ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: THE GIRL ON THE TRAIN Από τις Εκδόσεις Doubleday, Λονδίνο 2015 ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Το κορίτσι του τρένου ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Paula Hawkins ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Αναστάσιος Αργυρίου ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Φίλια Μπουγιούκου ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Γιώργος Παζάλος ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ραλλού Ρουχωτά © Paula Hawkins Ltd., 2014 © Φωτογραφίας εξωφύλλου: Millennium Images, UK © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2015 Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση: Mάρτιος 2015 ISBN 978-618-01-1024-1 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, διανομή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση, παρουσίαση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε. Έδρα: Tατοΐου 121 144 52 Μεταμόρφωση Βιβλιοπωλείο: Εμμ. Μπενάκη 13-15 106 78 Αθήνα Τηλ.: 2102804800 Telefax: 2102819550 www.psichogios.gr e-mail:
[email protected] PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. Head office: 121, Tatoiou Str. 144 52 Metamorfossi, Greece Bookstore: 13-15, Emm. Benaki Str. 106 78 Athens, Greece Tel.: 2102804800 Telefax: 2102819550
www.psichogios.gr e-mail:
[email protected]
Σας ευχαριστούμε που αγοράσατε αυτό το e-book από τις Εκδόσεις Ψυχογιός. Γραφτείτε στο newsletter μας ώστε να ενημερώνεστε για νέες εκδόσεις, προσφορές μόνο για τα μέλη μας, αλλά και εκδηλώσεις σχετικές με τα e-books και τις εφαρμογές μας.
ή επισκεφθείτε μας στην παρακάτω διεύθυνση: http://www.psichogios.gr/site/Content/newslettersubscribe?prm=ebooks
Για την Κέιτ Είναι θαμμένη κάτω από μια σημύδα, κοντά στις παλιές ράγες του τρένου, ο τάφος της ξεχωρίζει από έναν μικρό σωρό λίθων. Στην ουσία, τίποτα παραπάνω από μερικές πέτρες. Δεν ήθελα να τραβήξω την προσοχή στην τελευταία της κατοικία, αλλά δεν μπορούσα να την αφήσω και δίχως κάτι να τη θυμίζει. Θα αναπαυθεί γαλήνια εκεί, κανείς δε θα την ενοχλήσει, κανένας θόρυβος, παρά μόνο το κελάηδημα των πουλιών και τα τρένα που περνούν. Ένα για τη λύπη, δύο για τη χαρά, τρία για ένα κορίτσι. Τρία για ένα κορίτσι. Έχω κολλήσει στο τρία, δεν μπορώ να συνεχίσω παρακάτω. Το κεφάλι μου ξεχειλίζει από τους θορύβους, το στόμα μου κολλάει από το αίμα. Τρία για ένα κορίτσι. Ακούω τις κίσσες, γελούν, με χλευάζουν, ένα δυνατό και άγριο κακάρισμα. Μια είδηση. Κακά μαντάτα. Το βλέπω τώρα, μαύρο στο κίτρινο φόντο του ήλιου. Όχι τα πουλιά, κάτι άλλο. Μαύρο πάνω στον ήλιο. Κάποιος έρχεται. Κάποιος μου μιλάει. Κοίτα τώρα. Κοίτα τώρα τι με ανάγκασες να κάνω.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Παρασκευή, 5 Ιουλίου 2013 Πρωί Δίπλα στις ράγες του τρένου υπάρχει ένας μικρός μπόγος από ρούχα. Ένα μπλε ύφασμα, κάποιο πουκάμισο ίσως, μπερδεμένο με κάτι λερωμένο λευκό. Πιθανόν να είναι σκουπίδια, κάτι παραπεταμένο από το θαμνώδες δασάκι που εκτείνεται στην πλαγιά. Μπορεί να το άφησαν οι μηχανικοί που δουλεύουν σε αυτή την πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής, βρίσκονται αρκετά συχνά εδώ. Ή μπορεί και να είναι κάτι άλλο. Η μητέρα μου πάντα μου έλεγε ότι είχα μεγάλη φαντασία, το ίδιο έλεγε και ο Τομ. Δεν το ελέγχω, βλέπω αυτά τα παραπεταμένα σκουπίδια, ένα βρόμικο μπλουζάκι ή ένα παλιό παπούτσι και το μόνο που σκέφτομαι είναι το ζευγάρι του και τα πόδια που το φορούσαν. Το τρένο τινάζεται μπροστά, γρατζουνάει τις ράγες και στριγκλίζει, ο μικρός σωρός με τα ρούχα εξαφανίζεται από μπροστά μου κι εμείς τσουλάμε προς το Λονδίνο, στον ρυθμό ενός ανθρώπου που κάνει ζωηρό τζόκινγκ. Κάποιος στη θέση πίσω μου αναστενάζει εκνευρισμένος· το αργό τρένο των 08:04 από το Άσμπερι για το Γιούστον δοκιμάζει την υπομονή κάθε τακτικού επιβάτη. Η διαδρομή υποτίθεται πως διαρκεί πενήντα τέσσερα λεπτά, αλλά σπάνια ισχύει αυτό: το συγκεκριμένο κομμάτι του σιδηρόδρομου είναι αρχαίο, παραμελημένο, γεμάτο προβληματικούς σηματοδότες και ατελείωτα έργα. Το τρένο σέρνεται με κραδασμούς, αφήνοντας πίσω του εργοστασιακές αποθήκες και υδατόπυργους, γέφυρες και υπόστεγα, παλιά βικτοριανά σπίτια, με τις πλάτες τους γυρισμένες προς τις ράγες. Με το κεφάλι γερμένο πάνω στο τζάμι του βαγονιού, κοιτάζω αυτά τα σπίτια να με προσπερνούν σαν στιγμιότυπα ταινίας. Τα βλέπω διαφορετικά από τους υπόλοιπους· ακόμα και οι ιδιοκτήτες τους πιθανόν να μην τα βλέπουν όπως εγώ. Δύο φορές τη μέρα, ρίχνω μια φευγαλέα ματιά στη ζωή τους. Η θέα των ξένων μέσα στην ασφάλεια του σπιτιού τους με παρηγορεί. Το τηλέφωνο κάποιου χτυπάει, με ένα παράταιρα χαρούμενο και ζωηρό τραγούδι. Αργεί να το σηκώσει, οι νότες χορεύουν για ώρα γύρω μου. Νιώθω τους συνταξιδιώτες μου να αναδεύονται στις θέσεις τους, να θροΐζουν τις εφημερίδες τους, να πληκτρολογούν στους υπολογιστές τους. Το τρένο γέρνει και κλυδωνίζεται καθώς παίρνει τη στροφή, ενώ επιβραδύνει ακόμα περισσότερο μόλις πλησιάζει στον κόκκινο σηματοδότη. Προσπαθώ να μη σηκώσω το βλέμμα, προσπαθώ να μείνω συγκεντρωμένη στη δωρεάν εφημερίδα που μου έδωσαν στην είσοδο του σταθμού, αλλά οι λέξεις θολώνουν μπροστά στα μάτια μου, τίποτα δε μου τραβάει το ενδιαφέρον. Στο μυαλό μου ακόμη βλέπω αυτό τον μικρό σωρό από ρούχα πεταμένο δίπλα στις ράγες, εγκαταλειμμένο.
Απόγευμα Το τζιν με τόνικ αφρίζει στο χείλος του μεταλλικού κουτιού, καθώς το φέρνω στο στόμα μου για να
πιω μια γουλιά. Έντονο και παγωμένο, έχει τη γεύση των πρώτων μου διακοπών με τον Τομ σε ένα ψαροχώρι στη Χώρα των Βάσκων το 2005. Τα πρωινά κολυμπούσαμε μισό χιλιόμετρο μέχρι το μικρό νησάκι του κόλπου και κάναμε έρωτα στις απόμερες ερημικές παραλίες· τα απογεύματα καθόμασταν στα μπαράκια πίνοντας δυνατά, πικρά τζιν με τόνικ και χαζεύοντας τις μεγάλες παρέες που έπαιζαν ποδόσφαιρο στη φαρδιά από την άμπωτη αμμουδιά. Πίνω ακόμα μία γουλιά, κι ακόμα μία· το κουτάκι έχει σχεδόν αδειάσει, μα δεν πειράζει, έχω άλλα τρία στην πλαστική σακούλα που βρίσκεται στα πόδια μου. Είναι Παρασκευή, οπότε δε χρειάζεται να έχω τύψεις που πίνω μέσα στο τρένο. Είναι η αρχή του Σαββατοκύριακου. Όλη η διασκέδαση τώρα ξεκινάει. Θα είναι ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο, αυτό μας λένε. Ωραία λιακάδα, ανέφελος ουρανός. Κάποτε, θα πηγαίναμε με το αμάξι για πικ νικ στο δάσος του Κόρλι και θα περνούσαμε όλο το απόγευμα ξάπλα σε μια κουβέρτα κάτω από τον ήλιο, πίνοντας κρασί. Μπορεί να κάναμε μπάρμπεκιου στην πίσω αυλή με φίλους ή να πηγαίναμε στο υπαίθριο μπαράκι Rose για μπίρες, με τα πρόσωπα αναψοκοκκινισμένα από τον ήλιο και το αλκοόλ, μέχρι το σούρουπο, και μετά να γυρνούσαμε πιασμένοι χέρι χέρι στο σπίτι και να αποκοιμιόμασταν στον καναπέ. Ωραία λιακάδα, ανέφελος ουρανός, κανείς για παρέα, τίποτα να κάνω. Αυτή η ζωή, όπως τη ζω τώρα, είναι πιο δύσκολη το καλοκαίρι, όταν η μέρα μεγαλώνει, όταν δεν υπάρχει το σκοτάδι που καλύπτει τα πάντα, όταν όλοι είναι έξω χαρούμενοι και διασκεδάζουν. Είναι εξαντλητικό και νιώθεις φρικτά όταν δεν μπορείς να συμμετέχεις. Το Σαββατοκύριακο απλώνεται μπροστά μου, σαράντα οκτώ άδειες ώρες που πρέπει να γεμίσουν. Φέρνω ξανά το κουτάκι στα χείλη μου, μα δεν έχει μείνει ούτε σταγόνα.
Δευτέρα, 8 Ιουλίου 2013 Πρωί Είναι μεγάλη ανακούφιση να βρίσκομαι ξανά στο τρένο των 08:04. Δεν είναι ότι ανυπομονώ να φτάσω στο Λονδίνο για να ξεκινήσω την εβδομάδα μου, στην πραγματικότητα δε θα ήθελα καν να βρίσκομαι στο Λονδίνο. Θέλω απλώς να βουλιάξω στα απαλά, βελούδινα καθίσματα, να νιώσω τη ζεστασιά του ήλιου στο πρόσωπό μου μέσα από το παράθυρο, να νανουριστώ από το κούνημα του βαγονιού, από τον ρυθμικό ήχο των τροχών πάνω στις ράγες. Θα προτιμούσα να βρίσκομαι εδώ, χαζεύοντας τα σπίτια δίπλα στις γραμμές, και πουθενά αλλού. Σε αυτή τη γραμμή υπάρχει ένας ελαττωματικός σηματοδότης, στα μισά περίπου της διαδρομής. Υποθέτω πως είναι ελαττωματικός, γιατί σχεδόν πάντα είναι κόκκινος· σταματάμε σε αυτόν τις περισσότερες μέρες, μερικές φορές απλώς για λίγα δευτερόλεπτα, άλλες για αρκετά ατελείωτα λεπτά. Αν κάθομαι στο βαγόνι Δ, πράγμα που συνήθως κάνω, και το τρένο σταματήσει σε αυτό τον σηματοδότη, πράγμα που συνήθως κάνει, έχω την τέλεια θέα προς το αγαπημένο μου σπίτι: τον αριθμό δεκαπέντε. Ο αριθμός δεκαπέντε δε διαφέρει πολύ από τα υπόλοιπα σπίτια κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Είναι ένα βικτοριανό διώροφο, που δεσπόζει πάνω από έναν στενό, φροντισμένο κήπο, ο οποίος καταλήγει σε έναν φράχτη και χωρίζεται από τις γραμμές του τρένου από ένα κομμάτι διαφιλονικούμενης γης. Ξέρω αυτό το σπίτι απέξω κι ανακατωτά. Γνωρίζω κάθε του τούβλο,
γνωρίζω το χρώμα που έχουν οι κουρτίνες στην κρεβατοκάμαρα του δεύτερου ορόφου (μπεζ με σκούρα μπλε σχέδια), ξέρω ότι η μπογιά έχει ξεφτίσει στην κάσα του παραθύρου του μπάνιου και ότι λείπουν τέσσερα κεραμίδια στη δεξιά πλευρά της σκεπής. Ξέρω ότι τα ζεστά βράδια του καλοκαιριού, οι κάτοικοι αυτού του σπιτιού, ο Τζέισον και η Τζες, σκαρφαλώνουν μέσα από ένα μεγάλο παράθυρο και κάθονται σε μια αυτοσχέδια βεράντα πάνω από την κουζίνα. Είναι ένα τέλειο, χρυσό ζευγάρι. Αυτός είναι μελαχρινός και γεροδεμένος, δυνατός και προστατευτικός τύπος. Έχει υπέροχο γέλιο. Εκείνη είναι μία από αυτές τις μικροκαμωμένες, πανέμορφες γυναίκες, με ανοιχτόχρωμο δέρμα και κοντά ξανθά μαλλιά. Το πρόσωπό της έχει έντονα ζυγωματικά, που αναδεικνύουν το λεπτεπίλεπτο πιγούνι της και τα γεμάτα φακίδες μάγουλά της. Κάθε φορά που κολλάμε στον κόκκινο σηματοδότη, τους ψάχνω. Τα πρωινά, η Τζες βρίσκεται συνήθως έξω, ειδικά το καλοκαίρι, πίνοντας τον καφέ της. Μερικές φορές, όταν τη βλέπω εκεί, νιώθω σαν να με βλέπει κι εκείνη, νιώθω ότι με κοιτάζει κατάματα και θέλω να τη χαιρετήσω. Είμαι πολύ ντροπαλή. Τον Τζέισον δεν τον βλέπω τόσο συχνά, συνήθως λείπει για δουλειά. Αλλά ακόμα κι όταν δεν είναι κανείς τους εκεί, φαντάζομαι τι μπορεί να κάνουν. Ίσως σήμερα το πρωί να έχουν πάρει και οι δύο άδεια, κι αυτή χουζουρεύει στο κρεβάτι, ενώ εκείνος της ετοιμάζει πρωινό, ή ίσως να έχουν πάει για τρέξιμο παρέα, γιατί αυτό συνηθίζουν να κάνουν. (Τις Κυριακές πηγαίναμε για τρέξιμο με τον Τομ, εγώ λίγο πιο γρήγορα από τον ρυθμό μου, εκείνος πιο αργά από τον δικό του, μόνο και μόνο για να τρέχουμε πλάι πλάι.) Ίσως η Τζες να βρίσκεται πάνω, στο επιπλέον δωμάτιο, και να ζωγραφίζει, ή ίσως να κάνουν ντους παρέα, εκείνη με τα χέρια της στα πλακάκια, εκείνος με τα δικά του πάνω στους γοφούς της.
Απόγευμα Στρίβοντας λίγο προς το παράθυρο, γυρισμένη με την πλάτη προς το υπόλοιπο βαγόνι, ανοίγω ένα από τα μπουκαλάκια με το κρασί Σενάν Μπλαν που αγόρασα από το Γιούστον. Δεν είναι κρύο, αλλά μου κάνει. Βάζω λίγο σε ένα πλαστικό ποτήρι, βιδώνω ξανά το καπάκι και χώνω το μπουκαλάκι στην τσάντα μου. Δεν είναι και τόσο όμορφο να πίνει κανείς στο τρένο τη Δευτέρα, εκτός κι αν είναι με παρέα, πράγμα που δε συμβαίνει μ’ εμένα. Σε αυτά τα τρένα υπάρχουν γνωστά πρόσωπα, άνθρωποι που βλέπω αρκετές φορές τον μήνα να πηγαινοέρχονται. Τους αναγνωρίζω και πιθανόν να με αναγνωρίζουν κι εκείνοι. Ωστόσο, δεν ξέρω αν βλέπουν αυτό που πραγματικά είμαι. Είναι ένα πανέμορφο απόγευμα, ζεστό αλλά όχι αποπνικτικό, ο ήλιος δύει αργά και τεμπέλικα, οι σκιές μακραίνουν και το φως αρχίζει να βάφει χρυσαφιά τα δέντρα. Το τρένο τσουλάει κροταλίζοντας, προσπερνάμε το σπίτι του Τζέισον και της Τζες, κι εκείνοι χάνονται μέσα στη θολούρα του σούρουπου. Μερικές φορές, όχι συχνά, τους βλέπω και από αυτή την πλευρά της γραμμής. Αν δεν έρχεται τρένο από την αντίθετη κατεύθυνση, κι αν τσουλάμε αρκετά αργά, τους βλέπω να κάθονται στη βεράντα. Αν δεν τους δω, όπως σήμερα, τους φαντάζομαι. Η Τζες θα κάθεται με τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι, με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, κι ο Τζέισον πίσω της, με τα χέρια στους ώμους της. Φαντάζομαι την αίσθηση των χεριών του, το βάρος τους, καθησυχαστικά και προστατευτικά. Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να θυμηθεί την τελευταία ουσιαστική επαφή που είχα με κάποιον άλλο άνθρωπο, μια αγκαλιά ή ένα εγκάρδιο σφίξιμο του
χεριού, και η καρδιά μου σφίγγεται.
Τρίτη, 9 Ιουλίου 2013 Πρωί Ο σωρός με τα ρούχα από την προηγούμενη εβδομάδα βρίσκεται ακόμη εκεί και μοιάζει πιο βρόμικος κι έρημος από την άλλη φορά. Κάπου διάβασα ότι ένα τρένο μπορεί να σου ξεσκίσει τα ρούχα αν σε παρασύρει. Δεν είναι τόσο ασυνήθιστος ο θάνατος από τρένο. Διακόσιοι με τρακόσιοι τον χρόνο, λένε, οπότε τουλάχιστον ένας κάθε δύο μέρες. Δεν είμαι σίγουρη πόσα από αυτά τα περιστατικά είναι ατυχήματα. Κοιτάζω προσεκτικά, καθώς το τρένο τσουλάει αργά δίπλα από τα ρούχα, προσπαθώντας να εντοπίσω τυχόν κηλίδες αίματος, μα δε διακρίνω κάτι. Το τρένο σταματάει, ως συνήθως, στον κόκκινο σηματοδότη. Βλέπω την Τζες να στέκεται στη βεράντα μπροστά από τις συρόμενες πόρτες. Φοράει ένα ζωηρόχρωμο εμπριμέ φόρεμα και είναι ξυπόλυτη. Κοιτάζει πάνω από τον ώμο της, πίσω στο σπίτι· πιθανόν μιλάει στον Τζέισον, ο οποίος μάλλον φτιάχνει πρωινό. Καρφώνω τα μάτια μου πάνω της, στο σπίτι της, καθώς το τρένο ξεκινάει με κόπο. Δε θέλω να δω τα άλλα σπίτια, ιδιαίτερα αυτό που βρίσκεται τέσσερις πόρτες παρακάτω, εκείνο που κάποτε ήταν δικό μου. Έζησα στον αριθμό είκοσι τρία της οδού Μπλένεμ πέντε χρόνια και βίωσα τη μεγάλη ευτυχία και την απόλυτη εξαθλίωση. Τώρα δεν μπορώ να το κοιτάζω. Ήταν το πρώτο μου σπίτι. Το πρώτο δικό μου σπίτι. Όχι το σπίτι των γονιών μου, ούτε το κοινό διαμέρισμα με άλλους φοιτητές. Τώρα δεν αντέχω να το αντικρίζω. Δηλαδή, μπορώ, το κάνω, θέλω, δε θέλω, προσπαθώ να μην το κάνω. Κάθε μέρα λέω στον εαυτό μου να μην κοιτάξω και κάθε μέρα το κάνω. Δεν μπορώ να κρατηθώ, παρόλο που δεν υπάρχει τίποτα που να θέλω να δω εκεί, παρόλο που οτιδήποτε δω εκεί θα με πληγώσει. Παρόλο που θυμάμαι καθαρά πώς ένιωσα όταν κοίταξα και παρατήρησα ότι το εκρού λινό στόρι στην επάνω κρεβατοκάμαρα έλειπε, είχε αντικατασταθεί από μια απαλή μωρουδιακή ροζ κουρτίνα· παρόλο που ακόμη θυμάμαι τον πόνο που ένιωσα όταν είδα την Άννα να ποτίζει τις τριανταφυλλιές δίπλα στον φράχτη, με το μακό μπλουζάκι της τεντωμένο πάνω στη φουσκωμένη της κοιλιά, και δάγκωσα το χείλος μου τόσο δυνατά που μάτωσε. Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά και μετράω ως το δέκα, το δεκαπέντε, το είκοσι. Ορίστε, πάει τώρα, χάθηκε. Φτάνουμε στον σταθμό του Γουίτνι και τον προσπερνάμε, το τρένο επιταχύνει καθώς τα προάστια ξεθωριάζουν μπροστά στο γκρίζο Λονδίνο και τα σπιτάκια με τις βεράντες αντικαθίστανται από κρεμαστές γέφυρες και άδεια κτίρια με σπασμένα παράθυρα. Όσο πιο πολύ πλησιάζουμε στο Γιούστον, τόσο περισσότερο άγχος με πιάνει· η ένταση συσσωρεύεται, πώς θα είναι η σημερινή μέρα; Στη δεξιά πλευρά της γραμμής, περίπου πεντακόσια μέτρα πριν από τον σταθμό του Γιούστον, υπάρχει ένα βρόμικο, χαμηλό, τσιμεντένιο κτίριο. Πάνω του, κάποιος έχει γράψει: Η ζωή δεν είναι παράγραφος. Σκέφτομαι τον σωρό με τα ρούχα δίπλα στις ράγες του τρένου και νιώθω τον λαιμό μου να φράζει. Η ζωή δεν είναι παράγραφος και ο θάνατος δεν είναι παρένθεση.
Απόγευμα
Το τρένο που παίρνω το απόγευμα, το τρένο των 17:56, είναι λίγο πιο αργό από το πρωινό – κάνει μία ώρα και ένα λεπτό, επτά ολόκληρα λεπτά περισσότερα από το πρωινό, παρόλο που δε σταματάει σε τόσες στάσεις. Δε με πειράζει, γιατί, όπως δε βιάζομαι ιδιαίτερα να φτάσω στο Λονδίνο το πρωί, έτσι δε βιάζομαι καθόλου να επιστρέψω στο Άσμπερι το απόγευμα. Όχι μόνο επειδή είναι το Άσμπερι, μολονότι το μέρος σαν περιοχή δεν είναι και τόσο κακό, μια νέα πόλη της δεκαετίας του ’60 που εξαπλώνεται σαν όγκος πάνω από την καρδιά του Μπάκιγχαμσερ. Ούτε καλύτερη ούτε χειρότερη ούτε διαφορετική από τις δεκάδες πόλεις σαν αυτή, ένα κέντρο γεμάτο καφετέριες και καταστήματα κινητής τηλεφωνίας και υποκαταστήματα με αθλητικά ρούχα, περιτριγυρισμένο από μια προαστιακή ζώνη όπου πέρα από αυτή βρίσκονται οι κινηματογράφοι και το εκτός πόλης σουπερμάρκετ Tesco. Μένω σε μια κάπως σοφιστικέ, σχετικά καινούργια περιοχή, εκεί όπου τελειώνει το εμπορικό κέντρο και αρχίζουν τα προάστια, αλλά δεν είναι σπίτι μου. Το σπίτι μου είναι το βικτοριανό διώροφο δίπλα στις γραμμές, αυτό στο οποίο ήμουν συνιδιοκτήτρια. Στο Άσμπερι δεν είμαι ιδιοκτήτρια, ούτε καν ενοικιάστρια, είμαι απλώς επί πληρωμή κάτοικος του μικρού, δεύτερου δωματίου της διπλοκατοικίας της Κάθι, η οποία είχε την καλοσύνη να μου το παραχωρήσει. Με την Κάθι ήμασταν φίλες στο πανεπιστήμιο. Γνωστές περισσότερο, ποτέ δεν ήμασταν κολλητές. Έμενε απέναντι από μένα στο πρώτο έτος και παρακολουθούσαμε μαζί ένα μάθημα, οπότε ήταν φυσικό να γίνουμε σύμμαχοι τις πρώτες τρομακτικές εβδομάδες, πριν γνωρίσουμε άτομα με τα οποία είχαμε πραγματικά κοινά ενδιαφέροντα. Μετά το πρώτο έτος δε βλεπόμασταν συχνά, ενώ ύστερα από το κολέγιο χαθήκαμε εντελώς, εκτός από κάτι περιστασιακούς γάμους στους οποίους συναντιόμασταν. Αλλά στη δύσκολη στιγμή μού έτυχε να έχει ένα άδειο δωμάτιο και όλα κούμπωσαν αυτόματα. Ήμουν σίγουρη ότι θα επρόκειτο για ένα-δυο μήνες, έξι το πολύ, και δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Ποτέ δεν είχα ζήσει μόνη μου, είχα πάει από το σπίτι των γονιών μου στο σπίτι με τον Τομ, ποτέ δεν πίστευα ότι θα χρειαζόταν να ζήσω μόνη μου, έβρισκα την ιδέα αρκετά τρομακτική, οπότε δέχτηκα. Κι αυτό έγινε σχεδόν δύο χρόνια πριν. Δεν είναι φρικτά. Η Κάθι είναι καλός άνθρωπος, κατά βάθος. Σε αναγκάζει να παρατηρείς την καλοσύνη της. Η καλοσύνη της είναι μεγάλη, είναι το χαρακτηριστικό της, και θέλει να αναγνωρίζεται, συχνά, σχεδόν καθημερινά, πράγμα που μπορεί να γίνει κουραστικό. Αλλά δεν είναι και τόσο άσχημα, μπορώ να φανταστώ και πολύ χειρότερους συγκάτοικους. Όχι, δεν είναι η Κάθι, δεν είναι καν το Άσμπερι αυτά που με ενοχλούν στη νέα κατάσταση της ζωής μου (ακόμη τη σκέφτομαι σαν νέα, παρόλο που έχουν περάσει δύο χρόνια). Είναι η απώλεια του ελέγχου. Στο διαμέρισμα της Κάθι νιώθω πάντα φιλοξενούμενη και απλώς οριακά καλοδεχούμενη. Το νιώθω στην κουζίνα, όπου πασχίζουμε για λίγο χώρο την ώρα που ετοιμάζουμε το φαγητό μας. Το νιώθω όταν κάθομαι δίπλα της στον καναπέ, μ’ εκείνη να κρατά σφιχτά στο χέρι της το τηλεκοντρόλ. Το μόνο μέρος που νιώθω δικό μου είναι το μικροσκοπικό δωμάτιο, μέσα στο οποίο έχουν στριμωχτεί ένα διπλό κρεβάτι και ένα κομοδίνο, αφήνοντας ελάχιστο χώρο τριγύρω. Είναι αρκετά άνετο, αλλά δεν είναι ένας χώρος που θες να βρίσκεσαι, οπότε απλώς χασομεράω στο σαλόνι ή την κουζίνα, σέρνοντας ανίσχυρη τα πόδια μου. Έχω χάσει τον έλεγχο στα πάντα, ακόμα και στα κουτάκια του μυαλού μου.
Τετάρτη, 10 Ιουλίου 2013 Πρωί
Η θερμοκρασία ανεβαίνει. Είναι μόλις οκτώμισι, και η μέρα ξεκινάει, η ατμόσφαιρα είναι βαριά από την υγρασία. Θα μπορούσα να ευχηθώ για μια μπόρα, μα ο ουρανός είναι θρασύτατα κενός, χλωμός, νερουλιασμένα γαλάζιος. Σκουπίζω τις στάλες ιδρώτα που έχουν σχηματιστεί στο άνω χείλος μου. Εύχομαι να είχα θυμηθεί να αγοράσω ένα μπουκαλάκι νερό. Δε βλέπω τον Τζέισον και την Τζες αυτό το πρωί, και η απογοήτευσή μου είναι σχεδόν απτή. Χαζομάρα, το ξέρω. Περιεργάζομαι το σπίτι, αλλά δεν υπάρχει τίποτα να δω. Οι κουρτίνες είναι ανοιχτές κάτω, αλλά οι συρόμενες πόρτες είναι κλειστές και το φως του ήλιου αντανακλά στο τζάμι. Το μεγάλο παράθυρο του επάνω ορόφου είναι επίσης κλειστό. Μάλλον ο Τζέισον είναι στη δουλειά. Είναι γιατρός, νομίζω, και εργάζεται μάλλον σε έναν από αυτούς τους διεθνείς οργανισμούς. Είναι διαρκώς σε επιφυλακή, με έναν σάκο έτοιμο μέσα στην ντουλάπα· ένας σεισμός στο Ιράν ή ένα τσουνάμι στην Ασία και παρατάει τα πάντα, αρπάζει τον σάκο του και βρίσκεται στο Χίθροου μέσα σε λίγα λεπτά, έτοιμος να πετάξει και να σώσει ζωές. Η Τζες, με τα ζωηρά εμπριμέ της, τα αθλητικά της Converse και την ομορφιά της, την προσωπικότητά της, εργάζεται στη βιομηχανία της μόδας. Ή ίσως στη μουσική βιομηχανία ή στη διαφήμιση, μπορεί να είναι στιλίστρια ή και φωτογράφος. Είναι και καλή ζωγράφος, έχει καλλιτεχνική φύση. Τη βλέπω τώρα, στο επιπλέον δωμάτιο πάνω, με τη μουσική στη διαπασών, τα παράθυρα ανοιχτά, με ένα πινέλο στο χέρι και έναν τεράστιο καμβά ακουμπισμένο στον τοίχο. Θα βρίσκεται εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα· ο Τζέισον ξέρει ότι δεν πρέπει να την ενοχλεί όταν δουλεύει. Φυσικά, δεν μπορώ να τη δω πραγματικά. Δεν ξέρω αν ζωγραφίζει ή αν ο Τζέισον έχει ωραίο γέλιο ή αν η Τζες έχει έντονα ζυγωματικά. Δεν μπορώ να δω τη δομή του προσώπου της από τέτοια απόσταση και δεν έχω ακούσει ποτέ τον Τζέισον να γελάει. Ποτέ δεν τους έχω δει από κοντά, δεν έμεναν στο σπίτι όταν ζούσα εγώ λίγο παρακάτω. Μετακόμισαν αφότου έφυγα, δύο χρόνια πριν, δεν ξέρω πότε ακριβώς. Φαντάζομαι ότι άρχισα να τους παρατηρώ πριν από περίπου ένα χρόνο, και σταδιακά, καθώς περνούσαν οι μήνες, έγιναν σημαντικοί για μένα. Ούτε τα ονόματά τους ξέρω, φυσικά, οπότε τους έδωσα δικά μου. Τζέισον, γιατί είναι όμορφος σαν Βρετανός αστέρας του σινεμά, όχι σαν τον Ντεπ ή τον Πιτ, αλλά περισσότερο σαν τον Φερθ ή τον Τζέισον Άιζακς. Και το Τζες απλώς ταιριάζει με το Τζέισον και ταιριάζει και σ’ εκείνη. Είναι όμορφο και ανέμελο, σαν εκείνη. Είναι ζευγάρι, πάνε πακέτο. Είναι ευτυχισμένοι, το βλέπω. Είναι αυτό που ήμουν κάποτε εγώ, είναι ο Τομ κι εγώ πέντε χρόνια πριν. Είναι αυτό που έχασα, είναι όλα όσα θέλω να είμαι.
Απόγευμα Το πουκάμισό μου, άβολα στενό, με τα κουμπιά του να τσιτώνουν στο στήθος μου, είναι λεκιασμένο, υγρό κάτω από τις μασχάλες. Έχω φαγούρα στα μάτια και τον λαιμό. Αυτό το απόγευμα δε θέλω η διαδρομή να κρατήσει πολύ, ανυπομονώ να φτάσω σπίτι, να γδυθώ και να μπω στο ντους, να βρεθώ εκεί όπου κανείς δεν μπορεί να με βλέπει. Κοιτάζω τον άντρα που κάθεται απέναντί μου στην άλλη πλευρά του βαγονιού. Είναι περίπου στην ηλικία μου, τριάντα με τριάντα πέντε ετών, με σκούρα μαλλιά, γκρίζα στους κροτάφους. Δέρμα χλωμό. Φοράει κουστούμι, αλλά έχει βγάλει το σακάκι και το έχει αφήσει στο διπλανό κάθισμα. Ένα MacBook, λεπτό σαν χαρτί, είναι ανοιχτό στο πτυσσόμενο τραπεζάκι μπροστά του. Δακτυλογραφεί αργά. Φοράει ασημένιο ρολόι με μεγάλο καντράν στο δεξί του χέρι – δείχνει
ακριβό, Breitling ίσως. Μασουλάει το μάγουλό του. Μήπως είναι νευρικός; Ή μπορεί απλώς να προσπαθεί να συγκεντρωθεί. Ίσως γράφει κάποιο σημαντικό μέιλ σε συνάδελφο στα γραφεία της Νέας Υόρκης ή ένα προσεκτικά σχεδιασμένο μήνυμα στη φιλενάδα του. Ξαφνικά, σηκώνει το βλέμμα και συναντάει το δικό μου· η ματιά του ταξιδεύει πάνω μου, πάνω στο μπουκαλάκι του κρασιού που έχω στο τραπεζάκι μπροστά μου. Παίρνει το βλέμμα του. Κάτι στην έκφρασή του δείχνει αποστροφή. Με βρίσκει αντιπαθητική. Δεν είμαι το κορίτσι που ήμουν κάποτε. Δεν είμαι πια επιθυμητή, κατά κάποιον τρόπο είμαι απωθητική. Δεν είναι μόνο ότι έχω πάρει κιλά ή ότι το πρόσωπό μου είναι πρησμένο από το ποτό και την έλλειψη ύπνου· είναι λες και οι άνθρωποι διακρίνουν πάνω μου την καταστροφή, λες και είναι γραμμένη στο κούτελό μου, τη βλέπουν στο πρόσωπό μου, στον τρόπο που στέκομαι, στον τρόπο που κινούμαι. Μια βραδιά την περασμένη εβδομάδα, βγήκα από το δωμάτιό μου να πιω λίγο νερό και άκουσα την Κάθι να μιλάει στον Ντέμιαν, τον φίλο της, στο σαλόνι. Στάθηκα στο χολ και έστησα αυτί. «Νιώθει μοναξιά», έλεγε η Κάθι, «ανησυχώ πραγματικά για αυτή. Δεν τη βοηθάει να είναι συνεχώς μόνη της». Και μετά είπε: «Δεν υπάρχει κανένας από τη δουλειά ή από το κλαμπ του ράγκμπι;» και ο Ντάμιεν είπε: «Για τη Ρέιτσελ; Δε θέλω να γίνομαι κακός, Καθ, αλλά δε γνωρίζω κανέναν τόσο απελπισμένο».
Πέμπτη, 11 Ιουλίου 2013 Πρωί Σκαλίζω το τσιρότο στο δάχτυλό μου. Είναι υγρό, βράχηκε όταν ξέπλενα την κούπα του καφέ μου σήμερα το πρωί· το νιώθω να κολλάει, το νιώθω βρόμικο, παρόλο που λίγο νωρίτερα ήταν καθαρό. Δε θέλω να το βγάλω, γιατί το κόψιμο είναι βαθύ. Η Κάθι έλειπε όταν επέστρεψα σπίτι, οπότε πήγα στην κάβα και αγόρασα δύο μπουκάλια κρασί. Ήπια το πρώτο και μετά σκέφτηκα να εκμεταλλευτώ το γεγονός πως έλειπε ώστε να φτιάξω μια μπριζόλα με σάλτσα κρεμμυδιού και μια πράσινη σαλάτα. Ένα καλό, υγιεινό γεύμα. Μαζί με το κρεμμύδι έκοψα και το δάχτυλό μου. Θα πρέπει να πήγα στο μπάνιο να το πλύνω και μάλλον ξάπλωσα λίγο και απλώς ξεχάστηκα, γιατί ξύπνησα γύρω στις δέκα και άκουσα την Κάθι και τον Ντάμιεν να μιλούν, κι εκείνος έλεγε πόσο αηδιαστικό ήταν που είχα αφήσει την κουζίνα σε τέτοιο χάλι. Η Κάθι ήρθε πάνω να με δει, χτύπησε απαλά την πόρτα μου και την άνοιξε μια χαραμάδα. Έγειρε το κεφάλι στο πλάι και με ρώτησε αν ήμουν καλά. Της ζήτησα συγγνώμη, δίχως να ξέρω στα σίγουρα γιατί απολογούμουν. Είπε ότι δεν πείραζε, αλλά με ρώτησε αν θα μπορούσα να καθαρίσω λιγάκι. Στον πάγκο της κουζίνας και στο ξύλο κοπής υπήρχε αίμα, ο χώρος μύριζε ωμό κρέας, ενώ η μπριζόλα βρισκόταν ακόμη πάνω στον πάγκο και είχε γίνει γκρι. Ο Ντάμιεν ούτε γεια δε μου είπε, απλώς κούνησε το κεφάλι του όταν με είδε και εξαφανίστηκε στο υπνοδωμάτιο της Κάθι. Αφού έπεσαν και οι δύο για ύπνο, θυμήθηκα ότι δεν είχα πιει το δεύτερο μπουκάλι, οπότε το άνοιξα. Κάθισα στον καναπέ και έμεινα να βλέπω τηλεόραση με τη φωνή χαμηλά, ώστε να μην τους ενοχλήσω. Δε θυμάμαι τι έβλεπα, αλλά κάποια στιγμή μάλλον ένιωσα μοναξιά ή χαρά ή κάτι, γιατί ήθελα να μιλήσω σε κάποιον. Η ανάγκη μου για επαφή ήταν επιτακτική και δεν υπήρχε κανείς να στραφώ εκτός από τον Τομ.
Μόνο στον Τομ θέλω να μιλάω. Το κινητό μου δείχνει ότι τηλεφώνησα τέσσερις φορές: στις 11:02, 11:12, 11:54, 12:09. Κρίνοντας από τη διάρκεια των κλήσεων, άφησα δύο μηνύματα. Μπορεί και να το σήκωσε, αλλά δε θυμάμαι να του μίλησα. Θυμάμαι που άφησα το πρώτο μήνυμα· νομίζω πως απλώς του ζήτησα να με πάρει. Αυτό μάλλον είπα και στα δύο, πράγμα που δεν είναι και τόσο κακό. Το τρένο φρενάρει αργά στον κόκκινο σηματοδότη και σηκώνω το βλέμμα. Η Τζες κάθεται στη βεράντα, πίνοντας καφέ. Έχει τα πόδια πάνω στο τραπεζάκι και το κεφάλι γερμένο πίσω, καθώς απολαμβάνει τον ήλιο. Πίσω της, νομίζω πως βλέπω μια σκιά, κάποιον να κινείται: ο Τζέισον. Λαχταρώ να τον δω, να ρίξω μια ματιά στο όμορφο πρόσωπό του. Εύχομαι να βγει έξω, να σταθεί πίσω της, όπως κάνει συνήθως, να τη φιλήσει στα μαλλιά. Δε βγαίνει, και το κεφάλι της πέφτει μπροστά. Κάτι στον τρόπο που κινείται σήμερα μοιάζει διαφορετικό· είναι πιο βαριά, σαν κάτι να την τραβάει προς τα κάτω. Εύχομαι νοερά να πάει έξω σ’ εκείνη, αλλά το τρένο τινάζεται και ξεκινάει, και αυτός δεν εμφανίζεται· είναι μόνη. Και τώρα, ασυναίσθητα, πιάνω τον εαυτό μου να κοιτάζει το σπίτι μου και δεν μπορώ να ξεκολλήσω το βλέμμα. Οι συρόμενες πόρτες είναι ορθάνοιχτες, το φως λούζει την κουζίνα. Δεν μπορώ να πω, πραγματικά δεν μπορώ να πω αν όντως το βλέπω ή το φαντάζομαι – είναι εκεί, στον νεροχύτη, και πλένει; Βλέπω ένα κοριτσάκι σε καρεκλάκι φαγητού, εκεί, δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας; Κλείνω τα μάτια και αφήνω το σκοτάδι να με πλημμυρίσει, μέχρι να μεταμορφωθεί από θλίψη σε κάτι χειρότερο: μια ανάμνηση, μια αναδρομή στο παρελθόν. Δεν του ζήτησα απλώς να με πάρει. Τώρα θυμάμαι, έκλαιγα. Του είπα ότι τον αγαπώ ακόμη, ότι πάντα θα τον αγαπούσα. Σε παρακαλώ, Τομ, σε παρακαλώ, έχω ανάγκη να σου μιλήσω. Μου λείπεις. Όχι, όχι, όχι, όχι, όχι. Πρέπει να το αποδεχτώ πια, είναι ανώφελο να το αποδιώχνω. Θα νιώθω απαίσια όλη μέρα, θα έρχεται ανά κύματα –θα δυναμώνει και θα φεύγει και θα δυναμώνει ξανά– αυτό το σφίξιμο στο στομάχι μου, η αγωνία της ντροπής, το κάψιμο στο πρόσωπό μου, τα μάτια μου να κλείνουν σφιχτά λες κι έτσι θα το κάνω να εξαφανιστεί. Και όλη τη μέρα θα λέω στον εαυτό μου ότι δεν έγινε και τίποτα το τρομερό, σωστά; Δεν είναι και το χειρότερο που έχω κάνει στη ζωή μου, δεν είναι ότι κατέρρευσα δημοσίως ή ότι άρχισα να ουρλιάζω σε κάποιον περαστικό. Δεν είναι ότι έκανα ρεζίλι τον άντρα μου σε κάποιο καλοκαιρινό μπάρμπεκιου, φωνάζοντας στη γυναίκα του φίλου του ότι ριχνόταν στον σύζυγό μου. Δεν είναι ότι αρχίσαμε να καβγαδίζουμε ένα βράδυ και του επιτέθηκα με ένα μπαστούνι του γκολφ, κάνοντας βαθούλωμα στον τοίχο έξω από την κρεβατοκάμαρα. Δεν είναι ότι πήγα στη δουλειά έπειτα από τετράωρο διάλειμμα για φαγητό, τρεκλίζοντας μέχρι το γραφείο μου, παραπαίοντας, με όλους να με κοιτάνε και τον Μάρτιν Μάιλς να με παίρνει παράμερα και να μου λέει: «Ρέιτσελ, καλύτερα να γυρίσεις σπίτι σου». Κάποτε διάβασα ένα βιβλίο μιας πρώην αλκοολικής που περιέγραφε πως έκανε στοματικό σεξ σε δύο διαφορετικούς άντρες, άντρες τους οποίους μόλις είχε γνωρίσει, σε ένα εστιατόριο ενός πολυσύχναστου δρόμου στο Λονδίνο. Το διάβασα και σκέφτηκα: Εγώ δεν είμαι και τόσο άσχημα. Εδώ εγώ τραβάω γραμμή.
Απόγευμα Όλη μέρα σκεφτόμουν την Τζες, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα παρά μόνο σε αυτό που είδα το πρωί. Τι ήταν αυτό που με έκανε να σκεφτώ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά; Δεν μπορούσα να δω την έκφρασή της από τόσο μακριά, αλλά την ώρα που την κοιτούσα ένιωθα ότι ήταν μόνη.
Περισσότερο από μόνη, βυθισμένη στη μοναξιά. Ίσως να ήταν – ίσως αυτός να λείπει, να βρίσκεται σε καμία από αυτές τις θερμές χώρες όπου πηγαίνει όταν σπεύδει να σώσει ανθρώπινες ζωές. Και της λείπει και ανησυχεί γι’ αυτόν, παρόλο που ξέρει πως πρέπει να φύγει. Φυσικά και της λείπει, όπως και σ’ εμένα. Είναι ευγενικός και δυνατός, όλα όσα πρέπει να είναι ένας σύζυγος. Και είναι συντροφιά ο ένας για τον άλλο. Το βλέπω, ξέρω πώς είναι μεταξύ τους. Η δύναμή του κι αυτή η προστατευτικότητα που ακτινοβολεί είναι τα στοιχεία τα οποία τον χαρακτηρίζουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκείνη είναι αδύναμη. Είναι δυνατή με άλλους τρόπους· κάνει πνευματικά άλματα που τον αφήνουν άφωνο από θαυμασμό. Εκείνη μπορεί να φτάσει στη ρίζα του προβλήματος, να το διαμελίσει και να το αναλύσει στον χρόνο που άλλοι χρειάζονται να πουν «καλημέρα». Στα πάρτι, συχνά της κρατάει το χέρι, παρόλο που είναι μαζί πολλά χρόνια. Δείχνουν αλληλοσεβασμό, ποτέ δεν προσβάλλει ο ένας τον άλλο. Νιώθω πολύ κουρασμένη απόψε. Είμαι εντελώς νηφάλια. Μερικές μέρες αισθάνομαι τόσο άσχημα, που πρέπει να πιω· άλλες αισθάνομαι τόσο άσχημα, που δεν μπορώ. Σήμερα, η σκέψη του αλκοόλ κάνει το στομάχι μου να γυρίζει. Όμως, η νηφαλιότητα στο απογευματινό τρένο είναι μεγάλη πρόκληση, ειδικά τώρα, με τέτοια ζέστη. Ένα στρώμα ιδρώτα καλύπτει όλο μου το δέρμα, το στόμα μου κολλάει, τα μάτια μου με τρώνε, η μάσκαρα έχει πήξει στις άκρες. Το κινητό χτυπάει στην τσάντα μου και με κάνει να αναπηδήσω. Δύο κορίτσια απέναντί μου στο βαγόνι με κοιτάζουν και μετά κοιτάζονται μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας πονηρά χαμόγελα. Δεν ξέρω τι πιστεύουν για μένα αλλά σίγουρα όχι κάτι καλό. Η καρδιά μου χτυπάει ξέφρενα μέσα στο στήθος μου καθώς κάνω να πιάσω το τηλέφωνο. Ξέρω ότι ούτε αυτό θα είναι καλό: Θα είναι, ίσως, η Κάθι που θα μου ζητήσει ευγενικά, πάντα τόσο ευγενικά, να κάνω κράτει με το ποτό απόψε. Ή η μητέρα μου, για να μου πει ότι έρχεται στο Λονδίνο την επόμενη εβδομάδα, ότι θα περάσει από το γραφείο και αν μπορούμε να πάμε για φαγητό. Κοιτάζω την οθόνη. Είναι ο Τομ. Για μια στιγμή διστάζω και μετά απαντώ. «Ρέιτσελ;» Τα πέντε πρώτα χρόνια που τον γνώριζα δεν ήμουν ποτέ Ρέιτσελ, μόνο Ρέιτς. Μερικές φορές και Σέλι, γιατί ήξερε πως το απεχθανόμουν και ξεκαρδιζόταν στα γέλια όταν με έβλεπε να φουντώνω από θυμό και μετά να γελάω, επειδή παρασυρόμουν από εκείνον. «Ρέιτσελ, εγώ είμαι». Η φωνή του είναι βαριά, ακούγεται κουρασμένος. «Άκου, πρέπει να το σταματήσεις αυτό, εντάξει;» Δεν απαντώ. Το τρένο κόβει ταχύτητα και βρισκόμαστε σχεδόν απέναντι από το σπίτι, το παλιό μου σπίτι. Θέλω να του πω: Έλα έξω, στάσου λίγο στο γρασίδι. Άσε με να σε δω. «Σε παρακαλώ, Ρέιτσελ, δεν μπορείς να μου τηλεφωνείς έτσι όλη την ώρα. Πρέπει να συνέλθεις». Έχω έναν κόμπο στον λαιμό μου, σκληρό σαν βότσαλο, λείο και πεισματάρικο, δεν μπορώ να καταπιώ. Δεν μπορώ να βγάλω λέξη. «Ρέιτσελ; Με ακούς; Ξέρω ότι τα πράγματα δε σου πάνε καλά και λυπάμαι πολύ γι’ αυτό, πραγματικά λυπάμαι, αλλά… δεν μπορώ να σε βοηθήσω, και αυτά τα τηλεφωνήματα αναστατώνουν πολύ την Άννα. Εντάξει; Δεν μπορώ να σε βοηθήσω άλλο. Πήγαινε στους Ανώνυμους Αλκοολικούς ή όπου μπορείς. Σε παρακαλώ, Ρέιτσελ; Πήγαινε στους ΑΑ μετά τη δουλειά σήμερα». Βγάζω το βρόμικο τσιρότο από το δάχτυλό μου και κοιτάζω τη χλωμή, ρυτιδιασμένη σάρκα, το ξεραμένο αίμα κάτω από το νύχι μου. Μπήγω το νύχι του δεξιού μου αντίχειρα στο κέντρο της πληγής και τη νιώθω να ανοίγει, νιώθω τον οξύ και καυτό πόνο, κρατάω την ανάσα μου. Αίμα ξεχύνεται από την πληγή. Τα κορίτσια απέναντι με κοιτούν ανέκφραστα.
ΜΕΓΚΑΝ
Ένα χρόνο πριν
Τετάρτη, 16 Μαΐου 2012 Πρωί Ακούω το τρένο που έρχεται, ξέρω τον ρυθμό του απέξω κι ανακατωτά. Καθώς απομακρύνεται από τον σταθμό του Νόρθκοτ επιταχύνει, και ύστερα, αφού πάρει τη στροφή κροταλίζοντας, αρχίζει να επιβραδύνει, το κροτάλισμα μετατρέπεται σε γουργουρητό, ενώ κάποιες φορές ακούγεται και το στρίγκλισμα των φρένων καθώς σταματάει στον σηματοδότη περίπου καμιά διακοσαριά μέτρα από το σπίτι μου. Ο καφές μου έχει κρυώσει πάνω στο τραπεζάκι, αλλά ζεσταίνομαι και βαριέμαι υπερβολικά να σηκωθώ για να φτιάξω άλλον. Μερικές φορές ούτε καν βλέπω τα τρένα που περνούν, απλώς τα ακούω. Κάθομαι εδώ το πρωί, με τα μάτια κλειστά και τον ζεστό πορτοκαλή ήλιο στα βλέφαρά μου· θα μπορούσα να βρίσκομαι οπουδήποτε. Ταξιδεύω στη νότια Ισπανία, σε μια παραλία, στην Ιταλία, στην Τσίνκουε Τέρε, με τα πανέμορφα πολύχρωμα σπιτάκια και τα τρένα που πηγαινοφέρνουν τους τουρίστες. Ταξιδεύω πίσω στο Χόλκαμ, με το κρώξιμο των γλάρων στα αυτιά μου, γεύομαι την αλμύρα και παρακολουθώ ένα τρένο-φάντασμα να περνάει στις σκουριασμένες ράγες μισό χιλιόμετρο παρακάτω. Το τρένο δε σταματάει σήμερα, προσπερνάει το σπίτι μου αργά. Ακούω τους τροχούς που μαγκώνουν στις διακλαδώσεις, σχεδόν νιώθω το κούνημά του. Δεν μπορώ να δω τα πρόσωπα των επιβατών και ξέρω ότι είναι απλώς άνθρωποι που πηγαίνουν στο Γιούστον για να καθίσουν πίσω από ένα γραφείο, αλλά ονειρεύομαι: εξωτικά ταξίδια, περιπέτειες στα πέρατα της γης. Νοερά, ταξιδεύω πίσω στο Χόλκαμ· παράξενο που το σκέφτομαι ακόμη, μερικά πρωινά σαν το σημερινό, με τόση τρυφερότητα, με τόση νοσταλγία, μα το κάνω. Ο αέρας που χαϊδεύει το γρασίδι, ο απέραντος γαλανός ουρανός πάνω από τους αμμόλοφους, το μισογκρεμισμένο σπίτι, γεμάτο κεριά, βρομιά και μουσική. Τώρα μου φαίνεται σαν όνειρο. Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο δυνατά. Ακούω την μπάλα του στα σκαλοπάτια, φωνάζει το όνομά μου. «Θες άλλο καφέ, Μεγκς;» Τα μάγια λύθηκαν, ξύπνησα.
Απόγευμα Κρυώνω από το αεράκι και ζεσταίνομαι από τα δύο δαχτυλάκια βότκα που έριξα στο Martini μου. Κάθομαι στη βεράντα και περιμένω να επιστρέψει ο Σκοτ, θα τον πείσω να με βγάλει για φαγητό
στο ιταλικό εστιατόριο στην οδό Κίνγκλι. Έχουμε να βγούμε κάτι αιώνες. Δεν έκανα και πολλά σήμερα. Κανονικά θα έπρεπε να τελειώσω την αίτησή μου για τα μαθήματα επιδιόρθωσης υφασμάτων στο Σεντ Μάρτινς· την ξεκίνησα, ασχολιόμουν με αυτή στην κουζίνα, όταν άκουσα μια γυναίκα να ουρλιάζει, κάνοντας μεγάλο σαματά, τόσο που πίστεψα ότι κάποιον δολοφονούσαν. Έτρεξα έξω στον κήπο, μα δεν είδα τίποτα. Ωστόσο, ακόμη την άκουγα, ήταν απαίσιο, η φωνή της με διαπερνούσε, ήταν πολύ στριγκή και απελπισμένη. «Τι κάνεις; Τι της κάνεις; Δώσ’ τη σ’ εμένα, δώσ’ τη μου». Όλο αυτό φάνηκε ατελείωτο, ενώ πιθανώς κράτησε μόλις μερικά δευτερόλεπτα. Έτρεξα πάνω, σκαρφάλωσα στη βεράντα και ανάμεσα από τα δέντρα είδα δύο γυναίκες σε έναν φράχτη, μερικούς κήπους παραπέρα. Η μία από αυτές έκλαιγε –ίσως και οι δύο–, ενώ ένα μωρό στρίγκλιζε, σε έξαλλη κατάσταση. Σκέφτηκα να καλέσω την αστυνομία, αλλά φάνηκε ότι τα πνεύματα ηρέμησαν. Η γυναίκα που ούρλιαζε έτρεξε μέσα στο σπίτι, παίρνοντας μαζί και το μωρό. Η άλλη έμεινε εκεί. Έτρεξε προς το σπίτι, σκόνταψε, ξανασηκώθηκε κι άρχισε να περιφέρεται στον κήπο. Πολύ παράξενο. Ένας Θεός ξέρει τι συνέβαινε. Ωστόσο, αυτή ήταν η πιο συναρπαστική στιγμή τις τελευταίες εβδομάδες. Τώρα που δεν έχω πια την γκαλερί νιώθω τις μέρες μου άδειες. Μου λείπει πολύ. Μου λείπει να μιλάω σε καλλιτέχνες. Μου λείπουν ακόμα κι εκείνες οι ανιαρές μαμάδες που συνήθιζαν να περνούν, με έναν καφέ στο χέρι από τα Starbucks, να κοιτούν αδιάφορα τους πίνακες και να λένε στις φίλες τους ότι η μικρή Τζέσι έκανε καλύτερες ζωγραφιές στο νηπιαγωγείο. Μερικές φορές θέλω να δω αν μπορώ να βρω κάποιους ανθρώπους από τον παλιό καιρό, μα μετά αναρωτιέμαι τι θα συζητήσω μαζί τους. Ούτε που θα αναγνώριζαν τη Μέγκαν, την ευτυχισμένη, παντρεμένη γυναίκα των προαστίων. Σε κάθε περίπτωση, δεν το διακινδυνεύω να κοιτάξω πίσω, αυτό είναι πάντα κακή ιδέα. Θα περιμένω να περάσει το καλοκαίρι και μετά θα ψάξω για δουλειά. Είναι κρίμα να χάσω τις πανέμορφες μέρες του καλοκαιριού. Θα βρω κάτι, εδώ ή αλλού, το ξέρω πως θα βρω.
Τρίτη, 14 Αυγούστου 2012 Πρωί Στέκομαι μπροστά στην ντουλάπα, κοιτάζοντας για πολλοστή φορά τη σειρά των όμορφων ρούχων, την τέλεια γκαρνταρόμπα για τη διευθύντρια μιας μικρής αλλά περίβλεπτης γκαλερί. Τίποτα μέσα σε αυτή δε φωνάζει «νταντά». Θεέ μου, ακόμα και η λέξη νταντά μού προκαλεί γέλιο. Φοράω ένα τζιν και ένα μπλουζάκι, μαζεύω πίσω τα μαλλιά μου και ούτε που ασχολούμαι με το μακιγιάζ. Υπάρχει λόγος να γίνω όμορφη όταν πρόκειται να περάσω τη μέρα μου με ένα μωρό; Κατεβαίνω απρόθυμα κάτω, σχεδόν έτοιμη για καβγά. Ο Σκοτ φτιάχνει καφέ στην κουζίνα. Γυρνάει προς το μέρος μου χαμογελαστός, και η διάθεσή μου φτιάχνει αμέσως. Το κατσούφιασμα εξαφανίζεται και ένα χαμόγελο παίρνει τη θέση του. Μου δίνει μια κούπα καφέ και με φιλάει. Είναι παράλογο να κατηγορήσω εκείνον γι’ αυτό, δική μου ιδέα ήταν. Προθυμοποιήθηκα να το κάνω, να φροντίζω το παιδί των γειτόνων. Τότε πίστευα πως θα είχε πλάκα. Στην πραγματικότητα, ήταν μια εντελώς παλαβή ιδέα, θα πρέπει να είχα τρελαθεί. Να με έπιασε βαρεμάρα, τρέλα, περιέργεια. Ήθελα να δω. Νομίζω πως η ιδέα μού μπήκε στο μυαλό όταν άκουσα τις φωνές της έξω
στον κήπο και θέλησα να μάθω τι συνέβαινε. Φυσικά, δε ρώτησα, τα ρωτάνε κάτι τέτοια; Ο Σκοτ με ενθάρρυνε, καταχάρηκε όταν το πρότεινα. Πιστεύει ότι, αν περνάω χρόνο με ένα μωρό, θα θελήσω να αποκτήσω και δικό μου. Στην πραγματικότητα, μου συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο· όταν φεύγω από το σπίτι τους, τρέχω στο δικό μου, ανυπομονώντας να βγάλω τα ρούχα από πάνω μου, να μπω στο ντους και να απαλλαχτώ από τη μωρουδιακή μυρωδιά. Νοσταλγώ τις μέρες μου στην γκαλερί, τότε που φτιαχνόμουν, χτενιζόμουν, μιλούσα σε ενήλικες για τέχνη ή για κινηματογράφο ή για απολύτως τίποτα. Το τίποτα θα ήταν ένα σκαλί παραπάνω από τις συζητήσεις μου με την Άννα. Θεέ μου, πόσο βαρετή είναι! Σου δίνει την εντύπωση ότι κάποτε ίσως είχε να πει κάτι για τον εαυτό της, μα τώρα όλα περιστρέφονται γύρω από το παιδί: Είναι καλά ντυμένη; Μήπως ζεσταίνεται πολύ; Πόσο γάλα ήπιε; Και βρίσκεται πάντα στο σπίτι, οπότε τις περισσότερες φορές νιώθω περιττή. Δουλειά μου είναι να προσέχω το παιδί την ώρα που η Άννα ξεκουράζεται, να τη βοηθάω να κάνει ένα διάλειμμα. Ένα διάλειμμα από τι ακριβώς; Είναι και αλλόκοτα νευρική, διαρκώς τριγυρίζει, τινάζεται, τρομάζει κάθε φορά που περνάει το τρένο, αναπηδά όταν χτυπάει το τηλέφωνο. Τα μωρά είναι πολύ ευαίσθητα, λέει, και υποθέτω πως δεν μπορώ να διαφωνήσω σε αυτό. Φεύγω από το σπίτι και διανύω με πόδια βαριά τα πενήντα μέτρα στην οδό Μπλένεμ που με χωρίζουν από το σπίτι της. Το βήμα μου είναι άτονο. Σήμερα, δεν ανοίγει η ίδια την πόρτα, την ανοίγει αυτός, ο σύζυγος. Ο Τομ, κουστουμαρισμένος και παρφουμαρισμένος, έτοιμος για τη δουλειά. Δείχνει όμορφος μέσα στο κουστούμι του – όχι όμορφος σαν τον Σκοτ, είναι πιο μικροκαμωμένος και χλωμός, ενώ τα μάτια του είναι λίγο κοντά μεταξύ τους, μα δεν είναι κακός. Μου μοστράρει το αλά Τομ Κρουζ χαμόγελό του και μετά εξαφανίζεται, αφήνοντάς με μόνη με αυτή και το μωρό.
Πέμπτη, 16 Αυγούστου 2012 Απόγευμα Παραιτήθηκα! Νιώθω τόσο ωραία, σαν να μπορώ να κάνω τα πάντα. Είμαι ελεύθερη! Κάθομαι στη βεράντα, περιμένοντας τη βροχή. Ο ουρανός είναι μαύρος από πάνω μου, τα χελιδόνια κάνουν μέσα του βουτιές, η ατμόσφαιρα είναι βαριά από την υγρασία. Ο Σκοτ θα γυρίσει σε καμιά ωρίτσα και θα πρέπει να του το πω. Θα θυμώσει μόνο για ένα-δυο λεπτά, αλλά θα τον αποζημιώσω. Και δε θα κάθομαι στο σπίτι όλη μέρα. Έχω μεγάλα σχέδια. Μπορεί να κάνω μαθήματα φωτογραφίας ή να στήσω έναν πάγκο και να πουλάω κοσμήματα. Θα μπορούσα να μάθω και μαγειρική. Κάποτε είχα έναν δάσκαλο στο σχολείο που μου είπε ότι είχα την απόλυτη ικανότητα να αλλάζω μορφές. Τότε δεν κατάλαβα τι εννοούσε, αλλά σταδιακά έβγαλα νόημα. Φυγάς, ερωμένη, σύζυγος, σερβιτόρα, διευθύντρια γκαλερί, νταντά (και μερικά άλλα ανάμεσα). Άρα, τι θέλω να είμαι αύριο; Δεν είχα σκοπό να παραιτηθώ, τα λόγια απλώς βγήκαν από μέσα μου ακούσια. Καθόμασταν εκεί, στο τραπέζι της κουζίνας, η Άννα με το μωρό αγκαλιά, ενώ ο Τομ είχε πεταχτεί να πάρει κάτι από το σπίτι, οπότε βρισκόταν κι αυτός μπροστά, με ένα φλιτζάνι καφέ στο χέρι, και ήταν απλώς γελοίο, δεν υπήρχε κανένας λόγος να βρίσκομαι εγώ εκεί. Ακόμα χειρότερα, ένιωθα άβολα, σαν εισβολέας.
«Βρήκα άλλη δουλειά», είπα, δίχως να το πολυσκεφτώ. «Οπότε δε θα μπορώ να έρχομαι πια». Η Άννα με κοίταξε –δε νομίζω πως το πίστεψε εκείνη την ώρα– και απλώς είπε: «Ω, τι κρίμα», και φαινόταν ότι δεν το εννοούσε, έδειχνε ανακουφισμένη. Δε με ρώτησε καν τι δουλειά είχα βρει, πράγμα που με χαροποίησε, γιατί δεν είχα σκεφτεί κάποιο πειστικό ψέμα. Ο Τομ έδειξε χλιαρά έκπληκτος. «Θα μας λείψεις», είπε, μα κι αυτό ψέμα ήταν. Ο μόνος που θα απογοητευτεί πραγματικά είναι ο Σκοτ, οπότε πρέπει να σκεφτώ τι θα του πω. Ίσως του πω ότι μου ριχνόταν ο Τομ, κι έτσι θα λήξει το ζήτημα.
Πέμπτη, 20 Σεπτεμβρίου 2012 Πρωί Είναι λίγο μετά τις επτά, έχει ψύχρα εδώ έξω τώρα, αλλά είναι τόσο όμορφα έτσι, όλοι οι μακρόστενοι κήποι ο ένας δίπλα στον άλλο, καταπράσινοι και δροσεροί, περιμένοντας τις αχτίδες του ήλιου να ξετρυπώσουν και να τους ζωντανέψουν. Έχω ξυπνήσει εδώ και ώρες· δεν μπορώ να κοιμηθώ. Έχω μέρες να κοιμηθώ. Το μισώ αυτό, μισώ την αϋπνία όσο τίποτε άλλο, να είμαι απλώς ξαπλωμένη, με το μυαλό μου να γυρίζει: τικ, τικ, τικ, τικ. Με πιάνει παντού φαγούρα. Θέλω να ξυρίσω το κεφάλι μου γουλί. Θέλω να τρέξω. Θέλω να κάνω ένα ταξίδι με αυτοκίνητο, με ένα κάμπριο, με την οροφή κατεβασμένη. Θέλω να πάω στην ακτή, οποιαδήποτε ακτή. Θέλω να περπατήσω σε μια παραλία. Με τον μεγάλο μου αδερφό θα ταξιδεύαμε με αυτοκίνητο. Είχαμε τόσα σχέδια ο Μπεν κι εγώ. Εντάξει, κυρίως ήταν σχέδια του Μπεν – ήταν ένας ονειροπόλος. Θα πηγαίναμε με μηχανές από το Παρίσι στην Κυανή Ακτή ή θα διασχίζαμε όλη την ακτή του Ειρηνικού στην Αμερική, από το Σιάτλ μέχρι το Λος Άντζελες· θα ακολουθούσαμε τη διαδρομή του Τσε Γκεβάρα από το Μπουένος Άιρες μέχρι το Καράκας. Ίσως, αν τα είχα κάνει όλα αυτά, να μην κατέληγα εδώ, μη γνωρίζοντας το επόμενο βήμα μου. Ή ίσως, αν τα είχα κάνει όλα αυτά, να είχα καταλήξει ακριβώς εδώ και να ήμουν απόλυτα ευτυχισμένη. Όμως, δεν έκανα τίποτε από αυτά, φυσικά, γιατί ο Μπεν δεν πήγε μέχρι το Παρίσι, ούτε μέχρι το Κέμπριτζ δεν πήγε, σκοτώθηκε στον Α10, το κρανίο του έγινε λιώμα κάτω από τις ρόδες μιας διπλής νταλίκας. Μου λείπει κάθε μέρα. Περισσότερο από τον καθένα, πιστεύω. Είναι η μεγάλη τρύπα στη ζωή μου, στο κέντρο της ψυχής μου. Ή ίσως να ήταν απλώς η αρχή. Δεν ξέρω! Δεν ξέρω καν αν όλα αυτά έχουν σχέση με τον Μπεν ή αν έχουν σχέση με όλα όσα συνέβησαν από εκεί και πέρα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τη μια στιγμή είμαι μια χαρά, η ζωή είναι γλυκιά και δε θέλω τίποτα, και την άλλη ανυπομονώ να ξεφύγω, απλώνομαι παντού, γλιστράω και χάνομαι. Γι’ αυτό θα πάω σε ψυχολόγο! Μπορεί να είναι παράξενο, αλλά ίσως και να έχει πλάκα. Πάντα πίστευα ότι είχε γούστο να είσαι καθολικός, να μπορείς να εξομολογηθείς και να ξαλαφρώσεις, να ακούσεις κάποιον να σου λέει ότι συγχωρείσαι, να παίρνει από πάνω σου όλες τις αμαρτίες, να σου δίνει την ευκαιρία να ξεκινήσεις από την αρχή. Αυτό, φυσικά, δεν είναι το ίδιο. Νιώθω λίγο αμήχανα, αλλά τώρα τελευταία δεν κοιμάμαι καλά, και ο Σκοτ με πρήζει να πάω. Του είπα ότι εδώ δυσκολεύομαι να μιλήσω ακόμα και σε άτομα που γνωρίζω γι’ αυτά τα πράγματα, ούτε στον ίδιο δεν μπορώ να μιλήσω καλά καλά. Αυτό είναι το νόημα, είπε, σε έναν ξένο μπορείς να πεις τα πάντα. Καημένε Σκοτ. Ούτε τα μισά δεν ξέρει. Με
αγαπάει τόσο πολύ, που με κάνει να πονάω. Δεν ξέρω πώς το κάνει. Εγώ στη θέση του θα τρελαινόμουν. Αλλά πρέπει να κάνω κάτι, και τουλάχιστον αυτό μοιάζει με δράση. Όλα τα σχέδια που είχα, τα μαθήματα φωτογραφίας και μαγειρικής, αν το καλοσκεφτεί κανείς, μοιάζουν λίγο μάταια, λες και παίζω στη σκηνή της ζωής αντί να τη ζω πραγματικά. Έχω ανάγκη να βρω κάτι που πρέπει να κάνω, κάτι αδιαμφισβήτητο. Δεν μπορώ να κάνω μόνο αυτό, δεν μπορώ να είμαι απλώς μια σύζυγος, δεν καταλαβαίνω πώς το κάνουν άλλες, στην κυριολεξία δεν έχεις να κάνεις τίποτε από το να περιμένεις. Να περιμένεις τον άντρα σου να γυρίσει σπίτι και να σε αγαπάει. Είτε αυτό είτε να ψάχνεις για κάτι που θα σου αποσπάσει την προσοχή.
Απόγευμα Με έστησαν. Το ραντεβού ήταν για μισή ώρα πριν, κι εγώ βρίσκομαι ακόμη εδώ, στην αίθουσα αναμονής, ξεφυλλίζοντας το Vogue του περασμένου Σεπτεμβρίου, και είμαι στο τσακ να σηκωθώ και να εξαφανιστώ από εδώ μέσα. Ξέρω ότι τα ραντεβού των γιατρών καθυστερούν, αλλά και των ψυχολόγων; Οι ταινίες πάντα με έκαναν να πιστεύω ότι σε διώχνουν κλοτσηδόν μόλις τελειώσουν τα λεπτά σου. Φαντάζομαι πως στο Χόλιγουντ οι ψυχολόγοι είναι τελείως διαφορετικοί από αυτούς του βρετανικού δημόσιου συστήματος υγείας. Πάνω που ετοιμάζομαι να πάω στη γραμματέα και να της πω ότι δε σκοπεύω να περιμένω άλλο, ανοίγει η πόρτα του γιατρού και εμφανίζεται ένας πανύψηλος, αδύνατος άντρας, με απολογητικό ύφος, ο οποίος μου δίνει το χέρι. «Κυρία Χίπγουελ, συγγνώμη που σας άφησα να περιμένετε», λέει, κι εγώ απλώς του χαμογελάω και του λέω πως δεν πειράζει, κι εκείνη τη στιγμή νιώθω ότι πραγματικά δεν πειράζει, γιατί βρίσκομαι μπροστά του μόλις δύο λεπτά και ήδη αισθάνομαι πιο ήρεμη. Νομίζω πως φταίει η φωνή του. Απαλή και χαμηλή. Με ελαφριά προφορά, πράγμα το οποίο περίμενα, γιατί το όνομά του είναι Δρ Καμάλ Αμπντίκ. Τον κάνω γύρω στα τριάντα πέντε, παρόλο που μοιάζει μικρότερος, γιατί έχει ένα απίστευτα σταρένιο δέρμα, στο χρώμα του σκούρου μελιού. Έχει χέρια που άνετα θα τα φανταζόμουν πάνω στο κορμί μου, δάχτυλα μακριά και ντελικάτα, που σχεδόν τα νιώθω να αγγίζουν το δέρμα μου. Δε συζητάμε για κάτι ουσιαστικό, είναι απλώς η πρώτη συνεδρία, η ώρα της γνωριμίας· με ρωτάει ποιο είναι το πρόβλημα και του μιλάω για τις κρίσεις πανικού, την αϋπνία, το γεγονός ότι μένω ξύπνια τις νύχτες γιατί φοβάμαι να αποκοιμηθώ. Θέλει να του μιλήσω περισσότερο γι’ αυτό, αλλά δεν είμαι ακόμη έτοιμη. Με ρωτάει αν παίρνω ναρκωτικά, αν πίνω αλκοόλ. Του λέω ότι έχω άλλες αδυναμίες αυτή την εποχή και πιάνω το βλέμμα του που μου δείχνει ότι καταλαβαίνει τι εννοώ. Μετά νιώθω ότι θα έπρεπε να παίρνω το θέμα πιο πολύ στα σοβαρά, οπότε του λέω για το κλείσιμο της γκαλερί και το ότι αισθάνομαι διαρκώς ξεκρέμαστη, για την έλλειψη κατεύθυνσης, για το ότι περνάω πολύ χρόνο μέσα στο κεφάλι μου. Δε μιλάει πολύ, απλώς με προτρέπει να συνεχίσω, αλλά θέλω ν’ ακούσω τη φωνή του, γι’ αυτό την ώρα που φεύγω τον ρωτάω από πού κατάγεται. «Από το Μέιντστοουν», μου απαντάει, «στο Κεντ. Αλλά μετακόμισα στο Κόρλι πριν από λίγα χρόνια». Ξέρει πολύ καλά ότι δεν τον ρώτησα αυτό και μου χαρίζει ένα κατεργάρικο χαμόγελο. Ο Σκοτ με περιμένει όταν γυρίζω σπίτι, μου βάζει ένα ποτό στο χέρι και θέλει να μάθει κάθε λεπτομέρεια. Λέω πως ήταν καλά. Με ρωτάει για τον ψυχολόγο, αν τον συμπάθησα, αν μου φάνηκε
καλός. Καλός, ξαναλέω, γιατί δε θέλω να δείξω ενθουσιασμένη. Με ρωτάει αν μιλήσαμε για τον Μπεν. Ο Σκοτ νομίζει ότι όλα περιστρέφονται γύρω από τον Μπεν. Ίσως έχει δίκιο. Ίσως με ξέρει καλύτερα απ’ όσο πιστεύω.
Τρίτη, 25 Σεπτεμβρίου 2012 Πρωί Ξύπνησα νωρίς σήμερα, αλλά κατάφερα να κοιμηθώ μερικές ώρες, κάτι που είναι μεγάλη βελτίωση συγκριτικά με την προηγούμενη εβδομάδα. Ένιωσα σχεδόν αναζωογονημένη όταν σηκώθηκα από το κρεβάτι, οπότε, αντί να καθίσω στη βεράντα, αποφάσισα να βγω βόλτα. Έχω κλειστεί μέσα σχεδόν χωρίς να το καταλάβω. Τα μόνα μέρη στα οποία πηγαίνω τώρα τελευταία είναι τα μαγαζιά, το μάθημα πιλάτες και ο ψυχολόγος. Και καμιά φορά στην Τάρα. Τις υπόλοιπες ώρες βρίσκομαι σπίτι. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που έχω ξεσηκωθεί τόσο. Βγαίνω από το σπίτι, στρίβω δεξιά και μετά αριστερά στην οδό Κίνγκλι. Προσπερνάω την παμπ Rose. Παλιά πηγαίναμε συχνά εκεί, δε θυμάμαι γιατί σταματήσαμε. Ποτέ δε μου άρεσε ιδιαίτερα, ήταν γεμάτη ζευγάρια γύρω στα σαράντα που έπιναν πολύ και ψάχνονταν για κάτι καλύτερο, διερωτώμενοι αν είχαν το κουράγιο. Ίσως γι’ αυτό σταματήσαμε να πηγαίνουμε, επειδή δε μου άρεσε. Προσπερνάω την παμπ, προσπερνάω τα μαγαζιά. Δε θέλω να απομακρυνθώ πολύ, απλώς ένα τετράγωνο, ίσα για να ξεμουδιάσω. Είναι ωραία να είσαι έξω τόσο πρωί, πριν από τα παιδιά που τρέχουν για το σχολείο, πριν από τα λεωφορεία που πηγαινοέρχονται· οι δρόμοι είναι άδειοι και καθαροί, η μέρα γεμάτη δυνατότητες. Στρίβω πάλι αριστερά, προχωράω μέχρι τη μικρή παιδική χαρά, τη μόνη φτωχή σχετικά δικαιολογία που έχουμε για λίγο πράσινο. Είναι άδεια αυτή τη στιγμή, αλλά σε λίγες ώρες θα γεμίσει από αμέτρητα μικρά, μαμάδες και νταντάδες. Τα μισά κορίτσια από το πιλάτες θα βρίσκονται εδώ, ντυμένα από την κορφή ως τα νύχια με επώνυμες αθλητικές φόρμες, και θα κρατούν καφέδες από τα Starbucks στα άψογα φροντισμένα χέρια τους. Περνάω το πάρκο και συνεχίζω προς τη λεωφόρο Ρόζμπερι. Αν έστριβα δεξιά εδώ, θα έφτανα στην γκαλερί μου –δηλαδή στην τότε γκαλερί μου, σήμερα είναι μια άδεια βιτρίνα–, αλλά δε θέλω, γιατί αυτό ακόμη με πονάει λίγο. Προσπάθησα τόσο πολύ να πετύχω. Λάθος μέρος, λάθος χρόνος, τα προάστια δεν έχουν ανάγκη από τέχνη, τουλάχιστον όχι σε αυτή την οικονομική κατάσταση. Αντί γι’ αυτό, στρίβω δεξιά, περνάω το σουπερμάρκετ Tesco Express, προσπερνάω την άλλη παμπ, αυτή που πηγαίνουν οι κάτοικοι της περιοχής, και κατηφορίζω προς το σπίτι. Τώρα έχω πεταλούδες στο στομάχι μου, αρχίζω να νιώθω νευρικότητα, φοβάμαι μην πέσω πάνω στους Γουάτσον, διότι πάντα νιώθω λίγο άσχημα όταν τους βλέπω· είναι πασιφανές πως δεν έχω άλλη δουλειά, πως είπα ψέματα επειδή δεν ήθελα να δουλεύω άλλο γι’ αυτούς. Για την ακρίβεια, νιώθω περίεργα όταν βλέπω εκείνη. Ο Τομ απλώς με αγνοεί. Αλλά η Άννα δείχνει να παίρνει τα πάντα προσωπικά. Προφανώς πιστεύει ότι η σύντομη καριέρα μου ως νταντά έφτασε στο τέλος της εξαιτίας της, εξαιτίας του παιδιού της. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν καθόλου εξαιτίας του παιδιού της, παρόλο που είναι από αυτά που γκρινιάζουν όλη την ώρα και σε δυσκολεύουν να τα συμπαθήσεις. Όλα είναι πολύ πιο περίπλοκα, αλλά, φυσικά, αυτό δεν μπορώ να της το πω. Τέλος πάντων, αυτός είναι ένας από τους λόγους της απομόνωσής μου, υποθέτω, επειδή
δε θέλω να πέφτω πάνω στους Γουάτσον. Ένα μέρος μου εύχεται να μετακόμιζαν, ξέρω ότι εκείνης δεν της αρέσει εδώ, μισεί αυτό το σπίτι, μισεί να ζει ανάμεσα στα πράγματα της πρώην γυναίκας του, μισεί τα τρένα. Σταματάω στη γωνία και κρυφοκοιτάζω την υπόγεια διάβαση. Νιώθω τη μυρωδιά του κρύου και της υγρασίας. Πάντα ανατριχιάζω λίγο, είναι σαν να γυρνάς μια πέτρα για να δεις τι υπάρχει από κάτω, μούχλα, σκουλήκια και χώμα. Μου θυμίζει τότε που ήμουν μικρή κι έπαιζα στον κήπο, ψάχνοντας για βατράχια στη λιμνούλα, με τον Μπεν. Προχωράω, ο δρόμος είναι άδειος, ούτε ίχνος του Τομ και της Άννας, και το κομμάτι του εαυτού μου που αναζητά το δράμα απογοητεύεται λιγάκι.
Απόγευμα Μόλις πήρε ο Σκοτ να μου πει ότι θα αργήσει απόψε γιατί έχει δουλειά, κάτι που απευχόμουν σήμερα. Νιώθω τσιτωμένη, όλη μέρα έτσι νιώθω. Δεν μπορώ να μείνω σε μία θέση. Θέλω να γυρίσει σπίτι και να με ηρεμήσει, και τώρα θα περάσουν ώρες πριν επιστρέψει, ενώ το μυαλό μου θα καλπάζει, και ξέρω ότι με περιμένει ακόμα μία άγρυπνη νύχτα. Δεν μπορώ να κάθομαι απλώς εδώ και να παρακολουθώ τα τρένα, είμαι πολύ νευρική, η καρδιά μου φτερουγίζει στο στήθος μου σαν πουλί που θέλει να βγει από το κλουβί. Φοράω τα σανδάλια μου και κατεβαίνω κάτω, ανοίγω την πόρτα και βγαίνω στην οδό Μπλένεμ. Κοντεύει επτά και μισή, κάποιοι αργοπορημένοι επιστρέφουν από τη δουλειά. Δεν υπάρχει κανείς άλλος τριγύρω, ωστόσο ακούγονται οι φωνές των παιδιών που παίζουν στους πίσω κήπους των σπιτιών τους, απολαμβάνοντας τις τελευταίες λιακάδες του καλοκαιριού, πριν τα φωνάξουν για φαγητό. Κατηφορίζω τον δρόμο προς τον σταθμό. Σταματάω για μια στιγμή μπροστά στον αριθμό είκοσι τρία και σκέφτομαι να χτυπήσω το κουδούνι. Μα τι μπορώ να πω; Ότι ξέμεινα από ζάχαρη; Ότι είχα όρεξη για κουβέντα; Οι κουρτίνες είναι μισάνοιχτες, αλλά δε βλέπω κανέναν μέσα. Συνεχίζω, κατηφορίζω προς τη γωνία και, δίχως να το καλοσκεφτώ, συνεχίζω μέχρι την υπόγεια διάβαση. Βρίσκομαι στα μισά όταν το τρένο περνάει από πάνω μου, και είναι θαυμάσιο, είναι σαν σεισμός, το νιώθεις μέχρι το κέντρο του κορμιού σου, σου ανακατεύει το αίμα. Χαμηλώνω το βλέμμα και διαπιστώνω πως κάτι βρίσκεται στο πάτωμα, μια κορδέλα μαλλιών, μοβ, τεντωμένη, πολυχρησιμοποιημένη. Έπεσε από κάποιον που έκανε τζόκινγκ, πιθανώς, αλλά κάτι πάνω της με κάνει να ανατριχιάσω και θέλω να βγω από εκεί μέσα γρήγορα, να γυρίσω στη λιακάδα. Στον δρόμο της επιστροφής, με προσπερνάει με το αυτοκίνητο, οι ματιές μας συναντιούνται για ένα λεπτό και μου χαμογελάει.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Παρασκευή, 12 Ιουλίου 2013 Πρωί Είμαι εξαντλημένη, το κεφάλι μου πονάει από τον ύπνο. Όταν πίνω, κοιμάμαι ελάχιστα. Πέφτω ξερή για καμιά ώρα και μετά ξυπνάω άρρωστη από τον φόβο, αηδιασμένη με τον εαυτό μου. Αν υπάρξει μέρα που δεν πιω, εκείνη τη νύχτα βυθίζομαι σε έναν βαθύ ύπνο, σε μια κατάσταση ασυνειδησίας, και το πρωί δεν μπορώ να ξυπνήσω καλά, δεν μπορώ να αποτινάξω τον ύπνο από πάνω μου, μένει μαζί μου για ώρες, μερικές φορές ακόμα και όλη τη μέρα. Σήμερα στο βαγόνι είναι ελάχιστα άτομα, κανένας αρκετά κοντά μου. Κανείς δε με κοιτάζει, οπότε γέρνω το κεφάλι μου στο τζάμι και κλείνω τα μάτια. Το στρίγκλισμα από τα φρένα του τρένου με ξυπνάει. Βρισκόμαστε στον σηματοδότη. Τέτοια ώρα, τέτοια εποχή, ο ήλιος πέφτει πάνω στις πλάτες των σπιτιών, λούζοντάς τες με φως. Σχεδόν νιώθω τη ζεστασιά του πρωινού ήλιου στο πρόσωπό μου και στα χέρια μου όταν κάθομαι στο τραπέζι για πρωινό, τον Τομ απέναντί μου και τα γυμνά μου πόδια στα δικά του, γιατί πάντα εκείνου είναι πιο ζεστά, το βλέμμα μου που πέφτει σε μια εφημερίδα. Τον νιώθω που μου χαμογελάει, η κάψα μεταφέρεται από το στήθος στον λαιμό μου, όπως κάθε φορά που με κοιτούσε με τον συγκεκριμένο τρόπο. Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα και ο Τομ εξαφανίζεται. Βρισκόμαστε ακόμη στον σηματοδότη, βλέπω την Τζες στον κήπο της, ενώ πίσω της ένας άντρας βγαίνει από το σπίτι. Κάτι κρατάει, μια κούπα καφέ ίσως, τον κοιτάζω και διαπιστώνω ότι δεν είναι ο Τζέισον. Αυτός ο άντρας είναι πιο ψηλός, πιο αδύνατος, πιο μελαψός. Είναι οικογενειακός φίλος· είναι ο αδερφός της ή ο αδερφός του Τζέισον. Σκύβει και αφήνει τις κούπες στο μεταλλικό τραπεζάκι της βεράντας. Είναι ξάδερφος από την Αυστραλία, που ήρθε για κάνα δυο εβδομάδες, είναι ο παλιός κολλητός του Τζέισον, ο κουμπάρος στον γάμο τους. Η Τζες τον πλησιάζει, τυλίγει τα χέρια της στη μέση του και τον φιλάει, παρατεταμένα και βαθιά. Το τρένο ξεκινάει. Δεν πιστεύω στα μάτια μου. Ρουφάω αέρα στα πνευμόνια μου, καταλαβαίνω ότι κρατάω την αναπνοή μου. Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Ο Τζέισον την αγαπάει, το βλέπω, είναι ευτυχισμένοι. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι του κάνει κάτι τέτοιο, δεν του αξίζει. Νιώθω βαθιά απογοήτευση, νιώθω ότι έχουν απατήσει εμένα. Ένας οικείος πόνος πλημμυρίζει την καρδιά μου. Έχω νιώσει έτσι στο παρελθόν. Πολύ περισσότερο, πολύ πιο έντονα, φυσικά, αλλά θυμάμαι το είδος του πόνου. Είναι κάτι που δεν ξεχνιέται. Το ανακάλυψα όπως το ανακαλύπτουν οι περισσότεροι σήμερα: με ένα ηλεκτρονικό παραπάτημα. Μερικές φορές είναι ένα γραπτό ή φωνητικό μήνυμα· στη δική μου περίπτωση ήταν ένα μέιλ, το σύγχρονο κραγιόν στον γιακά. Διάβασα τα μέιλ του, αλλά έγινε κατά λάθος, αλήθεια, δεν ψαχούλευα. Κανονικά δεν έπρεπε να πλησιάζω ποτέ τον υπολογιστή του Τομ, γιατί φοβόταν μήπως του έσβηνα τίποτα σημαντικό κατά λάθος ή μήπως άνοιγα κάτι που δεν έπρεπε και κόλλαγε ο υπολογιστής κανέναν ιό. «Η τεχνολογία δεν είναι το φόρτε σου, σωστά, Ρέιτς;» είπε, όταν κατάφερα να σβήσω κατά λάθος
όλες τις επαφές του. Για τον λόγο αυτό δεν έπρεπε να τον αγγίζω. Αλλά στην πραγματικότητα προσπαθούσα να κάνω κάτι καλό, να επανορθώσω που ήμουν λίγο δύστροπη και δύσκολη, σχεδίαζα μια απόδραση για την τέταρτη επέτειό μας, ένα ταξιδάκι που θα μας θύμιζε πώς ήμασταν κάποτε. Ήθελα να του κάνω έκπληξη, οπότε έπρεπε να ελέγξω κρυφά το πρόγραμμα της δουλειάς του, έπρεπε να κοιτάξω. Όμως, δεν ψαχούλευα, δεν προσπαθούσα να τον τσακώσω ή τίποτα τέτοιο. Δεν ήθελα να είμαι από αυτές τις περίεργες συζύγους που ψάχνουν τις τσέπες των αντρών τους. Μία φορά, απάντησα το τηλέφωνό του την ώρα που ήταν στο ντους και νευρίασε, με κατηγόρησε πως δεν τον εμπιστευόμουν, κι εγώ ένιωσα απαίσια γιατί έδειχνε πολύ πληγωμένος. Έπρεπε να ελέγξω το πρόγραμμα της δουλειάς του, και είχε αφήσει το λάπτοπ του ανοιχτό, γιατί είχε καθυστερήσει σε μια συνάντηση. Ήταν η τέλεια ευκαιρία, οπότε έριξα μια ματιά στο πρόγραμμά του και σημείωσα κάποιες ημερομηνίες. Όταν έκλεισα το παράθυρο με το ημερολόγιο, μπροστά μου εμφανίστηκαν τα μέιλ του. Πάνω πάνω, υπήρχε ένα μήνυμα από μια διεύθυνση:
[email protected]. Την κλίκαρα. Χxxxx. Αυτό ήταν. Μια σειρά από x. Στην αρχή σκέφτηκα ότι ήταν κάποιο ανεπιθύμητο μέιλ, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι ήταν φιλιά. Ήταν μια απάντηση σε ένα μήνυμα που είχε στείλει εκείνος λίγες ώρες νωρίτερα, λίγο μετά τις επτά, τότε που εγώ ακόμη χουζούρευα στο κρεβάτι. Εχθές αποκοιμήθηκα με τη σκέψη σου, ονειρευόμουν πως φιλούσα το στόμα σου, τα στήθη σου, το εσωτερικό των μηρών σου. Ξύπνησα σήμερα γεμάτος από εσένα, λαχταρώντας να σε αγγίξω. Μην περιμένεις να είμαι λογικός, δεν μπορώ, δεν μπορώ να το κάνω αυτό μ’ εσένα. Διάβασα όλα τα μηνύματά του, ήταν δεκάδες, κρυμμένα σε ένα αρχείο με το όνομα «Admin». Ανακάλυψα πως το όνομά της ήταν Άννα Μπόιντ και ότι ο άντρας μου ήταν ερωτευμένος μαζί της. Της το έλεγε, αρκετά συχνά. Της έλεγε ότι δεν είχε ξανανιώσει ποτέ του έτσι, ότι ανυπομονούσε να είναι μαζί της, ότι θα περνούσε καιρός μέχρι να είναι μαζί οι δυο τους. Δεν έχω λόγια να περιγράψω τα συναισθήματα εκείνης της μέρας, μα τώρα, καθισμένη εδώ στο τρένο, είμαι έξαλλη, τα νύχια μου βυθίζονται στις παλάμες μου, τα δάκρυα κάνουν τα μάτια μου να τσούζουν. Νιώθω μια αστραπή έντονης οργής, νιώθω ότι έκλεψαν κάτι από εμένα. Πώς μπόρεσε; Πώς μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο η Τζες; Τι της συμβαίνει; Κοίτα τη ζωή που έχουν, κοίτα πόσο όμορφη είναι! Δεν το καταλαβαίνω, ποτέ δεν το κατάλαβα, πώς οι άνθρωποι αγνοούν την καταστροφή που φέρνουν ακολουθώντας την καρδιά τους. Ποιος είπε ότι το να ακολουθούμε την καρδιά μας είναι καλό πράγμα; Καθαρός εγωισμός είναι, μια εγωιστική πράξη να τα κάνουμε όλα δικά μας. Μίσος, πικρό σαν χολή, με πλημμυρίζει. Αν έβλεπα αυτή τη γυναίκα τώρα, αν έβλεπα την Τζες, θα την έφτυνα στα μούτρα. Θα της έβγαζα τα μάτια.
Απόγευμα Υπάρχει πρόβλημα στη γραμμή. Το γρήγορο τρένο των 17:56 προς το Στόουκ ακυρώθηκε, οπότε οι επιβάτες του εισέβαλαν στο δικό μου, και στο βαγόνι έχει θέσεις μόνο για όρθιους. Εγώ, ευτυχώς, κάθομαι, αλλά στον διάδρομο, όχι δίπλα στο παράθυρο, και πάνω μου πιέζονται κορμιά, εισβάλλοντας στον χώρο μου. Μου έρχεται να οπισθοχωρήσω, θέλω να σηκωθώ και να γίνω καπνός. Η ζέστη που κορυφωνόταν όλη μέρα τώρα με πνίγει, νιώθω ότι αναπνέω μέσα από μάσκα.
Όλα τα παράθυρα στο βαγόνι είναι ανοιχτά, ωστόσο, ακόμα και εν κινήσει, η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, μια μεταλλική φυλακή. Δεν μπορώ να στείλω αρκετό οξυγόνο στα πνευμόνια μου, στο αίμα μου, με πιάνει ναυτία. Σκέφτομαι διαρκώς τη σκηνή στην καφετέρια σήμερα το πρωί, νιώθω ότι βρίσκομαι ακόμη εκεί, βλέπω διαρκώς την έκφραση στα πρόσωπά τους. Κατηγορώ την Τζες. Το πρωί είχα πάθει εμμονή με την Τζες και τον Τζέισον, γι’ αυτό που έκανε αυτή και για το πώς θα ένιωσε εκείνος, για τον καβγά που θα έκαναν όταν το ανακάλυψε και συνειδητοποίησε ότι ο κόσμος του γκρεμίστηκε, όπως ο δικός μου. Περπατούσα σε μια παραζάλη, δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα. Δίχως να το σκεφτώ, μπήκα στην καφετέρια όπου πηγαίνουν όλοι από τη Hamilton Whiteley. Είχα περάσει την πόρτα πριν τους δω και ήταν αργά να κάνω μεταβολή· με κοίταξαν γουρλώνοντας τα μάτια για μια στιγμή, πριν θυμηθούν να κοτσάρουν ένα χαμόγελο στο πρόσωπό τους. Ο Μάρτιν Μάιλς με τη Σάσα και τη Χάριετ, το τρίο της αλλοκοτιάς, μου έγνεφαν, μου κουνούσαν τα χέρια για να πάω κοντά τους. «Ρέιτσελ!» φώναξε ο Μάρτιν, με τα χέρια απλωμένα, αγκαλιάζοντάς με. Δεν το περίμενα, τα χέρια μου εγκλωβίστηκαν ανάμεσά μας, πάνω στο σώμα του. Η Σάσα και η Χάριετ χαμογέλασαν και μου έδωσαν από δυο φιλιά στον αέρα, προσπαθώντας να μην πλησιάσουν πολύ. «Τι κάνεις εσύ εδώ;» Για μια μεγάλη, ατελείωτη στιγμή δεν απάντησα. Κοίταξα το πάτωμα, ένιωσα να κοκκινίζω και, συνειδητοποιώντας ότι έκανα τα πράγματα χειρότερα, άφησα ένα ψεύτικο γέλιο και είπα: «Συνέντευξη. Συνέντευξη». «Ω». Ο Μάρτιν δεν κατάφερε να κρύψει την έκπληξή του, ενώ η Σάσα και η Χάριετ κούνησαν το κεφάλι και χαμογέλασαν. «Με ποιον;» Δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε μία εταιρεία δημοσίων σχέσεων. Ούτε μία. Δεν μπορούσα να σκεφτώ ούτε μία εταιρεία γενικώς, πόσο μάλλον κάποια που μπορεί να έκανε και προσλήψεις. Απλώς στεκόμουν εκεί, τρίβοντας το χείλος μου με το δάχτυλό μου και κουνώντας το κεφάλι μου, ώσπου τελικά ο Μάρτιν είπε: «Απόρρητη πληροφορία, ε; Μερικές εταιρείες είναι παράξενες, σωστά; Δε θέλουν να λες τίποτα μέχρι να υπογραφούν τα συμβόλαια, μέχρι να είναι όλα επίσημα». Έλεγε μπούρδες και το ήξερε, το έκανε για να με σώσει, και κανείς δεν το έχαψε, αλλά όλοι προσποιήθηκαν το αντίθετο και έγνεψαν συμφωνώντας. Η Χάριετ και η Σάσα κοιτούσαν πίσω μου την πόρτα, ντρέπονταν για μένα, ήθελαν να γλιτώσουν από το συναπάντημα. «Καλύτερα να πάω να παραγγείλω τον καφέ μου», είπα. «Δε θα ήθελα να αργήσω». Ο Μάρτιν ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο μου και είπε: «Χάρηκα που σε είδα, Ρέιτσελ». Ο οίκτος του ήταν σχεδόν απτός. Ποτέ δεν είχα καταλάβει, τουλάχιστον πριν από τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής μου, πόσο φρικτό είναι να σε λυπούνται. Το σχέδιο ήταν να πάω στη βιβλιοθήκη Χόλμπορν στην οδό Θίομπολντ, αλλά δεν άντεχα να την αντικρίσω, γι’ αυτό πήγα στο Ρίτζεντς Παρκ. Διέσχισα το πάρκο, μέχρι τον ζωολογικό κήπο, και κάθισα στη σκιά μιας σειράς από βελανιδιές, συλλογιζόμενη τις κενές ώρες που είχα να γεμίσω μπροστά μου, σκεπτόμενη τη στιχομυθία στην καφετέρια και το ύφος του Μάρτιν την ώρα που με αποχαιρετούσε. Πρέπει να καθόμουν εκεί λιγότερο από μισή ώρα όταν χτύπησε το κινητό μου. Ήταν πάλι ο Τομ, που καλούσε από το τηλέφωνο του σπιτιού. Προσπάθησα να τον φανταστώ, να δουλεύει στο λάπτοπ του στην ηλιόλουστη κουζίνα μας, αλλά η εικόνα καταστρεφόταν από τα παράσιτα της νέας του ζωής. Θα ήταν κι εκείνη κάπου εκεί, κάπου στο φόντο, φτιάχνοντας τσάι ή ταΐζοντας το κοριτσάκι, με τη σκιά της να πέφτει πάνω του. Άφησα την κλήση στον τηλεφωνητή. Έβαλα το κινητό πάλι στην τσάντα μου και προσπάθησα να το αγνοήσω, δεν ήθελα ν’ ακούσω άλλα, όχι
σήμερα· η σημερινή μέρα ήταν ήδη αρκετά φρικτή και δεν είχε πάει ακόμη ούτε δέκα και μισή το πρωί. Άντεξα περίπου τρία λεπτά πριν πάρω τελικά το κινητό και ακούσω το μήνυμα στον τηλεφωνητή. Ατσαλώθηκα για ν’ ακούσω τη φωνή του, τη φωνή που κάποτε μου μιλούσε γεμάτη γέλιο και φως, τη φωνή που πλέον χρησιμοποιεί μόνο για να νουθετεί ή να παρηγορεί ή να λυπάται, αλλά δεν ήταν αυτός. «Ρέιτσελ, η Άννα είμαι». Το έκλεισα αμέσως. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω, το μυαλό μου κάλπαζε και με έπιασε παντού φαγούρα, οπότε σηκώθηκα, κίνησα προς τη γωνιακή κάβα της οδού Τίτσφιλντ, αγόρασα τέσσερα τζιν με τόνικ σε κουτάκι, επέστρεψα στη θέση μου στο πάρκο, άνοιξα το πρώτο και το ήπια μονοκοπανιά και μετά άνοιξα και το δεύτερο. Γύρισα την πλάτη μου στο μονοπάτι για να μη βλέπω αυτούς που έκαναν τζόκινγκ και τις μητέρες με τα καροτσάκια και τους τουρίστες και, αφού δεν τους έβλεπα, υποκρινόμουν, σαν παιδί, ότι δε με έβλεπαν κι εκείνοι. Κάλεσα πάλι τον τηλεφωνητή μου. «Ρέιτσελ, η Άννα είμαι». Μεγάλη παύση. «Θέλω να σου μιλήσω για τα τηλεφωνήματα». Κι άλλη μεγάλη παύση, μου μιλάει ενώ ταυτόχρονα κάνει κάτι άλλο, πολλά πράγματα μαζί, όπως κάνουν όλες οι πολυάσχολες σύζυγοι και μητέρες, συγυρίζουν, βάζουν πλυντήριο. «Κοίτα, ξέρω πως περνάς δύσκολα», λέει, σαν να μην έχει καμία σχέση με τον πόνο μου, «αλλά δεν μπορείς να μας τηλεφωνείς διαρκώς τα βράδια». Ο τόνος της είναι τσιτωμένος, οξύθυμος. «Δε φτάνει που ξυπνάς εμάς όταν τηλεφωνείς, ξυπνάς και την Ήβη, κι αυτό δεν το δέχομαι. Αυτή την εποχή πασχίζουμε για να την κοιμίσουμε». Πασχίζουμε για να την κοιμίσουμε. Εμείς. Οι δυο μας. Η μικρή μας οικογένεια. Με τα προβλήματα και την καθημερινότητά μας. Γαμημένη σκύλα. Είναι μια κότα που έκανε τα αυγά της στη δική μου φωλιά. Μου πήρε τα πάντα. Μου πήρε τα πάντα και τώρα μου τηλεφωνεί και μου λέει ότι η δυστυχία μου της είναι ενοχλητική; Πίνω το δεύτερο κουτάκι και ανοίγω το τρίτο, το αλκοόλ ρέει στο αίμα μου και η ηδονή που μου προσφέρει κρατάει μόλις μερικά λεπτά και μετά νιώθω ναυτία. Έχω πάρει φόρα, ακόμα κι εγώ που αντέχω πρέπει να κάνω κράτει, αν δεν κάνω, κάτι κακό θα συμβεί. Θα κάνω κάτι που θα το μετανιώσω, θα της τηλεφωνήσω, θα της πω ότι δε μου καίγεται καρφί γι’ αυτή και την οικογένειά της και ότι σκασίλα μου κι αν δεν κοιμηθεί το παιδί της καλά για την υπόλοιπη ζωή του. Θα της πω ότι την ατάκα που χρησιμοποίησε για να τη ρίξει –μην περιμένεις να είμαι λογικός– τη χρησιμοποίησε και μ’ εμένα, όταν γνωριστήκαμε, μου την έγραψε σε γράμμα, δηλώνοντας το αιώνιο πάθος του. Δεν είναι καν δική του, την έκλεψε από τον Χένρι Μίλερ. Όλα όσα έχει είναι από δεύτερο χέρι. Θέλω να μάθω πώς νιώθει εκείνη γι’ αυτό. Θέλω να της τηλεφωνήσω και να τη ρωτήσω: «Πώς νιώθεις, Άννα, που ζεις στο σπίτι μου, περιστοιχισμένη από τα έπιπλα που αγόρασα εγώ, που κοιμάσαι στο κρεβάτι που μοιραζόμουν μαζί του για χρόνια, που ταΐζεις το παιδί σου στο τραπέζι της κουζίνας πάνω στο οποίο πηδούσε εμένα;» Ακόμη το βρίσκω εξωφρενικό που επέλεξαν να μείνουν εκεί, σε αυτό το σπίτι, στο σπίτι μου. Δεν το πίστευα όταν μου το είπε. Λάτρευα αυτό το σπίτι. Εγώ ήμουν εκείνη που επέμεινε να το αγοράσουμε, παρά την τοποθεσία του. Μου άρεσε να μένω κοντά στις γραμμές του τρένου, μου άρεσε να βλέπω τα τρένα να περνούν, απολάμβανα τον ήχο τους, όχι τη στριγκλιά ενός εξπρές μα τον ρυθμικό ήχο των παλιών τρένων που οι τροχοί τους κυλούσαν στις ράγες. Ο Τομ μού είπε ότι δε θα ήταν πάντα έτσι, ότι θα αναβάθμιζαν τη γραμμή και τότε θα περνούσαν γρήγορα τρένα, αλλά δεν πίστευα ότι θα συνέβαινε ποτέ αυτό. Θα έμενα εγώ εκεί, θα αγόραζα το μερίδιό του αν είχα τα χρήματα. Ωστόσο, δεν τα είχα και δεν μπορούσε να βρει αγοραστή να το δώσει σε καλή τιμή την εποχή που χωρίζαμε, οπότε πρότεινε να αγοράσει το μερίδιό μου και να μείνει εκεί μέχρι να του
δώσουν ένα λογικό ποσό. Αλλά ποτέ δε βρήκε τον κατάλληλο αγοραστή, αντιθέτως έφερε κι εκείνη μέσα, η οποία λάτρεψε το σπίτι, όπως εγώ, και αποφάσισαν να μείνουν. Θα πρέπει να νιώθει πολύ σίγουρη για τον εαυτό της, υποθέτω, για τη σχέση τους, ώστε να μην την ενοχλεί να ζει εκεί όπου είχε ζήσει άλλη γυναίκα. Προφανώς δε με θεωρεί απειλή. Σκέφτομαι τον Τεντ Χιουζ να πηγαίνει την Άσια Γουέβιλ στο σπίτι που μοιραζόταν με την Πλαθ, τη σκέφτομαι να φοράει τα ρούχα της Σίλβια, να βουρτσίζει τα μαλλιά της με την ίδια βούρτσα. Θέλω να τηλεφωνήσω στην Άννα και να της θυμίσω ότι η Άσια κατέληξε με το κεφάλι στον φούρνο, όπως και η Σίλβια. Θα πρέπει να με πήρε ο ύπνος, το τζιν και ο καυτός ήλιος με ζάλισαν. Ξύπνησα απότομα, ψαχουλεύοντας γύρω μου με αγωνία για την τσάντα μου. Ήταν ακόμη εκεί. Το δέρμα μου με φαγούριζε, με περπατούσαν χιλιάδες μυρμήγκια ενώ ήμουν ζωντανή, ήταν μέσα στα μαλλιά μου, στον λαιμό μου, στο στήθος μου, και σηκώθηκα για να τα διώξω από πάνω μου. Δύο έφηβοι, που έπαιζαν μπάλα είκοσι μέτρα παραπέρα, σταμάτησαν να με κοιτάξουν, είχαν διπλωθεί στα δύο από τα γέλια. Το τρένο σταματάει, βρισκόμαστε σχεδόν απέναντι από το σπίτι της Τζες και του Τζέισον, αλλά δεν μπορώ να δω μέσα από το βαγόνι και πέρα από τις γραμμές, γιατί υπάρχει πολύς κόσμος μπροστά μου. Αναρωτιέμαι αν είναι εκεί, αν αυτός ξέρει, αν έφυγε ή αν ζει ακόμη μια ζωή που του επιφυλάσσει μια δυσάρεστη έκπληξη.
Σάββατο, 13 Ιουλίου 2013 Πρωί Ξέρω χωρίς να κοιτάξω ρολόι ότι είναι περίπου οκτώ παρά τέταρτο με οκτώ και τέταρτο. Το ξέρω από τον τρόπο που πέφτει το φως, από τους ήχους του δρόμου έξω από το παράθυρό μου, από τον ήχο της ηλεκτρικής σκούπας που έχει βάλει η Κάθι έξω από το δωμάτιό μου. Η Κάθι, κάθε Σάββατο, ξυπνάει νωρίς για να καθαρίσει το σπίτι, πάση θυσία. Μπορεί να είναι τα γενέθλιά της, μπορεί να έρχεται η συντέλεια του κόσμου, η Κάθι το Σάββατο θα σηκωθεί νωρίς για να καθαρίσει. Λέει ότι το βλέπει σαν κάθαρση, ότι την προετοιμάζει για ένα όμορφο Σαββατοκύριακο, και επειδή καθαρίζει το σπίτι εξονυχιστικά, αυτό σημαίνει ότι γλιτώνει το γυμναστήριο. Στην πραγματικότητα, δε με ενοχλεί αυτή η πρωινή σκούπα, γιατί ούτως ή άλλως δεν κοιμάμαι. Δεν μπορώ να κοιμάμαι τα πρωινά, δεν μπορώ να χουζουρεύω αμέριμνη μέχρι το μεσημέρι. Σηκώνομαι απότομα, με την αναπνοή μαγκωμένη και την καρδιά μου να καλπάζει, το στόμα μου στεγνό, και αμέσως καταλαβαίνω ότι αυτό ήταν. Είμαι ξύπνια. Όσο περισσότερο θέλω να ξεχνάω, τόσο λιγότερο τα καταφέρνω. Η ζωή και το φως δε με αφήνουν στην ησυχία μου. Μένω εκεί, ξαπλωμένη, ακούγοντας την Κάθι να τριγυρίζει πολυάσχολη, και σκέφτομαι τα ρούχα δίπλα στις γραμμές του τρένου και την Τζες να φιλάει τον εραστή της μέσα στη λιακάδα. Η μέρα απλώνεται μπροστά μου, κι εγώ δεν μπορώ να γεμίσω ούτε ένα λεπτό της. Θα μπορούσα να πάω στη λαϊκή στο Μπρόουντ· θα μπορούσα να αγοράσω ελάφι και πανσέτα και να περάσω τη μέρα μαγειρεύοντας. Θα μπορούσα να καθίσω στον καναπέ με ένα φλιτζάνι τσάι και να δω εκπομπές μαγειρικής. Θα μπορούσα να πάω γυμναστήριο. Θα μπορούσα να φτιάξω το βιογραφικό μου.
Θα μπορούσα να περιμένω να φύγει η Κάθι από το σπίτι, να πάω στην κάβα και να αγοράσω δύο μπουκάλια Σοβινιόν Μπλαν. Σε μια άλλη ζωή, ξυπνούσα κι εγώ νωρίς, με τον ήχο του τρένου των 08:04, άνοιγα τα μάτια μου και άκουγα τη βροχή που έπεφτε στο παράθυρο. Τον ένιωθα δίπλα μου, κοιμισμένο, ζεστό, σκληρό. Ύστερα, πήγαινε να πάρει εφημερίδα κι εγώ έφτιαχνα ομελέτα, καθόμασταν στην κουζίνα πίνοντας τσάι, πηγαίναμε στην παμπ για ένα καθυστερημένο γεύμα, αποκοιμιόμασταν, με τα κορμιά μας μπλεγμένα, μπροστά στην τηλεόραση. Τώρα φαντάζομαι ότι η ζωή είναι διαφορετική γι’ αυτόν, όχι τεμπέλικο σαββατιάτικο σεξ και ομελέτες, αντιθέτως, ένα άλλο είδος χαράς, ένα κοριτσάκι κουρνιασμένο ανάμεσα σε αυτόν και τη γυναίκα του να λέει τα πρώτα του λογάκια, όλα εκείνα τα μαμά και μπαμπά σε μια μυστική γλώσσα ακαταλαβίστικη για όλους εκτός από τη μητέρα του. Ο πόνος είναι βαρύς σαν πέτρα, έχει καθίσει στο κέντρο του στήθους μου. Δεν μπορώ να περιμένω να φύγει η Κάθι από το σπίτι.
Απόγευμα Θα πάω να δω τον Τζέισον. Πέρασα όλη τη μέρα στο δωμάτιό μου, περιμένοντας να φύγει η Κάθι, ώστε να μπορώ να πιω. Δεν έφυγε. Θρονιάστηκε στο σαλόνι, χαζεύοντας στο λάπτοπ. Αργά το απόγευμα δεν άντεχα άλλο να είμαι κλεισμένη, να βαριέμαι του θανατά, οπότε της είπα πως θα πήγαινα μια βόλτα. Πήγα στην Wheatsheaf, τη μεγάλη, χαοτική παμπ στην οδό Χάι, και κατέβασα τρία μεγάλα ποτήρια κρασί. Ήπια δύο σφηνάκια Jack Daniel’s. Μετά πήγα στον σταθμό, αγόρασα δύο κουτάκια τζιν με τόνικ και μπήκα στο τρένο. Θα πάω να δω τον Τζέισον. Δε θα πάω να τον επισκεφτώ, δε θα εμφανιστώ στο σπίτι του να χτυπήσω την πόρτα. Όχι βέβαια. Δε θα κάνω κάτι τόσο παλαβό. Θέλω απλώς να περάσω από το σπίτι του, με το τρένο. Δεν έχω τίποτε άλλο να κάνω, ούτε έχω όρεξη να γυρίσω σπίτι. Θέλω απλώς να τον δω. Θέλω να τους δω. Δεν είναι καλή ιδέα. Το ξέρω καλά. Αλλά ποιον θα ενοχλήσω; Θα πάω στο Γιούστον, θα μπω στο άλλο τρένο και θα επιστρέψω. (Μου αρέσουν τα τρένα, τι πειράζει; Τα τρένα είναι υπέροχα.) Κάποτε, τότε που ήμουν ακόμη ο εαυτός μου, ονειρευόμουν πως έκανα ρομαντικά ταξίδια με το τρένο μαζί με τον Τομ. (Τη Γραμμή Μπέργκεν για την πέμπτη επέτειό μας, το Γαλάζιο Τρένο για την τεσσαρακοστή). Υπομονή, φτάνουμε σε λίγο. Το φως είναι έντονο, αλλά δε βλέπω και πολύ καλά. (Θολή όραση. Κλείσε ένα μάτι. Καλύτερα τώρα.) Να τοι! Αυτός είναι; Στέκονται στη βεράντα. Έτσι δεν είναι; Ο Τζέισον είναι αυτός; Η Τζες είναι αυτή; Θέλω να πάω πιο κοντά, δε βλέπω καλά. Θέλω να βρεθώ πιο κοντά τους. Δε θα πάω στο Γιούστον. Θα κατέβω στο Γουίτνι. (Δεν πρέπει να κατέβω στο Γουίτνι, είναι πολύ επικίνδυνο, τι θα γίνει αν με δουν ο Τομ και η Άννα;) Θα κατέβω στο Γουίτνι.
Δεν είναι καλή ιδέα. Είναι κάκιστη ιδέα. Ένας άντρας βρίσκεται στην αντίθετη γραμμή του τρένου, έχει ξανθά μαλλιά με κόκκινες πινελιές. Μου χαμογελάει. Θέλω να του πω κάτι, αλλά οι λέξεις εξατμίζονται από τη γλώσσα μου πριν προλάβω να τις ξεστομίσω, τις γεύομαι, αλλά δεν ξεχωρίζω αν είναι γλυκές ή πικρές. Μου χαμογελάει ή με χλευάζει; Δεν μπορώ να πω.
Κυριακή, 14 Ιουλίου 2013 Πρωί Νιώθω την καρδιά μου να έχει ανέβει και να φράζει τον λαιμό μου, χτυπώντας ενοχλητικά, δυνατά. Το στόμα μου είναι στεγνό, πονάω όταν καταπίνω. Γυρνάω στο πλάι, προς το παράθυρο. Οι κουρτίνες είναι κλειστές, αλλά το λιγοστό φως που περνάει κάνει τα μάτια μου να πονούν. Φέρνω το χέρι στο πρόσωπό μου, πιέζω τα δάχτυλα στα βλέφαρά μου, προσπαθώντας να διώξω τον πόνο. Τα νύχια μου είναι βρόμικα. Κάτι δεν πάει καλά. Για μια στιγμή, νιώθω πως πέφτω, λες και το κρεβάτι έχει εξαφανιστεί από κάτω μου. Χθες βράδυ. Κάτι συνέβη. Η ανάσα φτάνει απότομα στα πνευμόνια μου και ανακάθομαι, υπερβολικά απότομα, με την καρδιά μου να βροντοχτυπά και το κεφάλι μου να σφυροκοπά. Περιμένω να μου έρθει η ανάμνηση. Κάποιες φορές μού παίρνει λίγο χρόνο. Άλλες, πάλι, έρχεται μπροστά στα μάτια μου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Κι άλλες δεν έρχεται καθόλου. Κάτι συνέβη, κάτι κακό. Έγινε ένας καβγάς. Υψώθηκαν φωνές. Γροθιές; Δεν ξέρω, δε θυμάμαι. Πήγα στην παμπ, μπήκα στο τρένο, ήμουν στον σταθμό, ήμουν στον δρόμο. Στην οδό Μπλένεμ. Πήγα στην οδό Μπλένεμ. Έρχεται καταπάνω μου σαν πελώριο κύμα, σαν μαύρος τρόμος. Κάτι συνέβη, το ξέρω πως κάτι συνέβη. Δεν μπορώ να το περιγράψω, μα το νιώθω. Με πονάει όλο μου το στόμα, λες κι έχω δαγκώσει το μάγουλό μου, έχω τη μεταλλική γεύση του αίματος στη γλώσσα μου. Νιώθω ναυτία, ζαλάδα. Περνάω τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά μου, πάνω στο κρανίο μου. Μορφάζω. Στη δεξιά πλευρά του κεφαλιού μου υπάρχει ένα καρούμπαλο με πληγή, επώδυνο και ευαίσθητο. Τα μαλλιά μου κολλάνε από το αίμα. Παραπάτησα κι έπεσα, αυτό είναι. Στις σκάλες, στον σταθμό του Γουίτνι. Μήπως χτύπησα το κεφάλι μου; Θυμάμαι να είμαι στο τρένο, αλλά ύστερα από αυτό υπάρχει το απόλυτο μαύρο, ένα κενό. Παίρνω βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να επιβραδύνω τους χτύπους της καρδιάς μου, να τιθασεύσω τον πανικό που φουσκώνει στο στήθος μου. Τι έκανα; Πήγα στην παμπ, μπήκα στο τρένο. Υπήρχε ένας άντρας εκεί, τώρα θυμάμαι, με κοκκινωπά μαλλιά. Μου χαμογέλασε. Νομίζω πως μου μίλησε, αλλά δε θυμάμαι τι μου είπε. Υπάρχει και κάτι άλλο σε σχέση με αυτόν, κάποια άλλη ανάμνηση, αλλά δεν μπορώ να τη φτάσω, δεν μπορώ να τη βρω στο σκοτάδι. Φοβάμαι, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς, πράγμα που εντείνει ακόμα περισσότερο τον φόβο μου. Δεν ξέρω αν υπάρχει καν κάτι που πρέπει να φοβάμαι. Κοιτάζω γύρω μου το δωμάτιο. Το κινητό μου δε βρίσκεται στο κομοδίνο. Η τσάντα μου δεν είναι στο πάτωμα, ούτε στην πλάτη της καρέκλας, όπου την κρεμάω συνήθως. Ωστόσο, θα πρέπει να την είχα, γιατί βρίσκομαι στο σπίτι, που σημαίνει ότι έχω τα κλειδιά μου.
Σηκώνομαι από το κρεβάτι. Είμαι γυμνή. Τσακώνω το είδωλό μου στον ολόσωμο καθρέφτη στην ντουλάπα. Τα χέρια μου τρέμουν. Τα μάτια μου από κάτω είναι μουτζουρωμένα με μάσκαρα κι έχω ένα κόψιμο στο κάτω χείλος. Έχω μελανιές στα πόδια μου. Νιώθω να ανακατεύομαι. Κάθομαι πάλι στο κρεβάτι και βάζω το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια, περιμένοντας να περάσει το κύμα ναυτίας. Σηκώνομαι, αρπάζω τη ρόμπα μου και ανοίγω την πόρτα του δωματίου μου ίσα μια χαραμάδα. Σιωπή στο διαμέρισμα. Για κάποιο λόγο είμαι σίγουρη πως η Κάθι δεν είναι εδώ. Μήπως μου είπε ότι θα έμενε στου Ντάμιεν; Νιώθω ότι μου το είπε, μα δε θυμάμαι πότε. Πριν βγω; Ή μήπως της μίλησα αργότερα; Βγαίνω όσο πιο αθόρυβα μπορώ στον διάδρομο. Βλέπω την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της Κάθι ανοιχτή. Ρίχνω μια ματιά στο δωμάτιο. Το κρεβάτι της είναι στρωμένο. Ίσως να σηκώθηκε νωρίς και να το έστρωσε, αλλά δε νομίζω πως κοιμήθηκε εδώ χθες βράδυ, πράγμα που με ανακουφίζει. Αν δεν είναι εδώ, τότε δε με είδε και δε με άκουσε να έρχομαι χθες, που σημαίνει ότι δεν ξέρει πόσο χάλια ήμουν. Αυτό δε θα έπρεπε να με νοιάζει, αλλά με νοιάζει: Η ντροπή που νιώθω για ένα γεγονός είναι ανάλογη όχι μόνο με τη βαρύτητα του γεγονότος, αλλά και με τον αριθμό των ατόμων που γίνονται μάρτυρες αυτού. Στην αρχή της σκάλας νιώθω πάλι ζαλάδα και πιάνομαι γερά από την κουπαστή. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους φόβους μου (και το να πάθω εσωτερική αιμορραγία όταν καταρρεύσει το συκώτι μου) να πέσω από τις σκάλες και να σπάσω τον λαιμό μου. Και μόνο η σκέψη με κάνει να νιώθω πάλι άρρωστη. Θέλω να ξαπλώσω, αλλά πρέπει να βρω την τσάντα μου, το κινητό μου. Πρέπει τουλάχιστον να σιγουρευτώ ότι δεν έχω χάσει τις πιστωτικές μου, θέλω να δω σε ποιον τηλεφώνησα και πότε. Η τσάντα μου, τελικά, είναι πεταμένη στο χολ, ακριβώς μέσα από την κύρια είσοδο. Το τζιν μου και τα εσώρουχά μου βρίσκονται δίπλα της σε έναν σωρό· μυρίζω τα ούρα από την αρχή της σκάλας. Αρπάζω την τσάντα μου για να βρω το κινητό μου – μέσα είναι, ευτυχώς, μαζί με μερικά τσαλακωμένα εικοσάρικα και ένα ματωμένο χαρτομάντιλο. Με ξαναπιάνει ναυτία, πιο έντονη αυτή τη φορά· γεύομαι τη χολή στον λαιμό μου και τρέχω, αλλά δεν καταφέρνω να φτάσω μέχρι το μπάνιο, ξερνάω στη μοκέτα στα μισά της σκάλας. Πρέπει να ξαπλώσω. Αν δεν ξαπλώσω, θα λιποθυμήσω, θα πέσω. Θα τα καθαρίσω αργότερα. Πάνω, βάζω το κινητό μου να φορτίσει και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Σηκώνω τα πόδια μου αργά και προσεκτικά για να τα εξετάσω. Είναι γεμάτα μελανιές, πάνω από τα γόνατα, κλασικά σημάδια μεθυσιού, οι μελανιές που παθαίνεις επειδή κοπανιέσαι σε έπιπλα. Τα μπράτσα μου έχουν πιο ανησυχητικά σημάδια, σκούρα, οβάλ αποτυπώματα που μοιάζουν με δαχτυλιές. Αυτό δεν είναι απαραίτητα περίεργο, τις είχα ξανά και παλιότερα, συνήθως απ’ όταν έπεφτα και κάποιος με γράπωνε και με βοηθούσε να σηκωθώ. Το καρούμπαλο στο κεφάλι μου με πονάει πολύ, αλλά θα μπορούσε να είναι από κάτι συνηθισμένο, όπως για παράδειγμα να κουτούλησα σε κάποιο αυτοκίνητο. Μάλλον γύρισα με ταξί. Παίρνω το κινητό μου. Υπάρχουν δύο φωνητικά μηνύματα. Το πρώτο είναι από την Κάθι, λίγο μετά τις πέντε, που ρωτάει πού βρίσκομαι. Θα μείνει στου Ντάμιεν το βράδυ, θα με δει αύριο. Ελπίζει ότι δεν τα πίνω μόνη μου. Το δεύτερο είναι από τον Τομ, στις δέκα και τέταρτο. Σχεδόν μου πέφτει το τηλέφωνο μόλις ακούω τη φωνή του, φωνάζει. «Χριστέ μου, Ρέιτσελ, τι στο διάολο έχεις πάθει; Έχω μπουχτίσει, κατάλαβες; Μόλις έφαγα μία ώρα στο αυτοκίνητο να σε ψάχνω. Κατατρόμαξες την Άννα, το ξέρεις καλά, νόμιζε πως θα… νόμιζε πως… με νύχια και με δόντια την κρατάω να μην πάρει την αστυνομία. Άσε μας ήσυχους. Σταμάτα να μου τηλεφωνείς, σταμάτα να τριγυρνάς εδώ, άσε μας ήσυχους. Δε θέλω να σου μιλήσω. Συνεννοηθήκαμε; Δε θέλω να σου μιλήσω, δε θέλω να σε δω, δε σε θέλω κοντά στην οικογένειά
μου. Τη δική σου ζωή μπορείς να την καταστρέψεις όσο θες, Ρέιτσελ, αλλά δε θα σε αφήσω να καταστρέψεις και τη δική μου. Όχι άλλο. Δεν πρόκειται να συνεχίσω να σε προστατεύω, το κατάλαβες; Απλώς μείνε μακριά μας». Δεν ξέρω τι έκανα. Τι έκανα; Από τις πέντε μέχρι τις δέκα και τέταρτο, τι έκανα; Γιατί με έψαχνε ο Τομ; Τι έκανα στην Άννα; Κουκουλώνομαι με το πάπλωμα και κλείνω σφιχτά τα μάτια. Με φαντάζομαι να πηγαίνω στο σπίτι, να διασχίζω το μικρό δρομάκι ανάμεσα στον κήπο τους και τον κήπο του γείτονα, να σκαρφαλώνω στον φράχτη. Με φαντάζομαι ν’ ανοίγω τα συρόμενα παράθυρα, αθόρυβα, και να μπαίνω στην κουζίνα. Η Άννα κάθεται στο τραπέζι. Την αρπάζω από πίσω, πλέκω το χέρι μου στα μακριά ξανθά μαλλιά της, τραβάω το κεφάλι της απότομα προς τα πίσω, τη σέρνω στο πάτωμα και της λιώνω το κεφάλι στα δροσερά γαλάζια πλακάκια.
Απόγευμα Κάποιος φωνάζει. Από τη γωνία του φωτός που μπαίνει από το παράθυρό μου καταλαβαίνω ότι κοιμάμαι για ώρες, θα πρέπει να είναι αργά το απόγευμα, νωρίς το βράδυ. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Το μαξιλάρι μου έχει λεκέδες από αίμα. Ακούω κάποιον να φωνάζει από κάτω. «Δεν πιστεύω στα μάτια μου! Για όνομα του Θεού! Ρέιτσελ! ΡΕΪΤΣΕΛ!» Με πήρε ο ύπνος. Ω Θεέ μου, και δεν καθάρισα τους εμετούς στη σκάλα. Και τα ρούχα μου είναι στο πάτωμα. Ω Θεέ μου, ω Θεέ μου. Φοράω μια φόρμα κι ένα μακό. Η Κάθι στέκεται ακριβώς έξω από το δωμάτιό μου όταν ανοίγω την πόρτα. Δείχνει να τρομοκρατείται με το που με βλέπει. «Τι στο καλό σου συνέβη;» λέει και μετά σηκώνει το χέρι της. «Μάλλον, Ρέιτσελ, άσ’ το καλύτερα, δε θέλω να μάθω. Δεν ανέχομαι τέτοια στο σπίτι μου, δεν μπορώ να…» Σταματάει, αλλά γυρνάει και κοιτάζει πίσω της, προς τη σκάλα. «Συγγνώμη», ψελλίζω, «λυπάμαι τόσο πολύ, ήμουν πολύ άρρωστη και είχα σκοπό να τα καθαρίσω…» «Δεν ήσουν άρρωστη, Ρέιτσελ. Μεθυσμένη ήσουν. Τύφλα στο μεθύσι. Λυπάμαι, Ρέιτσελ. Αυτό δεν μπορώ να το ανεχτώ. Δεν μπορώ να ζω έτσι. Πρέπει να φύγεις, εντάξει; Σου δίνω τέσσερις εβδομάδες να βρεις σπίτι, μετά όμως πρέπει να φύγεις». Κάνει μεταβολή και μπαίνει στο δωμάτιό της. «Και για όνομα του Θεού, καθάρισε αυτό το χάλι!» Κοπανάει την πόρτα πίσω της. Μόλις τελειώνω το καθάρισμα, επιστρέφω στο δωμάτιό μου. Η πόρτα της Κάθι είναι ακόμη κλειστή, αλλά νιώθω τη σιωπηλή οργή της να διαπερνάει τους τοίχους. Δεν την αδικώ. Κι εγώ έξαλλη θα γινόμουν αν γυρνούσα κι έβρισκα το σπίτι μου μέσα σε κατρουλιά και ξερατά. Κάθομαι στο κρεβάτι και ανοίγω το λάπτοπ, συνδέομαι στα μέιλ μου και αρχίζω να γράφω ένα γράμμα στη μητέρα μου. Νομίζω πως, τελικά, ήρθε η ώρα. Πρέπει να της ζητήσω βοήθεια. Αν μετακόμιζα στο πατρικό μου, δε θα μπορούσα να κάνω αυτά που κάνω, θα αναγκαζόμουν να αλλάξω, θα αναγκαζόμουν να γίνω καλύτερα. Ωστόσο, δεν ξέρω τι να γράψω, δε βρίσκω τις λέξεις, δε βρίσκω τρόπο να της εξηγήσω την κατάσταση. Μπορώ να φανταστώ το πρόσωπό της καθώς θα διαβάζει την έκκλησή μου για βοήθεια, την πικρή απογοήτευση, την απόγνωση. Σχεδόν την ακούω να αναστενάζει. Το κινητό μου κάνει έναν επαναλαμβανόμενο ήχο. Είναι ένα μήνυμα που έχει έρθει εδώ και ώρες. Είναι πάλι ο Τομ. Δε θέλω να τον ακούσω, δε θέλω ν’ ακούσω αυτά που έχει να μου πει, αλλά
πρέπει, δεν μπορώ να μην τον ακούσω, δεν μπορώ να τον αγνοήσω. Η καρδιά μου χτυπάει πιο γρήγορα καθώς καλώ τον τηλεφωνητή μου. Ατσαλώνομαι για το χειρότερο. «Ρέιτσελ, μπορείς να με πάρεις;» Δεν ακούγεται τόσο θυμωμένος πια, και η καρδιά μου γυρίζει στη θέση της. «Θέλω να βεβαιωθώ ότι έφτασες σπίτι καλά. Ήσουν σε τραγική κατάσταση χθες». Ένας μακρόσυρτος, εγκάρδιος αναστεναγμός. «Κοίτα. Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ που σου φώναξα χθες βράδυ, που τα πράγματα… ξέφυγαν λίγο. Λυπάμαι στ’ αλήθεια για σένα, Ρέιτσελ, αλήθεια, αλλά αυτό πρέπει να σταματήσει». Ακούω το μήνυμα και δεύτερη φορά και, καθώς διακρίνω την καλοσύνη στη φωνή του, δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Κλαίω για πολλή ώρα και τελικά καταφέρνω να του γράψω ένα μήνυμα λέγοντας ότι λυπάμαι πολύ και ότι βρίσκομαι σπίτι τώρα. Δεν μπορώ να πω τίποτε άλλο, γιατί δεν είμαι σίγουρη για ποιο πράγμα λυπάμαι. Δεν ξέρω τι έκανα στην Άννα, πόσο την τρόμαξα. Η αλήθεια είναι πως δε με πολυνοιάζει, αλλά με νοιάζει που κάνω τον Τομ δυστυχισμένο. Έπειτα απ’ όλα όσα έχει περάσει, του αξίζει να είναι ευτυχισμένος. Ποτέ δε θα φθονήσω την ευτυχία του, απλώς εύχομαι να ήταν μ’ εμένα. Ξαπλώνω στο κρεβάτι και χώνομαι κάτω από το πάπλωμα. Θέλω να μάθω τι συνέβη· εύχομαι να ήξερα για ποιο πράγμα έπρεπε να λυπάμαι. Προσπαθώ απεγνωσμένα να βγάλω νόημα από το διαλυμένο παζλ της μνήμης μου. Είμαι σίγουρη ότι τσακωνόμουν ή ότι ήμουν μπροστά σε τσακωμό. Με την Άννα μήπως; Τα δάχτυλά μου ψηλαφίζουν την πληγή στο κεφάλι μου, το κόψιμο στο χείλος μου. Σχεδόν βλέπω τη σκηνή, σχεδόν ακούω τα λόγια που ξεστομίζονται, πάλι όμως μου διαφεύγει. Δεν μπορώ να τη συγκρατήσω. Κάθε φορά που νομίζω πως τσακώνω τη στιγμή, αυτή κρύβεται και πάλι στις σκιές, στο υποσυνείδητο, όπου δεν μπορώ να τη φτάσω.
ΜΕΓΚΑΝ
Τρίτη, 2 Οκτωβρίου 2012 Πρωί Θα βρέξει όπου να ’ναι, νιώθω τη βροχή που πλησιάζει. Τα δόντια μου χτυπούν από το κρύο, τα ακροδάχτυλά μου έχουν ασπρίσει και κοντεύουν να μελανιάσουν. Δεν πάω μέσα, μου αρέσει εδώ έξω, είναι λυτρωτικό, σαν κάθαρση, σαν ένα παγωμένο ντους. Ούτως ή άλλως, θα έρθει σύντομα ο Σκοτ και θα με βάλει μέσα με το ζόρι, θα με τυλίξει με κουβέρτες, σαν μωρό. Χθες βράδυ, καθώς επέστρεφα σπίτι, με έπιασε κρίση πανικού. Υπήρχε μια μηχανή η οποία μάρσαρε επαναλαμβανόμενα και ένα κόκκινο αυτοκίνητο που περνούσε αργά, σαν σαλιγκάρι, και δύο γυναίκες με καροτσάκια που μου έκλειναν τον δρόμο. Δεν μπορούσα να τις προσπεράσω στο πεζοδρόμιο, κι έτσι κατέβηκα στον δρόμο και παραλίγο να με πατήσει ένα αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, ένα αυτοκίνητο που δεν είχα καν δει. Ο οδηγός κόλλησε το χέρι στην κόρνα και κάτι μου φώναξε. Μου κόπηκε η ανάσα, η καρδιά μου κάλπαζε, ένιωσα αυτό το κενό στο στομάχι, σαν να έχεις πάρει χάπι και να έχεις μαστουρώσει, αυτή την έκκριση αδρεναλίνης που σου προκαλεί ναυτία, ενθουσιασμό και τρόμο ταυτόχρονα. Έτρεξα στο σπίτι, μπήκα μέσα και πήγα προς τις γραμμές του τρένου, μετά κάθισα εκεί, περιμένοντας το τρένο να με γεμίσει με τον βρυχηθμό του και να πάρει μακριά μου κάθε άλλο ήχο, περίμενα τον Σκοτ να έρθει να με ηρεμήσει, όμως δεν ήταν σπίτι. Προσπάθησα να σκαρφαλώσω πάνω από τον φράχτη, ήθελα να καθίσω από την άλλη πλευρά για λίγο, εκεί όπου δεν κάθεται ποτέ κανείς. Έκοψα το χέρι μου, οπότε μπήκα σπίτι και τότε επέστρεψε ο Σκοτ και με ρώτησε τι συνέβη, του είπα ότι έπλενα τα πιάτα και μου έσπασε ένα ποτήρι. Δε με πίστεψε, ανησύχησε πολύ. Τη νύχτα ξύπνησα, άφησα τον Σκοτ να κοιμάται και βγήκα αθόρυβα στη βεράντα. Κάλεσα τον αριθμό του και άκουσα τη φωνή του όταν το σήκωσε, στην αρχή απαλή από τον ύπνο και μετά δυνατότερη, επιφυλακτική, ανήσυχη, θυμωμένη. Το έκλεισα και περίμενα να δω αν θα με καλούσε. Δεν έβαλα απόκρυψη, οπότε σκέφτηκα πως θα το έκανε. Δεν το έκανε, οπότε τηλεφώνησα ξανά, και ξανά, και ξανά, και κάποια στιγμή βγήκε ο τηλεφωνητής, ανέκφραστος και επίσημος, που μου υποσχόταν ότι θα με καλούσε με την πρώτη ευκαιρία. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στο ιατρείο, να μεταφέρω νωρίτερα το επόμενο ραντεβού μου, αλλά νομίζω ότι το αυτόματο σύστημά τους δε λειτουργεί τη νύχτα, οπότε ξαναγύρισα στο κρεβάτι. Δεν έκλεισα μάτι. Μπορεί να πάω στο δάσος του Κόρλι το πρωί να βγάλω μερικές φωτογραφίες· το τοπίο εκεί θα είναι ομιχλώδες, σκοτεινό και ατμοσφαιρικό, είμαι σίγουρη πως θα τραβήξω πολύ καλό υλικό. Σκεφτόμουν μήπως έφτιαχνα μικρές κάρτες και προσπαθούσα να τις πουλήσω στο μαγαζάκι με τα είδη δώρων στην οδό Κίνγκλι. Ο Σκοτ μού λέει συνεχώς ότι δεν πρέπει να ανησυχώ για το θέμα της δουλειάς, ότι μπορώ απλώς να ξεκουράζομαι. Σαν ανάπηρη! Το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι είναι η ξεκούραση. Πρέπει να βρω κάτι να γεμίζω τις μέρες μου. Αν δεν το κάνω, ξέρω τι θα συμβεί.
Απόγευμα Ο Δρ Αμπντίκ Καμάλ, όπως με προέτρεψε να τον αποκαλώ, στη σημερινή συνεδρία μού πρότεινε ν’ αρχίσω να κρατάω ημερολόγιο. Πήγα να πω ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό, ότι δεν μπορώ να εμπιστευτώ τον άντρα μου πως δε θα το διαβάσει. Δεν το είπα, γιατί αυτό θα ήταν τρομερά προσβλητικό για τον Σκοτ. Όμως, είναι αλήθεια. Ποτέ δε θα μπορούσα να γράψω όσα νιώθω, σκέφτομαι ή κάνω. Και για του λόγου το αληθές: Όταν γύρισα σπίτι σήμερα το απόγευμα, το λάπτοπ μου ήταν ζεστό. Ξέρει πώς να σβήνει το ιστορικό ανίχνευσης, όπως και να καλύπτει πολύ καλά τα ίχνη του, αλλά εγώ είμαι σίγουρη πως είχα σβήσει τον υπολογιστή πριν φύγω. Πάλι διάβαζε τα μέιλ μου. Δε με πειράζει και πολύ, δεν υπάρχει τίποτα αξιόλογο εκεί μέσα. (Πολλά ανεπιθύμητα μέιλ από διάφορες εταιρείες και της Τζένι από το πιλάτες, που με ρωτάει αν θέλω να πάω την Πέμπτη το βράδυ στη λέσχη που έχει οργανώσει, όπου αυτή και οι φίλες της μαγειρεύουν εκ περιτροπής δείπνο η μία στην άλλη. Καλύτερα να πεθάνω.) Δε με πειράζει, γιατί τον καθησυχάζει ότι δε συμβαίνει τίποτα, ότι δε σκαρώνω κάτι. Κι αυτό είναι καλό για μένα, είναι καλό για εμάς, παρόλο που δεν ισχύει. Και δεν μπορώ να θυμώσω μαζί του, γιατί έχει καλό λόγο να είναι καχύποπτος. Του έχω δώσει το δικαίωμα στο παρελθόν και πιθανόν θα το ξανακάνω. Δεν είμαι πρότυπο συζύγου. Δεν μπορώ να είμαι. Όσο κι αν τον αγαπώ, δε μου είναι αρκετό.
Σάββατο, 13 Οκτωβρίου 2012 Πρωί Χθες βράδυ κοιμήθηκα πέντε ώρες, πολύ περισσότερο απ’ όσο έχω κοιμηθεί αιώνες τώρα, και το περίεργο είναι πως ήμουν τόσο τσιτωμένη όταν γύρισα σπίτι που νόμιζα πως θα είμαι στο πόδι για ώρες. Είπα στον εαυτό μου ότι δε θα το ξανακάνω, όχι, μετά την τελευταία φορά, μα ύστερα τον είδα και τον ήθελα και σκέφτηκα: γιατί όχι; Δε βλέπω τον λόγο γιατί πρέπει να περιορίζω τον εαυτό μου, πολλοί δεν το κάνουν. Οι άντρες τουλάχιστον. Δε θέλω να πληγώσω κανέναν, αλλά πρέπει να κάνεις αυτό που προστάζει η καρδιά σου, έτσι δεν είναι; Αυτό κάνω μόνο, αυτό που λέει η καρδιά μου, η καρδιά που κανένας δε γνωρίζει, ούτε ο Σκοτ ούτε ο Καμάλ ούτε κανείς. Μετά το μάθημα πιλάτες χθες βράδυ ρώτησα την Τάρα αν ήθελε να πάμε σινεμά κάποιο βράδυ της επόμενης εβδομάδας και μετά αν θα μπορούσε να με καλύψει. «Αν τηλεφωνήσει, μπορείς να του πεις ότι είμαι μαζί σου, ότι είμαι τουαλέτα και ότι θα τον πάρω αμέσως; Μετά μου τηλεφωνείς, του τηλεφωνώ, και όλα καλά». Χαμογέλασε, ανασήκωσε τους ώμους και είπε: «Εντάξει», ούτε καν με ρώτησε πού θα πήγαινα και με ποιον. Είναι πραγματική φίλη. Τον συνάντησα στο Σουόν, στο Κόρλι, είχε κλείσει δωμάτιο. Πρέπει να προσέχουμε, δε γίνεται να μας τσακώσουν. Θα ήταν τραγικό γι’ αυτόν, καταστροφικό για τη ζωή του. Το ίδιο καταστροφικό θα ήταν και για μένα. Ούτε να τη σκέφτομαι δε θέλω την αντίδραση του Σκοτ. Μετά, ήθελε να του μιλήσω για τα χρόνια της νιότης μου, τότε που ζούσα στο Νόριτς, το είχα αναφέρει κάποια στιγμή, μα χθες βράδυ ήθελε να μάθει κάθε λεπτομέρεια. Του είπα διάφορα, μα όχι την αλήθεια. Είπα ψέματα, επινόησα καταστάσεις, του είπα όλα τα πράγματα που ήθελε ν’ ακούσει. Πλάκα είχε. Δε νιώθω άσχημα για τα ψέματα, ούτως ή άλλως αμφιβάλλω αν πίστεψε τα μισά. Είμαι
σίγουρη πως κι εκείνος λέει ψέματα. Έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, παρακολουθώντας με καθώς ντυνόμουν, και είπε: «Αυτό δεν μπορεί να ξανασυμβεί, Μέγκαν. Το ξέρεις. Δεν μπορούμε να το συνεχίσουμε». Και είχε δίκιο, το ξέρω πως δεν μπορούμε. Δεν πρέπει, αλλά θα το κάνουμε. Δε θα είναι η τελευταία φορά. Δε θα μου αρνηθεί. Το σκεφτόμουν στην επιστροφή, και τελικά αυτό είναι που μου αρέσει περισσότερο, να έχω το πάνω χέρι. Είναι μεθυστικό.
Απόγευμα Είμαι στην κουζίνα κι ανοίγω ένα μπουκάλι κρασί, όταν έρχεται πίσω μου ο Σκοτ, βάζει τα χέρια του στους ώμους μου, τους σφίγγει και λέει: «Πώς πήγε με τον ψυχολόγο;» Του λέω ότι όλα πηγαίνουν καλά, ότι κάνουμε πρόοδο. Τώρα έχει συνηθίσει να μη μαθαίνει λεπτομέρειες από μένα. Μετά: «Πέρασες καλά με την Τάρα χθες;» Επειδή του έχω την πλάτη γυρισμένη, δεν μπορώ να καταλάβω αν ρωτάει από ενδιαφέρον ή αν υποπτεύεται κάτι. Από τη φωνή του δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα. «Είναι πολύ συμπαθητική», λέω. «Θα τα πηγαίνατε καλά οι δυο σας. Θα πάμε σινεμά την άλλη εβδομάδα. Θα ήθελες να τη φέρω από εδώ μετά για φαγητό;» «Εγώ δεν είμαι καλεσμένος στο σινεμά;» ρωτάει. «Είσαι καλοδεχούμενος», λέω, ενώ γυρνάω και τον φιλάω στο μάγουλο, «αλλά θέλει να δει αυτή την ταινία με τη Σάντρα Μπούλοκ, οπότε…» «Ήμαρτον! Φέρ’ τη μετά για φαγητό τότε», λέει, με τα χέρια του να πιέζουν απαλά τη μέση μου. Σερβίρω το κρασί και βγαίνουμε έξω. Καθόμαστε πλάι πλάι στην άκρη της βεράντας, με τα δάχτυλά μας να ακουμπούν πάνω στο γρασίδι. «Είναι παντρεμένη;» με ρωτάει. «Η Τάρα; Όχι. Ανύπαντρη». «Ούτε φίλο έχει;» «Δε νομίζω». «Φιλενάδα;» ρωτάει, σηκώνοντας το φρύδι, κι εγώ γελάω. «Πόσων χρονών είναι λοιπόν;» «Δεν ξέρω», απαντάω. «Γύρω στα σαράντα». «Ω. Και είναι μόνη. Τι κρίμα». «Ναι. Νομίζω πως νιώθει μοναξιά». «Πάντα σε κυνηγούν οι μοναχικές, έτσι δεν είναι; Κάνουν ουρά πίσω σου». «Αλήθεια;» «Ούτε παιδιά έχει;» ρωτάει, και δεν ξέρω αν το φαντάζομαι, αλλά τη στιγμή που αναφέρονται τα παιδιά διακρίνω ένα τσίτωμα στη φωνή του, νιώθοντας τον καβγά να πλησιάζει, και δεν το θέλω καθόλου, δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω, οπότε σηκώνομαι και του λέω να φέρει τα ποτήρια, γιατί θα πάμε στην κρεβατοκάμαρα. Με ακολουθεί, εγώ γδύνομαι καθώς ανεβαίνω, και όταν φτάνουμε, όταν με σπρώχνει στο κρεβάτι, δε σκέφτομαι εκείνον, αλλά δεν έχει σημασία, γιατί αυτός δεν το ξέρει, είμαι αρκετά καλή ώστε να τον κάνω να πιστεύει ότι μόνο αυτόν έχω στο μυαλό μου.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Δευτέρα, 15 Ιουλίου 2013 Πρωί Η Κάθι με φώναξε ακριβώς την ώρα που έβγαινα από το διαμέρισμα εκείνο το πρωί και μου έκανε μια σφιγμένη, κάπως απρόθυμη, αγκαλιά. Νόμιζα ότι θα μου έλεγε πως τελικά δε θα με έδιωχνε, αντιθέτως όμως μου έβαλε ένα δακτυλογραφημένο σημείωμα στο χέρι, δίνοντάς μου και επίσημα το χαρτί της έξωσης, που συμπεριλάμβανε ημερομηνία αναχώρησης. Δεν μπορούσε να με κοιτάξει στα μάτια. Τη λυπήθηκα, αλήθεια λέω, όχι όμως όσο λυπόμουν εγώ τον εαυτό μου. Χαμογέλασε θλιμμένα και είπε: «Δε μου αρέσει καθόλου που σου το κάνω αυτό, Ρέιτσελ, καθόλου, ειλικρινά». Η όλη φάση ήταν πολύ αμήχανη. Στεκόμασταν στο χολ, το οποίο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου με χλωρίνη, μύριζε ακόμη λίγο εμετό. Μου ήρθε να κλάψω, αλλά δεν ήθελα να την κάνω να νιώσει χειρότερα απ’ όσο ήδη ένιωθε, οπότε χαμογέλασα εύθυμα και είπα: «Δεν πειράζει, αλήθεια, δεν έχω πρόβλημα», λες και μου είχε ζητήσει να της κάνω κάποια μικρή χάρη. Στο τρένο, τα δάκρυα έρχονται και δε με νοιάζει αν ο κόσμος με κοιτάζει· στο κάτω κάτω θα μπορούσα να κλαίω για τον σκύλο μου που πέθανε. Θα μπορούσα να κλαίω γιατί διέγνωσαν ότι πάσχω από κάποια θανατηφόρα ασθένεια. Θα μπορούσα να είμαι στείρα, χωρισμένη, οσονούπω άστεγη αλκοολική. Είναι γελοίο όταν το σκέφτομαι. Πώς βρέθηκα σε αυτή την κατάσταση; Αναρωτιέμαι πότε ξεκίνησε η κατρακύλα μου· αναρωτιέμαι σε ποιο σημείο θα μπορούσα να είχα σταματήσει την πορεία αυτή. Πού πήρα τη λάθος στροφή; Όχι όταν γνώρισα τον Τομ, που με έσωσε από τη θλίψη μετά τον θάνατο του μπαμπά. Όχι όταν παντρευτήκαμε, ανέμελοι, πνιγμένοι στην ευτυχία, μια κάπως χειμωνιάτικη μέρα ενός Μαΐου πριν από επτά χρόνια. Ήμουν ευτυχισμένη, χαρούμενη, πετυχημένη. Όχι όταν μετακομίσαμε στον αριθμό είκοσι τρία, στο πιο ευρύχωρο, υπέροχο σπίτι που θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα ζούσα στην τρυφερή ηλικία των είκοσι έξι ετών. Θυμάμαι τόσο καθαρά αυτές τις πρώτες μέρες, να περπατώ τριγύρω ξυπόλυτη, να νιώθω τη ζεστασιά των ξύλινων σανίδων στις πατούσες μου, να γεύομαι τον χώρο, τα άδεια δωμάτια που ανυπομονούσαν να γεμίσουν. Ο Τομ κι εγώ κάναμε σχέδια: τι θα φυτεύαμε στον κήπο, τι θα κρεμούσαμε στους τοίχους, τι χρώμα θα βάφαμε το επιπλέον δωμάτιο, το οποίο, στο μυαλό μου, ήταν ήδη το παιδικό. Ίσως να ήταν τότε. Ίσως αυτή να ήταν η στιγμή που όλα άρχισαν να πηγαίνουν στραβά, η στιγμή που σταμάτησα να μας φαντάζομαι σαν ζευγάρι και άρχισα να μας βλέπω σαν οικογένεια· και ύστερα από αυτό, αφότου μου καρφώθηκε αυτή η εικόνα στο μυαλό, οι δυο μας δεν ήμασταν πλέον αρκετοί. Μήπως τότε ήταν που ο Τομ άρχισε να με βλέπει διαφορετικά, μήπως η απογοήτευσή του αντικατόπτριζε τη δική μου; Έπειτα απ’ όσα απαρνήθηκε για μένα, ώστε να είμαστε μαζί, τον άφησα να πιστεύει ότι δε μου ήταν αρκετός. Αφήνω τα δάκρυά μου να κυλούν μέχρι το Νόρθκοτ, μετά προσπαθώ να συνέλθω, σκουπίζω τα μάτια και αρχίζω να γράφω μια λίστα με όσα πρέπει να κάνω σήμερα στο πίσω μέρος του χαρτιού της έξωσης: Βιβλιοθήκη Χόλμπορν
Μέιλ στη μαμά Μέιλ στον Μάρτιν, συστάσεις;;; Να μάθω για τις συναντήσεις των ΑΑ – Λονδίνο/Άσμπερι Να πω στην Κάθι για δουλειά; Όταν το τρένο σταματάει στον σηματοδότη, σηκώνω το βλέμμα και βλέπω τον Τζέισον να κάθεται στη βεράντα, κοιτάζοντας τις γραμμές του τρένου. Νιώθω ότι κοιτάζει απευθείας εμένα κι έχω μια παράξενη αίσθηση, νιώθω ότι με έχει ξανακοιτάξει έτσι και στο παρελθόν, σαν να με βλέπει πραγματικά. Τον φαντάζομαι να μου χαμογελάει και για κάποιο λόγο φοβάμαι. Κάνει μεταβολή και το τρένο ξεκινάει.
Απόγευμα Κάθομαι στα επείγοντα του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου. Με παρέσυρε ένα ταξί την ώρα που διέσχιζα την οδό Γκρέι Ιν. Ήμουν εντελώς νηφάλια, θέλω να το διευκρινίσω αυτό, ωστόσο ήμουν λίγο αναστατωμένη, σχεδόν σε κατάσταση πανικού. Έχω ένα κόψιμο τριών εκατοστών πάνω από το δεξί μου μάτι, το οποίο μου έραψε ένας απίστευτα όμορφος νεαρός γιατρός, δυστυχώς απογοητευτικά κοφτός και επίσημος. Όταν τελείωσε με τα ράμματα, παρατήρησε το καρούμπαλο στο κεφάλι μου. «Δεν είναι καινούργιο», του λέω. «Εμένα καινούργιο μού φαίνεται», απαντάει. «Δηλαδή, όχι σημερινό καινούργιο». «Καβγαδάκι;» «Κουτούλησα την ώρα που έμπαινα σε ένα αυτοκίνητο». Εξετάζει το κεφάλι μου για αρκετά δευτερόλεπτα και μετά λέει: «Αλήθεια;» κάνει λίγο πίσω και με κοιτά κατάματα. «Δε μοιάζει για τέτοιο χτύπημα. Μοιάζει περισσότερο σαν να σε χτύπησε κάποιος με κάτι», λέει, και μένω άναυδη. Θυμάμαι ότι έσκυψα για να αποφύγω ένα χτύπημα, σηκώνοντας και τα χέρια. Αληθινή είναι αυτή η ανάμνηση; Είναι καινούργια; Ο γιατρός με πλησιάζει πάλι και εξετάζει καλύτερα την πληγή. «Κάτι αιχμηρό, οδοντωτό ίσως…» «Όχι», λέω. «Όχι. Αυτοκίνητο ήταν. Κουτούλησα μπαίνοντας σε ένα αυτοκίνητο». Εκτός από εκείνον προσπαθώ να πείσω κι εμένα. «Καλά». Μου χαμογελάει και απομακρύνεται πάλι, σκύβοντας ελαφρά και φέρνοντας τα μάτια του στο ύψος των δικών μου. «Είσαι καλά…» κοιτάζει τον φάκελό μου, «Ρέιτσελ;» «Ναι». Με κοιτάζει για μια ατελείωτη στιγμή· δε με πιστεύει. Ανησυχεί. Ίσως πιστεύει ότι είμαι κακοποιημένη σύζυγος. «Μάλιστα. Θα σου το καθαρίσω λιγάκι, γιατί φαίνεται αρκετά βαθύ. Θες να τηλεφωνήσω σε κάποιον; Στον άντρα σου;» «Έχω πάρει διαζύγιο», του λέω. «Σε κάποιον άλλο τότε;» δεν τον νοιάζει που είμαι διαζευγμένη. «Στη φίλη μου, παρακαλώ, θα ανησυχεί για μένα». Του δίνω το όνομα και τον αριθμό της Κάθι. Η Κάθι δε θα ανησυχούσε καθόλου, δεν έχω καν αργήσει να πάω σπίτι, αλλά ελπίζω ότι το γεγονός πως με χτύπησε ένα ταξί θα την κάνει να με λυπηθεί και να με συγχωρήσει για τα χθεσινά. Πιθανόν θα σκεφτεί ότι με πάτησε αυτοκίνητο επειδή ήμουν μεθυσμένη. Αναρωτιέμαι αν μπορώ να ζητήσω
από τον γιατρό να μου κάνει μια εξέταση αίματος ή κάτι τέτοιο, ώστε να έχω να της δώσω μια απόδειξη της νηφαλιότητάς μου. Του χαμογελάω, αλλά εκείνος δε με κοιτά, κρατάει σημειώσεις. Ούτως ή άλλως είναι γελοία ιδέα. Εγώ έφταιγα, ο ταξιτζής ήταν αθώος. Εγώ βγήκα μπροστά του, τρέχοντας για την ακρίβεια. Δεν ξέρω πού ακριβώς νόμιζα πως πήγαινα. Υποθέτω πως δε σκεφτόμουν τίποτα απολύτως, τουλάχιστον όχι για τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν την Τζες. Η οποία δε λέγεται Τζες, ονομάζεται Μέγκαν Χίπγουελ και αγνοείται. Ήμουν στη βιβλιοθήκη της οδού Θίομπολντ. Είχα μόλις στείλει μέιλ στη μητέρα μου (χωρίς να της λέω κάτι σημαντικό, ήταν περισσότερο ένα ανιχνευτικό μέιλ, να δω πόσο μητρικά νιώθει απέναντί μου αυτή τη στιγμή) μέσω του λογαριασμού μου στο Yahoo. Στην πρώτη σελίδα του Yahoo υπάρχουν συνήθως ειδήσεις κομμένες και ραμμένες με βάση τον ταχυδρομικό σου κώδικα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων – ένας Θεός ξέρει πώς γνωρίζει τον ταχυδρομικό μου κώδικα το Yahoo, αλλά τον γνωρίζει. Και υπήρχε μια φωτογραφία της Τζες, της δικής μου Τζες, της τέλειας ξανθιάς, δίπλα σε έναν τίτλο που έλεγε: Ανησυχία για την αγνοούμενη γυναίκα στο Γουίτνι. Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρη. Της έμοιαζε, ήταν ακριβώς όπως την είχα στο κεφάλι μου, αλλά αμφέβαλλα για τον εαυτό μου. Έπειτα διάβασα την υπόθεση και είδα το όνομα του δρόμου, κι έτσι κατάλαβα. Η Αστυνομία του Μπάκιγχαμσερ ανησυχεί για την αγνοούμενη 29χρονη γυναίκα, ονόματι Μέγκαν Χίπγουελ, κάτοικο της οδού Μπλένεμ, στο Γουίτνι. Ο τελευταίος που είδε την κυρία Χίπγουελ ήταν ο σύζυγός της, Σκοτ Χίπγουελ, το απόγευμα του Σαββάτου, όταν εκείνη έφυγε από το σπίτι του ζευγαριού για να επισκεφτεί μια φίλη γύρω στις επτά. Η εξαφάνισή της είναι εντελώς «αναπάντεχη», δηλώνει ο κύριος Χίπγουελ. Η κυρία Χίπγουελ φορούσε τζιν και κόκκινη μπλούζα. Έχει ύψος 1,65, είναι αδύνατη με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Αν έχετε πληροφορίες για το άτομό της, παρακαλείστε να επικοινωνήσετε με την Αστυνομία του Μπάκιγχαμσερ. Αγνοείται. Η Τζες αγνοείται. Η Μέγκαν αγνοείται. Από το Σάββατο. Την έψαξα στο Google – η ιστορία εμφανίζεται στην εφημερίδα Witney Argus, όμως δίχως άλλες λεπτομέρειες. Θυμήθηκα που το πρωί είδα τον Τζέισον –τον Σκοτ– να στέκεται στη βεράντα, να με κοιτά, να μου χαμογελά. Άρπαξα την τσάντα μου, σηκώθηκα και βγήκα τρέχοντας από τη βιβλιοθήκη στον δρόμο, πέφτοντας κατευθείαν πάνω στο μαύρο ταξί. «Ρέιτσελ; Ρέιτσελ;» Ο όμορφος γιατρός προσπαθεί να μου τραβήξει την προσοχή. «Ήρθε να σε πάρει η φίλη σου».
ΜΕΓΚΑΝ
Πέμπτη, 10 Ιανουαρίου 2013 Πρωί Μερικές φορές δε θέλω να πάω πουθενά, νομίζω πως θα ήμουν τρισευτυχισμένη αν δε χρειαζόταν να ξαναβγώ ποτέ από το σπίτι. Ούτε η δουλειά μού λείπει πια, θέλω απλώς να μείνω στη θαλπωρή και την ασφάλεια του παραδείσου μου με τον Σκοτ, δίχως να με ενοχλεί κανείς. Βοηθάει που έχει σκοτεινιά και κρύο και ο καιρός είναι χάλια. Βοηθάει που δεν έχει σταματήσει να βρέχει εδώ και εβδομάδες – παγωμένη, πικρή βροχή με θυελλώδεις ανέμους που ουρλιάζουν ανάμεσα από τα δέντρα, τόσο δυνατά που πνίγουν ακόμα και τον ήχο του τρένου. Δεν το ακούω στις γραμμές να με προκαλεί, να με βάζει σε πειρασμό να ταξιδέψω σε άλλα μέρη. Σήμερα, δε θέλω να πάω πουθενά, δε θέλω να ξεφύγω, δε θέλω ούτε μέχρι τον δρόμο να βγω. Θέλω να μείνω εδώ, κουρνιασμένη δίπλα στον άντρα μου, να δω τηλεόραση και να φάω παγωτό, να του τηλεφωνήσω και να του ζητήσω να γυρίσει νωρίς για να κάνουμε απογευματινό σεξ. Φυσικά, αργότερα θα αναγκαστώ να βγω, γιατί είναι το ραντεβού μου με τον Καμάλ. Τώρα τελευταία τού μιλάω για τον Σκοτ, για όλα τα λάθη που έχω κάνει, για την αποτυχία μου ως σύζυγος. Λέει πως πρέπει να βρω έναν τρόπο να κάνω τον εαυτό μου ευτυχισμένο, πρέπει να σταματήσω να ψάχνω την ευτυχία αλλού. Αλήθεια είναι, πρέπει να το κάνω, το ξέρω πως πρέπει, το ξέρω, και έρχεται κάποια στιγμή που σκέφτομαι απλώς: Γάμησέ τα, η ζωή είναι πολύ μικρή. Θυμάμαι κάποτε που πήγαμε οικογενειακές διακοπές στη Σάντα Μαργκερίτα για το Πάσχα. Είχα μόλις κλείσει τα δεκαέξι και γνώρισα αυτό τον τύπο στην παραλία, αρκετά μεγαλύτερο από μένα, γύρω στα τριάντα μάλλον, ίσως και στα σαράντα, και με κάλεσε για ιστιοπλοΐα την επόμενη μέρα. Ήταν και ο Μπεν μαζί μου, ήταν κι αυτός προσκεκλημένος, αλλά –ο πάντα προστατευτικός μεγάλος αδερφός– είπε ότι δε θα έπρεπε να πάμε, γιατί δεν τον εμπιστευόταν, τον έβρισκε γλοιώδη, κάθαρμα. Που, φυσικά, ήταν. Όμως, εγώ έγινα έξαλλη, γιατί πότε θα ξαναβρίσκαμε την ευκαιρία να κάνουμε ιστιοπλοΐα στη Θάλασσα της Λιγουρίας με το ιδιωτικό σκάφος κάποιου; Ο Μπεν μού είπε ότι θα είχαμε πολλές τέτοιες ευκαιρίες, η ζωή μας θα ήταν γεμάτη περιπέτειες. Τελικά δεν πήγαμε, κι εκείνο το καλοκαίρι ο Μπεν έχασε τον έλεγχο της μηχανής του στον αυτοκινητόδρομο Α10 και ποτέ δεν μπορέσαμε να πάμε για ιστιοπλοΐα. Μου λείπει το πώς ήμασταν μαζί ο Μπεν κι εγώ. Ήμασταν ατρόμητοι. Έχω πει στον Καμάλ τα πάντα για τον Μπεν, αλλά τώρα εισχωρούμε και στα άλλα θέματα, την αλήθεια, όλη την αλήθεια – για το τι συνέβη με τον Μακ, τα πριν και τα μετά. Νιώθω ασφάλεια με τον Καμάλ, δεν μπορεί ν’ αποκαλύψει τίποτα λόγω του ιατρικού απορρήτου. Ακόμα όμως κι αν μπορούσε να τα πει, δε νομίζω πως θα το έκανε. Τον εμπιστεύομαι, αλήθεια. Είναι παράξενο, αλλά αυτό που με εμποδίζει να του πω τα πάντα δεν είναι ο φόβος του τι θα κάνει με όλα αυτά, δεν είναι ο φόβος της κρίσης, είναι ο Σκοτ. Νιώθω ότι προδίδω τον Σκοτ όταν λέω στον Καμάλ πράγματα που δε λέω σ’ εκείνον. Αν σκεφτεί κανείς όλα τα άλλα που έχω κάνει, όλες τις άλλες προδοσίες, αυτό είναι ένα τίποτα, όμως δεν είναι. Με κάποιον τρόπο αυτό είναι χειρότερο, γιατί εδώ πρόκειται για την πραγματική ζωή, αυτή είναι η καρδιά μου, και δεν τη μοιράζομαι μαζί
του. Ακόμη κρατιέμαι μέσα μου, γιατί προφανώς δεν μπορώ να πω όλα όσα σκέφτομαι. Ξέρω ότι αυτός είναι ο σκοπός της ψυχανάλυσης, όμως δεν μπορώ. Πρέπει να κρατάω τα πράγματα ασαφή, να ανακατεύω όλους τους άντρες, τους εραστές και τους πρώην, αλλά λέω στον εαυτό μου ότι δεν πειράζει, γιατί δεν έχει σημασία ποιοι είναι. Αυτό που έχει σημασία είναι πώς με κάνουν να αισθάνομαι. Μαγκωμένη, ανήσυχη, πεινασμένη. Γιατί δεν μπορώ να έχω αυτό που θέλω; Γιατί δεν μπορούν να μου το δώσουν; Εντάξει, μερικές φορές το κάνουν. Μερικές φορές το μόνο που χρειάζομαι είναι ο Σκοτ. Μακάρι να μάθαινα πώς να γραπώνομαι από αυτό το συναίσθημα, αυτό που νιώθω τώρα, να κατάφερνα να ανακαλύψω πώς να επικεντρώνομαι σε αυτή την ευτυχία, σε αυτή τη στιγμή, να μην αναρωτιέμαι από πού θα έρθει η επόμενη στιγμή ευτυχίας, η επόμενη ευφορία. Τότε όλα θα ήταν καλά.
Απόγευμα Πρέπει να συγκεντρώνομαι όταν είμαι με τον Καμάλ. Είναι δύσκολο να εμποδίζω το μυαλό μου να περιπλανιέται όταν με κοιτάζει με αυτά τα λιονταρίσια μάτια, όταν πλέκει τα χέρια του πάνω στα γόνατά του και κάθεται σταυροπόδι. Είναι δύσκολο να μη σκέφτομαι τα πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε μαζί. Πρέπει να συγκεντρώνομαι. Μιλούσαμε για το τι συνέβη μετά την κηδεία του Μπεν, αφότου έφυγα από το σπίτι. Έμεινα στο Ίπτσουιτς για λίγο· όχι πολύ. Εκεί γνώρισα τον Μακ. Δούλευε σε μια παμπ ή κάτι τέτοιο, με πήρε με το αμάξι του καθώς γύριζε σπίτι. Με λυπήθηκε. «Δεν ήθελε καν… ξέρεις», άρχισα να γελάω. «Πήγαμε στο διαμέρισμά του κι εγώ μπήκα αμέσως στο ψητό, κι εκείνος με κοίταξε σαν να ήμουν τρελή. Του είπα ότι ήμουν αρκετά μεγάλη, αλλά δε με πίστεψε. Και περίμενε, αλήθεια, μέχρι να γίνω δεκαέξι. Τότε είχε μετακομίσει στο παλιό του σπίτι κοντά στο Χόλκαμ. Ένα παλιό πέτρινο αγροτόσπιτο στο τέρμα ενός αδιέξοδου δρόμου, περίπου μισό χιλιόμετρο από τη θάλασσα. Κατά μήκος της μιας πλευράς του κτήματος υπήρχε μια παλιά σιδηροδρομική γραμμή. Τις νύχτες έμενα ξύπνια –ησυχία δεν είχα τότε, καπνίζαμε πολύ– και φανταζόμουν πως άκουγα τα τρένα, ήμουν τόσο σίγουρη γι’ αυτό, που έβγαινα έξω και έψαχνα τα φώτα τους». Ο Καμάλ αναδεύεται στην πολυθρόνα του, κάνει ένα αργό νεύμα. Δε λέει τίποτα. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνεχίσω. «Ήμουν ευτυχισμένη εκεί, με τον Μακ. Έζησα μαζί του για… για περίπου τρία χρόνια, νομίζω. Ήμουν… δεκαεννιά όταν έφυγα. Ναι. Δεκαεννιά». «Αφού ήσουν ευτυχισμένη εκεί, γιατί έφυγες;» με ρωτάει. Φτάσαμε τώρα, φτάσαμε πιο γρήγορα απ’ ό,τι υπολόγιζα. Δε μου έφτασε ο χρόνος να τα ξαναζήσω, να τα χτίσω ξανά. Δεν μπορώ να το κάνω. Είναι πολύ νωρίς. «Ο Μακ με παράτησε. Μου ράγισε την καρδιά», λέω, πράγμα που είναι αλήθεια, αλλά και ψέμα. Δεν είμαι ακόμη έτοιμη να πω όλη την αλήθεια. Ο Σκοτ δεν είναι σπίτι την ώρα που γυρνάω, οπότε βγάζω το λάπτοπ και τον αναζητάω στο Google, για πρώτη φορά. Για πρώτη φορά έπειτα από μία δεκαετία, ψάχνω τον Μακ. Δεν τον βρίσκω όμως, υπάρχουν χιλιάδες Κρεγκ ΜακΚένζι στον κόσμο και κανένας από αυτούς δε μοιάζει να είναι ο δικός μου.
Παρασκευή, 8 Φεβρουαρίου 2013 Πρωί Περπατάω στο δάσος. Βγήκα πριν χαράξει, τώρα κοντεύει να ξημερώσει, όλα είναι σιωπηλά, το μόνο που ακούγεται είναι το κρώξιμο καμιάς κίσσας στα δέντρα πάνω από το κεφάλι μου. Τις νιώθω να με παρακολουθούν με τα μάτια τους, που είναι σαν χάντρες, να με περιεργάζονται. Τα μαντάτα της κίσσας. Ένα για τη θλίψη, δύο για τη χαρά, τρία για ένα κορίτσι, τέσσερα για ένα αγόρι, πέντε για το ασήμι, έξι για το χρυσό, επτά για ένα μυστικό που δε θα φανερωθεί ποτέ. Έχω μπόλικα τέτοια. Ο Σκοτ λείπει σε ένα σεμινάριο κάπου στο Σάσεξ. Έφυγε χθες το πρωί και θα γυρίσει απόψε. Μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Πριν φύγει, του είπα ότι θα πήγαινα σινεμά με την Τάρα μετά τη συνεδρία. Του είπα ότι θα είχα το τηλέφωνο κλειστό, και μίλησα και σ’ εκείνη. Την προειδοποίησα ότι μπορεί να την έπαιρνε, ότι μπορεί να με έλεγχε. Αυτή τη φορά με ρώτησε τι σκάρωνα, όμως εγώ της έκλεισα το μάτι και χαμογέλασα, κι εκείνη γέλασε. Νομίζω πως νιώθει μοναξιά, πιστεύω ότι θα χρειαζόταν λίγη ίντριγκα στη ζωή της. Στη συνεδρία μου με τον Καμάλ, μιλούσαμε για τον Σκοτ, για το θέμα με το λάπτοπ. Συνέβη πριν από περίπου μία εβδομάδα. Έψαχνα τον Μακ, έκανα διάφορες απόπειρες, ήθελα απλώς να μάθω πού βρίσκεται, τι κάνει. Στο διαδίκτυο υπάρχουν φωτογραφίες για όλους, ήθελα να δω το πρόσωπό του. Δεν μπόρεσα να τον βρω. Έπεσα για ύπνο νωρίς εκείνη τη νύχτα. Ο Σκοτ έμεινε να δει τηλεόραση, κι εγώ είχα ξεχάσει να σβήσω το ιστορικό της πλοήγησής μου. Ανόητο λάθος, είναι συνήθως το τελευταίο που κάνω πριν κλείσω τον υπολογιστή μου, ανεξάρτητα με το τι ψάχνω. Ξέρω ότι ο Σκοτ έχει τρόπους να μαθαίνει ούτως ή άλλως τι κάνω, έτσι φρικιό της τεχνολογίας που είναι, αλλά του παίρνει ώρα, οπότε δεν ασχολείται. Σε κάθε περίπτωση, το ξέχασα. Και την επόμενη μέρα, τσακωθήκαμε. Ήταν από τους τσακωμούς που αφήνουν μελανιές. Απαιτούσε να μάθει ποιος ήταν ο Κρεγκ, πόσο καιρό τον έβλεπα, πού γνωριστήκαμε, τι μου έδινε που δε μου το έδινε ο Σκοτ. Βλακωδώς, του είπα πως ήταν ένας φίλος από παλιά, το οποίο έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ο Καμάλ με ρώτησε αν φοβόμουν τον Σκοτ, κι αυτό με τσάντισε. «Είναι ο άντρας μου», είπα απότομα. «Εννοείται πως δεν τον φοβάμαι». Ο Καμάλ έδειξε έκπληκτος. Το ίδιο έκπληκτη ένιωσα κι εγώ. Δεν περίμενα να θυμώσω τόσο πολύ, με εξέπληξε το βάθος της προστατευτικότητάς μου για τον Σκοτ. «Πρέπει να σου πω ότι υπάρχουν πολλές γυναίκες που φοβούνται τους άντρες τους, Μέγκαν». Προσπάθησα να πω κάτι, αλλά σήκωσε το χέρι για να σιωπήσω. «Η συμπεριφορά που μου περιγράφεις –το ότι διαβάζει την αλληλογραφία σου, το ότι ψάχνει το ιστορικό πλοήγησης–, μου τα λες όλα αυτά σαν να είναι κάτι συνηθισμένο, σαν κάτι φυσιολογικό. Δεν είναι, Μέγκαν. Δεν είναι φυσιολογικό να εισβάλλεις σε τέτοιο βαθμό στον προσωπικό χώρο του άλλου. Αυτό συχνά θεωρείται συναισθηματική κακοποίηση». Τότε γέλασα, γιατί ακούστηκε πολύ μελοδραματικό. «Δεν είναι κακοποίηση», του είπα. «Όχι, δεν είναι, αν δε σε πειράζει. Κι εμένα δε με πειράζει. Καθόλου». Τότε με κοίταξε χαμογελώντας, μάλλον θλιμμένα. «Δε νομίζεις πως θα έπρεπε να σε πειράζει;» Ανασήκωσα τους ώμους αδιάφορα. «Ίσως και να έπρεπε, αλλά η αλήθεια είναι πως δε με πειράζει. Είναι ζηλιάρης, κτητικός. Έτσι είναι. Αυτό όμως δε με εμποδίζει να τον αγαπώ, για μερικά πράγματα
δεν αξίζει να τσακώνεσαι». Κούνησε λίγο το κεφάλι του, σχεδόν ανεπαίσθητα. «Δεν το ήξερα ότι δουλειά σου είναι να με κρίνεις», είπα. Όταν τελείωσε η συνεδρία, τον ρώτησα αν ήθελε να πιούμε ένα ποτό. Αρνήθηκε, είπε ότι δεν μπορούσε, ότι δε θα ήταν σωστό. Οπότε τον ακολούθησα σπίτι. Μένει σε ένα διαμέρισμα λίγο παρακάτω στον ίδιο δρόμο με το ιατρείο. Χτύπησα την πόρτα του και, όταν άνοιξε, ρώτησα: «Αυτό είναι σωστό;» Τύλιξα το χέρι μου γύρω από τον λαιμό του, σηκώθηκα στις μύτες και τον φίλησα στο στόμα. «Μέγκαν», είπε, με βελούδινη φωνή. «Μη. Δεν μπορώ να το κάνω. Δεν μπορώ. Μη». Ήταν εκπληκτικό αυτό το μπρος-πίσω, η επιθυμία και η συγκράτηση. Δεν ήθελα ν’ αφήσω αυτό το συναίσθημα να φύγει, ήθελα απεγνωσμένα να κρατηθώ από πάνω του. Σηκώθηκα σχεδόν ξημερώματα, με το κεφάλι μου να γυρίζει, γεμάτο ιστορίες. Δεν μπορούσα να κείτομαι έτσι, ξύπνια, μόνη, με το μυαλό μου να καλπάζει προς όλες αυτές τις ευκαιρίες που μπορούσα ν’ αρπάξω ή ν’ αφήσω, οπότε σηκώθηκα, ντύθηκα κι άρχισα να περπατάω. Βρήκα τον εαυτό μου εκεί. Βρήκα τον εαυτό μου. Περπατάω και ξαναπαίζω τις σκηνές στο μυαλό μου – αυτός είπε, αυτή είπε, πειρασμός, λύτρωση· να μπορούσα μόνο να κατασταλάξω σε κάτι, να επιλέξω να μείνω σε κάτι, να μη στριφογυρνάω. Τι θα γίνει αν δε βρω ποτέ αυτό που ψάχνω; Τι θα γίνει αν αυτό δεν είναι εφικτό; Ο αέρας μπαίνει παγωμένος στα πνευμόνια μου, τα ακροδάχτυλά μου μελανιάζουν. Ένα μέρος μου θέλει να ξαπλώσω εδώ, ανάμεσα στα φύλλα, ν’ αφήσω το κρύο να με πάρει. Δεν μπορώ. Είναι ώρα να φύγω. Έχει πάει σχεδόν εννιά μέχρι να γυρίσω στην οδό Μπλένεμ και, καθώς στρίβω στη γωνία, τη βλέπω, έρχεται προς το μέρος μου, σπρώχνοντας το καρότσι. Για μία φορά, το παιδί είναι ήσυχο, δεν γκρινιάζει. Με κοιτάζει, μου γνέφει και μου χαρίζει ένα από αυτά τα αχνά χαμόγελά της, το οποίο δεν ανταποδίδω. Συνήθως, κάνω κι εγώ την ευγενική, προσποιούμαι, αλλά αυτό το πρωινό νιώθω αληθινή, νιώθω ο εαυτός μου, νιώθω ανεβασμένη, σαν να έχω πάρει ναρκωτικά, οπότε, και να ήθελα, δε θα μπορούσα να το παίξω ευγενική.
Απόγευμα Το απόγευμα με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα με ένα αίσθημα πανικού. Ένοχη. Νιώθω ένοχη. Απλώς όχι αρκετά ένοχη. Σκέφτηκα που έφυγε μέσα στη νύχτα, λέγοντάς μου, για ακόμα μία φορά, ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά, οριστικά η τελευταία, δε γινόταν να συνεχίσουμε άλλο. Ντυνόταν, έβαζε το τζιν του, εγώ ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και γελούσα, γιατί αυτό είπε και την προηγούμενη φορά, και την προ-προηγούμενη, και πολλές άλλες πριν. Μου έριξε ένα βλέμμα. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω, όχι ακριβώς θυμωμένο, ούτε ευχαριστημένο, ήταν μια προειδοποίηση. Νιώθω ανήσυχη. Περπατάω μέσα στο σπίτι· δεν μπορώ να ηρεμήσω, νιώθω ότι κάποιος ήταν εδώ την ώρα που κοιμόμουν. Όλα είναι στη θέση τους, αλλά το σπίτι το νιώθω διαφορετικό, σαν κάποιος να έχει αγγίξει τα αντικείμενα, σαν να τα έχει μετακινήσει ανεπαίσθητα, και καθώς περπατάω, έχω την αίσθηση ότι είναι και κάποιος άλλος εδώ, πάντα εκτός του οπτικού μου πεδίου. Ελέγχω τρεις φορές τις συρόμενες πόρτες που κοιτούν στον κήπο, αλλά είναι κλειδωμένες. Ανυπομονώ να γυρίσει
ο Σκοτ, τον χρειάζομαι.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Τρίτη, 16 Ιουλίου 2013 Πρωί Είμαι στο τρένο των 08:04, αλλά δεν πηγαίνω στο Λονδίνο. Πηγαίνω στο Γουίτνι. Ελπίζω πως, αν βρεθώ εκεί, θα ξυπνήσει η μνήμη μου, ότι θα φτάσω στον σταθμό και θα τα δω όλα ξεκάθαρα, θα μάθω. Δεν έχω πολλές ελπίδες, αλλά δε μου μένει κάτι άλλο να κάνω. Δεν μπορώ να τηλεφωνήσω στον Τομ. Ντρέπομαι πολύ, και σε κάθε περίπτωση μου το ξεκαθάρισε. Δε θέλει να έχει καμία σχέση μ’ εμένα. Η Μέγκαν ακόμη αγνοείται, για πάνω από εξήντα ώρες, και η είδηση εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα· ήταν στην ιστοσελίδα του BBC και της MailOnline σήμερα το πρωί, αλλά και σε διάφορα άλλα σάιτ. Τύπωσα τα άρθρα του BBC και της MailOnline· τα έχω μαζί μου. Κι από αυτά έχω συμπεράνει τα εξής: Η Μέγκαν και ο Σκοτ τσακώθηκαν το απόγευμα του Σαββάτου. Ένας γείτονας ανέφερε ότι άκουσε φωνές. Ο Σκοτ παραδέχτηκε ότι καβγάδισαν και είπε ότι πίστευε πως η γυναίκα του είχε πάει να κοιμηθεί στη φίλη της, την Τάρα Έπσταϊν, που μένει στο Κόρλι. Η Μέγκαν δεν έφτασε ποτέ στο σπίτι της Τάρα. Η Τάρα λέει πως η τελευταία φορά που είδε τη Μέγκαν ήταν την Παρασκευή το απόγευμα στο μάθημα πιλάτες. (Το ήξερα πως η Μέγκαν θα έκανε πιλάτες.) Σύμφωνα με την κυρία Έπσταϊν: «Έδειχνε καλά, φυσιολογική. Ήταν ευδιάθετη και έλεγε πως θα έκανε κάτι ιδιαίτερο για τα τριακοστά της γενέθλια τον ερχόμενο μήνα». Ένας μάρτυρας είδε τη Μέγκαν να πηγαίνει προς τον σταθμό του τρένου στο Γουίτνι γύρω στις επτά και τέταρτο το απόγευμα του Σαββάτου. Η Μέγκαν δεν έχει οικογένεια που να μένει στην περιοχή. Οι γονείς της έχουν πεθάνει. Η Μέγκαν είναι άνεργη. Κάποτε είχε μια μικρή γκαλερί στο Γουίτνι, αλλά την έκλεισε πέρυσι τον Απρίλιο. (Το ήξερα πως η Μέγκαν θα ήταν καλλιτεχνικός τύπος.) Ο Σκοτ είναι ελεύθερος επαγγελματίας, σύμβουλος πληροφορικής. (Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Σκοτ είναι σύμβουλος πληροφορικής.) Η Μέγκαν και ο Σκοτ είναι παντρεμένοι τρία χρόνια και μένουν στο σπίτι της οδού Μπλένεμ από τον Ιανουάριο του 2012. Διαβάζοντας όλα αυτά, καταλαβαίνω ότι τα πράγματα δεν είναι και πολύ καλά για τον Σκοτ. Και όχι μόνο λόγω του καβγά, απλώς έτσι είναι: Όταν συμβαίνει κάτι άσχημο σε μια γυναίκα, οι πρώτοι που εξετάζει η αστυνομία είναι ο σύζυγος ή ο φίλος. Ωστόσο, σε αυτή την περίπτωση, η αστυνομία δεν έχει όλα τα στοιχεία. Εξετάζουν μόνο τον σύζυγο, πιθανώς γιατί δεν έχουν ιδέα ότι υπάρχει και φίλος. Ίσως να είμαι ο μόνος άνθρωπος που γνωρίζει την ύπαρξη του φίλου. Ψαχουλεύω στην τσάντα μου για ένα κομμάτι χαρτί. Στο πίσω μέρος ενός κουπονιού για δύο μπουκάλια κρασί, κάνω μια λίστα με τις πιο πιθανές εξηγήσεις για την εξαφάνιση της Μέγκαν Χίπγουελ:
Το έσκασε με τον φίλο της, τον οποίο από εδώ και στο εξής θα αποκαλώ Φ. Ο Φ τής έκανε κακό. Ο Σκοτ τής έκανε κακό. Απλώς εγκατέλειψε τον άντρα της και πήγε να ζήσει αλλού. Κάποιος άλλος, εκτός του Φ και του Σκοτ, της έκανε κακό. Πιστεύω ότι είναι πιο πιθανό το πρώτο, αρκετά όμως πιθανό είναι και το τέταρτο, γιατί η Μέγκαν είναι μια ανεξάρτητη, με ισχυρή θέληση, γυναίκα, είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Κι αν είχε παράνομο δεσμό, μπορεί να θέλησε να φύγει για να ξεκαθαρίσει τα πράγματα μέσα της, σωστά; Το πέμπτο δε μοιάζει και πολύ πιθανό, γιατί ο φόνος από κάποιον ξένο δεν είναι και πολύ συνηθισμένο πράγμα. Το καρούμπαλο στο κεφάλι μου σφυροκοπάει και δεν μπορώ να μη σκέφτομαι τον καβγά που είδα, ή φαντάστηκα, ή ονειρεύτηκα, το βράδυ του Σαββάτου. Καθώς περνάμε από το σπίτι της Μέγκαν και του Σκοτ, σηκώνω το βλέμμα, ακούω το αίμα που πάλλεται στο κεφάλι μου, νιώθω διέγερση. Νιώθω φόβο. Τα παράθυρα του αριθμού δεκαπέντε, που αντανακλούν τις πρωινές ηλιαχτίδες, μοιάζουν με τυφλά μάτια.
Απόγευμα Ενώ βολεύομαι στο κάθισμά μου, χτυπάει το κινητό μου. Είναι η Κάθι. Αφήνω την κλήση στον τηλεφωνητή. Μου αφήνει μήνυμα: «Ρέιτσελ, γεια, τηλεφωνώ απλώς να δω αν είσαι καλά». Ανησυχεί για μένα, γι’ αυτό που έγινε με το ταξί. «Ήθελα απλώς να σου πω ότι λυπάμαι, ξέρεις, για τις προάλλες, που σου είπα να φύγεις. Δεν έπρεπε να το κάνω. Αντέδρασα υπερβολικά. Μπορείς να μείνεις όσο θες». Ακολουθεί μια μεγάλη παύση και μετά λέει: «Πάρε με, εντάξει; Κι έλα απευθείας σπίτι, Ρέιτς, μην πας στην παμπ». Δεν το έχω σκοπό. Το μεσημέρι λαχταρούσα ένα ποτό· ήθελα απελπισμένα ένα ύστερα από αυτό που συνέβη στο Γουίτνι το πρωί. Ωστόσο δεν ήπια, γιατί έπρεπε να έχω το κεφάλι μου καθαρό. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι για το οποίο αξίζει να έχω καθαρό κεφάλι. Σήμερα το πρωί η βόλτα μου στο Γουίτνι ήταν πολύ παράξενη. Ένιωσα σαν να είχα να πάω αιώνες, παρόλο που, φυσικά, έχουν περάσει μόλις λίγες μέρες. Ωστόσο, θα μπορούσε να ήταν ένα εντελώς διαφορετικό μέρος, ένας διαφορετικός σταθμός σε άλλη πόλη. Ήμουν διαφορετικός άνθρωπος από αυτόν που πήγε εκεί το βράδυ του Σαββάτου. Σήμερα ήμουν σφιγμένη και νηφάλια, με απόλυτη επίγνωση του θορύβου και του φωτός και του φόβου της ανακάλυψης. Καταπατούσα ιδιωτικό χώρο. Έτσι ένιωσα το πρωί, γιατί τώρα είναι δικός τους χώρος, είναι του Τομ και της Άννας, του Σκοτ και της Μέγκαν. Εγώ είμαι η παρείσακτη, δεν ανήκω σε αυτό το μέρος, ωστόσο όλα μου φαίνονται πολύ οικεία. Η τσιμεντένια σκάλα που κατεβαίνει από τον σταθμό, το κιόσκι με τις εφημερίδες στη λεωφόρο Ρόζμπερι, μισό τετράγωνο πριν από τη διασταύρωση, στα δεξιά η στοά που οδηγεί στην υγρή υπόγεια διάβαση κάτω από τις γραμμές και στα αριστερά η οδός Μπλένεμ, στενή και δενδρόφυτη, στολισμένη με τις όμορφες βικτοριανές βεράντες. Νιώθω ότι επιστρέφω σπίτι μου, όχι μόνο σπίτι μου, μα στο σπίτι της παιδικής μου ηλικίας, ένα μέρος που άφησα πίσω μου πολλά χρόνια πριν· είναι σαν να ανεβαίνω μια χιλιοπερπατημένη σκάλα και να ξέρω ακριβώς ποιο σκαλοπάτι θα τρίξει. Η οικειότητα που νιώθω δεν είναι απλώς στο μυαλό μου, φτάνει ως το μεδούλι μου, σε όλους μου
τους μυς. Καθώς διέσχιζα σήμερα το πρωί το μαύρο στόμιο της σήραγγας, την είσοδο της διάβασης, οι παλμοί μου αυξήθηκαν. Δεν έδωσα σημασία, γιατί πάντα περπατάω πιο γρήγορα σε αυτό το σημείο. Κάθε βράδυ, όταν επέστρεφα σπίτι, ειδικά τον χειμώνα, επιτάχυνα το βήμα μου, κοίταζα γρήγορα προς τα δεξιά, έτσι για να βεβαιώνομαι. Ποτέ δεν υπήρχε τίποτα εκεί, καμία από αυτές τις νύχτες, ούτε και σήμερα, ωστόσο σήμερα το πρωί σταμάτησα, κοκάλωσα, μόλις είδα το σκοτάδι, γιατί ξαφνικά είδα τον εαυτό μου. Είδα τον εαυτό μου μερικά μέτρα παραμέσα, κολλημένο στον τοίχο, με το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια μου, που ήταν πασαλειμμένα με αίμα. Με την καρδιά να σφυροκοπά στο στήθος μου, στάθηκα εκεί, με τους πρωινούς επιβάτες να συνεχίζουν τον δρόμο τους προς τον σταθμό, κάνα δυο γύρισαν και με κοίταξαν καθώς περνούσαν, έτσι όπως στεκόμουν σαν στήλη άλατος. Δεν ήξερα –δεν ξέρω– αν ήταν αληθινό. Γιατί να έχω πάει εκεί, στην υπόγεια διάβαση; Τι λόγο είχα να πάω εκεί κάτω, εκεί όπου είναι σκοτεινά, έχει υγρασία και βρομοκοπάει κατρουλιό; Γύρισα και κατευθύνθηκα πάλι προς τον σταθμό. Δεν ήθελα να βρίσκομαι άλλο εκεί· δεν ήθελα να πάω στο κατώφλι του Σκοτ και της Μέγκαν. Ήθελα να φύγω από εκεί. Κάτι κακό συνέβη εκεί, το ξέρω. Πλήρωσα το εισιτήριό μου και ανέβηκα γρήγορα τις σκάλες στην απέναντι πλατφόρμα κι εκείνη την ώρα μού ξανάρθε μια εικόνα, όχι της υπόγειας διάβασης αυτή τη φορά, μα της σκάλας, να σκοντάφτω στη σκάλα και κάποιος να με πιάνει από το μπράτσο, να με βοηθάει να σηκωθώ. Ο άντρας από το τρένο με τα κοκκινωπά μαλλιά. Τον έβλεπα, μια θολή εικόνα δίχως διάλογο. Θυμάμαι να γελάω, με τον εαυτό μου ή με κάτι που είπε. Ήταν ευγενικός μαζί μου, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, σχεδόν σίγουρη. Κάτι κακό συνέβη, αλλά δε νομίζω πως είχε σχέση με αυτόν. Μπήκα στο τρένο για το Λονδίνο, πήγα στη βιβλιοθήκη και κάθισα σε έναν υπολογιστή να βρω πληροφορίες για τη Μέγκαν. Υπήρχε ένα μικρό άρθρο στην ιστοσελίδα της Telegraph, το οποίο έλεγε ότι «ένας άντρας γύρω στα τριάντα βοηθάει στις έρευνες της αστυνομίας». Ο Σκοτ μάλλον. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα της έκανε κακό. Το ξέρω πως δε θα της έκανε. Τους έχω δει μαζί, ξέρω πώς είναι μαζί. Έδωσαν και έναν αριθμό επικοινωνίας, τον οποίο μπορείς να καλέσεις αν έχεις πληροφορίες. Θα τηλεφωνήσω στον γυρισμό, από καρτοτηλέφωνο, θα τους πω για τον Φ, γι’ αυτό που είδα. Το τηλέφωνό μου χτυπάει την ώρα που μπαίνουμε στο Άσμπερι. Η Κάθι είναι πάλι. Καημένο κορίτσι, στ’ αλήθεια ανησυχεί για μένα. «Ρέιτς; Στο τρένο είσαι;» Ρωτάει. «Έρχεσαι σπίτι;» Ακούγεται αγχωμένη. «Είναι εδώ η αστυνομία, Ρέιτσελ», λέει, και όλο μου το κορμί παγώνει, ο λαιμός μου κλείνει. «Θέλουν να σου μιλήσουν».
Τετάρτη, 17 Ιουλίου 2013 Πρωί Η Μέγκαν ακόμη αγνοείται, κι εγώ είπα ψέματα –απανωτά ψέματα– στην αστυνομία. Μέχρι να φτάσω σπίτι χθες βράδυ με είχε πιάσει πανικός. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι είχαν έρθει να με δουν για το ατύχημα με το ταξί, αλλά αυτό ήταν ανόητο. Είχα μιλήσει με την αστυνομία εκεί επιτόπου, ήταν καθαρά δικό μου φταίξιμο. Θα πρέπει να είχε σχέση με το βράδυ του
Σαββάτου, κάτι θα πρέπει να έκανα. Θα έκανα κάποια φρικτή πράξη, την οποία δε θυμάμαι. Το ξέρω πως ακούγεται απίθανο. Τι θα μπορούσα να είχα κάνει; Να πήγα στην οδό Μπλένεμ, να επιτέθηκα στη Μέγκαν Χίπγουελ, να πέταξα το πτώμα της κάπου και να το ξέχασα; Είναι γελοίο. Γελοίο. Μα ξέρω ότι κάτι έγινε το Σάββατο, το κατάλαβα όταν κοίταξα τη σκοτεινή σήραγγα κάτω από τις γραμμές του τρένου, από το αίμα μου που έγινε παγωμένο νερό στις φλέβες μου. Κενά μνήμης έχω συχνά, όχι απλώς να μη θυμάμαι πώς γύρισα σπίτι από την παμπ ή ένα αστείο που ειπώθηκε. Αυτό είναι διαφορετικό. Απόλυτο, βαθύ σκοτάδι, χαμένες ώρες που δεν ανακτώνται ποτέ. Ο Τομ μού αγόρασε ένα σχετικό βιβλίο. Δεν είναι πολύ ρομαντικό, αλλά είχε κουραστεί να του λέω συγγνώμη το πρωί χωρίς να ξέρω γιατί ακριβώς ζητούσα συγγνώμη. Νομίζω πως ήθελε να δω το κακό που έκανα στον εαυτό μου, τα πράγματα για τα οποία ήμουν ικανή. Το έγραψε ένας γιατρός, αλλά δεν έχω ιδέα αν είναι σωστό: Ο συγγραφέας ισχυριζόταν ότι η κατάσταση προσωρινής αμνησίας δεν έχει να κάνει με το να ξεχνάς πράγματα που συνέβησαν, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν αναμνήσεις να ξεχάσεις. Πίστευε πως φτάνεις σε μια κατάσταση όπου ο εγκέφαλός σου δε δημιουργεί πλέον βραχυπρόθεσμες αναμνήσεις. Και όταν το παθαίνεις αυτό, όταν βρίσκεσαι στο απόλυτο σκοτάδι, δε συμπεριφέρεσαι ως συνήθως, γιατί απλώς αντιδράς στο τελευταίο πράγμα που συνέβη ή στο τελευταίο πράγμα που πιστεύεις ότι συνέβη, γιατί –επειδή δε φτιάχνεις καινούργιες αναμνήσεις– δεν μπορείς να ξέρεις πραγματικά ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που συνέβη. Μπορεί να πιστεύεις ότι βρίσκεσαι σε κίνδυνο ή ότι απειλείσαι, ότι έχεις χαθεί ή ότι είσαι μόνος. Έλεγε κι άλλα, ανατριχιαστικές ιστορίες για μέθυσους που παθαίνουν προσωρινή αμνησία: Ήταν ένας τύπος στο Νιου Τζέρσι που μέθυσε σε ένα πάρτι για την 4η Ιουλίου. Μετά, μπήκε στο αυτοκίνητό του, οδήγησε μερικά χιλιόμετρα προς λάθος κατεύθυνση στον αυτοκινητόδρομο και καρφώθηκε πάνω σε ένα βανάκι με επτά επιβάτες. Το βανάκι εξερράγη και έξι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Ο μεθυσμένος τη γλίτωσε. Πάντα τη γλιτώνουν. Δε θυμάται καν να μπαίνει στο αυτοκίνητό του. Ένας άλλος, στη Νέα Υόρκη αυτή τη φορά, που έφυγε από ένα μπαρ, οδήγησε μέχρι το σπίτι όπου μεγάλωσε και πήγε στο κρεβάτι του. Το επόμενο πρωί ξύπνησε νιώθοντας χάλια, αναρωτιόταν πού ήταν τα ρούχα του, πώς είχε επιστρέψει σπίτι, αλλά μόνο όταν ήρθε η αστυνομία να τον μαζέψει ανακάλυψε ότι είχε δολοφονήσει κτηνωδώς δύο άτομα δίχως κανέναν λόγο. Οπότε, ακούγεται εξωφρενικό, παράλογο, αλλά δεν είναι αδύνατο· και μέχρι να γυρίσω σπίτι χθες βράδυ, είχα πείσει τον εαυτό μου ότι με κάποιον τρόπο είχα σχέση με την εξαφάνιση της Μέγκαν. Οι αστυνομικοί κάθονταν στον καναπέ στο σαλόνι, ένας γύρω στα σαράντα και κάτι, με πολιτικά ρούχα, και ένας νεότερος, με στολή και ακμή στον λαιμό. Η Κάθι στεκόταν δίπλα στο παράθυρο, με σφιγμένα τα χέρια. Έμοιαζε τρομοκρατημένη. Οι αστυνομικοί σηκώθηκαν. Αυτός με τα πολιτικά, πανύψηλος και λίγο βραδυκίνητος, μου έσφιξε το χέρι και μου συστήθηκε ως ντετέκτιβεπιθεωρητής Γκάσκιλ. Εγώ μόλις που ανέπνεα. «Περί τίνος πρόκειται;» τους ρώτησα τραχιά. «Συνέβη κάτι; Η μητέρα μου μήπως; Ο Τομ;» «Όλοι είναι μια χαρά, κυρία Γουάτσον, θέλουμε απλώς να σας ρωτήσουμε τι κάνατε το βράδυ του Σαββάτου», είπε ο Γκάσκιλ. Είναι αυτά που λένε και στην τηλεόραση, τίποτα δε δείχνει πραγματικό. Θέλουν να μάθουν τι έκανα το βράδυ του Σαββάτου. Τι στο διάολο έκανα το βράδυ του Σαββάτου; «Πρέπει να καθίσω», είπα, και ο ντετέκτιβ μού έκανε νόημα να καθίσω στη θέση του στον καναπέ, δίπλα στον βλογιοκομμένο με την ακμή. Η Κάθι στηριζόταν μια στο ένα πόδι, μια στο άλλο, μασουλώντας το χείλος της, έδειχνε αλλόφρων. «Είστε καλά, κυρία Γουάτσον;» με ρώτησε ο Γκάσκιλ, δείχνοντας το κόψιμο πάνω από το μάτι
μου. «Με χτύπησε ένα ταξί», είπα. «Χθες το απόγευμα, στο Λονδίνο. Πήγα στο νοσοκομείο, μπορείτε να το εξακριβώσετε». «Εντάξει», είπε, κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του. «Λοιπόν. Το απόγευμα του Σαββάτου;» «Πήγα στο Γουίτνι», είπα, προσπαθώντας να κρύψω το τρέμουλο στη φωνή μου. «Για να κάνετε τι;» Αυτός με την ακμή είχε βγάλει ένα σημειωματάριο κι ένα στιλό. «Ήθελα να δω τον άντρα μου», είπα. «Ω, Ρέιτσελ», είπε η Κάθι. Ο ντετέκτιβ την αγνόησε. «Τον άντρα σας;» είπε. «Εννοείτε τον πρώην άντρα σας; Τον Τομ Γουάτσον;» Ναι, έχω κρατήσει το επίθετό του. Απλώς μου φάνηκε βολικό. Δε χρειαζόταν ν’ αλλάξω τις πιστωτικές μου κάρτες, την ηλεκτρονική μου διεύθυνση, το διαβατήριό μου, τέτοιου είδους πράγματα. «Σωστά, ήθελα να τον δω, αλλά μετά αποφάσισα ότι δεν ήταν καλή ιδέα, οπότε επέστρεψα σπίτι». «Και τι ώρα έγινε αυτό;» η φωνή του Γκάσκιλ ήταν επίπεδη, άτονη, το πρόσωπό του ανέκφραστο. Τα χείλη του μόλις που κουνιούνταν καθώς μιλούσε. Άκουγα το τρίξιμο από το στιλό του βλογιοκομμένου δίπλα μου και το αίμα που σφυροκοπούσε στ’ αυτιά μου. «Ήταν… εεε… νομίζω ότι ήταν γύρω στις έξι και μισή. Δηλαδή, νομίζω πως πήρα το τρένο γύρω στις έξι». «Και γυρίσατε σπίτι…;» «Στις επτά και μισή, νομίζω;» Σήκωσα το βλέμμα και είδα τη ματιά της Κάθι και από το ύφος της διαπίστωσα ότι ήξερε πως έλεγα ψέματα. «Ίσως να ήταν και λίγο αργότερα. Μάλλον γύρω στις οκτώ. Ναι, πράγματι, τώρα θυμάμαι, νομίζω πως μπήκα σπίτι λίγο μετά τις οκτώ». Νιώθω το αίμα που κοκκινίζει τα μάγουλά μου· αν αυτός ο άντρας δεν έχει καταλάβει ότι λέω ψέματα, τότε δεν αξίζει να φέρει τον τίτλο του επιθεωρητή. Ο ντετέκτιβ γύρισε, άρπαξε μια καρέκλα από το τραπέζι στη γωνία, με μια σχεδόν βίαιη κίνηση, την τράβηξε προς το μέρος του και την έφερε ακριβώς απέναντί μου, σε απόσταση αναπνοής. Κάθισε, με τα χέρια στα γόνατα και το κεφάλι γερμένο στο πλάι. «Ωραία», είπε. «Οπότε φύγατε γύρω στις έξι, που σημαίνει ότι φτάσατε στο Γουίτνι γύρω στις έξι και μισή. Και επιστρέψατε εδώ γύρω στις οκτώ, που σημαίνει ότι φύγατε από το Γουίτνι γύρω στις επτά και μισή. Σωστά;» «Ναι, σωστά», είπα, με το τρέμουλο να έχει επιστρέψει στη φωνή μου και να με προδίδει ανεπανόρθωτα. Σε ένα δευτερόλεπτο θα με ρωτούσε τι έκανα τη μία ώρα που μεσολάβησε, κι εγώ δεν είχα απάντηση να του δώσω. «Αλλά δεν πήγατε να δείτε τον άντρα σας, οπότε τι κάνατε αυτή τη μία ώρα στο Γουίτνι;» «Έκανα βόλτες για λίγο». Περίμενε να δει αν θα του έλεγα λεπτομέρειες. Σκέφτηκα να του πω ότι πήγα σε κάποια παμπ, αλλά αυτό θα ήταν ανοησία, εξακριβώνεται εύκολα. Θα με ρωτούσε σε ποια παμπ κι αν είχα μιλήσει σε κανέναν. Καθώς σκεφτόμουν τι να του πω, συνειδητοποίησα ότι δεν τον είχα ρωτήσει γιατί ήθελε να μάθει πού βρισκόμουν το βράδυ του Σαββάτου, κι αυτό θα πρέπει να φαινόταν παράξενο. Θα πρέπει να με έκανε να δείχνω ένοχη. «Μιλήσατε σε κανέναν;» με ρώτησε, σαν να διάβασε τη σκέψη μου. «Πήγατε σε τίποτα μαγαζιά, σε κανένα μπαρ…;» «Μίλησα σε κάποιον στον σταθμό!» Το ξεστόμισα δυνατά, σχεδόν θριαμβευτικά, λες και σήμαινε κάτι. «Γιατί τα ρωτάτε όλα αυτά; Τι συμβαίνει;»
Ο ντετέκτιβ Γκάσκιλ έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Φαντάζομαι θα μάθατε ότι μια γυναίκα από το Γουίτνι, μια γυναίκα που μένει στην οδό Μπλένεμ, λίγο πιο κάτω από το σπίτι του άντρα σας, έχει εξαφανιστεί. Χτυπήσαμε όλες τις πόρτες της γειτονιάς και ρωτήσαμε τους πάντες αν την είδαν εκείνη τη βραδιά ή αν είδαν ή άκουσαν τίποτε ασυνήθιστο. Και στην πορεία της έρευνας, προέκυψε το όνομά σας». Έκανε μια μικρή παύση, αφήνοντάς με να χωνέψω τα λεγόμενά του. «Σας είδαν στην οδό Μπλένεμ εκείνο το απόγευμα, περίπου την ώρα που έφυγε από το σπίτι της η κυρία Χίπγουελ, η αγνοούμενη. Η κυρία Άννα Γουάτσον μάς είπε ότι σας είδε στον δρόμο, κοντά στο σπίτι της κυρίας Χίπγουελ, όχι πολύ μακριά από το δικό της. Είπε ότι συμπεριφερόσασταν περίεργα και ότι ανησύχησε. Στην πραγματικότητα, ανησύχησε τόσο πολύ, που σκέφτηκε να καλέσει την αστυνομία». Η καρδιά μου σφυροκοπούσε στον λαιμό μου, φτερούγιζε σαν παγιδευμένο πουλί, και δεν μπορούσα να μιλήσω, γιατί το μόνο που έβλεπα εκείνη τη στιγμή ήταν τον εαυτό μου, κουρνιασμένο στην υπόγεια διάβαση, με τα χέρια μέσα στα αίματα. Αίμα στα χέρια μου. Σίγουρα ήταν το δικό μου; Θα πρέπει να ήταν το δικό μου. Κοίταξα τον Γκάσκιλ, είδα το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου και κατάλαβα ότι έπρεπε να πω κάτι, να τον εμποδίσω να διαβάσει τη σκέψη μου. «Δεν έκανα τίποτα», είπα. «Δεν έκανα. Απλώς… απλώς ήθελα να δω τον άντρα μου…» «Τον πρώην άντρα σας». Με διόρθωσε πάλι ο Γκάσκιλ. Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του μια φωτογραφία και μου την έδειξε. Ήταν μια φωτογραφία της Μέγκαν. «Είδατε αυτή τη γυναίκα το απόγευμα του Σαββάτου;» ρώτησε. Την κοίταξα για πολλή ώρα. Ήταν πολύ σουρεαλιστικό να εμφανίζεται έτσι μπροστά μου η τέλεια ξανθιά που παρακολουθούσα, η γυναίκα της οποίας τη ζωή είχα κατασκευάσει στο μυαλό μου. Ήταν μια φωτογραφία του προσώπου της, κοντινό πλάνο, επαγγελματική δουλειά, τα χαρακτηριστικά της ήταν λίγο πιο βαριά, όχι τόσο λεπτεπίλεπτα όσο της Τζες της φαντασίας μου. «Κυρία Γουάτσον; Την είδατε;» Δεν ήξερα αν την είχα δει, αλήθεια δεν ήξερα, ακόμη δεν ξέρω. «Δε νομίζω», είπα. «Δε νομίζετε; Οπότε μπορεί και να την είδατε;» «Δεν… δεν είμαι σίγουρη». «Είχατε πιει αλκοόλ το απόγευμα του Σαββάτου;» με ρώτησε, καθώς τα μάγουλά μου άρχισαν πάλι να φλέγονται. «Πριν πάτε στο Γουίτνι, είχατε πιει;» «Ναι», είπα. «Η κυρία Γουάτσον –η Άννα Γουάτσον– είπε ότι της φανήκατε μεθυσμένη όταν σας είδε έξω από το σπίτι της. Ήσασταν μεθυσμένη;» «Όχι», είπα, καρφώνοντας τα μάτια μου στον ντετέκτιβ, ώστε να μην αντικρίσω το βλέμμα της Κάθι. «Ήπια δύο ποτά το απόγευμα, αλλά δεν ήμουν μεθυσμένη». Ο Γκάσκιλ αναστέναξε. Έδειχνε απογοητευμένος μ’ εμένα. Κοίταξε τον βλογιοκομμένο και μετά πάλι εμένα. Αργά, ηθελημένα, σηκώθηκε κι έβαλε την καρέκλα στη θέση της κάτω από το τραπέζι. «Αν θυμηθείτε οτιδήποτε για το απόγευμα του Σαββάτου, οτιδήποτε μπορεί να μας φανεί χρήσιμο, μπορείτε να μου τηλεφωνήσετε;» είπε, δίνοντάς μου την κάρτα του. Καθώς ο Γκάσκιλ έγνεφε σοβαρά στην Κάθι, έτοιμος να φύγει, εγώ βούλιαξα στον καναπέ κι ένιωσα την καρδιά μου να πηγαίνει στη θέση της και μετά να καλπάζει ξανά μόλις τον άκουσα να με ρωτάει: «Εργάζεστε στις δημόσιες σχέσεις, σωστά; Στη Huntingdon Whitely;» «Ακριβώς», είπα. «Στη Huntingdon Whitely». Θα το ελέγξει και θα διαπιστώσει ότι είπα ψέματα. Δεν μπορώ να τον αφήσω να το ανακαλύψει, πρέπει να του το πω.
Οπότε αυτό θα κάνω σήμερα το πρωί. Θα πάω στο τμήμα να πω την αλήθεια. Θα του πω τα πάντα: ότι έχασα τη δουλειά μου πριν από μήνες, ότι ήμουν τύφλα στο μεθύσι το απόγευμα του Σαββάτου και ότι δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι ώρα γύρισα σπίτι. Θα του πω όσα έπρεπε να του είχα πει χθες βράδυ, ότι ψάχνει σε λάθος κατεύθυνση. Θα του πω ότι πιστεύω πως η Μέγκαν Χίπγουελ είχε εραστή.
Απόγευμα Η αστυνομία πιστεύει ότι είμαι παλαβή. Νομίζουν πως είμαι τρελή, πνευματικά ασταθής. Δεν έπρεπε να πάω στο τμήμα, χειροτέρεψα τη θέση μου και δε νομίζω πως βοήθησα καθόλου τον Σκοτ, που ήταν ο λόγος για τον οποίο πήγα εκεί εξαρχής. Χρειάζεται τη βοήθειά μου, γιατί προφανώς η αστυνομία θα πιστέψει ότι αυτός της έκανε κάτι, κι εγώ ξέρω πως αυτό δεν ισχύει, γιατί τον ξέρω. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό, γιατί, όσο τρελό κι αν ακούγεται, έχω δει πώς είναι μαζί της. Αποκλείεται να της έκανε κακό. Εντάξει, δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος που πήγα στην αστυνομία. Κόντεψα να κάνω μεταβολή και να γυρίσω σπίτι δεκάδες φορές, αλλά τελικά πήγα. Ρώτησα τον υπάλληλο στην υποδοχή αν θα μπορούσα να μιλήσω με τον Γκάσκιλ, κι εκείνος μου έδειξε μια αποπνικτική αίθουσα αναμονής, όπου περίμενα μία ώρα μέχρι να έρθει κάποιος να με πάρει. Στο μεταξύ, ίδρωνα κι έτρεμα λες και με πήγαιναν στην κρεμάλα. Με πήγαν σε ένα δωμάτιο, ακόμα πιο μικρό και αποπνικτικό, δίχως παράθυρα. Με άφησαν εκεί μόνη για άλλα δέκα λεπτά, μέχρι που ήρθε ο Γκάσκιλ με μια γυναίκα, επίσης με πολιτικά. Ο Γκάσκιλ με χαιρέτησε ευγενικά, δίχως να δείχνει έκπληκτος που με είδε. Μου σύστησε τη συνάδελφό του ως ντετέκτιβ Ράιλι. Είναι πιο νέα από μένα, ψηλή, αδύνατη, μελαχρινή, με μια άγρια, αλεπουδίσια ομορφιά. Δε μου ανταπέδωσε το χαμόγελο. Καθίσαμε και κανείς δεν είπε τίποτα, απλώς με κοίταζαν, περιμένοντας. «Θυμήθηκα τον άντρα», είπα. «Σας είπα για τον άντρα στον σταθμό. Μπορώ να σας τον περιγράψω». Η γυναίκα ανασήκωσε ελαφρά τα φρύδια και αναδεύτηκε στη θέση της. «Είχε μέτριο ύψος, μέτριο σώμα, κοκκινωπά μαλλιά. Γλίστρησα στη σκάλα και με έπιασε από το μπράτσο». Ο Γκάσκιλ έγειρε μπροστά, ακούμπησε τους αγκώνες στο τραπέζι και έπλεξε τα χέρια μπροστά από το στόμα του. «Φορούσε… νομίζω πως φορούσε μπλε πουκάμισο». Αυτό δεν ισχύει. Θυμάμαι όντως έναν άντρα και είμαι σχεδόν σίγουρη ότι είχε κοκκινωπά μαλλιά και νομίζω πως μου χαμογέλασε ή με χλεύασε, όταν ήμουν στο τρένο. Νομίζω πως κατέβηκε στο Γουίτνι και νομίζω πώς μάλλον μου μίλησε. Ίσως να γλίστρησα στη σκάλα. Κάτι θυμάμαι, αλλά δεν μπορώ να ξέρω σίγουρα ότι αυτή η ανάμνηση ανήκει στο απόγευμα του Σαββάτου ή σε κάποια άλλη μέρα. Έχω γλιστρήσει αμέτρητες φορές, σε αμέτρητες σκάλες. Και δεν έχω ιδέα τι φορούσε. Οι ντετέκτιβ δεν εντυπωσιάστηκαν από τα λεγόμενά μου. Η γυναίκα, η Ράιλι, έκανε ένα σχεδόν ανεπαίσθητο νεύμα με το κεφάλι της. Ο Γκάσκιλ ξέπλεξε τα χέρια και τα άπλωσε μπροστά του, με τις παλάμες προς τα πάνω. «Εντάξει. Αυτό ήρθατε να μου πείτε σήμερα εδώ, κυρία Γουάτσον;» ρώτησε. Δεν υπήρχε ίχνος θυμού στη φωνή του, αντιθέτως ήταν σχεδόν ενθαρρυντικός. Ευχόμουν να εξαφανιζόταν η Ράιλι, να μπορούσα να μιλήσω μόνο σ’ εκείνον, τον εμπιστευόμουν. «Δεν εργάζομαι πλέον στη Huntingdon Whitely», είπα. «Ω». Έγειρε πίσω στη θέση του, δείχνοντας ενδιαφέρον. «Έφυγα πριν από τρεις μήνες. Στη συγκάτοικό μου –δηλαδή, στη σπιτονοικοκυρά μου– δεν το
έχω πει. Προσπαθώ να βρω άλλη δουλειά. Καταλαβαίνετε, δεν ήθελα να ανησυχεί για το νοίκι. Έχω κάποια χρήματα. Μπορώ να πληρώσω το νοίκι μου, μα… τέλος πάντων, σας είπα ψέματα χθες για τη δουλειά μου και σας ζητώ συγγνώμη». Η Ράιλι έγειρε μπροστά και μου έριξε ένα ανειλικρινές χαμόγελο. «Μάλιστα. Δεν εργάζεστε πια για τη Huntingdon Whitely, δεν εργάζεστε για κανέναν, σωστά; Είστε άνεργη;» Έγνεψα. «Εντάξει. Οπότε… δεν έχετε προσληφθεί σε κάποια δουλειά;» «Όχι». «Και… η συγκάτοικός σας δεν έχει παρατηρήσει ότι δεν πηγαίνετε στη δουλειά κάθε μέρα;» «Πηγαίνω. Δηλαδή, εννοώ ότι δεν πηγαίνω στο γραφείο, αλλά πηγαίνω στο Λονδίνο, όπως συνήθιζα, την ίδια ώρα, ώστε… ώστε να μην το καταλάβει». Η Ράιλι κοίταξε τον Γκάσκιλ· εκείνος συνέχισε να έχει τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπό μου, ανεπαίσθητα συνοφρυωμένος. «Ακούγεται παράξενο, το ξέρω…» είπα και δίστασα, γιατί δεν ακούγεται απλώς παράξενο, ακούγεται εντελώς τρελό όταν το λες δυνατά. «Μάλιστα. Λοιπόν. Προσποιείστε πως πηγαίνετε κάθε μέρα για δουλειά;» με ρώτησε η Ράιλι, με το φρύδι ανασηκωμένο, σαν να ανησυχούσε για μένα. Σαν να πίστευε ότι το είχα χάσει εντελώς. Ούτε μίλησα ούτε έγνεψα ούτε τίποτα. Έμεινα σιωπηλή. «Μπορώ να ρωτήσω γιατί φύγατε από τη δουλειά σας, κυρία Γουάτσον;» Δεν είχε νόημα να πω ψέματα. Και να μην είχαν σκοπό να ρωτήσουν στην εταιρεία πριν από την κουβέντα μας, τώρα σίγουρα θα το έκαναν. «Με απέλυσαν», είπα. «Σας απέλυσαν», είπε η Ράιλι, με μια νότα ικανοποίησης στη φωνή της, δείχνοντας πως ήταν ακριβώς η απάντηση που περίμενε. «Και γιατί αυτό;» Αναστέναξα ελαφρά και στράφηκα στον Γκάσκιλ. «Έχει όντως σημασία αυτό; Έχει σημασία γιατί έφυγα από τη δουλειά μου;» Ο Γκάσκιλ δεν απάντησε, κοίταζε κάτι σημειώσεις που του είχε βάλει η Ράιλι μπροστά του, αλλά έγνεψε ελαφρά με το κεφάλι του. Η Ράιλι άλλαξε θέμα. «Κυρία Γουάτσον, θα ήθελα να σας ρωτήσω για το βράδυ του Σαββάτου». Κοίταξα τον Γκάσκιλ –την κάναμε ήδη αυτή την κουβέντα–, αλλά εκείνος δε με κοίταζε. «Εντάξει», είπα. Πήγαινα συνεχώς το χέρι στο κρανίο μου, ανησυχώντας για το τραύμα μου. Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. «Πείτε μου γιατί πήγατε στην οδό Μπλένεμ το βράδυ του Σαββάτου. Γιατί θέλατε να μιλήσετε στον πρώην άντρα σας;» «Δε νομίζω πως αυτό σας αφορά», είπα, και μετά, γρήγορα, πριν προλάβει να πει τίποτε άλλο: «Θα μπορούσα να έχω λίγο νερό;» Ο Γκάσκιλ σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, πράγμα που δεν ήταν αυτό που ευχόμουν. Η Ράιλι δεν είπε λέξη, απλώς με κοιτούσε, με το ανεπαίσθητο χαμόγελο ακόμη κολλημένο στο πρόσωπό της. Δεν μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια, κοίταξα το τραπέζι, άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στον χώρο. Το ήξερα πως αυτό ήταν μια τακτική, μια μέθοδος· παρέμενε σιωπηλή ώστε να νιώσω τόσο άβολα, που να πω κάτι, ακόμα κι αν δεν ήθελα. «Είχα να συζητήσω κάτι θέματα μαζί του», είπα. «Προσωπικά θέματα». Ακούστηκα πομπώδης και γελοία. Η Ράιλι αναστέναξε. Εγώ δάγκωσα το χείλος μου, αποφασισμένη να μην πω άλλη κουβέντα μέχρι να επιστρέψει ο Γκάσκιλ. Μόλις επέστρεψε, βάζοντας μπροστά μου ένα ποτήρι θολό νερό, η Ράιλι μίλησε: «Προσωπικά θέματα;» είπε.
«Ακριβώς». Η Ράιλι και ο Γκάσκιλ αντάλλαξαν ένα βλέμμα, δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω αν ήταν εκνευρισμένοι ή αν διασκέδαζαν. Γεύτηκα τον ιδρώτα στο άνω χείλος μου. Ήπια μια γουλιά νερό, είχε μπαγιάτικη γεύση. Ο Γκάσκιλ ξεφύλλισε τα χαρτιά μπροστά του και μετά τα παραμέρισε, σαν να είχε τελειώσει με αυτά ή σαν να μην τον ενδιέφεραν πλέον. «Η κυρία Γουάτσον, η… η τωρινή σύζυγος του πρώην άντρα σας, η κυρία Άννα Γουάτσον, μας επέστησε την προσοχή σ’ εσάς. Μας είπε ότι την παρενοχλείτε, ότι παρενοχλείτε τον άντρα της, ότι έχετε πάει στο σπίτι της απρόσκλητη, ότι κάποια στιγμή…» ο Γκάσκιλ κοίταξε πάλι τις σημειώσεις του, μα η Ράιλι τον διέκοψε. «Κάποια στιγμή διαρρήξατε το σπίτι τους και πήρατε το παιδί τους, το νεογέννητο κοριτσάκι τους». Μια μαύρη τρύπα άνοιξε στο κέντρο του δωματίου και με κατάπιε. «Αυτό δεν είναι αλήθεια!» είπα. «Δεν πήρα… δεν έγινε έτσι, αυτό είναι λάθος. Δεν το έκανα. Δεν την πήρα». Αναστατώθηκα πολύ εκείνη την ώρα, άρχισα να τρέμω και να κλαίω, είπα ότι ήθελα να φύγω. Η Ράιλι έσπρωξε πίσω την καρέκλα και σηκώθηκε, ανασήκωσε τους ώμους στον Γκάσκιλ και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Γκάσκιλ μού έδωσε ένα χαρτομάντιλο. «Μπορείτε να φύγετε όποτε θέλετε, κυρία Γουάτσον. Εσείς ήρθατε εδώ να μας μιλήσετε». Και τότε μου χαμογέλασε, σαν να απολογούνταν, κι εκείνη τη στιγμή τον συμπάθησα, ήθελα να του πιάσω το χέρι και να του το σφίξω, μα δεν το έκανα, γιατί θα φαινόταν παράξενο. «Πιστεύω ότι έχετε περισσότερα να μου πείτε», αποκρίθηκε, και τον συμπάθησα ακόμα περισσότερο που είπε «μου πείτε» και όχι «μας πείτε». «Ίσως», είπε, ενώ ταυτόχρονα σηκωνόταν και με συνόδευε στην πόρτα, «να χρειάζεστε ένα διάλειμμα, να ξεπιαστείτε, να φάτε κάτι. Και τότε, όταν νιώσετε έτοιμη, μπορείτε να επιστρέψετε και να μου πείτε τα πάντα». Είχα σκοπό να ξεχάσω την όλη υπόθεση και να γυρίσω σπίτι. Περπατούσα προς τον σταθμό, έτοιμη να γυρίσω την πλάτη μου στο όλο θέμα. Τότε σκέφτηκα το ταξίδι με το τρένο, το γεγονός ότι πηγαινοερχόμουν σε αυτή τη γραμμή, ότι περνούσα από το σπίτι, το σπίτι της Μέγκαν και του Σκοτ, κάθε μέρα. Τι θα γίνει αν δεν τη βρουν ποτέ; Θα αναρωτιέμαι για πάντα τι θα γινόταν αν έλεγα κάτι που θα τους βοηθούσε. Κι αν κατηγορούσαν τον Σκοτ επειδή δε θα μάθαιναν ποτέ για τον Φ; Κι αν ήταν στο σπίτι του Φ αυτή τη στιγμή, δεμένη σε κάποιο υπόγειο, πληγωμένη και ματωμένη ή θαμμένη στον κήπο; Έκανα όπως είπε ο Γκάσκιλ, αγόρασα ένα σάντουιτς με τυρί και ζαμπόν κι ένα μπουκαλάκι νερό από το γωνιακό μαγαζάκι και πήγα στο μοναδικό πάρκο του Γουίτνι, ένα κάπως αξιοθρήνητο κομμάτι πρασίνου, περικυκλωμένο από σπίτια του ’30, με μια σχεδόν ολοκληρωτικά ασφαλτοστρωμένη παιδική χαρά. Κάθισα σε ένα παγκάκι στην άκρη αυτού του χώρου, παρακολουθώντας τις μητέρες και τις νταντάδες να μαλώνουν τα βλαστάρια τους που έτρωγαν άμμο από το σκάμμα. Συνήθιζα να ονειρεύομαι αυτή τη σκηνή όπως θα ήταν λίγα χρόνια πριν. Ονειρεύτηκα πως ήρθα εδώ –όχι για να φάω σάντουιτς με τυρί και ζαμπόν πριν πάω στο τμήμα, φυσικά–, ονειρεύτηκα πως ήρθα εδώ με το δικό μου μωρό. Σκέφτηκα το καροτσάκι που θα αγόραζα, όλο τον χρόνο που θα περνούσα στο Trotters και στο Early Learning Centre αγοράζοντας ρουχαλάκια και εκπαιδευτικά παιχνίδια, σκέφτηκα το πώς θα καθόμουν εδώ, έχοντας στην αγκαλιά μου το μικρό μου μπογαλάκι ευτυχίας. Δεν έγινε πραγματικότητα. Κανένας γιατρός δεν κατάφερε να μου εξηγήσει τον λόγο που δεν
μπορούσα να μείνω έγκυος. Είμαι νέα, υγιής, δεν έπινα πολύ τότε που προσπαθούσαμε. Το σπέρμα του άντρα μου ήταν ζωηρό και άφθονο. Απλώς δε συνέβη. Δεν έζησα την αγωνία μιας αποβολής, απλώς δεν έμεινα έγκυος. Κάναμε έναν κύκλο εξωσωματικής γονιμοποίησης, καθώς μόνο για μία είχαμε τα χρήματα. Ήταν, όπως με είχαν προειδοποιήσει, δυσάρεστη και ανεπιτυχής. Κανείς δε με προειδοποίησε ότι θα μας διέλυε. Όμως συνέβη. Ή, μάλλον, διέλυσε πρώτα εμένα και μετά εμάς. Το πρόβλημα με τη στειρότητα είναι ότι δε σε αφήνει να την ξεχνάς. Όχι, όταν είσαι τριάντα ετών. Οι φίλες μου έκαναν παιδιά, οι φίλες των φίλων μου έκαναν παιδιά, οι εγκυμοσύνες, οι γέννες και τα παιδικά πάρτι ήταν ολόγυρά μου. Με ρωτούσαν, συνεχώς. Η μητέρα μου, οι φίλοι, οι συνάδελφοι. Πότε θα ερχόταν η σειρά μου; Κάποια στιγμή η στειρότητά μου είχε γίνει μόνιμο θέμα συζήτησης στο κυριακάτικο τραπέζι, όχι μόνο ανάμεσα σ’ εμένα και τον Τομ, μα γενικά. Τι δοκιμάζαμε, τι θα έπρεπε να κάνουμε, αν θα έπρεπε να πιω δεύτερο ποτήρι κρασί. Ήμουν ακόμη νέα, είχα πολύ χρόνο μπροστά μου, ωστόσο η αποτυχία με τύλιγε σαν μανδύας, με έπνιγε, με βύθιζε, και έχασα κάθε ελπίδα. Εκείνη την εποχή, μισούσα το γεγονός ότι φαινόταν σαν δικό μου λάθος, ότι εγώ έφταιγα που είχα εγκαταλείψει τις προσπάθειες. Αλλά όπως δείχνει η ταχύτητα με την οποία άφησε έγκυο την Άννα, ποτέ δεν υπήρχε πρόβλημα από την πλευρά του Τομ. Έκανα λάθος που επέμενα να μοιραστεί μαζί μου την ευθύνη· όλο αυτό ήταν δικό μου φταίξιμο. Η Λάρα, η κολλητή μου από το πανεπιστήμιο, έκανε δύο παιδιά μέσα σε δύο χρόνια, πρώτα αγόρι και μετά κορίτσι. Δεν τα συμπαθούσα. Δεν ήθελα ν’ ακούω το παραμικρό γι’ αυτά. Δεν ήθελα να βρίσκομαι κοντά τους. Η Λάρα σταμάτησε να μου μιλάει έπειτα από λίγο καιρό. Μια κοπέλα στη δουλειά μού είπε –τυχαία, σαν να μιλούσε για αφαίρεση σκωληκοειδίτιδας ή εξαγωγή δοντιού– ότι πρόσφατα είχε κάνει έκτρωση, με χάπι, και ήταν πολύ λιγότερο τραυματική από αυτή που είχε κάνει με χειρουργείο στο πανεπιστήμιο. Ύστερα από αυτό δεν της ξαναμίλησα ποτέ, ούτε να τη βλέπω μπροστά μου δεν μπορούσα. Τα πράγματα άρχισαν να γίνονται περίεργα στο γραφείο· ο κόσμος το παρατηρούσε. Ο Τομ δεν αισθανόταν όπως εγώ. Κατ’ αρχάς δεν έφταιγε αυτός και δε χρειαζόταν ένα παιδί όπως εγώ. Ήθελε να γίνει μπαμπάς, το ήθελε πραγματικά, είμαι σίγουρη πως ονειρευόταν να παίζει μπάλα με τον γιο του στον κήπο ή να κουβαλάει το κοριτσάκι του στους ώμους στο πάρκο. Αλλά πίστευε ότι η ζωή μας θα ήταν υπέροχη και δίχως παιδιά. «Είμαστε ευτυχισμένοι», μου έλεγε συχνά, «γιατί δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι;» Άρχισε να εκνευρίζεται μαζί μου. Ποτέ δεν κατάλαβε ότι μπορεί να σου λείπει κάτι που ποτέ δεν είχες, να θρηνείς γι’ αυτό. Ένιωθα μόνη στη δυστυχία μου. Απομονώθηκα, κι έτσι ξεκίνησα να πίνω λίγο, και μετά λίγο περισσότερο, και μετά κλείστηκα ακόμα περισσότερο στον εαυτό μου, γιατί σε κανέναν δεν αρέσει να κάνει παρέα με μέθυσους. Έχανα κι έπινα κι έπινα κι έχανα. Μου άρεσε η δουλειά μου, αλλά δεν είχα και καμιά λαμπρή καριέρα, όμως, ακόμα κι αν είχα, ας μη γελιόμαστε, οι γυναίκες εκτιμούνται μόνο για δύο πράγματα: την εξωτερική τους εμφάνιση και τον ρόλο τους ως μητέρες. Εγώ ούτε όμορφη είμαι ούτε παιδιά μπορώ να κάνω, οπότε τι είμαι; Άχρηστη. Δεν μπορώ να κατηγορήσω όλα αυτά για την κατάστασή μου με το ποτό – δεν μπορώ να κατηγορήσω τους γονείς μου, την παιδική μου ηλικία, δεν μπορώ να κατηγορήσω την κακοποίηση από κάποιον θείο ή κάποια τρομερή τραγωδία, είναι αποκλειστικά δικό μου φταίξιμο, ανέκαθεν ήμουν λάτρης του ποτού. Ωστόσο, η θλίψη μου μεγάλωσε, και η θλίψη καταντά βαρετή κάποια στιγμή, τόσο για τον θλιμμένο όσο και για τους γύρω του. Και μετά από πότρια έγινα αλκοολική, και δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρετό από αυτό. Νιώθω καλύτερα τώρα, για το θέμα των παιδιών· έχω καλυτερέψει τώρα που είμαι μόνη μου.
Αναγκάστηκα. Διάβασα βιβλία και άρθρα, συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να συμβιβαστώ. Υπάρχουν στρατηγικές, υπάρχει ελπίδα. Αν σουλουπωνόμουν και ξεμεθούσα, θα μπορούσα να υιοθετήσω. Και δεν είμαι ούτε τριάντα τεσσάρων ακόμη, δε χάθηκε κάθε ευκαιρία. Είμαι καλύτερα απ’ ό,τι ήμουν μερικά χρόνια πριν, τότε που συνήθιζα να παρατάω το καροτσάκι και να φεύγω από το σουπερμάρκετ αν ήταν γεμάτο με μαμάδες και παιδιά. Τότε δεν μπορούσα να έρχομαι σε πάρκα όπως αυτό, να κάθομαι στην παιδική χαρά και να βλέπω γλυκύτατα νήπια να κάνουν τσουλήθρα. Υπήρχαν στιγμές, όταν ήμουν στα χειρότερά μου, όταν η πείνα μου χτυπούσε κόκκινο, που νόμιζα πως θα τρελαινόμουν. Ίσως και να τρελάθηκα, για λίγο. Τη μέρα που με κάλεσαν στο αστυνομικό τμήμα, ίσως να ήμουν τρελή τότε. Κάτι που είπε ο Τομ με φρίκαρε. Κάτι που έγραψε ο Τομ, κάτι δηλαδή που διάβασα στο Facebook εκείνο το πρωί. Δε με εξέπληξε – ήξερα ότι ήταν έγκυος, μου το είχε πει, και την είχα δει, είχα δει τη ροζ κουρτίνα στο υπνοδωμάτιο. Οπότε ήξερα τι να περιμένω. Αλλά είχα στο μυαλό μου το μωρό ως δικό της μωρό. Μέχρι τη μέρα που είδα μια φωτογραφία του Τομ να κρατάει αγκαλιά τη νεογέννητη κόρη του, να την κοιτάει και να χαμογελάει, και από κάτω έγραφε: «Γι’ αυτό λοιπόν γίνεται τέτοιος σαματάς! Ποτέ δεν ένιωσα τέτοια αγάπη! Είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου!» Τον σκέφτηκα τη στιγμή που το έγραφε, ήξερε ότι θα το διάβαζα, ότι θα διάβαζα αυτά τα λόγια και ότι θα με τσάκιζαν, κι ωστόσο τα έγραψε. Δεν τον ένοιαζε. Οι γονείς δε νοιάζονται παρά μόνο για τα παιδιά τους, αυτοί και τα παιδιά τους είναι το κέντρο του σύμπαντος, είναι το μόνο που μετράει. Κανείς άλλος δεν είναι σημαντικός, κανενός άλλου ο πόνος ή η χαρά δεν έχει σημασία, τίποτε άλλο δεν είναι πραγματικό. Θύμωσα, έγινα έξαλλη. Ίσως και εκδικητική. Ίσως σκέφτηκα να τους δείξω πόσο έξαλλη ήμουν. Δεν ξέρω. Έκανα μεγάλη ανοησία. Επέστρεψα στο τμήμα έπειτα από δύο ώρες. Ζήτησα να μιλήσω ιδιαιτέρως με τον Γκάσκιλ, αλλά εκείνος είπε ότι ήθελε να είναι παρούσα και η Ράιλι. Τον συμπάθησα λιγότερο εκείνη τη στιγμή. «Δε διέρρηξα το σπίτι τους», είπα. «Πράγματι πήγα εκεί, ήθελα να μιλήσω με τον Τομ. Κανείς δεν απάντησε όταν χτύπησα το κουδούνι…» «Οπότε πώς μπήκατε;» ρώτησε η Ράιλι. «Ήταν ανοιχτή η πόρτα». «Η μπροστινή πόρτα ήταν ανοιχτή;» Αναστέναξα. «Όχι. Όχι, φυσικά. Η συρόμενη πόρτα, η πίσω, αυτή του κήπου». «Και πώς φτάσατε στον πίσω κήπο;» «Πέρασα πάνω από τον φράχτη, ήξερα πώς να μπω…» «Άρα σκαρφαλώσατε από τον φράχτη για να αποκτήσετε πρόσβαση στο σπίτι του πρώην άντρα σας;» «Ναι. Συνήθως… πάντα αφήναμε ένα κλειδί στον κήπο. Είχαμε ένα μέρος όπου το κρύβαμε σε περίπτωση που κάποιος από τους δύο έχανε τα κλειδιά του ή τα ξεχνούσε κάπου. Αλλά δεν έκανα διάρρηξη. Δεν έκανα. Απλώς ήθελα να μιλήσω στον Τομ, σκέφτηκα ότι ίσως… δε λειτουργούσε το κουδούνι». «Αυτό έγινε μεσοβδόμαδα, μέρα-μεσημέρι, σωστά; Γιατί πιστεύατε ότι ο άντρας σας θα ήταν σπίτι; Του είχατε τηλεφωνήσει για να το εξακριβώσετε;» «Χριστέ μου! Θα με αφήσετε επιτέλους να μιλήσω;» της φώναξα, κι εκείνη κούνησε το κεφάλι και μου έριξε πάλι εκείνο το χαμόγελο, λες και με ήξερε, λες και με διάβαζε. «Σκαρφάλωσα τον φράχτη», είπα, προσπαθώντας να συγκρατήσω τον τόνο της φωνής μου, «και χτύπησα το τζάμι, που
ήταν μισάνοιχτο. Δεν απάντησε κανείς. Έβαλα μέσα το κεφάλι μου και φώναξα τον Τομ. Και πάλι καμία απάντηση, αλλά άκουσα ένα μωρό να κλαίει. Μπήκα μέσα και είδα ότι η Άννα…» «Η κυρία Γουάτσον;» «Ναι. Η κυρία Γουάτσον ήταν στον καναπέ, κοιμόταν. Το μωρό ήταν στο πορτ μπεμπέ κι έκλαιγε, στην ουσία ούρλιαζε, ήταν κατακόκκινο, προφανώς έκλαιγε αρκετή ώρα». Καθώς τα διηγιόμουν όλα αυτά, σκέφτηκα ότι μάλλον έπρεπε να τους πω ότι άκουγα το κλάμα του μωρού από τον δρόμο και ότι γι’ αυτό πήγα από την πίσω πόρτα. Αυτό θα με έκανε να δείχνω λιγότερο τρελή. «Άρα το μωρό ουρλιάζει, ενώ η μητέρα είναι ακριβώς δίπλα του και δεν ξυπνάει;» ρωτάει η Ράιλι. «Ναι». Έχει τους αγκώνες στο τραπέζι, τα χέρια μπροστά στο στόμα, οπότε δε διαβάζω καλά το ύφος της, αλλά ξέρω ότι πιστεύει πως λέω ψέματα. «Την πήρα αγκαλιά για να την ηρεμήσω. Αυτό είναι όλο. Την πήρα για να σταματήσει να κλαίει». «Αυτό δεν είναι όλο, ωστόσο, γιατί όταν ξύπνησε η Άννα Γουάτσον, εσείς δεν ήσασταν εκεί, έτσι δεν είναι; Ήσασταν κοντά στον φράχτη, κοντά στις γραμμές του τρένου». «Δε σταμάτησε να κλαίει αμέσως», είπα. «Την κουνούσα και την ντάντευα, κι εκείνη συνέχιζε να κλαίει, γι’ αυτό την έβγαλα έξω». «Μέχρι τις γραμμές του τρένου;» «Μέσα στον κήπο». «Είχατε σκοπό να κάνετε κακό στο μωρό των Γουάτσον;» Και τότε τινάχτηκα σαν ελατήριο. Μελοδραματική κίνηση, το ξέρω, αλλά ήθελα να τους κάνω να καταλάβουν –να κάνω τον Γκάσκιλ να καταλάβει– πόσο εξωφρενική ερώτηση ήταν αυτή. «Δεν είμαι υποχρεωμένη ν’ ακούω τέτοιες κατηγορίες, εγώ ήρθα εδώ να σας πω για τον άντρα! Ήρθα εδώ για να σας βοηθήσω! Και τώρα… για τι ακριβώς με κατηγορείτε; Για τι με κατηγορείτε;» Ο Γκάσκιλ παρέμεινε ανέκφραστος, δεν εντυπωσιάστηκε καθόλου. Μου έκανε νόημα να καθίσω πάλι. «Η κυρία Γουάτσον, η Άννα, σας ανέφερε σ’ εμάς κατά την έρευνά μας για την κυρία Μέγκαν Χίπγουελ. Είπε ότι και στο παρελθόν έχετε συμπεριφερθεί σπασμωδικά, ασταθώς. Ανέφερε το περιστατικό με το παιδί. Είπε ότι παρενοχλείτε εκείνη και τον άντρα της, ότι στην ουσία τηλεφωνείτε σπίτι τους», χαμήλωσε για λίγο το βλέμμα του στις σημειώσεις του, «σχεδόν κάθε βράδυ, ότι δεν αποδέχεστε πως ο γάμος σας διαλύθηκε…» «Αυτό είναι ψέμα!» επέμεινα, ενώ δεν ήταν – ναι, τηλεφωνούσα πού και πού στον Τομ, αλλά όχι κάθε βράδυ, αυτό ήταν μεγάλη υπερβολή, αλλά ένιωσα ότι ο Γκάσκιλ τελικά δεν ήταν με το μέρος μου και πήγα να βάλω πάλι τα κλάματα. «Γιατί δεν αλλάξατε το επίθετό σας;» ρώτησε η Ράιλι. «Συγγνώμη;» «Χρησιμοποιείτε ακόμη το επίθετο του άντρα σας. Γιατί; Αν κάποιος με παρατούσε για άλλη γυναίκα, σίγουρα θα ήθελα να ξεφορτωθώ το όνομά του, σίγουρα δε θα ήθελα να το μοιράζομαι με την αντικαταστάτριά μου…» «Ε, ίσως εγώ να μην είμαι τόσο μικρόψυχη». Είμαι τόσο μικρόψυχη. Το μισώ που εκείνη είναι μία Γουάτσον. «Μάλιστα. Και το δαχτυλίδι, αυτό στην αλυσίδα γύρω από τον λαιμό σας; Η βέρα σας είναι;» «Όχι», είπα ψέματα. «Είναι… ήταν της γιαγιάς μου». «Αλήθεια; Εντάξει. Λοιπόν, πρέπει να πω ότι σ’ εμένα η συμπεριφορά σας δείχνει –όπως υπονόησε και η κυρία Γουάτσον– ότι δε θέλετε να προχωρήσετε μπροστά, ότι αρνείστε να αποδεχτείτε πως ο πρώην σας έχει καινούργια οικογένεια».
«Δε βλέπω–» «Τι σχέση έχει αυτό με τη Μέγκαν Χίπγουελ;» ολοκλήρωσε την ερώτησή μου η Ράιλι. «Λοιπόν. Τη νύχτα που εξαφανίστηκε η Μέγκαν, μας ανέφεραν ότι είδαν εσάς –μια ασταθή γυναίκα τύφλα στο μεθύσι– στον δρόμο που μένει. Αν σκεφτούμε ότι υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες στην εμφάνιση της Μέγκαν και της κυρίας Γουάτσον…» «Δεν έχουν καμία ομοιότητα μεταξύ τους!» Έγινα έξαλλη και μόνο στο άκουσμα αυτής της πρότασης. Η Τζες δεν έχει καμία σχέση με την Άννα. Η Μέγκαν δεν έχει καμία σχέση με την Άννα. «Είναι και οι δύο ξανθές, αδύνατες, μικροκαμωμένες, με ανοιχτόχρωμο δέρμα…» «Οπότε τι, επιτέθηκα στη Μέγκαν Χίπγουελ νομίζοντας πως ήταν η Άννα; Αυτό είναι ό,τι πιο γελοίο έχω ακούσει ποτέ μου», είπα, αλλά το καρούμπαλο στο κεφάλι μου άρχισε πάλι να σφυροκοπάει, ενώ τα πάντα από το βράδυ του Σαββάτου τυλίγονταν ακόμη από σκοτάδι. «Το ξέρατε ότι η Άννα Γουάτσον γνώριζε τη Μέγκαν Χίπγουελ;» ρώτησε ο Γκάσκιλ, κι εγώ έμεινα με το στόμα ανοιχτό. «Εγώ… τι; Όχι. Όχι, δε γνωρίζονται». Η Ράιλι χαμογέλασε φευγαλέα και μετά σοβάρεψε ξανά. «Ναι, γνωρίζονται. Η Μέγκαν εργάστηκε για ένα διάστημα ως νταντά στους Γουάτσον», κοίταξε τις σημειώσεις της, «τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του περασμένου έτους». Δεν ξέρω τι να πω, δεν μπορώ να το φανταστώ, η Μέγκαν μέσα στο σπίτι μου, με αυτήν, με το μωρό της. «Το κόψιμο στο χείλος σας το πάθατε κι αυτό από το ταξί που σας χτύπησε;» με ρώτησε ο Γκάσκιλ. «Ναι, το δάγκωσα καθώς έπεφτα, νομίζω». «Πού έγινε αυτό το ατύχημα;» «Στο Λονδίνο, στην οδό Θίομπολντ. Κοντά στο Χόλμπορν». «Και τι πήγατε να κάνετε εκεί;» «Συγγνώμη;» «Γιατί βρισκόσασταν στο κεντρικό Λονδίνο;» Σήκωσα τους ώμους. «Σας είπα ήδη», είπα ψυχρά. «Η συγκάτοικός μου δεν ξέρει ότι έχω χάσει τη δουλειά μου. Οπότε, πάω στο Λονδίνο, όπως συνήθιζα, και επισκέπτομαι βιβλιοθήκες, καθώς ψάχνω για δουλειά, και φτιάχνω το βιογραφικό μου». Η Ράιλι κούνησε το κεφάλι, λίγο δύσπιστα νομίζω, απορημένα. Πώς φτάνει κανείς σε τέτοιο σημείο; Έσπρωξα πίσω την καρέκλα μου, έτοιμη να φύγω. Αρκετά με είχαν ταλαιπωρήσει, με έκαναν να δείχνω ανόητη, τρελή. Ήταν ώρα να βγάλω τον άσο από το μανίκι μου. «Δεν ξέρω γιατί τα συζητάμε όλα αυτά», είπα. «Θα πίστευε κανείς ότι θα είχατε καλύτερα πράγματα να ασχοληθείτε, όπως να ερευνάτε την εξαφάνιση της Μέγκαν Χίπγουελ, για παράδειγμα. Φαντάζομαι ότι μιλήσατε με τον εραστή της, σωστά;» Κανείς τους δεν είπε τίποτα, απλώς με κοίταζαν. Δεν το περίμεναν αυτό. Δεν ήξεραν γι’ αυτόν. «Ίσως να μην το ξέρατε. Η Μέγκαν Χίπγουελ είχε παράνομο δεσμό», είπα και κίνησα προς την πόρτα. Ο Γκάσκιλ με σταμάτησε, κινήθηκε αθόρυβα και εκπληκτικά γρήγορα και, πριν προλάβω να αγγίξω το πόμολο της πόρτας, ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. «Νόμιζα πως δε γνωρίζατε τη Μέγκαν Χίπγουελ», είπε. «Δεν τη γνωρίζω», αποκρίθηκα, προσπαθώντας να περάσω από δίπλα του. «Καθίστε κάτω», είπε, μπλοκάροντας την πόρτα. Τους είπα γι’ αυτό που είχα δει από το τρένο, για το ότι συνήθιζα να βλέπω τη Μέγκαν συχνά στη
βεράντα, να κάνει ηλιοθεραπεία τα απογεύματα ή να πίνει καφέ τα πρωινά, τους είπα ότι την προηγούμενη εβδομάδα την είδα με κάποιον που προφανέστατα δεν ήταν ο άντρας της, ότι τους είχα δει να φιλιούνται στο γρασίδι. «Πότε έγινε αυτό;» ρώτησε απότομα ο Γκάσκιλ. Έμοιαζε εκνευρισμένος μαζί μου, ίσως γιατί έπρεπε να τους το είχα πει από την αρχή, αντί να σπαταλάω τον χρόνο τους μιλώντας για μένα. «Την Παρασκευή. Ήταν Παρασκευή πρωί». «Άρα μία μέρα πριν εξαφανιστεί την είδατε με άλλον άντρα;» με ρώτησε η Ράιλι. Ακόμα ένα νεύμα του κεφαλιού, ένας αναστεναγμός απελπισίας. Έκλεισε το ντοσιέ μπροστά της. Ο Γκάσκιλ έγειρε πίσω στην καρέκλα του, εξετάζοντας το πρόσωπό μου. Προφανώς πίστευε ότι το είχα βγάλει από το μυαλό μου, δεν ήταν σίγουρος. «Μπορείτε να τον περιγράψετε;» «Ψηλός, μελαχρινός…» «Όμορφος;» διέκοψε η Ράιλι. Φούσκωσα τα μάγουλά μου. «Ψηλότερος από τον Σκοτ Χίπγουελ, το ξέρω γιατί τους έχω δει μαζί – την Τζες και… συγγνώμη, τη Μέγκαν και τον Σκοτ Χίπγουελ, και αυτός ο άντρας ήταν διαφορετικός. Πιο λεπτοκαμωμένος, αδύνατος. Με σκούρο δέρμα, πιθανώς ασιατικής καταγωγής», είπα. «Μπορέσατε να διακρίνετε τη εθνικότητά του από το τρένο;» είπε η Ράιλι. «Εντυπωσιακό. Η Τζες ποια είναι, παρεμπιπτόντως;» «Συγγνώμη;» «Πριν από λίγο αναφέρατε κάποια Τζες». Ένιωσα το πρόσωπό μου να φλέγεται πάλι, κούνησα το κεφάλι. «Όχι, δεν το έκανα», είπα. Ο Γκάσκιλ σηκώθηκε και μου έδωσε το χέρι. «Νομίζω πως είπαμε αρκετά». Του έσφιξα το χέρι, αγνόησα τη Ράιλι και γύρισα να φύγω. «Να μην πλησιάσετε στην οδό Μπλένεμ, κυρία Γουάτσον», είπε ο Γκάσκιλ. «Να μην τηλεφωνήσετε στον πρώην άντρα σας, εκτός κι αν είναι κάτι σημαντικό, και μη διανοηθείτε να πλησιάσετε την Άννα και το παιδί της». Στο τρένο της επιστροφής, καθώς συλλογίζομαι όλα όσα πήγαν στραβά σήμερα, εκπλήσσομαι που δε νιώθω όσο φρικτά θα έπρεπε. Τώρα που το σκέφτομαι, ξέρω γιατί: Δεν ήπια χθες βράδυ και δεν επιθυμώ να πιω ούτε τώρα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου με ενδιαφέρει κάτι πέρα από τη μιζέρια μου. Έχω έναν σκοπό. Ή τουλάχιστον κάτι που να με αποσπά.
Πέμπτη, 18 Ιουλίου 2013 Πρωί Σήμερα το πρωί, πριν μπω στο τρένο, αγόρασα τρεις εφημερίδες· η Μέγκαν αγνοείται τέσσερις μέρες και πέντε νύχτες και το θέμα έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Η Daily Mail κατάφερε να βρει φωτογραφίες της με μπικίνι, αλλά έχει φτιάξει και το πιο λεπτομερές προφίλ που έχω δει μέχρι τώρα. Γεννήθηκε το 1984 στο Ρότσεστερ με το όνομα Μέγκαν Μιλς και μετακόμισε με τους γονείς της στο Κινγκς Λιν, στο Νόρφολκ, σε ηλικία δέκα ετών. Ήταν ένα έξυπνο παιδί, πολύ εξωστρεφές, ταλαντούχα καλλιτέχνιδα και τραγουδίστρια. Μια συμμαθήτριά της λέει ότι «είχε πολύ πλάκα, ήταν
πολύ όμορφη και ατίθαση». Ο ατίθασος χαρακτήρας της εντάθηκε μετά τον θάνατο του αδερφού της, Μπεν, με τον οποίο είχαν πολύ στενή σχέση. Σκοτώθηκε σε ατύχημα με τη μηχανή όταν εκείνος ήταν δεκαεννιά κι αυτή δεκαπέντε. Το έσκασε από το σπίτι της τρεις μέρες μετά την κηδεία. Συνελήφθη δύο φορές, μία για κλοπή και μία για πορνεία. Η σχέση της με τους γονείς της, μας ενημερώνει η Mail, διαλύθηκε τελείως. (Καθώς διαβάζω όλα αυτά, στεναχωριέμαι για τη Μέγκαν, συνειδητοποιώ ότι ίσως, τελικά, δε διαφέρει και πολύ από μένα. Είναι κι εκείνη κλεισμένη στον εαυτό της, νιώθει κι εκείνη μόνη.) Στα δεκαέξι της μετακόμισε σε έναν φίλο της που είχε ένα σπίτι κοντά στο χωριό Χόλκαμ, στο βόρειο Νόρφολκ. Η συμμαθήτρια λέει: «Ήταν μεγαλύτερος, μουσικός ή κάτι τέτοιο. Έπαιρνε ναρκωτικά. Δε βλεπόμασταν με τη Μέγκαν πολύ αφότου τα έφτιαξε μαζί του». Το όνομα του φίλου δεν αναφέρεται πουθενά, οπότε υποθέτω πως δεν τον έχουν βρει. Μπορεί και να μην υπάρχει καν, η συμμαθήτρια μπορεί να βγάζει ιστορίες από το μυαλό της μόνο και μόνο για να γραφτεί το όνομά της στις εφημερίδες. Μετά η ιστορία πηγαίνει μερικά χρόνια μπροστά, ξαφνικά η Μέγκαν είναι είκοσι τεσσάρων και ζει στο Λονδίνο, εργάζεται ως σερβιτόρα σε ένα εστιατόριο. Εκεί γνωρίζει τον Σκοτ Χίπγουελ, έναν ελεύθερο επαγγελματία, ο οποίος είναι γνωστός με τον διευθυντή του εστιατορίου, και τα φτιάχνουν. Ύστερα από «έντονο φλερτ», η Μέγκαν και ο Σκοτ παντρεύονται, εκείνη στα είκοσι πέντε και αυτός στα τριάντα. Υπάρχουν κι άλλες αναφορές φίλων και γνωστών, όπως εκείνη της Τάρα Έπσταϊν, της φίλης στην οποία θα έμενε η Μέγκαν τη βραδιά που εξαφανίστηκε. Λέει ότι «η Μέγκαν είναι μια ανέμελη, αξιαγάπητη κοπέλα» και ότι έδειχνε «πολύ ευτυχισμένη». «Ο Σκοτ δε θα της έκανε ποτέ κακό», λέει η Τάρα. «Την αγαπάει πολύ». Όλα αυτά που λέει είναι εντελώς τετριμμένα. Τα λόγια που μου τραβούν την προσοχή είναι ενός καλλιτέχνη που εξέθετε τα έργα του στην γκαλερί που είχε κάποτε η Μέγκαν, ενός Ρατζές Γκουρτζάλ, που λέει ότι η Μέγκαν «είναι μια υπέροχη γυναίκα, έξυπνη, αστεία και όμορφη, ένα κλειστό άτομο με χρυσή καρδιά». Μου φαίνεται πως ο Ρατζές την έχει πατήσει μαζί της. Τα άλλα εισαγωγικά είναι από έναν άλλο φίλο ονόματι Ντέιβιντ Κλαρκ, έναν «πρώην συνάδελφο» του Σκοτ, που λέει: «Η Μεγκς και ο Σκοτ είναι υπέροχο ζευγάρι. Είναι ευτυχισμένοι και πολύ ερωτευμένοι». Υπάρχουν και κάποια άρθρα που συνοδεύουν τις έρευνες, αλλά οι δηλώσεις της αστυνομίας δε λένε τίποτα το σημαντικό: Έχουν μιλήσει με «αρκετούς μάρτυρες», κάνουν «εκτεταμένες έρευνες». Το μόνο ενδιαφέρον σχόλιο προέρχεται από τον φίλο μου τον Γκάσκιλ, ο οποίος επιβεβαιώνει ότι στις έρευνες της αστυνομίας βοηθούν δύο άντρες. Σίγουρα αυτό σημαίνει πως είναι και οι δύο ύποπτοι. Ο ένας θα είναι ο Σκοτ. Μήπως ο άλλος είναι ο Φ; Μήπως ο Φ είναι ο Ρατζές; Απορροφήθηκα τόσο πολύ με τις εφημερίδες, που δεν έδωσα την προσοχή που συνήθιζα στη διαδρομή· μου φάνηκε σαν μόλις να κάθισα, όταν το τρένο σταμάτησε στον συνηθισμένο κόκκινο σηματοδότη. Στον κήπο του Σκοτ υπάρχουν άνθρωποι, δύο ένστολοι αστυνομικοί ακριβώς έξω από την πίσω πόρτα. Το κεφάλι μου πλημμυρίζει. Μήπως βρήκαν κάτι; Μήπως τη βρήκαν; Μήπως υπάρχει κάποιο πτώμα στον κήπο ή κάτω από το πάτωμα; Στο μυαλό μου έρχονται τα πεταμένα ρούχα δίπλα στις ράγες, πράγμα ανόητο, φυσικά, γιατί τα είχα δει πολύ πριν από την εξαφάνιση της Μέγκαν. Και σε κάθε περίπτωση, αν έχει πάθει κάτι κακό, δεν το έκανε ο Σκοτ, αποκλείεται. Είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, όλοι το λένε. Το φως δεν είναι καλό σήμερα, ο καιρός χάλασε, ο ουρανός είναι σκοτεινιασμένος, απειλητικός. Δεν μπορώ να δω μέσα στο σπίτι, δε βλέπω τι γίνεται. Νιώθω απελπισμένη, δεν αντέχω να μένω στην απέξω – για καλό ή για κακό, έχω μπλεχτεί τώρα πια
σε αυτό. Πρέπει να ξέρω τι γίνεται. Τουλάχιστον έχω ένα σχέδιο. Πρώτον, πρέπει να δω αν υπάρχει τρόπος να θυμηθώ τι έγινε το βράδυ του Σαββάτου. Όταν φτάσω στη βιβλιοθήκη, σκοπεύω να κάνω μια έρευνα για το αν μπορεί να με βοηθήσει ο υπνωτισμός να θυμηθώ· αν γίνεται να ανακτήσω αυτές τις χαμένες ώρες. Δεύτερον –και πιστεύω ότι αυτό είναι σημαντικό, γιατί δε νομίζω πως οι αστυνομικοί με πίστεψαν όταν τους είπα για τον εραστή–, πρέπει να επικοινωνήσω με τον Σκοτ Χίπγουελ. Πρέπει να τον ενημερώσω. Έχει δικαίωμα να μάθει.
Απόγευμα Το τρένο είναι γεμάτο κόσμο που είναι μούσκεμα από τη βροχή, τα ρούχα τους αχνίζουν και θολώνουν τα παράθυρα. Η μπόχα των κορμιών τους, τα αρώματα και τα απορρυπαντικά σκεπάζουν τα σκυφτά, βρεγμένα κεφάλια τους. Τα σύννεφα που απειλούσαν να ξεσπάσουν το πρωί κρέμονταν πάνω από την πόλη όλη μέρα και γίνονταν βαρύτερα κι όλο πιο μαύρα, μέχρι που ξέσπασε μια απίστευτη μπόρα το απόγευμα, ακριβώς τη στιγμή που έκλειναν οι εταιρείες κι όλοι οι υπάλληλοι έβγαιναν στους δρόμους, δημιουργώντας ένα αφόρητο μποτιλιάρισμα, ενώ οι είσοδοι του μετρό είχαν φρακάρει από τον κόσμο που ανοιγόκλεινε τις ομπρέλες του. Εγώ δεν έχω ομπρέλα και είμαι μούσκεμα, λες και κάποιος μου πέταξε έναν κουβά νερό. Το βαμβακερό μου παντελόνι έχει κολλήσει πάνω μου και το ξεθωριασμένο μου γαλάζιο πουκάμισο έχει γίνει ντροπιαστικά διάφανο. Έτρεξα από τη βιβλιοθήκη μέχρι τη στάση του μετρό με την τσάντα κολλημένη στο στήθος μου για να καλύψω ό,τι μπορούσα. Για κάποιο λόγο όλο αυτό μου φάνηκε αστείο –είναι αστείο να σε πιάνει η βροχή– και γελούσα τόσο δυνατά μέχρι να φτάσω στην οδό Γκρέις Ιν, που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Δε θυμάμαι ποια είναι η τελευταία φορά που γέλασα έτσι. Τώρα δε γελάω. Μόλις βρήκα θέση να καθίσω, ενημερώθηκα από το κινητό μου για τα τελευταία νέα της Μέγκαν και είδα τις ειδήσεις που φοβόμουν. «Ένας τριανταπεντάχρονος άντρας ανακρίνεται στο αστυνομικό τμήμα του Γουίτνι για την εξαφάνιση της Μέγκαν Χίπγουελ, που αγνοείται από το βράδυ του περασμένου Σαββάτου». Αυτός είναι ο Σκοτ, είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Ελπίζω μόνο να διάβασε το μέιλ μου πριν τον πιάσουν, γιατί η ανάκριση είναι σοβαρό πράγμα, σημαίνει ότι είναι ύποπτος για κάτι. Ωστόσο, το κάτι μένει ακόμη να καθοριστεί. Αυτό το κάτι μπορεί να μην έχει συμβεί. Η Μέγκαν μπορεί να είναι καλά. Κάθε τόσο σκέφτομαι πως είναι σώα κι αβλαβής και κάθεται στο μπαλκόνι κάποιου ξενοδοχείου με θέα τη θάλασσα, με τα πόδια στα κάγκελα και ένα δροσερό ποτό στο χέρι. Η σκέψη αυτή με ενθουσιάζει και με απογοητεύει ταυτόχρονα και μετά νιώθω άσχημα που απογοητεύτηκα. Δεν εύχομαι να έχει πάθει κάτι, όσο εξοργισμένη κι αν ήμουν μαζί της που απάτησε τον Σκοτ, που γκρέμισε την εικόνα του ευτυχισμένου ζευγαριού δίπλα στις γραμμές του τρένου. Όχι, αυτό έγινε γιατί νιώθω μέρος του μυστηρίου, νιώθω πως κάπως συνδέομαι με αυτό. Δεν είμαι πια απλώς το κορίτσι του τρένου που πηγαινοέρχεται, δίχως στόχο και σκοπό. Θέλω η Μέγκαν να εμφανιστεί σώα και αβλαβής, αλήθεια το θέλω. Απλώς όχι ακόμη. Έστειλα μέιλ στον Σκοτ σήμερα το πρωί. Μου ήταν πολύ εύκολο να βρω τη διεύθυνσή του – μπήκα στο Google και βρήκα το www.shipwellconsulting.co.uk, την ιστοσελίδα όπου διαφημίζει τις υπηρεσίες του για τις εταιρείες και τους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς. Κατάλαβα πως ήταν δική
του, γιατί η επαγγελματική του διεύθυνση ήταν εκείνη του σπιτιού του. Του έστειλα ένα σύντομο μήνυμα στην επαφή που έδινε η ιστοσελίδα: Αγαπητέ Σκοτ, Ονομάζομαι Ρέιτσελ Γουάτσον, δε με γνωρίζεις. Θα ήθελα να σου μιλήσω για τη γυναίκα σου. Δεν ξέρω πού μπορεί να βρίσκεται, δεν ξέρω τι της συνέβη. Αλλά πιστεύω ότι έχω πληροφορίες που ίσως σε βοηθήσουν. Μπορεί να μη θες να μου μιλήσεις, θα το καταλάβω αυτό, αλλά αν θέλεις, στείλε μου μέιλ σε αυτή τη διεύθυνση. Με τιμή, Ρέιτσελ Δεν ξέρω αν θα επικοινωνούσε μαζί μου – πολύ αμφιβάλλω ότι εγώ θα το έκανα αν ήμουν στη θέση του. Όπως και η αστυνομία, μάλλον θα πίστευε πως ήμουν καμιά τρελή, κανένα φρικιό που διάβασε την ιστορία του στις εφημερίδες. Τώρα δε θα μάθω ποτέ – αν τον έχουν συλλάβει, μπορεί να μη δει ποτέ το μήνυμά μου. Αν τον έχουν συλλάβει, οι μόνοι που μπορεί να το δουν είναι οι αστυνομικοί, πράγμα κάκιστο για μένα. Όμως, έπρεπε να προσπαθήσω. Και τώρα νιώθω απελπισμένη. Ο κόσμος που βρίσκεται στο βαγόνι με εμποδίζει να δω απέναντι, αλλά, ακόμα κι αν δεν είχε κόσμο, με την καταρρακτώδη βροχή που πέφτει δε θα μπορούσα να δω πέρα από τον φράχτη. Αναρωτιέμαι αν η βροχή παρασύρει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, αν αυτή τη στιγμή σημαντικά στοιχεία εξαφανίζονται για πάντα, κηλίδες αίματος, ίχνη από πατημασιές, αποτσίγαρα με DNA. Λαχταρώ τόσο πολύ ένα ποτό, που σχεδόν νιώθω τη γεύση του κρασιού στο στόμα μου, φαντάζομαι ακριβώς πώς θα νιώσω έπειτα από εξήντα ώρες χωρίς αλκοόλ στο αίμα μου, και το συναίσθημα αυτό με κάνει να ζαλίζομαι από επιθυμία. Θέλω να πιω και δε θέλω, γιατί αν δεν πιω σήμερα, τότε θα έχουν περάσει τρεις μέρες, και δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έμεινα τρεις μέρες νηφάλια. Έχω κι άλλη μια γεύση στο στόμα μου, ένα ξεχασμένο πείσμα. Υπήρχε μια εποχή που είχα πολύ ισχυρή θέληση, τότε που έτρεχα δέκα χιλιόμετρα πριν από το πρωινό και τρεφόμουν για εβδομάδες με 1.300 θερμίδες τη μέρα. Ήταν ένα από αυτά που λάτρευε ο Τομ σ’ εμένα: το πείσμα μου, η δύναμή μου. Θυμάμαι έναν τσακωμό, προς το τέλος της σχέσης μας, τότε που τα πράγματα ήταν στα χειρότερά τους· έχασε την υπομονή του μαζί μου. «Τι σου συνέβη, Ρέιτσελ;» με ρώτησε. «Πότε έγινες τόσο αδύναμη;» Δεν ξέρω. Δεν ξέρω πού πήγε όλη αυτή η δύναμη, δε θυμάμαι να τη χάνω. Νομίζω πως με τον χρόνο απλώς ξεθώριασε, σταδιακά, λίγο λίγο, εξαιτίας της ζωής, εξαιτίας του αγώνα μου να τη ζω. Το τρένο σταματάει απότομα, με τα φρένα του να στριγκλίζουν φρενιασμένα, στον σηματοδότη του Γουίτνι που βρίσκεται στην κατεύθυνση προς το Λονδίνο. Το βαγόνι γεμίζει από ένα μουρμουρητό, καθώς όλοι ζητούν συγγνώμη μεταξύ τους, γιατί έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο. Σηκώνω το βλέμμα και βλέπω μπροστά μου τον άντρα που είχα δει το βράδυ του Σαββάτου, τον κοκκινομάλλη, εκείνον που με βοήθησε να σηκωθώ. Με κοιτάζει κατάματα, τα υπέροχα μπλε μάτια του είναι καρφωμένα στα δικά μου, και παίρνω τέτοια τρομάρα, που μου πέφτει το τηλέφωνο. Το πιάνω από το πάτωμα και σηκώνω πάλι το βλέμμα, διερευνητικά αυτή τη φορά, όχι απευθείας πάνω του. Κοιτάζω όλο το βαγόνι, σκουπίζω το θολό τζάμι με τον αγκώνα μου και ρίχνω μια ματιά έξω και μετά στρέφω τα μάτια μου προς το μέρος του και τον βλέπω να μου χαμογελάει, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι. Νιώθω το πρόσωπό μου να φλέγεται. Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω στο χαμόγελό του, γιατί δεν
ξέρω τι σημαίνει. Είναι: Ω, γεια σου, σε θυμάμαι από τις προάλλες ή είναι: Α, να η τρελή που έπεσε από τις σκάλες και μου έλεγε μπούρδες τις προάλλες ή κάτι άλλο; Δεν ξέρω, αλλά τώρα που το σκέφτομαι νομίζω πως θυμάμαι να μου λέει: «Είσαι καλά, αγάπη;» Στρίβω το κεφάλι και κοιτάζω έξω από το παράθυρο, νιώθω τα μάτια του πάνω μου, θέλω απλώς να κρυφτώ, να εξαφανιστώ. Το τρένο ξεκινάει με ένα μικρό τίναγμα και μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα φτάνουμε στον σταθμό του Γουίτνι και ο κόσμος διπλώνει τις εφημερίδες, βάζει τα iPad στις τσάντες και μαζεύει τα πράγματά του καθώς ετοιμάζεται να αποβιβαστεί. Σηκώνω πάλι το βλέμμα και πλημμυρίζω από ανακούφιση – μου έχει γυρίσει την πλάτη, είναι έτοιμος να κατέβει από το τρένο. Και τότε συνειδητοποιώ ότι είμαι ανόητη. Θα έπρεπε να σηκωθώ και να τον ακολουθήσω, να του μιλήσω, ίσως μπορεί να μου πει τι συνέβη ή τι δε συνέβη, τουλάχιστον ίσως να μπορεί να συμπληρώσει κάποια από τα κενά μου. Σηκώνομαι, διστάζω, ξέρω ότι είναι ήδη αργά, οι πόρτες όπου να ’ναι κλείνουν, στέκομαι στη μέση του βαγονιού, δε θα προλάβω να περάσω ανάμεσα από το πλήθος εγκαίρως. Οι πόρτες κλείνουν. Ακόμη όρθια, γυρίζω και κοιτάζω έξω από το παράθυρο καθώς το τρένο ξεκινάει. Ο άντρας από το βράδυ του Σαββάτου στέκεται στην άκρη της αποβάθρας μέσα στη βροχή και με κοιτάζει καθώς απομακρύνομαι. Όσο πλησιάζω στο σπίτι, τόσο περισσότερο εκνευρίζομαι με τον εαυτό μου. Είμαι στο τσακ να αλλάξω τρένο στο Νόρθκοτ, να γυρίσω στο Γουίτνι και να τον ψάξω. Ηλίθια ιδέα, προφανώς, και ανόητα επικίνδυνη από τη στιγμή που ο Γκάσκιλ με προειδοποίησε να μείνω μακριά από την περιοχή μόλις είκοσι τέσσερις ώρες πριν. Απογοητεύομαι όταν σκέφτομαι ότι δε θα μάθω ποτέ τι έκανα το βράδυ του Σαββάτου. Μερικές (εξαντλητικές μπορώ να πω) ώρες έρευνας στο διαδίκτυο σήμερα μου επιβεβαίωσαν αυτό που υποπτευόμουν: Ο υπνωτισμός δε βοηθάει στην ανάκτηση της μνήμης έπειτα από κατάσταση προσωρινής αμνησίας, γιατί (όπως ξέρω και από άλλα βιβλία που έχω διαβάσει), κατά τη διάρκεια της προσωρινής αμνησίας δε δημιουργούμε αναμνήσεις. Δεν υπάρχει τίποτα να θυμηθώ. Είναι, πάντα θα είναι, μια μαύρη τρύπα στη ζωή μου.
ΜΕΓΚΑΝ
Πέμπτη, 7 Μαρτίου 2013 Απόγευμα Το δωμάτιο είναι σκοτεινό, η ατμόσφαιρα πνιγηρή, γλυκιά από τη μυρωδιά μας. Βρισκόμαστε πάλι στο Σουόν, στη σοφίτα, ωστόσο είναι διαφορετικό, γιατί είναι ακόμη εδώ και με κοιτάζει. «Πού θες να πάμε;» με ρωτάει. «Σε ένα παραλιακό σπίτι στην Κόστα ντε λα Λουθ», του απαντάω. «Μπορούμε να μάθουμε σερφ». Χαμογελάει. «Τι θα κάνουμε;» Γελάω. «Εννοείς εκτός από αυτό;» Τα δάχτυλά του χαϊδεύουν απαλά την κοιλιά μου. «Εκτός από αυτό». «Θα ανοίξουμε ένα καφέ, θα εκθέτουμε έργα τέχνης, θα μάθουμε σερφ». Με φιλάει στην άκρη του γοφού μου. «Και η Ταϊλάνδη;» ρωτάει. Ζαρώνω τη μύτη μου. «Μπα, δε νομίζω. Σικελία», λέω. «Στις Νήσους Έγκαντι. Θα ανοίξουμε ένα μπαράκι στην παραλία, θα πηγαίνουμε για ψάρεμα…» Γελάει πάλι και μετά έρχεται από πάνω μου και με φιλάει. «Ακαταμάχητη», μουρμουρίζει, «είσαι ακαταμάχητη». Θέλω να γελάσω, θέλω να το φωνάξω: Βλέπεις; Κέρδισα! Σ’ το είπα, δεν ήταν η τελευταία φορά, ποτέ δεν είναι η τελευταία. Δαγκώνω το χείλος μου και κλείνω τα μάτια. Είχα δίκιο, το ήξερα πως είχα, αλλά δεν έχει νόημα να το πω. Απολαμβάνω σιωπηλά τη νίκη μου· μου δίνει σχεδόν τόση ικανοποίηση όση και το άγγιγμά του. Μετά, μου μιλάει έτσι όπως δε μου έχει μιλήσει ποτέ. Συνήθως εγώ μιλάω περισσότερο, αλλά αυτή τη φορά μού ανοίγεται. Λέει ότι νιώθει άδειος, μιλάει για την οικογένεια που άφησε πίσω του, για τη γυναίκα πριν από μένα και για την προηγούμενη από αυτή, εκείνη που τον διέλυσε και τον άφησε άδειο. Δεν πιστεύω στις αδελφές ψυχές, αλλά υπάρχει μια κατανόηση ανάμεσά μας που δεν έχω νιώσει ποτέ πριν ή ακόμα κι αν την έχω νιώσει δεν κράτησε πολύ. Προέρχεται από κοινές εμπειρίες, από το να ξέρεις πώς είναι να είσαι κατεστραμμένος. Το κενό αυτό το κατανοώ. Αρχίζω να πιστεύω πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να το αλλάξεις. Αυτό κατάλαβα από τις συνεδρίες: οι τρύπες στη ζωή σου είναι μόνιμες. Πρέπει να ωριμάζεις προσπερνώντας τες, όπως κάνουν οι ρίζες ενός δέντρου γύρω από το τσιμέντο· να πλάθεις τον εαυτό σου γύρω από τα κενά. Όλα αυτά τα ξέρω, αλλά δεν τα λέω δυνατά, όχι τώρα. «Πότε θα φύγουμε;» τον ρωτάω, μα δε μου απαντάει, και με παίρνει ο ύπνος, και όταν ξυπνάω, έχει φύγει.
Παρασκευή, 8 Μαρτίου 2013
Πρωί Ο Σκοτ μού φέρνει καφέ στη βεράντα. «Κοιμήθηκες χθες βράδυ», λέει και σκύβει να με φιλήσει στο κεφάλι. Στέκεται πίσω μου, με τα χέρια του στους ώμους μου, ζεστός και δυνατός. Γέρνω πίσω το κεφάλι μου στο κορμί του, κλείνω τα μάτια και ακούω τον βρυχηθμό του τρένου που περνάει, μέχρι που σταματάει μπροστά από το σπίτι. Τον πρώτο καιρό που μετακομίσαμε εδώ, ο Σκοτ συνήθιζε να κουνάει το χέρι στους επιβάτες, αυτό με έκανε πάντα να γελάω. Η λαβή του δυναμώνει λίγο στους ώμους μου, σκύβει και με φιλάει στον λαιμό. «Κοιμήθηκες», λέει πάλι. «Θα πρέπει να νιώθεις καλύτερα». «Ναι», λέω. «Άρα πιστεύεις ότι σου έκανε καλό;» ρωτάει. «Η ψυχανάλυση;» «Εννοείς αν πιστεύω πως διορθώθηκα;» «Δεν είπα αν διορθώθηκες», λέει, κι ακούω τον πληγωμένο τόνο της φωνής του. «Δεν εννοούσα…» «Το ξέρω». Του πιάνω το χέρι και του το σφίγγω. «Αστειεύτηκα. Πιστεύω πως είναι μια διαδικασία. Δεν είναι απλό, καταλαβαίνεις; Δεν ξέρω αν θα υπάρξει στιγμή που θα μπορώ να πω ότι μου έκανε καλό. Ότι νιώθω καλύτερα». Ακολουθεί σιωπή και με σφίγγει λίγο περισσότερο. «Άρα θες να συνεχίσεις να πηγαίνεις;» ρωτάει, και του απαντάω πως θέλω. Κάποτε πίστευα ότι θα ήταν τα πάντα για μένα, ότι θα ήταν αρκετός. Το πίστευα για χρόνια, τον αγαπούσα απόλυτα. Ακόμη τον αγαπώ. Αλλά δεν το θέλω πια αυτό. Η μόνη στιγμή που νιώθω ο εαυτός μου είναι τα μυστικά απογεύματα όπως το χθεσινό, τότε ζωντανεύω μέσα στην κάψα και το μισοσκόταδο. Ποιος μου λέει ότι, αν το βάλω στα πόδια, δε θα διαπιστώσω πως και αυτό δεν είναι αρκετό; Ποιος μου λέει ότι δε θα καταλήξω να νιώθω ακριβώς όπως και τώρα, όχι ασφαλής, μα καταπιεσμένη; Ίσως να θελήσω να το βάλω στα πόδια ξανά και ξανά και στο τέλος να καταλήξω πάλι σε αυτές τις παλιές, σκουριασμένες γραμμές, γιατί δε θα μου έχει μείνει πια πού αλλού να πάω. Ίσως. Ίσως και όχι. Θα πρέπει να το διακινδυνεύσω, σωστά; Κατεβαίνω κάτω να τον αποχαιρετήσω, καθώς φεύγει για τη δουλειά. Τυλίγει τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και με φιλάει στην κορφή του κεφαλιού. «Σ’ αγαπώ, Μεγκς», μουρμουρίζει, και τότε νιώθω φρικτά, σαν τον χειρότερο άνθρωπο στον κόσμο. Ανυπομονώ να κλείσει την πόρτα, γιατί ξέρω ότι θα βάλω τα κλάματα.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Παρασκευή, 19 Ιουλίου 2013 Πρωί Το τρένο των 08:04 είναι σχεδόν άδειο. Τα παράθυρα είναι ανοιχτά και ο αέρας ψυχρός μετά τη χθεσινή καταιγίδα. Η Μέγκαν αγνοείται εδώ και εκατόν τριάντα τρεις ώρες, κι εγώ νιώθω καλύτερα απ’ όσο έχω να νιώσω τους τελευταίους μήνες. Όταν κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη σήμερα το πρωί, είδα τη διαφορά στο πρόσωπό μου: το δέρμα μου είναι πιο καθαρό, τα μάτια μου πιο λαμπερά. Νιώθω ελαφρύτερη. Είμαι σίγουρη πως δεν έχω χάσει ούτε γραμμάριο, αλλά δε νιώθω βαριά, λες και το σώμα μου είναι ένα φορτίο που πρέπει να κουβαλάω. Νιώθω ο εαυτός μου, ο εαυτός που ήμουν κάποτε. Δεν έχω λάβει νέα του Σκοτ. Έψαξα στο διαδίκτυο και δε βρήκα κάτι που να λέει για σύλληψη, οπότε φαντάζομαι πως απλώς αγνόησε το μέιλ μου. Έχω απογοητευτεί, αλλά υποθέτω πως θα έπρεπε να το περιμένω. Την ώρα που έφευγα από το σπίτι τηλεφώνησε ο Γκάσκιλ, με ρώτησε αν θα μπορούσα να περάσω από το τμήμα σήμερα. Για μια στιγμή τρόμαξα, αλλά μετά άκουσα να λέει με τον ήρεμο, ήπιο τόνο του ότι ήθελε να δω κάποιες φωτογραφίες. Τον ρώτησα αν είχαν συλλάβει τον Σκοτ Χίπγουελ. «Κανείς δεν έχει συλληφθεί, κυρία Γουάτσον», είπε. «Μα ο άντρας, αυτός που ανακρίνεται…;» «Δεν μπορώ να σας πω, κυρία Γουάτσον». Ο τρόπος που μιλάει είναι τόσο κατευναστικός, τόσο καθησυχαστικός, που με κάνει να τον συμπαθήσω πάλι. Το χθεσινό βράδυ το πέρασα στον καναπέ με φόρμα και μακό μπλουζάκι, κάνοντας μια λίστα των πραγμάτων που είχα να κάνω, των πιθανών στρατηγικών. Για παράδειγμα, θα μπορούσα να τριγυρνάω στον σταθμό του Γουίτνι τις ώρες αιχμής, περιμένοντας μέχρι να δω ξανά τον κοκκινομάλλη από το βράδυ του Σαββάτου, θα μπορούσα να τον καλέσω για ένα ποτό να δω πού θα οδηγήσει αυτό, αν είδε τίποτα, τι ξέρει για τη συγκεκριμένη βραδιά. Το επικίνδυνο σε αυτή την εκδοχή είναι να πέσω πάνω στην Άννα ή τον Τομ, να με αναφέρουν στην αστυνομία και να βρω τον μπελά μου (περισσότερο μπελά). Ο άλλος κίνδυνος είναι να καταστήσω τον εαυτό μου ευάλωτο. Ακόμη έχω στο κεφάλι μου μια αμυδρή ανάμνηση ενός καβγά, ίσως έχω και στοιχεία αυτού στο κρανίο και το χείλος μου. Κι αν αυτός ο άντρας με χτύπησε; Το γεγονός ότι μου χαμογέλασε και με χαιρέτησε δε σημαίνει κάτι, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και ψυχοπαθής. Όμως, δεν μπορώ να τον δω ως ψυχοπαθή. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αρχίζω να τον συμπαθώ. Θα μπορούσα να επικοινωνήσω ξανά με τον Σκοτ. Αλλά πρέπει να του δώσω κάποιον λόγο για να μου μιλήσει και ανησυχώ πως ό,τι κι αν του πω θα με κάνει να δείχνω τρελή. Μπορεί ακόμα και να σκεφτεί ότι έχω σχέση με την εξαφάνιση της Μέγκαν, μπορεί να με αναφέρει στην αστυνομία. Πιθανόν να μπλέξω πολύ άσχημα. Μπορώ να δοκιμάσω τον υπνωτισμό. Είμαι σίγουρη ότι δε θα με βοηθήσει να θυμηθώ κάτι, αλλά είμαι περίεργη να δω πώς είναι. Τι πειράζει;
Καθόμουν ακόμη εκεί, κρατώντας σημειώσεις και διαβάζοντας τα νέα, όταν γύρισε σπίτι η Κάθι. Είχε πάει σινεμά με τον Ντάμιεν. Προφανώς εξεπλάγη (ευχάριστα) που με βρήκε νηφάλια, αλλά ήταν κι επιφυλακτική, γιατί στην ουσία δεν έχουμε μιλήσει από την Τρίτη που ήρθε η αστυνομία. Της είπα ότι είχα να πιω τρεις μέρες, κι εκείνη με αγκάλιασε. «Χαίρομαι πάρα πολύ που γυρνάς πάλι στα φυσιολογικά!» είπε εύθυμα, λες και ξέρει ποιο είναι το φυσιολογικό για μένα. «Αυτό με την αστυνομία», είπα, «ήταν παρεξήγηση. Δεν υπάρχει πρόβλημα ανάμεσα σ’ εμένα και τον Τομ, και δεν ξέρω τίποτα για την αγνοούμενη κοπέλα. Δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς γι’ αυτό». Με αγκάλιασε ξανά και έφτιαξε και στις δυο μας ένα φλιτζάνι τσάι. Σκέφτηκα να εκμεταλλευτώ την ωραία ατμόσφαιρα και να της μιλήσω για το θέμα της δουλειάς, αλλά δεν ήθελα να χαλάσω τη βραδιά. Το πρωί είχε ακόμη καλή διάθεση απέναντί μου και την ώρα που ήμουν έτοιμη να φύγω από το σπίτι με αγκάλιασε πάλι. «Χαίρομαι πάρα πολύ για σένα, Ρέιτσελ», είπε. «Συνέρχεσαι. Με ανησύχησες πολύ». Μετά μου είπε ότι το Σαββατοκύριακο θα έμενε στου Ντάμιεν, και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι απόψε θα επέστρεφα σπίτι και θα έπινα δίχως να έχω κανέναν πάνω από το κεφάλι μου να με κρίνει.
Απόγευμα Αυτό λατρεύω στο παγωμένο τζιν με τόνικ: την πικρή γεύση του κινίνου. Το τόνικ θα έπρεπε να το βγάζει η Schweppes, και μάλιστα σε γυάλινο μπουκάλι, όχι πλαστικό. Αυτά τα έτοιμα σκευάσματα δεν είναι καθόλου καλά, αλλά ας όψεται η ανάγκη. Ξέρω πως δε θα έπρεπε να το κάνω, αλλά το σκεφτόμουν όλη μέρα. Ωστόσο, δεν είναι μόνο η ανυπομονησία της μοναξιάς, είναι ο ενθουσιασμός, η αδρεναλίνη. Το κεφάλι μου βουίζει, το δέρμα μου μυρμηγκιάζει. Είχα μια καλή μέρα. Πέρασα μία ώρα μόνη με τον ντετέκτιβ Γκάσκιλ το πρωί. Με πήγαν να τον δω αμέσως όταν έφτασα στο τμήμα. Καθίσαμε στο γραφείο του, όχι στο ανακριτικό δωμάτιο αυτή τη φορά. Μου πρόσφερε καφέ και, όταν δέχτηκα, εντυπωσιάστηκα που σηκώθηκε και μου τον έφτιαξε ο ίδιος. Είχε μια τσαγιέρα και λίγο Nescafé πάνω από το ψυγείο στη γωνία του γραφείου του. Ζήτησε συγγνώμη που δεν είχε ζάχαρη. Μου άρεσε η παρέα του. Μου άρεσε να βλέπω τα χέρια του να κινούνται – δεν είναι εκφραστικός, αλλά συνεχώς μετακινεί πράγματα γύρω του. Δεν το είχα παρατηρήσει νωρίτερα, γιατί στο ανακριτικό δωμάτιο δεν υπήρχαν και πολλά να μετακινήσει. Στο γραφείο του, άλλαζε συνεχώς τη θέση της κούπας του, το συρραπτικό, ένα βαζάκι με στιλό, ίσιωνε τις στοίβες με τα χαρτιά του. Έχει μεγάλα χέρια και μακριά δάχτυλα με όμορφα μανικιουρισμένα νύχια. Καθόλου δαχτυλίδια. Ένιωθα διαφορετικά σήμερα το πρωί, δεν ένιωθα σαν ύποπτη, σαν κάποια που προσπαθούσε να την παγιδεύσει. Ένιωθα χρήσιμη. Περισσότερο χρήσιμη ένιωσα όταν έβγαλε ένα από τα ντοσιέ του και το τοποθέτησε μπροστά μου για να μου δείξει μερικές φωτογραφίες. Τον Σκοτ Χίπγουελ, τρεις άντρες που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου και τον Φ. Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρη. Κοίταξα προσεκτικά τη φωτογραφία, προσπαθώντας να διαμορφώσω την εικόνα του άντρα που είχα δει μαζί της εκείνη τη μέρα, με το κεφάλι του γερμένο καθώς έσκυβε να την αγκαλιάσει.
«Αυτός είναι», είπα. «Νομίζω πως αυτός είναι». «Δεν είστε σίγουρη;» «Νομίζω πως αυτός είναι». Πήρε τη φωτογραφία και την κοίταξε για λίγο. «Τους είδατε να φιλιούνται, αυτό είπατε; Ε, την προηγούμενη Παρασκευή; Μία εβδομάδα πριν;» «Ναι, σωστά. Την Παρασκευή το πρωί, ήταν έξω, στον κήπο». «Και δεν υπάρχει περίπτωση να παρερμηνεύσατε αυτό που είδατε; Μήπως ήταν μια απλή αγκαλιά ή… ένα πλατωνικό φιλί;» «Όχι, δεν ήταν. Ήταν ένα κανονικό φιλί… ερωτικό». Νομίζω πως είδα τα χείλη του να τρεμοπαίζουν, σαν να ήθελε να χαμογελάσει. «Ποιος είναι;» ρώτησα τον Γκάσκιλ. «Είναι… πιστεύετε πως βρίσκεται μαζί του;» Δεν απάντησε, απλώς κούνησε λίγο το κεφάλι του. «Είναι… βοήθησα καθόλου; Σας φάνηκα καθόλου χρήσιμη;» «Ναι, κυρία Γουάτσον. Μας βοηθήσατε. Σας ευχαριστώ που ήρθατε». Ανταλλάξαμε χειραψία και για μια φευγαλέα στιγμή ακούμπησε το χέρι του στον δεξιό μου ώμο, ελαφρά, και μου ήρθε να γυρίσω να τον φιλήσω. Πάει καιρός τώρα που με άγγιξαν με τέτοια τρυφερότητα. Δηλαδή, εκτός από την Κάθι. Ο Γκάσκιλ με συνόδευσε στην πόρτα και στο κυρίως, ενιαίο γραφείο. Εκεί βρίσκονταν καμιά δεκαριά αστυνομικοί. Κάποιοι με λοξοκοίταξαν, με ενδιαφέρον ή περιφρόνηση, δεν είμαι σίγουρη. Διασχίσαμε το γραφείο και τον διάδρομο και μετά τον είδα να έρχεται προς το μέρος μου, με τη Ράιλι δίπλα του. Ήταν ο Σκοτ Χίπγουελ. Έμπαινε από την κύρια είσοδο. Είχε σκυμμένο το κεφάλι, αλλά ήμουν σίγουρη πως ήταν αυτός. Σήκωσε το βλέμμα και χαιρέτησε τον Γκάσκιλ με ένα νεύμα και ύστερα κοίταξε εμένα. Για ένα δευτερόλεπτο οι ματιές μας συναντήθηκαν, και μπορώ να ορκιστώ ότι με αναγνώρισε. Σκέφτηκα εκείνο το πρωινό που τον είδα στη βεράντα, όταν κοίταζε προς τις γραμμές του τρένου, τότε που ένιωσα να με κοιτάζει. Προσπεράσαμε ο ένας τον άλλο στον διάδρομο. Πέρασε τόσο κοντά μου, που θα μπορούσα να τον αγγίξω – ήταν όμορφος από κοντά, άδειος και καταρρακωμένος, με μια νευρικότητα που ξεχείλιζε από μέσα του. Όταν έφτασα στην αίθουσα αναμονής, γύρισα να τον κοιτάξω, σίγουρη για τη ματιά του πάνω μου, αλλά διαπίστωσα ότι αυτή που με κοιτούσε ήταν η Ράιλι. Πήρα το τρένο για το Λονδίνο και πήγα στη βιβλιοθήκη. Διάβασα κάθε άρθρο που βρήκα για την υπόθεση, αλλά δεν έμαθα τίποτα περισσότερο. Αναζήτησα υπνωτιστές στο Άσμπερι, αλλά δε διάβασα λεπτομέρειες – ο υπνωτισμός είναι πανάκριβος και θεωρείται ανώφελος στην ανάκτηση αναμνήσεων. Διαβάζοντας, όμως, ιστορίες ανθρώπων που ανέκτησαν αναμνήσεις, συνειδητοποίησα ότι περισσότερο φοβόμουν την επιτυχία παρά την αποτυχία. Δε φοβάμαι μόνο αυτά που μπορεί να μάθω για το βράδυ του Σαββάτου αλλά και πολλά περισσότερα. Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να ξαναζήσω τα ανόητα, φρικτά πράγματα που έχω κάνει, ν’ ακούσω τα λόγια που έχω ξεστομίσει από κακία, να θυμηθώ την έκφραση του Τομ καθώς τα έλεγα. Φοβάμαι πολύ να μπω σε αυτά τα σκοτάδια. Σκέφτηκα να στείλω στον Σκοτ ακόμα ένα μέιλ, αλλά δε χρειάζεται. Η πρωινή συνάντηση με τον ντετέκτιβ Γκάσκιλ μού απέδειξε ότι η αστυνομία με παίρνει στα σοβαρά. Δεν μπορώ να κάνω πλέον τίποτα περισσότερο, πρέπει να το αποδεχτώ. Και τουλάχιστον μπορώ να πω ότι βοήθησα, γιατί δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι σύμπτωση το γεγονός πως η Μέγκαν εξαφανίστηκε μόλις μία μέρα αφότου την είδα με αυτό τον άντρα. Ανοίγω το δεύτερο κουτάκι τζιν με τόνικ και με μεγάλη μου έκπληξη συνειδητοποιώ ότι δεν έχω
σκεφτεί τον Τομ όλη μέρα. Μέχρι τώρα τουλάχιστον. Σκεφτόμουν τον Σκοτ, τον Γκάσκιλ, τον Φ, τον άντρα του τρένου. Ο Τομ κατέβηκε στην πέμπτη θέση. Αργοπίνω το ποτό μου και νιώθω ότι έχω επιτέλους κάτι να γιορτάσω. Το ξέρω πως θα καλυτερέψω, πως θα νιώσω ευτυχισμένη. Δεν αργεί αυτή η στιγμή.
Σάββατο, 20 Ιουλίου 2013 Πρωί Δε μαθαίνω από τα λάθη μου. Ξυπνάω με το τραγικό συναίσθημα του λάθους, της ντροπής και αμέσως καταλαβαίνω ότι έκανα κάτι ανόητο. Εκτελώ το απαίσιο, επώδυνο, οικείο τελετουργικό, προσπαθώντας να θυμηθώ ακριβώς τι έκανα. Έστειλα ένα μέιλ. Αυτό έκανα. Κάποια στιγμή χθες βράδυ, ο Τομ ανέβηκε πάλι θέσεις στη λίστα των ανθρώπων που σκέφτομαι και του έστειλα ένα μέιλ. Το λάπτοπ μου είναι στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι μου, στέκεται εκεί σαν να με κατηγορεί. Περνάω από πάνω του και πηγαίνω στο μπάνιο. Πίνω νερό από τη βρύση, κοιτάζοντας και βλαστημώντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Δε δείχνω καλά. Ωστόσο, τρεις μέρες νηφάλια δεν είναι μικρό πράγμα, και σκέφτομαι να ξεκινήσω πάλι σήμερα. Μένω στο ντους ατελείωτη ώρα, μειώνοντας σταδιακά τη θερμοκρασία του νερού, κάνοντάς το όλο και πιο δροσερό, μέχρι που γίνεται κανονικά κρύο. Δεν μπορείς να μπεις απευθείας κάτω από κρύο νερό, παθαίνεις τρομερό σοκ, αλλά αν το κάνεις σταδιακά, ούτε που το καταλαβαίνεις, είναι σαν να βράζεις έναν βάτραχο από την ανάποδη. Το κρύο νερό ανακουφίζει το δέρμα μου, μουδιάζει τον τσουχτερό πόνο των πληγών στο κεφάλι και το μάτι μου. Παίρνω το λάπτοπ μου κάτω και φτιάχνω ένα τσάι. Υπάρχει μια περίπτωση, αμυδρή, να έγραψα μέιλ στον Τομ, αλλά να μην το έστειλα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και ανοίγω τον λογαριασμό μου στο Gmail και ανακουφίζομαι που βλέπω ότι δεν έχω εισερχόμενα μηνύματα. Αλλά όταν ανοίγω τον φάκελο των απεσταλμένων, το βλέπω: Του έγραψα, απλώς δε μου απάντησε. Ακόμη. Έστειλα το μέιλ λίγο μετά τις έντεκα χθες βράδυ· είχα αρχίσει να τα κοπανάω από πολύ νωρίτερα. Η αδρεναλίνη και το αλκοόλ θα έπρεπε να είχαν ξεθωριάσει. Ανοίγω το μέιλ. Μπορείς, σε παρακαλώ, να πεις στη γυναίκα σου να πάψει να με συκοφαντεί στην αστυνομία; Είναι λίγο αξιοθρήνητο, δε νομίζεις, να προσπαθεί να με μπλέξει; Να τους λέει ότι έχω πάθει εμμονή μαζί της και με το κακάσχημο κουτσούβελό της; Πρέπει να συνέλθει. Πες της να με παρατήσει ήσυχη. Κλείνω τα μάτια και κοπανάω το λάπτοπ για να σβήσει. Ζαρώνω στην κυριολεξία, ολόκληρο το κορμί μου γίνεται ένα ζαρωμένο κουβάρι. Θέλω να γίνω μικροσκοπική, θέλω να εξαφανιστώ. Φοβάμαι κιόλας, γιατί αν ο Τομ αποφασίσει να το δείξει αυτό στην αστυνομία, ίσως μπλέξω άσχημα. Αν η Άννα συγκεντρώνει αποδείξεις για την εκδικητικότητα και την εμμονή μου, αυτό θα είναι θησαυρός για κείνη. Και γιατί ανέφερα το κοριτσάκι; Τι είδους άνθρωπος κάνει κάτι τέτοιο; Τι είδους άνθρωπος σκέφτεται έτσι; Δεν εύχομαι να πάθει κάτι κακό το παιδί της, δε θα μπορούσα να σκεφτώ άσχημα για ένα παιδί, οποιοδήποτε παιδί, και ειδικά όχι του Τομ. Δεν καταλαβαίνω τον εαυτό μου· δεν καταλαβαίνω τι άνθρωπος έχω γίνει. Θεέ μου, πόσο θα πρέπει να με μισεί. Εδώ μισώ εγώ εμένα – αυτή την εκδοχή του εαυτού μου τουλάχιστον, το άτομο που έγραψε αυτό το μέιλ χθες
βράδυ. Αυτό το άτομο δε νιώθει όπως εγώ, γιατί εγώ δεν είμαι έτσι. Εγώ δε μισώ τον κόσμο. Σωστά; Προσπαθώ να μη σκέφτομαι τις χειρότερες μέρες, αλλά κάτι τέτοιες στιγμές οι αναμνήσεις συνωστίζονται στο κεφάλι μου. Ένας άλλος καβγάς, προς το τέλος: να ξυπνάω, ύστερα από γλέντι, ύστερα από προσωρινή αμνησία, ο Τομ να μου λέει τι έκανα το προηγούμενο βράδυ, ότι τον ντρόπιασα ξανά, ότι προσέβαλα τη γυναίκα ενός συναδέλφου του, ότι άρχισα να της ουρλιάζω γιατί νόμιζα πως του ριχνόταν. «Δε θέλω να ξαναπάω πουθενά μαζί σου», μου είπε. «Με ρωτάς γιατί δεν καλώ ποτέ φίλους εδώ, γιατί δε θέλω να πηγαίνω πια στην παμπ μαζί σου. Θες στ’ αλήθεια να μάθεις γιατί; Εξαιτίας σου. Γιατί ντρέπομαι για σένα». Παίρνω την τσάντα και τα κλειδιά μου. Θα πάω στο Londis, που είναι λίγο παρακάτω στον ίδιο δρόμο. Δε με νοιάζει που δεν είναι ούτε εννιά το πρωί. Τώρα φοβάμαι και θέλω να πάψω να σκέφτομαι. Αν πάρω τώρα μερικά παυσίπονα και πιω λίγο, μπορώ να κάνω τον εαυτό μου να λιποθυμήσει, μπορώ να κοιμηθώ όλη μέρα. Θα αντιμετωπίσω αργότερα αυτή την κατάσταση. Φτάνω στην είσοδο, το χέρι μου παγώνει πάνω στο πόμολο της πόρτας, μετά σταματάω. Θα μπορούσα να ζητήσω συγγνώμη. Αν ζητήσω συγγνώμη τώρα, ίσως μπορέσω να περισώσω κάτι, ίσως μπορέσω να τον πείσω να μη δείξει το μέιλ στην Άννα ή στην αστυνομία. Δε θα είναι η πρώτη φορά που θα με προστατέψει από εκείνη. Εκείνη τη μέρα πέρυσι το καλοκαίρι, τότε που πήγα στο σπίτι του Τομ και της Άννας, τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς όπως τα περιέγραψα στην αστυνομία. Πρώτον, δε χτύπησα το κουδούνι. Δεν ξέρω τι ακριβώς ήθελα, ακόμη δεν ξέρω ποιος ήταν ο σκοπός μου. Όντως διέσχισα το δρομάκι και σκαρφάλωσα τον φράχτη. Επικρατούσε ησυχία, δεν ακουγόταν τίποτα. Πήγα μέχρι τη συρόμενη πόρτα και κοίταξα μέσα. Αληθεύει ότι η Άννα κοιμόταν στον καναπέ. Δε φώναξα κανέναν, ούτε εκείνη ούτε τον Τομ. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω. Το μωρό δεν έκλαιγε, κοιμόταν γαλήνια στο πορτ μπεμπέ του, πλάι στη μητέρα του. Το σήκωσα και το έβγαλα έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Θυμάμαι να τρέχω με αυτό στην αγκαλιά προς τον φράχτη, και τότε άρχισε να ξυπνάει. Δεν ξέρω τι νόμιζα πως έκανα. Δεν είχα σκοπό να του κάνω κακό. Έφτασα στον φράχτη, κρατώντας το σφιχτά στο στήθος μου. Άρχισε να κλαίει κανονικά, άρχισε να ουρλιάζει. Το κουνούσα πέρα-δώθε, προσπαθώντας να το κάνω να σωπάσει, και τότε άκουσα έναν άλλο θόρυβο, ένα τρένο που ερχόταν, γύρισα την πλάτη μου στον φράχτη και την είδα –την Άννα– να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μας, με το στόμα ανοιχτό σαν πληγή και τα χείλη της να κινούνται χωρίς ν’ ακούω τι λένε. Μου πήρε το παιδί, κι εγώ προσπάθησα να το βάλω στα πόδια, μα σκόνταψα κι έπεσα. Εκείνη στεκόταν από πάνω μου, ουρλιάζοντας, μου είπε να μείνω ακίνητη, διαφορετικά θα καλούσε την αστυνομία. Τηλεφώνησε στον Τομ, κι εκείνος ήρθε σπίτι και κάθισε μαζί της στο σαλόνι. Την άκουγα που έκλαιγε υστερικά, εξακολουθούσε να θέλει να καλέσει την αστυνομία, ήθελε να με συλλάβουν για απαγωγή. Ο Τομ την ηρέμησε, την ικέτευσε να το ξεχάσει, να με αφήσει. Με έσωσε από εκείνη. Μετά με πήγε σπίτι και την ώρα που με άφηνε μου έπιασε το χέρι. Πίστεψα πως ήταν χειρονομία καλοσύνης, αλλά άρχισε να μου το σφίγγει, να μου το σφίγγει όλο και περισσότερο, μέχρι που ούρλιαξα, και το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο την ώρα που μου έλεγε ότι θα με σκότωνε αν έκανα ποτέ κακό στην κόρη του. Δεν ήξερα τι σκόπευα να κάνω εκείνη τη μέρα. Ακόμη δεν ξέρω. Στην πόρτα, διστάζω, τα δάχτυλά μου είναι τυλιγμένα γύρω από το πόμολο. Δαγκώνω δυνατά το κάτω μου χείλος, ξέρω ότι αν αρχίσω να πίνω τώρα, θα νιώσω καλύτερα για μια-δυο ώρες και χειρότερα για έξι ή επτά. Αφήνω το πόμολο και επιστρέφω στο σαλόνι. Ανοίγω το λάπτοπ. Πρέπει να ζητήσω συγγνώμη, πρέπει να ικετεύσω για τη συγχώρεσή του. Μπαίνω πάλι στον λογαριασμό μου και βλέπω ότι έχω ένα καινούργιο μήνυμα.
Δεν είναι από τον Τομ. Είναι από τον Σκοτ Χίπγουελ. Αγαπητή Ρέιτσελ, σε ευχαριστώ που επικοινώνησες μαζί μου. Δε θυμάμαι να σε είχε αναφέρει ποτέ η Μέγκαν, αλλά είχε πολλούς γνωστούς από την γκαλερί – δεν τα πάω πολύ καλά με τα ονόματα. Θα ήθελα να σου μιλήσω για να μου πεις αυτά που ξέρεις. Σε παρακαλώ, τηλεφώνησέ μου στο 07583 123657 το ταχύτερο δυνατόν. Με εκτίμηση Σκοτ Χίπγουελ Για μια στιγμή, νομίζω πως έχει στείλει το μήνυμα σε λάθος διεύθυνση. Ότι αυτό το μήνυμα έχει άλλον παραλήπτη. Το σκέφτομαι μόνο για μια στιγμή και μετά θυμάμαι, θυμάμαι. Καθισμένη στον καναπέ, έχοντας πιει ήδη το μισό από το δεύτερο μπουκάλι, συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα ο ρόλος μου να τελειώσει εκεί. Ήθελα να είμαι στο επίκεντρο της υπόθεσης. Οπότε του έγραψα. Πηγαίνω από το δικό του μέιλ στο δικό μου. Αγαπητέ Σκοτ, συγγνώμη που σου γράφω πάλι, αλλά νομίζω πως είναι σημαντικό να μιλήσουμε. Δεν ξέρω αν με ανέφερε ποτέ η Μέγκαν –είμαι φίλη της από την γκαλερί–, έμενα κάποτε στο Γουίτλι. Νομίζω πως έχω πληροφορίες που θα σε ενδιαφέρουν. Σε παρακαλώ, επικοινώνησε μαζί μου σε αυτή τη διεύθυνση. Ρέιτσελ Γουάτσον Νιώθω το αίμα να ανεβαίνει στο πρόσωπό μου, το στομάχι μου είναι ένας λάκκος με οξύ. Χθες, νηφάλια, με καθαρό μυαλό και λογική σκέψη, αποφάσισα να δεχτώ ότι ο ρόλος μου στην ιστορία τελείωσε. Αλλά ο καλός μου εαυτός έχασε πάλι, νικήθηκε από το ποτό, από το άτομο που είμαι όταν πίνω. Η πιωμένη Ρέιτσελ δε βλέπει τις συνέπειες, είναι είτε υπερβολικά αισιόδοξη είτε βυθισμένη στο μίσος. Δεν έχει παρελθόν, δεν έχει μέλλον. Ζει μόνο στο παρόν. Η πιωμένη Ρέιτσελ, θέλοντας να αποτελεί μέρος της ιστορίας, έχοντας την ανάγκη να πείσει τον Σκοτ να της μιλήσει, είπε ψέματα. Είπα ψέματα. Θέλω να χαρακωθώ με μαχαίρι, ώστε να νιώσω κάτι άλλο πέρα από ντροπή, αλλά δεν είμαι αρκετά γενναία ούτε αυτό να κάνω. Αρχίζω να γράφω στον Τομ, να γράφω και να σβήνω, να γράφω και να σβήνω, προσπαθώντας να βρω τρόπο να ζητήσω συγγνώμη για όσα είπα χθες. Αν έπρεπε να γράψω κάθε αμαρτία για την οποία πρέπει να ζητήσω συγγνώμη από τον Τομ, θα γέμιζα ολόκληρο βιβλίο.
Απόγευμα Μία εβδομάδα πριν, σχεδόν μία εβδομάδα πριν, η Μέγκαν Χίπγουελ βγήκε από το σπίτι του αριθμού δεκαπέντε της οδού Μπλένεμ και εξαφανίστηκε. Κανείς δεν την έχει δει από τότε. Ούτε το κινητό της ούτε οι πιστωτικές της έχουν χρησιμοποιηθεί από το Σάββατο. Όταν το διάβασα αυτό σε ένα άρθρο νωρίτερα σήμερα, άρχισα να κλαίω. Τώρα ντρέπομαι για τις κρυφές σκέψεις που έκανα. Η Μέγκαν δεν είναι ένα μυστήριο που πρέπει να λυθεί, δεν είναι φιγούρα που εμφανίζεται στις αρχές μιας ταινίας, όμορφη, αιθέρια, άυλη. Δεν είναι φανταστική. Είναι πραγματική.
Βρίσκομαι στο τρένο και πηγαίνω σπίτι της. Θα συναντήσω τον άντρα της. Έπρεπε να του τηλεφωνήσω. Η ζημιά είχε γίνει. Δεν μπορούσα να αγνοήσω το μέιλ του – θα το έλεγε στην αστυνομία. Έτσι δεν είναι; Εγώ αυτό θα έκανα στη θέση του αν επικοινωνούσε μαζί μου κάποιος ξένος, ισχυριζόμενος πως έχει πληροφορίες, και μετά εξαφανιζόταν. Ίσως να έχει ήδη καλέσει την αστυνομία, ίσως να με περιμένουν όταν φτάσω. Καθισμένη εδώ, στη συνηθισμένη μου θέση, αν και όχι τη συνηθισμένη μου μέρα, νιώθω πως πάω να πέσω σε γκρεμό. Το ίδιο ένιωθα και σήμερα το πρωί, όταν κάλεσα τον αριθμό του, σαν να έπεφτα στο σκοτάδι, μη ξέροντας πού θα προσγειωθώ. Μου μίλησε χαμηλόφωνα, σαν να ήταν και κάποιος άλλος στο δωμάτιο, κάποιος που δεν ήθελε να τον ακούσει να μιλάει. «Μπορούμε να τα πούμε από κοντά;» ρώτησε. «Ε… όχι. Δε νομίζω…» «Σε παρακαλώ;» Δίστασα, μόνο για λίγο, και μετά συμφώνησα. «Θα μπορούσες να έρθεις στο σπίτι; Όχι τώρα… έχω κόσμο. Το απόγευμα;» Μου έδωσε τη διεύθυνσή του, την οποία προσποιήθηκα πως σημείωσα. «Σε ευχαριστώ που επικοινώνησες μαζί μου», είπε και το έκλεισε. Τη στιγμή που συμφωνούσα ήξερα ότι ήταν κάκιστη ιδέα. Αυτά που ξέρω για τον Σκοτ, από τις εφημερίδες, είναι σχεδόν τίποτα. Από τις δικές μου παρατηρήσεις, δε γνωρίζω κάτι πραγματικά. Δε γνωρίζω τίποτα για τον Σκοτ. Γνωρίζω πράγματα για τον Τζέισον, ο οποίος, πρέπει να θυμίζω στον εαυτό μου, δεν υπάρχει. Το μόνο που ξέρω στα σίγουρα –δίχως αμφιβολία– είναι ότι η γυναίκα του Σκοτ αγνοείται εδώ και μία εβδομάδα. Γνωρίζω ότι είναι πιθανόν ύποπτος. Και γνωρίζω, επειδή είδα το φιλί, ότι είχε κίνητρο να τη σκοτώσει. Φυσικά, μπορεί να μην ξέρει ότι είχε κίνητρο, αλλά… Ω, πάλεψα πολύ με τον εαυτό μου, όμως πώς θα μπορούσα να αρνηθώ την ευκαιρία να πλησιάσω αυτό το σπίτι, το σπίτι που παρατηρώ τόσο καιρό από το τρένο, από τον δρόμο; Να βρεθώ στο κατώφλι, να μπω μέσα, να καθίσω στην κουζίνα, στη βεράντα του, εκεί όπου τους παρακολουθούσα να κάθονται οι δυο τους; Ήταν μεγάλος πειρασμός. Τώρα κάθομαι στο τρένο, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω μου και τις παλάμες μου στριμωγμένες για να σταματήσουν να τρέμουν, σαν ένα ενθουσιασμένο παιδί μπλεγμένο σε μια περιπέτεια. Ήμουν τόσο χαρούμενη που είχα έναν σκοπό, που σταμάτησα να σκέφτομαι την πραγματικότητα. Σταμάτησα να σκέφτομαι τη Μέγκαν. Τη σκέφτομαι όμως τώρα. Πρέπει να πείσω τον Σκοτ ότι τη γνώριζα – λίγο, όχι πολύ. Έτσι, θα με πιστέψει όταν του πω ότι την είδα με άλλον άντρα. Αν παραδεχτώ ότι του είπα ψέματα, δε θα με εμπιστευτεί ποτέ. Οπότε προσπάθησα να φανταστώ πώς θα ήταν αν είχα περάσει από την γκαλερί, αν είχα κουβεντιάσει μαζί της πίνοντας καφέ. Πίνει καφέ; Θα μιλούσαμε για τέχνη, ίσως, ή για γιόγκα ή για τους άντρες μας. Δε γνωρίζω το παραμικρό για τέχνη, δεν έχω κάνει ποτέ μου γιόγκα. Δεν έχω άντρα. Κι εκείνη απάτησε τον δικό της. Σκέφτομαι τα πράγματα που είπαν οι αληθινοί φίλοι για εκείνη: υπέροχη, αστεία, όμορφη, καλόκαρδη. Αξιαγάπητη. Έκανε ένα λάθος. Συμβαίνει. Κανείς μας δεν είναι τέλειος.
ΑΝΝΑ
Σάββατο, 20 Ιουλίου 2013 Πρωί Η Ήβη ξυπνάει λίγο πριν από τις έξι. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, τρυπώνω στο παιδικό δωμάτιο και την παίρνω αγκαλιά, την ταΐζω και την πάω στο κρεβάτι μας. Όταν ξυπνάω αργότερα, ο Τομ δεν είναι δίπλα μου, αλλά ακούω τα βήματά του στη σκάλα. Τραγουδάει, χαμηλόφωνα και παράφωνα: Να ζήσεις, Αννούλα, και χρόνια πολλά… Δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα, το είχα ξεχάσει εντελώς· δε σκεφτόμουν τίποτα πέρα από το να τη νανουρίσω για να ξανακοιμηθεί. Τώρα χασκογελάω πριν καλά καλά ξυπνήσω. Ανοίγω τα μάτια και βλέπω την Ήβη να χαμογελάει κι εκείνη, και όταν σηκώνω το βλέμμα, ο Τομ στέκεται στα πόδια του κρεβατιού με έναν δίσκο στα χέρια, φορώντας την ποδιά της κουζίνας και τίποτε άλλο. «Πρωινό στο κρεβάτι, για την εορτάζουσα», λέει, αφήνει τον δίσκο στην άκρη του κρεβατιού και σκύβει να με φιλήσει. Ανοίγω τα δώρα μου. Ένα όμορφο ασημένιο βραχιολάκι, διακοσμημένο με όνυχα, από την Ήβη και μαύρα μεταξωτά εσώρουχα από τον Τομ. Δε συγκρατώ το χαμόγελό μου. Χώνεται πάλι στο κρεβάτι και ξαπλώνουμε με την Ήβη ανάμεσά μας. Εκείνη τυλίγει τα δαχτυλάκια της σφιχτά γύρω από τον αντίχειρά του, κι εγώ κρατάω στο χέρι μου το τέλειο ροδαλό ποδαράκι της και νιώθω στο στήθος μου να σκάνε πυροτεχνήματα. Τόση αγάπη είναι αβάσταχτη. Λίγο αργότερα, όταν η Ήβη αρχίζει να βαριέται την ξάπλα, τη σηκώνω, κατεβαίνουμε κάτω και αφήνουμε τον Τομ να χουζουρέψει. Το αξίζει. Ασχολούμαι με διάφορα, συγυρίζω λίγο, πίνω τον καφέ μου έξω στη βεράντα, χαζεύοντας τα μισοάδεια τρένα που περνούν με θόρυβο, σκέφτομαι το μεσημεριανό. Κάνει ζέστη, πολλή ζέστη για ψητό, αλλά θα το φτιάξω, γιατί ο Τομ λατρεύει το ψητό μοσχάρι, και μετά μπορούμε να δροσιστούμε με παγωτό. Απλώς πρέπει να βγω να αγοράσω αυτό το Μερλό που του αρέσει, οπότε ετοιμάζω την Ήβη, τη βάζω στο καρότσι και περπατάμε μέχρι τα μαγαζιά. Όλοι μου έλεγαν ότι ήμουν τρελή που συμφώνησα να μείνουμε στο σπίτι του Τομ. Μα, πάλι, όλοι πίστευαν πως ήμουν τρελή που έμπλεξα με έναν παντρεμένο, πόσο μάλλον με έναν παντρεμένο του οποίου η γυναίκα ήταν πνευματικά ασταθής, αλλά τους απέδειξα ότι σε αυτό έκαναν λάθος. Όσα προβλήματα κι αν μας προκαλεί, ο Τομ και η Ήβη το αξίζουν. Όμως, για το σπίτι είχαν δίκιο. Μέρες σαν τη σημερινή, με τον ήλιο να λάμπει, όταν περπατάς στον δρόμο μας, που είναι δενδροφυτεμένος και καθαρός, όχι ακριβώς αδιέξοδο, αλλά με το ίδιο αίσθημα της μικρής κοινότητας, θα μπορούσε είναι υπέροχα. Τα πεζοδρόμια είναι γεμάτα με μητέρες όπως εγώ, με σκύλους σε λουριά και παιδιά σε πατίνια. Όλα θα μπορούσαν να είναι ιδανικά. Θα μπορούσαν, αν δεν άκουγες το στρίγκλισμα από τα φρένα των τρένων. Θα μπορούσαν, αν γύριζες το κεφάλι σου και δεν έβλεπες τον αριθμό δεκαπέντε. Όταν επιστρέφω, ο Τομ κάθεται στην τραπεζαρία, κοιτάζοντας κάτι στον υπολογιστή. Φοράει σορτσάκι χωρίς μπλούζα· βλέπω τους μυς του που σφίγγονται κάτω από το δέρμα του όταν κινείται. Ακόμη νιώθω πεταλούδες στο στομάχι όταν τον κοιτάζω. Τον χαιρετάω, αλλά βρίσκεται στον δικό
του κόσμο και, όταν ακουμπάω τα δάχτυλά μου στον ώμο του, τινάζεται. Κλείνει απότομα το λάπτοπ. «Γεια», λέει και σηκώνεται. Χαμογελάει, αλλά δείχνει κουρασμένος, ανήσυχος. Παίρνει την Ήβη από την αγκαλιά μου δίχως να με κοιτάξει στα μάτια. «Τι;» ρωτάω. «Τι συμβαίνει;» «Τίποτα», λέει και στρίβει προς το παράθυρο, κουνώντας την Ήβη στα πόδια του. «Τομ, τι συμβαίνει;» «Τίποτα». Γυρνάει και με κοιτάει, κι εγώ δεν ξέρω τι πρόκειται να μου πει, μέχρι που το λέει. «Η Ρέιτσελ. Κι άλλο μέιλ». Κουνάει το κεφάλι του και δείχνει πολύ πληγωμένος, πολύ αναστατωμένος, κι εγώ το μισώ αυτό, δεν το αντέχω. Μερικές φορές θέλω να τη σκοτώσω αυτή τη γυναίκα. «Τι γράφει;» Κουνάει πάλι απλώς το κεφάλι του. «Δεν έχει σημασία. Απλώς… τα συνηθισμένα. Σαχλαμάρες». «Λυπάμαι, λυπάμαι», λέω και δε ρωτάω για τι ακριβώς σαχλαμάρες πρόκειται, γιατί ξέρω ότι δε θα θέλει να μου πει. Δε θέλει να με αναστατώνει με τέτοια. «Δεν πειράζει. Δεν είναι τίποτα. Οι συνηθισμένες σαχλαμάρες από κάποιον που είναι τύφλα στο μεθύσι». «Θεέ μου, θα την ξεφορτωθούμε ποτέ; Θα μας αφήσει ποτέ να είμαστε ευτυχισμένοι;» Με πλησιάζει και, με την κόρη μας ανάμεσά μας, με φιλάει. «Είμαστε ευτυχισμένοι», λέει. «Είμαστε».
Απόγευμα Είμαστε ευτυχισμένοι. Φάγαμε μεσημεριανό και αράξαμε στο γκαζόν και, όταν έπιασε πολλή ζέστη, μπήκαμε μέσα και φάγαμε παγωτό, ενώ ο Τομ παρακολουθούσε το Grand Prix. Η Ήβη κι εγώ παίξαμε με πλαστελίνες, κι έφαγε και λίγη. Σκέφτομαι αυτό που συμβαίνει λίγο παρακάτω στον δρόμο και συλλογίζομαι πόσο τυχερή είμαι που έχω όλα όσα επιθυμούσα. Όταν κοιτάζω τον Τομ, ευχαριστώ τον Θεό που κι εκείνος με βρήκε, ευχαριστώ τον Θεό που ήμουν εκεί για να τον γλιτώσω από αυτή. Θα τον τρέλαινε στο τέλος, πραγματικά το πιστεύω αυτό, θα τον παρέσυρε στην κατρακύλα μαζί της, θα τον έκανε κάτι που δεν είναι. Ο Τομ πήρε την Ήβη πάνω να την κάνει μπάνιο. Την ακούω να τσιρίζει από χαρά και χαμογελάω ξανά, το χαμόγελο δεν έχει ξεκολλήσει από τα χείλη μου όλη μέρα. Πλένω τα πιάτα, συμμαζεύω το σαλόνι, σκέφτομαι τι θα φάμε το βράδυ. Κάτι ελαφρύ. Είναι αστείο, γιατί μερικά χρόνια πριν θα τρελαινόμουν στην ιδέα να μείνω μέσα και να μαγειρεύω στα γενέθλιά μου, αλλά τώρα το βρίσκω υπέροχο, όλα είναι ακριβώς όπως θα έπρεπε. Μόνο οι τρεις μας. Μαζεύω τα παιχνίδια της Ήβης, που είναι σκορπισμένα σε όλο το σαλόνι, και τα βάζω στην κούτα τους. Ανυπομονώ να τη βάλω για ύπνο νωρίς απόψε, για να φορέσω τα εσώρουχα που μου πήρε ο Τομ. Έξω δεν έχει σκοτεινιάσει ακόμη, αλλά ανάβω κεριά πάνω από το τζάκι και ανοίγω το δεύτερο μπουκάλι Μερλό για να αναπνεύσει. Είμαι στο σαλόνι και γέρνω πάνω από τον καναπέ για να κλείσω τις κουρτίνες, όταν βλέπω μια γυναίκα, με το κεφάλι σκυμμένο στο στήθος, να περπατάει με γοργό βήμα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Δε σηκώνει το βλέμμα, αλλά είναι αυτή, είμαι απολύτως βέβαιη, σκύβω λίγο παραπάνω, με την καρδιά να σφυροκοπά στο στήθος μου, προσπαθώντας να δω καλύτερα, αλλά η γωνία δεν είναι σωστή και τώρα δεν τη βλέπω.
Γυρίζω, έτοιμη να ορμήσω έξω από την πόρτα για να την κυνηγήσω στον δρόμο, αλλά στέκεται μπροστά μου ο Τομ, με την Ήβη τυλιγμένη σε μια πετσέτα στην αγκαλιά του. «Είσαι καλά;» με ρωτάει. «Τι συμβαίνει;» «Τίποτα», λέω, χώνοντας τα χέρια μου στις τσέπες για να μη δει ότι τρέμουν. «Τίποτα δε συμβαίνει. Απολύτως τίποτα».
ΡΕΪΤΣΕΛ
Σάββατο, 21 Ιουλίου 2013 Πρωί Ξυπνάω με το μυαλό μου γεμάτο από αυτόν. Μοιάζει με όνειρο, τίποτε απ’ όλα αυτά δε μοιάζει πραγματικό. Το δέρμα μου μυρμηγκιάζει, θα ήθελα πολύ ένα ποτό, μα δεν μπορώ. Πρέπει να έχω καθαρό κεφάλι. Για τη Μέγκαν, για τον Σκοτ. Έκανα μεγάλη προσπάθεια χθες. Λούστηκα και βάφτηκα. Φόρεσα το μοναδικό τζιν στο οποίο χωράω ακόμη, με μια βαμβακερή εμπριμέ μπλούζα και σανδάλια με χαμηλό τακούνι. Έδειχνα καλή. Διαρκώς έλεγα στον εαυτό μου ότι ήταν ανόητο να νοιάζομαι για την εμφάνισή μου, γιατί αυτό θα ήταν το τελευταίο που θα ενδιέφερε τον Σκοτ, αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Ήταν η πρώτη φορά που θα τον συναντούσα, ήταν σημαντικό για μένα. Πολύ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Πήρα το τρένο, φεύγοντας από το Άσμπερι γύρω στις έξι και μισή, κι έφτασα στο Γουίτνι λίγο μετά τις επτά. Ακολούθησα τη διαδρομή από τη λεωφόρο Ρόζμπερι και προσπέρασα την υπόγεια διάβαση. Αυτή τη φορά δεν κοίταξα, δεν άντεχα να την αντικρίσω. Πέρασα βιαστικά από τον αριθμό είκοσι τρία, το σπίτι της Άννας και του Τομ, με το πιγούνι κολλημένο στο στήθος και φορώντας γυαλιά ηλίου, προσευχόμενη να μη με δουν. Επικρατούσε ησυχία, κανείς δεν κυκλοφορούσε, έναδυο αυτοκίνητα πέρασαν μόνο στο κέντρο του δρόμου, οδηγώντας προσεκτικά ανάμεσα από τις σειρές των παρκαρισμένων οχημάτων. Είναι ένας ήσυχος δρόμος, καθαρός και πλούσιος, με πολλές νεαρές οικογένειες· όλοι τρώνε το δείπνο τους γύρω στις επτά ή κάθονται στον καναπέ, η μαμά και ο μπαμπάς με τα μικρά στριμωγμένα ανάμεσά τους, βλέποντας «X Factor». Από τον αριθμό είκοσι τρία μέχρι τον αριθμό δεκαπέντε δεν είναι πάνω από πενήντα με εξήντα βήματα, αλλά η διαδρομή μού φάνηκε ατελείωτη, τα πόδια μου βαριά, ασταθή, σαν να ήμουν μεθυσμένη, σαν να κόντευα να γλιστρήσω από το πεζοδρόμιο. Ο Σκοτ άνοιξε την πόρτα πριν καλά καλά προλάβω να χτυπήσω, το χέρι μου έμεινε μετέωρο, τρεμάμενο, καθώς εμφανίστηκε επιβλητικά μπροστά μου, γεμίζοντας τον χώρο. «Η Ρέιτσελ;» ρώτησε, ενώ με κοίταζε δίχως να χαμογελάει. Ένευσα. Μου έδωσε το χέρι του, κι εγώ το έπιασα. Μου έκανε νόημα να μπω στο σπίτι, αλλά για μια στιγμή δεν κουνήθηκα. Τον φοβόμουν. Από κοντά έχει λίγο τρομακτικό παρουσιαστικό, έτσι ψηλός και γεροδεμένος που είναι, με γραμμωμένα χέρια και ανοιχτό στέρνο. Τα χέρια του είναι τεράστια. Από το μυαλό μου πέρασε η σκέψη ότι θα μπορούσε πολύ εύκολα να τσακίσει τον λαιμό μου, τον θώρακά μου. Τον προσπέρασα και μπήκα στο χολ, με το μπράτσο μου να τρίβεται στο δικό του, κι ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει. Μύριζε ιδρώτα, ενώ τα σκούρα του μαλλιά ήταν άτονα στο κεφάλι του, σαν να είχε πολλές μέρες να κάνει μπάνιο. Όταν μπήκα στο σαλόνι, είχα ένα déjà vu τόσο έντονο, που τρόμαξα. Αναγνώρισα το τζάκι με τις διακοσμητικές αχηβάδες στον απέναντι τοίχο, τον τρόπο με τον οποίο έμπαινε το φως ανάμεσα από τα στόρια· ήξερα ότι αν κοίταζα αριστερά μου, θα έβλεπα το τζάμι και το πράσινο και παραπέρα τις γραμμές του τρένου. Γύρισα, και να το τραπέζι της κουζίνας, οι γαλλικού τύπου πόρτες πίσω του και το πλούσιο κομμάτι του γκαζόν. Το σπίτι αυτό το ήξερα. Ένιωσα μια ζαλάδα, θέλησα να καθίσω,
θυμήθηκα τη μαύρη τρύπα του περασμένου Σαββάτου, όλες αυτές τις χαμένες ώρες. Φυσικά, δε σήμαινε κάτι. Το ξέρω αυτό το σπίτι, αλλά όχι επειδή έχω ξανάρθει. Το ξέρω γιατί είναι ακριβώς ίδιο μ’ εκείνο στον αριθμό είκοσι τρία: ένας διάδρομος που οδηγεί στη σκάλα και στα δεξιά το σαλόνι, μετά η κουζίνα. Η βεράντα και ο κήπος μού είναι οικεία γιατί τα έχω δει από το τρένο. Δεν πήγα πάνω, αλλά ξέρω πως, αν είχα πάει, θα έβλεπα ένα πλατύσκαλο με ένα μεγάλο παράθυρο και ήξερα πως, αν σκαρφάλωνες αυτό το παράθυρο, θα έβγαινες στην αυτοσχέδια βεράντα. Ξέρω ότι στον επάνω όροφο θα υπήρχαν δύο κρεβατοκάμαρες, η κύρια, με δύο μεγάλα παράθυρα που κοιτούν στον δρόμο, και ένα μικρότερο δωμάτιο πίσω, που κοιτά στον κήπο. Το γεγονός ότι γνωρίζω αυτό το σπίτι απέξω κι ανακατωτά δε σημαίνει ότι έχω ξανάρθει. Ωστόσο, έτρεμα όταν ο Σκοτ μού είπε να περάσω στην κουζίνα. Μου πρόσφερε τσάι. Κάθισα στο τραπέζι, κι αυτός έβαλε νερό να βράσει, έριξε ένα φακελάκι τσάι στην κούπα και τη γέμισε με το καυτό νερό, μουρμουρίζοντας από μέσα του. Στο δωμάτιο υπήρχε μια έντονη μυρωδιά αντισηπτικού, αλλά ο ίδιος ο Σκοτ ήταν ένα χάλι, με μια κηλίδα ιδρώτα στην πλάτη της μπλούζας του, ενώ το τζιν του έπεφτε φαρδύ στους γοφούς του, σαν να του ήταν τεράστιο. Αναρωτήθηκα ποια ήταν η τελευταία φορά που έβαλε κάτι στο στόμα του. Έβαλε την κούπα με το τσάι μπροστά μου και κάθισε απέναντί μου στο τραπέζι της κουζίνας με τα χέρια σταυρωμένα. Η σιωπή ήταν σχεδόν απτή, γέμιζε το κενό ανάμεσά μας, ολόκληρο το δωμάτιο· κουδούνισε στ’ αυτιά μου κι ένιωσα αμήχανα και άβολα, το μυαλό μου ξαφνικά άδειασε. Δεν ήξερα τι έκανα εκεί. Γιατί στο καλό είχα πάει; Από κάπου μακριά άκουσα έναν πνιχτό βρυχηθμό, ερχόταν το τρένο. Αυτός ο οικείος ήχος με παρηγόρησε. «Είσαι φίλη της Μέγκαν;» είπε τελικά. Το άκουσμα του ονόματός της από τα χείλη του έφερε έναν κόμπο στον λαιμό μου. Χαμήλωσα το βλέμμα στο τραπέζι, έχοντας τα χέρια τυλιγμένα γύρω από την κούπα μου. «Ναι», είπα. «Την ξέρω… λίγο. Από την γκαλερί». Με κοίταξε, περιμένοντας, ανυπομονώντας. Έβλεπα τον μυ να πάλλεται στο σαγόνι του καθώς έσφιγγε τα δόντια. Έψαχνα λέξεις που δεν έρχονταν. Έπρεπε να είχα προετοιμαστεί καλύτερα. «Είχες κανένα νέο;» ρώτησα. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό μου και για μια στιγμή φοβήθηκα. Είχα πει το εντελώς λάθος πράγμα· δεν ήταν δουλειά μου αν υπήρχαν νέα. Θα θύμωνε, θα με έδιωχνε με τις κλοτσιές. «Όχι», είπε. «Τι ήταν αυτό που ήθελες να μου πεις;» Το τρένο πέρασε αργά, κι εγώ κοίταξα προς τις ράγες. Ένιωσα ζάλη, σαν να είχα εξωσωματική εμπειρία, σαν να κοίταζα τον εαυτό μου από ψηλά. «Στο μέιλ μού έγραψες ότι ήθελες να μου πεις κάτι για τη Μέγκαν». Ο τόνος της φωνής του ανέβηκε λίγο. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Ένιωθα απαίσια. Ήξερα πολύ καλά ότι αυτό που επρόκειτο να του πω θα έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα, θα τον πλήγωνε. «Την είδα με κάποιον», είπα. Απλώς το ξεστόμισα, καθαρά και ξάστερα, δίχως περιστροφές, δίχως περιεχόμενο. Με κοίταξε. «Πότε; Την είδες το βράδυ του Σαββάτου; Το είπες στην αστυνομία;» «Όχι, ήταν Παρασκευή πρωί», είπα, και οι ώμοι του έπεσαν. «Μα… την Παρασκευή ήταν καλά. Γιατί είναι σημαντικό αυτό;» Το νεύρο στο σαγόνι του παλλόταν ξανά, είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. «Την είδες με… την είδες με ποιον; Με άντρα;» «Ναι, εγώ–»
«Πώς ήταν;» Σηκώθηκε όρθιος, το κορμί του μπλόκαρε το φως. «Το είπες στην αστυνομία;» με ρώτησε ξανά. «Το είπα, αλλά δεν ξέρω αν με πήραν στα σοβαρά», απάντησα. «Γιατί;» «Απλώς… δεν ξέρω… σκέφτηκα πως θα έπρεπε να το μάθεις». Έγειρε μπροστά, με τα χέρια στο τραπέζι σφιγμένα σε γροθιές. «Τι μου λες ακριβώς; Την είδες πού; Τι έκανε;» Ακόμα μία βαθιά ανάσα. «Ήταν… έξω στο γκαζόν», είπα. «Ακριβώς εκεί». Έδειξα έξω στον κήπο. «Ήταν… την είδα από το τρένο». Η έκφραση δυσπιστίας στο πρόσωπό του ήταν έκδηλη. «Παίρνω… παίρνω το τρένο από το Άσμπερι για το Λονδίνο καθημερινά. Περνάω ακριβώς έξω από εδώ. Την είδα, ήταν με κάποιον. Και δεν… δεν ήσουν εσύ». «Πώς ξέρεις…; Την Παρασκευή το πρωί; Μία μέρα πριν εξαφανιστεί;» «Ναι». «Δεν ήμουν εδώ», είπε. «Έλειπα. Ήμουν σε ένα συνέδριο στο Μπέρμιγχαμ, γύρισα την Παρασκευή το απόγευμα». Κόκκινες κηλίδες εμφανίστηκαν στα μάγουλά του, δίνοντας η δυσπιστία τη θέση της σε κάτι άλλο. «Οπότε την είδες, στο γκαζόν, με κάποιον. Και…» «Τον φιλούσε», είπα. Έπρεπε να το ξεστομίσω κάποια στιγμή. Έπρεπε να του το πω. «Φιλιόντουσαν». Ίσιωσε το κορμί του, ενώ τα χέρια του, ακόμη σφιγμένα σε γροθιές, κρέμονταν στα πλάγια. Οι κηλίδες στα μάγουλά του σκούρυναν, έγιναν πιο θυμωμένες. «Λυπάμαι», είπα. «Λυπάμαι πάρα πολύ. Ξέρω ότι είναι τρομερό να το μαθαίνει κανείς…» Σήκωσε το χέρι του, σαν να με απόδιωχνε. Περιφρονητικά. Δεν είχε ανάγκη τη συμπόνια μου. Το γνωρίζω καλά αυτό το συναίσθημα. Καθισμένη εκεί, θυμήθηκα με κάθε λεπτομέρεια πώς ένιωθα την ώρα που καθόμουν στη δική μου κουζίνα, πέντε πόρτες παρακάτω, με τη Λάρα, την πρώην καλύτερή μου φίλη, απέναντί μου, με το παχουλό πιτσιρίκι της να στριφογυρίζει στην αγκαλιά της. Τη θυμάμαι να μου λέει πόσο λυπόταν που διαλύθηκε ο γάμος μου, θυμάμαι που έχασα την ψυχραιμία μου μπροστά σε αυτές τις κοινοτοπίες. Δεν ήξερε τίποτα για τον πόνο μου. Της είπα να πάει στον διάολο, κι εκείνη μου είπε να μη μιλάω έτσι μπροστά στο παιδί της. Από τότε δεν την ξαναείδα. «Πώς ήταν εμφανισιακά αυτός ο άντρας με τον οποίο την είδες;» ρώτησε ο Σκοτ. Στεκόταν με την πλάτη του προς το μέρος μου, κοιτάζοντας έξω το γκαζόν. «Ήταν ψηλός – ψηλότερος από εσένα, ίσως. Με σκούρο δέρμα. Νομίζω Ασιάτης. Ινδός ή κάτι τέτοιο». «Και φιλιόντουσαν, εδώ έξω στον κήπο;» «Ναι». Αναστέναξε βαθιά. «Χριστέ μου, χρειάζομαι ένα ποτό». Γύρισε να με κοιτάξει. «Θα ήθελες μια μπίρα;» Ήθελα, λαχταρούσα απεγνωσμένα ένα ποτό, μα αρνήθηκα. Τον είδα να παίρνει ένα μπουκάλι από το ψυγείο, να το ανοίγει και να πίνει μια μεγάλη γουλιά. Σχεδόν ένιωσα το παγωμένο υγρό να γλιστράει στον λαιμό μου· το χέρι μου πονούσε από την επιθυμία για ένα ποτηράκι. Ο Σκοτ έγειρε στον πάγκο, με το κεφάλι σχεδόν σκυμμένο στο στήθος. Τότε ένιωσα άθλια. Δε βοηθούσα καθόλου, το μόνο που είχα καταφέρει ήταν να τον κάνω να νιώσει χειρότερα, δυνάμωσα τον πόνο του. Ήμουν εισβολέας στη θλίψη του, ήταν λάθος. Δεν
έπρεπε να είχα πάει να τον συναντήσω. Δεν έπρεπε να του είχα πει ψέματα. Προφανώς και δεν έπρεπε να του είχα πει ψέματα. Πάνω που πήγα να σηκωθώ μίλησε. «Θα μπορούσε… δεν ξέρω. Θα μπορούσε να είναι και καλό αυτό, έτσι; Θα μπορούσε να σημαίνει ότι είναι καλά. Ίσως απλώς…» άφησε ένα κενό γελάκι. «Το έσκασε με κάποιον». Σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλό του με την ανάστροφη του χεριού του, και η καρδιά μου ζάρωσε και έγινε ένα σφιχτό μπαλάκι. «Όμως, το θέμα είναι ότι δεν μπορώ να πιστέψω ότι δε θα τηλεφωνούσε». Με κοίταξε, λες και είχα τις απαντήσεις, λες και ήξερα. «Σίγουρα θα μου τηλεφωνούσε, έτσι δεν είναι; Θα ήξερε πόσο θα είχα πανικοβληθεί... πόσο απελπισμένος θα ήμουν. Δεν είναι τόσο εκδικητική, είναι;» Μου μιλούσε σαν να ήμουν κάποια που εμπιστευόταν –σαν φίλη της Μέγκαν–, και ήξερα πως ήταν λάθος, αλλά ένιωσα όμορφα. Ήπιε ακόμα μια γουλιά μπίρα και γύρισε προς τον κήπο. Ακολούθησα το βλέμμα του προς έναν μικρό σωρό από πέτρες κοντά στον φράχτη, έναν βραχόκηπο που ξεκίνησε μα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Σήκωσε ξανά το μπουκάλι προς τα χείλη του, αλλά μετά σταμάτησε. Γύρισε να με κοιτάξει. «Είδες τη Μέγκαν από το τρένο;» ρώτησε. «Οπότε απλώς… κοιτούσες έξω από το παράθυρο και είδες μια γυναίκα που έτυχε να γνωρίζεις;» Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο είχε αλλάξει. Δεν ήταν σίγουρος πλέον αν ήμουν σύμμαχος, αν έπρεπε να με εμπιστευτεί. Μια σκιά αμφιβολίας πέρασε από το πρόσωπό του. «Ναι, εγώ… ξέρω πού μένει», είπα, μα μετάνιωσα τις λέξεις αμέσως μόλις τις ξεστόμισα. «Πού μένετε, εννοώ. Έχω ξανάρθει εδώ. Παλιότερα. Έτσι, μερικές φορές, την ψάχνω όταν περνάω από εδώ». Με κάρφωνε· ένιωθα τη θερμότητα να ανεβαίνει στο πρόσωπό μου. «Έβγαινε συχνά εδώ έξω». Ακούμπησε το άδειο μπουκάλι στον πάγκο, έκανε μερικά βήματα προς το μέρος μου και κάθισε στην καρέκλα κοντά μου. «Άρα ξέρεις καλά τη Μέγκαν; Εννοώ ότι την ξέρεις αρκετά καλά ώστε να έρχεσαι στο σπίτι;» Μπορούσα να νιώσω το αίμα να πάλλεται στον λαιμό μου, την αρρωστημένη παραζάλη της αδρεναλίνης. Δεν έπρεπε να το πω αυτό, δεν έπρεπε να περιπλέξω το ψέμα. «Ήρθα μόνο μία φορά, αλλά... ξέρω πού βρίσκεται το σπίτι γιατί κάποτε έμενα στη γειτονιά». Σήκωσε το φρύδι του. «Λίγο παρακάτω. Στον αριθμό είκοσι τρία». Έγνεψε αργά. «Γουάτσον», είπε. «Οπότε, τι, είσαι η πρώην γυναίκα του Τομ;» «Ναι. Έφυγα πριν από δύο χρόνια περίπου». «Αλλά ακόμη πήγαινες στην γκαλερί της Μέγκαν;» «Μερικές φορές». «Και όταν συναντιόσασταν, τι… σου μιλούσε για προσωπικά θέματα; Για μένα;» Η φωνή του ήταν απόμακρη. «Για κανέναν άλλο;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Όχι, όχι. Απλώς περνούσαμε την ώρα μας, ξέρεις». Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η ζέστη στο δωμάτιο φάνηκε να αυξάνεται ξαφνικά, η μυρωδιά του αντισηπτικού ήταν έντονη σε κάθε επιφάνεια. Μου ήρθε λιποθυμία. Στα δεξιά μου υπήρχε ένα τραπεζάκι γεμάτο κορνίζες με φωτογραφίες. Η Μέγκαν μού χαμογελούσε, με κατηγορούσε. «Θα πρέπει να πηγαίνω», είπα. «Σπατάλησα πολύ από τον χρόνο σου». Πήγα να σηκωθώ, αλλά άπλωσε το χέρι του και, δίχως να πάρει το βλέμμα του από πάνω μου, το ακούμπησε στον καρπό μου. «Μη φεύγεις ακόμη», είπε απαλά. Δε σηκώθηκα, αλλά τράβηξα το χέρι μου από το δικό του·
ένιωσα άβολα, σαν να με περιόριζε. «Αυτός ο άντρας», είπε. «Αυτός ο άντρας με τον οποίο την είδες – πιστεύεις ότι θα τον αναγνώριζες; Αν τον έβλεπες ξανά;» Δεν μπορούσα, φυσικά, να του πω ότι τον είχα ήδη αναγνωρίσει στην αστυνομία. Η δικαιολογία με την οποία τον προσέγγισα ήταν ότι η αστυνομία δε με είχε πάρει στα σοβαρά. Αν παραδεχόμουν την αλήθεια, η εμπιστοσύνη του θα πήγαινε περίπατο. Οπότε είπα πάλι ψέματα. «Δεν είμαι σίγουρη», είπα. «Αλλά πιστεύω πως θα μπορούσα». Έκανα μια παύση και μετά συνέχισα: «Στις εφημερίδες, διάβασα κάτι που είπε ένας φίλος της Μέγκαν. Το όνομά του είναι Ρατζές. Αναρωτιόμουν μήπως…» Ο Σκοτ ήδη κουνούσε αρνητικά το κεφάλι του. «Ο Ρατζές Γκουρτζάλ. Δε νομίζω. Ήταν ένας από τους καλλιτέχνες που εξέθεταν τα έργα τους στην γκαλερί. Είναι αρκετά καλός τύπος, μα… είναι παντρεμένος, έχει παιδιά». Λες και σήμαινε κάτι αυτό. «Για μισό λεπτό», είπε και ταυτόχρονα σηκώθηκε. «Νομίζω πως έχω μια φωτογραφία του κάπου». Εξαφανίστηκε πάνω. Ένιωσα τους ώμους μου να πέφτουν και συνειδητοποίησα ότι στεκόμουν σφιγμένη για σχεδόν μία ώρα. Κοίταξα πάλι τις φωτογραφίες: η Μέγκαν με μαγιό σε μια παραλία, κοντινό πλάνο του προσώπου της, τα μάτια της εκτυφλωτικά πράσινα. Μόνο η Μέγκαν. Καμία φωτογραφία με τους δυο τους μαζί. Εμφανίστηκε πάλι ο Σκοτ, κρατώντας στα χέρια του ένα φυλλάδιο που μου το έδειξε. Ήταν ένα φυλλάδιο που διαφήμιζε μια έκθεση στην γκαλερί. Το γύρισε από την άλλη. «Ορίστε», είπε, «αυτός είναι ο Ρατζές». Ο άντρας στεκόταν μπροστά από έναν πολύχρωμο αφηρημένο πίνακα: ήταν μεγαλύτερος, με μούσι, κοντός, παχουλός. Δεν ήταν ο άντρας που είχα δει, δεν ήταν ο άντρας που είχα αναγνωρίσει στην αστυνομία. «Δεν είναι αυτός», είπα. Ο Σκοτ στεκόταν δίπλα μου, κοιτάζοντας το φυλλάδιο, πριν γυρίσει και, εντελώς ξαφνικά, ορμήσει πάλι έξω από το δωμάτιο προς τις σκάλες. Λίγα λεπτά μετά, επέστρεψε με ένα λάπτοπ. Κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. «Νομίζω», είπε, ανοίγοντας το μηχάνημα και ανάβοντάς το, «νομίζω πως…» Σταμάτησε, ενώ εγώ τον κοιτούσα, έτσι συγκεντρωμένος που ήταν, με τον μυ στο σαγόνι του κλειδωμένο. «Η Μέγκαν έβλεπε κάποιον ψυχολόγο», μου είπε. «Το όνομά του είναι… Αμπντίκ. Καμάλ Αμπντίκ. Δεν είναι Ασιάτης, είναι από τη Σερβία ή τη Βοσνία, κάτι τέτοιο. Ωστόσο, έχει σκούρο δέρμα. Θα μπορούσε κανείς να τον περάσει και για Ινδό, από απόσταση». Άρχισε να πληκτρολογεί στον υπολογιστή. «Έχει μια ιστοσελίδα, νομίζω. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Νομίζω πως υπάρχει φωτογραφία του…» Γύρισε το λάπτοπ ώστε να βλέπω την οθόνη. Έγειρα μπροστά για να δω καλύτερα. «Αυτός είναι», είπα. «Αυτός είναι σίγουρα». Χτύπησε με δύναμη το λάπτοπ για να κλείσει. Για πολλή ώρα δεν είπε τίποτα. Στάθηκε με τους αγκώνες στο τραπέζι, ακουμπώντας το μέτωπο στα ακροδάχτυλά του, ενώ τα χέρια του έτρεμαν. «Είχε κρίσεις πανικού», είπε τελικά. «Προβλήματα με τον ύπνο, τέτοια πράγματα. Άρχισαν κάποια στιγμή πέρυσι. Δε θυμάμαι πότε ακριβώς». Μιλούσε χωρίς να με κοιτά, σαν να μονολογούσε, σαν να είχε ξεχάσει την ύπαρξή μου. «Εγώ της πρότεινα να μιλήσει με κάποιον. Εγώ την ενθάρρυνα να πάει, γιατί απ’ ό,τι φαινόταν δεν μπορούσα να τη βοηθήσω εγώ». Η φωνή του ράγισε λίγο. «Δεν μπορούσα να τη βοηθήσω. Και μου είπε ότι είχε και στο παρελθόν παρόμοια προβλήματα κι ότι κάποια στιγμή θα τα ξεπερνούσε, αλλά την ανάγκασα… την έπεισα να πάει στον γιατρό. Της τον σύστησαν». Ξερόβηξε απαλά για να καθαρίσει τον λαιμό του. «Η θεραπεία φάνηκε να τη βοηθάει. Ήταν λίγο πιο ευτυχισμένη». Άφησε ένα μικρό, θλιμμένο γελάκι. «Τώρα ξέρω γιατί».
Άπλωσα το χέρι μου για να χτυπήσω απαλά το δικό του, μια χειρονομία κατανόησης. Τραβήχτηκε απότομα και σηκώθηκε όρθιος. «Καλύτερα να πηγαίνεις», είπε τραχιά. «Θα έρθει η μητέρα μου σε λίγο, δε με αφήνει μόνο μου περισσότερο από δύο ώρες». Στην πόρτα, καθώς έφευγα, μου έπιασε το μπράτσο. «Μήπως έχουμε ξανασυναντηθεί κάπου;» ρώτησε. Για μια στιγμή, σκέφτηκα να του πω: Ναι, μπορεί να με είδες στο αστυνομικό τμήμα ή εδώ στον δρόμο. Ήμουν εδώ το βράδυ του Σαββάτου. Κούνησα το κεφάλι μου. «Όχι, δε νομίζω». Κατευθύνθηκα προς τον σταθμό του τρένου όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Στα μισά περίπου του δρόμου, γύρισα να κοιτάξω πίσω μου. Στεκόταν ακόμη εκεί, στην πόρτα, και με κοίταζε.
Απόγευμα Τσεκάρω τα μέιλ μου με μανία, αλλά δεν έχω νέα του Τομ. Πόσο πιο απλή ήταν η ζωή των αλκοολικών πριν από τα μέιλ, τα μηνύματα και τα κινητά, πριν απ’ όλη αυτή την ηλεκτρονική τεχνολογία και τα στοιχεία που αφήνει πίσω της. Σήμερα δεν υπήρχε κανένα νεότερο στις εφημερίδες για τη Μέγκαν. Ήδη αρχίζει να ξεχνιέται το θέμα, τα πρωτοσέλιδα είναι αφιερωμένα στην πολιτική κρίση της Τουρκίας, στο τετράχρονο κοριτσάκι που δέχτηκε επίθεση από σκυλιά στο Γουίγκαν, στο ρεζιλίκι της Εθνικής Αγγλίας που έχασε από το Μαυροβούνιο. Η Μέγκαν ξεχάστηκε, ενώ αγνοείται μόλις μία εβδομάδα. Η Κάθι με κάλεσε έξω για φαγητό. Είχε ελεύθερο χρόνο γιατί ο Ντάμιεν πήγε να επισκεφτεί τη μητέρα του στο Μπέρμιγχαμ. Εκείνη δεν ήταν καλεσμένη. Βλέπονται εδώ και δύο χρόνια τώρα και ακόμη να γνωρίσει τη μητέρα του. Πήγαμε στο Giraffe, ένα μέρος που απεχθάνομαι. Καθισμένες στο κέντρο του χώρου, μέσα στην απόλυτη βαβούρα, η Κάθι με ρώτησε για τα νέα μου. Ήθελε να μάθει πού ήμουν το προηγούμενο βράδυ. «Έχεις γνωρίσει κανέναν;» είπε, με μάτια γεμάτα ελπίδα. Ήταν πραγματικά αρκετά συγκινητικό. Κόντεψα να πω ναι, γιατί ήταν αλήθεια, αλλά το ψέμα ήταν ευκολότερο. Της είπα ότι είχα πάει σε συνάντηση των ΑΑ στο Γουίτνι. «Ω», είπε αμήχανα, βυθίζοντας τα μάτια της στη φτωχή χωριάτικη σαλάτα μπροστά της. «Νόμισα πως κατρακύλησες λίγο. Την Παρασκευή». «Ναι. Δεν είναι μια απλή βόλτα στο πάρκο, Κάθι», είπα κι ένιωσα απαίσια, γιατί πιστεύω ότι ανησυχεί πραγματικά για μένα. «Αλλά κάνω ό,τι μπορώ». «Αν θελήσεις, ξέρεις, να έρθω μαζί σου…» «Όχι σε αυτό το στάδιο», είπα. «Αλλά σ’ ευχαριστώ». «Τότε μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο μαζί, μήπως να πάμε γυμναστήριο;» ρώτησε. Γέλασα, αλλά όταν συνειδητοποίησα ότι μιλούσε σοβαρά, της είπα ότι θα το σκεφτόμουν. Μόλις έφυγε – τηλεφώνησε ο Ντάμιεν να της πει ότι επέστρεψε από τη μητέρα του, οπότε πήγε σπίτι του. Σκέφτηκα να της πω κάτι – γιατί τρέχεις από πίσω του κάθε φορά που τηλεφωνεί; Αλλά δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για συμβουλές σε θέματα σχέσεων, ή για οποιαδήποτε άλλη συμβουλή εδώ που τα λέμε, και σε κάθε περίπτωση νιώθω ότι θέλω να πιω (το σκεφτόμουν από τη στιγμή που καθίσαμε στο Giraffe, και ο εύθυμος, ζωηρός σερβιτόρος μάς ρώτησε αν θέλαμε ένα ποτήρι κρασί, και η Κάθι είπε: «Όχι, σας ευχαριστούμε», χωρίς ν’ αφήσει περιθώριο για συζήτηση). Οπότε την αποχαιρετώ και νιώθω το όμορφο μούδιασμα της ανυπομονησίας στο δέρμα μου κι
αποδιώχνω τις καλές σκέψεις (μην το κάνεις, τα πας πολύ καλά). Πάνω που βάζω τα παπούτσια μου για να πάω στην κάβα χτυπάει το τηλέφωνό μου. Ο Τομ. Ο Τομ θα είναι. Αρπάζω το κινητό από την τσάντα μου, κοιτάζω την οθόνη και η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο. «Γεια». Επικρατεί σιωπή, οπότε ρωτάω: «Όλα καλά;» Έπειτα από μια μικρή παύση, ο Σκοτ λέει: «Ναι, καλά. Καλά είμαι. Απλώς πήρα να σε ευχαριστήσω, για χθες. Που με ενημέρωσες». «Ω, δεν κάνει τίποτα. Δε χρειαζόταν…» «Μήπως σε ενοχλώ;» «Όχι. Δεν πειράζει». Σιγή στην άλλη άκρη της γραμμής, οπότε λέω ξανά: «Δεν πειράζει. Μήπως… συνέβη τίποτα; Μίλησες με την αστυνομία;» «Ήταν εδώ το απόγευμα η αστυνομικός», λέει, και οι σφυγμοί μου ανεβαίνουν. «Ντετέκτιβ Ράιλι ονομάζεται. Της είπα για τον Καμάλ Αμπντίκ. Της είπα ότι ίσως αξίζει να του μιλήσουν». «Της είπες… της είπες ότι μίλησες μαζί μου;» Το στόμα μου είχε στεγνώσει τελείως. «Όχι. Σκέφτηκα ότι ίσως… δεν ξέρω. Φαντάστηκα ότι θα ήταν καλύτερο να κάνω πως το σκέφτηκα μόνος μου. Είπα… είναι ψέμα, το ξέρω, μα είπα ότι έστυβα το μυαλό μου να σκεφτώ οτιδήποτε μπορεί να ήταν σημαντικό και ότι ίσως άξιζε να μιλήσουν στον ψυχολόγο της. Είπα ότι στο παρελθόν με είχε απασχολήσει κάπως η σχέση τους». Αναπνέω ξανά. «Κι εκείνη τι είπε;» ρωτάω. «Είπε ότι του είχαν ήδη μιλήσει, αλλά ότι θα του μιλούσαν ξανά. Με ρώτησε πολλές φορές γιατί δεν τον είχα αναφέρει νωρίτερα. Είναι… δεν ξέρω. Δεν την εμπιστεύομαι. Υποτίθεται πως είναι με το μέρος μου, αλλά διαρκώς νιώθω ότι ψαχουλεύει, σαν να προσπαθεί να με παγιδεύσει». Αισθάνομαι ανόητη χαρά που ούτε εκείνος τη συμπαθεί· ακόμα κάτι που έχουμε κοινό, ακόμα κάτι που μας συνδέει. «Απλώς… απλώς ήθελα να σε ευχαριστήσω. Που με διαφώτισες. Στην πραγματικότητα… ακούγεται παράξενο, αλλά μου έκανε καλό που μίλησα σε κάποιον… κάποιον έξω από το οικείο περιβάλλον μου. Ένιωσα ότι μπόρεσα να σκεφτώ πιο λογικά. Αφότου έφυγες, σκέφτηκα την πρώτη φορά που πήγε η Μέγκαν να τον συναντήσει –τον Αμπντίκ–, πώς ήταν όταν επέστρεψε. Είχε κάτι, μια φωτεινότητα». Αφήνει μια βαθιά ανάσα. «Δεν ξέρω. Ίσως να το φαντάζομαι». Έχω την ίδια αίσθηση με χθες – ότι δε μιλάει πια σ’ εμένα, απλώς μιλάει. Έχω γίνει το προσωπικό του «αυτί», και χαίρομαι γι’ αυτό. Χαίρομαι που του είμαι χρήσιμη. «Πέρασα όλη τη μέρα ψάχνοντας πάλι τα πράγματα της Μέγκαν», λέει. «Έχω ήδη ψάξει το δωμάτιό μας, όλο το σπίτι, τουλάχιστον έξι φορές, αναζητώντας κάτι, οτιδήποτε που θα μου έδινε μια ένδειξη για το πού μπορεί να βρίσκεται. Κάτι από αυτόν, ίσως… αλλά δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε μέιλ, ούτε γράμματα… τίποτα. Σκέφτηκα να επικοινωνήσω μαζί του, αλλά το ιατρείο του είναι κλειστό σήμερα και δε βρίσκω κάποιο κινητό του». «Το βρίσκεις καλή ιδέα αυτό;» ρωτάω. «Δεν πιστεύεις ότι θα έπρεπε ν’ αφήσεις να τον χειριστεί η αστυνομία;» Δε θέλω να το πω δυνατά, αλλά μάλλον το ίδιο σκεφτόμαστε και οι δύο: είναι επικίνδυνος. Ή, τουλάχιστον, θα μπορούσε να είναι επικίνδυνος. «Δεν ξέρω, απλώς δεν ξέρω». Έχει κάτι το απελπισμένο η φωνή του, που είναι επώδυνο να το ακούς, αλλά δεν έχω παρηγοριά να του προσφέρω. Ακούω την αναπνοή του στην άλλη άκρη της γραμμής· ακούγεται κοφτή, γρήγορη, σαν να φοβάται. Θέλω να τον ρωτήσω αν έχει εκεί κάποιον μαζί του, μα δεν μπορώ· θα ήταν λάθος, αδιακρισία. «Είδα τον πρώην σου σήμερα», λέει, και νιώθω τις τρίχες στα χέρια μου να ορθώνονται.
«Ναι;» «Ναι, βγήκα να πάρω εφημερίδα και τον είδα στον δρόμο. Με ρώτησε αν ήμουν καλά, αν είχα κανένα νέο». «Ναι;» λέω πάλι, γιατί είναι το μόνο που μπορώ να πω, άλλες λέξεις δε σχηματίζονται. Δε θέλω να μιλήσει στον Τομ. Ο Τομ ξέρει ότι δε γνωρίζω τη Μέγκαν Χίπγουελ. Ο Τομ ξέρει ότι ήμουν στην οδό Μπλένεμ τη βραδιά της εξαφάνισης. «Δε σε ανέφερα. Δεν… ξέρεις. Δεν ήμουν σίγουρος ότι έπρεπε να αναφέρω πως σε γνώρισα». «Όχι, καλύτερα έτσι, νομίζω. Δεν ξέρω. Ίσως να ήταν περίεργο». «Εντάξει», λέει. Μετά, ακολουθεί μια μεγάλη παύση. Εγώ περιμένω να πέσουν λίγο οι σφυγμοί μου. Νομίζω πως είναι έτοιμος να το κλείσει, μα τότε λέει: «Αλήθεια, δε μιλούσε ποτέ για μένα;» «Φυσικά… μα φυσικά και μιλούσε», λέω. «Δηλαδή, δε μιλούσαμε και τόσο συχνά, αλλά…» «Αλλά έχεις έρθει στο σπίτι. Η Μέγκαν δεν καλεί σχεδόν ποτέ κόσμο στο σπίτι. Είναι πολύ κλειστός τύπος, πολύ προστατευτική με τον χώρο της». Ψάχνω έναν λόγο. Εύχομαι να μην του είχα πει ποτέ ότι είχα πάει στο σπίτι. «Ήρθα απλώς να δανειστώ ένα βιβλίο». «Αλήθεια;» Δε με πιστεύει. Η Μέγκαν δεν είναι πολύ του διαβάσματος. Φέρνω στο μυαλό μου το σπίτι, δεν υπήρχαν πουθενά βιβλία, τίποτα στα ράφια. «Τι πράγματα έλεγε; Για μένα;» «Ήταν πολύ ευτυχισμένη», λέω. «Μ’ εσένα, εννοώ. Με τη σχέση σας». Καθώς το λέω, συνειδητοποιώ πόσο παράξενο ακούγεται, αλλά δεν μπορώ να είμαι συγκεκριμένη, οπότε προσπαθώ να σώσω ό,τι μπορώ. «Για να είμαι ειλικρινής, εγώ περνούσα δύσκολα με τον γάμο μου, οπότε νομίζω πως οι συζητήσεις μας είχαν έναν σκοπό σύγκρισης. Εκείνη φωτιζόταν ολόκληρη όταν μιλούσε για σένα». Τι τραγικό κλισέ. «Αλήθεια;» Δε φαίνεται να το παρατηρεί, υπάρχει μια νοσταλγική νότα στη φωνή του. «Χαίρομαι που το ακούω». Κάνει παύση, κι εγώ ακούω την ανάσα του, γρήγορη και ρηχή, στην άλλη άκρη της γραμμής. «Τσακωθήκαμε… άσχημα», λέει. «Τη βραδιά που έφυγε. Τρελαίνομαι στη σκέψη ότι ήταν θυμωμένη μαζί μου τη βραδιά που…» τα λόγια του χάνονται. «Είμαι σίγουρη ότι δε θα έμεινε για πολύ θυμωμένη μαζί σου», λέω. «Τα ζευγάρια τσακώνονται. Τσακώνονται διαρκώς». «Αυτός όμως ο τσακωμός ήταν άσχημος, ήταν τρομερός και δεν μπορώ… νιώθω ότι δεν μπορώ να το πω σε κανέναν, γιατί, αν το κάνω, θα με θεωρήσουν ένοχο». Τώρα η φωνή του έχει διαφορετική χροιά: στοιχειωμένη, διαποτισμένη με ενοχή. «Δε θυμάμαι πώς ξεκίνησε», λέει, και αμέσως δεν τον πιστεύω, αλλά μετά σκέφτομαι όλους τους τσακωμούς που έχω ξεχάσει εγώ και δαγκώνω τη γλώσσα μου. «Τα αίματα άναψαν. Της φέρθηκα πολύ άσχημα. Σαν κόπανος. Σαν μεγάλος κόπανος. Αναστατώθηκε πολύ, πήγε πάνω κι έβαλε μερικά πράγματα σε μια τσάντα. Δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά ύστερα παρατήρησα ότι έλειπε η οδοντόβουρτσά της, οπότε ήξερα πως δε σκόπευε να γυρίσει σπίτι. Υπέθεσα… φαντάστηκα ότι πήγε στης Τάρα για τη νύχτα. Αυτό είχε ξανασυμβεί και στο παρελθόν μία φορά. Μόνο μία. Δεν ήταν ότι συνέβαινε κάθε τρεις και λίγο. »Ούτε καν τη σταμάτησα», λέει, και τότε πάλι διαπιστώνω ότι δε μιλάει σ’ εμένα, εξομολογείται. Αυτός είναι στη μια πλευρά του εξομολογητηρίου κι εγώ στην άλλη, απρόσωποι, αόρατοι. «Απλώς την άφησα να φύγει». «Αυτό έγινε το βράδυ του Σαββάτου;»
«Ναι. Και ήταν η τελευταία φορά που την είδα». Υπάρχει ένας μάρτυρας που την είδε –ή «κάποια που ταιριάζει με την περιγραφή»– να πηγαίνει προς τον σταθμό του Γουίτνι γύρω στις επτά και μισή, αυτό το ξέρω από τις εφημερίδες. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που την είδαν. Κανείς δε θυμάται να την είδε στην αποβάθρα ή στο τρένο. Δεν υπάρχουν κάμερες στο Γουίτνι, ενώ ούτε οι κάμερες στο Κόλεϊ κατέγραψαν κάτι, παρόλο που οι αναφορές λένε ότι αυτό δεν αποδεικνύει πως δεν ήταν εκεί, γιατί στον συγκεκριμένο σταθμό υπάρχουν αρκετά «τυφλά σημεία». «Τι ώρα προσπάθησες να επικοινωνήσεις μαζί της;» τον ρωτάω. Ακόμα μία μεγάλη παύση. «Πήγα… πήγα στην παμπ. Στη Rose, ξέρεις, στη γωνία, αυτή στην οδό Κίνγκλι. Έπρεπε να ηρεμήσω, να ξεκαθαρίσω τα πράγματα στο κεφάλι μου. Ήπια δύο μπίρες και γύρισα σπίτι. Αυτό έγινε λίγο πριν από τις δέκα. Νομίζω πως ήλπιζα ότι θα είχε καλμάρει και θα είχε γυρίσει σπίτι. Όμως, δεν είχε γυρίσει». «Οπότε προσπάθησες να επικοινωνήσεις μαζί της κατά τις δέκα;» «Όχι». Η φωνή του ήταν πλέον σαν ψίθυρος. «Δεν το έκανα. Ήπια άλλες δύο μπίρες στο σπίτι και είδα λίγη τηλεόραση. Μετά έπεσα για ύπνο». Σκέφτομαι όλους τους καβγάδες που έκανα με τον Τομ, όλα τα φρικτά πράγματα που έλεγα όταν έφτανα στο αμήν, όλες τις φορές που όρμησα στον δρόμο, ουρλιάζοντάς του, λέγοντάς του ότι δεν ήθελα να τον ξαναδώ ποτέ μου. Πάντα μου τηλεφωνούσε, πάντα με έπειθε να γυρίσω, με ηρεμούσε, με καλόπιανε για να επιστρέψω σπίτι. «Φαντάστηκα πως θα καθόταν στην κουζίνα της Τάρα, ξέρεις, και θα έλεγε πόσο μαλάκας είμαι. Οπότε το άφησα». Το άφησε. Ακούγεται άσπλαχνο κι αδιάφορο, και δεν εκπλήσσομαι που δεν έχει πει την ιστορία σε κανέναν. Με εκπλήσσει που το λέει ακόμα και σ’ εμένα. Αυτός δεν είναι ο Σκοτ που είχα φανταστεί, ο Σκοτ που ήξερα, αυτός που στεκόταν πίσω από τη Μέγκαν στη βεράντα, με τα μεγάλα του χέρια στους λεπτεπίλεπτους ώμους της, έτοιμα να την προστατέψουν από τα πάντα. Είμαι έτοιμη να κλείσω το τηλέφωνο, αλλά ο Σκοτ συνεχίζει να μιλάει: «Ξύπνησα νωρίς. Δεν υπήρχαν μηνύματα στο κινητό μου. Δεν πανικοβλήθηκα – πίστευα ότι ήταν με την Τάρα και ότι ήταν ακόμη θυμωμένη μαζί μου. Τότε της τηλεφώνησα και βγήκε ο τηλεφωνητής, αλλά και πάλι δε θορυβήθηκα. Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν ή ότι απλώς με αγνοούσε. Δεν μπορούσα να βρω τον αριθμό της Τάρα, αλλά είχα τη διεύθυνσή της – ήταν σε μια επαγγελματική κάρτα στο γραφείο της Μέγκαν. Οπότε σηκώθηκα και πήγα μέχρι εκεί». Αναρωτιέμαι γιατί θέλησε να πάει μέχρι το σπίτι της Τάρα αν δεν ανησυχούσε, αλλά δεν τον διακόπτω. Τον αφήνω να μιλήσει. «Έφτασα στο σπίτι της λίγο μετά τις εννιά. Η Τάρα έκανε λίγη ώρα να έρθει στην πόρτα, αλλά, όταν άνοιξε, φάνηκε έκπληκτη που με είδε. Ήταν προφανές ότι ήμουν το τελευταίο άτομο που περίμενε να δει στην πόρτα της, και μάλιστα τόσο πρωί, και τότε κατάλαβα… Τότε κατάλαβα ότι η Μέγκαν δεν ήταν εκεί. Και άρχισα να σκέφτομαι… άρχισα…» Τα λόγια του βγαίνουν με δυσκολία, και νιώθω άσχημα που τον αμφισβήτησα. «Μου είπε ότι η τελευταία φορά που είχε δει τη Μέγκαν ήταν στο μάθημα πιλάτες το βράδυ της Παρασκευής. Τότε πανικοβλήθηκα». Μόλις κλείνω το τηλέφωνο, σκέφτομαι ότι αν κάποιος δεν τον ήξερε, αν δεν τον είχε δει, όπως τον έχω δει εγώ, πώς ήταν μαζί της, πολλά απ’ όσα μου είπε θα τα έβρισκε πολύ περίεργα.
Δευτέρα, 22 Ιουλίου 2013 Πρωί Νιώθω κάπως ζαβλακωμένη. Κοιμήθηκα βαθιά, αλλά με πολλά όνειρα, και τώρα παλεύω να ξυπνήσω. Η ζέστη είναι ξανά αφόρητη και το βαγόνι είναι αποπνικτικό σήμερα, παρόλο που είναι μισογεμάτο. Άργησα να ξυπνήσω σήμερα το πρωί και δεν είχα χρόνο να πάρω εφημερίδα ή να δω τα νέα στο διαδίκτυο πριν φύγω από το σπίτι, γι’ αυτό προσπαθώ να μπω στην ιστοσελίδα του BBC από το κινητό μου, αλλά για κάποιον λόγο δυσκολεύεται να τη φορτώσει. Στο Νόρθκοτ μπαίνει ένας άντρας με iPad και κάθεται δίπλα μου. Αυτός βλέπει τα νέα δίχως πρόβλημα, μπαίνει εύκολα στην Daily Telegraph, και να το, με μεγάλα, έντονα γράμματα, το τρίτο άρθρο: ΑΝΤΡΑΣ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΜΕΓΚΑΝ ΧΙΠΓΟΥΕΛ. Παθαίνω τέτοια τρομάρα που ξεχνιέμαι και γέρνω πάνω του για να δω καλύτερα. Εκείνος σηκώνει το βλέμμα και με κοιτά ξαφνιασμένος. «Συγγνώμη», λέω. «Τη γνωρίζω. Τη γυναίκα που εξαφανίστηκε. Τη γνωρίζω». «Ω, τι τρομερό», λέει. Είναι ένας μεσήλικας άντρας, με καθαρή προφορά και καλοντυμένος. «Θα θέλατε να διαβάσετε το άρθρο;» «Σας παρακαλώ, το κινητό μου μάλλον δεν έχει σήμα». Μου χαμογελάει ευγενικά και μου δίνει το τάμπλετ. Αγγίζω τον τίτλο, και το άρθρο εμφανίζεται. Ένας τριανταεξάχρονος άντρας συνελήφθη γιατί φέρεται να έχει σχέση με την εξαφάνιση της Μέγκαν Χίπγουελ, 29 ετών, της γυναίκας από το Γουίτνι που αγνοείται από το Σάββατο 13 Ιουλίου. Η αστυνομία δεν επιβεβαίωσε αν ο άντρας που συνελήφθη είναι ο σύζυγος της Μέγκαν Χίπγουελ, ο Σκοτ Χίπγουελ, που ανακρίθηκε την Παρασκευή. Σε μια δήλωσή του σήμερα το πρωί ο εκπρόσωπος της αστυνομίας είπε: «Επιβεβαιώνουμε ότι έχουμε συλλάβει έναν άντρα σχετικά με την εξαφάνιση της Μέγκαν. Ακόμη δεν του έχουν απαγγελθεί κατηγορίες. Οι έρευνες για τη Μέγκαν συνεχίζονται και αναζητάμε μια διεύθυνση η οποία πιστεύουμε πως αποτελεί τον τόπο του εγκλήματος». Τώρα περνάμε μπροστά από το σπίτι· για πρώτη φορά το τρένο δε σταματάει στον σηματοδότη. Γυρνάω το κεφάλι μου, αλλά είναι αργά. Περάσαμε. Τα χέρια μου τρέμουν καθώς δίνω το τάμπλετ στον ιδιοκτήτη του, κι εκείνος κουνάει θλιμμένα το κεφάλι του. «Λυπάμαι πολύ», λέει. «Δεν είναι νεκρή», λέω. Η φωνή μου ακούγεται σαν κρώξιμο, ενώ ούτε καν εγώ με πιστεύω. Δάκρυα καίνε το πίσω μέρος των ματιών μου. Ήμουν σπίτι του. Ήμουν εκεί. Κάθισα απέναντί του, τον κοίταξα στα μάτια, ένιωσα κάτι. Σκέφτομαι τα τεράστια χέρια του και ότι, αν μπορούσε να τσακίσει εμένα, θα μπορούσε να καταστρέψει κι εκείνη – τη μικροκαμωμένη, λεπτεπίλεπτη Μέγκαν. Τα φρένα του τρένου στριγκλίζουν καθώς σταματάμε στον σταθμό του Γουίτνι, κι εγώ πετάγομαι όρθια. «Πρέπει να κατέβω», λέω στον άντρα δίπλα μου, που με κοιτάζει λίγο έκπληκτος, αλλά κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι. «Καλή τύχη», μου λέει. Διασχίζω τρέχοντας την αποβάθρα και κατεβαίνω τις σκάλες. Προχωράω αντίθετα με το ρεύμα των υπόλοιπων ανθρώπων και είμαι σχεδόν στο τέρμα της σκάλας όταν σκοντάφτω κι ένας άντρας μού λέει: «Πρόσεχε!» Δεν τον κοιτάζω, γιατί τα μάτια μου έχουν καρφωθεί στην άκρη του τσιμεντένιου σκαλοπατιού, στο προτελευταίο. Πάνω του υπάρχει μια κηλίδα αίματος. Αναρωτιέμαι
πόσο καιρό βρίσκεται εκεί, μήπως μία εβδομάδα; Θα μπορούσε να είναι το δικό μου αίμα; Το δικό της; Μήπως βρέθηκε αίμα στο σπίτι της, γι’ αυτό τον συνέλαβαν; Προσπαθώ να φέρω στον νου μου την κουζίνα, το σαλόνι. Τη μυρωδιά του αντισηπτικού, όλα πεντακάθαρα. Μήπως ήταν χλωρίνη; Δεν ξέρω, δε θυμάμαι τώρα, το μόνο που θυμάμαι καθαρά είναι ο ιδρώτας στην πλάτη του και η μπίρα στην αναπνοή του. Προσπερνάω την υπόγεια διάβαση και σκουντουφλάω στη γωνία της οδού Μπλένεμ. Όσο τρέχω στο πεζοδρόμιο, μόλις που αναπνέω, έχω το κεφάλι χαμηλωμένο, φοβάμαι να κοιτάξω ευθεία, αλλά, όταν το κάνω, δεν υπάρχει τίποτα να δω. Δεν υπάρχουν βανάκια παρκαρισμένα έξω από το σπίτι του Σκοτ, ούτε περιπολικά. Μήπως τελείωσαν κιόλας την έρευνά τους στο σπίτι; Αν είχαν βρει κάτι, σίγουρα θα ήταν ακόμη εδώ· θα πρέπει να τους παίρνει αρκετή ώρα να ψάξουν τα πάντα, να επεξεργαστούν τα αποδεικτικά στοιχεία. Επιταχύνω το βήμα μου. Όταν φτάνω στο σπίτι του, σταματάω, παίρνω μια ανάσα. Οι κουρτίνες είναι κλειστές, πάνω και κάτω. Οι κουρτίνες στο διπλανό σπίτι κουνιούνται ελαφρά. Με παρακολουθούν. Προχωράω μέχρι την πόρτα, με το κεφάλι ψηλά. Δε θα έπρεπε να βρίσκομαι εδώ. Δεν ξέρω τι κάνω εδώ. Ήθελα απλώς να δω. Ήθελα να μάθω. Για μια στιγμή, παλεύω ανάμεσα στο αν πρέπει να εναντιωθώ στο ένστικτό μου και να χτυπήσω το κουδούνι ή να γυρίσω και να φύγω. Κάνω να φύγω, κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ανοίγει η πόρτα. Πριν προλάβω να κουνηθώ, απλώνει το χέρι του, με αρπάζει από το μπράτσο και με τραβάει προς το μέρος του. Το στόμα του είναι μια λεπτή σχισμή, τα μάτια του άγρια. Είναι απελπισμένος. Γεμάτη τρόμο και αδρεναλίνη, βλέπω το σκοτάδι να έρχεται. Ανοίγω το στόμα μου να ουρλιάξω, αλλά είναι αργά, με τραβάει μέσα στο σπίτι και κλείνει την πόρτα πίσω μου.
ΜΕΓΚΑΝ
Πέμπτη, 21 Μαρτίου 2013 Πρωί Δε χάνω. Θα έπρεπε να το ξέρει αυτό για μένα. Δε χάνω σε τέτοιου είδους παιχνίδια. Η οθόνη στο κινητό μου είναι άδεια. Πεισματικά, αναιδέστατα άδεια. Ούτε γραπτά μηνύματα, ούτε αναπάντητες κλήσεις. Κάθε φορά που την κοιτάζω, νιώθω ότι τρώω χαστούκι και εξοργίζομαι όλο και περισσότερο. Τι μου συνέβη σ’ εκείνο το δωμάτιο ξενοδοχείου; Τι σκεφτόμουν; Ότι είχαμε μια σχέση, ότι υπήρχε κάτι αληθινό ανάμεσά μας; Δεν είχε σκοπό να πάει πουθενά μαζί μου. Μα τον πίστεψα για λίγο –περισσότερο από λίγο–, κι αυτό είναι που με κάνει έξαλλη. Φέρθηκα ανόητα, εύπιστα. Αυτός, προφανώς, με κορόιδευε από την αρχή. Αν πιστεύει ότι θα κάτσω να κλαίω γι’ αυτόν είναι πολύ γελασμένος. Μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν, μια χαρά μπορώ να ζήσω – απλώς δε μου αρέσει να χάνω. Δεν είναι του χαρακτήρα μου. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είναι του χαρακτήρα μου. Εμένα δε με απορρίπτουν. Εγώ παρατάω τον άλλο πρώτη. Κοντεύω να τρελαθώ, δεν αντέχω. Σκέφτομαι διαρκώς εκείνο το απόγευμα στο ξενοδοχείο, ζω τη σκηνή ξανά και ξανά, τι είπε, πώς με έκανε να νιώσω. Μπάσταρδε. Αν πιστεύει ότι θα εξαφανιστώ έτσι απλά, έτσι ήσυχα, γελιέται. Αν δεν απαντήσει σύντομα, θα σταματήσω να παίρνω στο κινητό του και θα τον πάρω σπίτι του. Δεν ανέχομαι να με αγνοούν. Στο πρωινό, ο Σκοτ μού ζητάει να ακυρώσω το ραντεβού της συνεδρίας. Δε λέω τίποτα. Κάνω πως δεν τον άκουσα. «Μας κάλεσε ο Ντέιβ για φαγητό το βράδυ», λέει. «Έχουμε πολύ καιρό να πάμε. Μπορείς να αναβάλεις τη συνεδρία σου;» Ο τόνος του είναι ανάλαφρος, σαν να μου ζητάει κάτι ασήμαντο, αλλά καταλαβαίνω ότι με παρακολουθεί, έχει τα μάτια του πάνω μου. Είμαστε στα πρόθυρα καβγά και πρέπει να προσέξω πολύ. «Δεν μπορώ, Σκοτ, είναι πολύ αργά», λέω. «Γιατί δε λες στον Ντέιβ και την Κάρεν να έρθουν εκείνοι το Σαββατοκύριακο;» Ακόμα και η σκέψη να ψυχαγωγήσω τον Ντέιβ και την Κάρεν το Σαββατοκύριακο μου είναι αβάσταχτη, αλλά θα πρέπει να συμβιβαστώ. «Δεν είναι αργά», λέει, αφήνοντας τον καφέ του στο τραπέζι μπροστά μου. Ακουμπάει το χέρι του στον ώμο μου για μια στιγμή και λέει: «Ακύρωσέ το, εντάξει;» και βγαίνει από το δωμάτιο. Τη στιγμή που κλείνει η μπροστινή πόρτα, πιάνω το ποτήρι και το εκσφενδονίζω στον τοίχο.
Απόγευμα Θα μπορούσα να πω στον εαυτό μου ότι δεν είναι ακριβώς απόρριψη. Θα μπορούσα να με πείσω ότι προσπαθεί απλώς να κάνει το σωστό ηθικά και επαγγελματικά. Το ξέρω πως δεν ισχύει, ή
τουλάχιστον ότι δεν είναι όλη η αλήθεια, γιατί αν θες κάποιον πάρα πολύ, η ηθική (και σίγουρα ο επαγγελματισμός) δεν παίζουν κανέναν ρόλο. Κάνεις τα πάντα για να τον έχεις. Απλώς δε με θέλει τόσο πολύ. Όλο το απόγευμα αγνοούσα τις κλήσεις του Σκοτ, πήγα αργοπορημένη στη συνεδρία και μπήκα φουριόζα στο γραφείο του δίχως να απευθύνω λέξη στη γραμματέα. Καθόταν κι έγραφε κάτι. Μόλις μπήκα με κοίταξε, δε χαμογέλασε και γύρισε το βλέμμα στα χαρτιά του. Στάθηκα μπροστά από το γραφείο του, περιμένοντας να με κοιτάξει. Μου φάνηκε ότι πέρασε μια αιωνιότητα μέχρι να το κάνει. «Είσαι καλά;» ρώτησε και τότε μου χαμογέλασε. «Άργησες». Η ανάσα είχε σκαλώσει στον λαιμό μου, δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά. Έκανα τον γύρο του γραφείου κι έγειρα πάνω του, τρίβοντας το πόδι μου στον μηρό του. Εκείνος τραβήχτηκε λίγο. «Μέγκαν», είπε, «είσαι καλά;» Κούνησα το κεφάλι μου. Άπλωσα το χέρι μου, κι εκείνος το πήρε. «Μέγκαν», είπε πάλι, κουνώντας το κεφάλι. Εγώ δε μίλησα. «Δεν μπορείς… πρέπει να καθίσεις», είπε. «Ας μιλήσουμε». Κούνησα το κεφάλι. «Μέγκαν». Κάθε φορά που έλεγε το όνομά μου έκανε τα πράγματα χειρότερα. Σηκώθηκε όρθιος, έκανε τον γύρο του γραφείου και απομακρύνθηκε από μένα. Στάθηκε στη μέση του δωματίου. «Έλα», είπε με επαγγελματική, ψυχρή φωνή. «Κάθισε». Τον ακολούθησα στη μέση του δωματίου, τον πλησίασα, έβαλα το ένα χέρι μου στη μέση του, το άλλο στο στέρνο του. Μου έπιασε τους καρπούς και απομακρύνθηκε. «Μη, Μέγκαν. Δεν μπορείς… δεν μπορούμε…» γύρισε από την άλλη. «Καμάλ», κατάφερα να ψελλίσω. «Σε παρακαλώ». «Αυτό… εδώ. Δεν είναι σωστό. Είναι φυσιολογικό, πίστεψέ με, μα…» Τότε του είπα ότι ήθελα να είμαι μαζί του. «Είναι μια μεταβίβαση, Μέγκαν», είπε. «Συμβαίνει μερικές φορές. Μου έχει συμβεί κι εμένα». Τότε μου ήρθε να ουρλιάξω. Ακουγόταν τόσο μπανάλ, τόσο άκαρδος, τόσο κοινότοπος. «Δηλαδή μου λες ότι δε νιώθεις τίποτα;» τον ρώτησα. «Μου λες ότι όλα τα φαντάζομαι;» Κούνησε το κεφάλι του. «Πρέπει να καταλάβεις, Μέγκαν, δεν έπρεπε ν’ αφήσω τα πράγματα να τραβήξουν τόσο πολύ». Τον πλησίασα, έβαλα τα χέρια μου στους γοφούς του και τον γύρισα. Έπιασε ξανά τα χέρια μου, τα μακριά του δάχτυλα τυλίχτηκαν στους καρπούς μου. «Θα μπορούσα να χάσω την άδειά μου», είπε, και τότε έχασα πραγματικά την ψυχραιμία μου. Τραβήχτηκα, θυμωμένα, βίαια, προσπάθησε να με συγκρατήσει, μα δεν μπόρεσε. Του φώναζα, του έλεγα ότι δε μου καιγόταν καρφί για τη δουλειά του. Ανήσυχος, προσπάθησε να με κάνει να σωπάσω, φαντάζομαι για να μη μας ακούσει η γραμματέας και οι άλλοι ασθενείς. Με άρπαξε από τους ώμους, ενώ οι αντίχειρές του βυθίζονταν στη σάρκα μου, και μου είπε να ηρεμήσω, να σταματήσω να συμπεριφέρομαι σαν παιδί, με τράνταξε γερά· για μια στιγμή νόμισα πως θα με χαστούκιζε. Τον φίλησα στο στόμα, δάγκωσα το κάτω χείλος του όσο πιο δυνατά μπορούσα, γεύτηκα το αίμα του στο στόμα μου. Με έσπρωξε απότομα.
Στην επιστροφή προς το σπίτι άρχισα να σχεδιάζω την εκδίκησή μου. Σκεφτόμουν όλα όσα θα μπορούσα να του κάνω. Θα μπορούσα να τον κάνω να απολυθεί ή κάτι χειρότερο. Φυσικά και δε θα το κάνω, γιατί μου αρέσει πολύ. Δε θέλω να τον πληγώσω. Τώρα πια δεν είμαι θυμωμένη ούτε για την απόρριψη. Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι ότι δεν έχω φτάσει στο τέλος της ιστορίας μου και δεν μπορώ να ξεκινήσω από την αρχή με κάποιον άλλο, είναι πολύ δύσκολο. Δε θέλω να γυρίσω σπίτι τώρα, γιατί δεν ξέρω πώς θα μπορέσω να δικαιολογήσω τις μελανιές στα χέρια μου.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Δευτέρα, 22 Ιουλίου 2013 Απόγευμα Και τώρα περιμένω. Η άγνοια είναι βασανιστική, η βραδύτητα με την οποία κινούνται όλα. Όμως, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω. Είχα δίκιο το πρωί, όταν ένιωσα αυτό τον φόβο, όταν είδα το σκοτάδι. Απλώς δεν ήξερα τι έπρεπε να φοβηθώ. Όχι τον Σκοτ. Όταν με τράβηξε μέσα κι έκλεισε την πόρτα, θα πρέπει να είδε τον τρόμο στα μάτια μου, γιατί με άφησε σχεδόν αμέσως. Με μάτια άγρια, αναμαλλιασμένος, έκανε σαν να αποτραβιέται από το φως κι έκλεισε την πόρτα. «Τι κάνεις εδώ; Υπάρχουν φωτογράφοι, δημοσιογράφοι παντού. Δε γίνεται να τριγυρίζουν επισκέπτες στην πόρτα μου. Θα αρχίσουν να λένε διάφορα… θα προσπαθήσουν να – θα κάνουν τα πάντα για μια φωτογραφία, για να πάρουν…» «Δεν είναι κανείς έξω», είπα, αλλά, για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα κοιτάξει καλά. Μπορεί να υπήρχαν άνθρωποι που κάθονταν μέσα σε αυτοκίνητα, περιμένοντας κάτι να συμβεί. «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε ξανά. «Άκουσα… στις ειδήσεις, ήθελα απλώς να μάθω… αυτός είναι; Τον συνέλαβαν;» Έκανε ένα νεύμα. «Ναι, νωρίς το πρωί. Η αστυνομικός ήταν εδώ. Ήρθε να μου το πει. Αλλά δεν μπορούσε… δε μου λένε γιατί. Θα πρέπει να ανακάλυψαν κάτι, αλλά δε μου λένε τι ακριβώς. Ωστόσο, δεν είναι αυτή. Το ξέρω πως δεν την έχουν βρει». Κάθεται στη σκάλα και τυλίγει τα χέρια γύρω του. Τρέμει σύγκορμος. «Δεν αντέχω. Δεν αντέχω να περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο. Κάθε φορά που χτυπάει, αναρωτιέμαι τι θα ακούσω. Θα ακούσω τα χειρότερα; Θα είναι…» Η φωνή του χάνεται και μετά με κοιτάζει σαν να με βλέπει πρώτη φορά. «Γιατί ήρθες;» «Ήθελα… σκέφτηκα ότι δε θα ήθελες να είσαι μόνος». Με κοίταξε σαν να ήμουν τρελή. «Δεν είμαι μόνος», είπε. Σηκώθηκε και με οδήγησε προς το σαλόνι. Για μια στιγμή, έμεινα εκεί ακίνητη. Δεν ήξερα αν έπρεπε να τον ακολουθήσω ή να φύγω, μα τότε φώναξε: «Θες καφέ;» Έξω στο γκαζόν ήταν μια γυναίκα που κάπνιζε. Ψηλή, με γκριζαρισμένα μαλλιά, όμορφα ντυμένη, με μαύρο παντελόνι και λευκή μπλούζα κουμπωμένη ως τον λαιμό. Βημάτιζε, πάνω-κάτω στη βεράντα, αλλά μόλις με είδε σταμάτησε, πέταξε το τσιγάρο στα πλακάκια και το πάτησε με το παπούτσι της. «Αστυνομία;» ρώτησε επιφυλακτικά, μόλις μπήκε στην κουζίνα. «Όχι, είμαι…» «Είναι η Ρέιτσελ Γουάτσον, μαμά», είπε ο Σκοτ. «Η γυναίκα που με ενημέρωσε για τον Αμπντίκ». Έκανε ένα αργό νεύμα, σαν να μην της έφτασε η εξήγηση του Σκοτ· με περιεργάστηκε, το βλέμμα της με σάρωσε γρήγορα από την κορφή ως τα νύχια. «Ω». «Εγώ απλώς, ε…» Δεν είχα λόγο να βρίσκομαι εκεί. Δεν μπορούσα, φυσικά, να πω: Ήθελα απλώς να ξέρω. Ήθελα να δω.
«Λοιπόν, νομίζω πως ο Σκοτ σάς είναι πολύ ευγνώμων, κυρία Γουάτσον, που τον βοηθήσατε. Τώρα, προφανώς περιμένουμε να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει». Με πλησίασε, με έπιασε από τον αγκώνα και με γύρισε απαλά προς την πόρτα. Κοίταξα τον Σκοτ, αλλά εκείνος δε με κοίταζε· η ματιά του ήταν καρφωμένη κάπου έξω από το παράθυρο, πέρα από τις γραμμές. «Σας ευχαριστούμε που περάσατε, κυρία Γουάτσον. Πραγματικά σας είμαστε πολύ ευγνώμονες». Βρέθηκα στο κατώφλι, η πόρτα έκλεισε πίσω μου κι όταν σήκωσα το βλέμμα, τους είδα: τον Τομ να σπρώχνει το καροτσάκι και την Άννα δίπλα του. Κοκάλωσαν μόλις με είδαν. Η Άννα σήκωσε το χέρι της στο στόμα και έσκυψε για να πάρει αγκαλιά το παιδί. Η λιονταρίνα που προστατεύει το μικρό της. Ήθελα να γελάσω μαζί της, να της πω ότι δεν είχα πάει γι’ αυτή, ότι δεν έδινα δεκάρα για το παιδί της. Με πέταξαν έξω. Η μητέρα του Σκοτ το ξεκαθάρισε. Με πέταξαν έξω και είμαι απογοητευμένη, αλλά δε θα έπρεπε να πειράζει, γιατί έχουν τον Καμάλ Αμπντίκ. Τον έχουν, κι εγώ βοήθησα. Έκανα κάτι σωστό. Τον έχουν, και δε θα πάρει πολύ να βρουν τη Μέγκαν και να τη φέρουν σπίτι της.
ΑΝΝΑ
Δευτέρα, 22 Ιουλίου 2013 Πρωί Ο Τομ με ξύπνησε νωρίς με ένα φιλί κι ένα χαμόγελο. Σήμερα το πρωί έχει αργά συνάντηση, οπότε πρότεινε να πάρουμε την Ήβη και να πάμε μέχρι τη γωνία για πρωινό. Είναι ένα μέρος όπου συναντιόμασταν όταν πρωτογνωριστήκαμε. Καθόμασταν πάντα στο παράθυρο – εκείνη ήταν στη δουλειά της στο Λονδίνο, κι έτσι δεν υπήρχε κίνδυνος να περάσει και να μας δει. Ωστόσο, υπήρχε η έξαψη του κινδύνου – μπορεί να γύριζε νωρίς για κάποιο λόγο, μπορεί να ένιωθε αδιάθετη ή να είχε ξεχάσει τίποτα σημαντικά χαρτιά στο σπίτι. Το ονειρευόμουν αυτό. Ευχόμουν κάποια μέρα να μας τσάκωνε, να τον έβλεπε μαζί μου, να καταλάβαινε ότι δεν ήταν πια δικός της. Τώρα μου φαίνεται απίστευτο που κάποτε ευχόμουν να εμφανιστεί. Από τότε που εξαφανίστηκε η Μέγκαν, όσο μπορώ, αποφεύγω αυτή τη διαδρομή –ανατριχιάζω όταν περνάω από το σπίτι της–, αλλά για να πάμε στο καφέ αυτός είναι ο μόνος δρόμος. Ο Τομ περπατάει λίγο πιο μπροστά από μένα, σπρώχνοντας το καρότσι· κάτι τραγουδάει στην Ήβη, που την κάνει να γελάει. Μου αρέσει πολύ όταν βγαίνουμε έξω έτσι οι τρεις μας. Βλέπω πώς μας κοιτά ο κόσμος· τους βλέπω να σκέφτονται: τι όμορφη οικογένεια. Νιώθω περήφανη, πιο περήφανη απ’ όσο έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου. Έτσι, περπατώντας μέσα στη φούσκα της ευτυχίας μου, έχουμε φτάσει σχεδόν στον αριθμό δεκαπέντε, όταν ανοίγει η πόρτα. Για μια στιγμή νομίζω ότι έχω παραισθήσεις, γιατί από μέσα βγαίνει αυτή. Η Ρέιτσελ. Βγαίνει από την μπροστινή πόρτα και στέκεται για λίγο εκεί, κάνει δύο βήματα, μας βλέπει και κοκαλώνει. Είναι αποκρουστικό. Μας ρίχνει ένα πολύ περίεργο χαμόγελο, περισσότερο σαν γκριμάτσα, κι εγώ δε συγκρατούμαι, ορμάω μπροστά και αρπάζω την Ήβη από το καρότσι, τρομάζοντάς τη. Βάζει τα κλάματα. Η Ρέιτσελ μας προσπερνάει, πηγαίνει προς τον σταθμό. Ο Τομ τη φωνάζει: «Ρέιτσελ! Τι θες εδώ; Ρέιτσελ!» Αλλά αυτή συνεχίζει τον δρόμο της, όλο και πιο γρήγορα, μέχρι που σχεδόν τρέχει, και οι δυο μας μένουμε να στεκόμαστε εκεί, ενώ ο Τομ γυρνάει προς εμένα και με το που βλέπει την έκφραση του προσώπου μου λέει: «Έλα. Γυρνάμε σπίτι».
Απόγευμα Όταν γυρίζουμε σπίτι, ανακαλύπτουμε ότι συνέλαβαν κάποιον που είχε σχέση με την εξαφάνιση της Μέγκαν Χίπγουελ. Έναν τύπο που δεν είχα ακουστά, έναν ψυχολόγο που έβλεπε. Ανακουφίστηκα, υποθέτω, γιατί φανταζόμουν ένα σωρό φρικτά σενάρια. «Σου είπα πως δε θα ήταν κάποιος ξένος», είπε ο Τομ. «Ποτέ δεν είναι, σωστά; Όπως και να έχει, δεν ξέρουμε τι συνέβη. Μπορεί και να είναι καλά. Μπορεί και να το έσκασε με κάποιον». «Και τότε γιατί συνέλαβαν αυτό τον άντρα;»
Σηκώνει τους ώμους. Είχε άλλα στο μυαλό του, καθώς έβαζε το σακάκι του και ίσιωνε τη γραβάτα του για να πάει στο επαγγελματικό του ραντεβού. «Τι θα κάνουμε;» τον ρώτησα. «Για ποιο πράγμα;» είπε, κοιτάζοντάς με ανέκφραστα. «Για αυτή! Τη Ρέιτσελ. Τι δουλειά είχε πάλι εδώ; Γιατί βρισκόταν στο σπίτι των Χίπγουελ; Νομίζεις… νομίζεις ότι ήθελε να έρθει στο σπίτι μας περνώντας από τους διπλανούς κήπους;» Ο Τομ γέλασε. «Αμφιβάλλω. Έλα τώρα, για τη Ρέιτσελ μιλάμε. Δε θα κατάφερνε με τίποτα να ανεβάσει τον χοντρό της κώλο σε αυτούς τους φράχτες. Δεν έχω ιδέα τι δουλειά είχε εδώ. Μήπως ήταν τσαντισμένη και πήγε σε λάθος πόρτα;» «Με άλλα λόγια, ήθελε να έρθει εδώ;» Σήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω. Κοίτα, μην ανησυχείς, εντάξει; Να έχεις τις πόρτες κλειδωμένες, κι εγώ θα της τηλεφωνήσω να δω τι σκαρώνει. Σύμφωνοι;» «Νομίζω πως πρέπει να πάρουμε την αστυνομία», είπα. «Και να πούμε τι, Άννα; Δεν έκανε τίποτα…» «Δεν έκανε τίποτα τώρα τελευταία – εκτός κι αν μετρήσουμε το γεγονός πως ήταν εδώ τη νύχτα που εξαφανίστηκε η Μέγκαν Χίπγουελ», είπα. «Έπρεπε να το είχαμε πει από την αρχή στην αστυνομία…» «Έλα τώρα, Άννα». Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου. «Αποκλείεται η Ρέιτσελ να έχει σχέση με την εξαφάνιση της Μέγκαν Χίπγουελ. Αλλά θα της μιλήσω, εντάξει;» «Μα είπες ότι μετά την τελευταία φορά–» «Ξέρω», είπε απαλά. «Ξέρω τι είπα». Με φίλησε, γλιστρώντας τα χέρια του στη ζώνη του τζιν μου. «Ας μην ανακατέψουμε την αστυνομία αν δεν υπάρχει λόγος». Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει λόγος. Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι εκείνο το περιφρονητικό χαμόγελο που μας έριξε. Πρέπει να φύγουμε από εδώ. Πρέπει να φύγουμε μακριά της.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Τρίτη, 23 Ιουλίου 2013 Πρωί Μου παίρνει λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσω τι νιώθω την ώρα που ξυπνάω. Μια ευφορία μαζί με κάτι ακόμα, έναν αόριστο φόβο. Ξέρω ότι είμαστε κοντά στο να ανακαλύψουμε την αλήθεια. Απλώς νιώθω ότι αυτή η αλήθεια θα είναι φρικτή. Ανακάθομαι στο κρεβάτι και αρπάζω το λάπτοπ μου, το ανάβω και περιμένω ανυπόμονα να ανοίξει και να συνδεθεί στο διαδίκτυο. Η όλη διαδικασία μοιάζει αιώνια. Ακούω την Κάθι να τριγυρνάει στο σπίτι, να πλένει τα πιάτα του πρωινού, να ανεβαίνει για να βουρτσίσει τα δόντια της. Για μια στιγμή σταματάει έξω από την πόρτα μου. Τη φαντάζομαι με το χέρι στην πόρτα, έτοιμη να χτυπήσει. Το ξανασκέφτεται και κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες. Ανοίγει η ιστοσελίδα του BBC. Το πρώτο θέμα είναι κάτι για το ασφαλιστικό, το δεύτερο για έναν τηλεοπτικό σταρ του 1970 που κατηγορείται για σεξουαλική κακοποίηση. Τίποτα για τη Μέγκαν, τίποτα για τον Καμάλ. Απογοητεύομαι. Ξέρω ότι η αστυνομία έχει είκοσι τέσσερις ώρες διορία για να απαγγείλει κατηγορίες σε κάποιον, και αυτές οι ώρες έχουν περάσει. Ωστόσο, μερικές φορές μπορούν να κρατήσουν κάποιον ακόμα δώδεκα ώρες. Όλα αυτά τα ξέρω γιατί χθες έκανα έρευνα. Αφότου με έδιωξαν από το σπίτι του Σκοτ, γύρισα πίσω, άνοιξα την τηλεόραση και πέρασα σχεδόν όλη τη μέρα παρακολουθώντας ειδήσεις και διαβάζοντας τα νέα στο διαδίκτυο. Περιμένοντας. Μέχρι το μεσημέρι, η αστυνομία είχε δώσει το όνομα του υπόπτου. Στις ειδήσεις είπαν για «αποδείξεις που ανακάλυψαν στο σπίτι και το αμάξι του Δρος Αμπντίκ», μα δεν έλεγαν τι ακριβώς. Αίμα ίσως; Το κινητό της, που μέχρι στιγμής είναι άφαντο; Ρούχα, καμιά τσάντα, την οδοντόβουρτσά της; Έδειχναν συνεχώς φωτογραφίες του Καμάλ, κοντινά πλάνα του σκουρόχρωμου, όμορφου προσώπου του. Η φωτογραφία που χρησιμοποιούν δεν είναι φωτογραφία από τη σήμανση, είναι μια τυχαία από κάποιες διακοπές του: δε χαμογελάει ακριβώς, μα σχεδόν. Δείχνει πολύ συμπαθής, πολύ όμορφος για δολοφόνος, αλλά τα φαινόμενα πολλές φορές απατούν – λένε ότι ο Τεντ Μπάντι έμοιαζε με τον Κάρι Γκραντ. Περίμενα όλη μέρα για περισσότερα νέα, για κάτι ακόμα, να δημοσιοποιηθούν οι κατηγορίες: απαγωγή, κακοποίηση ή κάτι χειρότερο. Περίμενα να δω πού βρίσκεται η Μέγκαν, πού την κρατάει. Έδειχναν φωτογραφίες της οδού Μπλένεμ, του σταθμού, του σπιτιού του Σκοτ. Οι σχολιαστές συζητούσαν για το γεγονός πως ούτε το τηλέφωνό της ούτε οι πιστωτικές της είχαν χρησιμοποιηθεί για πάνω από μία εβδομάδα. Τηλεφώνησε ο Τομ πολλές φορές. Δεν το σήκωσα. Ξέρω τι θέλει, θέλει να με ρωτήσει γιατί ήμουν στο σπίτι του Σκοτ Χίπγουελ χθες το πρωί. Ας αναρωτιέται. Δεν έχει σχέση μ’ εκείνον. Δεν έχουν τα πάντα σχέση μ’ εκείνον. Φαντάζομαι πως τηλεφωνεί ύστερα από δική της απαίτηση. Δεν της χρωστάω εξηγήσεις. Περίμενα και περίμενα, αλλά δεν απαγγέλθηκε καμία κατηγορία. Αντίθετα, μιλούσαν πολύ για τον Καμάλ, τον έμπιστο γιατρό που άκουγε τα μυστικά και τα προβλήματά της, που κέρδισε την
εμπιστοσύνη της και μετά την καταχράστηκε, που την αποπλάνησε και μετά ποιος ξέρει τι; Έμαθα ότι είναι μουσουλμάνος, Βόσνιος, επιζήσας του πολέμου της Βοσνίας, ο οποίος ήρθε στην Αγγλία στα δεκαπέντε του σαν πρόσφυγας. Γνωρίζοντας το σκληρό πρόσωπο της βίας, ο Καμάλ έχασε τον πατέρα του και δύο μεγαλύτερα αδέρφια στη σφαγή της Σρεμπρένιτσα. Έχει καταδικαστεί για ενδοοικογενειακή βία. Όσα περισσότερα άκουγα για τον Καμάλ, τόσο διαπίστωνα πως έκανα καλά: Έκανα καλά που μίλησα γι’ αυτόν στην αστυνομία, έκανα καλά που επικοινώνησα με τον Σκοτ. Σηκώνομαι και φοράω τη ρόμπα μου, τρέχω κάτω και ανοίγω την τηλεόραση. Δεν έχω σκοπό να πάω πουθενά σήμερα. Αν γυρίσει αναπάντεχα η Κάθι, θα της πω ότι είμαι άρρωστη. Φτιάχνω έναν καφέ, θρονιάζομαι μπροστά στην τηλεόραση και περιμένω.
Απόγευμα Βαρέθηκα κάποια στιγμή γύρω στις τρεις το μεσημέρι. Βαρέθηκα ν’ ακούω για ασφαλιστικό και παιδόφιλους της δεκαετίας του ’70, νευρίασα που δεν είπαν τίποτα για τη Μέγκαν ή για τον Καμάλ, γι’ αυτό πήγα στην κάβα και αγόρασα δύο μπουκάλια λευκό κρασί. Έχω φτάσει σχεδόν στον πάτο του πρώτου μπουκαλιού όταν συμβαίνει. Υπάρχει και κάτι άλλο στις ειδήσεις, τρεμάμενα πλάνα από κάμερα τραβηγμένα από κάποιο μισοχτισμένο (ή μισογκρεμισμένο) κτίριο, εκρήξεις στο βάθος. Συρία, Αίγυπτος ή μήπως Σουδάν; Έχω χαμηλώσει τον ήχο, δε δίνω και πολλή σημασία. Και τότε το βλέπω: Οι τίτλοι που περνούν στο κάτω μέρος της οθόνης με ενημερώνουν ότι η κυβέρνηση δυσκολεύεται με τις περικοπές στο ασφαλιστικό, ο Φερνάντο Τόρες θα μείνει εκτός για τέσσερις εβδομάδες λόγω τραυματισμού και ο ύποπτος για την εξαφάνιση της Μέγκαν Χίπγουελ αφέθηκε ελεύθερος δίχως κατηγορίες. Αφήνω κάτω το ποτήρι και αρπάζω το τηλεκοντρόλ, δυναμώνοντας τη φωνή μέχρι το τέρμα. Δεν μπορεί. Το ρεπορτάζ για τον πόλεμο συνεχίζεται, και μαζί με αυτό η πίεσή μου ανεβαίνει, αλλά τελικά κάποια στιγμή τελειώνει και επιστρέφουμε στο στούντιο, όπου η εκφωνήτρια ανακοινώνει: «Ο Καμάλ Αμπντίκ, ο άντρας που συνελήφθη χθες ως ύποπτος για την εξαφάνιση της Μέγκαν Χίπγουελ, αφέθηκε ελεύθερος δίχως κατηγορίες. Ο Αμπντίκ, που ήταν ψυχολόγος της κυρίας Χίπγουελ, κρατούνταν από χθες αλλά αφέθηκε ελεύθερος σήμερα το πρωί, γιατί η αστυνομία λέει πως δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ώστε να του απαγγελθούν κατηγορίες». Δεν ακούω τι λέει ύστερα από αυτό. Απλώς μένω άναυδη, με τα μάτια μου να θολώνουν και τον ήχο μια βαβούρα στα αυτιά μου, να σκέφτομαι: Μα τον είχαν. Τον είχαν και τον άφησαν. Επάνω, αργότερα. Ήπια πολύ, δε βλέπω καλά την οθόνη του υπολογιστή, όλα τα βλέπω διπλά, τρεμάμενα. Μπορώ να διαβάσω μόνο αν κλείσω το ένα μάτι. Με πιάνει πονοκέφαλος. Η Κάθι έχει γυρίσει. Με φώναξε και της είπα πως είμαι ξαπλωμένη, λίγο άρρωστη. Ξέρει ότι πίνω. Με την κοιλιά μου γεμάτη αλκοόλ, νιώθω ναυτία. Δε σκέφτομαι καθαρά. Δεν έπρεπε ν’ αρχίσω να πίνω από τόσο νωρίς. Δεν έπρεπε ν’ αρχίσω να πίνω καθόλου. Τηλεφώνησα στον Σκοτ πριν από μία ώρα και ξανά πριν από μερικά λεπτά. Ούτε αυτό έπρεπε να το είχα κάνει. Απλώς θέλω να μάθω. Τι ψέματα τους αράδιασε άραγε ο Καμάλ; Τι ψέματα πίστεψαν οι ανόητοι; Η αστυνομία τα έκανε μαντάρα. Αυτή η Ράιλι φταίει, είμαι σίγουρη. Οι εφημερίδες δε βοήθησαν καθόλου. Τώρα λένε πως δεν υπήρχε κατηγορία για ενδοοικογενειακή βία. Ότι ήταν λάθος. Τον κάνουν να φαίνεται σαν θύμα.
Δε θέλω να πιω άλλο. Ξέρω ότι θα έπρεπε να χύσω το υπόλοιπο στον νεροχύτη, γιατί διαφορετικά θα βρίσκεται εκεί το πρωί και μόλις ξυπνήσω θα αρχίσω να πίνω αμέσως, κι αν ξεκινήσω, θα θέλω να συνεχίσω. Θα έπρεπε να το χύσω στον νεροχύτη, αλλά ξέρω πως δε θα το κάνω. Θα έχω να προσμένω κάτι το πρωί. Είναι σκοτεινά και ακούω κάποιον να φωνάζει το όνομά της. Μια φωνή χαμηλή στην αρχή, μα μετά πιο δυνατή. Θυμωμένη, απελπισμένη, φωνάζει το όνομα της Μέγκαν. Είναι η φωνή του Σκοτ – είναι δυσαρεστημένος μαζί της. Τη φωνάζει, ξανά και ξανά. Είναι όνειρο, νομίζω. Πασχίζω να το πιάσω, να γραπωθώ από αυτό, μα όσο περισσότερο προσπαθώ, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται.
Τετάρτη, 24 Ιουλίου 2013 Πρωί Ξυπνάω από ένα αχνό χτύπημα στην πόρτα. Η βροχή μαστιγώνει το παράθυρο· είναι περασμένες οκτώ, αλλά έξω είναι ακόμη σκοτεινά. Η Κάθι ανοίγει απαλά την πόρτα και μπαίνει στο δωμάτιο. «Ρέιτσελ; Είσαι καλά;» Βλέπει το μπουκάλι δίπλα στο κρεβάτι μου και οι ώμοι της πέφτουν. «Ω Ρέιτσελ». Έρχεται μέχρι το κρεβάτι και παίρνει το μπουκάλι. Εγώ δε βγάζω μιλιά από την ντροπή. «Δε θα πας στη δουλειά;» με ρωτάει. «Χθες πήγες;» Δεν περιμένει να απαντήσω, απλώς γυρνάει και φεύγει, λέγοντάς μου ταυτόχρονα: «Θα σε απολύσουν αν συνεχίσεις αυτό το βιολί». Θα έπρεπε να της το πω τώρα, έτσι που είναι ήδη θυμωμένη μαζί μου. Θα έπρεπε να τρέξω πίσω της και να της πω: Με απέλυσαν μήνες πριν, όταν εμφανίστηκα τύφλα στο μεθύσι έπειτα από ένα τρίωρο επαγγελματικό γεύμα με έναν πελάτη, κατά τη διάρκεια του οποίου του φέρθηκα με τόση αγένεια και αντιεπαγγελματισμό, με αποτέλεσμα το κόστος για την εταιρεία μου να είναι να τον χάσουμε από πελάτη. Όταν κλείνω τα μάτια, σχεδόν θυμάμαι την κατάληξη αυτού του επαγγελματικού γεύματος, το βλέμμα της γραμματέως καθώς μου έδινε το σακάκι μου, την είσοδό μου στο γραφείο και τις ματιές όλων που γύρισαν και με κοίταξαν. Θυμάμαι τον Μάρτιν Μάιλς να με παίρνει παράμερα και να μου λέει: «Καλύτερα να πας σπίτι σου τώρα, Μέγκαν». Ακούγεται μια βροντή, πέφτει μια αστραπή. Εγώ αναπηδώ. Τι ήταν αυτό που σκεφτόμουν τελευταίο χθες βράδυ; Ελέγχω το μικρό μαύρο μου σημειωματάριο, αλλά δεν έχω σημειώσει τίποτε από χθες το μεσημέρι και μετά: σημειώσεις για τον Καμάλ – ηλικία, εθνικότητα, καταδίκη για ενδοοικογενειακή βία. Παίρνω το στιλό και διαγράφω το τελευταίο. Κάτω, φτιάχνω έναν καφέ και ανοίγω την τηλεόραση. Η αστυνομία έκανε δηλώσεις χθες βράδυ, δείχνουν αποσπάσματα στο Sky News. Πρώτο πλάνο ο Γκάσκιλ, χλωμός, λιπόσαρκος, εξουθενωμένος. Συνεσταλμένος. Δεν αναφέρει το όνομα του Καμάλ, απλώς λέει ότι ανακρίθηκε κάποιος ύποπτος, αλλά αφέθηκε ελεύθερος δίχως κατηγορίες και ότι οι έρευνες συνεχίζονται. Οι κάμερες στρέφονται στον Σκοτ, που κάθεται σκυφτός και αμήχανος, μισοκλείνοντας τα μάτια του στο φως της κάμερας, με το πρόσωπό του αλλοιωμένο από την αγωνία. Πονάει η καρδιά μου που τον βλέπω. Μιλάει απαλά, με τα μάτια χαμηλωμένα. Λέει ότι δεν έχει χάσει τις ελπίδες του, ότι ανεξάρτητα από το τι λέει η αστυνομία, ακόμη κρέμεται από την ελπίδα ότι η Μέγκαν θα γυρίσει. Τα λόγια του ακούγονται κούφια, ψεύτικα, αλλά δίχως αυτό να φαίνεται στα μάτια του, δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί. Δεν μπορώ να πω αν στ’ αλήθεια δεν πιστεύει ότι θα γυρίσει σπίτι γιατί όλη η
πίστη που είχε κάποτε έχει χαθεί από τα γεγονότα των τελευταίων ημερών ή γιατί γνωρίζει πραγματικά ότι δεν πρόκειται να γυρίσει. Και τότε, μου έρχεται ξαφνικά η ανάμνηση ότι του τηλεφώνησα χθες. Μία φορά, δύο; Τρέχω πάνω να πάρω το κινητό μου και το βρίσκω μπερδεμένο στα σεντόνια. Έχω τρεις αναπάντητες κλήσεις: μία από τον Τομ και δύο από τον Σκοτ. Κανένα μήνυμα. Η κλήση του Τομ είναι από χθες το βράδυ, το ίδιο και η πρώτη κλήση του Σκοτ, αλλά λίγο αργότερα, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Η δεύτερη κλήση είναι από σήμερα το πρωί, λίγα λεπτά πριν. Η καρδιά μου αναθαρρεί για λίγο. Αυτό είναι καλό. Παρά τη συμπεριφορά της μητέρας του, παρά τις ξεκάθαρες προθέσεις της (σου είμαστε ευγνώμονες, τώρα ξεκουμπίσου), ο Σκοτ θέλει ακόμη να μου μιλήσει. Με χρειάζεται. Προς στιγμήν νιώθω μεγάλη τρυφερότητα για την Κάθι, την ευγνωμονώ που πήρε το μπουκάλι και πέταξε το υπόλοιπο κρασί. Πρέπει να έχω καθαρό μυαλό, για τον Σκοτ. Το έχει ανάγκη να σκέφτομαι καθαρά. Κάνω ένα ντους, ντύνομαι, φτιάχνω άλλον ένα καφέ και μετά κάθομαι στο σαλόνι, με το μικρό μαύρο σημειωματάριο δίπλα μου, και τηλεφωνώ στον Σκοτ. «Έπρεπε να μου το είχες πει», λέει αμέσως μόλις το σηκώνει, «τι είσαι». Η φωνή του είναι επίπεδη, ψυχρή. Το στομάχι μου δένεται κόμπος. Γνωρίζει. «Η ντετέκτιβ Ράιλι μου μίλησε, αφού τον άφησαν ελεύθερο. Αρνήθηκε πως είχε σχέση μαζί της. Και η μάρτυρας που το υπονόησε ήταν αναξιόπιστη, είπε. Μια αλκοολική. Πιθανώς και πνευματικά ασταθής. Δε μου είπε το όνομά της, αλλά μιλούσε για σένα, σωστά;» «Μα… όχι», λέω. «Όχι. Δεν είμαι… δεν ήμουν πιωμένη όταν τους είδα. Ήταν οκτώ και μισή το πρωί». Λες και παίζει κανένα ρόλο. «Και βρήκαν… στοιχεία, το είπαν στις ειδήσεις, βρήκαν…» «Ανεπαρκή στοιχεία». Το τηλέφωνο κλείνει.
Παρασκευή, 26 Ιουλίου 2013 Πρωί Δεν πηγαίνω πια στο υποτιθέμενο γραφείο μου. Σταμάτησα να προσποιούμαι. Ούτε από το κρεβάτι δεν μπορώ να σηκωθώ καλά καλά. Νομίζω πως η τελευταία φορά που έπλυνα τα δόντια μου ήταν την Τετάρτη. Ακόμη κάνω την άρρωστη, παρόλο που είμαι σίγουρη πως δεν πείθω κανέναν. Δεν αντέχω να σηκωθώ, να ντυθώ, να μπω στο τρένο, να πάω στο Λονδίνο, να τριγυρίζω στους δρόμους. Είναι αρκετά δύσκολο ακόμα κι όταν ο ήλιος λάμπει, πόσο μάλλον τώρα που βρέχει καταρρακτωδώς. Σήμερα είναι η τρίτη μέρα που βρέχει έτσι. Δυσκολεύομαι να κοιμηθώ, και τώρα δε φταίει μόνο το ποτό, έχω και εφιάλτες. Είμαι παγιδευμένη κάπου και ξέρω ότι κάποιος έρχεται και ότι υπάρχει διέξοδος, το ξέρω ότι υπάρχει, την έχω ξαναδεί, απλώς δεν μπορώ να βρω τον δρόμο, και όταν αυτός με πιάνει, δεν μπορώ να ουρλιάξω. Προσπαθώ, ρουφάω τον αέρα στα πνευμόνια μου και τον βγάζω με δύναμη, αλλά δε βγαίνει μιλιά, μόνο ένας πνιχτός, τραχύς ήχος, σαν κάποιος ετοιμοθάνατος να πασχίζει να πάρει ανάσα. Μερικές φορές, στους εφιάλτες μου, βρίσκω τον εαυτό μου στην υπόγεια διάβαση της οδού Μπλένεμ, η έξοδος πίσω μου είναι κλειστή και δεν μπορώ να προχωρήσω μπροστά γιατί υπάρχει κάτι εκεί, κάποιος που περιμένει, και ξυπνάω μέσα στον απόλυτο τρόμο.
Δε θα τη βρουν ποτέ. Κάθε μέρα, κάθε ώρα που περνάει σιγουρεύομαι όλο και περισσότερο. Θα καταλήξει ένα από αυτά τα ονόματα σε μία από αυτές τις ιστορίες αγνοουμένων όπου το πτώμα τους δε βρέθηκε ποτέ. Και ο Σκοτ δε θα βρει ποτέ τη γαλήνη. Δε θα έχει ποτέ ένα πτώμα να θρηνήσει, δε θα μάθει ποτέ τι της συνέβη. Δε θα υπάρξει επίλογος, αποτέλεσμα. Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι ξύπνια και το σκέφτομαι και πονάω. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο, τίποτα δεν είναι πιο επώδυνο από το να μην ξέρεις, πράγμα που δεν τελειώνει ποτέ. Του έγραψα. Παραδέχτηκα το πρόβλημά μου και μετά είπα πάλι ψέματα ότι το έχω υπό έλεγχο, ότι έχω ζητήσει βοήθεια. Του είπα ότι δεν είμαι πνευματικά ασταθής. Δεν ξέρω πια αν αυτό ισχύει. Του είπα ότι ξέρω πολύ καλά τι είδα και ότι δεν ήμουν πιωμένη εκείνη τη στιγμή. Αυτό τουλάχιστον είναι αλήθεια. Δεν απάντησε. Το περίμενα. Έχω αποκοπεί από αυτόν, είμαι αποκλεισμένη. Τα πράγματα που θέλω να του πω δε θα μπορέσω ποτέ να του τα πω. Δεν μπορώ να τα γράψω, δεν ακούγονται σωστά. Θέλω να του πω πόσο πολύ λυπάμαι που δεν ήταν αρκετό να τους οδηγήσω προς τον Καμάλ, να πω: κοιτάξτε, εκεί είναι. Έπρεπε να είχα δει κάτι. Εκείνο το βράδυ του Σαββάτου έπρεπε να είχα τα μάτια μου ανοιχτά.
Απόγευμα Είμαι μούσκεμα, παγωμένη, τα ακροδάχτυλά μου είναι άσπρα και ρυτιδιασμένα, ενώ το κεφάλι μου σφυροκοπάει από τα κατάλοιπα του μεθυσιού μου από τις πέντε η ώρα. Πράγμα που είναι σωστό, αν σκεφτούμε ότι ξεκίνησα να πίνω πριν από το μεσημέρι. Βγήκα να αγοράσω κι άλλο μπουκάλι, αλλά τα σχέδιά μου ματαιώθηκαν από το ΑΤΜ, το οποίο μου έδωσε την τρομακτική απάντηση που από καιρό φοβόμουν: ανεπαρκές υπόλοιπο λογαριασμού. Ύστερα, άρχισα να περπατάω. Περπατούσα άσκοπα για καμιά ώρα, μέσα στον κατακλυσμό. Το πεζοδρομημένο κέντρο του Άσμπερι ήταν όλο δικό μου. Κάποια στιγμή στη διάρκεια της βόλτας μου, αποφάσισα ότι πρέπει να κάνω κάτι. Πρέπει να διορθώσω το λάθος μου, την ανεπάρκειά μου. Τώρα, μουσκεμένη και σχεδόν νηφάλια, θα τηλεφωνήσω στον Τομ. Δε θέλω να μάθω τι έκανα, τι είπα εκείνο το βράδυ του Σαββάτου, αλλά πρέπει. Πρέπει να μάθω. Μπορεί να ανακαλύψω κάτι. Για κάποιο λόγο είμαι σίγουρη ότι κάτι μου διαφεύγει, κάτι σημαντικό. Ίσως να είναι αυταπάτη, ίσως να είναι μια ύστατη προσπάθεια να αποδείξω ότι δεν είμαι άχρηστη. Ίσως όμως να είναι αληθινό. «Προσπαθώ να σε βρω από τη Δευτέρα», λέει ο Τομ όταν σηκώνει το τηλέφωνο. «Τηλεφώνησα στο γραφείο σου», λέει και κάνει μια παύση, για να απορροφήσω τα λόγια του. Ήδη έχω το κάτω χέρι, νιώθω αμηχανία, ντροπή. «Πρέπει να σου μιλήσω», λέω, «για το βράδυ του Σαββάτου. Εκείνου του Σαββάτου». «Τι εννοείς; Εγώ θέλω να σου μιλήσω για τη Δευτέρα, Ρέιτσελ. Τι στο διάολο γύρευες στο σπίτι του Σκοτ Χίπγουελ;» «Είναι σημαντικό, Τομ…» «Ναι, είναι. Τι γύρευες εκεί; Ξέρεις, ελπίζω, πως μπορεί να είναι… εννοώ δεν ξέρουμε, σωστά; Μπορεί να της έκανε κάτι. Έτσι δεν είναι; Στη γυναίκα του». «Δεν έχει κάνει τίποτα στη γυναίκα του», είπα με σιγουριά. «Δεν είναι αυτός». «Και πώς στο διάολο μπορείς να το ξέρεις αυτό; Ρέιτσελ, τι συμβαίνει;» «Απλώς… πρέπει να με πιστέψεις. Δε σε πήρα γι’ αυτό. Θέλω να σου μιλήσω για το Σάββατο. Για το μήνυμα που μου άφησες. Ήσουν πολύ θυμωμένος. Είπες ότι τρόμαξα την Άννα».
«Μα το έκανες. Σε είδε να τρεκλίζεις στον δρόμο, άρχισες να της φωνάζεις. Είναι εντελώς φρικαρισμένη ύστερα από αυτό που έγινε την προηγούμενη φορά. Με την Ήβη». «Μου έκανε… μου έκανε κάτι;» «Να κάνει κάτι;» «Σ’ εμένα;» «Τι;» «Είχα ένα κόψιμο, Τομ. Στο κεφάλι μου. Αιμορραγούσα». «Κατηγορείς… κατηγορείς την Άννα ότι σε χτύπησε;» τώρα φωνάζει, είναι έξαλλος. «Σοβαρά τώρα, Ρέιτσελ. Αρκετά! Έπεισα την Άννα –περισσότερες από μία φορές– να μη σε καταδώσει στην αστυνομία, αλλά αν συνεχίσεις έτσι – να μας παρενοχλείς, να επινοείς ιστορίες…» «Δεν την κατηγορώ για τίποτα, Τομ, απλώς προσπαθώ να βγάλω μια άκρη. Δε…» «Δε θυμάσαι! Μα βέβαια. Η Ρέιτσελ δε θυμάται». Αναστενάζει αποκαμωμένος. «Κοίτα. Η Άννα σε είδε, ήσουν μεθυσμένη και φώναζες. Ήρθε να μου το πει, οπότε εγώ βγήκα να σε ψάξω. Ήσουν στον δρόμο. Νομίζω πως είχες πέσει, ήσουν πολύ αναστατωμένη. Είχες κόψει το χέρι σου». «Δεν είχα…» «Τότε είχες αίμα στο χέρι σου. Δεν ξέρω πώς βρέθηκε εκεί. Σου είπα να σε πάω σπίτι, αλλά δεν άκουγες τίποτα, ήσουν εκτός ελέγχου, δεν έβγαζαν νόημα όσα έλεγες. Άρχισες να απομακρύνεσαι, κι εγώ πήγα να φέρω το αυτοκίνητο, αλλά, όταν επέστρεψα, είχες εξαφανιστεί. Οδήγησα μέχρι τον σταθμό, μα δε σε είδα πουθενά. Έκανα μερικούς κύκλους – η Άννα φοβόταν ότι τριγύριζες κάπου εκεί, ότι θα επέστρεφες, ότι θα προσπαθούσες να μπεις στο σπίτι. Εγώ ανησυχούσα μην τσακιστείς πουθενά ή μην μπλέξεις σε μπελάδες… Οδήγησα μέχρι το Άσμπερι, σου χτύπησα το κουδούνι, αλλά δεν ήσουν σπίτι. Σε φώναξα μερικές φορές. Σου άφησα μήνυμα. Και ναι, ήμουν θυμωμένος. Εκείνη τη στιγμή πια ήμουν έξαλλος». «Συγγνώμη, Τομ», λέω. «Πραγματικά λυπάμαι». «Το ξέρω», λέει. «Πάντα λυπάσαι». «Λες ότι φώναζα στην Άννα», λέω, ζαρώνοντας και μόνο στη σκέψη αυτής της σκηνής. «Τι της έλεγα;» «Δεν ξέρω», απαντάει απότομα. «Θες να πάω να τη φωνάξω; Μήπως θες να το κουβεντιάσετε παρέα;» «Τομ…» «Λοιπόν, ειλικρινά – τι σημασία έχει τώρα;» «Είδες τη Μέγκαν Χίπγουελ εκείνο το βράδυ;» «Όχι», τώρα ακούγεται επιφυλακτικός. «Γιατί; Την είδες εσύ; Μη μου πεις ότι έκανες τίποτα!» «Όχι, φυσικά και δεν έκανα…» Σιωπή για λίγο. «Τότε γιατί ρωτάς; Ρέιτσελ, αν ξέρεις κάτι…» «Δεν ξέρω τίποτα», απαντάω. «Δεν είδα τίποτα». «Γιατί ήσουν στο σπίτι των Χίπγουελ τη Δευτέρα; Σε παρακαλώ, πες μου – για να ηρεμήσω την Άννα. Ανησυχεί». «Είχα κάτι να του πω, κάτι που πίστευα ότι θα ήταν χρήσιμο». «Δεν την είδες, ωστόσο είχες κάτι να του πεις;» Διστάζω για μια στιγμή. Δεν είμαι σίγουρη πόσα πρέπει να του αποκαλύψω, αν πρέπει να κρατήσω τις πληροφορίες μόνο για τον Σκοτ. «Για τη Μέγκαν πρόκειται», λέω. «Είχε παράνομο δεσμό». «Δεν ήξερα ότι τη γνώριζες».
«Λιγάκι», λέω. «Πώς;» «Από την γκαλερί». «Α», λέει. «Δεν το ήξερα. Λοιπόν, ποιος είναι ο τύπος;» «Ο ψυχολόγος της», του λέω. «Ο Καμάλ Αμπντίκ. Τους είδα μαζί». «Αλήθεια; Ο τύπος που συνέλαβαν; Μα νόμιζα ότι τον άφησαν ελεύθερο». «Πράγματι. Και γι’ αυτό φταίω εγώ, γιατί είμαι αναξιόπιστη μάρτυρας». Ο Τομ γελάει. Το γέλιο του είναι απαλό, φιλικό, δε με χλευάζει. «Ρέιτσελ, έλα τώρα. Έκανες το σωστό, είπες όσα ήξερες. Είμαι σίγουρος πως δε φταις εσύ». Στο βάθος, ακούω το μουρμούρισμα του παιδιού, και ο Τομ λέει κάτι σκεπάζοντας το τηλέφωνο, κάτι που δεν ακούω. «Πρέπει να κλείσω», λέει. Τον φαντάζομαι να κλείνει το τηλέφωνο, να παίρνει αγκαλιά το κοριτσάκι του, να το φιλάει, να αγκαλιάζει τη γυναίκα του. Το στιλέτο στην καρδιά μου χώνεται όλο και πιο βαθιά.
Δευτέρα, 29 Ιουλίου 2013 Πρωί Είναι 08:07 και βρίσκομαι στο τρένο. Πίσω προς το υποτιθέμενο γραφείο μου. Η Κάθι ήταν με τον Ντάμιεν όλο το Σαββατοκύριακο και όταν την είδα χθες βράδυ, δεν της έδωσα ευκαιρία να με κατσαδιάσει. Άρχισα αμέσως να απολογούμαι για τη συμπεριφορά μου, είπα ότι ένιωθα χάλια, αλλά ότι τώρα συνερχόμουν, ότι γύριζα νέα σελίδα. Δέχτηκε, ή τουλάχιστον έκανε πως δέχτηκε, τη συγγνώμη μου και με αγκάλιασε. Η καλοσύνη σε όλο της το μεγαλείο. Η Μέγκαν δεν αναφέρεται πια καθόλου στις ειδήσεις. Υπήρχε ένα άρθρο στη Sunday Times για την ανικανότητα της αστυνομίας, το οποίο αναφερόταν εν συντομία στην υπόθεση, ενώ μια ανώνυμη πηγή την περιέγραφε ως «μία από τις αμέτρητες υποθέσεις όπου η αστυνομία έκανε βιαστική σύλληψη δίχως αποδείξεις». Φτάνουμε στον σηματοδότη. Νιώθω το γνωστό τράνταγμα και τίναγμα, το τρένο επιβραδύνει, κι εγώ σηκώνω το βλέμμα, γιατί πρέπει, γιατί δεν αντέχω να μην το κάνω, αλλά τώρα πια δεν υπάρχει τίποτα να δω. Οι πόρτες και οι κουρτίνες είναι κλειστές, δεν υπάρχει τίποτα να δω πέρα από τη βροχή, ένα πυκνό πέπλο βροχής, και λασπωμένο νερό που λιμνάζει στο τέρμα του κήπου. Μου έρχεται μια ξαφνική ιδέα και κατεβαίνω στον σταθμό του Γουίτνι. Ο Τομ δεν μπόρεσε να με βοηθήσει, αλλά μήπως θα μπορούσε να το κάνει ο κοκκινομάλλης άντρας; Περιμένω τους επιβάτες να φύγουν από την αποβάθρα και μετά κάθομαι στο μοναδικό σκεπαστό παγκάκι του σταθμού. Μπορεί να φανώ τυχερή. Μπορεί να τον δω να μπαίνει στο τρένο. Θα μπορούσα να τον ακολουθήσω, θα μπορούσα να του μιλήσω. Είναι η μόνη μου ελπίδα πλέον, η τελευταία μου ζαριά. Αν κι αυτό δε φέρει αποτέλεσμα, πρέπει να ξεχάσω το ζήτημα. Απλώς πρέπει να το ξεχάσω. Περνάει μισή ώρα. Κάθε φορά που ακούω βήματα στη σκάλα, η καρδιά μου βροντοχτυπάει. Κάθε φορά που ακούω τακούνια στη σκάλα, με πιάνει αγωνία. Αν με δει η Άννα εδώ, θα βρω μεγάλο μπελά. Ο Τομ με προειδοποίησε. Την έπεισε να μην ανακατέψει την αστυνομία, αλλά αν συνεχίσω έτσι… Εννιά και τέταρτο. Μάλλον τον έχασα, εκτός κι αν πηγαίνει αργά στη δουλειά. Τώρα βρέχει πιο δυνατά και δεν αντέχω να βρεθώ πάλι άσκοπα στο Λονδίνο. Τα μόνα χρήματα που έχω είναι ένα
δεκάρικο που δανείστηκα από την Κάθι και πρέπει να το κάνω να μου φτάσει μέχρι να βρω το θάρρος να ζητήσω δάνειο από τη μητέρα μου. Κατεβαίνω τη σκάλα, σκοπεύοντας να πάω απέναντι, στην αντίθετη αποβάθρα και να γυρίσω στο Άσμπερι, όταν βλέπω τον Σκοτ να βγαίνει βιαστικός από το κιόσκι απέναντι από την είσοδο του σταθμού, με το παλτό τραβηγμένο γύρω από το πρόσωπό του. Τρέχω πίσω του και τον προλαβαίνω στη γωνία, ακριβώς απέναντι από την υπόγεια διάβαση. Αρπάζω το χέρι του, κι εκείνος γυρνάει απότομα, ξαφνιασμένος. «Σε παρακαλώ», λέω, «μπορώ να σου μιλήσω;» «Χριστέ και Κύριε», γρυλίζει. «Τι στον διάολο θες;» Οπισθοχωρώ, σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. «Συγγνώμη», λέω. «Συγγνώμη. Ήθελα απλώς να σου ζητήσω συγγνώμη, να σου εξηγήσω…» Τώρα η νεροποντή μετατρέπεται σε πραγματικό κατακλυσμό. Είμαστε οι μόνοι στον δρόμο, και οι δύο μουσκίδι. Ο Σκοτ αρχίζει να γελάει. Σηκώνει τα χέρια ψηλά και ξεκαρδίζεται. «Έλα στο σπίτι», λέει. «Θα πνιγούμε εδώ έξω». Ο Σκοτ πηγαίνει πάνω να μου φέρει μια πετσέτα, ενώ έχει βάλει νερό στην τσαγιέρα. Το σπίτι δεν είναι τόσο τακτοποιημένο όσο την προηγούμενη εβδομάδα, η μυρωδιά του αντισηπτικού έχει αντικατασταθεί από μια πιο γήινη. Στην άκρη του σαλονιού υπάρχει μια στοίβα από εφημερίδες· στο τραπεζάκι και στο τζάκι βρόμικες κούπες από καφέ. Ο Σκοτ εμφανίζεται δίπλα μου, προσφέροντάς μου την πετσέτα. «Επικρατεί χάος, το ξέρω. Η μητέρα μου κόντεψε να με τρελάνει έτσι που καθάριζε και συγύριζε συνεχώς. Είχαμε έναν μικρό καβγά. Έχει λίγες μέρες να έρθει». Το κινητό του αρχίζει να χτυπάει, το κοιτάζει και το ξαναβάζει στην τσέπη του. «Κατά φωνή κι ο γάιδαρος. Δεν το βάζει κάτω». Τον ακολουθώ στην κουζίνα. «Λυπάμαι πάρα πολύ», λέω. «Λυπάμαι για ό,τι συνέβη». «Το ξέρω. Δε φταις εσύ πάντως. Εννοώ πως… θα βοηθούσε αν δεν… ήσουν…» «Αν δεν ήμουν αλκοολική;» Καθώς σερβίρει τον καφέ, μου έχει γυρισμένη την πλάτη. «Ε, ναι, αυτό. Όμως, δεν είχαν αρκετά στοιχεία για να του απαγγείλουν κατηγορίες». Μου δίνει τον καφέ και καθόμαστε στο τραπέζι. Παρατηρώ ότι μια φωτογραφία στο τραπεζάκι είναι γυρισμένη ανάποδα. Ο Σκοτ μιλάει ακόμη. «Βρήκαν διάφορα –τρίχες, αποτυπώματα– στο σπίτι του, αλλά δεν αρνείται ότι βρισκόταν εκεί. Δηλαδή, στην αρχή το αρνήθηκε και μετά το παραδέχτηκε». «Γιατί είπε ψέματα;» «Ακριβώς. Παραδέχτηκε ότι είχε πάει στο σπίτι του δύο φορές για να μιλήσουν. Δε λέει για τι πράγμα – υπάρχει το θέμα του ιατρικού απορρήτου. Οι τρίχες και τα αποτυπώματα βρέθηκαν κάτω. Στο δωμάτιο επάνω τίποτα. Ορκίζεται ότι δεν είχαν ερωτική σχέση. Αλλά είναι ψεύτης, οπότε…» Περνάει το χέρι μπροστά από τα μάτια του. Το πρόσωπό του μοιάζει σαν να το έχει ρουφήξει ο ίδιος του ο εαυτός, οι ώμοι του είναι σκυφτοί. Δείχνει ζαρωμένος. «Βρέθηκαν ίχνη αίματος στο αυτοκίνητό του». «Ω Θεέ μου». «Ναι. Ταιριάζει με την ομάδα αίματος της Μέγκαν. Δεν ξέρουν αν μπορούν να βρουν το DNA, γιατί το δείγμα είναι πολύ μικρό. Μπορεί να μην είναι τίποτα, αυτό λένε. Μπορεί να μην είναι τίποτα. Πώς γίνεται να μην είναι τίποτα, αφού βρέθηκε αίμα της στο αυτοκίνητό του;» Κουνάει το κεφάλι του. «Είχες δίκιο. Όσα περισσότερα ακούω για τον τύπο, τόσο πιο σίγουρος νιώθω. Είχες δίκιο». Με
κοιτάζει, κατάματα, για πρώτη φορά από τη στιγμή που μπήκαμε. «Την πηδούσε, κι εκείνη ήθελε να το τελειώσει, οπότε… κάτι της έκανε. Αυτό είναι. Είμαι σίγουρος». Έχει χάσει κάθε ελπίδα, και δεν τον κατηγορώ. Έχουν περάσει πάνω από δύο εβδομάδες, το τηλέφωνό της είναι κλειστό, οι κάρτες της αχρησιμοποίητες, ενώ δεν έχει πάρει χρήματα από κανένα ΑΤΜ. Κανείς δεν την έχει δει. Έχει εξαφανιστεί. «Είπε στην αστυνομία ότι μπορεί να το έσκασε», λέει ο Σκοτ. «Ο Δρ Αμπντίκ;» Ο Σκοτ κουνάει το κεφάλι. «Είπε στην αστυνομία ότι ήταν δυστυχισμένη μαζί μου και ότι μπορεί να το έσκασε». «Προσπαθεί να ρίξει αλλού τις υποψίες, να τους κάνει να πιστέψουν ότι κάτι έκανες εσύ». «Το ξέρω. Μα φαίνεται πως χάφτουν οτιδήποτε τους λέει αυτός ο μπάσταρδος. Είμαι βέβαιος, όταν ακούω τη Ράιλι να μιλάει γι’ αυτόν. Τον συμπαθεί. Τον κακομοίρη, τον καταπιεσμένο μετανάστη». Σκύβει το κεφάλι του καταρρακωμένος. «Ίσως έχει δίκιο. Ούτως ή άλλως, είχαμε εκείνο τον καβγά. Εκείνο τον τρομερό καβγά… όμως, δεν μπορώ να πιστέψω… δεν ήταν δυστυχισμένη μαζί μου. Δεν ήταν. Δεν ήταν». Όταν το είπε την τρίτη φορά, αναρωτήθηκα αν προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του. «Αλλά αν είχε παράνομο δεσμό, θα πρέπει να ήταν δυστυχισμένη, σωστά;» «Όχι απαραίτητα», λέω. «Ίσως να ήταν μία από αυτές –πώς τις λένε;– τις ψυχαναλυτικές μεταβιβάσεις. Αυτή δεν είναι η λέξη που χρησιμοποιούν; Όταν ένας ασθενής αναπτύσσει συναισθήματα –ή νομίζει πως αναπτύσσει συναισθήματα– για τον γιατρό του; Μόνο που ο γιατρός υποτίθεται ότι πρέπει να αντιστέκεται, να δείχνει στον ασθενή ότι τα συναισθήματά του δεν είναι πραγματικά». Με κοιτάζει, αλλά νιώθω ότι δεν ακούει στ’ αλήθεια αυτά που λέω. «Τι συνέβη;» ρωτάει. «Μ’ εσένα; Παράτησες τον άντρα σου; Υπήρξε κάποιος άλλος;» Κουνάω το κεφάλι μου. «Το αντίστροφο. Η Άννα συνέβη». «Λυπάμαι». Κάνει παύση. Ξέρω τι θα ρωτήσει, οπότε, πριν το κάνει, λέω: «Ξεκίνησε από πριν. Όσο ήμασταν ακόμη παντρεμένοι. Το ποτό. Αυτό δεν ήθελες να ρωτήσεις;» Κουνάει το κεφάλι πάλι. «Προσπαθούσαμε να κάνουμε μωρό», λέω, και η φωνή μου σκαλώνει. Ακόμη μου έρχονται δάκρυα στα μάτια κάθε φορά που μιλάω γι’ αυτό. «Συγγνώμη». «Δεν πειράζει». Σηκώνεται, πηγαίνει στον νεροχύτη και μου βάζει ένα ποτήρι νερό. Το αφήνει στο τραπέζι μπροστά μου. Καθαρίζω τον λαιμό μου, προσπαθώ να είμαι όσο πιο αντικειμενική γίνεται. «Προσπαθούσαμε να κάνουμε μωρό και δεν μπορούσαμε. Έπαθα κατάθλιψη και άρχισα να πίνω. Έγινα αφόρητη στη συμβίωση, και ο Τομ έψαξε παρηγοριά αλλού. Κι εκείνη μετά χαράς του την πρόσφερε». «Λυπάμαι πολύ, αυτό είναι φρικτό. Το ξέρω… ήθελα κι εγώ παιδί. Η Μέγκαν… διαρκώς έλεγε ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμη». Τώρα είναι η σειρά του να σκουπίσει τα δάκρυα. «Αυτός ο λόγος ήταν κι ένας από τους καβγάδες μας». «Γι’ αυτό… γι’ αυτό τσακωθήκατε τη βραδιά που έφυγε;» Αναστενάζει, σπρώχνει πίσω την καρέκλα και σηκώνεται. «Όχι», λέει, γυρνώντας μου την πλάτη, «για κάτι άλλο».
Απόγευμα Την ώρα που φτάνω σπίτι, με περιμένει η Κάθι. Στέκεται στην κουζίνα, πίνοντας εκνευρισμένα ένα ποτήρι νερό. «Είχες καλή μέρα στη δουλειά;» ρωτάει με σφιγμένα χείλη. Ξέρει. «Κάθι…» «Ο Ντάμιεν είχε μια συνάντηση κοντά στο Γιούστον σήμερα. Την ώρα που έφευγε έπεσε πάνω στον Μάρτιν Μάιλς. Γνωρίζονται λίγο, θυμάσαι, από την εποχή που ο Ντάμιεν ήταν στη Laing Fund Management. Ο Μάρτιν τούς έκανε τις δημόσιες σχέσεις». «Κάθι…» Σήκωσε το χέρι της, ήπιε ακόμα μία γουλιά νερό. «Έχεις να πας εκεί μήνες. Μήνες! Ξέρεις πόσο ηλίθια νιώθω; Πόσο ηλίθιος ένιωσε ο Ντάμιεν; Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, πες μου ότι έχεις άλλη δουλειά για την οποία δε μου έχεις μιλήσει. Πες μου, σε παρακαλώ, ότι τόσο καιρό δεν προσποιούσουν ότι πήγαινες στη δουλειά. Ότι δε μου έλεγες ψέματα κάθε μέρα τόσο καιρό». «Δεν ήξερα πώς να σου το πω…» «Δεν ήξερες πώς να μου το πεις; Τι θα έλεγες για κάτι σαν: Κάθι, με απέλυσαν γιατί πήγα μεθυσμένη στη δουλειά; Τι θα έλεγες γι’ αυτό;» Μαζεύομαι, και η έκφρασή της μαλακώνει. «Λυπάμαι, ειλικρινά, Ρέιτσελ». Είναι πραγματικά πολύ καλή. «Τι κάνεις τόσο καιρό; Πού πηγαίνει0ς; Τι κάνεις όλη μέρα;» «Περπατάω. Πηγαίνω στη βιβλιοθήκη. Μερικές φορές–» «Πηγαίνεις στην παμπ;» «Μερικές φορές. Μα–» «Γιατί δε μου το είπες;» με πλησιάζει, βάζοντας τα χέρια της στους ώμους μου. «Έπρεπε να μου το πεις». «Ντρεπόμουν», λέω και ξεσπάω σε κλάματα. Είναι τρομερό, ντροπιαστικό, μα αρχίζω να κλαίω με λυγμούς, και η καημένη η Κάθι με κρατάει, μου χαϊδεύει τα μαλλιά, μου λέει ότι όλα θα πάνε καλά. Νιώθω ένα ράκος, και τότε μισώ τον εαυτό μου περισσότερο από ποτέ. Αργότερα, καθισμένες στον καναπέ με την Κάθι, πίνοντας τσάι, μου λέει πώς θα γίνουν τα πράγματα. Θα σταματήσω να πίνω, θα φτιάξω το βιογραφικό μου, θα επικοινωνήσω με τον Μάρτιν Μάιλς και θα ικετεύσω για μια συστατική επιστολή. Θα σταματήσω να σπαταλάω χρήματα σε άσκοπες διαδρομές προς το Λονδίνο. «Ειλικρινά, Ρέιτσελ, δεν μπορώ να φανταστώ πώς το έκανες αυτό τόσο καιρό». Ζαρώνω. «Τα πρωινά παίρνω το τρένο των 08:04 και το απόγευμα επιστρέφω μ’ εκείνο των 17:56. Αυτό είναι το τρένο μου. Αυτό παίρνω. Έτσι γίνεται».
Πέμπτη, 1 Αυγούστου 2013 Πρωί Κάτι καλύπτει το πρόσωπό μου, δεν μπορώ να αναπνεύσω, πνίγομαι. Όταν βγαίνω στην επιφάνεια, όταν αρχίζω να ξυπνάω, πασχίζω για μια ανάσα, το στήθος μου πονάει. Ανακάθομαι, με τα μάτια ορθάνοιχτα, και βλέπω κάτι να κινείται στην άκρη του δωματίου, μια πυκνή εστία σκότους που όλο και μεγαλώνει, και σχεδόν ουρλιάζω – μετά ξυπνάω εντελώς και δεν υπάρχει τίποτα εκεί, αλλά εγώ
ανακάθομαι στο κρεβάτι, ενώ τα μάγουλά μου είναι μούσκεμα από τα δάκρυα. Έχει σχεδόν χαράξει, το φως έξω αρχίζει να βάφεται γκρίζο, και η βροχή μαστιγώνει το παράθυρο. Δε θα ξανακοιμηθώ, όχι, με την καρδιά μου να σφυροκοπά τόσο άγρια που πονάω. Νομίζω, παρόλο που δεν είμαι σίγουρη, ότι κάτω υπάρχει λίγο κρασί, δε θυμάμαι να τελείωσα το δεύτερο μπουκάλι. Θα είναι ζεστό γιατί, φυσικά, δεν μπορώ να το βάλω στο ψυγείο· αν το κάνω, η Κάθι το πετάει. Θέλει σαν τρελή να γίνω καλά, αλλά μέχρι στιγμής τα πράγματα δεν πηγαίνουν σύμφωνα με το σχέδιό της. Στο χολ, εκεί που είναι ο μετρητής του φυσικού αερίου, υπάρχει ένα ντουλαπάκι. Αν έχει μείνει καθόλου κρασί, εκεί θα το έχω κρύψει. Βγαίνω αθόρυβα στον διάδρομο και κατεβαίνω τη σκάλα μέσα στο μισοσκόταδο. Ανοίγω το ντουλαπάκι και βγάζω το μπουκάλι· είναι απογοητευτικά ελαφρύ, θα έχει το πολύ ένα ποτήρι. Καλύτερα από το τίποτα. Παίρνω μια κούπα από το σαλόνι (σε περίπτωση που κατέβει η Κάθι, μπορώ να κάνω πως πίνω τσάι) και πετάω το μπουκάλι στον σκουπιδοτενεκέ (κρύβοντάς το κάτω από ένα κουτί γάλα και ένα σακουλάκι πατατάκια). Στο σαλόνι, ανοίγω την τηλεόραση, χαμηλώνω τελείως τη φωνή και κάθομαι στον καναπέ. Αλλάζω κανάλια – όλα έχουν παιδικά και διαφημίσεις, μέχρι που βλέπω κάτι οικείο και αναγνωρίζω το δάσος του Κόρλι, το οποίο βρίσκεται λίγο πιο κάτω από εδώ· μπορείς να το δεις από το τρένο, να το μαστιγώνει η βροχή, με τα χωράφια ανάμεσα στις σειρές των δέντρων και τις ράγες να έχουν βυθιστεί στα νερά. Δεν ξέρω γιατί μου παίρνει τόση ώρα να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Περνούν δέκα δευτερόλεπτα, δεκαπέντε, είκοσι, κοιτάζω τα αυτοκίνητα και τις γαλάζιες ταινίες και ένα λευκό σεντόνι στο βάθος, και η αναπνοή μου γίνεται όλο και πιο ρηχή, μέχρι που κόβεται εντελώς. Είναι εκείνη. Βρισκόταν από την αρχή στο δάσος, δίπλα στις γραμμές λίγο πιο κάτω από εδώ. Περνούσα από αυτά τα χωράφια κάθε μέρα, πρωί και απόγευμα, περνούσα δίπλα της ανίδεη. Στο δάσος. Φαντάζομαι έναν τάφο σκαμμένο κάτω από τους άγριους θάμνους, βιαστικά σκεπασμένο. Φαντάζομαι και χειρότερα πράγματα, απίστευτα – το κορμί της να κρέμεται από ένα σκοινί, κάπου βαθιά στο δάσος όπου δεν πηγαίνει ποτέ κανείς. Μπορεί και να μην είναι αυτή. Μπορεί να είναι κάτι άλλο. Ξέρω ότι δεν είναι κάτι άλλο. Τώρα έχει βγει ένας ρεπόρτερ στην οθόνη, με σκούρα γυαλιστερά μαλλιά κολλημένα με ζελέ. Δυναμώνω τη φωνή και τον ακούω να λέει αυτό που ήδη ξέρω, αυτό που αισθάνομαι, ότι δεν ήμουν εγώ εκείνη που δεν μπορούσε να αναπνεύσει αλλά η Μέγκαν. «Ακριβώς», λέει, μιλώντας σε κάποιον στο στούντιο, με το χέρι να πιέζει το ακουστικό στο αυτί του. «Η αστυνομία μόλις επιβεβαίωσε ότι βρέθηκε το πτώμα μιας νεαρής γυναίκας βυθισμένο στα νερά της βροχής σε ένα χωράφι εκεί που τελειώνει το δάσος του Κόρλι, το οποίο απέχει λιγότερο από δέκα χιλιόμετρα από το σπίτι της Μέγκαν Χίπγουελ. Η κυρία Χίπγουελ, όπως ξέρετε, εξαφανίστηκε στις αρχές Ιουλίου –στις 13 του μήνα, για την ακρίβεια– και κανείς δεν την είδε ξανά από τότε. Η αστυνομία λέει ότι το πτώμα, που ανακαλύφθηκε από κάποιους που έβγαζαν τον σκύλο τους βόλτα το πρωί, δεν έχει αναγνωριστεί επίσημα ακόμη. Ωστόσο, πιστεύουν ότι πρόκειται για τη Μέγκαν. Γνωρίζουμε ότι ο σύζυγος της κυρίας Χίπγουελ έχει ενημερωθεί». Σταματάει να μιλάει για λίγο. Ο εκφωνητής τού κάνει μια ερώτηση, αλλά δεν την ακούω γιατί το αίμα βράζει στα αυτιά μου. Φέρνω την κούπα στα χείλη μου και πίνω την τελευταία σταγόνα. Ο ρεπόρτερ μιλάει πάλι: «Ναι, Κέι, ακριβώς. Και υποθέτουν ότι το πτώμα ήταν θαμμένο στο δάσος για κάποιο διάστημα, πριν ξεβραστεί εδώ, στο χωράφι, από τις πρόσφατες καταιγίδες». Άρα, είναι χειρότερα, πολύ χειρότερα απ’ όσο φανταζόμουν. Μπορώ να τη δω τώρα, με το
κατεστραμμένο της πρόσωπο να βγαίνει στην επιφάνεια του λασπωμένου νερού, να αναδύεται σαν να έσκαβε μέσα από τον τάφο της. Γεύομαι καυτό υγρό, χολή και πικρό κρασί και τρέχω πάνω για να ξεράσω.
Απόγευμα Έμεινα στο κρεβάτι σχεδόν όλη μέρα. Προσπάθησα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα στο κεφάλι μου, προσπάθησα να συναρμολογήσω, από τις αναμνήσεις, τα διάφορα στιγμιότυπα και τα όνειρά μου, τι συνέβη το βράδυ του Σαββάτου. Στην προσπάθειά μου να βγάλω κάποια άκρη, να δω τα πράγματα ξεκάθαρα, κάθισα να τα γράψω. Το τρίξιμο του στιλό στο χαρτί έμοιαζε με ψίθυρο· με τσίτωσε κι άρχισα να νιώθω ότι ήταν και κάποιος άλλος στο διαμέρισμα, στην άλλη πλευρά της πόρτας, και διαρκώς φανταζόμουν εκείνη. Σχεδόν φοβόμουν ν’ ανοίξω την πόρτα του υπνοδωματίου, αλλά όταν το έκανα, δεν υπήρχε κανείς, φυσικά. Πήγα κάτω και άνοιξα την τηλεόραση. Ακόμη εναλλάσσονταν οι ίδιες εικόνες: το πλημμυρισμένο χωράφι, τα περιπολικά στον λασπωμένο δρόμο, το φρικτό λευκό σεντόνι, όλα μια γκρίζα θολούρα, και ξαφνικά η Μέγκαν, να χαμογελάει στον φακό, ακόμη όμορφη, ανέγγιχτη. Μετά ο Σκοτ, με σκυμμένο το κεφάλι, να διώχνει τους φωτογράφους προσπαθώντας να φτάσει μέχρι την πόρτα του, συνοδευόμενος από τη Ράιλι. Έπειτα το ιατρείο του ψυχολόγου, ο χώρος εργασίας του Καμάλ. Από αυτόν, ωστόσο, κανένα ίχνος. Δεν ήθελα ν’ ακούσω τη μουσική επένδυση, αλλά έπρεπε να δυναμώσω τη φωνή για να σταματήσω ν’ ακούω το κουδούνισμα στ’ αυτιά μου. Η αστυνομία λέει ότι η γυναίκα, που ακόμη δεν έχει αναγνωριστεί επισήμως, είναι νεκρή εδώ και κάποιο καιρό, πιθανόν μερικές εβδομάδες. Λένε ότι η αιτία θανάτου δεν έχει εξακριβωθεί. Λένε ότι δεν υπάρχει σεξουαλικό κίνητρο για τον φόνο. Αυτό μου ακούγεται ηλίθιο. Ξέρω τι εννοούν, εννοούν ότι δε βιάστηκε, κάτι που, φυσικά, είναι καλό, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν υπήρχε σεξουαλικό κίνητρο. Εμένα μου φαίνεται ότι ο Καμάλ την ήθελε και δεν μπορούσε να την έχει, ότι εκείνη θα πρέπει να θέλησε να λήξει τη σχέση, κι εκείνος δεν το δέχτηκε. Αυτό δεν είναι σεξουαλικό κίνητρο; Δεν αντέχω να βλέπω άλλο ειδήσεις, γι’ αυτό πηγαίνω πάλι πάνω και χώνομαι κάτω από το πάπλωμα. Αδειάζω την τσάντα μου, κοιτάζω τις σημειώσεις που έχω γράψει πρόχειρα σε ένα κομμάτι χαρτί, όλες τις αποσπασματικές πληροφορίες που έχω συγκεντρώσει, τις αναμνήσεις που ξεγλιστρούν σαν σκιές, και αναρωτιέμαι γιατί το κάνω αυτό. Ποιος ο λόγος;
ΜΕΓΚΑΝ
Πέμπτη, 13 Ιουνίου 2013 Πρωί Δεν μπορώ να κοιμηθώ με αυτή τη ζέστη. Αόρατα μαμούνια σέρνονται πάνω στο δέρμα μου, έχω ένα εξάνθημα στο στήθος, δεν μπορώ να βολευτώ. Και ο Σκοτ μοιάζει να εκπέμπει θερμότητα· είναι σαν να είμαι ξαπλωμένη δίπλα σε φωτιά. Δεν μπορώ να απομακρυνθώ αρκετά από δίπλα του, κρέμομαι σχεδόν στην άκρη του κρεβατιού, με τα σκεπάσματα πεταμένα. Δεν αντέχεται. Σκέφτηκα να πάω να ξαπλώσω στο στρώμα που έχουμε στο άδειο δωμάτιο, αλλά δεν του αρέσει να ξυπνάει και να μη με βρίσκει δίπλα του. Μερικές φορές μού έρχεται να του φωνάξω: Άσε με επιτέλους. Άσε με. Άσε με να ανασάνω. Έτσι, λοιπόν, δεν μπορώ να κοιμηθώ και εκνευρίζομαι. Αισθάνομαι ότι έχουμε ήδη τσακωθεί, παρόλο που ο τσακωμός είναι μόνο στη φαντασία μου. Στο κεφάλι μου, οι σκέψεις στριφογυρίζουν με μανία. Νιώθω ότι πνίγομαι. Πότε μίκρυνε τόσο αυτό το αναθεματισμένο σπίτι; Πότε έγινε τόσο βαρετή η ζωή μου; Αυτό ήθελα πραγματικά; Δε θυμάμαι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πριν από μερικούς μήνες ένιωθα καλύτερα, ενώ τώρα δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ, ούτε να κοιμηθώ, ούτε να ζωγραφίσω, και η λαχτάρα μου να το βάλω στα πόδια μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Τις νύχτες που μένω ξύπνια στο κρεβάτι ακούω έναν ψίθυρο στο κεφάλι μου, χαμηλό αλλά ασταμάτητο, αδιαμφισβήτητο. Όταν κλείνω τα μάτια, το μυαλό μου γεμίζει με εικόνες παλιών και μελλοντικών ζωών, με τα πράγματα που ονειρευόμουν ότι ήθελα, με τα πράγματα που είχα και πέταξα. Δε βολεύομαι, γιατί όπου και να γυρίσω πέφτω σε αδιέξοδο: η κλειστή γκαλερί, τα σπίτια αυτού του δρόμου, οι προσποιητές φιλίες με τις γυναίκες από το πιλάτες, οι γραμμές στο τέρμα του κήπου με τα τρένα τους, που πάντα μεταφέρουν άλλους κάπου αλλού, θυμίζοντάς μου, ξανά και ξανά, δεκάδες φορές τη μέρα, ότι εγώ δεν πάω πουθενά. Νιώθω ότι τρελαίνομαι. Ωστόσο, μερικούς μήνες πριν, ένιωθα καλύτερα, βελτιωνόμουν. Ήμουν καλά. Κοιμόμουν, δε ζούσα με τον φόβο ότι θα έβλεπα εφιάλτες. Μπορούσα και ανέπνεα. Ναι, και τότε ήθελα να το βάλω στα πόδια. Μερικές φορές όμως. Όχι κάθε μέρα. Οι συζητήσεις με τον Καμάλ με βοήθησαν, αυτό είναι σίγουρο. Μου άρεσαν. Μου άρεσε εκείνος. Με έκανε πιο ευτυχισμένη. Και τώρα όλα αυτά μοιάζουν μισοτελειωμένα – δεν κατάφερα να φτάσω στην καρδιά του προβλήματος. Γι’ αυτό φταίω εγώ, φυσικά, γιατί φέρθηκα ανόητα, παιδιάστικα, γιατί δε μου άρεσε το συναίσθημα της απόρριψης. Πρέπει να μάθω να χάνω πού και πού. Τώρα νιώθω αμήχανα, ντρέπομαι. Το πρόσωπό μου κοκκινίζει και μόνο στη σκέψη. Δε θέλω να του αφήσω τέτοια εντύπωση, θέλω να με δει πάλι, να με δει καλύτερα. Και πιστεύω ότι αν πήγαινα να τον συναντήσω, θα με βοηθούσε. Έτσι είναι αυτός. Πρέπει να τελειώσω την ιστορία. Πρέπει να την πω σε κάποιον, έστω μία φορά. Να την πω δυνατά. Αν δεν τη βγάλω από μέσα μου, θα με διαλύσει. Η τρύπα μέσα μου, αυτή που άφησαν, θα μεγαλώνει όλο και περισσότερο, μέχρι που θα με κατασπαράξει. Θα πρέπει να καταπιώ την περηφάνια και την ντροπή μου και να πάω σε αυτόν. Θα αναγκαστεί να
με ακούσει. Θα τον αναγκάσω εγώ.
Απόγευμα Ο Σκοτ νομίζει ότι είμαι σινεμά με την Τάρα. Στέκομαι έξω από το διαμέρισμα του Καμάλ ένα τέταρτο, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου να χτυπήσει το κουδούνι. Όμως, φοβάμαι πώς θα με κοιτάξει, μετά την τελευταία φορά. Πρέπει να του δείξω ότι λυπάμαι, οπότε ντύθηκα ανάλογα, απλά και απέριττα, με ένα τζιν κι ένα μπλουζάκι και ελάχιστο μακιγιάζ. Πρέπει να καταλάβει ότι δεν προσπαθώ να τον αποπλανήσω. Νιώθω τον σφυγμό μου να ανεβαίνει, καθώς πλησιάζω την πόρτα και χτυπάω το κουδούνι. Καμία απάντηση. Τα φώτα είναι αναμμένα, αλλά δεν εμφανίζεται κανείς. Ίσως να με είδε που στεκόμουν απ’ έξω, που παραφυλούσα· ίσως να είναι πάνω, ελπίζοντας πως αν με αγνοήσει θα φύγω. Δεν πρόκειται. Δεν ξέρει πόσο αποφασιστικός χαρακτήρας είμαι. Αν πάρω την απόφαση, δε μου αλλάζει κανείς γνώμη. Χτυπάω ξανά και ξανά, για τρίτη φορά, και τότε ακούω βήματα στη σκάλα και η πόρτα ανοίγει. Φοράει φόρμα και λευκό μακό, είναι ξυπόλυτος, με μαλλιά βρεγμένα και πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο. «Μέγκαν». Έκπληκτος, αλλά όχι θυμωμένος, καλά ξεκινήσαμε. «Είσαι καλά; Όλα καλά;» «Συγγνώμη», λέω, και κάνει ένα βήμα πίσω για να με αφήσει να περάσω. Νιώθω να με πλημμυρίζει ένα κύμα ευγνωμοσύνης τόσο δυνατό, που σχεδόν μοιάζει με έρωτα. Με πηγαίνει στην κουζίνα. Επικρατεί ένα χάος: βρόμικα πιάτα στοιβαγμένα στον νεροχύτη και στον πάγκο, άδεια κουτιά από φαγητά που ξεχειλίζουν από τον κάδο των σκουπιδιών. Αναρωτιέμαι αν έχει κατάθλιψη. Στέκομαι στην πόρτα· εκείνος γέρνει στον πάγκο απέναντί μου και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος. «Τι μπορώ να κάνω για σένα;» ρωτάει, με εντελώς ανέκφραστο ύφος, το ύφος του ψυχολόγου. Με κάνει να θέλω να τον τσιμπήσω, μόνο για να τον κάνω να γελάσει λίγο. «Πρέπει να σου πω», αρχίζω να λέω και μετά σταματάω, γιατί, φυσικά, δεν μπορώ να μπω έτσι γρήγορα στο θέμα, χρειάζομαι μια εισαγωγή. Οπότε αλλάζω τακτική. «Ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη», λέω, «για τις προάλλες». «Δεν πειράζει», απαντάει. «Μην ανησυχείς. Αν θέλεις να μιλήσεις, μπορώ να σου συστήσω κάποιον άλλο, εγώ όμως δεν μπορώ–» «Σε παρακαλώ, Καμάλ». «Μέγκαν, δεν μπορώ να σε συμβουλεύω άλλο πια». «Το ξέρω. Το ξέρω αυτό. Όμως, δεν μπορώ να ξεκινήσω από την αρχή με άλλον. Δεν μπορώ. Φτάσαμε τόσο μακριά. Ήμασταν τόσο κοντά. Απλώς πρέπει να σου πω. Μία μόνο φορά. Και μετά θα φύγω, το υπόσχομαι. Δε θα σε ενοχλήσω ποτέ ξανά». Γέρνει το κεφάλι στο πλάι. Δε με πιστεύει, το καταλαβαίνω. Νομίζει πως αν υποχωρήσει τώρα, δε θα με ξεφορτωθεί ποτέ. «Άκουσέ με, σε παρακαλώ. Αυτό δε θα συνεχιστεί για πάντα, απλώς χρειάζομαι κάποιον να με ακούσει». «Ο άντρας σου;» ρωτάει, κι εγώ κουνάω το κεφάλι. «Δεν μπορώ, δεν μπορώ να του το πω. Δεν μπορώ. Όχι, έπειτα από τόσο καιρό. Δε θα… δε θα
μπορούσε να με αντικρίσει ξανά. Θα γινόμουν κάποια άλλη για κείνον, δε θα ήξερε πώς να με συγχωρήσει. Σε παρακαλώ, Καμάλ. Αν δε φτύσω από μέσα μου το δηλητήριο, νιώθω ότι δε θα μπορέσω να κοιμηθώ ποτέ ξανά. Απλώς άκουσέ με σαν φίλος, όχι σαν ψυχολόγος». Οι ώμοι του πέφτουν λίγο, γυρίζει από την άλλη, κι εγώ νομίζω πως όλα τελείωσαν. Η καρδιά μου βουλιάζει. Και τότε ανοίγει ένα ντουλάπι και βγάζει δύο ποτήρια. «Σαν φίλος, λοιπόν. Θα ήθελες λίγο κρασί;» Με πηγαίνει στο σαλόνι. Είναι αχνά φωτισμένο από λάμπες δαπέδου, το ίδιο παραμελημένο με την κουζίνα. Καθόμαστε ο ένας απέναντι από τον άλλο στο γυάλινο τραπέζι, που είναι γεμάτο χαρτιά, περιοδικά και καταλόγους εστιατορίων. Τα χέρια μου σφίγγουν το ποτήρι. Πίνω μια γουλιά. Είναι κόκκινο αλλά κρύο, καλούτσικο. Καταπίνω, πίνω ακόμα μία γουλιά. Με περιμένει να ξεκινήσω, μα είναι δύσκολο, πιο δύσκολο απ’ ό,τι φανταζόμουν. Τόσο καιρό κρατούσα μέσα μου αυτό το μυστικό – μία δεκαετία, πάνω από το ένα τρίτο της ζωής μου. Δεν είναι εύκολο να το ξεστομίσω. Απλώς ξέρω ότι πρέπει ν’ αρχίσω να μιλάω. Αν δεν το κάνω τώρα, μπορεί να μη βρω ποτέ το θάρρος να πω τα λόγια αυτά δυνατά, μπορεί να τα χάσω, μπορεί να κολλήσουν στον λαιμό μου και να με πνίξουν στον ύπνο μου. «Αφότου έφυγα από το Ίπσουιτς, πήγα να μείνω με τον Μακ, στο αγροτόσπιτό του έξω από το Χόλκαμ, στο τέρμα ενός αδιέξοδου δρόμου. Σου το είπα αυτό, σωστά; Ήταν πολύ απομονωμένα, καθώς ο κοντινότερος γείτονας απείχε κάποια χιλιόμετρα κι ακόμα περισσότερο απείχαν τα κοντινότερα μαγαζιά. Στην αρχή, κάναμε πολλά πάρτι, είχαμε συχνά καλεσμένους που κοιμούνταν στους καναπέδες στο σαλόνι ή στις αιώρες έξω το καλοκαίρι. Όμως, κουραστήκαμε με αυτή την κατάσταση, και ο Μακ ξέκοψε τελικά απ’ όλους, οπότε ο κόσμος σταμάτησε να έρχεται και ήμασταν μόνο οι δυο μας. Περνούσαν μέρες δίχως να δούμε κανέναν. Ψωνίζαμε τρόφιμα από το βενζινάδικο. Είναι περίεργο τώρα που το σκέφτομαι, αλλά τότε το χρειαζόμουν, ύστερα απ’ όλα όσα είχαν συμβεί – μετά το Ίπσουιτς και όλους εκείνους τους άντρες, όλα αυτά που έκανα. Μου άρεσε, μόνο ο Μακ κι εγώ και οι παλιές γραμμές του τρένου και το γρασίδι και οι αμμόλοφοι και η αεικίνητη γκρίζα θάλασσα». Ο Καμάλ γέρνει το κεφάλι στο πλάι και μου χαμογελάει ελαφρά. Νιώθω τα σωθικά μου να ανακατεύονται. «Όμορφο ακούγεται. Αλλά μήπως το ωραιοποιείς; “Η αεικίνητη γκρίζα θάλασσα”;» «Ξέχνα το αυτό», λέω, κάνοντας ένα νεύμα με το χέρι. «Και όχι, δεν το κάνω. Έχεις πάει ποτέ στο βόρειο Νόρφολκ; Δεν είναι Αδριατική. Η θάλασσα εκεί είναι αεικίνητη και πραγματικά γκρίζα». Σηκώνει το χέρι και χαμογελάει. «Εντάξει». Αμέσως νιώθω καλύτερα, καθώς η ένταση ξεχύνεται από τον αυχένα και τους ώμους μου. Πίνω άλλη μία γουλιά κρασί· τώρα μου φαίνεται πικρό. «Ήμουν ευτυχισμένη με τον Μακ. Ξέρω ότι δεν ακούγεται σαν το μέρος που θα άρεσε σ’ εμένα, η ζωή που θα ήθελα, αλλά τότε, μετά τον θάνατο του Μπεν και όλα όσα ακολούθησαν, ήταν αυτό που επιθυμούσα. Ο Μακ με έσωσε. Με πήρε υπό την προστασία του, με αγάπησε, με κράτησε ασφαλή. Και δεν ήταν βαρετός. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, παίρναμε πολλά ναρκωτικά, και δύσκολα βαριέσαι όταν είσαι διαρκώς φτιαγμένος. Ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη». Ο Καμάλ κουνάει το κεφάλι του. «Καταλαβαίνω, αν και αυτό δε μου ακούγεται πραγματική ευτυχία», λέει. «Δεν είναι το είδος της ευτυχίας που μπορεί να διαρκέσει, που μπορεί να σε υποστηρίξει». Γελάω. «Ήμουν δεκαεπτά ετών. Ήμουν με έναν άντρα που με ενθουσίαζε, που με λάτρευε. Είχα φύγει επιτέλους από τους γονείς μου, από το σπίτι όπου τα πάντα, τα πάντα μού θύμιζαν τον νεκρό
αδερφό μου. Δε με ένοιαζε αν θα διαρκούσε. Ήταν αυτό που χρειαζόμουν τότε». «Λοιπόν, τι συνέβη;» Και τότε το δωμάτιο μοιάζει να σκοτεινιάζει. Εδώ είμαστε, στο θέμα που δεν έχω συζητήσει ποτέ ξανά. «Έμεινα έγκυος». Κάνει ένα νεύμα και περιμένει να συνεχίσω. Ένα κομμάτι του εαυτού μου θέλει να με σταματήσει ο Καμάλ, να μου κάνει περισσότερες ερωτήσεις, αλλά δεν το κάνει, απλώς περιμένει. Σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο. «Όταν το κατάλαβα, ήταν πολύ αργά… για να το ρίξω. Για να τη ρίξω. Αυτό θα είχα κάνει, αν δεν ήμουν τόσο ηλίθια, τόσο ανίδεη… Η αλήθεια είναι πως δεν την ήθελε κανείς από τους δυο μας». Ο Καμάλ σηκώνεται, πηγαίνει στην κουζίνα και μου φέρνει μια χαρτοπετσέτα για να σκουπίσω τα μάτια μου. Μου τη δίνει και κάθεται πάλι. Περνάει λίγη ώρα μέχρι να συνεχίσω. Ο Καμάλ κάθεται όπως ακριβώς έκανε στις συνεδρίες, με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου, με τα χέρια του πλεγμένα στο τραπεζάκι μπροστά του, υπομονετικός, ακίνητος. Πρέπει να απαιτεί μεγάλο αυτοέλεγχο αυτή η ακινησία, αυτή η παθητικότητα· πρέπει να είναι εξουθενωτική. Τα πόδια μου τρέμουν, το γόνατό μου τινάζεται σαν να είμαι μαριονέτα. Σηκώνομαι όρθια για να το σταματήσω. Πηγαίνω μέχρι την πόρτα της κουζίνας και επιστρέφω, ξύνοντας τις παλάμες μου. «Φερθήκαμε και οι δύο πολύ ανόητα», του λέω. «Ούτε καν είχαμε πάρει χαμπάρι τι συνέβαινε, απλώς συνεχίζαμε. Δεν πήγα στον γιατρό, δεν τρεφόμουν σωστά, ούτε έπαιρνα βιταμίνες, δεν έκανα τίποτε από αυτά που θα έπρεπε. Απλώς συνεχίζαμε να ζούμε τη ζωή μας. Δεν καταλαβαίναμε ότι κάτι είχε αλλάξει. Πάχυνα, έγινα πιο δυσκίνητη, κουραζόμουν εύκολα, γίναμε και οι δύο ευερέθιστοι και τσακωνόμασταν συνεχώς, αλλά τίποτα δεν είχε αλλάξει στην ουσία μέχρι που ήρθε εκείνη». Με αφήνει να κλάψω. Στο μεταξύ, έρχεται και κάθεται στην καρέκλα δίπλα μου, έτσι που τα γόνατά του αγγίζουν τον μηρό μου. Σκύβει. Δε με αγγίζει, αλλά τα κορμιά μας είναι κοντά, μυρίζω το άρωμά του, καθαρό μέσα στο βρόμικο δωμάτιο, έντονο και αυστηρό. Η φωνή μου είναι ένας ψίθυρος, δε νιώθω καλά να ξεστομίζω δυνατά τα λόγια αυτά. «Τη γέννησα στο σπίτι», είπα. «Ήταν ανόητο, αλλά είχα αυτό το θέμα με τα νοσοκομεία τότε, γιατί η τελευταία φορά που πήγα σε νοσοκομείο ήταν όταν σκοτώθηκε ο Μπεν. Επίσης, δεν είχα πάει να κάνω ούτε έναν υπέρηχο, κάπνιζα, έπινα λίγο, δεν άντεχα το κήρυγμα. Δεν άντεχα ν’ αντιμετωπίσω τίποτε από αυτά. Νομίζω… ότι μέχρι το τέλος δεν πίστευα πως όλο αυτό ήταν αληθινό, πως πράγματι θα συνέβαινε. »Ο Μακ είχε μια φίλη που ήταν νοσοκόμα ή είχε παρακολουθήσει κάποια σεμινάρια νοσηλευτικής ή κάτι τέτοιο. Ήρθε και βοήθησε. Δεν ήταν τόσο άσχημα. Δηλαδή, ήταν φρικτό, φυσικά και ήταν, επώδυνο και τρομακτικό, μα… μετά βγήκε. Ήταν μικροσκοπική, πολύ μικροσκοπική. Δε θυμάμαι ακριβώς το βάρος της. Δεν είναι τρομερό;» Ο Καμάλ δε λέει τίποτα, ούτε καν κουνιέται. «Ήταν πανέμορφη. Είχε σκούρα μάτια και ξανθά μαλλιά. Δεν έκλαιγε πολύ, κοιμόταν καλά, από την αρχή. Ήταν πολύ καλή. Ήταν καλό κορίτσι». Πρέπει να σταματήσω για λίγο. «Νόμιζα πως τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα, μα δεν ήταν». Είναι σκοτεινά, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, αλλά όταν σηκώνω το βλέμμα, ο Καμάλ βρίσκεται εκεί, με τα μάτια καρφωμένα πάνω μου, με ύφος τρυφερό. Ακούει, θέλει να του μιλήσω. Το στόμα μου έχει στεγνώσει, γι’ αυτό πίνω άλλη μια γουλιά κρασί. Πονάω όταν καταπίνω. «Τη βγάλαμε Ελίζαμπεθ. Λίμπι». Νιώθω πολύ παράξενα να λέω το όνομά της δυνατά έπειτα από τόσο καιρό. «Λίμπι», λέω πάλι, απολαμβάνοντας τη γεύση του ονόματός της στο στόμα μου. Θέλω να το πω ξανά και ξανά. Ο
Καμάλ απλώνει το χέρι του και πιάνει το δικό μου, με τον αντίχειρά του πάνω στον καρπό μου, στον σφυγμό μου. «Μια μέρα τσακωθήκαμε. Ο Μακ κι εγώ. Δε θυμάμαι για ποιο λόγο, πού και πού τσακωνόμασταν – μικροί καβγάδες που εξελίσσονταν σε μεγάλους, δίχως βία, τίποτα τέτοιο, αλλά ουρλιάζαμε ο ένας στον άλλο και τον απειλούσα ότι θα έφευγα ή εκείνος έφευγε από το σπίτι και δεν τον έβλεπα για κάνα δυο μέρες». «Ήταν ο πρώτος τσακωμός μετά τη γέννηση του μωρού – η πρώτη φορά που έφυγε και με άφησε μόνη. Εκείνη ήταν… ήταν μόλις λίγων μηνών. Η στέγη έσταζε. Το θυμάμαι αυτό: τον ήχο του νερού που έσταζε σε κουβάδες στην κουζίνα. Έκανε παγωνιά, ο άνεμος ερχόταν από τη θάλασσα· έβρεχε για μέρες. Άναψα φωτιά στο σαλόνι, αλλά συνεχώς έσβηνε. Ήμουν πολύ κουρασμένη. Έπινα μόνο και μόνο για να ζεσταθώ, αλλά δεν τα κατάφερνα, οπότε αποφάσισα να μπω στην μπανιέρα. Πήρα μαζί μου τη Λίμπι και την ακούμπησα στο στήθος μου, με το κεφαλάκι της κάτω από το πιγούνι μου». Το δωμάτιο σκοτεινιάζει όλο και περισσότερο, μέχρι που βρίσκομαι ξανά εκεί, μέσα στο νερό, με το κορμάκι της πάνω στο δικό μου, και ένα κερί να τρεμοπαίζει πίσω από το κεφάλι μου. Το ακούω που τσιτσιρίζει, το μυρίζω, νιώθω την παγωνιά στον αυχένα και τους ώμους μου. Είμαι βαριά, το κορμί μου βυθίζεται στη ζεστασιά. Είμαι εξαντλημένη. Και τότε, ξαφνικά, το κερί σβήνει και παγώνω. Κρυώνω πολύ και τα δόντια μου χτυπάνε, τρέμω σύγκορμη, το ίδιο μοιάζει να τρέμει και το σπίτι, ο άνεμος ουρλιάζει, ξεκολλώντας τις πλάκες της στέγης. «Αποκοιμήθηκα», λέω και μετά δεν μπορώ να πω άλλα, γιατί τη νιώθω πάλι, όχι πια στο στήθος μου, αλλά με το κορμάκι της σφηνωμένο ανάμεσα στο χέρι μου και την μπανιέρα, το προσωπάκι της μέσα στο νερό. Κρυώναμε και οι δύο πάρα πολύ. Για μια στιγμή, κανένας από τους δυο μας δεν κινείται. Δεν αντέχω να τον αντικρίσω, αλλά όταν το κάνω, δεν απομακρύνεται από μένα. Δε λέει κουβέντα. Με αγκαλιάζει από τους ώμους και με τραβάει κοντά του, με το πρόσωπό μου πάνω στο στέρνο του. Εισπνέω τη μυρωδιά του και περιμένω να νιώσω διαφορετικά, ελαφρύτερη, να νιώσω καλύτερα ή χειρότερα τώρα που το γνωρίζει ακόμα μία ψυχή. Νομίζω ότι νιώθω ανακούφιση, γιατί από την αντίδρασή του καταλαβαίνω ότι έκανα το σωστό, δεν είναι θυμωμένος μαζί μου, δεν πιστεύει ότι είμαι ένα τέρας. Είμαι ασφαλής εδώ, απολύτως ασφαλής μαζί του. Δεν ξέρω πόση ώρα μένω έτσι στην αγκαλιά του, αλλά όταν συνέρχομαι, χτυπάει το κινητό μου. Δεν απαντάω, όμως ένα λεπτό αργότερα ακούγεται ο ήχος γραπτού μηνύματος. Είναι από τον Σκοτ. Πού είσαι; Και δευτερόλεπτα ύστερα από αυτό, το κινητό αρχίζει πάλι να χτυπάει. Είναι η Τάρα. Αφήνω την αγκαλιά του Καμάλ και απαντάω. «Μέγκαν, δεν ξέρω τι κάνεις, αλλά πρέπει να τηλεφωνήσεις στον Σκοτ. Με έχει πάρει τέσσερις φορές. Του είπα ότι πετάχτηκες στην κάβα να πάρεις κρασί, αλλά δε νομίζω πως με πίστεψε. Λέει ότι δε σηκώνεις το τηλέφωνό σου». Ακούγεται θυμωμένη, και ξέρω ότι πρέπει να την κατευνάσω, αλλά δεν έχω τη δύναμη. «Εντάξει», λέω. «Θα τον πάρω τώρα». «Μέγκαν–» λέει, αλλά κλείνω το τηλέφωνο πριν προλάβει να πει άλλη λέξη. Είναι λίγο μετά τις δέκα. Είμαι εδώ πάνω από δύο ώρες. Κλείνω το κινητό μου και γυρίζω προς τον Καμάλ. «Δε θέλω να πάω σπίτι», λέω. Κουνάει το κεφάλι, αλλά δε μου λέει να μείνω. Αντίθετα, λέει: «Μπορείς να ξανάρθεις αν θες. Μια
άλλη φορά». Κάνω ένα βήμα μπροστά, μειώνοντας την απόσταση ανάμεσά μας, σηκώνομαι στις μύτες των ποδιών μου και τον φιλάω στα χείλη. Δεν αποτραβιέται.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Σάββατο, 3 Αυγούστου 2013 Πρωί Χθες βράδυ ονειρεύτηκα πως περπατούσα μόνη στο δάσος. Ήταν σούρουπο ή αυγή, δεν είμαι σίγουρη, αλλά ήταν και κάποιοι άλλοι εκεί μαζί μου. Δεν τους έβλεπα, απλώς ήξερα πως ήταν εκεί, με πλησίαζαν. Δεν ήθελα να με δουν, ήθελα να το βάλω στα πόδια, μα δεν μπορούσα, τα άκρα μου ήταν ασήκωτα, ενώ όταν προσπάθησα να φωνάξω, δε βγήκε ήχος από το στόμα μου. Όταν ξυπνάω, ένας λαμπερός ήλιος τρυπώνει από τις χαραμάδες της κουρτίνας. Η βροχή σταμάτησε, το έκανε το έργο της. Το δωμάτιο είναι ζεστό· μυρίζει απαίσια, κλεισούρα και ξινίλα – έχω από την Πέμπτη να βγω από εδώ μέσα. Έξω από το δωμάτιο, ακούω την ηλεκτρική σκούπα να γουργουρίζει. Η Κάθι καθαρίζει. Θα βγει αργότερα· όταν φύγει, θα επιχειρήσω να ξεμυτίσω. Δεν ξέρω τι θα κάνω, φαίνεται πως δεν ορίζω και πολύ τον εαυτό μου. Ίσως πιω ακόμα μία μέρα, και από αύριο θα μπω σε μια σειρά. Το κινητό μου δονείται ελαφρά, δείχνοντάς μου ότι πέφτει η μπαταρία του. Το παίρνω για να το βάλω να φορτίσει και διαπιστώνω ότι έχω δύο αναπάντητες κλήσεις από χθες το βράδυ. Καλώ τον τηλεφωνητή. Έχω ένα μήνυμα. «Ρέιτσελ, γεια. Η μαμά είμαι. Άκου, έρχομαι Λονδίνο αύριο. Το Σάββατο. Έχω να κάνω κάτι ψώνια. Θες να συναντηθούμε για κανέναν καφέ; Αγάπη μου, δεν είναι καλή εποχή τώρα να έρθεις να μείνεις μαζί μου. Υπάρχει… λοιπόν, έχω έναν καινούργιο φίλο, και ξέρεις πώς είναι τον πρώτο καιρό». Γελάει νευρικά. «Τέλος πάντων, μετά χαράς θα σου δανείσω χρήματα για να βολευτείς μερικές εβδομάδες. Θα το συζητήσουμε αύριο. Εντάξει, καλή μου. Γεια». Θα πρέπει να είμαι ειλικρινής μαζί της, να της πω ακριβώς πόσο άσχημα είναι τα πράγματα. Αυτή βέβαια δεν είναι μια συζήτηση που θέλω να την κάνω νηφάλια. Σηκώνομαι με κόπο από το κρεβάτι. Μπορώ να πάω τώρα στα μαγαζιά και να πιω δύο ποτηράκια πριν βγω. Να μου φύγει το άγχος. Κοιτάζω πάλι το κινητό μου, ελέγχω τις αναπάντητες κλήσεις. Μόνο η μία είναι από τη μητέρα μου – η άλλη είναι από τον Σκοτ. Μου άφησε ένα μήνυμα στη μία παρά τέταρτο τα ξημερώματα. Κάθομαι εκεί, με το τηλέφωνο στο χέρι, κι αναρωτιέμαι αν πρέπει να του τηλεφωνήσω. Όχι τώρα, είναι νωρίς. Αργότερα ίσως; Ύστερα από κάνα δυο ποτηράκια. Βάζω το κινητό στην πρίζα να φορτίσει, ανοίγω τις κουρτίνες και το παράθυρο, μετά πηγαίνω στο μπάνιο και κάνω ένα κρύο ντους. Τρίβω το σώμα μου και λούζομαι, προσπαθώντας να σωπάσω τη φωνή που ακούγεται στο κεφάλι μου και μου λέει ότι είναι παράξενο να τηλεφωνεί νυχτιάτικα σε κάποια άλλη μέσα σε λιγότερο από σαράντα οκτώ ώρες αφότου βρήκαν το πτώμα της γυναίκας του.
Απόγευμα Η βροχή έχει σταματήσει και ο ήλιος σχεδόν ξετρυπώνει μέσα από παχιά, λευκά σύννεφα. Αγόρασα ένα από αυτά τα μικρά μπουκαλάκια κρασί – μόνο ένα. Δε θα έπρεπε, αλλά ένα γεύμα με τη μητέρα
μου μπορεί εύκολα να υποβάλει σε δοκιμασία τα νεύρα κάποιου που προσπαθεί να απέχει από το αλκοόλ. Ωστόσο, υποσχέθηκε να μου μεταφέρει τρακόσιες λίρες στον λογαριασμό μου στην τράπεζα, οπότε δεν ήταν εντελώς χάσιμο χρόνου. Δεν παραδέχτηκα πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα. Δεν της είπα ότι με έχουν απολύσει εδώ και μήνες (πιστεύει ότι τα χρήματά της θα με βολέψουν μέχρι να πάρω τον επόμενο μισθό μου). Δεν της είπα πόσο φρικτή είναι η κατάστασή μου με το ποτό, ούτε το κατάλαβε. Είχα πιει μόνο μισό μπουκάλι όταν τη συνάντησα, οπότε δεν το κατάλαβε. Η Κάθι, όμως, το κατάλαβε. Όταν συναντηθήκαμε το πρωί που έφευγα, μου έριξε ένα βλέμμα και είπε: «Μα για όνομα του Θεού. Από τώρα;» Δεν ξέρω πώς το κάνει αυτό, αλλά πάντα το καταλαβαίνει. Ακόμα κι αν έχω πιει μόνο μισό ποτηράκι, με κοιτάζει και ξέρει. «Το καταλαβαίνω από τα μάτια σου», λέει, μα όταν κοιτάζομαι στον καθρέφτη, μου φαίνομαι ακριβώς η ίδια. Η υπομονή της αρχίζει να εξαντλείται, το ίδιο και η καλοσύνη της. Πρέπει να σταματήσω. Απλώς όχι σήμερα. Σήμερα δεν μπορώ. Σήμερα είναι πολύ δύσκολο. Θα έπρεπε να είμαι προετοιμασμένη γι’ αυτό, θα έπρεπε να το περιμένω, αλλά δεν το περίμενα. Μπήκα στο τρένο, κι εκείνη ήταν παντού, το πρόσωπό της ακτινοβολούσε από κάθε εφημερίδα: η όμορφη, ξανθιά, χαρούμενη Μέγκαν να κοιτάζει κατάματα τον φακό, εμένα. Κάποιος ξέχασε στο κάθισμα τους Times, οπότε διαβάζω το άρθρο. Η επίσημη αναγνώριση έγινε χθες βράδυ, η νεκροψία γίνεται σήμερα. Ένας αστυνομικός λέει: «Η αιτία θανάτου της κυρίας Χίπγουελ δεν μπορεί να καθοριστεί προς το παρόν, γιατί το σώμα της ήταν εκτεθειμένο για καιρό και βρισκόταν στο νερό πολλές μέρες». Είναι φρικτό να το σκέφτομαι, με τη φωτογραφία της ακριβώς μπροστά μου. Πώς έδειχνε τότε, πώς θα είναι τώρα. Σε ένα σημείο αναφέρεται και ο Καμάλ, ότι συνελήφθη και μετά αφέθηκε ελεύθερος, ενώ υπάρχει και μια δήλωση του ντετέκτιβ Γκάσκιλ που λέει ότι «ακολουθούμε διάφορα στοιχεία», κάτι που φαντάζομαι ότι σημαίνει πως δεν έχουν ιδέα. Κλείνω την εφημερίδα και την αφήνω στο πάτωμα κοντά στα πόδια μου. Δεν αντέχω να την κοιτάζω άλλο. Δε θέλω να διαβάζω αυτά τα απελπισμένα, κενά λόγια. Γέρνω το κεφάλι μου στο παράθυρο. Σύντομα θα περάσουμε από τον αριθμό είκοσι τρία. Ρίχνω μια ματιά, μόνο για λίγο, αλλά είμαστε πολύ μακριά σε αυτή την πλευρά της γραμμής για να μπορώ να δω κάτι. Συνεχώς σκέφτομαι τη μέρα που είδα τον Καμάλ, τον τρόπο που τη φίλησε, το πόσο θυμωμένη ήμουν και πόσο πολύ ήθελα να την αντιμετωπίσω από κοντά. Τι θα είχε γίνει αν το είχα κάνει; Τι θα είχε γίνει αν πήγαινα τότε από εκεί, χτύπαγα την πόρτα και τη ρώταγα τι στο διάολο πίστευε πως έκανε; Θα βρισκόταν σήμερα ακόμη εκεί έξω, στη βεράντα της; Κλείνω τα μάτια. Στο Νόρθκοτ, κάποιος μπαίνει στο τρένο και κάθεται δίπλα μου. Δε σηκώνω το βλέμμα, αλλά μου φαίνεται παράξενο, γιατί το τρένο είναι σχεδόν άδειο. Ανατριχιάζω ολόκληρη. Μυρίζω μια κολόνια ανακατεμένη με καπνό τσιγάρου και είμαι σίγουρη ότι αυτή τη μυρωδιά την ξέρω από το παρελθόν. «Γεια». Σηκώνω το βλέμμα και αντικρίζω τον κοκκινομάλλη, αυτόν από τον σταθμό, εκείνου του Σαββάτου. Μου χαμογελάει και μου δίνει το χέρι του. Έχω μείνει τόσο έκπληκτη, που το δίνω κι εγώ. Η παλάμη του είναι σκληρή και τραχιά. «Με θυμάσαι;» «Ναι», λέω, κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι μου. «Ναι, πριν από μερικές εβδομάδες, στον σταθμό».
Κουνάει το κεφάλι χαμογελαστός. «Ήμουν λίγο λιώμα», λέει και γελάει. «Κι εσύ το ίδιο, φαντάζομαι, έτσι δεν είναι, αγάπη;» Είναι πιο νέος απ’ ό,τι νόμιζα, ίσως κοντά στα τριάντα. Το πρόσωπό του είναι καλούτσικο, όχι όμορφο, απλώς καλούτσικο. Φωτεινό, με πλατύ χαμόγελο. Έχει λαϊκή λονδρέζικη προφορά, από τις εκβολές του Τάμεση ή κάπου εκεί γύρω. Με κοιτάζει σαν να ξέρει κάτι για μένα, σαν να με περιπαίζει, σαν να έχουμε ένα προσωπικό αστείο μεταξύ μας. Δεν έχουμε. Στρέφω το βλέμμα. Θα έπρεπε να του πω κάτι, να τον ρωτήσω: Τι είδες; «Είσαι καλά;» ρωτάει. «Ναι, μια χαρά». Κοιτάζω έξω από το παράθυρο, αλλά νιώθω τα μάτια του πάνω μου, ενώ λαχταράω να γυρίσω προς το μέρος του, να μυρίσω τον καπνό στα ρούχα και την ανάσα του. Μου αρέσει η μυρωδιά από τον καπνού του τσιγάρου. Ο Τομ κάπνιζε όταν γνωριστήκαμε. Εγώ έκανα κανένα πού και πού, όταν πίναμε ή μετά το σεξ. Τη βρίσκω ερωτική αυτή τη μυρωδιά· μου θυμίζει ευτυχισμένες εποχές. Αγγίζω ελαφρά το κάτω χείλος μου και αναρωτιέμαι πώς θα αντιδρούσε αν γυρνούσα και τον φιλούσα στο στόμα. Νιώθω το σώμα του να κινείται. Γέρνει μπροστά, σκύβει και πιάνει την εφημερίδα από τα πόδια μου. «Δεν είναι φρικτό; Το καημένο το κορίτσι. Είναι περίεργο, γιατί ήμασταν εκεί εκείνη τη βραδιά. Εκείνη τη βραδιά δεν ήταν; Που εξαφανίστηκε». Είναι σαν να διάβασε το μυαλό μου και μένω έκπληκτη. Γυρνάω απότομα για να τον κοιτάξω. Θέλω να δω την έκφραση στα μάτια του. «Συγγνώμη;» «Εκείνη τη βραδιά που σε συνάντησα στο τρένο. Εκείνη τη βραδιά εξαφανίστηκε το κορίτσι, αυτό που βρήκαν χθες. Και λένε ότι η τελευταία φορά που την είδε κάποιος ήταν στον σταθμό. Ξέρεις, σκέφτομαι διαρκώς ότι μπορεί και να την είδα. Δε θυμάμαι όμως. Ήμουν λιώμα». Σηκώνει τους ώμους. «Ούτε εσύ θυμάσαι τίποτα, σωστά;» Είναι περίεργο πώς νιώθω την ώρα που το λέει αυτό. Δε θυμάμαι να έχω νιώσει ποτέ μου έτσι. Δεν μπορώ να του απαντήσω, γιατί το μυαλό μου ταξιδεύει κάπου εντελώς αλλού, και δεν είναι αυτά που λέει, είναι η κολόνια. Κάτω από τον καπνό, αυτή η μυρωδιά –η φρέσκια, η λεμονάτη, η αρωματική– ξυπνάει μέσα μου μια ανάμνηση, να κάθομαι στο τρένο δίπλα του, όπως ακριβώς και τώρα, μόνο που κατευθυνόμαστε αντίθετα, ενώ κάποιος γελάει πολύ δυνατά. Ακουμπάει το χέρι του στο μπράτσο μου, με ρωτάει αν θέλω να πάμε για ποτό, αλλά ξαφνικά κάτι δεν πάει καλά. Νιώθω φοβισμένη, μπερδεμένη. Κάποιος προσπαθεί να με χτυπήσει. Βλέπω τη γροθιά να έρχεται και σκύβω, σηκώνω τα χέρια για να προστατέψω το κεφάλι μου. Δε βρίσκομαι στο τρένο πια, είμαι στον δρόμο. Ακούω πάλι γέλιο, ή φωνές. Είμαι στη σκάλα, είμαι στο πεζοδρόμιο, έχω μπερδευτεί πάρα πολύ, η καρδιά μου καλπάζει. Δε θέλω να είμαι δίπλα σε αυτό τον άντρα. Θέλω να φύγω μακριά του. Σηκώνομαι, λέγοντας δυνατά «συγγνώμη», ώστε να με ακούσουν και οι υπόλοιποι επιβάτες, αλλά είναι ελάχιστοι και κανείς δε γυρίζει να κοιτάξει. Ο άντρας με κοιτάζει έκπληκτος και παραμερίζει τα πόδια του για να περάσω. «Συγγνώμη, αγάπη», λέει. «Δεν ήθελα να σε αναστατώσω». Απομακρύνομαι όσο πιο γρήγορα μπορώ, αλλά το τρένο τινάζεται μπροστά και παίρνει κλίση, ενώ εγώ σχεδόν χάνω την ισορροπία μου. Γραπώνομαι από την πλάτη ενός καθίσματος για να μην πέσω. Ο κόσμος με κοιτάζει. Πηγαίνω τρέχοντας στο άλλο βαγόνι και μετά στο επόμενο· συνεχίζω έτσι, μέχρι που φτάνω στο τελευταίο βαγόνι του τρένου. Έχω λαχανιάσει και φοβάμαι. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, δεν μπορώ να θυμηθώ τι συνέβη, αλλά νιώθω τον φόβο και τη σύγχυση. Κάθομαι
κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση απ’ όπου μπήκα ώστε να μπορώ να τον δω σε περίπτωση που με ακολουθήσει. Πιέζω τις παλάμες στα μάτια μου, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. Παλεύω να φέρω πίσω την εικόνα, να ξαναδώ αυτό που είδα πριν. Βλαστημάω τον εαυτό μου που πίνει. Μακάρι να είχα καθαρό κεφάλι… αλλά να το. Είναι σκοτεινά και κάποιος απομακρύνεται από μένα. Γυναίκα είναι; Μια γυναίκα που φοράει γαλάζιο φόρεμα. Είναι η Άννα. Το αίμα σφυροκοπά στα μηνίγγια μου, η καρδιά μου πάει να σπάσει, δεν ξέρω αν αυτό που βλέπω και νιώθω είναι αληθινό ή όχι, αν είναι φαντασία ή ανάμνηση. Κλείνω σφιχτά τα μάτια και προσπαθώ να το νιώσω πάλι, να το δω ξανά, μα έχει χαθεί.
ΑΝΝΑ
Σάββατο, 3 Αυγούστου 2013 Απόγευμα Ο Τομ έχει ραντεβού με κάτι φιλαράκια από τον στρατό για ποτό και η Ήβη κοιμάται. Κάθομαι στην κουζίνα, με τις πόρτες και τα παράθυρα κλειστά παρά την αφόρητη ζέστη. Η βροχή έχει σταματήσει επιτέλους, μα τώρα είναι αποπνικτικά. Βαριέμαι. Δεν έχω τίποτα να κάνω. Θα ήθελα να πάω για ψώνια, να ξοδέψω λίγα χρήματα για τον εαυτό μου, αλλά με την Ήβη δεν μπορώ. Αρχίζει να γκρινιάζει και με εκνευρίζει. Οπότε μένω να τριγυρίζω στο σπίτι. Δεν μπορώ να δω τηλεόραση ή να διαβάσω εφημερίδα. Δε θέλω να διαβάσω γι’ αυτό, δε θέλω να δω το πρόσωπο της Μέγκαν, δε θέλω καν να το σκέφτομαι. Μα πώς μπορώ να το αποφύγω όταν βρισκόμαστε εδώ, τέσσερις πόρτες παρακάτω; Τηλεφώνησα σε διάφορες φίλες μήπως συναντηθούμε για να παίξουν τα παιδιά μας, μα όλες έχουν κανονίσει κάτι. Τηλεφώνησα ακόμα και στην αδερφή μου, αλλά, φυσικά, με αυτή πρέπει να κλείνεις ραντεβού μία εβδομάδα νωρίτερα. Εν πάση περιπτώσει, είπε ότι είχε πολύ πονοκέφαλο από το χθεσινοβραδινό ξενύχτι για να έχει στα πόδια της ένα παιδί. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ένα δυνατό τσίμπημα ζήλιας, θυμήθηκα τα νωχελικά Σάββατα που τα περνούσα αραχτή στον καναπέ με εφημερίδες, αφού το προηγούμενο βράδυ είχα ξεσαλώσει στα κλαμπ. Ανοησία, βέβαια, γιατί αυτό που έχω τώρα είναι εκατομμύρια φορές καλύτερο κι έκανα θυσίες για να το αποκτήσω. Τώρα πρέπει απλώς να το προστατεύω. Οπότε, ορίστε, κάθομαι στο αφόρητο από τη ζέστη σπίτι μου, πασχίζοντας να μη σκέφτομαι τη Μέγκαν. Προσπαθώ να μην τη σκέφτομαι και να μην αναπηδάω κάθε φορά που ακούω κάποιον θόρυβο, να μη ζαρώνω όταν βλέπω μια σκιά να περνάει από το παράθυρο. Δεν αντέχεται. Αυτό που δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι είναι το γεγονός ότι η Ρέιτσελ ήταν στη γειτονιά εκείνη τη μοιραία για τη Μέγκαν βραδιά, τύφλα στο μεθύσι, νευριασμένη, και μετά απλώς εξαφανίστηκε. Ο Τομ την έψαχνε για ώρες, μα δεν την έβρισκε. Διαρκώς αναρωτιέμαι τι μπορεί να έκανε. Δεν υπάρχει σχέση ανάμεσα στη Ρέιτσελ και τη Μέγκαν Χίπγουελ. Μίλησα με την ντετέκτιβ Ράιλι, αφότου είδαμε τη Ρέιτσελ στο σπίτι των Χίπγουελ, και μου είπε ότι δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε. «Είναι μια κολλητσίδα», είπε για την ακρίβεια, «μόνη και απελπισμένη. Θέλει απλώς να ασχολείται με κάτι». Ίσως να έχει και δίκιο. Είμαι σίγουρη πως έχει δίκιο. Αλλά μετά θυμάμαι που ήρθε στο σπίτι και πήρε το παιδί μου, θυμάμαι τον τρόμο που ένιωσα όταν την είδα να στέκεται με την Ήβη στον φράχτη. Θυμάμαι το φρικτό, ανατριχιαστικό χαμόγελο που μου έριξε όταν την είδα έξω από το σπίτι των Χίπγουελ. Η ντετέκτιβ Ράιλι δεν ξέρει πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι η Ρέιτσελ.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Κυριακή, 4 Αυγούστου 2013 Πρωί Ο εφιάλτης με τον οποίο ξύπνησα σήμερα το πρωί είναι διαφορετικός. Σε αυτό τον εφιάλτη, έχω κάνει κάτι λάθος, αλλά δεν ξέρω τι, το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν μπορεί να είμαι σωστή. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Τομ με μισεί τώρα, δε μου μιλάει πια, ενώ μίλησε σε όλους τους γνωστούς μου για το τρομερό πράγμα που έκανα και όλοι έχουν στραφεί εναντίον μου: παλιοί συνάδελφοι, φίλοι, ακόμα και η μητέρα μου. Με κοιτάζουν με απέχθεια, με περιφρόνηση, και κανείς δε με ακούει, κανείς δε με αφήνει να πω πόσο πολύ λυπάμαι. Νιώθω απαίσια, τρομερά ένοχη, δεν μπορώ να καταλάβω τι είναι αυτό που έκανα. Ξυπνάω και ξέρω ότι το όνειρο πρέπει να οφείλεται σε κάποια παλιά ανάμνηση, σε κάποια παλιά αμαρτία, τώρα πια δεν έχει σημασία σε ποια ακριβώς. Αφότου κατέβηκα από το τρένο χθες, έμεινα να τριγυρίζω στον σταθμό του Άσμπερι για δεκαπέντε με είκοσι λεπτά. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι δεν είχε κατέβει μαζί μου από το τρένο κι εκείνος –ο κοκκινομάλλης–, αλλά δεν είδα κανένα σημάδι του. Εξακολουθούσα να πιστεύω ότι είχε κατέβει και δεν τον είχα δει, ότι κρυβόταν κάπου εκεί γύρω, περιμένοντας να φύγω για να με ακολουθήσει. Σκέφτηκα πόσο πολύ θα ήθελα να τρέξω σπίτι και να με περιμένει εκεί ο Τομ. Να με περιμένει κάποιος. Πήγα σπίτι περνώντας από την κάβα. Το διαμέρισμα ήταν άδειο όταν έφτασα, είχα την αίσθηση ότι η Κάθι μόλις είχε φύγει, αλλά το σημείωμα στον πάγκο έλεγε ότι πήγαινε για φαγητό με τον Ντάμιεν στο Χένλι και ότι θα γυρνούσε το βράδυ. Ένιωσα μια ταραχή, έναν φόβο. Περπατούσα από δωμάτιο σε δωμάτιο, αλλάζοντας θέση στα αντικείμενα. Κάτι δε μου πήγαινε καλά, αλλά διαπίστωσα ότι το μόνο που δεν πήγαινε καλά ήμουν εγώ. Ωστόσο, η ησυχία που κουδούνιζε στ’ αυτιά μου έμοιαζε με φωνές, γι’ αυτό έβαλα ένα ποτήρι κρασί, και μετά ακόμα ένα, και ύστερα τηλεφώνησα στον Σκοτ. Απάντησε ο τηλεφωνητής: το μήνυμα ακούστηκε σαν από άλλη εποχή, η φωνή ενός πολυάσχολου, γεμάτου αυτοπεποίθηση άντρα, με μια όμορφη γυναίκα να τον περιμένει στο σπίτι. Έπειτα από λίγα λεπτά, τηλεφώνησα πάλι. Κάποιος σήκωσε το τηλέφωνο, αλλά δε μίλησε. «Εμπρός;» «Ποιος είναι;» «Η Ρέιτσελ», είπα. «Η Ρέιτσελ Γουάτσον». «Ω». Ακούστηκε θόρυβος στο πίσω μέρος, φωνές, μια γυναίκα. Η μητέρα του ίσως. «Μου… δεν άκουσα το τηλέφωνο», είπα. «Όχι… όχι. Σου τηλεφώνησα; Ω. Κατά λάθος». Ακουγόταν σαστισμένος. «Όχι, όχι, βάλτε το απλώς εκεί», είπε, και μου πήρε κάποια δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβω ότι δε μιλούσε σ’ εμένα. «Λυπάμαι πολύ», είπα. «Ναι». Ο τόνος του ήταν επίπεδος, ανέκφραστος. «Πάρα πολύ».
«Σ’ ευχαριστώ». «Ήθελες… ήθελες να μου μιλήσεις;» «Όχι, μάλλον θα σε πήρα κατά λάθος», είπε πιο πειστικά αυτή τη φορά. «Ω». Κατάλαβα ότι ανυπομονούσε να κλείσει το τηλέφωνο. Ήξερα ότι έπρεπε να τον αφήσω στην οικογένειά του, στη θλίψη του. Το ήξερα ότι έπρεπε, μα δεν το έκανα. «Γνωρίζεις την Άννα;» τον ρώτησα. «Την Άννα Γουάτσον;» «Ποια; Εννοείς τη γυναίκα του πρώην σου;» «Ναι». «Όχι. Δηλαδή, όχι και πολύ. Η Μέγκαν… η Μέγκαν εργάστηκε για λίγο ως νταντά τους πέρυσι. Γιατί ρωτάς;» Δεν ξέρω γιατί ρωτάω. Δεν ξέρω. «Μπορούμε να συναντηθούμε;» τον ρώτησα. «Θα ήθελα να σου μιλήσω για κάτι». «Για τι πράγμα;» ακούστηκε ενοχλημένος. «Δεν είναι και η καλύτερη στιγμή, ξέρεις». Ενοχλημένη από τον σαρκασμό του, ήμουν έτοιμη να το κλείσω, όταν είπε: «Έχω ένα σπίτι γεμάτο κόσμο σήμερα. Αύριο; Έλα αύριο το απόγευμα».
Απόγευμα Κόπηκε στο ξύρισμα, έχει αίμα στο μάγουλο και τον λαιμό του. Τα μαλλιά του είναι νωπά, μυρίζει σαπούνι και κολόνια. Παραμερίζει, κάνοντάς μου νόημα να περάσω μέσα, αλλά δε λέει τίποτα. Το σπίτι είναι σκοτεινό, αποπνικτικό, οι κουρτίνες στο σαλόνι κλειστές, το ίδιο και οι κουρτίνες στις γαλλικού τύπου πόρτες που βλέπουν στον κήπο. Στον πάγκο της κουζίνας υπάρχουν ένα σωρό τάπερ. «Όλοι φέρνουν φαγητό», λέει ο Σκοτ. Μου κάνει ένα νεύμα να καθίσω στο τραπέζι, αλλά εκείνος μένει όρθιος, με τα χέρια του να κρέμονται άψυχα. «Ήθελες να μου πεις κάτι;» Λειτουργεί στον αυτόματο πιλότο, δε με κοιτάζει στα μάτια. Μοιάζει νικημένος. «Ήθελα να σε ρωτήσω για την Άννα Γουάτσον, για το αν… δεν ξέρω. Πώς ήταν η σχέση της με τη Μέγκαν; Τα πήγαιναν καλά;» Συνοφρυώνεται, ακουμπάει τα χέρια του στην πλάτη της καρέκλας μπροστά του. «Όχι. Δηλαδή… δεν αντιπαθούσαν η μία την άλλη. Δε γνωρίζονταν και καλά. Δεν είχαν κάποια σχέση». Οι ώμοι του μοιάζουν να βουλιάζουν· είναι επιφυλακτικός. «Γιατί ρωτάς κάτι τέτοιο;» Πρέπει να πω την αλήθεια. «Την είδα. Νομίζω ότι την είδα έξω από την υπόγεια διάβαση, κοντά στον σταθμό. Την είδα εκείνη τη νύχτα… τη νύχτα που εξαφανίστηκε η Μέγκαν». Κουνάει λίγο το κεφάλι, προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς του λέω. «Συγγνώμη; Την είδες. Ήσουν… εσύ πού ήσουν;» «Εδώ ήμουν. Πήγαινα να δω… να δω τον Τομ, τον πρώην άντρα μου, αλλά…» Κλείνει τα μάτια σφιχτά, τρίβει το μέτωπό του. «Μια στιγμή – ήσουν εδώ και είδες την Άννα Γουάτσον; Και; Ξέρω ότι η Άννα ήταν εδώ. Μένει τέσσερις πόρτες παρακάτω. Είπε στην αστυνομία ότι πήγε στον σταθμό γύρω στις επτά, μα δεν είδε τη Μέγκαν». Τα χέρια του σφίγγουν την καρέκλα, καταλαβαίνω ότι έχει αρχίσει να χάνει την υπομονή του. «Τι ακριβώς μου λες;» «Είχα πιει», λέω, και το πρόσωπό μου κοκκινίζει από ντροπή. «Δε θυμάμαι ακριβώς, αλλά έχω αυτή την αίσθηση–»
Ο Σκοτ σηκώνει το χέρι. «Αρκετά. Δε θέλω ν’ ακούσω τίποτα. Έχεις κάποιο πρόβλημα με τον πρώην σου, τη γυναίκα του πρώην σου, αυτό είναι προφανές. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτό, ούτε και η Μέγκαν. Σωστά; Χριστέ μου, δεν έχεις καθόλου τσίπα πάνω σου; Έχεις καμιά συναίσθηση του τι περνάω εδώ; Το ξέρεις ότι το πρωί με κάλεσε η αστυνομία για ανάκριση;» Πιέζει τόσο δυνατά την καρέκλα, που νομίζω πως θα τη σπάσει. Προετοιμάζομαι ν’ ακούσω το κρακ. «Κι έρχεσαι εδώ με αυτές τις μπούρδες. Λυπάμαι που η ζωή σου είναι μια απόλυτη καταστροφή, αλλά, πίστεψέ με, είναι παιχνιδάκι μπροστά στη δική μου. Γι’ αυτό, αν δε σε πειράζει…» Τινάζει το κεφάλι του προς την πόρτα. Σηκώνομαι, νιώθω ανόητη, γελοία. Και ντρέπομαι. «Ήθελα να βοηθήσω, ήθελα–» «Δεν μπορείς, εντάξει; Δεν μπορείς να με βοηθήσεις. Κανείς δεν μπορεί. Η γυναίκα μου είναι νεκρή, και η αστυνομία νομίζει ότι τη σκότωσα εγώ». Η φωνή του τώρα δυναμώνει, κόκκινες κηλίδες εμφανίζονται στο πρόσωπό του. «Πιστεύουν ότι τη σκότωσα». «Μα… ο Καμάλ Αμπντίκ…» Πετάει την καρέκλα με τέτοια δύναμη πάνω στον τοίχο της κουζίνας, που ένα από τα πόδια της διαλύεται. Αναπηδάω από την τρομάρα μου, αλλά ο Σκοτ ούτε που κουνιέται. Τα χέρια του πέφτουν πάλι στο πλάι, σφιγμένα σε γροθιές. Διακρίνω τις φλέβες κάτω από το δέρμα του. «Ο Καμάλ Αμπντίκ», λέει, τρίζοντας τα δόντια, «δεν είναι πλέον ύποπτος». Η φωνή του είναι επίπεδη, αλλά πασχίζει να συγκρατήσει τον εαυτό του. Νιώθω την οργή που κοχλάζει μέσα του. Θέλω να πάω στην πόρτα, αλλά στέκεται μπροστά μου, μου κλείνει τον δρόμο μου, εμποδίζοντας το λιγοστό φως που μπαίνει στο δωμάτιο. «Ξέρεις τι λέει;», ρωτάει γυρίζοντας, καθώς πηγαίνει να σηκώσει την καρέκλα. Φυσικά και δεν ξέρω, σκέφτομαι, αλλά για ακόμα μία φορά διαπιστώνω ότι δε μιλάει σ’ εμένα. «Ο Καμάλ έχει ένα σωρό ιστορίες. Ο Καμάλ λέει ότι η Μέγκαν ήταν δυστυχισμένη, ότι ήμουν ένας ζηλιάρης, καταπιεστικός σύζυγος, ότι –ποια λέξη χρησιμοποίησε;– καταπίεζα ψυχολογικά τη γυναίκα μου». Φτύνει τις λέξεις με απέχθεια. «Ο Καμάλ λέει ότι η γυναίκα μου με φοβόταν». «Μα είναι–» «Δεν είναι ο μόνος. Αυτή η φίλη της, η Τάρα – είπε ότι η Μέγκαν τής ζήτησε να την καλύψει μερικές φορές, ότι η Μέγκαν τής ζήτησε να μου πει ψέματα για το πού ήταν, τι έκανε». Βάζει την καρέκλα στη θέση της, κι εκείνη πέφτει. Την ξανασηκώνει, πέφτει πάλι, την αφήνει. Κάνω ένα βήμα προς το χολ, και τότε με κοιτάζει. «Είμαι ένοχος», λέει, με το πρόσωπό του να το καλύπτει μια μάσκα αγωνίας. «Είναι σαν να με έχουν ήδη στείλει στην κρεμάλα». Κλοτσάει τη σπασμένη καρέκλα για να την παραμερίσει και κάθεται σε μία από τις τρεις υπόλοιπες που είναι καλές. Εγώ μένω ακίνητη, αβέβαιη. Να μείνω ή να φύγω; Αρχίζει πάλι να μιλάει, η φωνή του είναι τόσο απαλή, που μόλις που τον ακούω. «Το κινητό της», λέει, «ήταν στην τσέπη της». Κάνω ένα βήμα και τον πλησιάζω. «Μέσα, υπήρχε ένα γραπτό μήνυμα από μένα. Τα τελευταία λόγια που της είπα, τα τελευταία λόγια που διάβασε ήταν: Άντε στον διάολο, ψεύτρα σκύλα». Το σαγόνι του έχει πέσει στο στέρνο του, οι ώμοι του αρχίζουν να τρέμουν. Είμαι τόσο κοντά, που μπορώ να τον αγγίξω. Σηκώνω το χέρι μου και, τρέμοντας, βάζω απαλά τα δάχτυλά μου πίσω στον λαιμό του. Δεν αποτραβιέται. «Λυπάμαι», λέω, και το εννοώ, γιατί παρόλο που σοκάρομαι ακούγοντας αυτά τα λόγια, που φαντάζομαι ότι της μίλησε έτσι, ξέρω πως, όταν αγαπάς κάποιον, λες τα πιο φρικτά πράγματα από θυμό ή αγωνία. «Ένα γραπτό μήνυμα», λέω. «Δεν είναι αρκετό. Αν είναι το μόνο που έχουν…» «Παρόλο που δεν είναι, σωστά;» Ισιώνει το κορμί του, διώχνει το χέρι μου από πάνω του. Κάνω
τον γύρο του τραπεζιού και κάθομαι απέναντί του. Δε με κοιτάζει. «Έχω κίνητρο. Δε συμπεριφέρθηκα… δεν αντέδρασα σωστά όταν έφυγε. Δεν πανικοβλήθηκα εγκαίρως. Δεν της τηλεφώνησα γρήγορα». Αφήνει ένα πικρό γέλιο. «Υπάρχει ένα μοτίβο καταπιεστικής συμπεριφοράς, σύμφωνα με τον Καμάλ Αμπντίκ». Και τότε με κοιτά, τότε με βλέπει, κι ένα φως ανάβει. Μια ελπίδα. «Μπορείς… μπορείς να μιλήσεις στην αστυνομία. Μπορείς να τους πεις ότι αυτό είναι ψέμα, ότι λέει ψέματα. Μπορείς τουλάχιστον να πεις μια διαφορετική πλευρά της ιστορίας, να τους πεις ότι την αγαπούσα, ότι ήμασταν ευτυχισμένοι…» Νιώθω τον πανικό να φουσκώνει στο στήθος μου. Νομίζει ότι μπορώ να τον βοηθήσω. Στηρίζει τις ελπίδες του πάνω μου, κι εγώ το μόνο που έχω να του δώσω είναι ένα ψέμα, ένα αναθεματισμένο ψέμα. «Δε θα με πιστέψουν», λέω αδύναμα. «Δε με πιστεύουν. Είμαι αναξιόπιστη μάρτυρας». Η σιωπή ανάμεσά μας διογκώνεται και γεμίζει τον χώρο· μια μύγα βουίζει θυμωμένα πάνω στο τζάμι της πόρτας. Ο Σκοτ σκαλίζει το ξεραμένο αίμα στο μάγουλό του, ακούω τα νύχια του που ξύνουν το δέρμα του. Σπρώχνω πίσω την καρέκλα μου, γδέρνοντας τα πλακάκια, κι εκείνος με κοιτάζει. «Ήσουν εδώ», λέει, λες και η πληροφορία που του έδωσα πριν από δεκαπέντε λεπτά τώρα χαράζεται στο μυαλό του. «Ήσουν στο Γουίτνι τη νύχτα που εξαφανίστηκε η Μέγκαν;» Με δυσκολία τον ακούω μέσα από το αίμα που σφυροκοπά στ’ αυτιά μου. Κάνω ένα νεύμα. «Γιατί δεν το είπες στην αστυνομία;» ρωτάει, και τότε βλέπω τον μυ του σαγονιού του να συσπάται. «Το είπα. Τους το είπα. Αλλά δεν είχα… δεν είδα τίποτα. Δε θυμάμαι τίποτα». Σηκώνεται, πηγαίνει μέχρι τις τζαμένιες πόρτες και ανοίγει την κουρτίνα. Προς στιγμήν το φως του ήλιου είναι εκτυφλωτικό. Ο Σκοτ στέκεται με την πλάτη γυρισμένη, τα χέρια σταυρωμένα. «Ήσουν μεθυσμένη», λέει, δηλώνοντας το προφανές. «Αλλά κάτι πρέπει να θυμάσαι. Πρέπει – γι’ αυτό δε συνεχίζεις να έρχεσαι εδώ;» Γυρίζει να με κοιτάξει. «Έτσι δεν είναι; Γι’ αυτό συνεχίζεις να επικοινωνείς μαζί μου. Κάτι ξέρεις». Το λέει σαν να είναι γεγονός: όχι σαν ερώτηση, σαν κατηγορία, σαν θεωρία. «Είδες το αμάξι του;» ρωτάει. «Σκέψου. Ένα μπλε Vauxhall Corsa. Το είδες;» Κουνάω το κεφάλι μου, κι εκείνος σηκώνει τα χέρια ψηλά, σε μια χειρονομία απελπισίας και εκνευρισμού. «Μην το παίρνεις αψήφιστα, σκέψου. Τι είδες; Είδες την Άννα Γουάτσον, αλλά αυτό δε σημαίνει κάτι. Είδες – έλα τώρα! Ποιον είδες;» Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μπροστά στο φως του ήλιου, πασχίζω να συναρμολογήσω όσα είδα, αλλά δε μου έρχεται κάτι. Τίποτα πραγματικό, τίποτα χρήσιμο. Τίποτα που να μπορώ να το πω δυνατά. Βρέθηκα σε έναν καβγά. Ή ήμουν μάρτυρας ενός καβγά. Σκόνταψα στη σκάλα του σταθμού, ένας κοκκινομάλλης άντρας με βοήθησε να σηκωθώ – νομίζω πως ήταν ευγενικός μαζί μου, ωστόσο τώρα με φοβίζει. Ξέρω ότι είχα ένα κόψιμο στο κεφάλι μου, ένα άλλο στο χείλος μου και μελανιές στα χέρια μου. Νομίζω πως θυμάμαι ότι ήμουν στην υπόγεια διάβαση. Ήταν σκοτεινά. Φοβόμουν, ήμουν μπερδεμένη. Άκουσα φωνές. Άκουσα κάποιον να φωνάζει το όνομα της Μέγκαν. Όχι, αυτό ήταν όνειρο. Δεν ήταν πραγματικό. Θυμάμαι αίμα. Αίμα στο κεφάλι μου, αίμα στα χέρια μου. Θυμάμαι την Άννα. Δε θυμάμαι τον Τομ. Δε θυμάμαι τον Καμάλ ή τον Σκοτ, ούτε τη Μέγκαν. Με κοιτάζει περιμένοντας να πω κάτι, να του προσφέρω ένα ψίχουλο παρηγοριάς, μα δεν έχω κανένα. «Εκείνη τη νύχτα», λέει, «είναι η ώρα-κλειδί». Κάθεται πάλι στο τραπέζι, πιο κοντά μου τώρα, με την πλάτη στο παράθυρο. Το μέτωπο και το άνω χείλος του γυαλίζουν από τον ιδρώτα, τρέμει σαν
να έχει πυρετό. «Εκείνη τη στιγμή έγινε ό,τι έγινε. Εκείνη τη στιγμή πιστεύουν ότι έγινε. Δεν είναι απολύτως σίγουροι…» Σταματάει. «Δεν μπορούν να είναι σίγουροι. Λόγω της κατάστασης… του πτώματος». Παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Αλλά πιστεύουν ότι έγινε εκείνη τη νύχτα. Ή λίγο μετά». Έχει μπει πάλι στον αυτόματο πιλότο, μιλώντας στο κενό, όχι σ’ εμένα. Εγώ ακούω σιωπηλή καθώς μιλάει στο κενό, λέγοντας ότι η αιτία θανάτου ήταν ένα τραύμα στο κεφάλι, ότι το κρανίο της είχε θρυμματιστεί σε διάφορα σημεία. Δεν υπήρξε σεξουαλική κακοποίηση, τουλάχιστον απ’ όσο μπορούσαν να το επαληθεύσουν εξαιτίας της κατάστασής της. Της κατάστασής της, η οποία ήταν κατεστραμμένη. Όταν συνέρχεται, όταν επιστρέφει σ’ εμένα, βλέπω στα μάτια του φόβο, απελπισία. «Αν θυμηθείς οτιδήποτε», λέει, «πρέπει να με βοηθήσεις. Σε παρακαλώ, προσπάθησε να θυμηθείς, Ρέιτσελ». Ο ήχος του ονόματός μου στα χείλη του κάνει το στομάχι μου να σφίγγεται και νιώθω άθλια. Στο τρένο, στην επιστροφή προς το σπίτι, σκέφτομαι αυτά που είπε και αναρωτιέμαι αν είναι αλήθεια. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορώ να απαγκιστρωθώ από αυτά που έχουν παγιδευτεί στο κεφάλι μου; Μήπως υπάρχει κάτι μέσα μου που πρέπει να το μεταδώσω; Ξέρω ότι νιώθω κάτι γι’ αυτόν, κάτι που δεν μπορώ να το ονομάσω και δε θα έπρεπε να το νιώθω. Είναι, όμως, και κάτι παραπάνω; Αν υπάρχει κάτι στο κεφάλι μου, τότε ίσως κάποιος μπορεί να με βοηθήσει να το βγάλω. Όπως, για παράδειγμα, ένας ψυχίατρος. Ένας ψυχολόγος. Κάποιος σαν τον Καμάλ Αμπντίκ.
Τρίτη, 6 Αυγούστου 2013 Πρωί Δεν έχω κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Όλη νύχτα έμεινα ξύπνια αναλογιζόμενη αυτό που ήθελα να κάνω, κλωθογυρίζοντάς το διαρκώς στο μυαλό μου. Μήπως είναι ανόητο, απερίσκεπτο, μάταιο; Μήπως είναι επικίνδυνο; Δεν ξέρω τι κάνω. Χθες το πρωί, έκλεισα ραντεβού να δω τον Δρα Καμάλ Αμπντίκ. Τηλεφώνησα στο ιατρείο του, μίλησα με μια γραμματέα και τον ζήτησα ονομαστικά. Μπορεί και να το φαντάστηκα, αλλά νομίζω πως φάνηκε κάπως έκπληκτη. Είπε ότι θα μπορούσε να με δει την επόμενη μέρα στις τέσσερις και μισή, δηλαδή σήμερα. Τόσο σύντομα; Με την καρδιά να σφυροκοπά στο στέρνο μου και το στόμα μου στεγνό, συμφώνησα. Η συνεδρία κοστίζει εβδομήντα πέντε λίρες. Αυτές οι τρακόσιες λίρες που πήρα από τη μητέρα μου δε θα κρατήσουν για πολύ. Από τη στιγμή που έκλεισα το ραντεβού, δε σκέφτομαι τίποτε άλλο. Φοβάμαι, αλλά ταυτόχρονα νιώθω και έξαψη. Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι ένα κομμάτι μου βρίσκει συναρπαστική την ιδέα να γνωρίσω τον Καμάλ. Γιατί η όλη ιστορία από αυτόν ξεκίνησε: μια ματιά σε αυτόν, και η ζωή μου άλλαξε πορεία, εκτροχιάστηκε. Τη στιγμή που τον είδα να φιλάει τη Μέγκαν, όλα άλλαξαν. Και πρέπει να τον δω. Πρέπει να κάνω κάτι, γιατί η αστυνομία έχει στο στόχαστρο μόνο τον Σκοτ. Χθες, τον κάλεσαν πάλι για ανάκριση. Δεν το επαληθεύουν, φυσικά, αλλά υπάρχουν φωτογραφίες στο διαδίκτυο, με τον Σκοτ να μπαίνει στο τμήμα έχοντας στο πλάι του τη μητέρα του. Η γραβάτα του ήταν πολύ σφιχτή, έμοιαζε να πνίγεται. Όλοι κάνουν εικασίες. Οι δημοσιογράφοι λένε ότι η αστυνομία είναι επιφυλακτική, καθώς δεν τους παίρνει να κάνουν δεύτερη φορά λάθος σύλληψη. Μιλάνε για κακούς χειρισμούς, λένε ότι ίσως πρέπει να γίνουν αλλαγές στο προσωπικό της αστυνομίας. Στο διαδίκτυο, όσα λένε για τον Σκοτ
είναι φρικτά, οι θεωρίες είναι τρελές, αηδιαστικές. Υπάρχουν φωτογραφίες του όταν κάνει την πρώτη δακρύβρεχτη έκκληση για την επιστροφή της Μέγκαν, ενώ παραδίπλα προβάλλονται φωτογραφίες δολοφόνων οι οποίοι επίσης εμφανίστηκαν στην τηλεόραση, κλαίγοντας για τη μοίρα των αγαπημένων τους. Είναι τραγικό, απάνθρωπο. Προσεύχομαι μόνο να μην τα έχει δει. Θα του ράγιζε η καρδιά. Οπότε, μπορεί να είμαι ηλίθια και απερίσκεπτη, αλλά θα πάω να δω τον Καμάλ Αμπντίκ, γιατί, αντίθετα με όλους τους υπόλοιπους που εικάζουν, εγώ έχω δει τον Σκοτ. Έχω βρεθεί τόσο κοντά του ώστε να μπορώ να τον αγγίξω, ξέρω τι άνθρωπος είναι, και σίγουρα δεν είναι δολοφόνος.
Απόγευμα Τα πόδια μου τρέμουν ακόμη, καθώς ανεβαίνω τη σκάλα στον σταθμό του Κόρλι. Τρέμω έτσι εδώ και τέσσερις ώρες, η αδρεναλίνη θα φταίει, η καρδιά μου δε λέει να ηρεμήσει. Το τρένο είναι ασφυκτικά γεμάτο – δεν υπάρχει περίπτωση να βρω θέση, δεν είναι όπως όταν επιβιβάζομαι στο Γιούστον, οπότε πρέπει να μείνω όρθια, στη μέση του βαγονιού. Είναι ένα κουτί γεμάτο ιδρώτα. Προσπαθώ να αναπνέω αργά, κοιτάζω τα πόδια μου. Προσπαθώ να καταλάβω τι ακριβώς νιώθω. Αγαλλίαση, φόβο, σύγχυση και ενοχή. Κυρίως ενοχή. Δεν ήταν αυτό που περίμενα. Μέχρι να φτάσω στο ιατρείο, με είχε κατακλύσει τρόμος. Ήμουν πεπεισμένη ότι θα με κοίταζε και με κάποιον τρόπο θα καταλάβαινε πως ήξερα, ότι θα με έβλεπε σαν απειλή. Φοβόμουν ότι θα έλεγα το λάθος πράγμα, ότι δε θα μπορούσα να συγκρατηθώ και θα μου ξέφευγε το όνομα της Μέγκαν. Και τότε μπήκα στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου –βαρετή, αδιάφορη και φτηνιάρικα επιπλωμένη– και μίλησα με μια μεσήλικη γραμματέα, η οποία πήρε τα στοιχεία μου δίχως να με κοιτά. Κάθισα, πήρα στα τρεμάμενα χέρια μου ένα Vogue και το ξεφύλλισα με τα τρεμάμενα δάχτυλά μου, προσπαθώντας να επικεντρωθώ στον στόχο μου και ταυτόχρονα να δείχνω βαριεστημένη, όπως ακριβώς κάθε άλλος ασθενής. Εκεί μέσα υπήρχαν άλλα δύο άτομα: ένας άντρας γύρω στα είκοσι, που διάβαζε κάτι στο κινητό του, και μια μεγαλύτερη γυναίκα, που είχε καρφώσει τα μάτια της στα πόδια της και δεν τα σήκωσε ούτε για μια στιγμή, ούτε καν όταν άκουσε τη γραμματέα να φωνάζει το όνομά της. Απλώς σηκώθηκε και μπήκε μέσα, ήξερε πού πήγαινε. Περίμενα πέντε λεπτά, δέκα. Ένιωθα την αναπνοή μου να γίνεται όλο και πιο ρηχή. Η αίθουσα αναμονής ήταν ζεστή, δίχως εξαερισμό, και ένιωθα ότι δεν έφτανε αρκετό οξυγόνο στα πνευμόνια μου. Φοβόμουν ότι θα λιποθυμούσα. Μετά άνοιξε μια πόρτα και βγήκε ένας άντρας, και, πριν προλάβω καλά καλά να τον κοιτάξω, ήξερα ότι ήταν αυτός. Από τον τρόπο που κινούνταν ήξερα ότι δεν ήταν ο Σκοτ την πρώτη φορά που τον είδα, τότε που δεν ήταν παρά μια σκιά που την πλησίασε από πίσω – ψηλός, με χαλαρές, νωχελικές κινήσεις. Μου έδωσε το χέρι του. «Η κυρία Γουάτσον;» Σήκωσα το βλέμμα για να συναντήσω το δικό του κι ένιωσα έναν ηλεκτρισμό στη ραχοκοκαλιά μου. Έβαλα το χέρι μου στο δικό του. Ήταν ζεστό, στεγνό και τεράστιο, ενώ έκρυβε μέσα του ολόκληρο το δικό μου. «Παρακαλώ», είπε, προτρέποντάς με να τον ακολουθήσω, όπως και έκανα, στο γραφείο του, νιώθοντας άρρωστη, ζαλισμένη, καθώς περπατούσα. Πατούσα στα βήματά της. Κι εκείνη έκανε όλο
αυτό. Κι εκείνη κάθισε στην καρέκλα που μου είπε να καθίσω, πιθανόν εκείνος δίπλωσε τα χέρια του κάτω από το σαγόνι του, ακριβώς όπως έκανε σήμερα το απόγευμα, ίσως της ένευσε με τον ίδιο τρόπο, λέγοντας: «Λοιπόν. Για τι θα θέλατε να μιλήσουμε σήμερα;» Όλα πάνω του είναι ζεστά: το χέρι του, όταν το έσφιξα· τα μάτια του· ο τόνος της φωνής του. Εξέτασα το πρόσωπό του για στοιχεία, για σημάδια του κακού και βίαιου ανθρώπου που έλιωσε το κεφάλι της Μέγκαν, για ένα ίχνος του πληγωμένου πρόσφυγα που έχασε την οικογένειά του. Δε βρήκα τίποτα. Και για λίγο, ξέχασα τον εαυτό μου. Σταμάτησα να τον φοβάμαι. Καθόμουν εκεί, δίχως ίχνος πανικού τώρα πια. Κατάπινα με δυσκολία και προσπαθούσα να θυμηθώ τι έπρεπε να του πω, και το είπα. Του είπα ότι εδώ και τέσσερα χρόνια είχα πρόβλημα με το αλκοόλ, ότι εξαιτίας του ποτού είχα καταστρέψει τον γάμο μου και είχα χάσει τη δουλειά μου, ότι μου κόστιζε πλέον την υγεία μου και φοβόμουν ότι θα μου κόστιζε και τα λογικά μου. «Δε θυμάμαι πράγματα», είπα. «Έχω κενά μνήμης και δε θυμάμαι πού έχω πάει και τι έχω κάνει. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν έχω κάνει ή πει φρικτά πράγματα και δε θυμάμαι. Κι αν… αν κάποιος μου πει κάτι που έκανα, νιώθω ότι δεν το έκανα εγώ. Δε νιώθω ότι ήμουν εγώ αυτή που έκανε το συγκεκριμένο πράγμα. Και είναι πολύ δύσκολο να νιώθεις υπεύθυνη για κάτι που δε θυμάσαι. Έτσι, ποτέ δεν αισθάνομαι αρκετά άσχημα. Νιώθω άσχημα, αλλά αυτό… αυτό που έκανα δεν αποτελεί μέρος μου. Είναι σαν να μην ανήκει σ’ εμένα». Όλα αυτά βγήκαν από μέσα μου, όλη αυτή η αλήθεια απλώς ξεχύθηκε από μέσα μου στα πρώτα λεπτά που βρέθηκα μπροστά του. Ήμουν έτοιμη να τα πω, περίμενα να τα πω σε κάποιον. Ωστόσο, δεν έπρεπε να είναι αυτός. Με άκουγε, με τα καθάρια κεχριμπαρένια μάτια του καρφωμένα στα δικά μου και τα χέρια διπλωμένα, ακίνητα. Δεν κοίταζε γύρω του, ούτε κρατούσε σημειώσεις. Απλώς άκουγε. Ώσπου τελικά κούνησε το κεφάλι και είπε: «Θέλετε να πάρετε την ευθύνη των πράξεών σας και δυσκολεύεστε να το κάνετε, να νιώσετε απολύτως υπεύθυνη επειδή δε θυμάστε;» «Ναι, αυτό είναι, ακριβώς αυτό». «Λοιπόν, πώς παίρνει κανείς την ευθύνη; Μπορείτε να ζητήσετε συγγνώμη – ακόμα κι αν δε θυμάστε να διαπράττετε την αμαρτία σας, αυτό δε σημαίνει ότι η συγγνώμη σας και το συναίσθημα πίσω από αυτή δεν είναι ειλικρινή». «Μα θέλω… θέλω να το νιώσω. Θέλω να νιώσω… άσχημα». Είναι περίεργο να το λέω αυτό, αλλά το σκέφτομαι διαρκώς. Δε νιώθω αρκετά άσχημα. Ξέρω για ποια πράγματα είμαι υπεύθυνη, ξέρω όλα τα φρικτά πράγματα που έχω κάνει, παρόλο που δε θυμάμαι λεπτομέρειες – αλλά νιώθω αποστασιοποιημένη από αυτές τις πράξεις, νιώθω ότι δεν τις έχω διαπράξει εγώ. «Πιστεύετε ότι πρέπει να νιώθετε πιο άσχημα απ’ όσο νιώθετε; Ότι δε νιώθετε αρκετά άσχημα για τα λάθη σας;» «Ναι». Ο Καμάλ κούνησε το κεφάλι. «Ρέιτσελ, μου είπες ότι κατέστρεψες τον γάμο σου, ότι έχασες τη δουλειά σου – πιστεύεις ότι αυτή η τιμωρία δεν είναι αρκετή;» Κούνησα το κεφάλι μου. Εκείνος έγειρε λίγο πίσω στην καρέκλα του. «Νομίζω ότι είσαι λίγο αυστηρή με τον εαυτό σου». «Δεν είμαι». «Εντάξει λοιπόν. Πάμε λίγο πίσω; Στην εποχή που ξεκίνησε το πρόβλημα. Είπες ότι ήταν… πριν από τέσσερα χρόνια; Μπορείς να μου μιλήσεις λίγο για τότε;» Αντιστάθηκα. Δε με είχε αποπλανήσει εντελώς η ζεστασιά της φωνής του, η απαλότητα των
ματιών του. Δεν ήμουν τελείως απελπισμένη. Δε θα άρχιζα να του λέω ολόκληρη την αλήθεια. Δε θα του έλεγα πόσο πολύ λαχταρούσα ένα μωρό. Του είπα ότι ο γάμος μου διαλύθηκε, ότι είχα κατάθλιψη και ότι ανέκαθεν έπινα, απλώς τα πράγματα βγήκαν εκτός ελέγχου. «Ο γάμος σου διαλύθηκε, οπότε… εγκατέλειψες τον άντρα σου ή σε άφησε εκείνος ή… ήταν αμοιβαίο;» «Είχε παράνομη σχέση», είπα. «Γνώρισε μια άλλη γυναίκα και την ερωτεύτηκε». Έκανε ένα νεύμα, περιμένοντας να συνεχίσω. «Ωστόσο, δεν έφταιγε εκείνος. Εγώ έφταιγα». «Γιατί το λες αυτό;» «Λοιπόν, η ιστορία με το ποτό είχε ξεκινήσει από πριν…» «Επομένως δεν ξεκίνησε εξαιτίας της εξωσυζυγικής σχέσης του άντρα σου;» «Όχι, είχα ήδη ξεκινήσει να πίνω, το ποτό τον έδιωξε μακριά μου, αυτό έφταιγε που εκείνος έπαψε…» Ο Καμάλ περίμενε, δε με προέτρεψε να συνεχίσω, με άφησε απλώς να κάθομαι εκεί, περιμένοντας να πω τις λέξεις δυνατά. «Που έπαψε να με αγαπά», είπα. Μισώ τον εαυτό μου που κλαίω μπροστά του. Δεν καταλαβαίνω πώς άφησα τις άμυνές μου να πέσουν έτσι. Δεν έπρεπε να του μιλήσω για πραγματικά γεγονότα και συναισθήματα, έπρεπε να μπω εκεί μέσα με κάποιο φανταστικό πρόβλημα, έπρεπε να επινοήσω έναν άλλο χαρακτήρα. Έπρεπε να είμαι καλύτερα προετοιμασμένη. Μισώ τον εαυτό μου που τον κοιτάζω και πιστεύω, για μια στιγμή, ότι με ένιωσε. Γιατί με κοίταζε σαν να με ένιωθε πραγματικά, όχι σαν να με λυπόταν, αλλά, όπως με κατανοούσε, άλλο τόσο ήμουν και κάποια που ήθελε να τη βοηθήσει. «Λοιπόν τότε, Ρέιτσελ, το ποτό ξεκίνησε πριν από τη διάλυση του γάμου σου. Μήπως μπορείς να μου πεις από πού ξεκίνησε όλο αυτό; Θέλω να πω ότι δεν μπορούν όλοι να εντοπίσουν μια αιτία. Κάποιοι απλώς πέφτουν σε κατάθλιψη δίχως να ξέρουν τον λόγο. Για σένα υπήρξε κάποια συγκεκριμένη αιτία; Ένα πένθος, κάποια άλλη απώλεια;» Κούνησα το κεφάλι, ανασήκωσα τους ώμους. Δεν πρόκειται να του πω. Δε θα του το πω αυτό. Περίμενε για λίγο και μετά κοίταξε φευγαλέα το ρολόι πάνω στο γραφείο του. «Θα ήθελες να συνεχίσουμε την επόμενη φορά;» είπε, αφού χαμογέλασε, και μετά πήρε μια εντελώς ψυχρή έκφραση. Όλα πάνω του είναι ζεστά –τα χέρια του, τα μάτια του, η φωνή του–, τα πάντα, εκτός από το χαμόγελό του. Μπορείς να δεις τον δολοφόνο μέσα του την ώρα που δείχνει τα δόντια του. Το στομάχι μου έγινε κόμπος, ο σφυγμός μου έφτασε πάλι στα ύψη, έφυγα από το γραφείο χωρίς να σφίξω το χέρι που μου άπλωσε. Δεν άντεχα να τον αγγίξω. Καταλαβαίνω, αλήθεια. Καταλαβαίνω τι είδε η Μέγκαν, και δεν είναι μόνο η ακαταμάχητη ομορφιά του. Είναι επίσης ήρεμος και καθησυχαστικός, εκπέμπει μια καρτερική ευγένεια. Κάποιος αθώος ή εύπιστος ή απλώς ταραγμένος μπορεί να μη διέκρινε πίσω από τη μάσκα, μπορεί να μην έβλεπε ότι κάτω από αυτή την ηρεμία υπάρχει ένας λύκος. Το καταλαβαίνω αυτό. Για σχεδόν μία ώρα, με αποπλάνησε. Αφέθηκα στη γοητεία του και του ανοίχτηκα. Ξέχασα ποιος ήταν. Πρόδωσα τον Σκοτ, πρόδωσα τη Μέγκαν και νιώθω ένοχη γι’ αυτό. Αλλά πιο ένοχη νιώθω επειδή θέλω να ξαναπάω.
Τετάρτη, 7 Αυγούστου 2013 Πρωί Το είδα πάλι εκείνο το όνειρο στο οποίο έχω κάνει κάτι λάθος, στο οποίο όλοι είναι εναντίον μου και συντάσσονται με το μέρος του Τομ. Θέλω να εξηγήσω ή τουλάχιστον να ζητήσω συγγνώμη, μα δεν ξέρω τι έχω κάνει. Στο διάστημα ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, σκέφτομαι έναν πραγματικό καβγά, καιρό πριν –τέσσερα χρόνια πριν–, μετά τη μία και μοναδική αποτυχημένη μας εξωσωματική, τότε που ήθελα να ξαναπροσπαθήσω. Ο Τομ μού είπε ότι δεν είχαμε τα χρήματα, κι εγώ δεν το αμφισβήτησα. Το ήξερα ότι δεν τα είχαμε –είχαμε βάλει μεγάλη υποθήκη, εκείνος είχε ακόμη κάποια χρέη από μια αποτυχημένη δουλειά που τον είχε προτρέψει να κάνει ο πατέρας του–, απλώς έπρεπε να το διαχειριστώ όλο αυτό. Στο μόνο που ήλπιζα ήταν ότι κάποια μέρα θα είχαμε τα χρήματα, ενώ στο μεταξύ έπρεπε να καταπίνω τα δάκρυα που έρχονταν στα μάτια μου, καυτά και γρήγορα, κάθε φορά που έβλεπα μια άγνωστη με φουσκωμένη κοιλιά στον δρόμο, κάθε φορά που άκουγα τα χαρμόσυνα νέα κάποιας άλλης. Δύο μήνες αφότου μάθαμε για την αποτυχία της εξωσωματικής μού είπε για το ταξίδι. Θα πήγαινε στο Βέγκας, για τέσσερις βραδιές, να δει τον μεγάλο αγώνα και να χαλαρώσει λίγο. Μόνο εκείνος και δύο φίλοι του από τα παλιά, άνθρωποι που δεν είχα γνωρίσει ποτέ. Αυτό το ταξίδι κόστιζε μια περιουσία, το ξέρω, γιατί είδα την απόδειξη των εισιτηρίων και του ξενοδοχείου στο μέιλ του. Δεν έχω ιδέα πόσο κόστιζαν τα εισιτήρια για τον αγώνα του μποξ, αλλά δε φαντάζομαι να ήταν και φθηνά. Δεν ήταν αρκετά για μια εξωσωματική, αλλά θα ήταν μια αρχή. Καβγαδίσαμε άσχημα γι’ αυτό. Δε θυμάμαι λεπτομέρειες, γιατί έπινα όλο το απόγευμα, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για να τον αντιμετωπίσω, οπότε την ώρα που το έκανα έγινε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Θυμάμαι πόσο ψυχρός ήταν την επόμενη μέρα, θυμάμαι που δε δεχόταν να μιλήσει γι’ αυτό. Θυμάμαι που μου είπε, μ’ εκείνο το απογοητευμένο ύφος, τι είχα πει και τι είχα κάνει, πώς είχα κάνει θρύψαλα την κορνίζα με τη γαμήλια φωτογραφία μας, πώς του ούρλιαζα ότι ήταν εγωιστής, πώς του είπα ότι ήταν άχρηστος σύζυγος, ένας αποτυχημένος. Θυμάμαι πόσο πολύ σιχάθηκα τον εαυτό μου εκείνη τη μέρα. Είχα άδικο, φυσικά και είχα, που του είπα όλα αυτά, αλλά τώρα σκέφτομαι ότι ο θυμός μου δεν ήταν παράλογος. Είχα κάθε δικαίωμα να είμαι θυμωμένη, έτσι δεν είναι; Προσπαθούσαμε να κάνουμε μωρό – δε θα έπρεπε να είμαστε προετοιμασμένοι και για τις θυσίες που απαιτούνταν; Εγώ θα έκοβα και το χέρι μου αν μου έλεγαν ότι έτσι θα αποκτούσα παιδί. Αυτός δεν μπορούσε να θυσιάσει ένα Σαββατοκύριακο στο Βέγκας; Μένω ξαπλωμένη έτσι για λίγο, καθώς συλλογίζομαι όλα αυτά, και μετά σηκώνομαι κι αποφασίζω να πάω μια βόλτα, γιατί αν δεν κάνω κάτι, θα θελήσω να πάω στο γωνιακό μαγαζάκι. Έχω να πιω από την Κυριακή και το νιώθω σε όλο μου το κορμί, νιώθω την πάλη που γίνεται μέσα μου, τη λαχτάρα για μια ζάλη, την ακατανίκητη ορμή να βγω από το κεφάλι μου, ξεχνώντας εκείνο το ακαθόριστο συναίσθημα ότι έχω πετύχει κάτι και ότι θα ήταν κρίμα να πετάξω τόση προσπάθεια στα σκουπίδια. Το Άσμπερι δεν είναι και το καλύτερο μέρος για περίπατο, έχει μόνο μαγαζιά και σπίτια, ούτε καν ένα καλό πάρκο. Περνάω από το κέντρο της πόλης, το οποίο δεν είναι και τόσο κακό όταν δεν υπάρχει κανείς τριγύρω. Το κόλπο είναι να ξεγελάς τον εαυτό σου ώστε να νομίζει ότι πάει κάπου: Απλώς επιλέγεις ένα σημείο και πας προς τα εκεί. Εγώ διάλεξα την εκκλησία στο τέρμα της οδού Πλέζανς, που απέχει περίπου τέσσερα χιλιόμετρα από το σπίτι μου. Έχω πάει σε συνάντηση των ΑΑ
εκεί. Δεν πήγα σ’ εκείνη που γινόταν πιο κοντά στο σπίτι μου γιατί δεν ήθελα να πέσω πάνω σε κάποιον στον δρόμο, στο σουπερμάρκετ ή στο τρένο. Όταν φτάνω στην εκκλησία, κάνω μεταβολή και παίρνω τον δρόμο της επιστροφής, περπατώντας αποφασισμένη προς το σπίτι, μια γυναίκα με στόχους και ασχολίες, που έχει κάπου να πάει. Φυσιολογική. Κοιτάζω τον κόσμο που προσπερνάω –τους δύο άντρες που κάνουν τζόκινγκ, με τα σακίδιά τους στην πλάτη, οι οποίοι προπονούνται για τον Μαραθώνιο, τη γυναίκα με τη μαύρη φούστα και τα λευκά αθλητικά, τα τακούνια της στην τσάντα, που πηγαίνει στη δουλειά– και αναρωτιέμαι τι κρύβουν μέσα τους. Κινούνται για να σταματήσουν να πίνουν, τρέχουν για να ηρεμήσουν; Μήπως σκέφτονται τον δολοφόνο που συνάντησαν χθες, αυτόν που σκοπεύουν να συναντήσουν ξανά; Δεν είμαι φυσιολογική. Έχω φτάσει σχεδόν σπίτι την ώρα που το συνειδητοποιώ. Είμαι χαμένη στις σκέψεις μου, καθώς αναλογίζομαι τι ακριβώς θέλω να πετύχω με αυτές τις επισκέψεις στον Καμάλ: Στ’ αλήθεια σκοπεύω να ψαχουλέψω τα συρτάρια του αν βγει κάποια στιγμή από το γραφείο; Θα προσπαθήσω να τον παγιδεύσω ώστε να πει κάτι ενοχοποιητικό, θα τον οδηγήσω σε επικίνδυνα μονοπάτια; Το πιθανότερο είναι πως αυτός είναι πολύ πιο έξυπνος από μένα· το πιθανότερο είναι να καταλάβει μεμιάς τις προθέσεις μου. Στο κάτω κάτω, ξέρει ότι το όνομά του έχει εμφανιστεί σε όλες τις εφημερίδες – θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση μπροστά στην πιθανότητα να προσπαθήσει κάποιος να του αποσπάσει πληροφορίες. Αυτά σκέφτομαι, με το κεφάλι σκυμμένο, κοιτάζοντας το πεζοδρόμιο, καθώς περνάω από το ψιλικατζίδικο στα δεξιά και πασχίζω να μη στρέψω τα μάτια μου εκεί, γιατί μπορεί να μου μπουν ιδέες, αλλά με την άκρη του ματιού μου το κάνω και τότε βλέπω το όνομά της. Σηκώνω το βλέμμα και είναι εκεί, με τεράστια γράμματα στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας: ΗΤΑΝ Η ΜΕΓΚΑΝ ΜΗΤΡΟΚΤΟΝΟΣ;
ΑΝΝΑ
Τετάρτη, 7 Αυγούστου 2013 Πρωί Ήμουν με τα κορίτσια από τον σύλλογο γονέων στα Starbucks όταν συνέβη. Καθόμασταν στο συνηθισμένο μας τραπέζι κοντά στο παράθυρο, τα παιδιά είχαν σκορπίσει τουβλάκια Lego σε όλο το πάτωμα, η Μπεθ προσπαθούσε (πάλι) να με πείσει να μπω στη λέσχη βιβλίου, και τότε εμφανίστηκε η Νταϊάν. Είχε αυτή την έκφραση στο πρόσωπό της, την περηφάνια εκείνου που πρόκειται να μοιραστεί ένα πιπεράτο κουτσομπολιό. Μόλις που κρατιόταν καθώς προσπαθούσε να περάσει το καρότσι με τα δίδυμα μέσα από την πόρτα. «Άννα, το είδες αυτό;», είπε με σοβαρό ύφος, κρατώντας ψηλά την Daily Mail με τον τίτλο: ΗΤΑΝ Η ΜΕΓΚΑΝ ΜΗΤΡΟΚΤΟΝΟΣ; Έχασα τη μιλιά μου. Έμεινα απλώς να κοιτάζω σαν χάνος και μετά, εντελώς ξαφνικά, ξέσπασα σε κλάματα. Η Ήβη κατατρόμαξε. Άρχισε να ουρλιάζει. Ήταν τρομερό. Πήγα στην τουαλέτα να ρίξω νερό στο πρόσωπό μου (και να καθαρίσω την Ήβη) και όταν επέστρεψα, όλες τους μιλούσαν χαμηλόφωνα. Η Νταϊάν με κοίταξε με ένα ύπουλο βλέμμα και ρώτησε: «Είσαι καλά, γλυκιά μου;» Το καταδιασκέδαζε, το ήξερα. Έπρεπε να φύγω, δεν άντεχα να μείνω άλλο. Όλες τους έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον, μου έλεγαν πόσο φρικτό θα πρέπει να ήταν αυτό για μένα, αλλά την έβλεπα στα πρόσωπά τους εκείνη τη φτωχά συγκαλυμμένη αποδοκιμασία τους. Πώς μπόρεσες να εμπιστευτείς το παιδί σου σε αυτό το τέρας; Είσαι η χειρότερη μητέρα στον κόσμο. Στην επιστροφή προς το σπίτι, προσπάθησα να τηλεφωνήσω στον Τομ, αλλά βγήκε τηλεφωνητής. Του άφησα μήνυμα να με πάρει όσο το δυνατόν πιο σύντομα – προσπάθησα να διατηρήσω τη φωνή μου ανάλαφρη και ομοιόμορφη, αλλά έτρεμα, τα πόδια μου δε με κρατούσαν. Δεν αγόρασα την εφημερίδα, αλλά δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ και να μη διαβάσω την ιστορία στο διαδίκτυο. Όλα δείχνουν αόριστα. «Πηγές από την έρευνα στην υπόθεση Χίπγουελ» ισχυρίζονταν ότι η Μέγκαν «ίσως σκότωσε το ίδιο της το παιδί» πριν από επτά χρόνια. Οι «πηγές» εικάζουν επίσης ότι αυτό μπορεί να είναι και το κίνητρο της δολοφονίας της. Ο ντετέκτιβ που έχει αναλάβει την υπόθεση –ο Γκάσκιλ, αυτός που μας μίλησε μετά την εξαφάνισή της– δεν έκανε κανένα σχόλιο. Μου τηλεφώνησε ο Τομ – ήταν σε συνάντηση, δεν μπορούσε να έρθει σπίτι. Προσπάθησε να με ηρεμήσει, έκανε οτιδήποτε μπορούσε, μου είπε ότι πιθανώς όλα αυτά να ήταν ανοησίες. «Ξέρεις ότι τα μισά απ’ όσα γράφουν στις εφημερίδες είναι ψέματα». Δεν το έκανα και μεγάλο ζήτημα, γιατί ο Τομ ήταν αυτός που πρότεινε να έρθει εκείνη να με βοηθήσει με την Ήβη. Θα πρέπει να αισθάνεται απαίσια. Και έχει δίκιο. Μπορεί και να μην είναι αλήθεια. Αλλά ποιος θα επινοούσε ένα τέτοιο ψέμα; Γιατί να πει κανείς κάτι τέτοιο; Και δεν μπορώ να μη σκέφτομαι ότι το ήξερα. Από την αρχή είχα καταλάβει πως κάτι πήγαινε στραβά με αυτή τη γυναίκα. Στην αρχή φαντάστηκα ότι ήταν λίγο ανώριμη, αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, ήταν σαν να ήταν απούσα. Λες και σκεφτόταν μόνο τον εαυτό της. Δε θα πω ψέματα. Χάρηκα που έφυγε. Ήταν μεγάλη ανακούφιση.
Απόγευμα Είμαι πάνω, στο υπνοδωμάτιο. Ο Τομ βλέπει τηλεόραση με την Ήβη. Δε μιλιόμαστε. Εγώ φταίω. Με το που μπήκε στην πόρτα, τον έπιασα από τα μούτρα. Ο θυμός μου συσσωρευόταν όλη μέρα. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, δεν μπορούσα να κρυφτώ από αυτό, το πρόσωπό της βρισκόταν όπου κι αν κοίταζα. Εδώ, στο σπίτι μου, αγκαλιά με το μωρό μου, να το ταΐζει, να το αλλάζει, να παίζει μαζί του την ώρα που εγώ κοιμόμουν. Σκέφτομαι διαρκώς όλες τις φορές που την άφησα μόνη με την Ήβη και μου γυρνούν τα σωθικά. Και τότε με έπιασε παράνοια, εκείνο το συναίσθημα που έχω από τότε που ήρθα να μείνω σε αυτό το σπίτι ότι κάποιος με παρακολουθεί. Στην αρχή, το απέδιδα στα τρένα. Όλα αυτά τα απρόσωπα κορμιά που κοιτούσαν έξω από το παράθυρο απευθείας προς το μέρος μας με ανατρίχιαζαν. Ήταν ένας από τους πολλούς λόγους που δεν ήθελα να μείνω εδώ εξαρχής, αλλά ο Τομ δεν έφευγε. Έλεγε πως θα χάναμε χρήματα από την πώληση. Στην αρχή ήταν τα τρένα και μετά η Ρέιτσελ. Η Ρέιτσελ που μας παρακολουθούσε, που εμφανιζόταν στη γειτονιά, που μας τηλεφωνούσε διαρκώς. Και μετά ακόμα και η Μέγκαν, όταν ήταν εδώ, με την Ήβη· πάντα ένιωθα ότι το ένα της μάτι ήταν πάνω μου, σαν να με ζύγιζε, σαν να έκρινε τον τρόπο που συμπεριφερόμουν ως μητέρα, σαν να με κατηγορούσε ότι δεν μπορούσα να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Ανόητο, το ξέρω. Μετά θυμάμαι τη μέρα που ήρθε σπίτι η Ρέιτσελ και πήρε την Ήβη κι όλο μου το κορμί παγώνει, και σκέφτομαι ότι σε καμία περίπτωση δεν είμαι γελοία. Έτσι, μέχρι να έρθει ο Τομ στο σπίτι, ήμουν πανέτοιμη για καβγά. Του έδωσα τελεσίγραφο: Πρέπει να φύγουμε, δε μένω με τίποτα σε αυτό το σπίτι, σε αυτό τον δρόμο, γνωρίζοντας όλα όσα έχουν συμβεί εδώ. Όπου κι αν κοιτάξω τώρα, δε βλέπω μόνο τη Ρέιτσελ, αλλά και τη Μέγκαν. Σκέφτομαι όλα όσα άγγιξε. Δεν αντέχω άλλο. Του είπα ότι δε με ένοιαζε αν θα παίρναμε καλά λεφτά για το σπίτι. «Θα σε νοιάξει όταν αναγκαστούμε να πάμε να μείνουμε κάπου χειρότερα, όταν δε θα μπορούμε να πληρώνουμε την υποθήκη μας», είπε, απολύτως λογικά. Τον ρώτησα γιατί δε ζητάει βοήθεια από τους γονείς του –έχουν μπόλικα χρήματα–, αλλά είπε ότι δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση, ότι δε θα τους ζητούσε ποτέ ξανά τίποτα, και τότε θύμωσε πολύ, είπε ότι δεν ήθελε να το συζητήσει άλλο. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο του φέρθηκαν οι γονείς του όταν παράτησε τη Ρέιτσελ για μένα. Δε θα έπρεπε καν να τους είχα αναφέρει, αυτό πάντα τον κάνει έξαλλο. Όμως, δεν αντέχω. Νιώθω απελπισμένη, γιατί τώρα, κάθε φορά που κλείνω τα μάτια, τη βλέπω να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας με την Ήβη αγκαλιά. Έπαιζε μαζί της, της χαμογελούσε, της μιλούσε, αλλά ποτέ δεν έδειχνε να τα κάνει με την καρδιά της, φαινόταν σαν να μην ήθελε να βρίσκεται εδώ. Πάντα έδειχνε να ανυπομονεί να τη δώσει πίσω σ’ εμένα όταν ερχόταν η ώρα να φύγει. Ήταν σαν να μην της άρεσε η αίσθηση ενός παιδιού στα χέρια της.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Τετάρτη, 7 Αυγούστου 2013 Απόγευμα Η ζέστη είναι αφόρητη, η θερμοκρασία διαρκώς ανεβαίνει. Με τα παράθυρα του διαμερίσματος ανοιχτά, μπορείς να γευτείς το καυσαέριο που έρχεται από τον δρόμο. Ο λαιμός μου με τρώει. Κάνω το δεύτερο ντους της μέρας όταν χτυπάει το τηλέφωνο. Το αγνοώ, μα αρχίζει πάλι να χτυπάει. Και πάλι. Μέχρι να βγω από το ντους, χτυπάει και τέταρτη φορά, και τότε απαντάω. Ακούγεται πανικόβλητος, η αναπνοή του είναι κοφτή. Η φωνή του έρχεται στ’ αυτιά μου διακεκομμένη. «Δεν μπορώ να πάω σπίτι», λέει. «Υπάρχουν παντού δημοσιογράφοι». «Σκοτ;» «Ξέρω πως αυτό… είναι εντελώς αλλόκοτο, αλλά απλώς πρέπει να πάω κάπου, κάπου όπου δε θα με περιμένουν. Δεν μπορώ να πάω στη μητέρα μου, στους φίλους μου. Κάνω κύκλους με το αυτοκίνητο, κάνω κύκλους από την ώρα που έφυγα από την αστυνομία…» Η φωνή του σκαλώνει. «Χρειάζομαι μόνο δύο ωρίτσες. Να καθίσω, να σκεφτώ. Χωρίς αυτούς, χωρίς την αστυνομία, χωρίς τον καθένα να μου κάνει γαμημένες ερωτήσεις. Συγγνώμη, αλλά θα μπορούσα να έρθω σπίτι σου;» Συμφωνώ, φυσικά. Όχι μόνο γιατί ακούγεται πανικόβλητος και απελπισμένος, αλλά γιατί θέλω να τον δω. Θέλω να τον βοηθήσω. Του δίνω τη διεύθυνση, και λέει ότι θα είναι εδώ σε ένα τέταρτο. Το κουδούνι χτυπάει στα δέκα λεπτά. «Λυπάμαι πολύ που σου το κάνω αυτό», λέει, καθώς ανοίγω την πόρτα. «Δεν ήξερα πού αλλού να πάω». Έχει το ύφος κυνηγημένου, είναι ταραγμένος, χλωμός, το δέρμα του γυαλίζει από τον ιδρώτα. «Δεν πειράζει», λέω, παραμερίζοντας για να περάσει. Τον συνοδεύω στο σαλόνι, του λέω να καθίσει. Του φέρνω ένα ποτήρι νερό από την κουζίνα. Το πίνει μονορούφι και μετά κάθεται σκυφτός, με τους βραχίονες στα γόνατα και το κεφάλι κρεμασμένο. Εγώ μένω ακίνητη, μη ξέροντας αν πρέπει να μιλήσω ή να το βουλώσω. Χρειάζεται απλώς λίγη ώρα, δίχως ο κόσμος να του κάνει γαμημένες ερωτήσεις. Παίρνω αμίλητη το ποτήρι και το ξαναγεμίζω με νερό. Κάποια στιγμή, αρχίζει να μιλάει. «Φαντάζεσαι ότι συνέβη το χειρότερο», λέει σιγανά. «Δηλαδή, αυτό δε φαντάζεσαι;» Με κοιτάζει. «Η γυναίκα μου είναι νεκρή, και η αστυνομία πιστεύει ότι τη σκότωσα εγώ. Τι θα μπορούσε να είναι χειρότερο από αυτό;» Μιλάει για τα νέα, για τα πράγματα που λένε γι’ αυτή. Για εκείνη την ιστορία στις φυλλάδες που υποτίθεται ότι διέρρευσε από κάποιον στην αστυνομία, για την ανάμειξη της Μέγκαν στον θάνατο ενός παιδιού. Φρικτές εικασίες, λάσπη στη μνήμη μιας νεκρής γυναίκας. Είναι ποταπό. «Ωστόσο, δεν είναι αλήθεια», του λέω. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια». Παραμένει ανέκφραστος, σαν να μην καταλαβαίνει. «Μου το είπε η ντετέκτιβ Ράιλι σήμερα το πρωί», λέει. Ξεροβήχει, καθαρίζει τον λαιμό του. «Τα νέα που πάντα ήθελα ν’ ακούσω. Δεν μπορείς να φανταστείς», συνεχίζει, με φωνή σαν ψίθυρο, «πόσο πολύ το λαχταρούσα. Συνήθιζα να ονειροπολώ γι’ αυτό, να φαντάζομαι πώς θα έδειχνε, πώς θα μου χαμογελούσε, ντροπαλή και συνεσταλμένη, πώς θα έπαιρνε το χέρι μου και θα το έφερνε στα χείλη της…» Είναι χαμένος,
ονειροπολεί, δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάει. «Σήμερα», λέει, «σήμερα έμαθα ότι η Μέγκαν ήταν έγκυος». Ξεσπάει σε κλάματα, το ίδιο κοντεύω να κάνω κι εγώ, να κλάψω για ένα βρέφος που δε θα ζήσει ποτέ, για το παιδί μιας γυναίκας που δε γνώρισα ποτέ μου. Όμως, ο τρόμος είναι αβάσταχτος. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς ο Σκοτ συνεχίζει και αναπνέει ακόμη. Θα πρέπει να τον σκοτώνει αυτό, θα πρέπει να του ρουφάει όλη του τη ζωή. Ωστόσο, παραδόξως, βρίσκεται ακόμη εδώ. Δεν μπορώ ούτε να μιλήσω ούτε να κουνηθώ. Το σαλόνι μοιάζει να βράζει, μοιάζει να μην έχει αέρα, παρά τα ανοιχτά παράθυρα. Ακούω τους ήχους που έρχονται από τον δρόμο: μια σειρήνα περιπολικού, κορίτσια που φωνάζουν και γελούν, τα μπάσα της μουσικής από ένα περαστικό αμάξι. Φυσιολογική ζωή. Όμως, εδώ μέσα, ο κόσμος τελειώνει. Για τον Σκοτ ο κόσμος τελειώνει, κι εγώ δεν μπορώ να βγάλω μιλιά. Στέκομαι εκεί, αμίλητη, απελπισμένη, άχρηστη. Μέχρι που ακούω βήματα στα σκαλοπάτια έξω, τον οικείο ήχο που κάνει η Κάθι κάθε φορά που ψαχουλεύει στην πελώρια τσάντα της για τα κλειδιά της. Αυτό με επαναφέρει στο παρόν. Κάτι πρέπει να κάνω: Αρπάζω το χέρι του Σκοτ, κι εκείνος με κοιτάζει ξαφνιασμένος. «Έλα μαζί μου», λέω, σηκώνοντάς τον. Με αφήνει να τον σύρω στο χολ και να τον ανεβάσω στη σκάλα, πριν η Κάθι ξεκλειδώσει και ανοίξει την πόρτα. Κλείνω την πόρτα της κρεβατοκάμαρας πίσω μας. «Η συγκάτοικός μου», λέω, για να του δώσω μια εξήγηση. «Μπορεί… θα αρχίσει τις ερωτήσεις. Και ξέρω ότι είναι το τελευταίο πράγμα που θέλεις αυτή τη στιγμή». Κουνάει το κεφάλι. Κοιτάζει γύρω του το μικροσκοπικό μου δωμάτιο, το άστρωτο κρεβάτι, τα ρούχα μου, και τα καθαρά και τα βρόμικα, που είναι στοιβαγμένα σε έναν σωρό πάνω στην καρέκλα του γραφείου μου, τους άδειους τοίχους, τα φτηνιάρικα έπιπλα. Ντρέπομαι. Αυτή είναι η ζωή μου: ακατάστατη, ελεεινή, μικρή. Καθόλου ζηλευτή. Καθώς συλλογίζομαι όλα τα παραπάνω, σκέφτομαι πόσο γελοία είμαι που πιστεύω ότι ο Σκοτ θα νοιάζεται για την κατάσταση της ζωής μου αυτή τη στιγμή. Του γνέφω να καθίσει στο κρεβάτι. Υπακούει, σκουπίζει τα μάτια του με την ανάστροφη του χεριού του και αναστενάζει βαριά. «Μπορώ να σου φέρω κάτι;» τον ρωτάω. «Μια μπίρα;» «Δεν… δεν έχω αλκοόλ στο σπίτι», λέω και ταυτόχρονα νιώθω να κοκκινίζω από ντροπή. Ωστόσο, ο Σκοτ ούτε που το προσέχει, ούτε καν με κοιτάζει. «Μπορώ να σου φτιάξω λίγο τσάι όμως». Κουνάει το κεφάλι. «Ξάπλωσε λίγο», λέω. «Ξεκουράσου». Κάνει όπως του είπα, βγάζοντας τα παπούτσια του και ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, υπάκουος σαν άρρωστο παιδί. Στον κάτω όροφο, βάζω νερό να βράσει, πιάνω ψιλοκουβέντα με την Κάθι, την ακούω να φλυαρεί για το καινούργιο στέκι για φαγητό που ανακάλυψε στο Νόρθκοτ («τέλειες σαλάτες») και για το πόσο ενοχλητική είναι η νέα της συνάδελφος. Χαμογελάω και γνέφω, αλλά μόλις που την ακούω. Το κορμί μου είναι σφιγμένο, καθώς προσπαθώ ν’ ακούσω εκείνον, μήπως σηκωθεί και ακουστεί κανένα τρίξιμο ή τα βήματά του. Μου φαίνεται εξωπραγματικό να τον έχω εδώ, στο κρεβάτι μου, πάνω. Με πιάνει ζαλάδα και μόνο στη σκέψη, λες και ονειρεύομαι. Η Κάθι σταματάει επιτέλους να μιλάει και με κοιτάζει σμίγοντας τα φρύδια. «Είσαι καλά;» ρωτάει. «Δειχνεις λίγο… στον κόσμο σου». «Λίγο κουρασμένη είμαι μόνο», της λέω. «Δε νιώθω και πολύ καλά. Καλύτερα να ξαπλώσω». Μου ρίχνει ένα βλέμμα. Ξέρει ότι δεν έχω πιει (πάντα το καταλαβαίνει), αλλά μάλλον πιστεύει ότι
σκοπεύω να το κάνω. Δε με νοιάζει, δε γίνεται να με απασχολήσει αυτό τώρα. Παίρνω το τσάι του Σκοτ και της λέω ότι θα τα πούμε το πρωί. Σταματάω έξω από την πόρτα του δωματίου μου και στήνω αυτί. Ησυχία. Προσεκτικά, στρίβω το πόμολο και ανοίγω την πόρτα. Είναι ξαπλωμένος εκεί, στη θέση όπου τον άφησα, με τα χέρια στο πλάι και τα μάτια κλειστά. Ακούω την αναπνοή του, απαλή και ακανόνιστη. Το κορμί του πιάνει το μισό κρεβάτι, και μπαίνω στον πειρασμό να ξαπλώσω δίπλα του, να βάλω το χέρι μου πάνω στο στήθος του, να τον παρηγορήσω. Αντί γι’ αυτό όμως, βήχω διακριτικά και σηκώνω το φλιτζάνι με το τσάι. Ανακάθεται. «Σ’ ευχαριστώ», λέει απότομα, παίρνοντας το φλιτζάνι. «Σ’ ευχαριστώ που… μου προσφέρεις καταφύγιο. Είναι – δεν μπορώ να περιγράψω πώς είναι από τη στιγμή που βγήκε στο φως αυτή η ιστορία». «Αυτή για το…;» «Ναι, αυτή». Το πώς ανακάλυψαν αυτή την ιστορία οι φυλλάδες είναι υπό συζήτηση. Οι εικασίες αφθονούν, κάποιοι δείχνουν την αστυνομία, άλλοι τον Καμάλ Αμπντίκ, τον Σκοτ. «Είναι ψέμα», του λέω. «Δεν είναι;» «Φυσικά και είναι, αλλά δίνει κίνητρο σε κάποιον, έτσι δεν είναι; Αυτό λένε – η Μέγκαν σκότωσε το μωρό της, πράγμα που θα έδινε κίνητρο σε κάποιον –στον πατέρα του μωρού, μάλλον– να τη σκοτώσει. Τόσα χρόνια μετά». «Αυτό είναι γελοίο». «Όμως, ξέρεις τι λένε όλοι. Ότι επινόησα αυτή την ιστορία όχι μόνο για να την κάνω να φανεί κακός άνθρωπος, αλλά και για να ξεφορτωθώ τις υποψίες, να τις ρίξω σε κάποιον άγνωστο. Σε κάποιον τύπο από το παρελθόν της που δεν έχει γνωρίσει ποτέ κανείς». Κάθομαι δίπλα του στο κρεβάτι. Οι μηροί μας σχεδόν αγγίζονται. «Τι λέει η αστυνομία για όλα αυτά;» Σηκώνει τους ώμους. «Τίποτα το σπουδαίο. Με ρώτησαν αν ήξερα κάτι γι’ αυτό. Αν ήξερα ότι είχε κάνει κάποτε παιδί, αν ήξερα τι συνέβη, αν ήξερα ποιος ήταν ο πατέρας. Είπα όχι, είπα ότι όλα ήταν σαχλαμάρες, ότι δεν είχε μείνει ποτέ έγκυος…» Η φωνή του σκαλώνει πάλι. Σταματάει, πίνει μια γουλιά τσάι. «Τους ρώτησα από πού προέκυψε αυτή η ιστορία, πώς διέρρευσε στις εφημερίδες. Μου είπαν πως δεν μπορούν να μου πουν. Από αυτόν, υποθέτω, τον Αμπντίκ». Βγάζει έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό. «Δεν καταλαβαίνω γιατί. Δεν καταλαβαίνω γιατί να λέει τέτοια πράγματα για εκείνη. Δεν καταλαβαίνω τι προσπαθεί να κάνει. Προφανώς είναι ένας γαμημένος διαταραγμένος». Σκέφτομαι τον άντρα που γνώρισα τις προάλλες: την ήρεμη συμπεριφορά, την απαλή φωνή, τη ζεστασιά των ματιών του. Μόνο διαταραγμένος δε φαίνεται. Εκείνο το χαμόγελο, όμως. «Είναι εξωφρενικό που αυτή η ιστορία δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες. Θα έπρεπε να υπάρχουν κανόνες…» «Δεν μπορεί να συκοφαντεί κανείς τους νεκρούς», λέει. Μένει σιωπηλός για λίγο και μετά συνεχίζει: «Με διαβεβαίωσαν ότι δε θα δώσουν στη δημοσιότητα αυτή την πληροφορία για… για την εγκυμοσύνη της. Όχι ακόμη. Ίσως και καθόλου. Αλλά σίγουρα όχι μέχρι να γνωρίζουν κάτι με βεβαιότητα». «Μέχρι να γνωρίζουν κάτι;» «Το μωρό δεν είναι του Αμπντίκ». «Έκαναν τεστ DNA;» Κουνάει το κεφάλι. «Όχι, απλώς το ξέρω. Δεν ξέρω πώς, μα το ξέρω. Το μωρό είναι –ήταν– δικό
μου». «Αν πίστευε ότι ήταν δικό του, του δίνει ένα κίνητρο, σωστά;» Δεν το λέω δυνατά, αλλά δε θα ήταν ο πρώτος άντρας που θα ξεφορτωνόταν ένα ανεπιθύμητο μωρό σκοτώνοντας τη μητέρα. Και – ούτε αυτό το λέω– δίνει ένα κίνητρο και στον Σκοτ. Αν πίστευε ότι η γυναίκα του είχε μείνει έγκυος από κάποιον άλλο… μόνο που αποκλείεται να το έχει κάνει. Το σοκ του, η απελπισία του – σίγουρα είναι αληθινά. Κανένας δεν είναι τόσο καλός ηθοποιός. Ο Σκοτ δε δείχνει ν’ ακούει άλλο. Τα μάτια του, που είναι καρφωμένα στην πόρτα, είναι θολά, οι ώμοι του σκυφτοί, μοιάζει να βουλιάζει στο κρεβάτι λες και βρίσκεται πάνω σε κινούμενη άμμο. «Θα πρέπει να μείνεις εδώ για λίγο», του λέω. «Προσπάθησε να κοιμηθείς». Και τότε με κοιτάζει, σχεδόν χαμογελάει. «Δε σε πειράζει;» ρωτάει. «Θα ήταν… θα σου ήμουν ευγνώμων. Δυσκολεύομαι να κοιμηθώ στο σπίτι. Δεν είναι μόνο οι δημοσιογράφοι, η αίσθηση ότι θέλουν να ορμήσουν πάνω μου. Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι εκείνη. Βρίσκεται παντού, τη βλέπω διαρκώς γύρω μου. Κατεβαίνω τη σκάλα και δεν κοιτάζω, πιέζω τον εαυτό μου να μην κοιτάξει, αλλά όταν περνάω το παράθυρο, πρέπει να γυρίσω πίσω να δω ότι δεν είναι εκεί, ότι δεν είναι στη βεράντα». Τα δάκρυα κάνουν τα μάτια μου να τσούζουν, καθώς μου λέει: «Της άρεσε να κάθεται εκεί έξω, βλέπεις – στη βεραντούλα που έχουμε. Της άρεσε να κάθεται εκεί έξω και να χαζεύει τα τρένα». «Το ξέρω», λέω, βάζοντας το χέρι μου στο μπράτσο του. «Μερικές φορές την έβλεπα που καθόταν εκεί». «Διαρκώς ακούω τη φωνή της», λέει. «Την ακούω να με φωνάζει. Είμαι στο κρεβάτι και την ακούω να με φωνάζει από έξω. Συνεχώς σκέφτομαι ότι είναι εκεί έξω». Τρέμει. «Ξάπλωσε», του λέω, παίρνοντας την κούπα από το χέρι του. «Ξεκουράσου». Όταν σιγουρεύομαι ότι έχει αποκοιμηθεί, ξαπλώνω πίσω του, με το πρόσωπό μου να απέχει εκατοστά από την πλάτη του. Κλείνω τα μάτια και ακούω την καρδιά μου που χτυπά, το αίμα που πάλλεται στις φλέβες του λαιμού μου. Εισπνέω τη θλιβερή μυρωδιά του ιδρώτα του. Όταν ξυπνάω, έπειτα από ώρες, έχει φύγει.
Πέμπτη, 8 Αυγούστου 2013 Πρωί Νιώθω ότι τον προδίδω. Με άφησε πριν από μερικές ώρες, και να ’μαι τώρα, πηγαίνω στον Καμάλ, πηγαίνω να συναντήσω τον άντρα που πιστεύει ότι σκότωσε τη γυναίκα του. Το παιδί του. Νιώθω ναυτία. Αναρωτιέμαι αν έπρεπε να του είχα πει το σχέδιό μου, να του είχα εξηγήσει ότι γι’ αυτόν τα κάνω όλα. Μόνο που δεν είμαι σίγουρη ότι τα κάνω όλα γι’ αυτόν, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχω κάποιο σχέδιο. Θα δώσω κάτι από τον εαυτό μου. Αυτό είναι το σχέδιό μου για σήμερα. Θα μιλήσω για κάτι πραγματικό, θα μιλήσω για την επιθυμία μου να αποκτήσω παιδί. Θα δω αν αυτό προκαλέσει κάτι – μια αφύσικη αντίδραση, οποιαδήποτε αντίδραση. Θα προσπαθήσω να δω πού θα με βγάλει αυτό το μονοπάτι. Δε με βγάζει πουθενά. Ξεκινάει ρωτώντας με πώς αισθάνομαι, πότε ήπια για τελευταία φορά.
«Την Κυριακή», απαντάω. «Ωραία. Αυτό είναι καλό». Διπλώνει και ξεδιπλώνει τα χέρια στα γόνατά του. «Φαίνεσαι καλά». Χαμογελάει, και δε βλέπω τον δολοφόνο. Τώρα αναρωτιέμαι τι ακριβώς είδα τις προάλλες. Μήπως το φαντάστηκα; «Την προηγούμενη φορά με ρώτησες για ποιο λόγο ξεκίνησα το ποτό». Γνέφει. «Έπαθα κατάθλιψη», λέω. «Προσπαθούσαμε… προσπαθούσα να μείνω έγκυος. Δεν μπορούσα και έπεσα σε κατάθλιψη. Τότε το ξεκίνησα». Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αρχίζω πάλι να κλαίω. Μου είναι αδύνατο ν’ αντισταθώ στην καλοσύνη των ξένων. Σε κάποιον που σε κοιτάζει, ο οποίος δε σε γνωρίζει, και σου λέει ότι όλα θα πάνε καλά, ό,τι κι αν έκανες, ό,τι κι αν έχεις κάνει: υπέφερες, πόνεσες, αξίζεις συγχώρεση. Του εκμυστηρεύομαι τα πάντα και, για άλλη μία φορά, ξεχνάω τον σκοπό μου. Δεν κοιτάζω το πρόσωπό του για κάποια αντίδραση, δε μελετάω τα μάτια του για κάποιο σημάδι ενοχής ή υποψίας. Τον αφήνω να με παρηγορήσει. Είναι ευγενικός, λογικός, μιλάει για στρατηγικές αντιμετώπισης, μου θυμίζει ότι τα νιάτα είναι με το μέρος μου. Οπότε μπορεί όλο αυτό να μη με οδηγεί πουθενά, γιατί βγαίνω από το γραφείο του Καμάλ Αμπντίκ νιώθοντας ανάλαφρη, με αναπτερωμένες ελπίδες. Με βοήθησε. Κάθομαι στο τρένο και προσπαθώ να κάνω τον δολοφόνο να εμφανιστεί, μα δεν μπορώ να τον δω πλέον. Πασχίζω να τον δω ως κάποιον ικανό να χτυπήσει μια γυναίκα, να λιώσει το κρανίο της. Μια φρικτή, ντροπιαστική εικόνα μού έρχεται στο μυαλό: ο Καμάλ με τα ντελικάτα χέρια του, τους καθησυχαστικούς του τρόπους, τη συριστική του ομιλία, σε αντίθεση με τον Σκοτ, τον τεράστιο και δυνατό, άγριο και απελπισμένο. Πρέπει να θυμίζω στον εαυτό μου ότι αυτός ο Σκοτ είναι ο τωρινός, όχι εκείνος που ήταν κάποτε. Πρέπει να θυμάμαι πώς ήταν πριν απ’ όλη αυτή την ιστορία. Και μετά πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν ξέρω πώς ήταν πριν ο Σκοτ.
Παρασκευή, 9 Αυγούστου 2013 Απόγευμα Το τρένο σταματάει στον σηματοδότη. Πίνω μια γουλιά από το παγωμένο τζιν με τόνικ, σηκώνω το βλέμμα και κοιτάζω το σπίτι του, τη βεράντα της. Τα πήγαινα πολύ καλά, μα το χρειάζομαι αυτό. Η ψευτοπαλικαριά του μεθυσμένου. Πάω να συναντήσω τον Σκοτ και, πριν το κάνω, θα πρέπει να αντιμετωπίσω όλους τους κινδύνους της οδού Μπλένεμ: τον Τομ, την Άννα, την αστυνομία, τους δημοσιογράφους. Την υπόγεια διάβαση, με τις μισοκατεστραμμένες αναμνήσεις τρόμου και αίματος. Αλλά μου ζήτησε να πάω, και δεν μπορούσα να αρνηθώ. Βρήκαν το κοριτσάκι χθες βράδυ. Ό,τι δηλαδή είχε απομείνει από αυτό. Θαμμένο στην αυλή ενός αγροτόσπιτου κοντά στις ακτές της Ιστ Άνγκλια, ακριβώς εκεί όπου τους είπε κάποιος να ψάξουν. Ήταν στις εφημερίδες σήμερα το πρωί: Η αστυνομία ξεκίνησε έρευνες για τον θάνατο ενός παιδιού, αφού βρήκε ανθρώπινα οστά θαμμένα στην αυλή ενός σπιτιού κοντά στο Χόλκαμ, στο βόρειο Νόρφολκ. Η ανακάλυψη έγινε έπειτα από πληροφορία που δόθηκε στην αστυνομία για πιθανή ανθρωποκτονία κατά τη διάρκεια των ερευνών για τον θάνατο της Μέγκαν Χίπγουελ από το Γουίτνι, της οποίας το πτώμα βρέθηκε την
προηγούμενη εβδομάδα στο δάσος του Κόρλι. Μόλις είδα τα νέα, τηλεφώνησα αμέσως στον Σκοτ. Δεν απάντησε, κι έτσι του άφησα μήνυμα, λέγοντάς του ότι λυπόμουν. Με πήρε το απόγευμα. «Είσαι καλά;» τον ρώτησα. «Όχι και τόσο». Η φωνή του ακουγόταν βραχνή από το ποτό. «Λυπάμαι πάρα πολύ… χρειάζεσαι κάτι;» «Χρειάζομαι κάποιον που να μη μου πει: Σου τα ’λεγα εγώ». «Συγγνώμη;» «Η μητέρα μου ήταν εδώ όλο το απόγευμα. Από την αρχή είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτή την κοπέλα – ούτε οικογένεια, ούτε φίλοι, ήρθε από το πουθενά. Αναρωτιέμαι γιατί δε μου το είπε ποτέ». Ακούγονται γυαλιά που σπάνε. Βρισιές. «Είσαι καλά;» ρώτησα ξανά. «Μπορείς να έρθεις εδώ;» ρώτησε εκείνος. «Στο σπίτι;» «Ναι». «Μα… η αστυνομία, οι δημοσιογράφοι… δεν είμαι σίγουρη…» «Σε παρακαλώ. Θέλω απλώς λίγη παρέα. Κάποιον που γνώριζε τη Μεγκς, που τη συμπαθούσε. Κάποιον που δεν τα πιστεύει όλα αυτά–» Ήταν μεθυσμένος και το ήξερα, ωστόσο συμφώνησα. Τώρα, καθισμένη στο τρένο, πίνω κι εγώ και σκέφτομαι αυτά που είπε. Κάποιον που γνώριζε τη Μεγκς, κάποιον που τη συμπαθούσε. Δεν τη γνώριζα και δεν είμαι σίγουρη αν τη συμπαθώ πια. Τελειώνω το ποτό μου όσο πιο γρήγορα μπορώ και ανοίγω το επόμενο. Κατεβαίνω στον σταθμό του Γουίτνι. Είμαι κι εγώ μέρος της κοσμοσυρροής της Παρασκευής: ακόμα ένας εργαζόμενος-σκλάβος μέσα στις ζεστές κουρασμένες μάζες που ανυπομονούν να φτάσουν σπίτι και να καθίσουν στον κήπο με μια παγωμένη μπίρα, να φάνε με τα παιδιά τους, να κοιμηθούν νωρίς. Μπορεί να είναι απλώς το τζιν, αλλά νιώθω όμορφα, απερίγραπτα όμορφα, να με παρασέρνει έτσι το πλήθος, ανάμεσα σε όλους αυτούς που ελέγχουν τα κινητά τους ή ψάχνουν στις τσέπες τους για το εισιτήριο. Ταξιδεύω στο παρελθόν, πολλά χρόνια πριν, στο πρώτο καλοκαίρι που μείναμε στην οδό Μπλένεμ, τότε που ανυπομονούσα να φτάσω στο σπίτι από τη δουλειά κάθε βράδυ, ανυπομονούσα να κατέβω τη σκάλα και να βγω από τον σταθμό, τότε που σχεδόν έτρεχα στον δρόμο. Ο Τομ δούλευε από το σπίτι και με το που έμπαινα στην πόρτα μού έβγαζε τα ρούχα. Ακόμα και σήμερα χαμογελάω στη σκέψη αυτή, στην αναμονή αυτής της πράξης: Τα μάγουλά μου είχαν αναψοκοκκινίσει, καθώς προχωρούσα σχεδόν χοροπηδώντας στον δρόμο, δαγκώνοντας το χείλος μου για να σταματήσω να χαμογελάω, με την ανάσα μου να επιταχύνεται, να τον σκέφτομαι και να ξέρω ότι μετράει τα λεπτά μέχρι να φτάσω σπίτι. Το μυαλό μου είναι τόσο γεμάτο από εκείνες τις μέρες, που ξεχνάω να ανησυχήσω για τον Τομ και την Άννα, την αστυνομία και τους φωτογράφους και, πριν καλά καλά το καταλάβω, βρίσκομαι στην πόρτα του Σκοτ, χτυπάω το κουδούνι, η πόρτα ανοίγει, κι εγώ νιώθω γεμάτη έξαψη, νιώθω κάτι που δε θα έπρεπε να νιώθω, αλλά δεν έχω ενοχές γι’ αυτό, γιατί η Μέγκαν δεν ήταν αυτή που φανταζόμουν. Δεν ήταν αυτή η όμορφη, ανέμελη κοπέλα στη βεράντα, δεν ήταν η πιστή σύζυγος. Δεν ήταν καν καλός άνθρωπος. Ήταν ψεύτρα, απατεώνισσα. Ήταν δολοφόνος.
ΜΕΓΚΑΝ
Πέμπτη, 20 Ιουνίου 2013 Απόγευμα Κάθομαι στον καναπέ του σαλονιού του με ένα ποτήρι κρασί στα χέρια. Το σπίτι είναι ακόμη ακατάστατο. Αναρωτιέμαι αν ζει πάντα έτσι, σαν έφηβος. Και σκέφτομαι ότι έχασε την οικογένειά του όταν ήταν έφηβος, οπότε ίσως έτσι ζει. Στεναχωριέμαι γι’ αυτόν. Έρχεται από την κουζίνα και κάθεται δίπλα μου, σε βολική απόσταση. Αν μπορούσα, θα ερχόμουν εδώ κάθε μέρα, έστω για μιαδυο ώρες, απλώς για να κάθομαι εδώ και να πίνω κρασί, να νιώθω το χέρι του να χαϊδεύει το δικό μου. Όμως, δεν μπορώ. Υπάρχει κάποιος στόχος σε όλα αυτά, κι εκείνος θέλει να τελειώνω. «Λοιπόν, Μέγκαν», λέει. «Νιώθεις έτοιμη τώρα; Να ολοκληρώσεις αυτό που ξεκίνησες να μου λες;» Γέρνω λίγο πίσω, πάνω του, στο ζεστό κορμί του. Με αφήνει. Κλείνω τα μάτια και δε μου παίρνει πολύ να γυρίσω εκεί πίσω, σ’ εκείνο το μπάνιο. Είναι παράξενο, γιατί τόσο καιρό προσπαθούσα να μην το σκέφτομαι, να μη σκέφτομαι εκείνες τις μέρες, εκείνες τις νύχτες, αλλά τώρα κλείνω τα μάτια μου και η σκηνή μού έρχεται ακαριαία, σαν να αποκοιμιέμαι, σαν να βρίσκομαι στη μέση ενός ονείρου. Ήταν σκοτεινά κι έκανε πολύ κρύο. Δεν ήμουν στην μπανιέρα πια. «Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη. Θυμάμαι να ξυπνάω, θυμάμαι να καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, και την επόμενη στιγμή ήρθε στο σπίτι ο Μακ. Με φώναζε. Τον άκουγα να φωνάζει το όνομά μου από τον κάτω όροφο, μα δεν μπορούσα να κουνηθώ. Καθόμουν στο πάτωμα του μπάνιου, κρατώντας την αγκαλιά. Η βροχή έπεφτε δυνατά, τα πλακάκια της στέγης κροτάλιζαν. Κρύωνα πάρα πολύ. Ο Μακ ανέβηκε τη σκάλα, ενώ συνέχιζε να με φωνάζει. Ήρθε ως την πόρτα και άναψε το φως». Τώρα νιώθω το φως να γδέρνει τα μάτια μου, όλα έντονα και λευκά, τρομακτικά. «Θυμάμαι να του ουρλιάζω να σβήσει το φως. Δεν ήθελα να δω, δεν ήθελα να την αντικρίσω έτσι. Δεν ξέρω – δεν ξέρω τι έγινε μετά. Άρχισε να μου φωνάζει, ούρλιαζε μέσα στο πρόσωπό μου. Του την έδωσα κι έτρεξα. Βγήκα τρέχοντας από το σπίτι μέσα στη βροχή, πήγα στην παραλία. Δε θυμάμαι τι έγινε μετά. Πέρασε πολλή ώρα, πάρα πολλή ώρα μέχρι να έρθει να με βρει. Ακόμη έβρεχε. Ήμουν στους αμμόλοφους, νομίζω. Σκέφτηκα να πέσω στο νερό, μα φοβόμουν πάρα πολύ. Τελικά ήρθε και με βρήκε. Με πήγε σπίτι. »Τη θάψαμε το επόμενο πρωί. Την τύλιξα σε ένα σεντόνι, και ο Μακ έσκαψε τον τάφο. Τη βάλαμε στην άκρη του κτήματος, κοντά στην παλιά σιδηροδρομική γραμμή. Από πάνω τοποθετήσαμε πέτρες για να σημαδέψουμε τον τάφο. Δε συζητήσαμε για αυτό, δε συζητήσαμε για τίποτα, ούτε καν κοιταχτήκαμε. Εκείνη τη βραδιά, ο Μακ βγήκε. Είπε ότι είχε να συναντήσει κάποιον. Φαντάστηκα ότι ίσως να πήγαινε στην αστυνομία. Δεν ήξερα τι να κάνω. Απλώς τον περίμενα, περίμενα κάποιον να έρθει. Δεν επέστρεψε. Δε γύρισε ποτέ». Κάθομαι στο ζεστό του σαλόνι, με το κορμί του δίπλα μου, ωστόσο τρέμω. «Ακόμη το νιώθω», του λέω. «Τη νύχτα, το νιώθω ακόμη. Είναι αυτό που φοβάμαι, αυτό που με κρατάει ξύπνια: το
αίσθημα της μοναξιάς σ’ εκείνο το σπίτι. Ήμουν τόσο φοβισμένη – φοβόμουν πολύ να κοιμηθώ. Απλώς τριγύριζα στα σκοτεινά, άδεια δωμάτια και την άκουγα να κλαίει. Μύριζα το δέρμα της. Έβλεπα πράγματα. Ξυπνούσα μέσα στη νύχτα σίγουρη ότι ήταν και κάποιος άλλος –κάτι άλλο– στο σπίτι μαζί μου. Νόμιζα ότι τρελαινόμουν, νόμιζα ότι θα πέθαινα. Σκέφτηκα να μείνω εκεί και ότι κάποιος μια μέρα θα με έβρισκε. Έτσι τουλάχιστον δε θα την εγκατέλειπα». Ρουφάω τη μύτη μου, καθώς σκύβω να πάρω ένα χαρτομάντιλο από το κουτί στο τραπέζι. Το χέρι του Καμάλ γλιστράει πάνω στη σπονδυλική μου στήλη μέχρι τη μέση μου και μένει εκεί. «Μα τελικά δεν είχα το κουράγιο να μείνω. Νομίζω ότι περίμενα δέκα μέρες και μετά ξέμεινα από τρόφιμα – ούτε μία κονσέρβα φασόλια δεν είχε μείνει, τίποτα. Μάζεψα τα πράγματά μου κι έφυγα». «Είδες ποτέ ξανά τον Μακ;» «Όχι, ποτέ. Τελευταία φορά που τον είδα ήταν εκείνη τη νύχτα. Ούτε καν με φίλησε, δε μου είπε ούτε ένα σωστό αντίο. Είπε μόνο ότι θα έβγαινε για λίγο». Σηκώνω τους ώμους. «Κι αυτό ήταν». «Προσπάθησες ποτέ να επικοινωνήσεις μαζί του;» Κούνησα το κεφάλι. «Όχι. Στην αρχή, φοβόμουν πολύ. Δεν ήξερα τι θα έκανε αν επικοινωνούσα μαζί του. Και δεν ήξερα πού ήταν – δεν είχε ούτε κινητό. Δεν είχα επαφή με τα άτομα που τον γνώριζαν. Οι φίλοι του ήταν κατά κάποιον τρόπο νομάδες. Χίπηδες, ταξιδιώτες. Πριν από λίγους μήνες, τότε που συζητήσαμε μαζί γι’ αυτόν, τον αναζήτησα στο Google. Μα δεν τον βρήκα. Είναι περίεργο…» «Ποιο πράγμα;» «Τον πρώτο καιρό, τον έβλεπα διαρκώς. Όπως, για παράδειγμα, στον δρόμο, ή έβλεπα κάποιον στο μπαρ και ήμουν σίγουρη ότι ήταν αυτός και ότι η καρδιά μου θα έσπαγε. Άκουγα τη φωνή του στο πλήθος. Όμως, αυτό σταμάτησε, πολύ καιρό πριν. Τώρα… πιστεύω ότι ίσως και να έχει πεθάνει». «Γιατί το πιστεύεις αυτό;» «Δεν ξέρω. Απλώς… απλώς τον νιώθω νεκρό». Ο Καμάλ ανακάθεται για να ισιώσει το κορμί του και, πολύ απαλά, απομακρύνει το σώμα μου από το δικό του. Γυρίζει και με κοιτάζει κατάματα. «Νομίζω πως είναι απλώς η φαντασία σου, Μέγκαν. Είναι φυσιολογικό να νομίζεις πως βλέπεις άτομα που έχουν παίξει τόσο μεγάλο ρόλο στη ζωή σου. Τον πρώτο καιρό εγώ νόμιζα πως έβλεπα παντού τον αδερφό μου. Το ότι εσύ τον “νιώθεις νεκρό” είναι επειδή λείπει από τη ζωή σου τόσο καιρό. Υπό κάποια έννοια, δεν τον αισθάνεσαι πια πραγματικό». Τώρα μιλάει ο ψυχολόγος, δεν είμαστε πλέον απλώς δυο φίλοι που κάθονται στον καναπέ. Θέλω να τον πιάσω και να τον τραβήξω πάλι κοντά μου, αλλά δε θέλω να ξεπεράσω τα όρια. Σκέφτομαι την τελευταία φορά, τότε που τον φίλησα πριν φύγω – η έκφραση του προσώπου του είχε λαχτάρα, σύγχυση και οργή. «Αναρωτιέμαι αν τώρα που μιλήσαμε γι’ αυτό, τώρα που μου είπες την ιστορία σου, θα σε βοηθούσε να επικοινωνήσεις με τον Μακ. Για να δώσεις έναν επίλογο στο θέμα, να κλείσεις αυτό το κεφάλαιο της ζωής σου και να το αφήσεις στο παρελθόν». Το φαντάστηκα ότι θα έλεγε κάτι τέτοιο. «Δεν μπορώ», λέω. «Δεν μπορώ». «Σκέψου το λίγο…» «Δεν μπορώ. Κι αν με μισεί ακόμη; Κι αν του θυμίσω το παρελθόν ή αν καλέσει την αστυνομία;» Κι αν –αυτό δεν μπορώ να το πω δυνατά, ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω– κι αν πει στον Σκοτ ποια πραγματικά είμαι;
Ο Καμάλ κουνάει το κεφάλι του. «Ίσως να μη σε μισεί καθόλου, Μέγκαν. Ίσως να μη σε μίσησε ποτέ. Ίσως κι αυτός να φοβόταν. Μπορεί να νιώθει ένοχος. Απ’ όσα μου είπες, δεν ήταν άνθρωπος που συμπεριφερόταν με υπευθυνότητα. Πήρε υπό την προστασία του μια πολύ μικρή, ευάλωτη κοπέλα και την άφησε μόνη όταν χρειαζόταν υποστήριξη. Ίσως ξέρει πως ό,τι συνέβη ήταν ευθύνη και των δυο σας. Μήπως γι’ αυτό το έβαλε στα πόδια;» Δεν ξέρω αν πραγματικά το πιστεύει αυτό ή απλώς προσπαθεί να με κάνει να νιώσω καλύτερα. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν είναι αλήθεια. Δεν μπορώ να ρίξω την ευθύνη πάνω του. Αυτό είναι ένα φορτίο που πρέπει να το σηκώσω μόνη μου. «Δε θέλω να σε πιέσω να κάνεις κάτι που δε θέλεις», λέει ο Καμάλ. «Θέλω μόνο να σκεφτείς την πιθανότητα ότι μια επικοινωνία με τον Μακ μπορεί να σε βοηθήσει. Και δεν το λέω επειδή πιστεύω ότι του χρωστάς κάτι. Δεν το βλέπεις; Πιστεύω ότι εκείνος σου χρωστάει. Κατανοώ την ενοχή σου, αλήθεια. Αλλά σε εγκατέλειψε. Ήσουν μόνη, φοβισμένη, μέσα στον πανικό, πενθούσες. Σε άφησε μόνη σ’ εκείνο το σπίτι. Δεν είναι παράλογο που δεν μπορείς να κοιμηθείς. Φυσικά και σε τρομάζει η ιδέα του ύπνου. Αποκοιμήθηκες και σου συνέβη κάτι φρικτό. Και τότε ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να σε βοηθήσει σε άφησε μόνη». Τη στιγμή που ο Καμάλ λέει όλα αυτά, δεν ακούγονται τόσο τρομερά. Καθώς οι λέξεις γλιστρούν αποπλανητικά ζεστές και μελένιες από το στόμα του, σχεδόν τις πιστεύω. Σχεδόν πιστεύω ότι ίσως υπάρχει τρόπος να τ’ αφήσω πίσω μου όλα αυτά, να γυρίσω στον Σκοτ και να ζήσω τη ζωή μου φυσιολογικά, όπως ο υπόλοιπος κόσμος, δίχως να κοιτάζω πάνω από τον ώμο μου, περιμένοντας απελπισμένα για κάτι καλύτερο που μπορεί να έρθει. Αυτό δεν κάνουν οι φυσιολογικοί άνθρωποι; «Θα το σκεφτείς;» με ρωτάει, αγγίζοντας ταυτόχρονα το χέρι μου. Του χαρίζω ένα φωτεινό χαμόγελο και λέω ότι θα το σκεφτώ. Ίσως να το εννοώ κιόλας, δεν ξέρω. Με συνοδεύει ως την πόρτα, με το χέρι του περασμένο στους ώμους μου, θέλω να γυρίσω και να τον φιλήσω πάλι, αλλά δεν το κάνω. Αντίθετα, τον ρωτάω: «Αυτή είναι η τελευταία φορά που σε βλέπω;» κι εκείνος γνέφει. «Δε θα μπορούσαμε…;» «Όχι, Μέγκαν. Δεν μπορούμε. Πρέπει να κάνουμε το σωστό». Του χαμογελάω. «Δεν είμαι καλή σε αυτά», λέω. «Ποτέ δεν ήμουν». «Μπορείς να γίνεις. Θα γίνεις. Πήγαινε τώρα σπίτι, πήγαινε στον άντρα σου». Στέκομαι στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι του αρκετή ώρα αφότου κλείνει την πόρτα. Νιώθω πιο ανάλαφρη, νομίζω, πιο ελεύθερη, αλλά και πιο λυπημένη, και ξαφνικά το μόνο που θέλω είναι να γυρίσω στον Σκοτ. Πάνω που πάω να γυρίσω για να κατευθυνθώ προς τον σταθμό, από το πουθενά, ένας άντρας έρχεται τρέχοντας από το πεζοδρόμιο, με ακουστικά στα αυτιά και το κεφάλι σκυμμένο. Έρχεται καταπάνω μου και, καθώς οπισθοχωρώ προσπαθώντας να του ανοίξω τον δρόμο, γλιστράω στην άκρη του πεζοδρομίου και πέφτω. Ο άντρας δε ζητάει συγγνώμη, ούτε καν γυρίζει να με κοιτάξει, κι εγώ έχω πάθει μεγάλο σοκ για να φωνάξω. Σηκώνομαι και στέκομαι εκεί, ακουμπώντας πάνω σε ένα αυτοκίνητο, προσπαθώντας να ξαναβρώ την ανάσα μου. Όλη η γαλήνη που ένιωθα στο σπίτι του Καμάλ, στην αγκαλιά του, ξαφνικά θρυμματίστηκε. Με το που φτάνω σπίτι συνειδητοποιώ ότι έκοψα το χέρι μου με το πέσιμο και μάλλον κάποια στιγμή άγγιξα και το στόμα μου. Τα χείλη μου είναι πασαλειμμένα με αίμα.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Σάββατο, 10 Αυγούστου 2013 Πρωί Ξυπνάω νωρίς. Ακούω το σκουπιδιάρικο της ανακύκλωσης, που περνάει βρυχώμενο από τον δρόμο, και το απαλό χτύπημα της βροχής στο παράθυρο. Τα παραθυρόφυλλα είναι μισάνοιχτα – ξεχάσαμε να τα κλείσουμε χθες βράδυ. Χαμογελάω μόνη μου. Τον νιώθω πίσω μου, ζεστό και κοιμισμένο, σκληρό. Κουνάω τους γοφούς μου, πιέζομαι ελαφρά πάνω του. Δε θα του πάρει πολλή ώρα να κουνηθεί, να με αρπάξει, να με γυρίσει από την άλλη. «Ρέιτσελ», ακούγεται η φωνή του, «μη». Παγώνω. Δεν είμαι σπίτι μου, αυτό δεν είναι το σπίτι μου. Κάτι δεν πάει καλά. Γυρνάω από την άλλη. Τώρα ο Σκοτ είναι καθιστός. Έχει τα πόδια κρεμασμένα στην άκρη του κρεβατιού, την πλάτη γυρισμένη σ’ εμένα. Κλείνω τα μάτια σφιχτά και προσπαθώ να θυμηθώ, μα βλέπω μια θολούρα. Όταν ανοίγω τα μάτια μου, μπορώ να σκεφτώ καθαρά, γιατί αυτό το δωμάτιο είναι εκείνο στο οποίο έχω ξυπνήσει χιλιάδες φορές μέχρι τώρα: σε αυτή τη θέση βρίσκεται το κρεβάτι, ακριβώς εδώ – αν σηκωθώ τώρα θα μπορέσω να δω τις κορφές των βελανιδιών στην απέναντι πλευρά του δρόμου· εκεί, στα αριστερά, είναι το μπάνιο της κρεβατοκάμαρας και δεξιά η ντουλάπα. Είναι ακριβώς το ίδιο δωμάτιο με αυτό που μοιραζόμουν με τον Τομ. «Ρέιτσελ», λέει ξανά το όνομά μου, και απλώνω το χέρι για να αγγίξω την πλάτη του, αλλά σηκώνεται απότομα και γυρίζει προς το μέρος μου. Δείχνει άδειος, σαν την πρώτη φορά που τον είδα από κοντά στο αστυνομικό τμήμα – σαν κάποιος να του έχει ξεσκίσει τα σωθικά, σαν να του έχει αφήσει μόνο το κουφάρι. Αυτό μοιάζει με το δωμάτιο που μοιραζόμουν με τον Τομ, μα είναι το δωμάτιο που αυτός μοιραζόταν με τη Μέγκαν. Αυτό το δωμάτιο, αυτό το κρεβάτι. «Το ξέρω», λέω. «Συγγνώμη. Χίλια συγγνώμη. Ήταν λάθος». «Ναι, ήταν», λέει, δίχως να με κοιτάζει. Μπαίνει στο μπάνιο και κλείνει την πόρτα. Ξαπλώνω πίσω, κλείνω τα μάτια και νιώθω να βουλιάζω στον τρόμο, νιώθω αυτό τον σκληρό κόμπο στο στομάχι μου. Τι έκανα; Θυμάμαι που μιλούσε πολύ την ώρα που έφτασα, ένας χείμαρρος λέξεων. Ήταν θυμωμένος, εξοργισμένος με τη μητέρα του, που ποτέ δε συμπάθησε τη Μέγκαν· εξοργισμένος με τις εφημερίδες γι’ αυτά που έγραφαν για εκείνη, με τα υπονοούμενα ότι έπαθε αυτό που της άξιζε· εξοργισμένος με την ανικανότητα της αστυνομίας, που την πρόδωσε, που πρόδωσε εκείνον. Καθίσαμε στην κουζίνα πίνοντας μπίρες, κι εγώ τον άκουγα να μιλάει, και όταν τελείωσαν οι μπίρες, καθίσαμε έξω στη μεγάλη βεράντα, και τότε ο θυμός του ξεθύμανε. Πίναμε και κοιτούσαμε τα τρένα που περνούσαν και συζητούσαμε για άσχετα θέματα, για τηλεόραση και δουλειά, για το πού πηγαίναμε σχολείο και για τίποτε απολύτως, σαν φυσιολογικοί άνθρωποι. Ξέχασα να νιώσω αυτό που υποτίθεται πως έπρεπε να νιώθω, και οι δύο το ξεχάσαμε, γιατί τώρα θυμάμαι. Θυμάμαι που μου χαμογέλασε, που με άγγιξε στα μαλλιά. Με χτυπάει σαν κύμα, νιώθω το αίμα ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Θυμάμαι να το παραδέχομαι στον εαυτό μου. Να μου έρχεται η σκέψη και να μην την αποδιώχνω, να τη δέχομαι με ευχαρίστηση. Το ήθελα. Ήθελα να βρεθώ με τον Τζέισον. Ήθελα να νιώσω αυτό που ένιωθε η Τζες όταν καθόταν
εκεί έξω μαζί του, πίνοντας κρασί τα βράδια. Ξέχασα τι υποτίθεται πως έπρεπε να νιώθω. Έδιωξα από το μυαλό μου το γεγονός ότι στην καλύτερη περίπτωση η Τζες είναι ένα τίποτα, είναι ένα αποκύημα της φαντασίας μου, και στη χειρότερη η Τζες δεν είναι ένα τίποτα, είναι η Μέγκαν, είναι νεκρή, ένα σώμα δαρμένο και αφημένο να σαπίσει. Ακόμα χειρότερα: Δεν ξέχασα. Απλώς δε με ένοιαζε. Δε με ένοιαζε, γιατί είχα αρχίσει να πιστεύω αυτά που έλεγαν για εκείνη. Μήπως κι εγώ, για λίγο, πίστεψα ότι έπαθε αυτό που της άξιζε; Ο Σκοτ βγαίνει από το μπάνιο. Έκανε ντους, με ξέπλυνε από πάνω του. Δείχνει καλύτερα τώρα, μα δε με κοιτάζει την ώρα που με ρωτάει αν θέλω καφέ. Τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως θα ήθελα: τίποτε από αυτά δεν είναι εντάξει. Δε θέλω να το κάνω αυτό. Δε θέλω να ξαναχάσω τον έλεγχο. Ντύνομαι στα γρήγορα και μπαίνω στο μπάνιο, ρίχνω κρύο νερό στο πρόσωπό μου. Η μάσκαρα τρέχει από τα μάτια μου, είναι μουτζουρωμένη, τα χείλη μου είναι σκούρα. Δαγκωμένα. Το πρόσωπο και ο λαιμός μου είναι κόκκινα από τα γένια του. Μου έρχεται μια φευγαλέα ανάμνηση της προηγούμενης βραδιάς, τα χέρια του στο κορμί μου, και το στομάχι μου δένεται κόμπος. Ζαλισμένη, κάθομαι στην άκρη της μπανιέρας. Το μπάνιο είναι πιο βρόμικο από το υπόλοιπο σπίτι: γλίτσα γύρω από τον νιπτήρα, οδοντόπαστα πασαλειμμένη στον καθρέφτη. Μια κούπα με μία μόνο οδοντόβουρτσα μέσα. Δεν υπάρχει άρωμα, κρέμα ημέρας, είδη μακιγιάζ. Αναρωτιέμαι αν τα πήρε όταν έφυγε ή αν τα πέταξε όλα εκείνος. Στο υπνοδωμάτιο, κοιτάζω γύρω μου για σημάδια της ύπαρξής της –καμιά ρόμπα κρεμασμένη πίσω από την πόρτα, καμιά βούρτσα πάνω στη συρταριέρα, κανένα κραγιόν, σκουλαρίκια–, μα δεν υπάρχει τίποτα. Διασχίζω το δωμάτιο προς την ντουλάπα και είμαι έτοιμη να την ανοίξω, με το χέρι μου πάνω στο πόμολο, όταν τον ακούω να φωνάζει: «Έτοιμος ο καφές!» και αναπηδώ. Μου δίνει την κούπα δίχως να με κοιτάζει στο πρόσωπο, μετά μου γυρίζει την πλάτη και το βλέμμα του συγκεντρώνεται στις γραμμές του τρένου ή σε κάτι πέρα από αυτές. Γυρίζω δεξιά και παρατηρώ ότι οι φωτογραφίες λείπουν, όλες. Με πιάνει ένα μυρμήγκιασμα στον αυχένα, μου σηκώνονται οι τρίχες στα χέρια. Πίνω μια γουλιά καφέ και πασχίζω να την καταπιώ. Τίποτα εδώ μέσα δεν πάει καλά. Ίσως το έκανε η μητέρα του, ίσως εκείνη μάζεψε τα πάντα, τις φωτογραφίες. Η μητέρα του δε συμπαθούσε τη Μέγκαν, το είπε πολλές φορές αυτό. Ωστόσο, ποιος κάνει ό,τι έκανε αυτός χθες βράδυ; Ποιος πηδάει μια ξένη στο συζυγικό κρεβάτι, όταν η γυναίκα του έχει πεθάνει μόλις πριν από είκοσι επτά μέρες; Και τότε γυρίζει, με κοιτάζει, και νιώθω ότι διάβασε τη σκέψη μου, γιατί έχει ένα παράξενο ύφος –περιφρόνησης ή απέχθειας–, ενώ κι εγώ νιώθω να τον απεχθάνομαι. Αφήνω την κούπα στο τραπέζι. «Πρέπει να πηγαίνω», λέω, κι εκείνος δε φέρνει αντίρρηση. Η βροχή έχει σταματήσει. Έξω έχει λιακάδα και μισοκλείνω τα μάτια στο θολό πρωινό φως του ήλιου. Κάποιος με πλησιάζει – έρχεται μπροστά στη μούρη μου με το που πατάω το πόδι μου στο πεζοδρόμιο. Σηκώνω τα χέρια μου, γυρνάω στο πλάι και με τον ώμο μου προσπαθώ να τον απωθήσω. Λέει κάτι, μα δεν ακούω τι. Είμαι ακόμη με τα χέρια ψηλά και το κεφάλι σκυφτό, οπότε μόλις που έχω κάνει πέντε βήματα όταν βλέπω την Άννα να στέκεται έξω από το αυτοκίνητό της, με τα χέρια στη μέση, και να με κοιτάζει. Όταν συναντάει τη ματιά μου, κουνάει το κεφάλι, γυρίζει από την άλλη και πηγαίνει σχεδόν τρέχοντας μέχρι την πόρτα της. Για μια στιγμή κοκαλώνω, κοιτάζοντας τη λιγνή φιγούρα της με το μαύρο κολάν και το κόκκινο μπλουζάκι. Και τότε νιώθω πως έχω ένα déjà vu. Tην έχω ξαναδεί να φεύγει έτσι τρέχοντας. Ήταν λίγο αφότου μετακόμισα. Είχα έρθει να δω τον Τομ, να πάρω κάτι που είχα ξεχάσει. Δε
θυμάμαι καν τι ήταν, δεν ήταν κάτι σημαντικό, ήθελα απλώς να έρθω στο σπίτι, να τον δω. Νομίζω ότι ήταν Κυριακή, και είχα φύγει από το σπίτι Παρασκευή, οπότε έλειπα περίπου σαράντα οκτώ ώρες. Στάθηκα στον δρόμο και την κοίταζα που κουβαλούσε πράγματα από ένα αυτοκίνητο στο σπίτι. Έκανε μετακόμιση δύο μέρες αφότου έφυγα εγώ, η μεριά στο κρεβάτι μου δεν είχε καν κρυώσει ακόμη. Μιλάμε για απίστευτη βιασύνη. Με είδε, κι εγώ πήγα προς το μέρος της. Δεν είχα ιδέα τι ήθελα να της πω, σίγουρα τίποτα το λογικό. Έκλαιγα, το θυμάμαι αυτό. Κι εκείνη, όπως τώρα, έτρεξε να φύγει. Τότε δεν είχα μάθει τα άσχημα νέα – δε φαινόταν η κοιλιά της. Ευτυχώς. Νομίζω πως αυτό θα με σκότωνε. Καθώς περιμένω το τρένο στην αποβάθρα, ζαλίζομαι. Κάθομαι στο παγκάκι και σκέφτομαι ότι είναι οι παρενέργειες του ποτού – ήμουν καθαρή για πέντε μέρες και μετά έπεσα με τα μούτρα, αυτό είναι. Αλλά ξέρω ότι είναι κάτι περισσότερο. Είναι η Άννα – είναι το ότι την είδα, αλλά και το αίσθημα που ένιωσα όταν την είδα να φεύγει τρέχοντας. Φόβος.
ΑΝΝΑ
Σάββατο, 10 Αυγούστου 2013 Πρωί Το πρωί πήγα με το αυτοκίνητο στο γυμναστήριο στο Νόρθκοτ. Στον γυρισμό σταμάτησα και αγόρασα ένα υπέροχο φόρεμα Max Mara (ο Τομ θα με συγχωρέσει μόλις με δει να το φοράω). Η μέρα μου είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προϋποθέσεις, μέχρι που πάρκαρα το αυτοκίνητο και αντιλήφθηκα έντονη κινητικότητα έξω από το σπίτι των Χίπγουελ –την έχουν στημένη διαρκώς διάφοροι φωτογράφοι– και τότε την είδα. Πάλι! Δεν πίστευα στα μάτια μου. Η Ρέιτσελ, ατημέλητη, να προσπαθεί να αποφύγει έναν φωτογράφο. Είμαι σίγουρη πως μόλις είχε βγει από το σπίτι του Σκοτ. Αυτή τη φορά δε θύμωσα. Έμεινα απλώς άναυδη. Και όταν το είπα στον Τομ –ήρεμα, σαν να μην έτρεχε τίποτα– έμεινε το ίδιο άναυδος μ’ εμένα. «Θα της τηλεφωνήσω», είπε. «Θα μάθω τι συμβαίνει». «Το έχεις δοκιμάσει ξανά αυτό», είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. «Δε θα αλλάξει». Πρότεινα μήπως είχε έρθει η ώρα να πάρουμε τη συμβουλή δικηγόρου, να κοιτάξουμε μήπως βγάλουμε τίποτα περιοριστικά μέτρα. «Ωστόσο, δε μας παρενοχλεί στ’ αλήθεια, έτσι δεν είναι;» είπε. «Τα τηλεφωνήματα έχουν σταματήσει, δε μας έχει πλησιάσει, ούτε έχει έρθει σπίτι. Μην ανησυχείς, αγάπη μου. Θα το ξεκαθαρίσω το ζήτημα». Φυσικά, έχει δίκιο για το θέμα της παρενόχλησης. Μα δε με νοιάζει. Κάτι τρέχει, και δεν έχω σκοπό να το αγνοήσω. Βαρέθηκα να μου λέει να μην ανησυχώ, βαρέθηκα να μου λέει ότι θα ξεκαθαρίσει το ζήτημα, ότι θα της μιλήσει, ότι κάποια στιγμή θα φύγει. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να αναλάβω εγώ δράση. Την επόμενη φορά που θα τη δω, θα καλέσω αυτή την αστυνομικό. Την ντετέκτιβ Ράιλι. Φαίνεται καλή, συμπαθητική. Ξέρω ότι ο Τομ τη λυπάται, αλλά ειλικρινά νομίζω πως ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσω αυτή τη σκύλα μια και καλή.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Δευτέρα, 12 Αυγούστου 2013 Πρωί Είμαστε στο πάρκινγκ της λίμνης Γουίλτον. Ερχόμασταν μερικές φορές εδώ για μπάνιο όταν είχε καύσωνα. Σήμερα, απλώς καθόμαστε δίπλα δίπλα στο αμάξι του Τομ, με τα παράθυρα ανοιχτά και το αεράκι να μας φυσάει. Θέλω να γείρω το κεφάλι μου πίσω στο προσκέφαλο, να κλείσω τα μάτια, να μυρίσω τα πεύκα και ν’ ακούσω τα πουλιά. Θέλω να κρατήσω το χέρι του και να μείνω εδώ όλη μέρα. Μου τηλεφώνησε χθες βράδυ και μου ζήτησε να συναντηθούμε. Τον ρώτησα αν είχε σχέση με την Άννα, με το γεγονός ότι συναντηθήκαμε στην οδό Μπλένεμ. Του είπα ότι δεν είχε καμία σχέση μαζί τους, ότι δεν είχα πάει για να τους ενοχλήσω. Με πίστεψε ή τουλάχιστον έτσι είπε, αλλά ακόμη ακουγόταν επιφυλακτικός, λίγο αγχωμένος. Είπε ότι ήθελε να μου μιλήσει. «Σε παρακαλώ, Ρέιτς», είπε, κι αυτό ήταν – ο τρόπος που το είπε, όπως τον παλιό καιρό, νόμισα ότι θα έσπαγε η καρδιά μου. «Θα έρθω να σε πάρω, εντάξει;» Ξύπνησα πριν από την αυγή και κατέβηκα στην κουζίνα για καφέ στις πέντε. Λούστηκα και ξύρισα τα πόδια μου, βάφτηκα και άλλαξα ρούχα τέσσερις φορές. Κι ένιωσα ένοχη. Ανόητο, το ξέρω, αλλά σκέφτηκα τον Σκοτ – τι κάναμε και πώς ένιωσα και ευχήθηκα να μην το είχα κάνει, γιατί μου φαινόταν σαν προδοσία. Στον Τομ. Στον άντρα που με άφησε για μια άλλη γυναίκα δύο χρόνια πριν. Δεν ελέγχω τα συναισθήματά μου. Ο Τομ έφτασε λίγο πριν από τις εννιά. Κατέβηκα κάτω και τον είδα, γερμένο στο αμάξι του, με ένα τζιν και ένα παλιό γκρίζο μπλουζάκι – τόσο παλιό, που ξέρω ακόμα και την υφή του πάνω στο μάγουλό μου όταν ακουμπούσα στο στέρνο του. «Πήρα άδεια για το πρωί», είπε όταν με είδε. «Σκέφτηκα να πάμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο». Στη διαδρομή μέχρι τη λίμνη δεν είπαμε και πολλά. Με ρώτησε πώς ήμουν, μου είπε ότι έδειχνα καλά. Δεν ανέφερε την Άννα μέχρι την ώρα που καθίσαμε στο πάρκο, μέχρι την ώρα που σκεφτόμουν πόσο πολύ λαχταρούσα να κρατήσω το χέρι του στο δικό μου. «Λοιπόν, εεε, η Άννα είπε ότι σε είδε… και φαντάστηκε ότι είχες πάει στο σπίτι των Χίπγουελ; Σωστά;» Γυρνάει για να με κοιτάξει, αλλά στην πραγματικότητα δεν το κάνει. Μοιάζει να ντρέπεται και μόνο που μου έκανε αυτή την ερώτηση. «Δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς γι’ αυτό», του λέω. «Βλέπω τον Σκοτ… δηλαδή, όχι έτσι, δεν τον βλέπω. Έχουμε γίνει φίλοι. Αυτό είναι όλο. Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω. Απλώς τον βοηθάω λίγο. Ξέρεις –προφανώς ξέρεις– ότι περνάει πολύ δύσκολη περίοδο». Ο Τομ κουνάει το κεφάλι, αλλά ακόμη δε με κοιτάζει. Αντίθετα, μασουλάει το νύχι του αριστερού του αντίχειρα, σίγουρο σημάδι ανησυχίας. «Μα, Ρέιτς–» Εύχομαι να μη με έλεγε έτσι, γιατί με κάνει να ζαλίζομαι, με κάνει να θέλω να χαμογελάσω. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που με αποκαλούσε έτσι, κι αυτό με κάνει να ελπίζω. Ίσως να μην τα πηγαίνει καλά με την Άννα, ίσως να θυμάται κάποιες από τις καλές εποχές που ζήσαμε μαζί, ίσως
ένα κομμάτι του να με έχει πεθυμήσει. «Απλώς… ανησυχώ λίγο γι’ αυτό». Επιτέλους με κοιτάζει, τα μεγάλα καστανά του μάτια κλειδώνουν στα δικά μου και κουνάει λίγο το χέρι, σαν να θέλει να πιάσει το δικό μου, αλλά το ξανασκέφτεται και σταματάει. «Ξέρω… δηλαδή δεν ξέρω και πολλά, αλλά ο Σκοτ… ξέρω ότι δείχνει εντάξει τύπος, αλλά… δεν μπορείς να είσαι και σίγουρη, μπορείς;» «Πιστεύεις ότι αυτός το έκανε;» Κουνάει το κεφάλι, ξεροκαταπίνει. «Όχι, όχι. Δε λέω αυτό. Ξέρω… η Άννα λέει ότι καβγάδιζαν πολύ. Ότι μερικές φορές η Μέγκαν έδειχνε να τον φοβάται». «Η Άννα λέει;» Το αρχικό μου ένστικτο είναι να απορρίψω οτιδήποτε λέει αυτή η σκύλα, αλλά δεν μπορώ να αποδιώξω το συναίσθημα που ένιωσα στο σπίτι του Σκοτ το πρωί του Σαββάτου ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κουνάει το κεφάλι. «Εργάστηκε ως νταντά για λίγο σ’ εμάς, όταν η Ήβη ήταν μικρή. Χριστέ μου, ούτε να το σκέφτομαι δεν μπορώ τώρα, ύστερα απ’ όσα γράφονται στις εφημερίδες. Αλλά, όπως φαίνεται, νομίζεις πως ξέρεις κάποιον μα…» Αναστενάζει βαριά. «Δε θέλω να συμβεί κάτι κακό. Σ’ εσένα». Και τότε μου χαμογελάει, ανασηκώνει ελαφρά τους ώμους. «Ακόμη σε νοιάζομαι, Ρέιτς», λέει, κι εγώ πρέπει να αποστρέψω το βλέμμα, γιατί δε θέλω να δει τα δάκρυα στα μάτια μου. Φυσικά, το καταλαβαίνει, βάζει το χέρι του στον ώμο μου και λέει: «Συγγνώμη. Λυπάμαι πάρα πολύ». Καθόμαστε για λίγο σε μια άνετη σιωπή. Δαγκώνω δυνατά το χείλος μου για να πνίξω το κλάμα. Δε θέλω να τον κάνω να νιώσει χειρότερα, αλήθεια δε θέλω. «Καλά είμαι, Τομ. Καλυτερεύω, αλήθεια». «Χαίρομαι πολύ που το ακούω αυτό. Δεν…» «Πίνω; Λιγότερο. Καλυτερεύω». «Ωραία. Πολύ ωραία. Δείχνεις καλά. Δείχνεις… όμορφη». Μου χαμογελάει και καταλαβαίνω ότι κοκκινίζω. Αποστρέφει το βλέμμα του γρήγορα. «Είσαι… εεε… είσαι καλά, ξέρεις, οικονομικά;» «Καλά είμαι». «Αλήθεια; Αλήθεια είσαι, Ρέιτσελ, γιατί δε θέλω να–» «Καλά είμαι». «Θα δεχτείς μερικά; Γαμώτο, δε θέλω να φανώ ηλίθιος, αλλά θα δεχτείς μερικά; Για να βολευτείς;» «Ειλικρινά, είμαι μια χαρά». Και τότε σκύβει, κι εγώ αναπνέω με δυσκολία, λαχταράω πάρα πολύ να τον αγγίξω. Θέλω να μυρίσω τον λαιμό του, να θάψω το πρόσωπό μου στο φαρδύ, μυώδες κενό ανάμεσα στις ωμοπλάτες του. Σκύβει από πάνω μου και ανοίγει το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. «Άφησέ με να σου δώσω μια επιταγή, για κάθε ενδεχόμενο, εντάξει; Αν δε θες, μην την εξαργυρώνεις». Αρχίζω να γελάω. «Ακόμη κρατάς επιταγές στο ντουλαπάκι;» Αρχίζει να γελάει κι εκείνος. «Ποτέ δεν ξέρεις», λέει. «Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χρειαστεί να βγάλεις με εγγύηση την τρελή πρώην γυναίκα σου;» Χαϊδεύει το μάγουλό μου με τον αντίχειρά του. Πιάνω το χέρι του και το φιλάω στην παλάμη. «Υποσχέσου μου», λέει βραχνά, «ότι θα μείνεις μακριά από τον Σκοτ Χίπγουελ. Υποσχέσου μου, Ρέιτς».
«Το υπόσχομαι», λέω, και το εννοώ, και δε βλέπω μπροστά μου από τη χαρά μου, γιατί συνειδητοποιώ ότι δεν ανησυχεί μόνο, ζηλεύει κιόλας.
Τρίτη, 13 Αυγούστου 2013 Νωρίς το πρωί Είμαι στο τρένο, κοιτάζοντας έναν σωρό από ρούχα δίπλα στις ράγες. Ένα μπλε σκούρο ύφασμα. Ένα φόρεμα, νομίζω, με μαύρη ζώνη. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς κατέληξε εδώ. Αυτό σίγουρα δεν το άφησαν οι μηχανικοί. Κινούμαστε, με ρυθμούς παγετώνα όμως, οπότε έχω μπόλικο χρόνο να το περιεργαστώ, και μου φαίνεται ότι έχω ξαναδεί αυτό το φόρεμα, έχω ξαναδεί κάποιον να το φοράει. Δε θυμάμαι πότε. Κάνει πολύ κρύο. Πολύ κρύο για ένα τέτοιο φόρεμα. Νομίζω πως θα χιονίσει σύντομα. Ανυπομονώ να δω το σπίτι του Τομ, το σπίτι μου. Ξέρω ότι θα είναι εκεί, θα κάθεται έξω. Ξέρω ότι θα είναι μόνος, θα με περιμένει. Θα σηκωθεί όταν περνάμε, θα κουνήσει το χέρι και θα χαμογελάσει. Τα ξέρω όλα αυτά. Ωστόσο, πρώτα σταματάμε στον αριθμό δεκαπέντε. Ο Τζέισον και η Τζες είναι εκεί, πίνουν κρασί στο βεραντάκι, πράγμα περίεργο, γιατί δεν είναι ακόμη οκτώ και μισή το πρωί. Η Τζες φοράει ένα φόρεμα με κόκκινα λουλούδια και μικρά ασημένια σκουλαρίκια με πουλιά – τα βλέπω να κουνιούνται καθώς μιλάει. Ο Τζέισον στέκεται πίσω της, με τα χέρια του στους ώμους της. Τους χαμογελάω. Θέλω να τους κουνήσω το χέρι, αλλά δε θέλω οι άλλοι να με περάσουν για περίεργη. Απλώς τους κοιτάζω κι εύχομαι να είχα κι εγώ ένα ποτήρι κρασί. Είμαι εδώ ατελείωτη ώρα, και το τρένο δεν κουνιέται. Εύχομαι να ξεκινήσει, γιατί διαφορετικά ο Τομ δε θα είναι εκεί και θα τον χάσω. Τώρα βλέπω το πρόσωπο της Τζες, πιο καθαρά απ’ ό,τι συνήθως – μάλλον έχει να κάνει με το φως, που είναι πολύ έντονο, λούζει όλο της το πρόσωπο σαν προβολέας. Ο Τζέισον είναι ακόμη πίσω της, αλλά τα χέρια του δεν είναι πια στους ώμους της, είναι στον λαιμό της, κι εκείνη μοιάζει να δυσανασχετεί. Την πνίγει, το βλέπω, βλέπω το πρόσωπό της που κοκκινίζει, κλαίει. Σηκώνομαι όρθια, χτυπάω το παράθυρο και του φωνάζω να σταματήσει, μα δε με ακούει. Κάποιος μου αρπάζει το χέρι – ο άντρας με τα κόκκινα μαλλιά. Μου λέει να καθίσω κάτω, μου λέει ότι δεν απέχουμε πολύ από την επόμενη στάση. «Θα είναι πολύ αργά τότε», του λέω, κι εκείνος απαντάει: «Είναι ήδη αργά, Ρέιτσελ», και όταν κοιτάζω πάλι το βεραντάκι, η Τζες είναι όρθια και ο Τζέισον την έχει πιάσει από τα μαλλιά και είναι έτοιμος να της κοπανήσει το κεφάλι στον τοίχο.
Πρωί Έχω ώρες που ξύπνησα, αλλά ακόμη τρέμω, τα πόδια μου πηγαίνουν πάνω-κάτω καθώς κάθομαι στη θέση μου. Ξύπνησα από το όνειρο γεμάτη τρόμο, με την αίσθηση ότι όλα όσα νόμιζα πως ήξερα ήταν λάθος, πως ό,τι είδα –τον Σκοτ, τη Μέγκαν– το είχα βγάλει από το μυαλό μου, πως τίποτα δεν ήταν πραγματικό. Αλλά αν το μυαλό μου παίζει παιχνίδια, δεν είναι πιο πιθανό αυτό το όνειρο να είναι ψευδαίσθηση; Όσα μου είπε ο Τομ στο αυτοκίνητο, όλα σχετίζονται με την ενοχή μου γι’ αυτό
που έγινε με τον Σκοτ τις προάλλες. Το όνειρο ήταν απλώς το μυαλό μου που ξεχώριζε τα κομμάτια. Ωστόσο, αυτό το αίσθημα τρόμου μεγαλώνει καθώς το τρένο σταματάει στον σηματοδότη, και φοβάμαι πολύ να κοιτάξω. Το παράθυρο είναι κλειστό, δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Είναι ήσυχο, γαλήνιο. Ή εγκαταλειμμένο. Η καρέκλα της Μέγκαν είναι ακόμη εκεί έξω, άδεια. Κάνει ζέστη σήμερα, μα εγώ δεν μπορώ να σταματήσω να τρέμω. Πρέπει να θυμάμαι ότι αυτά που είπε ο Τομ για τον Σκοτ και τη Μέγκαν προήλθαν από την Άννα, κι εγώ ξέρω καλύτερα από τον καθένα ότι στην Άννα δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη. Το καλωσόρισμα του Δρος Αμπντίκ σήμερα το πρωί δε φαίνεται τόσο εγκάρδιο. Δείχνει λίγο σκυφτός, σαν να πονάει, ενώ όταν μου σφίγγει το χέρι, η λαβή του είναι πιο αδύναμη από τις άλλες φορές. Ξέρω ότι ο Σκοτ μού είπε πως η αστυνομία δε θα έδινε στη δημοσιότητα την πληροφορία για την εγκυμοσύνη, αλλά αναρωτιέμαι αν του το είπαν. Αναρωτιέμαι αν σκέφτεται το παιδί της Μέγκαν. Θέλω να του πω για το όνειρο, αλλά δεν μπορώ να βρω τρόπο να του το περιγράψω χωρίς να αποκαλύψω την ταυτότητά μου, οπότε τον ρωτάω για την ανάκτηση αναμνήσεων, για τον υπνωτισμό. «Λοιπόν», λέει, απλώνοντας τα δάχτυλα μπροστά του στο γραφείο, «υπάρχουν ψυχολόγοι που πιστεύουν ότι ο υπνωτισμός μπορεί να ανακτήσει καταπιεσμένες αναμνήσεις, αλλά το θέμα είναι αμφιλεγόμενο. Εγώ δεν το κάνω, ούτε και το συστήνω στους ασθενείς μου. Δεν είμαι πεπεισμένος ότι βοηθάει, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις νομίζω πως μπορεί και να βλάψει». Χαμογελάει αχνά. «Λυπάμαι. Ξέρω ότι δεν ήταν αυτό που ήθελες ν’ ακούσεις. Αλλά πιστεύω ότι για το μυαλό δεν υπάρχουν γρήγορες λύσεις». «Γνωρίζεις ψυχολόγους που να το κάνουν;» ρωτάω. Κουνάει το κεφάλι του. «Λυπάμαι, δεν μπορώ να σου συστήσω κανέναν. Πρέπει να θυμάσαι ότι οι ασθενείς υπό υπνωτισμό είναι εξαιρετικά ευεπηρέαστοι. Οι αναμνήσεις που ανακτώνται», βάζει εισαγωγικά στη λέξη, «δεν είναι πάντα αξιόπιστες. Δεν είναι καν πραγματικές αναμνήσεις». Δεν μπορώ να το ρισκάρω. Δε θα άντεχα να έχω κι άλλες εικόνες στο μυαλό μου, κι άλλες αναμνήσεις που να μην μπορώ να τις εμπιστευτώ, αναμνήσεις που να συγχέονται, να μεταμορφώνονται και να αλλάζουν, που θα με κάνουν να πιστεύω ότι αυτό που ισχύει δεν ισχύει, που θα μου λένε να κοιτάξω δεξιά ενώ πρέπει να κοιτάζω αριστερά. «Οπότε τι προτείνεις;» τον ρωτάω. «Υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω για να ανακτήσω τις χαμένες στιγμές;» Τρίβει τα χείλη του με τα μακριά του δάχτυλα. «Υπάρχει, ναι. Αν μιλάς για μια συγκεκριμένη ανάμνηση, αυτό που μπορεί να σε βοηθήσει να ξεκαθαρίσεις τα πράγματα είναι να μιλήσεις για τις λεπτομέρειες σε ένα ασφαλές και χαλαρό περιβάλλον…» «Όπως αυτό, για παράδειγμα;» Χαμογελάει. «Ναι, όπως αυτό, αν πράγματι νιώθεις ασφαλής και χαλαρή εδώ…» Η φωνή του δυναμώνει, κάνει μια ερώτηση στην οποία δεν απαντώ. Το χαμόγελό του ξεθωριάζει. «Μερικές φορές βοηθάει να εστιάζεις σε αισθήσεις πέρα από την όραση. Σε ήχους, στην αίσθηση των πραγμάτων… η όσφρηση είναι ιδιαίτερα σημαντική όταν θέλουμε να ανακαλέσουμε αναμνήσεις. Το ίδιο ισχυρή είναι και η μουσική. Αν σκέφτεσαι μια συγκεκριμένη περίσταση, μια συγκεκριμένη μέρα, μπορείς ν’ ακολουθήσεις τα βήματα που έκανες, να επιστρέψεις στη σκηνή του εγκλήματος, όπως ακριβώς ήταν». Είναι μια κοινή έκφραση, αλλά ανατριχιάζω ολόκληρη. «Θέλεις να μιλήσεις για ένα συγκεκριμένο περιστατικό, Ρέιτσελ;»
Φυσικά και θέλω, αλλά δεν μπορώ να του το πω, οπότε του λέω για τότε με το μπαστούνι του γκολφ με το οποίο επιτέθηκα στον Τομ έπειτα από έναν καβγά. Θυμάμαι που ξύπνησα εκείνο το πρωί γεμάτη άγχος, γνωρίζοντας ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Ο Τομ δεν ήταν στο κρεβάτι μαζί μου, κι ένιωσα ανακούφιση. Ξάπλωσα ανάσκελα, παίζοντας πάλι τη σκηνή στο μυαλό μου. Θυμάμαι που έκλαιγα και του έλεγα ότι τον αγαπούσα. Εκείνος ήταν θυμωμένος, μου έλεγε να πάω για ύπνο, δεν ήθελε να με ακούει άλλο. Προσπάθησα να σκεφτώ τι έγινε νωρίτερα εκείνο το απόγευμα, την ώρα που ξεκίνησε ο καβγάς. Περνούσαμε πολύ ωραία. Είχα φτιάξει ψητές γαρίδες με μπόλικο τσίλι και κόλιανδρο και πίναμε εκείνο το θεσπέσιο Σενάν Μπλαν που του είχε δώσει ένας πελάτης για να τον ευχαριστήσει. Φάγαμε έξω, στη βεράντα, ακούγοντας μουσική, τη μουσική που ακούγαμε όταν πρωτογνωριστήκαμε. Θυμάμαι γέλια και φιλιά. Θυμάμαι να του λέω μια ιστορία για κάτι – εκείνος δεν τη βρήκε τόσο αστεία όσο εγώ. Θυμάμαι να νευριάζω. Μετά θυμάμαι να φωνάζουμε ο ένας στον άλλο, να σκοντάφτω στη συρόμενη πόρτα καθώς έμπαινα μέσα, να γίνομαι έξαλλη που δεν ήρθε να με βοηθήσει να σηκωθώ. Μα εδώ είναι το θέμα. «Όταν ξύπνησα εκείνο το πρωί, κατέβηκα κάτω. Εκείνος δε μου μιλούσε, ούτε καν με κοιτούσε. Χρειάστηκε να τον ικετεύσω για να μου πει τι είχα κάνει. Του ζητούσα διαρκώς συγγνώμη. Με είχε πιάσει απελπισία, πανικός. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί, ξέρω ότι δε βγάζει νόημα, αλλά αν δε θυμάσαι τι έχεις κάνει, το μυαλό σου συμπληρώνει τα κενά και σκέφτεσαι τα χειρότερα πιθανά σενάρια…» Ο Καμάλ κουνάει το κεφάλι. «Το φαντάζομαι. Συνέχισε». «Οπότε, κάποια στιγμή, για να με κάνει να το βουλώσω, μου είπε. Παρεξηγήθηκα με κάτι που είπε και το κράτησα μανιάτικο, γκρίνιαζα κι έλεγα κακίες, δεν το άφηνα να ξεχαστεί, κι εκείνος προσπάθησε να με κάνει να σταματήσω, επιχείρησε να με φιλήσει για να τα ξαναβρούμε, αλλά εγώ ήμουν ανένδοτη. Και μετά αποφάσισε να με αφήσει, να πάει πάνω στο κρεβάτι, και τότε έγινε. Τον κυνήγησα στη σκάλα με ένα μπαστούνι του γκολφ στο χέρι και πήγα να του διαλύσω το κεφάλι. Ευτυχώς αστόχησα, απλώς ξεκόλλησα ένα κομμάτι σοβά από τον τοίχο». Η έκφραση του Καμάλ δεν αλλάζει. Δε σοκάρεται. Απλώς κουνάει το κεφάλι. «Οπότε ξέρεις τι συνέβη, αλλά δεν μπορείς να το νιώσεις, σωστά; Θες να μπορείς να το θυμάσαι από μόνη σου, να το βλέπεις και να το ζεις από τη μνήμη σου, ώστε… πώς το έθεσες; Ώστε να σου ανήκει; Και με αυτό τον τρόπο να μπορείς να νιώθεις υπεύθυνη;» «Εεε», σηκώνω τους ώμους. «Ναι. Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Μα υπάρχει και κάτι ακόμα. Και συνέβη αργότερα, πολύ αργότερα, εβδομάδες, ίσως και μήνες μετά. Κάθε φορά που περνούσα από την τρύπα που ήταν πάνω στον τοίχο, σκεφτόμουν εκείνη τη νύχτα. Ο Τομ όλο έλεγε ότι θα τη στόκαρε, μα δεν το έκανε, και δεν ήθελα να του γκρινιάζω γι’ αυτό. Ένα βράδυ, την ώρα που έβγαινα από το υπνοδωμάτιο, απλώς σταμάτησα εκεί, γιατί θυμήθηκα. Ήμουν στον όροφο, με την πλάτη στον τοίχο και είχα βάλει τα κλάματα, ο Τομ στεκόταν δίπλα μου, με ικέτευε να ηρεμήσω, το μπαστούνι του γκολφ ήταν στο χαλί δίπλα στα πόδια μου, και το ένιωσα, το ένιωσα. Τρομοκρατήθηκα. Η ανάμνηση δεν ταίριαζε με την πραγματικότητα, γιατί δε θυμάμαι θυμό, λύσσα ή οργή. Θυμάμαι φόβο».
Απόγευμα
Σκέφτομαι αυτά που μου είπε ο Καμάλ, να γυρίσω στη σκηνή του εγκλήματος, οπότε, αντί να πάω σπίτι, ήρθα στο Γουίτνι, και αντί να περάσω έξω από την υπόγεια διάβαση, προχωράω αργά και αποφασιστικά μέσα στο στόμιό της. Βάζω τα χέρια μου πάνω στον κρύο, τραχύ τοίχο της εισόδου και κλείνω τα μάτια, περνώντας τα δάχτυλά μου πάνω από την επιφάνεια. Τίποτα. Ανοίγω τα μάτια και κοιτάζω γύρω μου. Ο δρόμος είναι έρημος, μόνο μια γυναίκα έρχεται προς το μέρος μου λίγα μέτρα παραπέρα, κανείς άλλος. Ούτε αυτοκίνητα, ούτε φωνές παιδιών, μόνο μια αχνή σειρήνα από κάπου μακριά. Ο ήλιος γλιστράει πίσω από ένα σύννεφο, και νιώθω ψύχρα, μένω ακίνητη στην άκρη της σήραγγας, ανίκανη να προχωρήσω παραπέρα. Γυρίζω να φύγω. Η γυναίκα που είδα λίγο πριν να έρχεται προς το μέρος μου τώρα στρίβει στη γωνία· είναι τυλιγμένη με μια βαθιά μπλε καμπαρντίνα. Με κοιτάζει καθώς περνάει από δίπλα μου και τότε μου έρχεται. Μια γυναίκα… μπλε… η ένταση του φωτός. Θυμάμαι: η Άννα. Φορούσε ένα μπλε φόρεμα με μαύρη ζώνη, απομακρυνόταν από μένα, σχεδόν τρέχοντας, όπως έκανε τις προάλλες, μόνο που αυτή τη φορά κοίταξε πίσω της, κοίταξε πάνω από τον ώμο της και σταμάτησε. Ένα αμάξι πάρκαρε δίπλα της στο πεζοδρόμιο, ένα κόκκινο αμάξι. Το αμάξι του Τομ. Έσκυψε να του μιλήσει από το παράθυρο και μετά άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, και το αμάξι ξεκίνησε. Το θυμάμαι αυτό. Το βράδυ του Σαββάτου στεκόμουν εκεί, στην άκρη της υπόγειας διάβασης, και είδα την Άννα να μπαίνει στο αμάξι του Τομ. Μόνο που δεν μπορεί να το θυμάμαι σωστά, γιατί δε βγάζει νόημα. Ο Τομ βγήκε να με ψάξει με το αυτοκίνητο. Η Άννα δεν ήταν μαζί του, η Άννα ήταν σπίτι. Αυτό μου είπε η αστυνομία. Δε βγάζει νόημα, και θέλω να ουρλιάξω εξαιτίας της αποτυχίας μου, εξαιτίας της άγνοιας που με κυριεύει, εξαιτίας της αχρηστίας του μυαλού μου. Διασχίζω τον δρόμο και περπατάω στην αριστερή πλευρά της οδού Μπλένεμ. Στέκομαι κάτω από τα δέντρα για λίγο, απέναντι από τον αριθμό είκοσι τρία. Έχουν βάψει την μπροστινή πόρτα. Όταν έμενα εγώ εδώ, ήταν σκούρα πράσινη· τώρα είναι μαύρη. Δε θυμάμαι να το είχα προσέξει νωρίτερα. Προτιμούσα το πράσινο. Αναρωτιέμαι τι άλλες αλλαγές έχουν κάνει μέσα. Το δωμάτιο του μωρού, προφανώς, αλλά αναρωτιέμαι αν ακόμη κοιμούνται στο κρεβάτι μας, αν βάζει το κραγιόν της μπροστά στον καθρέφτη που αγόρασα εγώ. Αναρωτιέμαι αν έχουν βάψει την κουζίνα ή αν στόκαραν την τρύπα στον τοίχο του διαδρόμου. Θέλω να περάσω απέναντι και να χτυπήσω το ρόπτρο πάνω στη μαύρη μπογιά. Θέλω να μιλήσω στον Τομ, να τον ρωτήσω για τη βραδιά που εξαφανίστηκε η Μέγκαν. Θέλω να τον ρωτήσω για χθες, για τότε που ήμασταν στο αυτοκίνητο και του φίλησα το χέρι, θέλω να τον ρωτήσω τι ένιωσε. Αντί γι’ αυτό όμως, στέκομαι εκεί για λίγο, κοιτάζοντας ψηλά το παράθυρο της παλιάς κρεβατοκάμαράς μου, ώσπου νιώθω δάκρυα να καίνε τα μάτια μου και ξέρω ότι ήρθε η ώρα να φύγω.
ΑΝΝΑ
Τρίτη, 13 Αυγούστου 2013 Πρωί Κοίταζα τον Τομ που ετοιμαζόταν για τη δουλειά σήμερα το πρωί, βάζοντας το πουκάμισο και τη γραβάτα του. Έδειχνε λίγο αφηρημένος, πιθανόν να σκεφτόταν το πρόγραμμα της μέρας, τα ραντεβού, τις συσκέψεις. Ζήλεψα. Για πρώτη φορά, ζήλεψα την πολυτέλεια που έχει να ντύνεται, να φεύγει από το σπίτι και να γυρίζει όλη μέρα με κάποιον σκοπό, όλα για το μηνιάτικο. Δε μου λείπει η δουλειά –ήμουν μεσίτρια, όχι νευροχειρούργος, δεν ήταν η δουλειά που ονειρεύεται κανείς από παιδί–, αλλά μου άρεσε που τριγύριζα όλη μέρα σε ακριβά σπίτια όταν έλειπαν οι ιδιοκτήτες, χάιδευα τις μαρμάρινες επιφάνειες, έριχνα μια ματιά στις ντουλάπες τους. Φανταζόμουν πώς θα ήταν η ζωή μου αν ζούσα έτσι, τι είδους άνθρωπος θα ήμουν. Ξέρω καλά ότι δεν υπάρχει πιο σημαντική, πιο ευαίσθητη δουλειά από αυτή της μητέρας, αλλά το πρόβλημα είναι πως δεν εκτιμάται. Όχι, με τον τρόπο που μετράει για μένα αυτή τη στιγμή, ο οποίος έχει σχέση με το οικονομικό. Θέλω να έχουμε περισσότερα χρήματα ώστε να μπορέσουμε να φύγουμε από αυτό το σπίτι, από αυτό τον δρόμο. Τόσο απλά. Ίσως, όμως, να μην είναι και τόσο απλό. Μόλις έφυγε ο Τομ, κάθισα στο τραπέζι της κουζίνας για να ξεκινήσω τη μάχη του πρωινού με την Ήβη. Μέχρι πριν από δύο μήνες, ορκίζομαι ότι έτρωγε τα πάντα. Τώρα, αν δεν είναι γιαούρτι-φράουλα, δεν ανοίγει το στόμα. Το ξέρω πως είναι φυσιολογικό. Το λέω στον εαυτό μου την ώρα που προσπαθώ να ξεκολλήσω τον κρόκο του αυγού από τα μαλλιά μου, την ώρα που σέρνομαι στο πάτωμα μαζεύοντας τα κουτάλια και τα αναποδογυρισμένα μπολ. Διαρκώς λέω στον εαυτό μου ότι όλο αυτό είναι φυσιολογικό. Ωστόσο, όταν επιτέλους τελειώσαμε και άρχισε να παίζει ευτυχισμένη μόνη της, επέτρεψα στον εαυτό μου να βάλει τα κλάματα για λίγο. Σπάνια επιτρέπω στον εαυτό μου τέτοια δάκρυα, μόνο όταν δεν είναι εδώ ο Τομ, για λίγα λεπτά, έτσι, για να ξεσπάσω την ένταση που νιώθω. Όταν έπλυνα το πρόσωπό μου διαπίστωσα πόσο κουρασμένη έδειχνα, πόσο κόκκινη και ταλαιπωρημένη, και τότε την ένιωσα πάλι αυτή την ανάγκη να φορέσω ένα φόρεμα και ψηλά τακούνια, να φτιάξω τα μαλλιά μου, να βαφτώ, να βγω στον δρόμο και να κάνω αντρικά κεφάλια να γυρίσουν. Μου λείπει η δουλειά, αλλά μου λείπει και αυτό που η δουλειά δημιουργούσε στο μυαλό μου, τον τελευταίο χρόνο της προσοδοφόρου μου εργασίας, τότε που γνώρισα τον Τομ. Μου λείπει να είμαι ερωμένη. Το απολάμβανα. Ή, μάλλον, το λάτρευα. Ποτέ δεν ένιωσα τύψεις. Έκανα πως ένιωθα. Έπρεπε να το κάνω, με τις παντρεμένες φιλενάδες μου, με αυτές που τρομοκρατούνται με την νταντά ή την όμορφη, ευχάριστη κοπέλα στο γραφείο που μπορεί να μιλάει για ποδόσφαιρο και να περνάει τη μισή της μέρα στο γυμναστήριο. Έπρεπε να τους λέω ότι φυσικά και ένιωθα φρικτά με αυτό, φυσικά και ένιωθα άσχημα για τη γυναίκα του, ότι ποτέ δε σκόπευα να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά ερωτευτήκαμε, τι να κάναμε; Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν ένιωσα άσχημα για τη Ρέιτσελ, ακόμα και πριν μάθω για το πρόβλημά της με το ποτό και το πόσο δύσκολη ήταν, πόσο έκανε τη ζωή του δυστυχισμένη. Απλώς
δεν ήταν πραγματική για μένα και, στο κάτω κάτω, εγώ απολάμβανα την κάθε στιγμή. Το να είσαι ερωμένη είναι τρομερά ερεθιστικό, δεν υπάρχει λόγος να το αρνείται κανείς: Είσαι αυτή με την οποία δεν μπορεί να συγκρατηθεί και απατάει τη γυναίκα του, παρόλο που την αγαπάει. Τόσο ακαταμάχητη είσαι. Είχα αναλάβει την πώληση ενός σπιτιού. Τον αριθμό τριάντα τέσσερα της οδού Κράναμ. Είχα συναντήσει δυσκολίες, γιατί ο τελευταίος ενδιαφερόμενος αγοραστής δεν είχε καταφέρει να του χορηγηθεί η απαιτούμενη υποθήκη. Υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τη μελέτη του δανειοδότη. Έτσι, αποφασίσαμε να βρούμε έναν ανεξάρτητο μελετητή για να σιγουρευτούμε ότι όλα θα γίνονταν σωστά. Οι πωλητές είχαν ήδη μετακομίσει, το σπίτι ήταν άδειο, οπότε έπρεπε να πάω εγώ να του ανοίξω. Από τη στιγμή που του άνοιξα την πόρτα φάνηκε ότι θα συνέβαινε το μοιραίο. Ποτέ δεν είχα κάνει κάτι τέτοιο στο παρελθόν, ποτέ δεν είχα ονειρευτεί ότι θα έκανα κάτι τέτοιο, αλλά ο τρόπος που με κοίταζε, ο τρόπος που μου χαμογελούσε είχε κάτι. Δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε – το κάναμε ακριβώς εκεί, πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Ήταν τρελό, μα έτσι ήμασταν εμείς. Αυτό μου έλεγε πάντα. Μην περιμένεις να είμαι λογικός, Άννα. Όχι μαζί σου. Παίρνω την Ήβη αγκαλιά και βγαίνουμε στον κήπο. Σπρώχνει το καροτσάκι της πάνω-κάτω γελώντας, έχοντας ξεχάσει εντελώς τα πρωινά της πείσματα. Κάθε φορά που μου χαμογελάει νιώθω ότι θα εκραγεί η καρδιά μου. Όσο κι αν μου λείπει η δουλειά, αυτό θα μου έλειπε περισσότερο. Και σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Δεν υπάρχει περίπτωση να την αφήσω ξανά με κάποια νταντά, ανεξάρτητα από το πόσο καλές συστάσεις θα έχει. Δεν την αφήνω ποτέ ξανά με κανέναν άλλο, όχι, μετά τη Μέγκαν.
Απόγευμα Ο Τομ μού έστειλε μήνυμα για να μου πει ότι θα αργούσε λίγο απόψε, έπρεπε να βγάλει έναν πελάτη έξω για ποτό. Η Ήβη κι εγώ ετοιμαζόμασταν για την απογευματινή μας βόλτα. Ήμασταν στην κρεβατοκάμαρά μας και την άλλαζα. Το φως ήταν υπέροχο, ένα πλούσιο πορτοκαλί που έλουζε το σπίτι, το οποίο έγινε ξαφνικά γκριζογάλανο, όταν ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο. Είχα την κουρτίνα μισόκλειστη για να μη ζεσταθεί πολύ το δωμάτιο και πήγα να την ανοίξω. Τότε είδα τη Ρέιτσελ να στέκεται στο απέναντι πεζοδρόμιο και να κοιτάζει το σπίτι. Μετά, απλώς έφυγε προς την κατεύθυνση του σταθμού. Κάθομαι στο κρεβάτι και τρέμω από οργή, βυθίζω τα νύχια μου στις παλάμες μου. Η Ήβη κλοτσάει τον αέρα και είμαι τόσο εξοργισμένη, που δε θέλω να την πάρω αγκαλιά από φόβο μην τη λιώσω. Μου είπε ότι το έλυσε το ζήτημα μαζί της. Μου είπε ότι της τηλεφώνησε την Κυριακή, ότι μίλησαν, ότι παραδέχτηκε πως είχε πιάσει φιλία με τον Σκοτ Χίπγουελ, αλλά ότι δε σκόπευε να τον ξαναδεί, ότι δε θα τριγύριζε πια στη γειτονιά. Ο Τομ είπε ότι του το υποσχέθηκε και ότι εκείνος την πίστεψε. Ο Τομ είπε ότι ήταν λογική, δεν έδειχνε μεθυσμένη, δεν έκανε υστερίες, δεν τον απείλησε ούτε τον ικέτευσε να γυρίσει σ’ εκείνη. Μου είπε ότι του φάνηκε να έχει καλυτερεύσει πολύ. Παίρνω μερικές βαθιές ανάσες και βάζω την Ήβη στα πόδια μου, κρατώντας τα χεράκια της. «Νομίζω πως ως εδώ ήταν, συμφωνείς, γλυκιά μου;» Είναι τόσο εξουθενωτικό: Κάθε φορά που νομίζω πως τα πράγματα πάνε καλύτερα, ότι έχουμε
επιτέλους τελειώσει με το «θέμα Ρέιτσελ», εμφανίζεται πάλι. Μερικές φορές πιστεύω ότι δε θα μας αφήσει ποτέ ήσυχους. Βαθιά μέσα μου, έχει φυτευτεί ένας σπόρος, κάτι σάπιο. Όταν ο Τομ μού λέει ότι όλα είναι εντάξει, ότι δε θα μας ενοχλήσει άλλο μα το κάνει, δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν προσπαθεί να την ξεφορτωθεί τόσο σκληρά όσο πρέπει ή αν υπάρχει κάποιο κομμάτι μέσα του που του αρέσει το γεγονός ότι εκείνη δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί. Πάω κάτω και ψαχουλεύω τα συρτάρια της κουζίνας για να βρω την κάρτα της ντετέκτιβ Ράιλι. Καλώ στα γρήγορα τον αριθμό, πριν προλάβω ν’ αλλάξω γνώμη.
Τετάρτη, 14 Αυγούστου 2013 Πρωί Στο κρεβάτι, με τα χέρια του στους γοφούς μου, την καυτή του ανάσα στον λαιμό μου, το δέρμα του γυαλιστερό από τον ιδρώτα, λέει: «Δεν το κάνουμε αρκετά συχνά πια». «Το ξέρω». «Πρέπει να βρίσκουμε περισσότερο χρόνο για εμάς». «Πρέπει». «Μου λείπεις», λέει, «μου λείπει αυτό. Θέλω περισσότερο». Γυρνάω και τον φιλάω στο στόμα, με τα μάτια κλειστά, προσπαθώντας να καταπνίξω τις τύψεις που νιώθω επειδή κάλεσα την αστυνομία πίσω από την πλάτη του. «Νομίζω πως θα έπρεπε να πάμε κάπου», μουρμουρίζει, «οι δυο μας. Να ξεφύγουμε για λίγο». Και η Ήβη με ποιον θα μείνει; Θέλω να ρωτήσω. Με τους γονείς σου, με τους οποίους δε μιλάς, ή με τη μητέρα μου, που είναι τόσο αδύναμη που ούτε τον εαυτό της δεν μπορεί να φροντίσει; Δεν το λέω όμως, δε λέω τίποτα. Απλώς τον φιλάω ξανά, πιο παθιασμένα. Το χέρι του γλιστράει πίσω από τον μηρό μου και τον γραπώνει γερά. «Τι λες; Πού θα ήθελες να πάμε; Στον Μαυρίκιο; Στο Μπαλί;» Γελάω. «Σοβαρά μιλάω», λέει, κάνοντας λίγο πίσω και κοιτάζοντάς με στα μάτια. «Το αξίζουμε, Άννα. Το αξίζεις. Ήταν… ήταν μια δύσκολη χρονιά, έτσι δεν είναι;» «Μα…» «Μα τι;» Μου χαμογελάει με το πιο αστραφτερό του χαμόγελο. «Θα βρούμε μια λύση με την Ήβη, μην ανησυχείς». «Τομ, τα χρήματα». «Μια χαρά θα είμαστε». «Μα…» δε θέλω να το πω, αλλά πρέπει. «Εδώ δεν έχουμε χρήματα ούτε για να σκεφτούμε ν’ αλλάξουμε σπίτι, τα έχουμε για τον Μαυρίκιο ή το Μπαλί;» Φουσκώνει τα μάγουλα, εκπνέει αργά, κυλάει το κορμί του ανάσκελα. Δεν έπρεπε να μιλήσω. Η ενδοεπικοινωνία ζωντανεύει· η Ήβη αρχίζει να ξυπνάει. «Πάω εγώ», λέει, σηκώνεται και βγαίνει από το δωμάτιο. Στο πρωινό, η Ήβη κάνει πάλι τα δικά της. Τώρα το έχει πάρει σαν παιχνίδι, αρνείται να φάει, κουνάει το κεφάλι, σηκώνει το σαγόνι ψηλά, κλείνει ερμητικά το στόμα και σπρώχνει πέρα το
μπολάκι με τις μικρές γροθιές της. Η υπομονή του Τομ εξαντλείται αστραπιαία. «Δεν έχω χρόνο γι’ αυτό», μου λέει. «Κάν’ το εσύ». Σηκώνεται, δίνοντάς μου το κουτάλι, λίγο εκνευρισμένος. Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Δεν πειράζει, είναι κουρασμένος, έχει πολλά στο μυαλό του, νευρίασε γιατί δεν ενθουσιάστηκα με την ιδέα του για διακοπές. Δεν πειράζει. Όμως, πειράζει, γιατί είμαι κι εγώ κουρασμένη και θα ήθελα να κάνουμε μια συζήτηση για τα χρήματα και την κατάστασή μας εδώ, που να μην τελειώνει μ’ εκείνον να φεύγει από το δωμάτιο. Φυσικά, δεν το λέω. Αντίθετα, αθετώ την υπόσχεση που έχω δώσει στον εαυτό μου και αναφέρω τη Ρέιτσελ. «Πάλι εδώ τριγύριζε», λέω, «οπότε ό,τι κι αν της είπες τις προάλλες δεν έπιασε». Μου ρίχνει ένα έντονο βλέμμα. «Τι εννοείς όταν λες “τριγύριζε”;» «Ήταν εδώ χθες το απόγευμα, στεκόταν στον δρόμο, στο απέναντι πεζοδρόμιο». «Ήταν… ήταν με κάποιον;» «Όχι. Μόνη. Γιατί ρωτάς;» «Γαμώ το κέρατό μου», λέει, και το πρόσωπό του κοκκινίζει όπως όταν είναι πολύ θυμωμένος. «Της είπα να μείνει μακριά… Γιατί δε μου είπες τίποτα χθες;» «Δεν ήθελα να σε αναστατώσω», λέω απαλά, μετανιώνοντας που το ανέφερα. «Δεν ήθελα να σε ανησυχήσω». «Χριστέ μου!» λέει και αφήνει απότομα την κούπα του στον νεροχύτη. Ο θόρυβος τρομάζει την Ήβη, που αρχίζει να κλαίει. Αυτό κάνει τα πράγματα χειρότερα. «Δεν ξέρω τι να σου πω, πραγματικά δεν ξέρω. Όταν της μίλησα, ήταν καλά. Άκουγε όσα της έλεγα, υποσχέθηκε να μην ξανάρθει. Έδειχνε καλά, υγιής – ξανά φυσιολογική…» «Έδειχνε καλά;» τον ρωτάω και, πριν προλάβει να γυρίσει την πλάτη του, βλέπω στο ύφος του ότι ξέρει πως έχει γίνει τσακωτός. «Νόμιζα πως της μίλησες στο τηλέφωνο». Παίρνει μια βαθιά ανάσα, αναστενάζει βαριά και γυρνάει προς το μέρος μου ανέκφραστος. «Ναι, λοιπόν, αυτό σου είπα, αγάπη μου, γιατί ξέρω πόσο θα θύμωνες αν την έβλεπα. Οπότε, παραδίνομαι. Είπα ψέματα. Τα πάντα για μια εύκολη ζωή». «Με δουλεύεις;» Μου χαμογελάει, κουνώντας το κεφάλι καθώς με πλησιάζει, με τα χέρια ακόμη ψηλά σε στάση παράδοσης. «Συγγνώμη. Συγγνώμη. Ήθελε να μιλήσουμε από κοντά, και θεώρησα πως θα ήταν καλύτερα. Συγγνώμη, εντάξει; Απλώς μιλήσαμε. Συναντηθήκαμε σε ένα παλιοκαφέ στο Άσμπερι και μιλήσαμε για είκοσι λεπτά, μισή ώρα το πολύ. Εντάξει;» Τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και με τραβάει πάνω του. Προσπαθώ να αντισταθώ, αλλά είναι πιο δυνατός από μένα, ενώ ούτως ή άλλως μοσχοβολάει και δε θέλω να τσακωθώ. Θέλω να είμαστε στην ίδια πλευρά. «Συγγνώμη», μουρμουρίζει ξανά μέσα στα μαλλιά μου. «Εντάξει», λέω. Τον αφήνω να τη γλιτώσει, γιατί τώρα έχω άλλα στο μυαλό μου. Τηλεφώνησα στην ντετέκτιβ Ράιλι χθες το απόγευμα και από τη στιγμή που αρχίσαμε να μιλάμε κατάλαβα πως έκανα το σωστό, γιατί όταν της είπα ότι έχω δει τη Ρέιτσελ να φεύγει από το σπίτι του Σκοτ Χίπγουελ «αρκετές φορές» (μια μικρή υπερβολή), φάνηκε να ενδιαφέρεται σοβαρά. Θέλησε να της πω ημερομηνίες και ώρες (μπόρεσα να της πω μόνο δύο, ήμουν ασαφής για τις υπόλοιπες φορές), με ρώτησε αν είχαν
σχέση πριν από την εξαφάνιση της Μέγκαν Χίπγουελ, με ρώτησε αν πίστευα πως έχουν ερωτική σχέση τώρα. Πρέπει να πω ότι δε μου είχε περάσει από το μυαλό, δεν μπορώ να τον φανταστώ να πηγαίνει από τη Μέγκαν στη Ρέιτσελ. Σε κάθε περίπτωση, η γυναίκα του δεν έχει ακόμη κρυώσει στον τάφο της. Της είπα και για το περιστατικό με την Ήβη –την απόπειρα απαγωγής–, σε περίπτωση που το είχε ξεχάσει. «Είναι πολύ ασταθής», είπα. «Μπορεί να πιστεύετε ότι υπερβάλλω, αλλά δεν μπορώ να διακινδυνεύσω την οικογένειά μου». «Δεν υπερβάλλετε», είπε. «Σας ευχαριστώ πολύ που μου τηλεφωνήσατε. Αν δείτε κάτι άλλο ύποπτο, ενημερώστε με». Δεν έχω ιδέα τι θα κάνουν με αυτή – μήπως την προειδοποιήσουν να μείνει μακριά; Όπως και να έχει, θα βοηθήσει, σε περίπτωση που αρχίσουμε να εξετάζουμε το ενδεχόμενο περιοριστικών μέτρων. Ελπίζω, για το καλό του Τομ, να μη φτάσουμε ως εκεί. Μόλις φεύγει ο Τομ για τη δουλειά, πηγαίνω με την Ήβη στο πάρκο, παίζουμε στις κούνιες και στα ξύλινα αλογάκια και, όταν τη βάζω πάλι στο καρότσι της, την παίρνει ο ύπνος σχεδόν αμέσως, πράγμα που μου δίνει τη δυνατότητα να πάω για ψώνια. Πηγαίνουμε μέχρι το σουπερμάρκετ από τα πίσω στενά, κάνοντας κύκλο βέβαια, αλλά είναι πιο ήσυχα, με πολύ λίγη κίνηση, και περνάμε από τον αριθμό τριάντα τέσσερα της οδού Κάναμ. Ακόμα και σήμερα νιώθω πεταλούδες στο στομάχι όταν περνάω από αυτό το σπίτι, ένα χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη μου και τα μάγουλά μου κοκκινίζουν. Θυμάμαι να ανεβαίνω βιαστικά τα σκαλοπάτια, ελπίζοντας να μη με πάρει το μάτι κανενός γείτονα, να ετοιμάζομαι στο μπάνιο, να βάζω άρωμα και να φοράω σέξι εσώρουχα. Μετά λάμβανα γραπτό μήνυμα ότι ήταν στην πόρτα και περνούσαμε δύο ώρες πάνω στο υπνοδωμάτιο. Έλεγε στη Ρέιτσελ ότι ήταν με πελάτη ή με φίλους στην παμπ. «Δε φοβάσαι μη σε ελέγξει;» τον ρωτούσα, κι εκείνος κουνούσε το κεφάλι του, αποκλείοντας αυτή την περίπτωση. «Είμαι καλός ψεύτης», μου είπε κάποτε χαμογελώντας. Μια άλλη φορά μού είπε: «Ακόμα κι αν με έλεγχε, το θέμα με τη Ρέιτσελ είναι ότι αύριο δε θα θυμάται τίποτα». Τότε ήταν που κατάλαβα πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα γι’ αυτόν. Ωστόσο, η σκέψη εκείνων των συζητήσεων σβήνει το χαμόγελο από τα χείλη μου. Σκέφτομαι τον Τομ που γελούσε συνωμοτικά, καθώς χάιδευε την κοιλιά μου, χαμογελώντας, και μου έλεγε: «Είμαι καλός ψεύτης». Πράγματι είναι καλός ψεύτης, είναι στη φύση του. Τον έχω δει σε δράση να πείθει ρεσεψιονίστ ότι είμαστε στον μήνα του μέλιτος, για παράδειγμα, ή να παίρνει άδεια από τη δουλειά του ισχυριζόμενος επείγον οικογενειακό περιστατικό. Όλοι το κάνουν, φυσικό είναι, μόνο που όταν το κάνει ο Τομ, τον πιστεύεις. Σκέφτομαι την ώρα του πρωινού, μόνο που εγώ τον τσάκωσα να λέει ψέματα και το παραδέχτηκε ευθύς αμέσως. Δε χρειάζεται ν’ ανησυχώ για κάτι. Δε βλέπει τη Ρέιτσελ πίσω από την πλάτη μου! Η ιδέα και μόνο είναι γελοία. Μπορεί κάποτε να ήταν όμορφη –ήταν πολύ εντυπωσιακή όταν τη γνώρισε, έχω δει φωτογραφίες: μεγάλα μαύρα μάτια και πλούσιες καμπύλες–, αλλά τώρα είναι απλώς παχιά. Και σε κάθε περίπτωση, δε θα γυρνούσε ποτέ πίσω σ’ εκείνη, όχι, ύστερα απ’ όλα όσα του έχει κάνει, μας έχει κάνει, όλη αυτή την παρενόχληση, τα νυχτερινά τηλεφωνήματα, τα γραπτά μηνύματα. Στέκομαι στον διάδρομο με τις κονσέρβες, ενώ η Ήβη κοιμάται μακάρια στο καρότσι της, και αρχίζω να σκέφτομαι αυτά τα τηλεφωνήματα και τη φορά –ή μήπως ήταν φορές– που ξύπνησα και
ήταν αναμμένο το φως του μπάνιου. Άκουγα τη φωνή του, χαμηλή και απαλή, πίσω από την κλειστή πόρτα. Την ηρεμούσε, το ξέρω. Μου είπε ότι μερικές φορές ήταν τόσο θυμωμένη, που απειλούσε να έρθει από το σπίτι, να πάει από τη δουλειά του, να πέσει στις γραμμές του τρένου. Την ηρεμούσε, την κατεύναζε. Και μπορεί να είναι πολύ καλός ψεύτης, αλλά εγώ ξέρω πότε λέει την αλήθεια. Δε με γελάει εμένα.
Απόγευμα Μόνο, τώρα που το σκέφτομαι, με γέλασε, έτσι δεν είναι; Όταν μου είπε ότι είχε μιλήσει στη Ρέιτσελ στο τηλέφωνο, ότι ακουγόταν καλά, σχεδόν χαρούμενη, δεν τον αμφισβήτησα ούτε στο ελάχιστο. Κι όταν γύρισε σπίτι τη Δευτέρα το βράδυ και τον ρώτησα για τη μέρα του και μου μίλησε για μια δύσκολη συνάντηση που είχε εκείνο το πρωί, τον άκουσα με ενδιαφέρον, ούτε μια στιγμή δεν υποπτεύθηκα ότι ίσως να μην υπήρχε συνάντηση, ότι μπορεί να ήταν σε καφέ του Άσμπερι με την πρώην γυναίκα του. Αυτά σκέφτομαι την ώρα που βγάζω τα πιάτα από το πλυντήριο, με μεγάλη προσοχή και ησυχία, γιατί η Ήβη κοιμάται και ο θόρυβος από τα πιάτα μπορεί να την ξυπνήσει. Μπορεί να με γελάσει. Ξέρω ότι δεν είναι πάντα εκατό τοις εκατό ειλικρινής. Σκέφτομαι την ιστορία με τους γονείς του, που τους κάλεσε στον γάμο αλλά αρνήθηκαν να έρθουν επειδή είχαν θυμώσει που άφησε τη Ρέιτσελ. Πάντα πίστευα ότι αυτό ήταν παράξενο, γιατί και τις δύο φορές που μίλησα με τη μαμά του ήταν πολύ εύθυμη, ευγενική, ρωτούσε για μένα και την Ήβη. «Ελπίζω να μπορέσουμε να τη δούμε σύντομα», είπε, αλλά όταν του το ανέφερα, δεν είπε κουβέντα. «Προσπαθεί να με κάνει να τους καλέσω», είπε, «ώστε να μπορεί να αρνηθεί. Παιχνίδια ισχύος, βλέπεις». Εμένα δε μου ακούστηκε σαν γυναίκα που παίζει παιχνίδια ισχύος, αλλά δεν έδωσα συνέχεια στο ζήτημα, δεν πίεσα την κατάσταση. Κανείς δεν ξέρει πώς λειτουργεί μια οικογένεια. Θα έχει τους λόγους του που τους κρατάει σε απόσταση, το ξέρω, και σίγουρα θα το κάνει επειδή θέλει να προστατέψει εμένα και την Ήβη. Οπότε, γιατί τώρα αμφισβητώ την ειλικρίνειά του; Αυτό το σπίτι, η κατάσταση, όλα όσα συμβαίνουν τριγύρω με κάνουν να αμφισβητώ τον εαυτό μου, να αμφισβητώ εμάς. Αν δεν προσέξω, θα τρελαθώ, θα καταντήσω σαν αυτή. Σαν τη Ρέιτσελ. Κάθομαι απλώς εδώ, περιμένοντας να βγάλω τα σεντόνια από το στεγνωτήριο. Σκέφτομαι ν’ ανοίξω την τηλεόραση και να δω αν έχει κανένα επεισόδιο από τα Φιλαράκια που να μην έχω δει τρακόσιες φορές, σκέφτομαι να κάνω τις ασκήσεις γιόγκα και το μυθιστόρημα πάνω στο κομοδίνο μου από το οποίο έχω διαβάσει μόνο δώδεκα σελίδες τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Σκέφτομαι το λάπτοπ του Τομ πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Και τότε κάνω αυτά που ποτέ δεν πίστευα ότι θα κάνω. Αρπάζω το μπουκάλι με το κόκκινο κρασί που ανοίξαμε χθες και βάζω ένα ποτήρι. Μετά, παίρνω το λάπτοπ του, το ανάβω και προσπαθώ να μαντέψω τον κωδικό του. Κάνω όσα έκανε κι εκείνη: Πίνω και τον κατασκοπεύω. Τα πράγματα που έκανε, κι εκείνος τα μισούσε. Αλλά τώρα τελευταία –δηλαδή από σήμερα το πρωί– τα πράγματα έχουν αλλάξει. Αφού λέει ψέματα, τότε κι εγώ θα τον ελέγχω. Δίκαιο δεν είναι; Νομίζω πως δικαιούμαι λίγη δικαιοσύνη, έτσι νιώθω. Για τον λόγο αυτό προσπαθώ να βρω τον κωδικό. Δοκιμάζω ονόματα με διαφορετικούς
συνδυασμούς, το δικό μου και το δικό του, το δικό του και της Ήβης, το δικό μου και της Ήβης, των τριών μας μαζί, κανονικά και ανάποδα. Τα γενέθλιά μας σε διάφορους συνδυασμούς. Τις επετείους: την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε, την πρώτη φορά που κάναμε σεξ. Τον αριθμό τριάντα τέσσερα, την οδό Κράναμ, τον αριθμό είκοσι τρία – το σπίτι μας. Προσπαθώ να σκεφτώ πιο ανοιχτόμυαλα – πολλοί άντρες βάζουν για κωδικό ποδοσφαιρικές ομάδες, αλλά ο Τομ δε βλέπει πολύ ποδόσφαιρο· του αρέσει περισσότερο το κρίκετ, οπότε δοκιμάζω Boycott και Botham και Ashes. Δεν γνωρίζω τις πιο πρόσφατες. Στραγγίζω το ποτήρι μου και βάζω άλλο μισό. Με διασκεδάζει που προσπαθώ να λύσω τον γρίφο. Σκέφτομαι αγαπημένα του συγκροτήματα, ταινίες, ηθοποιούς που του αρέσουν. Γράφω «κωδικός»· γράφω «1234». Καθώς το τρένο από το Λονδίνο σταματάει στον σηματοδότη, ακούγεται ένα φρικτό στρίγκλισμα, σαν νυχιά πάνω σε μαυροπίνακα. Σφίγγω τα δόντια και ταυτόχρονα πίνω ακόμα μία γουλιά και, ενώ το κάνω αυτό, καταλαβαίνω τι ώρα είναι – Χριστέ μου, έχει πάει σχεδόν επτά και η Ήβη κοιμάται ακόμη, και σκέφτομαι ότι αυτός θα γυρίσει από λεπτό σε λεπτό, όταν ξαφνικά ακούω το κλειδί στην πόρτα και η καρδιά μου σταματάει. Κλείνω απότομα το λάπτοπ και πετάγομαι όρθια, ρίχνοντας κάτω την καρέκλα με πάταγο. Η Ήβη αρχίζει να ουρλιάζει. Βάζω τον υπολογιστή πίσω στο τραπεζάκι πριν μπει στο δωμάτιο, αλλά καταλαβαίνει ότι κάτι τρέχει, με κοιτάζει και λέει: «Τι συμβαίνει;» Και του λέω: «Τίποτα, τίποτα, έριξα την καρέκλα κατά λάθος». Σηκώνει την Ήβη από την κούνια της για να της κάνει χάδια και πιάνω το είδωλό μου στον καθρέφτη του χολ, το πρόσωπό μου είναι χλωμό και τα χείλη μου βαμμένα κόκκινα από το κρασί.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Πέμπτη, 15 Αυγούστου 2013 Πρωί Η Κάθι μού έκλεισε συνέντευξη για δουλειά. Μια φίλη της έστησε τη δική της εταιρεία δημοσίων σχέσεων και χρειάζεται βοηθό. Στην ουσία, είναι μια απλή θέση γραμματέως με ελάχιστα χρήματα, αλλά δε με νοιάζει. Αυτή η γυναίκα είναι πρόθυμη να με δεχτεί δίχως συστάσεις – η Κάθι τής είπε μια ιστορία ότι έπαθα νευρικό κλονισμό, αλλά ότι τώρα είμαι καλά. Η συνέντευξη είναι αύριο το απόγευμα στο σπίτι της γυναίκας –λειτουργεί την επιχείρησή της από ένα σπιτάκι στον κήπο που έχει μετατρέψει σε γραφείο–, το οποίο τυχαίνει να είναι στο Γουίτνι. Οπότε υποτίθεται πως έπρεπε να φτιάχνω το βιογραφικό μου και να ξεσκονίζω τις ικανότητές μου για τη συνέντευξη. Και ήμουν έτοιμη να το κάνω, μόνο που μου τηλεφώνησε ο Σκοτ. «Σκεφτόμουν μήπως μπορούσαμε να μιλήσουμε», είπε. «Δε χρειάζεται… εννοώ, δε χρειάζεται να μου πεις κάτι. Ήταν… και οι δύο ξέρουμε πως ήταν λάθος». «Το ξέρω», είπε και ακουγόταν πολύ λυπημένος, όχι σαν τον θυμωμένο Σκοτ στους εφιάλτες μου, αλλά περισσότερο σαν τον τσακισμένο άντρα που κάθισε στο κρεβάτι μου και μου μιλούσε για το νεκρό παιδί του. «Όμως, θέλω πραγματικά να σου μιλήσω». «Φυσικά», είπα. «Φυσικά και μπορούμε να μιλήσουμε». «Από κοντά;» «Ω», είπα. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να ξαναπάω σπίτι του. «Λυπάμαι, σήμερα δεν μπορώ». «Σε παρακαλώ, Ρέιτσελ; Είναι σημαντικό». Ακουγόταν απελπισμένος, κι ένιωσα άσχημα γι’ αυτόν. Προσπάθησα να σκεφτώ κάποια δικαιολογία, όταν επανέλαβε: «Σε παρακαλώ;» Οπότε δέχτηκα, μετανιώνοντας ευθύς αμέσως. Στις εφημερίδες υπάρχει μια ιστορία για το παιδί της Μέγκαν – το πρώτο νεκρό παιδί της. Στην ουσία, μιλάει για τον πατέρα του παιδιού. Τον βρήκαν. Λεγόταν Κρεγκ ΜακΚένζι και πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης πριν από τέσσερα χρόνια στην Ισπανία. Οπότε αυτό τον αποκλείει από ύποπτο. Στο κάτω κάτω, από την αρχή δε μου ακουγόταν και πολύ πειστικό για κίνητρο – αν κάποιος ήθελε να την τιμωρήσει γι’ αυτό που έκανε τότε, θα το είχε κάνει εδώ και χρόνια. Επομένως, ποιος μας μένει; Οι συνήθεις ύποπτοι: ο σύζυγος, ο εραστής. Ο Σκοτ και ο Καμάλ. Ή κάποιος άγνωστος που την άρπαξε στον δρόμο – μήπως κανένας κατά συρροήν δολοφόνος, ο οποίος τη διάλεξε για πρώτο θύμα; Μήπως θα είναι η πρώτη από πολλές επόμενες, μια Βίλμα ΜακΚάν, μια Πολίν Ριντ; Και ποιος είπε, εν τω μεταξύ, ότι ο δολοφόνος είναι άντρας; Η Μέγκαν Χίπγουελ ήταν πολύ μικροκαμωμένη. Μικροσκοπική σαν πουλάκι. Δε θα χρειαζόταν πολλή δύναμη για να τη σκοτώσει κανείς. Απόγευμα
Το πρώτο πράγμα που παρατηρώ όταν ανοίγει την πόρτα είναι η μυρωδιά. Ιδρώτας και μπίρα, δυσοσμία και ξινίλα, και κάτω από αυτά κάτι άλλο, κάτι χειρότερο. Κάτι σάπιο. Φοράει φόρμα και ένα λεκιασμένο γκρι μακό, τα μαλλιά του είναι μέσα στη λίγδα και το δέρμα του γυαλίζει σαν να έχει πυρετό. «Είσαι καλά;» τον ρωτάω, και μου χαμογελάει. Έπινε. «Καλά είμαι, πέρνα μέσα, πέρνα μέσα». Δε θέλω, μα το κάνω. Οι κουρτίνες στο παράθυρο που κοιτάζει στον δρόμο είναι κλειστές, ενώ το δωμάτιο είναι λουσμένο με μια κοκκινωπή απόχρωση που ταιριάζει με την ανυπόφορη ζέστη και τη δυσοσμία. Ο Σκοτ πηγαίνει προς την κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο και βγάζει μια μπίρα. «Έλα να καθίσεις», λέει. «Πιες κάτι». Ένα χαμόγελο είναι κολλημένο στο πρόσωπό του, όχι εύθυμο όμως, μακάβριο. Υπάρχει μια αγένεια στο ύφος του, η περιφρόνηση που διέκρινα το πρωί του Σαββάτου, αφότου κοιμηθήκαμε μαζί, βρίσκεται ακόμη εκεί. «Δεν μπορώ να μείνω πολύ», του λέω. «Έχω συνέντευξη για δουλειά αύριο, πρέπει να προετοιμαστώ». «Αλήθεια;» σηκώνει τα φρύδια. Κάθεται και κλοτσάει μια καρέκλα προς το μέρος μου. «Κάτσε κάτω και πιες κάτι», λέει, με ύφος διαταγής, όχι παράκλησης. Κάθομαι απέναντί του και μου στέλνει το μπουκάλι της μπίρας. Το πιάνω και πίνω μια γουλιά. Έξω, ακούω φωνές, παιδιά που παίζουν στους κήπους και, πιο μακριά, τον αχνό, οικείο ήχο του τρένου. «Χθες βγήκαν τα αποτελέσματα του DNA», μου λέει ο Σκοτ. «Ήρθε να με δει το βράδυ η ντετέκτιβ Ράιλι». Περιμένει να μιλήσω, αλλά φοβάμαι μήπως πω κάτι λάθος, οπότε μένω σιωπηλή. «Δεν είναι δικό μου. Δεν ήταν δικό μου. Το αστείο είναι πως δεν ήταν ούτε του Καμάλ». Γελάει. «Άρα, είχε και κάποιον άλλο. Το πιστεύεις;» Μου χαμογελάει με αυτό το φρικιαστικό χαμόγελο. «Δε φαντάζομαι να ήξερες τίποτα γι’ αυτό; Για άλλον γκόμενο; Δε σου εκμυστηρεύτηκε ποτέ τίποτα για κανέναν άλλο, έτσι;» Το χαμόγελο γλιστράει από τα χείλη του, κι έχω ένα κακό προαίσθημα, ένα πολύ κακό προαίσθημα. Σηκώνομαι και κάνω ένα βήμα προς την πόρτα, αλλά πετάγεται μπροστά μου, μου αρπάζει τα χέρια και με καθίζει πάλι στην καρέκλα. «Κάτσε κάτω, γαμώτο». Αρπάζει την τσάντα από τον ώμο μου και την πετάει στην άλλη άκρη του δωματίου. «Σκοτ, δεν ξέρω τι συμβαίνει…» «Έλα τώρα!» φωνάζει σκυμμένος από πάνω μου. «Εσύ και η Μέγκαν ήσασταν κολλητές! Κάτι θα ξέρεις για όλους τους γκόμενους!» Γνωρίζει. Και καθώς μου έρχεται αυτή η σκέψη στο μυαλό, θα πρέπει να το καταλαβαίνει, γιατί σκύβει ακόμα περισσότερο, με τη βρομερή ανάσα στο πρόσωπό μου, και μου λέει: «Έλα, Ρέιτσελ. Μίλα». Κουνάω το κεφάλι μου, κι εκείνος σηκώνεται απότομα, τινάζει το χέρι του και ρίχνει κάτω το μπουκάλι της μπίρας, που γίνεται θρύψαλα πάνω στα πλακάκια. «Ούτε καν τη συνάντησες ποτέ σου!» ουρλιάζει. «Όλα όσα μου είπες, τα πάντα, ήταν ψέματα». Σκύβοντας το κεφάλι, σηκώνομαι, μουρμουρίζοντας: «Συγγνώμη, συγγνώμη». Προσπαθώ να κάνω τον γύρο του τραπεζιού, να πιάσω την τσάντα μου, το κινητό μου, αλλά με αρπάζει πάλι από το χέρι. «Γιατί το έκανες;» ρωτάει. «Τι σε ώθησε να κάνεις κάτι τέτοιο; Τι σου συμβαίνει;» Με κοιτάζει, με τα μάτια του κλειδωμένα στα δικά μου, και έχω κοκαλώσει από φόβο, αλλά ταυτόχρονα συνειδητοποιώ ότι η ερώτησή του δεν είναι παράλογη. Του χρωστάω μια εξήγηση. Γι’
αυτό δεν τραβάω το χέρι μου, αφήνω τα δάχτυλά του να βυθιστούν στη σάρκα μου, προσπαθώ να μιλήσω καθαρά και ήρεμα, προσπαθώ να μην κλάψω. Προσπαθώ να μην πανικοβληθώ. «Ήθελα να σου πω για τον Καμάλ», του λέω. «Τους είδα μαζί, όπως σου είπα, αλλά δε θα με έπαιρνες στα σοβαρά αν σου έλεγα ότι ήμουν απλώς ένα κορίτσι από το τρένο. Χρειαζόμουν…» «Χρειαζόσουν!» με αφήνει, γυρνώντας την πλάτη. «Μου λες τι χρειαζόσουν…» Η φωνή του είναι πιο απαλή, αρχίζει να ηρεμεί. Προσπαθώ να παίρνω βαθιές ανάσες, να επιβραδύνω τον σφυγμό μου. «Προσπαθούσα να σε βοηθήσω», λέω. «Ήξερα ότι η αστυνομία υποπτεύεται πάντα τον σύζυγο και ήθελα να μάθεις – να μάθεις ότι υπήρχε και κάποιος άλλος…» «Οπότε μου είπες ψέματα ότι γνώριζες τη γυναίκα μου; Έχεις ιδέα πόσο παρανοϊκή δείχνεις;» «Ναι». Πηγαίνω μέχρι τον πάγκο της κουζίνας να πάρω ένα πανί, πέφτω στα γόνατα και σκουπίζω την μπίρα από το πάτωμα. Ο Σκοτ κάθεται, με τους αγκώνες στα γόνατα και το κεφάλι σκυμμένο. «Δεν ήταν αυτή που πίστευα», λέει. «Δεν έχω ιδέα ποια ήταν». Στύβω το πανί στον νεροχύτη και ρίχνω κρύο νερό στα χέρια μου. Η τσάντα μου απέχει μόλις ένα μέτρο από μένα, βρίσκεται στη γωνία του δωματίου. Κάνω να πάω προς τα εκεί, αλλά ο Σκοτ με κοιτάζει, οπότε σταματάω. Στέκομαι εκεί, με την πλάτη στον πάγκο και τα χέρια μου γραπωμένα από την άκρη του, για σταθερότητα. Για σιγουριά. «Μου το είπε η ντετέκτιβ Ράιλι», λέει. «Με ρωτούσε για σένα. Για το αν έχω σχέση μαζί σου». Γελάει. «Σχέση μαζί σου! Ιησού Χριστέ! Τη ρώτησα αν έχει δει τη γυναίκα μου. Δεν έχω ρίξει ακόμη τόσο πολύ τον πήχη». Το πρόσωπό μου καίει, κρύος ιδρώτας στάζει από τις μασχάλες μου και τη ραχοκοκαλιά μου. «Προφανώς της παραπονέθηκε η Άννα για σένα. Σε είδε που τριγύριζες εδώ. Έτσι, λοιπόν, βγήκαν όλα στη φόρα. Είπα ότι δεν έχουμε σχέση, ότι είσαι μια παλιά φίλη της Μέγκαν και απλώς με βοηθάς…» Γελάει πάλι, υποτονικά και μελαγχολικά. «Μου είπε ότι δε γνώριζες τη Μέγκαν. Ότι είσαι απλώς μια αξιοθρήνητη ψεύτρα δίχως δική σου ζωή». Το χαμόγελο χάνεται από το πρόσωπό του. «Όλες ψεύτρες είστε. Όλες σας». Ακούγεται ήχος μηνύματος στο τηλέφωνό μου. Κάνω ένα βήμα προς την τσάντα, αλλά ο Σκοτ με προλαβαίνει. «Μισό λεπτό», λέει, παίρνοντάς τη στα χέρια του. «Δεν τελειώσαμε ακόμη». Αναποδογυρίζει το περιεχόμενο της τσάντας μου στο τραπέζι: κινητό, πορτοφόλι, κλειδιά, κραγιόν, ταμπόν, αποδείξεις πιστωτικών καρτών. «Θέλω να ξέρω πόσα ακριβώς απ’ όσα μου είπες είναι σκέτα κουραφέξαλα». Με αργές κινήσεις, παίρνει το τηλέφωνο και κοιτάζει την οθόνη. Σηκώνει τα μάτια του στα δικά μου και ξαφνικά παγώνει. Διαβάζει δυνατά: «Επιβεβαιώνω το ραντεβού σας με τον Δρα Αμπντίκ στις τέσσερις και μισή τη Δευτέρα στις 18 Αυγούστου. Αν δεν μπορείτε να έρθετε, παρακαλώ ενημερώστε μας είκοσι τέσσερις ώρες νωρίτερα». «Σκοτ…» «Τι στο διάολο συμβαίνει;» ρωτάει, με φωνή που μόλις ακούγεται. «Τι κάνεις; Τι του λες;» «Δεν του έχω πει τίποτα…» Έχει αφήσει το τηλέφωνο πάνω στο τραπέζι κι έρχεται προς το μέρος μου, με τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές. Οπισθοχωρώ, κάνω πίσω, κολλάω στη γωνία του δωματίου, ανάμεσα στον τοίχο και την τζαμένια πόρτα. «Προσπαθούσα να ανακαλύψω… προσπαθούσα να βοηθήσω». Σηκώνει το χέρι του, κι εγώ μαζεύομαι, σκύβω το κεφάλι, περιμένοντας τον πόνο, κι εκείνη τη στιγμή νιώθω ότι το έχω ξαναζήσει αυτό, το έχω ξανανιώσει, αλλά δε θυμάμαι πότε και δεν έχω τον χρόνο να το σκεφτώ τώρα, γιατί, παρόλο που δε με έχει χτυπήσει, με έχει πιάσει από τους ώμους και με σφίγγει με δύναμη, τα δάχτυλά του μπήγονται στα κόκαλά μου και πονάω τόσο
πολύ, που ξεφωνίζω. «Τόσο καιρό», λέει με σφιγμένα δόντια, «τόσο καιρό νόμιζα ότι ήσουν με το μέρος μου, αλλά ενεργούσες εναντίον μου. Του έδινες πληροφορίες, έτσι δεν είναι; Του έλεγες πράγματα για μένα και τη Μεγκς, εσύ ήσουν, εσύ έφερες την αστυνομία στο κατόπι μου, εσύ ήσουν…» «Όχι. Σε παρακαλώ, μη. Δεν έγινε έτσι. Δεν έγινε έτσι. Ήθελα να σε βοηθήσω». Το δεξί του χέρι γλιστράει προς τα πάνω, με πιάνει από τα μαλλιά στον αυχένα και αρχίζει να τα στρίβει. «Σκοτ, σε παρακαλώ, μη. Σε παρακαλώ. Με πονάς. Σε παρακαλώ». Τώρα με σέρνει προς την είσοδο. Πλημμυρίζω από ανακούφιση. Θα με πετάξει έξω. Ευτυχώς, Θεέ μου, ευτυχώς. Μόνο που δε με πετάει έξω, συνεχίζει να με σέρνει, φτύνει και βρίζει. Με πηγαίνει πάνω και προσπαθώ να αντισταθώ με όλες μου τις δυνάμεις, αλλά είναι πολύ δυνατός, δεν μπορώ, κλαίω. «Σε παρακαλώ, μη. Σε παρακαλώ», και ξέρω ότι κάτι φρικτό πρόκειται να συμβεί. Προσπαθώ να ουρλιάξω, αλλά δεν μπορώ, ο ήχος δε βγαίνει από το στόμα μου. Έχω τυφλωθεί από τα δάκρυα και τον τρόμο. Με σπρώχνει σε ένα δωμάτιο και κοπανάει την πόρτα. Γυρίζει το κλειδί στην κλειδαριά. Καυτή χολή ανεβαίνει στο στόμα μου και ξερνάω πάνω στο χαλί. Περιμένω, αφουγκράζομαι. Τίποτα δε συμβαίνει, κανείς δεν έρχεται. Βρίσκομαι στο έξτρα δωμάτιο. Στο σπίτι μου, αυτό το δωμάτιο ήταν το γραφείο του Τομ. Τώρα είναι το παιδικό, αυτό με την απαλή ροζ κουρτίνα. Εδώ, είναι ένα άδειο δωμάτιο, γεμάτο χαρτιά και φακέλους, έναν διπλωμένο διάδρομο γυμναστικής και ένα αρχαίο Apple Mac. Υπάρχει μια κούτα με χαρτιά γεμάτα αριθμούς, λογαριασμούς, μάλλον από τη δουλειά του Σκοτ, και μια άλλη γεμάτη παλιές καρτ ποστάλ, άγραφες, με υπολείμματα από Blu-tack, που δείχνουν ότι κάποτε ήταν κολλημένες στον τοίχο: στέγες του Παρισιού, παιδιά που κάνουν σκέιτμπορντ σε ένα σοκάκι, παλιές σιδηροδρομικές γραμμές καλυμμένες με βρύα, η θέα μιας θάλασσας από μια σπηλιά. Χώνομαι μέσα στις καρτ ποστάλ – δεν ξέρω γιατί ή τι ψάχνω, προσπαθώ να μετριάσω τον πανικό μου, προσπαθώ να μη σκέφτομαι τα άρθρα των εφημερίδων, το πτώμα της Μέγκαν να ανασύρεται από τη λάσπη, προσπαθώ να μη σκέφτομαι τα τραύματά της, το πόσο θα τρόμαξε όταν κατάλαβε τι επρόκειτο να της συμβεί. Ψαχουλεύω τις καρτ ποστάλ και τότε ένας πόνος με διαπερνά και τινάζομαι πίσω με μια κραυγή. Η άκρη του δαχτύλου μου έχει ένα τέλειο, ίσιο κόψιμο και στάζει αίμα πάνω στο τζιν μου. Το τυλίγω πρόχειρα με την άκρη της μπλούζας μου και ψάχνω πιο προσεκτικά μέσα στην κούτα. Ανακαλύπτω αμέσως τον φταίχτη: μια κορνίζα, σπασμένη, με ένα κομματάκι γυαλί να λείπει από τη μία γωνία, ενώ η αιχμηρή της άκρη είναι πασαλειμμένη με το αίμα μου. Αυτή δεν την έχω ξαναδεί. Είναι μια φωτογραφία με τη Μέγκαν και τον Σκοτ, μαζί, με τα πρόσωπά τους κοντά στον φακό. Εκείνη γελάει, κι αυτός την κοιτάζει με λατρεία. Με ζήλια; Το γυαλί είναι σπασμένο και απλώνεται ακτινωτά σαν αστέρι, ξεκινώντας από το μάτι του Σκοτ· είναι δύσκολο να διαβάσω την έκφρασή του. Κάθομαι εκεί, στο πάτωμα, με τη φωτογραφία μπροστά μου, και σκέφτομαι ότι αντικείμενα σπάνε συνεχώς, κατά λάθος, και μερικές φορές απλώς δε βρίσκεις τον χρόνο να τα κολλήσεις. Θυμήθηκα όλα τα πιάτα που έχω σπάσει στους καβγάδες μου με τον Τομ, την τρύπα στον σοβά του διαδρόμου. Κάπου, στην άλλη πλευρά της κλειδωμένης πόρτας, ακούω τον Σκοτ να γελάει και όλο μου το κορμί παγώνει. Σηκώνομαι με κόπο και πηγαίνω στο παράθυρο, το ανοίγω και σκύβω, πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, αρχίζω να φωνάζω για βοήθεια. Φωνάζω τον Τομ. Είναι μάταιο. Αξιοθρήνητο. Ακόμα κι αν κατά τύχη ήταν έξω στον κήπο λίγες πόρτες παρακάτω, δε θα με άκουγε, είναι πολύ μακριά. Κοιτάζω κάτω και χάνω την ισορροπία μου, τραβιέμαι απότομα μέσα, το στομάχι
μου δένεται κόμπος, οι λυγμοί σκαλώνουν στο λαρύγγι μου. «Σε παρακαλώ, Σκοτ!» φωνάζω. «Σε παρακαλώ…» Μισώ τον ήχο της φωνής μου, το κλαψούρισμα, την απελπισία που εκπέμπει. Κοιτάζω το ματωμένο μπλουζάκι μου και συνειδητοποιώ ότι δε μου τελείωσαν οι επιλογές. Παίρνω την κορνίζα και την αναποδογυρίζω στο χαλί. Διαλέγω το μεγαλύτερο κομμάτι σπασμένου γυαλιού και το βάζω προσεκτικά στην πίσω τσέπη του τζιν μου. Ακούω βήματα στη σκάλα. Κολλάω πίσω στον τοίχο, απέναντι από την πόρτα. Το κλειδί γυρνάει στην κλειδαριά. Ο Σκοτ κρατάει την τσάντα μου στο ένα του χέρι και μου την πετάει στα πόδια. Στο άλλο, κρατάει ένα κομμάτι χαρτί. «Ορίστε και η Νάνσι Ντριου!» λέει, χαμογελώντας ανατριχιαστικά. Κάνει κοριτσίστικη φωνή και διαβάζει δυνατά: «Η Μέγκαν το έσκασε με τον φίλο της, τον οποίο από εδώ και στο εξής θα αποκαλώ Φ…» Χαχανίζει χλευαστικά. «Ο Φ τής έκανε κακό… ο Σκοτ τής έκανε κακό…» Τσαλακώνει το χαρτί και το πετάει στα πόδια μου. «Ιησού Χριστέ. Πιο αξιοθρήνητη δεν μπορείς να γίνεις, σωστά;» κοιτάζει γύρω του, εντοπίζοντας τον εμετό στο πάτωμα, το αίμα στην μπλούζα μου. «Τι στο διάολο έκανες εδώ; Θες να ξεπεράσεις τον εαυτό σου; Θες να κάνεις τη δουλειά μου;» Γελάει πάλι. «Θα έπρεπε να σου τσακίσω τον λαιμό, αλλά ξέρεις τι, δεν αξίζεις τον κόπο». Παραμερίζει. «Άντε χάσου από το σπίτι μου». Αρπάζω την τσάντα μου και πάω προς την πόρτα, αλλά, καθώς το κάνω, μπαίνει μπροστά μου, παριστάνοντας τον μποξέρ, και για μια στιγμή νομίζω πως θα με σταματήσει, πως θα βάλει τα χέρια του πάνω μου πάλι. Τα μάτια μου θα πρέπει να είναι γεμάτα τρόμο, γιατί αρχίζει να γελάει, βρυχάται από τα γέλια. Τον ακούω ακόμα κι όταν κλείνω την πόρτα του σπιτιού.
Παρασκευή, 16 Αυγούστου 2013 Πρωί Δεν έχω κοιμηθεί σχεδόν καθόλου. Ήπια ενάμισι μπουκάλι κρασί για να καταφέρω να κοιμηθώ, να σταματήσω το τρέμουλο των χεριών μου, να καταλαγιάσω τον τρόμο μου, αλλά δεν έπιασε. Κάθε φορά που πήγαινε να με πάρει ο ύπνος, τιναζόμουν. Ένιωθα ότι βρισκόταν στο δωμάτιο μαζί μου. Άναψα το φως και κάθισα, ακούγοντας τους ήχους έξω στον δρόμο, ανθρώπους να κυκλοφορούν στο κτίριο. Μόνο τα χαράματα που άρχισε να φέγγει μπόρεσα και κοιμήθηκα λίγο. Ονειρεύτηκα πάλι πως ήμουν στο δάσος. Ήταν μαζί μου ο Τομ, αλλά ακόμη φοβόμουν. Χθες βράδυ άφησα ένα μήνυμα στον Τομ. Μόλις έφυγα από το σπίτι του Σκοτ, έτρεξα μέχρι τον αριθμό είκοσι τρία και χτύπησα την πόρτα. Ήμουν σε τέτοιο πανικό, που δε με ένοιαζε αν θα ήταν εκεί η Άννα, αν θα νευρίαζε που θα με έβλεπε. Δεν ήρθε κανείς στην πόρτα, οπότε έγραψα ένα σημείωμα σε ένα χαρτί και το έριξα στο γραμματοκιβώτιο. Δε με ένοιαζε αν θα το έβλεπε εκείνη – νομίζω πως ίσως και να ήθελα να το δει. Δεν μπήκα σε λεπτομέρειες, του έγραψα ότι ήθελα να μιλήσουμε για τις προάλλες. Δεν ανέφερα τον Σκοτ, γιατί δεν ήθελα να πάει εκεί ο Τομ και να τον αντιμετωπίσει – ένας Θεός ξέρει τι θα μπορούσε να συμβεί. Μόλις έφτασα σπίτι, τηλεφώνησα στην αστυνομία. Σχεδόν αμέσως. Πρώτα ήπια μερικά ποτηράκια κρασί για να ηρεμήσω. Ζήτησα τον ντετέκτιβ Γκάσκιλ, αλλά μου είπαν ότι δεν ήταν διαθέσιμος, οπότε κατέληξα να μιλάω με τη Ράιλι. Θα προτιμούσα όμως τον Γκάσκιλ, είναι πιο ευγενικός.
«Με κλείδωσε σπίτι του», της είπα. «Με απείλησε». Με ρώτησε για πόση ώρα με είχε «κλειδωμένη». Μπορούσα ν’ ακούσω τα εισαγωγικά ακόμα και από την άλλη άκρη της γραμμής. «Δεν ξέρω», είπα. «Μισή ώρα ίσως». Μεγάλη παύση. «Και σας απείλησε. Μπορείτε να μου πείτε ακριβώς πώς σας απείλησε;» «Είπε ότι θα μου τσάκιζε τον λαιμό. Είπε… ότι θα έπρεπε να μου τσακίσει τον λαιμό…» «Θα έπρεπε να σας τσακίσει τον λαιμό;» «Είπε… είπε ότι θα το έκανε αν άξιζε να μπει στον κόπο». Σιωπή. Και μετά: «Σας χτύπησε; Σας τραυμάτισε με κάποιον τρόπο;» «Μελανιές. Μόνο μελανιές». «Σας χτύπησε;» «Όχι, με άρπαξε γερά». Σιωπή. Και μετά: «Κυρία Γουάτσον, γιατί βρισκόσασταν στο σπίτι του Σκοτ Χίπγουελ;» «Μου ζήτησε να πάω να τον δω, είπε ότι ήθελε να μου μιλήσει». Αναστέναξε βαθιά. «Κυρία Γουάτσον, προειδοποιηθήκατε πολλές φορές να μην ανακατεύεστε στην υπόθεση. Του λέγατε ψέματα, του είπατε ότι ήσασταν φίλη της γυναίκας του, του είπατε ένα σωρό ιστορίες, ενώ –αφήστε με να τελειώσω– είναι ένα άτομο που στην καλύτερη περίπτωση βρίσκεται υπό μεγάλο στρες. Στην καλύτερη. Στη χειρότερη, μπορεί να είναι επικίνδυνος». «Είναι επικίνδυνος, αυτό ακριβώς σας λέω…» «Αυτό δε βοηθάει καθόλου – να πηγαίνετε εκεί, να του λέτε ένα σωρό ψέματα, να τον προκαλείτε. Είμαστε στη μέση μιας έρευνας για φόνο. Πρέπει να το καταλάβετε αυτό. Μπορεί να διακινδυνεύσετε την πρόοδό μας, μπορεί…» «Ποια πρόοδο;» λέω απότομα. «Δεν έχετε κάνει καμία απολύτως πρόοδο. Σκότωσε τη γυναίκα του, σας το λέω. Έχει μια φωτογραφία, μια κορνίζα με τους δυο τους – είναι σπασμένη. Είναι θυμωμένος, είναι ασταθής–» «Ναι, την είδαμε τη φωτογραφία. Ψάξαμε όλο το σπίτι. Αυτό δεν αποτελεί απόδειξη για φόνο». «Άρα, λοιπόν, δε θα τον συλλάβετε;» Αναστενάζει πάλι. «Ελάτε από το τμήμα αύριο. Κάντε μια δήλωση. Και μετά βλέπουμε. Και, κυρία Γουάτσον; Μείνετε μακριά από τον Σκοτ Χίπγουελ». Η Κάθι γύρισε και με βρήκε να πίνω. Δε χάρηκε καθόλου. Τι να της έλεγα; Δεν υπήρχε τρόπος να της εξηγήσω. Της είπα απλώς ότι λυπόμουν και πήγα στο δωμάτιό μου, σαν μουτρωμένη έφηβη. Και μετά έμεινα ξύπνια, προσπαθώντας να κοιμηθώ, περιμένοντας να μου τηλεφωνήσει ο Τομ. Δεν τηλεφώνησε. Ξυπνάω νωρίς, ελέγχω το κινητό μου (καμία κλήση), λούζομαι και, με τρεμάμενα χέρια και το στομάχι δεμένο κόμπο, ντύνομαι για τη συνέντευξη. Φεύγω νωρίς, γιατί πρέπει πρώτα να περάσω από το τμήμα να κάνω τη δήλωση. Όχι ότι περιμένω να βγει κάτι καλό. Ποτέ δε με πήραν στα σοβαρά και σίγουρα δεν πρόκειται να το κάνουν τώρα. Αναρωτιέμαι τι πρέπει να κάνω για να με δουν αλλιώς και όχι σαν μια φαντασιόπληκτη. Στον δρόμο για τον σταθμό κοιτάζω διαρκώς πάνω από τον ώμο μου. Η ξαφνική σειρήνα ενός περιπολικού με κάνει στην κυριολεξία να τιναχτώ από τρόμο. Στην αποβάθρα του σταθμού περπατάω όσο μπορώ πιο κοντά στην κουπαστή, τα δάχτυλά μου σέρνονται πάνω στο σίδερο, για την περίπτωση που χρειαστεί να πιαστώ από κάπου. Συνειδητοποιώ ότι αυτό που κάνω είναι γελοίο,
αλλά νιώθω πολύ ευάλωτη τώρα που είδα τι πραγματικά είναι, τώρα που δεν υπάρχουν μυστικά ανάμεσά μας.
Απόγευμα Το θέμα θα έπρεπε να κλείσει για μένα τώρα. Όλον αυτό τον καιρό, σκεφτόμουν ότι υπήρχε κάτι που έπρεπε να θυμηθώ, κάτι που μου διέφευγε. Όμως, δεν υπάρχει. Δεν είδα κάτι σημαντικό, ούτε έκανα κάτι φρικτό. Απλώς έτυχε να βρίσκομαι στον ίδιο δρόμο. Τώρα ξέρω, ευγενική χειρονομία του κοκκινομάλλη. Ωστόσο, κάτι με τρώει στο πίσω μέρος του μυαλού μου, κάτι που δεν μπορώ να ξύσω. Ούτε ο Γκάσκιλ ούτε η Ράιλι βρίσκονταν στο τμήμα· έκανα τη δήλωσή μου σε έναν βαριεστημένο ένστολο αστυνομικό. Θα καταχωριστεί και θα ξεχαστεί, υποθέτω, εκτός, φυσικά, κι αν με βρουν νεκρή σε κανένα χαντάκι. Η συνέντευξή μου ήταν στην αντίθετη πλευρά από τη γειτονιά του Σκοτ, αλλά από το τμήμα πήρα ταξί. Δε θα το διακινδύνευα. Πήγε όσο καλά γινόταν: η δουλειά είναι πολύ κατώτερη των προσόντων μου, αλλά στο κάτω κάτω κι εγώ η ίδια είμαι πλέον κατώτερη των προσόντων μου. Πρέπει να κατεβάσω τον πήχη. Το μεγάλο μειονέκτημα (εκτός από τον άθλιο μισθό και το γελοίο πόστο) είναι ότι θα πρέπει να έρχομαι καθημερινά στο Γουίτνι, θα πρέπει να περπατάω σε αυτούς τους δρόμους, κινδυνεύοντας να συναντήσω τον Σκοτ ή την Άννα και το παιδί της. Γιατί το να πέφτω πάνω σε κόσμο είναι το μόνο που φαίνεται να μου συμβαίνει τώρα τελευταία. Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που μου άρεσε σε αυτή τη γειτονιά: ότι είναι σαν χωριό στα περίχωρα του Λονδίνου. Μπορεί να μη γνωρίζεις κανέναν, αλλά όλα τα πρόσωπα είναι οικεία. Έχω φτάσει σχεδόν στον σταθμό, περνάω έξω από το Crown, όταν νιώθω ένα χέρι στο μπράτσο μου και γυρνάω, παραπατώντας από το πεζοδρόμιο στον δρόμο. «Έι, έι, συγγνώμη, συγγνώμη». Είναι αυτός πάλι, ο κοκκινομάλλης, με ένα ποτήρι μπίρας στο ένα χέρι και το άλλο ψηλά, σαν να παραδίνεται. «Εύκολα τρομάζεις», χαμογελάει. Θα πρέπει να δείχνω πραγματικά τρομοκρατημένη, γιατί το χαμόγελό του ξεθωριάζει. «Είσαι καλά; Δεν ήθελα να σε τρομάξω». Τελείωσε τη δουλειά νωρίς, λέει, και με καλεί για ένα ποτό. Λέω όχι, αλλά μετά αλλάζω γνώμη. «Σου χρωστάω μια συγγνώμη», λέω, όταν –ο Άντι, απ’ ό,τι μαθαίνω αργότερα– μου φέρνει το τζιν με τόνικ, «για τον τρόπο που συμπεριφέρθηκα στο τρένο. Την προηγούμενη φορά, δηλαδή. Είχα μια πολύ κακή μέρα». «Δεν πειράζει», λέει ο Άντι. Το χαμόγελό του είναι αργό και τεμπέλικο, δε νομίζω πως αυτό είναι το πρώτο του ποτήρι μπίρας. Καθόμαστε ο ένας απέναντι από τον άλλο στον πίσω κήπο της παμπ· νιώθω πιο ασφαλής εδώ απ’ ό,τι στον δρόμο. Ίσως φταίει το αίσθημα ασφάλειας που με τυλίγει. Κι έτσι το ρισκάρω. «Θέλω να σε ρωτήσω τι συνέβη», λέω. «Τη βραδιά που σε γνώρισα. Τη βραδιά που εξαφανίστηκε η Μεγκ – εκείνη η γυναίκα». «Α, ναι. Γιατί; Τι εννοείς;» Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Νιώθω να κοκκινίζω. Όσες φορές κι αν έχει χρειαστεί να το παραδεχτώ, πάντα με κάνει να ντρέπομαι, πάντα με κάνει να μορφάζω. «Ήμουν πολύ μεθυσμένη και δε θυμάμαι. Πρέπει να ξεδιαλύνω κάποια πράγματα. Απλώς θέλω να μάθω αν είδες τίποτα, αν με είδες να μιλάω σε κανέναν ή κάτι τέτοιο…» Κοιτάζω το τραπέζι, δεν μπορώ να αντικρίσω τη ματιά του. Μου
σκουντάει το πόδι με το δικό του. «Δεν πειράζει, δεν έκανες κάτι κακό». Τον κοιτάζω και τον βλέπω να χαμογελάει. «Κι εγώ λιώμα ήμουν. Μιλήσαμε λίγο στο τρένο, δε θυμάμαι για τι πράγμα. Μετά κατεβήκαμε και οι δύο εδώ, στο Γουίτνι, και τα πόδια σου δε σε κρατούσαν και πολύ, γλίστρησες στη σκάλα. Το θυμάσαι; Σε βοήθησα να σηκωθείς, ντράπηκες, κοκκίνισες, όπως και τώρα». Γελάει. «Βγήκαμε έξω μαζί και σε ρώτησα αν ήθελες να πάμε στην παμπ. Αλλά είπες ότι έπρεπε να φύγεις για να συναντήσεις τον άντρα σου». «Αυτό είναι όλο;» «Όχι. Στ’ αλήθεια δε θυμάσαι; Ήταν λίγο αργότερα – δεν ξέρω, ίσως έπειτα από κανένα μισάωρο; Είχα έρθει στο Crown, αλλά μου τηλεφώνησε ένα φιλαράκι και μου είπε πως βρισκόταν σε ένα μπαρ στην άλλη πλευρά του σταθμού, γι’ αυτό κίνησα προς την υπόγεια διάβαση. Είχες πέσει. Ήσουν χάλια. Είχες κοπεί. Ανησύχησα λίγο, σε ρώτησα αν ήθελες να σε πάω σπίτι σου, αλλά δεν ήθελες ν’ ακούσεις γι’ αυτό. Ήσουν… ήσουν πολύ αναστατωμένη. Νομίζω ότι είχες καβγαδίσει με έναν τύπο. Εκείνη την ώρα απομακρυνόταν πέρα στον δρόμο και σου είπα ότι μπορούσα να τον προλάβω αν ήθελες, αλλά είπες όχι. Μετά έφυγε με το αυτοκίνητο. Ήταν… εεε… ήταν με κάποιον». «Με γυναίκα;» Κουνάει το κεφάλι του λίγο σκυφτός. «Ναι, μπήκαν μαζί στο αυτοκίνητο. Φαντάστηκα ότι γι’ αυτό έγινε ο καβγάς». «Και μετά;» «Μετά έφυγες. Φαινόσουν λίγο… μπερδεμένη ή κάτι τέτοιο, και σηκώθηκες να φύγεις. Είπες ότι δεν ήθελες βοήθεια. Όπως σου είπα, ήμουν κι εγώ λίγο λιώμα, οπότε… απλώς τα παράτησα. Διέσχισα την υπόγεια διάβαση και πήγα στον φίλο μου στο μπαρ. Αυτό είναι όλο». Καθώς ανεβαίνω τη σκάλα για το διαμέρισμά μου, είμαι σίγουρη πως βλέπω σκιές από πάνω μου, ακούω βήματα μπροστά μου. Κάποιος περιμένει στο κατώφλι. Φυσικά, δεν υπάρχει κανείς εκεί, και το διαμέρισμα είναι άδειο: Δείχνει ανέγγιχτο, μυρίζει άδειο, αλλά αυτό δε με εμποδίζει από το να ελέγξω όλα τα δωμάτια, να κοιτάξω κάτω από το κρεβάτι μου και το κρεβάτι της Κάθι, να ψάξω τις ντουλάπες, ακόμα και το ντουλάπι της κουζίνας, όπου δε θα χωρούσε ούτε παιδί. Τελικά, έπειτα από τρεις γύρους σε όλο το διαμέρισμα, σταματάω. Πάω πάνω, κάθομαι στο κρεβάτι και σκέφτομαι τη συζήτηση που είχα με τον Άντι, το γεγονός ότι αντιστοιχεί σε όσα θυμάμαι. Δεν έκανα καμία τρομερή ανακάλυψη: Τσακωθήκαμε με τον Τομ στον δρόμο, γλίστρησα κι έπεσα, εκείνος έφυγε και μπήκε στο αυτοκίνητο με την Άννα. Αργότερα, βγήκε να με ψάξει, αλλά είχα ήδη φύγει. Μπήκα σε ταξί, υποθέτω, ή πήρα το τρένο. Κάθομαι στο κρεβάτι, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, και αναρωτιέμαι γιατί δε νιώθω καλύτερα. Ίσως γιατί ακόμη δεν έχω απαντήσεις. Ίσως γιατί, μολονότι αυτά που θυμάμαι ταιριάζουν με αυτά που θυμούνται οι άλλοι, κάτι δε μου πάει καλά. Και τότε μου έρχεται: η Άννα. Δεν είναι μόνο ότι ο Τομ παρέλειψε να μου πει ότι ήταν μαζί της στο αυτοκίνητο, είναι ότι, όταν την είδα να φεύγει σχεδόν τρέχοντας, να μπαίνει στο αυτοκίνητο, δεν είχε μαζί της το μωρό. Πού ήταν η Ήβη την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά;
Σάββατο, 17 Αυγούστου 2013 Απόγευμα
Πρέπει να μιλήσω με τον Τομ, να ξεκαθαρίσω τα πράγματα στο κεφάλι μου, γιατί όσο περισσότερο τα σκέφτομαι, τόσο λιγότερο νόημα βγάζω, και δεν μπορώ να μην τα σκέφτομαι. Ούτως ή άλλως, ανησυχώ, γιατί έχουν περάσει δύο μέρες από τότε που του άφησα το σημείωμα και δεν έχει επικοινωνήσει μαζί μου. Δε σήκωσε το κινητό του χθες το βράδυ, ούτε απαντάει σήμερα όλη τη μέρα. Κάτι δεν πάει καλά, και δεν μπορώ να αποδιώξω τη διαίσθηση ότι έχει σχέση με την Άννα. Ξέρω ότι κι εκείνος θα θέλει να μου μιλήσει, αφού μάθει τι έγινε με τον Σκοτ. Ξέρω ότι θα θέλει να βοηθήσει. Δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι πώς ήταν εκείνη τη μέρα στο αυτοκίνητο, πώς ήταν τα πράγματα μεταξύ μας. Γι’ αυτό σηκώνω το τηλέφωνο και τον καλώ, με το στομάχι μου δεμένο κόμπο, όπως ήταν κάθε φορά που περίμενα ν’ ακούσω τη φωνή του. «Ναι». «Τομ, εγώ είμαι». «Ναι». Μάλλον είναι η Άννα δίπλα του και δε θέλει να πει το όνομά μου. Περιμένω για μια στιγμή, να του δώσω χρόνο να πάει σε άλλο δωμάτιο, να φύγει μακριά της. Τον ακούω που αναστενάζει. «Τι συμβαίνει;» «Εεε, ήθελα να σου μιλήσω… Όπως σου έγραψα στο σημείωμα, ήθελα…» «Τι;» ακούγεται εκνευρισμένος. «Σου άφησα ένα σημείωμα πριν από κάνα δυο μέρες. Ήθελα να μιλήσουμε…» «Δεν πήρα κανένα σημείωμα». Κι άλλος αναστεναγμός, πιο βαρύς αυτή τη φορά. «Γαμώτο, γι’ αυτό μου κρατάει μούτρα». Μάλλον το βρήκε η Άννα και δεν του το έδωσε. «Τι θες;» Θέλω να το κλείσω, να τον ξαναπάρω και να ξεκινήσω από την αρχή. Να του πω πόσο όμορφα ήταν που τον είδα τη Δευτέρα, τότε που πήγαμε στο δάσος. «Ήθελα απλώς να σε ρωτήσω κάτι». «Τι;» λέει απότομα, εκνευρισμένος. «Όλα καλά;» «Τι θέλεις, Ρέιτσελ;» Πάει όλη η τρυφερότητα που έδειξε πριν από μία εβδομάδα. Βλαστημάω τον εαυτό μου που άφησα αυτό το σημείωμα, προφανώς του δημιούργησα προβλήματα στο σπίτι. «Ήθελα να σε ρωτήσω για εκείνη τη βραδιά – για τη βραδιά που εξαφανίστηκε η Μέγκαν Χίπγουελ». «Ω Θεέ μου». Βγάζει έναν βαθύ αναστεναγμό. «Τα είπαμε αυτά – δεν μπορεί να τα ξέχασες κιόλας». «Απλώς…» «Ήσουν μεθυσμένη», λέει. Η φωνή του είναι δυνατή, σκληρή. «Σου είπα να γυρίσεις σπίτι. Δεν άκουγες. Έφυγες κι άρχισες να τριγυρίζεις. Πήρα το αυτοκίνητο να σε ψάξω, μα δε σε έβρισκα». «Η Άννα πού ήταν;» «Σπίτι». «Με το μωρό;» «Ναι, με την Ήβη». «Δεν ήταν στο αυτοκίνητο μαζί σου;» «Όχι». «Μα…» «Ω, για όνομα του Θεού. Εκείνη ήταν να βγει, κι εγώ θα κρατούσα το μωρό. Μετά ήρθες εσύ, οπότε γύρισε σπίτι, ακύρωσε τα σχέδιά της. Και εγώ έχασα κι άλλες ώρες από τη ζωή μου τρέχοντας
πίσω από σένα». Μακάρι να μην είχα τηλεφωνήσει. Οι ελπίδες μου είχαν αναπτερωθεί και μετά γκρεμίστηκαν πάλι, είναι σαν κρύο μέταλλο που στρίβει μέσα στην κοιλιά μου. «Εντάξει», λέω. «Είναι απλώς που εγώ τα θυμάμαι διαφορετικά… Τομ, όταν με είδες, ήμουν τραυματισμένη; Μήπως… μήπως είχα χτυπήσει στο κεφάλι;» Κι άλλος βαρύς αναστεναγμός. «Απορώ που θυμάσαι έστω και κάτι, Ρέιτσελ. Ήσουν τύφλα στο μεθύσι. Βρομιάρα κι εντελώς λιώμα. Παραπατούσες πέρα-δώθε». Ο λαιμός μου αρχίζει να κλείνει έτσι που τον ακούω να μου μιλάει. Τον έχω ακούσει και στο παρελθόν να μου μιλάει έτσι, τον παλιό κακό καιρό, τις χειρότερες μέρες της συμβίωσής μας, τότε που με είχε βαρεθεί, με είχε σιχαθεί. Αδύναμα, συνεχίζει: «Είχες πέσει στον δρόμο, έκλαιγες, ήσουν ένα μάτσο χάλια. Γιατί είναι σημαντικό αυτό;» Δεν μπορώ να βρω αμέσως τις λέξεις, μου παίρνει ώρα να απαντήσω. Συνεχίζει: «Κοίτα, πρέπει να κλείσω. Σε παρακαλώ, μη με ξαναπάρεις. Τα έχουμε πει αυτά χιλιάδες φορές. Πόσες φορές πρέπει να σου το ζητήσω; Μην τηλεφωνείς, μην αφήνεις σημειώματα, μην έρχεσαι εδώ. Αναστατώνεις την Άννα. Συνεννοηθήκαμε;» Το τηλέφωνο νεκρώνει.
Κυριακή, 18 Αυγούστου 2013 Πολύ πρωί Όλο το βράδυ το πέρασα κάτω στο σαλόνι, με την τηλεόραση για παρέα και τον φόβο να υποχωρεί. Με τη δύναμή μου να εξασθενεί. Νιώθω σαν να έχω γυρίσει πίσω στον χρόνο, η πληγή που μου δημιούργησε χρόνια πριν έχει ανοίξει, είναι πάλι νωπή. Είναι γελοίο, το ξέρω. Ήταν ανοησία μου να πιστεύω ότι είχα κάποια ευκαιρία μαζί του, βασισμένη μόνο σε μια συζήτηση, λίγες στιγμές που θεώρησα σημάδια τρυφερότητας, ενώ στην πραγματικότητα μάλλον δεν ήταν τίποτα παραπάνω από συναισθηματισμοί και ενοχές. Και πάλι, όμως, πονάει. Και πρέπει ν’ αφήσω τον εαυτό μου να νιώσει τον πόνο, γιατί αν δεν το κάνω, αν συνεχίσω να τον μουδιάζω, δε θα περάσει ποτέ. Και ήμουν ηλίθια που άφησα τον εαυτό μου να πιστέψει ότι υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα σ’ εμένα και τον Σκοτ, ότι μπορούσα να τον βοηθήσω. Άρα, λοιπόν, είμαι ηλίθια. Το έχω συνηθίσει πια. Δε χρειάζεται, όμως, να συνεχίσω να είμαι, σωστά; Όχι πια, έμεινα εδώ όλη νύχτα και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι θα ξαναπάρω στα χέρια μου τον έλεγχο των πραγμάτων. Θα μετακομίσω από εδώ, θα πάω κάπου μακριά. Θα βρω καινούργια δουλειά, θα πάρω πάλι το πατρικό μου επίθετο, θα κόψω τους δεσμούς μου με τον Τομ, θα πάω κάπου όπου δε θα μπορεί να με βρει κανείς. Αν, βέβαια, θελήσει κανείς να με ψάξει. Δεν κοιμήθηκα πολύ. Ξαπλωμένη εδώ στον καναπέ, κάνοντας διάφορα σχέδια στο κεφάλι μου, κάθε φορά που πήγαινε να με πάρει ο ύπνος, άκουγα τη φωνή του Τομ, τόσο καθαρά σαν να καθόταν δίπλα μου, με τα χείλη του κοντά στο αυτί μου: «Ήσουν τύφλα στο μεθύσι. Βρομιάρα κι εντελώς λιώμα», και τότε τιναζόμουν, με την ντροπή να με πνίγει σαν πελώριο κύμα. Ντροπή, μα και μια έντονη αίσθηση ενός déjà vu, γιατί τα έχω ξανακούσει αυτά τα λόγια, ακριβώς αυτά τα λόγια. Και τότε άρχισα να παίζω όλες τις σκηνές στο κεφάλι μου: να ξυπνάω αντικρίζοντας αίμα στο μαξιλάρι, να με πονάει το στόμα μου σαν να είχα δαγκώσει το μάγουλό μου, με τα νύχια μου
βρόμικα, το κεφάλι μου να γυρίζει, ο Τομ να βγαίνει από το μπάνιο με έκφραση μισοπληγωμένη, μισοθυμωμένη, ο τρόμος να με κατακλύζει σαν νερό που με πνίγει. «Τι συνέβη;» Ο Τομ να μου δείχνει τις μελανιές στο μπράτσο του, στο στέρνο του, όπου τον είχα χτυπήσει. «Δεν το πιστεύω, Τομ, δε θα σε χτυπούσα ποτέ. Δεν έχω χτυπήσει ποτέ κανέναν στη ζωή μου». «Ήσουν τύφλα στο μεθύσι, Ρέιτσελ. Θυμάσαι οτιδήποτε από τα χθεσινοβραδινά; Θυμάσαι τίποτα από αυτά που είπες;» Και μετά μου έλεγε, αλλά και πάλι δεν τα πίστευα, γιατί τίποτα από όσα μου έλεγε δε μου θύμιζαν τον εαυτό μου, τίποτα. Ούτε το γεγονός με το μπαστούνι του γκολφ, η τρύπα στον σοβά, γκρίζα και κενή, σαν τυφλό μάτι που με βασάνιζε κάθε φορά που περνούσα από δίπλα της, και δεν μπορούσα να συμβιβάσω τη βία για την οποία μου μιλούσε με τον τρόμο που θυμόμουν. Ή νόμιζα πως θυμόμουν. Έπειτα από λίγο έμαθα να μη ρωτάω τι είχα κάνει ή να μη διαφωνώ όταν με προμήθευε με πληροφορίες, γιατί δεν ήθελα λεπτομέρειες, δεν ήθελα ν’ ακούω τα χειρότερα, τα πράγματα που έλεγα κι έκανα όταν ήμουν σε τέτοια κατάσταση, βρομιάρα, εντελώς λιώμα. Μερικές φορές απειλούσε ότι θα με τράβαγε βίντεο, μου έλεγε ότι θα με έβαζε να το δω. Ποτέ δεν το έκανε. Έδειξε λίγο οίκτο. Έπειτα από λίγο, έμαθα ότι, όταν ξυπνάς έτσι, δε ρωτάς τι συνέβη, απλώς ζητάς συγγνώμη: συγγνώμη γι’ αυτό που έκανες και γι’ αυτό που είσαι και λες ότι δε θα το ξανακάνεις, ότι ποτέ μα ποτέ δε θα συμπεριφερθείς έτσι ξανά. Και τώρα δε συμπεριφέρομαι έτσι. Αλήθεια. Μπορώ να ευγνωμονώ τον Σκοτ γι’ αυτό. Τώρα φοβάμαι υπερβολικά να βγω μέσα στη νύχτα για ν’ αγοράσω ποτό. Φοβάμαι πολύ ν’ αφήσω τον εαυτό μου να κατρακυλήσει, γιατί θα είμαι εντελώς ευάλωτη. Θα πρέπει να είμαι δυνατή, αυτό πρέπει να γίνει. Τα βλέφαρά μου αρχίζουν πάλι να βαραίνουν και το κεφάλι μου πέφτει στο στήθος μου. Χαμηλώνω την τηλεόραση ώστε να μην ακούγεται σχεδόν καθόλου, γυρνάω το κεφάλι μου προς την πλάτη του καναπέ, κουλουριάζομαι και σκεπάζομαι με το πάπλωμα, και αρχίζει να με παίρνει ο ύπνος, το νιώθω, θα κοιμηθώ, και τότε – μπαμ, το έδαφος έρχεται προς το μέρος μου, τινάζομαι πάνω, η καρδιά μου πάει στην κούλουρη. Το είδα. Το είδα. Ήμουν στην υπόγεια διάβαση, κι εκείνος ερχόταν καταπάνω μου, ένα χαστούκι στο μάγουλο και μια γροθιά στον αέρα, με τα κλειδιά στο χέρι, τσουχτερός πόνος, καθώς το οδοντωτό μέταλλο σκίζει το κρανίο μου.
ΑΝΝΑ
Σάββατο, 17 Αυγούστου 2013 Απόγευμα Με σιχαίνομαι που κλαίω. Είναι πολύ αξιοθρήνητο. Αλλά νιώθω εξουθενωμένη, οι τελευταίες εβδομάδες ήταν πολύ δύσκολες για μένα. Και με τον Τομ τσακωθήκαμε πάλι –αναπόφευκτα– για τη Ρέιτσελ. Το δούλευα μέσα μου, υποθέτω. Βασανιζόμουν για εκείνο το σημείωμα, για το ψέμα που μου είπε τότε που τη συνάντησε. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι είναι γελοίο, αλλά δεν μπορώ να καταπολεμήσω το συναίσθημα ότι κάτι τρέχει μεταξύ τους. Κάνω διαρκώς κύκλους: Έπειτα απ’ όλα όσα του έχει πει –μας έχει πει–, πώς μπορεί; Πώς αντέχει να την αντικρίζει; Εννοώ, αν μας συγκρίνει κανείς, αν μας βάλει πλάι πλάι, δεν υπάρχει άντρας που θα διάλεγε εκείνη αντί για μένα. Κι αυτό χωρίς να υπολογίσουμε όλα τα προβλήματα που κουβαλάει. Αλλά μετά σκέφτομαι ότι αυτό συμβαίνει κάποιες φορές, σωστά; Τα άτομα με τα οποία έχεις κάποιο παρελθόν δε σε αφήνουν να φύγεις, ενώ όσο σκληρά κι αν προσπαθείς, δεν μπορείς να απαγκιστρωθείς, να ελευθερωθείς. Ίσως έπειτα από λίγο απλώς σταματάς να προσπαθείς. Ήρθε από εδώ την Πέμπτη, άρχισε να κοπανάει την πόρτα, φώναζε τον Τομ. Έγινα έξαλλη, αλλά δεν τόλμησα να ανοίξω. Όταν έχεις παιδί, γίνεσαι ευάλωτη, αδύναμη. Αν ήμουν μόνη, θα την είχα αντιμετωπίσει, δε θα είχα κανένα πρόβλημα να τη βάλω στη θέση της. Αλλά με την Ήβη εδώ, δεν μπορούσα να το διακινδυνεύσω, δεν έχω ιδέα για τι είναι ικανή. Ξέρω γιατί ήρθε. Μάλλον είχε νευριάσει που μίλησα γι’ αυτή στην αστυνομία. Βάζω στοίχημα ότι ήρθε να κλαφτεί στον Τομ για να την αφήσω ήσυχη. Άφησε ένα σημείωμα –«Πρέπει να μιλήσουμε, σε παρακαλώ, πάρε με το συντομότερο δυνατό, είναι σημαντικό» (η λέξη «σημαντικό» ήταν υπογραμμισμένη τρεις φορές)–, το οποίο πέταξα κατευθείαν στα σκουπίδια. Αργότερα, το ψάρεψα πίσω και το έβαλα στο συρτάρι του κομοδίνου μου, μαζί με την εκτύπωση εκείνου του φρικτού μέιλ που είχε στείλει και το ημερολόγιο που κρατάω για κάθε τηλεφώνημα και κάθε της επίσκεψη. Το ημερολόγιο της παρενόχλησης. Οι αποδείξεις μου, αν ποτέ τις χρειαστώ. Κάλεσα την ντετέκτιβ Ράιλι και της άφησα μήνυμα, λέγοντας ότι η Ρέιτσελ ήρθε πάλι από εδώ. Δε μου έχει τηλεφωνήσει ακόμη. Έπρεπε να είχα πει στον Τομ για το σημείωμα. Το ξέρω πως έπρεπε, αλλά δεν ήθελα να νευριάσει μαζί μου που μίλησα στην αστυνομία, γι’ αυτό το έχωσα στο συρτάρι και ευχήθηκα να ξεχάσει ότι το άφησε. Φυσικά, δεν το ξέχασε. Του τηλεφώνησε απόψε. Ο Τομ έβγαζε καπνούς όταν το έκλεισαν. «Τι στο διάολο είναι αυτό το σημείωμα για το οποίο μιλάει;» ρώτησε απότομα. Του είπα ότι το πέταξα. «Δε φαντάστηκα πως θα ήθελες να το διαβάσεις», είπα. «Νόμιζα πως ήθελες να εξαφανιστεί από τη ζωή μας όσο κι εγώ». Του γύρισε το μάτι. «Δεν είναι αυτό το θέμα και το ξέρεις. Φυσικά και θέλω να εξαφανιστεί. Αυτό που δε θέλω είναι ν’ αρχίσεις να κρυφακούς τα τηλεφωνήματά μου και να πετάς τα γράμματά μου. Είσαι…» αναστενάζει, συγκρατείται. «Τι είμαι;»
«Τίποτα. Απλώς… είναι αυτά που συνήθιζε να κάνει εκείνη». Ήταν γροθιά στο στομάχι, χτύπημα κάτω από τη μέση. Εντελώς ανόητα, ξέσπασα σε κλάματα και ανέβηκα τρέχοντας πάνω στο μπάνιο. Περίμενα ότι θα ερχόταν να με ηρεμήσει, να με φιλήσει και να τα βρούμε όπως κάθε φορά, αλλά έπειτα από περίπου μισή ώρα μού φώναξε: «Πάω γυμναστήριο για κάνα δυο ώρες», και, πριν προλάβω να απαντήσω, άκουσα την πόρτα να κλείνει με δύναμη. Και τώρα συμπεριφέρομαι ακριβώς όπως εκείνη: αδειάζοντας το μισοτελειωμένο από χθες βράδυ κόκκινο κρασί και ψαχουλεύοντας τον υπολογιστή του. Είναι εύκολο να κατανοήσεις τη συμπεριφορά της όταν αισθάνεσαι όπως αισθάνομαι εγώ τώρα. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, τίποτα πιο επώδυνο, πιο διαβρωτικό όσο η καχυποψία. Τελικά, βρήκα τον κωδικό του λάπτοπ: είναι το «Μπλένεμ». Τόσο άκακος και βαρετός – το όνομα του δρόμου που μένουμε. Δε βρήκα ούτε ενοχοποιητικά μέιλ ούτε φρικτές φωτογραφίες ούτε παθιασμένα γράμματα. Πέρασα μισή ώρα διαβάζοντας επαγγελματικά μέιλ τόσο βαρετά, που μουδιάζουν ακόμα και το αίσθημα της ζήλιας. Μετά έκλεισα τον υπολογιστή και τον άφησα στην άκρη. Νιώθω σχετικά χαρούμενη, χάρη στο κρασί και το αθώο περιεχόμενο του υπολογιστή του Τομ. Έχω καθησυχαστεί. Ήμουν ανόητη. Πάω πάνω να πλύνω τα δόντια μου –δε θέλω να καταλάβει ότι έπινα πάλι– και μετά αποφασίζω ότι θα αλλάξω σεντόνια στο κρεβάτι, θα ψεκάσω με λίγο άρωμα τα μαξιλάρια, θα φορέσω τα μαύρα μεταξωτά εσώρουχα που μου πήρε πέρυσι στα γενέθλιά μου και, όταν επιστρέψει, θα τον αποζημιώσω. Τραβάω τα σεντόνια και σχεδόν σκοντάφτω σε μια μαύρη τσάντα χωμένη κάτω από το κρεβάτι: τον σάκο της γυμναστικής. Ξέχασε τον σάκο της γυμναστικής. Λείπει εδώ και μία ώρα και δεν έχει γυρίσει να τον πάρει. Το στομάχι μου γίνεται κόμπος. Μήπως σκέφτηκε να το αφήσει και αποφάσισε να πάει στην παμπ; Μήπως έχει άλλα ρούχα στο ερμάρι του γυμναστηρίου; Ίσως να είναι στο κρεβάτι μαζί της ακριβώς αυτή τη στιγμή. Ανακατεύομαι. Πραγματικά μου έρχεται εμετός. Πέφτω στα γόνατα και αρχίζω να ψαχουλεύω τον σάκο. Όλα τα πράγματα είναι εδώ, πλυμένα κι έτοιμα για χρήση, το iPod του, τα αθλητικά του παπούτσια. Και κάτι ακόμα: ένα κινητό. Ένα κινητό που βλέπω πρώτη φορά. Κάθομαι στο κρεβάτι, με το τηλέφωνο στο χέρι και την καρδιά μου να σφυροκοπά. Θα το ανάψω, δεν υπάρχει περίπτωση να μπορέσω να αντισταθώ, κι ωστόσο είμαι σίγουρη πως, όταν το κάνω, θα το μετανιώσω, γιατί αυτό μόνο κακό μπορεί να σημαίνει. Δεν κρατάς κινητά κρυμμένα σε σάκους, εκτός κι αν κρύβεις κάτι. Ακούω μια φωνή στο κεφάλι μου που λέει: «Βάλ’ το πίσω, ξέχνα το», μα δεν μπορώ. Πιέζω γερά το κουμπί της εκκίνησης και περιμένω να ανάψει η οθόνη. Και περιμένω. Και περιμένω. Νεκρό. Η ανακούφιση ρέει στο αίμα μου σαν μορφίνη. Ανακουφίζομαι, γιατί τώρα δεν μπορώ να μάθω, αλλά ανακουφίζομαι κιόλας γιατί νεκρό τηλέφωνο σημαίνει αχρησιμοποίητο τηλέφωνο, ανεπιθύμητο τηλέφωνο, όχι τηλέφωνο ενός άντρα που έχει παθιασμένη παράνομη σχέση. Αυτός ο άντρας θα ήθελε να έχει αυτό το τηλέφωνο διαρκώς μαζί του. Ίσως να είναι κανένα παλιό του, ίσως να βρίσκεται μέσα στον σάκο εδώ και μήνες, απλώς δεν έτυχε να το πετάξει. Ίσως να μην είναι καν δικό του: Μπορεί να το βρήκε στο γυμναστήριο, να ήθελε να το δώσει στη ρεσεψιόν και να το ξέχασε. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, νιώθοντας σχεδόν άδεια, και κατεβαίνω στο σαλόνι. Το τραπεζάκι έχει δύο συρτάρια γεμάτα με τη σαβούρα που συνήθως συσσωρεύεται με τον καιρό: σελοτέιπ, αντάπτορες, κολλητικές ταινίες, είδη ραπτικής, φορτιστές για παλιά κινητά. Παίρνω και τους τρεις που βρίσκω· ο δεύτερος που δοκιμάζω ταιριάζει. Τον βάζω στην πρίζα του κομοδίνου μου και
περιμένω. Κυρίως ώρες και ημερομηνίες. Όχι ημερομηνίες. Ημέρες. Δευτέρα στις τρεις; Παρασκευή στις τέσσερις και μισή. Μερικές φορές μια άρνηση. Δεν μπορώ αύριο. Όχι Τετάρτη. Τίποτε άλλο, ούτε δηλώσεις αγάπης, ούτε αναλυτικές πληροφορίες. Μόνο γραπτά μηνύματα. Καμιά δεκαριά. Δεν υπάρχουν επαφές στον κατάλογο, ενώ οι κλήσεις έχουν σβηστεί. Δε μου χρειάζονται ημερομηνίες, γιατί το κινητό τις καταγράφει. Οι συναντήσεις πηγαίνουν πίσω αρκετούς μήνες. Πηγαίνουν σχεδόν ένα χρόνο πίσω. Όταν το συνειδητοποιώ αυτό, όταν βλέπω ότι το πρώτο είναι από τον περασμένο Σεπτέμβριο, ένας κόμπος σχηματίζεται στον λαιμό μου, σκληρός σαν πέτρα. Σεπτέμβριος! Η Ήβη ήταν έξι μηνών. Ήμουν ακόμη παχιά, εξαντλημένη, άχαρη, δίχως καμία διάθεση για σεξ. Αλλά μετά αρχίζω να γελάω, γιατί αυτό είναι απλώς γελοίο, δεν μπορεί να ισχύει. Ήμασταν μέσα στα μέλια τον Σεπτέμβριο, ερωτευμένοι και με το καινούργιο μας μωρό. Αποκλείεται να τη συναντούσε κρυφά, αποκλείεται να τη συναντούσε όλον αυτό τον καιρό. Θα το ήξερα. Δεν μπορεί να ισχύει. Το κινητό δεν είναι δικό του. Ακόμα κι έτσι. Βγάζω το ημερολόγιο της παρενόχλησης από το συρτάρι του κομοδίνου μου και κοιτάζω τα τηλεφωνήματα, συγκρίνοντάς τα με τις συναντήσεις στο κινητό. Μερικά συμπίπτουν. Μερικές κλήσεις είναι μια-δυο μέρες πριν, μερικές μια-δυο μέρες μετά. Κάποιες δε συμπίπτουν καθόλου. Θα μπορούσε όλον αυτό τον καιρό να τη συναντάει, κι εμένα να μου λέει ότι τον παρενοχλεί, όταν στην πραγματικότητα κάνανε σχέδια να βλέπονται πίσω από την πλάτη μου; Κι εκείνη γιατί να του τηλεφωνεί στο σταθερό αν είχε αυτό το κινητό; Δεν είναι λογικό. Εκτός κι αν ήθελε να το ξέρω. Μήπως προσπαθούσε επίτηδες να μας δημιουργήσει προβλήματα; Ο Τομ λείπει σχεδόν δύο ώρες τώρα, θα γυρίσει σύντομα όπου κι αν πήγε. Στρώνω το κρεβάτι, τοποθετώ το ημερολόγιο και το τηλέφωνο στο κομοδίνο, πάω κάτω, βάζω στον εαυτό μου ένα τελευταίο ποτήρι κρασί και το πίνω μονορούφι. Θα μπορούσα να της τηλεφωνήσω. Θα μπορούσα να την αντιμετωπίσω. Αλλά τι θα της έλεγα; Δεν έχω αδιάψευστα στοιχεία. Και δεν είμαι σίγουρη ότι θα άντεχα ν’ ακούσω την ικανοποίηση που θα έπαιρνε όταν μου έλεγε ότι όλο αυτό τον καιρό εγώ ήμουν η ηλίθια. Αφού το έκανε μ’ εσένα, θα το κάνει και σ’ εσένα. Ακούω βήματα έξω στον δρόμο και ξέρω ότι είναι αυτός, γνωρίζω το περπάτημά του. Βάζω το ποτήρι με το κρασί στον νεροχύτη και στέκομαι εκεί, ακουμπώντας στον πάγκο της κουζίνας, ακούγοντας το αίμα που πάλλεται στ’ αυτιά μου. «Γεια», λέει όταν με βλέπει. Δείχνει νωχελικός, παραπατάει ελαφρά. «Σερβίρουν και μπίρα πια στο γυμναστήριο;» Χαμογελάει. «Ξέχασα τον σάκο μου. Πήγα στην παμπ». Όπως το φαντάστηκα. Ή μήπως όπως θα ήθελε αυτός να φανταστώ; Με πλησιάζει. «Εσύ τι έκανες;» με ρωτάει χαμογελαστά. «Δείχνεις ένοχη». Τυλίγει τα χέρια του στη μέση μου και με τραβάει κοντά του. Μυρίζω την μπίρα στο χνότο του. «Έκανες αταξίες;» «Τομ…» «Σσσς», λέει και με φιλάει στο στόμα, αρχίζει να μου ξεκουμπώνει το τζιν. Με γυρνάει από την άλλη. Δε θέλω, αλλά δεν ξέρω πώς να πω όχι, οπότε το κάνω, κλείνω τα μάτια και προσπαθώ να μην τον σκέφτομαι μαζί της, προσπαθώ να σκέφτομαι τον πρώτο καιρό, τότε που πήγαινα τρέχοντας στο άδειο σπίτι της οδού Κράναμ, ξέπνοη, απεγνωσμένη, πεινασμένη.
Κυριακή, 18 Αυγούστου 2013 Πολύ πρωί Ξυπνάω τρομαγμένη· είναι ακόμη σκοτεινά. Νομίζω πως ακούω την Ήβη να κλαίει, αλλά όταν πάω να την ελέγξω, κοιμάται βαθιά, με την κουβερτούλα της μαγκωμένη σφιχτά στις μικρές γροθιές της. Γυρνάω στο κρεβάτι, αλλά δεν μπορώ να ξανακοιμηθώ. Το μόνο που σκέφτομαι είναι το τηλέφωνο στο συρτάρι του κομοδίνου. Κοιτάζω τον Τομ, που είναι ξαπλωμένος με το αριστερό του χέρι απλωμένο και το κεφάλι προς τα πίσω. Από την αναπνοή του καταλαβαίνω ότι κοιμάται βαθιά. Σηκώνομαι προσεκτικά από το κρεβάτι, ανοίγω το συρτάρι και βγάζω το κινητό. Κάτω στην κουζίνα, στριφογυρίζω το κινητό στα χέρια μου, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου. Θέλω να μάθω, αλλά και δε θέλω. Θέλω να βεβαιωθώ, αλλά θέλω απελπισμένα να κάνω λάθος. Το ανάβω. Πιέζω παρατεταμένα το «ένα», ακούω τον τηλεφωνητή να με καλωσορίζει και να μου λέει ότι δεν έχω ούτε νέα ούτε αποθηκευμένα μηνύματα. Θα ήθελα ν’ αλλάξω το μήνυμα; Κλείνω το τηλέφωνο και ξαφνικά με πιάνει ο παράλογος φόβος ότι θα χτυπήσει και θα το ακούσει ο Τομ από πάνω, οπότε ανοίγω τις τζαμένιες πόρτες και βγαίνω στον κήπο. Το γρασίδι είναι υγρό κάτω από τα πέλματά μου, η ατμόσφαιρα δροσερή, βαριά από τη μυρωδιά της βροχής και των τριαντάφυλλων. Ακούω ένα τρένο μακριά, έναν υπόκωφο βρυχηθμό, είναι πολύ μακριά. Προχωράω μέχρι τον φράχτη και καλώ πάλι τον τηλεφωνητή: Θα ήθελα ν’ αλλάξω το μήνυμα; Ναι, θα ήθελα. Μετά ακούγεται ένα μπιπ και μια παύση και έπειτα η φωνή της. Η δική της φωνή, όχι η δική του. Γεια. Εγώ είμαι. Αφήστε το μήνυμά σας. Η καρδιά μου σταματάει να χτυπά. Δεν είναι το δικό του κινητό, είναι το δικό της. Το ξαναπαίζω. Γεια. Εγώ είμαι. Αφήστε το μήνυμά σας. Είναι η δική της φωνή. Δεν μπορώ να κουνηθώ, δεν μπορώ να αναπνεύσω, το παίζω ξανά και ξανά. Ο λαιμός μου έχει κλείσει, νιώθω πως θα λιποθυμήσω, και τότε βλέπω το φως στο δωμάτιο πάνω να ανάβει.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Κυριακή, 18 Αυγούστου 2013 Πολύ πρωί Το ένα κομματάκι μνήμης οδηγεί στο επόμενο. Είναι σαν να προχωράω σκοντάφτοντας στο σκοτάδι, για μέρες, εβδομάδες, μήνες, και τελικά κάτι να βρίσκω. Σαν να περνάω το χέρι μου πάνω σε έναν τοίχο για να βρω το επόμενο δωμάτιο. Οι σκιές που κινούνται αρχίζουν επιτέλους να παίρνουν σάρκα και οστά και έπειτα από λίγο τα μάτια μου συνηθίζουν στο σκοτάδι και βλέπω. Στην αρχή όχι. Στην αρχή, παρόλο που το ένιωσα σαν μνήμη, φαντάστηκα πως ήταν όνειρο. Ανακάθισα στον καναπέ, σχεδόν παράλυτη από το σοκ, λέγοντας στον εαυτό μου ότι δε θα ήταν η πρώτη φορά που παρερμήνευα κάτι, ότι δε θα ήταν η πρώτη φορά που νόμιζα πως τα πράγματα ήταν κάπως, ενώ στην πραγματικότητα ήταν αλλιώς. Όπως τότε που πήγαμε σε ένα πάρτι ενός συναδέλφου του Τομ, και ήμουν πολύ μεθυσμένη, αλλά περάσαμε ωραία. Θυμάμαι που φίλησα την Κλάρα για να την καληνυχτίσω. Η Κλάρα ήταν η σύζυγος του συναδέλφου, υπέροχη γυναίκα, ζεστή και ευγενική. Θυμάμαι να της λέω ότι έπρεπε να συναντηθούμε ξανά, θυμάμαι που κρατούσε το χέρι μου μέσα στο δικό της. Όλα αυτά τα θυμάμαι καθαρά, μα δεν ισχύουν. Το έμαθα ότι δεν ισχύουν το επόμενο πρωί, όταν ο Τομ μού γύρισε την πλάτη τη στιγμή που πήγα να του μιλήσω. Το ξέρω πως δεν ισχύουν, γιατί μου είπε πόσο απογοητευμένος ήταν, πόσο τον ντρόπιασα όταν κατηγόρησα την Κλάρα ότι φλέρταρε τον Τομ, όταν μου είπε πόσο υστερικά φέρθηκα. Όταν έκλεινα τα μάτια μου, ένιωθα το χέρι της ζεστό πάνω στο δέρμα μου, αλλά αυτό, όπως φαίνεται, δε συνέβη. Αυτό που συνέβη ήταν ότι ο Τομ έπρεπε να με κουβαλήσει μέχρι το σπίτι, εγώ φώναζα και ούρλιαζα σε όλη τη διαδρομή, ενώ η καημένη η Κλάρα έκλαιγε στην κουζίνα. Οπότε, όταν έκλεισα τα μάτια, όταν γλίστρησα στο όνειρο και βρέθηκα στην υπόγεια διάβαση, μπορεί να ένιωσα το κρύο, να μύρισα τον δύσοσμο αέρα, μπορεί να είδα μια φιγούρα να έρχεται καταπάνω μου, φτύνοντας οργή, με τη γροθιά στον αέρα, μα όλα αυτά να μην ισχύουν. Ο τρόμος που ένιωσα δεν ήταν πραγματικός. Και όταν με χτύπησε η σκιά, αφήνοντάς με εκεί στο έδαφος να κλαίω και να αιμορραγώ, ούτε αυτό ισχύει. Μόνο που ισχύει, και το είδα. Είναι τόσο σοκαριστικό, που δεν μπορώ ούτε να το πιστέψω, αλλά, καθώς βλέπω τον ήλιο να ανατέλλει, νιώθω την ομίχλη να διαλύεται. Αυτό που μου είπε ήταν ψέμα. Δεν το φαντάστηκα ότι με χτύπησε. Το θυμάμαι. Όπως θυμάμαι ότι καληνύχτισα την Κλάρα ύστερα από εκείνο το πάρτι, ενώ το χέρι της κρατούσε το δικό μου. Όπως θυμάμαι τον τρόμο όταν βρέθηκα στο πάτωμα με το μπαστούνι του γκολφ δίπλα μου, και τώρα ξέρω, τώρα ξέρω με σιγουριά ότι δεν το κρατούσαν τα δικά μου χέρια. Δεν ξέρω τι να κάνω. Τρέχω πάνω, βάζω ένα τζιν και τα αθλητικά μου, κατεβαίνω πάλι κάτω. Πληκτρολογώ το νούμερό τους, το σταθερό, το αφήνω να χτυπήσει μερικές φορές και μετά το κλείνω. Δεν ξέρω τι να κάνω. Φτιάχνω καφέ, τον αφήνω να κρυώσει, τηλεφωνώ στην ντετέκτιβ Ράιλι και το κλείνω ευθύς αμέσως. Δε θα με πιστέψει. Είμαι σίγουρη. Ντύνομαι και βγαίνω έξω, πάω προς τον σταθμό. Τις Κυριακές δεν έχει συχνά δρομολόγια, το
επόμενο τρένο θα περάσει σε μισή ώρα, οπότε το μόνο που μου μένει είναι να περιμένω· κάθομαι στο παγκάκι κι αρχίζω να κλωθογυρίζω τα πάντα στο κεφάλι μου, περνώντας από τη δυσπιστία στην απελπισία και πάλι πίσω. Όλα είναι ένα ψέμα. Δεν το φαντάστηκα ότι με χτύπησε. Δεν το φαντάστηκα ότι με άφησε εκεί, ότι απομακρύνθηκε γρήγορα με τις γροθιές σφιγμένες. Τον είδα να γυρνάει, να φωνάζει. Τον είδα να περπατάει στον δρόμο με μια γυναίκα, τον είδα να μπαίνει στο αμάξι μαζί της. Δεν το φαντάστηκα. Και τότε συνειδητοποιώ ότι όλα ήταν απλά, τόσο απλά. Θυμήθηκα, απλώς είχα μπερδέψει δύο αναμνήσεις. Είχα βάλει την εικόνα της Άννας να απομακρύνεται φορώντας μπλε φόρεμα σε ένα άλλο σκηνικό, σε αυτό με τον Τομ που έμπαινε με μια γυναίκα σε ένα αμάξι. Γιατί, φυσικά, αυτή η γυναίκα δε φορούσε μπλε φόρεμα, φορούσε τζιν και κόκκινο μπλουζάκι. Ήταν η Μέγκαν.
ΑΝΝΑ
Κυριακή, 18 Αυγούστου 2013 Πολύ πρωί Εκσφενδονίζω το τηλέφωνο πάνω από τον φράχτη, όσο πιο μακριά μπορώ· προσγειώνεται κάπου σε έναν σωρό από πέτρες. Το ακούω να κατρακυλάει. Μου φαίνεται πως ακόμη ακούω τη φωνή της. Γεια. Εγώ είμαι. Αφήστε το μήνυμά σας. Νομίζω πως θα την ακούω για πολύ καιρό ακόμη. Την ώρα που μπαίνω στο σπίτι, είναι στο τέρμα της σκάλας. Με κοιτάζει, ανοιγοκλείνει τα μάτια προσπαθώντας να διώξει τη νύστα. «Τι συμβαίνει;» «Τίποτα», λέω, αλλά ακούω τη φωνή μου που τρέμει. «Τι έκανες έξω;» «Νόμιζα πως κάτι άκουσα», του λέω. «Κάτι με ξύπνησε. Δεν μπορούσα να ξανακοιμηθώ». «Χτύπησε το τηλέφωνο», λέει, τρίβοντας τα μάτια του. Πλέκω τα χέρια μου μεταξύ τους για να σταματήσουν να τρέμουν. «Τι; Ποιο τηλέφωνο;» «Το τηλέφωνο», με κοιτάζει σαν να είμαι τρελή. «Χτύπησε. Κάποιος πήρε και το έκλεισε». «Ω, δεν ξέρω. Δεν ξέρω ποιος ήταν». Γελάει. «Φυσικά και δεν ξέρεις. Είσαι καλά;» Με πλησιάζει και τυλίγει τα χέρια του στη μέση μου. «Φέρεσαι παράξενα». Με κρατάει για λίγο, με το κεφάλι του σκυμμένο στο στήθος μου. «Έπρεπε να με ξυπνήσεις αν άκουσες κάτι», λέει. «Δεν έπρεπε να βγεις εδώ έξω μόνη σου. Αυτό είναι δική μου δουλειά». «Καλά είμαι», λέω, αλλά πρέπει να σφίξω το σαγόνι μου για να σταματήσω το κροτάλισμα των δοντιών μου. Με φιλάει στα χείλη, πιέζει τη γλώσσα του μέσα στο στόμα μου. «Πάμε για ύπνο», λέει. «Νομίζω πως θα πιω έναν καφέ», λέω, προσπαθώντας να τραβηχτώ από κοντά του. Δε με αφήνει. Τα μπράτσα του είναι τυλιγμένα γερά γύρω μου, το χέρι του με πιάνει από τον αυχένα. «Έλα», λέει. «Έλα μαζί μου. Δε δέχομαι το όχι ως απάντηση».
ΡΕΪΤΣΕΛ
Κυριακή, 18 Αυγούστου 2013 Πρωί Δεν είμαι σίγουρη τι πρέπει να κάνω, οπότε απλώς χτυπάω το κουδούνι. Αναρωτιέμαι μήπως έπρεπε να τηλεφωνήσω πρώτα. Δεν είναι ευγενικό να εμφανίζεσαι στην πόρτα κάποιου Κυριακή πρωί, σωστά; Αρχίζω να χασκογελάω. Νιώθω λίγο νευρική. Πραγματικά δεν ξέρω τι κάνω. Δεν έρχεται κανείς στην πόρτα. Η νευρικότητά μου μεγαλώνει καθώς κάνω τον γύρο του σπιτιού, κατηφορίζοντας στο δρομάκι. Νιώθω έντονα ένα déjà vu. Εκείνο το πρωί, όταν ήρθα στο σπίτι, όταν πήρα το κοριτσάκι. Ποτέ δε θα της έκανα κακό. Είμαι σίγουρη τώρα. Την ακούω να μιλάει καθώς διασχίζω το δρομάκι, στη δροσερή σκιά του σπιτιού, και αναρωτιέμαι μήπως φαντάζομαι πράγματα. Αλλά όχι, να τη, και η Άννα επίσης, που κάθεται στην εσωτερική αυλή. Τη φωνάζω και περνάω πάνω από τον φράχτη. Με κοιτάζει. Περιμένω να πάθει σοκ ή να θυμώσει, αλλά ούτε έκπληκτη δε δείχνει. «Γεια σου, Ρέιτσελ», λέει. Σηκώνεται, παίρνοντας το παιδί από το χέρι και τραβώντας το κοντά της. Με κοιτάζει αγέλαστη, ήρεμη. Τα μάτια της είναι κόκκινα, το πρόσωπό της χλωμό, ταλαιπωρημένο, άβαφο. «Τι θέλεις;» ρωτάει. «Χτύπησα το κουδούνι», της λέω. «Δεν το άκουσα», αποκρίνεται, στηρίζοντας το παιδί στον γοφό της. Μισογυρίζει την πλάτη, σαν να πρόκειται να μπει στο σπίτι, αλλά μετά απλώς σταματάει. Δεν καταλαβαίνω γιατί δε μου φωνάζει. «Πού είναι ο Τομ, Άννα;» «Βγήκε. Με φιλαράκια από τον στρατό». «Πρέπει να φύγουμε, Άννα», λέω, και αρχίζει να γελάει.
ΑΝΝΑ
Κυριακή, 18 Αυγούστου 2013 Πρωί Για κάποιον λόγο, το όλο θέμα μοιάζει ξαφνικά πολύ αστείο. Η καημένη, χοντρή Ρέιτσελ να στέκεται στον κήπο μου, κατακόκκινη και καταϊδρωμένη, να μου λέει ότι πρέπει να φύγουμε. Πρέπει να φύγουμε. «Πού να πάμε;» τη ρωτάω όταν σταματάω να γελάω, κι εκείνη με κοιτάζει ανέκφραστη, δίχως να βρίσκει τις λέξεις. «Δεν πάω πουθενά μαζί σου». Η Ήβη αρχίζει να στριφογυρίζει και να παραπονιέται, κι έτσι την αφήνω κάτω. Το δέρμα μου με τσούζει και με πονάει ακόμη από το τρίψιμο που έκανα σήμερα το πρωί στο ντους· το ίδιο και το στόμα μου. «Πότε θα γυρίσει;» με ρωτάει. «Θα αργήσει, φαντάζομαι». Η αλήθεια είναι πως δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Μερικές φορές ξεχνιέται για μέρες ολόκληρες στον τοίχο της αναρρίχησης. Ή τουλάχιστον εκεί πίστευα ότι ήταν. Τώρα πια δεν ξέρω. Ξέρω, βέβαια, ότι πήρε μαζί του τον σάκο της γυμναστικής· δε θα του πάρει πολύ να ανακαλύψει ότι το τηλέφωνο λείπει. Σκέφτηκα να πάρω την Ήβη και να πάω στης αδερφής μου για λίγο καιρό, αλλά με προβληματίζει το κινητό. Τι θα γίνει αν το βρει κανείς; Σε αυτές τις γραμμές υπάρχουν διαρκώς εργάτες· κάποιος μπορεί να το βρει και να το δώσει στην αστυνομία. Έχει πάνω του τα αποτυπώματά μου. Και τότε σκέφτηκα ότι ίσως και να μην είναι δύσκολο να το πάρω πίσω, αλλά θα πρέπει να περιμένω μέχρι το βράδυ ώστε να μη με δει κανείς. Ξέρω ότι η Ρέιτσελ μιλάει ακόμη, μου κάνει ερωτήσεις. Τόση ώρα δεν την ακούω. Νιώθω πολύ κουρασμένη. «Άννα», λέει, καθώς με πλησιάζει, με τα έντονα σκούρα της μάτια να εξετάζουν τα δικά μου. «Τους έχεις γνωρίσει ποτέ;» «Ποιους;» «Τους φίλους του από τον στρατό. Σου έχει συστήσει ποτέ κανέναν;» Κουνάω το κεφάλι μου. «Δεν το βρίσκεις περίεργο;» Και τότε συνειδητοποιώ ότι το παράξενο είναι που εμφανίστηκε εκείνη Κυριακή πρωί στον κήπο μου. «Όχι ιδιαίτερα», απαντάω. «Ανήκουν σε άλλη ζωή. Σε μια άλλη ζωή του. Όπως εσύ. Όπως θα έπρεπε, δηλαδή, να ανήκεις εσύ, αλλά προφανώς δεν μπορούμε να σε ξεφορτωθούμε». Μορφάζει πληγωμένη. «Τι θες εδώ, Ρέιτσελ;» «Ξέρεις γιατί είμαι εδώ», λέει. «Ξέρεις ότι κάτι… κάτι συμβαίνει». Έχει αυτό το σοβαρό ύφος, λες και ανησυχεί για μένα. Υπό άλλες συνθήκες, θα το έβρισκα συγκινητικό. «Θες καφέ;» ρωτάω, και λέει ναι. Φτιάχνω τον καφέ και καθόμαστε δίπλα δίπλα στην εσωτερική αυλή, μέσα σε μια σιωπή που μοιάζει μέχρι και συντροφική. «Τι υπονοείς;» τη ρωτάω. «Ότι οι φίλοι από τον στρατό δεν υπάρχουν; Ότι τους επινόησε; Ότι στην πραγματικότητα είναι με άλλη γυναίκα;»
«Δεν ξέρω», λέει. «Δεν ξέρω». «Ρέιτσελ;» Και τότε με κοιτάζει και βλέπω στα μάτια της ότι φοβάται. «Υπάρχει κάτι που θες να μου πεις;» «Έχεις γνωρίσει ποτέ την οικογένεια του Τομ;» με ρωτάει. «Τους γονείς του;» «Όχι. Δε μιλιούνται. Σταμάτησαν να του μιλάνε όταν σε παράτησε για μένα». Κουνάει το κεφάλι της. «Αυτό δεν είναι αλήθεια», λέει. «Δεν τους έχω γνωρίσει ποτέ μου. Ούτε καν με ξέρουν, οπότε γιατί να τους νοιάζει το γεγονός ότι με άφησε;» Στο κεφάλι μου επικρατεί σκοτάδι, εκεί, στο πίσω μέρος του κρανίου μου. Προσπαθώ να το μετριάσω από την ώρα που άκουσα τη φωνή της στο τηλέφωνο, αλλά τώρα αρχίζει να διογκώνεται, ανθίζει. «Δε σε πιστεύω», λέω. «Γιατί να πει ψέματα για κάτι τέτοιο;» «Γιατί λέει ψέματα για τα πάντα». Σηκώνομαι και απομακρύνομαι από κοντά της. Νιώθω ενοχλημένη που μου το λέει αυτό, νιώθω ενοχλημένη με τον εαυτό μου, γιατί, παρά τα όσα λέω, νομίζω πως την πιστεύω. Νομίζω πως πάντα ήξερα ότι ο Τομ λέει ψέματα. Απλώς, παλιά, τα ψέματά του με βόλευαν. «Είναι καλός ψεύτης», της λέω. «Δεν είχες πάρει χαμπάρι για εμάς, σωστά; Όλους εκείνους τους μήνες που συναντιόμασταν, που βγάζαμε τα μάτια μας στην οδό Κράναμ, δεν είχες υποπτευθεί τίποτα». Καταπίνει, δαγκώνει το χείλος της. «Η Μέγκαν», λέει. «Τι έγινε με τη Μέγκαν;» «Ξέρω. Είχαν δεσμό. Είμαι σίγουρη πως αυτό σε χαροποιεί πολύ. Αλλά τώρα πια έφυγε, οπότε τι σημασία έχει, σωστά;» «Άννα…» Το σκοτάδι μεγαλώνει· πιέζει από μέσα το κρανίο μου, θολώνει την όρασή μου. Αρπάζω την Ήβη από το χέρι και αρχίζω να την τραβάω μέσα. Διαμαρτύρεται σθεναρά. «Άννα…» «Είχαν δεσμό. Αυτό είναι όλο. Τίποτε άλλο. Δε σημαίνει απαραίτητα πως…» «Πως τη σκότωσε;» «Μην το ξαναπείς αυτό!» ακούω τον εαυτό μου να της φωνάζει. «Μην το ξαναπείς αυτό μπροστά στο παιδί μου». Δίνω στην Ήβη το κολατσιό της, που για πρώτη φορά εδώ και εβδομάδες το τρώει χωρίς γκρίνιες. Είναι σαν να ξέρει ότι με απασχολούν άλλα πράγματα, και τη λατρεύω γι’ αυτό. Νιώθω απερίγραπτα πιο ήρεμη όταν βγαίνουμε πάλι έξω, παρόλο που η Ρέιτσελ βρίσκεται ακόμη εκεί, στέκεται στο τέρμα του κήπου κοντά στον φράχτη και κοιτάζει το τρένο που περνάει. «Σου αρέσουν, έτσι δεν είναι; Τα τρένα. Εγώ τα μισώ. Τα απεχθάνομαι». Μισοχαμογελάει. Παρατηρώ ότι έχει ένα μικρό λακκάκι στο αριστερό μάγουλο. Δεν το είχα προσέξει μέχρι τώρα. Φαντάζομαι πως δεν την έχω δει πολλές φορές να χαμογελάει. Ίσως και ποτέ. «Ακόμα ένα ψέμα του», λέει. «Μου είπε πως λατρεύεις το σπίτι, λατρεύεις τα πάντα σε αυτό, ακόμα και τα τρένα. Μου είπε ότι δεν ήθελες να πάτε αλλού, ότι ήθελες να μείνετε εδώ, μαζί, παρόλο που είχα μείνει πρώτα εγώ». Κουνάω το κεφάλι μου. «Γιατί να σου πει κάτι τέτοιο;» τη ρωτάω. «Αυτά είναι σαχλαμάρες. Προσπαθώ να τον πείσω να το πουλήσουμε δύο χρόνια τώρα». Σηκώνει τους ώμους. «Γιατί λέει ψέματα, Άννα. Συνεχώς». Το σκοτάδι ανθίζει. Τραβάω την Ήβη στην αγκαλιά μου, κι εκείνη κάθεται μετά χαράς, αρχίζοντας
να γλαρώνει στη λιακάδα. «Άρα, όλα αυτά τα τηλεφωνήματα…» λέω. Τώρα αρχίζουν να βγάζουν νόημα. «Δεν ήταν από σένα; Δηλαδή, ξέρω ότι κάποια ήταν από σένα, αλλά μερικά…» «Ήταν από τη Μέγκαν; Ναι, έτσι φαντάζομαι». Είναι παράξενο, γιατί τώρα συνειδητοποιώ ότι όλον αυτό τον καιρό μισούσα λάθος γυναίκα, και παρόλο που τώρα το ξέρω, δεν τη μισώ λιγότερο. Κοιτάζοντάς την έτσι, ήρεμη, νηφάλια, αρχίζω να βλέπω πώς ήταν κάποτε, και τη μισώ, γιατί αρχίζω να καταλαβαίνω τι της βρήκε. Τι αγάπησε πάνω της. Κοιτάζω το ρολόι μου. Είναι περασμένες έντεκα. Έφυγε γύρω στις οκτώ, νομίζω. Ίσως και νωρίτερα. Θα πρέπει να έχει ανακαλύψει ότι λείπει το τηλέφωνο. Θα το έχει ανακαλύψει αρκετή ώρα τώρα. Ίσως να νομίζει ότι του έπεσε, ίσως να πιστεύει ότι είναι κάτω από το κρεβάτι. «Πόσο καιρό το ήξερες;» τη ρωτάω. «Για τη σχέση;» «Δεν το ήξερα», λέει. «Μέχρι σήμερα. Δηλαδή, δεν ξέρω καν τι ήταν, τι συνέβαινε. Απλώς ξέρω…» Ευτυχώς σταματάει, γιατί δε θέλω να την ακούσω να μιλάει για την απιστία του άντρα μου. Η σκέψη ότι εκείνη κι εγώ –η χοντρή, θλιβερή Ρέιτσελ κι εγώ– είμαστε στην ίδια μεριά της βάρκας είναι ανυπόφορη. «Πιστεύεις ότι ήταν δικό του;» με ρωτάει. «Πιστεύεις ότι το μωρό ήταν δικό του;» Την κοιτάζω, αλλά στην πραγματικότητα δεν τη βλέπω, δεν βλέπω τίποτα, εκτός από σκοτάδι, ούτε ακούω τίποτα, εκτός από ένα βουητό στ’ αυτιά μου, σαν τη θάλασσα ή σαν ένα αεροπλάνο πάνω από το κεφάλι μου. «Τι είπες;» «Το… λυπάμαι». Έχει κοκκινίσει, είναι σαστισμένη. «Δεν έπρεπε να είχα… ήταν έγκυος όταν πέθανε. Η Μέγκαν ήταν έγκυος. Λυπάμαι». Αλλά δε λυπόταν καθόλου, είμαι σίγουρη γι’ αυτό, και δεν θέλω να γίνω κομμάτια μπροστά της. Αλλά τότε κοιτάζω κάτω, κοιτάζω την Ήβη και νιώθω μια θλίψη αλλιώτικη από κάθε άλλη που έχω νιώσει στη ζωή μου, με κυριεύει σαν κύμα. Ο αδερφός της Ήβης, η αδερφή της Ήβης. Πάει, έφυγε. Η Ρέιτσελ κάθεται δίπλα μου και με αγκαλιάζει από τους ώμους. «Λυπάμαι», λέει ξανά, και θέλω να τη χτυπήσω. «Λυπάμαι». Το άρωμα που αναδίδει το σώμα της σε σχέση με το δικό με κάνει να νιώθω ταπεινωμένη. Θέλω να τη διώξω μακριά, αλλά δε βρίσκω το κουράγιο να την απωθήσω. Με αφήνει να κλάψω για λίγο και μετά λέει με καθαρή, αποφασιστική φωνή: «Άννα, νομίζω πως πρέπει να φύγουμε. Νομίζω πως πρέπει να πακετάρεις κάποια πράγματα για σένα και την Ήβη και μετά πρέπει να φύγουμε. Μπορείς να έρθεις στο σπίτι μου προς το παρόν. Μέχρι… μέχρι να λυθεί το ζήτημα». Σκουπίζω τα μάτια μου και αποτραβιέμαι από κοντά της. «Δε θα τον αφήσω, Ρέιτσελ. Είχε έναν δεσμό, είχε… δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, έτσι δεν είναι;» Αρχίζω να γελάω, και η Ήβη με μιμείται. Η Ρέιτσελ αναστενάζει και σηκώνεται όρθια. «Ξέρεις πως δεν πρόκειται μόνο για τον δεσμό, Άννα. Το ξέρω πως ξέρεις». «Δεν ξέρουμε τίποτα», λέω, αλλά η φωνή μου βγαίνει σαν ψίθυρος. «Μπήκε στο αυτοκίνητο μαζί του. Εκείνη τη νύχτα. Την είδα. Δεν το θυμόμουν, στην αρχή νόμιζα πως ήσουν εσύ», λέει. «Αλλά θυμήθηκα. Τώρα θυμάμαι». «Όχι». Το χεράκι της Ήβης, που κολλάει από κάτι, ακουμπάει στο στόμα μου. «Πρέπει να μιλήσουμε στην αστυνομία, Άννα». Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου. «Σε παρακαλώ, δεν μπορείς να μείνεις εδώ μαζί του».
Παρά τη λιακάδα, τρέμω. Προσπαθώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που ήρθε η Μέγκαν σπίτι μας, την έκφρασή του όταν μας ανακοίνωσε ότι θα σταματούσε να εργάζεται για εμάς. Προσπαθώ να θυμηθώ αν έδειξε χαρούμενος ή λυπημένος. Μια άλλη εικόνα μού έρχεται στο μυαλό απρόσκλητη: μία από τις πρώτες φορές που ήρθε να φροντίσει την Ήβη. Εγώ είχα κανονίσει να βγω με τις φίλες μου, αλλά ένιωθα πολύ κουρασμένη, οπότε πήγα να κοιμηθώ. Μάλλον εκείνη την ώρα γύρισε σπίτι ο Τομ, γιατί τους βρήκα κάτω όταν ξύπνησα. Εκείνη ακουμπούσε στον πάγκο, κι αυτός στεκόταν αρκετά κοντά της. Η Ήβη ήταν στο καρεκλάκι της, έκλαιγε, μα κανείς τους δεν της έδινε σημασία. Νιώθω να κρυώνω πολύ. Μήπως το είχα καταλάβει τότε ότι την ήθελε; Η Μέγκαν ήταν ξανθιά και όμορφη – ήταν σαν εμένα. Οπότε, ναι, μάλλον ήξερα ότι την ήθελε, όπως ξέρω εγώ όταν περπατάω στον δρόμο ότι υπάρχουν παντρεμένοι που βολτάρουν δίπλα στις γυναίκες τους με τα παιδιά τους αγκαλιά και με κοιτάζουν και σκέφτονται ακριβώς αυτό. Οπότε, ίσως ήξερα. Την ήθελε, την πήρε. Μα όχι αυτό. Αυτό δε θα το έκανε. Όχι ο Τομ. Ο εραστής, ο σύζυγος για δεύτερη φορά. Ο πατέρας. Ο καλός πατέρας, ο καλός κουβαλητής. «Τον αγαπούσες», της θυμίζω. «Ακόμη δεν τον αγαπάς;» Κουνάει το κεφάλι της αλλά δίχως πειστικότητα. «Τον αγαπάς. Και ξέρεις… ξέρεις ότι αυτό αποκλείεται». Σηκώνομαι μαζί με την Ήβη και την πλησιάζω. «Δεν μπορεί να το έκανε, Ρέιτσελ. Το ξέρεις ότι αποκλείεται να το έκανε. Θα αγαπούσες έναν άντρα που θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;» «Μα τον αγάπησα», λέει. «Και οι δύο τον αγαπήσαμε». Δάκρυα κυλούν από τα μάτια της. Τα σκουπίζει, και αμέσως η έκφρασή της αλλάζει, το πρόσωπό της χλωμιάζει. Δεν κοιτάζει εμένα, κοιτάζει πίσω μου, και, καθώς γυρνάω για να ακολουθήσω το βλέμμα της, τον βλέπω στο παράθυρο της κουζίνας να μας παρακολουθεί.
ΜΕΓΚΑΝ
Παρασκευή, 12 Ιουλίου 2013 Πρωί Εκείνη με ανάγκασε. Ή μπορεί κι εκείνος. Το ένστικτό μου λέει εκείνη. Ή η καρδιά μου το λέει, δεν ξέρω. Τη νιώθω, όπως και τότε, κουλουριασμένη, ένα σποράκι μέσα σε κουκούλι, μόνο που αυτό το σποράκι χαμογελάει. Περιμένει την ώρα. Δεν μπορώ να τη μισήσω. Ούτε μπορώ να την ξεφορτωθώ. Δεν μπορώ. Νόμιζα πως θα μπορούσα, νόμιζα πως θα ανυπομονούσα να την ξεκολλήσω από μέσα μου, αλλά όταν τη σκέφτομαι, το μόνο που βλέπω είναι το προσωπάκι της Λίμπι, τα σκούρα της μάτια, μυρίζω το δέρμα της. Νιώθω πόσο παγωμένη ήταν στο τέλος. Δεν μπορώ να την ξεφορτωθώ. Δε θέλω. Θέλω να την αγαπήσω. Δεν μπορώ να τη μισήσω, αλλά με φοβίζει. Φοβάμαι τι μπορεί να μου κάνει ή τι μπορεί να της κάνω εγώ. Είναι ο ίδιος φόβος που με ξύπνησε από τις πέντε το πρωί, λουσμένη στον ιδρώτα παρά τα ανοιχτά παράθυρα και το γεγονός πως είμαι μόνη. Ο Σκοτ βρίσκεται σε ένα συνέδριο, κάπου στο Χάρτφορντσερ ή στο Έσεξ, δεν ξέρω. Θα γυρίσει απόψε. Τι μου συμβαίνει, να λαχταράω τη μοναξιά όταν είναι εδώ και όταν φεύγει να μην το αντέχω; Δεν αντέχω την ησυχία. Πρέπει να μιλάω δυνατά μόνο και μόνο για να εξαφανίζεται. Στο κρεβάτι σήμερα το πρωί, σκεφτόμουν τι θα κάνω αν ξανασυμβεί. Τι θα γίνει αν μείνω μόνη μαζί της; Τι θα γίνει αν ο Σκοτ δε με θελήσει, αν δε μας θελήσει; Τι θα γίνει αν καταλάβει ότι δεν είναι δική του; Φυσικά, μπορεί και να είναι. Δεν ξέρω, αλλά έχω ένα προαίσθημα ότι δεν είναι. Όπως νιώθω ότι είναι και κορίτσι. Αλλά ακόμα κι αν δεν είναι δική του, πώς θα το καταλάβει; Δε θα το καταλάβει. Δεν μπορεί. Σκέφτομαι ανόητα. Θα τρελαθεί από τη χαρά του. Θα παλαβώσει όταν του το πω, δε θα του περάσει καν η σκέψη ότι δεν είναι δική του. Θα ήταν απάνθρωπο να του το πω, θα του ράγιζα την καρδιά και δε θέλω να τον πληγώσω. Ποτέ δεν ήθελα να τον πληγώσω. Δεν μπορώ ν’ αλλάξω αυτό που είμαι. «Μπορείς, όμως, να αλλάξεις αυτά που κάνεις». Έτσι λέει ο Καμάλ. Του τηλεφώνησα λίγο μετά τις έξι. Η ησυχία κόντευε να με τρελάνει και είχε αρχίσει να με πιάνει πανικός. Σκέφτηκα να τηλεφωνήσω στην Τάρα –ήξερα πως θα ερχόταν τρέχοντας–, αλλά δε νομίζω πως θα την άντεχα, θα μου έκανε ένα σωρό ερωτήσεις και θα φερόταν υπερπροστατευτικά. Ο Καμάλ ήταν ο μόνος που μπορούσα να σκεφτώ. Του τηλεφώνησα σπίτι, του είπα ότι είχα πρόβλημα, ότι δεν ήξερα τι να κάνω, ότι είχα φρικάρει. Ήρθε αμέσως. Όχι δίχως ερωτήσεις, μα σχεδόν. Ίσως να παρουσίασα τα πράγματα χειρότερα απ’ ό,τι ήταν. Ίσως να φοβόταν μήπως έκανα καμιά ανοησία. Είμαστε στην κουζίνα, είναι ακόμη νωρίς, λίγο μετά τις επτά και μισή. Θα πρέπει να φύγει σε λίγο αν θέλει να προλάβει το πρώτο του ραντεβού. Τον κοιτάζω, καθισμένο απέναντί μου στο τραπέζι της κουζίνας, με τα χέρια διπλωμένα τακτικά μπροστά του, τα βαθιά, ελαφίσια μάτια του στα δικά μου, και νιώθω αγάπη. Αλήθεια. Μου έχει φερθεί τόσο καλά, παρά τον απαίσιο τρόπο που του συμπεριφέρθηκα εγώ. Όλα όσα έκανα μου τα συγχώρεσε, όπως ακριβώς ευχόμουν. Τα έσβησε, έσβησε όλες μου τις αμαρτίες. Μου είπε ότι αν δε συγχωρούσα εγώ τον εαυτό μου, δε θα μπορούσα ποτέ να σταματήσω
να τρέχω. Και δεν μπορώ να τρέχω άλλο, σωστά; Όχι, τώρα που κουβαλάω αυτή, τώρα όλα είναι διαφορετικά. «Φοβάμαι», του λέω. «Τι θα γίνει αν κάνω πάλι λάθος; Τι θα γίνει αν… κάτι δεν πάει καλά μ’ εμένα; Τι θα γίνει αν… τα πράγματα δεν πάνε καλά με τον Σκοτ; Τι θα γίνει αν καταλήξω πάλι μόνη μου; Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω, φοβάμαι πολύ να μείνω πάλι μόνη – εννοώ μόνη με ένα παιδί…» Σκύβει και μου πιάνει το χέρι. «Τίποτα δε θα κάνεις λάθος. Τίποτα. Δεν είσαι παιδί πια, δεν είσαι πια ένα θλιμμένο, χαμένο παιδί. Είσαι ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Πιο δυνατή. Δε χρειάζεται να φοβάσαι ότι θα μείνεις μόνη. Δεν είναι και το χειρότερο πράγμα στον κόσμο, σωστά;» Δε λέω κάτι, αλλά αναρωτιέμαι αν όντως είναι, γιατί αν κλείσω τα μάτια, το βλέπω το αίσθημα που νιώθω όταν πάω να αποκοιμηθώ, αυτό που με τινάζει και με ξυπνάει. Είναι η αίσθηση της μοναξιάς στο άδειο σπίτι, ν’ ακούω το κλάμα της, να περιμένω ν’ ακούσω την μπάλα του Μακ στο ξύλινο πάτωμα ξέροντας ότι δε θα έρθει ποτέ. «Δεν μπορώ να σου πω τι να κάνεις με τον Σκοτ. Η σχέση σου μαζί του… τι να πω. Έχω εκφράσει τη γνώμη μου, αλλά την τελική απόφαση θα την πάρεις εσύ. Αποφάσισε αν τον εμπιστεύεσαι, αν θέλεις να φροντίζει εσένα και το παιδί σου. Αυτή είναι μια απόφαση που πρέπει να πάρεις μόνη σου. Αλλά νομίζω πως πρέπει να εμπιστευτείς τον εαυτό σου, Μέγκαν. Μπορείς να τον εμπιστευτείς ότι θα κάνει το σωστό». Έξω, στο γκαζόν, μου φέρνει ένα φλιτζάνι καφέ. Το αφήνω κάτω και τυλίγω τα χέρια μου γύρω του, τον τραβάω κοντά μου. Πίσω μας, το τρένο σταματάει στον σηματοδότη, ο ήχος του είναι σαν ένα εμπόδιο, σαν ένα τείχος που μας περιβάλλει, νιώθω λες και είμαστε πραγματικά μόνοι. Τυλίγει τα χέρια του γύρω μου και με φιλάει. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες, που είσαι δίπλα μου», του λέω. Χαμογελάει και αποτραβιέται απαλά, μου χαϊδεύει το μάγουλο. «Μια χαρά θα είσαι, Μέγκαν». «Δεν μπορούμε να το σκάσουμε μαζί; Εσύ κι εγώ… δεν μπορούμε να το σκάσουμε;» Γελάει. «Δε με χρειάζεσαι. Και δε χρειάζεται να το σκας πια. Θα είσαι μια χαρά. Εσύ και το μωρό σου θα είστε μια χαρά».
Σάββατο, 13 Ιουλίου 2013 Πρωί Ξέρω τι πρέπει να κάνω. Το σκεφτόμουν όλη μέρα χθες και όλη νύχτα. Δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου. Ο Σκοτ επέστρεψε εξαντλημένος και κακοδιάθετος· το μόνο που ήθελε ήταν να φάει, να γαμήσει και να κοιμηθεί, χρόνος για τίποτε άλλο. Και σίγουρα η πιο ακατάλληλη στιγμή για να του πω τα νέα. Μένω ξύπνια σχεδόν όλη τη νύχτα, μ’ εκείνον καυτό και ανήσυχο στο πλάι μου, και παίρνω την απόφασή μου. Θα κάνω το σωστό. Θα τα κάνω όλα σωστά. Αν τα κάνω όλα σωστά, τότε τίποτα δε θα πάει στραβά. Ή, κι αν πάει, δε θα φταίω εγώ. Θα αγαπήσω και θα μεγαλώσω αυτό το παιδί γνωρίζοντας ότι τα έχω κάνει όλα σωστά από την αρχή. Εντάξει, ίσως όχι από την αρχή, αλλά από τη
στιγμή που έμαθα για τον ερχομό του. Το χρωστάω σε αυτό το μωρό και στη Λίμπι. Της το χρωστάω να τα κάνω όλα σωστά αυτή τη φορά. Είμαι έτσι ξαπλωμένη και σκέφτομαι αυτό που μου είπε κάποτε εκείνος ο καθηγητής και όλα όσα έχω υπάρξει: παιδί, επαναστάτρια έφηβη, φυγάς, πόρνη, ερωμένη, κακή μητέρα, κακή σύζυγος. Δεν είμαι σίγουρη ότι μπορώ να επανορθώσω ως σύζυγος, αλλά ως καλή μητέρα μπορώ να προσπαθήσω. Θα είναι δύσκολο. Ίσως να είναι ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει ποτέ μου, αλλά θα πω την αλήθεια. Όχι άλλα ψέματα, όχι άλλο κρυφτό, όχι άλλο τρέξιμο, όχι άλλες σαχλαμάρες. Θα τα πω όλα και θα δούμε τι θα γίνει. Αν δεν μπορεί να με αγαπήσει έτσι, ας είναι.
Απόγευμα Έχω βάλει το χέρι στο στέρνο του και τον σπρώχνω με όλη μου τη δύναμη, αλλά δεν μπορώ να αναπνεύσω, κι εκείνος είναι πολύ πιο δυνατός από μένα. Το χέρι του σφίγγει τον λαιμό μου, νιώθω το αίμα να πάλλεται στους κροτάφους μου, τα μάτια μου θολώνουν, η πλάτη μου κολλημένη στον τοίχο, τραβάω την μπλούζα του και με αφήνει. Μου γυρνάει την πλάτη, κι εγώ γλιστράω στον τοίχο και σωριάζομαι στο πάτωμα της κουζίνας. Βήχω και φτύνω, δάκρυα κυλούν στα μάγουλά μου. Εκείνος στέκεται λίγα μέτρα παραπέρα και όταν γυρίζει να με κοιτάξει, το χέρι μου πιάνει ασυναίσθητα τον λαιμό μου για να τον προστατέψει. Βλέπω την ντροπή στο βλέμμα του και θέλω να του πω ότι είμαι καλά. Ότι δεν πειράζει. Ανοίγω το στόμα μου, μα οι λέξεις δε βγαίνουν, μόνο βήχας. Ο πόνος είναι αφόρητος. Μου λέει κάτι, αλλά δεν ακούω, είναι σαν να βρίσκομαι κάτω από νερό, ο ήχος είναι κουκουλωμένος, φτάνει στ’ αυτιά μου σε θολά κύματα. Δεν ακούω τίποτα. Νομίζω ότι μου λέει πως λυπάται. Σηκώνομαι με κόπο όρθια, περνάω από δίπλα του και ανεβαίνω τρέχοντας τη σκάλα, μετά κοπανάω την πόρτα του δωματίου και την κλειδώνω. Κάθομαι στο κρεβάτι και περιμένω, αφουγκράζομαι, αλλά δεν έρχεται. Σηκώνομαι και αρπάζω τον σάκο κάτω από το κρεβάτι, πάω στη συρταριέρα να πάρω μερικά ρούχα και βλέπω το είδωλό μου στον καθρέφτη. Φέρνω το χέρι στο πρόσωπό μου, δείχνει κατάλευκο μπροστά στο κόκκινο δέρμα μου, τα μελανιασμένα χείλη μου, τα κόκκινα μάτια μου. Έχω πάθει σοκ, γιατί ποτέ δεν έχει σηκώσει το χέρι του πάνω μου. Αλλά μπορώ να πω ότι το περίμενα κιόλας. Κάπου βαθιά μέσα μου ήξερα ότι ήταν μια πιθανότητα, ότι προς τα εκεί βαδίζαμε. Εκεί τον οδηγούσα. Αργά, αρχίζω να βγάζω πράγματα από τα συρτάρια – εσώρουχα, μερικά μπλουζάκια. Τα χώνω στον σάκο. Και ούτε καν του έχω πει τίποτα ακόμη. Μόλις είχα ξεκινήσει. Ήθελα πρώτα να του πω τα άσχημα, πριν φτάσω στα καλά. Δεν μπορούσα να του πω πρώτα για το μωρό και μετά ότι ίσως να μην ήταν δικό του. Αυτό θα ήταν απάνθρωπο. Ήμασταν έξω στη βεράντα. Μου μιλούσε για τη δουλειά και είδε ότι ήμουν λίγο αφηρημένη. «Σε κάνω να βαριέσαι;» ρώτησε. «Όχι. Ε, καλά. Ίσως λιγάκι». Δε γέλασε. «Όχι. Είμαι απλώς λίγο αφηρημένη. Γιατί θέλω να σου πω κάτι. Η αλήθεια είναι πως θέλω να σου πω αρκετά, μερικά από τα οποία δε θα σου αρέσουν, μα άλλα…»
«Τι δε θα μου αρέσει;» Έπρεπε να είχα καταλάβει ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, δεν ήταν καλοδιάθετος. Αμέσως φάνηκε καχύποπτος, άρχισε να εξετάζει το πρόσωπό μου για ενοχοποιητικά σημάδια. Έπρεπε να το είχα καταλάβει εκείνη τη στιγμή ότι ήταν κάκιστη ιδέα. Πιθανόν και να το κατάλαβα, αλλά ήταν πολύ αργά για να κάνω πίσω. Και σε κάθε περίπτωση, είχα πάρει την απόφασή μου. Να κάνω το σωστό. Κάθισα δίπλα του και έβαλα το χέρι μου μέσα στο δικό του. «Τι δε θα μου αρέσει;» ρώτησε πάλι, χωρίς όμως ν’ αφήσει το χέρι μου. Του είπα ότι τον αγαπούσα και ένιωσα κάθε μυ του σώματός του να σφίγγεται, σαν να ήξερε τι επρόκειτο ν’ ακούσει και ν’ ατσαλωνόταν γι’ αυτό. Έτσι δεν κάνουν όλοι όταν κάποιος τους λέει ότι τους αγαπάει με τέτοιο τρόπο; Σε αγαπώ. Αλήθεια, όμως... Όμως. Του είπα ότι έκανα κάποια λάθη, και τότε μου άφησε το χέρι. Σηκώθηκε όρθιος και προχώρησε λίγα μέτρα μέχρι τις γραμμές του τρένου, πριν γυρίσει να με κοιτάξει. «Τι είδους λάθη;» ρώτησε. Η φωνή του ήταν ανέκφραστη, αλλά καταλάβαινα ότι έκανε μεγάλη προσπάθεια για να συγκρατηθεί. «Έλα κάτσε δίπλα μου», είπα. «Σε παρακαλώ;» Κούνησε το κεφάλι του. «Τι είδους λάθη, Μέγκαν;» Δυνατότερα αυτή τη φορά. «Υπήρξε… τελείωσε τώρα, μα υπήρξε… κάποιος άλλος». Είχα τα μάτια χαμηλωμένα, δεν μπορούσα να τον αντικρίσω. Έφτυσε κάτι μέσα από τα δόντια του, μα δεν μπόρεσα να ακούσω τι. Τότε σήκωσα το βλέμμα, αλλά είχε γυρίσει από την άλλη, κοίταζε πάλι τις γραμμές του τρένου, με τα χέρια στους κροτάφους. Σηκώθηκα και πήγα κοντά του, στάθηκα δίπλα του, έβαλα τα χέρια μου στους γοφούς του, αλλά εκείνος τινάχτηκε μακριά μου. Γύρισε να μπει στο σπίτι και, δίχως να με κοιτάζει, είπε σαν να έφτυνε τις λέξεις: «Μη με αγγίζεις, πουτάνα». Εκείνη τη στιγμή έπρεπε να τον αφήσω, να του δώσω χρόνο να χωνέψει αυτό που άκουσε, μα δεν το έκανα. Ήθελα να τελειώνω με τα κακά, για να φτάσω στα καλά, οπότε τον ακολούθησα στο σπίτι. «Σκοτ, σε παρακαλώ, άκουσέ με, δεν είναι τόσο τραγικό όσο πιστεύεις. Τελείωσε τώρα. Έχει τελειώσει οριστικά, σε παρακαλώ, άκουσέ με, σε παρακαλώ…» Άρπαξε τη φωτογραφία, αυτή που είμαστε οι δυο μας και την οποία λατρεύει –αυτή που είχα κορνιζάρει και του είχα κάνει δώρο στη δεύτερη επέτειό μας– και την εκσφενδόνισε με απίστευτη δύναμη στο κεφάλι μου. Καθώς η κορνίζα έγινε θρύψαλα στον τοίχο πίσω μου, μου όρμησε, αρπάζοντάς με από τα μπράτσα και, αφού με έσυρε στο δωμάτιο, με έσπρωξε με δύναμη στον απέναντι τοίχο. Το κεφάλι μου κοπανήθηκε στη σκληρή επιφάνεια, το κρανίο μου συγκρούστηκε με τον σοβά. Μετά έσκυψε από πάνω μου, με το χέρι του στον λαιμό μου, έσκυψε περισσότερο, πιο πολύ, χωρίς να μιλάει, κι έκλεισε τα μάτια για να μη με βλέπει την ώρα που με έπνιγε. Παίρνω τον έτοιμο σάκο μου και αρχίζω να βάζω τα πράγματά μου πάλι στα συρτάρια. Αν προσπαθήσω να φύγω από εδώ με σάκο στα χέρια, δε θα με αφήσει. Πρέπει να φύγω με άδεια χέρια, μόνο με την τσάντα και το κινητό μου. Μετά, αλλάζω πάλι γνώμη και ξαναχώνω τα πάντα στον σάκο. Δεν ξέρω πού θα πάω, αλλά σίγουρα δε θα μείνω εδώ. Το σκέφτομαι και νιώθω πάλι τα χέρια του γύρω από τον λαιμό μου. Ξέρω τι αποφάσισα –δε θα το ξαναβάλω στα πόδια, δε θα ξανακρυφτώ–, αλλά απόψε δεν μπορώ να μείνω εδώ. Ακούω βήματα στη σκάλα, αργά, βαριά. Του παίρνει έναν αιώνα να ανέβει πάνω, συνήθως το βήμα του είναι ζωηρό, μα σήμερα είναι σαν να πηγαίνει στην κρεμάλα. Απλώς δεν ξέρω
αν είναι ο καταδικασμένος ή ο εκτελεστής. «Μέγκαν;» Δεν προσπαθεί ν’ ανοίξει την πόρτα. «Μέγκαν, συγγνώμη που σε πόνεσα. Λυπάμαι πολύ που σε πόνεσα». Ακούω δάκρυα στη φωνή του. Αυτό με εξαγριώνει, θέλω να του ορμήσω και να τον ξεσκίσω με τα νύχια μου. Μην τολμήσεις να κλάψεις, όχι, ύστερα από αυτό που έκανες. Έχω γίνει έξαλλη μαζί του, θέλω να του ουρλιάξω, να του πω να τσακιστεί να φύγει από την πόρτα, μακριά μου, αλλά δαγκώνω τη γλώσσα μου, γιατί δεν είμαι ηλίθια. Έχει λόγο που είναι θυμωμένος. Και πρέπει να σκέφτομαι λογικά, καθαρά. Πρέπει να σκέφτομαι για δύο τώρα. Αυτή η αντιπαράθεση μου έδωσε δύναμη, με έκανε πιο αποφασιστική. Τον ακούω έξω από την πόρτα να ικετεύει για συγχώρεση, αλλά τώρα δεν μπορώ να σκεφτώ αυτό. Τώρα έχω άλλα πράγματα να κάνω. Βαθιά μέσα στην ντουλάπα, κάτω από τρεις σειρές με προσεκτικά τοποθετημένα κουτιά παπουτσιών, υπάρχει ένα σκούρο γκρι κουτί με ετικέτα «κόκκινες μυτερές μπότες», και μέσα σε αυτό το κουτί υπάρχει ένα παλιό κινητό, ένα καρτοκινητό που είχα αγοράσει πριν από χρόνια και το είχα κρατήσει για κάθε ενδεχόμενο. Έχω να το χρησιμοποιήσω πολύ καιρό, αλλά σήμερα είναι η μέρα. Θα είμαι ειλικρινής. Θα τα πω όλα. Όχι άλλα ψέματα, όχι άλλο κρυφτό. Ήρθε η ώρα ο μπαμπάκας να αναλάβει τις ευθύνες του. Κάθομαι στο κρεβάτι, πατάω το κουμπί και περιμένω το κινητό να ανάψει, ενώ προσεύχομαι να του έχει μείνει λίγη μπαταρία. Η οθόνη φωτίζεται, και νιώθω την αδρεναλίνη στο αίμα μου, μου προκαλεί ζαλάδα, λίγη ναυτία, κάνει τα αυτιά μου να βουίζουν, είναι σαν να είμαι φτιαγμένη. Αρχίζω να το απολαμβάνω, να απολαμβάνω την αναμονή να τα βάλω όλα στη θέση τους, να τον αντιμετωπίσω –να τους αντιμετωπίσω όλους–, το τι είμαστε και πού πάμε. Μέχρι το τέλος της μέρας, όλοι θα ξέρουν πού στέκονται. Καλώ τον αριθμό του. Όπως το περίμενα, βγαίνει τηλεφωνητής. Το κλείνω και στέλνω μήνυμα: Πρέπει να μιλήσουμε. ΕΠΕΙΓΟΝ. Πάρε με. Ύστερα κάθομαι και περιμένω. Κοιτάζω τη λίστα των κλήσεων. Η τελευταία φορά που χρησιμοποίησα αυτό το κινητό ήταν τον Απρίλιο. Πολλές κλήσεις, όλες αναπάντητες, αρχές Απριλίου και τέλη Μαρτίου. Τηλεφώνησα αμέτρητες φορές και με αγνόησε, ούτε στις απειλές μου δεν ανταποκρίθηκε – είχα πάει στο σπίτι του, είχα μιλήσει με τη γυναίκα του. Ωστόσο, τώρα νομίζω πως θα με ακούσει. Τώρα θα τον αναγκάσω να με ακούσει. Όταν το ξεκινήσαμε όλο αυτό, ήταν απλώς ένα παιχνίδι. Μια διασκέδαση. Τον έβλεπα πού και πού, πεταγόταν από την γκαλερί, μου χαμογελούσε, με φλέρταρε, αθώα πράγματα – πολλοί άντρες περνούσαν από την γκαλερί, μου χαμογελούσαν και με φλέρταραν. Αλλά μετά η γκαλερί έκλεισε, κι εγώ ήμουν συνεχώς στο σπίτι, βαριόμουν και δεν είχα τι να κάνω. Απλώς χρειαζόμουν κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό. Και μια μέρα που ο Σκοτ έλειπε, τον συνάντησα τυχαία στον δρόμο, αρχίσαμε να μιλάμε, τον κάλεσα μέσα για καφέ. Από τον τρόπο που με κοίταζε κατάλαβα αμέσως τι περνούσε από το μυαλό του, κι έτσι έγινε. Και μετά έγινε πάλι, και δεν είχα σκοπό να οδηγήσει κάπου, δεν ήθελα να οδηγήσει κάπου. Απλώς μου άρεσε που ήμουν επιθυμητή, μου άρεσε η αίσθηση του ελέγχου. Τόσο απλό και τόσο ανόητο. Δεν ήθελα ν’ αφήσει τη γυναίκα του· ήθελα απλώς να θέλει να την αφήσει. Να με θέλει τόσο πολύ. Δε θυμάμαι πότε άρχισα να πιστεύω ότι θα μπορούσε να είναι κάτι παραπάνω, ότι ταιριάζαμε. Αλλά τη στιγμή που το πίστεψα, ένιωσα ότι άρχισε ν’ απομακρύνεται. Σταμάτησε να στέλνει μηνύματα, σταμάτησε να απαντάει στις κλήσεις μου, και δεν έχω νιώσει ποτέ μου τέτοια απόρριψη, ποτέ μου. Έγινα έξαλλη. Κι έτσι, το όλο θέμα μετατράπηκε σε κάτι άλλο, σε εμμονή. Τώρα το καταλαβαίνω. Στο τέλος πίστεψα πραγματικά ότι μπορούσα να το αφήσω πίσω μου, λίγο
πληγωμένη, αλλά δίχως να έχει συμβεί και τίποτα τραγικό. Αλλά τώρα πια δεν είναι τόσο απλό. Ο Σκοτ είναι ακόμη έξω από την πόρτα. Δεν τον ακούω, αλλά τον νιώθω. Πηγαίνω στο μπάνιο και καλώ ξανά τον αριθμό του. Πάλι τηλεφωνητής, το κλείνω, παίρνω ξανά και ξανά. Ψιθυρίζω ένα μήνυμα. «Σήκωσε το τηλέφωνο, αλλιώς θα έρθω από εκεί. Αυτή τη φορά το εννοώ. Πρέπει να σου μιλήσω. Δεν μπορείς να με αγνοείς». Στέκομαι για λίγο στο μπάνιο, με το τηλέφωνο στην άκρη του νιπτήρα. Προσεύχομαι να χτυπήσει. Η οθόνη μένει πεισματικά γκρίζα και άδεια. Βουρτσίζω τα μαλλιά μου και τα δόντια μου, βάφομαι λίγο. Το χρώμα έχει επιστρέψει στο πρόσωπό μου, τα μάτια μου είναι ακόμη κόκκινα, ο λαιμός μου με πονάει, αλλά δείχνω καλά. Αρχίζω να μετράω. Αν το τηλέφωνο δε χτυπήσει μέχρι να φτάσω στο πενήντα, θα πάω από εκεί. Απλώς θα πάω και θα χτυπήσω την πόρτα. Το τηλέφωνο δε χτυπάει. Το χώνω στην τσέπη του τζιν μου, διασχίζω βιαστικά το δωμάτιο και ανοίγω την πόρτα. Ο Σκοτ κάθεται στο χολ απ’ έξω, με τα χέρια τυλιγμένα στα γόνατα και το κεφάλι σκυμμένο. Δε σηκώνει το βλέμμα να με κοιτάξει, οπότε προχωράω, τον προσπερνάω, πηγαίνω προς τη σκάλα και αρχίζω να τρέχω. Η ανάσα έχει σκαλώσει στον λαιμό μου, φοβάμαι ότι θα με αρπάξει από πίσω, ότι θα με σπρώξει, τον ακούω να σηκώνεται, να μου φωνάζει. «Μέγκαν! Πού πας; Σε αυτόν πας;» Στο τέρμα της σκάλας γυρίζω. «Δεν υπάρχει κανένας, εντάξει; Τελείωσε». «Σε παρακαλώ, Μέγκαν, περίμενε. Σε παρακαλώ, μη φεύγεις». Δε θέλω να τον ακούσω να ικετεύει, δε θέλω ν’ ακούσω την κλάψα στη φωνή του, την αυτολύπηση. Όχι, όταν νιώθω ότι μου έριξαν οξύ στον λαιμό. «Μη με ακολουθήσεις», του φωνάζω. «Αν με ακολουθήσεις, δε θα γυρίσω ποτέ. Κατάλαβες; Αν γυρίσω και σε δω πίσω μου, θα είναι η τελευταία φορά που θα δεις το πρόσωπό μου». Τον ακούω να φωνάζει το όνομά μου καθώς κοπανάω την πόρτα πίσω μου. Στέκομαι για λίγο έξω στο πεζοδρόμιο να βεβαιωθώ ότι δε με ακολουθεί και μετά αρχίζω να περπατάω, γρήγορα στην αρχή, πιο αργά μετά, όλο και πιο αργά, στην οδό Μπλένεμ. Φτάνω στον αριθμό είκοσι τρία και τότε χάνω το θάρρος μου. Δεν είμαι έτοιμη ακόμη γι’ αυτή τη σκηνή, χρειάζομαι ένα λεπτό. Να συγκροτηθώ. Λίγα λεπτά. Προχωράω, προσπερνάω το σπίτι, περνάω από την υπόγεια διάβαση, από τον σταθμό, συνεχίζω μέχρι το πάρκο και τηλεφωνώ ξανά. Του λέω ότι είμαι στο πάρκο, ότι θα τον περιμένω εκεί, αλλά αν δεν έρθει, θα πάω από το σπίτι. Αυτή είναι η τελευταία του ευκαιρία. Είναι ένα υπέροχο απόγευμα, λίγο μετά τις επτά, ακόμη έχει ζέστη και φως, μερικά παιδιά κάνουν κούνια και τσουλήθρα, οι γονείς τους στέκονται παράμερα κουβεντιάζοντας ζωηρά. Όλα δείχνουν όμορφα, φυσιολογικά, και τη στιγμή που τα κοιτάζω νιώθω άρρωστη, γιατί σκέφτομαι ότι ο Σκοτ κι εγώ δε θα φέρουμε την κόρη μας να παίξει εδώ, απλώς δεν μπορώ να φανταστώ τη σκηνή να είμαστε έτσι ευτυχισμένοι και χαλαροί. Όχι τώρα. Όχι έπειτα από αυτό που έκανα. Σήμερα το πρωί ήμουν πεπεισμένη ότι η καλύτερη λύση θα ήταν να πω όλη την αλήθεια, όχι η καλύτερη, η μόνη λύση. Όχι άλλα ψέματα, όχι άλλο κρυφτό. Και ύστερα, όταν πήγε να με πνίξει, σιγουρεύτηκα ακόμα περισσότερο. Όμως τώρα, καθισμένη μόνη μου εδώ, με τον Σκοτ όχι μόνο έξαλλο μα και πληγωμένο, δε θεωρώ πλέον ότι έκανα το σωστό. Δε φάνηκα δυνατή, φέρθηκα απερίσκεπτα και δεν μπορώ να περιγράψω τη ζημιά που έκανα. Ίσως το θάρρος που χρειάζομαι να μην έχει να κάνει με την αλήθεια αλλά με το να φύγω μακριά. Δεν είναι μόνο ανησυχία, δεν είναι μόνο το ότι νιώθω πως με καλούν μακριά: είναι κάτι περισσότερο. Για το δικό της καλό, και το δικό μου, είναι ώρα να φύγω, να φύγω μακριά και από
τους δύο, απ’ όλα. Ίσως το να τρέξω και να κρυφτώ είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να κάνω. Σηκώνομαι, κάνω μία φορά τον γύρο του πάρκου. Από τη μια θέλω να χτυπήσει το τηλέφωνο και από την άλλη φοβάμαι, αλλά τελικά χαίρομαι που μένει νεκρό. Το παίρνω σαν σημάδι. Γυρίζω πίσω, από τον δρόμο που ήρθα, προς το σπίτι. Έχω μόλις περάσει τον σταθμό την ώρα που τον βλέπω. Περπατάει γρήγορα, βγαίνει από την υπόγεια διάβαση, με τους ώμους κυρτούς και τις γροθιές σφιγμένες, και πριν προλάβω να σταματήσω, φωνάζω. Η έκφρασή του όταν με βλέπει είναι καθαρή οργή, αλλά μου φωνάζει να πάω κοντά του. «Έλα», λέει όταν πλησιάζω. «Δεν μπορούμε να μιλήσουμε εδώ. Έχω το αμάξι». «Απλώς θέλω…» «Δεν μπορούμε να μιλήσουμε εδώ!» λέει απότομα. «Έλα». Με τραβάει από το μπράτσο. Και μετά, πιο ευγενικά: «Θα πάμε κάπου ήσυχα, εντάξει; Κάπου που να μπορούμε να μιλήσουμε». Καθώς μπαίνω στο αυτοκίνητο, κοιτάζω πίσω από τον ώμο μου, από την πλευρά που ήρθε. Η υπόγεια διάβαση είναι σκοτεινή, αλλά νομίζω πως κάποιον βλέπω εκεί, στις σκιές, κάποιος μας κοιτάζει να φεύγουμε.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Κυριακή, 18 Αυγούστου 2013 Απόγευμα Την ώρα που τον βλέπει η Άννα κάνει μεταβολή και μπαίνει τρέχοντας μέσα στο σπίτι. Η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει, την ακολουθώ επιφυλακτικά και σταματάω έξω από τις τζαμένιες πόρτες. Μέσα, αγκαλιάζονται, τα χέρια του τυλίγονται γύρω της, με το παιδί ανάμεσά τους. Η Άννα έχει σκύψει το κεφάλι, οι ώμοι της τραντάζονται. Εκείνος τη φιλάει στα μαλλιά κοιτάζοντας εμένα. «Τι συμβαίνει εδώ;» ρωτάει, με μια υποψία χαμόγελου. «Πρέπει να πω ότι ποτέ δε θα περίμενα να βρω εσάς τις δύο να κουβεντιάζετε σαν φιλενάδες στον κήπο». Ο τόνος του είναι ανάλαφρος, αλλά εμένα δε με γελά. Όχι πια. Ανοίγω το στόμα μου να μιλήσω, μα διαπιστώνω ότι δε βρίσκω λέξεις, δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. «Ρέιτσελ; Θα μου πεις τι τρέχει;» Αφήνει την Άννα από την αγκαλιά του και κάνει ένα βήμα προς εμένα. Εγώ οπισθοχωρώ, κι εκείνος αρχίζει να γελάει. «Τι στο καλό σού συμβαίνει; Μεθυσμένη είσαι πάλι;» ρωτάει, μα βλέπω στα μάτια του ότι ξέρει πως είμαι νηφάλια και βάζω στοίχημα πως για πρώτη φορά εύχεται να μην ήμουν. Γλιστράω το χέρι μου στην πίσω τσέπη του τζιν μου – έχω εκεί το κινητό μου, σκληρό και στερεό, μόνο που εύχομαι να είχα πληκτρολογήσει τον αριθμό από πριν. Ανεξάρτητα από το αν θα με πίστευαν ή όχι, μόλις τους έλεγα ότι είμαι με την Άννα και το παιδί της, οι αστυνομικοί θα έρχονταν τρέχοντας. Τώρα ο Τομ απέχει μόλις ένα μέτρο από μένα, αυτός είναι μέσα από την πόρτα κι εγώ απ’ έξω. «Σε είδα», λέω τελικά και νιώθω ευφορία, σίγουρη πλέον για τα λόγια μου. «Νομίζεις πως δε θυμάμαι τίποτα, μα θυμάμαι. Σε είδα που με χτύπησες, που με άφησες εκεί, στην υπόγεια διάβαση…» Αρχίζει πάλι να γελάει, αλλά τώρα το βλέπω και αναρωτιέμαι πώς τόσα χρόνια δεν μπορούσα να τον διαβάζω. Υπάρχει πανικός στα μάτια του, ρίχνει ένα βλέμμα στην Άννα, μα εκείνη δε σηκώνει τα μάτια της. «Τι εννοείς;» «Στην υπόγεια διάβαση! Τη μέρα που εξαφανίστηκε η Μέγκαν Χίπγουελ…» «Σαχλαμάρες», λέει, κουνώντας το χέρι του. «Δε σε χτύπησα. Έπεσες». Πιάνει το χέρι της Άννας και την τραβάει κοντά του. «Αγάπη μου, γι’ αυτό έχεις αναστατωθεί έτσι; Μην την ακούς, βλακείες λέει. Δεν τη χτύπησα. Δεν έχω σηκώσει ποτέ το χέρι μου πάνω της. Όχι έτσι». Βάζει το χέρι του γύρω από τους ώμους της Άννας και την τραβάει ακόμα πιο κοντά του. «Έλα τώρα. Σου έχω πει πώς είναι, δεν ξέρει τι της γίνεται όταν πίνει, φαντάζεται τις πιο απίστευτες…» «Μπήκες στο αυτοκίνητο μαζί της. Σας είδα να φεύγετε». Χαμογελάει ακόμη, αλλά η έκφρασή του δεν είναι πλέον πειστική, και δεν ξέρω αν το φαντάζομαι, αλλά τώρα μου φαίνεται πιο χλωμός. Χαλαρώνει την αγκαλιά του στην Άννα, αφήνοντάς τη για ακόμα μία φορά. Εκείνη κάθεται στο τραπέζι, με την πλάτη γυρισμένη στον άντρα της και την Ήβη να στριφογυρίζει στην αγκαλιά της. Ο Τομ περνάει το χέρι του πάνω από το στόμα του, στηρίζεται με τη μέση στον πάγκο της κουζίνας και
σταυρώνει τα χέρια στο στήθος. «Με είδες να μπαίνω στο αυτοκίνητο με ποιον;» «Με τη Μέγκαν…» «Α, σωστά!» Αρχίζει πάλι να γελάει, ένας δυνατός, ψεύτικος βρυχηθμός. «Την τελευταία φορά που μιλήσαμε γι’ αυτό μου είπες ότι με είδες να μπαίνω στο αυτοκίνητο με την Άννα. Τώρα είναι η Μέγκαν; Την επόμενη εβδομάδα ποια θα είναι; Η πριγκίπισσα Νταϊάνα;» Η Άννα με κοιτάζει. Διακρίνω την αμφιβολία της, την ελπίδα της, τη φευγαλέα λάμψη στο πρόσωπό της. «Δεν είσαι σίγουρη;» Ο Τομ πέφτει στα γόνατα δίπλα της. «Φυσικά και δεν είναι σίγουρη. Από το μυαλό της τα βγάζει, πάντα αυτό κάνει. Γλυκιά μου, σε παρακαλώ. Δεν πας για λίγο πάνω; Θα μιλήσω εγώ με τη Ρέιτσελ. Και αυτή τη φορά», με κοιτάζει, «σου το υπόσχομαι. Θα βεβαιωθώ ότι δε θα μας ενοχλήσει ποτέ ξανά». Η Άννα αμφιταλαντεύεται, το βλέπω – είναι ο τρόπος που τον κοιτά, ψάχνοντας το πρόσωπό του για την αλήθεια, ενώ εκείνος έχει τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της. «Άννα!» φωνάζω για να την επαναφέρω σ’ εμένα. «Ξέρεις. Ξέρεις πως λέει ψέματα. Ξέρεις πως κοιμόταν μαζί της». Για μια στιγμή δε μιλάει κανείς. Η Άννα κοιτάζει μια εκείνον και μια εμένα, πάει να πει κάτι, αλλά δεν της βγαίνουν οι λέξεις. «Άννα! Τι εννοεί; Δεν είχα… δεν είχα τίποτα με τη Μέγκαν Χίπγουελ». «Βρήκα το κινητό, Τομ» λέει τόσο χαμηλόφωνα, που μόλις ακούγεται. «Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, σταμάτα. Μη λες ψέματα. Μη λες ψέματα σ’ εμένα». Το παιδί αρχίζει να γκρινιάζει. Πολύ απαλά, ο Τομ την παίρνει από την αγκαλιά της και έρχεται μέχρι το παράθυρο, κουνώντας την κόρη του πέρα-δώθε, μουρμουρίζοντάς της ταυτόχρονα. Δεν ακούω τι της λέει. Η Άννα έχει το κεφάλι σκυμμένο και δάκρυα στάζουν από το σαγόνι της στο τραπέζι της κουζίνας. «Πού είναι;» λέει ο Τομ, γυρνώντας να μας κοιτάξει, δίχως να χαμογελάει πλέον. «Το τηλέφωνο, Άννα. Το έδωσες σε αυτή;» λέει, τινάζοντας το κεφάλι του προς το μέρος μου. «Εσύ το έχεις;» «Δεν ξέρω τίποτα για τηλέφωνο», απαντώ, ευχόμενη να μου είχε μιλήσει νωρίτερα γι’ αυτό η Άννα. Ο Τομ με αγνοεί. «Άννα; Σε αυτή το έδωσες;» Η Άννα κουνάει το κεφάλι της. «Πού είναι;» «Το πέταξα», λέει. «Πάνω από τον φράχτη. Στις γραμμές του τρένου». «Καλό κορίτσι. Καλό κορίτσι», λέει, για να κερδίσει χρόνο. Προσπαθεί να βάλει τα πράγματα σε σειρά, να αποφασίσει τι να κάνει από εδώ και μπρος. Με κοιτάζει και μετά αποστρέφει το βλέμμα του. Για μια μόλις στιγμή δείχνει νικημένος. Γυρίζει στην Άννα. «Ήσουν διαρκώς κουρασμένη», λέει. «Τόσο κουρασμένη. Δεν έδειχνες κανένα ενδιαφέρον. Το μόνο που σε ενδιέφερε ήταν το μωρό. Έτσι δεν είναι; Μόνο τον εαυτό σου κοιτούσες, έτσι δεν είναι; Μόνο τον εαυτό σου!» Και τότε, έτσι απλά, ζωηρεύει πάλι, αρχίζει να κάνει γκριμάτσες στην κόρη του, να τη γαργαλάει στην κοιλιά, να την κάνει να γελάει. «Και η Μέγκαν ήταν τόσο… διαθέσιμη. Κούκλα, διαθέσιμη και μόλις τέσσερα σπίτια παρακάτω». Χαμογελάει νοσταλγικά. «Και ενδιαφερόταν. Η μικρή Μέγκαν είχε μεγάλη όρεξη». «Ιησού Χριστέ», λέει η Άννα μέσα από τα δόντια της, αλλά ο Τομ δε φαίνεται να την ακούει. «Στην αρχή βρισκόμασταν σπίτι της», λέει. «Αλλά φοβόταν μη μας τσακώσει ο Σκοτ. Οπότε
αρχίσαμε να συναντιόμαστε στο Σουόν. Ήταν… δε θυμάσαι πώς ήταν, Άννα; Στην αρχή, τότε που συναντιόμασταν στο σπίτι της οδού Κράναμ». Με κοιτάζει, μου κλείνει το μάτι. «Εκεί συναντιόμασταν με την Άννα τον παλιό καλό καιρό». Μετακινεί την κόρη του από το ένα χέρι στο άλλο, κι εκείνη ακουμπάει νυσταγμένα το κεφαλάκι της στο στήθος του. «Θα πιστεύετε ότι είμαι απάνθρωπος. Δεν είμαι. Απλώς λέω την αλήθεια. Αυτό δε θες, Άννα; Μου ζήτησες να μη σου λέω ψέματα». Η Άννα δε σηκώνει το βλέμμα, τα χέρια της σφίγγουν την άκρη του τραπεζιού, συγκρατείται, όλο της το κορμί έχει γίνει πέτρα. Ο Τομ αναστενάζει δυνατά. «Είναι μεγάλη ανακούφιση η ειλικρίνεια». Απευθύνεται σ’ εμένα, με κοιτάζει κατάματα. «Δεν έχεις ιδέα –την παραμικρή ιδέα– πόσο εξαντλητικό είναι να αντιμετωπίζεις ανθρώπους σαν εσένα. Και, διάολε, προσπάθησα. Προσπάθησα τόσο πολύ να σε βοηθήσω. Να βοηθήσω και τις δυο σας. Είστε και οι δύο… σας αγαπούσα και τις δύο, αλήθεια, αλλά είστε και οι δύο απίστευτα αδύναμες». «Άντε γαμήσου, Τομ», λέει η Άννα και σηκώνεται από το τραπέζι, «μη με συγκρίνεις μαζί της». Την κοιτάζω και βλέπω πόσο αξίζει ο ένας στον άλλο. Του ταιριάζει πολύ καλύτερα απ’ ό,τι εγώ, γιατί αυτό είναι που την ενοχλεί: όχι ότι ο άντρας της είναι ψεύτης και δολοφόνος, αλλά το ότι τη σύγκρινε μαζί μου. Ο Τομ την πλησιάζει, πάει να την ηρεμήσει. «Συγγνώμη, συγγνώμη, γλυκιά μου. Αυτό που είπα ήταν άδικο». Τον σπρώχνει μακριά κι εκείνος γυρνάει σ’ εμένα. «Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα, ξέρεις. Ήμουν καλός σύζυγος μ’ εσένα, Ρέιτς. Ανέχτηκα πολλά – τα μεθύσια σου και την κατάθλιψή σου, τα ανέχτηκα πολύ καιρό πριν τα παρατήσω». «Μου είπες ψέματα», λέω, και γυρνάει να με κοιτάξει έκπληκτος. «Μου είπες ότι για όλα έφταιγα εγώ. Με έκανες να πιστεύω ότι ήμουν άχρηστη, με έβλεπες να υποφέρω, με…» Σηκώνει τους ώμους. «Έχεις ιδέα πόσο βαρετή είχες γίνει, Ρέιτσελ; Πόσο άσχημη; Πολύ λυπημένη για να σηκωθείς το πρωί από το κρεβάτι, πολύ κουρασμένη για να κάνεις ντους ή να λούσεις τα γαμημένα μαλλιά σου. Χριστέ μου. Πώς να μη χάσω την υπομονή μου; Πώς να μη βρω αλλού διασκέδαση; Μόνο εσύ φταις για όλα». Η έκφρασή του αλλάζει πάλι, από τη χαρά περνάει στην ανησυχία, γυρνάει να μιλήσει στη γυναίκα του. «Άννα. Μ’ εσένα ήταν διαφορετικά, αλήθεια. Αυτό με τη Μέγκαν ήταν απλώς… λίγη διασκέδαση. Αυτό ήταν μόνο. Παραδέχομαι ότι ήταν λάθος μου, αλλά είχα ανάγκη να ξεφύγω λίγο. Αυτό είναι όλο. Δεν ήταν για να κρατήσει, δε θα μας επηρέαζε, δε θα επηρέαζε την οικογένειά μας. Πρέπει να το καταλάβεις αυτό». «Την…» η Άννα προσπαθεί να πει κάτι, μα δεν της βγαίνουν οι λέξεις. Ο Τομ τής σφίγγει τον ώμο. «Τι, αγάπη μου;» «Την άφησες να φροντίζει την Ήβη», λέει, σαν να φτύνει τις λέξεις. «Την πηδούσες όσο δούλευε εδώ, όσο φρόντιζε το παιδί μας;» Τραβάει το χέρι του, το πρόσωπό του μια μάσκα μεταμέλειας, ντροπής. «Αυτό ήταν απαίσιο. Φαντάστηκα… φαντάστηκα ότι θα ήταν… ενδιαφέρον. Να την έχω εδώ, να έχω και τις δυο σας στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο δωμάτιο. Ήταν συναρπαστικό για μένα. Αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν απαίσιο. Αλήθεια. Λάθος μου». Και η μάσκα αλλάζει πάλι· τώρα, έχει γουρλώσει τα μάτια και την ικετεύει: «Δεν το ήξερα τότε, Άννα. Πρέπει να πιστέψεις ότι τότε δεν ήξερα τι πραγματικά ήταν. Δεν ήξερα για το παιδί που σκότωσε, αν το ήξερα, ποτέ δε θα την έφερνα να φροντίσει την Ήβη. Πρέπει να με πιστέψεις». Εντελώς ξαφνικά, η Άννα σηκώνεται, σπρώχνοντας πίσω την καρέκλα της, η οποία
αναποδογυρίζει με πάταγο και ξυπνάει την Ήβη. «Δώσ’ τη σ’ εμένα», λέει η Άννα απλώνοντας τα χέρια. Ο Τομ κάνει ένα βήμα πίσω. «Τώρα, Τομ, δώσ’ τη μου. Δώσ’ τη σ’ εμένα». Μα δεν το κάνει, απομακρύνεται από κοντά της, κουνώντας το παιδί, ψιθυρίζοντάς του πάλι, προσπαθώντας να το κοιμίσει, και τότε η Άννα αρχίζει να ουρλιάζει. Στην αρχή επαναλαμβάνει «δώσ’ τη μου, δώσ’ τη μου», μα μετά, ακούγεται απλώς θόρυβος, ακατάληπτες λέξεις, ένα ουρλιαχτό οργής και αγωνίας. Το παιδί ουρλιάζει επίσης, ο Τομ προσπαθεί να το ηρεμήσει, αγνοεί παντελώς τη γυναίκα του, οπότε σκέφτομαι ότι πρέπει να την ηρεμήσω εγώ, να την πάρω έξω και να της μιλήσω, μόνες μας, επειγόντως. «Πρέπει να ηρεμήσεις, Άννα. Με καταλαβαίνεις; Πρέπει να ηρεμήσεις, πρέπει να του μιλήσεις, να του αποσπάσεις για λίγο την προσοχή ώστε να καλέσω την αστυνομία, εντάξει;» Κουνάει το κεφάλι της, τρέμει ολόκληρη, μου πιάνει τα χέρια, τα νύχια της μπήγονται στη σάρκα μου. «Πώς μπόρεσε να το κάνει; Πώς μπόρεσε;» «Άννα! Άκουσέ με. Πρέπει να τον απασχολήσεις για λίγο». Επιτέλους, με κοιτά, με κοιτά πραγματικά και γνέφει. «Εντάξει. Εντάξει». «Απλώς… δεν ξέρω. Απομάκρυνέ τον από την πόρτα, απασχόλησέ τον για λίγο». Μπαίνει πάλι μέσα. Παίρνω μια βαθιά ανάσα, γυρνάω και απομακρύνομαι λίγο από τις τζαμένιες πόρτες. Όχι πολύ μακριά, μέχρι το γρασίδι. Γυρνάω και κοιτάω πίσω. Βρίσκονται ακόμη στην κουζίνα. Απομακρύνομαι ακόμα λίγα βήματα. Το αεράκι δυναμώνει τώρα, η ζέστη θα σπάσει. Ριπές ανέμου κάνουν το γρασίδι να κυματίζει ελαφρά, μυρίζω τη βροχή που έρχεται, λατρεύω αυτή τη μυρωδιά. Κάνει την καρδιά μου να καλπάζει. Γλιστράω το χέρι μου στην πίσω τσέπη και βγάζω το κινητό μου. Τα χέρια μου τρέμουν. Δεν μπορώ να ξεκλειδώσω με την πρώτη την οθόνη, ούτε με τη δεύτερη. Τα καταφέρνω με την τρίτη. Για μια στιγμή σκέφτομαι να πάρω την ντετέκτιβ Ράιλι, κάποιον που με γνωρίζει, ψάχνω στις επαφές, αλλά δε βρίσκω τον αριθμό της, οπότε τα παρατάω, καλώ την Άμεση Δράση. Πληκτρολογώ το τρίτο νούμερο όταν νιώθω το πόδι του να προσγειώνεται στη βάση της σπονδυλικής μου στήλης και σωριάζομαι στο γρασίδι ξεφυσώντας δυνατά. Το τηλέφωνο εκσφενδονίζεται από τα χέρια μου – το πιάνει πριν καλά καλά προλάβω να σηκωθώ, πριν καν πάρω ανάσα. «Έλα τώρα, Ρέιτς», λέει, γραπώνοντάς με από το χέρι και σηκώνοντάς με εύκολα στα πόδια μου. «Ας μην κάνουμε ανοησίες». Με οδηγεί στο σπίτι, και τον αφήνω, γιατί ξέρω πως είναι μάταιο ν’ αντισταθώ τώρα, δε θα καταφέρω να του ξεφύγω. Με σπρώχνει μέσα από την πόρτα, κλείνοντας και κλειδώνοντας τις τζαμένιες πόρτες. Πετάει το κλειδί στο τραπέζι της κουζίνας. Η Άννα στέκεται στο σαλόνι, μου χαμογελάει ελαφρά και αναρωτιέμαι μήπως του είπε πως θα έπαιρνα την αστυνομία. Η Άννα αρχίζει να φτιάχνει το φαγητό του παιδιού της και βάζει νερό να βράσει για να πιούμε τσάι. Σε αυτή την απόλυτα αλλόκοτη πλευρά της πραγματικότητας, νιώθω ότι μπορώ να τους χαιρετήσω ευγενικά, να τους ευχηθώ «καλημέρα», να διασχίσω το δωμάτιο και να βγω στον δρόμο, στην ασφάλεια. Είναι πολύ δελεαστικό, στην πραγματικότητα κάνω μερικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά ο Τομ μπαίνει μπροστά μου, βάζει το χέρι του στον ώμο μου και μετά το γλιστράει στον λαιμό μου, πιέζοντας ελαφρά. «Τι θα κάνω μ’ εσένα, Ρέιτς;»
ΜΕΓΚΑΝ
Σάββατο, 13 Ιουλίου 2013 Απόγευμα Βλέπω το αίμα στο χέρι του αφού μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. «Κόπηκες», του λέω. Δεν απαντάει, οι αρθρώσεις του έχουν ασπρίσει έτσι που σφίγγει το τιμόνι. «Τομ, έπρεπε να σου μιλήσω», λέω. Προσπαθώ να φέρομαι διαλλακτικά, σαν ενήλικας, αλλά υποθέτω ότι είναι αργά γι’ αυτό. «Συγγνώμη που σε ενοχλώ, αλλά για όνομα του Θεού! Με αγνοείς. Με…» «Δεν πειράζει», λέει απαλά. «Με άλλο είμαι νευριασμένος. Δε φταις εσύ», λέει και γυρνάει το κεφάλι να μου χαμογελάσει, μα χωρίς επιτυχία. «Προβλήματα με την πρώην», λέει. «Ξέρεις πώς είναι». «Τι έπαθε το χέρι σου;» τον ρωτάω. «Προβλήματα με την πρώην», λέει πάλι, και η φωνή του έχει μια άσχημη χροιά. Διανύουμε την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το δάσος του Κόρλι μέσα στη σιωπή. Παρκάρουμε στο πάρκινγκ, στο τέρμα. Έχουμε ξανάρθει εδώ. Δεν υπάρχει ποτέ κόσμος τέτοια ώρα, μερικές φορές καμιά παρέα εφήβων που πίνουν μπίρες, κανένας άλλος. Απόψε, είμαστε μόνοι. Ο Τομ σβήνει τη μηχανή και γυρνάει προς το μέρος μου. «Λοιπόν. Τι ήθελες να μου πεις;» Είναι ακόμη θυμωμένος, αλλά αρχίζει να ηρεμεί, δε βράζει. Ωστόσο, έπειτα απ’ ό,τι έγινε δε νιώθω και πολύ άνετα να βρίσκομαι σε τόσο κλειστό χώρο με έναν θυμωμένο άντρα, οπότε του προτείνω να περπατήσουμε λίγο. Στριφογυρνάει τα μάτια και αναστενάζει βαριά, αλλά δέχεται. Κάνει ακόμη ζέστη, σύννεφα από μυγάκια πετάνε κάτω από τα δέντρα, ο ήλιος τρυπώνει ανάμεσα από τα φύλλα λούζοντας το μονοπάτι με ένα αλλόκοτο φως. Πάνω από τα κεφάλια μας κουβεντιάζουν ζωηρά οι κίσσες. Περπατάμε για λίγο σιωπηλοί, εγώ μπροστά, ο Τομ λίγα βήματα παραπίσω. Προσπαθώ να σκεφτώ τι να του πω, πώς να του το πω. Δε θέλω να κάνω τα πράγματα χειρότερα. Πρέπει να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι προσπαθώ να κάνω το σωστό. Σταματάω. Γυρνάω να τον κοιτάξω – στέκεται πολύ κοντά μου. Βάζει τα χέρια του στους γοφούς μου. «Εδώ;» ρωτάει. «Αυτό θες;» Μοιάζει βαριεστημένος. «Όχι», λέω και τραβιέμαι. «Όχι αυτό». Το μονοπάτι κατηφορίζει λίγο εδώ, οι ώμοι του και το κεφάλι του είναι ψηλότερα από μένα. Κάνω πίσω, αλλά με προλαβαίνει. «Τότε τι;» Βαθιά ανάσα. Ακόμη πονάω. «Είμαι έγκυος». Καμία αντίδραση, το πρόσωπό του εντελώς ανέκφραστο. Θα μπορούσα να του είχα πει ότι θέλω να πάω σουπερμάρκετ στον γυρισμό ή ότι έχω ραντεβού με τον οδοντίατρο.
«Συγχαρητήρια», λέει τελικά. Κι άλλη βαθιά ανάσα. «Τομ, σου το λέω επειδή… επειδή υπάρχει πιθανότητα το παιδί να είναι δικό σου». Με κοιτάζει για λίγο και ξεσπάει σε γέλια. «Ω, τι τυχερός που είμαι. Οπότε τι, θα το σκάσουμε οι τρεις μας παρέα; Εσύ, εγώ και το μωρό; Πού θα πάμε; Ισπανία μήπως;» «Σκέφτηκα ότι έπρεπε να σου το πω, γιατί…» «Κάνε έκτρωση», λέει. «Δηλαδή, αν είναι του άντρα σου, κάνε ό,τι θες, αν είναι όμως δικό μου, ξεφορτώσου το. Σοβαρά τώρα, μην κάνουμε βλακείες. Δε θέλω άλλο παιδί». Περνάει τα δάχτυλά του στο μάγουλό μου. «Και λυπάμαι που σου το λέω, αλλά δεν είσαι και φτιαγμένη για μητέρα, σωστά, Μεγκς;» «Μπορείς να συμμετέχεις όσο θέλεις…» «Δεν άκουσες τι σου είπα;» ρωτάει απότομα, γυρίζοντάς μου την πλάτη και πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο. «Θα είσαι φρικτή μητέρα, Μέγκαν. Ξεφορτώσου το». Τρέχω πίσω του, στην αρχή αργά και μετά γρήγορα, και με δύναμη τον χτυπάω στην πλάτη. Του φωνάζω, του ουρλιάζω, κάνω να τον γρατζουνίσω στο πρόσωπο και αυτός γελάει, με αποκρούει πανεύκολα. Αρχίζω να ξεστομίζω ό,τι χειρότερο μπορώ να σκεφτώ, προσβάλλω τον ανδρισμό του, τη βαρετή γυναίκα του, το άσχημο παιδί του. Και δεν ξέρω καν γιατί έχω θυμώσει τόσο. Γιατί τι περίμενα; Θυμό ίσως, ανησυχία, αναστάτωση. Όχι αυτό, αυτό δεν είναι αντίδραση, είναι απόρριψη. Το μόνο που θέλει είναι να εξαφανιστούμε εγώ και το παιδί μου, και του το λέω, του το ουρλιάζω ότι δεν πρόκειται να εξαφανιστούμε. Θα τον κάνω να πληρώσει γι’ αυτό, για την υπόλοιπη μίζερη ζωή του θα πληρώνει γι’ αυτό. Τώρα δε γελάει. Έρχεται καταπάνω μου, κάτι κρατάει στο χέρι του. Πέφτω. Μάλλον γλίστρησα. Χτυπάω κάπου το κεφάλι μου. Νομίζω πως θα κάνω εμετό. Όλα είναι κόκκινα. Δεν μπορώ να σηκωθώ. Ένα για τη λύπη, δύο για τη χαρά, τρία για ένα κορίτσι. Τρία για ένα κορίτσι. Τρία για ένα κορίτσι. Έχω κολλήσει στο τρία, δεν μπορώ να συνεχίσω παρακάτω. Το κεφάλι μου ξεχειλίζει από τους θορύβους, το στόμα μου κολλάει από το αίμα. Τρία για ένα κορίτσι. Ακούω τις κίσσες, γελούν, με χλευάζουν, ένα δυνατό και άγριο κακάρισμα. Μια είδηση. Κακά μαντάτα. Το βλέπω τώρα, μαύρο στο κίτρινο φόντο του ήλιου. Όχι τα πουλιά, κάτι άλλο. Μαύρο πάνω στον ήλιο. Κάποιος έρχεται. Κάποιος μου μιλάει. Κοίτα τώρα. Κοίτα τώρα τι με ανάγκασες να κάνω.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Κυριακή, 18 Αυγούστου 2013 Απόγευμα Στο σαλόνι, καθόμαστε σχηματίζοντας ένα μικρό τρίγωνο: ο Τομ στον καναπέ, ο λατρευτός πατέρας, ο σωστός σύζυγος, με την κόρη του αγκαλιά και τη γυναίκα του δίπλα του. Και η πρώην σύζυγος, που πίνει το τσάι της. Όλα πολύ πολιτισμένα. Κάθομαι στη δερμάτινη πολυθρόνα που αγοράσαμε από το Heal αμέσως μετά τον γάμο μας. Ήταν το πρώτο έπιπλο που αγοράσαμε ως παντρεμένοι, μαλακή, καφετιά, με απαλό δέρμα. Ακριβή, πολυτελής. Θυμάμαι τη χαρά που είχα όταν μας την έφεραν, θυμάμαι να κουλουριάζομαι μέσα της, να νιώθω ασφαλής και ευτυχισμένη, να σκέφτομαι: Αυτό είναι ο γάμος. Ασφάλεια, ζεστασιά, παρηγοριά. Ο Τομ τώρα με κοιτάζει συνοφρυωμένος. Προσπαθεί να δει τι θα κάνει, πώς θα διορθώσει τα πράγματα. Δεν ανησυχεί για την Άννα, το βλέπω. Εγώ είμαι το πρόβλημα. «Ήταν λίγο σαν εσένα», λέει ξαφνικά. Γέρνει πίσω στον καναπέ, βολεύοντας την κόρη του καλύτερα στην αγκαλιά του. «Δηλαδή, ήταν και δεν ήταν. Είχε αυτόν… αυτόν τον προβληματικό χαρακτήρα». Μου χαμογελάει. «Εγώ, ο ιππότης με την ασημένια πανοπλία». «Δεν είσαι ο ιππότης κανενός», λέω σιγανά. «Έλα τώρα, Ρέιτς, μην είσαι τέτοια. Δε θυμάσαι; Εσύ ήσουν λυπημένη επειδή είχε πεθάνει ο μπαμπάκας και ήθελες να έρθει κάποιος σ’ εσένα, να σε αγαπάει. Εγώ σου τα έδωσα όλα αυτά. Σε έκανα να νιώθεις ασφαλής. Και μετά αποφάσισες να τα τινάξεις όλα στον αέρα, αλλά δεν μπορείς να κατηγορήσεις εμένα γι’ αυτό». «Μπορώ να σε κατηγορήσω για πολλά, Τομ». «Όχι, όχι», λέει, κουνώντας μου το δάχτυλο. «Ας μην αναμασάμε τα παλιά. Ήμουν καλός μαζί σου. Μερικές φορές… ε, μερικές φορές με πίεζες. Όμως, ήμουν καλός μαζί σου. Σε φρόντιζα», λέει, και μόνο τότε το συνειδητοποιώ: Λέει ψέματα στον εαυτό του όπως λέει σ’ εμένα. Τα πιστεύει αυτά που λέει. Πραγματικά πιστεύει ότι ήταν καλός μαζί μου. Το παιδί αρχίζει ξαφνικά να γκρινιάζει δυνατά, η Άννα σηκώνεται αμέσως όρθια. «Πρέπει να την αλλάξω», λέει. «Όχι τώρα». «Είναι βρεγμένη, Τομ. Χρειάζεται άλλαγμα. Μην είσαι σκληρός». Την κοιτάζει έντονα, αλλά της δίνει το παιδί που κλαίει. Προσπαθώ να συναντήσω το βλέμμα της, αλλά δε με κοιτάζει, οι ελπίδες μου αναπτερώνονται καθώς γυρνάει να πάει πάνω, αλλά γκρεμίζονται ξανά εξίσου γρήγορα, γιατί ο Τομ σηκώνεται, την πιάνει από το χέρι και λέει: «Κάν’ το εδώ. Μπορείς να το κάνεις κι εδώ». Η Άννα πάει στην κουζίνα και αλλάζει την πάνα του παιδιού πάνω στο τραπέζι. Η μυρωδιά πλημμυρίζει τον χώρο, μου γυρνάει τα άντερα. «Θα μας πεις γιατί;» τον ρωτάω. Η Άννα σταματάει αυτό που κάνει και κοιτάζει προς το μέρος μας. Στο δωμάτιο επικρατεί σιγή, εκτός από το μουρμούρισμα του παιδιού. Ο Τομ κουνάει θλιμμένα το κεφάλι. «Τι τρομερό», λέει. «Σαν εσένα, η Μέγκαν σου έμοιαζε αρκετά. Δεν εγκατέλειπε. Δεν
ήξερε πότε να σταματάει. Απλώς… δεν άκουγε. Θυμάσαι πώς διαφωνούσες μαζί μου, πώς ήθελες πάντα να λες την τελευταία λέξη; Έτσι ήταν και η Μέγκαν. Δεν άκουγε». Αναδεύεται στη θέση του, σκύβει μπροστά, βάζει τους αγκώνες στα γόνατα, σαν να μου διηγείται ένα παραμύθι. «Νόμιζα πως το πράγμα είχε ξεφτίσει. Νόμιζα πως την είχα ξεφορτωθεί. Το θέμα είναι ότι, στην αρχή, είχε πλάκα, ήταν μόνο πήδημα, και με άφησε να πιστεύω ότι και για κείνη το ίδιο ήταν. Μετά όμως άλλαξε γνώμη. Δεν ξέρω γιατί. Με ενοχλούσε συνεχώς, μπορεί να είχε μια χάλια μέρα με τον Σκοτ ή απλώς να βαριόταν κι άρχιζε να λέει να το σκάσουμε μαζί, να κάνουμε καινούργια αρχή, να αφήσω την Άννα και την Ήβη. Λες και θα το έκανα! Κι αν δεν ήμουν εκεί, απίκο, όταν ήθελε, γινόταν έξαλλη, τηλεφωνούσε εδώ, με απειλούσε, μου έλεγε ότι θα έρθει από το σπίτι, ότι θα έλεγε στην Άννα για εμάς. »Μα μετά σταμάτησε. Ανακουφίστηκα πολύ. Πίστεψα πως επιτέλους κατάλαβε ότι δεν ενδιαφερόμουν πλέον. Ύστερα όμως, εκείνη τη μέρα, εκείνο το Σάββατο, τηλεφώνησε λέγοντας ότι ήθελε να μιλήσουμε, είχε κάτι σημαντικό να μου πει. Την αγνόησα, οπότε άρχισε πάλι τις απειλές, ότι θα ερχόταν από το σπίτι, τέτοιου είδους πράγματα. Στην αρχή δεν ανησύχησα και πολύ, γιατί η Άννα θα έβγαινε. Θυμάσαι, αγάπη μου; Θα έβγαινες με τα κορίτσια για φαγητό, εγώ θα κρατούσα την Ήβη. Σκέφτηκα ότι δε θα ήταν και τόσο άσχημα, θα ερχόταν από εδώ και θα τα ξεκαθαρίζαμε. Θα την έκανα να καταλάβει. Μετά, όμως, εμφανίστηκες εσύ και τα γάμησες όλα». Ξαπλώνει πάλι πίσω στον καναπέ, με τα πόδια ανοιχτά, ο μέγας άντρας, που καταλαμβάνει όλο τον χώρο. «Βλέπεις, εσύ φταις. Για όλα τελικά φταις εσύ, Ρέιτσελ. Γιατί η Άννα δεν κατάφερε να πάει για φαγητό με τις φίλες της, γύρισε πίσω ύστερα από πέντε λεπτά, αναστατωμένη και θυμωμένη γιατί σε είδε στη γειτονιά, νευριασμένη όπως πάντα, να παραπατάς με κάποιον τύπο έξω από τον σταθμό. Φοβήθηκε ότι θα έρθεις από εδώ, φοβήθηκε για την Ήβη. »Οπότε, αντί να ξεκαθαρίσω τα πράγματα με τη Μέγκαν, έπρεπε να βγω να κανονίσω εσένα». Το χείλος του συστρέφεται. «Θεέ μου, σε τι κατάσταση ήσουν. Βρομιάρα, βρομοκοπούσες κρασί… προσπάθησες να με φιλήσεις, το θυμάσαι;» Κάνει πως αναγουλιάζει και μετά γελάει. Γελάει και η Άννα, και δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν το κάνει γιατί διασκεδάζει ή γιατί προσπαθεί να τον κατευνάσει. «Έπρεπε να σου δώσω να καταλάβεις ότι δε σε ήθελα πλέον στη ζωή μου, στη ζωή μας. Οπότε σε πήγα στην υπόγεια διάβαση για να μην κάνεις σκηνή δημοσίως. Και σου είπα να μείνεις μακριά. Κι εσύ φώναζες και κλαψούριζες, οπότε σου έριξα ένα χαστούκι για να το βουλώσεις, αλλά συνέχισες τις φωνές και τις κλάψες». Μιλάει με σφιγμένα δόντια, βλέπω τον μυ που πάλλεται στο σαγόνι του. «Ήμουν τόσο έξαλλος, ήθελα να εξαφανιστείτε και να μας αφήσετε ήσυχους, κι εσύ και η Μέγκαν. Έχω την οικογένειά μου. Έχω μια καλή ζωή». Κοιτάζει τη γυναίκα του, που προσπαθεί να βάλει το παιδί στο καρεκλάκι. Είναι εντελώς ανέκφραστη. «Έφτιαξα μια καλή ζωή, παρά εσένα, παρά τη Μέγκαν, παρά τα πάντα». «Αφού είδα εσένα, τότε ήρθε η Μέγκαν, κατέβαινε την οδό Μπλένεμ. Μπορούσα να την αφήσω να πάει σπίτι μου; Μπορούσα να την αφήσω να μιλήσει στην Άννα; Της είπα να πάμε κάπου να μιλήσουμε, και το εννοούσα, αυτό ήθελα να κάνω μονάχα. Οπότε μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε στο Κόρλι, στο δάσος. Πηγαίναμε κι άλλες φορές εκεί, αν δεν είχαμε κάποιο σπίτι. Στη Μεγκς τής άρεσε να το κάνει στο αυτοκίνητο». Από εκεί που κάθομαι, νιώθω την Άννα να σφίγγεται. Τώρα δεν είναι και τόσο αστείο. «Δεν ήθελα τα πράγματα να φτάσουν εκεί που έφτασαν». Ο Τομ τώρα είναι σκυφτός, κοιτάζει τις παλάμες του. «Άρχισε να μιλάει για το μωρό, δεν ήξερε αν ήταν δικό μου ή δικό του. Ήθελε να πει
την αλήθεια, θα έκανε κάποιο τεστ ή κάτι τέτοιο, και αν ήταν δικό μου, δεν είχε πρόβλημα να το βλέπω…» Γελάει ρουθουνίζοντας. «Δεν το πίστευα, της είπα ότι δε με ενδιέφερε το μωρό της, δεν είχε καμία σχέση μαζί μου». Κουνάει το κεφάλι του. «Τότε νευρίασε, μα όταν η Μέγκαν νευριάζει… δεν είναι σαν εσένα. Δεν έχει ούτε φωνές ούτε κλάψες. Μου ούρλιαζε, με έβριζε, έλεγε ό,τι χειρότερο της κατέβαινε στο κεφάλι, φώναζε ότι θα τα έλεγε όλα στην Άννα, ότι δε θα ανεχόταν να την αγνοώ, ότι δε θα δεχόταν να αγνοήσω το παιδί της… Χριστέ μου, δεν το βούλωνε με τίποτα. Έτσι… δεν ξέρω, ήθελα απλώς να την κάνω να το βουλώσει. Πήρα μια πέτρα…» κοιτάζει το δεξί του χέρι, σαν να βλέπει τη σκηνή, «και απλώς…» Κλείνει τα μάτια και αναστενάζει βαθιά. «Μόνο ένα χτύπημα ήταν, αλλά…» Φουσκώνει τα μάγουλά του, ξεφυσάει αργά. «Αιμορραγούσε πολύ. Έκλαιγε, έκανε τρομερό θόρυβο. Προσπάθησε να συρθεί μακριά μου, και τότε το συνειδητοποίησα, δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο. Έπρεπε να την αποτελειώσω». Ο ήλιος έχει δύσει, το δωμάτιο είναι σκοτεινό. Επικρατεί σιωπή, ακούγεται μόνο η αναπνοή του Τομ, τραχιά και ρηχή. Από τον δρόμο δεν ακούγεται θόρυβος. Δε θυμάμαι πότε πέρασε το τελευταίο τρένο. «Την έβαλα στο πορτ μπαγκάζ», συνεχίζει, «όταν τελείωσα. Οδήγησα λίγο πιο μέσα στο δάσος, εκτός δρόμου. Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Έπρεπε να σκάψω…» η αναπνοή του έχει γίνει ακόμα πιο ρηχή αλλά και πιο γρήγορη. «Έπρεπε να σκάψω με γυμνά χέρια. Φοβόμουν», λέει και με κοιτά με μάτια διάπλατα ανοιχτά. «Φοβόμουν μην έρθει κανείς. Και πονούσα, τα νύχια μου ξεσκίζονταν στο χώμα, ήταν… πήρε αρκετό χρόνο. Έπρεπε να σταματήσω και να τηλεφωνήσω στην Άννα, να της πω ότι έψαχνα εσένα». Καθαρίζει τον λαιμό του. «Ήμουν τυχερός, υποθέτω, γιατί το χώμα ήταν σχετικά μαλακό, μα και πάλι δεν μπορούσα να σκάψω όσο βαθιά ήθελα. Δεν είχα χρόνο. Φοβόμουν πολύ μην έρθει κανείς. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να επιστρέψω αργότερα, όταν τα πράγματα ηρεμούσαν. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να τη μετακινήσω, να τη βάλω κάπου… καλύτερα. Αλλά μετά άρχισε να βρέχει και δε μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία». Με κοιτάζει συνοφρυωμένος. «Ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι η αστυνομία θα στρεφόταν στον Σκοτ. Μου είχε πει πόσο παρανοϊκά και ζηλιάρικα της φερόταν, ότι διάβαζε τα μέιλ της, ότι την έλεγχε συνεχώς. Σκέφτηκα… τέλος πάντων. Σκέφτηκα κάποια στιγμή να φύτευα το κινητό στο σπίτι του. Δεν ξέρω. Σκέφτηκα ότι θα πήγαινα από κει για καμιά μπίρα – ο φιλικός γείτονας. Δεν ξέρω. Δεν είχα κάποιο σχέδιο. Δεν το είχα σκεφτεί. Δεν το είχα προσχεδιάσει. Ήταν ένα τραγικό ατύχημα». Η συμπεριφορά του αλλάζει ξανά, είναι σαν να περνούν σύννεφα από τον ουρανό, πότε σκοτάδι, πότε φως. Σηκώνεται όρθιος και προχωράει αργά μέχρι την κουζίνα όπου κάθεται η Άννα, ταΐζοντας την Ήβη. Τη φιλάει στο κεφάλι, σηκώνει το κοριτσάκι από το καρεκλάκι του. «Τομ…» «Μην ανησυχείς», χαμογελάει στην Άννα. «Θέλω απλώς μια αγκαλιά. Έτσι δεν είναι, αγαπούλα μου;» Πηγαίνει στο ψυγείο και βγάζει μια μπίρα. Κοιτάζει εμένα. «Θες μία;» Κουνάω το κεφάλι μου. «Καλύτερα όχι, υποθέτω». Ούτε που τον ακούω, προσπαθώ να υπολογίσω αν μπορώ να φτάσω στην μπροστινή πόρτα χωρίς να με πιάσει. Αν δεν είναι κλειδωμένη, νομίζω πως θα τα καταφέρω. Αν όμως είναι, τότε θα βρω μεγάλο μπελά. Τινάζομαι μπροστά και τρέχω. Φτάνω στο χολ, το χέρι μου έχει σχεδόν φτάσει το πόμολο της πόρτας και τότε νιώθω το μπουκάλι της μπίρας να με χτυπάει στο κρανίο – μια έκρηξη
πόνου, λευκό μπροστά μου και σωριάζομαι στο πάτωμα. Νιώθω τα δάχτυλά του να βουτάνε τα μαλλιά μου και να τα στρίβουν, πιάνει μια τούφα κι αρχίζει να τραβάει, με σέρνει πίσω στο σαλόνι, όπου και με αφήνει. Στέκεται από πάνω μου, με καβαλικεύει, βάζοντας ένα πόδι σε κάθε πλευρά μου. Έχει ακόμη την κόρη του αγκαλιά, με την Άννα στο πλάι του να την τραβολογάει. «Δώσε μου την Ήβη, Τομ, σε παρακαλώ, θα τη χτυπήσεις, σε παρακαλώ, δώσ’ τη σ’ εμένα». Της δίνει την Ήβη. Ακούω τον Τομ να μιλάει, αλλά μου φαίνεται σαν η φωνή του να έρχεται από πολύ μακριά, σαν να βρίσκομαι μέσα σε νερό, μπορώ να ξεχωρίσω τις λέξεις, αλλά δε νιώθω ότι ταιριάζουν με αυτό που μου συμβαίνει. «Πήγαινε πάνω», λέει. «Πήγαινε στο δωμάτιο και κλείσε την πόρτα. Μην τηλεφωνήσεις σε κανέναν, εντάξει; Το εννοώ, Άννα. Μην τηλεφωνήσεις σε κανέναν. Όχι με την Ήβη εδώ. Δε θέλουμε να αγριέψουν τα πράγματα». Η Άννα δε με κοιτάζει, κρατάει γερά το παιδί στο στήθος της, περνάει από πάνω μου και φεύγει βιαστικά. Ο Τομ σκύβει, γλιστράει τα χέρια του μέσα από τη ζώνη του τζιν μου και αρχίζει να με σέρνει μέχρι την κουζίνα. Εγώ κλοτσάω με όλη μου τη δύναμη, προσπαθώ να γραπωθώ από κάπου, μα δεν μπορώ, δε βλέπω καθαρά, δάκρυα τσούζουν τα μάτια μου, όλα είναι θολά. Ο πόνος στο κεφάλι μου είναι βασανιστικός καθώς κοπανιέμαι στο πάτωμα, νιώθω να με πιάνει ναυτία. Ένας καυτός, λευκός πόνος την ώρα που κάτι συγκρούεται με τον κρόταφό μου. Μετά τίποτα.
ΑΝΝΑ
Κυριακή, 18 Αυγούστου 2013 Απόγευμα Κείτεται στο πάτωμα της κουζίνας. Αιμορραγεί, αλλά δε νομίζω πως είναι σοβαρό. Δεν την αποτελειώνει. Δεν είμαι ακριβώς σίγουρη τι περιμένει. Υποθέτω πως δεν είναι εύκολο γι’ αυτόν. Στο κάτω κάτω, την αγαπούσε κάποτε. Ήμουν πάνω, έβαζα την Ήβη για ύπνο και σκεφτόμουν: Αυτό δεν ήθελα; Η Ρέιτσελ, επιτέλους, θα εξαφανιστεί από τη ζωή μας μια και καλή, για πάντα. Αυτό ονειρευόμουν πάντα. Δηλαδή, όχι ακριβώς αυτό, φυσικά. Αλλά ήθελα να εξαφανιστεί. Και τώρα θα γίνει, και θα είμαστε πια μόνο οι τρεις μας, εγώ, ο Τομ και η Ήβη, όπως θα έπρεπε από την αρχή. Μα έβλεπα την κόρη μου να κοιμάται και σκεφτόμουν ότι ποτέ δε θα είμαστε ασφαλείς. Ή, τουλάχιστον, εγώ δε θα είμαι ποτέ ασφαλής, γιατί θα ξέρω, και δε θα με εμπιστευτεί ποτέ του, όχι απόλυτα. Και τι θα γίνει αν κάποια στιγμή προκύψει κι άλλη Μέγκαν; Κατέβηκα πάλι κάτω. Καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας πίνοντας μπίρα. Στην αρχή δεν είδα πού ήταν εκείνη, αλλά μετά παρατήρησα τα πόδια της και σκέφτηκα ότι όλα τελείωσαν, αλλά εκείνος μου είπε ότι ήταν καλά. «Ένα μικρό χτύπημα ήταν μόνο», είπε. Αυτό δε θα μπορούσε να το αποδώσει σε ατύχημα. Οπότε περιμένουμε. Πήρα κι εγώ μια μπίρα και ήπιαμε μαζί. Μου είπε ότι λυπόταν, ότι λυπόταν πραγματικά για τη Μέγκαν, για τον παράνομο δεσμό. Με φίλησε, μου είπε ότι θα διόρθωνε τα πράγματα, ότι θα ήμασταν καλά, ότι όλα θα πήγαιναν μια χαρά. «Θα φύγουμε μακριά της, όπως ήθελες πάντα. Θα πάμε όπου θες. Οπουδήποτε». Με ρώτησε αν θα μπορούσα να τον συγχωρέσω, και του είπα ότι θα μπορούσα, με τον καιρό, και με πίστεψε. Νομίζω πως με πίστεψε. Έχει αρχίσει καταιγίδα, όπως ακριβώς προέβλεψαν. Το μουγκρητό της βροντής την ξυπνάει, τη συνεφέρνει. Αρχίζει να κάνει θόρυβο, να κινείται στο πάτωμα. «Καλύτερα να φύγεις», μου λέει. «Πήγαινε πάνω». Τον φιλάω στο στόμα και τον αφήνω, αλλά δε γυρνάω πάνω, κάθομαι στο πρώτο σκαλοπάτι και ακούω, περιμένω τη σωστή στιγμή. Τον ακούω που της μιλάει, απαλά και χαμηλόφωνα, και τότε ακούω εκείνη, νομίζω πως κλαίει.
ΡΕΪΤΣΕΛ
Κυριακή, 18 Αυγούστου 2013 Απόγευμα Ακούω κάτι, έναν σφυριχτό ήχο. Βλέπω μια αστραπή και συνειδητοποιώ ότι βρέχει καταρρακτωδώς. Έξω είναι σκοτεινά, έχει καταιγίδα. Αστραπή. Δε θυμάμαι πότε σκοτείνιασε. Ο πόνος στο κεφάλι μου με συνεφέρνει, η καρδιά μου σκαρφαλώνει στον λαιμό μου. Βρίσκομαι στο πάτωμα. Της κουζίνας. Με μεγάλη δυσκολία, καταφέρνω να σηκώσω το κεφάλι μου, να στηριχτώ στον αγκώνα. Αυτός κάθεται στο τραπέζι, κοιτάζοντας τη βροχή με ένα μπουκάλι μπίρα στο χέρι. «Τι θα κάνω, Ρέιτς;» ρωτάει, όταν με βλέπει να σηκώνω το κεφάλι. «Κάθομαι εδώ πέρα σχεδόν μισή ώρα τώρα και αναρωτιέμαι ακριβώς αυτό. Τι θα κάνω μ’ εσένα; Τι επιλογή μου δίνεις;» Πίνει μια μεγάλη γουλιά μπίρα, με κοιτάζει σκεφτικός. Σηκώνομαι καθιστή, με την πλάτη στα ντουλάπια της κουζίνας. Ζαλίζομαι, το στόμα μου πλημμυρίζει σάλια. Νιώθω ότι θα ξεράσω, δαγκώνω το χείλος μου και μπήγω τα νύχια μου στις παλάμες μου. Πρέπει να συνέλθω, δε με παίρνει να είμαι αδύναμη. Δεν μπορώ να βασιστώ σε κανέναν. Το ξέρω αυτό. Η Άννα δεν πρόκειται να καλέσει την αστυνομία. Δεν πρόκειται να ρισκάρει την ασφάλεια της κόρης της για χάρη μου. «Πρέπει να το παραδεχτείς», λέει ο Τομ. «Εσύ το προκάλεσες στον εαυτό σου όλο αυτό. Σκέψου το: Αν μας είχες αφήσει στην ησυχία μας, δε θα βρισκόσουν ποτέ σε αυτή την κατάσταση. Ούτε εγώ θα βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση. Κανένας μας. Αν δεν είχες εμφανιστεί εκείνη τη νύχτα, αν η Άννα δεν είχε επιστρέψει επειδή σε είδε στον σταθμό, τότε μάλλον θα είχα καταφέρει να ξεκαθαρίσω τα πράγματα με τη Μέγκαν, δε θα είχα… θυμώσει τόσο πολύ. Δε θα είχα χάσει την ψυχραιμία μου. Δε θα της είχα κάνει κακό. Τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα είχε συμβεί». Νιώθω τον λυγμό που ανεβαίνει στον λαιμό μου, μα τον καταπίνω. Αυτό κάνει, αυτό κάνει πάντα. Είναι μανούλα σε αυτό, με κάνει να νιώθω ότι για όλα φταίω εγώ, με κάνει να νιώθω άχρηστη. Τελειώνει την μπίρα του και τσουλάει το άδειο μπουκάλι στο τραπέζι. Κουνώντας θλιμμένα το κεφάλι του, σηκώνεται, έρχεται κοντά μου και απλώνει τα χέρια του. «Έλα», λέει, «πιάσε με. Έλα, Ρέιτσελ, σήκω όρθια». Τον αφήνω να με σηκώσει στα πόδια μου. Η πλάτη μου ακουμπάει στον πάγκο της κουζίνας, εκείνος στέκεται μπροστά μου, έχει πέσει πάνω μου, οι γοφοί του αγγίζουν τους δικούς μου. Σηκώνει το χέρι του προς το πρόσωπό μου, σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάγουλά μου. «Τι θα κάνω μ’ εσένα, Ρέιτς; Τι νομίζεις πως πρέπει να κάνω;» «Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα», του λέω και προσπαθώ να χαμογελάσω. «Ξέρεις ότι σε αγαπώ. Ακόμη σε αγαπώ. Ξέρεις ότι δε θα έλεγα σε κανέναν τίποτα… δε θα μπορούσα να σου κάνω κάτι τέτοιο». Χαμογελάει, με αυτό το πλατύ, όμορφο χαμόγελο που κάποτε με έκανε να λιώνω, και αρχίζω να κλαίω. Δεν το πιστεύω, δεν πιστεύω πως έχουμε φτάσει εδώ, ότι η μεγαλύτερη ευτυχία που έχω γνωρίσει –η ζωή μου μαζί του– ήταν μια αυταπάτη. Με αφήνει να κλάψω για λίγο, αλλά μάλλον τον κάνω να βαριέται, γιατί το εκθαμβωτικό χαμόγελο εξαφανίζεται και τώρα τα χείλη του έχουν γίνει μια γραμμή κακίας.
«Έλα, Ρέιτς, αρκετά», λέει. «Σταμάτα τις κλάψες». Μου γυρίζει την πλάτη και αρπάζει μερικά χαρτομάντιλα από ένα κουτί πάνω στο τραπέζι. «Φύσα τη μύτη σου», λέει, και υπακούω. Με παρακολουθεί με ύφος ευχαριστημένο. «Εκείνη τη μέρα που πήγαμε στη λίμνη», λέει. «Νόμιζες ότι είχες μια ευκαιρία, έτσι δεν είναι;» Αρχίζει να γελάει. «Έτσι δε νόμιζες; Με κοιτούσες με μάτια γεμάτα ελπίδα και ικεσία… θα μπορούσα να σε είχα ξεγελάσει, σωστά; Είσαι τόσο εύκολη». Δαγκώνω γερά το χείλος μου. Με πλησιάζει. «Είσαι σαν αυτά τα σκυλάκια, αυτά που τους φέρονται άσχημα, τα ανεπιθύμητα, τα κλοτσάς ξανά και ξανά, αλλά εκείνα πάλι επιστρέφουν, κλαψουρίζοντας, κουνώντας την ουρά τους. Ικετεύοντας. Ελπίζουν ότι αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικά, ότι αυτή τη φορά θα κάνουν κάτι σωστό και θα τα αγαπήσεις. Ακριβώς έτσι δεν είσαι, Ρέιτς; Ένα σκυλάκι». Γλιστράει το χέρι του γύρω από τη μέση μου, κολλάει το στόμα του στο δικό μου, αφήνω τη γλώσσα του να γλιστρήσει ανάμεσα στα χείλη μου, πιέζω τους γοφούς μου πάνω του, τον νιώθω που σκληραίνει. Δεν ξέρω αν όλα είναι στη θέση που τα άφησα όταν έφυγα. Δεν ξέρω αν η Άννα άλλαξε τα αντικείμενα στα ντουλάπια, αν έβαλε τα μακαρόνια σε άλλο βάζο, αν μετακίνησε τη ζυγαριά από το αριστερό ντουλάπι στο δεξί. Δεν ξέρω. Απλώς ελπίζω, καθώς γλιστράω το χέρι μου στο συρτάρι πίσω μου, ότι δεν το έκανε. «Ίσως έχεις δίκιο, ξέρεις», λέω όταν τελειώνει το φιλί. Γέρνω το πρόσωπό μου προς το δικό του. «Ίσως, αν δεν είχα έρθει στην οδό Μπλένεμ εκείνη τη νύχτα, η Μέγκαν να ζούσε». Κουνάει το κεφάλι, ενώ το χέρι μου τυλίγεται γύρω από ένα οικείο αντικείμενο. Χαμογελώ και γέρνω προς το μέρος του, όλο και πιο πολύ, περνώντας το αριστερό χέρι μου γύρω από τη μέση του. «Αλλά στ’ αλήθεια πιστεύεις ότι, ενώ εσύ της έλιωσες το κεφάλι, φταίω εγώ;» του ψιθυρίζω στο αυτί. Τινάζει το κεφάλι του μακριά μου και τότε ορμάω μπροστά, ρίχνω όλο το βάρος μου πάνω του, εκείνος χάνει την ισορροπία του και παραπατάει στο τραπέζι της κουζίνας. Σηκώνω το αριστερό μου πόδι και πατάω με όλη μου τη δύναμη το δικό του δεξί και, καθώς διπλώνεται στα δύο από τον πόνο, τον αρπάζω από τα μαλλιά, τον φέρνω κοντά μου και ταυτόχρονα του ρίχνω γονατιά στο πρόσωπο. Ακούω να θρυμματίζεται ένας χόνδρος καθώς ουρλιάζει, τον ρίχνω πάλι στο πάτωμα, αρπάζω τα κλειδιά από το τραπέζι της κουζίνας και βγαίνω έξω πριν καν προλάβει να σταθεί στα γόνατα. Πηγαίνω προς τον φράχτη, χάνω όμως την ισορροπία μου, γλιστράω στις λάσπες και πριν το καταλάβω είναι από πάνω μου, με σέρνει πάλι μέσα, με τραβάει από τα μαλλιά, με γραπώνει από το πρόσωπο, φτύνοντας βρισιές με αίμα – ηλίθια σκύλα, ηλίθια σκύλα, γιατί δε μένεις μακριά μας, γιατί δε με αφήνεις στην ησυχία μου; Του ξεφεύγω πάλι, αλλά δεν μπορώ να πάω πουθενά. Δεν προλαβαίνω να φτάσω στο σπίτι, ούτε να σκαρφαλώσω στον φράχτη. Φωνάζω, αλλά κανείς δεν πρόκειται να με ακούσει, αποκλείεται, μέσα σε αυτή την καταιγίδα και τα μπουμπουνητά και τον ήχο του τρένου. Τρέχω μέχρι το τέρμα του κήπου, προς τις γραμμές. Αδιέξοδο. Σταματάω στο σημείο όπου πριν από περίπου ένα χρόνο στάθηκα με το παιδί του στην αγκαλιά. Γυρίζω την πλάτη μου στον φράχτη· τον βλέπω να έρχεται, να με πλησιάζει, σκουπίζει το στόμα του με το χέρι του, φτύνει αίμα στο έδαφος. Έχει τις γροθιές σφιγμένες. Νιώθω τις δονήσεις από τις γραμμές του τρένου στον φράχτη πίσω μου, το τρένο είναι σχεδόν δίπλα μας, ακούγεται σαν ουρλιαχτό. Τα χείλη του Τομ κινούνται, κάτι μου λέει, δεν τον ακούω, τον βλέπω να έρχεται, τον βλέπω και δεν κουνιέμαι, δεν κάνω ούτε μία κίνηση, μέχρι που σχεδόν βρίσκεται από πάνω μου, και τότε κάνω στο πλάι και του καρφώνω το τιρμπουσόν που κρατάω στον λαιμό.
Τα μάτια του γουρλώνουν, σωριάζεται δίχως μιλιά. Φέρνει το χέρι στον λαιμό, με τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. Μοιάζει να κλαίει. Τον κοιτάζω, μέχρι που δεν αντέχω άλλο, και του γυρίζω την πλάτη. Βλέπω το τρένο να περνάει, βλέπω πρόσωπα σε φωτισμένα παράθυρα, κεφάλια σκυμμένα πάνω από βιβλία και τηλέφωνα, ταξιδιώτες στη ζεστασιά και την ασφάλεια που κατευθύνονται σπίτια τους.
Τρίτη, 10 Σεπτεμβρίου 2013 Πρωί Το νιώθεις, είναι σαν το βουητό του ηλεκτρισμού, σαν την αλλαγή στην ατμόσφαιρα, καθώς το τρένο σταματάει στον κόκκινο σηματοδότη. Τώρα δεν είμαι η μόνη που κοιτάει. Φαντάζομαι ότι ποτέ δεν ήμουν, υποθέτω πως όλοι κοιτούν, χαζεύουν τα σπίτια που προσπερνούν, μόνο που ο καθένας τα βλέπει διαφορετικά. Όλοι τα έβλεπαν διαφορετικά. Τώρα, όλοι βλέπουν το ίδιο πράγμα. Μερικές φορές ακούς κάποιους να το συζητούν. «Εκεί, αυτό είναι. Όχι, όχι εκείνο, το αριστερό, εκεί. Με τα τριαντάφυλλα στον φράχτη. Εκεί συνέβη». Τα σπίτια είναι άδεια, ο αριθμός δεκαπέντε και ο αριθμός είκοσι τρία. Δεν τους φαίνεται: τα παραθυρόφυλλα και οι πόρτες είναι ανοιχτά, αλλά ξέρω πως αυτό συμβαίνει επειδή τα δείχνουν σε πελάτες. Είναι και τα δύο προς πώληση, αλλά πιστεύω ότι δε θα βρεθεί τόσο εύκολα αγοραστής. Φαντάζομαι ότι οι μεσίτες ξεναγούν απλώς περίεργους, άτομα που θέλουν να δουν από κοντά το σημείο όπου ξεψύχησε και όπου το αίμα πότισε το χώμα. Πονάω. Πονάω όταν τους σκέφτομαι να τριγυρίζουν στο σπίτι, το σπίτι μου, όπου κάποτε είχα ελπίδες και όνειρα. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι τι ήρθε μετά. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι εκείνη τη νύχτα. Προσπαθώ, μα δεν τα καταφέρνω. Πλάι πλάι, ποτισμένες με το αίμα του, η Άννα κι εγώ καθίσαμε στον καναπέ. Οι σύζυγοι, περιμένοντας το ασθενοφόρο. Τους τηλεφώνησε η Άννα, κάλεσε την αστυνομία, έκανε τα πάντα. Φρόντισε τα πάντα. Ήρθαν νοσοκόμοι, πολύ αργά βέβαια για τον Τομ, καθώς και ένστολοι αστυνομικοί και μετά οι ντετέκτιβ Γκάσκιλ και Ράιλι. Έμειναν στην κυριολεξία με το στόμα ανοιχτό όταν μας είδαν. Άρχισαν να κάνουν ερωτήσεις, αλλά δεν έβγαζα τα λόγια τους, ένιωθα σαν να τους άκουγα μέσα από νερό. Ένιωθα πως μετά βίας κουνιόμουν, μετά βίας ανέπνεα. Μίλησε η Άννα, ήρεμη και συγκροτημένη. «Ήταν αυτοάμυνα», τους είπε. «Το είδα, τα είδα όλα. Από το παράθυρο. Όρμησε πάνω της με το τιρμπουσόν. Θα τη σκότωνε. Δεν είχε άλλη επιλογή. Προσπάθησα…» Ήταν η μόνη στιγμή που κόμπιασε, η μόνη στιγμή που την είδα να κλαίει. «Προσπάθησα να σταματήσω την αιμορραγία, μα δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα». Ένας από τους ένστολους αστυνομικούς έφερε την Ήβη, η οποία ως εκ θαύματος κοιμόταν σε όλη τη διάρκεια της σκηνής, και μας πήγαν όλους στο τμήμα. Έβαλαν την Άννα κι εμένα σε διαφορετικά δωμάτια και μας έκαναν κι άλλες ερωτήσεις, τις οποίες δε θυμάμαι. Πάσχιζα να απαντήσω, να συγκεντρωθώ, πάλευα να σχηματίσω τις λέξεις. Τους είπα. Τους είπα ότι μου επιτέθηκε, ότι με χτύπησε με το μπουκάλι, τους είπα ότι μου όρμησε με το τιρμπουσόν. Τους είπα ότι κατάφερα να του πάρω το «όπλο» και ότι το χρησιμοποίησα για να αμυνθώ. Με εξέτασαν, κοίταξαν το τραύμα
στο κεφάλι μου, εξέτασαν τα χέρια μου, τα νύχια μου. «Οι πληγές δε φαίνονται και τόσο αμυντικές», είπε με αμφιβολία η Ράιλι. Έφυγαν και με άφησαν εκεί. Ένας ένστολος αστυνομικός, αυτός με την ακμή στον λαιμό, αυτός που ήρθε στο διαμέρισμα στο Άσμπερι, έναν αιώνα πριν, στεκόταν στην πόρτα, προσπαθώντας να μη με κοιτάζει στα μάτια. Αργότερα, ήρθε πάλι η Ράιλι. «Η κυρία Γουάτσον επιβεβαιώνει τα λεγόμενά σου, Ρέιτσελ», είπε. «Μπορείς να πηγαίνεις». Ούτε κι αυτή μπορούσε να με κοιτάξει στα μάτια. Ένας ένστολος αστυνομικός με πήγε στο νοσοκομείο, όπου μου έκαναν ράμματα στο κεφάλι. Γράφονται πολλά για τον Τομ στις εφημερίδες. Ανακάλυψα ότι δεν πήγε ποτέ στρατό. Προσπάθησε, αλλά απορρίφθηκε δύο φορές. Η ιστορία για τον πατέρα του ήταν επίσης ψέματα, τα είχε διαστρεβλώσει όλα. Πήρε τις οικονομίες των γονιών του και τις έχασε, εκείνοι τον συγχώρεσαν, αλλά έκοψε κάθε σχέση μαζί τους όταν ο πατέρας του αρνήθηκε να υποθηκεύσει ξανά το σπίτι του για να του δανείσει πάλι χρήματα. Έλεγε διαρκώς ψέματα, για τα πάντα. Ακόμα κι όταν δε χρειαζόταν, ακόμα κι όταν δεν υπήρχε κανένας λόγος. Θυμάμαι καθαρά τον Σκοτ να μιλάει για τη Μέγκαν και να λέει: «Δεν έχω ιδέα ποια ήταν», και νιώθω ακριβώς το ίδιο. Όλη του η ζωή ήταν ένα ψέμα, μισές αλήθειες που τον έκαναν να φαίνεται καλύτερος, πιο δυνατός, πιο ενδιαφέρων απ’ όσο ήταν στην πραγματικότητα. Κι εγώ τα πίστεψα, τα έχαψα, το ίδιο και η Άννα, τον αγαπήσαμε. Αναρωτιέμαι αν θα είχαμε αγαπήσει την αδύναμη, ελαττωματική, άσχημη εκδοχή του. Εγώ πιστεύω πως ναι. Θα είχα συγχωρέσει τα λάθη και τις αποτυχίες του. Στο κάτω κάτω, έχω κάνει και μπόλικα δικά μου.
Απόγευμα Βρίσκομαι σε ένα ξενοδοχείο σε μια μικρή πόλη στην ακτή Νόρφολκ. Αύριο, θα συνεχίσω πιο βόρεια. Μέχρι το Εδιμβούργο ίσως, μπορεί και βορειότερα. Δεν έχω αποφασίσει ακόμη. Θέλω μόνο να σιγουρευτώ ότι έχω απομακρυνθεί αρκετά. Έχω κάποια χρήματα. Η μαμά φάνηκε πολύ γενναιόδωρη όταν έμαθε τι πέρασα, οπότε δεν ανησυχώ. Για λίγο δε χρειάζεται ν’ ανησυχώ. Νοίκιασα αμάξι και ήρθα μέχρι το Χόλκαμ σήμερα. Υπάρχει μια εκκλησία έξω από το χωριό όπου θάφτηκαν οι στάχτες της Μέγκαν, δίπλα στα οστά του παιδιού της, της Λίμπι. Διάβασα γι’ αυτό στις εφημερίδες. Υπήρξε μια αντιπαράθεση για το θέμα της ταφής, λόγω του ρόλου που έπαιξε η Μέγκαν στον θάνατο της κόρης της. Αλλά τελικά επετράπη, και ευτυχώς. Ό,τι κι αν έκανε, το πλήρωσε και με το παραπάνω. Είχε μόλις αρχίσει να βρέχει όταν έφτασα εκεί, δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω, αλλά πάρκαρα το αμάξι και έκανα μια βόλτα στο νεκροταφείο. Βρήκα την ταφόπλακά της στην πιο απομακρυσμένη γωνία, σχεδόν αόρατη κάτω από μια σειρά έλατα. Δε θα καταλάβαινες πως ήταν εκεί αν δεν ήξερες πού να ψάξεις. Η ταφόπλακα έχει το όνομά της και τις ημερομηνίες γέννησης και θανάτου, καμία αφιέρωση, ούτε αγαπημένη σύζυγος, ούτε κόρη, ούτε μητέρα. Η ταφόπλακα της κόρης της γράφει απλώς «Λίμπι». Τουλάχιστον τώρα έχει έναν σωστό τάφο, δεν είναι μονάχη δίπλα στις σκουριασμένες ράγες. Η βροχή δυνάμωσε, και όταν γύρισα να διασχίσω την αυλή της εκκλησίας, είδα έναν άντρα να στέκεται στην πόρτα του παρεκκλησιού και για μια στιγμή πίστεψα πως ήταν ο Σκοτ. Με την καρδιά στο στόμα, σκούπισα τη βροχή από τα μάτια μου, κοίταξα πιο προσεκτικά και είδα ότι ήταν ένας ιερέας. Σήκωσε το χέρι του για να με χαιρετήσει.
Πήγα με ταχύ βήμα στο αυτοκίνητο, νιώθοντας έναν παράλογο φόβο. Σκέφτηκα τη βία στην τελευταία μου συνάντηση με τον Σκοτ, το πώς ήταν στο τέλος, άγριος και παρανοϊκός, στα όρια της τρέλας. Τώρα δε θα βρει ποτέ γαλήνη. Πώς θα μπορέσει; Σκέφτομαι αυτό και το πώς ήταν κάποτε, πώς ήταν κάποτε οι δυο τους μαζί, πώς τους φανταζόμουν εγώ και νιώθω στερημένη, νιώθω κι εγώ την απώλειά τους. Έστειλα ένα μέιλ στον Σκοτ, ζητώντας του συγγνώμη για όλα τα ψέματα που του είπα. Ήθελα να του ζητήσω συγγνώμη και για τον Τομ, γιατί έπρεπε να το είχα καταλάβει. Αν ήμουν νηφάλια, όλα αυτά τα χρόνια, θα το είχα καταλάβει; Ίσως να μην μπορέσω ούτε εγώ να βρω γαλήνη. Δεν απάντησε στο μήνυμά μου. Το φαντάστηκα. Κάνω αναστροφή και πάω σε ένα ξενοδοχείο. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι πόσο όμορφα θα ήταν να χωθώ στη δερμάτινη πολυθρόνα στο ημίφως του σαλονιού με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Αντίθετα, πάω μια βόλτα στο λιμάνι. Μπορώ ακριβώς να φανταστώ πόσο όμορφα θα ένιωθα στα μισά ενός ποτού. Για να διώξω τη λαχτάρα, μετράω, μετράω τις μέρες από το τελευταίο μου ποτό: είκοσι. Είκοσι μία, αν υπολογίσουμε και τη σημερινή. Ακριβώς τρεις εβδομάδες, το μεγαλύτερο διάστημα νηφαλιότητας εδώ και χρόνια. Παραδόξως, η Κάθι ήταν αυτή που μου σέρβιρε το τελευταίο μου ποτό. Όταν με γύρισε σπίτι η αστυνομία, κατάχλωμη και ματωμένη, και της είπα τι συνέβη, έφερε ένα μπουκάλι Jack Daniel’s από το δωμάτιό της και σέρβιρε και στις δυο μας από ένα διπλό ποτήρι. Δεν μπορούσε να σταματήσει το κλάμα, έλεγε πόσο πολύ λυπόταν, λες κι έφταιγε εκείνη για κάτι. Ήπια το ποτό και μετά το ξέρασα· από τότε δεν έχω πιει ούτε σταγόνα. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι δεν το λαχταράω. Μόλις φτάνω στο λιμάνι, στρίβω αριστερά και κατευθύνομαι προς την παραλία, που αν την περπατούσα μέχρι τέρμα, θα μπορούσα να φτάσω πίσω στο Χόλκαμ. Έχει σχεδόν σκοτεινιάσει τώρα και κρυώνω αρκετά εδώ δίπλα στη θάλασσα, αλλά συνεχίζω, θέλω να περπατήσω μέχρι να μην αντέχω άλλο, μέχρι να κουραστώ τόσο πολύ που να μην μπορώ να σκέφτομαι, κι έτσι ίσως καταφέρω να κοιμηθώ. Η παραλία είναι έρημη και κάνει τόσο κρύο, που πρέπει να σφίγγω το σαγόνι μου για να μη χτυπάνε τα δόντια μου. Περπατάω γρήγορα στα βότσαλα, περνάω τις καλύβες, που είναι τόσο όμορφες στη διάρκεια της μέρας μα τόσο τρομακτικές αυτή την ώρα, η καθεμιά μια τέλεια κρυψώνα. Όταν ο αέρας δυναμώνει, αυτές ζωντανεύουν, οι ξύλινες σανίδες τους τρίζουν δυνατά, και κάτω από τον ήχο της θάλασσας ακούγονται μουρμουρητά κίνησης, κάποιος ή κάτι πλησιάζει. Γυρίζω πίσω, αρχίζω να τρέχω. Ξέρω ότι δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω, δεν υπάρχει τίποτα που θα έπρεπε να φοβάμαι, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τον τρόμο που ανεβαίνει από το στομάχι στην καρδιά και τον λαιμό μου, κι έτσι τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Σταματάω μόνο όταν φτάνω πάλι στο λιμάνι, στα φώτα του δρόμου. Πίσω στο δωμάτιό μου, κάθομαι στο κρεβάτι, πάνω στα χέρια μου για να σταματήσουν να τρέμουν. Ανοίγω το ψυγειάκι και παίρνω ένα μπουκάλι νερό και μερικά φιστίκια. Αγνοώ το κρασί και τα μπουκαλάκια με το τζιν, παρόλο που θα με βοηθούσαν να κοιμηθώ, παρόλο που θα με βοηθούσαν να γλιστρήσω, ζεστή και χαλαρή, στη λήθη. Παρόλο που για λίγο θα με έκαναν να ξεχάσω την έκφρασή του την ώρα που τον έβλεπα να πεθαίνει. Το τρένο είχε περάσει. Άκουσα έναν θόρυβο πίσω μου και είδα την Άννα να βγαίνει από το σπίτι. Ήρθε βιαστικά προς το μέρος μας και, φτάνοντας δίπλα του, έπεσε στα γόνατα κι έβαλε τα χέρια της στον λαιμό του.
Είχε στο πρόσωπό του αυτή την έκφραση του σοκαρισμένου, του πληγωμένου. Ήθελα να της πω πως ήταν μάταιο, πως δεν μπορούσε να τον βοηθήσει πια, μα μετά συνειδητοποίησα ότι δεν προσπαθούσε να σταματήσει την αιμορραγία. Αντιθέτως, σιγουρευόταν πως θα πέθαινε. Έστριβε το τιρμπουσόν όλο και πιο βαθιά μέσα στον λαιμό του, ενώ ταυτόχρονα του μιλούσε απαλά. Δεν άκουγα τι του έλεγε. Την είδα για τελευταία φορά στο αστυνομικό τμήμα, όταν μας πήγαν για κατάθεση. Εκείνη την πήγαν σε ένα δωμάτιο κι εμένα σ’ ένα άλλο, αλλά λίγο πριν χωρίσουμε, άγγιξε το μπράτσο μου. «Να προσέχεις, Ρέιτσελ», είπε, και κάτι στον τρόπο της μου έδωσε να καταλάβω ότι το εννοούσε σαν απειλή. Είμαστε δεμένες πια, δεμένες για πάντα με την ιστορία που είπαμε: ότι δεν είχα επιλογή παρά να τον καρφώσω στον λαιμό και ότι η Άννα έβαλε τα δυνατά της για να τον σώσει. Χώνομαι στο κρεβάτι και σβήνω το φως. Δε θα καταφέρω να κοιμηθώ, αλλά πρέπει να προσπαθήσω. Κάποια στιγμή, υποθέτω, οι εφιάλτες θα καταλαγιάσουν και θα σταματήσω να παίζω ξανά και ξανά τη σκηνή στο μυαλό μου, αλλά τώρα ξέρω καλά ότι με περιμένει μια ατελείωτη νύχτα. Και πρέπει να ξυπνήσω νωρίς αύριο το πρωί, να προλάβω το τρένο.
ΤΕΛΟΣ Στις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, όταν κλείνει ένα βιβλίο, ανοίγει ένας κύκλος επικοινωνίας, γι’ αυτό σας προσκαλούμε να μοιραστείτε μαζί μας κριτικές και σκέψεις σχετικές με το βιβλίο που μόλις διαβάσατε στην ιστοσελίδα http://www.psichogios.gr/site/Books/show/1002875/to-koritsi-toy-trenoy
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΕΜΙΛΙ ΜΠΑΡ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ ΡΙΒΙΕΡΑ
Μετάφραση: Χρήστος Καψάλης Νυχτερινή Ριβιέρα ονομάζεται το τρένο που συνδέει το Λονδίνο με την Κορνουάλη. Αυτό το τρένο παίρνει κάθε εβδομάδα η Λάρα Φιντς για να επιστρέψει στη φαινομενικά τέλεια κι ωστόσο αφόρητα βαρετή ζωή της με τον Σαμ. Και σ’ αυτό το ίδιο τρένο θα γνωρίσει τον Γκάι, που θα γίνει ο παράνομος δεσμός της. Μια νύχτα, ένας φόνος θα ταράξει τη ρουτίνα της Νυχτερινής Ριβιέρας, και η Λάρα θα εξαφανιστεί χωρίς ίχνος. Μόνο η φίλη της, η Άιρις, αμφισβητεί την επίσημη εκδοχή των γεγονότων και αποφασίζει να την αναζητήσει. Για την Άιρις, αυτή θα είναι η αρχή μιας περιπέτειας που θα την οδηγήσει πολύ μακριά, αποκαλύπτοντάς της παλιά εγκλήματα και σκοτεινά μυστικά. Για τη Λάρα, θα είναι το τέλος ενός ταξιδιού που ξεκίνησε πριν από πολύ καιρό. Ενός ταξιδιού που πρέπει να τελειώσει, προτού την καταστρέψει… Το βιβλίο θα το βρείτε εδώ: http://www.psichogios.gr/site/Books/show/1002270/nyxterinh-ribiera
ΣΤΙΒ ΓΟΥΑΤΣΟΝ ΑΜΝΗΣΙΑ Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής Κάθε πρωί, η Κριστίν ξυπνάει σε µια άγνωστη κρεβατοκάµαρα, δίπλα σ’ έναν άγνωστο άντρα. Στον καθρέφτη του µπάνιου βλέπει το πρόσωπο µιας µεσήλικης γυναίκας την οποία δεν αναγνωρίζει. Και κάθε πρωί, ο σύζυγός της της εξηγεί υποµονετικά ότι είναι ο Μπεν, ο άντρας της, ότι εκείνη είναι σαράντα εφτά χρόνων και πως ένα ατύχηµα πριν από πολύ καιρό τής προκάλεσε µια περίεργη διαταραχή µνήµης. Αντί για αναµνήσεις, η Κριστίν έχει κάποιες φωτογραφίες, έναν πίνακα σηµειώσεων στην κουζίνα κι ένα ηµερολόγιο κρυµµένο σε µια ντουλάπα. Γνωρίζει την ύπαρξη του ηµερολογίου, γιατί της το θυµίζει κάθε µέρα ο δόκτωρ Νας, ένας νευρολόγος που ισχυρίζεται ότι την παρακολουθεί χωρίς να το ξέρει ο Μπεν. Καθώς η Κριστίν γεµίζει τις σελίδες του ηµερολογίου µε όσα της συµβαίνουν κάθε µέρα αλλά και µε κάποιες αναλαµπές από το παρελθόν της, αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι στη ζωή της υπάρχουν κάποια αλλόκοτα κενά. Προσπαθώντας να κολλήσει τα σπασµένα κοµµάτια και να βρει απαντήσεις, πλησιάζει όλο και πιο κοντά στην αλήθεια – µια αλήθεια που θα αποδειχθεί τροµακτική µα και
θανάσιµη. Ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ που θα κάνει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί: Υπάρχουν πράγματα στη ζωή που είναι καλύτερο να μη θυμάσαι; Ποιος είσαι αν δεν ξέρεις το παρελθόν σου; Πώς μπορείς να αγαπάς χωρίς μνήμη; Το βιβλίο θα το βρείτε εδώ: http://www.psichogios.gr/site/Books/show/1000330
Η ΠΟΛΑ ΧΟΚΙΝΣ γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ζιμπάμπουε. Μετακόμισε στο Λονδίνο το 1989, όπου και ζει μέχρι σήμερα. Πριν ασχοληθεί με τη συγγραφή, εργαζόταν ως δημοσιογράφος για δεκαπέντε χρόνια. ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΤΟΥ ΤΡΕΝΟΥ είναι το πρώτο της μυθιστόρημα και, προτού καν εκδοθεί, πουλήθηκαν τα κινηματογραφικά δικαιώματά του στην DreamWorks. Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα της συγγραφέως: http://paulahawkinsbooks.com