1
After 1 by Anna Todd Chapter 1 ''Tessa!!''ακουσα την φωνη της μαμας μου να με καλει απο κατω.Βογγηξα στον ευατο μου καικυλισα απο το μικροσποπικο κρεβατι μου. Πηρα τον χρονο μου φτιαχνοντας τοκρεβατι μου γιατι αυτο ηταν το τελευταιο πρωι που θα θεωρουταν κρεβατι μου. ''Tessa!!''φωναξε ξανα. ''Σηκωθηκα''της απαάντησα. Ακουγονταιτα ντουλαπια να κλεινουν και να ανοιγουν απο κατω, πρεπει να μου φτιαχνειπρωινο.Την ωρα που αρχιζω το πρωινο ντουζ μου το στομαχι μου δενεταικομπος.Περασα τα τελευταια χρονια ανησυχωντας για το κολεγιο.Ξοδεβα ταΣαββατοκυριακα μου διαβαζοντας και προετοιμαζοντας το ευατο μου για αυτο ενω οισυμμαθητες μου βγαινανε εξω μεθουσανε και σπαταλουσανε τον χρονο τους.Την ημεραπου ηρθε η επιστολη αποδοχης μου στο WSU κατενθουσιασμενη.Η μαμα μου εκλεγε γιαοτι ενιωσα για ωρες, και οφειλω να ομολογησω οτι ημουν πολυ περηφανη για τονεαυτο μου.Ανταμειφθηκα για ολη την σκληρη δουλεια μου.Το ζεστο νερο χαλαρωνειτους πιασμενους μου μυες, ποση ωρα ειμαι εδω μεσα; Επλυνα βιαστηκα το κεφαλιμου και το σωμα μου και βαριεστημενα το ξυραφακι τρεχει στα ποδια μου για νααφαιρεσει τις τριχες που ειχαν εμφανιστει το Σαββατοκυριακο.Οταν τυλιξα τηνπετσετα γυρω απο το βρεγμενο σωμα μου η μαμα μου με καλει και παλι.Την αγνοησα,ξερω οτι ειναι νευρικη για την ημερα αφιξης μου στο κολεγιο αλλα σχεδιαζα αυτητην μερα για μηνες.Ο Noah ειναι ενα βαθμο νεοτερος απο εμενα αλλα ειναιδεκαοχτω ετων, οι γονεις τον εβαλαν σε νηπιαγωγειο ενα χρονο αργοτερα.Ο Noahεχει σε ολα Α(αλφα) οπως και εγω, ειναι θαυμασιος και θα ερθει μαζι μου στο WSUτου χρονου.Μακαρι να ερχοταν φετος γιατι δεν θα ξερω κανενα ατομο στοκολεγιο.Χρειαζομαι μονο ενα αξιοπρεπες συγκατοικο, αυτο ειναι το μονο πραγμαπου ζητω. ''Tess'' ''Τωρακατεβαινω, σε παρακαλω μην με ξαναφωναξεις!'' φωναξα την ωρα που κατεβαινα τιςσκαλες. Ο Noah καθεται στο τραπεζι απεναντι απο την μαμα μου ντυμενος με εναμπλε polo πουκαμισε και khakis( ειναι κατι παντελονια ψαξτε το στο google), ηκανονικη του ενδυμασια.Τα ξανθα του μαλλια ειναι χτενισμα και αγγιζουν τηντελειοτητα. ''Γειασου κολεγιοκοριτσο'' το χαμογελο του ειναι φωτεινο και υπεροχο.
2
''Γεια''του εδωσα ενα εξισου φωτεινο χαμογελο και τραβηξα τα βρωμικα ξανθα μαλλια μουσε ενα κοτσο. ''Γλυκιαμου, μπορουμε να σε περιμενουμε λιγα λεπτα να φτιαξεις τα μαλλια σου'' η μαμαμουά λεει σιγανα.Πηγα προς τον καθρευτη και εκανα ενα νευμα, εχει δικιο.Ταμαλλια μου πρεπει να ειναι ευπαρουσιαστα για σημερα, και εκεινη δεν δισσταζεινα μου το θυμιζει. ''Θαβαλω τις βαλιτσες σου στο αυτοκινητο'' προσφεραται ο Noah και αρπαζει τακλειδια απο την μαμα μου.Οπως κατευθυνομαι προς το αμαξι οι πεταλουδες στοστομαχι μου χορευουν γυρω-γυρω, τουλαχιστον εχω δυο ωρες να τις κανω ναεξαφανιστουν.
3
Chapter 2 ''Εδωά ειάμαστε'' φωναάζει η μαμαά μου την ωάρα που οδηγοάυσαμε μεάσα αποά την πεάτρινη πυάλη και φταάσαμε στην πανεπιστημιουάπολη. Η πανεπιστημιουάπολη φαιάνεται εξιάσου μεγαάλη οάπως εάδειχνε και στο φυλλαάδιο στο ιντερνεάτ, εάχω εντυπωσιαστειά. Τα κτηάρια ειάναι παλιαά και κομψαά ταυτοάχρονα. Εκατονταάδες αάνθρωποι, γονειάς να αγκαλιαάζονται και να φιλουάν τα παιδιαά τους αποχαιρετωάντας τους, ομαάδες πρωτοετωάν να ειάναι ντυμεάμοι αποά την κορυφηά εωάς τα νυάχια με την επιάσιμη φοάρμα του WSU, και μερικοιά περιπλανωάμενοι που νιωάθουν συάγχυση και χαάος, να γεμιάζουν την περιοχηά. Το μεάγεθος της πανεπιστημιουάπολης ειάναι εκφοβιστικοά, αλλαά ελπιάζω οάτι μεταά αποά μερικεάς εβδομαάδες θα νιωάθω σαν το σπιάτι μου. Η ενημεάρωση προσανατολισμουά ειάναι συάντομη και καάθομαι μοάνη μου, το συνηθισμεάνο φοάρτε μου. Μια φαινομενικαά μεάσης ηλικιάας κυριάα μου διάνει το κλειδιά του κοιτωάνα μου και με στεάλνει στο δροάμο μου. Νιωάθω ηάδη περισσοάτερη ελευθεριάα αποά οάτι εάχω νιωάσει τα τελευταιάα δεκαοχτωά χροάνια. ''Θεάλω να δω τον κοιτωάνα σου πριν φυάγω γλυκιαά μου. Απλαά δεν μπορωά να πιστεάψω οάτι ειάσαι στο κολλεάγιο! Η μοναχοκοάρη μου, φοιτηάτρια που ζει μονηά της. Απλαά δεν μπορωά να το πιστεάψω.'' Γκρινιαάζει και σκουπιάζει προσεκτικαά τα μαάτια της για να μην χαλαάσει το μεικ-απ της. Ο Νοάα μας ακολουθειά, κουβαλωάντας τις βαλιάτσες μου καθωάς προχωραάμε στο διαάδρομο. "Τωάρα, απλωάς να θυμηθειάς οάλα οάσα σου ειάπα, δεν θεάλεις να καάνεις καάτι που θα χαλαάσει το μεάλλον σου" τσεκαάρει την ωάρα στο ρολοάι της, εάνα ρολοάι που δεν ειάχε την οικονομικηά αάνεση να αγοραάσει αλλα το εάκανε εάτσι και αλλιωάς. ''Το νουάμερο του δωματιάου ειάναι Β22...ειάμαστε στο Γ διαάδρομο'' τους ειάπα. Ευτυχωάς ειάδα εάνα τεραάστιο Β ζωγραφισμεάνο στον τοιάχο. ''Εδω καάτω'' διάνω εντοληά και εκειάνοι ακολουθουάν. Ειάμαι ευγνωάμων που εάφερα μοάνο μερικαά ρουάχα, μια κουβεάρτα και καάποια αποά τα αγαπημεάνα μου βιβλιάα μαζιά, εάτσι ο Noα δεν εάχει πολλαά να μεταφεάρει. ''Β22'' η μαμαά μου ξεφυάσησε. Φορουάσε παραά πολυά ψηλαά τακουνιαά για τον δροάμο που μοάλις ειάχαμε διανυάσει. Εάβαλα το κλειδιά στην παλιαά ξυάλινη ποάρτα η οάποια εάτριξε προτουά ανοιάξει, κοάβοντας την αναπνοηά της μαμαάς μου. Το δωμαάτιο ειάναι μικροά με δυο μικροσκοπικαά κρεβαάτια και δυο γραφειάα. Τα μαάτια μου ταξιδευάουν στο λοάγο που ''κοάπηκε'' η αναπνοηά της μαμαάς μου. Η μια
4
πλευραά του δωματιάου ειάναι καλυμμεάνη αποά αφιάσες μουσικηάς, κυριάως αποά συγκροτηάματα που δεν εάχω ξανακουάσει ποτεά, τα προάσωπα των τραγουδιστωάν που απεικονιάζουν οι αφιάσες ειάναι καλυμμεάνα με ταττουά και piercings. Η κοπεάλα που ειάναι ξαπλωμεάνη στο κρεβαάτι εάχει λαμπεραά κοάκκινα μαλλιαά, στα μαάτια της μπορωά να διακριάνω το eye-liner που εάχει βαάλει και στα χεριαά της υπαάρχουν ταττουαάζ. ''Γεια'' η αάγνωστη λεάει, προσφεάροντας εάνα χαμοάγελο. Προς μεγαάλη μου εάκπληξη το χαμοάγελο της ειάναι πολυά ενδιαφεάρον. ''Ειάμαι η Στεφ.'' λεάει και σηκωάνεται οάρθια, στηριγμεάνη στους ωάμους της. ''Γ..γεια ειάμαι η Tεσσα.'' ειάπα με πνιχτη φωνηά, οάλοι μου οι τροάποι ειάχαν φυάγει αποά την ποάρτα. ''Καλωσοάριζες στο WSU οάπου οι κοιτωάνες ειάναι μικροιά και τα παάρτυ τεραστιάα'' η κοκκινομαάλλα κοπεάλα απανταά με μια γκριμαάτσα. Το κεφαάλι της πεάφτει πιάσω γελωάντας νευρικαά. Το στοάμα της μαμαάς μου ειάναι ορθαάνοικτο και ο Noα μετατοπιάζει το βαάρος του αάβολα. Η Στεφ περιπαταάει κονταά μου, με αποτεάλεσμα να μην υπαάρχει κενοά μεταξυά μας και με αγκαλιαάζει. Αιφνιδιαάστηκα αποά την κιάνηση της, αλλαά την αγκαάλιασα και εγωά. Οάσο ο Noα αφηάνει καάτω τις βαλιάτσες μου καάποιος κτυπαάει την ποάρτα και δεν μπορωά παραά να ελπιάζω οάτι αυτοά ειάναι καάποιου ειάδους αστειάο. ''Πεάρνα μεάσα!'' η καινουάργια μου συγκαάτοικος φωναάζει. Η ποάρτα ανοιάγει και δυο αγοάρια μπαιάνουν μεάσα. Αγοάρια μεάσα στους κοιτωάνες των κοριτσιωάν αποά την πρωάτη μεάρα; Μαάλλον το να εάρθω στο WSU ηάταν κακηά επιλογηά. Υποθεάτω αποά την εάκφραση της μητεάρας μου, σκεάφτεται και εκειάνη το ιάδιο. Η καημεάνη γυναιάκα φαιάνεται οάτι θα λυποθυμιάσει αποά λεπτοά σε λεπτοά. Δεν θα την κατηγορουάσα. ''Γεια, ειάσαι η νεάα συγκαάτοικος της Στεφ;'' με ρωταάει το ξανθοά αγοάρι. Δεν εάχει τοάσα πολλαά tattoos οάσα εάχει το αάλλο αγοάρι αλλαά εάχει καάποια. ''Εμμ ναι..Το οάνομα μου ειάναι Τεσσα.'' καταάφερα να πω. ''Εγωά ειάμαι ο Nαάιαλ. Μην δειάχνεις τοάσο νευρικηά, διάνεις λαάθος εντυάπωση" μου λεάει με εάνα χαμοάγελο, φεάρνοντας το χεάρι του στον ωάμο μου. "Θα το λατρεάψεις το μεάρος" το χαμοάγελο του ειάναι ζεστοά και φιλοάξενο, παραά την σκληρηά του εμφαάνιση. ''Ειάμαι εάτοιμη παιδιαά'' λεάει η Στεφ και αρπαάζει την τσαάντα της αποά το κρεβαάτι. Τα μαάτια μου στρεάφονται στο ψηλομελαχρινοά αγοάρι που στεάκεται στον τοιάχο. Τα μαλλιαά του ειάναι μια σειραά αποά πυκνεάς μπουάκλες γυάρω αποά το κεφαάλι του, πιασμεάνα πιάσω αποά το μεάτωποά του και φοραάει σκουλαριάκι στο φρυάδι και στο χειάλος του. Τα μαάτια μου μετακινουάνται προς τα καάτω, στο
5
μαυάρο T-shirt του οάπου στα χεριαά του ειάναι καλυμμεάνα με τατουαάζ, ουάτε εάνα εκατοστοά δεάρματος δεν φαιάνεται ακαάλυπτο. Νοάμιζα οάτι θα συάστηνε τον εαυτοά του αλλαά δεν το καάνει, αντι αυτουά στριφογυριζει τα μαάτια του ως δειάγμα ενοάχλησης και βγαάζει το κινητοά του απο την τσεάπη του στενουά μαυάρου τζιάν του. Σιάγουρα δεν ειάναι οάσο φιλικοάς οάσο ειάναι ο ξανθοάς φιάλος του. ''Θα τα πουάμε Τεσσα'' λεάει ο Nαάιαλ και οι τρεις τους βγαιάνουν αποά το δωμαάτιο. Αφηάνω μια μεγαάλη αναάσα. Το να πω οάτι η καταάσταση ηάταν αάβολη θα ηάταν το λιγοάτερο. ''Θα παρουμε καινουργιο κοιτωνα!'' η μαμα μου φωναζει οταν η πορτα κλεινει. ''Οχι,δεν μπορωά." αναστεναάζω, "Ειάναι μια χαραά μητεάρα" βαάζω τα δυναταά μου για να κρυάψω την νευρικοάτηταά μου. Δεν γνωριάζω ποάσο καλαά θα λειτουργηάσει αυτοά, αλλαά το τελευταιάο πραάγμα που θεάλω ειάναι η μητεάρα μου να δημιουργηάσει σκηνηά την πρωάτη μου μεάρα στο κολεάγιο. "Ειάμαι σιάγουρη οάτι δεν θα ειάναι εδω τριγυάρω ουάτως η αάλλως'' Προσπαθωά να την πειάσω μαζιά με τον εαυτοά μου. ''Με τιάποτα θα αλλαάξουμε αμεάσως τωάρα κοιτωάνα." Τα μακρια ξανθαά της μαλλιαά ειάναι γυρισμεάνα στο εάνα της ωάμο. "Δεν θα ειάσαι σε εάνα δωμαάτιο με καάποιον που αφηάνει αγοάρια να μπαινοβγαιάνουν εδω μεάσα και ειδικαά αυτοιά οι πανκς!'' Φωναάζει. ''Μαμαά.. σε παρακαλωά" Κοιταάζω μες τα μπλε της μαάτια και μεταά στον Νοάα, "ας δουάμε πρωάτα πως θα παάει και μεταά. Παρακαλωά...'' την ικετευάω. Κοιταάζει τριγυάρω το δωμαάτιο ξαναά και αφομιωάνει την διακοάσμηση στην μεριαά της Στεάφ, καθωάς αναστεναάζει δραματικαά. "Ενταάξει" απανταά, προς εάκπληξηά μου.
6
Chapter 3 Μεταά αποά μια ωάρα με την μητεάρα μου να με προειδοποιειά για τα αγοάρια και τα παάρτυ, αποφαάσισε επιτεάλους να φυάγει. Με το στυλ της Καάρολ Γιαάνγκ που την χαρακτηριάζει, με αγκαάλιασε γρηάγορα και με φιάλησε προτουά να βγελι αποά τον κοιτωάνα, ενημερωάνοντας τον Νoα οάτι θα τον περιμεάνει στο αμαάξι. ''Θα μου λειάψει να σε εάχω διπλαά μου καάθε μεάρα'' λεάει μαλακαά και με βαάζει μεάσα στους ωμουάς του για να με αγκαλιαάσει. Καθωάς με αγκαλιαάζει μυριάζω την κολοάνια που του ειάχα αγοραάσει εδωά και τριάα Χριστουάγεννα στην σειραά και αναστεναάζω. Θα μου λειάψει αυτηά η οικειάα μυρωδιαά και οι παρηγοριτικεάς αγκαλιεάς του. ''Και σε μεάνα θα λειάψεις, αλλαά θα μιλαάμε καάθε μεάρα'' του υποάσχομαι και τον αγκαλιαάζω πιο σφιχταά.'' Μακαάρι να ηάσουν εδωά αυτοά τον χροάνο'' του λεάω και βαάζω την μυάτη μου στο λαιμοά του. O Νoα ειάναι μοάνο μερικεάς ιάντσες ψηλοάτερος αποά εάμενα, αλλαά μου αρεάσει που δεν με περναάει τοάσο. Οάταν η μητεάρα μου κοάρναρε ανυποάμονα αποά καάτω με φιάλησε για τελευταιάα φοραά. Μεταά που εάφυγαν ο Νoα και η μητεάρα μου ξεκιάνησα να βγαάλω τα πραάγματα μου αποά τις βαλιάτσες μου. Τα ρουάχα μου ηάταν προσεγμεάνα διπλωμεάνα και αποθηκευμεάνα στην μικροά συρταάρι, τα υποάλοιπα κρεάμονταν με ακριάβεια απο το μισοά μεάρος της ντουλαάπας. Ανατριχιαάζω στο συάνολο του δερμαάτινου και αάνιμαλ πριντ που βριάσκεται στην αντιάθετη πλευραά.
7
Νιωάθοντας εξαντλημεάνη, ξαάπλωσα στο κρεβαάτι. Ηάδη νιωάθω μοναξιαά και το γεγονοάς οάτι η συγκαάτοικος μου εάχει φυάγει δεν βοηθαά και πολυά, οάσο αμηάχανα και εαάν εάνιωθω με τους φιάλους της. Εάχω εάνα προαιάσθημα οάτι θα λυπειά συχναά, ηά ακοάμη χειροάτερα, μπορειά να φεάρνει την παρεάα της εδωά συχναά. Γιατιά δεν μπορωά να εάχω μια συγκαάτοικο που λατρευάει να καάθεται μεάσα και να διαβαάζει? Υποθεάτω οάτι αυτοά ειάναι καλοά γιατιά θα εάχω το μικροά δωμαάτιο μοάνο για τον εαυτοά μου. Μεάχρι στιγμηάς το κολεάγιο δεν ειάναι οάπως το ονειρευοάμουν, ουάτε οάπως το φανταζοάμουν, οάμως εάχουν περαάσει μοάνο μερικεάς ωάρες, αυάριο θα ειάναι καλυάτερα, πρεάπει να ειάναι. Πριν πεάσω για υάπνο εάβγαλα το μπλοκαάκι μου για να γραάψω τα μαθηάματα του εξαμηάνου και τις δυνατοάτητες συναάντησης μου με το λογοτεχνικοά κλαμπ που σκοπευάω να παάρω μεάρος. Ακοάμη δεν το εάχω αποφασιάσει αλλαά διαάβασα μερικεάς κριτικεάς των μαθητωάν και ηάθελα να το τσεκαάρω. Αυάριο θα καάνω μια μικρηά βοάλτα στην πανεπιστημιουάπολη για να παάρω μερικαά πραάγματα για το νεάο μου δωμαάτιο, δεν σκοπευάω να το διακοσμηάσω οάπως η Στεάφ το δικοά της, οάμως θα ηάθελα να προσθεάσω μερικαά αποά τα πραάγματαά μου στην δικηά μου μεριαά. Το γεγονοάς οάτι ακοάμη δεν εάχω αμαάξι δυσκολευάει τα πραάγματα, μαάλλον πρεάπει να αρχιάσω να ψαάχνω για εάνα. Εάχω αρκεταά χρηάματα αποά τα δωάρα για την αποφοιάτηση μου, αάπλα δεν θεάλω να εάχω το αάγχος ενοάς καινουάργιου δικουά μου αμαξιουά αποά τωάρα. Εδωά στη πανεπιστημιουάπολη που μεάνω εάχω προάσβαση σε οάλα τα μεάσα μεταφοραάς. Με σκεάψεις που αφορουν κοκκινομαάλες κοπεάλες, και φιλικους ξανθουάς με ταττουά, αποκοιμαάμαι με το μπλοκαάκι ακοάμη στα χεάρια μου. Το εποάμενο πρωιά η Στεφ δεν ειάναι στο κρεβαάτι της. Θα ηάθελα να την μαάθω καλυτεάρα αλλαά οάχι εαάν ειάναι ο τυάπος του ατοάμου που μεάνει εάξω οάλη την νυάχτα. Μαάλλον εάνα αποά τα δυο αγοάρια που ηάταν μαζιά της χθες ειάναι το αγοάρι της. Ελπιάζω να ειάναι ο ξανθοάς, για το καλοά της. Πιαάνω το νεσεσεάρ μου και παάω προς το μπαάνιο. Εάνα αποά τα λιγοάτερο αγαπημεάνα μου πραάγματα ενοάς κοιτωάνα ειάναι οι τουαλεάτες, γιατιά δεν μπορειά καάθε δωμαάτιο να εάχει το δικοά του μπαάνιο αντιά για κοινεάς ντουσιεάρες? Ειάναι περιάεργο και προσευάχομαι να μην το μοιραζοάμαστε αγοάρια-κοριάτσια. ΟΙ ελπιάδες μου συντριάβονται οάταν φταάνω στην ποάρτα. Ηάμουν αρκεταά βεάβαιη οάτι υπηάρχαν δυο ταμπεάλες στην ποάρτα, εάνα αρσενικοά και εάνα θηλυκοά. Αχχ. Το να υπαάρχουν αγοάρια μεάσα στο ιάδιο κοινοάχρηστο μπαάνιο.. προάκειται να ειάναι πολυά αάβολο και υπερβολικαά παραάξενο. Θα πρεάπει να βαάλω ξυπνητηάρι ωάστε να εάρχομαι τουλαάχιστον μια ωάρα πιο νωριάς το πρωιά με την ελπιάδα οάτι θα'ναι λιγοάτερο γεμαάτο. Το νεροά θεάλει πολυά ωάρα μεάχρι να ζεσταθειά και γιάνομαι παρανοιϊκηά στην ιδεάα οάτι καάποιος μπορειά να τραβηάξει την κουρτιάνα και να με δει γυμνηά. Οάλοι φαιάνονται να ειάναι αάνετοι παραά το γεγονοάς οάτι δεν θα εάπρεπε να ειάναι. Η ζωηά στο κολλεάγιο ειάναι τοάσο περιάεργη μεάχρι στιγμηάς. Τον ντουζ ειάναι πολυά μικροά, επενδυμεάνο με εάνα ραάφι για να κρεμαάσω τα ρουάχα μου την ωάρα που θα καάνω ντουζ και ελαάχιστο χωάρο για να τεντωθωά την ωάρα που θα λουάζομαι. Πιαάνω τον εαυτοά μου να σκεάφτεται τον Νoα και την ζωηά μου πιάσω στο σπιάτι.
8
Αφηρημεάνη οάπως γυάρισα τον αγκωάνα μου χτυάπησα το ραάφι με αποτεάλεσμα τα ρουάχα μου να πεάσουν παάνω στο βρεγμεάνο παάτωμα. Το νεροά συνεχιάζει να τρεάχει παάνω τους βρεάχοντας τα εντελωάς. ''Πρεάπει να αστειευάεσαι!'' βοάγκηξα στον εαυτοά, βιαστηκαά κλειάνοντας το νεροά και τυάλιξα την πετσεάτα γυάρω αποά τον εαυτοά μου αρπαάζοντας τον σωροά αποά τα βαριαά και μουάσκεμα ρουάχα μου και γρηάγορα βγηάκα στο διαάδρομο ελπιάζοντας να μην με δει κανειάς. Εάφτασα στο δωμαάτιο μου, μπηάκα μεάσα, πεάταξα το κλειδιά και αμεάσως χαλαάρωσα οάμως δεν κραάτησε για πολυά γιατιά γυάρισα και ειάδα το αγοάρι με τα σγουραά μελαχριναά μαλλιαά ξαπλωμεάνο στο κρεβαάτι της Στεφ.
Chapter 4 ''Εμμ..που ειάναι η Στεφ?'' η φωνηά μου βγαιάνει αποά το στοάμα μου σαν τριάξιμο. Τα χεριαά μου ειάναι τυλιγμεάνα γυάρω αποά το μαλακοά υάφασμα της πετσεάτας μου, ενωά τα μαάτια μου κοιταάζουν καάτω συνεάχεια για να βεβαιωθωά οάτι με καλυάπτει ολοκληρωτικαά η πετσεάτα. Με κοιταάει, οι γωνιάες του στοάματος του να ανασηκωάνονται ελαφρωάς, αλλαά δεν λεάει κουβεάντα. "Με αάκουσες? Σε ρωάτησα που ειάναι η Στεάφ" επαναλαμβαάνω, προσπαθωάντας να ειάμαι λιάγο πιο ευγενικηά. Η ευχαάριστη εάκφραση στο προάσωποά του μεγαλωάνει και τελικαά ουρμουριάζει ''Δεν ξεάρω'' και αναάβει την μικρηά επιάπεδη οθοάνη που βριάσκεται στο κομωδιάνο της Στεφ. Τι στο καλοά καάνει εδω περαά εαάν δεν ξεάρει καν που ειάναι? Δεν εάχει δικοά του δωμαάτιο? Δαάγκωσα την γλωσσαά μου σε μια προσπαάθεια να κρατηάσω τα απρεπηά σχοάλια για τον εαυτοά μου.
9
''Ενταάξει? Μηάπως θα μπορουάσες.. να φυάγεις ηά καάτι τεάτοιο μεάχρι να αλλαάξω?'' συνειδητοποιάησα οάτι μεάχρι τωάρα δεν ειάχε παρατηρηάσει οάτι ηάμουν μοάνο με την πετσεάτα, βασικαά μπορειά και να το ειάχε καταλαάβει αλλαά δεν φαιάνεται να τον ενοχλειά. "Μην κολαυκευάεσαι, δεν προάκειται να σε κοιταάξω,''χλευαάζει και γυριάζει αποά την αάλλη, καλυάπτοντας το προάσωπο του με τα χεριαά του. Εάχει μια βαριαά αγγλικηά προφοραά που δεν παρατηρηάσει νωριάτερα. Ιάσως επειδηά ηάταν τοάσο αγενηάς που δεν μου μιάλησε καν. Γιατιά να βριάσκεται εδωά στο Pullman? Αβεάβαιη τι να απαντηάσω στο αγενεάς σχοάλιο του, αναστεναάζω και περπαταάω θυμωμεάνα προς τα συρταάρια μου. Ιάσως να ειάναι γκεάι και να εννοουάσε αυτοά, οάταν εάλεγε ''δεν προάκειται να σε κοιταάξω'', ηά αυτοά ηά νομιάζει οάτι ειάμαι αάσχημη. Φοάρεσα βιαάστηκα σουτιεάν και εσωάρουχο και μεταά μια απληά αάσπρη κοντομαάνικη μπλουάζα και χακιά παντελοάνι. ''Τελειάωσες?'' ρωταάει, καάνοντας με να χαάσω καάθε ιάχνος υπομονηάς που ειάχα. ''Μπορειάς να γιάνεις ακοάμη πιο ασεβηάς? Σοβαραά τωάρα, ειάσαι στο δωμαάτιο ΜΟΥ την ωάρα που αλλαάζω και εάχεις το θραάσος να ειάσαι αγενηάς μαζιά μου? Δεν σου εάχω καάνει τιάποτα, ποιο ειάναι το προάβλημα σου?'' του φωναάζω, ο τοάνος μου σε υψηλοάτερη εάνταση απ'οάτι ηάθελα, οάμως αποά το εάκπληκτο βλεάμμα στο προάσωπο του καταλαβαιάνω οάτι τα λοάγια μου ειάχαν αποτεάλεσμα στο αγοάρι με τα τατουαάζ. Με κοιταάζει σιωπιλαά και οάσο περιμεάνω να ζητηάσει συγνωάμη, ξεκαρδιάζεται να γελαάει. Με κοιταάζει και το μοάνο που καάνει ειάναι να γελαάει. Το γεάλιο του ειάναι εάνας βαθυάς και σχεδοάν απολαυστικοάς ηάχος. Θα ηάταν ακοάμη πιο ωραιάο αν δεν ηάταν το ανεάνδοτος στο να φεάρεται σαν βλαάκας. Τα λακκαάκια του καάνουν την εμφαάνιση τους οάπως συνεχιάζει να γελαάει και νιωάθω σαν χαζηά αβεάβαιη τι να πω ηά τι να καάνω. Συνηάθως δεν μου αρεάσει να συγκρουάομαι με αάλλους και αυτοά το αγοάρι φαιάνεται να'ναι το τελευταιάο αάτομο που θα αάρχιζα μαζιά του καβγαά. Η ποάρτα ανοιάγει και η Στεφ μπουκαάρει μεάσα με φοάρα. ''Συγνωάμη που αάργησα. Ειάχα ειάμαι ζαλισμεάνη απο εχθεάς'' λεάει δραματικαά και τα μαάτια της συναντουάν τα δικαά μου και μεταά τον Χαάρρυ. ''Συγγνωάμη Τες, ξεάχασα να σου πω οάτι ο Χαάρρυ θα ερχοάταν αποά εδω'' λεάει κουνωάντας τους ωμουάς της απολογητικαά, καθωάς συνειδητοποιειά την σκηνηά μπροσταά της. Θεάλω να πιστευάω οάτι εγωά με την Στεφ μπορουάμε να τα πηγαιάνουμε καλαά σαν συγκαάτοικοι, ιάσως και να χτιάσουμε μια ειάδους φιλιάα, αλλαά με αυτεάς τις επιλογεάς της στους φιάλους δεν ειάμαι πια σιάγουρη.
10
''Το αγοάρι σου ειάναι αγενεάς'' οι λεάξεις βγηάκαν αποά το στοάμα μου χωριάς να προλαάβω να τις σταματηάσω. Αμεάσως οι δυο τους αρχιάζουν και γαλανεά. Τι συμβαιάνει με αυτουάς τους ανθρωάπους και γελανεά μαζιά μου? Αρχιάζει να γιάνεται ενοχλητικοά. ''Ο Χαάρρυ δεν ειάναι το αγοάρι μου'' λεάει γελωάντας τονιάζοντας το ΔΕΝ. ''Τι της ειάπες?'' η Στεάφ ρωταάει και τον μαλωάνει. ''Ο Χαάρρυ εάχει εάνα περιάεργο τροάπο να..συζηταάει'' μου εξηγειά, κοιτωάντας με ξανα. Υπεάροχα, δηλαδηά αυτοά που προσπαθειά να μου πει οάτι ο Χαάρρυ ειάναι παάντα αγενηάς. Ο Χαάρρυ ανασηκωάνει τους ωάμους και αλλαάζει καναάλι με το χειριστηριο στο χεάρι του. ''Το βραάδυ διοργανωάνεται εάνα παάρτυ, μπορειάς να εάρθεις μαζιά μας Τεάσσα'' μου προτειάνει. Τωάρα ειάναι η διάκη μου σειραά να γελαάσω με αυτηάν. ''Τα παάρτυ δεν ειάναι ακριβωάς το στυλ μου, συν το οάτι πρεάπει να παάω να παάρω καάποια πραάγματα για την διάκη μου μεριαά δωματιάου''. Κοιταάζω τον Χαάρρυ που προφανωάς και φεάρεται λες και κανειάς μας δεν ειάναι στο δωμαάτιο. ''Ελααα..ειάναι εάνα απλοά παάρτυ. Ειάσαι στο κολεάγιο τωάρα, εάνα παάρτυ δεν βλαάπτει." Ικετευάει. "Πως θα πας στο μαγαζιά? Νοάμιζα οάτι δεν ειάχες αμαάξι?" ρωταάει. Δεν μπορωά να παάω σε παάρτυ. ''Δεν ξεάρω κανεάνα εκειά περαά, αάλλωστε θα μιληάσω Skype με τον Νoα'' της λεάω και ο Χαάρρυ γελαάει ξαναά, καταλαβαιάνω οάτι οάντως παρακολουθειά την συζητηση μας,''και θα παάρω το λεωφορειάο για να παάω στο μαγαζιά''. ''Δεν θεάλεις να παάρεις το λεωφορειάο Σαάββατο βραάδυ! Ειάναι γεμαάτα, ο Χαάρρυ μπορειά να σε πεταάξει οάταν θα πηγαιάνει σπιάτι του..σωσταά Χαάρρυ? Και εγωά θα ειάμαι στο παάρτυ. Αάπλα ελααα...παρακαλωωω'' με ικευτευάει ενωάνοντας τα χεάρια της με εάνα δραματικοά τροάπο. Την ξεάρω μοάνο μια μεάρα, πρεάπει να την εμπιστευτωά? Το ξεάρω οάτι οάσο σκληρηά και να δειάχνει, ειάναι πολυά γλυκιαά. Αλλαά να παάω στο παάρτυ? ''Δεν ξεάρω..και οάχι δεν θεάλω ο Χαάρρυ να με πεταάξει στο μαγαζιά'' της λεάω και βλεάπω τον Χαάρρυ να κυλαάει απο το κρεβαάτι της Στεάφ με μια διασκεδαστικηά εάκφραση στο προσωάπου του. ''Ωχ οάχι, θα ηάθελα τρεάλα να πηγαιάναμε μαζιά σου!'' λεάει ο Χαάρρυ, η φωνηά του ειάναι γεμαάτη σαρκασμοά και εγωά πρεάπει να καταπολεμηάσω την επιθυμιάα μου να του πεταάξω το φωτιστικοά στο γεμαάτο μπουάκλες κεφαάλι του. ''Εάλα Στεφ, αφουά το ξεάρεις οάτι δεν προάκειται να εμφανιστειά στο παάρτυ!'' λεάει γελωάντας με την βαριαά προφοραά του. Η περιάεργη πλευραά μου θεάλει, που διακατεάχει μεγαάλο μεάρος του εαυτουά μου, ειάναι απεγνωσμεάνη να ρωτηάσι αποά
11
που ειναι. Το σαρκαστικο χαμοάγελο στο προάσωποά του με ωθειά να θεάλω να του αποδειάξω οάτι καάνει λαάθος. ''Βασικαά, θα εάρθω'' της λεάω με το πιο γλυκοά μου χαμοάγελο. Ο Χαάρρυ γελαάει ξαναά και η Στεφ τσιριάζει προτουά με αγκαλιαάσει σφιχταά. ''Θα περαάσουμε τεάλεια!'' φωναάζει η Στεφ. Στα αληάθεια ελπιάζω να εάχει διάκιο.
Chapter 5 Ευτυχωάς ο Χαάρρυ εάφυγε και εάτσι εγωά με την Στεφ μπορουάμε να συζητηάσουμε για το παάρτι, χρειαάζομαι περισσοάτερες πληροφοριάες για να ηρεμηάσω τα νευάρα μου. ''Που ειάναι το παάρτι? Ειάναι σε κοντινηά αποάσταση?'' την ρωάτα την ωάρα που ευθυγραμμιάζω τα βιβλιάα μου στο ραάφι με αλφαβητικηά σειραά. Ειάναι μια συνηθειάα.
12
''Βασικαά ειάναι εάνα παάρτι για κολεγιοάπαιδα, σε εάνα αποά τα μεγαλυάτερα κολλεγιοσπιτα εδωά περαά,» το στοάμα της ειάναι ορθαάνοιχτο καθωάς βαάζει και αάλλη μαάσκαρα στις βλεφαριάδες της «ειάναι ακριβωάς εάξω αποά την πανεπιστημιουάπολη οποάτε δεν θα περπατηάσουμε αφουά ο Nαάιαλ θα μας παάρει.» Ειάμαι ευγνωάμων που δεν θα μας παάρει ο Χαάρρυ, αν και ξεάρω οάτι θα ειάναι εκειά με καάποιον τροάπο το να ειάμαι σε εάνα αμαάξι μαζιά του φαιάνεται ανυποάφορο. Γιατιά ειάναι τοάσο αγενηάς? Θα εάπρεπε μαάλιστα να ειάναι ευγνωάμων που δεν τον κριάνω εάτσι που εάχει καταστρεάψει το σωάμα του με τις τρυάπες και τα τατουαάζ. Ιάσως τον κατακριάνω λιγαάκι, αλλαά οάχι μπροσταά του τουλαάχιστον. Ειάναι απλαά το οάτι μεγαάλωσα σε εάνα σπιάτι οάπου τα τατουαάζ και τα σκουλαριάκια δεν ειάναι αναμενοάμενα, παάντα πρεάπει να εάχω τα μαλλιαά μου χτενισμεάνα, τα φρυάδια μου βγαλμεάνα και τα ρουάχα μου καθαραά και σιδερωμεάνα. Ειάναι ακριβωάς ο τροάπος που ειάναι. ''Με ακουάς?'' η Στεφ λεάει και γελαάει. ''Συγγνωάμη..τι ειάπες?'' δεν ειάχα καταλαάβει οάτι το μυαλοά μου περιπλανιοάταν. ''Ειάπα ας αρχιάσουμε να ετοιμαζοάμαστε, μπορειάς να με βοηθηάσεις να βρω τι να βαάλω'' λεάει. Τα φορεάματα που εάβγαλε εάξω ειάναι τοάσο ακαταάλληλα που κοιταάζω τριγυάρω να βρω την κρυμμεάνη καάμερα και καάποιον να βγει και να μου πει οάτι ειάναι αστειάο, μορφαάζω σε καάθε εάνα και εκειάνη γελαάσει, προφανωάς βριάσκει την αηδιάα μου αστειάα. Το φοάρεμα, οάχι, το κομμαάτι σχισμεάνου ρουάχου… που διαλεάγει ειάναι εάνα μαυάρο φοάρεμα που μοιαάζει με διάχτυα ψαρεάματος με το κοάκκινο σουτιεάν της να φαιάνεται αποά μεάσα, τουλαάχιστον το καάτω μεάρος ειάναι σταθεροά αλλαά εάχω το προαιάσθημα οάτι θα το φορουάσε ακοάμη και αν δεν ηάταν. Το φοάρεμα φταάνει μοάλις τις κορυφεάς των μηρωάν της και τα τακουνιαά αποά τα παπουάτσια της ειάναι τουλαάχιστον τεάσσερις ιάντσες. Τα φλογεάρα κοάκκινα μαλλιαά της ειάναι πιασμεάνα σε εάνα τρελοά κοάτσο με καάποιες μπουάκλες να ξεφευάγουν τριγυάρω και εάχει περισσοάτερο μολυάβι στα μαάτια της αποά ποτεά. ''Ποάνεσες οάταν εάκανες τα τατουαάζ?'' τη ρωταάω ενωά βγαάζω το καφεά μου φοάρεμα. ''Το πρωάτο ποάνεσε λιγαάκι, αλλαά οάχι τοάσο πολυά οάσο νομιάζεις. Ειάναι περιάπου σαν μια μεάλισσα να σε συμπαάει ξαναά και ξαναά'' Ανασηκωάνει τους ωμουάς της. Αάουτς, αυτοά εν ακουάγεται καθοάλου ευχαάριστο. ''Ακουάγεται φρικτοά'' της λεάω και εκειάνη γελαάει. Φαιάνετε οάτι με βριάσκει οάσο περιάεργη την βριάσκω και εγωά. Ειάναι περιεάργως παρηγορητικοά. ''Δεν θα το φορεάσεις στα αληάθεια αυτοά εάτσι?''Η αναάσας κοάβεται οάταν βλεάπει τοο φοάρεμαά μου.
13
Το χεάρι μου γλιστραά παάνω στο υάφασμα, ειάναι το πιο οάμορφο μου φοάρεμα και δεν εάχω φεάρει πολλαά ρουάχα μαζιά μου. Αφουά παραάλειψα να παάω στο μαγαζιά σηάμερα, πρεάπει να βρω χροάνο μεάσα στην εβδομαάδα. Πρεάπει να το σημειωάσω πριν το ξεχαάσω. «Τι εάχει το φοάρεμαά μου;» Προσπαθωά να κρυάψω ποσοά προσβεβλημεάνη ειάμαι. Το καφεά υάφασμα ειάναι μαλακοά αλλαάανθεκτικοά, με το ιάδιο υλικοά φτιαάχνονται και οι στολεάς για τις επιχειρηάσεις. Το κολαάρο πηγαιάνει μεάχρι τον λαιμοά μου και τα μανιάκια ειάναι τριάα τεάταρτα μακριαά, φταάνουν ακριβωάς καάτω αποά τον αγκωάνα μου. ''Τιάποτα..αάπλα ειάναι τοάσο..μακρυά;'' λεάει. ''Ειάναι μοάλις καάτω αποά το γοάνατο μου'' υπερασπιάζομαι το αγαπημεάνο μου φοάρεμα. ''Ειάναι οάμορφο, απλαά πιστευάω πωάς ειάναι καάπως βαρυά για παάρτι, θα μπορουάσες να δανειστειάς καάποιο δικοά μου.» Προσφεάρεται και εγωά γελαάω. ''Οάχι, ευχαριστωά, ειάμαι μια χαραά φορωάντας αυτοά.'' της λεάω και βαάζω στην πριάζα το σιδεροά για μπουάκλες.
Chapter 6
14
Τα μαλλιαά μου ειάναι τελειάως σγουραά και εναάντια στο προάσωπο μου, βαάζω δυάο τσιμπιδαάκια, εάνα σε καάθε μεριαά εμποδιάζοντας αποά το μποστινοά μεάρος του προσωάπου μου. ''Θεάλεις να χρησιμοποιηάσεις λιάγο αποά το μεάικ-απ μου?'' με ρωταάει και κοιταάζω ξαναά στον καθρεάφτη. Τα μαάτια μου παάντα δειάχνουν λιάγο μεγαλα για το προσωπο μου αλλα προτιμω να χρησιμοποιω λιγο μεάικ απ, συνηάθως βαάζω λιάγη μασκαραά και λιπ γκλοσ. Ειάμαι πολυά περηάφανη για το πως προσεάχω το δεάρμα μου εάτσι γιατιά να θεάλω να το κρυάψω? ''Ιάσως μοάνο λιάγο eyeliner" της λεάω με ανασφαάλεια. Εκειάνη χαμογεάλα και μου διάνει τριάα μολυβιαά. Εάνα μοβ, εάνα μαυάρο και εάνα καφεά. Τα κυλωά αναάμεσα στα δαάχτυλα μου αποφασιάζοντας αναάμεσα στο μαυάρο και στο καφεά. ''Το μοβ θα ταιάριαζε τεάλεια με τα γκρι μαάτια σου'' μου λεάει και εγω χαμογελαάω αλλαά κουναω το κεφαάλι μου. '' Τα μαάτια σου ειάναι το ξεχωρισταά, θεάλεις να ανταλλαάξουμε?'' αστειευάεται. Εκειάνη εάχει πανεάμορφα πραάσινα μαάτια, γιατιά να θεάλει να αλλαάξει με τα δικαά μου? Πηάρα το μαυάρο μολυβιά και ζωγραάφισα γυάρω και αποά τα δυο μου μαάτια την πιο λεπτηά γραμμηά που θα μπορουάσα να καάνω, κερδιάζοντας εάνα περηάφανο χαμοάγελο αποά την Στεφ. Το κινητοά της κτυπαάει και εκειάνη πιαάνει το τσανταάκι της. ''Ο Nαάιαλ ειάναι εδω'' με ενημερωάνει και πιαάνω και εγωά το τσανταάκι μου, φτιαάχνω το φοάρεμα μου και βαάζω τα αάσπρα μου Τομς παπουάτσια. Η Στεφ βλεάπει τα φλατ μου παπουάτσια αλλαά δεν σχολιαάζει. Ο Nαάιαλ μας περιμεάνει ακριβωάς εάξω αποά το κτιάριο και η ροκ μουσικηά που ειάναι στην διαπασωάν ακουάγεται μεάσα αποά το αυτοκιάνητο με τα κατεβασμεάνα παραάθυρα. Δεν μπορωά να βοηθηάσω παραά μοάνο να κοιτωά γυάρω μου για να δω οάτι οάλοι μας κοιτωάνα επιάμονα. Κρατωά το κεφαάλι μου καάτω και οάταν το σηκωάνω βλεάπω τον Χαάρρυ να γεάρνει προς τα καάτω στο μπροστινοά καάθισμα. Μαάλλον εάσκυβε. Αχχ. ''Κυάριες μου'' ο Nαάιαλ μας χαιάρεται και ο Χαάρρυ με κοιταάζει οάπως ανεβαιάνω στην πιάσω θεάση μεταά αποά την Στεφ, εάχοντας κολληάσει να καάθομαι πιάσω αποά τον Χαάρρυ. ''Το ξεάρεις οάτι πηγαιάνουμε σε παάρτυ και οάχι σε εκκλησιάα εάτσι Τερεάσα, σωστα?'' μου λεάει ο Χαάρρυ με εάνα χαζοά χαμοάγελο.
15
''Μην με φωναάζεις Τερεάσα σε παρακαλωά, προτιμωά το Τεάσσα'' τον προειδοποιωά, πως στο καλοά ξεάρει οάτι το οάνομα μου ειάναι Τερεάσα? Το μισωά οάταν με φωναάζουν εάτσι. ''Σιάγουρα Theressa'' λεάει ο Χαάρρυ και εγωά στριφογυριάζω τα μαάτια μου. Δεν θα μαλωάνω μαζιά του, δεν αξιάζει το χροάνο μου. Μεταά αποά καάποια ωάρα που φαάνηκε σαν αιωάνας φταάσαμε και παρκαάραμε σε εάνα διωάροφο σπιάτι με πυκνο γρασιάδι στις πλευρεάς του. 'THETA XI' εάιναι ζωγραφισμεάνο με μαυρα γραάμματα στο τεραάστι σπιάτι. Μοιαάζει σαν να βγηάκε αποά ταινιάα. ''Ειάναι τοάσο μεγαάλο, ποάσοι θα ειάναι εδωά αποάψε?'' ρωάτησα γεμαάτη εάκπληξη. Το γρασιάδι ειάναι γεμαάτο με ανθρωάπους που κραταάνε κοάκκινα πλαστικαά ποτηάρια. Δεν ειάναι το μεάρος μου εδωά. ''Θα'ναι γεμαάτο, εμπρος βιαστειάτε'' λεάει ο Χαάρρυ και βγαιάνει εάξω αποά το αμαάξι, κλεινοντας με δυναμη την ποάρτα του. Κοιτωά προς το μεάρος του Χαάρρυ καθωάς πολλαά αάτομα ανταλλαάζουν χειραψιάα και καάνουν κολλαά πεάντε με τον Χαάρρυ. Κανεάνας αποά οάσους εάχω δει μεάχρι τωάρα δεν ειάναι καλυμμεάνος με τατουαάζ οάπως ο Χαάρρυ, ο Nαάιαλ και η Στεφ. Ιάσως μπορεάσω να γνωριάσω καινουάργιους φιάλους αποάψε. ''Εάρχεσαι?'' μου χαμογελαάει η Στεφ και εγωά κουναω καταφατικαά το κεφαάλι μου την ωάρα που κατεβαιάνω αποά το αμαάξι, σιγουρευάοντας να φτιαάξω παάλι το φοάρεμα μου.
16
Chapter 7 Ο Χαάρρυ εάχει ηάδη εξαφανιστειά μεάσα στο σπιάτι και ελπιάζω να μην τον ξαναδωά για το υποάλοιπο της νυάχτας, λαμβαάνοντας υποά οάψη ποάσοι αάνθρωποι ειάναι στριμωγμεάνοι εδωά, πιθανοάν δεν θα τον ξαναδωά. Ακολουθωά τη Στεφ και το Nαάιαλ μεάσα στο συνωστισμεάνο σαλοάνι και καάποιος μου διάνει εάνα κοάκκινο ποτηάρι. Προσπαθωά να το αρνηθωά με εάνα ευγενικοά, «οάχι ευχαριστωά», αλλαά εάχουν ηάδη φυάγει οποάτε αφηάνω το ποτηάρι στο παάγκο και συνεχιάζωνα προχωρωά μεάσα στο σπιάτι. Φταάνουμε σε μια ομαάδα ανθρωάπων, που αμεάσως καταλαβαιάνω πως ειάναι φιάλοι της Στεφ. Ειάναι οάλοι καλυμμεάνοι με τατουαάζ οάπως αυτηά, καικαάθονται σε μια σειραά στον καναπεά και φυσικαά ο Χαάρρυ καάθεται στο δεξιά βραχιάονα του καναπεά. Αποφευάγω να τον κοιταάξω την ωάρα που η Στεφ με συστηάνει στην παρεάα.. ''Αυτηά ειάναι η Τεάσσα, η συγκαάτοικος μου. Εάφτασε εδωά μοάλις χθες οποάτε σκεάφτηκα να υης δειάξω πωάς να περαάσει καλαά το πρωάτο της Σαββατοκυάριακο στο Πανεπιστηάμιο της Ουαάσινγκτον'' τους λεάει. Εάνας-εάνας μου γνεάφουν ηά μου χαμογελουάν. Ειάναι οάλοι τοάσο φιλικοιά, εκτοάς του Χαάρρυ φυσικαά. Εάνα οάμορφο αγοάρι με δεάρμα στο χρωάμα της ελιαάς μου πιαάνει το χεάρι και ανταλλαάζουμε χειραψιάα. Το χεάρι του ειάναι λιάγο παγωμεάνο αποά το κοάκκινο ποτηάρι στα χεάρια του αλλαά το χαμοάγελο του ειάναι ζεστοά. Νομιάζω πως ειάδα εάνα σκουλαριάκι στην γλωσσαά του αλλαά δεν ειάμαι σιάγουρη. ''Ειάμαι ο Ζεάιν, τι μαθηάματα παρακολουθειάς?'' με ερωταάει. Παρατηρωά τα μαάτια του που ελεάγχουν το ντυάσιμο μου και χαμογελαάει λιάγο αλλαά δεν λεάει τιάποτα. «Ειάμαι πρωτοετηάς στην Αγγλικηά φιλολογιάα.» χαμογελωά περηάφανα. Ακουάω τον Χαάρρυ να ξεφυσαά αλλαά τον αγνοωά. ''Καταπληκτικαά, εγωά ειάμαι στα λουλουάδια.» Ο Ζεάιν γελαάει και γελαάω και εγωά. Λουλουάδια; Τι σημαιάνει αυτοά; ''Θεάλεις εάνα ποάτο?'' μου προσφεάρει πριν προλαάβω να ρωτηάσω για την ειδικοάτητα του. ''Oh οάχι, δεν πιάνω'' Λεάω και προσπαθειά να κρυάψει το χαμοάγελο του. ''Μοάνο η Στεφ θα μπορουάσε να φεάρει μια μικρηά λεπτεπιάλεπτη δεσποινιάς σε εάνα παάρτι σαν και αυτοά'' Εάνα μικροσκοπικοά κοριάτσι με ροζ μαλλιαά λεάει μεάσα αποά τα δοάντια της.
17
Καάνω πως δεν την αάκουσα οποάτε δεν χρειαάζεται να σκεφτωά καάτι να της απαντηάσω. Λεπτεπιάλεπτη δεσποινιάς? Εγωά δεν ειάμαι με τιάποτα ''λεπτεπιάλεπτη'', εάχω δουλεάψει πολυά σκληραά για να φταάσω εδωά που ειάμαι και η μητεάρα μου εάχει δουλεάψει ολοάκληρη την ζωηά της για να σιγουρευτειά οάτι θα εάχω εάνα καλοά μεάλλον στην ζωηά μου. ''Παάω να παάρω λιάγο αεάρα'' λεάω και απομακρυάνομαι. Θεάλω οάπως και να εάχει να αποφυάγω οάλο το παάρτι-δραάμα. Δεν χρειαάζομαι εχθρουάς οάταν δεν εάχω καθοάλου φιάλους ειδικαά. ''Θεάλεις να εάρθω μαζιά σου?'' Η Στεφ φωναάζει πιάσω μου. Κουνωά αρνητικαά το κεφαάλι μου και περπατωά προς την ποάρτα.. Το ηάξερα οάτι δεν εάπρεπε να δεχτωά να εάρθω σε αυτοά το παάρτι. Θα μπορουάσα να ηάμουν με τις πιτζαάμες μου τωάρα κουλουριασμεάνη στο κρεβαάτι με εάνα μυθιστοάρημα . Θα μπορουάσα να μιλουάσα μεάσω Skype με τον Νoα ο οποιάος μου λυπειά αφαάνταστα, θα μπορουάσα να καάνω οτιδηάποτε που θα ηάταν καλυάτερο αποά το να καάθομαι εάξω αποά αυτοά το απαιάσιο παάρτι με εάνα μαάτσο μεθυσμεάνων ηλιθιάων. Αποφασιάζω να στειάλω στο Νοάα. *Μου λυπειάς. Το κολλεάγιο δεν εάχει καθοάλου πλαάκα μεάχρι τωάρα* Στεάλνω και καάθομαι στον πεάτρινο τοιάχο περιμεάνοντας την απαάντηση του. Μια παρεάα αποά μεθυσμεάνα κοριάτσια πεάρανε αποά μπροσταά μου χαχανιάζοντας και παραπατωάντας στα ιάδια τους τα ποάδια. Ποσοά αντιπαθητικοά. Ελπιάζω να μην ειάναι εάτσι οάλοι τους στο κολεάγιο. *Γιατιά οάχι? Και σε μεάνα μου λυπειάς Τεςς. Μακαάρι να ηάμουν εκειά μαζιά σου* χαμογελαάω στις λεάξεις του. «Να παάρει συγνωάμη!'' Μια αντρικηά φωνηά λεάει και δευτεροάλεπτα αργοάτερα νιωάθω το κρυάο υγροά να μουσκευάει το μπροστινοά μεάρος του φορεάματος μου. Ο τυάπος παραπαταει και σηκωάνεται οάρθιος. «Δικοά μου λαάθος, αληάθεια.» μουρμουριάζει και καάθεται καάτω Αυτοά το παάρτυ δεν μπορουάσε να χειροτερεάψει. Το φοάρεμα μου ειάναι μουάσκεμα αποά εάνας θεοάς ξεάρει τι ειάδος αλκοοάλ και δεν εάχω τιάποτα να αλλαάξω. Αναστεναάζοντας σηκωάνω το κινητοά μου και μπαιάνω μεάσα για να βρω εάνα μπαάνιο. Σπρωάχνω τον εαυτοά μου αναάμεσα στο συνωστισμεάνο διαάδρομο και προσπαθωά να ανοιάξω καάθε ποάρτα που θα βρεθειά μπροσταά μου, καμιάα δεν ανοιάγει. Δεν θεάλω καν να σκαάφτομαι τι καάνουν οι αάνθρωποι μεάσα σε αυταά τα δωμαάτια. Προχωάρησα προς τον παάνω οάροφο συνεχιάζοντας να ψαάχνω για εάνα μπαάνιο. Τελικαά, μια αποά τις ποάρτες ανοιάγει, δυστυχωάς δεν ειάναι μπαάνιο. Ειάναι υπνοδωμαάτιο και προς μεγαλυάτερηά μου ατυχιάα, ο Χαάρρυ ειάναι
18
ξαπλωμεάνος στο κρεβαάτι με το κοριάτσι με τα ροζ μαλλιαά παάνω στα ποάδια του, το στοάμα της καλυάπτει το δικοά του.
Chapter 8 Το κοριάτσι γυριάζει να με κοιταάξει οάπως εγωά προσπαθωά να κουνηάσω τα ποάδια μου αλλαά ειάναι καρφωμεάνα στο παάτωμα. ''Μπορωά να σε βοηθηάσω?'' μου χαμογελαάει πονηραά. Ο Χαάρρυ σηκωάνεται με το κοριάτσι να βριάσκεται ακοάμη παάνω στο στηάθος του. Το προάσωπο του ειάναι επιάπεδο, ουάτε διασκεδαστικοά ουάτε αμηάχανο. Πρεάπει να καάνει τεάτοια πραάγματα οάλη την ωάρα. ''Εεεμ..μμ..οάχι..συγγνωάμη. Ψαάχνω για εάνα μπαάνιο, καάποιος εάχυσε το ποάτο του παάνω μου'' εξηάγησα γρηάγορα. Οάλο αυτοά ειάναι τοάσο αάβολο αλλαά δεν με εκπληάσσει καθοάλου. Το κοριάτσι με τα ροζ μαλλιαά και ο Χαάρρυ ειάναι τοάσο τεάλειοι ο εάνας για τον αάλλον. Ειάναι και οι δυο γεμαάτοι τατουαάζ και ειάναι και οι δυο τους αγενηάς. ''Ωραιάα; Τοάτε πηάγαινε να βρεις εάνα μπαάνιο'' μου λεάει το κοριάτσι και γνεάφω καταφατικαά φευάγοντας αποά το δωμαάτιο. Με το που εάκλεισε η ποάρτα ακουάμπησα με την πλαάτη μου παάνω της. Μεάχρι τωάρα το κολεάγιο δεν ειάναι ευχαάριστο. Αάπλα δεν μπορωά να καταλαάβω πως τεάτοια παάρτυ θεωρουάνται διασκεδαστικαά. Αντιά να προσπαθωά να ψαάχνω για εάνα μπαάνιο αρχιάζω να ψαάχνω για την κουζιάνα και να σκουπιάσω το φοάρεμα μου εκειά. Το τελευταιάο πραάγμα που θεάλω ειάναι να ανοιάξω μια ποάρτα και να βρω μεθυσμεάνους εάφηβους με τις ορμοάνες τους στα υάψη ο εάνα παάνω στον αάλλο. Παάλι. Δεν ειάναι δυάσκολο να βρεις την κουζιάνα αλλαά ο δροάμος προς αυτηά ειάναι πολυά στριμωγμεάνος αφουά εκειά βριάσκονται οι προμηάθειες αλκοοάλ σε κουβαάδες παάνω στον παάγκο. Πρεάπει να προσπεραάσω μια μελαχρινηά να ξερναάει στο νεροχυάτη για να μπορεάσω να κοάψω εάνα κομμαάτι χαρτιά και να το βρεάξω, σκουπιάζοντας το φοάρεμαά μου, οάμως το χαρτιά που βρηάκα ηάταν αποά τα πολυά φτηναά με αποτεάλεσμα την ωάρα που το τριάβω στο φοάρεμα μου αφηάνει κομμαάτια χαρτιουά
19
παάνω του καάνοντας ακοάμη χειροάτερο. Βοάγκηξα και στηριάχτηκα παάνω στο παάγκο. ''Περναάς καλαά?'' ακουάω τον Nαάιαλ να λεάει. Ειάμαι ανακουφισμεάνη που βλεάπω καάποιον που ξεάρω. Μου χαμογελαάσει γλυκαά και πιάνει μια γουλιαά αποά το ποάτο του. ''Οάχι και τοάσο..ποσοά κραταάνε συνηάθως αυταά τα παάρτυ?'' ''Οάλο το βραάδυ...και την μιάση μεάρα αυάριο'' γελαάει και το στοάμα μου ανοιάγει διαάπλατα. Ποάτε θα θεληάσει η Στεφ να φυάγουμε? Ελπιάζω συάντομα. ''Περιάμενε" αρχιάζω να πανικοβαάλλομαι, "ποιος θα μας παάει πιάσω στον κοιτωάνα?'' τον ρωάτα κοιτωάντας τα κατακοάκκινα μαάτια του. ''Δεν ξεάρω..μπορειάς να οδηγηάσεις το αμαάξι μου αν θες'' μου προσφεάρει και εγωά αναστεναάζω. ''Δεν μπορωά να οδηγηάσω το αμαάξι σου, εαάν το χτυπηάσω καάπου ηά εαάν με σταματησουν και εχω ενα αμαάξι γεμαάτο ανηάλικους μεθυσμεάνους θα μπω σε πολλουάς μπελαάδες'' δεν μπορωά να φανταστωά το προάσωπο της μητεάρας μου την ωάρα που θα με βγαάζει αποά την φυλακηά. ''Δεν ειάναι μακρινηά διαδρομηά και νομιάζω οάτι πρεάπει αάπλα να παάρεις το αμαάξι μου. Δεν εάχεις καν πιει τιάποτα. Αλλιωάς θα πρεάπει να μειάνεις εδω εκτοάς και αν θες να σε παάω εγωά. Μπορωά να ρωτηάσω εδω γυάρω να δω εαάν καάποιος...'' ''Οάχι ειάναι ενταάξει. Θα βρω μια λυση''αυτοά το παάρτυ γιάνεται οάλο και πιο μεγαάλο προάβλημα καάθε λεπτοά.
20
Chapter 9 ''Πες μου εαάν χρειαστειάς τιάποτα. ''Ο Ναάιαλ μου λεάει. Ειάναι στα αληάθεια γλυκοάς, γιατιάκαάνει παρεάα με τον Χαάρρυ τοάσο πολυά? ''Μπορειάς να με βοηθηάσεις να βρω την Στεφ?'' τον ρωταάω και αρχιάζει να γελαάει. Το χεάρι του σηκωάνεται στον αεάρα και δειάχνει μεάσα στο αάλλο δωμαάτιο. Αάκουσα τον ηάχο που εάβγαλα εάκπληκτη την ωάρα που την εντοάπισα. Βριάσκεται στο σαλοάνι με δυο αλλαά κοριάτσια και χορευάουν παάνω σε εάνα τραπεάζι. Εάνας μεθυσμεάνος τυάπος ανεβαιάνει και αυτοάς το τραπεάζι, τα χεάρια του πιαάνουν τους γοφουάς της Στεφ. Περιάμενα να του απομακρυάνει το χεάρι αλλαά αυτηά απλαά χαμογελαάει και ωθειά το καάτω μεάρος της παάνω του. Oh. ''Αάπλα χορευάουν Τεάσσα.'' χαμογελαάει ο Nαάιαλ και γελαάει λιάγο με την αάβολη εάκφραση μου. Δεν χορευάουν αάπλα αυτοιά φασωάνονται κανονικαά. ''Ναι...το ξεάρω'' λεάω παροάλο που δεν ειάναι τοάσο συνηθισμεάνο αυτοά για μεάνα. Δεν εάχω χορεάψει ποτεά εάτσι, ουάτε καν με το Νοά, και βγαιάνουμε δυο χροάνια. Ο Νoα! Νιωάθω τρομερεάς ενοχεάς που δεν τον σκεάφτηκα αποά οάταν ηάρθα. Οάταν βγαάζω το κινητοά μου εάχω τριάα μηνυάματα αποά αυτοάν. *Ειάσαι εκειά Τεςς?* *Γειαά; Ειάσαι καλαά?* *Τεάσσα? Μηάπως πρεάπει να καλεάσω την μητεάρα μου σου? Αρχιάζω και ανησυχωά*
21
Τον καλωά οάσο πιο γρηάγορα μου επιτρεάπουν τα δαάχτυλαά μου, ευχοάμενη να μην εάχει τηλεφωνηάσει στη μητεάρα μου. Δεν απαταάει αλλαά του στεάλνω μηάνυμα επιβεβαιωάνοντας τον οάτι ειάμαι καλαά και οάτι δεν χρειαάζεται να παάρει την μητεάρα μου. Θα τα χαάσει εαάν μαάθει οάτι ειάμαι σε εάνα παάρτι αδελφοάτητας, το πρωάτο μου Σαββατοκυάριακο στο κολεάγιο. ''Ειιιι.....Τεάσσα!'' Στεφ τραυλιάζει την ωάρα που μπαιάνει στην κουζιάνα. Τα χεριαά της τυλιάγονται γυάρω μου και γεάρνει το κεφαάλι της στον ωμοά μου. ''Περναάς καλαά στο παάρτι?'' χαχανιάζει. Προφανωάς ειάναι παραά παάνω αποά μεθυσμεάνη. ''Νομιάζω χρειαάζομαι...το δωμαάτιο αρχιάζει να γουργουριάζει...εννοωά να γυριάζει'' λεάει και το σωάμα της περιπαταάει προς τα εμπροάς. ''Θα καάνει εάμετο'' λεάω στο Nαάιαλ. Αυτοάς γνεάφει και τη σηκωάνει στα χεάρια του, ριάχνοντας το σωάμα της στους ωάμους του. ''Ακολουάθησε με'' μου λεάει και κατευθυάνεται προς τον παάνω οάροφο. Πηγαιάνουμε σε εάνα δωμαάτιο και ο Nαάιαλ ανοιάγει την ποάρτα, εάνα μπαάνιο. Φυσικαά, οάταν χρειαζοάμουν εάνα δεν μπορουάσα να το βρω. Την αφηάνει στο παάτωμα μπροσταά αποά την λεκαάνη και εκειάνη αρχιάζει αμεάσως να καάνει εάμετο. Κοιταάζω αλλουά αλλαά πιαάνω τα κοάκκινα μαλλιαά της στα χεριαά μου και τα κραταά μακριαά αποά το κεφαάλι της. Μεταά αποά περισσοάτερο εμετοά που δεν μπορωά να αντεάξω, σταματαάει και ο Ναάιαλ μου διάνει μια πετσεάτα. ''Πηάγαινε την στο δωμαάτιο απεάναντι αποά το διαάδρομο και ξαάπλωσε την στο κρεβαάτι. Θα κοιμηθειά αμεάσως'' λεάει και εγωά γνεάφω. Δεν μπορωά να την αφηάσω εδωά μοάνη της, λιποάθυμη. ''Μπορειάς να μειάνεις και εσυά εκειά'' λεάει, σαν να διαάβασε το μυαλοά μου. ''Σε ευχαριστωά'' του λεάω και μου χαμογελαάσει και βγαιάνει αποά το μπαάνιο. Καταφεάρνω να την σηκωάσω αποά το παάτωμα και να την βοηθηάσω να περπατηάσει στο διαάδρομο, η ποάρτα ανοιάγει για εάνα υπνοδωμαάτιο. Τα μαάτια μου αμεάσως παάνε στα ραάφια με τα βιβλιάα που καλυάπτουν τον εάνα τοιάχο. Ξαπλωάνω μαλακαά την Στεφ που μουάγκριζε στο κρεβαάτι και κατευθυάνθηκα αμεάσως στα βιβλιάα. Κοιτωά τους τιάτλους και ειάμαι εντυπωσιασμεάνη με τον ιδιοκτηάτη αυτηάς της συλλογηάς, υπαάρχουν πολλαά κλασσικαά βιβλιάα, συμπεριλαμβανομεάνων και των αγαπημεάνων μου. Πιαάνω τα 'Ανεμοδαρμεάνα Υάψη' και το βγαάζω αποά το ραάφι. Ειάναι σε κακηά καταάσταση, οι σελιάδες δειάχνουν ποάσες φορεάς εάχει διαβαστειά. ''Γιατιά στο διαάολο ειάσαι στο δωμαάτιο μου?'' Μια θυμωμεάνη φωνηά ακουάστηκε. Την ξεάρω αυτηά την προφοραά. Ειάναι ο Χαάρρυ.
22
Chapter 10 ''Σερωτησα τι στο διαολο κανεις στο δωματιο μου'' μου λεει ξανα ο Χαρρυ, τοσοσκληρα οσο την πρωτη φορα.Κανει ενα μεγαλο αλμα με τα ποδια του προς εμενα καιμου αρπαζει το βιβλιο απο τα χερια και το βαζει πισω στο ραφι.Το μυαλο μου στροβιλιζεται.Καθαριζει τον λαιμο του και κουναει τον λαιμο του μπροστα απο το προσωπο μου. ''ΟNiall μου ειπε να φερω εδω την Steph'' ισα που ακουγεται η φωνη μου. Κανει εναβημα πιο κοντα μου και αφηνει μια βαθια ανασα. Του εδιξα προς το κρεβατι και ταματια του ακολουθησαν το χερι μου. ''Ηπιε παρα πολυ και ο Niall ειπε..'' ''Σεακουσα την πρωτη φορα'' με διακοπτει. Περναει τα δαχτυλα του αναμεσα απο τομαλλια του, φανερα αναστατωμενος. Γιατι ενδιαφερεται τοσο πολυ για το ανειμαστε στο δωματιο του? Για μισο λεπτο... ''Εδωμενεις?'' τον ρωτησα. Η φωνη μου ακουγεται πολυ σοκαρισμενη.
23
''Ναι..τι?''μου απανταει και ερχεται ακομη πιο κοντα μου. Ειμαστε μονο μερικα εκατοσταμακρυα ο ενας απο τον αλλο. Προσπαθησα να κανω ενα βημα πισω αλλα κουτουλησαστην βιβλιοθηκη. ''Σε εκπλησει αυτο Theressa?'' ''Σταματανα με λες Theressa'' ''Aυτοδεν ειναι το ονομα σου?'' χαμογελαει πονηρα, η διαθεση του εχει ανεβει. Ξεφυσαωκαι γυριζω να φυγω μακρυα του, δεν εχω καμια ιδεα που να παω αλλα χρειαζομαι ναμην ειμαι κοντα στον Χαρρυ πριν τον χαστουκισω. Ηά κλαψω. Ητανε μια δυσκολη καιμεγαλη μερα οποτε μαλλον πρωτα θα εκλεγα και μετα θα τον χαστουκιζα. Ισως μπορωνα τα κανω και τα δυο μαζι? ''Δενμπορει να μεινει εδω'' λεει την ωρα που παω προς την πορτα. Γυριζω να τον κοιταξωκαι του λεω ''Γιατι οχι? νομιζα οτι ησαστε φιλοι'' ''Ειμαστεαλλα κανενας δεν μενει στο δωμαατιο μου'' μου απανταει και σταυρωνει τα χεριατου στο στηθος του. Νιωθονταςγενναια και λιγο ενοχλημενη αφηνω τον εαυτο μου να γελασει λιγο. ''Ωστεετσι...Δηλαδη μονο τα κοριτσια που φασωνονται μαζι σου μπορουν να μεινουν στοδωματιο σου?'' οπως οι λεξεις βγαινουν απο το στομα μου το χαμογελο τουμαγαλωνει. ''Δενηταν αυτο το δωματιο μου.Προσπαθεις να μου πεις οτι θελεις να φασωθουμε?Συγνωμη δεν εισαι ο τυπος μου'' μου λεει και για καποιο λογο μου πληγωσε τααισθηματα. Ο Χαρρυ δεν ειναι σιγουρα ο τυπος μου αλλα δεν θα του το ελεγε ποτεμπροστα του. ''Εισαι..εισαι..''Δεν μπορω να βρω τις καταλληλες λεξεις. Τα αισθηματα μου ειναι πληγωμενα καιειμαι ντροπιασμενη, ενοχλημενη και κουρασμενη απο το παρτυ. Σταματησα ναπροσπαθω να μιλησω, δεν το αξιζει.''Ωραια..τοτε βρες της ενα αλλο δωματιο νακοιμηθει και εγω θα βρω ενα τροπο να γυρισω πισω'' του λεεω και κατευθυνομαιπρος την πορτα. ''ΚαληνυχταTheressa'' μου λεει ο Χαρρυ την ωρα που χτυπαω την πορτα πισω μου. Οπωςκατεβαινω τις σκαλες δεν μπορω να σταματησω τα δακρυα που πεφτουν πανω σταμαγουλα μου. Μεχρι τωρα μισω το κολεγιο και δεν εχουν αρχισει ακομα ταμαθηματα. Γιατι δεν μπορουσα να βρω μια συγκατοικο που να ειναι σαν και εμενα?Θα επρεπε να κοιμομουν τωρα ηά να ετοιμαζομουν για τα μαθηματα της Δευτερας. Δενανηκω σε τετοιου ειδους παρτυ, και ποιο συγκεκριμενα δεν ανηκω σε κατιανθρωπους σαν κι αυτους εδω. Συμπαθω στα αληθεια την Steph, αλλα δεν μπορω νααντιμετωπιζω τετοια παρτυ και ανθρωπους σαν τον Χαρρυ. Ειναι τοσο μυστηριοςαπεναντι μου, γιατι πρεπει
24
παντα να ειναι τοσο αγενης? Και γιατι εχει ολα αυτατα βιβλια? Δεν υπαρχει περιπτωση ενας τοσο αγενης, ασεβης και γεματος τατουαζμαλακας σαν τον Χαρρυ να απολαμβανει τοσο καταπληκτικα βιβλια. Το μονο πραγμαπου μπορω να τον φανταστω να διαβαζει ειναι τα περιεχομενα μιας μπυρας απο τομπουκαλι της. Δεν ειμαι καν σιγουρη εαν μπορω να γυρισω πισω στους κοιτωνες,δεν εχω ιδεα που βρισκεται αυτο το σπιτι. Οσο περισσοτερο σκεφτομαι την αποφασημου τοσο περισσοτερο αγχωνομαι και απογοητευομαι. Επρεπενα το ειχα σκεφτει οταν αποφασισα οτι θα ερθω σε αυτο το παρτυ. Για αυτο εχω ταπαντα σχεδιασμενα, για να μην ερχομαι σε τετοιες καταστασεις σαν και αυτη. Τοσπιτι ειναι ακομη γεματο και η μουσικη ειναι πολυ δυνατη. Τα ξανθα μαλλια καιτα τατουαζ του Ναιαλλ δεν φαινονται πουθενα, ουτε και ο Ζευν. Ισως πρεπει ναβρω ενα τυχαιο δωματιο απο επανω και να κοιμηθω στο πατωμα? Υπαρχουντουλαχιστον δεκαπεντα υπνοδωματια επανω και θα ειμαι πολυ τυχερη εαν δεν μπεικανενας μεσα. Αλλα ξερω καλυτερα και αποφασισα να μην το κανω. Παρα τιςπροσπαθειες μου να κρυψω τα συναισθηματα μου, δεν μπορω. Πηγαινω πανω, βρισκωτο μπανιο και καθομαι στο πατωμα με το κεφαλι μου αναμεσα στα ποδια μουπαιρνοντας τηλεφωνο τον Noah. Το σηκωσε στο δευτερο χτυπο. ''Tess,ειναι αργα εισαι καλα?'' μου λεει με βραχνιασμενη φωνη. ''Ναι..οχι..πηγασε ενα ηλιθιο παρτυ με την συγκατοικο μου και τωρα εχω κολλησει σε ενα τεραστιοσπιτι που μενουν κολεγιοπαιδα και δεν εχω που να κοιμηθω και ουτε μπορω ναγυρισω πισω στο δωματιο μου'' του λεω με αναφιλητα. Το ξερω οτι δεν ειναιπροβλημα ζωης και θανατου αλλα ειμαι παρα πολυ απογοητευμενη με τον εαυτο μουπου βρεθηκα σε τετοια κατασταση. ''Σεπαρτυ? Με το κοριτσι με τα κοκκινα μαλλια?'' ακουγεται εκπληκτος. ''Nαιαλλα λιποθυμησε'' ''Στασου,γιατι κανεις παρεα μαζι της? Ειναι τοσο...ειναι απλα καποια που δεν θα επρεπενα κανεις παρεα'' μου λεει ενοχλωντας με. Ηθελα να τον ακουσω να μου λεει οτιολα θα πανε καλα, οτι αυριο ειναι μια καινουργια μερα κατι σαν και αυτο αντι ναμε κατακρινει. ''Δενειναι αυτο το θεμα Noah..'' του λεω. Το πομολο της πορτας κουνιεται και αμεσωςσηκωνομαι απο κατω. ''Μισο λεπτο'' φωναζω και σκουπιζω τα ματια μου μπροστα αποτον καθρεφτη, το χαρτι τουαλετας δημιουργει κηλιδες με το αιλαινερ. Για αυτονακριβως τον λογο δεν φοραει αυτα τα πραγματα. ''Θα σε παρω πισω, καποιοςχρειαζεται το μπανιο'' λεω και του το κλεινω πριν διαμαρτυρηθει. Εναςανυπομονος χτυπος ακουγεται απο την πορτα και εγω παω να την ανοιξω βογγονταςκαι σκουπιζοντας τα ματια μου για ακομη μια φορα. ''Ειπα ενα λεπ...'' σταματαωοταν τα ματια μου αντικριζουν του Χαρρυ.
25
Chapter 11 Δεν ειάχα ξαναά προσεάξει το χρωάμα στα μαάτια του, τα μαάτια μας δεν ειάχαν ξαναά συναντηθειά. Ο Χαάρρυ κοιταά αλλουά γρηάγορα και εγωά τον σπρωάχνω και βγαιάνω αποά το δωμαάτιο. Πιαάνει το χεάρι μου, οάχι ευγενικαά και με τραβαά πιάσω. ''Μην με αγγιάζεις!'' Ουρλιαάζω τραβωάντας το χεάρι μου αποά αυτοάν.
26
''Εάκλαιγες?'' ρωταάει, ο τοάνος τους γεμαάτος περιεάργεια. Αν αυτοάς δεν ηάταν ο Χαάρρυ, ιάσως να πιάστευα πως στα αληάθεια νοιαάζεται για εμεάνα. «Απλαά αάσε με ηάσυχη Χαάρρυ.» Στεάκεται μπροσταά μου, η ψιληά του φιγουάρα μπλοκαάρει τις κινηάσεις μου. Δεν μπορωά να αντεάξω περισσοάτερα παιχνιάδια του, οάχι αποάψε. «Χαάρρυ, παρακαλωά. Σε ικετευάω, αν εάχει λιάγη αξιοπρεάπεια παάνω σου θα με αφηάσεις ηάσυχη. Απλαά κραάτα οάποιο κακοά σχοάλιο ετοιμαάζεσαι να πεις για αυάριο. Παρακαλωά.» Τον ικετευάω, κυριολεκτικαά. Συάγχυση αντανακλαάται στα μαάτια του πριν ανοιάξει το στοάμα του. Με κοιταά για μια στιγμηά πριν πει το οτιδηάποτε, «υπαάρχει εάνα δωμαάτιο καάτω στο διαάδρομο οάπου μπορειάς να κοιμηθειάς. Η Στεφ ειάναι ηάδη εκειά.» Λεάει απλαά. Περιμεάνω για λιάγο να πει τιάποτα αάλλο, αλλαά δεν το καάνει. Απλαά με κοιταά επιάμονα. «Ενταάξει.» Λεάω σιγαναά και αυτοάς φευάγει αποά μπροσταά μου. ''Ειάναι η τριάτη ποάρτα αριστεραά'' με καθοδηγειά και δειάχνει καάτω στο διαάδρομο. «Καληνυάχτα Τερεάσα.» Τον ακουάω να λεάει καθωάς εξαφανιάζεται στο δωμαάτιοά του. Τι στο καλοά ηάταν αυτοά; Ο Χαάρρυ χωριάς κανεάνα αγενεάς σχοάλιο; Ξεάρω πως θα το πει αν τον δω αυάριο. Πιθανοάν να ετοιμαάζει ηάδη οάλα τα μοχθηραά σχοάλια που θα μου καάνει. Το τριάτο δωμαάτιο στα αριστεραά ειάναι εάνα μονοάχρωμο δωμαάτιο, πολυά μικροάτερο αποά του Χαάρρυ με δυάο μικραά κρεβαάτια. Μοιαάζει περισσοάτερο με δωμαάτιο εστιάας αποά οάτι το μεγαάλο δωμαάτιο του Χαάρρυ. Ιάσως να ειάναι ο αρχηγοάς ηά καάτι τεάτοιο; Η πιο πιθανηά εξηάγηση ειάναι πως οάλοι τον φοβουάνται και με αάσχημο τροάπο κεάρδισε το μεγαάλο δωμαάτιο. Η Στεφ ειάναι ξαπλωμεάνη σε εάνα αποά τα κρεβαάτια οποάτε βγαάζω τα παπουάτσια μου και την καλυάπτω με μια κουβεάρτα πριν κλειδωάσω την ποάρτα και ξαπλωάσω στο αάλλο κρεβαάτι. Οι σκεάψεις ειάναι πολλεάς καθωάς με παιάρνει ο υάπνος, εικοάνες αποά χελιδοάνια και πραάσινα μαάτια γεμιάζουν τα οάνειραά μου.
Chapter 12 Οταν ξυπνησα χρειαστηκα μια στιγμη για να συνειδητοποιησω που βρισκομουν. Το φριχτο παρτυ και η ακομη χειροτερη νυχτα πλημμυριζουν στο
27
μυαλο μου την ωρα που σηκωνομαι απο το κρεβατι μαζι με ενα βογγητο να βγαινει απο το στομα μου. Η Στεφ ειναι ακομα λιποθυμη, οποτε μπορω να την αφησω να κοιμηθει λιγο ακομα οσο εγω θα ψαχνω ενα τροπο να γυρισουμε πισω στον κοιτωάνα μας. Εβαλα τα παππουτσια μου και ξεκλειδωσα την πορτα. Μηπως πρεπει να χτυπησω την πορτα του Χαρρυ ηά απλα να ψαξω τον Ναιαλλ? Αραγε μενει και ο Ναιαλ εδω με ολους τους υπολοιπους? Δεν προκειται ποτε να ειχα μαντεψει οτι ο Χαρρυ εάμενε εδωά οποάτε ιάσως και ο Ναιαλλ μπορει να μενει και εκεινος. Ο διαδρομος ειναι αδειος και προς μεγαλη μου εκπληξη καθαρος παρα το παρτυ που εγινε χθες. Για να κατεβω κατω πρεπει να περασω πανω απο κοιμησμενα σωματα. ''Ναιαλ'' φωναξα λιγακι, ελπιζοντας να παρω απαντηση. Υπαρχουν τουλαχιστον 25 ατομα στο πατωμα και κοιμουνται, μονο στο σαλονι. Στο πατωμα ειναι σκορπισμενα κοκκινα πλαστικα ποτηρια και αλλα σκουπιάδια. Οταν εφτασα στην κουζινα προσπαθησα να σταματησω την θεληση μου να καθαρισω. Θα τους παρει τουλαχιστον μια μερα για να καθαρισουν ολο το σπιτι μεταά απο αυτοά το παάρτυ. Πολυ θα ηθελα να εβλεπα τον Χαρρυ να καθαριζει ολα αυτα τα σκουπηδια. Οπως η εικονα αυτη περναει απο το μυαλο μου εβγαλα ενα πνιχτο γεάλιο. ''Τι ειναι τοσο αστειο?'' γυρισα και φυσικα ο Χαρρυ εμπαινε στην κουζινα, με μια σακουλα σκουπιδιων στα χερια του. Σερνει το χερι του πανω στο παγκο με αποτελεσμα να κανει τα ποτηρια να πεσουν στην σακουλα. ''Τιποτα...Μενει και ο Ναιαλ εδω?'' με αγνοει και συνεχιζει το καθαρισμα. Μαλλον ειναι ο μονος ξυπνιος και ο μονος που καθαριζει. Ωραια, του αξιζει να καθαρισει ολο αυτο το χαάλι. ''Μενει?'' ρωτησα ξανα, πιο ανυποάμονα αυτη τη φορα. ''Οσο πιο γρηγορα μου πεις, τοσο πιο γρηγορα θα μπορεσω να φυγω''. ''Τωρα εχεις την προσοχη μου, αλλα οχι δεν μενει. Σου μοιαζει για αγορι αδελφοτητας?'' λεει με ενα χαζο χαμογελο. ''Οχι, αλλα ουτε και εσυ'' λεω αποάτομα και το σαγονι του σφιγγεται. Αγνοει το σχολιο μου και συνεχιζει να καθαριζει.''Περναει κανενα λεωφορειο απο εδω κοντα?'' τον ρωτησα μη περιμενοντας απαντηση. ''Ναι,βεάβαια ειναι ενα τετραγωνο μακρυα'' ''Μπορεις να μου πεις που ειναι?'' ''Δεν ειναι τοσο δυάσκολο να το βρεις'' Στριφογυάρισα τα ματια μου και βγηκα απο την κουζινα. Η στιγμιαια ελλειψη του Χαρρυ απο αγενη σχολια χθες το βραδυ ηταν προφανως απο τα πραγματα που γινονται μια φορα στα χιλια χρονια, και σημερα ηρθε σε
28
μενα γεματος καινουργια. Μετα την χθεσινη νυχτα δεν αντεχω να ειμαι διπλα του. Ξυπνησα την Στεφ και κατεβηκαμε κατω. ''Ο Χαρρυ μου ειπε οτι υπαρχει μια σταση λεωφορειου περιπου ενα τετραγωνο μακρυα απο εδω'' της λεω και γελαει. ''Με τιποτα δεν περνουμε το λεωφορειο, ο Χαρρυ θα μας γυρισει πισω. Μαλλον προσπαθουσε να σου σπασει τα νευρα'' μου λεει. ''Χαρρυ εισαι ετοιμος να μας πας πισω τωρα? Το κεφαλι μου παει να σπασει'' ''Ναι, σιγουρα μονο δωσε μου ενα λεπτακι'' λεει και αγανακτωά. Τουλαχιστον ειναι καλος με την Στεφ, αναρωτιεμαι ποσο καιρο ειναι φιλοι. Κατα τη διαρκεια του γυρισμου στους κοιτωνες η Στεφ τραγουδαει καθε τραγουδι που παιζει απο τα μεγαφωνα και ο Χαρρυ εχει κατεβασει ολα τα παραθυρα παρα την παρακληση μου να τα σηκωσει. Εμεινε ησυχος σε ολη την διαδρομη, χτυποντας αδιαφορα τα μακρυα του δαχτυλα πανω στο τιμονι. ''Θα ξαναπερασω αργοάτερα Στεφ '' της λεει την ωρα που εκεινη κατεβαινει απο την θεση του συνοδηγου. Κουναει καταφατικα το κεφαλι της και χαιρεταει οπως εγω ανοιγω την πορτα. ''Αντιο Τερεάσα '' χαμογελαει πονηρα και εγω στριφογυριάζω τα ματια μου ακολουθωάντας την Στεφ στο δωματιο.
Chapter 13
29
Το υποάλοιπο Σαββατοκυάριακο κυλλαάει γρηάγορα και ευτυχωάς καταφεάρνω να αποφυάγω το Χαάρρυ. Βεβαιωάθηκα πως θα εάχω φυάγει για τα μαγαζιαά την Κυριακηά πριν εάρθει στο δωμαάτιο ωάστε να το αποφυάγω. Τα νεάα ρουάχα που αγοάρασα γεμιάζουν τα μικραά μου ραάφια, καθωάς τα βαάζω στην αάκρη η ενοχλητικηά φωνηά του Χαάρρυ εάρχεται στο μυαλοά μου. «Ξέέρέις πως πηγαιένουμέ σέ παέρτι οέχι σέ έκκλησιέα.»ειάπε και πιθανοάν θα το εάλεγε ξαναά αν εάβλεπε τα νεάα μου ρουάχα. Αποφαάσισα πως δεν θα πηγαιάνω σε παάρτι πια με τη Στεφ, ηά οπουδηάποτεπου μπορειά να ειάναι ο Χαάρρυ. Δεν ειάναι καληά παρεάα και με εξαντλειά νοητικαά. Ειάναι πια Δευτεάρα πρωιά, η πρωάτη μου μεάρα στα μαθηάματα του κολεγιάου και δεν θα μπορουάσα να ηάμουν πιο προετοιμασμεάνη. Ξυπνωά πιο νωριάς για να σιγουρευτωά πως θα καάνω ντουζ χωριάς να βιαστωά. Το πουκαάμισοά μου που κουμπωάνει και η πλισεά φουάστα μου ειάναι τεάλεια σιδερωμεάνα και εάτοιμα να φορεθουάν. Σκοπευάω να φυάγω συάντομα ωάστε να φταάσω στο πρωάτο μου μαάθημα τουλαάχιστον δεκαπεάντε λεπταά νωριάτερα για να βεβαιωθωά πως δεν θα αργηάσω. Το ξυπνητηάρι της Στεφ χτυπαάει αλλαά παταάει το κουμπιά να κλειάσει. Θα πρεάπει να την ξυπνηάσω εγωά; Τα μαθηάματαά της μπορειά να αρχιάζουν μεταά αποά τα δικαά μου, ηά ιάσως δεν σκοπευάει να παάει. Η ιδεάα του να χαάσω τα μαθηάματα την πρωάτη μεάρα με αγχωάνει αλλαά ειάναι δευτεροετηάς οποάτε ιάσως τα εάχει οάλα υποά εάλεγχο. Τελικαά, ειάναι ωάρα να ντυθωά και να φυάγω. Ντυάνομαι, ξαναά φτιαάχνοντας τα μαλλιαά μου και ριάχνω την τσαάντα στον ωάμο μου. Με μιάα τελευταιάα ματιαά στον καθρεάπτη, κατευθυάνομαι στο πρωάτο μου μαάθημα. Ειάμαι ευγνωάμων που μελεάτησα το χαάρτη του Πανεπιστημιάου οποάτε μπορωά να βρω τις ταάξεις μου ευάκολα. Οάταν μπαιάνω στην πρωτοετηά μου ιστοριάα το δωμαάτιο ειάναι αάδειο, εκτοάς αποά εάνα αάτομο. Διαλεάγω να καθιάσω διάπλα του, προφανωάς νοιαάζεται για να ειάναι στην ωάρα του. Οάπως και εγωά. «Που ειάναι οάλοι;» Τον ρωταάω και χαμογελαάει. Εάχει υπεάροχο χαμοάγελο. «Πιθανωάν τρεάχουν στην Πανεπιστημιουάπολη για να φταάσουν ιάσα ιάσα στην ωάρα τους.» Γελαάει και τον συμπαθωά αμεάσως. Αυτοά ακριβωάς θα εάλεγα και εγωά. «Ειάμαι η Τεάσσα Γιαάνγκ.» Λεάω και του διάνω εάνα φιλικοά χαμοάγελο. «Λιάαμ Πεάιν.» Λεάει με εάνα εξιάσου υπεάροχο χαμοάγελο οάπως το πρωάτο. Περναάμε την υποάλοιπη ωάρα πριν αρχιάσει το μαάθημα μιλωάντας, ειάμαστε και οι δυάο πρωτοετηάς στην Αγγλικηά φιλολογιάα και εάχει μια κοπεάλα την Ντανιεάλ. Δεν με κοροιϊδευάει οάταν του λεάω πως ο Νοάα ειάναι μιάα ταάξη μικροάτεροάς μου. Χαιάρομαι παάρα πουά που καάθισα διάπλα του. Η ταάξη γεμιάζει και ο Λιάαμ μας συστηάνει στον καθηγητηά.
30
Καθωάς η μεάρα συνεχιάζεται, αρχιάζω να μετανιωάνω που πηάρα πεάντε μαθηάματα αντιά για τεάσσερα. Παάω βιαστικαά στο μαάθημα της Λογοτεχνιάας και ιάσα που προλαβαιάνω στην ωάρα μου. Ευτυχωάς ειάναι το τελευταιάο μου μαάθημα για σηάμερα. Ειάμαι ανακουφισμεάνη οάταν βλεάπω τον Λιάαμ να καάθεται στην μπροστινηά σειραά, η θεάση διπλαά του ειάναι αάδεια. «Γεια ξαναά.» χαμογελαάει και καάθομαι διάπλα του. Ο καθηγητηάς αρχιάζει το μαάθημα, διάνοντας μας την εξεταστεάα υάλη για το τετραάμηνο και μας συστηάνεται. Χαιάρομαι τοάσο που το κολεάγιο ειάναι διαφορετικοά αποά το λυάκειο, οι καθηγητεάς δεν σε αναγκαάζουν να σταθειάς μπροσταά στην ταάξη και να συστηθειάς ηά τιάποτα αάλλα ντροπιαστικαά και ασηάμαντα πραάγματα. Ακριβωάς στη μεάση τη στιγμηά που ο καθηγητηάς μας εξηγειά τη λιάστα διαβαάσματοάς μας, η ποάρτα ανοιάγει και το στοάμα μου πεάφτει. Φυσικαά, μοάλις που νοάμιζα που η μεάρα ηάταν ηάρεμη, πεάφτω παάνω στο Χαάρρυ. «Αχ.» λεάω μεάσα αποά τα δοάντια μου και ο Λιάαμ γελαάει. «Ξεάρεις τον Χαάρρυ Σταάιλς;» Ρωταάει. Ο Χαάρρυ πρεάπει να ειάναι δημοφιληάς τριγυάρω αν καάποιος τοάσο γλυκοάς οάσο ο Λιάαμ τον ξεάρει. «Περιάπου, η συγκαάτοικοάς μου ειάναι φιάλη του. Ειάναι κοάπανος.» Ψιθυριάζω. Τα μαάτια του Χαάρρυ κλειδωάνουν στα δικαά μου και ανησυχωά μηάπως με αάκουσε. Στα αληάθεια δεν με νοιαάζει αν με ακουάς, λες και δεν ξεάρει πως ειάναι κοάπανος. Πιαάνω τον εαυτοά μουπεριάεργο για το τι ξεάρει ο Λιάαμ γι αυτοάν, δεν μπορωά παραά να ρωτηάσω. «Τον ξεάρεις;» «Ναι… ειάναι…» σταματαά να μιλαά και τα μαάτια του κοιτουάν πιάσω μου. Σηκωάνω το βλεάμμα μου για να δω τον Χαάρρυ να καάθεται στο θρανιάο πιάσω μου. Ο Λιάαμ μεάνει σιωπηλοάς για το υποάλοιπο μαάθημα. «Αυταά για σηάμερα, θα σας δω οάλους την Τεταάρτη.» Ο καθηγητηάς Χιλ λεάει και μας αφηάνει ελευάθερους. «Νομιάζω πως αυτηά θα ειάναι η αγαπημεάνη μου ταάξη.» Λεάω στο Λιάαμ και συμφωνειά. Το προάσωποά του πεάφτει και γυριάζω για να δω τον Χαάρρυ να περπαταά διάπλα μας. «Τι θες Χαάρρυ;» Ρωταάω, διάνοντας μια γευάση αποά τα δικαά του λοάγια. Δεν δουλευάει, φαιάνεται να το διασκεδαάζει. «Τιάποτα απολυάτως. Χαιάρομαι πολυά που εάχουμε εάνα μαάθημα μαζιά.» με πειραάζει και βαάζει τα χεάρια στα μαλλιαά του, ανακατευάοντας τα και τραβωάντας προς τα πιάσω στο μεάτωποά του.
31
«Θα σε δω αργοάτερα Τεάσσα.» Ο Λιάαμ λεάει. Κοιταά το Χαάρρυ αάλλη μιάα φοραά και περπαταά προς τον αντιάθετο δροάμο. «Βρηάκες το πιο βαρετοά παιδιά της ταάξης για φιάλο.» «Μην μιλαάς εάτσι γι αυτοάν, ειάναι γλυκοάς και εάξυπνος. Καμιάα σχεάση με εσεάνα.» Ειάμαι εάκπληκτη αποά τις σκληρεάς μου λεάξεις. Μου βγαάζει στα αληάθεια τον χειροάτερο εαυτοά μου. «Γιάνεσαι πιο επιθετικηά με καάθε συνομιλιάα που εάχουμε, Τερεάσα.» «Αν με πεις Τερεάσα αάλλη μιάα φοραά..» Τον προειδοποιωά και αυτοάς γελαάει. Προσπαθωά να τον φανταστωά χωριάς τα τατουαάζ και τα σκουλαριάκι, ειάναι βασικαά ελκυστικοάς αλλαά ο χαρακτηάρας του τον καταστρεάφει. «Σταμαάτα να με κοιταάζεις.» λεάει και στριάβει στη γωνιάα, εξαφανιάζεται πριν μπορωά να σκεφτωά καάτι για απαάντηση.
32
Chapter 14 Επιτελους ειναι Παρασκευη και η πρωτη μου εβδομαδα στο κολεγιο εχει σχεδον τελειωσει. Νιωθωντας ευχαριστημενη με το πως εχει περασει η εβδομαδα, κανονισα να κλεψω λιγο χρονο απο το αποψινο μου διαβασμα νοικιαζοντας μερικες ταινιες αφου η Στεφ θα ειναι σε κανενα παρτυ. Το να εχω την υλη απο ολα τα μαθηματα κανει τα πραγματα πιο ευκολα για μενα γιατι μπορω να ετοιμαάσω τις εργασιάες μου νωριάτερα. Παιάρνω την τσαντα μου και φευγω νωρις, σταματωάντας σε μια καφετερια να παρω ενα καφε για να εχω εξτρα ενεργεια για σημερα. ''Τεάσσα σωστα?'' μια κοριτσιστικη φωνη λεει απο πισω μου την ωρα που περιμενω στην ουρα. Γυρισα να δω ποια ηταν και βρηκα το κοριτσι με τα ροζ μαλλια απο το παρτυ. Νομιζω η Στεφ την φωναζε Μοάλλυ. ''Ναι'' της απανταω και ξαναγυριζω μπροστα. ''Θα ερθεις αποψε στο παρτυ?'' ρωταει. Αναστεναζοντας γυρναω παλι προς το μερος της και κουναω αρνητικα το κεφαλι μου. ''Θα επρεπε, θα ειναι φοβερα'' λεει και χαμογελαει. Χαιδευει με τα μικροσκοπικα της δαχτυλα ενα μεγαλο περιστροφικο τατουαζ στο χεάρι της. ''Κριμα, ηξερα οτι ο Ζεάιν ηθελε να σε δει'' λεει και δεν μπορω να ξεσπασω σε γελια. ''Τι? μιλουσε για σενα εχθες'' ''Αμφιβαλω για αυτοά...αλλα ακομα και αν μιλουσε εγω εχω αγορι'' της λεω καάνοντας το χαμογελο της να μεγαλωάσει . ''Κριμα, θα μπορουσε να εχουμε ενα διπλο ραντεβου'' γελαάει πονηραά και ευχαριστω τον θεο οταν η παραγγελια μου ειναι επιτελους ετοιμη. Τα χερια μου τυλιγονται γυρω απο το ποτηρι πολυ γρηγορα και λιγο απο τον καφε πεφτει στο ενα χερι μου και με καιει, βριζω απο μεσα μου και βγαινω απο το μαγαζι.
33
Διπλο ραντεβου? με ποιον? Με εκεινη και τον Χαρρυ μαλλον. Οάχι ευχαριστωά. Ο Ζεάιν ηταν πολυ καλος και τα σχετικα αλλα ο Noα σημαινει τα παντα για μενα. Δεν εχουμε μιλησει πολυ αυτην την εβδομαδα επειδη ειμαι πολυ απασχολημενη συνεχεια. Του στελνω ενα γρηγορο μηνυμα λεγοντας του οτι μου λειπει και πηγαινω προς την ταξη. Η μερα περασε τελεια. Συναντηθηκαμε με το Λιαμ στο βιβλιοπωλειο για να περπατησουμε μαζι μεχρι την ταξη της Λογοτεχνιας. Ακουμπαει με την πλατη του τον τοιχο την ωρα που πηγαινω προς το μερος του και με καλωσοριζει με ενα μεγαλο χαμογελο. ''Θα φυγω 30 λεπτα νωριτερα σημερα απο την ταξη, πεταω πιάσω σπιτι για το Σαββατοκυριακο'' μου λεει ''Αυτο ειναι συρναπαστικο!'' του λεω, ισως πρεπει να παω και εγω σπιτι για το σαββατοκυριακο καποια φορα. Το σπιτι της μαμας μου ειναι μονο δυο ωρες μακρυα απο εδω αλλα δεν εχω αγορασει ακομα αυτοκινητο οποτε θα πρεπει να περιμενω. Οπως ειπε, ο Λιαμ φευγει 30 λεπτα νωριτερα απο το μαθημα και ξαφνικα αρχιζω και ανησυχω επειδηά γνωριάζω οτι ο Χαρρυ καθεται διπλα μου. Στο κολεγιο μπορεις να κατσεις οπου θελεις, διαφορετικη καρεκλα καθε μερα αν θες αλλα ο Χαρρυ παάντα καθεται διάπλα μου στην πρωτη σειρα. Το ξερω οτι το κανει μονο και μονο για να μου σπασει τα νευρα αλλα τον αγνοω ολη την εβδομαδα. ''Θα ξεκινησουμε την μακρα εβδομαδιαια μας συζητηση με το μυθιστορημα της Jane Austen, ''Περηφανια και Προκαταληψη'' ξεκινωάντας απο αυάριο!" Ο καθηγητης Χιλ μας ανακοινωνει στο τελειωμα του μαθηματος. Δεν μπορω να καταπολεμησω το μεγαλο μου χαμογελο, εχω διαβασει αυτο το μυθιστορημα τουλαχιστον δεκα φορες. Ειναι ενα απο τα αγαπημενα μου. ''Ασε με να μαντεψω, λατρευεις τον κυριο Darcy'' λεει ο Χαρρυ με ενα κοροιδευτικο τονο στην φωνη του την ωρα που βγαινω εξω. ''Βασικα, ναι τον λατρευω'' Φτασαμε στην διασταυρωση και εγω ελεγχω και τις δυο πλευρες πριν περασω τον δρομο. ''Φυσικα και τον λατρευεις'' γελαει, συνεχιζοντας να με ακολουθει. ''Eιμαι βεβαιη οτι δεν εισαι σε θεση να καταλαβεις την εάφεση του κυριου Darcy'' Το μυαλο μου περιπλανιεται στην τεραστια συλλογη απο μυθιστορηματα στο δωματιο του Χαρρυ. Δεν μπορει να ειναι δικα του. Ειναι?
34
''Eνας ανθρωπος που ειναι αγενης και απαραδεκτος να γινεται ρομαντικος ηάρωας? Ειναι γελοιο. Εαν η Ελιζαμπεθ ηταν πιο εξυπνη θα του ειχε πει να παει να πηδηχτειά'' Γελαω στην επιλογη των λεξεων που χρησιμοποιησε αλλα καλυπτω γρηγορα το στομα μου. Πραγματικα μου αρεσε που χαριτολογουσαμε μαζι αλλα ειναι θεμα χρονου, λεπτων εαν ειμαι τυχερη, ωάσπου να πει κατι που να με πληγωσει. Χαμογελαει και τα λακακια του εμφανιζονται και δεν μπορω παρα να θαυμαζω ποσο ωραιος δειχνει. Με ολα τα σχετικαά piercing του. ''Αρα συμφωνεις οτι η Ελιζαμπεθ ειναι ηλιθια?'' σηκωνει το φρυδι του. ''Οχι, ειναι ενας απο τους πιο δυνατους και πιο συνθετους χαρακτηρες που εχουν γραφτει ποτε'' την υπερασπιζομαι. Γελαει ξανα το ιδιο και εγω. Κατι λαμπει στα ματια του και σταματαει να γελαει. ''Θα σε δω εδω γυρω Τερεάσσα'' μου λεει και φευγει. Τι τρεχει με αυτον? Πριν ξεκινησω να αναλυω τις πραξεις του το κινητο μου χτυπαει. Ειάναι ο Νοάα. Νιωθω μια περιεργη ενοχη οταν απανταω στην κληση του. ''Γεια Tεςς, θα σου εστελνα μηνυμα αλλα σκεφτηκα οτι θα ηταν καλυτερο να σου τηλεφωνησω'' η φωνη του ακουγεται βιαστηκη ''Τι κανεις? Ακουγεσαι απασχολημενος'' ''Οχι, πηγαινω να συναντησω κατι φιλους στην ψησταρια'' μου εξηγει ''Ωραια, δεν θα σε κρατησω για πολυ. Ειμαι χαρουμενη που ειναι Παρασκευη. Ειμαι ετοιμη για το Σαββατοκυριακο''. ''Θα πας σε παρτυ παλι? Η μητερα σου ειναι ακομη απογοητευμενη'' Γιατι το ανεφερε στην μαμα μου? Μου αρεσει που ειναι κοντα με την μαμα μου αλλα μερικες φορες βγαινοντας μαζι του ειναι σαν να εχω ενα ενοχλητικο μικρο αδερφο που με καρφωνει συνεχεια. Μολις τον συγκρινα με αδερφο? Ηταν μια μεγαλη εβδομαδα. ''Οχι δεν θα παω σε παρτυ, μου λειπεις'' ''Και εμενα μου λειπεις Tεςς Παρα πολυ. Παρε με αργοτερα ενταξει?'' Συμφωνησα και ανταλλαξαμε ''σαγαπω'' προτουά το κλειάσουμε. Οταν γυρισα στο δωματιο μου, η Στεφ ετοιμαζεται για το αποψινο παρτυ, υποθετω ειναι στο σπιτι αδελφοτητας που μενει ο Χαρρυ. Μπηκα στο ιντερνετ και αποφασισα ποιες ταινιες θα δω αποψε.
35
''Ευχομαι πραγματικα να ερχοσουν, στο υποσχομαι δεν θα μεινουμε αυτη την φορα. Ελα για λιγο. Το να βλεπεις ταινιες σε ενα μικρο δωματιο μονη σου ακουγεται αθλιο!'' παραπονιεται και εγω γελαω. Συνεχιζει να με παρακαλει την ωρα που φτιαχνει τα μαλλια της και αλλαζει τρια διαφορετικα φορεματα. Καταληγει σε ενα ασπρο φορεμα που αφηνει πολυ λιγα πραγματα στην φαντασια του αλλου. Το ασπρο χρωμα του φορεματος διχνει πολυ καλο με τα λαμπερα κοκκινα μαλλια της. Ζηλευω την αυτοπεποιθηση της. Το ξερω οτι εχω ενα αξιοπρεπες σωμα, καμπυλες σε ολες τις σωστες θεσεις αλλα δεν ειμαι τοσο ανετη με το σωμα μου οσο ειναι εκεινη με το δικο της. Εχω την ταση να φοραω ρουχα που κρυβουν το μεγαλο μου στηθος, ενω εκεινη προσπαθει να κανει το δικο της να τραβηξει οσο το δυνατον περισσοτερη προσοχη. ''Το ξερω...απλα..Ει! Τι στο καλο?'' φωναζω στην οθονη του λαπτοπ μου που τωρα πια ειναι ολη μαυρη. Προσπαθω να το κλεισω αλλα δεν αλλαζει απο την μαυρη οθονη. ''Ειναι σημαδι οτι πρεπει να ερθεις. Το λαπτοπ μου ειναι στο δωματιο του Ναιαλλ οποτε δεν μπορεις να το χρησιμοποιησεις'' χαμογελαει πονηρα και χαιδευει τα μαλλια της ξανα. Στα αληάθει δεν θεάλω να καάτσω εδωά στην εστιάα μοάνη μου χωριάς να εάχω τιάποτα να καάνω ηά να δω. ''Καλα αλλα θα φυγουμε πριν τα μεσανυχτα'' βογκηξα και εκεινη χοροπηδαει πανω-κατω χτυπωάντας τα χερια της παλαμαάκια.
36
Chapter 15 Εβγαλα τις πιτζαμες μου και εβαλα ενα καινουργιο τζιν που δεν εχω φορεσει ακομα. Ειναι λιγο πιο σφιχτο απο τα συνηθισμενα μου τζιν αλλα ειναι ολα τα απλυτα οποτε δεν εχω αλλη επιλογη. Απο πανω αποφασισα να βαλω ενα αμανικο μαυρο πουκαμισο με δαντελα στου ωμους. ''Ουαου, πραγματικα μου αρεσουν τα ρουχα σου'' μου λεει η Στεφ. Υποθετω πως αυτο ηταν κοπλιμεντο παρα την εκπληξη στην φωνη της οτι θα της αρεσε πραγματικα κατι που φοραω. Της χαμογελαω και εκεινη προσπαθει να μου προσφερει το μολυάβι της. ''Οχι αυτη τη φορα'' της λεω θυμιζοντας στο εαυτο μου πως πασαλειφτηκε την προηγουμενη φορα στο προωσπο μου απο τα δακρυα. Γιατι στο καλο συμφωνησα να παω παλι εκει περα? ''Θα ερθει η Μοάλλυ να μας παρει, μολις μου εστειλε μηνυμα οποτε θα βρισκεται εδω σε κανενα λεπτακι'' ''Δεν νομιζω οτι με συμπαθει'' ειμαι σιγουρη οτι δεν με συμπαθει.
37
''Σε συμπαθει, απλα ειναι πολυ ειλικρινης καποιες φορες και νομιζω οτι σε φοβαται και λιγο'' ''Εμενα? Γιατι στο καλο να με φοβαται αυτη εμενα?'' της λεω και γελαω. Εγω ειμαι αυτη που την φοβαται. ''Νομιζω γιατι εισαι τοσο διαφορετικη απο εμας'' μου λεει και χαμογελαει. Το ξερω οτι ειμαι διαφορετικη απο αυτους αλλα για μενα αυτοι ειναι οι 'διαφορετικοι'. ''Μην ανησυχεις για εκεινη, θα ειναι απασχολημενη αποψε'' γελαει. ''Απο τον Χαρρυ?'' ρωταω πριν προλαβω να σταματησω τον εαυτο μου. Δεν μπορω παρα να παρατηρησω τον τροπο που με κοιταει με το ενα της φρυδι σηκωμενο. ''Οχι, απο τον Ζεάιν μαλλον. Αλλαζει αντρες καθε εβδομαδα'' Αυτο ειναι σκληρο πραγμα για να το λεει κανεις για την φιλη του αλλα η Στεφ απλα χαμογελαει. ''Δεν τα εχει με τον Χαρρυ?'' Η εικονα τους να φασωνονται πανω στο κρεβατι περιπλανιεται στο μυαλο μου. ''Με τιποτα, ο Χαρρυ δεν τα φτιαχνει ποτε με καμια. Απλα φασωνεται με πολλα κοριτσια αλλα δεν τα φτιαχνει με καμια. Ποτε'' ''Ααα'' ειναι το μονο που καταφερνω να πω. Μου χαμογελαει περιεργα και πιανει την τσαντα της. ''Παμε'' πιανει το χερι μου και με τραβαει εξω. Το αποψινο παρτυ ειναι το ιδιο με το προηγουμενο, τονοι ανθρωπων και μεθυσμενοι εφηβοι παντου. Γιατι απλα δεν εμενα στο δωματιο κοιταζωντας τα σερταρια? Μολις φτασαμε η Μοάλλυ εξαφανιστηκε και εγω βρεθηκα να καθομαι σε ενα καναπε και να μενω εκει για τουλαχιστον μια ωρα πριν εμφανιστει ο Χαρρυ. ''Φαινεσαι...διαφορετικη'' μου λεω την ωρα που σηκωνομαι. Τα ματια του εξερευνουν το σωμα μου απο πανω προς τα κατω και το αντιστροφο. Δεν προσπαθει καν να ειναι διακριτικος. Μενω σιωπηλη και τα ματια του συναντιουνται με τα δικα μου. ''Τα ρουχα που φορας πραγματικα σου πανε αποψε'' γελαει. Κουναω τα ματια μου και ισιωνω την μπλουζα μου, ξαφνικα επιθυμοντας να φορουσα τα μακρυα μου ρουχα. ''Εκπλησομαι που σε βλεπω εδω''
38
''Ναι..και εκπλησομαι που κατεληξα εδω ξανα'' του λεω και φευγω. Δεν με ακολουθει, αλλα για καποιον περιεργο λογο βρηκα τον εαυτο μου να ευχεται να με ακολουθουσε. Λιγες ωρες αργοτερα, η Στεφ ειναι μεθυσμενη ξανα, βασικα ολοι ειναι μεθυσμενοι. ''Ας παιξουμε αληθεια ηά θαρρος'' ο Ζεάιν προσφερει και το μικρο γκρουπ φιλων με τατουαζ πανω τους συγκεντρωνεται γυρω απο τον καναπε. Η Μοάλλυ δινει στον Ναιαλ ενα μπουκαλι με καθαρο αλκοολ και εκεινος πινει μια γουλια. Τα χερια του Χαρρυ καλυβουν ολοκληρο το κοκκινο πλαστικο ποτηρι την ωρα που πινει το υγρο. Ολοι συμφωνησαν να παιξουν αληθεια ηά θαρρος και το οτι ειναι μεθυσμενοι δεν προκειται να τελειωσει καλα. Αλλο ενα κοριτσι με punk εμφανιση ερχεται να παιξει, δηλαδη ειναι ο Χαρρυ, ο Ζειν, ο Ναιαλ, ο συγκατοικος του Ναιαλ ο Τρισταν, η Μολλυ, η Στεφ και το καινουργιο κοριτσι. ''Πρεπει να παιξεις Tεάσσα'' μου λεει η Mοάλλυ με ενα πονηρο χαμογελο. ''Οχι, θα προτιμουσα να μην παιξω'' λεω και κοιταω αλλου. ''Σιγαμ μην επαιζε, θα πρεπει να σταματησει να ειναι τοσο σεμνη για πεντε τουλαχιστον λεπτα'' τους λεει ο Χαρρυ και ολοι γελανε εκτος της Στεφ. Οι λεξεις του με νευριασαν και δεν ειμαι τοσο σεμνη. Ναι, το παραδεχομαι δεν ειμαι τοσο αγρια οσο ειναι αυτοι αλλα δεν ειμαι και οσο σεμνη λεει ο Χαρρυ οτι ειμαι. Κοιταω με θυμο τον Χαρρυ και καθομαι με σταυρομενα ποδια κατω στον μικρο τους κυκλο, αναμεσα στον Ναιαλλ και στο καινουργιο κοριτσι. Ο Χαρρυ γελαει και ψιθυριζει κατι στον Zεάιν πριν αρχισουνε. Οι πρωτοι γυροι περιλαμβαναν τον Zayn να πινει μια ολοκληρη μπυρα, την Molly να διχνει σε ολοκληρο το γκρουπ το σουτιεν της, και ανακαλυψαμε οτι η Steph ειχε τρυπησει τις ρογες της. ''Αληθεια ηά Θαρρος Tερεάσσα?'' με ρωταει ο Ναιαλ και ξεροκαταπινω. ''Αληθεια?'' ειπα τσιριχτα. Ο Χαρρυ γελαει και μουρμουριζει ''φυσικα''. Τον αγνοω και ο Ναιαλ τριβει τα χερια του σαν να εχει μια καλη ερωτηση. ''Εισαι παρθενα?'' με ρωταει ο Ναιαλ και μου κοπηκε η ανασα. Κανεις δεν φαινεται να πτοειται απο την παρεμβατικη ερωτηση εκτος απο εμενα. Νιωθω την θερμοκρασια στα μαγουλα μου να ανεβαινει και το χιουμορ σε ολων τα προσωπα. ''Λοιπον?'' λεει ο Zεάιν. Παρα την επιθυμια μου να τρεξω μακρυα και να κρυφτω, απλα κουναω καταφατικα το κεφαλι μου. Φυσικα ειμαι παρθενα, με τον Νoα μονο φιλιομαστε και το πιο ακραιο ειναι που με εχει ακουμπησει πανω απο το τζιν μου φυσικα.
39
Κανενας δεν φαινεται εκπληκτος απο την απαντηση μου, απλα τους κινησε το ενδιαφερον. ''Αρα τα εχεις με τον Noah δυο χρονια τωρα και δεν εχετε κανει σεξ?'' ρωταει η Στεφ και εγω κουναω λιγο απο την θεση μου. Απλα κουνησα το κεφαλι μου καταφατικα. ''Σειρα του Χαρρυ'' λεω, ελπιζοντας να παρω την προσοχη απο πανω μου.
Chapter 16 ''Θαρρος'' ο Χαρρυ απανταει πριν καν προλαβω να τον ρωτηάσω. Τι να τον βαλω να κανει? Το ξερω οτι θα κανει οτι και να του βαλω γιατι απλα ειναι αυτος που ειναι. ''εχεις..το θαρρος..να...''
40
''Να?'' λεει ανυπομονετικα. Παραλιγο να τον βαλω να πει κατι καλο για ολους στο γκρουπ αλλα αποφασισα να μην το κανει, παντως θα ειχε πλακα. ''Βγαλε την μπλουζα σου και μην την φορεσεις για το υπολοιπο παιχνιδι'' λεει η Mοάλλυ για μενα και ειμαι χαρουμενη. Οχι επειδη ο Χαρρυ θα βγαλει την μπλουζα του φυσικα, αλλα επειδη δεν μπορουσα να σκεφτω τιποτα για να τον βαλω να κανει. ''Ποσο παιδιαριστικο?'' λεει ο Χαρρυ αλλα βγαζει την μπλουζα του απο το κεφαλι του. Tα ματια μου πηγαν κατευθειαν στο μακρυ κορμο του. Ο τροπος που το μαυρο μελανι των ταττουαζ του ειναι βαμμενο στο εκπληκτικα μαυρισμενο του δερμα ειναι καπως ελκυστικο. Κατω απο τα χελιδονια εχει ενα τατουαζ πεταλουδα στο στομαχι του, φαινεται πολυ καλυτερα απο οτι μια πεταλουδα θα πρεπει να διχνει σε εναν αντρα. Τα χερια του εχουν πολλα περισσοτερα τατουαζ απο οτι περιμενα, μικρα τυχαια τατουαζ διασπαρτα κατα μηκος των ωμων και των γοφων του. Η Στεφ με σκουνταει και εγω περνω τα ματια μου απο πανω του παρακαλωντας να μην με εχει δει κανεις να τον κοιταζω. Το παιχνιδι συνεχιζεται και η Mοάλλυ φιλαει τον Τριάσταν και τον Zεάιν, η Στεφ μας λεει για την πρωτη φορα που ειχε σεξ, και ο Nαάιαλ και το καινουργιο κοριτσι φιλιουνται. Πως μπλεχτηκα στη μεση αυτου το γκρουπ με εφηβους γεματοι με ορμονες. ''Tεάσσα αληθεια ηά θαρρος?'' ο Tριάσταν με ρωταει. ''Γιατι ρωτας? Ξερουμε οτι θα πει αληθεια'' ο Χαρρυ με διακοπτει. ''Θαρρος'' λεω, εκπλησσοντας εκεινους και τον εαυτο μου. ''Χμμ...Tεάσσα εχεις το θαρρος να...πιεις λιγη βοτκα?'' μου χαμογελαει ο Tριάσταν. ''Δεν πινω'' ''Αυτο ειναι το θεμα'' ''Κοιτα, εαν δεν θελεις να το κανεις...'' Ο Ναιαλ αρχιζει και εγω κοιταω προς το μερος του Χαρρυ και της Μολλυ που γελανε με την συμπεριφορα μου. ''Καλα, μια γουλια'' λεω και τα ματια του Χαρρυ συναντανε τα δικα μου. Με κοιταει με ενα περιεργο υφος. Δευτερολεπτα αργοτερα μου δινουν ενα μπουκαλι με καθαρη βοτκα. Εβαλα την μυτη μου στο στομιο, μυριζοντας το υγρο. Μου καει την μυτη και σουφρωνω την μυτη μου, προσπαθωντας να αγνοησω τα σιγανα γελια που ακουγονται απο πισω μου. Προσπαθω να μην σκεφτομαι ολα τα στοματα που εχουν πιει απο αυτο το μπουκαλι πριν πιω μια γουλια. Η βοτκα ειναι καυτη και καιει την
41
γλωσσα μου οπως περναει απο το στομα μου αλλα καταφερα να την καταπιω γρηγορα. Εχει φρικτη γευση. Το γκρουπ χειροκροταει και γελαει λιγακι εκτος του Χαρρυ. Εαν δεν τον ηξερα θα νομιζα οτι ηταν νευριασμενος ηά απογοητευμενος? Ειναι τοσο περιεργος. Νιωθω τα μαγουλα μου να καινε και την μικρη ποσοτητα αλκοολ στις φλεβες μου, που σε καθε γυρο μεγαλωνει αφου με βαζουν να πιω αλλη μια γουλια βοτκα. Με υποχρεωνουν αλλα οφειλω να ομολογησω οτι ειμαι πολυ χαλαρη και για πρωτη φορα νιωθω καλα. ''Το ιδιο θαρρος'' μου λεει ο Zεάιν και πινει μια γουλια βοτκα και επειτα μου το δινει για πεντηκοστη φορα αποψε. Δεν θυμαμαι καν τα αληθεια ηά θαρρος που εχουν συμβει τους τελευταιους γυρους. Αυτη τη φορα πινω δυο γουλιες βοτκα πριν μου αρπαξουν το μπουκαλι απο τα χερια. ''Νομιζω εχεις πιει πολυ'' λεει ο Χαρρυ και δινει το μπουκαλι στον Ναιαλ, ο οποιος πινει μια γουλια. Ποιος στο διαολο ειναι ο Χαρρυ για να μου πει οτι εχω πιει πολυ? Ολοι πινουν ακομα οποτε μπορω και εγω. Αρπαζω τα μπουκαλι απο τον Ναιαλλ και πινω αλλη μια γουλια, χαμογελωντας πονηρα στο Χαρρυ την ωρα που το στομιο ακουμπαει τα χειλη μου. ''Δεν μπορω να πιστεψω οτι δεν εχεις μεθυσει ποτε πριν, εχει πλακα ετσι?'' με ρωταει ο Zεάιν και εγω χαχανιζω. Σκεψεις ανευθηνοτητας κατακλυουν το μυαλο μου αλλα τις αγνοω, ειναι μονο μια νυχτα. ''Χαρρυ, αληθεια ηά θαρρος?'' ρωταει η Moλλυ. Εκεινος απανταει ''θαρρος'' φυσικα. ''Εχεις το θαρρος να φιλησεις την Tεάσσα?'' του λεει και χαμογελαει με ενα ψευτικο χαμογελο. Τα ματια του Χαρρυ μεγαλωνουν και εγω θελω να τρεξω μακρυα. ''Οχι εχω αγορι'' τους λεω και εκει γελανε με μενα για εκατοστη φορα αποψε. Γιατι στο καλο κανω παρεα με ανθρωπους που με κοροιδευουν? ''Και? ειναι απλα ενα παιχνιδι...απλα καντο'' με πιεζει η Moλλυ. ''Οχι δεν φιλαω κανενα'' πεταω και σηκωνομαι ορθια. Ο Χαρρυ απλα πινει μια γουλια απο το ποτηρι του. Ελπιζω να ειναι προσβεβλημενος, βασικα δεν με νοιαζει αν ειναι. Με μισει και εξαλλου ειναι αγενης. Οπως σηκωνομαι στα ποδια μου τα αποτελεσματα της βοτκα με χτυπουν. Ταλαντευομαι λιγακι αλλα τραβαω τον εαυτο μου μακρυα απο αυτους. Μεσα απο το πληθος, καταφερνω να βρω την πορτα. Mολις ανοιγω την πορτα ο κρυος αερας με χτυπαει. Κλεινω τα ματια μου ανασαινοντας τον καθαρο αερα πριν παω να καθισω στο πετρινο τοιχο. Πριν καταλαβω τι κανω, το κινητο μου βρισκεται στα χερια μου, καλωντας τον Nοα.
42
''Παρακαλω?'' λεει, η οικειοτητα της φωνης του με κανει να μου λειπει περισσοτερο. ''Γεια σου...μωρο μου'' λεω γελωντας. Δεν φωναζουμε ο ενας τον αλλο ηλιθια ονοματα ζωων. ''Tessa εισαι μεθυσμενη?'' η λεει με φωνη σαν να με κρινει. Δεν επρεπε να τον παρω τηλεφωνο. ''Οχι...φυσικα και οχι'' του ειπα ψεματα και του το εκλεισα στα μουτρα. Παταω με το χερι μου το κουμπι και κλεινω το κινητο μου, δεν θελω να τον ξαναπαρω τηλεφωνο. Καταστρεφει το καλο συναισθημα που μου προκαλει η βοτκα. Μπαινω παλι μεσα παραπατωντας, αγνοωντας τα σφυριγματα και τα βρομικα σχολια απο μεθυσμενα αγορια. Αρπαζω ενα μπουκαλι με καφε υγρο απο τον παγκο της κουζινας και πινω μια γουλια, μεγαλη γουλια. Εχει χειροτερη γευση απο την βοτκα και καιει ακομη χειροτερα. Τα χερια μου ψηλαφουν για ενα ποτηρι απο οτιδηποτε για να μου φυγει η γευση. Tελικα ανοιγω το ντουλακι και πιανω ενα γυαλινο ποτηρι για να βαλω νερο απο τον νεροχυτη. Το νερο βοηθαει με το καψιμο λιγο, αλλα οχι πολυ. Το γκρουπ απο τους 'φιλους' μου καθεται ακομη σε κυκλο παιζοντας το ηλιθιο παιχνιδι τους. Ειναι φιλοι μου? Δεν νομιζω να ειναι. Απλα με εχουν μονο και μονο για να γελανε απο την απειρια μου. Πως τολμησε η Molly να πει στον Χαρρυ να με φιλησει, ξερει οτι εχω αγορι. Αντιθετα με αυτη δεν φιλαω οποιον βρω μπροστα μου. Εχω φιλησει μονο δυο αγορια στην ζωη μου, τον Noah και τον Johny ενα παιδι γεματο φακιδες στο προσωπο του στην τριτη ταξη που μετα το φιλι με κλοτσησε στην κνημη. Θα με φιλουσε ο Χαρρυ? Τα χερια του ειναι ροζ και σαρκωδη , το μυαλο μου φανταζεται μια σκηνη με τον Χαρρυ να ερχεται κοντα μου και να με φιλαει και ο σφυγμος μου αυξανεται. Τι στο διαολο? Γιατι τον σκεφτομαι να με φιλαει? Δεν προκειται να ξανπιω ποτε. Λεπτα αργοτερα, το δωματιο αρχιζει να γυριζει και το κεφαλι μου ποναει. Τα ποδια μου με πανε στον πανω οροφο στο μπανιο οπου στεκομαι μπροστα απο την τουαλετα περιμενωντας να κανω εμετο. Τιποτα. Βιγκαω και σηκωνομαι ορθια. Ειμαι ετοιμη να γυρισω πισω στους κοιτωνες αλλα ξερω οτι η Steph δεν θα ειναι ετοιμη για ωρες ακομα. Πριν προλαβω να σταματησω τον εαυτο μου τα χερια μου πιανουν το χερουλι της πορτας του δωματιου του Χαρρυ. Δεν εχει αλλαξει καθολου το δωματιο απο την προηγουμενη φορα μονο που αυτη τη φορα κινειται γυρω γυρω κατω απο τα ποδια μου. Το αντιγραφο απο τα ''Ανεμορδαμενα Υψη'' λειπει απο το ραφι οπου ηταν αλλα το βρηκα στο κομοδινο διπλα απο το ''Περηφανια και Προκαταληψη''. Τα σχολια του Χαρρυ για το μυθιστορημα παιζονται ξανα στο μυαλο μου. Προφανως το ειχε διαβασει πριν, και το καταλαβε πραγμα σπανιο στην ηλικια μας. Μαλλον επρεπε να το διαβασει για το μαθημα προχθες, για αυτο. Αλλα γιατι αυτο το αντιγραφο απο τα ''Ανεμορδαμενα Υψη'' ειναι εξω? Το πιανω και καθομαι στο κρεβατι, ανοιγωντας το βιβλιο στη
43
μεση του. Τα ματια μου σαρωνουν τις σελιδες και το δωματιο σταματαει να στριφογυριζει. Ειμαι τοσο αποροφημενη απο την Catherine και τον Heathcriff, που οταν ανοιγει η πορτα δεν την ακουω. ''Ποιο μερος του κανεις δεν μπαινει στο δωματιο μου δεν καταλαβες την προηγουμενη φορα?'' λεει ο Χαρρυ αποτομα. Η νευριασμενη του εκφραση με εκπλησει και με κανει να θελω να γελασω την ιδια στιγμη. ''Σ..συγνωμη εγω..'' ''Βγες εξω'' λεει γρηγορα και εγω τον κοιταζω με θυμο. Η βοτκα ειναι ακομα φρεσκια στον οργανισμο μου, πολυ φρεσκια για να αφησω τον Χαρρυ να μου φωναζει. ''Δεν χρειαζεται να εισαι τοσο κοάπανος!'' Η φωνη μου βγαινει πολυ δυνατοτερη απο οτι προοριζοταν. ''Εισαι στο δωματιο μου, ξανα μετα που σου ειπα να μην ξαναμπεις. Οποτε βγες εξω!'' φωναζει, κανοντας μερικα βηματα προς το μερος μου. ''Γιατι δεν σου αρεσω?'' Δεν ειμαι σιγουρη τι με επιασε να τον ρωτησω αυτο. Δεν νομιζω ο ηδη πληγωμενος εγωισμος μου μπορει να αντεξει την απαντηση
44
Chapter 17 ''Γιατι με ρωτας?'' με κοιταει ''Δεν ξερω...ειμαι παντα καλη μαζι σου και εσυ εισαι παντα αγενης. Νομιζα οτι μπορουσαμε να γινουμε φιλοι'' ποσο ηλιθιο ακουγεται αυτο.Ξυνω με το χερι μου την ακρη της μυτης μου περιμενοντας την απαντηση. ''Εμεις? Φιλοι?'' γελαει. ''Ειναι προφανες οτι δεν μπορουμε να ειμαστε φιλοι'' ''Σε μενα δεν ειναι'' ''Για αρχη εισαι πολυ νευρικη, πιθανως εχεις μεγαλωσει σε καποιο μικρο τελειο σπιτι οπως αυτα των περιοδικων που ειναι ιδιο με ολα τα αλλα σπιτια στη γειτονια, οι γονεις σου πιθανως σου επερναν ολα οσα ηθελες οποτε δεν ειχε να τους ζητησεις τιποτα. Με τις ηλιθιες φουστες σου με πιετες, ποιος ντυνεται ετσι στα 18 του?'' μου λεει και μενω αφωνη. ''Δεν ξερεις τιποτα για μενα! Η ζωη μου δεν ειναι καθολου ετσι οπως τα λες! Ο αλκολικος μπαμπας μου μας αφησε οταν ημουν δεκα και η μαμα μου δουλευε πολυ σκληρα για να παω εγω σε κολλεγιο, βρηκα δικη μου δουλεια στα 16 μου για να βοηθησω με τους λογαρισμους και τυχαινει να μου αρεσουν τα ρουχα μου, συγνωμη που δεν ντυνομαι σαν ολε τις πουτανες που ειναι γυρω σου! Για καποιον που προσπαθει παρα πολυ σκληρα για να ξεχωριζει και να ειναι διαφορετικος εσυ σιγουρα εισαι επικριτικος απεναντι του!'' ουρλιαζω και οι γροθιες του σχηματιζονται. Νιωθω τα δακρυα μου να τσουζουν τα ματια μου και γυρναω απο την αλλη για να τα σκουπιζω να μην τα δει ο Χαρρυ. ''Ξερεις κατι, δεν θελω να ειμαι φιλη μαζι σου Χαρρυ'' του λεω και κατευθυνομαι προς το πομολο. Η βοτκα με κανει γενναια με αποτελεσμα να φωναξω στον Χαρρυ. ''Που πας?'' με ρωταει. Ειναι τοσο απροβλεπτος και κυκλοθυμικος.
45
''Στην σταση λεωφορειου για να παω πισω στο δωματιο και δεν προκειται να ξαναερθω ποτε εδω. Τερμα η προσπαθεια μου να γινω φιλη με καποιο απο εσας'' ''Ειναι πολυ αργα για να παρεις το λεωφορειο μονη σου'' ''Δεν εισαι σοβαρος να κανεις πως σε νοιαζει εαν παθω κατι'' γελαω. Δεν μπορω να συμβαδισω με αυτον τον ανθρωπο. ''Δεν λεω οτι νοιαζομαι..απλα σε προειδοποιω. Ειναι κακη ιδεα'' ''Βασικα Χαρρυ δεν εχω αλλες επιλογες. Ολοι ειναι μεθυσμενοι μαζι και εγω'' λεω και τα δακρυα εμφανιζονται. Εχω γινει ρεζιλι που ο Χαρρυ απο ολους τους ανθρωπους εδω περα με βλεπει να κλαιω, ξανα. ''Παντα κλαις σε παρτυ?'' με ρωταει με ενα μικρο χαμογελο. ''Προφανως, δεδομενου οτι αυτα ειναι τα μονα παρτυ που εχω παει'' πηγαινω προς την πορτα ξανα και αυτη την φορα την ανοιγω. ''Tερεάσσα'' λεει τοσο μαλακα που ισα ισα τον ακουσα. Το προσωπο του ειναι δυσαναγνωστο. Το δωματιο αρχισε να περιστρεφεται παλι και για να μην πεσω πιανω το επιπλο διπλα απο την πορτα του δωματιου το Χαρρυ. ''Εισαι ενταξει?'' με ρωταει. Κουναω καταφατικα το κεφαλι μου παρολο που ειμαι ετοιμη να κανω εμετο. ''Γιατι δεν καθεσαι για λιγο κατω και μετα να πας στην σταση?'' Εγνεψα ξανα. Βγαινω εξω και για ακομη μια φορα με φωναζει. ''Μπορεις να κατσεις εδω..νομιζω'' μου λεει και αφηνει μια βαθια ανασα. ''Νομιζα οτι κανεις δεν επιτρεπεται να ειναι στο δωματιο σου?'' τον ρωταω και καθομαι στο πατωμα. ''Δεν θα ξαναγινει'' μου λεει. Ειναι πισω στον παλιο εαυτο του. Με πιανει λοξιγκας και ενα μικρο χαμογελο εμφανιζεται στα χειλη του. ''Εαν κανεις εμετο στο δωματιο μου την εβαψες'' με προειδοποιει. ''Νομιζω χρειαζομαι μονο λιγο νερο'' λεω και σηκωνομαι ορθια. ''Οριστε'' μου λεει και μου δινει το κοκκινο ποτηρι του. Κουναω τα ματια μου και το σπρωχνω μακρυα μου. ''Ειπα νερο οχι μπυρα'' ''Νερο ειναι, δεν πινω'' μου λεει. Ενας ηχος μεταξυ ξεφυσηματος και γελιου βγαινει απο το στομα μου. Δεν υπαρχει περιπτωση να μην πινει ο Χαρρυ. Δεν
46
θυμαμαι να τον ειδα να πινει απο το μπουκαλι βοτκα αλλα εξακολουθει να ειναι περιεργο. ''Ξαφνιασμενη?'' με ρωταει και κουναω καταφατικα το κεφαλι μου. ''Δεν θα κατσεις εδω και να με προσεχεις ετσι?'' θελω πραγματικα να ειμαι μονη μου στην μεθυσμενη κατασταση μου. Αρχιζω να αισθανομαι ενοχη που φωναξα στον Χαρρυ. ''Mου βγαζεις τον χειροτερο μου εαυτο'' λεω απο εξω μου, χωρις να το εννοω. ''Αυτο ειναι σκληρο'' λεει με σοβαρη φωνη. ''Και ναι θα κατσω εδω να σε προσεχω. Εισαι μεθυσμενη για πρωτη φορα στην ζωη σου και εχεις μια συνηθεια να πειραζεις τα πραγματα μου οταν δεν ειμαι μπροστα'' λεει και καθεται στο κρεβατι του. Πιανω το ποτηρι και πινω λιγο νερο. Mπορω να γευτω μεντα στο χειλος του ποτηριου και αμεσως αρχιζω να σκεφτομαι τι γευση εχει το στομα του Χαρρυ. Θεε μου, δεν προκειται να ξαναπιω ποτε.
47
Chapter 18 Μετα απο καποια λεπτα ησυχιας ο Χαρρυ τελικα μιλαει. ''Να σε ρωτησω κατι?'' Ξερω απο την εκφραση του προσωπου του οτι πρεπει να πω οχι αλλα θελω να δω τι θα με ρωτησει. ''Βεβαια'' ''Τι θελεις να κανεις μετα το πανεπιστημιο?'' ρωταει και εγω γελαω. Αυτο ηταν το τελευταιο πραγμα που περιμενα να με ρωτησει. Υπεθεσα οτι θα με ρωτουσε γιατι ειμαι παρθενα ηά γιατι δεν πινω. ''Βασικα θελω να γινω ηά εκδοτρια ηά συγραφεας, οτι ερθει πρωτο'' Μαλλον δεν επρεπε να ειμαι ειλικρινης μαζι του, θα γελαει μαζι μου μετα απο αυτο. Νιωθωντας ομως γενναια, του κανω την ιδια ερωτηση μονο που αντι για απαντηση μου κουναει τα ματια του. ''Δικα σου ειναι αυτα τα βιβλια?'' τον ρωταω παρολλο που ξερω οτι δεν θα μου απαντησει. ''Ναι''μουρμουριζει. ''Ποιο ειναι το αγαπημενο σου?'' ''Δεν εχω αγαπημενο'' Αναστεναζω και πιανω μια μικρη κλωστουλα απο το τζιν μου. Κανονικα δεν θα επρεπε να εχει κλωστες αφου ειναι ειναικαινουργιο αλλα θα ανησυχησω για αυτο αργοτερα. ''Ξερει ο κυριος βαρετος οτι εισαι σε παρτυ παλι?'' χαμογελαει πονηρα. ''ο κυριος βαρετος?''. Δεν το πιασα.
48
''Το αγορι σου. Ειναι ο μεγαλυτερος ηλιθιος που εχω δει'' ''Μην μιλας ετσι για αυτον..ειναι...ειναι καλος..'' τραυλιζω. Ο Χαρρυ γελαει και εγω σηκωνομαι ορθια. Δεν ξερει καθολου τον Noα. ''Μονο στα ονειρα σου θα μπορουσες να εισαι οσο καλος ειναι αυτος'' του πεταω. ''Καλος? Αυτη ειναι η πρωτη λεξη που σου ερχεται στο μυαλο οταν μιλας για το αγορι σου? Το να τον λες καλο ειναι ο δικος σου 'καλος' τροπος να τον λες βαρετο'' ''Δεν ειναι βαρετος, δεν τον ξερεις'' ''Ειμαι σιγουρος οτι ιεναι βαρετος, το βλεπω απο τις ζακετες του και τα μοκασινια του'' Το κεφαλι του Χαρρυ πεφτει πισω απο το γελιο και εγω δεν μπορω να αγνωησω τα λακακια του. ''Δεν φοραει μοκασινια'' του λεω και καλυπτω γρηγορα το στομα μου για να μην γελασω με την επιλογη του αγοριου μου στα παππουτσια. Αρπαζω γρηγορα το ποτηρι με το νερο και πινω λιγο. ''Βγαινετε εδω και δυο χρονια και δεν σε εχει γαμησει ακομα, ειναι πολυ ηλιθιος'' λεει και φτυνω το νερο πισω στο ποτηρι. ''Τι στο καλοά ειπες μολις?'' Ακριβως μολις σκεφτομουν οτι τα πηγαιναμε καλα λεει κατι σαν και αυτο. ''Με ακουσες Tερεάσσα'' μου χαμογελαει. ''Εισαι μεγαλος βλαάκας Χαρρυ'' μουγκριζω και του χυνω το υπολοιπο νερο που ειχε απομεινει στο ποτηρι στο προσωπο. Η αντιδραση του ειναι ακριβως αυτη που ηλπιζα. Πληρες σοκ. Το μεγαλο του χερι σκουπιζει τα νερα απο το προσωπο του την ωρα που βγαινω με φορα απο το δωματιο. Ειναι τοσο εξοργιστικος, την μια στιγμη ειναι αθωος και την αλλη τελειως αγενης. Σπρωχνω τον εαυτο μου αναμεσα στο πληθος και βρισκω παλι την κουζινα. Ο θυμος μου ειναι μεγαλυτερος απο την αναγουλα και το μονο που θελω ειναι ενα ακομη ποτο. Εντποιζω τα μαλλια του Zayn μεσα στο πληθος και πηγαινω προς το μερος του. Καθεται με ενα γλυκο κολλεγιακο αγορι που τυχαινει να κραταει ενα μπουκαλι με αλκοολ. ''Γεια Tεάσσα, αυτος ειναι ο φιλος μου ο Λουάι'' λεει ο Zεάιν, συστινοντας μας. Ο Louis μου χαμογελαει και κανω και εγω το ιδιο. Πρεπει να παρατηρησε οτι κοιταζω επιμονα το μπουκαλι που κραταει γιατι μου το προσφερει. ''Θελεις λιγο?'' με ρωταει και μου το δινει. Το οικειο καψιμο της βοτκας ειναι τοσο ωραιο, αναφλεγεται ολο μου το σωμα και για μια στιγμη ξεχασα τον Χαρρυ.
49
''Εχεις δει μηπως την Στεφ'' ρωταω τον Zεάιν και εκεινος κουναει αρνητικα το κεφαλι του. ''Νομιζω εφυγαν με τον Tριάσταν'' Εφυγε? Τι στο διαολο? Επρεπε να με νοιαζει περισοοτερο αλλα η βοτκα μειωνει την κριση μου και το μονο που μπορω να σκεφτω ειναι οτι εκεινη καιο Tριάσταν θα εκαναν ενα πολυ γλυκο ζευγαρι. Μερικα ποτα αργοτερα, νιωθω φανταστικα. Θυμαμαι αμυδρα που υποσχεθηκα στον εαυτο μου να μην ξαναπιω αλλα δεν ειναι και τοσο κακο. Δεκαπεντε λεπτα ο Zεάιν και ο Λουάι εχουν εμενα να γελαω τοσο πολυ που ποναει το στομαχι μου ποναει. Ειναι πολυ καλυτερη παρεα απο τον Χαρρυ. ''Το ξερετε οτι ο Χαρρυ ειναι μεγαλος βλαάκας ετσι'' τους λεω και εκεινοι γελανε. ''Ναι μπορει να γινει μερικες φορες'' συμφωνει μαζι μου o Zεάιν και βαζει το χερι του γυρω μου. Θελω να το βγαλω αλλα δεν θελω να τον κανω να νιωσει απαισια, εξαλλου ειμαι σιγουρη οτι δεν σημαινει τιποτα. Τα λεπτα εγιναν ωρες και δεν εχω δει ακομα τον Χαρρυ ηά την Στεφ. Το πληθος αρχιζει και μειωνεται και εγω αρχιζω να αισθανομαι κουρασμενη. Μου την δινει που δεν εχω μεσο να γυρισω πισω στους κοιτωνες. ''Περνανε τα λεωφορεια απο εδω ολη νυχτα?'' ρωατω τον Ζεάιν και εκεινος κουναει τους ωμους του και μου λεει οτι δεν ξερει. ''Θα γυρισω σε ενα λεπτο'' του λεω και σηκωνομαι. Για αλλη μια φορα οι επιπτωσεις της βοτκα με χτυπανε και ζαλιζομαι λιγακι. ''Μμμ..ακριβως ο ανθρωπος που ηθελα να δω'' βογκαω οπως οι μπουκλες του Χαρρυ εμφανιζονται μπροστα μου. ''Εσυ και ο Ζεάιν εε?'' Η φωνη του Χαρρυ ειναι βαρια με ενα συναισθημα που δεν μπορω να καταλαβω. ''Eισια τοσο αποκρουστικος! Προσπαθω να μαθω για τα λεωφορεια'' τον σπρωχνω να περασω αλλα με πιανει απο το μπρατσο. Δεν εχει καθολου ορια. ''Ασε με ρε Χαρρυ'' ψαχνω για αλλο ενα ποτηρι με νερο να του το πεταξω. ''Ηρεμησε..ειναι τρεις το πρωι. Δεν περνανε λεωφορεια. Εισαι αναγκασμενη να μεινεις ξανα εδω'' Το χαμογελο του ειναι τοσο αλαζονικοά που μου ερχεται να τον χαστουκισω. ''Εκτος και αν θες να γυρισεις σπιτι με τον Ζεάιν'' μου αφηνει το μπρατσο και πηγαινω πισω στον καναπε με τον Louis και τον Zεάιν. Ελπιζω το δωματιο που ειχα κοιμηθει το προηγουμενο Σαββατοκυριακο να ειναι αδειο. Λεω τα σχεδια μου στο Zεάιν και προσφερεται να με παει πανω να με βοηθησει να βρω το δωματιο.
50
Chapter 19 Βρισκουμε το δωματιο που ειχα κοιμηθει εγω με την Στεφ την προηγουμενη φορα, αλλα δυστυχως στοε να κρεβατι ειναι ενα μεθυσμενος τυπος που ροχαλιζει. ''Τουλαχιστον αυτο το κρεβατι ειναι αδειο'' γελαει ο Ζεάιν και εγω χασκογελαω. ''Εγω θα γυρισω στο σπιτι μου, εαν θελεις να ερθεις? Εχω εναν καναπε που μπορεις να κοιμηθεις'' μου προσφερει ο Zεάιν. Πρεπει να σκεφτω καθαρο για λιγο, ο Zεάιν, ειναι σαν τον Χαρρυ, μπλεχνει με πολλα διαφορετικα κοριτσια. Εαν συμφωνησω να παω στο σπιτι του ειναι σαν να προσφερομαι να τον φιλησω..εχω εαν συναισθηαμ οτι ο Zεάιν ριχνει ευκολα τα κοριτσια τοσο ωραιαος που ειναι. ''Νομιζω θα μεινω εδω σε περιπτωση που γυρισει η Στεφ''. Το προσωπο του διχνει λιγη απογοητευση αλλα μου δινει ενα χαμογελο κατανοησης. Μου λεει να προσεχω και με αγκαλιζει για να με αποχαιρετησει. Η πορτα κλεινει μολις βγαινει εξω και την κλειδωνω. Ποιος ξερεις ποιος θα ερθει μεσα? Κοιταω τον κωματωδη αντρα που ροχαλιζει, δεν νομιζω να ξυπνησει για πολυ ακομα. Η κουραση που ενιωθα οταν ημουν κατω εχει καπως ξεθωριασει και το μυαλο μου ειναι παλι στον Χαρρυ και στο σχολιο του για εμενα και τον Noah που δεν εχουμε κοιμηθει ακομα μαζι. Μπορει να φαινεται περιεργο στον Χαρρυ, που κοιματει με διαφορετικο κοριτσι καθε Σαββατοκυριακο, αλλα ο Noα ειναι πολυ τζεντλεμαν. Δεν χρειαζεται να κανουμε σεξ, περναμε καλα μαζι κανοντας αλλα πραγματα οπως..λοιπον.. πηγαινουμε στο σινεμα και
51
βολτες. Για αυτο υποσχεθηκα στον εαυτο μου να μην ξαναπιω ποτε γιατι το μυαλο μου δνε δουλευει σωστα. Επιασα τον εαυτο μου να κοιταζει το ταβανι και να μετραει τα κεραμιδια για να κοιμηθω. Την στιγμη που πανε να κλεισουν τα ματια μου ακουω τον αντρα στο διπλανο κρεβατι να κουνιεται λιγακι. Το αγνοω και αποκοιμιεμαι. ''Δεν σε εχω δει..εδω γυρο ξανα'' μια βαθια φωνη λεει. Πεταγομαι και το κεφαλι του χτυπαει το πηγουνι μου, κανοντας με να δαγκωσω την γλωσσα μου, δυνατα. Βαζει το χερι του στο κρεβατι μονο μερικα εκατοστα απο τα μπουτια μου. Η αναπνοη του ειναι τραχυα και μυριζει εμετο και αλκοολ. ''Πως σε λενε ομορφουλα?'' ανασαινει και εγω προσπαθω να μην μυρισω την ανασα του. Το μικροσκοπικο μου χερι σηκωνεται σπρωχνωντας τον απο τον ωμο προσπαωντας να τον απομακρυνω απο κοντα μου. Δεν δουλευει,απλα γελαει. "Δεν θα σου κανω κακο, θελω απλα να περασω λιγο καλα". Λεει και γκυφει τα χειλια του αφηνωντας λιγο σαλιο να τρεχει στο πηγουνι του. Το στομαχι μου ειναι κομπος και το μονο πραγμα που μπορω να σκεφτω ειναι να τον κλωτσησω,δυνατα. Αρπαζει το γονατο του και παραπαταει προς τα πισω, δινοντας μου την ευκαιρια που ηθελα. Τα τρεμαμενα χερια μου ψιλαφιζουν την κλειδαρια και επειελους ανοιγει. Οι λιγοι ανθρωποι στον διαδρομο με κοιτανε περιεργα οπως τρεχω με φορα διπλα τους. "Ελα εδω πισω". Ακουω την αηδιαστικη φωνη και μετα αρχιζει να με ακολουθει. Δεν θυμαμαι τον διαδρομο να ηταν τοσο μεγαλος. Κανεις δεν φαινεται να πτοητε απο το κοριτσι που το κυνηγαει ενας μεθυσμενος τυπος. Τωρα ειναι μονο μερικα μετρα μακρυα μου, παραπατωντας στα ιδια του τα ποδια, δινωντας μου μερικα εξτρα δευτερολεπτα.Που στο καλο θα παω? Τα ποδια μου με πανε στο τελος του διαδρομου αριστερα στο μονο μερος που ξερω σε αυτο το ηλιθιο σπιτι. "Χαρρυ!! Χαρρυ σε παρακαλω ανοιξε την πορτα!". Φωναζω, με το ενα μου χερι να χτυπαει την πορτα και το αλλο να προσπαθει να την ανοιξει. "Χαρρυ!". Φωναζω αλλη μια φορα και η πορτα ανοιγει διαπλατα. Δεν ξερω τι με εκανε να ερθω στο δωματιο του αλλα προτιμω να δεκτω τα προβλητικα του σχολια παρα να εχω τον μεθυστακα να προσπαθει να με κανει οτι θελει για να περασει αυτος καλα. "Tεςς?". Ρωταει ο Χαρρυ μπερδεμενος. Τριβει τα ματια του με το χερι του. Φοραει μονο ενα μαυρο μποξερακι και τα μαλλια του ειναι ανακατεμενα. Προς μεγαλη μου εκπληξη μου κανει πιο πολυ εντυπωση το γεγονος οτι δειχνει ωραιος απο το γεγονος οτι μολις με ειπε 'Tεςς' αντι για 'Τερεάσσα' για πρωτη φορα.
52
"Χαρρυ σε παρακαλω μπορω να ερθω μεσα; Αυτος ο τυπος..". Λεω και κοιταω απο πισω μου. Ο Χαρρυ με σπρωχνει απαλα και περναει απο μπροστα μου για να κοιταξει κατω στο διαδρομο. Τα ματια του συναντανε τον μεθυστακα και η εκφραση του απο απλα φοβισμενη εγινε τρομαγμενη. Με κοιταζει μια τελευαια φορα και γυρναει και φευγει. Τι στο διαολο ηταν αυτο; "Τον ξερεις;". Η φωνη μου ειναι τρεμαμενη και μικροσκοπικη. "Ναι, μπες μεσα" λεει και με τραβαει απο το μπρατσο μου μεσα στο δωματιο του. Δεν μπορω να σταματησω να κοιταζω τον τροπο που οι μυες του κινουνται κατω απο το γεματο τατουαζ δερμα του την ωρα που προχωραει προς το κρεβατι του. Η πλατη του δεν εχει κανενα τατουαζ πανω της, πραγμα περιεργο αφου το στηθος του, τα μπρατσα του και το στομαχι του ειναι γεματα. Τριβει ξανα τα ματια του. "Εισαι καλα?" Η φωνη του ειναι πιο χοντρη απο ποτε, αφου μολις ειχε ξυπνησει. "Ναι...Συγγνωμη που ηρθα εδω και σε ξυπνησα" γιατι απολογουμαι στον Χαρρυ? Αυτος θα επρεπε να ζητησει συγγνωμη απο εμενα, αλλα μολις με βοηθησε να ξεφυγω απο τον μεθυστακα. Ο Χαρρυ περναει τα χερια του μεσα απο τα μαλλια του και αναστεναζει. "Μην ανησυχεις για αυτο. Σε πειραξε?" με ρωταει. Δεν υπαρχει κανενα ιχνος σαρκασμου ηά χιουμορ στην εφραση του προσωπου του. «Οάχι, προσπαθησε οάμως. Ειμαι τοσο χαζη ωάστε να κλειδωσω τον εαυτο μου μεσα σ’εάνα δωματιο με εάναν αγνωστο που ηταν και μεθυσμενος οποτε υποθετω ειάναι δικο μου λαθος». Η ιδεα του να με αγγιζει με κανει να θελω να κλαψω, ξανα. Γιατι καάθε φορα που βρισκομαι σε αυτοά το σπιτι ειμαι τοσο ευσυγκινητη. «Δεν φταις εσυ για αυτοά που εκανε εκεινος. Δεν εισαι συνηθισμενη σε τετοιες…καταστασεις» η φωνη του ειάναι ευγενικη και τελειως αντιθετη αποά την κανονικη του φωνη. Διασχιζω το δωματιο και κατευθυνομαι στο κρεβατι του, και τον κοιτω χωρις να μιλαω για να μου επιτρεψει να καθησω. Τα χερια του ακουμπουν το κρεβατι επιτρεποντας μου να κατσω και ετσι και κανω με τα χερια στην ποδια μου. «Δεν εχω καμια προθεση να συνηθισω σε τετοιες καταστασεις. Αυτηά στα αληθεια ειάναι η τελευταια φορα που ερχομαι εδωά, ηά σε οποιοδηποτε αάλλο παρτυ. Δεν ξερω καν γιατι προσπαθησα. Και αυτος ο τυπος…ηταν τοσο…» «Μην κλαις, Τεσσα» μου ψυθιριζει ο Χαρρυ. Δεν ειχα συνειδητοποιηάσει οάτι οντως εκλαιγα. Φερνει το χερι του ψηλα και αντιστεκομαι στην επιθυμια μου να κουνηθω τι θα κανει? Ο αντιχειρας του σκουπιζει το δακρυ μου, πριν προλαβει να κυλησει στο μαγουλο μου. Τα χειλη μου ανοιγουν εκπληκτα αποά τo απαλο αγγιμα του. Ποιος ειάναι αυτος και που πηγε ο αγενης και ειρωνικος Χαρρυ? Κοιταζω ψηλα να συναντησω τα πρασινα ματια του και οι κορες των ματιων του διαστελλονται. «Δεν ειχα παρατηρησει ποσο γκρι τα ματια σου
53
ειάναι» λεει τοσο χαμηλοφωνα που πλησιαζω πιο κοντα για να τον ακουσω. Το χερι του ειάναι ακομη στο προσωπο μου, και το μυαλο μου τρεχει. Δαγκωνει το σκουλαρικι των χειλιων του και με τα δοντια του μασαει το κατω χειλος του. Ο Χαρρυ μετακινει το χερι του αποά το προσωπο μου και ξανακοιταω τα χειλη του. Η λογικη μου και οι ορμονες μου παλευουν μεταξυ τους αλλα η λογικη χανει και ετσι τα χειλη μου αγγιζουν τα δικα του, πιανοντας τον απροετοιμαστο.
Chapter 20 Οπως τα χειλη μου ακομπανε του Χαρρυ νιωθω την καυτη ανασα του. Δεν εχω ιδεα τι κανω, αλλα δεν μπορω να σταματησω. Το στομα του Χαρρυ εχει την γευση που φανταζομουν, μπορω να γευτω ενα ιχνος μεντας στην γλωσσα του την ωρα που ανοιγει το στομα του και με φιλαει. Πραγματικο φιλι. Η ζεστη του γλωσσα τρεχει μαζι με την δικια μου και μπορω να νιωσω το κρυο σουλαρικι στη γωνια του στοματος του. Oλο μου το σωμα αναφλεγεται, δεν εχω ξανανιωσει ετσι. Βαζει το χερι του στο προσωπο μου, βεντουζαρωντας τα
54
αναψοκοκκινισμενα μου μαγουλα, πριν βαλει και τα δυο του χερια στους γοφους μου. Απομακρυνει πολυ λιγο τα χειλια του, σχεδιαζοντας ενα μικρο φιλι στα χειλη. ''Tεςς'' ανασαινει και ξαναφερνει το στομα του παλι σε επαφη με το δικο μου, η γλωσσα του μεσα στο στομα μου για ακομα μια φορα. Το μυαλο μου δεν λειτουργει πια, το παθος εχει κατακλυσει καθε εκατοστο του κορμιου μου. Ο Χαρρυ με τραβαει προς το μερος του απο τους γοφους μου οπως ξαπλωνει πισω, χωρις να χαλασει το φιλι. Αβεβαιη τι να κανω τα χερια μου, τα βαζω πανω στο στηθος του οπως ανεβαινω στον κορμο του. Το δερμα του ειναι καυτο και το στηθος του κουνιεται πανω κατω απο την γρηγορη αναπνοη του. Απομακρυνει το στομα του απο το δικο μου και κλαψουριζω στην απωλεια επαφης, πριν ομως προλαβω να παραπονεθω το στομα του κατευθηνεται τον λαιμο μου. Nιωθω την καθε κινηση και το καθε γλυψιμο που κανει το στομα του, αυτο το συναισθημα ειναι υπεροχο. Αρπαζει τα μαλλια μου για να κρατησει το κεφαλι μου ακριβως πανω απο το δικο του, ενω εκεινος συνεχιζει να φιλαει τον λαιμο μου. Τα δοντια του παιζουν με την κλειδα μου και εγω βογγαω, το συναισθημα διαπερναει ολο μου το σωμα οπως εκεινος ρουφαει το δερμα μου. Θα ντρεπομουν πολυ εαν δεν ημoυν τοσο μεθυσμενη, απο το Χαρρυ και το αλκοολ. Δεν εχω ξαναφιλησει ετσι ποτε κανενα, ουε καν τον Noα. Ο Noα! ''Χαρρυ..σταματα'' Δεν αναγνωριζω την φωνη μου. Ειναι χαμηλη και βραχνη και το στομα μου ειναι απιστευτα στεγνο. Δεν σταματαει. ''Χαρρυ!'' λεω ξανα, η φωνη μου ειναι πιο καθαρη και εκεινος αφηνει τα μαλλια μου. Κοιταω μεσα στα ματια του, ειναι πολυ πιο σκουρα αλλα πολυ πιο μαλακα και τα χειλη του ειναι σκουρα ροζ και πρησμενα απο το φιλι μας. ''Δεν μπορουμε'' λεω, παρολο που θελω να συνεχισω να τον φιλαω ξερω οτι δεν μπορω. H απαλοτητα στα ματια του εξαφανιζεται μεσα σε δευτερολεπτα και σηκωνεται, πεταγωντας με απο πανω του στην αλλη πλευρα του κρεβατιου. Τι ακριβως συνεβει μολις? ''Συγνωμη'' ειναι η μονη λεξη που μπορω να σκεφτω. Η καρδια μου ειναι ετοιμη να εκραγει απο λεπτο σε λεπτο. ''Συγνωμη γιατι?'' λεει και περπαταει προς το επιπλο με τα σερταρια. Βγαζει εξω μια μαυρη κοντομανικη και την περναει απο το κεφαλι του. Τα ματια μου κατευθηνωνται ξανα στο σλιπ του και ειναι αξιωσημειωτα σκληρο μπροστα. Περνω τα ματια μου απο εκει χωρις να καταλαβει ο Χαρρυ οτι κοιταω. ''Που..σταματησα'' Ηά που τον φιλησα, δεν ειμαι σιγουρη εαν το εννοω το συγνωμη οποτε δεν θελω να απολογηθω για αυτο. Μιαζει να μην ενδιαφερεται. ''Ενταξει?'' ''Ηά που σε φιλησα..δεν ξερω γιατι το εκανα'' του λεω, χωρις να τον κοιταξω στα ματια.
55
''Ηταν μονο ενα φιλι, οι ανθρωποι φιλιουνται ολη την ωρα''. Τα λογια του με πληγωνουν για καποιο λογο. Οχι οτι με νοιαζει εαν ενιωσε και αυτος αυτο που ενιωσα εγω. Τι ενιωσα? Ξερω οτι δεν μου αρεσει, απλα ειμαι μεθυσμενη και αυτος ειναι ελκυστικος, ηταν μια μεγαλη νυχτα και το αλκοολ με εκανε να τον φιλησω. Καπου στο πισω μερος του μυαλο μου προσπαθω να καταπολεμησω τις σκεψεις που μου λενε οτι θελω αυτο που μολις εγινε να ξαναγινει. Ηταν τοσο καλος μαζι μου για αυτο. ''Μπορουμε τοτε να μην το κανουμε θεμα?'' τον ρωταω. Θα ρεζιλευτω εαν το πει σε κανενα. Δεν ειμαι εγω αυτη, δεν μεθαω και απαταω το αγορι μου. ''Πιστεψε με, ουτε και εγω δεν θελω να το μαθει κανενας. Τωρα σταματα να μιλας για αυτο'' πεταει. ''Τωρα εισαι πισω στο παλιο εαυτο σου''. Ο τονος της φωνης μου ειναι σκληρος. ''Δεν ημουνα καποιος αλλος, μην νομιζεις οτι τωρα που με φιλησες, εναντια στην θεληση μου κιολας, θα εχουμε καποιο ειδος δεσμου'' Αουτς. Εναντια στη θεληση του? Ακομα νιωθω τον τροπο που με αρπαξε απο τα μαλλια, τον τροπο που με τραβηξε προς τα πανω του και τον τροπο που τα χειλια του σχηματισαν το ''Tεςς'' πριν αρχισει παλι να με φιλαει. ''Μπορουσες να με ειχες σταματησει'' λεω και σηκωνομαι ορθια. ''Δυσκολα'' χλευαζει και εγω θελω να κλαψω ξανα. Με κανει πολυ συναισθηματικη. Εχω γινει ρεζιλι και ειμαι πληγωμενη απο το τροπο που ειπε βασικα οτι τον αναγκασα να με φιλησει. Χωνω το κεφαλι μου στα χερια μου και προχωραω προς την πορτα. ''Μπορεις να μεινεις εδω αποψε αφου δεν εχεις πουθενα αλλου να πας'' λεει σιγανα και εγω κουναω το κεφαλι μου. Δεν θελω να βρισκομαι πουθενα διπλα του. Αυτο ειναι ενα μερος απο το μικρο παιχνιδι του. Θα μου προσφερει να μεινω στο δωματιο του ωστε να νομιζω οτι ειναι αθωος, μετα πιθανων θα εβαζε φωτια στο δωματιο ηά θα μου εκοβε ολα τα μαλλια οταν θα κοιμαμαι. ''Οχι ευχαριστω'' του λεω και βγαινω απο το δωματιο μου. Οταν φτανω στις σκαλες, νομιζω οτι τον ακουω να φωναζει το ονομα μου αλλα συνεχιζω να προχωραω. Το κρυο αερακι με χτυπαει και νιωθω υπεροχα, καθομαι στην οικεια πετρα και ανοιγω το κινητο μου. Ειναι σχεδον τεσσερις το πρωι. Θα επρεπε να ξυπνησω σε μια ωρα, να κανω ντουζ και να αρχιζω να διαβαζω αλλα αντι για αυτο καθομαι σε αυτη την μισοσπασμενη πετρα, μονη στο σκοταδι. Διαβαζω τα μυνηματα που εχω απο την μητερα μου και τον Noah. Φυσικα και της το ειπε. Δεν μπορω καν να του θυμωσω, μολις τον απατησα. Γραφω την διευθυνση του κοιτωνα μου στην πλοηγηση του κινητου μου και αρχιζω να περπαταω.
56
Chapter 21 Μολις εφυγα απο αυτο το τετραγωνο του σπιτιου, οι δρομοι ειναι σκοτεινοι και ησυχοι. Τα αλλα σπιτια αδελφοτητας δεν οσο μεγαλα οσο ειναι του Χαρρυ. Ειναι τοσα πολλα πραγματα που δεν καταλαβαινω στον Χαρρυ, γιατι ειναι σε ενα σπιτι αδελφοτητας με ενα ματσο κολεγιακα, πλουσια παιδια εαν ειναι τοσο πανκ, και γιατι ενω ειναι καλος γινεται απο τη μια στιγμη στην αλλη τοσο κρυος? Δεν ξερω καν γιατι σπαταλησα τον χρονο μου σκεφτοντας τον, μετα το αποψινο δεν προκειται να ξαναπροσπαθησω να ειμαι φιλικη μαζι του. Δεν πιστευω οτι τον φιλησα. Αυτο ηταν το μεγαλυτερο πιθανω λαθος που θα μπορουσα να κανω και το λεπτο που ημουν χαλαρη μου επιτεθηκε. Δεν ειμαι τοσο ηλιθια για να πιστεψω οτι δεν θα το πει σε κανενα αλλα ελπιζω οτι θα ντρεπεται να το πει οποτε θα το κρατησει για τον εαυτο του. Εαν το μαθει κανεις θα το αρνουμε μεχρι να πεθανω. Μετα απο μια και μιση ωρα περπατημα, επιτελους εφτασα στην πανεπιστημιουπολη. Σταματα στην καφετερια και πηρα ενα καφε, για να μεινω ξυπνια. Πρεπει να βρω μια καλη δικαιολογια να πω στην μαμα και στο Noah την συμπεριφορα μου αποψε, οχι για το φιλι, δεν προκειται να το μαθουν αυτο, αλλα για το οτι ημουν σε ενα παρτυ. Ξανα. Πραγματικα πρεπει να μιλησω με τον Noah για ολο αυτο το θεμα με την μαμα μου, ειμαι ενηλικη πια και δεν χρειαζεται να ξερει τι κανω ολη την ωρα. Τα ποδια μου με πεθαινουν απο την στιγμη που φτανω στο δωματιο και ανασταναζω την ωρα που ανοιγω την πορτα. ''Μου κανεις πλακα?'' περιπου στριγγλιξα με το που ειδα τον Χαρρυ να καθεται στο κρεβατι μου. ''Που ησουνα?'' με ρωταει ηρεμα. ''Προσπαθουσα να σε βρω εδω και 2 ωρες με το αμαξι'' Τι? ''Γιατι στο διαολο θα μπορουσες εσυ να με ψαξεις?'' ρωταω με δυσπιστια. Γιατι απλα δεν μου προσφερε να με φερει εκεινος στο δωματιο? Και το πιο σημαντικο γιατι εγω δεν τον ρωτησα να με φερει αφου δεν πινει? Μαλλον, επειδη ο Χαρρυ δεν υπηρχε περιπτωση να κανει κατι καλο για μενα. ''Γιατι..γιατι πιστευω οτι δεν ειναι καλη ιδεα να περπατας μονη σου το βραδυ στους δρομους'' Γελαω με τις λεξεις του. Σμιγει τα φρυδια του, συνοφρυωνει και εγω γελαω περισσοτερο. ''Χαρρυ βγες εξω'' λεω αναμεσα στο γελιο μου.
57
Δεν γελαω επειδη το βρισκω αστειο, γελαω επειδη ειμαι τοσο κουρασμενη για να κανω κατι αλλο. Με κοιταει και πειραζει με το χερι του τα μαλλια του. Σε αυτο το μικρο χρονικο διαστημα που ξερω αυτον τον εκνευριστικο αντρα που λεγεται Harry Styles, εχω μαθει οτι το κανει αυτο οταν ειναι ηά στρεσαρισμενος ηά νιωθει αβολα. Αυτη την στιγμη ελπιζω να ειναι και τα δυο. ''Tερεάσσα εγω..'' Τον διακοπτει το χτυοημα της πορτας. ''Tεάσσα! Theresa Young, ανοιξε την πορτα!'' Ειναι η μητερα μου. ''Θεε μου, Χαρρυ μπες στην ντουλαπα'' Ψυθυριζω και αραπζω το χερι του τραβωντας τον απο το κρεβατι. ''Δεν κρυβομαι στη ντουλαπα, εισαι 18'' Μου λεει και ξερω οτι εχει δικιο, αλλα δεν ξερει την μητερα μου. Βογκαω απο τον εκνευρισμο και χτυπαει ξανα την πορτα. Ελεγχω τον εαυτο μου στο καθρεφτη, σκουπιζοντας κατω απο τα ματια μου και αρπαζοντας την οδοντοκρεμα μου, βαζοντας λιγη στην γλωσσα μου για να διωξω την μυρωδια της βοτκας. Οταν ανοιγω την πορτα η μητεάρα μου με τον Noα ειναι διπλαδιπλα και η μητερα μου φαινεται εξαλλη. ''Τι κανετε εδω?'' Τους ρωταω την ωρα που η μαμα μου με σπρωχνει και πηγαινει κατευθειαν στον Χαρρυ. ''Για αυτο δεν απαντουσες το τηλεφωνο σου? Επειδη ειχες αυτοn..αυτοn..τον γεματο τατουαζ, ταραχοποιο στο δωματιο σου στις 6 το πρωι!'' Φωναζει. Το αιμα μου βραζει. Συνηθως ειμαι δειλη και καπως φοβισμενη οταν προκειται για εκεινη. Δεν με εχει χτυπησει ηά κατι τετοιο απλα δεν ειναι ποτε ντροπαλη στο να μου λεει τα λαθη μου. ''Δέν το φορας αυτο έτσι Tέέσσα?'' ''Επρέπέ να έιχές χτένισέι ξανα τα μαλλια σου Τέέσσα'' ' 'Νομιζω οτι μπορέις και καλυτέρα παο αυτο Tέέσσα'' Με πιεζει συνεχεια να ειμαι τελεια, ειναι εξαντλητικο. Ο Noα απλα στεκεται κοιταζωντας τον Χαρρυ και εγω θελω να φωναξω και στους δυο, βασικα και στους τρεις. Στην μητερα μου που μου φερεται σαν να ειμαι κανενα πενταχρονο, στον Nοα που της ειπε για το παρτυ και στο Χαρρυ που ειναι απλα ο Χαρρυ. ''Αυτο ειναι που κανεις στο πανεπιστημιο νεαρη μου? Μενεις ξυπνια ολη νυχτα και φερνεις αγορια στο δωματιο σου? Ο καημενος ο Noα ανησυχεις παρα πολυ για σενα και οδηγησαμε μεχρι εδω να σε βρουμε να φερεσαι,θεε μου
58
συγχωρεσε με, σαν μια πουτανιτσα'' Λεει και εγω με τον Noα ανασαναμε για μια στιγμη κοφτα. ''Μολις ηρθα εδω, δεν εκανε τιποτα κακο'' Λεει ο Χαρρυ και εγω εκπλησσομαι. Δεν εχει ιδεα με ποια τα βαζει. Μαλλο αυτος θα ειναι ενα καλος καυγας, η συνειδηση μου περνει ποπ-κορν και καθεται στην πρωτη θεση και παρακολουθει. ''Δεν μιλουσα σε σενα, δεν ξερω τι κανει καποιος σαν και εσενα κοντα στην κορη μου'' ''Μητερα'' Λεω μεσα απο τα δοντια μου. Δεν ξερω γιατι υπερασπιζομαι το Χαρρυ αλλα το κανω. Ο Noα κοιταζει εμενα μετα τον Χαρρυ και μετα παλι εμενα. Ξερει οτι μολις τον φιλησα? Στην αναμνηση και μονο το δερμα μου καιει. ''Tεσσα εισαι εκτος ελενγχου. Μπορω να μυρισω το αλκοολ απο εδω περα. Μπορω μονο να υποθεσω οτι σε επηρεαζουν η αγαπητη σου συγκατοικος και αυτος'' Λεει κοιταζοντας τον Χαρρυ. ''Ειμαι 18 μητερα, δεν εχω ξανπιει ποτε στην ζωη και δεν εκανα τιποτα κακο. Απλα κανω οτι κανουν και αλλα παιδια στην ηλικια μου. Λυπαμαι που ηρθες μεχρι εδω αλλα ειμαι μια χαρα'' Καθομαι κατω μετα τον λογο μου και εκεινη αναστεναζει. ''Μπορεις να μας αφησεις μονες λιγακι?'' Ρωταει τον Χαρρυ, η φωνη της ειναι πολυ πιο χαλαρη απ'οτι ηταν πριν μερικα δευτερολεπτα. Εκεινος με κοιταει σαν να με ρωταει εαν θα ειμαι καλα. Κουναω καταφατικα το κεφαλι μου και βγαινει εξω απο το δωματιο. Ειναι παραξενη αποκαλυψη, εγω και ο Χαρρυ εναντια στην μαμα μου και στο αγορι μου. Με καποιο τροπο ξερω οτι θα περιμενει στην πορτα μεχρι να φυγουν. Η μαμα μου μου εξηγει οτι απλα ανησυχησε για μενα να μην καταστρεψω την ευκαιρια μου για μια τελια εκπαιδευση και οτι δεν θελει να ξαναπιω ποτε. Επισης μου λεει οτι δεν εγκρινει την φιλια μου με την Στεφ, τον Χαρρυ, ηά οποιονδηποτε αλλο που εχει σχεση μαζι τους. Με βαζει να υποσχεθω οτι θα σταματησω να κανω παρεα μαζι τους και εγω συμφωνω μαζι της. Ετσι κι αλλιως δεν θελω να βρισκομαι κοντα στον Χαρρυ μετα το αποψινο και δεν θα ξαναπαω σε αλλα παρτυ με την Στεφ οποτε η μαμα μου δεν προκειται να μαθει εαν θα ειμαι φιλη μαζι της ηά οχι. ''Αφου ειμαστε ηδη εω, παμε να φαμε πρωινο και μετα μπορει να παμε και για ψωνια'' . Προτεινει η μητερα μου και ο Noα χαμογελαει.
59
Εγω κουναω το κεφαλι μου καταφατικα. Ακουγεται καλη ιδεα, εξαλλου πεθαινω της πεινας. Οι σκεψεις μου ειναι ακομα επηρεασμενες απο την ποσοτητα αλκοολ που καταναλωσα αλλα το να γυρισω με τα ποδια και η διαλεξη της μητερας μου με εχουν κανει νηφαλια. ''Θα χρειαστει να καθαρισεις λιγακι και να αλλαξεις ρουχα φυσικα''. Μου χαμογελαει με το συγκαταβατικο της χαμογελο και εγω σηκωνομαι για να παρω μερικα καθαρα ρουχα απο το συρταρι. Μετα που αλλαξα στο καμαρακι, ανανεωνω το χθεσινοβραδυνο μου makeup και ειμαι ετοιμη. Οταν ανοιγουμε την πορτα ο Χαρρτ καθεται στο πατωμα, ακουμπωντας στην πορτα της αιθουσας. Κοιταζει προς το μερος μας και ο Noah αρπαζει το χερι μου. ''Θα κατεβουμε στην πολη''. Λεω στον Χαρρυ. Πιανω τον εαυτο μου να θελει να τραβηξει το χερι μου απο του Noα. Τι εχω παθει; ''Α..ενταξει''. Λεει ο Χαρρυ και για πρωτη φορα φαινεται ευαλωτος και μαλλον λιγο πληγωμενος. Σε γελοιοποιησε, η συνειδηση μου μου υπενθυμιζει. Το ξερω οτι εχει δικιο αλλα δεν μπορω παρα να νιωθω ενοχη την ωρα που ο Noah με τραβαει μπροστα απο τον Χαρρυ. Η μητερα μου δινει του Χαρρυ ενα ψευτικο χαμογελο και εκεινος κοιταει αλλου. ''Δεν συμπαθω καθολου αυτον τον τυπο''. Λεει ο Noα και κουναω καταφατικα το κεφαλι μου. ''Ουτε και εγω'' ψυθιριζω, ξερωντας οτι λεω ψεματα.
60
Chapter 22 Το πρωινο με την μητερα μου και τον Noα ειναι υπερβολικα αργο. Η μητερα μου συνεχως αναφερει την ''αγρια νυχτα'' που ειχα χθες και οποτε βρισκει την ευκαιρια με ρωταει εαν ειμαι κουρασμενη ηά εχω πονοκεφαλο. Ναι το ξερω, οι χθεσινες μου πραξεις δεν ειναι του χαρακτηρα μου αλλα δεν θελω να τα ξανακουω συνεχεια. Παντα ετσι ηταν? Ξερω οτι απλα θελει το καλυτερο για μενα αλλα φαινεται να ειναι χειροτερα τωρα που ειμαι στο πανεπιστημιο, ηά μαλλον το γεγονος οτι ειμαι μια εβδομαδα μακρυα της μου εχει δωσει την ευκαιρια να δω πως ειναι η ελευθερια. ''Που θα παμε για ψωνια;'' Ρωταει ο Noα και εγω ανασηκωνω τους ομους μου. Ευχομαι να ειχε ερθει μονος του. Θελω παρα πολυ να περασω χρονο μαζι του αλλα οχι με την μαμα μου εδω. Πρεπει να κανουμε μια κουβεντουλα για το γεγονος οτι λεει στην μαμα μου καθε λεπτομερεια απο την ζωη μου, ειδικα τις κακες. ''Θα ηταν καλυτερο να πηγαιναμε στο εμπορικο που ειναι στο επομενο τετραγωνο, δεν εχω εξοικιωθει ακομη με την περιοχη''. Τους λεω, κοβοντας τις τελευταιες μπουκιες του τοστ μου σε κομματακια. ''Εχεις σκεφτει που θελεις να δουλεψεις?''. Με ρωταει ο Noα. ''Δεν ειμαι σιγουρη ακομη, Θα βρω κανενα βιβλιοπωλειο νομιζω.Μακαρι να εβρισκα καμια πρακτικη ηά κατι τετοιο σε καποιο εκδοτικο οικο''. Τους λεω και η μαμα μου μου χαριζει ενα περηφανο χαμογελο. ''Αυτο θα ηταν τελειο, θα μπορεις να δουλευεις εκει μεχρι να τελειωσεις το πανεπιστημιο και μετα να δουλεψεις κανονικα αμεσως'' χαμογελαει ξανα. ''Ναι θα ηταν τελειο''. Προσπαθω να κρυψω τον σαρκασμο μου. Ο Noα μου σφιγγει το χερι κατω απο το τραπεζι. Οπως βαζω το πιρουνι στο στομα μου, το μεταλο μου θυμιζει το σκουλαρικι στα χειλη του Χαρρυ. Πρεπει να σταματησω να τον σκεφτομαι. Τωρα. Χαμογελαω στον Noα και τραβαω το χερι του πανω να το φιλησω.
61
Μετα το πρωινο η μητερα μου μας πηγαινει με το αμαξι στο εμπορικο. Το Vancouver Mall ειναι τεραστιο και γεματο κοσμο. ''Εγω παω στα Hondos, θα σας συναντησω μετα. Θα σας παρω τηλεφωνο οταν ειμαι ετοιμη'' Μας λεει η μαμα μου και ανακουφιζομαι. Ο Noα πιανει παλι το χερι μου και παμε σε πολλα καταστηματα. Μου λεει για τον αγωνα ποδοσφαιρου που επαιξε την Παρασκευη και το πως σκοραρε την τελευταια στιγμη. Τον ακουω προσεκτικα και σχολιαζω και τον επαινω που και που. ''Εισαι ομορφος σημερα''. Του λεω και μου χαμογελαει. Το τελειο, ασπρο χαμογελο του ειναι αξιολατρευτο. Φοραει μια ζακετα, χακι παντελονι και ασπρα παππουτσια. Πραγματικα φοραει ελαφρα παππουτσια. Ειναι γλυκα παντως πανω του, ειναι μερος της προσωπικοτητας του. ''Και εσυ εισαι Tεσσα''. Μου κανει κοπλιμεντο και μαζευομαι. Ξερω οτι ειμαι χαλια ειναι πολυ ευγενικος για να μου το πει. Το ακριβως αντιθετο απο τον Χαρρυ, εκεινος θα μου το ελεγε σε κλασματα δευτερολεπτου. Αγκχχ ο Χαρρυ. Θελωντας απεγνωσμενα να βγαλω τον Χαρρυ απο το μυαλο μου, σταματαω να περπαταω και τραβαω τον Noα προς το μερος μου απο την ζακετα του. Γερνω να τον φιλησω και χαμογελαει, αλλα τραβιεται. ''Τι κανεις Tεσσα? Ολοι θα μας κοιτανε''. Γελαει και εγω ανασηκωνω τους ωμους μου. ''Και?'' Πραγματικα δεν με νοιαζει, αλλες φορες με νοιαζει αλλα τωρα τον χρειαζομαι να με φιλησει. ''Απλα φιλα με σε παρακαλω''. Σχεδον τον παρακαλεσα. Πρεπει να ειδε την απελπισια στα ματια μου επειδη ανασκηκωνει το πηγουνι μου και με φιλαει. Το φιλι του ειναι απαλο και αργο, καμια βασυνη. Η γλωσσα του ισα-ισα ακουμπαει την δικια μου αλλα ειναι ωραια. Ειναι οικεια και ζεστη. Περιμενω την φωτια να αναψει αλλα δεν το κανει. Δεν μπορω να συγκρινω τον Noα με τον Χαρρυ. Ο Noα ειναι το αγορι μου και ο Χαρρυ ειναι ενας βλαάκας που πηγαινει με διαφορετικο κοριτσι καθε Σαββατοκυριακο. ''Τι σε επιασε?''. Με πειραζει ο Noα οπως προσπαθω να τραβηξω το σωμα του πανω στο δικο μου. Κοκκινιζω και κουναω το κεφαλι μου. ''Τιποτα απλα μου ελειψες, αυτο ειναι ολο'' Του λεω. Α.. και σε απατησα χθες το βραδυ, προσθετει η συνειδηση μου. ''Μπορεις σε παρακαλω να λες της μαμας μου οτι κανω. Νιωθω αβολα. Μαρεσει που ειστε κοντα αλλα πραγματικα πρεπει να σταματησεις να λες τα παντα στην μανα μου''. Ενα βαρος εφυγε απο πανω μου. ''Συγνωμη Tεσσα, απλα ανησυχουσα για σενα. Στ'ορκιζομαι δεν θα ξανασυμβει. Αληθεια''. Λεει και τον πιστευω. Με αγκαλιαζει με το ενα του χερι και με φιλαει στο μετωπο.
62
Η υπολοιπη μερα ηταν πολυ καλυτερη απο το πρωι, η μητερα μου με πηγε σε ενα κομμωτηριο να κοψω τα μαλλια μου αποστασεις και επειτα να τα χτενισω. O Noα με με κοπλιμεντα σε ολοκληρη την διαδρομη πισω στον κοιτωνα μου. Τους αποχαιρετω για αλλη μια φορα, δινοντας τους την υποσχεση οτι θα 100 μετρα μακρυα απο οποιονδηποτε εχει τατουαζ πανω του. Νιωθω μια μικρη απογοητευση οταν βρισκω τον κοιτωνα αδειο, δεν ειμαι σιγουρη εαν ηλπιζα να ηταν εδω η Στεφ ηά καποιος αλλος. Ουτε καν βγαζω τα παππουτσια μου για να ξαπλωσω, ειμαι τοσο κουρασμενη που χρειαζομαι επειγωντος υπνο.
Κοιμαμαι ολοκληρη την μερα και οταν ξυπναω η Στεφ κοιμαται στο κρεβατι της. Πρεπει να μιλησουμε για το που πηγε το Σαββατο και την μιση Κυριακη. Σταματω στην καφετερια να παρω το συνηθισμενο μου πριν παω στο πρωτο μου μαθημα. Ο Λιάαμ με περιμενει με ενα χαμογελο στα χειλη του. Μας διακοπτει ενα κοριτσι που ηθελε οδηγιες οποτε δεν εχουμε την ευκαιρια να μιλησουμε μεχρι την ωρα που πηγαινουμε στην ταξη. Στην ταξη που φοβαμαι αλλα και περιμενω ολη μερα. ''Πως ηταν το Σαββατοκυριακο σου?''. Με ρωταει και βογγαω. ''Χαλια βασικα. Πηγα σε αλλο ενα παρτυ με την Στεφ''. Του λεει και ξινιζει το προσωπο του γελωντας. ''Ειμαι σιγουρη το δικο σου ηταν πολυ καλυτερο, πως ειναι η Ντανιεάλ?'' Στην αναφορα του ονοματος της το χαμογελο του μεγαλωνει και συνειδητοποιω πως δεν του ειπα οτι ειδα τον Noα χθες. Ο Λιάαμ μου λεει οτι η Ντανιεάλ εστειλε δηλωση σε μια εταιρεια μπαλετου στην Nεα Υορκη και πως ειναι παρα πολυ χαρουμενος για εκεινη. Αναρωτιεμαι εαν τα ματια του Noah λαμπουν οταν μιλαει για μενα οπως του Λιάαμ . Μου λεει ποσο χαρηκαν η μαμα του και ο θετος μπαμπας του που τον ειδαν και οτι και σε εκεινον ελειψε η μαμα του οσο ελειπε. Η μητερα του πρεπει να μενει εδω ηά καπου εδω κοντα. ''Δεν θα ειναι δυσκολο εαν εκεινη μενει τοσο μακρυα?'' Τον ρωταω οπως καθομαστε στις θεσεις μας. Η συνηθισμενη θεση του Χαρρυ ειναι αδεια. ''Βασικα και τωρα ειμαστε μακρυα ο ενας απο τον αλλο και δουλευει ολο αυτο. Εξαλλου, θελω το καλυτερο για εκεινη και εαν η Νεα Υορκη ειναι το καλυτερο για εκεινη, τοτε εκει θελω να ειναι''. Λεει και ο καθηγητης μπαινει μεσα ησυχαζωντας μας. Που ειναι ο Χαρρυ? Δεν θα εχανε μαθημα μονο και μονο για να με αγνοησει ετσι? Ναι.. ναι θα το εκανε. Μπηκαμε στο 'Περηφανια και Προκαταληψη' και το μαθημα τελειωσε πολυ γρηγορα. ''Εκοψες τα μαλλια σου Tερεάσσα''. Γυριζω και βλεπω τον Χαρρυ απο πισω μου. Εκεινος και ο Λιάαμ ανταλλαζουν αβολες ματιες και εγω προσπαθω να
63
σκεφτω τι να πω στον Χαρρυ. Ελπιζω να μην αναφερει το φιλι μπροστα στον Λιάαμ, δεν θα το εκανε. Ναι ναι ναι και παλι θα το εκανε. ''Γεια σου Χαρρυ''. Λεω και χαμογελαει, τα λακακια του φαινονται ξεκαθαρα. ''Πως ηταν το Σαββατοκυριακο σου?''. Η εκφραση του ειναι το αυταρεσκη. Τραβαω τον Λιάαμ απο το μπρατσο. ''Καλο, θα τα πουμε''. Φωναζω νευρικα και ο Χαρρυ γελαει. ''Τι ηταν αυτο?''. Ρωταει ο Λιάαμ προφανως βλεπωντας την περιεργη συμπεριφορα μου. ''Τιποτα, απλα δεν τον συμπαθω'' ''Τουλαχιστον δεν χρειαζεται να τον βλεπεις συχνα.'' Υπαρχει κατι πισω απο την φωνη του. Ξερει μηπως για το φιλι? ''Εε..ναι δοξα τον Θεο'' ''Δεν θα ελεγα τιποτα επειδη δεν θελω να με συνδεσεις με τον Χαρρυ αλλα ο πατερας του βγανει με την μητερα μου'' χαμογελαει νευρικα. ΤΙ? ''Τι? Ο μπαμπας του Χαρρυ μενει εδω? Γιατι ειναι ο Χαρρυ εδω, απο που ειναι η προφορα του? Εαν ο μπαμπας του ειναι εδω γιατι δεν μενει μαζι του?'' Τον βομβαρδιζω με ερωτησεις πριν μπορεσω να σταματησω τον εαυτο μου. Φαινεται μπερδεμενος αλλα λιγοτερο νευρικος. ''Ειναι απο το Λονδινο, ο μπαμπας του και η μαμα μου μενουν κοντα στην πανεποστημιουπολη αλλα ο Χαρρυ δεν εχει καλες σχεσεις με τον πατερα του. Μην του πεις τιποτα απο οτι σου ειπα σε παρακαλω. Ηδη δεν συμπαθουμε ο ενας τον αλλο.'' μου λεει και τα μυαλο μου σκεφτεται χιλες ακομη ερωτησεις αλλα μενω αμιλητη οπως εκεινος συνεχιζει να μιλαει για την Ντανιεάλ.
64
Chapter 23 Οταν γυριζω πισω στον κοιτωνα η Στεφ δεν εχει γυρισει ακομη. Τα μαθηματα της ειναι δυο ωρες μετα τα δικα μου. Την ωρα που αφηνω κατω τα βιβλια και τις σημειωσεις μου παιρνω τον Noα τηλεφωνο. Δεν το σηκωνει, πρεπει να ειναι απασχολημενος. Μακαρι να ηταν εδω μαζι μου στο πανεπιστημιο, θα εκανε τα πραγματα πολυ πιο ευκολα και βολικα. Θα μπορουσαμε να διαβαζαμε ηά να βλεπαμε ταινια μαζι τωρα. Η ενοχη μου που φιλησα τον Χαρρυ με τρωει ολοκληρη, ο Noα ειναι τοσο γλυκος δεν του αξιζει να τον απατανε. Ειμαι τυχερη που το εχω στην ζωη μου, ειναι παντα εδω για μενα και με ξερει καλυτερα απο κανενα αλλο. Γνωριζομαστε ολη μας την ζωη. Οταν οι γονεις του μετακομισαν λιγο πιο κατω απο εμας ημουν εκστασιασμενη που θα ειχα καποιον στην ηλικια μου να κανω παρεα και ημουν ακομη πιο εκστασιασμενη οταν τον γνωρισα, ηταν οπως εμενα. Ξοδευαμε χρονο μαζι διαβαζωντας, βλεπωντας ταινιες και φτιαχνωντας το θερμοκηπιο που ειχε η μαμα μου στην αυλη. Το θερμοκηπιο ηταν ο ασφαλης μου πααρδεισος, οταν ο μπαμπας μου ηταν μεθυσμενος κρυβομουν εκει και μονο ο Noα ηξερε που θα με βρει. Την νυχτα που εφυγε ο μπαμπας μου ηταν μια απαισια νυχτα για μενα και η μαμα μου αρνειται να μιλησει για αυτο. Θα κατεστρεφε την προσοψη που ειχε δημιουργησει για τον εαυτο της. Παρολο που τον μισουσα γιατι επινε και πιεζε την μαμα μου, δεν σταματουσα να τον χρειαζομουν σαν πατερα. Μεσα απο το θερμοκηπιο ακουγα τα ποτηρια να πεφτουν και να καταστρεφονται και μετα ακουγα βημα και φοβομουν
65
μηπως ηταν ο πατερας μου αλλα ηταν ο Noα. Δεν ημουν ποτε τοσο ανακουφισμενη που εβλεπα καποιον και απο εκεινη την μερα ειμαστε αχωριστοι. Με την παροδο των χρονων, η φιλια μας εγινε κατι παραπανο απο αυτο και κανενας απο εμας δεν εχει βγει με καποιον αλλο. Του στελνω μηνυμα λεγοντας του οτι τον αγαπω και αποφασιζω να παρω εναν υπνακο πριν αρχισω το διαβασμα. Περνω το προγραμμα στα χερια μου και τσεκαρω τις δουλιες που εχω να κανω μια ακομη φορα, σιγουρα μπορω να κοιμηθω 20 λεπτακια. Ουτε καν 10 λεπτα δεν περνανε και καποιος χτυπαει την πορτα. Μαλλο η Στεφ ξεχασε τα κλειδια της. Φυσικα και δεν ειναι αυτη, ειναι ο Χαρρυ. ''Δεν εχει γυρισει ακομη η Στεφ.'' Λεω και προχωραω προς το κρεβατι μου αφηνοντας την πορτα ανοιχτη για εκεινον. Γιατι χτυπησε? Αφου η Στεφ του εχει δωσει ενα εξτρα κλειδι σε περιπτβσει που εκεινη κλειδωθει εξω. Πρεπει να της μιλησω για αυτο καποια στιγμη. ''Θα περιμενω.'' Λεει και καθεται στο κρεβατι της Στεφ. ''Βολεψου.'' Μουγκριζω αγνοωντας το αθορυβο γελιο του την ωρα που σκεπαζομαι με την κουβερτα και κλεινω τα ματια μου. Δεν υπαρχει περιπτωση να κοιμηθω ξερωντας οτι ο Χαρρυ ειναι εδω αλλα προτιμω να ειμαι ξαπλωμενη παρα να αντιμετωπισω μια αβολη ηά αγενης συζητηση που μπορει να εχουμε. Προσπαθω να αγνοησω τον ηχο που κανει χτυπωντας απαλα το προσκεφαλι του κρεβατιου και το ξυπνητηρι μου χτυπαει. ''Πηγαινεις καπου?'' Με ρωταει και εγω κουναω τα ματια μου παρολο που δεν μπορει να με δει. ''Οχι, απλα επαιρνα ενα 20λεπτο υπνο'' Του λεω και ανασηκωνομαι. ''Εβαλες ξυπνητηρι για να εισαι σιγουρη οτι ο υπνος σου θα ειναι 20 λεπτα?'' γελαει. ''Ναι'' Τι τρεχει με αυτον? Το μονο που κανει ειναι να με κοροιδευει. Αρπαζω τα βιβλια μου και αφηνω τακτοποιημενα, ψαχνωντας το προγραμμα μαθηματων μου για να κολλησω σημειωσεις πανω σε καθε ενα παο τα μαθηματα μου. ''Εισαι καμια ιδιοφυια ηά κατι τετοι?'' ''Οχι απλα μου αρεσει να εχω καποια πραγματα οπως τα θελω, δεν ειναι κακο να ειναι κανει οργανωμενος Χαρρυ.'' Του πεταω και γελαει. Αρνουμε να κοιταξω στο μερος του αλλα μπορω να τον δω να κινηται και να σηκωνεται απο το κρεβατι. Σε παρακαλω μην ερθεις εδω.Σε παρακαλω μην ερθεις..και
66
στεκεται απο πανω μου. Αρπαζει τις σημειωσεις μου για την Λογοτεχνια και προσπαθω να του τις παρω, αλλα επειδη ειναι κοάπανος τις σηκωνει ψηλα που πρεπει να σηκωθω για να τις πιασω. Τις πεταει στο αερα και πεφτουν κατω τελειως ανακατεμενες. ''Μαζεψε τις'' Απαιτω και εκεινος χαμογελαει πονηρα και αρπαζει τις σημειωσεις της Κοινωνιολογιας μου και κανει το ιδιο. Σκυβω γρηγηρα να τις μαζεψω πριν πατησει πανω τους και εκεινος γελαε. ''Χαρρυ σταματα!'' Φωναζω και αυτος κανει το ιδιο με τις επομενες σημειωσεις μου. Εξαγριωμενη, σηκωνωμαι ορθια και τον σπρωχνω απο το κρεβατι μου. ''Σε καποιον δεν αρεσει να ειναι τα πραγματα του ανακατεμενα'' λεει, χωρις να σταματαει να γελαει. Γιατι πρεπει παντα να γελαει μαζι μου? ''Οχι! Δεν μαρεσει!'' Φωναζω και παω να τον σπρωξω ξανα. Προχωραει προς το μερος μου και αρπαζει τους καρπους μου, σπρωχνωντας με στον τοιχο. Το προσωπο του ειναι μολις μερικα εκατοστα απο το δικο μου και εγω ανασαινω παρα πολυ βαρια. Θελω να του φωναξω να με αφησει να φυγω, να μαζεψει αυτα που εριξε κατω και να τον χτυπησω ηά να τον κανω να φυγει, αλλα δεν μπορω. Εχω παγωσει κολλημενη στον τοιχο γοητευμενη απο τα πρασινα ματια του που καινε τα δικα μου. ''Χαρρυ, σε παρακαλω'' Επιτελους βρισκω τις λεξεις. Δεν ειμαι σιγουρη εαν τον παρακαλαω να με φιλησει ηά να με αφησει. Η ανασα μου δεν εχει ηρεμησει ακομη και η δικη του οσο παει και γινεται πιο βαρια. Τα δευτερολεπτα που περνουν φαινονται σαν ωρες και εκεινος βγαζει το ενα του χερι απο τον καρπο μου αλλα το αλλο του χερι ειναι αρκετα μεγαλο για να τους κρατησει και τους δυο. Για ενα δευτερολεπτο νομιζω οτι θα με χτυπησει αλλα το χερι του παει στα ζυγωματικα μου και απαλα βαζει τα μαλλια μου πισω απο το αυτι μου. Την ωρα που ακουμπαει τα χειλια του στα δικα μου ορκιζομαι οτι μπορω να ακουσω το σφυγμο του και η φωτια κατω απο το δερμα μου δεν αργει να κανει την εμφανιση της. Αυτο το συναισθημα εχω να το νιωσω απο το προηγουμενο Σαββατο βραδυ. Εαν μπορουσα να νιωθω μονο ενα συναισθημα για την υπολοιπη την ζωη αυτο θα ηταν. Δεν αφηνω τον εαυτο μου να σκεφτει γιατι τον αφηνω να με φιλησει ξανα ηά τα ασχημα πραγματα που θα πει μετα το φιλι. Στο μονο που θελω να συγκεντρωθω ειναι στον τροπο που αφηνει τους καρπους μου και πιεζει το σωμα του στον δικο μου, κολλωντας με πιο πολυ στον τοιχο, και στο γεγονος οτι το στομα του εχει την γευση μεντας ξανα. Στον τροπο που η γλωσσα μου ακολουθει την δικη του και στον τροπο που τα χερια μου τυλιγωνται γυρω απο τους μεγαλους ομους του. Τα χερια του πιανουν τα μπουτια μου και με σηκωνει, τα ποδια μου ειναι τυλιγμενα στην μεση του και ειμαι εκπληκτη που το σωμα μου με καποιο τροπο ξερει πως να αντιδραση σε ολο αυτο. Χωνω τα δαχτυλα μου στα μαλλια του τραβωντας τα λιγακι, την
67
ωρα που εκεινος προχωραει προς τα πισω στο κρεβατι μου, χωρις να χασουν επαφη τα χειλη μας. Η συνειδηση μου μου υπενθιμιζει οτι ειναι απαισια ιδεα αλλα την αγνοω, δεν υπαρχει περιπτωση να σταματησω αυτη την φορα. Τραβαω τα μαλλια του Χαρρυ πιο δυνατα και εκεινος μουκριζει. Ο ηχος με κανει και μουγκριζω και εγω, ειναι ο πιο καυτος ηχος που εχω ακουσει και θελω να κανω οτιδηποτε για να τον ξανακουσω. Καθεται στο κρεβατι μου κρατωντας με στην ποδια του. Τα χερια του παταμενουν στην μεση μου, τα μεγαλα του δαχτυλα χωνωνται μεσα στο δερμα μου αλλα ο πονος ειναι φανταστικος. Το σωμα μου αρχιζει να κουνιεται μπρος-πισω στην ποδια του και η λαβη του σκληραινει. ''Γαμωτο'' αναπνεει μεσα στο στομα μου και νιωθω μια αισθηση που δεν εχω ξανανιωσει, τον νιωθω να σκληραινει. Ποσο μακρυα θα το αφησω να τραβηξει? Ρωταω τον εαυτο μου αλλα δεν εχω απαντηση. Τα χερια του αφηνουν την μεση μου και κατευθυνωνται στην μπλουζα μου την οποια τραβανε για να την βγαλουν. Δεν μπορω να πιστεψω οτι τον αφηνω να το κανει αυτο, αλλα δεν θελω να τον σταματησω. Απομακρυνεται απο το καυτο φιλι μας για να μου βγαλει τελειως την μπλουζα μου. Τα ματια μου συναντουν τα δικα μου και μετα πανε στο στηθος μου, βαζει το χειλος του αναμεσα στα δοντια του φαινοντας να θαυμαζει το απλο μαυρο μου σουτιεν. ''Εισαι πολυ σεξυ Tεςς'' λεει. Η σκεψη του να μιλαω βρωμικα δεν μου φαινοταα προσιτη αλλα με καποιο τροπο οταν μιλαει ετσι ο Χαρρυ ειναι το πιο αισθησιακο και σεξουαλικο πραγμα που εχω ακουσει. Δεν αγοραζω φανταχτερα εσωρουχα γιατι κανενας, πραγματικα κανενας δεν τα βλεπει αλλα αυτη την στιγμη ευχομαι να ειχα αγορασει μερικα. Εχει προφανως δει καθε ειδους σουτιεν, η ενοχλητικη μεσα στο κεφαλι μου μου λεει. Για να απομακρυνω αυτες τις σκεψεις απο το μυαλο μου κουνιεμαι πιο δυνατα και εκεινος βαζει τα χερια του στην πλατη μου και με σπρωχνει προς τον εαυτο του, τα στηθοι μας ακουμπιουνται και το χερουλι της πορτας ανοιγει. Τραβαω τον εαυτο μου πανω απο τον Χαρρυ και αρπαζω την μπλουζα μου. H εκσταση που βρισκομουν εχει διαλυθει οπως περναω την μπλουζα μου απο το κεφαλι μου. Η Στεφ μπαινει μεσα και κοιταει εμενα και τον Χαρρυ. Το στομα της ανοιγει και περνει το σχημα 'ο' οπως προσπαθει να επεξεργαστει στην σκηνη μπροστα της. Ειμαι σιγουρη οτι τα μαγουλα μου ειναι κοκκινα οχι μονο απο την ντροπη που νιωθω αλλα και απο τον τροπο που με εκανε να νιωσω ο Χαρρυ.''Τι εχασα?'' Ρωταει κοιτωντας μας με ενα τερσατιο χαμογελο στα χειλη της. ''Τιποτα'' Λεει ο Χαρρυ και σηκωνεται. Πηγαινει προς την πορτα και δεν κοιταζει πισω οπως φευγει, αφηνωντας εμενα λαχανιασμενη και την Στεφ να γελαει.
68
Chapter 24
69
''Τιά στο καλοά ηάταν αυτοά;Εσυά και ο Χαάρρυ..εσυά και ο Χαάρρυ κανετε τιποτα? '' Με ρωταει και το προσωπο της γεμιζει υποτιθεμενο τρομο. ''Οάχι!Με τιάποτα!Δεν καάναμε τιάποτα!'' Της λεάω. Φιλιοάμασταν; Οάχι,απλαά εάτυχε να φιληθουάμε,δυάο φορεάς. Και μου εάβγαλε την μπλουάζα,και ηάμασταν εάτοιμοι να το καάνουμε ,αλλαά δεν ειναι κατι συνεχομενο. ''Εάχω αγοάρι, θυμαάσαι;''της λεάω. ''Και? Αυτοά δεν σημαιάνει πως δεν μπορειάς να καάνεις καάτι με το Χαάρρυ. Απλαά δεν μπορωά να το πιστεάψω! Νοάμιζα πως εσειάς μισουάσατε ο εάνας τον αάλλο. Ο Χαάρρυ τους μισειά οάλους , αλλαά νοάμιζα πως μισουάσε εσεάνα ακοάμα περισσοάτερο απ'οάτι μισουάσε τους αάλλους'' Γελαάει.''Ποάτε στο καλο..Πως συνεβη?
Καθομαι στο κρεβαάτι της και μπλεχνω τα δαάχτυλα στα μαλλιαά μου.''Δεν ξεάρω. Το Σαάββατο οάταν εάφυγες αποά το παάρτυ κατεληξα στο δωμαάτιοά του επειδηά αυτοάς ο ανατριχιαστικοάς μου ριάχτηκε και φιάλησα το Χαάρρυ. Υποσχεθηάκαμε να μην ξαναμιληάσουμε αλλαά ηάρθε σηάμερα αποά εδωά ,και αρχιάσαμε ολο αυτο το πραγμα ,οάχι με τον τροάπο που νομιάζεις.'' Της λεάω αφουά βλεάπω αυτοά το σατανικοά χαμοάγελοά της να μεγαλωάνει.''Αάρχισε να πεταάει τα πραάγματαά μου τριγυάρω ,τον εάσπρωξα και καταληάξαμε στο κρεβαάτι.''Της λεάω. Αάκουάγεται τοάσο κακοά οάταν το επαναλαμβαάνω. Πραγματικαά συμπεριφεάρομαι σαν ''τσουάλα'' οάπως ειάπε η μαμαά μου. Βαάζω τα χεάρια στο προάσωποά μου, πως μποάρεσα να το καάνω αυτοά στον Νoah, ξαναά; ''Ουαάου αυτοά ακουάγεται τεάλειο''λεάει η Στεφ και γουρλωάνω τα μαάτια μου. ''Δεν ειάναι,ειάναι απαιάσιο και λαάθος. Αγαπαάω το Νoα και ο Χαάρρυ ειάναι κοάπανος. Δεν θεάλω να ειάμαι αάλλο εάνα κατοάρθωμαά του.'' ''Θα μπορουάσες να μαάθεις πολλαά αποά το Χαάρρυ,σεξουαλικαά''λεάει και μεάνω με ανοιχτοά στοάμα. Ειάναι σοβαρηά; Ειάναι καάτι που θα εάκανε...περιάμενε...το εάχει καάνει;Αυτηά και ο Χαάρρυ; ''Με τιάποτα,Δεν θεάλω να μαάθω τιάποτα αποά το Χαάρρυ.Ηά απο κανενα εκτοάς του Noα''της λεάω.Δεν μπορω να φανταστωά το Noah και εμεάνα να καάνουμε καάτι σαν αυτοά. Το μυαλοά μου επαναλαμβαάνει τις λεάξεις του Χαάρρυ ''Ειέσαι τοέσο σέέξυ, Τέέσσα' '. Ο Noα δεν θα εάλεγε τιάποτα τεάτοιο. Κανειάς δεν με εάχει πειά ποτεά εάτσι. Νιωάθω τα μαάγουλαά μου να κοκκινιάζουν οάσο το σκεάφτομαι. ''Εάχεις εσυά;''. Πρεάπει να μαάθω αν αυτηά και ο Χαάρρυ εάχουν κοιμηθειά μαζιά. ''Με το Χαάρρυ;Οάχι,δεν το εάχουμε καάνει αλλαά εάχουμε φιληάθει οάταν πρωτογνωριστηάκαμε ,τοάσο ντροπιαστικοά να το λεάς.Αλλαά τιάποτα δεν εάγινε,
70
ηάμασταν καάτι σαν ''φιάλοι με ωφεάλη'' για 1 εβδομαάδα'' λεάει σαν να μην εάχει συμβειά τιάποτα. Δεν μπορωά να βοηθηάσω,αλλαά να νιωάσω την ζηάλια μεάσα μου. ''Οο...με ωφεάλοι;''ρωταάω ενωά το στοάμα μου εάχει μηάνει ανοιχτοά και βριάσκω τον εαυτοά μου να εάχει ενοχληθειά αποά τα λοάγια της Στεφ. ''Ναιά,τιάποτα το σημαντικοά...καάτι σαν 2 ηά 3 ''φαάσεις''...τιάποτα σοβαροά'' λεάει και το στηάθος μου ποναάει.Δεν με εξεάπλιξε πραγματικαά,αλλαά ευάχομαι να μην ειάχα ρωτηάσει. ''Ο Χαάρρυ εάχει πολλουάς τεάτοιους φιάλους;'' Δεν θεάλω να ακουάσω την απαάντησα αλλαά ρωταάω. ''Ναι,εάχει.Εννοωά οάτι δεν εάχει χιλιαάδες αλλαά ειάναι πολυ οάμορφος ...''ενεργοά αάτομο'' Λεάει και με καάνει να θεάλω να μεινω 1000 φορεάς μακριαά του. Δεν θεάλω να ειάμαι κανενοάς φιάλη με ωφεάλη. Ποτεά. ''Δεάν το καάνει για να ειάναι κακοάς ηά να χρησιμοποιειά τα κοριάτσια,περισσοάτερο του ριάχνονται και αυτοάς με λιάγα λοάγια τους εξηγειά οάτι δεν βγαιάνει ραντεβουά'' Τον υπερασπιάζεται. Θυμαάμαι που μου το εάλεγε και πριάν. ''Γιατιά δεν βγαιάνει ραντεβουά;'' Μα γιατιά δεν μπορωά να σταματηάσω να ρωταάω; ''Πραγματικαά δεν ξεάρω..απλαά δεν βγαιάνει. Πιστευάω πως μπορειάς να περαάσεις καλαά με τον Χαάρρυ,αλλαά πιστευάω επιάσης πως μπορεάι να ειάναι επικιάνδυνος για εσεάνα. Εκτοάς αν ξεάρει πως δεν εάχεις συναισθηάματα για αυτοάν...πρεάπει να μεινεις μακριαά του. Εάχω δειά πολλαά κοριάτσια να τον ερωτευάονται...και δεν ειάχαν καληά καταάληξη'' Η φωνηά της ειάναι γεμαάτη ανησυχιάα. ''Πιάστεψεά με, δεν εάχω. Δεν ξεάρω τιά σκεφτοάμουν'' Γελαάω και ελπιάζω να ακουάγεται πιστικοά επειδηά παγματικαά δεν ειάναι. ''Ωραιάα,τιά μπελαάδες ειάχες με το Noα και τη μαάνα σου;'' Γελαάει και καάθεται στο απεάναντι κρεβαάτι.Της ειάπα για το κηάρυγμα που μου εάκανε η μαάνα μου, εκτοάς του οάτι της υποσχεάθηκα να μην καάνω πια παρεάα μαζι της. Περαάσαμε την υποάλοιπη νυάχτα μιλωάντας για μαθηάματα ,τον Τριάσταν, και οάτι μπορωά να σκεφτωά εκτοάς του Χαάρρυ. Την εποάμενη μεάρα ο Λιάαμ και εγωά συναντηθηάκαμε στο καφεά πριν το μαάθημα για να μου δωάσει τις σημειωάσεις στην κοινωνιολογιάα. Μου πηάρε 1 ωάρα να τα σημιωάσω εξαιτιάας της ενοχλητικηάς συμπεριφοραάς του Χαάρρυ χθεάς. Θεάλω να πω στο Λιάαμ για οάλα αυταά, αλλαά δεν θεάλω να νομιάζει κακαά πραάγματα για εμεάνα, ειδικαά τωάρα που ξεάρω πως η μαμαά του Λιάαμ και ο μπαμπαάς του Χαάρρυ μεάνουν μαζιά...θα ηάταν παραάξενο.Ο Λιάαμ πρεάπει να ξεάρει τοάσα πολλαά για το Χαάρρυ, υπενθυμιάζω στον εαυτοά μου να μην τον ρωτηάσω τιάποτα για αυτοάν. Δεν με νοιαάζει τι καάνει ο Χαάρρυ. Οι μεάρες περναάνε ωάσπου ηάρθε η ωάρα για
71
λογοτεχνιάα. Ο Χαάρρυ καθοάταν στην συνηθισμενη του θεση διπλα μου, αλλαά δεν με κοιταάει καθολου. ''Σηάμερα θα ειάναι η τελευταιάα μας μεάρα στην Περηφαάνια και Προκαταάληψη, ελπιάζω να σας αάρεσε, στη σημερινηά συζηάτηση θα μιληάσουμε για τη χρηάση της Austen στην προοικονομιάα. Σαν αναγνωάστης, περιμεάνατε να καταληάξει αυτηά και ο Darcy μαζιά;'' ρωταάει ο καθηγητηάς και σηκωάνω το χεάρι μου οάπως παάντα,Ο Liam και εγωά ειάμαστε παάντα οι πρωάτοι που απαντουάν, και συνηάθως οι μοάνοι. ''Δεσποινιάς Young''μου λεάει ο καθηγητηάς. ''Την πρωάτη φοραά που διαάβασα αυτοά το μυθιστοάρημα, σκεφτοάμουν αν θα καταληάξουν μαζιά ηά οάχι. Ακοάμα και τωάρα, που το εάχω διαβαάσει το λιγοάτερο 10 φορεάς , ακοάμη νιωάθω αγχωμεάνη στο ξεκιάνημα της σχεάσης τους. Ο Κ. Darcy ειάναι πολυά σκληροάς και λεάει απαιάσια πραάγματα για την Ελιάζαμπεθ και την οικογεάνειαά της ...εάτσι δεν ηάξερα αν θα τον συγχωρηάσει, ποσο μαλλον να τον αγαπησει.'' Απαντωά και χαμογελωά. ''Αυταά ειάναι πολλαά''ακουάγεται μια φωνηά αποά το βαάθος. Η φωνηά του Χαάρρυ. ''Κυάριε Σταάιλς θα θεάλατε να προσθεάσετε καάτι;'' ρωταάει η καθηγητηάς, εντελωάς εάκπληκτος αποά τη συμμετοχηά του Χαάρρυ. ''Σιάγουρα.Ειάπα πως αυταά ειναι πολλαά. Οι γυναιάκες θεάλουν παάντα αυταά που δεν μπορουάν να εάχουν. Του κυριου Darcy η αγενηά συμπεριφοραά ειάναι αυτοά που τραάβηξε την προσοχηά της Ελιάζαμπεθ, ηάταν σιάγουρο οάτι θα καταληάξουν μαζιά στο τεάλος.'' ''Αυτοά δεν ειάναι αληάθεια, οάτι οι γυναιάκες θεάλουν παάντα αυταά που δεν μπορουάν να εάχουν.Ο κ. Darcy ηάταν κακοάς σε αυτηά επειδηά ηάταν αρκεταά υπερηάφανος εάτσι ωάστε να παραδεχτειά πως την αγαπαά'' λεάω ακοάμα πιο δυναταά απ'οάτι σκοάπευα. Οάπως κοιταάω γυάρω μου, οάλοι κοιταάνε εμεάνα και το Χαάρρυ. ''Αάμα την αγαπουάσε δεν θα ηάταν κακοάς απεάναντιά της. Ο μοάνος λοάγος που καταάληξε να τη ζητηάσει σε γαάμο ηάταν επειδηά δεν θα σταματουάσε να του ριχνοάταν'' και η καρδιαά μου πεάφτει. Καταάλαβα πια,οάτι δεν μιλουάσε για την Ελιάζαμπεθ και τον Νταάρσυ. ''Δεν του ριάχτηκε! Την μεταχειριάστηκε εάτσι ωάστε νοάμιζε πως ηάταν ευγενικοάς και αυτος πηάρε την ευκαιριάα της αγνοάτηταάς της!'' φωναάζω και η σιωπηά κυριαρχειά στην ταάξη. ''Την μεταχειριάστηκε;Προσπαάθησε ξαναά,ειάναι...εννοωά ειάχε βαρεθειά με τη βαρετηά της ζωηά και βρηάκε καάποια διασκεάδαση καάπου και εάτσι του ριάχτηκε!'' φωναάζει ανταποδιάδοντας, χτυπωάντας το θρανιάο.
72
''Μαάλλον αν δεν ηάταν τοάσο κοάπανος θα μπορουσε να το ειάχε σταματηάσει οάλο αποά την αρχηά αντιά να εμφανιστειά στο δωμαάτιοά της!'' Μεταά αποά τις λεάξεις που φευάγουν αποά το στοάμα μου, ξεάρω πως οι αάλλοι που βρισκονται μεσα στη ταξη μας καταάλαβαν.. Χαχανιταά και ψιάθυροι ακουάγονται σε οάλη την ταάξη. ''Νομιάζω αυταά ειάναι αρκεταά για σηάμερα''λεάει ο καθηγητηάς αρπαάζω την τσαάντα μου και τρεάχω προς τον διαάδρομο. ''Δεν χρειαάζεται να τρεάξεις αυτηά τη φοραά Τερεάσσα!'' ακουάω την φωνηά του Χαάρρυ να φωναάζει οάπως φταάνω τη γωνιάα του τετραγωάνου. Αρπαάζει το χεάρι μου και εγωά τραβιεάμαι. ''Γιατιά παάντα με ακουμπαάς εάτσι; Αάρπαξεά με αάλλη μια φοραά εάτσι και θα σε χαστουκιάσω!''ουρλιαάζω. Εάχω μειάνει εάκληκτη αποά τον τροπο που του μιλαω.Αρπαάζει το χεάρι μου ξαναά αλλαά δεν ακολουθωά την υποάσχεσηά μου να τον χαστουκιάσω. ''Τιά θεάλεις Χαάρρυ;Να μου πεις ποάσο απελπισμεάνος ειάσαι; Να με κοροιϊδεάψεις που σε αάφησα να μου την πεάσεις ξαναά; Εάχω βαρεθειά τα παιχνιάδια μαζιά σου, δεν θα παιάξω αάλλο. Εάχω αγοάρι και εσυά ειάσαι απαιάσιος! Πραγματικαά πρεάπει να δεις εάνα γιατρο να σου δωάσει καάτι γιατι ειάσαι ξεροκεάφαλος! Δεν μπορωά να συνεχιάσω αάλλο μαζιά σου. Τη μιάα ειάσαι καλοάς και την αάλλη ειάσαι γουρουάνι. Δεν θεάλω να καάνω τιάποτα μαζιά σου και τωάρα καάνε μου τη χαάρη και βρεάς εάνα αάλλο κοριάτσι να παιξεις τα παιχνιδια σου,ως εδωά!'' ''Αληάθεια σου βγαάζω το χειροάτερο εαυτοά σου,σωσταά;'' ρωταάει και περιμεάνω να γελαάσει ηά καάτι τεάτοιο αλλαά δεν το καάνει. Αάμα δεν τον ηάξερα καλυάτερα θα νοάμιζα οάτι ηάταν...πληγωμεάνος; Εφοάσον τον ξεάρω καλυάτερα ξερω οτι δεν νοιαζεται καθοάλου. ''Δεν προσπαθωά να παιάξω παιχνιάδια μαζιά σου!'' λεάει και βαάζει τα χεάρια στο κεφαάλι του απο αμηχανιάα. ''Ε τοάτε τιά καάνεις; Γιατιά η συμπεριφοραά σου ειάναι σαν 5χρονο αγοραάκι που μοάλις εάχασε τη μαμαάκα του'' απαντωά αποάτομα. Εάνα πληάθος μαθητωάν εάχει μαζευτειά γυάρω μας, που με καάνει να θεάλω να φυγω να εξαφανιστω,αλλαά πρεάπει να μαάθω τιά θεάλει να μου πειά. Γιατιά δεν μπορωά να μεινω μακριαά του; Ξεάρω οάτι ειάναι επικυνδινος και κακος για μεάνα. Δεν εάχω γιάνει ποτεά τοάσο σκληρηά σε κανεάναν οάσο στον Χαάρρυ. Το αξιάζει, αλλαά δεν θεάλω να φεάρομαι σε κανεάναν εάτσι. Αρπαάζει το χεάρι μου και με τραβαάει αναάμεσα σε 2 κτηρια μακρυαά αποά το πληάθος. ''Δεν...δεν ξεάρω τιά καάνω. Με φιάλησες πρωάτη...θυμαάσαι;'' μου υπενθυμιάζει ...ξαναά.
73
''Ναι...ειάχα πιειά αν θυμαάσαι καλαά!Και εσυ με φιάληάσες πρωάτος χθεάς!'' ''Δεν με σταμαάτησες,πρεπει να ηάταν κουραστικοά'' μου λεάει. Τι; ''Τιά ηάταν κουραστικοά;'' ''Να συμπεριφεάρεσαι σαν να μην με θεάλεις ενωά ξεάρεις οάτι το θες'' Καάνει 1 βηάμα πιο κονταά μου. ''Δεν σε θεάλω.Εάχω αγοάρι.'' Τελειωάνω, καάνονταάς τον να γελαάσει. ''Που το βαριεσαι. Παραδεάξου το Τεςς, οάχι σε μεάνα, στον εαυτοά σου. Βαριεάσαι μ'αυτοάν. Σ'εάχει καάνει ποτεά να νιωάσεις οάπως εγωά;'' Η φωνηά του εάχει χαμηλωάσει και μιλαάει πιο αργαά απ'οάτι συνηάθως. ''Τ...Τιά;φυσικαά και ναι'' λεάω ψεάματα. ''Οάχι,δεν εάχει.Δεν σε εάχει ακουμπηάσει κανειάς...με αυτοάν τον τροάπο'' Καλαά αυτοάς ο αάνθρωπος δεν παιάζεται! ''Δεν ειάναι καμιάα δουλειαά σου!'' λεάω και καάνω πιάσω,καάνονταάς τον να εάρθει 3 βηάματα πιοά κονταά. ''Δεν εάχεις καμιάα ιδεάα πως μπορωά να σε καάνω να νιωάσεις!'' μου λεάει. Πως μπορειά αποά το να μου φωναάζει,να μιλαάει εάτσι και γιατιά να μου αρεάσει τοάσο?
74
Chapter 25 Δεν υπαάρχουν λεάξεις.Ο τοάνος της φωνηάς του Χαάρρυ και οι βρωάμικες λεάξεις του,με καάνουν αδυάναμη,ευαάλωτη και μπερδεμεάνη.Ειάμαι σαν εάνα κουνεάλι που πιαάστηκε στην φακα. "Δεν χρειαάζετε να το παραδεχτειάς,το καταλαβαιάνω απο μοάνος μου".Λεεάι,η φωνηά του ειάναι τοάσο αλαζονικηά αλλαά το μοάνο που μπορωά να καάνω ειάναι να κουναάω το κεφαάλι μου.Το χαμοάγελο του μεγαλωάνει και καάνω εάνα βηάμα πιάσω προς τον τοιάχο.Καάνει εάνα βηάμα προς το μεάρος μου και εγωά πηγαιάνω προς τον τοιάχο με την πλαάτη.Οάχι παάλι. "Ο σφυγμοάς σου ειάναι ποιοά γρηάγορος σωσταά;Το στοάμα σου ειάναι στεγνοά,εάχεις αυτοά το συναιάσθημα εδωά καάτω.Σωσταά Theresa?"οάτι λεάει ειάναι αληάθεια και οάσο μου μιλαάει εάτσι τοάσο περισσοάτερο τον θεάλω.Ειάναι παραάξενο το συναιάσθημα να θεάλεις καάποιον και παραάλληλα να τον μισειάς.Η εάλξη που νιωάθω για αυτοάν ειάναι καθαραά σωματικηά,πραάγμα περιάεργο δεδομεάνου οτιά ειάναι τοάσο διαφορετικοάς απο τον Noah.Δεν θυμαάμε να μου αάρεσε κανεάνας εκτοάς αποά τον Noah. Ξεάρω πως εαάν δεν πωά,καάτι τωάρα θα νικηάσει. "Καάνεις λαάθος".Μουρμουριάζωκαι χαμογελαάει.Ακοάμα και το χαμοάγελο με ηλεκτριάζει. "Ποτεά δεν καάνω λαάθος."Λεάει και απομακρυάνομαι απο τον τοιάχο πριν προλαάβει να με σπρωάξει παάνω του. "Γιατιά συνεχιάζεις να λες πως σου ριάχνομαι οάταν εσυά ο ιάδιος με στριμωάχνεις εδωά;"Ρωταάω και ο θυμοάς μου διωάχνει μακριαά την αμεάτρητη επιθυμιάα μου γθα αυτοά το εξωφρενικοά αγοάρι με τατουαάζ.
75
"Επειδηά εσυά εάκανες την πρωάτη κιάνηση,μην με βγαάλεις λαθος ηάμουν τοάσο μπερδεμεάνος οάσο και εσυά."Γελαάει. "Οάπως σου ξαναειάπα,ηάμουν μεθυσμεάνη και ειάχα μια δυάσκολη νυάχτα.Ηάμουν μπερδεμεάνη γιατιά ηάσουν καλοάς μαζιά μου,μαάλλον μου εάδιχνες την καληά σου πλευραά."Λεάω και καάθομαι στο παγκαάκι πριν καταληάξω κολλημεάνη στον τοιάχο.Το να μιλαάς μαζιά του ειάναι πολυά κουραστικοά. "Δεν ειάμαι τοάσο κακοάς μαζιά σου."Λεάει,ακουάγετε πιοά πολυά σαν ερωάτηση αποά οάτι σαν απλοά σχοάλιο. "Ναι ειάσαι.Βγαιάνει εκτοάς εαυτουά,για να ειάσαι κακοάς μαζιά μου.Και οάχι μοάνο μαζιά μου σε οάλους.Απλαά φεάνετε οτιά ειάσαι πιοά πολυά σκληροάς μαζιά μου."Δεν το πιστεάυω ποάσο ειλικρινηάς ειάμαι μαζιά του.Ειάναι ζηάτημα χροάνο να αρχιάσει να κοροιδεάυει παάλι. "Αυτοά δεν ειάναι αληάθεια.Δεν ειάμαι πιοά σκληροάς μαζιά σου απ'οάτι στον υποάλοιπο πληθυσμοά.Λεάει με εάνα χαζοά χαμοάγελο στο προάσωπο του και εγωά σκωάνομαι οάρθια.Το ηάξερα οτιά δεν μπορουάσα να εάχω μιάα κανονικηά συζηάτηση μαζιά του. "Δεν ξεάρω γιατιά συνεχιάζω να σπαταλαάω τον χροάνο μου μαζιά σου"Του φωναάζω την ωάρα που φεάυγω. "Ειι.Συγνωάμη,απλαά εάλα εδωά. Μουγκριάζω αλλαά τα ποάδια μου κινουάνται πριν προλαάβει το μυαλοά μου να σκεφτειά.Στεάκομαι 1-2 μεάτρα μακρυαά του και εκειάνος καάθεται στο παγκαάκι που καθοάμουν εγωά πριάν. "Καάτσε."Μου ζηταάει και καάθομαι. "Καάθεσε φοβεραά μακρυαά."Μου λεάει και κουναάω τα μαάτια μου.Δεν με εμπιστεάυεσαι;" "Οάχι φυσικαά και δεν σε εμπιστεάυομαι,θα εάπρεπε;"Την ωάρα που οι λεάξεις τον χτυπαάνε,το προάσωπο του πεάφτει λιάγο αλλαά ξαναεπανεάρχετε γρηάγορα.Γιατιά να νοιαάζετε αν τον εμπιστεάυομαι; "Μπορουάμε απλαά να συμφωνηάσουμε ηά να μειάνουμε μακρυαά ο εάνας απο τον αάλλο ηά να μειάνουμε απλαά φιάλοι;Δεν το εάχω μεάσα μου να τσακωάνομαι μαζιά σου."Αναστεναάζω και εάρχετε πιοά κονταά μου. Πεάρνει μια βαθιαά αναάσα πριάν μιληάσει."Δεν θεάλω να μειάνω μακρυαά σου."Τι;Η καρδιαά μου ειάναι εάτοιμη να σπαάσει.
76
"Εννοωά δεν νομιάζω να μπορουάμε να μειάνουμε μακρυαά,μιάα απο της κολλητεάς μου ειάναι συγκατοικοάς σου.Οποάτε υποθεάτω μπορουάμε να προσπαθηάσουμε να ειάμαστε φιάλοι."Προσπαθωά να κρυάψω την απογοηάτευση μου αποά τις λεάξεις του αλλαά αυτοά δεν ειάναι που θεάλω;Δεν μπορωά να συνεχιάσω να φιλαάω τον Χαρρυ και να απαταάω τον Νοάα. "Ενταάξει οποάτε φιάλοι;" "Φιάλοι."Συμφωνειά και μου διάνει το χεάρι του για μια χειραψειάα. "Οάχι φιάλοι με ωφεάλοι."Του υπενθιμιάζω και νιωάθω τα μαάγουλα μου να κοκκινιάζουν. Κρυφογελαάει και παιάζει με το σκουλαριάκη στο φρυάδι του την ωάρα που μιλαάει"Τι σε καάνει να το λες αυτοά;" "Λες και δεν ξεάρεις,μου ειάπε ηάδη η Στεφ." "Για εμεάνα και εκειάνη;" "Για εσεάνα και την Στεφ και για εσεάνα με καάθε αάλλο κοριάτσι."Προπαθωά να γελαάσω φεάυτικα αλλα βγαιάνει πιοά πολυά σαν βηάχας.Μου σηκωάνει το φρυάδι του,αλλαά τον αγνοωά. "Εγωά και η Στεφ...ειάχε...φαάση."Χαμογελαάει σαν να θυμαάτε καάτι και ξεροκαταπιάνω. "Και ναι,εάχω κοριάτσια που τα γαμαάω,αλλαά τι σχεάση εάχει αυτοά μαζιά σου;"Ειάναι τοάσο αδιαάφορος για το θεάμα ,ενωά εγωά ειάμαι σοκαρισμεάνη.Το να ακουάω να παραδεάχετε οτι κοιμαάται με αάλλα κοριάτσια δεν θα εάπρεπε να με ενοχλειά..αλλαά με ενοχλειά.Δεν ειάναι δικοάς μου. Ο Νοάα ειάναι.Ο Νοάα,ο Νοάα.Υπενθυμιάζω στον εαυτοά μου. "Δεάν εάχει απλαά δεν θεάλω να νομιάζεις οτιά θα ειάμαι εάνα αποά αυταά τα κοριάτσια." "Αωω..Τεάσσα ζηεάυεις;"Με πειραάζει και τον σπρωάχνω.Δεν υπαάρχει καμιάα περιάπτωση να το παραδεχτωά. "Οάχι βεάβαια,οάχι απλαά λυπαάμε οάλα αυταά τα κοριάτσια."Λεάω και γελαάει. "Δεν θα εάπρεπε.Το απολαμβαάνουν,πιάστεψε με." "Ενταάξει,ενταάξει το καταάλαβα.Αάλλαξε θεάμα παρακαλωά."Μουγκριάζω και γεάρνω πιάσω το κεφαάλι μου να κοιταάξω τον ουρανοά.Πρεάπει να καθαριάσω απ'το μυαλοά μου την εικοάνα του Χαρρυ να ειάναι με οάλα αυταά τα κοριάτσια."Λοιποάν θα προσπαθηάσεις να ειάσαι καλυάτερος μαζιά μου;"
77
"Βεάβαια.Θα προσπαθηάσεις να μην ειάσαι τοάσο νευρικηά και σκυάλα οάλη την ωάρα;" "Δεν ειάμαι σκυάλα εσυά ειάσαι αποκρουστικοάς."Ξεκιναάω και γελαάω οάπως και αυτοάς. "Ειάναι καλυάτερα τωάρα αποά οάτι να φωναάζουμε στην ταάξη.Ξεάρω δεν εάχουμε ξεμπερδεάψει το αρχικοά θεάμα με τα συναισθηάματα που εάχω ηά δεν λεχω γιαυτοάν,αλλαά εαάν κατα ΄ φερο να τον σταματηάσω απο το να με φιλαάει,τοάτε θα μπορωά να ξαναεικεντρωθωά στον Νοάα και να σταματηάσω αυτοά τον απαιάσιο κυάκλο πριν γιάνουν χειροάτερα. "Κοιάταξε μας δυάο φιάλοι."Η προφοραά του ειάναι τοάσο ελκυάστικηά οάταν δεν ειάναι αγενηάς. Στο καλοά,ακοάμαι και τοάτε ειάναι,αλλαά οάταν η φωνηά του ειάναι απαληά η προφοραά του την καάνει ακοάμη πιοά απαληά,βελουάδινη.Ο υροάπος με τον οποιάο οι λεάξεις κυλουάν αποά την γλωάσσα του μεάσω των ροζ χειλιωάν του...Δεν μπορωά να σκεάφτομαι για τα χειάλη του.Ξεκολαάω αποά παάνω του και σηκωάνομαι οάρθοα.Στρωάνω την φουάστα μου. "Αυτηά η φουάστα ειάναι απιάσια Τεάσσα εαν προκειτε να ειμαστε φιλοι θα πρεπει να μην την ξαναφορεσεις πια. "Για μια στιγμη πληγωθηκα αλλα οταν κοιταζω προς το μερος του χαμογελαει.Αυτος πρεπει να ειάναι ο τροπος τους να αστειευτε,ακομη αγενες αλλα τον προτιμω απο τον μοχθηρο τροπο που συνηθως συμπεριφερετε. Το κινητο μου αρχοζει να δονιζει,ειναι η ειδοποιηση που χτυπαει."Πρεπει να γυρισω πισω και να διαβασω." "Εβαλες ειδοποιηση για να διαβασεις;" "Βαζω ειδοποιιηση για πολλα πραγματα,ειναι απλα κατι που κανω."Ελπιζω να το αφησει να περασει. "Πρεπει να κανουμε κατι διασκεδαστικο αυριο μετα το μαθημα."Προτεινει. Ποιος ειναι αυτος και που πγφε ο Χαρρυ;" "Δεν νομιζω οτι η δικη μου ιδεα για το τι ειναι διασκεδαστικο ειναι το ιδιο με την δικη σου. Δεν μπορω καν να φανταστω τι ειναι διασκεδαση για τον Χαρρυ.
78
"Λοιπον θα θυσιασουμε μνο μερικες γατες,μετα θα καψουμε μερικα κτηρια..." Δεν μπορεσα να σταματησω το χαζογελακι που μου ξεφυγε και μου χαμογελασε. "Στ'αληθεια ομως,χρειαζεσαι λιγη διασκεδαη και εφοσον ειμαστε τωρα φιλοι θα πρεπει να κανουμε κατι διασκεδαστικο."Χρειαζομαι λιγα λεπτα να συλλογιστω εαν πρεπει να βρεθω μονη με τον Χαρρυ πριν του απαντησω. Πριν προλαβω να απαντησω γυριζει για να φυγει,"Καλα ειμαι χαρουμενος που συμφωνεις.Θα σε δω αυριο."Λεει και φευγει. Δεν απανταω,απλα καθομαι παλι πισω στο παγκακι.Το κεφαλι μου γυριζει απο τα τελευταιο 20 λεπτα με τον Χαρρυ.Βασικα μου προφερε σεξ,λεγοντα μου οτι δεν εχω ιδεα ποσο ωραιο μπορει να με κανει να νιωσω.Μετα,λιγα λεπτα αργοτερα συμφωνεσε να προσπαθησει να ειναι ευγενικος απεναντι μου,γελουσαμε και αστειυομασταν και ηταν ωραια.Υπαρχουν ακομα τοσες ερωτησεις που εχω γιαυτον,για παραδειγμα για ειναι αυτος που ειναι τωρα,αλλα γνωριζω οτι οσο περισσοτερα μαθω για εκεινον,τοσο χειροτερα θα ειναι η κατασταση.Μπορω να ειμαι φιλη με τον Χαρρυ,οπως ειναι η Στεφ,ενταξει οχι οπως η Στεφτ,αλλα οπως ο Ναιαλ η καάποιος απο τους φιλους του.Αυτο ειναι και το καλυτερο,οχι πια φιλια,οχι πια ερωτικες προτασεις απο αυτον,απλα φιλοι.Καθως γυρνω στο δωματιο μου προσπαθω να διωξω τον φοβο οτι εχω πεσει σε ακομη μια απο τις παγιδες του.
Chapter 26 Προσπαθω να διαβασω αλλα οταν επιστρεφω στο δωματιο μου δεν μπορω να συγκεντρωθω. Αφου κοιταζα επιμονα τις σημειωσεις μου επι μια ωρα, αποφασιζω να παω να κανω ενα ντους. Τα κοινοχρηστα μπανια ακομη με κανουν να νιωθω αβολα οταν μαζευεται πολυς κοσμος αλλα κανενας ποτε δεν μ'εχει πειραξει. Το ζεστο νερο ειναι απιστευτο και χαλαρωνει τους σφιγμενους μου μυες. Θα επρεπε να νιωθω ανακουφισμενη και χαρουμενη τωρα που εγω και ο Χαρρυ εχουμε κανει ενα ειδος ανακοχης αλλα τωρα ο θυμος και η ενοχληση εχει αντικατασταθει απο το αγχος και συγχυση. Εγω συμφωνησει να περασω λιγο χρονο αυριο μαζι με τον Χαρρυ, κανοντας κατι "διασκεδαστικο" και ειμαι τρομοκρατημενη. Απλα ευχομαι να πανε ολα καλα και να μπορεσουμε να ειμαστε φιλοι, δεν περιμενω να γινουμε κολλητοι
79
αλλα χρειαζεται να φτασουμε σ'ενα σημειο οπου δεν φωναζουμε ο ενας στν αλλον καθα φορα που μιλαμε. Οταν επεστεψα στο δωματιο μου, βρηκα ενα σημειωμα απο την Στεφ να γραφει οτι ο Τρισταν θα την βγαλει εξω για φαγητο. Συμπαθω τον συγκατοικο του Ναιαλλ, τον Τρισταν, φαινεται καλο παιδι παρα την υπερβολικη χρηση του στο eyeliner. Αν η Στεφ και ο Τρισταν συνεχιζουν να βγαινουν μαζι, ισως οταν ερθει ο Νοα να με επισκεφθει μπορουμε να βγουμε ολοι μαζι. Ποιον προσπαθω να ξεγελασω? Ξερω οτι ο Νοα δεν θα ηθελε να κανει παρεα με ατομα σαν τον Τρισταν και την Στεφ, και θα παραδεχτω οτι μεχρι τρεις εβδομαδες πριν, ουτε και εγω θα εκανα. Κατληγω στο να παρω τον Νοα τηλεφωνο πριν κοιμηθω, δεν εχουμε μιλησει ολη μερα. "Ελα Τεσσα, πως ηταν η μερα σου?" με ρωταει μολις το σηκωνει. "Ηταν ωραια, ατελειωτη, αλλα ωραια" πρεπι να του πω οτι εγω και ο Χαρρυ θα βρεθουμε αυριο. "Χαιρομαι που το ακουω, ειχα εναν αγωνα ποδοσφαιρου σημερα στ Σιατλ, μολις τωρα επιστρεφω". "Τελεια! Πως πηγε ο αγωνας?" Μου λεει πως συνετριψαν το λυκειο του Σιατλ, παρολο που εχει μια απο τις καλυτερες ομαδες στις πολιτειες. Μιλησαμε για την οικογενεια του και προτου να το καταλαβω, τελειωνουμε το τηλεφωνημα μας. Δεν μπορεσα να βρω την καταλληλη στιγμη να αναφερω τα αυριανα μου σχεδια μου με το Χαρρυ, πραγματικα δεν προσπαθησα. Η επομενη μερα κυλαει υπερβολικα γρηγορα. Ο Λιαμ και εγω περπαταμε μαζι για το μαθημα της Λογοτεχνιας και ο Χαρρυ ηδη καθται στην θεση του. "Εισαι ετοιμη για το ραντεβου μας αποψε?" ρωταει ο Χαρρυ και μενω με το στομα ανοιχτο, το ιδιο και ο Λιαμ. "Δεν ειναι ραντεβου, απλα θα βγουμε μαζι σαν φιλοι" λεω στο Λιαμ, αγνοωντας τον Χαρρυ. Πρωτη ημερα στην προσπαθεια μας να γινουμε φιλοι και δεν πηγαινει καλα μεχρι τωρα. "Το ιδιο πραγμα" λεει ο Χαρρυ χαμογελωντας πονηρα και γυριζω ψηλα το βλεμμα μου. Τον αγνοω για το υπολοιπο του μαθηματος και ειναι ευκολο μιας και δεν επιχειρει να μου μιλησει. "Να προσεχεις αποψε" μου λει ο Λιαμ με το που τελειωνει το μαθημα.
80
"Θα προσεχω, προσπαθουμε να ειμαστε πολιτσιμενοι μιας και η συγκατοικος μου ειναι φιλη του" "Το ξερω, εισαι πολυ καλη φιλη απενταντι της. Απλα δεν νομιζω οτι ο Χαρρυ αξιζει την καλοσυνη σου" μου λεει και τον κοιταω. "Εχεις τιποτα καλυτερο να κανεις απο το να με θαβεις? Αντε χασου" λεει ο Χαρρυ απο πισω μου. Ο Λιαμ κατσουφιαζει και με ξανακοιτα. "Θυμησου τι ειπα" λεει και φευγει. "Δεν χρειαζεται να'σαι τοσο σκληρος μαζι του, αφου πρακτικα ειστε αδερφια" λεω και τα ματια του διαστελονται. "Tι ειπες μολις τωρα?" μουγκριζει. "Ξερεις, Ο μπαμπας σου και η μαμα του?" Ελεγε ψεματα ο Λιαμ? Ηά δεν επρεπε καν να το αναφερω αυτο? Ο Λιαμ ειπε να μην αναφερω την σχεση του Χαρρυ με τον πατερα του αλλα δεν νομιζω να ενοουσε ολο αυτο. "Αυτο να μην σε ενδιαφερει, δουλεια σου, δεν ξερω καν γιατι στο ειπε ο βλακας. Μαλλον αποτι φαινεται θα βρεθει να του το βουλωσω". "Να τον αφησεις ησυχο Χαρρυ, δεν ηθελε καν να μου το πει, εγω τον πιεσα" τον υπερασπιζομαι. Η ιδεα οτι Χαρρυ θα πληγωσει τον Λιαμ με κανει να αρρωσταινω. Χρειαζεται να αλλαξω θεμα. "Λοιπον, που θα παμε σημερα?" ρωταω και με κοιταει αγριοκοιταζει. "Δεν θα παμε πουθενα, αυτο ηταν μια κακη ιδεα" μιλα αποτομα και γυριζει να φυγει. Τι στο καλο? Σιγουρα ειναι διπολικος χαρακτηρας. Ο θυμος και η αγανακτηση που νιωθω απεναντι στον Χαρρυ επιστρεφει και γυρναω πισω στο δωματιο μου. Οταν ανοιγω την πορτα βλεπω τον Ζαυν, τον Τρισταν και την Στεφ μεσα. Συνηθως θα'μουν ενοχλημενη με τοσους απροειδοποιητους καλεσμενους αλλα χρειαζομαι αντιπερισπασμο και συμπαθω και τον Ζαυν και τον Τρισταν. "Ελα Τεσσα, πως ηταν το μαθημα σημερα?" με ρωταει η Στεφ χαμογελωντας. Δεν μπορω να μην παρατηρησω τον τροπο με τον οποιο το προσωπο του Τρισταν λαμπει οταν η Στεφ χαμογελαει. "Ηταν ενταξει, εσυ?" Ακουμπαω τα βιβλια μου στο γραφειο και μου λεει για τον καθηγητη μου εχυσε τον καφε πανω του και τους αφησε νωριτερα. "Δειχνεις ωραια σημερα Τεσσα" μου λεει ο Ζαυν και τον ευχαριστω, καθως καθομαι στο κρεβατι της Στεφ οπου ειναι και οι τρεις του. Το κρεβατι ειναι
81
πολυ μικρο για ολου μας, αλλα ενταξει μας χωραει. Η πορτα ανοιγει λιγα λεπτα αργοτερα και ολοι γυρναμε να δουμε ποιος ειναι. Ο Χαρρυ. Ωχ. "Ελεος Χαρρυ μπορουσες να χτυπησεις για μια φορα" η Στεφ τον μαλωνει και εκεινος σηκωνει τους ωμους του. "Θα μπορουσα να ημουν γυμνη" λεει και εκεινος γελαει. Του χαμογελαει φυσικα και δεν ειναι θυμωμενη με την ελλειψη των τροπων του αλλα ειμαι σιγουρη τον εχει συνηθισει να ερχεται οποτε εδω οποτε θελει. "Τιποτα που δεν εχω δει στο παρελθον" αστειευεται και ο Τρισταν κατσουφιαζει ενω οι υπολοιποι γελανε. Ουτε εγω βρισκω που'ναι το αστειο, μισω να σκεφτομαι τον Χαρρυ και την Στεφ μαζι. "Αχ σκασε" λεει ακομη γελωντας και παιρνει το χερι του Τρισταν. Το χαμογελο του επιστρεφει και μετακινειται πιο κοντα της. "Τι σκοπευεται να κανετε παιδια?" ρωταει ο Χαρρυ και καθεται στ κρεβατι μου, θελω να του πω να σηκωθει αλλα μενω ησυχη. Για μια στιγμη νομιζα οτι ηρθε εδω για να ζητησει συγγνωμη αλλα τωρα ξερω οτι ηρθα απλως για να βρεθει με τους φιλους του και εγω δεν ανηκω σε αυτους. "Βασικα θα πηγαιναμε για ταινια, Τεσσα πρεπει να'ρθεις" ο Ζαυν χαμογελαει και πρωτου απαντησω ο Χαρρυ με διακοπτει. "Βασικα εγω και η Τεσσα εχουμε σχεδια" λεει με ενα περιεργο τονο στην φωνη του. Ειναι τοσο κακοκεφος. "Τι?" ο Ζαυν και η Στεφ λενε με μια φωνη. "Ναι εχουμε σχεδια, μολις ερχομουν να την παρω" Ο Χαρρυ χαμογελαει και σηκωνεται. "Ετοιμη?" Το μυαλο μου φωναζει "Οχι!" αλλα κανω κουνω θετικα το κεφαλι μου. "Λοιπον θα σας δουμε αργοτερα" ο Χαρρυ ανακοινωνει και πρακτικα με σπρωχνει εξω απο την πορτα. Με οδηγει στο αμαξι του και προς εκπληξη μου μυ ανηγει την πορτα του συνοδηγου. Καθομαι με τα χερια μου σταυρωμενα. "Θα το εχω στα υποψη μου να μην σου ξανανοιξω την πορτα" λεει αποτομα και κουναω το κεφαλι μου. "Τι στο καλο ηταν αυτο? Ξερω οτι δεν ηρθες εκει για να με παρεις, μολις μου'χες πει οτι δεν ηθελες να ξανακανουμε παρεα ποτε" φωναζω. Να'μαστε παλι που φωναζουμε ο ενας στον αλλον. Με τρελαινει κυριολεκτικα. "Ναι γι'αυτο ηρθα, τωρα μπες μες στ'αμαξι"
82
"Οχι, αν δεν παραδεχτεις οτι δεν ηρθες εδω για να δεις εμενα, θα γυρισω πισω να παω να δω ταινια με τον Ζαυν" του λεω και σφιγγει το σαγονι του. Το ηξερα. Δεν γνωριζω πως να νιωσω για αυτη την αποκαλυψη αλλα καταβαθος το ηξερα οτι δεν ηθελε να παω για ταινια με τον Ζαυν και αυτος ειναι ο μονος λογος που προσπαθει να μου κανει τωρα παρεα. "Παραδεξου το Χαρρυ αλλιως φευγω" "Ενταξει.Οκ το παραδεχομαι. Τωρα μπες στο ηλιθιο αμαξι. Δεν θα στο ξαναζητησω" λεει και μπαινει μες στ αυτοκινητο. Εναντιας στην κριση μου, μπαινω μες στ'αμαξι. Ο Χαρρυ δειχνει ακομη θυμωμενος καιθως βγαινει απο το παρκινγκ. Ανοιγει την ενταση της τσιριχτης μουσκιης στα υψη. Πλησιαζω και την κλεινω. "Μην ακουμπας το ραδιοφωνο μου" λεει αποτομα. Οι σκεψεις μου γυρνανε πισω στην αναμνηση οπου κορπουσε τις σημειωσεις μου στν αερα και με κανει να θελω να τραβηξω το ραδιοφωνο απο την θεση του και να το πεταξω εξω απο το παραθυρο. Αν ηξερα οτι μπορουσα, θα το εκανα. "Γιατι σε νοιαζει αν θα παω με τον Ζαυν για ταινια? Ο Τρισταν και η Στεφ θα ερχοντουσαν και αυτοι. "Απλα δεν πιστευω οτι ο Ζαυν εχει και τις καλυτερες προθσεις" λεει χαμηλοφωνα, τα ματια του στραμμενα προς τον δρομο. Αρχιζω να γελαω και κατσουφιαζει. "Οου ενω εσυ εχεις? Τουλαχιστον Ο Ζαυν ειναι καλος απεναντι μου" δεν μπορω να σταματησω να γελαω. Η ιδεα οτι ο Χαρρυ προσπαθει να με προστατεψει με καποιο τροπο ειναι αστεια. Ο Ζαυν ειναι φιλος, τιποτα παραπανω. Οπως και ο Χαρρυ. Ο Χαρρυ γυριζει ψηλα το βλεμμα του αλλα δεν μου απανταει. Ανοιγει παλι την μουσικη και η τσιριχτη μελωδια κυριολεκτικα πληγωνει τα αυτια μου. "Μπορεις σε παρακαλω να την χαμηλωσεις" τον ικετευω. Χαμηλωνει την ενταση αλλα συνεχιζει να παιζει. "Αυτη η μουσικη εινια απαισια" του λεω και γελαει. "Φυσικα και δεν ειναι, θα μου αρεσε να μαθω την γνωμη σου για το τι ειναι καλη μουσικη" χαμογελαει. Δειχνει τοσο ξεγνιαστος με το παραθυρο χαμηλωμενο, το αερακι να φυσαει μεσα απο τα μαλλια του. Σηκωνει το ενα του χερι και ριχνει πισω τα μαλλια του. Λατρευω τον τροπο με τον οποιο τα μαλλια του φαινονται γυρισμενα προς τα πισω. Διωχνω τις σκεψεις απο το κεφαλι μου. "Λοιπον μου αρεσουν οι Bon Iver και οι The Fray" απαντω.
83
"Φυσικα και θα σου αρεσαν" ξεκαρδιζεται στ γελια. "Τι τρεχει με αυτους? Ειναι απιστευτα ταλαντουχοι και η μουσικη τους ειναι υπεροχη" υπερασπιζομαι τις δυο αγαπημενες μου μπαντες. "Ναι ειναι ταλαντουχοι...εχω ακουσει οτι η ικανοτητα τους ειναι να βαζουν τον κοσμο σε υπνο" γελαει και πλησιαζω με το χερι και τον χτυπαω ελαφρα στον ωμο. "Λοιπον εγω τους λατρευω" λεω χαμογελωντας. Αν μπορουσαμε να παραμεινουμε σε αυτη την κατασταση, ισως και να περνουσα ωραια. "Που παμε?" "Πηγαινουμε σε ενα απο τα αγαπημενα μου μερη" "Που βρισκεται που?" "Στα αληθεια πρεπει να γνωριζεις ολα οσα συμβαινουν, ε?" "Ναι...Μ'αρεσει να.." "Τα ελεγχεις ολα?" διακοπτει και μενω σιωπηλη. Ξερω οτι εχει δικιο, αλλα ετσι ειμαι εγω. "Λοιπον δεν θα συ πω μεχρι να φτασουμε...που ειναι σε 5 λεπτα απο τωρα" μου λεει και καθομαι πισω στο δερματινο καθισμα του αυτοκινητου. Τι ειδος αμαξιου ειναι αυτο ετσι και αλλιως? "Τι αμαξι ειναι αυτο?" τον ρωταω. Χρειαζομαι εναν αντιπερισπασμο αφου δεν γνωριζω που πηγαινουμε. "Ειναι ενα καλσσικο Ford Carpι" απαντα, καυχιεται περηφανος για το αμαξι του. Ξεκινα να μου μιλα για αυτο, παρολο που δεν εχω ειδα απο αυτοκινητα. Μου αρεσει να βλεπω τα χειλη του καθως μιλαει, ο τροπος που κινουνται αργα, καθως οι λεξεις ειναι ακομη πιο σιγανες. "Δεν μ'αρεσει να με κοιταζουν επιμονα" λεει αποτομα αλλα μετα απο λιγο χαμογελαει. "Εεε...εγω απλως ακουγα" λεεω ψεματα, το στομα μου στεγνωνει. "Φτασαμε" λεει και στριβει σε ενα δρομο με χαλικια.
Chapter 27 84
Μεάνω ηάσυχη, καθωάς ο Χαάρρυ συνεχιάζει τον χωματοάδρομο. Χαμηλωάνει την μουσικηά τελικαά, εάτσι ο μοάνος θοάρυβος ειάναι το χαλιάκι που σπαάει καάτω αποά τα λαάστιχα. Ειάμαστε στην μεάση του πουθεναά. Ειάμαι νευρικηά τωάρα. Ειάμαστε μοάνοι, πραγματικαά μοάνοι. Δεν υπαάρχουν αυτοκιάνητα, ουάτε κτηάρια, τιάποτα. "Μην ανησυχειάς, δεν σε εάφερα εδωά για να σε σκοτωάσω!" αστειευάεται και παιάρνω μια αναάσα. Εγωά φοβαάμαι περισσοάτερο το τι θα μπορουάσα να καάνω οάταν ειάμαι μοάνη με αυτοάν, αποά'τι αν ηάταν να προσπαθηάσει να με σκοτωάσει. Συνεχιάζει να οδηγαάει για εάνα μιάλι και τελικαά σταματαάει το αυτοκιάνητο. Κοιταάζω εάξω αποά το παραάθυρο για να δω τιάποτα, αλλαά υπαάρχει μοάνο γρασιάδι και δεάντρα. Συμφωνωά, ειάναι ωραιάα και γαληάνια εδωά. Υπαάρχουν κιάτρινα αγριολουάλουδα που ρυπαιάνουν τη γη, και το αεραάκι ειάναι αποάλυτα ζεστοά. Αλλαά γιατιά με εάφερε εδωά;"Τι θα καάνουμε εδωά;" ρωταάω οάπως εάχω βγει αποά το αυτοκιάνητο. "Εάχουμε λιάγο περπαάτημα να καάνουμε πρωάτα.." με πληροφορειά και βογκαάω. Οποάτε με εάφερε εδωά για αάσκηση; Πρεάπει να παρατηάρησε την ξινηά μου εάκφραση, επειδηά, λεάει: "Δεν εάχει παάρα πολυά περπαάτημα" Αρχιάζει το περπαάτημα καταά μηάκος ενοάς τμηάματος του χοάρτου που ειάναι πεπλατυσμεάνο, σχεδοάν σαν μια μηχανηά να πεάρασε πολλεάς φορεάς. Και οι δυο μεάνουμε ηάσυχοι για το μεγαλυάτερο μεάρος της διαδρομηάς εκτοάς αποά μερικεάς αγενηάς παρατηρηάσεις του Χαάρρυ για μεάνα οάτι ειάμαι παάρα πολυά αργηά. Τον αγνοωά και πηγαιάνω στο περιβαάλλον μου. Αρχιάζω να καταλαβαιάνω γιατιά του αρεάσει αυτηά η φαινομενικαά τυχαιάα θεάση, ειάναι τοάσο ηάσυχα. Θα μπορουάσα να μειάνω εδωά για παάντα αν εάφερνα μαζιά μου εάνα βιβλιάο. Βγαιάνει αποά το μονοπαάτι και πηγαιάνει σε μια δασωάδη περιοχηά, ειάμαι λιάγο καχυάποπτη, αλλαά θα τον ακολουθηάσω. Λιάγα λεπταά αργοάτερα βγηάκαμε αποά το δαάσος σε εάνα ρεάμα, ηά ιάσως,εάνα ποταάμι, δεν εάχω ιδεάα για το που βρισκοάμαστε, αλλαά το ρεάμα φαιάνεται αρκεταά μεγαάλο και πολυά βαθυά. Ο Χαάρρυ δεν λεάει τιάποτα, οάταν ο ιάδιος τραβαάει το πουκαάμισο παάνω αποάτο κεφαάλι του, στην συνεάχεια σκυάβει και λυάνει τις βρωάμικες μαυάρες μποάτες του."Γιατιά ξεντυάνεσαι;" ρωταάω και κοιταάω το ρεάμα. Ω, οάχι. "Θα πας να κολυμπηάσεις; σε αυτοά;" του λεάω και δειάχνω το νεροά. "Ναι το καάνω οάλες τις φορεάς, θα το καάνεις και εσυά!" ξεκουμπωάνει το παντελοάνι του και εάχω αναγκαάσει τον εαυτοά μου να μην τον κοιταάζω τον τροάπο που οι μυάες στο πιάσω μεάρος του, κινουάνται οάταν σκυάβει για να κατεβαάσει το παντελοάνι, μεάσα αποά τα ποάδια του. "Δεν κολυμπαάω σε αυτοά" δεν με πειραάζει το κολυάμπι, αλλαά οάχι σε εάνα τυχαιάο ρεάμα στην μεάση του πουθεναά.
85
"Και γιατιά αυτοά; Ειάναι αρκεταά καθαροά ωάστε για να μπορειάς να δεις το καάτω μεάρος!" "Οποάτε πιθανοάν να υπαάρχουν ψαάρια και ο Θεοάς ξεάρει τι εάχει εκειά.." αντιλαμβαάνομαι ποάσο γελοιάα ακουάγομαι αλλαά δεν με νοιαάζει. "Εκτοάς αποά οάτι δεν μου ειάπες οάτι δεν θα παάμε για κολυάμπι, δεν εάχω τιάποτα να φορεάσω.." δεν μπορειά να διαφωνηάσει με αυτοά. "Δεν μπορειάς με σουτιεάν και εσωάρουχα;" χαμογεάλασε ειρωνικαά και εγωά χασμουριεάμαι σε αυτοάν. Οποάτε νομιάζει οάτι θα πηάγαινα εκειά και θα εάβγαζα οάλα τα ρουάχα μου για να κολυμπηάσω μαζιά του; Τα σωθικαά μου ανακατευάονται και με σκεάφτομαι γυμνηά μεάσα στο νεροά με τον Χαάρρυ. Τι θα μου καάνει; Δεν ειάχα ποτεά, ποτεά αυταά τα ειάδη των σκεάψεων πριν αποά αυτοάν. "Δεν θα κολυμπηάσω με το σουτιεάν μου και τα εσωάρουχα, ειάσαι τρομαχτικοάς!" λεάω και καάθομαι στο μαλακοά γρασιάδι."Εγωά θα παρακολουθωά, απλαά.." του λεάω και αυτοάς συνοφρυωάνεται. Ειάναι τωάρα με το σλιπ μποάξερ του, το μαυάρο υλικοά ειάναι σφιχταά παάνω στο σωάμα του. Αυτηά ειάναι η δευάτερη φοραά που τον εάχω δει μοάνο με το μποάξερ και φαιάνεται ακοάμα καλυάτερα αυτηά την φοραά. "Δεν ειάσαι αστειάα, εσυά χαάνεις!" λεάει και πηδαά στο νεροά. Κραταάω τα μαάτια μου στο γρασιάδι και κοάβω λιάγα χοάρτα, παιάζοντας τα αναάμεσα στα δαάχτυλα μου. "Το νεροά ειάναι ζεστοά Tes!" φωναάζει αποά το ρεάμα. Αποά την θεάση μου στο γρασιάδι, μπορωά να δω τις σταγοάνες νερουά που πεάφτουν αποά τα -πλεάον- μαυάρα μαλλιαά του. Χαμογελαάει καθωάς σπρωάχνει τα βρεγμεάνα του μαλλιαά πιάσω και σκουπιάζει το προάσωπο του με το εάνα χεάρι. Για μια στιγμηά, εάπιασα τον εαυτοά μου να θεάλει να ειάναι καάποια αάλλη, καάποια πιο γενναιάα, σαν την Στεφ. Αν ηάμουν η Στεφ, θα γδυνοάμουν και θα πηδουάσα στο ζεστοά νεροά με τον Χαάρρυ. Θα κολυμπουάσα τριγυάρω και θα ανεάβαινα παάνω, μοάνο για να ξαναά πηδηάξω πιάσω στο νεροά. Θα ηάθελα να ειάμαι διασκεδαστικηά και ξεάγνοιαστη. Αλλαά δεν ειάμαι η Στεφ, ειάμαι η Tessa. "Αυτηά η φιλιάα ειάναι πεάρα αποά βαρετηά, μεάχρι στιγμηάς.." ο Χαάρρυ γελαάει και κολυμπαάει προς τα δω. Ρολαάρω τα μαάτια μου και καγχαάζει."Τουλαάχιστον βγαάλε τα παπουάτσια σου και βαάλε τα ποάδια σου, αισθαάνεσαι καταπληκτικαά και πολυά συάντομα θα ειάναι πολυά κρυάο για να κολυμπηάσεις. Βαάζοντας τα ποάδια μου, δεν ειάναι και τιάποτα κακοά. Θα βγαάλω τα παπουάτσια μου και θα γυριάσω το τζιν μου αρκεταά για να βυθιάσω τα ποάδια μου αποά την αάκρη στο νεροά. Ο Χαάρρυ ειάχε διάκαιο το νεροά ειάναι ζεστοά και καθαροά. Κουναάω τα δαάχτυλα των ποδιωάν μου και χαμογελαάω. "Ειάναι ωραιάο δεν ειάναι;" ρωταάει και γνεάφω. "Απλαά μπες!"
86
Τιναάζω το κεφαάλι μου και με πιτσιλαάει με το νεροά. Καάνω το ιάδιο με βλοσυροά υάφος."Αν εάρθεις στο νεροά, θα απαντηάσω σε μια αποά τις ενοχλητικεάς σου ερωτηάσεις, οάτι ερωάτηση θεάλεις, αλλαά μια μοάνο.." προειδοποιειά. Η περιεάργεια παιάρνει το καλυάτερο κομμαάτι μου και το κεφαάλι μου συγκεντρωάνεται.Παάντα εάχω τοάσες πολλεάς ερωτηάσεις για τον Χαάρρυ και για μια φοραά προσφεάρει ο ιάδιος να απαντηάσει σε μια αποά αυτεάς. "Η προάταση μου ληάγει σε εάνα λεπτοά.." λεάει και εξαφανιάζετε καάτω αποά το νεροά. Μπορωά να δω το μακρυά του σωάμα να κολυμπαάει καάτω αποά το καθαροά νεροά. Αυτοά μοιαάζει διασκεδαστικοά και ο Χαάρρυ εάχει εάνα σκληροά παζαάρι, χρησιμοποιωάντας την περιεάργεια μου εναντιάον μου. "Σταμαάτα να σκεάφτεσαι τα παάντα! Απλαά πηάδα!" "Δεν εάχω τιάποτα να φορεάσω και αν πηδηάξω με τα ρουάχα, θα πρεάπει ναγυριάσω πιάσω στο αυτοκιάνητο μουάσκεμα. " γκρινιαάζω, θεάλω να μπω στο νεροά. Ενταάξει ξεάρω τι θα καάνω. "Φοάρεσε το πουκαάμισο μου!" προσφεάρει και ειάμαι σοκαρισμεάνη. Η προσφοραά του ειάναι διεάξοδος αποά τον χαρακτηάρα του και περιμεάνω εάνα δευάτερο για να μου πει οάτι αστειευοάταν, αλλαά δεν το καάνει. "Εάλα απλαά φοάρα το πουκαάμισο μου! Θα ειάναι αρκεταά μεγαάλο χρονικοάδιαάστημα, για να το φορεάσεις εδωά και μπορειάς να κρατηάσεις το σουτιεάν και το εσωάρουχο σου! αν θεάλεις.." λεάει με εάνα χαμοάγελο. Θα ακολουθηάσω την συμβουληά του και θα σταματηάσω να σκεάφτομαι. "Ενταάξει, αλλαά γυάρνα αποά την αάλλη και μη με κοιταάς οάταν αλλαάζω, το εννοωά!" βαάζω το καλυάτερο μου να φανωά τρομαχτικηά, αλλαά αυτοάς γελαάει μοάνο. Γυριάζει και βλεάπει αποά την αντιάθετη κατευάθυνση, σηκωάνω την μπλουάζα μου παάνω αποά το κεφαάλι μου και αρπαάζω το πουκαάμισο του φορωάντας το οάσο πιο γρηάγορα μπορωά. Ειάχε διάκαιο το πουκαάμισο του καλυάπτει μεάχρι την μεάση των μηρωάν μου. Δεν μπορωά παραά να θαυμαάσω τον τροάπο που μυριάζει το πουκαάμισο του, οάπως κολοάνια και μια μυρωδιαά που μπορωά να περιγραάψω μοάνο τον Χαάρρυ. "Γρηάγορα αλλιωάς θα γυριάσω!" λεάει και μακαάρι να ειάχα εάνα ξυάλο και να το ριάξω στο κεφαάλι του. Εάχω ξεκουμπωάσει χαλαραά το τζιν μου και το τραβαάω βγαάζοντας το αποά τα ποάδια μου. Διπλωάνω το τζιν και το μπλουζαάκι μου και τα τακτοποιωά διάπλα στα παπουάτσια μου στο γρασιάδι. Ο Χαάρρυ γυριάζει και τραβαάω το καάτω μεάρος του μαυάρου πουκαμιάσου, οάσο παάει. Τα μαάτια του με διερευνουάν και τον παρακολουθωά να σαρωάνει το καάτω μεάρος αποά το σωάμα μου. Παιάρνει το δαχτυλιάδι αναάμεσα στα δοάντια του και παρατηρωά τα μαάγουλα του να αναψοκοκκινιάζουν. Πρεάπει να κρυωάνει, γιατιά ξεάρω οάτι δεν θα μπορουάσε να αντιδραάσει εάτσι.
87
"Αεμ.. θα εάρθεις στο νεροά, ναι;" λεάει και η φωνηά του ειάναι πιο ψηληά αποά το συνηθισμεάνο. Γνεάφω και πλησιαάζω σιγαά σιγαά το νεροά. "Απλαάπηάδα!" "Θα το καάνω, θα το καάνω!" λεάω και γελαάει. "Αάρχισε να τρεάχεις στην αρχηά!" με καθοδηγειά. "Ενταάξει.." καάνω λιάγο πιάσω, και αρχιάζω να τρεάχω λιάγο, νιωάθω ανοάητη,αλλαά δεν αφηάνω την ταάση να τα σκεάφτομαι οάλα, να το καταστρεάψει. Οάπως εάχω φταάσει στο τελευταιάο κομμαάτι που πρεάπει να πηδηάξω, κοιταάω το νεροά και σταματαάω με τα ποάδια μου ακριβωάς στην αάκρη. "Ω, εάλα τωάρα! Κατεάστρεψες μια καληά αρχηά!" λεάει γελωάντας. Το κεφαάλι του πεάφτει πιάσω και ο ιάδιος φαιάνεται αξιολαάτρευτος. Ο Χαάρρυ, αξιολαάτρευτος; "Δεν μπορωά!" δεν ειάμαι σιάγουρη τι με σταμαάτησε, το νεροά ειάναι αρκεταά βαθυά για να πηδηάξεις, αλλαά οάχι τοάσο βαθυά. Το σημειάο που ο Χαάρρυ στεάκεται πηγαιάνει μοάνο στο στηάθος του, η οποιάα θα φθαάσει ακριβωάς καάτω αποά το πιγουάνι μου. "Φοβαάσαι;" ο τοάνος του ειάναι ηάρεμος,αλλαά σοβαροάς. "Οάχι..δεν ξεάρω..περιάπου.." παραδεάχομαι και περπαταά μεάσα στο νεροά προς το μεάρος μου. "Καάθισε στην αάκρη και θα σε βοηθηάσω να μπεις!" Καάθομαι καάτω και κλειάνω τα ποάδια μου τοάσο σφιχταά, ωάστε να μη δει το εσωάρουχο μου. Το προάσεξε και γελαάει, οάπως με φταάνει. Τα χεάρια του γραπωάνουν τους μηρουάς μου και για αάλλη μια φοραά, καιάγομαι. Γιατιά το σωάμα μου πρεάπει να του απανταάει παάντα με αυτοάν τον τροάπο; Προσπαθωά να γιάνω φιάλη μ'αυτοάν, οποάτε αγνοωά την φωτιαά. Εκειάνος μετακινειά τα χεάρια του στην μεάση μου και μου διάνει εάνα μικροά χαμοάγελο. "Εάτοιμη;" ρωταάει και γνεάφω. Εάνα δευτεροάλεπτο αργοάτερα με σηκωάνει και με αφηάνει στο νεροά. Το νεροά ειάναι ζεστοά και το αισθαάνομαι καταπληκτικαά εναάντια στο δεάρμα μου. Ο Χαάρρυ με αφηάνει πολυά συάντομα, και στεάκομαι στο νεροά. Ειάμαστε πιο κονταά στην ακτηά εάτσι ωάστε το νεροά να φταάνει λιάγο καάτω αποά το στηάθος μου. "Μην στεάκεσαι εκειά.." χλευαάζει και τον αγνοωά, αλλαά μετακινουάμε λιάγο. Το πουκαάμισο πεταάει παάνω αποά το νεροά και το νεροά πηγαιάνει αποά καάτω, κραυγαάζω και το τραβαάω προς τα καάτω. Μοάλις το τοποθετωά, μεάνει στην θεάση του για το μεγαλυάτερο διαάστημα.
88
"Θα μπορουάσες να το βγαάλεις!" χαμογελαάει ειρωνικαά και τον πιτσιλαάω. "Μοάλις με πιτσιάλισες;" γελαάει και εγωά γνεάφω, πιτσιλωάντας τον ξαναά. Κουναάει το υγροά του κεφαάλι και μου ορμαάει καάτω αποά το νεροά. Τα μακριαά του χεάρια τυλιάγονται γυάρω αποά την μεάση μου και με τραβαάει καάτωαποά το νεροά. Το χεάρι μου πεταάει παάνω για να κλειάσει την μυάτη μου , δεν εάχω μαάθει κολυάμπι χωριάς το χεάρι μου στην μυάτη. Οάταν βγαιάνω αποά το νεροά ο Χαάρρυ σκαάει και δεν μπορωά να βοηθηάσω αποά το να γελαάσω μαζιά του. Στην πραγματικοάτητα περναάω ωραιάα, πραγματικηά διασκεάδαση, οάχι βλεάποντας μια καληά διασκεδαστικηά ταινιάα. "Δεν μπορωά να αποφασιάσω ποιο ειάναι πιο διασκεδαστικοά, το γεγονοάς οάτι στην πραγματικοάτητα περναάς καλαά ηά το γεγονοάς οάτι πρεάπει να κλειάσεις την μυάτη σου καάτω αποά το νεροά.." λεάει μεάσα αποά το γεάλιο του. Παιάρνω λιάγη γενναιοάτητα και προχωραάω προς το μεάρος του, αγνοωάντας τοπουκαάμισο που σηκωνοάταν ξαναά στην επιφαάνεια, και προσπαθωά να σπρωάξω το κεφαάλι του καάτω αποά το νεροά. Φυσικαά ειάναι πολυά δυνατοάς για μεάνα και δεν κουνηάθηκε, μοάνο γελαάει δυνατοάτερα. Γιατιά δεν μπορειά να ειάναι εάτσι οάλη την ωάρα; "Πιστευάω οάτι μου χρωσταάς μια απαάντηση!" του υπενθυμιάζω και αυτοάς συνοφρυωάνεται. "Φυσικαά, μοάνο μιάα.. " Δεν ειάμαι σιάγουρη ποια να ρωτηάσω, εάχω τοάσες πολλεάς. Πριν μπορεάσω να απαντηάσω ακουάω την φωνηά μου να αποφασιάζει για μεάνα. "Ποιον αγαπαάς περισσοάτερο στον κοάσμο;" γιατιά θα ηάθελα να του ρωτηάσω αυτοά; Θεάλω να μαάθω περισσοάτερα συγκεκριμεάνα πραάγματα οάπως γιατιά ειάναι εάνας μαλαάκας; Γιατιά ειάναι στην Αμερικηά; Με κοιταάει καχυάποπτα, σαν να συνεχιάζετε με το ερωάτημα μου. "Τον εαυτοά μου!" απανταάει και πηγαιάνει πιάσω υποβρυάχια. Ξαναά εμφανιάζετε και τιναάζω τοκεφαάλι μου. "Αυτοά δεν μπορειά να ειάναι αληάθεια.." Ξεάρω οάτι ειάναι αλαζονικοά αλλαά εάχει να αγαπαάει καάποιον..κανειάς; Εάνας αποά τους γονειάς του; Τα αδεάρφια του; "Τι γιάνετε με τους γονειάς σου;" ρωταάω και αμεάσως το μεταάνιωσα. Το προάσωπο του αλλαάζει και τα μαάτια του χαάνουν την απαλοάτητα, γινοάμουν λαάτρης του. "Δεν θα ξαναά μιληάσεις για τους γονειάς μου, καταάλαβες;" απομακρυάνεται και θεάλω να χαστουκιάσω τον εαυτοά μου που κατεάστρεψε αυτηά την καληά στιγμηά που ειάχαμε. "Λυπαάμαι, ηάμουν απλαά περιάεργη! Ειάπες οάτι θα απαντηάσεις μοάνο σε μια ερωάτηση.." του υπενθυμιάζω απαλαά. Το προάσωπο του μαλακωάνει και ο ιάδιος βηματιάζει προς το μεάρος μου, το νεροά γυάρω μας κυματιάζει.
89
'Πραγματικαά λυπαάμαι Χαάρρυ, δεν θα τους αναφεάρω παάλι.." υποάσχομαι. Πραγματικαά δεν θεάλω να μαλωάσω μαζιά του εδωά, πιθανοάτατα να με αφηάσει εδωά πεάρα μοάνη. Με ξαφνιαάζει οάταν αρπαάζει την μεάση μου και με σηκωάνει στον αεάρα. Χτυπαάω τα ποάδια μου και τα χεάρια μου ,φωναάζοντας του να με αφηάσει καάτω. Γελαάει και μ επεταάει στο νεροά. Προσγειωάθηκα λιάγα μεάτρα καταά κει και οάταν βγαιάνω αποά το νεροά, χαμογελαάει ξαναά. "Θα πληρωάσεις γι' αυτοά!" φωναάζω και γελαάει. Εάχω κολυμπηάσει προς το μεάρος του και με αρπαάζει παάλι ,αλλαά αυτηά την φοραά τυάλιξε τους μηρουάς μου γυάρω αποά την μεάση του, ειάμαι σοκαρισμεάνη, εάνα αγκομαχητοά πεάφτει αποά τα χειάλη του. "Συγνωάμη!" ψιθυριάζω και αφαιρωά τα ποάδια μου. Αυτηά η ηλεκτρικηά ενεάργεια μεταξυά μας εμφανιάζετε παάλι, αυτηά την φοραά πιο αάγρια αποά ποτεά. Γιατιά συμβαιάνει αυτοά παάντα μαζιά του; Κλειάνω το μυαλοά μου αποά τις σκεάψεις μου και τυλιάγω τα χεάρια μου γυάρω αποά τον λαιμοά του για να στεθαροποιηάσω τον εαυτοά μου. "Τι μου καάνεις Tessa;" λεάει μαλακαά και τριάβει τον αντιάχειρα του στο καάτω χειάλος μου. "Δεν ξεάρω.." λεάω με ειλικριάνεια και καγχαάζει,αλλαά ο αντιάχειρας του εξακολουθειά τον εντοπισμοά παάνω στα χειάλη μου. "Αυταά τα χειάλη.. τα πραάγματα που μπορειάς να καάνεις μ'αυταά.." λεάει αργαά και σαγηνευτικαά. Νιωάθω αυτηά την καάψα χαμηλαά στο στομαάχι μου και διωάχνω το χεάρι του. "Θεάλεις να σταματηάσω;" κοιταάζει τα μαάτια μου, οι κοάρες του ειάναι συνεσταλμεάνες τοάσο πολυά που υπαάρχει μοάνο εάνα μικροά δακτυάλιο γυάρω αποά το πλεάον σκουάρο πραάσινο των ματιωάν του. Πριν το μυαλοά μου μπορεάσει να με πιαάσει, τιναάζω το κεφαάλι μου και πιεάζω το σωάμα μου εναντιάον του καάτω αποά το νεροά. "Δεν μπορουάμε να ειάμαστε μοάνο φιάλοι, το ξεάρεις εάτσι δεν ειάναι;" τα χειάλη του αγγιάζουν το σαγοάνι μου, με καάνει να τρεάμω. Συνεχιάζει μια σειραά φιλιαά αποά το σαγοάνι μου και εγωά γνευάω. Ξεάρω οάτι ειάναι σωστοά, δεν εάχω ιδεάα τι ειάναι αυτοά που ειάμαστε, αλλαά ξεάρω οάτι δεν θα μπορεάσω ποτεά να ειάμαι φιάλη με τον Χαάρρυ! Καθωάς τα χειάλη του αγγιάζουν το σημειάο καάτω αποά το αφτιά μου βογκαάω και ο Χαάρρυ το καάνει ξαναά, αυτηά την φοραά πιπιλιάζοντας. "Ω Χαάρρυ!" βογκαάω και τυλιάγω τα ποάδα μου σφιχταά. Φεάρνω τα χεάρια μου καάτω αποά την πλαάτη του καιπιεάζω τα νυάχια μου παάνω στο δεάρμα του. Θα εκραγωά μοάνο που μου φιλαάει τον λαιμοά μου.
90
"Θεάλω να σε καάνω να βογκηάξεις το οάνομα μου Tessa, ξαναά και ξαναά, σε παρακαλωά αάσε με!" η φωνηά του ειάναι γεμαάτη απελπισιάα. Δεν υπαάρχει κανεάνας τροάπος να πω οάχι.
Chapter 28 "Πες το Τεάσσα!" λεάει στο μες στο αυτιά μου, τοάτε παιάρνει τον λοβοά του αφτιουά μου, αναάμεσα στα δοάντια του. Του γνεάφω ξαναά, αυτηά την φοραά αποφασιστικοάτερα."Θεάλω να το πεις μωροά μου, φωναχταά, για να ξεάρω οάτι με θεάλεις πραγματικαά.." το χεάρι του ταξιδευάει προς τα καάτω, και μεάσα αποά το δικοά του πουκαάμισο, που φοραάω . "Το θεάλω!" λεάω βιαστικαά τις λεάξεις και χαμογελαάει καάτω αποά το λαιμοά μου, το στοάμα του συνεχιάζει την γλυκιαά του επιάθεση. Αυτοάς δεν λεάει τιάποτα, απλαά αρπαάζει τους μηρουάς μου, για να με σηκωάσει ψηλοάτερα παάνω στον κορμοά του και αρχιάζει να περπαταάει εάξω αποά το νεροά. Καθωάς φταάνουμε στην ακτηά με αφηάνει καάτω και εγωά γκρινιαάζω, πυροδοτωάντας τον εγωισμοά του, ακοάμη περισσοάτερο, αλλαά δεν με νοιαάζει. Το μοάνο που ξεάρω ειάναι οάτι τον θεάλω, τον χρειαάζομαι. Τεντωάνεται για να πιαάσει τα χεάρια μου τραβωάντας με μαζιά του στην οάχθη. Δεν ειάμαι σιάγουρη για το τι θα καάνουμε, οποάτε στεάκομαι στο γρασιάδι. Το πουκαάμισο του Χαάρρυ ειάναι βαρυά και μουσκεμεάνο. "Θεάλεις να γιάνει εδωά; ηά στο δωμαάτιο μου;" ρωταάει και σηκωάνω του ωάμους νευρικαά. Δεν θεάλω να παάω στο δωμαάτιο του, γιατιάδιαδρομηά μεάχρι εκειά θα μου δωάσει πολυά χροάνο να σκεφτωά αυτοά που ειάμαι εάτοιμη να καάνω τωάρα.
91
"Εδωά!" λεάω και κοιταάω γυάρω μας. Δεν υπαάρχει κανεάνας τριγυάρω και προσευάχομαι να μην εάρθει κανειάς. "Ενθουσιωάδης;" χαμογελαάει και στριφογυριάζω τα μαάτια μου. Η θερμοάτητα στο σωάμα μου, σιγαά- σιγαά σβηάνει οάσο το αάγγιγμα του Χαάρρυ δεν ειάναι επαάνω μου. "Εάλα εδωά.." λεάει με σιγανηά φωνηά και η θερμοάτητα επιστεάφει. Τα ποάδια μου παταάν ηάσυχα παάνω στο μαλακοά γρασιάδι και σταματαάω μοάνο λιάγα εκατοσταά αποά τον Χαάρρυ. Τα χεάρια του αμεάσως πιαάνουν το στριάφωμα του βρεγμεάνου πουκαμιάσου του και το ξεκολλαάει αποά το σωάμα μου. Μοάνο ο τροάπος που με κοιταάει με καάνει να τρελαιάνομαι, οι ορμοάνες μου εάχουν βγει εκτοάς ελεάγχου. Ο παλμοάς μου επιταχυάνει, καθωάς κοιταάζει το σωάμα μου παάνω και καάτω για αάλλη μια φοραά, πριν παάρει το χεάρι μου. "Ξαάπλωσε παάνω στο πουκαάμισο.." λεάει και μετακινειάτε προς το εάδαφος μαζιά μου. Με ξαπλωάνει παάνω στο υγροά πουκαάμισο και στηριάζει τον εαυτοά του στον αγκωάνα του για να κρατηάσει το βαάρος του, οποάτε ειάναι ξαπλωμεάνος αποά την μια πλευραά του αντικριάζοντας με απεάναντι του, καθωάς εάχω ξαπλωάσει με την πλαάτη μου. Κανειάς δεν με εάχει δει τοάσο εκτεθειμεάνη και ο Χαάρρυ εάχει δει τοάσα πολλαά κοριάτσια πολυά πιο οάμορφα αποά μεάνα. Τα χεάρια μου κινουάνται για να καλυάψουν το σωάμα μου, ο Χαάρρυ σηκωάνεται και αρπαάζει και τα δυο χεάρια μου αποά τις φλεάβες και τα σπρωάχνει. "Ποτεά μην καλυφτειάς, οάχι για μεάνα!" λεάει και κοιταάζει τα μαάτια μου. "Ειάναι απλαά.." αρχιάζω να εξηγωά αλλαά με κοάβει. "Οάχι δεν θα καλυφτειάς! Δεν εάχεις τιάποτα να ντρεάπεσαι Τεάσσα!" το εννοειά αυτοά; 'Το εννοωά! Κοιάτα τον εαυτοά σου!" λεάει, φαιάνεται σαν να διαβαάζει το μυαλοά μου. "Εχεις παάει με τοάσα πολλαά κοριάτσια.." επισημαάνω και αυτοάς συνοφρυωάνεται. "Καμιάα σαν εσεάνα.." μπορουάσα να ερμηνευάσω την απαάντηση του με πολλουάς διαφορετικουάς τροάπους, αλλαά επιλεάγω να το αφηάσω. 'Εάχεις προφυλακτικοά;" Τον ρωταάω, προσπαθωάντας να θυμηθωά τα λιγοσταά πραάματα που ξεάρω για το σεξ. "Προφυλακτικο;” Γελαει. ” Δεν προάκειται να καάνω σεξ μαζιά σου.." λεάει και αρχιάζω να πανικοβαάλλομαι. Ειάναι οάλα αυταά εάνα παιχνιάδι για να με ταπεινωάσει; "Ω" ειάναι το μοάνο που μπορωά να πω, αρχιάζω να τραβαάω τον εαυτοά μου να σηκωθειά, αλλαά αυτοάς με αρπαάζει αποά τους ωάμους και με σπρωάχνει απαλαά παάλι πιάσω. "Που παάς;" Επανεάρχεται στην πραγματικοάτητα. "Αχ οάχι… δεν το εννοουάσα εάτσι, απλαά ηθελα να πω αφου δεν εάχεις καάνει ποτε τιάποτα..οποτε γι 'αυτοά δεν προάκειται να καάνω σεξ μαζιά σου! Σηάμερα.." προσθεάτει και αισθαάνομαι την πιάεση στο στηάθος μου να φευάγει. 'Υπαάρχουν πολλαά πραάγματα που θεάλω να σου καάνω πρωάτα.." λεάει μες στο αφτιά μου και ανεβαιάνει παάνω μου, οάλο το βαάρος του υποστηριάζετε στα χεάρια του. Ειάναι σε θεάση push-up, τα βρεγμεάνα μαλλιαά του σταάζουν νεροά στο προάσωπο μου και κουλουριαάζομαι. "Δεν μπορωά να πιστεάψω οάτι κανεάνας δεν σε εάχει πηδηάξει νωριάτερα.." ψιθυριάζει και μετατοπιάζει το σωάμα του προς το πλευροά του ξαναά. Φεάρνει το χεάρι του στο λαιμοά μου και το κατεβαάζει προς τα καάτω, αγγιάζοντας με μοάνο με τα
92
ακροδαάχτυλα του. Μεταά γυάρω αποά την καμπυάλη του στηάθους μου, καάτω στο στομαάχι μου και σταματαάει ακριβωάς παάνω στο εσωάρουχο μου. Σ' αληάθεια το καάνουμε αυτοά, εγωά και ο Χαάρρυ. Τι προάκειται να καάνει; Θα πονεάσει; Εκατοά σκεάψεις περνουάν αποά το μυαλοά μου, αλλαά εξαφανιάζονται αμεάσως μοάλις το χεάρι του εισεάρχεται στο εσωάρουχο μου. Τον ακουάω να παιάρνει μια βαθιαά αναάσα μεάσα αποά τα δοάντια του, και φεάρνει το στοάμα του στο δικοά μου. "Σου αρεάσει αυτοά;" ρωταάει μεάσα στο στοάμα μου. Αισθαάνομαι σαν να με τριάβει απλωάς, μα πως γιάνεται να’ναι να τοάσο ωραιάο; Γνεάφω και εκειάνος επιβραδυάνει τα δαάχτυλα του. "Αισθαάνεσαι καλυάτερα αποά οάτι οάταν το καάνεις;" Τι; "Πες μου;" ρωταάει ξαναά. "Τ-..τι;" καταφεάρνω να πω ακοάμα κι αν δεν εάχω κανεάνα εάλεγχο παάνω στο σωάμα μου ηά το μυαλοά μου αυτηά την στιγμηά. "οάταν αγγιάζεις τον εαυτοά σου, μηάπως αισθαάνεσαι παροάμοια; Μισοά.. δεν το εάχεις καάνει ουάτε αυτοά, εάτσι;" η φωνηά του ειάναι γεμαάτη εάκπληξη και καάτι αάλλο..λαγνειάα; Αρχιάζει ξαναά να με φιλαάει και τα δαάχτυλα του συνεχιάζουν να κινουάνται παάνω και καάτω. "Ανταποκριάνεσαι αμεάσως σε μεάνα..ειάσαι τοάσο υγρηά.." λεάει και βογκαάω. Γιατιά αυτεάς οι βρωάμικες λεάξεις ακουάγονται τοάσο καυτεάς οάταν τις λεάει ο Χαάρρυ; Αισθαάνομαι εάνα απαλοά τσιάμπημα και στεάλνει εάνα σοκ που διαπερναάει ολοάκληρο το σωάμα μου. "Τι..ηάταν αυτοά;" μισοά ρωταάω και βογκαάω. Γελαάει και δεν απανταάει, αλλαά αισθαάνομαι να το καάνει ξαναά και η πλαάτη μου ανασκκωάνεται αποά το χορταάρι. Το στοάμα του ταξιδευάει καάτω στον λαιμοά μου και μεταά στο στηάθος μου. Η γλωάσσα του βυθιάζεται καάτω αποά το σουτιεάν μου και το αάλλο του χεάρι καάνει μαλαάζει το αάλλο. Νιωάθω μια πιάεση στο στομαάχι μου και ειάναι καθαρηά ευτυχιάα. Κραταάω τα μαάτια μου κλεισταά και δαγκωάνω το καάτω χειάλος μου, η πλαάτη μου ανασηκωάνεται αποά το γρασιάδι για αάλλη μια φοραά και τα ποάδια μου αρχιάζουν να τρεάμουν. "Σωσταά Τεάσσα, εάλα σε μεάνα.." λεάει και νιωάθω οάτι ειάμαι εκτοάς ελεάγχου. "κοιάτα με, μωροά μου.." λεάει και ανοιάγω τα μαάτια μου, και τον κοιταάω. To θεάαμα του στοάματος του να δαγκωάνει το δεάρμα αποά το στηάθος μου, με στεάλνει στα αάκρα και η οάραση μου γιάνεται λευκηά για λιάγα δευτεροάλεπτα. "Χαρρυ.." επαναλαμβαάνω και μπορωά να πω αποά τον τροάπο που τα μαάγουλα του κοκκινιάζουν, οάτι το λατρευάει. Βγαάζει το χεάρι του και το ξεκουραάζει παάνω στο στομαάχι μου, οάσο εγωά προσπαθωά να επαναφεάρω την αναπνοηά μου στο κανονικοά. Το σωάμα μου δεν εάχει αισθανθειά ποτεά τοάσο χαλαροά στο παρελθοάν. "θα σου δωάσω εάνα λεπτοά να συνεάρθεις." γελαάει με τον εαυτοά του και κινειάται μακριαά αποά μεάνα. Συνοφρυωάνομαι, θεάλω να μειάνει κονταά μου. Μεταά αποά τα καλυάτερα λεπταά της ζωηάς μου, σηκωάνομαι και κοιταάζω προς τον Χαρρυ. Εάχει φορεάσει το τζιν του και τα παπουάτσια του. "Φευάγουμε κι οάλας;" η αμηχανιάα ειάναι σαφηά στην φωνηά μου. Υπεάθεσα οάτι θα ηάθελε να τον αγγιάξω κι εγωά, ξεάρω οάτι δεν γνωριάζω τι πρεάπει να καάνω, αλλαά θα μπορουάσε να μου το εξηγηάσει. "Ναι, θα ηάθελες να καάτσουμε περισσοάτερο;" "Απλαά σκεάφτηκα..δεν ξεάρω..σκεάφτηκα οάτι ιάσως θα ηάθελες καάτι.." δεν εάχω ιδεάα πως να του το πω αυτοά. Ευτυχωάς για μεάνα το καταάλαβε.
93
"Ω, οάχι, ειάμαι ενταάξει!Για τωάρα.." λεάει και μου διάνει εάνα μικροά χαμοάγελο. Αν παάμε πιάσω, θα ειάναι παάλι κακοάς απεάναντιά μου; Ελπιάζω πως οάχι, οάχι μεταά αποά αυτοά! Εγωά μοάλις μοιραάστηκα την πιο ενδοάμυχη εμπειριάα που ειάχα μαζιά του, δεν θα ειάμαι σε θεάση να το αντεάξω, αν με αντιμετωπιάζει απαιάσια ξαναά. Ειάπε "για τωάρα" οποάτε..θεάλει καάτι αργοάτερα; Αρχιάζω ηάδη να το μετανιωάνω. Εάβαλα τα ρουάχα μου παάνω αποά το υγροά σουτιεάν και το κιλοταάκι μου προσπαθωάντας να αγνοηάσω την υγρασιάα αναάμεσα στους μηρουάς μου. Ο Χαρρυ μαζευάει το υγροά του πουκαάμισο και το διάνει σε μεάνα. Καταλαβαιάνει την μπερδεμεάνη μου εάκφραση και λεάει:"για σκουπιστειάς.." Οάου! Ξεκουμπωάνω το παντελοάνι μου και δεν μπαιάνει στον κοάπο να γυριάσει αποά την αάλλη καθωάς καάνω αυτοά που μου προάτεινε, και του διάνω πιάσω το πουκαάμισο. Ο ιάδιος δεν φαιάνεται να ενοχλειάται αποά αυτοά, αφουά το κουβαλαάει στο χεάρι του, ενωά εγωά βαζω τα παπουάτσια μου. Ο αεάρας γυάρω μας εάχει αλλαάξει αποά παάθους, σε αποάστασης. Και βριάσκω τον εαυτοά μου να ευάχεται να ηάμουν οάσο πιο μακριαά αποά αυτοάν γιάνεται. Περιμεάνω αποά αυτοάν να μου μιληάσει καθωάς περπαταάμε πιάσω στο αυτοκιάνητο, αλλαά δεν το καάνει. Στο μυαλοά μου ηάδη εάρχεται καάθε πιθανοά σεναάριο χειροάτερης περιάπτωσης που μπορειά να προκυάψει στην συνεάχεια. Μου ανοιάγει την ποάρτα και εγωά γνεάφω για να τον ευχαριστηάσω. "Συμβαιάνει καάτι;" ρωταάει ενωά οδηγαάει πιάσω στον χωματοάδρομο. "Δεν ξεάρω, γιατιά ειάσαι τοάσο περιάεργος τωάρα;"τον ρωταάω αν και φοβαάμαι για την απαάντηση του. "Εγω δεν ειάμαι...εσυά ειάσαι!" "οάχι...εσυά δεν μου εχεις πει λεάξη, αποά την στιγμηά που..ξεάρεις.." "Αποά τοάτε που σου εάδωσα τον πρωάτο σου οργασμοά;" τελειωάνει την προτασηά μου και μεάνω με το στοάμα ανοιχτοά. Γιατιά ειάμαι ακοάμα εάκπληκτη αποά το βρωάμικο στοάμα του; "Εμ, ναι..απο τοάτε..δεν εάχεις πει τιάποτα, ντυθηάκαμε και φυάγαμε! Με καάνει να νιωάθω σαν να με χρησιμοποιάησες ηά καάτι τεάτοιο!" η ειλικριάνεια φαιάνεται να ειάναι η καλυάτερη επιλογηά αυτηά την στιγμηά. "Τι; Φυσικαά και δεν σε χρησιμοποιάησα! Για να χρησιμοποιηάσω καάποιον πρεάπει να παάρω και καάτι αποά αυτοάν!" λεάει και νιωάθω τα δαάκρυα να εάρχονται. Βαάζω τα δυναταά μου να συγκρατηθωά, αλλαά εάνα μου ξεφευάγει. "Γιατι κλαις; Τι ειάπα;" Πλησιαάζεικαι βαάζει το χεάρι του παάνω στον μηροά μου. Προς εάκπληξη μου με ηρεμειά. "Εγωά δεν το εννοουάσα εάτσι, λυπαάμαι, Δεν εάχω συνηθιάσει σε οάτι υποτιάθεται πρεάπει να ακολουθηάσει μεταά αποά καάτι παροάμοιο, επιπλεάον δεν προάκειται να σε αφηάσω εάξω αποά την ποάρτα του δωματιάου σου και να φυάγω.. Σκεάφτηκα οάτι ιάσως μπορουάμε να φαάμε μαζιά για βραδινο; Ειάμαι βεάβαιος οάτι πεθαινεις της πειάνας" χαμογελαάει ειρωνικαά και χουφτωάνει απαλαά τον μηροά μου. Του χαμογελαάω, ανακουφισμεάνη αποά τα λοάγια του. Δεν ξεάρω τι ειάναι αυτοά στον Χαρρυ που με καάνει τοάσο συναισθηματικηά, με καάθε δυνατοά τροάπο. Η ιδεάα του να με χρησιμοποιειά με καάνει ακοάμα πιο αναστατωμεάνη απ' οάτι θα εάπρεπε, και για πρωάτη φοραά αποά τοάτε που με πηάρε θυμηάθηκα οάτι εάχω αγοάρι. Τα συναισθηάματα μου για τον Χαρρυ ειάναι τοάσο συγκεχυμεάνα, τον μισωά την μια και θεάλω να τον φιληάσω την εποάμενη. Με καάνει να νιωάθω πραάγματα που ποτεά
94
δεν πιάστευα οάτι θα μπορουάσα, οάχι μοάνο σεξουαλικαά. Με καάνει να γελαάω και να κλαιάω,να φωναάζω, αλλαά παάνω απ' οάλα με καάνει να νιωάθω ζωντανηά.
Chapter 29 95
"Λοιποάν τι ειάδος φαγητουά σου αρεάσει;" ο Χαρρυ ρωταάει και γελαάω. Τι φυσιολογικηά ερωάτηση γι'αυτοάν να με ρωτηάσει. Πραγματικαά δεν ξεάρουμε πολλαά ο ενας για τον αάλλο, εκτοάς αποά το γεγονοάς οάτι δεν τα παμε καλα και ειάμαστε τελειάως αντιάθετοι. Τραβαάω τα μπλεγμενα -σχεδοάν- στεγνωμενα μαλλιαά μου και τα πιαάνω κοάτσο καθωάς παιρνω το χρονο μου να σκεφτωά το τι θεάλω για να φαάω. "Λοιποάν μου αρεάσουν τα παάντα αρκειά να ξεάρω τι ειάναι και να μην περιεχει κεάτσαπ!" του λεάω και γελαάει. "Δεν σου αρεάσει η κεάτσαπ; Υποτιάθεται οάτι ολοι οι Αμερικανοι λατρευουν την κεάτσαπ!" με πειραάζει. "Δεν εάχω καμιάα ιδεάα, αλλαά ειάναι αηδιαστικηά!" και οι δυο γελαάμε και κοιταάω προς τον Χαρρυ. Το χεάρι του ειάναι ακοάμα στον μηροά μου και ελπιάζω να μη το μετακινησει ποτεά. "Ας αρκεστουμε σε εάνα απλοά δειάπνο τοάτε..;;" γνεάφω και πλησιαζει για να ανοιάξει την μουσικηά αλλαά σταματαάει και βαάζει το χεάρι του παλι πιάσω στο ποδι μου. 'Λοιποάν τι σκοπευάεις να καάνεις μεταά το κολεάγιο;" με ρωταάει. Μου το εάχει ξαναρωτηάσει στο παρελθοάν, οταν ημασταν στο δωμαάτιο του. "Θα παάω να μειάνω αμεσως στο Σιαάτλ, και ελπιάζω να δουλεάψω σε εάναν εκδοτικοά οιάκο, ηά να γιάνω συγγραφεάας,ξεάρω οάτι ειάναι χαζοά.." λεάω και νιωάθω ξαφνικαά αμηάχανα αποά τις υψηλεάς προσδοκιες μου. "Με εάχεις ρωτηάσει και στο παρελθοάν θυμαάσαι;" "Οάχι δεν ειάναι! Ξεάρω καάποιον που γνωριζει τον προεδρο του εκδοτικουά οιάκου Vance…ειάναι λιγο μακρυς ο δρομος οδηγωάντας , αλλαά ιάσως θα πρεπει να υποβαλεις αιτηση εκει ως ειδικευομενη, θα μπορουάσα να του μιληάσω.." "Τι; Θα το εάκανες αυτοά;" Εκπληάσσομαι, παροάλο που ειναι καλοάς μαζι μου εδωά και μια ωάρα, αυτοά ειάναι πεάρα αποά αυτοά περιάμενα. "Ναι δεν ειάναι και μεγαάλη υποάθεση." φαιάνεται λιάγο αμηάχανος. Ειάμαι βεάβαιη οάτι δεν εάχει συνηθιάσει να καάνει καλαά πραάγματα. "Αχ, σε ευχαριστωά. Πραγματικαά. Πρεάπει να βρω μια δουλειάα ηά να κανω πρακτικη ως ειδικευομενη συάντομα και ουάτως συ αάλλως αυτο κυριολεκτικαά θα ‘ταν εάνα οάνειρο για εμενα." του λεάω και χειροκροταάω. Γελαάει και κουναάει το κεφαάλι του. "Παρακαλωά!" στριάβει σε εάναν μικροά χωάρο σταάθμευσης που’χει εάνα παλιοά κτηάριο αποά τουάβλα στο κεάντρο του. "Το φαγητοά εδωά ειάναι καταπληκτικοά!" λεάει
96
και βγαιάνει εάξω αποά το αυτοκιάνητο. Ο Χαρρυ προχωραάει προς το πορτ-παγκαζ και ανοιάγει για να παρει μια ακομη μαυάρη μπλουάζα, πρεάπει να εάχει μια ατελειάωτη στιάβα αποά τετοιες μπλουζες. Τον απολαάμβανα τοάσο πολυά χωριάς μπλουάζα, που ξεάχασα οάτι τελικαά θα επρεπε να φορεάσει μια. Οάταν μπαιάνουμε μεάσα, καθομαστε και το μεάρος μοιαάζει εάρημο. Μια ηλικιωμεάνη κυριάα περπαταάπρος το τραπεάζι και μας διάνει τα μενουά μας. Ο Χαρρυ καταληάγει στο να παραγγειάλει εάνα χαάμπουργκερ με παταάτες τηγανιτες και παιρνω και εγω το ιάδιο. "Ωραιάο ε;" ρωταάει καθωάς τρωάω την πρωάτη μου μπουκιαά, γνεάφω καταφατικα και σκοπιάζω το στοάμα μου. Το φαγητοά ηταν πεντανοάστιμο και εάχουμε καθαριάσει τα πιαάτα μας. Η διαδρομη πισω στην εστια ειάναι χαλαρη και μιλαω στον Χαρρυ για την πολη στην οποια μεγαλωσα το Richland, μου λεει οάτι δεν την εχει ξανακουσει. Δεν χανει και τιποτα, η πολη ειάναι μικρη και ολοι κανουν τα ιδια πραγματα και κανεις ποτε δεν φευγει. Εκτος αποά εμενα, δεν προκειται να ξαναγυρισω πισω. Εκεινος, δεν μου λεει και πολλα για τον εαυτο μου, αλλα ελπιζω οάτι θα το κανει συντομα. Ειάναι πολυά περιάεργος για την παιδικηά μου ηλικα και συνοφρυεται οάταν του αναφερερω το προβλημα του πατερα ου με το αλκοολ. Του το ειχα αναφερει ξανα καθως μαλωναμε αλλα αυτηά την φορα με περισσοτερες λεπτομερειες. Τα μακρια του δαχτυλα σχηματιζουν κυκλους στο ποδι μου καθως οδηγει και στενοχωριεμαι οάταν βλεπω την πιδακιδα του πανεπιστημιου οάτι φτασαμε πισω στις εστιες. “Περασες ωραια? “ τον ρωταω. Νιωθω πολυά πιο ανετα μαζι του τωρα, απ’οάτι μερικες ωρες πριν. Ξερω οάτι μπορει να γινει καλος, οάταν προσπαθει. “Ναι, περασα ωραια παραδοξως“ ακουγεται εκπληκτος. “Θα σε πηγαινα μεχρι το δωματιο σου αλλα θελω να αποφυγω τις “20 ερωτησεις“ με την Στεφ “ χαμογελαει και γυριζει το σωμα του στο πλαι για να με αντικρισει. “Δεν πειραζει, θα σε δω αυριο“ του λεω. Δεν ειμαι σιγουρη εαάν θα πρεπει να πλησιασω για να τον φιλησω ηά οάχι. Ανακουφιζομαι οάταν τα δαχτυλα του παιρνουν μερικες τουφες αποά τα μαλλια μου και τις βαζει πισω αποά το αυτι μου. Ακουμπαω το προσωπο μου στο χερι του και εκεινος πλησιαζει πανω αποά το διαχωριστικο σκυβοντας να με φιλησει. Ξεκινα σαν εάνα απλο και απαλο φιλι, αλλα νιωθω να ζεσταινει ολο μου το σωμα και χρειαζομαι κι αάλλο. Ο Χαρρυ αρπαζει τον ωμο μου και με τραβαει για να με βοηθησει να σκαρφαλωσω πανω αποά το διαχωριστικο. Γρηγορα υπακουω και βρισκομαι στην αγγαλια του, καθενα αποά τα ποδια μου στην δυο πλευρες του. Νιωάθω το καθισμα να βυθιζεται λιγο προς τα πισω, δινοντας μας περισσοτερο χωρο καθως ανεβαζω λιγο την μπουζα του για να περασω το χερι μου αποά κατω της. Το στομαχι του ειάναι σκληρο και το δερμα του καυτο. Η γλωσσα του μαλαζει την δικη μου και τυλιγει τα χερια του γυρω αποά την πλατη μου σφιχτα. Το αισθημα ειάναι σχεδον οδυνηρο, αλλα ειάναι κατι που
97
ευχαριστως θα υπεμενα αμα ειάναι να βρισκομαι τοσο κοντα του. Βογγαει μεσα στο στομα μου καθως τα χερια μου μετακινουνται πιο ψηλα, μεσα αποά την μπλουζα του. Μ’αρεσει που μπορω να τον κανω και εγω να βογγαει, που εχω αυτηά την επιδραση πανω του. Η στιγμη διακοπτεται αποά τον ηχο του κινητου μου. “Ακομη μια ειδοποιηση? “ με πειραζει και εγω γελαω. “Οάχι, ειάναι…ο Νοάα“ λεω καθως κοιταω την οθονη του. Η εκφραση του Χαρρυ αλλαζει και παταω το πληκτρο για να κλεισει, αφηνοντας το διπλα στην θεση του συνοδηγου. Δεν θα σκεφτομαι για τον Νοάα τωρα, διωχνω τις σκεψεις μου στο πισω μερος του μυαλου μου. Σκυβω παλι πλησιαζοντας να φιλησω τον Χαρρυ αλλα με σταματαει και κανει πισω. “Νομιζω οάτι πρεπει να φυγω“ ο τονος της φωνης του στελνει ανατριχιλα σε ολο μου το κορμι. Οάταν γυριζω να τον κοιταξω, το βλεμμα του ειάναι απομακρο και η φωτια στο σωμα μου, αμεσως αντικαθισταται αποά ψυχροτητα. “Χαρρυ, αγνοησε το. Θα του μιλησω για ολο αυτοά, απλα δεν ξερω ακομη το πωάς και ποάτε. Θα ειάναι συντομα οάμως, το υποσχομαι“ του λεω. Ηξερα οάτι στο πισω μερος του μυαλου μου, θα επρεπε να χωρισω με τον Νοάα την στιγμη που φιλησα τον Χαρρυ θα πρωτη φορα. Δεν μπορω να ειμαι μαζι του, αφου τον εχω ηδη προδωσει. Δεν θα ηθελα να με βαραινει σαν εάνα μαυρο συννεφο αποά τυψεις. Ο τροπος με τον οποιο νιωθω κατι για τον Χαρρυ ειάναι ακομη ενας λογος που δεν μπορω να’μαι πια μαζι με τον Νοάα, αγαπαω τον Νοάα αλλα εαάν τον αγαπουσα οάπως του αξιζε, τοτε δεν θα ειχα αισθηματα για τον Χαρρυ. Δεν θελω να πληγωσω τον Νοάα, αλλα δεν μπορω να γυρισω πισω τωρα. “Να του μιλησεις για ποιο πραγμα? “ ρωταει αποτομα. “Για ολο αυτο“ δειχνω με τα χερια γυρω μου. “Εμας“ του εξηγω. “Εμας? Δεν προσπαθεις να μου πεις οάτι θα χωρισεις μαζι του… εξαιτιας μου, σωστα? “ Τι? Το κεφαλι μου αρχιζει να γυριζει. Ξερω οάτι πρεπει να φυγω αποά την αγγαλια του, αλλα μενω ακινητη, παγωμενη. “Δεν θες να χωρισω? “ η φωνη μου ακουγεται σαν ψιθιρος. “Οάχι, γιατι να χωρισεις? Θελω να πω οάτι αν θες να τον παρατησεις καντο, αλλα μην το κανεις για εμενα“. “Απλα…νομιζα…“ αρχιζω να χανω τα λογια μου.
98
“Σου εχω ηδη ξεκαθαρισει, οάτι δεν κανω σχεσεις Τερεσα“ λεει. Το μονο πραγμα που με ωθει να σηκωθω αποά την αγγαλια του ειάναι το γεγονος οάτι αρνουμαι να το αφησω να με δει να κλαιω, ξανα. “Με αηδιαζεις“ του λεω και παιρνω τα πραγματα μου. Φαινεται σαν να θελει να μου πει κατι, αλλα δεν το κανει. “Μεινει μακρυα μου αποά εδωά και περα, το εννοω! “ λεω και κλεινει τα ματια του. Περπαταω οσο το δυνατον γρηγοροτερα στο δωματιο μου, κατφερνω να κρατησω τα δακρυα μου μεχρι να μπω μεσα και να κλεισω την πορτα. Ειμαι τοσο ευγνωμων που το δωματιο ειάναι αδειο, καθως γλιστραω κατηφορικα στην πορτα μου και ξεσπαω σε κλαματα. Πως γινεται να ειμαι τοσο χαζη? Ηξερα αποά πριν πως ηταν οάταν συμφωνησα να βρεθω μονη μαζι του, και οάμως ειπα ναι στην πρωτη ευκαιρια. Επειδη σημερα ηταν καλος απεναντι μου σκεφτηκα οάτι τι? Θα γινοταν το αγορι μου? Γελαω μεσα αποά τα δακρυα μου, για το ποσο χαζη και αφελης ημουν. Δεν μπορω οάμως να’μαι ουτε θυμωμενη με τον Χαρρυ, μου ειπε οάτι δεν κανει σχεσεις, αλλα νομιζα οάτι σημερα περασαμε τοσο ωραια, κρατησα τα κακογουστα σχολια του στο ελαχιστο και ηταν πραγματικα ευχαρηστος και με περιπαιχτικη διαθεση. Ηταν οάλα ενα θεατρο, απλα και μονο για με κανει να του δωθω και εγω τον αφησα.
99
Chapter 30 Τα δακρυα μου εχουν στεγνωσει και εχω κανει ντους και καταά καποιο τροπο εχω ηρεμησει ψυχικα μεχρι την ωρα που η Στεφ επιστρεφει αποά το σινεμα. "Λοιπον, πως ηταν η…εξοδος με τον Χαρρυ?" Με ρωταει καθως αρπαζει τις πιτζαμες της αποά τν ντουλαπα. "Ηταν ενταξει, ηταν ο κανονικος…γοητευτικος εαυτος του" της λεω προσπαθωντας να χαμογελασω. Θελω να της πω για το τι καναμε αλλα νιωθω αρκετα ντροπιασμενη. Ξερω οάτι δεν θα με εκρινε αλλα δεν θελω κανεις να το μαθει, απλα ελπιζω ο Χαρρυ να μην το πει πουθενα, αν και δεν θα το εκανε αυτοά. Η Στεφ με κοιταει ανησυχη και πρεπει να στρεψω αλλου το βλεμμα μου. "Απλα να προσεχεις, ενταξει? Εισαι πολυά καλη για καποιον σαν τον Χαρρυ" μου λεει και θελω να την αγγαλιασω και να κλαψω στον ωμο της. Γνωριζει τον Χαρρυ καλυτερα αποά ολους και ακομη και αυτηά νομιζει οάτι πρεπει να μεινω μακρυα του. "Πως ηταν η ταινια?" Αλλαζω θεμα. Μου λεει πως ο Τρισταν καθολη την διαρκεια την ταάιζε ποπ-κορν και οάτι εχει αρχισει να της αρεσει πολυά. Θελω να γελασω αλλα ξερω οάτι απλα ζηλευω που και στον Τρισταν αρεσει η Στεφ, με τον ιδιο ακριβως τροπο που ο Χαρρυ δεν συμπαθει εμενα. Αλλα οάμως εχω καποιον που με αγαπα και χρειαζεται να του φερομαι καλυτερα και να μεινω μακρυα αποά τον Χαρρυ, στα αληθεια αυτηά την φορα. Τελικα η Στεφ αποκοιμηθηκε και το ιδιο και εγω μετα αποά λιγο. Το επομενο πρωινο αναγκαζω τον εαυτο μου να σηκωθει αποά το κρεβατι και να ετοιμαστει. Νιωθω εξαντλημενη, δεν εχω καθολου ενεργεια και νιωθω οάτι θα κλαψω ανα πασα στιγμη. Τα ματια μου ειάναι κοκκινα επειδη εχθες εκλαιγα οποτε περπαταω προς την ντουλαπα της Στεφ και παιρνω το βαλιτσακι του μεικ-απ. Παιρνω το καφε eyeliner και τραβαω μια λεπτη γραμμη
100
κατω αποά τα ματια μου και στο εσωτερικο τους. Με κανει να φαινομαι πολυά καλυτερα. Βαζω και λιγη πουδρα για να καλυψω το κατω μερος του ματιου μου δινοντας του λιγο χρωμα. Απλωνω και λιγη μασκαρα και δειχνω αάλλος ανθρωπος. Νιωθω ευχαριστημενη τωρα με τον τροπο που δειχνω και φοραω το στενο μου τζιν και εάνα φανελακι. Νιωθω λιγο γυμνη, οποτε αρπαζω την ζακετα μου και την ριχνω αποά πανω. Αυτηά ειάναι η μεγαλυτερη προσπαθεια που εχω κανει για να δειχνω εμφανισιμη σε μια απλη σχολικη ημερα αποά την ημερα της αποφοιτησης μου. Περναω αποά την καφετερια και παιρνω και εάνα καφε για τον Λιαμ. Εχω φθασει αρκετα νωρις για το μαθημα, οποτε βαδιζω οσο πιο αργα μπορω. "Γεια, εισαι η Τεσσα σωστα?" Ακουω την φωνη ενοάς αγοριου να μου μιλαει. Κοιταζω και βλεπω το καλογουστο αγορι, Λουις νομιζω τον λενε. "Ναι, ο Λουις σωστα?" Τον ρωταω και γνεφει. "Θα ξαναρθεις αυτοά σαββατοκυριακο ετσι?" Με ρωτα. Μαλλον ειάναι και αυτος μερος της αδελφοτητας του πανεπιστημιου. Φυσικα και ειάναι, αφου ειάναι καλογουστος και πανεμορφος. "Αχ οάχι...οάχι αυτοά το σαββατοκυριακο" Γελαει και χαμογελαει μαζι μου. "Κριμα, ειχες πλακα. Αν αλλαξεις γνωμη ξερεις που θα μας βρεις." Χαμογελαει."Πρεπει να φυγω αλλιως θα αργησω, τα λεμε" με χαιρεταιει και απομακρυνεται. Ο Λιαμ εχει ηδη καθισει και με ευχαριστει επανηλλημενα που του εφερα καφε. "Δειχνεις διαφορετικη σημερα" λεει καθως καθομαι. "Εβαλα λιγο μεικ-απ" του λεω χαμογελωντας. Δεν με ρωταει για την βραδια μου με τον Χαρρυ και ειμαι ευγνωμων για αυτοά. Δεν ειμαι ετοιμη να μιλησω ακομη. Με το που σταματαω να σκεφτομαι τον Χαρρυ, φτανει η ωρα της λογοτεχνιας. Ο Χαρρυ καθεται στην κανονικη του θεση μπροστα. Θελω να ζητησω αποά τον Λιαμ να αλλαξουμε θεσεις αλλα δεν μπορω να αρχισω να εξηγω τον λογο. Ο Χαρρυ για πρωτη φορα φοραει εάνα λευκο φανελακι και τα τατουαζ του ειάναι εμφανες. Εκπλησσομαι αποά το γεγονος οάτι βρισκω τα τατουαζ του και τις τρυπες που εχει κανει ελκυστικες, δεν με πειραξε ποτε τιποτα αποά τα δυο. Στρεφω γρηγορα το βλεμμα μου και βγαζω τις σημειωσεις μου. Ελπιζω ο Λιαμ να ερθει συντομα για να μην νιωθω μονη με τον Χαρρυ απο διπλα μου.
101
"Τεσσα?" Ο Χαρρυ ψιθυριζει καθως η αιθουσα αρχιζει να γεμιζει. Οάχι. Μην του απαντας. Αγνοησε τον. Λεω στον εαυτο μου. "Τεσσα?" Λεει αυτηά την φορα δυνατοτερα. "Μην μου μιλας Χαρρυ" λεω μεσα αποά τα δοντια μου και ακομη δεν τον εχω αντικρυσει. Δεν θα πεσω παλι στην παγιδα του. "Ω, ελα τωρα" λεει και μπορω να διακρινω οάτι γελαει μαζι μου. "Το εννοω Χαρρυ, αφησε με ησυχη!" ο τονος μου ειάναι σκληρος, αλλα δεν με νοιαζει. "Καλα, οάπως θες!" λεει το ιδιο σκληρα και αναστεναζω. Ο Λιαμ καταφθανει και ειμαι ευγνωμων. "Εισαι καλα?" Ο Λιαμ με ρωταει ευγενικα. "Ναι, ειμαι ενταξει." Λεω ψευδως και ξεκινα το μαθημα. Μετα το μαθημα ο Χαρρυ φευγει πριν αποά εμενα και δεν προσπαθει να μου ξαναμιλησει. Συνεχιζουμε να αγνοουμε ο ενας τον αλλον καθολη την βδομαδα και εχω αρχισει να ξεχναω το λαθος που καναμε. Καάθε μερα που περναει χωρις να του μιλαω το κανει πιο ευκολο να μην τον σκεφτομαι οταν επιστρεφω στ δωματιο μου. Η Στεφ και ο Τρισταν εβγαιναν καθημερινα, οποτε ειχα το δωματιο μονο για εμενα που ηταν και καλο και κακο. Καλο, γιατι διαβαζα αρκετα αλλα κακο, διοτι εμενα μονη με τις σκεψεις μου να τριγυρνουν στον Χαρρυ. Ολη αυτην την εβδομαδα εβαζα μεικ-απ αλλα συνεχιζα να φοραω τα φαρδια και συντηρητικα μου ρουχα. Ερχεται η παρασκευη λοιπον και νιωθω οάτι εχω ξεπερασει το ολο θεμα με το Χαρρυ, αυτοά ισχυει μεχρι που αρχιζουν να μιλανε ολοι για το παρτυ. Γινεται παρτυ καάθε παρασκευη και σαββατο συνηθως, οποτε γιατι νιωθουν την αναγκη να ενθουσιαζονται τοσο με κατι που συμβαινει καάθε βδομαδα, απορω. Αφου με εχουν ρωτησει ηδη 10 ατομα αν θα παω στ παρτυ, αποφασιζω να κανω το μονο πραγμα που θα με αποτρεψει αποά το να παω. Τηλεφωνω στο Νοάα. "Γεια Τεσσα!" Λεει φωναχτα. Εχουν περασει οντως μερικες ημερες αποά τοτε που μιλησαμε στο τηλεφωνο και μου’χει λειψει η φωνη του. "Γεια, νομιζεις οάτι θα μπορουσες να ερθεις να με επισκεφθεις?" Τον ρωταω. "Φυσικα, να το κανονησουμε για να ερθω το αάλλο σαββατοκυριακο" λεει και γκρινιαζω.
102
"Οάχι, εννοω σημερα. Δηλαδη τωρα, θα μπορουσες να ερθεις τωρα?" Γνωριζω οάτι του αρεσει να προσχεδιαζει τα πραγματα οάπως και σε εμενα, αλλα τον χρειαζομαι τωρα. "Εχω προπονηση μετα το σχολειο, ειμαι ακομη εδωά για την ακριβεια, τρωω μεσημεριανο" "Σε παρακαλω Νοάα, μου εχεις λειψει πολυά. Δεν μπορεις απλως να φυγεις τωρα και να ερθεις εδωά για το σαββατοκυριακο? Σε παρακαλω!" ξερω οάτι τον ικετευω αλλα δεν με νοιαζει. "Χμμ..οκ φυσικα Τεσσα. Θα ερθω τωρα. Ειάναι οάλα ενταξει?" Εκλπησσομαι που ο Νοάα συμφωνησε να’ρθει αλλα ειμαι χαρουμενη. "Ναι, απλως μου λειπεις πολυά. Δεν σε εχω δει καθολου τις τελευταιες δυο εβδομαδες" του υπενθυμιζω και γελαει. "Και εμενα μου εχεις λειψει. Θα παω να παρω μια βεβαιωση και θα φυγω σε λιγα λεπτα, οποτε θα’μαι εκει σε περιπου 3 ωρες. Σε αγαπω Τεσσα" "Και εγω σ’αγαπω" του λεω και το κλεινω. Οποτε τωρα οποιαδηποτε πιθανοτητα να καταληξω σε αυτοά το παρτυ εχει φυγει. Νιωθω ανακουφισμενη καθως περπαταω για το μαθημα της λογοτεχνιας, μεχρι που αντικρυζω τον Χαρρυ να καθεται πανω απο το θρανιο του Λιαμ. Τι στο καλο συμβαινει? Τρεχω γρηγορα και ο Χαρρυ χτυπαει το χερι του στο θρανιο με δυμανη." Μην τολμησεις να ξαναπεις βλακειες σαν και αυτεάς, με ακουσες ηλιθιε?" Ο Χαρρυ του λεει και ο Λιαμ σηκωνεται ορθιος. Ο Λιαμ πρεπει να’ναι τρελος αν νομιζει οάτι μπορει να τα βαλει με τον Χαρρυ. Και ο Λιαμ ειάναι σωματωδης, αλλα ειάναι τοσο ευγενικος, δεν μπορω να τον φανταστω να χτυπαει καποιον. Αρπαζω τον ωμο του Χαρρυ και τον τραβαω μακρυα αποά τον Λιαμ. Το χερι του υψωνεται στον αερα και οπισθοχωρω, μολις καταλαβαινει οάτι ειμαι εγω κατεβαζει το χερι και βριζει κατω αποά την ανασα του. "Aστον ησυχο Χαρρυ!" Φωναζω και αντικρυζω τον Λιαμ. Φαινεται το ιδιο θυμωμενος με τον Χαρρυ αλλα καθεται παλι στην θεση του. "Να κοιτας την δουλεια σου Τεσσα." Λεει φωναχτα ο Χαρρυ και καθεται κατω. Στα αληθεια θα επρεπε να καθεται καπου στ πισω μερος. Πλησιαζω στην μερια του Λιαμ και του ψιθυριζω "Εισαι ενταξει? Τι ηταν ολο αυτοά?"
103
Κοταζει προς την μερια του Χαρρυ και αναστεναζει. "Ειάναι απλα ενας μαλακας, αυτοά τα περιλαμβανει οάλα." Λεει χαμογελωντας. Γελαω χαμηλοφωνα και γυριζω πισω στν θεση μου. Μπορω να ακουσω την βαρια ανασα του Χαρρυ διπλα μου και εκεινη την στιγμη μου ερχεται μια ιδεα. Μια παιδικη ιδεα, αλλα και παλι θα το κανω. "Εχω καλα νεα!" Λεω στο Λιαμ με την πιο τελεια ευθυμη φωνη μου. "Αληθεια? Τι ειάναι?" "Ο Νοάα θα ερθει να με επισκεφθει σημερα και θα μεινει ΟΛΟ το σαββατοκυριακο!" Λεω καθως χειροκτροταω απαλα. Το ξερω οάτι το παρακανω, αλλα νιωθω το βλεμμα του Χαρρυ πανω μου και ξερω οάτι με ακουσε. "Αληθεια? Αυταά ειάναι τελεια νεα!" Μου λεει χαμογελαστος ο Λιαμ. Το μαθημα αρχιζει και τελειωνει με τον Χαρρυ να μην εχει πει λεξη. Ετσι θα’ναι αποά εδωά και περα, και ειμαι ενταξει μ’αυτοά. Ευχομαι καλο σαββατοκυριακο στο Λιαμ και επιστρεφω στο δωματιο μου να φρεσκαριστω και παιρνω κατι να φαω πριν να ερθει ο Νοάα εδωά. Χαμογελαω στον εαυτο μου καθως φτιαχνω το μεικ-απ μου, αποά ποτε ειμαι εγω αποά εκεινες τις κοπελες που πρεπει να «φρεσκαριστουν» πριν να ερθει το αγορι τους. Γνωριζω οάτι ειάναι αποά την ημερα στο ποταμι με τον Χαρρυ, αυτηά η εμπειρια με αλλαξε και ο τροπος που με πληγωσε μετα, με αλλαξε ακομη περισσοτερο. Ειάναι μονο μια μικρη διαφορα, αλλα ξερω οάτι ειάναι εκει. Τρωω και συμαζευω λιγο το δωματιο μου, η μερια μου ειάναι ηδη καθαρη οποτε διπλωνω τα ρουχα της Στεφ και τα βαζω στην θεση τους, ελπιζω να μην την πειραξει. Το κινητο μου επιτελους χτυπαει και το μηνυμα του Νοάα οάτι εφτασε εμφανιζεται. Πηδαω αποά το κρεβατι και τρεχω γρηγορα να τον χαιρετησω. Δειχνει πιο ωραιος αποά ποτε, με τα μπλε του παντελονια, την μπεζ ζακετα του και το ασπρο πουκαμισο αποά κατω της. Οντως φοραει πολλες ζακετες, αλλα τις λατρευω. Το χαμογελο του ζεσταινει την καρδια μου και τυλιγει τα χερια του γυρω μου και μου λεει ποσο ωραια ειάναι που με βλεπει επιτελους. "Φορας μεικ-απ?" Με ρωταει καθως προχωραμε πισω στ δωματιο μου. "Ναι, λιγουλακι. Ειάναι κατι που το δοκιμαζω τις τελευταιες ημερες" του εξηγω και χαμογελαει. "Σου πηγαινει!" μου κανει κοπλιμεντο και φιλαει το μετωπο μου. "Σ’ευχαριστω. Λοιπον τι θελεις να κανεις το σαββατοκυριακο που θα’σαι εδωά?" Τον ρωταω. Μου αφηνει να διαλεξω οποτε καταληγουμε στο να ψαχνουμε στο Netflix να δουμε ταινια. Η Στεφ μου στελνει μηνυμα οάτι ειάναι με τον Τρισταν και δεν θα επιστρεψει αποψε, οποτε κλεινω τα φωτα και ξαπλωνουμε στο υψωμα του κρεβατιου με τα χερια του Νοάα γυρω αποά τον ωμο μου και το
104
κεφαλι μου να ακουμπαει στο στερνο του. Αυτηά ειμαι εγω, οάχι καποια αγρια κοπελα που κολυμπαει με τν μπλουζα ενοάς punk αγοριου. Η πορτα ανοιγει και περιμενω να δω την Στεφ αλλα φυσικα ειάναι ο Χαρρυ. Τα ματια του στρεφονται κατευθειαν στον Νοάα και κοκκινιζω. Ηρθε για να το πει στον Νοάα, το ξερω. Πανικοβαλλομαι και σηκωνομαι ορθια. "Τι κανεις εσυ εδωά?" Λεω αποτομα και ο Χαρρυ γελαει. "Θα συναντησω την Στεφ" απανταει και καθεται κατω." Γεια σου Νοάα, χαιρομαι που σε ξαναβλεπω" λεει γελωντας πονηρα και ο Νοάα νιωθει αβολα. Μαλλον θα αναρωτιεται γιατι ο Χαρρυ εχει αντικλειδι του δωματιου και δεν μπαινει στον κοπο να χτυπησει πρωτα. "Ειάναι με τον Τρισταν, μαλλον εχει φτασει ηδη στο σπιτι σου" λεω χαμηλοφωνα, και τον παρακαλω να φυγει με το βλεμμα μου. Εαάν το πει στον Νοάα τωρα, δεν εχω ιδεα πως θα ανακαμψω αποά αυτοά. "Αα σοβαρα?" Ρωταει. Μπορω να καταλαβω αποά το υπουλο χαμογελο του οάτι ηρθε εδωά για να με βασανησει. Μαλλον θα μεινει να περιμενει μεχρι να το ομολογησω εγω η ιδια στον Νοάα. "Θα ερθετε εσεις οι δυο στο παρτυ?" "Οάχι…δεν θα ερθουμε. Προσπαθουμε να δουμε ταινια βλεπεις!" Του απανταω και ο Νοάα πλησιαζει και κραταει το χερι μου. Ακομη και στο σκοταδι, μπορω να διακρινω το βλεμμα του Χαρρυ που ειάναι καρφωμενο πανω στο χερι του Νοάα και το δικο μου. "Αχ, πολυά κριμα. Καλυτερα να φευγω…Α και Νοάα.." ο Χαρρυ λεει και η καρδια μου σταματα για μια στιγμη. "Αυτο που φορας, ειάναι μια πολυά ωραια ζακετα." Δοξα το Θεο! Αφηνω μια ανασα που δεν γνωριζα οάτι κρατουσα. "Ευχαριστω, ειάναι αποά τα Gap." Απανταει ο Νοάα. Ειάναι τελειως αφελης, δεν καταλαβε οάτι ο Χαρρυ τον κοροιδευει. "Φυσικα και ειάναι!.. Να περαστε καλα οι δυο σας." Λεει ο Χαρρυ και φευγει αποά το δωματιο.
105
Chapter 31 «Δεν ειάναι και τοσο κακος, υποθετω» λεει ο Νοάα και γελαω νευρικα. «Τι?» σηκωνει το φρυδι του σε εμενα. «Τιποτα, απλα εκπλησσομαι που το ειπες αυτοά» του λεω και ξαπλωνω παλι πισω στο στερνο του. Ο ηλεκτρισμος που γεμισε το δωματιο λιγα λεπτα νωριτερα εχει εξαφανιστει. «Δεν λεω οάτι θα εκανα παρεα μαζι του αλλα ειάναι αρκετα φιλικος»
106
«Ο Χαρρυ δεν ειάναι ουτε στο ελαχιστο φιλικος» του λεω και γελαει τυλιγοντας τα χερια του γυρω μου. Αχ και να ηξερε μονο τα πραγματα που συνεβησαν αναμεσα σε εμενα και τον Χαρρυ, τον τροπο που φιλιθηκαμε, τον τροπο που μουρμουριζα το ονομα του οάταν….για το Θεο Τεσσα σταματα. Σηκωνω ψηλα το κεφαλι μου και φιλαω το πιγουνι του Νοάα, κανοντας τον να χαμογελασει. Θελω ο Νοάα να με κανει να νιωσω οάπως με εκανε ο Χαρρυ. Σηκωνομαι ορθια και τον αντικρυζω. Παιρνω το προσωπο του αναμεσα στα χερια μου και αγγιζω τα χειλη μου πανω στα δικα του. Το στομα του ανοιγει και με φιλα και αυτος. Τα χειλη του ειάναι απαλα, οάπως και το φιλι του. Χρειαζομαι την φωτια, χρειαζομαι το παθος. Τυλιγω τα χερια μου γυρω αποά τον λαιμο του και σηκωνω τον εαυτο του ωάστε να τοποθετηθω στην αγγαλια του. «Ει, Τεσσα τι κανεις?» Με ρωταει καθως προσπαθει να με σπρωξει απαλα αποά επανω του. «Τι? Τιποτα, εγω απλως…θελω να φιληθουμε υποθετω» λεω και κοιταω κατω. Συνηθως δεν ντρεπομαι μπροστα στον Νοάα αλλα αυτοά δεν ειάναι κατι που συζηταμε συχνα. «Ενταξει?» μου απανταει και τον ξαναφιλαω. Νιωθω την ζεστασια αποά εκεινον αλλα οχι την φωτια. Αρχιζω να κουναω τους γοφους μου, ελπιζοντας να αναψω την φωτια που επιζητω. Τα χερια του κατεβαινουν στην μεση μου αλλα με σπρωχνει ελαφρα αποά επανω του, σταματωντας τις κινησεις μου. Ξερω οάτι εχουμε συμφωνησει να περιμενουμε μεχρι το γαμο αλλα εγω απλως τον φιλαω. Αρπαζω τα χερια του και τα σπρωχνω μακρυα καθως συνεχιζω να κουνιεμαι επανω του. Οσες φορες και να προσπαθησω να τον φιλησω πιο εντονα, το στομα του παραμενει απαλο και σταθερο. Τον νιωθω να αναβει αποά κατω μου, αλλα δεν κανει καμια κινηση για αυτοά. Γνωριζω οάτι το κανω αυτοά για ολους τους λαθως λογους αλλα δεν με νοιαζει αυτηά την στιγμη, απλα χρειαζομαι να μαθω εαάν ο Νοάα μπορει να εχει την ιδια επιδραση με τον Χαρρυ πανω μου. Δεν ειάναι ο Χαρρυ αυτοά που επιζητω, ειάναι το συναισθημα που μου προκαλει, σωστα? Σταματω να φιλω τον Νοάα και κατεβαινω αποά την ποδια του. «Αυτοά ηταν ωραιο Τεσσα» μου χαμογελαει και ανταποδιδω. Ηταν «ωραιο». Ειάναι τοσο προσεκτικος, παραειναι βασικα, αλλα τον αγαπω. Παταω εκκινηση για να αρχισει η ταινια και μεσα σε λιγα λεπτα νιωθω να αποκοιμαμαι. «Πρεπει να φυγω» λεει ο Χαρρυ. Τα πρασινα ματια του με κοιτουν. «Να πας που?» δεν θελω να φυγει.
107
«Θα παω να μεινω σε εάνα ξενοδοχειο εδωά κοντα, θα επιστρεψω το πρωι» μου λεει και το προσωπο του εξαφανιζεται και βλεπω μπροστα μου τον Νοάα. Τιναζομαι και σηκωνομαι να τριψω τα ματια μου, ειάναι ο Νοάα. Δεν ηταν ποτε ο Χαρρυ. «Εισαι προφανως πολυά νυσταγμενη, και δεν μπορω να μεινω εδωά το βραδυ» χαμογελαει και χαιϊδευει το μαγουλο μου. Θελω να μεινει αλλα φοβαμαι για το τι θα πω στον υπνο μου. Γνωριζω οάτι ο Νοάα δεν θα θεωρουσε οάτι ειάναι σωστο να μεινει στο δωματιο μου. Ο Χαρρυ και ο Νοάα ειάναι τελειως αντιθετοι. Με καάθε τροπο. «Ενταξει, σ’ευχαριστω και παλι που ηρθες» μουρμουριζω και με φιλαει απαλα στο μαγουλο πριν να απομακρυνθει αποά διπλα μου. «Σε αγαπαω» μου λεει και γνεφω καθως ακουμπω το κεφαλι μου παλι πισω στο μαξιλαρι. Το επομενο πρωινο με ξυπναει το τηλεφωνημα του Νοάα. Μου λεει οάτι βρισκεται στο δρομο για να ερθει οποτε σηκωνομαι αποά το κρεβατι και παω γρηγορα στις ντουζιερες. Ειχα υπολογησει να κανω εάνα γρηγορο μπανιο, αλλα το ζεστο νερο ειάναι τοσο ωραιο πανω στους πιασμενους μου μυες. Τι να κανουμε σημερα με τον Νοάα? Δεν εχει και πολλα να κανεις εδωά τριγυρω, εκτος και εαάν παμε στην πολη, ισως πρεπει να στειλω μηνυμα στον Λιαμ για να τον ρωτησω τι θα μπορουσαμε να κανουμε εδωά, περα αποά τα παρτυ. Φαινεται να ειάναι ο μονος φιλος που εχω και μπορει να ξερει. Αποφασιζω να φορεσω την γκριζα φουστα μου με πιετες και εάνα απλο μπλε μπλουζακι. Αγνοω την φωνη του Χαρρυ στο πισω μερος του μυαλου μου, που μου λεει οάτι η φουστα μου ειάναι ασχημη. Ο Νοάα βρισκεται στην εισοδο περιμενοντας εξω αποά την πορτα καθως επιστρεφω με την πετσετα ακομη στα μαλλια μου. «Εισαι πανεμορφη» μου χαμογελαει και μου κραταει το χερι ενωά ανοιγω την πορτα. «Απλα πρεπει να φτιαξω τα μαλλια μου και να βαφτω λιγο» του λεω και αρπαζω το βαλιτσακι της Στεφ. Ειμαι ευγνωμων που δεν το παιρνει μαζι της, θα χρειαστει να αγορασω τα δικα μου, τωρα που ξερω οάτι μ’αρεσει ο τροπος που δειχνει πανω μου το μακιγιαζ. Καθεται υπομονετικα στο κρεβατι μου καθως στεγνωνω τα μαλλια μου και στριφογυριζω τις ακρες. Σταματαω να τον φιλησω στο μαγουλο, πριν να παω να μακιγιαριστω. «Τι θα ηθελες να κανεις σημερα?» τελειωνω με την μασκαρα και τιναζω τα μαλλια μου.
108
«Το πανεπιστημιο σου πηγαινει Τεσσα, πραγματικα δεν εδειχνες ποτε καλυτερα» Ο Νοάα με κολακευει. «Δεν ξερω, μαλλον θα μπορουσαμε να παμε στο παρκο ηά κατι παρομοιο, μετα για δειπνο?» Μου απανταει και κοιταζω το ρολοι. Ποτε πηγε 1 το μεσημερι? Στελνω μηνυμα στην Στεφ και την ενημερωνω οάτι θα ειμαι εξω για σημερα και μου απανταει λεγοντας μου οάτι δεν θα ερθει μεχρι αυριο. Εχω παρατηρησει οάτι πλεον μενει στο σπιτι της αδελφοτητας, που ειάναι μελος και ο Χαρρυ, τα σαββατοκυριακα. Οδηγουμε τριγυρω να βρουμε εάνα παρκο και μας παιρνει πολυά λιγο χρονο για να βρουμε ενα. «Ποτε θα αρχισεις να ψαχνεις για αμαξι?» Με ρωταει καθως παρκαρει ο Νοάα. Το παρκο που βρηκαμε ειάναι μικρο και ησυχο. «Νομιζω αυτη την εβδομαδα για την ακριβεια. Θα κανω αιτηση και για να βρω δουλεια την ιδια βδομαδα» Δεν αναφερω την ειδικοτητα στον εκδοτικο οικο Vance που ο Χαρρυ μου προτεινε. «Αυταά ειάναι σπουδαια νεα, πες μου αν χρειαστεις τιποτα» μου λεει και γνεφω. Περπαταμε γυρω αποά το παρκο και καθομαστε σε εάνα τραπεζι του πικ-νικ. Μιλαει για το περισσοτερο της ωρας και εγω απλως γνεφω καταφατικα. Νιωθω να αποσπουμε αποά την συζητηση περιοδικα, αλλα δεν φαινεται να το παρατηρει. Καταληγουμε στο να περπατησουμε λιγο ακομη και φτανουμε σε εάνα μικρο ποταμι. Γελαω με τον εαυτο μου και ο Νοάα με κοιταζει μπερδεμενος. «Θα ηθελες να κολυμπησεις?» δεν ειμαι σιγουρη γιατι το ειπα αυτοά. «Εκει μεσα? Με τιποτα» γελαει και χαστουκιζω τον εαυτο μου εσωτερικα. Θα πρεπει να σταματησω να συγκρινω τον Νοάα με τον Χαρρυ. «Πλακα εκανα» λεω ψευδως και τον σερνω μαζι μου παρακατω στο μονοπατι. Εχει παει 7 το απογευμα πριν γυρισουμε αποά το παρκο οποτε αποφασιζουμε να παραγγειλουμε πιτσα οάταν επιστρεψουμε στο δωματιο μου και να δουμε ταινια. Πεθαινω της πεινας την ωρα που καταφθανει η πιτσα μας οποτε τρωω σχεδον την μιση μονη μου. Λεω στον εαυτο μου οάτι δεν εχω φαει ολη την ημερα. Στα μεσα περιπου της ταινιας το κινητο μου χτυπαει και ο Νοάα πλησιαζει και το πιανει για χαρη μου. «Ποιος ειάναι ο Λιαμ?» με ρωταει. Δεν εχει καμια καχυποψια η φωνη του, απλα περιεργεια. Δεν ηταν ποτε ο ζηλιαρης τυπος, δεν χρειαστηκε να γινει. Μεχρι τωρα. «Ειάναι ενας φιλος αποά το πανεπιστημιο» του απανταω και σηκωνω το τηλεφωνο. Γιατι αραγε θα με επαιρνε τηλεφωνο ο Λιαμ τοσο αργα? Δεν με
109
εχει παρει ποτε για τιποτα αάλλο περα αποά το να συγκρινουμε τις σημειωσεις μας. «Τεσσα?» λεει δυνατα. «Ναι, ειάναι οάλα ενταξει?» «Εμ…, βασικα οάχι. Ξερω οάτι ο Νοάα ειάναι εκει αλλα…» δισταζει να μιλησει. «Τι συμβαινει Λιαμ?» Η καρδια μου αρχιζει να χτυπα δυνατα. «Εισαι καλα?» «Ναι, δεν ειμαι εγω. Ειάναι ο Χαρρυ» μου λεει και η καρδια μου φτερουγιζει. «Ο Χ…χαρρυ?» τραυλιζω. Πανικοβαλλομαι αποά μεσα μου. «Ναι, αν σου δωσω την διευθυνση μπορεις να ερθεις εδωά, σε παρακαλω?» μου λεει και ακουω κατι να σπαει στο βαθος. Τιναζομαι αποά το κρεβατι και πριν να το καταλαβω εχω βαλει ηδη τα παπουτσια μου. «Λιαμ ο Χαρρυ προσπαθει να σε χτυπησει?» το μυαλο μου δεν μπορει να βγαλει ακρη τι στο καλο θα μπορουσε να συμβανει. «Οάχι, οάχι» μου απαντα. «Στειλε μου την διευθυνση» του λεω και ακουω ξανα κατι να σπαει. «Νοάα, χρειαζομαι το αμαξι σου.» Του λεω και γυρναει το κεφαλι του στο πλαι. «Τι συμβαινει?» «Δεν ξερω…ο Χαρρυ.. Δωσε μου τα κλειδια σου!» του ξαναλεω και ψαχνει τις τσεπες του. «Θα ερθω μαζι σου» μου λεει και σηκωνεται. Αρπαζω τα κλειδια αποά τα χερια του και κουνω το κεφαλι μου αρνητικα. «Οάχι, εσυ… πρεπει να παω μονη μου» του λεω και δειχνει πληγωμενος. Γνωριζω οάτι δεν ειάναι σωστο να τον αφησω εδωά αλλα το μονο που μπορω να σκεφτω αυτηά την στιγμη ειάναι να φτασω στον Χαρρυ.
110
Chapter 32 'Εάσπευσα στο αυτοκιάνητο του Νοάα και το κινητοά μου δονηάθηκε με το μηάνυμα του Λιάαμ. ''2875 Cornell RD'' Πληκτρολοάγησα την διευάθυνση στην πλοηάγηση του τηλεφωάνου και βγηάκα εάξω αποάτο παάρκινγκ. Θα εάφτανα σε δεκαπεάντε λεπταά. Τι μπορειά να γινοάταν εκειά ωάστε ο Λιάαμ να με χρειαάζεται εκειά. Εγωά και ο Χαάρρυ δεν μιλαάμε καν. Ελπιάζω να ειάναι καλαά και να μην εάχει παάθει κακοά. Δεν μπορουάσα να καταλαάβω τι ηάχος ηάταν αυτοάς, ακουγοάταν σαν καάτι να σπαάει. Ειάμαι ακοάμα τοάσο μπερδεμεάνη αποά οάταν ηάρθα εδωά οάσο ηάμουν και οάταν εάφυγα αποά το δωμαάτιο. Ο Νοάα μου εάκανε δυάο κληάσεις αλλαά τις αγνοάησα. Ειλικριναά, το μπερδεμεάνο υάφος στο προάσωπο του οάταν τον αάφησα με στοιχειωάνει. Τα σπιάτια σε αυτοά το δροάμο ειναιά οάλα μεγαάλα και μοιαάζουν με αρχοντικαά. Αυτοά το σπιάτι ειδικαά ειάναι τουλαάχιστον τρεις φορεάς μεγαλυάτερο αποά της μαμαάς μου.Ειάναι παλιομοδιάτικο και τουάβλινο. Η αυληά ειάναι κλειστηά με αποτεάλεσμα να φαιάνεται σαν να ειάναι σε υάψωμα. Ακοάμακαι καάτω αποά τα φωάτα του δροάμου ειάναι οάμορφο. Πρεάπει να ειάναι το σπιάτι του πατεάρα του Χαάρρυ, αυτοά ειάναι το μοάνο συμπεάρασμα που μπορωά να βγαάλω επειδηά λογικαά θα 'ναι και ο Λιάαμ εδωά. Πηάρα μια βαθιαά αναάσα και περπαάτησα στο δρομαάκι. Οάταν εάφτασα, χτυάπησα δυναταά την σκοτεινηά ποάρτα και αάνοιξε εντοάς δευτερολεάπτων. -''Τεάσσα,σε ευχαριστωά που ηάρθες. Ο Νοάα ειάναι μαζιά σου?'' ρωάτησε ο Λιάαμ καιμου εάκανε νοάημα να μπω μεάσα. -''Οάχι, εάμεινε πιάσω στους κοιτωάνες. Τι συμβαιάνει? Πουάειάναι ο Χαάρρυ?'' -''Εάιάναι στην πιάσω αυληά. Ειάναι εκτοάς ελεάγχου.''αναστεάναξε. -''Και εγωά για ποιοά λοάγο ειάμαι εδωά?'' ρωάτησα οάσο πιο ευγενικαά μπορουάσα. Τι σχεάση εάχω εγωά που ο Χαάρρυ ειάναι εκτοάς ελεάγχου? -''Δεν ξεάρω, το ξεάρω πως τον μισειάς αλλαά ειάναι μεθυσμεάνος και εντελωάς επιθετικοάς. Εμφανιάστηκε εδωά και αάνοιξε εάνα μπουκαάλι ουιάσκι του πατεάρα του! Ηάπιε το μισοά μπουκαάλι και αάρχισε να σπαάει πραάγματα. Οάλα τα πιαάτα της μητεάρας μου, εάνα γυαάλινο ντουλαάπι και βασικαά οτιδηάποτε μπορουάσε να πιαάσει στα χεάρια του''
111
-''Τι?? Γιατιά?? ''Ο Χαάρρυ μου εάχει πει οάτι δεν πιάνει... ''Ο πατεάρας του του ειάπε πως εκειάνος και η μητεάρα μου παντρευάονται'' μου ειάπε για να μου εξηγηάσει. -''Λοιποάν ο Χαάρρυ δεν τους θεάλει παντρεμεάνους?'' Ειάμαι ακοάμα μπερδεμεάνη. Ο Λιάαμ με οδηάγησε στη μεγαάλη κουζιάνα οάπου ο Χαάρρυ ειάχε δημιουργηάσει μια τεραάστια ακαταστασιάα. Υπαάρχουν σπασμεάνα πιαάτα διαάσπαρτα σε οάλο το παάτωμα και εάνα μεγαάλο ξυάλινο ντουλαάπι χτυπημεάνο και σπασμεάνο. -''Οχι, ειάναι μεγαάλη ιστοριάα. Αμεάσως μεταά αποά οάταν του ειάπε ο πατεάρας του οάτι θα φυάγουν αποά τη ποάλη για το σαββατοκυάριακο. Ευχαριστωά το θεοά που δεν ειάναι εδωά αλλαά νομιάζω γι' αυτοά ηάρθε εδωά ο Χαάρρυ, για να τον αντιμετωπιάσει. Ποτεά δεν εάρχεται εδωά'' Μου εξηάγησε και αάνοιξε την πιάσω ποάρτα. Ειάδα μια σκιαά να καάθεται σε εάνα μικροά τραπεάζι στην αυληά. Ο Χαάρρυ! -''Δεν ξεάρω τι νομιάζεις οάτι μπορωά να καάνω, αλλαά θα προσπαθηάσω.''Ειπα στον Λιάαμ και εάγνεψε καταφατικαά. Ακουάμπησε το χεάρι του στον ωάμο μου.''Ζητουάσε εσεάνα!''Μου ειάπε σιγανοάφωνα και η καρδιάα μου σταμαάτησε. Περπαάτησα καταά μηάκοςτου Χαάρρυ και με κοιάταξε.Τα μαάτια του σκουάρυναν και τα μαλλιαά του ηάταν κρυμμεάνα καάτω αποά εάνα γκρι σκουάφο. Με κοιάταξε αάγρια και εάκανα εάνα βηάμα πιάσω. Φαινοάταν σχεδοάν τρομακτικοάς καάτω αποά το φως της αυληάς. -''Πωάς ηάρθες εδωά?'' υάψωσε την φωνηά του και σηκωάθηκε οάρθιος. -''Ο Λιάαμ...με καάλεσε'' Απαάντησα και ευχηάθηκα να μην του το ειάχα πει. -''Την καάλεσες γαμωάτο?'' φωάναξε στον Λιάαμ και ο Λιάαμ απλωάς προχωάρησε μεάσα αγνοωάντας τον. -''Τον αάφησες μοάνο Χαάρρυ ,ανησυχειά για σεάνα'' τον επεάπληξα και καάθησε καάτω καάνοντας μου χωάρο για να καθιάσω. Καάθισα απεάναντι του και τον κοιάταξα καθωάς εάπιασε το μισοτελιωμεάνο μπουκαάλι του λικεάρ και το εάβαλε το στοάμα του. Εάβλεπα τους μυς του καάθως κιάνησε το χεάρι του προς τα παάνω. Οάταν τελειάωσε το μπουκαάλι το πεάταξε παάνω στο γυαάλινο τραπεάζι της αυληάς και πεταάχτηκα οάρθια! Ειάμαι ευγνωάμων που δεν εάσπασε. -''Αωω,ειάσαι τοάσο προβλεάψιμη. Ο φτωχοάς Χαάρρυ ειάναι θυμωμεάνος και συνεννοηάθηκαν να με καάνεις να νιωάσω αάσχημα που εάσπασα μερικαά σκατεάνια κινεάζικα.ειάπε με εάνα χαζοά χαμοάγελο. -''Νοάμιζα οάτι δεν πιάνεις.'' Του ειάπα και σταυάρωσα τα χεάρια μου.
112
-''Δεν πιάνω. Μεάχρι τωάρα φανταάζομαι. Μην προσπαθειάς να με καάνεις οάπως θεάλεις, δεν ειάσαι καλυάτερη αποά μεάνα'' ειάπε και ηάπιε ακοάμα μιάα γουλιαά. Δεν μπορωά να αρνηθωά πως το να ειάμαι διάπλα του ακοάμα και αν ειάναι μεθυσμεάνος, μου διάνει ζωηά. Μου ειάχε λειάψει αυτοά το συναιάσθημα που μου εάδινε ο Χαάρρυ. -''Ποτεά δεν ειάπα οάτι ειάμαι καλυάτερη αποά σεάνα. Τι σε καάνει να πιάνειςτωάρα?'' -''Τι σημασιάα εάχει για σεάνα? Πουά ειάναι το αγοάρι σου?'' Τα μαάτια του κεάντρισαντα δικαά μου και το συναιάσθημα που κρυβοάταν πιάσω αποά αυταά ηάταν τοάσο δυνατοά που αναγκαάστηκα να κοιταάξω μακρυαά. Δεν ηάξερα τι ηάταν το συναιάσθημα αυτοά, μιάσοςυποθεάτω'' -'''Εμεινε πιάσω στο δωμαάτιο μου. Ειάμαι εδωά απλωάς για να σε βοηθηάσω Χαάρρυ.''Ακουάμπησα παάνω στο τραπεάζι για να του πιαάσω το χεάρι αλλαά αποτραβηάχτηκε. -''Για να με βοηθηάσεις?''γεάλασε. Θεάλω να τον ρωτηάσω γιατιά φωάναζε το οάνομα μου.''Αν θες να με βοηθηάσεις φυάγε!'' -''Γιατιά απλωάς δεν μου λες τι εάγινε που σε εάκανε να σπαάσεις οάλα τα πραάγματα τους''΄ Κοιάταξα καάτω στα χεάρια μου και εάνωσα τους αντιάχειρες μου. Αναστεάναξε. εάβγαλε το σκουάφο του και πεάρασε το χεάρι του αποά τα μαλλιαά του προς τα πιάσω.''Ο πατεάρας μου αποφαάσισε μοάλις τωάρα να μου πει οάτι παντρευάεται την Καάρεν και ο γαάμος ειάναι τον εποάμενο μηάνα. Εάπρεπε να μου το ειάχε πει πολυά πριν. Ειάμαι σιάγουρος πως ο τεάλειος Λιάαμ το ηάξερε'' Δεν περιάμενα οάτι πραγματικαά θα μου πει, οποάτε δεν ειάμαι πραγματικαά σιάγουρη για το τι να πω.''Ειάμαι σιάγουρη πως καάποιο καλοά λοάγο θα 'χε που δεν στο ειάπε'' -''Δεν τον ξεάρεις, δεν τον νοιαάζει για μεάνα. Ξεάρεις ποάσες φορεάς του ειάχα μιληάσει πεάρσι? Μπορειά και δεάκα!Το μοάνο που νοιαάζεται ειάναι το μεγαάλο του σπιάτι, την συάντομα καινουάργια του συάζυγο και τον καινουάργιο τεάλειο γιο του'' τον κατηγοάρησε και ηάπιε ακοάμα μια γουλιαά. Εάμεινα σιωπηληά.''Θα πρεπε να δεις την χωματερηά που ζει η μητεάρα μου στηνΑγγλιάα.Λεάει πως της αρεάσει εκειά αλλαά ειάμαι σιάγουρος πως οάχι.Ειάναι μικροάτερο αποάτοά υπνοδωμαάτιο του πατεάρα μου!Η μαάνα μου με εάσπρωξε να εάρθω εδωά γιαπανεπιστηάμιο για να ειάμαι πιο κονταά σε αυτοάν και να δουάμε πως θα παάει τοπραάγμα.''Ξαναηάπιε λιάγο. Με αυτεάς τις λιγοστεάς πληροφοριάες που μου εάδωσε μεεάκανε να τον καταλαάβω πολυά περισσοάτερο.Ο πατεάρας του τον αάφησε και η μητεάρα τουειάναι στην Αγγλιάα.Ο Χαάρρυ πρεάπει να ειάναι πληγωμεάνος,γι' αυτοά ειάναι εάτσι.
113
-''Ποάσο χρονωάν ηάσουν οάταν σε αάφησε?''τον ρωάτησα. -''Δεάκα, ακοάμα και αποά πρωτουά φυάγει ποτεά δεν ηάταν εκειά. Ηάταν σε διαφορετικοά μπαρ τη καάθε νυάχτα. Τωάρα ειάναι ο κυάριος τεάλειος και εάχει οάλα αυταά.''ειάπε ο Χαάρρυ δειάχνοντας μου το σπιάτι. Ο πατεάρας του των αάφησε οάταν ηάταν 10, ακριβωάς οάπως ο δικοάς μου και ειάναι και οι δυο αλκοολικοιά. Εάχουμε περισσοάτερα κοιναά αποά οάσα νοάμιζα. Αυτοάς ο πληγωμεάνος και μεθυσμεάνος Χαάρρυ φαιάνεται πολυά νεοάτερος και πολυά πιο ευθραστος. -''Λυπαάμαι που σε αάφησε,αλλαά...'' -''Δεν χρειαάζομαι τον οιάκτο σου'' Με διεάκοψε. -''Δεν σε λυπαάμαι Χαάρρυ, απλωάς προσπαθωά να......'' -''Προσπαθειάς τι?''Με διεάκοψε παάλι. -''Να σε βοηθηάσω. Να ειάμαι εδωά για σεάνα' ΄ 'Του ειάπα και χαμογεάλασε. Ειάναι εάνα οάμορφο χαμοάγελο και ξεάρω τι θα συμβει...'' -''Ειάσαι τοάσο παθητικηά. Δεν βλεάπεις πως δεν σε θεάλω εδωά? Δεν θεάλω να ειάσαι εδωά για μεάνα. Απλαά επειδηά εάγινε εάνα μπεάρδεμα μεταξυά μας δεν σημαιάνει πως θεάλω να καάνω οτιδηάποτε μαζιά σου. Και τωάρα αφηάνεις το αγοάρι σου που μπορειά πραγματικαά να σταθειά διάπλα σου και εάρχεσαι εδωά να προσπαθηάσεις να με βοηθηάσεις. Αυτοά Τερεάσα ειάναι ο ορισμοάς της αξιολυάπησης.''ειάπε χρησιμοποιωάντας λοάγια του αεάρα. Η φωάνη του ηάταν γεμαάτη αλαζονιάα, οάπως ακριβωάς περιάμενα'' -''Δεν το εννοειάς αυτοά.'' Αγνοάησα τον ποάνο στο στηάθος μου καθωάς τον κοιάταξα. Θυμαάμαι μιάα βδομαάδα πριν οάταν γελουάσε και με πεάταγε στο νεροά. Δεν μπορωά να αποφασισωά αν ειάναι μεγαάλος ηθοποιοάς ηά μεγαάλος ψευάτης! -''Πηάγενε σπιάτι'' ειάπε και σηάκωσε το μπουκαάλι για να πιειά ακοάμα μιαγουλιαά. Το εάπιασα το εάσυρα μακριαά αποά εκειάνον και το πεάταξα στην αυληά. -''Τι στο διαάλο?''φωάναξε αλλαά τον αγνοάησα. Περπαάτησα προς την ποάρτα και εκειάνος μπηάκε μπροσταά μου. -''Πουά πας??''Το προάσωπο του ειάναι εκατοσταά αποά το δικοά μου. -''Παάω να βοηθηάσω τον Λιάαμ να καθαριάσει το χαάλι που εάκανες και μεταά θα φυάγω'' η φωνηά μου βγηάκε πιο ηάρεμη αποά οάτι η ιάδια ηάμουν. -''Γιατιά να τον βοηθηάσεις αυτοάν?''Η αηδιάα στην φωνηά του ηάταν ξεκαάθαρη οάταν ειάπε ''αυτοάν''.
114
-''Επειδηά, αντιθεάτως με 'σεάνα αξιάζει καάποιον να τον βοηθηάσει. ''Ειάπα και συναρθρωάθηκε. Θα εάπρεπε να του πω περισσοάτερα, να φωναάξω για οάλα αυταά τα οδυνηραά πραάγματα που μου ειάπε, αλλαά ξερωά πως αυτοά ειάναι αυτοά που θεάλει. Αυτοά καάνει παάντα, πληγωάνει οποιονδηάποτε κονταά του και μεταά το απολαμβαάνει. Βγηάκε αποά το δροάμο μου και μπηάκα μεάσα. Ο Λιάαμ μαζευάει τα σπασμεάνα και ο Χαάρρυ εάμεινε εάξω. -''Πουά ειάναι η σκουάπα'' ρωάτησα και με κοιάταξε με χαμοάγελο -''ακριβωάς εδωά.''μου εάδειξε και την βρηάκα. -''σε ευχαριστωά για οάλα.'' ειάπε και χαμογεάλασα. Αάρχισα να σκουπιάζω το γυαλιάα ποάτα σπασμεάνα πιαάτα. Ειάναι τοάσα πολλαά. Νιωάθω απαιάσια που οάταν εάρθει η Καάρεν θα δει οάλα της τα πιαάτα να λειάπουν. Ελπιάζω να μην εάχουν καμιαά συναισθηματικηά αξιάαγι'αυτηάν. ''Αάουτσ!!''ειάπα καθωάς εάνα μικροά κομμαάτι γυαλιά εισχωάρησε στο δαάχτυλο μου.Σταγοάνες αιάματος εάπεσαν στο ξυάλινο παάτωμα. Πεταάχτηκα παάνω για να φταάσω στον νεροχυάτη. -''Ειάσαι καλαά?'' ρωάτησε ο Λιάαμ και εάγνεψα καταφατικαά. -''Ναι, ειάναι απλωάς εάνα μικροά κομματαάκι, δεν ξεάρω γιατιά τρεάχει τοάσο πολυά αιάμα.'' του ειάπα. Δεν ποναάει και τοάσο πολυά. Εάκλεισα τα μαάτια μου καθωάς το κρυάο νεροά εάτρεχε παάνω στο δαάχτυλο μου. Αάκουσα την πιάσω ποάρτα να ανοιάγει. Αάνοιξα ταμαάτια μου και ειάδα τον Χαάρρυ να στεάκεται στην ποάρτα. -''Τεάσσα, μπορωά να σου μιληάσω?'' με ρωάτησε. Το ξεάρω πως πρεάπει να πω οάχι αλλαά καάτι γυάρω αποά τα κοάκκινα μαάτια του με εάκανε να πω ναι. Τα μαάτια του κοιάταξαν τοχεάρι μου και αμεάσως μεταά το αιάμα στο παάτωμα. -''Ειάσαι καλαά, τι συνεάβη?'' ειάπε και περπαάτησε προς το μεάρος μου. -''Δεν ειάναι τιάποτα απλαά εάνα μικροά γυαλιά'' του ειάπα. Μοάλις πριν απο λιάγο με εάλεγε αξιολυάπητη και τωάρα νοιαάζεται για την υγειάα μου? Θα με καάνει κυριολεκτικαά τρεληά. Εάπιασε το χεάρι μου και το εάβαλε καάτω αποά το νεροά. Ακοάμα και οάταν αγγιάζει το χεάρι μου νιωάθω τον ηλεκτρισμοά. Συναρθρωάθηκε και με πηάγε σε εάνα ντουλαάπι. -''Πουά ειάναι το βαμβαάκι?'' ρωάτησε και ο Λιάαμ του ειάπε οάτι ειάναι στο μπαάνιο. Εντοάς ενοάς λεπτουά ηάταν πιάσω με το βαμβαάκι στο χεάρι και εάπιασε το δικοά μου ξαναά. Το τυάλιξε γυάρω αποά το χεάρι μου απαλαά οάσο εγωά παρεάμενα σιωπηληά. Ο Λιάαμ κοιτουάσε τοάσο μπερδεμεάνα οάσο εγωά ειάμαι αποά τις κινηάσεις του Χαάρρυ.
115
-''Μπορωά να σου μιληάσω?'' ζηάτησε ξαναά. -''Ναι, φανταάζομαι.''απαάντησα. Το ξεάρω πως δεν θα πρεπε. εάβαλε το χεάρι του γυάρω αποά το καρποά μου και με οδηάγησε εάξω....
Chapter 33 Καθως φτανουμε στο τραπεζι ο Χαρρυ αφηνει το χερι μου και βγαζει την καρεκλα για να καθησω. Νιωθω οάτι το χερι μου κυριολεκτικα καιει αποά το αγγιγμα του, τριβω τον καρπο μου με τα χερια και εκεινος παιρνει την καρεκλα που βρισκεται διπλα μου και την σερνει πανω αποά το τσιμεντενιο δαπεδο ωάστε να τοποθετηθει ακριβως μπροστα μου. Η καρεκλα του ειάναι τοσο κοντα, που τα γονατα του σχεδον αγγιζουν τα δικα μου. «Για ποιο πραγμα μπορει να ηθελες να μου μιλησεις , Χαρρυ?» Τον ρωταω με τον πιο σκληρο τονο στην φωνη μου. Παιρνει μια βαθια ανασα και ξαναβγαζει το σκουφακι του και το ακουμπαει στο τραπεζι. Τον παρατηρω καθως τα μακρια του δαχτυλα περνανε μεσα αποά τα μαλλια του και με κοιταει στα ματια. «Συγγνωμη» μου λεει και απομακρυνω το βλεμμα μου επικεντρωνοντας το στο μεγαλο δεντρο της αυλης. «Με ακουσες?» με ρωταει και σκυβει. «Ναι σε ακουσα» του απαντω. Ειάναι πιο τρελος αποά οάτι νομιζα, εαάν πιστευει οάτι απλως με το να απολογειται θα ξεχασω τα απαισια πραγματα που συνεχιζει να μου κανει σε σχεδον καθημερινη βαση.
116
«Εισαι τοσο δυσκολη για να ασχοληθω μαζι σου» λεει και καθεται παλι στην καρεκλα. Το μπουκαλι που πεταξα στην αυλη βρισκεται στα χερια του και ξαναπινει μια γουλια. Πως και δεν εχει λυποθημισει με τοσο που εχει πιει? «Εγω ειμαι δυσκολη? Μου κανεις πλακα! Τι περιμενεις να κανω Χαρρυ? Εσυ εισαι σκληρος μαζι μου, τοσο αδιστακτος» απαντω και μασουλαω το κατω χειλος μου με τα δοντια μου. Δεν θα κλαψω για χαρη του. Ο Νοάα δεν με εχει κανει ποτε να κλαψω, εχουμε τσακωθει μερικες φορες στα τοσα χρονια που ειμαστε μαζι αλλα δεν με εχει αναστατωσει τοσο πολυά ωάστε να κλαψω. «Δεν ειάναι η προθεση μου» η φωνη του ειάναι σιωπηλη. «Ναι ειάναι και το ξερεις. Το κανεις επιτηδες. Δεν μου εχουν φερθει ποτε τοσο ασχημα σε ολοκληρη τη ζωη μου» δαγκωνω το χειλος μου πιο δυνατα. Μπορω να νιωσω τον λυγμο στον λαιμο μου. Εαάν κλαψω, θα νικησει. Αυτοά θελει. «Τοτε γιατι συνεχιζεις να ερχεσαι? Γιατι απλως δεν εγκαταλειπεις?» «Εαάν εγω... εγω δεν ξερω αλλα σε διαβεβαιω οάτι μετα αποά το σημερινο βραδυ θα το κανω. Θα παρω απαλλαγη αποά την λογοτεχνια και θα την επιλεξω στον επομενο εξαμηνο» του λεω, δεν ειχα σχεδιασει να το κανω αυτοά μεχρι τωρα αλλα ετσι πρεπει να γινει. «Μη, σε παρακαλω μην το κανεις αυτοά» «Τι σε νοιαζει? Δεν θα ηθελες να βρισκεσαι διπλα σε καποιον τοσο απελπιστικο οσο εμενα, σωστα?» Το αιμα μου βραζει. Εαάν γνωριζα, τι θα επρεπε να πω για να τον πληγωσω τοσο ασχημα, οάπως αυτος κανει συνηθως, τοτε θα το ελεγα. «Δεν το εννοουσα αυτοά. Εγω ειμαι ο αξιολυπητος» αφηνω το χειλος μου ελευθερο αποά τα δοντια μου και μενω με το στομα ανοιχτο. «Δεν θα διαφωνησω με αυτοά» του λεω και ξαναπινει μια γουλια. Πλησιαζω να παρω το πουκαλι και το τραβαει μακρυα. «Δηλαδη μονο εσυ δικαιουσαι να μεθυσεις?» τον ρωταω και εάνα μικρο χαμογελο εμφανιζεται στο προσωπο του. O φωτισμος της αυλης αντανακλαται στο σκουλαρικι του φρυδιου του καθως μου δινει το μπουκαλι. «Νομιζα οάτι θα μου το ριξεις ξανα» λεει και βαζω το μπουκαλι στα χειλη μου. To υγρο ειάναι ζεστο και εχει γευση καμμενης γλυκοριζας βυθισμενη στο αλκοολ. Βηχω και ο Χαρρυ γελαει.
117
«Ποσο συχνα πινεις?» τον ρωταω. Πρεπει ο θυμος μου απεναντι του να ξαναεπιστρεψει μετα την απαντηση του. «Πριν την σημερινη βραδια, ειχα να πιω εδωά και εξι μηνες» τα ματια του κοιταζουν το πατωμα σαν να ντρεπεται. «Λοιπον, δεν θα επρεπε να πινεις πια. Σε κανει ακομη πιο χειροτερο ανθρωπο αποά οάτι ησουν πριν» «Πιστευεις οάτι ειάμαι κακος ανθρωπος?»ο τονος του ειάναι σοβαρος. Ειάναι τοσο μεθυσμενος που στα αληθεια πιστευει οάτι ειάναι καλος ανθρωπος? «Ναι» απαντω. «Δεν ειμαι. Βασικα ισως και να’μια. Θα ηθελα να..» σταματαει. «Θα ηθελες τι?» πρεπει να μαθω τι ηθελε να πει. Του δινω πισω το μπουκαλι και καθεται στο τραπεζι. Δεν θελω να πιω, αυτηά η μια γουλια ηταν αρκετη και εχω ηδη σχηματησει μια ασχημη κριση για τον Χαρρυ οάπως ειάναι τωρα. «Τιποτα» μου λεει και ξερω οάτι ψευδεται. Γιατι βρισκομαι εδωά? Ο Νοάα ειάναι στο δωματιο μου και με περιμενει ενωά εγω καθομαι εδωά σπαταλωντας το χρονο μου ακομη πιο πολυά με τον Χαρρυ. «Καλυτερα να φυγω» λεω και ανασηκωνομαι. «Μην φυγεις» τα ποδια μου σταματανε στο ικετευτικο τονο της φωνης του. Γυριζω να δω και βρισκεται λιγα μονο μετρα μακρυα μου. «Γιατι οάχι? Εχεις και αάλλες προσβολες να μου πεις?» φωναζω και γυριζω αποά την αάλλη. Νιωθω το χερι του να τυλιγεται γυρω αποά τον ωμο μου και με τραβαει προς τα πισω. «Μην μου γυριζεις εμενα την πλατη!» φωναζει ακομη πιο δυνατα αποά εμενα. «Θα επρεπε να σου ειχα γυρισει την πλατη πολυά καιρο πριν!» τσιριζω και σπρωχνω εναντια στο στερνο του. «Δεν ξερω καν γιατι ειμαι εδωά! Εκανα ολο αυτοά δρομο για να ερθω με το που μου τηλεφωνησε ο Λιαμ! Αφησα το αγορι μου που οάπως ειπες και εσυ μονο εκεινος αντεχει να βρισκεται γυρω μου, για να ερθω εδωά σε εσενα! Ξερεις κατι? Εχεις δικιο Χαρρυ, ειμαι αξιολυπητη. Ειμαι αξιολυπητη που ηρθα εδωά, ειμαι αξιολυπητη που προσπαθησα..» διακοπτομαι αποά τα χειλη του πανω στα δικα μου.
118
Σπρωχνω στο στηθος του για να τον σταματησω αλλα δεν κουνιεται. Καάθε μερος του σωματος μου θελει να τον φιλησω αλλα συγκρατιεμαι. Νιωθω την γλωσσα του να προσπαθει να εισβαλει αναμεσα στα χειλη μου και τυλιγει τα χερια του γυρω μου φερνοντας με πιο κοντα του, παρολο που εγω συνεχιζω να τον σπρωχνω. «Φιλα με Τεσσα» λεει πανω στα χειλη μου. Κουναω το κεφαλι μου και γρυλιζει θυμωμενα. «Σε παρακαλω, απλως φιλα με. Σε χρειαζομαι» τα λογια του με ξετυλιγουν. Αυτοάς ο ασεμνος, μεθυσμενος, απαισιος αντρας μολις ειπε οάτι με χρειαζεται και με καποιο τροπο αυτοά ακουστηκε σαν ποιηση στα αυτια μου. Ο Χαρρυ ειάναι σαν ναρκωτικο για εμενα, ακομη και αν παρω εστω και την μικροτερη δοση αποά εκεινον, επιθυμω και αάλλο. Κυριαρχει στις σκεψεις μου και ερχεται στα ονειρα μου. Την στιγμη που τα χειλη μου ανοιγουν, το στομα του ξαναβρισκεται στο δικο μου, αυτηά την φορα δεν αντιστεκομαι. Δεν μπορω. Ξερω οάτι αυτηά δεν ειάναι η απαντηση στο προβλημα μου και απλως χωνομαι ακομη πιο βαθια αλλα δεν εχει σημασια τωρα. Αυτοά που μετραει ειάναι τα λογια του «Σε χρειαζομαι». Μπορει αραγε ο Χαρρυ να με χρειαζεται τοσο απελπιστικα οσο τον χρειαζομαι και εγω? Αμφιβαλλω, αλλα για τωρα προσπιουμαι οάτι με χρειαζεται. Φερνει το εάνα του χερι και χαιϊδευει το μαγουλο μου και τυλιγει την γλωσσα του στο κατω χειλος μου. Ανατριχιαζω και χαμογελαει, το σκουλαρικι στο στομα του γαργαλαει την γωνια του στοματος μου. Ακουω εάνα θορυβο και απομακρυνομαι. Με αφηνει να σταματησω το φιλι, αλλα εξακολουθει να εχει τυλιγμενα τα χερια του σφιχτα γυρω μου, το σωμα μου ακουμπαει το δικο του. Κοιταζω στην πισω πορτα και προσευχομαι ο Λιαμ να μην εχει δει την ελλειψη κρισης μου. Δεν τον βλεπω, δοξα το Θεο! «Χαρρυ, πρεπει στα αληθεια να φυγω. Δεν γινεται να συνεχιστει αυτοά, δεν ειάναι καλο για κανεναν αποά τους δυο μας» του λεω και κοιταζω κατω. «Ναι γινεται» απαντα και σηκωνει το πηγουνι μου, αναγκαζοντας με να δω μεσα στα πρασινα ματια του. «Οάχι δεν μπορουμε. Με μισεις και δεν θελω να ειμαι πια ενας ‘σακος του μποξ’ για εσενα. Με μπερδευεις. Την μια μου λες ποσο πολυά δεν με αντεχεις και την αάλλη με εξευτελιζεις μετα αποά την πιο ενδομυχη εμπειρια μου» ανοιγει το στομα του να με διακοψει και βαζω το δαχτυλο μου να τον σταματησω και συνεχιζω «μετα την αάλλη στιγη με φιλας και μου λες οάτι με χρειαζεσαι. Δεν μου αρεσει ο εαυτος μου οάταν βρισκομαι μαζι σου και μισω τον τροπο που νιωθω μετα αποά τα απαισια πραγματα που μου λες»
119
«Ποια εισαι οάταν βρισκεσαι μαζι μου?» με ρωταει. «Καποια που δεν θελω να’μαι, καποια που απαταει το αγορι της και κλαει συνεχεια» του εξηγω. «Ξερεις ποια πιστευω οάτι εισαι οάτι βρισκεσαι μαζι μου?» χαιϊδευει με τον αντιχειρα του το προσωπο μου και προσπαθω να μεινω συγκεντρωμενη. «Ποια?» «Ο εαυτος σου. Πιστευω οάτι αυτηά εισαι πραγματικα, απλα εισαι πολυά απασχολημενη με το να σκεφτεσαι τι πιστεουν οι αλλοι για εσενα για να το συνειδητοποιησεις» ακουγεται τοσο ειλικρινης και σιγουρος για την απαντηση του, ωάστε παιρνω λιγο χρονο να σκεφτω τα λογια του. «Και ξερω τι σου εκανα μετα που σου εβαλα δαχτυλο» παρατηρει το κατσουφιασμα μου και συνεχιζει. «συγγνωμη…μετα την εμπειρια μας, οτι ηταν λαθος. Ενιωσα απαισια αφου βγηκες αποά το αμαξι μου» «Αμφιβαλλω» του απαντω αποτομα, καθως θυμαμαι ποσο πολυά εκλαψα εκεινο το βραδυ. «Ειάναι αληθεια, το ορκιζομαι. Ξερω οάτι πιστευεις πως ειμαι κακος ανθρωπος.. αλλα με κανεις…» γιατι σταματαει παντα σε αυτοά σημειο? «Τελειωσε την προταση σου αλλιως θα φυγω» του λεω και το εννοω. «Εσυ… εσυ με κανεις να θελω να ειμαι καλος, για εσενα.. θελω να γινω καλος για εσενα, Τεσσα».
Chapter 34 "Τι;" προσπαθωά να καάνω εάνα βηάμα μακριαά του, αλλαά το πιαάσιμο του ειάναι πολυά δυνατοά. Πρεάπει να αάκουσα λαάθος. "Με αάκουσες.." " οάχι ειάμαι σιάγουρη πως παρεξηάγησα.."
120
"Δεν το εάκανες, με καάνεις να νιωάθω πραάγματα που ειάναι ασυνηάθιστα για μεάνα! Δεν ξεάρω πως να χειριστωά τεάτοιου ειάδους συναισθηάματα Τεάσσα. Οποάτε καάνω το μοάνο πραάγμα μου ξεάρω να καάνω καλα, τo οποιάο ειάναι να ειάμαι κοάπανος." Ακοάμη μια φοραά βριάσκω τον εαυτοά μου υπνωτισμεάνο. "Αυτοά δεν θα μπορουάσε να δουλεάψει ποτεά Χαάρρυ, ειάμαστε τοάσο διαφορετικοιά. Εάχω ηάδη αγοάρι και εσυά δεν βγαιάνεις ραντεβουά θυμαάσαι;" "Δεν ειάμαστε τοάσο διαφορετικοιά, μοιαάζουμε πολυά.. Μας αρεάσουν τα ιάδια πραάγματα, και οι δυο λατρευουμε τα βιβλιάα για παραάδειγμα!" λεάει. Δεν μπορωά να το χωνεψω στο μυαλοά μου, την προσπαθεια του Χαρρυ να με πειάσει οάτι θα μπορουάσαμε να ειάμαστε καλαά μαζιά. "Δεν βγαιάνεις ραντεβουά!" του θυμιάζω ξαναά. "Το ξεάρω.. αλλαά θα μπορουάσαμε να ειάμαστε φιάλοι;" Να το. Ειάμαστε παλι πιάσω στην αρχη. "Νοάμιζα οάτι ειάπες οάτι δεν μπορουάμε να ειάμαστε φιάλοι; Δεν θεάλω απλαά να ειάμαι φιάλη μαζιά σου, ξεάρω τι εννοειάς με αυτοά, θες οάλα τα πλεονεκτηματα του να ειάσαι αγοάρι μου χωριάς να χρειαάζεται να δεσμευτειάς σε εμεάνα" το σωάμα του ταλαντευάεται και στηριζεται στο τραπεάζι καθως χαλαρωάνει το κραάτημα του. "Γιατιά αυτοά ειάναι τοάσο κακοά; Γιατιά χρειαάζεσαι την ετικεάτα;" "Γιατιά Χαάρρυ, σεάβομαι τον εαυτοά μου! Δεν θα ειάμαι το παιχνιδαάκι σου, ειδικαά οάταν μου φεάρεσαι σαν εάνα τιποτα. Ειάμαι ηάδη πιασμεάνη Χαάρρυ. " "Παρολα αυταά κοιτα που βρισκεσαι αυτηά τη στιγμηά.." Δειάχνει. Δεν μπορωά να αρνηθωά οάτι εάχει διάκιο, αλλα δε μπορωά και δεν προάκειται να συμφωνησω στο να γιάνω φιάλη με πλεονεκτηάματα μαζιά του. "Τον αγαπαάω, και εκειάνος αγαπαάει εμεάνα.." λεάω και βλεάπω την εάκφραση του Χαρρυ να αλλαάζει. Απομακρυάνεται αποά εμεάνα και σκονταάφτει στην καρεάκλα. "Μη τα λες αυταά σε μεάνα!" τραυλιάζει. Σχεδοάν ειάχα ξεχαάσει ποάσο μεθυσμεάνος ηάταν. Τα λοάγια του ρεουν γρηάγορα αποά το στομα του, οάπως ποτεά πριν. "Τα λες οάλα αυταά, γιατιά ειάσαι μεθυσμεάνος, αυάριο θα γυρισεις πιάσω, στο να με μισειάς.." "Δεν σε μισωά.." μακαάρι να μην ειάχε αυτηά την αντιάδραση παάνω μου. "Αν μπορειάς να με κοιταάξεις στα μαάτια και να μου πεις, οάτι θεάλεις να σε αφηάσω ηάσυχη, και να μη σου μιληάσω ξαναά, θα το καάνω. Ορκιάζομαι αποά' δω και πεάρα δεν θα σε ξαναά πλησιαάσω, ποτεά ξαναά, απλαά πες τις λεάξεις.." ανοιάγω το στοάμα μου να του πω ολα αυταά. Να του πω να μειάνει μακριαά μου,να του πω οάτι ποτεά δεν ηάθελα να τον υψωσω το βλεμμα μου πανω του.
121
"Πες μου Τεάσσα, πες μου οάτι δεν θεάλεις να με δεις ξαναά." Πλησιαζει κονταά μου ξαναά.Tα χεάρια του τρεάχουν καταά μηάκους των χεριωάν μου και ανατριάχιαζει οάλο μου το δεάρμα. "Πες μου οάτι δεν θεάλεις να ξαναά νιωάσεις το αάγγιγμα μου.." ψιθυριάζει και φεάρνει το χεάρι του στον λαιμοά μου. Ο δειάκτης του αγγιζει την κλειάδα μου χαιϊδευοντας παάνω καάτω τον λαιμοά μου. Ακουάω την αναπνοηά μου να αυξαάνεται καθως φεάρνει τα χειάλη του αργαά μολις λιγα εκατοστα αποά τα δικαά μου. "Οάτι δεν θεάλεις να σε ξαναά φιληάσω.." λεάει και μπορωά να μυριάσω το ουιάσκι και να νιωάσω την ζεάστη της αναάσα του. "Πες μου Τερεάσσα.." μουρμουριάζει και γκρινιαάζω. "Χαρρυ.." ψιθυριάζω. "Δεν μπορειάς να μου αντισταθειάς Τεάσσα, οάπως κι εγωά δεν μπορωά να σου αντισταθωά.." τα χειάλη του ειάναι κονταά στα δικαά μου, σχεδοάν αγγιάζονται. "Μειάνε μαζιά μου αποάψε..;" με ρωταάει και θεάλω να καάνω αυτοά που θα μου πει. Μια κιάνηση στην ποάρτας τραβηξε την προσοχη μου και απομακρυάνθηκα αποά τον Χαρρυ. To προάσωπο του Λιάαμ ειάναι φαινεται πολυά μπερδεμεάνο, καθωάς γυρναάει και εξαφανιάζετε αποά την ποάρτα. Επανηάλθα στην πραγματικοάτητα. "Πρεάπει να φυάγω.." λεάω και ο Χαάρρυ βριάζει καάτω αποά την αναάσα του "Σε παρακαλωά, σε παρακαλωά μειάνε. Απλαά μειάνε μαζιά μου αποάψε, και αν αποφασιάσεις το πρωιά να μου πεις οάτι δεν θεάλεις να με ξαναά δεις αάλλο πια.. απλαά σε παρακαλωά μειάνε.. Σε ικετευάω και εγωά συνηθως δεν ικετευάω Τεάρεσσα" βριάσκω τον εαυτοά μου να γνεάφει πριν προλαάβω να με σταματηάσω. "Τι θα πω στον Νοάα; Με περιμεάνει και εάχω το αμαάξι του..." δε το πιστευάω οτι στ’αληθεια σκεάφτομαι να μεινω. "Απλαά πες του οάτι πρεάπει να μειάνεις επειδηά.. δεν ξεάρω. Μη του πεις τιάποτα, ποιο ειάναι το χειροάτερο πραάγμα που μπορειά να καάνει;" ο Χαρρυ ρωταάει και ανατριχιαάζω. Θα το πει στην μαμαά μου. Ενοχλουμαι σκεφτοντας αυτοά για τον Νοάα. Δεν θα εάπρεπε να ανησυχωά αν το αγοάρι μου θα το εάλεγε στην μαμαά μου για μεάνα. "Θα πρεάπει να ειάναι ηδη αποκοιμισμεάνος.." λεάει ο Χαάρρυ. "Οάχι δεν εάχει τροάπο να παάει πιάσω στο ξενοδοχειάο.
122
"Ξενοδοχειάο; Καάτσε... δεν μεάνει μαζιά σου;" "Οάχι εάχει εάνα κλεισει δωμαάτιο σε ξενοδοχειάο.." "Και εσυά μεάνεις στο ξενοδοχειάο μαζιά του;" "Οάχι εκειάνος μεάνει εκειά και εγωά στο δωμαάτιο μου." "Τι συμβαιάνει μαζιά του; Ειάναι στρεάιτ;" ο Χαρρυ ρωταάει, τα κοκκινισμεάνα μαάτια του δειχνουν οάτι το διασκεδαζει. "Φυσικαά και ειάναι!" "Συγνωάμη αλλαά καάτι δεν παάει καλαά. Αν ηάσουν δικιαά μου δεν θα ειάχα την ικανοάτητα να μειάνω μακριαά σου, θα σε επαιρνα με καάθε ευκαιριάα που ειάχα." Το στοάμα μου μεάνει ορθανοιχτο. Τα βρωάμικα λοάγια του Χαάρρυ εάχουν μια περιάεργη επιάδραση παάνω μου. Κοκκινιάζω και κοιταάω μακριαά αποά αυτοάν. "Παάμε μεάσα τα δεάντρα ταλαντευάονται μπρος πιάσω. Νομιάζω οάτι αυτοά ειάναι το συάνθημα να παάω μεάσα. Ηάπια αρκεταά' "Θα μειάνεις εδωά;" τον ρωταάω, ειάχα υποθεάσει οάτι θα πηάγαινε πιάσω στο δωμαάτιο που εχει. "Ναι, οπως κι εσυά, παάμε.." αρπαάζει το χεάρι μου και προχωραάμε προς την πιάσω ποάρτα. Θα ηάθελα να βρω τον Λιάαμ και να του εξηγηάσω τι ηάταν αυτοά που ειάδε μεάσα αποά την ποάρτα. Δεν ξεάρω τι συμβαιάνει ουτε και εγω, οποάτε δεν ειάμαι σιάγουρη πως θα το εξηγηάσω, αλλαά πρεάπει να τον καάνω καάπως να το καταλαάβει. Καθωάς περναάμε μεάσα αποά την κουζιάνα, παρατηρωά οάτι το χαάλι ειάναι σχεδοάν καθαρισμεάνο. "Θα πρεάπει να καθαριάσεις τα υποάλοιπα αυάριο.." του λεάω και γνεάφει. "Θα το καάνω!" υποάσχεται και ελπιάζω να την κρατηάσει. Συνεχιάζει να κραταάει το χεάρι μου στο δικοά του, καθωάς με οδηγειά στην μεγαάλη σκαάλα. Προσευάχομαι οάτι δεν θα συναντηάσουμε τον Λιαμ στον διαάδρομο και ανακουφιάζομαι που δεν τον ειδαμε. O Χαρρυ ανοιάγει την ποάρτα σε εάνα κατασκοτεινο δωμαάτιο και με τραβαάει απαλα μεάσα.
123
Chapter 35 Τα ματια μου συνηθιζουν στο σκοταδι, το μοναδικο φως ειάναι μια μικρη αχτιδα αποά την πανσεληνο που εισερχεται μεσα αποά την εξοχη του παραθυρου. «Χαρρυ?» ψιθυριζω. Τον ακουω να βριζει καθως σκονταφτει πανω σε κατι και προσπαθω να μην γελασω. «Ειμαι ακριβως εδωά» λεει και αναβει το φωτιστικο του γραφειου. Κοιταζω τριγυρω μου και μοιαζει με δωματιο ξενοδοχειου. Ειάναι μεγαλο και εχει εάνα κρεβατι με δικο του ουρανο με σκουροχρωμα σεντονια να κρεμονται αποά τις ακρες του τοποθετημενα σε ολο το μηκος του τοιχου, μοιαζει να’ναι υπερδιπλο και εχει τουλαχιστον 20 μαξιλαρια πανω του. Το ξυλινο γραφειο ειάναι επισης πολυά μεγαλο στο χρωμα του κερασιου, ο υπολογιστης που βρισκεται επανω του εχει μεγαλυτερη οθονη αποά την τηλεοραση στην εστια μου. Κοντα στο παραθυρο υπαρχει εάνα ενσωματωμενο παγκακι στο τοιχο και λιγοστες κουρτινες, τα αλλα παραθυρα στο δωματιο εχουν πιο χοντρες κουρτινες σε σκουρο μπλε χρωμα εμποδιζοντας το φως του φεγγαριου να εισελθει. «Αυτοά ειάναι το δωματιο μου» λεει και τριβει τον αυχενα του με το χερι του. Δειχνει σχεδον ντροπιασμενος. «Εχεις το δικο σου δωματιο εδωά?» ρωταω, φυσικα και θα’χε. Ειάναι το σπιτι του πατερα του και προφανως ο Λιαμ μενει σ’αυτοά. Ο Λιαμ ειχε αναφερει οάτι Ο Χαρρυ δεν ερχεται ποτε, οποτε ισως γι’αυτοά να μοιαζει με μουσειο, απροσωπο και χωρις να το’χει αγγιξει κανεις. «Ναι.. δεν εχω κοιμηθει ποτε εδωά…μεχρι σημερα» Καθεται στην γωνια του κρεβατιου και λυνει τα κορδονια του. Βγαζει τις καλτσες του και τις ακουμπα πανω στα παπουτσια του. Η καρδια μου φτερουγιζει καθως σκεφτομαι οάτι ειμαι μερος αυτης της πρωτης του νυχτας στο δωματιο του. «Αα..και γιατι δεν εχεις ερθει ξανα?» εκμεταλλευομαι την ειλικρινια του επειδη ειάναι μεθυσμενος. «Επειδη δεν θελω. Μισω να βρισκομαι εδωά» απανταει σιωπηλα και ξεκουμπωνει τα μαυρα του παντελονια και τα κατεβαζει στα ποδια του. «Τι κανεις?» «Ξεντυνομαι?» λεει το προφανες. «Εννοω γιατι?» ελεπιζω να μην νομιζει οάτι θα κανω σεξ μαζι του. Ακομη και εαάν μερος του εαυτου μου πεθαινει να ξανανιωσει το αγγιγμα του επανω μου.
124
«Δεν γινεται να κοιμηθω με το τζιν και τα μποτακια μου» χαμογελαει. Το χερι του σπρωχνει τα μαλλια απο το προσωπο του κανοντας τα να καθησουν ισια. Οάτι και αν κανει στελνει αυτοά το συναισθημα που διαπερνα ολο μου το κορμι. «Οκ» βγαζει την μπουζα του και δεν παιρνω τα ματια μου αποά πανω του. Το στομαχι του καλλυμενο με ταττουαζ δειχνει τελειο. Μου ριχνει την μπουζα του και δεν την πιανω, αφηνοντας την να πεσει στο εδαφος. Σηκωνω το φρυδι μου σε εκεινον και μου χαμογελαει. «Μπορεις να κοιμηθεις φορωντας αυτοά, υποθετω οάτι δεν θα ηθελες να κοιμηθεις με τα εσωρουχα σου. Αλλα φυσικα και δεν με πειραζει εαάν το κανεις» μου κλεινει το ματι και γελαω. Σκυβω για να μαζεψω το μαυρο υφασμα αποά το πατωμα και το κραταω στα χερια μου. «Ειμαι ενταξει, θα κοιμηθω μ’αυταά που φοραω» του λεω και κοιταζει το ντυσιμο μου. Δεν εχει κανει ουτε εάνα αγενες σχολιο για την μακρια μου φουστα και την φαρδια μου μπλε μπουζα. «Καλα. Οάπως θες, αν θες να κοιμηθεις αβολα, καντο» χαμογελαει και παιρνει την μπλουζα αποά το χερι μου και την βαζει στην ντουλαπα. Αναρωτιεμαι αν υπαρχουν ρουχα μεσα της. Μετακινειται προς το κρεβατι μονο με το μποξερακι του και αρχιζει να ριχνει τα μαξιλαρια στο πατωμα. Πλησιαζω και ανοιγω το συρταρι, οάπως το φανταστηκα ειάναι αδειο. «Τα μαξιλαρια μπαινουν εδωά μεσα» του λεω και γελαει πριν πεταξει εάνα ακομη στο πατωμα. Μουγκριζω και σηκωνω τα μαξιλαρια τοποθετωντας τα στο συρταρι. Γελαει μαζι μου και σηκωνει το παπλωμα για να μπει μεσα. Σταυρωνει τα χερια πισω αποά το κεφαλι του, μετα τα ποδια του και μου χαμογελαει. Οι λεξεις που εχει κανει ταττουαζ στα πλευρα του, διαστελονται διοτι ακριβως τα χερια του εχουν ανασηκωθει πισω αποά το κεφαλι του. Το μακρυ του σωμα μοιαζει σαν ονειρο ξαπλωμενο πανω στο κρεβατι. «Δεν θα αρχιζεις να γκρινιαζεις που θα κοιμηθεις στο κρεβατι σωστα?» Με ρωταει και στριφογυριζω τα ματια μου. Δεν σκοπευα να το κανω. Ξερω οάτι ειάναι λαθος αλλα θελω να κοιμηθω στο κρεβατι με το Χαρρυ περισσοτερο αποά οάτιδηποτε αάλλο. «Οάχι, το κρεβατι ειάναι αρκετα μεγαλο και για τους δυο μας» λεω χαμογελαστη. Δεν ξερω αν ειάναι το χαμογελο του Χαρρυ ηά το γεγονος οάτι απλως φοραει το μποξερακι του αλλα ειμαι σε πολυ καλυτερη διαθεση απ’οάτι ημουν πριν.
125
«Αυτηά ειάναι η Τεσσα που αγαπαω» με πειραζει και η καρδια μου φτερουγιζει με την επιλογη των λεξεων του. Το ξερω οάτι δεν τις εννοει ετς,ι και δεν θα τις εννοουσε ποτε με τετοιο τροπο αλλα ακουστηκε τοσο ωραιο αφου προηλθε αποά τα χειλη του. Σκαρφαλωνω στο κρεβατι και πηγαινω στην αάλλη ακρη του, οσο πιο μακρυα γινεται αποά το σωμα του Χαρρυ. Τον ακουω να γελαει και γυρναω αποά την πλευρα του να τον αντικρυσω. «Τι ειάναι τοσο αστειο?» τον ρωτω. «Τιποτα» λεει ψευδως και δαγκωνει το χειλος του για να μην γελασει. Μου αρεσει αυτος ο παιχνιδιαρης Χαρρυ, το χιουμορ του ειάναι μεταδοτικο. «Πες μου!» σουφρωνω τα χειλη μου. Τα ματια του κοιταζουν αμεσως το στομα μου και γλυφει τα χειλη του πριν να παρει το σκουλαρικι του αναμεσα στα δοντια του. «Δεν εχεις ξανακοιμηθει σε κρεβατι με αγορι, σωστα?» γυριζει στην μια πλευρα του και πλησιαζει πιο κοντα μου. Εαάν κανω αάλλο λιγο πισω, θα πεσω αποά το κρεβατι. «Οάχι» του απαντω απλα και το χαμογελο του μεγαλωνει. Ειμαστε λιγα εκατοστα μακρυα και πριν να το καταλαβω το χερι μου ασυναισθητα πλησιαζει στο μαγουλο του και ακουμπαει το λακακι του. Τα ματια του γυριζουν σε εμενα εκπληκτα και αποτραβω το χερι μου, αλλα εκεινος το πιανει και το επανατοποθετει ξανα στο μαγουλο του, κουνωντας του πανω κατω με αργες κινησεις. «Δεν ξερω γιατι κανεις μεχρι τωρα δεν σε εχει πηδηξει, πρεπει να εισαι πολυά καλη στο να αντιστεκεσαι» λεει και ξεροκαταπινω. «Δεν χρειαστηκε ποτε να αντισταθω σε καποιον» παραδεχομαι. Τα αγορια στο λυκειο μου με εβρισκαν ελκυστικη και μου την επεφταν αλλα κανεις ποτε δεν προσπαθησε να κανει σεξ μαζι μου. Ολοι ηξεραν οάτι ειχα αγορι. Ημουν αρκετα συμπαθητικη στο λυκειο μου, το ιδιο και ο Νοάα. Ημασταν και οι δυο μελη του μαθητικου συμβουλιου καάθε χρονο. «Αυτοά ειτε ειάναι ψεμμα ηά πηγαινες σε σχολειων τυφλων. Μονο τα χειλη σου ειάναι αρκετα για να με αναψουν» αναστεναζω στα λογια του και γελαει. Φερνει το χερι μου στο στομα του και το ακουμπαει πανω στα βρεγμενα του χειλη. Η ανασα του ειάναι καυτη πανω στα δαχτυλα μου και εκλπησσομαι ακομη περισσοτερο οάταν με τα δοντια του δακγωνει απαλα το εσωτερικο του δεικτη μου, και το συναισθημα με καποιο τροπο αντανακλαται μες στο στομαχι μου. Μετακινει το χερι μου κατω στο λαιμο του και τα δαχτυλα μου
126
χαιϊδευουν τα τατουαζ που βρισκονται σε ολο το μηκος του λαιμου του. Με κοιταει προσεχτικα, αλλα δεν με σταματαει. «Σ’αρεσει ο τροπος που σου μιλαω, σωστα?» Η εκφραση του ειάναι σκοτεινη αλλα και τοσο σεξυ. Ανεσταζω ξανα και μου χαμογελαει. «Μπορω να δω οάτι τα μαγουλα σου κοκκινιζουν και μπορω να ακουσω οάτι η αναπνοη σου εχει αλλαξει. Απαντησε μου Τεσσα, ας χρησιμευσουν σε κατι αυταά τα σαρκωδη σου χειλη» λεει και γελαω. Δεν ξερω τι αάλλο να κανω αποά το να γελασω. Δεν θα παραδεχτω ποτε τον τροπο με τον οποιο τα λογια του αναβουν κατι βαθια μεσα μου. Αφηνει το χερι μου αλλα τυλιγει τα δαχτυλα του γυρω αποά τον καρπο μου και κλεινει το κενο αναμεσα μας. Ειμαι ζεστη, ζεστενομαι υπερβολικα. Χρειαζομαι λιγο αερα, αλλιως θα αρχισω να ιδρωνω συντομα. «Μπορεις να αναψεις τον ανεμιστηρα?» ρωταω τον Χαρρυ και συνοφρυεται. «Σε παρακαλω» τον ξαναρωταω και αφου αναστεναζει, σηκωνεται αποά το κρεβατι. «Αν ζεστενεσαι, γιατι δεν αλλαζεις αποά αυταά τα χοντρα ρουχα, αυτηά η φουστα δειχνει απαισια ετσι και αλλιως» μου απαντα και χαμογελαω. Το περιμενα να με πειραξει για τα ρουχα μου. «Πρεπει να ντυνεσαι για το σωματοτυπο σου Τεσσα, αυταά τα ρουχα κρυβουν ολες σου τις καμπυλες. Εαάν δεν σε ειχα δει με τα εσωρουχα σου δεν θα ηξερα ποτε ποσο σεξυ και καμπυλωτο ειάναι το σωμα σου. Αυτηά η φουστα πραγματικα μοιαζει με σακο για πατατες» μου λεει και χαζογελαω, παρολο που με προσβαλλει και με καποιο τροπο με κολακευει ταυτοχρονα. «Τι προτεινεις να βαλω? Διχτιωτα και εφαρμοστα?» τον ρωταω «Οάχι, βασικα θα μου αρεσε να το εβλεπα και αυτοά, αλλα οάχι. Μπορεις να καλυψεις τον εαυτο σου και να φορας ρουχα στο νουμερο σου. Αυτοά το μπλουζακι κρυβει το στηθος σου, και τα βυζια σου δεν ειναι κατι που θα επρεπε να καλυπτεις» «Σταματα να χρησιμοποιεις αυτεάς τις λεξεις!» τον μαλωνω και χαμογελαει. Επιτελους επιστρεφει παλι πισω στο κρεβατι, πλησιαζοντας το σχεδον γυμνο του κορμι διπλα στο δικο μου. Ακομη ζεστενομαι, και ο περιεργος τροπος που ο Χαρρυ μου κανει κοπλιμεντα αποψε μου εχει ανεβασει την αυτοπεποιθηση. «Που πηγαινεις?» ρωταει πανικοβλητος καθως σηκωνομαι αποά το κρεβατι. «Παω να αλλαξω» του απανταω και κατευθυνομαι προς την ντουλαπα για να παρω το μπλουζακι του. «Τωρα γυρνα αποά την αάλλη και μην κρυφοκοιτας» βαζω τα χερια μου στους γοφους μου.
127
«Οάχι» «Τι εννοεις οάχι?» Πως γινεται να αρνειται? «Δεν θα γυρισω αποά την αάλλη, θελω να σε δω.» Μαλιστα. Κουναω το κεφαλι μου και σβηνω το φως. Γκρινιαζει και χαμογελαω στον εαυτο μου καθως ξεκουμπωνω την φουστα μου. Πεφτει στα ποδια μου και εάνα φως ξαφνικα αναβει. «Χαρρυ!!!» γρηγορα ανασηκωνω την φουστα αποά το πατωμα. Με εχει δει με πολυά λιγοτερα ρουχα και γνωριζω οάτι δεν θα με ακουσει οποτε παιρνω μια βαθια ανασα και σηκωνω το μπλουζακι μου. Πρεπει να παραδεχτω οάτι μ’αρεσει αυτοά το παιχνιδακι που παιζουμε τωρα. Ξερω καταά βαθος οάτι θελω να με βλεπει, να με ποθει. Φοραω εάνα απλο ασπρο σουτιεν και εάνα λευκο εσωρουχο, τιποτα ιδιαιτερο αλλα η εκφραση του Χαρρυ με κανει να νιωθω σεξυ. Αρπαζω το μπλουζακι του και το φοραω. Μυριζει τοσο ωραια, οάπως και ο Χαρρυ. Στηριζεται στους αγκωνες του για να με δει, δεν ντρεπεται καθως το βλεμμα του σκαναρει πανω-κατω το κορμι μου. «Ελα εδωά» μου λεει και αγνοω το υποσυνηδειτο μου που με συβουλευει να τρεξω οσο πιο μακρυα γινεται, και κατευθυνομαι ξανα προς το κρεβατι.
128
Chapter 36 Τα φλεγοάμενα μαάτια του Χαρρυ δεν αφηάνουν τα δικαά μου, καθωάς κατευθυάνομαι προς το μεάρος του. Στηριάζω το γοάνατο μου παάνω στο κρεβαάτι και τραβαάω το σωάμα μου για να ανεάβω. Την ιάδια στιγμηά, o Χαρρυ ανυψωάνει το εαυτοά του, κοάντρα στο κεφαλαάρι του κρεβατιουά, και μου διάνει το χεάρι του, για να το πιαάσω. Το στιγμηάπου το μικροά μου χεάρι ακουμπαάει στο δικοά του, τυλιάγει τα δαάχτυλα του γυάρω του και με τραβαάεικονταά του. Τα γοάνατα μου ανοιάγουν σε καάθεμια αποά τις πλευρεάς του και εάτσι βριάσκομαι καβαάλα επαάνω στην αγκαλιαά του. Το' χω ξανακαάνει αυτοά μαζιά του, αλλαά οάχι με τοάσα λιάγα ρουάχα. Ανασηκωάνω τον εαυτοά μου παάνω, χρησιμοποιωάντας τα γοάνατα μου, εάτσι ωάστε να μην αγγιζοάμαστε, αλλαά ο Χαρρυδεν το θεάλει αυτοά. Τοποθετειά τα χεάρια του στους γοφουάς μου και μαλακαά με πιεάζει παάλι προς τα καάτω. Το μπλουζαάκι του που φοραάω εάχει ανεάβει αφηάνονταςτους μηρουάς μου ακαάλυπτους. Ειάμαι ευγνωάμων που ξυάρισα τα ποάδια μου το πρωιά. Τα στιγμηά που τα σωάματα μας αγγιάζονται το στομαάχι μου αρχιάζει να ανακατευάεται. Ξεάρω οάτι αυτηά η ευτυχιάα που νιωάθω δεν θα κρατηάσει και αισθαάνομαι σαν την σταχτοπουάτα, περιμεάνοντας το ρολοάι να χτυπηάσει μεσαάνυχτα για να τελειωάσει η υπεάροχη νυάχτα μου. "Πολυά καλυάτερα!" λεάει και μου σκαάει εάνα χαμοάγελο. Ξεάρω οάτι ειάναι μεθυσμεάνος, γι' αυτοά και ειάναι τοάσο καλοάς, , εάστω οάσο καλοάς θα μπορουάσε να γιάνει, αλλαά θα το δεχτωά. Αν αυτηά ειάναι πραγματικαά η τελευταιάα φοραά που θα ειάμαι γυάρω του τοάτε, αυτοάς ειάναι ο τροάπος που θα ηάθελα να την περαάσω. Συνεχιάζω να το υπενθυμιάζω στον εαυτοά μου. Μπορωά να συμπεριφερθωά οάπως θεάλω αποάψε με τον Χαρρυ, γιατιά οάταν ξημερωάσει θα του ζητηάσω να μη με πλησιαάσει ξαναά
129
και θα ειάναι αναγκασμεάνοςνα υπακουάσει. Προς υπεραάσπιση μου, ειάμαι εξιάσου μεθυσμεάνη αποά τον Χαρρυ, οάσο ειάναι και αυτοάς αποά το μπουκαάλι ουιάσκι που καταναάλωσε. Καθωάς ο Χαρρυ συνεχιάζει να κοιταάει μεάσα στα μαάτια μου, αισθαάνομαι νευρικηά. Τι θα εάπρεπε να καάνω μεταά; Δεν εάχω ιδεάα μεάχρι που θα το παάει ο Χαρρυ αυτοά, και δεν θεάλω να φανωά χαζηά προσπαθωάνταςνα ξεκινηάσω εγωάπρωάτη. Μοιαάζει να προάσεξε την αμηάχανη εάκφραση μου. "Τι συμβαιάνει;" ρωταάει και φεάρνει το χεάρι του στο προάσωπο μου. Τα δαάχτυλα του χαιϊδευάουν τα ζυγωματικαάμου και τα μαάτια μου κλειάνουν στο αάγγιγμα του. Tο αάγγιγμα του ειάναι εκπληκτικαά αναάλαφρο. "Τιάποτα, απλαά δεν ξεάρω τι να καάνω.." παραδεάχομαι και κοιταάω καάτω. "Καάνε οάτι θεάλεις Τες, μη το πολυά σκεάφτεσαι." με συμβουλευάει και γνεάφω. Γεάρνω λιάγο προς τα πιάσω για να δημιουργηάσω λιάγο χωάρο αναάμεσα στα στηάθη μας, και φεάρνω το χεάρι μου παάνω στο γυμνοά του στηάθος. Τον κοιταάω για εάγκριση και γνεάφει. Πιεάζω με τα δυο μου χεάρια εναάντια στο στηάθος του απαλαά και κλειάνει τα μαάτια του. Τα δαάχτυλα μου χαιϊδευάουν ταχελιδοάνια στο στηάθος του και καάτω την πεταλουάδα στο στομαάχι του. Oι βλεφαριάδες του πεταριάζουν οάταν χαιϊδευάω τα λοάγια που ειάναι γραμμεάναστο πλευροά του. Η εάκφραση του ειάναι τοάσο ηάρεμη αλλαά το στηάθος του κινειάτε παάνω-καάτω πολυά πιο γρηάγορα απ' οάτι εάνα λεπτοά πριν. Ειάμαι ανιάκανη να ελεάγξω τον εαυτοά μου οάσο φεάρνω το χεάρι μου καάτω και βαάζω τον δειάκτη μου καταά μηάκος του λαάστιχου αποά το μποξεραάκι του. Τα μαάτια του ανοιάγουν διαάπλατα και μοιαάζει νευρικοάς. Ο Χαρρυ, νευρικοάς;; "Μπορωά να...εε.. σε αγγιάξω;" ρωταάω και ελπιάζω να καταλαάβει τι εννοωά, χωριάς να πρεάπει να το πω. Νιωάθω απομακρυσμεάνη αποά τον εαυτοά μου, ποιο ειάναι αυτοά το κοριάτσι που καβαλαάει εάνα punk αγοάρι και ζηταάει να τον αγγιάξει... εκειά καάτω..? Σκεάφτομαι εκειάνο που ο Χαρρυ ειάχε πει πριν, για μεάνα, που ειάμαι ο πραγματικοάς μου εαυτοάς μαζιά του. Μπορειά να εάχει διάκαιο. Λατρευάω τον τροάπο που νιωάθω αυτηά τη στιγμηά, αγαπωά τον ηλεκτρισμοά που διαπερναά το σωάμα μου, καθωάς αυτοάς γνεάφει. "Σε παρακαλωά.." απανταάει και κατεβαάζω τα χεάρια μου. Κραταάω το χεάρι μου στην κορυφηά του μποάξερ και με αργεάς κινηάσεις φταάνω στο μεάρος που εάχει διογκωθειά ελαφρωάς η περιοχηά του. Ρουφαάει μια αναάσα
130
καθωάς το χεάρι μου περναάει ξυσταά αποά παάνω του. Δεν ξεάρω τι να καάνω οάποτε συνεχιάζω απλαά να τον αγγιάζω, τρεάχοντας τα δαάχτυλα μου παάνω και καάτω. Ειάμαι πολυά νευρικηά να τον κοιταάξω και κραταάω τα μαάτια μου στο μεγαάλο του καβαάλο. "Θεάλεις να σου δειάξω τι να καάνεις;" ρωταάει σιωπιλαά, η φωνηά του ειάναι ασταθηάς. Ο συνηάθης υπεροπτικοάς τοάνος του εάχει εξαφανιστειά. Γνεάφω και τοποθετειά τα χεάρια του παάνω αποά τα δικαά μου αάλλη μια φοραά και τα φεάρνει καάτω να τον αγγιάξουν ξαναά. Ανοιάγει το χεάρι μου και καάνει τα δαάχτυλα μου να καλυάψουν οάλο του το μηάκος της στυάσης του. Παιάρνει μια αναάσα αναάμεσα αποά τα χειάλη του και τον κοιταάω καάτω αποά τις βλεφαριάδες μου. Παιάρνει τα χεάρια του αποά τα δικαά μου, διάνοντας μου πληάρη εάλεγχο. "Γαμωάτο, Τεάσσα μη το καάνεις αυτοά.." γρυλιάζει. Ακινητοποιωά τα χεάρια μου και τα τραβαάω μακριαά. "Οάχι, οάχι αυτοά. Συνεάχισε να το καάνεις αυτοά, εννοωά μη με κοιταάς με αυτοάν το υάφος." "Ποιο υάφος;" "Αυτοάν τον αθωάο τροάπο, με καάνει να θεάλω να σου καάνω τοάσα βρωάμικα πραάγματα.." με ενημερωάνει και θεάλω να ριάξω τον εαυτοά μου πιάσω στο κρεβαάτι και να τον αφηάσω να καάνει οάτι θεάλει. Του διάνω εάνα μικροά χαμοάγελο και ξεκιναάω να κουναάω τα χεάρια μου ξαναά. Θεάλω να του βγαάλω το μποξεραάκιαλλαά φοβαάμαι να το καάνω. Εάνα βογκητοά ξεφευάγει αποά τα χειάλη του καθωάς σφιάγγω τα χεάρια μου γυάρω του, θεάλω να ακουάσω, αυτοάν τον ηάχο ξαναά. Δεν ξεάρω αν πρεάπει να κουναάω το χεάρι μου πιο γρηάγορα ηά οάχι, οποάτε συνεχιάζω αργαά, με σφιχτεάςκινηάσεις και μοιαάζει να του αρεάσει. Γεάρνω προς το μεάρος του και πιεάζω τα χειάλη μου εναάντια σ το υγροά δεάρμα του λαιμουά του, καάνοντας τον να βογκηάξει ξαναά. "Γαμωάτο Τεάσσα, τα χεάρια σου με καάνουν να νιωάθω τοάσο ωραιάα, οάπως ειάναι τυλιγμεάνα γυάρω μου." λεάει. Του διάνω εάνα ακοάμη πιο σφιχτοά ζουάληγμα και συσπαάτε. "Οάχι τοάσο σκληραά μωροά μου.." η φωνηά του ειάναι απαληά και καθοάλου ειρωνικηά. "Συγνωάμη.." λεάω και φιλαάω τον λαιμοά του ξαναά. Η γλωάσσα μου χαιϊδευάει το δεάρμα πιάσω αποά το αφτιά του και το σωάμα του αναπηδαά, τα χεάρια του
131
πηγαιάνουν στο στεάρνο μου και καάτω αποά την μπλουάζα μου με ζουλαάει απαλαά στο στηάθος. "Μπορωά..να..σου...βγαάλω....το..σουτιεάν;;" η φωνηά του ειάναι τοάσο ακανοάνιστη και βραχνηά. Ειάμαι εάκπληκτη αποά την επιάδραση που εάχω παάνω του. Γνεάφω και τα μαάτια του φωτιάζονται αποά την εάξαψη. Tα χεάρια του ειάναι ασταθηά και φταάνει καάτω αποά την μπλουάζα και παάνω στην πλαάτη μου, μου ξεκουμπωάνει το σουτιεάν αμεάσως, μοάλις τα δαάχτυλα του αγγιάζουν το κουάμπωμα και αρχιάζω να σκεάφτομαι ποάσες φορεάς το εάχει καάνει αυτοά για να ειάναι τοάσο ικανοάς να το καάνει τοάσο γρηάγορα. Αναγκαάζω τις σκεάψεις να παάνε στο πιάσω μεάρος του κεφαλιουά μου και ο Χαρρυ γλιστραάει τις τιραάντες στους ωάμους και τις κατεβαάζει στα χεάρια μου, ελευθερωάνοντας με. Αφου το σουτιεάν εξαφανιάζετε, τοποθετειά τα χεάρια του παάνω στο μπροστινοά μεάρος της μπλουάζας και αρπαάζει το στηάθος μου ξαναά. Τα δαάχτυλα του τσιμπουάν ελαφραά τις θηλεάς μου καθωάς πλησιαάζει εμπροάς να με φιληάσει. Βογκαάω μεάσα στο στοάμα του και φταάνω καάτω αρπαάζοντας ξαναά την στυάση του. "Ω Τεσσα, θα τελειωάσω.." λεάει και πιστευάω οάτι η υγρασιάα αυξαάνεται στο εσωάρουχο μου, ακοάμα και αν αγγιάζει μοάνο το στηάθος μου. Το αάγγιγμα του ειάναι θεσπεάσιο και νιωάθω οάτι μπορειά να τελειωάσω κι εγωά, απλαά και μοάνο αποά το βογκητοά του και την απαληά του επιάθεση στο στηάθος μου. Τα ποάδια του τεντωάνονται αποά καάτω μου και το φιλιά γλυστραει αποά το στοάμα μου, τα χεάρια του μετακινουάνται στην μεάση μου και νιωάθω αναάμεσα μας μια υγρασιάα να εξαπλωάνετε μεάσα αποά τομποξερ του και τραβαάω τα χεάρια μου. Δεν εάχω καάνει κανεάνα αάλλο να τελειωάσει, προφανωάς. Το κεφαάλι του Χαρρυ κυλαάει προς τα πιάσω και παιάρνει μερικεάς αναάσες, ενωά εγωά καάθομαι παάνω στους μηρουάς του, αβεάβαιη για το τι να καάνω. Τα μαάτια του ανοιάγουν και σηκωάνει το κεφαάλι του κοιτωάντας με. Εάνα τεμπεάλικο χαμοάγελο απλωάνετε στο προάσωπο του και σκυάβει μπροσταά φιλωάντας με στο μεάτωπο. "Δεν εάχω τελειωάσει ποτεά ξαναά εάτσι.." λεάει και αρχιάζω παάλι να νιωάθω αμηάχανα. "Ηάταν τοάσο χαάλια;" ρωταάω και προσπαθωά να μετακινηθωά αποά τα ποάδια του. Με σταματαάει. "Τι; Οάχι, ηάσουν αρκεταά καληά! Συνηάθως χρειαάζεται καάτι παραπαάνω αποά το να με πιαάνεις απλωάςστο καάτω μεάρος του μποάξερ μου." απανταάει και εάνα αιάσθημα ζηάλιας με χτυπαάει. Δεν θεάλω να σκεφτωά για οάλα τα αάλλα κοριάτσια,
132
που εάκαναν τον Χαρρυ να νιωάσει εάτσι. Καταλαβαιάνει την σιωπηά μου και χαιϊδευάει το μαάγουλο μου ακουμπωάντας με τον αντιάχειρα του τον κροάταφο μου. Ειάμαι ανακουφισμεάνη αποά το γεγονοάς οάτι οι αάλλες εάπρεπε να καάνουν περισσοάτερα απ' οάτι εγωά εάκανα, αλλαά και παάλι θα ευχοάμουν να μην υπηάρχαν αάλλες. Δεν ξεάρω γιατιά νιωάθω εάτσι, εγωά με τον Χαρρυ ειάμαστε ακοάμα σε περιάεργη καταάσταση. Εμειάς ποτεά δεν θα βγουάμε ραντεβουά ηά οτιδηάποτε αάλλο αποά αυτοά, αλλαά τωάρα απλωάς θεάλω να ζηάσω τη στιγμηά. Γελαάω λιάγο καθωάς η σκεάψη περναάει αποά το μυαλοά μου. Δεν ειάμαι εάνας "ζηάσε τη στιγμηά" τυάπος ανθρωάπου. "Τι σκεάφτεσαι;" ρωταάει και κουναάω το κεφαάλι μου. Δεν θεάλω να του πω για τις σκεάψεις ζηάλιας μου. "Ω εάλα τωάρα Τεάσσα, απλαά πες μου!" λεάει και κουναάω ξαναά το κεφαάλι μου. Με εάναν οάχι και τοάσο χαρακτηριστικοά τροάπο κινειάτε για να αρπαάξει τους γοφουάς μου και αρχιάζει να με γαργαλαάει. Ουρλιαάζω αποά τα γεάλια και πεάφτω ακριβωάς επαάνω του στο μαλακοά κρεβαάτι. Συνεχιάζει να με γαργαλαάει και δεν μπορωά να ανασαάνω. Γελαάει δυναταά και αντηχειά σε οάλο το δωμαάτιο και ειάναι ο πιο οάμορφος ηάχος που εάχω ακουάσει. Δεν τον ειάχα ακουάσει να γελαάει μ' αυτοάν τον τροάπο και καάτι μου λεάει σχεδοάν κανεάνας δεν τον εάχει ακουάσει. Παραά τα ελαττωάματα του, τα πολλαά ελαττωάματα του, θεωρωά τον εαυτοά μου τυχεροά να το βλεάπω μ' αυτοά τον τροάπο. "Ενταάξει, ενταάξει θα σου πω!" τσιριάζω και σταματαάει. "Καληά επιλογηά.." λεάει "Αλλαά κραάτα αυτηά τη σκεάψη, πρεάπει να αλλαάξω το μποξεραάκι μου" χαμογελαάει και εγωά κοκκινιάζω.
Chapter 37 Ο Χαρρυ σηκωνενται αποά το κρεβατι και κατευθυνεται προς την ντουλαπα. Ανοιγει το πρωτο συρταρι και αρπαζει εάνα ζευγαρι μπλε και εάνα ασπρο-καρο μποξερακια και τα σηκωνει στον αερα με μια εκφραση αηδιας στο προσωπο του. «Τι?» τον ρωταω και στηριζω το κεφαλι στον αγκωνα μου και τον κοιταω. «Αυταά ειάναι απαισια» μου απαντα και γελαω.
133
Αυτοά που αναρωτιωμουν προηγουμενως για το αν υπαρχουν ρουχα ηά οάχι στην ντουλαπα μολις απαντηθηκε. Η μητερα του Λιαμ ηά ο πατερας του Χαρρυ πρεπει να εχουν αγορασει οάλα αυταά τα ρουχα που υπαρχουν στο δωματιο του. Ειάναι πραγματικα λυπηρο, το γεγονος οάτι θα αγοραζαν ρουχα να γεμισουν τις ντουλαπες με την ελπιδα οάτι ο Χαρρυ θα ερχοταν καποια στιγμη. «Δεν ειάναι και τοσο κακογουστα» Του λεω και στριφογυριζει τα ματια του. Αμφιβαλλω αν κατι θα δειχνει τοσο ωραιο επανω του οσο τα μαυρα μποξερακια που συνηθως φοραει αλλα και παλι δεν μπορω να φανταστω κατι που να μην του πηγαινει. «Εφοσον οι ζητιανοι δέν μπορουν να έπιλέξουν, υποθετω οάτι θα επιστρεψω σε εάνα λεπτο» μου απαντα και βγαινει αποά το δωματιο φορωντας μονο το υγρο του μποξερακι. Ωω Θεεά μου, αμα τον δει ο Λιαμ? Θα εξευτιλιστω. Πρεπει να βρω τον Λιαμ αυριο το πρωι και να του εξηγησω τι συνεβη. Τι προκειται να του πω? « Δεν ειάναι αυτοά που νομιζεις, απλα μιλουσαμε και μετα συμφωνησα να μεινω εδωά για το βραδυ και με καποιο τροπο κατεληξα με τα εσωρουχα μου και εάνα μπλουζακι και τον βοηθησα να ανακουφιστει με τα χερια μου, αποά τα ελαχιστα που γνωριζω?» Αυτοά ακουγεται αθλιο. Θα σκεφτω κατι το πρωι. Ξαπλωνω το κεφαλι στα μαξιλαρια και κοιταω το ταβανι. Σκεφτομαι να σηκωθω και να τσεκαρω το τηλεφωνο μου οσο ο Χαρρυ ειάναι ακομη στο μπανιο αλλα δεν το κανω. Το τελευταιο πραγμα που χρειαζομαι ειάναι να διαβασω τα μηνυματα του Νοάα. Θα εχει πανικοβληθει αλλα ειλικρινα, αμα δεν το πει στην μητερα μου, δεν με νοιαζει οσο θα επρεπε. Για να’μαι απολυτα ειλικρινης με τον εαυτο μου, δεν εχω νιωσει το ιδιο για τον Νοάα αποά τοτε που φιλησα τον Χαρρυ για πρωτη φορα. Γνωριζω οάτι αγαπω τον Νοάα, παντα τον αγαπουσα αλλα εχω αρχισει να αναρωτιεμαι αν πραγματικα τον αγαπουσα σαν το αγορι μου και τον ανθρωπο που θα περνουσα την ζωη μου μαζι του ηά τον αγαπουσα επειδη παντα ηταν εάνα σταθερο ατομο που υπηρξε στην ζωη μου. Παντα βρισκεται εκει για εμενα και θεωρητικα ειμαστε τελειοι ο ενας για τον αλλον, αλλα δεν μπορω να αγνοησω το συναισθημα που νιωθω οάταν ειμαι με το Χαρρυ. Δεν ειχα ποτε μου νιωσει παρομοια συναισθηματα. Οάχι απλως σεξουαλκα, ο τροπος που μου δημιουργει πεταλουδες στο στομαχι μονο με εάνα του βλεμμα, ο τροπος που θελω απελπιστικα να τον δω ακομη και οάταν ειμαι απιστευτα θυμωμενη μαζι του, και κυριως ο τροπος με τον οποιο παντα εισβαλλει στις σκεψεις μου ακομη και οάταν προσπαθω να πεισω τον εαυτο μου οάτι τον μισω.
134
Ο Χαρρυ εχει μπει για τα καλα στην ζωη οσο και εαάν προσπαθω να το αρνηθω. Ειμαι στο κρεβατι του, μπορει να μην εχει ξανακοιμηθει εδωά ποτε, αλλα βρισκομαι εδωά μαζι του, αντι να’μαι με τον Νοάα. Η πορτα ανοιγει και επιστρεφω αποά τις σκεψεις μου. Κοιταζω ψηλα και βλεπω το Χαρρυ να φορα το καθαρο καρο μποξερακι και γελαω. Ειάναι λιγο μεγαλο και πολυά πιο μακρυ αποά τα δικα του αλλα και παλι του πηγαινουν. «Μου αρεσουν» του χαμογελαω και με κοιταει πριν να σβησει το φως και ανοιγει την τηλεοραση. Ερχεται πισω στο κρεβατι και πλησιαζει πολυά πιο κοντα μου απ’οάσο περιμενα, βασικα δεν ξερω ποτεά τι να περιμενω αποά αυτοάν. «Λοιπον τι θα μου ελεγες?» με ρωταει και παγωνω, ηλπιζα οάτι δεν θα το ανεφερε μετα που θα επεστρεφε αποά το μπανιο. «Ελα τωρα, μην ντρεπεσαι, μολις με εκανες να τελειωσω στο μποξερ μου» λεει και με τραβαει πιο κοντα του. Βαζω το κεφαλι μου κατω αποά το μαξιλαρι και γελαει. Σηκωνω το κεφαλι μου και ο Χαρρυ περναει μια τουφα αποά τα μαλλια μου και την βαζει πισω αποά το αυτι μου πριν να μου δωσει εάνα απαλο φιλι στα χειλη. Ειάναι η πρωτη φορα που μ’εχει φιλησει ετσι και με καποιο τροπο νιωθω να’ναι πιο οικειο απ’οάτι οάταν δινουμε γλωσσοφιλο. Ξαπλωνει το κεφαλι του πισω στο μαξιλαρι και αλλαζει καναλι. Θελω να με κρατησει μεχρι να με παρει ο υπνος αλλα εχω την εντυπωση οάτι ο Χαρρυ δεν ειάναι τετοιος τυπος. ‘Θέλω να γινω καλος για έσένα Τέσσα’ τα λογια του Χαρρυ αποά την σημερινη βραδια γυριζουν στο μυαλο μου και αναρωτιεμαι εαάν τα εννοουσε ηά απλως ηταν πολυά πιωμενος. «Εισαι ακομη μεθυσμενος?» τον ρωταω και ακουμπω το κεφαλι μου στο στηθος του. Το σωμα του ακινητοποιειται αλλα δεν με απομακρυνει. «Οάχι, νομιζω οάτι ο μικρος μας καυγας στην αυλη με ξεμεθυσε» μου απαντα. Το εάνα αποά τα χερια του κραταει το τηλεκοντρολ και το αάλλο καθεται παραξενα στον αερα σαν να μην ξερει που να το το τοποθετησει. «Ε λοιπον, τουλαχιστον κατι καλο βγηκε απ’αυτοά» του λεω και γυριζει το κεφαλι του να με δει. «Ναι, υποθετω» λεει και τελικα ακουμπαει το χερι του στην πλατη μου. Ειάναι εάνα απιστευτο συναισθημα το να με κραταει, οάτι απαισιο και να μου πει αυριο, δεν μπορει να παρει πισω αυτηά την στιγμη, οπως που ειμαστε τωρα. Αυτοά ειάναι το νεάο αγαπημενο μου μερος, το κεφαλι μου ακουμπημενο στο στερνο του και το χερι του στην πλατη μου.
135
«Νομιζω οάτι μου αρεσει καλυτερα ο μεθυσμενος Χαρρυ» λεω καθως χασμουριεμαι. «Αληθεια?» λεει και γυρναει παλι να με αντικρυσει. «Ισως» τον πειραζω και κλεινω τα ματια μου. «Δεν εισαι καλη στο να μου αποσπας την προσοχη, τωρα πες μου» Ισως και να του το πω, ξερω οάτι δεν θα το αφησει να περασει. «Λοιπον, απλα σκεφτομουνα ολες τις κοπελες που…ξερεις εχεις κανει πραγματα μαζι τους» προσπαθω να κρυψω το προσωπο μου στο στερνο του αλλα αφηνει το τηλεκοντρολ και ανασηκωνει το πηγουνι μου για να τον κοιταξω. «Γιατι το σκεφτοσουν αυτοά?» «Δεν ξερω…επειδη κυριολεκτικα δεν εχω προηγουμενες εμπειριες και εσυ εχεις αρκετες. Αναμεσα σ’αυτεάς και η Στεφ» του απαντω. Η εικονα του Χαρρυ και της Στεφ μαζι με κανει να νιωθω ναυτια. «Μηπως ζηλευεις Τεσσα?» η φωνη του ειάναι χιουμοριστικη «Οάχι, φυσικα και οάχι» απανταω ψευδως. «Οποάτε δεν σε πειραζει να σου πω μερικες λεπτομεριες» «Οάχι! Σε παρακαλω οάχι.» τον ικευτευω και γελαει καθως τυλιγει τα χερια του λιγο πιο σφιχτα γυρω μου. Δεν λεει τιποτα αάλλο για αυτοά το θεμα και ανακουφιζομαι. Δεν θα αντεχα να ακουσω τις λεπτομεριες για αυτοάν και την Στεφ οάταν ηταν μαζι, εστω αυτοά το συντομο διαστημα. Νιωθω τα ματια μου να βαραινουν και προσπαθω να επικεντρωθω στην τηλεοραση. Ειμαι τοσο ανετα ετσι ξαπλωμενη στην αγγαλια του. «Δεν θα κοιμηθεις αποά τωρα ετσι? Ειάναι ακομη νωρις» λεει ο Χαρρυ. «Αληθεια?» νιωθω σαν να εχει παει τουλαχιστον 2 η ωρα το πρωι, ηρθα εδωά καταά τις εννεα. «Ναι, ειάναι ακομη μεσανυχτα» «Αυτοά ειάναι το νωρις?» χασμουριεμαι ξανα.
136
«Για εμενα ειάναι. Επισης, θα ηθελα να ανταποδωσω την χαρη» Τι? Ωω..Το δερμα μου αρχιζει να καιει αποά τωρα. «Το θελεις και εσυ, σωστα?» με ρωταει και ξεροκαταπινω. Φυσικα και το θελω. Κοιταζω ψηλα για να τον δω προσπαθωντας να κρυψω το προθυμο χαμογελο μου, το παρατηρει και τυλιγει τα χερια του πιο σφιχτα, και μας αναποδογυριζει ωάστε να βρισκεται αποά πανω μου. Στηριζει το βαρος του στο εάνα του μπρατσο και το αάλλο του χερι κατεβαινει προς τα κατω καθως φερνω το ποδι μου αποά την μια πλευρα του, το γονατο μου λυγισμενο καθως φερνει το χερι του χαιδευάοντας αποά τον αστραγαλο μου μεχρι το επανο μερος του μηρου μου. «Τοσο μαλακοά» Λεει και ξαναεπαναλαμβανει την ιδια κινηση. Το χερι του ζουλαει το μηρο μου απαλα και το δερμα μου αρχιζει να ερεθιζεται καθως νιωθω να καρδιοχτυπω δυνατα μεσα σε δευτερολεπτα. Ο Χαρρυ σκυβει και φιλαει απαλα την ακρη του γονατου μου, κανοντας το να τιναχτει στον αερα, χωρις να το καταλαβω. Το αρπαζει γελωντας και τοποθετει ξανα το χερι του γυρω αποά το ποδι μου. Τι θα κανει αραγε? Η αναμονη με τρελενει. «Θελω να σε γευτω Τεσσα» Μου λεει, τα ματια του εχουν καρφωθει στα δικα μου, καθως περιμενει την αντιδραση μου. Τα χειλη μου αυτομαάτως ξεραινονται. Δεν μπορει να εννοει αυτοά που νομιζω, σωστα? Εχω συνειδητοποιησει οάτι εχω μεινει με το στομα ανοιχτο. «Εκει κατω» απανταει στις σκεψεις μου και φερνει το χερι του αναμεσα στα ποδια μου. Η ελλειψη εμπειριας μου πρεπει να τον αφηνει αφωνο, γιατι προσπαθει να κρυψει το χαμογελο του. Σουφρωνω τα φρυδια μου σε εκεινον και τα δαχτυλα του με αγγιζουν πανω αποά το εσωρουχο μου κανοντας με να ρουφηξω μια βαθια ανασα. Το δαχτυλο του πιεζει ελαφρως το ευαισθητο σημειο μου και συνεχιζει να με κοιτα στα ματια. «Εισαι ηδη υγρη για εμενα» η φωνη του ειάναι πιο χοντρη απ’οάτι συνηθως. Η καυτη του ανασα κανει τα αυτια μου να τσουζουν καθως γλειφει με την γλωσσα του τον λοβο του αυτιου μου. «Θα μπορουσες να πεις κατι, ωάστε να μην νιωθω σαν να’μαι ο μονος που το θελει αυτοά, αν και γνωριζω οάτι αυτοά δεν ειάναι αληθεια.» Χαμογελαει πονηρα και κουλουριαζω τα ποδια μου καθως πιεζει ακομα περισσοτερο την ευαισθητη περιοχη μου. Δεν μπορω να βρω την φωνη μου επειδη το σωμα μου φλεγεται αποά το αγγιγμα του. Βγαζει το χερι του αποτομα και του γκρινιαζω.
137
«Λοιπον, γιατι δεν ειπες τιποτα οάταν σε ρωτησα?» μου λεει και αναπηδω προς τα πισω. Δεν θελω αυτοάν τον Χαρρυ, θελω τον χαμογελαστο και παιχνιδιαρη Χαρρυ. «Μου αποσπουσες την προσοχη» του απαντω και παω να σηκωθω. Ανυψωνεται και καθεται πανω αποά τους μηρους μου, στηριζοντας το βαρος του στα λυγισμενα του γονατα. «Οποτε το θες και εσυ?» Ξερω οάτι το γνωριζει πολυά καλα, απλα θελει να του το πω φωναχτα. Γνεφω και κουναει το δαχτυλο του μπροστα στο προσωπο μου. «Οάχι δεν γινεται να γνεφεις, ειάτε θα το πεις ειάτε θα παω για υπνο» λεει και σηκωνεται αποά τους μηρους μου. Στο μυαλο μου ζυγιζω τα αρνητικα και τα θετικα της καταστασης. Αξιζει ο εξευτελισμος του να παραδεχτω οάτι θελω ο Χαρρυ να…με φιλησει εκει κατω, για το συναισθημα που θα νιωσω μετα αποά αυτοά? Εαάν ειάναι εστω και λιγο παρομοιο με το συναισθημα που μου προκαλεσε με τα δαχτυλα του τις προαλλες στο ποταμι, τοτε ειμαι σιγουρη οάτι αξιζει. Πλησιαζω αρπαζοντας τον γυμνο του ωμο, για να τον σταματησω αποά το να απομακρυνθει περαιτεάρω. «Ενταξει, θελω να το κανεις.» αναστεναζω εφοσον υπεκυψα. «Να κανω τι, Τερεσα?» Πρεπει να μου κανει πλακα, ξερεις ακριβως τι μου κανει. «Ξερεις..εε..να με φιλησεις» Του λεω και το χαμογελο του πλαταινει. Πλησιαζει για να μου δωσει εάνα φιλι στα χειλη. «Ωάστε αυτοά ειάναι που θες?» χαμογελαει πονηρα και τον σκουνταω στον ωμο. Θα με κανει να τον ικετεψω. «Φιλα με…εκει..» Κοκκινιζω και καλυπτω το προσωπο μου με τα χερια μου. Τα απομακρυνει, γελωντας και κατσουφιαζω. «Με ντροπιαζεις επιτηδες» τον μαλωνω. Τα χερια του ειάναι ακομη πανω στα δικα μου. «Το ξερω, συγγνωμη. Απλως ειάναι που μου φαινεται τοσο παραξενο που δεν εχεις κανει τιποτα αποά οάλα αυταά στο παρελθον» «Πφφ, αστο Χαρρυ, δεν πειραζει» Δεν θελω να ειμαι το επικεντρο στο δικο του αστειακι πια. Η ωρα εχει περασει και πλεον εχω αρχισει να ενοχλουμαι αποά τον εγωισμο του. Στριφογυριζω και ξαπλωνω στην μερια μου, αντικρυζοντας αποά την αάλλη μερια και σκεπαζομαι με την κουβερτα.
138
«Ει, συγγνωμη» μου λεει και τον αγνοω. Γνωριζω οάτι εάνα μερος του εαυτου μου ειάναι απλως ενοχλημενο επειδη οάταν βρισκομαι γυρω αποά το Χαρρυ μεταμορφωνομαι σε μια εφηβη με τρελαμενες ορμονες. «Καληνυχτα Χαρρυ» του λεω αποτομα και τον ακουω να αναστεναζει. Μουρμουριζει κατι κατω αποά την ανασα του που ακουστηκε σαν «καλα» αλλα δεν το λεω να το επαναλαβει. Αναγκαζω τα ματια μου να κλεισουν και προσπαθω να σκεφτω οτιδηποτε αάλλο εκτος αποά την γλωσσα του Χαρρυ, καθως αποκοιμαμαι.
Chapter 38 Ειμαι ζεστηά, παρα πολυά ζεστηά. Προσπαθω να βγαλω αποά πανω μου τα σκεπασματα, αλλα δεν μετακινουνται. Οάταν τα ματια μου ανοιγουν, η χθεσινη νυχτα ερχεται στο μυαλο μου. Ο Χαρρυ να μου φωναζει στην αυλη, η ανασα του που μυριζε ουισκι, το σπασμενο ποτηρι στην κουζινα, ο Χαρρυ να με φιλαει, Ο Χαρρυ να μουρμουριζει το ονομα μου οάταν τον αγγιζα, τα βρεγμενα του μποξερακια. Προσπαθω να σηκωθω αλλα ειάναι πολυά βαρυς. Ειμαι εκπληκτη που το κεφαλι του ειάναι ξαπλωμενο στο στηθος μου και ο τροπος που το χερι του ειάναι τυλιγμενο γυρω αποά την μεση μου, το σωμα του καλυπτει το δικο μου. Πρεπει να βρεθηκε σε αυτηά την σταση, καθως στριφογυριζε στον υπνο του. Παραδεχομαι οάτι δεν θελω να αφησω αυτοά το κρεβατι, να αφησω τον Χαρρυ, αλλα πρεπει να το κανω. Πρεπει να επιστρεψω στο δωματιο μου, ο Νοάα ειάναι εκει. Ο Νοάα. Σπρωχνω απαλα τον Χαρρυ αποά τον ωμο του, στριφογυριζοντας τον ωάστε να ακουμπαει στην πλατη του. Προσευχομαι αποά μεσα μου να κοιμαται βαθια, στριφογυριζει ωάστε να ακουμπαει στο στομαχι του και βογγαει ελαφρως αλλα δεν ξυπναει. Γρηγορα στεκομαι ορθια και μαζευω τα πεταμενα μου ρουχα αποά το πατωμα. Επειδη ειμαι δειλη, δεν θελω να βρισκομαι εδωά οάταν θα ξυπνησει. Δεν νομιζω να τον πειραξει οάμως, τουλαχιστον δεν θα χρειαστει να χρησιμοποιησει την ενεργεια του για να με πληγωσει επιτηδες, οποτε ας φυγω καλυτερα αποά μονη μου. Με αυτοάν τον τροπο ειάναι καλυτερο και για τους δυο μας, παρολο τον τροπο που γελαγαμε χθες βραδυ, τιποτα δεν θα ειάναι το ιδιο με το φως της ημερας. Ο Χαρρυ θα θυμαται ποσο καλα τα πηγαμε εχθες και θα νιωσει την αναγκη να ειάναι παραπανω εχθρικος μαζι μου για να μου το ανταποδωσει. Αυτοά κανει παντα, και δεν θα βρισκομαι εδω αυτηά την φορα. Θα ειμαι εκει που ανηκω, μακρυα αποά αυτοάν. Για μια στιγμη χθες βραδυ, μου περασε η σκεψη αποά το μυαλο οάτι αυτηά η νυχτα θα αλλαζε την γνωμη του Χαρρυ, θα τον εκανε να ηθελε παραπανω αποά εμενα, αλλα τον ξερω καλυτερα τωρα. Διπλωνω το μπλουζακι του και το βαζω στο κομοδινο, κουμπωνω την φουστα μου, η μπλουζα μου εχει ζαρωσει αφου βρισκοταν στο
139
πατωμα ολη νυχτα, αλλα αυτοά ειάναι το λιγοτερο που με απασχολει. Βαζω τα παπουτσια μου και πλησιαζω στο χερουλι της πορτας. Μια ακομη ματια πισω δεν θα πειραξει, πειθω τον εαυτο μου και κοιτω πισω τον Χαρρυ που κοιμαται. Τα μαλλια του ειάναι ανακατα πανω στο μαξιλαρι του, και το χερι του τωρα εχει αρπαξει την ακρη του κρεβατιου. Δειχνει τοσο γαληνιος, τοσο ομορφος παρα τα σκουλαρικια στο προσωπο του. Γυριζω αποά την αάλλη και τραβαω το χερουλι της πορτας. «Τεσσα?» Η καρδια μου σταματα. Γυρνω αργα προς τα πισω, περιμενοντας το σκληρο του βλεμμα, τα πρασινα ματια του να με αντικρυσουν. Οάμως, παραμενουν κλειστα, το προσωπο του συνοφρυεται, αλλα ακομη κοιμαται. Δεν μπορω να αποφασισω εαάν ειμαι ανακουφισμενη ειάναι ακομη κοιμησμενος ηά μελαγχολικη που ειπε το ονομα μου στον υπνο του. Βγαινω αποά το δωματιο και κλεινω ελαφρα την πορτα πισω μου. Δεν εχω ιδεα πωάς να βγω αποά αυτοά το σπιτι,περπατω ευθεια κατω στο σαλονι και ανακουφιζομαι καθως βρισκω ευκολα τις σκαλες. Κατεβαινω σιγα τα σκαλια και παραλιγο να πεσω πανω στον Λιαμ. Ο χτυπος της καρδιας μου εχει επιταχυνει καθως προσπαθω να σκεφτω κατι να του πω. Τα ματια του παρατηρουν το προσωπο μου και μενει σιωπηλος, περιμενοντας μια εξηγηση υποθετω. «Λιαμ… Εγω..» δεν εχω ιδεα τι να πω. «Εισαι καλα?» με ρωταει ανησυχος. «Ναι, ειμαι ενταξει. Ξερω θα νομιζεις…» «Δεν νομιζω τιποτα, στα αληθεια το εκτιμω που ηρθες. Γνωριζω οάτι δεν συμπαθεις τον Χαρρυ και σημαινει πολλα για εμενα το γεγονος οάτι ηρθες εδωά για να με βοηθησεις να τον σταματησουμε» μου λεει ο Λιαμ. Ωω. Ειάναι τοσο καλος, παρα πολυά καλος. Σχεδον θελω να του πω, ποσο αηδιασμενος πρεπει να ειάναι που εμεινα εδωά την νυχτα με τον Χαρρυ, που αφησα το αγορι μου μονο του στο δωματιο μου ολο το βραδυ, αφου πηρα το αμαξι του και ετρεξα εδωά για να βοηθησω τον Χαρρυ, ετσι ωάστε να νιωσω τοσο χαλια οάσο θα επρεπε. «Λοιπον, εσυ και ο Χαρρυ ειστε ξανα φιλοι?» με ρωταει και σηκωνω τους ωμους. «Δεν εχω ιδεα τι ειμαστε. Δεν ξερω τι να κανω. Ειάναι απλως… αχ» ξεσπαω σε κλαμματα. Ο Λιαμ τυλιγει τα χερια του γυρω μου σε μια ζεστη και παρηγορητικη αγγαλια.
140
«Δεν πειραζει, ξερω οάτι μπορει να γινει απαισιος» λεει σιγανα ο Λιαμ. Περιμενε.. μαλλον θα νομιζει οάτι κλαιω επειδη ο Χαρρυ μου εκανε κατι κακο. Μαλλον δεν θα φανταζοταν ποτε οάτι κλαιω επειδη εχω αισθηματα για τον Χαρρυ. «Δεν ειάναι αυτοά Λιαμ…» συνεχιζω να κλαιω. Πρεπει να φυγω αο εδωά πριν να καταστρεψω και την καλη γνωμη που εχει σχηματισει ο Λιαμ για εμενα, πριν ξυπνησει ο Χαρρυ. «Πρεπει να φυγω, ο Νοάα με περιμενει» του απαντω και μου δινει εάνα παρηγορητικο χαμογελο πριν με αποχαιρετησει. Μπαινω στο αμαξι του Νοάα και οδηγω πισω στις εστιες οσο πιο γρηγορα μπορω. Κλαιω σχεδον σ’ολη την διαδρομη πως θα το εξηγησω αυτοά στον Νοάα? Ξερω οάτι πρεπει, δεν μπορω να του πω ψεματα. Απλα δεν μπορω να φανταστω ποσο πολυά θα τον πληγωσω. Ειμαι απαισιος ανθρωπος, πως του το εκανα αυτοά, γιατι δεν μπορουσα απλως να μεινω μακρυα αποά τον Χαρρυ? Εχω ηρεμησει οσο γινεται πριν να παρκαρω το αμαξι. Περπαταω οσο πιο αργα γινεται στο δωματο μου, δεν ξερω πως θα τον αντικρυσσω. Οάταν ανοιγω την πορτα ο Νοάα βρισκεται ξαπλωμενος στον μικρο μου κρεβατι κοιταζοντας το ταβανι. Ανασηκωνεται αμεσως, μολις λεω το ονομα του. «Τεσσα για το Θεο! Που ησουν ολο το βραδυ? Σε επαιρνα ασταματητα τηλεφωνο!» μου λεει φωναχτα. Αυτηά ειάναι η πρωτη φορα που ο Νοάα εχει υψωσει την φωνη του σε εμενα. Εχουμε τσακωθει και στο παρελθον αλλα ποτε δεν μου’χε φωναξει. «Συγγνωμη Νοάα, πηγα στο σπιτι του Λιαμ επειδη ο Χαρρυ ηταν μεθυσμενος και εσπαγε πραγματα, και εχασα την αισθηση του χρονου και υποθετω οάτι οάταν τελειωσαμε να συμμαζευουμε ειχε παει πολυά αργα και το κινητο μου εμεινε αποά μπαταρια» του απανταω ψευδως. Δεν μπορω να πιστεψω οάτι του λεω ψεμματα μες στα μουτρα του, ολον αυτοάν τον καιρο ηταν εκει για εμενα που τον χρειαζομουν και εγω… Γνωριζω οάτι πρεπει να του το πω αλλα δεν μπορω να φανταστω ποσο θα τον πληγωσω. «Ο Χαρρυ εσπαγε πραγματα? Εισαι καλα? Γιατι εμεινες εκει αφου ηταν τοσο βιαιος?» Νιωθω σαν να με ρωταει 100 πραγματα ταυτοχρονα. «Δεν ηταν βιαιος, ηταν απλως μεθυσμενος, δεν θα με εβλαπτε» λεω και καλυπτω το στομα μου, προσπαθωντας απελπισμενα να παρω πισω αυτοά που ειπα. «Τι εννοεις οάταν λες οάτι δεν θα σε εβλαπτε? Ουτε καν που τον ξερεις Τεσσα!» λεει αποτομα και ερχεται προς το μερος μου.
141
«Απλως λεω οάτι δεν θα με εβλαπτε σωματικα, τον ξερω αρκετα καλα, για να το λεω αυτοά. Απλως προσπαθουσα να βοηθησω τον Λιαμ» του απαντω. Ο Χαρρυ θα με πληγωνε συναισθηματικα, το εχει κανει ηδη και θα το ξαναπροσπαθησει, ειμαι σιγουρη. Ειάναι ειρωνικο το γεγονος οάτι τον υπερασπιζομαι χωρις να βρισκεται εδωά τωρα. «Νομιζα οάτι θα σταματουσες να κανεις παρεα με τετοιους ανθρωπους? Δεν το υποσχεθηκες σε εμενα και την μητερα σου? Τεσσα, δεν ειάναι καλοι ανθρωποι για να συναναστρεφεσαι. Εχεις αρχισει να πινεις και να μενεις εξω ολη την νυχτα και με αφησες εδωά μονο μου. Δεν ξερω καν γιατι μου΄ πες να ερθω εαάν επροκειτο να εφευγες» Καθεται κατω στο κρεβατι με τα χερια στο σκυμμενο του κεφαλι. «Δεν ειάναι κακοι ανθρωποι, δεν τους γνωριζεις. Αποά ποτε εισαι τοσο κριτικος?» τον ρωταω. Θα επρεπε να τον ικετευω να με συγχωρησει που εμεινα εξω ολο το βραδυ αλλα με ενοχλει ο τροπος που μιλαει για τους φιλους μου. Κυριως για τον Χαρρυ, το υποσυνειάδητο μου, μου υπενθιμιζει και θελω να με χαστουκησω. «Δεν γινομαι επικριτικος αλλα ποτε δεν θα εκανες παρα με αυταά τα γκοθικ ατομα στον παρελθον» «Δεν ειάναι γκοθικ Νοάα, ειάναι οι εαυτοι τους. Απλα δεν τους ενδιαφερει να ειάναι οπως εμεις, αυτοά δεν τους κανει διαφορετικους αποά εμας.» του απαντω. Μενω εκπληκτη αποά τα λογια μου οάπως και ο Νοάα. «Και παλι, δεν μου αρεσει να κανεις παρεα μαζι τους, σε αλλαζουν. Δεν εισαι η ιδια Τεσσα που ερωτευτηκα» η φωνη του δεν ειάναι καθολου εχθρικη, απλως λυπητερη. «Κοιτα Νοάα…» ξεκινω να του πω και η πορτα ανοιγει. Τα ματια μου ακολουθουν αυταά του Νοάα καθως ενας υπερβολικα θυμωμενος Χαρρυ, εισερχεται στο δωματιο.
142
Chapter 39 Κοιταζω τον Χαρρυ, μετα τον Νοάα, και ξανακοιταω τον Χαρρυ. Δεν υπαρχει καμια περιπτωση να εχουμε καλη καταληξη. «Τι κανεις εσυ εδωά?» ρωτω τον Χαρρυ, παρολο που δεν θελω να ακουσω την απαντηση του, ειδικα μπροστα στον Νοάα. «Τι νομιζεις οάτι κανω εδωά! Το εσκασες αποά εμενα οταν κοιμομουν, τι στο καλο ηταν αυτοά?!» φωναζει ο Χαρρυ. Κραταω την ανασα μου, καθως η φωνη του αντηχει σε ολο το δωματιο. Το προσωπο του Νοάα αλλαζει μορφη, ειάναι
143
θυμωμενος και ξερω οάτι τωρα αρχιζει να ενωνει τα κομματια του παζλ αυτης της καταστασης. Ειμαι διχασμενη αναμεσα στο να προσπαθησω να εξηγησω στον Νοάα τι συμβαινει και αποά την αάλλη να εξηγησω στον Χαρρυ γιατι εφυγα. «Απαντησε μου!» μου φωναζει ο Χαρρυ και στεκεται ακριβως μπροστα μου. Εκπλησσομαι οάταν ο Νοάα μπαινει αναμεσα μας. «Μην της φωναζεις» προειδοποιει τον Χαρρυ. Εχω παγωσει στο σημειο που βρισκομαι καθως το προσωπο του Χαρρυ αλλαζει σε ακομη πιο θυμωμενο. Γιατι κανει ετσι επειδη εφυγα? Θα με εδιωχνε ετσι και αλλιως. Πρεπει να πω κατι πριν ολο αυτοά να μου γυρισει μπουμερανγκ. Μαλλον ειάναι θυμωμενος επειδη δεν προλαβε να με κανει να κλαψω πρωτουά φυγω. «Χαρρυ.. σε παρακαλω μην το κανεις αυτοά τωρα.» τον ικετευω. Εαάν φυγει τωρα, μπορω να προσπαθησω να εξηγησω στον Νοάα τι συμβαινει. «Να κανω τι Τερεσα?» ρωταει ο Χαρρυ καθως περπαταει γυρω αποά τον Νοάα. Ελπιζω ο Νοάα να κρατησει τις αποστασεις του, δεν νομιζω ο Χαρρυ να διστασει να τον ριξει κατω. Ο Νοάα ειάναι αρκετα σωματωδης, ειδικα εαάν τον συγκρινεις με τον Χαρρυ αλλα δεν εχω καμια αμφιβολια οάτι ο Χαρρυ θα ξερει να τον αντιμετωπισει και πιθανον θα τον νικουσε. Τι στο καλο συμβαινει στην ζωη μου, που πρεπει να ανησυχω για το εαάν ο Νοάα και ο Χαάρρυ θα τσακωθουάν? «Χαρρυ σε παρακαλω, απλως φυγε και θα μιλησουμε γι’αυτοά μετα» του απαντω και ο Νοάα κουναει το κεφαλι του. «Να μιλησετε για ποιο πραγμα? Τι στο καλο συμβαινει Τεσσα?» με διακοπτει ο Νοάα. Ωω Θεεά μου! «Πες του, εμπρος πες του το» μου λεει ο Χαρρυ. Δεν μπορω να πιστεψω οάτι το κανει αυτοά. Ξερω ποσο αδιστακτος μπορει να γινει αλλα αυτοά ειάναι αλλου επιπεδου, με ξεπερνα. «Τι να μου πει Τεσσα?» ρωταει ο Νοάα. «Τιποτα, απλως οάτι εμεινα στου Λιαμ χθες το βραδυ» του απαντω ψευδως. Προσπαθω να βρω το βλεμμα του Χαρρυ, να τον κανει να δει τα γκρι μου ματια με την ελπιδα οάτι θα σταματησει, αλλα κοιταζει αμεσως αποά την αάλλη μερια. «Πες του το Τεσσα αλλιως θα το κανω εγω» ο Χαρρυ γρυλιζει και ξεκινω να κλαιω.
144
«Νοάα.. Εγω.. εγω και ο Χαρρυ εχουμε..» ξεκιναω. Το θυμωμενο προσωπο του Χαρρυ αλλαζει σε αυταρεσκο. Δεν μπορω να πιστεψω οάτι περασα την νυχτα μαζι του, η χθεσινη βραδια ηταν υπεροχη αλλα γνωριζα οάτι θα κατεληγα να το μετανιωνω. Απλα δεν ηξερα αποά την αρχη οάτι θα γινοταν τοσο χαλια. «Ωω Θεεά μου» ο Νοάα τραυλιζει και τα ματια του αρχιζουν να δακρυζουν. Πως μπορεσα να του το κανω αυτοά? Τι στο καλο σκεφτομουν? Ο Νοάα ειάναι τοσο ευγενικος και ο Χαρρυ τοσο αδιστακτος που με εκανε να πω στον Νοάα για εμας, μποροστα του. Τα χερια του αγγιζουν το μετωπο του και κουναει το κεφαλι του. «Πως μπορεσες Τεσσα? Μετα αποά οάλα οσα εχουμε περασει? Ποτε ξεκινησε αυτοά?» Δακρυα κυλανε αποά τα μπλε του ματια στο προσωπο του. Δεν εχω νιωσει ποτε μου τοσο απαισια, εγω προκαλεσα αυταά τα δακρυα. Κοιταζω τον Χαρρυ και μετα ξανα τον Νοάα. Το μισος μου για το Χαρρυ με κυριευει και τον σπρωχνω πισω αντι να απαντησω στον Νοάα. Ο Χαρρυ βρισκεται απροετοιμαστος και παραπαταει προς τα πισω αλλα σταθεροποιειται πριν να πεσει. «Νοάα λυπαμαι παρα πολυά, συγγνωμη. Δεν ηξερα τι σκεφτομουν» Ειμαι ειλικρινης, δεν ηξερα τι στο καλο σκεφτομουν. Υποθετω οάτι σκεφτομουν πως ο Χαρρυ θα ηταν κοσμιος και ισως θα μπορουσα να χωρισω με τον Νοάα, για να βγω με τον Χαρρυ. Ποσο ηλιθια μπορει να’μαι? Ηά οάτι θα μπορουσα να μεινωμακρια αποά τον Χαρρυ και ο Νοάα δεν θα μαθαινε ποτε τι συνεβη αναμεσα μας. Το προβλημα ειάναι οάτι δεν μπορω να μεινω μακρυα αποά τον Χαρρυ. Ελκυομαι αποά την φλογα του, και οάμως αυτος δεν διστασε να με καψει. Και οι δυο επιλογες μου ηταν χαζες και αφελης, αλλα και παλι δεν εχω κανει ουτε μια σωστη επιλογη αποά τοτε που γνωρισα τον Χαρρυ. «Δεν ξερω ουτε και εγω τι σκεφτοσουν, δεν γνωριζω πλεον ποια εισαι!» ο Νοάα φωναζει και φευγει προς την πορτα. «Νοάα σε παρακαλω! Περιμενε!» του φωναζω και τρεχω αποά πισω του. Ο Χαρρυ αρπαζει τον ωμο μου και προσπαθει να με συρει πισω. «Μην με αγγιζεις! Δεν σε πιστευω! Αυτοά ηταν τοσο χαμηλο χτυπημα, ακομη και εσενα» του φωναζω και τραβαω το χερι μου αποά την γροθια του. Τον σπρωχνω ξανα. Δεν εχω σπρωξει κανεναν αλλον στην ζωη μου, εκτος αποά αυτοάν, τοσες φορες! «Εαάν τρεξεις αποά πισω του, εγω τελειωσα» μου λεει και μενω με το στομα ανοιχτο. Τελειωσε με τι?
145
«Τελειωσες? Με τι τελειωσες? Να παιζεις με τα αισθηματα μου? Σε μισω!! Δεν μπορεις να τελειωσεις κατι που ποτε δεν ξεκινησε» του λεω, δεν φωναζω πλεον. Τα χερια του πεφτουν στις δυο πλευρες του και το στομα του ανοιγει αλλα δεν λεει τιποτα. «Νοάα!» φωναζω και βγαινω βιαστικα εξω αποά την πορτα. Τρεχω στον διαδρομο και επιτελους τον πλησιαζω κοντα στο παρκινγκ. Με παρατηρει και προχωρα ακομη πιο γρηγορα. «Νοάα σε παρακαλω, ακουσε με. Συγγνωμη, λυπαμαι πολυά. Ειχα πιει, ξερω οάτι αυτοά δεν ειάναι δικαιολογια αλλα..εγω..» σκουπιζω τα ματια μου και το προσωπο του μαλακωνει. «Δεν μπορω να ακουσω αλλα..» μου απανταει. Τα ματια του ειάναι κοκκινα. Παω να πιασω το χερι του και απομακρυνεται. «Νοάα σε παρακαλω, συγγνωμη. Σε παρακαλω συγχωρεσε με» δεν μπορω να χασω και αυτοάν και τον Χαρρυ μεσα μια ημερα. Εαάν και ο Χαρρυ δεν ηταν ποτεά δικος μου για να τον χασω και ποτεά δεν θα’ναι, και παλι με ποναει να τον βλεπω να με μισει. Ειδικα μετα τον τροπο που με κρατησε και ειπε το ονομα μου στον υπνο του. «Απλα χρειαζομαι λιγο χρονο, Τεσσα. Δεν ξερω τι να σκεφτω..» μου λεει καθως περναει το χερι του γυρω αποά τα μαλλια του. «Καλα» αναστεναζω. Απλα χρειαζεται χρονο για να το ξεπερασει και μετα μπορουμε να επιστρεψουμε παλι στο φυσιολογικο. «Σε αγαπω Τεσσα» μου λεει και με εκπλησει καθως μου δινει εάνα φιλι στο μετωπο πρωτουά μπει μες στο αμαξι.
Chapter 40
146
Προχωρω πισω στο δωματιο μου με την ελπιδα οάτι ο Χαρρυ θα’χει φυγει, δεναντεχω ουτε να τον βλεπω. Αλλα ειάναι τοσο αναισθητος, που καθεται και περιμενειστο κρεβατι μου οάταν επιστρεφω. Ιδεες μου περνανε αποά το μυαλο να αρπαξω τοφωτιστικο και να του το φερω στο κεφαλι, αλλα δεν εχω την ενεργεια να τσακωθωμαζι του. «Δεν προκειται να ζητησω συγγνωμη» μου λεει καθως τον προσπερναω καιπηγαινω προς το κρεβατι της Στεφ. Δεν θα κατσω στο κρεβατι μου μαζι του. «Ξερω οάτι δεν θα το κανεις» του απαντω και ξαπλωνω πισω. Δεν θα πιαστω ως δολωμα σε αυτοά τον τσακωμο, ετσι και αλλιως δεν περιμενανα απολογηθει. Τον ξερω καλυτερα τωρα. Βασικα, για να ειμαι ειλικρινης δεν τοξερω καθολου. Χθες βραδυ νομιζα οάτι ηταν απλως εάνα θυμωμενο αγορι που τον ειχεεγκαταλειψει ο πατερας του και τον πληγωσε, χρησιμοποιωντας τον πονο, το μονοσυναισθημα για να μπορεσει να κρατησει τους ανθρωπους μακρυα του. Σημερα τοπρωι απλως ειδα οάτι ειάναι απλα ενας απαισιος και μισητοάς ανθρωπος. Δεν υπαρχειτιποτα καλο επανω στον Χαρρυ, καάθε φορα που πιστευα οάτι υπηρχε κατι, ητανεπειδη αυτος με εκανε να νομιζω οάτι υπαρχει. «Επρεπε να το μαθει» μου λεει και δαγκωνω τα χειλη μου για να εμποδισω ταδακρυα μου να επιστρεψουν. Καθομαι ησυχη μεχρι που ακουω τον Χαρρυ να σηκωνεταικαι ερχεται προς εμενα. «Απλως φυγε Χαρρυ» οάταν κοιταζω πανω, στεκεται ορθιος μπροστα μου, καικαθεται στο κρεβατι, ενωά εγω σηκωνομαι. «Επρεπε να το μαθει» επαναλαμβανει και ο θυμος βραζει μεσα μου. Ξερω οάτι τοκανει επιτηδες για να αντιδρασω απεναντι του. «Γιατι Χαρρυ? Γιατι επρεπε να το μαθει? Πως ειάναι δυνατον το να τονπληγωσεις, να του κανει καλο? Δεν σε επηρεαζε καθολου το γεγονος οάτι δεν τοηξερε, θα μπορουσες να συνεχισεις την ημερα σου, χωρις να το γνωριζε. Δεν ειχεςκανενα δικαιωμα να το κανεις αυτοά σε εκεινον, ουτε και σε εμενα» νιωθω ταδακρυα μου να επιστρεφουν, αυτηά την φορα δεν μπορω να κρατηθω. «Θα ηθελα να το μαθω, εαάν ημουν στην θεση του» μου απαντα, η φωνη του ειάναισταθερη και ο τονος του ψυχρος. «Δεν εισαι εκεινος οάμως, και δεν θα εισαι ποτε. Ημουν τοσο ηλιθια πουπιστεψα οάτι θα μπορουσες εστω να του μοιασεις. Και αποά ποάτε σε ενδιαφερει ποιοειάναι το σωστο?» «Μην τολμησεις να με συγκρινεις μαζι του» μου απαντα αποτομα. Μισω τοντροπο που επιλεγει να απαντα μονο σε μια αποά τις ερωτησεις μου. Σηκωνεται καιερχεται παλι προς το μερος μου αλλα απομακρυνομαι, κρατωντας μεταξυ μας αρκετηαποσταση. «Δεν υπαρχει συγκριση. Δεν το’χεις συνειδητοποιησει μεχρι τωρα? Εισαι εναςαδιστακτος και αηδιαστικος κοάπανος που δεν δινει δεκαρα για κανεναν παρα μονογια τον εαυτο του, ενωά εκεινος με αγαπαει. Ειάναι διατεθειμενος να προσπαθησεινα συγχωρησει τα λαθη μου. Τα τεραστια λαθη μου» προσθετω. Ο Χαρρυ κανει εάνα βημα πισω, σαν να τον εσπρωξα. «Να σε συγχωρησει?»
147
«Ναι, θα με συγχωρησει για αυτοά. Ξερω οάτι θα το κανει. Επειδη με αγαπαει,οποτε το υπουλο σχεδιο σου να με κανεις να χωρισω μαζι του, ετσι ωάστε να γελαςεις βαρος μου, δεν πετυχε. Τωρα βγες αποά το δωματιο μου» «Αυτοά δεν ηταν…εγω..» αρχιζει να λεει αλλα τον διακοπτω. Εχω ξοδεψει αρκετοχρονο μαζι του. «Βγες εξω! Ξερω οάτι μαλλον ηδη θα ετοιμαζεις την επομενη κινηση σουεναντιον μου, αλλα μαντεψε Χαρρυ? Δεν θα πετυχει πλεον, τωρα βγες αποά τοδωματιο και αντε μου στο διαολο» εκπλησσομαι αποά τα σκληρα μου λογια αλλα δεννιωθω ασχημα που τα χρησιμοποιησα στο Χαρρυ. «Δεν ειάναι αυτοά που προσπαθω να κανω Τεσσα, νομιζα οάτι μετα την χθεσινηβραδια… δεν ξερω, νομιζα οάτι εσυ και εγω..» μοιαζει να εχει χασει τα λογια του,πρωτη φορα συμβαινει αυτοά. Εάνα μερος του εαυτου μου πεθαινει να μαθει τι εχεινα μου πει αλλα ετσι ακριβως πλεχτηκα στον ιστοά του, εξαρχης. Χρησιμοποιει τηνπεριεργεια μου σε βαρος μου, ειάναι οάλα εάνα παιχνιδι για αυτοάν. Σκουπιζω θυμωμενητα ματια μου, ειμαι ευγνωμων που δεν εβαλα μεικ-απ εχθες. «Δεν περιμενεις στα αληθεια να το πιστεψω οάλο αυτοά, ετσι? Οάτι νιωθεις καικαλα διαφορετικα για εμενα απ’οάτι πριν?» Πρεπει να σταματησω και εκεινοςνα φυγει πριν να ειάναι πολυά αργα και βρεθω πιο χωμενη, ακομη πιο βαθια μεσασ’ολο αυτοά. «Φυσικα και το πιστευω, Τεσσα. Με κανεις να νιωθω τοσο..» «Οάχι! Δεν θελω να το ακουσω Χαρρυ. Ξερω οάτι λες ψεμματα και αυτος ειάναι οαρρωστος τροπος που επιλεγεις να το κανεις. Να με κανεις να πιστεψω οάτι θαμπορουσες να νιωσεις με τον ιδιο τροπο οάπως νιωθω εγω, και μετα αλλαζεις.Γνωριζω πως παει αποά εδωά και περα, και δεν θα το συνεχισω αάλλο.» «Να νιωσεις με τον ιδιο τροπο, οάπως νιωθω εγω? Δηλαδη μου λες οάτι εσυ.. εσυεχεις αισθηματα για εμενα?» Τα ματια του φωτιζουν με κατι που μοιαζει σανελπιδα. Ειάναι καλυτερος ηθοποιος απ΄ οάτι νομιζα. Ξερει πως νιωθω, πρεπει να το’χει καταλαβει. Τι αάλλος λογος θα μπορουσε ναυπαρχει για συνεχισω να κραταω αυτοάν τον βλαβερο κυκλο αναμεσα μας? Συνηδητοποιω οάτι δεν ειχα παραδεχτει τα αισθηματα που εχω για τον Χαρρυ ουτεστον εαυτο μου, και τωρα τα εβγαλα οάλα στην φορα, δινοντας του προσβαση να τακαταστρεψει. Χειροτερα απ’οάτι εχει ηδη καταφερει. «Φυγε Χαρρυ, δεν θα το ξαναπω. Εαάν δεν φυγεις θα καλεσω την ασφαλεια τηςεστιας». Του λεω και το εννοω. Νιωθω το τειχος προστασιας μου σιγα-σιγα νακατεβαινει αποά τον τροπο που με κοιταει ο Χαρρυ και δεν μπορω να το αφησω νασυμβει. «Τες, σε παρακαλω απαντησε μου!» με ικετευει. «Μην με ξαναπεις Τες, αυτοά το ονομα ειάναι για τους φιλους και την οικογενειαμου, τα ατομα που πραγματικα νοιαζονται για εμενα. Τωρα φυγε!» του φωναζω, πολυάπιο δυνατα. Χρειαζεται να φυγει, να μεινει μακρυα μου. Το μισω οάταν με φωναζειΤερεάσα, αλλα μισω ακομη περισσοτερο οάταν με λεει Τες. Κατι στον τροπο με τονοποιο τα χειλη του κινουνται οάταν με φωναζει ετσι το κανει να ακουγεται τοσοοικειο, τοσο υπεροχο. Γαμωτο, Τεσσα. Σταματα.
148
«Σε παρακαλαω, πρεπει να ξερω εαάν εσυ..» «Τι κουραστικο σαββατοκυριακο, ειμαι εξαντλημενη!» λεει η Στεφ καθωςεισερχεται στο δωματιο. Τα ματια της κοιτουν προς τον Χαρρυ καθως βλεπει ταπρησμενα μου ματια αποά το κλαμμα. «Τι συμβαινει? Τι εκανες?» φωναζει στον Χαρρυ. «Που ειάναι ο Νοάα?» ρωταεικαι κοιταει προς εμενα. «Εφυγε, οάπως θα πρεπει να φυγει και ο Χαρρυ» της απαντω. «Τεσσα..» ο Χαρρυ αρχιζει. «Στεφ, σε παρακαλω κανε τον να φυγει!» την ικετευω και γνεφει. Το στομα τουΧαρρυ μενει ορθανοιχτο,ενοχλημενος που χρησιμοποιω την Στεφ εναντιον του.Νομιζε οάτι με ειχε παγιδεψει ξανα. «Χαρρυ, παμε να φυγουμε» Του λεει και τον αρπαζει αποά τον ωμο, σερνονταςτον στην πορτα. Αρνουμαι να τον κοιταξω. Αντικρυζω τον τοιχο μεχρι να ακουσωτην πορτα να κλεινει. Αμεσως ακουω τις φωνες του στο διαδρομο. «Τι στο καλο, Χαρρυ? Σου ειπα να μεινεις μακρυα της, ειάναι η συγκατοικοςμου και δεν δεν ειάναι σαν τα αλλα κοριτσακια που μπλεκεσαι. Ειάναι αθωα καιειλικρινα ειάναι πολυά καλη για εσενα» του λεει η Στεφ. Ειμαι εκπληκτη καιευχαριστημενη αποά τον τροπο που με υπερασπιζεται. Και παλι δεν απαλυνει τον πονο στο στηθος μου. Η καρδια μου παει να σπασει.Νομιζω οάτι ειχα περασει αποά αυτοά το σταδιο οάταν περασα την ημερα μονη μου μετον Χαρρυ την προηγουμενη βδομαδα, αλλα δεν συγκρινεται με τιποτα , το πωάςνιωθω τωρα. Μισωά να το παραδεχομαι στον εαυτο μου αλλα γνωριζω οάτι η νυχτα πουπερασα εχθες με τον Χαρρυ εχει δυναμωσει τα αισθηματα μου για αυτοάν. Ακουάγονταςτον να γελαει οάταν με γαργαλουσε, ο τροπος που με φιλουσε γλυκα στα χειλη, ταχερια του να ειάναι τυλιγμενα γυρω μου, ο τροπος με τον οποιο τα ματια τουανοιγοκλειναν οάταν εφερνα το χερι μου στο γυμνο του δερμα, χαιδευοντας τον, οάλααυταά με εκαναν να νιωσω ακομη πιο μεγαλα πραγματα. Αυτεάς οι οικειες στιγμεςαναμεσα μας με εκαναν να νοιαστω περισσοτερο για εκεινον, αλλα με εκαναν ναπονεσω και περισσοτερο. Μεσα σ’ολο αυτοά, εχω πληγωσει και τον Νοάα με τονχειροτερο τροπο και ευχομαι μονο να με συγχωρεσει. «Δεν ειάναι ετσι» η προφορα του ειάναι σκληρη και η φωνη του θυμωμενη. «Βλακειες Χαρρυ, σε ξερω. Βρες καποιον αλλον να βασανισεις, υπαρχουν εάνασωρο κοπελες. Δεν ειάναι ο τυπος της κοπελας που θα επρεπε να της το κανειςαυτοά, εχει αγορι και ειάναι πολυά ευασθητη για να ειάναι «φιλη με πλεονεκτηματα»μαζι σου». Δεν μου αρεσει να την ακουω να λεει οάτι ειμαι πολυά ευαισθητη, αλλα υποθετωεχει δικιο. Δεν εχω κανει και τιποτα αάλλο, εκτος αποά το να κλαιω, αποά τοτε πουγνωρισα τον Χαρρυ και τωρα προσπαθησε να καταστρεψει και την σχεση μου με τονΝοάα. Δεν εχω τα κοτσια να ειμαι μαζι του ουτε «φιλη με πλεονεκτηματα», ασχετααποά το πωάς με κανει να νιωθω. Εχω και μια αξιοπρεπεια και ειμαι αρκεταευσυγκινητη. «Καλα. Θα μεινω μακρυα της. Αλλα μην την ξαναφερεις σε κανενα αποά τα παρτυστο σπιτι μου. Το εννοω, δεν θελω να την ξαναδω, εαάν γινει αυτοά, θα
149
τηνκαταστρεψω!» απαντα αποτομα και ακουω το χερουλι της πορτας να ανοιγει και ναμπαινει η Στεφ.
Chapter 41 «Ειάσαι καλα?» με ρωταει η Στεφ. Ερχεται προς το μερος μου και τυλιγει τα μικροσκοπικα χερια της γυρω μου. Ειάναι παραξενο που η αδυναμη αγγαλια της με παρηγορει. «Ναι, βασικα οάχι. Αλλα θα γινω καλα. Σ’ευχαριστω που τον εκανες να φυγει» της λεω και με αγγαλιαζει πιο σφιχτα, τα δακρυα μου πεφτουν βροχη τωρα και δεν βλεπω καθαρα. «Μην με ευχαριστεις, ο Χαρρυ μπορει να ειάναι φιλος μου αλλα εισαι και εσυ και δεν θελω να σε ταραζει. Λυπαμαι, ολο αυτοά ειάναι δικο μου λαθος. Εαάν δεν τον αφηνα να ερχεται γυρω σου συνεχωάς. Μπορει να γινει πολυά μαλακας». «Οάχι, δεν φταις εσυ. Εγω λυπαμαι, δεν θελω να μπω αναμεσα στην φιλια σας. Απλως θελω να μην ερχεται πια στο δωματιο μας.» «Φυσικα, θα παρω πισω το κλειδι του. Επρεπε να το ξερω αποά την αρχη και να το ειχα δωσει στον Ναάιαλλ» μου απαντα και χαμογελαω ελαφρως, καθως φευγω αποά την αγγαλια της. Το εκτιμω που βρισκεται εδωά για εμενα, περισσοτερο απ’οάσο γνωριζει. Νιωθω τελειως μονη, ο Νοάα περνει το χρονο του για να σκεφτει εαάν θα με χωρισει ηά οάχι, ο Χαρρυ ειάναι ηλιθιος, η μητερα μου θα τα εχανε εαάν της μιλουσα για οάλα αυταά, και ο Λιαμ θα απογοητευοταν. Κυριολεκτικα δεν εχω κανεναν εκτος αποά αυτηά την κοκκινομαλα κοπελα με τα ταττουαζ που δεν περιμενα ποτε να γιάνει φιλη μου, αλλα χαιρομαι που ειάναι. «Θελεις να μιλησεις για αυτοά?» Με ρωταει και γνεφω. Βασικα θελω να μιλησω, να τα βγαλω αποά μεσα μου.
150
Της λεω τα παντα αποά την πρωτη φορα που φιλησα τον Χαρρυ στο δωματιο του μεχρι την ημερα μας στο ποταμι, τον οργασμο που τον εκανα να νιωσει εχθες, τον τροπο που ειπε το ονομα μου στον υπνο του, καθως και τον τροπο που κατεστρεψε καάθε ειδος σεβασμου που ειχα για αυτοάν οάταν με αναγκασε να το αποκαλυψω στον Νοάα μπροστα του. Το προσωπο της αλλαζει αποά ανησυχο σε σοκαρισμενο και τελος σε στεναχωρημενο καταά την διαρκεια της ιστοριας μου. Το μπλουζακι μου εχει μουσκεψει αποά τα δακρυα οάταν τελειωνω να μιλαω και η Στεφ κραταει το χερι μου. «Wow, δεν ειχα ιδεα οάτι τοσα πολλα συνεβησαν. Μπορουσες να μου το’χες πει μετα την πρωτη φορα. Ηξερα οάτι κατι επαιζε οάταν ο Χαρρυ εμφανιστηκε εδωά το βραδυ που θα πηγαιναμε για ταινια, μολις ειχα μιλησει μαζι του στο κινητο, και μετα ηρθε κατευθειαν εδωά. Ειχα υποψιαστει οάτι θα ερχοταν για να δει εσενα, τωρα ξερω οάτι ειχα δικιο. Ο Χαρρυ ειάναι καλο παιδι, μερικες φορες. Εννοω οάτι καταά βαθος μπορει, απλα δεν ξερει πωάς να ενδιαφερθει για καποιον με τον τροπο που εσυ, και γενικοτερα οι κοπελες, χρειαζεται να νιωσουν φροντιδα. Εαάν ημουν στην θεση σου, θα προσπαθουσα να τα ξαναβρω με τον Νοάα επειδη ο Χαρρυ δεν ειάναι ικανος να γινει το αγορι κανενος». Μου λεει και σφιγγει το χερι μου. Γνωριζω οάτι οάλα οσα λεει ειάναι αληθεια και εχει δικιο, οάμως γιατι ποναάω τοσο? «Θελεις να παρουμε παγωτο? Υπαρχει εάνα ωραιο μερος, λιγο πιο εξω αποά τις εστιες, μπορουμε να περπατησουμε» με ρωταει. Σκουπιζω τα δακρυα μου και της γνεφω. Ειάναι ακομη μεσημερι και εαάν κατσω εστω λιγο παραπανω στο δωματιο μου, θα τρελαθω. ….. Ο Λιαμ ειάναι ακουμπισμενος στον τοιχο εξω αποά την καφετερια, περιμεάνονταάς με, το πρωινο της Δευτερας. «Τι επαθε το ματι σου?!» Εχει δημιουργηθει ενας μωβ κυκλος γυρω αποά το αριστερο του ματι και τωρα που τον κοιταζω καλυτερα διακρινω και μια μελανια στο μαγουλο του. Μολις το συνειδητοποιωά. «Λιάαμ! Ο Χαρρυ το εκανε αυτοά?» η φωνη μου τρεμει. «Ναι.. »παραδεχεται. «Γιατι? Τι συνεβη?» θελω να σκοτωσω τον Χαρρυ που χτυπησε τον Λιαμ . «Εφυγε αποά το σπιτι εξαλλος, μετα που ειχες φυγει εσυ και οάταν επεστρεψε μετα αποά μια ωρα, ηταν τοσο θυμωμενος. Αρχισε να ψαχνει και αλλα πραγματα για να σπασει και τον σταματησα.
151
Δεν ηταν και τοσο ασχημα βασικα, νομιζω οάτι και οι δυο βγαλαμε τον θυμο που ειχαμε ο ενας απεναντι στον αλλον. Του εχωσα και εγω μερικες καλες» γελαει και μενω με ανοιχτο το στομα. Εκπλησσομαι αποά την χαρουμενη διαθεση του Λιαμ καθως μιλαει για τον τσακωμο του με τον Χαρρυ. «Εισαι σιγουρος οάτι εισαι καλα? Υπαρχει κατι που μπορω να κανω?» τον ρωταω. Νιωθω οάτι φταιω εγω για αυτοά, ο Χαρρυ ηταν θυμωμενος εξαιτιας μου, αλλα δεν μπορω να τον φανταστω τοσο θυμωμενο ωάστε να πιαστει στα χερια με τον Λιάαμ. «Οάχι, αληθεια ειμαι ενταξει.» μου χαμογελαει. «Τι ειπε η μητερα σου οάταν γυρισε σπιτι?» τον ρωταω. Καθως περπαταμε προς την αιθουσα, μου λεει πως ο πατερας του Χαρρυ του χωρισε απο τον τσακωμο, ευτυχως εφτασαν σπιτι πριν σκοτωσουν ο ενας τον αλλον και για τον τροπο που η μητερα του στεναχωρηθηκε επειδη ο Χαρρυ εσπασε οάλα τα πιατα της. Με διαβεβαιωνει οάτι δεν ειχα καμια συναισθηματικη αξια, αλλα πληγωθηκε που ο Χαρρυ θα εκανε κατι τετοιο. «Αλλα παρολα αυταά, εχω καλα νεα, η Ντανιεάλ θα ερθει να με επισκεφθει το σαββατοκυριακο. Θα ερθει και στην γιορτη! «Ποια γιορτη?» δεν εχω ακουσει τιποτα. «Ναι, δεν εχει δει τις αφιάσες σε ολο το πανεπιστημιο? Ειάναι ετησια, για να αρχισει η νεα σχολικη χρονια. Ολοι θα πανε. Δεν μου αρεσουν συνηθως τετοιου ειδους γιορτες, αλλα αυτηά θα’χει πλακα. Θα πρεπει να πεις στον Νοάα να ερθει ξανα και ετσι να βγουμε μαζι διπλο ραντεβου». Αχ και να ηξερε μονο ο Λιάαμ οάτι απατησα τον Νοάα με τον Χαρρυ και οάτι μπορει να εχουμε ηδη χωρισει. Του χαμογελαω και γνεφω. Ισως να προσκαλεσω τον Νοάα, για να δει οάτι εχω και φιλους σαν τον Λιάαμ. Ξερω οάτι ο Χαρρυ και ο Λιάαμ.. δηλαδη ο Νοάα και ο Λιάαμ θελω να πω, θα τα πηγαινανε καλα, και θελω πολυά να γνωρισω την Ντανιεάλ. Τωρα που ο Λιάαμ ανεφερε την γιορτη, παρατηρω τις αφιάσες σχεδον σ’ολους τους τοιχους. Υποθετω επειδηά ημουν απασχολημενη αποά τον Χαρρυ ολη την βδομαδα, δεν τις ειάχα προσεξει. Πριν να το καταλαβω βρισκομαι στο μαθημα της Λογοτεχνιας, παρατηρωντας το δωματιο για βρω τον Χαρρυ, παρολο που το ενστικτο μου με αποθαρρυνει. Δεν τον βλεπω και ουτε καθεται στην συνηθισμενη του θεση διπλα μου. ΄΄Θα την καταστρεψω΄΄ η φωνη του αντηχει στο μυαλο μου. Τι θα μπορουσε να κανει που να’ναι χειροτερο αποά το να το μαθει ο Νοάα? Δεν ξερω και ουτε θελω να μαθω.
152
«Δεν νομιζω οάτι ειάναι εδωά, τον ακουσα να μιλαει με αυτοάν τον τυάπο τον Ζεάυν οάτι θα αλλαζε μαθημα. Αλλα θα ευχομουν να εβλεπες το μαυρισμενο του ματι» ο Λιαμ μου χαμογελα και τα ματια μου κατευθυνονται στην εισοδο της αιθουσας. Θελω να αρνηθω οάτι εψαχνα για τον Χαρρυ αλλα ξερω οάτι δεν μπορω. Ο Χαρρυ με μαυρισμενο ματι? Ελπιζω να’ναι καλα, βασικα οάχι, ελπιζω να τον ποναει πολυά. «Ενταξει» ψιθυριζω και τραβαω την φουστα μου. Ο Λιάαμ δεν αναφερει τον Χαρρυ για το υπολοιπο της ωρας. Ολη η εβδομαδα που περναει ειάναι ακριβως η ιδια, δεν μιλαω σε κανεναν για τον Χαρρυ και κανεις δεν μου τον αναφερει. Η Στεφ παραλιγο να το κανει δυο φορες, αλλα γρηγορα το καταλαβαινει και το παιρνει πισω. Ο Τρισταν συχναζει στο δωματιο μας καθολη την διαρκεια της εβδομαδας, αλλα δεν με πειραζει, βασικα τον συμπαθω αρκετα και κανει την Στεφ να χαμογελαει, και βριάσκω το εαυτο μου να γελαει μερικες φορες καταά την διαρκεια της χειροτερης εβδομαδας της ζωης μου. Φορουσα οτιδηποτε ηταν καθαρο και επιανα τα μαλλια μου κοάτσο καάθε μερα. Η μικρη μου συνηθεια με το eyeliner κοπηκε και ξαναγυρισα στην ρουτινα μου. Υπνος, μαθημα, διαβασμα, γευμα, υπνος, μαθημα, διαβασμα, γευμα και ξανα. «Ελα τωρα Τεσσα, ειάναι παρασκευη, απλως ελα μαζι μας και θα σε πεταξουμε πισω πριν να παμε στου Χαρ.. εννοω στο παρτυ» η Στεφ με ικετευει και κουναω το κεφαλι μου αρνητικα. Δεν νιωθω οάτι θελω να κανω τιποτα πρεπει να διαβασω και να τηλεφωνησω στην μητερα μου. Απεφευγα τις κλησεις της ολη την βδομαδα και θελω να μιλησω και στον Νοάα για να μαθω εαάν πηρε την αποφαση του. Του εδωσα χρονο ολη αυτηά την βδομαδα για να σκεφτει, μονο του εστειλα κανα δυο μηνυματα με την ελπιδα οάτι θα τα δει θετικα. Στα αληθεια θελω να παμε μαζι στην γιορτη που θα γιάνει την αάλλη παρασκευη. «Νομιάζω οάτι θα αρνηθωά… θα παω να δω για αμαξια αυριο, οποτε χρειαζομαι ξεκουραση» λεω προσπαθωντας να την πεισω. Πραγματικα θα παω να δω για αυτοκινητα αυριο, αλλα ξερω οάτι δεν θα ξεκουραστω εαάν μεινω εδωά μονη μου με τις σκεψεις μου. Επρεπε να ενιωθα ανακουφισμενη, εαάν εξαιρεσεις την αναποφασιστικοτητα του Νοάα για την σχεση μας. Τουλαχιστον δεν χρειαζεται να ανησυχω για τον Χαάρρυ πλεον. Προφανως και ηταν σοβαρος οάταν ελεγε οάτι θα μεινει μακρυα μου και ειμαι ευγνωμων. Απλως δεν μπορω να τον βγαλω αποά τις σκεψεις μου, απλως θελω και αάλλο χρονο. Συνεχιζω να υπενθιμιζω στον εαυτο μου. Ο τροπος που προσπαθησε να με πεισει οάτι ηθελε κατι παραπανω αποά εμενα, ισως και να βγαιναμε ραντεβου, με επηρεασε βαθια. Το μυαλο μου ταξιδευει σε εάνα μερος οπου ο Χαρρυ ηταν ευχαριστος και αστειος, και τα πηγαιναμε καλα. Εάνα μερος στο οποιο θα μπορουσαμε να βγαινουμε αληθινα ραντεβου, και θα με πηγαινε στο σινεμα ηά για φαγητο.
153
Θα μπορουσε να περασει το χερι του γυρω μου και θα ηταν περηφανος που ημουν η κοπελα του, θα μου εδινε το σακαάκι του εαάν κρυάωνα για να φορεσω και θα με καληνυχτουάσε γλυκα φιλωάντας με, με την υποσχεση οάτι θα με εβλεπε παλι αυριο. «Τεάσσα?» η Στεφ λεει και οι σκεψεις μου εξαφανιζονται σαν καπνος. Αυτοά δεν ηταν η πραγματικοτητα και το αγορι που ονειρευομουν δεν θα μπορουσε ποτε να ειάναι ο Χαρρυ. «Ωω ελα τωρα, φορας αυταά τα χνουδωτα παντελονια με τα συννεφακια ολη την βδομαδα!» ο Τριάσταν με πειραάζει και γελαάω. Αυτεάς οι πιτζαάμες ειάναι οι αγαπημενες μου οάταν καθομαι μεάσα, ειδικα οάταν ειμαι αρρωστη, ηά σαν αυτηά την εβδομαδα που περναάω εάναν χωρισμοά ηά δυο, ειμαι ακομη μπερδεμενη πως εγω και ο Χαρρυ τελειωσαμε κατι που δεν ξεκινησε καν. «Ενταξει. Οκ, θα ερθω αλλα θελω να με φερετε πισω αμεσως μετα το δειπνο επειδη εχω να διαβασω και πρεπει να ξυπνησω και νωρις» την προειδοποιωά και χτυπαει παλαμακια τα χερια της χοροπηδωάντας πανω-κατω. «Τελεια! Απλως σε παρακαλω ασε με να σου κανω μια χαρη?» με ρωταει με εάνα αθωο χαμογελο καθως πεταριζει τις βλεφαριάδες της. «Τι?» γκρινιαζω, γνωριζοντας οάτι δεν προκειται για καλο. «Ασε με να σε περιποιηθω λιγο? Σε παρακαλωωωω!» λεει τραβωντας την λεξη για να δωσει δραματικο τοάνο. «Με τιάποτα!» μπορω να φανταστω τον εαυτο μου με ροζ μαλλια και τονους eyeliner, φορωντας μονο εάνα σουτιεν για μπλουζακι. «Τιποτα πολυά δραματικο, απλα θελω να σε κανω να δειχνεις… οάτι δεν κρυβοσουν ολη μερα μεάσα, φορωντας τις πιτζαμες σου» μου χαμογελαει και ο Τριάσταν προσπαθει να μην γελασει και αυτος. «Ενταξει!» παραδινομαι και χτυπα ξανα παλαμακια τα χερια της.
154
Chapter 42 Αφου η Στεφ βγαζει τα φρυδια μου, που πονεσε χειροτερα απ’οάτι φανταζομουν, με γυρναει αποά την αάλλη και αρνηάται να με αφησει να δω τον εαυτο μου, μεχρι να τελειωσει. Νιωθω νευρικη καθως βαζει πουδρα σ’ολο μου το προάσωπο. Της υπενθυμιζω ξανα και ξανα να μην το παρακανει με το μεικαπ και μου υποσχεται οάτι θα το τηρησει. Βουρτσιζει τα μαλλια μου και τα κανει μπουκλες, ψεκαζοντας πανω τους και σχεδον το μισο δωματιο με λακ, για να κρατησουν. «Το μακιγιαζ και τα μαλλια ειάναι ετοιμα! Ας αλλαξουμε τωρα τα ρουχα σου και μετα θα μπορεις να δεις τον εαυτο σου. Εχω μερικα συνολακια που μπορει να σου κανουν» Φαινεται οάτι ειάναι περηφανη αποά το αποτελεσμα που βλεπει πανω μου. Απλως ελπιζω να μην μοιαζω με κλοάουν.
155
Την ακολουθω στην ντουλαπα και προσπαθω να κρυφοκοιταξω στον μικρο της καθρεφτη, αλλα με τραβαει μακρυα. «Πιασε, δοκιμασε αυτοά εδωά» μου λεει καθως ξεκρεμαει εάνα μαυρο φορεμα. «Εξω ,εσυ!» λεει στον Τριάσταν και γελαει καθως φευγει αποά το δωματιο. «Δεν μπορω να το φορεάσω αυτοά!» της απαντω. Το φορεμα ειάναι στραπλες και δειχνει υπερβολικα κοντο. «Καλα… τι λες γι αυτοά?» ξεκρεμαει ακομη εάνα μαυρο φορεμα αποά την ντουλαπα. Πρεπει να εχει τουλαχιστον δεκα. Αυτοά δειχνει λιγο μακρυτερο, και εχει δυο χοντρες τιραάντες. Το ντεκολτεά με ανησυχει λιγοο επειδη ειάναι σε σχημα καρδιας και το στηθος μου δεν ειάναι μικρο, οάπως το δικο της. Το ξανακοιταω και αναστεναζει. «Απλως δοκιμασε το, σε παρακαλω?» Υπακουω και βγαζω τις ανετες πιτζαμες μου και τις διπλωνω στην ακρη. Στριφογυριζει τα ματια της σε εμενα χαριτωμενα και της χαμογελαω καθως βαζω το φορεμα. Το στρωνω κατω και νιωθω με με στενευει χωρις καν να το εχουμε κουμπωσει. Η Στεφ και εγω δεν διαφερουμε πολυά στο νουμερο, απλα αυτηά ειάναι ψηλοτερη και εγω πιο καμπυλωτη. Το υφασμα ειάναι καπως γυαλιστερο και μοιαζει με μεταξυ. Το κατω μερος του φορεματος φτανει περιπου στο μεσο του μηρου μου. Δεν ειάναι τοσο κοντο οσο νομιζα, αλλα και παλι κοντυτερο απ’οάτι θα εβαζα ποτεά. Νιωθω σχεδον γυμνη με τα ποδια μου τοσο εκτεθειμενα. Τα δαχτυλα μου το τραβουν για να το κατεβασουν λιγο. «Θελεις να φορεσεις καλσον?» με ρωταει και γνεφω. «Ναι, απλως νιωθω τοσο.. γυμνη» της χαμογελαω. Πηγαινει στο συρταρι της και βγαζει δυο διαφορετικα μαυρα καλσον. «Αυταά ειάναι σκετο μαυρο, και τα αλλα εχουν δερματινο σχεδιο» μου εξηγει και πλησιαζω να παρω το σκετο ζευγαρι. Αυταά με τη δερματινη λεπτομερεια παραειναι για εμενα, ειδικα εαάν συλλογιστουμε το γεγονος οάτι εχω εκατο στρωσεις μακιγιαζ. Φοραω το καλσον, καθως η Στεφ ψαχνει στην ντουλαπα της για παπουτσια. «Δεν μπορω να βαλω τακουνια» της υπενθιμιζω. Κυριολεκτικα δεν μπορω, περπαταω σαν πιγκουινος με αυταά. «Λοιπον, εχω χαμηλα τακουνια ηά πλατφορμες. Τεσσα, λυπαμαι αλλα τα αθλητικα σου δεν πανε μ αυτοά το φορεμα» μου λεει και κατσουφιαζω. Νιωθω πολυά ανετη φορωντας αθλητικα καάθε μερα.
156
Βγαζει εάνα ζευγαρι μαυρα τακουνια με μια ασημενια κορδελα μπροστα και πρεπει να παραδεχτω οάτι μου τραβουν την προσοχη. Δεν θα μπορουσα να τα φορεσω, αλλα για μια φορα θα ευχομουν να το εκανα. «Σου αρεσουν αυταά?» με ρωταει και γνεφω. «Ναι, αλλα δεν μπορω να τα περπατησω» της εξηγω και συνοφρυεται. «Φυσικα και μπορεις, εχουν μια λωριδα γυρω αποά το ποδι που κουμπωνει για να σε εμποδισουν αποά το να πεσεις.» «Για αυτοά εχουν την λωριδα, στα αληθεια?» την ρωταω και γελαει. «Οάχι, αλλα βοηθαει και σαάυτο» γελαει ξανα. «Απλως δοκιμασε τα» με ικετευει και καθομαι στο κρεβατι και τεντωνω το ποδι μου, ζητωντας την βοηθεια της για να τα βαλω. Μου δινει το χερι της να σηκωθω και κανω μερικα βηματα. Οι λωριδες πραγματικα με βοηθουν στην ισσοροπια μου. Αντικρυζω την Στεφ προσωπο με προσωπο τωρα, ενωά εκεινη ειάναι ξυπολυτη φυσικα. «Δεν μπορω να περιμενω αάλλο! Κοιτα τον εαυτο σου τωρα» μου χαμογελαει και ανοιγει την πορτα της ντουλαπας. Κοιταζω στον ολοσωμο καθρεφτη και αναστεναζω. Ποια στο καλο ειάναι αυτηά? Η αντανακλαση μου δειχνει πολυά καλυτερη. Φοβουμουν οάτι θα το παρακανει με το μακιγιαζ, αλλα κρατηθηκε. Τα γκριζα μου ματια λαμπυριζουν κατω αποά την καστανη σκια και το απαλο ρουζ στα ζυγωματικα μου, τα κανει να φαινονται πιο εντονα. Τα μαλλια μου μοιαζουν γυαλιστερα και ειάναι σχηματισμενα σε μεγαλες μπουκλες, οάχι τις μικρες μπουκλιτσες που περιμενα. «Ειμαι εντυπωσιασμενη» χαμογελαω και κοιταω καλυτερα. Τσιμπαω το μαγουλο μου για να βεβαιωθω οάτι αυτοά που βλεπω δεν ειάναι αυταπατη. «Ειδες? Εισαι ακομη εσυ, απλως μια πιο σεξυ εκδοση του εαυτου σου» χαζογελαει και φωναζει τον Τρισταν στο δωματιο. Ανοιγει την πορτα και μενει με το στομα ανοιχτο. «Που ειάναι η Τεσσα?» ρωταει και ψαχνει στο δωματιο με παιχνιδιαρικο τονο. Σηκωνει εάνα μαξιλαρι και κοιταζει αποά κατω του. «Τι νομιζεις?» τον ρωταω και κατεβαζω παλι το φορεμα. «Δειχνεις πολυά ωραια, υπεροχη» χαμογελαει και τυλιγει τα χερια του γυρω αποά την μεση της Στεφ. Γερνει προς το μερος του και κοιταζω αλλου.
157
«Εάνα ακομη πραγμα» μου λεει και ξαναπηγαινει στην ντουλαπα. Βγαζει εάνα σωληνακι με λιπ-γκλος και σουφρωνει τα χειλη της. Κλεινω τα ματια μου και κανω το ιδιο καθως μου βαζει το γυαλιστερο υγρο στα χειλη μου. «Ετοιμη?» ρωταει ο Τρισταν και του γνεφει. Αρπαζω την τσαντα μου και βαζω μεσα εάνα ζευγαρι αποά τα αθλητικα μου, ετσι για να υπαρχουν. Καταά την διαρκεια της οδηγησης καθομαι πισω και κοιταω αποά το παραθυρο. Οάταν φτανουμε στο εστιατοριο, εκπλησσομαι αποά τα μηχανακια που ειάναι παρκαρισμενα. Υπεθεσα οάτι θα πηγαιναμε καπου οάπως στα TGI Fridays ηά στα Applebee’s, οάχι σε καποιο μπαρακι που σερβιρει ψηταά. Οάταν περπαταμε μεσα νιωθω οάτι ολοι με κοιταζουν, αν και μαλλον δεν ισχυει αυτοά. Η Στεφ αρπαζει το χερι μου και με τραβαει καθως περπαταει σε εάνα τραπεζι στην πισω πλευρα. «Ο Ναάιαλλ θα ερθει, εισαι ενταξει μ’αάυτο?» με ρωταει καθως καθομαστε. «Ναι, φυσικα» της απαντω. Αρκει να μην ειάναι ο Χαρρυ, οι αλλοι δεν με πειραζουν. Εξαλλου, λιγη παρεα θα’ταν καλη, γιατι αυτηά την στιγμη νιωθω λιγο στην απ’εξω με τον Τρισταν και την Στεφ. Μια γυναικα με ακομη περισσοτερα ταττου αποά την Στεφ και τον Τρισταν ερχεται προς το τραπεζι μας και παιρνει την παραγγελια μας για τα ποτα. Η Στεφ και ο Τρισταν παιρνουν μπυρα. Αυτος ειάναι και ο λογος τους αρεσει να ερχονται εδωά, επειδη μπορουν να πιουν και ας μην τους επιτρεπεται ακομη. Η γυναικα μου σηκωνει το φρυδι καθως της λεω οάτι θεάλω κοκα-κολα, αλλα δεν με νοιαζει. Εχω να διαβασω οάταν επιστρεψω. Λιγα λεπτα αργοτερα φερνει τα ποτα μας και ακουω εάνα σφυρισμα καθως μια ομαδα παιδιων πλησιαζει το τραπεζι μας. Αναγνωριζω τον Ναάιαλλ και τον Ζεάυν καθως ερχονται πιο κοντα και τα ροζ μαλλια της Μοάλλυ ξεπροβαλλον στην θεα, ακολουθωντας πισω της ο Χαρρυ. Φτυνω την κοκα-κολα πισω στο ποτηρι μου. Τα ματια της Στεφ γουρλωνουν καθως βλεπει τον Χαρρυ και κοιταει προς το μερος μου. «Το ορκιζομαι, δεν ηξερα οάτι θα ερχοταν, τον εχω δει ελαχιστα ολη την εβδομαδα, μπορουμε να φυγουμε τωρα εαάν θελεις» μου ψυθιριζει καθως ο Ζεάυν καθεται στην καρεκλα διπλα μου. Πρεπει να αναγκασω τον εαυτο μου να μην κοιταξει προς την μερια του Χαρρυ. «Wow Τεσσα, δειχνεις πολυά σεξυ» μου λεει ο Ζεάυν και κοκκινιζω. «Στα αληθεια, wow! Δεν σε εχω δει ποτε ξανα ετσι» με κολακευει και τον ευχαριστω σιωπηλα. Ο Ναάιαλλ, ο Χαρρυ και η Μοάλλυ καθονται στο χωάρο απεάναντι μας. Θελω να ζητησω απο την Στεφ να αλλαξουμε θεσεις, ωάστε η πλατη μου να’ναι πισω αποά τον Χαρρυ, αλλα δεν εχω το κουραγιο να της το πω. Απλως θα τον αγνοησω για το υπολοιπο του δειπνου, μπορω να το κανω.
158
«Πραγματικα καιάς καρδιες αποψε Τεσσα» μου λεει ο Ναάιαλλ και του σκαω εάνα χαμογελω. Δεν εχω συνηθησει να τραβαω την προσοχη. Ο Χαρρυ δεν σχολιασε το νεάο μου λουκ, αλλα δεν περιμενω να το κανει, απλως ειμαι ευγνωμων που δεν με προσβαλλει. Ο Χαρρυ και η Μοάλλυ καθονται ακριβως στο οπτικο μου πεδιο, μπορω να δω ολο το προσωπο του αναμεσα στους ωμους της Στεφ και του Τρισταν. Μια μοάνο ματια δεν βλαπτει. Κοιταζω προς το μερος του πριν να το καταλαβω και αμεσως το μετανιωάνω. Το χερι του ειάναι τυλιγμενο γυρω αποά τον ωμο της Μολλυ. Γιατι επρεπε να κοιταξω? Το αισθημα ζηλειας που νιωθω ειάναι η τιμωρια μου, επειδη τον κοιταξα, ενωά δεν επρεπε να το κανω. Φυσικα και θα εχουν μπλεχτει παλι μεταξυ τους, ηά ακομη μπορει και ποτεά να μην ειχαν σταματησει. Θυμαμαι ποσο ανετη ηταν η Μοάλλυ καθισμεάνη στην αγκαλια του στο παρτυ και ξεροκαταπινω. Ο Χαρρυ ειάναι ελευθερος να κανει οάτι θελει και με οποια θελει. «Δειχνει υπεροχη, σωστα?» τους ρωταει η Στεφ και ολοι γνεφουν. Νιωάθω το βλεμμα του Χαρρυ επανω μου αλλα δεν γινεται να τον κοιταξω παλι. Φοραει εάνα ασπρο μπουζακι ωστε να φαινονται τα ταττου του αλλα δεν με ενδιαφερει. Δεν με μοιαζει ποσο ωραιος δειχνει και ποσο προκλητικα εχει ντυθει η Μολλυ. Στα αληθεια θα μπορουσε να φοραει πιο πολλα ρουχα. Ειάναι ενοχλητικη με τα ηλιθια ροζ μαλλια της και τα ασεμνα ρουχα της, ειάναι μια τσουλα. Ειμαι εκπληκτη αποά τις σκεψεις μου και τον θυμο μου απεναντι της, αλλα ειάναι αληθεια δεν την συμπαθω! Πραγματικα δεν νομιζω να εχω αποκαλεσει ποτε καποια τσουλα, ουτε καν αποά μεσα μου. Σχεδον νιωθω ενοχη μεχρι που φωναζει το ονομα μου. «Δειχνεις ωραια βρε κοριτσι, καλυτερα απ’οάτι ησουν πριν» μου λεει και γερνει προς το στερνο του Χαρρυ. Γυριζω το βλεμμα μου σ’αυτην χαμογελωντας της ψευτικα. «Σε πειραζει να πιω μια γουλια?» ρωταει ο Ζαυν καθως παιρνει το ποτηρι μου. Του επιτρεπω να πιει απ’αυτοά, που συνηθως δεν το εγκριάνω, αλλα νιωθω τοσο αμηχανα τωρα που δεν μπορω να σκεφτω καθαρα. Κατεβαζει παραπανω αποά το μισο ποτο μου και τον σκουνταω. «Σορρυ βρε μωρο, θα σου παραγγειλω αάλλο» μου χαμογελαει. Ειάναι πραγματικα ελκυστικος, μοιαζει πιο πολυά με μοντελο παρα με φοιτητηά. Εαάν δεν ειχε τοσα πολλα ταττουαζ ισως και να ηταν μοντελο. Εάνα θορυβος ερχεται αποά απεναντι και το βλεμα μου βρισκει τον Χαρρυ. Εριξε κατω το μπουκαλακι με το αλατι και με κοιταει επιμονα με τα φλογερα του ματια. Θελω να γυρισω το βλεμα μου αλλου, αλλα δεν μπορω, ειμαι αιχμαλωτισμενη αποά το βλεμμα του καθως ο Ζεάυν σηκωνει το χερι του και το τοποθετει στην ακρη της καρεκλας, ακριβως αποά πισω μου. Τα ματια του Χαρρυ γουρλωνουν και αποφασιζω να σπασω λιγη πλακα. Αμφιβαλλω εαάν
159
θα τον νοιαάξει, αλλα ηταν πολυά καθετος στο γεγονος οάτι δεν του αρεσει να κανω παρεα με το Ζεάυν, οποτε μπορει και να πετυχει.
160
Chapter 43 Πλησιαάζω ελαφρωάς προς το μερος του Ζεάυν και τα ματια του Χαρρυ γουρλωνουν, αλλα επανερχεται γρηγορα. Γνωριζω ποσο ανωριμο και γελοιο ειάναι ολο αυτοά, αλλα δεν με νοιαζει. Εαάν ειάναι να βρισκομαι γυρω του, τοτε θελω να ενοχληται οπως και εγω. Η γυναικα, ντυμενη στα δερματινα, παιρνει ολονωάν τις παραγγελιες. Διαλεγω σαντουιτς και τηγανιτες πατατες, χωρις κετσαπ και ολοι οι υπολοιποι παραγγελνουν καυτερες φτερουγες κοτοπουλου. Φερνει στον Χαρρυ μια κοκα-κολα και στους αλλους εάνα ακομη γυάρο απο μπυρες. Ακομη περιμενω την δικη μου κοκα-κολα, αλλα δεν θελω να φανω αγενης. «Εχουν τις καλυτερες φτερουγες εδωά» με ενημερωνει ο Ζεάυν και του χαμογελαω. «Λοιπον, θα πας στην γιορτη το αάλλο σαββατοκυριακο?» ρωταω τον Ζεάυν. «Δεν ξερω, δεν ειάναι του στυλ μου» γελαει και πινει λιγο αποά την μπυρα του. «Εσυ θα πας?» με ρωταει και κατεβαζει το χερι του τελειως αποά το στηριγμα, ακουμπωάνντας το στον ωμο μου. Νιωθω ενοχη που φλερταρω μαζι του με αυτοά τον τροπο, βασικα δεν φλερταρουμε, απλως τον ρωταω πραγματα αλλα και παλι νιωθω ασχημα. Δεν εχω δοκιμασει να φλερταρω στο παρελθον, οποτε ειμαι σιγουρη οάτι τα παω χαλια. «Ναι, θα παω με το Λιάαμ» του απαντω και ολοι σκανε στα γελια. «Τον Λιαμ Πεάυν?» ρωτα ο Ζεάυν, χαχανιζοντας. «Ναι, ειάναι φιλος μου» του λεω αποτομα. Δεν μου αρεσε ο τροπος που γελανε εις βαρος του. «Αυτος σιγουρα θα πηγαινε σ’εκεινη την γιορτη! Ειάναι τοσο βαρετος» λεει η Μολλυ και την αγριοκοιταζω. «Οάχι, δεν ειάναι. Βασικα ειάναι πολυά κουλ» τον υπερασπιζομαι. Καταλαβαινω οάτι ο δικος μου ορισμος του ‘κουλ’ δεν ειάναι ο ιδιος με τον δικο τους, αλλα εμενα ειάναι καλυτερος. «Ο Λιαμ Πεάυν και η λεξη ‘κουλ’ δεν ανηκουν στην ιδια προταση» μου λεει η Μολλυ και βαζει πισω τα μαλλια του Χαρρυ που πεφτουν στο μετωπο του. Την μισω.
161
«Λοιπον, λυπαμαι που δεν ειάναι τοσο ‘κουλ’ ωάστε να κανει παρεα μαζι σας, αλλα ειάναι..» αρχιζω να φωναζω και σηκωνομαι αποά το ραπεζι. «Ει, Τεσσα ηρεμησε. Απλως σε πειραζουμε» λεει ο Ναάιαλλ και η Μοάλλυ μου σκαει εάνα πονηρο χαμογελο. Εχω την αισθηση οάτι δεν την πολυνοιαζει για εμενα. «Λοιπον δεν μου αρεσει οάταν οι αλλοι πειραζουν τους φιλους μου, ειδικα οάταν δεν ειάναι παρωάν να υπερασπιστουν τον εαυτο τους!» Πρεπει να ηρεμησω, τα συναισθηματα μου εχουν αρχισει να τρελενονται επειδη βρισκομαι κοντα στον Χαρρυ και το γεγονος οάτι κρεμεται αποά την Μοάλλυ, ακριβως μες στα μουτρα μου. «Ενταξει, συγγνωμη που τον κοροιδεψα. Εξαλλου, πρεπει να του το αναγνωρισω, εφοσον ‘χαρισε’ στον Χαρρυ αυτοά το μαυρισμενο ματι.» απαντα ο Ζεάυν και τυλιγει τα χερια του παλι γυρω αποά τον ωμο μου. Ολοι γελανε, ακομη και εγω, εκτος αποά τον Χαρρυ. «Ναι. Παλι καλα που ενας καθηγητης τους χωρισε αποά τον τσακωμο αλλιως ο Χαρρυ θα τις ετρωγε ακομη παραπανω αποά τον χαμεάνο..» λεει ο Ναάιαλλ και με κοιταζει. «Συγγνωμη, μου ξεφυγε» μου απαντα και χαμογελαει απολογητικα. Ενας καθηγητης? Δεν του χωρισε ενας τυχαιος αποά τον τσακωμο, ηταν ο πατερας του Χαρρυ. Αναρωτιεμαι εαάν ξερουν οάτι πολυά συντομα ο Λιάαμ και ο Χαάρρυ θα γινουν ετεροθαλη αδερφια. Κοιταζω προς τον Χαρρυ και δειχνει ανησυχος. Τους ειπε ψεμματα. Θα επρεπε να τον ξεμπροστιασω μπροστα σε ολους αλλα δεν μπορω. Δεν ειμαι σαν αυτοάν, μου ειάναι δυσκολο να πληγωνω του ανθρωπους, οάπως εκεινος. Εκτος αποά τον Νοάα, μου υπενθιμιζει το υποσυνειδητο μου και το απωθωά. «Λοιπον νομιζω οάτι η γιορτη θα’χει πλακα» λεω και ο Ζεάυν χαμογελαει. «Ισως και να εμφανιστω τελικα» μου απαντα. «Εγω θα παω» λεει ο Χαρρυ αποά το αάλλο καθισμα. Ολοι γυρνανε να τον κοιταξουν και η Μοάλλυ γελαει. «Φυσικα και θα πας» στριφογυριζει τα ματια της και χασκογελαει ξανα. «Στα αληθεια θα παω, δεν θα’ναι τοσο χαλια» ο Χαρρυ απαντα και η Μοάλλυ υψωνει ξανα το βλεμμα της στον ουρανο. Γιατι θα παει? Ισως επειδη ο Ζεάυν ειπε οάτι μπορει να ερθει. Αυτοά το ενοχλητικο παιχνιδι που παιζω, ισως και να δουλευει τελικα.
162
Η σερβιτορα φερνει τα φαγητα μας και μου δινει το σαντουιτς μου. Δειχνει πολυά ωραιο, εκτος του οάτι η κετσαπ σταζει στην ακρη. Τριβω την μυτη μου και προσπαθω να σκουπισω την κετσαπ με την πετσετα. Δεν μ’αρεσει να στελνω το φαγητο πισω και ηδη αυτηά η βραδια δεν εχει κυλησει ομαλα, το τελευταιο πραγμα που χρειαζομαι αυτηά την στιγμη ειάναι να τραβηξω και αάλλο την προσοχη. Ολοι αρχιζουν να τρωνε και παιζω με τις πατατες μου καθως ολοι μιλανε για το αποψινο παρτυ. «Μπορω να σας φερω τιποτα αάλλο?» ρωταει η γυναικα καθως κατευθυνεται προάς εμας. «Οάχι, νομιζω ειμαστε ενταξει» της απαντα ο Τρισταν και παει να φυγει. «Παρηγγειλε το σαντουιτς χωρις κετσαπ» λεει ο Χαρρυ και μου πεφτει η πατατα αποά τα χερια. Η σερβιτορα με κοιταει, «Θα ηθελες να το παρω πισω?» με ρωταει ευγενικα και κουναω αρνητικα το κεφαλι μου. «Ναι…θα ηθελε» απαντα ο Χαρρυ για εμενα. Τι στο καλο συμβαινει? Και πως ηξερε οάτι ειχε κετσαπ μεσα? Απλως προσπαθει να με κανει να νιωσω αβολα. «Ελα, δωσε μου το πιατο σου. Θα σου φερω εάνα καινουργιο σαντουιτς και πατατες» χαμογελαει και μου δινει το χερι της. Της παραδιδω το πιατο και κοιταω το πατωμα καθως την ευχαριστω. «Τι ηταν αυτοά?» Ακουω την Μολλυ να ρωταει το Χαρρυ στο αυτι. Θα πρεπει να μαθει να ψιθυριζει καλυτερα. «Τιποτα, δεν της αρεσει η κετσαπ» της απαντα και η Μολλυ ξεφυσαει πριν να πιει λιγο αποά την μπυρα της. «Και λοιπον?» λεει η Μοάλλυ και ο Χαρρυ την αγριοκοιταζει. «Λοιπον, τιποτα. Αστο!» της λεει αποτομα και στριφογυριζει τα ματια της ξανα και πλησιαζει ακομη πιο κοντα του. Τουλαχιστον ξερω οάτι δεν ειμαι η μονη στην οποια φερεται αγενεστατα. Το νεάο μου σαντουιτς με τις πατατες φθανει και τρωω το περισσοτερο αποά αυτοά, παρα την ελλειψη ορεξης μου. Ο Ζεάυν καταληγει να πληρωσει για το γευμα μου, που ειάναι ταυτοχρονως ευγενικο εκ μερους του, αλλα και παραξενο. Ο Χαρρυ φαινεται να ενοχλειται ακομη παραπανω καθως ο Ζεάυν βαζει ξανα το χερι του γυρω μου, οάπως προχωραμε προς την εξοδο.
163
«Ο Λουις λεει οάτι το παρτυ ειάναι γεματο!» μας ενημερωνει ο Ναάιαλλ. «Πρεπει να ερθεις μαζι μου στο παρτυ» προσφερεται ο Ζεάυν και κουναω το κεφαλι μου. «Α, δεν θα παω στο παρτυ, ο Τρισταν θα με γυρισει σπιτι» του απαντω και κατσουφιαζει. «Μπορω να την γυρισω εγω πισω, αφου ηρθα εδωά με το αμαξι μου» λεει ο Χαρρυ και παραλιγο να σκονταψω. «Οάχι, ο Τρισταν και εγω θα την παμε. Ο Ζεάυν μπορει να ερθει μαζι μας» η Στεφ χαμογελαει στον Χαρρυ. Εαάν το βλεμμα του μπορουσε να σκοτωσει, η Στεφ θα βρισκοταν στο πατωμα αυτηά την στιγμη. «Δεν θελεις να οδηγησεις μεθυσμενος στις εστιες, η αστυνομια θα ψαχνει για να κοψει κλησεις μιας και ειάναι παρασκευη» λεει ο Χαρρυ στον Τρισταν. Η Στεφ με κοιταει περιμενοντας να μιλησω αλλα δεν ξερω τι να πω. Δεν θελω να βρεθω μονη στο αμαξι του Χαρρυ μαζι του, οάμως απ΄ την αλλην δεν θελω να οδηγησει ο Τρισταν μιας και εχει πιει. Σηκωνω τους ωμους μου και ακουμπαω στον Ζεάυν καθως αυτοι αποφασιζουν τι θα κανουν μεταξυ τους. «Θα ερθω μαζι σου» λεει η Μολλυ στον Χαρρυ και κουναει το κεφαλι του. «Οάχι, εσυ να πας με τον Τρισταν και την Στεφ» λεει αναγκαζοντας την με το ζορι. «Για ονομα του Θεου, μπορουμε να μπουμε στα αμαξια και να φυγουμε επιτελους!» ο Ναάιαλλ γκρινιαζει και βγαζει εξω τα κλειδια του. «Ναι, ελα παμε Τεσσα» με διαταζει ο Χαρρυ και κοιταω τον Ζεάυν και μετα την Στεφ. «Τεσσα!» ξαναφωναζει ο Χαρρυ καθως ξεκλειδωνει την πορτα του αυτοκινητου. Με κοιταει και εχω την εντυπωση οάτι αμα δεν τον ακολουθησω πισω στο αμαξι θα μα συρει με το ζορι. Γιατι αραγε να θελει να βρισκεται γυρω μου, εαάν ειπε στην Στεφ οάτι δεν θελει να τον ξαναπλησιασω? Εξαφανιζεται μεσα στο αμαξι και βαζει μπρος. «Στειλε μου μηνυμα μολις φτασεις στο δωματιο σου» λεει η Στεφ και της γνεφω, καθως προχωρω προς το αμαξι του Χαρρυ.
164
Chapter 44 Ανοιγω την πορτα του συνοδηγου και μπαινω μεσα στο αμαξι του Χαρρυ. Ασχετα αποά το ποσο σκληρα προσπαθησα να τον αγνοησω ολη την εβδομαδα, με καποιο τροπο βρεθηκα στο αμαξι του, μαζι του. Δεν με κοιταει καθως δενω την ζωνη μου. Στρωνω παλι το φορεμα μου προς τα κατω, προσπαθωντας να καλυψει τους μηρους μου. Καθομαστε σε πληρη ησυχια κθως ξεκινα να ξεπαρκαρει. Ειμαι τοσο ανακουφισμενη που δεν επετρεψε στην Μολλυ να ερθει μαζι μας, αλλιως θα προτιμουσα να περπατησω προς το σπιτι. «Τι συμβαινει με το νεάο λουκ?» με ρωταει επιτελους αφου εχουμε βγει πια στην εθνικη οδο. «Εμ.. λοιπον η Στεφ ηθελε να δοκιμασω κατι διαφορετικο υποθετω» του απαντω αλλα το βλεμμα μου συνεχιζει να κοιτα τα κτηρια εξω αποά το παραθυρο. Η συνηθισμενη ροκ μουσικη του παιζει σε χαμηλη ενταση στ’αμαξι. «Δεν νομιζεις οάτι ειάναι λιγο υπερβολικο?» με ρωταει και τυλιγω τα χερια μου ωάστε να σχηματιζουν μπουνια, κρατωντας τα στην ποδιαά μου. Οποάτε αυτοά ειάναι το σημερινο του σχεδιο, να με προσβαλλει καθολη την διαδρομη πισω στο δωματιο μου. «Δεν χρειαζοταν να με πας σπιτι και δεν ηξερα οάτι θα ερχοσουν αλλιως δεν θα δεχομουν να ερθω και εγω» ακουμπαω το κεφαλι μου στο παραθυρο, προσπαθωντας να δημιουργησω οσο περισσοτερο χωάρο μεταξυ μας γινεται. «Μην εισαι τοσο επιθετικη, αυτοά που σου ειπα μονο ειάναι οάτι η ‘μικρη’ σου μεταμορφωση ηταν λγο υπερβολικη»
165
"Παλι καλα λοιπον που δεν με νοιαζει τι πιστευεις, αλλα εκπλησσομαι που δεν νομιζεις οάτι δεν δειχνω καλυτερη αποά πριν, αν λαβουμε υποψην την απεχθεια σου στην συνηθισμενη μου εμφανιση» του λεω αποτομα και κλεινω τα ματια μου. Ειμαι ηδη εξουθενομενη που βρισκομαι γυρω του και μου ρουφαάει την λιγοστη ενεργεια που μου εχει απομεινει. Τον ακουω να γελαει σιγανα και κλεινει τελειως την ενταση του ραδιοφωνου. «Ποτεά δεν ειπα οάτι συμβαινει κατι με την εμφανιση σου, τα ρουχα σου ναι, αλλα σε συγκριση με αυταά που φορας τωρα, θα προτιμουσα να ξαναεβλεπα τις χαζες μακριες σου φουστες». Προσπαθει να εξηγησει αλλα η απαντηση του δεν βγαζει και πολυά νοημα. Φαινεται να του αρεσει οάταν η Μοάλλυ ντυνεται ετσι, και ακομη πιο ασεμνα, οποάτε γιατι οάχι και σ’εμενα. «Με ακουσες Τεσσα?» ρωταει και νιωθω το χερι του να αγγιζει το μηρο μου. Τιναζομαι αποά το αγγιγμα του και ανοιγω τα ματια μου. «Ναι, σε ακουσα. Απλως δεν εχω τιποτα να πω για αυτοά. Εαάν δεν σ’αρεσει ο τροπος που ντυνομαι, απλως μην με κοιτας.» Εάνα καλο πραγμα που εχει βγει αποά το να μιλαω με τον Χαρρυ ειάναι οάτι για πρωτη φορα στην ζωη μου μπορω να πω ακριβως αυτοά που μου ερχεται στο νου, χωρις να ανησυχω για το εαάν θα πληγωσω τα αισθηματα του, αφου δεν εχει. «Αυτοά ακριβως ειάναι και το προβλημα εδωά, σωστα? Οάτι δεν μπορω να παρω τα ματια μου αποά πανω σου» τα λογια βγαινουν αποά το στομα του και σκεφτομαι να ανοιξω την πορτα και να κυλιστωά στην εθνικη οδο. «Ωω! Σε παρακαλω!» γελαω. Αναγκαζω τον εαυτο μου να βρει το χιουμορ πισω αποά την προσπαθεια του να με βασανισει σ’οάλη την διαδρομη. Θα μου πει αρκετα ωραια αλλα αινιγματικα πραγματα και μετα θα τα παρει πισω και θα με προσβαλει. «Τι? Ειάναι αληθεια. Εγκρινω τα καινουργια ρουχα, αλλα δεν χρειαζεσαι ολο αυτοά το μακιγιαζ. Τα συνηθισμενα κοριτσια φορανε τονους μεικ-απ για να δειχνουν τοσο ωραιες, οσο εσυ οάταν δεν φορας» μου λεει. Τι? Θα πρεπει να’χει ξεχασει οάτι δεν μιλαμε, οάτι προσπαθησε να καταστεψει την σχεση μου μια βδομαδα πριν, και οάτι απεχθανομαστε ο ενας τον αλλον. Για το τελευταιο που ανεφερα, ακομη το παλευω.
166
«Δεν περιμενεις να σε ευχαριστησω, σωστα?» γελαω. Ειάναι τοσο περιπλοκος, ειάναι μελαγχολικος και θυμωμενος το εάνα λεπτο και το επομενο που λεει οάτι δεν χρειαζομαι μεικ-απ για να δειχνω ομορφη. «Γιατι δεν ειπες την αληθεια για εμενα και τον Λιαμ?» με ρωταει. Αλλαζοντας το θεμα. «Γιατι προφανως δεν ηθελες να το μαθουν» «Και παλι, γιατι θα κρατουσες το μυστικο μου?» «Επειδη δεν ειάναι δικο μου, για να το πω» Με κοιταει με μισανοιχτα ματια και εάνα απαλο χαμογελο στα χειλη του. «Δεν θα σε κατηγορουσα εαάν το εκανες, αν λαβουμε υποψην οάτι στο εκανα με το θεμα του Νοάα» «Ναι, τι να κανουμε, δεν ειμαι εσυ!» «Οάχι, φυσικα και δεν εισαι» η φωνη του ειάναι ακομη πιο σιγανη.Παραμενει σιωπηλος για το υπολοιπο της οδηγησης, το ιδιο και εγω. Δεν εχω τιποτα να του πω, βασικα εχω, αλλα καλυτερα να μην μιλησω. Επιτελους φθανουμε στην εστια και παρκαρει οσο πιο μακρυα γινεται αποά το δωματιο μου. Φυσικα. Παω να πιασεω το χερουλι της πορτας και το χερι του Χαρρυ αγγιζει ξανα το μηρο μου. «Δεν θα με ευχαριστησεις?» μου χαμογελαει και κουναω το κεφαλι μου. «Σ’ευχαριστω για την διαδρομη» του απαντω ειρωνικα. «Θα πρεπει μαλλον να βιαστεις και να επιστρεψεις στην Μολλυ» προσθετω καθως βγαινω αποά το αμαξι. Ελπιζω να μην με ακουσε, δεν ειμαι σιγουρη γιατι το ειπα αυτοά. «Ναι.. καλυτερα να βιαστω, εχει στ’αληθεια περισσοτερη πλακα οάταν ειάναι μεθυσμενη» μου χαμογελαει πονηρα. Προσπαθω να κρυψω το γεγονος οάτι νιωθω σαν να μου εδωσε μπουνια στο στομαχι. Σκυβω για να τον κοιταξω αποά το παραθυρο του συνοδηγου και ο Χαρρυ το κατεβαζει κατω. «Ναι, ειμαι σιγουρη οάτι θα’χει πλακα. Ο Νοάα θα ερχοταν ετσι και αλλιως» του λεω ψεμματα και βλεπω τα ματια του να γουρλωνουν. «Θα ερθει?» ρωτα ο Χαρρυ καθως ξυνει τα νυχια του, μια νευρικη συνηθεια υποθετω. «Ναι, τα λεμε» του χαμογελω. Τον ακουω να κατεβαινει αποά το αμαξι και να κλεινει την πορτα.
167
«Περιμενε!» μου λεει και γυριζω να τον δω. «Εγω.. αστο δεν πειραζει, νομιζα οάτι εμ.. σου επεσε κατι, αλλα δεν ηταν τιποτα» μου λεει και τα μαγουλα του κοκκινιζουν. Ξερω οάτι λεει ψεμματα και θελω να μαθω τι θα μου ελεγε, αλλα καταφερα να τον αποφυγω ολη την βδομαδα, προσπαθωντας να ξεπερασω οάτι ηταν αυτοά που μας εάδενε. Πρεπει να φυγω τωρα, οποάτε συνεχιζω να περπαταω. «Αντιο Χαρρυ» τα λογια μου σημαινουν παραπανω απ’οάτι αφηνω να εννοηθει. Δεν κοιταζω πισω μου για να δω εαάν θα ερθει γιατι ξερω οάτι δεν θα το κανει. … Βγαζω τα τακουνια μου πριν να φτασω καν στο δωματιο και περπατω ξυπολυτη στην υπολοιπη διαδρομη. Με το που φτανω στο δωματιο, φοραω τις πιτζαμες μου και τηλεφωνω στον Νοάα. Απαντα στο δευτερο χτυπημα. «Γεια» λεω με τσιριχτη φωνη. Η φωνη μου ακουγεται πολυά νευρικη, αλλα μιλαω με τον Νοάα, γιατι νιωθω ετσι? «Γεια σου Τεσσα, πως ηταν η μερα σου?» με ρωταει απαλα. Δεν ακουγεται σαν το απομακρυσμενο Νοάα που μιλουσα ολη την εβδομαδα και αναστεναζω ανακουφισμενη. «Ηταν ενταξει, απλως καθομαι στο δωματιο μου αποψε, εσυ τι κανεις?» Αφηνω σκοπιμα εξω το δειπνο μου με την Στεφ και ολους τους αλλους, συμπεριλαμβανομεάνου και του Χαρρυ. Αυτοά δεν θα βοηθουσε στην ‘σε παρακαλω, συγχωρεσε με’ προσπαθεια μου. «Μολις τελειωσα την προπονηση, απλως θα διαβασω αποψε επειδη αυριο θα βοηθησω του νεους μας γειτονες να κοψουν εάνα δεντρο» Παντα βοηθαει του αλλους. Ειάναι πολυά καλος για εμενα. «Απλως θα διαβασω και εγω αποψε» «Ευχομαι να διαβαζαμε μαζι» μου λεει και χαμογελαω καθως παιζω με τις καλτσες μου. «Αληθεια?» «Ναι, φυσικα Τεσσα. Ακομη σε αγαπαω και μου λειπεις. Αλλα πρεπει να σιγουρευτω οάτι τιποτα σαν και αυτοά δεν θα ξανασυμβει. Ειμαι διατεθειμενος να το αφησω πισω μας, αλλα θα πρεπει να μου υποσχεθεις οάτι θα μεινεις μακρυα του» μου απανταει. Δεν χρειαζεται να πει το ονομα του.
168
«Φυσικα, θα το κανω, το ορκιζομαι» του λεω. Εάνα μερος του εαυτου μου γνωριζει οάτι θελω απεγνωσμενα να με συγχωρησει ο Νοάα, επειδη δεν θελω να ειμαι τελειως μονη μου και να σκεφτομαι τις κολακιάες του Χαρρυ, αλλα το αγνοω. Αφου ανταλλασουμε τα «Σ’αγαπω» ο Νοάα συμφωνει να με συνοδεψει στην γιορτη το αάλλο σαββατοκυριακο και κλεινω το τηλεφωνο. Ψαχνω στο διαδικτυο για τις πιο κοντινες αντιπροσωπιες αυτοάκινητων στο πανεπιστημιο, θα παρω το λεωφορειο οποτε θα χρειαστει να μην παω μακρυα, ευτυχως για εμενα υπαρχουν αρκετα μεταχειρησμενα αμαξια αρκετα κονταά, εάτοιμα για μαθητες. Ψαχνω στο βαλιτσακι της Στεφ και επιτελους βρισκω τα μαντηλακια για να καθαρισω το προσωπο μου. Μου παιρνει πολυά ωρα, και μονο η διαδικασια αφαιρεσης του μεικ-απ με κανει να μην θελω να το ξαναφοραω ποτεά, παρολο που εδειχνε ωραιο πανω μου.
Chapter 45 Βγαζω τις σημειωσεις μου και τα τετραδια μου και ξεκινω να διαβασω. Δουλευω τις εργασιες της επομενης εβδομαδας, μου αρεσει να βρισκομαι μπροστα τουλαχιστον μια εβδομαδα, ετσι ωάστε να μην υπαρχει πιθανοτητα να μεινω πισω στις σπουδες μου.Ακομη δεν μπορω να το πιστεψω οάτι ο Χαρρυ σταματησε το μαθημα της Λογοτεχνιας μονο και μονο για να μην χρειαζεται να με βλεπει. Θα επρεπε να τον ρωτησω για αυτοά, αλλα ημουν τοσο εκνευρισμενη και ενοχλημενη για να το σκεφτω. Τιποτα απ’οάτι κανει, δεν βγαζει νοημα, σταματαει εάνα ολοκληρο μαθημα για να με αποφυγει και απ΄την αάλλη πρακτικα με αναγκαζει να τον αφησω να με γυρισει σπιτι? Μου
169
δημιουργει πονοκεφαλο. Γνωριζω οάτι δεν συγκεντρωνομαι στην εκθεση που εχω να γραψω, ισως καλυτερα να βρω μια ταινια να δω και να ξαπλωσω μεχρι να αποκοιμηθω. Εχουν περασει μολις 2 ωρες αποά τοτε που μιλησα με τον Νοάα, και μου φαινονται περισσοτερες. Αποφασιζω να δω μια ρομαντικη ταινια, για μια γυναικα που χανει την μνημη της, παρολο που την εχω δει απειρες φορες. Λιγοτερο αποά 10 λεπτα περνανε που εχει αρχισει η ταινια και ακουω καποιον να βριζει εξω στον διαδρομο. Ανεβαζω την ενταση στο λαπτοπ μου και το αγνοω. Ειάναι παρασκευη, οποάτε ξερω οάτι θα υπαρχουν πολλοι μεθυσμενοι στις εστιες αποψε. Λιγα λεπτα αργοτερα ακουω παλι καποιον να βριζει, ειάναι μια αντρικη φωνη και μετα μια γυναικεια ακολουθει. Η αντρικη φωνη φωναζει δυνατοτερα και αναγνωριζω την προφορα. Ειάναι ο Χαρρυ. Σηκωνομαι αποά το κρεβατι μου και ανοιγω την πορτα ελαφρως και τον βρισκω να καθεται στο πατωμα με την πλατη του να ακουμπαει στον τοιχο, εξω αποά το δωματιο μου. Μια θυμωμενη ξανθια κοπελα καθεται μπροστα του μαλωνοντας τον, με τα χερια της στους γοφους της. «Χαρρυ?» φωναζω και κοιταει ψηλα. Εάνα τεραστιο χαμογελο εμφανιζεται στο προσωπο του. «Τερεσα?» απαντα και ξεκιναει να σηκωθει. «Μπορεις σε παρακαλω να πεις στο αγορι σου να φυγει αποά την πορτα μου, εχυσε βοτκα σ΄ολο το πατωμα και εγω θα πρεπει να το καθαρησω!» φωναζει η ξανθια και κοιταω προς τον Χαρρυ. «Δεν ειάναι το..» ξεκιναω να πω αλλα ο Χαρρυ αρπαζει το χερι μου και με τραβαει προς την δικη μου πορτα. «Σορρυ για την βοτκα» λεει στην ξανθια στριφογυριζοντας τα ματια του. Αναστεναζει και μπαινει εξαλλη στο δωματιο της. «Τι κανεις εδωά Χαρρυ?» τον ρωταω. Προσπαθει να με προσπερασει και να μπει στο δωματιο μου, αλλα τον εμποδιζω να εισελθει. «Γιατι δεν μπορω να μπω μεσα Τεσσα? Θα ειμαι καλος με τον παππου σου» γελαει και στριφογυριζω τα ματια μου. Ξερω οάτι κοροιδευει τον Νοάα. «Δεν ειάναι μεσα» «Γιατι οάχι? Οκ τοτε, ασε με να μπω»
170
«Οάχι, εισαι μεθυσμενος?» τα ματια μου παρατηρουν το προσωπο του. Τα ματια του ειάναι κοκκινα και το χαμογελο του τον προδιδει. Δαγκωνει το χειλος του και βαζει τα χερια του στις τσεπες. «Νομιζα οάτι δεν επινες, τωρα τελευταια πινεις αρκετα» «Μονο δυο φορες εχει γινει, ηρεμησε» μου λεει και με προσπερναει. «Λοιπον, γιατι δεν ηρθε ο Νοάα» ρωτα και καθεται στο κρεβατι μου. «Δεν ξερω» λεω ψευδως και γελαει. «Φυσικα. Η Gap θα ειχει μαλλον εκπτωσεις στις ζακετες, οποάτε στο ακυρωσε» γελαει και δεν μπορω παρα να γελασω και εγω μαζι του. «Λοιπον, που ειάναι η Μολλυ? Στις εκπτωσεις για τα ξεάκολα?» γελαω και ο Χαρρυ σταματαει για εάνα λεπτο και γελαει ακομη πιο δυνατα. «Αυτοά ηταν μια αποτυχημενη προσπαθεια να μου το ανταποδωσεις Τερεσα» λεει γελωντας και τον κλωτσαω στο ποδι. «Οάπως και να’χει, δεν μπορεις να μεινεις εδωά. Εγω και ο Νοάα ειμαστε και παλι μαζι» Παρατηρω οάτι το χαμοάγελο του ξεθωριαζει και τριβει με τα χερια του τα γονατα του. «Ωραιες πιτζαμες» μου λεει και κοιταω κατω. Γιατι προσπαθει να’ναι παιχνιδιαρης? Δεν εχουμε λυσει τιποτα και την τελευταια φορα συμφωνησαμε να μεινουμε μακρυα ο ενας αποά τον αλλον. «Χαρρυ, πρεπει να φυγεις» «Ασε με να μαντεψω, ενας αποά τους ορους του Νοάα ηταν οάτι θα πρεπει να μεινεις μακρυα μου?» ο τονος του ειάναι πιο σοβαρος τωρα. «Ναι, και νομιζω οάτι την τελευταια φορα συμφωνησαμε οτι δεν ημασταν ουτε φιλοι, ουάτε θα μιλουσαμε ο ενας στον αλλον. Γιατι σταματησες το μαθημα της Λογοτεχνιας και γιατι χτυπησες τον Λιαμ?» «Γιατι παντα μου κανεις τοσες πολλες ερωτησεις?» γκρινιαζει. «Δεν θελω να μιλησω για τιποτα αποά αυταά! Τι εκανες εσυ και οι ‘κουλ’ πιτζαμες σου πριν να ερθω εδωά και γιατι το φως σου ειάναι κλειστο?» λεει χαμογελωντας. Ο Χαρρυ ειάναι πολυά πιο παιχνιδιαρης οάταν εχει πιει αλλα συνεχιζω να αναρωτιεμαι γιατι πινει τωρα, ενωά πριν το’χε κοψει. «Εβλεπα ταινια» του απαντω, ισως αμα ειμαι καλη μαζι του να απαντησει σε μερικες αποά τις ερωτησεις μου.
171
«Τι ταινια?» «Τον Οάρκο» του απαντω και τον κοιταζω. Περιμενω να γελασει και μετα αποά λιγα λεπτα αυτοά κανει. «Φυσικα και θα σου αρεσει αυτηά η μιζερη ταινια. Ειάναι τοσο εξωπραγματικη» «Ειάναι βασισμενη σε πραγματικη ιστορια» τον διορθωνω. «Και παλι φαινεται αάθλια» «Την εχεις δει ποτε σου?» τον ρωτω και κουναει το κεφαλι του. «Δεν χρειαζεται να την δω για να μαθω ποσο αάθλια ειάναι, μπορω να σου πω τωρα κιολας πως τελειωνει, επανερχεται η μνημη της γυναικας και ζουνε ευτιχισμενο τελος» λεει με τσιριχτη φωνη. «Οάχι, βασικα δεν τελειωνει ετσι» γελαω. Ο Χαρρυ με κανει να τρελενομαι τις περισσοτερες φορες, αλλα ειάναι οι σπανιες περιπτωσεις οάπως αυτηά, που με κανει να ξεχναω ποσο απαισιος μπορει να γινει. Ξεχναω οάτι θα επρεπε να τον μισω και του πεταω εάνα μαξιλαρι της Στεφ. Το αφηνει να τον χτυπησει, παρολο που μπορουσε ευκολα να το αποφυγει, φωναζει σαν να τον πληγωσε στ’αληθεια και γελαμε και οι δυο με την υπερβολη του. «Ασε με να κατσω και να την δω μαζι σου» με ρωταει ηά με διαταζει? «Δεν νομιζω οάτι ειάναι καλη ιδεα» του λεω και ανασηκωνει τους ωμους του. «Οι χειροτερες ιδεες καταληγουν να’ναι οι καλυτερες. Εξαλλου δεν θα ηθελες να οδηγησω πισω μεθυσμενος, σωστα?» μου χαμογελαει και δεν μπορω να του αντισταθω, εαάν και ξερω οάτι πρεπει. «Ενταξει, αλλα θα κατσεις ηά στο πατωμα ηά στο κρεβατι της Στεφ» Σουφρωνει τα χειλη του αλλα αντιστεκομαι, ενας Θεος ξερει τι θα συμβει εάνα κατσουμε και οι δυο στο μικρο μου κρεβατι. Κοκκινιζω στην ιδεα και μετα μαλωνω τον εαυτο μου που μου επετρεψε να σκεφτω με αυτοάν τον τροπο, αφου μολις εχω υποσχεθει στον Νοάα οάτι θα εμενα μακρυα αποά τον Χαρρυ. Ακουγεται σαν μια τοσο ευκολη υποσχεση, αλλα με καποιο τροπο παλι καταληγω κοντα στον Χαρρυ. Ηά οάπως σημερα που ηρθε εκεινος σε εμενα. Ο Χαρρυ γλιστραει κατω στο πατωμα και επιτελους παιρνω το χρονο μου να θαυμασω ποσο σεξυ δειχνει στο ασπρο του μπλουζακι. Η αντιθεση του μαυρου μελανιου και το ασπρο μπλουζακι του, ειάναι τελεια και λατρευω τον τροπο που τα ταττουαζ του ξεπροβαλλουν κατω αποά τον λαιμο του και τα μανικια του.
172
«Εχεις καθολου ποπ-κορν?» με ρωταει μολις παταω εναρξη. «Οάχι, να εφερνες τα δικα σου» τον πειραζω και γυριζω την οθονη για να βλεπει καλυτερα αποά το πατωμα. «Θα μπορουσα βεβαια να αρκεστω και σε αάλλο επιδορπιο» μου λεει και τον σκουνταω παιχνιδιαρικα στο κεφαλι. «Δες την ταινια, και μην μιλας αάλλο, αλλιως θα σε πεταξω εξω» ο Χαρρυ προσποιειται οάτι ραβει το στομα του και κανει οάτι μου παραδιδει το αορατο κλειδι που το πεταω πισω μου, καθως χαζογελαω. Οάπως ο Χαρρυ ακουμπαει το κεφαλι του στο κρεβατι, νιωθω τοσο ηρεμη και γαληνια οσο δεν ειχα νιωσει ολη την εβδομαδα. Ο Χαρρυ με παρατηρει περισσοτερο αποά την ταινια αλλα δεν με πειραζει, προσεχω τον τροπο που χαμογελαει οάταν γελαω με μια αστεια ατακα, τον τροπο που κατσουφιαζει οάταν κλαιω μετα που η κοπελα χανει την μνημη της και τον τροπο που και αυτος αναστεναζει αποά ανακουφηση οάταν καταληγουν μαζι στο τελος. «Λοιπον, πως σου φανηκε?» τον ρωταω καθως ψαχνω να βρω μια νεα ταινια. «Ηταν απαισια» μου χαμογελαει και ανακατευω τα μαλλια του με το χερι μου, πρωτου το συνειδητοποιησω. Σηκωνομαι και γυρνα αποά την αάλλη κοιταζοντας τον τοιχο. Ωραιος τροπος να τον κανεις να νιωσει αμηχανα Τεσσα. «Ασε με να διαλεξω την επομενη ταινια» μου λεει καθως παιρνει το λαπτοπ μου. «Ποιος σου ειπε οάτι μπορεις να μεινεις και για αάλλη?» τον ρωταω και στριφογυριζει τα ματια του. «Δεν μπορω να οδηγησω, ειμαι ακομη μεθυσμενος» με πληροφορει. Γνωριζω οάτι λεει ψεμματα, μπορω να καταλαβω οάτι εχει σχεδον συνελθει, αλλα εχει δικιο. Πρεπει να μεινει. Θα αντιμετωπισω αυριο οάτι εχει σκοπο να κανει ο Χαρρυ, απλα και μονο για να μπορεσω να περασω λιγο χρονο μαζι του. Ειμαι στ’αληθεια απελπιστικη, οάπως μου το’χε πει. Αυτηά την στιγμη, δεν με νοιαζει. Θελω να τον ρωτησω γιατι ηρθε εδωά και γιατι δεν βρισκεται στο παρτυ που γινεται σπιτι του, αλλα θα περιμενω μεχρι να τελειωσει η ταινια, επειδη γνωριζω οάτι θα γινει ξινος μολις αρχισω να τον ρωταω ξανα. Ο Χαρρυ επιλεγει μια ταινια του Μπατμαν που δεν την εχω δει και ορκιζεται οάτι ειάναι η καλυτερη ταινια των εποχων. Γελαω με τον ενθουσιασμο του
173
καθως προσπαθει να μου εξηγησει τι συμβαινει στις προηγουάμενες ταινιες της τριλογιας, αλλα δεν εχω ιδεα για τι πραγμα μιλαει. Ο Νοάα και εγω παντα βλεπαμε ταινιες μαζι, αλλα δεν το’χω διασκεδασει ποτεά τοσο, οάσο το διασκεδαζω μα τον Χαρρυ. «Ο πισινοάς μου εχει μουδιασει αποά το σκληρο σου πατωμα» ο Χαρρυ παραπονιεται μολις η ταινια αρχιζει. «Το κρεβατι της Στεφ ειάναι μαλακο» του λεω και κατσουφιαζει. «Δεν θα μπορεσω να δω την οθονη αποά εκει. Ελα τωρα Τεσσα, θα κρατησω τα χερια μου κοντα μου» «Ενταξει» γκρινιαζω και κανω πιο περα. Χαμογελαει και ξαπλωνει διπλα μου, ακουμπωντας στο στομαχι του, αντιγραφωντας με, καθως λυγιζει τα γονατα του και βαζει τα ποδια του στον αερα. Μπορω να νιωσω την ενταση αναμεσα μας καθως βρισκεται λιγα εκατοστα μακρυα μου, αλλα αναγκαζω τον εαυτο μου να το αγνοησει. Ο Χαρρυ ακουμπαει το κεφαλι του στα διπλωμενα του χερια και δειχνει αξιαγαπητος. Η ταινια ειάναι πιο ωραια, αποάτι περιμενα, μαλλον μου αρεσε περισσοτερο αποά τον Χαρρυ, γιατι οάταν γυριζω να τον δω ειάναι μισοκοιμησμενος. Δειχνει τοσο τελειος, θελω να πλησιασω και να αγγιξω το προσωπο του, αλλα δεν το κανω. Παρα το γεγονος οάτι πρεπει να τον ξυπνησω και να τον κανω να φυγει, τον σκεπαζω με την κουβερτα μου και κλειδωνω την πορτα, πριν να ξαπλωσω στο κρεβατι της Στεφ. Εχω περασει την νυχτα με το Χαρρυ πολλες φορες τωρα, και καμιάα με τον Νοάα. Και εχω κανει πολλα πραγματα με τον Χαρρυ, που δεν τα’χα σκεφτει καν με τον Νοά
174
Chapter 46 Εάνας ενοχλητικος θορυβος με ξυπνησε στην μεση της νυχτας. Ειχα σχεδον ξεχασει οάτι ο Χαάρρυ ηάταν στο δωμαάτιο μου. Πως γιάνεται να καταληάγουμε παντα μαζι? Και το πιο σημαντικο αποά πουά εάρχεται αυτος ο ενοχλητικος ηάχος? Ακολουθω τον ηάχο και με οδηγειά στην τσεάπη του Χαάρρυ, φυσικαά που αλλουά… Σταματαάει να χτυπαάει καθως φταάνω στο κρεβατι μου, οποάτε παιάρνω εάνα λεπτοά για να παρατηρησω ποάσο γαληάνιος φαινεται ο Χαάρρυ οάταν κοιμαται. Δεν υπαάρχει καμιάα ρυτιάδα στο μεάτωπο του, παροάλο που κατσουφιαάζει συνεχωάς, και ουάτε τα ροζ χειάλη του ειάναι σφιγμεάνα. Αναστεναζω και γυρναω αποά την αλλη, μοάνο που αρχιάζει και παάλι ο θοάρυβος. Κατεβαάζω το χεάρι μου καάτω και προσπαθωά να φταάσω την τσεάπη του Χαάρρυ, αν το παντελοάνι του δεν ηάταν τοάσο στενοά ιάσως και να μπορουάσα να μετακινηάσω το κινητοά αποά την τσεάπη του, αλλαά που τεάτοια τυάχη… «Τι καάνεις?» βογκαάει. Τα ποάδια μου με οδηγουάν πιάσω, λιάγα μεάτρα μακριαά αποά το κρεβαάτι. «Το τηλεάφωνο σου δονουάσεκαι με ξυάπνησε» ψιθυριάζω παροάλο που ειάμαστε μοάνοι μας στο δωμαάτιο. Κοιτωά σιωπηλαά καθωάς ψαάχνει στην τσεάπη του, το μεγαάλο χεάρι του ζοριάζεται αλλαά καταφεάρνει να βγαάλει το κινητοά του και το απανταάει. «Τι?» λεάει αποάτομα. Λιάγα δευτεροάλεπτα αργοάτερα στριφογυριάζει τα μαάτια του και χτυπαάει το μεάτωπο του με το χεάρι του. «Δεν θα επιστρεψω αποψε, ειμαι στο σπιτι ενοάς φιλου» ειμαστε φιλοι? Φυσικα και οάχι, απλως το λεει σαν δικαιολογια σε οποιον και να μιλαει τωρα, επειδη δεν θα επιστρεψει. Στεκομαι αμηχανα και στηριζω το βαρος μου αποά το εάνα ποδι στο αάλλο. «Οάχι, δεν μπορεις να μπεις στο δωματιο μου. Το ξερεις αυτοά, παω να κοιμηθω παάλι, οποτε μην με ξαναξυπνησεις, και η πορτα μου ειάναι κλειδωμενη γι’αυτοά μην χανεις το χρονο σου αδικα» κλεινει το κινητο και κανω εάνα βημα πισω ενστικτωδωάς, ειάναι σε κακη διαθεση και δεν θελω να ξεσπασει σε εμενα. Πλησιαζω το κρεβατι της Στεφ και αρπαζω την κουβερτα αποά το πατωμα, την εριξα στην προσπαθεια μου να βρω αποά πουά ερχοταν ο ηάχος. «Συγγνωμη που το κινητο μου σε ξυπνησε» λεει σιωπηλα. «Ηταν η Μοάλλυ» η αντιπαθεια που νιωθω για αυτηά ολο και μεγαλωνει. «Αα» ανεσταναζω και ξαπλωνω στην μερια μου, αντικρυζοντας το κρεβατι απεναντι μου. Ο Χαάρρυ μου δινει εάνα μικρο χαμογελο σαν να ξεάρει τι
175
σκεφτομουν για την Μοάλλυ. Δεν μπορω να αγνοησω τον μικρο ενθουσιασμο που νιωθω, αφου ειάναι εδωά μαζι μου αντι να βρισκεται με την Μοάλλυ, παρολο που οι πραξεις του δεν βγαζουν νοημα. «Δεν την συμπαθεις, σωστα?» ξαπλωνει στην μερια του για να με κοιταξει και κουναω το κεφαλι μου. «Οάχι ιδιαιτερα, αλλα σε παρακαλω μην της το πεις. Δεν θελω καιμα συγκρουση ηά να εχουμε δραάματα» τον ικετευω. Γνωριζω οάτι δεν μπορω να τον εμπιστευτω αλλα ελπιζω να μην χρησιμοποιησει αυτηά την πληροφορια για να με βασανησει. «Δεν θα της το πω, δεν με νοιαζει ουτε εμενα για αυτην» μουρμουριζει και στριφογυριζω τα ματια μου. «Ναι.., φαινεται οάτι την αντιπαθεις» ακουγομαι τοσο σαρκαστικη, οάσο σκοάπευα. «Δεν την αντιπαθω, εννοωά οάτι μπορει να εχει πλακα, αλλα ειάναι αρκετα ενοχλητικη» παραδεχεται, κανοντας την ενοχληση μου απεναντι της πιο εντονη. «Τοτε ισως θα επρεπε να σταματησεις να μπλεκεσαι μαζι της» του προτεινω και γυρναω την πλατη μου για να μην μπορει να δει το προσωπο μου. «Υπαρχει καποιος λογος που δεν θα επρεπε να μπλεκομαι μαζι της?» «Οάχι. Εννοω, εφοσον ειάναι ενοχλητικη, τοτε γιατι να το συνεχισεις?» ξερω οάτι δεν θελω να μαθω, αλλα και παάλι ρωταω. «Για να εχω κατι να ασχοληθω, υποθετω.» Κλεινω τα ματια μου και παιρνω μια βαθια ανασα. Το να μιλαάω με τον Χαρρυ για την οάποια σχεση διατηρει με την Μοάλλυ με πληγωνει χειροτερα απ’οάτι θα επρεπε. «Ελα να ξαπλωσεις μαζι μου» διακοπτει τις σκεψεις της ζηλιας μου. «Οάχι!» «Ελα τωρα, απλως ξαπλωσε μαζι μου. Κοιμαμαι καλυτερα οάταν εισαι κοντα μου» παραδεχεται και σηκωνομαι για να τον κοιταξω. «Τι?» δεν μπορω να κρυψω την εκπληξη μου στα λογια του. Ειάτε τα εννοειά, ειάτε οάχι, με κανει να λιωνω.
176
«Κοιμαμαι καλυτερα οάταν εισαι μαζι μου, το προηγουμενο σαββατοκυριακο ειχα κοιμηθει τοσο ησυχα, οσο δεν ειχα εδωά και καιρο.» παιρνει το βλεμμα του αποά πανω μου και κοιταει κατω. «Μαλλον ηταν το ουιάσκι, οάχι εγω» προσπαθω να ελαφρυνω τα λογια του, δεν ξερω τι αλλω να κανω ηά να πω. «Οάχι, ησουν εσυ» με διαβεβαιωνει. «Καληνυχτα Χαρρυ» γυρνω αποά την αάλλη, εαάν συνεχισει να λεει τετοια πραγματα και εγω συνεχιζω να τον ακουω, θα βρεθω ξανα στα χερια του. «Γιατι δεν με πιστευεις?» ιάσα που ψιθυριζει. «Επειδη παντα το κανεις αυτοά, λες μερικα ωραια πραγματα και μετα αλλαζεις γνωμη και καταληγω να κλαιω» «Σε κανω να κλαις?» πως και δεν το ξερει αυτοά? Με εχει δει να κλαιω περισσοτερο αποά τον καθενα. «Ναι, συχνα.» νιωθω ξανα ευσιγκινητη. Αντιλαμβανομαι το κρεβατι μου να τριζει ελαφρως και κλεινω τα ματια μου. Τα δαχτυλα του τριβουν ελαφρα τον ωμο μου καθως καθεται στην ακρη του κρεβατιου της Στεφ. Ειάναι πολυά αργα, βασικα πολυά νωρις γι’αάυτο, εχει παει 4 το ξημερωμα. «Δεν σε καάνω να κλαις επιτηδες.» «Ναι, αυτοά κανεις. Αυτος ειάναι ο ακριβης σκοπος σου καάθε φορα που μου λες πραγματα που με πληγωνουν. Και οάταν με αναγκασες να πω στον Νοάα για εμας. Για παραδειγμα, μολις μου ειπες οάτι κοιμασαι καλυτερα οάταν βρισκομαι κοντα σου, αλλα εαάν ξαπλωνα μαζι σου, με το που θα ξυπνουάσαμε το πρωι θα μου ελεγες οάτι ειμαι ασχημη, ηά οάτι δεν με αντεχεις. Με ρεζιλεψες μετα που γυρισαμε αποά την ημερα στο ποταμι, νομιζα οάτι… αστο καλυτερα. Ποσες ακομη φορες θα κανω την ιδια συζητηση μαζι σου?» παιρνω μια ανασα. «Θα σε ακουσω αυτηά την φορα!» δεν μπορω να διαβασω την εκφραση στα ματια του. «Απλα δεν ξερω γιατι σου αρεσει αυτοά το παιχνιδι τοσο πολυά, παιζουμε τη γατα με το ποντικι. Εισαι καλος, μετα κακος. Και σε ακουσα να λες στην Στεφ οάτι θα με καταστρεψεις εαάν ερχομουν κοντα σου, ομως μετα ηθελες να με γυρισεις πισω με το αμαξι σου. Εισαι τοσο δυσκολος να σε καταλαβω»
177
«Δεν το εννοουσα αυτοά. Οάτι θα σε καταστρεψω, απλα… δεν ξερω απλως μερικες φορες λεω πραγματα χωρις να σκεφτομαι» απανταει. «Γιατι παρατησες το μαθημα της Λογοτεχνιας?» επιτελους τον ρωταάω. «Επειδη ηθελες να μεινω μακρυα σου, και χρειαζεται να μεινω μακρυα αποά εσενα» «Τοτε γιατι δεν το κανεις?» συνειδητοποιω οάτι η ενεργεια εχει αλλαξει αναμεσα μας. Με καποιο τροπο εχουμε ερθει πιο κοντα, τα κορμια μας μονο λιγα εκατοστα χωάρια. Παντα φαινεται να υπαρχει αυτηά η μαγνητικη ενεργεια αναμεσα μας, που μας τραβαει μαζι. «Δεν γνωριζω» ξεφυσαει. Τριβει τα χερια του και τα ακουμπαει στα γονατα του. Θελω να πω κατι, οτιδηάποτε, αλλα δεν μπορω χωρις να αποκαλυψω στον Χαρρυ οάτι θελω να μεινει και οάτι τον σκεφτομαι συνεχεια. «Μπορω να σε ρωτησω κατι και θελω να’σαι απολυτα ειλικρινης?» επιτελους μιλαει διακοπτωντας την σιωπη. Του γνεφω καταφατικα. «Εμ, σου… σου ελειψα καθολου αυτηά την βδομαδα?» αυτοά ηταν το τελευταιο πραγμα που περιμενα να με ρωτησει.
178
Chapter 47 Ανοιγοκλειάνω τα μαάτια μου αρκετεάς φορεάς για να καθαριάσω το ξεάφρενο μυαλοάμου. Του ειάπα πως θα απαντουάσα ειλικριναά, αλλαά φοβαάμαι να το καάνω. “Λοιποάν;” Επαναλαμβαάνει για δευάτερη φοραά μεταά την αρχικηά του ερωάτηση. “Ναι”. Μουρμουριάζω και κρυάβω το προάσωπο μου με τα χεάρια μου, μοάνο μεάχρι ναμου τα απομακρυάνει αυτοάς. Ακοάμα και το αάγγιγμα του στον καρποά μου, στεάλνειφλοάγες στο δεάρμα μου. “Ναι τι;” Η φωνηά του ειάναι τεταμεάνη σαν να ειάναι απελπισμεάνος για τηναπαάντηση μου. “Μου εάλειψες”. Καταπιάνω, περιμεάνοντας τα χειροάτερα . αλλαά αυτοά που δενπεριάμενα ηάταν η ανακουάφιση και το χαμοάγελο που εμφανιάστηκαν στο οάμορφο προάσωποτου. Θεάλω να τον ρωτηάσω αν του εάλειψα και εγωά αλλαά αυτοάς αρχιάζει να μιλαάει πρινβρω την ευκαιριάα. “Αληάθεια;” ερωταάει. Ποάσες φορεάς θα με καάνει να το απαντηάσω αυτοά; Γνεάφω ωςαπαάντηση και αυτοάς μου διάνει εάνα ντροπαλοά χαμοάγελο, ο Χαάρρυ ντροπαλοάς; Φαιάνεταινα ειάναι ευχαριστημεάνος που το παραδεάχτηκα, πιθανοάν επειδηά ξεάρει πως με εάχειτου χεριουά του.
179
“Τωάρα μπορωά να παάω παάλι για υάπνο;” Παραπονιεάμαι, ξεάρονταςπως δεν θα ανταποδωάσει την ομολογιάα μου με μια δικηά του, και ειάναι στα αληάθειααργαά. “Μοάνο αν κοιμηθειάς μαζιά μου, στο ιάδιο κρεβαάτι εννοωά φυσικαά”, χαμογελαάει Αναστεναάζω και ξαπλωάνω στο κρεβαάτι της Στεφ, προσεκτικαά για να μην αγγιάξωτον Χαάρρυ . Εάνα ξαφνικοά τραάβηγμα στα ποάδια μου με εάκανε να φωναάξω εάκπληκτη. ΟΧαάρρυ με σηκωάνει αποά το κρεβαάτι και με ριάχνει πιάσω στους ωάμους του Αδιαφορωάνταςγια τις κλωτσιεάς και τα παρακαάλια να με αφηάσει καάτω, μεάχρι να φταάσουμε στοκρεβαάτι μου. Ακουμπαά εάνα του γοάνατο στο κρεβαάτι και με ξαπλωάνει αποά τηνμεριαά του τοιάχου και εάπειτα ξαπλωάνει και αυτοάς διάπλα μου. Τον κοιτωά επιάμονασιωπηλαά φοβουάμενη οάτι αν παλεάψω πολυά σκληραά θα φυάγει και ξεάρω πως δεν το θεάλωαυτοά. Σκυάβει και μαζευάει το μαξιλαάρι που του πεάταξα νωριάτερα τοποθετωάντας τοαναάμεσα μας, ως διαχωριστικοά. “Οριάστε, τωάρα μπορειάς να κοιμηθειάς”, χαμογελαά πονηραά και του ανταποδιάδω τοχαμοάγελο, χωριάς να μπορωά να το ελεάγξω . “Καληνυάχτα”. Σχεδοάν χαχανιάζω. “Νυάχτα Τεάσσα”, Γελαάσει και αυτοάς και εγωά γυριάζω προς την μεριαά μου. Δεννιωάθω καθοάλου κουρασμεάνη για αυτοά απλαά κοιταάζω τον τοιάχο. Λιάγα λεπταά αργοάτερα νιωάθω το μαξιλαάρι να μετακινειάται αποά αναάμεσα μας, καιτο χεάρι του Χαάρρυ να τυλιάγεται γυάρω αποά την μεάση μου και να με τραβαά στο στηάθοςτου. Δεν το μετακινωά ουάτε διάνω προσοχηά στις πραάξεις του. Απολαμβαάνω τοσυναιάσθημα υπερβολικαά πολυά. “Και εμεάνα μου εάλειψες”Ψιθυριάζει στα μαλλιαάμου. Χαμογελαά γνωριάζοντας πως δεν μπορειά να με δει. Νιωάθω την ελαφρυά πιάεση τωνχειλιωάν του εναάντια στο πιάσω μεάρος του κεφαλιουά μου και το στομαάχι μου γυριάζει.Οάσο και αν μου αρεάσει, ειάμαι πιο μπερδεμεάνη αποά ποτεά καθωάς προσπαθωά να κοιμηθωά. … Το ξυπνητηάρι μου χτυπαάει πολυά νωριάς και γυριάζω πλευραά για να το κλειάσω. Ηαναάμνηση του Χαάρρυ να εάρχεται στο δωμαάτιο μου εχθεάς το βραάδυ γεμιάζει το μυαλοάμου και ανοιάγω τα μαάτια μου, για να βρω τον Χαάρρυ οάρθιο διάπλα μου να κοιταά καάτωσε εμεάνα με εάνα αυταάρεσκο χαμοάγελο. “Ειάσαι πολυά χαριτωμεάνη οάταν κοιμαάσαι” με πειραάζει και εγωά σηκωάνομαι οάσο πιογρηάγορα μπορωά. “Για πιο λοάγο το ξυπνητηάρι;” Ρωταάει και μου διάνει το κινητοά μου. Κλειάνω τοξυπνητηάρι και σηκωάνομαι αποά το κρεβαάτι.
180
“Θα παάω να ψαάξω για αυτοκιάνητο σηάμερα οποάτε μπορειάς να φυάγεις οάποτε θες”του λεάω και κατσουφιαάζει. “Προφανωάς δεν ειάσαι και πολυά πρωινοάς τυάπος” “Ειάμαι… Απλαά δεν θεάλω να σε κραταάω” νιωάθω λιάγο ενοχεάς που ηάμουν αγενηάς,αλλαά περιάμενα να ηάταν και αυτοάς αγενηάς απεάναντι μου. “Δεν με κραταάς. Μπορωά να εάρθω μαζιά σου;” “Για να ψαάξεις για αμαάξι; Γιατιά να θεάλεις καάτι τεάτοιο;” Ειάμαι υάποπτη για τακιάνητρα του. “Γιατιά πρεάπει να εάχω λοάγο; Καάνεις λες και σχεδιαάζω να σε σκοτωάσω η καάτιτεάτοιο” γελαάει και ανακατευάει τα μαλλιαά του. “Λοιποάν δεν περιάμενα οάλη σου αυτηά τη χαρουάμενη διαάθεση αυτοά το πρωιά”παραδεάχομαι. “Απλαά θεάλω… δεν εάχω τιάποτα αάλλο να καάνω” “Νομιάζω το να μετραάς τα πλακαάκια στο ταβαάνι θα ειάναι πιο διασκεδαστικοά αποάτο να εάρθεις μαζιά μου” θεάλω να περαάσω περισσοάτερο χροάνο μαζιά του, αλλαά η κριάση μου ειάναι συννεφιασμεάνη αποά αυτοάν. Με μπερδευάει τοάσο πολυά.Υπαάρχουν τοάσα μπρος και πιάσω αναάμεσα μας. “Κοιάτα αν δεν θες να εάρθω απλαά πες το και θα φυάγω” Η ενοάχλησηά του ειάναιεμφανηάς. “Θεάλω απλαά…” “Απλαά τι;” “Φοβαάμαι πως δεν θα ειάσαι ευχαάριστος για εμεάνα.” Γυριάζω μακριαά του καιμαζευάω τα ρουάχα μου. Χρειαάζομαι εάνα μπαάνιο πριν παάω οπουδηάποτε. “Θα ειάμαι ευχαάριστος .Το υποάσχομαι, απλαά αάσε με να σου δειάξω πως εμειάς… πωςεγωά μπορωά να ειάμαι καλοάς .Ειάναι απλαά μια μεάρα!” χαμογελαάει. Νιωάθω σαν να προσπαθουάμε , διαρκωάς να γιάνουμε φιάλοι ,να μην ειάμαστε φιάλοι ,να μειάνουμε μακριαά ο εάνας αποά τον αάλλον, μεταά να περναάμε το βραάδυ μαζιά ,χρειαάζεται τοάση ενεάργεια σε οάτι και αν ειάναι αυτοά αναάμεσα μας. Ο Νοάα σιάγουρα θαμε χωριάσει καιν δεν θα μου ξαναά μιληάσει αν μαάθει πως ο Χαάρρυ εάμεινε το βραάδυμαζιά μου, στο κρεβαάτι μου, κρατωάντας με καθωάς κοιμοάμασταν. Καθωάς ειάμαι χαμεάνηστις σκεάψεις μου, φαιάνεται πια σωστοά σε
181
εμεάνα να παραδεχτωά πως το να ακουάω τησταθερηά αναάσα του Χαάρρυ στο αυτιά μου ενωά κοιμαάται, αξιάζει ωάστε να μην ξαναάμιληάσω στο Νοάα. Δεν ξεάρω τι ειάναι αυτοά που με καάνει να φοβαάμαι, διαρκωάς να χαάσω το Νοάα ,ιάσως να ειάναι ο φοάβος του πως θα αντιδραάσει η μητεάρα μου αν χωριάσουμε, ηά ιάσωςτο οάτι ο παλιοάς μου εαυτοάς ηάταν τοάσο δεμεάνος με τον Νοάα, ηάταν παάντα εκειά γιαεμεάνα και νιωάθω σαν να οφειάλω τοάσο σε εμεάνα και σε αυτοάν να συνεχιάσω την σχεάση. Αλλαά νομιάζω πως ο μεγαλυάτερος λοάγος ειάναι πως ξεάρω οάτι ο Χαάρρυ ουάτε μπορειά,ουάτε θα μου δωάσει το ειάδος της σχεάσης που χρειαάζομαι και ειλικριναά θεάλω αποάαυτοάν. “Η Γη καλειά την Τεάσσα”, O Χαάρρυ φωναάζει αποά την αάλλη μεριαά του δωματιάου.Στεκοάμουν οάρθια συζητωάντας διανοητικαά με τον εαυτοά μου, εάχοντας ξεχαάσει πως οΧαάρρυ ηάταν στο δωμαάτιο μου. “Τρεάχει καάτι;” Ρωταάει και προχωραά προς το μεάρος μου. Ω τιάποτα απλαά επιτεάλους μοάλις παραδεάχτηκα στο εαυτοά μου οάτι εάχω αισθηάματαγια εσεάνα και οάτι θεάλω περισσοάτερα, αλλαά ξεάρω πως εσυά δεν θα νοιαστειάς ποτεά γιακανεάναν, ειδικαά για εμεάνα. “Οάχι, απλαά σκεφτοάμουν τι να βαάλλω”, λεάω ψεάματα. Τα μαάτια του μετακινουάνταιστα ρουάχα που εάχω στα χεάρια μου και γεάρνει το κεφαάλι του, αλλαά δεν λεάει τιάποτα. “Οποάτε μπορωά να εάρθω; Θα ειάναι και πιο ευάκολο για εσεάνα, ωάστε να μηνχρειαστειά να παάρεις το λεωφορειάο. Αυτοά δεν ειάχες σκοποά να καάνεις;” ‘Εάχει διάκιο θα ειάναι πιο ευάκολο. “Ναι” “ Ναι τι; Θα με αφηάσεις να εάρθω ηά σκοάπευες να πηγαινες με το λεωφορειάο;”’ “Και τα δυάο,” Προχωραάω προς την ποάρτα και αυτοάς με ακολουθειά. “Τι καάνεις;” Το ρωταάω “Εάρχομαι μαζιά σου” “Εγωά παάω να καάνω ντους” Κουναάω την τσαάντα του μπαάνιου μου μπροσταά του καιαυτοάς μου την αρπαάζει. “Και εγωά το ιάδιο”, χαμογελαάει. Γαμωάτο, κοινοάχρηστες τουαλεάτες. Περναάειμπροσταά μου και ανοιάγει την ποάρτα χωριάς να κοιταάξει πιάσω. Τρεάχω για να τονπρολαάβω και κρατιεάμαι αποά την μπλουάζα του. “Καλωάς την “, αστειευάεται και εγωά στριφογυριάζω τα μαάτια μου.
182
“Δεν εάχουμε αρχιάσει καν τη μεάρα και ηάδη με ενοχλειάς”, του λεάω και γελαάω. Εάνα γκρουπ κοριτσιωάν περπαταάει διάπλα μας και μεάσα στο μπαάνιο, δενπροσπαθουάν καν να ειάναι διακριτικεάς καθωάς χαζευάουν τον Χαάρρυ. Και δεν τον χαζευάουν για τα τατουαάζ και τα σκουλαριάκια του, τον χαζευάουνγιατιά ειάναι σεάξι. “Κυριάες μου”, Ο Χαάρρυ τους χαμογελαάει και αυτεάς χαχανιάζουν σαν κοπεάλες στοσχολειάο. Βασικαά, τεχνικαά ειάναι ακοάμη κοπεάλες στο σχολειάο, αλλαά ειάναι ενηάλικεςκαι εάτσι πρεάπει να συμπεριφεάρονται. Μαλωάνω τον εαυτοά μου που εκνευριάζεται μεκαάθε κοριάτσι που εάρχεται σε επαφηά με το Χαάρρυ ειάναι ελευάθερος και μπορειά νακαάνει οά,τι τον ευχαριστηάσει, απλαά ευχοάμουν να τα εάκανε μαζιά μου.
Chapter 48 Ουτε βλεπω, ουτε ακουω τον Χαρρυ στις κοινοχρηστες τουαλετες, οποτε ελπιζω οάτι δεν εφυγε καπου μαζι με αυτεάς τις κοπελες. Δεν εφερε καν ρουχα μαζι του, αρα εαάν κανει μπανιο, θα φορουσε παλι τα ιδια βρωμικα ρουχα. Ο Χαρρυ θα μπορουσε να φοραει ρουχα που ειάναι λεκιασμενα με λασπη και να εδειχνε και παλι καλυτερα αποά οποιοδηποτε αάλλο αγορι. Με εξαιρεση τον Νοάα, υπενθιμιζω στον εαυτο μου. Στεγνωνω γρηγορα και φοραω τα ρουχα μου καθως γυρναω πισω στο δωματιο μου. Ανακουφιζομαι οάταν βρισκω τον Χαρρυ να καθεται στο κρεβατι μου. Ειάναι χωρις μπλουζα και τα μαλλια του ειάναι ακομη υγρα. Κλεινω το στομα μου για να βεβαιωθω οάτι η γλωσσα μου δεν κρεμεται εξω. Το χαλαρο μοβ μπλουζακι μου και το τζιν μου φαινονται αθλια
183
μπροστα στο δικο του αναπαυτικο μαυρο τζιν και το γυμνο του στερνο. Τουλαχιστον φοραω και εγω κολλητα παντελονια. «Σου πηρε αρκετα» λεει και ξαπλωνει πισω. Οι μυες του ξεπροβαλλουν καθως σηκωνει τα χερια του πισω αποά το κεφαλι του. «Υποτιθεται οάτι θα εισαι καλος μαζι μου, θυμασαι?» του λεω και περπαταω στην ντουλαπα της Στεφ, ανοιγοντας την για να εμφανιστει ο καθρεπτης. Αρπαζω το βαλιτσακι του μεικ- απ, καθομαι κατω και σταυρωνω τα ποδια μου. «Μα ειμαι καλος». Καθομαι ησυχη καθως προσπαθω να μακιγιαριστω. Μετα αποά 3 προσπαθειες να τραβηξω μια ευθεια γραμμη στην κορυφη του ματιου μου, πεταω το eyeliner στον καθρεπτη και ο Χαρρυ γελαει. «Δεν το χρειαζεσαι ετσι και αλλιως» μου λεει. «Μου αρεσει» υπερασπιζομαι τον εαυτο μου και στριφογυριζει τα ματια του. «Ενταξει, μπορουμε απλως να κατσουμε εδωά ολη μερα καθως θα προσπαθεις να ζωγραφησεις το προσωπο σου» μου λεει. Αυτοά τωρα ειάναι καλη συμπεριφορα? Το αντιλαμβανεται και ζηταει συγγνωμη καθως σκουπιζω τα ματια μου, εγκαταλειποντας το μεικ-απ. «Ειμαι ετοιμη» του λεω και σηκωνεται. «Θα φορεσεις καμια μπλουζα?» τον ρωταω και κουναει το κεφαλι του. «Ναι, εχω μια στο αμαξι μου» θυμαμαι πως και την ημερα στο ποταμι ειχε επισης τραβηξει μια μλπουζα αποά το αμαξι του. Ειχα δικιο, μαλλον θα εχει εάνα ατελειωτο αποθεμα αποά μπλουζες εκει. Δεν θελω να σκεφτω το λογο πισω αποά αυτοά. Καθως φτανουμε, βγαζει μια σκετη μαυρη μπλουζα και την φοραει. «Σταματα να με κοιταζεις και μπες στο αμαξι» με πειραζει. Αρνουμαι οάτι τον κοιτουσα και υπακουω. «Μου αρεσει οάταν φορας ασπρα μπλουζακια» οι λεξεις βγαινουν αποά το στομα μου, πρωτου το συνειδητοποιησω. Γεάρνει το κεφαλι του στο πλαάι και μου δινει εάνα πονηρο χαμογελο.
184
«Ωάστε ετσι?» σηκωνει το φρυδι του. «Λοιπον και εμενα μ’αρεσουν τα τζιν που φορας, κανουν τον κωλο σου να φαινεται τελειος» μου λεει και μενω με το στομα ανοιχτο. Ο Χαρρυ και οι βρωμικες λεξεις του. Αντιλαμβανεται την αντιδραση μου και γελαει. Τον σκουνταω παιχνιδιαρικα, αλλα διανοητικα συγχαιρω τον εαυτο μου που φορεσα αυταά τα τζιν, θελω ο Χαρρυ να με βλεπει ακομη και εαάν δεν θα το παραδεχτω ποτε, και ειμαι κολακευμενη αποά τον παραξενο τροπο που μου εκανε κομπλιμεντο. «Οποτε που παμε?» με ρωταει και βγαζω το κινητο μου. Του διαβαζω την λιστα με τις μαάντρες αυτοκινητων που βρισκονται κοντα μας και του λεω μερικες αποά τις κριτικες στην καθεμια. «Σχεδιαζεις τα πραγματα υπερβολικα πολυά, αρα δεν θα παμε σε κανενα αποά αυταά τα μερη» μου λεει. «Ναι θα παμε. Το εχω σχεδιασει αποά πριν αυτοά, υπαρχει εάνα Prius που θελω να δω στου “Bob Super Cars” του λεω και ανατριχιαζω στο ηλιθιο ονομα της μαάντρας. «Εάνα Prius?» λεει κοροιδευτικα. «Ναι? Εχουν την καλυτερη χωρητικοτητα βενζινης και ειάναι ασφαλη και..» «Βαρετο, καταά βαθος ηξερα οάτι θα ηθελες εάνα Prius, φαινεται αποά μακρυα “η κυρια που σχεδιαζει τα παντα αποά πριν, μεσα στο αυτοκινηταάκι Prius!” λεει μια μια ψευτικη γυναικεια φωνη και γελαω μαζι του. «Κοροιδεψε οσο θελεις αλλα εγω θα κανω οικονομια στην βενζινη καάθε χρονο» του υπενθιμιζω και πλησιαζει να τσιμπησει το μαγουλο μου. Kοιταάω προς το μερος του, σοκαρισμενη αποά αυτηά την μικρη αλλα τοσο γλυκια χειρονομια και φαινεται να’ναι τοσο εκπληκτος αποά αυτηά, οσο και εγω. «Εισαι γλυκουλα μερικες φορες» μου λεει και κοιταω εξω αποά το παραθυρο. «Εμ, ευχαριστω». «Το εννοω με την καλη εννοια, μερικες φορες κανεις χαριτωμενα πραγματα» εξηγει. Τα λογια φαινεται οάτι ειάναι καινουργια για αυτοάν, δεν εχει συνηθισει να λεει τετοια πραγματα. «Ενταξει..» λεω και κοιτω ξανα το παραθυρο. Καάθε λεπτο που περναω με τον Χαρρυ δυναμωνει τα αισθηματα μου απεναντι του, ειάναι επικινδυνο για εμενα να επιτρεψω σε αυτεάς τις μικρες φαινομενικα ασημαντες στιγμες να
185
συμβουν, αλλα δεν εχω τον ελεγχο της καταστασης οάταν ο Χαρρυ εμπλεκεται. Ο Χαρρυ καταληγει να οδηγει στου “Bob” και τον ευχαριστω, δεν μου αρεσει οάταν τα πραγματα δεν πανε συμφωνα με το προγραμμα, που συμβαινει αρκετα τελευταια. Ο Bob ειάναι ενας ιδρωμενος ανδρας με υπερβολικο τζελ στα μαλλια του που μυριζει νικοτινη και δερμα αμαξιου. Το χαμογελο του περιεχει εάνα χρυσο δοντι και ο Χαρρυ στεκεται ορθιος.. βασικα τον καλυπτει, και τον κοροιδευει οάταν δεν κοιταει. Ο μικρος ανδρας φαινεται να φοβαται την σκληρη εμφανιση του Χαρρυ, αλλα δεν το κατηγορω. Ριχνω μια ματια στο αυτοκινητο Prius και αλλαζω γνωμη. Εχω εάνα αισθημα οάτι την στιγμη που θα το οδηγουσα εξω αποά την μαντρα, θα διαλυοάταν και ο Bob ακολουθει την πολιτικη της μη-επιστροφηάς. Επισκεπτομαστε ακομη μερικες μαντρες και ειάναι τα ιδια χαλια. Μετα αποά ωρες συζητωάντας με φαλακρους ανδρες, αποφασιζω να σταματησω την ερευνα για αυτοκινητο, θα πρεπει να παω αρκετα μακρυα αποά την περιοχη για να βρω εάνα αξιοπρεπες αμαξι και δεν εχω το κουραγιο να το κανω σημερα. Αποφασιζουμε να αγορασουμε κατι για μεσημεριανο και τρωμε μεσα στο αμαξι καθως ο Χαρρυ μου λεει αναπαντεχα την ιστορια για το πωάς συνεάλαβαν τον Ζεάυν επειδη ξερασε μεσα στο πατωμα ενοάς καταστηματος περυσι. Η ημεάρα πηγαινει καλυτερα αποάτι φανταζομουν και για πρωτη φορα νιωθω οάτι μπορει και να αντεξουμε σ’ολο το εξαάμηνο χωρις να σκοτωάσουμε ο ενας τον αλλον. Στον δρομο της επιστροφης, περναμε αποά εάνα μαγαζι με frozen yogurt και ικετευω τον Χαρρυ να σταματησει. Γρυλλιάζει και υποκρινεται οάτι δεν θελει, αλλα βλεπω το χαμογελο που κρυβεται πισω αποά την εκφραση του. Ο Χαρρυ, μου λεει να κατσω καθως παει να φερει τα γιαουρτια μας, στολισμενα με καάθε ειδους μπισκοτου και γλυκου, φαινονται αηδιαστικα αλλα με πειθει οάτι αυτος ειάναι ο μονος τροπος για να αξιζουν τα λεφτα που ξοδεψε σ’αυταά. Οάπως και να εχει, ειάναι γευστικοτατο. Ειμαι στην μεση του δικου μου και αφου ο Χαρρυ εχει ηδη τελειωσει το δικο, προσπαθει να φαει και αποά το δικο μου κυπελακι. «Χαρρυ?» η φωνη ενοάς ανδρα ακουγεται. Το κεφαλι του γυριζει να τον κοιταξει και τα ματια του γουρλωνουν. Ηταν αυτοά που ακουσα προφοραά? Κραταει μια σακουλα και εάνα κουτακι γεματο με frozen yogurt. «Εμ.. γεια» απαντα ο Χαρρυ και ο ανδρας χαμογελαει. Καταλαβαινω αμεσως οάτι ειάναι ο πατερας του Χαρρυ. Ειάναι ψηλος και αδυνατος σαν τον Χαρρυ και εχει το ιδιο σχημα ματιων, μονο που τα δικα του ειάναι σκουρα καστανα αντιά για πρασινα. Περα αποά αυτοά, ειάναι τελειάως αντιάθετοι. Ο πατερας του φοραει εάνα γκρι παντελονι και εάνα πουλοβερ. Τα καστανα του μαλλια εχουν μερικες γκριζες τριχες στις γωνιες και δειχνει πολυά
186
επαγγελματιάας. Μεχρι που χαμογελαει, το χαμογελο του ειάναι ζεστο, σαν του Χαρρυ οάταν δεν προσπαθει υπερβολικα να ειάναι τοσο κοάπανος. «Γεια, ειμαι η Τεάσσα» λεω ευγενικα και του δινω το χερι μου. Ο Χαρρυ με αγριοκοιταζει αλλα τον αγνοωά. Ετσι και αλλιως δεν θα με συστηνε. «Γεια σου Τεάσσα, ειμαι ο Κεν, ο πατερας του Χαρρυ» μου λεει φιγγοντας το χερι μου. «Χαρρυ, δεν μου΄πες οάτι ειχες κοπελα, εσεις οι δυο πρεπει να ερθετε για δειπνο αποψε. Η Καάρεν θα ετοιμασει εάνα ωραιο γευμα για ολους μας, μαγειρευει τελεια.» θελω να του πω οάτι δεν ειμαι η κοπελα του, αλλα ο Χαρρυ μιλαει πρωτου προλαβω. «Δεν μπορουμε αποψε, εχω να παω σ’εάνα παρτυ και εκεινη δεν θελει να ερθει» λεει αποτομα. Ενας αναστεναγμος φευγει αποά τα χειλη μου απ’τον τροπο που ο Χαρρυ μιλα στον πατερα του. Φαινεται οάτι στεναχωρηθηκε και νιωθω ασχημα για αυτοάν. «Βασικα, θα το ηθελα πολυά. Ειμαι φιλη και με τον Λιάαμ» λεω στον λυπημενο ανδρα και το χαμογελο του εμφανιζεται ξανα. «Αληθεια? Αυτοά ειάναι τελειο. Ο Λιάαμ ειάναι πολυά καλο παιδι. Θα ημουν χαρουμενος αάμα ερχοσουν» μου λεει ο Κεν και του χαμογελω. «Τι ωρα να ειάμαστε εκει?» τον ρωταω και νιωθω το βλεμμα του Χαρρυ πανω μου. «Να ειάσαστε?» ρωτα ο πατερας του και γνεφω. «Ενταξει.. ας πουμε στις επτα, πρεπει να ειδοποιησω την Καρεν καποιες ωρες πριν, αλλα θα με δειρει» γελαει και κανω το ιδιο. Ο Χαρρυ κοιτα θυμωμενος εξω στην γυαλινη μερια του τοιχου. «Ωραια τοτε! Τα λεμε αποψε» του απαντω. Αποχαιρετα τον Χαρρυ, που τον αγνοει αγενεστατα, παρολο που τον σκουντηξα κατω αποά το τραπεζι. Αφου ο πατερας του εχει φυγει αποά το κτηριο, ο Χαρρυ σηκωνεται αποάτομα και χτυπα την καρεκλα του πισω στο τραπεζι, αναποδογυριζει και την κλωτσαει πριν ανοιξει την πορτα και φυγει αποά το μαγαζι, αφηνοντας με να γινω το επικεντρο της προσοχης με οάλα τα βλεμματα πανω μου. Σηκωνω την καρεκλα που εριξε και τρεχω αποά πισω του. Φωναζω το ονομα του, αλλα με αγνοει μεχρι να φτασει κοντα στο αμαξι του. Γυριζει αποτομα τοσο γρηγορα που παραλιγο να πεσω πανω του. «Τι στο καλο Τεσσα! Τι στο διαλο ηταν αυτοά?» μου φωναζει. Οι περαστικοι αρχιζουν να μας κοιτανε, αλλα συνεχιάζει.
187
Chapter 49 “Τι ειάδος παιχνιάδι προσπαθειάς να παιάξεις εδωά πεάρα;” Ο Χαάρρυ ουρλιαάζει και προχωραά προς το μεάρος μου. Ειάναι θυμωμεάνος, παραπαάνω αποά θυμωμεάνος. “Δεν παιάζω κανεάνα παιχνιάδι Χαάρρυ! Δεν ειάδες ποάσο πολυά ηάθελε να εάρθεις μαζιά; Προσπαθουάσε να εάρθει πιο κονταά σου και εσυά ηάσουν τοάσο αγενηάς!” Δεν ξεάρω γιατιά του ουρλιαάζω και εγωά, αλλαά αρνουάμαι να καάθομαι απλαά ενωά αυτοάς μου φωναάζει. “Να εάρθει κονταά μου; Με δουλευάεις; Ιάσως θα εάπρεπε να ειάχε εάρθει πιο κονταά μου οάταν ηάμουν παιδιά, παραά να εγκαταλειάψει την οικογεάνειαά του!” Η φλεάβα στο λαιμοά του ειάναι τεταμεάνη καάτω αποά το δεάρμα. “Σταμαάτα να τα ριάχνεις επαάνω μου! Ιάσως προσπαθειά να επανορθωάσει για τον χαμεάνο χροάνο. Οι αάνθρωποι καάνουν λαάθη Χαάρρυ, και αυτοάς προφανωάς νοιαάζεται για εσεάνα. Εάχει εκειάνο το δωμαάτιο για εσεάνα στο σπιάτι του, γεμαάτο ρουάχα σε περιάπτωση που αν ποτεά αποφασιάσεις να πας.” Του υπενθυμιάζω και αυτοάς ανατριχιαάζει αποά θυμοά. “Δεν ξεάρεις τιάποτα για αυτοάν Τεάσσα! Μεάνει σε μια ριμαάδα εάπαυλη με τη νεάα του οικογεάνεια, ενωά η μαμαά μου σκοτωάνεται δουλευάοντας πενηάντα ωάρες την εβδομαάδα για να πληρωάσει τους λογαριασμουάς της! Οποάτε μην προσπαθειάς να μου καάνεις κηάρυγμα, κοιάτα τη δικηά σου δουλειάα.” Λεάει αποάτομα και μπαιάνει στο αυτοκιάνητο. “Ενταάξει Χαάρρυ! Θα κοιταάξω τη δικηά μου δουλειαά, αλλαά εγωά θα παάω αποάψε ειάτε εάρχεσαι ειάτε οάχι.” Λεάω το ιάδιο αποάτομα με αυτοάν και μπαιάνω στο αμαάξι του. Μεάχρι εδωά ηάταν η μεάρα μας χωριάς τσακωμουάς. Το ηάξερα οάτι η ιδεάα δεν ηάταν πιστευτηά αλλαά ηάλπιζα οάτι θα μπορουάσε να γιάνει. “ Οάχι δεν θα πας!” Αρπαάζει το χερουάλι της ποάρτας και τη χτυπαά με δυάναμη για να κλειάσει. Αν ηάξερα οάτι το να δεχτωά την προάσκληση του πατεάρα του θα οδηγουάσε σε αυτοά δεν θα το ειάχα καάνει, αλλαά ο Χαάρρυ πρεάπει να καταλαάβει οάτι δεν θα καάτσω να μου φωναάζει ηά να μου λεάει τι να καάνω. Αυτοά ειάναι εάνα ανταποδοτικοά προτεάρημα που πηάρα αποά τη μητεάρα μου, μου εάδειξε ακριβωάς πωάς να μην μεταχειριάζομαι αποά εάναν αάντρα. “Δεν εάχεις κανεάνα δικαιάωμα να μου πεις τι να καάνω και σε περιάπτωση που δεν το καταάλαβες, με προσκαάλεσε. Ιάσως να δω αν ο Ζεάιν θεάλει να εάρθει μαζιά μου.;” Το ξεάρω σιάγουρα οάτι καάνω σαν παιδιά και το να αναφεάρω το Ζεάιν ειάναι εάνας σιάγουρος τροάπος να καάνω τον Χαάρρυ να αντιδραά υπερβολικαά, οάπως τωάρα.
188
Ειάναι προφανεάς οάτι τον εάφερα στα οάριαά του οάταν ο Χαάρρυ τιναάζει τις ροάδες και μπαιάνει στο κραάσπεδο του γεμαάτου δροάμου. “Τι ειάπες μοάλις;” Βρωάμια και σκοάνη πεταάνε γυάρω αποά το λευκοά αυτοκιάνητο. “Τι στο καλοά παάει λαάθος μαζιά σου; Και μπαιάνεις στο δροάμο με αυτοάν τον τροάπο!” Ειάμαι οάσο θυμωμεάνος ειάναι και αυτοάς τωάρα. Το να ειάμαι κονταά του με καάνει να χαάνω τα λογικαά μου, ειάμαι σιάγουρη για αυτοά. “Τι στο καλοά παάει λαάθος μαζιά σου ειάναι το ερωάτημα! Λες στον μπαμπαά μου οάτι θα παάω στο σπιάτι του για βραδινοά και μεταά εάχεις το θραάσος να λες οάτι θα φεάρεις τον Ζεάιν;” “Oh ναι συγνωάμη. Ξεάχασα οάτι οι κουλ φιάλοι σου δεν ξεάρουν οάτι ο Λιάαμ ειάναι ο ετεροθαληάς αδερφοάς σου και εσυά φοβαάσαι οάτι θα το ανακαλυάψουν;” Tον πειραάζω. “Πρωάτων δεν ειάναι ετεροθαληάς αδερφοάς μου και δευάτερων ξεάρεις οάτι δεν ειάναι αυτοάς ο λοάγος που δεν θεάλω τον Ζεάιν εκειά” η φωνηά του ειάναι πιο χαμηληά τωάρα, σε συνδυασμοά με τον θυμοά. Μεάσα στον θυμοά μου, αυτηά η ανοάητη φουάσκα ελπιάδας φουσκωάνει ξαναά απεάναντι στη ζηάλια του Χαάρρυ. Το ξεάρω οάτι ειάναι περισσοάτερο θεάμα ανταγωνισμουά για αυτοάν και οάχι οάτι νοιαάζεται για το αν ειάμαι με καάποιον αάλλο αλλαά ακοάμα καάνει το στομαάχι μου να γυριάζει με τον ιάδιο τροάπο. Ακοάμη και η κοινηά μου αιάσθηση ειάναι εξασθενημεάνη αποά τον Χαάρρυ. “Λοιποάν αν δεν θες να εάρθεις εσυά μαζιά μου, θα χρειαστειά να καλεάσω αυτοάν.” Λεάω, καάνοντας στα ψεάματα εάνα αθωάο χαμοάγελο. Δεν θα καλουάσα ποάτε πραγματικαά τον Ζεάιν στο σπιάτι του πατεάρα του Χαάρρυ αλλαά αυτοάς δεν χρειαάζεται να το ξεάρει. “Τεάσσα, στα αληάθεια δεν θεάλω να παάω. Δεν θεάλω να καθιάσω παρεάα με την τεάλεια οικογεάνεια του μπαμπαά μου. Τους αποφευάγω για καάποιον λοάγο.” Αναστεναάζει και εγωά ανιχνευάω εάναν υπαινιγμοά ευαισθησιάας τον οποιάον ειάναι τεάλειος να κρυάβει. “Λοιποάν δεν θεάλω να σε πιεάσω να εάρθεις αν αυτοά θα σου καάνει κακοά, αλλαά εμεάνα πραγματικαά θα μου αάρεσε αν μπορουάσες να εάρθεις μαζιά μου, εγωά θα παάω οάπως και αν εάχει. Με προσκαάλεσε και με εκειάνο το βλεάμμα στο προάσωποά του ηάταν αδυάνατον να τον απορριάψεις, συγνωάμη.” H φωνηά μου ειάναι απαληά τωάρα καθωάς προσπαθωά να ηρεμηάσω την καταάσταση. Ο Χαάρρυ και εγωά πηάγαμε αποά το να τρωάμε γιαουάρτι στο να φωναάζουμε ο εάνας στον αάλλο και μεταά να ειάμαστε ηάρεμοι ξαναά. Το κεφαάλι μου γυριάζει, και ειάναι εάτσι αποά τοάτε που τον γνωάρισα.
189
“Να μου καάνει κακοά;”Ακουάγεται δυάσπιστος. “Ναι, αν θα σε ενοχληάσει τοάσο πολυά να ειάσαι εκειά δεν θα προσπαθηάσω να σε καάνω να εάρθεις. Απλαά νοάμιζα πως ηάταν μια καληά ιδεάα αλλαά βλεάπω τωάρα πως εσυά δεν συμφωνειάς.” Συναντωά τα μαάτια αλλαά αυτοάς γρηάγορα κοιταάει αλλουά. Ξεάρω οάτι δεν θα καταφεάρω ποτεά τον Χαάρρυ να καάνει καάτι που δεν θεάλει και δεν εάχει υπαάρξει συνεργαάσιμος στο παρελθοάν οποάτε γιατιά να ασχοληθωά; “Γιατιά να σε νοιαάξει για το αν θα μου καάνει κακοά;” Φεάρνει τα πραάσινα μαάτια του πιάσω στα δικαά μου και εγωά προσπαθωά να κοιταάξω αλλουά αλλαά για αάλλη μια φοραά ειάμαι καάτω αποά τον εάλεγχοά του. “Φυσικαά και θα με νοιαάξει, γιατιά οάχι;” “Για ποιάο λοάγο θα σε νοιαάξει ειάναι η ερωάτηση.” Ανακατευάει με το εάνα χεάρι τα μαλλιαά του και το βλεάμμα στα μαάτια του μου διάνει οάτι με παρακαλαάει, λες και θεάλει αποά εμεάνα να ακουάσει τις λεάξεις, αλλαά εγωά δεν μπορωά. Θα τις χρησιμοποιηάσει εναντιάον μου και πιθανοάν να μην θεληάσει να καάνει παρεάα μαζιά μου ξαναά. Θα γιάνω το ενοχλητικοά κοριάτσι που της αρεάσει ο Χαάρρυ, ακριβωάς σαν τα κοριάτσια που μου μιάλησε η Στεφ. Αρνουάμαι να γιάνω μια αποά αυτεάς, θεάλω να γιάνω παραπαάνω αλλαά ξεάρω οάτι ουάτε αυτοά θα συμβειά, οποάτε θα προτιμουάσα να κρατηάσω μια αξιοπρεάπεια. “Νοιαάζομαι για το πωάς νιωάθεις.” Ελπιάζω αυτηά η απαάντηση να του ειάναι αρκετηά , ειάναι οάτι ειάμαι εάτοιμη να πω. Διακοάπτοντας την ντροπιαστικηά μου ομολογιάα, το κινητοά κου χτυπαάει και σκυάβω βγαάζοντας το αποά την τσαάντα μου. Το οάνομα και η φωτογραφιάα του Νοάα εμφανιάζονται στην οθοάνη και χωριάς να το σκεφτωά, παταάω αποάρριψη πριν καταλαάβω τι καάνω. “Ποιος ηάταν;” Ο Χαάρρυ ρωταά, ειάναι τοάσο αδιαάκριτος. “Ο Νοάα.” “Δεν θα απαντηάσεις;” Φαιάνεται εάκπληκτος οάπως και θα εάπρεπε να ειάναι. Οάπως εγωά θα εάπρεπε να ηάμουν. “ Οάχι μιλαάμε.”Και προτιμωέ να μιλαέω μαζιέ σου, το υποσυνειάδητο μου προθεάτει. “Oh” απανταά απλαά, το χαμοάγελοά του εμφανεάς. “Λοιποάν θα εάρθεις μαζιά μου; Εάχει περαάσει καιροάς αποά τοάτε που εάφαγα σπιτικοά φαγητοά, οποάτε δεν το προσπερνωά.” Χαμογελαάω, η διαάθεση μεάσα στο αυτοκιάνητο εάχει ελαφρυάνει αλλαά η εάνταση εάχει παραμειάνει ιάδια.
190
“ Οάχι, δεν θα εάρθω. Εάχω αάλλα σχεάδια ουάτως ηά αάλλως.” Ψελλιάζει. Δεν θεάλω να μαάθω αν αυταά τα σχεάδια περιλαμβαάνουν τη Μοάλλυ. Προσπαθωά να μην επιμειάνω σε αυτοά αλλαά δεν φαιάνεται να τα καταφεάρνω. “Oh, ok. Θα μου θυμωάσεις αν παάω εγωά;” Ειάναι περιάεργο για εμεάνα να παάω στο σπιάτι του πατεάρα του Χαάρρυ χωριάς αυτοάν αλλαά ο Λιάαμ ειάναι και αυτοάς φιάλος μου και με προσκαάλεσαν. “Ειάμαι παάντα θυμωμεάνος μαζιά σου, Τες.” Λεάει και εγωά γελαάω. “Και εγωά ειάμαι παάντα θυμωμεάνη μαζιά σου.” Συμφωνωά μαζιά του, μοιαάζει σιάγουρα να συμβαιάνει αυτοά. “Μπορουάμε να παάμε πιάσω τωάρα; Αν καάποιος αστυνομικοάς εάρθει θα μας κοάψει κληάση.” Του υπενθυμιάζω και αυτοάς γνεάφει, ξεκινωάντας το αυτοκιάνητο και μπαιάνοντας στο δροάμο. Ειάμαι ανακουφισμεάνη που ο καυγαάς μας τελειάωσε πριν βγει εκτοάς ελεάγχου. “Ποια ειάναι… αμ..τα σχεάδιαά σου για αποάψε;” Ρωάτησα, υποσχεάθηκα στον εαυτοά μου οάτι δεν θα ρωτουάσα αλλαά εάπρεπε να μαάθω. “Γιατιά ρωταάς;” Μπορωά να νιωάσω τα μαάτια του παάνω μου αλλαά επικεντρωάνομαι στο να χαζευάω εάξω αποά το παραάθυρο. “Απλαά αναρωτιοάμουν, ειάπες οάτι ειάχες αάλλα σχεάδια ουάτως ηά αάλλως οποάτε απλαά αναρωτιοάμουν.” “ Εάχουμε παάρτι ξαναά. Αυτοάς ειάναι βασικαά οάτι καάνω καάθε Παρασκευηά και Σαάββατο, εκτοάς αποά χθες βραάδυ και το προηγουάμενο Σαάββατο …” “Δεν κατανταάει παλιοά; Απλαά να καάνεις το ιάδιο πραάγμα καάθε Σαββατοκυάριακο με τους ιάδιους μεθυσμεάνους ανθρωάπους;” Ελπιάζω αυτοά να μην τον προσβαάλλει αλλαά ειάμαι ειλικριναά περιάεργη. “Ναι, νομιάζω κατανταάει αλλαά ειάμαστε στο κολεάγιο και εγωά ειάμαι σε αδελφοάτητα, τι αάλλο υπαάρχει να καάνουμε;” Σηκωάνει εάνα του φρυάδι σε εμεάνα. Ακοάμα δεν μπορωά να συνδεάσω τον Χαάρρυ Σταάιλς και την αδελφοάτητα στο μυαλοά μου.
“Δεν ξεάρω… απλαά φαιάνεται κουραστικοά, να καθαριάζεις την ακαταστασιάα του καθενοάς, καάθε Σαββατοκυάριακο ειδικαά οάταν εσυά δεν πιάνεις καν.” “Ειάναι απλαά δεν εάχω βρει τιάποτα αάλλο να καάνω με το χροάνο μου οποάτε…” Η φωνηά του αργοσβηάνει. Ξεάρω οάτι ακοάμα με κοιταάει, αλλαά κρατωά τα μαάτια μου μακριαά αποά αυτοάν.
191
Η υποάλοιπη διαδρομηά ειάναι ηάσυχη, οάχι αάβολη απλαά ηάσυχη. “Λοιποάν, ευχαριστωά που με συνοάδευσες ακοάμα και αν δεν βρηάκα αυτοκιάνητο. Το εκτιμωά που με πηάγες.” Του λεάω και αυτοάς παρκαάρει μπροσταά αποά την εστιάα. “Ναι, κανεάνα προάβλημα”, τριάβει το πιάσω μεάρος του λαιμουά του με το χεάρι του. Προσπαθωά να σκεφτωά μια δικαιολογιάα για να εάρθει μεάσα απλαά και μοάνο για να περαάσω περισσοάτερο χροάνο μαζιά του αλλαά ξεάρω πως δεν υπαάρχει καμιάα και αρχιάζω να ανησυχωά πως κολλαάω υπερβολικαά σε αυτοάν. “Αντιάο Χαάρρυ!” Του φωναάζω και αυτοάς με χαιρεταά. Ειάμαι μπερδεμεάνη, τα συναισθηάματαά μου ειάναι σε υπερκινητικοάτητα. Μοάλις πεάρασα το βραάδυ και το περισσοάτερο αποά το αποάγευμαά μου με τον Χαάρρυ και τα πηγαιάναμε καλαά, το περισσοάτερο χροάνο. Ειάχε στα αληάθεια πλαάκα, πολυά πλαάκα και στεναχωριεάμαι που τελειάωσε. Γιατιά δεν μπορωά να περναάω τοάσο καλαά με καάποιον που πραγματικαά με συμπαθειά; Οάπως ο Νοάα, για παραάδειγμα ξεάρω οάτι πρεάπει να του τηλεφωνηάσω αλλαά θεάλω να απολαυάσω αυτοά που νιωάθω τωάρα, θεάλω να απολαυάσω τον τροάπο που το αιάμα μου χτυπαάει στη φλεάβα μου, θεάλω να νιωάσω νεάα και ενθουσιασμεάνη για λιάγο παραπαάνω. Οάταν γυριάζω στο δωμαάτιοά μου βλεάπω με εάκπληξη τη Στεφ εκειά, αυτηά συνηάθως μεάνει εάξω οάλο το Σαββατοκυάριακο. “Πουά ηάσουν μικρηά μου κυριάα;” Με πειραάζει και βαάζει μια χουάφτα ποπ-κορν με τυριά στο στοάμα της. Γελαάω και βγαάζω τα παπουάτσια μου πεάφτοντας στο κρεβαάτι. “ Εάψαχνα για αυτοκιάνητο.” Αφηάνω αποά εάξω την αναάμειξη του Χαάρρυ, το τελευταιάο πραάγμα που θεάλω να καάνω ειάναι να απανταάω στις ερωτηάσεις της. “Βρηάκες κανεάνα;” ρωταάει διάνονταάς μου τη σακουάλα με τα ποπ-κορν. Κουναάω και το κεφαάλι μου αρνητικαά και βαάζω μια χουάφτα ποπ-κορν στο στοάμα μου. Καθωάς εξηγουάσα τα γεγονοάτα της μεάρας, εκτοάς του Χαάρρυ φυσικαά, ακουάγεται εάνα χτυάπημα στην ποάρτα και η Στεφ σηκωάνεται για να απαντηάσει. “Τι καάνεις εδωά Χαάρρυ;” γρυλιάζει. Για ποιο λοάγο γυάρισε πιάσω; Κοιτωά παάνω ανηάσυχα και αυτοάς προχωραά προς το κρεβαάτι μου. Εάχει και τα δυάο του χεάρια στις τσεάπες του και κουνιεάται μπρος πιάσω στα παπουάτσια του. “Ξεάχασα τιάποτα στο αυτοκιάνητοά σου;” Ρωταάω, αγνοωάντας την οάχι και τοάσο διακριτικηά αναπνοηά της Στεφ. Θα χρειαστειά να της εξηγηάσω πιο μεταά, δεν ειάμαι καν σιάγουρη πως καταληάξαμε να καάνουμε παρεάα οποάτε χρειαάζομαι χροάνο να σκεφτωά μιάα δικαιολογιάα.
192
“Εεε… οάχι… Εγωά εε.. σκεάφτηκα πως ιάσως μπορουάσα να σε παάω σε εκειάνο το δειάπνο αποάψε. Ξεάρεις, μιας και δεν βρηάκες αυτοκιάνητο.” Τραυλιάζει, αφηάνονταάς με εάκπληκτη αποά τη νευρικοάτητα στη φωνηά του. Δεν φαιάνεται να τον πειραάζει ηά να εάχει παρατηρηάσει οάτι η Στεφ στεάκεται στο δωμαάτιο με το στοάμα της ανοιχτοά σχεδοάν μεάχρι το παάτωμα. “Αν οάχι… δεν υπαάρχει προάβλημα. Απλαά σκεάφτηκα οάτι θα μπορουάσα να προσφερθωά” Προσθεάτει. Σηκωάνομαι οάρθια και αυτοάς τραβαάει το σκουλαριάκι που εάχει στα χειάλι αναάμεσα στα δοάντια του. Το λατρευάω οάταν το καάνει αυτοά και μου τραβαά την προσοχηά για μια στιγμηά. Αυτοά σε συνδυασμοά με την προάταση που μου εάκανε, με καάνει να ξεχαάσω να του απαντηάσω για αρκεταά λεπταά. “Ναι… αυτοά θα ηάταν υπεάροχο. Ευχαριστωά” χαμογελαάω. Μου χαμογελαάει και αυτοάς, εάνα ζεστοά και φανεραά γεμαάτο ανακουάφιση χαμοάγελο. Βγαάζει εάνα του χεάρι αποά τη τσεάπη και βαάζει τα μαλλιαά του πιάσω πριν το τοποθετηάσει παάλι στην τσεάπη. “Ok… εε, τι ωάρα θα πρεάπει να ειάμαι εδωά;” “ Εάξι και μισηά;” “Οk… λοιποάν τα λεάμε τοάτε.”Λεάει και γυριάζει για να φυάγει. “Σε ευχαριστωά, Χαάρρυ!” Του φωναάζω καθωάς φταάνει στην ποάρτα. “Τεάσσα” Απανταά ηάρεμα πριν βγει αποά την ποάρτα τραβωάντας την πιάσω του να κλειάσει. “Τι στο καλοά ηάταν αυτοά;” Η Στεφ τσιριάζει. “Δεν ξεάρω, βασικαά” Παραδεάχομαι. Μοάλις αρχιάζω να νομιάζω οάτι ο Χαάρρυ δεν μπορειά να με μπερδεάψει περισσοάτερο, καάνει καάτι σαν και αυτοά. Δεν ξεάρω γιατιά θα ηάθελε να με παάει, αλλαά ειάμαι σιάγουρα πως θα μαάθω τις προθεάσεις του αρκεταά συάντομα. Το μονοά που μπορωά να καάνω ειάναι να ευάχομαι για τα καλυάτερα, υποθεάτω. “Δεν μπορωά να το πιστεάψω οάτι αυτοά μοάλις εάγινε! Θεάλω να πω ο Χαάρρυ… ο τροάπος με τον οποιάο ηάρθε εδωά πεάρα, εάμοιαζε αγχωμεάνος ηά καάτι τεάτοιο! Θεεά μου! Και προσφεάρθηκε να σε παάει σε εάνα δειάπνο… περιάμενε με ποιοάν θα δειπνιάσεις; Και νοάμισες οάτι ξεάχασες καάτι στο αυτοκιάνητοά του, που σημαιάνει οάτι ηάσουν στο αυτοκιάνητοά του σηάμερα; Ηά μιλουάσε για χθες; Πωάς εάχασα τοάσα πολλαά! Χρειαάζομαι λεπτομεάρειες!” Πολυλογειά και καάθεται στη γωνιάα αποά το μικροά μου κρεβαάτι.
193
Της εξηγωά πως εμφανιάστηκε εδωά χθες βραάδυ και ειάδαμε ταινιάα και οάτι αυτοάς κοιμηάθηκε, μεταά πηάγαμε να κοιταάξουμε για αυτοκιάνητα σηάμερα, αφηάνω αποά εάξω τις λεπτομεάρειες για τον μπαμπαά του και ειάμαι ευγνωάμων που ειάναι αρκεταά ευχαριστημεάνη με οάλες τις αάλλες λεπτομεάρειες αποά σηάμερα και αποά χθες το βραάδυ που δεν ρωταά ξαναά. “Δεν μπορωά να το πιστεάψω οάτι εάμεινε εδωά, αυτοά ειάναι πολυά σημαντικοά. Ο Χαάρρυ δεν μεάνει απλαά καάπου, ποτεά. Και δεν αφηάνει κανεάναν να μειάνει μαζιά του. Εάχω ακουάσει οάτι εάχει εφιαάλτες ηά καάτι τεάτοιο. Δεν ξεάρω, αλλαά σοβαραά τι του εάχεις καάνει; Μακαάρι να ειάχα τραβηάξει το πωάς εάμοιαζε οάταν μπηάκε εδωά μεάσα!” η Στεφ γελαάει, προφανωάς την ενδιαφεάρει πολυά η… φιλιάα μου με τον Χαάρρυ. Δεν εάχω την παραμικρηά ιδεάα του πωάς να ονομαάσω αυτοά που καάνουμε. “Ακοάμη δεν πιστευάω οάτι αυτοά ειάναι καληά ιδεάα, αλλαά εσυά φαιάνεται να τον χειριάζεσαι καλυάτερα αποά τους περισσοάτερους, απλαά προάσεχε.” Προειδοποιειά ξαναά. Νιωάθω πως εάχει και αάλλα να πει αλλαά απλαά γεμιάζει το στοάμα της με ποπ-κορν ξαναά. Τι του εάχω καάνει; Τιάποτα, σιάγουρα. Απλαά δεν ειάναι συνηθισμεάνος στο να ειάναι καλοάς και για καάποιον λοάγο ειάναι καλοάς μαζιά μου. Ιάσως απλαά για να αποδειάξει οάτι μπορειά; Δεν ειάμαι σιάγουρη και αν καάτσω να το σκεφτωά παάνω αποά τριαάντα δευτεροάλεπτα μου προκαλειά πονοκεάφαλο. Αναφεάρω τον Τριάσταν και αναλαμβαάνει αυτηά τη συζηάτηση αποά εδωά και πεάρα. Προσπαθωά να δωάσω προσοχηά στις ιστοριάες της αποά το χθεσινοβραδινοά παάρτι, πως η Μοάλλυ κατεάλειψε χωριάς μπλουάζα, (για φανταάσου) και ο Λουάις νιάκησε τον Ναάιαλ σε εάνα μεθυσμεάνο μπραάντιφερ, ορκιάζεται οάτι ειάναι εάνα αποά αυταά τα πραάγματα που ειάναι πιο αστειάα οάταν ειάσαι παροάν. Οι σκεάψεις μου γυριάζουν στον Χαάρρυ φυσικαά, και κοιτωά το ρολοάι για να βεβαιωθωά οάτι εάχω αρκετοά χροάνο να ετοιμαστωά για αποάψε. Ειάναι τεάσσερις ακριβωάς τωάρα, οποάτε θα πρεάπει να αρχιάσω να ετοιμαάζομαι στις πεάντε. Δεν ξεάρω για πιο λοάγο καάνω τοάσες προσπαάθειες στο να φαιάνομαι ενταάξει για εάνα οικογενειακοά δειάπνο στο οποιάο στα αληάθεια δεν θα εάπρεπε να παάω, αλλαά θα παάω ουάτως ηά αάλλως. Μου βαάζει ανοιχτοά μεάικ απ, που σχεδοάν δεν φαιάνεται αλλαά μοιαάζει υπεάροχο. Φυσικοά αλλαά οάμορφο, και σγουραιάνει τα μαλλιαά μου με τον τροάπο που το εάκανε και χθες. Ηάταν αυτοά μοάλις χθες; Μοιαάζει λες και εάχει περαάσει πολληάς περισσοάτερος χροάνος αποά τοάτε. Αποφασιάζω να φορεάσω το καφεά μου φοάρεμα, παάρα τις προσπαάθειες της Στεφ να με καάνει να φορεάσω καάτι αποά τη δικηά της ντουλαάπα. Το καφεά μου φοάρεμα μου ειάναι οικειάο και συντηρητικοά, ειάναι το αγαπημεάνο μου.
194
“Τουλαάχιστον φοάρα αυτοά το καλσοάν αποά καάτω ηά αάσε με να κοάψω τα μανιάκια.” Βογκαάει. “Καλαά δωάσε μου το καλσοάν, νομιάζω. Δεν ειάναι και τοάσο αάσχημο οάμως, εάχει ταιριαστηά φοάρμα.” Υπερασπιάζομαι το φοάρεμα μου. “Το ξεάρω ειάναι απλαά… βαρετοά.” Λεάει ζαρωάνοντας τη μυάτη της. Η Στεφ τελικαά γελαάει οάταν φοραάω το καλσοάν και συμφωνωά να βαάλλω ψηλοταάκουνα. ‘Εάχω ακοάμα εάνα ζευγαάρι Τομς στην τσαάντα μου αποά χθες οποάτε τα αφηάνω εκειά σε περιάπτωση ποτ τα χρειαστωά. Ειάμαι περισσοάτερο αγχωμεάνη για τη διαδρομηά μεάχρι το σπιάτι του πατεάρα του παραά για το πραγματικοά δειάπνο. Κινουάμαι νευρικαά με το καλσοάν καάνοντας κυάκλους στο δωμαάτιο μεάχρι που ο Χαάρρυ χτυπαά επιτεάλους την ποάρτα. Η Στεφ μου ριάχνει εάνα περιάεργο χαμοάγελο, και εγωά ανοιάγω την ποάρτα. “Ουαου Τεάσσα, ειάσαι εε… ωραιάα” Μουρμουριάζει και εγωά χαμογελαάω. Αποά ποάτε λεάει “εε” σε καάθε του προάταση; “Να περαάσετε καλαά” λεάει η Στεφ και κλειάνει το μαάτι. Ο Χαάρρυ σηκωάνει το μεσαιάο του δαάχτυλο στον αεάρα για αυτηάν και αυτηά του ανταποδιάδει τη χυδαιάα χειρονομιάα καθωάς αυτοάς κλειάνει την ποάρτα στα μουάτρα της. Ο Χαάρρυ και εγωά μπαιάνουμε στο αυτοκιάνητο και ανοιάγει το ραδιοάφωνο κρατωάντας οάμως χαμηλοά τον ηάχο. Αρχιάζω να ανησυχωά για το δειάπνο, η διαδρομηά ειάναι αάβολη και ο Χαάρρυ συμπεριφεάρεται περιάεργα. “Δεν ξεάρω γιατιά ετοιμαάστηκε τοάσο πολυά απλαά και μοάνο για να πας στον μπαμπαά μου οάταν εγωά δεν πηγαιάνω καν. Ειάναι περιάεργο.” Πεταάει αποά το πουθεναά. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου και νοητικαά χτυπωά το κεφαάλι μου στο τζαάμι. Το ηάξερα οάτι η καληά του συμπεριφοραά δεν θα διαρκουάσε.
195
Chapter 50 Αγνοωά την προσβοληά του και απλαά περιμεάνω για την εποάμενη. Και οάντας ο Χαάρρυ, δεν χαάνει χροάνο. “Απλαά για ξεάρεις, δεν θα σε παάω παάλι πιάσω μεταά.” Προσθεάτει και γνεάφω. Δεν θεάλω να φταάσω στο δειάπνο του πατεάρα του Χαάρρυ με ξινηά διαάθεση. “Με αάκουσες;” “Ναι, σε αάκουσα. Δεν περιάμενα να το καάνεις.” Αναστεναάζω και σκυάβω το κεφαάλι μου ακουμπωάντας στο παραάθυρο. Το ξεάρω οάτι το να μην του παάω κοάντρα τον καάνει ακοάμα πιο ενοχλητικοά αλλαά δεν με νοιαάζει.
196
“Γιατιά δεν μιλαάς;” Η φωνηά του ακουάγεται υπερβολικαά δυνατηά μεάσα στο μικροά χωάρο του αυτοκινηάτου. “Γιατιά ειάσαι σε κακηά διαάθεση για καάποιον λοάγο που δεν γνωριάζω και δεν θεάλω να τσακωθωά μαζιά σου.” “Για καάποιον λοάγο που δεν γνωριάζεις; Σοβαραά;” γρυλιάζει. “Ποάσο εάχουμε ακοάμα μεάχρι να φταάσουμε;” Αγνοωά εντελωάς την ερωάτησηά του. “Να παάρει Τεάσσα! Γιατιά ειάσαι τοάσο δυάσκολη οάλη την ωάρα;” “Εσυά ειάσαι ο δυάσκολος, προσπαθειάς απλαά να αρχιάσεις καυγαά μαζιά μου και δεν του διάνω συνεάχεια. Εάχω τελειωάσει με αυτοά το μπρος πιάσω πραάγμα μαζιά σου. Τωάρα ηά θα προσπαθηάσεις να ειάσαι πιο καλοάς μαζιά μου ηά δεν θα σου μιλαάω.” Του λεάω και το εννοωά. “Δεν ειάναι αυτοά που καάνω.” “Ναι, ειάναι. Δεν εάχεις κανεάναν λοάγο να ειάσαι αναστατωμεάνος μαζιά μου και οάμως να ‘σαι εδωά προσβαάλλονταάς και κοροιϊδευάοντας με. Το μοάνο που καάνω ειάναι να προσπαθωά να δειάχνω ευπρεπηάς στο δειάπνο με την οικογεάνειαά σου οάταν εσυά το αρνηάθηκες.” Ανασαιάνω. “Δεν κοροάιδευα την εμφαάνισηά σου, εγωά… δεν ξεάρω… αλλαά ειάμαι τρομεραά ενοχλημεάνος που πας.” Παραδεάχεται, και εγωά θεάλω τοάσο πολυά να τον πλησιαάσω και να τον αγγιάξω, εάστω και εάνα ευγενικοά χαάδι στο χεάρι του. Αν ο Χαάρρυ ηάταν φυσιολογικοά αγοάρι, θα μπορουάσα να το καάνω. “Τοάτε γιατιά προσφεάρθηκες να με πας; Ηάρθες μεάχρι το δωμαάτιο μου και προσφεάρθηκες, γιατιά;” “Δεν ξεάρω Τεάσσα, ιάσως για να μπορεάσω να σε δω.” Η φωνηά του ειάναι χαμηληά, μια απληά ομολογιάα αλλαά οι λεάξεις χτυπαάνε μεάσα μου. “Μην παιάζεις μαζιά μου Χαάρρυ.” Προειδοποιωά. “Δεν παιάζω. Μπορουάμε να μιληάσουμε; Εννοωά πραγματικαά να μιληάσουμε;” “Τωάρα; Μπορουάμε να το καάνουμε αυτοά μεταά το δειάπνο; Δεν θεάλω να αργηάσω.” Του λεάω. Δεν ειάναι οάτι ενδιαφεάρομαι τοάσο πολυά για το αν θα αργηάσω, αλλαά δεν ειάμαι εάτοιμη να μιληάσω με τον Χαάρρυ. Δεν ξεάρω γιατιά θεάλει να μιληάσει και δεν ξεάρω αν θεάλω να ξεάρω. Λοιποάν θεάλω αλλαά ξεάρω πως δεν θα εάπρεπε. Φυσικαά και θεάλω να μαάθω απλαά δεν νομιάζω πως θα εάχει καλοά τεάλος.
197
“Θα ειάμαι απασχολημεάνος μεταά το δειάπνο.” “Λοιποάν Χαάρρυ, προφανωάς το παάρτι σου ειάναι πιο σημαντικοά αποά το να μιληάσεις μαζιά μου οποάτε ξεάχνα το. Δεν θεάλω να ξεάρω τι θες να πεις εάτσι και αλλιωάς.” Το μισωά που εάχω αισθηάματα για τον Χαάρρυ και αυτοάς ουάτε καν νοιαάζεται να βρει χροάνο για να εάχουμε αυτηά τη “συζηάτηση” που θεάλει. “Δεν ειάναι οάτι ειάναι πιο σημαντικοά… απλαά θεάλω να μιληάσω τωάρα.” Αναγνωριάζω το δροάμο και τα τεραάστια σπιάτια, ειάμαστε κονταά. “Λοιποάν, εάχω σχεάδια για δειάπνο στα οποιάα εσυά αρνηάθηκες να παραβρεθειάς μαζιά μου.” Στριφογυριάζω τα μαάτια μου. Μιλαάω πιο ελευάθερα στο Χαάρρυ καάθε μεάρα και χαιάρομαι για αυτοά. Δεν με εκφοβιάζει τοάσο οάσο συνηάθιζε να. “Αυταά τα σχεάδια τυχαιάνει να ειάναι με τον πατεάρα μου στον οποιάο δεν μιλαάω, το σπιάτι του οποιάου βανδαάλισα μοάλις την προηγουάμενη εβδομαάδα.” Μου υπενθυμιάζει και το αυτοκιάνητο σταματαά. Το σπιάτι ειάναι ακοάμα πιο οάμορφο τη μεάρα. “Λοιποάν θα καθοάμουν να συζητηάσω αλλαά εάχω ραντεβουά.” χαμογελαάω και το σαγοάνι του σφιάχτηκε. Βγαιάνω αποά το αυτοκιάνητο και ανεβαιάνω τα σκαλιαά στο πεζοδροάμιο. Στο απογευματινοά φως μπορωά να δω τις καρποφοάρες κληματαριεάς στα πλαάγια και μπροσταά αποά το σπιάτι και τα μικραά αάσπρα λουλουάδια να συνοδευάουν τις κληματαριεάς. Ακουάω την ποάρτα του αυτοκινηάτου του Χαάρρυ να κλειάνει και ακολουθουάν τα βηάματαά του με τις βαριεάς του μποάτες στο πεζοδροάμιο. Γυριάζω για να τον δω μερικαά βηάματα πιάσω μου. “Τι καάνεις;” Τον ρωταάω. “ Εάρχομαι μαζιά σου, προφανωάς.” Στριφογυριάζει τα μαάτια του και καάνει εάνα μεγαάλο βηάμα για να με φταάσει στην κορυφηά της σκαάλας. “Αληάθεια;” “Ναι.” Ειάναι ξεκαάθαρα ενοχλημεάνος. “Tωάρα ας παάμε μεάσα για το χειροάτερο βραάδυ της ζωηάς μας.” Το προάσωποά του αλλαάζει στο πιο ψευάτικο αλλαά αποά την αάλλη ελκυστικοά χαμοάγελο, καάτι που μοάνο ο Χαάρρυ Σταάιλς μπορειά να πετυάχει. Τον σκουνταάω με τον αγκωάνα μου και χτυπαάω το κουδουάνι. “Δεν χτυπαάω κουδουάνια.” Μου λεάει περνωάντας μπροσταά αποά εμεάνα για να γυριάσει το ποάμολο. Νιωάθω αάβολα με την εάλλειψη τροάπων που εάχει αλλαά ειάναι το σπιάτι του πατεάρα του οποάτε ιάσως να μην ειάναι και τοάσο αάβολο.
198
Προχωραάμε μεάσα και πεάρα αποά τον προθαάλαμο πριν εμφανιστειά ο πατεάρας του. Η εάκπληξη ειάναι εμφανηάς στο προάσωποά του, δεν περιάμενε πως ο Χαάρρυ θα εμφανιστειά. Χαμογελαάει εκειάνο το γοητευτικοά χαμοάγελο και προσπαθειά να αγκαλιαάσει το Χαάρρυ αλλαά αυτοάς αποφευάγει τη χειρονομιάα του και προχωραά πεάρα αποά αυτοάν. Η ντροπηά λαάμπει στα οάμορφα χαρακτηριστικαά του αλλαά εγωά κοιταάω αλλουά πριν συνειδητοποιηάσει οάτι ειάδα τη χειρονομιάα του. “Σε ευχαριστωά πολυά που ηάρθες Τεάσσα. Ο Λιάαμ μου ειάπε καάποια πραάγματα για εσεάνα. Φαιάνεται να συμπαθειά πολυά.” Χαμογελαάει και τον ακολουθωά στο σαλοάνι. Ο Λιάαμ καάθεται στον καναπεά με το βιβλιάο της Λογοτεχνιάας στα ποάδια του οάταν μπαιάνω στο δωμαάτιο. Το προάσωποά του φωτιάζεται και μου χαμογελαάει κλειάνοντας το βιβλιάο. Προχωρωά προς το μεάρος του και καάθομαι διάπλα του, δεν ειάμαι σιάγουρη για το που εάχει παάει ο Χαάρρυ αλλαά ξεάρω οάτι θα εμφανιστειά αργαά ηά γρηάγορα. “Οποάτε εσειάς οι δυάο διάνετε αάλλη μια ευκαιριάα στη φιλιάα σας;” Ρωταάει με εάνα συνοφρυάωμα. Θεάλω να του εξηγηάσω τι συμβαιάνει με εμεάνα και τον Χαάρρυ αλλαά ειλικριναά ουάτε εγωά εάχω ιδεάα. “Ειάναι περιάπλοκο.” Προσπαθωά να χαμογελαάσω αλλαά κομπιαάζω. “Ειάσαι ακοάμα με το Νοάα σωσταά; Επειδηά ο Κεν φαιάνεται να πιστευάει οάτι εσυά και ο Χαάρρυ βγαιάνετε.” Γελαάει. Ελπιάζω το γεάλιο μου να μην ακουάγεται οάσο ψευάτικο το νιωάθω. “Δεν ειάχα το κουραάγιο να του πω το αντιάθετο αλλαά ειάμαι σιάγουρος οάτι ο Χαάρρυ θα το καάνει.” Λεάει. Μετακινουάμαι αάβολα, μην ξεάρωντας τι να πω. “Ναι ειάμαι ακοάμα με το Νοάα, αάπλα…” “Εσυά πρεάπει να ειάσαι η Τεάσσα!” Μια γυναικειάα φωνηά ηχειά στο δωμαάτιο. Η μητεάρα του Λιάαμ προχωραά προς το μεάρος μου και εγωά σηκωάνομαι για να τη χαιρετηάσω με χειραψιάα. Τα μαάτια της ειάναι φωτειναά και το χαμοάγελοά της ειάναι υπεάροχο. Φοραάει εάνα τιρκουαάζ φοάρεμα, παροάμοιο με το δικοά μου καφεά, με μια ποδιαά καλυμμεάνη με μικρεάς φραάουλες και μπαναάνες στην κορυφηά της. “Χαιάρομαι πολυά που σας γνωριάζω, ευχαριστωά που με καλεάσατε. Το σπιάτι σας ειάναι οάμορφο.” Της λεάω. Το χαμοάγελοά της καλυάπτει το προάσωποά της και σφιάγγει το χεάρι μου. Ειάναι πολυά πιο οάμορφη αποά οάτι ειάχα φανταστειά. Ο Κεν ειάναι εάνας οάμορφος αάνδρας αλλαά η Καάρεν ειάναι εκθαμβωτικηά. Κομψηά και οάμορφη, μοιαάζει πολυά νεοάτερη και λιγοάτερη πλαστικηά αποά οάτι την ειάχα φανταστειά.
199
“Ειάσαι ευπροάσδεκτη καληά μου, ειάναι δικηά μου η ευχαριάστηση.” Το χαμοάγελοά της λαάμπει. Εάνας χρονοδιακοάπτης αρχιάζει να χτυπαά αποά την κουζιάνα και αυτηά γυριάζει το κεφαάλι της, δειάχνοντας τα μεγαάλα διαμαντεάνια σκουλαριάκια της. “Λοιποάν, εγωά θα παάω να τελειωάσω στην κουζιάνα και θα σε δω στην τραπεζαριάα σε λιάγα λεπταά.” Η Καάρεν ευγενικαά απολογειάται. “Παάνω σε τι δουλευάεις;” Ρωταάω τον Λιάαμ και αυτοάς βγαάζει εάναν φαάκελο. “Τις εργασιάες της εποάμενης εβδομαάδας, αυτηά η εάκθεση για τον Τολστοάι θα με πεθαάνει.” Χαμογελαάει, εγωά γελαάω και γνεάφω, καθωάς θυμαάμαι ποάσες ωάρες μου πηάρε για να γραάψω την ιάδια εάκθεση. “ Ηάταν στα αληάθεια δολοφοάνος. Την τελειάωσα μοάλις μερικεάς μεάρες πριν.” Tου λεάω. “Λοιποάν, αν εσειάς οι δυάο σπασιάκλες τελειωάσατε στο να συγκριάνετε σημειωάσεις θα ηάθελα πολυά να φαάω βραδινοά καάποια στιγμηά μες στον εποάμενο χροάνο.” Λεάει ο Χαάρρυ. Τον κοιταάω επιάμονα αλλαά ο Λιάαμ απλαά γελαάει και αφηάνει καάτω το βιβλιάο του πριν προχωρηάσει προς την τραπεζαριάα. Φαιάνεται πως ο καυγαάς τους εάκανε καλοά τελικαά. Ακολουθωά αυτοάν και τον Χαάρρυ μεάχρι να φταάσουμε στο μεγαάλο δωμαάτιο τραπεζαριάας. Το μεγαάλο τραπεάζι εάχει διακοσμηθειά οάμορφα με μεγαάλους χωάρους θεάσεων και πολλαπλεάς πιατεάλες φαγητουά στο κεάντρο. Η Καάρεν πραγματικαά εάκανε πολλαά για αυτοά, καλυάτερα ο Χαάρρυ να συμπεριφερθειά σωσταά ηά θα τον σκοτωάσω. “Τεάσσα, εσυά και ο Χαάρρυ θα καθιάσετε αποά αυτηάν τη μεριαά.” Η Καάρεν καθοδηγειά και μας δειάχνει στα αριστεραά του τραπεζιουά. Ο Λιάαμ καάθεται απεάναντι αποά τον Χαάρρυ. Ο Κεν και η Καάρεν παιάρνουν τις θεάσεις μερικεάς καρεάκλες πιο καάτω αποά τον Λιάαμ. Την ευχαριστωά και καάθομαι καάτω διάπλα στον Χαάρρυ. Ειάναι ηάσυχος και μοιαάζει να νιωάθει αάβολα αλλαά μεάνει σιωπηλοάς συμπεριφεροάμενος πολυά καλυάτερα αποά οάτι περιάμενα. Παρακολουθωά καθωάς η Καάρεν γεμιάζει το πιαάτο του Κεν και αυτοάς την ευχαριστειά με εάνα συάντομο φιλιά στο μαάγουλο. Ειάναι μια τοάσο γλυκιαά χειρονομιάα, χρειαάζεται να κοιταάξω αλλουά. Γεμιάζω το πιαάτο μου με ψητεάς παταάτες και κολοκυθαάκια και μεταά βαάζω εάνα ψωμαάκι αποά παάνω. Ο Χαάρρυ κρυφογελαάει σιγαναά αποά την ποσοάτητα φαγητουά στο πιαάτο μου. “Τι; Πειναάω.” Του ψιθυριάζω. “Τιάποτα.” Γελαάει ξαναά και γεμιάζει το πιαάτο του πιο πολυά αποά το δικοά μου, κουνωάντας ακοάμα το κεφαάλι του.
200
“Λοιποάν Τεάσσα πως σου φαιάνεται η Ουαάσινγκτον μεάχρι τωάρα;” Με ρωταάει ο Κεν. Μασαάω το φαγητοά μου γρηάγορα για να μπορεάσω να απαντηάσω. “Το απολαμβαάνω πραγματικαά, ειάναι μοάλις το πρωάτο μου εξαάμηνο οποάτε ρωτηάστε με ξαναά σε λιάγους μηάνες.” Αστειευάομαι και οάλοι εκτοάς του Χαάρρυ γελαάνε. “Λοιποάν χαιάρομαι που μεάχρι τωάρα σου αρεάσει, ειάσαι σε κανεάναν συάλλογο στο Πανεπιστηάμιο;” Η Καάρεν με ρωταάει και σκουπιάζει το στοάμα της με την πετσεάτα. “Οάχι ακοάμα, προγραμματιάζω να συμμεταάσχω στο Λογοτεχνικοά συάλλογο το εποάμενο εξαάμηνο.” “Αληάθεια; Προσπαθουάσα να πειάσω τον Χαάρρυ να γιάνει μεάλος.” Ο Κεν προσθεάτει και κοιταάζω τον Χαάρρυ. Τα μαάτια του εάχουν στενεάψει και φαιάνεται ενοχλημεάνος. “Λοιποάν πως ειάναι να ζεις διάπλα στο Πανεπιστηάμιο της Ουαάσινγκτον;” Ρωταάω για να τραβηάξω την προσοχηά αποά τον Χαάρρυ. Τα μαάτια του χαλαρωάνουν και πιστευάω οάτι με ευχαριστειά. “Το απολαμβαάνουμε, πριν ο Κεν γιάνει Πρυάτανης ζουάσαμε σε εάνα πολυά μικροάτερο μεάρος μεάχρι να βρουάμε αυτοά το σπιάτι και το ερωτευτηάκαμε αμεάσως.” Το πιρουάνι μου πεάφτει στο γυαάλινο πιαάτο. “Πρυάτανης; Του Πανεπιστημιάου της Ουαάσινγκτον;” Κοντανασαιάνω. “Ναι, δεν το ηάξερες αυτοά;” Ο Κεν ρωταάει και κοιταάζει τον Χαάρρυ. “ Οάχι… Δεν το ηάξερα.” Κοιταάζω τον Χαάρρυ. Η Καάρεν κοιταάζει τον Χαάρρυ και ο Λιάαμ τον κοιταάζει. “ Οάχι! Οκ, οάχι δεν της το ειάπα δεν ξεάρω για ποιοάν λοάγο εάχει σημασιάα. Δεν χρειαάζεται να χρησιμοποιηάσω το οάνομαά σου ηά τη θεάση σου!” Ο Χαάρρυ φωναάζει και σηκωάνεται οάρθιος, φευάγοντας αποά το τραπεάζι. Η Καάρεν μοιαάζει λες και θα κλαάψει και το προάσωπο του Κεν ειάναι κοάκκινο. “Λυπαάμαι πολυά, δεν ηάξερα οάτι αυτοάς…” Αρχιάζω. “ Οάχι, μην απολογηάσε για την κακηά του συμπεριφοραά.” Ο Κεν μου λεάει. Ακουάω την πιάσω ποάρτα να κλειάνει με δυάναμη και σηκωάνομαι οάρθια. “Με συγχωρειάτε.” Σηκωάνομαι αποά το τραπεάζι γρηάγορα και φευάγω αποά το δωμαάτιο της τραπεζαριάας ψαάχνοντας τον Χαάρρυ.
201
Chapter 51
202
Φταάνω γρηάγορα στην πιάσω ποάρτα για να βρω τον Χαάρρυ. Εάχει ριάξει καάτω το τραπεάζι της βεραάντας και περπαταάει μπρος-πιάσω, με το εάνα το χεάρι εάχει σχηματιάσει μπουνιαά στην μιάα πλευραά του και με το αάλλο να τραβαάει τα πυκναά μαλλιαά του. Δεν ειάμαι σιάγουρη πως και εαάν θα μπορεάσω να βοηθηάσω την καταάσταση, αλλαά γνωριάζω οάτι προτιμωά να βριάσκομαι εδωά εάξω με τον Χαάρρυ παραά στην τραπεζαριάα μεταά το ξεάσπασμαά του. Νιωάθω υπευάθυνη για οάλο αυτοά το χαάλι γιατιά εγωά ηάμουν που συμφωάνησα να εάρθω εξαρχηάς, ενωά ο Χαάρρυ δεν ηάθελε, τωάρα ξεάρω το γιατιά. Ο Χαάρρυ καταλαβαιάνει οάτι ηάρθα και μου στεάλνει εάνα ενοχλημεάνο βλεάμμα και γυριάζει αποά την αάλλη καθωάς πλησιαάζω οάλο και πιο κονταά. «Χαάρρυ» κραταάω την φωνηά μου χαμηλοάτονη και ευγενικηά. «Μην, Τεάσσα» με προειδοποιειά. Παάντα αυτοά καάνει αλλαά ποτεά δεν τον ακουάω. «Ξεάρω τι θα μου πειάς. Οάτι θα πρεάπει να γυριάσω πιάσω στο τραπεάζι και να ζητηάσω συγγνωάμη σε αυτουάς και δεν υπαάρχει καμιάα περιάπτωση να συμβειά αυτοά, οποάτε μην χαάνεις τον χροάνο σου! Γιατιά απλωάς δεν πας εκειά πιάσω να απολαυάσεις το βραδινοά σου και αάσεμε εμεάνα ηάσυχο». Λεάει θυμωμεάνος. «Δεν θεάλω να γυριάσω εκειά πιάσω». Μοάνο αυτοά καταφεάρνω να του απαντηάσω. «Γιατιά οάχι? Ταιριαάζεις αποάλυτα με την σεμνηά και βαρετηά προσωπικοάτηταά τους.» Αάουτς. Γιατιά βριάσκομαι εδωά ξαναά? Α ναι σωσταά, για να γιάνω ξαναά ο σαάκος του μποξ για τον Χαάρρυ. «Ξεάρεις καάτι?» Υψωάνω την φωνηά μου. «Ενταάξει! Θα φυάγω, δεν γνωριάζω γιατιά δεν μπορωά επιτεάλους να σταματηάσω να προσπαθωά μαζιά σου!» του φωναάζω. Ελπιάζω να μην μπορουάν να με ακουάσουν μεάσα αποά το σπιάτι. «Ουάτε και εγωά ξεάρω! Δεν μπορειάς να το συνειδητοποιηάσεις υποθεάτω». Καθωάς τα λοάγια φευάγουν αποά το στοάμα του, νιωάθω τον σβωάλο στον λαιμοά μου να μεγαλωάνει. «Πλεάον το εάχω εμπεδωάσει». Προσπαθωά να ξεροκαταπιωά το δηλητηάριο αποά τις λεάξεις του αλλαά ειάναι σχεδοάν αδυάνατον. Κοιταάζω ψηλαά τον Χαάρρυ και τα ψυχραά του μαάτια συναντουάν τα δικαά μου. «Αυτοά ηάταν? Εάτσι υπερασπιάζεσαι τον εαυτοά σου?» γελαάει και κουναάει τα μαλλιαά του.
203
«Δεν αξιάζεις πλεάον τον χροάνο μου. Δεν αξιάζεις ουάτε καν να σου μιλαάω, ηά αυτουάς τους υπεάροχους ανθρωάπους εκειά μεάσα που ξοάδεψαν χροάνο για να ετοιμαάσουν αυτοά το δειάπνο που εσυά κατεάστρεψες! Αυτοά καάνεις παάντα, καταστρεάφεις πραάγματα, οάτι βρεθειά μπροσταά σου! Και εγωά πλεάον τελειάωσα με αυτοά». Φωναάζω δυναταά. Ανεπιθυάμητα δαάκρυα υγραιάνουν το προάσωπο μου καθωάς ο Χαάρρυ με πλησιαάζει. Καάνω πιάσω, τα ποάδια μου διαφωνουάν και περιπλεάκονται. Το χεάρι του Χαάρρυ προσπαθειά να με σταθεροποιηάσει, αλλαά πιαάνομαι αποά την αάκρη της βεραάντας. Δεν θεάλω και ουάτε χρειαάζομαι την βοηάθεια του. «Εάχεις διάκιο» ακουάγεται εξαντλημεάνος. Τι? «Ξεάρω οάτι εάχω διάκιο.» Γυρναάω ξαναά ωάστε να μην τον αντικρυάσω. Τυλιάγει το χεάρι του γυάρω αποά τον καρποά μου και με τραβαάει στο στηάθος του. Γεάρνω προς το μεάρος του χωριάς δισταγμοά, θεάλω να τον αγγιάξω τοάσο πολυά, αλλαά πλεάον γνωριάζω καλυάτερα. Μπορωά να ακουάσω τον βαρυά χτυάπο της καρδιαά μου, που επιταχυάνει καάτω αποά το στηάθος μου. Αναρωτιεάμαι εαάν μπορειά να το ακουάσει και εκειάνος, μοιαάζει αδυάνατον να μην μπορειά. Μπορειά να νιωάσει τον σφυγμοά μου που σφυροκοπαάει μεάσα αποά την αγκαλιαά του? Τα μαάτια του ειάναι γεμαάτα θυμοά και ξεάρω οάτι το ιάδιο συμβαιάνει και με τα δικαά μου. Δεν εάχω καμιάα προειδοποιάηση προτουά τα χειάλη του αγγιάξουν τα δικαά μου, η δυάναμη του στοάματος του, ειάναι σχεδοάν επωάδυνη. Η πραάξη του ειάναι γεμαάτη απελπισιάα και ποάθο και νιωάθω χαμεάνη. Χαάνομαι μεάσα στον Χαάρρυ. Χαμεάνη μεάσα στην αλμυρηά γευάση των δακρυάων μου που υπαάρχει και στα χειάλη μας, χαμεάνη στα δαάχτυλα του που πλεάκονται μεάσα αποά τα μαλλιαά μου. Τα χεάρια του μετακινουάνται αποά τα μαλλιαά μου στην μεάση μου και με σηκωάνει στα καάγκελα της βεραάντας. Τα ποάδια μου ανοιάγουν για αυτοάν και μετακινειάται αναάμεσα τους, χωριάς να χαάσει επαφηά με το στοάμα μου. Ειάμαστε μες στην ζεστασιαά και κοντανασαιάνουμε, μπλεγμεάνοι ο εάνας με τον αάλλον. Τα δοάντια μου δαγκωάνουν το καάτω χειάλος του προκαλωάντας εάνα βογγητοά αποά αυτοάν καθωάς με φεάρνει ακοάμη πιο κονταά στο στηάθος του. Η πιάσω ποάρτα ανοιάγει, χαλωάντας την μαγειάα. Τρομοκρατουάμαι καθωάς τα μαάτια του Λιάαμ συναντουάν τα δικαά μου. Τα μαάγουλα του εάχουν κοκκινιάσει, και τα μαάτια του εάχουν γουρλωάσει αποά εάκπληξη. Σπρωάχνω τον Χαάρρυ αποά παάνω μου και κατεβαιάνω καάτω αποά τα καάγκελα, φτιαάχνοντας το φοάρεμα μου. «Λιάαμ, εγωά…» Αρχιάζω να πω. Κραταάει ψηλαά το χεάρι του για να με σιωπηάσει και προχωραά προς το μεάρος μας. Η αναάσα του Χαάρρυ ειάναι τοάσο δυνατηά που
204
θα ορκιζοάμουν οάτι αντηχειά σε οάλο το σπιάτι και αναάμεσα στα δεάντρα. Τα μαάγουλα του ειάναι κοάκκινα και τα μαάτια του αάγρια. «Δεν καταλαβαιάνω? Νοάμιζα οάτι εσειάς μισουάσατε ο εάνας τον αάλλον, και να που ειάστε εδωά τωάρα… και εσυά Τεάσσα εάχεις αγοάρι, δεν πιάστευα οάτι θα ηάσουν εάτσι.» Μου λεάει. Τα λοάγια του ειάναι σκληραά, αλλαά ο τοάνος το απαλοάς. «Δεν ειάμαι.. δεν ξεάρω καν τι ειάναι αυτοά» λεάω κουνωάντας το χεάρι αναάμεσα σε εμεάνα και τον Χαάρρυ. Ο Χαάρρυ καάθεται αμιάλητος, που ειάμαι ευγνωάμων για αυτοά. Ειάμαι ντροπιασμεάνη αποά την συμπεριφοραά μου και αυτηά η ντροπηά πολλαπλασιαάζεται αποά την απογοηάτευση του Λιάαμ. «Ο Νοάα ξεάρει, βασικαά για το πριν. Θα σου το εάλεγα, απλωάς δεν ηάθελα να σκεφτειάς διαφορετικαά για εμεάνα.» Υπερασπιάζομαι τον εαυτοά μου, παροάλο που ξεάρω οάτι καάνω λαάθος. Μεγαάλο λαάθος. «Δεν ξεάρω τι να σκεφτωά..» Ο Λιάαμ λεάει καθωάς φευάγει προς την ποάρτα. Σαν αποά ταινιάα, μιάα αστραπηά εμφανιάζεται στον ουρανο. «Μαάλλον θα εάχουμε καταιγιάδα» λεάει ο Χαάρρυ, καθωάς τα μαάτια του παρατηρουάν τον σκουάρο ουρανοά. Παροάλη την αναάκατη εμφαάνιση του, η φωνηά του ειάναι ηάρεμη. «Καταιγιάδα? Ο Λιάαμ μοάλις μας εάπιασε.. να φιλιοάμαστε.» του λεάω και νιωάθω την φωτιαά να σιγοσβηάνει αναάμεσαά μας. «Θα ειάναι ενταάξει» μου απανταά ο Χαάρρυ. Κοιταάζω ψηλαά και περιμεάνω να δω μιάα αυταάρεσκη εάκφραση στο προάσωποά του, αλλαά δεν υπαάρχει. Βαάζει το χεάρι του στην πλαάτη μου και με τριάβει απαλαά. Η φωτιαά ξαναναάβει. Ακοάμη να περαάσει η επιάδραση του φιλιουά και τωάρα με παρηγορειά? Δεν μπορωά να αποφασιάσω τι με σοκαάρει περισσοάτερο. «Θεάλεις να παάμε πιάσω στο τραπεάζι ηά θες να σε γυριάσω σπιάτι?» με ρωταάει. Ειάναι εντυπωσιακοά πως η διαάθεση του μπορειά να αλλαάξει αποάτομα αποά θυμοά σε ποάθο και τεάλος σε ηρεμιάα. «Θα ηάθελα να παάμε πιάσω και να τελειωάσουμε το δειάπνο, εσυά τι θες να καάνεις?» «Υποθεάτω οάτι μπορουάμε να παάμε μεάσα, το φαγητοά ηάταν καλοά» χαμογελαάει και παροάλη την περιάεργη καταάσταση βριάσκω τον εαυτοά μου να γελαάει. «Αυτοάς ειάναι ο αγαπημεάνος μου ηάχος» με εκπληάσσει ο Χαάρρυ λεάγονταάς μου.
205
«Ειάσαι σε πολυά καλυάτερη διαάθεση» συναντωά τα μαάτια του και μου χαμογελαάει ξαναά. «Ουάτε εγωά το καταλαβαιάνω» μου λεάει, καθωάς τριάβει τον λαιμοά του, οάπως καάνει παάντα. Οποάτε ειάναι το ιάδιο μπερδεμεάνος με εμεάνα? Θα ευχοάμουν τα αισθηάματαά μου να μην ηάταν τοάσο δυναταά για εκειάνον, τοάτε θα μπορουάσα να τον χειριστωά καλυάτερα. Οάταν λεάει πραάγματα σαν και αυταά με καάνει να νοιαάζομαι ακοάμη παραπαάνω για αυτοάν. Απλαά ευάχομαι να εάνιωθε το ιάδιο, αλλαά με εάχει προειδοποιηάσει και η Στεφ και ο ιάδιος ο Χαάρρυ οάτι αυτοά δεν θα συμβειά ποτεά. Θυμαάμαι οάταν μου ειάπε οάτι δεν ηάμουν ο τυάπος του, με ειάχε πληγωάσει λιάγο τοάτε, αλλαά ουάτε αυτοάς ηάταν ο τυάπος μου, οποάτε δεν με πειάραζε. Που να ηάξερα οάτι θα με κρατουάσε στην αάκρη της βεραάντας φιλωάντας με, εάνα μηάνα αργοάτερα. Αστραπηά ξαναπροβαάλλει και οΧαάρρυ παιάρνει το χεάρι μου. «Ας παάμε μεάσα πριν αρχιάσει να βρεάχει.» Γνεάφω και ανοιάγει την ποάρτα και με οδηγειά μεάσα. Δεν απομακρυάνει το χεάρι του αποά το δικοά μου καθωάς επιστρεάφουμε στο τραπεάζι. Τα μαάτια του Λιάαμ εστιαάζουν στα χεάρια μας, αλλαά δεν λεάει τιάποτα. Οάσο και να μην θεάλω να το δει ο Λιάαμ, λατρευάω τον τροάπο που νιωάθωτο χεάρι του Χαάρρυ στο δικοά μου. Τοάσο που δεν μπορωά να το απομακρυάνω. Ο Λιάαμ εστιαάζει παάλι στο πιαάτο του καθωάς καθοάμαστε. Ο Χαάρρυ αφηάνει το χεάρι μου πολυά συάντομα και κοιταάει ψηλαά τον πατεάρα του και την Καάρεν. «Συγγνωάμη που σου φωάναξα με αυτοάν τον τροάπο» λεάει στον πατεάρα του. Η εάκπληξη στο προάσωπο οάλων ειάναι εμφανηάς και ο Χαάρρυ κοιταάζει καάτω στο τραπεάζι. «Ελπιάζω να μην κατεάστρεψα το δειάπνο που προσπαάθησες τοάσο για να ετοιμαάσεις» συνεχιάζει. Δεν μπορωά να κρατηθωά, πλησιαάζω το χεάρι μου και το ακουμπωά παάνω στου Χαάρρυ, σφιάγγοντας το ελαφρωάς. «Δεν πειραάζει Χαάρρυ, καταλαβαιάνουμε. Ας μην αφηάσουμε την βραδιαά να χαλαάσει, μπορουάμε ακοάμη να απολαυάσουμε το δειάπνο.» Η Καάρεν χαμογελαάει και ο Χαάρρυ την κοιταάει. Της διάνει εάνα μικροά χαμοάγελο, που γνωριάζω οάτι χρειαάστηκε πολυά προσπαάθεια αποά αυτοάν. Ο Κεν δεν λεάει τιάποτα αλλαά κουναάει το κεφαάλι του στον Χαάρρυ σαν να του λεάει ‘‘δεν πειραάζει’’. Η συγχωάρεση ειάναι εάνα δυνατοά προτεάρημα σε αυτηά την οικογεάνεια, εκτοάς του Χαάρρυ. Τραβαάω αργαά το χεάρι μου, αλλαά ο Χαάρρυ πλεάκει τα δαάχτυλαά του μεάσα αποά τα δικαά μου και με κοιταά αποά την πλευραά του. Ελπιάζω να μην φορωά την εάκπληκτη αλλαά ευχαάριστη εάκφραση στο προάσωπο, που νιωάθω και μεάσα μου. Για καάτι που μοιαάζει σαν την πρωάτη φοραά που τον γνωάρισα,, δεν
206
πολυσκεάφτομαι γιατιά κραταάω το χεάρι του καάτω αποά το τραπεάζι καταά την διαάρκεια του δειάπνου με την οικογεάνεια του ενωά ακοάμη βγαιάνω με τον Νοάα. Το δειάπνο κυλαάει ομαλαά, αλλαά νιωάθω λιάγο φοβισμεάνη αποά το γεγονοάς οάτι ο Κεν ειάναι ο Πρυάτανης του πανεπιστημιάου. Αυτοά ειάναι μεγαάλο θεάμα. Ο Κεν μας εξιστορειά για την επιστροφηά του αποά την Αγγλιάα, ποάσο αγαπαάει την Αμερικηά και ιδιαιάτερα την Ουαάσινγκτον. Ο Χαάρρυ ακοάμη κραταά το χεάρι μου και οι δυάο μας δυσκολευοάμαστε να φαάμε μοάνο με εάνα χεάρι, αλλαά δεν διάνουμε σημασιάα. «Ο καιροάς θα μπορουάσε να ηάταν καλυάτερος, αλλαά ειάναι πανεάμορφα εδωά». Περιαυτολογειά και γνεάφω καταφατικαά. «Ποια ειάναι τα σχεάδιαά σου μεταά το κολλεάγιο?» Η Καάρεν με ρωταάει καθως τελειωάνουμε το φαγητοά μας. «Θα μετακομιάσω στο Σιαάτλ, και ιδανικαά θα δουλευάω σε καάποιον ιδιωτικοά οιάκο καθωάς θα σχεδιαάζω το πρωάτο μου βιβλιάο» λεάω με αυτοπεποιάθηση. «Εκδοτικοά οιάκο? Εάχεις καάποιο συγκεκριμεάνο στο μυαλοά σου?» ρωτα ο Κεν. «Οάχι ακριβωάς, θα αρπαάξω οάποια ευκαιριάα βρεθειά μπροσταά μου για να μπορεάσω να εισεάλθω σε αυτοά τον χωάρο, ξεάρω ποάσο σκληροά ειάναι για εάναν φοιτητηά να βρει οτιδηάποτε, οποάτε δεν θα ειάμαι επιλεκτικηά» «Αυτοά ειάναι καλοά, τυχαιάνει να εάχω μερικουάς γνωστουάς στον εκδοτικοά οιάκο Vance, τον εάχεις ακουσταά?» με ρωτα και κοιτω τον Χαάρρυ. Ειάχε αναφεάρει και εκειάνος στο παρελθοάν οάτι γνωάριζε καάποιον αποά αυτοάν τον εκδοτικοά οιάκο. «Ναι, εάχω ακουάσει σπουδαιάα πραάγματα» χαμογελαω. «Θα μπορουάσα να καάνω εάνα τηλεφωάνημα εαάν ηάθελες, θα ηάταν μιάα καληά ευκαιριάα για εσεάνα και φαιάνεται οάτι ειάσαι μια λαμπρηά νεάα κοπεάλα, θα ηταν ευχαριάστηση μου να βοηθηάσω» προσφεάρει και παιρνω το χεάρι μου αποά του Χαάρρυ να το βαάλω καάτω αποά το πιγουάνι μου. «Σοβαραά? Αυτοά θα ηάταν τοάσο ευγενικοά εκ μεάρους σας! Θα το εκτιμουάσα πολυά» Του απαντω και πλησιαζω το χερι μου παλι κατω αποά το τραπζι για να το ακουμπισω στου Χαρρυ, αλλα γρηγορα το μετακινει. Φαινεται η επιάδραση δεν κραάτησε πολυά. Ο Κεν μου λεάει οάτι θα καλεσει οποιον γνωριζει την δευτερα και τον ευχαριστω επανειλημμεάνως. Με διαβεβαιωνει οάτι δεν ειάναι κοπος και του αρεσει να βοηθαει. Ο Χαρρυ αποχωρει ευγενικα οάταν ο Καρεν σηκωνεται και ξεκινα να καθαριζει το τραπεζι, αποφασιζω να μην το ακολουθησω αυτηά την φορα. «Μπορωά να σε βοηθηάσω?» ρωτω την Καρεν και μου χαμγελαει καταφατικα.
207
«Αυτοά θα ηταν ωραιο» Απανταει και την βοηθαω να καθαρισει το τραπεζι. Γεμιζω το πλυντηριο πιατων καθως πλενει τις μεγαες πιατελες που δεν χωρανε μεσα. Μακαρι ο Χαρρυ να μην ειχε καταστρεψει εάνα μεγαλο μερος αποά τα σερβιτσια της, μπορει να γινει πολυά σκληρος. «Εαάν δεν σε πειραάζει να σε ρωτηάσω, ποάσο καιροά βγαιάνετε με τον Χαάρρυ?» κοκκινιάζει με την ερωάτηση της διάνω εάνα ζεστοά χαμοάγελο. «Γνωριζομαστε μονο εάναν μηνα, ειάναι φιλος με την συγκατοικο μου, την Στεφ.» Δεν της εξηγησα ακριβως οάτι δεν βγαινουμε, απλως απεφυγα την ερωτηση. «Δεν εχω γνωρισει κανεναν αποά τους φιλους του Χαρρυ, μονο τους εχω δει να περνανε αλλα εσυ, εσυ εισαι.. λοιπον, εισαι διαφορετικη αποά αυτους που εχω συναντησει». Καταλαβαινω οάτι θελει να πει πως δεν ειμαι καλυμμεάνη με τατουαζ και σκουλαρικια οάπως οι αλλοι, αλλα ειάναι πολυά ευγενικη για να το πει με αυτοά τον τροπο. «Ναι, εγωά και ο Χαάρρυ ειάμαστε πολυά διαφορετικοιά» της απαντωά και το εννοωά με περισσοάτερους τροάπους απ’οάτι φανταάζεται. Κεραυνοάς αστραάφτει και η βροχηά αρχιάζει να χτυπαά παάνω στο παραάθυρο. «Wow, φαιάνεται οάτι θα βρεάξει αρκεταά εδωά καάτω» Λεει η Καρεν και κλειάνει το μικροά παραάθυρο μπροστα αποά τν νεροχυάτη. «Ο Χαρρυ δεν ειάναι τοσο κακος οσο φαινεται» η φωνη της ειάναι τοσο γλυκια οάταν μου το λεει αυτοά και δεν μπορω παρα να γελασω. Δεν μπορω να φανταστω τα απαισια πραγματα που θα της εχει πει αποά τοτε που την γνωρισε και γνωριζω πολυά καλα οάτι κατεστρεψε τα πιατα της. «Ειάναι απλως πληγωμενος, θα μου αρεσε να πιστευω οάτι δεν θα ειάναι παντα ετσι. Πρεπει να παραδεχτω οάτι δεν περιμενα να ερθει αποψε, και το μονο που μπορω να πιστεψω ειάναι οάτι εσυ ειχες αυτηά την επιρροη πανω του.» Με πιανει απροετοιμαστη οάταν με σφιάγγει στην αγκαλιαά της. Χωρις να ειάναι σιγουρη για το τι θα πω, την αγκαλιαάζω και εγω και απομακρυνεται κρατωντας τα περιποιημενα χερια της στους ωμους μου. «Στα αληάθεια, σ’ευχαριστωά» μου ξαναλεει και μετακινει τα χερια της. Σκουπιζει τα ματια της και γυρναει πισω στο πλυσιμο των πιατων. Ειάναι πολυά ευγενικηά μαζι
208
μου για να της αποκαλυψω οάτι δεν εχω καμια επιδραση πανω στον Χαρρυ. Απλως ηρθε αποψε μονο επειδη ηρθα και εγω, και ηθελε να με ενοχλησει. Αφου τελειωνω με το πλυντηάριο πιατων, κοιταω εξω αποά το παραθυρο καθως οι σταγονες βροχες πεφτουν πανω στο γρασιάδι. Ειάναι αξιοσημειάωτο πως ο Χαάρρυ που μισει τους παντες, εκτος αποά τον εαυτοά τουκαι ισως την μητερα του, εχει ολους αυτους τους ανθρωπους που νιαζονται για αυτοάν αλλα αρνειάται να νοιαστειά και ο ιδιος για αυτους. Ειάναι τυχερος που τους εχει, μας εχει. Ξερω οάτι ειμαι και εγω ενας αποά αυτους, θα εκανα τα παντα για τον Χαρρυ, ακομη και εαάν θα το αρνιομουν μπροστα του, ξερω την αληθεια. Δεν εάχω κανεάναν, εκτος αποά τον Νοάα και την μητεάρα μου και οι δυάο τους μαζιά δεν νοιαάζονται τοάσο για εμεάνα οάσο νοιαάζεται η μελλοντικηά μητριαά του Χαρρυ, η Καρεν. «Θα παω να δω τι κανει ο Κεν, βολεψου σαν στο σπιάτι σου» Η Καρεν μου λεει. Γνεφω και αποφασιζω να παω να βρω τον Χαρρυ, ηά τον Λιαμ, οάποιον αποά τους δυο πετυχω πρωάτο. Ο Λιαμ δεν φιανεται να βρισκεται πουθενα κατω, οποτε ανεβαινω τα σκαλια και παω να βρω το δωματιο του Χαρρυ. Ελπιάζω να ειάναι εκειά, εαάν οάχι, τοτε θα χρειαστειά να καάτσω στο σαλοάνι μοάνη μου. Γυριάζω το ποάμολο αλλαά δεν ανοιάγει. Εάχει κλειδωάσει την ποάρτα. «Χαάρρυ?» προσπαθω να μιλησω σιγανα για να μην με ακουσουν. Χτυπω την πορτα αλλα δεν ακουω τιάποτα. Μοάλις εάχω γυριάσει αποά την αλληά και η ποάρτα ανοιγει. «Μπορωά να περαάσω μεάσα?» τον ρωταάω και γνεάφει μια φοραά καθως ανοιγει την πορτα, ιάσα για να χωρεάσω να περαάσω. Υπαάρχει εάνα αεραάκι στο δωμαάτιο και μπορωά να μυριάσω την βροχηά που εάρχεται αποά το ανοιχτο παραθυρο. Περπαταει πιάσω στο παγκακι που υπαρχει σο παραθυρο του και σηκωνει τα γονατα ψηλα για να κατσει. Κοιταζει εξω αποά το παραθυρο αλλα χωρις να λεει λεξη. Καθομαι απεναντι αποά τον Χαρρυ και περιμενω καθως ο συνεχης ηχος της βροχης δημιουργει εάναν γαληάνιο ρυθμοά. «Τι συνεάβη?» τον ρωταάω επιτεάλους. Με κοιταάει με μια μπερδεμεάνη εάκφραση στο προάσωποά του. «Εννοωά οάτι καάτω στην τραπεζαριάα, κρατουάσες το χεάρι μου και μεταά.. γιατιά το απομαάκρυνες?» ντρεάπομαι αποά το ποάσο απελπιστικηά ακουάγεται η φωνηά μου, αλλαά οι λεάξεις εάχουν ηάδη ειπωθειά. «Δεν θεάλεις να παάρω αυτηά την δουλειαά για καποιο λοάγο? Ειχες προσφερθειά να με βοηθηάσεις στο παρελθοάν?» τον ρωταάω. «Αυτοά ειάναι και το θεάμα Τεάσσα, εγωά θεάλω να ειάμαι αυτοάς που θα σε βοηθηάσει, οάχι εκειάνος» μου απανταά.
209
«Γιατιά? Δεν ειάναι διαγωνισμοάς και εσυά ηάσουν που προσφεάρθηκες πρωάτος, οποάτε σε ευχαριστωά» προσπαθω να απαλυνω το αγχος του αλλα δεν καταλαβαινω γιατι εχει τοση σημασια για αυτοάν. Αναστεναάζει με δραματικο υφος και αγκαλιαάζει τα γοάνατα του. Η σιωπηά μας καταβαάλλει καθως κοιταμε και οι δυο εξω αποά το παραθυρο. Ο αάνεμος εχει δυναμωσει κουνωντας τα δεντρα και οι αστραπες ειάναι πιο συχνες πλεον. «Θα ηάθελες να φυγω τωρα? Μπορω να καλεσω την Στεφ για να δω εαάν ο Τρισταν μπορει να με γυρισει?» του ψιθυριάζω. Δεν θεάλω να φυάγω, αλλα πρεάπει και το να καάθομαι στην αποάλυτη σιωπηά με το Χαρρυ με κανει να τρελεάνομαι. «Να φυάγεις? Πως καταλαβαιάνεις οάτι θελω να φυάγεις, ενωά σου λεω οάτι θελω να σε βοηθηάσω?» υψωνει την φωνηά του. «Δεν ξεάρω, δεν μου μιλαάς και η καταιγιάδα δυναμωάνει..» τραυλιζω. «Με εξοργιάζεις Τερεάσα» «Πωάς?» απαντω με τσιριχτη φωνη. «Προσπαθω να σου πω οάτι .. θελω να σε βοηθησω και κραταω και το χερι σου αλλα και παλι δεν κανει διαφορα.. ακομη δεν το καταλαβαινεις. Δεν ξεάρω τι αάλλο να καάνω». Βαζει το προάσωπο στα χεάρια του. Δεν μπορειά να εννοειά αυτοά που νομιάζω, ετσι? «Τι να καταλαάβω? Τι δεν καταλαβαιάνω Χαάρρυ?» «Οάτι σε θεάλω. Περισσοάτερο απ’ οτιδηάποτε και απ’ οποιονδηάποτε σε οάλη μου την ζωηά.» κοιταάζει απ’ την αάλλη. Το στομαάχι μου γυριάζει ξανα και ξανα και το κεφαλι μου ακολουθει. Ο αεάρας αναάμεσα μας εάχει αλλαάξει για ακοάμη μια φοραά. Η απροστατευτη παραδοχηά του Χαρρυ με σημαδεψε, και εγω τον θελω. Περισσοάτερο αποά οτιδηάποτε, οάχι με τον ιδιο τροπο, ειμαι σιγουρη αλλα και αυτος με θελει. Περισσοάτερο αποά καάθετι. «Ξεάρω οάτι δεν νιωάθεις ..το ιδιο αλλα εγω..» ξεκινα να μιλησει και αυτηά την φορα τον διακοπτω εγω. Τραβαω τα χερια αποά τα γονατα του και τον φερνω κοντα μου. Με επισκιαζει, αβεβαιοτητα κυριαρχει στα πρασινα ματια του. Βαζω το δαχτυλο μου στο κολαρο της μπλουζας του και τον κατεβαζω προς το μερος μου. Ακουμπαει το
210
γοάνατο του, πισω αποά τους μηρους μου στο παγκακι του παραθυρου και τον ξανακοιταω. Περιμενα να με εχει φιλησει μεχρι τωρα. «Φιάλα με» τον ικετευω και πλησιαζει το κεφαλι του πιο κοντα. Γεάρνοντας προς το μερος μου, τυλιγει τα χερια του γυρω αποά την πλατη μου και με καθοδηγει προς τα κατω, ωάστε η πλατη μου να ακουμπαει οριζοντια στο μαξιλαρι αποά το παγκακι. Ανοιάγω τα ποάδια μου για αυτοάν, δευάτερη φοραά σημερα, και ξαπλωνει το σωμα του αναμεσα μου. Το προάσωπο του Χαάρρυ ειάναι λιγα εκατοσταά αποά το δικο μου οάταν σηκωνω το κεφαλι μου για να τον φιλησω, δεν μπορω να περιμεάνω αάλλο. Καθωάς τα χειάλη μας ακουμπουν, απομακρυάνεται ελαφρα, βαζει το κεφαλι του στον λαιμο μου, δινοντας μου εάνα μικρο φιλι και αργαά ξαναφερνει τα χειλη του στα δικα μου. Φιλαάει την γωνιάα στο στομα μου, μετα το πηγουνι μου, πριν να στειλει ανατριχιάλα σε οάλο μου το κορμιά. Τα χειάλη του βρισκουν ξανα τα δικα μου, και η γλωσσα του χαιδευει το κατω μερος του χειλους μου, καθως με ξαναφιλαει. Το φιλιά ειάναι απαλοά και αργοά, οάπως η γλωσσα του διπλωάνει γυρω αποά την δικηά μου. Το εάνα του χεάρι ακουμπαει τον γοφο μου, πιανωντας το υφασμα του φορεάματος μου που εχει ανεάβει στους μηρουάς μου. Το αάλλο του χεάρι χαιδευει το μαγουλο μου και με φιλαάει, τα δικα μου χερια ειάναι τυλιγμεάνα στην πλατη του, αγκαλιαάζοντας τον σφιχταά. Καάθε ιάνα του σωάματοάς μου θεάλει να δαγκωάσω το χειάλος του και να του βγαλω το μπλουζακι, αλλα ο απαλοάς και ευγενικοάς τροάπος που με φιλαάει με κανει να νιωάθω ακομη καλυάτερα αποά τη συνηάθη φλογα των αλλων φορων.
Chapter 52 Τα χειλη του Χαρρυ παραμενουν πανω στα δικα μου και τα χερια μου χαιδευουν την πλατη του. Οι στενοι γοφοι του τριβουν προς τα κατω τους δικους μου και εάνα βογγητο ξεφευγει αποά τα χειλη μου. Καταπιάνει τους αναστεναγμους μου καθως τα χειλη του εξερευνουν τα δικα μου, κινηση προς κινηση. «Oh, Τεσσα τι μου κανεις.. ο τροπος που νιωθω» ψυθιριζει μεσα στο στομα μου. Τα λογια του με απελευθερωνουν και πιανω το στριφωμα της μπλουζας του. Το χερι του ταξιδευει κατω αποά το μαγουλο μου, στο στηθος μου, και στο στομαχι μου. Το χοντρο υφασμα του φορεματος μου καλυπτει τα καρδιοχτυπια που σχηματιζονται μεσα μου. Το χερι του μετακινειται στο μικρο χωρο αναμεσα στα σωματα μας, εκει οπου τα ποδια μου ειάναι ανοιχτα και αναστεναζω καθως τριβει απαλα επανω αποά την δαντελα του καλσον
211
μου. Ασκει λιγη παραπανω πιεση και βογγαω καθως η πλατη μου ανασηκωνεται αποά το παγκακι. Ασχετα αποά το ποσο θυμωμενη με κανει ηά με αναστατωνει, εάνα αγγιγμα του και ειμαι υπο τον ελεγχο του. Αυτηά την στιγμη, ο ελεγχος φαινεται να ειάναι ασταθης. Προσπαθει να τον κρατησει αλλα μπορω να δω οάτι γκρεμιζεται. Χαιδευει με την μυτη του το μαγουλο μου καθως σηκωνω το μπλουζακι του να το βγαλω, σκαλωνει λιγο στα μαλλια του, αλλα με εάνα του χερι πλησιαζει να το τραβηξει καθως σηκωνεται αποά πανω μου. Πεταει το μπλουζακι και αμεσως βαζει παλι κατω το κεφαλι του για να ξαναβρει τα χειλη μου. Νιωάθοντας απογνωση και ανυπομονη, αρπαζω το χερι του και το μετακινω ξανα αναμεσα στους μηρους μου, εάνα μικρο γελιο ακουγεται αποά αυτοάν και κοιταει προς εμενα. «Τι θες να κανεις Τεσσα?» η φωνη του ειάναι βραχνη. «Οτιδηάποτε» του λεω, εννοωντας την λεξη. Θα κανω οτιδηάποτε μαζι του, θα τον αφησω να μου κανει οάτι θελει, και δεν με νοιαζει για τις συνεπειες που θα υποστω αυριο. Ειπε οάτι με θελει και ειμαι δικη του για να με παρει, ειχα γινει αποά την πρωτη φορα που τα χειλη μου αγγιξαν τα δικα του. «Μην μου λες οτιδηποτε, γιατι υπαρχουν πολλα πραγματα που μπορω και θελω να σου κανω» βογγαει και σπρωχνει τον αντιάχειρα του εναντια στο καλσον μου και το εσωρουχο μου. Η φαντασια μου τρεχει στα διαφορα πραγματα που θα μπορουσε να μου κανει. «Εσυ αποφασιζεις» μουρμουριζω καθως κινει τον αντιχειρα του κυκλικα. Δεν εχω καμια προταση, απλως θελω να συνεχισει να με αγγιζει με αυτοάν τον τροπο. «Εισαι τοσο υγρη για εμενα, μπορω να σε νιωσω μεσα αποά το καλσον» η γλωσσα του γλυφει τα χειλη του υγραινοντας τα και ξανα βογγαω. «Ας βγαλουμε πρωτα αυτοά το καλσον, οκ?» Πριν προλαβω να απαντησω σηκωνεται αποά επανω μου. Τα χερια του ανυψωνουν το φορεμα μου και αρπαζουν το λαστιχο αποά το καλσον μου, καταβαζοντας το κατω στους μηρους μου. Ο κρυος αερας με χτυπαει και αναστρεφω τους γοφους μου, χωρις τη θεληση μου. «Γαμωτο, εχεις γινει μουσκεμα» λεει ψιθυριστα καθως τα ματια του αντικρυζουν το κορμι μου και σταματουν αναμεσα στα ποδια μου. Ανικανος να ελεγξει τον εαυτο του αποάτι φαινεται, γλιστραει το δαχτυλο του κατω στις πτυχωσεις μου για να μαζεψει την υγρασια που εχει δημιουργηθει. Φερνει το δαχτυλο στα χειλη του και το ρουφαει με κλειστα τα ματια. Δεν εχω ξαναδει τιποτα πιο ερωτικο στην ζωη μου.
212
Βλεποντας τον να ρουφαει το δαχτυλο του στελνει ζεστη σε ολο μου το κορμι. «Θυμαάσαι που σου ειάχα πει οάτι ηάθελα να σε γευτωά?» με ρωταάει και γνεάφω. «Λοιποάν, το θεάλω τωάρα. Ενταάξει?» Η εάκφραση του δειάχνει οάτι ειάναι πολυά προάθυμος. Ντρεάπομαι λιάγο στην ιδεάα, αλλαά εαάν με καάνει να νιωάσω τοάσο ωραιάα, οάσο οάταν με εάτριψε στο ποταάμι, τοάτε θεάλω να το καάνει. Γλυάφει τα χειάλη του ξαναά και διατηρειά το βλεάμμα του σταθεροά παάνω στο δικοά μου. Την τελευταιάα φοραά που θα τον αάφηνα να το καάνει αυτοά, καταληάξαμε να μαλωάσουμε επειδηά ηάταν σκληροάς μαζιά μου. Ελπιάζω να μην μου το χαλαάσει παάλι. «Θεάλεις να το καάνω?» με ρωταάει και βογκαάω. «Σε παρακαλωά μην με καάνεις να το πω» τον ικετευάω. Φεάρνει παάλι πιάσω το χεάρι του και χαιϊδευάει με τα δαάχτυλα τους γοφουάς μου με κυκλικεάς κινηάσεις. «Δεν θα σε πιεάσω να το πεις» μου υποάσχεται. Νιωάθω ανακουφισμεάνη, του γνεάφω καταφατικαά και αφηάνει μια αναάσα. «Πρεάπει να μετακινηθουάμε στο κρεβαάτι, για να εάχεις πιο πολυά χωάρο» προτειάνει και μου διάνει το χεάρι του. Κατεβαάζω το φοάρεμα μου καάτω με το που σηκωάνομαι και μου χαμογελαάει πονηραά. Περπαταά στην αάκρη του παραθυάρου και τραβαάει το κορδοάνι, αφηάνοντας ελευάθερες τις μπλε κουρτιάνες να πεάσουν, καάνοντας το δωμαάτιο πιο σκοτεινοά. «Βγαάλτο» με διαταάζει σιωπιλαά και καάνω αυτοά που μου λεάει. Το φοάρεμα πεάφτει στα ποάδια μου και μεάνω μοάνο με το σουτιεάν μου. Το σουτιεάν μου ειάναι σκεάτο αάσπρο, με εάνα μικροά φιογκαάκι στo σημειάο αναάμεσα στα στηάθη μου. Πρεάπει να δωάσω περισσοάτερη προσοχηά στα εσωάρουχα μου, εαάν ο Χαάρρυ προάκειται να συνεχιάσει να με βλεάπει σε αυταά. Τα μαάτια του γουρλωάνουν και χαζευάει το στηάθος μου, καθωάς πλησιαάζει φεάρνοντας τον μικροά φιοάγκο αναάμεσα στα δαάχτυλαά του. «Χαριτωμεάνο» μου χαμογελαάει και μαζευάομαι. Προσπαθωά να καλυάψω το γυμνοά μου σωάμα αποά εκειάνον, νιωάθω πιο αάνετα με τον Χαάρρυ απ’ οάτι με κανεάναν αάλλο, αλλαά και παάλι ντρεάπομαι να στεάκομαι μοάνο με το σουτιεάν μου. Κοιταάζω προς την ποάρτα και ο Χαάρρυ παάει να βεβαιωθειά οάτι εάχει κλειδωάσει. «Μου χαμογελαάς πονηραά?» τον μαλωάνω και κουναάει το κεφαάλι του. «Ποτεά» χαζογελαάει και με οδηγειά στο κρεβαάτι. «Ξαάπλωσε στην αάκρη του κρεβατιουά, με τα ποάδια σου στο παάτωμα ωάστε να μπορεάσω να γονατιάσω μπροσταά σου» με καθοδηγειά.
213
Ξαπλωάνω πιάσω στο μεγαάλο κρεβαάτι και με τραβαάει καάτω αποά τους μηρουάς μου, προς την αάκρη του κρεβατιουά. Τα ποάδια μου αιωρουάνται, δεν ακουμπουάν το παάτωμα. «Δεν ειάχα καταλαάβει ποάσο ψηλοά ειάναι το κρεβαάτι» μου χαμογελαάει. «Οποάτε ξαάπλωσε προς την παάνω μεριαά του» σκαρφαλωάνω στην κορυφηά του κρεβατιουά και ο Χαάρρυ με ακολουθειά. Τυλιάγει τα χεάρια του γυάρω αποά τους μηρουάς μου και λυγιάζει τα γοάναταά του ελαφρωάς οποάτε ειάναι σχεδοάν σκυφτοάς αναάμεσα στα ποάδια μου. Η αναμονηά για το πωάς θα με καάνει να νιωάσω με τρελαιάνει, θα ευχοάμουν να ειάχα παραπαάνω εμπειριάα για να ξεάρω τι με περιμεάνει. Οι μπουάκλες του γαργαλουάν το εσωτερικοά των μηρωάν μου καθωάς χαμηλωάνει το κεφαάλι του. «Θα σε καάνω να νιωάσεις τοάσο υπεάροχα» μουρμουριάζει στο στομαάχι μου. Ο σφυγμοάς μου βουιάζει μεάσα αποά τα αυτιαά μου και προς στιγμηάν ξεχνωά οάτι ειάμαστε στο σπιάτι με αάλλα αάτομα, ευτυχωάς που ειάναι τεραάστιο. «Αάνοιξε τα ποάδια σου μωροά μου» ψιθυριάζει και υπακουάω. Μου διάνει εάνα εάκπληκτο χαμοάγελο και φεάρνει το στοάμα του καάτω και με φιλαάει ακριβωάς καάτω αποά τον αφαλοά μου. Η γλωάσσα του γλιστραάει γυάρω αποά την κρεμωάδη επιδερμιάδα μου και τα μαάτια μου κλειάνουν αποάτομα. Δαγκωάνει το μαλακοά δεάρμα που καλυάπτει το γοφοά μου και ουρλιαάζω αποά την εάκπληξη. Ρουφαάει το δεάρμα με τα χειάλη του. Τσουάζει, αλλαά ειάναι καάτι τοάσο αισθησιακοά που δεν με πειραάζει ο ποάνος. «Χαάρρυ, σε παρακαλωά» ανασαιάνω. Χρειαάζομαι καάποιου ειάδους ανακουάφιση αποά το αργοά βασαάνισμα του. Χωριάς προειδοποιάηση, η γλωάσσα του πιεάζει εναάντιας στο κεάντρο μου, καάνοντας με να φωναάξω αποά ευχαριάστηση. Καάνει μικρεάς κινηάσεις με την γλωάσσα του και τα χεάρια μου γαντζωάνουν στο στρωάμα του κρεβατιουά. Στριφογυριάζω καάτω αποά την εάμπειρη γλωάσσα του και τυλιάγει πιο σφιχταά τα χεάρια του γυάρω μου, για να με κρατηάσει σταθερηά. Νιωάθω το χεάρι του Χαάρρυ να τριάβει σε συνδυασμοά με τα χαάδια της γλωάσσα του, εάτσι η φλοάγα ξεκιναάει να καιάει μεάσα στο στομαάχι μου. Νιωάθω και το κρυάο μεάταλλο αποά το σκουλαριάκι του χειάλους του που προσθεάτει παραπαάνω αιάσθηση. Χωριάς την αάδεια μου, ο Χαάρρυ γλιστραάει αργαά εάνα δαάχτυλο μεάσα μου, πιεάζοντας το απαλαά. Κλειάνω τα μαάτια μου σφιχταά, περιμεάνοντας το αάβολο τσουάξιμο να περαάσει. «Ειάσαι ενταάξει?» σηκωάνει ελαφραά το κεφαάλι του. Τα σαρκωάδη χειάλη του γυαλιάζουν εξαιτιάας μου. Του γνεάφω, ανιάκανη να βρω τις λεάξεις καθωάς αποσυάρει το δαάχτυλοά του αργαά και το εισχωρειά ξαναά μεάσα. Νιωάθω απιάστευτα σε συνδυασμοά με την γλωάσσα του. Βογκαάω και μετακινωά εάνα χεάρι στα απαλαά
214
του μαλλιαά, πλεάκοντας τα δαάχτυλα μου και τραβωάντας. Τα δαάχτυλαά του συνεχιάζουν να εισχωρουάν μεάσα μου καθωάς αποσυάρει με αργεάς κινηάσεις καάθε φοραά, μεάσα-εάξω. Κεραυνοάς ξεσπαά, αντηχωάντας σ’ οάλο το σπιάτι, αλλαά ειάμαι πολυά απασχολημεάνη για να νοιαστωά. «Χαάρρυ» στεναάζω καθωάς η γλωάσσα του βριάσκει το υπερευαιάσθητο σημειάο μου, και το ρουφαάει απαλαά. Δεν ηάξερα οάτι ποτεά θα εάνιωθα με αυτοά τον τροάπο, τοάσο υπεάροχα. Το σωάμα μου εάχει πλημμυριστειά αποά αισθηάσεις και ευχαριάστηση και κρυφοκοιταάζω τον Χαάρρυ που δειάχνει απιάστευτα σεάξι αναάμεσα στα ποάδια μου, οι σκληροιά μυάες καάτω αποά το δεάρμα του συστεάλλονται καθωάς μετακινειά το δαάχτυλο του μεάσα μου. «Να σε καάνω να τελειωάσεις με αυτοάν τον τροάπο?» με ρωταάει. Γκρινιαάζω οάταν η γλωάσσα του απομακρυάνεται και γνεάφω καταφατικαά. Χαμογελαάει πονηραά και με ακουμπαάει ξαναά με την γλωάσσα του, αυτηά την φοραά με γρηάγορες κινηάσεις εναάντια στο ευαιάσθητο σημειάο που μου αρεάσει, με πολλουάς τροάπους πλεάον. «Ω θεεά μου» ανασαιάνω και βογκαάει μεάσα μου, στεάλνοντας δονηάσεις που με διαπερνουάν ολοάκληρη. Τα ποάδια μου μαζευάονται και μουρμουριάζω το οάνομα του επανειλημμεάνα καθωάς τελειωάνω. Η οάραση μου θολωάνει και τα μαάτια μου κλειάνουν σφιχταά. Ο Χαάρρυ με κραταάει και μετακινειά την γλωάσσα του αυξαάνοντας ρυθμοά. Φεάρνω το χεάρι μου αποά τα μαλλιαά του και καλυάπτω το στοάμα μου, δαγκωάνοντας το για να σιγουρευτωά οάτι δεν θα φωναάξω. Λιάγα δευτεροάλεπτα μεταά, το κεφαάλι μου χτυπαά στο μαξιλαάρι και το στηάθος μου ανεβοκατεβαιάνει καθωάς προσπαθωά να βρω την αναάσα μου. Το κορμιά μου ακοάμη γαργαλιεάται αποά την καταάσταση ευφοριάας στην οποιάα βρισκοάμουν. Δεν συνειδητοποιωά το σωάμα του Χαάρρυ που ανεβαιάνει προς τα παάνω και ξαπλωάνει διάπλα μου. Στηριάζει τον εαυτοά του στον αγκωάνα του και φεάρνει τον αντιάχειρα του για να χαιδεάψει το μαάγουλοά μου. Με αφηάνει να επανεάλθω στην πραγματικοάτητα προτουά προσπαθηάσει να με καάνει να μιληάσω. «Πως ηάταν αυτοά?» με ρωταάει, στη φωνηά του διακριάνει αβεβαιοάτητα καθωάς γυριάζω το κεφαάλι μου να τον αντικρυάσω. «Μμμμμ» του γνεάφω και γελαάει. Ηάταν απιάστευτο, και ακοάμη παραπαάνω αποά αυτοά. Τωάρα ξεάρω γιατιά οάλοι δοκιμαάζουν να καάνουν τεάτοια πραάγματα. «Τοάσο χορταστικοά, ε?» με πειραάζει. Ο αντιάχειρας του χαιδευάει το καάτω χειάλος μου. Βγαάζω την γλωάσσα μου εάξω για να υγραάνω τα χειάλη μου και τον ακουμπαάω. «Σε ευχαριστωά» χαμογελαάω ντροπαλαά. Δεν ξεάρω γιατιά νιωάθω εάτσι μεταά αποά αυτοά που καάναμε, αλλαά ειάναι η αληάθεια. Ο Χαάρρυ με εάχει δει στην πιο
215
αδυάναμη και ευαιάσθητη καταάσταση, που κανειάς δεν με ειάχε δει ως τωάρα και αυτοά με φοβιάζει, οάσο και να με ενθουσιαάζει. «Θα εάπρεπε να σε προειδοποιηάσω προτουά χρησιμοποιηάσω τα δαάχτυλα μου, προσπαάθησα να ειάμαι ευγενικοάς» απολογειάται και κουναάω το κεφαάλι μου. «Δεν πειραάζει, εάνιωσα ωραιάα» κοκκινιάζω. Χαμογελαάει και βαάζει μια τουάφα μαλλιωάν πιάσω αποά το αυτιά μου. Εάνα μικροά τρεάμουλο διαπερναά την πλαάτη μου και ο Χαάρρυ εάρχεται πιο κονταά. «Κρυωάνεις?» με ρωταάει και γνεάφω. Με εκπληάσσει καθωάς σηκωάνει το παάπλωμα αποά την αάκρη σκεπαάζοντας το σχεδοάν γυμνοά κορμιά μου. Νιωάθοντας υπερβολικαά κονταά του, νιωάθω γενναιάα και πλησιαάζω προς το μεάρος του. Τα μαάτια του με παρατηρουάν προσεχτικαά καθωάς μαζευάομαι και ξαπλωάνω το κεφαάλι μου στην επιφαάνεια των κοιλιακωάν του. Το δεάρμα του ειάναι πιο κρυάο απ’ οάτι περιάμενα, το αεραάκι ακοάμη φυσαάει στο δωμαάτιο. Ανυψωάνω τα καλυάμματα και σκεπαάζω το στεάρνο του, κρυάβοντας το κεφαάλι μου αποά καάτω του. Σηκωάνει ψηλαά την κουβεάρτα αποκαλυάπτοντας το προάσωποά μου και σκυάβω, γελωάντας με το μικροά κρυφτουάλι που παιάζουμε. «Ποάσο ακοάμη μεάχρι να ξαναπαάμε καάτω?» τον ρωτωά και σηκωάνει τους ωάμους. Μακαάρι να ξαάπλωνα μαζιά του για ωάρες, νιωάθοντας τον χτυάπο της καρδιαάς του στο μαάγουλοά μου. «Μαάλλον θα πρεάπει να παάμε καάτω πριν να αρχιάσουν να νομιάζουν οάτι το καάνουμε εδωά μεάσα» μου λεάει. Συνηθιάζω μεάρα με τη μεάρα το βρωάμικο στοάμα του, αλλαά ακοάμη σοκαάρομαι οάταν ακουάω να μιλαάει εάτσι τοάσο καθημεριναά. Οάμως αυτοά που με εκπληάσσει περισσοάτερο ειάναι ο τροάπος που το δεάρμα μου γαργαλιεάται καάθε φοραά μου μιλαάει εάτσι. Στεναάζω και σηκωάνομαι αποά το κρεβαάτι. Νιωάθω το βλεάμμα του Χαάρρυ παάνω μου καθωάς σκυάβω για να παάρω τα ρουάχα μου. Του πεταάω το μπλουζαάκι του και το φοραάει, μεταά ανακατευάει τα ατιάθασα μαλλιαά του. Φορωά το εσωάρουχοά μου καθωάς το κουναάω καάτω αποά το βλεάμμα του. Το καλσοάν ακολουθειά και παραλιάγο να πεάσω, καθωάς γλιστραάω παάνω του. «Σταμαάτα να με κοιταάς, με καάνεις νευρικηά» του λεάω και χαμογελαάει, τα λακκαάκια του πιο εμφανηά αποά ποτεά. Ο Χαάρρυ βαάζει το χεάρι στην τσεάπη του και κοιταάζει το ταβαάνι. Χαζογελαάω και επιτεάλους φοραάω το καλσοάν μου.
216
«Μπορειάς να κουμπωάσεις το φοάρεμα μου οάταν το βαάλω?» τον ρωταάω. Τα μαάτια του σκαναάρουν το κορμιά μου και μπορωά να δω τις κοάρες τον ματιωάν του να διαστεάλλονται αποά μακριαά. Κοιταάζω καάτω και καταλαβαιάνω το γιατιά. Το στηάθος μου εάχει βγει εάξω αποά το σουτιεάν μου και το δαντελωτοά καλσοάν κρεάμεται παάνω αποά τους γοφουάς μου, ξαφνικαά νιωάθω σαν pin up girl. «Ν …. Ναι. Θα σε κουμπωάσω» καταπιάνει. Ειάναι απιάστευτο πως καάποιος κουάκλος και σεάξι, σαν τον Χαάρρυ θα επηρεαζοάταν τοάσο πολυά αποά εμεάνα. Με εάχουν αποκαλεάσει οάμορφη αρκετεάς φορεάς, αλλαά ποτεά σεάξι, δεν μοιαάζω καθοάλου με τις κοπεάλες που συνηάθως μπλεάκεται. Δεν εάχω ταττουά, ουτε σκουλαρικια και ντυάνομαι με συντηρητικαά ρουάχα. Βαάζω το φοάρεμα και του γυρνωά την πλαάτη μου, περιμεάνοντας να με κουμπωάσει. Σηκωάνω τα μαλλιαά μου παάνω απ’ το κεφαάλι μου. Το δαάχτυλοά του χαιδευάει το δεάρμα μου, αποφευάγοντας το κουάμπωμα του σουτιεάν, πριν να το κουμπωάσει. Ανατριχιαάζω και γεάρνω προς τα πιάσω του. Επιάτηδες σπρωάχνω τον πισινοά μου σε αυτοάν και τον ακουάω να ρουφαάει μια αναάσα. Τα χεάρια του μετακινουάνται στους γοφουάς μου και με χουφτωάνει απαλαά. Τον νιωάθω να σκληραιάνει αποά πιάσω μου, στεάλνοντας ηλεκτρισμοά που με διαπερναά σαν να ειάναι η εκατοστηά φοραά, σηάμερα. «Χαάρρυ?» η φωνη της Καάρεν ακουγεται αποά εξω, καθως χτυπα ελαφρως την πορτα. Αναβει το φως, πριν ανοιξει την πορτα και εμφανιστει η Καρεν. Ειμαι ευγνωμων που ειάμαστε και οι δυάο ντυμεάνοι. «Λυπαάμαι που διακοάπτω, αλλαά εάχω φτιαάξει μερικαά επιδοάρπια, και υπεάθεσα οάτι ιάσως θα θεάλατε να δοκιμαάσετε?» προσφερεται ευγενικαά. Ο Χαάρρυ δεν απανταά αλλα κοιτα προς το μεάρος μου, περιμεάνοντας να απαντηάσω εγω. «Ναι, αυτοά θα΄ ταν θαυμασιο» χαμογελαάω και ανταποδιάδει. «Τεάλεια! Θα σας δω καάτω» μας λεάει και φευάγει. «Εγωά εάφαγα ηάδη το γλυκοά μου» με πειραάζει ο Χαάρρυ και τον σκουνταάω. Περπαταάμε στο σαλοάνι μαζιά με το χεάρι του στην μεάση μου, καθοδηγωάντας με. Ο Λιάαμ καάθεται στον καναπεά με εάνα βιβλιάο στην αγκαλιαά του. Πρεάπει να σιγουρευτωά οάτι θα του μιληάσω, δεν θεάλω να χαάσω την φιλιάα του.
217
Chapter 53 Η Καάρεν ειάχε φτιαάξει πολλαά γλυκαά για εμαάς. Εάφαγα μερικαά ενωά η Καάρεν και εγωά συζητουάσαμε την αγαάπη της για το ψηάσιμο. Ο Λιάαμ δεν ειάναι μαζιά μας στην τραπεζαριάα αλλαά δεν φαιάνεται αυτοά να δημιουργειά υποψιάες. “ και εμεάνα μου αάρεσε να ψηάνω. Απλαά δεν ειάμαι καληά σε αυτοά”, της λεάω και γελαάει. “Θα μου αάρεσε πολυά να σε διδαάξω, ειάμαι παάρα πολυά καληά ψηάστης” λεάει με καμαάρι και χαμογελαάω. Η ελπιάδα ειάναι εμφανηάς στα κασταναά της μαάτια και εγωά γνεάφω. “Αυτοά θα ηάταν υπεάροχο”. Δεν εάχω την δυνατοάτητα να πω οάχι. Τη νιωάθω θεάλει πραγματικαά να καάνει μια προσπαάθεια να με γνωριάσει. Πιστευάει πως ειάμαι η κοπεάλα του Χαάρρυ και δεν μπορωά να της πω το αντιάθετο. Ο Χαάρρυ δεν εάχει καάνει ουάτε και αυτοάς κιάνηση να της το πει ουάτε και στον πατεάρα του, καάτι που με καάνει να γεμιάζω ελπιάδα. Ευάχομαι η ζωηά μου οάλη να μπορουάσε να ειάναι οάπως αυτοά το βραάδυ, να περναάω ευχαάριστα με τον Χαάρρυ, τα μαάτια του να συνανταάνε διαρκωάς τα δικαά μου καθωάς συζητωά με τον πατεάρα του και την μελλοντικηά του μητριαά. Φεάρεται καλαά, για την τελευταιάα ωάρα τουλαάχιστον και ο αντιάχειρας του τριάβει το χεάρι μου , μια ευγενικηά χειρονομιάα που μου προκαλειά μια διαρκειά σειραά αποά πεταλουάδες μεάσα μου. Η βροχηά εάξω συνεχιάζεται και ο αεάρας ειάναι δυνατοάς… Αφουά τελειωάνουμε το επιδοάρπιο, ο Χαάρρυ σηκωάνεται αποά το τραπεάζι. Τον κοιταάζω ερωτηματικαά και αυτοάς σκυάβει αποά παάνω μου για να ψιθυριάσει στο αυτιά μου. “επιστρεάφω αμεάσως, απλαά πηγαιάνω στην τουαλεάτα.” Μου λεάει και χαμογελαάω. Τον παρακολουθωά καθωάς απομακρυάνεται και εξαφανιάζεται στο χολ.
218
“Κανειάς αποά τους δυάο δεν μπορειά να σε ευχαριστηάσει αρκεταά, ηάταν υπεάροχο να εάχουμε εδωά τον Χαάρρυ , ακοάμα και αν ειάναι απλαά για εάνα δειάπνο. ” Λεάει η Καάρεν και ο Κεν παιάρνει το χεάρι της στο δικοά του παάνω στο τραπεάζι. “ Εάχει διάκιο, ειάναι υπεάροχο ως πατεάρας να βλεάπω το γιο μου ερωτευμεάνο, παάντα ανησυχουάσα πως δεν θα μπορουάσε… ηάταν εάνα.. θυμωμεάνο αγοάρι.” Ο Κεν ψελλιάζει και με κοιταάει. Πρεάπει να παρατηάρησε πως μετακινηάθηκα αάβολα στην καρεάκλα μου. “ Συγνωάμη δεν ηάθελα να νιωάσεις αάβολα , απλαά μας αρεάσει να τον βλεάπουμε χαρουάμενο.” Χαρουάμενο; Ερωτευμεάνο; Πνιάγομαι στην ιάδια μου την αναπνοηά και ξεσπωά σε εάναν συνεχοάμενο βηάχα, το κρυάο νεροά στο ποτηάρι μου γλιστραάει στο λαιμοά μου ηρεμωάντας τον και κοιτωά ξαναά αυτουάς. Πιστευάουν πως ο Χαάρρυ ειάναι ερωτευμεάνος μαζιά μου; Θα ηάταν υπερβολικαά αγενεάς να γελαάσω απεάναντιά τους , αλλαά προφανωάς δεν γνωριάζουν τον Χαάρρυ. Πριν προλαάβω να απαντηάσω ο Χαάρρυ επιστρεάφει και ευχαριστωά το Θεοά που δεν χρειαάστηκε να απαντηάσω στις γλυκεάς αλλαά λανθασμεάνες υποθεάσεις τους. Δεν καάθεται, αντιθεάτως στεάκεται πιάσω μου με τα χεάρια του στην πλαάτη της καρεάκλας. “Καλυάτερα να φευάγουμε, πρεάπει να γυριάσω την Τεάσσα στην Εστιάα.” Ο Χαάρρυ τους λεάει. “Oh, μην ειάσαι ανοάητος. Μειάνετε και οι δυάο εδωά για αποάψε. Βρεάχει καταρρακτωδωάς εάξω και εμειάς εάχουμε πολυά χωάρο, σωσταά Κεν;” Κοιταάζει τον αρραβωνιαστικοά της και αυτοάς γνεάφει. “Φυσικαά, ειάστε και οι δυάο ευπροάσδεκτοι νε μειάνετε.” Λεάει και ο Χαάρρυ με κοιταάζει. Θεάλω να μειάνω. Για να παρατειάνω την ωάρα μου με τον Χαάρρυ ειδικαά οάταν ειάναι σε τοάσο καληά διαάθεση. “Δεν εάχω προάβλημα.” απανταάω και προσπαθωά να κοιταάξω στα μαάτια τον Χαάρρυ. Δεν θεάλω να τον ταραάξω θεάλοντας να μειάνουμε εδωά και αάλλο. Τα μαάτια του δεν μπορουάν να διαβαστουάν αλλαά δεν φαιάνεται θυμωμεάνος. “Τεάλεια! Εάκλεισε. Θα δειάξω στην Τεάσσα εάνα δωμαάτιο εκτοάς κι αν μειάνεις με τον Χαάρρυ στο δικοά του;” Ρωταάει, δεν υπαάρχει καμιάα κατηγοριάα στη φωνηά της μοναχαά καλοσυάνη. “Οάχι θα προτιμουάσα δικοά μου δωμαάτιο παρακαλωά. Αν δεν υπαάρχει προάβλημα;” ρωταάω και ο Χαάρρυ με κοιταάζει επιάμονα.
219
Οποάτε με θεάλει στο δωμαάτιοά του μαζιά του; Η σκεάψη με συναρπαάζει αλλαά δεν θεάλω να ξεάρουν πως εγωά και ο Χαάρρυ φταάσαμε σε αυτοά το σημειάο, ακοάμη. Η υάπουλη συνειάδηση μου, μου υπενθυμιάζει πως δεν βγαιάνουμε καν, ουάτε τιάποτα κονταά σε αυτοά. Εάχω αγοάρι που δεν ειάναι ο Χαάρρυ. Την αγνοωά οάπως συνηάθως και ακολουθωά την Καάρεν στον επαάνω οάροφο. Ο Χαάρρυ δεν ακολουθειά. Μου δειάχνει εάνα δωμαάτιο ακριβωάς απεάναντι αποά του Χαάρρυ. Δεν ειάναι τοάσο μεγαάλο οάσο το δικοά του , αλλαά ειάναι διακοσμημεάνο το ιάδιο οάμορφα. Το κρεβαάτι ειάναι λιάγο μικροάτερο με λευκοά σκελετοά στο προσκεφαάλι. Υπαάρχουν φωτογραφιάες αποά πλοιάα και αάγκυρες σκορπισμεάνες στο δωμαάτιο. Την ευχαριστωά πολλεάς φορεάς και αυτηά με αγκαλιαάζει ξαναά πριν με αφηάσει μοάνη μου στο δωμαάτιοά μου. Προχωρωά γυάρω στο δωμαάτιο φταάνοντας στο παραάθυρο. Η πιάσω αυληά ειάναι πολυά πιο μεγαάλη αποά οάτι περιάμενα. Ειάχα δει μοναάχα τη βεραάντα και τα δεάντρα στην αριστερηά μεριαά. Στη δεξιαά μεριαά υπαάρχει εάνα κτιάσμα, μοιαάζει με θερμοκηάπιο, αλλαά δεν μπορωά να ειάμαι σιάγουρη εξαιτιάας της βροχηάς. Θα πρεάπει να ρωτηάσω τον Χαάρρυ, αν ξεάρει και ο ιάδιος βεάβαια. Δεν περναάει και πολυά χροάνο εδωά, οποάτε μαάλλον δεν θα ξεάρει. Καθωάς χαζευάω τη βροχηά οι σκεάψεις μου αρχιάζουν να τρελαιάνονται. Σηάμερα ηάταν η καλυάτερη μεάρα που ειάχα με τον Χαάρρυ, παραά τα πολλαπλαά του ξεσπαάσματα. Κραάτησε το χεάρι μου, καάτι που ποτεά δεν καάνει, ακουάμπησε το χεάρι του στη πλαάτη μου καθωάς περπατουάσαμε, και εάβαλε τα δυναταά του νε με καθησυχαάσει οάταν ανησυχουάσα για τον Λιάαμ. Μεάχρι αυτοά το σημειάο εάχει φταάσει η.. φιλιάα μας ηά οάτι κι αν ειάναι αυτοά. Εδωά ειάναι το μπεάρδεμα, ξεάρω οάτι δεν μπορουάμε και ποτεά δεν θα βγαιάνουμε κανονικαά, αλλαά ιάσως οάτι καάνουμε τωάρα θα μπορουάσε να ειάναιαρκετοά; Δεν ειάχα φανταστειά οάτι θα ηάμουν φιάλος με προτερηάματα με καάποιον αλλαά ξεάρω πως δεν θα μπορεάσω να μειάνω μακριαά του. Εάχω προσπαθηάσει αρκετεάς φορεάς μεάχρι τωάρα και ποτεά δεν λειτουάργησε. Εάνα σιγανοά χτυάπημα στην ποάρτα με βγαάζει αποά τις σκεάψεις μου. Περιάμενα να δω την Καάρεν ηά τον Χαάρρυ οάταν θα αάνοιγα, αλλαά αντιθεάτως βλεάπω τον Λιάαμ. Εάχει τα χεάρια του στις τσεάπες και υπαάρχει εάνα αάβολο χαμοάγελο στο οάμορφο προάσωποά του. “Γεια.” λεάει και χαμογελωά. “Γεια, θες να περαάσεις μεάσα;” Τον ρωταάω και γνεάφει. Περπαταάω και καάθομαι στο κρεβαάτι. Αυτοάς τραβαάει μια καρεάκλα αποά το μικροά τραπεάζι στη γωνιάα και καάθεται. “Εγωά…” λεάμε και οι δυάο ταυτοάχρονα και γελαάμε.
220
“Εσυά πρωάτη.” Προτειάνει. “Οκ, λυπαάμαι πολυά που εάμαθες για εμεάνα και τον Χαάρρυ με αυτοάν τον τροάπο, δεν πηάγα εκειά εάξω με αυτηά την προάθεση. Απλαά ηάθελα να σιγουρευτωά πως ηάταν καλαά, οάλο αυτοά το δειάπνο με τον πατεάρα του τον ειάχε πραγματικαά επηρεαάσει και με καάποιον τροάπο καταληάξαμε απλαά… να φιλιοάμαστε. Ξεάρω ποάσο τρομεροά ειάναι εκ μεάρους μου και ξεάρω πως ειάναι απαιάσιο που απαταάω το Νοάα, αλλαά ειάμαι απλαά τοάσο μπερδεμεάνη, και προσπαάθησα να μειάνω μακριαά αποά το Χαάρρυ, πραγματικαά προσπαάθησα.” Παιάρνω αναάσα. “Δεν σε κριάνω Τεάσσα. Ηάμουν απλαά εάκπληκτος οάταν σας ειάδα να φιλιεάστε στη βεραάντα, πιάστευα οάτι οάταν εάβγαινα εάξω θα σας εάβλεπα να ουρλιαάζετε ο εάνας στον αάλλον.” Γελαάει και συνεχιάζει. “ Ηάξερα πως καάτι εάτρεχε με εσαάς τους δυάο οάταν ειάχατε εκειάνον τον καυγαά στη μεάση της Λογοτεχνιάας και μεταά οάταν εάμεινες το προηγουάμενο Σαββατοκυάριακο, και μεταά οάταν γυάρισε πιάσω και αάρχισε καυγαά μαζιά μου. Τα σημαάδια ηάταν οάλα εκειά αλλαά περιάμενα πως θα μου το εάλεγες εσυά, αλλαά καταλαβαιάνω γιατιά δεν το εάκανες.” Λεάει και εγωά νιωάθω εάνα μεγαάλο βαάρος στους ωάμους μου. “Δεν ειάσαι θυμωμεάνος μαζιά μου; Ηά να εάχεις αλλαάξει γνωάμη για εμεάνα;” Τον ρωταάω και κουναάει το κεφαάλι του αρνητικαά. “ Οάχι, φυσικαά και οάχι. Ανησυχωά για εσεάνα και τον Χαάρρυ παρ’ οάλα αυταά. Δεν θεάλω να σε πληγωάσει και πιστευάω πως θα το καάνει. Συγνωάμη που το λεάω αυτοά, αλλαά ως φιάλος σου πρεάπει να σε ενημερωάσω πως θα το καάνει.” Λεάει. Θεάλω να γιάνω αμυντικηά ακοάμα και θυμωμεάνη, αλλαά εάνα μεάρος μου ξεάρει πως εάχει διάκιο, απλαά ελπιάζω να μην εάχει. “Λοιποάν, τι θα καάνεις με το Νοάα;” ρωταάει και αναστεναάζω. “Δεν εάχω ιδεάα, φοβαάμαι πως αν τον χωριάσω θα το μετανιωάσω, αλλαά αυτοά που του καάνω δεν ειάναι διάκαιο. Απλαά χρειαάζομαι λιάγο χροάνο να αποφασιάσω τι θα καάνω.” Γνεάφει. “Ειάμαι πραγματικαά ανακουφισμεάνη που δεν μου εάχεις θυμωάσει.” Του λεάω και χαμογελαάει. “ Εάκανα σαν κοάπανος νωριάτερα, απλαά δεν ηάξερα τι να πω, λυπαάμαι.” “Και εγωά το ιάδιο, καταλαβαιάνω αποάλυτα.” Σηκωνοάμαστε και οι δυάο και με αγκαλιαάζει. Μια ζεστηά και παρηγορητικηά αγκαλιαά καθωάς η ποάρτα ανοιάγει. “Εεε.. διακοάπτω καάτι;” Η φωνηά του Χαάρρυ ταξιδευάει στο δωμαάτιο.
221
“ Οάχι, πεάρασε.” Του λεάω και στριφογυριάζω τα μαάτια του. Ελπιάζω να ειάναι ακοάμα σε καληά διαάθεση. “Σου εάφερα καάποια ρουάχα για να φορεάσεις να κοιμηθειάς.” Μου λεάει. Αφηάνει μια μικρηά στοιάβα με ρουάχα στο κρεβαάτι και καάνει να φυάγει. “Ευχαριστωά, μπορειάς να μειάνεις.” Δεν θεάλω να φυάγει. “ Οάχι, καλαά ειάμαι.” Λεάει αποάτομα και φευάγει αποά το δωμαάτιο. “ Αλλαάζει τοάσο συχναά η διαάθεσηά του!” γκρινιαάζω και πεάφτω στο κρεβαάτι. Ο Λιάαμ κρυφογελαάει και καάθεται ξαναά. “ Ναι, το οάτι αλλαάζει συχναά η διαάθεσηά του ειάναι καάτι που μπορειάς να πεις για αυτοάν.” Λεάει και ξεσπαάμε και οι δυάο σε γεάλια. Ο Λιάαμ αρχιάζει να μιλαάει για την Ντανιεάλα και για το οάτι δεν μπορειά να περιμεάνει μεάχρι το Σαββατοκυάριακο που θα τον επισκεφτειά. Σχεδοάν ξεάχασα για την φωτιαά. Ο Νοάα εάρχεται. Ιάσως θα πρεάπει να του πω να μην εάρθει. Τι και αν αυτηά η αλλαγηά αναάμεσα σε εμεάνα και τον Χαάρρυ ειάναι μοναχαά στο μυαλοά μου; Νιωάθω πως καάτι εάχει αλλαάξει αναάμεσαά μας σηάμερα, και αυτοάς μου ειάπε πως με θεάλει οάσο δεν εάχει θεληάσει ποτεά κανεάναν.Αλλαά δεν ειάπε ακριβωάς πως εάχει αισθηάματα για εμεάνα, μοάνο οάτι με θεάλει. Υστεάρα αποά μιάα ωάρα που μιλουάσα με τον Λιάαμ για οτιδηάποτε, αποά τον Τολστοάι ως τον οριάζοντα του Σιαάτλ, με καληνυχτιάζει και επιστρεάφει στο δωμαάτιοά του αφηάνοντας με μοάνη μου με τις σκεάψεις μου και τον ηάχο της βροχηάς. Παιάρνω τα ρουάχα που μου εάφερε ο Χαάρρυ για να φορεάσω. Εάνα αποά τα χαρακτηριστικαά μαυάρα μπλουζαάκια του ειάναι παάνω αποά εάνα ζευγαάρι κοάκκινα και γκρι καροά εσωάρουχα. Γελαάω στην ιδεάα του Χαάρρυ να τα φοραάει, αλλαά μεταά συνειδητοποιωά πως ποτεά δεν τα εάχει βαάλλει. Ειάναι αποά το ντουλαάπι με τα ρουάχα που δεν εάχουν ποτεά φορεθειά. Σηκωάνω το μπλουζαάκι και μυριάζει σαν και αυτοάν. Το εάχει φορεάσει αυτοά εδωά και πολυά προάσφατα μαάλιστα. Η μυρωδιαά ειάναι εθιστικηά, μεάντα και ειάναι απεριάγραπτη αλλαά ειάναι η καινουάρια μου αγαπημεάνη μυρωδιαά σε οάλον τον κοάσμο. Εάνα ζευγαάρι αποά μεγαάλες μαυάρες καάλτσες συνοδευάει τα ρουάχα και βγαάζω το καλσοάν, το φοάρεμα και το σουτιεάν μου πριν φορεάσω τα ρουάχα. Το εσωάρουχα ειάναι υπερβολικαά μεγαάλο αλλαά ειάναι πολυά βολικαά. Ξαπλωάνω στο κρεβαάτι και τραβαάω την κουβεάρτα μεάχρι το στηάθος μου, τα μαάτια μου καρφωμεάνα στο ταβαάνι καθωάς ξαναά ζω τη μεάρα στο μυαλοά μου. Ονειρευάομαι πραάσινα μαάτια και μαυάρα μπλουζαάκια καθωάς με παιάρνει ο υάπνος. “ΟΧΙ!!” Πεταάγομαι οάρθια οάταν ο ακουάω τον Χαάρρυ να φωναάζει. Ακουάω πραάγματα;
222
“Παρακαλωά!” φωναάζει ξαναά. Πηδωά αποά το κρεβαάτι και τρεάχω στο χολ.
Chapter 54 Tα χεάρια μου βριάσκουν το μεταλλικοά ποάμολο της ποάρτας του δωματιάου του Χαάρρυ και το γυριάζω. Ευτυχωάς ανοιάγει, πρεάπει να ξεάχασε να κλειδωάσει. “ΟΧΙ! Παρακαλωά..” Ουρλιαάζει ξαναά. Αν καάποιος του καάνει κακοά, δεν εάχω ιδεάα τι θα καάνω, δεν το σκεάφτηκα καθοάλου αυτοά. Παάω με δυσκολιάα προς τη λαάμπα και την ανοιάγω. Ο Χαάρρυ ειάναι χωριάς μπλουάζα τυλιγμεάνος με το χοντροά παάπλωμα, και χτυπιεάται διωάχνοντας το αποά παάνω του. Θυμαάμαι αμυδραά τη Στεφ να
223
αναφεάρει πως ειάχε ακουάσει οάτι ο Χαάρρυ ειάχε εφιαάλτες, οι φηάμες πρεάπει να ειάναι αληθινεάς. Χωριάς να το σκεφτωά, καάθομαι στο κρεβαάτι και ακουμπωά τον ωάμο του. Το δεάρμα του ειάναι καυτοά, υπερβολικαά καυτοά. “Χαάρρυ!” λεάω ηάρεμα, προσπαθωάντας να τον ξυπνηάσω. Το κεφαάλι του πεάφτει στο πλαάι και κλαψουριάζει αλλαά δεν ξυπναάει. “Χαάρρυ, ξυάπνα!” Κλαιάω και τον σκουντωά πιο δυναταά ενωά το σωάμα μου κινειάτε και καάθομαι επαάνω του. Και τα δυάο μου χεάρια παάνε στους ωάμους τους αάλλη μιάα φοραά και τον κουναάω ξαναά. Τρεμοπαιάζει τα μαάτια πριν τα ανοιάξει, ειάναι γεμαάτα τροάμο για μια συάντομη στιγμηά πριν τα γεμιάσει η ανασταάτωση, και μεταά η ανακουάφιση. Σταγοάνες ιδρωάτα καλυάπτουν το μεάτωποά του. “Τες.” Πνιάγεται. Ο τροάπος που λεάει το οάνομαά μου σπαάει την καρδιάα μου και μεταά τη θεραπευάει. Μεάσα σε δευτεροάλεπτα ξεμπλεάκει τα χεάρια του και τα τοποθετειά στην πλαάτη μου, σπρωάχνοντας με μπροσταά να ξαπλωάσω στο στηάθος του. Η υγρασιάα στο στηάθος του με βριάσει απροετοιάμαστη αλλαά δεν κουνιεάμαι. Μπορωά να ακουάσω την καρδιάα του να χτυπαά γρηάγορα στο μαάγουλοά μου. Καημεάνε Χαάρρυ. Βαάζω και τα δυάο μου χεάρια στα πλαάγια του σωάματοάς του και τον αγκαλιαάζω. Χαιϊδευάει τα μαλλιαά μου καθωάς επαναλαμβαάνει το οάνομαά μου ξαναά και ξαναά, λες και ειάμαι το φυλαχτοά του στο σκοταάδι. “Χαάρρυ, ειάσαι καλαά;” Η φωνηά μου ειάναι πιο χαμηληά και αποά ψιάθυρο. “ Οάχι.” Ομολογειά. Το στηάθος του σηκωάνεται και κατεβαιάνει πιο αργαά αποά πριν, αλλαά η αναάσα του δεν εάχει ηρεμηάσει ακοάμα. Δεν θεάλω να τον πιεάσω να συζητηάσει τον τροάμο που μοάλις ονειρευάτηκε. Δεν τον ρωταάω αν θεάλει να μειάνω, καταά καάποιον τροάπο ξεάρω οάτι το θεάλει. Οάταν σηκωάνομαι να κλειάσω τη λαάμπα το σωάμα του ακινητοποιειάτε. “Παάω να κλειάσω τη λαάμπα εκτοάς και αν τη θες ανοιχτηά;” τον ρωταάω. Μοάλις καταλαβαιάνει τι καάνω χαλαρωάνει, αφηάνονταάς με να φταάσω τη λαάμπα. “Κλειστηά παρακαλωά” Ικετευάει. Οάταν το δωμαάτιο επιστρεάφει στο αποάλυτο σκοταάδι ξαπλωάνω ξαναά στο στηάθος του. Ειάχα φανταστειά πως το να ξαπλωάσω με αυτοάν τον τροάπο, ανεβασμεάνη στο σωάμα του θα ηάταν αάβολο, αλλαά ειάναι παρηγορητικοά και για εκειάνον και για εμεάνα. Το να ακουάω την καρδιάα του να χτυπαά καάτω αποά τη σκληρηά του επιφαάνεια με ηρεμειά, περισσοάτερο αποά τις σταγοάνες της βροχηάς στην οροφηά. Θα εάκανα τα παάντα, θα εάδινα τα παάντα για να μπορωά να περναάω καάθε βραάδυ με τον Χαάρρυ, να ξαπλωάνω με αυτοάν τον τροάπο μαζιά του, να εάχω τα χεάρια του γυάρω αποά τη πλαάτη μου καθωάς η αναάσα του ηρεμειά.
224
… Ξυπναάω νιωάθοντας τον Χαάρρυ να κινειάτε αποά καάτω μου. Ειάμαι ακοάμα ξαπλωμεάνη αποά παάνω του, τα ποάδια μου στις δυάο πλευρεάς του. Το μαάγουλοά μου πιεάζεται στο στηάθος του, σηκωάνω το κεφαάλι μου και τα μαάτια του συναντουάν τα δικαά μου. Στο φως της μεάρας δεν ξεάρω αν με θεάλει οάπως και χθες το βραάδυ. Δεν μπορωά να διαβαάσω την εάκφρασηά του, και η ανησυχιάα μου μεγαλωάνει. Νιωάθω το λαιμοά μου να ποναάει επειδηά κοιμηάθηκα παάνω στο σκληροά στηάθος του Χαάρρυ, και πρεάπει να τεντωάσω τα ποάδια μου. “Καλημεάρα.” Μου χαμογελαάει και τα λακκαάκια του εμφανιάζονται, ηρεμωάντας τον φοάβο μου. “Καλημεάρα.” Μετακινουάμαι για να σηκωθωά αποά παάνω του αλλαά με σταματαάει. “Πουά πας;” Με ρωταάει. “ Ο λαιμοάς μου ποναάει.” Λεάω και με φεάρνει να ξαπλωάσω διάπλα του, η πλαάτη μου πιεσμεάνη στο στηάθος του. Με εκπληάσσει οάταν φεάρνει το χεάρι του στο λαιμοά μου, καάνονταάς με να πηδηάξω. Το ξεπερνωά γρηάγορα καθωάς το χεάρι του αρχιάζει να τριάβει το λαιμοά μου. Τα μαάτια μου κλειάνουν και μορφαάζω αποά το αάγγιγμα του στο σημειάο του ποάνου αλλαά εξαφανιάζεται γρηάγορα καθωάς μου καάνει μασαάζ. “Σε ευχαριστωά.” Μιλαάει πριν αποά εμεάνα. Γυριάζω το κεφαάλι μου για να τον κοιταάξω. “Για τι;” Ιάσως μου λεάει να τον ευχαριστηάσω για το τριάψιμο στο λαιμοά; “ Επειδηά… ηάρθες εδωά. Επειδηά εάμεινες.” Τα μαάγουλαά του κοκκινιάζουν και τα μαάτια του απομακρυάνονται αποά τα δικαά μου. Ντρεάπεται. Ο ντροπιασμεάνος Χαάρρυ καταφεάρνει παάντα να με θαυμαάζει και να μπερδευάει. “Δεν χρειαάζεται να με ευχαριστειάς, θεάλεις να το συζητηάσεις;” Ελπιάζω να θεάλει, θεάλω να μαάθω τι ονειρευάεται. “ Οάχι.” δηλωάνει και εγωά γνεάφω. Θεάλω να τον πιεάσω παραπαάνω αλλαά ξεάρω τι θα γιάνει εαάν το καάνω. “Ειάσαι απιάστευτα σεάξι φορωάντας το μπλουζαάκι μου.” Μουρμουριάζει στο αυτιά μου. Σπρωάχνει το κεφαάλι μου με το δικοά του και φεάρνει τα χειάλι του στο δεάρμα μου. Συνειδητοποιωά οάτι μου εάφερε το μπλουζαάκι που φορουάσε χθες και για αυτοά η μυρωδιαά ηάταν τοάσο εάντονη στο υάφασμα. Τα μαάτια μου κλειάνουν ως απαάντηση στα χειάλη του γυάρω αποά το λοβοά του αυτιουά μου, τραβωάντας τον ελαφραά. Μπορωά να τον νιωάσω να σκληραιάνει και αυτοά με καάνει να νιωάθω
225
χαλαρηά, με εάναν υπεάροχο τροάπο. Η διαάθεση του Χαάρρυ αλλαάζει συνεχωάς, αλλαά αυτουά του ειάδους η αλλαγηά ειάναι αυτηά που απολαμβαάνω περισσοάτερο. “Χαάρρυ.” Η φωνηά μου βγαιάνει σαν τσιριάδα και αυτοάς κρυφογελαάει στο λαιμοά μου. Το χεάρι του ταξιδευάει καάτω στο σωάμα μου, και φεάρνει τον αντιάχειραά του στη ζωάνη της μεγαάλης μου πιτζαάμας.Ο σφυγμοάς μου αρχιάζει να αυξαάνεται και η αναάσα μου κοάβεται οάταν γλιστραάει το χεάρι του στο μπροσταά μεάρος του εσωρουάχου μου. Εάχει παάντα την ιάδια επιάδραση παάνω μου, μεάσα σε δευτεροάλεπτα με καάνει να σταάζω στο εσωάρουχοά μου. Το αάλλο του χεάρι πιαάνει το στηάθος μου και ξεφυσαά καθωάς χτυπαά τον αντιάχειρα του στην ευαιάσθητη ρωάγα μου, καάνοντας με να χαιάρομαι που δεν κοιμηάθηκα με το σουτιεάν μου. “Δεν μπορωά να σε χορταάσω Τες.” Η βραχνηά του φωνηά ειάναι ακοάμη πιο γεμαάτη αποά λαχταάρα. Το χεάρι του ακουμπαά το εσωάρουχοά μου και με τραβαάει οάσο πιο κονταά του γιάνεται. Η στυάση του πιεάζεται επαάνω μου. Ψαάχνω καάτω και πιαάνω το χεάρι του, μετακινωάντας το αποά το εσωάρουχοά μου. Οάταν γυριάζω να τον αντικριάζω, εάνα κατσουάφιασμα καλυάπτει το προάσωποά του. “Εγωά… θεάλω να καάνω καάτι για εσεάνα.” Ψιθυριάζω σιγαναά, ντροπιασμεάνη. Εάνα χαμοάγελο αντικαθισταά το κατσουάφιασμα του και παιάρνει το πιγουάνι μου αναάμεσα στα δαάχτυλαά του αναγκαάζονταάς με να τον κοιταάξω. “Τι θες να καάνεις;” ρωταάει. Δεν ξεάρω ακριβωάς, το μοάνο που ξεάρω ειάναι οάτι θεάλω να τον καάνω να νιωάσει οάσο ωραιάα καάνει εμεάνα να νιωάθω. Θεάλω να τον δω να χαάνει τον εάλεγχο οάπως τον εάχασα και εγωά τον προηγουάμενο Σαββατοκυάριακο, σε αυτοά ακριβωάς το κρεβαάτι. “Δεν ξεάρω… τι θες εσυά να σου καάνω;” Η εάλλειψη εμπειριάας ειάναι εμφανηάς στη φωνηά μου. Ο Χαάρρυ παιάρνει τα χεάρια μου στα δικαά του και τα κατεβαάζει στο εξοάγκωμα στο παντελοάνι του. “Θεάλω στα αληάθεια τα γεμαάτα χειάλι σου γυάρω μου.” Η αναάσα μου κοάβεται με τα λοάγια του και νιωάθω την πιάεση αναάμεσα στα μπουάτια μου. “Αυτοά θεάλεις;” Ρωταάει, τα χεάρια του κινουάνται κυκλικαά γυάρω αποά τον καβαάλο του. Τα σκουάρα του μαάτια με παρατηρουάν, ψαάχνοντας την εάκφραση μου. Γνεάφω και καταπιάνω, κερδιάζοντας εάνα χαμοάγελο αποά αυτοάν. Σηκωάνεται και με τραβαάει να τον συνοδευάσω. Αάγχος και θεάληση πλημμυριάζουν το σωάμα μου. Το δυνατοά κουδουάνισμα του κινητουά του ηχειά στο δωμαάτιο και γρυλιάζει πριν το αρπαάξει αποά το τραπεάζι. Τα μαάτια του συνανταάνε την οθοάνη και αναστεναάζει. “Επιστρεάφω αμεάσως.” Με ενημερωάνει και εξαφανιάζεται εάξω αποά το δωμαάτιο. Επιστρεάφει μερικαά λεπταά μεταά και η διαάθεσηά του εάχει αλλαάξει ξαναά.
226
“Η Καάρεν φτιαάχνει πρωινοά, ειάναι σχεδοάν εάτοιμο.” Ανοιάγει την ντουλαάπα και αρπαάζει εάνα μπλουζαάκι. Το φοραάει χωριάς να κοιταάξει στην κατευάθυνσηά μου. “Οκ..” Σηκωάνομαι και προχωρωά προς την ποάρτα. Πρεάπει να παάω πιάσω στο δωμαάτιοά μου και να φορεάσω εάνα σουτιεάν. “ Τα λεάμε καάτω.” Δεν υπαάρχει κανεάνα συναιάσθημα στη φωνηά του. Καταπιάνω νευρικαά. Ο προσεκτικοάς Χαάρρυ ειάναι ο λιγοάτερο αγαπημεάνος μου, ακοάμα και αποά τον θυμωμεάνο Χαάρρυ. Γνεάφω και προχωρωά στο χολ. Γιατιά δεν μπορειά απλαά να παραμειάνειστην καληά του διαάθεση; Η μυρωδιαά του μπεάικον φταάνει μεάχρι εδωά παάνω και η κοιλιαά μου γουργουριάζει. Ποιος τηλεφωάνησε στον Χαάρρυ και γιατιά τον εάκανε να επιστρεάψει στο δωμαάτιο τοάσο αποάμακρος; Φοραάω το σουτιεάν μου, και δεάνω την πυτζαάμα μου οάσο πιο σφιχταά γιάνεται. Σκεάφτομαι να φορεάσω ξαναά το φοάρεμαά μου, αλλαά ειάναι ακοάμη πρωιά και θεάλω νιωάθω αάνετα. Τα ποάδια μου με οδηγουάν στο μεγαάλο καθρεάφτη στον τοιάχο, φτιαάχνω με τα χεάρια μου τις μπουάκλες που εάχουν χαλαάσει στα μαλλιαά μου και σκουπιάζω τα μαάτια μου αποά τον υάπνο. Καθωάς κλειάνω την ποάρτα του δωματιάου, ο Χαάρρυ ανοιάγει τη δικηά του. Αντιά να τον κοιταάξω, επικεντρωάνομαι στην ταπετσαριάα στον τοιάχο και συνεχιάζω να περπαταάω στο χολ. Μπορωά να ακουάσω τα βηάματαά του πιάσω μου, οάταν φταάνω στη σκαάλα το χεάρι του τυλιάγεται γυάρω αποά τον αγκωάνα μου, τραβωάντας με μαλακαά. “Τι εάγινε;” Ρωταάει. Ανησυχιάα καλυάπτει το προάσωποά του. “Τιάποτα Χαάρρυ.” Λεάω αποάτομα. Ειάμαι πολυά συναισθηματικηά και δεν εάχω φαάει ουάτε πρωινοά ακοάμα. “Πες μου.” Απαιτειά, σκυάβει το κεφαάλι του ωάστε να ειάναι ακριβωάς απεάναντιά μου. Τα παραταάω. “Ποιος σου τηλεφωάνησε;” “Κανειάς.” Λεάει ψεάματα. “Η Μοάλλυ ηάταν;” δεν θεάλω να ξεάρω την απαάντηση. Δεν λεάει τιάποτα, η εάκφραση του μου δειάχνει πως εάχω διάκιο. Εάφυγε αποά το δωμαάτιο τη στιγμηά που εγωά ηάμουν εάτοιμη να… να του καάνω εκειάνο εκειά… για να απαντηάσει στη Μοάλλυ; Θα εάπρεπε να με ειάχε εκπληάξει περισσοάτερο. “ Τεάσσα, δεν…” Αρχιάζει. Τραβωά το χεάρι μου αποά το δικοά του και το σαγοάνι του σφιάγγεται.
227
“Γεια σας παιδιαά.” Ο Λιάαμ εμφανιάζεται στο χολ και χαμογελαάω. Τα μαλλιαά του ειάναι ελαφρωάς σηκωμεάνα επαάνω και φοραάει καροά πυτζαάμα παροάμοια με τη δικηά μου. Δειάχνει υπεάροχος και νυσταγμεάνος. Προσπερνωά τον Χαάρρυ και προχωρωά προς τον Λιάαμ. Αρνουάμαι να αφηάσω τον Χαάρρυ να δει ποάσο ντροπιασμεάνη και πληγωμεάνη ειάμαι επειδηά απαάντησε στη Μοάλλυ ενωά ηάταν μαζιά μου. “Πωάς κοιμηάθηκες;” ρωταάει ο Λιάαμ και κατεβαιάνω μαζιά του τις σκαάλες αφηάνοντας τον εάξαλλο Χαάρρυ μοάνο του. Η Καάρεν εάχει φτιαάξει τοάσο πολυά πρωινοά, το ηάξερα οάτι θα το εάκανε. Ο Χαάρρυ καάθεται και αυτοάς στο τραπεάζι λιάγα λεπταά μεταά. Αποφασιάζω να γεμιάσω το πιαάτο μου με αυγαά, μπεάικον, τοστ, μια βαάφλα και μερικαά σταφυάλια. “Ευχαριστουάμε πολυά που εάφτιαξες αυτοά το πρωινοά για εμαάς” Λεάω στην Καάρεν και για τον Χαάρρυ και για εμεάνα. Ξεάρω πως ο Χαάρρυ δεν θα μπει στον κοάπο να την ευχαριστηάσει. “Ειάναι ευχαριάστησηά μου, αγαπητηά μου, πωάς κοιμηάθηκες; Ελπιάζω η καταιγιάδα να μην σε κραάτησε ξυάπνια.” Χαμογελαάει. Ο Χαάρρυ βριάσκεται σε εάνταση διάπλα μου, πρεάπει να ανησυχειά πως θα αναφεάρω τον εφιαάλτη του. Θα εάπρεπε να ξεάρει μεάχρι τωάρα πως ποτεά δεν θα το εάκανα αυτοά. “Κοιμηάθηκα υπεάροχα, βασικαά, δεν μου εάλειψε καθοάλου το κρεβαάτι μου στην εστιάα.” Γελαάω και οάλοι γελαάνε μαζιά μου, εκτοάς αποά τον Χαάρρυ φυσικαά. Αυτοάς πιάνει τον χυμοά πορτοκαάλι του και κραταά τα μαάτια του στον τοιάχο. Το υποάλοιπο πρωινοά πεάρασε με ευκολιάα καθωάς ο Κεν με τον Λιάαμ συζητουάσαν για εάναν αγωάνα ποδοσφαιάρου. “Αν δεν υπαάρχει προάβλημα που ρωταάω, θερμοκηάπιο ειάναι αυτοά στη πιάσω αυληά;” ρωταάω την Καάρεν και τη βοηθωά να καθαριάσει την κουζιάνα για αάλλη μιάα φοραά. Εκπληάσσομαι οάταν βλεάπω τον Χαάρρυ στεάκεται στην ποάρτα, δεν προσφεάρεται να βοηθηάσει φυσικαά, απλαά με παρακολουθειά. “Ναι, ειάναι. Δεν εάχω ασχοληθειά πολυά μαζιά του αυτοά το χροάνο αλλαά λατρευάω την κηπουρικηά. Εάπρεπε να το ειάχες δει το προηγουάμενο καλοκαιάρι.” Χαμογελαάει. “Σου αρεάσει η κηπουρικηά;” “Οh ναι, η μαμαά εάχει και αυτηά εάνα θερμοκηάπιο εάξω και εκειά περνουάσα τον περισσοάτερο χροάνο μου οάταν ηάμουν μικρηά.” “Αληάθεια; Λοιποάν αν εσειάς οι δυάο εάρχεστε πιο συχναά, θα μπορουάσαμε να καάνουμε καάτι και με το δικοά μου.” Προτειάνει. Ειάναι τοάσο ευγενικηά, και αξιολαάτρευτη. Οάλα οάσα ηάθελα να εάχει η μητεάρα μου.
228
“Αυτοά θα ηάταν υπεάροχο.” Χαμογελαάω και ο Χαάρρυ καθαριάζει το λαιμοά του. Γυρναάμε και οι δυάο να τον κοιταάξουμε. “Θα πρεάπει να φυάγουμε συάντομα.” Ο Χαάρρυ λεάει και κατσουφιαάζω. Το ηάξερα οάτι η ωάρα μου εδωά θα τελειάωνε αλλαά ηάταν μιάα τοάσο ωραιάα αλλαγηά αποά την καθημερινηά μου ζωηά, χωριάς προγραάμματα, χωριάς ξυπνητηάρια, χωριάς υποχρεωάσεις, δεν ειάμαι ακοάμη εάτοιμη να τελειωάσει. Εξαφανιάζεται και επιστρεάφει ξαναά μεταά αποά λιάγα λεπταά με τα ρουάχα μου και την τσαάντα μου στα χεάρια του, κρατωάντας τα Τομς μου εάξω αποά την τσαάντα. Ειάναι λιγαάκι ενοχλητικοά που εάψαξε τα πραάγματαά μου αλλαά το αγνοωά. Αποχαιρετουάμε και εγωά αγκαλιαάζω την Καάρεν και τον Κεν ενωά ο Χαάρρυ περιμεάνει ανυποάμονα στην ποάρτα. Τους υποάσχομαι οάτι θα ξαναά εάρθουμε συάντομα, ελπιάζοντας να ειάναι και αληάθεια.
229
Chapter 55 Η διαδρομηά με το αυτοκιάνητο ειάναι αάβολη, κρατωά τα ρουάχα στα ποάδια μου και περιμεάνω να δω αν ο Χαάρρυ θα σπαάσει τη σιωπηά αναάμεσαά μας. Δεν καάνει καμιάα κιάνηση να μιληάσει οποάτε πιαάνω το κινητοά αποά την τσαάντα μου. Ειάναι κλειστοά, θα πρεάπει να τελειάωσε η μπαταριάα χθες βραάδυ. Παρ’ οάλα αυταά, προσπαθωά να το ανοιάξω και η οθοάνη φωτιάζεται. Ειάμαι ανακουφισμεάνη οάταν βλεάπω πως δεν εάχω καινουάρια φωνητικαά ηά γραπταά μηνυάματα. Ο μοάνος ηάχος που ακουάγεται ειάναι το ψιχαάλισμα της βροχηάς και το τριάξιμο των υαλοκαθαριστηάρων στο παρμπριάζ. “Ειάσαι ακοάμα θυμωμεάνη;” Ρωταάει, τελικαά, καθωάς μπαιάνει στο χωάρο του Πανεπιστημιάου. “Οάχι” λεάω ψεάματα. Δεν ειάμαι θυμωμεάνη απλαά πληγωμεάνη. “Εγωά βλεάπω πως ειάσαι. Μην καάνεις σαν μωροά.” “Λοιποάν δεν ειάμαι. Δεν με ενδιαφεάρει καθοάλου αν θεάλεις απλαά να με αφηάσεις και να πας να φασωθειάς με τη Μοάλλυ.” Οι λεάξεις βγαιάνουν πριν προλαάβω να τις σταματηάσω. Μισωά το πωάς νιωάθω γι αυτοάν και τη Μοάλλυ. Νιωάθω εάναν ποάνο στο στομαάχι καάθε φοραά που τους σκεάφτομαι μαζιά. Τι εάχει αυτηά τεάλος παάντως; Ειάναι τα ροζ της μαλλιαά; Τα τατουαάζ της; “Δεν ειάναι αυτοά που καάνω. Οάχι οάτι εσεάνα σε αφοραά βεάβαια.” Με ειρωνευάομαι. “Ναι, λοιποάν απλαά εάτρεξες να απαντηάσεις στο τηλεάφωνο ενωά ηάμουν εάτοιμη να… ξεάρεις.” Μουρμουριάζω. Εάπρεπε απλαά να μειάνω σιωπηληά. Δεν θεάλω να τσακωθωά με τον Χαάρρυ τωάρα. Ειδικαά οάταν δεν ξεάρω ποάτε θα τον ξαναδωά. Πραγματικαά ευάχομαι να μην ειάχε φυάγει αποά την Λογοτεχνιάα. Απλαά με νευριαάζει, συνεχωάς. “Δεν ειάναι εάτσι τα πραάγματα, Τερεάσα.” Υπερασπιάζεται τον εαυτοά του. Οποάτε το γυριάσαμε στο Τερεάσα; “Αληάθεια Χαάρρυ; Εάτσι μου φαιάνονται εμεάνα. Αλλαά εάτσι και αλλιωάς δεν με ενδιαφεάρει. Ηάξερα οάτι δεν θα διαρκουάσε.”
230
Παραδεάχομαι τελικαά και σε αυτοάν και στον εαυτοά μου. Ο λοάγος που δεν ηάθελα να φυάγουμε αποά το σπιάτι του πατεάρα του εάναι επειδηά ηάξερα πως οάταν δεν θα ειάμαστε απλαά ο Χαάρρυ και εγωά, θα γυριάζαμε σε αυτοά. Παάντα το ιάδιο συμβαιάνει. “Τι δεν θα διαρκουάσε;” “Αυτοά… εμειάς. Ηάσουν καλοάς μαζιά μου για πρωάτη φοραά.” Δεν γυρναάω να τον κοιταάξω, καάπως εάτσι καταληάγω να τον χαζευάω καάθε φοραά. “Οποάτε τι; Θα με αποφευάγεις για αάλλη μιάα εβδομαάδα; Και οι δυάο ξεάρουμε πως μεάχρι το Σαββατοκυάριακο θα ειάσαι πιάσω στο κρεβαάτι μου.” Λεάει αποάτομα. Το στοάμα μου ανοιάγει αποά την εάκπληξη. Δεν μπορειά να το ειάπε αυτοά; “Συγνωάμη;” Φωναάζω. Δεν εάχω τι να πω. Κανεάνας δεν μου εάχει μιληάσει με τον τροάπο που μου μιλαάει αυτοάς, κανεάνας δεν ηάταν ποτεά τοάσο αγενηάς. Δαάκρυα κυλαάνε αποά τα μαάτια μου, καθωάς το αυτοκιάνητο χαμηλωάνει ταχυάτητα. Πριν προλαάβει να απαντηάσει, ανοιάγω την ποάρτα, αρπαάζω τα πραάγματαά μου και τρεάχω προς το δωμαάτιοά μου. Περνωά μεάσα αποά το υγροά γρασιάδι και βριάζω τον εαυτοά μου που δεν πηάγα αποά το πεζοδροάμιο. Απλαά θεάλω να παάω οάσο πιο μακριαά αποά τον Χαάρρυ γιάνεται. Οάταν ειάπε οάτι με θεάλει εννοουάσε σεξουαλικαά, το ηάξερα αλλαά ποναάει τωάρα που συνειδητοποιωά πως ισχυάει. “Τεάσσα!” Τον ακουάω να φωναάζει, και ο ηάχος της ποάρτας του που κλειάνει αποάτομα ακολουθειά. ‘Εάνα αποά τα ψηλοταάκουνα της Στεφ πεάφτει στο εάδαφος, αλλαά εγωά συνεχιάζω να τρεάχω, θα της παάρω εάνα καινουάριο ζευγαάρι. “Να παάρει Τεάσσα! Σταμαάτα!” Φωναάζει ξαναά. Δεν περιάμενα να με ακολουθηάσει. Πιεάζω τον εαυτοά μου να τρεάξει πιο γρηάγορα. Τελικαά φταάνω στο κτηάριο μου και αρχιάζω να τρεάχω στο διαάδρομο. Οάταν πια φταάνω στην ποάρτα του δωματιάου μου κλαιάω με αναφιληταά, και τραβαάω την ποάρτα να ανοιάξει, χτυπωάντας τη μεταά πιάσω μου. Τα δαάκρυαά μου εάχουν μπλεχτειά με τη βροχηά και καθαριάζω νευρικαά το προάσωποά μου. Παγωάνω στη θεάση μου οάταν βλεάπω το Νοάα να καάθεται στο κρεβαάτι μου. Oh Θεεά μου, οάχι τωάρα. Ο Χαάρρυ θα εάρθει αποά στιγμηά σε στιγμηά. “Τεάσσα τι εάγινε; Πουά ηάσουν;” Σηκωάνεται και εάρχεται γρηάγορα προς το μεάρος μου. Καάνει την κιάνηση να χαιϊδεάψει το μαάγουλοά μου αλλαά τραβιεάμαι. Τα μαάτια του ειάναι γεμαάτα ποάνο, σαν να με ρωταά γιατιά τραβηάχτηκα αποά το αάγγιγμαά του. “Ειάναι… Λυπαάμαι πολυά Νοάα.” Κλαιάω καθωάς ο Χαάρρυ ανοιάγει με δυάναμη την ποάρτα, καάνονταάς την να τριάξει και να ραγιάσει. Ο Νοάα γουρλωάνει τα μαάτια του μοάλις το βλεάμμα του αντικριάζει αυτοά του Χαάρρυ. Απομακρυάνεται αποά εμεάνα με μιάα τρομοκρατημεάνη εάκφραση.
231
Ο Χαάρρυ πεταάει το ψηλοταάκουνο που μου εάπεσε πριν και προχωραά πιο μεάσα στο δωμαάτιο. Δεν εάχει καταλαάβει καθοάλου την παρουσιάα του Νοάα. “Δεν το εννοουάσα, αυτοά που μοάλις ειάπα.” Ο Χαάρρυ περπαταά προς το μεάρος μου. “Εκειά ηάσουν; Ηάσουν με αυτοάν οάλο το βραάδυ; Τα ρουάχα του ειάναι αυταά; Προσπαθουάσα να σου τηλεφωνηάσω να σου στειάλω μηάνυμα οάλο το βραάδυ και οάλο το πρωιά. Σου αάφησα αμεάτρητα φωνητικαά μηνυάματα και εσυά ηάσουν με αυτοάν;” Η φωνηά του ειάναι γεμαάτη μιάσος. “Πειάραξες το κινητοά μου; Εάσβησες τα μηνυάματα!” Φωναάζω στον Χαάρρυ. Το μυαλοά μου, μου λεάει να απαντηάσω στο Νοάα αλλαά η καρδιαά μου ειάναι επικεντρωμεάνη μοναχαά στο Χαάρρυ. “Ναι… το εάκανα” Παραδεάχεται. “Ποιος ο λοάγος να το καάνεις αυτοά; Μπορειάς να απανταάς στις κληάσεις της Μοάλλυ, αλλαά σβηάνεις τα μηνυάματα αποά το αγοάρι μου;!” Μορφαάζει οάταν λεάω το Νοάα αγοάρι μου. “Πως τολμαάς να παιάζεις τεάτοια παιχνιάδι μαζιά μου Χαάρρυ!” Ουρλιαάζω, κλαιάγοντας με λυγμουάς ξαναά. Ο Νοάα πιαάνει τον καρποά μου και με γυριάζει να τον κοιταάξω, τοάτε ο Χαάρρυ τον σπρωάχνει μακριαά αποά τους ωάμους. “Μην την ξαναά αγγιάξεις.” Ο Χαάρρυ γρυλιάζει στο Νοάα. Αυτοά δεν μπορειά να συμβαιάνει. Παρακολουθωά καθωάς η σαπουνοάπερα που εάχει γιάνει η ζωηά μου διαδραματιάζεται μπροσταά μου. “Δεν μπορειάς να μου πεις τι να καάνω με την κοπεάλα μου κοάπανε.” Ο Νοάα λεάει αποάτομα και σπρωάχνει τον Χαάρρυ. Ο Χαάρρυ πλησιαάζει το Νοάα ξαναά αλλαά πιαάνω το μπλουζαάκι του και τον τραβαάω πιάσω. Ιάσως πρεάπει να τους αφηάσω να τσακωθουάν, του Χαάρρυ του αξιάζει μια γερηά μπουνιαά στο σαγοάνι. “Σταματηάστε το! Χαάρρυ απλαά φυάγε!” Σκουπιάζω τα δαάκρυαά μου. Ο Χαάρρυ κοιταά επιάμονα το Νοάα για αάλλη μιάα φοραά και μετακινειάτε για να σταθειά μπροσταά μου. “ Οάχι δεν φευάγω αυτηά τη φοραά Τεάσσα, το εάχω καάνει ηάδη αυτοά υπερβολικαά πολλεάς φορεάς.” Αναστεναάζει και μπλεάκει τα δαάχτυλαά του στα μαλλιαά του. “Τεάσσα, καάνε τον να φυάγει!” με παρακαλειά ο Νοάα αλλαά τον αγνοωά. Θεάλω να μαάθω τι θα πει ο Χαάρρυ.
232
“Δεν εννοουάσα αυτοά που ειάπα στο αυτοκιάνητο, δεν ξεάρω γιατιά απαάντησα στην κληάση της Μοάλλυ. Ειάναι απλαά μια συνηάθεια νομιάζω, παρακαλωά απλαά δωάσε μου μιάα ευκαιριάα. Το ξεάρω οάτι μου εάχεις ηάδη δωάσει τοάσες ευκαιριάες αλλαά χρειαάζομαι αάλλη μιάα. Παρακαλωά Τες.” Ανασαιάνει. Ακουάγεται κουρασμεάνος. “Γιατιά να το καάνω αυτοά Χαάρρυ; Σου εάχω δωάσει ευκαιριάες να γιάνεις φιάλος μου, ξαναά και ξαναά, δεν νομιάζω οάτι θεάλω να το προσπαθηάσω παάλι.” Του λεάω. Δεν διάνω σχεδοάν καμιάα σημασιάα στο Νοάα που στεάκεται αναάμεσαά μας, αλλαά αυτηά τη στιγμηά δεν με νοιαάζει. “Δεν θεάλω να ειάμαστε απλαά φιάλοι… θεάλω παραπαάνω.” Οι λεάξεις του μου κοάβουν αμεάσως την αναάσα. “Οάχι δεν θεάλεις.” Ο Χαάρρυ δεν καάνει σχεάσεις. “ Ναι, θεάλω. Θεάλω.” “Ειάπες οάτι δεν καάνεις σχεάσεις και πως δεν ειάμαι ο τυάπος σου.” Του υπενθυμιάζω. Το μυαλοά μου δεν μπορειά να καταλαάβει ακοάμα πως καάνω αυτηά τη συζηάτηση με τον Χαάρρυ, και μαάλιστα μπροσταά στο Νοάα. “Δεν ειάσαι ο τυάπος μου, οάπως ακριβωάς δεν ειάμαι εγωά ο δικοάς σου. Αλλαά γι αυτοά ειάμαστε καλοιά ο εάνας για τον αάλλον, τοάσο διαφορετικοιά μα τοάσο ιάδιοι. Μου ειάχες πει καάποτε οάτι σου βγαάζω το χειροάτεροά σου εαυτοά, λοιποάν εσυά μου βγαάζεις τον καλυάτερο. Το ξεάρω οάτι το νιωάθεις και εσυά Τεάσσα. Και ναι δεν εάκανα σχεάσεις, μεάχρι που ηάρθες εσυά. Με καάνεις να θεάλω να εάχω κοπεάλα, με καάνεις να θεάλω να ειάμαι καλυάτερος. Θεάλω να σε καάνω να πιστευάεις πως αξιάζω, θεάλω να με θεάλεις με τον τροάπο που σε θεάλω και εγωά. Θεάλω να μαλωάνουμε, ακοάμα και να φωναάζουμε ο εάνας στον αάλλον, μεάχρι εάνας αποά εμαάς να παραδεχτειά πως εάχει αάδικο. Θεάλω να σε καάνω να γελαάς, να σε ακουάω να πολυλογειάς για τα κλασσικαά βιβλιάα, εγωά απλαά… Σε χρειαάζομαι. Ξεάρω οάτι βγαιάνω εκτοάς εαυτουάς καάποιες φορεάς… λοιποάν, οάλη την ωάρα, αλλαά αυτοά συμβαιάνει γιατιά δεν ξεάρω πως αλλιωάς να φερθωά. Ηάμουν εάτσι τοάσο πολυά καιροά, δεν θεάλησα ποτεά μου να αλλαάξω. Μεάχρι τωάρα, μεάχρι να εάρθεις εσυά.” Η φωνηά του ειάναι σαν ψιάθυρος και τα μαάτια του αάγρια. Αυτοά ειάναι καάτι διαφορετικοά για αυτοάν, αλλαά ο τροάπος που τα λοάγια του βγηάκαν βιαστικαά και η βαριαά του αναπνοηά που τα συνοάδευε τα εάκαναν να μοιαάζουν φυσικαά. Εάχω μειάνει αάναυδη. Δεν ειάμαι σιάγουρη πως στεάκομαι ακοάμη οάρθια μεταά αποά αυτηά τη δηάλωση. “Τι στο καλοά; Τεάσσα;” Ο Νοάα λεάει πανικοάβλητος. “Καλυάτερα να πηγαιάνεις.” Ψιθυριάζω, χωριάς να παάρω τα μαάτια μου αποά τα μαάτια του Χαάρρυ.
233
“Ευχαριστωά! Νοάμιζα πως αυτοά δεν θα τελειάωνε ποτεά.” Λεάει ο Νοάα. Ο Χαάρρυ μοιαάζει να του εάχει ραγιάσει η καρδιαά, εντελωάς πληγωμεάνος. “Νοάα, ειάπα καλυάτερα να πηγαιάνεις.” Επαναλαμβαάνω. Ακουάω τον Χαάρρυ και το Νοάα να παιάρνουν βαθιαά αναάσα. Ανακουάφιση γεμιάζει το Χαάρρυ και εγωά πιαάνω τα χεάρια μου μπλεάκοντας τα μικραά μου δαάχτυλα με τα δικαά του που τρεάμουν. “Τι;” Ο Νοάα φωναάζει. “Δεν μπορειά να ειάσαι σοβαρηά Τεάσσα, γνωριζοάμαστε τοάσο καιροά, αυτοά το αγοάρι απλαά σε χρησιμοποιειά. Θα σε πεταάξει πεάρα μοάλις τελειωάσει μαζιά σου, και εγωά σε αγαπωά. Μην καάνεις αυτοά το λαάθος Τεάσσα.” Παρακαλαάει. Τον νιωάθω, και με πληγωάνει που του το καάνω αυτοά αλλαά ξεάρω οάτι δεν μπορωά να ειάμαι με το Νοάα, θεάλω τον Χαάρρυ. Και ο Χαάρρυ με θεάλει. Η καάρδια μου φτερουγιάζει ξαναά και κοιταάζω το Νοάα. “Εγωά θα σταματουάσα να μιλαάω. Τωάρα.” Ο Χαάρρυ προειδοποιειά το Νοάα. “Λυπαάμαι πολυά που εάγινε με αυτοάν τροάπο, πραγματικαά λυπαάμαι.” Tου λεάω. Δεν λεάει τιάποτα αάλλο, μοιαάζει πληγωμεάνος καθωάς φευάγει αποά το δωμαάτιοά μου. Ξεάρω οάτι εφυάγε επειδηά δεν ηάθελε να κλαάψει μπροσταά στο Χαάρρυ. “Τεάσσα… εγωά… νιωάθεις αληάθεια το ιάδιο;” Ο Χαάρρυ λεάει με κομμεάνη την αναάσα και εγωά γνεάφω. Πωάς μπορειά να μην το ξεάρει αυτοά μεάχρι τωάρα; Πιάστευα πως εάμοιαζα απεγνωσμεάνη και τα αισθηάματαά μου ηάταν εμφανηάς. “Μην γνεάφεις, παρακαλωά πες το.” Οι λεάξεις του ειάναι γεμαάτες απελπισιάα. “Ναι, Χαάρρυ νιωάθω.” Λεάω. Δεν εάχω καάποιον οάμορφο και γεμαάτο νοάημα λοάγο οάπως αυτοάς αλλαά αυτεάς οι απλεάς λεάξεις φαιάνεται να του αρκουάν. Το χαμοάγελο που μου διάνει θεραπευάει λιάγο αποά τον ποάνο που νιωάθω επειδηά ραάγισα την καρδιαά του Νοάα ελαάχιστα λεπταά πριν. Ακοάμα ζαλιάζομαι αποά αυταά που μοάλις ειάπε ο Χαάρρυ. Ειάναι οάλα οάσα ηάθελα να πει, αλλαά ποτεά μου δεν φανταάστηκα πως οάντως θα το εάκανε. “Οποάτε τι καάνουμε τωάρα;” Ρωταάει. “ Ειάμαι καινουάριος σε αυτοά.” Κοκκινιάζει. Αυτοά μοιαάζει με οάνειρο. “Φιάλα με.” Λεάω και με τραβαάω στο στηάθος του, το χεάρι του γραπωάνει το χαλαροά υάφασμα της μπλουάζα του που φοραάω. Τα χειάλι του ειάναι κρυάα και η γλωάσσα του ζεστηά καθωάς γλιστραά στο σωάμα μου. Παάρα το χαάος που μοάλις εάγινε σε αυτοά το μικροά δωμαάτιο, νιωάθω ηάρεμη. Με καάποιον τροάμο ξεάρω πως ειάναι η ηρεμιάα πριν να εάρθει η καταιγιάδα αλλαά αυτηά τη στιγμηά ο Χαάρρυ ειάναι η αάγκυραά μου. Απλαά ευάχομαι να μην με βουλαάξει.
234
Chapter 56 “Ποια ειάναι τα σχεάδιαά σου για την υποάλοιπη μεάρα;” Ο Χαάρρυ ρωταάει οάταν επιτεάλους σταματαάει το φιλιά μας. Καάθεται στο κρεβαάτι μου και τον ακολουθωά και εγωά. “Τιάποτα, απλαά διαάβασμα.” Νιωάθω αγχωμεάνη αυτηά τη στιγμηά, λες και υπαάρχει εάνας συγκεκριμεάνος τροάπος που πρεάπει να συμπεριφεάρομαι τωάρα που ειάμαστε…. Καάτι παραπαάνω, αλλαά δεν εάχω ιδεάα τι τροάπος ειάναι αυτοάς. “Ωραιάα.” Λεάει και ακουμπαά τη γλωάσσα του στον ουρανιάσκο του. Μοιαάζει και αυτοάς αγχωμεάνος, χαιάρομαι που δεν ειάμαι μοναχαά εγωά. “Εάλα εδωά.” Μου γνεάφει ο Χαάρρυ και ανοιάγει τα χεάρια του. Τη στιγμηά που καάθομαι στα ποάδια του η ποάρτα ανοιάγει και αυτοάς γρυλιάζει. Η Στεάφ, ο Τριάσταν και ο Ναάιαλ μπαιάνουν μαζιά στο δωμαάτιο. Μας κοιταάνε οάλοι επιάμονα και εγωά σηκωάνομαι αποά το Χαάρρυ και καάθομαι στην αάλλη μεριαά του κρεβατιουά. “Τι εάγινε παιδιαά ειάστε καλαά φιλαραάκια τωάρα;” Ρωταάει ο Ναάιαλ και μια τσιριάδα βγαιάνει αποά εμεάνα.
235
“Οάχι! Δεν ειάμαστε!” Τους λεάω. Δεν ξεάρω τι πρεάπει να τους πω, θα περιμεάνω τον Χαάρρυ να πει αυτοάς καάτι. Μεάνει ηάσυχος καθωάς ο Ναάιαλ και ο Τριάσταν αρχιάζουν να του μιλουάν για το χθεσινοά παάρτι. “Δεν εάχασα και πολλαά.” Ο Χαάρρυ τους λεάει και ο Ναάιαλ ανασηκωάνει τους ωάμους. “Μεάχρι που η Μοάλλυ μας εάκανε στριπτιάζ, εάμεινε εντελωάς γυμνηά, εάπρεπε να το ειάχες δει.” Ο Ναάιαλ λεάει στον Χαάρρυ. Μορφαάζω και κοιτωά τη Στεφ η οποιάα χαζευάει τον Τριάσταν, ιάσως να ευάχεται να μην καάνει κανεάνα σχοάλιο για τη γυμνηά Μοάλλυ. “Τιάποτα καινουάριο για εμεάνα.” Ο Χαάρρυ χαμογελαάει και η αναάσα μου κοάβεται και προσπαθωά να το κρυάψω σαν βηάχας. Δεν μπορειά να το ειάπε αυτοά. Σκυάβει το προάσωποά του, δειάχνοντας να καταάλαβε τι εάκανε μοάλις. Ιάσως αυτοά να ηάταν μια απαιάσια ιδεάα, ειάναι ηάδη καάπως αάβολα και τωάρα που οάλοι ειάναι στο δωμαάτιο ειάναι ακοάμα χειροάτερα. Γιατιά δεν τους ειάπε πως ειάμαστε μαζιά; Ειάμαστε μαζιά; Ουάτε εγωά η ιάδια δεν ξεάρω. Πιάστευα πως μεταά την εξομολοάγηση του ηάμασταν αλλαά ποτεά δεν το ειάπαμε ξεκαάθαρα. Ιάσως να μην χρειαάζεται; Αυτηά η αβεβαιοάτητα με καάνει και τρελαιάνομαι, οάσο καιροά ηάμουν με το Νοάα δεν χρειαάστηκε ποτεά να ανησυχηάσω για τα συναισθηάματαά του για εμεάνα. Δεν χρειαάστηκε ποτεά να ασχοληθωά με πρωάην κοπεάλες με προτερηάματα, ειάμαι το μοάνο κοριάτσι που ο Νοάα εάχει φιληάσει στη ζωηά του, και ειλικριναά το προτιμουάσα εάτσι. Μακαάρι ο Χαάρρυ να μην ειάχε καάνει τιάποτα με καμιάα αάλλη κοπεάλα, ηά να ειάχε καάνει λιγοάτερα τουλαάχιστον. “Θα παάμε για μποάουλινγκ μοάλις αλλαάξω, θεάλεις να εάρθεις;” Ρωταάει η Στεφ και κουνωά αρνητικαά το κεφαάλι. “Πρεάπει να προχωρηάσω με το διαάβασμαά μου, δεν εάχω καάνει σχεδοάν τιάποτα αυτοά το Σαββατοκυάριακο.” Της λεάω και κοιτωά αλλουά καθωάς οι αναμνηάσεις αποά αυτοά το Σαββατοκυάριακο γεμιάζουν το μυαλοά μου. Ποάτε εάκανε ο Χαάρρυ τα σχεάδια να παάει, μαάλλον πριν συμβουάν οάλα αυταά. “Θα πρεάπει να εάρθεις, θα περαάσουμε ωραιάα.” Ο Χαάρρυ προτειάνει αλλαά κουνωά αρνητικαά το κεφαάλι. Πραγματικαά χρειαάζεται να μειάνω μεάσα, για λιάγο ηάλπιζα πως θα εάμενε και αυτοάς μαζιά μου. Η Στεάφ μπαιάνει στην ντουλαάπα και επιστρεάφει μεταά αποά λιάγα λεπταά φορωάντας διαφορετικαά ρουάχα. “Εάτοιμοι παιδιαά; Ειάσαι σιάγουρη πως δεν θες να εάρθεις;” Με ρωταάει και εγωά γνεάθω. “Ειάμαι σιάγουρη.” Της λεάω. Οάλοι σηκωάνονται να φυάγουν και ο Χαάρρυ με χαιρεταάει και μου ριάχνει εάνα μικροά χαμοάγελο πριν βγει αποά το δωμαάτιο.
236
Ειάμαι λιγαάκι απογοητευμεάνη αποά το αντιάο του, αλλαά τι περιάμενα; Να εάρθει εδωά και να με φιληάσει, να μου πει οάτι θα του λειάψω; Γελαάω στη σκεάψη αυτηά. Δεν ξεάρω αν θα αλλαάξει εάστω και καάτι αναάμεσα σε εμεάνα και τον Χαάρρυ εκτοάς αποά το να μηνπροσπαθουάμε διαρκωάς να μειάνουμε μακριαά ο εάνας αποά τον αάλλον. Ειάμαι υπερβολικαά συνηθισμεάνη στον τροάπο που ηάταν τα πραάγματα με το Νοάα οποάτε δεν εάχω καμιάα ιδεάα πως θα ειάναι οάλο αυτοά και το μισωά να μην εάχω τον εάλεγχο της καάθε περιάπτωσης. Υάστερα αποά μιάα ωάρα διαβαάσματος και προσπαθειωάν να κοιμηθωά, πιαάνω το κινητοά μου για να στειάλω στο Χαάρρυ. Περιάμενε, δεν εάχω καν τον αριθμοά του. Δεν το ειάχα σκεφτειά ποτεά πριν, δεν ειάχαμε μιληάσει ποτεά στο τηλεάφωνο ουάτε ειάχαμε στειάλει μηνυάματα. Ποάτε δεν χρειαάστηκε, δεν μπορουάσαμε να αντεάξουμε ο εάνας τον αάλλον. Αυτοά προάκειται να ειάναι πιο περιάπλοκο αποά οάτι ειάχα φανταστειά. Παιάρνω τηλεάφωνο τη μητεάρα μου για να μαάθω τα νεάα της, και πιο πολυά για να δω αν ο Νοάα της ειάπε τι συνεάβη. Θα φταάσει συάντομα μεταά τη διάωρη διαδρομηά, και ειάμαι σιάγουρη πως θα της τα πει οάλα αμεάσως. Απανταάει με εάνα απλοά γεια, οποάτε ξεάρω πως δεν γνωριάζει ακοάμα. Της λεάω για την προσπαάθειαά μου να βρω αυτοκιάνητο, και για την πιθανηά μου πρακτικηά στην εταιριάα Vance. Φυσικαά και μου υπενθυμιάζει πως βριάσκομαι στο κολεάγιο παάνω αποά εάνα μηάνα και δεν εάχω βρει ακοάμα αυτοκιάνητο. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου και την αφηάνω να συνεχιάσει να πολυλογειά για το τι εάκανε την προηγουάμενη εβδομαάδα. Το κινητοά μου φωτιάζεται ενωά την ακουάω να μιλαά, την βαάζω την ανοιχτηά ακροάαση και διαβαάζω το μηάνυμα. *Θα εάπρεπε να ειάχες εάρθεις μαζιά μας, μαζιά μου.* λεάει το μηάνυμα. Η καρδιάα μου χτυπαά δυναταά αποά τη χαραά, ειάναι ο Χαάρρυ. Καάνω οάτι ακουάω τη μητεάρα μου και μουρμουριάζω, “χμμ…. Oh…” μερικεάς φορεάς πριν απαντηάσω στο μηάνυμα. *Θα εάπρεπε να ειάχες μειάνει.* στεάλνω. Κοιτωά επιάμονα την οθοάνη περιμεάνοντας να απαντηάσει. *Εάρχομαι να σε παάρω.* απανταάει μεταά αποά τοάση ωάρα που φαάνηκε αιωάνας. *Τι; Οάχι, δεν θεάλω να παάω για μποάουλινγκ, ειάσαι ηάδη εκειά. Απλαά μειάνε.* *Εάφυγα ηάδη, ετοιμαάσου.* ειάναι απαιτητικοάς ακοάμα και στα μηνυάματα. Η μητεάρα μου μιλαάει ακοάμα και δεν εάχω ιδεάα για τι. Σταμαάτησα να την ακουάω αποά τη στιγμηά που μου εάστειλε ο Χαάρρυ. “Μαμαά, θα σε ξαναπαάρω.” Την διακοάπτω.
237
“Tι;” η φωνηά της ειάναι γεμαάτη εάκπληξη. “Εγωά αμμ… εάχυσα καφεά στις σημειωάσεις μου. Πρεάπει να σε κλειάσω.” Λεάω ψεάματα και της το κλειάνω. Παάω βιαστικαά προς την ντουλαάπα και βγαάζω τις πυτζαάμες του Χαάρρυ και αρπαάζω το καινουάριο μου τζιν και μια σκεάτη μωβ μπλουάζα. Χτενιάζω τα μαλλιαά μου, φαιάνονται ωραιάα παραά το γεγονοάς οάτι ειάναι αάπλυτα. Κοιταάω την ωάρα και κατεβαιάνω στο μπαάνιο να βουρτσιάσω τα δοάντια μου, οάταν γυριάζω ο Χαάρρυ με περιμεάνει στο κρεβαάτι μου. “Που ηάσουν;” ρωταάει. “Βουάρτσιζα τα δοάντια μου.” Του λεάω και αφηάνω την τσαάντα του μπαάνιο μου παραπεάρα. “ Εάτοιμη;” Σηκωάνεται και προχωραά προς το μεάρος μου. Για καάποια στιγμηά περιάμενα να με αγκαλιαάσει, αλλαά δεν το καάνει. Απλαά προχωραά μεάχρι την ποάρτα. Γνεάφω και αρπαάζω την τσαάντα και το κινητοά μου. Οάταν φταάνουμε στο αυτοκιάνητοά του, κραταάει την εάνταση του ραδιοφωάνου χαμηληά ενωά οδηγαάει. Δεν θεάλω στα αληάθεια να παάω για μποάουλινγκ. Μισωά το μποάουλινγκ, αλλαά θεάλω να περαάσω χροάνο μαζιά του. Δεν μου αρεάσει το ποάσο εξαρτημεάνη αποά αυτοάν νιωάθω ηάδη. “Για ποάση ωάρα νομιάζεις πως θα μειάνουμε εκειά;” Ρωταάω υάστερα αποά μερικαά λεπταά σιωπηάς. “Δεν ξεάρω… γιατιά;” κοιταάει πλαάγια σε εμεάνα. “Δεν ξεάρω…. Δεν τρελαιάνομαι κιοάλας για το μποάουλινγκ.” “Δεν θα ειάναι τοάσο αάσχημα. Οάλοι ειάναι εκειά.” Με διαβεβαιωάνει. Ελπιάζω το οάλοι να μην περιλαμβαάνει και τη Μοάλλυ. “Υποθεάτω εάχεις διάκιο.” Μουρμουριάζω και κοιτωά εάξω αποά το παραάθυρο. “Δεν θεάλεις να πας;” Η φωνηά του ειάναι σιγανηά. “Οάχι ιδιαιάτερα, για αυτοά ειάπα και οάχι την πρωάτη φοραά.” Γελαάω λιγαάκι. “Ας παάμε καάπου αλλουά τοάτε;” “Πουά;” Ειάμαι λιγαάκι ενοχλημεάνη μαζιά του αλλαά δεν ξεάρω γιατιά.
238
“Σπιάτι μου.” Προτειάνει και εγωά χαμογελαάω και γνεάφω. Το χαμοάγελοά του μεγαλωάνει, και τα λακκαάκια τα οποιάα εάχουμε αρχιάσει και μου αρεάσουν υπερβολικαά πολυά εμφανιάζονται. “Στο σπιάτι μου τοάτε.” Τεντωάνεται και ακουμπαά το χεάρι του στο μπουάτι μου. Το δεάρμα μου ζεσταιάνεται, και βαάζω το χεάρι μου παάνω αποά το δικοά του. Δεκαπεάντε λεπταά μεταά παρκαάρουμε στο μεγαάλο σπιάτι της αδελφοάτητας. Δεν εάχω ξαναεάρθει εδωά αποά τοάτε που εγωά και ο Χαάρρυ μαλωάσαμε, ως συνηάθως, και εγωά περπαάτησα πιάσω στο δωμαάτιο μου. Περπαταάει λιάγο πιο μπροσταά αποά εμεάνα και με οδηγειά παάνω στις σκαάλες, γνωριάζω πιο καλαά αυτοά το κτηάριο αποά οάτι θα εάπρεπε. Κανεάνα αποά τα αγοάρια δεν μας ριάχνει δευάτερη ματιαά, θα πρεάπει να ειάναι συνηθισμεάνα στην εικοάνα του Χαάρρυ να φεάρνει εάνα κοριάτσι στο σπιάτι. Το στομαάχι μου ανακατευάεται στη σκεάψη. Πρεάπει να σταματηάσω να σκεάφτομαι με αυτοάν τον τροάπο, γιατιά αλλιωάς θα με τρελαάνει και δεν υπαάρχει τιάποτα που να μπορωά να καάνω για να το αλλαάξω. “Εδωά ειάμαστε.” Ο Χαάρρυ λεάει και ξεκλειδωάνει την ποάρτα. Τον ακολουθωά μεάσα και αυτοάς ανοιάγει το φως, βγαάζοντας τις μποάτες του και κλοτσωάντας τες στο παάτωμα. Μετακινειάτε στο κρεβαάτι και με το χεάρι του χτυπαά το σημειάο διάπλα του. Καθωάς προχωρωά προς το μεάρος μου, η περιεάργεια μου μεγαλωάνει. “Ηάταν και η Μοάλλυ εκειά; Στο κτηάριο του μποάουλινγκ;” Κοιτωά εάξω αποά το παραάθυροά του ενωά ρωταάω. “Ναι φυσικαά και ηάταν.” Απανταάει χαλαραά. “Γιατιά;” Καάθομαι στο μαλακοά κρεβαάτι και ο Χαάρρυ με τραβαάει αποά τα ποάδια πιο κονταά του. Γελαάω και γλιστραάω πιο κονταά, η πλαάτη μου ακουμπαά το κρεβαάτι, και μπλεάκω τα ποάδια μου με τα δικαά του. “Απλαά αναρωτιοάμουν.” Του λεάω και μου ριάχνει εάνα ειρωνικοά χαμοάγελο. “Θα ειάναι παάντα τριγυάρω, ειάναι μεάρος της παρεάας.” Με ενημερωάνει και γνεάφω. Ξεάρω οάτι ειάναι ανοάητο που την ζηλευάω τοάσο, αλλαά απλαά με ενοχλειά. Συμπεριφεάρεται λες και με συμπαθειά ενωά ξεάρω πως καάτι τεάτοιο δεν ισχυάει, και ξεάρω πως της αρεάσει ο Χαάρρυ. Τωάρα που ειάμαστε… οάτι κι αν ειάμαστε, δεν τη θεάλω κονταά του. “Δεν πιστευάω να ανησυχειάς πως θα τη γαμηάσω εάτσι;” Χτυπωά το χεάρι του για τη λεάξη που διαάλεξε να πει. Μου αρεάσει ο τροάπος που οι βρωάμικες λεάξεις βγαιάνουν αποά το στοάμα του, αλλαά οάχι οάταν ειάναι και αυτηά μεάρος τους. “ Οάχι, λοιποάν εγωά.. ιάσως. Απλαά ξεάρω οάτι το εάχεις καάνει στο παρελθοάν και δεν θεάλω να ξαναγιάνει.” Παραδεάχομαι τη ζηάλια μου. Ειάμαι σιάγουρη πως θα με
239
κοροιϊδεάψει ηά θα γελαάσει οποάτε γυριάζω το κεφαάλι μου στο πλαάι. Το χεάρι του ακουμπαά το γοάνατοά μου και το πιεάζει ελαφραά. “Δεν θα το εάκανα αυτοά… οάχι τωάρα. Μην ανησυχειάς για αυτηά, ενταάξει;” Τα λοάγια του ειάναι ευγενικαά και τον πιστευάω. “Γιατιά δεν ειάπες σε κανεάναν για εμαάς;” Ξεάρω οάτι απλαά πρεάπει να κλειάσω το στοάμα μου αλλαά πραγματικαά με ενοάχλησε. “Δεν ξεάρω… Δεν ηάμουν σιάγουρος αν εσυά το ηάθελες. Εξαάλλου το τι καάνουμε ειάναι δικηά μας δουλειαά. Οάχι δικηά τους.” Εξηγειά. Η απαάντηση του ειάναι πολυά καλυάτερη αποά αυτηά που ειάχα σκεφτειά. “Υποθεάτω εάχεις διάκιο, πιάστευα πως ντρεποάσουν ηά καάτι τεάτοιο;” Λεάω και γελαάει. “Για πιο λοάγο να ντραπωά για εσεάνα; Κοιάτα τον εαυτοά σου.” Τα μαάτια του σκουραιάνουν και μετακινειά το χεάρι του στο στομαάχι μου. Τα δαάχτυλαά του σηκωάνουν το μπλουζαάκι μου και σχεδιαάζει κυάκλους στο γυμνοά μου δεάρμα. Ανατριχιαάζω και αυτοάς χαμογελαάει. “Λατρευάω τον τροάπο που το σωάμα σου αντιδραά σε εμεάνα.” Αναπνεάει. Ξεάρω τι ειάναι αυτοά που ακολουθειά και δεν μπορωά να περιμεάνω.
Chapter 57 Τα δαάχτυλα του Χαάρρυ ανεβαιάνουν πιο ψηλαά καάτω αποά την μπλουάζα μου, καάνοντας την αναπνοηά μου να επιταχυάνει. Εάνα χαμοάγελο σχηματιάζεται στο προάσωποά του οάταν το καταλαβαιάνει. «Εάνα αάγγιγμα και εάχεις κιοάλας λαχανιαάσει» η βραχνηά του φωνηά μου ψιθυριάζει. Πλησιαάζει κονταά, μετακινωάντας τα ποάδια μου αποά την αγκαλιαά του, για να μπορεάσει να φεάρει το στοάμα του στον λαιμοά μου. Η γλωάσσα του
240
αγγιάζει τον λαιμοά μου και ανατριχιαάζω. Τα δαάχτυλαά μου πλεάκονται στις μπουάκλες του και τις τραβαάω, καθωάς δαγκωάνει το δεάρμα μου. Εάνα αποά τα χεάρια του γλιστραάει καάτω αναάμεσα στα ποάδια μου αλλαά πιαάνω το καρποά του να τον σταματηάσω. «Τι συμβαινει?» ανασαιάνει. «Τιποτα.. απλως σκεφτηκα οάτι ισως θα εκανα εγω κατι για εσενα αυτηά την φορα?» κοιταω αποά την αάλλη. Τα δαχτυλα του παιρνουν το πηγουάνι μου ωάστε να μπορεσω να τον κοιταξω ξανα. Προσπαθει να κρυψει το χαμογελο του αλλα τον καταλαβαινω. «Και τι θα ηθελες να κανεις για εμενα?» «Λοιπον.. σκεφτηκα οάτι θα μπορουσα, ξερεις τι ειχες πει την προηγουμενη ημερα?» Δεν ξερω γιατι ειμαι τσο ντροπαλη, οάταν ο Χαάρρυ λεει αυτοά που παντα σκεφτεται, αλλα η λεξη ‘‘πιάπα’’ δεν ειάναι στο λεξιλογιο μου. «Θεάλεις να ρουφηάξεις το πουλιά μου?» με ρωταει, με εκπληξη. Ειάμαι πλεάον τρομοκρατημεάνη, αλλαά με καάποιο περιεργο τροάπο εάχω αναάψει. «Εμμ.. ναι. Εννοωά εαάν το θες και εσυ?» ελπιζω οσο η σχεση μας προχωραει θα ειμαι πιο θαρραλεάα να του λεω τετοια πραγματα. «Φυσικα και θεάλω, ηάθελα τα χειάλη σου γυάρω μου αποά τοάτε που σε πρωτοειάδα» μου λεει. Ειμαι περιεάργως κολακευμεάνη αποά το σχοάλιο του. «Ειάσαι σιάγουρη οάμως? Εχεις δει ποτε σου…πως ειάναι εάνα πουλιά?» Γνωριάζω τι ξερει την απαντηση σε αυτοά, ισως προσπαθει να μου το υπενθυμιάσει? «Φυσικα και εχω δει. Οάχι στην πραγματικοτητα, αλλα εικοάνες και μια φορα πεάτυχα τον γειάτονα να βλεάπει μια πονηρηά ταινιάα.» του λεω και γελαάει. «Σταματα να γελας μαζι μου, Χαρρυ» τον προειδοποιωά. «Προσπαθω μωρο μου, σορρυ. Ειάναι απλωάς που δεν εχω γνωρισει καποια που να εχει τοση λιγη εμπειριάα. Ειάναι καλοά ωστοάσο, στο ορκιάζομαι. Μερικες φορες η αθωοάτητα σου με αποσυντονιάζει. Με οάλα αυταά λοιπον, να σου πω οάτι ειάναι πολυά ερεθιστικο που μοάνο εγωά σε εάχω κανει να τελειωσεις, αφου δεν το’χες προσπαθηάσει ουάτε εσυά η ιάδια.» Δεν γελαει αυτηά την φορα, ετσι με κανει να νιωθω καλυτερα. «Οκευ…οποτε ας αρχισουμε» του λεω. Χαμογελαάει και χαιδευει με τον αντιχειρα το μαγουλο μου. «Τοάσο αυθαάδης, γουσταρω»λεει και σηκωνεται ορθιος.
241
«Που πας?» τον ρωτω και χαμογελα. «Πουθενα, απλως να βγαλω τα παντελοάνια μου» «Εγω ηθελα να το κανω αυτοά» σουφρωνω τα χειλη μου και γελαει καθως σηκωνει παλι τα παντελονια του. «Οριστε μωρο μου» βαζει τα χερια του στους γοφους του. Χαμογελαω και ερχομαι μπροστα, κατεβαζοντας τα παντελονια του. Να κατεβαάσω και το μποάξερ του? Ο Χαάρρυ κανει εάνα βημα πισω ακουμπωάντας τα ποδια του εναντια στο κρεβατι πριν να κατσει κατω. Πεφτω στα γοάνατα μου μπροσταά του και παιρνει μια βαθαια αναάσα. «Εάλα πιο κονταά μωροά μου» Πλησιαάζω και αάλλο και τοποθετω τα χερια μου στα λυγισμενα του γονατα. «Ειάσαι ενταάξει?» με ρωταάει προσεκτικαά. Γνεφω και με σηκωάνει αποά τους αγκωάνες μου. «Ας φιληθουάμε για λιάγο πρωάτα?» προτεινει. Ειμαι ανακουφισμενη, ακομη το θελω, αλλα χρειζομαι εάνα λεπτο να το επεξεργαστω στο μυαλο μου και το φιλι του θα με κανει να νιωσω πιο ανετα. Με φιλαει αρφα στην αρχη αλλα μεσα σε μια στιγμη ο ηλεκτρισμος ανεβαινει και με κατακλυάζει. Αρπαάζω τους ωμους του, σκληροι κατω αποά τα δαχτυλα μου, και κουνιεμαι μπρος-πισω στην αγκαλια του. Το εξοάγκωμα στο μποάξερ του μεγαλωάνει και τραβαω ελαφρως τα μαλλια του. Ευχοάμουν να ειχα φορεσει φουστα για να μπορουσα να την σηκωσω και να τον ενιωθα αποά κατω μου.. Εκπληάσσομαι αποά τις σκεψεις μου καθως φερνω το χερι μου και τον τριβω μεσα αποά το μποάξερ του. «Γαμωάτο Τεάσσα. Εαάν συνεχιάσεις να το καάνεις αυτοά θα τελειωάσω στο μποάξερ μου ξανα» μουρμουριάζει και σταματαάω, μετακινουμε αποά την αγκαλια του και πεφτω παλι στα γοάνατα μου. «Βλαάλε το τζιάν σου» μου δινει οδηγιες και γνεφω πριν να το ξεκουμπωάσω και το κατεβαάσω καάτω στα ποάδια μου. Νιωάθοντας γενναιάα, βγαζω και την μπλουάζα μου και την πεταάω στην ακρη. Ο Χαάρρυ δαγκωάνει το χειάλος του καθως ξανακαάθομαι καάτω μπροσταά του. Τα δαχτυλα μου πιανουν το λαστιχο του μποξερ του και τραβαάνε, σηκωάνεται ελαφρως αποά το κρεβαάτι για να μπορεάσω να τα κατεβαάσω. Νιωθω τα μαάτια μου να γουρλωάνουν και ακουω τον αναστεναγμο μου καθως ο ανδρισμος του Χαάρρυ ερχεται στην επιφαάνεια. Wow, ειάναι μεγαάλο.
242
Μεγαλυάτερο απ’οάτι περιάμενα. Πως στο καλοά θα καταφεάρω να το βαάλω στο στοάμα μου. Κοιταζω επιμονα μερικα λεπτα μεχρι που πλησιαάζω να το αγγιάξω με το δαχτυλοά μου. Ο Χαάρρυ γελαάει καθως κινειται ελαφρως και ξαναγυρναάει στην θεάση του. «Πως.. εννοωά.. τι να καάνω πρωάτα?» τραυλιάζω. Ειάμαι σοκαρισμεάνη αποά το μεάγεθος του αλλα θεάλω να το κανω. «Θα σου δειάξω, εδωά.. τυλιξε τα δαχτυλα σαν την προηγουμενη φορα» μου λεει. Τα δαχτυλα μου τυλιγονται γυρω του και τα κουναάω με φοάρα. Το δερμα που τον καλυπτει ειάναι πολυά πιο απαλο αποάτι περιμενα. Ξερω οάτι το τσιμπαω και το εξταζω σαν να ειάναι πειραμα φυσικης αλλα αυτοά για εμενα ειάναι τοσο καινουργιο, που ετσι μου μοιαζει. Το αρπαζω ελεφρα και κινω το χερι μου πανω- κατω σιγανα. «Καπως ετσι?» τον ρωτω και ο Χαάρρυ γνεφει, το στηθος του σηκωνεται και πεφτει. «Τωρα.. απλως βαλω το στομα σου γυρω του. Οάχι οάλο, εκτοάς και εαάν μπορεις.. απλως βαλε οάσο πιο πολυά γιάνεται.» με καθοδηγει. Παιρνω μια βαθια ανασα και σκυάβω. Ανοιάγοντας το στομα μου, τον παιρνω, μεχρι περιπου ττην μεση. Μουρμουραάει και βαζει τα χερια του στους ωμους μου. Γυριζω πισω ελαφρως και γευομαι κατι αλμυρο, τελειωσε κιοάλας? Η γευση φευγει και κινω το κεφαλι μου πανω και καάτω. Εάνα εάνστινκτο που δεν ηάξερα οάτι ειάχα μου λεάει να κινηάσω την γλωάσσα μου σ’οάλο το μηάκος του, σε συνδιασμοά με το κουάνημα του κεφαλιου. «Γαμωάτο, Ναι, ετσι!» ο Χαρρυ βογγαάει και επαναλαμβανω την κινηση. Το κρατημα του στου ωμους μου σφιάγγει και οι γοφοι του ερχονται προς τα πανω να συναντησουν το στομα μου. Σπρ’ωχνω και αάλλο τον εαυτοά μου, παιάρνοντας τον σχεδοάν οάλο και τον κοιταάω ψηλαά. Τα ματια του εχουν γυρισει στο πισω μερος του κεφαλιου του και το μοιαζει παραδεισεάνιος. Στρεφω την προσοχη μου παλι στο ρουάφηγμα και αυξαάνω τον ρυθμοά. «Χρησιμοποιάησε το χερι…σου…στο..υποάλοιπο» αναστεναζει και υπακουάω. Το χερι μου κινειάται πανω και κατω στο πισω μερος του καθως το στομα μου δουλευει την κορυφηά του. Ρουφαω τα μαάγουλαά μου ξανα και βογγαάει. «Γαμωάτο..γαμωάτο. Τεάσσα. Ειμαι.. ειμαι τοσο κονταά.» τραυλιάζει. «Εαάν δεν το θελεις στο στοάμα σου .. τοάτε .. πρεπει να σταματησεις» Τον κοιταάω ψηλαά, κρατωάντας τον στον στοάμα μου. Μ’αρεσι ο τρπος που χανει τον ελεγχο εξαιτιάας μου. «Γαμωάτο.. συνεάχισε να .. με.. κοιταάς ετσι» το σωάμα του σφιάγγεται καθως με κοιταάει. Ανοιγοκλειάνω τις βλεφαριάδες μου διάνοντας του πληάρη εάλεγχο. Ο
243
Χαάρρυ λεάει το οάνομα μου επανειλημμεάνα και νιωάθω εάνα μικροά αποάσταγμα στο στοάμα μου, η ζεστηά αλμυρηά υγρασιάα κατεβαιάνει στο λαιμοά μου. Τραβιεάμαι προς τα πιάσω. Δεν ειάχε τοάσο ασχημη γευάση σο περιάμενα, αλλα σιγουρα δεν ειάναι μια ωραιάα γευση. Τα χεάρια του μετακινουάνται αποά του ωμους μου στα μαγουλα μου. «Πωάς ηάταν?» λεει λαχανιασμενος. Σηκωνομαι και καθομαι διπλα του στο κρεβατι. Τα χερια του τυλιγονται γυρω μου και ξαπλωάνει το κεφαάλι του στον ωάμο μου. «Νομιάζω οάτιμου αάρεσε» του λεω και γελαά. «Ωραιάο?» «Ναι, ειάχε ενδιαφεάρον. Να σε βλεάπω με αυτοά τον τροάπο. Και δεν ειάχε τοάσο ασχημη γευάση οάσο πιστευα.» εξομολογουμαι. Πρεπει να ντρεπομαι που μολις παραδεχτηκα οάτι μου αρεσε, αλλα δεν νιωάθω ετσι. «Πωάς ηταν για εσενα?» τον ρωτω νευρικαά. «Ηταν μια ευχαάριστη εκπληξη. Η καλυάτερη πιάπα που μου εάχουν καάνει» κοκκινιάζω αποά τα λογια του. «Ναι καλα..» γελαω. Εκτιμω που προσπαθει να με κανει να νιωσω καλυτερα για την ελλειψη εμπειριάας μου. «Οάχι, σοβαραά. Ο τροάπος που εισαι τοσο.. αγνηά, μου καάνει κατι μεάσα μου. Και οάταν με κοιταξες με αυτοά βλεμμα, την ωρα που..» «Οκευ! Οκευ!» τον διακοπτω και κουνω το χερι μου. Δεν θελω να ξαναεπαναλαβει καάθε λεπτομερεια της πρωτης μου φορας. Χαζογελαάει και με σπρωάχνει απαλα στο στρωάμα. «Τωάρα ασε με να σε κανω να νιωσεις οάσο ωραια με εκανες να νιωσω και εγω» γρυλιάζει στο αυτι μου και ριυφα το δερμα κατω αποά το λαιμο μου. Τα δαχτυλα του μπαινουν μεσα στο εσω ρουχοά μου και τα κατεβαάζουν κατω. «Θελεις με τα δαχτυλαά μου ηά με την γλωάσσα μου?» μου ψιθυριάζει ερωτικα. «Και με τα δυο» του απαντω και χαμογελα. «Οάπως επιθυμειται» λεει και σκυβει το κεφαάλι του. Μουρμουριάζω και τραβαάω τα μαλλια του ξανα. Το καάνω συχνα αυτοά, αλλα φαινεται να του αρεσει. «Θα δοκιμαάσω δυο δαχτυλα την αάλλη φορα» λεει στην ευαισθητη περιοχη μου. Η πλαάτη μου ανασηκωάνεται αποά το κρεβαάτι και μεσα σε λιγα λεπτα ειάμαι σε μια ατελειάωτη κατασταση ευφοριάας, φωναάζοντας το οάνομα του Χαάρρυ καθως τελειωάνω.
244
Μενει σιωπηλος καθως ξαπλωνει διπλα μου, αφηάνωντας με να απολαυσω την κατασταση που βρισκομουν πριν λιγο. Αφου η αναπνοη μου επανερχεται, σηκωάνομαι και με τα δαχτυλα μου χαιδευω το μαυρο μελανι στο δερμα του στεάρνου του. Με παρατηρει προσεχτικα αλλα δεν με σταματαει. «Κανεις δεν με εχει αγγιάξει με αυτοά τον τροάτο» παραδεχεται και καταπιάνω οάλες τις ερωτησεις που θεάλω να του καάνω. Αντι να τον ανακριάνω, του διάνω εάνα μικρο χαμοάγελο και τον φιλαω απαλα στο στεάρνο του. «Μειάνε μαζιά μου αποάψε?» με ρωταει και κουνω το κεφαλι μου. «Δεν μπορω, αυριο ειάναι δευτερα και εχουμε μαθημα» θελω να μεινω μαζι του αλλα οάχι σημερα που ειάναι Κυριακηά. «Σε παρακαλωά» «Δεν εχω ρουχα για να φορεσω αυριο» «Βαλε αυταά που φορας, σε παρακαλω μειάνε. Μοάνο μια νυάχτα, σου υποάσχομαι οάτι θα φταάσεις στο μαάθημα σου εγκαιάρως» «Δεν ξερω..» «Θα φροντιάσω ακοάμη και να φταάσεις 15 λεπτα νωριάτερα ωστε να εχεις χροάνο να περασεις αποά την καφετεάρια να συναντηάσεις τον Λιάαμ» μου λεει και το στοάμα μου ανοιάγει. «Πωάς το ξεάρεις αυτοά?» «Σε παρατηρωά.. εννοωά οάχι οάλη την ωάρα. Αλλα περισσοάτερο απ’οάσο νομιάζεις» μου λεει και η καρδιάα μου λιωάνει. Τον ερωτευάομαι, βαθιαά και γρηάγορα. «Θα μειάνω» του λεάω αλλα σηκωάνω το χερι μου να συνεχισω, «Υπο εάναν οάρο» «Και ποιος ειάναι αυτος?» μου χαμογελα. «Θα ερθεις πισω στο μαθημα της λογοτεχνιάας» τον ρωτω και μου σηκωνει το φρυάδι του. «Ενταξει» Χαμογελω με την συντομη απαντηση του και με τραβαάει κοντα στο στεάρνο του, αγκαλιαάζονταάς με.
245
Chapter 58 Αφουά εάμεινα ξαπλωμεάνη στα χεάρια του Χαάρρυ για λιάγο, αάρχισα να σκεάφτομαι τη συμφωνιάα μας να μειάνω μαζιά του αποάψε. “Δεν εάχω τα βιβλιάα μου, ουάτε οδοντοάβουρτσα. Και δεν εάχω καάνει και μπαάνιο.” Του λεάω. Αναστεναάζει και σηκωάνεται, ξετυλιάγοντας τον εαυτοά του αποά εμεάνα. “ Μπορουάμε να παάρουμε τα βιβλιάα σου αυάριο το πρωιά πριν το πρωάτο σου μαάθημα, ηά μπορουάμε ακοάμα και να παάμε να τα παάρουμε τωάρα, αρκειά να γυριάσεις πιάσω μαζιά μου. Το υποσχεάθηκες.” Μου υπενθυμιάζει με εάνα χαμοάγελο. Τα χειάλη του βριάσκουν το σαγοάνι μου, φιλωάντας παάνω και καάτω. Τα χειάλη του στο δεάρμα μου καάνουν την λογικηά μου να συννεφιαάζει, ξεάρει ακριβωάς τι καάνει. “Και τι θα γιάνει με το μπαάνιο μου;” Του υπενθυμιάζω. “Μπορειάς να καάνεις εάνα εδωά, καάτω στο διαάδρομο.” “Σε σπιάτι αδελφοάτητας; Ποιος ξεάρει ποιος μπορειά να μπει.” “Πρωάτον, η ποάρτα κλειδωάνει και δευάτερον, θα σε συνοδευάσω εγωά προφανωάς.” Δηλωάνει. Ο τοάνος του με νευριαάζει καάπως αλλαά αποφασιάζω να το αγνοηάσω. “Καλαά. Θα ηάθελα να καάνω μπαάνιο τωάρα, πριν νυχτωάσει αρκεταά.” Γνεάφει και σηκωάνεται πιαάνοντας το τζιν του. Κατεβαιάνω αποά το κρεβαάτι και ακολουθωά τις κινηάσεις του, χωριάς να φορεάσω το εσωάρουχοά μου. Δεν μου αρεάσει η ιδεάα να φορεάσω τα ιάδια αυταά ρουάχα ξαναά αυάριο αλλαά μιας και ο Χαάρρυ θα με παάει μεάχρι το δωμαάτιοά μου το πρωιά, θα αλλαάξω τοάτε. “Οάχι εσωάρουχο;” Χαμογελαάει πονηραά και εγωά στριφογυριάζω τα μαάτια μου. “Εάχεις σαμπουαάν; Δεν εάχω καν χτεάνα.” Αρχιάζω και αγχωάνομαι σκεφτοάμενη οάλα οάσα δεν εάχω μαζιά μου. “Και μπατονεάτες; Στοματικοά νηάμα;” Συνεχιάζω.
246
“Ηρεάμησε, εάχουμε και μπατονεάτες και νηάμα. Πιθανοάν να εάχουμε και μια επιπλεάον οδοντοάβουρτσα και ξεάρω πως υπαάρχουν μιάα ηά δυάο χτεάνες εκειά μεάσα. Πιθανοάν να υπαάρχουν ακοάμα και επιπλεάον εσωάρουχα σε καάθε νουάμερο αν θες εάνα.” Με πληροφορειά. “Εσωάρουχα;” Ρωταάω πριν συνειδητοποιηάσω οάτι εννοουάσε πως εάχουν μειάνει αποά αάλλα κοριάτσια. “Τεάλος παάντων.” Λεάω πριν μπορεάσει να εξηγηάσει. Ελπιάζω ο Χαάρρυ να μην εάχει μια περιάεργη συλλογηά με εσωάρουχα αποά τα κοριάτσια με τα οποιάα εάχει κοιμηθειά. Με οδηγειά στο μπαάνιο, νιωάθω πιο αάνετα εδωά αποά οάτι φανταζοάμουν, μοάνο επειδηά εάχω εάρθει σε αυτοά το μπαάνιο καάμποσες φορεάς. Ο Χαάρρυ ανοιάγει το νεροά και βγαάζει το μπλουζαάκι του. “Τι καάνεις;” Ρωταάω. “Θα καάνω μπαάνιο;” “Oh, νοάμιζα πως θα εάκανα εγωά πρωάτη.” “Μπορειάς να καάνεις εάνα μαζιά μου.” Λεάει χαλαραά. “Αμμ… οάχι! Δεν θα καάνω.” Γελαάω. Δεν μπορωά να καάνω μπαάνιο μαζιά του. “ Γιατιά οάχι; Σε εάχω ηάδη δει και εσυά εάχεις δει εμεάνα. Που ειάναι το προάβλημα;” Αναστεναάζει. “Δεν ξεάρω… απλαά δεν θεάλω.” Το ξεάρω οάτι με εάχει ηάδη δει γυμνηά αλλαά το να καάνουμε μπαάνιο μαζιά απλαά μοιαάζει τοάσο προσωπικοά. Πιο προσωπικοά και αποά αυτοά που μοάλις καάναμε. “Καλαά. Εσυά πρωάτη τοάτε.” Ακουάγεται λιγαάκι εκνευρισμεάνος. Χαμογελωά γλυκαά αγνοωάνταςτον ξινοά του τοάνο και ξεντυάνομαι. Τα μαάτια του εξεταάζουν το σωάμα μου και μεταά κοιταά αλλουά. Τεντωάνω το χεάρι μου πιάσω αποά την κουρτιάνα για να ελεάγξω τη θερμοκρασιάα του νερουά και μπαιάνω μεάσα. Ο Χαάρρυ παραμεάνει σιωπηλοάς καθωάς βρεάχω τα μαλλιαά μου. Υπερβολικαά σιωπηλοάς. “Χαάρρυ;” Φωναάζω. Εάφυγε αποά το μπαάνιο; “Ναι;” “Ειάπα μηάπως εάφυγες.” Παραδεάχομαι. Τραβαά λιγαάκι την κουρτιάνα και το σγουροά κεφαάλι του εμφανιάζεται.
247
“Οάχι, ακοάμα εδωά.” “Τρεάχει καάτι;” Τον ρωταάω. Κουναάει αρνητικαά το κεφαάλι του ως απαάντηση αλλαά δεν λεάει τιάποτα. Μου κραταάει στα αληάθεια μουάτρα σαν μικροά παιδιά επειδηά δεν καάνω μπαάνιο μαζιά του; Θεάλω σχεδοάν να του πω να μπει μαζιά μου αλλαά θεάλω να καταλαάβει πως δεν μπορειά να γιάνεται το δικοά του οάλη την ωάρα. Το κεφαάλι του εξαφανιάζεται αποά τη μπανιεάρα και τον ακουάω να καάθεται στην τουαλεάτα. Το σαμπουαάν και το αφροάλουτρο εάχουν και τα δυάο μια βαριαά οάχι και τοάσο ευχαάριστη μυρωδιαά, μου λειάπει το σαμπουαάν βανιάλια μου αλλαά αυτοά ειάναι ενταάξει για εάνα βραάδυ. Πιθανοάν να ηάταν πιο λογικοά αν εάμενε ο Χαάρρυ μαζιά μου στο δικοά μου δωμαάτιο, αλλαά η Στεφ θα ηάταν εκειά και θα ηάταν αάβολο να εξηγηάσω τα παάντα και δεν νομιάζω πως ο Χαάρρυ θα ηάταν τοάσο τρυφεροάς αν ηάταν και αυτηά γυάρω. Η σκεάψη με ενοχλειά αλλαά τη διωάχνω μακριαά. “Μπορειάς να μου δωάσεις μια πετσεάτα;” τον ρωταάω και κλειάνω το νεροά. “Ηά και δυάο, αν εάχεις αρκετεάς.” Μου αρεάσει να εάχω μιάα για τα μαλλιαά και μιάα για το σωάμα. Το χεάρι του σπρωάχνει την κουρτιάνα κρατωάντας δυάο πετσεάτες, τον ευχαριστωά και αυτοάς μουρμουριάζει καάτι που δεν καταάλαβα. Βγαάζει το τζιν του καθωάς στεγνωάνω και ξαναά ανοιάγει το νεροά. Δεν μπορωά να καάνω αλλιωάς αποά το να κοιταάω το γυμνοά του σωάμα καθωάς μπαιάνει στη μπανιεάρα. Θα εάπρεπε να καάνω εάνα μπαάνιο μαζιά του, οάχι επειδηά κατσουφιαάζει αλλαά επειδηά πραγματικαά το θεάλω. “Λεάω να παάω πιάσω στο δωμαάτιοά σου.” Του λεάω. Δεν μου διάνει σημασιάα εάτσι και αλλιωάς. Τραβαάει την κουρτιάνα, καάνοντας του μεταλλικουάς κυάκλους που την συγκρατουάν να γδαρθουάν παάνω στη μεταλλικηά ραάβδο. “Οάχι, δεν θα πας.” “Ποιο ειάναι το προάβλημαά σου;” λεάω αποάτομα. Με ενοχλειά τωάρα. “Κανεάνα, απλαά δεν θα πας πιάσω στο δωμαάτιο μοάνη σου. Μεάνουν τριαάντα αγοάρια εδωά μεάσα, δεν χρειαάζεται να τριγυρναάς στους διαδροάμους.” “Πρεάπει να υπαάρχει και καάτι αάλλο, κραταάς μουάτρα αποά τοάτε που σου ειάπα πως δεν μπορειάς να καάνεις μπαάνιο μαζιά μου.” “Οάχι… δεν κραταάω μουάτρα.”
248
“Πες μου για ποιο λοάγο ηά θα βγω εάξω με αυτηά την πετσεάτα.” Απειλωά, ξεάροντας πως ποτεά δεν θα το εάκανα πραγματικαά. Τα μαάτια του στενευάουν και πιαάνει το χεάρι μου να με σταματηάσει, ριάχνοντας νεροά στο παάτωμα. “Απλαά δεν μου αρεάσει να μου λεάνε οάχι.” Η φωνηά του ειάναι σιγανηά αλλαά πολυά πιο απαληά αποά οάτι ηάταν λιάγο πιο πριν. Φανταάζομαι πως οάσων αφοραά τις κοπεάλες ο Χαάρρυ ακουάει ελαάχιστα, αν ακουάει και καθοάλου, το οάχι. Το μυαλοά μου λεάει να του πω να το συνηθιάσει, αλλαά μεάχρι στιγμηάς ουάτε και εγωά του ειάχα πει οάχι. Με το που με αγγιάζει, καάνω οτιδηάποτε θεάλει. “Λοιποάν, δεν ειάμαι σαν τις αάλλες κοπεάλες Χαάρρυ.” Λεάω αποάτομα. Η ζηάλια μου ξεπερναά την ενοάχλησηά μου απεάναντιά του. Εάνα μικροά χαμοάγελο παιάζει στα χειάλη του καθωάς το νεροά τρεάχει στο προάσωποά του. “ Το ξεάρω, Τες, το ξεάρω.” Κλειάνει την κουρτιάνα και φοραάω τα ρουάχα μου ενωά αυτοάς κλειάνει το νεροά. “Μπορειάς να φορεάσεις καάποια αποά τα δικαά μου ρουάχα στο κρεβαάτι.” Μου λεάει και γνεάφω. Ιάσα που τον ακουάω, ειάμαι επικεντρωμεάνη στο σωάμα του που γυαλιάζει μπροσταά μου. Τριάβει την πετσεάτα στα μαλλιαά του, αφηάνονταάς τα σηκωμεάνα γυάρω αποά το κεφαάλι του, και μεταά την τυλιάγει γυάρω αποά τη μεάση του. Η αάσπρη πετσεάτα κρεάμεται τοάσο χαμηλαά στους γοφουάς του, μοιαάζει με καθαροά σεξ. Ειάναι λες και η θερμοκρασιάα στο μπαάνιο εάχει ανεάβει ειάκοσι βαθμουάς. Σκυάβει και ανοιάγει το ντουλαπαάκι, βγαάζοντας μια χτεάνα και τοποθετωάντας την στο χεάρι μου. “Εάλα.” Λεάει και κουνωά το κεφαάλι μου, προσπαθωάντας να διωάξω τις βρωάμικες σκεάψεις αποά το μυαλοά μου. Προχωραάμε στο διαάδρομο και στριάβουμε στη γωνιάα καθωάς εάνα ξανθοά αγοάρι σχεδοάν πεάφτει επαάνω μας… Κοιτωά το προάσωποά του και ανατριχιαάζω. “Δεν σε εάχω δει εδωά και καιροά.” Μουγκριάζει και μου εάρχεται εμετοάς. “Χαάρρυ.” Τσιριάζω και αυτοάς γυριάζει, του παιάρνει μοναάχα μια στιγμηά να θυμηθειά πως ειάναι το ιάδιο αγοάρι που ειάχε προσπαθηάσει να καάνει κιάνηση πριν καιροά. “Φυάγε μακριαά της Νεάιλ.” Λεάει αποάτομα και ο Νεάιλ χλομιαάζει. Δεν πρεάπει να ειάχε δει τον Χαάρρυ πριν στριάψει στη γωνιάα. “ Δικοά μου λαάθος Σταάιλς.” Ο Νεάιλ λεάει και απομακρυάνεται. “Ευχαριστωά.” Ψιθυριάζω στο Χαάρρυ. Τυλιάγει το χεάρι του γυάρω αποά το δικοά μου και ξεκλειδωάνει την ποάρτα.
249
“Θα εάπρεπε απλαά να τον βαρεάσω, εάτσι;” Ο Χαάρρυ λεάει καθωάς καάθομαι στο κρεβαάτι. “Οάχι! Δεν θα εάπρεπε.” Παρακαλωά. Δεν μπορωά να πω αν μιλαάει σοβαραά αλλαά δεν θεάλω να μαάθω. Αρπαάζει το τηλεκοντροάλ αποά το ντουλαάπι και ανοιάγει την τηλεοάραση πριν μου πεταάξει εάνα κοντομαάνικο μπλουζαάκι και εάνα του μποξεραάκι. Βγαάζω το παντελοάνι και φοραάω το μποξεραάκι, γυριάζονταάς το μερικεάς φορεάς στην κορυφηά. “Θα μπορουάσα ιάσως να φορεάσω το μπλουζαάκι που φορουάσες σηάμερα;” Δεν ειάχα συνειδητοποιηάσει ποάσο περιάεργο ακουάγεται μεάχρι που οι λεάξεις ακουάστηκαν δυναταά. “Τι;” χαμογελαάει ειρωνικαά. “Εγωά… λοιποάν.. Ξεάχασεά το. Δεν ηάξερα τι εάλεγα.” Λεάω ψεάματα. Θεάλω να φορεάσω το βρωάμικο μπλουζαάκι σου επειδηά μυριάζει ωραιάα; Αυτοά ακουάγεται περιάεργο και τρελοά. Γελαάει και μαζευάει το μπλουζαάκι του αποά το παάτωμα και προχωραά προς το μεάρος μου. “Οριάστε μωροά μου.” Λεάει και μου διάνει το φορεμεάνο μπλουζαάκι. Χαιάρομαι που δεν με εάκανε να ντραπωά παραπαάνω, αλλαά ακοάμα νιωάθω καάπως ανοάητη. “Ευχαριστωά.” Λεάω καάπως τσιριχταά και βγαάζω το μοβ μου μπλουζαάκι και το σουτιεάν, αντικαθιστωάντας τα με το μπλουζαάκι του. Μυριάζει τοάσο υπεάροχα οάσο ηάξερα πως θα μυριάζει… Τα μαάτια του μαλακωάνουν καθωάς με κοιταάζει. “Ειάσαι οάμορφη.” Λεάει και κοιταά αλλουά. Πιστευάω πως δεν ηάθελε να πεις τις λεάξεις δυναταά, καάτι που καάνει την καρδιαά μου να λιωάνει ακοάμα περισσοάτερο. Του χαμογελαάω και καάνω εάνα βηάμα προς το μεάρος του. “Το ιάδιο και εσυά.” Τον κολακευάω και τα μαάγουλαά του κοκκινιάζουν. “Αρκεταά με αυτοά.” Γελαάει. “ Τι ωάρα πρεάπει να ξυπνηάσεις το πρωιά;” Ρωταάει και καάθεται στο κρεβαάτι, καάνοντας ζαάπινγκ στη τηλεοάραση. “Πεάντε, αλλαά θα ρυθμιάσω το δικοά μου ξυπνητηάρι.” “Πεάντε; Πεάντε το πρωιά; Το πρωάτο σου μαάθημα ειάναι ποάτε, στις εννιαά; Γιατιά σηκωάνεσαι τοάσο νωριάς;”
250
“Δεν ξεάρω, απλαά για να ετοιμαστωά, φανταάζομαι;” Χτενιάζω με τη χτεάνα τα μαλλιαά μου. “Λοιποάν, ας σηκωθουάμε στις επταά, το σωάμα μου δεν λειτουργειά πριν τις επταά.” Μου λεάει και μουγκριάζω. Ο Χαάρρυ και εγωά ειάμαστε τοάσο διαφορετικοιά. “Εάξι και μισηά;” Προσπαθωά να συμβιβαστωά. “Καλαά, εάξι και μισηά.” Συμφωνειά. Περαάσαμε το υποάλοιπο αποάγευμα βλεάποντας τυχαιάα σοάου στη τηλεοάραση μεάχρι που ο Χαάρρυ κοιμηάθηκε στην αγκαλιαά μου, τα δαάχτυλαά μου να χαιϊδευάουν τα μαλλιαά του. Γλιστρωά και ξαπλωάνω διάπλα του, προσπαθωάντας να μην τον ξυπνηάσω. “ Τες;” αναστεναάζει και κουναάει τα χεάρια του μπροσταά του σαν να προσπαθειά να με βρει. “Εδωά.” Ψιθυριάζω αποά πιάσω του, γυρναάει πλευροά και τυλιάγει το χεάρι του γυάρω μου πριν πεάσει ξαναά για υάπνο. Λεάει οάτι κοιμαάται καλυάτερα οάταν ειάμαι κονταά του, το ιάδιο ισχυάει και για εμεάνα. … Το εποάμενο πρωιά το ξυπνητηάρι μου χτυπαά στις εάξι και μισηά και βιαάζομαι προσπαθωάντας να φορεάσω τα χθεσιναά ρουάχα και να σηκωάσω και να ντυάσω το Χαάρρυ. Ειάναι τοάσο δυάσκολος να ξυπνηάσει. Νιωάθω μπερδεμεάνη και απροετοιάμαστη αλλαά φταάνουμε στο δωμαάτιοά μου στις 7:15, καάτι που μου διάνει αάφθονο χροάνο να αλλαάξω και να βουρτσιάσω τα μαλλιαά μου και τα δοάντια μου ξαναά. Η Στεφ κοιμαάται οάσο ειάμαστε εκειά και αποτρεάπω το Χαάρρυ αποά το να της ριάξει εάνα ποτηάρι νεροά στο κεφαάλι για να ξυπνηάσει. Ο Χαάρρυ δεν καάνει κανεάνα αγενεάς σχοάλια καθωάς φοραάω μιάα αποά τις μακριεάς μου φουάστες και εάνα σκεάτο μπλε μπλουζαάκι. “Βλεάπεις, ειάναι μοάλις οχτωά, εάχουμε ειάκοσι λεπταά πριν χρειαστειά να φυάγουμε για να περπατηάσουμε μεάχρι την καφετεάρια.” Ο Χαάρρυ καυχιεάται. “Περπατηάσουμε;” “Ναι, νοάμιζα πως θα μπορουάσα να περπατηάσω μεάχρι εκειά μαζιά σου; Αν οάχι και αυτοά ειάναι μια χαραά.” Λεάει και κοιταάζει αλλουά. “Ναι, φυσικαά κανεάνα προάβλημα.”Απλαά δεν ειάμαι συνηθισμεάνη σε οάτι κι αν ειάναι αυτοά που εάχει αλλαάξει μεταξυά μας. Θα ειάναι ωραιάο να μην χρειαάζεται να αποφευάγω το Χαάρρυ, ηά να ανησυχωά μηάπως τον πετυάχω τυχαιάα.
251
Τι θα πιστεάψει ο Λιάαμ; Θα το πουάμε στον Λιάαμ; “Τι θα καάνουμε με τα ειάκοσι λεπταά μας;” Χαμογελαάω. “Εάχω μερικεάς ιδεάες.” Τα χειάλη του γυριάζουν σε εάνα πονηροά χαμοάγελο και με τραβαάει επαάνω του. “Η Στεφ ειάναι εδωά.” Του υπενθυμιάζω ενωά ρουφαάει το δεάρμα καάτω αποά το αυτιά μου. “Το ξεάρω, απλαά φιλιοάμαστε.” Γελαάει και πιεάζει τα χειάλη του στα δικαά μου. Φευάγουμε πριν ξυπνηάσει η Στεφ και ο Χαάρρυ προσφεάρεται να κουβαληάσει την τσαάντα μου καάτι που ειάναι μια ωραιάα αλλαά απροάσμενη χειρονομιάα. “Πουά ειάναι τα βιβλιάα σου;” τον ρωταάω. “Δεν τα φεάρνω. Απλαά δανειάζομαι εάνα καάθε μεάρα, σε καάθε μαάθημα. Με αποτρεάπει αποά το να χρειαάζεται να κουβαλωά μιάα τεάτοια.” Λεάει και δειάχνει την τσαάντα μου στον ωάμο του. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου και γελαάω μαζιά του. Οάταν φταάνουμε στην καφετεάρια ο Λιάαμ γεάρνει παάνω στον παάγκο και φαιάνεται εάκπληκτος που βλεάπει το Χαάρρυ και εμεάνα μαζιά. Του ριάχνω εάνα “θα σου τα εξηγηάσω οάλα αργοάτερα” υάφος και χαμογελαάει. “Λοιποάν, καλυάτερα να πηγαιάνω, εάχω μαθηάματα να κοιμηθωά.” Ο Χαάρρυ λεάει και γνεάφω. Δεν ειάμαι σιάγουρη αν πρεάπει να τον αγκαλιαάσω; Αφηάνει την τσαάντα μου και τυλιάγει το χεάρι του γυάρω αποά τη μεάση μου, τραβωάντας με στο στηάθος του πριν με φιληάσει. Δεν το περιάμενα αυτοά. Τον φιλωά και εγωά και με απελευθερωάνει. “Τα λεάμε αργοάτερα.” Λεάει με εάνα ειρωνικοά χαμοάγελο και κοιταάζει τον Λιάαμ. Αυτοά δεν μπορουάσε να ειάναι πιο αάβολο. Το στοάμα του Λιάαμ ειάναι ανοιχτοά κυριολεκτικαά μεάχρι το παάτωμα και εγωά ειάμαι ντροπιασμεάνη αποά την τολμηρηά κιάνηση του Χαάρρυ. “Αμμ… συγνωάμη για αυτοά.” Δεν με ενδιαφεάρουν και πολυά οι δημοάσιες επιδειάξεις φροντιάδας. Ο Νοάα και εγωά δεν εάχουμε καάνει ποτεά καάτι τεάτοιο, εκτοάς αποά τοάτε που προσπαάθησα να τον φιληάσω στο εμπορικοά για να διωάξω τον Χαάρρυ αποά το μυαλοά μου. “Εάχω πολλαά να σου πω.” Κοκκινιάζω και ο Λιάαμ σηκωάνει την τσαάντα μου.
252
Chapter 59 Εξηγωά στο Λιάαμ οάτι εγωά και ο Νοάα χωριάσαμε και πως δεν ειάμαι σιάγουρη πωάς να αποκαλεάσω τη σχεάση μου με το Χαάρρυ. Νομιάζω οάτι βγαιάνουμε, αλλαά δεν εάχουμε ακριβωάς συζητηάσει τους τεχνικουάς οάρους. Μεάνει σιωπηλοάς την περισσοάτερη ωάρα. “Το ξεάρω οάτι σε εάχω ηάδη προειδοποιηάσει, οποάτε δεν θα το καάνω ξαναά. Αλλαά παρακαλωά απλαά να ειάσαι προσεκτικηά μαζιά του. Θα παραδεχτωά οάτι μοιαάζει να του αρεάσεις πολυά, τοάσο οάσο μπορειά να του αρεάσει καάποιος μιας και ειάναι ο Χαάρρυ.” Μου λεάει ενωά καθοάμαστε στις θεάσεις μας.
253
“Σε ευχαριστωά.” Σημαιάνει πολλαά για εμεάνα που παραά το γεγονοάς οάτι δεν συμπαθειά τον Χαάρρυ καάνει οάτι μπορειά να με καταλαάβει και να με στηριάξει. Καθωάς περπατωά στο τριάτο μου μαάθημα οά καθηγητηάς της Κοινωνιολογιάας μου, μου καάνει νευάμα να παάω στην εάδρα του. “ Μοάλις με ειδοποιάησαν να σου πω πως σε ζηάτησαν αποά το γραφειάο του πρυάτανη.” Μου λεάει. Τι; Γιατιά; Για μια στιγμηά ξεάχασα πως ο πατεάρας του Χαάρρυ ειάναι ο πρυάτανης. Ηρεμωά καάπως αλλαά μεταά αγχωάνομαι ξαναά. Τι μπορειά να χρειαάζεται; Το ξεάρω οάτι το κολεάγιο δεν λειτουργειά οάπως ακριβωάς και το λυάκειο, αλλαά νιωάθω λες και με φωάναξαν στο γραφειάο του διευθυντηά, μοάνο που ο διευθυντηάς τυχαιάνει να ειάναι ο πατεάρας του… αγοριουά μου; “ Oh ok.” Απαντωά τελικαά. “Θα εξεταάσουμε απλαά το φαινοάμενο της φυσικηάς επιλογηάς. Ειάμαι σιάγουρος πως εάχεις ηάδη καάνει την εργασιάα.” Χαμογελαάει και γνεάφω. Μου αρεάσει οάταν οι καθηγητεάς αναγνωριάζουν τη σκληρηά μου δουλειαά. Βαάζω την τσαάντα στον ωάμο μου και προχωρωά μεάχρι το γραφειάο της διευάθυνσης. Ειάναι αρκεταά μακριαά και μου παιάρνει παάνω αποά μισηά ωάρα μεάχρι να φταάσω εκειά. Πραγματικαά χρειαάζεται να αγοραάσω αυτοκιάνητο, αυτηά την εβδομαάδα. Θα πρεάπει να παάω πιο μακριαά αποά το χωάρο του Πανεπιστημιάου για να μην με κλεάψουν στα χρηάματα αλλαά δεν μπορωά να περαάσω αάλλη μιάα εβδομαάδα χωριάς αυτοκιάνητο. Διάνω στη γραμματεάα στο μπροστινοά γραφειάο το οάνομαά μου και αυτηά σηκωάνει γρηάγορα το τηλεάφωνο. Δεν μπορωά να ακουάσω τιάποτα εκτοάς αποά “Δοάκτωρ Σταάιλς” Μα φυσικαά ο Κεν θα ειάχε διδακτορικοά τιάτλο. “Ειάναι εάτοιμος για εσεάνα.” Χαμογελαάει και δειάχνει την ξυάλινη ποάρτα απεάναντι στο διαάδρομο. Πριν προλαάβω να χτυπηάσω, η ποάρτα ανοιάγει με εάνα τριάξιμο και ο Κεν με υποδεάχεται με εάνα χαμοάγελο. “Τεάσσα σε ευχαριστωά που ηάρθες.” Λεάει και καάνει νοάημα να καθιάσω. Καάθεται στη μεγαάλη περιστρεφοάμενη καρεάκλα πιάσω αποά εάνα πολυά μεγαάλο γραφειάο αποά ξυάλο κερασιαάς. Νιωάθω πολυά πιο αάνετα με αυτοάν σε αυτοάτο γραφειάο αποά οάτι εάνιωσα ποτεά στο σπιάτι του. “Συγνωάμη που σε πηάρα αποά το μαάθημα, δεν ηάξερα πως αλλιωάς να εάρθω σε επαφηά μαζιά σου και ξεάρεις οάτι ο Χαάρρυ μπορειά να γιάνει… δυάσκολος.” Λεάει και γελαάω. “Δεν πειραάζει αληάθεια. Υπαάρχει καάποιο προάβλημα;” Ρωταάω ανηάσυχα.
254
“Οάχι, οάχι κανεάνα. Ειάναι μερικαά πραάγματα που θεάλω να συζητηάσω μαζιά σου. Θα ξεκινηάσω με την πρακτικηά σου, μιάλησα με τον φιάλο μου στην εταιριάα Vance και θα του αάρεσε πολυά να σε συναντηάσει, το συντομοάτερο. Αν ειάσαι ελευάθερη αυάριο αυτοά θα ηάταν το καλυάτερο.” Λεάει. “Αληάθεια!” Ξεφωνιάζω, η τοάση χαραά που νιωάθω με καάνει να σηκωθωά αποά την καρεάκλα. Καταλαβαιάνω πως ειάναι περιάεργο που στεάκομαι οάρθια, οποάτε καάθομαι βιαστικαά ξαναά. “Αυτοά ειάναι τοάσο υπεάροχο, ευχαριστωά παάρα πολυά! Δεν εάχετε ιδεάα ποάσο πολυά το εκτιμωά!” του λεάω. Αυταά ειάναι τοάσο ωραιάα νεάα, δεν το πιστευάω οάτι το εάκανε αυτοά για εμεάνα. “Πραγματικαά ειάναι ευχαριάστηση μου Τεάσσα. Να του πω οάτι θα πας αυάριο;” Ρωταάει. Δεν θεάλω στα αληάθεια να χαάσω καάποιο μαάθημα αλλαά αυτοά αξιάζει και ειάμαι πιο μπροσταά εάτσι και αλλιωάς. “Ναι αυτοά θα ηάταν υπεάροχο. Ευχαριστωά ξαναά Ουαάου.” Λεάω και αυτοάς γελαάει. “Τωάρα για το δευάτερο, αν πεις οάχι δεν υπαάρχει κανεάνα προάβλημα. Ειάναι περισσοάτερο εάνα προσωπικοά αιάτημα, ηά χαάρη φανταάζομαι. Η πρακτικηά σου στην εταιριάα Vance δεν θα επηρεαστειά καθοάλου αν αρνηθειάς.” Γνεάφω και συνεχιάζει. “Δεν ειάμαι σιάγουρος αν ο Χαάρρυ σου εάχει πει οάτι η Καάρεν και εγωά παντρευοάμαστε την εποάμενη εβδομαάδα.” “Το ηάξερα οάτι ο γαάμος ηάταν κονταά.” Του λεάω. Δεν ηάξερα οάτι ηάταν τοάσο κονταά. Οι σκεάψεις μου γυρναάνε τοάτε που ο Χαάρρυ διεάλυσε το σπιάτι τους και ηάπιε εάνα σχεδοάν ολοάκληρο μπουκαάλι σκοάτς. “Αναρωτιοάμουν αν υπαάρχει καάποιος τροάπος… που θα μπορουάσες να πειάσεις τον Χαάρρυ να εάρθει.” Τα μαάτια του φευάγουν αποά τα δικαά μου και κοιταάζει επιάμονα τον τοιάχο.“ Το ξεάρω οάτι αυτοά υπερβαιάνει τα οάριαά μου αλλαά δεν θα μου αάρεσε καθοάλου να μην ειάναι παροάν και ειλικριναά, πιστευάω πως ειάσαι η μοάνη που θα μπορουάσε να τον πειάσει να εμφανιστειά. Τον εάχω ρωτηάσει μερικεάς φορεάς αλλαά λεάει αμεάσως οάχι.” Παιάρνει αναάσα. Δεν εάχω ιδεάα τι να του πω, θα μου αάρεσε πολυά να παάω τον Χαάρρυ στο γαάμο του πατεάρα του αλλαά αμφιβαάλλω για το αν θα με ακουάσει. Γιατιά οάλοι φαιάνεται να πιστευάουν πως θα το καάνει; Θυμαάμαι οάταν που ο Κεν μου ειάπε πως πιστευάει οάτι ο Χαάρρυ ειάναι ερωτευμεάνος μαζιά μου. Παραά λιάγο να γελαάσω ξαναά στη σκεάψη. “Θα του μιληάσω σιάγουρα. Θα μου αάρεσε πολυά αν πηάγαινε.” Του λεάω ειλικριναά. “Αληάθεια; Ευχαριστωά παάρα πολυά Τεάσσα. Ευάχομαι να μην νιωάθεις πιεσμεάνη να πεις ναι. Ανυπομονωά να σας δω και τους δυάο εκειά.” Χαμογελαάει. Εάνας γαάμος με τον Χαάρρυ; Η ιδεάα ακουάγεται τοάσο ωραιάα, ο Χαάρρυ θα ειάναι δυάσκολος να πειστειά. “ Η
255
Καάρεν σε συμπαθειά πολυά, το αποάλαυσε πραγματικαά που ηάσουν μαζιά μας το Σαββατοκυάριακο. Ειάσαι ευπροάσδεκτη οάποτε θεάλεις.” “Το αποάλαυσα και εγωά πραγματικαά που ηάμουν εκειά, ιάσως μπορωά να εάρθω σε επαφηά μαζιά της για εκειάνα τα μαθηάματα ψησιάματος που προάτεινε.” Γελαάω και γελαάει και αυτοάς πνιχταά. Μοιαάζει τοάσο πολυά στον Χαάρρυ οάταν γελαάει καάτι που ζεσταιάνει την καρδιαά μου. Ο πατεάρας του Χαάρρυ θεάλει τοάσο απελπισμεάνα να φτιαάξει μια σχεάση με τον θυμωμεάνο, διαλυμεάνο γιο του που μου ραγιάζει την καρδιαά. Αν υπαάρχει καάτι που μπορωά να καάνω για να βοηθηάσω τον Κεν, θα το καάνω σιάγουρα. “Θα της αάρεσε πολυά αυτοά! Εάλα οάποτε θεληάσεις.” Λεάει και σηκωάνομαι. “Ευχαριστωά και παάλι που με βοηθηάσατε με την πρακτικηά μου. Σημαιάνει τοάσα πολλαά για εμεάνα.” Του λεάω. “Κοιάταξα τους βαθμουάς σου μεάχρι τωάρα και ηάταν πολυά εντυπωσιακοιά. Πιστευάω πως ο Χαάρρυ μπορειά να μαάθει πολλαά αποά εσεάνα.” Λεάει με τα πραάσινα μαάτια του γεμαάτα ελπιάδα. Νιωάθω τα μαάγουλαά μου να κοκκινιάζουν καθωάς χαμογελαάω και τον αποχαιρετωά. Οάταν πια φταάνω πεάρα αποά χωάρο του Πανεπιστημιάου στην ταάξη της Λογοτεχνιάας, μου εάχουν μειάνει μοναχαά πεάντε λεπταά μεάχρι να αρχιάσει το μαάθημα. Ο Χαάρρυ βριάσκεται στην παλιαά του θεάση και δεν μπορωά ελεάγξω το χαμοάγελο στο προάσωποά μου. “Κραάτησες το δικοά σου μεάρος της συμφωνιάας, και αυτοά εάκανα και εγωά.” Ανταποδιάδει το χαμοάγελο. Χαιρετωά τον Λιάαμ και καάθομαι στη θεάση μου αναάμεσαά τους. “Γιατιά αάργησες τοάσο;” Ο Χαάρρυ ψιθυριάζει καθωάς ο καθηγητηάς αρχιάζει το μαάθημα. “Θα σου πω μεταά το μαάθημα.” Χαμογελαάω. Ξεάρω πως αν το αναφεάρω τωάρα θα καάνει σκηνηά μες στη μεάση της ταάξης. “Πες μου” “Σου ειάπα θα σου πω μεταά το μαάθημα. Δεν ειάναι καάτι σοβαροά.” Του υποάσχομαι. Αναστεναάζει αλλαά δεν το συνεχιάζει. Οάταν το μαάθημα τελειωάνει, ο Χαάρρυ και ο Λιάαμ σηκωάνονται και ο δυάο και δεν ξεάρω σε ποιοάν θα πρεάπει να μιληάσω. Συνηάθως μιλωά με το Λιάαμ μεταά το μαάθημα και βγαιάνουμε αποά την ταάξη μαζιά, αλλαά τωάρα ο Χαάρρυ γυάρισε και δεν ειάμαι σιάγουρη.
256
“Ισχυάει ακοάμα οάτι θα εάρθεις με εμεάνα και την Ντανιεάλ στη γιορτηά την Παρασκευηά; Σκεφτοάμουν πως θα μπορουάσες να εάρθεις για δειάπνο πρωάτα. Ξεάρω πως της μαμαάς μου θα της αάρεσε πολυά αυτοά.” Ο Λιάαμ λεάει πριν ο Χαάρρυ μπορεάσει να μιληάσει. “Ναι φυσικαά και ισχυάει ακοάμα. Το δειάπνο ακουάγεται υπεάροχο, απλαά ενημεάρωσε με για τις λεπτομεάρειες και θα ειάμαι εκειά.” Χαμογελαάω. Ανυπομονωά να γνωριάσω την Ντανιεάλ, καάνει το Λιάαμ χαρουάμενο και για αυτοά την αγαπωά ηάδη. “Θα σου στειάλω.” Λεάει και απομακρυάνεται. “Θα σου στειάλω.” Ο Χαάρρυ κοροιϊδευάει και στριφογυριάζω τα μαάτια μου. “Μην τον κοροιϊδευάεις.” Προειδοποιωά. “Oh ναι, ξεάχασα ποάσο θυμωάνεις. Σε θυμαάμαι που παραλιάγο να χιμηάξεις στη Μοάλλυ παάνω αποά το τραπεάζι του εστιατοριάου οάταν σε θυάμωσε.” Γελαάει και σκουντωά τον ωάμο του. “Το εννοωά Χαάρρυ, ας τον ηάσυχο. Παρακαλωά.” Προσθεάτω για να ελαφρυάνω την ατμοάσφαιρα. “Μεάνει με τον μπαμπαά μου, δικαιουάμαι να τον κοροιϊδευάω.” Μου χαμογελαάει και γελαάω. Καθωάς βγαιάνουμε αποά το κτηάριο αποφασιάζω πως ειάναι τωάρα ηά ποτεά. “Μιλωάντας για τον μπαμπαά σου…” Κοιτωά πεάρα και ειάναι ηάδη τσιτωμεάνος. “Εκειά ηάμουν σηάμερα. Στο γραφειάο του, εάχει κανονιάσει μια συνεάντευξη για εμεάνα στην εταιριάα Vance αυάριο. Δεν ειάναι υπεάροχο;” “Τι εάκανε;” Χλευαάζει. Και ξεκιναάμε. “Κανοάνισε μια συνεάντευξη για εμεάνα. Ειάναι υπεάροχη ευκαιριάα για εμεάνα Χαάρρυ.” Τον παρακαλωά να με καταλαάβει. “Καλαά.” Αναστεναάζει. “Ειάναι και καάτι αάλλο.” Προσθεάτω. “Φυσικαά υπαάρχει και αάλλο…” “Με προσκαάλεσε στο γαάμο το εποάμενο Σαββατοκυάριακο… λοιποάν μας. Μας προσκαάλεσε στο γαάμο.” Τραυλιάζω και με κοιταά επιάμονα.
257
“Οάχι, δεν θα παάω. Τεάλος συζηάτησης.” Γυρναά να περπατηάσει μακριαά αποά εμεάνα. “Περιάμενε, απλαά αάκουσεά με. Παρακαλωά;” Προσπαθωά να πιαάσω τον καρποά του αλλαά τραβιεάται. “Οάχι. Στα αληάθεια πρεάπει να μειάνεις εάξω αποά αυτοά Τεάσσα, δεν καάνω πλαάκα. Κοιταά τη δικηά σου δουλειαά για μια φοραά.” Λεάει αποάτομα και κατσουφιαάζω. “Χαάρρυ…” Λεάω αάλλη μιάα φοραά αλλαά δεν μου διάνει σημασιάα. Περπαταάει μακριαά προς το χωάρο του παρκινγκ. Τα ποάδια μου εάχουν μαρμαρωάσει, και με κραταάνε αποά το να τον ακολουθηάσω. Παρακολουθωά καθωάς το λευκοά του αμαάξι βγαιάνει αποά το παρκινγκ. Αντιδραά υπερβολικαά και εγωά δεν προάκειται να το αφηάσω να με επηρεαάσει. Χρειαάζεται καάποιον χροάνο να ηρεμηάσει πριν μιληάσουμε ξαναά. Το ηάξερα πως δεν θα ηάθελε να παάει αλλαά ευχοάμουν τουλαάχιστον να ηάθελε να το συζητηάσει. Ποιοάν κοροιϊδευάω; Αρχιάσαμε αυτοά το “παραπαάνω” πραάγμα μοάλις δυάο μεάρες πριν. Δεν ξεάρω γιατιά συνεχιάζω να περιμεάνω πως τα πραάγματα θα ειάναι τοάσο πολυά διαφορετικαά. Ειάναι στα ιάδια πλαιάσια, ο Χαάρρυ ειάναι πιο καλοάς μαζιά μου την περισσοάτερη ωάρα, και με φιλαάει σε δημοάσιο χωάρο καάτι που ηάταν πραγματικαά εάκπληξη. Παροάλα αυταά, Χαάρρυ ο ειάναι ακοάμα ο ουσιαστικοάς Χαάρρυ και ειάναι πεισματαάρης και εάχει προβληάματα συμπεριφοραάς. Αναστεναάζοντας, βαάζω την τσαάντα στον ωάμο μου και περπατωά πιάσω στο δωμαάτιοά μου. H Στεφ καάθεται σταυροποάδι στο παάτωμα και κοιταά την τηλεοάρασηά της οάταν μπαιάνω στο δωμαάτιο. “Που ηάσουν χθες βραάδυ; Δεν το συνηθιάζεις να μεάνει εάξω βραάδυ καθημερινηάς μικρηά μου.” Με πειραάζει και στριφογυριάζω τα μαάτια μου παιχνιδιαάρικα. “Ηάμουν… εάξω” Της λεάω. Δεν ξεάρω αν πρεάπει να της πω οάτι εάμεινα με το Χαάρρυ. “Με τον Χαάρρυ.” Προσθεάτει και κοιτωά αλλουά. “Ξεάρω οάτι ηάσουν μαζιά του, μου ζηάτησε το νουάμεροά σου τοάτε εάφυγε αποά το κτηάριο του μποάουλινγκ και δεν ξαναά γυάρισε πιάσω.” Δηλωάνει. “Μην το πεις σε κανεάναν, δεν ξεάρω ουάτε εγωά η ιάδια ακριβωάς τι συμβαιάνει.” Της λεάω. Υποάσχεται να μην πει τιάποτα σε κανεάναν. Περαάσαμε το υποάλοιπο αποάγευμα συζητωάντας για αυτηά και τον Τριάσταν πριν αυτοάς περαάσει να την παάρει για δειάπνο. Οάταν φταάνει στο δωμαάτιο τη φιλαάει με το που ανοιάγει την ποάρτα, της κραταά το χεάρι καθωάς μαζευάει τα πραάγματαά της και της χαμογελαάει οάλη την ωάρα. Γιατιά δεν μπορειά ο Χαάρρυ να ειάναι εάτσι μαζιά μου; Δεν εάχω καθοάλου νεάα του Χαάρρυ τις τελευταιάες ωάρες αλλαά δεν θεάλω να ειάμαι εγωά η πρωάτη που θα στειάλει. Καθοάλου σοβαροά, το ξεάρω αλλαά δεν με νοιαάζει. Τελειωάνω τα μαθηάματαά μου και μαζευάω τα πραάγματαά μου για να
258
παάω για μπαάνιο. Το κινητοά μου δονειάται καθωάς φταάνω στην ποάρτα. Πηδωά αποά τη χαραά μου με το που βλεάπω το οάνομα του Χαάρρυ. *Θα μειάνεις μαζιά μου αποάψε;* Γραάφει το μηάνυμα. Δεν μου εάχει μιληάσει για ωάρες και θεάλει να μειάνω μαζιά του; Ξαναά; *Γιατιά; Ωάστε να μπορεάσεις να ειάσαι κοάπανος μαζιά μου;* απανταάω. Θεάλω να τον δω αλλαά ειάμαι ακοάμη ενοχλημεάνη. *Εάρχομαι, ετοιμαάσου.* στεάλνει. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου στον αυταρχικοά του τοάνο αλλαά δεν μπορωά να μην νιωάθω ενθουσιασμεάνη που θα τον δω. Τρεάχω καάτω και καάνω μπαάνιο ωάστε να μην χρειαστειά να καάνω εάνα στο σπιάτι της αδελφοάτητας ξαναά. Οάταν τελειωάνω, εάχω ελαάχιστο χροάνο για να μαζεάψω τα ρουάχα μου για αυάριο. Τρεάμω στη ιδεάα οάτι θα παάρω το λεωφορειάο για να παάω στη εταιριάα Vance, ειάναι μισηά ωάρα διαδρομηά. Διπλωάνω τα ρουάχα μου οάμορφα στην τσαάντα οάταν ο Χαάρρυ ανοιάγει την ποάρτα, χωριάς να χτυπηάσει φυσικαά. “Εάτοιμη;” Ρωταάει και παιάρνει το τσανταάκι μου αποά το τραπεάζι. Γνεάφω και τοποθετωά την τσαάντα στον ωάμο μου ακολουθωάντας τον εάξω. Περπαταάμε μεάχρι το αυτοκιάνητοά του σιωπηλαά, ευάχομαι το υποάλοιπο βραάδυ να μην συνεχιάσει εάτσι.
259
Chapter 60 Ο Χαάρρυ βγαιάνει αποά το χωάρο του παρκινγκ και εγωά κοιταάζω εάξω αποά το παραάθυρο του συνοδηγουά, δεν θεάλω να μιληάσω πρωάτη. Πρεάπει να δω πως ειάναι η διαάθεσηά του πρωάτα. Ανοιάγει το ραδιοάφωνο και ανεβαάζει την εάνταση υπερβολικαά πολυά. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου αλλαά προσπαθωά να το αγνοηάσω, μοάνο που δεν μπορωά. Μισωά τα τραγουάδια που ακουάει, μου προκαλουάν αμεάσως πονοκεάφαλο. Χωριάς να ρωτηάσω κλειάνω το ραδιοάφωνο και ο Χαάρρυ κοιταά προς τα εμεάνα. “Τι?” λεάω αποάτομα “Οουά, καάποιος ειάναι λιγαάκι νευριασμεάνος” λεάει. “Οάχι, απλαά δεν ηάθελα να ακουάσω αυταά τα τραγουάδια και αν καάποιος δεν ειάναι σε καληά διαάθεση αυτοάς ειάσαι εσυά. Ηάσουν αγενηάς μαζιά μου νωριάτερα, μεταά μου στεάλνεις και μου ζηταάς να μειάνω μαζιά σου, δεν το καταλαβαιάνω” “Ηάμουν νευριασμεάνος επειδηά ανεάφερες το γαάμο, τωάρα που κανονιάστηκε πως δεν θα παάμε δεν υπαάρχει λοάγος να ειάμαι νευριασμεάνος” Ακουάγεται ηάρεμος και σιάγουρος. “Δεν κανονιάστηκε, δεν το συζητηάσαμε καν” “Ναι το συζητηάσαμε. Σου ειάπα πως δεν θα παάω οποάτε παραάτα το Τερεάσα.” “Λοιποάν, εσυά μπορειά να μην πας, αλλαά εγωά θα παάω. Και θα παάω και στο σπιάτι του μπαμπαά σου να μαάθω να ψηάνω με τη Καάρεν αυτηά την εβδομαάδα.” Του λεάω. Σφιάγγει το πιγουάνι του και με κοιταά επιάμονα. “Δεν θα πας στο γαάμο, και τι εσυά και η Καάρεν ειάστε κολλητεάς τωάρα. Ιάσα που την γνωριάζεις. Για ποιο λοάγο θες να πας στο γαάμο, εάτσι και αλλιωάς?” “Ναι θα παάω στον γαάμο, και τι σχεάση εάχει που την ξεάρω λιάγο. Και εσεάνα ιάσα που σε γνωριάζω.” Του λεάω. Σκυάβει το κεφαάλι και νιωάθω αάσχημα αλλαά αυτηά ειάναι η αληάθεια.
260
“Γιατιά ειάσαι τοάσο δυάσκολη?” Λεάει μεάσα αποά τα δοάντια του. “Επειδηά δεν προάκειται να μου λες τι να καάνω Χαάρρυ. Δεν προάκειται να γιάνει αυτοά. Αν θεάλω να παάω στο γαάμο θα παάω και πραγματικαά θα μου αάρεσε αν ερχοάσουν μαζιά μου. Θα εάχει πλαάκα, μπορειά ακοάμη και να περαάσεις καλαά. Θα σηάμαινε πολλαά στον πατεάρα σου και στην Καάρεν , οάχι οάτι σε νοιαάζει αυτοά.” Δεν λεάει τιάποτα. Αφηάνει μια βαθιαά εκπνοηά και εγωά κοιτωά ξαναά εάξω αποά το παραάθυρο. Περαάσαμε την υποάλοιπη διαδρομηά στην σιωπηά , και οι δυο μας πολυά θυμωμεάνοι για να μιληάσουμε. Οάταν παρκαάρει στο σπιάτι της αδελφοάτητας, ο Χαάρρυ αρπαάζει την τσαάντα μου αποά το πιάσω καάθισμα και την βαάζει στον ωάμο του. “Γιατιά ειάσαι μεάλος της αδελφοάτητας ουάτως ηά αάλλως?” Τον ρωταάω ηάθελα να μαάθω την απαάντηση αποά την πρωάτη φοραά που ανακαάλυψα το δωμαάτιο του. Παιάρνει αάλλη μιάα βαθιαά αναάσα καθωάς ανεβαιάνουμε τα σκαλιαά. “Γιατιά, οάταν συμφωάνησα να εάρθω εδωά τα δωμαάτια ηάταν γεμαάτα και δεν υπηάρχε περιάπτωση να μειάνω με τον πατεάρα μου, οποάτε αυτηά ηάταν μιάα αποά τις λιάγες επιλογεάς που ειάχα.” “Τοάτε γιατιά να μειάνεις;” “Γιατιά δεν ηάθελα να μειάνω με τον πατεάρα μου Τεάσσα. Εξαάλλου, κοιάτα το σπιάτι, ειάναι ωραιάο και πηάρα το μεγαλυάτερο δωμαάτιο.” Χαμογελαάει λιγαάκι πονηραά. Χαιάρομαι που βλεάπω πως ο θυμοάς του χαάνεται. “Γιατιά δεν εάμεινες καάπου κονταά στο Πανεπιστηάμιο;” Τον ρωταάω και αυτοάς ανασηκωάνει τους ωάμους. Ιάσως δεν θεάλει να ειάναι αναγκασμεάνος να βρει δουλειαά. Τον ακολουθωά ηάρεμη μεάχρι το δωμαάτιοά του και περιμεάνω μεάχρι να ξεκλειδωάσει την ποάρτα. Ποιο ειάναι το προάβλημαά του και η εμμονηά του αυτηά με το να μην μπαιάνει κανειάς στο δωμαάτιοά του. “Γιατιά δεν αφηάνεις κανεάναν να μπει στο δωμαάτιοά σου;” Ρωταάω και στριφογυριάζει τα μαάτια του. Αφηάνει την τσαάντα μου στο παάτωμα. “Γιατιά καάνεις παάντα τοάσες πολλεάς ερωτηάσεις;” Γρυλιάζει και καάθεται στην καρεάκλα. “Δεν ξεάρω, γιατιά δεν τις απανταάς;” Ρωταάω αλλαά φυσικαά με αγνοειά. “Μπορωά να κρεμαάσω τα ρουάχα μου για αυάριο; Δεν θεάλω να τσαλακωθουάν πολυά που ειάναι μεάσα στην τσαάντα.”
261
Φαιάνεται να το σκεάφτεται για λιάγο πριν μου γνεάψει και σηκωθειά για να βγαάλει μια κρεμαάστρα αποά την ντουλαάπα. Πιαάνω τη φουάστα και τη μπλουάζα αποά τη τσαάντα και τα κρεμωά μαζιά στην κρεμαάστρα, αγνοωάντας τη ξινηά του εάκφραση για τα ρουάχα. “Θα πρεάπει να ξυπνηάσω πιο νωριάς αποά οάτι συνηάθως αυάριο ωάστε να μπορεάσω να ειάμαι στη σταάση του λεωφορειάου στις 8:45, θα σταματηάσω στη σταάση μεταά αποά τρεις δροάμους και θα ειάμαι δυάο τετραάγωνα μακριαά αποά την εταιριάα Vance.” Τον ενημερωάνω. “Τι; Θα πας εκειά αυάριο; Γιατιά δεν μου το ειάπες;” “Στο ειάπα… αλλαά εσυά ηάσουν πολυά απασχολημεάνος με το να καάνεις μουάτρα που δεν εάδωσες σημασιάα.” Λεάω αποάτομα. “Θα σε παάω εγωά, δεν χρειαάζεται να καάνεις μιάα ωάρα δροάμο με το λεωφορειάο.” Δεν θεάλω να δεχτωά τη προσφοραά απλαά για τον ενοχληάσω αλλαά αποφασιάζω να μην το καάνω. Το αυτοκιάνητοά του ειάναι πολυά καλυάτερος τροάπος να φταάσω εκειά αποά εάνα γεμαάτο κοάσμο λεωφορειάο. “Θα αγοραάσω εάνα αυτοκιάνητο συάντομα, δεν μπορωά να αντεάξω παραπαάνω χωριάς αυτοά. Αν με δεχτουάν για την πρακτικηά, θα χρειαάζεται να παιάρνω το λεωφορειάο για εκειά τρεις φορεάς την εβδομαάδα.” “Θα σε πηγαιάνω εγωά.” Λεάει, η φωνηά του ειάναι σχεδοάν ψιάθυρος. “Θα παάρω απλαά το δικοά μου αυτοκιάνητο.”Του λεάω. “Το τελευταιάο που χρειαάζομαι ειάναι να θυμωάσεις μαζιά μου και να μην εάρθεις να με παάρεις.” “ Δεν θα το εάκανα ποτεά αυτοά.” Ακουάγεται σοβαροάς. “Ναι θα το εάκανες. Και τοάτε εγωά θα ειάχα κολληάσει εκειά προσπαθωάντας να βρω καάποια σταάση λεωφορειάου. Οάχι ευχαριστωά.” Αστειευάομαι καάπως. Ειλικριναά πιστευάω οάτι θα μπορουάσα να βασιστωά επαάνω του αλλαά δεν θεάλω να το διακινδυνευάσω, αλλαάζει τοάσο γρηάγορα διαάθεση. Ο Χαάρρυ ανοιάγει την τηλεοάραση και σηκωάνεται να αλλαάξει τα ρουάχα του. Οάσο ενοχλημεάνη και αν ειάμαι μαζιά του, δεν θα απεάρριπτα ποτεά μια ευκαιριάα να τον δω να ξεντυάνεται. Βγαάζει το μπλουζαάκι του πρωάτα, και τοάτε κοιτωά τους μυάες του να προβαάλλουν καάτω αποά το δεάρμα του καθωάς ξεκουμπωάνει και κατεβαάζει το μαυάρο του κολλητοά τζιν. Ενωά πιστευάω οάτι θα μειάνει να φοραάει μοναχαά το μποξεραάκι, βγαάζει εάνα ζευγαάρι στενεάς βαμβακερεάς πυτζαάμες και τις φοραάει. Δεν φοραάει μπλουάζα, καλοά για εμεάνα. “Εάλα.” Μουρμουριάζει και μου διάνει το μπλουζαάκι που μοάλις εάβγαλε. Δεν μπορωά να διωάξω το χαμοάγελοά μου καθωάς το παιάρνω στα χεάρια μου. Αυτοά θα πρεάπει
262
να ειάναι καάτι δικοά μας τωάρα, πρεάπει να του αρεάσει οάταν φοραάω το μπλουζαάκι του στον υάπνο τοάσο οάσο μου αρεάσει το αάρωμαά του στο υάφασμα. Ο Χαάρρυ επικεντρωάνεται στη τηλεοάραση καθωάς ακολουθωά τις κινηάσεις του και μεάνοντας με το μπλουζαάκι του και μια φοάρμα γιοάγκας. Η φοάρμα ειάναι κολλητηά φτιαγμεάνη αποά συνθετικοά υλικοά αλλαά ειάναι αάνετη. Αφουά διπλωάσω το σουτιεάν και τα ρουάχα μου ο Χαάρρυ επιτεάλους κοιταά προς τα εμεάνα ξαναά. Καθαριάζει το λαιμοά του και τα μαάτια του σκαναάρουν το σωάμα μου. “Αυτηά αμμ… η φοάρμα ειάναι στα αληάθεια σεάξι.” Μου καάνει κομπλιμεάντο και εγωά κοκκινιάζω. “Ευχαριστωά.” “Πολυά καλυάτερη αποά τη χνουδωτηά γεμαάτη συάννεφα πυτζαάμα σου.” Με πειραάζει και γελαάω ενωά καάθομαι στο παάτωμα. Καταά περιάεργο τροάπο νιωάθω αρκεταά αάνετα σε αυτοά το δωμαάτιο. Ιάσως να φταιάνε τα βιβλιάα, ηά ο Χαάρρυ, δεν ειάμαι σιάγουρη. Ο Χαάρρυ. “Το εννοειάς αυτοά που ειάπες στο αυτοκιάνητο πως ιάσα που με γνωριάζεις;” Ρωταάει σιγαναά. Δεν την περιάμενα αυτηά την ερωάτηση. “Καταά καάποιον τροάπο. Δεν ειάσαι και ο πιο ευάκολος αάνθρωπος να γνωριάσει κανειάς.” Παραδεάχομαι. “Εγωά νιωάθω πως σε ξεάρω.” Λεάει τα μαάτια του καρφωμεάνα στα δικαά μου. “Ναι επειδηά σε αφηάνω να με μαάθεις, σου λεάω πραάγματα για εμεάνα.” “ Και εγωά σου λεάω πραάγματα. Μπορειά να μην σου φαιάνεται εάτσι , αλλαά με ξεάρεις καλυάτερα αποά τον καθεάνα.” Κοιταά στο παάτωμα και μεταά ξαναά στα μαάτια μου. Δειάχνει στενοχωρημεάνος και ευαιάσθητος, τοάσο διαφορετικοάς αποά τον συνηθισμεάνο Χαάρρυ αλλαά εξιάσου γοητευτικοάς. Δεν ειάμαι σιάγουρη για το τι πρεάπει να πω για την ομολογιάα του, νιωάθω οάντως πως ξεάρω τον Χαάρρυ σε εάνα πολυά προσωπικοά επιάπεδο, λες και ενωνοάμαστε περισσοάτερο μαθαιάνοντας μικραά πραάγματα ο εάνας για τον αάλλον αλλαά θεάλω να μαάθω περισσοάτερα. “Με ξεάρεις καλυάτερα αποά τον καθεάνα επιάσης.” Του λεάω. Ξεάρει εμεάνα, την αληθινηά Τεάσσα. Οάχι την Τεάσσα που εάπρεπε να υποδυάομαι μπροσταά στη μητεάρα μου, ηά ακοάμα και στο Νοάα. Εάχω πει πραάγματα στο Χαάρρυ για τον πατεάρα μου που εάφυγε, την κριτικηά της μητεάρας μου, και τους φοάβους μου που δεν εάχω πει ποτεά σε κανεάναν αάλλον. Ο Χαάρρυ φαιάνεται πολυά ευχαριστημεάνος με αυτηά την πληροφοριάα, εάνα χαμοάγελο καλυάπτει το οάμορφο προάσωποά του καθωάς σηκωάνεται αποά την καρεάκλα και μετακινειάτε στο παάτωμα. Καάθεται διάπλα μου και παιάρνει το χεάρι μου στο δικοά του.
263
“Τι θες να μαάθεις Τεάσσα;” Ρωταάει και σχεδοάν να μου βγουν τα μαάτια αποά την εάκπληξη. Ο Χαάρρυ ειάναι επιτεάλους προάθυμος να μου πει περισσοάτερα για τον εαυτοά του. Ειάμαι τοάσο κονταά στο να καταλαάβω αυτοά το περιάπλοκο, θυμωμεάνο, αλλαά μερικεάς φορεάς υπεάροχο αάντρα. Ο Χαάρρυ και εγωά ξαπλωάνουμε και οι δυάο ωάστε να ακουμπαάμε στο κρεβαάτι, τα μαάτια μας να κοιταάνε το ταβαάνι ενωά τον ρωταάω τουλαάχιστον εκατοά ερωτηάσεις. Μιλαάει για το μεάρος που γεννηάθηκε, Χαάμσιντ και ποάσο ωραιάα ηάταν να ζει εκειά. Μιλαάει για το σημαάδι στο γοάνατοά του αποά την πρωάτη φοραά που εάμαθε να καάνει ποδηάλατο χωριάς βοηθητικεάς ροάδες, και πως η μητεάρα του λιποθυάμησε αποά το αιάμα. Ο πατεάρας του ηάταν στο μπαρ εκειάνη τη μεάρα, οάλη την ημεάρα οποάτε η μητεάρα του τον βοηάθησε να μαάθει. Μου λεάει για το γυμναάσιο και για το οάτι περνουάσε την περισσοάτερη ωάρα διαβαάζοντας . Δεν ηάταν ποτεά πολυά κοινωνικοάς, και καθωάς μεγαάλωνε, ο πατεάρας του εάπινε οάλο και περισσοάτερο και οι γονειάς του μαάλωναν οάλο και περισσοάτερο. Μου λεάει πως τον εάδιωξαν αποά το λυάκειο επειδηά μπλεάχτηκε σε καυγαά αλλαά η μητεάρα του τους παρακαάλεσε να τον αφηάσουν να γυριάσει. Αάρχισε να καάνει τατουαάζ στα δεκαεάξι, του τα εάκαναν οι φιάλοι του στο υποάγειο. Το πρωάτο του τατουαάζ ηάταν εάνα αστεάρι, και με το που εάκανε εάνα ηάθελε οάλο και περισσοάτερα. Μου λεάει πως δεν υπαάρχει συγκεκριμεάνος λοάγος που δεν εάχει κανεάνα στην πλαάτη απλαά δεν εάτυχε μεάχρι τωάρα. Μισειά τα πουλιαά και λατρευάει τα κλασικαά αυτοκιάνητα. Η καλυάτερη μεάρα της ζωηάς του ηάταν οάταν εάμαθε να οδηγειά και η χειροάτερη οάταν οι γονειάς του χωάρισαν. Ο πατεάρας του σταμαάτησε να πιάνει οάταν αυτοάς ηάταν δεκατεάσσερα και προσπαθειά να επανορθωάσει για οάλα τα αάσχημα χροάνια αλλαά ο Χαάρρυ δεν το δεάχεται. Το μυαλοά μου γυριάζει με οάλες αυτεάς τις νεάες πληροφοριάες και νιωάθω πως επιτεάλους τον καταλαβαιάνω. Υπαάρχουν ακοάμα πολλαά πραάγματα που θα μου αάρεσε να μαάθω για αυτοάν αλλαά τον παιάρνει ο υάπνος ενωά μου μιλαάει για το σπιταάκι που ειάχε φτιαάξει αποά χαρτοάκουτα μαζιά με τη μητεάρα του οάταν ηάταν οκτωά. Καθωάς τον βλεάπω να κοιμαάται μου μοιαάζει πιο νεάος τωάρα που ξεάρω για την παιδικηά του ηλικιάα. Ηάταν καταά κυάριο λοάγο χαρουάμενη μεάχρι ο αλκοολισμοάς του πατεάρα του να τη δηλητηριαάσει, δημιουργωάντας τον αάγριο Χαάρρυ που ειάναι σηάμερα. Σκυάβω και φιλωά τον Χαάρρυ στο μαάγουλο πριν συρθωά στο κρεβαάτι για να κοιμηθωά, δεν θεάλω να τον ξυπνηάσω οποάτε τραβωά την κουβεάρτα στο πλαάι να σκεπαστωά. Τα οάνειραά μου ειάναι γεμαάτα αποά εάνα μικροά αγοάρι με σγουραά μαλλιαά να πεάφτει αποά εάνα ποδηάλατο. “Σταμαάτα!” Ξυπνωά αποάτομα αποά την πανικοάβλητη φωνηά του Χαάρρυ. Το σωάμα του χτυπιεάται στο παάτωμα. Σηκωάνομαι βιαστικαά αποά το κρεβαάτι για να καθιάσω καάτω σε αυτοάν και κουνωά τους ωάμους του ευγενικαά προσπαθωάντας να τον ξυπνηάσω. Θυμαάμαι ποάσο δυάσκολο ηάταν να τον ξυπνηάσω την προηγουάμενη φοραά, οποάτε ξαπλωάνω καάτω και τυλιάγω τα μικραά μου χεάρια γυάρω αποά τους ωάμους του καθωάς προσπαθειά να φυάγει μακριαά μου. Εάνα κλαψουάρισμα ξεφευάγει αποά τα χειάλη του και ξυπναάει.
264
“Τες.” Αναπνεάει κα τυλιάγει τα χεάρια του γυάρω μου. Ειάναι λαχανιασμεάνος, δεν μπορειά να παάρει αναάσα και ειάναι ιδρωμεάνος. Εάπρεπε να τον ειάχα ρωτηάσει για τους εφιαάλτες, αλλαά δεν ηάθελα να ειάμαι αάπληστη, μου ειάπε πολλαά, πολλαά, πολλαά περισσοάτερα αποά οάσα περιάμενα ποτεά αποά αυτοάν. “Εδωά ειάμαι, εδωά ειάμαι.” Τον καθησυχαάζω. Σηκωάνω το χεάρι του, καάνονταάς του νοάημα να σηκωθειά και να εάρθει στο κρεβαάτι. Οάταν τα μαάτια του συναντουάν τα δικαά μου, η συάγχυση και ο φοάβος σιγαά σιγαά σβηάνουν αποά αυταά. “Νοάμιζα οάτι εάφυγες.” Ψιθυριάζει. Ξαπλωάνουμε και με τραβαά οάσο πιο κονταά του γιάνεται. Χαιϊδευάω με τα δαάχτυλαά μου τα υγραά και αάναρχα μαλλιαά του, τα μαάτια του πεταριάζουν και κλειάνουν. Δεν λεάω τιάποτα, απλαά συνεχιάζω να τριάβω το κεφαάλι του για να ηρεμιάσει. “Μην με αφηάσεις ποτεά, Τες.” Ψιθυριάζει και πεάφτει ξαναά για υάπνο. Η καρδιαά μου παραλιάγο να εκραγειά αποά τα παρακαάλια του, και ξεάρω πως για οάσο αυτοάς με θεάλει εδωά, εγωά θα ειάμαι εδωά
Chapter 61 Το εποάμενο πρωινοά ξυπναάω πριν αποά το Χαάρρυ και καταφεάρνω να τον γυριάσω αποά την αάλλη μεριαά ξεμπλεάκοντας τα ποάδια μας, χωριάς να τον ξυπνηάσω. Η αναάμνηση αποά εκειάνον να λεάει το οάνομα μου ανακουφισμεάνος και οάλα τα μυστικαά για αυτοάν που μοιραάστηκε μαζιά μου καάνει το στομαάχι μου να φτερουγιάζει. Ηάταν τοάσο ανοιχτοάς εχθεάς το βραάδυ, που με εάκανε να νοιαστωά ακοάμη περισσοάτερο για αυτοάν. Το βαάθος των συναισθημαάτων μου για εκειάνον με φοβιάζει και δεν ειάμαι εάτοιμη να το αντιμετωπιάσω ακοάμη. Παιάρνω το σιάδερο για τα μαλλιαά μου και το μικροά βαλιτσαάκι του μεάικ-απ που δανειάστηκα αποά την Στεάφ, με την αάδεια της βεβαιάως, και κατευθυάνομαι καάτω στο μπαάνιο για να ετοιμαστωά και να βουρτσιάσω τα δοάντια μου. Ο διαάδρομος ειάναι αάδειος και κανειάς δεν χτυπαάει την ποάρτα οάσο ετοιμαάζομαι. Δεν ειάμαι τοάσο τυχερηά οάμως στην επιστροφηά μου στο δωμαάτιο του Χαάρρυ. Τριάα αγοάρια περπατουάν στο χολ και αναγνωριάζω τον εάναν αποά αυτουάς, τον Λουάι. «Γειαά σου Τεάσσα!» λεάει τσιριχταά και μου δειάχνει το υπεάροχο χαμοάγελοά του.
265
«Γειάα, πως ειάσαι?» τον ρωτωά ευγενικαά. Νιωάθω περιάεργα ενωά και οι τρεις τους με κοιταάνε. «Καλαά, μοάλις φευάγαμε. Εάχεις εγκατασταθειά εδωά ηά κατι τεάτοιο?» γελαάει. «Οάχι, φυσικαά και οάχι. Απλωάς εμ… επιάσκεψη». Δεν εάχω ιδεάα τι να του πω. Ο ψηλοάς αάνδρας σκυάβει και ψιθυριάζει καάτι στο αυτιά του Λουάι αλλαά δεν μπορωά να ακουάσω τι, οποάτε κοιταάω αποά την αάλλη. «Λοιποάν, θα σας δω αργοτερα παιδιαά» τους λεω. «Ναι, θα σε δω αποάψε στο παάρτυ.» Λεει ο Λουάι και φευάγει. Ποιο παάρτυ? Γιατιά ο Χαάρρυ δεν θα μου το ανεάφερε αυτοά? Ισως επειδη δεν σκοπευει να παάει? Ηά ισως επειδη δεν θεάλει να ερθεις. Το υποσυνειάδητο μου προσθεάτει. Ποιος οργανωάνει παάρτυ τις Τριάτες ετσι και αλλιωάς. Οάταν πλησιαάζω την ποάρτα του Χαάρρυ, ανοιάγει πριν να αγγιάξω το χερουάλι. «Που ηάσουν?» μου λεάει και ανοιάγει την ποάρτα ιάσα για να μπω μεάσα. «Εφτιαχνα τα μαλλια μου, ηθελα να σε αφηάσω να κοιμηθειάς» του εξηγω. «Σου εάχω πει να μην γυροφεάρνεις στους διαδροάμους Τεάσσα» με μαλωάνει. «Και εγωά σου εάχω πει να μην με διαταάζεις, Χαάρρυ» προσθεάτω με σαρκασμοά και γελαάει, τα χαρακτηριστικαά του απαλυάνουν. «Θιάχτηκες» γελαάει και εάρχεται πιο κονταά μου. Τοποθετειά εάνα του χεάρι στην πλαάτη μου και το αάλλο καάτω αποά το μπλουζαάκι του που φορωά, στο στομαάχι μου. Τα δαάχτυλαά του ειάναι σκληραά και σκασμεάνα, αλλαά παάντα απαλαά παάνω στο δεάρμα μου, καθωάς ανεβαιάνουν οάλο και πιο ψηλαά αποά το στομαάχι μου. «Παροάλα αυταά, θα εάπρεπε απαραιτηάτως να φοραάς σουτιεάν οάταν τριγυριάζεις τους διαδροάμους ενοάς σπιτιουά της αδελφοάτητας, Τερεάσα» Φεάρνει το στοάμα του στο αυτιά μου την ιάδια στιγμηά που τα δαάχτυλα του βριάσκουν το στηάθος μου. Τριάβει επαάνω στην ευαιάσθητη περιοχηά με τους αντιάχειρες του, καάνοντας τα να σκληρυάνουν καάτω αποά το αάγγιγμα του. Ανασαιάνει βαθιαά και παγωάνω, οάμως η καρδιαά μου σφυροκοπαά δυναταά. «Ποάτε δεν ξεάρεις τι ειάδους ανωάμαλοι κυκλοφορουάν στο χολ» ανασαινει απαλα στο αυτιά μου. Τα δαάχτυλαά του τριάβουν τις θηλεάς μου, πριν να τις τσιμπησει απαλα με τον αντιχειρα και το δεικτη του. Το κεφαάλι μου πεάφτει στο στεάρνο του και ειάμαι ανιάκανη να ελεάγξω τα βογγηταά μου οάσο τα δαάχτυλα του συνεχιάζουν την ευγενικηά τους επιάθεση.
266
«Στοιχηματιάζω οάτι θα μπορουάσα να σε καάνω να τελειωάσεις μοάνο αποά αυτοά» λεάει και ασκειά παραπαάνω πιάεση. Δεν ειάχα ιδεάα οάτι αυτοά θα με εάκανε να νιωάσω τοάσο… ωραιάα. Του γνεάφω και ο Χαρρυ γελαει, το στοάμα του παάνω στο αυτιά μου. «Θεάλεις να το καάνω αυτοά? Να σε βοηθηάσω να τελειωάσεις?» με ρωταάει και γνεάφω ξαναά. Χρειαάζεται στα αληάθεια να ρωτηάσει? Η βαριαά μου αναπνοηά και τα τρεμοάμενα γοάνατα μου το μαρτυρουάν αποά μοάνα τους. «Καλοά κοριάτσι, τωάρα ας μετακινηθουάμε στο.. » ξεκιναά να πει, αλλαά η ειδοποιάηση στο κινητοά μου μας διακοάπτει. «Ω Θεεά μου! Πρεάπει να φυάγουμε σε 10 λεπταά Χαάρρυ και δεν εάχεις ντυθειά ακοάμη. Ουάτε και εγωά!» απομακρυάνομαι και κουναά το κεφαάλι του καθως με ξανατραβαά πιάσω. Αυτηά την φοραά κατεβαάζοντας τα παντελοάνια μου και το εσωάρουχο μου κατω στα ποάδια μου. Πλησιαάζει και κλειάνει το τηλεάφωνο. «Χρειαάζομαι μοάνο 2 λεπταά, αρα θα μας απομειάνουν 8 λεπτα για να ντυθουμε.» λεει και με σηκωάνει αποά το παάτωμα, κουβαλωάντας με στο κρεβαάτι. Με κατεβαάζει καάτω στην αάκρη του κρεβατιουά και γονατιάζει μπροσταά μου, καθως με τραβαει αποά τους αστραάγαλους. «Αάνοιξε τα ποάδια σου μωροά μου» διαταάζει και υπακουάω. Ξεάρω οάτι ειάναι εκτοάς προγραάμματος, αλλαά δεν μπορωά να σκεφτωά καλυάτερο τροάπο για να αρχιάσει η μεάρα μου. Τα μακρυάα του δαάχτυλα χαιδευάουν τους μηρουάς μου και με κραταάει καάτω με εάνα χεάρι. Σκυάβει καάτω το κεφαάλι του και ξεκιναά να γλυάφει το κεάντρο μου παάνω-καάτω προτουά σουφρωάσει τα χειάλη του και ρουφηάξει. Ειάναι παάλι αυτοά το σημειάο, Ωω θεεά και κυάριε! Οι γοφοιά μου ανασηκωάνονται αποά το κρεβαάτι και με σπρωάχνει παάλι πιάσω συνεχιάζοντας να με κραταάει καάτω. Χρησιμοποιωάντας το αάλλο του χεάρι, εισαάγει εάνα του δαάχτυλο μεάσα μου, μετακινωάντας το πιο γρηάγορα αποά καάθε αάλλη φοραά. Δεν μπορω να αποφασιάσω εαάν τα δαάχτυλα του ηά το ρουάφηγμα του με καάνει να νιωάθω καλυάτερα, αλλαά ο συνδυασμοάς ειάναι εξωπραγματικοάς. Μεάσα σε μια στιγμη νιωάθω εκειάνο το καάψιμο στη μεάση του στομαχιουά μου και κουναάει το δαάχτυλο του γρηγοροάτερα. «Θα προσπαθηάσω να βαάλω δυάο, ενταάξει?» μου λεάει και βογγαάω συμφωνωάντας. Το αιάσθημα ειάναι περιάεργο, οάπως την πρωάτη φοραά και αάβολο αλλαά καθωάς βαάζει παάλι τα χειάλη του παάνω μου και ξαναρουφαάει, με καάνει να ξεχαάσω τον υποφερτο ποάνο. Μουρμουριάζω οάταν ο Χαάρρυ μετακινειά το στοάμα του αποά παάνω μου ξαναά. «Γαμωάτο, ειάσαι τοάσο σφιχτηά μωροά μου» Τα λοάγια του και μοάνο θα με στειάλουν στην κορυάφωση μου. «Ειάσαι ενταάξει?» με ρωταάει. Αρπαάζω τις μπουάκλες του και σπρωάχνω καάτω το κεφαάλι του ξαναά. Γελαάει και ξανατοποθετειά τα χειάλη του γυάρω μου.
267
Μουρμουριάζω το οάνομαά του και τραβαάω τα μαλλιαά του καθωάς απολαμβανω τον πιο δυνατο μου οργασμοά. Οάχι οάτι ειάχα και πολλουάς, αλλαά αυτοάς ηάταν σιάγουρα ο πιο γρηάγορος και πιο δυνατοάς. Ο Χαάρρυ φιλαάει απαλαά το γοφοά μου πριν να σηκωθειά να παάει στην ντουλαάπα. Σηκωάνω το κεφαάλι μου, προσπαθωάντας να σταθεροποιηάσω την αναπνοηά μου. Γυριάζει πιάσω και με σκουπιάζει με εάνα μπλουζαάκι, θα ηάμουν πιο ντροπιασμεάνη εαάν ειάχα πληρως τις αισθησεις μου. «Θα γυριάσω αμεάσως, παάω να βουρτσιάσω τα δοάντια μου.» Μου χαμογελαάει και βγαιάνει αποά το δωμαάτιο. Σηκωάνομαι και ντυάνομαι καθωάς τσεκαάρω την ωάρα. Εάχουμε μοάνο τριάα λεπταά μεάχρι να φυάγουμε. Οάταν ο Χαάρρυ επιστρεάφει, ντυάνεται βιαστικαά και φευάγουμε.
“Ξεάρεις πως θα πας εκειά;” ρωταάω καθωάς βγαιάνει στο δροάμο. “Ναι, ο καλυάτερος φιάλος του μπαμπαά μου αποά το Πανεπιστηάμιο ειάναι ο Κριάστιαν Βαάνς.” Μου λεάει. “Οοο… Ουαάου.” Ηάξερα οάτι ο Κεν ειάχε καάποιες διασυνδεάσεις εκειά αλλαά δεν ηάξερα πως ο διευθυντηάς της εταιριάας ηάταν ο κολλητοάς του. “Μην ανησυχειάς, ειάναι ωραιάος τυάπος. Δεν τα πιαάνει και πολυά ευάκολα αλλαά ωραιάος, θα ταιριαάξεις εκειά πεάρα αμεάσως..” Το χαμοάγελοά του ειάναι κολλητικοά. “Δειάχνεις υπεάροχηπαρεμπιπτοάντως.” Με επαινειά. “Σε ευχαριστωά, φαιάνεται πως ειάσαι σε καληά διαάθεση σηάμερα το πρωιά.” Τον πειραάζω. “Ναι, το να εάχω το κεφαάλι μου αναάμεσα στα ποάδια σου τοάσο νωριάς το πρωιά μου καάνει για μια καληά μεάρα.” Γελαάει και παιάρνει το χεάρι μου στο δικοά του. “Χαάρρυ!” Tον μαλωάνω και αυτοάς γελαάει αάλλη μιάα φοραά. Η διαδρομηά ειάναι γρηάγορη και σε σχεδοάν καθοάλου χροάνο παρκαάρουμε στο χωάρο σταάθμευσης πιάσω αποά το μεγαάλο κτηάριο. Ο εκδοτικοάς οιάκος Vance ειάναι εάνα 6ωάροφο κτηάριο με γυαλιά στα πλαάγια και εάνα μεγαάλο V στο μπροστινοά μεάρος. “Ειάμαι αγχωμεάνη.” Παραδεάχομαι στο Χαάρρυ ενωά εάλεγχο το μεικ απ μου στον καθρεάφτη. “Μην ειάσαι, θα τα πας μια χαραά. Ειάσαι τοάσο εάξυπνη και θα το δει αυτοά.” Ο Χαάρρυ με διαβεβαιωάνει. Το λατρευάω οάταν ειάναι καλοάς οάπως τωάρα. “Σε ευχαριστωά.” Λεάω και σκυάβω για να τον φιληάσω. Ειάναι εάνα γλυκοά και απλοά φιλιά. “Θα ειάμαι στο αυτοκιάνητο και θα σε περιμεάνω.” Λεάει και με φιλαάει ξαναά.
268
Το εσωτερικοά του κτηριάου ειάναι τοάσο κομψοά οάσο και το εξωτερικοά. Οάταν φταάνω στο μπροστινοά γραφειάο, μου λεάνε να παάω στον εάκτο οάροφο. Προχωραάω προς το γραφειάο του εάκτου οροάφου και διάνω στο νεαροά αάντρα το οάνομαά μου. Μου ριάχνει το τεάλειο αάσπρο χαμοάγελοά του πριν με συνοδευάσει σε εάνα μεγαάλο γραφειάο. “Κυάριε Βανς, η Τερεάσα Γιαάνγκ ειάναι εδωά.” Λεάει και εάνας κυάριος μεάσης ηλικιάας με μουάσι γνεάφει προς εμεάνα. Τα πραάσινα μαάτια του φαιάνονται αποά την αάλλη αάκρη του δωματιάου καθωάς προχωραά προς τα εμεάνα και χαιρετιοάμαστε με χειραψιάα. Το χαμοάγελο του ειάναι παρηγορητικοά και με ηρεμειά καθωάς μου λεάει να καθιάσω. “Χαιάρομαι πολυά που σε γνωριάζω Τερεάσα. Σε ευχαριστωά που ηάρθες.” Ο Κριάστιαν Βανς με υποδεάχεται. “Τεάσσα, να με λεάτε Τεάσσα. Ευχαριστωά που με καλεάσατε.” Χαμογελαάω. “Λοιποάν, Τεάσσα ειάσαι πρωτοετηάς φοιτηάτριας της Αγγλικηάς γλωάσσας;” Ρωταάει και εγωά γνεάφω. “Ναι, κυάριε.” Απαντωά. “Ο Κεν Σταάιλς εάδωσε μια υπεάροχη κριτικηά για εσεάνα, ειάπε πως θα χαάσω εγωά αν δεν σου δωάσω μια υποτροφιάα.” Χαμογελαάει. “Ο Κεν ειάναι εάνας πολυά ευγενικοάς αάντρας.” Λεάω και αυτοάς γνεάφει χαιϊδευάοντας με τα δαάχτυλαά του το μουάσι του. Μου ζηταάει να ονοματιάσω τους αγαπημεάνους μου και τους λιγοάτερο αγαπημεάνους μου συγγραφειάς και να εξηγηάσω γιατιά νιωάθω εάτσι. Γνεάφει και βγαάζει επιφωνηάματα καταά τη διαάρκεια της εξηάγησηάς μου και οάταν τελειωάνω χαμογελαάει. “Λοιποάν Τεάσσα, ποάτε μπορειάς να ξεκινηάσεις; Ο Κεάν συμφωάνησε να αλλαάξει το προάγραμμαά σου ωάστε να μπορειάς να ειάσαι τρεις μεάρες την εβδομαάδα εδωά και να καάνεις τα μαθηάματαά σου τις αάλλες δυάο.” Μου λεάει και το στοάμα μου ανοιάγει αποά την εάκπληξη. “Αληάθεια;” ειάναι το μοάνο που μπορωά να πω. Αυτοά ειάναι παραπαάνω αποά οάτι περιάμενα. Πιάστευα πως θα χρειαζοάταν να καάνω νυχτεριναά μαθηάματα και να εάρχομαι εδωά το πρωιά ΑΝ με δεχοάντουσαν. “Ναι, και θα παάρεις επιάσης προνομιακεάς ωάρες για το πτυχιάο σου για τις ωάρες που θα περναάς εδωά.”
269
“Ευχαριστωά τοάσο πολυά. Αυτηά ειάναι μια τοάσο υπεάροχη ευκαιριάα, ευχαριστωά ξαναά.” Δεν μπορωά να πιστεάψω ποάσο τυχερηά ειάμαι. “Θα συζητηάσουμε για τον μισθοά σου τη Δευτεάρα που θα ξεκινηάσεις.” “Μισθοάς;” πιάστευα πως θα ηάταν μια υποτροφιάα χωριάς πληρωμηά. Αυτηά ειάναι στα αληάθεια η καλυάτερη μεάρα της ζωηάς μου. “Ναι φυσικαά και θα πληρωάνεσαι για την ωάρα σου.” χαμογελαάει και εγωά γνεάφω. Φοβαάμαι πως αν ανοιάξω το στοάμα μου θα τον ευχαριστηάσω για εκατοστηά φοραά. Τρεάχω κυριολεκτικαά στο αυτοκιάνητο και ο Χαάρρυ βγαιάνει γρηάγορα καθωάς φταάνω. “Λοιποάν;” ρωταάει και εγωά τσιριάζω. “Την πηάρα! Θα πληρωάνομαι και θα ειάμαι εδωά τρειάς μεάρες την εβδομαάδα και στο σχολειάο δυάο μεάρες και θα εάχω και προνομιακεάς ωάρες και ηάταν τοάσο καλοάς και ο μπαμπαάς σου ειάναι υπεάροχος που το καάνει αυτοά για εμεάνα, και εσυά επιάσης φυσικαά. Ειάμαι απλαά τοάσο ενθουσιασμεάνη και εγωά… αμ λοιποάν αυτοά.” Γελαάω και τυλιάγει τα χεάρια του γυάρω μου, πιεάζοντας με σφικταά και σηκωάνονταάς με στον αεάρα. “Ειάμαι χαρουάμενος για εσεάνα.” Λεάει και χωάνω τα δαάχτυλαά μου στα μαλλιαά του. “Ευχαριστωά” Λεάω και με αφηάνει καάτω. “Στα αληάθεια σε ευχαριστωά που με εάφερες και περιάμενες στο αυτοκιάνητο.” Με διαβεβαιωάνει πως δεν υπαάρχει κανεάνα προάβλημα και μπαιάνουμε και οι δυάο στο αυτοκιάνητο. “Τι θεάλεις να καάνεις για το υποάλοιπο αποάγευμα;” Ο Χαάρρυ ρωταάει. “Να παάω πιάσω στο σχολειάο φυσικαά, μπορουάμε ακοάμα να φταάσουμε στη λογοτεχνιάα.” “Αληάθεια; Μπορουάμε να βρουάμε καάτι με πολυά περισσοάτερη πλαάκα να καάνουμε.” “Οάχι, εάχω χαάσει ηάδη τοάσες πολλεάς ταάξεις αυτηά την εβδομαάδα, δεν θεάλω να χαάσω και αάλλες. Θα παάω στο μαάθημα της λογοτεχνιάας και το ιάδιο θα πρεάπει να καάνεις και εσυά.” Χαμογελαάω. Στριφογυριάζει τα μαάτια του αλλαά γνεάφει συμφωνωάντας.
270
Φταάνουμε ακριβωάς την ωάρα που το μαάθημα αρχιάζει και λεάω με ενθουσιασμοά στο Λιάαμ για την υποτροφιάα. Με συγχαιάρει και μου διάνει μια σφιχτηά αγκαλιαά. Ο Χαάρρυ καάνει αγενηάς ηάχους αποά πιάσω μας και εγωά κλωτσαάω το ποάδι του. Μεταά το μαάθημα ο Χαάρρυ περπαταά εάξω με τον Λιάαμ και εμεάνα ενωά συζηταάμε τις λεπτομεάρειες για τη γιορτηά αυτηά την Παρασκευηά. Συμφωνουάμε πως θα συναντηάσω το Λιάαμ στο σπιάτι του στις πεάντε για δειάπνο και μεταά θα παάμε στη γιορτηά στις εφταά. Ο Χαάρρυ μεάνει σιωπηλοάς καταά τη διαάρκεια της συζηάτησης μας και αναρωτιεάμαι αν θα με συνοδευάσει. Μου ειάχε πει πριν καιροά πως θα πηάγαινε στη γιορτηά, αλλαά πιστευάω πως ηάταν μοάνο για να συναγωνιστειά τον Ζεάιν. Ο Λιάαμ με αποχαιρεταά καθωάς φταάνουμε στο χωάρο σταάθμευσης. “Σταάιλς!” Καάποιος φωναάζει. Γυριάζουμε και οι δυάο για να δουάμε τον Ναάιαλ και τη Μοάλλυ να περπαταάνε προς το μεάρος μας. Τεάλεια, η Μοάλλυ. Φοραάει εάνα κοντοά τοπαάκι και μια κοάκκινη δερμαάτινη μπλουάζα. Ειάναι μοάλις Τριάτη, θα εάπρεπε να φιλαά τα εάξαλλα συνολαάκια για το Σαββατοκυάριακο. “Hey.” Ο Χαάρρυ λεάει και καάνει εάνα βηάμα μακριαά αποά εμεάνα. “Γεια σου Τεάσσα.” Η Μοάλλυ χαμογελαάει. Τη χαιρετωά και εγωά και στεάκομαι αάβολα ενωά ο Χαάρρυ και ο Ναάιαλ χαιρετιουάνται. “ Ειάσαι εάτοιμος σωσταά;” Ο Ναάιαλ τον ρωταάει και ειάναι ξεκαάθαρο πως ο Χαάρρυ τους ειάπε να τον συναντηάσουν εδωά. Δεν ξεάρω για ποιο λοάγο πιάστευα πως θα βγαιάναμε μαζιά ξαναά, δεν μπορουάμε να περναάμε και την καάθε μεάρα μαζιά. Παροάλο που ευάχομαι να μπορουάσαμε. “Ναι, ειάμαι εάτοιμος.” Τους λεάει και κοιταά προς τα εμεάνα. “Θα τα ξαναπουάμε Τεάσσα.” Λεάει απλαά και προχωραά μακριαά μου. Η Μοάλλυ κοιταά πιάσω σε εμεάνα με εάνα ειρωνικοά χαμοάγελο στο γεμαάτο μεικ απ προάσωποά της καθωάς οι τρειάς τους μπαιάνουν στο αυτοκιάνητο του Χαάρρυ, η Μοάλλυ στη θεάση του συνοδηγουά. Ενωά εγωά στεάκομαι στο πεζοδροάμιο και σκεάφτομαι τι στο καλοά συνεάβη μοάλις.
271
Chapter 62 Καθωάς περπαταάω πιάσω στο δωμαάτιο συνειδητοποιωά ποάσο ανοάητη ηάμουν που περιάμενα ο Χαάρρυ να ειάναι διαφορετικοάς αποά πριν. Θα εάπρεπε να ξεάρω καλυάτερα. Εάπρεπε να ξεάρω πως ηάταν πολυά καλοά για να ειάναι αληθινοά. Ο Χαάρρυ που με φιλαάει μπροσταά αποά το Λιάαμ, ο Χαάρρυ που ειάναι καλοάς και θεάλει “περισσοάτερα”, o Χαάρρυ που μου λεάει για την παιδικηά του ηλικιάα. Θα εάπρεπε να ξεάρω οάτι με το που θα εάρθουν οι φιάλοι του θα γυριάσει αμεάσως σε εκειάνον το Χαάρρυ που μοάλις πριν δυάο βδομαάδες, σιχαινοάμουν. “Γεια σου κοριάτσι! Θα εάρθεις σηάμερα;” Η Στεφ ρωταάει καθωάς μπαιάνω στο δωμαάτιο. Ο Τριάστιαν καάθεται στο κρεβαάτι της κοιτωάντας την με εάναν θαυμασμοά, εάτσι οάπως ευάχομαι ο Χαάρρυ να κοιτουάσε εμεάνα. “Οάχι, θα διαβαάσω.” Της λεάω. Χαιάρομαι που μαθαιάνω οάτι καλεάστηκαν οάλοι παροάλα αυταά ο Χαάρρυ δεν σκεάφτηκε να με καλεάσει. Ιάσως για να μπορεάσεις να καάνει παρεάα με τη Μοάλλυ χωριάς καθοάλου περισπασμουάς. “Οο εάλα! Θα περαάσουμε ωραιάα. Ο Χαάρρυ θα ειάναι εκειά.” Χαμογελαάει και της χαμογελαάω και εγωά με δυσκολιάα. “Αληάθεια, δεν πειραάζει. Πρεάπει να παάρω τηλεάφωνο τη μαμαά μου και να καάνω τις εργασιάες μου για την εποάμενη εβδομαάδα.” “Βαρετοοοοοά!” Η Στεφ με πειραάζει και αρπαάζει τη τσαάντα της. “Βολεάψου. Θα λειάπω οάλο το βραάδυ οάποτε αν χρειαστειάς καάτι ενημεάρωσεά με.” Μου λεάει και με αγκαλιαάζει για να με αποχαιρετηάσει. Τηλεφωνωά στη μαμαά μου και της λεάω για την υποτροφιάα, φυσικαά και ειάναι παραπαάνω αποά ευχαριστημεάνη για την υπεάροχη αυτηά ευκαιριάα μου. Αφηάνω το Χαάρρυ εάξω αποά την εξηάγηση αλλαά αναφεάρω τον Κεν, αλλαά λεάω πως θα γιάνει συάντομα ο πατριοάς του Λιάαμ καάτι που ειάναι αληάθεια. Ρωταάει για το Νοάα αλλαά αποφευάγω τις ερωτηάσεις της. Αφουά την αάκουσα να μιλαάει για την καινουάριο
272
της συναάδελφο, η οποιάα πιστευάει πως εάχει καάποιο δεσμοά με το αφεντικοά της, κλειάνουμε το τηλεάφωνο. Το μυαλοά μου γυριάζει αμεάσως στο Χαάρρυ, οάπως παάντα. Η ζωηά μου ηάταν πολυά πιο απληά πριν γνωριάσω το Χαάρρυ, και τωάρα μεταά.. ειάναι περιάπλοκη και γεμαάτη αάγχος και εγωά ειάμαι ειάτε υπερβολικαά χαρουάμενη ηά υπαάρχει εάνα καάψιμο στο στηάθος οάταν τον σκεάφτομαι με τη Μοάλλυ. Θα τρελαθωά αν μειάνω απλαά εδωά, και ειάναι μοάλις εάξι οάταν τα παραταάω με το διαάβασμα. Ιάσως να παάω να περπατηάσω; Χρειαάζομαι στα αληάθεια καάποιους φιάλους. Αρπαάζω το τηλεάφωνοά μου και παιάρνω το Λιάαμ. “Γεια σου Τεάσσα!” Η φωνηά του ειάναι φιλικηά και ηρεμειά λιάγο αποά το αάγχος μου για τον Χαάρρυ και τη Μοάλλυ. “Γεια σου Λιάαμ, εάχεις δουλειαά;” Τον ρωταάω. “Οάχι βλεάπω απλαά τον αγωάνα. Γιατιά εάγινε καάτι;” “Οάχι; Απλαά αναρωτιοάμουν αν θα μπορουάσα να εάρθω να καάτσουμε παρεάα… ηά ιάσως αν η μαμαά σου δεν εάχει προάβλημα ιάσως να αρχιάζαμε αυταά τα μαθηάματα ψησιάματος.” Γελαάω. “Ναι φυσικαά και μπορειάς να εάρθεις. Ξεάρω οάτι θα της αρεάσει πολυά αυτοά, θα την ενημερωάσω οάτι εάρχεσαι.” Λεάει. “Οκ, δεν εάχει λεωφορειάο για τα εποάμενα τριαάντα λεπταά αλλαά θα ειάμαι εκειά το συντομοάτερο.” Του λεάω. “Λεωφορειάο; Οο ναι, ξεάχασα πως δεν εάχεις βρει αυτοκιάνητο. Θα εάρθω να σε παάρω.” “Οάχι, αληάθεια δεν πειραάζει. Δεν θεάλω να σε βγαάλω αποά το δροάμο σου.” “Τεάσσα, ειάναι λιγοάτερο αποά δεάκα μιάλια. Θα ξεκινηάσω τωάρα.” Λεάει και εγωά τελικαά συμφωνωά. Αρπαάζω τη τσαάντα μου και ελεάγχω το κινητοά μου μια τελευταιάα φοραά. Φυσικαά ουάτε μου εάχει στειάλει ουάτε μου εάχει τηλεφωνηάσει. Μισωά το οάτι νιωάθω εξαρτημεάνη σε αυτοάν, ειδικαά αποά τη στιγμηά που δεν μπορωά να βασιστωά σε αυτοάν. Ο Λιάαμ εάρχεται να με παάρει και κλειάνω το κινητοά μου. Αν το αφηάσω ανοιχτοά, θα το ελεάγχω σαν τρεληά καάθε λιάγα λεπταά. Θα εάπρεπε να το αφηάσω απλαά εδωά. Περπαταάω και το αφηάνω στο παάνω συρταάρι πριν βγω αποά το δωμαάτιο και κλειδωάσω την ποάρτα. Καάθομαι στο κραάσπεδο περιμεάνοντας το Λιάαμ. Λιάγα λεπταά αργοάτερα σταματαάει και κορναάρει ελαφραά, πεταάγομαι αποά το κραάσπεδο μεάσα στην εάκπληξηά μου και γελαάμε και οι δυάο ενωά μπαιάνω στο αυτοκιάνητο.
273
“Η μαμαά μου καάνει σαν τρεληά αυτηά τη στιγμηά μεάσα στην κουζιάνα οποάτε ετοιμαάσου για εάνα πολυά λεπτομερειακοά μαάθημα ψησιάματος.” Γελαάει. “Αληάθεια; Λατρευάω τις λεπτομεάρειες!” αστειευάομαι. “Το ξεάρω οάτι τις λατρευάεις, μοιαάζουμε σε αυτοά.” Μου λεάει και ανοιάγει το ραδιοάφωνο. Ακουάω τον γνωστοά ηάχο ενοάς αγαπημεάνου μου τραγουδιουά. “Μπορωά να ανοιάξω την εάντασηά;” Ρωταάω και γνεάφει. “Σου αρεάσουν οι The Fray;” ρωταάει με εάκπληξη. “Ναι! Ειάναι το αγαπημεάνο μου συγκροάτημα, τους λατρευάω. Σου αρεάσουν;” “Ναι! Σε ποιοάν δεν αρεάσουν;” Γελαάει. Σχεδοάν να του πω πως στον Χαάρρυ δεν αρεάσουν αλλαά αποφασιάζω να μην το καάνω. Οάταν φταάνουμε σπιάτι Ο Κεν μας υποδεάχεται στην ποάρτα με εάνα φιλικοά χαμοάγελο. Ευάχομαι να μην περιάμενε πως ο Χαάρρυ θα ηάταν μαζιά μου. Δεν βλεάπω καμιάα απογοηάτευση στο προάσωποά του, οποάτε χαμογελαάω και εγωά. “Η Καάρεν ειάναι στην κουζιάνα, μπες με δικοά σου ριάσκο.” Γελαάει. Δεν εάκανε πλαάκα, Η Καάρεν εάχει ολοάκληρο το χωάρο γεμαάτο με τηγαάνια, μπολ για ανακαάτεμα, και εάνα σωροά αάλλα πραάγματα που δεν εάχω ιδεάα τι ειάναι. “Τεάσσα! Απλαά ετοιμαάζω τα πραάγματα!” Χαμογελαάει. “Μπορωά να σε βοηθηάσω με καάτι;” Ρωταάω. “ Οάχι, οάχι για τωάρα. Σχεδοάν τελειάωσα… Οριάστε εάτοιμη.” “Ελπιάζω να μην ηάταν πολυά αργαά οάταν αποφαάσισα να εάρθω.” Της λεάω. “Οο οάχι καληά μου, ειάσαι παάντα ευπροάσδεκτη εδωά πεάρα.” Με διαβεβαιωάνει και ξεάρω πως το εννοειά. Μου διάνει ποδιαά να φορεάσω και δεάνω τα μαλλιαά μου ψηλαά σε κοάτσο. Ο Λιάαμ καάθεται στον παάγκο και μας μιλαάει για λιάγα λεπταά ενωά η Καάρεν μου δειάχνει οάλα τα συστατικαά για να φτιαάξεις κεκαάκια αποά την αρχηά. Τα ριάχνω στο μιάξερ και το ανοιάγω στη χαμηληά ταχυάτητα. “Νιωάθω ηάδη σαν επαγγελματιάας ψηάστης.” Γελαάω και ο Λιάαμ με πλησιαάζει, σκουπιάζοντας το χεάρι του στο μαάγουλοά μου. “Συγγνωάμη ειάχες λιάγο αλευάρι στο προάσωποά σου.” Τα μαάγουλαά του κοκκινιάζουν και χαμογελαάω.
274
“Δεν υπαάρχει προάβλημα.” Του λεάω και γυριάζω στο να ριάξω το υλικοά για τα κεκαάκια μου στη φοάρμα ψησιάματος. Ο Λιάαμ φευάγει αποά το δωμαάτιο για να δει το τεάλος του παιχνιδιουά. Η Καάρεν και εγωά ριάχνουμε γλαάσο παάνω στα κεκαάκια μας και ειάμαι ευχαριστημεάνη με τον τροάπο που βγηάκαν τα δικαά μου. Χρησιμοποιωά το κονεά για να φτιαάξω εάνα “Λ” στην κορυφηά ενοάς και το βαάζω διάπλα στο Λιάαμ. Η Καάρεν με πολυά ταλεάντο σχηματιάζει λουλουάδια και γρασιάδι στα δικαά της. “Θα φτιαάξουμε μπισκοάτα την εποάμενη φοραά.” Χαμογελαάει και τοποθετειά τα κεκαάκια σε φοάρμα σερβιριάσματος. “Μου ακουάγεται ωραιάο.” Της λεάω και δοκιμαάζω το κεκαάκι μου. “Που ειάναι ο Χαάρρυ αποάψε;” Η Καάρεν ρωταάει. Μασαάω το κεάικ αργαά πριν απαντηάσω. “Ειάναι σπιάτι του.” Απανταάω απλαά. Κατσουφιαάζει λιγαάκι αλλαά δεν ρωταάει παραπαάνω. Ο Λιάαμ επιστρεάφει στην κουζιάνα και η Καάρεν φευάγει για να παάει μερικαά κεκαάκια στον Κεν. “Για εμεάνα ειάναι αυτοά το κεκαάκι;” Ο Λιάαμ ρωταάει και κραταά ψηλαά το μουτζουρωμεάνο Λ γραμμεάνο με το γλαάσο. “Ναι, θα πρεάπει να δουλεάψω τη δεξιοάτηταά μου με το γλαάσο.” Γελαάω και καάνει μια μεγαάλη δαγκωνιαά. “Εάχει ωραιάα γευάση.” Λεάει με το στοάμα γεμαάτο. Χαχανιάζω και αυτοάς σκουπιάζει το στοάμα του. Τρωάω αάλλο εάνα κεκαάκι και ο Λιάαμ μιλαάει για τον αγωάνα. Το μυαλοά μου ταξιδευάει στο Χαάρρυ ξαναά και κοιτωά εάξω αποά το παραάθυρο. “Ειάσαι καλαά;” Ο Λιάαμ με βγαάζει αποά τις σκεάψεις μου. “Ναι, συγνωάμη. Σε προάσεχα… στην αρχηά.” Χαμογελαάω απολογητικαά. “Δεν υπαάρχει προάβλημα. Ο Χαάρρυ ειάναι;” “Ναι… πως το ηάξερες;” Τον πειραάζω. “Που ειάναι;”
275
“ Στο σπιάτι αδελφοάτηταάς του, εάχουν παάρτι αποάψε και δεν μου το ειάπε. Ειάπε στους φιάλους του να τον συναντηάσουν και ειάπε θα τα ξαναπουάμε Τεάσσα, οάταν με αποχαιρετουάσε. Νιωάθω χαζηά μοάνο που το επαναλαμβαάνω, ξεάρω ποάσο ανοάητη ακουάγομαι αλλαά με τρελαιάνει. Το κοριάτσι η Μοάλλυ, συνηάθιζε να περναά χροάνο χαζολογωάντας μαζιά της, οάλη την ωάρα και ειάναι μαζιά του τωάρα, και δεν τους ειάπε οάτι ειάμαστε… οάτι κι αν ειάμαστε.” Παιάρνω αναάσα. “Δεν υποτιάθεται πως εσειάς οι δυάο ειάστε ζευγαάρι;" Ο Λιάαμ ρωταάει. “Ναι… λοιποάν εάτσι νοάμιζα αλλαά δεν ξεάρω.” “Γιατιά δεν προσπαθειάς να του μιληάσεις; Ηά να πας στο παάρτι;” Προτειάνει και εγωά γελαάω. “Δεν μπορωά απλαά να παάω στο παάρτι.” “Γιατιά οάχι; Εάχεις παάει στα παάρτι τους πριν και εσυά και ο Χαάρρυ ειάστε καταά καάποιον τροάπο μαζιά ηά οάτι και αν ειάναι αυτοά, και η συγκαάτοικος σου θα ειάναι εκειά, εγωά θα πηάγαινα στη θεάση σου.” “Αληάθεια; Η Στεφ οάντως με καάλεσε. Δεν ξεάρω.” Θεάλω να παάω απλαά για να δω αν ο Χαάρρυ ειάναι με τη Μοάλλυ αλλαά νιωάθω ανοάητη να εμφανιστωά απλαά εκειά. “Πιστευάω οάτι θα πρεάπει να πας.” “Θα εάρθεις μαζιά μου;” ρωταάω. “Οο οάχι, οάχι. Λυπαάμαι Τεάσσα. Ειάμαστε φιάλοι αλλαά οάχι.”Γελαάει και γελαάω και εγωά. Το ηάξερα οάτι δεν θα ερχοάταν αλλαά αάξιζε να ρωτηάσω. “Νομιάζω θα παάω. Τουλαάχιστον να του μιληάσω.” Αποφασιάζω. “Ωραιάα, θα σκουπιάσω το αλευάρι αποά το προάσωποά σου πρωάτα.” Γελαάει και εγωά διωάχνω ευγενικαά το χεάρι του. Μεάνω για λιάγο ακοάμα για να καάνω παρεάα στο Λιάαμ, δεν θεάλω να πιστεάψει οάτι απλαά τον χρησιμοποιωά για να με παάει στο παάρτι, ακοάμη και αν ξεάρω πως δεν το πιστευάει αυτοά. “Καληά τυάχη, τηλεφωάνησεά μου αν με χρειαστειάς.”Λεάει ενωά βγαιάνω αποά το αυτοκιάνητο. Αφουά φευάγει θυμαάμαι πως αάφησα το κινητοά μου στο δωμαάτιοά μου για να αποφυάγω να ανησυχωά για το Χαάρρυ, αλλαά να με εδωά εμφανιάζομαι στο παάρτι.
276
Μιάα ομαάδα αποά προάστυχα ντυμεάνα κοριάτσια στεάκονται στην αυληά και κοιτωά τα ρουάχα μου. Φοραάω τζιν και μια ζακεάτα. Εάχω ελαάχιστο μεάικ απ και τα μαλλιαά μου ειάναι πιασμεάνα κοάτσο. Τι στο καλοά σκεφτοάμουν με το να εάρθω εδωά; Καταπιάνω το αάγχος μου και προχωρωά προς τα μεάσα. Δεν βλεάπω κανεάνα γνωστοά προάσωπο εκτοάς αποά το Λουάι ο οποιάος φιλαάει το σωάμα ενοάς κοριτσιουά που φοραάει μοναάχα το σουτιεάν και το εσωάρουχο. Περπαταάω στην κουζιάνα και καάποιος μου διάνει εάνα κοάκκινο ποτηάρι γεμαάτο αλκοοάλ. Φεάρνω το ποτηάρι στα χειάλη μου. Αν προάκειται να αντιμετωπιάσω το Χαάρρυ χρειαάζομαι αλκοοάλ. Στριμωάχνομαι αναάμεσα στο γεμαάτο κοάσμο σαλοάνι φταάνοντας στον καναπεά οάπου η παρεάα τους καάθεται συνηάθως. Τα ροζ μαλλιαά της Μοάλλυ γιάνονται οραταά. Νιωάθω αναγουάλα οάταν καταλαβαιάνω πως δεν καάθεται στον καναπεά, καάθεται στα ποάδια του Χαάρρυ. Το χεάρι του ειάναι στο μπουάτι της και αυτηά γεάρνει ακουμπωάντας παάνω του, γελωάντας με τον κυάκλο αποά τους φιάλους της. Πως βρεάθηκα εγωά σε αυτηά την καταάσταση; Θα εάπρεπε να ειάχα μειάνει μακριαά του. Το ηάξερα τοάτε και τωάρα χαστουκιάσω τον εαυτοά μου για αυτοά. Θα πρεάπει απλαά να φυάγω, δεν ανηάκω εδωά και δεν θεάλω να κλαάψω μπροσταά σε αυτουάς τους ανθρωάπους ξαναά. Εάχω βαρεθειά να κλαιάω για τον Χαάρρυ και δεν θα προσπαθηάσω αάλλο να τον καάνω καάποιον που δεν ειάναι. Καάθε φοραά που νομιάζω πως νιωάθω οάσο κατωάτερα γιάνεται, καάνει καάτι αάλλο και καταλαβαιάνω πως δεν εάχω καμιάα ιδεάα για το αληθινοά ποάνο που τα αισθηάματα χωριάς ανταποάκριση μπορουάν να προκαλεάσουν. Παρακολουθωά καθωάς η Μοάλλυ βαάζει το χεάρι της παάνω αποά του Χαάρρυ και αυτοάς το απομακρυάνει, αλλαά μεταά βαάζει το χεάρι του στο γοφοά της, πιεάζοντας την παιχνιδιαάρικα και αυτηά χαζογελαάει. Προσπαθωά να αναγκαάσω τον εαυτοά μου να κινηθειά, να καάνει πιάσω, να τρεάξει, να συρθειά, να καάνει οτιδηάποτε για να φυάγω αποά εδωά, αλλαά τα μαάτια μου ειάναι κλειδωμεάνα στο αγοάρι το οποιάο ερωτευοάμουν ενωά τα δικαά του μαάτια ειάναι κολλημεάνα στα δικαά της. “Τεάσσα!”Καάποιος φωναάζει. Το κεφαάλι του Χαάρρυ πεταάγεται και τα πραάσινα μαάτια του συναντουάν τα δικαά μου. Τα μαάτια του ειάναι ορθαάνοιχτα αποά το σοκ και η Μοάλλυ κοιταά προς τα εμεάνα γεάρνοντας πιο κονταά στο Χαάρρυ. Τα χειάλη του χωριάζονται σαν να ειάναι εάτοιμος να πει καάτι αλλαά δεν το καάνει. Ο Ζεάιν εμφανιάζεται στο πλευροά μου και επιτεάλους τραβωά τα μαάτια μου αποά του Χαάρρυ. Προσπαθωά να σχηματιάσω εάνα χαμοάγελο για τον Ζεάιν αλλαά οάλη μου η ενεάργεια εάχει χρησιμοποιηθειά για να αποτρεάψω τον εαυτοά μου αποά το να κλαάψει. “Θεάλεις εάνα ποτοά;” Ρωταάει και εγωά κοιταάω καάτω. Κρατουάσα εάνα ποτηάρι μπυάρα, δεν κρατουάσα; Στα ποάδια μου ειάναι το ποτηάρι μου, και η μπυάρα ειάναι χυμεάνη στο χαλιά. Καάνω εάνα βηάμα μακριαά αποά αυτοά, κανονικαά θα το καθαάριζα και θα ζητουάσα συγνωάμη αλλαά τωάρα θα καάνω καλυάτερα πως δεν ειάναι δικοά μου.
277
“Ναι παρακαλωά.” Λεάω, η φωνηά μου γεμαάτη εάνταση. Εάχω δυάο επιλογεάς, μπορωά να φυάγω αποά εδωά τρεάχοντας μεάσα στα κλαάματα και να αφηάσω το Χαάρρυ να καταλαάβει πως με διεάλυσε, ηά μπορωά να φορεάσω το γενναιάο προάσωποά μου και να συμπεριφερθωά σαν να μην με νοιαάζει για αυτοάν και τον τροάπο που κραταά ακοάμα τη Μοάλλυ στα ποάδια του. Αποφασιάζω να διαλεάξω την επιλογηά νουάμερο δυάο.
Chapter 63 "Ωραιάα, ας σου παάρουμε εάνα ποτοά." Ο Ζεάιν χαμογελαάει και προχωραάει στην κουζιάνα. Ακολουθωά αποά πιάσω, προσπαθωάντας νοητικαά να ενθαρρυάνω τον εαυτοά μου για να βγαάλει εις πεάρας το παάρτι. Ηάθελα να σταματηάσω και να βριάσω το Χαάρρυ, να του το πω να μην μου μιληάσει ξαναά, να τον χαστουκιάσω και να βγαάλω τα ροζ μαλλιαά της Μοάλλυ αποά το κεφαάλι της. Παροάλα αυταά, μαάλλον θα το εάβρισκε αυτοά ψυχαγωγικοά, οποάτε αποφασιάζω να καταπιωά οάλη τη ξινηά βοάτκα κεραάσι που ο Ζεάιν μου εάφτιαξε και να ζητηάσω μιάα ακοάμα. Ο Χαάρρυ εάχει καταστρεάψει παάρα πολλαά βραάδια μου, και αρνουάμαι να γιάνω εκειάνο το κοριάτσι. "Ουοάου, ηρεάμησε ατιάθαση. Εάχεις πιει ηάδη δυάο!" Ο Ζεάιν γελαάει καθωάς κραταάω το ποτηάρι μου ψηλαά για αάλλο εάνα ποτοά μεάσα σε δευτεροάλεπτα.
278
"Εάχει πολυά ωραιάα γευάση." Γελαάω και γλειάφω τη γευάση κεραάσι που εάχει παραμειάνει στα χειάλη μου. "Λοιποάν, ας το παάρουμε αργαά αυτοά, ενταάξει;" χαμογελαάει και εγωά συμφωνωά. "Νομιάζω ειάμαστε εάτοιμοι να παιάξουμε αάλλον εάναν γυάρο Θαάρρος ηά Αληάθεια." Με ενημερωάνει. Τι συμβαιάνει πια με αυτουάς τους ενηάλικες και τα ενοχλητικαά παιχνιάδια τους Θαάρρος ηά Αληάθεια; Πιάστευα πως οι αάνθρωποι σταματαάνε να παιάζουν αυταά τα ανοάητα παιχνιάδια στο λυάκειο. Ο ποάνος στο στηάθος μου επιστρεάφει καθωάς το μυαλοά μου σκεάφτεται οάλα τα πραάγματα που ο Χαάρρυ και η Μοάλλυ μπορειά να εάχουν καάνει διαλεάγοντας το Θαάρρος "Τι εάχασα αποά τον τελευταιάο γυάρο;" τον ρωταάω με το καλυάτερο χαμοάγελο, για να τον φλερταάρω, που μπορωά. Πιθανοάν να δειάχνω τρεληά αλλαά μου χαμογελαάει και αυτοάς οποάτε μαάλλον δουλευάει. "Απλαά μερικοιά μεθυσμεάνοι να ρουφαάνε προάσωπα, τα συνηθισμεάνα." Γελαάει. Ο κοάμπος στο λαιμοά μου ανεβαιάνει αλλαά τον καταπιάνω ξαναά με το ποτοά μου. Του διάνω εάνα ψευάτικο γεάλιο και συνεχιάζω να πιάνω αποά το ποτηάρι μου ενωά προχωραάμε προς τον καναπεά. Ο Ζεάιν καάθεται στο παάτωμα διαγωάνια αποά το σημειάο που ο Χαάρρυ και η Μοάλλυ καάθονται στο καναπεά και εγωά καάθομαι καάτω διάπλα του, πιο κονταά αποά οάτι θα καθοάμουν συνηάθως αλλαά αυτοά ειάναι το νοάημα. Τα μαάτια του Χαάρρυ γιάνονται σαν δυο σχισμεάς αλλαά τον αγνοωά. Η Μοάλλυ καάθεται ακοάμη στα ποάδια του ως την τσουάλα που ειάναι, και η Στεφ μου διάνει εάνα συμπονετικοά χαμοάγελο και κοιταά επιάμονα προς τη μεριαά του Χαάρρυ. Η βοάτκα αρχιάζει να επιδραά ενωά εάρχεται η σειραά του Ναάιαλ. "Ναάιαλ, θαάρρος ηά αληάθεια;" Η Στεφ ρωταάει και ο Ναάιαλ χαμογελαάει. "Αληάθεια." Απανταάει και αυτηά στριφογυριάζει τα μαάτια της. "Κοάτα." Λεάει. Ο τροάπος ου μιλαάει με εκπληάσσει συνεχωάς. " Ειάναι αληάθεια οάτι κατουάρησες στην ντουλαάπα του Τριάσταν το προηγουάμενο Σαββατοκυάριακο;" ρωταάει και οάλοι αρχιάζουν να γελαάνε εάκτος αποά εμεάνα. Δεν εάχω ιδεάα για ποιο πραάγμα μιλαάνε. "Οάχι! Σας ειάπα ηάδη παιδιαά οάτι δεν το εάκανα εγωά!" Βογκαάει και οάλοι συνεχιάζουν να γελαάνε. Ο Ζεάιν κοιταάει προς τα εμεάνα και μου κλειάνει το μαάτι ενωά γελαάει. Πωω ειάναι σεάξι. Πολυά σεάξι. "Τεάσσα, παιάζεις;" Η Στεφ ρωταάει και εγωά γνεάφω. Κοιταάω ψηλαά στο Χαάρρυ και αυτοάς με κοιταά επιάμονα. Του χαμογελαάω και κοιτωά πιάσω στο Ζεάιν. Το κατσουάφιασμα στο προάσωποά του παιάρνει λιάγη αποά τη πιάεση στο στηάθος μου. Θα πρεάπει να νιωάθει οάσο χαάλια νιωάθω και εγωά.
279
"Οκ, θαάρρος ηά αληάθεια;" Η Μοάλλυ ρωταάει. Φυσικαά και θα ηάταν αυτηά που θα με ρωτουάσε. "Θαάρρος." Λεάω γενναιάα. Εάνας Θεοάς ξεάρει τι θα με βαάλει να καάνω. "Εάχεις το θαάρρος να φιληάσεις τον Ζεάιν;" λεάει και πολλεάς κομμεάνες αναάσες και χαχανηταά ακουάγονται. "Ξεάρουμε ηάδη πως νιωάθει με το οάλο θεάμα να φιλαάει κοάσμο, διαάλεξε καάτι αάλλο." Ο Χαάρρυ λεάει μεάσα αποά τα δοάντια του. "Βασικαά, δεν υπαάρχει προάβλημα." Θεάλει να παιάξει, μπορουάμε να παιάξουμε. "Δεν νομιάζω οάτι..." Ο Χαάρρυ αρχιάζει να λεάει. "Σκαάσε Χαάρρυ." Η Στεφ λεάει και μου διάνει εάνα σκοάπιμο χαμοάγελο. Δεν μπορωά να το πιστεάψω οάτι δεάχτηκα να φιληάσω το Ζεάιν, ακοάμα κι αν ειάναι εάνας αποά τους πιο γοητευτικουάς ανθρωάπους που εάχω δει. Εάχω φιληάσει μοναχαά το Νοάα και το Χαάρρυ, ο Τζοάνι αποά το δημοτικοά δεν μετραάει. "Ειάσαι σιάγουρη;" Ο Ζεάιν ρωταάει. Προσπαθειά να δειάξει πως ενδιαφεάρεται αλλαά μπορωά να δω τον ενθουσιασμοά στα τεάλεια χαρακτηριστικαά του. "Ναι ειάμαι σιάγουρη." Απανταάω και πιάνω αάλλη μια γουλιαά πριν αφηάσω το ποτηάρι καάτω διάπλα μου. Τα μαάτια οάλων ειάναι παάνω μας καθωάς ο Ζεάιν γλειάφει τα χειάλη του και σκυάβει για να με φιληάσει. Τα χειάλη του ειάναι κρυάα αποά το ποτοά του και μπορωά να γευτωά τη γλυάκα αποά το χυμοά κεραάσι στη γλωάσσα του. Τα χειάλη του ειάναι μαλακαά, αλλαά ταυτοάχρονα και σκληραά εάναντι στα δικαά μου και η γλωάσσα του κινειάτε τεάλεια με τη δικηά μου. Νιωάθω τη ζεάστη να ανεβαιάνει στο στομαάχι μου, οάχι τοάσο οάσο ανεάβαινε με τον Χαάρρυ, αλλαά και αυτοά ειάναι ωραιάο. Το χεάρι του Ζεάιν μετακινειάτε στη μεάση μου και σηκωνοάμαστε και οι δυάο στα γοάνατα. "Ενταάξει... που να παάρει ειάπε φιληθειάτε οάχι γαμηθειάτε μπροσταά σε οάλους." Ο Χαάρρυ λεάει και η Μοάλλυ του απανταάει να σκαάσει. Ο Χαάρρυ δειάχνει θυμωμεάνος, παραπαάνω αποά θυμωμεάνος. Αλλαά εξαιτιάας του γιάνεται αυτοά. Καταά καάποιον τροάπο πιάστευα πως θα ειάχε σηκωάσει τη Μοάλλυ αποά τα ποάδια του μεάχρι τωάρα, αλλαά δεν το εάχει καάνει. Τραβιεάμαι αποά το Ζεάιν και νιωάθω τα μαάγουλαά μου να κοκκινιάζουν καθωάς οάλοι μας κοιταάνε. Η Στεφ σηκωάνει τον αντιάχειραά της ως επιβραάβευση και εγωά κοιτωά το παάτωμα. Ο Ζεάιν δειάχνει πολυά ευχαριστημεάνος και εγωά νιωάθω ντροπιασμεάνη αλλαά και χαρουάμενη με την αντιάδραση του Χαάρρυ.
280
"Τεάσσα, η σειραά σου να ρωτηάσεις τον Τριάσταν." Ο Ζεάιν λεάει. Ο Τριάσταν επιλεάγει θαάρρος οποάτε του λεάω οάτι λιγοάτερο δημιουργικοά γινοάταν και αυτοάς πιάνει εάνα σφηναάκι. "Ζεάιν θαάρρος ηά αληάθεια;" Ο Τριάσταν ρωταάει ενωά τελειωάνει το σφηναάκι του. Εγωά τελειωάνω το ποτοά μου, οάσο περισσοάτερο πιάνω, τοάσο πιο μουδιασμεάνα γιάνονται τα αισθηάματαά μου. "Θαάρρος." Ο Ζεάιν απανταά και η Στεφ ψιθυριάζει καάτι στο αυτιά του Τριάσταν. "Εάχεις το θαάρρος να πας τη Τεάσσα επαάνω για δεάκα λεπταά;" Λεάει και εγωά πνιάγομαι με την αναάσα μου. Αυτοά ειάναι υπερβολικοά. "Αυτοά ειάναι εάνα αποά τα ωραιάα!" Η Μοάλλυ λεάει και γελαάει εις βαάρος μου. Ο Ζεάιν με κοιταά σαν να με ρωταάει αν ειάμαι ενταάξει με αυτοά. Χωριάς να το σκεφτωά, σηκωάνομαι και αρπαάζω το χεάρι του Ζεάιν. Δειάχνει τοάσο εάκπληκτος οάσο και οάλοι οι υποάλοιποι αλλαά σηκωάνεται μαζιά μου και πιαάνει το χεάρι μου. "Αυτοά δεν ειάναι μεάρος του θαάρρος ηά αληάθεια αυτοά ειάναι... εεε ειάναι εντελωάς ηλιάθιο." Ο Χαάρρυ λεάει "Τι σημασιάα εάχει; Ειάναι και οι δυάο ελευάθεροι και ειάναι οάλα μεάσα στην πλαάκα, οποάτε τι σε νοιαάζει εσεάνα;" Η Μοάλλυ ρωταάει. "Εμεάνα... εμεάνα δεν με νοιαάζει. Απλαά νομιάζω πως ειάναι ανοάητο." Ο Χαάρρυ απανταάει και το στηάθος μου ποναάει ξαναά. Προφανωάς δεν σκοπευάει να πει σε κανεάναν οάτι ειάμαστε... ηάμασταν... οάτι κι αν ηάμασταν. Με χρησιμοποιουάσε οάλον αυτοάν τον καιροά. Ειάμαι απλαά αάλλο εάνα κοριάτσι για αυτοάν και εγωά ηάμουν ανοάητη, παραπαάνω αποά ανοάητη για να πιστεάψω καάτι αάλλο. "Λοιποάν παάλι καλαά που δεν σε αφοραά Χαάρρυ." Λεάω αποάτομα και τραβωά τον Ζεάιν αποά το χεάρι. "Γαμωάτο!" "Να παάρει!" ακουάω μερικεάς φωνεάς να λεάνε και ο Χαάρρυ τους βριάζει ενωά απομακρυνοάμαστε. Βριάσκουμε εάνα τυχαιάο δωμαάτιο στον επαάνω οάροφο και ο Ζεάιν ανοιάγει την ποάρτα και το φως. Τωάρα που ειάμαι μακριαά αποά το Χαάρρυ, αρχιάζω να ανησυχωά οάλο και περισσοάτερο που ειάμαι μοάνη με τον Ζεάιν. Οάσο θυμωμεάνη και αν ειάμαι με το Χαάρρυ, δεν θεάλω να χαζολογαάω με το Ζεάιν, λοιποάν δεν θα εάλεγα οάτι δεν θεάλω, αλλαά ξεάρω πως δεν θα εάπρεπε. Δεν ειάμαι τεάτοιου ειάδος κοπεάλα. "Οποάτε τι καάνουμε τωάρα;" τσιριάζω. Γελαάει πνιχταά για λιάγο και με οδηγειά στο κρεβαάτι. Οχ Θεεά μου.
281
"Απλαά ας μιληάσουμε, ενταάξει;" Λεάει και εγωά γνεάφω και κοιτωά το παάτωμα. "Οάχι οάτι δεν θα μου αάρεσε να καάνω εάνα σωροά αάλλα πραάγματα μαζιά σου, αλλαά ειάσαι υποά την επηάρεια αλκοοάλ και θεάλω να ξεάρεις ακριβωάς τι γιάνεται. Δεν θεάλω να σε εκμεταλλευτωά." Μου λεάει και μου κοάβεται η αναπνοηά. "Σε εξεάπληξε;" Το χαμοάγελοά του λαάμπει και γελαάω. "Λιγαάκι." Παραδεάχομαι. "Γιατιά; Δεν ειάμαι κοάπανος, σαν τον Χαάρρυ." Λεάει και εγωά κοιτωά αλλουά ξαναά. " Ξεάρεις, για καάποια στιγμηά νοάμιζα πως εσυά και ο Χαάρρυ ειάχατε καάτι." "Οάχι... ειάμαστε απλαά... λοιποάν ηάμασταν φιάλοι αλλαά οάχι πια." Δεν θεάλω να παραδεχτωά ποάσο ανοάητη ηάμουν που πιάστεψα να ψεάματα του Χαάρρυ. "Οποάτε βλεάπεις ακοάμα το αγοάρι σου αποά το λυάκειο;" Ρωταάει. Χαιάρομαι που σταματηάσαμε να μιλαάμε για τον Χαάρρυ. "Οάχι, χωριάσαμε." "Οh, πολυά κριάμα. Ηάταν τυχεροά αγοάρι." χαμογελαάει. Ειάναι τοάσο γοητευτικοάς. Πιαάνω τον εαυτοά να χαζευάει τα καραμελεάνια μαάτια του, οι βλεφαριάδες του ειάναι πιο πυκνεάς αποά τις δικεάς μου. "Ευχαριστωά." Κοκκινιάζω και αυτοά χαμογελαάει πιο πλατιαά. "ιάσως να μπορουάσα να σε βγαάλω εάξω καάποια στιγμηά; Σε εάνα κανονικοά ραντεβουά; Οάχι σε εάνα υπνοδωμαάτιο στο σπιάτι αδελφοάτητας." Γελαάει νευρικαά. "Αμμ...." Δεν ξεάρω τι να πω. "Τι λες να σε ξαναρωτηάσω αυάριο που θα ειάσαι νηφαάλια;" Ειάναι πολυά πιο καλοάς αποά οάτι νοάμιζα πως θα ηάταν. Συνηάθως οι αάντρες τοάσο γοητευτικοιά οάπως αυτοάς ειάναι κοάπανοι, σαν τον Χαάρρυ. "Συάμφωνοι." συμφωνωά και παιάρνει το χεάρι μου ξαναά. "Ας παάμε ξαναά καάτω." Προτειάνει και εγωά γνεάφω. Οάταν επιστρεάφουμε καάτω ο Χαάρρυ και η Μοάλλυ ειάναι ακοάμη στον καναπεά, αλλαά ο Χαάρρυ κραταάει εάνα ποτοά τωάρα και τα ποάδια της Μοάλλυ πεάφτουν στο πλαάι του, αντιά να καάθεται παάνω του. Τα μαάτια του Χαάρρυ κοιτουάν επιάμονα τα μπλεγμεάνο χεάρι του Ζεάιν με το δικοά μου, τραβιεάμαι αποάτομα χωριάς να σκεφτωά αλλαά μεταά πιαάνω το χεάρι του ξαναά. Ο Χαάρρυ σφιάγγει το πιγουάνι του κι εγωά κοιτωά αλλουά. "Πως ηάταν;" Η Μοάλλυ χαμογελαάει πονηραά.
282
"Ειάχε πλαάκα." Απανταάω και ο Ζεάιν παραμεάνει σιωπηλοάς. Θα τον ευχαριστηάσω αργοάτερα που δεν με διοάρθωσε. "Ειάναι σειραά της Μοάλλυ." Ο Ναάιαλ ανακοινωάνει ενωά καθοάμαστε ξαναά στο παάτωμα. "Θαάρρος ηά Αληάθεια;" Ο Χαάρρυ τη ρωταάει. "Θαάρρoς φυσικαά." Του λεάει. Αυτοάς κοιταά ακριβωάς μεάσα στα μαάτια μου και λεάει. "Εάχεις το θαάρρος να με φιληάσεις;" Η καρδιαά μου σταματαάει, στην κυριολεξιάα. Σταματαάει να χτυπαάει, ειάναι πιο ηλιάθιος αποά οάτι ειάχα ποτεά φανταστειά. Τα αυτιαά μου βουλωάνουν και η καρδιαά μου χτυπαά πολυά δυναταά καθωάς η Μοάλλυ μου ριάχνει εάνα υπεροπτικοά βλεάμμα πριν κολληάσει τον εαυτοά της στο Χαάρρυ. Οάλος ο θυμοάς που νιωάθω για το Χαάρρυ εάχει εξαφανιστειά και αντικατασταθειά με ποάνο, ειάναι οάλα τοάσα πολλαά και νιωάθω τα καυταά δαάκρυα στο προάσωποά μου. Δεν μπορωά να βλεάπω αάλλο, σηκωάνομαι οάρθια και περνωά σπρωάχνοντας το μεθυσμεάνο πληάθος σε δευτεροάλεπτα. Ακουάω τον Ζεάιν και τη Στεφ να με φωναάζουν και το δωμαάτιο ειάναι λες και γυριάζει και οάταν κλειάνω τα μαάτια το μοάνο που μπορωά να δω ειάναι η Μοάλλυ και ο Χαάρρυ. Επιτεάλους φταάνω στην ποάρτα και ο φρεάσκος αεάρας γεμιάζει τα πνευμοάνια μου και με επαναφεάρει στην πραγματικοάτητα. Πως μπορειά να ειάναι τοάσο κακοάς; Κατεβαιάνω τρεάχοντας τα σκαλιαά του πεζοδρομιάου, πρεάπει να φυάγω αποά εδωά. Μακαάρι να μην τον ειάχα γνωριάσει ποτεά μου. Μακαάρι να ειάχα διαφορετικηά συγκαάτοικο, μακαάρι ακοάμα και να μην ειάχα εάρθει ποτεά στο Πανεπιστηάμιο της Ουαάσιγκτον. "Τεάσσα!" Ακουάω και γυριάζω, σιάγουρη οάτι το φανταάζομαι μεάχρι που βλεάπω τον Χαάρρυ να τρεάχει πιάσω μου.
Chapter 64 283
Αναγκαάζω τον εαυτοά μου να μετακινηθειά πιο γρηάγορα. Δεν ηάμουν ποτεά αθλητικοάςτυάπος αλλαά η αδρεναλιάνη μου ειάναι στα υάψη. Φταάνω στο τεάλος του δροάμου καιαρχιάζω να κουραάζομαι. Που στο καλοά πηγαιάνω; Δεν θυμαάμαι το μονοπαάτι αποά τοοποιάο πηάγα στους κοιτωάνες την προηγουάμενη φοραά και εάκανα μεγαάλη βλακειάα καιαάφησα το κινητοά στο δωμαάτιο. «Τεάσσα σταμαάτα!» Ο Χαάρρυ φωναάζει ξαναά. Σταματαάω. Ειάμαι εντελωάς κουρασμεάνη. Για ποιοά λοάγο τρεάχω μακριαά του, πρεάπει να εξηγηάσει γιατιά συνεχιάζει να παιάζειαυταά τα παιχνιάδια μαζιά μου. «Tι σου ειάπε ο Ζεάιν;» Τι; Οάταν γυριάζω να τον αντικριάσω ειάναι μοάλις μερικαά βηάματα μακριαά, εξαιτιάας τηςσοκαρισμεάνης του εμφαάνισης, ξεάρω πως δεν περιάμενε να σταματηάσω. «Τι Χαάρρυ! Τι μπορειά να θες αποά εμεάνα;» Ουρλιαάζω. Η καρδιαά μου χτυπαά δυναταάαποά το τρεάξιμο και αποά αυτοάν που την εάσπασε. «Εγωά….» Φαιάνεται να εάχει χαάσει τα λοάγια του για πρωάτη φοραά. «Σου ειάπετιάποτα ο Ζεάιν;» «Οάχι.. γιατιά να μου πει;» Καάνω αάλλο εάνα βηάμα μπροσταά ωάστε να ειάμαστεπροάσωπο με προάσωπο, λοιποάν θα ηάμασταν αν δεν ηάταν τοάσο πιο ψηλοάς αποάεμεάνα. Ο θυμοάς αρχιάζει και ξεχειλιάζει αποά παάνω μου. «Συγνωάμη ενταάξει;» Λεάει σιγαναά. Κοιταά στα μαάτια μου και προσπαθειά να πιαάσειτο χεάρι μου αλλαά τραβιεάμαι. Αγνοειά την ερωάτησηά μου για το Ζεάιν αλλαά ειάμαι πολυάθυμωμεάνη για να με νοιαάξει. «Συγνωάμη; Συγνωάμη;» Επαναλαμβαάνω, η φωνηά μου βγαιάνει σαν γεάλιο. «Ναι, συγνωάμη.» «Αάι στο διαάολο Χαάρρυ.» Αρχιάζω να απομακρυάνομαι, αυτοάς αρπαάζει το χεάρι μουκαι ο θυμοάς μου αυξαάνεται. Το χεάρι μου σηκωάνεται και τον χαστουκιάζω, δυναταά.Ειάμαι εάκπληκτη αποά τις βιάαιες πραάξεις μου σε αυτοάν και παραά λιάγο να ζητηάσωσυγνωάμη που τον χτυάπησα, αλλαά ο ποάνος που μου εάχει προκαλεάσει ειάναι πολυάςπερισσοάτερος αποά απλαά εάνα χαστουάκι στο μαάγουλο. Τριάβει το μαάγουλοά του με το χεάρι του και κοιταά παάλι εμεάνα. «Ποιο στο καλοάειάναι το προάβλημαά σου εσυά ηάσουν αυτηά που φιάλησε το Ζεάιν!» φωναάζει. Εάνααυτοκιάνητο περναά και ο οδηγοάς μας κοιταάζει αλλαά το αγνοωά. Δεν με νοιαάζει ανπροκαλεάσω σκηνηά αυτηά τη στιγμηά.
284
«Δεν προσπαθειάς στα αληάθεια να κατηγορηάσεις εμεάνα; Μου ειάπες ψεάματα και μεκοροάιδεψες Χαάρρυ! Μοάλις που πιάστεψα οάτι μπορωά να σε εμπιστευτωά, με εξευτεάλισες!Αν ηάθελες να ειάσαι με τη Μοάλλυ γιατιά δεν μου ειάπες απλαά να σε αφηάσω ηάσυχο; Αντιάγια αυτοά, με φλοάμωσες με αυτεάς τις βλακειάες πως θες περισσοάτερα και μεπαρακαάλεσες να μειάνω μαζιά σου το βραάδυ μοναχαά για να με χρησιμοποιηάσεις! Γιαποιο λοάγο τι κεάρδισες αποά αυτοά, αα εκτοάς αποά το να σε ευχαριστηάσω σεξουαλικαά!»Ουρλιαάζω, οι λεάξεις ειάναι περιάεργες οάταν βγαιάνουν αποά το στοάμα μου. «Τι; Νομιάζεις πως αυτοά ειάναι που καάνω; Νομιάζεις οάτι σε χρησιμοποιωά;» Φωναάζει. «Οάχι, δεν αυτοά που νομιάζω Χαάρρυ, αυτοά ισχυάει. Αλλαά μαάντεψε; Τελειάωσα. Ως εδωά. Θα αλλαάξω και δωμαάτιο αν χρειαάζεται ωάστε να μην χρειαστειά να σε δω ξαναά!»Λεάω και το εννοωά. «Ειάσαι υπερβολικηά.» Λεάει και χρειαάζονται οάλες μου οι δυναάμεις για να μηντον χαστουκιάσω ξαναά. «Ειάμαι υπερβολικηά; Δεν ειάπες στους φιάλους σου για εμαάς, δεν μου ειάπες γιααυτοά το παάρτι, μεταά με αάφησες να στεάκομαι στο παρκινγκ σαν ανοάητη ενωά εσυάεάφυγες με τη Μοάλλυ μεάσα αποά οάλο τον κοάσμο! Μεταά εμφανιάζομαι εδωά για να βρω τηΜοάλλυ στα ποάδια σου, και μεταά τη φιλαάς. Ακριβωάς μπροσταά μου Χαάρρυ. Οποάτε ηαντιάδρασηά μου ειάναι δικαιολογημεάνη.» Λεάω, η φωνηά μου πολυά πιο σιγανηά,κουρασμεάνη. Σκουπιάζω τα νεάα δαάκρυα αποά το προάσωποά μου και περιμεάνω την απαάντησηάτου. «Εσυά φιάλησες τον Ζεάιν ακριβωάς μπροσταά μου! Και δεν σου ειάπα για το παάρτιγιατιά δεν χρειαζοάταν! Δεν θα ηάθελες να εάρθεις εάτσι και αλλιωάς, θα ηάσουν πολυάαπασχολημεάνη διαβαάζοντας ηά καάνοντας καάτι υπερβολικαά βαρετοά.» Λεάει αποάτομα. «Οποάτε γιατιά να σπαταληάσεις το χροάνο σου μαζιά μου; Για πιο λοάγο μεακολουάθησες εδωά πεάρα Χαάρρυ;» Δεν λεάει τιάποτα. «Το ηάξερα, νοάμιζες πως θαερχοάσουν εδωά εάξω και να ζητηάσεις συγνωάμη και εγωά θα δεχοάμουν να μειάνω τομυστικοά σου, το μικροά βαρετοά σου κοριάτσι. Καάνεις λαάθος, πεάρασες την καλοσυάνημου για αδυναμιάα και ηάσουν εντελωάς λαάθος.» «Κοριάτσι; Νοάμιζες πως ηάσουν το κοριάτσι μου;» Σχεδοάν γελαάει. Ο ποάνος στοστηάθος μου εάχει πολλαπλασιαστειά εκατοά φορεάς. «Οάχι… Εγωά…» Αρχιάζω να λεάω. Δεν ξεάρω τι να πω. «Το πιάστεψες, εάτσι δεν ειάναι;» γελαάει.
285
«Ξεάρεις τι… Το νοάμιζα.» Παραδεάχομαι. Εάχω ηάδη γελοιοποιηθειά οποάτε δεν εάχωτιάποτα να χαάσω. «Με φλοάμωσες με αυτεάς τις ανοησιάες οάτι ηάθελες περισσοάτερα καισε πιάστεψα. Πιάστεψα οάλες τις βλακειάες που μου ειάπες, οάλα τα πραάγματα πουισχυριζοάσουν οάτι εάχεις πει μοάνο σε εμεάνα, ηάταν και αυταά οάλα ανοησιάες. Ειάμαισιάγουρη πως κανεάνα αποά αυταά δεν συνεάβησαν στα αληάθεια. Αλλαά ξεάρεις καάτι; Δενειάμαι καν θυμωμεάνη μαζιά σου, ειάμαι θυμωμεάνη με τον εαυτοά μου που σε πιάστεψε.Ηάξερα πως ηάσουν πριν αρχιάσω να σε ερωτευάομαι, ηάξερα οάτι θα με πληάγωνες. Ποιαηάταν τα λοάγια σου. «Θα με καταστρεάψεις;». Συγχαρητηάρια Χαάρρυ, κεάρδισες.»Πνιάγομαι στα δαάκρυαά μου. Τα μαάτια του γεμιάζουν ποάνο, ηά τουλαάχιστον μοιαάζει μεποάνο. Ειάναι μαάλλον διασκεάδαση. Δεν με ενδιαφεάρει πια για το αν θα κερδιάσω ηά θα χαάσω ηά να συνεχιάσω να παιάζωαυταά τα κουραστικαά παιχνιάδια μαζιά του. Γυρνωά μακριαά του ξαναά και αρχιάζω ναπερπατωά παάλι προς το σπιάτι, θα πρεάπει να βρω το κινητοά καάποιου να χρησιμοποιηάσωγια να τηλεφωνηάσω στο Λιάαμ ηά για να παάρω οδηγιάες για να το πωάς θα παάω πιάσω στοκοιτωάνα. «Που πας;» . Με πληγωάνει που δεν εάχει τιάποτα να πει, δεν μου εάχει δωάσεικαμιάα εξηάγηση. Εάχει μοναχαά επιβεβαιωάσει αυτοά που ηάδη ηάξερα, οάτι δεν εάχεικαρδιαά. «Πιάσω στο σπιάτι, πρεάπει να χρησιμοποιηάσω το κινητοά καάποιου για να παάρω τοΛιάαμ.» Περπαταάω πιο γρηάγορα, μοναχαά μερικαά σπιάτια μεάχρι το δικοά του. «Λιάαμ; Γιατιά να παάρεις το Λιάαμ;» «Επειδηά μπορωά να βασιστωά σε αυτοάν.» "Δεν μπορειάς να βασιστειάς σε εμεάνα;» Ρωταάει. Δεν μπορειά να μιλαάει σοβαραά. «Ειάσαι στα αληάθεια τοάσο τρελοάς ηά απλαά παιάζεις με το μυαλοά μου ξαναά; Δενμπορειά στα αληάθεια να πιάστεψες οάτι θα μπορουάσα να βασιστωά παάνω σου ηά εάστω να σεεμπιστευτωά.» Λεάω αποάτομα. Ειάμαστε ξαναά στα σκαλιαά μπροσταά αποά το σπιάτι καιεντοπιάζω τα ροζ μαλλιαά της Μοάλλυ εάξω. «Ααα κοιάτα, σε περιμεάνει. Εσειάς οι δυάοειάστε τεάλειοι ο εάνας για τον αάλλον.» «Δεν ειάναι εάτσι και το ξεάρεις.» Λεάει. «Δεν ξεάρω τιάποτα, προφανωάς.» Λεάω αποάτομα και ανεβαιάνω δυάο σκαλιαά τη φοραά. Ο Ζεάιν εμφανιάζεται στην ποάρτα και εγωά τρεάχω κονταά του. «Μπορωά ναχρησιμοποιηάσω το κινητοά σου; Παρακαλωά;» Παρακαλαάω και αυτοάς γνεάφει.
286
«Ειάσαι ενταάξει; Προσπαάθησα να σε ακολουθηάσω, αλλαά ειάχες απομακρυνθειά.» Λεάεικαι εγωά γνεάφω. Ο Χαάρρυ στεάκεται μπροσταά αποά εμεάνα και τον Ζεάιν ενωά τηλεφωνωά στοΛιάαμ και του ζητωά να εάρθει να με παάρει. Ο Ζεάιν και ο Χαάρρυ κοιτουάν επιάμονα οεάνας τον αάλλον για εάνα λεπτοά πριν ο Ζεάιν κοιταάξει αλλουά και μεταά καάτω ξαναά σεεμεάνα. «Εάρχεται;» Ο Ζεάιν ρωταάει, η φωνηά του γεμαάτη ενδιαφεάρον. «Ναι, θα ειάναι εδωά σε μερικαά λεπταά. Σε ευχαριστωά που με αάφησες ναχρησιμοποιηάσω το κινητοά σου.» Του λεάω αγνοωάντας τον Χαάρρυ. «Κανεάνα προάβλημα, θες να καάτσω μαζιά σου οάσο περιμεάνεις;» Ρωταάει. «Οάχι , εγωά θα μειάνω μαζιά της.» Η φωνηά του Χαάρρυ ειάναι γεμαάτη δηλητηάριο. «Θα μου αάρεσε πολυά αν περιάμενες μαζιά μου, Ζεάιν.» λεάω και τα χεάρια του Χαάρρυκλειάνουν σε γροθιεάς στις πλευρεάς του. Κατεβαιάνω ξαναά τα σκαλιαά με τον Ζεάιν, οΧαάρρυ οάντας ο κοάπανος που ειάναι μας ακολουθαάει και στεάκεται αμηάχανα αποά πιάσωμας. Η Στεφ, ο Τριάσταν και η Μοάλλυ κατεβαιάνουν και αυτοιά προς εμαάς. «Ειάσαι ενταάξει;» Η Στεφ ρωταάει και εγωά γνεάφω. «Ναι, αλλαά φευάγω. Δεν θα εάπρεπε να ειάχα εάρθει.» Λεάω και αυτηά με αγκαλιαάζει. «Ευτυχωάς το καταάλαβες.» Η Μοάλλυ λεάει πνιχταά. «Εάχεις διάκιο, δεν θα εάπρεπε να ειάμαι εδωά. Δεν μου αρεάσει να μεθαάω και νατην πεάφτω σε καάθε αγοάρι στο δωμαάτιο.» Λεάω αποάτομα. Μισωά να πηγαιάνω κοάντρα στουςαάλλους, αλλαά μισωά τη Μοάλλυ ακοάμα περισσοάτερο. «Συγνωάμη;» Λεάει. «Με αάκουσες.» «Ποιο ειάναι το προάβλημαά σου; Θυάμωσες που φιάλησα τον Χαάρρυ γιατιά μαάντεψεγλυκιαά μου; Φιλαάω τον Χαάρρυ οάλη την ωάρα.» λεάει και νιωάθω το αιάμα να χαάνεται αποάτο προάσωποά μου. Κοιταάζω τον Χαάρρυ και δεν λεάει τιάποτα. Οποάτε περνουάσε χροάνο με τηΜοάλλυ οάλον αυτοάν τον καιροά; Αυτοά δεν με εκπληάσσει οάσο θα εάπρεπε. Δεν εάχω κανκαάτι για να της πω μεταά αποά αυτοά, προσπαθωά να σκεφτωά καάτι, οτιδηάποτε πραγματικαάαλλαά δεν μπορωά. Ειάμαι σιάγουρη πως με το που φυάγω θα σκεφτωά δεάκα διαφορετικαάπραάγματα να της πω, αλλαά αυτηά τη στιγμηά δεν εάχω τιάποτα.
287
«Παάμε μεάσα.»Ο Τριάσταν προτειάνει και αρπαάζει τη Μοάλλυ και τη Στεφ αποά ταχεάρια. Προσπαθωά να του χαμογελαάσω για να τον ευχαριστηάσω καθωάς αρχιάζουν νααπομακρυάνονται. «Και εσυά Χαάρρυ. Φυάγε μακριαά μου.» Λεάω και κοιτωά τον δροάμο. «Δεν την εάχω φιληάσει, εννοωά προάσφατα. Εκτοάς αποά το αποψινοά. Το ορκιάζομαι.»λεάει. Γιατιά το λεάει αυτοά μπροσταά τους; Η Μοάλλυ γυριάζει. «Στα αληάθεια δεν με ενδιαφεάρει καθοάλου ποιοάν φιλαάς. Τωάρα αάσε με ηάσυχη.»Επαναλαμβαάνω. Ανακουάφιση με κατακλυάζει οάταν βλεάπω το αυτοκιάνητο του Λιάαμ ναπαρκαάρει. «Και παάλι σε ευχαριστωά Ζεάιν.» Λεάω στον Ζεάιν. «Κανεάνα προάβλημα, μην ξεχαάσεις αυτοά που ρωάτησα.» χαμογελαάει, υπενθυμιάζονταάςμου την προάτασηά του να με βγαάλει εάνα κανονικοά ραντεβουά. «Τεάσσα…» Ο Χαάρρυ φωναάζει καθωάς απομακρυάνομαι, τον αγνοωά. «Τεάσσα!» Φωναάζειπιο δυναταά. «Τι στο καλοά θες Χαάρρυ; Ειάπα οάλα οάσα ειάχα να σου πω. Δεν προάκειται ναακουάσω ξαναά εσεάνα και τις ανοησιάες σου!» Ουρλιαάζω. Ξεάρω οάτι τα μαάτια οάλων ειάναιπαάνω μας αλλαά ανεάχτηκα αρκεταά. «Τωάρα γαμωάτο αάσε με ηάσυχη!» ουρλιαάζω. «Εγωά… Τεάσσα… Εγωά..» Λεάει, τρεάχοντας πιάσω μου. «Εσυά τι; Εσυά τι Χαάρρυ;» Ουρλιαάζω ακοάμα πιο δυναταά. «Εγωά… Σε αγαπαάω!» Φωναάζει. Οάλος ο αεάρας αποά τα πνευμοάνια μου εξαφανιάζεταικαθωάς η Μοάλλυ ακουάγεται σαν να πνιάγεται και η Στεφ μοιαάζει λες και ειάδεφαάντασμα. «Ειάσαι αάρρωστος Χαάρρυ, γαμωάτο ειάσαι πραγματικαά αάρρωστος.» Αρπαάζω το χερουάλι της ποάρτας του αυτοκινηάτου του Λιάαμ αλλαά ο Χαάρρυ μετραβαάει. Παάρα το γεγονοάς πως ξεάρω πως αυτοά ειάναι μεάρος του παιχνιδιουά του,ξυπναά ακοάμα καάτι μεάσα μου οάταν ακουάω αυταά τα λοάγια να βγαιάνουν αποά το στοάματου. «Ειάναι αληάθεια, ισχυάει. Ξεάρω οάτι δεν θα με πιστεάψεις αλλαά αληάθεια, σεαγαπαάω.» Λεάει, δαάκρυα τρεάχουν αποά τα μαάτια του. Ειάναι καλυάτερος αποά οάτι νοάμιζα.Δεν μπορωά να το πιστεάψω οάτι το καάνει αυτοά μπροσταά σε οάλους. «Περιμεάνεις να το πιστεάψω; Δεν θα εάλεγες ουάτε καν στους φιάλους σου για εμαάςκαι μεταά με καάνεις ρεζιάλι μπροσταά σε οάλους και περιμεάνεις αποά εμεάνα
288
να σεπιστεάψω;» Τον σπρωάχνω πεάρα και ανοιάγω την ποάρτα. Την κλειδωάνω πριν ο Χαάρρυσηκωθειά ξαναά. «Παρακαλωά ξεκιάνα, απλαά παάρε με αποά εδωά.» Παρακαλωά τον Λιάαμ ενωά ο Χαάρρυχτυπαά τα χεάρια του στο τζαάμι. Καλυάπτω με τα χεάρια μου το προάσωποά μου ωάστε ο Χαάρρυ να μην με δει να κλαιάωκαθωάς ο Λιάαμ αρχιάζει να οδηγαάει.
Chapter 65 «Τι εάγινε; Τι εάκανε;» Ο Λιάαμ ρωταάει οάταν τελειωάνω επιτεάλους να κλαιάω. «Χαζολογουάσε με τη Μοάλλυ,μεταά τη φιάλησε μπροσταά μου, στην κυριολεξιάα πεάντε βηάματα μακριαά μου.» Του λεάω. «Τον αάκουσα να λεάει οάτι σε αγαπαάει?» Ρωταάει σιγαναά. «Ναι… Δεν ξεάρω τι ηάταν αυτοά.Προσπαθουάσε απλαά να προκαλεάσει σκηνηά ηά καάτι τεάτοιο.» Δεν εάχω καταφεάρει ακοάμα να βρω μια λογικηά εξηάγηση. « Δεν νομιάζεις πως… μην μου θυμωάσεις.. αλλαά δεν νομιάζεις πως ιάσως να ισχυάει στα αληάθεια; Ξεάρεις το οάτι σε αγαπαάει;» «Τι; Φυσικαά και οάχι. Δεν ειάμαι καν σιάγουρη αν εάστω του αρεάσω. Εννοωά οάταν ειάμαστε μοάνοι μας ειάναι τοάσο διαφορετικοάς, και πιστευάω πως οάντως νοιαάζεται για εμεάνα αλλαά μεταά με το που βρισκοάμαστε με αάλλους ανθρωάπους ειάναι εντελωάς διαφορετικοάς. Αλλαά ξεάρω οάτι δεν με αγαπαάει. Δεν ειάναι ικανοάς να αγαπηάσει κανεάναν πεάρα αποά τον εαυτοά του.» Εξηγωά. «Εγωά ειάμαι στο πλευροά σου Τεάσσα, αληάθεια. Αλλαά ειάδα το υάφος στο προάσωποά του ενωά φευάγαμε, εάμοιαζε πληγωμεάνος και δεν μπορειάς να πληγωθειάς αν δεν ειάσαι ερωτευμεάνος.» Ο Λιάαμ λεάει. Αυτοά δεν μπορειά να ειάναι αληάθεια, εάνιωσα την καρδιαά μου να σπαάει οάταν φιάλησε τη Μοάλλυ αλλαά δεν τον αγαπαάω. «Τον αγαπαάς;» Ρωταάει απλαά.
289
«Οάχι δεν τον αγαπαάω… Ειάναι.. λοιποάν… ειάναι κοάπανος. Τον ξεάρω λιγοάτερο αποά δυάο μηάνες και το μισοά αυτοά χροάνο, βασικαά οάλο αυτοά το χροάνο τσακωνοάμαστε. Δεν μπορειάς να αγαπαάς καάποιον που ξεάρεις απλαά δυάο μηάνες.» Η φωνηά μου βγαιάνει με εάνταση και μιλαάω γρηάγορα. «Εξαάλλου, ειάναι κοάπανος.» «Το ειάπες ηάδη αυτοά.» Ο Λιάαμ λεάει και διακριάνω εάνα μικροά χαμοάγελο στα χειάλη του καθωάς προσπαθειά να κρατηάσει την εάκφρασηά του ουδεάτερη. Δεν μου αρεάσει η πιάεση που νιωάθω στο στηάθος ενωά μιλαάμε για το αν αγαπαάω τον Χαάρρυ. Μου φεάρνει αναγουάλα και νιωάθω το χωάρο στο αυτοκιάνητο πολυά πιο μικροά. Κατεβαάζω το παραάθυρο λιγαάκι και ακουμπωά το κεφαάλι μου σε αυτοά. «Θες να ξαναά παάμε σπιάτι μου ηά πιάσω στο δωμαάτιοά σου;» Ρωταάει. Θεάλω να παάω στο δωμαάτιοά μου και να κουλουριαστωά στο κρεβαάτι μου αλλαά φοβαάμαι μηάπως εμφανιστειά η Στεφ ηά ο Χαάρρυ. Η πιθανοάτητα να εάρθει ο Χαάρρυ στο σπιάτι του πατεάρα του ειάναι πολυά μικρηά, οποάτε αυτηά φαιάνεται να ειάναι η καλυάτερηά μου επιλογηά. «Στο σπιάτι σου, αλλαά μπορουάμε να παάμε αποά το δωμαάτιοά μου να παάρω καάποια ρουάχα; Συγνωάμη που σου ζητωά να με πηγαιάνεις αποά εδωά και αποά εκειά.» Του λεάω και το εννοωά. «Τεάσσα, δεν εάχεις ζητηάσει τιάποτα αποά εμεάνα. Η διαδρομηά ειάναι συάντομη και ειάσαι φιάλη μου, σταάματα να με ευχαριστειάς και να απολογηάσε που σε πηγαινοφεάρνω.» Λεάει αυστηραά αλλαά το γλυκοά του χαμοάγελο με καάνει να γελαάσω. Ειάναι ο καλυάτερος αάνθρωπος που γνωάρισα εδωά και ειάμαι τυχερηά που τον εάχω. «Λοιποάν αάσε με να σε ευχαριστηάσω αάλλη μιάα φοραά που ειάσαι τοάσο καλοάς φιάλος.» Λεάω και αυτοάς κατσουφιαάζει παιχνιδιαάρικα. «Παρακαλωά, τωάρα ας συνεχιάσουμε.» Λεάει και εγωά γνεάφω. Περπατωά γρηάγορα γυάρω στο δωμαάτιο για να παάρω μια αλλαξιαά ρουάχα και τα βιβλιάα μου. Νιωάθω λες και δεν μεάνω στο δωμαάτιοά μου πια. Αυτοά θα ειάναι το πρωάτο μεταά αποά πεάντε βραάδια που δεν θα κοιμηθωά με τον Χαάρρυ. Αάρχιζα να το συνηθιάζω, ποάσο ανοάητο εκ μεάρους μου. Αρπαάζω το κινητοά μου αποά το ραάφι και επιστρεάφω στο αυτοκιάνητο του Λιάαμ. Οάταν φταάνουμε στο σπιάτι του ειάναι περασμεάνες εάντεκα. Ειάμαι κουρασμεάνη και χαιάρομαι που ο Κεν και η Καάρεν κοιμουάνται. Ο Λιάαμ βαάζει μια πιάτσα στο φουάρνο για εμαάς και τρωάει αάλλο εάνα αποά τα κεκαάκια που εάφτιαξα νωριάτερα. Νιωάθω πως πεάρασαν βδομαάδες αποά οάταν εάψησα με την Καάρεν, οάχι ωάρες. Ειάχα τοάσο μεγαάλη μεάρα και ξεκιάνησε τοάσο
290
καλαά το πρωιά με τον Χαάρρυ, την υποτροφιάα, και μεταά την κατεάστρεψε, ακριβωάς οάπως καάνει παάντα. Αφουά φαάγαμε την πιάτσα, ο Λιάαμ και εγωά ανεβαιάνουμε στον παάνω οάροφο και με συνοδευάει στον ξενωάνα που εάμεινα και την προηγουάμενη φοραά. Λοιποάν δεν εάμεινα ακριβωάς επειδηά ειάχα ξυπνηάσει αποά τον Χαάρρυ που φωάναζε. Ο χροάνος εάχει σταματηάσει αποά τοάτε που τον γνωάρισα, οάλα γινοάντουσαν τοάσο γρηάγορα και με ζαλιάζει το να σκεάφτομαι τις καλυάτερες στιγμεάς μας. Ευχαριστωά τον Λιάαμ ξαναά και στριφογυριάζει τα μαάτια του πριν με αφηάσει και παάει στο δικοά του δωμαάτιο. Ανοιάγω το κινητοά μου για να βρω πολλαά μηνυάματα αποά τον Χαάρρυ, την Στεφ, και τη μαμαά μου. Τα διαγραάφω οάλα, εκτοάς αποά αυταά της μητεάρας μου, χωριάς να τα διαβαάσω. Ξεάρω ηάδη τι λεάνε και ανεάχτηκα αρκεταά για σηάμερα. Βαάζω το κινητοά στο αθοάρυβο και το αφηάνω στο τραπεζαάκι. Φοραάω τις πυτζαάμες μου και πηδωά στο κρεβαάτι, ειάναι μιάα το πρωιά. Πρεάπει να ξυπνηάσω σε τεάσσερις ωάρες, αυάριο θα ειάναι μεγαάλη μεάρα. Αν δεν ειάχα χαάσει τις πρωινεάς μου ταάξεις σηάμερα, θα εάμενα σπιάτι, λοιποάν εδωά. Ηά θα πηάγαινα πιάσω στο δωμαάτιοά μου. Γιατιά εάπεισα τον Χαάρρυ να γυριάσει στη Λογοτεχνιάα; Αφουά γυάριζα για ωάρα στο κρεβαάτι, σηκωάνομαι λιάγο και κοιτωά την ωάρα. Ειάναι σχεδοάν τρεις. Παραά το γεγονοάς πως η σημερινηά μεάρα ηάταν προφανωάς και η καλυάτερη και η χειροάτερη της ζωηάς μου, ειάμαι πολυά κουρασμεάνη ακοάμα και για να κοιμηθωά. Πριν καταλαάβω τι καάνω στεάκομαι μπροσταά αποά την ποάρτα του δωματιάου του Χαάρρυ. Με κανεάναν γυάρω εκτοάς αποά τον εαυτοά μου για να με κριάνει, ανοιάγω το δευάτερο συρταάρι και πιαάνω εάνα αάσπρο μπλουζαάκι. Μπορωά να πω πως δεν εάχει φορεθειά ποτεά αλλαά δεν με νοιαάζει. Βγαάζω αυτοά που φορουάσα και το αντικαθιστωά. Ξαπλωάνω στο κρεβαάτι και βυθιάζω το κεφαάλι μου στο μαξιλαάρι. Το αάρωμα μεάντας του Χαάρρυ γεμιάζει τα ρουθουάνια μου και επιτεάλους με παιάρνει ο υάπνος. Harry’s POV «Εάλα Ναάιαλ… απλαά αάσε με να χρησιμοποιηάσω το κινητοά σου.» Παρακαλαάω. «Δεν απαάντησε ουάτε στο δικοά σου, ουάτε στης Στεφ, ουάτε στου Τριάσταν, δεν θα απαντηάσει ουάτε το δικοά μου.» Μου λεάει. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου και αρπαάζω το κινητοά αποά τα χεάρια του. «Δεν την παιάρνω.» Λεάω αποάτομα ενωά τα δαάχτυλαά μου πληκτρολογουάν τον αριθμοά της. Ξεάρω πως δεν προάκειται να απαντηάσει, αλλαά δεν μπορωά να κρατηθωά. Ειάναι τοάσο πεισματαάρα, θα με αποφευάγει σιάγουρα για μεάρες, αν μου μιληάσει και ποτεά ξαναά. Οάταν βγαιάνει ο τηλεφωνητηάς της το κλειάνω και διάνω το κινητοά πιάσω στον Ναάιαλ. Αυτοάς το παιάρνει με εάνα πονηροά χαμοάγελο στο προάσωποά του.
291
«Μην με κοιταάς εάτσι.» Τον προειδοποιωά. Σηκωάνει τα χεάρια του αμυντικαά και απομακρυάνεται. Προχωρωά ξαναά προς τον καναπεά που καάθονται η Μοάλλυ, η Στεφ και ο Τριάσταν και καάθομαι πεάφτοντας στη γωνιάα. «Γιατιά δεν πας απλαά στο δωμαάτιοά μας; Ειάμαι σιάγουρη πως ειάναι εκειά και διαβαάζει ηά κοιμαάται.» Η Στεφ μου λεάει. «Ηά κλαιάει.» Η Μοάλλυ προσθεάτει. Την αγριοκοιταάζω. «Χαλαάρωσε, δεν χαάνεις και τιάποτα, ειάναι μια σεμνηά ξενεάρωτη, ενοχλητικηά..» «Βουάλωσε το Μοάλλυ! Γαμωάτο αάπλα βουάλωσε το!» Φωναάζω. Τραβιεάται μακριαά, προφανωάς τρομαγμεάνη αλλαά δεν με ενδιαφεάρει. «Μην ξεχναάς τι μπορωά να καάνω Χαάρρυ.» Λεάει μεάσα αποά τα δοάντια της. «Μπορωά να καάνω πραάγματα χειροάτερα αποά αυτοά Μοάλλυ, για αυτοά προάσεχε τι λες.» Της λεάω και σηκωάνομαι. «Δωάσε μου το κλειδιά.» Απαιτωά και απλωάνω το χεάρι μου ενωά η Στεφ ψαάχνει την τσαάντα της. Με το που το ριάχνει στο χεάρι μου κατευθυάνομαι προς το αυτοκιάνητοά μου. Δεν εάχω δει τον Ζεάιν για τουλαάχιστον τριαάντα λεπταά, το καλοά που του θεάλω να μην ειάναι με την Τεάσσα. Κανεάνας δεν εάχει αναφερθειά στη δηάλωση αγαάπης μου για την Τεάσσα, καάτι ξεάρουν. Δεν ξεάρω τι σκεφτοάμουν οάταν το φωάναξα εάτσι, απλαά δεν αάντεχα να τη βλεάπω να φευάγει πιστευάοντας πως δεν νοιαάζομαι για αυτηάν. Την αγαπαάω, και την αγαάπησα αποά την πρωάτη φοραά που ξυάπνησα και βρηάκα τα μικραά της χεάρια γυάρω αποά τη μεάση μου. Δεν καταάλαβα καν ποιο ηάταν το συναιάσθημα οάταν το εάνιωσα, αλλαά εάπιασα τον εαυτοά μου να κρεάμεται παάνω της με εάναν ανεξηάγητο τροάπο. Αγαπωά τον τροάπο που με κοιταάζει, ειδικαά οάταν νομιάζει πως δεν το ξεάρω. Αγαπωά τον τροάπο που μου φωναάζει και στριφογυριάζει τα μαάτια της οάταν της καάνω καάποιο αγενεάς σχοάλιο. Ηάταν διάπλα μου παραά τα απαιάσια πραάγματα που της εάκανα, με εάναν τροάπο που δεν το εάχει καάνει κανειάς ξαναά. Ευάχομαι να ειάχα καάποια εξηάγηση για τον τροάπο που της φεάρομαι για το οάτι αάφησα τη Μοάλλυ να καθιάσει στα ποάδια μου, αλλαά δεν εάχω. Το καλυάτερο που εάχω να πω ειάναι πως δε ξεάρω πωάς να ελεάγξω τα δυναταά συναισθηάματα που εάχω για αυτηάν. Δεν θεάλω να ειάμαι ευαάλωτος σε κανεάναν και το οάτι αγαπωά την Τεάσσα την καάνει να με ελεάγχει περισσοάτερο αποά οάτι μπορωά να ελεάγξω οποάτε την απομακρυάνω. Δεν θα της φανειά λογικοά, να παάρει δεν φαιάνεται λογικοά ουάτε σε εμεάνα αλλαά ειάναι οάτι εάχω να της πω. Ενωά φταάνω στο αυτοκιάνητοά μου, προσπαθωά να της τηλεφωνηάσω αάλλη μιάα φοραά. Ξεάρω οάτι θα εκνευριστειά οάταν θα εμφανιστωά στο δωμαάτιοά της και ελπιάζω να μου φωναάξει ηά και ακοάμα να με χαστουκιάσει ξαναά. Δεν με
292
ενδιαφεάρει τι θα καάνει αρκειά να με αφηάσει να μπω. Κι αν ο Ζεάιν ειάναι εκειά μαζιά της; Δεν νομιάζω πως θα τον αάφηνε να μπει στο δωμαάτιοά της, αλλαά ηάταν εκνευρισμεάνη μαζιά μου και μπορειά να το εάκανε μοναχαά για να με πειραάξει. Εικοάνες τους να φιλιουάνται γυριάζουν ξαναά και ξαναά στο κεφαάλι μου, δεν εάχω ζηλεάψει ποτεά κανεάναν στη ζωηά μου. Δεν χρειαάζεται να ζηλευάω, παιάρνω παάντα αυτοά που θεάλω. Εκτοάς αποά την Τεάσσα, πρωάτα πρεάπει να τα βγαάλω πεάρα με το ενοχλητικοά αγοάρι της αποά το λυάκειο και τωάρα πρεάπει να ανησυχωά για τον Ζεάιν. Αν μπορουάσα απλαά να της πω πως πραγματικαά ειάναι, αλλαά δεν μπορωά γιατιά ειάμαι το ιάδιο εάνοχος. Αν ειάναι εκειά μαζιά της, δεν θα κρατηθωά και θα τον χτυπηάσω, φιάλος ηά οάχι. Χαιροάμουν που ηάμουν εάνας αποά τους μοναχαά δυάο ανθρωάπους που ειάχε φιληάσει, και ο Ζεάιν το κατεάστρεψε αυτοά. Φταάνω στο δωμαάτιοά της και βαάζω το κλειδιά στην ποάρτα. Το δωμαάτιο ειάναι εντελωάς μαυάρο. Και καταλαβαιάνω αμεάσως πως δεν ειάναι εδωά. Καλωά τον Ζεάιν και δεν απανταάει. Θα πρεάπει στα αληάθεια να ειάναι μαζιά, η ιδεάα καάνει το στομαάχι μου να γυριάζει. Γιατιά πρεάπει να ειάμαι τοάσο σκαταά; Αν δεν εάκανα βλακειάες θα ηάταν ξαπλωμεάνη στο κρεβαάτι μαζιά μου τωάρα, εγωά θα ξαάπλωνα στα ποάδια της ενωά τα χεάρια της θα χαάιδευαν τα μαλλιαά μου, καάτι που δεν εάχω αφηάσει κανεάναν αάλλον να μου καάνει. Πηγαιάνω προς το κρεβαάτι της και συνειδητοποιωά πως λειάπουν και τα βιβλιάα της για το σχολειάο. Δεν νομιάζω πως ο Ζεάιν θα την εάφερνε εδωά για να παάρει τα σχολικαά της βιβλιάα. Ο Λιάαμ! Ειάναι με τον Λιάαμ, πρεάπει να ειάναι. Πως στο καλοά δεν το σκεάφτηκα αυτοά; Ζηάλια γεμιάζει το μυαλοά μου και αρχιάζω να σκεάφτομαι το ενδεχοάμενο να ειάναι μαζιά ο Λιάαμ και η Τεάσσα, ειάμαι αποάλυτα σιάγουρος πως θα ειάναι τεάλειοι μαζιά. Φαιάνεται να ειάναι πραγματικαά ερωτευμεάνος με εκειάνη την κοπεάλα του που δεν με ενδιαφεάρει και πολυά να θυμαάμαι το οάνομα της, οποάτε ευάχομαι να κρατηάσει μακριαά τα χεάρια του αποά τη δικηά μου κοπεάλα… θα μπορουάσε να ειάναι η κοπεάλα μου αν δεν ειάχα φερθειά τοάσο ηλιάθια οάταν ειάχε παραδεχτειά πως πιάστευε οάτι ηάταν ηάδη. Η διαδρομηά μεάχρι το σπιάτι του πατεάρα μου ειάναι μικρηά και τρεάχω κυριολεκτικαά προς την ποάρτα. Ειάναι κλειδωμεάνη. Δεν με ενδιαφεάρει να τους ξυπνηάσω αλλαά δε θεάλω κοινοά οάταν θα βρω την Τεάσσα. Ψαάχνω το νουάμερο που πιάστευα δεν θα καλουάσα ποτεά μου. «Ναι;» Ο Λιάαμ απανταά, ειάναι προφανεάς πως ξυάπνησε μοάλις. «Γεια.. ειάμαι εεε ο Χαάρρυ. Θεάλω να ανοιάξεις την μπροστινηά ποάρτα.» Μουρμουριάζω. «Δεν νομιάζω πως ειάναι καληά ιδεάα.» Λεάει. «Εάλα και αάνοιξε την ποάρτα αλλιωάς θα σπαάσω το γυαλιά και θα την ανοιάξω μοάνος μου.» Γρυλιάζω.
293
«Καλαά. Κατεβαιάνω σε εάνα λεπτοά.» κλειάνει το τηλεάφωνο. Πραάγματι, εμφανιάζεται στην ποάρτα μεάσα σε τριαάντα δευτεροάλεπτα και την ανοιάγει. «Πουά ειάναι;» Ρωταάω και περνωά σπρωάχνονταάς τον στον προθαάλαμο. «Κοιμαάται. Δεν νομιάζω πως πρεάπει να την ενοχληάσεις. Δεν πηάγε καν στο δωμαάτιοά της πριν τις μιάα.» Μου λεάει. «Που στο καλοά ηάταν πριν;» Ρωταάω, καάνοντας εάνα βηάμα πιο κονταά του. «Τρωάγαμε πιάτσα, χαλαάρωσε.» Λεάει και ανεβαιάνει τις σκαάλες. «Πρεάπει να της μιληάσω.» Του λεάω. Δεν ξεάρω καν για ποιοάν λοάγο του μιλαάω. «Ξεάρουμε και οι δυάο τι θα γιάνει οάταν την ξυπνηάσεις, αλλαά αν δεν σε ενδιαφεάρει τοάτε ενταάξει.»Ο Λιάαμ λεάει και εγωά ανοιάγω την ποάρτα του ξενωάνα απεάναντι αποά το δωμαάτιοά μου. Ανοιάγω το φως, το κρεβαάτι ειάναι αάδειο. Οι κουβεάρτες ειάναι ανακατεμεάνες και η τσαάντα της ειάναι παάνω στην καρεάκλα αλλαά το δωμαάτιο ειάναι αάδειο. «Εάφυγε;» Πανικοβαάλλομαι. «Οάχι, δεν μπορειά, θα την ειάχα ακουάσει και δεν εάχει καν αυτοκιάνητο.» Αν τριγυρναά μοάνη της στις τρεις το πρωιά, θα τρελαθωά. Τα μαάτια μου γυρνουάν στο δωμαάτιοά μου πιάσω αποά τον Λιάαμ και τον προσπερνωά για να ανοιάξω την ποάρτα. Η μικρηά λαάμπα στο τραπεζαάκι ειάναι ανοιχτηά και πατωά παάνω σε καάτι καθωάς μπαιάνω στο δωμαάτιο. Μια μπλουάζα; Η μπλουάζα της Τεάσσα. Ειάναι μαζεμεάνη στην πλευραά της φορωάντας εάνα αάσπρο μπλουζαάκι, η καρδιαά μου σφιάγγεται οάταν βλεάπω πως εάνα συρταάρι ειάναι ελαφρωάς ανοιχτοά. Φοραάει εάνα αποά τα δικαά μου μπλουζαάκια, ειάναι ξαπλωμεάνη στο δικοά μου το κρεβαάτι, αγκαλιαάζει το δικοά μου μαξιλαάρι με τα μακριαά της μαλλιαά να απλωάνονται παάνω στο κεφαάλι της σαν φωτοστεάφανο. «Την βρηάκα.» Κοιτωά τον Λιάαμ που στεάκεται στην ποάρτα, μεταά παάλι την Τεάσσα. Θεάλω να απαλυάνω την ρυτιάδα αάγχους αποά το μεάτωποά της που ξεάρω οάτι εγωά προκαάλεσα, και να φιληάσω το κατσουάφιασμα στα γεμαάτα χειάλη της.. Δεν μπορωά να την ξυπνηάσω, της προκαάλεσα ηάδη αρκετοά ποάνο για σηάμερα. Κλειάνω το φως και βγαιάνω αποά το δωμαάτιο πηγαιάνοντας στον ξενωάνα απεάναντι. «Δεν την αξιάζεις.» Ο Λιάαμ λεάει σιγαναά.
294
«Το ξεάρω.» Απανταάω.
Chapter 66 Οάταν ξυπναάω μου παιάρνει μερικαά λεπταά για να θυμηθωά οάτι δεν ειάμαι στο κρεβαάτι μαζιά με τον Χαάρρυ. Ο ηάλιος λαάμπει αποά το ανοιχτοά παραάθυρο και σηκωάνομαι γρηάγορα. Καθωάς τα μαάτια μου προσαρμοάζονται ειάμαι σιάγουρη οάτι αρχιάζω να τρελαιάνομαι.
295
«Χαάρρυ;» Λεάω ηάρεμα και τριάβω ξαναά τα μαάτια μου. «Γεια.» Μου λεάει. Ειάναι πραγματικαά εδωά. «Τι στο καλοά καάνεις εδωά;» Λεάω αποάτομα. Ηάδη η καρδιάα μου ποναάει. Καάθεται στην καρεάκλα με τους αγκωάνες στα γοάνατα του. «Τεσσα, πρεάπει να μιληάσουμε.» Λεάει, οι σακουάλες καάτω αποά τα μαάτια του εμφανηάς. «Με κοιτουάσες ενωά κοιμοάμουν;» Ρωταάω. «Οάχι, φυσικαά και οάχι. Ηάρθα εδωά μοάλις πριν λιάγα λεπταά.» Λεάει. Αναρωτιεάμαι αν ειάχε εφιαάλτες χωριάς εμεάνα μαζιά του στο κρεβαάτι. Αν δεν ειάχα υπαάρξει μαάρτυρας αυτωάν των ονειάρων, θα πιάστευα πως ηάταν και αυταά μεάρος των παιχνιδιωάν του, αλλαά θυμαάμαι που κρατουάσα το ιδρωμεάνο προάσωποά του αναάμεσα στο χεάρια μου και εάβλεπα το φοάβο μεάσα στο πραάσινα μαάτια του. Παραμεάνω σιωπηληά, δεν θεάλω να τσακωθωά μαζιά του. Απλαά θεάλω να φυάγει. Μισωά που στην πραγματικοάτητα δεν θεάλω να φυάγει, αλλαά πρεάπει. «Μπορουάμε να μιληάσουμε?» Επαναλαμβαάνει και εγωά κουναάω αρνητικαά το κεφαάλι μου. Ανακατευάει και μετα χεάρια τα μαλλιαά του και παιάρνει μια βαθιαά αναάσα. «Πρεάπει να παάω στο μαάθημα.» Του λεάω. «Ο Λιαμ εάχει ηάδη φυάγει, εάκλεισα το ξυπνητηάρι σου. Ειάναι ηάδη εάντεκα.» «Τι εάκανες?» «Αάργησες να κοιμηθειάς και σκεάφτηκα πως…» Αρχιάζει να λεάει. «Πως τολμαάς ακοάμη και να…Απλαά φυάγε.» Ειάμαι παραπαάνω αποά θυμωμεάνη που εάκλεισε το ξυπνητηάρι μου, ξεάρει πως νιωάθω οάταν χαάνω μαθηάματα, αλλαά ο ποάνος αποά τις χθεσινεάς του πραάξεις ειάναι ακοάμα φρεάσκος και καλυάπτει το θυμοά μου που εάκλεισε το ξυπνητηάρι μου αλλαά δεν μπορωά να δειάξω καμιάα αδυναμιάα γιατιά θα το εκμεταλλευτειά. Παάντα το καάνει. «Ειάσαι μεάσα στο δωμαάτιοά μου.» Επισημαιάνει. Κατεβαιάνω αποά το κρεβαάτι, χωριάς να με ενδιαφεάρει που ειάμαι μοναχαά με εάνα μπλουζαάκι, το δικοά του μπλουζαάκι.
296
«Εάχεις διάκιο, θα φυάγω εγωά.»Λεάω, ο κοάμπος στον λαιμοά μου μεγαλωάνει και τα δαάκρυα αρχιάζουν να εμφανιάζονται πιάσω αποά τα μαάτια μου. «Οάχι, εννοουάσα.. Εννοουάσα ειάσαι στο δωμαάτιοά μου.. Γιατιά;» Η φωνηά του σπαάει. «Δεν ξεάρω.. Εγωά απλαά.. Δεν μπορουάσα να κοιμηθωά..» Παραδεάχομαι. Πρεάπει να σταματηάσω να μιλαάω. «Δεν ειάναι στα αληάθεια δικοά σου δωμαάτιοά τεάλος παάντων, εάχω κοιμηθειά εδωά οάσες φορεάς εάχεις και εσυά. Στην πραγματικοάτητα εάχω κοιμηθειά περισσοάτερες τωάρα.» Λεάω. «Το μπλουζαάκι σου δεν εάκανε;» Με ρωταάει, τα μαάτια του κοιταάνε επιάμονα το λευκοά μπλουζαάκι. Φυσικαά και σπαάει πλαάκα μαζιά μου. «Εμπροάς λοιποάν, κοροάιδεψε με.» Ειάπα, δαάκρυα τρεάχουν αποά τα μαάτια μου. Τα βλεάμματαά μας συναντιουάνται αλλαά κοιτωά αλλουά. «Δεν σε κοροάιδευα.» Σηκωάνεται αποά την καρεάκλα και καάνει εάνα βηάμα κονταά μου. Καάνω πιάσω και σηκωάνω τα χεάρια μου να τον εμποδιάσω. «Απλαά αάκουσεά με ενταάξει;» «Τι αάλλο μπορειά να εάχεις να μου πεις Χαάρρυ, παάντα αυτοά καάνουμε. Εάχουμε τον ιάδιο καυγαά ξαναά και ξαναά, μοάνο που χειροτερευάει καάθε φοραά. Δεν μπορωά να το καάνω αάλλο. Δεν μπορωά.» Ανασαιάνω. «Ειάπα οάτι λυπαάμαι που την φιάλησα.» Υπερασπιάζεται τον εαυτοά του. «Δεν μιλαάω για αυτοά, λοιποάν ειάναι εάνα μεάρος αποά αυτοά αλλαά υπαάρχουν τοάσα πολλαά. Το γεγονοάς οάτι δεν καταλαβαιάνεις αποδεικνυάει οάτι σπαταλαάμε τον χροάνο μας. Δεν θα ειάσαι ποτεά αυτοάς που χρειαάζομαι να ειάσαι, και εγωά δεν ειάμαι αυτηά που θεάλεις να ειάμαι.» Σκουπιάζω τα μαάτια μου ενωά αυτοάς κοιταά εάξω αποά το παραάθυρο. «Ειάσαι αυτηά που θεάλω να ειάσαι.» Λεάει. Μακαάρι να μπορουάσα να τον πιστεάψω, μακαάρι να μην ηάταν τοάσο ανιάκανος να νιωάσει. «Εσυά δεν ειάσαι.» Ειάναι οάτι μπορωά να πω. Ξεάρω πως γνωριάζει οάτι κλαιάω αλλαά δεν μπορωά να σταματηάσω. Εάχω κλαάψει τοάσες πολλεάς φορεάς αποά τοάτε που τον γνωάρισα και αν πεάσω παάλι στην παγιάδα του, εάτσι θα γιάνεται αποά εδωά και πεάρα. «Δεν ειάμαι τι;» «Αυτοάς που θεάλω να ειάσαι, δεν καάνεις τιάποτα αάλλο εκτοάς αποά το να με πληγωάνεις.» Τον προσπερνωά και διασχιάζω το διαάδρομο προς τον ξενωάνα για
297
να παάρω την τσαάντα μου. Βαάζω βιαστικαά το παντελοάνι μου και μαζευάω τα πραάγματα μου. Τα μαάτια του Χαάρρυ ακολουθουάν την καάθε μου κιάνηση. «Δεν αάκουσες τι σου ειάπα χθες;» Λεάει τελικαά. Ηάλπιζα να μην αναφεροάταν σε αυτοά. «Απαάντησε μου.» Λεάει. «Ναι.. Σε αάκουσα.»Του λεάω, αποφευάγοντας να κοιταάξω προς την κατευάθυνση του. «Και δεν εάχεις να πεις τιάποτα για αυτοά;» Η φωνηά του ειάναι εχθρικηά. «Οάχι.» Λεάω ψεάματα.Εάρχεται μπροσταά μου. «Φυάγε.» Παρακαλαάω. Ειάναι επικιάνδυνα κονταά μου και ξεάρω τι παάει να καάνει καθωάς σκυάβει να με φιληάσει. Προσπαθωά να απομακρυνθωά αποά αυτοάν αλλαά τα δυναταά του χεάρια με τραβαάνε κονταά του, κρατωάντας με σταθερηά. Τα χειάλη του αγγιάζουν τα δικαά μου, η γλωάσσα του προσπαθειά να περαάσει τα χειάλη μου αλλαά αρνουάμαι. «Φιάλα με, Τες» Απαιτειά. «Οάχι.» Σπρωάχνω το στηάθος του. «Πες μου οάτι δεν νιωάθεις το ιάδιο και θα φυάγω.» Το προάσωποά του ελαάχιστα μακριαά αποά το δικοά μου, η αναάσα του ζεστηά στο προάσωποά μου. «Δεν το νιωάθω.» Του λεάω, με ποναάει που λεάω τις λεάξεις αυτεάς αλλαά πρεάπει να φυάγει. «Ναι νιωάθεις, το ξεάρω οάτι το νιωάθεις.» Ο τοάνος του ειάναι απελπισμεάνος. «Οάχι δεν νιωάθω Χαάρρυ, και ουάτε και εσυά το νιωάθεις. Δεν μπορειά να πιάστεψες πραγματικαά οάτι το εάχαψα αυτοά;» Λεάω και αυτοάς με αφηάνει. «Δεν πιστευάεις οάτι σε αγαπαάω;» Κοντανασαιάνει. «Φυσικαά και οάχι, ποάσο ανοάητη νομιάζεις πως ειάμαι;» Λεάω αποάτομα, με κοιταά επιάμονα για λιάγο πριν ανοιάξει το στοάμα του και το κλειάσει ξαναά. «Εάχεις διάκιο.» λεάει. «Τι;» «Εάχεις διάκιο. Δεν σε αγαπαάω, απλαά ηάθελα να προσθεάσω καάτι στο οάλο δραάμα της στιγμηάς.» Γελαάει ελαφραά, το ηάξερα οάτι δεν το εννοουάσε, αλλαά αυτοά δεν
298
μειωάνει τον ποάνο της εξομολοάγησης του. Εάνα μεάρος μου, εάνα μεγαάλο μεάρος μου μπορωά να παραδεχτωά, οάτι ηάλπιζε πως πραγματικαά το εννοουάσε. Στεάκεται ακουμπωάντας στον τοιάχο ενωά εγωά βγαιάνω αποά το δωμαάτιο, η τσαάντα μου στα χεάρια μου και φταάνω στις σκαάλες. «Τεάσσα γλυκιαά μου, δεν ηάξερα πως ηάσουν εδωά!» Η Καάρεν χαμογελαάει αποά το τεάλος της σκαάλας. Το χαμοάγελοά της εξαφανιάζεται οάταν βλεάπει την αγωνιωάδη μου καταάσταση. «Ειάσαι ενταάξει; Εάγινε τιάποτα;» ρωταάει. Το ενδιαφεάρον στην φωνηά της εμφανεάς. «Οάχι, ειάμαι ενταάξει. Κλειδωάθηκα εάξω αποά το δωμαάτιοά μου χθες βραάδυ και…» «Καάρεν.» Ο Χαάρρυ λεάει αποά πιάσω μου. «Χαάρρυ!» Το χαμοάγελο της επιστρεάφει λιγαάκι. «Θα θεάλατε εσειάς οι δυάο να φαάτε καάτι, καάποιο πρωινοά; Λοιποάν γευάμα, ειάναι μεσημεάρι.» Χαμογελαάει. «Οάχι ευχαριστωά, μοάλις εάφευγα θα γυριάσω στην εστιάα.» Της λεάω. «Εγωά θα φαάω.» Ο Χαάρρυ λεάει. Δειάχνει εάκπληκτη ενωά κοιταάζει πρωάτα εμεάνα και μεταά ξαναά τον Χαάρρυ. «Ενταάξει ωραιάα! Θα ειάμαι στην κουζιάνα!» Του λεάει. Με το που φευάγει, κατευθυάνομαι προς την ποάρτα. «Πουά πας;» Αρπαάζει τον καρποά μου. Παλευάω λιάγο πριν με αφηάσει. «Στην εστιάα, το ειάπα μοάλις.» «Θα περπατηάσεις;» «Ποιο ειάναι το προάβλημαά σου; Καάνεις σαν να μην εάχει γιάνει τιάποτα, λες και δεν μαλωάναμε μοάλις πριν λιάγο, λες και δεν εάχεις καάνει τιάποτα. Ειάσαι στα αληάθεια τρελοάς, θεάλω να πω ειάσαι κλινικαά τρελοάς, αάρρωστος, εάτοιμος για την απομοάνωση. Λες απαιάσια πραάγματα για εμεάνα και μεταά μου προσφεάρεις να με πας καάπου;» Δεν μπορωά να τον καταλαάβω. «Στην πραγματικοάτητα δεν ειάπα τιάποτα το απαιάσιο, ειάπα μοναάχα οάτι δεν σε αγαπαάω, καάτι που υποστηάριζες πως ηάξερες ηάδη. Και δευάτερον, δεν προσφεάρθηκα να σε παάω απλαά ρωάτησα αν θα γυριάσεις με τα ποάδια.» Η αυταάρεσκη εάκφρασηά του με ζαλιάζει. Για ποιο λοάγο να εάρθει να με ψαάξει αφουά δεν νοιαάζεται για εμεάνα; Δεν εάχει τιάποτα καλυάτερο να καάνει αποά το να με βασανιάζει;
299
«Τι εάκανα;» Ρωταάω τελικαά, ηάθελα να το ρωτηάσω εδωά και καιροά αλλαά φοβοάμουν την απαάντησηά του. «Τι;» «Τι εάκανα και με μιάσησες; Μπορειάς να εάχεις οάποιο κοριάτσι θεληάσεις και συνεχιάζεις να σπαταλαάς το χροάνο σου, και τον δικοά μου ψαάχνοντας νεάους τροάπους να με πληγωάσεις. Ποιο το νοάημα; Τοάσο πολυά με αντιπαθειάς;» Προσπαθωά να κρατηάσω τη φωνηά μου χαμηληά για να μην με ακουάσει η Καάρεν. «Οάχι, δεν ειάναι αυτοά. Δεν σε αντιπαθωά, Τεάσσα. Απλαά εάχεις καάνει τον εαυτοά σου ευάκολο στοάχο, οάλα γιάνονται για το κυνηάγι σωσταά;» Γελαάει αυταάρεσκα. Πριν προλαάβει να πει καάτι αάλλο η Καάρεν φωναάζει το οάνομαά του και ρωταά αν θεάλει πιάκλες στο σαάντουιάτς του. Παάει στην κουζιάνα και της απανταάει, ενωά εγωά βγαιάνω αποά την ποάρτα καθωάς ακουάω τις μποάτες του στο σκληροά ξυάλινο δαάπεδο. Κατεβαιάνω το δροάμο μεάχρι τη σταάση του λεωφορειάου. Εάχω ηάδη χαάσει τοάσα πολλαά μαθηάματα τον τελευταιάο καιροά θα μπορουάσα να χαάσω και την υποάλοιπη μεάρα ωάστε να παάω να αγοραάσω εάνα αυτοκιάνητο. Ευτυχωάς το λεωφορειάο φταάνει λιάγα λεπταά πιο μεταά και βριάσκω θεάση στην γαλαριάα. «Όέλα γιένονται για το κυνηέγι σωσταέ;» τα λοάγια του ηχουάν στο μυαλοά μου καθωάς βουλιαάζω στη θεάση μου. Σκεάφτομαι αυτοά που ειάπε ο Λιάαμ για τον αάνθρωπο που πληγωάνεται, αν δεν αγαπαάς το αάτομο, δεν μπορειά να σε πληγωάσει. Ο Χαάρρυ μου ραγιάζει την καρδιαά συνεχωάς, ακοάμα και οάταν νομιάζω πως δεν υπαάρχουν αάλλα κομμαάτια να σπαάσει, τον αγαπαάω. Αγαπαάω τον Χαάρρυ.
300
Chapter 67 Πηγαιάνω με το λεωφορειάο μεάχρι το κεάντρο της ποάλης οάπου ξεάρω οάτι υπαάρχουν εκθεάσεις αυτοκινηάτων. Ηάθελα να περιμεάνω για να παάω εάξω αποά την Πανεπιστημιουάπολη αλλαά δεν μπορωά να αντεάξω αάλλη μιάα μεάρα χωριάς δικοά μου αυτοκιάνητο. Ο πωλητηάς ειάναι εάνα καάθαρμα και μυριάζει μπαγιαάτικα τσιγαάρα αλλαά δεν μπορωά να ειάμαι πια επιλεκτικηά. Μεταά αποά μιάα ωάρα διαπραγματευάσεων, του γραάφω μια επιταγηά για την πληρωμηά και αυτοάς μου διάνει τα κλειδιαά για εάνα σχετικαά καληάς ποιοάτητας Corolla του 2010. Η αάσπρη μπογιαά εάχει ξεθωριαάσει σε μερικαά σημειάα αλλαά καταάφερα να μην πληρωάσω πολλαά οποάτε θα το προσπεραάσω. Καλωά τη μητεάρα μου πριν βγω αποά την εάκθεση για να της πω οάτι αγοάρασα αυτοκιάνητο, φυσικαά και λεάει πως θα εάπρεπε να ειάχα παάρει μεγαλυάτερο και μου απαριθμειά τους λοάγους που θα ηάταν καλυάτερο. Καταληάγω να προσποιουάμαι οάτι χαάνω το σηάμα και να της το κλειάσω. Κοιτωά για μια στιγμηά στον καθρεάφτη και μορφαάζω για την κουρασμεάνη μου εμφαάνιση. Δειάχνω απαιάσια, τα μαλλιαά μου μπερδεμεάνα, τα μαάτια μου πρησμεάνα και τα μαάγουλαά μου γυαλιάζουν αποά το κλαάμα μου νωριάτερα.
Ειάναι υπεάροχο να οδηγωά το δικοά μου αυτοκιάνητο, δεν χρειαάζεται πια να βασιάζομαι στα μεάσα μεταφοραάς και τωάρα μπορωά να πηγαιάνω μοάνη μου στην υποτροφιάα μου. Πιστευάω το γεγονοάς οάτι εάκοψα τους δεσμουάς μου με τον Χαάρρυ να μην την επηρεαάσει, δεν νομιάζω οάτι θα γιάνει αλλαά αν βαρεάθηκε να με βλεάπει απλαά να κλαιάω και καάνει καάτι για να μου το καταστρεάψει; Ιάσως θα πρεάπει να μιληάσω στον Κεν και να προσπαθηάσω να του εξηγηάσω πως εγωά και ο Χαάρρυ δεν ειάμαστε πια…. μαζιά; Νοάμιζε οάτι ηάμασταν μαζιά αάρα θα πρεάπει να βρω καάτι αάλλο πεάρα αποά το, ο γιος σου ειάναι ο πιο βαάναυσος αάνθρωπος στον κοάσμο και ειάναι τοξικοάς για εμεάνα οποάτε δεν μπορωά να ειάμαι αάλλο κονταά του.
Ανοιάγω το ραάδιο και δυναμωάνω την εάνταση περισσοάτερο αποά οάτι μου αρεάσει συνηάθως αλλαά καάνει τη δουλειαά του. Πνιάγει τις σκεάψεις μου και
301
επικεντρωάνομαι σε καάθε στιάχο καάθε τραγουδιουά. Αγνοωά το γεγονοάς πως καάθε τραγουάδι φαιάνεται να μου θυμιάζει τον Χαάρρυ. Πριν γυριάσω στην Πανεπιστημιουάπολη αποφασιάζω να παάω να αγοραάσω καάποια παραπαάνω ρουάχα, αρχιάζει και καάνει περισσοάτερο κρυάο και χρειαάζομαι μερικαά ακοάμα τζιν. Εάχω αρχιάσει να βαριεάμαι τις μακριεάς μου φουάστες οάλη την ωάρα. Τελικαά αγοραάζω μερικαά συνολαάκια για να φοραάω στην εταιριάα Vance και μερικαά τζιν, ειάναι πιο στεναά αποά οάτι συνηάθως αλλαά δειάχνουν ωραιάα επαάνω μου, και μερικαά σκεάτα μπλουζαάκια και ζακεάτες.
Η Στεφ δεν ειάναι στο δωμαάτιο οάταν επιστρεάφω και χαιάρομαι για αυτοά. Σκεάφτομαι στα αληάθεια οάτι ιάσως πρεάπει να ψαάξω το ενδεχοάμενο να αλλαάξω δωμαάτιο. Συμπαθωά τη Στεφ αλλαά δεν γιάνεται να συνεχιάσουμε να μεάνουμε μαζιά αν ο Χαάρρυ τριγυρναάει εδωά. Αναάλογα με το ποάσα θα βγαάλω αποά την υποτροφιάα μου, θα μπορουάσα να αγοραάσω το δικοά μου διαμεάρισμα και να ζηάσω εάξω αποά την Πανεπιστημιουάπολη. Αυτοά θα ηάταν υπεάροχο για εμεάνα, η μητεάρα μου θα τρελαινοάταν αλλαά δεν ειάναι δικηά της αποάφαση.
Διπλωάνω τα νεάα μου ρουάχα και τα βαάζω στην αάκρη πριν αρπαάξω την τσαάντα του μπαάνιου μου και παάω προς το μπαάνιο. Οάταν επιστρεάφω, η Στεφ και ο Ζεάιν καάθονται στο κρεβαάτι της. Υπεάροχα.
«Σε βρηάκε τελικαά ο Χαάρρυ χθες;» Η Στεφ ρωταάει και εγωά γνεάφω.
«Οποάτε το λυάσατε;»
«Οάχι, λοιποάν ναι νομιάζω. Εάχω τελειωάσει μαζιά του.» Της λεάω. Τα μαάτια γουρλωάνουν, πρεάπει να νοάμιζε πως πιαάστηκα ξαναά στα διάχτυα του.
«Λοιποάν, εγωά τουλαάχιστον ειάμαι ευχαριστημεάνος.» Ο Ζεάιν χαμογελαάει και η Στεφ τον χτυπαά στο χεάρι. Το κινητοά της χτυπαάει και αυτηά κοιταά καάτω.
«Ο Τριάσταν ηάρθε, πρεάπει να φυάγουμε. Θες να ‘ρθεις;» ρωταάει.
«Οάχι ευχαριστωά, αγοάρασα αυτοκιάνητο σηάμερα!» της λεάω και αυτηά τσιριάζει.
«Αληάθεια!» λεάει και εγωά γνεάφω. «Πρεάπει να το δω οάταν γυριάσω.» λεάει και κατευθυάνονται προς την ποάρτα.
302
Η Στεφ βγαιάνει αποά το δωμαάτιο αλλαά ο Ζεάιν παραμεάνει στην ποάρτα.
«Τεάσσα;» Η φωνηά του ειάναι μαλακηά σαν μεταάξι. Σηκωάνω το κεφαάλι και μου χαμογελαά.
«Σκεάφτηκες καθοάλου για το ραντεβουά μας;» Ρωταάει, κοιτωάντας μεάσα στα μαάτια μου.
«Εγωά…» Ειάμαι εάτοιμη να τον απορριάψω αλλαά γιατιά; Ειάναι πολυά ελκυστικοάς και δειάχνει γλυκοάς. Δεν με εκμεταλλευάτηκε οάταν ευάκολα θα μπορουάσε. Ξεάρω οάτι θα ειάναι καλυάτερη παρεάα αποά τον Χαάρρυ, ο οποιοσδηάποτε θα ηάταν βασικαά. «Βεάβαια.» χαμογελαάω.
«Βεάβαια και θα με αφηάσεις να σε βγαάλω εάξω;» το χαμοάγελοά του μεγαλωάνει.
«Ναι, γιατιά οάχι;» απανταάω.
«Αποάψε τοάτε;» ρωταάει.
«Ναι, αποάψε ειάναι μια χαραά.» Δεν νομιάζω πως αποάψε ειάναι καληά ιδεάα μιας και εάσω διαάβασμα να καάνω αλλαά ειάμαι ακοάμα μπροσταά παραά το γεγονοάς πως εάχω χαάσει καάποια μαθηάματα αυτηά την εβδομαάδα.
«Υπεάροχα, θα ειάμαι εδωά στις επταά, ενταάξει;»
«Ενταάξει.» Του λεάω και αυτοάς φεάρνει το σκουλαριάκι του αναάμεσα στα τεάλεια δοάντια του.
«Τα λεάμε το βραάδυ οάμορφη.» Λεάει και εγωά κοκκινιάζω, χαιρετωάντας καθωάς φευάγει αποά το δωμαάτιο.
303
Ειάναι τεάσσερις τωάρα, εάχω τρεις ωάρες μεάχρι να επιστρεάψει. Στεγνωάνω τα μαλλιαά μου και σγουραιάνω τις αάκρες καάτι που προς εάκπληξηά μου δειάχνει στα αληάθεια ωραιάο. Βαάφομαι ελαφραά και φοραάω εάνα αποά τα καινουάρια μου συνολαάκια. Εάνα σκουάρο τζιν, μιάα αάσπρη κολλητηά μπλουάζα και μια καφεά μακριαά ζακεάτα. Αρχιάζω και αγχωάνομαι υπερβολικαά ενωά κοιτωά στον καθρεάπτη. Ιάσως να πρεάπει να αλλαάξω; Φοραάω μια μπλε στενηά μπλουάζα και αποά παάνω αάλλη μιάα με κουμπιαά. Δεν μπορωά να πιστεάψω πως βγαιάνω ραντεβουά με τον Ζεάιν, ειάχα μοναχαά εάνα αγοάρι σε οάλη μου τη ζωηά και τωάρα βγαιάνω ραντεβουά με τον Ζεάιν μεταά αποά οάλον τον χαμοά με τον Χαάρρυ. Ιάσως τα αγοάρια με τατουαάζ και σκουλαριάκια να ειάναι ο νεάος μου τυάπος;
Βγαάζω το παλιοά αντιάγραφο αποά την Περηφαάνια και Προκαταάληψη και αρχιάζω να διαβαάζω για να περαάσει η ωάρα. Μοιαάζει να πεάρασαν μοναχαά μερικαά λεπταά, οάταν ακουάγεται εάνα χτυάπημα στην ποάρτα. Ξεάρω πως πρεάπει να ειάναι ο Ζεάιν επειδηά ο Χαάρρυ δεν ειάχε χτυπηάσει, θα εάμπαινε αγενεάστατα με φοάρα μεάσα και θα σκορπουάσε τα πραάγματαά μου στο δωμαάτιο.
Οάταν ανοιάγω την ποάρτα δεν μπορωά να κοιτωά τον Ζεάιν με ανοιχτοά το στοάμα. Φοραάει στενοά μαυάρο τζιν, αάσπρα αθλητικαά, και εάνα κοντομαάνικο με μια κομμεάνη τζιν ζακεάτα για σταάμπα. Ειάναι τοάσο σεάξι.
«Ειάσαι πολυά οάμορφη Τεάσσα.» Με χαιρεταά και μου διάνει εάνα λουλουάδι.Λουλουάδι; Ειάμαι εντυπωσιασμεάνη και κολακευμεάνη αποά το απλοά του δωάρο.
«Ευχαριστωά.» Χαμογελαάω και φεάρνω το λουλουάδι στη μυάτη μου.
«Ειάσαι εάτοιμη;» ρωταάει ευγενικαά. «Ναι, που θα με πας;» Τον ρωταάω ενωά προχωραάμε προς τα εάξω.
«Σκεάφτηκα πως θα μπορουάσαμε να παάμε απλαά για δειάπνο και ταινιάα, εάνα απλοά ραντεβουά, καθοάλου πιάεση.» Το χαμοάγελοά του λαάμπει. Παάω να πιαάσω το χερουάλι της ποάρτας του συνοδηγουά αλλαά με σταματαάει.
«Ηάμουν εάτοιμος να καάνω εγωά για εσεάνα.» Λεάει.
304
«Οh, ευχαριστωά.» Ειάμαι ακοάμα αγχωμεάνοι αλλαά τα νευάρα μου αρχιάζουν και φευάγουν. Οάταν μπαιάνουμε στο αυτοκιάνητο κραταά το ραδιοάφωνο κλειστοά και αρχιάζει μικρεάς συζητηάσεις, με ρωταά για την οικογεάνεια μου και τα σχεάδιαά μου μεταά το Πανεπιστηάμιο. Μου λεάει πως αυτοάς μαθαιάνει περιβαλλοντικηά επιστηάμη στο Πανεπιστηάμιο της Ουαάσινγκτον, καάτι με εκπληάσσει και με τραβαά το ενδιαφεάρον. Φταάνουμε σε εάνα απλοά εστιατοάρια στυλ καφετεάριας και καθοάμαστε εάξω. Παραγγεάλνουμε τα γευάματαά μας και συνεχιάζουμε να συζηταάμε μεάχρι να εάρθει το φαγητοά. Ο Ζεάιν τρωάει οάλο το δικοά του και αρχιάζει να κλεάβει παταάτες αποά το δικοά μου πιαάτο.
«Αν παάρεις αάλλη μιάα παταάτα θα χρειαστειά να σε σκοτωάσω.» Τον πειραάζω. Μου ριάχνει εάνα ψευάτικο αθωάο βλεάμμα και γελαά με τη γλωάσσα αναάμεσα στα δοάντια του. Πιαάνω τον εαυτοά μου να γελαά και αυτοάς μεταά αποά αιωάνες, και νιωάθω ωραιάα.
«Εάχει αξιολαάτρευτο γεάλιο.» Μου καάνει κομπλιμεάντο και στριφογυριάζω τα μαάτια μου.
Τελικαά πηγαιάνουμε να διάνουμε μια κακοάγουστη κωμωδιάα που δεν διασκεδαάζει κανεάναν αποά τους δυάο μας. Λεάμε μικραά αστειάα ο εάνας στον αάλλο καταά τη διαάρκεια της ταινιάας και βαάζει το χεάρι του παάνω αποά το δικοά μου στο τεάλος. Δεν ειάναι αάβολο οάπως πιάστευα οάτι θα ηάταν αάλλα δεν νιωάθω το ιάδιο με οάταν το καάνει ο Χαάρρυ. Καταάφερα να μην τον σκεφτωά για ωάρες και χαιάρομαι για αυτοά. Καταναλωάνει τις σκεάψεις μου καάθε μεάρα, οάλη μεάρα. Οάταν ο Ζεάιν με αφηάνει ξαναά πιάσω στο δωμαάτιο ειάναι εάντεκα, χαιάρομαι που ειάναι Τεταάρτη, δυάο ακοάμα μεάρες μεάχρι το Σαββατοκυάριακο. Βγαιάνει αποά το αμαάξι και περπαταά προς τα εμεάνα βαάζω το τσανταάκι μου στον καρποά μου.
«Πεάρασα στα αληάθεια πολυά ωραιάα, σε ευχαριστωά που δεάχτηκες να εάρθεις μαζιά μου.» μου λεάει.
«Και εγωά πεάρασα ωραιάα.» Χαμογελαάω.
«Σκεφτοάμουν… θυμαάσαι οάταν με ρωάτησες αν θα παάω στη γιορτηά;» γνεάφω. « Σε πειραάζει αν εάρθω μαζιά σου;» ρωταάει,
«Ναι, αυτοά θα ειάναι μια χαραά. Θα παάω με τον Λιάαμ και την κοπεάλα παροάλα αυταά.» Δεν θυμαάμαι τον Ζεάιν να συμμετεάχει οάταν οι φιάλοι του κοροάιδευαν τον Λιάαμ αλλαά απλαά θεάλω να σιγουρευτωά πως ξεάρει οάτι αυτοά δεν ειάναι καλοά.
305
«Δεν υπαάρχει προάβλημα, φαιάνεται καλοάς.» λεάει και χαμογελαάω.
«Κανονιάστηκε τοάτε. Θα σε συναντηάσω εκειά;» Προτειάνω. Δεν υπαάρχει περιάπτωση να τον παάρω μαζιά μου για δειάπνο στο σπιάτι του Λιάαμ.
«Ωραιάο μου ακουάγεται. Και παάλι ευχαριστωά για σηάμερα.» Καάνει εάνα βηάμα πιο κονταά μου. Θα με φιληάσει; Τυλιάγει το χεάρι στο δικοά μου και το φεάρνει στα χειάλη του. Αφηάνει εάνα απλοά φιλιά στο χεάρι μου, το σκουλαριάκι του κρυάο επαάνω στο ζεστοά μου δεάρμα αλλαά η πραάξη του ειάναι πολυά γλυκιαά.
«Καλοά Βραάδυ Τεάσσα.» Λεάει και επιστρεάφει στο αυτοκιάνητοά του.
Ειάμαι ανακουφισμεάνη που δεν προσπαάθησε να με φιληάσει, παροάλο που ηάταν πολυά καλοάς στο να φιλαάει. Απλαά δεν πιστευάω πως ειάναι η καταάλληλη στιγμηά. Τωάρα, πρεάπει να βρω εάναν τροάπο να εξηγηάσω την παρεάα μου για την Παρασκευηά στο Λιάαμ.
Η Στεφ ειάναι περιάεργη να μαάθει για το βραάδυ μου με το Ζεάιν αλλαά κρατωά τις λεπτομεάρειες για τον εαυτοά μου. Αφουά αφαιρεάσω το μακιγιαάζ μου πεάφτω στο κρεβαάτι και κοιμαάμαι. Το εποάμενο πρωιά ο Λιάαμ με περιμεάνει στην καφετεάρια και του λεάω για τον Ζεάιν.
«Το ξεάρει αυτοά ο Χαάρρυ;» Ο Λιάαμ ρωταάει.
«Οάχι, δεν χρειαάζεται να το μαάθει. Δεν τον αφοραά.» Λεάω λιάγο αποάτομα. «Συγνωάμη, απλαά ειάναι εάνα ευαιάσθητος θεάμα.»
«Προφανωάς.» Χαμογελαάει. «Δεν πρεάπει να ειάναι και πολυά καλοιά φιάλοι αν ο Ζεάιν σε βγαάζει ραντεβουά αμεάσως μεταά αποά οάλα που εάγιναν με το Χαάρρυ.»
«Λοιποάν κανεάνας δεν γνωριάζει βασικαά οάτι ειάχε γιάνει καάτι με εμεάνα και τον Χαάρρυ, τα κραάτησε οάλα μυστικαά αποά τους φιάλους του, θυμαάσαι;»
306
«Ναι, μαάλλον εάχεις διάκιο. Απλαά προάσεχε.» Με προειδοποιειά γλυκαά και του υποάσχομαι οάτι θα το καάνω. Η υποάλοιπη μεάρα περναά γρηάγορα και ο Λιάαμ δεν αναφεάρει ουάτε τον Χαάρρυ ουάτε τον Ζεάιν ξαναά. Τελικαά, φταάνει η ωάρα της Λογοτεχνιάας, κρατωά την αναπνοηά μου καθωάς ο Λιάαμ και εγωά μπαιάνουμε στην αιάθουσα. Ο Χαάρρυ καάθεται στη συνηθισμεάνη του θεάση. Το στηάθος μου ποναάει μοάλις τον βλεάπω. Κοιταά προς τα εμεάνα αλλαά μεταά γυριάζει μπροσταά. «Λοιποάν βγηάκες με το Ζεάιν χθες βραάδυ;» Ο Χαάρρυ ρωταάει ενωά καάθομαι. Ευχοάμουν να μην μου μιλουάσε. «Αυτοά δεν σε αφοραά.» Του λεάω σιγαναά. Γυριάζει το σωάμα του και φεάρνει το προάσωποά του κονταά στο δικοά μου.
«Τα νεάα μαθαιάνονται γρηάγορα στην παρεάα μας Τεάσσα, να το θυμαάσαι αυτοά.» Γελαάει πονηραά. Με απειλειά πως θα πει στους φιάλους του τις προσωπικεάς στιγμεάς που ειάχαμε; Η σκεάψη μου φεάρνει αναγουάλα.
Στρεάφω το βλεάμμα μου μακριαά του και επικεντρωάνω την προσοχηά μου στον καθηγητηά. «Ενταάξει παιδιαά, ας αρχιάσουμε αποά εκειά που μειάναμε χθες στη συζηάτησηά μας για τα Ανεμοδαρμεάνα υάψη.» Λεάει και το στομαάχι μου δεάχεται κοάμπος.
Θα εάπρεπε να συζηταάμε τα Ανεμοδαρμεάνα Υάψη την εποάμενη εβδομαάδα, αυταά παθαιάνω που χαάνω μαθηάματα. Νιωάθω τα μαάτια του Χαάρρυ επαάνω μου. Ιάσως, οάπως και εγωά να σκεάφτεται την πρωάτη φοραά που ηάμουν στο δωμαάτιοά του και με εάπιασε να διαβαάζω το δικοά του αντιάγραφο αποά το βιβλιάο.
«Λοιποάν οάπως ξεάρουμε η Καάθριν και ο Χιάθκλιφ ειάχαν μια πολυά παθιασμεάνη σχεάση, το παάθος του ηάταν τοάσο ισχυροά στο βιβλιάο που κατεάστρεψε ουσιαστικαά τις ζωεάς οάλων των χαρακτηάρων που ηάταν κονταά τους. Καάποιοι υποστηριάζουν πως δεν ταιάριαζε ο εάνας με τον αάλλον και καάποιοι αάλλοι υποστηριάζουν πως θα εάπρεπε να ειάχαν παντρευτειά αποά την αρχηά αντιά να πολεμουάν τον εάρωταά τους.» Ο καθηγητηάς λεάει. «Εσειάς τι πιστευάετε;» μας ρωταάει. Κανονικαά, θα ειάχα σηκωάσει το χεάρι μου αμεάσως, περηάφανη να δειάξω τις ειδικεάς γνωάσεις μου επαάνω στα κλασικαά βιβλιάα, αλλαά αυτοά χτυπαά σε πολυά προσωπικοά επιάπεδο.
«Νομιάζω πως ηάταν απαιάσιοι ο εάνας για τον αάλλον, μαάλωναν συνεχωάς και η Καάθριν αρνιοάταν να παραδεχτειά τον εάρωταά της για τον Χιάθκλιφ. Παντρευάτηκε τον Εάντγκαρ ενωά ηάξερε πως ηάταν ερωτευμεάνη με το Χιάθκλιφ οάλον αυτοάν τον καιροά. Αν ηάταν απλαά μαζιά αποά την αρχηά οάλοι θα ηάταν πολυά λιγοάτερο μιάζεροι.»
307
Μια φωνηά απανταά αποά το πιάσω μεάρος της ταάξης. Νιωάθω τα μαάγουλαά μου να καιάγονται καθωάς ο Χαάρρυ κοιταά πρωάτα εμεάνα πριν μιληάσει.
«Νομιάζω πως η Καάθριν ηάταν μια εγωιάστρια, που νοιαζοάταν μοναχαά για τον εαυτοά της, σκυάλα.» Κομμεάνες αναάσες ακουάγονται στην αιάθουσα και ο καθηγητηάς κατσαδιαάζει τον Χαάρρυ πριν αυτοάς συνεχιάσει. « συγνωάμη, αλλαά νοάμιζε πως ηάταν υπερβολικαά καληά για τον Χιάθκλιφ και μπορειά οάντως να ηάταν, αλλαά ηάξερε πως ο Εάντγκαρ δεν θα συγκρινοάταν ποτεά με τον Χιάθκλιφ αλλαά παροάλα αυταά τον παντρευάτηκε. Η Καάθριν και ο Χιάθκλιφ εάμοιαζαν απλαά τοάσο πολυά που τους ηάταν δυάσκολο να δουν αρμονικαά, αλλαά αν η Καάθριν δεν ηάταν τοάσο πεισματαάρα θα μπορουάσαν να ειάχαν ζηάσει μια μεγαάλη και ευτυχισμεάνη ζωηά μαζιά.» Λεάει. Νιωάθω ανοάητη καθωάς αρχιάζω να συγκριάνω τον Χαάρρυ και εμεάνα με τους χαρακτηάρες του βιβλιάου. Η διαφοραά ειάναι πως ο Χιάθκλιφ αγαπουάσε την Καάθριν τρομεραά πολυά, τοάσο που εάχασε τα λογικαά του οάταν παντρευάτηκε καάποιον αάλλον, πριν παντρευτειά και αυτοάς. Ο Χαάρρυ δεν με αγαπαά με αυτοάν τον τροάπο, δεν με αγαπαά καθοάλου οποάτε δεν εάχει κανεάνα δικαιάωμα να συγκριάνει τον εαυτοά του με τον Χιάθκλιφ.
Οάλη η ταάξη φαιάνεται να κοιταά εμεάνα, περιμεάνοντας την απαάντησηά μου. Πρεάπει να περιμεάνουν μια λογομαχιάα οάπως την προηγουάμενη φοραά, αλλαά μεάνω σιωπηληά. Ξεάρω οάτι ειάναι μιάα του παγιάδα, και δεν προάκειται να πεάσω μεάσα.
Chapter 68 Μεταά το μαάθημα αποχαιρετωά τον Λιάαμ και παάω κατευθειάαν στον καθηγητηά για να δικαιολογηάσω τις απουσιάες μου. Με συγχαιάρει για την υποτροφιάα μου και μου εξηγειά πως προχωάρησε λιγαάκι στο κομμαάτι των συλλαβωάν. Προσπαθωά να κρατηάσω τη συνομιλιάα μας μεάχρι να βγει και ο Χαάρρυ αποά την αιάθουσα.
308
Φταάνω στο δωμαάτιοά μου και αφηάνω οάλες τις σημειωάσεις και τα βιβλιάα μου στο κρεβαάτι. Προσπαθωά να διαβαάζω αλλαά ειάμαι αγχωμεάνη πως ηά η Στεφ ηά ο Χαάρρυ ηά καάποιος αποά τους πολλουάς που πηγαινοεάρχονται στο δωμαάτιοά μου θα εμφανιστειά. Μαζευάω τα πραάγματαά μου στην τσαάντα και προχωραάω προς το αυτοκιάνητο. Θα βρω εάνα μεάρος για να διαβαάσω πεάρα αποά την Πανεπιστημιουάπολη, ιάσως μια καφετεάρια. Οδηγωά προς την ποάλη και βλεάπω μια μικρηά βιβλιοθηάκη στη γωνιάα ενοάς πολυαάσχολου δροάμου, υπαάρχουν μοναάχα λιάγα αυτοκιάνητα στο παρκινγκ οποάτε αφηάνω το αυτοκιάνητο εκειά. Περπαταά μεάχρι το βαάθος της βιβλιοθηάκης και καάθομαι διάπλα στο παραάθυρο, βγαάζω τα βιβλιάα και τις σημειωάσεις μου για να αρχιάσω το διαάβασμα. Για πρωάτη φοραά, μπορωά να διαβαάσω με ηρεμιάα, χωριάς περισπασμουάς. Αυτοά θα ειάναι το νεάο μου καταφυάγιο, το τεάλειο μεάρος για να διαβαάζω. «Κυριάα μου, κλειάνουμε σε πεάντε λεπταά.» Η ηλικιωμεάνη βιβλιοθηκαάριος με ενημερωάνει. Κλειάνουν? Κοιτωά εάξω αποά το παραάθυρο και εάχει σκοτεινιαάσει, δεν προάσεξα καν οάτι ο ηάλιος εάδυσε. Θα πρεάπει στα σιάγουρα να εάρχομαι εδωά πιο συχναά. «Ενταάξει, ευχαριστωά.» Απανταάω και μαζευάω τα πραάγματαά μου. Εάχω εάνα νεάο μηάνυμα αποά τον Ζεάιν. *Ήέθέλα απλαέ να σου πω καληνυέχτα, ανυπομονωέ να έέρθέι η Παρασκέυηέ.* *Αυτοέ έιέναι πολυέ γλυκοέ, σέ έυχαριστωέ. Και έγωέ ανυπομονωέ να έέρθέι.*απανταάω. Η Στεφ δεν ειάναι στο δωμαάτιο οάταν επιστρεάφω οποάτε φοραάω τις πυτζαάμες μου και πιαάνω τα Ανεμοδαρμεάνα Υάψη. Με παιάρνει ο υάπνος γρηάγορα, ενωά ονειρευάομαι τον Χιάθκλιφ και βαάλτους. Η Πεάμπτη κυλαάει ηάρεμη και ο Χαάρρυ με αγνοειά μεάσα στο μαάθημα και εγωά καάνω το ιάδιο. Περνωά το αποάγευμαά μου στη βιβλιοθηάκη μεάχρι να κλειάσει ξαναά και πηγαιάνω για υάπνο νωριάς, καθωάς ετοιμαάζομαι για τη γιορτηά την Παρασκευηά. Ειάμαι πραγματικαά ανυποάμονη να γνωριάσω το κοριάτσι του Λιάαμ αποάψε, και να δω την Καάρεν και τον Κεν, εάχω αρχιάσει και τους συμπαθωά πολυά. Οάταν ξυπνωά την Παρασκευηά εάσω εάνα μηάνυμα αποά τον Λιάαμ οάπου μου λεάει πως δεν θα ειάναι καθοάλου στην Πανεπιστημιουάπολη σηάμερα επειδηά η Ντανιεάλ θα εάρθει νωριάτερα αποά οάτι περιάμενε. Το να προσπεραάσω τη Λογοτεχνιάα περναά αποά το μυαλοά μου αμεάσως, αλλαά αποφασιάζω να μην το καάνω, δεν μπορωά να αφηάσω τον Χαάρρυ να καταστρεάψει και καάτι αάλλο. Καάνω λιάγη περισσοάτερη ωάρα να ετοιμαστωά σηάμερα και καάνω πλεξουάδα τα μπροστιναά μου μαλλιαά πριν σγουραιάνω τις αάκρες. Ο καιροάς θα πρεάπει να ειάναι ζεστοάς σηάμερα οποάτε φοραάω εάνα μοβ αμαάνικο μπουφαάν και τζιν. Παάω και παάλι στην καφετεάρια πριν το μαάθημα, και ο Λουάις ειάναι μπροσταά μου στη
309
σειραά. Πριν μπορεάσω να απομακρυνθωά χωριάς να με δει, γυριάζει προς τα εμεάνα. «Γεια σου Τεάσσα.» χαμογελαάει. «Πως ειάσαι;» Ρωταάω ευγενικαά. «Μια χαραά, θα εάρθεις αποάψε;» «Στη γιορτηά;» Ρωταάω. «Οάχι, στο παάρτι. Η γιορτηά θα ειάναι βαρετηά, οάπως παάντα.» «Οh, θα παάω στη γιορτηά.» Γελαάω λιγαάκι και κρυφογελαάει και αυτοάς. «Λοιποάν, αν βαρεθειάς στη γιορτηά μπορειάς να εάρθεις στο παάρτι.» Προτειάνει και παιάρνει τον καφεά του. Τον ευχαριστωά ενωά απομακρυάνεται. Χαιάρομαι που οι φιάλοι του Χαάρρυ φαιάνεται να μην ενδιαφεάρονται για τη γιορτηάκαάτι που σημαιάνει πως δεν θα χρειαστειά να αντιμετωπιάσω κανεάναν τους αποάψε. Οάταν φταάνει η ωάρα της Λογοτεχνιάας πηγαιάνω κατευθειάαν στη θεάση μου χωριάς ουάτε εάνα βλεάμμα προς τη μεριαά του Χαάρρυ. Η συζηάτηση για τα Ανεμοδαρμεάνα Υάψη συνεχιάζεται αλλαά ευτυχωάς ο Χαάρρυ μεάνει σιωπηλοάς. Ευάχομαι αυτοάς ο ποάνος στο στηάθος οάταν ειάναι κονταά να εξαφανιστειά καάποτε, αλλαά αντιθεάτως φαιάνεται να μεγαλωάνει καάθε στιγμηά καάθε μεάρας. Δεν εάπρεπε να παραδεχτωά στον εαυτοά μου οάτι τον αγαπαάω, αν συνεάχιζα να αγνοωά την αληάθεια, ιάσως να ποάναγε λιγοάτερο. Με το που τελειωάνει το μαάθημα, μαζευάω τα πραάγματαά μου και τρεάχω κυριολεκτικαά στην ποάρτα. «Τεάσσα!» Τον ακουάω να φωναάζει αποά πιάσω αλλαά εγωά απλαά περπατωά πιο γρηάγορα. Χωριάς τον Λιάαμ μαζιά μου νιωάθω πιο ευαάλωτη. Νιωάθω εάνα ελαφρυά αάγγιγμα στο χεάρι μου. Ξεάρω οάτι ειάναι αυτοάς αποά το χεάρι μου ανατριχιαάζει. «Τι;» φωναάζω. Καάνει εάνα βηάμα πιάσω και κραταά ψηλαά εάνα τετραάδιο. «Σου εάπεσε αυτοά.» Μου λεάει. Οh. Η ανακουάφιση και η απογοηάτευση μαάχονται μεάσα μου. «Oh, ευχαριστωά,» Μουρμουριάζω και παιάρνω το τετραάδιο αποά αυτοάν. Τα μαάτια του πιαάνουν τα δικαά μου και μου παιάρνει λιάγα λεπταά να θυμηθωά πως στεκοάμαστε σε μια γεμαάτη κοάσμο πλευραά, απλαά κοιτωάντας ο εάνας τον αάλλον. Ανακατευάει τα μαλλιαά του και τα πηγαιάνει προς τα πιάσω πριν στριάψει και απομακρυνθειά.
310
Χωριάς να επιστρεάψω στο δωμαάτιοά μου, πηγαιάνω στο αυτοκιάνητο μου και οδηγωά προς το σπιάτι του Λιάαμ. Κανονικαά θα πηάγαινα στις πεάντε και ειάναι μοάλις τρεις αλλαά δεν μπορωά να μειάνω στο δωμαάτιοά μου. Εάχω γιάνει στα αληάθεια τρεληά αποά τοάτε που ο Χαάρρυ ηάρθε στη ζωηά μου. Οάταν φταάνω η Καάρεν ανοιάγει την ποάρτα με εάνα μεγαάλο χαμοάγελο και με προσκαλειά μεάσα. «Ειάμαι μοάνη μου εδωά τωάρα, Η Νταάνι και ο Λιάαμ ειάναι στην αγοραά να μου φεάρουν καάποια πραάγματα και ο Κεν ειάναι ακοάμα στη δουλειάα.» Μου λεάει και εγωά την ακολουθωά μεάχρι την κουζιάνα. «Δεν υπαάρχει προάβλημα, συγνωάμη που ηάρθα τοάσο νωριάς.» «Οh, μην ζηταάς συγνωάμη. Μπορειάς να με βοηθηάσεις με το μαγειάρεμα.» Γελαάει. Μου διάνει μια σανιάδα κοπηάς και μερικαά κρεμμυάδια και παταάτες για να κοάψω και συζηταάμε για τον καιροά και το χειμωάνα που εάρχεται. «Θεάλεις ακοάμα να με βοηθηάσεις να φτιαάξουμε το θερμοκηάπιο; Εάχει ρυθμιζοάμενη θερμοκρασιάα οποάτε δεν χρειαάζεται να ανησυχουάμε για τον χειμωάνα.» Μου λεάει. «Ναι, φυσικαά! Θα μου αάρεσε πολυά.» «Υπεάροχα, ιάσως αυάριο; Το εποάμενο Σαββατοκυάριακο θα ειάμαι γεμαάτη.» Γελαάει. Ο γαάμος της. Προσπαθωά να της χαμογελαάσω και εγωά. «Ναι, θα μπορουάσες να το πεις και αυτοά.» Γελαάω. Μακαάρι να ειάχα καάνει τον Χαάρρυ να δεχτειά να παάει, αλλαά ηάταν αδυάνατο τοάτε και ειάναι ακοάμα πιο αδυάνατο τωάρα. Χαμογελαάει και βαάζει το κοτοάπουλο στο φουάρνο. «Θα εάρθει ο Χαάρρυ στο δειάπνο αποάψε;» Ειάναι λιγαάκι ανηάσυχη οάταν ρωταάει. «Οάχι, δεν θα εάρθει.» Της λεάω και κοιτωά καάτω.
«Ειάστε καλαά μεταξυά σας; Δεν θεάλω να γιάνω αδιαάκριτη.» «Δεν υπαάρχει προάβλημα.» Μαάλλον θα της το εάλεγα και εγωά. «Δεν νομιάζω πως ειάμαστε καλαά.» «Oh, λυπαάμαι που το ακουάω αυτοά. Εσειάς οι δυάο ειάχατε στα αληάθεια μιάα χημειάα. Αλλαά καταλαβαιάνω πως δεν μπορειάς να ειάσαι με καάποιον που φοβαάται να δειάξει τα αισθηάματαά του.» Λεάει. Τι; «Τι εννοειά;»
311
«Λοιποάν, δεν ξεάρω το Χαάρρυ τοάσο οάσο θα ηάθελα, αλλαά ξεάρω πως ειάναι πολυά κλειστοάς, με τα συναισθηάματαά του. Ο Κεν συνηάθιζε να μεάνει ξυάπνιος οάλο το βραάδυ ανησυχωάντας για τον Χαάρρυ. Ειάχε μια πολυά δυσαάρεστη παιδικηά ηλικιάα, δεν λεάει ουάτε καν στη μητεάρα του οάτι την αγαπαάει.» Λεάει, τα μαάτια της γυαλιάζουν. «Τι;» Λεάω ξαναά. «Απλαά δεν το λεάει, δεν ειάμαι σιάγουρη γιατιά. Ο Κεν δεν μπορειά να θυμηθειά μια φοραά που ο Χαάρρυ ειάπε πως αγαπαάει εάναν αποά τους δυάο. Ειάναι στα αληάθεια λυπητεροά, και για τον Χαάρρυ επιάσης.» Σκουπιάζει τα μαάτια της. Για καάποιον που αρνειάται να πει στον οποιοδηάποτε, ακοάμα και στους ιάδιους του τους γονειάς οάτι τους αγαπαάει, ηάταν σιάγουρα γρηάγορος να χρησιμοποιηάσει τη λεάξη εναντιάον μου με βαάναυσο τροάπο. «Ειάναι… ειάναι πολυά δυάσκολος να τον καταλαάβεις.» Ειάναι το μοάνο που μπορωά να σκεφτωά να πω. «Ναι, ναι ειάναι. Ελπιάζω να εάρχεσαι ακοάμα εδωά αν δεν καταφεάρετε να λυάσετε τα προβληάματαά σας.» «Φυσικαά.» Της λεάω. Ο Λιάαμ μπαιάνει στην κουζιάνα με εάνα οάμορφο κοριάτσι με σγουραά μαλλιαά να τον ακολουθειά. Ηάξερα οάτι θα ηάταν οάμορφη, αλλαά ακοάμα πιο οάμορφη αποά οάτι ειάχα φανταστειά. «Γεια σου, εσυά θα πρεάπει να ειάσαι η Τεάσσα.» Χαμογελαάει και με αγκαλιαάζει. Την συμπαάθησα αμεάσως. «Εάχω ακουάσει τοάσα πολλαά για εσεάνα, χαιάρομαι που επιτεάλους σε συναντωά.» Της λεάω αι χαμογελαάει ξαναά. Τα μαάτια του Λιάαμ την ακολουθουάν ενωά αυτηά περναά μπροσταά και καάθεται στον παάγκο. «Συναντηάσαμε τον Κεν ενωά ερχοάμασταν, εάβαζε βενζιάνη στο τεάλος του δροάμου, θα ειάναι εδωά σε λιάγα λεπταά.» Ο Λιάαμ λεάει στην Καάρεν.
«Υπεάροχα, η Τεάσσα και εγωά εάχουμε ηάδη στρωάσει το τραπεάζι.» Τους λεάει. Αρχιάζω να ευάχομαι να ειάχα καλεάσει τον Ζεάιν παραά το γεγονοάς πως θα ηάταν πολυά αάβολο, αλλαά το να γευματιάσω με δυάο ερωτευμεάνα ζευγαάρια ιάσως να ειάναι περισσοάτερο. Ο Λιάαμ βαάζει το χεάρι του γυάρω αποά τη μεάση της Ντανιεάλ ενωά την οδηγειά στο τραπεάζι. Καάθομαι απεάναντιά τους και κοιτωά την αάδεια θεάση διάπλα μου, σε μιάα αάλλη ζωηά ο Χαάρρυ θα καθοάταν κονταά μου, θα μου κρατουάσε το χεάρι οάπως ο Λιάαμ κραταά της Ντανιεάλ, και εγωά θα μπορουάσε να γυάρω επαάνω του χωριάς να φοβαάμαι οάτι θα με απορριάψει. Ο Κεν μπαιάνει στο δωμαάτιο,
312
σωάζοντας με αποά τις σκεάψεις μου. Προχωραά και φιλαά την Καάρεν στο μαάγουλο πριν καθιάσει στο τραπεάζι. «Το δειάπνο φαιάνεται υπεάροχο γλυκιαά μου.» Της λεάει και απλωάνει μια πετσεάτα στα ποάδια του. «Ντανιεάλ, γιάνεσαι οάλο και πιο οάμορφη καάθε φοραά που σε βλεάπω.» Της χαμογελαάει. «Και Τεάσσα, συγχαρητηάρια για την υποτροφιάα σου στην εταιριάα Vance, ο Κριάστιαν με πηάρε τηλεάφωνο κα μου το ειάπε. Ειάχε στα αληάθεια μια υπεάροχη πρωάτη εντυάπωση αποά εσεάνα.» «Ευχαριστωά και παάλι που τον καλεάσατε ειάναι υπεάροχη ευκαιριάα.» Χαμογελαάω και τρωάω μια μπουκιαά αποά το κοτοάπουλο. Ειάναι γευστικοάτατο. «Συγνωάμη που αάργησα.» Ακουάω αποά πιάσω μου και το πιρουάνι μου πεάφτει αποά το χεάρι μου το πιαάτο. «Χαάρρυ, δεν ηάξερα οάτι θα εάρθεις!» Η Καάρεν λεάει ευγενικαά και κοιταά προς τα εμεάνα. Εγωά κοιτωά αλλουά. Ο σφυγμοάς μου εάχει γιάνει ηάδη πιο γρηάγορος. «Ναι, θυμαάσαι που το συζητηάσαμε την περασμεάνη εβδομαάδα Τεάσσα;» Χαμογελαάει με το απειλητικοά του χαμοάγελο και καάθεται διάπλα μου. Τι στο καλοά παάει στραβαά μαζιά του; Γιατιά δεν μπορειά απλαά να με αφηάσει ηάσυχη; Ξεάρω οάτι εν μεάρει ειάναι δικοά μου λαάθος που ασχολειάται μαζιά μου, του αρεάσει να παιάζουμε τη γαάτα και το ποντιάκι. Τα μαάτια οάλων ειάναι παάνω μου οποάτε γνεάφω και σηκωάνω το ποτηάρι μου. Η Ντανιεάλ φαιάνεται μπερδεμεάνη και ο Λιάαμ ανηάσυχος. «Εσυά πρεάπει να ειάσαι η Ντελιάλα;» Ο Χαάρρυ της λεάει. «Ντανιεάλ.» Τον διορθωάνει ευγενικαά. «Ναι, Ντανιεάλ. Το ιάδιο πραάγμα.» μουρμουριάζει και τον κλωτσαάω καάτω αποά το τραπεάζι. Ο Λιάαμ τον κοιταά επιάμονα αλλαά ο Χαάρρυ δεν φαιάνεται να το εάχει προσεάξει. Ο Κεν και η Καάρεν επιστρεάφουν στη συζηάτησηά τους, το ιάδιο και η Ντανιεάλ με τον Λιάαμ. Εγωά μεάνω επικεντρωμεάνη στο φαγητοά μου και σκεάφτομαι καάποιο σχεάδιο διαφυγηάς. «Πως ειάναι το αποάγευμαά σου ως τωάρα;» Ο Χαάρρυ ρωταάει με ηάρεμο τοάνο. Ξεάρεις πως δεν θα προκαλεάσω σκηνηά οποάτε προσπαθειά να με ενοχληάσει. «Μια χαραά.» Απανταάω ηάσυχα. «Δεν θα με ρωτηάσεις πως ειάναι το δικοά μου;» Χαμογελαάει ειρωνικαά.
313
«Οάχι.» Μουρμουριάζω και τρωάω αάλλη μιάα μπουκιαά. «Τεάσσα, δικοά σου ηάταν το αυτοκιάνητο εάξω;» Ο Κεν ρωταάει και εγωά γνεάφω. «Ναι, επιτεάλους πηάρα το δικοά μου αυτοκιάνητο.» Γελαάω και ο Χαάρρυ σηκωάνει το φρυάδι του σε εμεάνα. «Ποάτε;» Ο Χαάρρυ ρωταάει. «Τις προαάλλες.» Απανταάω. Ξεάρεις, τη μεάρα που μου ειάπες πως απολαμβαάνεις το κυνηάγι; «Oh, που το πηάρες;» Ρωταάει. «Σε μιάα εάκθεση αυτοκινηάτων.» Απανταάω. Βλεάπω την Ντανιεάλ και την Καάρεν να προσπαθουάν και οι δυάο να κρυάψουν τα χαμοάγελαά τους. «Λοιποάν Ντανιεάλ, ο Λιάαμ μου ειάπε πως σκεάφτεσαι να πας στο σχολειάο μπαλεάτου στη Νεάα Υοάρκη;» Διωάχνω την προσοχηά αποά επαάνω μου. Μας λεάει τα πλαάνα της να μετακομιάσει στη Νεάα Υοάρκη και ο Λιάαμ φαιάνεται γενναιοάδωρα χαρουάμενος για αυτηά παραά την αποάσταση που θα εάχουν μεταξυά τους. «Θα πρεάπει να φυάγουμε οάπου να ‘ναι, θα παάμε στη γιορτηά αποάψε.» Ο Λιάαμ ανακοινωάνει. «Ενταάξει, τουλαάχιστον παάρτε κανεάνα γλυκοά μαζιά σας.» Η Καάρεν ζηταά. Ο Λιάαμ γνεάφει και τη βοηθαά να βαάλει μερικαά σε εάνα ταάπερ. «Θα εάρθεις με το αυτοκιάνητοά μου.» Ο Χαάρρυ λεάει. Κοιτωά γυάρω για να δω σε ποιοάν μιλαάει. «Μιλαάω σε εσεάνα.» Επισημαιάνει. «Τι; Οάχι, εσυά δεν θα πας στη γιορτηά.» Του λεάω. «Ναι, θα παάω. Δεν μπορειάς να με σταματηάσεις αποά το να παάω οποάτε μπορειά και ηάθελες να παάμε μαζιά.» Χαμογελαάει κα προσπαθειά να βαάλει το χεάρι του στο μπουάτι μου. «Τι στο καλοά παάει στραβαά μαζιά σου;» λεάω καάτω αποά την αναπνοηά μου. «Μπορουάμε να μιληάσουμε εάξω;» ρωταάει και κοιταά προς τη μεριαά του πατεάρα του. «Οάχι.» Λεάω σιγαναά. Καάθε φοραά που εγωά και ο Χαάρρυ “μιλαάμε” καταληάγω να κλαιάω. Σηκωάνεται οάρθιος και αρπαάζει το χεάρι μου, σηκωάνοντας με και εμεάνα.
314
«Εμειάς θα ειάμαστε εάξω.» Ο Χαάρρυ λεάει στον Λιάαμ και με τραβαά μεάσα αποά το σαλοάνι και εάξω αποά την μπροστινηά ποάρτα. «Σταμαάτα να με ακουμπαάς!» Λεάω αποάτομα καθωάς βγαιάνουμε εάξω. «Συγνωάμη, αλλαά δεν θα ερχοάσουν μαζιά μου.» Ανασηκωάνει τους ωάμους του. «Επειδηά δεν ηάθελα.» Λεάω αποάτομα ξαναά. «Λυπαάμαι. Για οάλα, ενταάξει;» Λεάει. «Λυπαάσαι; Δεν λυπαάσαι Χαάρρυ, απλαά θες να μπλεάκεσαι μαζιά μου. Απλαά σταμαάτα. Εάχω κουραστειά και εξαντληθειά αποά το μαλωάνω μαζιά σου οάλη την ωάρα. Δεν μπορωά να το καάνω πια. Δεν υπαάρχει κανεάνας αάλλο με τον οποιάο να μπορειάς να μπλεχτειάς; Θα σε βοηθηάσω ακοάμα και να βρεις καάποιον, καάποιο φτωχοά αθωάο κοριάτσι για να βασανιάσεις αρκειά να μην ειάμαι εγωά.» «Δεν ειάναι αυτοά που καάνω. Ξεάρω οάτι παάμε οάλο μπρος και πιάσω, δεν ξεάρω γιατιά το καάνω. Αλλαά αν μου δωάσεις μια ευκαιριάα, αάλλη μιάα ευκαιριάα θα σταματηάσω. Προσπαάθησα να μειάνω μακριαά σου αλλαά δεν μπορωά. Σε χρειαάζομαι…» Λεάει. «Σταμαάτα! Απλαά σταμαάτα. Δεν κουραάστηκες πια; Αν με χρειαζοάσουν δεν θα μου ειάχες φερθειά με τον τροάπο που μου φεάρθηκες. Μου το ειάπες κα μοάνος σου πως οάλα γιάνονται για το κυνηάγι θυμαάσαι; Δεν μπορειάς να εμφανιάζεσαι απλαά εδωά πεάρα μεταά αποά οάλα αυταά και να καάνεις σαν να μην εάχει γιάνει τιάποτα.» Ελεάγχω τα δαάκρυαά μου αυτηά τη φοραά, τα εάχει δει αρκετεάς φορεάς. «Δεν το εννοουάσα αυτοά, ξεάρεις πως δεν το εννοουάσα.» «Οποάτε παραδεάχεσαι οάτι το ειάπες μοναχαά για να με πληγωάσεις;» «Ναι..» Κοιταά καάτω. Ειάμαι τοάσο μπερδεμεάνη μαζιά του, λεάει οάτι θεάλει περισσοάτερα μεταά φιλαά τη Μοάλλυ, μεταά λεάει οάτι με αγαπαάει και το παιάρνει πιάσω, και τωάρα ζηταά συγνωάμη ξαναά; «Μιάα ακοάμη ευκαιριάα; Παρακαλωά Τες. Θα σου εξηγηάσω τα παάντα.» Παρακαλαάει. Σχεδοάν να πιστεάψω τον ποάνο στα μαάτια του ενωά κοιταά καάτω σε εμεάνα. «Δεν μπορωά, πρεάπει να φυάγω.» «Γιατιά δεν μπορωά να εάρθω μαζιά σου;» Ρωταάει.
315
«Επειδηά… επειδηά εκειά θα συναντηάσω τον Ζεάιν.» Παραδεάχομαι. Παρακολουθωά ενωά η εάκφρασηά του αλλαάζει και μοιαάζει να καταρρεάει μπροσταά μου. Χρειαάζεται καάθε μου προσπαάθεια για να μην τον καθησυχαάσω. Αυτοάς το εάκανε αυτοά στον εαυτοά του. Αν οάντως νοιαάζεται, ειάναι πολυά αργαά. «Ο Ζεάιν; Οποάτε εσειάς τωάρα… βγαιάνετε;» Ο τοάνος του ειάναι γεμαάτος αηδιάα. «Οάχι, δεν εάχουμε καν συζητηάσει για αυτοά. Εμειάς απλαά… δεν ξεάρω, περναάμε χροάνο μαζιά νομιάζω.» «Δεν το εάχετε συζητηάσει; Οάποτε αν σου το ζητηάσει, θα δεχτειάς;» Παιάρνει αναάσα. «Δεν ξεάρω…» Στα αληάθεια δεν ξεάρω αν θα δεχοάμουν. «Ειάναι καλοάς και ευγενικοάς και μου συμπεριφεάρεται σωσταά.» Δεν ξεάρω γιατιά απολογουάμαι στο Χαάρρυ αλλαά το καάνω. «Τεάσσα ουάτε καν τον ξεάρεις, δεν ξεάρεις…» Αρχιάζει να λεάει και η μπροστινηά ποάρτα ανοιάγει. «Εάτοιμη;» Ο Λιάαμ ρωταά και εγωά γνεάφω. Τα μαάτια του στρεάφονται στο Χαάρρυ ο οποιάος για πρωάτη φοάρα, δειάχνει απροσταάτευτος και ακοάμα και… πληγωμεάνος. Πηγαιάνω με κοάπο προς το αυτοκιάνητοά μου και ακολουθωά τον Λιάαμ καθωάς μπαιάνει στο δροάμο, προσπαθωά να μην κοιταάξω πιάσω στο Χαάρρυ που ειάναι ακοάμα στη βεραάντα, κοιτωάντας επιάμονα προς τα εμεάνα, καθωάς απομακρυάνομαι.
316
Chapter 69 Ακολουθωά τον Λιάαμ στο σταάδιο, αποφαάσισα νωριάτερα να παάω με το δικοά μου αυτοκιάνητο ωάστε να μπορωά να φυάγω οάποτε θεληάσω χωριάς να χαλαάσω το βραάδυ του Λιάαμ και της Ντανιεάλ. Παρκαάρω διάπλα αποά τον Λιάαμ και στεάλνω στο Ζεάιν για να του πω πως εάσω φταάσει. Μου λεάει να τον συναντηάσω στη μακριαά αριστερηά γωνιάα του γηπεάδου. «Ο Ζεάιν θα μας συναντηάσει πιάσω.» Λεάω στον Λιάαμ ενωά περπαταά με τη Ντανιεάλ. «Ακουάγεται μια χαραά.» Ο Λιάαμ λεάει, μοιαάζει λιγοάτερο αποά ενθουσιασμεάνος. «Ποιος ειάναι ο Ζεάιν;» Η Ντανιεάλ ρωταάει. «Ειάμαι ο… φιάλος μου.» Ειάναι απλαά ο φιάλος μου. «Ο Χαάρρυ ειάναι το αγοάρι σου σωσταά;» Ρωταάει. Κοιτωά προς το μεάρος της. Δεν φαιάνεται να υπονοειά καάτι, απλαά μοιαάζει μπερδεμεάνη. «Οάχι μωροά μου, κανεάνας αποά τους δυάο δεν ειάναι το αγοάρι της,» Ο Λιάαμ γελαάει.
317
«Δεν ειάναι τοάσο αάσχημο οάσο ακουάγεται.» Γελαάω και εγωά. Η σχολικηά μπαάντα αρχιάζει να παιάζει και οάλο και περισσοάτερος κοάσμος μαζευάεται. Νιωάθω ανακουάφιση οάταν βλεάπω τον Ζεάιν να στηριάζεται στο φραάχτη. «Oh.» Η Ντανιεάλ τσιριάζει. Δεν μπορωά να πω αν ειάναι εάκπληκτη αποά τα τατουαάζ και τα σκουλαριάκια του ηά αποά το ποάσο ωραιάος ειάναι, μαάλλον και αποά τα δυάο. «Γεια σου οάμορφη.» Το χαμοάγελο του λαάμπει και με αγκαλιαάζει. Του χαμογελαάω και εγωά, ανταποδιάδοντας την αγκαλιαά. «Ειάμαι ο Ζεάιν, χαιάρομαι που σας γνωριάσω και τους δυάο.» Γνεάφει προς τη μεριαά του Λιάαμ και της Ντανιεάλ. Ξεάρω οάτι εάχει ηάδη γνωριάσει τον Λιάαμ αλλαά προσπαθειά να ειάναι ευγενικοάς. «Περιάμενες πολυά?» Τον ρωταάω. «Μοναχαά δεάκα λεπταά, εάχουν εάρθει περισσοάτεροι αάνθρωποι αποά οάτι περιάμενα.» Μου λεάει. Ο Λιάαμ μας οδηγειά σε εάναν χωάρο με λιγοάτερο κοάσμο διάπλα αποά τα ξυάλα που επροάκειτο να καουάν και καθοάμαστε στο γρασιάδι. Η Ντανιεάλ καάθεται αναάμεσα στα ποάδια του Λιάαμ και γεάρνει ακουμπωάντας στο στηάθος του. Ο ηάλιος δυάει και αρχιάσει να φυσαάει ελαφραά, θα εάπρεπε να ειάχα φορεάσει μακρυμαάνικο. «Ναι, εάχεις ξαναά εάρθει σε καάτι τεάτοιο;» ρωταάω και κουναάει αρνητικαά το κεφαάλι του. «Οάχι, αυτηά ειάναι η πρωάτη μου φοραά.» γελαάει. «αλλαά χαιάρομαι που ειάμαι εδωά αποάψε.» προσθεάτει. Χαμογελαάω για το κομπλιμεάντο του και καάποιος αρχιάζει να μιλαά στο μικροάφωνο για το αάναμμα της φωτιαάς.Λιάγα λεπταά αργοάτερα, η φωτιαά αναάβει και καιάει μανιωδωάς τα ξυάλα. Ειάναι βασικαά αρκεταά ωραιάο να ειάσαι τοάσο κονταά στις σταάχτες. «Λοιποάν για ποάσο καιροά θα ειάσαι εδωά;» Ο Ζεάιν ρωταά την Ντανιεάλ. «Μοάνο για το Σαββατοκυάριακο, μακαάρι να μπορουάσα να ηάμουν εδωά και για το γαάμο την εποάμενη εβδομαάδα.» Κατσουφιαάζει. «Ποιοάν γαάμο;» Ο Ζεάιν ρωταάει. Κοιτωά τον Λιάαμ και απανταάει αυτοάς. «Τον γαάμο της μητεάρας μου.» Του λεάει. «Oh…» φαιάνεται να σκεάφτεται καάτι. «Τι;» Τον ρωταάω.
318
«Τιάποτα απλαά προσπαθωά να θυμηθωά ποιος αάλλος θα παάει σε εάνα γαάμο την εποάμενη βδομαάδα. Oh ναι, ο Χαάρρυ νομιάζω. Μας ρωτουάσε τι θα πρεάπει να φορεάσει σε εάνα γαάμο.» λεάει. Η καρδιαά μου σταματαάει. «Προάκειται πιθανοάν για εάνα διαφορετικοά γαάμο, σωσταά;» Ρωταάει. Ο Χαάρρυ δεν εάχει πει σε κανεάναν αποά τους φιάλους του οάτι ο πατεάρας του ειάναι ο πρυάτανης ηά οάτι θα παντρευτειά τη μητεάρα του Λιάαμ. «Οάχι, ειάναι…» Η Ντανιεάλ αρχιάζει να λεάει. «Ειάμαι σιάγουρη πως προάκειται για διαφορετικοά γαάμο.» Τη διακοάπτω και ο Λιάαμ λεάει καάτι στο αυτιά της. Ο Χαάρρυ σκεφτοάταν να εάρθει στο γαάμο; Για ποιοάν αάλλο λοάγο να ρωτουάσε τους φιάλους του τι να φορεάσει σε εάνα γαάμο; «Εάτσι και αλλιωάς δε μπορωά να φανταστωά το Χαάρρυ στο γαάμο κανενοάς.» Ο Ζεάιν γελαάει. «Γιατιά οάχι;» Ο τοάνος μου ειάναι λιάγο πιο αποάτομος αποά οάτι ηάθελα. «Δεν ξεάρω, επειδηά ειάναι ο Χαάρρυ. Ο μοάνος τροάπος για να πειστειά να παάει σε γαάμο θα ηάταν αν ηάξερε πως θα μπορουάσε να καάνει σεξ με οάλες τις παραάνυφες.» Λεάει και στριφογυριάζει τα μαάτια του. «Νοάμιζα πως εσυά και ο Χαάρρυ ειάστε φιάλοι;» λεάω. «Ειάμαστε δεν λεάω τιάποτα κακοά γι αυτοάν, εάτσι ειάναι απλαά ο Χαάρρυ. Καάνει σεξ με διαφορετικοά κοριάτσι καάθε Σαββατοκυάριακο, καάποιες φορεάς και με περισσοάτερα αποά εάνα.» Με ενημερωάνει. Τα αυτιαά μου βουιάζουν και νιωάθω τη φωτιαά πολυά καυτηά στο δεάρμα μου. Σηκωάνομαι πριν καταλαάβω τι καάνω. «Που πας; Τι εάγινε;» Ο Ζεάιν ρωταάει. «Τιάποτα, εγωά απλαά… Χρειαάζομαι λιάγο αεάρα. Λιάγο φρεάσκο αεάρα.» Μουρμουριάζω. Ξεάρω ποάσο ανοάητο ακουάγεται αυτοά αλλαά δεν με νοιαάζει. «Επιστρεάφω αμεάσως, χρειαάζομαι μοναχαά εάνα λεπτοά.» Απομακρυάνομαι πριν μπορεάσει ο οποιοσδηάποτε να με ακολουθηάσει. Ποιο ειάναι το προάβλημαά μου; Ο Ζεάιν ειάναι γλυκοάς και στα αληάθεια του αρεάσω, απολαμβαάνει την παρεάα μου και εγωά δεν μπορωά να σταματηάσω να σκεάφτομαι το Χαάρρυ. Παιάρνω μερικεάς βαθιεάς αναάσες και επιστρεάφω πιάσω σε αυτουάς. «Συγνωάμη η φωτιαά ηάταν απλαά… πολυά καυτηά.» Λεάω ψεάματα και καάθομαι ξαναά καάτω. Ο Ζεάιν κραταά το κινητοά του και γυρναά την οθοάνη μακριαά μου καθωάς το βαάζει ξαναά στη τσεάπη του. Ο Ζεάιν μου λεάει πως δεν υπαάρχει προάβλημα και καάνουμε μικρεάς συζητηάσεις με το Λιάαμ και την Ντανιεάλ για την εποάμενη ωάρα.
319
«Αρχιάζω και κουραάζομαι, η πτηάση μου ηάταν νωριάς.» Η Ντανιεάλ λεάει στο Λιάαμ και αυτοάς γνεάφει. «Ναι, και εγωά ειάμαι κουρασμεάνος. Καλυάτερα να πηγαιάνουμε.» Ο Λιάαμ σηκωάνεται και βοηθαά και την Ντανιεάλ να σταθειά στα ποάδια της. «Θες και εσυά να φυάγεις;» Ο Ζεάιν με ρωταάει. «Οάχι, ειάμαι μια χαραά. Εκτοάς και αν εσυά θες να φυάγεις;» Ρωταάω και κουναά αρνητικαά το κεφαάλι του. «Ωραιάα.» χαμογελαάει. Αποχαιρετουάμε το Λιάαμ και τη Ντανιεάλ και τους κοιτωά καθωάς απομακρυάνονται μεάσα στο πληάθος. «Λοιποάν ποιος ειάναι ο λοάγος πιάσω αποά αυτηά τη γιορτηά;» Ρωταάω το Ζεάιν, δεν ειάμαι σιάγουρη αν ξεάρει αλλαά ειάμαι περιάεργη. «Νομιάζω πως ειάναι για να γιορταάσουν το τεάλος της Ποδοσφαιρικηάς σεζοάν.» Μου λεάει. Κοιτωά γυάρω και βλεάπω πολλουάς ανθρωάπους να φοραάνε αθλητικεάς μπλουάζες. Πρεάπει να εάχει διάκιο. «Oh.» Λεάω και κοιτωά προς τη μεριαά του Ζεάιν. «Τωάρα καταάλαβα.» Γελαάω. «Ο Χαάρρυ ειάναι αυτοάς;» Λεάει και γυρνωά αποάτομα το κεφαάλι μου προς την κατευάθυνση που κοιταά και αυτοάς. Ειάναι σιάγουρο, πως ο Χαάρρυ περπαταά προς το μεάρος μας με μια κοντηά μελαχρινηά που φοραάει φουάστα. Μετακινουάμαι πιο κονταά στο Ζεάιν. Για αυτοάν ακριβωάς το λοάγο δεν αάκουσα το Χαάρρυ στη βεραάντα, βρηάκε ηάδη εάνα κοριάτσι να φεάρει εδωά μοάνο για να με πειραάξει. «Γεια Ζεάιν.» Το κοριάτσι λεάει με μια τσιριχτηά φωνηά. «Γεια σου Εάμμα.» Ο Ζεάιν λεάει και βαάζει το χεάρι του στον ωάμο μου. Ο Χαάρρυ τον κοιταά επιάμονα και καάθεται διάπλα μας. Ξεάρω οάτι ειάναι αγενεάς που δεν συστηάνομαι στο κοριάτσι, αλλαά την αντιπαθωά ηάδη. «Πως ειάναι η γιορτηά μεάχρι στιγμηάς;» Ο Χαάρρυ ρωταάει. «Σχεδοάν τελειάωσε νομιάζω.» Ο Ζεάιν απανταάει. Υπαάρχει μια εάνταση αναάμεσαά τους, μπορωά να τη νιωάσω. Δεν ξεάρω για ποιο λοάγο υπαάρχει, ο Χαάρρυ εάχει ξεκαθαριάσει στους φιάλους του πως δε διάνει δεκαάρα για εμεάνα.
320
«Εάχουν καθοάλου φαγητοά εδωά πεάρα;» Η φωνηά του κοριτσιουά ειάναι ενοχλητικηά. «Ναι, εάχουν εάναν μπουφεά.» Της λεάω. «Χαάρρυ εάλα μαζιά μου να παάρουμε λιάγο φαγητοά.» Απαιτειά και αυτοάς στριφογυριάζει τα μαάτια του αλλαά σηκωάνεται. « Φεάρτε μου εάνα πρεάτζελ (ειάδος μπισκοάτου), οκ;» Ο Ζεάιν χαμογελαάει και το σαγοάνι του Χαάρρυ σφιάγγεται. Τι τρεάχει μεταξυά τους; Με το που ο Χαάρρυ και η Εάμμα εξαφανιάζονται γυρνωά προς το Ζεάιν. «Μπορουάμε να φυάγουμε; Δεν θεάλω να περαάσω χροάνο με το Χαάρρυ, καταά καάποιον τροάπο μισουάμε ο εάνας τον αάλλον σε περιάπτωση που το ξεάχασες.» Του λεάω. Προσπαθωά να γελαάσω αλλαά δεν γιάνεται. «Ναι, φυσικαά μπορουάμε να φυάγουμε.» Λεάει. Σηκωνοάμαστε και οι δυάο και πιαάνει το χεάρι μου. Εάχουμε τα χεάρια μας ενωμεάνα καθωάς περπαταάμε, πιαάνω τον εαυτοά μου να κοιταά γυάρω για το Χαάρρυ και να ευάχεται να μην μας δει. «Θες να παάς στο παάρτι;» Ρωταάει οάταν φταάνουμε στο χωάρο του παρκινγκ. «Οάχι, δεν θεάλω στα αληάθεια να παάω ουάτε και εκειά.» Αυτοά ειάναι το τελευταιάο μεάρος που θεάλω να παάω. «Ενταάξει, μπορουάμε απλαά να βγουάμε ξαναά καάποια αάλλη….» Αρχιάζει να λεάει. «Οάχι, θεάλω ακοάμα να καάνουμε καάτι παρεάα. Απλαά δεν θεάλω να ειάμαι εδωά ηά σε εκειάνο το σπιάτι αδελφοάτητας.» Λεάω βιαστικαά. Δειάχνει εάκπληκτος καθωάς τα μαάτια του συναντουάν τα δικαά μου. «Ενταάξει… μπορουάμε να παάμε στο δικοά μου σπιάτι; Αν θες, αλλιωάς μπορουάμε να παάμε καάπου αλλουά; Δεν ξεάρω βασικαά που αλλουά μπορουάμε να παάμε.» Γελαάει και γελαάω και εγωά μαζιά του. «Το σπιάτι σου ειάναι μια χαραά. Θα σε ακολουθηάσω μεάχρι εκειά.» Του λεάω. Στη διαδρομηά σκεάφτομαι το προάσωπο του Χαάρρυ οάταν θα επιστρεάψει και θα δει πως εάχουμε φυάγει. Εάφερε εάνα κοριάτσι μαζιά του οποάτε δεν εάχει κανεάνα δικαιάωμα να ειάναι αναστατωμεάνος. Το διαμεάρισμα του Ζεάιν ειάναι ακριβωάς εάξω αποά την Πανεπιστημιουάπολη και ειάναι μικροά αλλαά καθαροά. Μου προσφεάρει εάνα ποτοά μοάλις μπαιάνουμε μεάσα, αλλαά το αρνουάμαι καθωάς θα οδηγηάσω μοάνη μου πιάσω στο δωμαάτιοά μου αποάψε. «Μπορειάς να παάρεις το τηλεχειριστηάριο της τηλεοάρασης, δεν ξεάρω τι σου αρεάσει να βλεάπεις.» Γελαάει και μου διάνει το τηλεχειριστηάριο.
321
«Μεάνεις μοάνος;» Τον ρωταάω και γνεάφει. Νιωάθω λιγαάκι αγχωμεάνη ενωά καάθεται διάπλα μου και βαάζει το χεάρι του γυάρω αποά τη μεάση μου αλλαά κρυάβω τη νευρικοάτηταά μου με εάνα χαμοάγελο. Το κινητοά του Ζεάιν δονειάται στη τσεάπη του και σηκωάνεται για να απαντηάσει, καάνοντας μου νοάημα με εάνα του δαάχτυλο πως θα επιστρεάψει. «Φυάγαμε.» Τον ακουάω να λεάει αποά τη μικρηά του κουζιάνα. «Λοιποάν…» «Διάκαιο.» «Πολυά κριάμα.» Ειάναι μερικαά αποά τα σημειάα της συζηάτησης που καταφεάρνω να καταλαάβω. Κανεάνα αποά αυταά δεν βγαάζουν νοάημα σε εμεάνα. Εκτοάς αποά το «Φυάγαμε.» ο Χαάρρυ ειάναι στο τηλεάφωνο; Σηκωάνομαι και περπατωά προς την κουζιάνα καθωάς κλειάνει το τηλεάφωνο σε οάποιον και αν ηάταν. «Ποιος ηάταν;» Ρωταάω. «Κανεάνας σημαντικοάς.» Με διαβεβαιωάνει και με οδηγειά ξαναά στον καναπεά. «Χαιάρομαι πολυά που αρχιάζουμε και γνωριάζουμε ο εάνας τον αάλλον, ειάσαι διαφορετικηά αποά τα υποάλοιπα κοριάτσια εδωά.» Λεάει γλυκαά. «Και εγωά χαιάρομαι.» Του λεάω. «Ξεάρεις την Εάμμα;» Δεν μπορωά να κρατηθωά και να μην ρωτηάσω. «Ναι, ειάναι η κοπεάλα του ξαδεάρφου του Ναάιαλ.» Μου λεάει. «Κοπεάλα;» «Ναι, ειάναι μαζιά εδωά και καιροά. Η Εάμμα ειάναι πολυά καληά.» λεάει. Οποάτε ο Χαάρρυ δεν ηάταν μαζιά της εκειά, οάχι με αυτοάν τον τροάπο τουλαάχιστον. Ιάσως να ηάρθε στα αληάθεια εκειά για να προσπαθηάσει να μου μιληάσει ξαναά και οάχι για να με πληγωάσει φεάρνοντας καάποιο αάλλο κοριάτσι. Κοιτωά προς τον Ζεάιν και αυτοάς σκυάβει το κεφαάλι του για να με φιληάσει. Τα χειάλη του ειάναι κρυάα αποά το ποτοά του και εάχουν γευάση βοάτκας. Ξεάρω πως δεν ειάναι μεθυσμεάνος, ειάναι το πρωάτο του ποτοά. Τα χεάρια του ειάναι προσεκτικαά και απαλαά παάνω στους ωάμους μου και μεταά στη μεάση μου. Το πληγωμεάνο προάσωπο του Χαάρρυ νωριάτερα ξεπεταάγεται στο μυαλοά μου, ο τροάπος που παρακαλουάσε για αάλλη μιάα ευκαιριάα και εγωά δεν τον πιάστεψα, ο τροάπος που με κοιτουάσε να απομακρυάνομαι με το αυτοκιάνητο, το ξεάσπασμα στην ταάξη για την Καάθριν και τον Χιάθκλιφ, ο τροάπος που εμφανιάζεται παάντα οάταν δεν τον θεάλω, το γεγονοάς πως δεν εάχει πει ποτεά στη μητεάρα του οάτι την αγαπαά, το πωάς ειάπε οάτι αγαπαάει εμεάνα μπροσταά σε οάλους, ο βαάναυσος τροάπος που το πηάρε πιάσω, το πωάς σπαάει πραάγματα οάταν ειάναι θυμωμεάνος, το οάτι ηάρθε στο σπιάτι του πατεάρα του αποάψε παραά το γεγονοάς πως μισειά να ειάναι εκειά, και το οάτι ρωάτησε τους φιάλους του τι να φορεάσει σε εάνα γαάμο, βγαάζουν το τεάλειο νοάημα αλλαά και καθοάλου νοάημα
322
συγχροάνως. Με αγαπαάει. Μ ε το δικοά του καταστροφικοά τροάπο, οάντως με αγαπαάει. Νιωάθω σαν με χτυπαά φορτηγοά οάταν το συνειδητοποιωά. «Τι;» Ο Ζεάιν λεάει και απομακρυάνεται αποά το φιλιά. «Τι;» Επαναλαμβαάνω τα λοάγια του. «Μοάλις ειάπε Χαάρρυ.» «Οάχι δεν ειάπα.» Υπερασπιάζομαι τον εαυτοά μου. «Ναι, ναι το ειάπες.» Σηκωάνεται και απομακρυάνεται αποά τον καναπεά. «Πρεάπει να φυάγω…. Λυπαάμαι.» Λεάω, αρπαάζω το τσανταάκι μου κα βγαιάνω βιαστικαά αποά την ποάρτα πριν προλαάβει να πει καάτι αάλλο.
Chapter 70 Ενωά οδηγωά μακριαά αποά το διαμεάρισμα του Ζεάιν σκεάφτομαι για εάνα λεπτοά τι καάνω. Ξεάρω οάτι αάφησα τον Ζεάιν για να παάω να βρω τον Χαάρρυ, αλλαά πρεάπει στα αληάθεια να σκεφτωά τι θα συμβειά μεταά. Ο Χαάρρυ ειάτε θα πει απαιάσια πραάγματα σε εμεάνα, θα με βριάσει και θα με καάνει να φυάγω ειάτε θα παραδεχτειά πως εάχει αισθηάματα για εμεάνα και πως οάλα αυταά τα παιχνιάδια ηάταν απλαά επειδηά δεν μπορουάσε να χειριστειά αυταά που νιωάθει και να τα
323
εκφραάσει με φυσιολογικοά τροάπο. Αν συμβειά το πρωάτο, που ειάναι και πιο πιθανοά, δεν θα ειάμαι σε χειροάτερη καταάσταση αποά οάτι τωάρα. Αλλαά αν συμβειά το δευάτερο ειάμαι εάτοιμη να τον συγχωρηάσω για οάλα τα πραάγματα που εάχει πει και καάνει σε εμεάνα; Αν παραδεχτουάμε και οι δυάο το πωάς νιωάθουμε θα αλλαάξει καάτι;Αυτοάς θα αλλαάξει; Ειάναι ικανοάς να νοιαστειά για εμεάνα εάτσι οάπως χρειαάζομαι, και αν ναι, μπορωά να τα βγαάλω πεάρα με τη διαάθεσηά του που αλλαάζει συνεάχεια; Το προάβλημα ειάναι πως, δεν μπορωά να απαντηάσω σε καμιάα αποά αυτεάς τις ερωτηάσεις, ουάτε σε μιάα. Μισωά τον τροάπο που σκεπαάζει τις σκεάψεις μου και με καάνει νιωάθω αβεάβαιη για τον εαυτοά μου. Μισωά το οάτι δεν ξεάρω τι θα καάνει ηά τι θα πει. Παρκαάρω στο σπιάτι του, αυτοά το ανοάητο σπιάτι αδελφοάτητας στο οποιάο εάχω περαάσει τοάσο πολυά χροάνο. Μισωά αυτοά το σπιάτι. Μισωά πολλαά πραάγματα αυτηά τη στιγμηά και ο θυμοάς μου για τον Χαάρρυ ειάναι σχεδοάν στο υψηλοάτερο σημειάο. Το αυτοκιάνητοά μου ειάναι παρκαρισμεάνο στο δροάμο και εγωά ανεβαιάνω βιαστικαά τις σκαάλες και μπαιάνω στο γεμαάτο κοάσμο σπιάτι. Προχωρωά κατευθειάαν προς τον παλιοά καναπεά οάπου ο Χαάρρυ καάθεται συνηάθως αλλαά δεν βλεάπω τα σγουραά μαλλιαά του. Σκυάβω πιάσω αποά εάνα γυμνασμεάνο αγοάρι πριν η Στεφ ηά οποιοσδηάποτε αάλλος με δει και ανεβαιάνω βιαστικαά τις σκαάλες προς το δωμαάτιοά του. Χτυπωά την ποάρτα, εκνευρισμεάνη που για αάλλη μια φοραά την εάχει κλειδωμεάνη. «Χαάρρυ! Εγωά ειάμαι, αάνοιξε την ποάρτα!» Φωναάζω και συνεχιάζω να χτυπωά. Καμιάα απαάντηση. Που στο καλοά ειάναι; Δεν θεάλω να του τηλεφωνηάσω για να μαάθω, παραά το γεγονοάς πως ειάναι ο πιο ευάκολος τροάπος για να τον βρω αλλαά ειάμαι θυμωμεάνη και θεάλω να παραμειάνω εάτσι ωάστε να πω αυταά που θεάλω χωριάς να νιωάσω αάσχημα. Καλωά τον Λιάαμ για να δω αν ο Χαάρρυ ειάναι στου πατεάρα του, αλλαά δεν ειάναι. Το μοναδικοά αάλλο μεάρος που ξεάρω για να τον ψαάξω ειάναι η γιορτηά αλλαά αμφιβαάλω για το αν θα ειάναι ακοάμα εκειά. Δεν εάχω αάλλη επιλογηά αυτηά τη στιγμηά οποάτε οδηγωά ξαναά προς το σταάδιο και παρκαάρω το αυτοκιάνητο. Επαναλαμβαάνω τα θυμωμεάνα λοάγια που εάχω ετοιμαάσει για τον Χαάρρυ ξαναά και ξαναά για να ειάμαι σιάγουρη πως δεν θα τα ξεχαάσω σε περιάπτωση που ειάναι οάντως εδωά. Οάλοι εάχουν φυάγει πια, το γηάπεδο ειάναι σχεδοάν αάδειο και η φωτιαά εάχει σχεδοάν σβηάσει. Παάνω που αποφασιάζω να σταματηάσω να ψαάχνω, τον βλεάπω να ακουμπαά στο φραάχτη διάπλα αποά το τεάρμα. Ειάναι μοάνος του και δεν φαιάνεται να με καταλαβαιάνει καθωάς προχωραάω προς το μεάρος του και καάθεται στο γρασιάδι, σκουπιάζει με το χεάρι του το στοάμα του και οάταν το απομακρυάνει ειάναι κοάκκινο. Βγαάζει αιάμα; Το κεφαάλι του πεταάγεται παάνω λες και μπορειά να αισθανθειά την παρουσιάα μου, αιάμα σταάζει αποά τη γωνιάα του στοάματοάς του και μια μελανιαά καάνει την εμφαάνιση της στο μαάγουλοά του. «Τι στο καλοά;» Λεάω και γονατιάζω μπροσταά του.
324
«Τι σου συνεάβη;» Τον ρωταάω. Κοιταά ψηλαά σε εμεάνα τα μαάτια του ειάναι σαν στοιχειωμεάνα και ο θυμοάς μου απαλυάνεται. «Τι σε νοιαάζει εσεάνα; Που ειάναι το ραντεβουά σου;» Γρυλιάζει. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου και απομακρυάνω το χεάρι του αποά το στοάμα του, εξεταάζοντας το πρησμεάνο χειάλι του. Τραβιεάται μακριαά μου και εγωά δαγκωάνω τη γλωάσσα μου. «Πες μου τι εάγινε.» Απαιτωά. Αναστεναάζει και ανακατευάει με τα χεάρια του τα μαλλιαά του. Τα δαάχτυλαά του ειάναι μελανιασμεάνα και ματωμεάνα. Το κοάψιμο στο δειάκτη φαιάνεται πως ειάναι βαθυά και ποναάει πολυά. «Μπλεάχτηκες σε καυγαά;» Ρωταάω. «Τι σου εάδωσε αυτηά την ιδεάα;» Λεάει αποάτομα. «Με ποιοάν; Ειάσαι ενταάξει;» «Ναι, ειάμαι μια χαραά τωάρα αάσε με μοάνο μου.» «Ηάρθα εδωά για να σε βρω.» Του λεάω και σηκωάνομαι, σκουπιάζοντας το γρασιάδι αποά το τζιν μου. «Ωραιάα και με βρηάκες τωάρα φυάγε.» «Δεν χρειαάζεται να ειάσαι κοάπανος, νομιάζω πως πρεάπει να πας σπιάτι και να καθαριστειάς. Μπορειά και να χρειαστειάς ραάμματα στο δαάχτυλοά σου.» Δεν μου απανταά αλλαά σηκωάνεται και με προσπερναά. Ηάρθα εδωά για να του φωναάξω που ειάναι τοάσο ανοάητος και να του πω πως νιωάθω και αυτοάς το καάνει τοάσο δυάσκολο, το ηάξερα οάτι θα το εάκανε. «Που πας;» Ρωταάω και τον ακολουθωά σαν χαμεάνο κουταάβι. «Σπιάτι, βασικαά θα παάρω την Εάμμα να δω αν μπορειά να εάρθει να με παάρει. Οδηάγησε αυτηά.» «Σε αάφησε εδωά;» Δεν τη συμπαθωά καθοάλου. «Οάχι, λοιποάν τεχνικαά ναι αλλαά εγωά της ειάπα.» «Αάσε με να σε παάω σπιάτι.» Λεάω και πιαάνω το μπουφαάν του. Αποτραβιεάται και θεάλω να τον χαστουκιάσω. Ο θυμοάς μου εάχει επιστρεάψει και ειάμαι πιο εκνευρισμεάνη αποά πριν. Οι ροάλοι εάχουν αντιστραφειά, οάτι και αν ηάταν αυτοά που ειάχαμε εάχει αλλαάξει. Εγωά ειάμαι συνηάθως αυτηά που τρεάχει μακριαά του.
325
«Σταμαάτα να φευάγεις μακριαά αποά εμεάνα!» Φωναάζω και αυτοάς γυριάζει. Τα μαάτια του βγαάζουν φωτιεάς. «Ειάπα αάσε με να σε παάω σπιάτι!» Ουρλιαάζω. Ηάταν εάτοιμος να χαμογελαάσει αλλαά αντιά για αυτοά κατσουφιαάζει και αναστεναάζει. «Καλαά. Που ειάναι το αυτοκιάνητοά σου;» Ρωταάει.
Με ακολουθειά μεάχρι το αυτοκιάνητοά μου και μπαιάνει στη θεάση του συνοδηγουά ενωά βαάζω μπρος. Ανοιάγω τη θεάρμανση και τριάβω τα χεάρια μου για να ζεσταθωά. Το αάρωμαά του γεμιάζει αμεάσως το αυτοκιάνητο, μοάνο που τωάρα υπαάρχει και μια μυρωδιαά μεταάλλου μαζιά. Ειάναι ακοάμα η αγαπημεάνη μου μυρωδιαά σε οάλον τον κοάσμο. «Γιατιά ηάρθες εδωά;» Ρωταάει καθωάς βγαιάνω αποά το χωάρο του παρκινγκ. «Για να σε βρω.» Προσπαθωά να θυμηθωά οάλα οάσα ειάχα ετοιμαάσει να του πω, αλλαά το μυαλοά μου εάχει θολωάσει και το μοάνο που μπορωά να σκεφτωά ειάναι εμεάνα να φιλαάω το μελανιασμεάνο στοάμα του. «Για ποιάο λοάγο;» Ρωταάει σιγαναά. «Για να σου μιληάσω, εάχουμε τοάσα πολλαά να πουάμε.» Λεάω, νιωάθω πως θα κλαάψω αλλαά δεν εάχω ιδεάα γιατιά. «Νοάμιζα πως ειάπες οάτι δεν εάχουμε τιάποτα να πουάμε.» Γιατιά το καάνει τοάσο δυάσκολο; «Με αγαπαάς;» Οι λεάξεις βγαιάνουν γρηάγορα σαν να πνιάγομαι, δεν ειάχα σκοποά να τις πω. Γυρναά αποάτομα για να με κοιταάξει. «Τι;» Ο τοάνος ειάναι γεμαάτος εάκπληξη. «Με αγαπαάς;» Επαναλαμβαάνω, η καρδιαά μπορειά να εκραγειά αυτηά τη στιγμηά αποά το στηάθος μου. «Δεν μου το ρωταάς στα αληάθεια αυτοά ενωά ειάμαστε στο δροάμο.» Τα μαάτια του κοιτουάν μπροσταά. «Τι σημασιάα εάχει που ηά ποάτε το ρωταάω, απλαά πες μου.» Καταά καάποιον τροάπο παρακαλαάω. «Εγωά… δεν ξεάρω… Οάχι, δεν σε αγαπαάω. Δεν μπορειάς απλαά να ρωτηάσεις καάποιον αν σε αγαπαάει οάταν ειάναι παγιδευμεάνος σε εάνα αυτοκιάνητο μαζιά σου. Τι στο καλοά παάει στραβαά με εσεάνα;» Λεάει πιο δυναταά. Αάουτς.
326
«Οκ.» Ειάναι το μοάνο που καταφεάρνω να πω. «Γιατιά θες εάτσι και αλλιωάς να μαάθεις;» «Δεν εάχει σημασιάα.» Λεάω. «Πες μου γιατιά το ρωάτησες αυτοά, τωάρα.» Απαιτειά. «Μην μου λες τι να καάνω!» Του φωναάζω και εγωά. Παρκαάρω στο σπιάτι του και αυτοάς κοιταά προς τη γεμαάτο κοάσμο αυληά. «Πηάγαινεά με στου μπαμπαά μου.» Λεάει. «Τι; Δεν ειάμαι κανεάνα ταξιά.» «Απλαά πηάγαινεά με εκειά, θα παάρω το αυτοκιάνητοά μου το πρωιά.» Το αυτοκιάνητοά του ειάναι εδωά οποάτε γιατιά να μην παάει απλαά μοάνος του; Δεν θεάλω να τελειωάσει η συζηάτησηά μας ακοάμα οποάτε στριφογυριάζω τα μαάτια μου, αλλαά οδηγωά προς το σπιάτι του πατεάρα του. «Νοάμιζα οάτι μισουάσες εκειάνο το μεάρος;» Λεάω. «Το μισωά.. Αλλαά δεν θεάλω να ειάμαι μπροσταά σε πολυά κοάσμο τωάρα.» Λεάει ηάρεμα. «Θα μου πεις γιατιά το ρωάτησες αυτοά; Εάχει καμιάα σχεάση με τον Ζεάιν; Σου ειάπε τιάποτα;» Μοιαάζει αγχωμεάνος. Γιατιά ρωταάει παάντα αν ο Ζεάιν μου ειάπε καάτι; «Οάχι.. δεν εάχει καμιάα σχεάση με τον Ζεάιν. Απλαά ηάθελα να ξεάρω.» Λεάω ψεάματα. Βασικαά δεν εάχει να καάνει με τον Ζεάιν, εάχει να καάνει με το γεγονοάς πως τον αγαπαάω και πως πιάστεψα για καάποια στιγμηά, πως ιάσως να με αγαπαάει και αυτοάς. Οάσο πιο πολυά ειάμαι μαζιά του, τοάσο πιο ανοάητο φαιάνεται. «Που πηάγατε εσυά και ο Ζεάιν οάταν φυάγατε αποά τη γιορτηά;» Ρωταάει ενωά μπαιάνω στο στενοά του πατεάρα του. «Στο διαμεάρισμαά του.» Παραδεάχομαι. Το σωάμα του Χαάρρυ ειάναι σε εάνταση και τα ματωμεάνα του δαάχτυλα κλειάνουν σε γροθιεάς, σκιάζοντας περισσοάτερο το δεάρμα. «Κοιμηάθηκες μαζιά του;» Ρωταάει και το στοάμα μου ανοιάγει αποά εάκπληξη. «Τι; Γιατιά στο καλοά να το νομιάσεις αυτοά; Θα εάπρεπε να με ξεάρεις καλυάτερα ως τωάρα! Και ποιος νομιάζεις πως ειάσαι για να ρωταάς καάτι τοάσο προσωπικοά; Το
327
ξεκαθαάρισες πως δεν νοιαάζεσαι για εμεάνα οποάτε τι εάγινε και αν κοιμηάθηκα μαζιά του;» Φωναάζω. «Οάποτε δεν κοιμηάθηκες;» Ρωταάει ξαναά. «Θεεά μου Χαάρρυ! Οάχι! Με φιάλησε, αλλαά δεν θα εάκανα ποτεά σεξ με καάποιον που ξεάρω ελαάχιστα!» Γεάρνει προς το μεάρος μου και σβηάνει τη μηχανηά του αυτοκινηάτου μου, αρπαάζοντας με το ματωμεάνο του χεάρι τα κλειδιαά και βγαάζονταάς τα αποά τη μιάζα. «Ανταπεάδωσες στο φιλιά;» Τα μαάτια του δεν μπορουάν να διαβαστουάν καθωάς κοιταά πεάρα αποά εμεάνα. «Ναι… λοιποάν δεν ξεάρω, νομιάζω πως ανταπεάδωσα.» Δεν μπορωά να θυμηθωά τιάποτα αάλλο πεάρα αποά το προάσωπο του Χαάρρυ στο μυαλοά μου. «Πως γιάνεται να μην ξεάρεις; Ηάσουν μεθυσμεάνη;» Η φωνηά του ειάναι πιο δυνατηά τωάρα. «Οάχι, εγωά απλαά…» «Εσυά τι!» Φωναάζει και μετακινειά το σωάμα του για να με κοιταάξει. «Εγωά… Εγωά απλαά σκεφτοάμουν εσεάνα.» Παραδεάχομαι τελικαά. Τα μαρμαάρινα χαρακτηριστικαά του μαλακωάνουνυπερβολικαά πολυά και φεάρνει τα μαάτια του στα δικαά μου. «Ας παάμε μεάσα.» Λεάει και ανοιάγει την ποάρτα του συνοδηγουά. Τι? «Εάλα.» Λεάει ξαναά. Βγαιάνω αποά το αυτοκιάνητο και τον ακολουθωά προς το πεζοδροάμιο.
328
Chapter 71 Οάταν μπαιάνουμε στο σπιάτι η Καάρεν και ο Κεν καάθονται στον καναπεά στο σαλοάνι, σηκωάνουν και οι δυάο το βλεάμμα οάταν προχωραάμε μεάσα. «Χαάρρυ! Τι εάγινε;» Ο Κεν ρωταάει, η φωνηά του γεμαάτη πανικοά. «Ειάμαι καλαά.» Ο Χαάρρυ μουρμουριάζει. «Τι του συνεάβη;» Ο Κεν απευθυάνεται σε εμεάνα. «Μπλεάχτηκε σε καυγαά, δεν μου εάχει πει με ποιοάν ηά γιατιά.» Εξηγωά. «Στεάκομαι ακριβωάς εδωά και μοάλις ειάπα γαμωάτο πως ειάμαι καλαά.» Λεάει αποάτομα. «Μην του μιλαάς εάτσι!» Τον μαλωάνω και τα μαάτια του γουρλωάνουν. Αντιά να μου φωναάξει, πιαάνει τον καρποά μου με το χτυπημεάνο χεάρι του και με τραβαάει εάξω αποά το δωμαάτιο. Ακουάω τον Κεν και την Καάρεν να μιλαάνε για τη ματωμεάνη εμφαάνιση του Χαάρρυ καθωάς με τραβαάει στον επαάνω οάροφο. Με το που φταάνουμε εάξω αποά το δωμαάτιοά του με γυριάζει, σηκωάνει και τους δυάο καρπουάς μου στον τοιάχο και εάρχεται πιο κονταά μου αφηάνοντας μοναχαά ελαάχιστα εκατοσταά αναάμεσαά μας. «Μην το ξανακαάνεις ποτεά αυτοά.» Λεάει μεάσα αποά τα δοάντια του. «Να καάνω τι; Αάφησεά με.» Του λεάω και αυτοάς στριφογυριάζει τα μαάτια πριν με ελευθερωάσει και ανοιάξει την ποάρτα του δωματιάου του. Περπαταά προς το κρεβαάτι και εγωά μεάνω κονταά στην ποάρτα. Ο Κεάν και η Καάρεν πιθανοάν αναρωτιουάνται για ποιο λοάγο συνεχιάζει να εάρχεται εδωά, δεν συνηάθιζε ποτεά να το καάνει. «Μην μου λες πωάς να μιλαάω στον πατεάρα μου. Φτιαάξε τη δικηά σου σχεάση με τον πατεάρα σου πριν προσπαθηάσεις να ανακατευτειάς με τη δικηά μου.» Με το που οι λεάξεις βγαιάνουν αποά το στοάμα του, συνειδητοποιειά τι ειάπε και σηκωάνει το κεφαάλι να με κοιταάξει ενωά καάνω εάνα βηάμα προς τα πιάσω. «Συγνωάμη… δεν το εννοουάσα εάτσι…. Απλαά βγηάκε.» Προσπαθειά να απολογηθειά.
329
«Καάθε φοάρα “απλαά βγαιάνει” εάτσι δεν ειάναι;» Δεν μπορωά να συγκρατηάσω τα δαάκρυα στα μαάτια μου. Το σχοάλια για τον πατεάρα μου ηάταν απλαά πολυά σκληροά, ακοάμα και για τον Χαάρρυ. «Τες εγωά…» Αρχιάζει αλλαά σταματαά τον εαυτοά του. Τι καάνω εδωά; Γιατιά συνεχιάζω να πιστευάω πως θα σταματηάσει τις προσβολεάς ωάστε να εάχουμε μια πραγματικηά συνομιλιάα; Επειδηά ειάμαι ανοάητη, για αυτοά. «Ειάμαι καλαά, αληάθεια. Αυτοάς ειάσαι εσυά, αυτοά καάνεις. Βριάσκεις την αδυναμιάα των ανθρωάπων και την εκμεταλλευάεσαι. Τη χρησιμοποιειάς σαν συμφεάρον σου. Ποάσο καιροά περιάμενες να πεις καάτι για τον πατεάρα μου; Πιθανοάν να περιάμενες για αυτηά τη στιγμηά αποά τοάτε που με γνωάρισες!» Φωναάζω. «Να παάρει! Οάχι δεν περιάμενα! Δεν σκεφτοάμουν οάταν το ειάπα αυτοά! Δεν ειάσαι αθωάα σε οάλο αυτοά, με προκαλειάς επιάτηδες!» Ουρλιαάζει, πιο δυναταά αποά εμεάνα. «Σε προκαλωά; Εγωά σε προκαλωά! Παρακαλωά, διαφωάτισεά με!» Σχεδοάν ουρλιαάζω. Ξεάρω οάτι οάλοι στο σπιάτι μπορουάν να με ακουάσουν αλλαά για πρωάτη φοραά, δεν με νοιαάζει. «Καάνεις συνεχωάς πραάγματα που με εκνευριάζουν! Συνεχωάς μαλωάνεις μαζιά μου! Βγαιάνεις ραντεβουά με τον Ζεάιν. Εννοωά γαμωάτο! Νομιάζεις οάτι μου αρεάσει να ειάμαι εάτσι; Νομιάζεις οάτι μου αρεάσει ο εάλεγχος που εάχεις παάνω μου; Μισωά τον τροάπο που με ελεάγχεις. Σιχαιάνομαι το γεγονοάς πως δεν μπορωά να σταματηάσω να σε σκεάφτομαι. Σε μισωά… Στα αληάθεια σε μισωά! Ειάσαι μια ξιπασμεάνη μικρηά…» Σταματαάει και με κοιταάει. Πιεάζω τον εαυτοά μου να τον κοιταάξει, λες και δεν με διεάλυσε μοάλις με καάθε του συλλαβηά. «Για αυτοά ακριβωάς μιλαάω!» Βαάζει τα χεάρια στα μαλλιαά του ενωά περπατα μπροάς πιάσω στο δωμαάτιο. «Εσυά… με τρελαιάνεις, πραγματικαά χαάνω τα λογικαά μου! Και μεταά εάχεις το κοάτσια να με ρωταάς αν σε αγαπαάω; Για ποιο λοάγο να το ρωτηάσεις αυτοά; Επειδηά το ειάπα μιάα φοραά, καταά λαάθος; Σου ειάπα ηάδη πως δεν το εννοουάσα οποάτε ποιος ο λοάγος να ξαναά ρωτηάσεις; Σου αρεάσει η αποάρριψη εάτσι; Γι αυτοά συνεχιάζεις να εάρχεσαι κονταά μου, εάτσι δεν ειάναι;» Μου φωναάζει και το μοάνο που θεάλω να καάνω ειάναι να τρεάξω, να τρεάξω μακριαά αποά αυτοά το δωμαάτιο και να μην κοιταάξω ποτεά πιάσω. «Οάχι, συνεχιάζω να εάρχομαι κονταά σου επειδηά σε αγαπαάω.» Τελικαά παραδεάχομαι. Καλυάπτω το στοάμα μου, ευάχομαι να μπορουάσα να παάρω πιάσω τις λεάξεις. Δεν πιστευάω να μπορειά να με πληγωάσει περισσοάτερο αποά οάτι εάχει ηάδη καάνει και δεν θεάλω να μειάνω με το ερωάτημα τι θα ειάχε να πει αν του το εάλεγα. Ειάμαι ενταάξει με το γεγονοάς πως δεν με αγαπαάει, εάβαλα τον εαυτοά μου σε οάλο αυτοά ξεάροντας αποά την αρχηά πως ηάταν.
330
«Τι πραάγμα;» Μοιαάζει εντυπωσιασμεάνος. Ανοιγοκλειάνει τα μαάτια του γρηάγορα ενωά προσπαθειά να σκεφτειά τις λεάξεις. «Αάντε, πες μου ξαναά ποάσο με μισειάς. Πες μου ποάσο ανοάητη ειάμαι που αγαπωά καάποιον που δεν μπορειά να με ανεχτειά.» Λεάω, η φωνηά μου ακουάγεται ξεάνη, ειάναι σχεδοάν κλαψουάρισμα. Σκουπιάζω τα μαάτια μου και τον κοιτωά ξαναά. « Θα φυάγω τωάρα.» Λεάω, νιωάθω λες και φευάγω αποά μια μαάχη στην οποιάα εάχω χαάσει παταγωδωάς. Πρεάπει να φυάγω αποά τη σκηνηά για να καλυάψω τις εσωτερικεάς πληγεάς μου. Καθωάς ανοιάγω την ποάρτα καάνει εάνα μεγαάλο βηάμα για να κλειάσει το κενοά αναάμεσαά μας. Αρνουάμαι να τον κοιταάξω ενωά βαάζει το χεάρι του στον ωάμο μου. «Να παάρει, μην φυάγεις.» Λεάει, η φωνηά του γεμαάτη συναιάσθημα, ποιο συναιάσθημα ειάναι η ερωάτηση. «Με αγαπαάς;» Ψιθυριάζει και βαάζει το χτυπημεάνο του χεάρι στο πιγουάνι μου για να με καάνει να τον κοιταάξω. Τραβωά τα μαάτια μου μακριαά αποά τα δικαά του και γνεάφω αργαά, περιμεάνονταάς τον να γελαάσει μπροσταά μου. «Γιατιά;» Η αναπνοηά του ειάναι καυτηά στο προάσωποά μου. Φεάρνω τελικαά τα μαάτια μου στα δικαά και δειάχνει… τρομαγμεάνος; «Τι;» ρωταάω απαλαά. «Γιατιά με αγαπ… πως ειάναι δυνατοά να με αγαπαάς;» Η φωνηά του σπαάει και με κοιταά επιάμονα και νιωάθω πως αυταά που θα πω θα ειάναι πολυά πιο σημαντικαά αποά οάτι περιάμενα. Δεν εάχω καμιάα εξηάγηση πεάρα αποά το οάτι απλαά συμβαιάνει. Με τρελαιάνει, με καάνει να θυμωάνω περισσοάτερο αποά ποτεά, αλλαά καταά καάποιον τροάπο τον ερωτευάτηκα, πολυά. «Πως γιάνεται να μην ξεάρεις οάτι σε αγαπαάω;» Ρωταάω αντιά να του απαντηάσω. Δεν πιστευάει οάτι θα μπορουάσα να τον αγαπαάω; «Μου ειάπες πως δεν με αγαπουάσες, και βγηάκες με τον Ζεάιν. Παάντα με αφηάνεις, με αάφησες στη βεραάντα νωριάτερα οάταν σε παρακαάλεσα για αάλλη μιάα ευκαιριάα. Σου ειάπα οάτι σε αγαπαάω και με απεάρριψες. Ξεάρεις ποάσο δυάσκολο ηάταν αυτοά για εμεάνα;» Λεάει. Θα πρεάπει να φανταάζομαι την υγρασιάα στην αάκρη των ματιωάν του. Γνωριάζω πολυά καλαά πως τα σκληραά του δαάχτυλα ειάναι ακοάμα στο πηγουάνι μου. « Το πηάρες πιάσω πριν μπορεάσω καν να σκεφτωά τι ειάπες, εάχεις καάνει πολλαά πραάγματα για να με πληγωάσεις, Χαάρρυ.» Του λεάω και αυτοάς γνεάφει. «Το ξεάρω… Λυπαάμαι. Αάσε με να το διορθωάσω; Το ξεάρω πως δεν σου αξιάζω, δεν εάχω το δικαιάωμα ουάτε καν για να ζηταάω αυτοά… αλλαά παρακαλωά, απλαά μιάα ευκαιριάα. Δεν υποάσχομαι πως δεν θα μαλωάσω μαζιά σου, ηά οάτι δεν θα σου
331
θυμωάσω αλλαά υποάσχομαι να σου δωάσω τον εαυτοά μου, εντελωάς. Παρακαλωά, απλαά αάσε με να προσπαθηάσω να γιάνω αυτοά που θες.» Ακουάγεται τοάσο αβεάβαιος για τον εαυτοά του,που με καάνει να λιωάνω. «Θεάλω να πιστεάψω πως αυτοά θα δουλεάψει απλαά δεν ξεάρω πως, εάχει ηάδη γιάνει πολυά ζημιαά.» Τα ματιαά μου με προδιάδουν καθωάς τα δαάκρυα τρεάχουν. Ο Χαάρρυ φεάρνει τα δαάχτυλαά του στο μαάγουλοά μου και τα σκουπιάζει. «Θυμαάσαι οάταν με ρωάτησες ποιοάν αγαπωά περισσοάτερο στον κοάσμο;» Ρωταάει, τα χειάλη του εκατοσταά μακριαά αποά τα δικαά μου. Γνεάφω, πως το θυμαάται αυτοά; Μοιαάζει να εάχει περαάσει τοάσος πολυά καιροάς και δεν πιάστευα καν οάτι με προάσεχε. «Ειάσαι εσυά. Εσυά ειάσαι το αάτομο που αγαπαάω περισσοάτερο στον κοάσμο.» Τα λοάγια του με εκπληάσσουν και διαλυάουν το ποάνο στο στηάθος μου. «Αυτοά δεν ειάναι μεάρος του αρρωστημεάνου παιχνιδιουά σου, εάτσι;» Ρωταάω πριν αφηάσω τον εαυτοά μου να τον πιστεάψει και να γυριάσω στην συνηθισμεάνη μου καταάσταση να ειάμαι παιχνιάδι στα χεάρια του. «Οάχι, Τεάσσα. Εάχω τελειωάσει με τα παιχνιάδια, απλαά θεάλω εσεάνα. Θεάλω να ειάμαι μαζιά σου, σε μια πραγματικηά σχεάση. Εσυά θα πρεάπει να ειάσαι ο αρχηγοάς φυσικαά επειδηά δεν ξεάρω ουάτε τι στο καλοά σημαιάνει αυτοά.» Γελαάει και γελαάω και εγωά. «Μου ειάχε λειάψει το γεάλιο σου, δεν το εάχω ακουάσει αρκεταά. Θεάλω να ειάμαι αυτοάς που θα σε καάνει να γελαάς οάχι να κλαις. Ξεάρω πως εάχω πολλαά να καάνω…» λεάει αλλαά τον διακοάπτω πιεάζοντας τα χειάλη μου στα δικαά του. Τα χειάλη του κινουάνται γρηάγορα και μπορωά να γευτωά το αιάμα αποά το χτυάπημα. Τα γοάναταά μου θεάλουν να λυγιάσουν αποά τον ηλεκτρισμοά που με διαπερναά, μοιαάζει να εάχει περαάσει τοάσος πολυάς καιροάς αποά τοάτε που εάνιωσα το στοάμα του στο δικοά μου. Αγαπωά αυτοά το κατεστραμμεάνο, που σιχαιάνεται τον ιάδιο του τον εαυτοά, κοάπανο τοάσο πολυά που φοβαάμαι πως θα με διαλυάσει. Με σηκωάνει και τυλιάγω τα ποάδια μου γυάρω του, μπλεάκοντας τα δαάχτυλαά μου στα μαλλιαά του. Βογκαάει μεάσα στο στοάμα μου και ανασαιάνει, ενωά τραβωά πιο δυναταά. Η γλωάσσα μου τρεάχει στο καάτω χειάλος του και αυτοάς συσπαάται, και υάστερα τραβιεάμαι. «Με ποιοάν μαάλωσες;» Ρωταάω και αυτοάς γελαάει. «Το ρωταάς αυτοά τωάρα;» «Ναι θεάλω να μαάθω.» Χαμογελαάω.
332
«Εάχεις παάντα τοάσες πολλεάς ερωτηάσεις, μπορωά να τις απαντηάσω αργοάτερα;» Κατσουφιαάζει. «Οάχι, πες μου.» «Μοάνο αν μειάνεις.» Με κραταάει πιο σφιχταά. «Παρακαλωά;» Με παρακαλειά. «Ενταάξει.» Ανασαιάνω και τον φιλωά ξαναά, ξεχνωάντας την ερωάτησηά μου.
Chapter 72 «Ενταξει, τωρα πες μου με ποιον τσακωάθηκες, με τον Ζεάιν?» Τον ρωταω, φοβουμενη για την απαντηση του. Καθομαι κατω στην γωνια του κρεβατιου και με ακολουθει, καθως καθεται εναντια στο κεφαλαρι . «Οάχι, δεν ηταν ο Ζεάιν. Ηταν μερικα ασχετα παιδια» μου απανταει. Ω, υπεάθεσα οάτι ηταν ο Ζεάιν, ανακουφιστηκα που δεν ειάναι τελικα. «Περιάμενε, μερικα? Ποσα δηλαδη?» «Τρεις…. ηά τεάσσερις. Δεν ειμαι και σιγουρος» γελαει. «Δεν ειάναι αστειάο, γιατι ποιο λοάγο τσακωθηκες?» «Δεν γνωριζω.. ημουν τσαντισμενος που εφυγες με τον Ζεάιν και μου φανηκε καλη ιδεα εκεινη την στιγμη» Ανασηκωνει τους ωμους του. «Λοιπον δεν ηταν καλη ιδεα, και τωρα κοιτα ποσο πληγωμενος εισαι”κατσουφιαζω και γερνει το κεφαλι του στο πλαάι με μια μπερδεμεάνη εκφραση. «Τι?»
333
«Τιποτα.. ελα εδωά.» μου λεει και ανοιγει τους ωμους του για να ερθω.Μετακινουμαι αποά το κρεβατι και καθομαι μπροστα του, αναμεσα στα ποδια του. «Συγγνωάμη για τον τροάπο που σου φεάρθηκα… που σου φεάρομαι ακοάμη» λεάει μεςστο αυτιά μου. Μια ανατριχιάλα διαπερναά οάλο μου το κορμι αποά την αναάσα τουστο αυτιά μου και την απολογιάα του. «Δεν πειραάζει, οάχι βασικαά πειραάζει. Αλλαά θα σου δωάσω μια ακοάμη ευκαιριάα.»του λεάω. Ελπιάζω οάτι δεν θα με καάνει να την μετανιωάσω. Δεν νομιζω οάτιμπορωά να αντεάξω αάλλο αυτηά την μιάα κρυάο, μιάα ζεάστη, συμπεριφοραά του. «Σε ευχαριστω, δεν την αξιάζω. Αλλα ειάμαι αρκετα εγωιστηάς για να την δεχτωά»μου λεει, το στοάμα του αναάμεσα στα μαλλιαά μου καθως τυλιγει τα χερια του γυάρωμου. Το να καάθομαι εάτσι μαζι του μοιαάζει ξεάνο, αλλαά με κανει να νιωάθω καινοσταλγιάα την ιδια στιγμη. Οάταν μενω σιωπηληά γυριζει τους ωμους μου για να με κανει να τον κοιταάξω.«Τι συμβαιάνει?» με ρωταει. «Τιποτα, απλως φοβαμαι οάτι θα αλλαάξεις ξαναά γνωάμη» παραδεχομαι. Θελω νααφεθωά σε οάλο αυτοά πρωάτη-πρωάτη αλλαά φοβαάμαι οάτι θα βουλιαάξω. «Δεν θα αλλαάξω γνωάμη, ποτεά δεν αάλλαξα. Απλωάς πολεμουάσα τα συναισθηάματα μουγια εσεάνα. Ξεάρω οάτι δεν μπορειάς να με εμπιστευτειάς, αλλαά θεάλω να κερδιάσω τηνεμπιστοσυάνη σου. Δεν θα σε πληγωάσω ξαναά.» Μου υποάσχεται και βαάζει το μεάτωπο τουεναάντια στο δικοά μου. «Σε παρακαλωά, μην με πληγωάσεις» τον ικετευάω. Δεν με νοιαάζει ποάσοαπελπισμεάνη ακουάγομαι. «Σε αγαπωά, Τεάσσα.» ανασαιάνει και η καρδιάα μου νιωάθω πως θα βγει αποά τοστεάρνο μου. Τα λοάγια μοιαάζουν υπεάροχα, ακουάγοντας τα αποά το στοάμα του και θαεάκανα τα παάντα για να μπορουσα να τα ξανακουάσω. «Σε αγαπωά, Χαάρρυ.» Αυτηά ειάναι η πρωτη φορα που ειπαμε και οι δυο ανοιχτα ταλογια αυταά, καταπιεάζω την επιθυμιάα μου να πανικοβληθωά στην ιδεάα οάτι μπορειά νατα ξαναπαάρει πιάσω. Ακομη και εαάν το καάνει, θα εχω παντα την αναμνηση αποά το πωςακουγοάταν, πως με εάκαναν να νιωάσω. «Πες το ξαναά» μου ψιθυριάζει και με γυρναά να τον αντικρυάσω. Τα μαάτια του ειάναιπιο ευαάλωτα απ’ οάτι νοάμιζα πως ηάταν δυνατοάν για εκειάνον καθωάς μετακινουάμε σταγοάναταά μου. Αναάμεσα στα ποάδια του. Παιάρνω το προάσωπο του στα χεάρια μου καιτριάβω με τους αντιάχειρες μου παάνω αποά τα ελαφριαά γεάνια στο τεάλειο προάσωποά του.Μπορωά να καταλαάβω αποά την εκφραση του οάτι με
334
χρειαάζεται να του το πω, ξανα καιξαναά. Θα του το πω οάσες φορες και εαάν χρειαστειά μεχρι να πιστεψει και ο ιδιοςοάτι αξιζει την αγαπη καποιου αάλλου. «Σε αγαπω.» επαναλαμβαάνω και αγγιάζω τα χειάλη μου στα δικαά του. Μουγκριάζειαποά ευχαριάστηση καθως η γλωάσσα του πλεάκεται απαλαά με την δικηά μου. Το να φιλαάωτον Χαάρρυ ειάναι πρωτοάγνωρο και διαφορετικοά καάθε φοραά, και ειάναι σαν εάναναρκωτικοά που δεν το χορταιάνω. Τα χερια του πιεζουν εναάντια στην μικρη μουπλαάτη, φεάρνοντας τα στηθη μας κονταά. Το μυαλοά μου μου λεάει να το παάρω σιγαά, νατον φιλησω απαλαά και να απολαυάσω καάθε λεπτοά αποά αυτηά την ευγενικηά ηρεμιάααναμεσα μας. Αλλαά το σωάμα μου μου λεάει να αρπαάξω μια τουάφα αποά τα μαλλιαά τουκαι να του βγαάλω το μπλουζαάκι του. Τα χειάλη του ταξιδευάουν κατω στο πηγουάνιμου, και μετα ακουμπουάν στο λαιμοά μου. Αυτοά με αποτελειάωσε, δεν μπορωά νασυγκρατηθωά αάλλο. Αυτοιά ειάμαστε εμειά, οάλο θυμοά και παάθος και τωάρα αγαάπη. Εάνα απροάσμενο βογγητοά φευάγει αποά τα χειάλη μου και μουγκριάζει εναάντια στολαιμοά μου, αρπαάζοντας την μεάση μου και αναποδογυριάζονταάς μας, ωάστε να μεκαλυάπτει αποά παάνω μου. «Μου.. εάχεις.. λειάψει ..τοάσο» λεάει καθως ρουφαάει τοδεάρμα στο λαιμοά μου. Δεν μπορω να κρατησω τα ματια μου ανοιχτα, νιωάθω τοάσοωραιάα. Ξεκουμπωάνει τη ζακεάτα μου και με κοιταάει καάτω με παθιασμεάνο βλεάμμα. Δενζηταάει την αάδεια πριν να τραβηάξει το υάφασμα, και να μου βγαάλει την μπλουάζα, καιανασαιάνει βαθιαά οάταν ανασηκωάνω την πλαάτη μου για να ξεκουμπωάσει το σουτιεάν μου. «Μου εάχει λειάψει το κορμι σου.. ο τροάπος που χωραάς τεάλεια μες την παλαάμημου» γρυλλιάζει ακουμπωάντας το στηάθος μου, αναστεναάζω ξαναά και πιεάζει το καάτωμεάρος του κορμιουά του εναάντια στο δικοά μου, μπορω να νιωάσω την στυάση του ναακουμπαάει χαμηλαά στο στομαάχι μου. Η αναάσα και των δυάο μας ειάναι γρηάγορη καιανεξεάλεγκτη και ποτεά δεν τον ηάθελα τοάσο πολυά. Φαιάνεται οάτι η ανταλλαγηάσυναισθημαάτων δεν αάλλαξε το ενθουσιωάδες παάθος αναάμεσα μας, ειάμαι ευγνωάμων. Τοχεάρι του γλιστραάει καάτω στο γυμνοά μου στομαάχι και πιο χαμηλαά για να ανοιάξει τοκουμπιά αποά το τζιν μου. Καθως τα χεάρια του εισχωρουάν στο εσωάρουχοά μου ανασαιάνειστο στοάμα μου, «Μου εάχει λειάψει το ποάσο υγρηά ειάσαι παάντοτε για εμεάνα»ανασαιάνει. Τα λοάγια του με καταβαάλλουν, σηκωάνω τους γοφους μου ξαναά,ικετευάοντας για την επαφηά του. «Τι θεάλεις Τεάσσα?» ανασαιάνει βαθιαά στο λαιμοά μου. «Εσεάνα» του απαντωά πριν το μυαλο μου να επεξεργαστειά τι του ειάπα. Γνωριάζωοάτι ειάναι αληάθεια, θεάλω τον Χαάρρυ, με τον πιο βαθυά τροάπο που ειάναι δυνατοάν. Τοδαάχτυλοά του εισχωρειά ευάκολα μεάσα μου, και το κεφαάλι μου πεάφτει στο μαξιλαάρι,καθωάς μετακινειά το δαάχτυλο του μεάσα-εάξω. «Λατρευάω να σε βλεάπω, ποάσο ωραιάα σε καάνω να νιωάθεις» μου λεάει και βογκαάωπρος απαάντησηά του. Τα χερια μου αρπαάζουν το μπλουζαάκι του αποά τη πλαάτη του.Φοραάει τοάσα ρουάχα επαάνω του, αλλαά δεν μπορωά να φτιαάξω μια
335
ολοάκληρη προάταση γιανα ζητηάσω την απομαάκρυνση τους. Πως φταάσαμε αποά το ΄΄Σε μισωά΄΄ στο΄΄ Σε αγαπωά ΄΄ και σ’ αυτοά εδωά? Δεν με νοιαάζει για την απαάντηση οάμως, αυτοά που με νοιαάζειειάναι ο τροάπος που με καάνει να νιωάθω, που παάντα με καάνει να εάχω τεάτοιααισθηάματα. Το σωάμα του γλιστραάει καάτω στο δικοά μου και απομακρυάνει τα δαάχτυλαάτου αποά το εσωάρουχοά μου, γκρινιαάζω αποά την εάλλειψη επαφηάς και χαμογελαάει. Ταχεάρια του κατεβαάζουν το τζιάν μου μαζιά με το εσωάρουχοά μου και δειάχνω με τοδαάχτυλο στο δικοά του ντυμεάνο κορμιά. «Γδυάσου» του λεάω και γελαάει. «Μαάλιστα κυριάα» μου χαμογελαάει πονηραά και βγαάζει το μπλουζαάκι του,αποκαλυάπτοντας το δεάρμα με τα ταττουαάζ του. Θεάλω να φεάρω την γλωάσσα μου σε καάθεμιάα γραμμηά αποά καάθε ταττουαάζ του. Πριν καάποιος αποά εμαάς να χαλαάσει την στιγμηά μιλωάντας, αρπαάζω μια τουάφα αποάτα μαλλιαά του και φεάρνω το προάσωποά του στο δικοά μου. Τον φιλαάω πρωτα στα χειάλη,μετα στο λαιμοά και γνωριάζω αποά την περιορισμεάνη εμπειριάα μου στο να ευχαριστηάσωτον Χαάρρυ, οάτι το σημειάο στο λαιμοά του ακριβωάς παάνω αποά την κλειάδα του,τον τρελαιάνει. Διάνω ζεσταά και υγραά φιλιαά εναάντια στο λαιμοά του, νιωάθοντας τοσωμα του να τιναάσσεται και να τεντωάνεται καθως ανασηκωνω ξανα τους γοφους μουνα τον συναντηάσω. Το αιάσθημα του γυμνουά του κορμιουά παάνω αποά το δικοά μου ειάναιεξαιάσιο. Και οι δυάο εάχουμε αρχιάσει να ιδρωάνουμε, παρα το γεγονοάς οάτι ειάμαστεκαι οι δυάο τελειάως γυμνοιά. Εαάν εάστω και μια μικρηά κιάνηση συμβειά, αυτοά θα μαςπαάει στο εποάμενο επιάπεδο. Εάνα επιάπεδο που δεν ημουν ετοιμη να φτασω, μεχριτωρα. Οι σκληροιά μυάες του Χαάρρυ που εμφανιάζονται καάτω αποά τα χεάρια του, καθωςτριάβει αργαά τον εαυτοά του εναάντιας στο δεάρμα μου, βογκωάντας, ειάναι αρκετοά γιαεμεάνα, δεν μπορωά να αντισταθωά. «Χαάρρυ..» αναστεναάζω καθως γλιστραει εναντιάον μου, ξαναά. «Ναι μωροά μου?» σταματαει να κινειάται, φεάρνω τις φτεάρνες μου στους μηρουάςτου και τον αναγκαάζω να κινηθειά ξαναά. Τα μαάτια του κλειάνουν αποάτομα. «Γαμωάτο»βογκαάει. «Θεάλω να ..» του λεάω. «Θεάλεις να.. τι?» η αναάσα του ειάναι ζεστηά και βαριαά εναάντιας στο υγροά μουδεάρμα. «Θεάλω να.. ξεάρεις..» του λεάω, παρα την οικειάα θεάση μας αυτηά την στιγμηάνιωάθω να ντρεάπομαι. «Oh» απανταάει. Σταματαάει να κινειάται ξαναά και κοιταάει επιάμονα στα μαάτιαμου. Φαιάνεται να πονταάρει μια σε εσωτερικηά μαάχη με τον εαυτοά του. «Εγωά… δεννομιάζω οάτι αυτοά θα ηάταν καληά ιδεάα..»
336
Τι? «Γιατιά οάχι?» τον σπρωάχνω αποά επαάνω μου. Να’μαστε παάλι. «Οάχι..οάχι. Μωροά μου. Απλαά εννοωά για αποάψε» Τυλιάγει τα χεάρια του γυάρω μουκαι με ακουμπαάει στην μεριαά μου, ξαπλωάνοντας διάπλα μου. Δεν μπορωά να τονκοιταάξω, ειάμαι τοάσο ρεζιλεμεάνη. «Αάκουσεά με, κοιάτα με» μου λεάει, σηκωάνοντας το πηγουάνι μου. «Το θεάλω,γαμωάτο, εγωά και να’ξερες ποάσο το θεάλω. Περισσοάτερο αποά οτιδηάποτε, πιάστεψεά με.Ηάθελα να σε νιωάσω γυάρω μου αποά τοάτε που σε γνωάρισα, αλλαά εγωά.. πιστευάω οάτι μεταάαποά αυταά που εάγιναν σηάμερα και … απλωάς θεάλω να ειάσαι προετοιμασμεάνη. Εννοωά ναειάσαι πανεάτοιμη, γιατιά αάμα το καάνουμε αυτοά, εάγινε. Δεν μπορειάς να το παάρειςπιάσω.» Η ταπειάνωση μου απομακρυάνεται και τον κοιταάω. Ξεάρω οάτι εάχει διάκιο, γνωριάζω οάτι πρεπει να το σκεφτω και αάλλο, οάμως μουειάναι δυάσκολο να πιστεάψω οάτι η απαάντηση μου αυάριο θα ειάναι διαφορετικηά. Θαπρεάπει να το σκεφτωά χωριάς την επιρροηά του γυμνουά του κορμιουά να ακουμπαάει τοδικοά μου. «Μην θυμωσεις μαζι μου, σε παρακαλω, απλως σκεάψου το για λιγο ακοάμη και εαάνειάσαι σιάγουρη οάτι αυτοά θεάλεις, θα το καάνουμε ευχαριάστως. Θα σε εάπαιρνα ξαναά καιξαναά, οάπου και οάποτε θεληάσεις. Θεάλω να..» «Ενταάξει, ενταάξει!» φεάρνω το χεάρι μου να καλυάψω το στοάμα του. Γελαάειμεάσα αποά τη παλαάμη μου και ανασηκωάνει τους ωάμους σαν να εάλεγε ΄΄ απλωάς ηάθελα ναστο πω΄΄. Οάταν απομακρυάνω το χεάρι μου αποά το στοάμα του, δαγκωάνει με παιχνιδιαάρικοτροάπο την παλαάμη μου και με τραβαάει κονταά του. «Μαάλλον θα πρεάπει να βαάλλωμερικαά ρουάχα επαάνω μου ωάστε να μην σε βαάζω σε πειρασμοά» με πειραάζει καικοκκινιάζω. Δεν μπορωά να αποφασιάσω ποια πλευραά ειάναι πιο αναπαάντεχη σε οάλο αυτοά, τογεγονοάς οάτι του προάτεινα να καάνουμε σεξ, ηά οάτι πραγματικαά με σεάβεται τοάσο, ωάστενα με απορριάψει. «Αλλαά πρωάτα, αάσε με να σε καάνω να νιωάσεις ωραιάα» μουρμουριάζει και μεαναποδογυριάζει παάλι με μια απαληά κιάνηση, ωάστε να ακουμπωά στην πλαάτη μου. Τοκεφαάλι του σκυάβει για να φεάρει το στοάμα του αναάμεσα στα ποάδια μου και μεάσα σελιάγα λεπταά, τα ποάδια μου τρεάμουν και εγωά καλυάπτω το στοάμα μου με το χεάρι μουγια να εμποδιάσω τον εαυτοά μου αποά το να φωναάξω το οάνομαά του.
337
Chapter 73 Ξυπνωά αποά το ελαφρυά ροχαλητοά του Χαάρρυ, τα χειάλη του ειάναι πιεσμεάνα στο αυτιά μου. Η πλαάτη μου ακουμπαά σφιχταά στο στηάθος του και τα ποάδια του ειάναι μπλεγμεάνα με τα δικαά μου. Αναμνηάσεις αποά το χθεσινοά βραάδυ δημιουργουάν εάνα χαμοάγελο στα χειάλη μου, πριν το χαρουάμενο συναιάσθημα να αντικατασταθειά αποά πανικοά. Θα νιωάθει το ιάδιο στο φως της μεάρας; Ηά θα με
338
βασανιάσει και θα με κοροιϊδεάψει που προάσφερα τον εαυτοά μου σε αυτοάν; Γυριάζω πλευροά αργαά για να τον αντικριάσω, να εξεταάσω τα τεάλεια χαρακτηριστικαά του ενωά το κατσουάφιασμα που εάχει συνηάθως εάχει ηρεμηάσει αποά τον υάπνο. Απλωάνω το χεάρι μου και χαιϊδευάω με τον δειάκτη μου το σκουλαριάκι στο φρυάδι του, και μεταά κατεβαιάνω στη μελανιαά στο μαάγουλοά του. Τα χειάλη του ειάναι καλυάτερα, το ιάδιο και τα δαάχτυλαά του μιας και συμφωάνησε τελικαά χθες το βραάδυ να τον βοηθηάσω να καθαριάσει τις πληγεάς. Τα μαάτια του ανοιάγουν αποάτομα ενωά το δαάχτυλοά μου χαιϊδευάει γρηάγορα τα χειάλη του. «Τι καάνεις;» ρωταάει, δεν μπορωά να αναγνωριάσω τον τοάνο του, καάτι που με καάνει να νιωάθω αάβολα. «Συγνωάμη… εγωά απλαά…» Δεν ξεάρω τι να πω. Δεν ξεάρω τη διαάθεση θα εάχει μεταά αφοάτου κοιμηθηάκαμε ο εάνας στα χεάρια του αάλλου. «Μην σταματαάς.» Ψιθυριάζει και κλειάνει τα μαάτια του ξαναά. Μισοά αποά το βαάρος στο στηάθος μου εξαφανιάζεται και χαμογελαάω πριν χαιϊδεάψω παάλι τα πλατιαά χειάλη του, προσεχτικαά προσπερνωάντας το χτυάπημαά του. «Ποια ειάναι τα σχεάδιαά σου για σηάμερα;» ρωταάει μερικαά λεπταά μεταά, ανοιάγοντας ξαναά τα μαάτια του. «Βασικαά εάχω κανονιάσει με την Καάρεν να δουλεάψουμε στο θερμοκηάπιοά της πιάσω.» Του λεάω και αυτοάς σηκωάνεται μεάνοντας καθιστοάς στο κρεβαάτι. «Αληάθεια;» Πρεάπει να εάχει θυμωάσει. Ξεάρω πως δεν συμπαθειά την Καάρεν, παραά το γεγονοάς πως ειάναι ο πιο γλυκοάς αάνθρωπος που εάχω γνωριάσει. «Ναι.» Μουρμουριάζω. «Λοιποάν, υποθεάτω πως δεν χρειαάζεται να ανησυχωά για το αν θα αρεάσεις στην οικογεάνειαά μου, σε συμπαθουάν περισσοάτερο αποά εμεάνα.» Γελαάει πνιχταά και χαιϊδευάει με τον αντιάχειραά του το μαάγουλοά μου, στεάλνοντας εάνα ριάγος στη σπονδυλικηά μου στηάλη. «Το προάβλημα με αυτοά ειάναι, πως αν συνεχιάσω να περνωά χροάνο εδωά ο μπαμπαάς μου μπορειά να αρχιάσει να πιστευάει πως πραγματικαά τον συμπαθωά.» Λεάει, ο τοάνος του ηάρεμος αλλαά τα μαάτια του σκοτειναά. «Ιάσως εσυά και ο μπαμπαάς σου να μπορουάσατε να περαάσετε χροάνο μαζιά ηά καάτι τεάτοιο οάσο εγωά και η Καάρεν θα ειάμαστε εάξω;» Προτειάνω. Ο Χαάρρυ πιθανοάν ειάναι εάτοιμος να μου ξεριζωάσει το κεφαάλι. «Οάχι, φυσικαά και οάχι. Θα παάω πιάσω στο σπιάτι μου, το πραγματικοά μου σπιάτι, και θα σε περιμεάνω να τελειωάσεις,» Γρυλιάζει.
339
«Θα ηάθελα να μειάνεις εδωά παροάλα αυταά, μπορειά να παάρει πολυά ωάρα. Το θερμοκηάπιοά της ειάναι σε αρκεταά αάσχημη καταάσταση.» Λεάω. Μοιαάζει να μην εάχει καάτι να πει καάτι που με καάνει να χαιάρομαι στη σκεάψη πως δεν θεάλει να ειάναι για πολυά ωάρα μακριαά μου. «Εγωά… Δεν ξεάρω Τεάσσα. Πιθανοάν αυτοάς να μην θεάλει να περαάσει χροάνο μαζιά.» Μουρμουριάζει. «Φυσικαά και θεάλει. Ποάτε ηάταν η τελευταιάα φοραά που εσειάς οι δυάο ηάσασταν εάστω στο ιάδιο δωμαάτιο μοάνη σας;» Ρωταάω και σηκωάνει τους ωάμους. «Δεν ξεάρω….. Πριν χροάνια. Δεν ξεάρω αν ειάναι καληά ιδεάα.» Λεάει, βαάζοντας τα χεάρια στα μαλλιαά του. «Αν δεν νιωάθεις αάνετα μπορειάς παάντα να εάρθεις με την Καάρεν και εμεάνα εάξω.» Τον διαβεβαιωάνω. Ειάμαι εάκπληκτη που σκεάφτεται να περαάσει χροάνο με τον πατεάρα του. «Καλαά.. αλλαά το καάνω αυτοά απλαά και μοάνο επειδηά η σκεάψη να σε αφηάσω, εάστω και για λιάγο…» Σταματαάει, ξεάρω πως δεν ειάναι καλοάς στο να εκφραάζει αυταά που νιωάθει οποάτε παραμεάνω σιωπηληά, διάνονταάς του χροάνο να επανεάλθει. « Λοιποάν, ας πουάμε απλαά πως ειάναι χειροάτερο αποά το να περαάσω χροάνο με τον κοάπανο που εάχω για πατεάρα.» Χαμογελαάω, περαά τις σκληρεάς λεάξεις για τον πατεάρα του. Ο πατεάρας που ξεάρει ο Χαάρρυ αποά την παιδικηά του ηλικιάα δεν ειάναι ο ιάδιος αάνθρωπος που βριάσκεται στον καάτω οάροφο, και ευάχομαι ο Χαάρρυ να μπορεάσει να το δει αυτοά.Οάταν σηκωάνομαι αποά το κρεβαάτι, θυμαάμαι πως δεν εάχω καθοάλου ρουάχα μαζιά μου, ουάτε οδοντοάβουρτσα, τιάποτα. «Πρεάπει να γυριάσω στο δωμαάτιοά μου για να παάρω καάποια πραάγματα.» Λεάω και το σωάμα του τσιτωάνεται. «Γιατιά;» «Επειδηά δεν εάχω καθοάλου ρουάχα, και πρεάπει να πλυάνω τα δοάντια μου.» Γελαάω. Οάταν τον κοιταάω εάχει εάνα μικροά χαμοάγελο στο προάσωποά του αλλαά δεν φταάνει στα μαάτια του. «Τι εάγινε;» Ρωταάω,φοβαάμαι για την απαάντηση. «Τιάποτα… για ποάση ωάρα θα λειάπεις;» «Λοιποάν, υπεάθετα μηάπως εάρθεις και εσυά μαζιά μου;» Ενωά οι λεάξεις βγαιάνουν αποά το στοάμα αυτοάς ηρεμειά αμεάσως. Τι τρεάχει με αυτοάν; «Oh» «Θα μου πεις για ποιοάν λοάγο συμπεριφεάρεσαι περιάεργα;» Ρωταάω με τα χεάρια στους γοφουάς μου.
340
«Δεν συμπεριφεάρομαι περιάεργα… Απλαά σκεάφτηκα πως προσπαθουάσες να φυάγεις. Να με αφηάσεις.» Λεάει η φωνηά του τοάσο μικρηά τοάσο διαφορετικηά αποά αυτοάν που μπαιάνω στον πειρασμοά να τον πλησιαάσω και να τον παάρω στην αγκαλιαά μου. Αντιά για αυτοά, του καάνω νοάημα να εάρθει κονταά μου και αυτοάς γνεάφει πριν σηκωθειά και σταθειά μπροσταά μου. «Δεν παάω πουθεναά. Απλαά χρειαάζομαι μερικαά ρουάχα.» Του λεάω ξαναά. «Το ξεάρω… Θα μου παάρει λιάγο καιροά να το συνηθιάσω. Ειάμαι συνηθισμεάνος στο να τρεάχεις μακριαά μου.» «Λοιποάν ειάμαι συνηθισμεάνη στο να με διωάχνεις αποά κονταά σου, οποάτε εάχουμε και οι δυάο να καάνουμε καάποια προσαρμογηά.» Χαμογελαάω και ακουμπωά το κεφαάλι μου στο στηάθος του. Καταά περιάεργο τροάπο η ανησυχιάα του με ηρεμειά, ηάμουν τρομοκρατημεάνη πιστευάοντας πως θα αάλλαζε γνωάμη το πρωιά και με καάνει χαρουάμενη να ξεάρω πως ειάναι και αυτοάς το ιάδιο τρομαγμεάνος. «Ναι, εάτσι πιστευάω. Σε αγαπαάω.» Λεάει και με χτυπαά τοάσο δυναταά οάσο και την πρωάτη φοραά, και την εικοστηά χθες βραάδυ. «Και εγωά σε αγαπωά.» Του λεάω και κατσουφιαάζει. «Μην λες και εγωά.» Λεάει. «Γιατιά;» Ωχ οάχι. «Δεν ξεάρω… απλαά με καάνει να νιωάθω πως απλαά συμφωνειάς μαζιά μου.» κοιταά καάτω. Θυμαάμαι την υποάσχεση που εάκανα με τον εαυτοά μου χθες βραάδυ οάτι θα καάνω οάτι μπορωά για να τον βοηθηάσω με το οάτι αμφισβητειά τον εαυτοά του. «Σε αγαπαάω.» Λεάω και αυτοάς σηκωάνει το κεφαάλι να με κοιταάξει. Τα μαάτια του μαλακωάνουν και πιεάζει ευγενικαά τα χειάλη του στα δικαά μου. «Σε ευχαριστωά.» λεάει οάταν τραβιεάται. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου στο ποάσο αάψογος δειάχνει φορωάντας εάνα σκεάτο αάσπρο μπλουζαάκι και μαυάρο τζιν. Δεν φοραάει ποτεά τιάποτα αάλλο εκτοάς αποά σκεάτα αάσπρα ηά μαυάρα μπλουζαάκια και μαυάρα τζιν καάθε μεάρα, αλλαά δειάχνει υπεάροχος καάθε μεάρα. Δεν χρειαάζεται υπερπαραγωγηά στα ρουάχα του, το απλοά του στιλ του πηγαιάνει τοάσο πολυά. Φοραάω τα ρουάχα μου αποά χθες βραάδυ και παιάρνει την τσαάντα μου για εμεάνα πριν κατευθυνθουάμε στον καάτω οάροφο. Η Καάρεν και ο Κεν ειάναι στο σαλοάνι οάταν κατεβαιάνουμε.
341
«Εάφτιαξα πρωινοά.» Η Καάρεν χαμογελαάει. Νιωάθω λιγαάκι αάβολα που η Καάρεν και ο Κεν ξεάρουν πως κοιμηάθηκα με τον Χαάρρυ, ξαναά. Ξεάρω οάτι φαιάνεται να μην εάχουν κανεάνα απολυάτως προάβλημα με αυτοά, και εμειάς ειάμαστε ενηάλικοι αλλαά αυτοά δεν σταματαά το κοκκιάνισμα στα μαάγουλαά μου. «Σε ευχαριστουάμε.» Χαμογελαάω και αυτηά μου ριάχνει εάνα γεμαάτο περιεάργεια βλεάμμα, ξεάρω οάτι θα δεχτωά καάποιες ερωτηάσεις οάταν θα ειάμαστε στο θερμοκηάπιο. Μπαιάνω στην κουζιάνα και ο Χαάρρυ με ακολουθειά. Γεμιάζουμε και οι δυάο τα πιαάτα μας με φαγητοά και καθοάμαστε στο τραπεάζι. «Ειάναι ο Λιάαμ και η Ντανιεάλ εδωά;» ρωταάω την Καάρεν. Η Ντανιεάλ μαάλλον θα μπερδευτειά οάταν δει τον Χαάρρυ ξαναά ενωά χθες βραάδυ ηάμουν με τον Ζεάιν. Διωάχνω τις αρνητικεάς σκεάψεις αποά το κεφαάλι μου. «Οάχι, πηάγαν στο Σιαάτλ για σηάμερα να δουν τα αξιοθεάατα.» Μας ενημερωάνει. «Θες ακοάμη να δουλεάψεις στο θερμοκηάπιο σηάμερα;» «Ναι, φυσικαά. Απλαά χρειαάζεται να παάω στο δωμαάτιοά μου και να αλλαάξω τα ρουάχα μου.» Της λεάω. «Ωραιάα. Ανυπομονωά. Ο Κεν θα φεάρει τους σαάκους με τους σποάρους αποά το κελαάρι οάσο θα λειάπεις.» «Αν περιμεάνετε μεάχρι να γυριάσουμε ο Χαάρρυ μπορειά να τον βοηθηάσει;» Καταά καάποιον τροάπο ρωτωά, κοιτωάντας τον Χαάρρυ. «Oh, θα ειάσαι και εσυά εδωά σηάμερα;» Το χαμοάγελοά της μεγαλωάνει. Πως μπορειά να μην βλεάπεις οάτι αυτοιά οι αάνθρωποι τον νοιαάζονται; «Αμμ.. ναι.. σκεφτοάμουν απλαά να περαάσω χροάνο εδωά σηάμερα… νομιάζω. Αν αυτοά ειάναι ενταάξει με εσεάνα;» Τραυλιάζει. «Φυσικαά! Κεν! Το αάκουσες οάτι ο Χαάρρυ θα ειάναι εδωά οάλη μεάρα σηάμερα!» Ο ενθουσιασμοάς της με καάνει να χαμογελαάσω και ο Χαάρρυ στριφογυριάζει τα μαάτια του. «Να ειάσαι καλοάς.» Ψιθυριάζω στο αυτιά του και αυτοάς φτιαάχνει το πιο ψευάτικο χαμοάγελο που εάχω δει ποτεά στο προάσωποά του. Χαζογελαάω και κλωτσωά το ποάδι του.
342
Chapter 74 «Θες να παάρεις το αυτοκιάνητοά σου και να το πας σπιάτι του μπαμπαά σου;» Ρωταάω το Χαάρρυ καθωάς απομακρυνοάμαστε αποά το δωμαάτιοά μας. Αάλλαξα ρουάχα και εάκανα εάνα κρυάο μπαάνιο, παραά το γεγονοάς πως θα λερωθωά φυτευάοντας με την Καάρεν. Ο Χαάρρυ περιάμενε υπομονετικαά, πειραάζοντας το συρταάρι με τα εσωάρουχαά μου για να μην βαρεθειά. Μου ειάπε να παάρω αρκεταά ρουάχα ωάστε να περαάσω και αάλλο βραάδυ μαζιά του, καάτι που με εάκανε να χαμογελαάσω. Θα περνουάσα καάθε βραάδυ μαζιά του εαάν μπορουάσα. «Οάχι, ειάμαι ενταάξει. Αρκειά να σταματηάσεις να στριάβεις αποάτομα σε οάλον το δροάμο.» Μου λεάει. «Με συγχωρειάς; Ειάμαι εξαιρετικηά οδηγοάς.» Υπερασπιάζομαι τον εαυτοά μου. Ρουφαάει τη μυάτη του παιχνιδιαάρικα αλλαά κραταά το στοάμα του κλειστοά. «Λοιποάν τι σε εάκανε να αγοραάσεις αυτοκιάνητο ουάτως ηά αάλλως; » «Λοιποάν, πηάρα την υποτροφιάα και δεν ηάθελα να συνεχιάσω να παιάρνω το λεωφορειάο ηά να στηριάζομαι σε αάλλους ανθρωάπους για να με πηγαιάνουν καάπου.» εξηγωά. «Oh… πηάγες μοάνη;» Ρωταάει και κοιταά εάξω αποά το παραάθυρο. «Ναι… γιατιά;» «Απλαά αναρωτιοάμουν.» Λεάει ψεάματα. Προσπαθειά να ρωτηάσει αν ο Ζεάιν ηάρθε μαζιά μου. «Ηάμουν μοάνη, ηάταν αάσχημη μεάρα για εμεάνα.» Λεάω και αποτραβιεάται. «Ποάσες φορεάς βγηάκατε εσυά και ο Ζεάιν;» Ρωταάει. Γιατιά το αναφεάρει αυτοά τωάρα; «Δυάο, πηάγαμε για δειάπνο και ταινιάα, και μεταά στη γιορτηά. Δεν ειάναι τιάποτα για να ανησυχειάς.» «Σε φιάλησε μοάνο μιάα φοάρα;» Αχ. «Ναι, μοάνο μιάα. Λοιποάν εκτοάς αποά τη φοραά που… ειάδες. Τωάρα μπορουάμε να προχωρηάσουμε αποά αυτοά; Δεν με βλεάπεις να ρωταάω για τη Μοάλλυ εάτσι δεν ειάναι;» Λεάω αποάτομα. «Ενταάξει… ενταάξει. Ας μην μαλωάσουμε. Αυτοάς ειάναι ο περισσοάτερος χροάνος που εάχουμε συνυπαάρξει αρμονικαά, ας μην το καταστρεάψουμε.» Λεάει και
343
πιαάνει το χεάρι μου. Ο αντιάχειρας του σχηματιάζει μικρουάς κυάκλους στο δεάρμα μου, εξαφανιάζοντας την ενοάχλησηά μου. «Ενταάξει.» Λεάω, ακοάμη ελαφρωάς ενοχλημεάνη. Η εικοάνα της Μοάλλυ καθισμεάνης στα ποάδια του καάνει την οάρασηά μου να θολωάνει. «Οοο εάλα, Τες. Μην καάνεις μουάτρα.» Γελαάει και με σκουνταάει. Δεν μπορωά παραά να γελαάσω και εγωά. «Μην μου τραβαάς την προσοχηά, οδηγαάω.» Τον πειραάζω. «Αυτηά μαάλλον ειάναι η μοάνη φοραά που θα μου ειάπες να μην σε αγγιάξω.» «Με τιάποτα, μην ειάσαι τοάσο σιάγουρος για τον εαυτοά σου.» Τα γεάλια μας μπλεάκονται μαζιά και ειάναι εάνας υπεάροχος ηάχος. Ακουμπαά το χεάρι του στο μπουάτι μου και τριάβει τα μεγαάλα του δαάχτυλα παάνω και καάτω. «Ειάσαι σιάγουρη;» Η βραχνηά φωνηά του ψιθυριάζει και το δεάρμα μου ανατριχιαάζει. Το σωάμα μου αντιδραά σε αυτοάν τοάσο γρηάγορα, ο σφυγμοάς μου ειάναι ακανοάνιστος. Καταπιάνω και γνεάφω, καάνονταάς τον να κρυφογελαάσει και να απομακρυάνει το χεάρι του. «Ξεάρω πως αυτοά δεν ειάναι αληάθεια… αλλαά δεν θεάλω να σε καάνω να βγεις εκτοάς τροχιαάς, οποάτε θα σου βαάλω δαάχτυλο αργοάτερα.» Γελαάει πονηραά και εγωά τον χτυπωά. «Χαάρρυ!» Κοκκινιάζω. «Συγνωάμη μωροά μου.» χαμογελαάει και κοιταά εάξω αποά το παραάθυρο. Το λατρευάω οάταν με φωναάζει μωροά του, κανειάς δεν με εάχει φωναάξει εάτσι ξαναά. Ο Νοάα και εγωά πιστευάαμε παάντα πως τα ανοάητα γλυκοάλογα που φωναάζει ο εάνας τον αάλλον ειάναι υπερβολικαά παιδιαάστικα για εμαάς, αλλαά οάταν ο Χαάρρυ με φωναάζει εάτσι, το αιάμα χορευάει στις φλεάβες μου. Οάταν γυριάζουμε πιάσω στο σπιάτι του πατεάρα του Χαάρρυ, η Καάρεν και ο Κεν μας περιμεάνουν στην πιάσω αυληά. Ο Κεν μοιαάζει τοάσο εάξω αποά τα νεραά του φορωάντας τζιν και εάνα μπλουζαάκι με τη σταάμπα του Πανεπιστημιάου της Ουαάσινγκτον. Δεν τον εάχω δει ποτεά ντυμεάνο τοάσο απλαά, μοιαάζει ακοάμα πιο πολυά με το Χαάρρυ φορωάντας αυταά τα ρουάχα. Μας χαιρετουάν με εάνα χαμοάγελο και ο Χαάρρυ προσπαθειά να το ανταποδωάσει αλλαά μοιαάζει να νιωάθει αάβολα καθωάς μετατοπιάζει το βαάρος στα ποάδια του και βαάζει τα χεάρια στις τσεάπες. «Ειάμαι εάτοιμος οάταν ειάσαι και εσυά.» Ο Κεν λεάει στο Χαάρρυ. Δειάχνει να νιωάθει τοάσο αάβολα οάσο και ο Χαάρρυ, αλλαά δειάχνει και αγχωμεάνος ενωά ο Χαάρρυ δειάχνει τρομαγμεάνος.
344
Ο Χαάρρυ με κοιταάει και εγωά του γνεάφω ενθαρρυντικαά, φαιάνεται πως η καταάσταση αναάμεσαά μας εάχει αλλαάξει δραματικαά. Ειάμαι εάκπληκτη που εάχω ξαφνικαά γιάνει καάποιος που κοιταά για επιβεβαιάωση, αλλαά με καάνει χαρουάμενη με εάναν τροάπο που δεν περιάμενα. «Θα ειάμαστε στο θερμοκηάπιο, απλαά φεάρτε το χωάμα εκειά.» η Καάρεν λεάει και διάνει στον Κεν εάνα μικροά φιλιά στο μαάγουλο. Ο Χαάρρυ κοιταά μακριαά αποά αυτουάς και για μια στιγμηά πιστευάω πως θα με φιληάσει και αυτοάς αλλαά δεν ο καάνει. Ακολουθωά την Καάρεν στο θερμοκηάπιο και οάταν μπαιάνουμε μεάσα μεάνω εάκπληκτη. Ειάναι τεραάστιο, μεγαλυάτερο αποά οάτι δειάχνει αποά εάξω και δεν αστειευοάταν οάταν ειάπε πως χρειαάζεται πολυά δουλειάα. Ειάναι σχεδοάν αάδειο. «Εάχει αρκετηά δουλειάα, αλλαά νομιάζω μπορουάμε να το καάνουμε.» Χαμογελαάει. «Και εγωά αυτοά πιστευάω.» Της λεάω. Ο Χαάρρυ και ο Κεν μπαιάνουν κουβαλωάντας δυάο σακουάλες χωάμα ο καθεάνας. Ειάναι και οι δυάο σιωπηληά ενωά αφηάνουν τις σακουάλες εκειά που τους δειάχνει η Καάρεν και βγαιάνουν ξαναά εάξω. Μεταά αποά ειάκοσι σακουάλες χωάμα και εκατονταάδες αποά σποάρους, λουλουάδια και θαάμνους εάχουμε μια πολυά καληά αρχηά. Δεν εάχω δει το Χαάρρυ για αρκετεάς ωάρες και ο ηάλιος εάχει δυάσει. Ελπιάζω αυτοάς και ο Κεν να ειάναι ακοάμη ζωντανοιά. «Νομιάζω εάχουμε καάνει αρκεταά για σηάμερα.» Η Καάρεν λεάει και σκουπιάζει το προάσωποά της. Ειάμαστε και οι δυάο καλυμμεάνες με λαάσπη. «Ναι, καλυάτερα να παάω να ελεάγξω τον Χαάρρυ.» Της λεάω και αυτηά γελαάει. «Σημαιάνει πολλαά για εμαάς, για τον Κεν ειδικαά που ο Χαάρρυ εάρχεται εδωά περισσοάτερο, και πρεάπει να ευχαριστηάσουμε εσεάνα για αυτοά. Λογικαά εσειάς οι δυάο λυάσατε τις διαφορεάς;» «Περιάπου… Νομιάζω τις λυάσαμε. Αλλαά ειάμαστε ακοάμα πολυά διαφορετικοιά.» Γελαάω. Μοάνο να ηάξερε. «Λοιποάν, το διαφορετικοά ειάναι καάτι που το χρειαζοάμαστε, ειάναι καλοά να δοκιμαάζεσαι.» Μου διάνει εάνα γεμαάτο νοάημα χαμοάγελο. «Λοιποάν, ειάναι σιάγουρα μια δοκιμασιάα.» Γελαάμε και οι δυάο και με τραβαάει στην αγκαλιαά της. «Γλυκοά μου κοριάτσι, εάχεις καάνει περισσοάτερα για εμαάς αποά οάσα ξεάρεις.» Λεάει. Νιωάθω τα μαάτια μου να υγραιάνονται και γνεάφω. «Ελπιάζω να μην ε πειραάζει που εάμεινα το βραάδυ, ο Χαάρρυ μου ζηάτησε να μειάνω ξαναά.» Της λεάω και προσπαθωά να μην συναντηάσω τα μαάτια της.
345
«Οάχι, φυσικαά και οάχι. Ειάστε και οι δυάο ενηάλικη και σε εμπιστευάομαι για το οάτι ειάσαι προσεχτικηά.» Οχ Θεεά μου. Το ξεάρω οάτι τα μαάγουλαά ειάναι πιο κοάκκινα αποά τα φυταά που μοάλις φυτεάψαμε. «Εμειάς.. εε.. εμειάς δεν.» Κομπιαάζω. Γιατιά το συζητωά αυτοά με τη μητριαά του Χαάρρυ; Ειάμαι για λυάπηση. «Oh.» Λεάει, το ιάδιο ντροπιασμεάνη. «Ας παάμε μεάσα.» Λεάει και εγωά γνεάφω, ακολουθωάντας την. Οάταν μπαιάνουμε στο σπιάτι βγαάζουμε και οι δυάο τα παπουάτσια μας στην ποάρτα. Ο Χαάρρυ καάθεται στην αάκρη του καναπεά και ο Κεν ειάναι στην καρεάκλα. Τα μαάτια του Χαάρρυ βριάσκουν αμεάσως τα δικαά και ανακουάφιση αντανακλαάται σε αυταά. «Αν και αργαά θα φτιαάξω καάτι για βραδινοά μοάλις καθαριστειάς.» Η Καάρεν λεάει. Ο Χαάρρυ σηκωάνεται και προχωραά προς το μεάρος μου. Φαιάνεται χαρουάμενος που βριάσκεται εάξω αποά το δωμαάτιο που ηάταν με τον πατεάρα του. «Θα ειάμαστε ξαναά καάτω συάντομα.» Λεάω και ακολουθωά τον Χαάρρυ στον επαάνω οάροφο. «Πως ηάταν;» Ρωταάω μοάλις μπαιάνουμε στο δωμαάτιοά του. Αντιά να μου απαντηάσει τυλιάγει τα χεάρια του στην αλογοουραά μου και φεάρνει τα χειάλη του στα δικαά μου. Ακουμπαά το σωάμα μου στην ποάρτα και πιεάζει το δικοά του επαάνω μου. «Μου εάλειψες.» Ανασαιάνει και με καάνει να λιωάσω. «Αληάθεια;» Τσιριάζω και αυτοάς κρυφογελαάει. «Ναι, μου εάλειψες. Απλαά πεάρασα τις τελευταιάες ωάρες σε μιάα αάβολη ησυχιάα και μερικαά ακοάμη πιο αάβολα σχοάλια εδωά και εκειά με τον πατεάρα μου. Χρειαάζομαι καάτι για να ξεχαστωά.» Η γλωάσσα του τρεάχει στο καάτω χειάλος μου και η αναάσα μου κοάβεται στο λαιμοά μου. Αυτοά ειάναι διαφορετικοά, ευπροάσδεχτο και πολυά καυτοά, αλλαά διαφορετικοά. Το χεάρι κατεβαιάνει καάτω στο στομαάχι μου και σταματαά στο κουμπιά αποά το τζιν μου. «Χαάρρυ, πρεάπει να καάνω μπαάνιο. Ειάμαι μεάσα στη βρωμιαά.» Γελαάω. Η γλωάσσα του τρεάχει στο λαιμοά μου. «Μου αρεάσεις εάτσι, ωραιάα και βρωάμικη.» Γελαάει πονηραά. Τον σπρωάχνω ευγενικαά και παιάρνω την τσαάντα μου πριν κατευθυνθωά προς το μπαάνιο.
346
Η αναάσα μου ειάναι ακανοάνιστη και προσπαθωά να κλειάσω την ποάρτα του μπαάνιο αλλαά καάπου κολλαάει. Οάταν κοιτωά καάτω βλεάπω την μποάτα του Χαάρρυ να σταματαά την ποάρτα. «Μπορωά να μπω μαζιά σου;» Χαμογελαάει και μπαιάνει στο μπαάνιο πριν μπορεάσω να απαντηάσω.
Chapter 75 «Τι;» Ψιθυριάζω αποάτομα, αγνοωάντας το πονηροά του χαμοάγελο που μεγαλωάνει. «Θα ηάθελα να σου καάνω παρεάα.» Λεάει. Τα δαάχτυλαά του πιαάνουν τις αάκρες της μπλουάζας του, βγαάζονταάς την και παάει πιάσω μου ανοιάγοντας το ντους. «Δεν μπορουάμε απλαά να καάνουμε μπαάνιο μαζιά, ειάμαστε στο σπιάτι του πατεάρα σου, και ο Λιάαμ με την Ντανιεάλ μπορειά να επιστρεάψουν οάπου να ‘ναι.» Λεάω. Η ιδεάα να δω το Χαάρρυ εντελωάς γυμνοά καάτω αποά το ντουζ με καάνει να τρεάμω αλλαά αυτοά ειάναι υπερβολικαά πολυά. «Λοιποάν, εγωά θα καάνω εάνα ωραιάο, ζεστοά μπαάνιο ενωά εσυά στεάκεσαι εκειά και το αναλυάεις υπερβολικαά.» Το παντελοάνι του ειάναι στο δαάπεδο, μαζιά με το εσωάρουχοά του καθωάς με προσπερναά και μπαιάνει στο νεροά. Δεν καταλαβαιάνω πως τον χαδευάω μεάχρι που κλειάνει αποάτομα την κουρτιάνα, καλυάπτοντας το τεάλειο σωάμα του που γλυκοκοιτουάσα. «Δεν λατρευάεις εάνα καυτοά μπαάνιο μεταά αποά μια μεγαάλη μεάρα;» Η φωνηά του ειάναι παραμορφωμεάνη αποά το νεροά αλλαά μπορωά να ακουάσω το αυταάρεσκο χαμοάγελο σε αυτηά. «Δεν θα μαάθω επειδηά εάνα αγενεάς γυμνοά αγοάρι εάκλεψε το μπαάνιο μου.» Ξεφυσωά και τον ακουάω να κρυφογελαάει. «Εάνα σεάξι αγενεάς γυμνοά αγοάρι;» Με πειραάζει. « Απλαά εάλα μεάσα πριν το ζεστοά νεροά τελειωάσει.»
347
«Εγωά..» Θεάλω αλλαά το να καάνω μπαάνιο με καάποιον ειάναι απλαά τοάσο προσωπικοά, υπερβολικαά προσωπικοά. «Εάλα, ζηάσε λιάγο. Ειάναι απλαά εάνα μπαάνιο.» Λεάει και ανοιάγει την κουρτιάνα. «Παρακαλωά.» Τεντωάνει το χεάρι του και τα μαάτια μου κοιτουάν το μακρυά γεμαάτο μελαάνι κορμοά του, που γυαλιάζει αποά το νεροά που κυλαάει στο δεάρμα του. «Ενταάξει.» Ψιθυριάζω και ξεντυάνομαι ενωά αυτοάς παρακολουθειά την καάθε μου κιάνηση. «Σταμαάτα να κοιταάς» Τον σκουνταάω και προσποιειάτε πως πληγωάθηκε, ακουμπωάντας το χεάρι στην καρδιαά του. «Αμφισβητειάς την ευγεάνειαά μου;» Γελαάει και εγωά γνεάφω αργαά, προσπαθωάντας να πολεμηάσω το χαμοάγελοά μου. «Με προάσβαλες τωάρα.» Τεντωάνει το χεάρι του για να με βοηθηάσει να μπω. Δεν το πιστευάω πως στα αληάθεια το καάνω αυτοά, καάνω μπαάνιο μαζιά του. Καάνω οάτι μπορωά για να καλυάψω το σωάμα μου με τα χεάρια μου ενωά τον περιμεάνω να φυάγει καάτω αποά το νεροά. «Ειάναι περιάεργο που αγαπωά το γεγονοάς πως ειάσαι ακοάμα ντροπαληά με εμεάνα;» Λεάει, βγαάζοντας την ασπιάδα μου. Μεάνω ηάσυχη και αυτοάς ευγενικαά πιεάζει τους ωάμους μου και με φεάρνεικαάτω αποά το νεροά. Το κεφαάλι του σκυάβει, βρεάχοντας τον γυμνοά μου ωάμο. «Νομιάζω μου ειάναι τοάσο ελκυστικοά επειδηά ειάσαι τοάσο ντροπαληά και αθωάα, παροάλα αυταά με αφηάνεις να σου καάνω βρωάμικα πραάγματα.» Νιωάθω την αναπνοηά του στο αυτιά μου πιο καυτηά αποά το νεροά. Ανοιγοκλειάνω τα μαάτια μου καθωάς τα χεάρια του κατεβαιάνουν αποά τα χεάρια μου αργαά, τα μαάτια του κοιτουάν προσεκτικαά το κορμιά μου. «Και ειάμαι σιάγουρος πως σου αρεάσει οάταν σου λεάω βρωάμικα πραάγματα.» Καταπιάνω και αυτοάς χαμογελαάει στο λαιμοά μου. «Βλεάπεις πως ο σφυγμοάς σου αυξαάνεται.. Μπορωά βασικαά να τον δω καάτω αποά το λεπτοά σου δεάρμα.» Χτυπαά τον δειάχτη του στο σημειάο του σφυγμουά μου στο λαιμοά μου. Οh ουαάου. Δεν εάχω ιδεάα πως στεάκομαι, τα ποάδια μου εάχουν σιάγουρα λιωάσει το ιάδιο και το μυαλοά μου. Τα δαάχτυλαά του χαιϊδευάω το σωάμα μου καάνοντας με να σταματηάσω να ανησυχωά που δεν ειάμαστε μοάνοι στο σπιάτι, με καάνουν να θεάλω να ειάμαι ατροάμητη, και να αφηάσω τον Χαάρρυ να μου καάνει οάτι θεάλει. Οάταν τα μεγαάλα μου δαάχτυλα τυλιάγονται γυάρω αποά τους γοφουάς μου, γεάρνω επαάνω του χωριάς δευάτερη σκεάψη.
348
«Σε αγαπαάω Τεάσσα, με πιστευάεις εάτσι δεν ειάναι;» Ρωταάει, και εγωά γνεάφω, αναρωτιεάμαι γιατιά μου το ρωταάει αυτοά τωάρα, μιας και το εάχουμε πει τοάσες φορεάς τις τελευταιάες ειάκοσι τεάσσερις ωάρες. «Ναι σε πιστευάω.» Η φωνηά μου ειάναι βραχνηά και καθαριάζω το λαιμοά μου. «Ωραιάα, δεν εάχω αγαπηάσει κανεάναν ποτεά ξαναά.» Αλλαάζει αποά παιχνιδιαάρης σε ελκυστικοάς και μεταά σε σοβαροάς τοάσο γρηάγορα, που ιάσα που μπορωά να τον προλαάβω. «Ποτεά;» Νομιάζω πως το ξεάρω ηάδη την απαάντηση σε αυτοά αλλαά ειάναι τοάσο διαφορετικοά να το πει αυτοάς, ειδικαά οάταν ειάμαστε στη ντουζεάρια μαζιά. Πιάστευα πως θα ειάχε το κεφαάλι του αναάμεσα στα ποάδια μου τωάρα, οάχι οάτι θα εξεάφραζε τα συναισθηάματαά του. «Οάχι, ποτεά. Τιάποτα κονταά σε αυτοά.» Παραδεάχεται. Αναρωτιεάμαι αν ειάχε ποτεά του ξαναά κοπεάλα, δεν θεάλω να το ξεάρω. Μου ειάπε πως δεν βγαιάνει ραντεβουά, οποάτε θα παραμειάνω σε αυτοά. «Oh.» ειάναι οάτι μπορωά να πω. «Με αγαπαάς οάπως αγαπουάσες το Νοάα;» Ρωταάει. Εάνας ηάχος αναάμεσα σε βηάχα και κομμεάνης αναάσας βγαιάνει αποά το στοάμα μου και κοιτωά μακριαά αποά αυτοάν. Πιαάνω το σαμπουαάν αποά το ραάφι, δεν εάχω ξεπλυθειά ακοάμα καθοάλου και ειάμαι εδωά μεάσα μερικαά λεπταά. «Λοιποάν;» Ρωταάει. Δεν ξεάρω πωάς να το απαντηάσω αυτοά. Ειάναι εντελωάς διαφορετικοά με τον Χαάρρυ αποά οάτι ηάταν με το Νοάα. Αγαπουάσα το Νοάα. Νομιάζω. Το ξεάρω οάτι το αγαπουάσα, απλαά οάχι εάτσι. Το να αγαπωά τον Νοάα ηάταν παρηγορητικοά και ασφαλεάς, ηάταν παάντα ηάρεμο. Το να αγαπωά τον Χαάρρυ ειάναι ερεθισμεάνο και ενθουσιωάδες, με ωθειά στα αάκρα και εγωά δεν μπορωά να τον χορταάσω. Δεν θεάλω ποτεά να ειάμαι μακριαά του. Ακοάμα και οάταν με τρελαιάνει, μου λειάπει και πρεάπει να παλεάψω με τον εαυτοά μου για να μειάνω μακριαά του. «Να το παάρω αυτοά ως οάχι;» Λεάει και γυριάζει μακριαά μου, αφηάνοντας με να εάχω οάλη την προάσβαση στο νεροά. Νιωάθω παγιδευμεάνη στο μικροά χωάρο και ο αεάρας ειάναι τοάσο πυκνοάς, πολυά συννεφιασμεάνος με τον ατμοά αποά το καυτοά νεροά.
«Δεν ειάναι το ιάδιο.» Πωάς να του το εξηγηάσω χωριάς να ακουστωά τρεληά. Οι ωάμοι του χαλαρωάνουν, ξεάρω οάτι αν με κοιτουάσε θα ηάταν κατσουφιασμεάνος. Τα χεάρια μου τυλιάγονται στη μεάση του και πιεάζω τα χειάλη μου στην πλαάτη του. «Δεν ειάναι το ιάδιο με τον τροάπο που νομιάζεις.» Λεάω. «Σε αγαπωά με διαφορετικοά τροάπο, Ο Νοάα ηάταν τοάσο παρηγορητικοάς για εμεάνα ηάταν σαν οικογεάνεια.
349
Εάνιωθα πως εάπρεπε να τον αγαπαάω αλλαά στα αληάθεια δεν εάνιωθα εάτσι, οάχι με τον τροάπο που αγαπωά εσεάνα τουλαάχιστον. Οάταν καταάλαβα πως αγαπωά εσεάνα τοάτε ηάταν που καταάλαβα ποάσο διαφορετικηά ειάναι η αγαάπη. Δεν ξεάρω αν αυτοά βγαάζει νοάημα.» Ανασαιάνω. Νιωάθω λιάγη ενοχηά που ειάπα πως δεν αγαπωά το Νοάα αλλαά νομιάζω πως το ηάξερα αυτοά αποά τη στιγμηά που φιάλησα τον Χαάρρυ για πρωάτη φοραά. «Βγαάζει νοάημα.» Οάταν γυριάζει ξαναά τα μαάτια του ειάναι πολυά πιο μαλακαά. Ο ποάθος που μεταά εάγινε φοάβος εάχει φυάγει, και εάχει αντικατασταθειά αποά… αγαάπη; Ηά ανακουάφιση. Δεν μπορωά να πω αλλαά σκυάβει και φιλαά το μεάτωποά μου. «Απλαά θεάλω να ειάμαι το μοάνο αάτομο που αγαάπησες, οάπως ειάσαι εσυά για εμεάνα.» Πως μπορειά να ηάταν τοάσο κοάπανος πριν και να μου λεάει αυταά τα απιάστευτα λοάγια τωάρα; Παραά τη δοάση κατοχηάς στον τοάνο του, τα λοάγια του ειάναι γλυκαάπεριεάργως για αυτοάν σεμναά. «Με τον τροάπο που μετραάει, ειάσαι.» Του υποάσχομαι. Μοιαάζει ευχαριστημεάνος με την απαάντησηά μου καθωάς το χαμοάγελοά του επιστρεάφει. «Τωάρα, μπορειάς να μετακινηθειάς ωάστε να βγαάλω αυτηά τη βρωμιαά αποά επαάνω μου πριν κρυωάσει το νεροά;» Λεάει και τον διωάχνω ευγενικαά αποά το δροάμο μου. «Θα το καάνω εγωά για εσεάνα.» Πιαάνει το σφουγγαάρι και χυάνει το σαπουάνι επαάνω του. Κρατωά την αναάσα μου οάλη την ωάρα που αυτοάς χαλαραά τριάβει τη βρωμιαά αποά το σωάμα μου, καάνοντας με να ανατριχιαάζω καθωάς περναά αποά τα ευαιάσθητα σημειάα, το αάγγιγμαά του κραταά περισσοάτερο σε αυταά. «Θα σου εάλεγα να με πλυάνεις και εσυά, αλλαά δεν θα μπορεάσω να σταματηάσω αυτοά που θα συμβειά μεταά.» Μου κλειάνει το μαάτι και εγωά κοκκινιάζω. Θεάλω να μαάθω τι θα συμβειά μεταά, και θεάλω οάσο τιάποτα να αγγιάξω καάθε σημειάο του κορμιουά του. Αλλαά δεν ειάμαστε μοάνοι στο σπιάτι και η Καάρεν πιθανοάν εάχει ηάδη τελειωάσει το μαγειάρεμα. Αφουά εάχω καθαριάσει και ειάμαι ηάρεμη αλλαά νιωάθω και το αάγγιγμα του Χαάρρυ ακοάμα, στεγνωάνω γρηάγορα φοραάω μια φοάρμα γιοάγκας και χτενιάζω τα μαλλιαά μου πριν τα πιαάσω κοάτσο. Ο Χαάρρυ τυλιάγει μια πετσεάτα γυάρω αποά τη μεάση του και στεάκεται πιάσω μου, κοιτωάντας με μεάσα αποά τον καθρεάφτη. Δειάχνει παραδεισεάνιος, σαν Θεοάς, και τεάλειος και δικοάς μου. « Αυτηά η φοάρμα θα μου τραβαάει την προσοχηά.» Λεάει ενωά κατεβαιάνουμε τα σκαλιαά. «Ηάσουν παάντα τοάσο ανωάμαλος;» Τον πειραάζω και αυτοάς γνεάφει. Με το που φταάνουμε στην κουζιάνα καταλαβαιάνω πως δειάχνουμε, και οι δυάο με βρεγμεάνα μαλλιαά. Ειάναι προφανεάς πως μοάλις καάναμε μπαάνιο μαζιά, τον Χαάρρυ δεν δειάχνει να τον πειραάζει αλλαά αυτοάς δεν εάχει καθοάλου τροάπους.
350
«Εάφτιαξα μερικαά σαάντουιτς, ειάναι στον παάγκο.» Το χαμοάγελοά Καάρεν της λαάμπει. Δεν μοιαάζει εάκπληκτη ηά οάτι την πειραάζει. Η μητεάρα μου θα ειάχε χαάσει τα λογικαά της αν ηάξερε τι εάκανα μοάλις. Ειδικαά με τον Χαάρρυ. «Ευχαριστουάμε πολυά.» Της λεάω. Ο Κεν καάθεται στον παάγκο με εάνα σωροά φακεάλους μπροσταά του. «Πεάρασα πολυά ωραιάα σηάμερα Τεάσσα.» Η Καάρεν μου λεάει και αρχιάζουμε να συζηταάμε για το θερμοκηάπιο ξαναά. Ο Χαάρρυ τρωάει σιωπηλαά, κοιτωάντας προς τα εμεάνα που και που. «Ιάσως μπορουάμε να καάνουμε λιάγη δουλειάα ακοάμη το εποάμενο Σαββατοκυάριακο.» Προτειάνω. Ξεάχασα το γαάμο για μια στιγμηά. «Τεάλος παάντως, το μεθεποάμενο Σαββατοκυάριακο;» Γελαάω. «Ναι φυσικαά.» «Αμ, υπαάρχει καάποιον συγκεκριμεάνο θεάμα για το γαάμο;» Ο Χαάρρυ διακοάπτει. Ο Κεν σηκωάνει το κεφαάλι αποά τη δουλειαά του. «Λοιποάν, δεν υπαάρχει στα αληάθεια καάποιο θεάμα αλλαά εάχουμε διαλεάξει μαυάρο και αάσπρο για τη διακοάσμηση του γαάμου.» Η Καάρεν λεάει νευρικαά. Ειάμαι σιάγουρη πως αυτηά ειάναι η πρωάτη φοραά που εάχουν συζητηάσει για το γαάμο με το Χαάρρυ αποά τοάτε που βγηάκε εκτοάς εαυτουά οάταν ο Κεν του το ειάπε. «Οh, οποάτε εγωά τι πρεάπει να φορεάσω;» Ρωταάει εντελωάς φυσικαά. Θεάλω να παάω και να τον φιληάσω οάταν ειάδα την αντιάδραση του πατεάρα του. «Θα εάρθεις;» Ο Κεν ρωταάει, ξεκαάθαρα εάκπληκτος αλλαά πολυά χαρουάμενος. «Ναι… νομιάζω.» Ο Χαάρρυ τραυλιάζει και τρωάει αάλλη μια μπουκιαά αποά το σαάντουιάτς του. Η Καάρεν και ο Κεν χαμογελουάν ο εάνας στον αάλλον πριν ο Κεν σηκωθειά και προχωρηάσει προς τον Χαάρρυ. «Σε ευχαριστωά γιεά μου, αυτοά σημαιάνει πολλαά για εμεάνα.» Χτυπαά τον ωάμο του Χαάρρυ. Το σωάμα του Χαάρρυ σκληραιάνει αλλαά χαριάζει εάνα μικροά χαμοάγελο στον πατεάρα του. «Αυταά ειάναι υπεάροχα νεάα!» Η Καάρεν λεάει και χειροκροτειά. «Δεν ειάναι τιάποτα.» Ο Χαάρρυ μουρμουριάζει. Πηγαιάνω και καάθομαι διάπλα του και βαάζω το χεάρι μου παάνω αποά το δικοά του καάτω αποά το τραπεάζι.
351
Δεν πιάστευα ποτεά πως θα καταάφερνα να τον πειάσω να εάρθει στο γαάμο, ποάσο μαάλλον να μιληάσει για αυτοάν μπροσταά στον Κεν και την Καάρεν. «Σε αγαπωά.» Ψιθυριάζω στο αυτιά του οάταν η Καάρεν και ο Κεν δεν μας διάνουν σημασιάα. Χαμογελαάει και πιεάζει το χεάρι μου. «Σε αγαπωά.» Μου ανταποδιάδει. «Λοιποάν Χαάρρυ, πως παάνε τα μαθηάματα;» Ο Κεν ρωταάει. «Καλαά.» «Ειάδα πως αάλλαξες το προάγραμμα ξαναά.» «Ναι, και;» Ο Χαάρρυ αρχιάζει να ενοχλειάτε. «Ειδικευάεσαι ακοάμα στην Αγγλικηά Γλωάσσα εάτσι;» «Ναι.» «Αυτοά ειάναι υπεάροχο, θυμαάμαι οάταν ηάσουν δεάκα και απηάγγειλες αποσπαάσματα αποά τον Τρομεροά Γκαάτσμπι, καάθε μεάρα. Ηάξερα αποά τοάτε πως ηάσουν αστεάρι στη λογοτεχνιάα.» Ο Κεν γελαάει. «Αληάθεια; Το θυμαάσαι αυτοά;» Ο τοάνος του Χαάρρυ ειάναι σκληροάς. Πιεάζω το χεάρι του προσπαθωάντας να του πω να ηρεμηάσει. «Ναι, φυσικαά το θυμαάμαι.» Ο Κεν λεάει ηάρεμα. Ο Χαάρρυ φουντωάνει και στριφογυριάζει τα μαάτια του. «Μου ειάναι δυάσκολο να το πιστεάψω καθωάς ηάσουν συνεχωάς μεθυσμεάνος και αν θυμαάμαι καλαά, που το καάνω, κομμαάτιασες αυτοά το βιβλιάο επειδηά εάσπρωξα και εάριξα το σκοτς σου. Οποάτε μην προσπαθηάσεις να μπεις στο μονοπαάτι των αναμνηάσεων μαζιά μου εκτοάς και αν ξεάρεις γιατιά στο διαάολο μιλαάς.» Σηκωάνεται και κοάβει την αναάσα εμεάνα και του Κεν. «Χαάρρυ!» Ο Κεν λεάει ενωά τον βλεάπει να βγαιάνει αποά το δωμαάτιο. Τρεάχω πιάσω του και ακουάω την Καάρεν να φωναάζει στον Κεν. «Δεν εάπρεπε να το τραβηάξεις τοάσο Κεν! Μοάλις δεάχτηκε να εάρθει στο γαάμο μας, νομιάζω πως συμφωνηάσαμε να καάνουμε μικραά βηάματα! Μεταά πας και λες καάτι σαν και αυτοά, θα εάπρεπε να ειάχες μειάνει εκειά!» Λεάει, μπορωά να πω οάτι κλαιάει ηάδη.
352
Chapter 76 Ο Χαάρρυ κλειάνει με δυάναμη την ποάρτα του δωματιάου του μοάλις φταάνω στην κορυφηά της σκαάλας. Γυριάζω το ποάμολο, περιμεάνοντας καταά καάποιον τροάπο να ειάναι κλειδωμεάνη αλλαά ανοιάγει. «Χαάρρυ, ειάσαι ενταάξει;» Ρωταάω, μην ξεάροντας τι αάλλο να πω. Μου απανταάει αρπαάζοντας τη λαάμπα αποά το τραπεζαάκι και ριάχνοντας την στον τοιάχο. Η γυαάλινη βαάση θρυμματιάζεται αποά την προάσκρουση. Πηδωά προς τα πιάσω και εάνα μικροά ξεφωνητοά βγαιάνει αποά τα χειάλη μου παραά τη θεάλησηά μου.
353
Περπαταά προς το γραφειάο, αρπαάζει το μικροά πληκτρολοάγιο και το τραβαά αποάτομα βγαάζοντας το αποά τον υπολογιστηά, και πετωάντας το πιάσω του. «Χαάρρυ, παρακαλωά σταμαάτα!» Φωναάζω. Δεν με κοιταάει. «Γιατιά; Γιατιά Τεάσσα; Εάχει αρκεταά λεφταά για να αγοραάσει και αάλλον ηλιάθιο υπολογιστηά!» Φωναάζει και σπρωάχνει την οθοάνη στο παάτωμα. «Εάχεις διάκιο.» Λεάω και ανεβαιάνω παάνω στο πληκτρολοάγιο, σπαάζονταάς περισσοάτερο. «Τι; Τι καάνεις;» Ρωταάει καθωάς το μαζευάω και το ξαναπεταάω στο παάτωμα. Δεν ειάμαι σιάγουρη για το τι καάνω αλλαά το πληκτρολοάγιο ειάναι ηάδη σπασμεάνο, και αυτηά δειάχνει να ειάναι η καλυάτερη ιδεάα αυτηά τη στιγμηά.
«Σε βοηθαάω.» Του λεάω, αποριάα γεμιάζει τα θυμωμεάνα του μαάτια πριν αντικατασταθειά αποά χιουάμορ. Πιαάνω την οθοάνη και την πετωά και αυτηά στο παάτωμα. Περπαταά προς το μεάρος μου με εάνα μικροά χαμοάγελο στα χειάλη του καθωάς εγωά τη σηκωάνω ξαναά, τα χεάρια του σταματουάν τα δικαά μου και παιάρνει την οθοάνη ακουμπωάντας την στο γραφειάο. «Δεν μου εάχεις θυμωάσει που φωάναξα στον μπαμπαά μου με αυτοάν τον τροάπο;» Ρωταάει και φεάρνει τις παλαάμες του στα μαάγουλαά μου, οι αντιάχειρεάς του με χαιϊδευάουν απαλαά καθωάς τα πραάσινα μαάτια του καρφωάνονται στα δικαά μου. «Οάχι, εάχεις καάθε δικαιάωμα να εκφραάζεις τη γνωάμη σου. Δεν θα θυάμωνα ποτεά για αυτοά.» Μοάλις ειάχε εάναν καυγαά με τον πατεάρα του και ανησυχειά μηάπως εγωά του θυάμωσα; «Εκτοάς βεάβαια αν ειάσαι κακοάς χωριάς λοάγο, που στη συγκεκριμεάνη περιάπτωση δεν ηάσουν.» «Ουαάου.» Λεάει. Το μικροά κενοά αναάμεσα στα χειάλη μας ειάναι τοάσο δελεαστικοά. Γεάρνω μπροσταά και πιεάζω τα χειάλη μου στα δικαά του, αυτοάς αμεάσως ανοιάγει το στοάμα μου, καάνοντας πιο βαθυά το φιλιά μας. Τα δαάχτυλαά μου μπλεάκονται στα μαλλιαά του και βογκαάει ενωά τα τραβαάω λιάγο. Ο θυμοάς φευάγει αποά επαάνω του σαν κυάμα, τον σπρωάχνω λιγαάκι πιάσω και αυτοάς με γυρναά ωάστε το καάτω μεάρος της μεάσης μου να χτυπηάσει στο γραφειάο. Τα χεάρια του πιαάνουν τους γοφουάς μου και με ανεβαάζει στο εάπιπλο. Ειάμαι ο περισπασμοάς του. Η σκεάψη του οάτι ειάμαι αυτοά που ο Χαάρρυ χρειαάζεται καάνει το στομαάχι μου να γυριάζει αποά χαραά και το κεφαάλι μου γεάρνει προς τα πιάσω καθωάς συνεχιάζει να ακουμπαά τη γλωάσσα του στη δικηά μου, καθωάς στεάκεται αναάμεσα στα ποάδια μου ενωά εγωά καάθομαι στο γραφειάο.
354
«Πιο κονταά.» Βογκαάει στο στοάμα μου, τα χεάρια του πιαάνουν το πιάσω μεάρος των γοναάτων μου και με τραβαά στην αάκρη του γραφειάου. Τα χεάρια μου τραβουάν το τζιν του και αυτοάς απομακρυάνει το στοάμα του αποά το δικοά μου. «Τι…;» Σηκωάνει το εάνα του φρυάδι σε εμεάνα. Θα πρεάπει να νομιάζει πως ειάμαι τρεληά, εάρχομαι εδωά τον βοηθωά να σπαάσει πραάγματα, και τωάρα προσπαθωά να τον ξεντυάσω. Ιάσως ειάμαι τρεληά; Δεν με νοιαάζει αυτηά τη στιγμηά. Το μοάνο που με νοιαάζει ειάναι ο τροάπος που η καμπυάλη στο λαιμοά του σκιαάζεται αποά το φως του φεγγαριουά που μπαιάνει αποά το ανοιχτοά παραάθυρο, ο τροάπος που το εάνα του χεάρι κραταά το προάσωποά μου σαν να ειάμαι ευάθραυστη ενωά προσπαθουάσε να σπαάσει τα παάντα στο δωμαάτιο πριν αποά μερικαά λεπταά. Του απαντωά χωριάς λεάξεις, τυλιάγοντας τα ποάδια μου γυάρω του και τραβωάντας τον πιο κονταά. «Πιάστευα στα αληάθεια πως θα ερχοάσουν εδωά και θα ξεσπουάσες φωναάζονταάς μου.» Χαμογελαάει και πιεάζει το μεάτωποά του στο δικοά μου. «Εάκανες λαάθος.» Του υπενθυμιάζω με εάνα αυταάρεσκο χαμοάγελο. «Πολυά. Δεν θεάλω να ξαναά παάω καάτω αποάψε.» Λεάει, τα μαάτια του ψαάχνουν τα δικαά του. «Δεν υπαάρχει προάβλημα. Δεν χρειαάζεται να κατεάβεις.» Ηρεμειά και μετακινειά το κεφαάλι του στο αάνοιγμα του λαιμουά μου. Ειάμαι εάκπληκτη αποά το ποάσο ευάκολο ειάναι αυτοά αναάμεσαά μας. Περιάμενα να μου μιληάσει αποάτομα, ακοάμα και να μου πει να φυάγω οάταν ηάρθα εδωά μεάσα, αλλαά΄να τος εδωά, γεάρνει επαάνω μου. Μπορωά να πω πως προσπαθειά στα αληάθεια να χειριστειά αυτηά τη σχεάση οάσο καλυάτερα μπορειά, παραά το γεγονοάς πως αλλαάζει διαρκωάς διαθεάσεις. «Σε αγαπαάω.» Του λεάω και νιωάθω το σκουλαριάκι των χειλιωάν να κουνιεάται στο λαιμοά μου καθωάς χαμογελαάει. «Σε αγαπαάω.» Απανταάει. «Θες να μιληάσεις για αυτοά που εάγινε;» Ρωταάω και αυτοάς κουναά αρνητικαά το κεφαάλι του, που ειάναι ακοάμα χωμεάνο στο λαιμοά μου. «Ενταάξει, θες να δουάμε μια ταινιάα; Καάτι σε κωμωδιάα ιάσως;» Προτειάνω. Μεταά αποά μια μεγαάλη παυάση, κοιταά προς το κρεβαάτι. «Εάφερες το λαάπτοπ σου;» Οάταν γνεάφω αυτοάς συνεχιάζει. «Ας δουάμε τον Οάρκο ξαναά.» Προτειάνει και εγωά γελαάω. «Εννοειάς την ταινιάα που υποτιάθεται απεχθαάνεσαι;»
355
« Ναι… λοιποάν το απεχθαάνομαι ειάναι λιάγο υπερβολικοά. Απλαά νομιάζω πως ειάναι μια σαχληά, μεάτρια ιστοριάα αγαάπης.» Υπερασπιάζεται τον εαυτοά του. «Τοάτε γιατιά θες να τη δεις;» «Επειδηά θεάλω να δω εσεάνα να τη βλεάπεις.» Απανταά βαθυστοάχαστα. Θυμαάμαι το πωάς με κοιτουάσε οάλη την ωάρα που τη βλεάπαμε στο δωμαάτιοά μου. Μοιαάζει να εάχει περαάσει τοάσος πολυάς καιροάς αποά εκειάνο το βραάδυ, δεν ειάχα ιδεάα για το τι ερχοάταν. Δεν θα μπορουάσα ποτεά να σκεφτωά πως αυτοά θα ακολουθηάσει. Το χαμοάγελοά μου ειάναι η μοάνη απαάντηση που χρειαάζεται καθωάς πιαάνει τον καρποά μου. «Τυάλιξε τα ποάδια σου γυάρω μου.» Απαιτειά και με μεταφεάρει στο κρεβαάτι. Λιάγα λεπταά αργοάτερα καάθεται διάπλα μου εξεταάζοντας το προάσωποά μου καθωάς βλεάπω την ταινιάα. Στα μισαά περιάπου της ταινιάας νιωάθω τα μαάτια μου να κλειάνουν. «Αρχιάζω και νυσταάζω.» Χασμουριεάμαι. «Πεθαιάνουν και οι δυάο, δεν χαάνεις πολλαά.» Λεάει και τον σκουντωά με τον αγκωάνα μου. «Εάχεις προβληάματα.» Τον πειραάζω. «Ειάσαι αξιολαάτρευτη οάταν νυσταάζεις.» Μου λεάει. Κλειάνει το λαάπτοπ μου και με τραβαά στην κορυφηά του κρεβατιουά μαζιά του. «Ειάσαι τοάσο διαφορετικαά καλοάς οάταν νυσταάζω.» Γελαάω. «Οάχι, ειάμαι καλοάς επειδηά σε αγαπωά.» Λεάει και εγωά νιωάθω πως χαάνω τις αισθηάσεις μου. «Κοιμηάσου, οάμορφη.» ψιθυριάζει και μου διάνει εάνα πεταχτοά φιλιά στο μεάτωπο. Ειάμαι πολυά κουρασμεάνη για να προσπαθηάσω για παραπαάνω. ……
Το εποάμενο πρωιά, το φως ειάναι φωτεινοά, πολυά φωτεινοά. Οάταν γυρνωά για να καλυάψω το κεφαάλι μου στο ωάμο του Χαάρρυ, αυτοάς αναστεναάζει και με τραβαά πιο κονταά του. Οάταν ξυπνωά ξαναά, ειάναι ξυάπνιος και κοιταά το ταβαάνι. Τα μαάτια του μοιαάζουν στοιχειωμεάνα και η εάκφρασηά του δεν μπορειά να διαβαστειά. «Ειάσαι καλαά;» Ρωταάω, σπρωάχνοντας το σωάμα μου πιο κονταά του. «Ναι, ειάμαι μια χαραά.» Απανταά. Μπορωά να πω πως λεάει ψεάματα. «Χαάρρυ, αν υπαάρχει καάποιο προάβλημα…» Αρχιάζω να λεάω.
356
«Δεν υπαάρχει, ειάμαι μια χαραά.» Αποφασιάζω να το αφηάσω. Τα εάχουμε παάει καλαά οάλο το Σαββατοκυάριακο, ειάναι ρεκοάρ για εμαάς. Δεν θεάλω να το καταστρεάψω. Σηκωάνω το κεφαάλι μου και αφηάνω εάνα μικροά φιλιά στο σαγοάνι του και τα χεάρια του τυλιάγονται πιο σφιχταά γυάρω μου. «Εάχω μερικαά πραάγματα να καάνω σηάμερα, γι αυτοά οάταν ειάσαι εάτοιμη μπορειάς να με αφηάσεις στο σπιάτι μου;» Λεάει. Το στομαάχι μου γυριάζει, μπορωά να ακουάσω την αποάσταση στη φωνηά του. «Σιάγουρα.» Μουρμουριάζω και βγαιάνω αποά την αγκαλιαά του. Προσπαθειά να πιαάσει τον καρποά μου αλλαά μετακινουάμαι πολυά γρηάγορα. Αρπαάζοντας την τσαάντα μου κατευθυάνομαι προς το μπαάνιο για να αλλαάξω και να πλυάνω τα δοάντια μου. Ηάμασταν στη δικηά μας μικρηά φουάσκα οάλο το Σαββατοκυάριακο και φοβαάμαι πως χωριάς την προστασιάα αυτωάν των τοιάχων, δεν θα ειάναι ο ιάδιος. Ειάμαι ανακουφισμεάνη οάταν δεν πετυχαιάνω τον Λιάαμ και την Ντανιεάλ στο διαάδρομο και ακοάμα πιο ανακουφισμεάνη που ο Χαάρρυ ειάναι εντελωάς ντυμεάνος οάταν επιστρεάφω. Θεάλω να τελειωάνω με αυτοά. Εάχει καθαριάσει τα γυαλιαά αποά το παάτωμα και η λαάμπα ειάναι στον καάδο για τα σκουπιάδια, μαζιά με το πληκτρολοάγιο και την τηλεοάραση. Αποχαιρετωά τον Κεν και την Καάρεν, ο Χαάρρυ βγαιάνει εάξω χωριάς να μιληάσει σε κανεάναν αποά τους δυάο. Τους διαβεβαιωάνω πως ο Χαάρρυ θα ειάναι στο γαάμο, παραά τον καυγαά χθες βραάδυ. Τους λεάω για τον υπολογιστηά και τη λαάμπα αλλαά δεν φαιάνεται να τους νοιαάζει και πολυά. «Ειάσαι θυμωμεάνη ηά καάτι τεάτοιο;» Ο Χαάρρυ ρωταά μεταά αποά δεάκα λεπταά σιωπηάς. «Οάχι.» Δεν ειάναι οάτι ειάμαι θυμωμεάνη, ειάμαι απλαά… αγχωμεάνη υποθεάτω. Νιωάθω καάτι να εάχει χαλαάσει αναάμεσαά μας και δεν περιάμενα να αλλαάξει τιάποτα αποά το πωάς ηάμασταν οάλο το Σαββατοκυάριακο. «Μοιαάζει να ειάσαι.» «Λοιποάν δεν ειάμαι.» «Πρεάπει να μου πεις αν ειάσαι.» «Απλαά ειάσαι αποάμακρος και τωάρα με βαάζεις να σε παάω στο σπιάτι σου και νοάμιζα πως οάλα ηάταν ενταάξει αναάμεσα μας.» Παραδεάχομαι. «Ειάσαι αναστατωμεάνη επειδηά εάχω πραάγματα να καάνω σηάμερα;» Οάταν το λεάει καταλαβαιάνω ποάσο ανοάητη και κολλημεάνη ακουάγομαι. Γι αυτοά ειάμαι αναστατωμεάνη; Επειδηά δεν θα περαάσει το χροάνο του μαζιά μου σηάμερα;
357
«Ιάσως.» Γελαάω με το ποάσο ανοάητη ειάμαι. «Απλαά δεν θεάλω να ειάσαι αποάμακρος αποά εμεάνα.» «Δεν ειάμαι… επιάτηδες τουλαάχιστον. Λυπαάμαι αν σε εάκανα να νιωάσεις εάτσι.» Τεντωάνει το χεάρι του και το βαάζει στο μπουάτι μου. «Τιάποτα δεν θα αλλαάξει, Τεάσσα.» Τα λοάγια του με ηρεμουάν, αλλαά υπαάρχει ακοάμα εάνα στρωάμα αβεβαιοάτητας πιάσω αποά το χαμοάγελοά μου. «Θες να εάρθεις μαζιά μου;» Ρωταάει τελικαά. «Οάχι, ειάμαι ενταάξει. Εάχω διαάβασμα εάτσι και αλλιωάς.» Του λεάω. «Ενταάξει. Πρεάπει να θυμαάσαι πως αυτοά ειάναι καινουάριο για εμεάνα, δεν ειάμαι συνηθισμεάνος στο να εάχω το νου μου και αάλλα αάτομα οάταν καάνω σχεάδια.» Μουρμουριάζει. «Το ξεάρω.» «Μπορωά να εάρθω στο δωμαάτιοά σου οάταν τελειωάσω, ηά μπορουάμε να παάμε για δειάπνο ηά καάτι τεάτοιο.» Προτειάνει. «Δεν υπαάρχει προάβλημα, αληάθεια. Απλαά ενημεάρωσεά με οάταν τελειωάσεις και θα κανονιάσουμε τοάτε.» Οάταν παρκαάρουμε στο σπιάτι του, σκυάβει προς το μεάρος μου και μου διάνει εάνα μαλακοά φιλιά πριν βγει αποά το αυτοκιάνητο. «Θα σου στειάλω.» Λεάει και ανεβαιάνει τα σκαλιαά.
358
Chapter 77 Το κενοά που νιωάθω οάταν αφηάνω τον Χαάρρυ ειάναι περιάεργο με εάναν αξιολυάπητο τροάπο. Μεάτα αποά τη συάντομη διαδρομηά προς το δωμαάτιοά μου, νιωάθω ηάδη λες και εάχουν περαάσει ωάρες αποά οάταν τον αάφησα. Η Στεφ δεν ειάναι στο δωμαάτιο οάταν φταάνω αλλαά ειάμαι χαρουάμενη γι αυτοά, πρεάπει στα αληάθεια να διαβαάσω και να προετοιμαστωά για την πρωάτη μου μεάρα στην εταιριάα Vance αυάριο, δεν εάχω αποφασιάσει τι θα φορεάσω, τι θα φεάρω μαζιά μου, τι προάκειται να πω. Βγαάζοντας το πλαάνο μου, φτιαάχνω το προάγραμμαά μου για καάθε ωάρα. Θα φορεάσω την καινουάρια μου μαυάρη φουάστα και εάνα κοάκκινο μπλουζαάκι και μαυάρα τακουάνια, οάχι πολυά ψηλαά αλλαά και παάλι πιο ψηλαά αποά οάτι θα σκεφτοάμουν να βαάλω δυάο μηάνες πριν. Το συνολαάκι ειάναι πολυά επαγγελματικοά αλλαά παραμεάνει θηλυκοά. Αναρωτιεάμαι αφηρημεάνα αν του Χαάρρυ θα του αρεάσει. Για να κρατηάσω το μυαλοά μου μακριαά αποά αυτοάν τελειωάνω οάλες τις εργασιάες μου για αυτηάν την εβδομαάδα και καάποιες για πιο μεταά. Οάταν τελειωάνω, ο ηάλιος εάχει εξαφανιστειά αποά τον ουρανοά και εγωά πεθαιάνω της πειάνας. Ο Χαάρρυ δεν μου εάχει στειάλει ακοάμα οποάτε υποθεάτω πως δεν εάχω σκοποά να εάρθει εδωά αποάψε εάτσι πιαάνω την τσαάντα μου και παάω να βρω καάτι να φαάω. Θυμαάμαι εάνα Κινεάζικο εστιατοάριο διάπλα στη βιβλιοθηάκη που βρηάκα την προηγουάμενη εβδομαάδα. Οάταν τελικαά βριάσκω το μεάρος ειάναι κλειστοά, γι αυτοά ψαάχνω το κοντινοάτερο εστιατοάριο και βριάσκω εάνα μεάρος που ονομαάζεται Το Παγωμεάνο Σπιάτι. Το παγωμεάνο σπιάτι ειάναι μικροά και μοιαάζει σαν να ειάναι φτιαγμεάνο αποά αλουμιάνιο, αλλαά πειναάω και η ιδεάα να ψαάξω για αάλλο μεάρος καάνει το στομαάχι μου να γουργουριάζει ακοάμα περισσοάτερο. Το μικροά μεάρος ειάναι στην πραγματικοάτητα γεμαάτο κοάσμο μοάλις μπαιάνω μεάσα, αλλαά προς εάκπληξηά μου βριάσκω εάναμικροά τραπεάζι στο πιάσω μεάρος για να καθιάσω. Αγνοωά τα βλεάμματα τον ανθρωάπων που ειάναι μεάσα, μαάλλον θα αναρωτιουάνται γιατιά ειάμαι εδωά μοάνη αλλαά παάντα τρωάω μοάνη. Δεν ειάμαι αποά αυτουάς τους ανθρωάπους που χρειαάζονται παάτα καάποιον μαζιά τους οάπου κι αν πηγαιάνουν. Παάω για ψωάνια μοάνη μου, τρωάω μοάνη, και εάχω παάει ακοάμα και για ταινιάα μοάνη μου μερικεάς φορεάς οάταν ο Νοάα δεν μπορουάσε να εάρθει. Δεν με πειραάζει να ειάμαι μοάνη, μεάχρι τωάρα. Μου λειάπει ο Χαάρρυ περισσοάτερο αποά οάσο θα εάπρεπε και με πειραάζει που δεν φαιάνεται να μπαιάνει στον κοάπο ουάτε για να μου στειάλει. Ενωά περιμεάνω για το φαγητοά μου, η σερβιτοάρα μου φεάρνει εάνα ροζ ποτοά με μια κιάτρινη ομπρεάλα επαάνω. «Oh, δεν το παρηάγγειλα αυτοά.» Της λεάω αλλαά αυτηά το αφηάνει μπροσταά μου οάπως και να εάχει.
359
«Αυτοάς το παρηάγγειλε.» Χαμογελαάει και γεάρνει το κεφαάλι της προς την περιοχηά του μπαρ. Ελπιάζω αμεάσως να ειάναι ο Χαάρρυ, αλλαά δεν ειάναι. Ο Ζεάιν με χαιρεταά ελαφραά και μου διάνει εάνα εκθαμβωτικοά χαμοάγελο αποά την αάλλη αάκρη του μαγαζιουά. Ο Ναάιαλ περπαταά πιάσω του και καάθεται στο αάδειο σκαμποά διάπλα του και μου χαμογελαά και αυτοάς. «Oh. Ευχαριστωά.» Της λεάω. Φαιάνεται πως καάθε μεάρος γυάρω αποά την Πανεπιστημιουάπολη επιτρεάπει το αλκοοάλ σε ανηλιάκους, ηά ιάσως πηγαιάνουν μοάνο σε μεάρη που το επιτρεάπουν. Με διαβεβαιωάνει πως το φαγητοά μου θα ειάναι εάτοιμο σε λιάγα λεπταά και απομακρυάνεται αποά το τραπεάζι μου. Μερικαά λεπταά μεταά, ο Ζεάιν και ο Ναάιαλ τραβουάν τις καρεάκλες αποά το τραπεάζι μου και καάθονται. Ελπιάζω ο Ζεάιν να μη ειάναι μου ειάναι θυμωμεάνος για αυτοά που εάγινε την Παρασκευηά. «Ειάσαι το τελευταιάο αάτομο που περιάμενα να δω εδωά, ειδικαά Κυριακηά.» Ο Ναάιαλ γελαάει. «Ναι, ηάταν τυχαιάο. Θα πηάγαινα για Κινεάζικο αλλαά ηάταν κλειστοά.» Τους λεάω. «Εάχεις δει τον Χαάρρυ;» Ο Ζεάιν ρωταά με εάνα χαμοάγελο πριν κοιταάξει τον Ναάιαλ. Ο Ναάιαλ τον κοιταά στα μαάτια πριν κοιταάξει ξαναά εμεάνα. «Οάχι, τελευταιάα. Εσειάς;» Τους ρωταάω. Η αγωνιάα μου ειάναι ξεκαάθαρη στη φωνηά μου. «Οάχι, οάχι για μερικεάς ωάρες αλλαά θα ειάναι εδωά συάντομα.» Ο Ναάιαλ απανταάει. «Εδωά.» Σχεδοάν τσιριάζω. Το φαγητοά μου φταάνει αλλαά δεν πειναάω πια. Κι αν η Μοάλλυ ειάναι μαζιά του; Δεν θα μπορεάσω να το δεχτωά, οάχι μεταά το Σαββατοκυάριακο που μοάλις ειάχαμε μαζιά. «Ναι, ερχοάμαστε εδωά συχναά. Μπορωά να του τηλεφωνηάσω και να τον ρωτηάσω ποάτε θα ειάναι εδωά;» Ο Ζεάιν προτειάνει αλλαά κουνωά το κεφαάλι μου αρνητικαά. «Οάχι, δεν πειραάζει. Βασικαά εγωά θα φυάγω.» Κοιτωά γυάρω για τη σερβιτοάρα για να ζητηάσω το λογαριασμοά μου. «Δεν σου αάρεσε το ποτοά;» Ο Ζεάιν ρωταάει. «Οάχι, λοιποάν βασικαά δεν το δοκιάμασα. Σε ευχαριστωά που το πηάρες για εμεάνα, αλλαά πρεάπει να φυάγω.»
360
«Εσειάς οι δυάο μαλωάνετε ξαναά;» Ρωταάει. Ο Ναάιαλ παάει να πει καάτι αλλαά ο Ζεάιν του διάνει εάνα επιάμονο βλεάμμα αποά τν αάλλη αάκρη του τραπεζιουά. Τι τρεάχει; Πιάνει λιάγο αποά την μπυάρα του και κοιταά ξαναά τον Ναάιαλ. «Τι ειάπε;» ρωταάω. «Τιάποτα, απλαά ειάπε οάτι τα παάτε καλυάτερα τωάρα.» Ο Ζεάιν απανταά για αυτοάν. Το μικροά μπαρ μοιαάζει ακοάμα πιο μικροά τωάρα, και θεάλω απελπισμεάνα να φυάγω. «Oh, να τοι!» Ο Ναάιαλ λεάει. Τα μαάτια μου γυριάζουν προς την ποάρτα για να δω τον Χαάρρυ, τον Λουάι, τον Τριάσταν, τη Στεφ και τη Μοάλλυ. Το ηάξερα. Γνωριάζω πως ειάναι φιάλοι αλλαά δεν θεάλω τον Χαάρρυ κονταά στη Μοάλλυ, επιάσης δεν θεάλω να βγω εκτοάς ελεάγχου ηά να τρελαθωά αλλαά δεν μπορωά να βλεάπω τη Μοάλλυ με το Χαάρρυ. Οάταν τα μαάτια του Χαάρρυ συναντουάν τα δικαά μου δειάχνει εάκπληκτος και σχεδοάν τρομαγμεάνος; Οάχι παάλι. Η σερβιτοάρα φταάνει ενωά προχωραάνε προς το τραπεάζι μας. «Μπορωά να εάχω το λογαριασμοά μου και εάνα πακεάτο για το φαγητοά παρακαλωά;» Τη ρωταάω. Κοιταά καάτω στο φαγητοά που δεν εάχω αγγιάξει κα γνεάφει. «Γιατιά φευάγεις;» Η Στεφ ρωταάει. Οι πεάντε τους καάθονται στο τραπεάζι διάπλα μας. Αρνουάμαι να επιτρεάψω στον εαυτοά μου να κοιταάξει προς τον Χαάρρυ για να δει αν καάθεται διάπλα στη Μοάλλυ. Μισωά το πωάς ειάναι τοάσο διαφορετικοάς γυάρω αποά τους φιάλους του, γιατιά δεν μπορειά να ειάναι ο ιάδιος Χαάρρυ που ειάχα οάλο το Σαββατοκυάριακο; «Εγωά… λοιποάν εάχω διαάβασμα.» Λεάω ψεάματα. Στην προσπαάθειαά μου να βγαάλω τις σκεάψεις μου αποά τον Χαάρρυ, καταάφερα να τελειωάσω οάλες μου τις εργασιάες για σχεδοάν τρεις βδομαάδες. «Πρεάπει να μειάνεις, διαβαάζεις τοάσο πολυά!» Χαμογελαάει. Καάθε ελπιάδα πως ο Χαάρρυ θα με αγκαλιαάσει και θα μου πει οάτι του εάλειψα, εάχει εξαφανιστειά. Πληρωάνω τη σερβιτοάρα και σηκωάνομαι οάρθια για να φυάγω. «Καλαά να περαάσετε παιδιαά.» Τους λεάω, Κοιτωά τον Χαάρρυ και μεταά ξαναά στο παάτωμα. «Περιάμενε.» Λεάει. Γυρνωά και τον κοιταάζω. Παρακαλωά ας μην καάνει καάποιο αγενεάς σχοάλιο ηά φιληάσει τη Μοάλλυ ξαναά.
361
«Δεν θα μου δωάσεις εάνα φιλιά;» Χαμογελαάει. Oh. Κοιτωά γυάρω τους φιάλους του και οάλοι δειάχνουν εάκπληκτοι αλλαά πιο πολυά μπερδεμεάνοι. «Τ..τι;» Τραυλιάζω. Αυτοά δεν το περιάμενα με τιάποτα. Ισιωάνω τους ωάμους μου και κοιτωά τον Χαάρρυ ξαναά. «Εάνα φιλιά, δεν θα με φιληάσεις πριν φυάγεις;» Σηκωάνεται και περπαταά προς το μεάρος μου. Το ηάθελα αυτοά, αλλαά νιωάθω αάβολα με τα μαάτια οάλων επαάνω μας. «Αμμμ…» Δεν ξεάρω τι να πω. «Γιατιά να το καάνει;» Η Μοάλλυ γελαάει. Θεεά μου δεν μπορωά να την αντεάξω. «Ειάναι μαζιά, προφανωάς.» Η Στεφ της λεάει. «Τι;» Η Μοάλλυ λεάει. «Κραάτα ο στοάμα σου κλειστοά Μοάλλυ.» Ο Ζεάιν λεάει και θεάλω να τον ευχαριστηάσω, αλλαά υπαάρχει καάτι πιάσω αποά τη φωνηά του που με καάνει να αναρωτιεάμαι για την επιλογηά αυτωάν των λεάξεων. Αυτοά ειάναι παραπαάνω αποά αάβολο. «Αντιάο παιδιαά.» Λεάω ξαναά και περπατωά προς την ποάρτα. Ο Χαάρρυ με ακολουθειά και πιαάνει τον καρποά μου για να με σταματηάσει. «Γιατιά φευάγεις; Και γιατιά ειάσαι εδωά αρχικαά;» Ρωταάει. «Λοιποάν ηάρθε εδωά για να φαάω, και φευάγω επειδηά με αγνοουάσες και εγωά…» «Δεν σε αγνοουάσα. Απλαά δεν ηάξερα τι να πω ηά τι να καάνω. Δεν περιάμενα να σε δω εδωά, με εάπιασες απροετοιάμαστο.» Απανταάει. «Ναι, ειάμαι σιάγουρη οάτι σε βρηάκε απροετοιάμαστο. Δεν μου εάχεις στειάλει οάλη μεάρα και τωάρα ειάσαι εδωά με τη Μοάλλυ;» Η φωνηά μου βγαιάνει περισσοάτερο σαν κλαψουάρισμα αποά οάτι ηάθελα. «Και με τον Λουάι, τον Τριάσταν και τη Στεφ. Οάχι μοναχαά με τη Μοάλλυ.» Επισημαιάνει. «Το ξεάρω… αλλαά εάχετε ιστοριάα και με ενοχλειά.» Παραδεάχομαι. Εάσπασα σιάγουρα το ρεκοάρ για τον πιο ζηλιαάρη. «Ειάναι μοναχαά αυτοά μωροά μου, ιστοριάα. Δεν ηάταν εάτσι… οάχι σαν και εμαάς.» Λεάει. «Το ξεάρω, απλαά δεν μπορωά καάνω αλλιωάς.» Αναστεναάζω.
362
«Ξεάρεις πως εάνιωσα οάταν μπηάκα εδωά και σε ειάδα να καάθεσαι με τον Ζεάιν;» «Δεν ειάναι το ιάδιο. Εσυά και η Μοάλλυ εάχετε κοιμηθειά μαζιά.» Και μοάνο που το λεάω ποναάει. «Τες.» «Το ξεάρω, ειάναι τρελοά αλλαά δεν μπορωά να καάνω αλλιωάς.» Κοιτωά μακριαά. «Δεν ειάναι τρελοά, καταλαβαιάνω απλαά δεν ξεάρω τι να καάνω γι αυτοά. Η Μοάλλυ ειάναι στην παρεάα και πιθανοάν θα ειάναι για παάντα.» Δεν ξεάρω τι περιάμενα να πει αλλαά το “πολυά κριάμα” δεν ηάταν αυτοά που ηάθελα να ακουάσω. «Ενταάξει.» Θα πρεάπει να ειάμαι χαρουάμενη που ειάπε σε οάλους οάτι τωάρα ειάμαστε μαζιά, αλλαά εάνοιωθα εντελωάς διαφορετικαά. «Εγωά θα φυάγω.» Του λεάω. «Τοάτε θα εάρθω μαζιά σου.» «Ειάσαι σιάγουρος πως θες να αφηάσεις τους φιάλους σου;» Λεάω αποάτομα. Στριφογυριάζει τα μαάτια του και με ακολουθειά στο αυτοκιάνητοά μου. Προσπαθωά να κρυάψω το χαμοάγελοά μου οάταν μπαιάνουμε στο αμαάξι. Τουλαάχιστον ξεάρω πως προτιμαά να ειάναι μαζιά μου παραά με τη Μοάλλυ. «Λοιποάν ποάση ωάρα ηάσουν εδωά πριν εάρθουμε;» Ο Χαάρρυ λεάει ενωά βγαιάνω αποά το χωάρο σταάθμευσης. «Σχεδοάν ειάκοσι λεπταά.» «Oh, δεν ειάχες κανονιάσει να συναντηάσεις εκειά τον Ζεάιν εάτσι;» «Οάχι, δεν ειάχα ιδεάα πως ηάταν εκειά ουάτε οάτι θα εμφανιζοάσουν εσυά.» «Oh. Λοιποάν για ποιο πραάγμα μιληάσατε;» Κοιταά προς τα εμεάνα. «Για τιάποτα,, ηάταν στο τραπεάζι μοάλις μερικαά λεπταά πριν εάρθεις εσυά.» «Oh.» Λεάει ενωά μπαιάνω στο χωάρο της Πανεπιστημιουάπολης. «Γιατιά;» «Απλαά αναρωτιοάμουν.» Χτυπαά τα δαάχτυλαά του στα γοάναταά του. «Μου εάλειψες σηάμερα.»
363
«Και εμεάνα μου εάλειψες. Τελειάωσα πολλαά μαθηάματα και ετοιάμασα τα παάντα για την πρωάτη μου μεάρα στην εταιριάα Vance.» «Θες να σε παάω εγωά αυάριο;» «Οάχι, γι αυτοά πηάρα δικοά μου αυτοκιάνητο θυμαάσαι;» Γελαάω. «Και παάλι, μπορωά να σε παάω εγωά.» Προσφεάρεται καθωάς περπαταάμε προς το δωμαάτιοά μου. «Οάχι, δεν υπαάρχει προάβλημα. Θα παάω μοάνη μου. Σε ευχαριστωά παάντως. » Ενωά ειάμαι εάτοιμη να τον ρωτηάσω τι εάκανε αυτοάς οάλη μεάρα, γιατιά δεν μου εάστειλε αφουά του ειάχα λειάψει τοάσο, τα λοάγια μου κολλαάνε στο λαιμοά μου και πανικοάς με κυριευάει. Η μητεάρα μου καάθεται μπροσταά αποά την ποάρτα μου με τα χεάρια της σταυρωμεάνα και εάνα βλοσυροά βλεάμμα στο προάσωποά της.
Chapter 78 Τα μαάτια του Χαάρρυ ακολουθουάν τα δικαά μου και ανοιάγουν διαάπλατα μοάλις τη βλεάπει. Προσπαθειά να πιαάσει το χεάρι μου αλλαά εγωά τραβιεάμαι. «Τι στο καλοά σκεάφτεσαι!» Φωναάζει καθωάς την πλησιαάζουμε. Θεάλω να συρρικνωθωά και να εξαφανιστωά. «Εγωά… τι;» Δεν ξεάρω ακοάμα τι γνωριάζει οποάτε παραμεάνω σιωπηληά. Τα ξανθαά μαλλιαά της δειάχνουν πιο φωτειναά, πιο στρωμεάνα στο τεάλειο συνοφρυάωμα στο προσωάπου της. «Τι σκεάφτεσαι Τερεάσα! Ο Νοάα με απεάφευγε για τις δυάο τελευταιάες εβδομαάδες και τελικαά συναάντησα τυχαιάα την κυριάα Ποάρτερ στην αγοραά και ξεάρεις τι μου ειάπε; Οάτι εσειάς οι δυάο εάχετε χωριάσει! Γιατιά δεν μου το ειάπες; Χρειαάστηκε να το μαάθω με τον πιο εξευτελιστικοά τροάπο!» Φωναάζει. «Δεν ειάναι και καάτι τοάσο σημαντικοά μητεάρα, χωριάσαμε.» Λεάω και της κοάβεται η αναάσα.
364
«Δεν ειάναι καάτι τοάσο σημαντικοά; Εσυά και ο Νοάα ηάσασταν μαζιά για χροάνια, ειάναι καλοάς για εσεάνα Τεάσσα. Εάχει μεάλλον, και εάρχεται αποά μια υπεάροχη οικογεάνεια! Ευτυχωάς, του μιάλησα εγωά και δεάχτηκε να σε παάρει πιάσω, παραά το γεγονοάς πως εάχεις ξεφυάγει. » Ο θυμοάς αρχιάζει να εμφανιάζεται μεάσα μου. « Πως τολμωά; Αν δεν θεάλω να ειάμαι μαζιά του, δεν χρειαάζεται να ειάμαι. Τι σημασιάα εάχει το αποά τι οικογεάνεια εάρχεται;Αν εγωά δεν ηάμουν χαρουάμενη μαζιά του αυτοά θα πρεάπει να εάχει σημασιάα. Πως τοάλμησες να του μιληάσεις εσυά για αυτοά, ειάμαι ανηάλικη!» Την σπρωάχνω για να περαάσω μπροσταά της και να ανοιάξω την ποάρτα. Ο Χαάρρυ με ακολουθειά και αυτηά μπαιάνει με φοάρα μεάσα πιάσω μας. «Δεν εάχεις ιδεάα ποάσο γελοιάα ακουάγεσαι! Και μεταά εμφανιάζεσαι εδωά με… αυτοά… αυτοά … το φρικιοά! Κοιάταξε τον Τεάσσα! Αυτοάς ειάναι ο τροάπος σου να επαναστατηάσεις σε εμεάνα; Σου εάχω καάνει καάτι για να με μισειάς;» «Αυτοά δεν εάχει να καάνει με εσεάνα! Γιατιά πρεάπει να καάνεις τα παάντα να περιστρεάφονται γυάρω αποά εσεάνα!» Τα δαάκρυαά μου προσπαθουάν να ελευθερωθουάν αλλαά αρνουάμαι να την αφηάσω να με κερδιάσει. Μισωά το οάτι κλαιάω οάταν ειάμαι θυμωμεάνη, με καάνει να δειάχνω αδυάναμη αλλαά δεν μπορωά να το ελεάγξω. Ο Χαάρρυ στεάκεται διάπλα στην ντουλαάπα μου το πιγουάνι του ειάναι σφιγμεάνο και εάχει τα χεάρια του βαθιαά μεάσα στις τσεάπες του. Μοάνο να ηάξερε πως ο πατεάρας του Χαάρρυ ειάναι ο πρυάτανης του Πανεπιστημιάου της Ουαάσινγκτον και πως εάχει ακοάμα περισσοάτερα λεφταά αποά την οικογεάνεια του Νοάα. Αρνουάμαι να της το πω, τα λεφταά δεν εάχουν καμιάα σχεάση με οάλο αυτοά. «Δεν εάχει να καάνει με εμεάνα, εάχει να καάνει με το μεάλλον σου! Πρεάπει να σκεφτειάς το μεάλλον, οάχι αυτοά που νιωάθεις τωάρα. Το ξεάρω οάτι δειάχνει διασκεδαστικοάς και επικιάνδυνος, αλλαά δεν υπαάρχει κανεάνα μεάλλον εδωά! Οάχι με αυτοάν… με αυτοά το φρικιοά!» Δειάχνει προς τη μεριαά του Χαάρρυ. Πριν καταλαάβω τι καάνω, ειάμαι ακριβωάς μπροσταά αποά το προάσωπο της μητεάρας μου. «Μην μιλαάς γι αυτοάν εάτσι!» Ουρλιαάζω. Ο Χαάρρυ εάρχεται μπροσταά, και με αρπαάζει αποά τους αγκωάνες για να με τραβηάξει μακριαά της. Τα μαάτια της ειάναι ορθαάνοιχτα και κοάκκινα στο περιάγραμμα. «Ποια ειάσαι; Η κοάρη μου δεν θα μου μιλουάσε ποτεά με αυτοάν τον τροάπο! Δεν θα διακινδυάνευε ποτεά το μεάλλον της ουάτε θα ηάταν τοάσο αγενηάς! « Αρχιάζω να νιωάθω ενοχεάς και αυτοά ειάναι ακριβωάς που θεάλει. «Δεν διακινδυνευάω το μεάλλον μου! Το μεάλλον μου δεν ειάναι καν προς αμφισβηάτηση αυτηά τη στιγμηά, εάχω αάριστο βαθμοά και μιάα υπεάροχη πρακτικηά που αρχιάζει αυάριο! Ειάσαι παραπαάνω αποά εγωιάστρια που εάρχεσαι εδωά και προσπαθειάς να με καάνεις να νιωάσω αάσχημα που ειάμαι χαρουάμενη. Με καάνει χαρουάμενη μαμαά, και αν δεν μπορειάς να το δεχτειάς αυτοά τοάτε θα πρεάπει να φυάγεις.» Ειάμαι οάσο εάκπληκτη ειάναι και εκειάνη αποά αυτοά που μοάλις ειάπα.
365
«Με συγχωρειάς;» Ξεφυσαάει. Ο Χαάρρυ μπαιάνει αναάμεσαά μας. «Θα το μετανιωάσεις αυτοά Τερεάσα! Αηδιαάζω και μοάνο να σε κοιταάξω!» Το δωμαάτιο μοιαάζει να γυριάζει, δεν ηάμουν προετοιμασμεάνη για ποάλεμο με τη μητεάρα μου, οάχι σηάμερα τουλαάχιστον. Το ηάξερα πως ηάταν θεάμα χροάνου να μαάθει για το Νοάα, αλλαά δεν ειάχα ιδεάα πως αυτοά θα γινοάταν σηάμερα. «Ηάξερα πως καάτι εάτρεχε αποά την πρωάτη φοραά που τον ειάδα στο δωμαάτιοά σου, απλαά δεν περιάμενα πως θα του αάνοιγες τοάσο γρηάγορα τα ποάδια σου!» Αάουτς. «Το παρακαάνεις.» Ο Χαάρρυ την προειδοποιειά με σκουάρα μαάτια. Πιστευάω πως ο Χαάρρυ ειάναι ο μοάνος που μπορειά να αντιμετωπιάσει τη μητεάρα μου. «Εσυά μειάνε εάξω αποά αυτοά!» Λεάει αποάτομα, σταυρωάνοντας τα χεάρια της αάλλη μιάα φοραά. « Αν συνεχιάσεις να τον βλεάπεις δεν θα σου ξαναμιληάσω και εσυά σιάγουρα δεν μπορειάς να πληρωάσεις το κολεάγιο μοάνη σου, αυτοά το δωμαάτιο μοναχαά μου κοστιάζει χιλιαάδες!» Τσιριάζει. «Απειλειάς την εκπαιάδευση μου επειδηά δεν εγκριάνεις αυτοάν που αγαπαάω;» Ειάμαι εάκπληκτη. «Αγαπαάς;» Κοροιϊδευάει.«Oh Τερεάσα, αφεληάς μου Τερεάσα, δεν εάχει ιδεάα τι ειάναι η αγαάπη.» Γελαάει. « Και νομιάζει πως αυτοάς σε αγαπαάει;» Το γεάλιο της ειάναι περισσοάτερο σαν κακαάρισμα και μου προκαλειά ζαλαάδα. «Την αγαπαάω.» Ο Χαάρρυ διακοάπτει. «Φυσικαά και την αγαπαάς!» Το κεφαάλι της πεάφτει προς τα πιάσω. «Μητεάρα.» «Τερεάσα, σε προειδοποιωά. Αν δεν σταματηάσεις να τον βλεάπεις, θα υπαάρξουν συνεάπειες. Φευάγω τωάρα αλλαά περιμεάνω τηλεφωάνημα αφουά καθαριάσεις το μυαλοά σου.» Λεάει. Την κοιτωά καθωάς απομακρυάνεται, τα τακουάνια της χτυπουάν με θοάρυβο στο χολ. «Λυπαάμαι τοάσο πολυά.» Γυριάζω στο Χαάρρυ. «Δεν υπαάρχει λοάγο να ζηταάς συγνωάμη.» Παιάρνει το προάσωποά μου στα χεάρια του. «Ειάμαι περηάφανος για τον τροάπο που υπερασπιάστηκες τον εαυτοά σου.» Φιλαάει τη μυάτη μου. «Δεν μπορωά να την πιστεάψω, δεν μπορωά να πιστεάψω οάτι αντεάδρασε εάτσι και απειάλησε πως δεν θα πληρωάσει για το κολεάγιοά μου. Δεν πληρωάνει αυτηά για
366
οάλα, εάχω καάποια υποτροφιάα και μερικαά δαάνεια μαθητωάν. Πληρωάνει μοναχαά το ειάκοσι τοις εκατοά, το μεγαλυάτερο προάβλημα ειάναι το δωμαάτιο. Κι αν στα αληάθεια σταματηάσει να πληρωάνει; Θα πρεάπει να βρω δουλειάα συγχροάνως με την πρακτικηά.» Κλαιάω με αναφιληταά. Το χεάρι του μετακινειάτε στο πιάσω μεάρος του κεφαλιουά μου και με σπρωάχνει ηάρεμα να κλαάψω στο στηάθος του. «Σσς… Σσς.. Μην ανησυχειάς, καάτι θα σκεφτουάμε. Μπορειάς να μετακομιάσεις μαζιά μου.» λεάει. Εγωά γελαάω και σκουπιάζω τα μαάτια μου. «Μιλαάω σοβαραά, μπορειάς. Ηά μπορουάμε να αγοραάσουμε εάνα διαμεάρισμα εάξω αποά την Πανεπιστημιουάπολη. Εάχω αρκεταά λεφταά.» Σηκωάνω το κεφαάλι να τον κοιταάξω και η εάκφραση του ειάναι τοάσο σοβαρηά. «Δεν μπορειά να μιλαάς σοβαραά.» «Μιλαάω.» «Δεν μπορουάμε να μετακομιάσουμε μαζιά.» Γελαάω και ρουφαάω τη μυάτη μου. «Γιατιά οάχι;» «Γιατιά γνωριζοάμαστε μοναχαά μερικουάς μηάνες, και τον περισσοάτερο καιροά τον περαάσαμε μαλωάνοντας.» Του υπενθυμιάζω. «Και λοιποάν, τα εάχουμε παάει πολυά καλαά μαζιά αυτοά το Σαββατοκυάριακο.» Χαμογελαάει και ξεσπουάμε και οι δυάο σε γεάλια. «Ειάσαι τρελοάς, δεν μετακομιάζω μαζιά σου.» Του λεάω και με αγκαλιαάζει ξαναά. «Απλαά σκεάψου το. Θεάλω εάτσι και αλλιωάς να φυάγω αποά το σπιάτι αδελφοάτητας. Δεν ταιριαάζω και πολυά εκειά μεάσα σε περιάπτωση που δεν το προάσεξες.» Γελαάει. Ειάναι αληάθεια, η μικρηά του παρεάα ειάναι τα μοάνα αάτομα που δεν φοραάνε μπλουζαάκια ποάλο καιχακιά ρουάχα καάθε μεάρα. «Εάγινα μεάλος απλαά και μοάνο για να εκνευριάσω τον πατεάρα μου αλλαά δεν πηάγε τοάσο καλαά οάσο ηάλπιζα.» «Μπορειάς απλαά να παάρεις εάνα διαμεάρισμα μοάνος σου.» Προτειάνω. Δεν υπαάρχει περιάπτωση να μετακομιάσω μαζιά του τοάσο συάντομα. «Ναι, αλλαά αυτοά δεν θα εάχει τοάση πλαάκα.» Γελαάει πονηραά και σηκωάνει παιχνιδιαάρικα τα φρυάδια του. «Θα μπορουάμε ακοάμα να περναάμε καλαά.» Τον πειραάζω. Το μικροά του χαμοάγελο μεγαλωάνει και φεάρνει και τα δυάο του χεάρια στον ποποά μου και τα πιεάζει. «Χαάρρυ!» Τον χτυπωά παιχνιδιαάρικα.
367
Η ποάρτα ανοιάγει και η αναπνοηά μου κοάβεται. Ηρεμωά οάταν βλεάπω τη Στεφ και τον Τριάσταν να μπαιάνουν στο δωμαάτιο. Για μια στιγμηά νοάμιζα πως ηάταν η μητεάρα μου που γυάρισε να μου φωναάξει ξαναά. «Τι εάχασα; Ειάμαι σχεδοάν σιάγουρη πως η μητεάρα σου μας προσπεάρασε με το αυτοκιάνητο και εάστριψε μακριαά μου.» Λεάει και δεν μπορωά να κρατηάσω το γεάλιο μου.
Chapter 79 Ο Χαάρρυ κατεάληξε να μειάνει στο δωμαάτιοά μου χθες βραάδυ αφουά ο Τριάστανκαι η Στεφ εάφυγανγια να παάνε στο δικοά του διαμεάρισμα. Το υποάλοιπο βραάδυ πεάρασεενωά μιλουάσαμε καιφιλιοάμασταν πριν ο Χαάρρυ τελικαά κοιμηθειά με το κεφαάλι του σταποάδια μου.Ονειρευάτηκα μια περιάοδο και εάνα μεάρος οπουά θα μπορουάσαμε πραγματικαάνα ζηάσουμεμαζιά. Θα μου αάρεσε τοάσο να ξυπνωά καάθεπρωιά και να βριάσκω τοΧαάρρυ διάπλα μου, αλλαά καάτι τεάτοιο δεν μπορειά να γιάνειστην πραγματικοάτητα. Ειάμαιπολυά νεάα.
368
Η Δευτεάρα πρωιά εάχει φταάσει, και το ξυπνητηάρι μου ειάχερυθμιστειά δεάκα λεπταάαργοάτερα, χαλωάντας το προάγραμμαά μου. Αφουά καάνω μπαάνιο καιβαάφομαι γρηάγορα, ξυπνωάτον Χαάρρυ πριν βαάλω στην πριάζα το σεσουαάρ. «Τι ωάρα ειάναι;» Γρυλιάζει. «Εάξι και μισηά, πρεάπει να στεγνωάσω τα μαλλιαά μου.» «Εάξι και μισηά; Θα πρεάπει να ειάσαι εκειά στις εννιαά, εάλα πιάσωστο κρεβαάτι.» «Οάχι, πρεάπει ακοάμα να φτιαάξω τα μαλλιαά μου και να παάρω καφεά.Πρεάπει να φυάγωαποά εδωά στις εφταά και μισηά, η διαδρομηά ειάναι σαραάντα πεάντελεπταά.» Τουυπενθυμιάζω. «Θα φταάσεις σαραάντα πεάντε λεπταά νωριάτερα, θα πρεάπει ναφυάγεις στιςοχτωά.» Κλειάνει τα μαάτια τουκαι γυριάζει ξαναά πλευροά. Τον αγνοωά και βαάζω σε λειτουργιάα το σεσουαάρ μου, αυτοάς παιάρνειεάνα μαξιλαάρικαι καλυάπτει το κεφαάλι του με αυτοά. Αφουά σγουρυάνω τα μαλλιαά μου,κοιτωά ξαναά τοπροάγραμμαά μου για να σιγουρευτωά πως δεν ξεάχασα τιάποτα. «Θα πας στην ταάξη αποά εδωά;» Τον ρωταάω ενωά ντυάνομαι. «Ναι πιθανωάς. Μπορωά να χρησιμοποιηάσω την οδοντοάβουρτσα σου;»Χαμογελαάει καισηκωάνεται αποά το κρεβαάτι. «Αχ, ναι νομιάζω. Θα αγοραάσω απλαά μια καινουάρια στο γυρισμοά.»Του λεάω. Κανειάςδεν εάχει ζητηάσει να χρησιμοποιηάσει την οδοντοάβουρτσα μου ξαναά. Στομυαλοά μου μεσκεάφτομαι να τη βαάζω στο στοάμα μου αφουά αυτοάς θα το εάχει καάνειπριν. «Ναι,μπορειάς.» Επαναλαμβαάνω. Συνειδητοποιωά γρηάγορα πως τα μαάτια του ταξιδευάουνπαάνωκαι καάτω στο σωάμα μου. «Συνεχιάζω να λεάω πως δεν θα εάπρεπε να φυάγεις πριν τις οχτωά,σκεάψου ποάσαμπορουάμε να καάνουμε σε τριαάντα λεπταά.» Γελαάει πονηραά. Τα μαάτια μουκοιτουάν τοπρηάξιμο στο εσωάρουχο του και το σωάμα μου φλεάγεται αμεάσως. Τα δαάχτυλαμουσταματουάν στο μεσαιάο κουμπιά του πουκαμιάσου μου καθωάς αυτοάς διασχιάζει αργαάτομικροά δωμαάτιο για να σταθειά διάπλα μου. Του καάνω νοάημα να κουμπωάσει τηφουάσταμου, τα χεάρια του χαιϊδευάουν το γυμνοά μου δεάρμα πριν την κουμπωάσει αργαάκαι εγωάβαάζω το πουκαάμισοά μου αποά μεάσα. «Πρεάπει να φυάγω, πρεάπει ακοάμα να παάρω καφεά. Κι αν εάχεικιάνηση; Αν εάχει γιάνεικανεάνα ατυάχημα; Μπορειά να σκαάσει κανεάνα λαάστιχο ηά ναχρειαστωά βενζιάνη; Μπορειά ναχαθωά, ηά να μην μπορωά να παρκαάρω. Κι αν χρειαστειά ναπαρκαάρω καάπου αποά το πιάσωμεάρος και μεταά χρειαστειά να περπατηάσω πολυά και τοάτεθα κουραστωά και θα χρειαστωάμερικαά λεπταά για να…»
369
«Πρεάπει να ηρεμηάσεις μωροά μου. Ειάσαι αγχωμεάνη καικουρασμεάνη.» Αναπνεάει στοαυτιά μου. Τον κοιτωά μεάσα αποά τον καθρεάπτη. Δειάχνειτοάσο τεάλειος οάταν ξυπναάει, ηνυάστα του τον καάνει να δειάχνει πιο μαλακοάς. «Δεν μπορωά να καάνω αλλιωάς, η πρακτικηά σημαιάνει τοάσο πολλαάγια εμεάνα. Δενθεάλω να διακινδυνευάσω να παάει καάτι στραβαά.» Το μυαλοά μου τρεάχειγρηάγορα. Θαειάμαι καλαά μεταά το σημερινοά, αφουά θα ξεάρω τι να περιμεάνω και θαμπορεάσω ναπρογραμματιάσω την εβδομαάδα μου με αρμονιάα. «Δεν θες να εμφανιστειάς εκειά τοάσο αγχωμεάνη, θα σε φαάνεζωντανηά.» Αφηάνει εάναμονοπαάτι αποά μικραά φιλιαά στο λαιμοά μου. «Θα ειάμαι μια χαραά.» Ελπιάζω. Το δεάρμα μου αρχιάζει καιανατριχιαάζει αποά τηζεστηά αναπνοηά του στο λαιμοά μου. «Αάσε με να σε ηρεμηάσω πρωάτα.» Η φωνηά του ειάναι χαμηληά καιελκυστικηά, μαζιά μεεάνα στρωάμα υάπνου. «Εγωά..» Περναά τα δαάκτυλαά του αποά το λαιμοά και καάτω στοστηάθος μου. Τα μαάτιατου συναντουάν τα δικαά μου στον καθρεάπτη και αναστεναάζω ηττημεάνη.« Πεάντε λεπταά;»Ρωταάω και παρακαλαάω την ιάδια στιγμηά. «Μοάνο τοάσα χρειαάζομαι.» Προσπαθωά να γυριάσω αλλαά με σταματαά. «Οάχι, θεάλω να βλεάπεις.» γουργουριάζει μεάσα στο αυτιά μου.Νιωάθω τον γνωστοάποάνο αναάμεσα στα ποάδια μου αποά τα λοάγια του. Καταπιάνω και αυτοάςριάχνει τα μαλλιαάμου στον αριστεροά μου ωάμο και σπρωάχνει το σωάμα του στο δικοάμου. Τα δαάκτυλαά τουκατεβαιάνουν στο στριάφωμα της μακριαάς μου φουάστας. «Τουλαάχιστον δεν φοραάς καλσοάν σηάμερα και μπορωά να πω πως μουαρεάσει αυτηά ηφουάστα.» Λεάει και τη σηκωάνει φεάρνοντας την στο στηάθος μου. «Ειδικαά οάταν ειάναι σηκωμεάνη εάτσι.» Τα μαάτια μου ειάναικολλημεάνα στα χεάριατου μεάσα αποά τον καθρεάπτη και ο σφυγμοάς μου παάει σαντρελοάς. Τα δαάκτυλαά τουειάναι ελαφρωάς κρυάα καθωάς γλιστρουάν στο εσωάρουχοά μου, ηεπαφηά με καάνει να πηδηάξωλιγαάκι και αυτοάς γελαά πνιχταά στο λαιμοά μου. Το αάλλοτου χεάρι ειάναι τυλιγμεάνο στοστηάθος μου, κρατωάντας με σταθερηά. Νιωάθω τοάσο εκτεθειμεάνη και τοάσο αναμμεάνη την ιάδια στιγμηά. Τονα τον βλεάπω ναμε αγγιάζει παάει το μυαλοά σε μεάρη που δεν ηάξερα πως υπηάρχαν. Ταδαάκτυλαά τουμετακινουάνται αργαά μεάσα μου και φιλαά το λαιμοά μου μαλακαά. «Κοιάτα ποάσο οάμορφη ειάσαι.» Ψιθυριάζει εναάντια στο δεάρμα μου.Κοιτωά τον εαυτοάμου στον καθρεάπτη και ιάσα που με αναγνωριάζω. Τα μαάγουλαά μουεάχουν εάνα βαθυάκοάκκινο χρωάμα, τα μαάτια μου ειάναι ορθαάνοιχτα και αάγρια. Με
370
τηνφουάστα μουσηκωμεάνη αποά τους γοφουάς μου και τα δαάκτυλα του Χαάρρυ να κινουάνταιμεάσα μου,μοιαάζω διαφορετικηά…. Ακοάμη και σεάξι. Τα μαάτια μου κλειάνουν καθωάς νιωάθω το στομαάχι μου να σφιάγγει. Ο Χαάρρυσυνεχιάζει την οάμορφη αργηά εάφοδοτου και τραβωά το χειάλος μου με τα δοάντια μου γιανα πνιάξω εάνα μουγκρητοά. «Αάνοιξε τα μαάτια σου.» Με καθοδηγειά. Τα μαάτια μου συναντουάντα δικαά μου καιμε στεάλνουν στο αποκορυάφωμα, ο Χαάρρυ να καάθεται πιάσω μου, να μεκραταά, να μεκοιταά να τελειωάνω αποά το αάγγιγμα του ειάναι οάτι χρειαάζεται. Τοκεφαάλι μου γεάρνειπιάσω στον ωάμο του και τα ποάδια μου αρχιάζουν να τρεάμουν. «Αυτοά ειάναι μωροά μου.» Γουργουριάζει και με κραταά πιο σφιχταάκαθωάς η οάρασημου θολωάνει και βογκωά το οάνομαά του. Οάταν ανοιάγω τα μαάτια μου ξαναά ο Χαάρρυ φιλαά τον κροάταφοά μουκαι βαάζει μιαμπουάκλα πιάσω αποά το αυτιά μου πριν αφηάσει ξαναά τη φουάστα μου ναπεάσει στουςγοφουάς μου. Γυρνωά να τον κοιταάξω και ελεάγχω το ρολοάι. Ειάναι μοάλις εφταάκαιτριαάντα πεάντε. Χρειαάστηκε στα αληάθεια μοναχαά πεάντε λεπταά, σκεάφτομαι μοάνημου καγελαάω. «Ειάδες, ειάσαι πολυά πιο χαλαρηά και εάτοιμη να αρχιάσεις τησυνεργασιάα με τηνΑμερικηά σωσταά;» Ανακοινωάνει, προφανωάς περηάφανος για τον εαυτοάτου. Δεν τοναδικωά. «Ναι, πραγματικαά. Αλλαά εσυά ειάσαι απαιάσιος για Αμερικανοάς.»Τον πειραάζω καιαρπαάζω την τσαάντα μου. «Δεν ειάπα το αντιάθετο.» Γελαάει. «Τελευταιάα ευκαιριάα να σεπαάω εγωά, λοιποάναφουά το αυτοκιάνητοά μου δεν ειάναι εδωά θα μπορουάσα να σε παάω μετο δικοά σου;» «Οάχι, σε ευχαριστωά παάντως.» «Καληά τυάχη, θα τα πας θαυμαάσια.» Με διαβεβαιωάνει και με φιλαάξαναά. Τον ευχαριστωά μαζευάω τα πραάγματαά μου και φευάγω αποά τοδωμαάτιο. Αυτοά το πρωιάτελικαά ηάταν υπεάροχο παραά το ξυπνητηάρι μου που χτυάπησεδεάκα λεπταά αργοάτερα. Ηδιαδρομηά ειάναι γρηάγορη και προφανωάς δεν υπαάρχει καμιάακιάνηση ηά ατυχηάματα. Οάτανμπαιάνω στο χωάρο του παρκινγκ, πηγαιάνω στην μπροστινηάσειραά και κοιτωά την ωάρα.Ειάναι μοάλις οκτωά και μισηά, αποφασιάζω να τηλεφωνηάσωστον Χαάρρυ για να περαάσει ηωάρα. «Ειάσαι καλαά;» Λεάει αποά την αάλλη γραμμηά.
371
«Ναι, εάφτασα ηάδη.» Του λεάω. Μπορωά να φανταστωά την αυταάρεσκηεάκφρασηά του. «Στο ειάπα, θα εάπρεπε να ειάχες μειάνει δεάκα ακοάμη λεπταά θαμπορουάσες να ειάχεςευχαριστηάσει και εμεάνα.» Λεάει και εγωά γελαάω. «Παάντα τοάσο ανωάμαλος, ακοάμα και τοάσο νωριάς το πρωιά.»Χαζογελαάω. « Ναι, εάχω απλαά το ρυθμοά μου.» «Δεν θα διαφωνηάσω σε αυτοά.» Συνεχιάσαμε να πειραάζουμε ο εάνας τοναάλλον γιατην εάλλειψη αγνοάτηταάς του μεάχρι που κλειάσαμε το τηλεάφωνο καθωάς ειάναιη ωάρα ναμπω μεάσα. Κατευθυάνομαι στο τελευταιάο οάροφο οάπου ειάναι το γραφειάο τουΚριάστιανΒανς και λεάω στην κοπεάλα που ειάναι στην υποδοχηά το οάνομαά μου. Αυτηάσηκωάνει τοτηλεάφωνοά της και μερικαά λεπταά μεταά το κλειάνει και μου διάνει εάνατεραάστιοχαμοάγελο. «Ο κυάριος Βανς θα ηάθελε να εάρθει ο ιάδιος εδωά, θα σεσυναντηάσει σε λιάγαδευτεροάλεπτα.» Χαμογελαάει. «Κυάρια Γιαάνγκ.!» Με χαιρεταά. Φοραάει κουστουάμι, και νιωάθωαάνετα και ευτυχηάςπου ντυάθηκα επαγγελματικαά. Κραταά εάναν χοντροά φαάκελο καάτω αποάτο χεάρι του. «Γεια σας κυάριε Βανς.» Χαμογελαάω και τεντωάνω το χεάρι μου γιαχειραψιάα. «Φωάναζε με Κριάστιαν. Θα σου δειάξω το γραφειάο σου. «Γραφειάο;» Λεάω γρηάγορα «Ναι, θα εάχεις το δικοά σου γραφειάο, δεν ειάναι τιάποτα τοιδιαιάτερο αλλαά θαχρειαστειάς το δικοά σου χωάρο.» Χαμογελαάει. Ουαάου. Δεν περιάμενανα παάρω ουάτε εάναθρανιάο, ποάσο μαάλλον εάνα γραφειάο. Περπαταά πολυά γρηάγορα, καάνωπροσπαάθεια για νατον ακολουθηάσω με τα τακουάνια μου. «Θα ετοιμαάσουμε τα χαρτιαά οάταν φταάσουμε στο γραφειάο.»Στριάβει αριστεραά σεεάνα διαάδρομο γεμαάτο με μικραά γραφειάα. «Εδωά ειάμαστε.» Λεάει. Υπαάρχει μια μαυάρη πινακιάδα με το οάνομαάμου γραμμεάνο μεμεγαάλα αάσπρα γραάμματα διάπλα αποά την ποάρτα. Θα πρεάπει ναονειρευάομαι. Το γραφειάοειάναι οάσο μεγαάλο ειάναι και το δωμαάτιοά μου, ο κυάριοςΒανς και εγωά εάχουμεδιαφορετικηά ιδεάα για το “μικροά”. Υπαάρχει εάνα μεσαιάουμεγεάθους θρανιάο αποάκερασιαά, δυάο γεμαάτα ντουλαάπια, δυάο καρεάκλες, μιαβιβλιοθηάκη, και εάναςυπολογιστηάς στο δωμαάτιο. Καάθεται μπροσταά αποά το θρανιάοοποάτε εγωά καάθομαι πιάσωαποά αυτοά. Θα παάρει λιάγο καιροά να συνηθιάσω πως αυτοά ειάναιτο δικοά μου γραφειάο.
372
«Λοιποάν κυριάα Γιανγκ, ας δουάμε τι περιλαμβαάνουν οι υποχρεωάσειςσου.» Λεάει.«Θα πρεάπει να διαβαάζεις τουλαάχιστον δυάο χειροάγραφα την εβδομαάδα, ανειάναι καλαάτοάτε θα τα στεάλνεις σε εμεάνα. Αν δεν αξιάζει να τα κοιταάξω, θα ταπεταάς.» Τοστοάμα μου ανοιάγει. Η πρακτικηά ειάναι πραγματικαά εάνα οάνειρο πουπραγματοποιειάτε.Θα πληρωάνομαι και θα παιάρνω εάξτρα βαθμουάς για το κολεάγιο γιανα διαβαάζω. «Θα αρχιάσεις με πεντακοάσια την εβδομαάδα, και αν τα πας καλαάμεταά αποάενενηάντα μεάρες αυταά θα αυξηθουάν.» Μου λεάει. Πεντακοάσια την εβδομαάδα! Αυταά ειάναιπολυά περισσοάτερα αποά οάσα περιάμενα. Αυταά ειάναι αρκεταά λεφταά για νααγοραάσω τοδικοά μου διαμεάρισμα. «Σας ευχαριστωά τοάσο πολυά, ειάναι οάλα πολυά παραπαάνω αποά οάσαπεριάμενα.» Τουλεάω. Ανυπομονωά να τηλεφωνηάσω στον Χαάρρυ και να του πω για οάλααυταά. «Ειάναι ευχαριάστηση μου, ξεάρω πολυά καλαά πως δουλευάεις σκληραά.Ιάσως μπορειάς ναπεις στο Χαάρρυ ποάσο ωραιάα ειάναι ωάστε να εάρθει να δουλεάψει ξαναάγια εμεάνα.»Γελαάει. «Τι;» «Στον Χαάρρυ, δουάλευε για εμαάς πριν τον παάρει η Portland Independent. Αάρχισεωςπρακτικηά εδωά πεάρυσι αλλαά τον προσεάλαβα γρηάγορα και δουάλευε αποά το σπιάτι,εάλεγεπως δεν του αάρεσε η οάλη η ιδεάα με τα γραφειάα. Φανταάσου.» Χαμογελαάει. «Αλλαάτουπροάσφεραν περισσοάτερα λεφταά οποάτε μας αάφησε, δουλευάει ακοάμα αποά τοσπιάτιπαάντως.» Φτιαάχνει το ρολοάι του. «Θα προσπαθηάσω να του το πω.» Γελαάω νευρικαά. Δεν ειάχα ιδεάαπως ειάχε δουλειαά.Δεν μου την ειάχε αναφεάρει ποτεά. «Ας ξεμπερδεάψουμε και με αυταά τα χαρτιαά.» Γλιστραά το φαάκελοστο θρανιάο. Μεταάαποά τριαάντα λεπταά γεμαάτα “υπεάγραψε εδωά” και “τα αρχικαά σουεδωά.” Τελειάωσαεπιτεάλους με το φαάκελο.
«Ειάσαι ελευάθερη να διακοσμηάσεις το γραφειάο σου οάπως θες, οάσοειάναι καταάλληλοφυσικαά.» Γελαάει. «Θα σε αφηάσω να εξασκηθειάς με τον υπολογιστηάσου, σιγουρεάψουπως το οάνομα χρηάστη σου και ο κωδικοάς σου σε αφηάνουν να μπειςστο συάστημα καιμεταά ειάσαι εάτοιμη να φυάγεις για σηάμερα. Θα σε δω ξαναά εδωάαυάριο.» Λεάει και φευάγει,κλειάνοντας την ποάρτα πιάσω του. Δεν μπορωά να κρατηάσωτην τσιριάδα μου καιστριφογυριάζω τον εαυτοά μου στην καρεάκλα μου, στο θρανιάο μου,στο καινουάριο μουγραφειάο.
373
Chapter 80 Οάταν επιστρεάφω στο αυτοκιάνητοά μου μεταά αποά την καλυάτερη πρωάτη μεάρα δουλειαάς, τηλεφωνωά στον Χαάρρυ αλλαά δεν απανταά. Θεάλω να του πω ποάσο υπεάροχο ηάταν το πρωινοά μου και να τον ρωτηάσω γιατιά δεν μου ειάχε πει πως εάχει δουλειαά ηά πως δουάλευε στην εταιριάα Βαάνς. Οάταν φταάνω στην Πανεπιστημιουάπολη ειάναι μοάλις μιάα, εάχω οάλη τη μεάρα ελευάθερη χωριάς να ξεάρω τι να καάνω. Θα μπορουάσα να παάω στις ταάξεις μου αλλαά παιάρνω ηάδη βαθμουάς επιπλεάον και υποτιάθεται πως θα ασχολουάμουν με την πρακτικηά μου μεάχρι τις εφταά. Κατεάληξα να παάω στο εμπορικοά και να περπαταάω τριγυάρω , αφουά μπηάκα και βγηάκα σε σχεδοάν οάλα τα μαγαζιαά, μπαιάνω στο Nordstrom. Υποθεάτω θα μπορουάσα να χρησιμοποιηάσω καάποια παραπαάνω συνολαάκια για την πρακτικηά μου. Η αναάμνηση εμεάνα και του Χαάρρυ στον καθρεάπτη το πρωιά περναά αποά το μυαλοά μου, θα μπορουάσα επιάσης να χρησιμοποιηάσω και καάποια καινουάρια εσωάρουχα. Αυταά που ηάδη εάχω ειάναι τοάσο απλαά και τα εάχω για αρκετοά καιροά, τον Χαάρρυ δεν φαιάνεται να τον πειραάζει αλλαά θεάλω πολυά να δω το προάσωποά του αν βγαάλω το μπλουζαάκι μου και φοραάω εάνα σουτιεάν που δεν ειάναι σκεάτο παλιοά μαυάρο ηά αάσπρο. Ψαάχνω στα ραάφια και βριάσκω μερικαά ζευγαάρια εσωάρουχα. Το αγαπημεάνο μου ειάναι εάνα απαλοά ροζ που ειάναι σχεδοάν ολοάκληρο φτιαγμεάνο με δαντεάλα. Βγαάζοντας το μοάνο του αποά το ραάφι με καάνει να κοκκινιάζω, αλλαά μου αρεάσει στα αληάθεια. Μια γυναιάκα με σγουραά μαλλιαά και υπερβολικοά κοάκκινο κραγιοάν εάρχεται προς το μεάρος μου για να με βοηθηάσει. «Οριάστε, τι λες για αυτοά;» Λεάει και κραταά καάτι που μοιαάζει με εάναν σωροά αποά κορδοάνια σε κρεμαάστρα. «Αμμ…. Δεν ειάναι του στυλ μου.» Της λεάω και κοιτωά το παάτωμα. « Βλεάπω πως προτιμαάς το κανονικοά εσωάρουχο;» Ρωταάει. Για ποιοά λοάγο πρεάπει να συζητηάσει τις επιλογεάς μου στα εσωάρουχα; Αυτοά δεν θα μπορουάσε να ειάναι πιο εξευτελιστικοά. «Θα πρεάπει να δοκιμαάσεις το σεάξι αγοριάστικο στυλ, ειάναι σεάξι χωριάς να γιάνεται υπερβολικαά σεάξι.» Λεάει και κραταά ψηλαά το ιάδιο ανοιχτοά ροζ σετ που κραταάω και εγωά, μοάνο που το καάτω μεάρος ειάναι φτιαγμεάνο διαφορετικαά. Αγοριάστικο σορτσαάκι. Δεν με ενδιεάφερε ποτεά τοάσο πολυά για τα εσωάρουχαά μου επειδηά κανεάνας δεν τα ειάχε δει, ποιος ηάξερε πως αυτοά θα ηάταν τοάσο εξευτελιστικοά και περιάπλοκο.
374
«Ενταάξει.» Δεάχομαι και αυτηά βγαάζει μερικαά ακοάμα αποά το ραάφι, οάλα αάσπρα, μαυάρα και κοάκκινα σεταάκια. Το κοάκκινο ειάναι καάπως σοκαριστικοά για εμεάνα αλλαά πρεάπει να παραδεχτωά πως ειάναι ενδιαφεάρον. Τα μαυάρα και τα αάσπρα δειάχνουν πιο εξωτικαά αποά τις συνηθισμεάνες μου επιλογεάς επειδηά ειάναι φτιαγμεάνα αποά δαντεάλα. «Απλαά δοκιάμασεά τα, εάχουν οάλα ακριβωάς το ιάδιο στυλ.» Χαμογελαάει. Γνεάφω και τα παιάρνω αποά αυτηά, ελπιάζοντας οάτι αν απομακρυνθωά δεν θα με ακολουθηάσει. Χαιάρομαι που δεν το καάνει. Βριάσκω μερικαά φορεάματα οάπως και εάνα ζευγαάρι βολικεάς μπαλαριάνες. Χρειαάζεται να ζητηάσω αποά τον ταμιάα να επαναλαάβει τρειάς φορεάς τον τελικοά μου λογαριασμοά πριν τελικαά πληρωάσω. Τα φανταχτεραά εσωάρουχα ειάναι πολυά πιο ακριβαά αποά οάτι περιάμενα. Το καλοά που του θεάλω να αρεάσουν στον Χαάρρυ. Οάταν φταάνω στο δωμαάτιο η Στεφ δεν ειάναι εκειά και δεν εάχω νεάα του Χαάρρυ οποάτε αποφασιάζω να παάρω εάναν υπναάκο. Τα νεάα μου ρουάχα εάχουν μπει στην αάκρη και σβηάνω το διακοάπτη του φωτοάς. Ξυπνωά αποά τον ηάχο ενοάς τηλεφωάνου να χτυπαά, ο ηάχος δεν ειάναι οικειάος. Ο Χαάρρυ. Γυριάζω πλευροά και ανοιάγω τα μαάτια μου. Οάπως ηάμουν σιάγουρη ο Χαάρρυ καάθετε στην καρεάκλα και εάχει τα ποάδια του στην ντουλαάπα της Στεφ. «Ειάχες καλοάν υάπνο;» Ρωταάει με εάνα χαμοάγελο. «Ναι, βασικαά. Πως μπηάκες εδωά;» Τριάβω τα μαάτια μου. «Πηάρα πιάσω το κλειδιά μου αποά τη Στεφ.» Απανταάει. «Oh. Ποάση ωάρα ειάσαι εδωά;» «Περιάπου τριαάντα λεπταά. Πως ηάταν η μεάρα σου στην εταιριάα Vance; Δεν ηάξερα πως θα ηάσουν κιοάλας πιάσω, ειάναι μοάλις εάξι. Αλλαά να σαι εδωά, κοιμαάσαι και ροχαλιάζεις οάποτε θα πρεάπει να ηάταν μεγαάλη μεάρα.» Γελαάει. Σηκωάνομαι στηριζοάμενη στους αγκωάνες μου και τον κοιταάω. «Ηάταν υπεάροχα. Πηάρα το δικοά μου γραφειάο, δεν μπορωά να το πιστεάψω. Εάχω θρανιάο και μια βιβλιοθηάκη! Και το οάνομαά μου ειάναι στον τοιάχο, ειάναι θαυμαάσιο. Θα βγαάζω πολυά περισσοάτερα λεφταά αποά οάτι πιάστευα μοάνο για να διαβαάζω χειροάγραφα, ποάσο τεάλειο ειάναι αυτοά; Απλαά φοβαάμαι πως θα τα καάνω σαλαάτα με καάποιον τροάπο επειδηά ειάναι τοάσο υπεάροχα, ξεάρεις;» Πολυλογωά. «Ουαάου, Ο Βανς πρεάπει να σε συμπαθειά.» Σηκωάνει εάνα του φρυάδι. «Αλλαά θα τα πας μια χαραά, μην ανησυχειάς.» «Ειάπε πως δουάλευες εκειά.» Του λεάω.
375
«Φυσικαά και το ειάπε.» «Γιατιά δεν μου το ειάπες; Ηά οάτι εάχεις δουλειαά τωάρα; Ποάτε βριάσκεις χροάνο για να δουλεάψεις;» «Εάχεις παάντα τοάσες πολλεάς ερωτηάσεις.» Περναά τα χεάρια του στα μαλλιαά του. «Αλλαά θα τις απαντηάσω.» Προσθεάτει. « Δεν σου το ειάπε επειδηά, λοιποάν δεν ξεάρω ακριβωάς γιατιά. Και βριάσκω χροάνο να δουλευάω, οάταν δεν ειάμαι μαζιά σου βριάσκω χροάνο.» «Oh, ο κυάριος Βανς ειάπε πως θεάλει να δουλεάψεις ξαναά γι αυτοάν.» Καάθομαι σταυροποάδι απεάναντιά του. «Ειάμαι σιάγουρος οάτι θεάλει αλλαά οάχι ευχαριστωά. Βγαάζω τα τριπλαάσια αποά οάτι εάβγαζα εκειά και εάχω λιγοάτερη δουλειαά.» Καυχιεάται και εγωά στριφογυριάζω τα μαάτια μου. «Πες μου για τη δουλειαά σου. Τι ακριβωάς καάνεις;» «Διαβαάζω χειροάγραφα, τα διορθωάνω. Το ιάδιο που θα καάνεις και εσυά αλλαά πιο λεπτομερωάς.» Ανασηκωάνει τους ωάμους. «Oh, σου αρεάσει;» «Ναι, Τεάσσα, μου αρεάσει.» Ο τοάνος του ειάναι λιάγο αποάτομος. «Αυτοά ειάναι καλοά. Θες να δουλεάψεις για την Portland Independent οάταν θα αποφοιτηάσεις;» «Δεν ξεάρω τι θεάλω να καάνω.» Στριφογυριάζει τα μαάτια του. «Ειάπα τιάποτα κακοά;» Ρωταάω. «Οάχι, απλαά τα ρωταάς τοάσα πολλαά οάλη την ωάρα.» «Τι;» Το λεάει σαρκαστικαά ηά σοβαραά; «Δεν χρειαάζεται να ξεάρεις καάθε λεπτομεάρεια της ζωηάς μου.» Λεάει αποάτομα. «Απλαά ανοιάγω συζηάτηση, μια απληά συζηάτηση για το τι καάνεις στη δουλειαά σου.» Υπερασπιάζομαι τον εαυτοά μου. «Αυταά ειάναι απλαά φυσιολογικαά πραάγματα που θα πρεάπει να μπορουάμε να συζηταάμε οποάτε συγνωάμη που ενδιαφεάρθηκα για την καθημερινοάτηταά σου.»
376
Δεν λεάει τιάποτα. Ποιο στο καλοά ειάναι το προάβλημαά του; Ειάχα μια υπεάροχη μεάρα και το τελευταιάο πραάγμα που θεάλω ειάναι να μαλωάσω μαζιά του. Ριάχνω την προσοχηά μου στο ταβαάνι και μεάνω και εγωά σιωπηληά. Υπαάρχουν ενενηάντα πεάντε ταμπλοά στο ταβαάνι μου και σαραάντα βιάδες που τα κρατουάν ενωμεάνα. «Πρεάπει να καάνω εάνα μπαάνιο.» Λεάω τελικαά. «Πηάγαινε λοιποάν.» Ξεφυσαάει. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου και πιαάνω την τσαάντα του μπαάνιου. «Ξεάρεις, νοάμιζα πως το ειάχαμε ξεπεραάσει αυτοά, το οάτι ειάσαι κοάπανος χωριάς κανεάναν λοάγο;» Λεάω και βγαιάνω αποά το δωμαάτιο. Παιάρνω το χροάνο μου στο μπαάνιο, ξυριάζοντας και ξαναά-ξυριάζοντας τα ποάδια μου για το φοάρεμα που αγοάρασα για να φορεάσω αυάριο την πρωάτη μου κανονικηά μεάρα στην εταιριάα Vance. Πραγματικαά ευάχομαι ο Χαάρρυ να μην ηάταν τοάσο αγενηάς. Το μοάνο που εάκανα ηάταν να τον ρωτηάσω για τι δουλειάα που δεν μου ειάχε πει, θα εάπρεπε να μπορουάσα να του μιλαάω για καάτι τεάτοιο. Νιωάθω σαν να υπαάρχουν τοάσα πολλαά γι αυτοάν που δεν ξεάρω και αυτοά με καάνει να νιωάθω πολυά αάβολα. Οάταν επιστρεάφω στο δωμαάτιοά μου, ειάναι αάδειο.
377
Chapter 81 Ειάμαι παραπαάνω αποά ενοχλημεάνη με την καθοάλου απαραιάτητη συμπεριφοραά του Χαάρρυ αλλαά δεν περιάμενα να φυάγει και τωάρα που το εάκανε ευάχομαι να τον ειάχα πειάσει να μου μιληάσει για το τι τον ενοάχλησε. Ειάμαι τοάσο πεισματαάρα οάσο και αυτοάς καάποιες φορεάς. Ξεπλεάκω τα βρεγμεάνα μου μαλλιαά και φοραάω το ανοιχτοά ροζ εσωάρουχο που αγοάρασα σηάμερα. Περνωά εάνα κοντομαάνικο μπλουζαάκι αποά παάνω και κοιτωά τα πραάγματαά μου για αυάριο. Το μοάνο που μπορωά να σκεφτωά ειάναι που πηάγε ο Χαάρρυ, ξεάρω οάτι ειάμαι υπερβολικηά και λιάγο τρεληά αλλαά δεν μπορωά να το ελεάγξω. Ελπιάζω να μην ειάναι με τη Μοάλλυ. Ενωά σκεάφτομαι για το αν θα τηλεφωνηάσω στο Χαάρρυ ηά οάχι, μου εάρχεται εάνα μηάνυμα αποά τη Στεφ που λεάει πως δεν θα γυριάσει στο δωμαάτιο αποάψε. Πιθανοάτατα να μετακομιάσει κιοάλας με τον Τριάσταν και το Ναάιαλ, μεάνει εκειά πεάντε βραάδια την εβδομαάδα και ο Τριάσταν την λατρευάει στα σιάγουρα. Λογικαά της ειάπε για τη δουλειαά του στο δευάτερο τους ραντεβουά και μαάλλον δεν της μιάλησε αποάτομα ουάτε εάφυγε χωριάς λοάγο. «Τυχερηά Στεφ.» Λεάω στον εαυτοά μου και πιαάνω το χειριστηάριο για την τηλεοάραση, τα δαάκτυλα μου παταάνε αφηρημεάνα τα κουμπιαά και τελικαά το αφηάνω σε μια επαναάληψη αποά τα Φιλαραάκια που εάχω δει τουλαάχιστον εκατοά φορεάς. Δεν μπορωά να θυμηθωά την τελευταιάα φοραά που απλαά ειάδα τηλεοάραση, συνηάθως περνουάσα το χροάνο μου με τον Χαάρρυ, διαβαάζοντας για το σχολειάο, ηά διαβαάζοντας τα λογοτεχνικαά μου. Ειάναι ωραιάο το να ξαπλωάνεις απλαά στο κρεβαάτι και να βλεάπεις μια απληά κωμωδιάα, για να ξεφυάγεις αποά τον χωριάς νοάημα καυγαά με το Χαάρρυ. Μεταά αποά μερικαά επεισοάδια, νιωάθω τα μαάτια μου να κλειάνουν. Ενωά νυσταάζω ο θυμοάς μου για μια στιγμηά εξαφανιάζεται και στεάλνω καληνυάχτα στο Χαάρρυ, δεν μου απανταάει πριν με παάρει ο υάπνος.
378
«Να παάρει.» Εάνας δυνατοάς γδουάπος με ξυπναά. Πεταάγομαι παάνω και ανοιάγω τη λαάμπα για να βρω εάνα Χαάρρυ που παραπαταάει να προσπαθειά να βρει το δροάμο του στο σκοτεινοά δωμαάτιο. «Τι καάνεις;» Τον ρωταάω. Οάταν σηκωάνει το κεφαάλι του να με κοιταάξει τα μαάτια του ειάναι κοάκκινα και γυαλιστεραά. Ειάναι μεθυσμεάνος. Υπεάροχα.
«Ηάρθα να σε δω.» Λεάει και καάθεται ατσουάμπαλα στην καρεάκλα. «Γιατιά;» Μουρμουριάζω. Τον θεάλω εδωά αλλαά οάχι μεθυσμεάνο στις δυάο το πρωιά. «Επειδηά μου εάλειψες.»
«Τοάτε γιατιά εάφυγες;» «Επειδηά με εκνευάριζες.» Αάουτς «Παάω ξαναά για υάπνο, ειάσαι μεθυσμεάνος και προφανωάς θα ειάσαι κακοάς ξαναά.» «Δεν ειάμαι κακοάς Τεάσσα. Και δεν ειάμαι μεθυσμεάνος, ενταάξει ειάμαι αλλαά και λοιποάν;» «Δεν με νοιαάζει που ειάσαι μεθυσμεάνος αλλαά αυάριο εάχω σχολειάο και χρειαάζομαι τον υάπνο μου.» Θα εάμενα ξυάπνια μαζιά του οάλο το βραάδυ αν ηάξερα πως δεν θα εάλεγε αάσχημα πραάγματα για εμεάνα οάλη την ωάρα. «Αυέριο έέχω σχολέιέο.»Με κοροιϊδευάει. «Μπορειάς να ειάσαι περισσοάτερο φυτοά;» Γελαάει. «Καλυάτερα απλαά να φυάγεις.» Λεάω και ξαπλωάνω ξαναά. Γυριάζω ωάστε να κοιταάω τον τοιάχο. Δεν μου αρεάσει αυτοάς ο Χαάρρυ, εγωά θεάλω τον σχεδοάν-γλυκοά Χαάρρυ πιάσω. Οάχι αυτοάς το μεθυσμεάνο κοάπανο που παραπαταά στο δωμαάτιοά μου στις δυάο το πρωιά. «Οοο μωροά μου, μην μου θυμωάνεις.» Λεάει αλλαά τον αγνοωά. « Θες στα αληάθεια να φυάγω; Ξεάρεις τι συμβαιάνει οάταν δεν κοιμαάμαι μαζιά σου.» Σχεδοάν ψιθυριάζει. Η καρδιαά μου λιωάνει. Ξεάρω τι συμβαιάνει οάταν κοιμαάται χωριάς εμεάνα αλλαά δεν ειάναι διάκαιο να το χρησιμοποιειά εναντιάον μου οάταν ειάναι μεθυσμεάνος και με κοροιϊδευάει. «Καλαά. Μπορειάς να μειάνεις αλλαά εγωά παάω για υάπνο.»
379
«Γιατιά; Δεν θες να περαάσεις χροάνο μαζιά μου;» «Ειάσαι μεθυσμεάνος και γιάνεσαι κακοάς.» Γυρνωά τελικαά για να τον αντικριάσω. «Δεν γιάνομαι κακοάς, το μοάνο που ειάπα ειάναι οάτι ηάσουν εκνευριστικηά.» Η εάκφρασηά του ειάναι ουδεάτερη. «Αυτοά ειάναι καάπως κακοά να το λες σε καάποιον. Ειδικαά οάταν το μοάνο που εάκανα ηάταν να σε ρωτηάσω για τη δουλειαά σου.» «Oh Θεεά μου, οάχι παάλι αυτοά. Εάλα Τεάσσα, απλαά παραάτα το. Δεν θεάλω να μιληάσω γι αυτοά τωάρα.» Η φωνηά του ειάναι σαν κλαψουάρισμα και τραυλιάζει τις λεάξεις. «Για ποιο λοάγο ηάπιες σηάμερα;» Δεν με νοιαάζει που πιάνει, δεν ειάμαι η μητεάρα του και αυτοάς ειάναι ενηάλικας. Αυτοά που με νοιαάζει ειάναι πως καάθε φοραά εάχει καάποιον λοάγο που πιάνει. Δεν πιάνει απλαά για πλαάκα. Κοιταά μακριαά αποά εμεάνα προς την ποάρτα σαν να ετοιμαάζει καάποιο σχεάδιο διαφυγηάς. «Εγωά… Δεν ξεάρω. Απλαά εάνιωθα πως ηάθελα εάνα ποτοά…. Λοιποάν καάποια ποταά. Μπορειάς σε παρακαλωά να σταματηάσεις να μου ειάσαι θυμωμεάνη; Σε αγαπαάω.» Λεάει και φεάρνει τα μαάτια του να συναντηάσουν τα δικαά μου. Τα απλαά του αυταά λοάγια ηρεμουάν τον περισσοάτερο αποά το θυμοά μου και πιαάνω τον εαυτοά μου να θεάλει τα χεάρια του γυάρω μου. «Δεν ειάμαι θυμωμεάνη. Απλαά δεν θεάλω να καάνουμε βηάματα πιάσω στη σχεάση μας. Δεν μου αρεάσει οάταν μου επιτιάθεσαι χωριάς λοάγο και μεταά απλαά εάφυγες. Αν ειάσαι θυμωμεάνος για καάτι θεάλω να μου μιλαάς γι αυτοά.» «Απλαά δεν σου αρεάσει οάταν δεν εάχεις τον εάλεγχο για τα παάντα.» Λεάει. «Συγνωάμη;» «Ειάσαι υπερβολικηά με τον εάλεγχο.» Ανασηκωάνει τους ωάμους του λες και ειάναι καάτι γνωστοά. «Οάχι δεν ειάμαι. Απλαά μου αρεάσει να πηγαιάνουν τα πραάγματα με εάναν συγκεκριμεάνο τροάπο.» «Ναι, με τον δικοά σου τροάπο.» «Οποάτε δεν τελειωάσαμε με το να τσακωνοάμαστε; Καάτι αάλλο που θες να μου πεταάξεις οάσο ειάμαστε εδωά;» Λεάω αποάτομα.
380
«Οάχι, απλαά οάτι ειάσαι υπερβολικηά με τον εάλεγχο και πως πραγματικαά θεάλω να μετακομιάσεις μαζιά μου.» Λεάει. Τι; Οι διαθεάσεις μου προκαλουάν στην κυριολεξιάα πονοκεάφαλο. «Θα πρεάπει να μετακομιάσεις μαζιά μου. Βρηάκα εάνα διαμεάρισμα σηάμερα. Δεν εάχω υπογραάψει τιάποτα ακοάμα αλλαά εάνα ωραιάο μεάρος.» «Ποάτε;» Ειάναι δυάσκολο να προλαβαιάνεις τις πεάντε προσωπικοάτητες του Χαάρρυ Σταάιλς. «Αφουά εάφυγα αποά εδωά.» «Πριν μεθυάσεις;» Ρωταάω. Αυτοάς στριφογυριάζει τα μαάτια του. Το φως αποά την λαάμπα χτυπαά στο μεάταλλο αποά το σκουλαριάκι του στο φρυάδι, αγνοωά ποάσο ελκυστικοά ειάναι αυτοά. «Ναι, πριν μεθυάσω. Οποάτε τι λες; Θα μετακομιάσεις μαζιά μου;» «Ξεάρω πως ειάσαι καινουάριος σε οάλο το θεάμα με τις σχεάσεις, αλλαά οι αάνθρωποι συνηάθως δεν προσβαάλουν τα κοριάτσια τους και τους ζητουάν να μετακομιάσουν μαζιά τους στην ιάδια προάταση.» Του λεάω, μασωάντας το καάτω χειάλος μου για να κρυάψω το χαμοάγελοά μου. «Λοιποάν καάποιες φορεάς η υποτιθεάμενη κοπεάλα χρειαάζεται να ηρεμηάσει.» Χαμογελαάει ειρωνικαά. Ακοάμα και οάταν ειάναι μεθυσμεάνος και γοητευτικοάς οάσο τιάποτα. «Λοιποάν τοάτε, το υποτιθεάμενο αγοάρι χρειαάζεται να σταματηάσει να ειάναι κοάπανος.» Αντεπιτιάθεμαι. Γελαάει και μετακινειάτε αποά την καρεάκλα στο κρεβαάτι. «Προσπαθωά να μην ειάμαι κοάπανος, στα αληάθεια. Καάποιες φορεάς δεν μπορωά να το συγκρατηάσω.» Καάθεται στην αάκρη του κρεβατιουά. «Το ξεάρω.» Αναστεναάζω. Αάσχετα με το αποψινοά επεισοάδιο στα αληάθεια εάχει προσπαθηάσει να ειάναι πιο καλοάς με εμεάνα, το να ειάναι κοάπανος του βγαιάνει φυσικαά. Δεν θεάλω να τον δικαιολογηάσω αλλαά τα εάχει παάει πολυά καλυάτερα αποά οάτι περιάμενα. «Οποάτε θα μετακομιάσεις μαζιά μου;» Χαμογελαάει. «Χριστεά μου, ας καάνουμε εάνα βηάμα τη φοραά, θα σταματηάσω να σου ειάμαι θυμωμεάνη προς το παροάν.» Του λεάω και σηκωάνομαι.
381
«Τωάρα εάλα στο κρεβαάτι μαζιά μου.» Τον καθοδηγωά. Γνεάφει και σηκωάνεται για να βγαάλει το τζιν του. Οάταν βγαάζει το μπλουζαάκι του το διάνει σε εμεάνα. Μου αρεάσει που θεάλει να φοραάω τα βρωάμικα ρουάχα τοάσο οάσο το θεάλω και εγωά. «Βαάλε το τζιν στην ντουλαάπα παρακαλωά.» Ζηταάω και αυτοάς σηκωάνει το εάνα του φρυάδι σαν να λεάει«Βλέέπέις, υπέρβολικηέ μέ τον έέλέγχο.» Καθωάς γυριάζει αποά την αάλλη, βγαάζω το μπλουζαάκι μου για να φορεάσω το δικοά του. «Γαμωάτο» λεάει δυναταά και κοιταάζω ψηλαά. «Τι φοραάς?» τα μαάτια του γιάνονται σκοτειναά και διαστεάλλονται. «Εγωά…σηάμερα αγοάρασα μερικαά νεάα εσωάρουχα» κοκκινιάζω και κοιταάζω αλλουά. «Το βλεάπω αυτοά.Βγαάλε το μπλουζαάκι» με προσταάζει. Με τρεμοάμενα δαάχτυλα σηκωάνω ξαναά την μπλουάζα και την ακουμπαάω στο κρεβαάτι. «Γαμωάτο» επαναλαμβαάνει. «Το ξαναειάπες αυτοά» χαζογελαάω. Τα μαάτια του Χαάρρυ λαμποκοπουάν στο φως, και εμεάνα αυτοά επιδραά σε οάλο μου το δεάρμα που ανατριχιαάζει. «Δειάχνεις υπεάροχη» ξεροκαταπιάνει. «Παάντα ειάσαι, αλλαά αυτοά ειάναι απλαά..» Το στ΄μα μου εάχει στεγνωάσει, κοιταάζω καάτω στο μποξερ του που τεντωάνεται αποά την ερχοάμενη στυάση του. Η ενεάργεια αναάμεσαά μας ξαναάλλαξε για πεάμπτη φοραά σηάμερα. «Θα σου το εάλεγα, θα στο εάδειχνα νωριάτερα αλλαά ηάσουν απασχολημεάνος με το να συμπεριφεάρεσαι ως κοάπανος.» «Μμμμμ..» Μου λεάει, προφανωάς και δεν προσεάχει αυταά που λεάω. Τοποθετειά το γοάνατο στο κρεβαάτι και με κοιταάζει ολοάκληρη αποά παάνω μεάχρι καάτω, πρωτουά σκαρφαλωάσει επαάνω μου. Τα χειάλη του εάχουν γευάση ουιάσκι και μεάντας, ο συνδιασμοάς ειάναι θεικοάς. Τα φιλιαά μας ειάναι απαλαά και παιάζουμε μεταξυά μας, καθωάς ερχοάμαστε κονταά και απομακρυνοάμαστε ξαναά, η γλωάσσα του με παιχνιδιαρικο τροάπο γλυστραάει μες την δικηά μου. Το χεάρι του τυλιάγει τα μαλλιαά μου και μπορωά να νιωάσω την στυάση του να πιεάζει εναάντια στο στομαάχι μου καθωάς μετακινειά το σωάμα του πιο κονταά μου. Αφηάνει τα μαλλιαά μου για να στηριχτειά στον αγκωάνα του και χρησιμοποιειά το αάλλο του χεάρι για να με αγγιάξει. Τα μακριαά του δαάχτυλα χαιδευουν τις γωνιες αποά το σουτιεν μου, εισχωρουν μεάσα του και ξαναάβγαιάνουν. Γλειάφει τα χειάλη του καθωάς με χουφτωάνει με τις μεγαάλες του παλαάμες, τριβωντας το στηθος μου παάνω-καάτω.
382
«Δεν μπορω να αποφασιάσω εαάν θεάλω αυτοά να μειάνει…» Ανασαιάνει. Δεν προσεάχω τι λεάει, ειάμαι μαγεμεάνη αποά το ευγενικοά του αάγγιγμα, τα ικαναά του δαάχτυλα στο δεάρμα μου. «Βγαάλτο λοιποάν» Λεάει και ξεκουμπωάνει το σουτιεάν μου, ανασηκωάνω την πλαάτη μου για εκειάνον να το βγαάλει και γρυλιάζει καθωάς ο καάβαλος του ξανακουμπαάει το στομαάχι μου. «Τι θεάλεις να καάνεις Τεάς?» Η φωνηά του ειάναι ανεξεάλεγκτη. «Σου το ειάπα ηάδη» του απαντωά καθωάς σπρωάχνει το εσωάρουχοά μου στην αάκρη. Θα ευχοάμουν να μην ειάχε πιειά αποάψε αλλαά ιάσως αυτηά η μισο-μεθυσμεάνη καταάσταση του, με καάνει να φανωά λιγοάτερο αάβολη. Φωναάζω δυναταά οάταν τα δαάχτυλαά του εισχωρουάν μεάσα μου και τυλιάγω εάνα χεάρι γυάρω αποά το δικοά του. Πλησιαάζω αναάμεσαά μας και με το αάλλο μου χεάρι τον χουφτωάνω εκειά κατωά. Βογγαάει και ζουλαάω απαλαά καθως συνεχιάζω ευγενικα να τον τριάβω. «Ειάσαι σιάγουρη?» ρωταάει. Μπορωά να δω την αβεβαιοάτητα στα καταπραάσινα μαάτια του. «Ναι, ειάμαι σιάγουρη. Σταμαάτα να το πολυσκεάφτεσαι» Εδωά και εαάν εάχουν αντιστραφει οι ροάλοι, οάταν εγωά ειάμαι αυτηά που του λεάει να μην το σκεάφτεται. «Σε αγαπαάω. Το γνωριάζεις αυτοά, σωσταά?» με ρωταάει. «Ναι» του απαντωά και ακουμπωά τα χειάλη μου στα δικαά του. «Σε αγαπωά Χαάρρυ» λεάω μες το στοάμα του. Τα δαάχτυλαά του συνεχιάζουν να μπαινοβγαιάνουν μεάσα-εάξω μου αργαά και το στοάμα του μετακινειάταιστο λαιμοά μου. Ρουφαάει το δεάρμα μου με δυάναμη, και μεταά ακουμπαάει με το γλωάσσα του για να απαλυάνει το πονεμεάνο σημειάο. Επαναλαμβαάνει την κιάνηση ξαναά και ξαναά, οάλο μου το κορμιά φλεάγεται. «Χαάρρυ..εγω..ειάμαι..» προσπαθωά να μιληάσω και γρηάγορα απομακρυάνει το χεάρι του αποά εμεάνα. Με φιλαάει καθωάς κατσουφιαάζω. Σηκωάνεται οάρθιος και τα χεάρια του πιαάνουν το εσωάρουχοά μου, κατεβαάζοντας το καάτω στα ποάδια μου. Μετακινειά και τα δυάο του χεάρια στους μηρουάς μου και ζουλαάει ελαφρωάς προτουά να φιληάσει καάτω το στομαάχι μου και να φυσηάξει την υγρασιάα μου. Το σωάμα σηκωάνεται αάθελα μου αποά το κρεβαάτι καθως η γλωάσσα του μετακινειάται πανω -καάτωμου, ενωά τα χεάρια του οάπως ειάναι τυλιγμεάνα, προσπαθουν να κρατησουν ανοιχταά τα ποάδια μου. Μεάσα σε λιάγα λεπταά τα ποάδια αρχιάζουν να τρεάμουν και αρπαάζω τα σεντοάνια, ενωά εκειάνος συνεχιάζει να με ευχαριστειά κινωάντας τηνγλωάσσα του γυάρω μου.
383
«Πες μου ποάσο ωραιάα νιωάθεις» λεάει επαάνω στο δεάρμα μου. Κοφτοιά ηάχοι ξεφευάγουν αποά τα χειάλη μου καθωάς προσπαθωά να του πω ποάσο ωραιάα με καάνει και νιωθω. Συνεχιάζει να μου λεάει βρωάμικα πραάγματα συνεχιάζοντας την πραάξη του, δημιουργωάντας ετσι εάνα υπεάροχο μοτιάβο το οποιάο το σωάμα μου τρεάμει και τα δαάχτυλαά μου λυγιάζουν. «Ειάσαι…» ξεκιναά να πει. «Σςςς…Ναι, ειάμαι σιάγουρη.» του λεάω και τον φιλαω δυναταά. Τα χεάρια μου γατζωάνουν στην πλαάτη του, προτουά να κατεβαάσουν το μποάξερ του καάτω στους γοφουάς του. Αναστεναάζει καθωάςτο εμποάδιο εξαφανιζεται και τα γυμνα μας κορμια ακουμπουν, αφηάνοντας λιάγα βογγηταά. «Τεάσσα, εγωά…» «Σςςς..» του λεάω ξαναά. Το θεάλω αυτοά περισσοάτερο αποά οτιδηάποτε και δεν θεάλω να συνεχιάσει να μιλαάει. «Μα Τεάσσα, πρεάπει να σου πω καάτι..» «Σςς. Χαάρρυ, σε παρακαλωά σταμαάτα να μιλαάς» τον ικετευάω και τον ξαναφιλαάω. Αρπαάζω την στυάση του και κουναάω το χεάρι μου πανω-κατω. Τα μαάτια του κλειάνουν και ρουφαάει μια κοφτηά αναάσα. Το εάνστικτο με καταλαμβαάνει και ο αντιάχειρας μου τριάβει την κορυφηά του, σκουπιάζω την υγρασιάα του εκειά πεάρα και νιωάθω τον παλμοά του στο χεάρι μου. «Θα τελειωάσω, εαάν το ξανακαάνεις αυτοά» αναστεναάζει. Γεάρνει προς τα πιάσω και κατεβαιάνει αποά το κρεβαάτι. Προτουά ρωτηάσω που θα παάει, βγαάζει εάνα μικροά πακεάτο αποά το τζιάν του. Ωω. Στα αληάθεια λοιπον συμβαιάνει αυτοά, το ξεάρω οάτι θα εάπρεπε να ειάμαι φοβισμεάνη ηά νευρικηά, αλλαά το μοάνο που νιωάθω αυτηά την στιγμηά ειάναι η αγαάπη του για εμεάνα και η δικηά μου αγαάπη για εκειάνον. Η αναμονηά για το τι θα επακολουθηάσει με διακατεάχει και ο χροάνος μοιαάζει να επιβραδυάνεται οάσο περιμεάνω για εκειάνον να επιστρεψει στο κρεβαάτι. Παάντα πιάστευα οάτι η πρωάτη μου φοραά θα ειάναι με τον Νοάα, στην νυάχτα του γαάμου μας. Θα ηάμασταν σε εάνα τεραάστιο κρεβαάτι σε καάποιο τροπικοά νησιά. Αλλαά, να που ειάμαι τωρα σε εάνα μικροά δωματιο μιας εστιάας, στο μικροά μου κρεβαάτι με τον Χαάρρυ και δεν θα αάλλαζα το παραμικροά.
384
Chapter 82 Εάρχεται ξαναά πιάσω στο κρεβαάτι κρατωάντας το μικροά πακεάτο. Εάχω δει προφυλακτικαά μοάνο στο μαάθημα σεξουαλικηάς αγωγηάς στο σχολειάο, εάμοιαζαν τοάσο φοβεραά τοάτε αλλαά τωάρα θεάλω να του το αρπαάξω αποά το χεάρι και να του
385
το φορεάσω. Ειάμαι ευγνωάμων που ο Χαάρρυ δεν μπορειά να ακουάσει τις αάσεμνες σκεάψεις μου, παροάλο που τα λοάγια του ειάναι πιο βρωάμικα αποά οποιαδηάποτε σκεάψη ειάχα ποτεά. «Ειάσαι..» η φωνηά του ειάναι σιγανηά. «Αάμα με ξαναρωτηάσεις αν ειάμαι σιάγουρη, θα σε δειάρω» του λεάω και χαμογελαάει. «Θα σε ρωτουάσα εαάν ηάθελες να με βοηθηάσεις να βαάλουμε το προφυλακτικοά ηά να το καάνω μοάνος μου?» γελαάει, κουνωάντας το πακεάτο μπροσταά μου. «Oh. Θεάλω να βοηθηάσω, αλλαά πρεάπει να μου δειάξεις πως οάμως.» δαγκωάνω το χειάλος μου. «Ενταάξει» Καάθεται καάτω στο κρεβαάτι και σηκωάνομαι για να καάτσω σταυροποάδι. Πλησιαάζει και με φιλαάει απαλαά στο μεάτωποά μου προτουά να παάρει το χεάρι μου στο δικοά του. Ανοιάγει το πακεάτο και του διάνω το χεάρι μου. Χαζογελαάει κουνωάντας το κεφαάλι του. «Θα σου δειάξω, με αυτοάν τον τροάπο» λεάει και χρησιμοποιειά τα ενωμεάνα χεάρια μας για να βαάλει το προφυλακτικοά αποά παάνω. Το νιωάθω να γλιστραάει στο αάγγιγμα μου. «Τωάρα το κατεβαάζουμε προς τα καάτω» μου λεάει, τα μαάγουλαά του κοκκινιάζουν. Τα μαάτια του ανοιάγουν διαάπλατα καθωάς τα χεάρια μας γλιστρουάν προς τα καάτω το προφυλακτικοά στην σκληρηά του επιφαάνεια. «Αυτοά δεν ηάταν τοάσο κακοά για εάναν μεθυσμεάνο και μια παρθεάνα» γελαάω. Μου σηκωάνει το φρυάδι του και γελαάει και αυτοάς. Ειάμαι χαρουάμενη που ειάμαστε σε παιχνιδιαάρικη διαάθεση και οάχι σε εάνταση, με καάνει λιγοάτερο νευρικηά για αυτοά που προάκειται να συμβειά. «Δεν ειάμαι μεθυσμεάνος μωροά μου, ηάπια μερικαά ποταά και οάταν ηάρθα εδωά μπορειά να ηάμουν λιάγο ζαλισμεάνος αλλαά ο τσακωμοάς μας με επανεάφερε, ως συνηάθως.» Χαμογελαάει και χαιδευάει με τον αντιάχειρα το καάτω χειάλος μου. Ειάμαι ευχαριστημεάνη αποά την απαάντηση του, δεν θεάλω να λιποθυμηάσει στην μεάση, ουάτε να ξεραάσει επαάνω μου. Γελαάω λιάγο με τις σκεάψεις μου και τον κοιταάζω ξαναά. Τα μαάτια του ειάναι καθαραά, οάχι θολαά οάπως ηάταν μιάα ωάρα νωριάτερα. «Τωάρα τι?» του λεάω πριν να σταματηάσω τον εαυτοά μου. Γελαάει, παιάρνοντας το χεάρι μου και τυλιάγοντας το γυάρω αποά την στυάση του. «Προάθυμη?» με πειραάζει και γνεάφω.
386
«Και εγωά το ιάδιο.» παραδεάχεται και κουναάω το χεάρι μου παάνω και καάτω. Μετακινειά το σωάμα του ωάστε να βριάσκεται αποά παάνω μου. Χρησιμοποιειά το γοάνατοά του για να χωριάσει τα ποάδια μου, ανοιάγοντας τα διαάπλατα και νιωάθω τα δαάχτυλαά του να με τριάβουν. Αναρωτιεάμαι εαάν θα ειάναι ευγενικοάς μαζιά μου, το ελπιάζω. «Ειάσαι μουάσκεμα οποάτε θα ειάναι πιο ευάκολο» Εισπνεάει βαθιαά. Τα χειάλη του συναντουάν τα δικαά μου και με φιλαάει αργαά, η γλωάσσα του πειραάζει την δικηά μου. Τα χειάλη του ειάναι σαν να εάχον φτιαχτειά για τα δικαά μου. Απομακρυάνεται και φιλαάει την γωνιάα του στοάματοάς μου, μεταά την μυάτη μου και ξαναά τα χειάλη μου. Τα χεάρια μου τοποθετουάνται στην πλαάτη του, σε μια κιάνηση απελπισιάας να τον φεάρω πιο κονταά μου. «Αργαά μωροά μου, πρεάπει να το παάμε αργαά» μου ψιθυριάζει. Τα χειάλη του αγγιάζουν το λοβοά του αυτιουά μου. «Θα πονεάσει, απλαά πες μου να σταματηάσω οάταν θες. Το εννοωά, ενταάξει?» λεάει με απαληά φωνηά. «Ενταάξει» ξεροκαταπιάνω. Εάχω ακουάσει οάτι το να χαάσεις την παρθενιαά σου ποναάει αλλαά δεν μπορειά να ειάναι τοάσο αάσχημο. Το ελπιάζω τουλαάχιστον. Με φιλαάει ξαναά, νιωάθω το προφυλακτικοά να με ακουμπαάει καάνοντας με να ανατριχιαάσω. Λιάγα λεπταά αργοάτερα εισχωρειά μεάσα μου, ειάναι τοάσο παραάξενο συναιάσθημα. Τα μαάτια μου κλειάνουν και ακουάω τον εαυτοά μου να αναστεναάζει. «Ειάσαι καλαά?» μου ψιθυριάζει μεάσα στο φιλιά μας. Γνεάφω και μετακινειάται ακοάμη πιο βαθιαά μου. Ταραάσσομαι αποά το τσιάμπημα που νιωάθω μεάσα μου. Ειάναι τοάσο αάσχημο οάσο λεάνε οάλοι, ιάσως χειροάτερο. «Γαμωάτο» ο Χαάρρυ βογκαάει. Το σωάμα του ακινητοποιειάται, και το αιάσθημα ειάναι υπερβολικαά αάβολο. «Μπορωά να κουνηθωά?» η φωνηά του ειάναι τοάσο βραχνηά. «Ναι» του απανταάω. Ο ποάνος συνεχιάζει αλλαά ο Χαάρρυ με φιλαάει παντουά, στα χειάλη, στα μαάγουλα, στη μυάτη, στο λαιμοά, και στα δαάκρυα που κυλουάν αποά τις γωνιάες των ματιωάν μου. Εστιαάζω την προσοχηά μου στο να σφιάγγω τα χεάρια του Χαάρρυ και στην ζεστηά του γλωάσσα στον λαιμοά μου. «Οh Θεεά μου» βογκαάει και ριάχνει πιάσω το κεφαάλι του. «Σε αγαπωά, σε αγαπωά τοάσο πολυά Τεάς» ανασαιάνει στο μαάγουλοά μου. Η χαλαρηά φωνηά του απαλυάνει λιάγο τον ποάνο μου, αλλαά ειάναι ακοάμη εκειά καθωάς οι γοφοιά του μετακινουάνται αργαά εναάντια στους δικουάς μου.
387
Θεάλω να του πω ποάσο πολυά τον αγαπωά, αλλαά φοβαάμαι οάτι αάμα μιληάσω, θα κλαάψω. «Θεάλεις να… γαμωάτο… θεάλεις να σταματηάσω?» τραυλιάζει. Μπορωά να ακουάσω την αποάλαυση και την ανησυχιάα στην φωνηά του. Κουναάω το κεφαάλι μου και τον κοιταάζω με θαυμασμοά, τα μαάτια του ειάναι ελαφρωάς κλεισταά. Το σαγοάνι του ειάναι σφιγμεάνο αποά την συγκεάντρωση και οι σκληροιά του μυάες διαστεάλλονται καάτω αποά το δεάρμα του με τα τατουαάζ. Ο ποάνος εάχει σχεδοάν εξαφανιστειά καθωάς τον βλεάπω να ξεδιπλωάνεται. Χαιδευάει το μαάγουλοά μου με τα δαάχτυλαά του και με φιλαάει ξαναά προτουά ακουμπηάσει το κεφαάλι του στο λαιμοά μου. Η αναπνοηά του ειάναι ακανοάνιστη, ζεστηά και αάγρια καάτω αποά το δεάρμα μου. Φεάρνει το προάσωπο του στο δικοά μου και ανοιάγει τα μαάτια. Θα αάντεχα τον ποάνο ξαναά και ξαναά μοάνο για να μπορεάσω να νιωάσω εάτσι, αυτηά η βαθιαά συάνδεση μαζιά του που με ταξιδευάει καάπου που δεν ηάξερα πως υπηάρχε. Το συναιάσθημα στα μαάτια του καθωάς κοιταάζει μες τα δικαά μου δημιουργειά και αάλλα δαάκρυα, με ξετυλιάγει καάνονταάς με να ξεχαστωά και μεταά με δεσμευάει παάλι πιάσω σε εκειάνον. Τον αγαπωά και ξεάρω οάτι χωριάς αμφιβολιάα με αγαπαάει και αυτοάς. Ακοάμη και εαάν δεν αντεάξουμε για παάντα, ακοάμη και εαάν καταληάξουμε να μην μιληάσουμε ξαναά, παάντα θα γνωριάζω οάτι αυτηά την στιγμηά ηάταν τα παάντα για εμεάνα. Μπορωά να καταλαάβω οάτι προσπαθειά πολυά για να ελεάγξει τον εαυτοά του, να κρατηάσει αυτοά τον αργοά ρυθμοά για χαάρη μου και τον αγαπωά ακοάμη περισσοάτερο για αυτοά. Ο χροάνος επιβραδυάνεται και σταματαά, επιταχυάνεται και σταματαά ξαναά καθωάς κινειάται μεάσα-εάξω μου. Η αλμυρηά γευάση του ιδρωάτα βριάσκεται στα χειάλη του, οάσο με φιλαάει, θεάλω και αάλλο. Φιλαάω τον λαιμοά του και το σημειάο καάτω αποά το αυτιά του που γνωριάζω οάτι τον τρελαιάνει. Ανατριχιαάζει και βογκαάει το οάνομαά μου. «Τα πας πολυά καλαά μωροά μου. Σε αγαπωά τοάσο πολυά» μου υπενθυμιάζει. Δεν με ποναάει πια αλλαά ειάναι ακοάμη αάβολο και καάθε φοραά που κινειάται μεάσα μου νιωάθω εάνα ελαφρυά τσιάμπημα. Τα χειάλη μου τοποθετουάνται στο λαιμοά του και τα χεάρια μου τραβαάνε τα μαλλιαά του. «Σε αγαπαάω Χαάρρυ» καταφεάρνω να πω. Βογκαάει και φεάρνει τα πρησμεάνα του χειάλη στα δικαά μου. «Oh μωροά μου, ειάμαι εάτοιμος να τελειωάσω. Ενταάξει?» λεάει μεάσα αποά τα δοάντια του. Γνεάφω και φιλαάω τον λαιμοά του ξαναά, ρουφωάντας απαλαά το δεάρμα του. Τα μαάτια του Χαάρρυ δεν αφηάνουν στιγμηά τα δικαά μου καθωάς τελειωάνει, μου διάνει υποσχεάσεις για παντοτινηά αγαάπη ενωά τεντωάνεται και πεάφτει ελαφραά παάνω
388
μου. Μπορωά να νιωάσω το δυνατοά ηάχο της καρδιάας του να χτυπαά εναάντια στο στηάθος μου και φιλωά την κορυφηά των υγρωάν μαλλιωάν του. Το στεάρνο του σταματαάει να χτυπαά και με σηκωάνει επαάνω, καθωάς απομακρυάνεται αποά μεάσα μου. Ταραάσσομαι με το ξαφνικοά κενοά που δημιουργειάται, ενωά βγαάζει το προφυλακτικοά και το τοποθετειά ξαναά στο χαρτιά. «Ειάσαι ενταάξει? Πως ηάταν?» τα μαάτια του ψαάχνουν το προάσωπο μου και μοιαάζει πιο ευαάλωτος απ’ οάτι νοάμιζα πως ηάταν δυνατοάν. «Ειάμαι καλαά» τον διαβεβαιωάνω. Πιεάζω τα μπουάτια μου μαζιά για να μειωάσω τον ποάνο. Μπορωά να δω το αιάμα μου στα σεντοάνια αλλαά δεν θεάλω να κουνηθωά. «Ηάταν αυτοά… που περιάμενες?» ανασηκωάνει τα μαλλιαά αποά το προάσωποά του. «Ηάταν καλυάτερο» απανταάω ειλικριναά. Ακοάμη και με τον ποάνο, η οάλη εμπειριάα ηάταν μαγικηά. Πιαάνω τον εαυτοά μου να φανταάζεται ηάδη την εποάμενη μας φοραά. «Σοβαραά?» ρωταά χαμογελωάντας. Του γνεάφω και πλησιαάζει πιο κονταά, ακουμπωάντας το μεάτωποά του στο δικοά μου. «Πως ηάταν για εσεάνα? Θα ειάναι καλυάτερα οάταν αποκτηάσω παραπαάνω.. εμπειριάα» του λεάω. Το χαμοάγελοά του ξεθωριαάζει και φεάρνει τα δαάχτυλαά του καάτω αποά το πηγουάνι μου, σηκωάνοντας το κεφαάλι μου για να τον κοιταάξω. «Μην το λες αυτοά, ηάταν υπεάροχο μωροά μου. Καλυάτερα και αποά υπεάροχο, ηάταν.. το τεάλειο.» Μου λεάει και στριφογυριάζω τα μαάτια. Ειάμαι σιάγουρη οάτι εάχει παάει με πολυά καλυάτερες κοπεάλες που ξεάρουν πρακτικαά τι να καάνουν και ποάτε να το καάνουν. Απαντωάντας τις σκεάψεις μου λεάει, «Δεν τις αγαπουάσα. Ειάναι μια τελειάως διαφορετικηά εμπειριάα οάταν αγαπαάς τον αάλλον. Ειλικριναά Τεάσσα. Ειάναι διαφορετικοά, δεν συγκριάνεται με τιάποτα. Σε παρακαλωά μην εάχεις αμφιβολιάα, και μην υποβαθμιάσεις αυτοά που μοάλις καάναμε» η φωνηά του ειάναι τοάσο απαληά και ειλικρινηάς, νιωάθω οάτι η καρδιαά μου θα λιωάσει και φιλαάω την μυάτη του. Χαμογελαάει και τυλιάγει εάνα χεάρι γυάρω αποά την μεάση μου, φεάρνονταάς με στο στεάρνο του. Μυριάζει τοάσο ωραιάα, ακοάμη και ιδρωμεάνος ειάναι η αγαπημεάνη μου μυρωδιαά του. «Ποναάς?» χαιδευάει τα μαλλιαά μου με τα δαάχτυλαά του και τυλιάγει μια τουάφα με τον δειάκτη του. «Εάτσι και εάτσι. Φοβαάμαι να σηκωθωά» γελαάω. Με αγκαλιαάζει πιο σφιχταά και φιλαάει τον ωάμο μου.
389
«Δεν ειάχα ξαναπαάει ποτεά με παρθεάνα στο παρελθοάν» λεάει σιγαναά. Τον κοιταάζω ψηλαά και τα μαάτια του ειάναι απαλαά, δεν κοροιδευάει ουάτε στο ελαάχιστο. «Oh.» Το μυαλοά μου παραάγει εκατονταάδες ερωτηάσεις για την πρωάτη του φοραά. Το ποάτε, που, με ποια και γιατιά. Αλλαά ωθωά τις σκεάψεις μακριαά, δεν την αγαπουάσε. Δεν εάχει αγαπηάσει κανεάναν εκτοάς αποά εμεάνα. Δεν με νοιαάζει πια για αυτοά, οι γυναιάκες που εάχουν περαάσει ειάναι απλαά παρελθοάν. Το μοάνο που με ενδιαφεάρει ειάναι για αυτοά τον οάμορφο αάνδρα με ελαττωάματα που μοάλις μου εάκανε εάρωτα για πρωάτη φοραά στη ζωηά μου.
Chapter 83 «Ειάσαι εάτοιμη να σηκωθειάς τωάρα;» Ο Χαάρρυ με ρωταάει τουλαάχιστον μιάα ωάρα μεταά. «Ξεάρω πως πρεάπει να σηκωθωά. Απλαά δεν θεάλω.» Του λεάω και τριάβω το μαάγουλο μου στο στηάθος του. «Δεν θεάλω να σε πιεάσω, αλλαά στα αληάθεια πρεάπει να κατουρηάσω.» Μου λεάει και εγωά γελαάω, και σηκωάνομαι αποά παάνω του και αποά το κρεβαάτι. «Ουοου.» Λεάω πριν μπορεάσω να σταματηάσω τον εαυτοά μου. «Ειάσαι καλαά;» Ρωταάει για εκατοστηά φοραά. Τεντωάνει το χεάρι του για να με βοηθηάσει να σταθωά. «Ναι, απλαά ποναάω.» Του λεάω. Ζαρωάνω οάταν βλεάπω τα σεντοάνια. «Θα τα πεταάξω εγωά αυταά.» Τραβαά τα σεντοάνια αποά το μικροά κρεβαάτι. «Οάχι εδωά μεάσα, η Στεφ θα τα δει.» «Ενταάξει; Τοάτε πουά;» Μετατοπιάζεις το βαάρος στα ποάδια του. Θα πρεάπει να κρατιεάται εδωά και ωάρα. «Δεν ξεάρω… μπορειάς να τα πεταάξεις σε κανεάναν καάδο ηά καάτι τεάτοιο οάταν θα φυάγεις;»
390
«Ποιος ειάπε πως θα φυάγω; Λοιποάν τι, κοιμαάσαι μαζιά μου και μεταά με διωάχνεις;» Τα ματιαά του λαάμπουν αποά ενθουσιασμοά. Πιαάνει το τζιν και το εσωάρουχοά του αποά το παάτωμα και τα φοραάει. Εγωά πιαάνω το μπλουζαάκι του και του το διάνω. «Απλαά πηάγαινε να κατουρηάσεις, παάρε τα σεντοάνια μαζιά σου για καάλο και για κακοά.» Δεν ξεάρω γιατιά ανησυχωά τοάσο πολυά, αλλαά το τελευταιάο που θεάλω ειάναι τη Στεφ να με βασανιάζει να της πω λεπτομεάρειες για το πωάς εάχασα την παρθενιαά μου. «Δεν θα μοιαάζω καθοάλου τρομακτικοάς ηά καάτι τεάτοιο, κουβαλωάντας ματωμεάνα σεντοάνια στο αυτοκιάνητοά μου τοάσο βραάδυ.» Λεάει. Τον αγριοκοιταάζω και αυτοάς μαζευάει σαν μπαάλα τα σεντοάνια και προχωραά προς την ποάρτα. «Σε αγαπωά.» Χαμογελαάει πριν βγει αποά το δωμαάτιο. Τωάρα που εάχει φυάγει εάχω λιάγο χροάνο να μαζεάψω τον εαυτοά μου. Αναρωτιεάμαι αν δειάχνω τοάσο ωραιάα οάσο νιωάθω. Νιωάθω ζεστηά και ηάρεμη με εάναν περιάεργο τροάπο. Η αναάμνηση του Χαάρρυ επαάνω μου να κινειάτε μεάσα και εάξω αποά εμεάνα καάνει το στομαάχι μου να σφιάγγεται. Τωάρα ξεάρω για ποιο λοάγο οι αάνθρωποι καάνουν τοάσο μεγαάλο θεάμα το σεξ. Στα αληάθεια εάχανα τοάσο καιροά, αλλαά ξεάρω πως αν η πρωάτη μου φοραά δεν ηάταν με τον Χαάρρυ δεν θα ηάταν τοάσο καταπληκτικηά. Οάταν κοιταάω στον καθρεάπτη, το στοάμα μου ανοιάγει αποά εάκπληξη για την ανταναάκλασηά μου. Τα μαάγουλαά μου λαάμπουν, τα χειάλη μου ειάναι πρησμεάνα. Τσιμπωά τα μαάγουλαά μου και μετακινωά το χεάρι μου γυάρω, καταά καάποιον τροάπο νιωάθω διαφορετικηά. Ειάναι πολυά μικρηά η αλλαγηά και ιάσα που μπορωά να τη νιωάσω με τα δαάχτυλαά μου αλλαά μου αρεάσει. Θαυμαάζω για μερικαά δευτεροάλεπτα τα κοάκκινα σημαάδια στα στηάθια μου. Δεν θυμαάμαι καν ποάτε τα εάκανε. Το μυαλοά μου με γυριάζει ξαναά σε αυτοάν να μου καάνει εάρωτα, το στοάμα του καυτοά και υγροά παάνω στο δεάρμα μου. Βγαιάνω αποάτομα αποά τις σκεάψεις μου οάταν η ποάρτα ανοιάγει καάνοντας με πηδηάξω ελαφραά. «Θαυμαάζεις τον εαυτοά σου;» Ο Χαάρρυ χαμογελαάει πονηραά και κλειδωάνει την ποάρτα. «Οάχι… εγωά..» Δεν ξεάρω τι να πω. Στεάκομαι μπροσταά αποά τον καθρεάπτη εντελωάς γυμνηά, ενωά ονειρευάομαι τα χειάλη του στο δεάρμα μου. «Ειάναι ενταάξει μωροά μου. Αν ειάχα το σωάμα σου θα χαάζευα και εγωά τον εαυτοά μου στον καθρεάπτη.» «Νομιάζω πως θα καάνω εάνα μπαάνιο.» Του λεάω ενωά καάνω οάτι μπορωά για να καλυάψω το σωάμα μου με τα χεάρια μου. Δεν θεάλω να βγαάλω τη μυρωδιαά του αποά το σωάμα μου αλλαά πρεάπει να απομακρυάνω οάλα τα αάλλα.
391
«Θα καάνω και εγωά εάνα.» Λεάει. Σηκωάνω το εάνα μου φρυάδι και αυτοάς χαμογελαάει. «Οάχι μαζιά, ξεάρω. Παροάλα αυταά, αν ζουάσαμε μαζιά θα μπορουάσαμε.» Καάτι εάχει αλλαάξει και σε αυτοάν επιάσης. Ειάναι ο τροάπος που το χαμοάγελοά του ειάναι πιο εάντονο και τα μαάτια του πιο φωτειναά. Δεν νομιάζω πως καάποιος αάλλος θα καταφεάρει να εντοπιάσει την αλλαγηά παάνω του, τον ξεάρω καλυάτερα αποά τον καθεάνα παροάλο που υπαάρχουν ακοάμα καάποια μυστικαά του που σκοπευάω να ανακαλυάψω. «Τι;» Γεάρνει το κεφαάλι του στο πλαάι. «Τιάποτα, απλαά σε αγαπωά.» Του λεάω και τα μαάγουλαά του κοκκινιάζουν ελαφραά και εάνα μεγαάλο χαμοάγελο εμφανιάζεται στο προάσωποά του, οάπως ακριβωάς και στο δικοά μου. Μοιαάζουμε και οι δυάο χαζοχαρουάμενοι και τρελοιά ο εάνας για τον αάλλον. Το λατρευάω αυτοά. Οάταν μετακινουάμαι για να παάρω τη ροάμπα μου περπαταά και στεάκεται μπροσταά μου. «Εάχεις εάστω σκεφτειά να μειάνεις μαζιά μου;» Ρωταάει. «Με ρωάτησες μοάλις χθες. Μπορωά να παιάρνω μοναάχα μιάα αποάφαση που θα μου αλλαάζει τη ζωηά την ημεάρα.» Γελαάω. «Θεάλω να υπογραάψω το συμβοάλαιο συάντομα. Πρεάπει να φυάγω αποά εκειάνο το ανοάητο σπιάτι αδελφοάτητας.» Τριάβει το πλαάι του κεφαλιουά του. «Μπορειάς απλαά να το παάρεις μοάνος σου;» Προτειάνω ξαναά. «Θεάλω να ειάναι δικοά μας.» «Γιατιά;» «Επειδηά θεάλω να περαάσω μαζιά σου οάσο περισσοάτερο χροάνο μπορωά. Γιατιά ειάσαι τοάσο διστακτικηά; Ειάναι για τα λεφταά, θα πληρωάσω εγωά τα παάντα φυσικαά.» «Οάχι δεν θα τα πληρωάσεις εσυά.» Τον κοροιϊδευάω. Αν συμφωνουάσα σε αυτοά θα συνεάφερα και εγωά, δεν ψαάχνω για καάτι στα δωρεαάν. «Δεν μπορωά να το πιστεάψω πως το συζηταάμε αυτοά.» «Οποάτε ποιο ειάναι το προάβλημα.» «Δεν ξεάρω… δεν γνωριζοάμαστε τοάσο πολυά καιροά. Παάντα πιάστευα πως δεν θα εάμενα με κανεάναν μεάχρι να παντρευτωά.» Εξηγωά. Αυτοάς δεν ειάναι ο μοάνος
392
λοάγος, η μητεάρα μου ειάναι εάνας τεραάστιος λοάγος μαζιά με τον φοάβο να βασιστωά σε καάποιον. Ακοάμα κι αν ειάναι ο Χαάρρυ. «Να παντρευτειάς; Αυτηά ειάναι αρχαιάα ιδεάα Τεάσσα.» Γελαάει πνιχταά και καάθεται στην καρεάκλα. «Που ειάναι το κακοά με το γαάμο;» Ρωταάω. «Οάχι αναάμεσα σε εμαάς. Απλαά γενικαά.» Προσθεάτω. «Δεν υπαάρχει καάτι κακοά. Απλαά δεν ειάναι για εμεάνα.» Σηκωάνει τους ωάμους του. Αυτηά η συζηάτηση εάχει γυριάσει στο πολυά σοβαροά. Δεν θεάλω να μιληάσω για γαάμο με τον Χαάρρυ, αλλαά με ενοχλειά που λεάει πως ο γαάμος δεν ειάναι για αυτοάν. Δεν ειάχα σκεφτειά ποτεά να τον παντρευτωά βασικαά, ειάναι υπερβολικαά νωριάς για αυτοά. Πολλαά χροάνια νωριάτερα αλλαά θεάλω να υπαάρχει η ιδεάα αυτηά καάποια στιγμηά και αυτοάς βασικαά μοάλις ειάπε πως δεν εάχει σκοποά να παντρευτειά. Δεν θεάλω να παντρευτωά μεάχρι οάταν θα ειάμαι τουλαάχιστον ειάκοσι πεάντε και μεταά να εάχω τουλαάχιστον δυάο παιδιαά. Εάχω οάλο μου το μεάλλον σχεδιασμεάνο. Ειέχα.Η συνειάδησηά μου, μου υπενθυμιάζει. Ειάχα τα παάντα σχεδιασμεάνα μεάχρι να συναντηάσω τον Χαάρρυ και τωάρα τα σχεάδια μου συνεχωάς αλλαάζουν και τροποποιουάνται. «Σε ενοχλειά αυτοά εάτσι;» Ρωταάει. Ειάμαι σιάγουρη πως το γεγονοάς πως ο Χαάρρυ και εγωά καάναμε εάρωτα εάχει σφιάξει εάνα αοάρατο σκοινιά αναάμεσαά μας που δεάνει τα σωάματα και τα μυαλαά μας. «Οάχι.» Προσπαθωά να κρυάψω το συναιάσθημα στη φωνηά μου αλλαά βγαιάνει τοάσο βαρυά. « Δεν εάχω ακουάσει ποτεά κανεάναν να λεάει πως δεν θεάλει να παντρευτειά. Νοάμιζα πως ηάταν αυτοά που ηάθελε οάλος ο κοάσμος το γενικοά νοάημα της ζωηάς σωσταά;» «Οάχι ακριβωάς, νομιάζω πως οι αάνθρωποι θεάλουν απλαά να ειάναι χαρουάμενοι. Σκεάψου την Καάθριν, κοιταά τι εάφερε ο γαάμος σε αυτηάν και τον Χιάθκλιφ.» Το λατρευάω που μιλουάμε την ιάδια γλωάσσα αποά τα διηγηάματα. Δεν υπαάρχει κανειάς αάλλος που θα μου μιλουάσε με αυτοάν τον τροάπο, τον τροάπο που καταλαβαιάνω καλυάτερα αποά οάλους. «Δεν παντρευάτηκαν ο εάνας τον αάλλον αυτοά ηάταν το προάβλημα.» Γελαάω. Θυμαάμαι τοάτε που υπηάρχαν τοάσα πολλαά εμποάδια στη σχεάση μου με τον Χαάρρυ και της Καάθριν με του Χιάθκλιφ. «Ο Ροάτσεστερ και η Τζεάιν;» Προτειάνει. Η αναφοραά του Χαάρρυ στην Τζεάιν Εάιρ με εκπληάσσει ευχαάριστα.
393
«Αστειευάεσαι εάτσι; Ηάταν ψυχροάς και πληρωμεάνος. Εάκανε επιάσης προάταση γαάμου στην Τζεάιν χωριάς να της πει πως ηάταν ηάδη παντρεμεάνος με εκειάνη τη τρεληά που ειάχε κλειδωμεάνη στη σοφιάτα. Δεν καάνεις και πολλεάς καλεάς συγκριάσεις εδωά πεάρα.» Επισημαιάνω. «Το ξεάρω. Απλαά μου αρεάσει να σου ακουάω να μιλαάς για τους ηάρωες βιβλιάων.» Απομακρυάνει τα μαλλιαά του αποά το κουάτελοά του και εγωά οάντας παιδιά για μια στιγμηά, του βγαάζω τη γλωάσσα μου. «Οποάτε αυτοά που λες ειάναι πως θες να με παντρευτειάς; Μπορωά να σου υποσχεθωά πως δεν εάχω καμιάα τρεληά κρυμμεάνη στο σπιάτι μου.» Καάνει εάνα βηάμα προς το μεάρος μου. Το ξεάρω πως δεν υπαάρχει συάζυγος, αλλαά ειάναι τα υποάλοιπα που κρυάβει τα οποιάα με ανησυχουάν. «Τι; Οάχι, φυσικαά και οάχι. Απλαά μιλουάσα γενικαά για το γαάμο. Οάχι για εμαάς συγκεκριμεάνα.» Η καρδιαά μου ειάναι εάτοιμη να βγει αποά το στηάθος μου καθωάς κλειάνει το κενοά που μας χωριάζει. Ειάμαι γυμνηά και μιλαάω στο Χαάρρυ για το γαάμο, τι στο καλοά συμβαιάνει στη ζωηά μου; «Οποάτε λες πως δεν θα το ηάθελες;» «Οάχι, δεν θα το ηάθελα. Λοιποάν δεν ξεάρω, για ποιο λοάγο το συζηταάμε αυτοά;» Κρυάβω το προάσωποά μου στο στηάθος του και το νιωάθω να κουνιεάται αποά το γεάλιο. «Απλαά αναρωτιοάμουν. Αλλαά τωάρα που μου παρουσιάασες εάνα επιχειάρημα που στεάκει ιάσως θα πρεάπει να ξαναά σκεφτωά τη σταάση μου απεάναντι στο γαάμο. Θα μπορουάσες να βγαάλεις εάναν καάλο συάζυγο αποά μεάσα μου.» Δειάχνει σοβαροάς αλλαά δεν υπαάρχει περιάπτωση να ειάναι. Σωσταά; Με το που αρχιάζω να αμφισβητωά την λογικηά του, γελαάει και φιλαά το πλαάι του κεφαλιουά μου. «Μπορουάμε να μιληάσουμε για καάτι αάλλο;» Μουγκριάζω. Το να χαάσω την παρθενιαά μου και να συζητηάσω για το γαάμο ειάναι υπερβολικαά πολλαά για το ευαιάσθητο μυαλοά μου. «Βεάβαια. Αλλαά δεν ξεχνωά το θεάμα με το διαμεάρισμα, εάχεις χροάνο μεάχρι αυάριο να μου δωάσει μιάα απαάντηση. Δεν θα περιμεάνω γι παάντα.» Λεάει. «Τι γλυκοά.» Στριφογυριάζω τα μαάτια μου και αυτοάς εάρχεται να με αγκαλιαάσει. «Με ξεάρεις κυάριε Ρομαντικεά.» Λεάει και φιλαά το κουάτελοά μου. «Τωάρα ας καάνουμε μπαάνιο. Το να στεάκεσαι εδωά γυμνηά με καάνει να θεάλω να σε ριάξω στο κρεβαάτι και να το καάνουμε ξαναά.» Κουνωά το κεφαάλι μου και βγαιάνω αποά την αγκαλιαά του πριν τυλιάξω τη ροάμπα γυάρω αποά το σωάμα μου.
394
«Τελειάωνε θα εάρθεις ηά οάχι;» Λεάει και πιαάνω την τσαάντα του μπαάνιου μου. «Θα ηάθελα πολυά να τελειωάσω, αλλαά νομιάζω εάνα μπαάνιο ειάναι μια χαραά για τωάρα.» Μου κλειάνει το μαάτι και εγωά χτυπωά τον ωάμο του καθωάς περπαταάμε στο διαάδρομο.
Chapter 84 Οάταν εάχουμε πια τελειωάσει με το μπαάνιο και ξαπλωάνουμε ειάναι σχεδοάν τεάσσερις το πρωιά. «Θα πρεάπει να ξυπνηάσω σε μιάα ωάρα.» Μουγκριάζω στο στηάθος του.
395
«Μπορειάς να κοιμηθειάς μεάχρι τις εφταά και μισηά και να φταάσεις και παάλι στην ωάρα σου.» Μου υπενθυμιάζει. Η ιδεάα του να βιαστωά δεν μου ακουάγεται ελκυστικηά αλλαά στα αληάθεια χρειαάζομαι τον υάπνο. Χαιάρομαι που κοιμηάθηκα για λιάγο νωριάτερα οποάτε ευάχομαι πως δεν θα ειάμαι εντελωάς πτωάμα την πρωάτη μου μεάρα κανονικηάς δουλειαάς στην εταιριάα Vance. «Μμμμ….» Μουρμουριάζω στο δεάρμα του. «Θα ρυθμιάζω το ξυπνητηάρι σου.» Λεάει και με παιάρνει ο υάπνος. Τα μαάτια μου καιάνε αποά την εάλλειψη υάπνο καθωάς προσπαθωά να σγουρυάνω τα ακαταάστατα μαλλιαά μου. Βαάζω καφεά μολυάβι στα υγραά μου μαάτια και φοραάω το καινουάριο μου βαθυά κοάκκινο φοάρεμα. Στο σημειάο του λαιμουά εάχει σχηάμα τετραάγωνο και ειάναι χαμηλοά αρκεταά για να τονιάζω το στηάθος μου. Φταάνει μεάχρι τα γοάναταά μου και η μικρηά καφεά ζωάνη γυάρω αποά τη μεάση μου διάνει την ψευδαιάσθηση οάτι χρειαάστηκα περισσοάτερο χροάνο να ετοιμαστωά αποά οάτι πραγματικαά ισχυάει. Σκεάφτηκα να βαάλλω και λιάγο ρουζ αλλαά χαάρη στο βραάδυ μου με τον Χαάρρυ, τα μαάγουλαά μου λαάμπουν. Γλιστρωά τα ποάδια μου στα νεάα μου παπουάτσια και προχωρωά προς τον καθρεάπτη. Το φοάρεμα ειάναι αρκεταά κολακευτικοά και δειάχνω καλυάτερα αποά οάτι αξιάζω. Κοιτωά προς το Χαάρρυ που ειάναι τυλιγμεάνος με την κουβεάρτα μου στο μικροά κρεβαάτι, τα ποάδια προεξεάχουν αποά το κρεβαάτι και χαμογελαάω. Περιμεάνω μεάχρι και το τελευταιάο λεπτοά για να τον ξυπνηάσω, σκεάφτηκα να μην το καάνω καθοάλου αλλαά ειάμαι εγωιάστρια και θεάλω το φιλιά του για να με αποχαιρετηάσει. Φοραάω τη ζακεάτα μου και πιαάνω την τσαάντα μου. «Πρεάπει να φυάγω.» Λεάω και σκουντωά ηάρεμα τον ωάμο του. «Σε αγαπαάω.» Μουρμουριάζει και σουφρωάνει τα χειάλη του χωριάς να ανοιάξει τα μαάτια του. «Θα πας στο μαάθημα;» Ρωταάω μεταά αποά το φιλιά. «Οάχι.» Λεάει και γυριάζει ξαναά πλευροά. Αφηάνω αάλλο εάνα φιλιά στο ωάμο του και πιαάνω τα πραάγματαά μου. Θεάλω να γυριάσω ξαναά στο κρεβαάτι μαζιά του τοάσο πολυά. Ιάσως το να ζηάσω μαζιά του να μην ειάναι και τοάσο αάσχημο, περναάμε σχεδοάν καάθε βραάδυ μαζιά εάτσι και αλλιωάς. Κουνωά το κεφαάλι μου για να διωάξω τη σκεάψη. Ειάναι κακηά ιδεάα , ειάναι πολυά συάντομα. Υπερβολικαά συάντομα. Σε οάλη τη διαδρομηά σκεφτοάμουν εμεάνα να αγοραάζω εάνα διαμεάρισμα με το Χαάρρυ, να διαλεάγουμε κουρτιάνες και χρωάματα για τους τοιάχους. Οάταν το ασανσεάρ φταάνει στον τριάτο οάροφο εάνας νεαροάς αάντρας μπαιάνει μεάσα μαζιά μου. Φοραάει εάνα σκουάρο μπλε κουστουάμι και μυριάζει σαπουάνι.
396
«Για ποιοάν οάροφο;» Τον ρωταάω. «Στον τελευταιάο παρακαλωά.» Λεάει. Πηάγαινα ηάδη εάτσι και αλλιωάς στον τελευταιάο οποάτε γεάρνω και ακουμπωά στον τοιάχο του ασανσεάρ. «Ειάσαι καινουάρια εδωά;» Ρωταάει. Τα μαάτια του εάχουν το χρωάμα του αάγριου μπλε καάτι που καάνει μια περιάεργη αντιάθεση με τα σκουάρα μαλλιαά του. «Ειάμαι απλαά ασκουάμενη.» Του λεάω. «Απλαά ασκουάμενη;» Γελαάει. «Εννοωά, ειάμαι ασκουάμενη οάχι κανονικηά υπαάλληλος.» Διορθωάνω τον εαυτοά μου νευρικαά. «Ξεκιάνησα ως ασκουάμενος πριν μερικαά χροάνια και με προσεάλαβαν για ολοκληρωμεάνο ωραάριο. Πηγαιάνεις στο Πανεπιστηάμιο της Ουαάσινγκτον;» «Ναι, πηάγαινες και εσυά;» «Ναι, μοάλις πεάρυσι αποφοιάτησα. Ευτυχωάς τελειάωσα με αυτοά.» Γελαάει πνιχταά. «Θα σου αρεάσει εδωά.» «Ευχαριστωά. Το εάχω λατρεάψει ηάδη.» Του λεάω ενωά βγαιάνουμε αποά το ασανσεάρ. «Δεν αάκουσα το οάνομαά σου.» Λεάει ενωά στριάβω στη γωνιάα. «Τεάσσα, Τεάσσα Γιανγκ.» Λεάω και αυτοάς χαμογελαάει και με χαιρεταά ελαφραά. Η ιάδια γυναιάκα με χθες ειάναι στο γραφειάο και μου συστηάνετε με το οάνομα Κιάμπερλι. Χαμογελαάει, μου ευάχεται καληά τυάχη και μου δειάχνει εάνα τραπεάζι γεμαάτο φαγητοά και καφεάδες. Χαμογελαάω και την ευχαριστωά, πιαάνοντας εάναν λουκουμαά με ζαάχαρη και εάναν καφεά πριν κατευθυνθωά προς το γραφειάο μου. Βριάσκω εάνα χοντροά φαάκελο στο θρανιάο μου με εάνα σημειάωμα αποά τον κυάριο Βανς που λεάει να ξεκινηάσω το πρωάτο μου χειροάγραφο και μου ευάχεται καληά τυάχη. Λατρευάω την ελευθεριάα αυτηάς της πρακτικηάς, δεν μπορωά να πιστεάψω στην τυάχη μου. Τρωάγοντας τον λουκουμαά μου βγαάζω το σημειάωμα αποά το φαάκελο και αρχιάζω δουλειαά. Το χειροάγραφο ειάναι βασικαά πολυά καλοά, και δεν μπορωά να το αφηάσω αποά τα χεάρια μου. Εάχω διαβαάσει μοναχαά διακοάσιες σελιάδες οάταν το τηλεάφωνο στο θρανιάο μου χτυπαάει. «Παρακαλωά;» Δεν εάχω καμιάα ιδεάα πωάς να απαντωά το τηλεάφωνο του γραφειάου μου. Νιωάθω πιο μεγαάλη σε ηλικιάα αποά ποτεά. «Εννοωά, Γραφειάο της Τεάσσα
397
Γιαάνγκ;» Δαγκωάνω το χειάλι μου και ακουάω εάνα μικροά γεάλιο αποά την αάλλη γραμμηά. «Δεσποινιάς Γιαάνγκ, ειάναι καάποιος εδωά που θεάλει να σας δει. Να τον στειάλω μεάσα;» Η Κιάμπερλι ρωταάει. «Τεάσσα, να με λες Τεάσσα παρακαλωά.» Της λεάω. Δειάχνει αγενεάς να με φωναάζει δεσποινιάς Γιαάνγκ, εάχει πολυά περισσοάτερη εμπειριάα αποά εμεάνα και ειάναι και μεγαλυάτερη. «Τεάσσα.» Λεάει και μπορωά να φανταστωά το φιλικοά της χαμοάγελο. «Να τον στειάλω μεάσα;» Ρωταάει ξαναά. «Οh, ναι. Περιάμενε… ποιος ειάναι;» «Δεν ειάμαι σιάγουρη… εάχει αμμ… έέχέι τατουαέζ, πολλαέ τατουαέζ .» Ψιθυριάζει και εγωά γελαάω. «Ναι, θα εάρθω εγωά να τον παάρω.» Της λεάω και κλειάνω το τηλεάφωνο. Ο Χαάρρυ ειάναι εδωά, η ιδεάα με ενθουσιαάζει και μεταά με τρομαάζει. Ελπιάζω οάλα να ειάναι καλαά. Οάταν βγαιάνω και προχωρωά προς το χωάρο υποδοχηάς ο Χαάρρυ στεάκεται με τα χεάρια στις τσεάπες και η Κιάμπερλι μιλαάει στο τηλεάφωνο. Νιωάθω πως απλαά προσποιειάτε πως μιλαάει στο τηλεάφωνο, δεν μπορωά οάμως να ειάμαι σιάγουρη. Ελπιάζω αυτοά να μην δειάχνει σαν να εκμεταλλευάομαι την υπεάροχη ευκαιριάα που μου εάδωσε ο κυάριος Βανς με το να εάχω επισκεάπτες εδωά αποά τη δευάτερη μεάρα. «Γεια, ειάναι οάλα καλαά;» Τον πλησιαάζω. «Ναι, απλαά ηάθελα να δω πως πηάγαινε η πρωάτη σου μεάρα.» Χαμογελαάει και πειραάζει το σκουλαριάκι στα φρυάδια του με τα δαάχτυλαά του. «Oh. Ειάναι υπεάροχα εγωά..» Αρχιάζω να λεάω αλλαά σταματωά οάταν ο κυάριος Βανς προχωραά προς το μεάρος μας. «Βρε… Βρε… Βρε… Ηάρθες να παάρεις τη δουλειαά σου πιάσω;» Χαμογελαάει στον Χαάρρυ και χτυπαά φιλικαά τον ωάμο του. «Πολυά θα το ηάθελες, γεροξεκουάτη.» Ο Χαάρρυ γελαάει και το στοάμα μου ανοιάγει αποά εάκπληξη. Ο κυάριος Βανς γελαάει πνιχταά και σηκωάνει τη γροθιαά του πριν σκουντηάξει παιχνιδιαάρικα τον Χαάρρυ στο πλευροά. Θα πρεάπει να ειάναι πιο κονταά αποά οάτι πιάστευα.
398
«Λοιποάν σε τι οφειάλω την τιμηά; Ηά ειάσαι εδωά για να παρακολουθηάσεις τη νεάα μου ασκουάμενη;» Λεάει και κοιταά προς τα εμεάνα. «Το δευάτερο. Το να παρακολουθωά ασκουάμενες ειάναι ο νεάος μου αγαπημεάνος τροάπος να περνωά το χροάνο μου.» Λεάει και με κοιταάζει. Κοιτωά μπρος πιάσω αναάμεσαά τους χωριάς να ξεάρω τι να πω. Μου αρεάσει να βλεάπω αυτηάν την παιχνιδιαάρικη πλευραά του Χαάρρυ, δεν βγαιάνει στην επιφαάνεια και πολυά. «Εάχεις χροάνο για μεσημεριανοά, αν δεν εάχει φαάει ηάδη;» Ο Χαάρρυ με ρωταάει. Τα μαάτια μου γυριάζουν στο ρολοάι στον τοιάχο, ειάναι ηάδη δυάο. Η μεάρα πεάρασε τοάσο γρηάγορα. Κοιτωά τον κυάριο Βανς και αυτοάς σηκωάνει τους ωάμους. «Εάχεις μιάα ωάρα καάθε μεάρα για μεσημεριανοά οποάτε πηάγαινε.» Χαμογελαάει και αποχαιρεταά τον Χαάρρυ πριν εξαφανιστειά στο διαάδρομο. «Σου εάστειλα μερικεάς φορεάς για να βεβαιωθωά πως εάφτασες αλλαά δεν απαντουάσες.» Ο Χαάρρυ μου λεάει μοάλις μπαιάνουμε στο ασανσεάρ. «Δεν εάχω κοιταάξει το κινητοά μου. Με απορροάφησε η ιστοριάα μου.» Του λεάω και πιαάνω το χεάρι του. «Ειάσαι ενταάξει σωσταά; Εμειάς ειάμαστε ενταάξει;» Ρωταάει, τα μαάτια του καρφωμεάνα στα δικαά μου. «Ναι, γιατιά να μην ειάμαστε;» «Εγωά… δεν ξεάρω…. Απλαά ανησυάχησα που δεν απαντουάσες. Σκεάφτηκα… οάτι ιάσως αάρχισες να μετανιωάνεις για χθες το βραάδυ.» Κοιταά καάτω. «Τι; Φυσικαά και οάχι. Στα αληάθεια δεν κοιάταξα το κινητοά μου. Δεν εάχω μετανιωάσει τιάποτα αποά το χθεσινοά βραάδυ, τιάποτα απολυάτως.» Δεν μπορωά να κρυάψω το χαμοάγελο μου καθωάς οι αναμνηάσεις εισβαάλλουν στις σκεάψεις μου. «Ωραιάα. Λοιποάν αυτοά ειάναι μια ανακουάφιση.» Αναστεναάζει. «Οδηάγησες μεάχρι εδωά επειδηά νοάμιζες πως ειάχα μετανιωάσει;» Ρωταάω. Ειάναι λιάγο υπερβολικοά και κολακευτικοά την ιάδια στιγμηά. «Ναι… λοιποάν οάχι μοάνο γι αυτοά. Ηάθελα να σε βγαάλω και για μεσημεριανοά.» Χαμογελαάει και σηκωάνει το χεάρι μου στα χειάλη του. Βγαιάνουμε αποά το ασανσεάρ και προχωραάμε προς τα εάξω. Εάπρεπε να ειάχα παάρει τη ζακεάτα μου. Τρεάμω και ο Χαάρρυ κοιταά προς το μεάρος μου.
399
«Εάχω μια ζακεάτα στο αυτοκιάνητο. Μπορουάμε να παάμε να την παάρουμε και μεταά να περπατηάσουμε προς τη γωνιάα για το Μπριάο, ειάναι πολυά ωραιάο μεάρος.» Λεάει καθωάς προχωραάμε προς το αυτοκιάνητοά του. Βγαάζει μια μαυάρη δερμαάτινη ζακεάτα αποά το πορτ-παγκαάζ και εγωά γελαάω. Θα πρεάπει να εάχει μια ολοάκληρη ντουλαάπα εκειά μεάσα, βγαάζει ρουάχα αποά τη στιγμηά που τον γνωάρισα. Το δερμαάτινο ειάναι προς εάκπληξηά μου ζεστοά και μυριάζει σαν τον Χαάρρυ. Η μυρωδιαά με σκεπαάζει φυσικαά οποάτε κουνωά τα χεάρια μου για να σηκωάσω τα μανιάκια. «Σε ευχαριστωά.» Τον φιλαάω στο σαγοάνι του. «Δειάχνει ωραιάα επαάνω σου, ταιριαάζει αποάλυτα.» Γελαάει. Πιαάνει το χεάρι ενωά κατεβαιάνουμε το δροάμο αποά το πεζοδροάμιο, και κερδιάζουμε μερικαά παραάξενα βλεάμματα αποά τις κυριάες και τους κυάριους που παάνε προς τις δουλειεάς τους. Καάποιες φορεάς ξεχναάω ποάσο διαφορετικοιά δειάχνουμε αποά εάξω. Ειάμαστε εντελωάς αντιάθετοι σε σχεδοάν καάθε τροάπο, αλλαά καταά καάποιον τροάπο δουλευάει για εμαάς. Το Μπριάο ειάναι εάνα μικροά αλλαά γραφικοά Ιταλικοά μεάρος. Το παάτωμα ειάναι καλυμμεάνο με πολλαά πολυάχρωμα πλακαάκια και το ταβαάνι εάχει μια τοιχογραφιάα αποά καάτι που μου θυμιάζει τον παραάδεισο. Τα χοντρουάλικα χαμογελασταά αγγελαάκια περιμεάνουν εάξω αποά την ειάσοδο, και υπαάρχει εάνα σκηνικοά αποά αγγεάλους εάναν λευκοά και εάναν μαυάρο στη μεάσα πλευραά. Ο αάσπρος αάγγελος φαιάνεται να τραβαά τον αάλλον αποά την αντιάθετη πλευραά. «Τες;» Ο Χαάρρυ λεάει και με τραβαάει αποά το μανιάκι της ζακεάτας του. «Εάρχομαι.» Μουρμουριάζω και προχωραάμε στο τραπεάζι. Το τραπεάζι μας βριάσκεται στο πιάσω μεάρος του εστιατοριάου και ο Χαάρρυ καάθεται στην καρεάκλα ακριβωάς διάπλα μου αντιά για απεάναντι. Την τραβαά πιο κονταά και ακουμπαά τους αγκωάνες του στο τραπεάζι. Παραγγεάλνει και για τους δυο μας αλλαά δεν με πειραάζει, εάχει ξαναά εάρθει εδωά. «Λοιποάν εσυά και ο κυάριος Βανς ειάστε πολυά κονταά τελικαά;» Ρωταάω. «Δεν θα το εάλεγα αυτοά. Αλλαά γνωριζοάμαστε πολυά καλαά.» Σηκωάνει τους ωάμους του. «Δειάχνατε να τα πηγαιάνετε πραγματικαά καλαά. Μου αρεάσει να σε βλεάπω εάτσι.» Παραδεάχομαι. Εάνα χαμοάγελο εμφανιάζεται ελαφραά στα χειάλη του και ακουμπαά το χεάρι του στο μπουάτι μου. «Σου αρεάσει τωάρα;»
400
«Ναι, μου αρεάσει να σε βλεάπω χαρουάμενο.» Νιωάθω πως υπαάρχουν περισσοάτερα πιάσω αποά τη σχεάση του με τον κυάριο Βανς αποά οάτι μου λεάει αλλαά για τωάρα δεν θα το τραβηάξω αάλλο. «Ειάμαι χαρουάμενος, πιο χαρουάμενος αποά οάτι φανταζοάμουν πως θα ηάμουν… ποτεά.» Προσθεάτει. «Τι εάπαθες; Γιάνεσαι οάλο και πιο μαλακοάς με εμεάνα.» Τον πειραάζω και γελαάει πνιχταά. «Μπορωά να αναποδογυριάζω μερικαά τραπεάζια, να ματωάσω μερικεάς μυάτες για να σου υπενθυμιάσω.» Λεάει και τραβαά το ωάμο μου στο δικοά του. «Οάχι, ευχαριστωά.» Χαζογελαάω. Το φαγητοά μας φταάνει και ευχαριστωά τη σερβιτοάρα πριν δοκιμαάσω. Μας παρηάγγειλε καάποιο ειάδος γεμιστουά μακαρονιουά και ειάναι γευστικοάτατο. «Καλοά εε;» Καυχιεάται και γεμιάζει το στοάμα του με φαγητοά. Γνεάφω και καάνω το ιάδιο. Ο Χαάρρυ και εγωά καυγαδιάζουμε για το ποιος θα πληρωάσει για το μεσημεριανοά αλλαά τελικαά κερδιάζει. «Μπορειάς να με ξεπληρωάσεις αργοάτερα.» Μου κλειάνει το μαάτι πιάσω αποά την πλαάτη της σερβιτοάρας. Οάταν φταάνουμε ξαναά στην εταιριάα, ο Χαάρρυ με ακολουθειά μεάσα. «Θα εάρθεις παάνω;» Τον ρωταάω. «Ναι, θεάλω να δω το γραφειάο σου και μεταά θα φυάγω. Το υποάσχομαι.» Χαμογελαάει. «Συάμφωνοι.» Του λεάω και μπαιάνουμε στο ασανσεάρ. Οάταν φταάνουμε στον τελευταιάο οάροφο του επιστρεάφω το δερμαάτινο και αυτοάς το φοραάει. Τα μαάτια μου ανοιάγουν ορθαάνοιχτα αποά το ποάσο σεάξι δειάχνει με αυτηά τη ζακεάτα. «Γεια, εσυά ξαναά.» Το αγοάρι με το βαθυά μπλε κουστουάμι λεάει καθωάς κατεβαιάνουμε στο διαάδρομο. «Και εσυά ξαναά.» Χαμογελαάω. Τα μαάτια του κοιτουάν προς το Χαάρρυ που στεάκεται διάπλα μου. «Ειάμαι ο Χαάρρυ.» Λεάει στον αάντρα.
401
«Χαάρηκα για τη γνωριμιάα, το οάνομαά μου ειάναι Τρεάβορ, δουλευάω στα οικονομικαά.» Λεάει στον Χαάρρυ. «Λοιποάν θα τα ξαναά πουάμε.» Χαμογελαάει και απομακρυάνεται. Οάταν μπαιάνουμε στο γραφειάο μου ο Χαάρρυ πιαάνει τον καρποά μου και με γυριάζει να τον αντικριάσω. «Τι στο καλοά ηάταν αυτοά;» Λεάει αποάτομα. Αστειευάεται; Κοιτωά καάτω τον καρποά μου μεάσα στο χεάρι του και καταλαβαιάνω πως η απαάντηση ειάναι οάχι. Το κραάτημα του δεν ειάναι σφιχτοά αλλαά αρκετοά για να με κρατηάσει σταθερηά. «Τι;» «Αυτοά το αγοάρι.» Ξεφυσαάει. «Τι με αυτοάν; Το γνωάρισα απλαά σηάμερα το πρωιά στο ασανσεάρ.» Τραβωά τον καρποά μου. «Δεν φαινοάταν σαν να τον γνωάρισες μοάλις. Εσειάς οι δυάο φλερταάρατε μπροσταά μου.» «Τι;» Δεν μπορωά παραά να γελαάσω. «Ειάσαι τρελοάς αν νοάμισες πως αυτοά ηάταν φλερτ. Ηάμουν απλαά ευγενικηά το ιάδιο και αυτοάς. Για ποιο λοάγο να φλερταάρω με αυτοάν;» Προσπαθωά να κρατηάσω τη φωνηά μου χαμηληά. Το να δημιουργηάσω σκηνηά στο γραφειάο μου δεν θα ηάταν καλοά για εμεάνα. «Γιατιά να μην το εάκανες; Ηάταν καλοάς και καθωάς πρεάπει, με το κουστουάμι και τα υποάλοιπα.» Ο Χαάρρυ λεάει. Δειάχνει περισσοάτερο πληγωμεάνος και ανηάσυχος αποά οάτι νευριασμεάνος. Το εάνστικτοά μου μουά λεάει να τον φωναάξω και να του πω να σηκωθειά να φυάγει, αλλαά αποφασιάζω να παάρω διαφορετικηά προσεάγγιση. Οάπως ακριβωάς οάταν εάσπαγε πραάγματα στο σπιάτι του πατεάρα του. «Αυτοά νομιάζεις; Οάτι θεάλω καάποιον σαν και αυτοάν, καάποιον διαφορετικοά αποά εσεάνα;» Ρωταάω με ευγενικηά φωνηά. Τον εάπιασα απροετοιάμαστο, ξεάρω πως περιάμενε να ξεσπαάσω επαάνω του. Σκεάφτεται για το τι θα πει μεταά. «Δεν ξεάρω… ιάσως.» Τα μαάτια του συναντουάν τα δικαά μου. «Λοιποάν καάνεις λαάθος, οάπως συνηάθως.» Χαμογελαάω. Πρεάπει να του μιληάσω για αυτοά αργοάτερα, αλλαά η αναάγκη μου να τον βεβαιωάσω πως δεν χρειαάζεται να ανησυχειά καλυάπτει την αναάγκη μου να τον διορθωάσω.
402
«Συγνωάμη αν νοάμισες πως φλεάρταρα μαζιά του, δεν το εάκανα. Δεν θα το εάκανα αυτοά σε εσεάνα.» Τον βεβαιωάνω. Τα μαάτια του ηρεμουάν και ακουμπωά το χεάρι μου στο μαάγουλοά του. Πως μπορειά εάνα αάτομο να ειάναι τοάσο δυνατοά και αποά την αάλλη τοάσο αδυάναμο. «Εγωά… ενταάξει.» Λεάει. Γελαάω και χαιϊδευάω το μαάγουλοά του. Το λατρευάω οάταν τον πιαάνω απροετοιάμαστο. «Γιατιά να φλερταάρω μαζιά του αν εάχω εσεάνα;» Λεάω. Τα μαάτια του πεταριάζουν και τελικαά χαμογελαάει. Ειάμαι ανακουφισμεάνη που μαθαιάνω πωάς να ηρεμωά τη βοάμβα που ειάναι ο Χαάρρυ. «Σε αγαπαάω. Συγνωάμη που ξεάσπασα εάτσι.» Λεάει και πιεάζει τα χειάλη του στα δικαά μου. «Δεάχομαι τη συγνωάμη σου τωάρα αάσε με να σου δειάξω το γραφειάο μου!» Λεάω με γλυκιαά φωνηά. «Δεν σου αξιάζω.» Λεάει σιγαναά, υπερβολικαά σιγαναά. Αποφασιάζω να το αγνοηάσω και να κρατηάσω την χαρουάμενη μου συμπεριφοραά. «Λοιποάν τι νομιάζεις;» Το χαμοάγελοά μου λαάμπει. Γελαάει πνιχταά και ακουάει προσεκτικαά ενωά του δειάχνω καάθε λεπτομεάρεια, καάθε βιβλιάο στο ραάφι και την αάδεια κορνιάζα στο θρανιάο. «Σκεφτοάμουν να βαάλλω μια δικηά μας φωτογραφιάα εδωά.» Του λεάω. Δεν εάχουμε βγαάλει καθοάλου φωτογραφιάες μαζιά, η σκεάψη δεν ειάχε περαάσει καν αποά το μυαλοά μου πριν βαάλω την αάδεια κορνιάζα εδωά. Ο Χαάρρυ δεν μοιαάζει σαν τον τυάπο που θα χαμογελουάσε μπροσταά αποά μιάα καάμερα, ακοάμα και κινητουά. «Oh, βασικαά δεν βγαάζω φωτογραφιάες.» Επιβεβαιωάνει τις σκεάψεις μου. Ντρεάπομαι λιάγο που το απεάρριψε με αυτοά τον τροάπο και αυτοάς το καταλαβαιάνει. «Εννοωά… Πιστευάω μπορωά να βγαάλω μιάα. Μοάνο μιάα οάμως.» Ζοριάζεται να πει. «Θα ανησυχηάσουμε για αυτοά αργοάτερα.» Χαμογελαάω και δειάχνει ανακουφισμεάνος. «Τωάρα μπορουάμε να προχωρηάσουμε στο ποάσο σεάξι δειάχνεις με αυτοά το φοάρεμα, με τρελαιάνει αποά οάταν εάφτασα εδωά.» Η φωνηά του ειάναι πιο ρηχηά και καάνει εάνα βηάμα προς το μεάρος μου. Το σωάμα μου ζεσταιάνεται αμεάσως, τα λοάγια δεν σταματουάν ποτεά να επιδρουάν παάνω μου.
403
«Ειάσαι τυχερηά που δεν αάνοιξα τα μαάτια μου σηάμερα το πρωιά, αν το ειάχα καάνει.» Περναά τα δαάχτυλαά του αποά το υάφασμαά του φορεάματος στο στηάθος μου. «Δεν θα σε ειάχα αφηάσει να φυάγεις.» Φεάρνει το αάλλο χεάρι του στο καάτω μεάρος του φορεάματος και χαιϊδευάει το μπουάτι μου. «Χαάρρυ…» Τον προειδοποιωά. Η φωνηά μου με προδιάδει και ακουάγεται περισσοάτερο σαν μουγκρητοά. «Τι μωροά μου.. δεν θες να το καάνω αυτοά;» Με σηκωάνει και με βαάζει να καθιάσω στην αάκρη του γραφειάου. Oh. «Ειάναι..» Οι σκεάψεις μου ειάναι καλυμμεάνες αποά τα χειάλη του στο λαιμοά μου. Βαάζω τα δαάχτυλαά μου στα μαλλιαά του και αυτοάς δαγκωάνει το δεάρμα μου. «Δεν μπορουάμε… καάποιος μπορειά να μπει… ηά καάτι.» Οι λεάξεις ειάναι μπερδεμεάνες και δεν βγαάζουν πολυά νοάημα. Βαάζει τα χεάρια του στους μηρουάς μου και ανοιάγει τα ποάδια μου περισσοάτερο. «Η ποάρτα κλειδωάνει για καάποιο λοάγο…. Θεάλω στα αληάθεια να σε παάρω ακριβωάς εδωά, σε αυτοά το θρανιάο. Ηά ιάσως κοάντρα στο παραάθυρο.» Το στοάμα του κατεβαιάνει στο στηάθος μου. Η ιδεάα αποά αυτοά που προτειάνει στεάλνει ηλεκτρισμοά στο σωάμα μου. Τα δαάχτυλαά του τριάβονται στη δαντεάλα αποά το καάτω μου εσωάρουχο και παιάρνει μια αναάσα μεάσα αποά τα δοάντια του. «Με σκοτωάνεις.» Μουγκριάζει ενωά κοιταάζει αναάμεσα στα ποάδια μου για να δει το αάσπρο δαντελωτοά που αγοάρασα χθες. Δεν πιστευάω πως το επιτρεάπω αυτοά να γιάνει, παάνω σε εάνα θρανιάο σε εάνα καινουάριο γραφειάο τη δευάτερη μεάρα της πρακτικηάς μου. Η ιδεάα με ενθουσιαάζει τοάσο οάσο με τρομαάζει. «Κλειάδωσε τη…» Αρχιάζω να λεάω αλλαά ο διαπεραστικοάς ηάχος του τηλεφωάνου μας διακοάπτει. Γεάρνω πιάσω και το σηκωάνω γρηάγορα. «Γεια σας; Η Τεάσσα Γιαάνκγ σας μιλαά.» Λεάω. Πρεάπει στα αληάθεια να ρωτηάσω για να δω πως θα πρεάπει να απανταάω στο τηλεάφωνο. «Δεσποινιάς Γιαάνγκ. Τεάσσα.» Διορθωάνει τον εαυτοά της. « Ο κυάριος Βανς φευάγει για σηάμερα και ειάναι στο δροάμο για το γραφειάο σου.»Λεάει με μια δοάση διασκεάδασης στη φωνηά της. Με προειδοποιειά επειδηά εγωά και ο Χαάρρυ ειάμαστε μεάσα. Πρεάπει να μπορειά να αισθανθειά ποάσο ακαταμαάχητος μπορειά να ειάναι ο Χαάρρυ. Κοκκινιάζω και την ευχαριστωά πριν κατεάβω αποά το θρανιάο. «Εάρχεται εδωά μεάσα, σταάσου εκειά πεάρα.» Σπρωάχνω ευγενικαά τον Χαάρρυ προς το παραάθυρο.
404
«Να ελεάγξω τη βροχηά λοιποάν;» Λεάει ειρωνικαά και εάνα χτυάπημα ακουάγεται στην ποάρτα.
Chapter 85 O Χαάρρυ εάφυγε λιάγο μεταά αφουά πρωάτα μαάλωσε με τον κυάριο Βανς για εάναν αγωάνα ποδοσφαιάρου. Ζητωά συγνωάμη που ειάχα επισκεάπτη αλλαά μου λεάει να μην ανησυχωά, λεάγοντας μου πως ο Χαάρρυ ειάναι σαν οικογεάνεια και ειάναι ευπροάσδεκτος να εάρχεται οάποτε θεάλει. Εικοάνες του Χαάρρυ να μου καάνει εάρωτα στο θρανιάο καταλαμβαάνουν τη φαντασιάα μου και ο κυάριος Βανς χρειαάζεται να επαναλαάβει αυτοά που λεάει τρεις φορεάς πριν γυριάσω ξαναά στην πραγματικοάτητα. Επιστρεάφω στο διαάβασμα του χειροάγραφουά μου, με εάχει απορροφηάσει τοάσο που δεν καταλαβαιάνω πως ειάναι περασμεάνες πεάντε οάταν ελεάγχω την ωάρα. Εάχω αργηάσει μιάα ωάρα να φυάγω και εάχω μια αναπαάντητη κληάση αποά τον Χαάρρυ. Οάταν φταάνω στο αυτοκιάνητοά μου τον καλωά αλλαά δεν απανταάει. Γυριάζοντας στο δωμαάτιοά μου εκπληάσσομαι που βλεάπω τη Στεφ στο κρεβαάτι της. Παραλιάγο να ξεχαάσω πως ζει και αυτηά εδωά, δεν ειάναι ποτεά στο δωμαάτιο. «Παάει καιροάς που σε ειάδα.» Αστειευάομαι και αφηάνω την τσαάντα μου πριν βγαάλω τα τακουάνια μου. «Ναι…» Λεάει και ρουφαά τη μυάτη της.
405
«Ειάσαι καλαά; Τι εάγινε;» Καάθομαι στο κρεβαάτι της μαζιά της. «Νομιάζω πως εγωά και ο Τριάσταν χωριάσαμε.» Κλαψουριάζει. Ειάναι περιάεργο να βλεάπεις τη Στεφ να κλαιάει, ειάναι συνηάθως τοάσο δυνατηά και τολμηρηά. «Γιατιά; Τι εννοειάς νομιάζεις;» Ρωταάω και βαάζω το χεάρι μου στην πλαάτη της να την παρηγορηάσω. «Λοιποάν, μαλωάσαμε και τον χωάρισα αλλαά δεν το εννοουάσα. Δεν ξεάρω γιατιά το εάκανα, ηάμουν απλαά εκνευρισμεάνη επειδηά καθοάταν με αυτηά και ξεάρω πως ειάναι.» «Ποια;» Ρωταάω, παροάλο που καταά καάποιον τροάπο ξεάρω για ποια μιλαάει. «Η Μοάλλυ. Εάπρεπε να δεις πως φλεάρταρε μαζιά του και κρεμοάταν αποά την καάθε του λεάξη.» «Αλλαά ξεάρει πως εσειάς οι δυάο ειάστε μαζιά, δεν ειάναι φιάλη σου;» «Δεν την ενδιαφεάρει αυτοά, θα εάκανε τα παάντα για να τραβηάξει την προσοχηά των αγοριωάν.» Λεάει και σκουπιάζει τα μαάτια της. Η ηάδη μεγαάλη δυσαρεάσκεια μου για τη Μοάλλυ μεγαλωάνει οάλο κα περισσοάτερο ενωά βλεάπω τη Στεφ να κλαιάει. «Δεν νομιάζω πως ο Τριάσταν θα εάκανε καάτι μαζιά της, βλεάπω τον τροάπο που σε κοιταάζει. Νοιαάζεται στα αληάθεια για εσεάνα. Πιστευάω πως πρεάπει να τον παάρεις και να ζητηάσεις συγνωάμη.» Προτειάνω. «Κι αν ειάναι μαζιά της;» «Δεν ειάναι.» Την διαβεβαιωάνω. Στα αληάθεια δεν νομιάζω πως ο Τριάσταν θα εάκανε καάτι με το φιάδι με τα ροζ μαλλιαά. «Πως το ξεάρεις; Καάποιες φορεάς νομιάζεις πως ξεάρεις τους ανθρωάπους αλλαά δεν ισχυάει.» Λεάει και κοιταά μεάσα στα μαάτια μου. «Αυτ..» Η ποάρτα που ανοιάγει τη διακοάπτει. «Γεια..» Ο Χαάρρυ λεάει καθωάς συνειδητοποιειά τη σκηνηά μπροσταά του. «Αμμμ…. Να εάρθω αργοάτερα;» Αλλαάζει το βαάρος στα ποάδια του νευρικαά. Ο Χαάρρυ δεν ειάναι ο τυάπος που θα παρηγορουάσε εάνα κοριάτσι που κλαιάει. Φιάλη ηά οάχι. «Οάχι, θα παάω να βρω τον Τριάσταν και θα προσπαθηάσω να ζητηάσω συγνωάμη.» Σηκωάνεται. «Σε ευχαριστωά, Τεάσσα.» Με αγκαλιαάζει και κοιταάζει τον Χαάρρυ. Ανταλλαάσουν καάποια αάβολα βλεάμματα πριν αυτηά βγει αποά το δωμαάτιο.
406
«Πειναάς;» Ρωταάει αφουά με φιλαάει για να με χαιρετηάσει. «Ναι βασικαά πειναάω.» Του λεάω. Θα πρεάπει να διαβαάζω λιάγο για τα μαθηάματα που εάχω ακοάμα αλλαά ειάμαι πιο μπροσταά εάτσι και αλλιωάς. Δεν εάχω ιδεάα πως ηά ποάτε ο Χαάρρυ πραγματικαά δουλευάει. «Σκεφτοάμουν αφουά παάρουμε καάτι να φαάμε, θα μπορουάσες να τηλεφωνηάσεις στην Καάρεν ηά στον Λιάαμ για να δεις τι θα πρεάπει να φορεάσω στο… ξεάρεις, στο γαάμο.» Στην αναφοραά του οάνομα του Λιάαμ σφιάγγεται η καρδιαά μου. Εάχω να του μιληάσω αρκετεάς μεάρες και μου λειάπει. Θεάλω να του πω για την πρακτικηά μου και ιάσως ακοάμα και για εμεάνα και τον Χαάρρυ. Δεν το εάχω αποφασιάσει ακοάμα αυτοά, αλλαά και παάλι θεάλω να του μιληάσω. «Ναι, θα παάρω τον Λιάαμ. Ειάμαι ενθουσιασμεάνη για το γαάμο.» Του λεάω. Πρεάπει και εγωά να παάρω καάτι για να φορεάσω. «Ναι, και εγωά. Ειάμαι ενθουσιασμεάνος. Θα μπορουάσα να ηάμουν πιο χαρουάμενος;» Στριφογυριάζει τα μαάτια του και εγωά γελαάω. «Λοιποάν, χαιάρομαι που θα πας. Σημαιάνει πολλαά για τον πατεάρα σου και την Καρεν.» Τον επαινωά και αυτοάς κουναά το κεφαάλι του. Εάχει αλλαάξει πολυά τους λιάγους αυτουάς μηάνες που τον ξεάρω. «Ναι… ναι. Παάμε να φαάμε.» Γκρινιαάζει και πιαάνει τη ζακεάτα μου αποά την καρεάκλα. «Αάσε με να αλλαάξω πρωάτα, Χριστεά μου.» Μουγκριάζω. Νιωάθω τα μαάτια του παάνω μου καθωάς ξεντυάνομαι και πιαάνω εάνα τζιν και εάνα φουάτερ με τη σταάμπα του Πανεπιστημιάου της Ουαάσιγκτον και τα φοραάω γρηάγορα. «Δειάχνεις αξιολαάτρευτη, σεάξι υπαάλληλος γραφειάου το πρωιά και γλυκοά κοριάτσι Πανεπιστημιάου το βραάδυ.» Με πειραάζει. Η καρδιαά μου πεταριάζει αποά τις λεάξεις του και σηκωάνομαι στις μυάτες των ποδιωάν μου για να τον φιληάσω στο μαάγουλο. Αποφασιάζουμε να παάμε στο εμπορικοά και να φαάμε πριν ψωνιάσουμε αυταά που θα φορεάσουμε. Τηλεφωνωά στον Λιάαμ καθωάς καθοάμαστε και μου λεάει πως θα ρωτηάσει τη μητεάρα του τι θα πρεάπει να βαάλλει ο Χαάρρυ και θα με παάρει αυτοάς παάλι. «Θα μπορουάσαμε να βρουάμε τα δικαά σου πρωάτα φανταάζομαι.» Προτειάνει. «Ουάτε και εγωά ξεάρω τι θα φορεάσω.» Γελαάω.
407
«Λοιποάν εάχεις το πλεονεάκτημα του να δειάχνεις υπεάροχη ανεξαάρτητα αποά το τι φοραάς.» Λεάει. «Αυτοά δεν ειάναι αληάθεια, πεάτυχες στα σιάγουρα αυτοά το “Δεν διάνω δεκαάρα για το πωάς δειάχνω αλλαά ειάμαι μια χαραά” βλεάμμα.» «Το πεάτυχα, εάτσι;» Μου διάνει εάνα αυταάρεσκο ειρωνικοά χαμοάγελο και εγωά στριφογυριάζω τα μαάτια μου. «Ο Λιάαμ ειάναι.» Του λεάω και σηκωάνω το κινητοά μου που χτυπαάει. «Γεια, λοιποάν ειάπε οάτι θα ηάταν καλυάτερο αν εσυά φορουάσες αάσπρα, και τουλαάχιστον εάπειθες τον Χαάρρυ να βαάλει σακαάκι και γραβαάτα. Δεν νομιάζω πως περιμεάνουν και πολλαά αποά αυτοάν.» Γελαάει. «Ενταάξει, λοιποάν θα βαάλλω να δυναταά μου να φορεάσει γραβαάτα.» «Καληά τυάχη. Πως παάει η πρακτικηά σου;» «Μια χαραά, υπεάροχα βασικαά. Ειάναι εάνα οάνειρο που πραγματοποιειάτε , δεν μπορωά να το πιστεάψω. Εάχω δικοά μου γραφειάο και βασικαά πληρωάνομαι για να διαβαάζω οάλη μεάρα. Ειάναι τεάλεια. Πως παάνε τα μαθηάματα; Μου εάλειψε η Λογοτεχνιάα.» Εάνα κατσουάφιασμα εμφανιάζεται στο προάσωπο του Χαάρρυ και ακολουθωά το βλεάμμα του μεάχρι τη μεάση του χωάρου με τα τραπεάζια. Ο Ζεάιν, ο Λουάι και εάνας αάλλος που δεν εάχω γνωριάσει ποτεά περπαταάνε προς το μεάρος μας. Ο Ζεάιν με χαιρεταάει φιλικαά και εγωά χαμογελαάω πριν το σκεφτωά. Ο Χαάρρυ με κοιταά αάγρια και σηκωάνεται αποά το τραπεάζι. «Επιστρεάφω αμεάσως.» Λεάει και απομακρυάνεται αποά εμεάνα. Προσπαθωά να συνεχιάσω τη συζηάτησηά μου με τον Λιάαμ και να παρακολουθωά τον Χαάρρυ την ιάδια στιγμηά. «Ναι, η Λογοτεχνιάα δεν ειάναι η ιάδια χωριάς εσεάνα αλλαά ειάμαι πολυά χαρουάμενος για την ευκαιριάα σου. Τουλαάχιστον ο Χαάρρυ δεν εάρχεται στο μαάθημα οποάτε δεν χρειαάζεται να τα βγαάζω πεάρα μαζιά του.» Ο Λιάαμ λεάει. «Τι εννοειάς δεν εάρχεται στο μαάθημα; Λοιποάν εκτοάς αποά σηάμερα; Ηάταν εκειά χθες. Σωσταά;» «Οάχι, σκεάφτηκα πως την παραάτησε ξαναά επειδηά εάφυγες και προφανωάς δεν μπορειά να ειάναι παάνω αποά δεάκα βηάματα μακριαά σου.» Με πειραάζει και καάνει την καάρδια μου να ζεσταιάνεται αποά χαραά.
408
Κοιτωά προς τον Χαάρρυ ο οποιάος εάχει γυρισμεάνη την πλαάτη του προς τα εμεάνα και οι ωάμοι του φαιάνονται σφιγμεάνοι αποά εδωά πεάρα. Το αγοάρι που δεν αναγνωριάζω εάχει εάνα λαμπεροά χαμοάγελο στο προάσωποά του και ο Ζεάιν κουναά το κεφαάλι του. Τον Λουάι φαιάνεται να μην τον ενδιαφεάρουν οι αάλλοι και εάχει επικεντρωθειά στο να κοιταάζει μια παρεάα κοριτσιωάν που περπαταάνε διάπλα τους. Ο Χαάρρυ καάνει εάνα βηάμα προς το αγοάρι και δεν μπορωά να πω αν καάνουν για πλαάκα ηά οάχι. «Λυπαάμαι πολυά Λιάαμ αλλαά θα σου τηλεφωνηάσω εγωά μεταά.» Λεάω και κλειάνω το τηλεάφωνο. Αφηάνω οάτι εάχει μειάνει αποά το φαγητοά εμεάνα και του Χαάρρυ στο τραπεάζι ευχοάμενη να μην τα πειραάξει κανειάς. «Γεια σου Τεάσσα, πως ειάσαι;» Ο Ζεάιν ρωταάει και προχωραά μπροσταά για να με αγκαλιαάσει. Νιωάθω να κοκκινιάζω και ευγενικαά τον αγκαλιαάζω και εγωά. Ξεάρω καλυάτερα αποά το να κοιταάξω τον Χαάρρυ οάταν η αγκαλιαά μας τελειωάνει. Τα μαλλιαά του Ζεάιν ειάναι σηκωμεάνα ιάσια μπροσταά με εάναν πολυά σεάξι, λιάγο αάστατο τροάπο. Ειάναι ντυμεάνος στα μαυάρα και το δερμαάτινο μπουφαάν του εάχει μπαλωάματα μπρος και πιάσω. «Χαάρρυ δεν θα μου τη συστηάσεις;» Ο αάγνωστος λεάει. Χαμογελαάει και μου προκαλειά εάνα ριάγος, μπορωά να πω πως δεν ειάναι και πολυά καλοάς αάνθρωπος. «Αμμ… ναι. Αποά εδωά η φιάλη μου η Τεάσσα, Τεάσσα αποά εδωά ο Τζεάις.» Ο Χαάρρυ καάνει νοάημα αναάμεσαά μας. Φιάλη; Νιωάθω σαν να με κλωάτσησαν μοάλις στο στομαάχι. Βαάζω τα δυναταά μου για να κρυάψω τον εξευτελισμοά μου και να χαμογελαάσω. «Πηγαιάνεις στο Πανεπιστηάμιο της Ουαάσινγκτον;» Ρωταάω. Η φωνηά μου ειάναι πολυά πιο ηάρεμη αποά οάτι νιωάθω μεάσα μου. «Φυσικαά και οάχι. Δεν πηγαιάνω Πανεπιστηάμιο.» Κρυφογελαάει ηάρεμα. « Αλλαά αν οάλα τα κοριάτσια εκειά εάμοιαζαν με εσεάνα θα το σκεφτοάμουν.» Καταπιάνω και περιμεάνω τον Χαάρρυ να πει καάτι. Οh σωσταά, ειάμαι η φιάλη του. Γιατιά να το καάνει; Μεάνω σιωπηληά και ευάχομαι να ειάχα μειάνει στο τραπεάζι. «Θα παάμε στην αποβαάθρα αποάψε, εσειάς οι δυάο θα πρεάπει να εάρθετε.» Ο Ζεάιν λεάει. «Δεν μπορουάμε. Ιάσως την εποάμενη φοραά.» Ο Χαάρρυ λεάει. Σκεάφτομαι να πω οάτι εγωά μπορωά, αλλαά ειάμαι πολυά εκνευρισμεάνη για να μιληάσω. «Γιατιά οάχι;» Ο Τζεάις ρωταάει.
409
«Εάχει δουλειάα αυάριο, πιστευάω μπορωά να εάρθω εγωά αργοάτερα. Μοάνος.» Προσθεάτει. «Πολυά κριάμα.» Ο Τζεάις μου χαμογελαάει. Ο Χαάρρυ σφιάγγει το πιγουάνι του και τον κοιταάζει. Νιωάθω πως δεν ξεάρω καάτι. Ποιος ειάναι αυτοάς τεάλος παάντων; Τα στο χρωάμα της αάμμου ξανθαά μαλλιαά του πεάφτουν στα μαάτια του και κουναάει το κεφαάλι του για να τα απομακρυάνει. «Ναι, θα σε ειδοποιηάσω οάταν θα ειάμαι στο δροάμο.» Ο Χαάρρυ λεάει και εγωά σηκωάνομαι και φευάγω. Ακουάω τις μποάτες του Χαάρρυ να χτυπουάν πιάσω μου αλλαά συνεχιάζω να προχωρωά. Δεν φωναάζει το οάνομαά μου, ειάμαι σιάγουρη πως δεν θεάλει οι φιάλοι του να νομιάζουν τιάποτα αλλαά συνεχιάζει να με ακολουθειά. Περπαταά πιο γρηάγορα και μπαιάνω μεάσα στα Μacy στριάβοντας αποάτομα σε μια γωνιάα ευχοάμενη να τον χαάσω. Δεν εάχω καθοάλου τυάχη οάμως, και αυτοάς πιαάνει τον αγκωάνα μου και με γυριάζει να τον κοιταάξω. «Τι τρεάχει;» Η ενοάχλησηά του ειάναι εμφανηάς. «Oh δεν ξεάρω Χαάρρυ!» Φωναάζω. Μια ηλικιωμεάνη κυριάα με κοιταάζει και της ριάχνω εάνα χαμοάγελο για συγνωάμη. «Ουάτε και εγωά! Εσυά ειάσαι αυτηά που μοάλις αγκαάλιασε τον Ζεάιν!» Ουρλιαάζει. Εάχουμε ηάδη τραβηάξει την προσοχηά ενοάς κοινουά αλλαά ειάμαι εκνευρισμεάνη οποάτε δεν με ενδιαφεάρει αυτηά τη στιγμηά. «Ντρεάπεσαι για εμεάνα ηά καάτι τεάτοιο; Θεάλω να πω το καταλαβαιάνω, δεν ειάμαι ακριβωάς το κουλ κοριάτσι αλλαά νοάμιζα…» «Τι; Οάχι! Φυσικαά και δεν ντρεάπομαι για εσεάνα. Ειάσαι τρεληά;» Ξεφυσαάει. Νιωάθω τρεληά αυτηά τη στιγμηά. «Γιατιά με συάστηνες ως φιάλη σου; Οάλο λες να μειάνουμε μαζιά και μεταά λες πως ειάμαστε φιάλοι; Τι εάχεις σκοποά να καάνεις, να με κρυάψεις; Να μην το πεις σε κανεάνα; Δεν θα ειάμαι το μυστικοά κανενοάς. Αν δεν ειάμαι καληά για τους φιάλους σου ωάστε να ξεάρουν πως ειάμαστε μαζιά τοάτε δεν θεάλω να ειάμαστε.» Γυριάζω και απομακρυάνομαι μεταά το λοάγο μου. «Τεάσσα! Να παάρει..» Λεάει και με ακολουθειά μεάσα στο μαγαζιά. Φταάνω στα δοκιμαστηάρια και τα κοιτωά επιάμονα. «Θα σε ακολουθηάσω.» Λεάει διαβαάζοντας τις σκεάψεις μου.
410
«Πηάγαινε με σπιάτι. Τωάρα.» Απαιτωά και κατευθυάνομαι προς την εάξοδο του μαγαζιουά. Μεάνω σιωπηληά τουλαάχιστον 10βηάματα πιο μπροσταά αποά τον Χαάρρυ καθωάς βγαιάνουμε αποά το εμπορικοά και φταάνουμε στο αυτοκιάνητοά του. Καάνει την κιάνηση να μου ανοιάξει την ποάρτα αλλαά απομακρυάνεται οάταν τον κοιτωά αάγρια. Αν ηάμουν στη θεάση του θα κρατουάσα αποάσταση. Κοιτωά εάξω αποά το παραάθυρο και σκεάφτομαι οάλα τα απαιάσια πραάγματα που θα μπορουάσα να του πω αλλαά δεν το καάνω. Ειάμαι πιο πολυά ντροπιασμεάνη που νιωάθει πως δεν μπορειά να πει στον κοάσμο πως ειάμαστε μαζιά. Ξεάρω πως δεν ειάμαι σαν τους φιάλους του και πιθανωάς οάλοι να νομιάζω πως ειάμαι μια αποτυχημεάνη ηά οάχι αρκεταά κουλ αλλαά αυτοά δεν εάπρεπε να τον νοιαάζει. Πιαάνω τον εαυτοά μου να αναρωτιεάται αν ο Ζεάιν θα εάκρυβε τη σχεάση μας αποά τους φιάλους του, και δεν μπορωά παραά να σκεφτωά πως δεν θα το εάκανε. Αν το σκεφτωά παάντως ο Χαάρρυ δεν με εάχει πει ποτεά κοπεάλα του. Πιθανωάς θα εάπρεπε να περιμεάνω να κοιμηθωά μαζιά του μεάχρι τουλαάχιστον να επιβεβαιωάσει πως βγαιάνουμε. «Σταμαάτησες να ειάσαι νευριασμεάνη;» Ρωταάει ενωά βγαιάνουμε στη λεωφοάρο. «Νευριασμεάνη; Δεν ειάσαι σοβαροάς!» Η φωνηά μου γεμιάζει το μικροά του αυτοκιάνητο. «Δεν ξεάρω γιατιά ειάναι τοάσο μεγαάλο θεάμα για εσεάνα που σε αποκαάλεσα φιάλη μου, δεν εννοουάσα αυτοά. Απλαά πιαάστηκα απροετοιάμαστος.» Λεάει ψεάματα. Μπορωά να πω πως λεάει ψεάματα αποά τον τροάπο που τα μαάτια του απομακρυάνονται αποά τα δικαά μου. Θα μπορουάσε ευάκολα να με συστηάνει ως την κοπεάλα του. «Αν ντρεάπεσαι για εμεάνα τοάτε δεν θεάλω να σε βλεάπω πια.» Λεάει. Πιεάζω τα νυάχια μου στο ποάδι μου για να μην κλαάψω. «Μην μου το λες αυτοά.» Βαάζει τα χεάρια του στα μαλλιαά του και παιάρνει μια βαθιαά αναάσα. «Τεάσσα, γιατιά υπεάθεσες πως ντρεάπομαι για εσεάνα; Αυτοά ειάναι εντελωάς γελοιάο.» Γρυλιάζει. «Καλαά να περαάσεις στο παάρτι σου αποάψε.» «Δεν θα παάω, απλαά το ειάπα για να με αφηάσει ηάσυχο ο Τζεάις.» Ο Χαάρρυ λεάει. «Αν δεν ντρεάπεσαι για εμεάνα τοάτε πηάγαινε με στο παάρτι.» Λεάω. Ξεάρω πως ειάναι απαιάσια ιδεάα αλλαά θεάλω να του δειάξω πως εάχω διάκιο. «Φυσικαά και οάχι.» Λεάει μεάσα αποά τα δοάντια του. «Ακριβωάς.» Λεάω αποάτομα.
411
«Δεν θα σε παάω εκειά γιατιά ο Τζεάις ειάναι μεγαάλος κοάπανος αρχικαά. Και δευάτερον, δεν ειάναι μεάρος που πρεάπει να ειάσαι.»» «Γιατιά οάχι; Μπορωά να χειριστωά τον εαυτοά μου.» Του υπενθυμιάζω. «Ο Τζεάις και η παρεάα του ειάναι εντελωάς εάξω αποά την κοινωνιάα σου Τεάσσα, να παάρει ειάναι ακοάμα και εάξω αποά τη δικηά μου. Μαστουρωάνονται και ειάναι καθαάρματα.» «Τοάτε γιατιά ειάσαι φιάλος του;» Στριφογυριάζω τα μαάτια μου. «Υπαάρχει μια μεγαάλη διαφοραά αναάμεσα στο να ειάσαι φιλικοάς και να ειάσαι φιάλος.» «Λοιποάν γιατιά ο Ζεάιν να ηάταν μαζιά του τοάτε;» «Δεν ξεάρω, ο Τζεάις δεν ειάναι αποά αυταά τα αγοάρια που λες οάχι.» Εξηγειά. «Οποάτε τον φοβαάσαι. Γι αυτοά δεν ειάπες τιάποτα οάταν με κολαάκευσε.» Παρατηρωά. Ο Τζεάις θα πρεάπει να ειάναι πολυά κακοάς αν ο Χαάρρυ τον φοβαάται. Ο Χαάρρυ με εκπληάσσει βαάζοντας τα γεάλια. «Δεν τον φοβαάμαι, απλαά δεν θεάλω να τον προκαλεάσω. Του αρεάσουν τα παιχνιάδια και αν τον προκαλεάσω με εσεάνα θα σε μετατρεάψει σε παιχνιάδι.» Τα δαάχτυλαά του γιάνονται αάσπρα αποά το δυνατοά κραάτημα του τιμονιουά. «Λοιποάν παάλι καλαά που ειάμαστε απλαά φιάλοι.» Λεάω και κοιτωά εάξω αποά τα παραάθυρα την οάμορφη θεάα της ποάλης που περναά διάπλα μας. Το ξεάρω οάτι καάνω σαν παιδιά αλλαά δεν μπορωά να το ελεάγξω. Δεν ειάμαι τεάλεια, ειάμαι συναισθηματικηά και εκνευρισμεάνη. «Τεάσσα…. Απλαά σταμαάτα.» Παρακαλαάει. «Χαάρρυ στα αληάθεια με πληάγωσες καλωάντας με φιάλη σου.» Παραδεάχομαι. Τωάρα που ξεάρω ποάσο τρομακτικοάς ειάναι ο Τζεάις καταλαβαιάνω λιάγο περισσοάτερο γιατιά το εάκανε αλλαά αυτοά δεν το καάνει να ποναάει λιγοάτερο. «Το ξεάρω, συγνωάμη μωροά μου. Σου το ορκιάζομαι δεν το εννοουάσα με αυτοά τον τροάπο.» Λεάει και ακουμπαά το χεάρι του στο μπουάτι μου. Σχεδοάν να απομακρυάνω το χεάρι του αλλαά τελικαά αποφασιάζω να μην το καάνω. «Μπορωά να εάρθω μεάσα;» Ρωταάει ενωά παρκαάρουμε εάξω αποά το δωμαάτιοά μου. «Ναι, νομιάζω.» Αναστεναάζω δραματικαά και βγαιάνω αποά το αυτοκιάνητο.
412
Chapter 86 Οάταν φταάνουμε στο δωμαάτιο πεάφτω με δυάναμη στο κρεβαάτι. Ειάμαι ακοάμη θυμωμεάνη με το Χαάρρυ αλλαά οάχι οάσο ηάμουν πριν. Δεν θεάλω περισσοάτερη προσοχηά αποά τον Τζεάις αποά οάτι ειάναι απαραιάτητη, αλλαά ακοάμα δεν μου αρεάσει που ο Χαάρρυ φαιάνεται να κρυάβει τη σχεάση μας. Η γνωριμιάα μου με τον Τζεάις εάχει φεάρει στην επιφαάνεια και αάλλες ερωτηάσεις που ξεάρω πως ο Χαάρρυ δεν θεάλει να τις καάνω. «Στα αληάθεια λυπαάμαι. Δεν ηάθελα να σε πληγωάσω.» Λεάει. Δεν τον κοιταάω γιατιά ξεάρω πως οάτι θα μαλακωάσω. Πρεάπει να ξεάρει πως δεν θα ανεχτωά να καάνει τεάτοια πραάγματα. «Εσυά… με θεάλεις ακοάμα;» Ρωταάει. Η φωνηά του τρεάμει. Οάταν τον κοιταάζω, δειάχνει ευαάλωτος. Αναστεναάζω, ξεάροντας πως δεν μπορωά να κρατηάσω το θυμοά μου οάταν τα μαάτια του ειάναι γεμαάτα ανησυχιάα. «Ναι, φυσικαά και σε θεάλω. Εάλα εδωά.» Του λεάω και χτυπωά το χεάρι μου το κρεβαάτι διάπλα μου. Δεν εάχω καθοάλου τη δυάναμη της θεάλησης οάταν προάκειται για τον Χαάρρυ. «Με θεωρειάς κοπεάλα σου;» Ρωταάω οάταν καάθεται. «Ναι, εννοωά ειάναι λιάγο ανοάητο να σε φωναάζω εάτσι.» Λεάει. «Ανοάητο;» Πειραάζω τα νυάχια μου, μια κακιαά συνηάθεια που πρεάπει να κοάψω. «Ειάσαι πολλαά περισσοάτερα για εμεάνα αποά εάναν εφηβικοά τιάτλο.» Βαάζει τα μεγαάλα χεάρια του και στις δυάο πλευρεάς του προσωάπου μου. Η απαάντησηά του καάνει το στομαάχι μου να γυριάζει με τον καλυάτερο τροάπο. Δεν μπορωά να ελεάγξω το χαμοάγελο που σχηματιάζεται στο προάσωποά μου. Οι ωάμοι του χαλαρωάνουν αμεάσως. «Δεν μου αρεάσει που δεν θες ο κοάσμος να μαάθει πως ειάμαστε μαζιά, πως θα ζηάσουμε παρεάα αν δεν λες ουάτε καν στους φιάλους σου για εμαάς;»
413
«Δεν ειάναι εάτσι, θες να τηλεφωνηάσω αυτηά τη στιγμηά στο Ζεάιν και να του το πω; Αν υπαάρχει καάτι τεάτοιο εσυά θα πρεάπει να ντρεάπεσαι για εμεάνα, εάχω δει πως μας κοιταάνε οάλοι οάταν ειάμαστε μαζιά.» Λεάει. Οποάτε το εάχει παρατηρηάσει. «Ανησυχουάσα πως θα τα παρατουάσες μαζιά μου.» Αναπνεάει. «Να τα παρατηάσω;» Επαναλαμβαάνω. « Ειάσαι το μοάνο σταθεροά πραάγμα στη ζωηά μου, το ξεάρεις αυτοά εάτσι; Δεν ξεάρω τι θα εάκανα αν δεν ιάσχυε αυτοά, αν με αάφηνες.» Διευκρινιάζει. «Δεν θα σε αφηάσω αν δεν μου δωάσεις καάποιο λοάγο.» Τον βεβαιωάνω. Δεν μπορωά να σκεφτωά καάτι που θα με εάκανε να τον αφηάσω. Ειάμαι πολυά ερωτευμεάνη. Η σκεάψη πως τον αφηάνω στεάλνει εάναν ποάνο σε οάλο μου το σωάμα που δεν μπορωά να αντεάξω. Θα με διαλυάσει. Ακοάμα κι αν μαλωάνουμε καάθε μεάρα, τον αγαπαάω. «Δεν θα σου δωάσω.» Λεάει. Κοιταά μακριαά μου για εάνα λεπτοά και μεταά συνανταά ξαναά τα μαάτια μου. «Μου αρεάσει ο εαυτοάς μου οάταν ειάμαι μαζιά σου.» Λεάει και μετακινωά το μαάγουλοά μου πιο μεάσα στο χεάρι του. «Και εμεάνα μου αρεάσει.» Απανταάω απλαά. Τον αγαπαάω, το καθετιά παάνω του. Καάθε του οάψη. Περισσοάτερο, μου αρεάσει το ποια εάχω γιάνει μαζιά του, εάχουμε αλλαάξει και οι δυάο προς το καλυάτερο. Καταά καάποιον τροάπο τον καταάφερα να ανοιχτειά και του εάφερα ευτυχιάα και αυτοάς μου εάμαθε πωάς να ζω χωριάς να ανησυχωά για την καάθε λεπτομεάρεια. «Ξεάρω πως σε εκνευριάζω μερικεάς φορεάς…. Λοιποάν πολλεάς φορεάς και εάνας Θεοάς ξεάρει ποάσο πολυά με τρελαιάνεις.» Λεάει. «Ευχαριστωά;» «Απλαά λεάω, το γεγονοάς οάτι μαλωάνουμε δεν σημαιάνει πως δεν πρεάπει να ειάμαστε μαζιά. Οάλοι μαλωάνουν, απλαά εμειάς το καάνουμε περισσοάτερο αποά τους κανονικουάς ανθρωάπους.» Χαμογελαάει. «Ειάμαστε πολυά διαφορετικοιά αάνθρωποι οποάτε πρεάπει απλαά να καταλαάβουμε πωάς να χειριζοάμαστε ο εάνας τον αάλλον, θα γιάνει πιο ευάκολο.» Με βεβαιωάνει. Επιστρεάφω το χαμοάγελο και περνωά τα χεάρια μου στα μαλλιαά του. «Δεν πηάραμε ακοάμα τιάποτα για να βαάλουμε στο γαάμο.» Παρατηρωά.
414
«Οh να παάρει, φαιάνεται πως δεν μπορουάμε να παάμε.» Σχηματιάζει στο προάσωποά του το πιο ψευάτικο κατσουάφιασμα που εάχω δει ποτεά και φιλαάει τη μυάτη μου. «Θα το θελες. Ειάναι μοάλις Τριάτη, μπορουάμε να παάρουμε καάτι πιο μεταά μεάσα στην εβδομαάδα.» «Ηά μπορουάμε να το προσπεραάσουμε και να σε παάω στο Σιαάτλ για το Σαββατοκυάριακο;» Σηκωάνει εάνα του φρυάδι. «Τι;» Σηκωάνομαι. «Εννοωά οάχι! Θα παάμε στο γαάμο.» Διορθωάνω τον εαυτοά μου. «Αλλαά μπορειάς να με πας στο Σιατλ το εποάμενο.» «Οάχι, η προσφοραά ισχυάει μοναχαά γι αυτοά.» Με πειραάζει και με τραβαά να καάτσω στα ποάδια του. «Καλαά, φανταάζομαι πως θα πρεάπει να βρω καάποιον αάλλον να με παάει στο Σιαάτλ.» Το πιγουάνι του σφιάγγεται και εγωά χαιϊδευάω με τα δαάχτυλαά μου τα κονταά γεάνια στο μαάγουλο και το πιγουάνι του. «Δεν θα τολμουάσες.» Τα χειάλη του γυριάζουν σε εάνα χαμοάγελο. «Oh, ναι πιθανοάτατα θα το εάκανα. Το Σιαάτλ ειάναι το αγαπημεάνο μου μεάρος εάτσι και αλλιωάς.» «Το αγαπημεάνο σου μεάρος;» «Ναι, βασικαά δεν εάχω παάει και πουθεναά αλλουά.» «Ποιο ειάναι το πιο μακρινοά μεάρος που εάχεις παάει;» Ρωταάει. Ακουμπωά το κεφαάλι μου στο στηάθος του και αυτοάς ακουμπαά πιάσω στο κεφαλαάρι, τυλιάγοντας τα χεάρια του γυάρω μου. «Το Σιατλ. Δεν εάχω φυάγει αποά την Ουαάσινγκτον.» «Ποτεά;» Ειάναι μπερδεμεάνος. «Οάχι, ποτεά.» «Γιατιά οάχι;» Ρωταάει. «Δεν ξεάρω, απλαά δεν ειάχαμε τα λεφταά αφοάτου εάφυγε ο μπαμπαάς μου. Η μαμαά μου δουάλευε οάλη την ωάρα και εγωά ηάμουν πολυά επικεντρωμεάνη στο
415
σχολειάο και να φυάγω αποά εκειάνη την ποάλη που δεν σκεφτοάμουν στα αληάθεια τιάποτα αάλλο, εκτοάς αποά το να δουλευάω.» «Που θες να πας;» Ρωταάει, τα δαάχτυλαά του χαιϊδευάουν παάνω καάτω το χεάρι μου. «Στην Chawton. Θεάλω να δω την αγροικιάα της Τζεάιν Οάστιν. Ηά στο Παριάσι, θα ηάθελα πολυά να δω που εάμενα ο Χεάμινγκγουεη οάσο ηάταν εκειά.» «Το ηάξερα πως θα εάλεγε αυταά τα μεάρη, θα μπορουάσα να σε παάω εκειά.» Ο τοάνος του ειάναι σοβαροάς. «Ας αρχιάσουμε αποά το Σιατλ.» Χαζογελαάω. «Το εννοωά Τεάσσα, μπορωά να σε παάω οάπου θες. Ειδικαά στην Αγγλιάα, μεγαάλωσα εκειά. Θα μπορουάσες να γνωριάσεις τη μαμαά μου και την υποάλοιπη οικογεάνειαά μου.» «Αμμμ..» Βασικαά δεν εάχω τιάποτα να πω. Ειάναι τοάσο περιάεργος, με συστηάνει ως φιάλη του πριν μια ωάρα και τωάρα προσπαθειά να με πειάσει να παάμε στην Αγγλιάα να γνωριάσω τη μητεάρα του. «Ας αρχιάσουμε αποά το Σιατλ;» Γελαάω. «Καλαά, αλλαά ξεάρω πως θα σου αάρεσε πολυά να περαάσεις αποά τους δροάμους τις Αγγλιάας, να δεις το σπιάτι που μεγαάλωσε η Οάστιν…» Δεν μπορωά να φανταστωά πως θα αντιδρουάσε η μητεάρα μου στο να φυάγω αποά τη χωάρα με τον Χαάρρυ. Θα με κλειάδωνε πιθανωάς στο υποάγειο και δεν θα με αάφηνε ποτεά να βγω. Το καλυάτερο σε αυτηά τη σκεάψη ειάναι πως δεν εάχει κανεάνα λοάγο σε οάτι καάνω. Ειάμαι ενηάλικη. Δεν της εάχω μιληάσει ακοάμα αποά τοάτε που βγηάκε φουριοάζα αποά το δωμαάτιοά μου αφουά με απειάλησε σε μιάα της προσπαάθεια να με καάνει να σταματηάσω να βλεάπω το Χαάρρυ. Θεάλω να αποφυάγω αυτηά την αναποάφευκτη διαφωνιάα για οάσο πιο πολυά μπορωά. «Τι τρεάχει;» Λεάει και κατεβαάζει το προάσωποά του μπροσταά αποά το δικοά μου. «Τιάποτα, συγνωάμη απλαά σκεφτοάμουν τη μαμαά μου.» Του λεάω. «Oh…. Θα αλλαάξει γνωάμη μωροά μου.» Ακουάγεται τοάσο σιάγουρος αλλαά την ξεάρω καλυάτερα. «Δεν νομιάζω, αλλαά ας μιληάσουμε για καάτι αάλλο.» Το κινητοά του Χαάρρυ δονειάται στη τσεάπη του. Μετακινουάμε αποά παάνω του ωάστε να μπορεάσει να το παάρει αλλαά δεν καάνει καμιάα κιάνηση. «Οάποιος κι αν ειάναι μπορειά να περιμεάνει.» Μου λεάει.
416
«Θα μειάνουμε στο σπιάτι του πατεάρα σου το Σαάββατο μεταά το γαάμο;» Ρωταάω. Πρεάπει να διωάξω το μυαλοά μου αποά τη μητεάρα μου. «Αυτοά θεάλεις;» Ρωταάει. «Ναι, μου αρεάσει εκειά. Αυτοά το κρεβαάτι ειάναι μικροσκοπικοά.» Στραβωάνω τη μυάτη μου και αυτοάς γελαάει. «Μπορουάμε να μεάνουμε στο δικοά μου δωμαάτιο πιο συχναά. Τι λες για αποάψε;» «Εάχω την πρακτικηά μου το πρωιά.» Του υπενθυμιάζω. «Και; Μπορειάς να φεάρεις τα πραάματαά σου μαζιά και να ετοιμαστειάς σε εάνα κανονικοά μπαάνιο. Εάχω καιροά να παάω στο δωμαάτιοά μου, πιθανωάς προσπαθουάν ηάδη να το νοικιαάσουν.» Αστειευάεται.«Δεν θες να καάνεις εάνα μπαάνιο χωριάς αάλλα τριαάντα αάτομα στο ιάδιο δωμαάτιο;» «Εάγινε.» Χαμογελαάω και σηκωάνομαι αποά το κρεβαάτι. Ο Χαάρρυ με βοηθαά να μαζεάψω τα πραάγματαά μου για αυάριο και εγωά ενθουσιαάζομαι οάλο και πιο πολυά που θα παάω στο σπιάτι της αδελφοάτητας. Το μισουάσα αυτοά το σπιάτι και ακοάμα το μισωά αλλαά η ιδεάα ενοάς πλυσιάματος σε εάνα κανονικοά μπαάνιο και το μεγαάλο κρεβαάτι του Χαάρρυ ειάναι πολυά ελκυστικαά για να τα προσπεραάσω. Πιαάνειτα κοάκκινα εσωάρουχα αποά την ντουλαάπα μου και εγωά κοκκινιάζω πριν τα βαάλω στην τσαάντα. Βαάζω μεάσα και μια αποά τις παλιεάς μου μαυάρες φουάστες και μια αάσπρη μπλουάζα, θεάλω να κρατηάσω τα νεάα μου φορεάματα για πιο μεταά. «Κοάκκινο σουτιεάν με αάσπρη μπλουάζα;» Ο Χαάρρυ παρατηρειά. Βγαάζω το αάσπρο μπλουζαάκι αποά την τσαάντα και πιαάνω εάνα μπλε και το βαάζω μεάσα. «Μπορειάς να φεάρεις περισσοάτερα ρουάχα τωάρα για να εάχεις και για την εποάμενη φοραά.» Προτειάνει. Θεάλει να αφηάσω ρουάχα στο δωμαάτιοά του. Το λατρευάω πως ειάναι δεδομεάνο οάτι θα περαάσουμε καάθε βραάδυ μαζιά. «Φανταάζομαι θα μπορουάσα.» Λεάω και πιαάνω το καινουάριο αάσπρο φουσταάνι μου και μερικαά τυχαιάα ρουάχα. «Ξεάρεις τι θα ηάταν ακοάμη πιο ευάκολο;» Ρωταάει και βαάζει την τσαάντα μου στο ωάμο του. «Τι;» Ξεάρω ηάδη τι προάκειται να πει. «Αν ζουάσαμε και οι δυάο στο ιάδιο μεάρος.» Χαμογελαάει. «Ειάχα εάνα προαιάσθημα πως θα το εάλεγες αυτοά.»
417
«Δεν θα χρειαάζεται να αποφασιάζουμε σε ποιο δωμαάτιο θα μεάνουμε και δεν θα χρειαάζεται να παιάρνεις τσαάντα. Θα εάχεις ιδιωτικοά μπαάνιο καάθε μεάρα, λοιποάν οάχι και πολυά ιδιωτικοά.» Μου κλειάνει παιχνιδιαάρικα το μαάτι και μου ανοιάγει την ποάρτα του αυτοκινηάτου. «Θα μπορουάσες να ξυπναάς και να φτιαάχνεις το δικοά σου καφεά στην κουζιάνα μας και να ετοιμαάζεσαι για τη μεάρα και θα μπορουάμε να συναντιοάμαστε στο δικοά μας σπιάτι στο τεάλος της μεάρας. Τιάποτα αποά οάλες αυτεάς τις βλακειάες με τις συγκατοιάκους και τα σπιάτια αδελφοάτητας.» Καάθε φοραά που λεάει “δικοά μας” το στομαάχι μου γεμιάζει πεταλουάδες. Οάσο περισσοάτερο το σκεάφτομαι τοάσο πιο καλοά ακουάγεται. Ειάμαι απλαά τρομοκρατημεάνη πως θα μετακομιάσω πολυά συάντομα με τον Χαάρρυ, δεν θεάλω οάλο αυτοά να γυριάσει εναντιάον μου. «Σταμαάτα να το σκαάφτεσαι τοάσο πολυά.» Ακουμπαά το χεάρι του στο μπουάτι μου καθωάς οδηγαά προς το σπιάτι. Ακουάω το κινητοά του να δονειάτε ξαναά αλλαά το αγνοειά. Δεν μπορωά παραά να ειάμαι λιάγο καχυάποπτη για το λοάγο που δεν σηκωάνει το τηλεάφωνο αλλαά πιεάζω τη σκεάψη πιάσω στο μυαλοά μου. «Τι φοβαάσαι;» Ρωταάει οάταν δεν απανταάω. «Δεν ξεάρω, κι αν καάτι συμβειά με την πρακτικηά μου και δεν μπορωά να πληρωάσω. Ηά αν καάτι γιάνει με εμαάς.» Κατσουφιαάζει αλλαά επανεάρχεται γρηάγορα. «Μωροά μου, σου ειάπα ηάδη πως θα το πληρωάσω εγωά. Ηάταν δικηά μου ιδεάα και βγαάζω τα τετραπλαάσια αποά εσεάνα.» Λεάει. Ουαάου, φανταζοάμουν οάτι βγαάζει πολλαά αλλαά οάχι και τοάσα. «Δεν με ενδιαφεάρει ποάσα βγαάζεις, δεν μου αρεάσει η ιδεάα να τα πληρωάσεις εσυά οάλα.» «Μπορειάς να πληρωάνεις το ρευάμα τοάτε;» Γελαάει πονηραά. «Το ρευάμα και τα τροάφιμα;» Προτειάνω. Δεν μπορωά να πω αν μιλαάω υποθετικαά πια ηά οάχι. «Συάμφωνοι.. Τροάφιμα… Αυτοά ακουάγεται ωραιάο εάτσι; Θα μπορειάς να μου εάχεις εάτοιμο το βραδινοά καάθε φοραά που θα γυριάζω σπιάτι.» «Συγνωάμη; Θα γιάνεται με τον αντιάστροφο τροάπο.» Γελαάω. «Μπορουάμε να μοιραάσουμε μεάρες.» «Συάμφωνοι.»
418
«Λοιποάν, θα μετακομιάσεις μαζιά μου τοάτε;» Δεν νομιάζω πως εάχω δει ποτεά πιο φωτεινοά χαμοάγελο στο τεάλειο προάσωποά του. «Δεν ειάπα αυτοά, εγωά απλαά..» «Το ξεάρεις οάτι θα σε φροντιάζω εάτσι; Παάντα.» Υποάσχεται. Θεάλω να του πω οάτι δεν χρειαάζεται να με προσεάχουν, θεάλω να κερδιάζω πραάγματα και να πληρωάνω μοάνη μου για αυταά που θα μοιραζοάμαστε αλλαά πιστευάω πως δεν μιλαά για τα οικονομικαά. «Φοβαάμαι πως αυτοά ειάναι πολυά καλοά για να ειάναι αληθινοά.» Παραδεάχομαι τελικαά στον Χαάρρυ και στον εαυτοά μου. Με εκπληάσσει λεάγοντας «Και εγωά.» «Αληάθεια;» Ειάμαι ανακουφισμεάνη που νιωάθει το ιάδιο. «Ναι, η σκεάψη περναά αποά το μυαλοά μου οάλη την ωάρα. Ειάσαι υπερβολικαά πολυά καληά για εμεάνα και απλαά σε περιμεάνω να το συνειδητοποιηάσεις και ελπιάζω πως δεν θα το καάνεις.» Λεάει, τα μαάτια του επικεντρωμεάνα στο δροάμο. «Αυτοά δεν προάκειται να συμβειά.» Λεάω και το εννοωά. Δεν λεάει τιάποτα. «Ενταάξει.» Σπαάω τη σιωπηά. «Ενταάξει τι;» «Ενταάξει, θα μετακομιάσω μαζιά σου.» Χαμογελαάω. Αφηάνει μια αναάσα που μοιαάζει να κρατουάσε για ωάρες. «Αληάθεια;» Τα λακαάκια του εμφανιάζονται καθωάς κουναά το κεφαάλι του και το χαμοάγελοά του λαάμπει. «Ναι.» «Δεν εάχεις ιδεάα τι σημαιάνει αυτοά για εμεάνα, Τερεάσα.» Βαάζει το χεάρι του παάνω αποά το δικοά μου και το πιεάζει. Ο Χαάρρυ στριάβει στο δροάμο για το σπιάτι του και το μυαλοά μου τρεάχει. Το καάνουμε στα αληάθεια αυτοά, μετακομιάζουμε μαζιά. Εγωά και ο Χαάρρυ. Μοάνοι. Οάλη την ωάρα. Στο δικοά μας μεάρος. Στο δικοά μας κρεβαάτι. Οάλα δικαά μας. Ειάμαι τρομεραά τρομαγμεάνη αλλαά ο ενθουσιασμοάς μου ειάναι πιο δυνατοάς αποά το αάγχος μου, αυτηά τη στιγμηά τουλαάχιστον. «Μην με λες Τερεάσα γιατιά θα αλλαάξω γνωάμη.» Αστειευάομαι.
419
«Ειάπες πως μοάνο οι φιάλοι και η οικογεάνεια σε φωναάζουν εάτσι, νομιάζω πως εάχω κερδιάσει το δικαιάωμα.» Επισημαιάνει. Το θυμαάται αυτοά; Το ειάπα αμεάσως μεταά που τον γνωάρισα. «Καλοά το επιχειάρημα. Λεάγεμαι οάπως θες.» Το χαμοάγελοά μου λαάμπει. «Oh μωροά μου, δεν θα το εάλεγα αυτοά αν ηάμουν στη θεάση σου. Εάχω μια ολοάκληρη λιάστα αποά πραάγματα που θα ηάθελα να σε φωναάζω.» Το χαμοάγελοά του ειάναι στραβοά και καταλαβαιάνω πως εννοειά ανωάμαλα ονοάματα. Πιαάνω τον εαυτοά μου να θεάλει να μαάθει τι ονοάματα ειάναι αυταά αλλαά σταματωά πριν τον ρωτηάσω και πιεάζω τα ποάδια μου μεταξυά τους. Πρεάπει να το παρατηάρησε γιατιά το χαμοάγελοά του μεγαλωάνει. Σκεάφτομαι να απαντηάσω με καάτι για το ποάσο ανωάμαλος ειάναι αλλαά οι λεάξεις εάχουν χαθειά στο λαιμοά μου καθωάς παρκαάρουμε στο σπιάτι. Η αυληά ειάναι γεμαάτη με ανθρωάπους και ο δροάμος με αυτοκιάνητα. «Να παάρει. Δεν ηάξερα πως θα καάνουν παάρτι αποάψε. Γαμωάτο ειάναι Τριάτη. Βλεάπεις αυτηά ειάναι η βλακειάα..» Αρχιάζει να λεάει. «Δεν πειραάζει. Μπορουάμε να παάμε απλαά κατευθειάαν στο δωμαάτιοά σου.» Διακοάπτω, προσπαθωάντας να ηρεμηάσω την ενοάχλησηά του. «Καλαά.» Αναστεναάζει. Οάταν μπαιάνουμε στο γεμαάτο κοάσμο σπιάτι ο Χαάρρυ και εγωά περπαταάμε κατευθειάαν προς τις σκαάλες. Παάνω που αρχιάζω να πιστευάω πως τα καταάφερα χωριάς να συναντηάσω κανεάναν που να ξεάρω, διακριάνω τα λαδωμεάνα στο χρωάμα της αάμμου ξανθαά μαλλιαά στην κορυφηά της σκαάλας. Ο Τζεάις.
420
Chapter 87 Ο Χαάρρυ παρατηρειά τον Τζεάις την ιάδια στιγμηά με εμεάνα και γυρναά να με κοιταάξει και μεταά ξαναά τον Τζεάις. Το σωάμα του αντιδραά αποά την εάνταση αμεάσως. Ο Τζεάις εάχει εάνα παιχνιδιαάρικο χαμοάγελο στο προάσωποά του και με τρομαάζει. «Δεν περιάμενα να σας δω εδωά μιας και δεν ηάρθατε στην αποβαάθρα και τα λοιπαά.» Λεάει στο Χαάρρυ οάταν φταάνουμε στην κορυφηά της σκαάλας. «Ναι, απλαά ηάρθαμε εδωά…» Ο Χαάρρυ αρχιάζει να λεάει. «Οh, καταάλαβα γιατιά ηάρθατε εδωά.» Ο Τζεάις χαμογελαάει και χτυπαά τον ωάμο του Χαάρρυ. Ζαρωάνω οάταν τα κασταναά του μαάτια μετακινουάνται σε εμεάνα.
421
«Ειάναι σιάγουρα χαραά μου που σε ξαναά βλεάπω Τεάσσα.» Λεάει ηάρεμα. Κοιτωά επιάμονα τον Χαάρρυ αλλαά αυτοάς ειάναι πολυά επικεντρωμεάνος στον Τζεάις για να το παρατηρηάσει. «Ναι, και εμεάνα το ιάδιο.» Καταφεάρνω να πω. «Παάλι καλαά που δεν ηάρθες στην αποβαάθρα εάτσι και αλλιωάς, οι μπαάτσοι ηάρθαν και μας χαάλασαν το παάρτι οποάτε μεταφερθηάκαμε εδωά.» Μας ενημερωάνει. Αυτοά σημαιάνει πως οι σιχαμεάνοι φιάλοι του για τους οποιάους ο Χαάρρυ μιάλησε πριν ειάναι καάπου εδωά. Μακαάρι να ειάχαμε μειάνει στο δωμαάτιο μου. Αποά το βλεάμμα στα μαάτια του Χαάρρυ καταλαβαιάνω πως ευάχεται το ιάδιο. «Αυτοάς ειάναι απαιάσιο φιάλε.» Ο Χαάρρυ του λεάει και συνεχιάζει να προχωραά στο διαάδρομο. «Πρεάπει να εάρθετε οι δυάο σας καάτω να πιειάτε εάνα ποτοά μαζιά μας.» Ο Τζεάις λεάει αρπαάζοντας το χεάρι του Χαάρρυ. «Δεν πιάνει.» Ο Χαάρρυ ξεφυάσα. Η ενοάχληση προφανηάς στη φωνηά του. «Oh, λοιποάν εσυά θα πρεάπει τουλαάχιστον να εάρθεις και να περαάσεις καλαά. Επιμεάνω.» Λεάει στο Χαάρρυ. Η ενοάχληση του Χαάρρυ φαιάνεται να διάνει περισσοάτερο θαάρρος στον Τζεάις. Ο Χαάρρυ με κοιταά και προσπαθωά σιωπηλαά να του πω: «Οάχι!!!» Αλλαά γνεάφει στον Τζεάις. Τι στο καλοά; «Θα κατεάβω σε εάνα λεπτοά, αάσε με να… τη βολεάψω στο δωμαάτιο.» Ο Χαάρρυ μουρμουριάζει και με τραβαά αποά τον καρποά μου στο δωμαάτιοά του πριν ο Τζεάις μπορεάσει να πει καάτι. Ο Χαάρρυ ξεκλειδωάνει την ποάρτα και με βαάζει γρηάγορα μεάσα. «Δεν θεάλω να παάω εκειά καάτω.» Του λεάω ενωά αφηάνει καάτω την τσαάντα μου. «Δεν θα πας.» «Εσυά;» Τον ρωταάω. «Ναι, μοάνο για εάνα λεπτοά. Δεν θα αργηάσω.» Τριάβει το πιάσω μεάρος του λαιμουά του με το χεάρι του. «Γιατιά δεν του ειάπες απλαά οάχι;» Ρωταάω. Ο Χαάρρυ φαιάνεται πολυά ευαάλωτος στον Τζεάις για καάποιον που υποστηριάζει πως δεν φοβαάται κανεάναν.
422
«Σου ειάπα ηάδη, ειάναι δυάσκολο να του πεις οάχι.» Λεάει. «Εάχει τιάποτα εναντιάον σουηά καάτι τεάτοιο;» «Τι;» Το προάσωπο του Χαάρρυ αναψοκοκκινιάζει. «Οάχι… ειάναι απλαά κοάπανος. Και δεν θεάλω μπελαάδες. Ειδικαά οάχι γυάρω αποά εσεάνα.» Λεάει και καάνει εάνα βηάμα προς το μεάρος μου. «Δεν θα ειάμαι πολυά ωάρα καάτω αλλαά τον ξεάρω και αν δεν παάω να πιωά καάτι μαζιά του θα ξαναά εάρθει εδωά παάνω και δεν τον θεάλω πουθεναά κονταά σου.» Λεάει και φιλαάει το μαάγουλοά μου. «Ενταάξει.» Αναστεναάζω. «Θεάλω να μειάνεις εδωά πεάρα παροάλα αυταά.» «Ενταάξει.» Επαναλαμβαάνω. Δεν θεάλω να κατεάβω εάτσι και αλλιωάς. Μισωά αυταά τα παάρτι και δεν θεάλω να δω τη Μοάλλυ αν ειάναι εδωά. Τωάρα δεν θεάλω να κατεάβει ουάτε και αυτοάς. «Το εννοωά. Ενταάξει;» Απαιτειά με απαληά φωνηά. «Ειάπα ενταάξει. Απλαά μην με αφηάσεις εδωά παάνω μοάνη πολυά.» Παρακαλωά. «Δεν θα σε αφηάσω. Θα πρεάπει να υπογραάψουμε εκειάνο το συμβοάλαιο αυάριο για το διαμεάρισμα. Με το που τελειωάσεις αποά την εταιριάα Vance. Δεν θεάλω να χρειαστειά να ανησυχηάσω για αυτεάς τις βλακειάες ξαναά.» «Ενταάξει, μπορωά να σε συναντηάσω εκειά.» Προτειάνω. Δεν θεάλω να χρειαάζεται να τα βγαάζω πεάρα με αυταά τα παάρτι και το μικροά μου δωμαάτιο πια, η υπενθυάμιση του ποάσο μικροιά ειάμαστε χτυπαά σαν φωτειναά λαμπαάκια στο μυαλοά μου. «Ενταάξει, επιστρεάφω συάντομα. Κλειάδωσε οάταν βγω και μην ξαναά ανοιάξεις, εγωά εάχω κλειδιά.» Φιλαά απαλαά τα χειάλη μου και περπαταά προς την ποάρτα. «Χριστεά μου, καάνεις σαν να προάκειται να με δολοφονηάσει κανειάς.» Γελαάω Αυτοάς δεν γελαάει πριν βγει αποά το δωμαάτιο. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου αλλαά κλειδωάνω την ποάρτα, το τελευταιάο πραάγμα που θεάλω ειάναι να χρειαστειά να τα βγαάλω πεάρα με μεθυσμεάνους ανθρωάπους να εάρχονται εδωά μεάσα ψαάχνοντας για εάνα μπαάνιο. Ξεάρω πως νιωάθει ο Χαάρρυ οάταν αάνθρωποι μπαιάνουν στο δωμαάτιοά του.
423
Ανοιάγω την τηλεοάραση ευχοάμενη να καλυάψω μερικηά αποά τη φασαριάα που εάρχεται αποά καάτω αλλαά συνεχιάζω να σκεάφτομαι για το τι γιάνεται εκειά. Γιατιά ο Χαάρρυ ειάναι τοάσο ευαάλωτος στον Τζεάις και γιατιά ο Τζεάις ειάναι τοάσο τρομακτικοάς; Παιάζουν τα συνηθισμεάνα τους ανωάριμα παιχνιάδια θαάρρος ηά αληάθειας; Κι αν πουν στο Χαάρρυ να φιληάσει τη Μοάλλυ; Κι αν καάθεται στα ποάδια του οάπως την προηγουάμενη φοραά; Μισωά τη ζηάλεια που νιωάθω απεάναντιά της, με τρελαιάνει. Ξεάρω πως ο Χαάρρυ εάχει κοιμηθειά και εάχει περαάσει χροάνο με πολλαά διαφορετικαά κοριάτσια, συμπεριλαμβανομεάνης και της Στεφ, αλλαά ηά Μοάλλυ απλαά με εκνευριάζει. Ιάσως ειάναι επειδηά ξεάρω πως δεν με συμπαθειά και προσπαθειά να με καάνει να δεχτωά το φλερτ της με το Χαάρρυ. Και την έέπιασές καβαέλα του μέ τη γλωέσσα της στο λαιμοέ του την πρωέτη φοραέ που την έιέδές , η συνειάδηση μου μουά υπενθυμιάζει. Ξεάρω οάτι θα εάπρεπε να μειάνω εδωά κρατωάντας την ποάρτα κλειδωμεάνη αλλαά τα ποάδια μου εάχουν αάλλα σχεάδια και πριν το καταλαάβω, κατεβαιάνω δυάο-δυάο τα σκαλιαά για να βρω το Χαάρρυ. Οάταν φταάνω στο τεάλος της σκαάλας διακριάνω τα απαιάσια ροζ μαλλιαά της Μοάλλυ και τα ελαάχιστα ρουάχα της. Προς ανακουάφισηά μου, ο Χαάρρυ δεν βριάσκεται που θεναά κονταά της. «Βρε… Βρε… Βρε…» Μια φωνηά αποά πιάσω μου λεάει. Γυριάζω για να βρω τον Τζεάις το λιγοάτερο εάνα βηάμα μακριαά μου. «Ο Χαάρρυ ειάπε πως δεν εάνιωθες καλαά… παάντα ψευάτης.» Χαμογελαά και βγαάζει εάναν αναπτηάρα αποά την τσεάπη του. Τον ανοιάγει, εμφανιάζοντας τη φλοάγα και φεάρνοντας την στη ραφηά του τζιν του καιάγοντας λιάγο υάφασμα. «Δεν ηάμουν. Νιωάθω καλυάτερα τωάρα.» Αποφασιάζω να κρατηάσω το ψεάμα του Χαάρρυ. «Τοάσο γρηάγορα;» Γελαάει, προφανωάς διασκεδαάζει. Το δωμαάτιο δειάχνει πολυά πιο μικροά τωάρα και ο κοάσμος δειάχνεις περισσοάτερος. Γνεάφω και ψαάξω στο δωμαάτιο απεγνωσμεάνα το Χαάρρυ. «Εάλα, θεάλω να γνωριάσεις καάποιους φιάλους μου.» Η φωνηά του στεάλνει συνεχωάς εάνα ριάγος στη σπονδυλικηά μου στηάλη. «Αμμ… Νομιάζω πως πρεάπει να βρω το Χαάρρυ.» Τραυλιάζω. «Οοο εάλα. Ο Χαάρρυ ειάναι αποά εκειά μαζιά τους εάτσι και αλλιωάς.» Λεάει και προχωραά για να περαάσει το χεάρι του στον ωάμο μου. Καάνω εάνα βηάμα σαν να μην εάχω καταλαάβει την κιάνησηά του.
424
«Ενταάξει.» Παραδιάνομαι. Σκεάφτομαι να παάω ξαναά παάνω ωάστε ο Χαάρρυ να μην μαάθει οάτι κατεάβηκα αλλαά νιωάθω πως ο Τζεάις θα με ακολουθηάσει ηά θα το πει στο Χαάρρυ. Μαάλλον και τα δυάο. Τον ακολουθωά μεάσα στο πληάθος και με οδηγειά εάξω στην αυληά. Ειάναι σκοτειναά αλλαά υπαάρχει καάποιο φως αποά μερικεάς λαάμπες. Αρχιάζω να αγχωάνομαι που ακολουθωά τον Τζεάις στη σκοτεινηά βεραάντα μεάχρι που τα μαάτια μου συναντουάν του Χαάρρυ. Τα μαάτια του ανοιάγουν αποά εάκπληξη μεταά θυμοά και σηκωάνεται αλλαά μεταά καάθεται ξαναά. «Δειάτε ποια βρηάκα να περιπλανιεάται μοάνη της.» Ο Τζεάις λεάει και δειάχνει εμεάνα. «Το βλεάπω αυτοά.» Ο Χαάρρυ μουρμουριάζει. Ειάναι εξαγριωμεάνος. Στεάκομαι μπροσταά αποά τον κυάκλο με προάσωπα που δεν αναγνωριάζω να καάθονται γυάρωλες και προάκειται για μια κοιλοάτητα φωτιαάς φτιαγμεάνη αποά βραάχους. «Εάλα εδωά.» Ο Χαάρρυ λεάει και μετακινειάτε ωάστε να υπαάρχει χωάρος και για εάμενα στον βραάχο που καάθεται. Καάθομαι και ο Χαάρρυ μου ριάχνει εάνα βλεάμμα που λεάει πως αν δεν ηάταν αάνθρωποι γυάρω μας θα μου φωάναζε. Ο Τζεάις σκυάβει και λεάει καάτι στο αυτιά ενοάς αγοριουά με σκισμεάνο αάσπρο μπλουζαάκι και μαυάρα μαλλιαά. «Γιατιά δεν ειάσαι στο δωμαάτιοά μου;» Ο Χαάρρυ λεάει σιγαναά αλλαά αάγρια. «Εγωά… Δεν ξεάρω. Νοάμιζα πως ιάσως η Μοάλλυ…» Αρχιάζω να λεάω αλλαά καταλαβαιάνω ποάσο ανοάητο ακουάγεται. «Δεν ειάσαι σοβαρηά.» Αναστεναάζει και μπλεάκει τα χεάρια του στα μαλλιαά του. Η προσοχηά επιστρεάφει σε εμαάς οάταν το αγοάρι με τα μαυάρα μαλλιαά μου διάνει εάνα μπουκαάλι βοάτκα. «Δεν πιάνει.» Ο Χαάρρυ λεάει και το αρπαάζει αποά το χεάρι μου. «Να παάρει Σταάιλς, μπορειά να μιληάσει.» Εάνας αάλλος λεάει. Εάχει ωραιάο χαμοάγελο, δεν φαιάνεται τοάσο τρομακτικοά οάσο του Τζεάις ηά του αγοριουά με τα μαυάρα μαλλιαά. Ο Χαάρρυ γελαάει σιγαναά και μπορωά να πω πως ειάναι ψευάτικο γεάλιο. «Κοιάτα τη δουλειαά σου Ροάννι.» Ο Χαάρρυ λεάει ηάρεμα. « Λοιποάν ποιος ειάναι μεάσα για το παιχνιάδι;» Ο Τζεάις ρωταά και κοιτωά τον Χαάρρυ.
425
«Παρακαλωά πειάτε πως δεν παιάζεται και εσειάς θαάρρος ηά αληάθεια στα παάρτι. Πραγματικαά, τι τρεάχει με το να παιάζεις παιχνιάδια εάτσι και αλλιωάς.» Γρυλιάζω. «Οοο, μου αρεάσει. Ωραιάα και δυναμικηά.» Ο Ροάννι λεάει και εγωά γελαάω. «Ποιος ειάπε οάτι ειάναι κακοά να παιάξεις μερικαά παιχνιάδια που και που;» Ο Τζεάις τραυλιάζει και ο Χαάρρυ τσιτωάνεται διάπλα μου. «Οάχι, βασικαά σκεφτοάμασταν για ποάκερ με στριπτιάζ.» Καάποιος αάλλος λεάει. «Οh, με τιάποτα.» Τους λεάω. «Τι λεάτε για το ρουάφα και φυάσα;» Ο Τζεάις λεάει και εγωά αποτραβιεάμαι και κοκκινιάζω . Δεν ειάμαισιάγουρη για το τι ειάναι αλλαά δεν ακουάγεται για καάτι που θεάλω να παιάξω με αυτηά την παρεάα. «Δεν το εάχω ξαναά ακουάσει. Αλλαά οάχι ευχαριστωά.» Λεάω. Βλεάπω τον Χαάρρυ να χαμογελαά με την αάκρη του ματιουά μου. «Εάχει πλαάκα, περισσοάτερη πλαάκα οάταν εάχεις πιει και καάνα δυο ποταά.» Μιάα αντρικηά φωνηά λεάει. Σκεάφτομαι να αρπαάξω το μπουκαάλι αποά τον Χαάρρυ και να πιω αλλαά πρεάπει να ξυπνηάσω νωριάς και δεν θεάλω να εάχω πονοκεάφαλο. «Δεν εάχουμε αρκεταά κοριάτσια για να παιάξουμε ρουάφα και φυάσα εάτσι και αλλιωάς.» Ο Ροάννι λεάει. «Μπορωά να φεάρω μερικαά.» Ο Τζεάις λεάει και εξαφανιάζεται πριν μπορεάσει κανεάνας να φεάρει αντιάρρηση. «Πηάγαινε ξαναά παάνω παρακαλωά.» Ο Χαάρρυ λεάει σιγαναά ωάστε να ακουάσω μοάνο εγωά. «Αν εάρθεις μαζιά μου.» Απανταάω. «Ενταάξει, παάμε.» Λεάει και σηκωάνεται. «Που πηγαιάνεις Σταάιλς;» Εάνα αποά τα αγοάρια ρωταάει. «Παάνω.» Απανταάει. «Εάλα τωάρα, εάχουμε μηάνες να σε δουάμε. Μειάνε μαζιά μας λιάγο ακοάμα.» Ο Χαάρρυ με κοιταά και εγωά σηκωάνω τους ωάμους μου.
426
«Ενταάξει, καλαά.» Ο Χαάρρυ λεάει και με καθοδηγειά να καθιάσω ξαναά στο μεγαάλο βραάχο. «Επιστρεάφω αμεάσως. Μειάνε εδωά αυτηά τη φοραά. Το εννοωά.» Μου λεάει και εγωά στριφογυριάζω τα μαάτια μου. Ειάναι ειρωνειάα που με αφηάνει μοάνη μου με τη χειροάτερη παρεάα ανθρωάπων αλλαά υπακουάω οάπως και να εάχει. «Πουά πας;» Τον ρωταάω πριν απομακρυνθειά. «Να παάρω εάνα ποτοά. Ιάσως χρειαστειάς και εσυά εάνα.» Χαμογελαά και φευάγει. Κοιτωά στον ουρανοά για να αποφυάγω καάθε αάβολη συζηάτηση. Δεν πετυχαιάνει. «Λοιποάν ποάσο καιροά γνωριάζεστε με τον Χαάρρυ;» Ο Ροάννι ρωταά και καταπιάνει μια μεγαάλη γουλιαά αλκοοάλ. «Μερικουάς μηάνες,.» Απανταάω ευγενικαά. Καάτι επαάνω στο Ροάννι ειάναι παρηγορητικοά, οι αισθηάσεις μου δεν ειάναι πληάρως ενεργοποιημεάνες οάπως οάταν ειάμαι κονταά στον Τζεάις. «Oh, οάχι πολυά τοάτε εάτσι;» Λεάει. «Αμμ, ναι νομιάζω. Οάχι πολυά. Ποάσο καιροά τον ξεάρεις εσυά;» Ρωταάω. Ιάσως παάρω αυτοά σαν ευκαιριάα να μαάθω οάσο περισσοάτερες πληροφοριάες για το Χαάρρυ γιάνεται. «Αποά πεάρυσι.» Απανταά. «Πουά τον γνωάρισες;» Προσπαθωά να ακουστωά ηάρεμη. «Σε παάρτι, βασικαά σε πολλαά παάρτι.» Γελαάει. «Oh, ειάσαι φιάλος του τοάτε;» Ρωταάω. «Ειάσαι καάπως ενοχλητικηά εάτσι δεν ειάναι;» Το αγοάρι με τα μαυάρα μαλλιαά πεταάγεται. «Φυσικαά και ειάμαι.» Απανταάω και αυτοάς γελαάει. Δεν ειάναι τοάσο κακοιά, οάχι τοάσο οάσο ο Χαάρρυ τους περιεάγραψε. Που ειάναι ο Χαάρρυ ουάτως ηά αάλλως; Λιάγο πιο μεταά ο Χαάρρυ εμφανιάζεται με τον Τζεάις και τριάα κοριάτσια πιάσω τους. Τι στο καλοά; Ο Τζεάις και ο Χαάρρυ φαιάνεται να συζητουάν και ο Τζεάις χτυπαά τον Χαάρρυ στην πλαάτη και γελαάνε μαζιά. Τα χεριαά του Χαάρρυ ειάναι γεμαάτα με δυάο κοάκκινα ποτηάρια. Χαιάρομαι που η Μοάλλυ δεν ειάναι μεάρος της παρεάας των κοριτσιωάν που ακολουθουάν το Χαάρρυ. Καάθεται ξαναά στο βραάχο μαζιά μου και με κοιταά στα μαάτια. Φαιάνεται να ειάναι πιο χαλαροάς αποά οάτι ηάταν πριν φυάγει.
427
«Οριάστε.» Λεάει και μου διάνει το εάνα ποτηάρι. Το κοιτωά για λιάγο πριν το παάρω αποά τα χεάρια του, εάνα ποτοά δεν πειραάζει. Αναγνωριάζω τη γευάση αμεάσως, το βραάδυ που φιληάθηκα με τον Ζεάιν πιάναμε αυταά. Τα χειάλη του ειάχαν τη γευάση αποά κεραάσια. Ο Χαάρρυ με κοιταά και εγωά γλυάφω τα χειάλη μου για να πιαάσω τη γευάση του ποτουά. «Τωάρα εάχουμε αρκεταά κοριάτσια.» Ο Τζεάις λεάει και δειάχνει τα τριάα κοριάτσια. Τις κοιτωά και εάχω το εάνστικτο να τις κριάνω. Ειάναι προάστυχα ντυμεάνες με φουάστες και τα πουκαάμισα τους ειάναι ιάδια εκτοάς αποά τα χρωάματα. Αυτηά με το ροζ πουκαάμισο μου χαμογελαά και αποφασιάζω πως τη συμπαθωά περισσοάτερο. «Δεν παιάζεις.» Ο Χαάρρυ λεάει στο αυτιά μου. Θεάλω να του πω πως θα καάνω οάτι στο καλοά θεάλω αλλαά γεάρνει προς τα εμεάνα και περναά το χεάρι του γυάρω αποά τη μεάση μου. Τον κοιτωά προφανωάς εάκπληκτη αλλαά αυτοάς απλαά χαμογελαάει. «Σε αγαπωά.» Ψιθυριάζει. Τα χειάλη του ειάναι κρυάα παάνω στο αυτιά μου και ανατριχιαάζω. «Ενταάξει, λοιποάν οάλοι ξεάρετε πως παιάζεται.» Ο Τζεάις λεάει δυναταά. «Πρεάπει να φτιαάξουμε εάναν μικροάτερο κυάκλο. Αλλαά πρωάτα, ας αρχιάσουμε πραγματικαά το παάρτι.» Γελαάει πονηραά και βγαάζει καάτι αποά την τσεάπη του. Ο αναπτηάρας του ανοιάγει ξαναά και αναάβει το πραάγμα. «Ειάναι ναρκωτικοά.» Ο Χαάρρυ μου λεάει σιγαναά. Ηάξερα τι ηάταν απλαά δεν εάχω ξαναά δει πραγματικηά μαριχουαάνα ξαναά. Γνεάφω και παρακολουθωά τον Τζεάις να το φεάρνει στα χειάλη του και να βγαάζει εάναν μεγαάλο συάννεφο καπνουά πριν το κρατηάσει μπροσταά αποά τον Χαάρρυ. Ο Χαάρρυ κουναά το κεφαάλι του αρνητικαά και αρνειάται. Ο Ροάννι το αρπαάζει και καάνει το ιάδιο. «Τεάσσα;» Ο Ροάννι λεάει και το κραταά προς εμεάνα. «Οάχι, οάχι ευχαριστωά.» Λεάω και γεάρνω πιο πολυά στο Χαάρρυ. «Ενταάξει τοάτε, ας παιάξουμε.» Εάνα αποά τα κοριάτσια λεάει και βγαάζει καάτι αποά την τσαάντα της ενωά οάλοι σηκωάνονται αποά τους βραάχους και καάθονται σε εάναν μικροάτερο κυάκλο. «Εάλα Χαάρρυ!» Ο Τζεάις γρυλιάζει αλλαά ο Χαάρρυ κουναά αρνητικαά το κεφαάλι. «Ειάμαι μια χαραά, φιάλε.» Ο Χαάρρυ του λεάει.
428
«Χρειαζοάμαστε αάλλο εάνα κοριάτσι τοάτε, εκτοάς και αν θες τη γλωάσσα του Νταν στο λαιμοά σου.» Ο Ροάννι γελαάει. Ο Νταν πρεάπει να ειάναι το αγοάρι με τα μαυάρα μαλλιαά. Εάνας ηάσυχος κοκκινομαάλλης με πολλαά μαλλιαά στο προάσωποά του παιάρνει μια δοάση αποά το ναρκωτικοά και το διάνει ξαναά στον Τζεάις. Τελειωάνω το ποτοά μου και παάω να πιαάσω του Χαάρρυ. Αυτοάς σηκωάνει το εάνα φρυάδι του σε εμεάνα αλλαά με αφηάνει να το παάρω. «Θα φεάρω τη Μοάλλυ, θα θεάλει σιάγουρα να παιάξει.» Το κοριάτσι με το ροζ πουκαάμισο λεάει. «Θα παιάξω εγωά.» Λεάω αποάτομα. Το μιάσος μου για τη Μοάλλυ ξεπερναά τη συνηθισμεάνη μου συνειάδηση. «Αληάθεια;» Ο Τζεάις ρωταά. «Της επιτρεάπεται;» Ο Νταν ρωταά με εάνα ειρωνικοά χαμοάγελο και κοιταά τον Χαάρρυ. «Μπορωά να καάνω οάτι θεάλω ευχαριστωά.» Λεάω και του ριάχνω εάνα αθωάο χαμοάγελο παραά τον κακιασμεάνο μου τοάνο. Ξεάρω καλυάτερα αποά το να κοιταάξω τον Χαάρρυ, μου ειάπε ηάδη να μην παιάξω αλλαά δεν μπορουάσα να κρατηάσω το μεγαάλο μου στοάμα κλειστοά. Τελειωάνω και το ποτοά του Χαάρρυ και καάθομαι διάπλα αποά το κοριάτσι με το ροζ πουκαάμισο. «Πρεάπει να καθιάσεις αναάμεσα σε δυάο αγοάρια.» Το κοριάτσι μου λεάει. «Oh, ενταάξει.» Λεάω και σηκωάνομαι. «Παιάζω και εγωά.» Ο Χαάρρυ γκρινιαάζει και καάθεται καάτω. Καάθομαι διάπλα του και αποφευάγω τα μαάτια του. Ο Τζεάις καάθεται αποά την αάλλη μου πλευραά. «Νομιάζω πως ο Χαάρρυ θα πρεάπει να καθιάσει εδωά για να καάνουμε τα πραάγματα πιο ενδιαφεάρον.» Ο Νταν λεάει. «Ναι, και εγωά αυτοά νομιάζω.» Ο κοκκινομαάλλης λεάει. Ο Χαάρρυ στριφογυριάζει τα μαάτια του και μετακινειάτε απεάναντι αποά εμεάνα. Δεν καταλαβαιάνω το οάλο θεάμα με τις θεάσεις, τι σημασιάα εάχει ποιος θα καάτσει διάπλα σε ποιοάν; Ο Νταν καάθεται διάπλα μου και αρχιάζω να αγχωάνομαι. Το να καάθομαι αναάμεσα στον Τζεάις και στον Νταν ειάναι παραπαάνω αποά αάβολο. «Μπορουάμε να αρχιάσουμε;» Το κοριάτσι με το πραάσινο πουκαάμισο παραπονιεάται. Καάθεται αναάμεσα στον Χαάρρυ και τον κοκκινομαάλλη. Ο Τζεάις
429
πιαάνει καάτι που μοιαάζει με εάνα κομμαάτι χαρτιά αποά εάνα αποά τα κοριάτσια και το βαάζει στο στοάμα του. «Εάτοιμη;» Με ρωταά. «Δεν ξεάρω πως παιάζεται.» Παραδεάχομαι και ακουάω εάνα αποά τα κοριάτσια να γελαά ειρωνικαά. «Βαάζεις το στοάμα σου αποά την αάλλη πλευραά του χαρτιουά και ρουφαάς. Το νοάημα ειάναι να μην αφηάσεις το χαρτιά να πεάσει. Αν πεάσει φιλαάς.» Εξηγειά. Οχ, οάχι. Κοιτωά τον Χαάρρυ αλλαά ειάναι επικεντρωμεάνος στον Τζεάις. «Αάρχισε αποά εδωά ωάστε να το δει.» Το κοριάτσι αποά την αάλλη μεριαά του Τζεάις λεάει. Ηρεμωά και ευάχομαι το παιχνιάδι να τελειωάσει πριν εάρθει η σειραά μου. Ηά του Χαάρρυ. Δεν μου αρεάσει καθοάλου αυτοά το παιχνιάδι. Φαιάνονται καάπως μεγαάλοι για να παιάζουν αυταά τα ανοάητα παιχνιάδια. Γιατιά τα κολεγιοάπαιδα θεάλουν να φιλουάν τυχαιάους ανθρωάπους με καάθε ευκαιριάα; Παρακολουθωά καθωάς το χαρτιά περναά αναάμεσα στο στοάμα του Τζεάις και του αάλλου κοριτσιουά. Δεν πεάφτει. Κρατωά την αναπνοηά μου καθωάς ο Χαάρρυ παιάρνει το χαρτιά αποά το κοριάτσι και το περναά στην εποάμενη. Αν φιληάσει μιάα αποά αυτεάς… Αφηάνω την αναάσα μου οάταν δεν πεάφτει. Το χαρτιά πεάφτει αναάμεσα στον κοκκινομαάλλη και το κοριάτσι με το κιάτρινο πουκαάμισο και τα χειάλη τους συναντιουάνται. Το στοάμα της ανοιάγει και φιλιουάνται με γλωάσσα. Κοιτωά αλλουά και ζαρωάνω. Θεάλω να σηκωθωά και να φυάγω αποά τον κυάκλο αλλαά το σωάμα μου μεάνει ακιάνητο. Εγωά ειάμαι η εποάμενη. Οχ Θεεά μου, ειάμαι η εποάμενη. Καταπιάνω καθωάς ο Νταν γυρναά προς τα εμεάνα με το χαρτιά στα χειάλη του. Δεν ειάμαι ακοάμα εντελωάς σιάγουρη για το τι πρεάπει να καάνω οποάτε απλαά βαάζω το στοάμα μου στην αάλλη πλευραά και ρουφωά το χαρτιά. Νιωάθω ζεστοά αεάρα μεάσα αποά το χαρτιά καθωάς ο Νταν φυσαά παάνω του. Νιωάθω πως φυάσηξε πολυά δυναταά, δεν υπαάρχει περιάπτωση το χαρτιά να μην πεάσει. Νιωάθω το χαρτιά να πεάφτει στα ποάδια μου και την καυτηά αναπνοηά του Νταν καθωάς το στοάμα του εάρχεται πιο κονταά στο δικοά μου. Με το που τα χειάλη του ακουμπουάν τα δικαά του τραβιεάται πιάσω. Μεάχρι το μυαλοά μου να καταλαάβει τι γιάνεται, ο Χαάρρυ ειάναι παάνω αποά τον Νταν, με τα χεάρια του γυάρω αποά το λαιμοά του.
430
Chapter 88 Χρησιμοποιωά τα χεάρια μου για να συρθωά μακριαά αποά τον Χαάρρυ και τον Ντανκαθωάς ο Χαάρρυ σηκωάνει το κεφαάλι του Νταν με τα χεάρια του ακοάμη τυλιγμεάνα γυάρωαποά το λαιμοά του και τον χτυπαά καάτω στο γρασιάδι. Για μια στιγμηά αναρωτιεάμαι ανο Χαάρρυ θα εάκανε το ιάδιο αν βρισκοάταν σε δαάπεδο. Μου απανταάει σηκωάνοντας τηγροθιαά του και χτυπωάντας τον Νταν στο πιγουάνι. «Χαάρρυ!!» Ουρλιαάζω και σηκωάνομαι οάρθια. Οάλοι οι αάλλοι απλαά κοιταάνε, ο Τζεάιςμοιαάζει να το διασκεδαάζει ακοάμα και του Ροάννι φαιάνεται να του αρεάσει η σκηνηά. «Σταμαάτησεά τον!» Παρακαλωά τον Τζεάις αλλαά αυτοάς κουναά αρνητικαά το κεφαάλι τουκαθωάς η γροθιαά του Χαάρρυ ακουμπαά το ηάδη ματωμεάνο προάσωπο του Νταν. «Ηάταν λογικοά οάτι θα γιάνει αυτοά εδωά και καιροά, αάσε τους να ξεδωάσουν. Θεςκαάτι να πιειάς;» Μου χαμογελαάει πονηραά. «Τι; Οάχι δεν θεάλω καάτι να πιω! Τι στο καλοά συμβαιάνει με εσεάνα!» Φωναάζω. Εάνακοινοά εάχει μαζευτειά πια γυάρω και αάνθρωποι ζητωκραυγαάζουν για τον καυγαά, δεν εάχωδει τον Νταν να χτυπαά τον Χαάρρυ αλλαά και παάλι θεάλω να σταματηάσει ο Χαάρρυ. Φοβαάμαι πολυά να σταματηάσω εγωά η ιάδια τον Χαάρρυ οποάτε οάταν ο Ζεάινεμφανιάζεται στην αυληά, τον φωναάζω. Τα μαάτια του βριάσκουν τα δικαά μου αμεάσως καιτρεάχει προς το μεάρος μου. «Σταμαάτησεά τον, παρακαλωά!» Φωναάζω. Οάλοι φαιάνονται ηάρεμοι εκτοάς αποά εμεάνα.Αν ο Χαάρρυ συνεχιάσει να τον χτυπαά, θα τον σκοτωάσει. Ειάμαι σιάγουρη.
431
Ο Ζεάιν μου γνεάφει γρηάγορα και καάνει μερικαά βηάματα προς τον Χαάρρυ. Τυλιάγειτο χεάρι του στο μπλουζαάκι του και τον τραβαά προς τα πιάσω. Ο Χαάρρυ πιαάστηκεαπροετοιάμαστος οποάτε μετακινειάτε γρηάγορα αποά το σωάμα του Νταν. Ο Χαάρρυπροσπαθειά να ξεφυάγει αποά τον Ζεάιν αλλαά αυτοάς αποφευάγει τις γροθιεάς του καιβαάζει τα χεάρια του στους ωάμους του. Λεάει καάτι στον Χαάρρυ που δεν μπορωά νακαταλαάβω και μεταά καάνει νοάημα με το κεφαάλι του προς τα εμεάνα. Τα μαάτια τουΧαάρρυ πεταάνε σπιάθες, τα χεάρια του ειάναι ματωμεάνα και το μπλουζαάκι του σκισμεάνοαποά το κραάτημα του Ζεάιν. Το στηάθος του ανεβοκατεβαιάνει γρηάγορα. Δεν καάνω κιάνησηνα τον πλησιαάσω, ξεάρω ποάσο μου εάχει θυμωάσει. Μπορωά να το φανταστωά. Δεν φοβαάμαιτον Χαάρρυ με τον τροάπο που μαάλλον θα εάπρεπε, παροάλο που μοάλις τον ειάδα εκτοάςελεάγχου ξεάρω πως δεν θα με πληάγωνε ποτεά σωματικαά. Οάταν ο ενθουσιασμοάς χαλαρωάνει οάλοι αρχιάζουν να επιστρεάφουν μεάσα στο σπιάτι.Το διαλυμεάνο σωάμα του Νταν βριάσκεται στο παάτωμα και ο Τζεάις σκυάβει για ναπιαάσει το χεάρι του και να τον βοηθηάσει να σηκωθειά. Παραπαταάει και σηκωάνει τομπλουζαάκι του για να σκουπιάσει το ματωμεάνο του προάσωπο. Φτυάνει εάναν συνδυασμοά αποά αιάμα και σαάλιο και εγωά κοιτωά αλλουά. Ο Χαάρρυ γυριάζει την προσοχηά του εκειά που ειάναι ο Νταν και προσπαθειά νακαάνει εάνα βηάμα προς το μεάρος του αλλαά ο Ζεάιν τον τραβαά ξαναά και τον σταματαάει. «Αάι στο διαάολο Σταάιλς!» Ο Νταν λεάει αποάτομα. Ο Τζεάις μπαιάνει αναάμεσαά τους.Τωάρα θεάλει να καάνει καάτι. «Απλαά περιάμενε μεάχρι η μικρηά σου…» Ο Νταν φωναάζει. «Βουάλωσε το.» Ο Τζεάις πεταάγεται και το στοάμα του Νταν κλειάνει. Ο Νταν με κοιταά και εγωά καάνω εάνα βηάμα προς τα πιάσω. Αναρωτιεάμαι τι εννοουάσεο Τζεάις με το“ Ήέταν λογικοέ οέτι θα γιένέι αυτοέέδωέ και καιροέ” για τον Χαάρρυ και τον Νταν. Εάδειχναν μια χαραά πριν λιάγα λεπταά. «Πηάγαινε μεάσα!» Ο Χαάρρυ φωναάζει. Ξεάρω αμεάσως οάτι μιλαάει σε εμεάνα. Αποφασιάζω να τον ακουάσω, για μιάα φοραά και στριάβω τρεάχοντας μεάσα στο σπιάτι.Ξεάρω πως οάλοι με κοιταάνε επιάμονα αλλαά δεν με νοιαάζει. Σπρωάχνω αναάμεσα στογεμαάτο σπιάτι και ανεβαιάνω γρηάγορα στο δωμαάτιο του Χαάρρυ, ευτυχωάς η ποάρτα δενειάναι κλειδωμεάνη. Πρεάπει να ξεάχασα να την κλειδωάσω οάταν εάφυγα και προσθεάτονταςστο δραάμα μου, υπαάρχει εάνας μεγαάλος κοάκκινος λεκεάς στο χαλιά. Καάποιος θα πρεάπεινα παραπαάτησε εδωά μεάσα και να εάχυσε ποτοά στο καφεά-κιάτρινο χαλιά. Υπεάροχα. Παάωγρηάγορα στο μπαάνιο και πιαάνω μια πετσεάτα επιστρεάφοντας ξαναά στο λεκεά. Κλειδωάνωτην ποάρτα του Χαάρρυ με το που μπαιάνω και τριάβω με δυάναμη τον λεκεά, το νεροά απλαάμεγαλωάνει το σημαάδι και το καάνει ακοάμα χειροάτερα.
432
Η ποάρτα ανοιάγει και προσπαθωά να σηκωθωά πριν μπει μεάσα. «Τι στο καλοά καάνεις;» Τα μαάτια του μετακινουάνται στην πετσεάτα στα χεάρια μουκαι μεταά στο σημαάδι στο χαλιά. «Καάποιος… Ξεάχασα να κλειδωάσω την ποάρτα οάταν κατεάβηκα καάτω.» Παραδεάχομαι καιτον κοιταάζω. Τα ρουθουάνια τους βγαάζουν καπνουάς και παιάρνει μια βαθιαά αναάσα. «Συγνωάμη.» Λεάω με τσιριχτηά φωνηά. Ο θυμοάς ξεχειλιάζει αποά παάνω του και δεν μπορωά ουάτε να ειάμαι θυμωμεάνη μαζιάτου επειδηά οάλο αυτοά ειάναι δικοά μου λαάθος. Αν απλαά τον ειάχα ακουάσει και εμεάναστο δωμαάτιο, τιάποτα αποά αυταά δεν θα ειάχε συμβειά. Κουναά τα χεάρια του παάνω στοπροάσωποά του αποά την ανασταάτωση και καάνω εάνα βηάμα πιο κονταά του. Τα δαάχτυλαά τουειάναι χτυπημεάνα και ματωμεάνα, φαιάνονται να ειάναι παάντα σε αυτηάν την καταάσταση.Με εκπληάσσει αρπαάζοντας την πετσεάτα αποά τα χεάρια μου, πηδωά ανακλαστικαά ελαφραά προς τα πιάσω. Συάγχυση φαιάνεται στα μαάτια του και χρησιμοποιειά τημεριαά της πετσεάτας που δεν εάχει λερωθειά αποά το λεκεά για να καθαριάσει το χεάριτου. Περιάμενα αποά αυτοάν να μπει φουριοάζος αποά την ποάρτα και να αρχιάσει να σπαάειπραάγματα ενωά θα μου φωάναζε, αλλαά αντιά για αυτοά μου εάχει δοθειά μοναχαά η σιωπηάτου καάτι που αποδεικνυάεται να ειάναι πολυά χειροάτερο. «Μπορειάς να πεις καάτι;» Παρακαλωά. «Πιάστεψεά με Τεάσσα, δεν θες να μιληάσω τωάρα.» Οι λεάξεις τους βγαιάνουν πιοαργαά αποά οάτι συνηάθως. «Ναι, θεάλω.» Του λεάω. Δεν μπορωά να αντεάξω τη θυμωμεάνη του σιωπηά. «Οάχι, δεν θεάλεις.» Γρυλιάζει. «Ναι, θεάλω! Θεάλω να μου μιληάσεις, να μου πεις τι στο καλοά εάγινε εκειά καάτω;»Κουναά τα χεάρια μου προς το παραάθυρο και σφιάγγει τις γροθιεάς του. «Να παάρει Τεάσσα! Πρεάπει παάντα να επιμεάνεις και να επιμεάνεις! Σου ειάπα ναμειάνεις στο ηλιάθιο δωμαάτιοά μου, πολλεάς φορεάς και εσυά τι διαάολο εάκανες; Δεναάκουσες, οάπως παάντα! Γιατιά σου ειάναι τοάσο δυάσκολο να ακουάσεις τι σου λεάω;»Φωναάζει και χτυπαά τη γροθιαά του στο πλαάι της ντουλαάπας, ραγιάζοντας το ξυάλο. Για αάλλη μια φοραά, εάπρεπε να ειάχα κρατηάσει το στοάμα μου κλειστοά.
433
«Επειδηά Χαάρρυ, δεν μπορειάς απλαά να μου λες τι να καάνω οάλη την ωάρα!» Τουφωναάζω και εγωά. «Δεν ειάναι αυτοά που καάνω, προσπαθουάσα να σε κρατηάσω μακριαά αποά βλακειάεςοάπως αυτοά που μοάλις εάγινε. Σε προειδοποιάησα ηάδη οάτι δεν ειάναι μια καληά παρεάαανθρωάπων παροάλα αυταά εμφανιάζεσαι χαρωπαά εκειά πεάρα με τον Τζεάις και παιάρνειςμεάρος και στο ανοάητο παιχνιάδι! Τι στο καλοά ηάταν αυτοά;» Οι βαθιεάς φλεάβες του στολαιμοά του ξεχωριάζουν στο δεάρμα του τοάσο πολυά που φοβαάμαι πως μπορειά να σπαάσουν. «Δεν ηάξερα τι παιχνιάδι ηάταν!» Υπερασπιάζομαι τον εαυτοά μου. «Ηάξερες οάτι δεν ηάθελα να παιάξεις και ο μοάνος λοάγος που ηάθελες εσυά ηάτανεπειδηά το οάνομα της Μοάλλυ ακουάστηκε και εάχεις καάποια τρεληά εμμονηά μαζιά της!» «Συγνωάμη; Τρεληά εμμονηά; Ιάσως δεν μου αρεάσει το γεγονοάς πως το αγοάρι μουσυνηάθιζε να κοιμαάται μαζιά της!» Τα μαάγουλαά μου καιάνε. Η ζηάλια μου και η απαάθεια μου για τη Μοάλλυ ειάναι λιάγοτρεληά αλλαά ο Χαάρρυ μοάλις εάπνιξε εάναν επειδηά σχεδοάν με φιάλησε. «Λοιποάν συγνωάμη που σου το χαλαάω αλλαά αν ειάναι να εάχεις προάβλημα με οάποιαεάχω κοιμηθειά ιάσως να θες να αλλαάξεις σχολειάο.» Λεάει αποάτομα και το στοάμα μουανοιάγει αποά την εάκπληξη. «Δεν ειάχες προάβλημα με τα κοριάτσια καάτω.» Προσθεάτει και ο σφυγμοάς τηςκαρδιαάς μου ανεβαιάνει δραματικαά. «Ποια κοριάτσια; Εκειάνες οι τρεις που εάπαιζαν μαζιά μας;» Η αναάσα μου βγαιάνειμε δυσκολιάα. «Ναι και σχεδοάν οάλα τα κοριάτσια καάτω!» Η φωνηά του δεν εάχει κανεάνασυναιάσθημα καθωάς με κοιταά. Προσπαθωά να σκεφτωά καάτι να πω αλλαά εάχω χαάσει τις λεάξεις. Το γεγονοάς πως οΧαάρρυ εάχει κοιμηθειά με οάλα εκειάνα τα τριάα κοριάτσια και βασικαά οάλο το θηλυκοάπληθυσμοά του Πανεπιστημιάου με καάνει να αρρωσταιάνω και το χειροάτερο ειάναι πως μοάλις μου το ειάπε καταάμουτρα. Θα πρεάπει ναμοιαάζω τοάσο ανοάητη βγαιάνοντας με τον Χαάρρυ οάταν οάλοι ξεάρουν πως εάχει κοιμηθειάμε τοάσα πολλαά κοριάτσια. Το ηάξερα οάτι θα ηάταν εκνευρισμεάνος αλλαά αυτοά παάει πολυά,ακοάμα και για τον Χαάρρυ. Νιωάθω λες και εάχω γυριάσει πιάσω στο χροάνο οάταν τονπρωτογνωάρισα και με εάκανε σχεδοάν καάθε μεάρα να κλαιάω επιάτηδες. «Τι; Δεν το περιάμενες; Θα εάπρεπε.» Λεάει.
434
«Οάχι.» Το περιάμενα, απλαά ειάμαι πληγωμεάνη. Οάχι για το παρελθοάν του, απλαά γιατο πωάς μου το ειάπε μεάσα αποά το θυμοά του. Το ειάπε απλαά για να με πληγωάσει.Ανοιγοκλειάνω τα μαάτια μου γρηάγορα για να σταματηάσω τα δαάκρυα αλλαά δεν πιαάνειοποάτε γυριάζω μακριαά αποά το Χαάρρυ και σκουπιάζω τα μαάτια μου. «Απλαά φυάγε.» Λεάει και περπαταά προς την ποάρτα. «Τι;» Λεάω και γυρνωά να τον αντικριάσω. «Απλαά φυάγε, Τεάσσα.» «Να παάω που;» «Πιάσω στο δωμαάτιοά σου… Δεν ξεάρω… αλλαά δεν μπορειάς να μειάνεις εδωά.» Δεν μεκοιταά. Αυτοά δεν ειάναι με τιάποτα οάτι περιάμενα να συμβειά. Ο ποάνος στο στηάθος μου μεγαλωάνεικαάθε δευτεροάλεπτο της σιωπηάς που περναά αναάμεσαά μας. Εάνα μεάρος μου θεάλει να τονπαρακαλεάσει να με αφηάσει να μειάνω και να διαφωνηάσω μαζιά του μεάχρι να μου πειγιατιά αντεάδρασε με αυτοάν τον τροάπο καάτω, αλλαά εάνα πιο μεγαάλο μου μεάρος ειάναιντροπιασμεάνο και πληγωμεάνο αποά την ψυχρηά του αποάρριψη. Πιαάνω την τσαάντα μου αποάτο κρεβαάτι και την περνωά στους ωάμους μου. Οάταν φταάνω στην ποάρτα κοιτωά πιάσω στοΧαάρρυ και ελπιάζω πως θα ζητηάσει συγνωάμη και θα αλλαάξει γνωάμη, αλλαά αυτοάςγυριάζει προς το παραάθυρο και με αγνοειά εντελωάς. Δεν εάχω ιδεάα πως θα γυριάσω στοδωμαάτιο, Ο Χαάρρυ με εάφερε εδωά και ειάχα καάθε θεάληση να περαάσω το βραάδυ μαζιά του.Δεν θυμαάμαι την τελευταιάα φοραά που εάμεινα μοάνη στο δωμαάτιο, η σκεάψη δεν ειάναιουάτε στο ελαάχιστο ευχαάριστη. Μοιαάζει να ειάμαστε μεάρες σε αυτοά το σπιάτι αντιά γιαωάρες. Οάταν φταάνω στο τεάλος της σκαάλας καάποιος πιαάνει το πιάσω μεάρος του φουάτερμου, κρατωά την αναπνοηά μου καθωάς γυρνωά και σιωπηλαά ευάχομαι να μην ειάναι ο Τζεάιςηά ο Νταν. Ειάναι ο Χαάρρυ. «Εάλα παάλι παάνω.» Η φωνηά του ειάναι απελπισμεάνη και τα μαάτια του κοάκκινα. «Γιατιά; Νοάμιζα πως ηάθελες να φυάγω.» Κοιτωά τον τοιάχο πιάσω του. Αναστεναάζει και πιαάνει την τσαάντα μου αποά τον ωάμο μου ανεβαιάνοντας ξαναά τιςσκαάλες. Σκεάφτομαι να τον αφηάσω απλαά να παάρει την τσαάντα και να φυάγω, αλλαά οπεισματαάρης μου χαρακτηάρας ειάναι αυτοάς που με εάφερε σε αυτηάν την καταάστασηαρχικαά. Ξεφυσωά και τον ακολουθωά πιάσω στο δωμαάτιο. Οάταν η ποάρτα κλειάνει γυριάζει καιμε κολλαάει παάνω της.
435
«Συγνωάμη.» Κοιταά μεάσα στα μαάτια μου. Πιεάζει τους γοφουάς του παάνω μου καιακουμπαά εάνα του χεάρι παάνω στην ποάρτα κονταά στο κεφαάλι μου ωάστε να μην μπορωά νακουνηθωά. «Και εγωά.» Ψιθυριάζω. «Απλαά.. Χαάνω τον εάλεγχο μερικεάς φορεάς. Δεν κοιμηάθηκα στα αληάθεια με εκειάνατα κοριάτσια, λοιποάν οάχι και με τις τρεις.» Παραδεάχεται. Νιωάθω λιάγη ανακουάφισηαλλαά οάχι εντελωάς. «Το πρωάτο εάνστικτο οάταν ειάμαι θυμωμεάνος ειάναι να πω καάτι πιο σκληροά, να σεπληγωάσω οάσο πιο πολυά μπορωά αλλαά δεν θεάλω να φυάγεις και συγνωάμη που σε τροάμαξαχτυπωάντας τον Νταν. Προσπαθωά να αλλαάξω, να αλλαάξω για εσεάνα… να γιάνω αυτοά πουαξιάζεις αλλαά μου ειάναι δυάσκολο. Ειδικαά οάταν καάνεις αυταά τα πραάγματα και μεεκνευριάζεις επιάτηδες.» Λεάει. Φεάρνει το χεάρι του στο μαάγουλοά μου και σκουπιάζεινα στεγναά δαάκρια που εάχουν παραμειάνει. «Δεν σε φοβηάθηκα.» Λεάω. «Γιατιά οάχι; Εάμοιαζες να τροάμαξες οάταν αάρπαξα την πετσεάτα.» «Οάχι.. λοιποάν τροάμαξα καάπως με την πετσεάτα, αλλαά φοβοάμουν περισσοάτερο γιαεσεάνα οάταν μαάλωνες με τον Νταν.» «Φοβοάσουν για εμεάνα; Δεν με χτυάπησε ουάτε μια φοραά.» Περηφανευάεται. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου. «Εννοουάσα πως μπορειά να τον σκοάτωνες ηά καάτι. Θαμπορουάσες να μπλεάξεις αάσχημα που του επιτεάθηκες.» Εξηγωά και ο Χαάρρυ γελαάειπνιχταά. «Αάσε με να καταλαάβω, ανησυχουάσες για τις νομικεάς συνεάπειες του καυγαά μας;»Γελαάει. «Σταμαάτα να γελαάς ειάμαι ακοάμη θυμωμεάνη μαζιά σου.» Του λεάω και σταυρωάνω ταχεάρια μου. Δεν ειάμαι σιάγουρη για ποιον λοάγο ειάμαι αναστατωμεάνη μαζιά του εκτοάςαποά το οάτι μου ειάπε να φυάγω. «Και εγωά ειάμαι ακοάμη εκνευρισμεάνος μαζιά σου, αλλαά ειάσαι πολυάδιασκεδαστικηά.» Πιεάζει το κουάτελοά του στο δικοά μου. «Με τρελαιάνεις.» Λεάει. «Το ξεάρω.» Του λεάω.
436
«Δεν με ακουάς ποτεά και συνεάχεια μαλωάνεις μαζιά μου για τα παάντα. Ειάσαιπεισματαάρα και ιάσα που μπορειά να σε ανεχτειά κανειάς.» Συνεχιάζει. «Το ξεάρω.» Επαναλαμβαάνω. «Με προκαλειάς και μου φεάρνεις εάνα αάγχος που σιάγουρα δεν χρειαάζομαι, μην αναφερθωάστο οάτι σχεδοάν φασωάθηκες με τον Νταν μπροσταά μου.» Τα χειάλη του ακουμπουάν τολαιμοά μου και ανατριχιαάζω. «Λες τα πιο ενοχλητικαά πραάγματα και καάνεις σαν παιδιά οάταν ειάσαι θυμωμεάνη.»Παραά τις προσβολεάς του το στομαάχι μου γυριάζει καθωάς φιλαά το δεάρμα μου και συνεχιάζει τα ελαφραά αάσχημα λοάγια του. Πιεάζειτους γοφουάς του ξαναά παάνω μου, με περισσοάτερη δυάναμη αυτηά τη φοραά. «Αλλαά πεάρα αποά οάλα αυταά.. Τυχαιάνει επιάσης να ειάμαι υπερβολικαά ερωτευμεάνοςμαζιά σου.» Λεάει και ρουφαά αάγρια το ευαιάσθητο δεάρμα καάτω αποά το αυτιά μου. Τυλιάγω τα χεάρια μου στα μαλλιαά του καάνονταάς τον να βογκηάξει και βαάζει καιτα δυάο του χεάρια στη μεάση μου τραβωάντας με πιο κονταά του. Ξεάρω πως υπαάρχουν καιαάλλα πραάματα να πουάμε, κι αάλλα προβληάματα να λυάσουμε, αλλαά αυτηά τη στιγμηά αυτοάπου θεάλω ειάναι χαθωά με το Χαάρρυ και να ξεχαάσω τα αποψιναά.
Chapter 89 Τα χεάρια του Χαάρρυ μετακινουάνται πιάσω αποά το λαιμοά μου σε μια κιάνησηαπελπισιάας να βριάσκεται κονταά μου καθωάς φιλιοάμαστε. Μπορωά να νιωάσω οάλο του τονθυμοά και την αγαναάκτηση να μετατρεάπονται σε ποάθο και στοργηά, το στοάμα του ειάναιπεινασμεάνο και τα φιλιαά του τσαπατσουάλικα καθωάς περπαταάει προς τα πιάσω με ταχειάλη μας ακοάμη ενωμεάνα. Με οδηγειά με το εάνα του χεάρι στο γοφοά μου και το αάλλοπιάσω αποά το κεφαάλι μου,
437
σκονταάφτω στα ποάδια του και παραπαταάω μοάλις τα ποάδιατου αγγιάζουν την αάκρη του κρεβατιουά καάνοντας μας να πεάσουμε και οι δυάο στοκρεβαάτι. Στην προσπαάθεια μου να παάρω τον εάλεγχο, καάθομαι καβαάλα παάνω στο στεάρνοτου και βγαάζω το φουάτερ μου και το φανελαάκι μου την ιάδια στιγμηά, αφηάνοντας μεμοάνο με το δαντελωτοά μου σουτιεάν. Τα μαάτια του γουρλωάνουν και προσπαθειά να μετραβηάξει καάτω να τον φιληάσω αλλαά εάχω αάλλα σχεάδια. Φταάνοντας πιάσω στην πλαάτη μουτα δαάχτυλαά μου ξεκουμπωάνουν το σουτιεάν μου βγαάζοντας το, αφουά πρωάτα κατεβαάσωτις λωριάδες στον ωάμο μου και αφηάσω το υάφασμα να πεάσει στο κρεβαάτι αποά πιάσω μου.Τα χεάρια του Χαάρρυ ειάναι ζεσταά καθωάς πλησιαάζει ψηλαά και χουφτωάνει το στηάθος μουμε τις μεγαάλες του παλαάμες, μαλαάζοντας τα ελαφρωάς. Αρπαάζω τους καρπουάς του καιμετακινωά τα χεάρια του αποά το δεάρμα μου κουνωάντας το κεφαάλι μου. Το κεφαάλι τουγεάρνει αποά την συάγχυση προτουά να σκαρφαλωάσω στο καάτω μεάρος του και ξεκουμπωάσωτο παντελοάνι του. Με βοηθαάει να το κατεβαάσω καάτω στα γοάνατα του μαζιά με το μποξεραάκιτου. Τα δαάχτυλα μου αμεάσως μετακινουάνται γυάρω αποά την στυάση του, αναστεναάζεικαι οάταν κοιταάζω το προάσωπο του τα μαάτια του ειάναι κλεισταά. Τον τριάβω με αργεάςκινηάσεις προτουά να σκυάψω και να τον παάρω θαρραλεάα μεάσα στο στοάμα μου. Προσπαθωάνα θυμηθωά τις οδηγιάες του αποά την τελευταιάα φοραά και επαναλαμβαάνω αυταά που τουαάρεσαν. «Γαμωάτο… Τεάσσα» Ανασαιάνει και τυλιάγει το χεάρι του στα μαλλιαά μου. Αυτηάειάναι η περισσοάτερη ωάρα που εάχει μειάνει σιωπηλοάς καταά την διαάρκεια τωνσεξουαλικωάν μας εμπειριωάν και συνειδητοποιωά προς ευχαριάστηση μου οάτι μουλειάπουν τα βροάμικα λοάγια του. Κουναάω το κορμιά μου καθωάς συνεχιάζω να τον ικανοποιωά και μετακινουάμε αναάμεσαστα γοάνατα του καθωάς εκειάνος σηκωάνεται να με δει. «Δειάχνεις τοάσο σεάξυ εάτσι, με αυτοά το εάξυπνο στοματαάκι σου τυλιγμεάνο γυάρωμου» Μου λεάει και τραβαάει τα μαλλιαά μου δυνατοάτερα. Νιωάθω την ζεάστη να μαζευάεται αναάμεσα στα ποάδια μου και κουναάω το κεφαάλι μουγρηγοροάτερα, θεάλοντας να ακουάσω να βογγαάει το οάνομα μου ξαναά. Ανασηκωάνει τουςγοφουάς του ελαφρωάς αποά το κρεβαάτι εισχωρωάντας και αάλλο μεάσα μου, κονταά στολαιμοά μου. Τα μαάτια μου αρχιάζουν να δακρυάζουν και με το ζοάρι μπορωά να αναπνευάσωαλλαά ακουάγοντας το οάνομα μου αποά τα χειάλη του να επαναλαμβαάνεται με καάνει νανιωάθω καλυάτερα. Λιάγα λεπταά αργοάτερα, απομακρυάνει τα χεάρια του αποά τα μαλλιαά μουκαι ακουμπαάει το προάσωποά μου, σταματωάντας με αποά το να κινηθωά περαιτεάρω. Ημεταλλικηά οσμηά αποά τις ματωμεάνες του κλειδωάσεις ακουμπαά την μυάτη μου, αλλαάαγνοωά τα αντανακλαστικαά μου του να απομακρυνθωά. «Θα τελειωάσω σε λιάγο..» μου λεάει. «Οποάτε εαάν θεάλεις να… καάνουμε καάτιαάλλο θα πρεάπει να σταματηάσεις αυτοά που καάνεις τωάρα». Οh.
438
Δεν θεάλω να μιληάσω για να αποκαλυάψω ποάσο απελπισμεάνη ειάμαι να τον θεάλω ναμου καάνει εάρωτα, οποάτε σηκωάνομαι και κατεβαάζω το τζιν μου καάτω στα ποάδια μου.Οάταν αρχιάζω να κατεβαάζω το εσωάρουχοά μου τα χεάρια του Χαάρρυ πλησιαάζουν και μεσταματουάν. «Θεάλω να τα αφηάσεις προς το παροάν… για λιάγο». Μουρμουριάζει. Γνεάφω καιξεροκαταπιάνω. Η αναμονηά με κυριευάει. «Εάλα εδωά.» Μου καάνει σηάμα και βγαάζει το μπλουζαάκι του. Μετακινειάται στηναάκρη του κρεβατιουά και με φεάρνει παάνω του. Η εάντονη ανταλλαγηά μας στην αρχηά εάχει επιβραδυάνει και η εάνταση αναάμεσα μαςεάχει μειωθειά σημαντικαά. Το στεάρνο του ειάναι κοάκκινο και τα μαάτια του αάγρια. Τοαιάσθημα να καάθομαι στην αγγαλιαά του, ενωά ειάναι τελειάως γυμνοάς και εάτοιμος.. καιεγωά φορωάντας μοάνο το εσωάρουχοά μου, ειάναι απιάθανο. Κραταάει την μικρηά μου πλαάτημε το εάνα του χεάρι, το μηάκος αποά το τεντωμεάνο του χεάρι με κραταά σταθερηά και ταχειάλη του αγγιάζουν ξαναά τα δικαά μου. «Σε αγαπωά» μου ψιθυριάζει στο στοάμα μου καθωάς τα δαάχτυλαά του μετακινουάνταιστην αάκρη του εσωάρουχουά μου. «Σε.. αγαπωά..» αναστεναάζω στην ερχοάμενη ευχαριάστηση αποά την εισχωάρηση τουμεάσα μου. Μετακινειά τα δαάχτυλαά του αργαά, τοάσο αργαά που αναιάσθητα κουνιεάμαι μπρος –πιάσω για να δημιουργηάσω εάνα πιο γρηάγορο ρυθμοά. «Αυτοά ειάναι μωροά μου… γαμωάτο.. Ειάσαι παάντα τοάσο εάτοιμη για εμεάνα.» Βογκαάεικαι συνεχιάζω να κουνιεάμαι εναάντιας στο χεάρι του. Η αναπνοηά μου και ταβογκηταά μου επιταχυάνουν και ακοάμη εκπληάσσομαι αποά το ποάσο γρηάγορα το σωάμα μουαντιδραά στον Χαάρρυ. Γνωριάζει καάθετι μικροά πραάγμα για να καάνει και να πει. «Θα με ακουάσεις αποά εδωά και πεάρα. Σωσταά?» Λεάει εναάντια στο λαιμοά μου,δαγκωάνοντας ευγενικαά το δεάρμα μου. Τι? «Πες μου οάτι θα με ακουάσεις αλλιωάς δεν θα σε αφηάσω να τελειωάσεις» Δενμπορειά να μιλαά σοβαραά. «Χαάρρυ..» τον ικετευάω και προσπαθωά να κινηθωά γρηγοροάτερα αλλαά με σταματαά. «Ενταάξει.. ενταάξει… σε παρακαλωά!» τον ικετευάω και χαμογελαά πονηραά. Θεάλω νατον χαστουκιάσω που μου το εάκανε αυτοά. Χρησιμοποιειά την πιο ευαάλωτη στιγμηά μουεναντιάον μου, αλλαάδεν μπορωά να βρω το θυμοά μου μεάσα στην αναάγκη μου γιααυτοάν. Ειάμαι απολυάτως σιάγουρη για το γυμνοά του κορμιά εναάντια στο δικοά μου, μοάνοτο λεπτοά μου εσωάρουχο να μας χωριάζει.
439
«Σε παρακαλωά» επαναλαμβαάνω και γνεάφει. «Καλοά κοριάτσι» μου λεάει στο αυτιά και οδηγειά τους γοφουάς μου να ξανακινηθουάνκαθωάς τα δαάχτυλαά του μπαινοβγαιάνουν μεάσα μου. Νιωάθω τον εαυτοά μου να εάρχεται οάλο και πιο κονταά στην κορυάφωση του μεάσα σεελαάχιστο χροάνο. Ο Χαάρρυ ψιθυριάζει βρωάμικα λοάγια στο αυτιά μου, μερικαά απ’ οάσαδεν εάχω ξανακουάσει και αρπαάζω τα χεάρια του για να σταθεροποιηάσω το εαυτοά μουαποά το να πεάσει αποά το κρεβαάτι καθωάς τελειωάνω αποά το αάγγιγμα του. «Αάνοιξε τα μαάτια σου. Θεάλω να δω τι μπορωά να σου καάνω, μοάνο εγωά» μεσυμβουλευάει και βαάζω τα δυναταά μου να κρατηάσω τα μαάτια μου ανοιχταά οάσο οοργασμοάς μου με συνεπαιάρνει. Το κεφαάλι μου πεάφτει παάνω στο στηάθος του και τα χεάρια μου τυλιάγονται καάτωαποά τα δικαά του αγκαλιαάζοντας τον σφιχταά μεάχρι να βρω ξαναά την αναάσα μου. «Δεν μπορωά να πιστεάψω οάτι προσπαάθησες να.. » ξεκιναάω να πω αλλαά με σιωπαά μετην γλωάσσα του που βριάσκει το καάτω χειάλος μου. Η αναάσα μου εάρχεται κοφτηά καθωάςακοάμη αναρρωάνω αποά την κορυάφωσηά μου. Πλησιαάζω το χεάρι μου αναάμεσα μας και τον αρπαάζω εκειά καάτω. Ανοιγοκλειάνει ταμαάτια του και φεάρνει το χειάλος μου αναάμεσα στο δικοά του, ρουφωάντας ελαφρωάς.Αποφασιάζω να ακολουθηάσω και εγωά μια σελιάδα αποά τν “οδηγοά του σεξ ΧαάρρυΣταάιλς” και τον αρπαάζω πιο δυναταά. «Ζηάτα συγγνωάμη και θα σου δωάσω αυτοά που θεάλεις» του λεάω οάσο πιο αισθησιακαάμπορωά στο αυτιά του. «Τι?» το προάσωποά του ειάναι απιάστευτο. «Με αάκουσες.» Διατηρωά το προάσωποά μου ουδεάτερο και τον τριάβω με το εάνα μουχεάρι καθωάς βγαάζω το υγροά μου εσωάρουχο με το αάλλο. Μουρμουριάζει και τον τριάβω επαάνω στο δεάρμα μου. «Συγγνωάμη» Ανασαιάνει, τα μαάγουλαά του κατακοάκκινα. «Απλαά αάσε με να σε παάρω.. παρακαλωά» Με ικετευάει και γελαάω. Το γεάλιο μουδιακοάπτεται αποά εκειάνον να πλησιαάζει στο κομοδιάνο και να βγαάζει εάνα μικροάπακεταάκι. Δεν χαάνει χροάνο να το βαάλει αμεάσως και με φιλαάει και παάλι.
440
«Δεν γνωριάζω εαάν ειάσαι εάτοιμη να το καάνεις με αυτοά τον τροάπο, εαάν ειάναιπολυά εάντονο πες το μου. Ενταάξει μωροά μου?» Ξαφνικαά ειάναι και παάλι ο γλυκοάς καιευγενικοάς Χαάρρυ. «Ενταάξει» του απαντω. Με σηκωάνει απαλαά και νιωάθω το προφυλακτικοά να τριάβεται εναντιάον μου και ναμε γεμιάζει, καθωάς ο Χαάρρυ με χαμηλωάνει επαάνω του. «Ωωω» Λεάω και κλειάνω τα μαάτια μου. «Ειάσαι ενταάξει?» με ρωταάει. «Ναι.. απλωάς.. νιωάθω διαφορετικαά.» Τραυλιάζω. Ποναάει, οάχι τοάσο πολυά οάσο την πρωάτη φοραά αλλαά η αιάσθηση ειάναι ακοάμηενοχλητικηά και ξεάνη. Κραταάω τα μαάτι μου κλεισταά και κουναάω τους γοφουάς μουλιάγο, προσπαθωάντας να μειωάσω την πιάεση. «Ωραιάα διαφορετικαά ηά αάσχημα?» Η φωνηά του ειάναι ζορισμεάνη και η φλεάβααποά το κουάτελο του ξεπροβαάλλει. «Σςςς.. σταματα να μιλαάς». Του λεάω και κουνιεάμαι ξαναά. Βογκαάει και απολογειάται, υποάσχοντας να μου δωάσει εάνα λεπτοά να τον συνηθιάσω.Δεν εάχω ιδεάα ποάση ωάρα περναάει προτουά κουνηάσω και παάλι τους γοφουάς μου. Ηενοάχληση μειωάνεται δραματικαά οάσο περισσοάτερο κινουάμαι και ο Χαάρρυ τυλιάγει ταχεάρια του γυάρω αποά την πλαάτη μου, αγκαλιαάζοντας με, καθωάς κινειάται νασυναντηάσει τους γοφουάς μου. Αυτοάς ο τροάπος ειάναι πολυά καλυάτερος, αυτοάς να μεκραταάει καθωάς μου καάνει εάρωτα. Με φιλαάει οάλη την ωάρα και τα σωάματαά μαςσυγχρονιάζονται τεάλεια. Κραταάω τα μαάτια μου ανοιχταά για να δω τον Χαάρρυ καθωάς μιάασταγοάνα ιδρωάτα κυλαά αποά το μεάτωποά του. «Ειάσαι τα παάντα για εμεάνα, δεν μπορωά να σε χαάσω». Μου λεάει καθωάς τα χειάλημου κινουάνται στο λαιμοά του και στον ωάμο του. Το δεάρμα του ειάναι αλμυροά καιυγροά και απιάστευτο. «Ειάμαι κονταά μωροά μου» Βογκαάει και κινειά το χεάρι του παάνω και καάτω πιάσωστην πλαάτη μου καθωάς προσπαθωά να αυξηάσω ταχυάτητα. Περναάει τα δαάχτυλαά του γυάρωαποά τα δικαά μου και η οικειάα αιάσθηση αυτηάς της χειρονομιάας με αποδυναμωάνει. Νιωάθω το στομαάχι μου να σφιάγγεται και μου ψιθυριάζει ποάσα πολλαά σημαιάνω γιααυτοάν οάπως τεντωνοάμαστε και οι δυάο. Τα βογκηταά μας καθωάς τελειωάνουμεδιαπλεάκονται με τα σωάματα μας. Πεάφτει πιάσω στο κρεβαάτι ξαπλωάνοντας και μεπαιάρνει μαζιά του. Δεν τον αντιλαμβαάνομαι οάταν αφαιρειά
441
το προφυλακτικοά και τοπεταάει, γιατιά προσπαθωά να επανεάλθω στην πραγματικοάτητα. «Ειάμαι χαρουάμενη που τελειάωσες μεταά αποά εμεάνα» Του λεάω μεταά αποά μια μεγαάληαλλαά ευχαάριστη παυάση. Με το κεφαάλι μου να ακουμπαάει στο γυμνοά του στεάρνο, μπορωά να ακουάσω τονγρηάγορο χτυάπο της καρδιαάς του να επιβραδυάνει. «Και εγωά. Δεν θα το εάκανα, αλλαά εάπρεπε. Συγγνωάμη που σου ειάπα να φυάγεις.Μπορειά να γιάνομαι μαλαάκας μερικεάς φορεάς» Μου απανταάει. Σηκωάνω το κεφαάλι μουψηλαά και τον κοιταάω. «Μερικεάς φορεάς?» του χαμογελαάω. Σηκωάνει εάνα του χεάρι αποά την πλαάτη μου και ακουμπαάει την μυάτη μου με τονδειάκτη του καάνοντας με να γελαάσω» «Δεν παραπονιοάσουν 5 λεπταά πριν» Μου επισημαιάνει. Κουναάω το κεφαάλι μου και ξαπλωάνω παάλι πιάσω στο υγροά του δεάρμα. Τα δαάχτυλαάμου ανιχνευάουν το ταττουαάζ της καρδιαάς κονταά στον ωάμο του και παρατηρωά οάτι τοδεάρμα του ανατριχιαάζει. «Αυτοά ειάναι επειδηά ειάσαι καλυάτερος σε τεάτοια πραάγματα απ’ οάτι στο να καάνειςσχεάση.» Τον πειραάζω. «Δεν θα διαφωνηάσω σε αυτοά». Γελαάει και μετακινειά τα μαλλιαά αποά το προάσωποάμου. Εάνα αποά τα αγαπημεάνα μου πραάγματα που καάνει, ειάναι οάταν χαιδευάει τομαάγουλοά μου. Το εσωτερικοά των δαχτυάλων του ειάναι σκληροά, οάμως με καάποιο τροάποτα νιωάθω σαν μεταάξι παάνω στο δεάρμα μου. «Τι συνεάβη αναάμεσα σε εσεάνα και στον Νταάν? Εννοωά πριν αποά το αποψινοά?» Τονρωτωά. Μαάλλον δεν θα εάπρεπε, αλλαά θεάλω να μαάθω. «Τι? Ποιος σο ειάπε οάτι εάχω θεάμα με τον Νταάν?» σηκωάνει το πηγουάνι μου για νατον κοιταάξω. «Ο Τζεάις. Δεν ειάπε το λοάγο οάμως, απλωάς ειάπε οάτι το περιάμενε για αρκετοάκαιροά. Τι εννοουάσε με αυτοά?» «Απλωάς καάτι βλακειάες που συνεάβησαν πεάρυσι, δεν ειάναι καάτι για να ανησυχειάς.Στο υποάσχομαι.» Μου λεει χαμογελωντας. Δεν φταάνει μεάχρι τα μαάτια του, αλλαά δενθεάλω να τον πιεάσω.
442
Ειάμαι χαρουάμενη που αντιμετωπιάσαμε για μια φοραά το προάβλημαά μας και πουγινοάμαστε καλυάτεροι στην επικοινωνιάα μεταξυά μας. «Θα με συναντηάσεις αυάριο αφου τελειωάσεις αποά την εταιρειάα Vance σωσταά? Δενθεάλω κανειάς να παάρει το διαμεάρισμα πριν αποά εμαάς.» Μου λεάει. «Δεν εάχουμε καθοάλου εάπιπλα» του υπενθυμιάζω. «Ειάναι επιπλωμεάνο. Αλλαά μπορουάμε να προσθεάσουμε πραάγματα ηά να αλλαάξουμε οάτιθεάλουμε αφου μετακομιάσουμε» «Ποάσο καάνει?» Τον ρωτω. Γνωριάζω οάτι δεν θεάλω να ακουάσω την απαάντηση σεαυτοά. Μπορωά να φανταστωά ποάσο ακριβοά ειάναι αφου ειάναι και επιπλωμεάνο. «Μην ανησυχειάς για αυτοά, αυτοά που θα πρεάπει να σε απασχολειά ειάναι ποάσο θαστοιχιάζει η καλωδιακηά τηλεοάραση». Χαμογελαάει και με φιλαά στο μεάτωπο. «Λοιποάν τι λες? Ειάσαι ακοάμη μεάσα, ναι?» Με ρωταά. «Και τα ψωάνια.» του υπενθυμιάζω και κατσουφιαάζει. «Αλλαά ναι, συμφωνωά ακοάμη» «Θα το πεις στη μητεάρα σου?» «Δεν ξεάρω. Θα το πω στην τελικηά, αλλαά ξεάρω ηάδη τι θα πει. Ιάσως να την αφηάσωνα συνηθιάσει στην ιδεάα οάτι ειάμαστε μαζιά πρωάτα. Ειάμαστε τοάσο νεάοι και θασυζηάσουμε κιοάλας, δεν θεάλω να την τρελαάνω τελειάως.» Γελαάω παροάλο τον ελαφροάποάνο στο στηάθος. Θα ευχοάμουν τα πραάγματα να ηάταν πιο ευάκολα με την μητεάρα μουκαι να μπορουάσε να ειάναι χαρουάμενη για εμεάνα, οάμως αυτοά δεν ειάναι εφικτοά. «Λυπαάμαι για αυτοά που συμβαιάνει αναάμεσαά σας. Γνωριάζω οάτι φταιάω εγωά γιααυτοά. Ειάμαι τοάσο εγωιστηάς οάμως που δεν μπορωά να απομακρυνθωά αποά αυτηά τηνκαταάσταση» Παραδεάχεται. «Δεν φταις εσυά. Απλωάς ειάναι.. λοιποάν ειάναι αυτηά που ειάναι» Απαντωά και φιλαάωτο στηάθος του. «Πρεάπει να κοιμηθειάς μωροά μου, αυάριο εάχεις να σηκωθειάς το πρωιά και ειάναισχεδοάν μεσαάνυχτα» Μου υπενθυμιάζει. «Μεσαάνυχτα? Νοάμιζα οάτι ηάταν πιο αργαά» του λεάω και απομακρυάνομαι αποά παάνωτου και ξαπλωάνω διάπλα του, αντικριάζοντας τον.
443
«Λοιποάν, εαάν δεν ηάσουν τοάσο σφιχτηά θα αάντεχα περισσοάτερο.» Λεάει μες στοαυτιά μου. «Καληνυάχτα!» μουγκριάζω. Γελαάει και με φιλαάει στο λαιμοά μου, προτουά ναγυριάσει για να σβηάσει το φως.
Chapter 90 Το εποάμενο πρωιά τριγυρνωά γρηάγορα στο δωμαάτιο του Χαάρρυ για να μαζεάψω ταπραάγματαά μου ωάστε να καάνω μπαάνιο. «Θα εάρθω μαζιά σου.» Γρυλιάζει και γελαάω. «Οάχι δεν θα εάρθεις. Το ξεάρεις πως ειάναι μοάλις εάξι το πρωιά; Τι εάγινε με τονκανοάνα σου για τις εφταά και μισηά ;» Τον πειραάζω και πιαάνω την τσαάντα μου. «Θα σε συνοδευάσω μεάχρι εκειά.» Στριφογυριάζει και σηκωάνεται αποά το κρεβαάτι.Λατρευάω τη βραχνηά πρωινηά φωνηά του. «Να με συνοδευάσεις πουά; Στο μπαάνιο;» Κοροιδευάω. «Ειάμαι μεγαάλο κοριάτσι μπορωά να περπατηάσω μοάνη μου στο διαάδρομο.» «Καάνεις μια υπεάροχη δουλειαά στο να με ακουάς μεάχρι στιγμηά.» Στριφογυριάζει ταμαάτια του αλλαά διακριάνω τη διασκεάδαση μεάσα σε αυταά. «Μαάλιστα μπαμπαά, συνοάδευσεά με στο μπαάνιο.» Κλαψουριάζω παιχνιδιαάρικα. Ο Χαάρρυ σηκωάνει το φρυάδι του και γελαά πονηραά. «Μην με ξαναπειάς εάτσι ηά θα χρειαστειά να σε ριάξω ξαναά στο κρεβαάτι.» Μουκλειάνει το μαάτι και εγωά βγαιάνω βιαστικαά αποά το δωμαάτιο, πριν πειστωά να μειάνω. Με ακολουθειά και καάθεται στη λεκαάνη ενωά εγωά καάνω μπαάνιο. «Θα πρεάπει να με παάς στο αυτοκιάνητο μου, θα εάπρεπε να ειάχα οδηγηάσει μοάνημου ως εδωά.» Δεν το σκεάφτηκα αυτοά χθες βραάδυ. «Μπορειάς να παάρεις το δικοά μου, θα παάω εγωά να φεάρω το αμαάξι σου απ ‘τηνΠανεπιστημιουάπολη.»
444
«Θα με αφηάσεις να οδηγηάσω το αυτοκιάνητοά σου;» Στραβοκαταπιάνω. «Ναι. Παροάλα αυταά, αν το γρατζουνιάσεις μην μπεις στον κοάπο να γυριάσεις.»Λεάει . Πιστευάω πως καταά καάποιον τροάπο μιλαά σοβαραά. «Θα εάπρεπε να ανησυχωά μηάπως εσυά γρατζουνιάσεις το δικοά μου!» Γελαάω καιπροσπαθειά να ανοιάξει την κουρτιάνα αλλαά την κλειάνω ξαναά, και τον ακουάω να γελαάπνιχταά. «Απλαά σκεάψου μωροά μου, μεταά αποά σηάμερα θα ειάσαι στο δικοά σου μπαάνιο καάθεπρωιά.» Η φωνηά του ακουάγεται παάνω αποά τον ηάχο του νερουά που ξεπλεάνει τα μαλλιαάμου. «Δεν θα χαρωά μεάχρι να παάμε πραγματικαά εκειά.» «Περιάμενε μεάχρι να το δεις, θα το λατρεάψεις.» Λεάει με καμαάρι. «Ξεάρει κανειάς πως θα αγοραάσεις διαμεάρισμα;» Ρωταάω. Γνωριάζω ηάδη τηναπαάντηση. «Οάχι, για ποιο λοάγο πρεάπει να το ξεάρουν;» «Δεν πρεάπει, απλαά αναρωτιοάμουν.» Το νεροά σταματαά να τρεάχει καθωάς κλειάνω τηνβρυάση. Ο Χαάρρυ κραταά μια πετσεάτα ανοιχτηά για εμεάνα μοάλις βγαιάνω και την τυλιάγειγυάρω αποά το βρεγμεάνο μου σωάμα. «Σε γνωριάζω αρκεταά καλαά για να ξεάρω πως πιστευάεις οάτι κρυάβω απ ‘τους φιάλουςμου το γεγονοάς πως μετακομιάζουμε μαζιά.» Λεάει και εάχει διάκιο. «Απλαά ειάναι λιάγο περιάεργο που μετακομιάζεις αποά εδωά και κανειάς δεν τοξεάρει.» «Αυτοά δεν αφοραά εσεάνα. Δεν το λεάω επειδηά δεν θεάλω να ακουάσω τις βλακειάεςτους που θα παρατηάσω την αδελφοάτητα. Θα το πω σε οάλους, ακοάμη και στη Μοάλλυαφουά μετακομιάσουμε.» Χαμογελαά και τυλιάγει τα χεάρια του στους ωάμους μου. «Θεάλω να το πω εγωά στη Μοάλλυ.» Γελαάω και τον αγκαλιαάζω και εγωά. «Συάμφωνοι.» Μεταά αποά πολλεάς προσπαάθειες να κρατηάσω τα χεάρια του Χαάρρυ μακριαά μου καθωάςετοιμαάζομαι, μου διάνει το κλειδιά για το αυτοκιάνητο του και φευάγω. Τη στιγμηά πουμπαιάνω στο αμαάξι το κινητοά μου δονειάται.
445
*Να προσέέχέις. Σέ αγαπωέ.*Γραάφει το μηάνυμα. *Θα προσέέχω. Και έσυέ να έιέσαιπροσέκτικοές μέ το αμαέξι μου. Σέ αγαπωέ. xo.* *Ανυπομονωέ να σέ ξαναδωέ. Συναέντησέέ μέστις πέέντέ. Το παλιοέ αέμαξο σου θα έιέναι μια χαραέ.* *Θα πρέέπέι να προσέέχέις τι λές ηέ μπορέιένα χτυπηέσω καταέ λαέθος το δικοέ σου σέ καμιέα κολωένα.*Χαμογελωά στον εαυτοάμου ενωά στεάλνω την απαάντηση. *Σταμαέτα να μέ απέιλέιές και πηέγαινέ γιαδουλέιέα πριν καταφέέρω και βγαέλω έκέιένο το φοέρέμα αποέ παένω σου.* Οάσο ελκυστικοά και εαάν ακουάγεται αφηάνω ξαναά το κινητοά στη θεάση του συνοδηγουάενωά βαάζω μπρος το αυτοκιάνητο. Η μηχανηά ξυπναά σιγαναά σε αντιάθεση με το δυνατοά γρυάλισμα της δικηάς μου. Γιαεάνα κλασικοά αυτοκιάνητο, η διαδρομηά ειάναι πιο αάνετη αποά οάτι με το δικοά μου, τοπροσεάχει στα αληάθεια. Οάταν μπαιάνω στον αυτοκινητοάδρομο το κινητοά μου χτυπαά. «Χριστεά μου, δεν μπορειάς να αντεάξεις ειάκοσι λεπταά χωριάς εμεάνα;» «Τεάσσα;» Μια ανδρικηά φωνηά λεάει. Ο Νοάα. Μετακινωά το κινητοά αποά το αυτιά μουκαι κοιτωά την οθοάνη για να επιβεβαιωάσω τον τροάμο μου. «Αάμμ...συγνωάμη νοάμιζα οάτι...» Τραυλιάζω. «Νομιάζες πως ηάταν αυτοάς...Ξεάρω.» Λεάει. Η φωνηά του ειάναι στεναχωρημεάνη καιδεν εκφραάζει κανεάνα μιάσος. «Συγνωάμη.» Δεν το αρνουάμαι. «Δεν πειραάζει.» Λεάει «Λοιποάν ...» Δεν ξεάρω τι να πω. «Ειάδα την μαμαά σου χθεάς.» «Oh.» Ο ποάνος αποά την γεμαάτη θλιάψη φωνηά του Νοάα και η υπενθιάμιση τη γεμαάτημιάσος φωνηάς της μητεάρας μου καάνει το στηάθος μου να ποναάει. «Ναι...ειάναι πολυά εκνευρισμεάνη μαζιά σου.» «Το ξεάρω...απειάλησε να σταματηάσει να με βοηθαά με το κολεάγιο.»
446
«Θα της περαάσει, το ξεάρω. Ειάναι απλαά πληγωμεάνη.» Λεάει. «Πληγωμεάνη; Με κοροιδευάεις σωσταά;» Λεάω κοροιδευτικαά. Δεν μπορειά να τηνυπερασπιάζεται. «Οάχι, ξεάρω πως αντιδραά με αυτοάν τον λαάθος τροάπο αλλαά ειάναι απλαά θυμωμεάνηπου εσυά...ξεάρεις με...αυτοάν.» Η αηδιάα στη φωνηά του ειάναι φανερηά. «Λοιποάν, δεν ειάναι δουλειάα της να λεάει με ποιον θα ειάμαι. Γι 'αυτοά μουτηλεφωάνησες; Για να μου πεις πως δεν θα πρεάπει να ειάμαι μαζιά του;» «Οάχι, οάχι Τεάσσα, δεν πηάρα γι αυτοά. Απλαά ηάθελα να σιγουρευτωά πως ειάσαι καλαά.Αυτοάς ειάναι ο πιο πολυάς καιροάς που δεν εάχουμε μιληάσει αποά οάταν ειάμασταν δεάκα.»Λεάει. Μπορειά να φανταστωά το κατσουάφιασμα στο προάσωποά του. «Oh...Συγνωάμη που σου μιάλησα αποάτομα. Απλαά εάχω πολλαά που συμβαιάνουν τωάρακαι νοάμισα πως πηάρες για να...» «Το οάτι δεν ειάμαστε μαζιά πια δεν σημαιάνει πως δεν θα ειάμαι διάπλα σου αν μεχρειαστειάς.» Λεάει και η καρδιαά μου σφιάγγετε. Μου λειάπει, οάχι η σχεάση μας αλλαάειάναι εάνα τεραάστιο μεάρος της ζωηάς μου αποά ηάμουν παιδιά. Ηάταν διάπλα μου στα παάντακαι εγωά τον πληάγωσα χωριάς εάστω να του τηλεφωνηάσω για μιαν εξηάγηση ηά συγνωάμη. «Συγνωάμη, για οάλα.» Αναστεναάζω «Δεν υπαάρχει προάβλημα, λοιποάν εάμαθα πως αάρχισες πρακτικηά;» Λεάει και ησυζηάτηση μας συνεχιάζεται μεάχρι να φταάσω στην εταιριάα Vance. Μοάλις κλειάνουμε το τηλεάφωνο, υποάσχεται να μιληάσει στην μητεάρα μου για τηνσυμπεριφοραά της απεάναντι μου και νιωάθει σαν εάναν τεραάστιο βαάρος να εάχει φυάγειαποά παάνω μου. Η μεάρα μου περναάει ηάρεμα, περνωά οάλη μου την μεάρα τελειωάνοντας τοπρωάτο μου χειροάγραφο και καάνωντας σημειωάσεις για τον κυάριο Βαν;. Ο Χαάρρυ καιεγωά μιλαάμε αποά μηνυάματα για τις λεπτομεάριες για το που θα τον συναντηάσω καιπριν το καταλαάβω η μεάρα εάχει τελειωάσει. Οάταν φταάνω στην διευάθυνση που μου εάστειλε ο Χαάρρυ, εκπληάσσομαι που απεάχειμοάλις μισηά ωάρα αναάμεσα στην Πανεπιστημιουάπολη και τον εκδοτικοά οιάκο Βανς. Ηδιαδρομηά θα ειάναι μοναάχα ειάκοσι λεπταά αν ζουάσα εδωά, οάταν θα ζω εδωά. Μοιαάζειακοάμα μια αποθυτικηά ιδεάα, ο Χαάρρυ και εγωά να μεάνουμε μαζιά. Δεν βλεάπω το αμαάξι μου οάταν παρκαάρω και οάταν προσπαθωά να τηλεφωνηάσω στονΧαάρρυ με βγαάζει στον τηλεφωνητηά. Αν αάλλαξε γνωάμη; Θα μου το εάλεγε εάτσι δενειάναι; Με το που το μυαλοά μου αρχιάζει να πανυκοβαάλεται, μπαιάνει στο χωάρο καιπαρκαάρει διάπλα μου. Ειάναι με το αυτοκιάνητοά μου, αλλαά μοιαάζει
447
διαφορετικοά. Ηασημιά μπογιαά δεν ειάναι πια ξεθωριασμεάνη, ειάναι λαμπερηά και δειάχνει καινουάργια. «Τι εάκανες στο αμαάξι μου; »Λεάω καθωάς βγαιάνω αποά το δικοά του. «Και εγωά χαιάρομαι που σε βλεάπω.» Χαμογελαά και με φιλαά στο μαάγουλο. «Σοβαραά τωάρα, τι εάκανες;»Σταυρωάνω τα χεάρια μου. «Το εάβαψα, Χριστεάμου. Θα μπορουάσες να με ευχαριστηάσεις.» Στριφογυριάζει ταμαάτια του. Δαγκωάνω τη γλωάσσα μοναχαά χαάρης στο πουά ειάμαστε και στο τι προάκειται νακαάνουμε. Εάξαλλου, το βαάψιμο δειάχνει οάντως πολυά ωραιάο. Απλαά δεν μου αρεάσει ηιδεάα ο Χαάρρυ να ξοδευάει λεφταά για εμεάνα, εάνα βαάψιμο δεν ειάναι φθηνοά. «Σε ευχαριστωά.» Χαμογελαάω και μπλεάκω τα δαάχτυλαά μου με τα δικαά του. «Παρακαλωά. Τωάρα παάμε μεάσα.» Με καθοδηγειά αποά το χωάρο σταάθμευσης. «Δειάχνεις υπεάροχα οδηγωάντας το αμαάξι μου, ειδικαά με αυτοά το φοάρεμα. Δενμποάρεσα να σταματηάσω να σε σκεάφτομαι οάλη μεάρα. Μακαάρι να ειάχες ακουάσει και ναμου ειάχες στειάλει γυμνεάς σου φωτογραφιάες.» Λεάει και τον χτυπωά με τον αγκωάναμου. «Απλαά λεάω. Θα ειάχε καάνει τα μαθηάματα πολυά πιο ενδιαφεάρον.» Σηκωάνει τουςωάμους του και εγωά γελαάω. «Εδωά ειάμαστε.» Λεάει και ανοιάγει την ποάρτα για εμεάνα. Χαμογελαάω για τη μηχαρακτηριστικηά γι αυτοάν χειρονομιάα και περπατωά μεάσα. Ο χωάρος υποδοχηάς δεν ειάναι με τιάποτα αυτοά που περιάμενα. Ειάναι οάλος αάσπρος,αάσπρο παάτωμα, καθαροιά αάσπροι τοιάχοι, αάσπρες καρεάκλες, αάσπροι καναπεάδες, αάσπροχαλαάκι, αάσπρες λαάμπες παάνω σε καθαραά τραπεάζια. Δειάχνει κομψοά αλλαά πολυάτρομακτικοά. Εάνας κοντοάς αάνδρας με κουστουάμι μας υποδεάχεται και καάνει χειραψιάαμε το Χαάρρυ. Δειάχνει αγχωμεάνος γυάρω μας ηά ιάσως φταιάει απλαά ο Χαάρρυ. «Εσυά πρεάπει να ειάσαι η Τερεάσα.» Χαμογελαά. Τα δοάντια του ειάναι τοάσο αάσπραοάσο και οι φωτεινοιά τοιάχοι. «Τεάσσα.» Χαμογελωά για να τον διορθωάσω. Ο Χαάρρυ κρυάβει εάνα χαμοάγελω. «Χαιάρομαι που σε γνωριάζω.Μηάπως να υπογραάψουμε;» Ρωταά
448
«Οάχι, θεάλει να το δει πρωάτα. Γιατιά να υπογραάψουμε αν δεν το εάχει καν δει.»Ο Χαάρρυ λεάει σε ηάπιο τοάνο. Ο καημεάνος αάνδρας καταπιάνει και γνεάφει.« Φυσικαά, παάμε.» λεάει «Να ειάσαι καλοάς.» Ψιθυριάζω στο Χαάρρυ καθωάς οι τρεις μας προχωραάμε αποά τονχωάρο υποδοχηάς στο ασανσερ. «Οάχι.» Χαμογελαά πονηραά σε εμεάνα και πιεάζει τον πισινοά μου μαλακαά. Τον κοιτωά αάγρια, και το χαμοάγελο με τα λακαάκια του μεγαλωάνει. Ο αάνδρας μουλεάει για το ποάσο ωραιάα ειάναι η θεάα και πως αυτοά ειάναι εάνα αποά τα καλυάτερα καιμε την περισσοάτερη ποικιλιάα για διαμεριάσματα κτηάρια σε αποάσταση 100 μιλιάων.Χαμογελωά και ο Χαάρρυ μεάνει σιωπηλοάς καθωάς βγαιάνουμε αποά το ασανσεάρ.Εντυπωσιαάζομαι αποά την αντιάθεση αναάμεσα στον χωάρο υποδοχηάς και το διαάδρομο.Ειάναι λες και μπηάκαμε σε εάνα εντελωάς αάλλο κτηάριο...ακοάμη και σε διαφορετικηάχρονικηά περιάοδο. «Αυτοά ειάναι.» Ο αάνδρας λεάει και ανοιάγει την πρωάτη ποάρτα που συνανταάμε. «Υπαάρχουν μοάνο πεάντα διαμεριάσματα σε αυτοάν τον οάροφο, οποάτε θα εάχετε πολυάελευθεριάα.» Λεάει και κοιταά μακριαά αποά το βλεάμμα του Χαάρρυ. Φοβαάται στα σιάγουρατο Χαάρρυ. Δεν μπορωά να πω πως τον κατηγορωά αλλαά ειάναι καάπως διασκεδαστικοά να τοβλεάπω. Ακουάω την αναάσα μου να κοάβεται καθωάς κοιτωά μπροσταά μου. Τα πατωάματα ειάναιπαλιαά δαάπεδα χρωάματα εκτοάς αποά εάνα μεγαάλο τετραάγωνο αποά σκληροά ξυάλο σε εάνανχωάρο που υποθεάτω πως ειάναι το σαλοάνι.Οι τοιάχοι ειάναι αποά τουάβλο και οάμορφοι.Κατεστραμεάνοι αλλαά τεάλειοι. Τα παραάθυρα ειάναι μεγαάλα και τα εάπιπλαπαλιομοδιάτικα αλλαά καθαραά. Αν μπορουάσα να σχεδιαάσω το τεάλειο μεάρος θα ηάταναυτοά. Ο Χαάρρυ με παρακολουθειά επιάμονα, καθωάς κοιτωά τριγυάρω. Παιάρνω τηνπρωτοβουλιάα να παάω και στα αάλλα δωμαάτια και αφηάνω τον Χαάρρυ και τον αάνδρα ναακολουθουάν. Το μπαάνιο ειάναι μικροά, αλλαά αρκεταά μεγαάλο για εμαάς, και το υπνοδωμαάτιοειάναι τοάσο υπεάροχο, οάσο και το υποάλοιπο σπιάτι. Τρεις τοιάχοι εάχουν τα παλιαάκοάκκινα τουάβλα και ο τεάταρτος ειάναι καλημεάνος με μια βιβλιοθηάκη με οροάφους.Εάχει διάπλα μιάα σκαάλα και δεν μπορωά παραά να γελαάσω επειδηά παάντα φανταζοάμουν τονεαυτοά μου να εάχει αυτοά ακριβωάς το διαμεάρισμα μεταά την αποφοιάτηση, απλαά δενπεριάμενα πως η στιγμηά αυτηά θα ερχοάταν τοάσο συάντομα. «Θα μπορουάσαμε να γεμιάσουμε τα ραάφια, εάχω πολλαά βιβλιάα.» Ο Χαάρρυμουρμουριάζει νευρικαά. «Εγωά...απλαά... » αρχιάζω να λεάω
449
«Δεν σου αρεάσει εάτσι; Νοάμιζα πως θα σου αάρεσε. Εάμοιαζε τεάλειο για εσεάνα. Ναπαάρει.» Κατσουφιαάζει και βαάζει τα χεάρια του στα μαλλιαά του. «Οάχι ...Εγωά...» «Παάμε τοάτε, δειάξε μας καάποιο αάλλο.» Ο Χαάρρυ λεάει αποάτομα στον αάνδρα. «Χαάρρυ! Αν με αάφηνες να τελειωάσω, θα εάλεγα πως το λατρευάω.» Του λεάω. Οαάνδρας δειάχνει τοάση ανακουφισμεάνος, οάσο και ο Χαάρρυ. «Αληάθεια;» Το κατσουάφιασμαά του πετατρεάπεται σε εάνα μεγαάλο χαμοάγελο. «Ναι, φοβοάμουν πως θα ηάταν καάποιο μοντεάρνο, κρυάο διαμεάρισμα, αλλαά αυτοάειάναι απλαά υπεάροχο.» Του λεάω και το εννοωά. Η κουζιάνα ειάναι μικρηά εάχει πολυάχρωμα πλακαάκια παάνω αποά το νηπτηάρα και τονπαάγκο προσθεάτοντας μια διαφορετικηά και αστειάα εικοάνα. Αγαπωά στα σιάγουρα ταπαάντα σε συτοά το μικροά διαμεάρισμα. Ο χωάρος υποδοχηάς καάτω με ειάχε τρομαάξει και να μισηάσω το διαμεάρισμα, αλλαάαυτοά δεν θα μπορουάσε να απεάχει περισσοάτερο αποά την πραγματικοάτητα. Πιάστευα πωάςθα ηάταν εάνα ακριβοά, γεμαάτο ασηάμαντα πραάγματα διαμεάρισμα και ειάμαι χαρουάμενη πουδεν ειάναι. «Το ηάξερα! Λοιποάν, αγχωάθηκα για λιάγο πριν αλλαά με το που ειάδα αυτοά το μεάροςσκεάφτηκα εσεάνα, σε φανταάστηκα εδωά μεάσα. Δειάχνει προς το περβαάζι στο παραάθυρο.Απλαά να καάθεσαι και να διαβαάζεις εάνα βιβλιάο. Τοάτε ηάταν που ηάξερα πως ηάθελα ναμειάνεις εδωά μαζιά μου.» Λεάει. Χαμογελωά και το στομαάχι μου γυριάζει αποά χαραά επειδηά το ειάπε μπροσταά σε καάποιοναάλλον, ακοάμη κι αν ειάναι εάνας τυχαιάος αάνδρας αποά το πρακτορειάο συμβολαιάων. «Να υπογραάψουμε λοιποάν;» Ο αάνδρας μετακινειάται νιωάθοντας αάβολα. Ο Χαάρρυ με κοιταάει και εγωά γνεάφω. Δεν το πιστευάω πως το καάνουμε στα αληάθειααυτοά, αγνοωά τη μικρηά φωνηά που μου υπενθυμιάζει πως ειάναι πολυά συάντομα και πωςειάμαι πολυά μικρηά καθωάς ακολουθωά το Χαάρρυ στο χωάρο της κουζιάνας.
450
Chapter 91 «Το συμβοάλαιο θα ειάναι στο οάνομα και των δυάο σωσταά;» Ο αάνδρας ρωταά και μεκοιταά. Νιωάθω πως με ρωταά σιγαναά αν ειάμαι σιάγουρη γι αυτοά. «Ναι.» Ο Χαάρρυ απανταά για εμεάνα και υπογραάφει το οάνομαά του στο τεάλος πολλωάνσελιάδων, τις οποιάες μεταά διάνει σε εμεάνα. Πιαάνω το στυλοά και υπογραάφω πριν το σκεφτωά ξαναά. Ειάμαι εάτοιμη γι αυτοά,ειάμαστε εάτοιμοι γι αυτοά. Ναι ειάμαστε μικροιά και δεν γνωριζοάμαστε πολυά καιροάαλλαά ξεάρω πως το αγαπωά πιο πολυά αποά οάλα και με αγαπαά και αυτοάς, οάσο αυτοά ειάναισιάγουρα τα υποάλοιπα θα μπουν σε ταάξη.
451
«Ενταάξει, οριάστε τα κλειδιαά σας.» Ο αάνδρας του οποιάου το οάνομα νομιάζω ειάναιΡοάμπερτ, μιας και αυτοά ηάταν γραμμεάνο στα χαρτιαά, διάνει σε εμεάνα και τον Χαάρρυαποά εάνα ζευγαάρι κλειδιαά στον καθεάνα και φευάγει. «Λοιποάν… Καλωάς ηάρθες σπιάτι;» Ο Χαάρρυ λεάει οάταν ο αάνδρας φευάγει. Γελαάω, και καάνω εάνα βηάμα πιο κονταά του ωάστε να μπορειά να τυλιάξει τα χεάριατου γυάρω μου. «Δεν μπορωά να το πιστεάψωπως ζουάμε εδωά τωάρα.Ακοάμη δεν μοιαάζει αληθινοά.» Τα μαάτια μου κοιτουάν προσεκτικαά το σαλοάνι. «Αν καάποιος μου εάλεγε πως θα εάμενα μαζιά σου, ακοάμα και πως θα τα φτιαάχναμεπριν δυάο μηάνες ειάτε θα γελουάσα μαζιά του και θα τον κοροάιδευα ειάτε θα τονχτυπουάσα… καάτι τεάτοιο.» Χαμογελαάει και παιάρνει το προάσωποά μου στα χεάρια του. «Τι γλυκοάς!» Τον πειραάζω και βαάζω τα χεάρια μου στα πλευραά του. «Ειάναι μιάα ανακουάφιση παάντως, το να εάχουμε το δικοά μας μεάρος. Οάχι πιαπαάρτι, οάχι πια συγκαάτοικοι και κοινωνικαά μπαάνια.» Λεάω. «Το δικοά μας κρεβαάτι.» Προσθεάτει με εάνα παιχνιδιαάρικο χαμοάγελο. «Θα χρειαστειά να αγοραάσουμε μερικαά πραάγματα, πιαάτα και τα λοιπαά. Σουαρεάσουν τα σεντοάνια στο υπνοδωμαάτιο; Οάλα ειάναι καινουάρια αλλαά αν δεν σουαρεάσουν τα χρωάματα μπορουάμε να παάρουμε καινουάρια.» Λεάει. «Νιωάθεις καλαά;» Ακουμπωά το πιάσω μεάρος της παλαάμης μου στο κουάτελοά του.«Ειάσαι τρομεραά συνεργαάσιμος σηάμερα.» Χαμογελαάω. «Απλαά θεάλω να ειάμαι σιάγουρος πως ειάσαι ευχαριστημεάνη με τα παάντα εδωά μεάσα.Θεάλω να το νιωάθεις σπιάτι σου.. μαζιά μου.» «Και εσυά; Νιωάθεις σαν το σπιάτι σου εδωά πεάρα;» Ρωταάω και αυτοάς γνεάφει. «Προς εάκπληξηά μου, ναι.» Απανταά και κοιταά γυάρω στο δωμαάτιο. «Θα πρεάπει να παάμε να παάρουμε τα πραάγματα μου, δεν εάχω πολλαά αλλαά και παάλιειάναι τα βιβλιάα και τα ρουάχα μου.» Λεάω. «Τα εάχω ηάδη παάρει.» «Ποάτε;» Ρωταάω. «Εάφερα οάλα σου τα πραάγματα σου, ειάναι στο αμαάξι σου.» Εξηγειά.
452
«Πως ηάξερα οάτι θα υπεάγραφα; Κι αν δεν μου αάρεσε το διαμεάρισμα;» Χαμογελαάω.Μακαάρι να ειάχα αποχαιρετηάσει τη Στεφ και το δωμαάτιο που αποκαλουάσα σπιάτι γιατρεις μηάνες, αλλαά ειάμαι σιάγουρη πως θα την ξαναά δω. «Επειδηά αν δεν σου αάρεσε αυτοά, θα εάβρισκα καάποιο αάλλο.» Απανταά οάλοαυτοπεποιάθηση. «Οh, λοιποάν τα δικαά σου πραάγματα;» «Μπορουάμε να τα παάρουμε αυάριο, εάχω μερικαά ρουάχα στο αμαάξι μου.» «Για ποιο λοάγο το καάνεις αυτοά εάτσι και αλλιωάς;» Εάχει παάντα τοάσα ρουάχα μεάσαστο αυτοκιάνητο. «Βασικαά δεν ξεάρω, φανταάζομαι ποτεά δεν ξεάρεις ποάτε θα χρειαστειάς ρουάχα.»Ανασηκωάνει τους ωάμους του. «Ας παάμε στο καταάστημα να παάρουμε οάτι χρειαζοάμαστε για την κουζιάνα καιφαγητοά.» Ο Χαάρρυ λεάει. «Ενταάξει.» Το στομαάχι μου γεάμισε πεταλουάδες αποά τη στιγμηά που μπηάκαμε στοδιαμεάρισμα. «Μπορωά να οδηγηάσω το αυτοκιάνητοά σου ξαναά;» Ρωταάω οάταν κατεβαιάνουμε στο χωάρουποδοχηάς. «Δεν ξεάρω…» Χαμογελαάει. «Εάβαψες το δικοά μου χωριάς αάδεια. Νομιάζω εάχω κερδιάσει το προνοάμιο.» Κρατωάτην παλαάμη μου ανοιχτηά και αυτοάς στριφογυριάζει τα μαάτια του πριν μου δωάσει τοκλειδιά. «Οποάτε σου αάρεσε το αυτοκιάνητοά μου; Οδηγαά αάνετα εάτσι δεν ειάναι;» Καυχιεάται. «Ειάναι ενταάξει.» Λεάω ψεάματα. Λατρευάω το πωάς κινειάτε. Η τοποθεσιάα του διαμεριάσματος δεν θα μπορουάσε να ηάταν καλυάτερη, ειάμαστεκονταά σε πολλαά καταστηάματα, καφετεάριες, και ακοάμα και σε εάνα παάρκο. ΚαταληάξαμεστοTarget και το καροάτσι ειάναι γεμαάτο με πιαάτα,κατσαροάλες και τηγαάνια, κουάπες, και αάλλα πραάγματα που δεν ηάξερα πωςχρειαζοάμαστε αλλαά φαιάνονται χρηάσιμα. Συμφωνηάσαμε να παάμε ναψωνιάσουμε τροάφιμα καάποια αάλλη στιγμηά επειδηά το καροάτσι ειάναι ηάδη γεμαάτο.Προσφεάρθηκα να παάω μεταά την πρακτικηά μου αυάριο αν ο Χαάρρυ μου φτιαάξει μιάα λιάσταμε αυταά που του αρεάσουν. Το καλυάτερο πραάγμα του να
453
μεάνουμε μαζιά μεάχρι τωάραειάναι οι μικρεάς λεπτομεάρειες που αφορουάν τον Χαάρρυ που δεν θα γνωάριζα ποτεά.Ακοάμα και ενωά περνουάσαμε σχεδοάν καάθε βραάδυ μαζιά ανακαλυάπτω πραάγματα που δενειάχα ποτεά προσεάξει οάπως οάτι του αρεάσουν τα δημητριακαά χωριάς γαάλα, ακοάμα καιστην ιδεάα αποά κουάπες που δεν ταιριαάζουν τρελαιάνεται, χρησιμοποιειά δυάοδιαφορετικαά ειάδη οδοντοάκρεμας μιάα το πρωιά και μιάα το βραάδυ και δεν ξεάρει γιαποιο λοάγο απλαά το καάνει, και θα προτιμουάσε να σφουγγαριάσει το χαλιά εκατοά φορεάςπαραά να βαάλει πλυντηάριο πιαάτων. Συμφωνηάσαμε πως θα πλεάνω εγωά τα πιαάτα οάσο αυτοάςθα σφουγγαριάζει το χαλιά. Μαλωάνουμε μπροσταά στο ταμειάο οάταν εάρχεται η ωάρα ναπληρωάσουμε. Ξεάρω πως εάχει να δωάσει την καταάθεση για το διαμεάρισμα και αρνειάταινα με αφηάσει να πληρωάσω οτιδηάποτε αάλλο εκτοάς αποά την καλωδιακηά και το ρευάμα,καάτι που δεν μου ειάπε πως συμπεριλαμβαάνοταν ηάδη στο ενοιάκιο. Ο Χαάρρυ κοιταά αάγρια τη γυναιάκα οάταν παιάρνει τη δικηά μου καάρτα και της διάνωσυγχαρητηάρια επειδηά πεάρασε την καάρτα μου χωριάς να ουάτε καν να καταλαάβει τησυμπεριφοραά του. Θεάλω να τον κοροιϊδεάψω αλλαά εάχει ηάδη ενοχληθειά και δεν θεάλω ναχαλαάσει η βραδιαά. Ο Χαάρρυ καάνει μουάτρα μεάχρι να επιστρεάψουμε στο διαμεάρισμα και εγωάμεάνω σιωπηληά γιατιά το βριάσκω διασκεδαστικοά. «Ιάσως χρειαστειά να καάνουμε δυάο διαδρομεάς για να ανεβαάσουμε οάλα ταπραάγματα.» Του λεάω. «Να και καάτι αάλλο, θα προτιμουάσα να κουβαληάσω εκατοά τσαάντες μιάα φοραά παραάνα καάνω δυάο διαδρομεάς.» Λεάει και επιτεάλους χαμογελαάει. Και παάλι οάμως καταληάξαμε να καάνουμε δυάο διαδρομεάς καθωάς τα πιαάτα ηάταν πολυάβαριαά. Η ενοάχληση του Χαάρρυ μεγαλωάνει οάπως και η διασκεάδασηά μου. Βαάζουμε οάλα ταπραάγματα στα ντουλαάπια και ο Χαάρρυ παραγγεάλνει πιάτσα. Δεν μπορωά παραά ναπροτειάνω να πληρωάσω κερδιάζοντας εάνα αάγριο βλεάμμα και εάνα μεσαιάο δαάχτυλο. Γελαάω καιριάχνω τα σκουπιάδια στα κουτιαά που πριν βριάσκονταν τα ποτηάρια. Δεν αστειευάοντανοάταν ειάπαν πως το διαμεάρισμα εάρχεται επιπλωμεάνο, εάχει οάτι μπορειά ναχρειαστουάμε, καάδο για τα σκουπιάδια, ακοάμη και κουρτιάνα μπαάνιου. «Η πιάτσα θα ειάναι εδωά σε τριαάντα λεπταά. Θα κατεάβω καάτω να παάρω τα πραάγματαάσου.» Λεάει. «Θα εάρθω μαζιά σου.» Προσφεάρομαι και τον ακολουθωά εάξω. Εάχει βαάλει ταπραάγματαά μου σε δυάο κουάτες και μια σακουάλα σκουπιδιωάν καάτι που με καάνει ναζαρωάσω αλλαά δεν λεάω τιάποτα. Πιαάνει μερικαά κοντομαάνικα μπλουζαάκια αποά το αυτοκιάνητο του και εάνα τζιν καιτα βαάζει στη σακουάλα σκουπιδιωάν μαζιά με τα δικαά μου.
454
«Ευτυχωάς που εάχουμε σιάδερο.» Λεάω τελικαά και κοιτωά μεάσα στο αμαάξι πριν τοκλειάσει. «Δεν πεάταξες ακοάμη αυταά τα σεντοάνια;» Ρωταάω. «Oh… ναι. Οάχι, θα το εάκανα αλλαά το ξεάχασα.» Λεάει και κοιταά αλλουά. «Ενταάξει;» Νιωάθω καάπως αάβολα με την αντιάδρασηά του. «Καλυάτερα να παάμε παάλι παάνω πριν εάρθει η πιάτσα.» Λεάει. Τρωάμε στο τραπεάζι και ειάναι περιάεργο αλλαά ωραιάο να τρωάω δειάπνο με τον Χαάρρυστο δικοά μας σπιάτι. «Σε αγαπαάω.» Λεάει καθωάς βαάζω τα πιαάτα μας στο πλυντηάριο. «Σε αγαπαάω.» Απανταάω και το κινητοά μου δονειάτε στο τραπεάζι. Ο Χαάρρυ το πιαάνει και παταά στην οθοάνη για να σταματηάσει τη δοάνηση. «Ποιος ειάναι;» Τον ρωταάω. «Ο Νοάα;» Λεάει και ρωταάει την ιάδια στιγμηά. «Oh.» Ξεάρω πως αυτοά δεν θα παάει καλαά. «Λεάει πως χαάρηκε που σου μιάλησε σηάμερα;» Το πηγουάνι του σφιάγγεται. Περπατωάπρος το μεάρος του και αρπαάζω το κινητοά αποά το σφιχτοά του κραάτημα. Μπορωά ναορκιστωά πως θα το εάσπαγε στα χεάρια του. «Ναι, μου τηλεφωάνησε σηάμερα.» Του λεάω με ψευάτικη αυτοπεποιάθηση. Θα το του το εάλεγα αλλαά απλαά δεν βρηάκα την καταάλληλη στιγμηά. «Και..» Σηκωάνει το εάνα του φρυάδι. «Μου ειάπε απλαά οάτι ειάδε τη μαμαά μου και ηάθελα να δει πως ειάμαι.» «Γιατιά;» «Δεν ξεάρω.. απλαά για να με ελεάγξει φανταάζομαι.» Σηκωάνω τους ωάμους μου καικαάθομαι στην καρεάκλα διάπλα του στο τραπεάζι. «Δεν χρειαάζεται να σε ελεάγχει.» Γρυλιάζει. «Δεν ειάναι και τοάσο μεγαάλο θεάμα Χαάρρυ, τον ξεάρωμισηά τη μου ζωηά.»
455
«Δεν με ενδιαφεάρει καθοάλου.» Τα μαάτια του ειάναι κρυάα. «Γιάνεσαι γελοιάος. Μοάλις μετακομιάσαμε μαζιά και εσυά ανησυχειάς επειδηά ο Νοάαμου τηλεφωάνησε;» Ειρωνευάομαι. «Δεν εάχεις κανεάναν λοάγο να του μιλαάς, πιθανοάν να νομιάζει πως τον θες ξαναάμιας και απαάντησες στην κληάση.» Βαάζει τα χεάρια του στα μαλλιαά του. «Οάχι δεν το νομιάζει. Ξεάρει πως ειάμαι μαζιά σου.» Καάνω οάτι μπορωά για νασυγκρατηάσω την ενοάχλησηά μου. «Τοάτε παάρε τον τωάρα και πες του να μην σου ξαναά τηλεφωνηάσει.» «Τι; Οάχι! Δεν το καάνω αυτοά. Ο Νοάα δεν εάχει καάτι τιάποτα λαάθος, τον εάχω ηάδηπληγωάσει αρκεταά, και οι δυάο τον εάχουμε. Δεν θα του το πω αυτοά. Δεν υπαάρχεικανεάνα κανοά στο να ειάμαι φιάλη του.» «Ναι υπαάρχει. Πιστευάει πως ειάναι καλυάτερος αποά εμεάνα και θα προσπαθηάσει νασε παάρει μακριαά μου! Δεν ειάμαι ανοάητος Τεάσσα. Η μαμαά σου σε θεάλει με αυτοάν. Δενθα το αφηάσω να παάρει αυτοά που ειάναι δικοά μου!» Υψωάνει τη φωνηά του. «Ακουάς τι λες; Ακουάγεσαι σαν τρελοάς! Δαν θα ειάμαι κακιαά μαζιά του απλαά καιμοάνο επειδηά πιστευάεις πως εάχεις καάποια παραάλογο δικαιάωμα παάνω μου!» Βγαιάνωβιαστικαά αποά την κουζιάνα. «Μην φευάγεις μακριαά μου!» Φωναάζει αποά πιάσω μου. Ριάχνω οάλο το φταιάξιμο στοΧαάρρυ που αρχιάζει καυγαά μεταά αποά αυτηάν την υπεάροχη μεάρα που ειάχαμε. «Τοάτε σταμαάτα να φεάρεσαι λες και σου ανηάκω. Θα προσπαθηάσω να συμβιβαστωάμαζιά σου και να σε ακουάω περισσοάτερο αλλαά οάχι οάταν αφοραά τον Νοάα. Θα σταματηάσωνα του μιλαάω αμεάσως αν προσπαθηάσει να καάνει καάποια κιάνηση ηά πει τιάποτα τοακαταάλληλο αλλαά δεν το εάχει καάνει.» Κρατωά καάποιο επιάπεδο σε οάλο αυτοά. «Δεν τον συμπαθωά.» Λεάει. «Ενταάξει; Το καταλαβαιάνω αυτοά αλλαά θα πρεάπει να σκεφτειάς ορθαά. Δεν σκαρωάνεινα με παάρει αποά εσεάνα, δεν ειάναι εάτσι. Αυτηά ειάναι η πρωάτη φοραά που προσπαάθησενα επικοινωνηάσει μαζιά μου αποά τοάτε που τον χωάρισα.» «Και η τελευταιάα.» Ο Χαάρρυ λεάει αποάτομα. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου καιπερπατωά προς το μικροά μπαάνιο. «Τι καάνεις;» Ρωταάει.
456
«Θα καάνω εάνα μπαάνιο και οάταν βγω ευάχομαι να σταματηάσεις να συμπεριφεάρεσαισαν παιδιά.» Λεάω. Ειάμαι περηάφανη για τον τροάπο που τον αντιμετωπιάζω αλλαά δενμπορωά παραά να νιωάθω αάσχημα γι αυτοάν. Ξεάρω πως απλαά φοβαάται πως θα με χαάσει αποάτο Νοάα, εάχει μια μεγαάλη ζηάλεια προς αυτοάν εξαιτιάας του πως εγωά και ο Νοάα“δειάχνουμε” μαζιά. Κανονικαά ο Νοάα ειάναι καλυάτερος για εμεάνα και ο Χαάρρυ το ξεάρειαλλαά δεν αγαπωά αυτοάν. Αγαπωά τον Χαάρρυ. Χτυπαά με δυάναμη την ποάρτα του μπαάνιου οάταν βγαιάνει και στριφογυριάζω ταμαάτια μου. Καάνω εάνα γρηάγορο ντουζ και οάταν βγαιάνω ο Χαάρρυ ειάναι ξαπλωμεάνος στοκρεβαάτι μοάνο με το μποξεραάκι του. Μεάνω ηάσυχη καθωάς ανοιάγω τις ντουλαάπες για ναβρω πιτζαάμες. «Δεν θα βαάλεις το μπλουζαάκι μου;» Η φωνηά του ειάναι σιγανηά. «Εγωά..» Βλεάπω πως το εάχει διπλωάσει και το εάχει αφηάσει στο τραπεάζι διάπλα αποάτο κρεβαάτι. «Ευχαριστωά.» Το περναάω αποά το κεφαάλι μου. Το γνωστοά αάρωμα μεάντας με καάνει σχεδοάν να ξεχαάσω για ποιοάν λοάγο υποτιάθεταιπως του εάχω θυμωάσει. «Λοιποάν αυτοά ηάταν εάνα υπεάροχο βραάδυ.» Ειρωνευάομαι και επιστρεάφω την πετσεάταμου στο μπαάνιο. «Εάλα εδωά.» Λεάει οάταν γυριάζω ξαναά στο δωμαάτιο. Προχωρωά διστακτικαά προς αυτοάν και μεάνει καθιστοάς στην αάκρη του κρεβατιουάτραβωάντας με να καάτσω αναάμεσα στα ποάδια του. «Συγνωάμη.» Με κοιταά. «Γιατιά;» «Γιατιά φεάρθηκα σαν αάνθρωπος των σπηλαιάων.» Λεάει και δεν μπορωά παραά ναγελαάσω. «Και που κατεάστρεψα το πρωάτο μας βραάδυ εδωά.» Προσθεάτει. «Σε ευχαριστωά. Θα πρεάπει να συζηταάμε αυταά τα πραάματα αντιά να μου φωναάζεις.»Στριφογυριάζω την μπουάκλα στο λαιμοά του με τα δαάχτυλαά μου. «Το ξεάρω. Μπορουάμε να συζητηάσουμε το οάτι δεν θα του μιλαάς πια;» Μισοάχαμογελαάει. «Οάχι αποάψε.» Αναστεναάζω. Θα πρεάπει να βρω μια μεσαιάα λυάση γι αυτοάν. «Για δες μας λυάνουμε τα προβληάματαά μας.» Γελαάει.
457
«Ελπιάζω να μην λειάψουν στους γειάτονες τα ηάσυχα βραάδια τους.» Τον πειραάζω. «Δεν ειάχαν κανεάνα ηάσυχο βραάδυ εάτσι και αλλιωάς.» Αγνοωά την ανωάμαληπαρατηάρησηά του. «Στα αληάθεια δεν ηάθελα να χαλαάσω το βραάδυ.» Λεάει ξαναά. «Το ξεάρω, δεν εάχει χαλαάσει. Ειάναι μοάλις οχτωά.» Χαμογελαάω. «Ηάθελα να σου βγαάλω εγωά εκειάνο το φοάρεμα.» Λεάει. Τα μαάτια του σκουραιάνουν. «Μπορωά παάντα να το φορεάσω ξαναά.» Λεάω σε μια προσπαάθεια να ακουστωά σεάξι.Χωριάς να πει λεάξη σηκωάνεται και με σηκωάνει στον ωάμο του. Τσιριάζω και προσπαθωάνα τον κλωτσηάσω. «Τι καάνεις!» Φωναάζω. «Σε παάω να βαάλεις το φοάρεμα.» Γελαάει και με κουβαλαά μεάχρι τα αάπλυτα.
Chapter 92
458
«Τι κριάμα που δεν καταφεάραμε να προλαάβω να σου βγαάλω το φοάρεμα.» Ο Χαάρρυ ανασαιάνει στο αυτιά μου καθωάς με σπρωάχνει πιο βαθιαά στο κρεβαάτι. Με το που εάβγαλα το μπλουζαάκι του αποά παάνω μου, με εάριξε πρακτικαά καάτω στο κρεβαάτι μας και φοάρεσε το προφυλακτικοά γρηγοροάτερα αποά οάτι νοάμιζα πως ηάταν δυνατοάν. «Μμμμ..» Ειάναι η μοάνη λεάξη που καταφεάρνω να ξεστομιάσω καθωάς γλιστραάει μεάσα και εάξω αποά εμεάνα. Αυτηά ειάναι η πρωάτη φοραά που καάνουμε εάρωτα και δεν υπαάρχει ποάνος, μοάνο ευχαριάστηση. «Ωω μωροά μου.. σε νιωάθω τοάσο ωραιάα» Μουγκριάζει και κουναάει τους γοφουάς του εναντιάον μου.. Τα νυάχια μου γρατζουνουάν την γυμνηά του πλαάτη και τα μαάτια του στριφογυριάζουν στο πιάσω μεάρος του κεφαλιουά του. Λατρευάω να τον βλεάπω εάτσι, τοάσο ανεξεάλεγκτο. Αντικριάζοντας τον με ωθειά στα οάρια μου, τα δαάχτυλα μου λυγιάζουν και τα ποάδια μου καάμπτονται καθωάς βογκαάω το οάνομα του επανειλημμεάνα. «Αυτοά ειάναι μωροά μου.. τελειάωσε για εμεάνα. Δειάξε μου ποάσο ωραιάα.. γαμωάτο.. ποάσο ωραιάα σε καάνω να νιωάθεις.» Τραυλιάζει και τον νιωάθω να συσπαάται μεάσα μου. Τελειωάνει λιάγα λεπταά πριν αποά εμεάνα και συνεχιάζει να κινειάται μεάχρι να καταληάξω μουδιασμεάνη. Το σωάμα μου εάχει χαλαρωάσει τελειάως και πεάφτει παάνω μου. Ξαπλωάνουμε σε αποάλυτη σιωπηά, απολαμβαάνοντας το αιάσθημα του να βρισκοάμαστε κονταά ο εάνας με τον αάλλον, μεάσα σε λιάγα λεπταά εάνα απαλοά ροχαλητοά εάρχεται αποά τα χειάλη του Χαάρρυ. … Το εποάμενο πρωιά ξυπναάω και αποφασιάζω να καάνω ακοάμη εάνα μπαάνιο επειδηά μπορωά. Νιωάθω ακοάμη παραάξενα να βριάσκομαι σε δικοά μου χωάρο με το δικοά μου μπαάνιο, να φτιαάχνω το δικοά μου καφεά στην δικηά μου κουζιάνα. Το να μοιραάζομαι οάλα αυταά με το Χαάρρυ το καάνει ακοάμη πιο διασκεδαστικοά. Αποφασιάζω να φορεάσω το ναυτικοά μπλε μου φοάρεμα με αάσπρα τακουάνια, βελτιωάνομαι στο να τα περπαταάω, αλλαά και παάλι πακεταάρω εάνα ζευγαάρι αθλητικαά στην τσαάντα μου. Τα μαλλιαά μου ειάναι μπουάκλες και πιασμεάνα πιάσω και φορωά και λιάγη σκιαά ματιωάν και μαάσκαρα. Στ’ αληάθεια το απολαμβαάνω να εάχω το δικοά μου χωάρο. Αρνειάται να ξυπνηάσει οάταν προσπαθωά να τον σηκωάσω προτουά φυάγω, μοάνο σηκωάνεται να με φιληάσει για καλημεάρα. Αναρωτιεάμαι πως καταφεάρνει να δουλεάψει και να καάνει οάλη την προετοιμασιάα για το πανεπιστηάμιο, δεν τον εάχω πετυάχει καμιάα φοραά. Σε μια θαρραλεάα κιάνηση, αρπαάζω τα κλειδιαά του αυτοκινηάτου του και οδηγωά αυτοά στην εταιρειάα Vance. Εαάν χαάνει τα μαθηάματα του, δεν θα του λειάψει κιοάλας. Πρεάπει να θυμηθωά να ευχαριστηάσω τον Χαάρρυ που νοιάκιασε το διαμεάρισμα τοάσο κονταά στην εταιρειάα Vance, παροάλο που χρειαάζεται να καάνει μεγαλυάτερο δροάμο μεάχρι το πανεπιστηάμιο τωάρα, μπορωά
459
να φευάγω αργοάτερα και μην χρειαάζεται να οδηγηάσω για σαραάντα λεπταά, αυτοά με καάνει να νιωάθω καλυάτερα. Οάταν φταάνω στον επαάνω οάροφο, η Κιάμπερλι καάθεται στο τραπεάζι τοποθετωάντας ντοάνατς σε σειρεάς. «Ουαάου Τεάσσα! Να σε δω!» Σφυριάζει περιπαιχτικαά. Κοκκινιάζω και γελαάει. «Το ναυτικοά μπλε ειάναι σιάγουρα το χρωάμα σου» Με κοιταάζει αποά παάνω μεάχρι καάτω ξαναά. Νιωάθω ελαφρωάς πιο συνειδητοποιημεάνη αλλαά το χαμοάγελοά της με καθησυχαάζει. Αισθαάνομαι τωάρα τελευταιάα πολυά πιο σεάξυ και με αυτοπεποιάθηση εξαιτιάας του Χαάρρυ. «Σε ευχαριστωά» Χαμογελαάω και αρπαάζω εάνα ντονατς και μια κουάπα καφεά. Το τηλεάφωνο χτυπαάει στο γραφειο της και βιαάζεταινα το σηκωάσει. Οάταν φταάνω στο γραφειάο μου εάχω εάνα email αποά τον Κριάστιαν Βαάνς που μου αναφεάρει ποάσο αάψογες ηάταν οι σημειωάσεις μου στο πρωάτο χειροάγραφο και οάτι ανυπομονειά για το εποάμενο. Βυθιάζομαι κατευθειάαν στην δουλειαά. «Τιάποτα ενδιαφεάρον?» Η φωνηά του Χαάρρυ με εκπληάσσει. «Μαάλλον ναι, αφου δεν παρατηάρησες την αάφιξη μου» Χαμογελαάει. Δειάχνει τοάσο απιάστευτος. Τα μαλλιαά του ειάναι τραβηγμεάνα προς τα παάνω οάπως συνηάθως και οι αάκρες πιο πεσμεάνες, φοραάει εάνα απλοά αάσπρο σε σχηάμα V μπλουζαάκι. Το μπλουζαάκι αυτοά ειάναι πιο στενοά απ’οάτι συνηάθως καάνοντας ταττουαάζ του πιο εμφανηά αποά μεάσα. Ειάναι τοάσο απιάστευτα σεάξυ και οάλος δικοάς μου. «Λοιποάν πως ηάταν η διαδρομηά?» ρωταάει με εάνα πονηροά υάφος. «Πολυά καληά» Χαζογελαάω. «Λοιποάν νομιάζεις οάτι μπορειάς να παιάρνεις το αμαάξι μου χωριάς την αάδειαά μου?» Η φωνηά του ειάναι σιγανηά και δεν μπορωά να καταλαάβω εαάν αστειευάεται. «Εγω..λοιποάν..» τραυλιάζω. Δεν λεάει τιάποτα, απλωάς περπαταά πιάσω αποά το γραφειάο μου και τραβαάει την καρεάκλα μου. Τα μαάτια του μετακινουάνται αποά τα παπουάτσια μου στο προάσωποά μου και με τραβαάει να σταθωά παάνω. «Δειάχνεις σεάξυ σηάμερα» Λεάει εναάντια στο λαιμοά μου πριν να ακουμπηάσει απαλαά τα χειάλη του στο δεάρμα μου.
460
«Γιατι.. γιατι ειάσαι εδωά?» ανατριχιαάζω. «Δεν χαάρηκες που με ειάδες?» Χαμογελαάει και με σηκωάνει παάνω στο γραφειάο. Oh. «Ναι.. φυσικαά και χαάρηκα» Του απαντωά. Παάντα χαιάρομαι να τον βλεάπω. «Ιάσως να το σκεφτωά να ξαναάρχομαι πιάσω, μοάνο και μοάνο για να το καάνω αυτοά καάθε μεάρα.» Λεάει και βαάζει το χεάρι του αναάμεσα στους μηρουάς μου. «Καάποιος μπορειά να εάρθει εδωά μεάσα» Η αναπνοηά μου ειάναι κοφτηά. «Οάχι, ο Βαάνς ειάναι σε συάσκεψη για το υποάλοιπο αποάγευμα και η Κιάμπερλι συμφωάνησε στο να τηλεφωνηάσει εαάν καάποιος σε χρειαστειά.» Μου εξηγει. Η ιδεάα του Χαάρρυ να προιϊδεαάζει την Κιάμπερλι για το τι θα μπορουάσε να γιάνει εδωά μεάσα με καάνει να κοκκινιάζω και οι ορμοάνες μου με συνεπαιάρνουν. Κοιταάζω προς την ποάρτα. «Ειάναι κλειδωμεάνη» Απανταάει στις σκεάψεις μου. Χωριάς να σκεφτωά τραβαάω τον Χαάρρυ πιο κονταά μου και αμεάσως τοποθετωά το χεάρι μου στον καάβαλο του, τριάβονταάς τον μεάσα αποά το τζιν του. Βογκαάει και ξεκουμπωάνει το τζιν, κατεβαάζοντας το κατω μαζιά με το μποάξερ του. «Αυτοά θα ειάναι γρηγοροάτερο αποά οάτι συνηάθως, ενταάξει μωροά μου?» Λεάει και βγλαζει το εσωάρουχοά μου στην αάκρη. Γνεάφω με ανυπομονησιάα και γλειάφω τα χειάλη μου. Χαμογελαάει και με τραβαάει αποά τους γοφουάς μου στην αάκρη του γραφειου. Τα χειάλη μου επιτιάθενται στο λαιμοά του και ακουάω το πακεάτο αποά το προφυλακτικοά να ανοιάγει κατευθειάαν. «Κοιάτα να δεις, τρεις μηάνες νωριάτερα θα κοκκιάνιζες και μοάνο στην αναφοραά του σεξ και τωάρα με αφηάνεις να σε παάρω στο γραφειάο σου» Ψιθυριάζει και εισχωρειά μεάσα μου. Ο Χαάρρυ ασκειά πιάεση με το χεάρι του στο στοάμα μου και δαγκωάνει το καάτω χειάλος του. Δεν μπορωά να το πιστεάψω οάτι αφηάνω τον Χαάρρυ να καάνει σεξ μαζιά μου στον γραφειάο μου, στην διαάρκεια της εκπαιάδευσης μου, με την Κιάμπερλι λιγοάτερο αποά 10 μεάτρα μακριαά. Οάσο και να μην θεάλω να το παραδεχτωά, η ιδεάα με τρελαιάνει με την καληά εάννοια. «Θα.. ειάσαι.. ηάσυχη…» Λεάει κοφταά και κινειάται ακοάμη πιο γρηάγορα. Γνεάφω και λαχανιαάζω, γραπωάνοντας του τρικεάφαλους του ωάστε να μην πεάσω αποά το γραφειάο.
461
«Σ’ αρεάσει αυτοά, εάτσι δεν ειάναι? Γρηάγορα και δυναταά?» Λεάει μεάσα αποά τα δοάντια του. Καλυάπτω το στοάμα μου με το δικοά μου χεάρι και δαγκωάνω ευγενικαά την παλαάμη μου για να μειάνω ηάσυχη. «Απαάντησεά μου, αλλιωάς θα σταματηάσω» Με απειλειά. Κατεβαάζω το βλεάμμα μου σε εκειάνον και γνεάφω, τοάσο συνεπαρμεάνη αποά την αιάσθηση που δεν μπορωά να μιληάσω. «Το ηάξερα οάτι θα σ’ αάρεσε» Μου λεάει και με αναποδογυριάζει ωάστε το στομαάχι μου να ακουμπαά στο γραφειάο. Ωω θεεά μου. Εισχωρειά ξαναά μεάσα μου και κινειάται αργαά προτουά να τυλιάξει τα μαλλιαά μου γυάρω αποά την γροθιαά του και να με σηκωάσει για να μπορεάσει να φιληάσει το λαιμοά μου. Η εάνταση μεγαλωάνει στο στομαάχι μου και οι κινηάσεις του ειάναι πιο ατημεάλητες και γνωριάζω οάτι βρισκοάμαστε και οι δυο κονταά. Με το τελευταιάο του τιάναγμα με φιλαάει στον ωάμο μου, προτουά με βοηθηάσει να κατεάβω αποά το γραφειάο. «Αυτοά ηάταν..» προσπαθωά να μιληάσω αλλαά με σιωπαά φιλωάντας τα χειάλη μου. «Ναι… ναι ηάταν» Τελειωάνει την προάταση μου, προτουά να σηκωάσει τα παντελοάνια του επαάνω. Περναάω τα δαάχτυλα μου μεάσα αποά τα μαλλιαά μου και σκουπιάζω καάτω αποά τα μαάτια μου για να βεβαιωθωά οάτι το μεικ-απ μου ειάναι στην θεάση του και κοιταάζω την ωάρα. Ειάναι σχεδοάν τρεις. Η μεάρα για ακοάμη μια φοραά πεάρασε γρηάγορα. «Ειάσαι εάτοιμη?» Με ρωταάει. «Τι? Ειάναι μοάνο τρειάς» Δειάχνω προς το ρολοάι. «Ο Κριάστιαν ειάπε οάτι μπορειάς να φυάγεις νωριάτερα, του μιάλησα πριν αποά μια ωάρα» Μου εξηγειά. «Χαάρρυ! Δεν μπορειάς να τον ρωταάς εάτσι απλαά να φευάγω νωριάτερα, αυτηά η ειδικοάτητα ειάναι σημαντικηά για εμεάνα.» Γκρινιαάζω. «Μωροά μου, χαλαάρωσε. Μου ανεάφερε οάτι θα λειάπει οάλη μεάρα και αυτοάς ειάναι που μου ειάπε να σου πω να φυάγεις νωριάτερα.» «Δεν θεάλω κανεις να νομιάζει οάτι εκμεταλλευάομαι αυτηά την ευκαιριάα» «Κανειάς δεν το πιστευάει αυτοά. Το βιογραφικοά σου και η δουλειαά σου μιλαάνε αποά μοάνα τους» Με κολακευάει. «Περιάμενε.. τοάτε γιατιά απλωάς δεν μου τηλεφωάνησες να μου πεις οάτι μπορωά να εάρθω σπιάτι?» Του σηκωάνω το φρυάδι μου.
462
«Ηάθελα να σε παάρω σε αυτοά το γραφειάο αποά την πρωάτη σου μεάρα εδωά πεάρα» Μου διάνει εάνα πονηροά χαμοάγελο και παιάρνει την ζακεάτα μου. Θεάλω να του πω ποάσο τρελοάς ειάναι μοάνο και μοάνο να εάρθει μεάχρι εδωά για να καάνουμε σεξ παάνω στο γραφειάο, αλλαά δεν μπορωά να αρνηθωά οάτι το λαάτρεψα. «Σκεφτοάμουν να παάμε να αγοραάσουμε οάτι χρειαάζεται να φορεάσουμε σε αυτοάν τον απαιάσιο γαάμο» Μου λεάει καθωάς βγαιάνουμε εάξω. «Καληά ιδεάα» συμφωνωά. «Αλλαά εγωά θα οδηγηάσω το αμαάξι σου πιάσω στο σπιάτι για να αφηάσουμε το δικοά μου και μεταά να φυάγουμε» Χαμογελαάω και σκαρφαλωάνω μεάσα στο αμαάξι προτου να μπορεάσει να αρνηθει. Απλωάς κουναάει το κεφαάλι του και χαμογελαάει σε εμεάνα προτου να μπει μεάσα στο δικοά μου αμαάξι. Αφου αφηάσουμε το δικοά μου αυτοκιάνητο, πηγαιάνουμε στο εμπορικοά για να βρουμε καάτι να βαάλουμε το Σαάββατο. Ο Χαάρρυ γκρινιαάζει και παραπονιεάται σαν μικροά παιδιά οάλη την ωάρα και κυριολεκτικαά πρεάπει να τον αναγκαάσω να φορεάσει γραβαάτα. Καταληάγει να αγοραάσει μαυάρα παντελοάνια, μαυάρο σακαάκι, εάνα αάσπρο πυκαάμισο και μια μαυάρη γραβαάτα. Απλοάς και τεάλειος. Αρνειάται να τα δοκιμαάσει, οποάτε ελπιάζω να του καάνουν. Θα εάβρισκε καάθε δικαιολογιάα για να μην εάρθει στο γαάμο, αλλαά αρνουάμαι να το αφηάσω να συμβειά. «Το αάσπρο» Λεάει και δειάχνει στο κοντοά αάσπρο φοάρεμα που κραταάω. Η αάλλα μου επιλογηά ηάταν εάνα μακρυά μαυάρο φοάρεμα. Αφου η Καάρεν ανεάφερε οάτι το χρωματικοά θεάμα θα ηάταν το ασπροάμαυρο, αποφαάσισα να το ακολουθηάσω. Στον Χαάρρυ φαάνηκε να αρεάσει πολυά το αάσπρο φοάρεμα που φοάρεσα εχθεάς οποάτε αποφασιάζω να τον ακουάσω. Προς ενοάχληση μου ο Χαάρρυ πληρωάνει για το φοάρεμα μου και τα παπουάτσια μου προτου συνειδητοποιηάσω τι καάνει. Η νεαρηά κοπεάλα χαμογελαάει και σηκωάνει τους ωάμους της σαν να μου λεάει “ Τι περιμεάνεις να καάνω” «Εάχω να καάνω δουλειαά αποάψε οποάτε δεν θα εάρθω για βραδινοά» Μου λεάει καθωάς φευάγουμε αποά το εμπορικοά. «Oh. Νοάμιζα οάτι δουάλευες αποά το σπιάτι?» τον ρωτωά. «Ναι, αλλα χρειαάζεται να παω και στην βιβλιοθηάκη για λιάγο» Μου εξηγειά. «Δεν θα λειάψω πολυά» προσθεάτει. «Θα παάω σουπερμαάρκετ τοάτε οάσο θα λειάπεις» Του λεάω και γνεάφει. «Να προσεάχεις και να γυριάσεις προτουά νυχτωάσει» Μου λεάει.
463
Μου καάνει μια λιάστα με πραάγματα που του αρεάσει να τρωάει και φευάγει με το που γυριάζουμε στο διαμεάρισμα. Αλλαάζω και φορωά το τζιάν μου και μια ζακεάτα και πηγαιάνω προς το σουπερμαάρκετ καάτω στον δροάμο. Οάταν επιστρεάφω πιάσω, τοποθετω τα πραάγματα στα ραάφια, καάνω μερικεάς εργασιάες και ετοιμαάζω καάτι να φαάω. Βαάζω εάνα πιαάτο στο φουάρνο μικροκυμαάτων για το Χαάρρυ να ζεσταθειά οάταν θα επιστρεάψει σπιάτι και ξαπλωάνω στον καναπεά για να δω τηλεοάραση μεάχρι να εάρθει. Του στεάλνω μηάνυμα μια ωάρα νωριάτερα αλλα δεν μου εάχει απαντηάσει ακοάμη. Νιωάθω να αποκοιμαάμαι βλεάποντας εάνα παλιοά επεισοάδιο αποά τα ‘φιλαραάκια’. Τσεκαάρω το κινητοά μου, εάχει περαάσει η ωάρα εάντεκα και ο Χαάρρυ ακοάμη να απαντηάσει.
Chapter 93 Οάταν ξυπνωά μου παιάρνειμερικαά λεπταά να καταλαάβω πως ειάμαι ακοάμα στον καναπεά.. «Χαάρρυ;» φωναάζω βγαάζοντας την κουβεάρτα αποά παάνω μου, και προς το μπαάνιο που μοιραζοάμαστε ευχοάμενη πως θα ειάναι εκειά. Το δωμαάτιο ειάναι αάδειο και δεν παιάρνω καμιάα απαάντηση. Πουά στο καλοά ειάναι. Επιστρεάφω στο σαλοάνι και πιαάνω το κινητοά μου αποά το πιάσω μεάρος του καναπεά. Ακοάμα κανεάνα μηάνυμα αποά αυτοάν και ειάναι εφταά το πρωιά. Του τηλεφωνωά αλλαά με βγαάζει στον τηλεφωνητηά του και το κλειάνω. Περπατωά γρηάγορα μες στην κουζιάνα ανοιάγονταςτον βραστηάρα και υάστερα πηγαιάνω στο μπαάνιο για εάνα γρηάγορο ντουζ. Ειάμαι τυχερηά που ξυάπνησα παάνω στην ωάρα επειδηά με πηάρε ο υάπνος χθες περιμεάνοντας τον Χαάρρυ και δεν ρυάθμισα το ξυπνητηάρι μου. «Πουά ειάσαι ;» λεάω δυναταά και μπαιάνω στην μπανιεάρα Καθωάς στεγνωάνω τα μαλλιαά μου, σκεάφτομαι τις πιθανεάς εξηγηάσεις για την απουσιάα του. Χθες βραάδυ απλαά πιάστεψα πως πιαάστηκε με την δουλειαά μιας και ειάχε πολλαά να καάνει ηά ιάσως να βρηάκε τυχαιάα κανεάναν που ηάξερε και δεν ειάδε την ωάρα. Ηπιο πιθανηά εξηάγηση ειάναι πως πηάγε σε κανεάνα παάρτι, καταά καάποιον τροάπο ξεάρω πως αυτοά εάγινε. Ανησυάχησα για λιάγο, ανησυχουάσα μηάπως εάπαθε κανεάνα ατυάχημα. Η σκεάψη και μοάνο με ποναά παάρα πολυά, ποάσο μαάλλον να την επεξεργαστωά. Αλλαά παραά την καάθε δικαιολογιάα ηά ιστοριάα που φτιαάχνω με το μυαλοά μου, ξεάρω πως καάνει καάτι που δεν θα εάπρεπε να καάνει. Οάλα πηάγαιναν καλαά αναάμεσα μας χθες και μεταά φευάγει και μεάνει οάλη τη νυάχτα εάξω;
464
Φοραάω μιάα αποά τις παλιεάς μου μαυάρες μου φουάστες και εάνα απαλοά ροζ πουκαάμισο με κουμπιαά, δεν εάχω διαάθεση να βαάλλω φοάρεμα σηάμερα. Με το που φταάνω στην εταιριάα Vance ειάμαι εξοργισμεάνη. Ποιος νομιάζει οάτι ειάναι για να μεάνει εάξω οάλη νυάχτα χωριάς ουάτε καν να μου το πει; Η Κιάμπερλι σηκωάνει το εάνα της φρυάδι οάταν προσπερναάω το τραπεάζι με τα ντοάνατς χωριάς να παάρω εάνα αλλαά της διάνω το καλυάτερο μου ψευάτικο χαμοάγελο και προχωρωά στο γραφειάο μου. Το πρωινοά μου περναά σαν μια παραζαάλη και χρειαάζεται να διαβαάσω και να ξαναδιαβαάσω την ιάδια σελιάδα ξαναά και ξαναά χωριάς να κατανοωά καμιαά αποά τις λεάξεις. Εάνα χτυάπημα ακουάγεται στην ποάρτα και η καρδιαά μου σταματαά. Ευάχομαι απεγνωσμεάνα να ειάναι ο Χαάρρυ ανεξαάρτητα αποά το ποάσο θυμωμεάνη του ειάμαι. Αλλαά ειάναι η Κιάμπερλι. «Θες να εάρθεις μαζιά μου για μεσημεριανοά;» ρωταάει γλυκαά. Ειάμαι σχεδοάν εάτοιμη να αρνηθωά την προσφοραά της αλλαά το να καάθομαι εδωά αναρωτωάμενη που ειάναι το αγοάρι μου δεν βοηθαά καθοάλου. «Φυσικαά.» χαμογελωά. Περπαταάμε γυάρω αποά την γωνιάα σε εάνα Μεξικαάνικο εστιατοάριο στο στυλ μικρηάς καντιάνα. Και οι δυάο τρεάμουμε οάταν μπαιάνουμε μεάσα και γι αυτοά ζηταάει εάνα τραπεάζι διάπλα σε εάνα κλιματιστικοά. Το μικροά τραπεάζι που μας διάνεται ειάναι ακριβωάς καάτω αποά τη θεάρμανση και σηκωάνουμε και οι δυάο τα χεάρια μας στον αεάρα για να ζεσταθουάμε. «Αυτοάς ο καιροάς ειάναι ασυγχωάρητος.» κουναά το σωάμα της. «Ειάχα σχεδοάν ξεχαάσει ποάσο κρυάος ειάναι ο χειμωάνας.» της λεάω. Οι εποχεάς εάχουν μπερδευτειά που καταάλαβα ποάτε εάφυγε το φθινοάπωρο. «Λοιποάν… πως παάνε τα πραάγματα με τον κυάριο Μαάγκα;» ρωταάει γελωάντας Ο σερβιτοάρος μας φεάρνει τις παταάτες και την σαάλτσα μας και το στομαάχι μου γουργουάριζε. Δεν προάκειται να προσπεραάσω αάλλη φοραά το ντονατ μου. « Λοιποάν…» δεν ειάμαι σιάγουρη για το αν θεάλω να μοιραστωά την προσωπικηά μου ζωηά. Δεν εάχω πολλουάς φιάλους, κανεάναν βασικαά εκτοάς αποά την Στεφ την οποιάα δεν θα βλεάπω πια. Η Κιάμπερλι ειάναι τουλαάχιστον δεάκα χροάνια μεγαλυάτερη αποά εμεάνα και ιάσως ξεάρει καάτι καλυάτερο για το μυαλοά των ανδρωάν, καάτι στο οποιάο εγωά σιάγουρα υστερωά. Κοιτωά επιάμονα το ταβαάνι που ειάναι καλυμμεάνο με μια σειραά αποά λαάμπες στο σχηάμα ποτηριωάν για μπυάρα και παιάρνω μια βαθιαά αναάσα.
465
«Λοιποάν, βασικαά δεν ειάμαι σιάγουρη για το πωάς παάνε τα πραάγματα αυτηάν την στιγμηά. Χθες οάλα ηάταν μια χαραά αλλαά μεταά εάμεινε εάξω το βραάδυ. Οάλο το βραάδυ. Ειάναι η δευάτερη νυάχτα μας στο διαμεάρισμα και αυτοάς απλαά δεν ηάρθε ποτεά σπιάτι.» εξηγωά. «Καάτσε…. Καάτσε…. Περιάμενε. Ενταάξει, λοιποάν εσειάς οι δυάο μεάνετε μαζιά;» Μιλαά με κομμεάνη την αναάσα. «Ναι.. αποά την Τριάτη.» Προσπαθωά να χαμογελαάσω. «Ενταάξει, οποάτε λοιποάν αυτοάς δεν γυάρισε σπιάτι χθες βραάδυ;» «Οάχι, ειάπε πως ειάχε να δουλεάψει λιάγο και να παάει στη βιβλιοθηάκη αλλαά μεταά δεν ηάρθε σπιάτι.» «Και δεν νομιάζεις πως εάχει παάθει καάτι ηά τιάποτα τεάτοιο σωσταά;» «Οάχι, στα αληάθεια δεν το νομιάζω.» Νιωάθω πως καταά καάποιον τροάπο θα το ηάξερα αν δεν ηάταν καλαά, λες και ειάμαστε δεμεάνοι με τεάτοιον τροάπο που θα το αισθανοάμουν αμεάσως αν ειάχε παάθει καάτι. «Δεν σου τηλεφωάνησε;» «Οάχι, ουάτε εάστειλε μηάνυμα.» Κατσουφιαάζω. «Θα τον τσαάκιζα αν ηάμουν στη θεάση σου. Αυτοά ειάναι απαραάδεχτο.» Λεάει. «Το φαγητοά σας θα ειάναι εάτοιμο συάντομα.» Ο σερβιτοάρος μας λεάει και εξαφανιάζεται αφουά γεμιάσει το νεροά μου. «Το εννοωά, πρεάπει να ξεκαθαριάσεις πως δεν μπορειά να συμπεριφεάρεται με αυτοάν τον τροάπο, αλλιωάς δεν θα το σταματηάσει. Το προάβλημα με τους αάντρες ειάναι πως προάκειται για πλαάσματα της συνηάθειας, και αν τον αφηάσεις να εάχει αυτηά τη συνηάθεια, δεν θα μπορεάσεις ποτεά να τον σταματηάσεις. Πρεάπει να ξεάρει αποά την αρχηά πως δεν θα τα βγαάζεις πεάρα με τις βλακειάες του. Ειάναι τυχεροάς που σε εάχει και θα πρεάπει να συμμαζευτειά.» Λεάει. Καάτι μεάσα αποά την εάντονη ομιλιάα της διάνει καάποια αυτοπεποιάθηση στο θυμοά μου. Θα εάπρεπε να ειάμαι εκνευρισμεάνη, θα εάπρεπε να τον “τσακιάσω” οάπως η Κιάμπερλι τοάσο επιδεάξια ανεάφερε. «Πως θα το καάνω αυτοά;» Ρωταάω και αυτηά γελαάει. «Πες του το. Εκτοάς κι αν εάχει καάποια πολυά καληά δικαιολογιάα την οποιάα πιστευάω πως σκεάφτεται αυτηά τη στιγμηά, πες του το με το που θα μπει αποά την ποάρτα.
466
Σου αξιάζει να σε σεάβονται και αν αυτοάς δεν το καάνει θα πρεάπει ειάτε να τον καάνεις να σε σεάβεται ειάτε να τον διωάξεις αποά το παιχνιάδι.» «Το καάνεις να ακουάγεται τοάσο ευάκολο.» Γελαάω. «Oh, δεν ειάναι ευάκολο αλλαά πρεάπει να γιάνει.» Γελαάει μαζιά μου. Το υποάλοιπο μεσημεριανοά μας ειάναι γεμαάτο με ιστοριάες της αποά το κολεάγιο και πως ειάχε μιάα ταάση να μπλεάκεται σε απαιάσιες σχεάσεις. Το κεφαάλι της κουνιεάται μπρος πιάσω καταά τη διαάρκεια καάθε ιστοριάας. Πιαάνω τον εαυτοά μου να γελαά τοάσο πολυά που χρειαάζεται να σκουπιάσω τις αάκρες των ματιωάν μου. Το φαγητοά ειάναι πεντανοάστιμο και χαιάρομαι που ηάρθα για μεσημεριανοά μαζιά της αποά το να στεναχωριεάμαι μοάνη στο γραφειάο μου. Εντοπιάζω τον Τρεάβορ κονταά στις τουαλεάτες του οροάφου μας καθωάς επιστρεάφω στο γραφειάο. «Γεια σου Τεάσσα.» Χαμογελαάει. «Γεια, πως ειάσαι;» Ρωταάω ευγενικαά. «Καλαά ειάμαι, εάχει τρομεροά κρυάο εκειά εάξω.» Λεάει και εγωά γνεάφω. «Δειάχνεις θαυμαάσια σηάμερα.» Προσθεάτει και κοιταά αλλουά. Νιωάθω πως δεν ηάθελε να το πει αυτοά δυναταά. Χαμογελαάω και τον ευχαριστωά πριν κατευθυνθειά προς το μπαάνιο, προφανωάς ντροπιασμεάνος. Οάταν εάρχεται η στιγμηά να φυάγω δεν εάχω καάνει κυριολεκτικαά τιάποτα γι αυτοά παιάρνω το χειροάγραφο μαζιά μου, ευχοάμενη να επανορθωάσω για την εάλλειψη συγκεάντρωσηάς μου σηάμερα. Οάταν επιστρεάφω στο διαμεάρισμα το αμαάξι του Χαάρρυ δεν ειάναι στη θεάση. Ο θυμοάς μου επιστρεάφει και του τηλεφωνωά βριάζοντας στον τηλεφωνητηά καάτι που καταά περιάεργο τροάπο με καάνει να νιωάσω λιάγο καλυάτερα. Φτιαάχνω εάνα γρηάγορο βραδινοά και ετοιμαάζω τα πραάγματαά μου για αυάριο. Δεν μπορωά να πιστεάψω πως αυάριο ειάναι Παρασκευηά, ο γαάμος ειάναι το Σαάββατο. Αν δεν εάχει επιστρεάψει μεάχρι τοάτε; Θα εάχει. Εάτσι δεν ειάναι; Κοιτωά γυάρω στο διαμεάρισμα, οάσο ελκυστικοά κι αν δειάχνει φαιάνεται να εάχει χαάσει λιάγη αποά τη λαάμψη του χωριάς τον Χαάρρυ. Καταά καάποιον τροάπο καταφεάρνω να τελειωάσω αρκετηά αποά τη δουλειαά μου και καθωάς την αφηάνω στην αάκρη η ποάρτα ανοιάγει. Ο Χαάρρυ παραπαταά στο σαλοάνι και μπαιάνει στο υπνοδωμαάτιο χωριάς να πει τιάποτα. Τον ακουάω να πεταά τις μποάτες του στο παάτωμα και να βριάζει τον εαυτοά του, πιθανοάτατα επειδηά
467
εάπεσε. Καάνω αυτοά που ειάπε η Κιάμπερλι σηάμερα στο μεσημεριανοά και συμμαζευάω τις σκεάψεις μου, σπρωάχνοντας βαθιαά στο κεφαάλι μου το θυμοά. «Που στο καλοά ηάσουν!» Ουρλιαάζω μοάλις μπαιάνω στο δωμαάτιο. Ο Χαάρρυ εάχει βγαάλει το μπλουζαάκι του και τωάρα και το παντελοάνι του. «Και εγωά χαιάρομαι που σε βλεάπω.» Τραυλιάζει. «Ειάσαι μεθυσμεάνος;» Λεάω με κομμεάνη την αναάσα. «Ιάσως.» Απανταά και πεταά το παντελοάνι του στο παάτωμα. Αναστεναάζω και το μαζευάω, πετωάντας το σε αυτοάν. «Εάχουμε καλαάθια αάπλυτων για καάποιον λοάγο.» Τον κοιτωά επιάμονα και αυτοάς γελαάει. Γελαάει «Εάχεις πολυά θραάσος Χαάρρυ! Μεάνεις εάξω οάλο το βραάδυ και την περισσοάτερη μεάρα χωριάς ουάτε να μου τηλεφωνηάσεις και μεταά εάρχεσαι παραπατωάντας εδωά και με κοροιϊδευάεις;» Φωναάζω. «Σταμαάτα να ουρλιαάζεις, εάχω τρομεροά πονοκεάφαλο.» Γρυλιάζει και ξαπλωάνει στο κρεβαάτι. «Νομιάζεις πως αυτοά ειάναι αστειάο; Ειάναι καάποιο ειάδος παιχνιδιουά για εσεάνα; Αν δεν εάχεις σκοποά να παάρεις τη σχεάση μας στα σοβαραά τοάτε γιατιά μου ζηάτησες να μετακομιάσω μαζιά σου;» «Δεν θεάλω να μιληάσω γι αυτοά τωάρα. Υπερβαάλεις, τωάρα εάλα εδωά και αάσε με να σε καάνω χαρουάμενη.» Τα μαάτια του ειάναι κοάκκινα αποά την ποσοάτητα αλκοοάλ που εάχει καταναλωάσει. Κραταά τα χεάρια του ανοιχταά για εμεάνα, με εάνα ανοάητο μεθυσμεάνο πονηροά χαμοάγελοά στο τεάλειο προάσωποά του. «Οάχι, Χαάρρυ. Μιλαάω σοβαραά. Δεν μπορειάς να μεάνεις εάξω οάλη νυάχτα και να μην μου διάνεις καν μιάα εξηάγηση.» Λεάω. «Χριστεά μου. Θα ηρεμηάσεις γαμωάτο; Δεν ειάσαι η μητεάρα μου. Σταμαάτα να μαλωάνεις μαζιά μου και εάλα εδωά.» Επαναλαμβαάνει. «Φυάγε.» Λεάω αποάτομα. «Με συγχωρειάς;» Μεάνει καθιστοάς στο κρεβαάτι. Τωάρα εάχω την προσοχηά του. «Με αάκουσες, φυάγε. Δεν θα ειάμαι εκειάνο το κοριάτσι που περιμεάνει σπιάτι οάλο το βραάδυ το αγοάρι της να γυριάσει. Περιάμενα αποά εσεάνα τουλαάχιστον να σκεφτειάς μια καληά δικαιολογιάα αλλαά δεν προσπαάθησες καν! Δεν θα ενδωάσω αυτηά τη φοραά Χαάρρυ, παάντα σε συγχωρωά πολυά ευάκολα. Οάχι αυτηά τη φοραά! Οποάτε ειάτε
468
εξηγηάσου ειάτε χαάσου αποά εδωά.» Σταυρωάνω τα χεάρια μου, περηάφανη για τον εαυτοά μου που δεν ενεάδωσα σε αυτοάν. «Σε περιάπτωση που το ξεάχασες, εγωά ειάμαι αυτοάς που πληρωάνει τους λογαριασμουάς εδωά μεάσα οποάτε αν καάποιος προάκειται να φυάγει, αυτηά θα ειάσαι εσυά.» Λεάει με εάνα κενοά βλεάμμα. Κοιτωά καάτω τα χεάρια του στα γοάναταά του, τα δαάχτυλαά του ειάναι χτυπημεάνα ξαναά και καλυμμεάνα αιάμα. «Μπλεάχτηκες ξαναά σε καυγαά;» Ρωταάω. Το μυαλοά μου προσπαθειά ακοάμη να βρει καάτι να πει ως απαάντηση σε αυτοά που ανεάφερε πριν. «Εάχει σημασιάα;» «Ναι, Χαάρρυ. Εάχει σημασιάα. Αυτοά εάκανες οάλο το βραάδυ; Μαάλωνες με ανθρωάπους; Δεν ειάχες ουάτε καν δουλειαά εάτσι δεν ειάναι; Ηά αυτηά ειάναι η δουλειαά σου να χτυπαάς ανθρωάπους;» «Τι; Οάχι δεν ειάναι αυτηά η δουλειαά μου. Ξεάρεις ποια ειάναι η δουλειαά μου. Στα αληάθεια δουάλεψα και μεταά αφαιρεάθηκα.» Λεάει και σκουπιάζει με τα χεάρια του το προάσωποά του. «Αποά τι;» «Αποά τιάποτα. Χριστεά μου. Μπλεάκεσαι συνεχωάς στη δουλειαά μου.» Γρυλιάζει. «Μπλεάκομαι συνεχωάς στη δουλειαά σου; Τι περιάμενες να συμβειά οάταν παραπαάτησες εδωά μεάσα αφουά εάλειπες οάλο το βραάδυ! Χρειαάζομαι απαντηάσεις Χαάρρυ, και κουραάστηκα να μην μου τις διάνεις.» Με αγνοειά και φοραά εάνα μπλουζαάκι. «Ανησυχουάσα οάλη μεάρα, δεν μπορουάσες τουλαάχιστον να με ειδοποιηάσεις. Δεν ρυάθμισα ουάτε το ξυπνητηάρι μου σηάμερα. Ιάσα που τελειάωσα λιάγη αποά τη δουλειαά μου και ηάμουν χαάλια οάλη μεάρα ενωά εσυά ηάσουν εκειά εάξω πιάνοντας και εάνας Θεοάς ξεάρει τι αάλλο.» Του λεάω. «Ανακατευάεσαι με την πρακτικηά μου και αυτοά δεν ειάναι καλοά.» Προσθεάτω. «Την πρακτικηά σου; Εννοειάς αυτηά που ο πατεάρας μου σου βρηάκε;» Λεάει αποάτομα. Αάουτς. «Ειάσαι απιάστευτος.» «Απλαά λεάω.» Ανασηκωάνει τους ωάμους.
469
Πως γιάνεται αυτοάς να ειάναι ο ιάδιος αάνθρωπος που πριν δυάο νυάχτες μου ψιθυάριζε στο αυτιά ποάσο με αγαπαά ενωά νοάμιζε πως κοιμοάμουν; «Δεν θα απαντηάσω καν εδωά επειδηά ξεάρω πως αυτοά θες. Θες να μαλωάσουμε και δεν θα σου καάνω αυτηά τη χαάρη.» Αρπαάζω εάνα κοντομαάνικο και βγαιάνω βιαστικαά αποά το δωμαάτιο. Πριν φυάγω, γυρνωά ξαναά σε αυτοάν. «Αλλαά αάσε με να στο ξεκαθαριάσω, αν δεν συμμαζευτειάς… οάπως και τωάρα… εγωά φευάγω.» Λεάω και κατευθυάνομαι στον καναπεά. Επιτρεάπω μερικαά δαάκρυα να κυληάσουν πριν σκουπιάσω το προάσωποά μου και παάρω το παλιοά αντιάγραφο του Χαάρρυ αποά τα Ανεμοδαρμεάνα Υάψη. Οάσο πολυά κι αν θεάλω να ξαναά παάω στο δωμαάτιο και να τον καάνω να μου τα εξηγηάσει οάλα, με ποιοάν ηάταν, γιατιά μπλεάχτηκε σε καυγαά και με ποιοάν, πιεάζω τον εαυτοά μου να μειάνει στον καναπεά γιατιά αυτοά θα τον ενοχληάσει ακοάμη περισσοάτερο.
Chapter 94 «Τες…» Νιωάθω την αναάσα του Χαάρρυ στο μαάγουλοά μου.. «Φυάγε.» Μουγκριάζω και γυριάζω πλευροά πιεάζοντας το κεφαάλι μου στον καναπεά. «Τες… παρακαλωά, δεν μπορωά να κοιμηθωά.» Κλαψουριάζει.
470
Δεν τον κοιταάζω, δεν μπορωά να τον αφηάσω να μου συμπεριφεάρεται με αυτοάν τον τροάπο. Ξεάρω οάτι θα εάπρεπε να ειάχα φυάγει νωριάτερα, αλλαά ειλικριναά να παάω πουά; Αναστεναάζει και τον νιωάθω να φευάγει. Πιαάνω το κινητοά μου και ελεάγχω την ωάρα, ειάναι λιάγο μεταά τα μεσαάνυχτα οποάτε πιεάζω τον εαυτοά μου να κοιμηθειά ξαναά. «Οάχι!!» Ακουάω τον Χαάρρυ να ουρλιαάζει αποά το αάλλο δωμαάτιο. Πεταάγομαι αποά τον καναπεά χωριάς να το σκεφτωά και πηγαιάνω βιαστικαά στο υπνοδωμαάτιο. Τον βλεάπω να χτυπιεάται τυλιγμεάνος με τη χοντρηά κουβεάρτα και ειάναι καλυμμεάνο αποά ιδρωάτα. «Χαάρρυ, ξυάπνα.» Λεάω ευγενικαά και ταρακουνωά τον ωάμο του, μετακινωάντας μια μουσκεμεάνη μπουάκλα αποά το μεάτωποά του με το αάλλο μου χεάρι. Τα μαάτια του ανοιάγουν αποάτομα και ειάναι γεμαάτα τροάμο. «Οάλα ειάναι καλαά… σσς.. ηάταν απλαά εάνας εφιαάλτης.» Καάνω οάτι καλυάτερο μπορωά για να τον ηρεμηάσω. Τα δαάχτυλαά μου παιάζουν με τα μαλλιαά του και μεταά χαιϊδευάουν το μαάγουλοά του. Τρεάμει καθωάς ανεβαιάνω στο κρεβαάτι αποά πιάσω του και τυλιάγω τα χεάρια μου γυάρω αποά τη μεάση του. Τον νιωάθω να ηρεμειά καθωάς πιεάζω το προάσωποά μου στο ιδρωμεάνο του δεάρμα. «Σε παρακαλωά. Μειάνε μαζιά μου.» Ικετευάει. Αναστεναάζω και μεάνω σιωπηληά, σφιάγγοντας το κραάτημαά μου γυάρω του. «Σε ευχαριστωά.» Ψιθυριάζει και μεάσα σε λιάγα μοάλις λεπταά κοιμαάται και παάλι. Το νεροά δεν ειάναι αρκεταά ζεστοά για να ηρεμηάσει τους πιασμεάνους μου μυς, οάσο πολυά κι αν το ανοιάγω. Ειάμαι κουρασμεάνη αποά την εάλλειψη υάπνου χθες βραάδυ και την ανασταάτωση αποά την αντιμετωάπιση του Χαάρρυ. Κοιμοάταν ακοάμη οάταν μπηάκα για μπαάνιο και ευάχομαι να παραμειάνει εάτσι μεάχρι να φυάγω για την πρακτικηά μου. Δυστυχωάς οι ευχεάς μου δεν εισακουάγονται και αυτοάς στεάκεται ακουμπωάντας το σωάμα του στον παάγκο της κουζιάνας οάταν βγαιάνω αποά το μπαάνιο. «Ειάσαι πολυά οάμορφη σηάμερα.» Λεάει ηάρεμα. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου και τον προσπερνωά για να παάρω μια κουάπα καφεά, πριν φυάγω. «Λοιποάν δεν μου μιλαάς τοάτε;» Ρωταάει.
471
«Οάχι, αυτηά τη στιγμηά οάχι. Πρεάπει να παάω στη δουλειαά και δεν εάχω την ενεάργεια να το καάνω αυτοά μαζιά σου τωάρα.» Λεάω αποάτομα. «Αλλαά εσυά… ηάρθες στο κρεβαάτι μαζιά μου.» Κατσουφιαάζει. «Ναι, μοάνο επειδηά ουάρλιαζες και εάτρεμες. Αυτοά δεν σημαιάνει πως ειάσαι συγχωρεμεάνος. Χρειαάζομαι μιάα εξηάγηση για οάλα, οάλα τα μυστικαά, οάλους τους καυγαάδες, ακοάμη και για τους εφιαάλτες, αλλιωάς εγωά τεάλειωσα.» Λεάω εκπληάσσοντας και αυτοάν και εμεάνα. «Τεάσσα… δεν ειάναι τοάσο απλοά.» Γρυλιάζει και μπλεάκει τα δαάχτυλαά του στα μαλλιαά του. «Ναι, βασικαά ειάναι. Σε εμπιστευάτηκα αρκεταά ωάστε να παρατηάσω τη σχεάση μου με τη μητεάρα μου και να μετακομιάσω μαζιά σου τοάσο συάντομα. Θα πρεάπει να με εμπιστευτειάς και εσυά για να μου πεις τι τρεάχει.» «Δεν θα καταλαάβεις. Το ξεάρω.» Λεάει. «Δοκιάμασεά με.» «Δεν… δεν μπορωά.» Τραυλιάζει. «Τοάτε δεν μπορωά να ειάμαι μαζιά σου. Συγνωάμη αλλαά σου εάχω δωάσει πολλεάς ευκαιριάες και εσυά συνεχιάζεις…» Αρχιάζω να λεάω. «Μην το λες αυτοά. Μην τολμηάσεις να προσπαθηάσεις να με αφηάσεις.» Ο τοάνος του ειάναι θυμωμεάνος αλλαά τα μαάτια του πληγωμεάνα. «Τοάτε δωάσε μου καάποιες απαντηάσεις. Τι ειάναι αυτοά που νομιάζεις πως δεν θα καταλαάβω; Για τους εφιαάλτες σου;» Ρωταάω. «Πες μου πως δεν θα με αφηάσεις.» Παρακαλαάει. Το να κρατηάσω το επιάπεδοά μου με τον Χαάρρυ καταληάγει να ειάναι πολυά πιο δυάσκολο αποά οάτι φανταζοάμουν, ειδικαά οάταν δειάχνει τοάσο πληγωμεάνος. «Πρεάπει να φυάγω. Εάχω ηάδη καθυστερηάσει.» Του λεάω και παάω στο δωμαάτιο για να ετοιμαστωά οάσο πιο γρηάγορα μπορωά. Εάνα μεάρος μου ειάναι χαρουάμενο που δεν με ακολουάθησε στο δωμαάτιο, αλλαά εάνα αάλλο θα ηάθελα να το ειάχε καάνει. Στεάκεται στην κουζιάνα, χωριάς μπλουάζα και τα αάσπρα χτυπημεάνα του δαάχτυλα κρατουάν την κουάπα με τον καφεά οάταν φευάγω.
472
Η συνειάδησηά μου επεξεργαάζεται αυταά που ειάπε ο Χαάρρυ το πρωιά. Τι μπορειά να μην καταλαάβω; Δεν θα τον εάκρινα ποτεά για καάτι που του προκαάλεσε εφιαάλτες. Ελπιάζω να αναφεροάταν σε αυτοά αλλαά δεν μπορωά να αγνοηάσω το συναιάσθημα πως μου εάχει ξεφυάγει καάτι πολυά προφανεάς εδωά πεάρα. Νιωάθω τυάψεις και ειάμαι σε εάνταση σχεδοάν οάλη μεάρα αλλαά η Κιάμπερλι μου στεάλνει με email πολλαά αστειάα βιάντεο αποά το YouTube για να μου φτιαάξει τη διαάθεση. Μεάχρι να εάρθει η ωάρα του μεσημεριανουά, εάχω σχεδοάν ξεχαάσει το προάβλημα στο σπιάτι. *Συγνωέμη για οέλα, σέ παρακαλωέ γυέρνα σπιέτι μέταέ τη δουλέιαέ.* Ο Χαάρρυ μου στεάλνει καθωάς η Κιάμπερλι και εγωά τρωάμε κεκαάκια αποά εάνα καλαάθι που καάποιος εάστειλε για τον Κριάστιαν Βανς. «Αυτοάς ειάναι;» Ρωταάει. «Ναι.. τον αντιμετωάπισα αλλαά νιωάθω απαιάσια για καάποιον λοάγο. Το ξεάρω πως εάχω διάκιο αλλαά εάπρεπε να τον εάβλεπες σηάμερα το πρωιά.» Της λεάω. «Ωραιάα, πιθανοάτατα μαθαιάνει το μαάθημαά του. Σου ειάπε που ηάταν;» Ρωταάει. «Οάχι, αυτοά ειάναι το προάβλημα.» Μουγκριάζω και τρωάω αάλλο εάνα κεκαάκι. *Σέ παρακαλωέ απαέντησέέ μου Τέέσσα, Σέ αγαπαέω.* Στεάλνει μεταά αποά μερικαά λεπταά. «Απλαά απαάντα στο καημεάνο το παιδιά.» Η Κιάμπερλι χαμογελαάει και εγωά γνεάφω. *Θα έιέμαι σπιέτι.*Απανταάω. Γιατιά ειάναι τοάσο δυάσκολο να κρατηθωά στο επιάπεδοά μου μαζιά του; Ο κυάριος Βανς μας αφηάνει οάλους να φυάγουμε λιάγο μεταά τις τρεις, οποάτε αποφασιάζω να σταματηάσω σε εάνα σαλοάνι ομορφιαάς για να φτιαάξω τα μαλλιαά και τα νυάχια μου για το γαάμο αυάριο. Ελπιάζω να το λυάσουμε πριν το γαάμο γιατιά το τελευταιάο που θεάλω να καάνω ειάναι να παάω εάναν ηάδη θυμωμεάνο Χαάρρυ στο γαάμο του πατεάρα του. ‘Οάταν φταάνω στο σπιάτι ειάναι σχεδοάν εάξι και εάχω πολλαά μηνυάματα αποά το Χαάρρυ τα οποιάα αγνοουάσα. Οάταν φταάνω στην ποάρτα μας παιάρνω μια βαθιαά αναάσα για να ετοιμαστωά νοητικαά γι αυτοά που εάρχεται. Ειάτε θα καταληάξουμε να φωναάζουμε ο εάνας στον αάλλον το οποιάο θα οδηγηάσει στο να φυάγει εάνας αποά εμαάς, ειάτε θα μιληάσουμε στα αληάθεια και θα το λυάσουμε. Ο Χαάρρυ βηματιάζει παάνω καάτω στο δαάπεδο οάταν μπαιάνω. Τα μαάτια του κοιτουάν αμεάσως τη φιγουάρα μου και δειάχνει ανακουφισμεάνος.
473
«Νοάμιζα πως δεν θα ερχοάσουν.» Λεάει και προχωραά προς το μεάρος μου. «Πουά αλλουά να πηάγαινα;» Απαντωά και τον προσπερνωά πηγαιάνοντας στο δωμαάτιο. «Εγωά.. λοιποάν σου εάφτιαξα βραδινοά.» Λεάει. Δεν τον αναγνωριάζω καθοάλου τωάρα. Τα μαλλιαά του ειάναι καάτω μπροσταά αποά το μεάτωποά του αντιά να ειάναι σηκωμεάνα παάνω και πιάσω οάπως συνηάθως. Φοραάει εάνα γκρι φουάτερ με κουκουάλα και μαυάρη φοάρμα και μοιαάζει αγχωμεάνος, ανηάσυχος και σχεδοάν φοβισμεάνος; «Oh… γιατιά;» Δεν μπορωά παραά να ρωτηάσω. Αλλαάζω και εγωά σε φοάρμα και το προάσωπο του Χαάρρυ κατσουφιαάζει περισσοάτερο οάταν δεν φοραάω το μπλουζαάκι που εκειάνος προφανωάς αάφησε παάνω στη ντουλαάπα για εμεάνα. «Επειδηά ειάμαι κοάπανος.» Απανταάει. «Ναι… ειάσαι.» Απαντωά και επιστρεάφω στην κουζιάνα. Το γευάμα δειάχνει πολυά πιο νοάστιμο αποά οάτι περιάμενα παροάλο που δεν ειάμαι σιάγουρη τι ειάναι, καάποιο ειάδος μακαροάνια με κοτοάπουλο νομιάζω. «Ειάναι Φλωρεντιανοά κοτοάπουλο.» Απανταά τις σκεάψεις μου. «Χμμ.» «Δεν χρειαάζεται να..» Η φωνηά του ειάναι σιγανηά. Αυτηά ειάναι μιάα τοάσο διαφορετικηά σκηνηά αποά οάτι συνηάθως και για πρωάτη φοραά αποά τοάτε που τον γνωάρισα νιωάθω πως εάχω εγωά το παάνω χεάρι. «Οάχι, φαιάνεται ωραιάο. Ειάμαι απλαά εάκπληκτη.» Του λεάω και δοκιμαάζω. Ειάναι ακοάμη πιο νοάστιμο αποά οάτι δειάχνει. «Τα μαλλιαά σου ειάναι ωραιάα.» Μου καάνει κομπλιμεάντο. Οι σκεάψεις μου γυριάζουν πιάσω στη τελευταιάα φοραά που ειάχα κουρευτειά και ο Χαάρρυ ηάταν ο μοάνος που το ειάχε προσεάξει. «Χρειαάζομαι απαντηάσεις.» Του υπενθυμιάζω. «Το ξεάρω και εάχω σκοποά να σου τις δωάσω.» Ανασαιάνει. Τρωάω αάλλη μιάα μπουκιαά για να κρυάψω την ικανοποιάηση μου που καταάφερα να κρατηθωά στο επιάπεδοά μου. «Πρωάτων, θεάλω να ξεάρεις αυτοά, εννοωά κανειάς εκτοάς αποά τους γονειάς μου δεν το ξεάρει.» Λεάει και πειραάζει τις πληγεάς στα δαάχτυλαά του.
474
Γνεάφω και τρωάω αάλλη μιάα μπουκιαά. «Ενταάξει… λοιποάν παάμε…» Λεάει νευρικαά πριν συνεχιάσει. «Εάνα βραάδυ, οάταν ηάμουν γυάρω στα εφταά, ο πατεάρας μου ηάταν εάξω σε εάνα μπαρ στον απεάναντι δροάμο αποά το σπιάτι μας. Πηάγαινε εκειά σχεδοάν καάθε βραάδυ και οάλοι τον ηάξεραν, γι αυτοά και ηάταν πολυά κακηά ιδεάα να θυμωάσει καάποιον αποά αυτουάς. Εκειάνο το βραάδυ εάκανε ακριβωάς αυτοά. Αάρχισε καυγαά με καάποιους στρατιωάτες που ηάταν τοάσο τυάφλα οάσο και αυτοάς και κατεάληξε να σπαάσει εάνα μπουκαάλι μπυάρα στο κεφαάλι του ενοάς.» Δεν εάχω ιδεάα που θα καταληάξει αυτοά αλλαά ξεάρω πως δεν θα ειάναι ευχαάριστο. «Συνεάχισε να τρως παρακαλωά…» Ικετευάει και εγωά γνεάφω προσπαθωάντας να μην τον κοιταάζω επιάμονα καθωάς συνεχιάζει. «Εάφυγε αποά το μπαρ, για να εάρθει απεάναντι αποά το δροάμο στο σπιάτι μας, για να πληρωάσει που χτυάπησε το προάσωπο του αάνδρα φανταάζομαι. Το προάβλημα ηάταν πως δεν γυάρισε σπιάτι αυτοιά απλαά νοάμιζαν πως γυάρισε και η μαμαά μου περιάμενε στον καναπεά τον μπαμπαά να γυριάσει. Περιάπου οάπως ηάσουν εσυά χθες βραάδυ.» Λεάει και τα πραάσινα μαάτια του συναντουάν τα δικαά μου. «Οποάτε οάταν βρηάκαν τη μαμαά μου πρωάτη…» Η φωνηά του σβηάνει και κοιταά τον τοιάχο. «Χαάρρυ…» Ψιθυριάζω και πιαάνω το χεάρι του παάνω στο τραπεάζι. «Οάταν την αάκουσα να ουρλιαάζει κατεάβηκα καάτω και προσπαάθησα να τους παάρω αποά παάνω της. Το νυχτικοά της ηάταν ξεσκισμεάνο και αυτηά απλαά συνεάχιζε να μου φωναάζει να φυάγω… προσπαθουάσε να με αποτρεάψει αποά το να δω τι της εάκαναν αλλαά δεν μπορουάσα απλαά να φυάγω. Καταλαβαιάνεις;» Λεάει. Οάταν ανοιγοκλειάνει τα μαάτια του για να διωάξει εάνα δαάκρυ η καρδιαά μου σπαάει για το εφταάχρονο αγοραάκι με τις μπουάκλες να παρακολουθειά οάλα αυταά τα τρομεραά πραάγματα που εάκαναν στη μητεάρα του. Καάθομαι στα ποάδια του εάτσι οάπως ειάναι στην καρεάκλα και ακουμπωά το προάσωποά μου στο λαιμοά του. «Για να μην στα πολυλογωά, προσπαάθησα να τους πολεμηάσω αλλαά δεν καταάφερα τιάποτα. Μεάχρι την ωάρα που ο πατεάρας μου μπηάκε παραπατωάντας αποά την ποάρτα, ειάχα βαάλει εάνα ολοάκληρο κουτιά αποά επιδεάσμους στο κορμιά της προσπαθωάντας…. Δεν ξεάρω… να την φτιαάξω ηά καάτι τεάτοιο. Ποάσο ανοάητο ηάταν αυτοά;» Λεάει στα μαλλιαά μου. Τον κοιτωά και αυτοάς κατσουφιαάζει. «Μην κλαις…» Ψιθυριάζει αλλαά δεν μπορωά να καάνω αλλιωάς. Δεν περιάμενα πως οι εφιαάλτες του προεάρχονταν αποά καάτι τοάσο τρομεροά. «Συγνωάμη που σε εάκανα να μου το πεις.» Κλαιάω με λυγμουάς.
475
«Οάχι… μωροά μου δεν υπαάρχει προάβλημα. Βασικαά εάνιωσα καλυάτερα που το ειάπα σε καάποιον.» Με βεβαιωάνει. «Μεταά αποά αυτοά κοιμοάμουν μοναχαά καάτω στον καναπεά ωάστε αν καάποιος εάμπαινε…. Θα εάβρισκε εμεάνα πρωάτο. Μεταά ηάρθαν οι εφιαάλτες… και καταά καάποιον τροάπο κοάλλησαν. Πηάγα σε μερικουάς θεραπευτεάς οάταν ο πατεάρας μου εάφυγε αλλαά δεν φαινοάταν να βοηθουάν πουθεναά, μεάχρι που ηάρθες εσυά.» Μου διάνει εάνα αδυάναμο χαμοάγελο. Τωάρα που εάχω μερικαά κομμαάτια αποά το παζλ που ειάναι ο Χαάρρυ, μπορωά να τον καταλαάβω περισσοάτερο. «Συγνωάμη που εάλειπα οάλο το βραάδυ, δεν θεάλω να γιάνω τεάτοιος αάνδρας. Δεν θεάλω να γιάνω σαν και αυτοάν.» Λεάει και με αγκαλιαάζει πιο σφιχταά. Η γνωάμη μου για τον Κεν εάχει αλλαάξει δραστικαά τα τελευταιάα πεάντε λεπταά. Ξεάρω πως οι αάνθρωποι αλλαάζουν και αυτοάς προφανωάς το εάχει καάνει αλλαά δεν μπορωά να ηρεμηάσω το θυμοά που φουντωάνει μεάσα μου. Ο Χαάρρυ ειάναι εάτσι οάπως ειάναι εξαιτιάας του πατεάρα του, επειδηά εάπινες, ηάταν αμεληάς, και εξαιτιάας της απαιάσιας νυάχτας που ο πατεάρας του δεν ηάταν εκειά για να προστατευάσει τη γυναιάκα και το γιο του. Δεν πηάρα οάλες τις απαντηάσεις που ηάθελα, αλλαά πηάρα πολλαά περισσοάτερα αποά οάσα περιάμενα. «Δεν θα το ξανακαάνω… το ορκιάζομαι… απλαά σε παρακαλωά πες μου πως δεν θα με αφηάσεις;» Μουρμουριάζει. «Δεν θα σε αφηάσω.» Καάθε θυμοάς και θεάληση να γιάνει το δικοά μου που εάνιωθα εάχουν εξαφανιστειά.
476
Chapter 95 «Μπορωά να φαάω τωάρα;» Ο Χαάρρυ λεάει και σηκωάνω το κεφαάλι μου. Δεν εάχουμε μετακινηθειά αποά το σημειάο μας στην καρεάκλα για τουλαάχιστον τριαάντα λεπταά.. «Ναι.» Του διάνω εάνα αδυάναμο χαμοάγελο και σηκωάνομαι αποά παάνω του αλλαά αυτοάς με τραβαά ξαναά πιάσω. «Δεν σου ειάπε να μετακινηθειάς, απλαά φεάρε το πιαάτο μου εδωά πεάρα.» Χαμογελαάει. Νιωάθω πως ο Χαάρρυ δεν θεάλει να συζητηάσει την εξομολοάγησηά του περισσοάτερο οποάτε του διάνω το πιαάτο του και τραβιεάμαι να πιαάσω και το δικοά μου αποά την απεάναντι πλευραά του τραπεζιουά. Ειάμαι ακοάμη επηρεασμεάνη αποά τη νεάα αυτηά πληροφοριάα και αυτηά τη στιγμηά νιωάθω καάπως αάβολα να παάω στο γαάμο το πρωιά. «Ειάσαι πολυά καλυάτερος μαάγειρας αποά οάτι περιάμενα ελπιάζω να ξεάρεις πως τωάρα περιμεάνω αποά εσεάνα να μαγειρευάεις πιο συχναά.» Του λεάω καθωάς τρωάω και την τελευταιάα μπουκιαά αποά το πιαάτο μου. «Θα δουάμε.» Λεάει με το στοάμα γεμαάτο. «Ειάσαι ακοάμη θυμωμεάνη;» Ρωταάει αφουά βαάλλω τα πιαάτα στο πλυντηάριο. «Οάχι ακριβωάς, συνεχιάζω να μην ειάμαι χαρουάμενη που ηάσουν εάξω οάλο το βραάδυ και θεάλω ακοάμα να μαάθω με ποιοάν μαάλωσες και γιατιά.» Του λεάω. Ανοιάγει το στοάμα του να μιληάσει αλλαά τον σταματωά. «Αλλαά οάχι αποάψε.» Προσθεάτω. Νομιάζω πως κανεάνας αποά εμαάς δεν μπορειά να αντεάξει περισσοάτερα αποάψε.
477
«Ενταάξει.» Λεάει απαλαά. Ανησυχιάα ανακλαάται στα μαάτια του αλλαά αποφασιάζω να το προσπεραάσω. «Oh, και δεν μου αάρεσε που μου πεάταξες αυτοά για την πρακτικηά μου. Στα αληάθεια με πληάγωσε.» «Το ξεάρω, γι αυτοά το ειάπα.» Απανταά λιάγο πολυά ειλικριναά. «Γι αυτοά ακριβωάς δεν μου αάρεσε.» «Συγνωάμη.» «Μην το ξανακαάνεις, ενταάξει;» Του λεάω και αυτοάς γνεάφει. «Ειάμαι εξαντλημεάνη.» Μουγκριάζω σε μια μικρηά προσπαάθεια να αλλαάξω θεάμα. «Και εγωά, ας ξαπλωάσουμε για το υποάλοιπο αποάγευμα. Εάχω ανοιάξει και τη θεάρμανση.» «Εγωά υποτιάθεται πως θα το εάκανα αυτοά.» Τον κοιτωά βλοσυραά. «Μπορειάς απλαά να μου δωάσεις τα λεφταά… αν θες.» «Θεάλω. Αρνουάμαι να μεάνω εδωά και να μην συνεισφεάρω.» Του υπενθυμιάζω. «Το ξεάρω… Το ξεάρω.» Στριφογυριάζει τα μαάτια του και καάθεται διάπλα μου στο κρεβαάτι. «Τι ωάρα θα φυάγουμε αποά εδωά αυάριο για το γαάμο;» Κοιτωά τον τοιάχο. «Οάποτε θεληάσουμε.» «Αρχιάζει στις τρεις οποάτε θα πρεάπει να ειάμαστε εκειά μεάχρι τις δυάο.» Εξηγωά. «Μιάα ωάρα νωριάτερα;» Κλαψουριάζει και εγωά γνεάφω. «Δεν ξεάρω γιατιά επιμεάνεις…» Λεάει αλλαά η δοάνηση στο κινητοά μου τον διακοάπτει. Η εάκφραση στο προάσωπο του Χαάρρυ οάταν τεντωάνεται και το πιαάνει μου διάνει αμεάσως να καταλαάβω ποιος ειάναι. «Γιατιά τηλεφωνειά;» Ξεφυσαά. «Δεν ξεάρω, Χαάρρυ αλλαά νομιάζω πως πρεάπει να απαντηάσω.» Αρπαάζω το κινητοά αποά τα χεάρια του.
478
«Νοάα;» Η φωνηά μου ειάναι απαληά και ασταθηάς καθωάς ο Χαάρρυ με κοιταά επιάμονα. «Γεια σου Τεάσσα, συγνωάμη που σου τηλεφωνωά Παρασκευηά βραάδυ αλλαά…. Λοιποάν..» Ακουάγεται πανικοάβλητος. «Τι;» Τον πιεάζω, του παιάρνει περισσοάτερο αποά οάτι χρειαάζεται για να εξηγηάσει τις σημαντικεάς περιπτωάσεις. Οάταν κοιτωά το Χαάρρυ μου ψιθυριάζει να το βαάλω στην ανοιχτηά ακροάαση. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου αλλαά βαάζω το Νοάα στην ανοιχτηά ακροάαση ωάστε να μπορεάσει ο Χαάρρυ να κρυφακουάσει. «Ο υπευάθυνος των δωματιάων τηλεφωάνησε στη μητεάρα σου για να της πει πως πληρωάθηκε και ο τελευταιάος σου λογαριασμοάς για το δωμαάτιο οάποτε τωάρα ξεάρει πως μετακοάμισες. Της ειάπα πως δεν εάχω ιδεάα που μεάνεις τωάρα, που ειάναι και η αληάθεια αλλαά αρνιοάταν να με πιστεάψει και τωάρα εάρχεται αποά εκειά.» «Εάρχεται πουά; Στην Πανεπιστημιουάπολη;» «Ναι φανταάζομαι. Δεν ξεάρω αλλαά ειάπε πως προάκειται να σε βρει και ειάναι πολυά εκνευρισμεάνη. Απλαά ηάθελα να σε προειδοποιηάσω, να ξεάρεις οάτι εάρχεται.
«Δεν μπορωά να την πιστεάψω!» Φωναάζω στο τηλεάφωνο και ευχαριστωά το Νοάα πριν του το κλειάσω. «Υπεάροχα… τωάρα εάρχεται η μητεάρα μου. Τι τεάλειος τροάπος να περαάσω το βραάδυ.» Ξαπλωάνω πιάσω στο κρεβαάτι. «Δεν θα μπορεάσει να σε βρει. Κανειάς δεν ξεάρει που μεάνουμε.» Με βεβαιωάνει και χαιϊδευάει τη ρυτιάδα αάγχους στο μεάτωποά μου. «Μπορειά να μην με βρει αλλαά θα ρωτηάσει σιάγουρα οάποιον βρει και θα δημιουργηάσει μεγαάλη σκηνηά.» Καλυάπτω το προάσωποά μου με τα χεάρια μου. «Θα πρεάπει απλαά να παάω να τη βρω.» «Ηά μπορειάς να της τηλεφωνηάσεις να της δωάσεις τη διευάθυνσηά μας και να την αφηάσεις να εάρθει εδωά. Στην δικηά σου περιοχηά ωάστε να εάχεις το επαάνω χεάρι.» Προτειάνει. «Εσυά ειάσαι ενταάξει με αυτοά;» Τα χεάρια μου μετακινουάνται αποά το προάσωποά μου. «Φυσικαά, ειάναι η μητεάρα σου Τεάσσα.»
479
«Θα της τηλεφωνηάσω.» Καταληάγω και πληκτρολογωά το νουάμεροά της. Δεν της διάνω λεπτομεάρειες για το διαμεάρισμα ηά για το που μεάνω, απλαά της λεάω τη διευάθυνση και το κλειάνω. «Θα ειάναι εδωά σε περιάπου μισηά ωάρα.» Αναστεναάζω και σηκωάνομαι αποά το κρεβαάτι για να τακτοποιηάσω. «Το διαμεάρισμα ειάναι ηάδη καθαροά. Ιάσα που το εάχουμε αγγιάξει.» Ο Χαάρρυ λεάει. «Το ξεάρω αλλαά με καάνει να νιωάθω καλυάτερα.» Αφουά διπλωάσω και βαάλλω στην αάκρη μερικαά ρουάχα που ηάταν στο παάτωμα, ανοιάγω τη θεάρμανση στο σαλοάνι και περιμεάνω στο τραπεάζι τη μητεάρα μου να εάρθει. Δεν θα εάπρεπε να ηάμουν τοάσο ανηάσυχη μιας και ειάμαι ενηάλικας και μπορωά να αποφασιάζω μοάνη μου αλλαά την ξεάρω και προάκειται να τρελαθειά. Ειάμαι ηάδη πολυά φορτωμεάνη συναισθηματικαά αποά τη μικρηά ματιαά στο παρελθοάν του Χαάρρυ που μου δοάθηκε πριν μιάα ωάρα και δεν ξεάρω αν ηάθελα να βρεθωά σε μαάχη μαζιά της αποάψε. Ειάμαι χαρουάμενη που ειάναι μοάλις οχτωά οποάτε ευάχομαι να μην μειάνει πολυά και να μπορεάσουμε να παάμε για υάπνο νωριάς για να μην ειάμαστε κουρασμεάνοι στο γαάμο αυάριο. «Θεάλεις να μειάνω εδωά μαζιά σου ηά να σας δωάσω λιάγο χροάνο να συζητηάσετε μοάνες σας;» Ο Χαάρρυ ρωταάει. «Νομιάζω πως πρεάπει να εάχουμε λιάγο χροάνο μοάνες μας.» Του λεάω. Οάσο πολυά κι αν τον θεάλω στο πλευροά μου, ξεάρω πως η παρουσιάα του οάταν θα μαλωάνω με τη μητεάρα μου θα καάνει τα πραάγματα χειροάτερα. «Μισοά… Μοάλις θυμηάθηκα καάτι που ειάπε ο Νοάα. Ειάπε πως ο τελευταιάος μου λογαριασμοάς πληρωάθηκε για το δωμαάτιο.» Τον κοιταάζω ερωτηματικαά. «Ναι… και λοιποάν;» «Εσυά τον πληάρωσες εάτσι δεν ειάναι!» Σχεδοάν φωναάζω. Οάχι στα αληάθεια αποά θυμοά, απλαά αποά εάκπληξη και ενοάχληση. «Και λοιποάν…» Ανασηκωάνει τους ωάμους του. «Χαάρρυ! Πρεάπει να σταματηάσεις να ξοδευάεις λεφταά για εμεάνα με καάνει να νιωάθω αάβολα.» «Δεν βλεάπω που ειάναι το προάβλημα. Δεν ηάταν τοάσα πολλαά.» Υποστηριάζει.
480
«Ειάσαι κανεάνας κρυφαά πλουάσιος ηά καάτι τεάτοιο; Πουλαάς ναρκωτικαά;» Μισοά γελαάω. «Οάχι, απλαά βγαάζω πολλαά λεφταά και δεν τα ξοδευάω. Εάμενα δωρεαάν οάλον τον προηγουάμενο χροάνο ενωά δουάλευα οποάτε οι επιταγεάς μου απλαά αυξαάνονταν. Δεν ειάχα ποτεά λοάγο για να ξοδευάω λεφταά… αλλαά τωάρα εάχω και μου αρεάσει να το καάνω οποάτε μην με μαλωάνεις για αυτοά.» Χαμογελαάει. «Ειάσαι τυχεροάς που η μητεάρα μου ειάναι στο δροάμο για εδωά και εάχω χροάνο να κατεάβω σε ποάλεμο μοάνο με εάναν αποά εσαάς.» Τον πειραάζω και αυτοάς κρυφογελαάει. Δεν μου αρεάσει που ο Χαάρρυ ξοδευάει τα λεφταά του σε εμεάνα αλλαά δεν θεάλω να μαλωάσω μαζιά του τωάρα, και μπορωά να πω πως καταά εάναν περιάεργο τροάπο το απολαμβαάνει. Λιάγα λεπταά αργοάτερα ακουάγεται εάνα χτυάπημα… λοιποάν εάνα κοπαάνημα στην ποάρτα. «Θα ειάμαι στο διάπλα δωμαάτιο. Σε αγαπωά.» Ο Χαάρρυ λεάει και με φιλαά γλυκαά πριν βγει αποά το δωμαάτιο. Γεμιάζω τα πνευμοάνια μου με την πιο βαθιαά αναάσα που μπορωά να παάρω και ανοιάγω την ποάρτα. Η μητεάρα μου δειάχνει μυστηριωδωάς τεάλεια, οάπως παάντα. Ουάτε μιάα μικρηά μουτζουάρα γυάρω αποά τα γεμαάτα μακιγιαάζ μαάτια της, και τα ξανθαά μαλλιαά της στεάκονται προσεγμεάνα σαν φωτοστεάφανο γυάρω αποά το κεφαάλι της. «Τι στο καλοά νομιάζεις πως καάνεις μετακομιάζοντας αποά το δωμαάτιο του Πανεπιστημιάου χωριάς να μου το πεις!» Φωναάζει και με σπρωάχνει για να περαάσει στο διαμεάρισμα. «Δεν μου εάδωσες και πολλεάς επιλογεάς.» Αντιτιάθεμαι. Επικεντρωάνομαι στο να ανασαιάνω μεάσα και εάξω για να παραμειάνω ηάρεμη. «Με συγχωρειάς; Πως δεν σου εάδωσα επιλογηά;» «Με απειάλησες να μην με βοηθηάσεις να πληρωάνω το δωμαάτιο.» Της υπενθυμιάζω και σταυρωάνω τα χεάρια μου. «Σου εάδωσα επιλογεάς αλλαά διαάλεξες τη λαάθος.» Λεάει αποάτομα. «Οάχι μητεάρα, δεν το εάκανα.» «Βλεάπεις, κοιάταξε τον εαυτοά σου. Δεν ειάσαι η ιάδια Τεάσσα που αάφησα στο κολεάγιο πριν τρεις μηάνες.» Κουναά τα χεάρια της δειάχνοντας το σωάμα μου αποά
481
παάνω μεάχρι καάτω. «Με προκαλειάς, ακοάμα και μου φωναάζεις! Εάχεις θραάσος! Εάχω καάνει τα παάντα για εσεάνα και εσυά εδωά…. Τα πεταάς οάλα.» «Δεν πετωά τιάποτα! Εάχω μια υπεάροχη πρακτικηά που με πληρωάνει πολυά καλαά, εάχω αυτοκιάνητο, εάχω αάριστο βαθμοά. Τι παραπαάνω μπορειά να θεάλεις αποά εμεάνα;» Της φωναάζω και εγωά. «Λοιποάν για αρχηά, θα μπορουάσες τουλαάχιστον να ειάχες αλλαάξει τα ρουάχα σου πριν εάρθω. Ειλικριναά Τεάσσα, δειάχνεις αιάσχος.» Η φωνηά της ειάναι γεμαάτη δηλητηάριο καθωάς κοιτωά καάτω τις πιτζαάμες μου. «Και τι ειάναι αυτοά… βαάφεσαι τωάρα; Ποια ειάσαι; Δεν ειάσαι η Τερεάσα μου αυτοά ειάναι σιάγουρο. Η δικηά μου Τερεάσα δεν θα πεάρναγε χροάνο ποτεά στο διαμεάρισμα ενοάς διαβοάλου με τις πιτζαάμες Παρασκευηά βραάδυ.» «Μην μιλαάς γι αυτοάν εάτσι. Σε εάχω προειδοποιηάσει ηάδη.» Λεάω μεάσα αποά τα δοάντια μου. Χαμηλωάνει τα μαάτια της και κακαριάζει. Το κεφαάλι της πεάφτει πιάσω αποά το γεάλιο και προσπαθωά να συγκρατηθωά και να μην χαστουκιάσω το κουκλιάστικο προάσωποά της. «Και καάτι αάλλο… αυτοά δεν ειάναι απλαά το διαμεάρισμα του. Ειάναι το δικοά μας διαμεάρισμα.» Λεάω και σταματαά αμεάσως να γελαά.
Chapter 96 «Τι ειάπες;» Το στοάματης ειάναι ορθαάνοιχτο αποά την εάκπληξη.. «Με αάκουσες. Αυτοάειάναι το δικοά μας διαμεάρισμα, μεάνουμε και οι δυάο εδωά.» Βαάζω τα χεάρια μου στουςγοφουάς μου για να προσθεάσω στο δραάμα. «Δεν υπαάρχει περιάπτωσηνα ζεις εδωά. Δεν εάχεις τα λεφταά που χρειαάζεται αυτοά το σπιάτι!»Κοροιϊδευάει. Ειάναι προφανεάς πως δεν με πιστευάει. «Θες να δεις τοσυμβοάλαιο μας γιατιά εάχω αντιάγραφο.»
482
«Η οάλη καταάσταση ειάναιακοάμη χειροάτερη αποά οάτι νοάμιζα, ηάξερα πως ηάσουν χαζηά αρκεταά για να μπλεάξεις μεαυτοά… το αγοάρι. Αλλαά ειάσαι εντελωάς ανοάητη για να μετακομιάσεις και μαζιά σου! Δεντον ξεάρεις καν! Δεν εάχεις γνωριάσει τους γονειάς του, δεν ντρεάπεσαι που βγαιάνειςδημοάσια με αυτοάν;» Ρωταάει και ο θυμοάς μου μεγαλωάνει. Πριν μπορεάσω νασταματηάσω τον εαυτοά μου στεάκομαι ακριβωάς μπροσταά της. «Πως τολμαάς να εάρχεσαισπιάτι μου και να τον προσβαάλλεις! Τον ξεάρω καλυάτερα αποά τον καθεάνα και αυτοάς μεξεάρει καλυάτερα αποά οάτι θα μπορουάσες εσυά ποτεά! Και βασικαά εάχω γνωριάσει τηνοικογεάνειαά του, τον πατεάρα του τουλαάχιστον. Θες να μαάθεις ποιος ειάναι ο πατεάραςτου; Ειάναι ο πρυάτανης του Πανεπιστημιάου της Ουαάσιγκτον!» Φωναάζω. Δεν μου αρεάσει ναδιαφημιάζω τον τιάτλο του πατεάρα του Χαάρρυ αλλαά καάτι σαν και αυτοά θα τηνταρακουνηάσει. Ο Χαάρρυ βγαιάνει αποά τοδωμαάτιο με μια ανηάσυχη εάκφραση. Στεάκεται διάπλα μου και προσπαθειά να με τραβηάξειμακριαά αποά τη μητεάρα μου, οάπως και την τελευταιάα φοραά. «Oh, τεάλεια! Κι οάτιμιλουάσαμε για εσεάνα.» Στριφογυριάζει τα μαάτια της στον Χαάρρυ. «Ο πατεάρας του δενειάναι ο πρυάτανης.» Μισογελαάει. «Ναι ειάναι.Σοκαριάστηκες; Αν δεν ηάσουν τοάσο απασχολημεάνη με το να φεάρεσαι σαν μιαεπικριτικηά σκυάλα θα μπορουάσες να το ειάχες μαάθει. Και μην τολμηάσεις να αλλαάξειςκαι να ειάσαι φιλικηά μαζιά του τωάρα. Δεν σου αξιάζει καν να τον ξεάρεις. Ηάταν διάπλαμε τροάπους που εσυά δεν ηάσουν ποτεά και δεν υπαάρχει τιάποτα… εννοωά τιάποτα! Πουμπορειάς να καάνεις για να με κρατηάσεις μακριαά του!» Το προάσωπο μου ειάναι κοάκκινοκαι μουσκεμεάνο αποά τα δαάκρυα αλλαά δεν με νοιαάζει καθοάλου. «Δεν θα μου μιλαάςεμεάνα εάτσι! Πιστευάεις πως επειδηά αγοάρασες εάνα μοντεάρνο μικροά διαμεάρισμα καιφοάρεσες μαάσκαρα ξαφνικαά ειάσαι γυναιάκα; Γλυκιαά μου συγνωάμη που στο χαλαάω αλλαάμοιαάζεις με ποάρνη, μεάνοντας με καάποιον στα δεκαοχτωά!» Ουρλιαάζει και καάνει εάναβηάμα πιο κονταά. Τα μαάτια του Χαάρρυ χαμηλωάνουν προειδοποιητικαά αλλαά τον αγνοειά. «Καλυάτερα να σταματηάσειςΤεάσσα πριν χαάσεις την αγνοάτηταά σου. Απλαά δες τον εαυτοά σου στον καθρεάπτη καιμεταά κοιάτα αυτοάν. Δειάχνετε γελοιάοι μαζιά, ειάχες τον Νοάα που ηάταν υπεάροχος γιαεσεάνα και τον πεάταξες στην αάκρη για… αυτοά!» Δειάχνει τον Χαάρρυ.
483
«Ο Νοάα δεν εάχει καμιάασχεάση με αυτοά.» Λεάω. Το σαγοάνι του Χαάρρυσφιάγγεται και τον παρακαλωά σιωπηλαά να μην πει τιάποτα. «Ο Νοάα σε αγαπαάει καιξεάρω πως τον αγαπαάς και εσυά. Τωάρα σταμαάτα αυτηά την επαναστατικηά κωμωδιάα και εάλαμαζιά μου, θα καταφεάρω να επιστρεάψεις στο δωμαάτιοά σου και ο Νοάα θα σε συγχωρηάσεισιάγουρα.» «Ειάσαι τρεληά.Ειλικριναά μητεάρα, αάκους τι λες! Δεν θεάλω να εάρθω μαζιά σου, μεάνω εδωά με τονΧαάρρυ και τον αγαπαάω. Οάχι τον Νοάα. Νοιαάζομαι για το Νοάα αλλαά οάχι με αυτοάν τοντροάπο. Ηάταν μοναχαά η δικηά σου επιάδραση που με εάκανε να νομιάζω πως τον αγαπωάεπειδηά εάνιωθα πως αυτοά εάπρεπε να καάνω. Συγνωάμη αλλαά αγαπωά τον Χαάρρυ και μεαγαπαάει και αυτοάς.» «Τεάσσα! Δεν σεαγαπαάει, θα μειάνει μοναάχα μεάχρι να καταφεάρει να μπει στο εσωάρουχοά σου. Αάνοιξετα μαάτια σου μικροά κοριάτσι.!» Καάτι στον τροάπο πουμοάλις με αποκαάλεσε “μικροά κοριάτσι” στεάλνει το θυμοά μου στο αποκορυάφωμα. «Εάχει μπει ηάδη στοεσωάρουχοά μου και μαάντεψε! Ειάναι ακοάμη εδωά!» Φωναάζω. Ο Χαάρρυ και η μητεάρα μουεάχουν την ιάδια σοκαρισμεάνη εάκφραση αλλαά της μητεάρας μου μετατρεάπεται σε αηδιάαενωά του Χαάρρυ σε εάνα συμπονετικοά κατσουάφιασμα. «Θα σου πω εάνα πραάγμαΤερεάσα, οάταν σου ραγιάσει την καρδιαά και δεν θα εάχεις πουθεναά να πας… καλαά θακαάνεις να μην εάρθεις σε εμεάνα.» Λεάει αποάτομα. «Oh πιάστεψε με δεν θατο εάκανα. Ειάσαι απλαά θυμωμεάνη επειδηά εάχω καάποιον που πραγματικαά με αγαπαάει ενωάεσυά ουάτε ειάχες ποτεά σου ουάτε προάκειται να εάχεις. Δεν μπορειάς να με ελεάγχεις πιαειάμαι ενηάλικη. Το οάτι δεν καταάφερες να ελεάγξεις τον μπαμπαά δεν σου διάνει τοδικαιάωμα να προσπαθειάς να ελεάγξεις εμεάνα!» Με το που οι λεάξεις βγαιάνουν αποά τοστοάμα μου τις μετανιωάνω. Ξεάρω πως το αναφεάρω τον πατεάρα μου τωάρα ειάναι ελεεινοά,υπερβολικαά ελεεινοά. Πριν μπορεάσω να ζητηάσωσυγνωάμη, νιωάθω το χεάρι της στο μαάγουλοά μου. Το σοκ ποναάει πιο πολυά αποά οάτι ηχειρονομιάα. Ο Χαάρρυ παιάρνει θεάση αναάμεσαάμας και βαάζει τα χεάρια του στους ωάμους της. Το προάσωποά μου τσουάζει και δαγκωάνωτο χειάλι μου για να μην κλαάψω περισσοάτερο. «Αν δεν φυάγεις τωάρααποά το διαμεάρισμα μας θα φωναάξω την αστυνομιάα.» Την προειδοποιειά. Ο ηάρεμοςτοάνος της φωνηάς του στεάλνει εάνα ριάγος στη σπονδυλικηά
484
μου στειάλει και βλεάπω καιαυτηάν να τρεάμει, πρεάπει να εάχει την ιάδια επιάδραση και παάνω της. «Δεν θα το εάκανες.»Τον προκαλειά. «Μοάλις τη χτυάπησες,ακριβωάς μπροσταά μου και νομιάζεις πως δεν θα καλουάσα την αστυνομιάα για εσεάνα; Ανδεν ηάσουν η μητεάρα της θα εάκανα πολυά χειροάτερα αποά αυτοά. Τωάρα εάχεις πεάντεδευτεροάλεπτα να φυάγεις.» Λεάει και κοιτωά τη μητεάρα μου με ορθαάνοιχτα μαάτιαφεάρνοντας το χεάρι μου στο μαάγουλοά μου. Δεν μου αρεάσει το πωάςτην απειάλησε αλλαά θεάλω να φυάγει. Μεταά αποά εάνα προκλητικοά παιχνιάδι κοιταάγματοςαναάμεσαά τους, ο Χαάρρυ γρυλιάζει «Δυάο δευτεροάλεπτα.» Αυτηά αναστεναάζει καιπερπαταά προς την ποάρτα, ο δυνατοάς ηάχος αποά τα τακουάνια της αντηχειά στοτσιμεντεάνιο παάτωμα. «Ευάχομαι να ειάσαιχαρουάμενη με την αποάφασηά σου Τερεάσα.» Λεάει και χτυπαά την ποάρτα πιάσω της. Τα χεάρια του Χαάρρυτυλιάγονται γυάρω μου στην πιο παρηγορητικηά και καθησυχαστικηά αγκαλιαά, ακριβωάςοάτι χρειαζοάμουν αυτηά τη στιγμηά. «Λυπαάμαι τοάσο πολυάμωροά μου.» Λεάει στα μαλλιαά μου. «Εγωά λυπαάμαι που ειάπεοάλα αυταά τα απαιάσια πραάγματα για εσεάνα.» Απολογουάμαι. «Σσς. Μην ανησυχειάςγια εμεάνα. Οι αάνθρωποι λεάνε διαάφορα για εμεάνα οάλη την ωάρα.» Μου υπενθυμιάζει. «Αυτοά δεν το καάνεικαλυάτερο.» Του λεάω. «Τεάσσα σε παρακαλωά μηνανησυχειάς για εμεάνα τωάρα. Τι χρειαάζεσαι; Μπορωά να καάνω καάτι για εσεάνα;» Ρωταάει. «ιάσως να μου φεάρειςλιάγο παάγο;» Καταπιάνω. «Βεάβαια μωροά μου.»Φιλαά το μεάτωποά μου και προχωραά προς το ψυγειάο. Το ηάξερα πως το ναεάρθει εδωά δεν θα τελειάωνε καλαά αλλαά δεν το περιάμενα τοάσο χαάλια. Αποά τη μιάαειάμαι πολυά χαρουάμενη για τον εαυτοά μου που της αντισταάθηκα αλλαά την ιάδια στιγμηάνιωάθω τρομερηά ενοχηά για οάτι ειάπα για τον πατεάρα μου. Ξεάρω πως δεν ηάταν δικοά τηςλαάθος που εάφυγε και ειάναι μοάνη της τα τελευταιάα οχτωά χροάνια. Δεν εάχει παάει ουάτεκαν ραντεβουά μεταά αποά αυτοάν,
485
αφιεάρωσε οάλον της το χροάνο σε εμεάνα προσπαθωάνταςνα με καάνει τη γυναιάκα που με ηάθελε να γιάνω. Θεάλει να γιάνω ακριβωάς οάπως αυτηάμοάνο που αυτηά δεν ειάμαι εγωά. Ευάχομαι να μπορουάσε ναειάναι χαρουάμενη για εμεάνα και να εάβλεπε ποάσο πολυά αγαπωά τον Χαάρρυ. Ξεάρω πως ηάεμφαάνισηά του σαν κακοά αγοάρι την απομαάκρυνε αλλαά αν εάπαιρνε το χροάνο πουχρειαάζεται για να τον γνωριάσει πιστευάω πως θα τον αγαπουάσε οάπως και εγωά. Οάσοφυσικαά αυτοάς δεν ηάταν αγενηάς, καάτι που φυσικαά δεν ειάναι πιθανοάν. Ιάσως να ειάμαιτο μοάνο αάτομα που θα αφηάσει να μπει μεάσα του, το μοάνο αάτομο που θα μοιραστειά ταμυστικαά του και το μοάνο που θα αγαπηάσει αλλαά δεν εάχω κανεάνα προάβλημα με αυτοά. Ο Χαάρρυ τραβαά τηνκαρεάκλα διάπλα μου και τριάβει το μαάγουλοά μου με τη θηάκη για τα παγαάκια πουεάφτιαξε μοάνος του. Χρησιμοποιάησε μια μαλακηά πετσεάτα κουζιάνας και η αιάσθησηειάναι υπεάροχη στο δεάρμα μου. «Δεν το πιστευάω πως μεχαστουάκισε.» Λεάω αργαά. «Ουάτε και εγωά. Νοάμιζαπως θα εάχανα τον εάλεγχο.» Λεάει και κοιταά μεάσα στα μαάτια μου. «Και εγωά το νοάμιζα.»Παραδεάχομαι και του διάνω εάνα αδυάναμο χαμοάγελο. Νιωάθω σαν η μεάρασηάμερα να ηάταν βδομαάδα, ηάταν η πιο μεγαάλη και πιο εξαντλητικηά μεάρα της ζωηάςμου. «Σε αγαπωά παάρα πολυά,αλλιωάς πιάστεψεά με δεν θα κρατιοάμουν.» Μου χαμογελαά και αυτοάς και φιλαά και ταδυάο κλεισταά μου μαάτια. Διαλεάγω να πιστεάψω πωςστην πραγματικοάτητα δεν θα της εάκανε τιάποτα, πως απλαά μπλοφαάρει. Καταά καάποιοντροάπο ξεάρω πως δεν θα το εάκανε και αυτοά με καάνει να τον αγαπωά περισσοάτερο.Πρεάπει να μαάθω πως οάταν προάκειται για εμεάνα και τον Χαάρρυ υπερισχυάει τογαυάγισμα και οάχι το δαάγκωμα. «Στα αληάθεια θεάλω ναπαάω για υάπνο.» Του λεάω και αυτοάς γνεάφει. «Φυσικαά.» Ο Χαάρρυ με κραταάσφιχταά οάλο το βραάδυ και μου ψιθυριάζει ποάσο με αγαπαάει μεάχρι να αποκοιμηθωά. Ταοάνειραά μου ειάναι γεμαάτα αποά εάνα αγοραάκι με μπουάκλες να κλαιάει για τη μητεάρατου. … Το εποάμενο πρωιά ειάμαιχαρουάμενη που η χειρονομιάα της μητεάρας μου δεν αάφησε καάποιο εμφανεάς σημαάδια. Τοστηάθος μου ποναάει ακοάμα αποά το
486
αποτελειάωμα της ηάδη χαλασμεάνης σχεάσης μας αλλαάαρνουάμαι να το σκεφτωά σηάμερα. Καάνω εάνα μπαάνιο καισγουραιάνω τα μαλλιαά μου πριν ξυπνηάσω τον Χαάρρυ. Σηκωάνω τα μαλλιαά μου για να μηνειάναι μεάσα στο προάσωποά μου καθωάς βαάφομαι και βγαάζω το μπλουζαάκι του Χαάρρυ αποάχθες βραάδυ. Το στομαάχι μου γουργουριάζει οποάτε παάω βιαστικαά στην κουζιάνα καιαποφασιάζω να φτιαάξω πρωινοά για εμεάνα και τον Χαάρρυ. Θεάλω να αρχιάσω τη μεάρα μετον καλυάτερο τροάπο που μπορωά ωάστε να παραμειάνουμε και οι δυάο χαρουάμενοι καιηάρεμοι πριν το γαάμο. Οάταν τελικαά τελειωάνω ειάμαι πολυά περηάφανη για το γευάμα πουετοιάμασα. Ο παάγκος ειάναι γεμαάτος με μπεάικον, αυγαά, τοστ, τηγανιάτες, και ακοάμηκαι παταάτες. Ξεάρω πως εάφτιαξα υπερβολικαά πολυά φαγητοά για δυάο αάτομα αλλαά δεν μενοιαάζει. Ο Χαάρρυ τρωάει πολυά εάτσι και αλλιωάς οάποτε δεν νομιάζω να μειάνουν καιπολλαά. «Ουαάου… τι ειάναι οάλααυταά;» Ρωταάει με μια βραχνηά αποά τον υάπνο φωνηά. Εάρχεται αποά πιάσω μουκαι τυλιάγει τα χεάρια του γυάρω αποά τη μεάση μου. «Γι αυτοά ακριβωάς ηάθελανα μειάνουμε μαζιά.» Λεάει στο λαιμοά μου. «Γιατιά; Για να σουφτιαάχνω πρωινοά;» Γελαάω. «Οάχι… λοιποάν ναι. Αυτοάκαι για να ξυπνωά και να σε βλεάπω μισοά ντυμεάνη στην κουζιάνα.» Γελαάει πονηραά καιδαγκωάνει το λαιμοά μου. Προσπαθειά να σηκωάσει το καάτω μεάρος της μπλουάζας μου καιμου πιεάζει τον πισινοά. «Τα χεάρια μακριαά μεάχρινα τελειωάσουμε το πρωινοά Σταάιλς.» Τον πειραάζω και κουνωά μιάα σπαάτουλα μπροσταάαποά το προάσωποά του. «Μαάλιστα κυριάα.»Κρυφογελαάει και πιαάνει εάνα πιαάτο, γεμιάζονταάς το φαγητοά. Μεταά το πρωινοάαναγκαάζω το Χαάρρυ να παάει για μπαάνιο παραά τις προσπαάθειεάς του να με παάει ξαναάστο κρεβαάτι. Η σκοτεινηά του εξομολοάγηση και ο καυγαάς με τη μητεάρα του φαιάνεταινα εάχουν ξεχαστειά με το φως της μεάρας. Η αναάσα μου κοάβεται οάταν ο Χαάρρυ μπαιάνειστο δωμαάτιο φορωάντας το συνολαάκι του για το γαάμο. Το καάλο μαυάρο παντελοάνι τουειάναι ικανοποιητικοά αλλαά κρεάμεται αποά τους γοφουάς του με τον πιο υπεάροχο τροάπο,το αάσπρο πουκαάμισο με τα κουμπιαά ειάναι ανοιχτοά αποκαλυάπτοντας το μαυρισμεάνο τουστηάθος και η γραβαάτα κρεάμεται γυάρω αποά το λαιμοά του. «Εγωά αμμ… Βασικαά δενεάχω ιδεάα πωάς να δεάσω τη γραβαάτα.» Ανασηκωάνει τους ωάμους του. «Μπορωά να σε βοηθηάσω.»Καταπιάνω. Το στοάμα μου ειάναι στεγνοά και δεν μπορωά να σταματηάσω να τον κοιταάζω.
487
Χαιάρομαι που ο Χαάρρυδεν ρωάτησε αποά πουά εάμαθα να δεάνω γραβαάτες επειδηά ο Νοάα ειάναι το τελευταιάοπραάγμα για το οποιάο θεάλω να μιληάσω σηάμερα. «Δειάχνεις τοάσοοάμορφος.» Του λεάω οάταν τελειωάνω. Ανασηκωάνει τους ωάμους του και φοραά το μαυάροσακαάκι τελειωάνοντας το ντυάσιμο. Τα μαάγουλαά τουκοκκινιάζουν και δεν μπορωά παραά να χαζογελαάσω. Μπορωά να πω πως νιωάθει εντελωάςεάξω αποά το στοιχειάο του ντυμεάνος με αυτοάν τροάπο και ειάναι αξιαγαάπητο. «Εσυά γιατιά δεν εάχειςντυθειά;» Ρωταάει. «Περιάμενα μεάχρι τηντελευταιάα στιγμηά μιας και το φοάρεμαά μου ειάναι οάλο αάσπρο.» Του λεάω και μεκοροιϊδευάει παιχνιδιαάρικα. Οάταν βαάζω το φοάρεμαειάναι πιο κοντοά αποά οάτι θυμοάμουν αλλαά ο Χαάρρυ φαιάνεται να το εγκριάνει. Τα ματιαάτου παραλιάγο να βγουν αποά το κεφαάλι του οάταν ειάδε το στραάπλες μου σουτιεάν. Μεκαάνει παάντα να νιωάθω τοάσο οάμορφη και ποθητηά. «Μιας και οάλοι οιαάνδρες εκειά θα ειάναι στην ηλικιάα του πατεάρα μου δεν θα εάχουμε προάβλημα.»Χαμογελαά ειρωνικαά και κουμπωάνει το φοάρεμαά μου. Στριφογυριάζω τα μαάτια μου καιαυτοάς φιλαά το γυμνοά μου ωάμο πριν κατεβαάσω τα μαλλιαά μου, αφηάνοντας τις μακριεάςμου μπουάκλες να πεάσουν στους ωάμους μου. «Ειάσαι απλαάεκθαμβωτικηά.» Μου λεάει και με φιλαά ξαναά. Τριγυρναάμε στο σπιάτιγια να βεβαιωθουάμε πως εάχουμε οάτι χρειαάζεται για το γαάμο, καθωάς βαάζω το κινητοάμου σε μια μικρηά τσαάντα. Ο Χαάρρυ με αρπαάζει αποά τη μεάση. «Χαμογεάλα.» Λεάει καιβγαάζει το κινητοά του. «Νοάμιζα πως δενβγαάζεις φωτογραφιάες.» «Σου ειάπα πως θα βγαάλωμιάα, οποάτε ας την βγαάλουμε.» Το χαμοάγελοά του ειάναι χαζοά και παιδικοά καάνονταςτην καρδιαά μου να λιωάνει. Χαμογελωά και γεάρνωπρος το Χαάρρυ καθωάς αυτοάς βγαάζει τη φωτογραφιάα. «Αάλλη μιάα.» Καθοδηγειάκαι εγωά βγαάζω τη γλωάσσα μου εάξω την τελευταιάα στιγμηά. Τραβαά εκειάνη ακριβωάς τηστιγμηά, η γλωάσσα μου στο μαάγουλοά του και τα μαάτια του ορθαάνοιχτα γεμαάταδιασκεάδαση.
488
«Αυτηά ειάναι ηαγαπημεάνη μου.» Του λεάω. «Εάχουμε μοάνο δυάο.» «Ναι, αλλαά και παάλι.»Τον φιλωά και τραβαάει αάλλη μιάα. «Καταά λαάθος.» Λεάειψεάματα και τον ακουάω να τραβαά αάλλη μιάα καθωάς στριφογυριάζω τα μαάτια μου σεαυτοάν. Ο Χαάρρυ σταματαά γιαβενζιάνη κονταά το σπιάτι του πατεάρα του ωάστε να μην χρειαστειά να σταματηάσουμε στογυρισμοά. Ενωά το αυτοκιάνητο γεμιάζει καυάσιμα εάνα γνωάριμο αυτοκιάνητο σταματαά διπλαάμας. Ο Ζεάιν οδηγαάει και ο Ναάιαλ ειάναι στη θεάση του συνοδηγουά. Ο Ζεάιν παρκαάρειδυάο αντλιάες πιο καάτω αποά τον Χαάρρυ και βγαιάνει για να παάει στο μαγαζιά. Μουκοάβεται η αναάσα οάταν βλεάπω το προάσωποά του, τα χειάλη του ειάναι πρησμεάνα και εάχεικαι τα δυάο του μαάτια μελανιασμεάνα. Το μαάγουλοά του εάχει και αυτοά μια βαθιαά μοβμελανιαά και οάταν καταλαβαιάνει το αυτοκιάνητο του Χαάρρυ εάνα εξοργισμεάνο βλεάμμαεμφανιάζεται στο οάμορφο αλλαά κατεστραμμεάνο προάσωποά του. Τι στο καλοά; Δεν λεάειαπολυάτως τιάποτα, ουάτε χαιρεταά εμεάνα ηά τον Χαάρρυ. Μεάσα σε λιάγα δευτεροάλεπτα οΧαάρρυ μπαιάνει ξαναά στο αυτοκιάνητο και πιαάνει το χεάρι μου. Κοιτωά καάτω σταενωμεάνα μας χεάρια και μου κοάβεται η αναάσα. Τα μαάτια μου κοιτουάν προσεκτικαά ταχτυπημεάνα του δαάχτυλα. «Εσυά!» Λεάω και σηκωάνειτο εάνα του φρυάδι. «Εσυά τον χτυάπησες εάτσιδεν ειάναι; Με αυτοάν μαάλωσες και γι αυτοά απλαά μας αγνοάησε!» «Θα ηρεμηάσεις;» ΟΧαάρρυ λεάει αποάτομα και ανεβαάζει το παραάθυροά μου πριν ξεκινηάσει το αυτοκιάνητο. «Χαάρρυ…» «Μπορουάμε παρακαλωά ναμιληάσουμε γι αυτοά μεταά το γαάμο; Ειάμαι ηάδη σε υπερεάνταση. Παρακαλωά;» Παρακαλαάεικαι εγωά γνεάφω. «Καλαά. Μεταά το γαάμο.» Συμφωνωάκαι με το ελευάθερο του χεάρι πιαάνει το δικοά μου πιεάζοντας το απαλαά.
489
Chapter 97 «Λοιποάν τωάρα που εάχουμε δικοά μας σπιάτι φανταάζομαι πως δεν θες να μειάνουμε στο σπιάτι του πατεάρα μου;» Ο Χαάρρυ ρωταά για να αλλαάξει το θεάμα. Σπρωάχνω το χτυπημεάνο προάσωπο του Ζεάιν στο πιάσω μεάρος του μυαλουά μου. «Σωσταά το φανταάστηκες.» Χαμογελωά. «Εκτοάς αν η Καάρεν το ζητηάσει τοάτε δεν θα πω οάχι.» Του λεάω.. Ειάμαι νευρικηά που θα δω τον Κεν μεταά αποά αυταά που μου ειάπε ο Χαάρρυ χθες βραάδυ. Προσπαθωά να το καθαριάσω αποά το μυαλοά μου αλλαά ειάναι πιο δυάσκολο να το καταφεάρω αποά οάτι περιάμενα. «Oh, παραλιάγο να το ξεχαάσω.» Λεάει και ανοιάγει το ραάδιο. Τον κοιταάζω και αυτοάς κραταά τα δαάχτυλαά του σηκωμεάνα για να μου πει να περιμεάνω. «Αποφαάσισα να δωάσω στους The Fray αάλλη μιάα ευκαιριάα.» Με ενημερωάνει. «Αληάθεια; Και ποάτε το αποφαάσισες αυτοά;» Ρωταάω. «Λοιποάν, μεταά αποά το πρωάτο μας ραντεβουά στη λιάμνη αλλαά αάνοιξα το Cd την προηγουάμενη εβδομαάδα.» Παραδεάχεται. «Αυτοά δεν ηάταν ραντεβουά.» Τον πειραάζω και αυτοάς κρυφογελαάει. «Με αάφησες να σε ευχαριστηάσω με τα δαάχτυλαά μου, εγωά θα εάλεγα πως ηάταν ραντεβουά.»
490
Πιαάνει το χεάρι μου ενωά προσπαθωά να τον χτυπηάσω και φιλαά την παλαάμη μου. Χαζογελαάω και τυλιάγω τα δαάχτυλαά μου γυάρω αποά τα λεπταά δικαά του. Εικοάνες αποά εμεάνα ξαπλωμεάνη στο βρεγμεάνο μπλουζαάκι ενωά ο Χαάρρυ μου εάδινε τον πρωάτο μου οργασμοά γεμιάζουν το μυαλοά μου και ο Χαάρρυ γελαά πονηραά. «Αυτοά εάχει πλαάκα.. εε;» Καυχιεάται και εγωά γελαάω. «Τεάλος παάντων, πες μου τη γνωάμη που εάφτιαξες για τους The Fray.» Ζηταάω. «Λοιποάν, δεν ειάναι και πολυά χαάλια βασικαά. Ειάναι εάνα τραγουάδι που πραγματικαά μου εάχει κολληάσει.» Λεάει. «Αληάθεια;» Τωάρα ειάμαι ακοάμη πιο περιάεργη. «Ναι…» Λεάει και τα μαάτια του γυριάζουν στο δροάμο πριν πατηάσει το κουμπιά του ραδιοφωάνου. Μουσικηά γεμιάζει το μικροά χωάρο και χαμογελωά αμεάσως. «Λεάγεται “never say never”» Ο Χαάρρυ με ενημερωάνει παροάλο που ξεάρω ηάδη το τραγουάδι, ειάναι εάνα αποά τα αγαπημεάνα μου. Ακουάμε σιωπηλαά τους στιάχους και δεν μπορωά να διωάξω το χαζοά χαμοάγελο αποά το προάσωποά μου. Ξεάρω πως ειάναι λιγαάκι ντροπιασμεάνος που εάβαλε το τραγουάδι σε εμεάνα οποάτε δεν το συζητωά, απλαά απολαμβαάνω αυτηά την προσωπικηά στιγμηά με τον Χαάρρυ. Καταά την υποάλοιπη διαδρομηά ο Χαάρρυ αλλαάζει τραγουάδια αποά το αάλμπουμ, λεάγοντας μου τη γνωάμη του για το καθεάνα. Η μικρηά αλλαά γεμαάτη νοάημα χειρονομιάα σημαιάνει περισσοάτερα για εμεάνα αποά οάτι αυτοάς θα μαάθει ποτεά. Λατρευάω αυτεάς τις στιγμεάς οάταν μου δειάχνει μια καινουάρια εκδοχηά του εαυτουά του. Αυτηά η εκδοχηά ειάναι η νεάα αγαπημεάνη μου. Οάταν φταάνουμε στο σπιάτι του πατεάρα του , ο δροάμος ειάναι γεμαάτος αυτοκιάνητα. Ο τσουχτεροάς αεάρας φυσαάει και εγωά τρεάμω. Η λεπτηά ζακεάτα που φοάρεσα παάνω αποά το φοάρεμα δεν εάχει τη δυάναμη να με ζεσταάνει. Ο Χαάρρυ βγαάζει το σακαάκι του και το ριάχνει στους ωάμους μου. Ειάναι προς εάκπληξηά μου ζεστοά και μυριάζει Χαάρρυ, η αγαπημεάνη μου μυρωδιαά. «Λοιποάν… για δες εάναν τζεάντλεμαν. Για ποιοάν σε ειάχα περαάσει;» Τον πειραάζω.
491
«Μην με καάνεις να σε παάω πιάσω στο αυτοκιάνητο και να σε πηδηάξω.» Λεάει και εγωά βγαάζω εάναν ηάχο μεταξυά κομμεάνης αναάσας και τσιριάδας καάτι που βριάσκει πολυά διασκεδαστικοά. «Εάχεις χωάρο σε αυτηάν την… τσαάντα… για να βαάλεις το κινητοά μου;» Ρωταάει. «Ειάναι φαάκελος και ναι.» Χαμογελαάω και κρατωά το χεάρι μου ανοιχτοά. Αυτοάς αφηάνει το κινητοά στην παλαάμη μου και καθωάς τον σπρωάχνω μεάσα στη μικρηά μου τσαάντα, παρατηρωά πως το φοάντο του δεν ειάναι πια σκεάτο γκρι. Στη μικρηά οθοάνη φαιάνεται η φωτογραφιάα μου που τραάβηξε οάταν του μιλουάσα στο δωμαάτιο. Τα χειάλη μου ειάναι ελαφρωάς χωρισμεάνα και τα μαάτια μου γεμαάτα ζωηά. Τα μαάγουλαά μου εάχουν μια ζεστηά λαάμψη, ειάναι παραάξενο να βλεάπω τον εαυτοά μου εάτσι. Αυτοά μου καάνει, με καάνει να νιωάθω ζωντανηά. «Σε αγαπαάω.» Του λεάω και κλειάνω την τσαάντα χωριάς να τον φεάρω σε δυάσκολη θεάση για το νεάο του φοάντο. Το μεγαάλο σπιάτι του Κεν και της Καρεν ειάναι γεμαάτο κοάσμο και ο Χαάρρυ κραταά το χεάρι μου σφιχταά αφουά φορεάσει και παάλι το σακαάκι του. «Ας προσπαθηάσουμε να βρουάμε τον Λιάαμ.» Προτειάνω. Ο Χαάρρυ γνεάφει και με οδηγειά. Τελικαά βρηάσκουμε τον Λιάαμ στο σαλοάνι διάπλα αποά το κινεάζικο ντουλαάπι που εάχει αντικαταστηάσει αυτοά που εάσπασε ο Χαάρρυ την πρωάτη φοραά που ηάρθα εδωά. Μοιαάζει να εάχει περαάσει τοάσος πολυάς καιροάς. Ο Λιάαμ ειάναι περιτριγυρισμεάνος αποά μιάα παρεάα ανδρωάν που οάλοι μοιαάζουν να ειάναι τουλαάχιστον εξηάντα και εάνας αποά αυτουάς εάχει μαλλιαά μεάχρι τον ωάμο. Εάνα χαμοάγελο εμφανιάζεται στο προάσωποά του οάταν βλεάπει εμεάνα και τον Χαάρρυ και ζηταά συγνωάμη αποά τη συζηάτησηά τους. Δειάχνει πολυά οάμορφος με το κουστουάμι οάπως και ο Χαάρρυ. «Ουαάου, δεν περιάμενα πως θα ζηάσω να σε δω με κουστουάμι και γραβαάτα.» Ο Λιάαμ γελαάει. «Αν συνεχιάσεις να μιλαάς γι αυτοά, δεν θα ζηάσεις και πολυά ακοάμα.» Ο Χαάρρυ τον απειλειά αλλαά υπαάρχει χιουάμορ πιάσω αποά τις λεάξεις του καθωάς χαμογελαάει. Μπορωά να πω πως αρχιάζει και συνηθιάζει τον Λιάαμ και αυτοά με καάνει χαρουάμενη. Ο Λιάαμ ειάναι εάνας αποά τους πιο κοντινουάς μου φιάλους και νοιαάζομαι πραγματικαά γι αυτοάν. «Η μητεάρα μου θα εκπλαγειά. Και Τεάσσα ειάσαι πανεάμορφη.» Λεάει και με τραβαά στην αγκαλιαά του. Ο Χαάρρυ δεν αφηάνει το χεάρι μου καθωάς προσπαθωά να το αγκαλιαάσω και εγωά οάποτε καάνω οάτι μπορωά με εάνα χεάρι. «Ποιοι ειάναι οάλοι αυτοιά;» Ρωταάω τον Λιάαμ. Ξεάρω πως ο Κεν και η Καάρεν μεάνουν εδωά σχεδοάν εάναν χροάνο οποάτε με εκπληάσσει το ποάσο πολλουάς ξεάρουν. Υπαάρχουν τουλαάχιστον διακοάσιοιά αάνθρωποι εδωά μεάσα.
492
«Οι περισσοάτεροι ειάναι φιάλοι του Κεν αποά το Πανεπιστηάμιο και οι υποάλοιποι φιάλοι και η οικογεάνεια. Ξεάρω μοναχαά περιάπου τους μισουάς αποά αυτουάς.» Γελαάει. «Θα θεάλατε εάνα ποτοά; Οάλοι θα παάμε εάξω σε περιάπου δεάκα λεπταά.» Ο Λιάαμ λεάει. «Ποιανουά ηάταν η ιδεάα να καάνουν το γαάμο εάξω μεάσα στον Δεκεάμβρη;» Ο Χαάρρυ παραπονιεάται. «Της μητεάρας μου.» Ο Λιάαμ υπερασπιάζεται. «Εξαάλλου οι σκηνεάς θερμαιάνονται, προφανωάς.» «Θα πρεάπει να πας στον πατεάρα σου για να δει πως ειάσαι εδωά. Ειάναι επαάνω, η μητεάρα μου κρυάβεται καάπου με τη θειάα μου.» Ο Λιάαμ προσθεάτει. «Αμμ… Νομιάζω πως απλαά θα μειάνω εδωά καάτω.» Ο Χαάρρυ λεάει. Χαιϊδευάω το χεάρι του με τον αντιάχειραά μου, αυτοάς με πιεάζει ελαφραά και ο Λιάαμ γνεάφει. «Λοιποάν πρεάπει να πηγαιάνω τωάρα αλλαά θα σας δω και μεταά.» Λεάει και μας αφηάνει με εάνα χαμοάγελο. «Θες να παάμε εάξω τωάρα;» Τον ρωταάω και αυτοάς γνεάφει. «Σε αγαπαάω.» Του λεάω και χαμογελαάει. «Σε αγαπαάω, Τες.» Φιλαάει το μαάγουλοά μου. Ο Χαάρρυ ανοιάγει την πιάσω ποάρτα και μου διάνει ξαναά το σακαάκι του. Η πιάσω αυληά εάχει μεταμορφωθειά, δυάο μεγαάλες σκηνεάς καλυάπτουν την περισσοάτερη αυληά και κρεάμονται αποά τα δεάντρα και στη βεραάντα υπαάρχουν εκατονταάδες μικραά φαναραάκια που λαάμπουν. Ακοάμα και στο φως της μεάρας, ειάναι οάμορφα. «Νομιάζω πως αυτηά ειάναι.» Ο Χαάρρυ λεάει και δειάχνει τη μικροάτερη αποά τις δυάο σκηνεάς. Μικροάτερη αποά την αάλλη αλλαά ακοάμα τεραάστια. Σχεδοάν οι μισεάς θεάσεις ειάναι γεμαάτες οποάτε καθοάμαστε στη δευάτερη αποά το τεάλος σειραά, ξεάρω πως ο Χαάρρυ δεν θεάλει να βριάσκεται και πολυά μπροσταά. «Δεν περιάμενα ποτεά πως θα παραβρεθωά στο γαάμο του πατεάρα μου.» Μου λεάει. «Το ξεάρω. Ειάμαι απιάστευτα περηάφανη για εσεάνα που ηάρθες. Θα σημαιάνει τοάσα πολλαά γι αυτουάς.» Γεάρνω το κεφαάλι μου στον ωάμο του και αυτοάς τυλιάγει το χεάρι του γυάρω μου. Αρχιάζουμε να μιλαάμε για τον οάμορφο τροάπο που αυτηά η σκηνηά εάχει στολιστειά, στα χρωάματα του αάσπρου και του μαυάρου. Απλοά και κομψοά.
493
«Φανταάζομαι η υποδοχηά ειάναι στην αάλλη σκηνηά;» Λεάει και παιάζει με μιάα μπουάκλα μου με τον αντιάχειρα και τον δειάχτη του. «Εάτσι νομιάζω. Στοιχηματιάζω πως ειάναι ακοάμη πιο οάμορφο αποά…» «Χαάρρυ; Εσυά ειάσαι;» Μια γυναικειάα φωνηά λεάει. Γυριάζουμε και οι δυάο τα κεφαάλια μας στη γυναιάκα αριστεραά. Μια ηλικιωμεάνη κυριάα που φοραάει εάνα ασπροάμαυρο λουλουδαάτο φοάρεμα και χαμηλαά παπουάτσια μας κοιταάζει με μαάτια ορθαάνοιχτα. «Oh Χριστεά μου, εσυά ειάσαι.» Η αναάσα της κοάβεται. Τα γκρι της μαλλιαά ειάναι τραβηγμεάνα πιάσω σε εάναν απλοά κοάτσο και φοραάει ελαάχιστο μακιγιαάζ. Οάλο το χρωάμα εάχει φυάγει αποά το προάσωπο του Χαάρρυ καθωάς σηκωάνεται οάρθιος για να τη χαιρετηάσει. Ποια ειάναι; «Γιαγιαά.» Λεάει και αυτηά τον τραβαά σε μια σφιχτηά αγκαλιαά. «Δεν μπορωά να το πιστεάψω πως ειάσαι εδωά, δεν σε εάχω δει εδωά και χροάνια. Για δες, ειάσαι τοάσο οάμορφο αγοάρι. Λοιποάν αάνδρας τωάρα. Δεν μπορωά να πιστεάψω ποάσο ψηλοάς ειάσαι! Και τι ειάναι αυταά;» Τον αγριοκοιταάζει και δειάχνει τα σκουλαριάκια του. Αυτοάς κοκκινιάζει και γελαάει αάβολα. «Πως ειάσαι;» Την ρωταάει και μετατοπιάζει το βαάρος του νευρικαά. «Ειάμαι καλαά αγαπητεά μου, μου εάχεις λειάψει τοάσο πολυά.» Λεάει και σκουπιάζει τις γωνιάες των ματιωάν της. «Ποια ειάναι αυτηά η γλυκιαά νεαρηά;» Η Γυναιάκα ρωταά. «Oh… συγνωάμη. Αυτηά ειάναι η Τεάσσα. Η Τεάσσα, το … κοριάτσι μου.» Απανταάει. «Τεάσσα αποά εδωά η γιαγιαά μου.» Χαμογελαάω και σηκωάνομαι. Η σκεάψη του Χαάρρυ να εάχει παππουάδες δεν ειάχε περαάσει ποτεά αποά το μυαλοά μου. Πιάστευα πως ηάταν νεκροιά, οάπως οι δικοιά μου. Δεν τους εάχει αναφεάρει ποτεά αλλαά αυτοά δεν με εκπληάσσει. «Χαιάρομαι που σας γνωριάζω.» Της λεάω και τεντωάνω το χεάρι μου για να τη χαιρετηάσω αλλαά αυτηά εάχει αάλλα σχεάδια. Με τραβαά κονταά της και με αγκαλιαάζει φιλωάντας το μαάγουλοά μου.
494
«Η ευχαριάστηση ειάναι οάλη δικηά μου, τι οάμορφη κοπεάλα που ειάσαι.» Μου καάνει κομπλιμεάντο και εγωά κοκκινιάζω. «Το οάνομαά μου ειάναι Αντεάλ αλλαά θα με φωναάζεις γιαγιαά.» Λεάει με μια προφοραά πιο βαριαά αποά του Χαάρρυ. «Ευχαριστωά.» Λεάω και αυτηά χειροκροτειά χαρουάμενα. «Απλαά δεν μπορωά να πιστεάψω πως ειάσαι εδωά, εάχεις δει τον πατεάρα σου προάσφατα; Ξεάρει πως ειάσαι εδωά;» Ρωταάει κοιτωάντας ξαναά το Χαάρρυ. «Ναι, εάρχομαι αρκεταά τον τελευταιάο καιροά. Ξεάρει πως θα ερχοάμουν.» Ο Χαάρρυ της λεάει. «Αυτοά ειάναι υπεάροχο, δεν ειάχα ιδεάα.» Λεάει και μπορωά να πω πως ειάναι εάτοιμη να βαάλει τα κλαάματα ξαναά. «Ενταάξει λοιποάν, αν καθιάσετε οάλοι η τελετηά θα αρχιάσει συάντομα.» Εάνας αάντρας με μικροάφωνο λεάει. «Εάλα να καθιάσεις με την οικογεάνεια, δεν πρεάπει να ειάσαι εδωά πιάσω.» Η γιαγιαά του λεάει και τον τραβαά αποά το χεάρι πριν αυτοάς μπορεάσει να αρνηθειά. Κοιταά πιάσω σε εμεάνα και μου ριάχνει εάνα βλεάμμα που λεάει “βοηάθεια” αλλαά εγωά απλαά χαμογελαάω και τους ακολουθωά μπροσταά. Καθοάμαστε διάπλα σε καάποια που μοιαάζει πολυά με την Καάρεν, φανταάζομαι ειάναι η αδερφηά της και ο Χαάρρυ πιαάνει το χεάρι μου στο δικοά του. Η γιαγιαά του κοιταά καάτω και χαμογελαά στην τρυφεροάτηταά μας πριν του κρατηάσει το αάλλο του χεάρι. Ο Χαάρρυ τσιτωάνεται λιγαάκι αλλαά δεν το αφαιρειά. Το βλεάμμα του Κεν οάταν εντοπιάζει το γιο του να καάθεται στην πρωάτη σειραά ειάναι απεριάγραπτο, συγκινητικοά αλλαά και λυπητεροά την ιάδια στιγμηά. Ο Χαάρρυ του διάνει εάνα μικροά χαμοάγελο και ο Κεν του το επιστρεάφει. Ο Λιάαμ καάθεται διάπλα αποά τον Κεν στη σκηνηά αλλαά τον Χαάρρυ δεν δειάχνει να τον πειραάζει, ξεάρω πως δεν θα συμφωνουάσε ποτεά να βριάσκεται εκειά παάνω εάτσι και αλλιωάς. Η τελετηά ειάναι οάμορφη και πιαάνω τον εαυτοά μου να δακρυάζει οάταν η φωνηά του Κεν σπαάει καθωάς λεάει του οάρκους του στη μεάλλουσα γυναιάκα του. Ο Χαάρρυ με κοιταά και χαμογελαά, βγαάζοντας το χεάρι του αποά το δικοά μου και σκουπιάζοντας τα μαάγουλαά μου. Η Καάρεν ειάναι μια υπεάροχη νυάφη και το πρωάτο τους φιλιά ως συάζυγοι κερδιάζει ζητωκραυγαάσματα και χειροκροτηάματα αποά το κοινοά. «Βλακειάες.» Ο Χαάρρυ αστειευάεται και εγωά γεάρνω το κεφαάλι μου στον ωάμο του. Το κοινοά μετακινητεά στην αάλλη σκηνηά και ειάχα διάκιο, ειάναι ακοάμη πιο οάμορφη αποά την προηγουάμενη. Οι τοιάχοι της τεάντας ειάναι δεμεάνοι με τραπεάζια με αάσπρα τραπεζομαάντηλα μαυάρες χαρτοπετσεάτες και ασπροάμαυρα λουλουάδια στο κεάντρο. Το ταβαάνι ειάναι καλυμμεάνο με φαναάρια οάπως και η βεραάντα που
495
φωτιάζουν τον χωάρο. Το κεάντρο της σκηνηάς ειάναι αάδειο και δειάχνει σαν την πιάστα χορουά με αάσπρα και μαυάρα πλακαάκια. «Τωάρα, μην εξαφανιστειάς. Θεάλω να σε ξαναά δω αποάψε.» Η γιαγιαά του Χαάρρυ λεάει και μας αφηάνει. «Αυτοάς ειάναι ο πιο φανταχτεροάς γαάμος που εάχω παάει.» Λεάει και κοιταά το αάσπρο υάφασμα που κρεάμεται αποά το ταβαάνι. «Δεν εάχω παάει σε γαάμο αποά οάταν ηάμουν παιδιά.» Του λεάω και χαμογελαάει. «Μου αρεάσει αυτοά.» Λεάει και φιλαά το μαάγουλοά μου. Δεν ειάμαι συνηθισμεάνη στην τρυφεροάτηταά του μπροσταά σε κοάσμο αλλαά μπορωά να τη συνηθιάσω γρηάγορα. «Τι σου αρεάσει;» Ρωταάω καθωάς καάθεται σε εάνα αποά τα τραπεάζια. «Που δεν εάχεις παάει σε γαάμο με το Νοάα.» Λεάει και γελαάω για να μην κατσουφιαάσω. «Και εμεάνα μου αρεάσει.» Τον βεβαιωάνω και χαμογελαάει. «Πειναάς;» Ρωταάει και εγωά γνεάφω ανυποάμονα. Το φαγητοά ειάναι νοστιμοάτατο και ο Χαάρρυ καθαριάζει το πιαάτο μεάσα σε μερικαά λεπταά. «Θες να σου βαάλλω και αάλλο;» Τον ρωταάω. «Αμ, ναι φυσικαά. Ευχαριστωά.» Σκυάβω και φιλωά το μαάγουλοά του πριν προχωρηάσω προς την ουραά για το φαγητοά. «Τεάσσα;» Μια γνωστηά φωνηά λεάει. Γυρνωά για να δω τον Κριάστιαν Βανς και τον Τρεάβορ να στεάκονται λιάγο πιο μακριαά. «Γεια σας.» Χαμογελωά. «Ειάσαι εκθαμβωτικηά.» Ο Τρεάβορ λεάει και τον ευχαριστωά σιγαναά. «Απολαμβαάνεις το Σαββατοκυάριακο σου;» Ο κυάριος Βανς με ρωταάει. «Φυσικαά, απολαμβαάνω παάντα και την εβδομαάδα μου.» Τον βεβαιωάνω. «Oh βεάβαια.» Γελαάει και πιαάνει εάνα πιαάτο.
496
«Οάχι κοάκκινο κρεάας!» Η Κιάμπερλι λεάει αποά πιάσω του. Αυτοάς στριφογυριάζει τα μαάτια του και αυτηά τον φιλαά πεταχταά. Η Κιάμπερλι και ο κυάριος Βανς; Ποιος θα το περιάμενε; Θα πρεάπει να τις ζητηάσω λεπτομεάρειες τη Δευτεάρα. «Γυναιάκες.» Την πειραάζει και γεμιάζει το πιαάτο της οάπως και εγωά του Χαάρρυ. «Θα σε δω αργοάτερα.» Χαμογελαάει και επιστρεάφει στο ραντεβουά του. Αυτηά με χαιρεταά και την χαιρετωά και εγωά. Εάνα μικροά αγοάρι καάθεται στα ποάδια της και αναρωτιεάμαι εάχουν παιδιά; Δεν εάχω ιδεάα. «Ειάναι ο γιος του.» Ο Τρεάβορ απανταά στις σκεάψεις μου. «Oh.» Λεάω και κοιτωά μακριαά αποά την Κιάμπερλι. «Η γυναιάκα του πεάθανε πριν πεάντε χροάνια, αμεάσως αφουά γεάννησε τον γιο τους. Δεν εάχει βγει με καμιάα πεάρα αποά την Κιμ, βλεάπονται μοναχαά μερικουάς μηάνες αλλαά ειάναι πολυά ερωτευμεάνος μαζιά της.» Χαμογελαάει. «Λοιποάν τωάρα ξεάρω ποιοάν να ρωταάω για τα κουτσομπολιαά του γραφειάου.» Αστειευάομαι και γελαάμε και οι δυάο. «Μωροά μου…» Ο Χαάρρυ λεάει και τυλιάγει τα χεάρια του γυάρω αποά τη μεάση μου, ξεκαάθαρα σε μια προσπαάθεια να υπερασπιστειά την περιοχηά του. «Χαιάρομαι που σε βλεάπω, Χαάρρυ εάτσι;» Ο Τρεάβορ ρωταάει. «Ναι..» Ο Χαάρρυ απανταά απλαά. «Καλυάτερα να επιστρεάψουμε στις θεάσεις μας, ο Λιάαμ σε ψαάχνει.» Ο Χαάρρυ λεάει και με τραβαά πιο κονταά του, αποχαιρετωάντας σιωπηλαά τον Τρεάβορ. «Θα σε δω μεταά.» Χαμογελωά ευγενικαά και διάνω στο Χαάρρυ το πιαάτο του με το φαγητοά καθωάς επιστρεάφουμε στο τραπεάζι.
497
Chapter 98 «Που ειάναι ο Λιάαμ?» ρωταάω τον Χαάρρυ καθωάς καθοάμαστε στις θεάσεις μας. «Δεν ξεάρω» μου απανταάει και δαγκωάνει εάνα κομμαάτι αποά το κρουασαάν του.. «Ειάπες οάτι με εάψαχνε?» «Ναι το ειάπα, αλλαά δεν ξεάρω που ειάναι τωάρα.» «Χαάρρυ δεν πρεάπει να μιλαάς με γεμαάτο το στοάμα σου.» Η γιαγιαά του εμφανιάζεται αποά πιάσω του.
498
Τον παρατηρωά να παιάρνει μα βαθιαά αναάσα προτουά γυριάσει να την δει. «Συγγνωάμη» Μουρμουριάζει. «Ηάθελα να σε δω πριν φυάγω, εάνας θεοάς ξεάρει ποάτε θα σε ξαναδωά Μπορειάς να χαριάσεις εάνα χοροά στην γιαγιαάκα σου?» Ρωταάει και εκειάνος κουναάει το κεφαάλι του. «Γιατιά οάχι?» Τον ρωταάει με εάνα χαμοάγελο. Υπαάρχει μια εάνταση αναάμεσα τους που δεν μπορωά να προσδιοριάσω. «Ετοιμαζοάμουν να βαάλω στην Τεάσσα καάτι να πιειά» Λεάει ψευδωάς και φευάγει αποά το τραπεάζι. «Λοιποάν, ειάναι απροάβλεπτος ε?» Γελαάει και μετακινειάται αάβολα. Δεν ειάμαι σιάγουρη τι να της απαντηάσω, το πρωάτο μου εάνστικτο ειάναι να τον υπερασπιστωά αλλαά φαιάνεται οάτι καάνει πλαάκα. «Πιάνει ακοάμη?» γυρναάει προς εμεάνα. «Τι? Οάχι» τραυλιάζω, τελειάως απροετοιάμαστη αποά την ερωάτηση της. «Πιάνει μοάνο σε ειδικεάς περισταάσεις» Ξεκαθαριάζω καθωάς τον βλεάπω να πλησιαάζει προς εμαάς με δυάο ποτηάρια γεμαάτα με εάνα ροζ χρωάμα ποτουά. Μου διάνει το εάνα και χαμογελαάω καθωάς το φεάρνω στα χειάλη μου. Μυριάζει γλυκοά οάταν το καταπιάνω και οι φουάσκες που αφριάζουν γαργαλουάν την μυάτη μου. Εχει γευάση γλυκιαά οάπως η μυρωδιαά του. «Σαμπαάνια» με ενημερωάνει και τον ευχαριστωά. «Τεάσσα!» Η Καάρεν φωναάζει και τυλιάγει τα χεάρια της γυάρω μου. Εάχει αλλαάξει αποά το νυφικοά της και φοραάει εάνα στενοά αάσπρο φοάρεμα μεάχρι το γοάνατο που την κολακευάει. «Ειάμαι τοάσο ενθουσιασμεάνη που εσειάς οι δυάο ηάρθατε! Πωάς ηάταν?» Με ρωταάει. Η Καάρεν ειάναι το μοάνο αάτομο που θα μπορουάσε να ρωτηάσει πωάς ηάταν ο δικοάς της γαάμος, ειάναι τοάσο ευγενικηά. «Ηάταν υπεάροχα, ηάταν πανεάμορφα» Της χαμογελαάω. Ο Χαάρρυ τοποθετειά το χεάρι του στην πλαάτη μου και γεάρνω προς το μεάρος του. Μπορωά να νιωάσω ποάσο αάβολα αισθαάνεται αναάμεσα στην γιαγιαά του και την Καάρεν και τωρα ο Κεν κατευθυάνεται προς το μεάρος μας.
499
«Σε ευχαριστω που ηάρθες» Ο Κεάν λεάει στον Χαάρρυ και του διάνει το χεάρι του να το σφιάξει. Ο Χαάρρυ υπακουάει και γρηάγορα σφιάγγει το χεάρι του πατεάρα του. Παρατηρωά οάτι ο Κεν σηκωάνει το χεάρι του για να αγκαλιαάσει τον Χαάρρυ, οάμως γρηάγορα το κατεβαάζει προτουά το καταλαάβουμε. Το προάσωπο του Κεν ειάναι γεμαάτο χαρα και ευτυχιάα. «Τεάσσα, δειάχνεις υπεάροχη καληά μου» Ο Κεν με κολακευάει και με αγκαλιαάζει. Δεν μπορωά παραά να νιωάσω λιάγο περιάεργα γυάρω του τωάρα που γνωριάζω καλυάτερα ποιος ηάταν στο παρελθοάν , τοάσα χροάνια πριν. «Περναάτε καλαά?» Ρωταάει με ενθουσιασμοά. «Ναι. Εάχετε διακοσμηάσει εάνα πολυά ωραιάο σκηνικοά εδωά εάξω» Ο Χαάρρυ βαάζει τα δυναταά του να συγχαρειά τον πατεάρα του. Τοποθετωά το χεάρι μου στην πλαάτη του και τον τριάβω κυκλικαά να τον χαλαρωάσω. «Δεν ηάξερα οάτι εσεις οι δυάο μιλουάσατε» Η Αντεάλ αναφεάρει. Ο Κεν τριάβει το πιάσω μεάρος του λαιμουά του, μια συνηάθεια που υποθεάτω ο Χαάρρυ πηάρε αποά εκειάνον. «Ναι. Ας μιληάσουμε για αυτοά μια αάλλη φοραά μητεάρα» Ο Κεν απανταάει και εκειάνη γνεάφει με το κεφαάλι της. Πιάνω αάλλη μια γουλιαά αποά το ποτοά μου και προσπαθωά να μην ντραπωά με το γεγονοάς οάτι πιάνω χωριάς να ειάμαι στην καταάλληλη ηλικιάα μπροσταά τους. Εάνας σερβιτοάρος με μαυάρο σακαάκι εάρχεται προς εμαάς και ο Κεν αρπαάζει εάνα ποτηάρι σαμπαάνια και ανατριχιαάζω ολοάκληρη. Διάνει το ποτηάρι στην νεάα του γυναιάκα και χαλαρωάνω. Ειάμαι ευγνωάμων που τον βλεάπω οάτι δεν πιάνει. «Θεάς αάλλο εάνα?» ο Χαάρρυ με ρωταάει και κοιταάζω την Καάρεν. «Εμπροάς λοιποάν, γαάμος ειάναι» Μου λεάει και χαμογελαάω. «Σιάγουρα τοάτε» Λεάω στον Χαάρρυ και μου φεάρνει εάνα ακοάμη ποτηάρι. «Δεν σου αάρεσε η σαμπαάνια?» η Καάρεν ρωταάει τον Χαρρυ. «Ναι, καληά ειάναι, απλωάς ηάδη ηάπια εάνα ποτηάρι και θα οδηγηάσω μεταά.» Την ενημερωάνει και η Καάρεν τον κοιταάζει με αγαάπη εμφανηά στα κασταναά μαάτια της.
500
«Εάχεις χροάνο να εάρθεις ξαναά αυτηά την εβδομαάδα, εάχω παραγγειάλει μερικουάς σποάρους για το θερμοκηάπιο» Η Καάρεν με κοιταάζει. «Ναι, φυσικαά. Ειάμαι ελευάθερη οάποτε θες μεταά τις τεάσσερις αυτηά την βδομαάδα» της απαντωά. Η ευχαάριστη αλλαά παροάλα αυταά εάκπληκτη εάκφραση στο προάσωπο της Αντεάλ ειάναι εμφανηάς καθωάς κοιταά αναάμεσα σε εμεάνα και τν Καάρεν. «Λοιποάν ποάσο καιροά βγαιάνετε εσειάς οι δυάο?» Η γριαά γυναιάκα ρωταάει τον Χαάρρυ και εμεάνα. «Μερικουάς μηάνες» Ο Χαάρρυ της απανταάει σιωπηλαά. Ορισμεάνες φορεάς ξεχναάωοάτι κανειάς εκτοάς αποά τον… κυάκλο των φιάλων του Χαάρρυ γνωριάζουν οάτι απεχθανοάμασταν ο εάνας τον αάλλον μεάχρι πριν αποά 2 μηάνες. «Oh, οποάτε δεν εάχει εγγοάνια συάντομα για εμεάνα?» Γελαάει και το προάσωπο του Χαάρρυ κοκκινιάζει. «Οάχι, οάχι. Μοάλις μετακομιάσαμε μαζιά» Ο Χαάρρυ λεάει και η Καάρεν και εγωά φτυάνουμε την σαμπαάνια πιάσω στα ποτηάρια μας ταυτοάχρονα. «Εσειάς οι δυάο μετακομιάσατε μαζιά?» Ο Κεν ρωταάει. Δεν περιάμενα ο Χαάρρυ να τους το πει σηάμερα, δεν ηάμουν καν σιάγουρη εαάν θα τους το εάλεγα γενικοάτερα. Ειάμαι σοκαρισμεάνη και λιάγο ντραάπηκα αποά την αντιάδραση μου, οάμωςκαταά κυάριο λοάγο ευχαριστημεάνη που δεν ειάχε προάβλημα να το παραδεχτειά. «Ναι, μετακομιάσαμε στο Αάρτισαν πριν μερικεάς μεάρες» Τους εξηγειά. «Ουαάου, Αάρτισαν αυτηά ειάναι μια ωραιάα περιοχηά και πολυά πιο κονταά στην δουλειαά της Τεάσσα» Ο Κεν ενημερωάνει. «Ναι» Ο Χαάρρυ απανταά προσπαθωάντας να καταλαάβει πως νιωάθει ο καθεάνας μεταά αποά αυτηά την ειάδηση που τους ειάπε. «Λοιποάν, ειάμαι περηάφανος για εσεάνα γιεά μου. Ποτεά δεν φανταζοάμουν οάτι θα ηάσουν τοάσο ευτυχηάς και τοάσο… γαληάνιος.» Τοποθετειά το χεάρι του στον ωάμο του γιουά του και τον κοιταάω με μια ουδεάτερη εάκφραση στο προάσωποά μου. «Σε ευχαριστωά» Ο Χαάρρυ απανταάει και χαμογελαάει στα αληάθεια.
501
«Ιάσως θα μπορουάσαμε να σας επισκεφτουάμε και να δουάμε και το μεάρος?» Ο Κεάν ρωταάει και ο Καάρεν χαμηλωάνει το βλεάμμα της «Κεάν..» τον προειδοποιειά. Μαάλλον θα σκεάφτεται την ημεάρα που ο Κεν πιάεσε πολυά τον Χαάρρυ, το ιάδιο και εγωά. «Εμ, ναι υποθεάτω πως θα μπορουάσατε» Ο Χαάρρυ απανταάει, εκπληάσσοντας μας οάλους. «Σοβαραά?» ο Κεάν ρωταάει και ο Χαάρρυ γνεάφει. «Οκ, απλωάς ενημεάρωσεά μας ποάτε σας βολευάει και τους δυάο» Του λεάει και τα μαάτια του λαάμπουν ελαφρωάς αποά την συγκιάνηση. Μουσικηά ξεκιναάει να παιάζει μεάσα στην σκηνηά και η Καάρεν αρπαάζει το μπραάτσο του Κεν. «Αυτοά ειάναι για εμαάς, σας ευχαριστωά και τους δυάο που ηάρθατε» Η Καάρεν λεάει και γεάρνει να με αγκαλιαάσει. «Εάχεις καάνει τοάσα πολλαά για αυτηάν την οικογεάνεια που δεν εάχεις ιδεάα.» Ψιθυριάζει στο αυτιά μου πριν απομακρυνθειά. «Ωάρα για τον πρωάτο χοροά της νυάφης και του γαμπρουά!» Μια φωνηά αντηχειά αποά το μικροάφωνο. Η Αντεάλ φευάγει και εκειάνη, ακολουθωάντας το πληάθος για να παρακολουθηάσει τον πρωάτο χοροά. «Μοάλις εάφτιαξες την μεάρα τους» Λεάω στον Χαάρρυ και φιλαάω το μαάγουλοά του. «Ας παάμε επαάνω» Μου απανταά. «Τι?» το κεφαάλι μου ειάναι λιάγο ζαλισμεάνο αποά τα δυάο ποτηραάκια σαμπαάνιας που μοάλις καταναάλωσα. «Επαάνω» Επαναλαμβαάνει, στεάλνοντας αυτοά τον οικειάο ηλεκτρισμοά μεάσα μου. «Τωάρα?» γελαάω. «Τωάρα!» «Αλλαά οάλος αυτοάς ο κοάσμος..» Δεν απανταάει, αντιά αυτουά παιάρνει το χεάρι μου και με οδηγειά μεάσα αποά το πληάθος και εάξω αποά την σκηνηά. Οάταν μπαιάνουμε μεάσα στο σπιάτι, παιάρνει εάνα
502
ακοάμη ποτηάρι σαμπαάνια για εμεάνα και προσπαθωά να μην το χυάσω καθωάς βιαάζομαι να ανεάβω τις σκαάλες ωάστε να μην χαάσω το βηάμα του. «Συμβαιάνει καάτι?» τονρωτωά καθωάς κλειάνει την ποάρτα του δωματιάου και κλειδωάνει. «Σε χρειαάζομαι» Λεάει με εάνα γλυκοά υάφος και βγαάζει το σακαάκι του. Oh. «Ειάσαι ενταάξει οάμως?» τον ρωτω, η καρδιαά μου κιοάλας χτυπαάει εάξω αποά το στηάθος μου. «Ναι, απλωάς χρειαάζομαι να μου αποσπαάσεις την προσοχηά» Γρυλιάζει και βαδιάζει προς το μεάρος μου αρπαάζοντας το ποτηάρι και τοποθετωάντας το στο κομοδιάνο. Καάνει ακοάμη εάνα βηάμα, παιάρνοντας τους καρπουάς μου στο εάνα του χεάρι και σηκωάνοντας τους παάνω αποά το κεφαάλι μου. Ευχαριάστως να γιάνω η διαφυγηά του αποά τον πανικοά που επικρατουάσε καάτω, βλεάποντας την γιαγιαά του για πρωάτη φοραά μεταά αποά τοάσο καιροά, τον πατεάρα του να παντρευάεται, την αποδοχηά του στην προάταση του Κεν να εάρθουν στο διαμεάρισμαά μας, οάλα αυταά ειάναι υπεραρκεταά για τον Χαάρρυ σε τοάσο μικροά χρονικοά διαάστημα. Αντιά να του καάνω και αάλλες ερωτηάσεις ηά να το πιεάσω, απλωάς τον αρπαάζω αποά το γιλεάκο του πουκαμιάσου του και σπρωάχνω τους γοφουάς μου να συναντηάσουν τους δικουάς του, ειάναι κιοάλας εάτοιμος. Βογκαάει και αφηάνει τους καρπουάς μου, διάνοντας μου προάσβαση να τυλιάξω τα δαάχτυλαά μου στα μαλλιαά του. Οάταν το στοάμα του κινειάται παάνω στο δικοά μου, η γλωάσσα του ειάναι ζεστηά και γλυκιαά με την γευάση της σαμπαάνιας. Μεάσα σε λιγα λεπταά βαάζει το χεάρι του στην τσεάπη και βγαάζει το προφυλακτικοά. «Θα πρεάπει να σε βαάλω να ξεκινηάσεις να παιάρνεις αντισυλληπτικαά για να μπορεάσω να σταματηάσω να χρησιμοποιωά αυταά, θεάλω να σε νιωάσω ολοκληρωτικαά.» Η φωνηά του ειάναι βραχνηά καθωάς δαγκωάνει το καάτω χειάλος μου, ρουφωάντας ελαφραά και αισθησιακαά. Εάτσι καάνει το σωάμα μου να το ποθειά ακοάμη περισσοάτερο. Τον ακουάω να ξεκουμπωάνει το παντελοάνι του και σφυριάζει καθωάς τα χεάρια μου πλησιαάζουν καάτω να κατεβαάσουν το παντελοάνι και το μποάξερ του στα γοάναταά του. Τα χεάρια του Χαάρρυ πηγαιάνουν ψηλαά στο μπροστινοά μεάρος του φορεάματος και γαντζωάνει τα μακριαά του δαάχτυλα γυάρω αποά το εσωάρουχοά μου και το τραβαάει καάτω, το απομακρυάνω αδεάξια με τα ποάδια μου και χρησιμοποιωά τα χεάρια του Χαάρρυ για να σταθεροποιηάσω τον εαυτοά μου. Γελαάει ελαφρωάς προτουά να ενωάσει τα χειάλη του με το λαιμοά μου. Τα χεάρια του ζουλαάνε τους γοφουάς μου προτουά να με σηκωάσει, τυλιάγονταε τα ποάδια μου γυάρω αποά την μεάση του.
503
Τα χεάρια μου αρπαάζουν την κορυφηά του φορεάματος μου σε μια προσπαάθει να το κατεβαάσω καάτω. «Οάχι, αάφησε του» Με παρακαλαάει. «Αυτοά το φοάρεμα ειάναι τοάσο απιάστευτα σεάξυ.. ειάναι τοάσο σεάξυ αλλαά παροάλα αυταά αάσπρο και δειάχνε παρθενικοά.. και γαμωάτο.. ειάναι τοάσο καυτοά. Δειάχνεις τοάσο οάμορφη» Λεάει μες στο λαιμοά μου καθωάς με σηκωάνει ψηλαά και μεταά με κατεβαάζει επαάνω του. Η πλαάτη μου ειάναι εναάντια στην ποάρτα και ο Χαάρρυ ξεκιναά να με καθοδηγειά παάνω και καάτω. Υπαάρχει μιάα εάνταση και αποάγνωση σε εκειάνον που δεν εάχω ξαναδειά ποτεά σε αυτοά το επιάπεδο, και νιωάθω σαν να ειάμαι ο παάγος και εκειάνος η φωτιαά. Ειάμαστε τοάσο διαφορετικοιά, αλλαά παροάλα αυταά ιάδιοι. «Ειάναι.. ενταάξει.. αυτοά?» Τραυλιάζει, τα χεάρια του εάχουν τυλιχτειά γυρω αποά την πλαάτη μου για να με σταθεροποιηάσει. «Ναι» Βογκαάω. Το αιάσθημα του να με παιάρνει με αυτοά τον τροάπο, εναάντια στην ποάρτα, με τα ποάδια μου γυάρω αποά την μεάση του ειάναι τοάσο εάντονο αλλαά και θειϊκοά ταυτοάχρονα «Φιάλα με» Ικετευάει. Γλιστραάω την γλωάσσα μου καταά μηάκος των χειλιωάν του προτουά το στοάμα του ανο΄ξει διάνοντας μου προάσβαση. Τραβωάντας τα μαλλιαά του, βαάζω τα δυαταά μου να τον φιληάσω οάπως κινειάται μεάσα και εάξω μου με γρηγοροάτερα ρυθμοά. Τα κορμιαά μας κινουάνται γρηάγορα αλλαά το φιλιά μας παραμεάνει αργοά και τοάσο οικειάο. «Δεν σε χορταιάνω Τες, σε.. αγαπαάω.» Λεάει μεάσα στο στοάμα μου και αναστεναάζω βογκωάντας, αυτοά το αιάσθημα να μεγαλωάνει στην κορυφηά του στομαχιουά μου. Μερικαά βογκηταά ξεφευάγουν και αποά τα δικαά του χειάλη και τον ακολουθωά και εγωά, καθωάς φταάνουμε και οι δυάο στην κορυάφωση μας. «Αφηάσου ελευάθερη μωροά μου» Με προσταάζει και αυτοά καάνω. Αφηάνει τα χειάλη του κολλημεάνα παάνω στα δικαά μου, καταπιάνοντας τα βογκηταά μου καθωάς τεντωάνεται και τελειωάνει μεάσα στο προφυλακτικοά. Με μερικεάς κοφτεάς αναάσες το κεφαάλι του πεάφτει παάνω στο στηάθος μου και συνεχιάζει να με κραταάει σταθερηά για λιγα λεπταά προτουά με σηκωάσει καθιάζοντας με καάτω να σταθωά στα ποάδια μου. Ριάχνω το κεφαάλι μου πιάσω στην ποάρτα και βριάσκω την αναάσα μου καθωάς τακτοποιειά το προφυλακτικοά βαάζοντας το πιάσω στο πακεταάκι και το τοποθετειά στην τσεάπη του, πριν να σηκωάσει να βαάλει τα παντελοάνια του.
504
«Θυάμισε μου να το πεταάξω μοάλις φταάσουμε καάτω» Χαζογελαάει και το ιάδιο καάνω και εγωά. «Σε ευχαριστωά» Μου λεάει και με φιλαά στο μαάγουλο. «Οάχι για αυτοά που μοάλις καάναμε, αλλαά για οάλα» «Δεν χρειαάζεται να με ευχαριστειάς Χαάρρυ, καάνεις οάσα καάνω και εγωά για εσεάνα, για την ακριάβεια περισσοάτερα» . «Με τιάποτα» Διαφωνειά και παιάρνει το χεάρι μου. «Ας παάμε ξαναά πιάσω, πριν να εάρθει καάποιος και μας ψαάχνει.» Μου λεάει. «Πωάς δειάχνω?» Τον ρωτωά, περνωάντας τα δαάχτυλα ποά τα μαλλιαά μου και σκουπιάζοντας καάτω αποά τα μαάτια μου. «Φρεάσκο-παρμεάνη» Με πειραάζει και αναποδογυριάζω τα μαάτια μου. «Δειάχνεις πανεάμορφη». «Το ιάδιο και εσυά» Του λεάω. Τριάβει την μυάτη του στο κομπλιμεάντο μου και βαάζει το σακαάκι του ξαναά προτου παάμε πιάσω στην δεξιάωση. Σχεδοάν οάλοι πιάσω στην σκηνηά χορευάουν με το που επιστρεάφουμε και η απουσιάα μας δεν φαιάνεται να εάγινε αισθητηά. Καθωάς καθοάμαστε εάνα ακοάμη τραγουάδι αρχιάζει. Το αναγνωριάζω ’’Ποτεά μην με αφηάσεις’’ αποά τους Florence & the Machine. «Θεάλεις να χορεάψουμε?» Ρωτωά τον Χαάρρυ, ακοάμη και ηάδη ξεάρω την απαάντηση του. «Οάχι, δεν χορευάω» Μου απανταάει και γνεάφω. «Εκτοάς και εαάν… το θες εσυά?» Προσθεάτει. Ειάμαι εάκπληκτη αποά την προσφοραά του και ενθουσιασμεάνη που θα χορεάψει μαζιά μου καθωάς μου διάνει το χεάρι του και με οδηγειά μεάσα στο πλακοάστρωτο δαάπεδο της σκηνηάς. Καθοάμαστε πιάσω, σε μια καληά αποάσταση αποά το πληάθος. «Δεν εάχω ιδεάα τι να καάνω» Χαζογελαάει. «Θα σου δειάξω» τον διαβεβαιωθωά και το τοποθετωά το χεάρι του στους γοφουάς μου.
505
Παραπαταάει στα ποάδια μου μερικεάς φορεάς αλλαά πιαάνει το ρυθμοά γρηάγορα. Ουάτε σε χιάλια χροάνια δεν θα φανταζοάμουν οάτι ο Χαάρρυ θα χοάρευε στο γαάμο του πατεάρα του. «Λιάγο καταθλιπτικοά τραγουάδιγια να παιχτειά σε γαάμο, δεν νομιάζεις?» Γελαάει μες στο αυτιά μου. «Οάχι ιδιαιάτερα, ειάναι τεάλειο» Του λεω και γεάρνω το κεφαάλι μου στο στεάρνο του. Εάχω συνειδητοποιηάσειοάτι δεν χορευάουμε ακριβωάς, απλωάς κινουάμαστε ελαφρωάς μπρος-πισω κρατωάντας ο εάνας τον αάλλον αλλαά αυτοά ειάναι αρκετοά για εμεάνα. Μεάνουμε εάτσι για τα εποάμενα δυάο τραγουάδια αθως ο Χαρρυ μου αφηγειάται καάποια παλιαά πραάγματα για την γιαγια του. Ακοάμη μεάνει στην Αγγλιάα, δεν την εάχει δει ουάτε της εάχει μιληάσει αποά τοάτε που το πηάρε τηλεάφωνο στα 12α γενεάθλια του. Πηάρε το μεάρος του πατεάρα του καταά την διαάρκεια του διαζυγιάου και υπερασπιάστηκε τον εθισμοά του στο ποτοά, κυριάως κατηγορωάντας για οάλα την μητεάρα του Χαάρρυ, που ηάταν αρκετοά για να μην της ξαναμιληάσει. Δειάχνει πολυά αάνετος να μοιραάζεται αυτεάς τις πληροφοριάες μαζιά μου, οποάτε μεάνω ηάσυχη μοάνο γνεάφοντας και μουρμουρωάντας για να δειάξω οάτι καταάλαβα τα σχοάλια του. Ο Χαάρρυ καάνει μερικαά αστειάα για το οάτι βαάζουν πολυά ενοχλητικαά και γκρινιαάρικα τραγουάδια στο γαάμο και γελαάω μαζιά του. «Θεάλεις να ξαναπαάμε επαάνω?» Λεάει αστειευοάμενος και χαμηλωάνει το χεάρι του στην πλαάτη μου. «Ιάσως» Του χαμογελωά πονηραά. «Θα πρεάπει να σου διάνω σαμπαάνια πιο συχναά» Γελαάει. Μετακινω τα χερια του παάλι πισω στη μεση μου και κατσουφιαζει, που με κανει νε χαμογελασω ακομη πιο πολυά. «Περναάω στα αληάθεια καλαά» Παραδεχεται. «Και εγωά. Σ’ευχαριστω που ηρθες μαζι μου. «Δεν θα ηάθελα να βριάσκομαι πουθενα αλλουά» Ξεάρω οάτι δεν εννοει το γαάμο αλλα γενικοτερα με εμενα. Η σκεάψη αυτηά στεάλνει μια ζεστασια που με διαπερνα. «Μπορωά να διακοάψω?» ο Κεν ρωταάει καθωάς το εποάμενο τραγουάδι αρχιάζει.. Ο Χαάρρυ κατσουφιαάζει και κοιταάζει προς τα εμεάνα και μεταά παάλι πιάσω στο πατεάρα του. «Ναι, μοάνο για εάνα τραγουάδι». Ο Χαάρρυ βογκαάει και ο Κεν γελαάει.
506
«Εάνα τραγουάδι». Επαναλαμβαάνει τα λοάγια του γιουά του και ο Χαάρρυ με αφηάνει. Το χεάρι του Κεάν τοποθετειάται πιάσω αποά την πλαάτη μου και ξεροκαταπιάνω το αάβολο αιάσθημα που κραταάω για εκειάνον. Ο Κεάν κραταάει χαλαρηά την συζηάτηση καθωάς χορευάουμε. Τα αάσχημα αισθηάματαά μου προς αυτοάν κατευναάζουν καθωάς γελαάμε με εάνα αρκεταά εμφανηά μεθυσμεάνο ζευγαάρι που κινειάται παάνω-καάτω, διάπλα αποά εμαάς στην πιάστα χορουά. «Θα το πιάστευες αυτοά?» Ο Κεάν λεάει, η φωνηά του γεμαάτη εάκπληξη. Γυριάζω για να δω σε τι αναφεάρεται και ακουάω το δικοά μου μικροά αναστεναγμοά καθωάς εντοπιάζω τον Χαάρρυ να χορευάει αάβολα κινουάμενος μπρος-πιάσω μαζιά με την Καάρεν. Εκειάνη γελαάει καθωάς την παταάει στα αάσπρα της παπουάτσια και εκειάνος χαμογελαάει ντροπιασμεάνος. Αποάψε η βραδιαά ειάναι καλυάτερη απ’ οάτι υπολοάγιζα. Μεταά το τεάλος του τραγουδιουά, ο Χαάρρυ γρηάγορα εάρχεται προς το μεάρος μου. Καάποιος φωναάζει το οάνομα του Κεν και εκειάνος γνεάφει.. Μας αποχαιρεταά και ευχαριστειά ακοάμη μια φοραά που ηάρθαμε στο γαάμο προτουά να εξαφανιστειά μεάσα στο πληάθος. «Ειάσαι εάτοιμη να φυάγουμε?» Με ρωταά ο Χαάρρυ. «Ναι, τα ποάδια μου με πεθαιάνουν.» Αυτηά ηάταν η περισσοάτερη ωάρα που εάχω φορεάσει τακουάνια στην ζωηά μου και θα χρειαστωά μια εβδομαάδα για να συνεάλθω. «Θα ηάθελες να σε κουβαλουάσα?» Με κοροιϊδευάει με μιάα ψευάτικη παιδικηά φωνηά. «Οάχι» Χαζογελαάω. Καθωάς φευάγουμρ αποά την σκηνηά ο Τρεάβορ πλησιαάζει μαζιά με την Κιάμπερλυ και τον κυάριο Βαάνς. Το χαμοάγελοά της ειάναι φωτεινοά και μου κλειάνει το μαάτι αφουά σκαναάρει πρωάτα το Χαάρρυ. Προσπαθωά να της χαμογελαάσω αλλαά καταληάγω στο να βηάξω. «Θα μου χαάριζες και εμεάνα εάνα χοροά?» Ο Βαάνς πειραάζει το Χαάρρυ. «Οάχι, με τιάποτα» Γελαάει μαζιά του. «Φευάγετε τοάσο νωριάς?» Ο Τρεάβορ κοιταάζει προς εμεάνα. «Εάχουμε καάμποση ωάρα που ηάρθαμε για την ακριάβεια» Ο Ψαάρρυ απανταάει για εμεάνα και με τραβαάει μακρυαά τους.
507
«Χαάρηκα που σε ειάδα Βαάνς.» Ο Χαάρρυ λεάει καθωάς απομακρυνοάμαστε αποά τη σκηνηά. «Αυτοά ηάταν τοάσο αγενεάς» Τον σκουνταάω με το που μπαιάνουμε στο αμαάξι. «Φλεάρταρε μαζιά σου, εάχω δικαιάωμα να ειάμαι οάσο αγενηάς επιθυμωά». «Δεν φλεάρταρε μαζιά μου, απλωάς ηάταν ευγενικοάς». «Σε θεάλει, μπορωά να το δω Μην ειάσαι τοάσο αφεληάς». Στριφογυριάζει τα μαάτια του. «Απλωάς να’ σαι καλοάς μαζιά του, αποά εδωά και στο εξηάς παρακαλωά. Δουλευάω μαζιά του και δεν θεάλω να εάχω μπελαάδες». Του λεάω ηάρεμα. Αποάψε ηάταν μιάα τοάσο υπεάροχη νυάχτα, που δεν θεάλω να χαλαάσει εξαιτιάας της ζηάλιας του. «Θα μπορουάσα αάνετα να βαάλω τον Κριάστιαν να τον απολυάσει.» Λεάει και δεν μπορωά παραά να γελαάσω με ην αυθαάδη απαάντησηά του. «Ειάσαι τρελοάς» Ξεφυσαάω. «Μοάνο οάταν προάκειται για εσεάνα» μου απανταάει και στριάβει για μπει στο δροάμο.
508
Chapter 99 «Λατρευάω να επιστρεάφω σπιάτι.» Λεάω στον Χαάρρυ μοάλις μπαιάνουμε στο διαμεάρισμα. Σχεδοάν μπορωά να διακριάνω την αναάσα μου στο παγωμεάνο σαλοάνι.. «Εκτοάς αποά οάταν η θεάρμανση ειάναι κλειστειά.» Τρεάμω και αυτοάς κρυφογελαάει. «Δεν εάχω καταλαάβει και πολυά ακοάμα πως λειτουργειά, ειάναι υψηληάς τεχνολογιάας.» Υπερασπιάζεται τον εαυτοά του και εγωά γελαάω. «Θα πιαάσω τις κουβεάρτες.» Λεάω ενωά ο Χαάρρυ προσπαθειά να καταλαάβει πως λειτουργειά ο θερμοσταάτης. Πιαάνω τις κουβεάρτες αποά το κρεβαάτι και δυάο αποά την ντουλαάπα πριν τις αφηάσω στον καναπεά και επιστρεάψω στο δωμαάτιο για να αλλαάξω ρουάχα. «Χαάρρυ!» Φωναάζω. «Εάρχομαι!»
509
«Μπορειάς να με ξεκουμπωάσεις;» Τον ρωταάω, γυριάζοντας την πλαάτη μου σε αυτοάν. Τιναάζομαι οάταν τα κρυάα του δαάχτυλα ακουμπουάν το γυμνοά μου δεάρμα. «Συγνωάμη.» Κατεβαάζει γρηάγορα το φερμουαάρ του υφαάσματος και το αφηάνει να πεάσει στο παάτωμα.. Βγαάζω τα παπουάτσια μου και το τσιμεντεάνιο παάτωμα ειάναι και αυτοά παγωμεάνο. Πηγαιάνω γρηάγορα στην ντουλαάπα για να φορεάσω τις πιο ζεστεάς πιτζαάμες που μπορωά να βρω. «Εάλα, αάσε με να σου δωάσω καάτι.» Λεάει και περπαταά προς την ντουλαάπα, βγαάζοντας εάνα γκρι φουάτερ με κουκουάλα. Χαμογελαάω, ευχαριστωάντας τον. Δεν ξεάρω τι ειάναι αυτοά που αγαπωά τοάσο πολυά στο να φοραάω τα ρουάχα του Χαάρρυ, ειάναι λες και το να τα φοραάω μας φεάρνει πιο κονταά. Δεν ειάχα φορεάσει ποτεά ρουάχα του Νοάα εκτοάς αποά εάνα φουάτερ μια φοραά που καάναμε καάμπινγκ με την οικογεάνειαά του. Και του Χαάρρυ φαιάνεται να του αρεάσει οάταν φοραάω τα ρουάχα του. Με παρακολουθειά να γλιστρωά το φουάτερ αποά το κεφαάλι μου με μαάτια γεμαάτα ποάθο. Τον βλεάπω να δυσκολευάεται να βγαάλει τη γραβαάτα του και πηγαιάνω προς το μεάρος του για να τον βοηθηάσω. Με κοιταά σιωπηλαά καθωάς βγαάζω τη γραβαάτα αποά το λαιμοά του και την ακουμπωά καάτω πριν πιαάσω εάνα ζευγαάρι καάλτσες. Επιλεάγω τις χοντρεάς, χνουδωτεάς μωβ καάλτσες που η μητεάρα μου, μουά αγοάρασε πεάρυσι τα Χριστουάγεννα. Τα Χριστουάγεννα ειάναι μοάλις τρεις εβδομαάδες μακριαά, αναρωτιεάμαι αν η μητεάρα μου θα θεάλει ακοάμα να παάω σπιάτι. Δεν εάχω παάει στο σπιάτι αποά οάταν εάφυγα για το κολεάγιο. «Τι ειάναι αυταά;» Κρυφογελαάει και παιάζει με την χνουδωτηά μπαάλα που ακουμπαά τον αστραάγαλο μου. «Καάλτσες. Ζεστεάς καάλτσες για να ειάμαι ακριβηάς.» Του βγαάζω τη γλωάσσα. «Ωραιάα.» Με πειραάζει και αλλαάζει και αυτοάς σε φοάρμα και φουάτερ. Οάταν επιστρεάφουμε στο σαλοάνι το διαμεάρισμα εάχει ζεσταθειά δραστικαά. Ο Χαάρρυ ανοιάγει την τηλεοάραση και ξαπλωάνει στον καναπεά, τραβωάντας με στο στηάθος του και σκεπαάζονταάς μας με την κουβεάρτα. «Αναρωτιοάμουν τι θα καάνεις για τα Χριστουάγεννα;» Τον ρωταάω νευρικαά. Δεν ξεάρω γιατιά ντρεάπομαι να τον ρωτηάσω για τα Χριστουάγεννα οάταν μεάνουμε ηάδη μαζιά. «Oh, βασικαά περιάμενα να εάρθει η εποάμενη εβδομαάδα για να το αναφεάρω με οάλο αυτοά το χαάος της προηγουάμενης βδομαάδας αλλαά μιας και το ειάπες.»
510
Χαμογελαάει, στο προάσωπο του διαγραάφεται η ιάδια νευρικοάτητα που νιωάθω και εγωά. «Θα παάω σπιάτι για τις διακοπεάς και θα μου αάρεσε αν ερχοάσουν μαζιά μου;» «Σπιάτι;» Τσιριάζω. «Στην Αγγλιάα… στο σπιάτι της μητεάρας μου.» Εξηγειά το προφανεάς. «Το καταλαβαιάνω αν δεν θες, ξεάρω πως σου ζητωά πολλαά και μετακοάμισες ηάδη μαζιά μου.» «Δεν ειάναι πως δεν θεάλω, ειάναι απλαά… δεν ξεάρω…» Η ιδεάα να παάω σε αάλλη χωάρα με τον Χαάρρυ ειάναι συναρπαστικηά αλλαά και τρομακτικηά. Δεν εάχω φυάγει ποτεά μου αποά την Ουαάσινγκτον. «Δεν χρειαάζεται να μου απαντηάσεις αποάψε αλλαά ενημεάρωσεά με συάντομα ενταάξει; Θα φυάγω στις ειάκοσι.» Εξηγειά. «Μιάα μεάρα μεταά τα γενεάθλιαά μου.» Του λεάω. Ξαφνικαά μετακινειάται και σηκωάνει το κεφαάλι μου. «Τα γενεάθλιαά σου; Γιατιά δεν μου ειάπες πως ηάταν τοάσο συάντομα;» Ρωταάει, φαιάνεται καθαραά στη φωνηά του πως με κατηγορειά. «Δεν ξεάρω. Δεν το πολυά εάχω σκεφτειά βασικαά. Τα γενεάθλια δεν ειάναι και τιάποτα το σημαντικοά για εμεάνα.» Η μητεάρα μου συνηάθιζε να καάνει εάνα σωροά πραάγματα στα γενεάθλιαά μου, καάνοντας την καάθε μιάα φοραά ξεχωριστηά αλλαά οάχι τα τελευταιάα χροάνια. «Λοιποάν τι θα ηάθελες να καάνεις για τα γενεάθλιαά σου;» «Τιάποτα, ιάσως μπορουάμε να παάμε για δειάπνο;» Δεν θεάλω να το καάνω και πολυά μεγαάλο θεάμα. «Δειάπνο…. Δεν ξεάρω, ειάναι καάπως ακραιάο δεν νομιάζεις;» Κοροιϊδευάει. Χαζογελαάω και φιλαά το μεάτωποά μου. Τελικαά μας παιάρνει ο υάπνος στον καναπεά και ξυπνωά αποά την ζεάστη στα μισαά της νυάχτας. Σηκωάνομαι αποά τον Χαάρρυ και βγαάζω το φουάτερ πριν παάω και κλειάσω τη θεάρμανση. Το μικροά μπλε φως που αναβοσβηάνει εάρχεται αποά το κινητοά του Χαάρρυ στο τραπεάζι και τραβαά την περιεάργειαά μου. Σηκωάνω το κινητοά και πατωά στην οθοάνη. Τριάα νεάα μηνυάματα. Αάσε το τηλεάφωνο καάτω Τεάσσα.
511
Δεν εάχω κανεάναν λοάγο να κοιταάξω το κινητοά του, αυτοά ειάναι τρελοά. Αφηάνω το κινητοά καάτω και προχωρωά ξαναά προς τον καναπεά μοάνο για να με σταματηάσει η δοάνηση αποά αάλλο εάνα μηάνυμα που εάρχεται. Μοναχαά εάνα, θα κοιταάξω μοναχαά εάνα. Αυτοά δεν ειάναι τρελοά σωσταά; Το ξεάρω πως ειάναι παραάλογο να κοιταάξω τα μηνυάματα του Χαάρρυ αλλαά δεν μπορωά να σταματηάσω τον εαυτοά μου. *Παάρε με τηλεάφωνο κοάπανε.* Το μηάνυμα λεάει. Το οάνομα του Τζεάις βριάσκεται ψηλαά στη μικρηά οθοάνη. Το να διαβαάσω αυτοά το μηάνυμα ηάταν απαιάσια ιδεάα. Δεν μου προσεάφερε τιάποτα και τωάρα νιωάθω ενοχεάς που κοιάταξα το κινητοά του Χαάρρυ λες και ειάμαι καμιάα τρεληά. Για ποιο λοάγο στεάλνει ο Τζεάις στον Χαάρρυ εάτσι και αλλιωάς; «Τεάσσα;» Η φωνηά του Χαάρρυ με καάνει να αναπηδηάσω και το κινητοά γλιστραά αποά τα χεάρια μου ενωά η αναάσα μου κοάβεται. Πεάφτει στο παάτωμα και εάνας ηάχος σπασιάματος ακουάγεται. «Τι ηάταν αυτοά; Τι καάνεις;» Ρωταάει στο σκοτεινοά δωμαάτιο, το μοάνο φως βγαιάνει αποά την τηλεοάραση. «Η μπαταριάα στο κινητοά σου τελειάωσε… και το εάπιασα.» Μισοά λεάω ψεάματα και σκυάβω για να σηκωάσω το κινητοά αποά το παάτωμα. Η οθοάνη τωάρα εάχει μιάα μικρηά γρατζουνιαά καταά μηάκος της. «Και ραάγισα την οθοάνη.» Προσθεάτω. «Απλαά εάλα πιάσω για υάπνο.» Γρυλιάζει και εγωά αφηάνω το κινητοά καάτω και ξαπλωάνω ξαναά μαζιά του. … Το εποάμενο πρωιά ξυπνωά αποά τον Χαάρρυ να προσπαθειά να κινηθειά αποά καάτω μου. Στριάβω το σωάμα μου ακουμπωάντας στο πιάσω μεάρος του καναπεά για να τον αφηάσω να σηκωθειά και αυτοάς πιαάνει το κινητοά του αποά το τραπεάζι και πηγαιάνει στο μπαάνιο. Ελπιάζω να μην μου εάχει θυμωάσει πολυά που εάσπασα το κινητοά του, αν δεν ηάμουν τοάσο περιάεργη αυτοά δεν θα ειάχε γιάνει εξ αρχηάς. Σηκωάνομαι αποά τον καναπεά και φτιαάχνω μιάα κουάπα καφεά. Η προάταση του Χαάρρυ να παάω στην Αγγλιάα μαζιά του γυριάζει στο μυαλοά μου. Εάχουμε ηάδη προχωρηάσει πολυά γρηάγορα τη σχεάση μας με το να μετακομιάσουμε μαζιά σε τοάσο μικρηά ηλικιάα. Παροάλα αυταά θα ηάθελα πολυά να γνωριάσω τη μητεάρα του και να δω την Αγγλιάα ειδικαά με τον Χαάρρυ. «Βυθισμεάνη σε σκεάψεις;» Η φωνηά του Χαάρρυ με διακοάπτει. «Οάχι… λοιποάν σχεδοάν.» Γελαάω. «Για;»
512
«Τα Χριστουάγεννα.» «Τι με αυταά; Δεν μπορειάς να αποφασιάσεις τι να μου παάρεις;» Γελαάει. «Νομιάζω πως θα τηλεφωνηάσω στη μητεάρα μου να δω αν θεάλει να προσκαλεάσει σπιάτι για τα Χριστουάγεννα. Νιωάθω χαλιαά αν δεν τη δω τουλαάχιστον πρωάτα μιας και ξεάρεις. Θα ειάναι μοάνη.» Του λεάω. «Καταλαβαιάνω.» Συμφωνειά. «Συγνωάμη για το κινητοά σου.» «Δεν υπαάρχει προάβλημα.» «Διαάβασα εάνα μηάνυμα αποά τον Τζεάις.» Ξεφουρνιάζω. Δεν θεάλω να του κρυάβω πραάγματα, παραά το ποάσο ντροπιαστικοά ειάναι να τα παραδεάχομαι. «Τι εάκανες;» «Δονουάσε και το κοιάταξα. Γιατιά σου εάστελνε τοάσο αργαά εάτσι και αλλιωάς;» «Τι διαάβασες;» Ρωταάει αγνοωάντας την ερωάτησηά μου. «Εάνα μηάνυμα αποά τον Τζεάις.» Επαναλαμβαάνω. «Τι εάλεγε;» Το πιγουάνι του σφιάγγεται. «Απλαά να τον παάρεις τηλεάφωνο…» Για ποιοάν λοάγο εκνευριάζεται τοάσο; Ηάξερα πως δεν θα ειάναι ακριβωάς χαρουάμενος που κοιάταξα το μηάνυμαά του αλλαά αυτοάς υπερβαάλλει. «Αυτοά μοάνο;» Λεάει αποάτομα. «Ναι Χαάρρυ, τι αάλλο μπορειά να εάλεγε;» Αρχιάζω να ενοχλουάμαι. «Τιάποτα… Απλαά δεν μου αρεάσει να ψαάχνεις τα πραάματαά μου.» «Ενταάξει, λοιποάν δεν θα το ξαναά καάνω.» «Καλαά. Εάχω καάποια πραάματα να καάνω σηάμερα θα μπορεάσεις να βρεις καάτι να απασχοληθειάς για λιάγο;» «Τι εάχεις να καάνεις;» Ρωταάω και το μετανιωάνω αμεάσως.
513
«Χριστεά μου Τεάσσα, γιατιά μπλεάκεσαι συνεχωάς στη δουλειαά μου!» Υψωάνει τη φωνηά του. «Δεν ειάμαι συνεχωάς στη δουλειαά σου, απλαά ηάθελα να ξεάρω τι εάχεις να καάνεις. Ειάμαστε σε σχεάση, και πολυά σοβαρηά μαάλιστα οποάτε γιατιά να μην σε ρωτηάσω τι εάχεις να καάνεις;» «Το προάβλημαά σου ειάναι πως δεν ξεάρεις ποάτε να σταματαάς. Δεν χρειαάζεται να σου λεάω τα παάντα, ειάτε μεάνουμε μαζιά ειάτε οάχι! Αν ηάξερα πως θα αάρχιζες τις βλακειάες μαζιά μου σηάμερα, θα εάφευγα πριν καν ξυπνηάσεις.» Λεάει αποάτομα. «Ουαάου.»Ειάναι το μοάνο που λεάω πριν παάω βιαστικαά στο υπνοδωμαάτιο με αυτοάν να με ακολουθειά. «Τι ουαάου;» «Εάπρεπε να ηάξερα πως η χθεσινηά μεάρα ηάταν πολυά καληά για να ειάναι αληθινηά.» «Με συγχωρειάς;» Ειρωνευάεται. «Περαάσαμε τοάσο καλαά, δεν ηάσουν κοάπανος για μιάα φοραά αλλαά ξυπναάς σηάμερα και μπαμ! Γυάρισες στο να ειάσαι ηλιάθιος!» Τριγυρναάω στο δωμαάτιο και μαζευάω τα βρωάμικα ρουάχα του Χαάρρυ αποά το παάτωμα. «Ξεάχασες πως κοιάταξες το κινητοά μου.» «Ενταάξει και συγνωάμη που το εάκανα αυτοά, αλλαά ειλικριναά δεν ειάναι και τοάσο σημαντικοά. Αν υπαάρχει καάτι που δε θεάλεις να δω τοάτε υπαάρχει μεγαλυάτερο προάβλημα!» Ουρλιαάζω και στριμωάχνω τα ρουάχα στο καλαάθι των αάπλυτων. «Οάχι Τεάσσα, εσυά ειάσαι το προάβλημα. Καάνεις συνεχωάς την τριάχα τριχιαά» «Γιατιά μαάλωσες με τον Ζεάιν;» «Δεν θα το συζητηάσουμε αυτοά τωάρα.» Λεάει με ηάπιο τοάνο. «Τοάτε ποάτε Χαάρρυ; Γιατιά δεν μου λες; Πως υποτιάθεται πως θα σε εμπιστευτωά αν μου κρυάβεις πραάγματα;» «Εάχει να καάνει με τον Τζεάις;» Ρωταάω και τα ρουθουάνια του βγαάζουν καπνουάς. Τριάβει με τα χεάρια του το προάσωποά του και μεταά τα ανεβαάζει στα μαλλιαά του αφηάνονταάς τα σηκωμεάνα επαάνω.
514
«Δεν ξεάρω γιατιά δεν μπορειάς απλαά να κοιταάξεις τη δικηά σου δουλειαά.» Γρυλιάζει και βγαιάνει αποά το δωμαάτιο. Δευτεροάλεπτα μεταά ακουάω την μπροστινηά ποάρτα να κλειάνει με δυάναμη και σκουπιάζω τα δαάκρυα του θυμουά μου αποά τα μαάγουλαά μου. Η αντιάδραση του Χαάρρυ για τον Τζεάις δημιουργειά μια ανησυχιάα στο στομαάχι μου καθωάς μαζευάω το διαμεάρισμα. Υπερεάβαλλε, υπαάρχει καάτι που δεν μου λεάει και δεν καταλαβαιάνω γιατιά. Ειάμαι σχεδοάν σιάγουρη πως δεν αφοραά εμεάνα αλλαά απλαά δεν βγαάζει νοάημα γιατιά ο Χαάρρυ εκνευριάστηκε τοάσο. Ηάξερα αποά την πρωάτη στιγμηά που γνωάρισα τον Τζεάις πως ειάχε καάτι επαάνω του που δεν μου αάρεσε. Αν ο Χαάρρυ δεν μου δωάσει απαντηάσεις θα πρεάπει να βρω καάποια αάλλη πηγηά. Κοιτωά εάξω αποά το παραάθυρο καθωάς το αμαάξι του Χαάρρυ βγαιάνει αποά τον χωάρο σταάθμευσης πριν πιαάσω το κινητοά μου. Η νεάα μου πηγηά απανταά στο πρωάτο χτυάπημα. «Ζεάιν; Η Τεάσσα ειάμαι.» Λεάω στο τηλεάφωνο. «Ναι… Το ξεάρω.» «Ενταάξει… λοιποάν αναρωτιοάμουν αν μπορουάσα να σε ρωτηάσω καάτι;» Η φωνηά μου ακουάγεται πιο σιγανηά αποά οάτι ηάθελα. «Αμμμ…. Που ειάναι ο Χαάρρυ;» Ρωταάει. Υποψιαάζομαι πως μου κραταά καάποια κακιάα που τον εάφτυσα ενωά αυτοάς ηάταν τοάσο ευγενικοάς μαζιά μου. «Δεν ειάναι εδωά.» «Δεν νομιάζω πως αυτοά ειάναι καληά ιδεάα…» «Γιατιά ο Χαάρρυ μαάλωσε μαζιά σου;» Τον ρωταάει πριν προλαάβει να τελειωάσει οάτι εάλεγε. «Συγνωάμη Τεάσσα, πρεάπει να κλειάσω.» Λεάει και η κληάση τερματιάζεται. Τι στο καλοά; Δεν ηάμουν και εντελωάς σιάγουρη πως θα μου εάλεγε αλλαά ουάτε και αυτηά ηάταν η αντιάδραση που περιάμενα. Η περιεάργεια μου ειάναι τωάρα μεγαλυάτερη αποά πριν και η ενοάχληση μου πιο υψηληά αποά ποτεά. Προσπαθωά να τηλεφωνηάσω στον Χαάρρυ ξαναά αλλαά φυσικαά δεν απανταά. Γιατιά ο Ζεάιν αντεάδρασε εάτσι; Λες και σχεδοάν…. Φοβοάταν να μου πει; Ιάσως εάκανα λαάθος και αυτοά εάχει να καάνει με εμεάνα; Δεν ξεάρω πως ηά γιατιά αλλαά βγαάζει νοάημα. Καάνω εάνα βηάμα και ξαναά σκεάφτομαι την καταάσταση, μηάπως υπερβαάλλω; Η εάξαλλη εάκφραση του Χαάρρυ οάταν ρωάτησα για τον Τζεάις επαναλαμβαάνεται στο μυαλοά μου και ξεάρω πως εάχω διάκιο. Καάνω εάνα ντουζ για να προσπαθηάσω να ηρεμηάσω το σωάμα μου και το μυαλοά μου αλλαά δεν δουλευάει, το αιάσθημα κενουά στο στομαάχι μου με ωθειά να σκεφτωά αάλλη λυάση. Οάταν βγαιάνω αποά το
515
μπαάνιο στεγνωάνω τα μαλλιαά μου και ντυάνομαι ενωά αποφασιάζω το εποάμενοά μου βηάμα. Νιωάθω λιγαάκι σαν την κυριάα Χαάβισαμ στις Μεγαάλες Προσδοκιάες, συνωμοτωά και μηχανογραφωά. Δεν ειάχα ασχοληθειά ποτεά με τον χαρακτηάρα της αλλαά τωάρα πιαάνω τον εαυτοά μου να συγκριάνεται με αυτηά ελαφραά, τωάρα μπορωά να δω πως η αγαάπη σε οδηγειά να καάνεις πραάγματα που υποά κανονικεάς συνθηάκες δεν θα εάκανες, σε καάνει υπερβολικοά ακοάμη και λιάγο τρελοά. Το σχεάδιοά μου βασικαά δεν ειάναι τοάσο τρελοά ουάτε καταά διαάνυα τοάσο δραματικοά οάσο φανταάζει στο μυαλοά μου. Αυτοά που σχεδιαάζω να καάνω ειάναι να βρω την Στεφ και να την ρωτηάσω αν ξεάρει γιατιά μαάλωσε ο Χαάρρυ με τον Ζεάιν και να δω και τι γνωριάζει για τον Τζεάις. Το μοάνο που το καάνει να ακουάγεται τρελοά ειάναι πως ο Χαάρρυ θα τρελαθειά αν μαάθει πως τηλεφωάνησα στον Ζεάιν και πηάγα να βρω τη Στεφ. Τωάρα που το σκεάφτομαι , ο Χαάρρυ δεν με εάχει φεάρει σε επαφηά με κανεάναν αποά τους φιάλους του αποά τοάτε που μετακομιάσαμε καάτι που νομιάζω πως συνεάβη επειδηά κανεάνας τους δεν ξεάρει πως ζουάμε μαζιά. Αναρωτιεάμαι αν η Στεφ και ο Τριάσταν εάλυσαν τελικαά τα προβληάματαά τους, ελπιάζω να το εάκαναν. Οάταν φευάγω αποά το διαμεάρισμα οι σκεάψεις μου τρεάχουν και τελικαά αφηάνω το κινητοά μου στο τραπεάζι. Αρχιάζει να χιονιάζει με το που βγαιάνω στο δροάμο οάποτε μου παιάρνει μισηά ωάρα να φταάσω στα δωμαάτια του Πανεπιστημιάου. Δειάχνουν οάπως ακριβωάς τα θυμοάμουν, φυσικαά και ειάναι ιάδια εάχει περαάσει μοναάχα μιάα βδομαάδα αποά οάταν εάφυγα αποά εδωά. Δειάχνει να εάχει περαάσει πολυάς περισσοάτερος καιροάς. Αγνοωά το αγενεάς βλεάμμα της χλωμηάς ξανθιαάς αποά το απεάναντι δωμαάτιο στο διαάδρομο που μιάα φοραά με ειάχε φωναάξει επειδηά ο Χαάρρυ εάχυσε βοάτκα στην ποάρτα της. Μοιαάζει να εάχει περαάσει τοάσος καιροάς αποά εκειάνο το πρωάτο βραάδυ που ο Χαάρρυ εάμεινε στο δωμαάτιοά μου, ο χροάνος δεν εάβγαζε νοάημα αποά οάταν γνωάρισα τον Χαάρρυ. Δεν παιάρνω απαάντηση οάταν χτυπωά την παλιαά μου ποάρτα. Φυσικαά και δεν ειάναι εδωά, δεν ειάναι ποτεά της. Περναάει τον περισσοάτερο χροάνο στο διαμεάρισμα του Τριάσταν και του Ναάιαλ και δεν εάχω ιδεάα που ειάναι αυτοά. Ακοάμη και αν ηάξερα θα πηάγαινα εκειά; Ενωά ειάμαι εάτοιμη να παρατηάσω την επαναστατικηά μου αποάφαση να ψαρεάψω πρακτικαά την παλιαά μου συγκαάτοικο, περναάω εάξω αποά το Blind Bob, το μικροά μπαρ που ειάχα παάει με την Στεφ. Με το που αναγνωριάζω το αυτοκιάνητο του Ναάιαλ στον χωάρο παρκαάρω και εγωά. Παιάρνω μια βαθιαά αναάσα πριν βγω αποά το αυτοκιάνητοά μου, ο κρυάος αεάρας καιάει τα ρουθουάνια μου. Η γυναιάκα στην ποάρτα μου χαμογελαάει οάταν μπαιάνω και ηρεμωά οάταν εντοπιάζω τα κοάκκινα μαλλιαά της Στεφ ακριβωάς απεάναντι. Μοάνο και να ‘ξερα τι με περιάμενε.
516