ήταν δυνατόν, περισσότερα στοιχεία για την τελευταία ασθένεια της αδελφής της α π ’ όσα είχε βρει το χρόνο να συγκεντρώσει ο κύ ριος Κιρλ. Με τη βοήθεια του κυρίου Γκούντρικ, εξασφάλισα ένα αντίγραφο του πιστοποιητικού θανάτου και την ευκαιρία να μι λήσω με την Τζέιν Γκουλντ, τη γυναίκα που είχε αναλάβει να προετοιμάσει το σώμα για την ταφή. Μέσω της γυναίκας αυτής, ανακάλυψα κι έναν τρόπο επικοινωνίας με τη μαγείρισσα, την Έ στερ Πίνχορν. Είχε εγκαταλείψει πρόσφατα τη θέση της, εξαιτίας μιας διαφωνίας με την κυρία της, και έμενε στη γειτονιά μαζί με κάποια άτομα τα οποία γνώριζε η κυρία Γκουλντ. Με αυτό τον τρόπο απέκτησα τις διηγήσεις της κυρίας Μίκελσον, του γιατρού, της Τζέιν Γκουλντ και της Έ στερ Πίνχορν, και τις
S7S
WI LKI E COL L I NS
παρέδεσα - ακριβώς όπως παρουσιάζονται σ’ αυτές τις σελίδες. Εφοδιασμένος, λοιπόν, με αυτά τα πρόσδετα στοιχεία, δεώρησα ότι ήμουν επαρκώς προετοιμασμένος για μια συνάντηση με τον κύριο Κιρλ- και η Μ άριαν του έγραψε για να του γνω στοποιήσει το όνομά μου και να προσδιορίσει τη μέρα και την ώρα που δα μπορούσα να τον δω για μια προσωπική υπόδεση. Είχα αρκετό χρόνο το πρωί για να πάμε, ως συνήδως, μια βόλτα με τη Λώρα και να τη δω να ασχολείται μετά ήρεμα με τη ζωγραφική. Σήκωσε το βλέμμα της και με κοίταξε ανήσυχα καδώς σηκωνόμουν για να βγω από το δωμάτιο, και τα δάχτυ λά της άρχισαν να παίζουν διατακτικά, όπως παλιότερα, με τα πινέλα και τα μολύβια πάνω στο τραπέζι. «Δεν με έχεις βαρεδεί ακόμη;» είπε. «Δεν φεύγεις επειδή με βαρέδηκες; Θα προσπαδήσω να τα καταφέρω καλύτερα· δα προσπαδήσω να γίνω καλά. Με αγαπάς όσο άλλοτε, Γουόλτερ, τώ ρα που είμαι τόσο χλωμή και αδύνατη, και τόσο κακή μαδήτρια;» Μιλούσε όπως δα μιλούσε ένα παιδί. Μου αποκάλυπτε τις σκέψεις της όπως δα τις αποκάλυπτε ένα παιδί. Περίμενα να περάσουν μερικά λεπτά ακόμη, περίμενα για να της πω ότι τώ ρα την αγαπούσα περισσότερο α π ’ ό,τι άλλοτε. «Π ροσπάδησε να ξαναγίνεις καλά», είπα, ενδαρρύνοντας τη νέα ελπίδα για το μέλλον που έβλεπα να σχηματίζεται στο μυαλό της. «Προσπάδησε να γίνεις καλά, για χάρη της Μ άριαν και δική μου». «Ν αι», μονολόγησε, ξαναγυρίζοντας στη ζωγραφική της. «Πρέ πει να προσπαδήσω, επειδή σας αγαπώ και τους δύο». Ξαφνι κά, ξανασήκωσε το βλέμμα της. «Μ η λείψεις πολύ! Δεν μπορώ να ζωγραφίσω, Γουόλτερ, όταν δεν είσαι εδώ για να με βοηδάς». «Θ α γυρίσω γρήγορα, αγαπημένη μου- πολύ γρήγορα, για να δω πώς τα π α ς» . Η φωνή μου κόμπιασε κάπως, και η καρδιά μου σφίχτηκε. Με δυσκολία βγήκα από το δωμάτιο. Καδώς άνοι γα την πόρτα, έγνεψα στη Μ άριαν να με ακολουδήσει στη σκά λα. Ή ταν αναγκαίο να την προετοιμάσω για κάδε ενδεχόμενο, από τη στιγμή που κυκλοφορούσα ελεύδερα στους δρόμους.
5 76
---------------
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
« Θ α επιστρέφω, κατά πάσα πιθανότητα, σε μερικές ώρες», είπα. « Θ α φροντίσεις, όπως συνήθως, να μην αφήσεις να μπει κανένας στο σπίτι στη διάρκεια της απουσίας μου. Αλλά, αν συμβεί οτιδήποτε...» «Τι μπορεί να συμβεί;» με διέκοψε βιαστικά. «Π ες μου κα θαρά. Γουόλτερ, αν υπάρχει κάποιος κίνδυνος, και θα ξέρω πώς να τον αντιμετωπίσω». «Ο μοναδικός κίνδυνος», απάντησα, «είναι ότι ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ μπορεί να έχει έλθει στο Λονδίνο εξαιτίας της είδησης της απόδρασης της Λώρα. Γνωρίζεις ότι με παρακο λουθούσε πριν φύγω από την Αγγλία, και μάλλον θα με γνω ρίζει εξ όψεως, παρόλο που εγώ δεν τον ξέρω». Άπλωσε το χέρι της στον ώμο μου και με κοίταξε ανήσυχη και σιωπηλή. Έ β λ επα ότι καταλάβαινε τον σοβαρό κίνδυνο που μας απειλούσε. «Είναι μάλλον απίθανο», είπα, « να με δουν σύντομα στο Λονδίνο ή ο ίδιος ο σερ Πέρσιβαλ ή κάποιοι άνθρωποί του. Αλλά είναι πιθανό να συμβεί κάποιο ατύχημα. Στην περίπτωση αυ τή, να μην πανικοβληθείς αν δεν επιστρέφω απόψε· και φρό ντισε να ικανοποιήσεις κάθε ερώτηση της Λώρα με την καλύ τερη δικαιολογία που θα μπορέσεις να σκεφτείς. Αν έχω έστω και την παραμικρή υπόνοια ότι με παρακολουθούν, θα φρο ντίσω ώστε κανένας κατάσκοπος να μη με ακολουθήσει στο σπίτι αυτό. Μην αμφιβάλλεις για την επιστροφή μου, Μάριαν, όσο κι αν αργήσω - και μη φοβάσαι τίποτε». «Τίποτε!» απάντησε σταθερά. «Δεν θα μετανιώσεις, Γουόλ τερ, που έχεις μόνο μια γυναίκα να σε βοηθάει». Έκανε μια παύση, και με άφησε για λίγο να περιμένω. «Ν α προσέχεις!» είπε, σφίγγοντάς μου με ανησυχία το χέρι. « Ν α προσέχεις!» Την άφησα, και έφυγα για να στρώσω το δρόμο προς την αλή θεια· τον σκοτεινό και αμφίβολο δρόμο, που άρχιζε από την πόρτα του δικηγόρου.
Κεφάλαιο Εικοστό Ένατο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτρώτ
IV Τίποτε ιδιαίτερο δεν συνέβη στη διαδρομή μου μέχρι τα γρα φ εία των Γκίλμορ και Κιρλ, στην οδό Τσάνσερι. Ενώ περίμενα να δοδεί το επισκεπτήριό μου στον κύριο Κιρλ, μου πέρασε από το μυαλό μια ιδέα, και πολύ λυπήδηκα που δεν την είχα σκεφτεί νωρίτερα. Οι πληροφορίες που είχα αντλή σει από το ημερολόγιο της Μ αρίαν καθιστούσαν βέβαιο ότι ο κόμης Φόσκο είχε ανοίξει το πρώτο γράμμα της προς τον κύ ριο Κιρλ από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ και είχε, μέσω της συ ζύγου του, εμποδίσει το δεύτερο. Γνώριζε, κατά συνέπεια, τη διεύθυνση του γραφείου· και, φυσικά, θα συμπέρανε πω ς αν η Μ άριαν ήθελε συμβουλές και βοήθεια, μετά την απόδραση της Δώρα από το Άσυλο, θα ανέτρεχε και πάλι στην πείρα του κυ ρίου Κιρλ. Στην περίπτωση αυτή, το γραφείο στην οδό Τσάνσερι ήταν το πρώτο μέρος που θα φρόντιζαν να παρακολου θήσουν ο σερ Πέρσιβαλ και αυτός* κι αν είχαν επιλεγεί τα ίδια άτομα που είχαν προσληφθεί να με παρακολουθούν πριν φύ γω από την Αγγλία, το γεγονός της επιστροφής μου θα διαπι στωνόταν, κατά πάσα πιθανότητα, την ημέρα αυτή. Είχα σκε φτεί, γενικώς, τις πιθανότητες που υπήρχαν να με δουν και να
5 78
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ ΠΡ Α
με αναγνωρίσουν στο δρόμο, αλλά ο ιδιαίτερος κίνδυνος που συν δεόταν με το γραφείο δεν μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μέχρι αυτή τη στιγμή. Ή ταν πολύ αργά π ια για να επανορθώ σω το λάθος που είχα κάνει - πολύ αργά για να σκεφτώ ότι θα έπρεπε να είχα κανονίσει να συναντηθώ με το δικηγόρο σε κά ποιο χώρο που θα είχαμε ορίσει εκ των προτέρων. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να είμαι προσεκτικός όταν θα έφευγα από την οδό Τσάνσερι και να μην πάω, σε καμιά περίπτωση, κα τευθείαν στο σπίτι. Αφού περίμενα μερικά λεπτά, με οδήγησαν στο ιδιαίτερο γρα φείο του κυρίου Κιρλ. Ή ταν ένας άντρας αδύνατος, ήρεμος, φλεγματικός, με μια πολύ διεισδυτική ματιά, μία πολύ χαμηλή φωνή και μία πολύ ψυχρή συμπεριφορά' κάθε άλλο π α ρ ά δια τεθειμένος -ό π ω ς έκρινα - να προσφέρει τη συμπάθειά του σε αγνώστους· και κάθε άλλο πα ρ ά διατεθειμένος να παραβεί τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Καλύτερο άνθρωπο για το σκοπό μου δεν θα μπορούσα να βρω. Αν δεσμευόταν σε μια απόφαση, και αν η απόφαση ήταν ευνοϊκή, τότε η βασιμότητα της υπόθεσής μας ήταν σαν να είχε ήδη αποδειχτεί. «Π ριν εισέλθω στο θέμα που με φέρνει εδώ», είπα, « π ρ έ πει να σας προειδοποιήσω, κύριε Κιρλ, ότι η συντομότερη ανά πτυξή του την οποία μπορώ να σας παράσχω ίσως να χρεια στεί αρκετή ώρα». «Ο χρόνος μου είναι στη διάθεση της μις Χάλκομπ», απ ά ντησε. « Σ ε ό,τι αφ ορά τα συμφέροντά της, αντιπροσωπεύω το συνεταίρο μου. Αυτό μου ζήτησε να κάνω όταν έπαψε να ασκεί ενεργά το επάγγελμα». «Μ πορώ να ρωτήσω αν ο κύριος Γκίλμορ είναι στην Αγγλία;» «Δ εν είναι. Ζει με τους συγγενείς του στη Γερμανία. Η υγεία του έχει βελτιωθεί, αλλά ο χρόνος της επιστροφής του είναι ακόμη άγνωστος». Ενώ ανταλλάσσαμε αυτές τις τυπικές, εισαγωγικές στο θέμα μας κουβέντες, έψαχνε ανάμεσα στα χαρτιά που είχε μπροστά
5 79
WI LKI E COL L I NS
του και ανέσυρε α π ’ αυτά ένα σφραγισμένο γράμμα. Νόμισα ότι σκόπευε να μου το δώσει· αλλά, μετανιώνοντας, προφανώς, το άφησε ξανά πάνω στο τραπέζι, βολεύτηκε στην καρέκλα του και περίμενε σιωπηλά να ακούσει τα όσα είχα να του πω. Χωρίς να ροκανίσω το χρόνο με άλλες εισαγωγές, μπήκα στο δέμα μου και του εξέδεσα τα γεγονότα που έχουν ήδη κατα στεί γνωστά στους αναγνώστες. Μ πορεί να ήταν δικηγόρος μέχρι το μυελό των οστών του, αλ λά τον ξάφνιασα σε βαδμό που έχασε την επαγγελματική αυ τοκυριαρχία του. Εκφράσεις δυσπιστίας και έκπληξης, που δεν ήταν σε δέση να καταπνίξει, με διέκοψαν αρκετές φορές, πριν καν τελειώσω. Επέμεινα, ωστόσο, ως τρ τέλος και, αμέσως μό λις τελείωσα, του υπέβαλα δαρραλέα τη μία και σημαντική ερώ τηση: «Π οια είναι η γνώμη σας, κύριε Κ ιρλ;» Ή ταν πολύ επιφυλακτικός για να δεσμευτεί με μια απάντη ση, χωρίς να μεσολαβήσει λίγος χρόνος για να επανακτήσει πρώ τα την ψυχραιμία του. «Πριν σας δώσω τη γνώμη μου», είπε, «πρ έπ ει να σας ζητή σω την άδεια να σας υποβάλω με τη σειρά μου μερικές διευ κρινιστικές ερωτήσεις». Έδεσε τις ερωτήσεις - κοφτές, καχύποπτες, δύσπιστες ερω τήσεις, που μου έδειξαν καδαρά, καδώς προχωρούσε, πως δεωρούσε ότι ήμουν δύμα μιας απάτης· και ότι μπορεί και να σκε φτόταν, στην περίπτωση που δεν είχα πάει σταλμένος από τη μις Χάλκομπ, ότι επιχειρούσα να μετάσχω στη διάπραξη μιας πανούργα σχεδιασμένης απάτης. «Π ιστεύετε ότι σας έχω πει την αλήδεια, κύριε Κ ιρλ;» ρώ τησα, όταν τελείωσε τις ερωτήσεις του. «Σχετικά με τα όσα πιστεύετε, είμαι βέβαιος ότι έχετε πει την αλήδεια», απάντησε. «Τρέφω τη μεγαλύτερη εκτίμηση προς το πρόσωπο της μις Χάλκομπ και, κατά συνέπεια, έχω κάδε λόγο να σέβομαι έναν κύριο του οποίου τη διαμεσολάβηση εμπι στεύεται σε ένα τέτοιο δέμα. Θα προχωρήσω μάλιστα ακόμη
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
περισσότερο, αν 9έλετε, και 9α παραδεχτώ , από λόγους ευγέ νειας και προς χάριν της συζήτησης, ότι η ταυτότητα της λαί δης Γκλάιντ και το γεγονός ότι ζει είναι αποδεδειγμένο για τη μις Χάλκομπ και για σας. Αλλά έρχεστε να ζητήσετε τη νομι κή μου άποψη. Ως δικηγόρος -κ α ι μόνον ως δικηγόρος- είναι καθήκον μου να σας πω, κύριε Χάρτραϊτ, ότι η προσπάθειά σας είναι καταδικασμένη». «Π ολύ ωμά το θέτετε, κύριε Κιρλ». «Θ α το 9έσω και απλά. Τα αποδεικτικά στοιχεία του θανάτου της λαίδης Γκλάιντ είναι, εκ πρώτης όψεως, ξεκάθαρα και ικα νοποιητικά. Υπάρχει η μαρτυρία της θείας της για το ότι πήγε στο σπίτι του κόμη Φόσκο, ότι ασθένησε και ότι πέθανε* υπάρ χει η μαρτυρία του ιατρικού πιστοποιητικού που αποδεικνύει το θάνατο, και δείχνει ότι επήλθε κάτω από φυσικές συνθήκες· υπάρ χει το γεγονός της κηδείας στο Λίμεριτζ και υπάρχει το στοιχείο της επιγραφής στον τάφο. Αυτή την κατάσταση θέλετε να ανα τρέψετε. Ποιες αποδείξεις έχετε που να ενισχύουν τον ισχυρι σμό σας ότι το άτομο που πέθανε και ετάφη δεν ήταν η λαίδη Γκλάιντ; Ας διατρέξουμε τα βασικά στοιχεία των ισχυρισμών σας, και ας δούμε τι αξίζουν. Η μις Χάλκομπ πηγαίνει σε ένα ιδιω τικό ψυχιατρείο κι εκεί βλέπει μία ασθενή. Είναι γνωστό ότι μια γυναίκα που λεγόταν Ανν Κάθερικ, και που είχε μία εντυπω σιακή προσωπική ομοιότητα με τη λαίδη Γκλάιντ, απέδρασε από το άσυλο· είναι γνωστό ότι το άτομο που έγινε δεκτό εκεί τον περασμένο Ιούλιο έγινε δεκτό ως η Ανν Κάθερικ, η οποία είχε αποδράσει στο παρελθόν και την οδηγούσαν ξανά πίσω· είναι γνωστό ότι ο κύριος που την πήγε εκεί προειδοποίησε τον κύ ριο Φέρλι ότι ένα στοιχείο της ψυχοπάθειάς της ήταν να υπο δύεται τη νεκρή ανιψιά του* και είναι γνωστό ότι επανειλημμένως δήλωσε στο άσυλο -ό π ο υ κανένας δεν την πίσ τεψ ε- ότι εί ναι η λαίδη Γκλάιντ. Αυτά είναι τα γεγονότα. Τι έχετε να αντιπαρατάξετε; Την αναγνώριση της γυναίκας από τη μις Χάλκομπ - αναγνώριση την οποία οι μετέπειτα κινήσεις ακυρώνουν ή
SSI
WI LKI E COL L I NS
αντικρούουν. Δηλώνει η μις Χάλκομπ την υποτιθέμενη ταυτότη τα της αδελφής της στον ιδιοκτήτη του ασύλου, και προβαίνει σε νόμιμα μέσα για την αποκατάστασή της; 'Οχι! Δωροδοκεί μία νοσοκόμο για να την αφήσει να το σκάσει. Ό ταν η ασθενής έχει αποδράσει με αυτό τον αμφιλεγόμενο τρόπο οδηγείται στον κύ ριο Φέρλι. Εκείνος την αναγνωρίζει; Κλονίζεται, έστω και προς στιγμήν, η πίστη του στο θάνατο της ανιψιάς του; Όχι! Την ανα γνωρίζουν οι υπηρέτες; 'Οχι! Παραμένει στην περιοχή για να επι βεβαιώσει την ταυτότητά της και να υποστεί περαιτέρω δοκι μασίες; Όχι! Μ εταφέρεται στο Λονδίνο. Στο μεταξύ, την έχετε αναγνωρίσει και εσείς. Αλλά εσείς δεν είστε συγγενής - δεν εί στε καν παλιός φίλος της οικογένειας! Οι υπηρέτες σάς αντικρούουν και ο κύριος Φέρλι αντικρούει τη μις Χάλκομπ· και η υποτιθέμενη λαίδη Γκλάιντ αντικρούει τον εαυτό της! Δηλώνει ότι πέρασε τη νύχτα στο Λονδίνο σε ένα συγκεκριμένο σπίτι. Η δική σας μαρτυρία δείχνει ότι δεν πλησίασε ποτέ στο σπίτι αυ τό· και ο ίδιος ομολογείτε ότι η πνευματική της κατάσταση εί ναι τέτοια, που σας εμποδίζει να την παρουσιάσετε οπουδήπο τε για να υποβληθεί σε εξέταση και να υπερασπίσει το δίκιο της. Παρακάμπτω μικρότερης σημασίας αποδεικτικά στοιχεία, για να μη μακρηγορούμε, και σας ερωτώ: Αν αυτή η υπόθεση επρόκειτο να οδηγηθεί στο δικαστήριο -ν α κριθεί φυσικά από ενόρ κους, οι οποίοι θα αντιμετώπιζαν τα γεγονότα όπως θα τα έκρι ναν με βάση τη λογική- πόσο θα άντεχαν οι αποδείξεις σ ας;» Υποχρεώθηκα να συγκεντρωθώ και να σκεφτώ σοβαρά πριν μπορέσω να απαντήσω. Ή ταν η πρώτη φ ορά που η ιστορία της Λώρα και η ιστορία της Μ άριαν μου είχαν παρουσιαστεί από τη σκοπιά ενός ξένου - η πρώτη φορά που τα τρομερά εμπό δια που βρίσκονταν στο δρόμο μας είχαν εμφανιστεί όπως πραγ ματικά ήταν. «Δ εν υπάρχει αμφιβολία», είπα, «ότι τα γεγονότα, όπως τα παρουσιάσατε, δείχνουν να είναι εναντίον μας, αλλά ...» «Α λλά νομίζετε ότι μπορούν να ερμηνευτούν διαφορετικά»,
SS2
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
παρενέβη ο κύριος Κιρλ. «Επιτρέψτε μου να σας πω το απο τέλεσμα της εμπειρίας μου στο σημείο αυτό. Ό ταν ένας Άγγλος ένορκος έχει να διαλέξει ανάμεσα σ ’ ένα απλό γεγονός που βρί σκεται στην επιφάνεια και μια μπερδεμένη εξήγηση που βρί σκεται κάτω από την επιφάνεια, δα προτιμήσει το γεγονός. Για παράδειγμα, η λαίδη Γκλάιντ -αποκαλώ την κυρία που εκπρο σωπείτε με αυτό το όνομα χάριν της συζήτησης- δηλώνει ότι κοιμήδηκε σ’ ένα συγκεκριμένο σπίτι, και έχει αποδειχτεί ότι δεν κοιμήδηκε σ’ αυτό. Ερμηνεύετε το γεγονός αυτό επικαλούμενος την κατάσταση του μυαλού της, και εξάγοντας έτσι ένα υποκειμενικό συμπέρασμα Δεν λέω ότι το συμπέρασμα είναι εσφαλμένο· απλώς λέω ότι οι ένορκοι δα προτιμήσουν το γεγονός, ότι δηλαδή αυτοδιαψεύδεται, αγνοώντας την εξήγηση που εσείς έχετε για την αυτοδιάψευση αυτή». «Μ α δεν είναι δυνατόν», επέμεινα εγώ, «με υπομονή και προσπάδεια, να ανακαλύψουμε πρόσδετα αποδεικτικά στοιχεία; Η μις Χάλκομπ κι εγώ έχουμε μερικές εκατοντάδες λίρες...» Με κοίταξε με έναν δύσκολα καλυπτόμενο οίκτο και κούνη σε το κεφάλι του. «Σκεφτείτε το δέμα, κύριε Χάρτραϊτ, από την εξής σκοπιά. Αν έχετε δίκιο για τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ και τον κόμη Φόσκο - τ ο οποίο εγώ δεν παραδέχομαι, να το έχετε υπόψη σ α ςκάδε πιδανό και απίδανο εμπόδιο δα μπει στο δρόμο σας για να μη φτάσετε σε νέα αποδεικτικά στοιχεία. Κάδε νομικό όπλο δα επιστρατευτεί· κάδε επιχείρημά σας δα αντικρουστεί συ στηματικά. Μέχρι να ξοδέψουμε μερικές χιλιάδες λίρες, και όχι εκατοντάδες μόνο, το τελικό αποτέλεσμα δα είναι, κατά πάσα πιδανότητα, εναντίον μας. Οι περιπτώσεις πιστοποίησης ταυτό τητας, όταν υπάρχει ομοιότητα, είναι οι δυσκολότερες όλων στη διαλεύκανσή τους - δυσκολότερες, ακόμη κι όταν είναι απαλ λαγμένες από τις περιπλοκές τις οποίες παρουσιάζει η υπόδεση που συζητάμε αυτή τη στιγμή. Ειλικρινά, δεν βλέπω καμία προοπτική διαλεύκανσης αυτής της άκρως ασυνήδιστης υπόδεσης.
583
WI LKI E COL L I NS
Ακόμη κι αν η γυναίκα που βρίσκεται δαμμένη στο νεκροταφείο του Λίμεριτζ δεν είναι η λαίδη Γκλάιντ, εντούτοις της έμοιαζε εν ζωή. όπως εσείς ο ίδιος βεβαιώνετε, πολύ. Δεν δα κερδίζαμε τίποτε, λοιπόν, αν υποβάλαμε αίτηση στην αρμόδια αρχή για εκταφή του πτώματος. Κοντολογίς, δεν υπάρχει υπόδεση, κύ ριε Χάρτραϊτ - πραγματικά δεν υπάρχει υπόδεση!» Ή μουν αποφασισμένος να πιστεύω ότι υπήρχε υπόδεση· και, εξαιτίας αυτής της απόφασης, τον ξαναρώτησα. «Δεν υ πάρ χουν άλλες αποδείξεις που δα μπορούσαμε να παρουσιάσου με, εκτός φυσικά από την απόδειξη της ταυτότητας της λαίδης Γκλάιντ;» «Στη δέση που βρίσκεστε όχι», απάντησε. «Η απλούστερη και ασφαλέστερη α π ’ όλες τις αποδείξεις, η απόδειξη της σύ γκρισης ημερομηνιών, είναι, α π ’ ό,τι καταλαβαίνω, εκτός των δυνατοτήτων σας. Αν μπορούσαμε να παρουσιάσουμε μία ασυμ φωνία ανάμεσα στην ημερομηνία του πιστοποιητικού του για τρού και την ημερομηνία του ταξιδιού της λαίδης Γκλάιντ στο Λονδίνο, το δέμα δα έπαιρνε μία τελείως διαφορετική διάστα ση· και δα ήμουν ο πρώτος που δα έλεγε να προχωρήσουμε». «Ίσω ς η ημερομηνία αυτή βρεδεί, κύριε Κιρλ». «Τη μέρα που δα βρεδεί, κύριε Χάρτραϊτ, δα μπορέσετε να έχετε μια υπόδεση που να πατάει στα π όδια της. Αν έχετε κά ποια προοπτική αυτή τη στιγμή να τη βρείτε, πείτε μου, και δα δούμε μήπως μπορώ να σας συμβουλεύσω». Το σκέφτηκα. Η οικονόμος δεν μπορούσε να μας βοηδήσει· η Λώρα δεν μπορούσε να μας βοηδήσει· η Μ άριαν δεν μπορούσε να μας βοηδήσει. Κατά πάσα πιδανότητα, τα μόνα άτομα που γνώριζαν την ημερομηνία ήταν ο σερ Πέρσιβαλ και ο κόμης. «Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον τρόπο για να επιβεβαιώσουμε την ημερομηνία προς το πα ρόν», είπα, «γιατί δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια άτομα που οπωσδήποτε δα την ξέρουν, εκτός από τον κόμη Φόσκο και τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ». Το συγκρατημένο πρόσωπο του κυρίου Κιρλ χαλάρωσε κάπως,
5 84
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
για πρώτη φ ορά κατά τη συνομιλία μας, σ ’ ένα χαμόγελο. «Μ ε τη γνώμη που έχετε για τη συμπεριφορά αυτών των δύο κυρίων», είπε, «δεν δα περιμένετε βοήθεια α π ’ αυτή την πλευρά, υποδέτω. Αν έχουν συνδυάσει να κερδίσουν μεγάλα χρη ματικά ποσά μέσω μιας συνωμοσίας, μάλλον είναι απίθανο να ομολογήσουν». «Μ πορεί να υποχρεωθούν να ομολογήσουν, κύριε Κιρλ». «Α πό ποιον;» «Α πό εμένα!» Σηκωθήκαμε και οι δύο. Με κοίταξε προσεκτικά στα μάτια, με περισσότερο ενδιαφέρον α π ’ όσο είχε δείξει ως τότε. Έ βλε π α ότι τον είχα ξαφνιάσει. «Είστε πολύ αποφασισμένος», είπε. «Έ χετε αναμφισβήτητα ένα προσωπικό κίνητρο για να επιμείνετε, το οποίο δεν είναι δι κή μου υπόθεση να διερευνήσω. Αν μπορέσει να στοιχειοθετηθεί υπόθεση στο μέλλον, το μόνο που έχω να πω είναι ότι η βοήθειά μου θα είναι αμέριστη. Ταυτόχρονα, θεωρώ καθήκον μου να σας προειδοποιήσω, μια και το οικονομικό θέμα συνδέεται πάντα με το νομικό, ότι βλέπω να είναι ελάχιστες οι ελπίδες, ακό μη κι αν αποδεικνύατε τελικά περίτρανα ότι η λαίδη Γκλάιντ εί ναι ζωντανή, να επανακτήσετε την περιουσία σας. Ο αλλοδαπός κόμης θα εγκαταλείψει μάλλον τη χώρα, πριν αρχίσουν οι δια δικασίες· και τα προβλήματα του σερ Πέρσιβαλ είναι πολλά και αρκετά πιεστικά, ώστε θα μεταβιβάσει σχεδόν όλα τα χρήματα που ίσως κατέχει στους πιστωτές του. Γνωρίζετε, φυσικά...» Τον διέκοψα σ ’ αυτό το σημείο. «Θ α σας παρακαλέσω να μη συζητήσουμε για τις υποθέσεις της λαίδης Γκλάιντ», είπα. «Δεν ήξερα το παραμικρό γι’ αυτές στο πα ρ ελθόν και δεν τις γνωρίζω και τώρα - εκτός από το ότι χάθηκε η περιουσία της. Έχετε δίκιο να υποθέτετε ότι έχω προ σωπικά κίνητρα που ανακινώ το θέμα αυτό. Θέλω τα κίνητρα αυτά να είναι πάντα το ίδιο άσχετα όσο είναι αυτή τη στιγμή». Προσπάθησε να παρέμβει και να δώσει τις δέουσες εξηγήσεις.
WI LKI E COL L I NS
Ή μουν κάπως εκνευρισμένος, δαρρώ, γιατί με είχε αμφισβητή σει· γι’ αυτό συνέχισα κοφτά, χωρίς να περιμένω να τον ακούσω. «Δεν δα υπάρξει χρηματικό κίνητρο. Κανένα προσωπικό όφε λος δεν υποκρύπτει η διάδεσή μου να παράσχω τη βοήδειά μου στη λαίδη Γκλάιντ. Εκδιώχδηκε σαν ξένη από το σπίτι στο οποίο γεννηδηκε· ένα ψέμα που καταγράφει το δάνατό της έχει γρα φεί πάνω στον τάφο της μητέρας της· υπάρχουν δύο άντρες, ζωντανοί και ατιμώρητοι, που είναι υπεύδυνοι για όλα αυτά. Το σπίτι δα ξανανοίξει για να τη δεχτεί, παρουσία όλων όσοι ακολούδησαν την ψεύτικη κηδεία στον τάφο- το ψέμα δα διαγρά φει δημόσια από την ταφόπλακα, με ευδύνη του αρχηγού της , οικογένειας· και οι δύο άντρες δα λογοδοτήσουν για τα εγκλή! ματά τους σε μένα, αν η δικαιοσύνη είναι ανίσχυρη να τους κα ί ταδιώξει. Έχω αφιερώσει τη ζωή μου σ ’ αυτό το σκοπό. Έστω και μόνος, αν ο Θεός με βοηδήσει, δα τον φέρω εις πέρα ς». Ο κύριος Κιρλ έγειρε πίσω στην καρέκλα του και δεν μίλη σε. Το πρόσωπό του έδειχνε καδαρά πως πίστευε ότι η αυτα πάτη είχε επικρατήσει της λογικής μου, και ότι δεωρούσε τε λείως περιττό να μου δώσει άλλη συμβουλή. «Ο καδένας μας διατηρεί τη γνώμη του, κύριε Κιρλ», είπ α «και δα πρέπει να περιμένουμε μέχρι να αποφασίσει το μέλ λον ποιος από τους δύο έχει δίκιο. Στο μεταξύ, σας είμαι υπό χρεος για την προσοχή που επιδείξατε και για το χρόνο που αφιερώσατε στο δέμα μου. Μου δείξατε ότι η νομική οδός εί ναι, κυριολεκτικά, πέραν των δυνατοτήτων μας. Δεν μπορούμε να προσκομίσουμε νομικές αποδείξεις· και δεν είμαστε αρκε τά πλούσιοι για να πληρώσουμε τις νομικές δαπάνες. Είναι κέρ δος μας ότι το ξέρουμε». Υποκλίδηκα και προχώρησα προς την πόρτα. Μ ε φώναξε π ί σω και μου έδωσε ένα γράμμα που τον είχα δει να το αφήνει πάνω στο γραφείο στην αρχή της συνομιλίας μας. «Ή ρ δε ταχυδρομικώς πριν από μερικές μέρες. Θα έχετε αντίρ ρηση να το παραδώσετε; Πείτε παρακαλώ στη μις Χάλκομπ ότι
5ί6
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
ειλικρινά λυπάμαι που είμαι μέχρι στιγμής ανήμπορος να τη βοη9ήσω πα ρά μόνο με τη μορφή συμβουλής, πράγμα το οποίο δεν δα είναι περισσότερο ευπρόσδεκτο, φοβάμαι, για κείνη α π ’ όσο είναι για σας». Κοίταξα το γράμμα ενώ μιλούσε. Απευθυνόταν στη «Μ ις Χάλκομπ, με τη φροντίδα των κ.κ. Γκίλμορ και Κιρλ, οδός Τσάνσερι». Ο γραφικός χαρακτήρας μου ήταν τελείως άγνωστος. Βγαίνοντας από το δωμάτιο, έκανα μια τελευταία ερώτηση. «Μ ήπω ς ξέρετε», είπα, «αν ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ είναι ακόμη στο Παρίσι;» «Έχει επιστρέφει στο Λονδίνο», απάντησε ο κύριος Κιρλ. «Του λάχιστον έτσι άκουσα από το δικηγόρο του, τον οποίο συνά ντησα χθες». Μ ετά την απάντηση αυτή, έφυγα. Βγαίνοντας από το γραφείο, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να αποφύγω να τραβήξω την προσοχή σταματώντας να κοιτά ξω γύρω μου. Προχώρησα σε μία από τις πιο ήσυχες πλατείες στα βόρεια του Χόλμπορν, ξαφνικά σταμάτησα και έκανα με ταβολή σ ’ ένα σημείο όπου είχα αφήσει πίσω μου ένα μακρύ πλακόστρωτο. Δύο άντρες βρίσκονταν στη γωνία της πλατείας και είχαν στα ματήσει κι αυτοί και συζητούσαν μεταξύ τους. Μ ετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό, προχώρησα προς το μέρος τους για να πε ράσω από δίπλα τους. Ο ένας κινήθηκε, καθώς πλησίαζα, κι έστρι ψε στη γωνία που οδηγούσε από την π λατεία στο δρόμο. Ο άλ λος παρέμεινε ακίνητος. Τον κοίταξα καθώς προσπερνούσα και αναγνώρισα αμέσως τον έναν από τους άντρες που με πα ρ α κολουθούσαν πριν φύγω από την Αγγλία. Αν ήμουν ελεύθερος να ακολουθήσω το ένστικτό μου, μάλ λον θα είχα αρχίσει πιάνοντας κουβέντα μαζί του και θα είχα καταλήξει γρονθοκοπώντας τον. Αλλά ήμουν υποχρεωμένος να σκεφτώ τις συνέπειες. Αν φερόμουν έστω και μία φορά ασυλ λόγιστα σε δημόσιο χώρο, θα έδινα αμέσως όλα τα όπλα στον
5 87
WI L KI E C OL L I NS
σερ Πέρσιβαλ. Δεν είχα άλλη επιλογή πα ρ ά να αντιμετωπίσω την πανουργία με πανουργία. 'Εστριψα στο δρόμο που είχε εξα φανιστεί ο δεύτερος άντρας και τον προσπέρασα, βλέποντάς τον να περιμένει στο κατώφλι ενός σπιτιού. Μου ήταν άγνωστος· και χαιρόμουν που είχα βεβαιωθεί για το παρουσιαστικό του, για το ενδεχόμενο μελλοντικής ενόχλησης εκ μέρους του. Μ ετά α π ’ αυτό το περιστατικό, προχώρησα βόρεια, μέχρι που έφτασα στη Νιου Ρόουντ. Εκεί, έστριψα δυτικά -έχοντας τους δύο άντρες συνεχώς πίσω μ ου- και περίμενα σ ’ ένα σημείο όπου ήξερα ότι βρισκόμουν σε κάποια σχετική απόσταση από μια πιάτσα με άμα ξες, μέχρι να τύχει να περάσει από μπροστά μου μια γρήγορη, δίτροχη άμαξα άδεια. Πέρασε μία μετά από μερικά λεπτά. Πή δησα πάνω και είπα στον αμαξά να με πάει γρήγορα στο Χάιντ Παρκ. Δεν υπήρχε δεύτερη γρήγορη άμαξα για τους κατασκό πους πίσω μου. Τους είδα να περνούν στην άλλη πλευρά του δρόμου και να με ακολουθούν τρέχοντος, μέχρι να βρουν μπρο στά τους καμιά άμαξα. Είχα απομακρυνθεί, όμως, αρκετά· και, όταν σταμάτησα τον αμαξά και κατέβηκα, δεν φαίνονταν που θενά. Διέσχισα το Χάιντ Παρκ και βεβαιώθηκα, στον ακάλυπτο αυτό χώρο, ότι ήμουν ελεύθερος. Ό ταν τελικά πήρα το δρόμο για το σπίτι, είχαν περάσει πολλές ώρες - είχε π ια σκοτεινιάσει. Βρήκα τη Μ άριαν να με περιμένει μόνη στο καθιστικό. Είχε πεί σει τη Δώρα να πάει να ξεκουραστεί, αφού πρώτα της υποσχέθηκε να μου δείξει το σχέδιο που είχε ζωγραφίσει. Το σχέδιο ήταν τοποθετημένο εκεί όπου το αμυδρό φως του ενός κεριού θα το φώτιζε καλύτερα. Κάθισα να κοιτάξω το σχέδιο και να πω στη Μάριαν, ψιθυριστά, τι είχε συμβεί. Το χώρισμα από το διπλανό δωμάτιο ήταν τόσο λεπτό, που σχεδόν ακούγαμε τη Δώρα να ανασαίνει, και ίσως να την ενοχλούσαμε αν μιλούσαμε δυνατά. Η Μ άριαν διατήρησε την ψυχραιμία της όση ώρα περιέγρα φ α τη συζήτησή μου με τον κύριο Κιρλ. Αλλά το πρόσωπό της ταράχτηκε όταν της μίλησα για τους δύο άντρες που με είχαν
S88
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ακολουθήσει από το γραφείο του δικηγόρου, κυρίως όμως όταν της είπα για την επιστροφή του σερ Πέρσιβαλ. «Ά σχημα νέα, Γουόλτερ», είπε. «Τα χειρότερα που 9α μπο ρούσες να φέρεις. Δεν έχεις τίποτε περισσότερο να μου π ε ις ;» «Έχω κάτι να σου δώσω», απάντησα, δίνοντάς της το ση μείωμα που μου είχε εμπιστευτεί ο κύριος Κιρλ. Αναγνώρισε αμέσως το γραφικό χαρακτήρα. «Ξ έρεις τον αποσ τολέα ;» είπα. «Πολύ καλά», απάντησε. «Αποστολέας είναι ο κόμης Φόσκο». Με την απάντηση αυτή άνοιξε το σημείωμα. Το πρόσωπό της κοκκίνισε βαθιά καθώς το διάβαζε· τα μάτια της πέταξαν σπί θες οργής, καθώς μου το έδινε να το διαβάσω με τη σειρά μου. Το σημείωμα είχε ως εξής:
Υποκινούμενος από ειλικρινή θαυμασμό -ειλικρινή απέ ναντι σου- σου γράφω, υπέροχη Μάριον, προς το συμ φέρον της γαλήνης σου και της ξωής σου, για να σου πω δυο λόγια παρηγοριάς. Μη φοβάσαι τίποτε! Αξιοποίησε την υπέροχη, έμφυτη λογική σου και παράμεινε στην απομόνωσή σου. Ακριβή και αξιοθαύμαστη γυναίκα, μην προκαλέσεις επικίνδυνη δημοσιότητα. Η εγκαρτέρηση είναι αρετή - υιοθέτησέ τη. Η αξιοπρεττής οικιακή γαλήνη είναι αιώνια ανακουφιστική - από λαυσε τη. Οι καταιγίδες της ξωής διαβαίνουν ακίνδυ νες πάνω από την κοιλάδα της μοναξιάς - μείνε, αγα πητή κυρία, στην κοιλάδα. Κάν’ το’ και σε βεβαιώ ότι δεν έχεις να φοβάσαι τί ποτε. Καμιά νέα καταστροφή δεν πρόκειται να βασα νίσει τις ευαισθησίες σου - ευαισθησίες πολύτιμες σε μένα. Δεν θα ενοχληθείς· η ευγενική σύντροφος του καταφυγίου σας δεν θα καταδιωχθεί. Έχει βρει στην αγά πη σου ένα νέο. ανεκτίμητο άσυλο.
58 9
WI L KI E C OL L I NS
Τη ζηλεύω, και την αφήνω εκεί. Μια τελευταία λέξη φιλόστοργης προειδοποίησης, πατρικής νουδεσίας, και αποσπώμαι από τη μαγεία της επικοινωνίας μου μαζί σου. Κλείνω αυτές τις θερ μές γραμμές. Μην προχωρήσεις περισσότερο α π ’ όσο έχεις προ χωρήσει ήδη· μη θίξεις σοβαρά συμφέροντα· μην απει λήσεις κανέναν. Μη με αναγκάσεις, σε ικετεύω, να δράσω -εμένα, τον άνθρωπο της δράσης- ενώ είναι ο αγαπημένος στόχος της φιλοδοξίας μου να μείνω αδρα νής, να περιορίσω το εύρος της ενεργητικότητας και των φιλοδοξιών μου για χάρη σου. Αν έχεις απερίσκεπτους φίλους, μετρίασε το αξιοθρήνητο πάθος τους. Βαδίζω σ ’ ένα δικό μου μονοπάτι· και ο Πέρσιβαλ με ακολουθεί κατά βήμα. Τη μέρα που ο κύριος Χάρτράιτ θα βρεθεί σ ’ αυτό το μονοπάτι, είναι καταδικασμένος. Η μοναδική υπογραφή στις γραμμές αυτές ήταν το γράμμα «Φ », περιστοιχιζόμενο από έναν κύκλο μπερδεμένων σχεδίων. Πέταξα το γράμμα στο τραπέζι, με όλη την περιφρόνηση που αι σθανόμουν γι’ αυτό. «Π ροσ παθεί να σε τρομάξει - σίγουρο σημάδι ότι αυτός εί ναι φοβισμένος», είπα. Ή ταν πολύ ειλικρινής γυναίκα, για να αντιμετωπίσει το γράμ μα όπως το αντιμετώπισα εγώ. Καθώς με κοίταξε από την άλ λη πλευρά του τραπεζιού, τα χέρια της σφίγγονταν πάνω στα γόνατά της και η παλιά, γνώριμη οργή της έκανε έντονη την παρουσία της στα μάγουλά της και στα μάτια της. «Γουόλτερ!» είπε. «Α ν αυτοί οι δύο άντρες βρεθούν κάποια στιγμή στο έλεος σου. κι αν είσαι υποχρεωμένος να λυπηθείς τον έναν, αυτός να μην είναι ο κόμης!» « Θ α κρατήσω το γράμμα αυτό, Μ άριαν, για να βοηθήσει τη μνήμη μου όταν έλθει η ώρα».
590
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Μ ε κοίταξε προσεκτικά, σχεδόν έκπληκτη, καδώς έβαζα το γράμμα στην τσέπη μου. «Ό τα ν έλθει η ώ ρα;» επανέλαβε. «Μ πορείς να μιλάς για το μέλλον σαν να είσαι βέβαιος γΓ αυτό; Βέβαιος, μετά α π ’ όσα άκουσες στο γραφείο του κυρίου Κιρλ, μετά α π ’ όσα σου συνέβησαν σήμερα;» «Δ εν μετράω το χρόνο από σήμερα, Μ άριαν. Το μόνο που έχω κάνει σήμερα είναι να ζητήσω από κάποιον άλλον να δρά σει για λογαριασμό μου. Μ ετράω το χρόνο από αύριο». «Γιατί από αύριο;» «Γιατί αύριο σκοπεύω να δράσω ο ίδιος». «Π ώ ς;» «Θ α πάω στο Μ πλάκγουοτερ με το πρώτο τραίνο, και δα επιστρέφω, ελπίζω, το βράδυ». «Στο Μ πλάκγουοτερ;» «Ναι. Είχα το χρόνο να σκεφτώ από τη στιγμή που έφυγα από το γραφείο του κυρίου Κιρλ. Η γνώμη του, σ ’ ένα σημείο, επι βεβαιώνει τη δική μου. Πρέπει να επιμείνουμε, προκειμένου να καταφέρουμε να εντοπίσουμε την ημερομηνία του ταξιδιού της Δώρα. Το μοναδικό αδύνατο σημείο στη συνωμοσία -κ α ι η μο ναδική ίσως πιδανότητα να αποδείξουμε ότι είναι ζωντανή- βρί σκεται στην ανακάλυψη αυτής της ημερομηνίας». «Εννοείς», είπε η Μ άριαν, «την απόδειξη ότι η Δώρα έφυ γε από το Μ πλάκγουοτερ μετά την ημερομηνία του δανάτου της που αναγράφεται στο πιστοποιητικό του γιατρού;» «Φυσικά». «Τι σε κάνει να νομίζεις ότι μπορεί να έφυγε μετά; Η Δώρα δεν είναι σε δέση να προσδιορίσει ακριβώς το χρόνο που έφ τα σε στο Λονδίνο». «Ο ιδιοκτήτης του ασύλου, όμως, σε πληροφόρησε ότι μπήκε εκεί στις 27 Ιουλίου. Αδυνατώ να πιστέψω ότι ο κόμης Φόσκο είχε τη δυνατότητα να την κρατήσει στο Λονδίνο, χωρίς μάλι στα να αντιλαμβάνεται όσα συνέβαιναν γύρω της, περισσότερο
S9I
WI LKI E COL L I NS
από μία νύχτα. Στην περίπτωση αυτή. 9α πρέπει να ξεκίνησε στις 26, και 9α πρέπει να ήρ9ε στο Λονδίνο μία μέρα μετά την ημερομηνία του θανάτου της, σύμφωνα με το πιστοποιητικό του γιατρού. Αν μπορέσουμε να αποδείξουμε αυτή την αντίφαση, 9α αποδείξουμε τους ισχυρισμούς μας εναντίον του σερ Πέρσιβαλ και του κόμη». «Ν αι, ναι... καταλαβαίνω! Αλλά πώς 9α εξασφαλίσουμε την απόδειξη;» «Η κατάθεση της κυρίας Μίκελσον μου υπέδειξε δύο τρό πους με τους οποίους 9α προσπαθήσω να την εξασφαλίσω. Ο ένας α π ’ αυτούς σχετίζεται με το γιατρό, τον κύριο Ντόουσον - πρέπει να θυμάται πότε επανήλθε στα καθήκοντά του στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ, μετά την αναχώρηση της Λώρα από το σπίτι. Ο άλλος είναι να ρωτήσω στο πανδοχείο α π ’ όπου είχε περάσει μόνος του ο σερ Πέρσιβαλ. Γνωρίζουμε ότι η αναχώ ρησή του ακολούθησε την αναχώρηση της Λώρα, μετά από π α ρέλευση μερικών ωρών - ίσως βρούμε την ημερομηνία με τον τρόπο αυτό. Αξίζει τουλάχιστον να προσπαθήσουμε. Αύριο εί μαι αποφασισμένος να το κάνω». «Κι αν υποθέσουμε ότι η προσπάθεια αποτυγχάνει - παίρ νω τη χειρότερη εκδοχή, Γουόλτερ· αν υποθέσουμε ότι δεν μπο ρεί να σε βοηθήσει κανείς στο Μ πλάκγουοτερ;» «Υπάρχουν δύο άντρες στο Λονδίνο που μπορούν να με βοη θήσουν, και θα με βοηθήσουν! Ο σερ Πέρσιβαλ και ο κόμης! Οι αθώοι μπορεί να ξεχάσουν την ημερομηνία· αλλά αυτοί είναι ένο χοι· αυτοί την ξέρουν! Αν αποτύχω, σκοπεύω να αποσπάσω με τη βία μία ομολογία από τον έναν, ή και τους δυο τους, με τον δικό μου τρόπο». Το πρόσωπο της Μ άριαν φωτίστηκε καθώς μιλούσα. «Ξεκίνα με τον κόμη!» ψιθύρισε ανυπόμονα. «Για χάρη μου, ξεκίνα με τον κόμη!» «Π ρέπει να ξεκινήσουμε, για χάρη της Λώρα, από εκεί που υπάρχουν οι περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας», απάντησα.
592
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α Μ Ε Τ Α ΑΣ ΠΡ Α
Το πρόσωπό της χλώμιασε και πάλι, και κούνησε λυπημένα το κεφάλι της. «Ν α ι», είπε. «Έ χεις δίκιο. Ή ταν εγωιστικό και αναξιοπρεπές αυτό που είπα. Προσπαδώ να είμαι υπομονετική. Γουόλτερ, και τα καταφέρνω καλύτερα τώρα α π ’ ό,τι τα κατάφερνα σε ευ τυχέστερες περιόδους. Αλλά μου έχει απομείνει κάτι από το παλιό πάθος μου, και με επηρεάζει όταν σκέφτομαι τον κόμη!» «Θ α έλθει η σειρά του», είπα. «Α λλά, μην ξεχνάς. Α π ’ όσο ξέρουμε, δεν υπάρχει κανένα αδύνατο σημείο στη ζωή του». Περίμενα λίγο για να επανακτήσει την αυτοκυριαρχία της, και με τά πρόσδεσα, σχεδόν δριαμβευτικά: «Όμως, Μάριαν, ξέρουμε και οι δύο ότι υπάρχει ένα αδύνατο σημείο στη ζωή του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ!» «Εννοείς το Μ υστικό!» «Ν αι, το Μυστικό! Είναι το μόνο σίγουρο που έχουμε σε βά ρος του. Δεν έχω άλλον τρόπο για να τον αποσπάσω από την ασφαλή δέση στην οποία βρίσκεται, να σύρω στο φως της μέ ρας αυτόν και το σ υνεργάτη του. Ό ,τι κι αν έχει κάνει ο κόμης, ο σερ Πέρσιβαλ έχει συναινέσει στη συνωμοσία εναντίον της Λώρα, έχοντας και ένα άλλο κίνητρο εκτός από το κίνητρο του κέρδους. Τον άκουσες να λέει στον κόμη πω ς πίστευε ότι η γυ ναίκα του γνώριζε αρκετά ώστε να μπορεί να τον καταστρέφει; Τον άκουσες να λέει πω ς ήταν χαμένος, αν γινόταν γνωστό το Μυστικό του μέσω της Ανν Κάδερικ;» «Ν αι, ναι! Τον άκουσα». «Λοιπόν, Μάριαν! Ό ταν οι άλλοι τρόποι μας αποτύχουν, σκο πεύω να μάδω το Μυστικό! Η παλιά δεισιδαιμονία μου δεν λέει να με εγκαταλείψει. Εκείνο που επαναλαμβάνω είναι ότι η Γυ ναίκα με τα άσπρα έχει μία ζωντανή επιρροή στις ζωές και των τριών μας. Το τέλος είναι προσδιορισμένο· το τέλος πλησιάζει. Η Ανν Κάδερικ, νεκρή στον τάφο της, εξακολουδεί να δείχνει το δρόμο για το τέλος αυτό!»
S 93
Κεφάλαιο Τριακοστό Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτράιτ
V Η ιστορία των πρώτων ερευνών μου στο Χάμπσαϊρ 0α εξιστο ρηθεί συνοπτικά. Η πρωινή αναχώρησή μου από το Λονδίνο μου επέτρεψε να φτάσω στο σπίτι του κυρίου Ντόουσον πριν από το μεσημέρι. Η συζήτησή μας, σε σχέση με το αντικείμενο της επίσκεψής μου, δεν οδήγησε σε ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Τα βιβλία του κυρίου Ντόουσον έδειχναν, φυσικά, πότε είχε αναλάβει και πάλι τη φροντίδα της μις Χάλκομπ στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ, αλλά ήταν αδύνατον να υπολογίσει με ακρίβεια από την ημερομηνία αυτή και προς τα πίσω, χωρίς τη βοήθεια της κυρίας Μίκελσον, που, όπως ήξερα, δεν ήταν σε θέση να του την παράσχει. Η ευγενής αυτή κυρία δεν μπορούσε να θυ μηθεί -κ α ι ποιος θα μπορούσε σε παρόμοιες περιστάσεις;- πό σες μέρες είχαν περάσει από την ημέρα της αναχώρησης της λαίδης Γκλάιντ έως την ημέρα της εκ νέου ανάληψης από τον Ντόουσον των ιατρικών του καθηκόντων. Ή ταν σχεδόν βέβαιη ότι είχε αναφέρει το γεγονός της αναχώρησης στη μις Χάλκομπ την επομένη εκείνης κατά την οποία είχε συμβεί, αλλά δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την ημερομηνία κατά την οποία είχε
594
_______________________ Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΛ ΑΣ ΠΡ Α γίνει αυτή η αποκάλυψη, όπως δεν ήταν σε δέση να προσδιο ρίσει την ημερομηνία της αναχώρησης για το Λονδίνο της λαί δης Γκλάιντ. Ούτε και μπορούσε να υπολογίσει με ακρίβεια το χρόνο που είχε περάσει από την αναχώρηση της κυρίας της ως τη στιγμή που έφτασε το χωρίς ημερομηνία γράμμα από τη μα ντάμ Φόσκο. Τέλος, για να ολοκληρωθεί η σειρά των δυσκολιών, ο ίδιος ο γιατρός, που ήταν τότε άρρωστος, είχε παραλείψει να κάνει τη συνηθισμένη καταχώριση της μέρας και του μήνα που τον είχε επισκεφθεί ο κηπουρός από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ για να του παραδώσει το μήνυμα της κυρίας Μίκελσον. Έχοντας χάσει π ια κάθε ελπίδα να εξασφαλίσω κάποια βοή θεια από τον κύριο Ντόουσον, αποφάσισα να δοκιμάσω στη συνέχεια αν μπορούσα να προσδιορίσω την ημερομηνία της άφι ξης του σερ Πέρσιβαλ στο Νόουλσμπερι. Έμοιαζε με παιχνίδι της μοίρας! Ό τα ν έφτασα στο Νόουλσμπερι, το πανδοχείο ήταν κλειστό, και στους τοίχους ήταν κολ λημένες δικαστικές αποφάσεις. Τα χρέη είχαν μαζευτεί, όπως πληροφορήθηκα, από την εποχή που ήρθε ο σιδηρόδρομος. Το νέο ξενοδοχείο στο σταθμό είχε απορροφήσει σταδιακά τη δου λειά, και το παλιό πανδοχείο (το οποίο ξέραμε ότι ήταν το πα ν δοχείο στο οποίο είχε μείνει ο σερ Πέρσιβαλ), είχε κλείσει πριν από δύο μήνες. Ο ιδιοκτήτης είχε φύγει από την πόλη με όλα τα αγαθά του και την κινητή περιουσία του, και ήταν αδύνα τον να πληροφορηθώ με βεβαιότητα από κάποιον πού ακρι βώς είχε πάει. Τα τέσσερα άτομα τα οποία ρώτησα μου έδω σαν τέσσερις διαφορετικές περιγραφές των σχεδίων που είχε όταν έφυγε από το Νόουλσμπερι. Υπήρχαν ακόμη μερικές ώρες που είχα στη διάθεσή μου πριν φύγει το τελευταίο τραίνο για το Λονδίνο και ξαναγύρισα, με μια άμαξα από το σταθμό του Νόουλσμπερι, στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ, με σκοπό να ρωτήσω τον κηπουρό και τον άνθρωπο που φύλαγε το κτίριο. Αν αποδεικνύσνταν κι αυτοί ανίκανοι να με βοηθήσουν, προς το παρόν θα έπρεπε να επιστρέφω στην πόλη.
WI LKI E C OL L I NS
__
___________ ______
Έδιωξα την άμαξα χίλια περίπου μέτρα πριν από το κτήμα και προχώρησα μόνος μου προς το σπίτι. Καδώς έστριψα από τη δημοσιά στο μονοπάτι είδα έναν άντρα που κρατούσε χαρτοφύλακα να βαδίζει μπροστά μου βιαστικός, και να κατευδύνεται προς το σπίτι. Ή ταν μικρόσωμος, ντυμέ νος στα μαύρα, και φορούσε ένα εντυπωσιακά μεγάλο καπέλο. Μου φάνηκε σαν υπάλληλος δικηγόρου και κοντοστάδηκα κά πως, για να τον αφήσω να προχωρήσει. Δεν με είχε ακούσει. Προ χωρούσε, μέχρι που τον έχασα από τα μάτια μου. Δεν κοίταξε ούτε μία φορά πίσω. Ό ταν διάβηκα την πύλη, λίγο αργότερα, δεν φαινόταν πουδενά - προφανώς είχε φτάσει στο σπίτι. Υπήρχαν δύο γυναίκες στο φυλάκιο της πύλης. Η μία α π ’ αυ τές ήταν ηλικιωμένη· η άλλη -τη ν κατάλαβα αμέσως από την περιγραφή της Μ άρια ν- ήταν η Μ άργκαρετ Πόρτσερ. Ρώτησα πρώτα αν ο σερ Πέρσιβαλ ήταν στο κτήμα· εισπράττοντας αρνητική απάντηση, ρώτησα πότε είχε φύγει. Καμία από τις γυναίκες δεν μπορούσε να μου πει κάτι περισσότερο από το ότι είχε φύγει το καλοκαίρι. Δεν μπόρεσα να αποσπάσω από τη Μ άργκαρετ Πόρτσερ τίποτε άλλο εκτός από απλανή χαμόγελα και κουνήματα άγαρμπα του κεφαλιού. Η ηλικιωμένη ήταν λίγο πιο έξυπνη, και κατάφερα να την παρασύρω να μιλήσει για τον τρόπο της αναχώρησης του σερ Πέρσιβαλ και για την αναστά τωση που αυτή προκάλεσε. Θυμόταν τον κύριό της να ξυπνάει τον άντρα της με φωνές και δυμόταν να τον τρομοκρατεί με βλα στήμιες - αλλά την ημερομηνία που είχε συμβεί αυτό, όπως ειλικρινά παραδέχτηκε, της ήταν αδύνατον να τη δυμηδεί. Φεύγοντας από το φυλάκιο, είδα τον κηπουρό να εργάζεται λίγο πιο πέρα. Την πρώτη φορά που του μίλησα με κοίταξε μάλ λον καχύποπτα· αλλά, όταν επικαλέστηκα το όνομα της κυρίας Μίκελσον και του είπα ότι μου είχε μιλήσει γι’ αυτόν, έπιασε πρόδυμα κουβέντα μαζί μου. Δεν χρειάζεται να περιγράφω τι ακριβώς ειπώδηκε μεταξύ μας - η συζήτηση κατέληξε εκεί που είχαν καταλήξει και όλες οι άλλες προσπάδειές μου που είχαν
S96
________________
Η _ [ Υ Ν Λ Ι Κ Λ ΜΕ^ΤΑ Α Σ Π Ρ Α
ως στόχο να μάδω την ημερομηνία αναχώρησης της λαίδης Γκλάιντ. Ο κηπουρός ήξερε ότι ο κύριός του είχε φύγει νύχτα, «κάποια στιγμή τον Ιούλιο, το τελευταίο δεκαπενδήμερο, ή τις τελευταίες δέκα μέρες του μήνα»· δεν ήξερε τίποτε άλλο. Ενώ μιλούσαμε μαζί, είδα τον άντρα με τα μαύρα και το φ αρ δύ καπέλο να βγαίνει από το σπίτι, να στέκεται σε μικρή από σταση από μας, και να μας παρατηρεί. Ορισμένες υποψίες σχετικά με τη δουλειά του στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ είχαν ήδη περάσει από το μυαλό μου. Αυξάνο νταν τώρα από την ανικανότητα - ή α π ρ οδυμ ία- του κηπουρού να μου πει ποιος ήταν ο άνδρωπος αυτός· και ήμουν αποφασι σμένος να ξεκαδαρίσω την κατάσταση - εν ανάγκη, μιλώντας του. Η απλούστερη ερώτηση που μπορούσα να δέσω, ως άγνω στος, δα ήταν να ρωτήσω αν επιτρεπόταν να δουν το σπίτι επ ι σκέπτες. Πήγα αμέσως κοντά του και του έκανα την ερώτηση. Το ύ φος και η στάση του πρόδιδαν, αναμφισβήτητα, ότι γνώ ριζε ποιος ήμουν και ότι ήδελε να με εκνευρίσει, για να τσακωδώ μαζί του. Η απάντησή του ήταν αρκετά δρασεία και δα έφτανε στο στόχο του, αν δεν ήμουν αποφασισμένος να συγκρατηδώ. Τον αντιμετώπισα με τη μεγαλύτερη ευγένεια· του ζήτησα συγγνώμη για την απρόσκλητη εισβολή μου -εκείνος την είχε αποκαλέσει « κ α τα π ά τη σ η » - και έφυγα. Ή ταν ακρι βώς όπως το υποψιαζόμουν. Η αναγνώρισή μου, όταν έφυγα από το γραφείο του κυρίου Κιρλ, είχε προφανώς ανακοινωδεί στον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ· και ο άντρας με τα μαύρα είχε σταλεί στο κτήμα, επειδή φανταζόταν ότι δα ερχόμουν στο σπί τι ή στην περιοχή, ψάχνοντας για στοιχεία. Αν του είχα δώσει την παραμικρή ευκαιρία να κινήσει την όποια νομική διαδικα σία εναντίον μου, η ανάμειξη του τοπικού ειρηνοδίκη δα είχε οπωσδήποτε επιστρατευτεί, ως εμπόδιο στην έρευνά μου, και ως ένα μέσο απομάκρυνσής μου από τη Μ άριαν και τη Λώρα - για μερικές μέρες τουλάχιστον. Ή μουν προετοιμασμένος για το ότι δα με παρακολουδούσαν
597
WI L KI E COL L I NS
σε όλη τη διαδρομή από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ ως το σταδμό, ακριβώς όπως με είχαν παρακολουδήσει στο Λονδίνο, την προη γούμενη μέρα. Ο άντρας με τα μαύρα ίσως να είχε στη διάδεσή του τρόπους εντοπισμού μου τους οποίους να μην είχα υπόψη μου - τον ίδιο δεν τον είδα καδόλου ούτε στο δρόμο προς το σταδμό, ούτε αργότερα που έφτασα στο σταδμό του Λονδίνου, το βράδυ. Έ φ τασα στο σπίτι με τα πόδια, φροντίζοντας, πριν πλησιάσω την πόρτα μας, να διασχίσω τον μοναχικότερο δρό μο της περιοχής κι εκεί να σταματήσω και να κοιτάξω πίσω μου περισσότερες από μία φορές τον έρημο δρόμο. Είχα μάδει να χρησιμοποιώ αυτό το κόλπο για το ενδεχόμενο ενέδρας στις ερη μικές εκτάσεις της Κεντρικής Αμερικής - τώρα το χρησιμοποιούσα και πάλι, για τον ίδιο σκοπό και με ακόμη περισσότερες προ φυλάξεις, στην καρδιά του πολιτισμένου Λονδίνου! Τίποτε δεν είχε γίνει, και τίποτε δεν πανικόβαλε τη Μ άριαν στη διάρκεια της απουσίας μου. Ρώτησε ανυπόμονα τι είχα κα ταφέρει. Ό τα ν της είπα τα νέα, δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της για την αδιαφορία με την οποία μιλούσα για την αποτυχία της μέχρι τώρα έρευνάς μου. Η αλήδεια ήταν ότι η αποτυχία των ερευνών μου δεν με είχε αποδαρρύνει από καμιά άποψη. Είχα πραγματοποιήσει αυτές τις κινήσεις περισσότερο από καδήκον, και δεν περίμενα τίπο τε ουσιαστικό. Εκείνη την ώρα τολμώ να πω ότι ήταν σχεδόν ανακούφιση για μένα να ξέρω ότι η πάλη είχε περιοριστεί τώ ρα σε μια δοκιμασία δύναμης ανάμεσα σε μένα και τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Το κίνητρο της εκδίκησης είχε αναμειχδεί, από την αρχή, με τα άλλα, ευγενέστερα κίνητρά μου, και ομολογώ ότι ήταν ικανοποίηση για μένα να αισδάνομαι ότι ο ασφαλέστερος τρόπος - ο μοναδικός τρόπος που είχε απομείνει- για να υπη ρετήσω την υπόδεση της Λώρα ήταν να σφίξω σταδερά τη λα βή μου γύρω από τον κακοποιό που την είχε παντρευτεί. Ενώ αναγνωρίζω ότι δεν ήμουν αρκετά δυνατός ώστε να κρα τήσω τα κίνητρά μου πέρα από την εμβέλεια του εκδικητικού
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
αυτού ένστικτου, από την άλλη μπορώ ειλικρινά να πω κάτι που είναι υπέρ μου. Κανένας φτηνός υπολογισμός της μελλοντικής σχέσης μου με τη Δώρα και των ιδιαίτερων και προσωπικών ομο λογιών που ίσιος αποσπούσα από τον σερ Πέρσιβαλ, αν βρισκόταν ποτέ στο έλεος μου, δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι αν τα καταφέρω, ένα από τα αποτελέσματα της επιτυχίας μου είναι ότι δα στερήσω από τον άντρα της τη δύναμη να την ξαναπάρει από κοντά μου. Δεν μπορούσα να την κοιτάξω, και να αντικρίζω το μέλλον με τέτοιες σκέψεις. Το θλι βερό θέαμα της αλλαγής της καθιστούσε το μοναδικό αντικείμε νο της αγάπης μου ένα αντικείμενο τρυφερότητας και συμπό νιας, την οποία θα μπορούσαν να αισθάνονται ο πα τέρας της ή ο αδελφός της και την οποία αισθανόμουν - ο Θεός το ξέρει- στα τρίσβαθα της καρδιάς μου. Ό λες μου οι ελπίδες δεν πρόσβλεπαν τώρα σε τίποτε πέρα από τη μέρα της ανάρρωσής της. Εκεί, μέχρι να νιώσει και πάλι δυνατή και ευτυχισμένη -ν α με κοιτά ξει όπως με είχε κοιτάξει κάποτε και να μου μιλήσει όπως μου είχε μιλήσει κά ποτε- εκεί τελείωνε το μέλλον των ευτυχέστερων σκέψεων και των ευγενέστερων ευχών μου. Οι λέξεις αυτές δεν έχουν γραφεί υποκινούμενες από εγωι στική διάθεση. Σύντομα θα ακολουθήσουν αποσπάσματα αυ τής της διήγησης π ου θα επιτρέψουν σε άλλους να κρίνουν τη συμπεριφορά μου. Το σωστό είναι ότι η καλύτερη και η χειρό τερη πλευρά μου θα πρέπει να ισορροπήσουν δίκαια, πριν έλ θει εκείνη η ώρα. Το πρωί της επομένης της επιστροφής μου από το Χάμπσαϊρ, κάλεσα τη Μ άριαν στο εργαστήριό μου και εκεί της εξέθεσα το σχέδιο που είχα καταστρώσει, για να γίνω κάτοχος του μο ναδικού αξιοποιήσιμου στοιχείου, του Μυστικού, το οποίο κα θόριζε τη ζωή του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Ο δρόμος προς το Μυστικό περνούσε μέσα από το μυστήριο - τ ο αδιαπέραστο σε όλους μ α ς - της Γυναίκας με τα άσπρα. Η
S99
WI LKI E COL L I NS
προσέγγιση αυτού του μυστηρίου ίσως επιτυγχανόταν μέσω της εξασφάλισης της βοήθειας της μητέρας της Ανν Κάδερικ· και ο μόνος ασφαλής τρόπος να πεισδεί η κυρία Κάδερικ να δρά σει, ή να μιλήσει για το δέμα αυτό, εξαρτιόταν από την ικανό τητά μου να ανακαλύψω τοπικές και οικογενειακές λεπτομέ ρειες πρώτα α π ’ όλα από την κυρία Κλέμενς. Αφού σκέφτηκα το δέμα προσεκτικά, ένιωσα βέβαιος ότι δα μπορούσα να ξε κινήσω τη νέα μου έρευνα αν ερχόμουν σε επικοινωνία με την πιστή φίλη και προστάτιδα της Ανν Κάδερικ. Η πρώτη δυσκολία, τότε, ήταν να βρω την κυρία Κλέμενς. Το ότι ικανοποιήθηκε η ανάγκη αυτή με τον καλύτερο και απλούστερο τρόπο το χρωστούσα στη γρήγορη αντίληψη της Μάριαν. Πρότεινε να γράψει στη φάρμα κοντά στο Λίμεριτξ, στο Τοντ’ς Κόρνερ, για να ρωτήσει αν η κυρία Κλέμενς είχε επικοινωνήσει με την κυρία Τοντ’ς στη διάρκεια των τελευταίων μηνών. Ή ταν αδύνατον να ξέρουμε με ποιον τρόπο είχαν χωρίσει η κυρία Κλέ μενς και η Α ν ν αλλά αυτός ο χωρισμός, που κάποτε επήλδε, δα είχε ως αποτέλεσμα να ερευνήσει η κυρία Κλέμενς για την εξαφανισμένη γυναίκα στην περιοχή με την οποία ήταν γνωστό ότι ήταν δεμένη περισσότερο από κάδε άλλο - την περιοχή του Λίμεριτζ. Κατάλαβα αμέσως ότι η πρόταση της Μάριαν μας πρόσφερε μία προοπτική επιτυχίας. Έγραψε στην κυρία Τοντ με το ταχυδρομείο της ίδιας μέρας. Ενώ περιμέναμε την απάντηση, φρόντισα να συγκεντρώσω όλες τις πληροφορίες που ήταν σε δέση να μου προσφέρει η Μάριαν για την οικογένεια του σερ Πέρσιβαλ και για την προη γούμενη ζωή του. Μόνο από φήμες μπορούσε να μου μιλήσει για τα δέματα αυτά, αλλά ήταν σχεδόν βέβαιη για την αλήδεια των λίγων που είχε να πει. Ο σερ Πέρσιβαλ ήταν μοναχοπαίδι. Ο πατέρας του, ο σερ Φίλιξ Γκλάιντ, έπασχε εκ γενετής από μία οδυνηρή και αθεράπευτη δυσμορφία, και είχε αποφύγει επιμελώς από πολύ νέος κάδε κοι νωνική δραστηριότητα. Η μοναδική χαρά στη ζωή του πήγαζε
600
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
από την απόλαυση της μουσικής. Είχε παντρευτεί μία κυρία με ενδιαφέροντα παρόμοια με τα δικά του, που οι φήμες έλεγαν ότι ήταν εξαιρετική μουσικός. Κληρονόμησε το Μπλάκγουοτερ ενώ ήταν ακόμη νέος. Ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του, μετά την απόκτησή του, έκαναν κάποιες προσπάθειες να προσεγγίσουν την κοινωνία της περιοχής, και κανένας δεν επιχείρησε να τους δελεάσει να εγκαταλείψουν την επιφυλακτικότητά τους, με μο ναδική εξαίρεση τον εφημέριο της ενορίας. Ο εφημέριος ήταν ένας άνδρωπος με υπερβολικό ζήλο. Είχε ακούσει ότι ο σερ Φίλιξ είχε φύγει από το Κολέγιο έχοντας τη φήμη του ανδρώπου που ήταν λίγο καλύτερος από τον επανα στάτη στην πολιτική και τον άπιστο στη θρησκεία, και κατέλη ξε συνειδητά στο συμπέρασμα ότι ήταν ιερό καθήκον του να καλέσει τον ιδιοκτήτη του αρχοντικού να ακούσει ορθές απόψεις που διατυπώνονταν στην εκκλησία της ενορίας. Ο σερ Φίλιξ απέκρουσε βίαια την καλοπροαίρετη αλλά άκαιρη παρέμβαση του κληρικού, προσβάλλοντάς τον τόσο σκληρά και δημόσια, ώστε οι οικογένειες της περιοχής έστειλαν επιστολές αγανακτισμένης διαμαρτυρίας στο αρχοντικό - ακόμη και οι μισθωτές εκτάσεων από το κτήμα του Μπλάκγουοτερ εξέφρασαν τη γνώμη τους όσο εντονότερα τολμούσαν. Ο βαρονέτος, που δεν του άρεσε η ζωή στην εξοχή και δεν είχε κανένα συναισθηματικό δεσμό με το κτή μα ή με κάποιον από εκείνους που ξούσαν σ ’ αυτό, δήλωσε ότι η κοινωνία του Μ πλάκγουοτερ δεν θα είχε δεύτερη ευκαιρία να τον ενοχλήσει, και εγκατέλειψε το μέρος από εκείνη τη στιγμή. Μ ετά από μία σύντομη διαμονή στο Λονδίνο, ο βαρονέτος και η γυναίκα του έφυγαν για την Ευρώπη, και δεν επέστρεψαν ξα νά στην Αγγλία. Μοίραζαν το χρόνο τους ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία - κάνοντας πάντα την αυστηρά μοναχική ζωή την οποία είχε καταστήσει αναγκαία στον σερ Φίλιξ η νοσηρή εμμονή του στο θέμα της δυσμορφίας του. Ο γιος τους, ο Πέρσιβαλ, είχε γεννηθεί στο εξωτερικό και είχε μορφωθεί εκεί από ιδιωτικούς δασκάλους. Η μητέρα του ήταν η πρώτη από τους
6 01
WI L KI E C O L L J N S ____
__________ __________
γονείς του που έχασε. Ο πατέρας του είχε πεδάνει μερικά χρό νια μετά από εκείνη, το 1825 η το 1826. Ο σερ Πέρσιβαλ είχε βρεδεί στην Αγγλία μία ή δύο φορές πριν από εκείνη την πε ρίοδο. Αλλά η γνωριμία του με τον μακαρίτη Φέρλι δεν ξεκί νησε π α ρ ά μόνο μετά το δάνατο του πα τέρα του. Γρήγορα συνδέδηκαν πολύ στενά, παρόλο που ο σερ Πέρσιβαλ επισκεπτό ταν σπάνια, αν όχι ποτέ, το Λίμεριτζ Χάουζ την εποχή εκείνη. Ο Φρέντερικ Φέρλι δα πρέπει να τον συνάντησε μία ή δύο φο ρές παρουσία του Φίλιπ Φέρλι, αλλά ελάχιστα τον είχε γνωρί σει· ο μοναδικός στενός φίλος του σερ Πέρσιβαλ από την οι κογένεια Φέρλι ήταν ο πατέρας της Λώρα. Αυτές ήταν όλες οι λεπτομέρειες τις οποίες κατάφερα να συ γκεντρώσω από τη Μάριαν. Δεν αποκάλυπταν κάτι που σχετιζό ταν άμεσα με το στόχο μου, αλλά τις κατέγραψα προσεκτικά, με την προοπτική ότι ίσως αποδεικνύονταν σημαντικές στο μέλλον. Η απάντηση της κυρίας Τοντ -έφ τασε, κατόπιν δικής μας επιδυμίας, σ ’ ένα ταχυδρομείο που απείχε αρκετά από εμ ά ς- εί χε φτάσει στον προορισμό της όταν πήγα να τη ζητήσω. Η τύ χη, που ήταν ως τότε εναντίον μας, γύρισε, από εκείνη τη στιγ μή, με το μέρος μας. Το γράμμα της κυρίας Τοντ περιείχε την πρώτη πληροφορία από εκείνες που ψάχναμε. Ό π ω ς φάνηκε, η κυρία Κλέμενς είχε -όπ ω ς είχαμε υποδέσειγράψει στο Τοντ’ς Κόρνερ, ζητώντας, πρώτα α π ’ όλα, συγγνώ μη για τον ξαφνικό τρόπο με τον οποίο η Ανν και η ίδια είχαν εγκαταλείψει τους φίλους τους στην αγροικία, ενημερώνοντας μετά την κυρία Τοντ για την εξαφάνιση της Ανν και παρακαλώντας τη να ρωτήσει στην περιοχή μήπως και η χαμένη γυναίκα είχε ξανακάνει την εμφάνισή της στο Λίμεριτζ. Υποβάλλοντας αυτή την παράκληση, η κυρία Κλέμενς είχε φροντίσει να προ σδέσει στο γράμμα τη διεύδυνση στην οποία δα μπορούσαν να τη β ρ ουν και τη διεύδυνση γνωστοποίησε τώρα η κυρία Τοντ στη Μάριαν. Ή ταν στο Λονδίνο, σε απόσταση μισής ώρας με τα πόδια από την κατοικία μας.
60 2
________
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Ό π ω ς λέει και η παροιμία, ήμουν αποφασισμένος να μην αφήσω να φυτρώσει χορτάρι κάτω από τα πόδια μου. Το άλλο πρωί, ξεκίνησα για να επιδιώξω να μιλήσω με την κυρία Κλέμενς. Ή ταν το πρώτο βήμα μου στην έρευνα αυτή. Η ιστορία της απεγνω σμένης προσπάδειας την οποία αναλάμβανα αρχίζει εδώ.
VI Η διεύθυνση που μου διαβιβάστηκε από την κυρία Τοντ με οδή γησε σ ’ ένα σπίτι που βρισκόταν σε μια ευπρεπή γειτονιά κο ντά στην Γκρέις Ινν Ρόουντ. Ό τα ν χτύπησα, η πόρτα άνοιξε από την ίδια την κυρία Κλέ μενς. Δεν έδειξε να με θυμάται, και με ρώτησε τι ήθελα. Της θύμισα τη συνάντησή μας στο νεκροταφείο του Λίμεριτζ, τότε που είχα συναντήσει εκεί τη Γυναίκα με τα άσπρα, φροντίζο ντας ιδιαίτερα να της θυμίσω πως ήμουν ο άνθρωπος που βοή θησε την Ανν Κάθερικ -ό π ω ς η ίδια η Ανν είχε δηλώσει- να ξεφύγει από τους διώκτες της από το άσυλο. Αυτό ήταν και το μόνο που επικαλέστηκα για να κερδίσω την εμπιστοσύνη της κυρίας Κλέμενς. Θυμήθηκε την περίπτωση για την οποία της μίλησα, και με οδήγησε στο σαλόνι, αναμένοντας με αγωνία να μάθει αν της είχα φέρει κάποια νέα από την Ανν. Μ ου ήταν αδύνατον να της πω όλη την αλήθεια, χωρίς, ταυ τόχρονα, να προχωρήσω σε λεπτομέρειες για το θέμα της συ νωμοσίας, το οποίο θα ήταν επικίνδυνο να αποκαλύψω σε μια άγνωστη. Το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να αποφύγω προσεκτικά να δημιουργήσω ψεύτικες ελπίδες, και μετά να της εξηγήσω ότι ο στόχος της επίσκεψής μου ήταν να ανακαλύψω τους ανθρώπους που ήταν πραγματικά υπεύθυνοι για την εξα φάνιση της Ανν. Πρόσδεσα ακόμη, έτσι ώστε να απαλλαγώ από τον έλεγχο της συνείδησής μου, ότι δεν έτρεφα την παραμικρή
6 03
WI LKI E COL L I NS
ελπίδα πως δα μπορούσα να την εντοπίσω* πω ς πίστευα ότι δεν θα την ξαναβλέπαμε ζωντανή, και πως το κύριο ενδιαφέ ρον μου στην υπόδεση αυτή ήταν να τιμωρήσω τους δύο άντρες που υποψιαζόμουν ότι ενδιαφέρονταν να την εξαφανίσουν και στα χέρια των οποίων εγώ και κάποιες αγαπημένες φ ίλες μου είχαμε υποστεί σοβαρά δεινά. Με την εξήγηση αυτή, εναπόδεσα στην κρίση της κυρίας Κλέμενς να πει αν το ενδιαφέρον μας στην υπόδεση -ό π ο ιες διαφορές και αν υπήρχαν στα κίνητρα που μας ωδούσαν- δεν ήταν το ίδιο, και αν αισδανόταν οποια δήποτε απροδυμία να βοηδήσει στο στόχο μου δίνσντάς μου πλη ροφορίες που συνέβαινε να κατέχει, οι οποίες δα βοηδούσαν τις έρευνές μου. Η φτωχή γυναίκα ήταν, αρχικά, υπερβολικά σαστισμένη και αγχωμένη, και δυσκολευόταν να καταλάβει απόλυτα τι της έλε γα. Η μοναδική απάντηση την οποία μπόρεσε να μου δώσει ήταν ότι ευχαρίστως δα μου έλεγε όλα όσα ήξερε, ως εκ μέρους της ανταπόδοση για την ευγένεια που είχα δείξει απέναντι στην Ανν. Αλλά καδώς δεν ήταν προετοιμασμένη, ακόμη και στις καλύ τερες στιγμές της, να μιλάει με ξένους, δα με παρακαλούσε να της δείξω τον τρόπο, και να της πω από πού ήδελα να αρχίσει τη διήγησή της. Γνωρίζοντας από πείρα ότι η απλούστερη διήγηση την οποία μπορούν να κάνουν άτομα που δεν είναι συνηδισμένα να βά ζουν σε μια τάξη τις ιδέες τους είναι η διήγηση που φτάνει πο λύ πίσω, στην αρχή των γεγονότων, ζήτησα από την κυρία Κλέ μενς να μου πει πρώτα τι είχε συμβεί από τη στιγμή που εκείνη και η Ανν είχαν φύγει από το Λίμεριτζ. Έτσι, με προσεκτικές ερωτήσεις, την οδήγησα από το ένα σημείο στο άλλο, μέχρι που φτάσαμε στην περίοδο της εξαφάνισης της Ανν. Οι πληροφορίες τις οποίες απέκτησα μ ’ αυτό τον τρόπο ήταν οι εξής: Φεύγοντας από τη φάρμα στο Τοντ’ς Κόρνερ, η κυρία Κλέ μενς και η Ανν είχαν ταξιδέψει μέχρι το Ντέρμπι* είχαν μείνει
604
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
εκεί μια βδομάδα. Μ ετά είχαν πάει στο Λονδίνο, και είχαν μεί νει στο σπίτι που η κυρία Κλέμενς την εποχή εκείνη είχε κλεί σει - για ένα μήνα ή περισσότερο, γιατί κάποιες περιστάσεις, που συνδέονταν με το σπίτι και το σπιτονοικοκύρη, τις είχαν υποχρεώσει να αλλάξουν κατάλυμα. Ο φόβος της Ανν μήπως τη βρουν στο Λονδίνο κάδε φορά που αποτολμούσαν να βγουν από το σπίτι είχε μεταδοδεί σταδιακά στην κυρία Κλέμενς, και είχε αποφασίσει να μετακομίσει σ ’ ένα από τα πιο απόμερα μέ ρη στην Αγγλία - στην πόλη Γκρίμσμπι στο Λίνκονσαϊρ, όπου είχε ζήσει τα νεανικά του χρόνια ο μακαρίτης ο άντρας της. Οι συγγενείς του ήταν αξιοπρεπείς άνδρωποι, είχαν αντιμετωπί σει πάντα με μεγάλη ευγένεια την κυρία Κλέμενς, και δεωρούσε ότι δα ήταν αδύνατον να κάνει κάτι καλύτερο από το να πάει εκεί και να πάρει τη συμβουλή των φίλων του άντρα της. Η Ανν δεν δα ’δελε ούτε να ακούσει το ενδεχόμενο να γυρίσει στη μητέρα της στο Γουέλμιγκχαμ, γιατί είχε μεταφερδεί στο άσυλο από εκείνο το μέρος, και γιατί ο σερ Πέρσιβαλ δα πή γαινε οπωσδήποτε εκεί, και δα την ξανάβρισκε. Ή ταν σοβαρή η αντίρρηση αυτή, και η κυρία Κλέμενς αισδάνδηκε ότι δεν δα ήταν εύκολο να την ανατρέψει. Στο Γκρίμσμπι είχαν εμφανιστεί στην Ανν τα πρώτα σοβαρά συμπτώματα της ασδένειας. Εμφανίστηκαν λίγο μετά τη δημοσίευση στις εφημερίδες της είδησης του επικείμενου γάμου της λαίδης Γκλάιντ. Ο γιατρός που κλήδηκε για να φροντίσει την άρρωστη ανα κάλυψε αμέσως ότι έπασχε από μία σοβαρή πάδηση της καρ διάς. Η ασδένεια κράτησε πολύ, την άφησε πολύ εξασδενημένη, και ξανάκανε, κατά διαστήματα, την εμφάνισή της, αν και όχι με την ίδια δριμύτητα Παρέμειναν, κατά συνέπεια, στο Γκρίμσμπι στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου της νέας χρονιάς ίσως να έμεναν και πολύ περισσότερο, αν δεν αποφάσιζε ξαφ νικά η Ανν να γυρίσει στο Χάμπσαϊρ, με σκοπό να εξασφαλί σει μία ιδιαίτερη συνάντηση με τη λαίδη Γκλάιντ.
60S
WI LKI E COL L I NS
Η κυρία Κλέμενς έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να αποτρέψει την πραγματοποίηση αυτού του ριψοκίνδυνου και ακατανόητου σχεδίου. Καμία εξήγηση των κινήτρων της δεν δό θηκε από την Ανν, πα ρ ά μόνο ότι πίστευε πω ς η μέρα του θα νάτου της δεν απείχε πολύ και ότι είχε κάτι στο μυαλό της το οποίο έπρεπε να ανακοινώσει κρυφά στη λαίδη Γκλάιντ, ανα λαμβάνοντας κάθε ρίσκο. Η απόφασή της να πραγματοποιή σει αυτόν το στόχο της ήταν τόσο αμετακίνητη, ώστε ανακοί νωσε την πρόθεσή της να πάει στο Χάμπσαϊρ μόνη της, αν η κυρία Κλέμενς αισθανόταν απρόθυμη να πάει μαζί της. Ο για τρός, όταν ρωτήθηκε, εξέφρασε τη γνώμη ότι μία σοβαρή αντί δραση στις επιθυμίες της θα προκαλούσε, κατά πάσα πιθανό τητα, μία νέα και ίσως θανάσιμη κρίση της ασθένειας· και η κυ ρία Κλέμενς, μετά τη συμβουλή αυτή, ενέδωσε, και για άλλη μια φορά, έχοντας θλιβερά προαισθήματα για τον επερχόμενο κίνδυνο, επέτρεψε στην Ανν Κάθερικ να κάνει αυτό π ου ήθελε. Στο ταξίδι από το Λονδίνο στο Χάμπσαϊρ, η κυρία Κλέμενς ανακάλυψε ότι μία από τις συνεπιβάτιδές τους γνώριζε καλά την περιοχή του Μ πλάκγουοτερ, και μπορούσε να της δώσει όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν. Με αυτό τον τρόπο, διαπίστωσε ότι το μοναδικό μέρος που μπορούσαν να πάνε και το οποίο δεν βρισκόταν επικίνδυνα κοντά στο σπίτι του σερ Πέρσιβαλ ήταν ένα μεγάλο χωριό που λεγόταν Σάντσν. Η απόσταση από το Μπλάκ γουοτερ Παρκ ήταν περίπου τρία έως τέσσερα χιλιόμετρα - την απόσταση αυτή, πήγαινε-έλα, είχε κάνει με τα πόδια η Ανν κά θε φορά που εμφανιζόταν στην περιοχή της λίμνης. Τις λίγες μέρες που βρίσκονταν στο Σάντον χωρίς να έχουν γίνει αντιληπτές είχαν μείνει κάπως μακριά από το χωριό, στο σπίτι μιας αξιοπρεπούς χήρας, που νοίκιαζε μια κρεβατοκάμαρα και της οποίας τη διακριτική εχεμύθεια είχε κάνει ό,τι μπορούσε η κυρία Κλέμενς για να εξασφαλίσει, για την πρώτη βδομάδα τουλάχιστον. Είχε προσπαθήσει, επίσης, σκληρά να πείσει την Ανν να αρκεστεί, αρχικά, να γράψει στη λαίδη Γκλάιντ. Αλλά
606
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
η αποτυχία της προειδοποίησης που περιέχονταν στο ανώνυμο γράμμα το οποίο στάλθηκε στο Λίμεριτξ είχε δημιουργήσει στην Ανν την απόφαση να μιλήσει, και την επιμονή της να πει και διά ξώσης όσα ήδελε. Η κυρία Κλέμενς, ωστόσο, την ακολουθούσε κρυφά κάθε φ ο ρά που πήγαινε στη λίμνη - χωρίς, όμως, να τολμήσει να πλη σιάσει αρκετά στο υπόστεγο, ώστε να είναι μ άρτυρας των όσων συνέβαιναν εκεί. Ό τα ν η Ανν επέστρεψε για τελευταία φορά από την επικίνδυνη περιοχή, η κούραση της καθημερινής κά λυψης με τα πόδια αποστάσεων που ήταν υπερβολικά μεγάλες για τις δυνάμεις της, σε συνδυασμό με την εξαντλητική επίδραση του άγχους από το οποίο υπέφερε, επέφεραν το αποτέλεσμα το οποίο φοβόταν από την αρχή η κυρία Κλέμενς. Ο παλιός πό νος πάνω από την καρδιά και τα άλλα συμπτώματα της ασθέ νειας που εκδηλώθηκε για πρώτη φορά στο Γκρίμσμπι επανήλθαν, και η Ανν καθηλώθηκε στο κρεβάτι της. Στην έκτακτη αυτή κατάσταση, η πρώτη ανάγκη, όπως ήξε ρε από πείρα η κυρία Κλέμενς, ήταν να προσπαθήσει να ηρε μήσει την Ανν. Για το σκοπό αυτό, η καλή γυναίκα πήγε μόνη της την άλλη μέρα στη λίμνη, για να προσπαθήσει να βρει, αν μπορούσε, τη λαίδη Γκλάιντ (που ήταν βέβαιο, όπως της είπε η Ανν, ότι θα έκανε τον καθημερινό της περίπατο κοντά στο υπόστεγο) και να την πείσει να επισκεφθεί κρυφά το σπίτι κο ντά στο Σάντον. Φτάνοντας κοντά στο κτήμα, η κυρία Κλέμενς συνάντησε όχι τη λαίδη Γκλάιντ, αλλά έναν ψηλό, εύσωμο, ηλι κιωμένο κύριο με ένα βιβλίο στο χέρι - με άλλα λόγια, τον κό μη Φόσκο. Ο κόμης, αφού την κοίταξε πολύ προσεκτικά για ένα λεπτό, ρώτησε αν περίμενε να δει κάποιον σ’ αυτό το μέρος· και, πριν εκείνη προλάβει να απαντήσει, πρόσδεσε ότι ο ίδιος περίμενε εκεί με ένα μήνυμα από τη λαίδη Γκλάιντ, αλλά ότι δεν ήταν και πο λύ βέβαιος αν η γυναίκα που είχε μπροστά του ανταποκρινόταν στην περιγραφή εκείνης με την οποία έπρεπε να επικοινωνήσει.
60 7
WI LKI E COL L I NS
Μ ετά α π ’ αυτό, η κυρία Κλέμενς του εμπιστεύτηκε αμέσως το λόγο της παρουσίας της εκεί και τον παρακάλεσε να βοη9ήσει να ξεπεράσει η Ανν το άγχος της, εμπιστευόμενος σ ’ αυ τήν το μήνυμα που είχε. Ο κόμης ανταποκρίδηκε πρόθυμα και ευγενικά στο αίτημά της. Το μήνυμα, είπε, ήταν πολύ σημαντικό. Η λαίδη Γκλάιντ παρακαλούσε την Ανν και την καλή φίλη της να επιστρέφουν αμέσως στο Λονδίνο, γιατί αισθανόταν βέβαιη ότι ο σερ Πέρσιβαλ θα τις ανακάλυπτε, αν παρέμεναν κι άλλο στην περιοχή του Μ πλάκγουοτερ. Σύντομα θα πήγαινε και η ίδια στο Λονδίνο· και αν η κυρία Κλέμενς και η Ανν πήγαιναν εκεί πρώτες και της γνωστοποιούσαν ποια ήταν η διεύθυνσή τους, θα είχαν νέα της και θα την έβλεπαν - σε ένα δεκαπενθήμερο ή και λιγότερο. Ο κόμης πρόσδεσε ότι είχε ήδη επιχειρήσει να προειδοποιήσει φιλικά την ίδια την Ανν, αλλά ότι εκείνη είχε ξαφνιαστεί τόσο πολύ βλέποντας ότι ήταν άγνωστος, ώστε δεν τον άφησε να πλησιάσει και να της μιλήσει. Σ ’ αυτό, η κυρία Κλέμενς απάντησε, με τη μεγαλύτερη δυ νατή αγωνία και στενοχώρια, ότι δεν ζητούσε τίποτε καλύτερο από το να συνοδεύσει με ασφάλεια την Ανν στο Λονδίνο, αλ λά ότι δεν υπήρχε, προς το παρόν, ελπίδα να την απομακρύνει από την επικίνδυνη περιοχή, γιατί ήταν άρρωστη στο κρε βάτι αυτή τη στιγμή. Ο κόμης τότε ρώτησε αν η κυρία Κλέμενς είχε καλέσει γιατρό και ακούγοντας ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε διστάσει να το κάνει, από φόβο μήπως γίνει γνωστή στο χω ριό η παρουσία τους, την πληροφόρησε ότι ήταν ο ίδιος για τρός και ότι θα πήγαινε μαζί της, αν του το επέτρεπε, για να δει τι μπορούσε να κάνει για την Ανν. Η κυρία Κλέμενς -νιώ θοντας, όπως ήταν φυσικό, εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του κόμη, αφού του είχε εμπιστευτεί η λαίδη Γκλάιντ ένα κρυφό μήνυμά τ η ς - δέχτηκε με ευγνωμοσύνη την προσφορά του, και πήγαν μαζί στο Σάντον. Η Ανν ήταν κοιμισμένη όταν έφτασαν εκεί. Ο κόμης ξαφνιάστηκε μόλις την είδε - προφανώς από έκπληξη για την ομοιότητα με
608
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
τη λαίδη Γκλάιντ. Η δύσμοιρη κυρία Κλέμενς υπέδεσε ότι εί χε ξαφνιαστεί βλέποντας πόσο άρρωστη ήταν. Δεν της επέ τρεψε να την ξυπνήσει· αρκέστηκε να κάνει μερικές ερωτή σεις στην κυρία Κλέμενς σχετικά με τα συμπτώματα, να την κοιτάξει, και να αγγίξει ελαφρά το σφυγμό της. Το Σάντον ήταν αρκετά μεγάλο μέρος ώστε να έχει παντοπωλείο και φ αρμα κείο· εκεί πήγε ο κόμης να γράψει τη συνταγή του και να π ά ρει το φάρμακο που του έφτιαξαν. Το έφερε ο ίδιος, και είπε στην κυρία Κλέμενς ότι το φάρμακο ήταν ένα ισχυρό διεγερ τικό, και ότι δα έδινε στην Ανν τη δύναμη να σηκωδεί και να αντέξει την κούραση ενός ταξιδιού μερικών ωρών ως το Λον δίνο. Θα έπρεπε να πάρει το φ άρμακο σε καδορισμένες ώρες, την ίδια μέρα, και την επομένη. Την τρίτη μέρα δα ήταν αρ κετά καλά για να ταξιδέψει. Κανόνισαν, μάλιστα, να συναντήσει την κυρία Κλέμενς στο σταδμό του Μ πλάκγουοτερ για να φ ύ γουν με το μεσημεριανό τραίνο. Αν οι δύο γυναίκες δεν εμφα νίζονταν, εκείνος δα υ πέδετε ότι η Ανν ήταν χειρότερα, και δα πήγαινε αμέσως στο Σάντον. Ό π ω ς εξελίχδηκαν τα γεγονότα, κανένα τέτοιο πρόβλημα δεν παρουσιάστηκε. Το φάρμακο είχε μία εντυπωσιακή επίδραση στην Ανν, και τα καλά αποτελέσματά του ενισχύδηκαν από τη διαβεβαίωση που μπορούσε να της δώσει η κυρία Κλέμενς ότι σύντομα δα έβλεπε τη λαίδη Γκλάιντ στο Λονδίνο. Την καδορισμένη μέρα και ώρα, ενώ δεν είχαν συμπληρώσει ούτε μια βδο μάδα στο Χάμπσαϊρ, έφτασαν στο σταδμό. Ο κόμης τις περίμενε εκεί και συζητούσε με μια ώριμη κυρία, η οποία έδειχνε ότι δα ταξίδευε κι αυτή σιδηροδρομικώς για το Λονδίνο. Ο κό μης τις βοήδησε πολύ ευγενικά και τις έβαλε ο ίδιος στο βαγό νι. παρακαλώ ντας την κυρία Κλέμενς να μην ξεχάσει να στεί λει τη διεύδυνσή της στη λαίδη Γκλάιντ. Η ώριμη κυρία δεν τα ξίδεψε στο ίδιο βαγόνι- και δεν πρόσεξαν τι είχε απογίνει όταν έφτασαν στο σταδμό του Λονδίνου. Η κυρία Κλέμενς εξασφά λισε ένα αξιοπρεπές κατάλυμα σε μια αρκετά ήσυχη γειτονιά,
609
WI LKI E COL L I NS
και μετά έγραψε, όπως είχε δεσμευτεί να κάνει, για να ενημε ρώσει τη λαίδη Γκλάιντ για τη διεύδυνση. Κάτι παραπάνω από ένα δεκαπενθήμερο πέρασε, και δεν ήρδε απάντηση. Στο τέλος αυτού του χρονικού διαστήματος, μία κυρία - η ίδια ώριμη κυρία που είχαν δει στο σταδμό- εμφανίστηκε με μια άμα ξα, και τους είπε ότι πήγαινε εκ μέρους της λαίδης Γκλάιντ, η οποία βρισκόταν σ ’ ένα ξενοδοχείο στο Λονδίνο και ήθελε να δει την κυρία Κλέμενς, προκειμένου να κανονίσουν μία μελλο ντική συνάντηση με την Ανν. Η κυρία Κλέμενς εξέφρασε την προθυμία της - η Ανν ήταν παρούσα εκείνη τη στιγμή, και την παρακαλούσε να το κάνει- να διευθετήσει το εν λόγω θέμα, ει δικά αφού δεν χρειαζόταν να λείψει από το σπίτι περισσότερο από μισή ώρα· όχι παραπάνω. Η κυρία Κλέμενς και η ώριμη κυ ρία -προφανώ ς η μαντάμ Φ όσκο- έφυγαν με την άμ α ξα Η κυ ρία, αφού είχαν διανύσει κάποια απόσταση, σταμάτησε την άμα ξα πριν φτάσουν στο ξενοδοχείο, και παρακάλεσε την κυρία Κλέ μενς να την περιμένει μερικά λεπτά, μέχρι να αγοράσει κάτι που είχε ξεχάσει. Έφυγε, και δεν ξαναφάνηκε! Η μοναδική πληροφορία σχετικά με την περίεργη αυτή υπό θεση ήρθε από τους ανθρώ πους του σπιτιού όπου είχαν καταλύσει - προήλθε από μια υπηρέτρια, η οποία είπε πω ς είχε ανοίξει την πόρτα σ ’ ένα μικρό, ο οποίος άφησε ένα γράμμα για «τη νεαρή γυναίκα που μένει στο δεύτερο όροφο» - ήταν το τμήμα του σπιτιού που είχε νοικιάσει η κυρία Κλέμενς. Η υπηρέτρια είχε παραδώσει το γράμμα, μετά είχε κατέβει στο ισόγειο και, πέντε λεπτά αργότερα, είχε παρατηρήσει την Ανν να ανοίγει την εξώπορτα και να βγαίνει, φορώντας καπελάκι και σάλι. Είχε μάλλον πάρει το γράμμα μαζί της, γιατί δεν βρέ θηκε πουθενά, και ήταν, κατά συνέπεια, αδύνατον να διαπι στωθεί ποιο κίνητρο της είχε προσφερθεί, και την έκανε να φύ γει από το σπίτι. Θα πρέπει να ήταν ισχυρό κίνητρο, γιατί πο τέ δεν θα έβγαινε μόνη στο Λονδίνο με τη θέλησή της. Αν η
6 10
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
κυρία Κλέμενς δεν το γνώριζε αυτό εκ πείρας, τίποτε δεν δα την παρακινούσε να φύγει με την άμαξα, έστω και για ένα τό σο σύντομο διάστημα όσο είναι το διάστημα μισής ώρας. Μ όλις κατάφερε να συγκεντρώσει τις σκέψεις της, η πρώτη ιδέα που πέρασε φυσιολογικά από το μυαλό της κυρίας Κλέ μενς ήταν να πάει και να ρωτήσει στο άσυλο, όπου φοβόταν ότι είχε οδηγηθεί πάλι η Ανν. Πήγε εκεί την επόμενη μέρα - είχε πληροφορηδεί από την ίδια την Ανν πού ακριβώς βρισκόταν το οίκημα. Η απάντηση που έλαβε -κ α τά πάσα πιθανότητα, η επίσκεψή της δα έγινε μία ή δύο μέρες πριν η ψεύτικη Ανν Κάδερικ παραδοδεί στη φύλαξη του α σ ύλου- ήταν ότι κανένα τέτοιο άτομο δεν είχε μεταφερθεί εκεί. Στη συνέχεια είχε γράψει στην κυρία Κάδερικ στο Γουέλμιγκχαμ, για να μάθει αν είχε δει ή ακούσει το π α ραμικρό για την κόρη της - είχε λάβει κι από κει αρνητική απά ντηση. Μ ετά την απάντηση αυτή, είχε εξαντλήσει πια τις πη γές της, και δεν γνώριζε πού να ρωτήσει, ή τι άλλο να κάνει. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, αγνοούσε πλήρως την αιτία της εξαφάνισης της Ανν - αγνοούσε, φυσικά, και το τέλος της ιστο ρίας της Ανν.
Κεφάλαιο Τριακοστό Πρώτο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτράιr
Μ έχρι εδώ, οι πληροφορίες που είχα λάβει από την κυρία Κλέμενς, αν και αποδείκνυαν γεγονότα για τα οποία δεν ήμουν προη γουμένως ενημερωμένος, ήταν προκαταρκτικού χαρακτήρα μόνο. Ή ταν σαφές ότι οι αλλεπάλληλες απάτες που είχαν οδηγή σει την Ανν Κάδερικ στο Λονδίνο και την είχαν χωρίσει από την κυρία Κλέμενς είχαν διαπραχδεί αποκλειστικά από τον κόμη Φόσκο και την κόμησσα - το ερώτημα αν κάποια στοιχεία της συμπεριφοράς του συζύγου ή της συζύγου ήταν τέτοια που να παραπέμπουν κάποιον από τους δύο στην αρμοδιότητα του νό μου ίσως άξιζε να εξεταστεί μελλοντικά. Αλλά ο στόχος τον οποίο είχα τώρα μπροστά μου με οδηγούσε προς άλλη κατεύθυνση. Ο άμεσος στόχος της επίσκεψής μου στην κυρία Κλέμενς ήταν να επιχειρήσω κάποιο βήμα για την ανακάλυψη του Μυστικού του σερ Πέρσιβαλ· και δεν είχε πει τίποτε, προς το παρόν, που να με βοηδήσει να προχωρήσω στην εξυχνίαση αυτού του μυ στηρίου. Αισδάνδηκα την ανάγκη να προσπαθήσω να ξυπνή σω τις αναμνήσεις της από άλλες εποχές - όταν ξαναμίλησα, το έκανα έχοντας αυτό το στόχο έμμεσα μπροστά μου. «Μ ακάρι να μπορούσα να σας βοηθήσω σ ’ αυτή τη θλιβερή υπόθεση», είπ α «Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να αισθάνομαι
612
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ολόψυχα τη δυστυχία σας. Αν η Ανν ήταν δικό σας παιδί, κυ ρία Κλέμενς, δεν δα μπορούσατε να της δείξετε ειλικρινέστε ρη καλοσύνη· δεν δα μπορούσατε να κάνετε μεγαλύτερες δυσίες για χάρη της». «Δεν έχω κάνει τίποτε σπουδαίο, κύριε», είπε απλά η κυρία Κλέμενς. «Σαν δικό μου παιδί ήταν η δύστυχη. Την ντάντεψα από μωρό, κύριε. Στα χέρια μου μεγάλωσε· και ήταν δύσκολη δουλειά να την αναδρέψω. Δεν δα με πείραξε ίσως τόσο πολύ να τη χάσω, αν δεν της είχα φτιάξει εγώ τα πρώτα ρουχαλάκια της και δεν την είχα δει να κάνει τα πρώτα της βήματα. Πάντα έλεγα ότι την έστειλε ο Θεός για να με παρηγορήσει που δεν απ έ κτησα ποτέ δικό μου παιδί. Και τώρα που χάδηκε, ξανάρχονται στο μυαλό μου τα παλιά και, ακόμη και στην ηλικία μου, δεν μπορώ να μην κλαίω γι’ αυτή - ειλικρινά δεν μπορώ, κύριε!» Περίμενα λίγο, για να δώσω στην κυρία Κλέμενς το χρόνο να συνέλδει. Το φως που αναζητούσα τόσον καιρό ήταν που έβλε π α τώρα να λάμπει -π ο λ ύ μακριά ακόμη- μέσα στις αναμνή σεις της καλής αυτής γυναίκας για τα πρώτα χρόνια της ξωής της αγαπημένης της Ανν. «Γνωρίζατε την κυρία Κάδερικ πριν γεννηδεί η Α νν;» «Ό χι πολύ πριν, κύριε· όχι πάνω από τέσσερις μήνες. Βλε πόμασταν πολύ συχνά οι δυο μας την εποχή εκείνη, αλλά δεν ήμαστε ποτέ φ ίλες». Η φωνή της ήταν σταδερότερη καδώς έδινε αυτή την απάντηση. Όσο οδυνηρές κι αν ήταν πολλές αναμνήσεις της, παρατήρησα ότι ήταν, ασυναίσδητα, ανακούφιση για το μυαλό της να κατα φεύγει στις δυσδιάκριτες κακουχίες του παρελδόντος, μετά από την πολύμηνη παραμονή στις ζωντανές δλίψεις του παρόντος. «Ή σαστε γειτόνισσες εσείς και η κυρία Κάδερικ;» ρώτησα, καδοδηγώντας τη μνήμη της, όσο πιο διακριτικά μπορούσα. «Ν αι, κύριε... γειτόνισσες· στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ». «Ο λντ Γουέλμιγκχαμ; Υπάρχουν δηλαδή δύο μέρη με την ονο μασία αυτή στο Χ άμπσαϊρ;»
613
WI LKI E COL L I NS
«Υπήρχαν την εποχή εκείνη, κύριε - πάνω από εικοσιτρία χρό νια πριν. Έκτισαν μία νέα πόλη σε απόσταση δύο χιλιομέτρων περίπου, κοντά στον ποταμό, και το Ολντ Γουέλμιγκχαμ, που δεν ήταν ποτέ κάτι παραπάνω από χωριό, ήρδε η ώρα που ερημώδηκε. Η νέα πόλη είναι το μέρος που λέγεται τώρα Γουέλμιγκχαμ, αλλά η παλιά ενοριακή εκκλησία είναι ακόμη και τώ ρα η ενοριακή εκκλησία. Στέκει μόνη της, με τα σπίτια κατε δαφισμένα ή ερειπωμένα γύρω της. Είδα δλιβερές αλλαγές στη ζωή μου. Ή ταν ένα ευχάριστο, όμορφο μέρος. Έτσι φάνταζε τότε, στα νιάτα μου». «Ζούσατε εκεί πριν από το γάμο σας, κυρία Κ λέμενς;» «'Οχι, κύριε. Είμαι από το Νόρφολκ. Ούτε και ο άντρας μου ήταν από κει. Ή ταν από το Γκρίμσμπι, όπως σας είπα· και υπη ρέτησε εκεί ως μαδητευόμενος. Αλλά είχε φίλους στα νότια και, μαδαίνοντας ότι υπήρχε μία ελεύδερη δέση, έπιασε δουλειά στο Σαουδάμπτον. Δεν ήταν υπερβολικά κερδοφόρα, αλλά αποτα μίευσε αρκετά· τόσα που δα επέτρεπαν σ ’ έναν απλό άνδρωπο να αποσυρδεί και να εγκατασταδεί στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ. Πήγα εκεί μαζί του όταν με παντρεύτηκε. Δεν ήμαστε νέοι, αλ λά ζήσαμε πολύ ευτυχισμένα χρόνια μαζί - πιο ευτυχισμένα από το γείτονά μας, τον κύριο Κάδερικ· εκείνοι ήρδαν στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ ένα ή δύο χρόνια αργότερα». «Τους γνώριζε ο σύζυγός σ α ς ;» «Τον Κάδερικ, κύριε* όχι τη γυναίκα του. Εκείνη ήταν άγνω στη και στους δυο μας. Κάποιος είχε ενδιαφερδεί για τον Κάδερικ και του εξασφάλισε μια δέση υπαλλήλου στην εκκλησία, που ήταν και ο λόγος για τον οποίο εγκαταστάδηκε στη γειτο νιά μας. Έ φ ερε μαζί του και τη γυναίκα του, που μόλις την εί χε παντρευτεί - όπως ακούσαμε αργότερα, ήταν προσωπική κα μαριέρα της κυρίας μιας οικογένειας που έμενε στο Βάρνεκ Χωλ, κοντά στο Σαουδάμπτον. Ο Κάδερικ είχε προσπαδήσει πολύ για να την πείσει να τον παντρευτεί, κυρίως επειδή μεγαλοπιανόταν. Της είχε κάνει την πρόταση ξανά και ξανά, και τελικά τα
614
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
παράτησε, βλέποντας ότι ήταν τελείως αρνητική. Ό ταν εκείνος εγκατέλειψε την προσπάθεια, ξαφνικά, εκείνη άλλαξε στάση και του είπε ότι θέλει να τον παντρευτεί, χωρίς να δώσει κάποια λο γική εξήγηση για την αλλαγή της. Ο μακαρίτης ο άντρας μου πάντα έλεγε ότι ήταν η ώρα να της δώσει ένα μάθημα. Αλλά ο Κάθερικ την αγαπούσε πολύ για να κάνει κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν την έλεγξε- ούτε πριν παντρευτούν, ούτε μετά. Ή ταν συναι σθηματικός άνθρωπος, και άφηνε τα αισθήματά του να τον π α ρασύρουν μακριά - τώρα προς τη μία κατεύθυνση και ύστερα προς την άλλη. Αυτό θα είχε χαλάσει ακόμη και μία πιο στα θερή σύζυγο από την κυρία Κάθερικ - αν είχε συμβεί να π α ντρευτεί μία τέτοια. Δεν μου αρέσει να μιλώ άσχημα για κανέναν, κύριε, αλλά ήταν μία άκαρδη γυναίκα, με μία φοβερή θέ ληση· της άρεσε να ελκύει το θαυμασμό των άλλων, καθώς και τα ωραία ρούχα, και δεν φρόντιζε να ανταποδίδει στον Κάθερικ την αξιοπρέπεια και το σεβασμό που της πρόσφερε εκείνος. Ο σύζυγός μου, όταν ήρθαν να μείνουν κοντά μας, είχε πει ότι κα τά τη γνώμη του τα πράγματα θα εξελίσσονταν άσχημα· και τα λόγια του αποδείχτηκαν σωστά. Πριν ακόμη συμπληρώσουν τέσ σερις μήνες στη γειτονιά μας, ξέσπασε ένα φοβερό σκάνδαλο και μία θλιβερή αναστάτωση στο σπίτι τους. Και οι δύο είχαν άδικο - φοβάμαι ότι και οι δύο είχαν εξίσου άδικο». «Εννοείτε και ο σύζυγος και η σύζυγος;» «Ω , όχι, κύριε! Δεν εννοώ τον Κάθερικ - αυτός ήταν για λύ πηση και μόνο. Εννοούσα τη γυναίκα του και το άτομο...» «Και το άτομο που προκάλεσε το σκάνδαλο;» «Ναι, κύριε. Έ νας τζέντλεμαν, γεννημένος και μεγαλωμένος σε καλό σπίτι, που θα έπρεπε να δίνει το καλό παράδειγμα. Τον ξέρετε, κύριε - και η αγαπημένη μου Ανν τον ήξερε, και πολύ καλά μάλιστα». «Ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ;» «Ν αι. Ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ!» Η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα - σκεφτόμουν ότι ίσως είχα
6I5
WI LKI E COLLI NS
την απόδειξη στο χέρι μου. Πόσα λίγα ήξερα, τότε, για τις στρο φές του λαβύρινθου που 9α συνέχιζε να μας παραπλανά! «Έμενε στην περιοχή σας ο σερ Πέρσιβαλ την εποχή εκείνη;» ρώτησα. «Ό χι, κύριε. Ή ρ θ ε κοντά μας σαν ξένος. Ο π α τέρ ας του εί χε πεθάνει, λίγο καιρό πριν, στο εξωτερικό. Θυμάμαι ότι πεν θούσε. Εγκαταστάθηκε στο μικρό πανδοχείο στον ποταμό -τ ο γκρέμισαν αργότερα- όπου πήγαιναν για ψάρεμα οι κύριοι. Δεν προκάλεσε καμιά ιδιαίτερη προσοχή όταν πρω τοήρθε - ήταν πολύ συνηθισμένο να έρχονται κύριοι από όλα τα μέρη της Ευ ρώπης, για να ψαρέψουν στο ποτάμι μας». «Εμφανίστηκε στο χωριό πριν γεννηθεί η Α νν;» «Ν αι, κύριε. Η Ανν γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1827 - και νο μίζω ότι εκείνος ήρθε στα τέλη Απριλίου ή τις αρχές Μ αϊου». « Ή ρ θ ε σαν άγνωστος σε όλους σας; Αγνωστος και στην κυ ρία Κάθερικ, όπως και στους υπόλοιπους γείτονες;» «Έτσι νομίσαμε στην αρχή, κύριε. Αλλά όταν ξέσπασε το σκάν δαλο, κανένας δεν πίστεψε ότι δεν γνωρίζονταν. Θυμάμαι πώς έγινε, σαν να ήταν χθες. Ο Κάθερικ μπήκε ένα βράδυ στον κή πο μας και μας ξύπνησε ρίχνοντας μια χούφτα χαλίκια από το δρομάκι στο παράθυρό μας. Τον άκουσα να παρακαλεί το σύ ζυγό μου, στο όνομα του Θεού, να κατέβει για να μιλήσουν. Έμει ναν για πολλή ώρα μαζί, κουβεντιάζοντας στην αυλή. Ό τα ν ο άντρας μου ανέβηκε πάνω, έτρεμε ολόκληρος. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και μου είπε: “Λίζι! Πάντα σου έλεγα ότι αυτή η γυναίκα ήταν κακιά γυναίκα· πά ντα σου έλεγα ότι θα έχει κα κό τέλος. Φοβάμαι, α π ’ ό,τι κατάλαβα, ότι το τέλος έχει ήδη έλθει. Ο Κάθερικ βρήκε πολλά δαντελωτά μαντίλια, δύο ωραία δαχτυλίδια και ένα καινούργιο χρυσό ρολόι με αλυσίδα κρυμ μένα στο συρτάρι της γυναίκας του -π ρ ά γμ α τα που μόνο μια γεννημένη αρχόντισσα θα μπορούσε να έ χει- και η γυναίκα του δεν εννοεί να του πει πώς τα απέκτησε”. “ Νομίζει ότι τα έκλε ψ ε;” ρώτησα. “Ό χι”, μου είπε. “ Η κλοπή θα ήταν βέβαια κάτι
616
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
κακό· αλλά τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα - δεν είχε την ευκαιρία να κλέψει τέτοια πράγματα· και δεν είναι γυναίκα που δα τα έκλεβε αν είχε την ευκαιρία. Είναι δώρα, Λίζι! Υπάρχουν τα αρχικά της σκαλισμένα στο ρολόι, και ο Κάδερικ την έχει δει να μιλάει ιδιαιτέρως και να φέρεται ανάρμοστα για μια παντρεμένη με αυτό τον κύριο που πενδεί, τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Μην πεις λέξη γι’ αυτό. Τον ηρέμησα τον Κάδερικ για απόψε. Του είπα να κρατήσει κλειστό το στόμα του, και τα μάτια του και τ ’ αυτιά του ανοιχτά, και να περιμένει μία ή δύο μέρες μέχρι να βεβαιωδεί απόλυτα”. “ Νομίζω ότι κάνετε και οι δύο λάδος”, είπα. “Δεν είναι στο χαρακτήρα της κυρίας Κάδερικ, όπως την έχουμε γνωρίσει εδώ, να διαμορφώσει μια τέτοια σχέση με έναν άγνωστο όπως ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ”. “ Είναι, όμως, άγνω στος;” είπε ο άντρας μου. “Ξεχνάς πώς έγινε και παντρεύτηκε τον Κάδερικ; Πήγε η ίδια και του ζήτησε να παντρευτούν, αφού πρώτα είχε αρνηδεί κατ’ επανάληψη όταν της το πρότεινε εκεί νος. Έχουν υπάρξει και παλιότερα αμαρτωλές γυναίκες, Λίζι, οι οποίες χρησιμοποίησαν έντιμους άντρες, που τις αγάπησαν, για να βγουν από μια δύσκολη δέση. Φοβάμαι ότι η κυρία Κάδερικ είναι το ίδιο αμαρτωλή όσο και οι χειρότερες α π ’ αυτές. Θα δούμε”, είπε ο άντρας μου· “σύντομα δα δούμε”. Και μό λις δύο μέρες μετά, είδαμε!» Η κυρία Κλέμενς έκανε μια μικρή παύση. Κι εγώ, ήδη από εκείνη τη στιγμή είχα αρχίσει να αμφιβάλω αν η απόδειξη που προς στιγμήν νόμισα ότι είχα στα χέρια μου ήταν όντως το Μ υ στικό, και ότι η αποκάλυψη αυτή με οδηγούσε πραγματικά στο κέντρο του λαβύρινδου. Ή ταν αυτή η συνηδισμένη, πολύ συνηδισμένη ιστορία της προδοσίας ενός άντρα και της αδυνα μίας μιας γυναίκας το κλειδί ενός Μυστικού που αποτελούσε το φόβο της ζωής του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ; «Ο Κάδερικ άκουσε τη συμβουλή του άντρα μου και περίμενε», συνέχισε η κυρία Κλέμενς. «Και πράγματι, όπως σας είπα προηγουμένως, δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Δύο μέρες
6 17
WI LKI E COL L I NS
μετά, βρήκε τη γυναίκα του και τον σερ Πέρσιβαλ να κουβεντιάζουν με μεγάλη οικειότητα κοντά στο σκευοφυλάκιο της εκκλησίας. Υποθέτω πως 9α θεώρησαν ότι το σκευοφυλάκιο ήταν το τε λευταίο μέρος στον κόσμο που 9α σκεφτόταν κανείς να τους αναζητήσει· αλλά, όπως και να ’ναι, εκεί τους βρήκε. Ο σερ Πέρσιβαλ, που φαίνεται ότι ξαφνιάστηκε και σάστισε, υπερα σπίστηκε τον εαυτό του με τόσο ένοχο τρόπο, που ο φτωχός Κάδερικ (για τον ευερέθιστο χαρακτήρα του οποίου σας έχω μιλήσει ήδη) έχασε την ψυχραιμία του και χτύπησε τον σερ Πέρσιβαλ. Δεν ήταν ισάξιος αντίπαλος -λ υπ ά μ α ι που το λέω αυ τ ό - του ανθρώπου ο οποίος τον είχε αδικήσει, και κακοποιή θηκε με τον πιο βάναυσο τρόπο, πριν οι γείτονες, που είχαν τρέξει εκεί ακούγοντας τη φασαρία, προλάβουν να τους χωρίσουν. Ό λ α αυτά έγιναν προς το βράδυ· και πριν νυχτώσει, ο Κάθερικ είχε φύγει. Κανένας δεν ήξερε για πού. Κανένας από το χωριό δεν τον ξαναείδε. Γνώριζε πολύ καλά πια ποιος ήταν ο ποταπός λόγος για τον οποίο τον είχε παντρευτεί η γυναίκα του· και είχε πληγωθεί πολύ από τη δυστυχία και την ντροπή - ιδιαίτε ρα μετά τα όσα είχαν συμβεί ανάμεσα σ ’ αυτόν και τον σερ Πέρσιβαλ. Ο εφημέριος της ενορίας δημοσίευσε μία αγγελία στην εφημερίδα, παρακαλώ ντας τον να επιστρέφει και λέγοντάς του ότι δεν θα έχανε τη θέση του ή τους φίλους του. Αλλά ο Κάθερικ ήταν πολύ υπερήφανος, όπως είπαν κάποιοι -π ο λ ύ συ ναισθηματικός, όπως νομίζω εγώ, κύ ρ ιε- για να ξαναδεί τους γείτονές του και να προσπαθήσει να ζήσει με την ανάμνηση της ντροπής του. Ο άντρας μου είχε νέα του, όταν είχε φύγει πια από την Αγγλία· και είχε και δεύτερη φ ορά νέα του, όταν εγκα ταστάθηκε και τακτοποιήθηκε στην Αμερική. Ζει εκεί τώρα, α π ’ όσο ξέρω. Αλλά κανένας μας στην πατρίδα -κ α ι κυρίως η ξε διάντροπη γυναίκα τ ο υ - δεν πρόκειται να τον ξαναδεί». «Τι απέγινε ο σερ Π έρσιβαλ;» ρώτησα. «Εκείνος παρέμεινε στην περιοχή;» «Ό χι, κύριε. Το μέρος δεν τον σήκωνε πια. Καβγάδισε με την
6/8
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
κυρία Κάδερικ την ίδια νύχτα που ξέσπασε το σκάνδαλο, και το άλλο πρωί έφυγε». «Και η κυρία Κάδερικ; Μ άλλον δεν δα παρέμεινε στο χω ριό, ανάμεσα στους ανδρώπους που γνώριζαν τη ντροπή της». «Κι όμως, κύριε! Ή ταν αρκετά σκληρή και αρκετά άκαρδη. Αγνόησε τη γνώμη των γειτόνων της. Διακήρυξε σε όλους, από τον εφημέριο και κάτω, ότι ήταν δύμα ενός φρικτού λάδους, και όλοι αυτοί που μιλούσαν σε βάρος της δεν δα κατάφερναν να τη διώξουν από το χωριό σαν να ήταν ένοχη. Ό σο έζησα εκεί, έμενε κι εκείνη στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ· και, μετά από μένα, όταν κτίστηκε η νέα πόλη, και οι αξιοπρεπείς γείτονες άρχισαν να με τακομίζουν εκεί, μετακόμισε κι εκείνη, σαν να ήταν αποφασι σμένη να ζήσει ανάμεσά τους και να τους σκανδαλίζει ως το τέ λος. Εκεί είναι και τώρα, κι εκεί δα μείνει, αδιαφορώντας για τη γνώμη τους, μέχρι τη μέρα που δα πεδάνει». «Και πώ ς έζησε όλα αυτά τα χρόνια ;» ρώτησα. «Ε ίχε ο άντρας της την ικανότητα και τη διάδεση να τη βοηδάει;» «Και την ικανότητα και τη διάδεση, κύριε», είπε η κυρία Κλέμενς. «Στο δεύτερο γράμμα που έστειλε στο σύζυγό μου έγρα φε ότι η γυναίκα αυτή είχε το όνομά του, ζούσε στο σπίτι του και, όσο αμαρτωλή κι αν ήταν, δεν έπρεπε να καταντήσει ζη τιάνα στους δρόμους. Ή ταν σε δέση να της εξασφαλίσει ένα μικρό επίδομα το οποίο δα μπορούσε να το εισπράττει κάδε τρεις μήνες στο Λονδίνο». «Δέχτηκε εκείνη το επίδομα ;» «Ούτε ένα φαρδίνι α π’ αυτό, κύριε. Είπε ότι δεν δα υποχρεωνόταν ποτέ στον Κάδερικ για το παραμικρό, έστω κι αν ζούσε ως τα εκατό. Και κράτησε το λόγο της όλα αυτά τα χρόνια. Ό τα ν ο αγαπημένος μου άντρας πέδανε, και άφησε τα πά ντα σε μένα, το γράμμα του Κάδερικ περιήλδε στην κατοχή μου μαζί με άλ λα πράγματα, και της είπα να με ενημερώσει αν βρισκόταν π ο τέ σε κατάσταση ανάγκης. “Θα φροντίσω να μάδει όλη η Αγγλία ότι έχω ανάγκη”, είπε, “πριν το πω στον Κάδερικ ή σε κάποιον
619
WI LKI E COLLI NS
φίλο του Κάδερικ. Αυτή είναι η απάντηση μου· και να του τη δώσετε, αν σας ξαναγράψει” ». «Υ ποδέτετε ότι είχε δικά της χρήματα;» «Π ολύ λίγα -α ν είχε κ ά π ο ια - κύριε. Οι φήμες έλεγαν -κ α ι φοβάμαι ότι ήταν α λ ή δεια - ότι τα οικονομικά μέσα για τη δια βίωσή της της τα εξασφάλιζε ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ». Μ ετά α π ’ αυτή την τελευταία απάντηση, περίμενα λίγο, για να σκεφτώ όσα είχα ακούσει. Αν αποδεχόμουν ανεπιφύλακτα τα όσα είχα ακούσει ως τώρα, για μένα πλέον ήταν σαφές ότι δεν είχα πλησιάσει, άμεσα ή έμμεσα, το Μυστικό, και ότι η προσπάδειά μου είχε καταλήξει και πάλι σε μια αδιαμφισβήτητη και αποκαρδιωτική αποτυχία. Α λλά υπήρχε ένα σημείο στη διήγηση που με έκανε να αμ φιβάλω αν έπρ επ ε να δεχδώ ανεπιφ ύλακτα όσα είχα ακούσει, και υποδήλωνε ότι κάτι κρυβόταν κάτω από την επιφάνεια. Δεν μπορούσα να κατανοήσω το γεγονός ότι η ένοχη σύζυ γος είχε επιλέξει να ζήσει εκούσια όλη την υπόλοιπη ζωή της στον τόπο της ντροπής της. Η άποψη ότι είχε διαλέξει αυτή την παράξενη στάση ως πρακτική απόδειξη της αδωότητάς της δεν με ικανοποιούσε. Θεωρούσα πω ς ήταν πιο φυσιολογικό και πιο πιδανό να υποδέσω ότι δεν ήταν ελεύδερη στις επιλογές της, όπως διατεινόταν. Σ ’ αυτή την περίπτωση αυτή, ποιο ήταν το άτομο που δα είχε τη δύναμη να της επιβάλει να παραμείνει στο Γουέλμιγκχαμ; Αναμφισβήτητα, το άτομο από το οποίο αντλού σε τα μέσα για την επιβίωσή της! Είχε αρνηδεί βοήδεια από το σύζυγό της, δεν είχε επαρκείς δικές της πηγές, ήταν μία άφι λη, ταπεινωμένη γυναίκα. Από ποια πηγή δα αντλούσε βοήδεια; Τώρα ήμουν απολύτως σίγουρος ότι η πηγή που την τροφοδο τούσε με τα απαραίτητα για να ζήσει ήταν μία: Ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ! Καταλήγοντας με τη λογική στις υποδέσεις αυτές, και έχοντας πά ντα κατά νου το μοναδικό βέβαιο γεγονός να με οδηγεί, ότι
620
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
η κυρία Κάθερικ γνώριζε το Μυστικό, εύκολα κατάλαβα ότι ήταν προς το συμφέρον του σερ Πέρσιβαλ να την υποχρεώνει να μέ νει στο Γουέλμιγκχαμ. επειδή ο χαρακτήρας της στην περιοχή αυτή ήταν βέβαιο ότι 9α την απομόνωνε από κά9ε επαφή με τις γειτόνισσές της, και δεν 9α της έδινε την ευκαιρία να μιλήσει απερίσκεπτα, σε στιγμές ελεύθερης επικοινωνίας με περίεργες επιστήθιες φίλες. Αλλά ποιο ήταν το μυστήριο που έπρεπε να παραμείνει κρυφό; 'Οχι η πασίγνωστη σχέση του σερ Πέρσιβαλ με την ντροπιασμένη κυρία Κάθερικ - οι γείτονες όλοι τη γνώ ριζαν ούτε η υποψία ότι ήταν ο πα τέρας της Ανν - το Γουέλμιγκχαμ ήταν το μέρος όπου, αναπόφευκτα, υπήρχε η υποψία αυτή. Αν αποδεχόμουν τα ένοχα στοιχεία που μου περιγράφονταν όσο ανεπιφύλακτα τα είχαν αποδεχθεί και άλλοι· αν αντλού σα α π ’ αυτά το ίδιο επιπόλαιο συμπέρασμα το οποίο είχαν αντλήσει ο κύριος Κάθερικ και οι γείτονές του, πού υπήρχε το ενδεχόμενο, σ’ αυτά που είχα ακούσει, ενός επικίνδυνου Μυ στικού που το κατείχαν ο σερ Πέρσιβαλ και η κυρία Κάθερικ, και το οποίο είχε διαφυλαχτεί από τότε μέχρι και σήμερα; Κι όμως, σ ’ αυτές τις κρυφές συναντήσεις, σ ’ εκείνα τα οι κεία ψιθυρίσματα ανάμεσα στη γυναίκα του υπαλλήλου και τον «τζέντλεμαν που πενθούσε», υπήρχε, π έρ α από κάθε αμ φιβολία, το στοιχείο που με ενδιέφερε να ανακαλύψω. Ή ταν δυνατόν τα φαινόμενα, στην περίπτωση αυτή, να έδει χναν προς μία κατεύθυνση, ενώ η αλήθεια βρισκόταν, όλο αυ τό το διάστημα, καλυμμένη, σε μιαν άλλη; Ή ταν δυνατόν να εί ναι αλήθεια ο ισχυρισμός της κυρίας Κάθερικ ότι ήταν θύμα ενός φρικτού λάθους; Ή ταν δυνατόν να είχε στηρίξει ο σερ Πέρσιβαλ την υποψία που ήταν εσφαλμένη, προκειμένου να συγκαλύψει μια άλλη υποψία, η οποία ήταν αληθής; Εδώ, αν μπορούσα να τη βρω* εδώ βρισκόταν η ανακάλυψη του Μυστικού, το οποίο ήταν κρυμμένο βαθιά κάτω από την επιφάνεια της ελάχιστα υπο σχόμενης ιστορίας την οποία μόλις είχα ακούσει.
621
WI LKI E COL L I NS
Οι επόμενες ερωτήσεις μου στράφηκαν τώρα στο αν ο κύριος Κάδερικ ήταν βέβαιος για τη μοιχεία της γυναίκας του. Οι απ α ντήσεις που έλαβα από την κυρία Κλέμενς δεν μου άφησαν την παραμικρή αμφιβολία. Η κυρία Κάδερικ είχε, αποδεδειγμένα, εκδέσει την υπόληψή της, όταν ήταν ανύπαντρη, με κάποιον άγνωστο, και είχε παντρευτεί, για να σώσει τα προσχήματα. Επιβεβαιώδηκε, μέσα από υπολογισμούς στους οποίους δεν είναι ανάγκη να αναφερδώ, ότι η κόρη που είχε το όνομα του άντρα της δεν ήταν παιδί του άντρα της. Το επόμενο αντικείμενο έρευνας -α ν , δηλαδή, ήταν εξίσου βέβαιο ότι ο σερ Πέρσιβαλ πρέπει να ήταν ο πα τέρ ας της Α ννσυνοδευόταν από πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες. Δεν ήμουν σε δέση να εξετάσω στην περίπτωση αυτή τις πιδανότητες υπέρ της μιας ή της άλλης εκδοχής με ένα πιο αξιόπιστο τεστ, π έ ρα από το τεστ της προσωπικής ομοιότητας. «Υποδέτω ότι δα βλέπατε συχνά τον σερ Πέρσιβαλ όταν ήταν στο χωριό σας», είπα. «Ν αι, κύριε. Πολύ συχνά», απάντησε η κυρία Κλέμενς. «Π αρατηρήσατε ποτέ αν η Ανν του έμοιαζε;» «Δεν του έμοιαζε καδόλου, κύριε». «Έμοιαζε στη μητέρα της, τό τε;» «Ο ύτε στη μητέρα της, κύριε. Η κυρία Κάδερικ ήταν μελα χρινή και στρογγυλοπρόσωπη». Ούτε στη μητέρα της, ούτε και στον υποτιδέμενο πα τέρα της. Ή ξερ α ότι το τεστ της προσωπικής ομοιότητας δεν ήταν από λυτα ασφαλές· από την άλλη, δεν μπορούσε και να απορριφδεί τελείως. Μ ήπως ήταν δυνατόν να ενισχύσει το αποδεικτικό υλι κό η ανακάλυψη κάποιων στοιχείων που σχετίζονταν με τη ζωή της κυρίας Κάδερικ και του σερ Πέρσιβαλ, πριν κάποιος από τους δύο εμφανιστεί στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ; Ό τα ν έκανα τις επόμενες ερωτήσεις μου, τις έκανα α π ’ αυτή τη σκοπιά. «Ό τα ν ο σερ Πέρσιβαλ πρω τοήρδε στη γειτονιά σας», είπα, «ακούσατε από πού είχε έλδει;»
622
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Ό χι, κύριε. Κάποιοι είπαν από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ και κάποιοι άλλοι είπαν από τη Σκωτία· αλλά κανένας δεν ήξερε ακριβώς να πει». «Η κυρία Κάδερικ εργαζόταν και έμενε στο Βάρνεκ Χωλ πριν από το γάμο τη ς ;» «Ν αι, κύριε». «Και εργαζόταν καιρό εκεί;» «Τρία ή τέσσερα χρόνια, κύριε - δεν είμαι απόλυτα βέβαιη». «Ακούσατε ποτέ το όνομα του κυρίου στον οποίο ανήκε τό τε το Βάρνεκ Χωλ;» «Ναι, κύριε. Ή ταν ταγματάρχης. Ο ταγματάρχης Ντόνδορν». «Ή ξερ ε ή άκουσε ποτέ ο κύριος Κάδερικ, ή κάποιος άλλος που γνωρίζατε, αν ο σερ Πέρσιβαλ ήταν φ ίλος του ταγματάρ χη Ντόνδορν ή αν είδαν ποτέ τον σερ Πέρσιβαλ κοντά στο Βάρ νεκ Χωλ;» «Π οτέ ο Κάδερικ, κύριε, α π ’ όσο μπορώ να δυμηδώ· ούτε και κανένας άλλος, α π ’ ό,τι ξέρω». Σημείωσα το όνομα και τη διεύδυνση του ταγματάρχη Ν τόν δορν για την περίπτωση που μπορεί να ήταν ακόμη ζωντανός και ίσως ήταν χρήσιμο κάποια στιγμή, στο μέλλον, να απευδυνδώ σ’ αυτόν. Στο μεταξύ, η εντύπωση που είχα πια σχηματίσει ήταν τώρα αντίδετη προς την άποψη ότι ο σερ Πέρσιβαλ ήταν π α τέρας της Ανν, και αποφασιστικά υπέρ του συμπεράσματος ότι το Μυστικό των κρυφών συνομιλιών με την κυρία Κάδερικ ήταν τελείως άσχετο με την ντροπή την οποία είχε προσάψει αυτή η γυναίκα στο καλό όνομα του άντρα της. Δεν μπορούσα να σκεφτώ άλλες ερωτήσεις που δα μπορούσα να κάνω για να ενισχύσω αυτή την εντύπωση. Το μόνο που έκανα ήταν να ενδαρρύνω την κυρία Κλέμενς να μιλήσει στη συνέχεια για τα π α ι δικά χρόνια της Ανν, ελπίζοντας ότι δα έλεγε κάτι που ίσως μου φαινόταν χρήσιμο. «Δεν έχω ακούσει ακόμη», είπα, «πώ ς έγινε και το φτωχό παιδί, που γεννήδηκε μέσα σ ’ όλη αυτή την αμαρτία και τη
62 3
WI LKI E COL L I NS
δυστυχία, περιήλδε στη δική σας φροντίδα, κυρία Κλέμενς». «Δεν υπήρχε καμιά άλλη, κύριε, να αναλάβει το μικρό ανυ περάσπιστο πλάσμα, απάντησε η κυρία Κλέμενς. «Η αμαρ τωλή μητέρα έδειχνε να το μισεί -σ α ν να έφταιγε το δύστυχο μ ωρό!- από τη μέρα που γεννήδηκε. Το πονούσε η καρδιά μου, και προσφέρδηκα να το μεγαλώσω σαν να ήταν δικό μου». «Και παρέμεινε απολύτως υπό τη φροντίδα σας από τό τε;» «'Οχι απολύτως, κύριε. Η κυρία Κάδερικ είχε τις παραξενιές της και τις ιδιοτροπίες της. κατά διαστήματα, και διεκδικούσε κάδε τόσο το παιδί, σαν να ’δελε να με τιμωρήσει που το μεγάλωνα. Α λλά αυτές οι κρίσεις της δεν κρατούσαν πολύ. Η δύσμοιρη Ανν ξαναρχόταν πά ντα σε μένα, και χαιρόταν που ξαναγύριζε - παρόλο που έκανε στενόχωρη ζωή στο σπίτι μου - δεν είχε συντροφιά στα παιχνίδια, όπως άλλα παιδιά, για να διασκεδάζει. Ο μεγαλύτερος χωρισμός μας ήταν όταν η μητέ ρα της την πήγε στο Λίμεριτζ. Τότε ήταν που έχασα τον άντρα μου* και αισδάνδηκα πω ς ήταν ευτύχημα που η Ανν δεν ήταν στο σπίτι να ζήσει εκείνη τη φοβερή δλίψη. Ή ταν μεταξύ δέ κα και έντεκα ετών τότε - αργή στα μαδήματα της, η δύστυ χη, και όχι τόσο χαρούμενη όσο άλλα παιδιά· αλλά τόσο όμορ φ ο κοριτσάκι, που χαιρόσουν να το βλέπεις. Περίμενα στο σπί τι μέχρι που την ξανάφερε η μητέρα της, και μετά της έκανα την πρόταση να την πάρω μαζί μου στο Λονδίνο - η αλήδεια ήταν, κύριε, ότι δεν άντεχε η καρδιά μου να μείνω στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ μετά το δάνατο του συζύγου μου· το μέρος ήταν π ια πολύ ζοφερό για μένα». «Συμφώνησε η κυρία Κάδερικ με την πρότασή σ ας;» «'Οχι, κύριε. Επέστρεψε από το Λίμεριτζ σκληρότερη και επιδετικότερη από ποτέ. Ο κόσμος έλεγε ότι είχε αναγκαστεί να ζη τήσει την άδεια του σερ Πέρσιβαλ για να φύγει, και ότι πήγε να περιποιηδεί την ετοιμοδάνατη αδελφή της στο Λίμεριτζ, επειδή οι φήμες έλεγαν ότι η δύστυχη γυναίκα είχε κάποιες οικονομίες στην άκρη - η αλήδεια ήταν ότι τα λεφτά που είχε αφήσει δεν
6 24
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α MEJ TA ΑΣ ΠΡ Α
έφταναν ούτε για την κηδεία της. Τα γεγονότα αυτά ίσως να εί χαν επηρεάσει την κυρία Κάδερικ· ήταν πολύ πιθανό· αλλά το βέβαιο είναι ότι δεν ήδελε να πάρω το παιδί μαζί μου. Έδινε την εντύπωση πως της άρεσε να μας στενοχωρεί και τις δύο χωρίζοντάς μας. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να συμβου λεύσω την Ανν και να της πω ιδιαιτέρως πως αν ποτέ βρισκό ταν σε δύσκολη δέση, μπορούσε να έλδει σε μένα. Πέρασαν, όμως, χρόνια, μέχρι να αποκτήσει την ελευθερία να το κάνει. Δεν την ξαναείδα, τη δύστυχη, πριν από τη νύχτα που το έσκα σε από το ψυχιατρείο». «Γνωρίζετε, κυρία Κλέμενς, γιατί την έκλεισε στο ψυχιατρείο ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ;» «Τα μόνα που γνωρίζω είναι αυτά που μου είπε η ίδια η Ανν, κύριε. Η δύσμοιρη μιλούσε συχνά ασυνάρτητα για το θέμα αυ τό. Έλεγε ότι η μητέρα της είχε να φυλάξει κάποιο Μυστικό του σερ Πέρσιβαλ και της το είχε εμπιστευτεί, όταν εγώ είχα φύγει π ια από το Χάμπσαϊρ· κι όταν ο σερ Πέρσιβαλ ανακά λυψε ότι το ήξερε, την έκλεισε στο άσυλο. Αλλά ποτέ δεν μου είπε ποιο ήταν το Μυστικό, όταν τη ρωτούσα. Το μόνο π ου μου έλεγε ήταν ότι η μητέρα της θα μπορούσε να καταστρέψει τον σερ Πέρσιβαλ, αν το αποφάσιζε. Ίσως η κυρία Κάθερικ να της είχε πει μόνο αυτό, και τίποτε περισσότερο. Είμαι σχεδόν βέ βαιη ότι θα είχα μάθει όλη την αλήθεια από την Ανν, αν π ρ α γ ματικά τη γνώριζε, όπως υποστήριζε - κι όπως πιθανώς να φ α νταζόταν ότι συνέβαινε, η άμοιρη». Η ιδέα αυτή είχε περάσει περισσότερες από μία φορές από το μυαλό μου. Είχα ήδη πει στη Μάριαν ότι αμφέβαλλα αν η Λώρα βρισκόταν πραγματικά στο σημείο να κάνει κάποια σημαντι κή ανακάλυψη όταν ο κόμης Φόσκο διέκοψε τη συνάντησή της με την Ανν Κάθερικ στο υπόστεγο. Ή ταν φυσικό, λόγω της δια νοητικής κατάστασης της Ανν, να υποθέτει ότι γνώριζε το Μ υ στικό εξαιτίας μιας αόριστης υποψίας και μόνο, η οποία προερ χόταν από υπαινιγμούς που απρόσεκτα είχε αφήσει η μητέρα
625
WI LKI E COL L I NS
της να της ξεφύγουν ενώ ήταν παρούσα. Η ένοχη δυσπιστία του σερ Πέρσιβαλ δα του υπαγόρευε με βεβαιότητα την εσφαλμέ νη εντύπωση ότι η Ανν ήξερε τα πάντα από τη μητέρα της, όπως του είχε καρφωδεί αργότερα στο μυαλό η εξίσου εσφαλμένη υπο ψία ότι η γυναίκα του ήξερε τα πάντα από την Ανν. Η ώρα περνούσε- κόντευε μεσημέρι. Ή ταν αμφίβολο, στην περίπτωση που έμενα περισσότερο, αν δα μάδαινα από την κυρία Κλέμενς κάτι περισσότερο, το οποίο δα μπορούσε να εί ναι χρήσιμο για το σκοπό μου. Είχα ήδη συγκεντρώσει εκείνες τις τοπικές και οικογενειακές πληροφορίες, σε σχέση με την κυρία Κάδερικ, φυσικά, τις οποίες έψαχνα· και είχα καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα, εντελώς καινούργια, που ίσως με βοηδούσαν πολύ, προκειμένου να κατευδύνω την πορεία των μελλοντικών ενεργειών μου. Σηκώδηκα να ευχαριστήσω την κυρία Κλέμενς για τη φιλική προδυμία που είχε επιδείξει στην παροχή των πληροφοριών που αναζητούσα. Θα έφευγα. «Φοβάμαι ότι σας κούρασα με τις ερωτήσεις μου», είπ α «Σας ταλαιπώρησα με περισσότερες ερωτήσεις α π ’ όσες δα ανεχό ταν να απαντήσει ο οιοσδήποτε». «Είστε εγκάρδια ευπρόσδεκτος, κύριε, κι εγώ έτοιμη να μι λήσω για οτιδήποτε μπορώ να σας πω», απάντησε η κυρία Κλέ μενς. Σώπασε για μια στιγμή. «Α λλά μακάρι», συνέχισε η φτω χή γυναίκα, «να μου είχατε πει κάτι περισσότερο για την Ανν, κύριε. Μ ου φάνηκε ότι διέκρινα κάτι στο πρόσωπό σας όταν μπήκατε· κάτι που έδειχνε ότι δα μπορούσατε να το κάνετε. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο σκληρό είναι να μην ξέρω καν αν ζει ή πέδανε. Θα μπορούσα να το αντέξω αν ήμουν βέ βαιη. Είπατε ότι δεν περιμένετε πως δα την ξαναδούμε ζωντανή. Γνωρίζετε, κύριε, αληδινά γνωρίζετε ότι ο Θεός αποφάσισε να την πάρει κοντά το υ ;» Δεν ήμουν αδιάφορος μπροστά σ ’ αυτή την παράκληση· δα ήταν απερίγραπτα χυδαίο και σκληρό εκ μέρους μου αν αρνιόμουν να απαντήσω.
626
____
__
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Φ οβάμαι πως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή είναι η αλή9εια», απάντησα ευγενικά. «Έχω τη βεβαιότητα ότι τα βάσα νά της σ ’ αυτόν τον κόσμο έχουν τελειώσει». Η δύστυχη γυναίκα σωριάστηκε στην καρέκλα της και έκρυ ψε το πρόσωπό της, «Ω , κύριε», είπε. «Πώς το ξέρετε; Ποιος μπορεί να σας το είπ ε;» «Κανένας δεν μου το είπε, κυρία Κλέμενς. Αλλά έχω λόγους να το δεωρώ βέβαιο* λόγους που υπόσχομαι ότι δα μάδετε, αμέ σως μόλις δα είμαι σε δέση να σας τους εξηγήσω. Είμαι βέβαιος ότι δεν ήταν παραμελημένη στις τελευταίες στιγμές της· είμαι βέβαιος ότι το καρδιακό νόσημα από το οποίο έπασχε ήταν η αληδινή αιτία του δανάτου της. Σύντομα δα νιώσετε το ίδιο βέ βαιη για το γεγονός αυτό όσο κι εγώ - δα μάδετε, σύντομα, ότι είναι δαμμένη σ’ ένα ήσυχο επαρχιακό νεκροταφείο· σ’ ένα όμορ φο, γαλήνιο μέρος, το οποίο ίσως να διαλέγατε και η ίδια». «Π έδανε!» είπε η κυρία Κλέμενς. «Πέδανε τόσο νέα! Κι εγώ έζησα για να το ακούσω! Εγώ της έφτιαξα τα πρώτα κοντά φου στανάκια της. Εγώ της έμαδα να περπατάει. Την πρώτη φορά που είπε “Μ αμά”, το είπε σε μένα. Και, τώρα, εγώ είμαι εδώ, και η Ανν έφυγε! Είπατε, κύριε», είπε η φτωχή γυναίκα, απομακρύνσντας το μαντίλι από το πρόσωπό της και κοιτάζοντάς με για πρώτη φορά, «είπατε ότι είχε ωραία κηδεία; Ή ταν το είδος της κηδείας που ίσως δα είχε αν ήταν πραγματικά παιδί μου;» Τη διαβεβαίωσα πως ναι. Φάνηκε να δέχεται με απερίγραπτη ανακούφιση την απάντησή μου* να βρίσκει σ ’ αυτή μια πα ρη γοριά, την οποία καμιά ευγενικότερη σκέψη δεν δα μπορούσε να προσφέρει. «Θ α μάτωνε η καρδιά μου», είπε απλά, «αν η Ανν δεν είχε κηδευτεί ωραία. Αλλά πώς το ξέρετε, κύριε; Σε σας ποιος το είπ ε;» Για άλλη μια φορά της ζήτησα να περιμέ νει ως τη στιγμή που δα ήμουν σε δέση να της μιλήσω ανεπι φύλακτα. « Ν α είστε σίγουρη ότι δα με ξαναδείτε», είπα· «για τί έχω μια χάρη να σας ζητήσω όταν δα είστε κάπως πιο ήρε μη - ίσως σε μία ή δύο μέρες».
62 7
WI LKI E C OL L I NS
«Μ η με αφήσετε να περιμένω, κύριε», είπε η κυρία Κλέμενς. «Μ η σας απασχολεί που κλαίω. Πείτε μου, αν μπορώ να φανώ χρήσιμη. Αν έχετε κάτι στο μυαλό σας να πείτε, πα ρ α καλώ να το πείτε τώρα». «Θέλω να σας κάνω μια τελευταία ερώτηση», είπα. «Θέλω να μάδω τη διεύδυνση της κυρίας Κάδερικ στο Γουέλμιγκχαμ». Το αίτημά μου ξάφνιασε τόσο πολύ την κυρία Κλέμενς, ώστε, προς στιγμήν, ακόμη και τα νέα του δανάτου της Ανν φ άνη καν να σβήνουν από το μυαλό της. Τα δάκρυά της έπαψαν ξαφ νικά να τρέχουν και έμεινε να με κοιτάξει έκπληκτη. «Για το όνομα του Θεού, κύριε!» είπε. «Τι δέλετε από την κυ ρία Κάδερικ;» «Θέλω το εξής, κυρία Κλέμενς», απάντησα. «Θέλω να μά δω το Μυστικό εκείνων των ιδιαίτερων συναντήσεών της με τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Υπάρχει κάτι περισσότερο -πηγάζει από τα όσα μου είπατε για την προηγούμενη συμπεριφορά της γυ ναίκας αυτής και τις προηγούμενες σχέσεις αυτού του άντρα μαζί τη ς-, κάτι περισσότερο α π ’ όσα εσείς ή κάποια γειτόνισσά σας υποψιαστήκατε ποτέ. Υπάρχει ένα Μυστικό ανάμεσά τους που κανένας μας δεν γνωρίζει. Σκοπεύω να πάω στην κυ ρία Κάδερικ με την απόφαση να το ανακαλύψω». «Ξανασκεφτείτε το αυτό, κύριε!» είπε η κυρία Κλέμενς, ενώ σηκωνόταν και άπλωνε το χέρι της στο μπράτσο μου. «Είναι μία φρικτή γυναίκα - δεν την ξέρετε όπως την ξέρω εγώ. Ξα νασκεφτείτε το». «Είμαι βέβαιος ότι η προειδοποίησή σας είναι καλοπροαίρετη, κυρία Κλέμενς. Αλλά είμαι αποφασισμένος να τη δω, οτιδήπο τε κι αν προκύψει». Η κυρία Κλέμενς με κοίταξε στο πρόσωπο με αγωνία. «Βλέπω ότι είστε αποφασισμένος, κύριε», είπε. «Θ α σας δώ σω τη διεύδυνση». Την έγραψα στο σημειωματάριό μου, και μετά έτεινα το χέρι μου να την αποχαιρετήσω.
628
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ Π Ρ Α
«Θ α έχετε σύντομα νέα μου», είπα. «Θ α μάδετε όλα όσα υποσχέδηκα να σας πω». Η κυρία Κλέμενς αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της. «Μ ερικές φορές είναι χρήσιμο να ακούτε τη συμβουλή μιας γριάς, κύριε», είπε. «Ξανασκεφτείτε το πριν πάτε στο Γουέλμιγκχαμ να συναντήσετε την κυρία Κάδερικ».
629
Κεφάλαιο Τριακοστό Δεύτερο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτραϊτ
VII Ό ταν ξαναγύρισα στο σπίτι, μετά τη συνάντησή μου με την κυ ρία Κλέμενς, έμεινα εμβρόντητος από την εμφάνιση μιας αλ λαγής στη Δώρα. Η αμετάβλητη ευγένεια και υπομονή, στοιχεία του χαρακτήρα της που η μ ακρά ταλαιπωρία είχε υποβάλει σε τόσο σκληρή δοκιμασία χωρίς να έχουν υποκύψει ποτέ, έμοιαζαν τώρα να την έχουν εγκαταλείψει ξαφνικά. Απαδής σε όλες τις προσπάδειες της Μ άριαν να την παρηγορήσει και να τη διασκεδάσει, κα θόταν, με το μισοτελειωμένο σχέδιό της αφημένο πάνω στο τρα πέζι· τα μάτια της κατεβασμένα* τα δάχτυλά της να μπλέκο νται και να ξεμπλέκονται νευρικά πάνω στα γόνατά της. Η Μ ά ριαν σηκώθηκε όταν μπήκα, με μια βουβή αγωνία στο πρόσω πό της. Περίμενε μια στιγμή, να δει αν η Δώρα θα σήκωνε το βλέμμα της να με κοιτάξει. Μου ψιθύρισε: «Π ροσπάθησε αν μπορείς να την προκαλέσεις εσ ύ»· και βγήκε από το δωμάτιο. Κάθισα στην άδεια καρέκλα· έλυσα τρυφερά τα λεπτά, ανή συχα δάχτυλα και πήρα τα δυο της χέρια στα δικά μου. «Τι σκέφτεσαι, Δώρα; Πες μου, αγάπη μου. Προσπάθησε να μου πεις τι είναι».
6 30
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Πάλεψε με τον εαυτό της και σήκωσε τα μάτια της στα δικά μου. «Δεν μπορώ να νιώσω ευτυχισμένη», είπε. «Δ εν μπορώ να μη σκέφτομαι...» Σώπασε, έσκυψε λίγο μπροστά και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου, με μια βουβή απελπισία που μου σπάραξε την καρδιά. «Π ροσπάδησε να μου π εις», επανέλαβα τρυφερά· «προσπάδησε να μου πεις γιατί δεν είσαι ευτυχισμένη». «Είμαι τόσο άχρηστη! Είμαι βάρος και στους δυο σ ας», απ ά ντησε, με έναν κουρασμένο αναστεναγμό απελπισίας. «Ε ργά ζεσαι και βγάζεις χρήματα, Γουόλτερ· και η Μ άριαν σε βοηδάει. Γιατί δεν υπάρχει κάτι που να μπορώ να κάνω κι εγώ; Θα καταλήξεις να συμπαδείς τη Μ άριαν περισσότερο α π ’ όσο συμ παδείς εμένα. Θα το κάνεις, επειδή είμαι άχρηστη! Ω! Μη, μη! Μη μου φέρεσαι σαν να είμαι πα ιδί!» Σήκωσα το κεφάλι της, απομάκρυνα τα μπερδεμένα μαλλιά της που έπεφταν στο πρόσωπό της και τη φίλησα - το φτωχό, μαραμένο λουλούδι μου· τη χαμένη, πσνεμένη αδελφή μου! «Θ α μας βοηδήσεις, Δ ώ ρα», είπα. « Θ α αρχίσεις ήδη από σήμερα, αγάπη μου». Μ ε κοίταξε με μια πυρετώδη ανυπομονησία, μ ’ ένα λαχα νιασμένο ενδιαφέρον που με έκανε να τρέμω για τη νέα ελπί δα που της είχα χαρίσει μ ’ αυτές τις λίγες λέξεις. Σηκώδηκα, τακτοποίησα τα σύνεργα ζωγραφικής και τα τοποδέτησα και πάλι κοντά της. «Ξ έρεις ότι εργάζομαι και βγάζω χρήματα ζωγραφίζοντας», είπα. «Τώρα που έχεις κάνει τόσες προσπάδειες, τώρα που έχεις βελτιωδεί τόσο πολύ, δα αρχίσεις να εργάζεσαι, και να βγάζεις κι εσύ χρήματα. Προσπάδησε να τελειώσεις αυτό το μικρό σχέ διο όσο καλύτερα μπορείς. Ό τα ν το τελειώσεις, δα το πάρω μα ζί μου, και δα το αγοράσει ο ίδιος άνδρωπος που αγοράζει αυ τά που ζωγραφίζω εγώ. Θα κρατάς τα έσοδά σου στο πορτο φόλι σου- και η Μ άριαν δα έρχεται να ζητάει τη βοήδειά σου, όπως έρχεται και ζητάει και τη δική μου. Σκέψου πόσο χρήσιμη
6 31
WI LKI E COL L I NS
9α είσαι και στους δυο μας! Σύντομα 9α νιώσεις. Δώρα, το ίδιο ευτυχισμένη όσο και παλιά». Η ανυπομονησία της απλώθηκε στο πρόσωπό της, που φω τίστηκε μ ’ ένα χαμόγελο. Σχεδόν μέσα σε δευτερόλεπτα, όσο χρειάστηκε για να ξαναπιάσει τα μολύβια που είχε αφήσει στην άκρη, έμοιαζε με τη Δώρα του παλιού καιρού. Είχα ερμηνεύσει σωστά τα πρώτα σημάδια μιας νέας δύνα μης του μυαλού της που εκφράζονταν ασυναίσθητα με την π ρ ο σοχή που έδειχνε στις ασχολίες οι οποίες γέμιζαν τη ζωή μου και τη ζωή της αδελφής της. Η Μάριαν, όταν της είπα τι είχε συμβεί, κατάλαβε, όπως κατάλαβα κι εγώ, ότι λαχταρούσε να καταλάβει τη δική της σημαντική θέση, να ανεβεί στην εκτίμη σή μας και να κτίσει την αυτοεκτίμησή της. Έτσι, από κείνη τη μέρα βοηθούσαμε τρυφερά τη νέα φιλοδοξία που υποσχόταν ένα ελπιδοφόρο, ευτυχέστερο μέλλον, το οποίο ίσως και να μη βρισκόταν πολύ μακριά. Οι ζωγραφιές της, μόλις τις τελείωνε, έρχονταν στα χέρια μου- η Μ άριαν τις έπαιρνε από μένα και τις έκρυβε προσεκτικά· κι εγώ ξεχώριζα κάθε βδομάδα ένα μι κρό ποσό από τα έσοδά μου, που της το πρόσφερα ως το αντί τιμο το οποίο κατέβαλαν άγνωστοι για τα ανεπαρκή, χωρίς αξία σχέδια, των οποίων ήμουν ο μοναδικός αγοραστής. Δυσκολευό μασταν μερικές φ ορές να κρύβουμε την αθώα κατεργαριά μας, όταν έβγαζε καμαρώνοντας το πορτοφόλι της για να συμβάλει με το μερίδιό της στα γενικά έξοδα, και αναρωτιόταν, με χαρι τωμένη αφέλεια, ποιος από τους δύο είχε κερδίσει περισσότε ρα εκείνη τη βδομάδα. Ακόμη έχω όλα εκείνα τα κρυμμένα σχέ δια στην κατοχή μου. Είναι οι ανεκτίμητοι θησαυροί μου, οι αγα πημένες αναμνήσεις που λατρεύω να διατηρώ ζωντανές, οι φ ί λοι μιας περασμένης δυστυχίας, που η καρδιά μου δεν θα απο χωριστεί ποτέ και ο νους μου δεν θα ξεχάσει. Χαζολογώ με τις απαιτήσεις της δουλειάς μου; Προσβλέπω στην ευτυχέστερη περίοδο που η διήγησή μου δεν έχει φτάσει ακόμη;
632
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Ναι! Πίσω πάλι - στις μέρες της αμφιβολίας και του φόβου, όταν η ψυχή πάλευε σκληρά για ν ’ αντέξει μέσα στην παγερή ακινη σία της διαρκούς αγωνίας. Σταμάτησα, και ξεκουράστηκα λίγο στην πορεία μου αυτή. Δεν είναι, ίσως, χαμένος χρόνος, αν οι φίλοι που διαβάζουν αυτές τις σελίδες στάθηκαν και ξεκουρά στηκαν κι αυτοί. Εκμεταλλεύτηκα την πρώτη ευκαιρία που βρήκα για να μιλή σω ιδιαιτέρως στη Μ άριαν και να την κάνω κοινωνό των σκέ ψεων εκείνου του πρωινού. Έδειξε να συμμερίζεται τη γνώμη της κυρίας Κλέμενς σχετικά με το ταξίδι που προγραμμάτιζα στο Γουέλμιγκχαμ. «Η αλήθεια. Γουόλτερ», είπε, «είναι ότι δεν γνωρίζεις ακόμη αρκετά ώστε να σου δίνουν κάποια ελπίδα να διεκδικήσεις την εμπιστοσύνη της κυρίας Κάθερικ. Είναι συνετό να προχωρήσεις σε τέτοιες ακρότητες, πριν εξαντλήσεις όλα τα ασφαλέστερα και απλούστερα μέσα επίτευξης του στόχου σου; Ό ταν μου εί πες ότι ο σερ Πέρσιβαλ και ο κόμης ήταν τα μοναδικά άτομα στον κόσμο που γνώριζαν την ακριβή ημερομηνία του ταξιδιού της Δώρα, ξέχασες -κ α ι ξέχασα κι εγώ - ότι υπήρχε κι ένα τρί το άτομο που πρέπει σίγουρα να τη γνωρίζει. Εννοώ την κυρία Ρ ουμπέλ Δεν θα ήταν ευκολότερο, και λιγότερο επικίνδυνο, να επιμείνεις σε μια δική της ομολογία, πα ρά να την αποσπάσεις από τον σερ Πέρσιβαλ;» «Ίσως να είναι ευκολότερο», απάντησα, «αλλά δεν γνωρίζουμε την πλήρη έκταση της συνενοχής της κυρίας Ρουμπέλ στη συ νωμοσία και το συμφέρον που ίσως υπηρετεί- κατά συνέπεια, δεν είμαστε βέβαιοι ότι η ημερομηνία έχει εντυπωθεί στο μυα λό της, όπως είναι βέβαιο ότι έχει εντυπωθεί στα μυαλά του σερ Πέρσιβαλ και του κόμη. Είναι πολύ αργά, τώρα, να σπαταλήσουμε στην κυρία Ρουμπέλ το χρόνο* ίσως και οι ώρες να είναι εξαι ρετικά σημαντικές για την ανακάλυψη του μοναδικού τρωτού σημείου στη ζωή του σερ Πέρσιβαλ Μήπως σκέφτεσαι περισσότερο
63 3
WI LKI E COL L I NS
σοβαρά α π ’ όσο χρειάζεται, Μ άριαν, τον κίνδυνο που ίσως δια τρέχω επιστρέφοντας στο Χάμπσαϊρ; Αρχίζεις να αμφιβάλεις, τελικά, ότι μπορώ να αντιμετωπίσω τον σερ Π έρσιβαλ;» «Δεν δα είναι πάνω από τα μέτρα σου», απάντησε αποφ α σιστικά· «επειδή δεν δα έχει συμπαραστάτη στην αναμέτρη σή σας την ανίκητη πανουργία του κόμη». «Τι σε έχει οδηγήσει σ ’ αυτό το σ υμπέρασμα;» ρώτησα κά πω ς έκπληκτος. «Η γνώση μου για το πείσμα του σερ Πέρσιβαλ και την επιδυμία του να ξεφεύγει από τον έλεγχο του κόμη», απάντησε. «Πιστεύω πως δα επιμείνει να σε συναντήσει μόνος - όπως επέμεινε στην αρχή να ενεργήσει μόνος του στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Η στιγμή που δα οδηγήσει σε παρέμβαση του κόμη δα είναι η στιγμή που δα έχεις τον σερ Πέρσιβαλ στο έλεος σου. Τότε είναι που δα απειληδούν άμεσα τα συμφέροντά του - και δα ενεργήσει, Γουόλτερ, με τρομερή αποφασιστικότητα για την υπεράσπισή του». «Ίσω ς του στερήσουμε από πριν αυτά τα όπλα», είπα. «Ο ρι σμένες από τις λεπτομέρειες που άκουσα από την κυρία Κλέμενς ίσως είναι δυνατόν να στραφούν εναντίον του1 και άλλα μέσα ενίσχυσης των δέσεών μας ίσως να τεδούν στη διάδεσή μας. Υπάρχουν αποσπάσματα στη διήγηση της κυρίας Μίκελσον που δείχνουν ότι ο κόμης δεώρησε αναγκαίο να έλδει σε επικοινωνία με τον κύριο Φέρλι· και ίσως να υπάρχουν κατα στάσεις που τον εκδέτουν. Ό σο δα λείπω, Μ άριαν, γράψε στον κύριο Φέρλι και πες του ότι δέλεις μια ακριβή περιγραφή του τι συζητήδηκε ανάμεσα στον κόμη και αυτόν, και να σε πλη ροφορεί, επίσης, για όποια γεγονότα μπορεί να έχουν περιέλδει σε γνώση του την ίδια περίοδο, σε σχέση με την ανιψιά του. Πες του ότι τις πληροφορίες που ζητάς δα υποχρεωδεί, αργά ή γρήγορα, να τις δώσει, αν δείξει κάποια απροδυμία να σου τις παράσχει με τη δέλησή του». «Θ α γράψω την επιστολή αυτή, Γουόλτερ. Α λλά εσύ είσαι
634
______________
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
πραγματικά αποφασισμένος να φ τάσεις στο Γουέλμιγκχαμ;» «Α πόλυτα αποφασισμένος. Θα αφιερώσω τις επόμενες δύο μέρες στη δουλειά, για να εξασφαλίσω όσα δα μας χρειαστούν για την επόμενη βδομάδα· και την τρίτη μέρα δα ταξιδέψω για το Γουέλμιγκχαμ». Ό τα ν αυτή η τρίτη μέρα που ανέφερα έφτασε, ήμουν έτοι μος για το ταξίδι μου. Δεδομένης της απουσίας μου για κάποιο διάστημα, άγνωστο πόσο, κανόνισα με τη Μ άριαν να αλληλογραφούμε καδημερινά - φυσικά, δα γράφαμε ο ένας στον άλλο με ψευδώνυμα, για λόγους προφύλαξης. Ό σο δα είχα τακτικά νέα της, δα υπέδετα ότι όλα πήγαιναν καλά. Α λλά αν έφτανε κάποιο πρωί που δεν δα έπαιρνα γράμμα της, η επιστροφή μου στο Λονδίνο δα ήταν άμεση. Προσπάδησα να καδησυχάσω τη Λώρα για την αναχώρησή μου, λέγοντάς της ότι δα πήγαινα στην επαρχία να βρω νέους αγοραστές για τα σχέδιά της - την άφησα απ α σχολημένη, και ευτυχισμένη. Η Μ άριαν με ακολούδησε κάτω και με συνοδέυσε μέχρι έξω στο δρόμο. « Ν α δυμάσαι τι ανήσυχες καρδιές αφήνεις εδώ», ψιδύρισε, καδώς στεκόμασταν μαζί στο διάδρομο. « Ν α δυμάσαι όλες τις ελπίδες που κρέμονται στην ασφαλή επιστροφή σου. Αν σου συμβούν περίεργα πράγματα στο ταξίδι αυτό, αν εσύ κι ο σερ Πέρσιβαλ συναντηδείτε...» «Τι σε κάνει να νομίζεις ότι δα συναντηδούμε;» ρώτησα. «Δεν ξέρω. Έχω φόβους και ανησυχίες που δεν μπορώ να δι καιολογήσω. Μ πορείς να γελάσεις με τους φόβους μου, Γουόλτερ, αν το δέλεις· αλλά, για όνομα του Θεού, διατήρησε την ψυ χραιμία σου αν έλδεις σε επαφή μ ’ αυτό τον άνδρωπο!» «Μ η φοβάσαι, Μάριαν! Εγγυώμαι για την αυτοκυριαρχία μου». Με αυτά τα λόγια αποχαιρετιστήκαμε. Π ερπάτησα βιαστικά ως το σταδμό. Μ ια αίσδηση ελπίδας υπήρχε μέσα μου· μια έντονη βεβαιότητα στο μυαλό μου ότι το ταξίδι μου, αυτή τη φορά, δεν δα ήταν μάταιο. Ή ταν ένα
__________________
WI LKI E C OL L I NS
ωραίο καδαρό πα γερό πρωινό. Αισδανόμουν όλη τη δύναμη της αποφασιστικότητας μου να με διαπερνά, από το κεφάλι ως τα πόδια. Καδώς διέσχιζα την πλατφόρμα του σιδηροδρομικού σταδμού, και κοίταζα δεξιά και αριστερά ανάμεσα στον κόσμο που ήταν μαζεμένος εκεί, ψάχνοντας μήπως και δω κάποια γνωστά πρό σωπα, μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη μήπως δα ήταν προς όφελος μου αν είχα καταφύγει σε κάποια μεταμφίεση πριν ξε κινήσω για το Χάμπσάίρ. Αλλά υπήρχε κάτι τόσο αποκρουστικό για μένα στην ιδέα αυτή -τόσο εξευτελιστικά όμοια με την πρακτική των κατασκόπων και των πληροφοριοδοτών να κατα φεύγουν σε μεταμφιέσεις-, ώστε απέρριψα ακόμη και τη σκέ ψη, με το που πέρασε από το μυαλό μου. Η όλη διαδικασία μού φαινόταν εξαιρετικά αμφίβολης χρησιμότητας. Αν δοκίμαζα το πείραμα στο σπίτι, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού δα το αντιλαμβα νόταν, αργά ή γρήγορα, και δα είχαν κινηδεί αμέσως οι υποψίες του. Αν επιχειρούσα τη μεταμφίεση μακριά από το σπίτι, τα ίδια άτομα δα με έβλεπαν, συμπτωματικά, με τη μεταμφίεση και χω ρίς αυτή· και μ ’ αυτό τον τρόπο δα προκαλούσα την προσοχή και τη δυσπιστία, πράγμα που ήδελα πάση δυσία να αποφύγω. Με το πραγματικό μου πρόσωπο είχα ενεργήσει ως τώρα, και έτσι ήμουν αποφασισμένος να συνεχίσω ως το τέλος. Το τραίνο με άφησε στο Γουέλμιγκχαμ νωρίς το απομεσήμερο. Υπάρχει άραγε ερημότοπος στις αραβικές ερήμους, υπάρχει ει κόνα εγκατάλειψης ανάμεσα στα ερείπια της Παλαιστίνης που μπορεί να συναγωνιστεί την απωδητική επίδραση στο βλέμμα και την καταδλιπτική εντύπωση στο νου που προκαλείται από μία αγγλική επαρχιακή πόλη όταν βρίσκεται στο πρώτο στάδιο της ίδρυσής της και όταν διανύει τη μεταβατική φάση προς την ευημερία; Αυτή η ερώτηση στριφογύριζε στο μυαλό μου καδώς διέσχιζα την καδαρή μοναξιά, τη νοικοκυρεμένη ασχήμια, τη σχο λαστική αδράνεια των δρόμων του Γουέλμιγκχαμ. Οι έμποροι που
636
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
με κοίταζαν από τα μοναχικά μαγαζιά τους- τα δέντρα που έγερ ναν αδύναμα στην άνυδρη εξορία των μισοτελειωμένων ανοιχτών χώρων που αποκαλούνται πλατείες· τα νεκρά κουφάρια των σπιτιών που περίμεναν μάταια το αναζωογονητικό ανδρώπινο στοι χείο για να τους εμφυσήσει την ανάσα της ζωής· κάδε πλάσμα που έβλεπα· κάδε αντικείμενο που προσπερνούσα, όλα έμοια ζαν να συμφωνούν: οι έρημοι της Αραβίας είναι αδώες πράγ ματι μπροστά στη πολιτισμένη ερήμωσή μας· τα ερείπια της Πα λαιστίνης είναι ασήμαντα μπροστά στη σύγχρονη κατήφειά μας! Ζήτησα πληροφορίες για τη συνοικία που έμενε η κυρία Κάδερικ. Φτάνοντας εκεί, βρέδηκα σε μια πλατεία με μικρά ισό γεια σπίτια. Έ να μικρό κομμάτι γης με λιγοστό γρασίδι υπήρ χε στο κέντρο της, προστατευμένο από έναν φτηνό συρμάτινο φράχτη. Μ ια ηλικιωμένη γκουβερνάντα και δύο παιδιά στέκο νταν στην άκρη του φράχτη, κοιτάζοντας μια αδύνατη κατσίκα να βόσκει στο χορτάρι. Δυο διαβάτες συζητούσαν σε μια πλευ ρ ά του λιδόστρωτου μπροστά από τα σπίτια κι ένα βαριεστημένο αγοράκι έσερνε με ένα λουρί ένα βαριεστημένο σκυλί στην άλλη άκρη. Ακόυσα τον ήχο ενός πιάνου από μακριά, συνοδευόμενο από τον ήχο ενός σφυριού κάπου κοντύτερα. Αυτά ήταν όλα τα ακουστικά και οπτικά στοιχεία ζωής που με υπο δέχτηκαν όταν μπήκα στην πλατεία. Προχώρησα αμέσως προς την πόρτα που έφερε τον αριδμό 19 - τ ο σπίτι της κυρίας Κ άδερικ- και χτύπησα, χωρίς να περιμέ νω να σκεφτώ πώς δα ήταν προτιμότερο να συστηδώ όταν δα έμπαινα. Η πρώτη ανάγκη ήταν να δω την κυρία Κάδερικ. Μ ε τά δα μπορούσα να κρίνω, α π ’ όσα δα έβλεπα, ποιος δα ήταν ο ασφαλέστερος και ευκολότερος τρόπος να εκδέσω και το σκο πό της επίσκεψής μου. Μ ία κατηφής μεσόκοπη υπηρέτρια άνοιξε την πόρτα. Της έδω σα την κάρτα μου και τη ρώτησα αν μπορούσα να δω την κυρία Κάδερικ. Η κάρτα μεταφέρδηκε στο σαλόνι, και η υπηρέτρια επέ στρεψε με το μήνυμα να αναφέρω τι ακριβώς ήδελα.
63 7
WI L KI E COL L I NS
«Π είτε της, αν έχετε την καλοσύνη, ότι αυτό που θέλω έχει σχέση με την κόρη της· την Ανν», απάντησα. Ή ταν η καλύ τερη δικαιολογία που μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή, για να δικαιολογήσω την επίσκεψή μου. Η υπηρέτρια πήγε και πάλι στο σαλόνι· επέστρεψε, και, αυ τή τη φορά, με ένα ύφος έκπληξης και δυσφορίας, με παρακάλεσε να περάσω. Μ πήκα σ ’ ένα μικρό δωμάτιο, με μια φανταχτερή και με με γάλα σχέδια ταπετσαρία στους τοίχους. Καρέκλες, τραπέζια, σιφονιέρα και καναπές, όλα διακρίνσνταν από φτηνή κακογουστιά. Στο μεγάλο τραπέζι, στη μέση του δωματίου, βρισκόταν μία Βίβλος, τοποθετημένη ακριβώς στο κέντρο, πάνω σ ’ ένα κόκ κινο και κίτρινο μάλλινο πετσετάκι· δίπλα στο τραπέζι, προς το πα ράθυρο, με ένα μικρό καλάθι για πλέξιμο στην αγκαλιά της κι ένα μυξιάρικο, τσιμπλιασμένο γέρικο σπάνιελ ζαρωμέ νο δίπλα στα πόδια της, καθόταν μία ηλικιωμένη γυναίκα. Φο ρούσε έναν μαύρο δικτυωτό σκούφο, μία μαύρη μεταξωτή ρό μ πα και γκρίζα γάντια στα χέρια της. Τα γκρίζα μαλλιά της κρέμονταν σε βαριές μπούκλες δεξιά κι αριστερά από το π ρό σωπό της· τα μαύρα μάτια της κοίταζαν ίσια μπροστά, μ ’ ένα σκληρό, προκλητικό, αδυσώπητο βλέμμα. Είχε γεμάτα τετρά γωνα μάγουλα, μακρύ, σταθερό πηγούνι και χοντρά, αισθησιακά, άχρωμα χείλη. Το σώμα της ήταν στητό και δυνατό, και η στά ση της επιθετικά ατάραχη. Ή ταν η κυρία Κάθερικ! « Ή ρ θ ατε να μου μιλήσετε για την κόρη μου», είπε πριν προ λάβω να βγάλω λέξη από το στόμα μου. «Π είτε μου, παρακα λώ, τι έχετε να μου πείτε». Ο τόνος της φωνής της ήταν σκληρός και αδυσώπητος, όπως και η έκφραση των ματιών της. Έ δειξε μια καρέκλα και με κοί ταξε προσεκτικά από την κορυφή ως τα νύχια, καθώς καθόμουν. Καταλάβαινα ότι η μοναδική ελπίδα που είχα με τη γυναίκα αυ τή ήταν να μιλήσω στο ύφος της και, από την αρχή της συζή τησής μας, να την αντιμετωπίσω στο γήπεδό της.
638
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Έ χετε υπόψη σας», είπα, «ότι η κόρη σας έχει χα θ εί;» «Ν αι. Ή ρ 8α τε να μου πείτε ότι είναι νεκρή;» «Ν α ι». «Γ ιατί;» Έ κανε την ασυνήδιστη αυτή ερώτηση χωρίς την παραμικρή αλλαγή στη φωνή της, το πρόσωπό της ή τη στάση της. Δεν δα μπορούσε να δείξει μεγαλύτερη αδιαφορία α π ’ όση δα έδειχνε αν της είχα μιλήσει για το δάνατο της κατσίκας στον περιφραγμένο χώρο της πλατείας. «Γ ιατί;» επανέλαβα. «Ρωτάτε γιατί ήρδα να σας πω για το δάνατο της κόρης σ α ς;» «Ν αι. Γιατί ενδιαφέρεστε για μένα ή για κείνη; Πώς γίνεται να γνωρίζετε οτιδήποτε για την κόρη μ ου;» «Μ ε τον εξής τρόπο. Τη γνώρισα τη νύχτα που απέδρασε από το άσυλο, και τη βοήδησα να φτάσει σε ασφαλές μέρος»., «Κ άνατε πολύ άσχημα». «Λ υπάμαι που ακούω να το λέει αυτό η μητέρα της». «Α υτό λέει η μητέρα της. Πώς ξέρετε ότι π έδ α ν ε;» «Δεν έχω αυτή τη στιγμή τη δυνατότητα να σας πω πώς το ξέ ρω. Αλλά το ξέρω». «Έ χετε τη δυνατότητα να μου πείτε πώ ς ανακαλύψατε τη διεύδυνσή μου;» «Φυσικά. Από την κυρία Κλέμενς». «Η κυρία Κλέμενς είναι ανόητη. Εκείνη σας είπε να έρδετε;» «Ό χι». «Τότε, σας ξαναρωτώ: Γιατί ή ρ δα τε;» Μ ια και ήταν αποφασισμένη να πά ρει την απάντηση που ζη τούσε, της την έδωσα με τον απλούστερο δυνατό τρόπο. « Ή ρ δ α » , είπα, «επειδή δεώρησα ότι η μητέρα της Ανν Κάδερικ δα ενδιαφερόταν να μάδει αν η κόρη της είναι ζωντανή ή νεκρή». « Ώ σ τε έτσι!» είπε η κυρία Κάδερικ με πρόσδετη προκλητι κότητα. «Δ εν είχατε άλλο κίνητρο;»
6 39
WI LKI E COL L I NS
Δίστασα. Δεν ήταν εύκολο να βρω τη σωστή απάντηση από τη μια στιγμή στην άλλη. «Α ν δεν έχετε άλλο κίνητρο», συνέχισε, βγάζοντας επιδει κτικά τα γκρίζα γάντια και διπλώνοντάς τα, «δεν έχω πα ρ ά να σας ευχαριστήσω για την επίσκεψή σας και να σας πω ότι δεν δα σας κρατήσω εδώ περισσότερο. Οι πληροφορίες σας δα ήταν χρησιμότερες αν ήσαστε διατεδειμένος να μου πείτε πώς περιήλδαν σε σας. Ωστόσο, δικαιολογούν, υποδέτω, το πένδος. Δεν χρειάζεται να αλλάξω φόρεμα, όπως βλέπετε. Ό τα ν αλ λάξω τα γάντια μου. δα είμαι ολόμαυρα ντυμένη». Έ ψ αξε στην τσέπη της ρόμπας της α π ’ όπου έβγαλε ένα ζευ γάρι μαύρα δαντελωτά γάντια· τα φόρεσε με παγερή ψυχραι μία, και μετά σταύρωσε ήρεμα τα χέρια της στα γόνατα. «Καλή σας μ έρα», είπε. Το πα γερά περιφρονητικό ύφος της με ενόχλησε σε τέτοιο βαδμό, που με έκανε να δηλώσω ευδέως ότι ο σκοπός της επί σκεψής μου δεν είχε εκπληρωδεί ακόμη. «Έχω κι άλλο ένα κίνητρο που ήρδα εδώ», είπα. «Α! Το φαντάστηκα», παρατήρησε η κυρία Κάδερικ. «Ο δάνατος της κόρης σ ας...» «Α πό τι πέδ α νε;» «Α πό καρδιακή ασδένεια». «Ν αι. Συνεχίστε». «Ο δάνατος της κόρης σας αποτέλεσε το πρόσχημα για να προκληδεί ένα σοβαρό κακό σ ’ ένα άτομο που μου είναι πολύ αγαπητό. Δύο άντρες συνδέονται, α π ’ όσο ξέρω, με το κακό αυτό. Ο ένας είναι ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ». «Και λοιπόν;» Την κοίταξα προσεκτικά, για να δω αν δα αντιδρούσε με κά ποιον τρόπο στην ξαφνική αναφορά του ονόματος. Ούτε ένας μυς του προσώπου της δεν κουνήδηκε· το σκληρό, προκλητικό, αδυσώπητο βλέμμα της δεν επηρεάστηκε στο παραμικρό. «Ίσω ς αναρωτιέστε, κυρία Κάδερικ», συνέχισα, «πώ ς είναι
640
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
δυνατόν να αποτέλεσε ο δάνατος της κόρης σας το μέσον για να πληγεί ένα άλλο άτομο». «Ό χι», είπε η κυρία Κάδερικ. «Δεν αναρωτιέμαι καδόλου. Αυτό είναι δική σας υπόδεση. Εσείς ενδιαφέρεστε για τις υπο δέσεις μου1 εγώ δεν ενδιαφέρομαι για τις δικές σας». «Ίσω ς ρωτήσετε τότε», επέμεινα, «για ποιο λόγο σας ανα φέρω το δέμα». «Ν αι. Αυτό το ρωτάω». «Σ α ς το αναφέρω, επειδή είμαι αποφασισμένος να φροντί σω ώστε να λογοδοτήσει ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ για το κακό που έχει διαπράξει». «Και τι σχέση έχω εγώ με την απόφασή σ ας;» «Θ α μάδετε. Υπάρχουν ορισμένα γεγονότα στην προηγούμενη ζωή του σερ Πέρσιβαλ που είναι αναγκαίο, προκειμένου να φτά σω στο σκοπό μου, να τα γνωρίζω λεπτομερώς. Εσείς τα γνω ρίζετε. Γι’ αυτό το λόγο ήρδα σε σας». «Τι γεγονότα εννοείτε;» «Γεγονότα που συνέβησαν στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ, όταν ο σύζυγός σας ήταν υπάλληλος σ’ εκείνο το μέρος, και πριν ακό μη γεννηδεί η κόρη σας». Είχα αγγίξει επιτέλους τη γυναίκα, υπερβαίνοντας το φ ράγ μα της αδιαπέραστης επιφυλακτικότητας που εκείνη είχε προσπαδήσει να ορδώσει ανάμεσά μας. Είδα την οργή να λάμπει στα μάτια της, όσο καδαρά είδα και τα χέρια της να προδί δουν την ταραχή της και να ισιώνουν νευρικά το φόρεμα π ά νω στα γόνατά της. «Εσείς τι ξέρετε για τα γεγονότα εκείνα;» ρώτησε. «Ό λ α όσα μπόρεσε να μου πει η κυρία Κλέμενς», απάντησα. Έ να αδιόρατο ερύδημα απλώδηκε στο ανέκφραστο πρόσωπό της. μια στιγμιαία ακινησία στα νευρικά χέρια της, που έμοια ζε να προαναγγέλει ένα επερχόμενο ξέσπασμα οργής που ίσως την έκανε να εγκαταλείψει την αμυντική στάση της. Αλλά, όχι! Έ λ εγξε τελικά τον εκνευρισμό της, έγειρε πίσω στην καρέκλα
6 41
--
WI LKI E COL L I NS
της, σταύρωσε τα μπράτσα της στο πλατύ στήθος και με ένα χαμόγελο βλοσυρού σαρκασμού στα χοντρά χείλη της με κοί ταξε αποφασιστικότερα από πριν. «Α! Τώρα αρχίζω να τα καταλαβαίνω όλα», είπε, με τη δα μασμένη και πειθαρχημένη οργή της να εκφράζεται στη σκόπι μη ειρωνεία του ύφους και της στάσης της. «Έχετε λόγους να μισείτε τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ, και πρέπει να σας βοηθήσω να τον εκδικηθείτε. Πρέπει να σας πω αυτά, εκείνα και τα άλ λα σχετικά με τον σερ Πέρσιβαλ κι εμένα, έτσι δεν είναι; Ναι, ε; Έ χετε αναμειχθεί στις προσωπικές μου υποθέσεις. Νομίζετε ότι έχετε να κάνετε με μια χαμένη γυναίκα, που ζει εδώ υποφέροντας· και που θα κάνει οτιδήποτε ζητήσετε, από φόβο μήπως και την εκθέσετε στα μάτια των γειτόνων της. Διαβάζω καθαρά τις σκέψεις σας και τις προθέσεις σας. Ναι, τις διαβάζω! Και με διασκεδάζουν. Χα, χα!» Σώπασε για μια στιγμή. Τα μπράτσα της σφίχτηκαν πάνω στο στήθος της και γέλασε - μ’ ένα δυνατό, σκληρό, οργισμένο γέλιο. «Δεν ξέρετε πώς έχω ζήσει σ’ αυτό το μέρος και τι έχω κάνει σ’ αυτό το μέρος, κύριε Πώς-σας-λένε», συνέχισε. «Θ α σας τα πω, πριν χτυπήσω το κουδούνι για να σας οδηγήσουν έξω. Ή ρ θ α εδώ όντας μία αδικημένη γυναίκα. Ή ρ θ α εδώ έχοντας χάσει την υπόληψή μου, και αποφασισμένη να την ξανακερδίσω. Αγωνί στηκα χρόνια για να το καταφέρω - και το έχω καταφέρει. Ανα μετρήθηκα με ευυπόληπτους ανθρώπους δίκαια και ανοιχτά, στο γήπεδό τους. Αν λένε οτιδήποτε εναντίον μου, τώρα, πρέπει να το πουν κρυφά - δεν μπορούν να το πουν, δεν τολμούν να το πουν δημόσια. Στέκομαι αρκετά ψηλά σ’ αυτή την πόλη, ώστε να μην μπορεί κανείς να μ ’ αγγίξει. Ο εφημέριος με χαιρετά με σεβασμό - δεν το περιμένατε αυτό! Πηγαίνετε στην εκκλησία και ρωτήστε για μένα. Θα μάθετε ότι η κυρία Κάθερικ έχει το στασίδι της, όπως όλοι, και πληρώνει το νοίκι στην ώρα του. Πη γαίνετε στο δημαρχείο. Υπάρχει μια αναφορά εκεί, μια αναφο ρά υπογεγραμμένη από τους ευυπόληπτους κατοίκους εναντίον
6 42
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
της άδειας που δόδηκε σ’ ένα τσίρκο να έλδει και να δώσει π α ραστάσεις, και να διαφδείρει τις ηδικές αρχές μας. Ναι. τις ηδικές αρχές μας! Υπέγραψα την αναφορά το πρωί. Πηγαίνετε στο βιβλιοπωλείο. Τα κηρύγματα του εφημέριου για τη “Δικαίωση της Πίστης” εκδίδονται εκεί, και τα λαμβάνουν οι πιστοί με συν δρομές. Είμαι στον κατάλογο. Η γυναίκα του γιατρού έριξε μό νο ένα σελίνι στο δίσκο στην τελευταία φιλανδρωπική λειτουρ γία μας· εγώ έριξα μίση κορώνα! Ο επίτροπος της εκκλησίας, ο κύριος Σόουαρντ, κρατούσε το δίσκο και μου έκανε υπόκλιση, ενώ πριν από δέκα χρόνια είχε πει στον Πίγκραμ το φαρμακο ποιό ότι έπρεπε να εκδιωχδώ από την πόλη δεμένη πίσω από ένα κάρο. Ζει η μητέρα σας; Έχει καλύτερη Βίβλο στο τραπέ ζι της α π ’ αυτήν που έχω στο δικό μου; Είναι καλύτερες οι σχέ σεις της με τους μαγαζάτορες που συναλλάσσεται α π ’ ό,τι είναι οι δικές μου; Έζησε πάντα μόνο με το εισόδημά της; Εγώ έχω ζήσει με το δικό μου. A ! Να και ο εφημέριος στην πλατεία. Κοι τάξτε, κύριε Πώς-σας-λένε* κοιτάξτε, αν έχετε την καλοσύνη!» Σηκώδηκε, με ζωντάνια νέας γυναίκας, πλησίασε στο παράδυρο, περίμενε να πλησιάσει ο ιερέας και τον χαιρέτησε με σε βασμό. Ο ιερέας της ανταπέδωσε το χαιρετισμό σηκώνοντας το καπέλο του και συνέχισε το δρόμο του. Η κυρία Κάδερικ επέ στρεψε στην καρέκλα της και με κοίταξε με ένα μορφασμό που έσταζε ειρωνεία. «Ο ρίσ τε!» είπε. «Π ώ ς σας φάνηκε αυτό που είδατε για μια γυναίκα με χαμένη υπόληψη; Πώς σ ας φαίνονται τώρα τα σχέ δια που κάνατε π ρ ιν ;» Ο εντυπωσιακός τρόπος με τον οποίο είχε επιλέξει να αποδείξει τους ισχυρισμούς της, η με ασυνήδιστο τρόπο έμπρακτη επι βεβαίωση της κοινωνικής δέσης της της οποίας μόλις είχε κάνει επίδειξη, όλα με είχαν ξαφνιάσει τόσο πολύ, ώστε την άκουγα βουβός από έκπληξη. Ωστόσο, δεν είχε μειωδεί η αποφασιστικότητά μου να κάνω μια νέα προσπάδεια να την αιφνιδιάσω. Αν ο εκρηκτικός χαρακτήρας της γινόταν κάποια στιγμή ανεξέλεγκτος,
643
WI LKI E COL L I NS
αν στρεφόταν μάλιστα εναντίον μου, ίσως να της ξέφευγαν τα λόγια που 9α μου πρόσφεραν τα στοιχεία που ήδελα. «Π ώ ς σας φαίνονται τώρα τα σχέδιά σ α ς;» επανέλαβε. «Ό π ω ς μου φαίνονταν και όταν πρωτομπήκα εδώ», απάντη σα. «Δεν αμφισβητώ τη δέση που έχετε κατακτήσει στην πό λη· και δεν επιδυμώ να την πλήξω. Δεν δα επέτρ επα στον εαυ τό μου να το κάνει, ακόμη κι αν μπορούσα. Ή ρ 9 α εδώ, επειδή ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ είναι, α π ’ όσο ξέρω, εχδρός σας - όπως και δικός μου. Αν έχω λόγους να στρέφομαι εναντίον του, το ίδιο ισχύει και για σας. Μ πορείτε να το αρνηδείτε, αν δέλετε· μπορείτε να δυσπιστείτε για μένα, όσο σας ευχαριστεί- μπορείτε να οργίζεστε όσο δέλετε. Αλλά, α π ’ όλες τις γυναίκες στην Αγγλία, εσείς, αν έχετε την παραμικρή αίσδηση ευδιξίας, είστε εκείνη που πρέπει να με βοηδήσει να τον συντρίψω». «Συντρίψ τε τον μόνος σ ας», είπε, «και μετά ελάτε και π ά λι. Θ α δείτε τι 9α σας πω ». Ξεστόμισε αυτές τις λέξεις με έναν τρόπο διαφορετικό - βια στικά, πεισματικά, εκδικητικά. Είχα κεντρίσει το μίσος που κρυ βόταν επί χρόνια στη φωλιά του - αλλά μόνο για μια στιγμή. Σαν ερπετό που καιροφυλακτούσε, ρίχτηκε πάνω μου, καδώς έσκυβε νευρικά προς το μέρος που καδόμουν σαν ερπετό που καιροφυλακτούσε, αποτραβήχτηκε ξανά, επιστρέφοντας στην προηγούμενη στάση της στην καρέκλα. «Δεν 9α με εμ πισ τευτείτε;» είπα. «Ό χι!» «Φ οβ άσ τε;» «Σ α ς δείχνω να φ οβ άμ αι;» «Φ οβάστε τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ». « Λ έτε;» Είχε κοκκινίσει, και τα χέρια της κινούνταν και πάλι νευρικά, ισιώνοντας τη φούστα της. Επέμεινα. Μάλιστα! Επέμεινα, χω ρίς να την αφήσω να συνέλδει. «Ο σερ Πέρσιβαλ έχει μία υψηλή δέση στον κοινωνία», είπα 1
644
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«δεν δα ήταν περίεργο αν τον φοβόσασταν. Ο σερ Πέρσιβαλ είναι ένας ισχυρός άνθρωπος, ένας βαρονέτος· ιδιοκτήτης ενός δαυμάσιου κτήματος· απόγονος μιας μεγάλης και γνωστής οι κογένειας...» Δεν μπορώ να περιγράφω την έκπληξή μου από το ξαφνικό ξέσπασμά της σε γέλια. «Ν α ι!» επανέλαβε με προφανή και αποφασιστική περιφρό νηση. «Βαρονέτος! Ιδιοκτήτης ενός θαυμάσιου κτήματος! Από γονος μιας μεγάλης οικογένειας! Ναι, πράγματι! Μ ια μεγάλη οικογένεια· ειδικά από την πλευρά της μητέρας!» Δεν είχα το χρόνο να σκεφτώ τις λέξεις που μόλις είχε ξε στομίσει. Μόνο όταν βγήκα από το σπίτι της είχα το χρόνο να συνειδητοποιήσω ότι άξιξε να τις μελετήσω. «Δ εν ήρθα για να διαφωνήσω μαζί σας σχετικά με οικογε νειακά θέματα», είπα. «Δ εν γνωρίζω τίποτε για τη μ ητέρα του σερ Π έρσιβαλ...» «Και γνωρίζετε εξίσου λίγα για τον ίδιο τον σερ Πέρσιβαλ», με διέκοψε κοφτά. «Σ α ς συμβουλεύω να μην είστε τόσο σίγουρη γι’ αυτό», αντέδρασα. «Γνωρίζω μερικά πράγματα γι’ αυτόν - και υπο ψιάζομαι πολλά περισσότερα». «Τι υποψ ιάζεστε;» « Θ α σας πω τι δεν υποψιάζομαι. Δεν υποψιάζομαι ότι είναι πα τέρ ας της Ανν». Πετάχτηκε όρθια, και με πλησίασε με ένα λυσσασμένο ύφος. «Π ώ ς τολμάτε να μιλάτε σε μένα για τον πα τέρ α της Ανν; Πώς τολμάτε να λέτε ποιος ήταν πατέρας της ή ποιος δεν ήταν;» ξέσπασε, με φωνή που έτρεμε από πάθος. «Το Μυστικό ανάμεσα σε σας και τον σερ Πέρσιβαλ δεν εί ναι αυτό το μυστικό», επέμεινα. «Το μυστήριο που σκιάζει τη ζωή του σερ Πέρσιβαλ δεν γεννήθηκε με τη γέννηση της κό ρης σας· και δεν πέθανε με τον θάνατό της». Έ κανε ένα βήμα πίσω. «Φ ύ γετε!» είπε, και αποφασιστικά
645
WI L KI E COL L I NS
μου έδειξε την πόρτα. Η ματιά της ήταν παγερή σαν ατσάλι. «Δ εν υπήρχε η παραμικρή έγνοια για το παιδί στην καρδιά σας, ή τη δική του», συνέχισα, αποφασισμένος να την πιέσω, και να παραβιάσω την ύστατη άμυνά της. «Δεν υπήρχε κανέ νας δεσμός ένοχου έρωτα ανάμεσα σε σας και σ ’ αυτόν όταν πραγματοποιούσατε εκείνες τις ένοχες συναντήσεις - όταν σας έπιασε ο άντρας σας να κουβεντιάζετε ψιθυριστά στο σκευο φυλάκιο της εκκλησίας». Για μια στιγμή, ή περισσότερο, μείναμε να κοιταζόμαστε αμί λητοι. Μίλησα πρώτος. «Εξακολουθείτε να αρνείστε να με εμπιστευτείτε;» ρώτησα. Το πρόσωπό της δεν είχε επανακτήσει το χρώμα που είχε χά σει· αλλά είχε σταθεροποιήσει τη φωνή της, είχε ανακτήσει την προκλητική αυτοκυριαρχία της, όταν μου απάντησε. «Α ρνούμαι!» «Ε πιμ ένετε ακόμη να φ ύγω ;» «Ναι! Φύγετε. Και μην ξαναγυρίσετε». Προχώρησα προς την πόρτα, περίμενα μια στιγμή μέχρι να την ανοίξω, και γύρισα να την ξανακοιτάξω. «Ίσως να έχω να σας φέρω νέα για τον σερ Πέρσιβαλ τα οποία δεν περιμένετε», ε ίπ α «Και στην περίπτωση αυτή, θα ξανάρθω». «Δεν υπάρχουν νέα του σερ Πέρσιβαλ που δεν περιμένω, εκτός...» Σώπασε. Το χλωμό πρόσωπό της σκοτείνιασε. Ξαναγύρισε, με έναν ήρεμο, κλεφτό, γατίσιο βηματισμό, στην καρέκλα της. «...εκτός από το νέο του θανάτου του», είπε, καθώς ξανακαθόταν, με ένα ειρωνικό χαμόγελο να πλανιέται στα σκληρά χείλη της και τη φευγαλέα λάμψη του μίσους να φωλιάζει βα θιά στα αποφασιστικά μάτια της. Καθώς άνοιγα την πόρτα του δωματίου για να βγω, γύρισε και μου έριξε μια βιαστική ματιά. Έ να σκληρό χαμόγελο απλώθη κε σιγά σιγά στα χείλη της. Με κοίταξε με ένα περίεργο, φευ γαλέο ενδιαφέρον, από την κορυφή ως τα νύχια, και ένιωσα ότι μια ανείπωτη προσδοκία κυρίευσε όλο το πρόσωπό της. Πόνταρε,
64 6
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ ΠΡ Α
βαθιά στην καρδιά της, στα νιάτα και τη δύναμή μου, στην έντα ση του πόνου που είχα νιώσει και στα όρια της αυτοκυριαρχίας μου· και αναλογιζόταν μέχρι πού ήταν δυνατόν να με οδηγήσουν, αν συνέβαινε ποτέ να συναντηθούμε ο σερ Πέρσιβαλ κι εγώ. Η απλή και μόνο ελπίδα εκ μέρους της πως δα μπορούσε αυτό να συμβεί έκανε να παγώσει στα χείλη μου ακόμη κι αυτός ο τυ πι κός αποχαιρετισμός. Χωρίς άλλη λέξη, εκ μέρους μου ή εκ μέ ρους της, βγήκα από το δωμάτιο. Καδώς άνοιγα την εξώπορτα, είδα τον ίδιο κληρικό που είχε περάσει ήδη μια φορά έξω από το σπίτι έτοιμο να ξαναπεράσει, κάνοντας τώρα το αντίθετο δρομολόγιο από εκείνο που έκα νε πριν. Περίμενα στο κατώφλι για να τον αφήσω να περάσει και, ταυτόχρονα, γύρισα και κοίταξα πάλι προς το πα ράθυρο του σαλονιού. Η κυρία Κάδερικ είχε ακούσει, μέσα στην ησυχία του ερημι κού αυτού μέρους, τα βήματα του εφημέριου να πλησιάζουν, και πλησίασε και πάλι στο παράδυρο, περιμένοντάς τον. Η δύ ναμη των έντονων συναισθημάτων που είχα ξυπνήσει στην καρ διά αυτής της γυναίκας δεν ήταν σε δέση να χαλαρώσει τον απελ πισμένο εναγκαλισμό της μ ’ αυτή την απόδειξη κοινωνικής κα ταξίωσης την οποία της είχαν εξασφαλίσει πολύχρονες σκλη ρές προσπάθειες. Βρισκόταν και πάλι, ούτε καν ένα λεπτό με τά την έξοδό μου, εγκατεστημένη σκόπιμα σ’ ένα σημείο, στά ση που καθιστούσε για τον ιερέα θέμα ευγένειας και μόνο την υποχρέωση να τη χαιρετήσει για δεύτερη φορά. Ξανάβγαλε το καπέλο του. Είδα το σκληρό πρόσωπο πίσω από το παράθυρο να μαλακώνει, και να φωτίζεται από ικανοποίηση και περηφά νια· είδα το κεφάλι με το μαύρο κάλυμμα να ανταποδίδει ευ γενικά το χαιρετισμό. Ο εφημέριος την είχε τιμήσει -τ ο είχα δει με τα μάτια μ ου- με δύο υποκλίσεις μέσα σε μια μέρα!
647
Κεφάλαιο Τριακοστό Τρίτο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτραιτ
VIII Βγήκα από το σπίτι έχοντας την αίσθηση ότι η κυρία Κάδερικ με είχε βοηθήσει, άθελα της, να κάνω ένα βήμα μπροστά. Πριν φτάσω στη στροφή και εγκαταλείψω την πλατεία, τράβηξε ξαφνικά την προσοχή μου ο ήχος μιας πόρτας που έκλεινε πί σω μου. Γύρισα και είδα έναν κοντό, μαυροντυμένο άντρα στο κατώφλι ενός σπιτιού, το οποίο, α π ’ ό,τι μπορούσα να κρίνω, βρισκόταν ακριβώς δίπλα στην κατοικία της κυρίας Κάθερικ. Ο άντρας δεν δίστασε στιγμή για το ποια κατεύθυνση θα ακο λουθούσε· προχώρησε γρήγορα προς τη στροφή όπου εγώ είχα σταματήσει. Ή ταν ο δικηγορικός υπάλληλος που είχε προηγηθεί της επίσκεψής μου στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ, ο οποίος και είχε προσπαθήσει να με παρασύρει σε καβγά όταν τον ρώτη σα αν μπορούσα να δω το σπίτι. Παρέμεινα στο σημείο που ήμουν, θέλοντας να διαπιστώσω αν ο στόχος του ήταν να με πλησιάσει και να μου μιλήσει. Προς έκπληξή μου, με προσπέρασε βιαστικά - χωρίς να μου πει λέ ξη, χωρίς καν να με κοιτάξει. Ή ταν μια τόσο διαφορετική στά ση α π ’ αυτή που είχα κάθε λόγο να αναμένω εκ μέρους του, ώστε η περιέργειά μου -ή , μάλλον, η υποψία μ ου- κεντρίστηκε, και
6 48
________________
___ Η Γ Υ Ν Α ί Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
αποφάσισα να μην τον χάσω από τα μάτια μου και να ανακαλύψω ποια ήταν η υποχρέωση που είχε αναλάβει αυτή τη φορά. Αδιαφορώντας αν με έβλεπε ή όχι, τον ακολούδησα· με οδήγη σε κατευθείαν στο σιδηροδρομικό σταδμό. Το τραίνο ήταν έτοιμο να ξεκινήσει, και δύο ή τρεις επιβ ά τες που είχαν καθυστερήσει ήταν στριμωγμένοι γύρω από το γκισέ έκδοσης των εισιτηρίων. Προστέθηκα στην ουρά και άκουσα καθαρά τον δικηγορικό υπάλληλο να ζητάει ένα εισι τήριο για το σταθμό του Μ πάλκγουοτερ. Βεβαιώθηκα ότι έφυ γε με το τραίνο, και εγκατέλειψα το σταθμό. Υπήρχε μόνο μία ερμηνεία για όσα μόλις είχα δει και ακού σει. Είχα αναμφισβήτητα δει τον άντρα να βγαίνει από ένα σπί τι που γειτνίαζε με την κατοικία της κυρίας Κάθερικ. Μ άλλον είχε εγκατασταθεί εκεί, κατόπιν οδηγιών του σερ Πέρσιβαλ. ως ένοικος, ενόψει των ερευνών μου που θα με οδηγούσαν, αργά ή γρήγορα, να επικοινωνήσω με την κυρία Κάθερικ. Με είχε οπωσ δήποτε δει να μπαίνω και να βγαίνω από το σπίτι της, και είχε σπεύσει με το πρώτο τραίνο να δώσει την αναφορά του στο Μπλάκγουοτερ Παρκ, όπου θα βρισκόταν φυσικά ο σερ Πέρσιβαλ -γνω ρίζοντας προφανώς για τις κινήσεις μου-, προκειμένου να εί ναι έτοιμος να δράσει, αν επέστρεφα στο Χάμπσαϊρ. Δεν θα χρειαζόταν να περάσουν πολλές μέρες, και -τώ ρ α ήμουν σχε δόν β έβαιος- θα συναντιόμασταν εκείνος κι εγώ. Αποφάσισα να συνεχίσω την πορεία μου, και να σκοπεύσω κατευθείαν το στόχο μου, χωρίς να σταματήσω ή να ξεστρατί σω. Η μεγάλη ευθύνη που έπεφ τε βαριά στους ώμους μου στο Λονδίνο, η ευθύνη να ελέγχω και την παραμικρή ενέργειά μου ώστε να αποφύγω να οδηγήσω -έσ τω και τυ χα ία - τους εχθρούς μας στην ανακάλυψη του καταφύγιου της Λώρα, είχε εκλείψει τώρα που βρισκόμουν στο Χάμπσαϊρ. Μ πορούσα να κινούμαι όπως ήθελα στο Γουέλμιγκχαμ· και αν, κατά λάθος, δεν φρό ντιζα να πάρω τις αναγκαίες προφυλάξεις, τα άμεσα αποτε λέσματα δεν θα επηρέαζαν άλλον εκτός από εμένα.
649
WI LKI E COL L I NS
Ό τα ν έφυγα από το σταθμό είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ελά χιστες ελπίδες υπήρχαν να συνεχίσω αποτελεσματικά τις έρευ νες μου μέσα στο σκοτάδι, σε μια περιοχή που μου ήταν άγνω στη. Έτσι, κατευθύνθηκα στο πλησιέστερο ξενοδοχείο και κα νόνισα για το δείπνο και τον ύπνο μου. Έχοντας ξεμπερδέψει με αυτά, έγραψα στη Μ άριαν για να της πω ότι ήμουν σώος και ασφαλής και ότι είχα βάσιμες προοπτικές επιτυχίας. Της είχα συστήσει, φεύγοντας από το σπίτι, να απευθύνει το πρώτο γράμμα που θα μου έστελνε - τ ο γράμμα που ανέμενα να λά βω το επόμενο π ρ ω ί- στο «Ταχυδρομικό Γραφείο Γουέλμιγκχαμ», και τώρα την παρακαλούσα να στείλει και το γράμμα της δεύτερης μέρας στην ίδια διεύθυνση. Μ πορούσα εύκολα να το λάβω γράφοντας στο διευθυντή του ταχυδρομείου, αν συνέβαινε να βρίσκομαι μακριά από την πόλη όταν θα έφτανε. Το μπαρ του ξενοδοχείου, καθώς προχωρούσε η βραδιά, απο δείχτηκε ιδανικά ήσυχο. Είχα την άνεση να αναλογιστώ όσα εί χαν συμβεί το απόγευμα τόσο ανενόχλητα, όσο αν ήμουν ο ιδιο κτήτης του χώρου. Πριν αποσυρθώ για ύπνο, είχα επανεξετά σει διεξοδικά την ασυνήθιστη συνομιλία μου με την κυρία Κάθερικ, από την αρχή ως το τέλος· και είχα επιβεβαιώσει, με την ησυχία μου, τα συμπεράσματα που είχα βγάλει βιαστικά πριν από μερικές ώρες. Το σκευοφυλάκιο της εκκλησίας του Ολντ Γουέλμιγκχαμ ήταν η αφετηρία από την οποία ξεκίνησε αργά το μυαλό μου την ανα δρομή εκείνων που είχα ακούσει την κυρία Κάθερικ να λέει, και εκείνων που είχα δει την κυρία Κάθερικ να κάνει. Τότε που όσα είχαν λάβει χώρα στο σκευοφυλάκιο μου γνω στοποιήθηκαν για πρώτη φορά από την κυρία Κλέμενς, θεώ ρησα ότι ήταν το πιο παράξενο και ακατανόητο μέρος που θα μπορούσε να διαλέξει ο σερ Πέρσιβαλ για μια μυστική συνά ντηση με τη γυναίκα του υπαλλήλου της εκκλησίας. Επηρεα σμένος από την εντύπωση αυτή, και για κανέναν άλλο λόγο, είχα αναφερθεί στο σκευοφυλάκιο της εκκλησίας ενώπιον της
6 SO
_____________
Η £ΥΝΜΚΑ
ΜΕ ΤΑ_ ΑΣΠΡΑ
κυρίας Κάδερικ, σκόπιμα - αντιπροσώπευε για μένα μία από της ιδιαιτερότητες της ιστορίας αυτής, και μου καρφώθηκε στο μυαλό από την πρώτη στιγμή που πήρα αυτή την πληροφορία. Περίμενα ότι θα μου απαντούσε σαστισμένη, ή οργισμένη· αλ λά ο τρόμος που την κυρίευσε όταν έκανα αυτή τη συγκεκρι μένη αναφορά με άφησε άναυδο. Από καιρό είχα συνδέσει το Μυστικό του σερ Πέρσιβαλ με την απόκρυψη ενός σοβαρού εγκλή ματος, το οποίο η κυρία Κάδερικ γνώριζε· αλλά δεν είχα προ χωρήσει περισσότερο. Τώρα, ο παροξυσμός τρόμου της γυναί κας συνέδεε το έγκλημα -ά μ εσ α ή έμμεσ α - με το σκευοφυλά κιο, και με έπειδε ότι η ίδια είχε υπάρξει κάτι περισσότερο από απλή μάρτυς στο έγκλημα αυτό - ήταν και συνένοχος, π έρ α από κάδε αμφιβολία. Ποιος να ήταν ο χαρακτήρας του εγκλήματος; Σίγουρα υπήρ χε μία ποταπή πλευρά σ ’ αυτό, και επικίνδυνη - διαφορετικά, η κυρία Κάδερικ δεν δα είχε αναφερδεί στην κοινωνική δέση και τη δύναμη του σερ Πέρσιβαλ με τόσο χαρακτηριστική π ε ριφρόνηση σαν αυτή που είχε μόλις πριν από κάποιες ώρες επιδείξει. Ή ταν ένα ποταπό αλλά και επικίνδυνο έγκλημα· και εί χε συμμετάσχει σ ’ αυτό* και ήταν ένα έγκλημα που συνδεόταν με το σκευοφυλάκιο της εκκλησίας. Η επόμενη σκέψη με οδήγησε ένα βήμα πιο πέρα. Η απροκάλυπτη περιφρόνηση της κυρίας Κάδερικ για τον σερ Πέρσιβαλ επεκτεινόταν σαφώς και στη μητέρα του. Είχε αναφερδεί, με τον εντονότερο σαρκασμό, στη μεγάλη οικογέ νεια από την οποία καταγόταν - «ειδικά από την πλευρ ά της μητέρας», είχε πει. Τι σήμαινε αυτό; Μόνο δύο εξηγήσεις φ αί νονταν να υπάρχουν. Ή η καταγωγή της μητέρας του ήταν τα πεινή, ή η υπόληψη της μητέρας του είχε πληγεί από κάποιο ολίσθημα, το οποίο γνώριζαν η κυρία Κάδερικ και ο σερ Πέρσιβαλ. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να ελέγξω την πρώ τη εξήγηση κοιτάζοντας για το γάμο της στο ληξιαρχείο. Με αυτό τον τρόπο δα μπορούσα να διαπιστώσω το πατρικό της
WI LKI E COL L I NS
όνομα και την καταγωγή της. Αυτό δα ήταν και πρώτο βήμα στις περαιτέρω έρευνες μου. Από την άλλη πλευρά, αν ίσχυε η δεύτερη περίπτωση, ποιο μπορεί να ήταν το πλήγμα στην υπόληψή της; Αναλογιζόμενος όσα μου είχε πει η Μάριαν για τον πατέρα και τη μητέρα του σερ Πέρσιβαλ, και για την παράξενα αντικοινωνική και μοναχι κή ζωή που είχαν κάνει, αναρωτήδηκα τώρα για το ενδεχόμενο να μην είχε παντρευτεί ποτέ η μητέρα του. Και στην περίπτω ση αυτή, το ληξιαρχείο δα μπορούσε, προσφέροντας έγγραφη επιβεβαίωση του γάμου, να μου αποδείξει ότι σε κάδε περίπτωση η υποψία αυτή δεν βασιζόταν στην αλήδεια. Αλλά πού να βρί σκονταν άραγε τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία; Σ ’ αυτό το ση μείο, κατέφυγα στα συμπεράσματα που είχα διαμορφώσει προη γουμένως· και η ίδια νοητική διεργασία που με είχε οδηγήσει στο χώρο του κρυφού εγκλήματος, τώρα τοποδετούσε και το ληξιαρχείο στο σκευοφυλάκιο της εκκλησίας του Ολντ Γουέλμιγκχαμ. Αυτά ήταν τα αποτελέσματα της διεργασίας του νου μου επί της συνομιλίας που είχα με την κυρία Κάδερικ· αυτοί ήταν οι διάφοροι συλλογισμοί. Ό λ α συνέκλιναν σταδερά σ ’ ένα σημείο, το οποίο και καδόρισε την πορεία των κινήσεών μου για την επόμενη μέρα. Το πρωινό ήταν συννεφιασμένο και μουντό, αλλά δεν έβρε χε. Αφησα τις αποσκευές μου στο ξενοδοχείο, και, αφού ρώ τησα για το δρόμο, ξεκίνησα με τα πόδια για την εκκλησία του Ολντ Γουέλμιγκχαμ. Ή ταν μία απόσταση μάλλον μεγαλύτερη από τα δύο χιλιό μετρα, και ο δρόμος ήταν ελαφρώς ανηφορικός. Στο ψηλότερο σημείο ορδωνόταν η εκκλησία - ένα παλιό, ανεμοδαρμένο κτίσμα, με βαριά αναχώματα στα πλευρά της κι έναν άχαρο τετράγωνο πυργίσκο στο μπροστινό μέρος της. Το σκευοφυλάκιο, στο πίσω μέρος, ήταν κτισμένο έξω από την εκκλησία και έμοιαζε να είναι της ίδιας εποχής. Γύρω από το κτίριο διακρίνονταν κατάλοιπα του χωριού το οποίο η κυρία
65 2
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ ΠΡ Α
Κλέμενς μου είχε περιγράφει ως το καταφύγιο του συζύγου της τα προηγούμενα χρόνια, και το οποίο οι κάτοικοί του είχαν εγκα ταλείψει εδώ και χρόνια για χάρη της νέας πόλης. Μ ερικά από τα ά δεια σπίτια είχαν απογυμνωθεί τελείως· μερικά είχαν αφεδεί να καταρρεύσουν με τον καιρό- μερικά, βέβαια, κατοικούνταν ακόμη - προφανώς, από άτομα της κατώτερης τάξης. Ή ταν μια φρικτή εικόνα - όχι τόσο φρικτή, σκέφτομαι εκ των υστέ ρων, όσο η σύγχρονη πόλη που μόλις είχα αφήσει. Εδώ υ πήρ χαν οι γύρω καταπράσινοι ή χορταριασμένοι αγροί που χάιδευαν οι άνεμοι και απολάμβανε η ματιά· εδώ τα δέντρα, έστω και γυμνά από φύλλα, όπως ήταν κάποια, έσπαζαν τη μονοτονία του τοπίου και βοηθούσαν το νου να σκέφτεται το καλοκαίρι και τη σκιά. Καθώς απομακρυνόμουν από την εκκλησία και από τα ερει πωμένα σπίτια, αναζητώντας κάποιον που ίσως να μου υ πο δείκνυε πού θα βρω τον υπάλληλο, είδα δύο άντρες να προ βάλουν πίσω από έναν τοίχο και να με παίρνουν στο κατόπι. Ο ψηλότερος από τους δύο -έ ν α ς μυώδης άντρας με στολή θυροφ ύλακα- μου ήταν άγνωστος. Ο άλλος ήταν ένας από τους άντρες που με είχαν ακολουθήσει στο Λονδίνο μετά την επ ί σκεψη που είχα κάνει στο γραφείο του κυρίου Κιρλ. Τον είχα προσέξει τότε, και ήμουν σίγουρος ότι δεν είχα κάνει λάθος· ήταν ο άνθρω πος που βρισκόταν τώρα πίσω μου. Ούτε αυτός, ούτε ο σύντροφός του επιχείρησαν να μου μι λήσουν, και κρατήθηκαν και οι δύο σε μια σεβαστή απόστα ση· το κίνητρο της παρουσίας τους στην περιοχή της εκκλη σίας ήταν προφανές. Ή ταν όπως ακριβώς το είχα υποθέσει ο σερ Πέρσιβαλ ήταν ήδη προετοιμασμένος να με αντιμετω πίσει. Η επίσκεψή μου στην κυρία Κάθερικ του είχε ανακοι νωθεί το προηγούμενο βράδυ· και οι δύο αυτοί άντρες είχαν ήδη εγκατασταθεί κοντά στην εκκλησία, προβλέποντας την εμ φάνισή μου στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ. Αν θα είχα αναζητήσει την όποια απόδειξη για το ότι οι έρευνές μου είχαν πάρει τη σωστή
WI LKI E COL L I NS
κατεύθυνση, αυτή μου την πρόσφερε το σχέδιο παρακολούθη σης που είχε υιοθετηθεί. Συνέχισα το δρόμο μου απομακρυνόμενος από την εκκλησία, μέχρι που έφτασα σε ένα από τα κατοικημένα σπίτια - είχε έναν μικρό κήπο στον οποίο δούλευε ένας άντρας. Μου υπέδειξε την κατοικία του υπαλλήλου - ένα σπίτι, λίγο πιο πέρα, ερημικό, στην άκρη του εγκαταλειμμένου χωριού. Ο υπάλληλος έβαζε εκεί νη την ώρα το παλτό του. Ή ταν ένας προσηνής, φλύαρος ηλι κιωμένος άντρας, με πολύ άσχημη γνώμη, όπως ανακάλυψα σύ ντομα, για το μέρος στο οποίο ξούσε και με μια έντονη αίσθηση ανωτερότητας έναντι των γειτόνων του, η οποία πήγαζε από το γεγονός ότι είχε ζήσει κάποτε στο Λονδίνο. «Καλά που ήρθατε νωρίς, κύριε», είπε ο ηλικιωμένος άντρας, όταν του ανέφερα το σκοπό της επίσκεψής μου. «Μ όλις ετοι μαζόμουν να φύγω. Δουλειά της ενορίας, κύριε· και φοβερός πο δαρόδρομος, για έναν άνθρωπο της ηλικίας μου. Κρατάνε, όμως, ακόμη τα πόδια μου! Ό σο αντέχουν τα πόδια ενός άντρα, έχει ακόμη περιθώρια για δουλειά. Δεν συμφωνείτε κι εσείς, κύριε;» Ενώ μιλούσε, ξεκρέμασε τα κλειδιά του από ένα γάντζο πί σω από το τζάκι και κλείδωσε την πόρτα του σπιτιού πίσω μας. «Δεν έχω κανέναν να προσέχει το σπίτι όσο λείπω », είπε ο υπάλληλος, δείχνοντας να απολαμβάνει την απόλυτη ελευθε ρία, η οποία τον λύτρωνε από κάθε οικογενειακό βάρος. «Η γυναίκα μου είναι στο νεκροταφείο· και τα παιδιά μου είναι όλα παντρεμένα. Άθλιο μέρος, δεν συμφωνείτε, κύριε; Αλλά η ενορία είναι μεγάλη. Δεν θα μπορούσε ο καθένας να κάνει τη δουλειά που κάνω εγώ. Η μόρφωση είναι που βοηθάει, κι εγώ απέκτησα αυτή που έπρεπ ε - και λίγη παραπάνω . Μ πο ρώ και μιλώ τα αγγλικά της Βασίλισσας - ο Θεός να την έχει κα λά !- πράγμα που ελάχιστοι μπορούν να κάνουν εδώ. Είστε από το Λονδίνο, υποθέτω, κύριε. Έχω ζήσει στο Λονδίνο, πριν από εικοσιπέντε χρόνια για την ακρίβεια. Πώς είναι τα πρά γ ματα εκεί, σ ήμ ερα;»
6S4
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
Συνεχίζοντας να φ λυαρεί μ ’ αυτό τον τρόπο, με οδήγησε στο σκευοφυλάκιο. Έριξα μια ματιά γύρω μου, να δω αν οι δύο κα τάσκοποι με παρακολουθούσαν ακόμη. Δεν τους είδα πουθε νά. Από τη στιγμή που διαπίστωσαν τη συνάντησή μου με τον υπάλληλο, μάλλον θα κρύφτηκαν, για να μπορούν να π α ρ α κολουθήσουν με απόλυτη ελευθερία τις επόμενες κινήσεις μου. Η πόρτα του σκευοφυλακίου ήταν από χοντρή βελανιδιά, ενισχυμένη με χοντρά καρφιά. Ο υπάλληλος έβαλε στην κλειδα ριά το μεγάλο βαρύ κλειδί του, παίρνοντας το ύφος ανθρώπου που ήξερε ότι θα αντιμετώπιζε δυσκολίες, και δεν ήταν σίγουρος αν θα κατάφερνε να τις ξεπεράσει. «Είμαι αναγκασμένος να σας φέρω α π ’ εδώ, κύριε», είπε, «επει δή η πόρτα που οδηγεί από την εκκλησία στο σκευοφυλάκιο εί ναι αμπαρωμένη από την πλευρά του σκευοφυλακίου. Διαφο ρετικά, θα μπορούσαμε να μπούμε από την εκκλησία. Είναι ανά ποδη κλειδαριά. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια -ο ύ τε σε πόρτες φ υ λακών δεν βάζουν τόσο μ εγάλες- κι έχει χαλάσει από τη χρή ση. Πρέπει να βάλουν μια καινούργια. Το έχω αναφέρει στον επίτροπο της εκκλησίας τουλάχιστον πενήντα φορές, και π ά ντα μου λέει ότι θα το φροντίσει - δεν το φροντίζει ποτέ! Α. σαν να ζούμε σε άλλον κόσμο είναι εδώ, κύριε. Ό χι όπως στο Λονδίνο! Δεν συμφωνείτε, κύριε; Ακόμη κοιμόμαστε εδώ. Δεν ακολουθούμε την εποχή μας». Μ ετά από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες και στριφογυρίσματα του κλειδιού, η βαριά κλειδαριά άνοιξε και η πόρ τα υποχώρησε. Το σκευοφυλάκιο ήταν μεγαλύτερο α π ’ όσο είχα υποθέσει ότι θα ήταν. Ή ταν ένα σκοτεινό, μουχλιασμένο, μελαγχολικό δω μάτιο, με χαμηλό, στηριγμένο σε δοκάρια ταβάνι. Σε όλη την έκταση των δύο πλευρών του, εκείνων που βρίσκονταν προς το εσωτερικό της εκκλησίας, υπήρχαν βαριά ξύλινα ντουλάπια, σκου ληκοφαγωμένα και φθαρμένα από το χρόνο. Πιασμένα στην εσω τερική γωνία ενός α π ’ αυτά τα ντουλάπια κρέμονταν αρκετά
6 55
WI LKI E C O L L I N S
___
άμφια, και κάτω από τα άμφια, στο δάπεδο, υπήρχαν τρία κι βώτια. με τα καπάκια τους μισοβγαλμένα· από τις ρωγμές και τις χαραμάδες τους εξείχαν προς κάδε κατεύδυνση άχυρα. Πί σω τους, σε μια γωνιά, βρίσκονταν πεταμένα διάφορα σκονι σμένα χαρτιά· μερικά ήταν μεγάλα και τυλιγμένα, και έμοιαζαν με αρχιτεκτονικά σχέδια* μερικά δεμένα μαζί, ήταν σαν απο δείξεις ή γράμματα. Το δωμάτιο φωτιζόταν άλλοτε από ένα μι κρό πλαϊνό παράδυρο, αλλά τώρα είχε κτιστεί με τούβλα και το είχε αντικαταστήσει ένας μικροσκοπικός φεγγίτης. Η ατμό σφαιρα του χώρου ήταν βαριά και υγρή, και γινόταν ακόμη πιο καταδλιπτική από το κλείσιμο της πόρτας προς την εκκλησία. Κι αυτή η πόρτα ήταν από χοντρή βελανιδιά, και αμπαρωμένη, ψηλά και χαμηλά, από την πλευρά του σκευοφυλακίου. «Θ α ’πρεπε να είμαστε πιο νοικοκυρεμένοι, δεν συμφωνείτε, κύριε;» είπε ο κεφάτος υπάλληλος. «Α λλά όταν είσαι χαμένος στην άκρη του κόσμου, όπως είμαστε εδώ. τι μπορείς να κάνεις; Ορίστε, κοιτάξτε εδώ! Κοιτάξτε αυτά τα κιβώτια. Είναι εκεί ένα χρόνο και παραπάνω, έτοιμα να φύγουν για το Λονδίνο· και εί ναι ακόμη εκεί, βρωμίζοντας τον τόπο· κι εκεί δα παραμείνουν όσο δα αντέχουν τα καρφιά και δεν δα διαλύονται. Είναι αυτό που σας έλεγα και πριν, κύριε: Εδώ δεν είναι Λονδίνο. Εδώ κοι μόμαστε ακόμη. Δεν ακολουδούμε την εποχή μας!» «Τι έχουν μέσα τα κιβώ τια;» ρώτησα. «Κομμάτια από παλιά σκαλιστά κομψοτεχνήματα από τον άμβωνα, ταμπλώ από το ιερό και εικόνες από το υπερώο με το μουσικό όργανο», είπε ο υπάλληλος. «Εικόνες των δώδεκα απο στόλων από ξύλο. Ούτε μια μύτη δεν έχει απομείνει· όλες εί ναι σπασμένες και σκουληκοφαγωμένες, και διαλυμένες στην άκρη - εύδραυστες σαν από πηλό, κύριε, και πα λιές όσο και η εκκλησία, αν όχι και παλιότερες». «Και γιατί δα πήγαιναν στο Λονδίνο; Για να επισκευαστούν;» «Ακριβώς, κύριε. Για να επισκευαστούν και όσες δεν γινό ταν να επισκευαστούν, να αντιγραφούν σε γερό ξύλο. Αλλά δεν
656
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
υπάρχουν χρήματα, και είναι ακόμη εδώ, περιμένοντας νέες συ νεισφορές· αλλά κανένας δεν συνεισφέρει. Πριν από ένα χρόνο το αποφάσισαν, κύριε. Έ ξι κύριοι δείπνησαν μαζί συζητώντας το δέμα αυτό στο ξενοδοχείο στη νέα πόλη. Έβγαλαν λόγους, πήραν αποφάσεις, έβαλαν υπογραφές και τύπωσαν χιλιάδες διαφημιστικά. Ό μ ορφα διαφημιστικά, κύριε, όλα διακοσμημέ να με καλλιγραφικά γράμματα από κόκκινο μελάνι, που έλεγαν ότι ήταν ντροπή να μην ξαναφτιαχτεί η εκκλησία, να μην επι σκευαστούν τα σπουδαία κομψοτεχνήματα, και άλλα τέτοια Υπάρ χουν όλα τα διαφημιστικά που τελικά δεν μοιράστηκαν, τα αρ χιτεκτονικά σχέδια και οι υπολογισμοί, και όλη η αλληλογραφία που ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και κατέληξε σε διαφωνία - όλα είναι μαζεμένα σ’ εκείνη τη γωνία, πίσω από τα κιβώτια. Κάτι λίγα χρήματα μαζεύτηκαν στην αρχή - αλλά τι μπορεί να περιμένει κανείς μακριά από το Λονδίνο; Μόλις που έφταναν για να μπουν σε κιβώτια τα σπασμένα σκαλιστά κομ μάτια και να πληρωθούν τα έξοδα του τυπογράφου· και μετά δεν έμεινε τίποτε. Αυτή είναι η κατάσταση, όπως σας είπα και πριν. Δεν έχουμε πού αλλού να τα βάλουμε, και κανένας στη νέα πόλη δεν ενδιαφέρεται να μας βοηθήσει. Είμαστε ξεχασμέ νοι από τον κόσμο, και το σκευοφυλάκιο είναι άνω κάτω. Ό μως, ποιος τελικά θα κάνει κάτι; Αυτό είναι που θέλω να ξέρω». Η ανυπομονησία μου να εξετάσω το βιβλίο του ληξιαρχείου δεν μου επέτρεπε να ενθαρρύνω τη φλυαρία του γέρου. Συμ φώνησα μαζί του ότι κανένας δεν μπορούσε να βοηθήσει να συμ μαζευτεί το σκευοφυλάκιο, και μετά του συνέστησα να προ χωρήσουμε στη δουλειά μας χωρίς άλλες καθυστερήσεις. «Ν αι, ναι, το μητρώο των γάμων», είπε ο υπάλληλος, βγά ζοντας μια μικρή αρμαθιά κλειδιών από την τσέπη. «Πόσο π ί σω θέλετε να κοιτάξουμε, κύριε;» Η Μάριαν με είχε ενημερώσει για την ηλικία του σερ Πέρσιβαλ όταν είχαμε μιλήσει για τον αρραβώνα του με τη Λώρο. Τον είχε περιγράφει τότε λέγοντας ότι ήταν γύρω στα σαράντα πέντε.
6 S7
WI LKI E COL L I NS
Υπολογίζοντας με βάση την πληροφορία αυτή, και συνεκτιμώντας και το χρόνο που είχε περάσει από τότε που είχα πάρει αυτή την πληροφορία, υπολόγισα ότι 9α πρέπει να γεννή9ηκε το 1804, και ότι καλά 9α έκανα να ξεκινήσω την έρευνά μου από τα αρχεία εκείνα της χρονιάς. «Θέλω να αρχίσω με το χίλια οκτακόσια τέσσερα», είπα. «Και προς ποια κατεύθυνση, κύριε;» ρώτησε ο υπάλληλος. «Π ρος την εποχή μας, ή προς τα πίσω ;» «Π ρος τα πίσω». Ανοιξε ένα από τα ντουλάπια - τ ο διπλανό εκείνου όπου κρέ μονταν τα ά μ φ ια - και έβγαλε έναν μεγάλο τόμο, δεμένο με λι γδιασμένο σκούρο δέρμα. Εντυπωσιάστηκα από την έλλειψη ασφάλειας του χώρου όπου φυλάσσονταν τα αρχεία - η πόρ τα της ντουλάπας ήταν σκεβρωμένη και διαλυμένη από το χρό νο, και η κλειδαριά ήταν από τις μικρότερες και συνηθέστερες που υπάρχουν· 9α μπορούσα να την παραβιάσω εύκολα με το μπαστούνι που κρατούσα στο χέρι μου. «Θεωρείται επαρκώς ασφαλής ο χώρος για το αρχείο;» ρώ τησα. «Έ να βιβλίο τέτοιας σημασίας όπως αυτό δεν 9α έπρε πε να προστατεύεται από μία καλύτερη κλειδαριά και να φυ λάσσεται προσεκτικά σε ένα σιδερένιο χρηματοκιβώτιο;» «Ε, λοιπόν, είναι περίεργο!» είπε ο υπάλληλος, ξανακλείνοντας το βιβλίο, πριν καλά καλά προλάβει να το ανοίξει, και χτυ πώντας ευδιάθετα τα χέρια του πάνω στο κάλυμμά του. «Α υ τές ακριβώς τις λέξεις έλεγε πάντα ο παλιός δάσκαλός μου πριν από χρόνια, όταν ήμουν μικρός. «Γιατί το αρχείο αυτό» -ε ν νοώντας αυτό που κρα τώ - «γιατί δεν φυλάσσεται σε ένα σιδε ρένιο χρηματοκιβώτιο;» Αν σας άκουσα να το λέτε μια φορά, εκείνον τον είχα ακούσει να το λέει εκατό φορές. Ή ταν ο δι κηγόρος, την εποχή εκείνη, κύριε, και είχε τη δέση του ληξιάρχου στην εκκλησία αυτή. Ένας πολύ προσηνής ηλικιωμένος άντρας, και ο πιο σχολαστικός άνθρωπος που γνώρισα ποτέ. Ό σο ξούσε, κρατούσε ένα αντίγραφο του βιβλίου αυτού στο γραφείο του
65 8
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
στο Νόουλσμπερι, και το ενημέρωνε τακτικά, κατά διαστήματα, ώστε να συμφωνεί με τις νέες καταχωρίσεις εδώ. Είναι δύσκολο να το πιστέψετε, αλλά είχε συγκεκριμένες μέρες, μία ή δύο φο ρές κάδε τρίμηνο, που ερχόταν στην εκκλησία με το γέρικο άσπρο άλογό του για να συγκρίνει το αντίγραφο, με βάση το βιβλίο του ληξιαρχείου. «Πώς ξέρω», συνήθιζε να λέει, «πώ ς ξέρω ότι το αρχείο σ ’ αυτό το σκευοφυλάκιο δεν δα κλαπεί ή δεν δα κα ταστραφεί; Γιατί δεν φυλάσσεται σε ένα σιδερένιο σκευοφυ λάκιο; Γιατί δεν μπορώ να κάνω τους υπόλοιπους να είναι τό σο προσεκτικοί όσο εγώ; Κάποια α π ’ αυτές τις μέρες μπορεί να γίνει κάποιο ατύχημα1 και όταν χαδεί το βιβλίο, τότε δα κατα λάβει η ενορία την αξία του αντιγράφου μου». Στη συνέχεια τραβούσε μια ρουφηξιά από το ταμπάκο του και κοίταξε γύρω του, μεγαλοπρεπής σαν λόρδος. Α! Δεν είναι εύκολο να βρε θούν σήμερα άνδρωποι που να κάνουν τόσο καλά τη δουλειά τους. Ακόμη και στο Λονδίνο να ψάξετε, μπορεί να μη βρείτε άλλον σαν κι αυτόν. Ποια χρονιά είπατε, κύριε; Χίλια οκτακό σια... χίλια οκτακόσια και πόσο;» «Χίλια οκτακόσια τέσσερα», απάντησα, αποφασίζοντας νοε ρά να μη δώσω στο γέρο άλλες ευκαιρίες να μιλήσει, μέχρι να τελειώσω την εξέταση του βιβλίου. Ο υπάλληλος φόρεσε τα γυαλιά του και άρχισε να γυρίζει τις σελίδες του βιβλίου, σαλιώνοντας προσεκτικά το δείκτη και τον αντίχειρά του σε κάδε τρίτη σελίδα. «Εδώ είναι, κύριε», είπε, χτυπώντας χαρούμενα το χέρι του πάνω στο βιβλίο. « Ν α η χρονιά που θέλετε». Μ ια και δεν γνώριζα το μήνα που είχε γεννηθεί ο σερ Πέρσιβαλ, άρχισα την έρευνά μου από το τέλος του χρόνου προς την αρχή. Τα στοιχεία στο μητρώο ήταν καταχωρισμένα με τον παλιό τρόπο: οι καταχωρίσεις γίνονταν χειρόγραφα, και ο δια χωρισμός τους γινόταν με γραμμές από μελάνι, οι οποίες εκτεί νονταν από τη μία άκρη της σελίδας στην άλλη, κάτω από κά δε καταχώριση.
WI LKI E COL L I NS
Έφ τασα στην αρχή του έτους 1804 χωρίς να έχω συναντήσει το γάμο· μετά πήγα στον Δεκέμβριο του 1803, στον Νοέμβριο, στον μήνα Οκτώβριο, έφ τασα και στον Σεπτέμβριο... Όχι! Δεν πέρασα και τον Σεπτέμβριο. Μ έσα στο μήνα Σε πτέμβριο εκείνου του χρόνου, βρήκα το γάμο. Κοίταξα προσεκτικά την καταχώριση. Ή ταν στο κάτω μέρος μιας σελίδας και, από έλλειψη χώρου, ήταν στριμωγμένη σ ’ ένα μικρότερο χώρο από εκείνον που καταλάμβαναν οι προηγού μενοι γάμοι. Ο αμέσως προηγούμενος γάμος τράβηξε την προ σοχή μου - το όνομα του γαμπρού ήταν ίδιο με το δικό μου. Η αμέσως επόμενη καταχώριση -σ τη ν κορυφή της επόμενης σε λ ίδ α ς - ήταν αξιοπρόσεκτη εξαιτίας που μεγάλου χώρου που έπιανε· η καταχώριση, στην περίπτωση αυτή, αφορούσε τους γάμους δύο αδελφών που είχαν γίνει ταυτόχρονα. Η καταχώ ριση του γάμου του σερ Φίλιξ Γκλάιντ δεν ήταν από καμιά άπο ψη ξεχωριστή, με εξαίρεση τη στενότητα του χώρου στον οποίο είχε στριμωχτεί στο κάτω μέρος της σελίδας. Η πληροφορία για τη σύζυγό του ήταν η συνηθισμένη πληροφορία που π α ρέχεται σε τέτοιες περιπτώ σεις. Α ναφερόταν ως «Σεσίλια Τζέιν Έ λστερ, κάτοικος των Παρκ Βίου Κότετζες, στο Νόουλσ μεπρι· μοναχοκόρη του αείμνηστου Πάτρικ Έλστερ, άλλοτε του Μ πα δ». Κατέγραψα αυτές τις λεπτομέρειες στο σημειωματάριό μου, νιώθοντας, καθώς έγραφα, αβέβαιος και ανασφαλής σχετικά με την επόμενη κίνησή μου. Το Μυστικό, που είχα πιστέψει προς στιγμήν ότι βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής, τώρα μου φαινόταν να είναι πιο μακρινό από ποτέ. Ποια στοιχεία κάποιου ανεξήγητου μυστηρίου είχαν ανακύψει από την επίσκεψή μου στο σκευοφυλάκιο; Δεν έβλεπα κα νένα. Ποια πρόοδο είχα κάνει προς την ανακάλυψη της π ιθ α νολογούμενης κηλίδας στην υπόληψη της μητέρας του σερ Πέρσιβαλ; Το μοναδικό γεγονός που είχα ανακαλύψει ενίσχυε την υπόληψή της. Νέες αμφιβολίες, νέες δυσκολίες, νέες καθυστερήσεις
660
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
άρχιζαν να προβάλουν μπροστά μου. Τι 9α έκανα στη συνέχεια; Η μοναδική άμεση λύση που μου απέμενε έδειχνε να είναι η εξής: Θ α μπορούσα να αρχίσω να ψάχνω για τη «Μ ις Έλστερ, από το Νόουλσμπερι», με την ελπίδα να προχωρήσω προς τον κύριο στόχο της έρευνάς μου, ανακαλύπτοντας πρώτα το μυ στικό της περιφρόνησης που έδειξε η κυρία Κάδερικ για τη μητέρα του σερ Πέρσιβαλ. «Β ρήκατε αυτό που δέλατε, κύριε;» είπε ο υπάλληλος, κα9ώς έκλεινε το βιβλίο. «Ν α ι», απάντησα· « α λ λά έχω μερικές ερωτήσεις ακόμη να κάνω. Υποδέτω ότι ο ιερέας που υπηρετούσε εδώ το 1803 δεν δα είναι π ια ζωντανός». «Ό χι, όχι, κύριε. Πέδανε τρία ή τέσσερα χρόνια πριν έρδω εδώ - κι αυτό έγινε πριν από πολλά χρόνια, το ’27. Πήρα αυτή τα δέση, κύριε», επέμεινε ο φλύαρος ηλικιωμένος φίλος μου, «όταν την άφησε ο υπάλληλος που την είχε πριν από εμένα. Λένε ότι τον έδιωξε από το σπίτι η γυναίκα του - αυτή ζει ακόμη και μέ νει στην καινούργια πόλη. Δεν ξέρω τι ακριβώς είχε συμβεί· το μόνο που ξέρω είναι ότι πήρα τη δέση. Ο κύριος Γουένσμπορο μου τη βρήκε - ο γιος του παλιού μου δασκάλου που σας έλε γα. Είναι σπουδαίος κύριος· κάνει ιππασία, φροντίζει τα σκυλιά του και όλα τα σχετικά. Είναι τώρα υπάλληλος σκευοφυλακίου, όπως ήταν και ο πα τέρας του πριν α π ’ αυτόν». «Μ α δεν μου είπατε ότι ο πρώην προϊστάμενός σας έμενε στο Ν όουλσμπερι;» ρώτησα, ανακαλώντας στη μνήμη μου τη μ ακρά ιστορία για τον σχολαστικό δικηγόρο, με την οποία ο φ λύαρος φίλος μου με είχε εξαντλήσει πριν ανοίξει το βιβλίο με τις ληξιαρχικές πράξεις των γάμων. «Ναι. Φυσικά, κύριε», απάντησε ο υπάλληλος. «Ο γέρος κύ ριος Γουένσμπορο ζούσε στο Νόουλσμπερι· και ο νεαρός κύ ριος Γουένσμπορο ζει κι αυτός στο Νόουλσμπερι». «Μ όλις μου είπατε ότι είναι υπάλληλος σκευοφυλακίου, όπως ακριβώς ήταν και ο πα τέρας του πριν α π ’ αυτόν. Δεν νομίζω.
66 I
WI L KI E C OL L I NS
τελικά, πως ξέρω τι είναι ένας “υπάλληλος σκευοφυλακίου” ». «Αλήδεια δεν ξέρετε, κύριε; Και έρχεστε κι από το Λονδίνο! Κάδε ενοριακός ναός, ξέρετε, έχει έναν υπάλληλο σκευοφυ λακίου και έναν ενοριακό υπάλληλο. Ο ενοριακός υπάλληλος είναι κάποιος σαν κι εμένα - με τη διαφορά ότι εγώ είμαι πε ρισσότερο μορφωμένος από τους άλλους, αν και δεν καυχιέ μαι γι’ αυτό. Ο υπάλληλος σκευοφυλακίου είναι μια δέση στην οποία διορίζονται δικηγόροι· και αν είναι να γίνει κάποια δου λειά για το σκευοφυλάκιο, αυτοί είναι που την κάνουν. Το ίδιο ισχύει και στο Λονδίνο. Κάδε ενοριακός ναός εκεί έχει κι έναν υπάλληλο σκευοφυλακίου - και, πιστέψ τε με, είναι οπωσδή ποτε δικηγόρος». « Ά ρ α ο νεαρός κύριος Γουένσμπορο είναι δικηγόρος;» «Φυσικά και είναι, κύριε! Δικηγόρος στο Νόουλσμπερι στη Χάι Στρητ - το παλιό γραφείο που είχε ο π α τέρ ας του πριν α π ’ αυτόν. Πόσες φορές δεν σκούπισα εκείνα τα γραφεία, και δεν είδα το γέρο να έρχεται στη δουλειά με το άσπρο άλογό του, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά στο δρόμο και χαιρετώ ντας όποιον έβλεπε! Πολύ δημοφιλής άνδρωπος! Θα τα είχε καταφέρει και στο Λονδίνο!» «Πόσο μακριά από δω είναι το Νόουλσμπερι;» «Είναι μεγάλη απόσταση, κύριε», είπε ο υπάλληλος, με εκεί νη την υπερβολική εκτίμηση των αποστάσεων, και την έντονη αντίληψη των δυσκολιών της μ ετάβασης από το ένα μέρος στο άλλο, που είναι χαρακτηριστική σε όλους τους ανδρώπους της επαρχίας. «Κοντά στα πέντε χιλιόμετρα, μπορώ να σας πω !» Ή ταν νωρίς ακόμη. Υπήρχε πολύς χρόνος για μια βόλτα ως το Νόουλσμπερι, και επιστροφή ξανά στο Γουέλμιγκχαμ- και μάλ λον δεν υπήρχε στην πόλη καταλληλότερος άνδρωπος για να βοηδήσει στις έρευνες σχετικά με το χαρακτήρα και τη δέση της μητέρας του σερ Πέρσιβαλ πριν από το γάμο της, από το δικη γόρο της περιοχής. Αποφάσισα να μεταβώ αμέσως στο Νόουλσμπερι με τα πόδια, και βγήκα πρώτος από το σκευοφυλάκιο.
662
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Ευχαριστώ πολύ, κύριε», είπε ο υπάλληλος, κα9ώς έβαζα στο χέρι του ένα δωράκι. «Πραγματικά σκοπεύετε να πά τε στο Νόουλσμπερι και να γυρίσετε με τα πόδια; Έ χετε κι εσείς γε ρά πόδια - είναι σωστή ευλογία αυτό, έτσι δεν είναι; Αυτός εί ναι ο δρόμος· δεν γίνεται να χαδείτε. Μ ακάρι να πήγαινα κι εγώ κατακεί. Είναι ευχάριστο να συναντάς κυρίους από το Λον δίνο σ ’ ένα ξεχασμένο μέρος σαν αυτό· μαδαίνεις και νέα. Σας εύχομαι καλημέρα, κύριε. Σας ευχαριστώ για άλλη μια φορά». Χωρίσαμε. Καθώς άφηνα την εκκλησία πίσω μου, γύρισα κι έρι ξα μια ματιά* οι δύο άντρες είχαν ξανακάνει την εμφάνισή τους στο δρόμο. Είχε προστεδεί στην παρέα τους κι ένας τρίτος - ο τρίτος αυτός άνθρωπος ήταν ο μαυροντυμένος κοντός τον οποίο είχα ακολουθήσει μέχρι το σταθμό το προηγούμενο βράδυ. Οι τρεις άντρες κουβέντιασαν για λίγο, και μετά χώρισαν. Ο άντρας με τα μαύρα κατευθύνθηκε μόνος του προς το Γουέλμιγκχαμ· οι άλλοι δύο παρέμειναν μαζί, περιμένοντας πρ οφ α νώς να με ακολουθήσουν μόλις θα ξεκινούσα. Προχώρησα στο δρόμο μου, χωρίς να τους αφήσω να κατα λάβουν ότι τους είχα προσέξει. Δεν μου προκάλεσαν καμιά σκό πιμη ενόχληση εκείνη τη στιγμή - αντιθέτως, μάλλον αναθέρμαναν τις ελπίδες μου. Μ έσα στο ξάφνιασμα της ανακάλυψης του αποδεικτικού στοιχείου του γάμου, είχα ξεχάσει το συμπέ ρασμα στο οποίο είχα καταλήξει όταν είδα τους δύο άντρες κο ντά στο σκευοφυλάκιο. Η επανεμφάνισή τους μου θύμισε ότι ο σερ Πέρσιβαλ είχε προβλέψει την επίσκεψή μου στην κυρία Κάθερικ - διαφορετικά, δεν θα είχε αναθέσει ποτέ στους κατασκόπους του να με περιμένουν. Ό π ω ς είχε φανεί από την παρουσία τους εκεί, κάτι δεν πήγαινε καλά- κάτι πολύ σημαντικό υπήρχε στο βιβλίο του ληξιαρχείου, α π ’ ό,τι καταλάβαινα, που δεν το είχα ανακαλύψει ακόμη.
6 63
Κεφάλαιο Τριακοστό Τέταρτο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτρώτ
IX Μ όλις απομακρύνδηκα αρκετά από την εκκλησία, τάχυνα το βήμα μου στην πορεία μου προς το Νόουλσμπερι. Ο δρόμος ήταν, στο μεγαλύτερο μέρος του, ομαλός. Κάδε φο ρά που κοίταζα πίσω μου, έβλεπα τους δύο κατασκόπους να με ακολουδούν σταδερά. Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρο μής παρέμειναν σε μια απόσταση ασφαλείας πίσω μου, αλλά μία ή δύο φορές τάχυναν το βήμα τους, σαν να σκόπευαν να με πλησιάσουν μετά σταματούσαν, συζητούσαν και καδυστερούσαν, κρατώντας αρκετή απόσταση από μένα. Προφανώς εί χαν κάποιον ιδιαίτερο στόχο, και φαίνονταν να διστάζουν, ή να διαφωνούν ως προς το ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να τον πετύχουν. Δεν μπορούσα να μαντέψω ποιο μπορεί να ήταν το σχέδιο τους, αλλά είχα σοβαρές αμφιβολίες για το αν δα έφτα να στο Νόουλσμπερι χωρίς να μου συμβεί στο δρόμο κάποιο ατύχημα. Οι αμφιβολίες αυτές επιβεβαιώδηκαν. Μόλις είχα εισέλδει σ’ ένα ερημικό κομμάτι του δρόμου που κατέληγε σε μια απότομη στροφή μπροστά. Είχα συμπεράνει -υ π ο λογίζοντας από το χρόνο- ότι έπρεπε να πλησιάζω στην πόλη. Ξαφνικά άκουσα τα βήματα των δύο αντρών να με πλησιάζουν.
66 4
________________
Η Ι Ύ Ν Λ Ι Κ Λ ΜΕ ΤΑ Λ ΣΠΡΑ
Πριν προλάβω να κοιτάξω πίσω μου. ο ένας α π ’ αυτούς - ο άντρας που με είχε παρακολουθήσει στο Λονδίνο- με προσπέρασε βιαστικά και με έσπρωξε με τον ώμο του. Ή μουν περισσότερο α π ’ όσο νόμιζα εκνευρισμένος από τον τρόπο με τον οποίο αυ τός και ο σύντροφός του με είχαν ακολουθήσει από το Γουέλμιγκχαμ, και χωρίς να το καλοσκεφτώ τον έσπρωξα με την π α λάμη μου. Αμέσως άρχισε να φωνάζει, καλώντας βοήθεια. Ο σύντροφός του, ο ψηλός με τη στολή του θυροφύλακα, πετάχτηκε από την άλλη πλευρά, και την αμέσως επόμενη στιγμή βρέθηκα παγιδευμένος ανάμεσα στους δύο κακοποιούς στη μέ ση του δρόμου. Η βεβαιότητα ότι μου είχαν στήσει παγίδα, και ο εκνευρι σμός μου από το γεγονός ότι καταλάβαινα πω ς είχα πέσει στην πα γίδα αυτή, με εμπόδισαν -ευ τυ χ ώ ς- να επιδεινώσω περισ σότερο τη θέση μου με μια ανώφελη συμπλοκή με τους δύο άντρες, ο ένας από τους οποίους θα ήταν κατά πάσα πιθανό τητα ικανός να τα βγάλει π έρ α μόνος του μαζί μου. Συγκρα τήθηκα, και δεν αντέδρασα επιχειρώντας να τους σπρώξω μα κριά μου. Κοίταξα γύρω μου να δω αν υπήρχε εκεί κοντά κά ποιος στον οποίο θα μπορούσα να απευθυνθώ. Έ νας άντρας δούλευε σ ’ ένα κοντινό χωράφι· θα πρέπει να είχε δει όλα όσα είχαν συμβεί· του φώναξα να μας ακολουθή σει ως την πόλη. Αρνήθηκε κουνώντας πεισματικά το κεφάλι του και απομακρύνθηκε προς την κατεύθυνση μιας αγροικίας που βρισκόταν λίγο πιο πέρ α από το δρόμο. Την ίδια ώρα, οι άντρες που με είχαν ακινητοποιήσει ανάμεσά τους εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να μου επιτεθούν. Ή μουν αρκετά ψύχραι μος και αρκετά συνετός, τώρα, ώστε να μην αντιδράσω. «Π άρτε τα χέρια σας από πάνω μου», είπα, «και θα σας ακολουθή σω στην πόλη». Ο άντρας με τη στολή του θυροφύλακα αρνή θηκε βίαια. Αλλά ο άλλος ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να κατα λάβει τις συνέπειες, και να μην αφήσει το σύντροφό του να π α ρασυρθεί σε περιττές βιαιότητες. Έκανε ένα νεύμα στον άλλο,
WI L KI E COL L I NS
και συνέχισα το δρόμο μου βαδίζοντας ανάμεσα τους, με τα χέρια μου ελεύθερα. Φτάσαμε στη στροφή του δρόμου. Εκεί, μπροστά μας, βρί σκονταν τα προάστια του Νόουλσμπερι. Έ να ς από τους αστυ νομικούς της περιοχής διέσχιζε το μονοπάτι δίπλα στο δρόμο. Οι δύο άντρες απευδύνδηκαν αμέσως σ’ αυτόν. Τους απάντησε ότι ο ειρηνοδίκης βρισκόταν εκείνη την ώρα στο δημαρχείο και συνέστησε να εμφανιστούμε αμέσως ενώπιον του. Πήγαμε στο δημαρχείο. Ο ειρηνοδίκης κίνησε μια τυπική δια δικασία. Η κατηγορία διατυπώθηκε εναντίον μου - με τη συ νήθη υπερβολή και τη συνήθη παραποίηση της αλήθειας, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις. Ο ειρηνοδίκης -έ ν α ς δύ στροπος άντρας, που έδειχνε ότι απολάμβανε να κάνει επίδει ξη της δύναμής τοι>- ρώτησε αν κάποιος στο δρόμο είχε δει το επεισόδιο- προς έκπληξή μου, ο ενάγων παραδέχτηκε την π α ρουσία του άντρα που δούλευε στο χωράφι. Διαφωτίστηκα, ωστό σο, ως προς το σκοπό της ομολογίας, από τα επόμενα λόγια του ειρηνοδίκη. Ανέβαλε αμέσως τη δίκη προκειμένου να βρε θεί ο μάρτυρας, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη διάθεσή του να αναστείλει την κράτησή μου μέχρι τη νέα δικάσιμο, αν μπορούσα να προσφέρω κάποια υπεύθυνη εγγύηση. Αν ήμουν γνωστός στην πόλη, θα με άφηνε ελεύθερο με μόνο εχέγγυο την αναγνωρισιμότητά μου- αλλά, μια και ήμουν τελείως άγνωστος, έπρεπε να βρω κάποια αξιόπιστη εγγύηση. Ή ταν π ια φανερό ποιος ήταν ο στόχος του σχεδίου που είχε εφαρμοστεί εις βάρος μου. Είχε κανονιστεί έτσι, ώστε να κα ταστεί αναγκαία η αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης σε μια πόλη όπου ήμουν τελείως άγνωστος, και όπου δεν είχα κα μία ελπίδα να εξασφαλίσω την ελευθερία μου με εγγύηση. Απλώς, η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τρεις μέρες, μέχρι την επόμενη δικάσιμο του ειρηνοδίκη. Αλλά, στο διάστημα αυ τό, κι ενώ εγώ θα βρισκόμουν υπό περιορισμό, ο σερ Πέρσιβαλ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα όποια μέσα ήθελε για
666
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
να εμποδίσει τις μελλοντικές κινήσεις μου -ίσ ω ς και να προ στατευτεί απόλυτα από τυχόν αποκα λύψ εις- χωρίς να φ οβά ται τις όποιες παρεμβάσεις μου στα σχέδιά του. Στο τέλος των τριών ημερών, η κατηγορία, αναμφισβήτητα, δα αποσυρόταν· και η παρουσία του μάρτυρα δα ήταν άχρηστη. Η αγανάκτησή μου - δ α μπορούσα σχεδόν να πω η απελπι σία μ ου- γι’ αυτή την ύπουλη παρεμπόδιση κάδε περαιτέρω προόδου στο δέμα των ερευνών μου, τόσο φτηνή και ασήμαντη αυτή καδαυτή, και όμως τόσο αποδαρρυντική και τόσο σοβα ρή ως προς τα πιδανά αποτελέσματά της, δεν μου επέτρεψε στην αρχή να σκεφτώ κάδε δυνατό μέσο για να βγω από τη δύ σκολη δέση στην οποία βρισκόμουν. Είχα την αφέλεια να ζη τήσω γραφική ύλη και να ενημερώσω εγγράφως τον ειρηνοδίκη για την πραγματική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Η απελ πισία μου με εμπόδισε να διαβλέψω την αφέλεια αυτής της ενέρ γειας - δεν το συνειδητοποίησα πα ρ ά μόνο αφού είχα γράψει τις πρώτες γραμμές της επιστολής. Μόνο όταν έσπρωξα το χαρ τί από μπροστά μου, μόνο όταν -ντρ έπομ αι που το λέω - είχα σχεδόν επιτρέψει στον εκνευρισμό μου να με κυριεύσει, μόνο τότε πέρασε ξαφνικά από το μυαλό μου ένα σχέδιο δράσης το οποίο ο σερ Πέρσιβαλ μάλλον δεν είχε διαβλέψει, και το οποίο ίσως να μου εξασφάλιζε την ελευδερία μου μετά από μερικές ώρες. Αποφάσισα να ενημερώσω για την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν τον κύριο Ντόουσον, στο Ό ουκ Λοτζ. Είχα επισκεφτεί το σπίτι αυτού του κυρίου, όπως δα δυμάστε, τον καιρό της πρώτης έρευνάς μου στην περιοχή του Μ πλάκγουοτερ ΓΊαρκ· και του είχα παρουσιάσει ένα συστατικό γράμ μα από τη μις Χάλκομπ, με το οποίο του συνιστούσε με τις δερμότερες λέξεις να δείξει το φιλικό ενδιαφέρον του. Τώρα έγραψα αναφερόμενος στο γράμμα αυτό και στα όσα είχα πει σ ’ εκείνη τη συνάντησή μας στον κύριο Ντόουσον σχετικά με τον λεπτό και επικίνδυνο χαρακτήρα των ερευνών μου. Δεν του είχα αποκαλύψει την αλήδεια για τη Λώρα· απλώς του είχα
667
WI LKI E COL L I NS
περιγράφει την αποστολή μου, λέγοντάς του ότι ήταν εξόχως σημαντική για τη μις Χάλκομπ και τα συμφέρσντά της. Δείχνοντας την ίδια προσοχή, δικαιολόγησα τώρα την παρουσία μου στο Νόουλσμπερι με τον ίδιο τρόπο, και ζήτησα από το γιατρό να μου δείξει αν η εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου από μια κυρία την οποία γνώριζε καλά και αν η φιλοξενία που είχα απολαύ σει στο σπίτι του μου επέτρεπαν να του ζητήσω να έλδει προς βοήδειά μου σ ’ ένα μέρος όπου ήμουν μόνος, χωρίς φίλους. Πήρα την άδεια να μισδώσω κάποιον για να πάει αμέσως το γράμμα μου με ένα μεταφορικό μέσο το οποίο δα μπορούσε να χρησιμοποιηδεί για να έλδει κοντά μου ο γιατρός. Το Ό ουκ Λοτζ δεν απείχε πολύ από το Νόουλσμπερι. Ο αγγελιοφόρος μου με διαβεβαίωσε ότι δα μπορούσε να είναι εκεί σε σαράντα λε πτά και να φέρει τον κύριο Ντόουσον σε άλλα σαράντα. Του υπέδειξα να αναζητήσει το γιατρό οπουδήποτε, στην περίπτω ση που δεν βρισκόταν σπίτι του, και μετά κάδισα να περιμένω το αποτέλεσμα με όλη την υπομονή και την ελπίδα που μπο ρούσα να συγκεντρώσω για να με βοηδήσουν. Δεν ήταν περισσότερο από μία και τέταρτο όταν ξεκίνησε ο άνδρωπός μου. Πριν από τις τρεισήμισι επέστρεψ ε, φέρνοντας μαζί του το γιατρό. Η ευγένεια του κυρίου Ντόουσον και η λε πτότητα με την οποία μου πρόσφερε τη βοήδειά του ως κάτι το απόλυτα φυσικό με συγκίνησε. Η εγγύηση που είχε ζητηδεί προσφέρδηκε, και έγινε αμέσως αποδεκτή. Πριν από τις τέσ σερις, το ίδιο απόγευμα, αντάλλασσα μια δερμή χειραψία με τον καλό γιατρό, και ήμουν ελεύδερος και πάλι στους δρόμους του Νόουλσμπερι. Ο κύριος Ντόουσον με προσκάλεσε φιλόξενα να πάω μαζί του στο Ό ουκ Λοτζ και να μείνω εκεί τη νύχτα. Το μόνο που μπορούσα να του απαντήσω ήταν ότι ο χρόνος μου δεν ήταν δικός μου. και του ζήτησα να μου επιτρέψ ει να τον επισκεφδώ σε μερικές ημέρες, για να του επαναλάβω τις ευχαριστίες μου και να του προσφέρω τις εξηγήσεις τις οποίες δεωρούσα ότι
66 8
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
του όφειλα, αλλά δεν ήμουν εκείνη τη στιγμή σε δέση να του δώσω. Χωρίσαμε με εκατέρωθεν διαβεβαιώσεις των φιλικών αι σθημάτων μας και κατευθύνθηκα αμέσως προς το γραφείο του κυρίου Γουένσμπορο στη Χάι Στρητ. Ο χρόνος ήταν τώρα εξαιρετικά σημαντικός. Η είδηση της αποφυλάκισής μου με εγγύηση θα έφτανε στον σερ Πέρσιβαλ, με απόλυτη βεβαιότητα, πριν νυχτώσει. Αν οι επόμενες ώρες δεν με έφερναν σε θέση να επιβεβαιώσω τους χειρότερους φόβους του και να βρεθεί ανυπεράσπιστος στο έλεος μου, ίσως να έχανα κάθε σπιθαμή του εδάφους που εί χα κερδίσει, και να μην μπορούσα να το επανακτήσω ποτέ πια. Ο αδίστακτος χαρακτήρας του άντρα, η επιρροή που είχε στην περιοχή, ο θανάσιμος κίνδυνος της αποκάλυψης με την οποία τον απειλούσαν οι έρευνές μου, όλα με προειδοποιούσαν να επιμείνω για να φτάσω στην αποκάλυψη, χωρίς την περιττή απώ λεια έστω και ενός λεπτού. Είχα βρει το χρόνο να σκεφτώ όση ώρα περίμενα την άφιξη του κυρίου Ν τόουσον και είχα αξιοποιήσει το χρόνο αυτό. Ορισμένα κομμάτια της συνομιλίας με τον φλύαρο ηλικιωμένο υπάλληλο, που τότε με είχαν κουρά σει, τώρα επανέρχονταν στη μνήμη μου έχοντας πάρει μια νέα διάσταση· και μια υποψία πέρασε από το μυαλό μου, η οποία δεν με είχε απασχολήσει καθόλου όσο ήμουν στο σκευοφυλά κιο. Αρχικά, σκόπευα να απευθυνθώ στον κύριο Γουένσμπορο για πληροφορίες σχετικά με το θέμα της μητέρας του σερ Πέρσιβαλ. Στόχος μου, όμως, τώρα ήταν να εξετάσω το αντίγρα φο του βιβλίου των ληξιαρχικών πράξεω ν της εκκλησίας του Ολντ Γουέλμιγκχαμ. Ο κύριος Γουένσμπορο ήταν στο γραφείο του όταν τον ζήτησα Ή ταν ένας ευχάριστος, προσηνής άντρας με ροδαλό πρόσω πο -έμοιαζε περισσότερο με επαρχιώτη ευγενή πα ρά με δικη γόρ ο- και φάνηκε να ξαφνιάζεται, αλλά και να διασκεδάζει με το αίτημά μου. Είχε ακούσει για το αντίγραφο του αρχείου που κρατούσε ο πατέρας του, αλλά ο ίδιος δεν το είχε δει. Δεν είχε
669
WI LKI E COL L I NS
ζητηθεί ποτέ από κανέναν. Βρισκόταν αναμφισβήτητα στην απο θήκη, ανάμεσα σε άλλα χαρτιά που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί μετά το θάνατο του πα τέρα του. Ή ταν κρίμα, επεσήμανε ο κύ ριος Γουένσμπορο, που δεν ζούσε ο πατέρας του για να ακού σει ότι είχε αναζητηθεί επιτέλους το πολύτιμο αντίγραφό του. Πώς είχε συμβεί να μάθω για το αντίγραφο; Κάποιος από την πόλη μου το είχε πει; Παρέκαμψα την ερώτηση με εύσχημο τρόπο. Ή ταν αδύνα τον σ ’ αυτή τη φάση της έρευνας να μην είμαι όσο πιο επ ι φυλακτικός γινότα ν και δεν έπρεπε να επιτρέψω στον κύριο Γουένσμπορο να καταλάβει ότι είχα εξετάσει ήδη το πρωτό τυπο αρχείο. Ισχυρίστηκα, κατά συνέπεια, ότι έκανα μία οι κογενειακή έρευνα, και ότι ήταν εξαιρετικά πολύτιμη κάθε δυ νατή εξοικονόμηση χρόνου. Επειγόμουν να στείλω ορισμένα στοι χεία στο Λονδίνο με το σημερινό ταχυδρομείο, και μια ματιά στο αντίγραφο του πρω τότυπου αρχείου -καταβάλλοντας, φ υ σικά, την απαραίτητη αμ οιβή- ίσως μου εξασφάλιζε αυτά που χρειαζόμουν και με απάλλασσε από το οχληρό ταξίδι στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ. Πρόσδεσα ότι, επειδή θα χρειαζόμουν κι ένα αντί γραφο από το πρω τότυπο αρχείο, θα ζητούσα από το γραφείο του κυρίου Γουένσμπορο να το εκδώσει. Μ ετά την εξήγηση αυτή, δεν υπήρξε καμιά αντίρρηση να συμ βουλευτώ το αντίγραφο. Στάλθηκε στην αποθήκη ένας υπάλ ληλος και, μετά από κάποια καθυστέρηση, επέστρεψε με τον τόμο. Ή ταν ίδιου ακριβώς μεγέθους με τον τόμο που είδα στο σκευοφυλάκιο· η μοναδική διαφορά βρισκόταν στο ότι το αντί γραφο ήταν πολυτελέστερα δεμένο. Το πήγα σ ’ ένα άδειο τρα πέζι. Τα χέρια μου έτρ εμ α ν το κεφάλι μου έκαιγε· αισθανό μουν την ανάγκη να κρύψω την αγωνία μου όσο καλύτερα μπο ρούσα από τα άτομα που βρίσκονταν στο δωμάτιο, πριν τολ μήσω να το ανοίξω. Στην πρώτη σελίδα ήταν γραμμένες μερικές αράδες, με ξε θωριασμένο μελάνι.
670
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Αντίγραφο Βιβλίου Ληξιαρχικών Πράξεων Γάμου της Ενοριακής Εκκλησίας του Γουέλμιγκχαμ. Συντάχδηκε υπό τις οδηγίες μου και ελέγχδηκε στη συνέχεια· έγινε σχολαστική σύγκριση όλων των καταχωρίσεων από εμένα. (Υπογραφή) Ρόμπερτ Γουένσμπορο, Υπάλληλος Σκευοφυλακίου. Κάτω από τη σημείωση αυτή υπήρχε μία ακόμη αράδα, με άλλο γραφικό χαρακτήρα: «Κ αλύπτει την περίοδο από την 1η Ιανουάριου 1800 μέχρι την 30ή Ιουνίου 1815». Γύρισα στον Σεπτέμβριο του 1803. Βρήκα το γάμο του άντρα που το όνομά του ήταν ίδιο με το δικό μου· βρήκα τη διπλή κα ταχώριση των γάμων των δύο αδελφώ ν και ανάμεσα στις κατα χωρίσεις αυτές, στο κάτω μέρος της σελίδας... Τίποτε! Ούτε ίχνος της καταχώρισης του γάμου του σερ Φίλιξ Γκλάιντ και της Σεσίλια Τξέιν Έλστερ, και υπήρχε στο αρχείο της εκκλησίας! Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά και σφίχτηκε, σε σημείο που φοβήθηκα ότι θα πνιγόμουν. Ξανακοίταξα - φοβόμουν να π ι στέψω αυτό που διαπίστωναν τα μάτια μου. 'Οχι! Δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία. Ο γάμος δεν υπήρχε! Οι καταχωρίσεις στο αντίγραφο καταλάμβαναν στη σελίδα τους ίδιους ακριβώς χώρους που καταλάμβαναν και στο πρωτότυπο. Η τελευταία κα ταχώριση στη μία σελίδα αφορούσε το γάμο του άντρα που έφε ρε το ίδιο με μένα όνομα. Κάτω α π ’ αυτήν υπήρχε ένας κενός χώρος - ένας χώρος που προφανώς είχε μείνει άδειος επειδή ήταν πολύ μικρός για να χωρέσει την καταχώριση των γάμων των δύο αδελφών, οι οποίοι στο αντίγραφο, όπως και στο πρωτότυπο, καταλάμβαναν το πάνω μέρος της επόμενης σελίδας. Το κενό αυτό τα έλεγε όλα! Σίγουρα είχε μείνει ακάλυπτο και στο αρ χείο της εκκλησίας από το 1803, που είχαν τελεστεί οι γάμοι, και είχε γίνει η εγγραφή, έως το 1827, που εμφανίστηκε στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ ο σερ Πέρσιβαλ. Εδώ, στο Νόουλσμπερι, υπήρχε η απόδειξη της διάπραξης της πλαστογραφίας, και φαινόταν στο αντίγραφο του αρχείου· και εκεί, στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ, είχε
671
WI L KI E C O L L I N S
___
διαπραχδεί η πλαστογραφία, στο αρχείο που βρισκόταν εκεί! Ένιωσα να ζαλίζομαι, και κρατήθηκα από το τραπέζι για να μην πέσω. Α π ’ όλες τις σκέψεις που είχαν περάσει από το μυα λό μου σε σχέση με τον αδίστακτο αυτόν άντρα, ούτε μία δεν άγγιξε την αλήδεια. Η ιδέα ότι δεν ήταν καν ο σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ, ότι δεν είχε περισσότερα δικαιώματα στον τίτλο του βαρονέτου και στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ από τον φτωχότερο εργάτη που δούλευε στο κτήμα, αυτή η σκέψη δεν είχε περ ά σει ποτέ από το μυαλό μου. Κάποια στιγμή είχα νομίσει ότι ίσως να ήταν ο πα τέρ ας της Ανν Κάδερικ· μια άλλη φορά εί χα σκεφτεί ότι μπορεί να ήταν ακόμη και σύζυγος της Ανν Κάδερικ! Α λλά το αδίκημα για το οποίο ήταν πραγματικά ένοχος ξεπερνούσε όλα τα όρια της φαντασίας μου. Τα ασήμαντα μέσα με τα οποία είχε διαπραχδεί η απάτη, το μέγεθος και το παράτολμο του εγκλήματος, οι φρικτές συνέ πειες τις οποίες συνεπαγόταν η αποκάλυψή του με είχαν αφή σει άφωνο. Ποιος δα μπορούσε να απορήσει τώρα για τον τυ χοδιωκτικό τρόπο ζωής του απατεώνα, για τις εναλλαγές της απελ πισίας του ανάμεσα στην άδλια διπροσωπία και την αδίστακτη βία, την έκρηξη της ένοχης δυσπιστίας που τον είχε κάνει να φυλακίσει την Ανν Κάδερικ στο άσυλο και τον είχε εξωθήσει στην αισχρή συνωμοσία εναντίον της γυναίκας του, με την απλή και μόνο υποψία ότι και η μία και η άλλη γνώριζαν το φρικτό Μυστικό του; Η αποκάλυψη αυτού του Μυστικού δα μπορού σε, παλιά, να τον στείλει στην αγχόνη - δα μπορούσε τώρα να τον καταδικάσει σε ισόβια εξορία στην Αυστραλία. Η αποκά λυψη αυτού του Μυστικού, ακόμη κι αν τα δύματα της απάτης του δεν αξίωναν να τιμωρηδεί, όπως προέβλεπε ο νόμος, δα του στερούσε, από τη μια στιγμή στην άλλη, το όνομα, τον τίτλο, την περιουσία, την κοινωνική δέση που είχε δολίως αρπάξει. Αυ τό ήταν το Μυστικό· και ήταν, τώρα, στα χέρια μου! Μ ία λέξη μου, και σπίτι, κτήματα, βαρονία, δα χάνονταν για πάντα· μία λέξη μου, και δα μεταβαλλόταν σε απόκληρο - χωρίς όνομα,
67 2
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑj \ l ΠΡA περιουσία και φίλους. Το μέλλον του κρεμόταν από τα χείλη μου· και ήδη το γνώριζε πολύ καλά, όπως το γνώριζα κι εγώ! Αυτή η τελευταία σκέψη με συνέτισε. Συμφέροντα ασύγκριτα πολυτιμότερα από το δικό μου σχετίζονταν με τη φρόνηση, η οποία έπρεπε να καδοδηγεί τώρα τις κινήσεις μου. Δεν υπήρχε πιδανή δολιότητα την οποία δεν δα επιχειρούσε εναντίον μου ο σερ Πέρσιβαλ. Στην επικίνδυνη και απελπισμένη δέση που βρισκόταν, δεν δα ολιγωρούσε μπροστά σε οποιονδήποτε κίνδυνο, δεν δα δίσταζε μπροστά σε οποιοδήποτε έγκλημα - δεν δα δίσταζε μπροστά σε τίποτε, προκειμένου να σωδεί. Έμεινα για λίγο σκεφτικός. Η πρώτη σκέψη μου ήταν να εξα σφαλίσω δετικές αποδείξεις, έγγραφες, για την ανακάλυψη που μόλις είχα κάνει και, λόγω του ενδεχομένου να μου συμβεί κά ποιο προσωπικό ατύχημα, να φροντίσω ώστε τα στοιχεία αυτά να μην υπάρξει περίπτωση να πέσουν στα χέρια του σερ Πέρσιβαλ. Το αντίγραφο του βιβλίου των ληξιαρχικών πράξεων γά μου ήταν ασφαλές στην αποδήκη του κυρίου Γουένσμπορο. Αλλά η δέση του πρωτότυπου, στο σκευοφυλάκιο, ήταν, όπως είχα δει με τα μάτια μου, κάδε άλλο πα ρ ά ασφαλής. Υπό τις συνδήκες αυτές, αποφάσισα να επιστρέφω στην εκ κλησία, να απευδυνδώ και πάλι στον υπάλληλο και να πάρω το απαραίτητο απόσπασμα από το βιβλίο, πριν πάω το βράδυ για ύπνο. Δεν γνώριζα τότε ότι ήταν απαραίτητο ένα νόμιμα επικυ ρωμένο αντίγραφο, και ότι κανένα έγγραφο που απλώς δα είχε αντιγράφει από μένα δεν δα είχε την απαιτούμενη αποδεικτική αξία. Δεν το γνώριζα αυτό. Και η απόφασή μου να διατηρηδούν μυστικές οι κινήσεις μου με εμπόδισε να προχωρήσω σε ερωτή σεις που ίσως να μου έδιναν την απαραίτητη πληροφορία. Η μο ναδική ανησυχία μου πήγαζε από την απόφασή μου να επιστρέφω στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ. Δικαιολογήδηκα όσο καλύτερα μπορούσα για την ταραχή μου. την οποία ο κύριος Γουένσμπορο είχε ήδη παρατηρήσει- άφησα την προβλεπόμενη αμοιβή στο γραφείο του, συμφωνήσαμε ότι δα του έγραφα μετά από μία ή δύο μέρες για
673
WI LKI E C O L L I N S
____
ό,τι χρειαζόμουν, και βγήκα από το γραφείο, με το μυαλό μου μπερδεμένο και το αίμα μου να τρέχει ορμητικά στις φλέβες μου. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα ότι μπορεί να με παρακολουδούσαν και πάλι, και να επι χειρούσαν να μου επιτεδούν στο δρόμο. Το μπαστούνι μου ήταν ελαφρύ - ελάχιστα ή καδόλου χρήσι μο για άμυνα. Σταμάτησα, πριν φύγω από το Νόουλσμπερι, και αγόρασα ένα χοντρό ρόπαλο, κοντό και βαρύ στην άκρη. Με αυτό το απλό όπλο, αν κάποιος επιχειρούσε να με σταματήσει, δα ήμουν σε δέση να τον αντιμετωπίσω. Αν μου έκαναν επίδε ση περισσότεροι του ενός, δα μπορούσα να εμπιστευτώ τα π ό δια μου. Στο σχολείο υπήρξα καλός δρομέας, και δεν μου είχε λείψει η εξάσκηση στη διάρκεια της περιπέτειάς μου στην Κε ντρική Αμερική. Ξεκίνησα από την πόλη με γρήγορο βηματισμό, φροντίζοντας να κινούμαι στο κέντρο του δρόμου. Μ ία απαλή ομιχλώδης βροχή έπεφ τε, και ήταν αδύνατον, στο πρώτο μισό της διαδρομής, να είμαι σίγουρος αν με παρακο λουδούσαν ή όχι. Α λλά στο δεύτερο μισό της διαδρομής μου, όταν π ια υπολόγιζα ότι απείχα περίπου δύο χιλιόμετρα από την εκκλησία, είδα έναν άντρα να με προσπερνά τρέχοντος μέσα στη βροχή - και μετά άκουσα την α υλόπορτα μιας αγροι κίας δίπλα στο δρόμο να κλείνει δυνατά. Συνέχισα το δρόμο μου, με το ρόπαλο έτοιμο στο χέρι μου, τα αυτιά μου σε εγρή γορση και τα μ άτια μου να πασχίζουν να διαπεράσουν την ομί χλη και το σκοτάδι. Πριν κάνω άλλα εκατό μέτρα, άκουσα ένα δόρυβο στο φράχτη δεξιά μου, και τρεις άντρες πετάχτηκαν στη μέση του δρόμου. Τραβήχτηκα βιαστικά στην άκρη του δρόμου. Οι δύο πρώ τοι παρασύρδηκαν, έχασαν τον προσανατολισμό τους και βρέδηκαν μακριά μου, πριν προλάβουν να το καταλάβουν. Ο τρί τος ήταν γρήγορος σαν αστραπή. Σταμάτησε, πισωγύρισε και με χτύπησε με το μπαστούνι του. Το χτύπημα δεν ήταν καλά
67 4
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
υπολογισμένο, και δεν ήταν σοβαρό. Με βρήκε στον αριστερό ώμο. Του το ανταπέδωσα με δύναμη στο κεφάλι. Παραπάτησε προς τα πίσω κι έπεσε πάνω στους δύο συντρόφους του. καδώς εκείνοι έτρεχαν να μου επιτεδούν. Το γεγονός μού εξα σφάλισε ένα μικρό προβάδισμα. Τους απέφ υγα και άρχισα να τρέχω, όσο πιο γρήγορα μπορούσα, στη μέση του δρόμου. Οι δύο σώοι άντρες με καταδίωξαν. Ή ταν και οι δύο καλοί δρο μείς, και ο δρόμος ήταν ομαλός και επίπεδος. Στα πρώτα πέντε, ή και λίγο παραπάνω, λεπτά της ώρας, καταλάβαινα ότι δεν κέρ διζα έδαφος. Ή ταν επικίνδυνο να τρέχω για πολύ στο σκοτάδι. Με δυσκολία διέκρινα το δολή μαύρη γραμμή που σχημάτιζαν οι φ ράχτες δεξιά κι αριστερά, και το κάδε τυχαίο εμπόδιο στο δρόμο δα μπορούσε να με σωριάσει καταγής. Μ ετά από λίγο, ένιωσα το έδαφος να αλλάζει - έγινε κατηφορικό, σε μία στρο φή, και μετά ξανάγινε ανηφορικό. Στην κατηφόρα, οι διώκτες μου μάλλον κέρδισαν έδαφος, αλλά, στην ανηφόρα, άρχισα να τους ξεφεύγω. Τα γρήγορα, ρυδμικά ποδοβολητά τους έφταναν αμυδρότερα στα αυτιά μου, και υπολόγισα από τον ήχο ότι ήμουν πολύ μπροστά, οπότε μπορούσα να καταφύγιο στα χω ράφια, ελπίζοντας ότι έτσι δα με προσπερνούσαν μέσα στο σκο τάδι. Βγαίνοντας στο μονοπάτι δίπλα στη δημοσιά, κατευδύνδηκα προς το πρώτο κενό του φράχτη, που μπόρεσα μάλλον να μαντέψω πα ρά να δω. Αποδείχτηκε ότι ήταν μία κλειστή πύλη. Πήδησα από πάνω και μόλις βρέδηκα στο χωράφι κινήδηκα κα τά μήκος του φράχτη, με τα νώτα μου στραμμένα στο δρόμο. Ακόνισα τους άντρες να προσπερνούν την πύλη, εξακολουδώντας να τρέχουν, και ύστερα, μετά από ένα λεπτό, άκουσα τον έναν α π ’ αυτούς να φωνάζει στον άλλο να γυρίσει πίσω. Δεν εί χε πια σημασία τι έκαναν - ούτε να με δουν μπορούσαν, ούτε να με ακούσουν. Συνέχισα την πορεία μου μέσα από το χωράφι και. όταν έφτασα στην άλλη άκρη του, κοντοστάδηκα εκεί για ένα λεπτό, να ξελαχανιάσω. Ή ταν αδύνατον να διανοηδώ να τολμήσω να επιστρέφω στο
67S
WI LKI E C O L L I N S
_____
______
__
δρόμο· ωστόσο, ήμουν αποφασισμένος να φτάσω το ίδιο βρά δυ στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ. Ούτε φεγγάρι, ούτε άστρα έδειχναν να με καδοδηγούν. Το μό νο που ήξερα ήταν ότι φεύγοντας από το Νόουλσμπερι ένιωδα τον άνεμο και τη βροχή να με χτυπάνε στην πλάτη. Αν φρό ντιζα να συνεχίσουν βροχή και άνεμος να με χτυπάνε στην πλά τη, δα ήμουν βέβαιος ότι δεν βάδιζα σε λάδος κατεύδυνση. Ακολουδώντας αυτό το σχέδιο, διέσχισα την εξοχή χωρίς να συναντήσω μεγαλύτερα εμπόδια από φράχτες, χαντάκια και δάμνους, που κάδε τόσο με ανάγκαζαν να αλλάζω για λίγο πορεία, μέχρι που βρέδηκα σε μια λοφοπλαγιά, με το έδαφος να κατη φορίζει απότομα μπροστά μου. Κατέβηκα στη βάση του λόφου, πέρασα στριμωχτά από ένα φράχτη και βγήκα σ ’ ένα δρομάκι. Έχοντας στρίψει δεξιά όταν εγκατέλειψα το δρόμο, έστριψα τώ ρα αριστερά, ελπίζοντας να ξαναβρώ την πορεία που είχα εγκαταλείψει. Αφού ακολούδησα τις λασπωμένες στροφές του δρό μου επί δέκα λεπτά, ή και περισσότερο, είδα μια αγροικία με φωτισμένο το ένα παράδυρο. Η πόρτα του κήπου ήταν ανοιχτή και αμέσως μπήκα, για να μάδω πού βρισκόμουν. Πριν προλάβω να χτυπήσω, η πόρτα άνοιξε ξαφνικά, και ένας άντρας βγήκε τρέχοντος με ένα αναμμένο φανάρι στο χέρι. Στα μάτησε και το σήκωσε ψηλά, μόλις με είδε. Ξαφνιαστήκαμε και οι δύο βλέποντας ο ένας τον άλλο. Οι περιπλανήσεις μου με είχαν υποχρεώσει να κάνω το γύρο του χωριού, και με είχαν φέρει στο κάτω άκρο του. Βρισκόμουν ξανά στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ· και ο άντρας με το φανάρι δεν ήταν άλλος από την πρωινή γνωριμία μου, τον ενοριακό υπάλληλο. Η συμπεριφορά του έμοιαζε να έχει αλλάξει περίεργα στο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από την τελευταία φορά που τον είδα. Φαινόταν καχύποπτος και σαστισμένος· τα ροδαλά μάγουλά του ήταν ξαναμμένα, και τα πρώ τα λόγια του, όταν μίλησε, μου ήταν τελείως ακατανόητα. «Π ού είναι τα κλειδιά;» ρώτησε. «Εσείς τα π ή ρ α τε;»
676
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
«Π οια κλειδιά;» ρώτησα. «Εγώ μόλις τώρα έρχομαι από το Νόουλσμπερι. Ποια κλειδιά εννοείτε;» «Τα κλειδιά του σκευοφυλακίου. Ο Θεός να μας σώσει και να μας βοηδήσει! Τι δα κάνω; Τα κλειδιά έχουν χαθεί! Με ακούτ ε ;» φώναξε ο γέρος, κουνώντας το φανάρι προς το μέρος μου μέσα στην αγωνία του. «Έχουν χαδεί τα κλειδιά!» «Πώς; Πότε; Ποιος μπορεί να τα π ή ρ ε;» «Δεν ξέρω», είπε ο υπάλληλος, κοιτάζοντας γύρω του άγρια μέσα στο σκοτάδι. «Μ όλις γύρισα. Σας το είπα το πρωί ότι εί χα πολλή δουλειά. Κλείδωσα την πόρτα και σφάλισα το παράδυρο. Τώρα είναι ανοιχτή, και το παράδυρο είναι κι αυτό ανοι χτό. Κοιτάξτε! Κάποιος μπήκε και πήρε τα κλειδιά». Στράφηκε προς το παράδυρο, για να μου δείξει ότι ήταν ορδάνοιχτο. Το πορτάκι του φαναριού άνοιξε όμως, καδώς το στρι φογύρισε, και ο άνεμος έσβησε το κερί. «Φ έρτε άλλο φω ς», είπα· «και πάμε μαζί στο σκευοφυλάκιο. Γρήγορα! Γρήγορα!» Μ πήκε βιαστικά στο σπίτι. Η προδοσία την οποία είχα κάδε λόγο να αναμένω, η προδοσία που ίσως να μου στερούσε κάδε πλεονέκτημα που είχα κερδίσει, ίσως ήταν, εκείνη τη στιγμή, σε εξέλιξη. Η ανυπομονησία μου να φτάσω στην εκκλησία ήταν τόσο μεγάλη, ώστε δεν μπορούσα να παραμείνω αδρανής στην αγροικία όση ώρα ο υπάλληλος άναβε και πάλι το φανάρι. Βγή κα από το σπίτι, κατηφόρισα το μονοπάτι του κήπου και βγή κα στο δρομάκι. Πριν προλάβω να κάνω δέκα βήματα, με πλησίασε ένας άντρας από την κατεύδυνση της εκκλησίας. Μ ου μίλησε με σεβασμό μόλις βρεδήκαμε κοντά. Δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό τουαλλά κρίνοντας μόνο από τη φωνή του, κατάλαβα πως μου ήταν τελείως άγνωστος. «Σ α ς ζητώ συγνώμη, σερ Πέρσιβαλ....» άρχισε. Τον διέκοψα, πριν προλάβει να πει περισσότερα. «Σε παραπλανά το σκοτάδι, φίλε μου. Δεν είμαι εγώ αυτός».
677
WI L KI E COL L I NS
Ο άντρας τραβήχτηκε λίγο πίσω. «Νόμιζα ότι ερχόταν ο κύριος μου», μουρμούρισε με σαστι σμένο, δύσπιστο τρόπο. «Π ερίμενες να συναντήσεις εδώ τον κύριο σου;» «Μ ου είπαν να τον περιμένω εδώ». Απομακρύνθηκε. Γύρισα και κοίταξα προς την αγροικία και είδα τον υπάλληλο να βγαίνει, με το φ ανάρι αναμμένο και π ά λι. Έ π ια σ α τον ηλικιωμένο άντρα από το μπράτσο για να τον βοηθήσω να κινηθεί πιο γρήγορα. Προχωρήσαμε βιαστικά και προσπεράσαμε τον άντρα που μου είχε απευθύνει το λόγο πριν από λίγο. Ό π ω ς διέκρινα υπό το φως του φαναριού, από το ντύσιμό του έμοιαζε με υπηρέτη. «Π οιος είνα ι;» ψιθύρισε ο υπάλληλος. «Ξέρει τίποτε για τα κλειδιά;» «Δ εν θα περιμένουμε να τον ρωτήσουμεΙ», απάντησα. «Θ α πά με πρώ τα στο σκευοφυλάκιο». Η εκκλησία δεν φαινόταν, ακόμη και τη μέρα, αν δεν έφ τα νες στο τέρμα του δρόμου. Καθώς ανεβαίναμε το ανηφορικό έδαφος που οδηγούσε στην εκκλησία, ένα από τα παιδιά του χωριού -έ ν α α γόρι- μας πλησίασε, β λέποντας το φως που κρα τούσαμε, και αναγνώρισε τον υπάλληλο. «Ξέρετε, κύριε», είπε το αγόρι, τραβώντας ενοχλητικά το σα κάκι του υπαλλήλου· «κάποιος είναι στην εκκλησία. Τον άκουσα να κλειδώνει την πόρτα· τον άκουσα ακόμη να ανάβει φως με ένα σπίρτο». Ο υπάλληλος έτρεμε, και έγειρε βαριά πάνω μου. «Έ λα, έλα !» είπα, ενθαρρυντικά. «Δ εν φτάσαμε πολύ αρ γά. Θα τον πιάσουμε, όποιος κι αν είναι. Κράτα το φανάρι, και ακολούθησέ με όσο πιο γρήγορα μπορείς». Ανηφόρισα γρήγορα στο λόφο. Ο σκοτεινός όγκος του καμπα ναριού ήταν το πρώτο πράγμα που διέκρινα αμυδρά, με φόντο τον νυχτερινό ουρανό. Καθώς γύριζα να κατευθυνθώ προς το σκευοφυλάκιο, άκουσα βαριά βήματα πίσω μου. Ο υπηρέτης μάς
67 8
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
είχε ακολουθήσει στην εκκλησία. «Δεν θέλω να κάνω κακό», εί πε, όταν γύρισα προς το μέρος του. «Απλώς ψάχνω για τον κύ ριο μου». Ο τόνος της φωνής του πρόδιδε φόβο. Δεν του έδω σα σημασία, και προχώρησα. Τη στιγμή που έστριψα τη γωνία και αντίκρισα το σκευοφυ λάκιο, είδα το φεγγίτη στην οροφή να φωτίζεται λαμπερά από μέσα, και μια εκτυφλωτική λάμψη φώτιζε τον σκοτεινό, άνα στρο ουρανό. Διέσχισα τρέχοντας το νεκροταφείο για να φτάσω στην πόρτα. Καθώς πλησίαζα, μια παράξενη μυρωδιά απλωνόταν στον υγρό νυχτερινό αέρα. Ακόυσα έναν δυνατό παρατεταμένο ήχο μέ σα, σαν να έσπαζε κάτι, και είδα το φως ψηλά να δυναμώνει όλο και περισσότερο· ένα τζάμι έσπασε. Έ τρεξα ασθμαίνοντας στην πόρτα. Το σκευοφυλάκιο καιγόταν! Πριν προλάβω να κινηθώ, πριν προλάβω να πάρω μια ανά σα μετά α π ’ αυτή την εξέλιξη, κυριεύτηκα από τρόμο. Κάποιος χτυπούσε δυνατά και τράνταζε την πόρτα από μέσα. Ακόυσα το κλειδί να γυρίζει πολλές φορές στην κλειδαριά. Ακόυσα μια αντρική φωνή, πίσω από την πόρτα, να ουρλιάζει, να αποζητά απελπισμένα βοήθεια. Ο υπηρέτης, που με είχε ακολουθήσει, πισωπάτησε τρέμοντας και σωριάστηκε στα γόνατα. «Ω , Θεέ μου!» είπε. «Είναι ο σερ Π έρσιβαλ!» Καθώς οι λέξεις έβγαιναν από τα χείλη του, μας πλησίασε ο υπάλληλος. Την ίδια στιγμή, ακούστηκε άλλο ένα, και τελευ ταίο, γύρισμα του κλειδιού στην κλειδαριά. «Ο Κύριος να λυπηθεί την ψυχή του!» είπε ο γέρος. «Είναι καταδικασμένος! Έ σ πασ ε την κλειδαριά». Έ τρεξα στην πόρτα. Ο ένας και μοναδικός σκοπός που κυ ριαρχούσε ως τη στιγμή εκείνη στις σκέψεις μου, που είχε ελέγ ξει όλες τις ενέργειές μου για βδομάδες και βδομάδες, χάθηκε στη στιγμή από το μυαλό μου. Ό λ ες οι αναμνήσεις της άκαρδης αδικίας και τα εγκλήματα που είχε προκαλέσει- της αγάπης,
679
WI LKI E COL L I NS
της αθωότητας, της ευτυχίας που τόσο άσπλαχνα είχε κατα στρέψει· του όρκου που είχα δώσει να τον οδηγήσω στη φρικτή τιμωρία που του άξιζε... όλα πέρασαν από το μυαλό μου σαν ταινία· και δεν με απασχολούσε τίποτε άλλο εκτός από τη φ ρί κη της δέσης στην οποία βρισκόταν. Δεν ένιωθα τίποτε άλλο εκτός από την ανθρώπινη παρόρμηση να τον σώσω από έναν φρικτό θάνατο. «Δοκίμασε την άλλη πόρ τα!» φώναξα. «Δοκίμασε την πόρ τα προς την εκκλησία! Η κλειδαριά είναι σπασμένη εδώ. Εί σαι καταδικασμένος, αν χάσεις κι άλλο χρόνο εδώ!» Δεν ακούστηκε νέα κραυγή για βοήθεια, από την ώρα που το κλειδί γύρισε για τελευταία φορά. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος τώρα που να υποδηλώνει ότι ήταν ακόμη ζωντανός. Δεν άκουγα π α ρ ά μόνο το επιταχυνόμενο τριζοβόλημα από τις φλόγες και το κοφτό ράγισμα στο τζάμι του φεγγίτη. Γύρισα και κοίταξα τους δύο συντρόφους μου. Ο υπηρέτης είχε σηκωθεί και στεκόταν τώρα όρθιος. Είχε πάρει το φανάρι και το κρατούσε υψωμένο κοντά στην πόρτα. Ο τρόμος έμοια ζε να του είχε προκαλέσει απόλυτη παράλυση του νου - στε κόταν πίσω μου και με ακολουθούσε σε κάθε βήμα μου σαν σκύ λος. Ο υπάλληλος καθόταν σε μία από τις ταφόπλακες, τρέμοντας και σιγοκλαίγοντας. Ο ελάχιστος χρόνος που χρειάστη κα για να τους κοιτάξω ήταν αρκετός ώστε να μου δείξει ότι ήταν και οι δύο άχρηστοι. Μην ξέροντας τι να κάνω, και ενεργώντας απελπισμένα, υπο κινούμενος από την πρώτη παρόρμηση που είχα, άρπαξα τον υπηρέτη και τον έφερα μπροστά στον τοίχο του σκευοφυλα κίου. «Σκύψ ε!» είπα, «και κρατήσου από τις πέτρες. Θα π α τήσω πάνω σου για να φτάσω στη στέγη. Θα σπάσω το φεγγί τη για να του εξασφαλίσω λίγο αέρ α !» Ο υπηρέτης έτρεμε σύγκορμος, αλλά υπάκουσε. Πάτησα στην πλάτη του, με το ρόπαλο στο στόμα μου· πιάστηκα από το π α ραπέτο με τα δυο χέρια, και την επόμενη στιγμή βρέθηκα πάνω
6 80
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
στη στέγη. Μ έσα στη βιασύνη και την αγωνία της στιγμής δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι σπάζοντας το φεγγίτη ίσως έδι να τροφή στις φλόγες. Χτύπησα δυνατά το φεγγίτη και έσπα σα το ραγισμένο τζάμι του. Η φωτιά πετάχτηκε έξω σαν άγριο δηρίο από τη φωλιά του. Σύρθηκα πάνω στη στέγη, καδώς ο κα πνός ξεχυνόταν στη νύχτα μαζί με φλόγες. Η ανταύγεια από τη φωτιά μού έδειξε το ανέκφραστο πρόσωπο του υπηρέτη να με κοιτάζει από τη βάση του τοίχου· ο υπάλληλος, όρθιος τώρα, έσφιγγε απελπισμένος τα χέρια του· και ο λιγοστός πληθυσμός του χωριού, σαστισμένοι άντρες και τρομοκρατημένες γυναίκες, ήταν συγκεντρωμένος στην άκρη του νεκροταφείου - άλλοτε να φαίνονται κι άλλοτε να χάνονται, στο κόκκινο της φρικτής λάμψης, στο μαύρο του αποπνικτικού καπνού. Και ο άντρας μέ σα στο σκευοφυλάκιο, κάτω από τα πόδια μου· να ασφυκτιά, να καίγεται, να πεθαίνει - τόσο κοντά σε όλους μας, τόσο απλη σίαστα μακριά μας! Η σκέψη αυτή με τρέλαινε. Κρεμάστηκα από τη στέγη και πήδησα στο χώμα. «Το κλειδί της εκκλησίας!» φώναξα στον υπάλληλο. «Π ρ έ πει να δοκιμάσουμε κι αυτό. Ίσως τον σώσουμε, αν μπορέσουμε να παραβιάσουμε την εσωτερική πόρτα». «'Οχι, όχι, όχι!» φώναξε ο γέρος. «Δεν υπάρχει ελπίδα! Το κλειδί της εκκλησίας και το κλειδί του σκευοφυλακίου είναι στον ίδιο κρίκο - είναι και τα δύο εκεί μέσα! Ω, κύριε, δεν σώζεται πια! Έχει γίνει στάχτη!» « Θ α δουν τη φωτιά από την πόλη», ακούστηκε μια αντρική φωνή από εκείνους που ήταν μαζεμένοι πίσω μου. «Υ πάρχει πυροσβεστική στην πόλη. Θα τη σώσουν την εκκλησία». Φώναξα στον άντρα -ή ταν ο μόνος που σκεφτόταν λογικά- να πλησιάσει να μιλήσουμε. Θα περνούσε τουλάχιστον ένα τέταρτο μέχρι να φτάσει η πυροσβεστική άμαξα. Η φρίκη ότι μπορεί να παρέμενα αδρανής όλη αυτή την ώρα ήταν κάτι που δεν μπο ρούσα να το αντέξω. Ενάντια σε κάθε λογική, έπεισα τον εαυτό
6S1
WI LKI E COL L I NS
μου ότι ο καταδικασμένος και αβοήθητος παλιάνθρω πος μέσα στο σκευοφυλάκιο μπορεί να κειτόταν αναίσθητος στο πάτω μα. να μην ήταν ακόμη νεκρός. Αν σπάζαμε την πόρτα, υπήρ χε, ίσως, ελπίδα να τον σώσουμε; Ή ξερ α την αντοχή της βα ριάς κλειδαριάς· ήξερα το πάχος της δρύινης πόρτας· ήξερα πό σο μάταιο ήταν να επιτεθούμε και στη μία και στην άλλη με συ νηθισμένα μέσα. Δεν θα είχαν απομείνει όμως δοκάρια στα εγκα ταλειμμένα σπίτια κοντά στην εκκλησία; Αν παίρναμε ένα και το χρησιμοποιούσαμε ως πολιορκητικό κριό στην πόρτα; Η ιδέα με διαπέρασε, όπως η φωτιά που ξεχυνόταν από τον σπασμένο φεγγίτη. Απευθύνθηκα στον άντρα που είχε μιλήσει πρώτος για την πυροσβεστική άμαξα της πόλης. «Έ χετε πρό χειρες τις αξίνες;» - Ν αι- τις είχαν. «Κ ι ένα τσεκούρι, κι ένα πριόνι κι ένα κομμάτι σχοινί; - Ναι, ναι, ναι! Έ τρεξα ανάμεσα στους χωρικούς, με το φανάρι στο χέρι μου. «Π έντε σελίνια σε κάθε άντρα που θα με βοηθήσει!» Ζωντάνεψαν με τα λόγια αυ τά. Η αδηφάγα πείνα για χρήμα τούς ξεσήκωσε και τους ενερ γοποίησε στη στιγμή. «Δύο από σας τρέξτε για περισσότερα φανάρια, αν έχετε! Δύο από σας για τις αξίνες και τα εργαλεία. Οι υπόλοιποι μαζί μου, να βρούμε το δοκάρι». Κραυγές επ ι δοκιμασίας υποδέχτηκαν τα λόγια του - με διαπεραστικές, πεινασμένες φωνές επιδοκίμαζαν. Οι γυναίκες και τα παιδιά τρα βήχτηκαν προς τα πίσω. Ξεχυθήκαμε ομαδικά από το δρομάκι του νεκροταφείου στο πρώτο άδειο σπίτι. Ούτε ένας άντρας δεν έμεινε πίσω, εκτός από τον υπάλληλο- τον φτωχό ηλικιω μένο υπάλληλο που ήταν πεσμένος πάνω στην ταφόπλακα, κλαίγοντας και θρηνώντας για την εκκλησία. Ο υπηρέτης ήταν και τώρα πίσω μου· το άσπρο, απελπισμένο, πανικόβλητο πρόσω πό του ήταν δίπλα στον ώμο μου την ώρα που μπαίναμε στο σπίτι. Υπήρχαν δοκάρια υποστήριξης πεσμένα κάτω, αλλά ήταν πολύ ελαφρά. Έ να δοκάρι κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια μας, σε σημείο που να το φτάνουν τα μπράτσα και οι αξίνες μας ένα δοκάρι που τα άκρα του ήταν χωμένα στον γκρεμισμένο
68 2
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
τοίχο, σ ’ ένα σπίτι με το ταβάνι και το πάτωμα διαλυμένα κι ένα μεγάλο κενό στην οροφή, ανοιχτό στον ουρανό. Επιτεθήκαμε στο δοκάρι και από τα δύο άκρα ταυτόχρονα. Θεέ μου! Πόσο πολύ άντεξε - πόσο πολύ αντιστάδηκαν ο σοβάς και τα τούβλα! Χτυπήσαμε, τραβήξαμε και κομματιάσαμε. Το δοκάρι υποχώρησε στο ένα άκρο· σωριάστηκε, παρασύροντας κι ένα κομμάτι τοίχου. Έ να ουρλιαχτό ακούστηκε από τις γυναίκες που είχαν μαζευτεί στην πόρτα και μας κοίταξαν, μια κραυγή από τους άντρες - δύο α π ’ αυτούς βρέθηκαν πεσμένοι κάτω, χωρίς ευτυχώς να έχουν πάδει το παραμικρό. Έ να ακόμη τράβηγμα α π ’ όλους μαζί, και το δοκάρι ξεκόλλησε κι από τα δύο άκρα. Το σηκώσαμε, και φώναξα να απομακρυνθούν όλοι από την πόρ τα. Και, τώρα, δουλειά! Και, τώρα, επίθεση στην πόρτα! Η φω τιά ανέβαινε στα ουράνια, ανέβαινε φωτίζοντας το δρόμο μας! Σταθερή πορεία μέσα από το μονοπάτι του νεκροταφείου· στα θερή πορεία με το δοκάρι, και με στόχο την πόρτα. Ένα, δύο, τρία - και πάμε! Νέες ρυθμικές κραυγές. Την έχουμε κλονίσει ήδη· πρέπει να σπάσουν οι μεντεσέδες, αν δεν σπάσει η κλει δαριά. Νέα επίθεση με το δοκάρι! Ένα, δύο, τρία - και πάμε! Υποχωρεί! Οι φλόγες, μέσα από τις οπές που προξενούν τα κτυπήματά μας, εκτοξεύονται εναντίον μας. Αλλη μία και τελευ ταία επίθεση! Η πόρτα γκρεμίζεται με πάταγο. Μ ία απόλυτη σιγή δέους, μία ηρεμία άφωνης προσδοκίας διακατέχει όλους μας. Ψάχνουμε για το πτώμα. Η αβάσταχτη θερμότητα μας υπο χρεώνει να υποχωρήσουμε. Δεν βλέπουμε τίποτε! Πάνω, κάτω, σε όλο το δωμάτιο δεν βλέπουμε τίποτε άλλο, εκτός από ένα κύμα μαινόμενης φωτιάς. «Πού είναι;» ψιθύρισε ο υπηρέτης, κοιτάζοντας ανέκφραστος τις φλόγες. «Είναι σκόνη και στάχτη», είπε ο υπάλληλος. «Και τα βιβλία είναι σκόνη και στάχτη -κ α ι, ω, κύριε!- σύντομα θα είναι και η εκκλησία σκόνη και στάχτη!» Αυτοί οι δύο ήταν οι μόνοι που μίλησαν. Ό τα ν ξανασώπασαν.
WI LKI E COL L I NS
το μόνο που ακουγόταν μέσα στη γενική ηρεμία ήταν το τριζοβόλημα από τις φλόγες. Προσοχή! Έ νας δυνατός ήχος από μακριά· μετά, το ρυδμικό ποδοβο λητό αλόγων σε πλήρη καλπασμό· ύστερα, ο κυρίαρχος θόρυ βος εκατοντάδων ανδρώπινων φωνών που φώναζαν μαζί. Η πυ ροσβεστική άμαξα, επιτέλους! Όλοι γύρω μου έστρεψαν τα νώτα τους στη φωτιά κι έτρεξαν βιαστικά στην κορυφή του λόφου. Ο ηλικιωμένος υπάλληλος προ σπάθησε να ακολουθήσει τους υπόλοιπους, αλλά οι δυνάμεις του είχαν εξαντληθεί. Τον είδα να κρατιέται από μια ταφόπλα κα. «Σώστε την εκκλησία!» φώναξε αδύναμα, λες και οι πυρο σβέστες μπορούσαν να τον ακούσουν. «Σώστε την εκκλησία!» Ο μοναδικός άντρας που δεν κινήθηκε καθόλου ήταν ο υπη ρέτης. Στεκόταν με τα μάτια καρφωμένα στις φλόγες, με άδειο βλέμμα. Του μίλησα, τον κούνησα από το μπράτσο. Δεν αντέ δρασε. Απλώς ψιθύρισε άλλη μία φορά: «Π ού είναι;» Σε δέκα λεπτά, η πυροσβεστική άμαξα ήταν σε θέση δράσης. Το πηγάδι πίσω από την εκκλησία την τροφοδοτούσε, και η μά νικα μεταφέρθηκε στην είσοδο του σκευοφυλακίου. Αν μου ζη τούσαν τη βοήθειά μου, δεν θα μπορούσα τώρα να την προσφέρω. Η βούλησή μου είχε στερέψει· η δύναμή μου είχε εξαντληθεί· η ροή των σκέψεών μου είχε ξαφνικά διακοπεί, τώρα που ήξερα ότι ήταν νεκρός. Στεκόμουν ανίκανος και αδύναμος, κοιτάζοντας, και πάλι κοιτάζοντας μέσα στο φλέγόμενο δωμάτιο. Είδα τη φωτιά να υποχωρεί αργά. Η ένταση της λάμψης τώ ρα μειώθηκε· ο ατμός ανέβαινε σε λευκά σύννεφα και οι σωροί από τη χόβολη που σιγόκαιγε φάνταζαν κόκκινοι και μαύροι στο πάτωμα. Μ ια παύση σημειώθηκε· μετά, μία προέλαση των π υ ροσβεστών και των αστυνομικών, που μπλόκαραν την είσοδο· μία χαμηλόφωνη διαβούλευση· ύστερα, δύο άντρες αποσπάστηκαν από τους υπόλοιπους και απομακρύνθηκαν προς την άλλη άκρη
684
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
του νεκροταφείου μέσα από το πλήθος. Οι συγκεντρωμένοι απο τραβήχτηκαν, αμίλητοι, για να τους αφήσουν να περάσουν. Μ ετά από λίγο, ένα δυνατό ρίγος διαπέρασε το πλήθος, και οι συγκεντρωμένοι παραμέρισαν ακόμη περισσότερο. Οι δύο άντρες επέστρεψαν, με μια πόρτα από τα γύρω άδεια σπίτια. Τη μετέφεραν, και μπήκαν στο σκευοφυλάκιο. Οι αστυνομικοί απέκλεισαν και πάλι την είσοδο. Κάποιοι ξέκοψαν από το πλή θος και στάθηκαν πίσω τους, για να είναι οι πρώτοι που θα δουν. Αλλοι περίμεναν κοντά, για να είναι οι πρώτοι που θα ακούσουν. Ανάμεσα σ ’ αυτούς τους τελευταίους ήταν γυναί κες και παιδιά. Τα νέα από το σκευοφυλάκιο άρχισαν να κυκλοφορούν ανάμε σα στο πλήθος. Πέρασαν γρήγορα από στόμα σε στόμα, μέχρι που έφτασαν στο σημείο που στεκόμουν. Ακόυσα τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά, σε χα μηλούς, ανυπόμονους τόνους. «Τον βρήκαν;» «Ν α ι». « Π ο ύ ;» «Κοντά στην πόρτα· μπρού μυτα». «Π οια π ό ρ τα ;» «Την πόρτα που οδηγεί στην εκκλη σ ία Το κεφάλι του ακουμπούσε πάνω της. Ή ταν πεσμένος μπρού μυτα». «Είναι καμένο το πρόσωπό το υ ;» «Ό χι». «Ν αι, είναι». «Όχι! Καψαλισμένος είναι, όχι καμένος· ήταν πεσμένος μπρού μυτα, σου λέω». «Π οιος ήταν; Έ νας λόρδος, λένε». «Ό χι, όχι λόρδος. Σερ... κάτι - Σερ σημαίνει ιππότης». «Σημαίνει και 6αρσνέτος, επίσης». «Ό χι». «Ναι. έτσι είναι». «Και τι ήθελε εκεί;» «Τίποτε καλό, να είσαι σίγουρος γι’ αυτό». «Επίτηδες το έκα ν ε;» «Εννοείς να καεί επίτη δες;» «Δ εν εννοώ ότι ήθελε να κάψει τον εαυτό του· το σκευοφυλάκιο εννοώ». «Είναι φρικτό το θέαμα που παρουσιάζει;» «Α παίσιο!» «Ό χι και στο πρό σωπο. όμως». «Ό χι, όχι! Ό χι τόσο πολύ στο πρόσωπο». «Δεν τον ξέρει κανένας;» «Υ πάρχει κάποιος που λέει ότι τον ξέ ρει». «Π οιος;» «Έ νας υπηρέτης, λένε. Αλλά φέρεται σαν βλά κας. και η αστυνομία δεν τον πιστεύει». «Δ εν ξέρει κανένας
68 ί
WI LKI E C OL L I NS
άλλος ποιος είναι;» «Κ ανένας». «Και τώ ρα;» «Σ ώ π α...» Η δυνατή καθαρή φωνή ενός αξιωματούχου υποχρέωσε τους πά ντες να σωπάσουν. «Π ού είναι ο κύριος που προσπάθησε να τον σώσει;» είπε η φωνή. «Εδώ, κύριε! Εδώ είναι!» Δεκάδες περίεργα πρόσωπα στριμώχτηκαν γύρω μου· δεκάδες ανυπόμονα μπράτσα προσπάθησαν να ανοίξουν δρόμο. Ο άντρας με τη δυνατή φωνή με πλησίασε μ ’ ένα φανάρι στο χέρι. «Α πό δω, κύριε, αν έχετε την καλοσύνη», είπε ήρεμα. Ή μουν ανίκανος να του μιλήσω1ήμουν ανίκανος να του αντισταθώ όταν με έπιασε από το μπράτσο. Π ροσπάθησα να πω ότι δεν είχα δει ποτέ τον νεκρό όσο ήταν ζωντανός· ότι δεν υπήρ χε ελπίδα να αναγνωριστεί από έναν άγνωστο όπως εγώ. Αλλά οι λέξεις πάγωσαν στα χείλη μου. Στεκόμουν αδύναμος, σιω πηλός και ανίσχυρος. «Τον γνωρίζετε, κύριε;» Στεκόμουν μέσα σ ’ έναν κύκλο αντρών. Τρεις α π ’ αυτούς, απέναντι μου, κρατούσαν φανάρια χαμηλά στο χώμα. Τα μά τια τους, και τα μάτια όλων των υπόλοιπων, ήταν καρφωμένα σιωπηλά και ανυπόμονα στο πρόσωπό μου. Ή ξερ α τι υπήρχε μπροστά στα πόδια μου- ήξερα γιατί κρατούσαν τα φανάρια τόσο χαμηλά στο έδαφος. «Μ πορείτε να τον αναγνωρίσετε, κύριε;» Τα μάτια μου χαμήλωσαν αργά. Στην αρχή, δεν είδα τίπ οτεμόνο ένα τραχύ χοντρό ύφασμα. Οι σταγόνες της βροχής που έπεφταν πάνω του αντηχούσαν μέσα στη φρικτή σιγή. Το βλέμ μα μου προχώρησε πάνω στο ύ φ α σ μ α Κι εκεί, στην άκρη, άκα μπτο, απαίσιο και μαύρο, μέσα στο κίτρινο φως, εκεί, ήταν το νεκρό πρόσωπό του. Έτσι, για πρώτη και τελευταία φορά, τον είδα. Έ τσι αποφάσισε η Θεία Δίκη ότι έπρεπ ε να συναντηθούμε αυτός κι εγώ.
6 86
Κεφάλαιο Τριακοστό Πέμπτο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτραιτ
X Ορισμένοι λόγοι -τοπ ικοί, κυρίω ς- βάρυναν στις αποφάσεις του ανακριτή και των αρχών της πόλης. Η ανάκριση, με συ νοπτικές διαδικασίες, διενεργηδηκε το απόγευμα της επόμε νης ημέρας. Ή μουν, υποχρεωτικά, ένας από τους μ άρτυρες που κλήδηκαν να βοηδήσουν το έργο της ανάκρισης. Η πρώτη μου δουλειά, το πρωί, ήταν να πάω στο ταχυδρομείο και να ρωτήσω για το γράμμα που περίμενα από τη Μάριαν. Καμιά αλλαγή των συνδηκών, όσο εντυπωσιακή κι αν ήταν, δεν μπορούσε να επηρεάσει τη μία και μεγάλη αγωνία που βάραι νε στο μυαλό μου όσο βρισκόμουν μακριά από το Λονδίνο. Το πρωινό γράμμα, που ήταν η μοναδική διαβεβαίωση την οποία μπορούσα να έχω ότι τίποτε άσχημο δεν είχε συμβεί κατά την απουσία μου, ήταν για μένα κάτι πολύτιμο, κάτι που μου έδινε δετική ενέργεια καδ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Προς ανακούφισή μου, το γράμμα της Μ άριαν ήταν στο τα χυδρομείο, και με περίμενε. Τίποτε δεν είχε συμβεί - ήταν και οι δύο σώες και ασφαλείς όπως ήταν όταν τις είχα αφήσει. Η Λώρα μου έστελνε την αγά πη της, και με παρακαλούσε να την ενημερώσω για την επιστροφή
681
WI LKI E COL L I NS
μου μια μέρα πριν. Η αδελφή της πρόσδετε, εξηγώντας το μή νυμα αυτό, ότι είχε βάλει στην άκρη σχεδόν μία λίρα από τα προσωπικά της χρήματα και ότι είχε διεκδικήσει το προνόμιο να παραγγείλει τα φαγητά και να παραδέσει το δείπνο με το οποίο δα γιορτάζαμε την ημέρα της επιστροφής μου. Διάβασα τις μι κρές αυτές οικογενειακές εκμυστηρεύσεις στο φωτεινό πρωινό, με τη φρικτή ανάμνηση των όσων είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ ζωντανή ακόμη στη μνήμη μου. Η ανάγκη να απαλλάξω τη Δώρα από την όποια ξαφνική γνώση της αλήδειας ήταν η πρώ τη υποχρέωση την οποία μου επέβαλλε η διαρκώς βελτιούμενη διάδεσή της. Δεν έπρεπε ε π ’ ουδενί να διαταραχδςί η ανέφελη ευτυχία της. Έγραψα αμέσως στη Μάριαν παραδέτοντας αντι κειμενικά τα γεγονότα και προειδοποιώντας τη να μην αφήσει να πέσει καμιά εφημερίδα στα χέρια της Δώρα όσο δα ήμουν μακριά. Στην περίπτωση οποιοσδήποτε άλλης γυναίκας, λιγό τερο δαρραλέας και λιγότερο αξιόπιστης, ίσως να είχα διστάσει να αποκαλύψω ανεπιφύλακτα όλη την αλήδεια. Αλλά το όφειλα στη Μάριαν να υπολογίσω στη δύναμη του χαρακτήρα της, και να την εμπιστευτώ όσο εμπιστευόμουν τον εαυτό μου. Το γράμμα μου ήταν αναγκαστικά μακροσκελές. Με απασχόλησε μέχρι που ήρδε η ώρα να πάω για την ανάκριση. Τα δέματα της νομικής έρευνας συνοδεύονταν υποχρεωτικά από ασυνήδιστες επιπλοκές και δυσκολίες. Εκτός από την έρευ να για τον τρόπο με τον οποίο ο νεκρός είχε φτάσει στο δάνατο, έπρεπε να διευδετηδούν σοβαρά δέματα σχετικά με την αι τία της πυρκαγιάς, την κλοπή των κλειδιών και την παρουσία στο σκευοφυλάκιο ενός άγνωστου την ώρα π ου ξέσπασε η φω τιά. Ακόμη και η επιβεβαίωση της ταυτότητας του νεκρού δεν είχε συντελεστεί. Η διανοητική κατάσταση του υπηρέτη είχε κάνει την αστυνομία να δυσπιστεί για τη διαβεβαίωσή του ότι αναγνωρίζει τον κύριό του. Είχαν στείλει στο Νόουλσμπερι στη διάρκεια της νύχτας αστυνομικούς για να εξασφαλίσουν την πα ρουσία μαρτύρων οι οποίοι γνώριζαν καλά το παρουσιαστικό
688
__
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ και είχαν επικοινωνήσει, νωρίς το πρωί, με το Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Η σχολαστικότητα αυτή επέ τρεψε στον ανακριτή και τους ενόρκους να ρυθμίσουν το δέ μα της ταυτότητας και να επιβεβαιώσουν την ορθότητα της διαβεβαίωσης του υπηρέτη* οι καταδέσεις που έγιναν από α ξιόπιστους μ άρτυρες ενισχύδηκαν τελικά από την εξέταση του ρολογιού του νεκρού. Το οικόσημο και το όνομα του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ ήταν χαραγμένα στο εσωτερικό του. Οι επόμενες ερωτήσεις είχαν να κάνουν με τη φωτιά. Ο υπηρέτης, εγώ και το αγόρι που είχε ακούσει τη φωτιά να ξεσπά στο σκευοφυλάκιο ήμαστε οι πρώτοι μάρτυρες που κλη θήκαμε. Το αγόρι έδωσε αρκετά καθαρά την κατάθεσή του, αλ λά το μυαλό του υπηρέτη δεν είχε συνέλθει ακόμη από το σοκ που είχε υποστεί. Ή ταν ανίκανος να βοηθήσει την ανάκριση, και του ζητήθηκε να καθίσει. Προς ανακούφισή μου, η εξέτασή μου δεν ήταν μακρά. Δεν γνώριζα τον νεκρό* δεν τον είχα δει ποτέ* δεν γνώριζα την π α ρουσία του στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ* και δεν ήμουν μέσα στο σκευοφυλάκιο κατά την ανεύρεση του πτώματος. Το μόνο που μπορούσα να αποδείξω ήταν ότι είχα σταματήσει στο σπίτι του υπαλλήλου για να ρωτήσω για το δρόμο* ότι είχα ακούσει α π ’ αυτόν για την απώλεια των κλειδιών* ότι τον είχα συνοδεύσει στην εκκλησία για να προσφέρω όποια βοήθεια μπορούσα* ότι είχα δει τη φωτιά* ότι είχα ακούσει κάποιον, άγνωστο σε μένα, μέσα στο σκευοφυλάκιο, να προσπαθεί μάταια να ξεκλειδώσει την πόρτα* και πως είχα κάνει ό,τι μπορούσα, από ανθρωπι στικά κίνητρα, να τον σώσω. Αλλοι μάρτυρες ρωτήθηκαν αν μπο ρούσαν να εξηγήσουν το μυστήριο της υποτιθέμενης αφαίρε σης των κλειδιών του σκευοφυλακίου και της παρουσίας αυ τού του ανθρώπου στο δωμάτιο που καιγόταν. Αλλά ο ανακρι τής φάνηκε να το θεωρεί δεδομένο, και αρκετά φυσιολογικό, ότι εγώ, τελείως άγνωστος στην περιοχή, και εντελώς άγνωστος στον νεκρό, δεν θα μπορούσα, εκ των πραγμάτων, να είμαι σε
6 89
WI L KI E COL L I NS
δέση να προσφέρω κάποιο στοιχείο γι’ αυτά τα δύο γεγονότα. Η πορεία την οποία όφειλα να πάρω, αφού πλέον η επίσημη κατάθεσή μου είχε κλείσει, μου φάνηκε ότι ήταν σαφής. Δεν εί χα την αίσθηση ότι θα έπρεπε να προβώ εθελοντικά σε οποια δήποτε άλλη δήλωση. Κ ατ’ αρχάς, επειδή, αν το έκανα, δεν θα υπηρετούσε κάποιον πρακτικό σκοπό, τώρα που όλες οι απο δείξεις που στήριζαν τις όποιες εικασίες μου είχαν καεί μαζί με το καμένο βιβλίο των ληξιαρχικών πράξεων γάμου· κατά δεύτερο λόγο, επειδή δεν θα μπορούσα θα δηλώσω καθαρά τη γνώμη μου -τ η γνώμη που δεν ήμουν σε θέση να υποστηρίξω χωρίς να αποκαλύψω την όλη ιστορία της συνωμοσίας, προκαλώντας, πέρ α από κάθε αμφισβήτηση, τις επιφ υλάξεις και τον προβληματισμό του ανακριτή και των ενόρκων, όπως είχε ήδη συμβεί με τον κύριο Κιρλ. Σ ’ αυτές τις σελίδες, ωστόσο, και μετά από το χρόνο που έχει ήδη παρέλθει, καμιά από τις επιφυλάξεις και τους ενδοιασμούς που περιγράφονται εδώ δεν μπορεί να εμποδίσει την ελεύθε ρη έκφραση της γνώμης μου. Θα δηλώσω συνοπτικά, πριν η πένα μου ασχοληθεί με άλλα γεγονότα, πώ ς θεωρώ ότι πρέπει να ερμηνεύσω την κλοπή των κλειδιών, το ξέσπασμα της φω τιάς και το θάνατο του ανθρώπου. Η είδηση ότι ήμουν ελεύθερος με εγγύηση είχε αναγκάσει τον σερ Πέρσιβαλ να καταφύγει, όπως πιστεύω, στα έσχατα μέτρα. Η επίθεση στο δρόμο ήταν ένα από τα μέτρα αυτά· και η εξα φάνιση όλων των αποδείξεων του εγκλήματος του, καταστρέφοντας τη σελίδα του βιβλίου που αποδείκνυε ότι είχε διαπραχθεί πλαστογραφία, ήταν το άλλο, και το ασφαλέστερο από τα δύο. Αν δεν μπορούσα να εξασφαλίσω ένα απόσπασμα από το πρωτότυπο βιβλίο για να το συγκρίνω με το επικυρωμένο αντί γραφο στο Νόουλσμπερι, δεν θα αποκτούσα ασφαλή απόδειξη, και δεν θα μπορούσα να τον απειλήσω ότι θα τον ξεσκέπαζα. Το μόνο που χρειαζόταν για να πετύχει το σκοπό του ήταν να μπει απαρατήρητος στο σκευοφυλάκιο, να σκίσει τη σελίδα από
690
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
το βιβλίο και να ξαναφύγει από το σκευοφυλάκιο απαρατήρη τος, όπως είχε μπει. Μ ε δεδομένη την προϋπόδεση αυτή, εύκολα γίνεται αντιλη πτό γιατί περίμενε μέχρι να νυχτώσει πριν κάνει την απόπειρα, και γιατί εκμεταλλεύτηκε την απουσία του υπαλλήλου για να πάρει τα κλειδιά. Η νύχτα τον υποχρέωσε να ανάψει ένα φως για να βρει το σωστό βιβλίο· και η στοιχειώδης προνοητικότητα του υπαγόρευσε να κλειδώσει την πόρτα από μέσα, για την πε ρίπτωση εμφάνισης κάποιου ενοχλητικού αγνώστου, ή τη δική μου, αν συνέβαινε να βρίσκομαι στην περιοχή εκείνη την ώρα. Δεν πιστεύω ότι ήταν στις προθέσεις του να προκαλέσει την καταστροφή του βιβλίου και να την εμφανίσει ως αποτέλεσμα ατυχήματος, βάζοντας σκόπιμα φωτιά στο σκευοφυλάκιο. Η π ι θανότητα και μόνο ότι ήταν δυνατόν να έλθει γρήγορα βοήθεια, οπότε θα μπορούσε, στην απίθανη αυτή περίπτωση, το βιβλίο να σωθεί, θα ήταν αρκετή για να απορριφθεί οποιαδήποτε τέ τοια ιδέα από το μυαλό του. Ενθυμούμενος την ποσότητα των εύφλεκτων αντικειμένων στο σκευοφυλάκιο - τ α άχυρα, τα χαρ τιά, τα κιβώτια, τα ξερά ξύλα, τα παλιά σκουληκοφαγωμένα ντου λά πια - όλες οι πιθανότητες, κατά την εκτίμησή μου, συ γκλίνουν στο να εμφανίσουν τη φωτιά ως το αποτέλεσμα ενός ατυχήματος με τα σπίρτα. Η πρώτη παρόρμησή του, υ π ’ αυτές τις συνθήκες, ήταν αναμ φισβήτητα να προσπαθήσει να σβήσει τις φλόγες· αποτυγχά νοντας σ ’ αυτό, η δεύτερη παρόρμησή του -αγνοώ ντας την κα τάσταση της κλειδαριάς- τον οδήγησε στο να προσπαθήσει να διαφύγει από την πόρτα. Ό τα ν του φώναξα, οι φλόγες θα πρέ πει να είχαν φτάσει στην πόρτα που οδηγούσε στην εκκλησία, δεξιά και αριστερά από την οποία υπήρχαν ντουλάπια, και κο ντά στην οποία ήταν τοποθετημένα τα άλλα εύφλεκτα αντικείμενα Κατά πάσα πιθανότητα, ο καπνός και οι φλόγες -έτσ ι περιο ρισμένος που ήταν ο χώ ρος- είχαν δημιουργήσει μία αφόρητη κατάσταση γι’ αυτόν, όταν προσπάθησε να διαφύγει από την
691
WI LKI E COL L I NS
εσωτερική πόρτα. Θα πρέπει να έχασε τις αισθήσεις του και 9α σωριάστηκε στο σημείο που βρέθηκε την ώρα που εγώ ανέβαι να στη στέγη για να σπάσω το φεγγίτη. Ακόμη κι αν είχαμε κα ταφέρει, αργότερα, να μπούμε στην εκκλησία και να παραβιάσουμε την πόρτα από εκείνη την πλευρά, δα ήταν αδύνατον να σωδεί. Απλώς δα είχαμε εξασφαλίσει στις φλόγες ελεύδερη είσοδο στην εκκλησία - που είχε τώρα διασωδεί, αλλά η οποία, στην περί πτωση εκείνη, δα είχε μοιραστεί την τύχη του σκευοφυλακίου. Δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία στο μυαλό μου -δ ε ν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία στο μυαλό οποιουδήποτε- ότι είχε πεδάνει πριν ακόμη φτάσουμε στην άδεια αγροικία και καταφέρουμε να κατεβάσουμε το δοκάρι. Αυτή είναι η πλησιέστερη προσέγγιση την οποία οποιαδή ποτε δεωρία μου μπορεί να κάνει. Ό π ω ς τα περιέγραψα, έτσι έγιναν τα γεγονότα για μας που βρισκόμασταν έξω. Ό π ω ς το περιέγραψα, έτσι βρέδηκε το πτώμα του. Η ανάκριση παρατάδηκε για μια μέρα, μια και δεν είχαν κατατεδεί ακόμη στοιχεία που να εξηγούν τις μυστηριώδεις συνδήκες της υπόδεσης. Κανονίστηκε να κληδούν και άλλοι μάρτυρες, και ότι δα έπρε πε να κληδεί και ο δικηγόρος του νεκρού από το Λονδίνο. Έ νας γιατρός επιφορτίστηκε, επίσης, με το καδήκον να αποφανδεί για τη διανοητική κατάσταση του υπηρέτη, η οποία εμφανιζό ταν να τον εμποδίζει προς το παρόν να δώσει την όποια απο δεικτική μαρτυρία, ελάχιστης έστω σημασίας. Μ πορούσε απλώς να δηλώσει, ζαλισμένος, ότι είχε πάρει εντολή τη νύχτα της φωτιάς να περιμένει στο δρόμο, και ότι δεν γνώριζε τίποτε άλ λο, πα ρ ά μόνο ότι ο νεκρός ήταν κύριός του. Η εντύπωσή μου ήταν ότι αρχικά είχε χρησιμοποιηδεί -χω ρίς οποιαδήποτε ένοχη γνώση εκ μέρους τ ο υ - για να βεβαιώ σει το γεγονός της απουσίας του ενοριακού υπαλλήλου από το σπίτι του κατά τη διάρκεια της προηγούμενης μέρας· και
692
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ότι αργότερα είχε την εντολή να περιμένει κοντά στην εκκλη σία, χωρίς να φ αίνεται από το σκευοφυλάκιο, για να βοηθήσει τον κύριό του, στην περίπτωση που εγώ δα γλίτωνα από την επίδεση στο δρόμο, οπότε δα ακολουθούσε μια σύγκρουση ανά μεσα στον σερ Πέρσιβαλ και σε μένα. Είναι αναγκαίο να προ σδέσω ότι ο άνδρωπος αυτός δεν έδωσε ποτέ κατάδεση η οποία να επιβεβαιώνει αυτή την άποψη. Η ιατρική γνωμάτευ ση της κατάστασής του ανέφερε ότι η όποια μικρή διανοητική ικανότητα την οποία διέθετε είχε διαταραχδεί σοβαρά· τίποτε ικανοποιητικό δεν προέκυψε α π ’ αυτόν στην ανάκριση· και, α π ’ όσα γνωρίζω, δεν πρ έπ ει να έχει αναρρώσει μέχρι σήμερα. Επέστρεψα στο ξενοδοχείο στο Γουέλμιγκχαμ τόσο κουρασμένος σωματικά και πνευματικά, τόσο εξασδενημένος και αποκαρδιωμένος α π ’ όσα είχα υποστεί, ώστε δεν ήμουν σε δέση να υπομείνω τα τοπικά κουτσομπολιά σχετικά με την ανάκριση και να απαντήσω στις ασήμαντες ερωτήσεις που μου απηύδυναν διάφοροι στο μπαρ. Αποσύρδηκα για το λιτό δείπνο μου στο φτηνό δωμάτιό μου, για να βρω λίγη ησυχία και να σκεφτώ ανενόχλητος τη Δώ ρα και τη Μάριαν. Αν ήμουν πλουσιότερος, δα είχα επιστρέφει στο Λονδίνο εκείνη τη νύχτα και δα είχα ανακουφιστεί με τη συντροφιά των δύο αγαπημένων προσώπων. Αλλά ήμουν υποχρεωμένος να εμ φανιστώ, αν με καλούσαν, στην ανάκριση, και διπλά υποχρεω μένος να μη χάσω την εγγύηση την οποία είχα καταβάλει στον ειρηνοδίκη του Νόουλσμπερι. Τα ισχνά μέσα μας είχαν ήδη δεινοπαδήσει· και το αμφίβολο μέλλον -περισσότερο αμφίβολο τώρα από π ο τ έ - με έκανε να φοβάμαι τις άσκοπες σπατάλες των πόρων μας, μην επιτρέποντας στον εαυτό μου καμία πο λυτέλεια, έστω κι αν αυτή αφορούσε την ασήμαντη δαπάνη ενός σιδηροδρομικού ταξιδιού μ ετ’ επιστροφής στο βαγόνι της δεύ τερης δέσης. Η επόμενη μέρα - η μέρα αμέσως μετά την ανάκριση- ήταν στη διάθεσή μου· μπορούσα να την αξιοποιήσω όπως ήθελα.
69 3
WI L KI E C OL L I NS
Ξεκίνησα το πρωί πηγαίνοντας και πάλι στο ταχυδρομείο, για την τακτική ενημέρωση μου από τη Μαρίαν. Η επιστολή της ήταν εκεί και με περίμενε, όπως και τις προηγούμενες μέρες, και ήταν γραμμένη με ευχάριστη διάδεση. Διάβασα το γράμ μα με ευχαρίστηση και μετά ξεκίνησα, με ήρεμο το μυαλό μου, να πάω στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ και να δω το χώρο της φ ωτιάς υπό το φως της ημέρας. Ή ταν τρομερές οι αλλαγές που αντίκρισα όταν έφτασα εκεί. Σε όλα τα μονοπάτια του ακατανόητου κόσμου μας, το φο βερό και το ασήμαντο συμπορεύονται πιασμένα χέρι χέρι. Ό ταν έφτασα στην εκκλησία, η άδλια κατάσταση του νεκροταφείου ήταν το μοναδικό σοβαρό ίχνος που είχε μείνει να θυμίζει τη φω τιά και το δάνατο. Έ να πρόχειρο τείχος από σανίδες είχε κα λύψει την είσοδο του σκευοφυλακίου. Χυδαίες καρικατούρες εί χαν σχεδιαστεί ήδη πάνω τους, και τα παιδιά από το χωριό τσα κώνονταν και φώναξαν για την εξασφάλιση της καλύτερης τρύ π α ς από την οποία δα μπορούσαν να κοιτάξουν μέσα. Στο ση μείο όπου είχα ακούσει την κραυγή για βοήδεια από το φλέγό μενο δωμάτιο, στο σημείο όπου ο πανικόβλητος υπηρέτης είχε πέσει στα γόνατα, ένα δορυβώδες κοπάδι πουλερικών πάλευαν ποιο δα ορμήξει πρώτο ανάμεσα στα σκουλήκια που είχαν βγει με τη βροχή· και στο σημείο όπου είχε εναποτεδεί η πόρτα με το φρικτό φορτίο της περίμενε έναν εργάτη το φ αγητό του, τυ λιγμένο σε μια κίτρινη πετσέτα - το πιστό σκυλί του γάβγισε αγριεμένα βλέποντάς με να πλησιάζω το φαγητό. Ο ηλικιωμέ νος ενοριακός υπάλληλος, που χάζευε βαριεστημένα την αργή πρόοδο των επισκευών, μόνο για ένα πράγμα ενδιαφερόταν, και μόνο γι’ αυτό μιλούσε - πώς δα αποφύγει κάδε ευδύνη για το ατύχημα που είχε συμβεί. Μ ία από τις γυναίκες του χωριού, της οποίας το χλωμό αγριεμένο πρόσωπο δυμόμουν σαν εικόνα τρό μου όταν γκρεμίζαμε το δοκάρι, χασκογελούσε τώρα - η εικόνα της επιπολαιότητας- πάνω από μια παλιά σκάφη. Φεύγοντας, οι σκέψεις μου στράφηκαν, όχι για πρώτη φορά,
694
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
στην απόλυτη διάψευση κάδε ελπίδας αποκατάστασης της ταυτότητας της Δώρα, κυρίως μετά το δάνατο του σερ Πέρσιβαλ. Είχε φύγει από τη ζωή, και μαζί του είχε χαδεί η ευκαι ρία αυτής της αποκατάστασης, που αποτελούσε το μοναδικό στόχο όλων των προσπαδειώ ν και όλων των ελπίδων μου. Αλλά, αν υποδέσουμε ότι είχε ζήσει, δα μπορούσα να είχα κα ταστήσει την ανακάλυψή μου εμπορεύσιμη αξία; Αδύνατον! Αν ο σερ Πέρσιβαλ είχε ζήσει, η ανακάλυψη του μυστηρίου, από την οποία -εξαιτία ς της άγνοιάς μου για το πραγματικό περιε χόμενο του Μ υστικού- ήλπιζα τόσα πολλά, ίσως να μου ήταν πλέον άχρηστη. Δεν δα ήταν στο χέρι μου να την αποκρύψω ή να τη δημοσιοποιήσω - ανάλογα με το τι δα έκρινα καλύτερο, προκειμένου να υπερασπιστώ τα δικαιώματα της Λώρα. Ίσως δα ήμουν υποχρεωμένος να παραιτηδώ από το δρίαμβο, τη στιγ μή ακριβώς που τον είχα κατακτήσει, εναποδέτοντας την ανα κάλυψή μου στα χέρια αυτού του τυχοδιώκτη - και δα έπρεπε να αντιμετωπίσω και πάλι όλες τις δυσκολίες που ορδώνονταν ανάμεσα σε μένα και στον μοναδικό στόχο της ζωής μου. Επέστρεψα στο Γουέλμιγκχαμ με διαμορφωμένη την απόφασή μου, νιώδοντας περισσότερο βέβαιος για τον εαυτό μου και την απόφασή μου α π ’ όσο αισδανόμουν πριν. Πηγαίνοντας στο ξενοδοχείο, πέρασα από την άκρη της πλα τείας στην οποία έμενε η κυρία Κάδερικ. Μ ήπως έπρεπε να ξα ναπάω στο σπίτι της να τη δω; Όχι! Η είδηση του δανάτου του σερ Πέρσιβαλ, η τελευταία είδηση που περίμενε να ακούσει, πρέ πει να είχε φτάσει στα αυτιά της εδώ και ώρες. Όλη η διαδικα σία της ανάκρισης είχε δημοσιευτεί το πρωί στην τοπική εφη μερίδα. Δεν είχα τίποτε να της πω που δεν δα το γνώριζε ήδη. Ακόμη, το ενδιαφέρον μου να την κάνω να μιλήσει είχε μειωδεί. Θυμήδηκα το κρυφό μίσος στο πρόσωπό της όταν μου είπε: «Δεν υπάρχει είδηση για τον σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ που να μην την περιμένω- εκτός από την είδηση του δανάτου του». Θυμήδηκα το κρυφό ενδιαφέρον στα μάτια της όταν καρφώδηκαν πάνω μου
695
WI LKI E COL L I NS
την ώρα που έφευγα, αφού προηγουμένως είχε ξεστομίσει εκεί νες τις λέξεις. Κάποιο ένστικτο, δαδιά στην καρδιά μου, που αι σθανόμουν ότι ήταν ειλικρινές, με έκανε να δεωρώ αποκρουστική την προοπτική μιας νέας συνάντησής μας. Απομακρύνθηκα από την πλατεία και γύρισα στο ξενοδοχείο. Μερικές ώρες αργότερα, ενώ ξεκουραζόμουν στο μπαρ, ο σερ βιτόρος μού έφερε ένα γράμμα. Απευδυνόταν σε μένα, προ σωπικά. Ρωτώντας, πληροφορήδηκα ότι το είχε αφήσει στη ρε σεψιόν μια γυναίκα, λίγο πριν σουρουπώσει και πριν ανάψουν τα φώτα. Δεν είχε πει τίποτε· και είχε ξαναφύγει πριν εκείνος προλάβει να της μιλήσει, ή πριν προσέξει ποια ήταν. Ανοιξα το γράμμα. Δεν είχε ούτε ημερομηνία, ούτε υπογρα φή· και ο γραφικός χαρακτήρας ήταν προφανώς παραποιημέ νος. Πριν διαβάσω, ωστόσο, την πρώτη πρόταση κατάλαβα αμέ σως ποιος ήταν ο αποστολέας. Η κυρία Κάδερικ! Το γράμμα είχε ως εξής - το παραθέτω λέξη προς λέξη.
69 6
Κεφάλαιο Τριακοστό Έκτο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτράιτ (Εσω κλείεται επισ τολ ή τη ς κυ ρ ία ς Κ άδερικ)
Κύριε, Δεν ξαναήρδατε, όπως είπατε ότι δα κάνατε. Δεν έχει καμιά σημασία. Γνωρίζω τα νέα, και γράφω για να σας το πω. Εί δατε τίποτε ιδιαίτερο στο πρόσωπό μου όταν φύγατε; Ανα ρωτιόμουν αν είχε έλδει επιτέλους η ώρα της τττώσης του, και αν εσείς ήσαστε το επιλεγμένο όργανο που δα το κατάφερνε. Ήσαστε - και τα καταφέρατε! Ήσαστε αρκετά αδύναμος, όπως άκουσα, για να προσπαδήσετε να σώσετε τη ζωή του. Αν τα είχατε καταφέρει, δα σας δεωρούσα εχδρό μου. Τώρα που αποτύχατε, σας δεωρώ φίλο μου. Οι έρευνές σας τον τρομοκράτησαν, και τον οδήγησαν στο σκευοφυλάκιο μέσα στη νύχτα· οι έρευνές σας υπηρέ τησαν, άδελά σας, το μίσος, και ττήραν την εκδίκηση εικοσιτριώνχρόνων. Σας ευχαριστώ, κύριε, παρόλο που δεν επιδιώξατε το δάνατό του. Οφείλω κάτι στον άνδρωπο που το έκανε. Πώς μπορώ να πληρώσω το χρέος μου; Αν ήμουν ακόμη νέα, ίσως να έλεγα: «Έλα! Πέρνα το μπράτσο σου γύρω από τη μέση μου και φίλησέ με, αν δέλεις». Θα σας είχα συμπαδήσει τόσο πολύ, ώστε δα έφτανα και στο σημείο αυτό· και δα δεχόσασταν την πρό κλησή μου - δ α τη δεχόσασταν, κύριε, πριν από είκοσι χρόνια!
697
WI L KI E COL L I NS
Αλλά είμαι ηλικιωμένη, τώρα. Μπορώ, όμως, να ικανοποιήσω την ττεριέργειά σας και να πληρώσω το χρέος μου με αυτό τον τρόπο. Ενδιαφερόσαστε πολύ να μάδετε ορισμένα δέματα που με αφορούν προσωπικά και το εκδηλώσατε όταν ήρδατε να με δείτε. Προσωπικά δέματα, τα οποία δεν δα μπορούσατε να διερευνήσετε χωρίς τη βοήδειά μου· προσωπικά δέματα για τα οποία δεν έχετε ανακαλύψει τίποτε, ακόμη και τώρα. Θα μά δετε λοιπόν για τα δέματα αυτά. Η περιέργειά σας δα ικανοποιηδεί. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σας ευχαριστήσω, αξιότι με νεαρέ φίλε μου! Ήσαστε μικρό παιδί, υποδέτω, το 1827. Εγώ ήμουν μία γοη τευτική νέα γυναίκα την εποχή εκείνη, και ζούσα στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ. Είχα έναν τιποτένιο και ανόητο για σύζυγο. Είχα, επίσης, την τιμή να γνωριστώ -δεν έχει σημασία πώςμε έναν συγκεκριμένο κύριο - δεν έχει σημασία ποιον. Δεν δα τον αναφέρω με το όνομά του. Γιατί να το κάνω, άλλωστε; Δεν ήταν δικό του. Ποτέ δεν είχε όνομα - το ξέρετε, τώρα πια, όσο καλά το ξέρω κι εγώ. Περισσότερη αξία έχει να σας πω με ποιον τρόπο κατάφερε να κερδίσει την εύνοιά μου. Γεννήδηκα έχοντας τις αδυ ναμίες μιας κυρίας - και εκείνος τις ικανοποιούσε. Μ ε άλλα λόγια, με δαύμαζε, και μου έκανε δώρα. Καμιά γυναίκα δεν μπορεί να αντισταδεί στο δαυμασμό και στα δώρα - ιδιαίτε ρα τα δώρα, φτάνει να είναι εκείνα που δέλει. Ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να το ξέρει αυτό - οι περισσότεροι άντρες εί ναι. Φυσικά, ήδελε κάτι για αντάλλαγμα - όλοι οι άντρες δέλουν. Και τι νομίζετε ότι ήταν αυτό το κάτι; Κάτι ασήμαντο: το κλειδί του σκευοφυλακίου και το κλειδί που ντουλαπιού μέσα στο σκευοφυλάκιο, χωρίς να το αντιληφδείο άντρας μου. Φυσικά, μου είπε ψέματα όταν τον ρώτησα γιατί ήδελε να του δώσω τα κλειδιά κρυφά. Είπε ότι δα απάλλασσα το σύζυγό μου από τον κόπο - δεν τον πίστεψα. Αλλά μου άρεσαν τα δώρα του, και ήδελα κι άλλα. Έτσι, του έδωσα τα κλειδιά,
____
___Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ Τ Α Α Σ Π Ρ Α
χωρίς να το ξέρει ο σύζυγός μου' και τον παρακολούθησα, χωρίς να το γνωρίζει εκείνος. Μία, δύο, τρεις, τέσσερις φο ρές, τον παρακολούθησα· την τέταρτη φορά ανακάλυψα τι ήταν αυτό που ήθελε. Λεν ενδιαφερόμουν ποτέ ιδιαίτερα για τις δουλειές των άλ λων και δεν ενδιαφέρθηκα ιδιαίτερα όταν είδα πως πρόσδεσε ένα γάμο στους άλλους του βιβλίου του ληξιαρχείου, για λο γαριασμό του. Φυσικά, ήξερα πως δεν ήταν σωστό'· αλλά δεν έκανε κανέ να κακό σε μένα - αυτό είναι ένας καλός λόγος για να μην το κάνω θέμα' και δεν είχα χρυσό ρολόι με αλυσίδα - ένας άλλος, ακόμη καλύτερος λόγος και μου είχε υποσχεθεί ένα από το Λονδίνο, μόλις την προηγούμενη μέρα - ο τρίτος λό γος, ο καλύτερος α π’ όλους! Αν ήξερα ότι ο νόμος το θεω ρούσε έγκλημα, και με ποιον τρόπο το τιμωρούσε, θα είχα πά ρει τα μέτρα μου και θα τον είχα εκθέσει εκεί και τότε. Αλλά δεν ήξερα τίποτε - και λαχταρούσα χρυσό ρολόι! Ο μόνος όρος που έβαζα ήταν να με εμπιστευτεί, και να μου τα πει όλα. Ενδια φερόμουν τόσο πολύ για τις υποθέσεις του τότε, όσο ενδια φέρεστε τώρα εσείς για τις δικές μου. Ικανοποίησε τους όρους μου - θα το διαπιστώσετε. Και να, με δυο λόγια, τι άκουσα α π ’ αυτόν. Δεν μου είπε με τη θέλησή του όλα όσα σας λέω εδώ. Του απέσπασα με ρικά α π ’ αυτά με την πειθώ, και μερικά με πιεστικές ερωτή σεις. Ήμουν αποφασισμένη να μάθω όλη την αλήθεια, και πιστεύω ότι την έμαθα. Δεν γνώριζε περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον για το ποια πραγματικά ήταν η κατάστασή του, και ποια η σχέση ανά μεσα στον πατέρα του και τη μητέρα του, μέχρι που η μητέ ρα του πέθανε. Μετά, του τα ομολόγησε όλα ο πατέρας του, και υποσχέθηκε να κάνει ό,τι μπορούσε για το γιο του. Πέ θανε χωρίς να έχει κάνει τίποτε - χωρίς να έχει καν μια δια θήκη. Ο γιος -ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει;- φρόντισε
6 99
______
WI L KI E C O L L I N S
______
έξυττνα για τα συμφέροντά του. Ήρδε αμέσους στην Αγγλία και ανέλαβε την περιουσία. Δεν υττήρχε κανένας που να τον υποψιαστεί κανένας που να πει όχι. Ο πατέρας του και η μητέρα του είχαν ζήσει πάντα σαν σύζυγοι - κανένας από τους ελάχιστους που είχαν σχέσεις μαζί τους δεν είχε υποδέσει πο τέ κάτι άλλο. Το μόνο άτομο που είχε το δικαίωμα να διεκδικήσει την περιουσία -α ν είχε γίνει γνωστή η αλήδεια- ήταν ένας μακρινός συγγενής, που δεν είχε ιδέα για τα δικαιώματά του - ταξίδευε όταν πέδανε ο σερ Φίλιξ. Δεν είχε δυσκο λευτεί καδόλου στο να πάρει την περιουσία στα χέρια του. Αλλά δεν μπορούσε να δανειστεί χρήματα από την περιου σία. Υττήρχαν δύο πράγματα που έπρεπε να έχει για να το κά νει. Το ένα ήταν ένα πιστοποιητικό γέννησής του και το άλ λο μία ληξιαρχική πράξη του γάμου των γονέων του. Το πι στοποιητικό της γέννησής του ήταν εύκολο να αποκτηδεί είχε γεννηδεί στο εξωτερικό, και το πιστοποιητικό υττήρχε. Το άλλο δέμα ήταν το δύσκολο, και η δυσκολία αυτή τον έφερε στο Ολντ Γουέλμιγκχαμ. Κανονικά, δα έπρεπε να είχε πάει στο Νόουλσμπερι. Η μητέρα του ζούσε εκεί πριν γνωρίσει τον πατέρα του· χρη σιμοποιούσε το πατρικό της όνομα - η αλήδεια είναι ότι στην πραγματικότητα ήταν παντρεμένη στην Ιρλανδία, όπου ο άντρας της την είχε κακομεταχειριστεί, και μετά την είχε εγκαταλείψει και είχε φύγει με μιαν άλλη. Σας αναφέρω το γεγονός αυτό ως σίγουρο: το είχε αναφέρει στο γιο του ο σερ Φίλιξ (ος το λόγο για τον οποίο δεν είχε παντρευτεί. Ίσως να αναρωτιέστε γιατί ο γιος, γνωρίζοντας πως οι γονείς του είχαν γνωριστεί στο Νόουλσμπερι. δεν τφοσπαδησε να ττλαστσγραφήσει τα ληξιαρχικά αρχεία εκείνης της εκκλησίας, όπου δα ήταν λογικό να είχαν παντρευτεί ο πατέρας και η μητέρα του. Ο λόγος ήταν απλός: ο κληρικός που ιερουργούσε στην εκκλησία του Νόουλσμπερι το 1803 -τότε, σύμφωνα με το πιστοποιη τικό γέννησης του. πρέπει να είχαν παντρευτεί ο πατέρας και
7 00
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
η μητέρα του- ήταν ακόμη ζωντανός όταν εκείνος πήρε υπό την κατοχή του την περιουσία, την Πρωτοχρονιά του 1827. Η απρόβλεπτη αυτή συγκυρία τον υποχρέωσε να επεκτείνει τις έρευνές του στην περιοχή μας. Εδώ, τέτοιος κίνδυνος δεν υπήρ χε: ο προηγούμενος ιερέας της εκκλησίας μας είχε πεδάνει εδώ και χρόνια. Το Ολντ Γουέλμιγκχαμ ταίριαζε στο σκοπό του όσο και το Νόουλσμττερι. Ο πατέρας του είχε πάρει τη μητέρα του από το Νόουλσμπερι και είχε ζήσει μαζί της σε μια αγροικία κοντά στο ποτάμι, σε μικρή απόσταση από το χωριό μας. Άνδρωποι που γνώριζαν τις μοναχικές συνήδειές του όταν ήταν ανύπαντρος, δεν απόρησαν για τις μοναχικές του συνήδειές του όταν -υπο τίθεται- ήταν παντρεμένος. Αν δεν ήταν τόσο αποκρουστικός στην εμφάνιση, η αντικοινωνική ζωή που έκανε με τη γυναίκα του ίσως τφοκαλσύσε υποψίες. Αλλά, έτσι που είχαν τα πράγ ματα, το γεγονός ότι έκρυβε την ασχήμια και τη δυσμορφία του σε μια τόσο υπερβολικά κλειστή ζωή δεν ξάφνιαζε κανέναν. Έζησε στην περιοχή μας μέχρι που περιήλδε στην κατοχή του το Μπλάκγουοτερ Παρκ. Μετά από εικοσαριά ή εικοσπέσσερα χρόνια που είχαν ττεράσει, και ο ιερέας είχε πεδάνει, ποιος μπορούσε να πει ότι ο γάμος του δεν είχε γίνει το ίδιο μυστι κά όσο είχε κυλήσει και η υπόλοιπη ζωή του, και ότι δεν είχε τελευτεί στην εκκλησία του Ολντ Γουέλμιγκχαμ; Έτσι, όπως σας είπα, ο γιος βρήκε την περιοχή μας ως το ασφαλέστερο μέρος που δα μπορούσε να διαλέξει για να ρυθ μίσει κρυφά τα συμφέροντά του. Ίσως εκπλαγείτε αν ακού σετε ότι αυτό που έκανε στο βιβλίο με τις ληξιαρχικές πρά ξεις γάμου έγινε μετά από μία στιγμιαία έμπνευση - ήταν μια δεύτερη σκέψη. Η αρχική σκέψη του ήταν να σκίσει το φύλλο της σωστής χρονιάς και του μήνα, να το καταστρέφει, να γυρίσει στο Λον δίνο και να πει στους δικηγόρους να του βγάλουν την απαιτούμενη πράξη του γάμου του πατέρα του, αναφέρσντάς τους
701
WI LKI E C O L L I N S
____
________________
αδώα την ημερομηνία στο φύλλο που έλειπε. Κανένας δεν δα μπορούσε να πει άτι ο πατέρας του και η μητέρα του δεν εί χαν παντρευτεί μετά α π ’ αυτό. Και αν, κάτω από τις συγκε κριμένες συνδήκες, δα πρόβολον αντιρρήσεις ή δα αρνιόντουσαν να του δανείσουν χρήματα -πίστευε ότι δεν δα συνέβαινε-, είχε σε κάδε περίτπωση έτοιμη την απάντηςή του, αν ανέκυπτε κάποια αμφισβήτηση για τα δικαιώματα του στο όνο μα και την 7τεριουσία. Αλλά όταν κατάφερε να δει με τα μάτια του το βιβλίο, ανα κάλυψε στο κάτω μέρος μιας από τις σελίδες της χρονιάς του 1803 ότι είχε απομείνει ένα κενό διάστημα, προφανώς επει δή δεν ήταν επαρκής ο χώρος για να γίνει εκεί μία μακρά κα ταχώριση, η οποία είχε γίνει κανονικά στο πάνω μέρος της επό μενης σελίδας. Η τυχαία αυτή ανακάλυψη άλλαξε όλα τα σχέ διά του. Ήταν μία ευκαιρία ανέλπιστη -ούτε που την είχε σκεφτεί- και την εκμεταλλεύτηκε' ξέρετε πώς. Το κενό διάστη μα, για να ταιριάζει απόλυτα με το πιστοποιητικό γέννησής του, δα έπρεπε να βρίσκεται στις σελίδες που κάλυτπαν τον Ιού λιο. Έτυχε, όμως, να βρίσκεται στον Σεπτέμβριο. Ωστόσο, στην περίτπωση αυτή, αν σνέκυπταν καχύποπτες ερωτήσεις, δεν δα ήταν δύσκολο να βρεδεί η απάντηση. Απλώς, δα έλε γε ότι είχε γεννηδεί πρόωρα! Υπήρξα αρκετά ανόητη, όταν μου είπε την ιστορία του, ώστε να νιώσω κάποιο ενδιαφέρον και κάποιον οίκτο γι ’ αυτόν - πράγ μα το οποίο και υπολόγισε, όπως δα δείτε. Θεωρούσα άτι είχε αδικηδεί. Δεν έφταιγε εκείνος που ο πατέρας του και η μητέ ρα του δεν ήταν παντρεμένοι' και ούτε πίστευα άτι ήταν σφάλ μα του πατέρα και της μητέρας του. Μία γυναίκα με ηβική πιο ακέραια από εκείνη που διέδετα εγώ -μια γυναίκα που δεν δα ενδιαφερόταν μόνο για ένα χρυσό ρολόι με αλυσίδα- δα είχε απαιτήσει κάποιες δικαιολογίες για τις πράξεις του. Ούτως ή άλλως, εγώ κράτησα κλειστό το στόμα μου και βοήδησα να μη γίνουν γνωστά τα όσα είχε κάνει.
702
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
Χρειάστηκε, φυσικά, κάποιο χρόνο για να βρει το σωστό χρώμα μελάνης-ανακατεύοντάς την ξανά και ξανά σε δοχεία και μπουκαλάκια- και κάποιο χρόνο, μετά, για να εξασκηδεί στο γραφικό χαρακτήρα. Αλλά, τελικά, τα κατάφερε: Απο κατέστησε τη μητέρα του μετά δάνατον! Μέχρι εδώ, δεν αρνούμαι ότι μου φέρδηκε πολύ έντιμα. Μου έδωσε το ρολόι και την αλυσίδα, και δεν τσιγκουνεύτηκε για να τα αγοράσει - και τα δύο ήταν εξαιρετικής τέχνης, και πολύ ακριβά. Τα έχω ακόμη - το ρολόι λειτουργεί μια χαρά. Είπατε τις προάλλες ότι η κυρία Κλέμενς σας είχε πει όλα όσα ήξερε. Στην περίπτωση αυτή, δεν χρειάζεται να γράψω για το ανόητο σκάνδαλο του οποίου υττήρξα δύμα - το αδώο δύμα, σας διαβεβαιώ. Πρέπει να καταλαβαίνετε πολύ καλά ποια ήταν η ιδέα που καρφώδηκε στο μυαλό του άντρα μου όταν διαπίστωσε ότι εγώ και ο αριστοκράτης γνωστός μου συ ναντιόμασταν και μιλούσαμε κριχρά. Αλλά εκείνο που δεν ξέ ρετε είναι πώς κατέληξε εκείνη η σχέση ανάμεσα στον γνω στό μου αριστοκράτη και σε μένα. Θα διαβάσετε στη συνέ χεια, και δα δείτε πώς μου φέρδηκε. Οι πρώτες λέξεις που του είπα όταν είδα την τροπή που έπαιρναν τα πράγματα, ήταν: «Βοήδησέ με. Απάλλαξέ με από το στίγμα που ξέρεις ότι δεν μου αξίζει. Δεν δέλω να ομολο γήσεις την αλήδεια στον άντρα μου· μόνο να του πεις, με το λόγο της τιμής σου, ως τζέντλεμαν, ότι κάνει λάδος, και ότι δεν έχω κάνει τίποτε α π ’ αυτά που νομίζει. Βοήδησέ με, με τά α π’ όσα έχω κάνει για σένα». Αρνήδηκε κατηγορηματικά. Μου είπε ότι ήταν προς το συμφέρον του να αφήσει τον άντρα μου και όλους τους γείτονές μου να πιστεύουν το ψέμα, για τί, όσο πίστευαν αυτό, ήταν βέβαιο ότι δεν δα υποψιάζονταν ποτέ την αλήδεια. Δεν υποχώρησα. Του είπα ότι δα μάδαιναν την αλήδεια από τα χείλη μου. Η απάντησή του ήταν σύντο μη και εύστοχη. Αν μιλούσα, ήμουν χαμένη, όπως δα ήταν χα μένος κι εκείνος.
7 03
WI LKI E COL L I NS
Ναι! Εκεί είχε φτάσει. Με είχε εξαπατήσει ως προς τον κίν δυνο που δα διέτρεχα βοηδώντας τον. Είχε εκμεταλλευτεί την άγνοιά μου· με είχε δελεάσει με τα δώρα του· είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον μου με την ιστορία του. και το αποτέλεσμα ήταν ότι με έκανε συνένοχό του. Το παραδέχτηκε ψυχρά, και κα τέληξε λέγοντάς μου, για πρώτη <ρορά, ποια δα,ήταν η φρικτή τιμωρία για το αδίκημά του, αλλά και για όποιον τον βοηδούσε να το διαπράξει. Εκείνα τα χρόνια ο νόμος δεν ήταν τόσο πονόψυχος όσο ακούω ότι είναι τώρα. Δεν ήταν μόνο οι δολοφόνοι που απειλούνταν με απαγχονισμό· και οι καταδι κασμένες γυναίκες δεν αντιμετωπίζονταν ως κυρίες που βρί σκονταν σε δύσκολη δέση. Ομολογώ ότι με τρόμαξε - ο απα τεώνας! ο δρασύδειλος! Καταλαβαίνετε τώρα γιατί τον μισούσα; Καταλαβαίνετε γιατί μπαίνω σ ’ αυτό τον κόπο -ευχαρίστως το κάνω- για να ικανοποιήσω την περιέργεια του αξιέπαινου νεαρού τζέντλεμαν που τον καταδίωκε; Συνεχίζω, όμως. Δεν ήταν τόσο βλάκας για να με εξωδήσει στην απελπισία. Δεν ήμουν από τις γυναίκες που δα ήταν συ νετό να φέρει κάποιος σε αδιέξοδο - το ήξερε, και φρόντιζε να με καδησυχάζει με υποσχέσεις για το μέλλον. Μου άξιζε κάποια ανταμοιβή -είχε την ευγένεια να το πειγια τις υπηρεσίες που του είχα προσφέρει, και κάποια απο ζημίωση -φρόντισε να το προσδέσει κι αυτό- για όσα είχα υπο φέρει. Ήταν διατεδειμένος-το γενναιόδωρο κάδαρμα!- να μου εξασφαλίσει ένα καλό ετήσιο επίδομα, που δα εισέπρσττα κά δε τρίμηνο, υπό δύο όρους. Πρώτον, δα κρατούσα κλειστό το στόμα μου - προς το συμφέρον μου, αλλά και το δικό του. Δεύτερον, δεν δα απομακρυνόμουν από το Γουέλμιγκχαμ, χω ρίς να τον ενημερώσω πρώτα· δα περίμενα μέχρι να πάρω την άδειά του. Στη γειτονιά μου, καμιά φίλη δεν έπρεπε να με βά λει στον πειρασμό να φλυαρήσω πίνοντας το τσάι μας. Θα έπρε πε να ξέρει πού δα με έβρισκε σνά πάσα στιγμή. Σκληρός όρος, αυτός ο δεύτερος - τον αποδέχτηκα.
7 04
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Είχα μείνει αβοήδητη, με την προοπτική ενός επερχόμενου βάρους ενός παιδιού. Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Να αφεδώ στο έλεος του ηλίδιου φυγάδα συζύγου μου, ο οποίος είχε προκαλέσει το σκάνδαλο σε βάρος μου; Καλύτερα να τπδατνα. Εξαλλου,το εττίδομα ήταν γενναιόδωρο. Είχα ένα καλό εισόδημα, ένα καλό σπίτι για να μένω, δαυμάσια χαλιά στα πατώματά μου, ήμουν σε καλύτερη δέση από τις περισσότερες γυναίκες, που με ζήλευαν βλέποντάς με. Το φό ρεμα της «αρετής», στα μέρη μας, ήταν βαμβακερό· εγώ φο ρούσα μεταξωτό! Έτσι, αποδέχτηκα τους όρους που μου έδετε, τους αξιοποίησα όσο μπορούσα και έδωσα τη μάχη με τις αξιοσέβαστες γειτόνισσές μου στο έδαφος τους, και την κέρδισα στην πορεία του χρόνου - όπως είδατε και μόνος σας. Πώς κράτησα το Μυ στικό του -και το δικό μου- όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν από τότε μέχρι σήμερα, και αν η μακαρίτισσα κόρη μου, η Aw, κέρδισε κάποια στιγμή την εμπιστοσύνη μου και απέκτησε κι αυτή το δικαίωμα φύλαξης του Μυστικού είναι ερωτήσεις για τις οποίες φαντάζομαι ότι ενδιαφέρεστε να έχετε κάποια απά ντηση. Ε, λοιπόν, η ευγνωμοσύνη μου δεν σας αρνείται τίπο τε. Θα αλλάξω σελίδα και δα σας δώσω την απάντηση αμέ σως. Αλλά δα πρέπει να με συγχωρήσετε. Πρέπει να με συγ χωρήσετε που δα αρχίσω, κύριε Χαρτράιτ, με την έκφραση έκπληξης για το ενδιαφέρον που επιδείξατε για τη νεκρή κό ρη μου. Είναι τελείως ανεξήγητο για μένα. Αν το ενδιαφέρον αυτό σας κάνει να αγωνιάτε για λεπτομέρειες των παιδικών και εφηβικών της χρόνων, πρέπει να σας παραπέμψω στην κυρία Κλέμενς, η οποία γνωρίζει περισσότερα για το δέμα από μέ να. Καταλάβετε, παρακαλώ, ότι δεν σκοπεύω να προσποιηδώ πως είχα κάποιο υπερβολικό ενδιαφέρον για την κόρη μου. Η A w ήταν ένας μπελάς για μένα, από την πρώτη μέρα της ζωής της ως την τελευταία, με το πρόσδετο μειονέκτημα ότι ήταν νοητικά καδυστερημένη. Σας αρέσει η ειλικρίνεια, γι’ αυτό είμαι
70S
WI LKI E COL L I NS
απολύτως βέβαιη.Έτσι, ελπίζω να σας ικανοποιεί ο τρόπος μου. Δεν χρειάζεται να σας ταλαιπωρήσω με πολλές λεπτομέ ρειες που αφορούν το πρόσωπό μου κατά την εποχή εκείνη. Αρκεί να σας πω ότι τήρησα από πλευράς μου τους όρους της συμφωνίας και ότι, σε αντάλλαγμα, κέρδισα το άνετο ει σόδημά μου, το οποίο εισέπραττα κάδε τρίμηνο.' Κατά διαστήματα έφευγα και άλλαζα χώρο διαμονής, ζη τώντας πάντα την άδεια του κυρίου και αφέντη μου, και εξασφαλίζοντάς τη, κατά κανόνα. Δεν ήταν, όπως ήδη σας έχω πει, τόσο ανόητος ώστε να με εξωδήσει στα άκρα· και μπο ρούσε εύλογα να υπολογίζει ότι δα κρατούσα κλειστό το στό μα μου - για χάρη μου, αν όχι για δική του. Ένα από τα μακρύτερα ταξίδια που έκανα ήταν στο Λίμεριτζ, για να περιποιηδώ μία άρρωστη ετεροδαλή αδελφή μου εκεί. Οι φήμες έλεγαν ότι είχε αρκετές οικονομίες, και δεώρησα σωστό -για το ενδεχόμενο κάποιο ατύχημα να μου στερούσε το εισόδημά μου- να διασφαλίσω τα συμφέροντά μου μ ’ αυτό τον τρόπο. Όπως αποδείχτηκε, ωστόσο, οι κόποι μου ττήγαν χαμένοι - δεν ττήρα τίποτε, επειδή δεν υπήρχε τίποτε! Είχα πάρει και την A w μαζί μου στο ταξίδι αυτό, επειδή ζήλευα την επιρροή που ασκούσε πάνω της η καλή κυρία Κλέμενς. Ποτέ δεν συμπάδησα την κυρία Κλέμενς.Ήταν μία στε νόμυαλη αμόρφωτη γυναίκα, και υττήρχαν περίοδοι που δεν ήδελα να παίρνει μαζί της την Aw. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνω με εκείνη όσο δα βρισκόμουν στο Κάμπερλαντ, την έβα λα σ' ένα σχολείο στο Λίμεριτζ. Η κυρία του αρχοντικού της περιοχής, η κυρία Φέρλι -μια ασήμαντη από άποψη εμφάνι σης γυναίκα, η οποία είχε παγιδέψει και παντρευτεί έναν από τους γοητευτικότερους άντρες στην Αγγλία- συμπάδησε την Aw, και με απάλλαξε από μεγάλους μπελάδες. Η συνέπεια ήταν να μη μάδει τίποτε η μικρή στο σχολείο, και να την κακομάδουν και να την παραχάίδέψουν στο Λίμεριτζ Χάουζ. Ανάμεσα στα άλλα που της έμαδαν εκεί, της κάρφωσαν στο
706
Η_ΓΥΝΛ]Κ
/1ΜΕ
ΤΑ Α Σ Π ΡΑ
μυαλό και την ιδέα να φοράει πάντα άσπρα. Επειδή εγώ μι σούσα τα άσπρα και μου άρεσαν τα χρωματιστά, αποφάσισα να της βγάλω από το μυαλό τις ανοησίες αυτές αμέσως μό λις γυρίσαμε στο σπίτι. Είναι περίεργο, αλλά η κόρη μου αντέδρασε αποφασιστι κά - όταν της έμπαινε μια ιδέα στο μυαλό, όπως συμβαίνει εξάλλου με όλα τα κάπως καδυστερημένα άτομα, γινόταν πει σματάρα σαν μουλάρι. Τελικά καβγαδίσαμε, και η κυρία Κλέμενς, που φαντάζομαι ότι δεν ήδελε να βλέπει τους καβγά δες, προσφέρδηκε να πάρει την A w μαζί της στο Λονδίνο. Θα το είχα επιτρέψει, αν η κυρία Κλέμενς δεν είχε συνταχδεί με την κόρη του, υποστηρίζοντας τη μανία της να φοράει μό νο άσπρα. Αλλά, επειδή ήμουν αποφασισμένη να μην της επι τρέψω να φοράει μόνο άσπρα, κι επειδή αντιπαδούσα την κυ ρία Κλέμενς περισσότερο από κάδε άλλη φορά για το γεγο νός ότι έπαιρνε το μέρος της A w εναντίον μου, αρνήδηκα επι μόνου και πεισμόνως. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η κόρη μου παρέμεινε μαζί μου, και η συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν ο πρώτος σοβαρός καβγάς που έγινε για το Μυστικό. Το περιστατικό συνέβη πολύ μετά την εποχή για την οποία έγραφα πριν. Είχα εγκατασταδεί από χρόνια στη νέα πόλη· είχα αποβάλει τον κακό εαυτό μου και κέρδιζα αργά, αλλά σταδερά, έδαφος μεταξύ των αξιοσέβαστων κατοίκων. Με βοηδούσε πολύ σ ’ αυτό το γεγονός ότι είχα μαζί μου την κό ρη μου. Η ηρεμία της, και η μανία της να ντύνεται στα άσπρα, προκαλούσε πολλές συμπάδειες. Σταμάτησα να αντιδρώ στην ιδιοτροπία της αυτή, επειδή ένα μέρος της συμπάδειας που προκαλούσε δα απέβαινε, με τον καιρό, προς όφελος μου. Έτσι και έγινε. Τότε ήταν που αττέκτησα το δικαίωμα να επιλέξω τα δύο καλύτερα στασίδια στην εκκλησία· και χάρη στο δικαίω μα να κάνω αυτή την επιλογή κέρδισα τον πρώτο χαιρετισμό του εφημέριου. Έχοντας τακτοποιηδεί έτσι, έλαβα ένα πρωί μία επιστολή
70 7
_____ ______
WI L KI E COJ . LI NS
από τον αριστοκρατικής καταγωγής κύριο -μακαρίτη σήμε ρ α -, σε απάντηση δικής μου, με την οποία του εξέδετα, βά σει της συμφωνίας μας, την επιθυμία μου να φύγω από την πόλη, για μια μικρή αλλαγή περιβάλλοντος. Υποθέτω ότι θα του γεννήθηκε η διάθεση να κάνει επί δειξη δύναμης όταν έλαβε το γράμμα μου - μου απάντησε, αρνούμενος, με τόσο χυδαία προσβλητική γλώσσα, που έχα σα την ψυχραιμία μου και τον έβρισα, μπροστά στην κόρη μου.χαρακτηρίξοντάς τον «απατεώνα, που θα μπορούσα να καταστρέψω τη ξωή του αν αποφάσιζα να ανοίξω το στόμα μου και να αποκαλύψω το Μυστικό του». Δεν είπα τίποτε περισσότερο, γιατί κυριάρχησα στα νεύρα μου αμέσως μό λις ξεστόμισα τα λόγια αυτά, αλλά πρόσεξα την κόρη μου να κοιτάξει ξαφνιασμένη και με περιέργεια το πρόσωπό μου. Αμέ σως την πρόσταξα να βγει από το δωμάτιο μέχρι να μπορέ σω να ξαναβρώ την ψυχραιμία μου. Τα αισθήματά μου δεν ήταν τα καλύτερα, σας διαβεβαιώ γι’ αυτό, όταν αναλογίστηκα την ανοησία μου. Η A w είχε εκείνη τη χρονιά τρελά και τΐεριεργα ξεσπάσματα -περισσότερα α π’ ό,τι συνήθως- και όταν σκέφτηκα το ενδεχόμενο να επαναλάβει τα λόγια μου στο χωριό και να αναφέρει το όνομά του σε σχέση μ ’ αυτά, τρομοκρατήθηκα από τις πιθανές συ νέπειες. Οι χειρότεροι φόβοι για το μέλλον μου, οι χειρότε ροι φόβοι για τα όσα θα μπορούσε να κάνει, με οδήγησαν να μη δώσω συνέχεια. Ήμουν, λοιπόν, τελείως απροετοίμα στη για ό,τι συνέβη μόλις την επόμενη μέρα. Εκείνη την επόμενη μέρα, χωρίς να με έχει προειδοποιή σει να τον περιμένω, ήλθε στο σπίτι. Τα πρώτα λόγια του, και το ύφος με τον οποίο τα ξεστό μισε -σκαιό, καθώς ήταν- μου έδειξαν αρκετά καθαρά ότι εί χε μετσνιώσει για την προσβλητική απάντησή του στο αίτη μά μου, και ότι είχε έλθει, εξαιρετικά κακόκεφος, για να επι χειρήσει να διορθώσει την κατάσταση, πριν είναι πολύ αργά.
70 S
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
Βλέποντας την κόρη μου στο δωμάτιο, μαζί μου -είχα φοβηδεί να την αφήσω να φύγει από κοντά μου, ύστερα από τα όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη μέρα-, την πρόσταζε να φύγει. Δεν τη συμπάδούσε, και ξέσπασε πάνω της τα νεύρα που είχε αποφύγει να δείξει σε μένα. «Άφησέ μας», της είπε, κοιτάζοντας την πάνω από τον ώμο του. Του έριξε κι εκείνη μια ματιά πάνω από τον ώμο της, και παρέμεινε στη δέση της, σαν να μην τον άκουσε. «Δεν ακούς;» της φώναξε. «Βγες έξω». «Να μου μιλάς ευγενικά», του απά ντησε εκείνη, κοκκινίζοντας. «Βγάλε έξω τη χαζή», φώναξε εκείνος, κοιτάζοντας προς το μέρος μου. Πάντα η A w είχε τρελές αντιδράσεις όταν επρόκειτο για την αξιοπρέπειά της" κι εκείνη η λέξη την είχε ταράξει. Πριν προλάβω να παρέμβω, κινήδηκε προς το μέρος του δυμωμένα. «Ζήτησέ μου συγ γνώμη, αμέσως», του λέει, «γιατίδα πάδεις ό,τι χειρότερο φα ντάζεσαι. Θα μαρτυρήσω το Μυστικό σου! Μπορώ να σε κα ταστρέφω, αν αποφασίσω να ανοίξω το στόμα μου». Τα λό για μου! Είχε επαναλάβει ό,τι ακριβώς είχα πει την προηγού μενη μέρα" τα είχε επαναλάβει ενώπιον του, σαν να ήταν δι κά της. Παρέμεινε αμίλητος, άσπρος σαν το χαρτί στο οποίο γράφω, ενώ εγώ την έσπρωχνα να βγει έξω. Όταν συνήλδεΌχι! Είμαι υπερβολικά αξιοπρεττής γυναίκα για να ανα φέρω τι είπε όταν συνήλδε. Η πένα μου είναι η πένα ενός μέ λους του ενοριακού εκκλησιάσματος και μιας συνδρομήτριας των «Κηρυγμάτων της Τετάρτης για την Αιτιολόγηση της Πί στης» . Πώς δα μπορούσατε να έχετε την απαίτηση να γρά ψω κακές λέξεις; Φανταστείτε ότι έχετε να κάνετε με το ορ γισμένο, υβριστικό ξέσπασμα του χειρότερου αλήτη της Αγγλίας. Α ς το προσπεράσουμε, κι ας προχωρήσουμε, όσο πιο γρήγορα γίνεται, στην κατάληξη που είχε η ιστορία αυτή. Κατέληξε, όπως μάλλον φαντάζεστε πλέον, στην επιμονή του ότι, για χάρη της ασφάλειάς του, έπρεπε να κλειστεί η A w σε ίδρυμα.
WI LKI E COL L I NS
Προσπάθησα να διορθώσω την κατάσταση. Του είπα ότι απλώς είχε επσναλάβει, σαν παπαγάλος, τα λόγια που με είχε ακού σει να λέω, και ότι δεν γνώριζε καμιά απολύτως λετπομέρεια, επειδή δεν της είχα πει το παραμικρό. Του εξήγησα ότι είχε προσποιηδεί, από το μίσος της γι’ αυτόν, ότι ήξερε κάτι που στην πραγματικότητα δεν ήξερε· ότι απλώς ήδελε να τον απει λήσει και να τον εκνευρίσει επειδή της είχε μιλήσει προ σβλητικά πριν από λίγο· και ότι τα ατυχή λόγια μου της είχαν δώσει την ευκαιρία να κάνει αυτό που από καιρό αναζητού σε. Του ανέφερα και άλλες αλλόκοτες αντιδράσεις της, επι καλέστηκα και τις εμπειρίες μου από διανοητικά καθυστερη μένα άτομα - όλα μάταια όμως! Δεν πίστεψε τους όρκους μου - ήταν απόλυτα βέβαιος ότι είχα προδώσει το Μυστικό. Με δυο λόγια, δεν άκουγε τίποτε. Μόνο τον εγκλεισμό της σε ίδρυ μα ήθελε. Κάτω α π’ αυτές τις συνθήκες, έκανα το καθήκον μου ως μη τέρα. «Οχι σε άσυλο για απόρους», είπα. «Δεν θα δεχτώ να τη βάλεις σε ίδρυμα απόρων. Σε ιδιωτικό ίδρυμα, αν θέλεις. Έχω τα αισθήματά μου ως μητέρα, και σκοπεύω να διατηρήσω την υπόληψή μου στην πόλη· και δεν θα δεχτώ τίποτε λιγότε ρο από ένα ιδιωτικό ίδρυμα, α π’ αυτά τα οποία θα διάλεγαν οι αξιοπρεπείς γείτσνές μου για άρρωστους συγγενείς τους». Αυτά ήταν τα λόγια μου. Με χαροποιεί να ξέρω ότι έκανα το καθήκον μου. Παρόλο που δεν αγαπούσα ιδιαίτερα τη νεκρή κόρη μου, έπρεπε να προστατεύσω την αξιοπρέπειά της. Το στίγμα της άπορης -χάρη στην αποφασιστικότητά μου- δεν αποδόθηκε ποτέ στο παιδί μου. Έχοντας πετύχει το στόχο μου, δεν μπορούσα να μην πα ραδεχτώ ότι υττήρχαν και ορισμένα πλεονεκτήματα που εξα σφαλίζονταν από τον εγκλεισμό της. Κατ’ αρχάς, θα είχε εξαι ρετική περιποίηση· θα της φέρονταν -φρόντισα να το διαδώ σω σ ’ όλη την πόλη- σαν σε κυρία. Κατά δεύτερον, θα έμενε μακριά από το Γουέλμιγκχαμ, όπου ίσιος να επαναλάμβανε τα
7 10
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
δικά μου απρόσεκτα λόγια, οπότε ενδέχεται να προκαλούσε υποψίες και ερωτήσεις. Το μοναδικό μειονέκτημα από τον εγκλεισμό της ήταν ασή μαντο. Απλώς μετατρέψαμε τον άδειο κομπασμό της πως γνώ ριζε το Μυστικό σε μια έμμονη ψευδαίσδηση. Έχοντας μιλή σει από ανεξέλεγκτη μοχδηρία και μόνο εναντίον του ανδρώπου που την είχε προσβάλει, ήταν αρκετά πονηρή για να κατα λάβει ότι τον είχε τρομάξει σοβαρά, και αρκετά έξυπνη στη συνέχεια για να ανακαλύψει ότι ήταν αποφασισμένος να της κλείσει το στόμα. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει σε μια παδιασμένη έκρηξη εναντίον του όταν βρέδηκε στο άσυλο οι πρώτες λέξεις που είπε στις νοσοκόμες, όταν την ηρέμη σαν, ήταν πως την έκλεισαν εκεί επειδή ήξερε το Μυστικό του, και πως σκόπευε να ανοίξει τα χείλη της και να τον κα ταστρέφει, όταν δα ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. Ίσως να είπε το ίδιο και σε σας, όταν τη βοηδήσατε απερί σκεπτα να αποδράσει. Ασφαλώς το είπε -όπως άκουσα πέρυ σι το καλοκαίρι- στην άτυχη γυναίκα που παντρεύτηκε τον γλυκομίλητο, ακατονόμαστο κύριο που απεβίωσε πρόσφατα. Αν εσείς, ή εκείνη η άτυχη κυρία, είχατε ρωτήσει πιεστικά την κόρη μου και είχατε επιμείνει να σας εξηγήσει τι πραγματικά εννοούσε, δα είχατε δει να χάνει ξαφνικά όλη την έπαρσή της, να ταράζεται και να σαστίζει· δα είχατε διατηστώσει ότι δεν γρά φω εδώ παρά μόνο την αλήδεια. Ήξερε ότι υπήρχε ένα Μυ στικό· ήξερε ποιος είχε σχέση μ ’ αυτό· ήξερε ποιος δα υπέφε ρε αν γινόταν γνωστό. Πέρα απ’ αυτό, σποιεσδήποτε υπερβο λές κι αν ξεστόμιζε σε αγνώστους, ποτέ, ως τη μέρα που πέδανε, δεν έμαδε τίποτε τιερισσότερο. Ικανοποίησα την περιέργειά σας; Προσπάδησα πολύ για να την ικανοποιήσω. Δεν έχω τίποτε άλλο να σας πω για μένα ή για την κόρη μου. Οι μεγαλύτερες ευδύνες μου, σε σχέση με εκείνη, τελείωσαν από τη στιγμή που κλείστηκε στο άσυλο. Εί χα δεχτεί έναν τύπο επιστολής, σχετικά με τις συνδήκες υπό
71 1
WI LKI E COL L I NS
τις οποίες έγινε ο εγκλεισμός της, η οποία μου δόθηκε να την αντιγράψω, σε απάντηση προς κάποια μις Χάλκομπ, που εν διαφερόταν για το δέμα, και η οποία πρέπει να είχε ακούσει πολλά ψέματα για μένα από μια συγκεκριμένη γλώσσα που ήταν συνηθισμένη στα ψέματα. Και μετά έκανα ό,τι μπορούσα για να εντοπίσω την κόρη μου, που είχε αποδράσει, και να την εμπο δίσω να μου κάνει κακό. Αλλά αυτά, και άλλες τέτοιες μικρολεπτομέρειες. έχουν μικρό ή κανένα ενδιαφέρον για σας, με τά από όσα ήδη ακούσατε. Ως εδώ, το γράμμα μου είναι γραμμένο με τον φιλικότερο δυνατό τρόπο. Αλλά δεν μπορώ να κλείσω αυτό το γράμμα χωρίς να προσδέσω δυο λόγια σοβαρής διαμαρτυρίας και επί κρισης, που απευθύνονται σε σας. Στην πορεία της συνομιλίας που είχαμε, αναφερθήκατε δρασύτατα στην καταγωγή της νεκρής κόρης μου, από την πλευρά του πατέρα, ωσάν η καταγωγή αυτή να ετίθετο υπό αμφισβήτηση. Ήταν εξαιρετικά απρεπές και πολύ αγενές εκ μέρους σας! Αν ξανασυναντηδούμε, να θυμάστε, παρακαλώ, ότι δεν δα επιτρέψω να προβείτε σε άλλες τέτοιες κινήσεις που θέτουν εν αμφιβάλω την υπόληψή μου, και ότι το ηθικό περιβάλλον του Γουέλμιγκχαμ, για να χρησιμοποιήσω μια αγαττημένη έκφραση του φίλου μου εφημέριου, δεν πρέπει να μολυνθείαπό οποιουδήποτε είδους αβασάνιστες φλυαρίες. Αν επιτρέψετε στον εαυτό σας την αμφιβολία ότι ο σύζυγός μου ήταν ο πατέρας της Aw, με προσβάλλετε προσωπικά με τον χειρότερο τρόπο. Αν νιώσατε, και αν εξακολουθείτε να νιώθετε μία ασεβή περιέργεια για το θέμα αυτό, σας συνιστώ, για το συμφέρον σας, να την αποβάλετε αμέσως, και για πά ντα. Στην από δω πλευρά, κύριε Χάρτραΐτ-οτιδήποτε κι αν μπορεί να συμβαίνει στην άλλη- η περιέργεια αυτή δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτή. Ίσως, μετά από όσα σας εξέθεσα, να νιώσετε την ανάγκη να μου εκφράσετε εγγράφως τη συγγνώμη σας. Κάντε το - θα
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
τη δεχτώ ευχαρίστως. Και αργότερα, αν οι επιδυμίες σας απο σκοπούν σε μια δεύτερη συνάντηση σας μαζί μου, δα κάνω ακόμη ένα βήμα, και δα σας δεχτώ. Μπορώ να σας καλέσω μόνο για τσάι - όχι πως άλλαξαν οι δυνατότητες μου προς το χειρότερο από τα όσα συνέβησαν. Έζησα πάντα, όπως νομίζω ότι σας είπα, μέσα στα όρια των εισοδημάτων μου· και έχω βάλει αρκετά στην άκρη τα τελευταία είκοσι χρόνια, ώστε να ζήσω αρκετά άνετα την υπόλοιπη ζωή μου. Δεν είναι στις προδέσεις μου να φύγω από το Γουέλμιγκχαμ. Υπάρχουν ένα ή δύο ακόμη οφέλη που έχω να κερδίσω στην πόλη. Ο εφημέ ριος με χαιρετά, όπως είδατε. Είναι παντρεμένος, και η γυ ναίκα του δεν είναι και τόσο ευγενική. Σκοπεύω να γίνω μέ λος της Φιλανδρωπικής Ένωσης· και είμαι απο<ρασισμένη να κάνω και τη γυναίκα του εφημέριου να με χαιρετά! Αν με τιμήσετε με τη συντροφιά σας, καταλάβετε, παρα καλώ, ότι η συζήτησή μας δα πρέπει να περιοριστεί σε γενι κά μόνο δέματα. Οποιαδήποτε απόπειρα αναφοράς εκ μέ ρους σας σ ’ αυτό το γράμμα δα είναι τελείως περιττή - είμαι αποφασισμένη να μην παραδεχτώ ότι το έχω γράψει εγώ. Ξέ ρω ότι οι αποδείξεις έχουν καταστραφεί στη φωτιά, αλλά νο μίζω ότι καλό είναι να προσέχω. Στην επιστολή αυτή δεν αναφέρσνται ονόματα, ούτε και υπάρ χει καμιά υπογραφή στο τέλος της· ο γραφικός χαρακτήρας είναι παραποιημένος, και σκοπεύω να παραδώσω η ίδια το γράμμα, κάτω από συνδήκες που δα αποτρέψουν τον κίνδυ νο να με ακολουδήσει κανείς ως το σπίτι μου. Δεν έχετε λό γο να παραπονεδείτε για τις προφυλάξεις αυτές, μια και δεν επηρεάζουν στο ελάχιστο τις πληροφορίες που σας μεταφέ ρω. Πίνω το τσάι μου στις πέντε και μισή, και η βουτυρωμέ νη φρυγανιά μου δεν περιμένει κανέναν.
7 13
WI LKI E COL L I NS
XI Η πρώτη μου σκέψη, όταν διάβασα το ασυνήθιστο γράμμα της κυρίας Κάδερικ, ήταν να το καταστρέψω. Το σκληρό, ξεδιά ντροπο περιεχόμενό του, από την αρχή ως το τέλος - η απαί σια διανοητική διαστροφή που επίμονα με συνέδεε με μια κα ταστροφή για την οποία δεν ήμουν σε καμιά περίπτωση υπό λογος, και με ένα δάνατο τον οποίο είχα διακινδυνεύσει τη ζωή μου να τον αποτρέψ ω -, με αήδιαζε τόσο πολύ, ώστε ετοιμα ζόμουν να σκίσω το γράμμα, όταν πέρασε από το μυαλό μου μια σκέψη που μου υποδείκνυε ότι δα ήταν καλύτερα να πε ριμένω λίγο πριν το καταστρέψω. Η σκέψη αυτή ήταν τελείως άσχετη με τον σερ Πέρσιβαλ. Οι πληροφορίες που μου μεταδόθηκαν, στο βαθμό που τον αφο ρούσαν, επιβεβαίωναν απλώς τα συμπεράσματα στα οποία εί χα ήδη καταλήξει. Είχε διαπράξει την παρανομία του όπως ακριβώς είχα υπο δέσει ότι την είχε διαπράξει· και η απουσία κάδε αναφοράς από πλευράς της κυρίας Κάδερικ στο αντίγραφο του βιβλίου των γά ρων που υπήρχε στο Νόουλσμπερι, ενίσχυσε την προηγούμενη βεβαιότητά μου ότι η ύπαρξη του αντίγραφου του βιβλίου, και ο κίνδυνος αποκάλυψης τον οποίο η ύπαρξη αυτή συνεπαγό ταν, δα πρέπει να ήταν άγνωστη στον σερ Πέρσιβαλ Το ενδιαφέρον μου για το δέμα της π λαστογραφίας είχε τώρα εκλείψει. Ο μο ναδικός λόγος διατήρησης της επιστολής ήταν η ενδεχόμενη εκμετάλλευσή της στο μέλλον, για να ξεκαθαρίσει και το τε λευταίο μυστήριο π ου εξακολουθούσε να με απασχολεί: η κα ταγωγή της Ανν Κάδερικ, από την πλευρά του πατέρα. Υπήρ χαν μία ή δύο προτάσεις στην εξιστόρηση της μητέρας της, στις οποίες ίσως δα ήταν χρήσιμο να αναφερδώ και πάλι, όταν δέματα αμεσότερης σημασίας δα μου παρείχαν την άνεση να ψάξω για τα αποδεικτικά στοιχεία που έλειπαν. Δεν είχα απελ πιστεί πω ς δεν δα έβρισκα τις αποδείξεις αυτές· και δεν είχα
7 14
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
χάσει το ενδιαφέρον να τις βρω, γιατί δεν είχα χάσει το ενδια φέρον μου να εντοπίσω τον πατέρα του φτωχού πλάσματος το οποίο αναπαυόταν τώρα στον τάφο της κυρίας Φέρλι. Ξανάκλεισα, λοιπόν, το γράμμα και το έκρυψα στο πορτοφό λι μου, για να το ξαναβγάλω όταν δα ερχόταν η κατάλληλη ώρα. Η επόμενη μέρα ήταν η τελευταία μου στο Χάμπσαϊρ. Ό ταν δα είχα π ια εμφανιστεί και πάλι στον ειρηνοδίκη στο Νόουλσμπερι, και όταν δα είχα παρακολουδήσει και την ανάκριση, δα ήμουν ελεύδερος να επιστρέφω στο Λονδίνο με το μεση μεριανό ή το βραδινό τραίνο. Η πρώτη μου δουλειά το πρωί ήταν, ως συνήδως, να περάσω από το ταχυδρομείο. Το γράμμα από τη Μ άριαν ήταν εκεί, αλ λά, όταν μου παραδόδηκε, σκέφτηκα ότι ήταν ασυνήδιστα ελα φρύ. Άνοιξα βιαστικά το φάκελο. Δεν υπήρχε τίποτε μέσα, εκτός από ένα μικρό κομμάτι χαρτί, διπλωμένο στα δύο. Οι λιγοστές, βιαστικά γραμμένες αράδες στο χαρτί περιείχαν τις εξής λέξεις: «Γύρνα όσο πιο σύντομα μπορείς. Υποχρεωδήκαμε να μετακινηδούμε εντελώς ξαφνικά. Έ λα στο Γκόουερς Γουόκ, στο Φούλαμ, αριδμός 5. Θα σε περιμένουμε. Μην τρομάξεις για μας. Είμαστε και οι δύο σώες και ασφαλείς. Φρόντισε να γυρίσεις σύντομα, όμως. Μ άριαν». Η είδηση που μόλις είχα λάβει μέσα α π ’ αυτές τις γραμμές -είδηση την οποία συνέδεσα αμέσως με κάποια ύπουλη κίνηση από πλευράς του κόμη Φ όσκο- δικαιολογημένα με ανησύχησε. Έμεινα με κομμένη την ανάσα, και με το χαρτί τσαλακωμένο στο χέρι μου. Τι είχε συμβεί; Ποια βρωμερή ενέργεια είχε σχεδιάσει και εκτελέσει ο κόμης στη διάρκεια της απουσίας μου; Μ ια νύ χτα είχε περάσει από τη στιγμή που είχε γραφεί το σημείωμα της Μάριαν - ώρες ακόμη δα έπρεπε να περάσουν πριν μπο ρέσω να ξαναβρεδώ κοντά τους. Κάποια νέα καταστροφή δα μπορούσε ήδη να έχει συμβεί, την οποία αυτή τη στιγμή, δυστυχώς, αγνοούσα. Κι εδώ. μίλια μακριά τους, εδώ έπρεπε να παραμεί νω - διπλά καδηλωμένος, στη διάδεση του νόμου!
______________
WI L KI E C O L L I N S
Δεν ξέρω σε ποιο βαδμό μπορεί να με έσπρωχναν η αγωνία και ο φ όβος μου να ξεχάσω τις υποχρεώσεις μου, αν δεν υ πήρ χε η καδησυχαστική επίδραση της πίστης μου στη Μ άριαν. Η απόλυτη εμπιστοσύνη μου σ ’ αυτήν ήταν ο μοναδικός λόγος που με βοήδησε να συγκρατηδώ, και μου έδωσε το δάρρος να περιμένω. Η ανάκριση ήταν το πρώτο από τα εμπόδια στο δρό μο μου για την ελευδερία δράσης. Την παρακολούδησα την καδορισμένη ώρα. Οι νομικές τυπικότητες απαιτούσαν οπωσ δήποτε την παρουσία μου στην αίδουσα, αλλά, όπως αποδεί χτηκε, δεν χρειαζόταν να επαναλάβω τη μ αρτυρία μου. Η άχρηστη αυτή καδυστέρηση ήταν μία σκληρή δοκιμασία, π α ρόλο που έκανα ό,τι μπορούσα για να ξεπεράσω την ανυπο μονησία μου παρακολουδώντας την πορεία της διαδικασίας όσο στενότερα μπορούσα. Ο Λονδρέξος δικηγόρος του νεκρού, ο κύριος Μέριμαν, ήταν μεταξύ των πα ρ όντω ν αλλά ήταν τελείως ανίκανος να βοηδήσει στο έργο της ανάκρισης. Μ πορούσε μόνο να πει ότι ήταν απερίγραπτα συγκλονισμένος και ξαφνιασμένος, και ότι δεν μπο ρούσε να ρίξει κανένα φως στις μυστηριώδεις συνδήκες της υπόδεσης. Κατά διαστήματα, στη διάρκεια της ανάκρισης, πρότεινε ερωτήσεις, τις οποίες ο ανακριτής υπέβαλλε, οι οποίες όμως δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Μ ετά από μία ήρεμη διαδικα σία η οποία διήρκεσε σχεδόν τρεις ώρες, και η οποία εξάντλη σε κάδε διαδέσιμη πηγή πληροφόρησης, οι ένορκοι απήγγειλαν τη συνηδισμένη για περιπτώσεις ξαφνικών δανάτων από ατυ χήματα ετυμηγορία. Πρόσδεσαν στην τυπική απόφαση μια δή λωση ότι δεν υπήρξαν αποδεικτικά στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο αφαιρέδηκαν τα κλειδιά, τον τρόπο με τον οποίο προκλήδηκε η φωτιά ή την αιτία για την οποία είχε μπει στο σκευο φυλάκιο ο μακαρίτης. Η ανακοίνωση της απόφασης ολοκλή ρωσε τη διαδικασία. Ο νομικός εκπρόσωπος του νεκρού παρέμεινε για να κανονίσει τα απαραίτητα για τον ενταφιασμό, και οι μάρτυρες ήταν ελεύδεροι να αποχωρήσουν.
716
____
_____
__
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Αποφασισμένος να μη χάσω ούτε λεπτό, πλήρωσα το λογα ριασμό μου στο ξενοδοχείο και κάλεσα μια άμαξα να με πάει στην πόλη. Έ να ς κύριος που με άκουσε να δίνω την εντολή και που είδε ότι δα πήγαινα μόνος, με πληροφόρησε ότι έμε νε στο Νόουλσμπερι, και ρώτησε αν δα είχα αντίρρηση να μοι ραστώ μαζί του την άμαξα για να γυρίσει στο σπίτι του. Δέ χτηκα την πρότασή του. Η συζήτησή μας στη διάρκεια της διαδρομής περιεστράφη φυσικά γύρω από το μοναδικό δέμα που απασχολούσε την το πική κοινωνία. Ο συνταξιδιώτης μου γνώριζε το δικηγόρο του πατέρα του σερ Πέρσιβαλ, ο οποίος, μαζί και ο κύριος Μ έριμαν. είχε ασχοληδεί με τις υποδέσεις του νεκρού, και τη διαδοχή στην περιου σία. Οι δυσκολίες του σερ Πέρσιβαλ ήταν πασίγνωστες σε όλη την κομητεία, έτσι που ο δικηγόρος του δεν μπορούσε πα ρ ά να τις αναγνωρίσει. Είχε πεδάνει χωρίς να αφήσει διαδήκη, και δεν είχε προσωπική περιουσία για να κληροδοτήσει, έστω κι αν είχε αποκτήσει μία· αλλά η περιουσία που είχε αποσπάσει από τη γυναίκα του είχε περιέλδει στους πιστω τές του. Ο κλη ρονόμος του κτήματος -α φ ο ύ ο σερ Πέρσιβαλ δεν είχε αφή σει διάδοχο- ήταν ένας γιος του πρώτου εξαδέλφου του Φίλιξ Γκλάιντ, ένας αξιωματικός που υπηρετούσε σ ’ ένα εμπορικό πλοίο. Θα έβρισκε την αναπάντεχη κληρονομιά του φορτωμέ νη με βαριά χρέη. Αλλά η περιουσία δα ξαναμεγάλωνε και, αν ο κληρονόμος ήταν προσεκτικός, ίσως να γινόταν και πλούσιος ακόμη πριν πεδάνει. Αν και ήμουν αφοσιωμένος στην ιδέα της επιστροφής στο Λον δίνο, η πληροφορία αυτή -τ α γεγονότα απέδειξαν στη συνέχεια ότι ήταν απολύτως ο ρ δ ή - είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ώστε να τραβήξει την προσοχή μου. Θεώρησα ότι δικαίωνε την από φασή μου να κρατήσω μυστική την ανακάλυψή μου για την απ ά τη του σερ Πέρσιβαλ. Ο κληρονόμος του οποίου τα δικαιώματα είχε καταπατήσει ήταν ο κληρονόμος που δα αποκτούσε τώρα
WI LKI E C OL L I NS
_
_
____
__
το κτήμα. To εισόδημα α π ’ αυτό, για τα τελευταία εικοσιτρία χρόνια, που κανονικά δα έπρεπε να είναι δικό του, και το οποίο ο νεκρός είχε σπαταλήσει μέχρι και το τελευταίο φαρδίνι, είχε χαδεί οριστικά. Αν μιλούσα, οι αποκαλύψεις μου δεν δα ωφε λούσαν κανέναν. Αν κρατούσα το μυστικό, η σιωπή μου δα έκρυ βε ποιος ήταν ο άνδρωπος που είχε ξεγελάσει τη Λώρα ώστε να τον παντρευτεί. Για χάρη της, προτίμησα να μη μιλήσω. Χώρισα με τον συγκυριακό συνταξιδιώτη μου στο Νόουλσμπερι, και πήγα αμέσως στο δημαρχείο. 'Οπως είχα προβλέψει, δεν εί χε έλδει κανένας για να υποστηρίξει τη μήνυση εναντίον μου και, αφού τηρήδηκαν οι αναγκαίες τυπικότητες, αφέδηκα ελεύδερος. Φεύγοντας, μου δόδηκε ένα γράμμα που είχε φτάσει από τσν κύ ριο Ντόουσον. Με ενημέρωνε ότι απούσιαζε λόγω επαγγελματι κών υποχρεώσεων και επανέλαβε την προσφορά την οποία ήδη μου είχε κάνει για οποιαδήποτε βοήδεια δα χρειαζόμουν στο μέλ λον. Του απάντησα με δερμά λόγια, αναγνωρίζοντας πόσο υπο χρεωμένος ήμουν από την ευγενική συμπεριφορά του και ζητώ ντας του συγγνώμη που δεν μπορούσα να του εκφράσω προσω πικά τις ευχαριστίες μου, λόγω της ανάγκης άμεσης επιστροφής μου, για επαγγελματικούς λόγους, στην πόλη. Μισή ώρα αργότερα επέσ τρεφ α στο Λονδίνο με το τραίνο.
7 18
Κεφάλαιο Τριακοστό Έβδομο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτράιτ
X II Ή ταν ανάμεσα στις εννιά με δέκα το βράδυ όταν έφτασα στο Φούλαμ και βρήκα το δρόμο για το Γκόουερς Γουόκ. Η Δώ ρα και η Μ άριαν ήρθαν και οι δύο στην πόρτα να μου ανοίξουν. Νομίζω ότι μέχρι εκείνη τη βραδιά δεν είχαμε συ νειδητοποιήσει πόσο στενά δεμένοι ήμαστε οι τρεις μας. Ξα νασμίξαμε, σαν να είχαμε χωρίσει εδώ και μήνες· όχι μόνο για μερικές μέρες. Το πρόσωπο της Μ άριαν ήταν αξιοθρήνητα τα λαιπωρημένο και ανήσυχο. Μ όλις την είδα κατάλαβα ποια ήταν εκείνη που είχε σηκώσει, στη διάρκεια της απουσίας μου, όλη την αγωνία για τους κινδύνους, και τις ταλαιπωρίες που είχε περάσει. Το χαρούμενο ύφος και η ευχάριστη διάθεση της Δώρα μου έδωσαν να καταλάβω ότι δεν είχε μάθει τίποτε για τον φρικτό θάνατο στο Γουέλμιγκχαμ και για τον πραγματικό λόγο της αλλαγής της κατοικίας μας. Η μετακόμιση έδειχνε να έχει βελτιώσει τη διάθεσή της και να έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον της. Την έβλεπε ως μία καλή ιδέα της Μάριαν για να μου κάνει έκπληξη, στην επιστροφή μου, αντικαθιστώντας τον στενό και θορυβώδη δρόμο με μια όμορ φη γειτονιά με δέντρα, χωράφια και ποτάμι. Έκανε σχέδια για
WI LKI E COL L I NS
το μέλλον - τους πίνακες που 9α τελείωνε· τους αγοραστές που είχα βρει στην επαρχία και οι οποίοι 9α τους αγόραζαν τα σε λίνια και τα εξάπενα που είχε βάλει στην άκρη, σε σημείο που το πορτοφόλι της ήταν τόσο βαρύ που μου ζήτησε να το ζυγί σω στο χέρι μου. Η αλλαγή προς το καλύτερο την οποία είχε σημειώσει στη διάρκεια των λίγων ημερών της απουσίας μου ήταν για μένα μια έκπληξη για την οποία ήμουν απροετοίμα στος. Παρόλη, όμως, την απερίγραπτη ευτυχία γι’ αυτό που έβλε πα, αισ9ανόμουν ευγνώμων απέναντι στη Μ άριαν - στο θάρ ρος και στην αγάπη της Μάριαν. Ό ταν η Δώρα μας άφησε μόνους και μπορέσαμε να μιλήσουμε ελεύθερα, προσπάθησα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη και το θαυμασμό προς το πρόσωπό της. Α λλά το μεγαλόψυχο αυτό πλάσμα δεν κάθισε να με ακούσει. Αυτή η υπέροχη, ανιδιο τελής γυναίκα, που δίνει τόσα πολλά και ζητάει τόσα λίγα, έστρε ψε όλες τις σκέψεις της σε μένα. «Είχα στη διάθεσή μου μόλις ένα λεπτό μέχρι να περάσει ο ταχυδρόμος», είπε· «διαφορετικά, δεν θα σου είχα γράψει τό σο κοφτά. Φαίνεσαι πολύ κουρασμένος και ταλαιπωρημένος, Γουόλτερ. Φοβάμαι ότι το γράμμα μου σε ανησύχησε σοβαρά». «Μ όνο στην αρχή», απάντησα. «Το μυαλό μου ηρέμησε. Μά ριαν, από την εμπιστοσύνη που σου έχω. Είχα δίκιο που απέ δωσα αυτή την ξαφνική αλλαγή κατοικίας σε κάποια απειλη τική ενόχληση εκ μέρους του κόμη Φ όσκο;» «Α πόλυτο δίκιο», είπε. «Τον είδα χθες· και, το χειρότερο, Γουόλτερ, μίλησα μαζί του!» «Μ ίλησες μαζί του; Ή ξερε πού μέναμε; Ή ρ θ ε στο σ πίτι;» «Ναι. Στο σπίτι· αλλά όχι πάνω. Η Λώρα δεν τον είδε. Δεν υποψιάζεται τίποτε. Θα σου πω πώ ς έγινε - ο κίνδυνος ελπίζω πως έχει περάσει τώρα. Χθες ήμουν στο σαλόνι, στο παλιό σπί τι μας. Η Λώρα ζωγράφιζε κι εγώ συγύριζα. Πέρασα από το παράθυρο και κοίταξα έξω στο δρόμο. Εκεί, στην απέναντι πλευ ρά του δρόμου, είδα τον κόμη να μιλάει με κάποιον άντρα».
7 20
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
«Σ ε είδε στο πα ρ ά δυ ρ ο;» «Ό χι - τουλάχιστον έτσι νομίζω. Ξαφνιάστηκα πά ρ α πολύ, και δεν μπορούσα να είμαι απόλυτα σίγουρη». «Π οιος ήταν ο άλλος; Κάποιος άγνωστος;» «Ό χι άγνωστος. Γουόλτερ. Μόλις ξεπέρασα το αρχικό ξάφ νιασμα, τον αναγνώρισα. Ή ταν ο ιδιοκτήτης του ψυχιατρείου». «Του έδειχνε το σπίτι ο κόμης;» «Όχι! Κουβέντιαζαν σαν να είχαν συναντηθεί τυχαία στο δρό μο. Παρέμεινα στο παράδυρο, κοιτάζοντάς τους πίσω από την κουρτίνα. Αν είχα γυρίσει, και αν είχε δει η Λώρα το πρόσωπό μου εκείνη τη στιγμή... Ευτυχώς, ήταν αφοσιωμένη στη ζωγρα φική της. Σε λίγο χώρισαν. Ο άντρας από το άσυλο τράβηξε προς τη μια κατεύθυνση και ο κόμης προς την άλλη. Αρχισα να ελ πίζω ότι είχαν βρεθεί τυχαία στο δρόμο, μέχρι που είδα τον κό μη να ξαναγυρίζει, να σταματά και πάλι απέναντι μας, να βγά ζει ένα σημειωματάριο κι ένα μολύβι, να γράφει κάτι και μετά να διασχίζει το δρόμο προς το κατάστημα που είναι κάτω από το σπίτι. Πέρασα βιαστικά δίπλα από τη Λώρα, πριν προλάβει να με δει, και της είπα ότι είχα ξεχάσει κάτι στον πάνω όροφο. Μ όλις βγήκα από το δωμάτιο, κατέβηκα στο πλατύσκαλο του ισογείου και περίμενα - ήμουν αποφασισμένη να τον σταματή σω, αν επιχειρούσε να ανεβεί πάνω. Δεν έκανε καμιά τέτοια προ σπάθεια. Το κορίτσι από το κατάστημα εμφανίστηκε στο διά δρομο κρατώντας την κάρτα του - μια μεγάλη επιχρυσωμένη κάρτα, με το όνομά του, ένα μικρό στέμμα από πάνω και τις εξής λέξεις γραμμένες με μολύβι: «Αγαπητή κυρία» -ναι! είχε το θράσος, το κάθαρμα, να με αποκαλεί έτσι - «Αγαπητή κυ ρία, σας ικετεύω να δεχθείτε να με ακούσετε, για ένα θέμα εξί σου σοβαρό και για τους δυο μας». Αν κάποιος είναι ικανός να σκέφτεται σε δύσκολες καταστάσεις, τότε σκέφτεται γρήγορα. Αμέσως αισθάνθηκα ότι θα ήταν μοιραίο λάθος να μείνουμε στο σκοτάδι σχετικά με τις διαθέσεις ενός ανθρώπου όπως ο κόμης. Αισθάνθηκα ότι η αμφιβολία για το τι θα μπορούσε να κάνει
7 21
WI LKI E COL L I NS
κατά την απουσία σου δα ήταν για μένα δέκα φορές πιο δυ σβάστακτη αν αρνιόμουν να τον δω α π ’ όσο αν τον έβλεπα. «Π ες του κυρίου να περιμένει στο κατάστημα», είπα. « Θ α έρδω σε ένα λεπτό». Ανέβηκα πάνω για να πάρω το καπέλο μου, απο φασισμένη να μη μιλήσουμε μέσα στο κτίριο. Ή ξερ α τη βαριά καμπανιστή φωνή του, και φοβόμουν ότι δα την άκουγε η Δώ ρα - ακόμη κι από το κατάστημα. Σε λιγότερο από ένα λεπτό ήμουν και πάλι κάτω και είχα ανοίξει την πόρτα που έβγαζε στο δρόμο. Βγήκε από το κατάστημα και με πλησίασε. Στεκόταν μπροστά μου, βαρυπενδών, με τις ευγενικές υποκλίσεις και το φονικό του χαμόγελο, με μερικά αργόσχολα παιδιά και γυναί κες κοντά του, να κοιτάζουν το ογκώδες σώμα του, τα κομψά μαύρα ρούχα του και το μεγάλο μπαστούνι του με τη χρυσα φένια λαβή. Ό λ ες οι φρικτές εμπειρίες από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ ξαναγύρισαν στο μυαλό μου μόλις τον αντίκρισα. Ό λη η παλιά αηδία με κυρίευσε όταν έβγαλε το καπέλο του με μια επιδεικτική χειρονομία και μου μίλησε, σαν να είχαμε χωρίσει μόλις χδες, με τον φιλικότερο τρόπο». «Θυμάσαι τι σου είπ ε;» «Δεν μπορώ να τα επαναλάβω, Γουόλτερ. Θα μ άδεις αμέσως τι είπε για σένα, αλλά δεν μπορώ να επαναλάβω αυτά που εί πε για μένα. Ή ταν χειρότερα από την ευγενική δρασύτητα της επιστολής του. Τα χέρια μου αισδάνονταν την επιδυμία να τον χτυπήσουν, όπως δα έκανα αν ήμουν άντρας. Κατάφερα να τα ελέγξω σκίζοντας σε κομματάκια την κάρτα του κάτω από το σάλι μου. Χωρίς να πω λέξη, απομακρύνδηκα από το σπίτι, από φόβο μήπως μας δει η Λώρα· με ακολούδησε, διαμαρτυρόμενος ευγενικά. Στο πρώτο δρομάκι έστριψα και τον ρώτησα τι ήδελε από μένα. Ή δελε δύο πράγματα. Πρώτον, αν δεν είχα αντίρρηση, να μου εκφράσει τα αισδήματά του. Αρνήδηκα να τα ακούσω. Δεύτερον, να επαναλάβει την προειδοποίηση της επιστολής του. Ρώτησα, για ποιο λόγο δεωρούσε ότι έπρεπε να την επαναλάβει. Υποκλίδηκε, χαμογέλασε, και είπε ότι δα μου
7 22
_________
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
εξηγούσε. Η εξήγησή του επιβεβαίωσε τους φόβους που είχα εκφράσει πριν φύγεις. Σου είπα, αν θυμάσαι, ότι ο σερ Πέρσιβαλ 9α ήταν πολύ ισχυρογνώμων ώστε να δεχθεί τη συμβουλή του φίλου του σχετικά με σένα- και ότι δεν θα έπρεπε να φο βάσαι τίποτε από τον κόμη μέχρι να απειληθούν τα συμφέροντά του, και να αναγκαστεί να αντιδράσει ο ίδιος». «Θ υμάμαι, Μ άριαν». «Αποδείχτηκε ότι είχα δίκιο. Ο κόμης πρόσφερε τη συμβου λή του, αλλά η προσφορά του απορρίφθηκε. Ο σερ Πέρσιβαλ θα υποτασσόταν μόνο στις διαθέσεις βίας, στην εμμονή του και στο μίσος του για σένα. Ο κόμης τον άφησε να κάνει του κεφα λιού του, φροντίζοντας μόνο να μάθει, για την περίπτωση που θα απειλούνταν στη συνέχεια τα δικά του συμφέροντα, πού μέ ναμε. Βρισκόσουν υπό παρακολούθηση, Γουόλτερ, κατά την επι στροφή σου, μετά το πρώτο σου ταξίδι στο Χάμπσαϊρ, από τους άντρες του δικηγόρου για κάποια απόσταση μετά το σταθμό, και από τον ίδιο τον κόμη ως την πόρτα του σπιτιού. Πώς κατάφερε να καλυφθεί δεν μου το είπε· αλλά τότε ήταν που μας βρή κε, και μ ’ αυτό τον τρόπο. Έχοντας κάνει την ανακάλυψη αυ τή, δεν την εκμεταλλεύτηκε, μέχρι που έμαθε την είδηση για το θάνατο του σερ Πέρσιβαλ- και μετά, όπως σου είπα, ενήργησε για λογαριασμό του, επειδή πίστευε ότι στη συνέχεια θα στρε φόσουν εναντίον του συνεταίρου του νεκρού στη συνωμοσία Φρό ντισε να συναντηθεί αμέσως με τον ιδιοκτήτη του ασύλου στο Λονδίνο και να τον οδηγήσει στο μέρος που κρυβόταν η ασθε νής που είχε διαφύγει από το ίδρυμά του, πιστεύοντας ότι τα αποτελέσματα, όποια κι αν ήταν, θα σε ενέπλεκαν σε ατέλειω τες νομικές αντιπαραθέσεις και δυσκολίες, και θα σου έδεναν τα χέρια, ώστε να μην μπορέσεις να κινηθείς εναντίον του. Αυ τός ήταν ο σκοπός του, όπως μου ομολόγησε ο ίδιος. Ο μοναδι κός λόγος που τον έκανε να διστάσει, την τελευταία στιγμή...» « Ν α ι;» «Είναι δύσκολο να το παραδεχτώ, Γουόλτερ, αλλά πρέπει. Εγώ
72 3
WI LKI E COLLI NS
ήμουν η μοναδική επιφύλαξή του. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράφουν πόσο μειωμένη αισθάνομαι απέναντι στον εαυτό μου όταν το σκέφτομαι - το μοναδικό αδύνατο σημείο στο σι δερένιο χαρακτήρα αυτού του άντρα είναι ο φοβερός θαυμα σμός που αισθάνεται για μένα. Προσπάθησα, χάρη στον αυτο σεβασμό μου και μόνο, να διαλύσω αυτή την εντύπωση που μου έδινε, αλλά το ύφος του, και οι πράξεις του μου επιβάλλουν την επονείδιστη βεβαιότητα της αλήθειας. Τα μάτια αυτού του μο χθηρού ανθρώπου-τέρατος υγραίνονταν όταν μου μιλούσε. Δά κρυζε. Γουόλτερ! Μου δήλωσε ότι τη στιγμή που έδειχνε το σπί τι στο γιατρό σκεφτόταν τη δυστυχία μου αν αποχωριζόμουν από τη Δώρα, τις ευθύνες που θα επωμιζόμουν αν υποχρεωνόμουν να λογοδοτήσω για τη συμμετοχή μου στην απόδρασή της. Έτσι, πήρε το ρίσκο για ό,τι χειρότερο θα μπορούσες να του κάνεις, για χάρη μου. Το μόνο που ζήτησε ήταν ότι θα ’πρεπε να θυ μάμαι τη θυσία του προς χάριν των συμφερόντων μου, με τα οποία ίσως να μη του ξαναδινόταν η ευκαιρία να ασχοληθεί. Δεν έκανα καμία τέτοια διαπραγμάτευση μαζί του - θα προτιμούσα να πεθάνω πρώτα. Αλλά είτε τον πιστεύεις είτε όχι -είτε είναι αλήθεια ή ψέματα ότι έδιωξε το γιατρό χρησιμοποιώντας κάποια δικαιολογία- ένα πράγμα είναι βέβαιο: είδα τον ιδιοκτήτη του ασύλου να απομακρύνεται χωρίς να κοιτάξει προς το παράθυ ρό μας· ούτε καν προς την πλευρά του σπιτιού μας». «Το πιστεύω, Μάριαν. Οι καλύτεροι άνθρωποι δεν είναι από λυτα ταυτισμένοι με το καλό· γιατί θα έπρεπε οι χειρότεροι να είναι ταυτισμένοι με το κακό; Ταυτόχρονα, υποψιάζομαι ότι απλώς ήθελε να σε τρομάξει, απειλώντας σε με πράγματα που δεν μπο ρεί να κάνει. Αμφισβητώ την ικανότητά του να μας ενοχλήσει μέσω του ιδιοκτήτη του ασύλου, τώρα που ο σερ Πέρσιβαλ εί ναι νεκρός και η κυρία Κάθερικ είναι απαλλαγμένη από κάθε έλεγχο. Συνέχισε, όμως. Τι είπε για μένα ο κόμης;» «Στο τέλος μίλησε για σένα. Τα μάτια του άστραψαν και σκλήρυναν, και το ύφος του άλλαξε, και ξανάγινε όπως το θυμόμουν
724
________________
Η Γ Υ Ν ΑΙ Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ Π ΡΑ
παλιά - εκείνο το μείγμα ανελέητης αποφασιστικότητας και προ κλητικής ειρωνείας, που δεν σου αφήνει περιθώρια να τον ψυ χολογήσεις. “Προειδοποίησε τον κύριο Χάρτραίτ!” είπε μεγαλόψυχα “Έχει να κάνει με έναν έξυπνο άνθρωπο, που ξέρει να πα ρ α κάμπτει τους νόμους και τις κοινωνικές συμβάσεις. Να τα έχει υπόψη του, όταν αναμετρηθεί μαζί μου. Αν ο αείμνηστος φίλος μου είχε ακούσει τη συμβουλή μου, η ανάκριση θα είχε γίνει για το πτώμα του Χάρτραίτ. Αλλά ο αείμνηστος φίλος μου ήταν πει σματάρης. Κοίτα! Πενθώ το χαμό του - εσωτερικά, στην ψυχή μου· εξωτερικά, με την κορδέλα στο καπέλο μου. Αυτή η ασή μαντη μαύρη κορδέλα εκφράξει ευαισθησίες τις οποίες θέλω να σεβαστεί ο κύριος Χάρτραίτ. Μ πορεί να μετατραπούν σε ανυ πολόγιστες εχθρότητες, αν τολμήσει να τις θίξει. Ας αρκεστεί σε ό,τι έχει - σε ό,τι αφήνω απείραχτο, για χάρη σου, σ’ αυτόν και σε σένα. Πες του —μαζί με τους χαιρετισμούς μ ου- πως, αν με ενοχλήσει, θα έχει να κάνει με τον Φόσκο. Σε απλά, καθημερι νά αγγλικά, τον πληροφορώ: Ο Φόσκο δεν σταματά μπροστά σε τίποτε! Αγαπητή κυρία, καλημέρα σας”. Τα παγερά γκρίζα μά τια του στάθηκαν στο πρόσωπό μου· έβγαλε ευγενικά το καπέ λο του· υποκλίθηκε, ασκεπής, και έφυγε». «Χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω; Χωρίς να πει μια τε λευταία λέξη;» «Γύρισε στη γωνία του δρόμου και κούνησε το χέρι του, και μετά το χτύπησε θεατρινίστικα στο στήθος του. Μ ετά α π ’ αυ τό, τον έχασα από τα μάτια μου. Εξαφανίστηκε παίρνοντας την αντίθετη κατεύθυνση α π ’ αυτή του σπιτιού μας, κι εγώ έτρεξα πίσω στη Λώρα. Πριν ξαναμπώ στο σπίτι, είχα αποφασίσει ότι έπρεπε να φύγουμε. Το σπίτι -ιδια ίτερ α κατά την απουσία σ ου- ήταν επικίνδυνο μέρος, αντί να είναι ασφαλές, τώρα που ο κόμης το είχε ανακαλύψει. Αν μπορούσα να είμαι σίγουρη για την επιστροφή σου, θα είχα διακινδυνεύσει να περιμένω μέχρι να γυρίσεις. Αλλά δεν ήμουν βέβαιη για τίποτε, και ενήργησα αμέσως και παρορμητικά. Είχες πει, πριν φύγεις, ότι θα ’θελες
7 25
_
WI LKI E C OL L I NS
_
να μετακομίσουμε σε μια πιο ήσυχη περιοχή και με πιο καθαρό αέρα, για το καλό της υγείας της Δώρα. Το μόνο, λοιπόν, που χρειάστηκε να κάνω ήταν να της το υπενθυμίσω, και να προτείνω να σου κάνουμε έκπληξη, και να σε απαλλάξουμε από τον κόπο κάνοντας τη μετακόμιση όσο 9α έλειπες. Μ ε βοήθη σε να μαζέψουμε τα πράγματά σου - τα τακτοποίησε η ίδια στο νέο εργαστήριό σου εδώ». «Τι σε έκανε να διαλέξεις αυτό το μέρος;» «Το γεγονός ότι δεν γνώριζα άλλα μέρη στο Λονδίνο. Αισθάνθηκα την ανάγκη να απομακρυνθούμε όσο γινόταν από το παλιό σπί τι μας· και γνώριζα κάπως το Φούλαμ, επειδή είχα πάει κάπο τε σχολείο εδώ. Έστειλα κάποιον με ένα σημείωμα, για την πε ρίπτωση που μπορεί να υπήρχε ακόμη το σχολείο. Υπήρχε! Το λειτουργούσαν οι κόρες της παλιάς δασκάλας μου, και νοίκια σαν αυτό το σπίτι με βάση τις οδηγίες που τους είχα στείλει. Ή ταν η ώρα που θα περνούσε ο ταχυδρόμος όταν επέστρεψε ο απεσταλμένος μου με τη διεύθυνση του σπιτιού. Μ ετακομίσα με όταν πια είχε σκοτεινιάσει - ήρθαμε εδώ απαρατήρητες. Έκα να σωστά, Γουόλτερ; Δικαίωσα την εμπιστοσύνη σου σε μ ένα;» Της απάντησα θερμά, όπως πραγματικά αισθανόμουν. Αλλά το αγωνιώδες ύφος της εξακολουθούσε να παραμένει στο πρό σωπό της όση ώρα μιλούσα. Η πρώτη ερώτηση που έκανε, όταν τελείωσα, αφορούσε τον κόμη Φόσκο. Έ β λ επα ότι τώρα τον αντιμετώπιζε με διαφορετικό μυαλό. Κανένα νέο ξέσπασμα οργής εναντίον του, καμιά νέα έκκλη ση σε μένα να επισπεύσω τη μέρα της εκκαθάρισης λογαρια σμών δεν ξέφυγε από τα χείλη της. Η βεβαιότητά της ότι ο σι χαμερός θαυμασμός του γι’ αυτήν ήταν ειλικρινής έμοιαζε να έχει αυξήσει τη δυσπιστία της για την αβυσσαλέα πανουργία του. το φόβο που της δημιουργούσε η ύπουλη ενεργητικότη τα και η ετοιμότητα όλων των λειτουργιών του. Η φωνή της χαμήλωσε, ο τρόπος έκφρασής της έγινε κάπως διατακτικός, τα μάτια της κοίταξαν ερευνητικά τα δικά μου με έναν έντονο
7 26
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
φόβο, όταν ζήτησε να μάδει τη γνώμη μου για το μήνυμά του και τι σκόπευα να κάνω τώρα που το είχα ακούσει. «Δεν έχουν περάσει πολλές βδομάδες, Μ άριαν», απ άντη σα, « α π ό τη συνάντησή μου με τον κύριο Κιρλ. Ό τα ν χωρίζα με, οι τελευταίες λέξεις που του είπα για τη Δώρα ήταν οι εξής: «Το σπίτι του δείου της δα ανοίξει για να τη δεχτεί, παρουσία όλων όσοι ακολούδησαν την ψεύτικη κηδεία ως τον τάφο· το ψέμα που καταγράφει το δάνατό της δα διαγράφει δημόσια από την ταφόπλακα, με εντολή του αρχηγού της οικογένειας· και οι δύο άντρες που την αδίκησαν δα λογοδοτήσουν σε μέ να για το έγκλημά τους, από τη στιγμή που η δικαιοσύνη είναι ανίσχυρη να τους διώξει». Ο ένας α π ’ αυτούς δεν ζει πια. Πα ραμένει ο άλλος. Παραμένει και η απόφασή μου». Τα μάτια της φω τίστηκαν το χρώμα ανέβηκε στο πρόσωπό της. Δεν είπε λέξη, αλλά είδα στο πρόσωπό της τη συναισδηματική ταύτισή της με τα λόγια μου. «Δεν προσπαδώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου ή εσένα», συ νέχισα, «υποστηρίζοντας ότι η προοπτική που ανοίγεται μπρο στά μας δεν είναι εξαιρετικά αμφίβολη. Οι κίνδυνοι που έχου με ήδη διατρέξει μ πορεί να είναι ασήμαντοι συγκριτικά με τους κινδύνους που μας απειλούν στο μέλλον. Αλλά, π α ρ ’ όλα αυ τά, δα πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε, Μάριαν. Δεν είμαι τό σο απερίσκεπτος, ώστε να αναμετρηδώ με έναν άντρα όπως ο κόμης, χωρίς να έχω προετοιμαστεί κατάλληλα. Έχω μάδει να είμαι υπομονετικός· μπορώ να περιμένω την ώρα μου. Ας π ι στεύει ότι το μήνυμά του έχει φέρει αποτέλεσμα· ας μην ξέρει τίποτε για μας, ας μη μαδαίνει τίποτε· ας του δώσουμε το χρό νο να νιώσει ασφαλής - ο υπεροπτικός χαρακτήρας του, αν δεν τον έχω παρεξηγήσει σοβαρά, δα επισπεύσει το αποτέλεσμα. Αυτός είναι ο ένας λόγος για να περιμένουμε. Αλλά υπάρχει κι άλλος, ακόμη πιο σημαντικός. Η δέση μου, Μάριαν, απένα ντι σε σένα και τη Λώρα, πρέπει να είναι ισχυρότερη α π ’ όσο είναι τώρα, πριν προχωρήσω στο τελευταίο σχέδιό μας».
7 27
WI L KI E C OL L I NS
Έγειρε προς το μέρος μου, με ένα ύφος έκπληξης. «Π ώ ς μπο ρεί να γίνει ισχυρότερη;» ρώτησε. «Θ α σου πω », απάντησα, «όταν έλθει η ώρα. Δεν έχει έλ9ει ακόμη - μπορεί να μην έλθει ποτέ. Μ πορεί να μη μιλήσω ποτέ στη Δώρα γι’ αυτό. Πρέπει να σωπάσω τώρα, ακόμη και σε σένα. Πρέπει να βεβαιωθώ ότι μπορώ να μιλήσω ακίνδυνα και έντιμα. Ας αφήσουμε αυτό το θέμα. Υπάρχει άλλο που απαι τεί πιεστικότερα την προσοχή μας. Έ χεις κρατήσει τη Δώρα -σ οφ ά το έχεις κά νει- σε άγνοια για το θάνατο του άντρα της». «Ω . Γουόλτερ, θα χρειαστεί να περάσει πολύς χρόνος μέχρι να της το π ού μ ε;» «'Οχι, Μάριαν. Καλύτερα να της το αποκαλύψεις τώρα, π α ρά να της το αποκαλύψει κάποια συγκυρία, την οποία κανέ νας δεν μπορεί να προβλέψει. Απόφυγε τις λεπτομέρειες - μί λα της τρυφερά, αλλά π ες της ότι είναι νεκρός». «Έ χεις λόγο. Γουόλτερ, που θέλεις να μάθει για το θάνατο του άντρα της, εκτός από το λόγο που μόλις ανέφ ερ ες;» «Ν α ι». «Έ να λόγο που σχετίζεται με το θέμα το οποίο δεν πρέπει να αναφερθεί ακόμη μεταξύ μας; που ίσως να μην αναφερθεί ποτέ στη Δ ώ ρ α ;» Στάθηκε ιδιαίτερα στις τελευταίες λέξεις. Ό ταν της απάντησα χρησιμοποιώντας τα λόγια της, στάθηκα κι εγώ σ ’ αυτές. Το πρόσωπό της χλώμιασε. Για λίγο, με κοίταξε με ένα θλιμ μένο, διατακτικό ενδιαφέρον. Μ ια ασυνήθιστη τρυφερότητα τρεμόπαιξε στα μαύρα μάτια της και μαλάκωσε τα σφιγμένα χείλη της, καθώς κοίταζε την άδεια καρέκλα στην οποία κα θόταν πριν από λίγο η αγαπημένη σύντροφος όλων των καλών και κακών στιγμών μας. «Νομίζω ότι καταλαβαίνω», είπε. «Νομίζω ότι το οφείλω σε κείνη και σε σένα. Γουόλτερ, να της μιλήσω για το θάνατο του άντρα της». Αναστέναξε και έσφιξε για μια στιγμή το χέρι μου- το άφησε
7 28
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
απότομα και βγήκε από το δωμάτιο. Την άλλη μέρα, η Λώρα ήξερε ότι ο θάνατος την είχε απελευθερώσει, και ότι εκείνος που είχε καταστρέψει τη ζωή της βρισκόταν στον τάφο. Το όνομά του δεν αναφέρθηκε ξανά μεταξύ μας. Από κείνη τη μέρα και μετά, αποφεύγαμε και την παραμικρή αναφορά στο θέμα του θανάτου του· και, με τον ίδιο προσεκτικό τρόπο, η Μ ά ριον κι εγώ αποφεύγαμε κάθε άλλη αναφορά σ ’ εκείνο το άλλο θέμα, το οποίο, με τη συναίνεσή της και τη δική μου, δεν θα θι γόταν ακόμη μεταξύ μας. Δεν ήταν, ωστόσο, λιγότερο παρόν στις σκέψεις μας· αντίθετα, παρέμενε ζωντανό από την αυτοσυ γκράτηση την οποία είχαμε επιβάλει στον εαυτό μας. Παρακο λουθούσαμε και οι δύο τη Λώρα με περισσότερη αγωνία από ποτέ -μ ερικές φορές περιμένοντας και ελπίζοντας, μερικές φο ρές περιμένοντας και φοβούμενοι- μέχρι να έλθει η ώρα. Σταδιακά, επιστρέψαμε στον συνηθισμένο τρόπο ζωής μας. Ξανάρχισα την καθημερινή δουλειά μου, η οποία είχε διακοπεί λόγω της απουσίας μου στο Χάμπσαϊρ. Η νέα κατοικία μας στοί χιζε περισσότερο από τα μικρότερα και λιγότερο άνετα δωμά τια που είχαμε αφήσει· και οι απαιτήσεις, που συνεπάγονταν αυξημένες προσπάθειες από πλευράς μου, ενισχύονταν από το αμφίβολο των προοπτικών μας. Ή ταν ενδεχόμενο να παρου σιαστούν επείγουσες καταστάσεις, ικανές να εξανεμίσουν το μι κρό κεφάλαιό μας στην τράπεζα· και οι κόποι των χειρών μου ίσως αποδεικνύονταν, τελικά, το μόνο πράγμα στο οποίο μπο ρούσαμε να προσβλέπουμε για οικονομική στήριξη. Μ ια μονιμότερη και αποδοτικότερη απασχόληση α π ’ αυτές που μου εί χαν προσφερθεί ως τώρα ήταν αναγκαία για την κατάστασή μας, και αυτήν ακριβώς επιδίωξα επίμονα να εξασφαλίσω. Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι το διάστημα της ξεκούρασης και της ηρεμίας -σ τη διάρκεια του οποίου σας γράφω τώ ρ α ακύρωσε τελείως, από πλευρά ς μου. κάθε επιδίωξη του μονα δικού στόχου με τον οποίο συνδέονται οι σκέψεις και οι πράξεις
7 29
WI LKI E COL L I NS
μου που καταγράφονται στις σελίδες αυτές. Ο σκοπός αυτός έμελλε, για μήνες και μήνες, να με πιέζει φορτικά. Η σταδια κή ωρίμανσή του με υποχρέωνε και κάποια μέτρα προφ ύλα ξης να παίρνω, και μια υποχρέωση ευγνωμοσύνης να εκπλη ρώσω, και ένα ασαφές πρόβλημα να λύσω. Τα μέτρα προφύλαξης σχετίζονταν, αναγκαστικά, με τον κό μη. Ή ταν εξόχως σημαντικό να διαπιστωθεί, αν αυτό ήταν δυ νατόν, αν τα σχέδιά του τον δέσμευαν να παραμείνει στην Αγγλία - με άλλα λόγια, να παραμείνει σχετικά κοντά μου. Προ σπάθησα να ξεκαθαρίσω το θέμα αυτό με έναν πολύ απλό τρό πο. Εφόσον η διεύθυνσή του στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ μου ήταν γνωστή, ρώτησα στη γειτονιά και, αφού ανακάλυψα έτσι το με σίτη του σπιτιού στο οποίο έμενε ο κόμης, ρώτησα αν το σπίτι αυτό, στη Φόρεστ Ρόουντ, υπήρχε περίπτωση να προσφερθεί για ενοικίαση μέσα σ ’ ένα εύλογο διάστημα. Η απάντηση ήταν αρνητική. Πληροφορήθηκα ότι ο αλλοδαπός που έμενε στο σπί τι είχε ανανεώσει το συμβόλαιό του για άλλους έξι μήνες, και θα παρέμενε μέχρι τα τέλη Ιουνίου του ερχόμενου έτους - ήμα στε μόλις στις αρχές Δεκεμβρίου. Έ φ υγα από τον πράκτορα χωρίς το φόβο ότι θα μπορούσε να μου ξεφύγει ο κόμης. Η υποχρέωση στην οποία έπρεπε να ανταποκριθώ με οδή γησε για άλλη μία φορά στην κυρία Κλέμενς. Είχα υποσχεθεί να επιστρέφω, και να την ενημερώσω σχετικά με τις λεπτομέ ρειες που είχαν να κάνουν με το θάνατο και την ταφή της Ανν Κάθερικ, τις οποίες είχα υποχρεωθεί να αποκρύψω στην πρώ τη μας συνάντηση. Οι συνθήκες τώρα είχαν αλλάξει, και δεν υπήρχε λόγος να μην εμπιστευτώ στην καλή αυτή γυναίκα το μέρος εκείνο της συνωμοσίας π ου μπορούσα ακίνδυνα να αποκαλύψω. Είχα κάθε λόγο να θεωρήσω ότι η συμπάθεια και τα φιλικά αισθήματά μου προς το πρόσωπο της κυρίας Κλέμενς επέ βαλαν την ταχεία εκπλήρωση της υπόσχεσής μου· και φρόντι σα να την εκπληρώσω ευσυνείδητα και προσεκτικά. Δεν χρειά ζεται να επιβαρύνω αυτές τις σελίδες με αφηγήσεις των όσων
7 30
_
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
συνέβησαν στη συνάντησή μας αυτή. Είναι χρησιμότερο να υπο γραμμίσω ότι η συζήτηση αυτή επανέφερε στο μυαλό μου το μοναδικό πρόβλημα που έμενε να λυδεί - το πρόβλημα της κα ταγωγής της Ανν Κάδερικ από την πλευρά του πατέρα. Μία σειρά από μικρολεπτομέρειες σε σχέση με το δέμα αυτό -μάλλον ασήμαντες, η καδεμία χωριστά, αλλά εντυπωσιακά ση μαντικές όταν συνδυάζονταν- είχαν οδηγήσει τελευταία το μυα λό μου σ ’ ένα συμπέρασμα το οποίο αποφάσισα να επιβεβαιώ σω. Πήρα την άδεια της Μάριαν να γράψω στον ταγματάρχη Ντόνδορν, στο Βάρνεκ Χωλ, όπου είχε εργαστεί η κυρία Κάδε-' ρικ για μερικά χρόνια πριν από το γάμο της, για να του κάνω ορισμένες ερωτήσεις. Έ κανα τις ερωτήσεις στο όνομα της Μ ά ριαν και τις περιέγραψα ως σχετικές με ζητήματα προσωπικού ενδιαφέροντος -αφορούσαν την οικογένειά τη ς-, γεγονός που ίσως να εξηγούσε και να δικαιολογούσε το αίτημά μου. 'Οταν έγρα ψα το γράμμα, δεν γνώριζα αν ο ταγματάρχης Ντόνδορν ήταν ακόμη ζωντανός· το έστειλα, με την ελπίδα ότι δα ήταν ακόμη ζωντανός, και ικανός -κ α ι διατεδειμένος- να απαντήσει. Μ ετά από παρέλευση δύο ημερών, ήρδε η απόδειξη, με τη μορφή ενός γράμματος, ότι ο ταγματάρχης ζούσε και ότι ήταν έτοιμος να μας βοηδήσει. Η ιδέα που είχα στο μυαλό μου όταν του έγραψα, καδώς και το περιεχόμενο των ερωτήσεών μου δα εξαχδούν εύκολα από την απάντησή του. Το γράμμα του απάντησε στις ερωτήσεις μου, γνωστοποιώντας μου τα εξής σημαντικά: Κατ’ αρχάς, ο «μακαρίτης σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ από το Μπλάκγουοτερ Π αρκ» δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του στο Βάρ νεκ Χωλ. Ο μακαρίτης ήταν τελείως άγνωστος στον ταγματάρχη Ντόνδορν - αυτός και όλη την οικογένειά του. Δεύτερον, «ο μακαρίτης Φίλιπ Φέρλι, από το Λίμεριτζ Χάουζ» υπήρξε στα νιάτα του στενός φίλος και μόνιμος καλεσμένος του ταγματάρχη Ντόνδορν. Έχοντας φρεσκάρει τη μνήμη του ανατρέχοντας και σε παλιά γράμματα και σε άλλα χαρτιά, ο σερ
7 31
WI LKI E COL L I NS
Ντόνδορν ήταν σε δέση να πει κατηγορηματικά ότι ο κύριος Φίλιπ Φέρλι έμενε στο Βάρνεκ Χωλ τον Αύγουστο του 1826 και ότι είχε παραμείνει εκεί, για το κυνήγι, όλο τον Σεπτέμβριο και ένα μέρος του Οκτωβρίου. Μ ετά έφυγε, α π ’ όσο δυμόταν ο ταγ ματάρχης, για τη Σκωτία και δεν επέστρεψε στο Βάρνεκ Χωλ πα ρά μόνο μετά από αρκετό διάστημα, οπότε και επανεμφανί στηκε ως νιόπαντρος. Από μόνη της η δήλωση αυτή είχε ίσως μικρή αποδεικτική αξία· αλλά, σε συνδυασμό με ορισμένα γεγονότα, κάδε ένα από τα οποία γνωρίζαμε η Μάριαν ή εγώ πω ς ήταν αληδινά, οδηγούσε σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα, το οποίο ήταν, κατά την άπο ψή μας, ακαταμάχητο. Γνωρίζαμε, τώρα, ότι ο Φίλιπ Φέρλι είχε μείνει στο Βάρνεκ Χωλ το φδινόπωρο του 1826. και ότι η κυρία Κάδερικ εργαζό ταν και έμενε εκεί την ίδια περίοδο· και γνωρίζαμε επίσης: πρώ τον, ότι η Ανν είχε γεννηδεί τον Ιούνιο του 1827· δεύτερον, ότι είχε πάντα μία ασυνήδιστη ομοιότητα με τη Λώρα· τρίτον, ότι η Λώρα έμοιαζε εντυπωσιακά στον πα τέρα της. Ο Φ ίλιπ Φέρ λι υπήρξε ένας από τους πιο γοητευτικούς άντρες της εποχής του- τελείως διαφορετικός σε ψυχοσύνδεση από τον αδελφό του, τον Φρέντερικ, ήταν ο παραχαϊδεμένος της κοινωνίας, ιδιαίτε ρα των γυναικών - ένας εκδηλωτικός, ανέμελος, παρορμητικός, τρυφερός άντρας, επιρρεπής σε ολισδήματα και παρεκτροπές, ελαστικός στις αρχές του και διαβόητα αδιάφορος για τις ηδικές υποχρεώσεις του σε σχέση με τις γυναίκες. Αυτά ήταν τα γεγονότα που γνωρίζαμε, αυτός ήταν ο χαρακτήρας του. Απαι τείται ιδιαίτερη αναφορά στο συμπέρασμα που ανακύπτει; Διαβασμένο κάτω από το νέο φως που τώρα προβάλλει μπρο στά μου, ακόμη και το γράμμα της κυρίας Κάδερικ πρόσφερε, άδελά του, τη συμβολή του προς την ενίσχυση του συμπερά σματος στο οποίο είχα καταλήξει. Είχε περιγράφει την κυρία Φέρλι -σ το γράμμα της προς εμ ένα- ως «ασήμαντη σε εμφάνι ση», και είχε ισχυριστεί ότι «είχε παγιδέψει τον γοητευτικότερο
7 32
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
άντρας της Αγγλίας ώστε να την παντρευτεί». Και οι δύο δια βεβαιώσεις είχαν διατυπωθεί χωρίς λόγο, και ήταν και οι δύο ψευδείς. Η αντιπάθεια λόγω ζήλειας - η οποία, σε μια γυναίκα όπως η κυρία Κάθερικ, θα εκδηλωνόταν με μικροκακίες, ή δεν θα εκδηλωνόταν καθόλου- μου φάνηκε να είναι η μοναδική εξή γηση αυτής της περίεργης προσβλητικής αναφοράς της στην κυρία Φέρλι, κάτω από συνθήκες οι οποίες δεν καθιστούσαν αναγκαία την αναφορά αυτή. Η αναφορά στο σημείο αυτό του ονόματος της κυρίας Φέρλι θέτει, φυσικά, κι άλλο ένα ερώτημα. Υποψιάστηκε ποτέ η κυρία Φέρλι ποιανού παιδί μπορεί να ήταν η μικρή που της είχαν φ έ ρει στο Λίμεριτζ; Η μ αρτυρία της Μ άριαν ήταν κατηγορηματική στο σημείο αυτό. Το γράμμα της κυρίας Φέρλι προς το σύζυγό της, που μου το είχε διαβάσει τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας - τ ο γράμμα που περιέγραφε την ομοιότητα της Ανν με τη Λώρα, και ομολογούσε το τρυφερό ενδιαφέρον της για τη μ ικρή- εί χε γραφτεί, π έρ α από κάθε αμφισβήτηση, τελείως αθώα. Ε π ί σης, φαινόταν αμφίβολο αν και ο ίδιος ο Φ ίλιπ Φέρλι είχε πλη σιάσει την αλήθεια περισσότερο από τη γυναίκα του. Οι α τι μωτικά παραπλανητικές συνθήκες υπό τις οποίες είχε π α ντρευτεί η κυρία Κάθερικ, το γεγονός που ο γάμος αυτός επεδίωκε να αποκρύψει, ίσως την υποχρέωναν να κρατάει κλει στό το στόμα της για λόγους σύνεσης και μόνο, ίσως και για προστασία του εγωισμού της - ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι εί χε τον τρόπο, κατά την απουσία του, να επικοινωνήσει με τον πα τέρ α του αγέννητου παιδιού. Καθώς οι υποθέσεις αυτές περνούσαν από το μυαλό μου, θυ μήθηκα, με δέος και φόβο τον βιβλικό αφορισμό: «Α μαρτίαι γονέων παιδεύουσιν τέκνα». Χωρίς τη μοιραία ομοιότητα ανά μεσα στις δύο κόρες του ίδιου πα τέρα, η φρικτή συνωμοσία, της οποίας η Ανν είχε υπάρξει αθώο όργανο και θύμα, και η Λώρα αθώο θύμα, δεν θα μπορούσε ποτέ να σχεδιαστεί.
WI LKI E COL L I NS
Οι σκέψεις αυτές ήρδαν στο μυαλό μου, και μαζί μ ’ αυτές κι άλλες, που απομάκρυναν τη σκέψη μου από το μικρό νεκροτα φείο του Κάμπερλαντ όπου βρισκόταν δαμμένη η Ανν Κάδερικ. Θυμόμουν τις μέρες από το παρελδόν, όταν την είχα συναντή σει δίπλα στον τάφο της κυρίας Φέρλι - η τελευταία φ ορά που την είχα συναντήσει. Σκεφτόμουν τα φτωχά αδύναμα χέρια της να χτυπάνε πάνω στην ταφόπλακα και τα παδιασμένα λόγια της που ψιδύριζε πάνω από τη νεκρή προστάτιδα και φίλη της. «Ω, αν μπορούσα να πεδάνω, και να κρυφτώ και να αναπαυτώ μα ζί σ ας/» Λίγο περισσότερο από ένας χρόνος είχε περάσει από τότε που είχε ψελλίσει αυτή την ευχή· και πόσο απρόβλεπτα, πόσο φρικτά είχε εκπληρωδεί! Τα λόγια που είχε πει στη Λώρα, δίπλα στις όχδες της λίμνης, τα λόγια αυτά είχαν βγει αληδινά τώρα. «Ω! Ας μπορούσα, τουλάχιστον, να ταφώ δίπλα στη μη τέρα σας! Ας μπορούσα να ξυπνήσω δίπλα της όταν ηχήσει η σάλπιγγα του αγγέλου, τότε που οι τάφοι δα παραδώσουν τους νεκρούς τους την ώρα της Δευτέρας Παρουσίας!» Μ έσα από ποιο δανάσιμο έγκλημα και ποια φρίκη, μέσα από ποια σκοτει νά μονοπάτια του δρόμου προς το Χάρο είχε περιπλανηδεί το χαμένο πλάσμα μέχρι να την οδηγήσει ο Θεός στην τελευταία αυτή κατοικία - ένα όνειρο το οποίο, όσο ήταν ζωντανή, δεν ήλπιζε ότι δα εκπληρωδεί ποτέ! Σ ’ εκείνη την ιερή ανάπαυση την αφήνω. Σ ’ εκείνη την τρομερή συντροφικότητα ας παραμείνει ανενόχλητη. Έ τσι η φιγούρα-φάντασμα που έχει στοιχειώσει αυτές τις σελί δες, όπως στοίχειωσε τη ζωή μου, κατεβαίνει στο αδιαπέραστο σκοτάδι. Σαν σκιά με πλησίασε για πρώτη φορά, μέσα στη μο ναξιά της νύχτας. Σαν σκιά χάνεται, στη μοναξιά του δανάτου.
Τέλος του Δεύτερου Μέρους
73 4
ΜΕΡΟΣ r
Κεφάλαιο Τριακοστό Όγδοο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτραιτ
I Τέσσερις μήνες πέρασαν. Ή λ9ε ο Απρίλιος - ο μήνας της Ανοι ξης· ο μήνας της αλλαγής. Ο χρόνος είχε κυλήσει, από το χειμώνα και μετά, ειρηνικά κι ευτυχισμένα στο νέο μας σπίτι. Είχα αξιοποιήσει αρκετά το διά στημα αυτό· είχα αυξήσει σημαντικά τα έσοδά μου και είχα αντλή σει τα μέσα συντήρησής μας από ασφαλέστερο έδαφος. Α παλ λαγμένη από την αγωνία και την ανησυχία που την είχαν υπο βάλει σε τόσο οδυνηρές δοκιμασίες, και για τόσο μεγάλο διά στημα, η διάδεση της Μ άριαν βελτιώθηκε· η φυσική ενεργη τικότητα του χαρακτήρα της άρχισε να εκδηλώνεται και πάλι, με ένα μέρος -α ν όχι το σ ύνολο- της ελευθερίας και της ζω ντάνιας παλιότερων εποχών. Περισσότερο προσαρμόσιμη στην αλλαγή από την αδελφή της, η Λώρα έδειχνε πιο καθαρά την πρόοδο που σημειωνόταν από τη ευεργετική επιρροή της νέας ζωής της. Το κουρασμέ νο και μαραμένο ύφος που είχε γεράσει τόσο πρόωρα το π ρ ό σωπό της χανόταν η εκφραστικότητα, που ήταν άλλοτε το πρώ το από τα γοητευτικά της στοιχεία, ήταν τώρα η πρώτη από τις ομορφιές της που επανήλθε. Μ ία προσεκτική ματιά πάνω της
WI LKI E COL L I NS
έδειχνε ότι είχαν σχεδόν εκλείψει οι δυσάρεστες επιπτώσεις της συνωμοσίας που είχε απειλήσει κάποτε τη λογική και τη ζωή της. Η ανάμνηση των γεγονότων από την περίοδο της αναχώ ρησής της από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ ως την περίοδο της συ νάντησής μας στο νεκροταφείο της εκκλησίας του Λίμεριτζ εί χε όμως χαδεί, χωρίς την παραμικρή ελπίδα επανόδου. Στην πα ραμικρή αναφορά της περιόδου εκείνης, εξακολουθούσε και τώ ρα να αλλάζει και να τρέμει· τα λόγια της μπερδεύονταν η μνήμη της χανόταν. Εδώ, σ ’ αυτό το στοιχείο της προσωπικότητάς της, και μόνο σ’ αυτό, τα ίχνη του παρελθόντος παρέμεναν θαμ μένα βαθιά - πολύ βαθιά για να ξαναβγούν στην επιφάνεια. Σε όλα τα άλλα είχε προχωρήσει πια τόσο πολύ στο δρόμο της ανάρρωσης, ώστε στις καλύτερες και φωτεινότερες μέρες της έμοιαζε μερικές φορές με τη Δώρα της παλιάς εποχής. Η υπέροχη αυτή αλλαγή είχε επηρεάσει και τους δυο μας. Από το βαθύ λήθαργο τους, οι άφθαρτες εκείνες αναμνήσεις της προη γούμενης ζωής μας στο Κ άμπερλαντ ξυπνούσαν τώρα, και ήταν όλες ίδιες - οι αναμνήσεις της αγάπης μας. Σταδιακά, και ασυναίσθητα, οι μεταξύ μας καθημερινές σχέ σεις διακρίνονταν όλο και περισσότερο από αμηχανία. Τα τρυ φ ερά λόγια που της έλεγα τόσο φυσικά στις μέρες της θλίψης και των δεινών της, τώρα δεν έβγαιναν άνετα από τα χείλη μου. Την περίοδο π ου ο φόβος μήπως τη χάσω ήταν μονίμως παρών στη σκέψη μου τη φιλούσα πά ντα το βράδυ πριν πάει για ύπνο, και το πρωί που συναντιόμασταν. Το φιλί έμοιαζε τώρα να έχει εγκαταλειφθεί και από τους δυο μας - να έχει χαθεί από τη ζωή μας. Τα χέρια μας άρχιζαν να τρέμουν και πάλι όταν έσμι γαν. Σπάνια κοιταζόμασταν πολύ όταν δεν ήταν μπροστά η Μ ά ριον. Συχνά δεν βρίσκαμε τι να πούμε όταν ήμαστε μόνοι. Ό ταν την άγγιζα τυχαία, ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει γρήγο ρα. όπως χτυπούσε στο Λίμεριτζ Χάουζ· έβλεπα τα μάγουλά της να κοκκινίζουν και πάλι, σαν να βρισκόμασταν και πάλι ανά μεσα στους λόφους του Κάμπερλαντ, με τις παλιές ιδιότητες
73 6
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
και πάλι, του δασκάλου και της μαδήτριας. Κατά διαστήματα έμενε για ώρα σιωπηλή και σκεφτική, και αρνιόταν ότι κάτι σκε φτόταν, όταν τη ρωτούσε η Μάριαν. Ξαφνιάστηκα, μια μέρα, όταν παράτησα τη δουλειά μου για να ονειροπολήσω πάνω στο μικρό πορτραίτο της που είχα φτιάξει στο περίπτερο του κήπου όπου συναντηθήκαμε για πρώτη φορά - όπως συνήθιζα να π α ραμελώ τις γκραβούρες του κυρίου Φέρλι και να ονειροπολώ κοιτάζοντας το πορτραίτο τότε, που μόλις το είχα τελειώσει. Αλλαγ μένη τώρα, όπως όλες οι καταστάσεις, η σχέση μας έμοιαζε να ξαναπαίρνει τη μορφή που είχε τις ευτυχισμένες μέρες της πρώ της γνωριμίας μας και, ταυτόχρονα, να αναβιώνει και η αγάπη μας. Λες και ο χρόνος μάς είχε οδηγήσει πίσω στο λιμάνι των πρώτων ελπίδων μας, στην παλιά γνώριμη ακτή! Σε οποιαδήποτε άλλη γυναίκα δα μπορούσα να είχα πει τις αποφασιστικές λέξεις τις οποίες ακόμη διστάζω να πω σ ’ αυ τή. Η απόλυτη αδυναμία της δέσης της* η εξάρτησή της από την ευγένεια την οποία της έδειχνα· ο φόβος μου μήπως αγγί ξω πολύ πρόωρα κάποια κρυφή ευαισθησία της, την οποία το ένστικτό μου ίσως να μην ήταν ικανό να ανακαλύψει - αυτές οι σκέψεις, και άλλες σαν αυτές, με έκαναν να δυσπιστώ απένα ντι στον εαυτό μου και να σιωπώ. Και όμως, ήξερα ότι αυτή η αυτοσυγκράτηση έπρεπε να τελειώσει· ότι η σχέση την οποία είχαμε έπρεπε στο μέλλον να αλλάξει, με κάποιον οριστικό τρό πο· και ότι εναπόκειτο σε μένα να κάνω το τρόπο βήμα, να ανα γνωρίσω την ανάγκη μιας αλλαγής. Ό σο περισσότερο σκεφτόμουν τη δέση μας, τόσο δυσκολό τερη μου φαινόταν η απόπειρα της αλλαγής - οι συνθήκες στις οποίες ζούσαμε οι τρεις μας από το χειμώνα παρέμεναν αναλ λοίωτες. Δεν μπορώ να εξηγήσω την ιδιοτροπία του νου που προκάλεσε αυτό το συναίσθημα, αλλά κάποια στιγμή με κυρίευ σε η ιδέα ότι κάποια αλλαγή χώρου και καταστάσεων, κάποια ξαφνική ανατροπή στην ήρεμη μονοτονία της ζωής μας, έτσι ώστε να αλλάξει η οπτική με την οποία ήμαστε συνηθισμένοι
7 37
WI L KI E C OL L I NS
να βλέπουμε ο ένας τον άλλο, ίσως να προετοίμαζε το δρόμο για να μιλήσω, και ίσως έκανε ευκολότερο και λιγότερο στενά χωρο για τη Δώρα και τη Μ άριαν να με ακούσουν. Με αυτό το σκεπτικό, ένα πρωί είπα πω ς δεωρούσα ότι εί χαμε το δικαίωμα να επιδιώξουμε ένα σύντομο διάστημα δια κοπών και μια αλλαγή περιβάλλοντος. Μ ετά από σκέψη, αποφασίστηκε να πάμε για ένα δεκαπενδήμερο σε ένα πα ραλια κό μέρος. Την επόμενη μέρα φύγαμε από το Φούλαμ για μια ήσυχη πό λη στις νότιες ακτές. Ή ταν ακόμη νωρίς για διακοπές, και ήμα στε οι μοναδικοί επισκέπτες στην περιοχή. Τα βράχια, η π α ραλία και τα μ ονοπάτια ήταν όλα στην ερημική κατάσταση που επιδυμούσαμε. Η ατμόσφαιρα ήταν γλυκιά· η δέα από το λό φο προς το δάσος και τη δάλασσα μεταβαλλόταν, ανάλογα με τις απριλιάτικες φωτοσκιάσεις, και η αεικίνητη δάλασσα κάτω από τα πα ράδυρά μας έμοιαζε να πάλλεται, όπως και η στε ριά, μέσα στο φως και στη φρεσκάδα της άνοιξης. Το όφειλα στη Μ άριαν να τη συμβουλευτώ πριν μιλήσω στη Δώρα, και να ενεργήσω μετά σύμφωνα με τη συμβουλή της. Την τρίτη μέρα μετά την άφιξή μας, βρήκα την κατάλληλη ευκαιρία να μιλήσω μόνος μαζί της. Τη στιγμή που η ματιά της αντάμωσε τη δική μου, το ένστικτό της διέκρινε τη σκέψη που είχα στο μυαλό μου πριν προλάβω να την εκφράσω. Με τη συνηδισμένη ενεργητικότητα και ευδύτητά της, μίλησε αμέσως - και μίλησε πρώτη. «Σκέφτεσαι το δέμα που είχε διγεί στη συζήτησή μας κατά τη βραδιά της επιστροφής σου από το Χάμπσαϊρ», είπε. «Περίμενα να αναφερδείς σ’ αυτό, εδώ και καιρό. Πρέπει να υπάρξει μια αλλαγή στο σπιτικό μας, Γουόλτερ· δεν γίνεται να συνεχίσουμε για πολύ όπως είμαστε τώρα. Το βλέπω - όσο καδαρά το βλέπεις κι εσύ, όσο καδαρά το βλέπει και η Δώρα, παρόλο που δεν λέει τίποτε. Πόσο παράξενα μοιάζουν να έχουν ξαναγυρίσει οι παλιές μέρες του Κάμπερλαντ! Εσύ κι εγώ και πάλι μαζί· και
--------- 738
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
το μοναδικό ενδιαφέρον δέμα ανάμεσα μας είναι και πάλι η Λ ύ ρα. Μέχρι που δα μπορούσα να φανταστώ ότι το δωμάτιο αυτό είναι το δερινό περίπτερο στο Λίμεριτζ, και τα κύματα κάτω από το παράδυρο σπάνε στη δική μας ακροδαλασσιά». «Ακολούδησα τη συμβουλή σου τις προηγούμενες εκείνες μέρες», είπα· «και τώρα. Μ άριαν, με δεκαπλάσια εμπιστοσύνη, δα την ακολουδήσω και πάλι». Α πάντησε σφίγγοντάς μου το χέρι. Είδα ότι ήταν βαδιά συγκινημένη από την αναφορά μου στο παρελδόν. Καδίσαμε μα ζί κοντά στο παράδυρο· κι ενώ εγώ μιλούσα κι εκείνη άκουγε, κοιτάζαμε το μεγαλείο του ήλιου που έλουζε τη μεγαλοπρέ πεια της δάλασσας. « Ό ,τι κι αν προκύψει α π ’ αυτή την κουβέντα μ ας», είπα, «εί τε τελειώσει ευχάριστα ή δυσάρεστα για μένα, τα συμφέροντα της Λώρα δα εξακολουδήσουν να έχουν την πρώτη δέση στη ζωή μου. Ό τα ν φύγουμε από δω, υπό οποιεσδήποτε συνδήκες κι αν φύγουμε, η απόφασή μου να αποσπάσω από τον κόμη Φόσκο την ομολογία την οποία απέτυχα να πάρω από τον συνέ νοχό του δα επιστρέφει μαζί μου στο Λονδίνο, με την ίδια βε βαιότητα που δα επιστρέφω κι εγώ. Ούτε εσείς, ούτε εγώ μπο ρούμε να προβλέψουμε με ποιον τρόπο είναι ενδεχόμενο να στρα φεί ο άνδρωπος αυτός εναντίον μου, αν τον στριμώξω· απλώς γνωρίζουμε, από τα λόγια του και τις πράξεις του, ότι είναι ικα νός να με πλήξει, μέσω της Λώρα, χωρίς δισταγμό ή τύψεις. Στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερά, δεν έχω κανένα νόμιμο δικαίωμα πάνω της - τ ο οποίο η κοινωνία να εγκρίνει και ο νό μος να αναγνωρίζει- που να μου δίνει τη δυνατότητα να αντισταδώ στις ενέργειές του και να προστατεύσω εκείνη. Είναι κά τι που με φέρνει σε σοβαρά μειονεκτική δέση. Αν είναι να συγκρουστώ με τον κόμη για το σκοπό μας νομιμοποιούμενος να αγωνιστώ για την ασφάλεια της Λώρα. πρέπει να το κάνω για τη σύζυγό μου. Συμφωνείς ως εδώ, Μ άριαν;» «Μ ε κάδε λέξη α π ’ όσα είπες», απάντησε.
7 39
WI LKI E COL L I NS
«Δεν 9α επικαλεστώ τα αισθήματά μου», συνέχισα. «Δεν 9α επικαλεστώ την αγάπη, η οποία άντεξε σε τόσες δονήσεις· 9α βασίσω το δικαίωμά μου να σκέφτομαι και να μιλάω γι’ αυτήν ως σύζυγό μου σε όσα σου είπα πριν από λίγο. Αν η ελπίδα να αποσπάσω μια ομολογία από τον κόμη είναι, όπως πιστεύω ότι είναι, η τελευταία ελπίδα που υπάρχει για να επιβεβαιωθεί δη μόσια το γεγονός της ύπαρξης της Δώρα. 9α συμφωνήσεις ότι είναι ο λιγότερο εγωιστικός λόγος τον οποίο μπορώ να προβά λω για το γάμο μας. Αλλά μπορεί και να είναι εσφαλμένη η π ε ποίθησή μου αυτή· μπορεί να έχουμε στη διάθεσή μας άλλα μέσα επίτευξης του σκοπού μας, που να είναι λιγότερο αβέ βαια και λιγότερο επικίνδυνα. Έχω ψάξει επίμονα στο μυαλό μου για τέτοια μέσα - δεν έχω βρει. Εσύ βρήκες;» «'Οχι! Το έχω σκεφτεί κι εγώ, αλλά ήταν μάταιη και η δική μου προσ πάθεια». «Κατά πάσα πιθανότητα», συνέχισα, «σχετικά με το δύσκο λο αυτό θέμα, σε έχουν απασχολήσει οι ίδιες ερωτήσεις που έχουν απασχολήσει και μένα. Θα πρέπει να επιστρέφουμε μαζί της στο Λίμεριτζ, τώρα που έχει ξαναβρεί τον εαυτό της, ελπίζοντας ότι θα την αναγνωρίσουν οι άνθρωποι στο χωριό ή τα παιδιά στο σχολείο; Θα πρέπει να επικαλεστούμε τον πρακτικό έλεγχο του γραφικού χαρακτήρα της; Ας υποθέσουμε ότι το κάναμε. Ας υπο θέσουμε ότι η αναγνώρισή της εξασφαλίστηκε, και ότι η επιβε βαίωση του γραφικού χαρακτήρα έχει επιτευχθεί. Θα μπορέσει η επιτυχία στις δύο αυτές περιπτώσεις να προσφέρει τη βάση για μια προσφυγή στη δικαιοσύνη; Θα αποδείξουν η αναγνώρι σή της και ο γραφικός χαρακτήρας της την ταυτότητά της στον κύριο Φέρλι, ώστε να τη δεχτεί στο Λίμεριτζ Χάουζ ενάντια στη μαρτυρία της θείας της, ενάντια στην αποδεικτική αξία του ια τρικού πιστοποιητικού, ενάντια στο γεγονός της κηδείας και στο γεγονός της εγγραφής του ονόματος της πάνω στην ταφόπλακα; Όχι! Θα μπορούσαμε μόνο να ελπίζουμε πως θα καταφέρουμε να ρίξουμε μια σοβαρή αμφιβολία στη βεβαίωση του θανάτου
740
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
της - μια αμφιβολία η οποία τίποτε περισσότερο από μια νο μική έρευνα δεν μπορεί να προκαλέσει. Θα πάρω ως δεδομένο ότι έχουμε -π ρ ά γμ α που, φυσικά, δεν ισχύει- αρκετά χρήματα, ώστε να στηρίξουμε την έρευνα αυτή σε όλα τα στάδιά της· δα πάρω ως δεδομένο ότι όλες οι προκαταλήψεις του κυρίου Φέρλι δα μπορούσαν να διαλυδούν ότι η ψευδής κατάδεση του κό μη και της γυναίκας του, και όλες οι άλλες ψευδείς καταδόσεις δα μπορούσαν να ανασκευαστούν· ότι η αναγνώριση δα μπο ρούσε πιδανόν να αποδοδεί σε μπέρδεμα ανάμεσα στη Λώρα και την Ανν Κάδερικ, ή να γίνει δεκτό ότι ήταν μία έξυπνη απά τη των εχδρών μας η ιστορία του γραφικού χαρακτήρα - όλα αυτά είναι υποδέσεις οι οποίες, λίγο ή πολύ, δέτουν απλώς εν δεχόμενα προς αμφισβήτηση. Ας τα προσπεράσουμε, όμως, και ας αναρωτηδούμε ποια δα ήταν η πρώτη συνέπεια των πρώτων ερωτήσεων που δα υποβάλλονταν στην ίδια τη Λώρα για το δέ μα της συνωμοσίας. Ξέρουμε πολύ καλά ποιες δα ήταν οι συ νέπειες, γιατί ξέρουμε ότι δεν επανέκτησε ποτέ τη μνήμη της σχετικά με όσα της συνέβησαν στο Λονδίνο. Είτε ιδιαιτέρως εξε ταστεί, είτε δημοσίως, είναι τελείως ανίκανη να συμβάλει στην υποστήριξη των δικαίων της. Αν δεν το βλέπεις αυτό, Μάριαν, όσο καδαρά το βλέπω εγώ, τότε να πάμε αύριο κιόλας στο Λίμεριτξ και να δοκιμάσουμε την τύχη μας». «Το βλέπω, Γουόλτερ. Ακόμη κι αν είχαμε τα μέσα να πλη ρώσουμε όλα τα δικαστικά έξοδα, ακόμη κι αν στο τέλος τα κα ταφέρναμε, οι καδυστερήσεις δα ήταν αβάστακτες· η διαρκής αγωνία, μετά τα όσα έχουμε ήδη υποφέρει, δα ήταν ανυπόφο ρη. Έ χεις δίκιο ότι είναι μάταιο να πάμε στο Λίμεριτξ. Μ ακά ρι να μπορούσα να νιώσω σίγουρη ότι έχεις, επίσης, δίκιο στην απόφασή σου να δοκιμάσεις εκείνη την τελευταία ελπίδα με τον κόμη. Υπάρχει, τελικά, ελπίδα;» «Π έρ α από κάδε αμφιβολία, ναι! Είναι η μοναδική ελπίδα να βρούμε τη χαμένη ημερομηνία του ταξιδιού της Λώρα στο Λονδίνο. Χωρίς να επανέλδω στους λόγους που σου εξέδεσα
741
WI LKI E C OL L I NS
κάποια στιγμή, εξακολουθώ να είμαι το ίδιο πεπεισμένος όσο ποτέ ότι υπάρχει μία ασυμφωνία ανάμεσα στην ημερομηνία εκείνου του ταξιδιού και την ημερομηνία του πιστοποιητικού θανάτου. Εκεί βρίσκεται το αδύνατο σημείο της συνωμοσίας - θα διαλυθεί και θα καταρρεύσει αν την πλήξουμε εκεί- και τα μέσα για να το πετύχουμε τα έχει ο κόμης. Αν καταφέρω να του τα αποσπάσω, ο στόχος της ζωής σου και της δικής μου εκπληρώνεται. Αν αποτύχω, το κακό που έχει υποστεί η Λώρα δεν θα αποκατασταθεί σ ’ αυτό τον κόσμο». «Φοβάσαι την αποτυχία, Γουόλτερ;» «Δεν τολμώ να προβλέψω επιτυχία· και, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, Μάριαν, μιλάω ανοιχτά και καθαρά, όπως σου μίλησα τώρα. Στην καρδιά μου και στη συνείδησή μου μπορώ να το πω: οι ελπίδες μου για την αποκατάσταση της Λώρα είναι στο χαμηλότερο σημείο τους. Ξέρω ότι η περιουσία της έχει χαθεί· ξέρω ότι η τελευταία ελπίδα για να ξαναβρεί τη θέση της στον κόσμο είναι στο έλεος του χειρότερου εχθρού της, ενός ανθρώπου ο οποίος είναι τώρα τελείως απρόσβλητος, και ίσως παραμείνει απρόσβλητος ως το τέλος. Τώρα που έχει χάσει κάθε υλικό πλεονέκτημα που είχε, τώρα που οι προοπτικές της να επανακτήσει την κοινωνική θέση της είναι περισσότερο από αμφίβο λες, τώρα που δεν έχει άλλο σαφέστερο μέλλον α π ’ αυτό που ο σύζυγος μπορεί να της προσφέρει, τώρα, ο φτωχός καθηγη τής της ζωγραφικής μπορεί να ανοίξει επιτέλους ακίνδυνα την καρδιά του. Την εποχή της ευημερίας της, Μ άριαν, ήμουν απλώς ο δάσκαλος που καθοδηγούσε το χέρι της. Τώρα, στην εποχή της δυστυχίας της, τη ζητώ ως σύζυγό μου!» Τα μάτια της Μ άριαν συνάντησαν τρυφερά τα δικά μου δεν μπορούσα να πω τίποτε άλλο. Η καρδιά μου ήταν γεμάτη, τα χείλη μου έτρεμαν. Άθελά μου, κινδύνευα να επικαλεστώ τον οίκτο της. Σηκώθηκα να φύγω από το δωμάτιο. Σηκώθηκε κι εκείνη την ίδια στιγμή, άπλωσε το χέρι της απαλά στον ώμο μου και με σταμάτησε.
7 42
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
«Γουόλτερ!» είπε. «Κ άποτε σας χώρισα, για το καλό σου και το δικό της. Περίμενε εδώ, αδελφέ μου! Περίμενε, αγαπημένε, καλύτερε φίλε μου, μέχρι να έλθει η Δώρα και να σου πει τι δα έχω κάνει μόλις τώ ρα!» Για πρώτη φορά μετά από εκείνο το αποχαιρετιστήριο πρωι νό στο Λίμεριτζ άγγιξε το μέτωπό μου με τα χείλη της. Έ να δά κρυ έπεσε στο πρόσωπό μου καδώς με φιλούσε. Γύρισε γρήγο ρα, έδειξε την καρέκλα από την οποία είχα σηκωδεί και βγήκε από το δωμάτιο. Κάδισα μόνος στο παράδυρο, να περιμένω, βιώνοντας τη με γαλύτερη δοκιμασία της ξωής μου. Το μυαλό μου εκείνο το διά στημα, που το πέρα σ α με κομμένη την ανάσα, το ένιωδα τε λείως άδειο. Το μόνο που αισδανόμουν ήταν μία οδυνηρή έντα ση όλων των αισδήσεων. Ο ήλιος φάνταξε εκτυφλωτικά λαμπερός· τα λευκά δαλασσοπούλια που κυνηγούσαν το ένα το άλλο μα κριά μου έμοιαζαν να φτεροκοπάνε μπροστά στο πρόσωπό μου* το γλυκό μουρμουρητό των κυμάτων στην ακτή ηχούσε σαν κε ραυνός στα αυτιά μου. Η πόρτα άνοιξε και η Δώρα μπήκε μόνη. Έτσι είχε μπει και στην τραπεζαρία του Λίμεριτζ Χάουζ, το πρωί που χωρίσαμε. Αργά και διατακτικά, λυπημένα και αμήχανα, με είχε πλησιά σει τότε. Τώρα, ήρδε με τη βιασύνη της ευτυχίας στα πόδια της· με τη λάμψη της ευτυχίας να ακτινοβολεί στο πρόσωπό της. Αυδόρμητα, τα αγαπημένα μπράτσα με αγκάλιασαν αυδόρμητα, τα γλυκά χείλη ήρδαν να ανταμώσουν τα δικά μου. «Αγαπημέ νε μου!» ψιδύρισε. «Μ πορούμε να ομολογήσουμε τώρα ότι αγα πιόμαστε;» Το κεφάλι της έγειρε στο στήδος μου. « Ω », είπε αδώα. «Είμαι επιτέλους τόσο ευτυχισμένη!» Δέκα μέρες αργότερα, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ήμα στε ακόμη πιο ευτυχισμένοι. Παντρευτήκαμε!
743
WI LKI E C OL L I NS
Η πορεία αυτής της αφήγησης, που προχωρεί σταθερά, με απομακρύνει από το πρωινό της έγγαμης ζωής μας και με οδηγεί προς το τέλος· προς τη λύση του δράματος. Μ ετά από ένα δεκαπενθήμερο επιστρέψαμε και οι τρεις στο Λονδίνο, και πάνω μας απλώθηκε η σκιά της σύγκρουσης που θα ακολουθούσε. Η Μ άριαν κι εγώ προσέξαμε ώστε να μη μάθει η Δώρα την αιτία της εσπευσμένης επιστροφής μας - την ανάγκη να ενη μερωθούμε για τον κόμη. Ή ταν τώρα αρχές Μαϊου, και η χρο νική διάρκεια της μίσθωσης του σπιτιού στη Φόρεστ Ρόουντ εξέπνεε τον Ιούνιο. Αν την ανανέωνε -είχ α λόγους, που θα ανα φερθούν σε λίγο, να διαβλέπω ότι θα το έκανε-, θα μπορού σα να είμαι βέβαιος ότι δεν θα μου ξέφευγε. Αλλά, αν για κά ποιο λόγο απογοήτευε τις προσδοκίες μου και εγκατέλειπε τη χώρα, τότε, δεν είχα καιρό για χάσιμο· έπρεπε να εξοπλιστώ, και να τον αντιμετωπίσω όσο καλύτερα μπορούσα. Στον πρώτο καιρό της νέας ευτυχίας μου, υπήρχαν στιγμές που η αποφασιστικότητά μου υποχωρούσε - στιγμές που έμπαι να στον πειρασμό να νιώσω ευχαριστημένος, τώρα που η με γαλύτερη λαχτάρα της ζωής μου είχε εκπληρωθεί, αφού είχα κερδίσει την αγάπη της Λώρα. Για πρώτη φορά σκεφτόμουν, διατακτικά, το μέγεθος του κινδύνου· τις πιθανότητες που ήταν σε βάρος μου· τις προοπτικές της νέας ζωής που ανοιγόταν μπρο στά μας και τον κίνδυνο στον οποίο μπορεί να έθετα την ευτυ χία που τόσο δύσκολα είχαμε κερδίσει. Ναι! Θα το ομολογήσω έντιμα. Για κάποιο διάστημα ένιωσα να ξεστρατίζω από το στό χο στον οποίο είχα μείνει αμετακίνητα προσηλωμένος σε δυ σκολότερες μέρες. Αθελά της, η Λώρα με είχε σπρώξει στον πειρασμό να αποφύγω το δύσκολο μονοπάτι· άθελά της, ήταν μοιραίο να με επαναφέρει η ίδια σ ’ αυτό. Κατά διαστήματα, όνειρα που αφορούσαν το φρικτό παρελθόν
7 44
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΛ_ΛΣΠ_Ρλ
επανέφεραν αποσπασματικά στο μυαλό της, μέσα στο μυ στήριο του ύπνου, τα γεγονότα που η μνήμη της είχε διαγρά ψει. Έ να βράδυ -μ ό λις δύο βδομάδες μετά το γάμο μ α ς-, ενώ την παρατηρούσα κοιμισμένη, είδα τα δάκρυα να αναβλύζουν αργά μέσα από τα κλειστά βλέφ αρά της, άκουσα να διαφεύ γουν από τα χείλη της ψιδυριστά οι λέξεις που μου έλεγαν ότι το πνεύμα της είχε πάει πίσω, σ ’ εκείνο το μοιραίο ταξίδι της αποχώρησής της από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ. Εκείνη η υπο συνείδητη έκκληση, τόσο συγκινητική και τόσο φρικτή μέσα στην ιερότητα του ύπνου της, με τύλιξε σαν φωτιά. Την επόμενη μέρα 9α επιστρέφαμε στο Λονδίνο, και η αποφασιστικότητά μου επανήλδε με δεκαπλάσια δύναμη. Το πρώ το που έπρεπ ε να κάνω ήταν να μάδω κάτι για τον αντίπαλο. Μέχρι τώρα, η πραγματική ιστορία της ζωής του ήταν ένα αδιαπέραστο μυστήριο για μένα. Αρχισα με κάποιες φτωχές πηγές πληροφόρησης που είχα στη διάθεσή μου. Η αφήγηση του κυρίου Φρέντερικ Φέρλι - η Μάριαν την είχε αποκτήσει ακολουδώντας τις οδηγίες που της εί χα δώσει το χειμώ να- αποδείχτηκε άχρηστη για το σκοπό που επιδίωκα τώρα. Καδώς τη διάβαζα, ξανασκέφτηκα την αποκά λυψη που μου είχε κάνει η κυρία Κλέμενς, σχετικά με τα ψεύ δη που είχαν φέρει την Ανν Κάδερικ στο Λονδίνο, όπου είχε χρησιμοποιηδεί προς το συμφέρον των συνωμοτών. Εδώ, και π ά λι, ο κόμης δεν ήταν φανερά μπλεγμένος· εδώ, και πάλι, π α ρέμενε απρόσβλητος. Μ ετά, επέστρεψ α στο ημερολόγιο της Μ άριαν στο Μ πλάκ γουοτερ Παρκ. Μ ετά από παράκλησή μου, μου ξαναδιάβασε ένα απόσπασμα που αναφερόταν στο ενδιαφέρον της ίδιας για το παρελδόν του κόμη και στις ελάχιστες λεπτομέρειες που εί χε ανακαλύψει σχετικά με αυτόν. Το απόσπασμα στο οποίο αναφέρομαι βρίσκεται στο σημείο του ημερολογίου της όπου περιγράφεται ο χαρακτήρας και η εξωτερική εμφάνισή του. Γράφει γι’ αυτόν ότι «δεν έχει περάσει
74 5
--------
WI L KI E C OL L I NS
τα σύνορα της πατρίδας του εδώ και χρόνια»· ότι «αγωνιά να μάδει αν είχαν εγκατασταθεί Ιταλοί στην πλησιέστερη προς το Μ πλάκγουοτερ Παρκ πόλη»· ότι «δεχόταν γράμματα με δια φόρων ειδών παράξενα γραμματόσημα πάνω τους, κι ένα με μια μεγάλη, επίσημη σφραγίδα». Δείχνει να πιστεύει ότι η μακρά απουσία του από τη γενέτειρά του δα μπορούσε να δικαιολο γηθεί αν συνέβαινε να είναι πολιτικός εξόριστος. Αλλά, από την άλλη πλευρά, δεν είναι σε θέση να συνδυάσει αυτή την υποψία με το γράμμα που ήρθε από το εξωτερικό, φέροντας «τη μεγά λη, επίσημη σφραγίδα» - τα γράμματα από την Ευρώπη που εί χαν ως παραλήπτες πολιτικούς εξόριστους συνήθως απέφευγαν να τραβήξουν την προσοχή των ξένων ταχυδρομικών υπηρεσιών. Τα στοιχεία που προέκυψαν από το ημερολόγιο, σε συνδυα σμό με ορισμένες υποθέσεις τις οποίες εγώ ο ίδιος έκανα, δια μόρφωσαν ένα συμπέρασμα που μου φάνηκε περίεργο πώ ς δεν το είχα σκεφτεί πριν. Τώρα σκεφτόμουν τι είχε πει κάποτε η Δώρα στη Μ άριαν στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ, και τι είχε ακού σει η μαντάμ Φόσκο στήνοντας αυτί στην πόρτα: Ο κόμης εί ναι κατάσκοπος! Η Λώρα του είχε αποδώσει το χαρακτηρισμό πάνω στο θυ μό της για όσα γίνονταν εναντίον της. Εγώ του τον απέδιδα με τη βεβαιότητα ότι η ενασχόλησή του ήταν η ενασχόληση ενός κατασκόπου. Στην περίπτωση αυτή, ο λόγος της παρατεταμένης παραμονής του στην Αγγλία, τόσον καιρό μετά την επίτευξη των στόχων της συνωμοσίας, καθίστατο, κατά την άποψή μου, αρκετά ευνόητος. Η χρονιά για την οποία γράφω τώρα ήταν η χρονιά της περί φημης Έ κθεσης του Κρίσταλ Πάλας στο Χάιντ Παρκ. Ξένοι, σε ασυνήθιστα μεγάλους αριθμούς, είχαν φτάσει ήδη, και εξακο λουθούσαν να φτάνουν στην Αγγλία Ανάμεσά τους υπήρχαν άντρες, κατά εκατοντάδες, τους οποίους η αδιάκοπη δυσπιστία των κυβερνήσεών τους είχε ακολουθήσει, μέσω διορισμένων πρακτό ρων, στις ακτές μας. Οι υποθέσεις μου αυτές δεν κατέταξαν,
746
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
ούτε προς στιγμήν, έναν άνθρωπο των ικανοτήτων και της κοι νωνικής θέσης του κόμη στην κατηγορία των ξένων κατασκό πων. Υποψιαζόμουν ότι κατείχε μια θέση εξουσίας, ότι η κυ βέρνηση την οποία μυστικά υπηρετούσε του είχε εμπιστευτεί να οργανώσει και να διευθύνει τους πράκτορες που είχαν προσληφθεί ειδικά σ ’ αυτή τη χώρα, τόσο άντρες όσο και γυναίκες· και πίστευα ότι η κυρία Ρουμπέλ, που είχε βρεθεί τόσο εύκο λα για να αναλάβει τη θέση νοσοκόμου στο Μπλάκγουοτερ Παρκ, ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, μία α π ’ αυτές. Υποθέτοντας ότι αυτή η ιδέα μου βασιζόταν στην αλήθεια, η θέση του κόμη ίσως αποδεικνυόταν περισσότερο ευάλωτη α π ’ όσο είχα τολμήσει μέχρι τώρα να ελπίσω. Σε ποιον μπορούσα να απευθυνθώ, για να μάθω κάτι περισσότερο για την ιστορία του ανθρώπου και για τον ίδιο τον άνθρωπο; Σ ’ αυτή τη δύσκολη ώρα, φυσικό ήταν να περάσει από το μυαλό μου ότι ένας συμπατριώτης του, στον οποίο θα μπορούσα να βασιστώ, ίσως ήταν ο καταλληλότερος για να με βοηθήσει. Ο πρώ τος τον οποίο σκέφτηκα, υπό τις συνθήκες αυτές, ήταν ο μοναδικός Ιταλός τον οποίο γνώριζα καλά· ο ιδιόρρυθμος φ ί λος μου, ο καθηγητής Πέσκα. Ο καθηγητής έχει απουσιάσει τόσο πολύ από τις σελίδες αυ τές, ώστε διατρέχει τον κίνδυνο να ξεχαστεί τελείως. Είναι απαράβατος νόμος μιας ιστορίας όπως η δική μου τα πρόσωπα που εμπλέκονται σ ’ αυτή να εμφανίζονται μόνο όταν τα φέρει στο προσκήνιο η εξέλιξη των γεγονότων - έρχονται και φεύγουν, όχι από δική μου εύνοια, αλλά με το δικαίωμα της άμε σης σχέσης τους με τα γεγονότα τα οποία πρέπει να περιγραφούν. Γι’ αυτόν το λόγο, όχι μόνο ο Πέσκα, αλλά και η μητέρα μου και η αδελφή μου έχουν μείνει στο περιθώριο της αφήγη σης. Οι επισκέψεις μου στο σπίτι του Χάμπστεντ· η επιμονή της μητέρας μου να αρνείται την ταυτότητα της Λώρα- οι μάταιες προσπάθειές μου να ξεπεραστεί η προκατάληψη, από πλευράς
7 47
WI L KI E C OL L I NS
της, και από πλευράς της αδελφής μου1η οδυνηρή επιλογή την οποία η προκατάληψη αυτή μου επέβαλε να τους κρύβω το γά μο μου μέχρι να φερδούν στη σύζυγό μου όπως της άξιζε - όλες αυτές οι μικρές οικογενειακές λεπτομέρειες δεν έχουν καταγραφεί, επειδή δεν ήταν απαραίτητες για την εξέλιξη της ιστορίας. Για τον ίδιο λόγο, δεν έχω αναφέρει το παραμικρό για την παρηγοριά την οποία βρήκα στην αδελφική στοργή του Πέσκα για μένα, όταν τον ξαναείδα μετά την ξαφνική διακοπή της δια μονής μου στο Λίμεριτζ Χάουζ. Δεν έχω καταγράψει την αφο σίωση με την οποία ο καλόκαρδος φ ίλος μου με αποχαιρέτη σε όταν έφυγα για την Κεντρική Αμερική, ή την έκρηξη χαράς με την οποία με υποδέχτηκε όταν συναντηθήκαμε ξανά στο Λονδίνο. Αν είχα αισδανδεί ότι θα μπορούσα να εμπιστευθώ τη διακριτικότητά του, θα είχε ξανακάνει την εμφάνισή του πολύ πιο νωρίς. Αλλά, αν και γνώριζα ότι θα μπορούσα να βα σιστώ απόλυτα στην τιμή και το θάρρος του, δεν ήμουν καθό λου βέβαιος ότι θα μπορούσα να έχω εμπιστοσύνη στη διακριτικότητά του· και, μόνο γι’ αυτόν το λόγο, προχώρησα μό νος σε όλες τις έρευνές μου. Θα πρέπει να γίνει απόλυτα κα τανοητό ότι ο Πέσκα δεν είχε αποκοπεί α π ’ όλα όσα έχουν σχέ ση με μένα και τα συμφέροντά μου, παρόλο που μέχρι τώρα δεν έχει αναφερθεί αυτός ο ρόλος του στην αφήγηση της πο ρείας των γεγονότων. Εξακολουθούσε να είναι ειλικρινής και διαθέσιμος φίλος, όπως ήταν πάντα. Πριν καλέσω τον Πέσκα να με βοηθήσει, ήταν απαραίτητο να διαπιστώσω μόνος μου με τι είδους άνθρωπο είχα να κάνω. Μ έ χρι τώρα, δεν είχα δει ποτέ τον κόμη Φόσκο. Τρεις μέρες μετά την επιστροφή μου με τη Λώρα και τη Μ ά ριον στο Λονδίνο, ξεκίνησα μόνος για τη Φόρεστ Ρόουντ, στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ, γύρω στις δέκα με έντεκα το πρωί. Ή ταν μία ωραία ημέρα- είχα το πρωινό στη διάθεσή μου, και θεώρη σα σχεδόν βέβαιο ότι, αν περίμενα λίγο, ο κόμης θα έβγαινε από
7 48
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
το σπίτι. Δεν είχα λόγους να φοβάμαι ότι υπήρχε κίνδυνος να με αναγνωρίσει υπό το φως της ημέρας, γιατί η μοναδική φορά που με είχε δει ήταν όταν με είχε ακολουδήσει νύχτα στο σπίτι μου. Κανένας δεν φαινόταν στα παράδυρα της πρόσοψης του σπι τιού. Κατηφόρισα ένα δρομάκι που περνούσε δίπλα του και έρι ξα μια ματιά πάνω από τον χαμηλό τοίχο του κήπου. Έ να από τα πίσω παραθυρόφυλλα στον κάτω όροφο ήταν ανεβασμένο, κι ένα δίχτυ ήταν απλωμένο στο άνοιγμα. Δεν είδα κανέναν, αλ λά άκουσα πρώτα μια σφυρίχτρα, μετά κελάηδισμα πουλιών και μετά τη βαδιά φωνή που μου ήταν γνώριμη από τις περιγραφές της Μάριον. «Ελάτε στο δαχτυλάκι μου, ομορφούλια μου!» ακού στηκε η φωνή. «Βγείτε, μωρά μου, και ανεβείτε πάνω! Ένα, δύο, τρία - και πάνω! Τρία, δύο, ένα - και κάτω! Ένα. δύο, τρία τουίτ, τουίτ, τουίτ!» Ο κόμης γύμναζε τα καναρίνια του, όπως συνήθιζε να τα γυμνάζει στο Μπλάκγουοτερ Παρκ. Περίμενα λίγο, και τα κελαηδίσματα και τα σφυρίγματα στα μάτησαν. «Ελάτε, φιλήστε με, γλυκούλια μου!» είπε η βαθιά φωνή. Έ να τιτίβισμα του απάντησε- μετά ένα σιγανό γέλιο, μια στιγμιαία σιγή, και μετά άκουσα την πόρτα του σπιτιού να ανοί γει. Γύρισα και κατευθύνθηκα προς την πρόσοψη του σπιτιού. Η υπέροχη μελωδία της Προσευχής από τον Μωϋσή του Ροσίνι, τραγουδισμένη με μια πλούσια μπάσα φωνή, έσπασε εντυ πωσιακά τη γαλήνη γύρω. Η αυλόπορτα άνοιξε και ξανάκλεισε. Ο κόμης είχε βγει. Διέσχισε το δρόμο και προχώρησε προς τη δυτική πλευρά του Ρίτζεντ’ς Παρκ. Παρέμεινα στην πλευρά του δρόμου που βρι σκόμουν, λίγο πίσω α π ’ αυτόν, και προχώρησα προς την ίδια κατεύθυνση. Η Μ άριαν με είχε προειδοποιήσει για το ανάστημά του, την τερατώδη παχυσαρκία του και τα επιδεικτικά πένθιμα ρούχα του - όχι και για τη φοβερή φρεσκάδα, την ευχάριστη διάθεση και τη ζωντάνια του. Ή ταν εξήντα ετών, μα έδειχνε λιγότερο από σαράντα. Βάδιζε φορώντας το καπέλο του κάπως λοξά, με
7 49
WI LKI E COL L I NS
έναν ζωηρό βηματισμό, κουνώντας το μεγάλο μπαστούνι του, σιγοτραγουδώντας, κοιτάζοντας, κατά διαστήματα, τα σπίτια και τους κήπους δεξιά και αριστερά του με ένα υπεροπτικό χαμό γελο. Αν κάποιος ξένος μάδαινε ότι όλη η γειτονιά τού ανήκε, δεν δα είχε εκπλαγεί καδόλου. Ούτε μια φορά δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω του* δεν φάνηκε να με προσέχει, δεν έδειχνε να προσέχει κανέναν α π ’ όσους περνούσαν δίπλα του - εκτός από κάποιες περιπτώσεις που χαμογελούσε άνετα και φιλικά στις γκουβερνάντες και στα παιδιά που συναντούσε. Με αυτό τον τρόπο, φτάσαμε σε μια περιοχή με μαγαζιά έξω από τη δυτική πλευρά του Πάρκου. Εδώ σταμάτησε σ ’ ένα ζαχαροπλαστείο, μπήκε μέσα -μ ά λ λον για να δώσει μια π α ρ αγγελία- και ξαναβγήκε αμέσως με μια τάρτα στο χέρι. Έ νας Ιταλός γρατζούνιζε ένα όργανο μπρο στά από το κατάστημα και μια αξιοδρήνητη μαϊμού ήταν καδισμένη πάνω στο όργανο. Ο κόμης σταμάτησε· έκοψε ένα κομ μάτι τάρτας για τον εαυτό του και έδωσε το υπόλοιπο στη μαϊ μού. «Φτωχέ μου άνδρω πε!» είπε με μια αλλόκοτη τρυφερό τητα· «μου φαίνεσαι πεινασμένος. Στο όνομα του ανδρωπισμού, σου προσφέρω λίγο φ αγητό!» Ο οργανοπαίκτης δέχτηκε την πένα που του πρόσφερε ο άγνωστος φιλάνδρωπος. Ο κόμης ανα σήκωσε περιφρονητικά τους ώμους του και προσπέρασε. Φτάσαμε στους δρόμους με τα καλύτερα καταστήματα, ανά μεσα στη Νιου Ρόουντ και την Ό ξφ ορντ Στρητ. Ο κόμης στα μάτησε και πάλι και μπήκε σ ’ ένα μικρό κατάστημα οπτικών, με μια επιγραφή στη βιτρίνα που γνωστοποιούσε ότι γίνονταν επισκευές. Ξαναβγήκε με ένα κυάλι ό περας στο χέρι του- έκα νε μερικά βήματα, και κοντοστάδηκε να ρίξει μια ματιά σ ’ ένα πρόγραμμα της Ό π ερ α ς που υπήρχε στην προδήκη ενός κα ταστήματος μουσικών ειδών. Διάβασε το πρόγραμμα προσε κτικά, σκέφτηκε για λίγο, και μετά σταμάτησε μια άδεια άμαξα που περνούσε εκείνη τη στιγμή. «Στο ταμείο της Ό π ερ α ς» , εί πε στον αμαξά.
7 50
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Διέσχισα το δρόμο και κοίταξα με τη σειρά μου το πρόγραμ μα. Η παράσταση που διαφημιζόταν ήταν η Λουκρητία Βοργία· δα δινόταν το βράδυ. Το κυάλι στο χέρι του κόμη, η προσεκτι κή ανάγνωση του προγράμματος και η οδηγία του στον αμαξά, όλα έδειχναν ότι σκόπευε να παρακολουδήσει την παράστα ση. Είχα τα μέσα να εξασφαλίσω είσοδο για μένα κι ένα φίλο στο χώρο κοντά στην ορχήστρα, απευθυνόμενος σε έναν από τους σκηνογράφους του δεάτρου, με τον οποίο είχα γνωριστεί στο παρελθόν. Υπήρχε μία πιθανότητα να ήταν εύκολα ορατός ο κόμης ανάμεσα στους θεατές, από μένα, και από οποιονδήποτε άλλον θα ήταν μαζί μου - στην περίπτωση αυτή, θα είχα τον τρόπο την ίδια κιόλας νύχτα να επιβεβαιώσω αν ο Πέσκα γνώριζε τον συμπατριώτη του. Η ιδέα αυτή καθόρισε αμέσως πώς θα περνούσα τη βραδιά μου. Πήρα τα εισιτήρια, αφήνοντας ένα σημείωμα στο σπίτι του καθηγητή. Στις οκτώ πα ρ ά τέταρτο, πέρασα να τον πάρω για να πάμε μαζί στο θέατρο. Ο μικρόσωμος φίλος μου ήταν σε κα τάσταση υπερδιέγερσης, με ένα εντυπωσιακό λουλούδι στην μπου τονιέρα του και το μεγαλύτερο κυάλι για όπερα που είχα δει στη ζωή μου χωμένο κάτω από τη μασχάλη του. «Είσαι έτοιμος;» ρώτησα. «Έτοιμος. Πανέτοιμος!» είπε ο Πέσκα. Ξεκινήσαμε για το θέατρο.
III Οι τελευταίες νότες της εισαγωγής στη Λουκρητία Βοργία εί χαν ολοκληρωθεί, και οι θέσεις στο χώρο κοντά στην ορχήστρα είχαν γεμίσει όλες, όταν ο Πέσκα κι εγώ φτάσαμε στο θέατρο. Υπήρχε χώρος, ωστόσο, στο διάδρομο γύρω από την ορχήστρα - ακριβώς το σημείο που ήταν το πλέον κατάλληλο και ανταποκρινόταν στο σχέδιο που είχα κάνει και για το οποίο βρισκόμουν
WI L KI E COL L I NS
στην παράσταση. Πήγα πρώτα στο διάζωμα που μας χώριζε από τις μπροστινές δέσεις της πλατεία ς και αναζήτησα τον κόμη σ ’ αυτό το τμήμα του δεάτρου. Δεν ήταν εκεί. Επιστρέφοντας στη δέση μου. στην αριστερή πλευρά από τη σκηνή, και κοι τάζοντας γύρω μου προσεκτικά, τον ανακάλυψα κοντά στην ορ χήστρα. Είχε μία δαυμάσια δέση, στο κέντρο, στις μπροστινές δέσεις. Στάδηκα ακριβώς σε ευδεία γραμμή από το σημείο όπου καδόταν, με τον Πέσκα να στέκεται δίπλα μου. Ο καδηγητής δεν είχε αντιληφδεί ακόμη το λόγο για τον οποίο τον είχα φ έ ρει στο δέατρο, και μάλλον ξαφνιάστηκε που δεν πλησιάσα με περισσότερο τη σκηνή. Η αυλαία σηκώδηκε. και η όπερα άρχισε. Σε όλη τη διάρκεια της πρώτης πράξης παραμείναμε στη δέ ση μας. Ο κόμης, απορροφημένος από την ορχήστρα και τη σκη νή. δεν έριξε ούτε μια ματιά προς το μέρος μας. Ούτε μια νότα από την υπέροχη μουσική του Ντονιτσέτι δεν άφηνε να χαδεί. Ψηλότερος από τους διπλανούς του, χαμογελούσε, και κουνού σε κάδε τόσο επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. Ό ταν οι διπλανοί του χειροκρότησαν το κλείσιμο ενός χορωδιακού μέρους -σ τις περιπτώσεις αυτές τα αγγλικά ακροατήρια πάντα χειροκρο τούν-, χωρίς καν να υπολογίσουν το ορχηστρικό κομμάτι που ακολούδησε, γύρισε και τους κοίταξε με μια έκφραση σπλαχνι κής διαμαρτυρίας και σήκωσε το ένα του χέρι σε μια κίνηση ευ γενικής ικεσίας. Στα πιο εκλεπτυσμένα φωνητικά κομμάτια, που δεν χειροκροτούσαν οι άλλοι, τα χοντρά χέρια, στολισμένα με απόλυτα εφαρμοστά μαύρα γάντια, χάιδευαν απαλά το ένα το άλλο, ως επιβεβαίωση της μουσικής καλλιέργειάς του. Σε τέ τοιες στιγμές, το γλυκανάλατο επιδοκιμαστικά ψιδύρισμά του «Μ πράβο! Μ πράααβο!» ηχούσε μέσα στη σιγή, σαν γουργούρισμα πελώριου γάτου. Οι άμεσοι γείτονές του, και από τις δύο πλευρές -εγκάρδιοι, κοκκινοπρόσωποι άντρες από την επαρχία, που απολάμβαναν το κοσμικό Λονδίνο- βλέποντάς τον και ακούγσντάς τον, άρχισαν να μιμούνται τις αντιδράσεις του. Πολλά από
7 52
___ Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α τα χειροκροτήματα από το χώρο αυτόν εκείνο το βράδυ ξεκίνη σαν από το απαλό χάδι των γαντοφορεμένων χεριών του. Χα μόγελα απλώνονταν συνεχώς στο παχύ πρόσωπό του. Κοίταξε γύ ρω του, στις παύσεις της μουσικής, απόλυτα ικανοποιημένος από τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του. «Ναι! ναι! Αυτοί οι βάρβαροι Άγγλοι κάτι μαδαίνουν από μένα! Εδώ, εκεί και πα ντού, εγώ, ο Φόσκο. είμαι μία αισθητή επιρροή, ένας ανώτερος άνθρωπος!» Αν υπήρξε ποτέ πρόσωπο που να μίλησε, αυτό ήταν το δικό του - κι αυτή ήταν η γλώσσα του. Η αυλαία έπεσε στην πρώτη πράξη και οι θεατές σηκώθη καν να κοιτάξουν γύρω τους. Αυτή ήταν η στιγμή που περίμενα - η στιγμή για να διαπιστώσω αν ο Πέσκα τον ήξερε. Σηκώθηκε μαξί με τους άλλους και περιεργάστηκε τους καθήμενους στα θεωρεία με το κυάλι του. Στην αρχή, είχε γυρι σμένη την πλάτη του προς το μέρος μας, αλλά γύρισε, και κοί ταξε τα θεωρεία πάνω από το σημείο που βρισκόμασταν χρη σιμοποίησε το κυάλι του για μερικά λεπτά, και μετά το κατέ βασε, αλλά εξακολουθούσε να κοιτάξει ψηλά. Αυτή ήταν η στιγ μή που διάλεξα, η στιγμή που το πρόσωπό του ήταν στραμμέ νο προς το μέρος μας· τότε έστρεψα την προσοχή του Πέσκα προς τον κόμη. «Τον ξέρεις αυτόν τον άνθρω πο;» ρώτησα. «Ποιον άνθρωπο, φ ίλε μου;» «Τον ψηλό, και χοντρό άντρα, που στέκεται εκεί, με το πρό σωπό του προς το μέρος μας». Ο Πέσκα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και κοίταξε προ σεκτικά τον κόμη. «Ό χ ι» , είπε ο καθηγητής. «Ο μεγαλόσωμος αυτός άντρας μού είναι εντελώς άγνωστος. Είναι κάποιος διάσημος; Γιατί μου τον δείχνεις;» «Επειδή έχω ειδικούς λόγους να θέλω να μάθω κάτι γι’ αυτόν. Είναι συμπατριώτης σου. Το όνομά του είναι κόμης Φόσκο. Γνωρίξεις το όνομα αυ τό;»
7 53
____________
WI LKI E C OL L I NS
«'Οχι, Γουόλτερ. Ούτε το όνομα μου είναι γνωστό, ούτε ο συ γκεκριμένος άνθρω πος». «Είσαι απόλυτα βέβαιος ότι δεν τον αναγνωρίζεις; Ξανακοίταξέ τ ο ν κοίταξέ τον προσεκτικά. Θα σου πω γιατί με ενδιαφέρει τόσο πολύ όταν φύγουμε από το θέατρο. Στάσου! Θα σε βοη θήσω να ανέβεις εδώ, για να τον βλέπεις καλύτερα». Βοήθησα τον μικρόσωμο άντρα να ανεβεί στην άκρη του υπε ρυψωμένου βάθρου στο οποίο ήταν τοποθετημένα τα καθίσματα που βρίσκονταν κοντά στην ορχήστρα. Εδώ, το μικρό του ανά στημα δεν αποτελούσε μειονέκτημα· α π ’ αυτό το σημείο μπο ρούσε να βλέπει πάνω από τα κεφάλια των κυριών που ήταν καθισμένες στα ακραία μπροστινά καθίσματα. Έ νας αδύνατος, ξανθομάλλης άντρας, που στεκόταν δίπλα μας και τον οποίο δεν είχα προσέξει πριν -έ ν α ς άντρας με μια ουλή στο αριστερό του μάγουλο- κοίταζε προσεκτικά τον Πέσκα καθώς τον βοηθούσα να ανεβεί στο βάθρο, και μετά κοί ταξε ακόμη προσεκτικότερα, ακολουθώντας την πορεία της μα τιάς του Πέσκα προς τον κόμη. Ίσω ς η συζήτησή μας να είχε φτάσει στα αυτιά του και ίσως, όπως μου φ άνηκε, να είχε προκαλέσει την περιέργειά του. Στο μεταξύ, ο Πέσκα κάρφωνε βιαστικά τα μάτια του στο γε μάτο, χαμογελαστό πρόσωπο -εκείνη τη στιγμή είχε μία ελαφρά κλίση προς τα πά νω - που βρισκόταν ακριβώς απέναντι του. «Ό χι», είπε. «Δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου αυτόν τον ψηλό και ευτραφή άντρα». Καθώς μιλούσε, κάποια στιγμή ο κόμης έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος μας. Οι ματιές των δύο Ιταλών συναντήθηκαν. Την προηγούμενη στιγμή είχα τη διαβεβαίωση του Πέσκα, την οποία και είχε επαναλάβει, ότι δεν γνώριζε τον κόμη. Την επό μενη στιγμή, ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι ο κόμης γνώριζε τον Πέσκα! Τον ήξερε· και - τ ο πιο εκπληκτικό- τον φοβόταν! Δεν υπήρχε
7S·
__
Η Γ YNAJ KA ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
η παραμικρή αμφιβολία για την αλλαγή που είχε σημειωδεί στο ύφος του απατεώνα. Το χλώμιασμα που απλώδηκε αμέσως στο πρόσωπό του, η ξαφνική ακαμψία όλων των χαρακτηριστικών του, η ύπουλη διεισδυτικότητα των ψυχρών γκρίζων ματιών του, η απόλυτη ακινησία του σώματός του είχαν τη δική τους ξεχω ριστή ευγλωττία. Έ νας δανάσιμος φόβος τον είχε κυριεύσει - η αιτία ήταν σίγουρα το γεγονός ότι είχε αναγνωρίσει τον Πέσκα! Ο αδύνατος άντρας με την ουλή στο μάγουλο ήταν ακόμη κο ντά μας. Προφανώς, εκείνο που είχε τραβήξει την προσοχή του, όπως είχε τραβήξει και τη δική μου, ήταν το αποτέλεσμα που είχε προκαλέσει στον κόμη η δέα του Πέσκα. Φαινόταν ευγε νικός άνδρωπος, και μάλλον ήταν ξένος. Και το ενδιαφέρον του για μας δεν εκδηλωνόταν με προσβλητικό τρόπο. Από πλευράς μου, είχα ξαφνιαστεί τόσο πολύ από την αλλα γή στο ύφος του κόμη, είχα εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από την τελείως αναπάντεχη τροπή που είχαν πάρει τα γεγονότα, ώστε δεν ήξερα τι να πω ή τι να κάνω. Ο Πέσκα ήταν που διέκοψε τις σκέψεις μου κατεβαίνοντας από το βάδρο και μιλώντας πρώτος. «Π ώ ς κοιτάξει έτσι ο χοντρός;» αναφώνησε. «Εμένα κοιτά ξει; Διάσημος είμαι; Πώς γίνεται να με ξέρει, αφού εγώ επ ι μένω να λέω πω ς δεν τον ξέρω ;» Εξακολουδούσα να κοιτάξω τον κόμη. Τον είδα, όταν κινήδηκε ο Πέσκα, να προσ παδεί να μη χάσει από τα μάτια του τον μικροκαμωμένο άντρα, να τον παρακολουδεί με μεγάλη προσοχή στο σημείο που στεκόταν τώρα. Ή μουν περίεργος να δω τι δα συνέβαινε στη συνέχεια, σε περίπτωση που η προσο χή του καδηγητή Πέσκα στρεφόταν σε άλλο σημείο, γι’ αυτό και ρώτησα τον καδηγητή αν αναγνώριζε καμιά από τις μαδήτριές του ανάμεσα στις κυρίες που κάδονταν στα δεωρεία. Ο Πέσκα σήκωσε το κυάλι στα μάτια του και το περιέφερε αρ γά σε όλη την πάνω πλευρά του δεάτρου, ψάχνοντας για μαδητές του με μεγάλο ενδιαφέρον. Μόλις ο καδηγητής Πέσκα έστρεψε αλλού την προσοχή του,
WI LKI E COL L I NS
ο κόμης έκανε μεταβολή, στράφηκε προς την άλλη πλευρά της αίθουσας, προσπέρασε τους θεατές και εξαφανίστηκε στον κε ντρικό διάδρομο. Έ πιασ α τον Πέσκα από το μπράτσο και, προς απερίγραπτη έκπληξή του, τον ανάγκασα να με ακολουθήσει, για να προλάβουμε τον κόμη πριν φτάσει στην πόρτα. Προς έκ πληξή μου, ο αδύνατος άντρας με την ουλή κινήθηκε επίσης προς την έξοδο, αποφεύγοντας ένα μπλοκάρισμα που είχαν προκαλέσει μερικοί από τους θεατές που εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, και καθυστερούσαν τον Πέσκα κι εμένα. Ό ταν φτάσαμε στον προθάλαμο, ο κόμης είχε εξαφανιστεί, και μαζί του είχε εξαφανιστεί και ο άγνωστος με την ουλή. «Π άμε σπίτι», είπα. «Π άμε στο σπίτι σου, Πέσκα. Πρέπει να σου μιλήσω ιδιαιτέρως· πρέπει να σου μιλήσω ευθέως». «Θ εέ και Κύριε!» αναφώνησε ο καθηγητής, σε κατάσταση άκρας αμηχανίας. «Τι γίνεται εδώ ;» Προχώρησα βιαστικά, χωρίς να του απαντήσω. Οι συνθήκες υπό τις οποίες ο κόμης είχε φύγει από το θέατρο μου έδιναν την εντύπωση ότι η σπουδή του να αποφύγει τον Πέσκα ίσως να τον οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερες ακρότητες· ίσως ξεφύγει κι από μένα, φεύγοντας από το Λονδίνο. Αμφέβαλα για τα όσα θα μπορούσαν να συμβούν αν τον άφηνα έστω και για μια μέρα ελεύθερο να ενεργήσει όπω ς ήθελε. Με προβλημά τιζε και αυτός ο άγνωστος αλλοδαπός που είχε φύγει πριν από μας, και υποψιαζόμουν ότι είχε ακολουθήσει τον κόμη. Με αυτόν το διπλό προβληματισμό στο μυαλό μου, δεν άρ γησα να δώσω στον Πέσκα να καταλάβει τι ήθελα. Μ όλις βρε θήκαμε μόνοι στο δωμάτιό του, αύξησα στο εκατονταπλάσιο τη σύγχυση και την αμηχανία του, λέγοντάς του ποιος ήταν ο σκο πός μου τόσο απλά και ανεπιφύλακτα όσο τον καταγράφω εδώ. «Φίλε μου. τι μπορώ να κάνω;» αναφώνησε ο καθηγητής, απλώ νοντας τα χέρια προς το μέρος μου. «Πώς μπορώ να σε βοη θήσω, Γουόλτερ, εφόσον δεν γνωρίζω τον άνθρωπο αυ τό;» «Σε ξέρει εκείνος! Σε φ οβάται. Έ φ υγε από το θέατρο για να
75 6
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
σε αποφύγει, Πέσκα! Κάποιος λόγος πρέπει να υπάρχει. Κοί τα πίσω στη ζωή σου, πριν έλθεις στην Αγγλία. Έ φ υγες από την Ιταλία, όπως μου έχεις πει, για πολιτικούς λόγους. Ποτέ δεν μου ανέφερες τους λόγους αυτούς - ούτε και σε ρωτώ, τώ ρα. Το μόνο που θέλω είναι να συμβουλευτείς τις αναμνήσεις σου και να μου πεις αν συνιστούν καμιά παλιά αιτία για τον τρόμο που προκάλεσε η θέα σου στον άνθρωπο αυτό». Προς ανείπωτη έκπληξή μου, τα λόγια αυτά, όσο άκακα κι αν (ραίνονται σε μένα, προκάλεσαν στον Πέσκα το ίδιο εκπληκτικό αποτέλεσμα που είχε προκαλέσει στον κόμη η θέα του Πέσκα. Το ροδαλό πρόσωπο του μικρόσωμου φ ίλου χλώμιασε αμέσως, και αποτραβήχτηκε από κοντά μου αργά, τρέμοντας από την κορυφή ως τα νύχια. «Γ ουόλτερ!» είπε. «Δεν ξέρεις τι μου ζητάς!» Μίλησε ψιθυριστά. Με κοίταξε, σαν να του είχα αποκαλύψει ξαφνικά κάποιον κρυφό κίνδυνο και για τους δυο μας. Σε λιγό τερο από ένα λεπτό είχε αλλάξει, και δεν θύμιζε σε τίποτε τον ξέγνοιαστο, κεφάτο, κομψευόμενο άντρα που ήξερα. «Μ ε συγχωρείς που σε λύπησα και σε τάραξα άθελά μου», απάντησα. «Θυμήσου πόσο σκληρά αδικήθηκε η γυναίκα μου από τον κόμη Φόσκο· θυμήσου ότι η αδικία αυτή δεν μπορεί να αποκατασταθεί, εκτός κι αν μου δοθεί η δυνατότητα να τον υ πο χρεώσω να το κάνει εκείνος. Είναι θέματα που αφορούν εκεί νη, Πέσκα. Σου ζητώ και πάλι να με συγχωρήσεις. Δεν μπορώ να σου πω περισσότερα». Σηκώθηκα να φύγω. Μ ε σταμάτησε πριν φτάσω στην πόρτα. «Π ερίμενε», είπε. «Μ ε έχεις ταράξει. Δεν γνωρίζεις πώς έφυ γα από τη χώρα μου, και γιατί έφυγα από τη χώρα μου. Ασε με να ηρεμήσω· άσε με να σκεφτώ, αν μπορώ». Επέστρεψα στην καρέκλα μου. Ο Πέσκα άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο, μονολογώντας ακατάληπτα λόγια στη γλώσσα του. Μ ετά από μερικές διαδρομές μπρος πίσω, ξαφνικά με πλησίασε και με μια παράξενη τρυφερότητα και με έκδηλη
757
___
WI LKI E C OL L I NS
_________
επισημότητα ακούμπησε τα μικρά χέρια του στο στήδος μου. «Το λες με την καρδιά και την ψυχή σου, Γουόλτερ», είπε, «ότι δεν υ πάρχει άλλος τρόπος για να φ τάσεις σ ’ αυτό τον άνδρωπο π α ρ ά μόνο μέσα από μ ένα ;» «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος», απάντησα. Απομακρύνδηκε και πάλι από κοντά μου. Ανοιξε την πόρ τα του δωματίου και κοίταξε προσεκτικά στο διάδρομο· ξανάκλεισε την πόρτα και ήρδε πάλι κοντά μου. «Α πέκτησες δικαιώματα πάνω μου, Γουόλτερ», είπε, « τη μέ ρα που μου έσωσες τη ξωή. Ή ταν δική σου από εκείνη τη στιγ μή, και μπορούσες να την πά ρεις όποτε ήδελες. Π ά ρ’ την τώ ρα. Ναι! Το εννοώ αυτό που λέω. Τα επόμενα λόγια μου - ε ί ναι αλήδεια όσο ότι μας βλέπει ο Θ εό ς- δα εναποδέσουν τη ζωή μου στα χέρια σου». Ο τρόπος με τον οποίο είχε ξεστομίσει αυτή την ασυνήδιστη προειδοποίηση μου δημιούργησε τη βεβαιότητα ότι έλεγε την αλήδεια. «Έχε υπόψη σου το εξής!» συνέχισε, κουνώντας τα χέρια προς το μέρος μου και εκδηλώνοντας έτσι την ταραχή του. «Δεν υπάρ χει κανένα νήμα στο μυαλό μου που να μας δένει, εμένα κι αυ τ ό ν δεν υπάρχει τίποτε ανάμεσα σ ’ εκείνον τον άνδρωπο, τον Φόσκο, και στο παρελδόν, το οποίο ανακαλώ για χάρη σου. Αν βρεις το νήμα, κράτησέ το για τον εαυτό σου- μη μου πεις τί ποτε - γονατιστός, σε παρακαλώ και σε ικετεύω, άφησέ με στην άγνοιά μου, άφησέ με στην αδωότητά μου, άφησέ με τυφλό σε όσα είναι να συμβούν· τυφλό, όπως είμαι τώ ρα!» Είπε μερικές λέξεις παραπάνω , διατακτικά και ασυνάρτητα. Μ ετά ξανασταμάτησε. Είδα ότι η προσ πάδειά του να εκφραστεί στα αγγλικά, σε μια περίσταση τόσο σοβαρή που δεν του επέτρεπε να χρησι μοποιήσει τις αλλόκοτες εκφράσεις του συνηδισμένου λεξιλογίου του. Αυτή η πρόσδετη προσ πάδειά είχε αυξήσει οδυνηρά τη δυσκολία -τη ν οποία είχε αισδανδεί από την πρώτη στιγμή- να
7S8
___
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α J M E ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
μου μιλήσει. Έχοντας μάθει να διαβάζω και να καταλαβαίνω τη μητρική γλώσσα του τον πρώτο καιρό της σχέσης μας -χ ω ρίς, εντούτοις, να τη μιλώ -, του πρότεινα τώρα να εκφραστεί στα ιταλικά, ενώ εγώ χρησιμοποιούσα αγγλικά για να θέτω τις όποιες ερωτήσεις που ίσως ήταν αναγκαίες για τη διαφώτισή μου. Δέχτηκε την πρόταση. Στη μητρική γλώσσα του -μ ιλού σε με μια έντονη ταραχή, η οποία φαινόταν στις συνεχείς συ σπάσεις των χαρακτηριστικών του, στις υπερβολικές και από τομες χειρονομίες του, αλλά ποτέ στο ανέβασμα της έντασης της φωνής τ ο υ - άκουσα τώρα τις λέξεις που με όπλισαν για να αντιμετωπίσω την τελευταία μάχη η οποία υπολειπόταν για την ολοκλήρωση αυτής της ιστορίας. (Είναι απαραίτητο σ ’ αυτό το σημείο της διήγησης να ανα φέρω ότι κατέγραψα την αποκάλυψη του Πέσκα με τη μεγα λύτερη δυνατή προσοχή, κάνοντας εκείνες τις αλλαγές που η σοβαρότητα της υπόθεσης και το καθήκον μου απέναντι στο φίλο μου επέβαλλαν.) «Δεν γνωρίζεις τίποτε για τα κίνητρά μου να εγκαταλείψω την Ιταλία», άρχισε, « π α ρ ά μόνο ότι ήταν για πολιτικούς λό γους. Αν οδηγήθηκα σ ’ αυτή τη χώρα από τις διώξεις της κυ βέρνησής μου, δεν θα το είχα κρύψει από σένα ή από οποιονδήποτε άλλον. Έ κρυψα τους λόγους αυτούς, επειδή καμιά κυ βερνητική εξουσία δεν απήγγειλε την καταδικαστική απόφαση της εξορίας μου. Έχεις ακουστά, Γουόλτερ, για τις Μυστικές Εταιρείες που κρύβονται σε κάθε μεγάλη πόλη της Ευρώπης; Σε μία α π ’ αυτές τις Εταιρείες ανήκα στην Ιταλία - και ανήκω ακόμη. Ό τα ν ήλθα σ ’ αυτή τη χώρα, ήλθα μετά από εντολή του αρχηγού μου. Ή μουν υπερβολικά δραστήριος στα νιάτα μου και διέτρεχα τον κίνδυνο να εκτεθώ, και να εκθέσω και άλλους. Γι’ αυτούς τους λόγους, πήρα εντολή να μεταναστεύσω στην Αγγλία και να περιμένω. Μ ετανάστευσα, και περίμενα - ακόμη περι μένω. Αύριο, μπορεί να με ειδοποιήσουν να φύγω- μετά από δέκα χρόνια, μπορεί να με ειδοποιήσουν να φύγω. Για μένα το
759
WI L KI E C O L L I N S
ίδιο είναι - είμαι εδώ, ζω κάνοντας το δάσκαλο, και περιμένω. Δεν παραβιάζω κανέναν όρκο - δ α ακούσεις αμέσως για τ ί- αν ολοκληρώσω την εμπιστοσύνη μου προς το πρόσωπό σου απο καλύπτοντας την ονομασία της Εταιρείας της οποίας είμαι μέ λος. Το μόνο που κάνω είναι να εναποδέτω τη ζωή μου στα χέ ρια σου. Αν τα όσα σου λέω τώρα γίνει ποτέ γνωστό σε άλλους ότι βγήκαν από τα χείλη μου, δα είμαι νεκρός». Ψ ιδύρισε κάτι στο αυτί μου - κρατώ το μυστικό το οποίο μου μετέδωσε μ ’ αυτό τον τρόπο. Η Εταιρεία στην οποία ανήκε, χάριν αυτής της διήγησης, δα φέρει το όνομα «Α δελφ ότητα» - στις ελάχιστες περιπτώσεις που δα χρειαστεί να γίνει ανα φορά σ ’ αυτή. «Σκοπός της Αδελφότητας», συνέχισε ο Πέσκα, «είναι, με δυο λόγια, ο σκοπός και των άλλων μυστικών οργανώσεων αυ τού του είδους - η εξάλειψη της τυραννίας και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων του λαού. Οι αρχές της Αδελφότητας είναι δύο. Στο βαδμό που η ζωή ενός ανδρώπου είναι χρήσιμη, ή ακό μη και απλώς ακίνδυνη, έχει το δικαίωμα να την απολαύσει. Αλλά, αν η ζωή του προκαλεί κακό στην ευημερία των συνανδρώπων του, από εκείνη τη στιγμή χάνει αυτό το δικαίωμα* και όχι μό νο δεν είναι έγκλημα, αλλά είναι για μας και επιβαλλόμενο καδήκον να τη στερηδεί. Δεν είναι υποχρέωσή μου να σου πω κά τω από ποιες φρικτές συνδήκες καταπίεσης και δεινών ξεπήδησε η Εταιρεία αυτή* δεν είναι υποχρέωσή σου να καταλάβεις - εσείς οι Αγγλοι έχετε κατακτήσει την ελευδερία σας πριν από τόσα χρόνια, ώστε έχετε φροντίσει να ξεχάσετε τι αίμα έχετε χύσει και ποιες ακρότητες έχετε διαπράξει μέχρι να την κατα κτήσετε. Ούτε και είναι υποχρέωσή σου να καταλάβεις μέχρι πού μπορεί να οδηγήσει η απόγνωση τους οργισμένους άντρες ενός σκλαβωμένου έδνους. Το σίδερο που έχει διεισδύσει στις ψυχές μας έχει φτάσει πολύ δαδιά. Αφήστε ήσυχο τον πρόσφυγα! Γελάστε μαζί του, αντιμετωπίστε τον με δυσπιστία, αντικριστέ με δέος τον άγνωστο εαυτό που κρύβει μέσα του, μερικές φορές
760
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
κάτω από τον καθωσπρεπισμό και την ηρεμία ενός ανθρώπου σαν κι εμένα· μερικές φορές κάτω από τη σκληρή φτώχεια, την άγρια αθλιότητα ανθρώπων λιγότερο τυχερών, λιγότερο υπο χωρητικών, λιγότερο υπομονετικών από εμ ένα Αλλά μη μας κρί νετε! Την εποχή του Καρόλου σας του Α ' θα μπορούσατε να μας καταλάβετε· η μακρά όμως πολυτέλεια της ελευθερίας σάς έχει κάνει ανίκανους να μας κατανοήσετε». Ό λ α τα βαθύτερα συναισθήματά του έμοιαζαν να βγαίνουν στην επιφ άνεια με τα λόγια αυτά· όλος ο ψυχικός του κόσμος μου αποκαλυπτόταν - για πρώτη φ ορά στη ζωή μας. Κι όμως, η φωνή του δεν υψώθηκε ούτε για μια στιγμή· ο φόβος της τρο μερής αποκάλυψης που μου έκανε δεν τον εγκατέλειψε ούτε μια στιγμή! «Μ έχρι εδώ», συνέχισε μετά τη διακοπή, «φαντάζεσαι την Εταιρεία σαν τις άλλες Εταιρείες. Στόχος της -σύμφ ω να με την αγγλική νοοτροπία σ α ς- είναι η αναρχία και η επανάσταση. Αφαιρεί τη ζωή ενός κακού Βασιλιά ή ενός κακού Υπουργού, λες και ο ένας ή ο άλλος είναι επικίνδυνα άγρια θηρία που πρέπει να εκτελεστούν με την πρώτη ευκαιρία. Αλλά οι νόμοι της Αδελ φότητας δεν είναι ίδιοι με τους νόμους οποιοσδήποτε άλλης ορ γάνωσης που υπάρχει στον κόσμο. Τα μέλη της δεν γνωρίζονται μεταξύ τους. Υπάρχει ένας Πρόεδρος στην Ιταλία - υπάρχουν Πρόεδροι και στο εξωτερικό. Ο καθένας α π ’ αυτούς έχει το Γραμ ματέα του. Οι Πρόεδροι και οι Γραμματείς γνωρίζουν τα μέλη, αλλά τα μέλη, μεταξύ τους, είναι όλα άγνωστα, μέχρι που οι Αρχηγοί τους να θεωρήσουν σωστό, λόγω της πολιτικής ή κοι νωνικής αναγκαιότητας, να γνωριστούν μεταξύ τους. Με μια τέ τοια ασφαλιστική δικλείδα, δεν υπάρχει κάποιος όρκος τον οποίο να δίνουμε μπαίνοντας στην οργάνωση. Αναγνωριζόμαστε στην Αδελφότητα με ένα μυστικό σημάδι, το οποίο φέρουμε όλοι, και το οποίο υπάρχει όσο ζούμε. Έχουμε την εντολή να ασχολού μαστε κανονικά με τις δουλειές μας και να παρουσιαζόμαστε στον Πρόεδρο, ή τον Γραμματέα, τέσσερις φορές το χρόνο, για
76/
WI LKI E COL L I NS
την περίπτωση που μπορεί να χρειαστούν οι υπηρεσίες μας. Έχου με προειδοποιηθεί πω ς αν προδώσουμε την Αδελφότητα ή αν τη βλάψουμε υπηρετώντας άλλα συμφέροντα, δα πεδάνουμε σύμφωνα με τις αρχές της Α δελφότητας - δα πεδάνουμε από το χέρι ενός αγνώστου που ίσως να έχει σταλεί από την άλλη άκρη του κόσμου ειδικά γι’ αυτό το σκοπό· ή από το χέρι του επιστήθιου φίλου μας, που ίσως, εν αγνοία μας, είναι μέλος της Εταιρείας όλα αυτά τα χρόνια της στενής φιλίας μας. Μ ερικές φορές, ο θάνατος έρχεται καθυστερημένα· μερικές φορές, ακο λουθεί αμέσως μετά την προδοσία. Η πρώτη μας δουλειά είναι να ξέρουμε πώς να περιμένουμε· η δεύτερη να ξέρουμε πώς να υπακούμε όταν δίνεται η εντολή. Μερικοί από μας μπορεί να περιμένουμε όλη μας τη ζωή, και να μην κληθούμε ποτέ- κά ποιοι άλλοι μπορεί να κληθούμε να δράσουμε, ή να προετοιμα στούμε για δράση, ήδη από την πρώτη μέρα της εισδοχής μας στην Αδελφότητα. Εγώ - ο μικρόσωμος, ανέμελος, ευδιάθετος άνθρωπος που ξέρεις, ο οποίος, από μόνος του, ούτε το μαντί λι του δεν θα σήκωνε για να χτυπήσει τη μύγα που βουίξει μπρο στά στη μύτη το υ - εγώ, στα νιάτα μου, κάτω από τόσο φρικτές συνθήκες για τις οποίες δεν θα σου μιλήσω, μπήκα στην Αδελ φότητα από μία αυθόρμητη διάθεση, όπως θα μπορούσα και να είχα σκοτωθεί από μία αυθόρμητη διάθεση. Πρέπει να πα ρα μείνω σ’ αυτή, τώρα - είμαι δεμένος μαζί της, όποια κι αν είναι η γνώμη μου γι’ αυτή σε στιγμές ηρεμίας και ψύχραιμης κρίσης, ως το θάνατό μου. Ό σο ήμουν ακόμη στην Ιταλία, με εξέλεξαν Γραμματέα· και όλα τα μέλη της εποχής εκείνης, που ήρθαν πρό σωπο με πρόσωπο με τον Πρόεδρό μου, ήρθαν πρόσωπο με πρό σωπο και μαξί μου». Αρχισα να τον καταλαβαίνω. Έ βλεπα πού οδηγούσε η ασυνή θιστη αυτή αποκάλυψή του. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα πα ρατηρώντας με σοβαρά - παρατηρώντας με. μέχρι που μάντε ψε προφανώς τι περνούσε από το μυαλό μου, πριν συνεχίσει. «Έχεις βγάλει ήδη το συμπέρασμά σου», είπε. «Το βλέπω στο
76 2
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
πρόσωπό σου. Μη μου πεις τίποτε. Μη μαρτυρήσεις τις σκέ ψεις σου. Αφησε με να κάνω και την τελευταία δυσία μου, για χάρη σου. Μ ετά δα έχω τελειώσει με το δέμα αυτό, και δεν δα επανέλδω σ’ αυτό ποτέ». Μου έγνεψε να μην του απαντήσω. Σηκώδηκε, έβγαλε το σα κάκι του και σήκωσε το μανίκι του αριστερού χεριού του. «Σου υποσχέδηκα ότι η εκμυστήρευση αυτή δα είναι πλήρης», ψιδύρισε, μιλώντας κοντά στο αυτί μου, με τα μάτια του να κοι τάζουν επιφυλακτικά την πόρτα. «Ό ,τι κι αν συμβεί, δεν δα μπο ρείς να με κατηγορήσεις πως σου έκρυψα οτιδήποτε χρειαζόταν να ξέρεις για τα συμφέροντά σου. Σου είπα ότι η Αδελφότητα σημαδεύει τα μέλη της με ένα σημάδι που το φέρουν σε όλη τους τη ζωή. Δες και μόνος σου το σημείο και το σημάδι». Σήκωσε το γυμνό μπράτσο του και μου έδειξε, ψηλά στο π ά νω μέρος του και στη μέσα πλευρά, ένα σημάδι από καυτό σί δερο, κόκκινο σαν αίμα. Δεν δα περιγράψω πώς ακριβώς ήταν το σημάδι. Θα αρκεστώ να σας πω ότι ήταν κυκλικό και τόσο μικρό, ώστε δα καλυπτόταν κι από ένα σελίνι. «Ο άντρας που έχει αυτό το σημάδι, φτιαγμένο με καυτό σί δερο σ ’ αυτό το σημείο», είπε ο Πέσκα, καλύπτοντας ξανά το μπράτσο του, «είναι μέλος της Αδελφότητας. Όποιος αποδειχδεί ασυνεπής στην Αδελφότητα ανακαλύπτεται, αργά ή γρήγορα, από τους Αρχηγούς που τον γνωρίζουν - Προέδρους ή Γραμ ματείς, ανάλογα με την περίπτωση. Και όποιος ανακαλυφδεί από τους Αρχηγούς, είναι νεκρός. Κανένας ανδρώπινος νόμος δεν μπορεί να τον προστατεύσει. Να δυμάσαι αυτά που είδες και άκουσες. Βγάλε όποια συμπεράσματα δέλεις· ανάλαβε όποια δράση σου αρέσει. Αλλά, στο όνομα του Θεού, οτιδήποτε ανα καλύψεις. για οτιδήποτε κάνεις, μη μου πεις τίποτε! Α πάλλαξέ με από μια ευδύνη που με τρομάζει και μόνο που τη σκέ φτομαι - ξέρω, βαδιά στη συνείδησή μου, πω ς δεν είναι πια δι κή μου ευδύνη. Για τελευταία φ ορά σου το λέω - στην τιμή μου σαν άντρας, και στον όρκο μου σαν χριστιανός: Αν ο άνδρωπος
76 3
WI L KI E C OL L I NS
που μου έδειξες στην Ό π ερ α με γνωρίζει, τότε έχει αλλάξει τό σο ή είναι τόσο καλά μεταμφιεσμένος, που εγώ δεν τον γνωρί ζω. Αγνοώ τι κάνει ή ποιος είναι ο σκοπός του στην Αγγλία δεν τον είχα δει ποτέ, δεν είχα ακούσει ποτέ το όνομα με το οποίο κυκλοφορεί, μέχρι απόψε. Δεν δα πω τίποτε άλλο. Άφησέ με τώρα, Γουόλτερ. Είμαι εξαντλημένος από όσα έγινα ν εί μαι ταραγμένος από όσα είπα. Άσε να δοκιμάσω να είμαι και πάλι ο εαυτός μου όταν δα ξανασυναντηδούμε». Σωριάστηκε σε μια καρέκλα και, κοιτάζοντας αλλού, έκρυ ψε το πρόσωπό του στα χέρια του. Ανοιξα αδόρυβα την πόρ τα για να μην τον ενοχλήσω και είπα χαμηλόφωνα τις λιγοστές αποχαιρετιστήριες λέξεις, τις οποίες ίσως άκουσε, ίσως και όχι. «Θ α διατηρήσω την ανάμνηση της αποψινής βραδιάς βαδιά στην καρδιά μου. Δεν δα μετανιώσεις ποτέ για την εμπιστο σύνη που μου έδειξες. Μ πορώ να ξανάρδω αύριο; Μ πορώ να έρδω στις εννιά ;» «Ν αι, Γουόλτερ», απάντησε, κοιτάζοντάς με ευγενικά και μι λώντας και πάλι αγγλικά, λες και το μόνο που ήδελε τώρα ήταν να επιστρέψει στην προηγούμενη σχέση μας. «Έ λα να πάρουμε μαζί το πρωινό μας, πριν ξεκινήσω να πάω στους μαδητές μου». «Καληνύχτα, Πέσκα». «Καληνύχτα, φ ίλε μου».
76 4
Κεφάλαιο Τριακοστό Ένατο Συνέχεια της αφήγησης του Γουόλτερ Χάρτράιτ
IV Το πρώτο που συνειδητοποίησα, αμέσως μόλις βγήκα από το σπίτι, ήταν ότι δεν μου είχε μείνει άλλη λύση πα ρά να ενεργή σω αμέσως με βάση την πληροφορία που είχα πάρει - να βε βαιωθώ για τον κόμη, απόψε, ή να διακινδυνεύσω να χαθεί, αν καθυστερούσα μέχρι το πρωί, η τελευταία ελπίδα της Λώρα. Κοίταξα το ρολόι μου· ήταν δέκα. Δεν περνούσε η παραμικρή αμφιβολία από το μυαλό μου όσον αφορά το λόγο για τον οποίο ο κόμης είχε φύγει από το θέα τρο. Η φυγή του, εκείνο το βράδυ, ήταν π έρ α από κάθε αμφι βολία το προοίμιο της φυγής του από το Λονδίνο. Το σημάδι της Αδελφότητας υπήρχε στο μπράτσο του -αισθανόμουν τό σο βέβαιος, λες και μου το είχε δείξει ο ίδιο ς- και η προδοσία της Αδελφότητας βάραινε τη συνείδησή του. Το είχα δει τη στιγμή που αναγνώρισε τον Πέσκα. Ή ταν εύκολο να καταλάβω γιατί αυτή η αναγνώριση δεν υπήρ ξε αμοιβαία. Έ νας άντρας με το χαρακτήρα του κόμη δεν θα διακινδύνευε ποτέ τις τρομερές συνέπειες της μετατροπής του σε κατάσκοπο χωρίς να ασχοληθεί με την προσωπική του ασφά λεια όσο προσεκτικά είχε ασχοληθεί με την πλούσια ανταμοιβή
76 5
WI L KI E COJ . LJ NS
του. To ξυρισμένο πρόσωπο το οποίο είχα υποδείξει στην Ό π ε ρα ίσως καλυπτόταν με γενειάδα την εποχή του Πέσκα· τα σκούρα καστανά μαλλιά του μπορεί να ήταν περούκα· το όνο μά του ήταν προφανώς ψεύτικο. Η πάροδος του χρόνου μπορεί κι αυτή να τον βοήθησε - το υπερβολικό πάχος του δα προέκυψε τα τελευταία χρόνια. Υπήρχαν πολλοί λόγοι για τους οποίους μπορεί να μην τον αναγνώρισε ο Πέσκα - πολλοί λόγοι, επίσης, για τους οποίους αναγνώρισε εκείνος τον Πέσκα, του οποίου η χαρακτηριστική προσωπική εμφάνιση τον έκανε να ξεχωρίζει, οπου δήποτε κι αν πήγαινε. Σας είπα ότι αισθανόμουν βέβαιος για το σκοπό που είχε ο κόμης στο μυαλό του όταν το έσκασε από το θέατρο. Πώς θα μπορούσα να αμφιβάλλω, όταν είδα με τα μάτια μου ότι οπωσ δήποτε φοβόταν πως, πα ρ ά τις αλλαγές στην εμφάνισή του, είχε αναγνωριστεί από τον Πέσκα, και κινδύνευε κατά συνέ πεια η ζωή του; Αν κατάφερνα να μιλήσω μαζί του απόψε, αν μπορούσα να του δείξω ότι γνώριζα κι εγώ τον θανάσιμο κίν δυνο τον οποίο αντιμετώπιζε, ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Δια βλέπω το εξής: Ο ένας από τους δυο μας θα ’πρ επ ε να κατα στεί κύριος της κατάστασης - ο ένας από τους δυο μας θα ’πρε πε να βρεθεί, αναπόφευκτα, στο έλεος του άλλου. Το όφειλα στον εαυτό μου να αναλογιστώ τις πιθανότητες εις βάρος μου πριν βρεθώ αντιμέτωπος μ ’ αυτές* το όφειλα στη γυ ναίκα μου να κάνω ό,τι μπορούσα για να ελαχιστοποιήσω αυτό τον κίνδυνο. Οι πιθανότητες να κινδυνεύσω δεν χρειαζόταν μεγάλη προ σπάθεια για να επισημανθούν - συνέκλιναν όλες σε ένα και μό νο: Αν ο κόμης ανακάλυπτε ότι ο δρόμος για την ασφάλειά του περνούσε μέσα από τη ζωή μου, θα ήταν μάλλον ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο ο οποίος θα δίσταζε να με αιφνιδιάσει και να με πλήξει όταν θα είχε την ευκαιρία. Ο μοναδικός τρό πος άμυνας εναντίον του για να περιορίσω τον κίνδυνο μου απο καλύφθηκε, μετά από προσεκτική σκέψη, πολύ καθαρά. Πριν
766
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α Μ Ε Τ Α ΑΣ ΠΡ Α
γνωστοποιήσω στον ίδιο την ανακάλυψή μου για την ταυτότη τά του, έπρεπε να τη γνωστοποιήσω σ ’ αυτούς που 9α ενερ γούσαν κατάλληλα, συγχρόνως δε να αποτρέψω οποιαδήποτε παρέμβαση εκ μέρους του. Αν είχα τοπο9ετήσει τη νάρκη κά τω από τα πόδια του πριν τον πλησιάσω, κι αν άφηνα οδηγίες σε ένα τρίτο άτομο να την πυροδοτήσει μόλις εκπνεύσει μία ορισμένη χρονική διορία -εκ τό ς κι αν λάβαινε προηγουμένως έγγραφη σύσταση ή προφορική δήλωσή μου για το αντίθετοστην περίπτωση αυτή η ασφάλεια του κόμη εξαρτιόταν από λυτα από τη δική μου, και ίσως μου έδινε τη δυνατότητα να τον πλησιάσω με σιγουριά, ακόμη και στο σπίτι του. Η ιδέα αυτή μου πέρασε από το μυαλό όταν βρισκόμουν κο ντά στη νέα κατοικία μας, στην οποία είχαμε εγκατασταθεί με τά την επιστροφή μας από τις παραθαλάσσιες διακοπές. Μ πή κα χωρίς να ενοχλήσω κανέναν. Έ να φως υπήρχε στο χωλ και με τη βοήθειά του πήγα στο εργαστήριό μου για να προετοι μαστώ για μια συζήτηση με τον κόμη, πριν η Λώρα και η Μάριαν υποψιαστούν τι σκόπευα να κάνω. Έ να γράμμα με αποδέκτη τον Πέσκα αποτελούσε το ασφα λέστερο μέτρο προφύλαξης που ήταν δυνατόν να πάρω αυτή τη στιγμή. Έ γραψα τα εξής:
Ο άνθρωπος που σου υπέδειξα στην Όπερα είναι μέ λος της Αδελφότητας, και έχει προδώσει το ρόλο του. Φρόντισε να τα διαπιστώσεις αμέσως και τα δύο. Γνω ρίζεις το όνομα με το οποίο κυκλοφορεί στην Αγγλία. Η διεύθυνσή του είναι Φόρεστ Ρόουντ 5, Σαιντ Τζων’ς Γουντ. Στην αγάττη που κάποτε είχες για μένα, χρησι μοποίησε τη δύναμη που διαθέτεις, χωρίς έλεος και χω ρίς καθυστέρηση, εναντίον αυτού του ανθρώπου. Έχω ρισκάρει τα πάντα, και έχασα τα πάντα - και το κόστος της αποτυχίας μου πληρώθηκε με τη ζωή μου.
767
WI LKI E C OL L I NS
Υπέγραψα τις γραμμές αυτές, έκλεισα το σημείωμα σε ένα φάκελο και τον σφράγισα. Στην εξωτερική πλευρά του φ ακέ λου έγραψα την εξής οδηγία: «Μ ην ανοίξεις το φ άκελο μέχρι τις εννιά αύριο το πρωί. Αν δεν έχεις νέα μου ή δεν με δεις πριν από την ώρα αυτή, άνοιξε το φάκελο και διάβασε το πε ριεχόμενο». Πρόσδεσα τα αρχικά μου και προστάτευσα την επιστολή βάξοντάς τη μέσα σε ένα δεύτερο σφραγισμένο φ ά κελο, που απευθυνόταν στον Πέσκα, στο σπίτι του. Τίποτε άλλο δεν έμενε να γίνει μετά α π ’ αυτό, πα ρ ά μόνο να βρεθεί το μέσο να φτάσει η επιστολή μου στον αποδέκτη. Αν μου συνέβαινε κάτι στο σπίτι του κόμη, είχα φροντίσει να το πληρώσει με τη ζωή του. Ό τι τα μέσα αποτροπής της διαφυγής του ήταν στη διάθεση του Πέσκα, αν αποφάσιζε να τα χρησιμοποιήσει, δεν αμφέβα λα ούτε προς στιγμήν. Η ασυνήθιστη ανησυχία την οποία είχε επιδείξει και η επιμονή του να μην ενημερωθεί για την ταυτό τητα του κόμη -ή , με άλλα λόγια, να διατηρηθεί σε κατάστα ση αβεβαιότητας σχετικά με τα γεγονότα και να δικαιολογείται στη συνείδησή του ώστε να εξακολουθεί να παραμένει αδρα νή ς- πρόδιδε απλώς ότι τα μέσα άσκησης της φοβερής δικαιο σύνης της Αδελφότητας ήταν στη διάθεσή του, παρόλο που εί χε αποφύγει να το δηλώσει μπροστά μου. Η αμείλικτη βεβαιό τητα με την οποία η εκδίκηση των ξένων μυστικών οργανώσεων μπορεί να καταδιώκει έναν προδότη των σκοπών τους, οπουδή ποτε κι αν αυτός κρυβόταν, είχε αποδειχθεί τόσο συχνά, ώστε να μη μένουν περιθώρια αμφιβολιών. Αναλογιξόμενος το θέμα μόνον ως αναγνώστης εφημερίδων, έφερα στη μνήμη μου πε ριπτώσεις, τόσο στο Λονδίνο όσο και στο Παρίσι, ξένων που εί χαν βρεθεί μαχαιρωμένοι στους δρόμους, των οποίων οι δολο φόνοι δεν εντοπίστηκαν ποτέ· πτωμάτων που είχαν ριχτεί στον Τάμεση και τον Σηκουάνα από χέρια που δεν ανακαλύφτηκαν ποτέ· θανάτων από άγνωστη βία, που μόνο με έναν τρόπο μπο ρούσε να ερμηνευτεί. Δεν έχω κρύψει τίποτε σχετικά με μένα
76 8
_______________
Η Γ Υ Ν Α Ι ΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
- δεν κρύβω κι εδώ πως πίστευα ότι είχα υπογράψει τη δανατική καταδίκη του κόμη Φόσκο, αν οι εξελίξεις έφερναν έτσι τα πράγματα, ώστε να ανοίξει ο Πέσκα το γράμμα μου. Βγήκα από το δωμάτιό μου για να κατέβω στο ισόγειο του σπι τιού και να ζητήσω από το σπιτονοικοκύρη μας να μου βρει κά ποιον για να μου κάνει ένα δέλημα. Συνέβαινε να ανεβαίνει τη σκάλα εκείνη την ώρα και συναντηδήκαμε στο πλατύσκαλο. Μου πρότεινε το γιο του. ένα έξυπνο παιδί, όταν άκουσε τι ήδελα. Τον φωνάξαμε πάνω και του εξήγησα τι δα έκανε. Θα πήγαινε με άμαξα, δα έδινε το γράμμα στα χέρια του καδηγητή Πέσκα και δα μου έφερνε ένα σημείωμά του το οποίο δα βεβαίωνε ότι είχε παραλάβει το γράμμα· δα επέστρεφε με την άμαξα και δα την άφηνε να περιμένει έξω, για να τη χρησιμοποιήσω εγώ. Ή ταν σχεδόν δέκα και μισή. Υπολόγισα ότι το παιδί δα επέστρεφε σε είκοσι λεπτά, και ότι, μετά την επιστροφή του, δα μπορούσα να πάω στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ σε άλλα είκοσι λεπτά. Ό τα ν ο μικρός έφυγε, επέστρεψ α για λίγο στο δωμάτιό μου, για να τακτοποιήσω μερικά χαρτιά, έτσι ώστε να βρεδούν εύ κολα, σε περίπτωση που δα μου συνέβαινε το χειρότερο. Το κλειδί του παλιού γραφείου στο οποίο φυλάσσονταν τα χαρ τιά το έκλεισα σε ένα φ άκελο και τον άφησα στο τραπέζι μου, με το όνομα της Μάριαν. Μ ετά α π ’ αυτό, κατέβηκα στο καδιστικό όπου ανέμενα να βρω τη Δώρα και τη Μ άριαν να πε ριμένουν την επιστροφή μου από την Ό π ερ α. Αισδάνδηκα το χέρι μου να τρέμει για πρώτη φορά, όταν το άπλωσα στο πό μολο της πόρτας. Στο δωμάτιο ήταν μόνο η Μάριαν. Διάβαζε, και κοίταξε το ρολόι της, έκπληκτη, όταν μπήκα. «Π ολύ νωρίς γύρισες!» είπε. «Θ α πρέπει να έφυγες πριν τε λειώσει η παράσταση». «Ν α ι», απάντησα. «Ο ύτε ο Πέσκα, ούτε εγώ μείναμε ως το τέλος. Πού είναι η Δ ώ ρ α;» «Είχε έναν από τους άσχημους πονοκεφάλους της νωρίτερα,
769
WI LKI E COL L I NS
γι’ αυτό τη συμβούλευσα να ξαπλώσει αμέσως μετά το τσάι». Βγήκα από το δωμάτιο, με την πρόφαση ότι ήδελα να δω αν η Δώρα κοιμόταν. Η διαπεραστική ματιά της Μ άριαν είχε αρ χίσει να κοιτάξει ερωτηματικά το πρόσωπό μου· το ζωηρό έν στικτό της άρχιζε να ανακαλύπτει ότι κάτι απασχολούσε τη σκέψη μου. Ό τα ν μπήκα στην κρεβατοκάμαρα και πλησίασα αδόρυβα το κρεβάτι, κάτω από το αδύναμο φως της νυχτερινής λάμπας, η γυναίκα μου κοιμόταν. Δεν είχαμε συμπληρώσει ούτε ένα μήνα παντρεμένοι. Αν υποδέσουμε ότι η καρδιά μου ήταν βαριά -κ α ι ήταν-, αν η αποφασιστικότητά μου λύγιζε και πάλι προς στιγμήν, όταν κοίτα ξα το πρόσωπό της γυρισμένο με εμπιστοσύνη προς το μαξι λάρι μου μέσα στον ύπνο της, όταν είδα το χέρι της να είναι απλωμένο πάνω στην κουβέρτα, σαν να περίμενε ασυναίσδητα το δικό μου... μπορούσε να υπάρξει δικαιολογία για μένα; Έδωσα στον εαυτό μου μερικά μόνο δευτερόλεπτα, για να γο νατίσω δίπλα στο κρεβάτι και να την κοιτάξω από κοντά - τό σο κοντά που η ανάσα της χάιδευε το πρόσωπό μου· απλώς άγ γιξα το χέρι της και το μάγουλό της με τα χείλη μου φεύγοντας. Σκίρτησε στον ύπνο της και ψιδύρισε το όνομά μου - χωρίς να ξυπνήσει. Κοντοστάδηκα για μια στιγμή στην πόρτα και την ξα νακοίταξα. «Ο Θεός να σε ευλογεί και να σε προσέχει, αγα πημένη μου!» ψιδύρισα· και βγήκα από το δωμάτιο. Η Μ άριαν ήταν στο κεφαλόσκαλο και με περίμενε. Είχε ένα διπλωμένο χαρτί στο χέρι της. «Το έφερε για σένα ο γιος του σπιτονοικοκύρη», είπε. «Έχει μια άμαξα στην π όρ τα Λέει ότι του ζήτησες να σε περιμένει έξω». «Ακριβώς, Μάριαν. Τη χρειάζομαι. Θα ξαναβγώ». Κατέβηκα τη σκάλα καδώς μιλούσα και μπήκα στο σαλόνι για να διαβάσω το χαρτί δίπλα στη λάμπα του τραπεζιού. Πε ριείχε αυτές τις δύο φράσεις με το γραφικό χαρακτήρα του Πέσκα: «Έ λαβα το γράμμα σου. Αν δεν σε δω πριν από την ώρα
770
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
που αναφέρεις, 9α το ανοίξω μόλις το ρολόι σημάνει εννιά». Έ βα λα το σημείωμα στο πορτοφόλι μου και προχώρησα προς την πόρτα. Η Μ αρίαν με συνάντησε στο κεφαλόσκαλο και με ξανάσπρωξε μέσα, όπου το φως του κεριού φώτισε το πρόσω πό μου. Μ ε έπιασε από τα χέρια, και τα μάτια της καρφώθηκαν ερευνητικά στα δικά μου. «Καταλαβαίνω!» είπε ψιθυριστά. «Δοκιμάζεις την τελευταία ευκαιρία απόψε». «Ναι! Την τελευταία ευκαιρία, και την καλύτερη», της απ ά ντησα ψιθυριστά. «'Οχι μόνος! Ω, Γουόλτερ, για όνομα του Θεού. 'Οχι μόνος! Αφησέ με να έρθω μαζί σου. Μην αρνηθείς επειδή είμαι γυναί κα. Πρέπει να έρθω! Θα έρθω! Θα περιμένω έξω, στην άμαξα!» Ή ταν η σειρά μου τώρα να τη συγκρατήσω. Προσπάθησε να μου ξεφύγει και να κατέβει πρώτη στην έξοδο. «Α ν θέλεις να με βοηθήσεις», είπα, «μείνε εδώ και κοιμήσου απόψε στο δωμάτιο της συζύγου μου. Μόνο κανόνισε να φύγω με το μυαλό μου ήσυχο για τη Λώρα, και τα υπόλοιπα τα ανα λαμβάνω εγώ. Έλα, Μάριαν, δώσ’ μου ένα φιλί και δείξε μου ότι έχεις το θάρρος να περιμένεις μέχρι να επιστρέφω». Δεν τολμούσα να της δώσω το χρόνο να πει λέξη παραπάνω. Προσπάθησε να με ξανακρατήσει. Απομάκρυνα τα χέρια της και βγήκα βιαστικά από το δωμάτιο. Ο μικρός κάτω με άκουσε στη σκάλα κι άνοιξε την πόρτα του χωλ. Μ πήκα στην άμαξα. «Φόρεστ Ρόουντ, Σαιντ Τζων’ς Γουντ», φώναξα στον αμαξά από το μπροστινό παράθυρο. «Θ α πάρεις τα διπλά αν φτάσεις εκεί σε ένα τέταρτο». «Μ είνετε ήσυχος, κύριε». Κοίταξα το ρολόι μου. Έντεκα η ώρα - ούτε λεπτό για χάσιμο. Η γρήγορη κίνηση της άμαξας, η αίσθηση ότι κάθε στιγμή που περνούσε με έφερνε πιο κοντά στον κόμη, η βεβαιότητα ότι εί χα ξεκινήσει επιτέλους, χωρίς κανένα εμπόδιο, την επικίνδυνη επιχείρησή μου, όλα μαζί μού προκάλεσαν τέτοια έξαψη, ώστε φώναξα στον αμαξά να επιταχύνει ακόμη περισσότερο. Καθώς
771
WI LKI E COL L I NS
μπαίναμε στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ, η ανυπομονησία μου με κυ ρίευσε τόσο απόλυτα, ώστε σηκώ8ηκα και έβγαλα το κεφάλι μου από το παράθυρο για να δω το τέρμα της διαδρομής πριν ακό μη φτάσουμε. Τη στιγμή που το ρολόι μιας εκκλησίας χτύπησε μακριά έντεκα και τέταρτο, στρίψαμε στη Φόρεστ Ρόουντ. Στα μάτησα τον αμαξά λίγο πιο πριν από το σπίτι του κόμη. Πλή ρωσα και τον έδιωξα, και συνέχισα με τα πόδια ως την πόρτα. Καθώς πλησίαζα στην αυλόπορτα, είδα κι άλλο ένα άτομο να πηγαίνει κατά κει, από την αντίθετη κατεύθυνση. Συναντηθή καμε κάτω από τη λάμπα του γκαζιού, στην άκρη του δρόμου, και κοιταχτήκαμε. Αναγνώρισα τον ξανθομάλλη άγνωστο με την ουλή στο μάγουλο - μου φάνηκε ότι κι εκείνος με αναγνώρισε. Δεν μίλησε* και αντί να σταματήσει στο σπίτι, όπως έκανα εγώ, προσπέρασε αργά. Τυχαία είχε βρεθεί στη Φόρεστ Ρόουντ; ή είχε ακολουθήσει τον κόμη στο σπίτι του από την Ό π ερ α; Δεν ασχολήθηκα περισσότερο με το θέμα. Αφού περίμενα λίγο, μέχρι να χαθεί ο άγνωστος στο βάθος του δρόμου, χτύ πησα το κουδούνι της αυλόπορτας. Ή ταν τώρα έντεκα και εί κοσι - αρκετά αργά. Θα μπορούσε άνετα να με ξεφορτωθεί ο κόμης με τη δικαιολογία ότι είχε πέσει για ύπνο. Ο μοναδικός τρόπος να αποφύγω αυτό το ενδεχόμενο ήταν να δώσω το όνομά μου, χωρίς προεισαγωγικές παρατηρήσεις, και να του γνωστοποιήσω ταυτόχρονα ότι είχα ένα σοβαρό κί νητρο για να θέλω να τον δω τόσο αργά. Γι’ αυτό, περιμένοντας, έβγαλα την κάρτα μου και έγραψα κάτω από το όνομά μου: «Για σημαντική υπόθεση». Η υπηρέτρια άνοιξε την π όρ τα ενώ ακόμη έγραφα την τελευταία λέξη με το μολύβι. Με ρώτησε δύσπιστα τι ήθελα. «Πηγαίνετε τη, αν έχετε την καλοσύνη, στον κύριο σας», απά ντησα, δίνοντάς της την κάρτα. Κατάλαβα, από το δισταγμό στην έκφραση της κοπέλας, ότι αν είχα ζητήσει απλώς τον κόμη, θα είχε ακολουθήσει πιστά τις οδηγίες του, λέγοντάς μου ότι δεν ήταν στο σπίτι. Σάστισε από
77 2
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
τη σιγουριά με την οποία της έδωσα την κάρτα. Αφού με κοίτα ξε ταραγμένη, ξαναμπήκε στο σπίτι με το μήνυμά μου, κλείνο ντας την πόρτα και αφήνσντάς με να περιμένω στον κήπο. Μετά από ένα λεπτό περίπου, επανεμφανίστηκε. «Έχετε τους χαιρετισμούς του κυρίου μου. Θα είχατε την καλοσύνη να πεί τε για ποια υπόδεση πρόκειται;» «Ανταποδώστε τους χαιρε τισμούς μου», απάντησα, «και πείτε του ότι η υπόδεση δεν είναι δυνατόν να γνωστοποιηδεί σε άλλον εκτός από τον ίδιο». Με ξανάφησε μόνο· έφυγε και ξαναγύρισε. Αυτή τη φορά μου είπε να περάσω. Δεν υπήρχε λάμπα στο χωλ· αλλά στο αμυδρό φως που άφη νε το κερί που είχε φέρει μαζί της η υπηρέτρια είδα μια ώριμη κυρία να βγαίνει αδόρυβα από ένα δωμάτιο στο βάδος του ισο γείου. Μου έριξε μία δηλητηριώδη ματιά καδώς έμπαινα στο χωλ, αλλά δεν μίλησε, και ανέβηκε αργά πάνω, χωρίς να ανταποδώ σει το χαιρετισμό μου. Η εξοικείωσή μου με τα πρόσωπα μέσα από το ημερολόγιο της Μ άριαν μου επέτρεψε να καταλάβω ότι η συγκεκριμένη κυρία ήταν η μαντάμ Φόσκο. Η υπηρέτρια με οδήγησε στο δωμάτιο από το οποίο μόλις εί χε βγει η κόμησσα. Μ πήκα, και τότε βρέδηκα αντιμέτωπος με τον κόμη. Φορούσε ακόμη το βραδινό κοστούμι του, εκτός από το σα κάκι του, το οποίο είχε πετάξει σε μια καρέκλα. Τα μανίκια του ήταν σηκωμένα στους καρπούς - όχι πιο πάνω. Μ ια βα λίτσα βρισκόταν δεξιά του· ένα κιβώτιο αριστερά του. Βιβλία, χαρτιά και είδη ρουχισμού ήταν σκορπισμένα στο δωμάτιο. Πά νω σ ’ ένα τραπέζι, δίπλα στην πόρτα, βρισκόταν το κλουβί, που γνώριζα τόσο καλά από τις περιγραφές της Μ άριαν, το οποίο περιείχε τα άσπρα ποντίκια του. Τα καναρίνια και ο π α παγάλος ήταν μάλλον σε κάποιο άλλο δωμάτιο. Ό τα ν μπήκα, τον βρήκα καδισμένο μπροστά στο κιβώτιο να το γεμίζει, και σηκώδηκε με μερικά χαρτιά στο χέρι του να με υποδεχδεί. Το πρόσωπό του έφερε ακόμη τα ίχνη της έκπληξης που τον είχε
77 3
W I L K I E C O L L I N S ________
_
_________
__
κυριεύσει στην Ό π ερ α . Τα χοντρά μάγουλά του κρέμονταν χα λαρά· τα γκρίζα μάτια του περιφέρονταν νευρικά· η φωνή, το ύφος και η συμπεριφορά του μου φαίνονταν ύποπτα καθώς έκα νε ένα βήμα προς το μέρος μου και μου ζήτησε, με παγερή ευ γένεια. να καθίσω. « Ή ρ δα τε για κάποια υπόθεση, κύριε;» είπε. «Δ εν ξέρω ποια μπορεί να είναι αυτή η υπόθεση». Η απροκάλυπτη περιέργεια με την οποία με κοίταζε στο πρό σωπο ενώ μιλούσε με έπειθε ότι είχα περάσει απαρατήρητος. Δεν με είχε προσέξει στην Ό π ερ α. Είχε δει πρώτα τον Πέσκα· και από εκείνη τη στιγμή, μέχρι που έφυγε από το θέατρο, δεν είχε ενδιαφερθεί, προφανώς, για τίποτε άλλο. Το όνομά μου θα του είχε δώσει να καταλάβει ότι είχα πάει στο σπίτι του με εχθρικό σκοπό - έδειχνε να αγνοεί ως τώρα τον πραγματικό σκοπό της επίσκεψής μου. «Είμαι τυχερός που σας βρίσκω εδώ απόψε», είπα. «Ετοι μάζεστε για τα ξίδι;» «Συνδέεται η υπόθεσή σας με το ταξίδι μου;» «Σ ε κάποιο βαθμό». «Σ ε ποιο βαθμό; Ξέρετε πού πηγαίνω ;» «Ό χι. Απλώς ξέρω γιατί φεύγετε από το Λονδίνο». Πέρασε δίπλα μου με μια απροσδόκητη ευκινησία· κλείδωσε την πόρτα του δωματίου και έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. «Εσείς κι εγώ, κύριε Χάρτραϊτ, γνωριζόμαστε πά ρ α πολύ εξ αποστάσεως και φήμης», είπε. «Σ α ς πέρασε μήπως από το μυα λό όταν ήρθατε σ ’ αυτό το σπίτι ότι είμαι από τους ανθρώπους που μπορεί να ξεγελάσει κανείς;» «Δεν μου πέρασε κάτι τέτοιο από το μυαλό», απάντησα. «Και δεν ήρθα να σας ξεγελάσω. Είμαι εδώ για ένα θέμα ζωής και θανάτου. Κι αν αυτή η πόρτα την οποία έχετε κλειδώσει ήταν ανοιχτή αυτή τη στιγμή, τίποτε α π ’ όσα θα μπορούσατε να πεί τε ή να κάνετε δεν θα με ανάγκαζε να τη διαβώ». Προχώρησα με αυτοπεποίθηση στο εσωτερικό του δωματίου
774
__________________ ______ Η_ Γ ΥΝΛΙ ΚΛ Μ Ε ΤΑ Α Σ ΠΡΑ και στάδηκα απέναντι του, στο χαλί μπροστά στο τζάκι. Τρά βηξε μια καρέκλα μπροστά στην πόρτα και κάδισε, με το αρι στερό του μπράτσο ακουμπισμένο πάνω στο τραπέζι. Το κλου βί με τα άσπρα ποντίκια ήταν κοντά του· και τα μικρά ζωάκια έβγαιναν τρομαγμένα από τις κρυψώνες τους καδώς το βαρύ μπράτσο του κουνούσε το τραπέζι, και τον κοίταζαν μέσα από τα κενά που άφηναν τα κομψά, βαμμένα σύρματα. «Για ένα δέμα ζωής και δανάτου;» επανέλαβε. «Τα λόγια αυ τά είναι πολύ σοβαρότερα, ίσως, α π ’ όσο νομίζετε. Τι εννοείτε;» «Α υτό που λέω». Ο ιδρώτας κυλούσε στο πλατύ μέτωπό του. Το αριστερό χέρι του κινήδηκε αργά προς την άκρη του τραπεζιού. Υπήρχε ένα συρτάρι εκεί με κλειδαριά, και το κλειδί πάνω της. Ο δείκτης και ο αντίχειράς του έπιασαν το κλειδί, αλλά δεν το γύρισαν. «Ώ σ τε ξέρετε γιατί φεύγω από το Λονδίνο;» συνέχισε. «Π εί τε μου το λόγο, αν έχετε την καλοσύνη». Γύρισε το κλειδί και ξεκλείδωσε το συρτάρι καδώς μιλούσε. «Μ πορώ να κάνω κάτι καλύτερο», απάντησα. «Μ πορώ να σας δείξω το λόγο, αν δέλετε». «Π ώ ς μπορείτε να μου τον δείξετε;» «Έ χετε βγάλει το σακάκι σας», είπα. «Σηκώστε το μανίκι του πουκαμίσου στο αριστερό σας μπράτσο - δα τον δείτε εκεί». Το ίδιο χλώμιασμα που είχα δει στο δέατρο απλώδηκε και τώ ρα στο πρόσωπό του. Η αδυσώπητη λάμψη των ματιών του καρφώδηκε επίμονα στα δικά μου. Δεν μίλησε. Αλλά το αριστερό του χέρι άνοιξε αργά το συρτάρι του τραπεζιού και γλίστρησε μέσα. Ο τραχύς ήχος από κάτι βαρύ που σερνόταν, χωρίς εγώ να το βλέπω, ακούστηκε για μια στιγμή· μετά σταμάτησε. Η σι γή που ακολούδησε ήταν τόσο έντονη, ώστε οι αδύναμες δαγκωματιές των άσπρων ποντικιών στα σύρματα μόλις που ακούγονταν από το σημείο που στεκόμουν. Η ζωή μου κρεμόταν από μια κλωστή - το ήξερα. Σ ’ αυτή την ύστατη στιγμή, σκεφτόμουν με το μυαλό του· αισδανόμουν με
WI LKI E COL L I NS
τα δάχτυλά του· ήμουν βέβαιος, σαν να το είχα δει, τι κρατούσε κρυμμένο μέσα στο συρτάρι. «Π εριμένετε λίγο», είπα. «Έ χετε κλειδώσει την πόρτα. Βλέ πετε ότι δεν κινούμαι· βλέπετε ότι τα χέρια μου είναι άδεια. Περιμένετε λίγο! Έχω κάτι ακόμη να σας πω». «Α ρκετά έχετε π ει», απάντησε, με μια ξαφνική ηρεμία - τό σο αφύσικη και τόσο τρομακτική που επηρέασε τα νεύρα μου όσο κανένα ξέσπασμα βίας δεν 9α μπορούσε να τα επηρεά σει. «Θέλω μια στιγμή για τις σκέψεις μου. Μ ήπως μαντεύε τε τι σκέφ τομαι;» «Ίσω ς ναι». «Σκέφτομαι», παρατήρησε ήρεμα, «αν 9α συμβάλω στην ακα ταστασία αυτού του δωματίου σκορπίζοντας τα μυαλά σας στον τοίχο δίπλα στο τζάκι». Αν είχα κινηθεί εκείνη τη στιγμή - τ ο είδα στο πρόσωπό τ ο υ 9α το είχε κάνει. « Σ α ς συμβουλεύω να διαβάσετε μερικές λέξεις σ ’ ένα χαρ τί που έχω μαζί μου», αντέδρασα, «πριν αποφασίσετε οριστι κά τι 9α κάνετε». Η πρόταση φάνηκε να κεντρίζει την περιέργειά του. Έ γνε ψε καταφατικά. Έ βγαλα από το πορτοφόλι μου την απάντη ση του Πέσκα στο γράμμα μου, του την έδωσα και επέστρεψ α στην προηγούμενη θέση μου μπροστά στο τζάκι. Διάβασα τις δύο αράδες μεγαλόφωνα: «Έ λαβα το γράμμα σου. Αν δεν έχω νέα σου πριν από την ώρα που αναφέρεις, 9α το ανοίξω μόλις σημάνει το ρολόι εννιά». Έ νας άλλος, στη θέση του, 9α χρειαζόταν κάποια εξήγηση γι’ αυτές τις λέξεις - ο κόμης δεν ένιωσε αυτή την ανάγκη. Μ ία ανάγνωση του σημειώματος του έδειξε τις προφυλάξεις που είχα πάρει τόσο καθαρά, λες και ήταν παρών την ώρα που τις έπαιρνα. Η έκφραση του προσώπου του άλλαξε στη στιγ μή· και το χέρι του βγήκε από το συρτάρι άδειο. «Δεν κλειδώνω το συρτάρι μου, κύριε Χ άρτραϊτ», είπε· «και
776
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡΑ
δεν λέω ακόμη ότι δεν δα σκορπίσω τα μυαλά σας στον τοίχο δίπλα από το τζάκι. Αλλά είμαι δίκαιος άνδρωπος. ακόμη και με τον εχδρό μου. Θα ομολογήσω, εκ των προτέρων, ότι υπάρ χουν γύρω μου εξυπνότερα μυαλά α π ’ όσο νόμιζα. Ελάτε στο δέμα, κύριε! Θέλετε κάτι από μ ένα ;» «Ναι! Και είμαι αποφασισμένος να το πάρω ». «Υ πό όρους;» «Χωρίς όρους!» Το χέρι του ξαναμπήκε στο συρτάρι. «Στο ίδιο σημείο γυρίζουμε πά λι», είπ ε- «κι εκείνα τα έξυ πνα μυαλά σας κινδυνεύουν και πάλι. Το ύφος σας είναι αξιοδρήνητα προκλητικό, κύριε! Φροντίστε να λογικευτείτε! Ο κίν δυνος να σας πυροβολήσω στο σημείο που στέκεστε είναι πο λύ μικρότερος για μένα από τον κίνδυνο να σας αφήσω να φύ γετε, αν αυτό δεν συμβεί υπό όρους τους οποίους εγώ υπαγο ρεύω και εγκρίνω. Δεν έχετε να αντιμετωπίσετε τώρα τον νε κρό φίλο μου. Έ χετε απέναντι σας τον Φόσκο! Αν οι ζωές εί κοσι Χάρτραϊτ αποτελούσαν το διαβατήριο για την ασφάλειά μου, πάνω σ’ αυτές δα πατούσα, βασιζόμενος στην παγερή αδια φορία μου, υποστηριζόμενος από την αδιαπέραστη ηρεμία μου. Αντιμετωπίστε τον Φόσκο με σεβασμό, αν αγαπάτε τη ζωή σας! Σας καλώ να απαντήσετε σε τρεις ερωτήσεις, πριν ξανα νθίζετε τα χείλη σας. Ακούστε τες - είναι απαραίτητο για να προχωρήσει η συζήτηση. Δώστε σ ’ αυτές την απάντησή σας είναι αναγκαίο για μένα». Σήκωσε ένα δάχτυλο του δεξιού χεριού του. «Πρώτη ερώτη ση. Έρχεστε εδώ έχοντας μια πληροφορία που μπορεί να είναι αλήδεια, αλλά μπορεί να είναι και ψέματα. Πού τη βρήκατε;» «Αρνούμαι να σας πω». «Δ εν έχει σημασία - δ α το μάδω, ούτως ή άλλως. Αν η πλη ροφορία αυτή είναι αληδινή -π ρ οσ έξτε, κατηγορηματικά το υπογραμμίζω - την εμπορεύεστε εδώ από δική σας προδοσία, ή από προδοσία κάποιου άλλου. Σημειώνω αυτό το δεδομένο
777
WI L KI E COL L I NS
___
__________________
-γ ια μελλοντική χρή σ η - στη μνήμη μου, η οποία δεν ξεχνά τί ποτε· και συνεχίζω». Σήκωσε και δεύτερο δάχτυλο. «Δεύτερη ερώτηση. Το σημείω μα που μου δώσατε να διαβάσω είναι ανυπόγραφο. Ποιος το έγραψ ε;» «Κάποιος στον οποίο έχω κάδε λόγο να βασίζομαι· και τον οποίο έχετε κάδε λόγο να φοβάστε». Η απάντησή μου πέτυχε το στόχο της. Το αριστερό χέρι του έτρεμε φανερά μέσα στο συρτάρι. «Πόσο χρόνο μου δίνετε», είπε, κάνοντας ηρεμότερα την τρί τη ερώτησή του, «μέχρι να φτάσει η ώρα και να ανοιχτεί το γράμμα σ α ς ;» «Α ρκετό για να δεχτείτε τους όρους μου», απάντησα. «Δώστε μου μία σαφέστερη απάντηση, κύριε Χάρτραϊτ. Ποια είναι η ώρα αυτή;» «Εννιά, αύριο το πρωί». «Εννιά, αύριο το πρωί; Ναι, ναι... Η παγίδα σας είναι καλά στημένη... πριν προλάβω να τακτοποιήσω το διαβατήριό μου και να εγκαταλείψω το Λονδίνο. Δεν είναι νωρίτερα, φαντάζο μαι. Θα το διαπιστώσουμε άλλωστε - μπορώ να σας κρατήσω όμηρο εδώ και να διαπραγματευτώ μαζί σας, για να πά ρ ετε π ί σω το γράμμα σας πριν σας αφήσω να φύγετε. Στο μεταξύ, κά ντε μου τη χάρη να μου αναφέρετε τους όρους σας». «Θ α τους ακούσετε. Είναι απλοί και σύντομοι. Γνωρίζετε ποια συμφέροντα εκπροσωπώ ερχόμενος εδώ ;» Χαμογέλασε με απόλυτη ηρεμία και κούνησε αδιάφορα το δεξί χέρι του. «Θ α διακινδυνεύσω μια πρόβλεψη», είπε ειρωνικά. «Τα συμ φέροντα μιας κυρίας, φυσικά!» «Τα συμφέροντα της συζύγου μου!» Μ ε κοίταξε με την πρώτη ειλικρινή έκφραση που πέρασε από το πρόσωπό του όλο το βράδυ: ήταν έκφραση απέραντης κα τάπληξης. Καταλάβαινα ότι από εκείνη τη στιγμή καταγραφόμουν
77 8
_______________
____ Η Γ Υ Ν ΑΙ Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
στην εκτίμησή του ως επικίνδυνος άνδρωπος. Έκλεισε αμέσως το συρτάρι, σταύρωσε τα χέρια του στο στήδος του και περίμενε τη συνέχεια με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. «Γνωρίζετε πολύ καλά», συνέχισα, «την πορεία των ερευ νών μου εδώ και πολλούς μήνες, ώστε να ξέρετε ότι η όποια απόπειρα άρνησης σαφών γεγονότων δα είναι τελείως περιτ τή. Είστε ένοχος μιας άδλιας συνωμοσίας. Και το κίνητρό σας ήταν η ιδιοποίηση μιας περιουσίας δέκα χιλιάδων λιρών». Δεν μίλησε. Αλλά το πρόσωπό του σκιάστηκε ξαφνικά από μια απει λητική ανησυχία. «Κ ρατήστε τα χρήματα», είπα. Το πρόσω πό του φωτίστηκε και πάλι αμέσως, και τα μάτια του γούρλω σαν από έκπληξη. «Δεν βρίσκομαι εδώ για να εξευτελιστώ π α ζαρεύοντας για χρήματα που πέρασαν από τα χέρια σας και τα οποία υπήρξαν το αντίτιμο ενός αισχρού εγκλήματος». «Ή ρεμα, κύριε Χάρτραϊτ. Οι ηδικές μεγαλοστομίες σας εντυ πωσιάζουν στην Αγγλία - κρατήστε τες για τον εαυτό σας και τους συμπατριώτες σας, αν δέλετε. Οι δέκα χιλιάδες λίρες ήταν μια κληρονομιά που είχε αφήσει στην εξαίρετη σύζυγό μου ο μακαρίτης ο Φέρλι. Τοποδετήστε την υπόδεση σ ’ αυτό το πλαί σιο· και δα τη συζητήσω, αν δέλετε. Για έναν άνδρωπο σαν και μένα, ωστόσο, το δέμα είναι αξιοδρήνητα ασήμαντο. Προτιμώ να το παρακάμψουμε. Σας καλώ να περιοριστούμε στη συζή τηση των όρων σας. Τι ζητάτε;» «Π ρώ τα α π ’ όλα, ζητώ μια πλήρη ομολογία της συνωμοσίας, γραμμένη και υπογεγραμμένη από εσάς τούτη εδώ τη στιγμή, ενώπιον μου». Ξανασήκωσε το δάχτυλο του. « Έ ν α !» είπε, επιδεικνύοντας τη σταδερότητα ενός πρακτικού ανδρώπου. «Δεύτερον, ζητώ μία σαφή απόδειξη, π έρ α από την προσω πική διαβεβαίωσή σας, της ημερομηνίας κατά την οποία έφυ γε η σύζυγός μου από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ και ταξίδεψε για το Λονδίνο». «Σωστά! Τέλεια! Τώρα αγγίζετε, βλέπω, το αδύνατο σημείο».
779
___________________
WI L KI E C O L L I NS
παρατήρησε ήρεμα ο κόμης. «Επιθυμείτε κάτι άλλο, κύριε;» «Π ρος το παρόν, τίποτε άλλο». «Ωραία! Αναφέρατε τους όρους σας. Τώρα ακούστε τους δικούς μου. Η ευθύνη της αποδοχής αυτού που σας αρέσει να αποκαλείτε “συνωμοσία”, είναι μικρότερη, ίσως, από την ευθύ νη να σας ρίξω νεκρό μπροστά στο τζάκι. Ας πούμε ότι αποδέ χομαι την πρότασή σας - με τους δικούς μου όρους. Η δήλωση που ζητάτε από μένα θα γραφεί· και η σαφής απόδειξη θα δο θεί. Θεωρείτε απόδειξη ένα γράμμα του μακαρίτη φίλου μου, που με ενημερώνει για τη μέρα και την ώρα της άφιξης της συ ζύγου του στο Λονδίνο, γραμμένη, υπογεγραμμένη και χρονο λογημένη από τον ίδιο; Μπορώ να σας το δώσω αυτό. Μπορώ, επίσης, να σας στείλω στον άνθρωπο του οποίου την άμαξα μί σθωσα για να παραλάβω την επισκέπτριά μου από το σταθμό την ημέρα που ήλθε - το βιβλίο των μισθώσεών του ίσιος σας βοηθήσει σχετικά με την ημερομηνία, ακόμη κι αν ο αμαξάς που την οδηγούσε δεν αποδειχθεί χρήσιμος. Αυτά μπορώ να κάνω, και θα τα κάνω, υπό όρους. Τους παραθέτω. Πρώτος όρος: Η μαντάμ Φόσκο κι εγώ εγκαταλείπουμε αυτό το σπίτι, όταν και όπως θέλουμε, χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση από πλευράς σας. Δεύτερος όρος: Παραμένετε εδώ, μαζί μου, να δείτε τον πράκτορά μου, που θα έλθει στις επτά το πρωί για να τακτοποιή σει τις υποθέσεις μου. Θα δώσετε στον πράκτορά μου μια έγ γραφη εντολή προς τον άνθρωπο που έχει το σφραγισμένο γράμ μα σας να του το παραδώσει. Θα περιμένετε εδώ μέχρι ο πράκτοράς μου να μου παραδώσει το γράμμα κλειστό* και μετά θα μου παραχωρήσετε ένα καθαρό ημίωρο για να φύγω από το σπί τι - μετά από το οποίο επανακτάτε την ελευθερία δράσης σας και πηγαίνετε όπου θέλετε. Τρίτος όρος: Μου δίνετε την ικανο ποίηση ενός τζέντλεμαν, για την ανάμειξή σας σε προσωπικές υποθέσεις μου και για τη γλώσσα που χρησιμοποιήσατε εναντίον μου. σ ’ αυτή τη συζήτηση. Ο χρόνος και ο τόπος, στο εξωτερι κό, θα οριστούν με ένα γράμμα μου όταν θα είμαι ασφαλής στην
7 80
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Ευρώπη· και το γράμμα αυτό θα περιέχει μία χάρτινη λωρίδα που θα δείχνει με ακρίβεια το μήκος του σπαθιού μου. Αυτοί είναι οι όροι μου. Ενημερώστε με αν τους αποδέχεστε». Το σπάνιο μείγμα άμεσης αποφασιστικότητας, διορατικής π α νουργίας και ψευτοπαλληκαρισμού αυτής της αντίδρασης με κλόνισε για μια στιγμή - μόνο για μια στιγμή. Το μοναδικό θέ μα που είχα να σκεφτώ ήταν αν είχα το δικαίωμα ή όχι να εξα σφαλίσω τα μέσα επιβεβαίωσης της ταυτότητας της Δώρα π α ραχωρώντας ως αντάλλαγμα στον παλιάνθρω πο που της την είχε στερήσει το προνόμιο της ατιμωρησίας. Ή ξερα ότι το κί νητρο της αποκατάστασης της συζύγου μου στον τόπο γέννη σής της α π ’ όπου είχε εκδιωχθεί ως απατεώνας, και η διαγρα φή του ψεύδους που μόλυνε ακόμη τον τάφο της μητέρας της ήταν πολύ αγνότερο, λόγω απουσίας της παραμικρής κακής διά θεσης, από το εκδικητικό κίνητρο που συνυπήρχε από την αρ χή δίπλα στον κύριο σκοπό μου. Κι όμως! Δεν μπορώ να ισχυ ριστώ ειλικρινά ότι οι ηθικές αρχές μου ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να κρίνουν, από μόνες τους, την πάλη που μαινόταν μέ σα μου. Βοηθήθηκαν από την ανάμνηση του θανάτου του σερ Πέρσιβαλ. Πόσο φρικτά είχε χαθεί, την τελευταία στιγμή, μέ σα από τα αδύναμα χέρια μου το προνόμιο της τιμωρίας! Ποιο δικαίωμα είχα να αποφασίσω, αγνοώντας σαν αδύναμος θνητός το μέλλον, ότι και ο άνθρωπος αυτός έπρεπε να μείνει ατιμώ ρητος επειδή εγώ θα το αποφάσιζα; Αυτά ήταν που σκεφτό μουν. Ή ταν δύσκολο, τη στιγμή που τον κρατούσα επιτέλους γερά, να τον αφήσω με τη θέλησή μου να διαφύγει - αλλά πίε σα τον εαυτό μου να κάνει αυτή τη θυσία. Με πιο απλά λόγια, αποφάσισα να κινηθώ καθοδηγούμενος από το μοναδικό κίνη τρο που αναγνώριζα, το κίνητρο της εξυπηρέτησης της υπόθε σης της Λώρα και της υπόθεσης της αλήθειας. «Αποδέχομαι τους όρους σας. Με έναν πρόσθετο όρο», είπα.
7 81
WI LKI E C OL L I NS
__
__________
_____
«Π οιος μπορεί να είναι αυτός ο όρ ος;» ρώτησε. «Α φ ορά το σφραγισμένο γράμμα», του απάντησα. «Θέλω να το καταστρέφετε τη στιγμή ακριβώς που 9α περιέλδει στα χέρια σας, χωρίς να το ανοίξετε». Ο λόγος που επιδίωκα αυτή τη συμφωνία ήταν να τον εμπο δίσω να πάρει μαζί του γραπτές αποδείξεις της επικοινωνίας μου με τον Πέσκα. Το γεγονός της επικοινωνίας αυτής 9α το ανακάλυπτε υποχρεωτικά, όταν 9α έδινα τη διεύθυνση στον άν θρωπό του, το πρωί. Αλλά δεν 9α μπορούσε να το χρησιμο ποιήσει, βασιζόμενος στη δική του αστήρικτη μαρτυρία -έστω κι αν τολμούσε να το επιχειρήσει- έτσι ώστε να μου προκαλείται η όποια ανησυχία για τον Πέσκα. «Δέχομαι τον όρο σ ας», απάντησε, αφού σκέφτηκε σοβαρά την πρόταση για λίγο. «Δεν αξίζει να διαφωνήσουμε. Το γράμ μα 9α καταστραφεί μόλις έλθει στα χέρια μου». Σηκώθηκε, καθώς μιλούσε, από την καρέκλα στην οποία ήταν καθισμένος απέναντι μου μέχρι τώρα. Ταυτόχρονα, φ ά νηκε να απαλλάσσεται από την πίεση της μέχρι τώρα συζή τησής μας. « Ο υ φ !» αναφώνησε, τεντώνοντας απολαυστικά τα μπράτσα του. «Η αψιμαχία ήταν θερμή όσο κράτησε. Καθί στε, κύριε Χάρτραϊτ. Θα συναντιόμαστε σαν θανάσιμοι εχθροί από δω και π έρ α - ας ανταλλάξουμε, σαν ευγενείς άνθρωποι, μερικές χαλαρές κουβέντες στο μεταξύ. Επιτρέψτε μου να καλέσω τη σύζυγό μου». Ξεκλείδωσε και άνοιξε την πόρτα. «Ε λεάνορ!» φώναξε με τη βαθιά χαρακτηριστική φωνή του. Η κυρία με το δηλητη ριώδες ύφος μπήκε στο δωμάτιο. «Η μαντάμ Φόσκο - ο κύ ριος Χάρτραϊτ», έκανε τις συστάσεις ο κόμης με άνεση. «Αγγε λέ μου», συνέχισε, απευθυνόμενος τρυφερά στη γυναίκα του. « Θ α ξεκλέψεις λίγη ώρα από την ετοιμασία των αποσκευών μας για να μου φ τιάξεις λίγο καλό, δυνατό καφέ; Έχω να γρά ψω κάτι μαζί με τον κύριο Χ άρτραϊτ, και πρέπει να έχω πλή ρη πνευματική διαύγεια ώστε να ανταποκριθώ κατάλληλα».
7 82
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Η μαντάμ Φόσκο κούνησε δύο φορές το κεφάλι της - τ η μία σοβαρά σε μένα, την άλλη υποτακτικά στο σύζυγό τ η ς - και βγήκε από το δωμάτιο. Ο κόμης προχώρησε σε ένα γραφειάκι κοντά στο παράδυρο. Το άνοιξε και έβγαλε από μέσα αρκετά φύλλα χαρτιού και με ρικές πένες. Απλωσε τις πένες πάνω στο τραπέζι, ώστε να εί ναι έτοιμες να τις χρησιμοποιήσει όταν δα χρειαζόταν, και με τά έκοψε το χαρτί σε στενές λωρίδες, σαν αυτές που χρησιμο ποιούν οι επαγγελματίες γραφιάδες. «Θ α συντάξω ένα εντυ πωσιακό κείμενο», είπε, ρίχνοντάς μου μια ματιά πάνω από τον ώμο του. «Ο ι μέδοδοι της λογοτεχνικής σύνδεσης μου είναι γνω στές. Μ ία από τις σημαντικότερες διανοητικές ικανότητες που διαδέτει ο άνδρωπος είναι η ικανότητα να παραδέτει τις ιδέες του. Τεράστιο προσόν! Το διαδέτω. Εσείς;» Βημάτιζε μπρος πίσω μέσα στο δωμάτιο, μέχρι που ήρδε ο καφές, μονολογώντας και σημαδεύοντας τα σημεία που παρενέβαιναν εμπόδια στην τακτοποίηση των σκέψεών του και χτυ πώ ντας το μέτωπό του. κατά διαστήματα, με την παλάμη του χεριού του. Το τεράστιο δρόσος με το οποίο αντιμετώπισε την κατάσταση στην οποία τον είχα φέρει, το οποίο και αποτέλεσε το βάδρο πάνω στο οποίο ορδώδηκε η ματαιοδοξία του προκειμένου να προβληδεί, προκάλεσε την έκπληξή μου. Ό σο κι αν απεχδανόμουν τον άνδρωπο αυτό, η τρομερή δύναμη του χαρακτήρα του, ακόμη και στις πιο ασήμαντες εκδηλώσεις της, με εντυπώσιαζε, πα ρ ά τη δέλησή μου. Ο καφές ήρδε από την μαντάμ Φόσκο. Της φίλησε το χέρι, σε έκφραση ευγνωμοσύνης, και τη συνοδέυσε στην πόρτα· επέ στρεψε, γέμισε ένα φλιτζάνι καφέ για λογαριασμό του και τον πήγε στο γραφειάκι. «Μ πορώ να σας προσφέρω λίγο καφέ, κύριε Χ άρτραϊτ;» εί πε, πριν καδίσει. Αρνήδηκα. «Νομίζετε ότι δα σας δηλητηριάσω;» είπε εύδυμ α «Η αγγλική
7 83
WI L KI E C OL L I NS
λογική είναι στερεή· στα περισσότερα δέματα», συνέχισε, ενώ καδόταν στο γραφειάκι· «αλλά έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα είναι πάντα επιφυλακτική σε λάδος σημεία». Βύδισε την πένα του στο μελάνι· τοποδέτησε το πρώτο κομ μάτι χαρτιού μπροστά του, χτυπώντας το χέρι του στο γραφείο· καδάρισε το λαιμό του. και άρχισε. Έγραφε δορυβωδώς και με ταχύτητα, με μεγάλα και φανταχτερά γράμματα, αφήνοντας τό σο μεγάλο διάστημα ανάμεσα στις αράδες, ώστε έφτασε στο τέ λος της σελίδας σε όχι περισσότερο από δύο λεπτά από τη στιγ μή που είχε αρχίσει να γράφει. Κάδε σελίδα που τελείωνε την αριδμούσε και την έριχνε, πάνω από τον ώμο του, στο πάτωμα. Ό τα ν η πρώτη π ένα του καταστράφηκε, την πέταξε κι αυτή π ά νω από τον ώμο του και πήρε μια δεύτερη, από τις εφεδρικές που είχε σκορπίσει πάνω στο τραπέζι. Η μία σελίδα μετά την άλλη -δεκάδες, πολλές δεκ άδες- πετάχτηκαν πάνω από τους ώμους του, δεξιά και αριστερά του, μέχρι που η καρέκλα του βρέδηκε να είναι περικυκλωμένη από χαρτιά. Οι ώρες περνού σαν η μία μετά την άλλη - κι εγώ καδόμουν και παρακολουδούσα· κι εκείνος καδόταν κι έγραφε. Δεν σταματούσε πα ρά μό νο για να πιει καφέ· κι όταν ο καφές τελείωσε, σταματούσε για να χτυπά, κατά διαστήματα, το μέτωπό του. Το ρολόι χτύπησε μία, δύο, τρεις, τέσσερις - και τα χαρτιά εξακολουδούσαν να πέφτουν γύρω του· η πένα συνέχιζε ακούραστα την πορεία της από το πάνω προς το κάτω μέρος της σελίδας, και το λευκό χάρ τινο χάος φούσκωνε όλο και ψηλότερα γύρω από την καρέκλα του. Στις τέσσερις, άκουσα ένα ξαφνικό πλατάγισμα της πένας, ενδεικτικό του εντυπωσιακού τρόπου με τον οποίο υπέγραφε. «Μ πράβοοο!» αναφώνησε, ενώ συγχρόνως πεταγόταν όρδιος με την ενεργητικότητα νεαρού άντρα και με κοίταζε στα μάτια με ένα χαμόγελο απόλυτου δριάμβου. «Τελείωσα, κύριε Χάρτράίτ!» ανακοίνωσε, με ένα επιδοκιμαστικό χτύπημα της γροδιάς του στο πλατύ στήδος του. «Τε λείωσα. προς δική μου δαδιά ικανοποίηση, και δική σας βαδιά
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
έκπληξη, όταν διαβάσετε αυτά που έχω γράψει. Το δέμα εξα ντλήθηκε· ο άντρας - ο Φ όσκο- όχι! Προχωρώ αμέσως στην τα κτοποίηση των γραπτών μου, στη διόρθωση των γραπτών μου, στην ανάγνωση των γραπτών μου. Μόλις σήμανε τέσσερις η ώρα. Ωραία! Τακτοποίηση, διόρθωση, ανάγνωση, από τις τέσσερις ως τις πέντε. Λίγος ύπνος για ανάκτηση των δυνάμεών μου, από τις πέντε ως τις έξι. Τελικές προετοιμασίες, από τις έξι ως τις επτά. Αναχώρηση απεσταλμένου μου με το σφραγισμένο γράμ μα από τις επτά ως τις οκτώ. Στις οκτώ, αναχώρηση δική μας! Αυτό είναι το πρόγραμμα!» Κάθισε οκλαδόν στο πάτωμα, ανάμεσα στα χαρτιά του· τα ένωσε με μια χοντρή βελόνα κι ένα κομμάτι σπόγγο· τα διόρ θωσε· έγραψε στην πρώτη σελίδα όλους τους τίτλους και τις τι μητικές διακρίσεις που έφερε και μετά μου διάβασε το χειρό γραφο, με δυνατή καθαρή άρθρωση, με έμφαση και θεατρικές χειρονομίες. Ο αναγνώστης θα έχει την ευκαιρία, μετά από λί γο, να σχηματίσει δική του γνώμη για το έγγραφο. Θα περιορι στώ να αναφέρω εδώ ότι ανταποκρινόταν στο σκοπό μου. Μ ετά, μου έγραψε τη διεύθυνση του ανθρώπου από τον οποίο είχε μισθώσει την άμαξα και μου έδωσε το γράμμα του σερ Πέρσιβαλ. Ή ταν χρονολογημένο από το Χάμπσαϊρ στις 25 Ιουλίου· και ανακοίνωνε το ταξίδι της λαίδης Γκλάιντ στο Λονδίνο για τις 26. Έτσι, την 25η Ιουλίου, ημέρα που το πιστοποιητικό του για τρού ανέφερε ότι είχε πεθάνει στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ, ήταν ζω ντανή, όπως διαβεβαίωνε ο ίδιος ο σερ Πέρσιβαλ, στο Μπλάκγουοτερ - και την επόμενη μέρα θα έκανε ένα ταξίδι! 'Οταν ο αμαξάς θα παρείχε την απόδειξη ότι το ταξίδι είχε γίνει, το απο δεικτικό στοιχείο θα ήταν ολοκληρωμένο. «Π έντε και τέταρτο», είπε ο κόμης, κοιτάζοντας το ρολόι του. « Ώ ρ α για τον αναζωογονητικό μου ύπνο. Μοιάζω πολύ στον Μεγάλο Ν απολέοντα, όπως θ α έχετε παρατηρήσει, κύριε Χάρτραϊτ· εκτός των άλλων μοιάζω στον αθάνατο αυτόν άντρα και στην ικανότητα να ελέγχω όπως θέλω τον ύπνο. Συγχωρήστε
78S
WI LKI E COL L I NS
με, μια στιγμή. Θα καλέσω τη μαντάμ Φόσκο για πα ρ έα σας». Ξέροντας, όσο καλά ήξερε κι εκείνος, ότι καλούσε τη μαντάμ Φόσκο για να βεβαιωδεί ότι δεν δα έφευγα από το σπίτι ενώ εκείνος δα κοιμόταν, δεν του απάντησα, και ασχολήδηκα με το να δέσω τα χαρτιά που είχε δέσει στην κατοχή μου. Η κυρία μπήκε στο δωμάτιο, ήρεμη, χλωμή και δηλητηριώ δης - όπως και πριν. «Διασκέδασε τον κύριο Χάρτραϊτ, άγγε λέ μου», είπε ο κόμης. Της έδωσε μια καρέκλα, φίλησε για δεύ τερη φορά το χέρι της, αποτραβήχτηκε σε έναν καναπέ και, μέσα σε τρία λεπτά, κοιμόταν ειρηνικά και ευτυχισμένα, σαν να ήταν ο πιο ενάρετος άνδρωπος του κόσμου. Η μαντάμ Φόσκο πήρε ένα βιβλίο από το τραπέζι, κάδισε, και με κοίταξε με τη σταδερή, εκδικητική μνησικακία μιας γυ ναίκας που δεν ξεχνούσε, και δεν συγχωρούσε ποτέ. «Ακόυσα τη συζήτησή σας με το σύζυγό μου», είπε. «Αν ήμουν στη δέση του, δα σας είχα ρίξει νεκρό μπροστά στο τζάκι». Με αυτές τις λέξεις, άνοιξε το βιβλίο της· και δεν με ξανα κοίταξε, ούτε μου ξαναμίλησε, από εκείνη τη στιγμή μέχρι που ξύπνησε ο άντρας της. . Ανοιξε τα μάτια του και σηκώδηκε από τον καναπέ, ακρι βώς σε μια ώρα από τη στιγμή που είχε πέσει για ύπνο. «Αισδάνομαι αφ άνταστα αναζωογονημένος», παρατήρησε. «Ελεάνορ καλή μου, είναι όλα έτοιμα πάνω; Ωραία! Οι λιγο στές ετοιμασίες μου εδώ μπορούν να ολοκληρωδούν σε δέκα λεπτά - σε άλλα δέκα δα έχω ντυδεί για το ταξίδι. Τι απομέ νει μέχρι να έλδει ο απεσταλμένος μ ου;» Κοίταξε γύρω του το δωμάτιο και παρατήρησε το κλουβί με τα άσπρα ποντίκια του. « Α !» αναφώνησε δλιμμένα. «Έ να τελευταίο πλήγμα στις ευαισδησίες μου έχει απομείνει. Τα αδώα ζωάκια μου! Τα μι κρά, αγαπημένα π α ιδιά μου! Τι δα κάνω μ ’ αυτά; Προς το π α ρόν, δεν είμαστε εγκατεστημένοι κάπου· προς το παρόν, δα τα ξιδεύουμε συνεχώς - όσο λιγότερες αποσκευές μεταφέρουμε, τόσο το καλύτερο για μας. Ο παπαγάλος μου, τα καναρίνια μου
7 86
___ ________ H I YNA I K A Μ E ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α και τα ποντικάκια μου... Ποιος δα τα φροντίζει, τώρα που δα φύγει ο “μ παμπάς” του ς;» Βημάτιζε στο δωμάτιο, βυδισμένος σε σκέψεις. Δεν είχε προ βληματιστεί καδόλου όση ώρα έγραφε την ομολογία του, αλλά ήταν φανερά σαστισμένος και αγχωμένος σχετικά με το δέμα της διάδεσης των ζώων του! Μ ετά από αρκετή σκέψη, ξανακάδισε απότομα στο γραφειάκι του. «Μ ια ιδέα!» αναφώνησε. « Θ α προσφέρω τα καναρίνια και τον πα πα γάλο μου στην απέραντη Μ ητρόπολη - ο άνδρωπός μου δα τα δωρίσει, στο όνομά μου, στο Ζωολογικό Κήπο του Λονδίνου. Το έγγραφο που δα τα περιγράφει δα συνταχδεί τού τη τη στιγμή, επιτόπου». Αρχισε να γράφει, επαναλαμβάνοντας τις λέξεις καδώς αυ τές έρεαν από την πένα του. « Αριδμός Έ να - Παπαγάλος με υπερβολικό φτέρωμα: Ελκυ στικό δέαμα για κάδε καλόγουστο επισκέπτη. Αριδμός Δύο Καναρίνια ασύγκριτης ζωτικότητας και εξυπνάδας: Αντάξια του κήπου της Εδέμ, αντάξια επίσης του κήπου στο Ρίτζεντ’ς Παρκ. Φόρος Τιμής στη Βρετανική Ζωολογία. Προσφορά από τον Φόσκο». Η π ένα πλατάγισε και π ά λ ι- η υπογραφή του είχε μπει. «Κόμη! Τι δα κάνεις με τα ποντίκια;» είπε η μαντάμ Φόσκο. Σηκώδηκε από το γραφειάκι, έπιασε το χέρι της και το ακούμπησε στην καρδιά του. « Ό λ ες οι ανδρώπινες αποφάσεις. Ελεάνορ», είπε, «έχουν τα όριά τους. Τα δικά μου όρια καταγράφονται σ ’ αυτό το χαρ τί. Δεν μπορώ να αποχωριστώ τα άσπρα ποντικάκια μου. Πήγαινέ τα, άγγελέ μου, στο ταξιδιωτικό κλουβί τους, πάνω ». «Αξιοδαύμαστη τρυφερότητα!» είπε η μαντάμ Φόσκο, θαυ μάζοντας το σύζυγό της και ρίχνοντας μία τελευταία δηλητη ριώδη ματιά προς το μέρος μου. Σήκωσε προσεκτικά το κλου βί και βγήκε από το δωμάτιο. Ο κόμης κοίταξε το ρολόι του. Παρόλο που έδειχνε ήρεμος,
7 87
WI L KI E C OL L I NS
ανυπομονούσε για την άφιξη του απεσταλμένου του. Τα κεριά είχαν σβήσει από ώρα και το φως του ήλιου της νέας μέρας έμπαι νε στο δωμάτιο. Ή ταν επτά και πέντε όταν χτύπησε το κου δούνι της πόρτας κι έκανε την εμφάνισή του ο απεσταλμένος του. Ή ταν ένας ξένος με μαύρη γενειάδα. «Ο κύριος Χάρτραϊτ - ο μεσιέ Ρουμπέλ». είπε ο κόμης. Πή ρε τον άνδρωπό του -έν α ς ξένος κατάσκοπος, όπως έδειχναν όλα πάνω το υ - σε μια γωνιά του δωματίου, του ψιδύρισε μερι κές οδηγίες και μετά μας άφησε μαζί. Ο μεσιέ Ρουμπέλ, μόλις μείναμε μόνοι, ζήτησε, με μεγάλη ευγένεια, να συμμορφωδώ προς τις οδηγίες που είχε πάρει. Έγραψα δύο γραμμές στον Πέσκα, ζητώντας του να παραδώσει το σφραγισμένο γράμμα μου «στον φέροντα»· έγραψα τη διεύδυνση και έδωσα το σημείωμα στον μεσιέ Ρουμπέλ. Ο απεσταλμένος περίμενε μαζί μου μέχρι που επέστρεψε ο εργοδότης του, ντυμένος για το ταξίδι. Ο κόμης εξέτασε προ σεκτικά τη διεύδυνση στο σημείωμά μου πριν δώσει στον άν δρωπό του την άδεια να φύγει. «Το φανταζόμουν!» είπε, γυ ρίζοντας προς το μέρος μου με ένα σκοτεινό βλέμμα και αλ λάζοντας και πάλι συμπεριφορά από εκείνη τη στιγμή. Τελείωσε το πακετάρισμά του και μετά αφοσιώδηκε στη με λέτη ενός ταξιδιωτικού χάρτη, κρατώντας σημειώσεις στο ση μειωματάριο του και κοιτάζοντας κάδε τόσο, ανυπόμονα, το ρο λόι του. Από τα χείλη του δεν βγήκε άλλη λέξη που να απευδύνεται σε μένα. Το γεγονός ότι πλησίαζε η ώρα της αναχώρη σής του, και η απόδειξη που είχε λάβει για τη σχέση που υπήρ χε ανάμεσα στον Πέσκα και σε μένα, είχε στρέψει όλη την π ρο σοχή του στα μέτρα που χρειάζονταν για τη διασφάλιση της από δρασής του. Λίγο πριν από τις οκτώ, ο μεσιέ Ρουμπέλ επέστρεψε κρατώ ντας το σφραγισμένο γράμμα μου στο χέρι του. Ο κόμης κοί ταξε προσεκτικά τις λέξεις που ήταν γραμμένες στο φάκελο, άναψε ένα κερί και έκαψε το γράμμα. «Πραγματοποιώ, όπως
7 88
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
βλέπετε, την υπόσχεση μου», είπε- «αλλά αυτό το δέμα, κύ ριε Χάρτραϊτ, σας υπόσχομαι ότι δεν δα τελειώσει εδώ». Ο άνδρωπός του είχε κρατήσει έξω από την πόρτα την άμα ξα με την οποία είχε επιστρέφει. Ο ίδιος και η καμαριέρα με τέφεραν τώρα τις αποσκευές. Η μαντάμ Φόσκο κατέβηκε τη σκά λα, με το πρόσωπο κρυμμένο πίσω από το βέλο και το κλουβί με τα άσπρα ποντίκια στο χέρι της. Δεν μου μίλησε, ούτε και κοίταξε προς το μέρος μου. Ο άντρας της την ακολούδησε στην άμαξα. «Ακολουδήστε με μέχρι το διάδρομο», μου ψιδύρισε σ τ’ αυτί· «μπορεί να δέλω να σας πω κάτι την τελευταία στιγμή». Βγήκα στην πόρτα· ο άνδρωπός του στεκόταν κάτω στον κή πο. Ο κόμης επέστρεψε μόνος και με τράβηξε λίγο πιο μέσα. « Ν α δυμάστε τον τρίτο όρο!» ψιδύρισε. « Θ α έχετε σύντο μα νέα μου, κύριε Χάρτραϊτ· ίσως ζητήσω την ικανοποίησή μου νωρίτερα α π ’ όσο νομίζετε». Έ π ιασ ε το χέρι μου πριν προ λάβω να το καταλάβω και το έσφιξε δυνατά. Μ ετά γύρισε προς την πόρτα, σταμάτησε, και ξαναγύρισε κοντά μου. «Μ ια λέξη ακόμη», είπε εμπιστευτικά. «Ό ταν είδα για τε λευταία φορά τη μις Χάλκομπ, μου φάνηκε αδύνατη και άρ ρωστη. Ανησυχώ γι’ αυτή την αξιοδαύμαστη γυναίκα. Να την προσέχετε, κύριε! Με το χέρι στην καρδιά, σας ικετεύω: Να προσέχετε τη μις Χάλκομπ!» Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που μου είπε πριν στριμώξει το πελώριο σώμα του στην άμαξα. Ξεκίνησαν. Ο άνδρωπός του κι εγώ περιμέναμε στην πόρτα για μερικά δευτερόλεπτα, κοιτάζοντας την άμαξα που απομακρυνόταν. Ενώ στεκόμασταν μαζί, μια δεύτερη άμαξα πρόβαλε από μια στρο φή λίγο πιο κάτω. Ακολούδησε την κατεύδυνση που είχε π ά ρει πριν από λίγο η άμαξα του κόμη- και, καδώς περνούσε από το σπίτι και την ανοιχτή αυλόπορτα, ένας άντρας μας κοίταξε από το παράδυρο. Ο άγνωστος της Ό π ερ α ς και πάλι! - ο ξέ νος με την ουλή στο αριστερό μάγουλο. « Θ α μείνετε εδώ για μισή ώρα», είπε ο μεσιέ Ρουμπέλ.
7 89
WI LKI E COL L I NS
«Το ξέρω». Επιστρέψαμε στο σαλόνι. Δεν είχα διάδεση να πιάσω κου βέντα μαζί του ή να του επιτρέψω να μου μιλήσει. Έ βγαλα τα χαρτιά που μου είχε δώσει ο κόμης και διάβασα τη φοβερή ιστο ρία της συνωμοσίας όπω ς την περιέγραφε ο άνδρωπος που την είχε σχεδιάσει και εκτελέσει.
— -
7 90
Κεφάλαιο Τεσσαρακοστό Η Ιστορία συνεχίζεται από τον Ισιντόρ Φόσκο, Κόμη της Αγίας ΡωμαϊκήςΑυτοκραπορίας, Ιττπότη του Μεγαλόσταυρου του Χάλκινου Στέμματος, Αρχιμάστορα των Ροδόσταυρων Μασόνων, Μέλος σε Μουσικές, Ιατρικές, Φιλοσοφι κές και Φιλανθρωπικές Ενώσεις σε όλη την Ευρώπη
Το καλοκαίρι του 1850 έφτασα στην Αγγλία, επιφορτισμένος με μια λεπτή μυστική αποστολή από το εξωτερικό. Πιστά άτο μα συνδέονταν ημιεπίσημα μαζί μου, των οποίων τις προσ πά θειες ήμουν εξουσιοδοτημένος να κατευθύνω - ανάμεσά τους ήταν ο μεσιέ και η μαντάμ Ρουμπέλ. Μερικές βδομάδες ελεύ θερου χρόνου ήταν στη διάθεσή μου, πριν ξεκινήσω τη δρα στηριότητα εγκαθιστάμενος στα προάστια του Λονδίνου. Η π ε ριέργεια μπορεί να ζητήσει εξηγήσεις γι’ αυτή τη δραστηριότητά μου. Κατανοώ το αίτημα Ωστόσο, λυπάμαι που η διπλωματική μυστικότητα μου απαγορεύει να το ικανοποιήσω. Κανόνισα να περάσω την αρχική αυτή περίοδο ηρεμίας, στην οποία μόλις αναφέρθηκα, στην υπέροχη έπαυλη του πρόσφατα αποβιώσαντος φίλου μου, του σερ Πέρσιβαλ Γκλάιντ. Είχε έλ θει από την Ευρώπη με τη σύζυγό του· κι εγώ είχα έλθει από την Ευρώπη με τη δική μου. Η Αγγλία είναι η χώρα της οικο γενειακής ευτυχίας - προσαρμοστήκαμε κατάλληλα κάτω από αυτές τις οικογενειακές συνθήκες! Τα δεσμά της φιλίας που ένωναν τον σερ Πέρσιβαλ κι εμένα ενισχύθηκαν, στην περίπτωση αυτή, από έναν κοινό τόπο που χαρακτήριζε και τους δυο μας. Και οι δύο θέλαμε χρήματα. Απέ ραντη ανάγκη! Παγκόσμια επιθυμία! Υπάρχει πολιτισμένος
7 91
WI LKI E COL L I NS
άνδρωπος που δεν συμμερίζεται τα αισδήματά μας; Πόσο αδιά φορος πρέπει να είναι ο άνδρωπος αυτός - ή πλούσιος! Δεν δα μπω σε φ τηνές λεπτομέρειες σχετικά με την π α ρ ά μετρο αυτή του δέματος. Το μυαλό μου τις απωδεί. Μ ε μια ρωμαϊκή απλότητα, αποκαλύπτω στο διατακτικό δημόσιο βλέμ μα το άδειο πορτοφόλι μου, καδώς και του Πέρσιβαλ. Ας απο σαφηνιστεί το δλιβερό αυτό γεγονός μια για πάντα, με τον π α ραπάνω τρόπο - κι ας προχωρήσουμε. Στο αρχοντικό μάς υποδέχτηκε ένα δαυμάσιο πλάσμα που στην καρδιά μου είναι καταγεγραμμένη ως «Μ άριον» - στην ψυχρότερη ατμόσφαιρα της κοινωνίας είναι γνωστή ως «Μ ις Χάλκομπ». Με τι ασύλληπτη ένταση έμαδα να λατρεύω αυτή τη γυναί κα! Στα εξήντα μου, τη λάτρεψ α με το ηφαιστειώδες πά δος ενός εφήβου. Ό λ ο το χρυσάφι της πλούσιας προσωπικότητάς μου χύδηκε ανέλπιδα στα πόδια της. Η σύζυγός μου - ο φτω χός μου άγγελος- που με λατρεύει, δεν εισέπραξε πα ρ ά μόνο σελίνια και πένες. Έ τσι είναι ο Κόσμος· έτσι ο Άντρας· έτσι η Αγάπη! Τι είμαι -ρ ω τά ω - εκτός από μαριονέτα σε κουκλοδέατρο; Ω, παντοδύναμη Μοίρα, τράβα ευγενικά τα νήματά μας! Κίνησέ μας μεγαλόψυχα στο άδλιο μικρό σκηνικό μας! Οι εισαγωγικές γραμμές, αν κατανοηδούν με ορδό τρόπο, εκ φράζουν ένα ολόκληρο φιλοσοφικό σύστημα. Είναι το δικό μου. Συνεχίζω. Η οικογενειακή κατάσταση κατά την εγκατάστασή μας στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ έχει περιγράφει με εκπληκτική ακρίβεια, με βαδιά διορατικότητα, από το χέρι της ίδιας της Μάριαν. Συγχωρήστε μου την οικειότητά μου να αναφέρω την υπέρο χη αυτή γυναίκα με το μικρό της όνομα. Η ακριβής γνώση του περιεχομένου του ημερολογίου της -σ το οποίο απέκτησα πρό σβαση με παράνομα μ έσ α-, απερίγραπτα πολύτιμου για μένα όταν το δυμάμαι. αποτρέπει την ανυπόμονη πένα μου από δέ μ ατα τα οποία η πραγματικά μεδοδική αυτή γυναίκα έχει ήδη περιγράφει λεπτομερώς.
7 92
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Τα δέματα με τα οποία ασχολούμαι εδώ αρχίζουν με το θλι βερό γεγονός της ασθένειας τη Μαρίαν. Η κατάσταση, την περίοδο εκείνη, ήταν εξαιρετικά σοβαρή. Μ εγάλα χρηματικά ποσά, που έπρεπε να καταβληθούν σε συ γκεκριμένο χρόνο, ήταν απαραίτητα για τον Πέρσιβαλ -δ ε ν ανα φέρω τα λίγα που ήταν εξίσου αναγκαία για μ ένα - και η μονα δική πηγή από την οποία μπορούσαν να εξασφαλιστούν ήταν η περιουσία της συζύγου του, από την οποία ούτε ένα φαρδίνι δεν ήταν στη διάθεσή του μέχρι το θάνατό της. Άσχημα μέχρι εδώκαι ακόμη χειρότερα στη συνέχεια. Ο νεκρός σήμερα φίλος μου είχε προσωπικά προβλήματα, για τα οποία η λεπτότητα της αμε ρόληπτης προσήλωσής μου σ ’ αυτόν μου απαγόρευε να ρωτή σω, και να ικανοποιήσω την περιέργειά μου. Το μόνο που γνώρι ζα ήταν ότι μια γυναίκα, που λεγόταν Ανν Κάθερικ, κρυβόταν στην περιοχή· ότι βρισκόταν σε επαφή με τη λαίδη Γκλάιντ και ότι η αποκάλυψη ενός Μυστικού, που ίσως θα κατέστρεφε τον Πέρσιβαλ. μπορεί να ήταν το αποτέλεσμα αυτής της επαφής. Ο ίδιος μου είχε πει ότι θα καταστρεφόταν, αν δεν έκλεινε το στό μα της γυναίκας του, κι αν δεν βρισκόταν η Ανν Κάθερικ. Αν εκείνος καταστρεφόταν, τι θα γινόταν με τα οικονομικά μας προ βλήματα; Μ πορεί να είμαι γενναίος ως χαρακτήρας, αλλά κυ ριολεκτικά έτρεμα στην ιδέα αυτή! Όλη η ευρηματικότητά μου στρεφόταν τώρα στην ανακάλυψη της Ανν Κάθερικ. Τα οικονομικά μας προβλήματα, όσο σημα ντικά κι αν ήταν, επιδέχονταν καθυστέρηση - η ανάγκη ανακά λυψης της γυναίκας αυτής δεν επιδεχόταν καμία. Το μόνο που γνώριζα, από περιγραφές, ήταν ότι είχε μια εξαιρετική ομοιότη τα με τη λαίδη Γκλάιντ. Η γνωστοποίηση αυτού του περίεργου γεγονότος -π ο υ είχε ως μοναδικό στόχο να με βοηθήσει να ανα γνωρίσω το άτομο το οποίο ψ άχναμε- σε συνδυασμό με την πρό σθετη πληροφορία ότι η Ανν Κάθερικ είχε αποδράσει από ένα ψυχιατρείο, γέννησε στο μυαλό μου την πρώτη ιδέα, η οποία οδή γησε στη συνέχεια σε τόσο εκπληκτικά αποτελέσματα. Η ιδέα
793
WI LKI E COL L I NS
δεν είχε να κάνει με τίποτε άλλο εκτός από την πλήρη αλλαγή δύο διαφορετικών ταυτοτήτων. Η λαίδη Γκλάιντ και η Ανν Κάδερικ 8α άλλαξαν ονόματα, χώρους διαμονής και πεπρωμένα, η μία με την άλλη - και οι προφανείς συνέπειες που δα προέκυπταν από την αλλαγή δα ήταν το κέρδος τριάντα χιλιάδων λι ρών και η αιώνια διασφάλιση του Μυστικού του σερ Πέρσιβαλ. Το ένστικτό μου, που σπάνια σφάλλει, μου έλεγε, τώρα που ξανασκέφτομαι τα γεγονότα, ότι η αδέατη Ανν μας δα επέστρεφε, αργά ή γρήγορα, στο υπόστεγο, στη λίμνη Μπλάκγουοτερ. Εκεί εγκαταστάδηκα, αναφέρσντας προηγουμένως στην κυρία Μίκελσσν, την οικονόμο, ότι αν με αναζητούσαν δα με έβρισκαν, βυδισμένο στη μελέτη, σ ’ εκείνο το ερημικό μέρος. Είναι κανόνας μου να μην προκαλώ ποτέ περιττά μυστήρια και να μην εξωδώ πο τέ τους άλλους να με υποψιάζονται για έλλειψη διάδεσης επο χιακών απολαύσεων. Η κυρία Μίκελσσν πίστεψε όλα όσα της εί πα. Η κυρία αυτή, χήρα ενός Προτεστάντη ιερέα, ξεχείλιζε από ευπιστία. Συγκινημένος από τέτοιο πλεόνασμα απλοϊκής εμπι στοσύνης σε μια ώριμη γυναίκα όπως αυτή, άνοιξα τις ευρύχω ρες δεξαμενές του χαρακτήρα μου και την αξιοποίησα όλη. Ανταμείφδηκα από την επιλογή μου να στηδώ δίπλα στη λί μνη, με την εμφάνιση όχι της ίδιας της Ανν Κάδερικ, αλλά του ατόμου που την κατηύδυνε. Το άτομο αυτό ξεχείλιζε επίσης από ευπιστία, την οποία εκμεταλλεύτηκα, όπως στην περίπτωση που ήδη αναφέρδηκε. Αφήνω εκείνη να περιγράφει τις συνδήκες -α ν δεν το έχει κάνει ή δη - υπό τις οποίες με οδήγησε στο αντικεί μενο της μητρικής της φροντίδας. Ό ταν πρωτοείδα την Ανν Κάδερικ ήταν κοιμισμένη. Εντυπωσιάστηκα από την ομοιότητα ανά μεσα σ ’ αυτή τη δυστυχισμένη γυναίκα και τη λαίδη Γκλάιντ. Οι λεπτομέρειες του μεγαλοφυούς σχεδίου, οι οποίες είχαν διαμορφωδεί αόριστα στο μυαλό μου μέχρι εκείνη τη στιγμή, πρόβαλαν μπροστά μου σε όλο τον μεγαλειώδη συνδυασμό τους στη δέα του κοιμισμένου προσώπου. Ταυτόχρονα, η καρδιά μου, επιρ ρεπής πάντα σε τρυφερές επιρροές, βούρκωσε στη δέα αυτού
7 94
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
του δύσμοιρου πλάσματος. Αμέσως αποφάσισα να της χαρίσω την ανακούφιση. Με άλλα λόγια, πρόσφερα το αναγκαίο δυναμωτικό για να μπορέσει να κάνει η Ανν Κάδερικ το ταξίδι στο Λονδίνο. Σ ’ αυτό το σημείο καταχωρώ μία αναγκαία διαμαρτυρία και διορθώνω ένα αξιοθρήνητο λάθος. Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου έχουν περάσει μέσα στην πα θιασμένη μελέτη της ιατρικής και της χημείας. Η χημεία, ειδι κά, ασκούσε πάντα ακατανίκητη έλξη πάνω μου, εξαιτίας της τεράστιας, απεριόριστης δύναμης την οποία συνεπάγεται η γνώ ση της. Οι χημικοί, το υπογραμμίζω αυτό, είναι σε θέση να κα θορίσουν, αν θέλουν, την τύχη του ανθρώπινου είδους. Επιτρέψτε μου να το εξηγήσω αυτό πριν προχωρήσω παρακάτω. Το μυαλό, λένε, κυβερνά τον κόσμο. Αλλά τι κυβερνά το μυα λό; Το σώμα. Και το σώμα -προσ έξτε με καλά εδώ - βρίσκεται στο έλεος του ισχυρότερου α π ’ όλους τους δυνάστες - του χη μικού. Δώστε, σ’ εμένα, τον Φόσκο, χημεία! Με μερικούς κόκ κους σκόνης που θα πέσουν στο καθημερινό φαγητό του Σαίξπηρ μπορώ να υποβαθμίσω το μυαλό του, και όταν, μετά τη σύλ ληψη της ιδέας του Αμλετ, θα καθίσει να εκφράσει το προϊόν της έμπνευσής του, μπορώ να τον οδηγήσω στο σημείο να βγά λει η πένα του τις πιο αξιοθρήνητες μωρολογίες που έχουν πο τέ αποτυπωθεί σε χαρτί. Κάτω από παρόμοιες συνθήκες, φέρ τε μου τον διάσημο Νεύτωνα. Σας εγγυώμαι πως, με τη δική μου “χημική” παρέμβαση, όταν δει το μήλο να πέφτει, θα το φάει, αντί να ανακαλύψει την αρχή της βαρύτητας· το δείπνο του Νέ ρωνα θα μεταμορφώσει το θηρίο στον ηπιότερο άνθρωπο, πριν ακόμη προλάβει να το χωνέψει, και το πρωινό ρόφημα του Μ ε γάλου Αλεξάνδρου θα τον κάνει να τρέξει να διασωθεί στην πρώ τη εμφάνιση του εχθρού. Σας διαβεβαιώ ότι είναι ευτύχημα για την κοινωνία το γεγονός ότι οι σημερινοί χημικοί είναι, από αδια νόητα καλή τύχη, οι πιο ακίνδυνοι άνθρωποι. Στην πλειονότητά
795
WI LKI E COL L I NS
τους είναι οικογενειάρχες, που διατηρούν καταστήματα. Λίγοι είναι φιλόσοφοι που αρέσκσνται στον αυτοδαυμασμό, και κομπάζουν για τις δεωρίες τους· οραματιστές που σπαταλάνε τη ζωή τους σε απιδανότητες, ή κομπογιαννίτες, των οποίων η φιλοδοξία δεν υπερβαίνει το χλευασμό μας. Έτσι, η κοινωνία γλιτώνει- και η απεριόριστη δύναμη της χημείας παραμένει δέσμια των πιο επι φανειακών και ασήμαντων σκοπών. Γιατί αυτό το ξέσπασμα; Γιατί αυτή η φοβερή ευγλωττία; Επειδή η συμπεριφορά μου έχει παρερμηνευτεί' επειδή τα κί νητρά μου έχουν παρεξηγηδεί. Θεωρήδηκε ότι χρησιμοποίησα τις μεγάλες χημικές μου γνώσεις εναντίον της Ανν Κάδερικ και ότι δα τις χρησιμοποιούσα, αν μπορούσα, εναντίον και της υ πέ ροχης Μάριαν. Απεχδείς υπαινιγμοί και οι δύο! Ό λο μου το εν διαφέρον ήταν στραμμένο -όπ ω ς δα φανεί τελικά- στην προ στασία της ζωής της Ανν Κάδερικ. Όλη η ανησυχία μου είχε να κάνει με τη διάσωση της Μάριαν από τα χέρια του επαγγελματία ηλίδιου που την παρακολουδούσε, ο οποίος διαπίστωσε ότι η συμβουλή μου επιβεβαιώδηκε. απόλυτα, από το γιατρό εκ Λον δίνου. Σε δύο περιπτώσεις μόνο -κ α ι οι δύο εξίσου αβλαβείς για το άτομο στο οποίο τις εφάρμοσα- χρειάστηκε να καταφύγω στη βοήδεια των χημικών μου γνώσεων. Στην πρώτη από τις δύο, αφού ακολούδησα τη Μ άριαν στο Πανδοχείο στο Μ πλάκγουοτερ -μ ε λετώντας. πίσω από μια άμαξα η οποία με έκρυβε από τα μά τια της, την ποίηση της κίνησης όπως εκφραζόταν στο βάδισμά της-, επωφελήδηκα από τις υπηρεσίες της ανεκτίμητης συζύγου μου για να αντιγράψω το ένα και να αντικαταστήσω το άλλο από τα δύο γράμματα τα οποία η λατρευτή εχδρός είχε εμπιστευτεί σε μια απολυμένη καμαριέρα. Στην περίπτωση αυτή, μια και τα γράμματα βρίσκονταν στο μπούστο του φορέματος της κοπέ λας. μόνο η μαντάμ Φόσκο μπορούσε να τα ανοίξει, να τα δια βάσει, να εκτελέσει τις οδηγίες μου, να τα σφραγίσει και να τα ξαναβάλει στη δέση τους, με επιστημονική βοήδεια - η βοήδεια προήλδε μέσα από ένα μπουκάλι των δεκαπέντε γραμμαρίων.
796
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
Η δεύτερη περίπτωση στην οποία χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια μέσα, ήταν η περίπτωση της άφιξης της λαίδης Γκλάιντ στο Λον δίνο στην οποία, δα αναφερδώ αμέσως. Ποτέ, σε καμία άλλη περίπτωση, δεν αισδάνδηκα τόσο υποχρεωμένος στην τέχνη μου. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ανάγκης η φυσική ικανότητα να αντιμετωπίζω μόνος μου τις καταστάσεις ήταν εξαιρετικά απο τελεσματική· και εμμένω στην ικανότητά μου αυτή. Σε βάρος της χημείας, υπερασπίζομαι τον Άντρα. Σεβαστείτε αυτό το ξέσπασμα υπερβολικής αγανάκτησης. Μου προκάλεσε απερίγραπτη ανακούφιση. Εμπρός! Συνεχίζουμε. Έχοντας εισηγηδεί στην κυρία Κλέμεντ - ή Κλέμενς· δεν είμαι σίγουρος για το όνομά τ η ς - ότι η καλύτερη μέθοδος για να μην πέσει η Ανν στα χέρια του Πέρσιβαλ ήταν να την πάει στο Λον δίνο· έχοντας διαπιστώσει ότι η πρότασή μου έγινε αμέσως απο δεκτή, και έχοντας ορίσει μία συγκεκριμένη μέρα για να συνα ντήσω τις κυρίες στο σταθμό και να τις δω να φεύγουν, ήμουν πια ελεύθερος να επιστρέφω στο σπίτι και να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες που έμενε να αντιμετωπιστούν. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να επωφεληθώ από την ανυπέρ βλητη αφοσίωση της γυναίκας μου. Είχα κανονίσει με την κυρία Κλέμενς ότι θα επικοινωνούσε στο Λονδίνο, για το καλό της Ανν, με τη λαίδη Γκλάιντ. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Πανούργα άτομα θα μπορούσαν, στη διάρκεια της απουσίας μου, να κλο νίσουν την απλοϊκή ευπιστία της κυρίας Κλέμενς, και μπορεί τελικά να μην έγραφε. Ποιο πρόσωπο θα μπορούσα να βρω που θα ήταν σε θέση να ταξιδέψει στο Λονδίνο με το τραίνο που θα ταξίδευε κι εκείνη, και θα φρόντιζε να βεβαιωθεί πως θα έφτα νε στον προορισμό της; Με απασχόλησε πολύ αυτή η ερώτηση. Δεν άργησα, βεβαίως, να βρω την απάντηση: η μαντάμ Φόσκο! Αφού αποφάσισα για την αποστολή της γυναίκας μου στο Λον δίνο, κανόνισα ώστε το ταξίδι να εξυπηρετήσει δύο σκοπούς. Μία νοσοκόμος για την πάσχουσα, εξίσου αφοσιωμένη στην ασθενή
797
WI L KI E COL L I NS
και σε μένα, ήταν απαραίτητη - μία από τις πιο έμπιστες και ικανές γυναίκες που υπήρχαν ήταν, ευτυχώς, στη διάθεσή μου. Αναφέρομαι σ ’ εκείνη την ευπρεπή κυρία, τη μαντάμ Ρουμπέλ, στην οποία έστειλα ένα γράμμα, στην κατοικία της στο Λονδί νο, διά χειρός της συζύγου μου. Την καθορισμένη μέρα, η κυρία Κλέμενς και η Ανν Κάθερικ με συνάντησαν στο σταθμό. Τις κατευόδωσα ευγενικά. Επίσης, κατευόδωσα ευγενικά και τη μαντάμ Φόσκο που έφευγε με το ίδιο τραίνο. Με το τελευταίο βραδινό τραίνο, η σύζυγός μου επέ στρεψε στο Μ πλάκγουοτερ, έχοντας ακολουθήσει τις οδηγίες μου με σχολαστική ακρίβεια. Συνοδευόταν από τη μαντάμ Ρου μπέλ· και μου έφερνε τη διεύθυνση της κυρίας Κλέμενς στο Λονδίνο. Τα γεγονότα που ακολούθησαν απέδειξαν ότι αυτή η τελευταία προφύλαξη υπήρξε περιττή. Η κυρία Κλέμενς πλη ροφόρησε με ακρίβεια τη λαίδη Γκλάιντ για τη διεύθυνση της κατοικίας της. Προνοωντας για μελλοντικές ανάγκες, φύλαξα το γράμμα. Την ίδια μέρα είχα μια σύντομη συζήτηση με το γιατρό, στη διάρκεια της οποίας διαμαρτυρήθηκα, στο όνομα του ανθρω πισμού, για τη θεραπεία του στην περίπτωση της Μάριαν. Ή ταν αναιδής, όπως είναι όλοι οι αδαείς. Δεν έδειξα ότι προσβλήθηκα· δεν ήθελα να φιλονικήσω μαζί του, μέχρι να καταστεί απαραί τητο να φιλονικήσω για κάποιο λόγο. Η επόμενη κίνησή μου ήταν να φύγω από το Μ πλάκγουοτερ. Έ π ρ επε να βρω μια κατοικία στο Λονδίνο, ενόψει των γεγονό των που θα ακολουθούσαν. Είχα, επίσης, μια μικρή δουλειά, οι κογενειακού χαρακτήρα, να διεκπεραιώσω με τον κύριο Φρέντερικ Φέρλι. Βρήκα το σπίτι που ήθελα στο Σαιντ Τζων’ς Γουνν βρή κα και τον κύριο Φέρλι στο Λίμεριτζ, στο Κάμπερλαντ. Είχα πλέον ιδίαν γνώση ότι η Μ άριαν είχε γράψει στον κύριο Φέρλι, προτείνοντας, προς ανακούφιση της λαίδης Γκλάιντ από τα προβλήματα του γάμου, να τη δεχθεί για κάποιο διάστημα στο Κάμπερλαντ. Το γράμμα αυτό είχα σκόπιμα επιτρέψει να
7 98
________________________ Η Γ Υ Ν Α ] Κ Α ME ΤΑ Α Σ Π Ρ Α φτάσει στον προορισμό του, δεωρώντας ταυτόχρονα ότι μία τέ τοια εξέλιξη δεν δα μπορούσε να κάνει κακό· αντιδέτως, μπο ρεί να έκανε καλό. Παρουσιάστηκα έτσι τον κύριο Φέρλι για να υποστηρίξω την πρόταση της Μ άριαν - με ορισμένες τρο ποποιήσεις που, ευτυχώς για την επιτυχία των σχεδίων μου, εί χαν καταστεί πραγματικά αναπόφευκτες λόγω της ασδένειάς της. Ή ταν απαραίτητο να φύγει μόνη από το Μ πλάκγουοτερ η λαίδη Γκλάιντ, μετά την πρόσκληση του δείου της, και να ξε κουραστεί για μια βραδιά στο σπίτι της δείας της - τ ο σπίτι που είχα στο Σαιντ Τξων’ς Γουντ-, σύμφωνα με την εκφρασμένη συμ βουλή του δείου της. Το να έχω αυτά τα αποτελέσματα και να εξασφαλίσω μία έγγραφη πρόσκληση, την οποία δα μπορούσα να επιδείξω στη λαίδη Γκλάιντ, ήταν οι στόχοι της επίσκεψής μου στον κύριο Φέρλι. Έχοντας αναφέρει ότι ο άνδρωπος αυ τός ήταν εξίσου αδύναμος στο μυαλό και το σώμα και ότι άσκη σα πάνω του όλη τη δύναμη του χαρακτήρα μου, έχω πει αρ κετά. Ή ρ δα , είδα και... κατέκτησα τον Φέρλι! Επιστρέφοντας στο Μ πλάκγουοτερ Παρκ -μ ε το γράμμα της πρόσκλησης στο χ έρ ι- διαπίστωσα ότι η ηλίδια δεραπεία που εφάρμοσε ο γιατρός στην περίπτωση της Μάριαν είχε οδηγήσει σε πολύ ανησυχητικά αποτελέσματα. Ο πυρετός είχε εξελιχδεί σε τύφο. Η λαίδη Γκλάιντ, την ημέρα της επιστροφής μου, προσπάδησε να μπει διά της βίας στο δωμάτιο για να περιποιηδεί την αδελφή της. Εκείνη κι εγώ δεν είχαμε κανενός είδους αμοι βαία συμπάδεια -είχ ε διαπράξει την ασυγχώρητη προσβολή για τις ευαισδησίες μου να με αποκαλέσει «κατάσκοπο»· ήταν εμπόδιο στο δρόμο μου και στο δρόμο του Πέρσιβαλ- αλλά, πα ρ ’ όλα αυτά, η μεγαλοψυχία μου δεν μου επέτρεπε να την υποβά λω στον κίνδυνο να κολλήσει. Ωστόσο, δεν της δημιούργησα και κανένα εμπόδιο. Αν είχε καταφέρει να μπει στο δωμάτιο, ίσως ο περίπλοκος κόμπος τον οποίο εγώ δημιουργούσα αργά και υπο μονετικά να είχε κοπεί από τα ίδια τα γεγονότα. Ό π ω ς και να έχει, όμως, παρενέβη ο γιατρός και την εμπόδισε να μπει.
799
W I L K I E C O L U N S ___
__
Ο ίδιος είχα συστήσει προηγουμένως να καλέσουμε γιατρό από το Λονδίνο. Η λύση αυτή είχε ήδη επιλεγεί. Ο γιατρός, αμέσως μετά την άφιξή του, επιβεβαίωσε την άποψή μου. Η κατάστα ση ήταν σοβαρή. Α λλά αρχίσαμε να ελπίζουμε για τη γοητευ τική ασθενή μας την πέμπτη μέρα από την εμφάνιση του τύ φου. Μόνο μια φορά απούσιασα από το Μ πλάκγουοτερ Παρκ εκείνο το διάστημα - όταν αναγκάστηκα να πάω στο Λονδίνο με το πρωινό τραίνο για να φροντίσω τις τελευταίες λεπτομέ ρειες για το σπίτι μου στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ, να βεβαιωθώ ότι η κυρία Κλέμενς δεν είχε μετακομίσει και να ρυθμίσω μία ή δύο εκκρεμότητες με το σύζυγο της μαντάμ Ρουμπέλ. Επέστρεψα το βράδυ. Πέντε μέρες αργότερα, ο γιατρός μάς ανακοίνωσε ότι η Μ άριαν είχε διαφύγει κάθε κίνδυνο, και δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο παρεκτός προσεκτική παρακολούθηση. Ή ταν η στιγμή που περίμενα. Τώρα που η ιατρική παρουσία δεν ήταν αναντικατάστατη, έκανα την πρώτη κίνηση στο παιχνίδι μου, στρεφόμενος εναντίον του γιατρού. Ή ταν ένας από τους πολ λούς μάρτυρες που ήταν επιβεβλημένο να απομακρυνθούν. Μια έντονη λογομαχία μεταξύ μας - ο Πέρσιβαλ, δασκαλεμένος προη γουμένως από μένα, αρνήθηκε να πα ρ έμ β ει- υπηρέτησε το στό χο μου. Επιτέθηκα εναντίον αυτού του άθλιου ανθρώπου με μια ασυγκράτητη χιονοστιβάδα προσβολών, και τον έδιωξα από το σπίτι. Οι υπηρέτες ήταν το επόμενο εμπόδιο από το οποίο έπρεπε να απαλλαγώ. Υπέδειξα στον Πέρσιβαλ -τ ο υ οποίου το ηθικό χρειαζόταν διαρκή τόνω ση- τι έπρεπε να κάνει, και η κυρία Μίκελσον έμεινε εμβρόντητη μια μέρα, ακούγοντας από τον κύ ριό της ότι θα απολυόταν όλο το προσωπικό. Α πομακρύναμε όλες τις υπηρέτριες και τους υπηρέτες, εκτός από μία, την οποία διατηρήσαμε για τις ανάγκες του σπιτιού, και στη βλακεία της οποίας μπορούσαμε να βασιστούμε ότι δεν θα έκανε κάποια ενοχλητική αποκάλυψη. Ό τα ν το υπηρετικό προσωπικό έφυ γε, το μόνο που απέμενε ήταν να απαλλαγούμε από την κυρία
800
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Μίκελσον - το καταφέραμε εύκολα, στέλνοντας την αξιαγάπητη αυτή κυρία να βρει κατοικία για την κυρία της σ ’ ένα πα ρ α θαλάσσιο μέρος. Οι συνθήκες ήταν τώρα όπως ακριβώς τις χρειαζόμασταν. Η λαίδη Γκλάιντ ήταν περιορισμένη στο δωμάτιό της, στα πρό θυρα νευρικής κατάρρευσης, και η ηλίθια υπηρέτρια -ξεχνώ το όνομά τ η ς - ήταν κλεισμένη εκεί, τη νύχτα, φροντίζοντας τη κυρία της. Η Μ άριαν, αν και ανάρρωνε ταχύτατα, παρέμενε ακόμη στο κρεβάτι της, με τη μαντάμ Ρουμπέλ νοσοκόμο. Κα νένα άλλο ζωντανό πλάσμα εκτός από τη γυναίκα μου, εμένα και τον Πέρσιβαλ δεν ήταν στο σπίτι. Με όλα τα δεδομένα πια προς όφελος μας, προχώρησα στη δεύτερη κίνηση που είχα σχε διάσει να κάνω. Ο στόχος τώρα ήταν να πείσω τη λαίδη Γκλάιντ να εγκαταλείψει το Μ πλάκγουοτερ, χωρίς να συνοδεύεται από την αδελ φή της. Αν δεν καταφέρναμε να την πείσουμε ότι η Μ άριαν είχε πά ει πρώτη στο Κάμπερλαντ. δεν υπήρχε πιθανότητα να φύγει, με τη θέλησή της. από το σπίτι. Για να προκαλέσουμε αυτό το αποτέλεσμα, κρύψαμε την ασθενή μας σε μία από τις ακατοίκητες κρεβατοκάμαρες του Μπλάκγουοτερ. Αργά τη νύ χτα, η μαντάμ Φόσκο, η μαντάμ Ρουμπέλ και εγώ - ο Πέρσιβαλ δεν ήταν αρκετά ψύχραιμος για να τον εμπιστευτούμεολοκληρώσαμε τη μετακίνηση αυτή. Η σκηνή ήταν γραφική, μυστηριώδης, δραματική στο έπακρο. Με βάση τις οδηγίες μου, το κρεβάτι είχε φτιαχτεί το πρωί πάνω σ’ ένα γερό ξύλινο πλαί σιο. Δεν είχαμε πα ρ ά να σηκώσουμε προσεκτικά το πλαίσιο αυ τό από τα δύο άκρα και να μεταφέρουμε την ασθενή μας εκεί που θέλαμε, χωρίς να της προκαλέσουμε την παραμικρή ανα στάτωση. Καμιά χημική βοήθεια δεν χρειάστηκε στην περίπτωση αυτή. Η Μ άριαν ήταν βυθισμένη στον βαθύ ύπνο της ανάρ ρωσης. Ανάψαμε τα κεριά και ανοίξαμε τις πόρτες εκ των προτέρων. Εγώ, λόγω της μεγάλης δύναμης που διαθέτω, σήκωσα το πάνω μέρος του πλαισίου - η γυναίκα μου και η μαντάμ
801
WI L KI E COL L I NS
Ρουμπέλ ανέλαβαν το κάτω. Σήκωσα το μερίδιο που μου ανα λογούσε από αυτό το ανεκτίμητα πολύτιμο φορτίο με αντρική τρυφερότητα, με πατρική φροντίδα. Πού είναι ο σύγχρονος Ρέμπραντ που δα μπορούσε να απεικονίσει τη μεταμεσονύκτια πομπή μας; Αλίμονο! Κανένας σύγχρονος Ρέμπραντ δεν υπάρ χει πουδενά. Το άλλο πρωί, η σύζυγός μου κι εγώ ξεκινήσαμε για το Λον δίνο - αφήνοντας τη Μ άριαν απομονωμένη στο ακατοίκητο τμή μα του σπιτιού, υπό τη φροντίδα της μαντάμ Ρουμπέλ, η οποία ευγενικά αποδέχτηκε να φυλακιστεί με την ασδενή της για δύο ή τρεις ημέρες. Πριν από την αναχώρησή μας, έδωσα στον Πέρσιβαλ το προσκλητήριο γράμμα του κυρίου Φέρλι προς την ανιψιά του -ό π ο υ τη συμβούλευε να κοιμηδεί στο ταξίδι της για το Κάμπερλαντ στο σπίτι της δείας τ η ς - και του συνέστησα να το δείξει στη λαίδη Γκλάιντ μόλις τον ειδοποιούσα. Επίσης, εξα σφάλισα α π ’ αυτόν τη διεύδυνση του ασύλου στο οποίο είχε εγκλειστεί η Ανν Κάδερικ και ένα γράμμα για τον ιδιοκτήτη, που του ανακοίνωνε την επιστροφή της ασδενούς του που εί χε διαφύγει για να συνεχίσει τη δεραπεία της. Είχα κανονίσει, κατά τη διάρκεια της τελευταίας μου επίσκε ψης στο Λονδίνο, να είναι έτοιμη η κατοικία μας. και δα πηγαί ναμε κατευδείαν εκεί μόλις δα φτάναμε με το πρωινό τραίνο. Εξαιτίας αυτού του προνοητικού μέτρου, ήμαστε σε δέση να κάνου με την ίδια μέρα και την τρίτη κίνηση στο παιχνίδι - να δέσου με υπό τον έλεγχό μας την Ανν Κάδερικ. Οι ημερομηνίες είναι σημαντικές εδώ. Συνδυάζω τα αντιφα τικά χαρακτηριστικά ενός αισδηματία και ενός επαγγελματία. Παίζω όλες τις ημερομηνίες στα δάχτυλά μου. Την Τετάρτη, 24 Ιουλίου 1850, έστειλα τη γυναίκα μου, με μια άμαξα, να απομακρύνει κατ’ αρχάς από το σπίτι της την κυρία Κλέμενς. Έ να ψεύτικο μήνυμα από τη λαίδη Γκλάιντ στο Λονδίνο ήταν αρκετό για να φέρει αυτό το αποτέλεσμα. Η κυ ρία Κλέμενς έφυγε με μια άμαξα, και έμεινε μέσα στην άμαξα,
8 02
_
_
____
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ Τ Α ^ Σ Π Ρ Α
ενώ η σύζυγός μου - μ ε το πρόσχημα ότι αγόραζε κάτι από ένα κατάστημα- την εγκατέλειπε και επέστρεφε για να υποδεχτεί την αναμενόμενη επισκέπτριά μας στο σπίτι μας, στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ. Είναι περιττό να αναφέρω ότι η επισκέπτριά είχε περι γράφει στους υπηρέτες ως «λαίδη Γκλάιντ». Στο μεταξύ, εγώ με μια άλλη άμαξα, και με ένα σημείωμα για την Ανν Κάδερικ που απλώς ανέφερε ότι η λαίδη Γκλάιντ σκό πευε να κρατήσει την κυρία Κλέμενς για να περάσει τη μέρα μαζί της και ότι έπρεπε να πάει να τις βρει και εκείνη -μ ε τη φροντίδα του «ευγενικού κυρίου» ο οποίος περίμενε έξω, και ο οποίος την είχε ήδη σώσει από τον κίνδυνο να την ανακαλύψει στο Χάμπσαϊρ ο σερ Π έρσιβαλ- ακολούδησα. Έστειλα το ση μείωμα με έναν πιτσιρικά από το δρόμο και περίμενα το απο τέλεσμα μία ή δύο πόρτες πιο κάτω. Τη στιγμή που η Ανν εμ φανίστηκε στην πόρτα και την έκλεισε πίσω της, ο «ευγενικός αυτός κύριος» είχε ήδη ανοιχτή την πόρτα της άμαξας - την τράβηξε μέσα, και η άμαξα απομακρύνθηκε γρήγορα. Στο δρόμο προς τη Φόρεστ Ρόουντ, η συνοδός μου δεν έδει ξε τον παραμικρό φόβο. Μπορώ να είμαι πολύ πατρικός -κ α νένας άλλος δεν μπορεί τόσο- όταν το θέλω· και ήμουν αφά νταστα πατρικός στην περίπτωση αυτή. Είχα κερδίσει για πολ λούς λόγους την εμπιστοσύνη της: Είχα φτιάξει το φάρμακο που της είχε κάνει καλό- την είχα προειδοποιήσει για τον κίν δυνο που διέτρεχε από τον σερ Πέρσιβαλ. Ίσως, όμως, να είχα υπερβολική εμπιστοσύνη σ ’ αυτούς τους τίτλους· ίσως να υπο τιμούσα την οξυδέρκεια των κατώτερων ενστίκτων των διανοη τικά αδύνατων ατόμω ν και είναι βέβαιο ότι παρέλειψα να την προετοιμάσω επαρκώς για μια απογοήτευση τη στιγμή που δα έμπαινε στο σπίτι μου. Ό τα ν την πήγα στο σαλόνι, όπου δεν εί δε παρά μόνο τη μαντάμ Φόσκο. η οποία της ήταν άγνωστη, έδει ξε τη μεγαλύτερη δυνατή ταραχή - αν είχε μυριστεί κίνδυνο στην ατμόσφαιρα, όπως ο σκύλος μυρίζεται την παρουσία κά ποιου αθέατου πλάσματος, ο πανικός της δεν δα μπορούσε να
8 03
WI LKI E C OL L I NS
είχε εκδηλωθεί εκρηκτικότερα, και περισσότερο αναίτια. Μ άταια υπήρξε κάδε παρέμβαση μου. Το φόβο από τον οποίο υπέφερε δα μπορούσα να τον γαληνέψω· αλλά δεν μπορούσα να βοηθή σω στη σοβαρή καρδιακή ασθένεια από την οποία έπασχε. Ο τρόμος μου ήταν απερίγραπτος όταν την είδα να κυριεύεται από σπασμούς - ένα σοκ το οποίο, στην κατάσταση που ήταν, θα μπορούσε να τη σωριάσει ανά πάσα στιγμή νεκρή, μπροστά μας. Ο πλησιέστερος γιατρός κλήθηκε αμέσως, και του γνωστο ποιήθηκε ότι η «λαίδη Γκλάιντ» χρειαζόταν άμεσα τις υπηρε σίες του. Προς απέραντη ανακούφισή μου, ήταν ένας ικανός άνθρωπος. Του παρουσίασα την επισκέπτριά μας ως άτομο δια νοητικά αδύναμο, που έπασχε από παραισθήσεις, και κανόνι σα ώστε να μην υπάρχει άλλη νοσοκόμος στο δωμάτιο, εκτός από τη γυναίκα μου. Η δυστυχισμένη γυναίκα ήταν, ωστόσο, πο λύ άρρωστη για να προκαλέσει οποιοδήποτε πρόβλημα με όσα θα μπορούσε να πει. Ο μοναδικός φόβος που με απασχολούσε τώρα ήταν ο φόβος μήπως πεθάνει η ψεύτικη λαίδη Γκλάιντ πριν φτάσει στο Λονδίνο η αληθινή λαίδη Γκλάιντ. Είχα γράψει το πρωί ένα σημείωμα στη μαντάμ Ρουμπέλ, λέγσντάς της να με συναντήσει, στο σπίτι του συζύγου της, το βρά δυ της Παρασκευής, 26 Ιουλίου· κι ένα άλλο σημείωμα στον Πέρσιβαλ, συνιστώντας του να δείξει στη γυναίκα του το γράμμα του θείου της, να τη διαβεβαιώσει ότι η Μάριαν είχε φύγει πριν α π ’ αυτήν και να τη στείλει στην πόλη, με το μεσημεριανό τραί νο, στις 26 του μηνός, επίσης. Από προνοητικότητα, είχα αισθανθεί την ανάγκη, στην κατάσταση που ήταν η υγεία της Ανν Κάθερικ, να προλάβω τα γεγονότα, και να έχω τη λαίδη Γκλάιντ στη διάθεσή μου νωρίτερα α π ’ όσο είχα αρχικά υπολογίσει. Ποιες νέες οδηγίες, στη φρικτή αβεβαιότητα που βρισκόμουν, μπορούσα να δώσω τώρα; Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε, πα ρά να εμπι στευτώ την τύχη και το γιατρό. Τα αισθήματά μου εκφράζονταν με αξιοθρήνητες αποστροφές - ευτυχώς, είχα αρκετή αυτοκυ ριαρχία να τις συνδυάζω, παρουσία άλλων, με το όνομα «λαίδη
8 04
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
Γκλάιντ». Α π ’ όλες τις άλλες απόψεις, ο Φόσκο, εκείνη την αξέ χαστη μέρα, ήταν ένας απόλυτα επισκιασμένος Φόσκο. Πέρασε μια άσχημη νύχτα - ξύπνησε εξαντλημένη, αλλά αρ γότερα, την ίδια μέρα, παρουσίασε εντυπωσιακή βελτίωση. Μ α ζί της βελτιώθηκε και η διάδεσή μου. Δεν δα μπορούσα να λά βω απαντήσεις από τον Πέρσιβαλ και τη μαντάμ Ρουμπέλ μέ χρι το πρωί της επόμενης μέρας - της 26ης Ιουλίου. Προβλέποντας ότι δα ακολουθούσαν τις οδηγίες μου -εκ τός από περί πτωση ατυχήματος, ήξερα ότι δα τις τηρούσαν με ευλάβεια-, πήγα να εξασφαλίσω μια άμαξα για να φέρει τη λαίδη Γκλάιντ από το σταθμό· κανόνισα να είναι στο σπίτι που μόνο για την περίσταση αυτή φρόντισα να είναι δικό μου στις 26 Ιουλίου, στις δύο το απόγευμα. Αφού είδα να καταχωρείται η παραγγελία στο βιβλίο, πήγα να κανονίσω τα πράγματα με τον μεσιέ Ρουμπέλ. Επίσης, εξασφάλισα τις υπηρεσίες δύο κυρίων οι οποίοι δα μπο ρούσαν να μου εξασφαλίσουν τα απαραίτητα πιστοποιητικά τρέλας. Τον έναν τον γνώριζα προσωπικά· ο άλλος ήταν γνω στός του μεσιέ Ρουμπέλ. Και οι δύο ήταν άνθρωποι που δεν εί χαν ηδικούς ενδοιασμούς· και οι δύο βρίσκονταν κάτω από προ σωρινές οικονομικές δυσκολίες· και οι δύο πίστευαν σε μένα. Ή ταν περασμένες πέντε το απόγευμα όταν επέστρεψ α α π ’ όλες αυτές τις δουλειές. Ό τα ν επέστρεψα, η Ανν Κάδερικ ήταν νεκρή! Νεκρή στις 25 Ιουλίου! Η λαίδη Γκλάιντ δεν δα έφ τα νε στο Λονδίνο πριν από τις 26 του μηνός! Τα είχα χαμένα. Το φαντάζεστε; Ο Φόσκο τα είχε χαμένα! Ή ταν πολύ αργά για παλινωδίες. Πριν από την επιστροφή μου, ο γιατρός είχε αναλάβει επίσημα να με απαλλάξει από κάδε πρόβλημα, καταγράφοντας την ημερομηνία που είχε επέλδει ο θάνατος, με το χέρι του. Το μεγαλοφυές σχέδιό μου, απρό σβλητο μέχρι σήμερα, είχε το αδύνατο σημείο του τώρα. Κα μιά προσπάθεια από μέρους μου δεν μπορούσε να μεταβάλει το μοιραίο γεγονός της 25ης Ιουλίου. Στράφηκα δαρραλέα στο μέλλον. Καθώς τα συμφέροντα του Πέρσιβαλ και τα δικά μου
80S
______
WI LKI E COL L I NS
_
εξακολουδούσαν να κινδυνεύουν, το μόνο που μου απέμενε ήταν να παίξω το παιχνίδι ως το τέλος. Ανέκτησα την αδιαπέραστη ψυχραιμία μου, και το έπαιξα. Το πρωί της 26ης Ιουλίου έφτασε στα χέρια μου το γράμμα του Πέρσιβαλ, που ανακοίνωνε την άφιξη της γυναίκας του με το μεσημεριανό τραίνο. Μου έγραψε επίσης η μαντάμ Ρουμπέλ, για να μου πει ότι δα την ακολουδούσε κι εκείνη το βράδυ. Έ φ υ γα με την άμαξα, αφήνοντας την ψεύτικη λαίδη Γκλάιντ νεκρή στο σπίτι, για να παραλάβω την αληδινή λαίδη Γκλάιντ, που δα έφτανε με το τραίνο στις τρεις. Κρυμμένα κάτω από το κάδισμα της άμαξας μετέφερα μαζί μου τα ρούχα που φορούσε η Ανν Κάδερικ όταν ήρδε στο σπίτι μου - που προορίζονταν να βοηδήσουν στην ανάσταση της γυναίκας που είχε πεδάνει μέ σω της γυναίκας που ήταν ζωντανή. Φοβερό μπλέξιμο! Το συ νιστώ στους ανερχόμενους συγγραφείς της Αγγλίας! Το προ σφέρω, ως τελείως πρωτότυπο, στους εξαντλημένους δεματο λογικά δραματουργούς της Γαλλίας! Η λαίδη Γκλάιντ ήταν στο σταδμό. Υπήρχε πολυκοσμία και σύγχυση, και περισσότερη καδυστέρηση α π ’ όση δα ήδελα -γ ια την περίπτωση που κάποιος από τους φ ίλους της συνέβαινε να βρίσκεται εκεί-, μέχρι να πάρουμε τις αποσκευές της. Τα πρώτα λόγια της ήταν λόγια ικεσίας· με παρακαλούσε να της πω τα νέα της αδελφής της. Σκαρφίστηκα τα πιο καδησυχα στικά νέα που μπορούσα, διαβεβαιώνοντάς την ότι επρόκειτο να δει την αδελφή της στο σπίτι μου. Το σπίτι μου -μ ό νο για την περίσταση αυτή, όπως έχω ήδη α ναφ έρ ει- ήταν στην π ε ριοχή της Λέστερ Σκουέρ, και ήταν υπό τον έλεγχο του μεσιέ Ρουμπέλ, ο οποίος μας υποδέχτηκε στο χωλ. Οδήγησα την επισκέπτριά μου πάνω, σ ’ ένα δωμάτιο στο π ί σω μέρος του σπιτιού. Οι δύο γιατροί ήταν εκεί και περίμεναν στο κάτω πάτωμα, για να δουν την ασδενή και να μου δώσουν τα πιστοποιητικά τους. Αφού ηρέμησα τη λαίδη Γκλάιντ με τις ανα γκαίες διαβεβαιώσεις σχετικά με την αδελφή της, της παρουσίασα,
80 6
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
χωριστά, τους φίλους μου. Τήρησαν τους τύπους βιαστικά, ευ γενικά και ευσυνείδητα. Ξαναμπήκα στο δωμάτιο, μόλις έφυ γαν, και αμέσως επέσπευσα τα γεγονότα κάνοντας στη λαίδη Γκλάιντ μια αναφορά, ανησυχητικού ύφους, σχετικά με την κα τάσταση της υγείας της μις Χάλκομπ. Τα αποτελέσματα ακολούδησαν όπως τα είχα προβλέψει. Η λαίδη Γκλάιντ τρόμαξε και χλώμιασε. Για δεύτερη φορά, και τελευταία, κάλεσα σε βοήδειά μου την Επιστήμη. Έ να ποτήρι νερό με λίγο φάρμακο κι ένα μπουκάλι με αρωματικά έλαια την απάλλαξαν από περαιτέρω ενοχλήσεις και αγωνίες. Πρόσδετα γιατροσόφια, αργότερα το βράδυ, της εξασφάλισαν την ανεκτί μητη ευλογία μιας καλής νυχτερινής ανάπαυσης. Η μαντάμ Ρουμπέλ ήρδε στην ώρα της για να φροντίσει για το ντύσιμο της λαίδης Γκλάιντ. Τα δικά της ρούχα είχαν αφαιρεδεί τη νύχτα, και στη δέση τους είχαν μπει το πρωί τα ρούχα της Ανν Κάδερικ, χάρη στη φροντίδα της μαντάμ Ρουμπέλ. Στη διάρκεια της ημέρας, διατήρησα την ασδενή μας σε κατάσταση προσωρινής καταστολής των αισδήσεων, μέχρι που η επιδέξια βοήδεια των φίλων μου γιατρών μού επέτρεψε να βάλω τα πράγματα στη δέ ση τους, μάλλον συντομότερα α π ’ όσο ήλπιξα. Εκείνο το βρά δυ -τ ο βράδυ της 27ης Ιουλίου- η μαντάμ Ρουμπέλ κι εγώ πή γαμε την «αναστημένη Ανν Κάδερικ» στο άσυλο. Έγινε δεκτή με έκπληξη - αλλά χωρίς υποψίες, χάρη στα πιστοποιητικά, την ομοιότητα, τα ρούχα και τη συγκεχυμένη διανοητική κατάστα σης της ασδενούς την ώρα εκείνη. Επέστρεψα αμέσως, να βοηδήσω τη μαντάμ Φόσκο στις προετοιμασίες για την ταφή της ψεύτικης «λαίδης Γκλάιντ», έχοντας στην κατοχή μου τα ρού χα και τις αποσκευές της αληδινής «λαίδης Γκλάιντ». Αργό τερα στάλδηκαν στο Κάμπερλαντ με το μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιήδηκε για την κηδεία. Παραβρέδηκα στην κηδεία με την αρμόξουσα αξιοπρέπεια· ντυμένος πένδιμα. Η διήγηση αυτών των εντυπωσιακών γεγονότων, γραμμένη κάτω
807
WI L KI E COL L I NS
από εξίσου εντυπωσιακές συνθήκες, κλείνει εδώ. Οι μικροπροφυλάξεις τις οποίες τήρησα στην επικοινωνία μου με το Λίμεριτζ Χάουξ είναι ήδη γνωστές - το ίδιο και η καταπληκτική επ ι τυχία του εγχειρήματος μου· το ίδιο και τα αποτελέσματα, από οικονομικής άποψης. Πρέπει να διαβεβαιώσω, με όλη τη δύναμη της πίστης μου, ότι το μοναδικό αδύνατο σημείο του σχεδίου μου δεν δα είχε αποκαλυφδεί ποτέ αν προηγουμένως δεν είχε αποκαλυφδεί το μοναδικό αδύνατο σημείο στην καρδιά μου. Μό νο ο μοιραίος δαυμασμός μου για τη Μ άριαν με απέτρεψε από το να παρέμβω όταν προκάλεσε την απόδραση της αδελφής της. Αποδέχτηκα τον κίνδυνο και βασίστηκα στην πεποίθηση ότι είχα πετύχει την απόλυτη καταστροφή της ταυτότητας της λαί δης Γκλάιντ. Αν η Μ άριαν ή ο κύριος Χάρτραϊτ επιχειρούσαν να αποδείξουν την ταυτότητα αυτή, δα κινδύνευαν να εκτεθούν δημόσια με την κατηγορία της απόπειρας απάτης· δα προκαλούσαν τη δυσπιστία, και, κατά συνέπεια, δα ήταν ανίσχυροι να δέσουν σε κίνδυνο τα συμφέροντά μου, ή το Μυστικό του Πέρσιβαλ. Διέπραξα ένα σ φάλμα εμπιστευόμενος μια τόσο εύδραυστη ισορροπία πιθανοτήτω ν διέπραξα άλλο ένα, αφού ο Πέρσιβαλ είχε πληρώσει το τίμημα της ξεροκεφαλιάς και τραχύτητάς του, εκχωρώντας στον κύριο Χάρτραϊτ μια δεύτερη ευ καιρία να μου ξεφύγει. Κοντολογίς, ο Φόσκο, σ’ αυτή τη σοβα ρή κρίση, δεν ήταν αυτός που έπρεπε. Αξιοθρήνητο και αχαρα κτήριστο λάθος! Βρείτε την αιτία στην καρδιά μου - στην εικό να της Μάριαν Χάλκομπ, βρείτε την πρώτη και τελευταία αδυ ναμία της ξωής του Φόσκο! Στην ώριμη ηλικία των εξήντα, κάνω αυτή την ανεπανάληπτη ομολογία. Νέοι, επικαλούμαι την κατανόησή σας. Νέες, διεκδικώ τα δάκρια σας. Μ ια λέξη ακόμη, και η προσοχή του αναγνώστη -επ ικεντρ ω μένη, με κομμένη την ανάσα, πάνω μ ο υ - δα αποδεσμευτεί. Η πνευματική διορατικότητα με πληροφορεί ότι στο σημείο
8 08
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
αυτό δα τεθούν τρία αναπόφευκτα ερωτήματα από άτομα με διερευνητική σκέψη. Θα τεδούν από μένα τον ίδιο, και δα α π α ντηθούν, επίσης, από μένα τον ίδιο. Ερώτηση πρώτη. Ποιο είναι το μυστικό της αδίστακτης αφο σίωσης της μαντάμ Φόσκο στην εκπλήρωση των τολμηρότε ρων επιθυμιών μου, στην προώθηση των απώτερων σχεδίων μου; Θα μπορούσα να απαντήσω εδώ, αναφερόμενος απλώς στο χα ρακτήρα μου, και ρωτώντας με τη σειρά μου: Πού και πότε, στην ιστορία του κόσμου, βρέθηκε ένας άντρας της τάξης μου χωρίς μια γυναίκα πίσω του, που να θυσιάζεται εθελοντικά στο βωμό της ζωής του; Αλλά θυμάμαι ότι γράφω στην Αγγλία· θυμάμαι ότι παντρεύτηκα στην Αγγλία, και ρωτώ, αν οι γαμή λιες υποχρεώσεις μιας γυναίκας σ ’ αυτή τη χώρα της αναγνω ρίζουν να έχει άποψη για τις αρχές του συζύγου της. Όχι! Της επιβάλλουν να τον αγαπά, να τον τιμά και να τον υπακούει ανεπιφύλακτα. Αυτό ακριβώς έκανε η σύζυγός μου. Και είμαι εδώ για να εκπληρώσω ένα ύψιστο ηθικό χρέος, και της ανα γνωρίζω την άψογη επιτέλεση των συζυγικών καθηκόντων της. Την εκτίμησή σας, Αγγλίδες σύζυγοι, για τη μαντάμ Φόσκο! Δεύτερη ερώτηση. Αν η Ανν Κάθερικ δεν είχε πεθάνει όταν πέθανε, τι θα είχα κάνει; Στην περίπτωση αυτή, θα είχα βοηθήσει τον εξαντλημένο οργανισμό να βρει την οριστική ανάπαυση. Θα είχα ανοίξει τις πόρτες της Φυλακής της Ζωής και θα είχα προ σφέρει στην κρατούμενη -α θ ερ ά π ευ τα πληγωμένη πνευματι κά και σωματικά- μία ευτυχισμένη απελευθέρωση. Τρίτη ερώτηση. Επανεξετάζοντας ήρεμα όλα όσα συνέβησαν, είναι η συμπεριφορά άξια της όποιας σοβαρής κατηγορίας; Κα τηγορηματικά, όχι! Δεν απέφυγα προσεκτικά να εκτεθώ στην κα τακραυγή της διάπραξης ενός περιττού εγκλήματος; Με τις τε ράστιες γνώσεις μου στη χημεία, θα μπορούσα να είχα αφαιρέσει τη ζωή της λαίδης Γκλάιντ. Με τεράστια προσωπική θυσία, ακολούθησα τις επιταγές της εφευρετικότητάς μου, του ανθρω πισμού μου, της σύνεσής μου, και προτίμησα να της αφαιρέσω
809
WI LKI E COL L I NS
την ταυτότητα. Κρίνετε με από τα όσα δα μπορούσα να έχω κά νει. Πόσο συγκριτικά αδώος, πόσο έμμεσα ενάρετος φαίνομαι από τα όσα πραγματικά έκανα! Δήλωσα στην αρχή ότι η αφήγηση αυτή δα ήταν ένα εντυ πωσιακό κείμενο. Έχει ανταποκριδεί απόλυτα στις προσδοκίες μου. Δεχτείτε τις καυτές αυτές γραμμές - την ύστατη κληρο νομιά μου στη χώρα που εγκαταλείπω για πάντα. Είναι αντά ξιες των περιστάσεων, και αντάξιές μου! ΦΟΣΚΟ
Η Ιστορία ολοκληρώνεται από τον Γονόλτερ Χάρτραιτ I Ό ταν τελείωσα και την τελευταία σελίδα του χειρογράφου του κόμη το ημίωρο που είχα δεσμευτεί να παραμείνω στο σπίτι της Φόρεστ Ρόουντ είχε εκπνεύσει. Ο μεσιέ Ρουμπέλ κοίταξε το ρολόι του και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Σηκώδηκα αμέσως και τον άφησα μόνο στο άδειο σπίτι. Δεν τον ξαναείδα· δεν ξανάκουσα γι’ αυτόν, ή τη γυναίκα του. Μ έσα από τα σκοτεινά δρομάκια της ανεντιμότητας και της απάτη ς εί χαν εισβάλει στο δρόμο μας - στα ίδια δρομάκια ξανασύρδηκαν και χάδηκαν. Έ να τέταρτο μετά τη φ υγή μου από τη Φόρεστ Ρόουντ ήμουν και πάλι στο σπίτι. Ελάχιστα, όμως, λόγια περιορίστηκα να πω στη Δώρα και τη Μάριαν για τον ακριβή τρόπο με τον οποίο είχε τελειώσει το π α ράτολμο εγχείρημά μου. Αφησα για αργότερα την περιγραφή
8 10
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
των λεπτομερειών και έσπευσα στο Σαιντ Τζων’ς Γουντ, για να δω τον άνθρωπο από τον οποίο είχε εξασφαλίσει ο κόμης Φόσκο την άμαξα όταν πήγα να συναντήσει τη Δώρα στο σταδμό. Η διεύθυνση που είχα στα χέρια μου με οδήγησε σε ένα στά βλο που παρουσίαζε ιδιαίτερη κίνηση, σε απόσταση τριακοσίων περίπου μέτρων από τη Φόρεστ Ρόουντ. Ο ιδιοκτήτης του αποδείχτηκε ότι ήταν πολιτισμένος και α ξιοπρεπής άνθρωπος. Ό ταν του εξήγησα ότι ένα σημαντικό οικογενειακό θέμα με υπο χρέωνε να του ζητήσω να καταφύγει στα αρχεία του για να εξα κριβωθεί μία ημερομηνία η οποία μόνο έτσι θα μπορούσε να εντοπιστεί, δεν αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημά μου. Το βιβλίο προσκομίστηκε, και εκεί, κάτω από την ημερομηνία 26 Ιουλίου 1850, ήταν καταχωρημένη η παραγγελία με τις λέξεις: «Κλειστή άμαξα στον κόμη Φόσκο, Φόρεστ Ρόουντ 5. Δύο η ώρα (Τζων Ό ουεν)». Ανακάλυψα, ρωτώντας, ότι το όνομα Τζων Ό ουεν που υ πήρ χε στην καταχώριση ήταν του ανθρώπου που είχε αναλάβει να οδηγήσει την άμαξα. Εργαζόταν εκεί κοντά εκείνη την ώρα και ειδοποιήθηκε να έλθει να με δει, μετά από αίτημά μου. «Θυμάσαι να πήρες έναν κύριο, τον περασμένο Ιούλιο, από τη Φόρεστ Ρόουντ 5, και να τον πήγες στο σταθμό του Γουότερλου Μ πριτζ;» ρώτησα. «Δεν μπορώ να πω πω ς θυμάμαι, κύριε», είπε ο άντρας. «Μ ήπω ς θυμάσαι τον κύριο που παρέλαβες; Θυμάσαι ότι παρέλαβες το περασμένο καλοκαίρι έναν ψηλό και εντυπω σιακά παχύ ά ν τρ α ;» Το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Τον θυμάμαι, κύριε! Ή ταν ο πιο χοντρός άνθρωπος που έχω δει στη ζωή μου - ο πιο βαρύς πελάτης που έχω μεταφέρει. Ναι, ναι! Τώρα τον θυμάμαι, κύ ριε. Πήγαμε στο σταθμό· τον παρέλαβα, όπως λέτε, από τη Φόρεστ Ρόουντ. Υπήρχε ένας παπαγάλος, ή κάτι τέτοιο, που στρίγκλιζε στο παράθυρο. Ο κύριος βιαζόταν να παραλάβου με τις αποσκευές της κυρίας, και μου έδωσε ένα καλό δώρο
WI LKI E COL L I NS
επειδή κατάφερα να ξεμπερδέψουμε σχετικά γρήγορα». Αυτός είχε πάρει τις αποσκευές! Θυμήθηκα αμέσως ότι η περιγραφή της ίδιας της Λώρα για την άφιξή της στο Λονδίνο ανέφερε ότι είχε παραλάβει τις αποσκευές της κάποιος άνθρωπος τον οποίο είχε φέρει στο σταθμό ο κόμης Φόσκο. Αυτόν τον άνθρωπο είχα μπροστά μου. «Ε ίδες την κυρία;» ρώτησα. «Πώς ήταν; Νέα ή γριά;» «Έ τσι που βιαζόμασταν, και με την πολυκοσμία που υπήρ χε, δεν θυμάμαι πώ ς ήταν η κυρία. Το μόνο που μπορώ να θυ μηθώ γι’ αυτήν είναι το όνομά της». «Θ υμάσαι το όνομά τ η ς ;» «Ν αι. κύριε. Λεγόταν λαίδη Γκλάιντ». «Πώς γίνεται να το θυμάσαι όταν έχεις ξεχάσει πώς έμοιαζε;» Ο άντρας χαμογέλασε κάπως αμήχανα. «Για να είμαι ειλικρινής, κύριε», είπε, «ήμουν σχετικά νιόπαντρος τότε, και το όνομα της γυναίκας μου, πριν πάρει το δικό μου, ήταν ίδιο με της κυρίας - εννοώ το όνομα Γκλάιντ, κύριε. Η κυ ρία το ανέφερε μόνη της. «Υπάρχει το όνομά σας στις αποσκευές σας, κυρία;» της λέω. «Ν α ι», λέει- «το όνομά μου είναι στις αποσκευές μου - λαίδη Γκλάιντ». «Κοίτα σύμπτωση!» σκέφτομαι. «Π άντα είχα αδυναμία στα ονόματα των ευγενών, αλλά τέτοια σύμπτωση δεν την περίμενα». Δεν μπορώ να πω πότε έγιναν όλα αυτά, κύριε - μπορεί να ήταν πριν από ένα χρόνο· μπορεί και όχι. Αλλά μπορώ να ορκιστώ για τον παχύ κύριο, και να ορ κιστώ και για το όνομα της κυρίας». Δεν χρειαζόταν να θυμηθεί κάτι άλλο· η ώρα και η ημερομη νία ήταν προσδιορισμένη με σαφήνεια από το βιβλίο παραγγε λιών του εργοδότη του. Αισθάνθηκα αμέσως ότι είχα πια στη διάθεσή μου τα μέσα για να καταρρίψω όλη τη συνωμοσία χτυ πώντας τη με το ακατανίκητο όπλο των αδιάψευστων γεγονό των. Χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, πήρα κάπως παράμερα τον ιδιοκτήτη των στάβλων και του εξήγησα την πραγματική σημα σία του βιβλίου παραγγελιών του και τη βεβαίωση του αμαξά
S 12
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
του. Εύκολα κανονίσαμε το δέμα της αποζημίωσης του για την προσωρινή στέρηση των υπηρεσιών του υπαλλήλου του, και ένα αντίγραφο της εγγραφής στο βιβλίο του ετοιμάστηκε από εμέ να και επικυρώθηκε ως γνήσιο με την υπογραφή του ιδίου. 'Εφυ γα από το στάβλο έχοντας κανονίσει ότι ο Τζων Ό ουεν 9α ήταν στη διάθεσή μου τις επόμενες τρεις μέρες - ή και για περισ σότερο, αν χρειαζόταν. Τώρα είχα στη διάθεσή μου όλα τα χαρτιά που ήθελα, μια και το αντίγραφο του πιστοποιητικού θανάτου και το χρονολογη μένο γράμμα του σερ Πέρσιβαλ προς τον κόμη βρίσκονταν ήδη στην τσέπη μου. Με την έγγραφη αυτή απόδειξη και με τις απαντήσεις του αμα ξά νωπές στη μνήμη μου. πήρα το δρόμο, για πρώτη φορά από την έναρξη των ερευνών μου, για το γραφείο του κυρίου Κιρλ. Έ νας από τους στόχους μου, στη δεύτερη αυτή επίσκεψή μου. ήταν να του πω τι είχα κάνει. Ο άλλος ήταν να τον ενημερώσω για την απόφασή μου να πάω τη σύζυγό μου, το άλλο πρωί, στο Λίμεριτζ και να φροντίσω να αναγνωριστεί α π ’ όλους, και να γί νει δεκτή στο σπίτι του θείου της. Άφησα στον κύριο Κιρλ να αποφασίσει -υ π ό τις συγκεκριμένες συνθήκες, και δεδομένης της απουσίας του κυρίου Γκίλμορ, αν έπρεπε ή όχι, ως δικηγό ρος της οικογένειας- να είναι παρών στο γεγονός αυτό. Δεν θα μιλήσω για την έκπληξη του κυρίου Κιρλ ή για τα λό για με τα οποία εξέφρασε τη γνώμη του για τη συμπεριφορά μου από την πρώτη φάση της έρευνας ως την τελευταία. Το μόνο που χρειάζεται είναι να αναφέρω ότι αμέσως αποφάσισε να μας συνοδεύσει στο Κάμπερλαντ. Ξεκινήσαμε το άλλο πρωί, με το πρώτο τραίνο. Η Δώρα, η Μ άριαν, ο κύριος Κιρλ κι εγώ ταξιδεύαμε μαζί σ’ ένα βαγόνι ο κύριος Ό ουεν και ένας υπάλληλος του γραφείου του κυρίου Κιρλ είχαν θέσεις σ’ ένα άλλο. Φτάνοντας στο Λίμεριτζ. πήγα με πρώτα στο Τοντ’ς Κόρνερ. Είχα αποφασίσει ότι η Δώρα δεν έπρεπε να μπει στο σπίτι του θείου της πα ρά μόνο εφόσον θα
SI 3
WI L KI E COL L I NS
είχε αναγνωριστεί από τον ίδιο δημοσίως ως ανιψιό του. Αφησα τη Μ αρίαν να ρυδμίσει το δέμα του καταλύματος με την κυ ρία Τοντ, κι εγώ κανόνισα με τον άντρα της να φιλοξενηδεί ο κύριος Ό ουεν από το προσωπικό της αγροικίας. Μ ετά από τα προκαταρκτικά αυτά, ο κύριος Κιρλ κι εγώ ξεκινήσαμε για το Λίμεριτζ Χάουζ. Δεν μπορώ να γράψω διά μακρών για τη συζήτησή μας με τον κύριο Φέρλι, γιατί δεν μπορώ να την ξαναφέρω στο μυα λό μου χωρίς συναισδήματα εκνευρισμού και περιφρόνησης, τα οποία κάνουν ακόμη και την ανάμνηση της σκηνής εκείνης τελείως απωδητική. Προτιμώ να αναφέρω απλώς ότι ο κύριος Φέρλι επιχείρησε να μας αντιμετωπίσει με το συνηδισμένο του τρόπο. Προσπεράσαμε αδιάφορα το υποτονικό δρόσος του στην αρχή της συζήτησής μας. Ακούσαμε αδιάφορα τις διαμαρτυρίες με τις οποίες προσπάδησε στη συνέχεια να μας πείσει ότι η απο κάλυψη της συνωμοσίας τον είχε συγκλονίσει. Έ φτασε να κλα ψουρίζει σαν κακομαδημένο παιδί. «Π ώ ς μπορούσε να ξέρει ότι η ανιψιά του ήταν ζωντανή, από τη στιγμή που του είχαν πει ότι είχε πεδάνει; Θα καλωσόριζε την αγαπημένη του Λώρα, με μεγάλη του χαρά, φτάνει να του δίναμε το χρόνο να συνέλδει. Μ ας έδινε την εντύπωση ότι ήδελε να φτάσει στον τά φο μια ώρα αρχύτερα; 'Οχι. Τότε, δεν έπρεπε να τον πιέζουμε». Επαναλάμβανε τις αντιρρήσεις αυτές κάδε φορά που έβρισκε την ευκαιρία, μέχρι που του έκοψα τη φόρα, αναγκάζοντάς τον να αποφασίσει ανάμεσα σε δύο εναλλακτικές προτάσεις. Του έδωσα τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα στην αποκατάσταση της ανιψιός του με τους όρους μου, ή να αντιμετωπίσει τις σ υ νέπειες μιας δημόσιας αναγνώρισης της ταυτότητάς της σε δι καστήριο. Ο κύριος Κιρλ, στον οποίο στράφηκε για βοήδεια, του είπε καδαρά ότι έπρεπε να αποφασίσει για το δέμα εκεί νη τη στιγμή. Επιλέγοντας την πρόταση που υποσχόταν ότι δα τον απάλλασσε το συντομότερο δυνατόν από κάδε προσωπι κό άγχος, ανακοίνωσε, με ένα ξαφνικό ξέσπασμα, ότι δεν ήταν
81
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
αρκετά δυνατός για να αντέξει περισσότερες πιέσεις, και ότι μπορούσαμε να κάνουμε ό.τι δέλαμε. Ο κύριος Κιρλ κι εγώ κατεβήκαμε αμέσως στο ισόγειο και συμ φωνήσαμε σε ένα είδος επιστολής την οποία δα στέλναμε σε όλους όσοι είχαν παραστεί στην ψεύτικη κηδεία, καλώντας τους, στο όνομα του κυρίου Φέρλι, να συγκεντρωδούν στο Λίμεριτζ Χάουζ την επόμενη μέρα. Μ ια παραγγελία, με την ίδια ημερο μηνία, γράφτηκε επίσης, ζητώντας από μία αγαλματοποιΐα στο Καρλάιλ να στείλει κάποιον στο νεκροταφείο του Λίμεριτζ, για να διαγράψει μια επιγραφή - ο κύριος Κιρλ, που είχε κανονίσει να κοιμηδεί στο σπίτι, ανέλαβε να διαβάσει τα γράμματα αυτά στον κύριο Φέρλι και να τον βάλει να τα υπογράψει. Αφιέρωσα τη μέρα μου στη συγγραφή μιας απλής διήγησης της συνωμοσίας και πρόσδεσα στη διήγηση τα γεγονότα τα οποία κατέρριπταν τη διαβεβαίωση για το δάνατο της Δώρα. Την υ πέ βαλα στον κύριο Κιρλ. πριν τη διαβάσω την επόμενη μέρα στους συγκεντρωμένους. Επίσης, κανονίσαμε τη μορφή με την οποία δα παρουσιάζονταν τα αποδεικτικά στοιχεία μετά την ανάγνωση του κειμένου. Μ ετά τη ρύδμιση των δεμάτων αυτών, ο κύριος Κιρλ προσπάδησε να στρέψει τη συζήτηση στις υποδέσεις της Λώρα. Μη γνωρίζοντας -κ α ι μη δέλοντας να γνωρίζω- τίποτε για τις υποδέσεις αυτές, και αμφιβάλλοντας αν δα ενέκρινε, ως επαγγελματίας, τη συμπεριφορά μου σε σχέση με τα συμ φέροντα της γυναίκας μου στην κληρονομιά που είχε περάσει στη μαντάμ Φόσκο, παρακάλεσα τον κύριο Κιρλ να με συγ χωρήσει, αλλά δεν δα μετείχα στη συζήτηση του δέματος. Ή ταν ταυτισμένο, όπω ς με ειλικρίνεια του είπα, με τις δλίψεις και τα βάσανα του παρελδόντος. τα οποία δεν δέλαμε να συ ζητάμε μεταξύ μας, και τα οποία ενστικτωδώς αποφεύγαμε να συζητάμε με άλλους. Η τελευταία μου δουλειά, καδώς πλησίαζε η νύχτα, ήταν να αποκτήσω την «Αφήγηση της Ταφ όπλακας», εξασφαλίζοντας ένα αντίγραφο της από φτηνό υπολογισμό λανδασμένης εγγραφής
8I 5
WI LKI E COL L I NS
που μπήκε πάνω στον τάφο, πριν αυτή διαγράφει. Η μέρα ήλδε! Η μέρα που η Λώρα ξαναμπήκε στη γνώριμη πρωινή τραπεζαρία του Λίμεριτζ Χάουζ. Ό λοι οι συγκεντρω μένοι σηκώδηκαν από τις καρέκλες τους, καδώς η Μ άριαν και κι εγώ την οδηγούσαμε μέσα. Έ να αισδητό ξάφνιασμα, ένα ευ διάκριτο μουρμουρητό εντυπωσιασμού κυριάρχησε στο δωμάτιο στη δέα του προσώπου της. Ο κύριος Φέρλι ήταν παρώ ν -εξα ιτίας του όρου που είχα δέσ ει- με τον κύριο Κιρλ δίπλα του. Ο καμαριέρης του στεκόταν πίσω του, με ένα μπουκαλάκι με αρωματικά έλαια έτοιμο στο χέρι του, κι ένα λευκό μαντίλι, μουσκεμένο σε κολώνια στο άλλο. Ανοιξα τη διαδικασία ζητώντας από τον κύριο Φέρλι να πει ενώπιον όλων αν εμφανιζόμουν εκεί με την άδειά του και την εκφρασμένη ευλογία του. Απλωσε τα μπράτσα του, δεξιά κι αριστερά, στον κύριο Κιρλ και τον καμαριέρη του, που τον 6 οήδησαν να σταδεί στα πόδια του και μετά είπε: «Ε πιτρέψ τε μου να παρουσιάσω τον κύριο Χάρτραϊτ. Είμαι άρρωστος, όπως πά ντα* και έχει την καλοσύνη να μιλήσει για λογαριασμό μου. Το δέμα είναι εξαιρετικά στενάχωρο. Ακούστε τον, παρακαλώ* και μην κάνετε δόρυβο!» Μ ε αυτά τα λόγια, ξανακάδισε αργά στην καρέκλα του και κατέφυγε στο αρωματισμένο μαντίλι του. Η αποκάλυψη της συνωμοσίας ακολούδησε, αφού προηγου μένως έκανα μια εισαγωγή με λίγες και σαφείς λέξεις. Ή μουν εκεί, πληροφόρησα τους ακροατές μου, για να δηλώσω, πρώ τον, ότι η σύζυγός μου, που καδόταν δίπλα μου, ήταν η κόρη του αείμνηστου Φίλιπ Φέρλι* δεύτερον, να αποδείξω με συ γκεκριμένα γεγονότα, ότι η κηδεία στην οποία είχαν παραστεί στο νεκροταφείο του Λίμεριτζ ήταν η κηδεία μιας άλλης γυ ναίκας* τρίτον, να τους περιγράφω με λίγα λόγια πώς είχαν γί νει όλα αυτά. Χωρίς άλλους προλόγους, διάβασα αμέσως την αφήγηση της συνωμοσίας, περιγράφοντάς τη με αδρές γραμ μές, και σταματώντας μόνο στο οικονομικό κίνητρό της, έτσι ώστε
8 16
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
να αποφύγω να συνδέσω τη δήλωσή μου με περιττές αναφορές στο Μυστικό του σερ Πέρσιβαλ. Ό τα ν τελείωσα, υπενθύμισα στο ακροατήριό μου την ημερομηνία της επιγραφής πάνω στον τάφο -25η Ιουλίου- και επιβεβαίωσα την ορθότητά της π α ρουσιάζοντας το πιστοποιητικό θανάτου. Μετά, τους διάβασα το γράμμα του σερ Πέρσιβαλ της 25ης Ιουλίου, που ανακοί νωνε την πρόθεση της γυναίκας του να ταξιδέψει από το Χάμπσαϊρ στο Λονδίνο την 26η Ιουλίου. Μ ετά τους έδειξα ότι εί χε κάνει το ταξίδι αυτό, χρησιμοποιώντας την προσωπική μαρ τυρία του αμαξά· και απέδειξα ότι το είχε κάνει τη συγκεκρι μένη μέρα, σύμφωνα με το βιβλίο των στάβλων. Η Μάριαν πρό σδεσε μετά τη δική της μαρτυρία για τη συνάντησή της με τη Δώρα στο ψυχιατρείο και για την απόδραση της αδελφής της. Και έκλεισα τη διαδικασία αυτή ενημερώνοντας τους συγκε ντρωμένους για το θάνατο του σερ Πέρσιβαλ, και το γάμο μου. Ο κύριος Κιρλ σηκώθηκε, όταν επέστρεψα στην καρέκλα μου, και δήλωσε, ως νομικός σύμβουλος της οικογένειας, ότι οι ισχυ ρισμοί μου αποδείχτηκαν με τα εγκυρότερα αποδεικτικά στοι χεία που είχε ακούσει στη ζωή του. Καθώς πρόφερε αυτές τις λέξεις, πέρασα το μπράτσο μου γύρω από τη μέση της Δώρα και τη βοήθησα να σηκωθεί, έτσι ώστε να τη βλέπουν όλοι μέ σα στο δωμάτιο. «Συμφωνείτε όλοι;» ρώτησα, κάνοντας μερικά βήματα προς το μέρος τους και δείχνοντας τη γυναίκα μου. Το αποτέλεσμα της ερώτησης ήταν εντυπωσιακό. Από το βά θος τής αίθουσας, ένας από τους γεροντότερους νοικάρηδες του κτήματος πετάχτηκε όρθιος και ακολούθησαν αμέσως και οι υπό λοιποι. Είναι σαν να τον βλέπω τώρα, με το έντιμο μελαχρινό πρόσωπο και τα γκρίζα μαλλιά του, ανεβασμένο στο πρεβάζι του παραθύρου να κουνάει το βαρύ καμτσίκι του πάνω από το κεφάλι του και να κατευθύνει τις επευφημίες. «Εδώ είναι, ζω ντανή και υγιής - ο Θεός να την έχει καλά! Χειροκροτήστε τη, παιδιά! Χειροκροτήστε τη!» Η κραυγή που ακολούθησε, και που ακούστηκε ξανά και ξανά, ήταν η γλυκύτερη μουσική που
SI7
WI LKI E C O L L I N S
__
είχα ακούσει ποτέ. Οι εργάτες από το χωριό και τα παιδιά από το σχολείο που είχαν συγκεντρωδεί στον κήπο, άρχισαν όλοι να ζητωκραυγάζουν. Οι γυναίκες των αγροτών μαζεύτηκαν γύρω από τη Δώρα και σπρώχνονταν ποια δα της σφίξει πρώτη το χέρι και δα την παρακαλέσει, με δάκρια στα μάτια, να αντέξει όλη αυτή τη δοκιμασία και να μην κλάψει. Τα είχε τόσο πολύ χα μένα, ώστε αναγκάστηκα να την απομακρύνω από κοντά τους και να την οδηγήσω στην πόρτα. Εκεί την εμπιστεύτηκα στη φροντίδα της Μ άριαν - δεν μας είχε απογοητεύσει ποτέ ως τό τε η ψυχραιμία της· δεν μας απογοήτευσε ούτε εκείνη τη στιγ μή. Έχοντας μείνει μόνος στην πόρτα, κάλεσα όλους τους παρόντες, αφού πρώτα τους ευχαρίστησα και εξ ονόματος της Δώ ρα, να με ακολουδήσουν στο νεκροταφείο για να δουν την ψεύ τικη επιγραφή να διαγράφεται από την ταφόπλακα μπροστά στα μάτια τους. Έφυγαν όλοι από το σπίτι και προστέδηκαν στο πλήδος των χωρικών που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από τον τάφο, όπου μας περίμενε ο άνδρωπος από την αγαλματοποιία. Μ έσα σε μια νε κρική σιγή, ακούστηκε το πρώτο δυνατό χτύπημα από το καλέ μι πάνω στο μάρμαρο. Φωνή δεν ακούστηκε· ψυχή δεν κινήδηκε, μέχρι που εκείνες οι τρεις λέξεις -Δ ώ ρα , λαίδη Γκλάιντ- σβήστηκαν. Ύστερα, μια απέραντη ανακούφιση απλώδηκε στο πλή δος, σαν να είχαν αισδανδεί ότι η Δώρα είχε απαλλαγεί από τα τελευταία βάρη της συνωμοσίας, και οι συγκεντρωμένοι απο χώρησαν αργά. Αργά τη νύχτα ήταν που σβήστηκε τελείως η επι γραφή. Οι λέξεις που σκαλίστηκαν αργότερα στη δέση της ήταν: «Α νν Κάδερικ, 25 Ιουλίου 1850». Επέστρεψα στο Λίμεριτζ Χάουζ αρκετά νωρίς, για να αποχαιρετήσω τον κύριο Κιρλ. Αυτός, ο υπάλληλός του και ο αμα ξάς γύρισαν στο Λονδίνο με το νυχτερινό τραίνο. Φεύγοντας, μου παραδόδηκε ένα προσβλητικό σημείωμα από τον κύριο Φέρλι, ο οποίος είχε αποσυρδεί όντας σε κακή κατάσταση, όταν τα πρώτα χειροκροτήματα συνοδέυσαν την ομιλία μου. Το μήνυμα
8 18
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ Α Σ ΠΡ Α
μας διαβίβαζε «τα δερμά συγχαρητήρια του κυρίου Φέρλι» και ζητούσε να μάδει αν «σκεφτόμασταν να εγκατασταδούμε στο σπίτι». Του απάντησα ότι ο μόνος σκοπός για τον οποίο είχα με περάσει το κατώφλι του είχε επιτευχθεί- ότι δεν σκόπευα να εγκατασταθώ σε κανένα άλλο σπίτι εκτός από το δικό μου, και ότι ο κύριος Φέρλι δεν έπρεπε να έχει τον παραμικρό φό βο μήπως και μας ξαναδεί ή μάθει νέα μας. Γυρίσαμε στους φί λους μας στην αγροικία για να περάσουμε τη νύχτα. Το άλλο πρωί -συνοδευόμενοι στο σταθμό, με τον ειλικρινέστερο εν θουσιασμό και με καλή διάθεση, α π ’ όλο το χωριό και α π ’ όλους τους αγρότες της περιοχής- επιστρέψαμε στο Λονδίνο. Καθώς οι λόφοι του Κάμπερλαντ χάνονταν στο βάθος του ορί ζοντα, σκέφτηκα τις πρώτες αποκαρδιωτικές συνθήκες υπό τις οποίες είχε ξεκινήσει ο μακρύς αγώνας που τώρα είχε τελειώ σει, και που ανήκε στο παρελθόν. Ή ταν παράξενο που κοίτα ζα τώρα πίσω και έβλεπα ότι η φτώχεια, που μας είχε στερή σει κάθε ελπίδα βοήθειας, είχε αποτελέσει την έμμεση αιτία της επιτυχίας μας, υποχρεώνοντάς με να κινηθώ μόνος μου. Αν ήμαστε αρκετά πλούσιοι για να βρούμε νομική βοήθεια, ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα; Το όφελος - ο ίδιος ο κύριος Κιρλ το έθεσ ε- θα ήταν περισσότερο από αμφίβολο- η ζημιά -κρίνοντας από τα γεγονότα, όπως αυτά είχαν διαδραματιστεί- θα ήταν βέ βαιη. Ο νόμος δεν θα μου είχε εξασφαλίσει ποτέ τη συζήτηση με την κυρία Κάθερικ- ο νόμος δεν θα είχε καταστήσει τον Πέσκα μέρος του σχεδίου μου, τον άνθρωπο που με βοήθησε να αποσπάσω την ομολογία από τον κόμη.
II Ά λλα δύο γεγονότα μένει να προστεθούν στην αλυσίδα, πριν η ιστορία ολοκληρωθεί και φτάσει στο τέλος της.
s 19
WI L KI E C O L U N S
_________
____
Ενώ η νέα αίσδηση της απελευθέρωσης μας από τη μακρά καταπίεση του παρελθόντος μάς φαινόταν ακόμη παράξενη, κλήθηκα από το φίλο μου που μου είχε δώσει την πρώτη δου λειά στη ζωγραφική, για να μου προσφέρει μία ακόμη απόδει ξη του ενδιαφέροντος του για την καλοπέρασή μου. Του είχε ανατεθεί από τους εργοδότες του να πάει στο Παρίσι και να εξετάσει για λογαριασμό τους μία γαλλική εφεύρεση στην πρ α κτική εφαρμογή της τέχνης του, τα πλεονεκτήματα της οποίας ήθελαν να διαπιστώσουν. Οι υποχρεώσεις του δεν του άφηναν ελεύθερο χρόνο για να αναλάβει τη δουλειά, και είχε εισηγηθεί ευγενέστατα να ανατεθεί σε μένα. Δεν θα μπορούσα να έχω την παραμικρή επιφύλαξη να αποδεχθώ, με ευγνωμοσύνη, την προσφορά, γιατί, αν διεκπεραίωνα σωστά την αποστολή μου -όπω ς ήλπιζα ότι θα έκα να- το αποτέλεσμα θα ήταν μία μόνιμη απ α σχόληση στην εικονογραφημένη εφημερίδα, με την οποία σπο ραδικά μόνο συνεργαζόμουν. Έ λαβα τις οδηγίες μου και ετοιμάστηκα να ξεκινήσω την επό μενη μέρα. Αφήνοντας και πάλι τη Δώρα -κάτω από τόσο δια φορετικές συνθήκες τώ ρα!- στη φροντίδα της αδελφής της, μια σοβαρή σκέψη πέρασε από το μυαλό μου, που αφορούσε το μέλ λον της Μάριαν, και την συζήτησα μαζί της. Είχαμε το δικαίω μα να επιτρέπουμε στην εγωιστική αγάπη μας να αποδέχεται την ολόψυχη αφοσίωση αυτής της γενναιόδωρης ζωής; Δεν ήταν καθήκον μας. ή καλύτερα έκφραση της ευγνωμοσύνης μας, να ξεχάσουμε τους εαυτούς μας και να σκεφτούμε μόνον εκείνη; Αυ τό προσπάθησα να της πω, όταν μείναμε για μια στιγμή μόνοι, πριν φύγω. Έ πιασε το χέρι μου και με διέκοψε πριν συνεχίσω. «Μ ετά τα όσα έχουμε υποφέρει μαζί οι τρεις μας», είπε, «δεν γίνεται να χωρίσουμε - μέχρι να έλθει ο οριστικός χωρισμός. Η καρδιά μου και η ευτυχία μου. Γουόλτερ, είναι κοντά στη Λώρα και σε σένα. Περιμένετε μέχρι να ακουστούν παιδικές φωνές στο σπίτι. Θα μάθω στα πα ιδιά σας να μιλάνε, και οι πρώ τες λέξεις που θα πουν στον πα τέρ α τους και στη μητέρα
820
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣ ΠΡ Α
τους 9α είναι: “Δεν μπορούμε να στερηθούμε τη θεία μας!” » Στο ταξίδι μου στο Παρίσι δεν ήμουν μόνος. Την ενδεκάτη ώρα, ο Πέσκα αποφάσισε ότι 9α με συνόδευε. Δεν είχε επανακτήσει το συνηθισμένο κέφι του μετά από τη βραδιά στην Ό π ε ρα, και αποφάσισε να δοκιμάσει μήπως ένα ταξίδι μιας βδο μάδας βελτίωνε τη διάθεσή του. Εκτέλεσα τη δουλειά που μου είχε ανατεθεί και συνέταξα την απαραίτητη αναφορά ήδη από την τέταρτη μέρα μετά την άφι ξή μας στο Παρίσι. Την πέμπτη μέρα κανόνισα να την αφιερώ σω σε περιηγήσεις και διασκεδάσεις, συντροφιά με τον Πέσκα. Το ξενοδοχείο μας είχε μεγάλη πληρότητα και δεν είχαμε κα ταφέρει να βολευτούμε στον ίδιο όροφο. Το δωμάτιό μου ήταν στο δεύτερο όροφο, και του Πέσκα πάνω από το δικό μου, στον τρίτο. Το πρωί της πέμπτης ημέρας ανέβηκα να δω αν ο καθη γητής ήταν έτοιμος να βγούμε. Λίγο πριν φτάσω στο πλατύσκαλο, είδα την πόρτα του να ανοίγει από μέσα· ένα μακρύ, λεπτό, νευ ρώδες χέρι -όχι το χέρι του φίλου μου, φ υσικά- την κράτησε μι σάνοιχτη. Ταυτόχρονα, άκουσα τη φωνή του Πέσκα να λέει εκνευρισμένα, και χαμηλόφωνα, στη γλώσσα του: «Θυμάμαι το όνομα, αλλά δεν ξέρω τον άντρα. Το είδες και στην Ό π ερ α· ήταν τόσο αλλαγμένος, που δεν μπόρεσα να τον αναγνωρίσω. Θα στείλω την αναφορά. Ίσιος μπορώ να κάνω περισσότερα». «Τίποτε περισσότερο δεν χρειάζεται να γίνει», απάντησε μια δεύτερη φω νή. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα, και ο ξανθομάλλης άντρας με την ουλή στο μάγουλό του - ο άντρας που είχα δει να ακολου θεί τον κόμη Φόσκο με μια άμαξα πριν από μία β δομ άδα- βγή κε στο διάδρομο. Υποκλίθηκε, καθώς παραμέρισα να περάσει - τ ο πρόσωπό του ήταν φρικτά χλωμό- και κρατιόταν από την κουπαστή της σκάλας καθώς κατέβαινε. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο δωμάτιο του Πέσκα. Ή ταν ζαρωμένος, με έναν παράξενο τρόπο, σε μια άκρη του κανα πέ. Μ ου φάνηκε σαν να αποτραβιόταν καθώς τον πλησίαζα.
821
WI LKI E COL L J NS
«Σε ενοχλώ;» ρώτησα. «Δεν ήξερα ότι είχες ένα φίλο μαζί σου, μέχρι που τον είδα να βγαίνει». «Ό χι φίλο», είπε νευρικά ο Πέσκα. «Τον είδα σήμερα για πρώτη φορά· και τελευταία». «Φ οβάμαι ότι σου έφερε άσχημα νέα». «Φ ρικτά νέα! Καλύτερα να γυρίσουμε στο Λονδίνο. Δεν δέλω να μείνω εδώ. Μ ετάνιωσα που ήρδα. Οι συμφορές της νιότης μου με κυνηγάνε ακόμη», είπε, στρέφοντας το πρόσωπό του στον τοίχο· «και με κυνηγάνε άσχημα τον τελευταίο και ρό. Προσπαδώ να τους ξεχάσω, αλλά εκείνοι δεν με ξεχνάνε». «Δεν μπορούμε να φύγουμε, φοβάμαι, πριν από το απόγευ μ α», απάντησα. « Θ α ’δελες να έλδεις μαζί μου, στο μ εταξύ;» «Ό χι, φίλε μου. Θα περιμένω εδώ. Αλλά να γυρίσουμε σή μερα! Σε παρακαλώ, να γυρίσουμε σήμερα!» Τον άφησα, με τη διαβεβαίωση ότι δα φεύγαμε από το Παρίσι το απόγευμα. Είχαμε κανονίσει, το προηγούμενο βράδυ, να ανε βούμε στον Καδεδρικό Ναό της Νοτρ Νταμ, έχοντας για οδηγό μας το μυδιστόρημα του Βικτόρ Ουγκώ Η Παναγία των Παρισίων. Δεν υπήρχε τίποτε στη γαλλική πρωτεύουσα που να ήδελα να δω περισσότερο, και ξεκίνησα μόνος μου για την εκκλησία. Πλησιάζοντας στη Νοτρ Νταμ, από την πλευρά του ποτα μού, προσπέρασα το νεκροτομείο του Παρισιού. Έ να μεγάλο πλήδος ήταν συγκεντρωμένο και στριμωγμένο γύρω από την πόρτα. Προφανώς, υπήρχε κάτι μέσα που κέντριζε τη λαϊκή περιέργεια και τροφοδοτούσε τη λαϊκή επιδυμία για τρόμο. Θα είχα συνεχίσει το δρόμο μου προς την εκκλησία, αν η συ ζήτηση δύο αντρών και μιας γυναίκας στην άκρη του πλήδους δεν έφτανε στα αυτιά μου. Μόλις είχαν βγει από το νεκροτο μείο όπου είχαν αντικρίσει το φρικτό δέαμα, και η περιγραφή που έκαναν για το πτώμα στους διπλανούς τους ήταν η περι γραφή ενός αντρικού πτώματος - ενός γιγαντόσωμου άντρα με ένα παράξενο σημάδι στο αριστερό μπράτσο του. Μ όλις άκουσα τα λόγια αυτά σταμάτησα, και έπιασα σειρά
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ Τ Α ^ Σ Π Ρ Α
ανάμεσα στο πλήθος που έμπαινε στο νεκροτομείο. Κάποιο αμυδρό προμήνυμα της αλήθειας είχε περάσει από το μυαλό μου, όταν άκουσα τη φωνή του Πέσκα μέσα από την ανοιχτή πόρ τα και όταν είδα το πρόσωπο του αγνώστου καθώς διασταυρω νόμασταν στη σκάλα του ξενοδοχείου. Τώρα, η αλήθεια είχε απο καλυφθεί· είχε αποκαλυφθεί τυχαία από τις λέξεις που είχαν φτάσει σ τ’ αυτιά μου. Αλλη εκδίκηση -ό χ ι η δική μ ου- είχε ακο λουθήσει τον καταδικασμένο αυτόν άντρα από το θέατρο στην πόρτα του, κι από την πόρτα του στο καταφύγιό του στο Πα ρίσι. Αλλη εκδίκηση, και όχι η δική μου, τον είχε οδηγήσει στην εκκαθάριση των λογαριασμών του, και του είχε επιβάλει την ποινή του θανάτου. Η στιγμή που τον είχα υποδείξει στον Πέ σκα στο θέατρο -μ ε εκείνον τον άγνωστο να στέκεται δίπλα μας και να μας ακ ούει- ήταν η στιγμή που είχε σφραγίσει την κα ταδίκη του. Θυμήθηκα την πάλη μέσα στην καρδιά μου, όταν αυτός κι εγώ βρεθήκαμε αντιμέτωποι -τη ν πάλη που προηγήθηκε της απόφασής μου να του επιτρέψω να φ ύγει- και ανα τρίχιασα στην ανάμνηση των στιγμών εκείνων. Αργά, βήμα βήμα, προχώρησα μαζί με το πλήθος, πλησιάζο ντας όλο και πιο κοντά τη μεγάλη γυάλινη βιτρίνα που χωρίζει τους νεκρούς από τους ζωντανούς στο νεκροτομείο, μέχρι που έφτασα πίσω από την πρώτη γραμμή της ουράς και μπορούσα πια να κοιτάξω μέσα. Ή ταν εκεί, αζήτητος. άγνωστος- εκτεθειμένος στην ανέμελη πε ριέργεια μιας ομάδας Γάλλων! Αυτό ήταν το φρικτό τέλος μιας μακράς ζωής, διεφθαρμένης ικανότητας και σκληρής εγκλημα τικότητας! Βυθισμένο στην απόλυτη σιγή του θανάτου, το πλ α τύ, αυστηρό, ογκώδες πρόσωπο μας αντιμετώπιζε τόσο μεγα λόπρεπα, που οι φλύαροι Γάλλοι γύρω μου σήκωναν εντυπωσιασμένοι τα χέρια τους και αναφωνούσαν ομαδικά: « Α, τι εντυπωσιακός άντρας!» Το θανάσιμο τραύμα είχε γίνει με μαχαίρι ή στιλέτο ακριβώς πάνω από την καρδιά του. Κανένα άλλο ίχνος βίας δεν φαινόταν στο σώμα του, με μοναδική εξαίρεση το αριστερό του
8 23
WI LKI E COL L J NS
μπράτσο- εκεί, ακριβώς στο σημείο όπου είχα δει το σημάδι στο μπράτσο του Πέσκα. υπήρχαν δύο βαδιές εγκοπές στο σχήμα του γράμματος Τ, που εξαφάνιζαν τελείως το σημάδι της Αδελ φότητας. Τα ρούχα του, που κρέμονταν πάνω του. έδειχναν ότι είχε συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που διέτρεχε - ήταν ρούχα που τον βοήδησαν να μεταμφιεστεί σε Γάλλο τεχνίτη. Για με ρικά δευτερόλεπτα, αλλά όχι περισσότερο, πίεσα τον εαυτό μου να δει όλα αυτά πίσω από τη γυάλινη βιτρίνα. Δεν μπορώ να γράψω περισσότερα, γιατί δεν είδα περισσότερα. Τα ελάχιστα γεγονότα σε σχέση με το δάνατό του τα οποία στη συνέχεια έμαδα -ε ν μέρει από τον Πέσκα και εν μέρει από άλ λες πη γές- μπορούν να καταγραφούν εδώ, πριν κλείσει οριστικά το δέμα αυτό. Το πτώμα του είχε ανασυρδεί από τον Σηκουάνα, ντυμένο όπως σας το περιέγραψα· πάνω του δεν είχε β ρεδεί τίποτε που να αποκαλύπτει το όνομά του, την τάξη του ή την κατοικία του. Το χέρι που τον χτύπησε δεν εντοπίστηκε ποτέ, και οι συνδήκες κάτω από τις οποίες σκοτώδηκε δεν αποκαλύφδηκαν πο τέ. Αφήνω τους άλλους να βγάλουν τα συμπεράσματά τους, σε σχέση με το μυστικό της δολοφονίας, όπως εγώ έβγαλα τα δικά μου. Ό τα ν δα έχω υπαινιχδεί ότι ο ξένος με το σημάδι ήταν ένα Μ έλος της Αδελφότητας -π ο υ είχε μυηδεί στην Ιταλία, μετά τη φυγή του Πέσκα από τη γενέτειρά τ ο υ - κι όταν δα έχω, επίσης, προσδέσει ότι οι δύο εγκοπές, στη μορφή ενός Τ, στο αριστερό μπράτσο του νεκρού, υποδήλωναν την ιταλική λέξη T raditore, που σημαίνει «Π ροδότης», και έδειχναν ότι είχε αποδοδεί δικαιοσύνη από την Α δελφότητα στον προδότη, δα έχω συνεισφέρει με όλα όσα γνωρίζω στη διαλεύκανση του μυστηρίου του δανάτου του κόμη Φόσκο. Το πτώμα αναγνωρίστηκε την επομένη της ημέρας που το είδα, και μια ανώνυμη επιστολή εστάλη στη γυναίκα του. Η μαντάμ Φόσκο τον έδαψε στο νεκροταφείο του Περ λα Σαιζ.
8 24
Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α
Επιτύμβια στεφάνια εξακολουθούν, μέχρι και σήμερα, να κρέ μονται στα διακοσμητικά μπρούτζινα κάγκελα γύρω από τον τάφο, τοποθετημένα από το χέρι της κόμησσας. Λίγο καιρό μετά, εξέδωσε μια βιογραφία του νεκρού συζύγου της. Το βι βλίο της δεν φωτίζει το μυστήριο σχετικά με το πραγματικό όνομά του ή την άγνωστη ιστορία της ζωής του. Είναι σχεδόν αποκλειστικά αφιερωμένο στις οικογενειακές αρετές του, στην παράθεση των σπάνιων ικανοτήτων του και στην απαρίθμηση των τιμητικών διακρίσεων που του είχαν απονεμηθεί. Οι κα ταστάσεις που συνδέονταν με το θάνατό του αναφέρθηκαν πο λύ συνοπτικά* και το βιβλίο τελειώνει με την εξής φράση: «Η ζωή του ήταν μία διαρκής υπεράσπιση των δικαίων της αρι στοκρατίας και των ιερών αρχών της τάξης του, και πέθανε ως μάρτυρας του σκοπού του».
III Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο πέρασαν, μετά την επιστροφή μου από το Παρίσι, και δεν προκάλεσαν αλλαγές που να αξίζει τον κόπο να αναφερθούν εδώ. Ζούσαμε τόσο απλά και ήρεμα, και το εισόδημα που κέρδιζα τώρα σταθερά κάλυπτε όλες τις ανάγκες μας. Το Φεβρουάριο του νέου χρόνου, γεννήθηκε το πρώτο μας παιδί - γιος! Η μητέρα μου, η αδελφή μου και η κυρία Βέσεϊ ήταν καλεσμένες στη μικρή γιορτή της βάφτισής του* και η κυ ρία Κλέμενς ήταν παρούσα, για να βοηθήσει τη γυναίκα μου. Η Μ άριαν ήταν η νονά του αγοριού μας* και ο Πέσκα και ο κύ ριος Γκίλμορ - ο τελευταίος ενεργώντας με πληρεξούσιο- ήταν οι νονοί του. (Π ρέπει να προσθέσω εδώ πως, όταν ο κύριος Γκίλμορ επα νήλθε. μετά από ένα χρόνο, βοήθησε στη συγγραφή αυτού του
82 5
WI L KI E COL L I NS
βιβλίου, γράφοντας, μετά από παράκλησή μου, την αφήγηση που εμφανίζεται στην αρχή της ιστορίας με το όνομά του, και η οποία αν και παρατίθεται πρώτη, ήταν η τελευταία που μου παραδόθηκε.) Το μοναδικό γεγονός στη ζωή μας που απομένει να καταγράφει συνέβη όταν ο μικρός Γουόλτερ μας ήταν έξι μηνών. Εκείνο τον καιρό είχα σταλεί στην Ιρλανδία να κάνω σκίτσα για ορισμένες μελλοντικές εικονογραφήσεις της εφημερίδας στην οποία είχα π ια προσληφθεί. Έ λειπα σχεδόν ένα δεκαπενθή μερο, αλληλογραφώντας τακτικά με τη γυναίκα μου και τη Μ ά ριον, εκτός από τις τρεις τελευταίες ημέρες της απουσίας μου, που οι κινήσεις μου ήταν υπερβολικά απρόβλεπτες για νά εί μαι σε θέση να λάβω γράμματα. Πραγματοποίησα το τελευ ταίο μέρος της επιστροφής μου νύχτα· κι όταν έφτασα στο σπί τι το πρωί, προς μεγάλη μου έκπληξη, δεν υπήρχε κανένας να με υποδεχτεί. Η Αώρα, η Μ άριαν και το παιδί είχαν φ ύγει από το σπίτι την παραμονή της επιστροφής μου. Έ να σημείωμα από τη γυναίκα μου, που μου δόθηκε από την υπηρέτρια, ενίσχυσε απλώς την έκπληξή μου - με πληροφο ρούσε ότι είχαν πά ει στο Λίμεριτζ Χάουζ. Η Μ άριαν είχε εμπο δίσει κάθε προσπάθεια γραπτών εξηγήσεων. Μ ε καλούσαν να τις ακολουθήσω αμέσως μόλις θα επέσ τρεφ α και ότι η πλήρης ενημέρωσή μου με περίμενε στο Κ άμπερλανν και δεν θα έπρε πε να αισθανθώ την παραμικρή ανησυχία, στο μεταξύ. Εκεί τε λείωνε το σημείωμα. Ή ταν αρκετά νωρίς ακόμη· μπορούσα άνετα να προλάβω το πρωινό τραίνο. Έ φ τασ α στο Λίμεριτζ Χάουζ το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Η σύζυγός μου και η Μ άριαν ήταν και οι δύο στον πάνω όρο φο. Είχαν εγκατασταθεί -ολοκληρώ νοντας έτσι την έκπληξή μ ου- στο μικρό δωμάτιο που μου είχε διατεθεί κάποτε για στού ντιο, όταν εργαζόμουν πάνω στις γκραβούρες του κυρίου Φέρλι. Στην ίδια ακριβώς καρέκλα που συνήθιζα να κάθομαι όταν
8 26
__ Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α ΜΕ ΤΑ ΑΣΠΡ Α εργαζόμουν, ήταν τώρα καθισμένη η Μ άριαν, με το παιδί στην αγκαλιά της να ρουφάει επίμονα την π ιπ ίλα του, ενώ η Δώρα στεκόταν δίπλα στο σχεδιαστήριο που είχα χρησιμοποιήσει συ χνά, με το μικρό άλμπουμ που της είχα φτιάξει τότε ανοιχτό στα χέρια της. «Τι είναι αυτό που σας έφερε εδώ ;» ρώτησα. «Ξέρει ο κύ ριος Φέρλι...» Η Μ άριαν άφησε την ερώτησή μου μετέωρη στα χείλη μου, λέγοντάς μου ότι ο κύριος Φέρλι ήταν νεκρός. Είχε προσβλη θεί από παράλυση, και δεν κατάφερε να ξεπεράσει το σοκ. Ο κύριος Κιρλ τις είχε πληροφορήσει για το θάνατό του και τους είχε συστήσει να σπεύσουν αμέσως στο Λίμεριτζ Χάουζ. Κάποια αμυδρή εντύπωση μιας μ εγάλης αλλαγής φάνηκε να χαράξει στο μυαλό μου. Η Δώρα μίλησε πριν προλάβω να τη συνειδητοποιήσω. Με πλησίασε, για να απολαύσει την έκπλη ξη η οποία ήταν ακόμη χαραγμένη στο πρόσωπό μου. «Αγαπημένε μου, Γουόλτερ», είπε, « θ α πρέπει να απολογηθούμε για την τόλμη μας να έρθουμε εδώ ;» Φοβάμαι, αγάπη μου, ότι ο μόνος τρόπος για να σου εξηγήσω θα είναι να π α ραβιάσω τον κανόνα μας, και να αναφερθώ στο παρελθόν». «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να κάνεις κάτι τέτοιο», είπε η Μάριαν. «Μ πορούμε να είμαστε εξίσου σαφείς και πολύ πιο ενδιαφέρουσες αναφερόμενες στο μέλλον». Σηκώθηκε - το μω ρό τίναξε τα ποδαράκια και τα χεράκια του. «Ξέρεις ποιος είναι αυτός, Γουόλτερ;» ρώτησε, με δάκρια ευτυχίας στα μάτια της. «Ακόμη και το ξάφνιασμά μου έχει τα όρια του», απάντησα. «Νομίξω ότι είμαι σε θέση να απαντήσω ότι γνωρίζω καλά το παιδί μου». «Π α ιδί;» αναφώνησε, με όλη την άνεση περασμένων εποχών. «Μ ε τέτοιο οικειότητα μιλάς για έναν από τους μεγαλύτερους ευγενείς κτηματίες της Αγγλίας; Καταλαβαίνεις, όταν σου π α ρουσιάζω αυτό το επιφανές μωρό, μπροστά σε ποιον στέκεσαι; Προφανώς όχι! Επιτρέψτε μου να κάνω τις συστάσεις ανάμεσα
8 27
WI LKI E COL L I NS
σε δύο εξέχουσες προσωπικότητες: Ο κύριος Γουόλτερ Χάρτραϊτ - ο Κληρονόμος του Λίμεριτζ». Αυτά είπε. Γράφοντας αυτές τις τελευταίες λέξεις, τα έχω γρά ψει όλα. Η πένα γλιστράει στο χέρι μου - η μακρά, ευτυχισμένη προσπάδεια τόσων μηνών έχει τελειώσει! Η Μ άριαν υπήρξε ο καλός άγγελος της ζωής μας. Ας κλείσει, λοιπόν, η Μ άριαν την ιστορία της πολύπαθης ζωής μας. ΤΕ Λ Ο Σ
8 28
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY WILKIE COLONS Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕΤΑ ΑΣΠΡΑ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΡΡΙΚΟΥ ΜΠΑΡΤΖΙΝΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΕΤΗΣ ΚΟΛΛΑΤΟΥ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΤΟΝ ΜΑΪΟ ΤΟΥ 2007 ΣΕ ΧΑΡΗ CHAMOIS 80 ΓΡΑΜΜ. ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ - ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΕΙΟ X. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ Λ ΣΓΓΑΡΑΣ & ΣΙΑ Α.ΕΕ Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΝΑΝ ΣΤΟ DTP ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΗΛΕΚΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΙΩΜΟΥ ΤΑ ΦΙΛΜ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΤΑΖ ΕΠΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ Π. ΚΟΝΤΟΜΗΝΑ
εκδόσεις ΗΛΕΚΤΡΑ