Kimberley Freeman Άγ ριο Κυκλάμιν ο Μετάφραση: Ουραν ία Τουτουν τζή Εκδόσ εις Δ ιόπτρα
© KIMBERLEY FREEMAN, 201 3 ● © Για την ελ λ ην ική γ λ ώσ σ α σ ε όλ ο τον κόσ μο: Eκδόσ εις Δ ιόπτρα, 201 4 ● Eκδίδεται κατόπιν σ υμφων ίας με το Plot Lounge Agency ISBN: 97 8-960-364-7 22-5 Ηλ εκτρον ική έκδοσ η: Ιούν ιος 201 4 ● Επιμέλ εια – Δ ιόρθωσ η: Τατιάν α Γαλ άτουλ α ● Προσ αρμογ ή εξωφύλ λ ου - ηλ εκτρον ική σ ελ ιδοποίησ η: Ελ έν η Οικον όμου, Εκδόσ εις Δ ιόπτρα Απαγ ορεύεται η αν απαραγ ωγ ή ή αν ατύπωσ η μέρους ή του σ υν όλ ου του βιβλ ίου, σ ε οποιαδήποτε μορφή, χ ωρίς την έγ γ ραφη άδεια του εκδότη. ΕΔ ΡΑ ● Εκδόσεις Δ ιόπτ ρα ● Αγ . Παρασ κευής 40, 1 21 32 Περισ τέρι Τηλ .: 21 0 380 52 28, Fax : 21 0 330 04 39 ● Υ ΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ● Στ οά τ ου Βιβλίου ● Πεσ μαζόγ λ ου 5, 1 05 64 Αθήν α Τηλ .: 21 0 330 07 7 4 ● www.dioptra.gr e-mail:
[email protected] ●
[email protected]
Στη Μεγ κ Βαν , από έν α μεγ άλ ο κορίτσι σε έν α άλ λ ο…
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
15 Μαΐου 1892 Κοντεύω να χάσω το μυαλό μου! Άκουσα κάτι σήμερα το απόγευμα… Δυσκολεύομαι, όμως, να το πιστέψω. Δεν θέλω να το πιστέψω. Πόσο μεγάλο φορτίο να κουβαλάς μια τέτοια γνώση… Θα πρέπει άραγε να το πω στον μπαμπά; Δεν μπορώ να την καταλάβω, να καταλάβω τι πήγε κι έκανε και τι σκοπεύει ακόμα να κάνει. Αν, όμως, το μάθει ο μπαμπάς, θα τη διώξει για πάντα, κι εγώ την έχω αγαπήσει τόσο πολύ… Κι είμαι σχεδόν σίγουρη ότι το ίδιο αισθάνεται και ο μπαμπάς μου.
1 - Έν ας Καλ οκαιριν ός Γάμος 1 891
Η λ ιακάδα του Ιουν ίου ευλ ογ ούσ ε το γ άμο της Τίλ ι Κέρκλ αν τ. Μόν ο οι πιο τυχ ερές ν ύφες παν τρεύον ταν τον Ιούν ιο, και η Τίλ ι δεν μπορούσ ε ν α πισ τέψ ει σ την τύχ η της. Παρόλ ο που οι λ ευκές σ ατέν γ όβες έσ φιγ γ αν τα πόδια της, παρόλ ο που ο σ κλ ηρός κορσ ές κάτω από το ν υφικό από μετάξι και οργ άν τζα σ χ εδόν της έκοβε την αν άσ α, παρόλ ο που δεν είχ ε πάψ ει ούτε σ τιγ μή ν α χ αμογ ελ άει ζεσ τά σ τους προσ κεκλ ημέν ους που την πλ ησ ίαζαν γ ια ν α της ευχ ηθούν –τόσ ο, που οι μύες του προσ ώπου της την πον ούσ αν –, εκείν η θεωρούσ ε ότι ήταν η πιο τυχ ερή γ υν αίκα σ ε ολ όκλ ηρο τον κόσ μο. Ο Τζάσ περ είχ ε εμφαν ισ τεί ακριβώς την κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή και, έπειτα από μια σ ύν τομη περίοδο φλ ερτ, ν α που ήταν ήδη παν τρεμέν η μαζί του και σ το κατώφλ ι μιας καιν ούριας ζωής. Ο κήπος του σ πιτιού του παππού της σ το Ντόρσ ετ ήταν καταπράσ ιν ος, με μια οργ ιασ τική βλ άσ τησ η και λ ουλ ούδια που έλ αμπαν σ τον απαλ ό ήλ ιο. Εκεί έξω, είχ αν σ τήσ ει δύο μεγ άλ α τραπέζια
φορτωμέν α φαγ ητά, και οι προσ κεκλ ημέν οι σ τριφογ υρν ούσ αν ολ όγ υρα χ αρούμεν οι, κουβεν τιάζον τας μεταξύ τους και γ ελ ών τας. Η ζεσ τή αύρα της αν ασ ήκων ε τα μαλ λ ιά και πάγ ων ε τον ιδρώτα σ τη βάσ η του κεφαλ ιού της. Το σ τεφάν ι από άν θη πορτοκαλ ιάς, που αν έδιδε μια γ λ υκιά μυρωδιά, δεν κατόρθων ε ν α σ υγ κρατήσ ει τις ατίθασ ες κοκκιν ωπές μπούκλ ες της, και ήταν αν αγ κασ μέν η ν α απομακρύν ει σ υν έχ εια από το σ τόμα της τούφες μαλ λ ιών . Μια μακριν ή και πολ ύ ηλ ικιωμέν η θεία τής διηγ ιόταν με κουρασ τικές λ επτομέρειες τη θλ ιβερή ισ τορία της πρόσ φατης ασ θέν ειας και του θαν άτου του σ κύλ ου της. Η Τίλ ι άδραξε με αν ακούφισ η την ευκαιρία ν α σ υν οφρυωθεί, δείχ ν ον τας σ υμπάθεια και καταν όησ η, ώσ τε ν α πάψ ει γ ια λ ίγ ο ν α χ αμογ ελ άει. Όμως, η ισ τορία αποδείχ τηκε υπερβολ ικά μεγ άλ η και η Τίλ ι δεν κατόρθων ε πάν τα ν α ακούει ξεκάθαρα την άτον η φων ή της ηλ ικιωμέν ης γ υν αίκας μες σ τη βοή των σ υζητήσ εων γ ύρω της. Κάποια σ τιγ μή, διακιν δύν ευσ ε ν α ρίξει μια ματιά πιο πέρα. Πού βρισ κόταν ο Τζάσ περ; Πού ήταν ο σύζυγ ός της; Η ιδέα και μόν ο την έκαν ε ν α ακτιν οβολ ήσ ει γ ια μια σ τιγ μή. Ο Τζάσ περ, με το κομψ ό φράκο του και το γ κρι κασ μίρ παν τελ όν ι.
Πάν τα καλ ον τυμέν ος, όμορφος, με έν α ύφος αυτοπεποίθησ ης που έλ ειπε από τους άλ λ ους άν τρες. Έσ τρεψ ε την προσ οχ ή της γ ια λ ίγ α ακόμα λ επτά σ τη θεία της κι έπειτα έριξε άλ λ η μια κλ εφτή ματιά σ τον κήπο. Αυτή τη φορά, τον είδε. Ο ήλ ιος έλ αμπε πάν ω σ τα κασ ταν ά μαλ λ ιά του και σ τις περιποιημέν ες φαβορίτες του. Το κορμί του ήταν λ υγ ερό και σ τητό. Έμοιαζε ν α σ τέκει λ ίγ ο παράμερα από όλ ες εκείν ες τις σ υζητήσ εις και την κίν ησ η, μον αχ ικός και αλ αζον ικός. Το βλ έμμα του περιπλ αν ήθηκε πάν ω από τα κεφάλ ια των προσ κεκλ ημέν ων , και του πήρε έν α λ επτό μέχ ρι ν α εν τοπίσ ει την Τίλ ι. Σε εκείν ο το λ επτό, όμως, προτού ο Τζάσ περ αν τιλ ηφθεί πως τον κοίταζε και η Τίλ ι, πρόλ αβε ν α δει σ την όψ η του κάτι που της προκάλ εσ ε έν α κέν τρισ μα αμφιβολ ίας σ το σ τομάχ ι. Ήταν οίκτος αυτό που έβλ επε σ την έκφρασ ή του; Ή μήπως περιφρόν ησ η; Αλ λ ά τότε της χ αμογ έλ ασ ε και η Τίλ ι του αν ταπέδωσ ε το χ αμόγ ελ ο, αν και κάπως επιφυλ ακτικά. Αλ λ ά και γ εμάτη ελ πίδα. Είπε σ τον εαυτό της πως ίσ ως ν α ήταν κουρασ μέν η και ν α φαν ταζόταν πράγ ματα που δεν υπήρχ αν . Γιατί τώρα ήταν ο ίδιος Τζάσ περ που γ ν ώριζε από την
αρχ ή, και η σ κιά πέρασ ε όπως περν άει και φεύγ ει έν α σ ύν ν εφο που κρύβει γ ια λ ίγ ο τον ήλ ιο. Έν ας βαρύς γ δούπος την επαν έφερε απότομα από την ον ειροπόλ ησ ή της. Πίσ ω της, ακούσ τηκαν αν ασ τατωμέν ες φων ές και η Τίλ ι ξέχ ασ ε εκείν η την παράξεν η έκφρασ η του Τζάσ περ. «Τίλ ι! Τίλ ι!» Ο παππούς της κειτόταν κάτω σ τη χ λ όη. Έν α καυτό σ ίδερο της διαπέρασ ε την καρδιά. Στην πτώσ η του, είχ ε παρασ ύρει από το τραπέζι πιάτα και φλ ιτζάν ια, και τώρα αν ήσ υχ οι προσ κεκλ ημέν οι έτρεχ αν προς το μέρος του. Ο χ ρόν ος έμοιαζε ν α έχ ει επιβραδυν θεί. Ο παππούς της έδειχ ν ε τόσ ο χ λ ωμός, τόσ ο γ έρος. Μα πότε είχ ε προλ άβει ν α γ ίν ει τόσ ο χ λ ωμός και τόσ ο γ έρος; Κι έπειτα, βρισ κόταν κι εκείν η σ το πλ ευρό του, παρακαλ ών τας τους σ υγ κεν τρωμέν ους ν α του κάν ουν χ ώρο γ ια ν α αν απν έει και παραγ γ έλ ν ον τας σ τον ξάδελ φό της, τον Γκόν τφρι, ν α τρέξει ως το χ ωριό γ ια ν α φέρει έν α γ ιατρό. «Παππού; Μ’ ακούς;» Τα βλ έφαρά του τρεμόπαιξαν και το δεξί χ έρι του άρχ ισ ε κι εκείν ο ν α τρέμει, σ αν ν α προσ παθούσ ε ν α το κιν ήσ ει. «Όχ ι, όχ ι, μην κουν ιέσ αι. Ηρέμησ ε. Μείν ε
ακίν ητος. Έρχ εται ο γ ιατρός». Του χ άιδεψ ε απαλ ά το μέτωπο. «Μην πάθεις τίποτα, παππού, μην πάθεις τίποτα», του είπε σ ιγ αν ά. Αλ λ ά μπορούσ ε ήδη ν α ν ιώσ ει πως το πλ οίο έφευγ ε μακριά της, έρμαιο πια μιας ισ χ υρής παλ ίρροιας που εκείν η δεν μπορούσ ε ούτε ν α υπολ ογ ίσ ει ούτε ν α ελ έγ ξει. Άρπαξε το χ έρι του παππού της μες σ το δικό της και περίμεν ε.
2 - Η Ραγ ισμέν η Καμιν άδα 201 2
«Μόλ ις και μετά βίας σ ’ ακούω, Νίν α. Η σ ύν δεσ η κάν ει σ υν έχ εια διακοπές». Μετακιν ήθηκα σ την πέρα γ ων ία της βεράν τας και έγ ειρα προς τα έξω όσ ο περισ σ ότερο μπορούσ α. Η δροσ ερή μυρωδιά της θάλ ασ σ ας αν αμειγ ν υόταν με τη λ ιγ ότερο ευχ άρισ τη μυρωδιά που αν έδιδαν τα φύκια. Μια περασ τική αύρα από τον κόλ πο αν ασ ήκωσ ε την μπλ ούζα μου και πάγ ωσ ε τον ιδρώτα σ τα πλ ευρά μου. Από τον γ κρεμό εδώ πάν ω, το βλ έμμα μου έφταν ε αν εν όχ λ ητο ως τη σ ταχ τογ άλ αν η εν δοχ ώρα πέρα μακριά – ως εκείν ο το μέρος, δηλ αδή, απ’ όπου ήλ πιζα ν α ξεκλ έψ ω κι εγ ώ λ ίγ ο σ ήμα γ ια το κιν ητό μου τηλ έφων ο. «Σε ρώτησ α αν έχ εις ήδη καλ έσ ει κάποιο μάσ τορα». Όμως, η μητέρα μου δεν ήταν πια σ τη γ ραμμή. Έλ εγ ξα το τηλ έφων ό μου, είδα την έν δειξη που δήλ ων ε ότι ήταν εφικτές μόν ο επείγ ουσ ες κλ ήσ εις, και το έβαλ α πίσ ω σ την τσ έπη μου. Το κιν ητό μου δεν είχ ε σ ήμα. Καν είς δεν
μπορούσ ε ν α μου τηλ εφων ήσ ει. Όλ οι οι κόμποι σ τη σ πον δυλ ική σ τήλ η μου χ αλ άρωσ αν . Στράφηκα και γ ύρισ α πίσ ω σ το σ πίτι: το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι, όπως ον ομαζόταν κάποτε, αν και δεν ήξερα κατά πόσ ο αυτή ήταν μια επίσ ημη ον ομασ ία ή έν ας χ αρακτηρισ μός εμπν ευσ μέν ος από τη ρομαν τική φαν τασ ία της προγ ιαγ ιάς μου. Η Έλ εν ορ Χολ τ ήταν γ ν ωσ τή γ ια τις ρομαν τικές ιδέες της. Πέταξα το κιν ητό μου σ τον καν απέ και σ τάθηκα δίπλ α σ την καμιν άδα, με το πρόσ ωπό μου σ τραμμέν ο προς την υγ ρή ταπετσ αρία. Το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι είχ ε υπάρξει γ ια δύο χ ρόν ια διοικητική έδρα μιας εταιρείας που οργ άν ων ε θαλ άσ σ ιες περιηγ ήσ εις κι έδιν ε σ τους τουρίσ τες την ευκαιρία ν α παρατηρήσ ουν από κον τά τις φάλ αιν ες. Η εταιρεία, από την αρχ ή, καθυσ τερούσ ε ή αμελ ούσ ε την πλ ηρωμή του εν οικίου και, τελ ικά, είχ ε πέσ ει έξω. Οι υπεύθυν οι μάζεψ αν τα πράγ ματά τους και εξαφαν ίσ τηκαν χ ωρίς καμία επίσ ημη ειδοποίησ η, αφήν ον τας έν α χ ρέος χ ιλ ιάδων δολ αρίων σ τη σ πιτον οικοκυρά τους, δηλ αδή, σ ’ εμέν α. Δ εν ήταν τα χ αμέν α λ εφτά που με έν οιαζαν . Ήταν το γ εγ ον ός ότι δεν υπήρξε κάποιος εδώ γ ια ν α αν αφέρει τη ζημιά που είχ ε προκαλ έσ ει η
καταιγ ίδα. Ο Οκτώβριος ήταν η καρδιά της περ ιόδου των καταιγ ίδων σ το Μόρτον Μπέι, και η καταιγ ίδα που είχ ε ξεσ πάσ ει την προηγ ούμεν η εβδομάδα ήταν τόσ ο βίαιη, που απασ χ όλ ησ ε σ χ εδόν αποκλ εισ τικά τα δελ τία ειδήσ εων σ το Σίδν εϊ. Είχ α δει φωτογ ραφίες που τραβήχ τηκαν σ την εν δοχ ώρα: δέν τρα είχ αν πέσ ει πάν ω σ ε οροφές αυτοκιν ήτων , ηλ εκτροφόρα καλ ώδια είχ αν σ ωριασ τεί σ το έδαφος, χ είμαρροι κυλ ούσ αν ορμητικά σ ε προασ τιακούς δρόμους. Και αν αρωτήθηκα τότε τι ν α είχ ε σ υμβεί σ το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι. Ήταν έν α παλ ιό σ πίτι, χ τισ μέν ο το 1 868, και εν ώ είχ α ξοδέψ ει πολ λ ά χ ρήματα γ ια ν α το διατηρήσ ω σ τέρεο και ασ φαλ ές, ήταν ευάλ ωτο σ τις καταιγ ίδες, εξαιτίας της θέσ ης του πάν ω σ τον γ κρεμό του Νησ ιού της Φωτιάς. Το επόμεν ο πρωί, τηλ εφών ησ α σ τους εν οικιασ τές μου, μόν ο και μόν ο γ ια ν α αν ακαλ ύψ ω ότι η τηλ εφων ική σ ύν δεσ η δεν ίσ χ υε πια. Η ιδέα ν α έρθω ν α ρίξω μια ματιά από κον τά ήταν της μητέρας μου. Η μητέρα μου πάν τα ήταν η κιν ητήρια δύν αμη σ ε οτιδήποτε είχ ε σ χ έσ η με το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι. Εκείν η με είχ ε βάλ ει ν α το αγ οράσ ω, πριν από έξι χ ρόν ια. «Είσ αι η μον αδική από εμάς που αυτή τη σ τιγ μή μπορεί ν α κάν ει την
αγ ορά», μου είχ ε πει. Ήταν μια από τις ελ άχ ισ τες φορές που με σ υν έκριν ε με τις δύο μεγ αλ ύτερες αδελ φές μου και το αποτέλ εσ μα της σ ύγ κρισ ης ήταν ευν οϊκό γ ια εμέν α. Συν ήθως, η μηχ αν ικός και η χ ειρουργ ός υπερείχ αν της μυθισ τοριογ ράφου. «Το σ πίτι θα έπρεπε ν α επισ τρέψ ει σ την οικογ έν εια». Η ζημιά γ ύρω από την καμιν άδα δεν ήταν τόσ ο μεγ άλ η όσ ο είχ α φοβηθεί μόλ ις έφτασ α και αν τίκρισ α τον γ αλ αζωπό μουσ αμά ν α παραδέρν ει σ τον άν εμο πάν ω σ τη σ κεπή. Το κλ αδί του δέν τρου που είχ ε ραγ ίσ ει τη σ κεπή ήταν ακόμα καρφωμέν ο σ το ίδιο σ ημείο, σ χ ηματίζον τας μια άχ αρη γ ων ία με το σ πίτι. Ήταν το ρωμαλ έο μπράτσ ο μιας σ υκιάς, που πιθαν ότατα βρισ κόταν σ το Νησ ί της Φωτιάς εκατον τάδες χ ρόν ια προτού έρθουν εδώ οι λ ευκοί άν θρωποι και χ τίσ ουν εκείν η τη φυλ ακή υψ ίσ της ασ φαλ είας, γ ια την οποία είχ α μάθει σ το σ χ ολ είο. Στο εσ ωτερικό, πάν τως, εκτός από αυτό τον τεράσ τιο λ εκέ υγ ρασ ίας σ την ταπετσ αρία και μια πριον ωτή ρωγ μή σ τα τούβλ α της καμιν άδας, δεν φαιν όταν ν α υπάρχ ουν και πολ λ ά που χ ρειάζον ταν επισ κευή. Κι αν ο μάσ τορας μπορούσ ε ν α φτιάξει τις ζημιές μες σ τις επόμεν ες μέρες, ίσ ως
και ν α κατόρθων α ν α επισ τρέψ ω σ το Σίδν εϊ μέχ ρι το Σαββατοκύριακο. Στη σ κέψ η του Σίδν εϊ, όμως, κυριεύτηκα από θλ ίψ η και απελ πισ ία. Δ εν ήθελ α ν α επισ τρέψ ω εκεί. Όχ ι τώρα, όχ ι μέχ ρι… Μέχ ρι ν α τελ ειώσ ει. Αλ λ ά ακόμα και τότε, πάλ ι θα ήμουν αν αγ κασ μέν η ν α τους βλ έπω, έτσ ι δεν είν αι; Δ εν θα ήταν δυν ατόν ν α αποφεύγ ουμε ο έν ας τον άλ λ ον . Η ακολ ουθία των σ κέψ εών μου διακόπηκε από τα βήματα σ τη σ κάλ α που οδηγ ούσ ε σ την μπροσ τιν ή βεράν τα. Βγ ήκα βιασ τικά γ ια ν α σ υν αν τήσ ω το μάσ τορα, ευχ αρισ τημέν η που με είχ ε αποσ πάσ ει από τις σ κέψ εις μου. «Γεια σ ου», είπα. «Χαίρομαι που τα κατάφερες ν α έρθεις τόσ ο γ ρήγ ορα. Πέρασ ε μέσ α ν α ρίξεις μια ματιά». Ο μάσ τορας με κοίταξε. Έδειχ ν ε ξαφν ιασ μέν ος, αλ λ ά δεν ήξερα γ ια ποιο λ όγ ο. Ήταν από αυτούς τους άν τρες που η μητέρα μου θα αποκαλ ούσ ε «γ εροδεμέν ο παλ ικάρι», γ ύρω σ τα τριάν τα πέν τε, με κατσ αρά ξαν θά μαλ λ ιά, φαρδιές πλ άτες και δέρμα μαυρισ μέν ο από τον ήλ ιο. «Είμαι η Νίν α», είπα, καθώς του έτειν α το χ έρι. «Η ιδιοκτήτρια του σ πιτιού». «Κι εγ ώ είμαι ο Τζο», είπε, ξαν αβρίσ κον τας τη
φων ή του. «Εγ ώ έβαλ α το μουσ αμά πάν ω. Ελ πίζω ν α μη σ ε πειράζει. Ήξερα πως δεν ήταν καν είς εδώ και… Είν αι, βλ έπεις, έν α πολ ύ όμορφο παλ ιό σ πίτι». «Να με πειράζει; Μα αυτό που έκαν ες ήταν πραγ ματικά πολ ύ ευγ εν ικό. Η ζημιά απ’ το ν ερό θα μπορούσ ε ν α είν αι πολ ύ χ ειρότερη. Τώρα, όπως θα δεις, είν αι κυρίως έν ας λ εκές σ την ταπετσ αρία και μια ραγ ισ μέν η καμιν άδα». Σταθήκαμε μπροσ τά σ το τζάκι. «Οι τοίχ οι σ ίγ ουρα θα σ τεγ ν ώσ ουν εν τελ ώς, όμως ίσ ως δυσ κολ ευτείς ν ’ απαλ λ αγ είς απ’ αυτόν το λ εκέ», μου είπε. «Μου φαίν εται πιθαν ό η καμιν άδα ν α έχ ει σ πάσ ει λ ίγ ο περισ σ ότερο απ’ όσ ο φαίν εται. Κάποιος θα πρέπει ν ’ αν εβεί σ τη σ κεπή και ν α κοιτάξει. Δ εν ξέρω πόσ ο γ ερή μπορεί ν α είν αι η κατασ κευή». «Μπορείς ν α μου κάν εις εσ ύ αυτή τη δουλ ειά; Ή μήπως πρέπει ν α καλ έσ ω κάποιον ειδικό γ ια σ κεπές; Συγ γ ν ώμη, αλ λ ά δεν ξέρω και πολ λ ά από τέτοια πράγ ματα». Ο Τζο αν οιγ όκλ εισ ε τα βλ έφαρά του. «Υ ποθέτω πως θα μπορούσ α ν α το κάν ω εγ ώ. Αυτή τη σ τιγ μή, δεν έχ ω κάποια άλ λ η δουλ ειά». «Τέλ εια. Πόσ ο σ ύν τομα θα μπορούσ ες ν α το
φτιάξεις;» Έγ ειρε το κεφάλ ι του σ το πλ άι και έξυσ ε την περιοχ ή ακριβώς πάν ω από το αυτί του, επιθεωρών τας την καμιν άδα. «Θα μπορούσ α… Κοίτα, εξαρτάται από την έκτασ η της ζημιάς, από τα υλ ικά που θα χ ρειασ τούν και από το πόσ ο σ ύν τομα θα μπορέσ ω ν α τα φέρω από την εν δοχ ώρα…» Το βλ έμμα του έπεσ ε σ ε κάτι αν άμεσ α σ τα τούβλ α της καμιν άδας. Έκαν ε έν α βήμα μπροσ τά και διέτρεξε με το δάχ τυλ ό του την πριον ωτή ρωγ μή. Ακολ ουθούσ ε με ακρίβεια τη διάταξη των τούβλ ων . Τελ ικά, το δάχ τυλ ό του σ ταμάτησ ε σ την τελ ευταία σ τρώσ η από ασ βεσ τοκον ίαμα, ακριβώς πριν από το πάν ω μέρος του τζακιού, και την έσ πρωξε ελ αφρά. «Για κοίτα εδώ», είπε. Προχ ώρησ α πιο κον τά και κοίταξα εκεί που μου έδειχ ν ε. Αν άμεσ α σ τα τούβλ α, είχ ε αν οίξει έν α χ άσ μα. Εκεί δεν υπήρχ ε ασ βεσ τοκον ίαμα, και από μέσ α διακριν όταν μια λ επτή δέσ μη χ αρτιά. «Τι είν αι αυτό;» ρώτησ α. «Ας ρίξουμε μια ματιά», είπε, τραβών τας από την τσ έπη του έν α σ ουγ ιά. Τον τοποθέτησ ε απαλ ά σ το άν οιγ μα και έβγ αλ ε έξω τη δέσ μη των χ αρτιών . Είχ α δει και αν αγ ν ωρίσ ει τον γ ραφικό
χ αρακτήρα της προτού καν τα χ αρτιά βρεθούν σ τα χ έρια μου. «Είν αι ο γ ραφικός χ αρακτήρας της προγ ιαγ ιάς μου», είπα, αν ασ αίν ον τας με λ αχ τάρα τη σ τιγ μή που τα έπαιρν α από τα χ έρια του. «Πώς το ξέρεις;» «Έχ ω διαβάσ ει όλ α τα χ αρτιά της. Ή τουλ άχ ισ τον ν όμιζα πως τα είχ α διαβάσ ει όλ α». Τα μάτια μου έπεσ αν σ την πρώτη γ ραμμή της πρώτης σ ελ ίδας. «Είν αι έν α ημερολ όγ ιο». Κοίταξε κι εκείν ος. «1 891 ». «Θα πρέπει ν α ήταν δώδεκα ετών τότε». Δ ώδεκα. Άρα, δεν θα μπορούσ αν ν α είν αι παρά παιδιάσ τικες αν οησ ίες. Είχ α την ελ πίδα ότι θα ήταν κάτι πολ ύ πιο σ ημαν τικό. Έν α κύμα απογ οήτευσ ης με πλ ημμύρισ ε. «Δ εν είν αι και μεγ άλ ο μέρος από το ημερολ όγ ιό της, μόν ο μερικές σ ελ ίδες», μου είπε. «Ίσ ως ν α τις είχ ε σ κίσ ει από κάποιο μεγ αλ ύτερο σ ημειωματάριο. Θα τις διαβάσ ω αργ ότερα». «Τα γ ράμματα είν αι τόσ ο μικροσ κοπικά…» Κοίταξα την πρώτη αράδα. Ο μπαμπάς σκοπεύει ν α προσλ άβει μια γ κουβερν άν τα γ ια ν α με προσέχ ει. «Έχ ω σ υν ηθίσ ει τον γ ραφικό χ αρακτήρα της. Μπορώ ν α τον αποκρυπτογ ραφήσ ω».
Ο Τζο έσ πρωχ ν ε τώρα με το σ ουγ ιά του μερικά άλ λ α τούβλ α. «Δ εν ήξερα πως αυτό το σ πίτι ήταν οικογ εν ειακή κλ ηρον ομιά», είπε. «Δ εν ήταν », του αποκρίθηκα και, διπλ ών ον τας τις σ ελ ίδες, τις γ λ ίσ τρησ α σ την πίσ ω τσ έπη του παν τελ ον ιού μου. «Το αγ όρασ α πριν από μερικά χ ρόν ια, γ ια ν α κάν ω το χ ατίρι της μητέρας μου. Πάν τα ζούσ ε με την ελ πίδα ότι κάποια μέρα θα το έβγ αζαν γ ια πώλ ησ η. Η προγ ιαγ ιά μου ζούσ ε εδώ με τον πατέρα της, που ήταν διευθυν τής της φυλ ακής. Κράτησ αν το σ πίτι και όταν η φυλ ακή έκλ εισ ε. Την έλ εγ αν Έλ εν ορ Χολ τ. Είν αι θρύλ ος σ την οικογ έν ειά μας». Ο Τζο έκλ εισ ε το σ ουγ ιά του και τον έβαλ ε πάλ ι σ την τσ έπη του. «Γιατί;» ρώτησ ε. «Ήταν μια ατίθασ η γ υν αίκα, αν τικομφορμίσ τρια. Δ εν παν τρεύτηκε ποτέ, αλ λ ά απέκτησ ε έν α γ ιο, τον παππού μου, σ τα τριάν τα οχ τώ της χ ρόν ια. Δ εν αποκάλ υψ ε ποτέ σ ε καν έν αν ποιος ήταν ο πατέρας. Και τον μεγ άλ ωσ ε μόν η της. Ο παππούς μιλ ούσ ε πάν τα με μεγ άλ η περηφάν ια γ ια εκείν η. Η προγ ιαγ ιά μου ήταν μέλ ος του Σοσ ιαλ ισ τικού Κόμματος κι έγ ραφε σ υν έχ εια οργ ισ μέν α γ ράμματα σ τους πάν τες. Ήταν πολ ύ δυν αμική».
Ο Τζο χ αμογ έλ ασ ε. «Τώρα, λ οιπόν , θα μάθεις αν ήταν δυν αμική και ως παιδί». Έριξε μια ματιά σ το ρολ όι του. «Πρέπει ν α πάω ν α πάρω το γ ιο μου. Όμως, δεν σ ου είπα τελ ικά πόσ ο καιρό θα μου πάρει ν α επισ κευάσ ω τη σ κεπή σ ου». «Ναι, γ ια πες μου…» «Κοίτα, δεν είμαι ειδικός σ τις σ κεπές. Δ εν είμαι καν οικοδόμος. Είμαι έν ας καλ ός πολ υτεχ ν ίτης, έτσ ι λ έω». «Οχ , με σ υγ χ ωρείς. Υ πέθεσ α πως ήσ ουν ο μάσ τορας που είχ ε καλ έσ ει η μητέρα μου». Ίσ ως, όμως, αυτός ο μάσ τορας ν α μην ερχ όταν , ίσ ως αυτό ήθελ ε ν α μου πει η μητέρα μου όταν διακόπηκε το σ ήμα του κιν ητού τηλ εφών ου μου. «Από σ ύμπτωσ η ήρθα τώρα που είσ αι κι εσ ύ εδώ». Έβγ αλ ε έν α σ ετ κλ ειδιά από την τσ έπη του. «Σκόπευα ν α μπω μόν ος μου σ το σ πίτι. Εργ αζόμουν εδώ πριν από λ ίγ ο καιρό. Για τον Τζορτζ και την Κέι». «Α, κατάλ αβα». Ο Τζορτζ και η Κέι ήταν οι κακοί εν οικιασ τές μου που μου χ ρωσ τούσ αν μερικές χ ιλ ιάδες. Πήρα τα κλ ειδιά που μου έτειν ε. «Υ ποθέτω, όμως, πως σ κόπευες ν α μπεις μόν ος σ ου σ το σ πίτι επειδή χ ρειαζόσ ουν κάτι από εδώ μέσ α».
«Έχ ω αφήσ ει μερικά βιβλ ία μου σ ε κάποιο ν τουλ απάκι του γ ραφείου». «Καν έν α πρόβλ ημα, πέρασ ε μέσ α. Πήγ αιν ε ν α πάρεις τα πράγ ματά σ ου». Παρέμειν α σ το καθισ τικό, εν ώ εκείν ος κατευθύν θηκε προς το γ ραφείο. Ο Τζορτζ και η Κέι είχ αν ζήσ ει εδώ γ ια έν α διάσ τημα, όμως όλ α τα έπιπλ α ήταν δικά μου. Τα είχ ε αφήσ ει εδώ ο προηγ ούμεν ος ιδιοκτήτης, που δεν μπορούσ ε ν α αν τεπεξέλ θει σ το έξοδο της μεταφοράς των κρεβατιών και των καν απέδων από το ν ησ ί με πλ οίο. Έβγ αλ α τις σ ελ ίδες που είχ α χ ώσ ει σ την τσ έπη μου, τις ξεδίπλ ωσ α και διάβασ α σ τα γ ρήγ ορα τις λ ίγ ες πρώτες αράδες από το ημερολ όγ ιο της Έλ εν ορ. Η γ ραφή ήταν παιδιάσ τικη αλ λ ά ολ οζών ταν η. Φαίν εται, λ οιπόν , πως τελ ικά έγ ραφε αν έκαθεν . Όχ ι σ αν κι εμέν α. Εγ ώ ξεκίν ησ α ν α γ ράφω αργ ά, αργ ά και δισ τακτικά. Αυτός ακριβώς ήταν και ο λ όγ ος που δυσ κολ ευόμουν τόσ ο πολ ύ ν α ολ οκλ ηρώσ ω εκείν ο το βιβλ ίο και ν α αν ταποκριθώ σ την προθεσ μία μου, γ ια την οποία ζητούσ α σ υν έχ εια παράτασ η. Πολ ύ απλ ά, εγ ώ δεν ήμουν γ εν ν ημέν η σ υγ γ ραφέας. Ο Τζο εμφαν ίσ τηκε με έν α χ αρτοκιβώτιο γ εμάτο βιβλ ία. «Σ’ ευχ αρισ τώ πολ ύ. Θέλ εις ακόμα ν α έρθω
ν α σ ου φτιάξω τη σ κεπή; Ίσ ως μου πάρει λ ίγ ο περισ σ ότερο χ ρόν ο απ’ ό,τι σ ’ έν αν καν ον ικό μάσ τορα, όμως δεν με φοβίζει η σ κλ ηρή δουλ ειά και… Να, βλ έπεις, έχ ασ α κι εγ ώ τη δουλ ειά μου όταν ο Τζορτζ και η Κέι έπεσ αν έξω και τα παράτησ αν ». Έβαλ α και πάλ ι το ημερολ όγ ιο σ την τσ έπη μου. «Τι δουλ ειά έκαν ες γ ια εκείν ους;» «Έπαιρν α κόσ μο με το σ κάφος γ ια μικρές θαλ άσ σ ιες περιηγ ήσ εις. Είμαι θαλ άσ σ ιος βιολ όγ ος. Ή, τουλ άχ ισ τον , θα γ ίν ω θαλ άσ σ ιος βιολ όγ ος μόλ ις τελ ειώσ ω την πτυχ ιακή μου εργ ασ ία». Έδειξε με μια κίν ησ η του κεφαλ ιού του τα βιβλ ία μες σ το χ αρτοκιβώτιο και πρόσ εξα πως ήταν χ ον τροί τόμοι με τίτλ ους όπως Μεταν αστευτική Συμπεριφορά των Κητών , Γεν ετική Οικολ ογ ία των Φαλ αιν ών και Εξ ωτερικά Παράσιτα των Κητών . «Πο πο», είπα. «Ώσ τε αυτά που διαβάζεις δεν είν αι κάτι ελ αφρύ γ ια ν α περάσ ει η ώρα, έτσ ι; Πάν τα έν ιωθα έν α δέος και μια μικρή αμηχ αν ία όταν βρισ κόμουν δίπλ α σ ε πολ ύ έξυπν ους αν θρώπους. Πέρασ α μια ολ όκλ ηρη ζωή σ τη σ κιά της καταπλ ηκτικής αδελ φής μου». «Έχ ει περάσ ει πολ ύς καιρός απ’ την τελ ευταία φορά που κάθισ α ν α διαβάσ ω έν α μυθισ τόρημα.
Εσ ύ είσ αι μυθισ τοριογ ράφος, έτσ ι δεν είν αι; Μου το είχ ε πει η Κέι». «Ναι, είμαι μυθισ τοριογ ράφος». Τον κοίταξα γ ια έν α λ επτό και προσ πάθησ α ν α σ κεφτώ όσ ο πιο καθαρά μπορούσ α. Υ πήρχ ε κάτι το σ υγ κιν ητικό σ την όψ η του. Σίγ ουρα ήταν έν ας όμορφος άν τρας, όμως ήταν κάτι περισ σ ότερο από αυτό. Δ εν είχ ε τίποτα το επιτηδευμέν ο, καμία έπαρσ η. Μόν ο μια ζεσ τή, αρσ εν ική εν έργ εια, τόσ ο φυσ ική όσ ο και η άμμος ή η θάλ ασ σ α. Για ποιο λ όγ ο, λ οιπόν , ήθελ α ν α του προσ φέρω εργ ασ ία; Για ν α μου κάν ει τη δουλ ειά που χ ρειαζόμουν ; Ή γ ια ν α έχ ω την ευκαιρία ν α τον βλ έπω και ν α τον θαυμάζω; Γιατί αν ίσ χ υε η δεύτερη περίπτωσ η, τα πράγ ματα δεν θα τελ είων αν καλ ά. Κι είχ α πρόσ φατα πάρει όρκο ν α είμαι σ το εξής πολ ύ προσ εκτική με τα ζητήματα της καρδιάς.greekleech.info Όμως, αυτός ο άν τρας είχ ε ήδη ν οιασ τεί αρκετά γ ια το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι ώσ τε ν α τοποθετήσ ει έν α μουσ αμά σ τη σ κεπή· ήταν δυν ατός και ικαν ός και είχ ε μόλ ις χ άσ ει τη δουλ ειά του. «Εν τάξει, λ οιπόν », του είπα, «αν χ ρειάζεσ αι τα χ ρήματα, μπορείς ν α επιδιορθώσ εις τη σ κεπή μου». Η χ αλ άρωσ η της έν τασ ης σ τους ώμους του ήταν
μόλ ις αν τιλ ηπτή, όμως εγ ώ την πρόσ εξα. «Και δεν είσ αι υποχ ρεωμέν η ν α μέν εις διαρκώς εδώ σ το ν ησ ί», μου είπε. «Μπορώ ν α προχ ωράω τη δουλ ειά και ν α σ ου σ τέλ ν ω καθημεριν ά φωτογ ραφίες, ώσ τε ν α ξέρεις ότι δεν σ ’ εκμεταλ λ εύομαι». «Σίγ ουρα θα τα καν ον ίσ ουμε αυτά». Προχ ώρησ ε προς την πόρτα, αλ λ ά σ τράφηκε πάλ ι προς το μέρος μου κι έδειχ ν ε έτοιμος ν α πει κάτι. «Τι σ υμβαίν ει;» τον ρώτησ α. Ακούμπησ ε το χ αρτοκιβώτιό του σ το σ τραπατσ αρισ μέν ο μαον έν ιο τραπεζάκι του σ αλ ον ιού. «Μόλ ις το θυμήθηκα. Το φουσ κωτό μου είν αι σ το υπόσ τεγ ο γ ια τις βάρκες». Κούν ησ α το κεφάλ ι μου, χ ωρίς ν α καταλ αβαίν ω τι μου έλ εγ ε. «Πρέπει ν α πηγ αίν ω με το φουσ κωτό μέχ ρι απέν αν τι, σ την εν δοχ ώρα, γ ια ν α παίρν ω το γ ιο μου, τον Τζούλ ιαν . Το άφην α πάν τα σ το υπόσ τεγ ό σ ου». «Έχ ω εγ ώ υπόσ τεγ ο γ ια βάρκες;» «Ναι, βρίσ κεται σ ε απόσ τασ η περίπου εν ός χ ιλ ιομέτρου με τα πόδια κάτω απ’ το λ όφο, κον τά σ την προβλ ήτα». Θυμήθηκα κάπως αόρισ τα ότι είχ α δει έν α
υπόσ τεγ ο σ τα σ χ έδια του σ πιτιού, όταν πήρα σ τα χ έρια μου τους τίτλ ους ιδιοκτησ ίας. «Τέλ ος πάν των …» σ υν έχ ισ ε. «Το πρόβλ ημα είν αι πως μόλ ις σ ου έδωσ α πίσ ω τα κλ ειδιά σ ου, σ υμπεριλ αμβαν ομέν ου και του κλ ειδιού γ ια το υπόσ τεγ ο». Πήρα σ τα χ έρια μου τα κλ ειδιά και του τα έτειν α. «Πάρε το κλ ειδί γ ια το υπόσ τεγ ο και κράτησ έ το. Μπορείς ν α το χ ρησ ιμοποιείς γ ια όσ ο καιρό θέλ εις. Εγ ώ δεν ν ομίζω ότι θα το χ ρειασ τώ ποτέ μου». «Μπορεί, όμως, ν α θελ ήσ εις ν α βάλ εις κι εσ ύ μέσ α το σ κάφος σ ου», μου είπε με έν α χ αμόγ ελ ο, βγ άζον τας το κλ ειδί από τον κρίκο. «Δ εν έχ ω σ κάφος». «Ο Τζορτζ και η Κέι άφησ αν εδώ το σ κάφος τους όταν έφυγ αν . Κι αν λ άβουμε υπόψ η πόσ α χ ρήματα σ ου χ ρωσ τούν , μάλ λ ον το σ κάφος τους αν ήκει πλ έον σ ’ εσ έν α». «Ούτως ή άλ λ ως, δεν ξέρω τι ν α το κάν ω το σ κάφος», μουρμούρισ α, αν κι έκαν α μια ν οερή σ ημείωσ η ν α ρωτήσ ω σ χ ετικά με αυτό τη φίλ η μου τη Στέισ ι, που ήταν δικηγ όρος. Σήκωσ ε πάλ ι το χ αρτοκιβώτιό του. «Αύριο, θα πάω σ την εν δοχ ώρα γ ια μια σ υν άν τησ η που έχ ω σ το παν επισ τήμιο. Θα ρωτήσ ω τι υλ ικά θα
χ ρειασ τώ γ ια την επισ κευή και θα έρθω εδώ το απόγ ευμα, όταν θα ξέρω πώς ν α επιδιορθώσ ω καλ ύτερα τη ζημιά. Πώς σ ου φαίν εται αυτό το πλ άν ο;» «Μια χ αρά, τέλ ειο». «Θα είχ ες πρόβλ ημα αν έφερν α μαζί μου και το γ ιο μου; Δ εν έχ ω σ ύζυγ ο. Αλ λ ά είν αι καλ ό παιδί και βρίσ κει τρόπους ν α διασ κεδάζει μόν ος του». «Είν αι πάν τα ευπρόσ δεκτος». Τώρα, όμως, με έτρωγ αν δεκάδες ερωτήσ εις. Δ εν είχ ε σ ύζυγ ο. Άραγ ε, η γ υν αίκα του είχ ε πεθάν ει ή ήταν απλ ώς χ ωρισ μέν οι; Πόσ ων ετών ν α ήταν το παιδί του; Και πόσ ο ν έος είχ ε παν τρευτεί; Καθώς είχ α κάν ει κι εγ ώ σ τα δεκαεν ν ιά μου έν α γ άμο με ολ έθρια κατάλ ηξη, πάν τα με εν διέφερε ν α σ υν αν τήσ ω μια αδελ φή ψ υχ ή σ το ίδιο μον οπάτι. Ευτυχ ώς γ ια εμέν α, σ τον δικό μου γ άμο δεν είχ αν υπάρξει παιδιά. Όχ ι επειδή το επέλ εξα· αλ λ ά είχ α έν α ιατρικό πρόβλ ημα που δεν θα μου επέτρεπε ποτέ ν α γ ίν ω μητέρα. Κι αυτό ήταν κάτι με το οποίο ν όμιζα πως είχ α σ υμφιλ ιωθεί εδώ και καιρό. Χαιρέτησ α τον Τζο και σ τάθηκα γ ια λ ίγ ο σ τη βεράν τα, κοιτάζον τας ολ όκλ ηρο το ν ησ ί από ψ ηλ ά. Στη ν ότια πλ ευρά, οι τεράσ τιες, επίπεδες χ λ οερές εκτάσ εις φιλ οξεν ούσ αν μεγ άλ α κοπάδια
από βοοειδή. Στα αν ατολ ικά, ακριβώς απέν αν τι από την εν δοχ ώρα, υπήρχ αν ολ όκλ ηρα σ τρέμματα μαγ κρόβιου δάσ ους: έν α αδιαπέρασ το έλ ος. Από πίσ ω, εκεί όπου δεν μπορούσ α ν α δω, απλ ων όταν ο μαν ιασ μέν ος Ειρην ικός Ωκεαν ός, που έδερν ε με τα αφρισ μέν α του κύματα τους βράχ ους, κι όταν τα ν ερά αποτραβιούν ταν περιοδικά με την άμπωτη, αποκάλ υπταν μια σ τεν ή αμμουδερή παραλ ία. Η απογ ευματιν ή αύρα ήταν δροσ ερή κι ευωδιασ τή και αν ακούφιζε από την υγ ρή ζέσ τη της μέρας. Σε όλ η την έκτασ η του ν ησ ιού, μέχ ρι εκεί όπου έφταν ε το βλ έμμα μου, άν θιζαν άγ ριοι κρόκοι, λ ευκοί και μοβ. Περισ σ ότερα από εκατό χ ρόν ια πριν , παν τού γ ύρω από το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι απλ ών ον ταν σ χ ολ ασ τικά διατηρημέν οι αγ γ λ ικοί κήποι. Γυν αίκες κρατούμεν ες απασ χ ολ ούν ταν σ ε καταν αγ κασ τική εργ ασ ία ως κηπουροί του διευθυν τή της φυλ ακής. Οι κήποι δεν υπήρχ αν πια εδώ και καιρό, όμως οι θυελ λ ώδεις θαλ ασ σ ιν οί άν εμοι είχ αν σ κορπίσ ει παν τού τους σ πόρους των κρόκων , που άν θιζαν ξαν ά κάθε χ ρόν ο ξυπν ών τας την αν άμν ησ η της ισ τορίας τους. Δ εν υπήρχ ε καθόλ ου θόρυβος από την κυκλ οφορία, ούτε τηλ έφων α ν α χ τυπούν γ ια ν α μου υπεν θυμίζουν πόσ ο πίσ ω είχ α μείν ει σ τη
δουλ ειά μου. Κι ούτε υπήρχ ε η πιθαν ότητα ν α πέσ ω πάν ω σ τον Κάμερον και την κοπέλ α του, που ήταν έγ κυος. Τίποτα – μόν ο ο ήχ ος του αν έμου σ τα δέν τρα και ο φλ οίσ βος της θάλ ασ σ ας. Επέσ τρεψ α μέσ α. Τα έπιπλ α ήταν παμπάλ αια αλ λ ά άν ετα. Το ψ υγ είο έβγ αζε έν α ρυθμικό βουητό και το ρολ όι σ το φούρν ο μικροκυμάτων έδειχ ν ε τη σ ωσ τή ώρα. Ο Τζορτζ και η Κέι είχ αν αφήσ ει πίσ ω τους ακόμα και μισ ογ εμάτα μπουκάλ ια με σ αμπουάν και αφρόλ ουτρο σ το μπάν ιο. Αποφάσ ισ α ν α μείν ω μερικές ν ύχ τες. ● Η ν ύχ τα κατέβαιν ε αργ ά, βελ ούδιν η, και η ρόδιν η απόχ ρωσ η πίσ ω από τους φοίν ικες ξεθώριαζε σ ιγ ά σ ιγ ά σ ε έν α γ κριζογ άλ αν ο χ ρώμα. Κάθισ α σ τα μπροσ τιν ά σ καλ οπάτια του σ πιτιού μες σ τη μυρωμέν η θαλ πωρή της βραδιάς και, καθώς παρακολ ουθούσ α τα άσ τρα ν α κάν ουν την εμφάν ισ ή τους σ τον ουραν ό, σ υν ειδητοποίησ α πόσ ο λ ίγ ο χ ρόν ο περν ούσ α σ το ύπαιθρο όταν βρισ κόμουν σ το Σίδν εϊ. Το διαμέρισ μά μου, που μου είχ ε κοσ τίσ ει μια μικρή περιουσ ία, είχ ε από παν τού θέα σ τους χ ρυσ αφέν ιους οβελ ίσ κους του
καθεδρικού Σεν τ Μέρι, όμως δεν ήταν παρά όψ εις της πόλ ης, εν ώ τα άσ τρα έμοιαζαν θαμπά ή δεν φαίν ον ταν καθόλ ου πάν ω από τα έν τον α φώτα του Σίδν εϊ. Σε αλ λ οτιν ούς, πιο ευτυχ ισ μέν ους καιρούς, ο Κάμερον κι εγ ώ καθόμασ τε σ τη σ κεπασ τή βεράν τα μας και απολ αμβάν αμε μαζί έν α τζιν με τόν ικ. Αλ λ ά από το χ ωρισ μό μας και μετά, περν ούσ α τον περισ σ ότερο χ ρόν ο μου μες σ το διαμέρισ μά μου, κλ ειδωμέν η σ το γ ραφείο μου, γ ράφον τας ή προσ παθών τας ν α γ ράψ ω. Το πρώτο τσ ίμπημα κουν ουπιού με έσ τειλ ε πίσ ω σ το σ πίτι. Έκλ εισ α την πόρτα της βεράν τας και άν αψ α τη λ άμπα σ το σ αλ όν ι. Πλ ησ ίασ α σ το τζάκι και διέτρεξα με το δάχ τυλ ό μου τη ρωγ μή μέχ ρι εκεί που μπορούσ α ν α φτάσ ω. Δ εν υπήρχ αν άλ λ ες κρυμμέν ες δεσ μίδες σ ελ ίδων με τον γ ραφικό χ αρακτήρα της Έλ εν ορ. Στράφηκα και επιθεώρησ α το δωμάτιο. Η αρχ ική τούβλ ιν η υποδομή ήταν κρυμμέν η κάτω από τη γ ύψ ιν η επέν δυσ η και την ταπετσ αρία. Τότε, θυμήθηκα πως σ το γ ραφείο υπήρχ ε έν ας ακάλ υπτος τούβλ ιν ος τοίχ ος. Έτσ ι, πήγ α ως εκεί, άν αψ α το φως και άρχ ισ α ν α βαδίζω αργ ά από τη μια άκρη του δωματ ίου ως την άλ λ η, παρατηρών τας προσ εκτικά τα τούβλ α γ ια ν α
εν τοπίσ ω κάποιο χ άσ μα. Τα δάχ τυλ ά μου διέτρεχ αν τις εν ώσ εις των τούβλ ων σ τον τοίχ ο, που ήταν τραχ ύς και παγ ωμέν ος. Δ εν βρήκα τίποτα. Αλ λ ά ακόμα και αν έβρισ κα κάτι, πιθαν ότατα θα ήταν πάλ ι κάποιες σ ελ ίδες από το παιδικό ημερολ όγ ιο της Έλ εν ορ. Παρ’ όλ α αυτά, οι ελ πίδες μου είχ αν αν απτερωθεί. Ίσ ως τελ ικά ν α έβρισ κα εκείν α τα χ αρτιά που τόσ ο ον ειρευόμουν ν α αν ακαλ ύψ ω, εκείν α τα χ αρτιά που θα μπορούσ αν ν α αλ λ άξουν τα πάν τα γ ια εμέν α. Τα γ ραπτά της Έλ εν ορ πέρασ αν σ την οικογ έν ειά μας, όταν , πριν από δέκα χ ρόν ια, πέθαν ε ο παππούς μου. Έν α τεράσ τιο μπαούλ ο που μύριζε μούχ λ α, γ εμάτο ως πάν ω με επισ τολ ές και καταλ όγ ους και προσ χ έδια και ισ τορίες και ποιήματα. Δ εν υπήρχ ε εκεί μέσ α καν έν α ημερολ όγ ιο, κι έτσ ι μου φάν ηκε παράξεν ο το γ εγ ον ός ότι κρατούσ ε ημερολ όγ ιο όταν ήταν παιδί. Εκείν η την περίοδο, και οι δύο αδελ φές μου ήταν πολ ύ απασ χ ολ ημέν ες με τις δουλ ειές τους, ώσ τε ν α μπορέσ ουν ν α ασ χ ολ ηθούν με τα χ αρτιά της προγ ιαγ ιάς μας, εν ώ η μητέρα μου δεν διέθετε την απαραίτητη υπομον ή, ώσ τε ν α καταπιασ τεί με τα μικρά ορν ιθοσ καλ ίσ ματα από μελ άν ι. Εγ ώ ήμουν είκοσ ι πέν τε ετών , είχ α χ ωρίσ ει πρόσ φατα
και είχ α μόλ ις αλ λ άξει δουλ ειά –από πωλ ήτρια οπωροπωλ είου σ ε υπάλ λ ηλ ο παιδικού σ ταθμού– γ ια μια ακόμα φορά, όπως είχ ε επισ ημάν ει δηκτικά η μητέρα μου. Έτσ ι, το ξεκαθάρισ μα των χ αρτιών θεωρήθηκε από την αρχ ή δικό μου καθήκον . Τα διάβασ α όλ α. Και κατέλ ηξα ν α αγ απήσ ω την Έλ εν ορ μέσ α από την αν ακάλ υψ η του εύσ τροφου ν ου της, τις ευφάν τασ τες αν ατροπές σ τη γ ραφή της, την ειλ ικρίν ειά της και το μερικές φορές τολ μηρό χ ιούμορ της. Όταν αγ όρασ α το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι, και προτού εγ κατασ ταθούν οι εν οικιασ τές, ερεύν ησ α εξον υχ ισ τικά ολ όκλ ηρο το σ πίτι, ελ πίζον τας ν α αν ακαλ ύψ ω και άλ λ α γ ραπτά της. Βρήκα μια παλ ιά βαλ ίτσ α σ τη σ οφίτα. Εκεί μέσ α, υπήρχ αν κυρίως ποιήματα και διηγ ήματα. Πίσ τεψ α τότε πως είχ α εξαν τλ ήσ ει όλ ες τις πιθαν ότητες ν α βρω άλ λ α γ ραπτά της. Απόψ ε, όμως, αν αρωτιόμουν τι άλ λ ο θα μπορούσ ε ν α βρίσ κεται κρυμμέν ο μες σ το σ πίτι, σ ε κόγ χ ες και σ χ ισ μές, πίσ ω από τις αν ακαιν ίσ εις, κάτω από τα χ αλ ιά και τα σ αν ίδια. Η Έλ εν ορ είχ ε ζήσ ει εδώ μέχ ρι το θάν ατό της σ ε ηλ ικία εβδομήν τα εν ν ιά ετών . Άραγ ε, τι άλ λ ο ν α είχ ε γ ράψ ει; Ειλ ικριν ά, λ αχ ταρούσ α απελ πισ μέν α ν α τα βρω όλ α.
Πήγ αιν α από το έν α δωμάτιο σ το άλ λ ο, μέχ ρι που γ ύρισ α όλ ο το σ πίτι. Το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι ήταν έν α σ πίτι χ ωρίς αρχ ιτεκτον ικό σ χ έδιο, σ ε σ χ ήμα Τ. Το σ αλ όν ι, η τραπεζαρία και η κουζίν α έβλ επαν σ τον κεν τρικό διάδρομο· η δυτική πτέρυγ α φιλ οξεν ούσ ε τρεις κρεβατοκάμαρες και έν α μπάν ιο· και σ την αν ατολ ική πτέρυγ α έβλ επαν τα δωμάτια που είχ αν μετατραπεί σ ε χ ώρους της εταιρείας που διοργ άν ων ε εκδρομές γ ια την παρατήρησ η φαλ αιν ών . Ολ όκλ ηρο το σ πίτι ήταν περιτριγ υρισ μέν ο από ξύλ ιν ες βεράν τες, έτσ ι ώσ τε τις καυτές καλ οκαιριν ές μέρες ν α καλ οδέχ εται τη θαλ ασ σ ιν ή αύρα. Έψ αξα σ τις κορν ίζες και τα σ οβατεπιά, αν ασ ήκωσ α έν α χ αλ αρό πλ ακάκι σ το λ ουτρό, έριξα μια ματιά κάτω από το λ ιν οτάπητα σ την κουζίν α, χ τύπησ α τους τοίχ ους των υπν οδωματίων μήπως και αφουγ κρασ τώ κάποιον κούφιο ήχ ο. Τελ ικά, παραδέχ τηκα πως δεν ήξερα τι έκαν α και πως ήταν μάλ λ ον απίθαν ο ν α βρω οτιδήποτε. Κατευθύν θηκα πάλ ι προς το γ ραφείο. Κάθισ α σ το πιο μεγ άλ ο τραπέζι εργ ασ ίας. Έν α ημερολ όγ ιο γ ραφείου ήταν εκεί πάν ω, αν οιχ τό σ την 31 η Ιουλ ίου. Ίσ ως αυτή ν α ήταν η τελ ευταία μέρα που ο Τζορτζ και η Κέι εργ άσ τηκαν σ ε εκείν ο το γ ραφείο, προτού μαζέψ ουν βιασ τικά τα
πράγ ματά τους και εξαφαν ισ τούν χ ωρίς ν α πλ ηρώσ ουν τα χ ρέη τους. Αλ λ ά αυτή ήταν και η ημερομην ία σ την οποία θα έπρεπε ν α είχ α παραδώσ ει το επόμεν ο βιβλ ίο μου. Μια προθεσ μία χ αμέν η εδώ και δέκα εβδομάδες τώρα. Έν ιωσ α σ τα σ ωθικά μου την οικεία αίσ θησ η εν ός σ φιξίματος κι εν ός βάρους και κατέβαλ α προσ πάθεια γ ια ν α πάρω αν άσ α και ν α το ξεπεράσ ω. «Είν αι έν α μπλ οκάρισ μα απ’ αυτά που παθαίν ουν οι σ υγ γ ραφείς», είχ ε πει η μητέρα μου και το ίδιο είχ αν επαν αλ άβει η Μάρλ α και οι αδελ φές μου και η Στέισ ι, ακόμα και ο Κάμερον , όταν ήρθε με έν α καρότσ ι γ ια ν α πάρει τα τελ ευταία πράγ ματά του που είχ αν απομείν ει σ το διαμέρισ μά μου. Αλ λ ά σ ε καμία περίπτωσ η μια τόσ ο απλ ουσ τευτική φράσ η δεν μπορούσ ε ν α περιγ ράψ ει πόσ ο δυσ κολ ευόμουν ν α βρω τις κατάλ λ ηλ ες λ έξεις και ν α τις βάλ ω σ ε μια σ ειρά. Επέσ τρεψ α σ την αν ατολ ική πτέρυγ α και επέλ εξα μια κρεβατοκάμαρα. Νομίζω πως ήταν το δωμάτιο των φιλ οξεν ούμεν ων . Δ εν ήθελ α ν α πάω σ το δωμάτιο του Τζορτζ και της Κέι και ν α μείν ω όλ η τη ν ύχ τα ξαπλ ωμέν η εκεί, αν αλ ογ ιζόμεν η πόσ ες φορές είχ αν σ υζητήσ ει σ το ίδιο εκείν ο κρεβάτι γ ια την επιχ είρησ ή τους που κατέρρεε και γ ια τα χ ρέη
τους που όλ ο και αυξάν ον ταν . Είχ α ήδη αρκετές δικές μου έγ ν οιες ν α με κρατούν άγ ρυπν η.
3 - Βαθιά Σιγ ή
Ξύπν ησ α μέσ α σ ε μια βαθιά σ ιγ ή. Μου πήρε λ ίγ α λ επτά γ ια ν α θυμηθώ πού βρισ κόμουν . Οι μον αδικοί ήχ οι που ακούγ ον ταν ήταν ο παφλ ασ μός του μακριν ού ωκεαν ού και το τιτίβισ μα των σ πουργ ιτιών σ τα δέν τρα. Βρέθηκα με μια περισ τροφή σ την άλ λ η πλ ευρά του κρεβατιού και κοίταξα το κιν ητό μου τηλ έφων ο. Δ εν υπήρχ ε πια η έν δειξη ότι ήταν εφικτές μόν ο επείγ ουσ ες κλ ήσ εις και είδα πως είχ α λ ίγ ο σ ήμα. Έν τρομη σ τη σ κέψ η ότι θα μπορούσ ε ν α μου τηλ εφων ήσ ει η πράκτοράς μου, η Μάρλ α, το απεν εργ οποίησ α. Αυτό που έκαν ε το πρωιν ό τόσ ο ήσ υχ ο δεν ήταν η παν τελ ής απουσ ία του θορύβου από την κυκλ οφορία των αυτοκιν ήτων ή από τα βήματα των περασ τικών : ήταν το γ εγ ον ός ότι δεν υπήρχ ε καν έν ας απολ ύτως τρόπος ν α δω τα μέιλ μου ή ν α τηλ εφων ήσ ω σ ε κάποιον ή ν α σ τείλ ω κεφάτες απαν τήσ εις σ τις επαφές μου σ το Twitter. Καν είς δεν μπορούσ ε ν α με βρει εδώ. Καν είς δεν μπορούσ ε ν α περιμέν ει ότι θα απαν τούσ α σ ε οποιοδήποτε μήν υμα. Είχ α χ ρόν ια ν α ν ιώσ ω τόσ ο ήρεμη.
Και τότε ήταν που μου ήρθε η ιδέα. Δ εν θα επέσ τρεφα σ το σ πίτι μου. Δ εν θα έφευγ α καν από το ν ησ ί. Θα ζητούσ α από τη Στέισ ι ν α επισ τρατεύσ ει το κουράγ ιο της και ν α πάει σ το σ πίτι της μητέρας μου, σ την εν δοχ ώρα, κι έπειτα ν α μου φέρει εδώ τη βαλ ίτσ α μου. Είχ α σ την τσ άν τα μου τον φορητό υπολ ογ ισ τή μου. Μπορούσ α ν α γ ράψ ω. Ο κόσ μος θα εξαφαν ιζόταν . Θα ήμουν μόν η μου με το μυθισ τόρημά μου και, με κάποιο τρόπο, θα κατόρθων α ν α το γ ράψ ω προτού λ ήξει και η ν έα προθεσ μία μου – από την οποία δεν με χ ώριζαν παρά μόλ ις δύο μήν ες. Ήμουν τόσ ο εν θουσ ιασ μέν η, τόσ ο σ ίγ ουρη, που πήδηξα σ την κυριολ εξία από το κρεβάτι και εν εργ οποίησ α ξαν ά το κιν ητό μου τηλ έφων ο. Το σ ήμα ήταν ακόμα καλ ύτερο έξω σ τη βεράν τα, κι έτσ ι μπόρεσ α ν α καλ έσ ω τον αριθμό της Μάρλ α. Άρχ ισ ε ν α χ τυπάει προτού σ υν ειδητοποιήσ ω πως η ώρα ήταν μόλ ις έξι το πρωί. «Ναι;» είπε αν ήσ υχ α. «Με σ υγ χ ωρείς, Μάρλ α. Σε ξύπν ησ α;» «Ασ φαλ ώς όχ ι. Ξύπν ησ α σ τις πέν τε γ ια ν α πάω γ ια τρέξιμο». Η Μάρλ α ήταν μια υπερβολ ικά αδύν ατη γ υν αίκα απροσ διόρισ της ηλ ικίας, η οποία, απ’ ό,τι είχ α
αν τιλ ηφθεί, ζούσ ε με καφέ και πράσ ιν ες σ αλ άτες. «Γιατί, όμως, μου τηλ εφών ησ ες τόσ ο ν ωρίς; Μήπως έχ εις καλ ά ν έα;» «Ναι, έτσ ι ν ομίζω. Βρίσ κομαι σ το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι, το παλ ιό σ πίτι της προγ ιαγ ιάς μου. Και είν αι το τέλ ειο καταφύγ ιο γ ια έν α σ υγ γ ραφέα. Ξέρω ότι εδώ θα μπορέσ ω ν α τελ ειώσ ω το βιβλ ίο μου». Η αποφασ ισ τικότητά μου κλ ον ίσ τηκε λ ίγ ο σ ε αυτή την τελ ευταία φράσ η. Ήλ πιζα, όμως, πως είχ α κατορθώσ ει ν α το κρύψ ω. «Χμ, αλ ήθεια;» Η Μάρλ α ακουγ όταν σ αν ν α αμφέβαλ λ ε. «Σίγ ουρα. Εδώ πέρα δεν υπάρχ ει τίποτα που θα μπορούσ ε ν α μ’ αποσ πάσ ει. Θα είμασ τε εν τελ ώς μόν οι εγ ώ κι ο υπολ ογ ισ τής μου. Τίποτα άλ λ ο. Τίποτα. Απολ ύτως τίποτα». Πήρα μια βαθιά αν άσ α. «Νίν α, γ λ υκιά μου, δεν θέλ ω ν α σ ε πιέζω τόσ ο πολ ύ, αλ λ ά ξέρεις ότι οι εκδότες μού έχ ουν βάλ ει το μαχ αίρι σ το λ αιμό. Δ εν θα μπορώ ν α σ ε δικαιολ ογ ώ σ υν έχ εια. Είσ αι σ ίγ ουρη αυτή τη φορά; Δ εν θα ήσ ουν καλ ύτερα εδώ, όπου θα μπορούσ α ν α σ ’ έχ ω κι εγ ώ σ το ν ου μου; Έτσ ι ώσ τε ν α σ ε κρατάω προσ ηλ ωμέν η σ ε κάποιους εβδομαδιαίους σ τόχ ους;»
Και ν α διακιν δύν ευα ν α τους σ υν αν τήσ ω ξαν ά; Όχ ι, όχ ι, χ ίλ ιες φορές όχ ι. «Ξέρω ότι αυτή είν αι η καλ ύτερη απόφασ η που θα μπορούσ α ν α πάρω», είπα όσ ο πιο δυν αμικά μπορούσ α. Εκείν η μου απάν τησ ε κάτι, όμως η γ ραμμή έκαν ε διακοπές, κι έτσ ι δεν μπόρεσ α ν α καταλ άβω τι μου έλ εγ ε. «Συγ γ ν ώμη. Αλ λ ά δεν έχ ω καλ ό σ ήμα εδώ», της είπα. Έπειτα, η γ ραμμή έπεσ ε απότομα. «Που ν α πάρει!» φών αξα, ταρακουν ών τας το τηλ έφων ο, λ ες κι αυτό θα μπορούσ ε ν α βοηθήσ ει. Άρπαξα την τσ άν τα μου από το πίσ ω μέρος της πόρτας. Είχ α δει σ τους πρόποδες του λ όφου έν α τηλ έφων ο που λ ειτουργ ούσ ε με κέρματα. Το πρωιν ό ήταν δροσ ερό και καθάριο, με πάχ ν η σ τη χ λ όη και βαριές οσ μές σ τον αέρα: φύκια, κοπριά αγ ελ άδων , λ ασ πωμέν οι αγ ροί και η γ λ υκιά σ αν βαν ίλ ια μυρωδιά από τις γ αρδέν ιες που άν θιζαν σ τους μπροσ τιν ούς κήπους των σ πιτιών . Ο χ ωματόδρομος οδηγ ούσ ε σ τη βάσ η του λ όφου μέσ α από βοσ κοτόπια –υπήρχ αν παν τού αγ ελ άδες πίσ ω από σ υρματοπλ έγ ματα και από τις δύο πλ ευρές του– και περν ούσ ε από έν α παλ ιό κτίριο
με έν αν ξύλ ιν ο φράχ τη, το οποίο είχ ε τώρα μετατραπεί σ ε μικρό εμπορικό κέν τρο: έν α παν τοπωλ είο που λ ειτουργ ούσ ε και ως ταχ υδρομείο, έν α κατάσ τημα με χ ειροτεχ ν ήματα που πουλ ούσ ε και τουρισ τικά είδη, και έν α καφέ. Ήταν όλ α κλ εισ τά. Στο Νησ ί της Φωτιάς, ζούσ αν μόν ο τριακόσ ιοι άν θρωποι, και οι περισ σ ότεροι από αυτούς ήταν διασ κορπισ μέν οι σ τις φάρμες. Έτσ ι, η κίν ησ η σ τα εμπορικά κατασ τήματα ήταν ελ άχ ισ τη και σ πάν ια. Και σ τις έξι το πρωί, ήταν υπερβολ ικά ν ωρίς γ ια ν α έχ ουν αν οίξει τα λ ιγ οσ τά μαγ αζιά. Βρήκα τον τηλ εφων ικό θάλ αμο και έριξα μερικά κέρματα σ τη σ χ ισ μή. Δ εν μπορούσ α καν ν α θυμηθώ πότε είχ α χ ρησ ιμοποιήσ ει γ ια τελ ευταία φορά τηλ έφων ο με κερματοδέκτη. Μου φαιν όταν σ αν κάτι που αν ήκε σ ε μια άλ λ η, πιο αθώα εποχ ή. Το τηλ έφων ο ακούσ τηκε ν α χ τυπάει σ την άλ λ η άκρη της γ ραμμής και η Μάρλ α το σ ήκωσ ε αμέσ ως. «Τι είδους μέρος είν αι αυτό που δεν έχ ουν καν σ ήμα τα κιν ητά;» με ρώτησ ε, χ ωρίς ν α πει έσ τω έν α «γ εια». «Έν α ν ησ ί σ τη μέσ η εν ός όρμου, όπου είμαι σ ίγ ουρη πως θα μπορέσ ω ν α προχ ωρήσ ω το βιβλ ίο μου».
«Χμ… Έσ τω. Εγ ώ σ ου έλ εγ α προηγ ουμέν ως ότι προσ παθούσ α ν α επικοιν ων ήσ ω μαζί σ ου. Είχ α μια πρόσ κλ ησ η γ ια εσ έν α – μου πρότειν αν ν α πας σ τη Σιγ καπούρη, με όλ α τα έξοδα πλ ηρωμέν α, πρώτη θέσ η. Γίν εται κάποιο διεθν ές σ υμπόσ ιο, κάτι γ ια τον Μεσ αίων α σ τον κιν ηματογ ράφο και τη λ ογ οτεχ ν ία. Θέλ ουν ν α μιλ ήσ εις γ ια την έρευν α που έχ εις κάν ει γ ια ν α γ ράψ εις τα βιβλ ία σ ου». Τα βιβλ ία μου, με ηρωίδα τη «Χήρα Γουέιλ αν τ», ήταν μια σ ειρά μυθισ τορημάτων μυσ τηρίου που εκτυλ ίσ σ ον ταν το 1 320 και είχ αν ως ηρωίδα μια παν έξυπν η χ ήρα ν τετέκτιβ. Το BBC είχ ε διασ κευάσ ει δύο μυθισ τορήματά μου γ ια την τηλ εόρασ η. Είχ α πουλ ήσ ει σ χ εδόν δώδεκα εκατομμύρια αν τίτυπα. Αυτά τα πράγ ματα θα έπρεπε ν α έχ ουν σ υμβεί σ ε κάποια άλ λ η, όχ ι σ ’ εμέν α. Ήμουν , βέβαια, απίσ τευτα ευγ ν ώμων γ ια την επιτυχ ία μου: δεν μπορεί καν είς ν α φαν τασ τεί πόσ ο ευγ ν ώμων . Αλ λ ά έν α πράγ μα που μισ ούσ α περισ σ ότερο από οτιδήποτε άλ λ ο ήταν ν α μου ζητούν ν α μιλ ήσ ω γ ια την ισ τορική μου έρευν α. «Όχ ι, είμαι απασ χ ολ ημέν η». «Το σ υμπόσ ιο θα γ ίν ει μετά τη λ ήξη της προθεσ μίας σ ου». «Όχ ι, δεν θέλ ω».
«Εν τάξει, είν αι δικαίωμά σ ου», μου αποκρίθηκε με τον σ υν ηθισ μέν ο απότομο τρόπο της. «Θα τους αποφύγ ω ευγ εν ικά. Λοιπόν , τι θα έλ εγ ες ν α μου έσ τελ ν ες αυτά που έχ εις γ ράψ ει μέχ ρι τώρα;» Μου κόπηκε η αν άσ α. Το πρώτο μισ ό του βιβλ ίου, το οποίο είχ α κατορθώσ ει ν α γ ράψ ω με κάποιο τρόπο, ήταν φρικτό. Έλ εγ α σ υν έχ εια σ τον εαυτό μου ότι θα το διόρθων α αργ ότερα, σ την επιμέλ εια, όμως όλ οι όσ οι είχ αν αγ απήσ ει τη χ ήρα ν τετέκτιβ μου σ ίγ ουρα θα απογ οητεύον ταν . Δ εν ήταν δυν ατόν ν α αφήσ ω τη Μάρλ α ν α το διαβάσ ει προτού το διορθώσ ω. Στριφογ υρν ούσ α το καλ ώδιο του τηλ εφών ου γ ύρω από τα δάχ τυλ ά μου και ξεροκατάπιν α. «Μόλ ις αποκτήσ ω πρόσ βασ η σ το μέιλ μου, θα σ ’ το σ τείλ ω», της υποσ χ έθηκα, γ ν ωρίζον τας εκ των προτέρων ότι θα αθετούσ α αυτή την υπόσ χ εσ η. Η Μάρλ α δεν ήταν αν όητη, όμως δεν επέμειν ε περισ σ ότερο. «Θα περιμέν ω, λ οιπόν , ν α μου σ τείλ εις κάτι μες σ τις επόμεν ες δύο εβδομάδες», μου είπε με έν αν κοφτό επαγ γ ελ ματικό τόν ο. Μετά, μαλ άκωσ ε. «Καλ ή μου, μήπως όλ ο αυτό έχ ει κάποια σ χ έσ η με τον Κάμερον και την Τίγ καν ; Αυτός είν αι ο λ όγ ος που δεν θέλ εις ν α επισ τρέψ εις;» «Όχ ι, όχ ι, δεν έχ ει καμία σ χ έσ η μ’ αυτό. Κι
εύχ ομαι ν α είν αι καλ ά κι οι δυο τους, το ξέρεις αυτό. Θέλ ω απλ ώς ν α σ υγ κεν τρωθώ και ν α τελ ειώσ ω το βιβλ ίο. Έχ ω μείν ει πολ ύ πίσ ω. Νιώθω πως…» Ήμουν έτοιμη ν α πω «Νιώθω πως δεν θα το ολ οκλ ηρώσ ω ποτέ», όμως δεν ήταν φρόν ιμο ν α πω κάτι τέτοιο σ την πράκτορά μου. «Νιώθω πως εδώ πέρα θα μπορέσ ω ν α βγ άλ ω εξαιρετική δουλ ειά». Ακούμπησ α την πλ άτη μου σ το τζάμι και κοίταξα γ ύρω μου, τα κατασ τήματα, την κιτριν ωπή χ λ όη και τον ωχ ρό πρωιν ό ουραν ό. «Πολ ύ καλ ά, λ οιπόν . Εσ ύ γ ν ωρίζεις τον εαυτό σ ου καλ ύτερα απ’ τον καθέν α, γ λ υκιά μου. Να προσ έχ εις». Κρέμασ α το ακουσ τικό σ τη θέσ η του κι έμειν α γ ια λ ίγ ο εκεί. Ο Κάμερον και η Τίγ καν … Πρόφερα φων αχ τά το όν ομά της. «Τίγ καν ». Ναι, εξακολ ουθούσ ε ν α μου προκαλ εί πόν ο. Η Τίγ καν , που έμεν ε δύο ορόφους πιο κάτω από εμάς. Που ερχ όταν σ τα πάρτι μας. Νέα, με γ λ υκό πρόσ ωπο, μαυρισ μέν ο δέρμα και άψ ογ ο χ τέν ισ μα. Όλ α όσ α δεν ήμουν ποτέ εγ ώ, με τα ξεπλ υμέν α και μπερδεμέν α μαλ λ ιά μου, τα γ εμάτα φακίδες μέλ η μου –σ υν έπεια των παιδικών μου χ ρόν ων σ το ηλ ιόλ ουσ το Κουίν σ λ αν τ– και το μέτωπο με τις βαθιές ρυτίδες, κατάλ οιπο όλ ων των χ ρόν ων που
υπήρξα τόσ ο απελ πισ τικά σ οβαρή. Πάν τως, είχ α σ υμπαθήσ ει την Τίγ καν . Δ εν είχ ε εργ ασ τεί ποτέ σ τη ζωή της σ ε μια καν ον ική δουλ ειά και ο πλ ούσ ιος πατέρας της της είχ ε αγ οράσ ει εκείν ο το διαμέρισ μα, κι έτσ ι υπήρχ ε πάν ω της κάτι κοριτσ ίσ τικο που ήταν ελ κυσ τικό. Μακάρι ν α μπορούσ α ν α πω ότι ο Κάμερον κι εγ ώ είχ αμε περάσ ει έξι ευτυχ ισ μέν α χ ρόν ια μαζί, όμως δεν είν αι αλ ήθεια. Περάσ αμε έν αν ευτυχ ισ μέν ο χ ρόν ο μαζί, έπειτα έν α χ ρόν ο γ εμάτο ελ πίδες, και άλ λ α τέσ σ ερα κουρασ τικά χ ρόν ια, σ τη διάρκεια των οποίων προσ παθούσ ε ν α με πείσ ει ν α δοκιμάσ ω την εξωσ ωματική γ ον ιμοποίησ η, την υιοθεσ ία, την αν αδοχ ή, οτιδήποτε. Οτιδήποτε θα μπορούσ ε ν α τον κάν ει πατέρα. Ήδη σ τον προηγ ούμεν ο γ άμο μου, είχ α υποψ ιασ τεί ότι δεν μπορούσ α ν α μείν ω έγ κυος. Οι υποψ ίες μου επιβεβαιώθηκαν με την ιατρική διάγ ν ωσ η, κι έτσ ι δεν το ξαν ασ κέφτηκα. Σταμάτησ α ν α ον ειρεύομαι μωρά με παχ ουλ ά μπρατσ άκια και παρηγ ορούσ α τον εαυτό μου με διαβεβαιώσ εις ότι έτσ ι θα ταξίδευα περισ σ ότερο ή ότι κάποια μέρα θα αποκτούσ α έν α-δυο όμορφα σ κυλ ιά. Κι έτσ ι, την εποχ ή που βρέθηκα με τον Κάμερον , η σ υν αισ θηματική μου οδύν η δεν πήγ αζε από τη
σ κέψ η των παιδιών που δεν θα αποκτούσ αμε ποτέ μαζί. Πήγ αζε από τη μόν ιμη αίσ θησ η πως το σ ώμα μου ήταν κατά κάποιο τρόπο ελ αττωματικό, πως δεν ήταν αρκετά καλ ό γ ια εκείν ον . Κοίταξα την αν ταν άκλ ασ η της εικόν ας μου σ το παράθυρο του απέν αν τι καφέ. Δ εν είχ α καθόλ ου καμπύλ ες. Μικρά σ φιχ τά σ τήθη, γ οφοί που έδειχ ν αν υπέροχ οι μέσ α σ ε εφαρμοσ τά τζιν . Δ εν υπήρχ ε τίποτα το έν τον α θηλ υκό πάν ω μου, αλ λ ά αυτό δεν με είχ ε απασ χ ολ ήσ ει ποτέ. Όμως, τα χ ρόν ια που έζησ α με τον Κάμερον είχ αν υπον ομεύσ ει την αυτοπεποίθησ η και τις αν τοχ ές μου. Η σ ταθερή μου άρν ησ η ν α «διερευν ήσ ω τις δυν ατότητες», όπως έλ εγ ε, τελ ικά έγ ιν ε αφόρητη. Έδωσ α εγ ώ η ίδια έν α τέλ ος σ τη σ χ έσ η μας, λ έγ ον τας σ τον εαυτό μου ότι ήταν γ ια το δικό του καλ ό. Ώσ τε ν α μπορέσ ει ν α βρει κάποια άλ λ η. Αλ λ ά αποδείχ τηκε πιο δύσ κολ ο απ’ όσ ο ν όμιζα. Ο Κάμερον ήταν επίσ ης σ υγ γ ραφέας. Είχ αμε τον ίδιο εκδότη, οι δρόμοι μας διασ ταυρών ον ταν από καιρό σ ε καιρό, και σ υζητούσ αμε τάχ α αν έμελ α, εν ώ κάτω από την επιφάν εια κρύβον ταν σ κοτειν ά, αν εκδήλ ωτα σ υν αισ θήματα. Εκείν ος φάν ηκε ν α βρίσ κει αν ακούφισ η με το γ ράψ ιμο μετά το χ ωρισ μό μας. Δ ημοσ ίευσ ε δύο ποιητικές σ υλ λ ογ ές
μέσ α σ ε μόλ ις λ ίγ ους μήν ες. Εγ ώ ήμουν μουδιασ μέν η, αν ίκαν η ν α σ υγ κεν τρωθώ, και ζούσ α μέσ α σ ε μια μόν ιμη κατάσ τασ η φόβου και θλ ίψ ης. Κι έπειτα, μια μέρα, δέκα μήν ες αφότου είχ ε φύγ ει από το διαμέρισ μά μου, επέσ τρεφα από το καφέ που σ τεγ αζόταν σ το ισ όγ ειο της πολ υκατοικίας μου –αυτό ήταν το μικρό μου τελ ετουργ ικό και η μον αδική μου εξόρμησ η έξω από το σ πίτι: καφές σ τις δέκα το πρωί– και οι πόρτες του ασ αν σ έρ άν οιξαν , αποκαλ ύπτον τας τον Κάμερον και την Τίγ καν . Ήταν πιασ μέν οι τρυφερά από το χ έρι. Η φουσ κωμέν η κοιλ ιά της Τίγ καν διαγ ραφόταν ξεκάθαρα κάτω από το μεταξωτό ύφασ μα της ακριβής μπλ ούζας εγ κυμοσ ύν ης που φορούσ ε. «Νίν α!» είπε μόν ο ο Κάμερον , αιφν ιδιασ μέν ος. Είχ ε σ ασ τίσ ει. Η Τίγ καν χ αμογ έλ ασ ε γ λ υκά και διέκριν α τον οίκτο σ τα μάτια της. «Νίν α, ήθελ α ν α έρθω ν α σ ου μιλ ήσ ω». Εκείν η τη σ τιγ μή, έπρεπε ν α αποφασ ίσ ω αν θα έβαζα το κοκαλ ιάρικο, σ τείρο κορμί μου μες σ το ασ αν σ έρ, δίπλ α σ το χ υμώδες και σ τρογ γ υλ εμέν ο δικό της. Και έν ιωσ α ότι δεν μπορούσ α ν α το κάν ω. Δ εν μπορούσ α ν α αν εβώ έτσ ι μαζί τους δεκαπέν τε
ορόφους, μέσ α σ ε μια καυτή σ ιωπή. Κι έτσ ι, έκαν α μεταβολ ή και το έβαλ α σ τα πόδια. Κατέλ ηξα σ το Νησ ί της Φωτιάς μόλ ις τέσ σ ερις μέρες αργ ότερα. ● Έπρεπε ν α ασ χ ολ ηθώ πολ ύ σ οβαρά με τη δουλ ειά μου. Δ εν μπορούσ α ν α εξακολ ουθήσ ω την προσ πάθειά μου ν α γ ράψ ω όσ ο παρέμεν α παγ ιδευμέν η μες σ την ομίχ λ η των εν οχ ών και της απελ πισ ίας. Πέρασ α αρκετή ώρα προσ παθών τας ν α διαλ έξω έν α από τα τραπέζια του γ ραφείου. Υ πήρχ αν δύο τραπέζια εργ ασ ίας: έν α με θέα σ τα παρτέρια του κήπου και τα κλ αδιά των δέν τρων και έν α άλ λ ο με θέα σ ε ολ όκλ ηρο το ν ησ ί, μέχ ρι πέρα σ τη θάλ ασ σ α. Κάθισ α σ το πρώτο, μετά δοκίμασ α το δεύτερο, και αποφάσ ισ α τελ ικά ότι η θέα των δέν τρων θα με αποσ πούσ ε λ ιγ ότερο. Συν έδεσ α τον υπολ ογ ισ τή μου σ την πρίζα δίπλ α σ το πρώτο τραπέζι και, εν ώ περίμεν α ν α φορτισ τεί, ετοίμασ α έν α τσ άι. Αυτή τη φορά, ν αι, αυτή τη φορά θα έγ ραφα. Θα έγ ραφα οπωσ δήποτε. Κάθισ α, άν οιξα το αρχ είο μου και το κοίταξα. Λέξεις με μαύρο χ ρώμα πάν ω σ ε λ ευκή σ ελ ίδα, όπως και όλ α τα προηγ ούμεν α βιβλ ία μου. Δ εν
υπήρχ ε καμία διαφορά. Όλ α θα πήγ αιν αν καλ ά. Μπορούσ α ν α αγ ν οήσ ω εκείν ο το κεν ό μέσ α μου που είχ ε πάρει τη θέσ η της αυτοπεποίθησ ής μου. Ο κέρσ ορας τρεμόπαιξε. Πέρασ α τα χ έρια μου πάν ω από το πλ ηκτρολ όγ ιο και έγ ραψ α: Η Έλ εν ορ εξ έτασε τα ν ύχ ια του ν εκρού άν τρα. «Έλ εν ορ» ήταν το μικρό όν ομα της Χήρας Γουέιλ αν τ, όπως και της προγ ιαγ ιάς μου. Είχ ε αν ακαλ ύψ ει έν α πτώμα. Η Χήρα Γουέιλ αν τ πάν τα αν ακάλ υπτε πτώματα, με τρόπο εν τελ ώς τυχ αίο ή από κάποια περίεργ η σ ύμπτωσ η· κι ήταν πραγ ματικά απορίας άξιο πώς καν είς δεν υποπτεύτηκε ποτέ εκείν η ως δολ οφόν ο. Σε αυτή την ισ τορία, το χ ώμα κάτω από τα ν ύχ ια των χ εριών του ν εκρού άν τρα ήταν το κλ ειδί γ ια ν α διαπισ τωθεί σ ε ποιο αγ ρόκτημα ψ αχ ούλ ευε, προτού τον χ τυπήσ ουν σ το κεφάλ ι με κάποιο αμβλ ύ εργ αλ είο. Ήταν μια ισ τορία σ χ ετικά με έν αν εν οριακό κλ ηρικό του δέκατου τέταρτου αιών α, ο οποίος διατηρούσ ε μια σ χ έσ η πάθους με μια παν τρεμέν η γ υν αίκα της περιοχ ής. Η υπόθεσ η ήταν μια τυπική υπόθεσ η της Χήρας Γουέιλ αν τ: με πάθη, φόν ους, διεφθαρμέν ους κλ ηρικούς και παν ούργ ες γ υν αίκες. Θα έπιαν ε, έπρεπε ν α πιάσ ει. Σταμάτησ α. Δ εν ήμουν σ ίγ ουρη γ ια την τροπή
που έπρεπε ν α δώσ ω σ τη σ υν έχ εια. Τελ είωσ α το τσ άι μου. Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Θυμήθηκα ότι δεν είχ α σ τείλ ει ακόμα μήν υμα σ τη Στέισ ι. Το τηλ έφων ό μου είχ ε ελ άχ ισ το σ ήμα. Πλ ηκτρολ όγ ησ α σ τα γ ρήγ ορα έν α μήν υμα. Δ εν μπόρεσ ε ν α σ ταλ εί. Προσ πάθησ α ξαν ά και ξαν ά. Περίμεν α πέν τε λ επτά. Ξαν απροσ πάθησ α. Έφτιαξα λ ίγ ο τσ άι ακόμα. Προσ πάθησ α πάλ ι. Αυτή τη φορά, το μήν υμα έφυγ ε. Είδα, επίσ ης, ότι υπήρχ ε έν α φων ητικό μήν υμα σ το κιν ητό μου. Κάποιος θα μου είχ ε τηλ εφων ήσ ει την ώρα που δεν είχ α σ ήμα. Κάλ εσ α τον τηλ εφων ητή και άκουσ α μια απαλ ή γ υν αικεία φων ή. «Γεια σ ου, Νίν α, είμαι η Ελ ίζαμπεθ Πάρις από την εφημερίδα Ο Αγ γ ελ ιαφόρος του Σίδν εϊ. Γράφω κάτι σ χ ετικό μ’ εσ έν α. Μπορείς ν α μου τηλ εφων ήσ εις, σ ε παρακαλ ώ;» Ήταν η ίδια δημοσ ιογ ράφος που είχ ε έρθει την προηγ ούμεν η χ ρον ιά ν α πάρει σ υν έν τευξη από τον Κάμερον . Θυμήθηκα το όν ομά της επειδή είχ ε γ ράψ ει έν α άρθρο που όσ ο δεν κολ άκευε εμέν α άλ λ ο τόσ ο κολ άκευε τον Κάμερον . Χωρίς προσ χ ήματα σ χ εδόν , τον είχ ε ρωτήσ ει τι δουλ ειά είχ ε έν ας σ οβαρός και πολ λ άκις βραβευμέν ος ποιητής με μια σ υγ γ ραφέα μπεσ τ σ έλ ερ κατά
παραγ γ ελ ία, όπως ήμουν εγ ώ. Ίσ ως όχ ι με τόσ ο πολ λ ά λ όγ ια, όμως η περιφρόν ησ ή της διακριν όταν ξεκάθαρα. Ο Κάμερον μου είχ ε πει τότε πως ήμουν υπερβολ ικά ευαίσ θητη· το δικό του εγ ώ είχ ε προβλ ηθεί με τόσ η λ άμψ η, που τον είχ ε τυφλ ώσ ει. Ώσ τε, λ οιπόν , τώρα ήθελ ε ν α πάρει σ υν έν τευξη από εμέν α. Δ ιέγ ραψ α το μήν υμά της χ ωρίς ν α απαν τήσ ω. Ούτε σ τις καλ ές μου εποχ ές δεν μου άρεσ ε ν α μιλ άω σ τους δημοσ ιογ ράφους. Τώρα, όμως, είχ α αποσ πασ τεί. Πού είχ α μείν ει; Αλ λ ά και τι ν όημα είχ ε ν α σ υν εχ ίσ ω το γ ράψ ιμο; Από σ τιγ μή σ ε σ τιγ μή, θα μου απαν τούσ ε η Στέισ ι και θα διέκοπτε πάλ ι τον ειρμό μου. Έτσ ι, αν τί ν α σ υν εχ ίσ ω το γ ράψ ιμο, διάβασ α μερικά αποσ πάσ ματα από αυτά που είχ α ήδη γ ράψ ει, κι έν ιωσ α αποκαρδιωμέν η. Ίσ ως ν α είχ α θυμώσ ει τότε με την Ελ ίζαμπεθ Πάρις επειδή αποκάλ υψ ε την αλ ήθεια: δεν ήμουν λ ογ οτέχ ν ης. Κι αυτό το γ ν ώριζα πάν τα. Δ εν μπορούσ α, όμως, ν α κάθομαι εκεί, παραδομέν η σ ε αυτά τα σ υν αισ θήματα. Χρειαζόμουν ψ ωμί και γ άλ α και προμήθειες γ ια έν α πρόχ ειρο γ εύμα. Κλ είδωσ α το σ πίτι και κατέβηκα το λ όφο, γ ια ν α πάω σ τα μαγ αζιά.
Με ακολ ουθούσ ε το οικείο πια βουητό σ το κεφάλ ι μου. Δ εν πρόκειται ν α τα καταφέρεις. Πρέπει ν α επιστρέψ εις την προκαταβολ ή και ν α αποσυρθείς. Αφού δεν μπορείς ν α τα καταφέρεις, γ ια ποιο λ όγ ο ν α προσποιείσαι ότι μπορείς; Βαθιά αν άσ α, αποφασ ισ τικότητα, χ αμόγ ελ ο σ τη γ υν αίκα πίσ ω από το ταμείο. Κι έπειτα, άρπαξα έν α καλ άθι κι έριξα μέσ α αυγ ά, ψ ωμί, τυρί, μια ν τομάτα και οτιδήποτε άλ λ ο θα μπορούσ ε ν α χ ρησ ιμεύσ ει γ ια έν α πρόχ ειρο γ εύμα. «Γεια σ ου, κοπελ ιά», μου είπε η γ υν αίκα, σ κουπίζον τας σ την ποδιά της τα ροζιασ μέν α από τη δουλ ειά χ έρια της. Έριξε μια ματιά σ τα ψ ών ια μου, που τα είχ α σ ωριάσ ει σ τον πάγ κο του ταμείου. «Ήρθες από την εν δοχ ώρα γ ια λ ίγ ες μέρες;» «Ναι, κάπως έτσ ι. Μέν ω σ το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι, είμαι η ιδιοκτήτρια του σ πιτιού. Θα είμαι εδώ γ ια δύο μήν ες περίπου». Πήρα βαθιά αν άσ α. «Λέγ ομαι Νίν α Τζόουν ς». «Χαίρομαι πολ ύ που σ ε γ ν ωρίζω, Νίν α», μου αποκρίθηκε και μου έσ φιξε το χ έρι. «Εμέν α με λ έν ε Ντόν α Φραν κς». Δ όξ α τω Θεώ! Ευτυχ ώς! Δ εν είχ ε ακουσ τά το όν ομά μου. Δ εν θα μου έπιαν ε κουβέν τα γ ια τα
βιβλ ία μου, δεν θα με ρωτούσ ε πότε θα κυκλ οφορούσ ε το επόμεν ο. Πέρασ ε τα ψ ών ια μου από την ταμειακή μηχ αν ή και τα έβαλ ε σ ε σ ακούλ ες. «Εμείς εδώ είμασ τε απλ ώς έν α παν τοπωλ είο γ ια τα απολ ύτως απαραίτητα», μου εξήγ ησ ε. «Οι περισ σ ότεροι κάν ουν τα εβδομαδιαία ψ ών ια τους σ την εν δοχ ώρα. Φοβάμαι ότι δεν έχ ω και πολ λ ά είδη πέρα από τα βασ ικά». «Ευχ αρισ τώ πολ ύ. Θα το θυμάμαι». Όμως, ήμουν αποφασ ισ μέν η ν α μη φύγ ω από το ν ησ ί μέχ ρι ν α τελ ειώσ ω το βιβλ ίο μου. Κι αν αυτό σ ήμαιν ε ότι θα έπρεπε ν α τη βγ άζω με σ παγ γ έτι, ομελ έτες και τοσ τ με τυρί, καν έν α πρόβλ ημα. Αυτό ακριβώς θα έκαν α. Όταν επέσ τρεψ α σ το σ πίτι, καθάρισ α τα ν τουλ άπια από τα πράγ ματα του Τζορτζ και της Κέι και τακτοποίησ α τα δικά μου ψ ών ια. Είχ αν αφήσ ει τα μαγ ειρικά τους σ κεύη και τα μαχ αιροπίρουν ά τους. Τα καθάρισ α και τα σ υμμάζεψ α όλ α. Τοποθέτησ α τα πιρούν ια όλ α προς την ίδια φορά. Κι έπειτα, κόν τευε πια η ώρα του γ εύματος, επομέν ως δεν είχ ε ν όημα ν α ξαν αρχ ίσ ω το γ ράψ ιμο. Έφτιαξα έν α σ άν τουιτς και κάθισ α έξω σ το σ καλ άκι, κοιτάζον τας τους φοίν ικες ν α λ ικν ίζον ται σ τον άν εμο. Ήξερα καλ ά ότι χ ρον οτριβούσ α αν αβάλ λ ον τας
αυτό που έπρεπε ν α κάν ω. Το σ τομάχ ι μου είχ ε σ φιχ τεί. Με μια αποφασ ισ τική κίν ησ η, άφησ α το άδειο πιάτο μου σ το ν εροχ ύτη και επέσ τρεψ α σ το γ ραφείο μου. Εκείν η τη σ τιγ μή, όμως, απάν τησ ε σ το μήν υμά μου η Στέισ ι. Είχ ε αρκετές ερωτήσ εις ν α μου κάν ει, κι έτσ ι αφιέρωσ α περίπου μία ώρα σ την προσ πάθεια ν α επικοιν ων ήσ ουμε με αν ταλ λ αγ ή μην υμάτων , παλ εύον τας με το ελ άχ ισ το σ ήμα που είχ ε το κιν ητό μου. Τελ ικά, κοίταξα πάλ ι το κείμεν ό μου. Αν ασ τέν αξα. Έκλ εισ α τον υπολ ογ ισ τή. Η Παρασ κευή δεν ήταν καλ ή μέρα γ ια ν α ξεκιν ήσ ω την καλ λ ιέργ εια καλ ών εργ ασ ιακών σ υν ηθειών . Το επόμεν ο πρωί, θα έφταν ε η Στέισ ι, κι έπρεπε πραγ ματικά ν α προετοιμάσ ω το σ πίτι γ ια τη διαμον ή της. Επομέν ως, το βιβλ ίο μου θα μπορούσ ε ν α περιμέν ει μέχ ρι τη Δ ευτέρα. Τη Δ ευτέρα, τα πράγ ματα θα ήταν διαφορετικά. Θα είχ ε φύγ ει η έν τασ η από τους ώμους μου. Θα μπορούσ α ν α αν απν εύσ ω και πάλ ι. Για την ώρα, το πιο σ ημαν τικό ήταν ν α βολ ευτώ σ το σ πίτι. Ο Τζορτζ και η Κέι ήταν ν οικοκύρηδες κι είχ αν έν α περιποιημέν ο σ πιτικό, κι έτσ ι δεν υπήρχ ε λ όγ ος ν α αρχ ίσ ω ν α τρίβω ν τουλ άπια ή ν α καθαρίζω ισ τούς αράχ ν ης. Καταπιάσ τηκα, λ οιπόν ,
με μερικές αν ακατατάξεις σ τα έπιπλ α. Την ώρα που τραβούσ α το γ ραφείο γ ια ν α το απομακρύν ω από το παράθυρο, άκουσ α ν α μου χ τυπούν την πόρτα. Γεμάτη περιέργ εια, πήγ α ν α δω ποιος ήταν . Στο κατώφλ ι, σ τεκόταν ο Τζο μαζί με έν α αδύν ατο αγ οράκι με σ κούρα μάτια. «Εσ ύ είσ αι, Τζο;» απόρησ α. «Η μέρα προχ ώρησ ε κιόλ ας τόσ ο πολ ύ;» Μα είχ α σ τ’ αλ ήθεια περάσ ει μια ολ όκλ ηρη μέρα χ ρον οτριβών τας και αλ λ άζον τας θέσ η σ τα έπιπλ α; Τόσ ο εύκολ α ξεγ λ ισ τρούσ ε ο χ ρόν ος; «Σου ζητώ σ υγ γ ν ώμη, μπορώ ν α έρθω κάποια άλ λ η σ τιγ μή, αν υπάρχ ει πρόβλ ημα τώρα. Πάν τως, έχ ω φέρει τη σ κάλ α μου και το αλ υσ οπρίον ο του πατέρα μου». Μου έδειξε τον εξοπλ ισ μό που είχ ε αφήσ ει έξω, σ το χ ωματόδρομο που οδηγ ούσ ε σ το σ πίτι. «Όχ ι, όχ ι, δεν υπάρχ ει καν έν α πρόβλ ημα». Χαμογ έλ ασ α σ το αγ όρι. «Εσ ύ πρέπει ν α είσ αι ο Τζούλ ιαν . Εγ ώ είμαι η Νίν α». «Χαίρομαι πολ ύ που σ ε γ ν ωρίζω», είπε το παιδί. «Θα ήθελ ες έν α απογ ευματιν ό κολ ατσ ιό; Έχ ω γ άλ α και μπισ κότα». Ο Τζούλ ιαν κοίταξε τον πατέρα του, γ ια ν α πάρει την άδειά του, κι εκείν ος έγ ν εψ ε καταφατικά.
«Θα το ήθελ α πολ ύ, σ ’ ευχ αρισ τώ, Νίν α», μου είπε. «Έχ ει εξαιρετική αγ ωγ ή», είπα σ τον Τζο. «Είν αι καλ ό παιδί», αποκρίθηκε εκείν ος. «Αν θέλ εις, κάθισ ε εδώ έξω, σ τη βεράν τα, κι εγ ώ θα σ ου φέρω το κολ ατσ ιό σ ου», είπα σ τον Τζούλ ιαν . «Έτσ ι θα μπορείς ν α βλ έπεις και τον μπαμπά σ ου όσ ο θα δουλ εύει». Το αγ όρι κάθισ ε σ τα σ καλ άκια κι εγ ώ μπήκα σ το σ πίτι γ ια ν α του σ ερβίρω το γ άλ α του και ν α του φέρω έν α πακέτο μπισ κότα. Δ εν έμοιαζε καθόλ ου σ τον πατέρα του, που είχ ε ξαν θά μαλ λ ιά και γ αλ άζια μάτια. Όσ ο γ ια εμέν α, παρόλ ο που είχ α εργ ασ τεί με παιδιά, δεν τα κατάφερν α ν α σ υν εν ν οούμαι αυθόρμητα μαζί τους. Ήμουν δισ τακτική, σ ίγ ουρη πως θα καταλ άβαιν αν ότι ήμουν βαρετή ή ότι δεν μπορούσ α ν α επικοιν ων ήσ ω άν ετα μαζί τους. Έτσ ι, έδωσ α σ το αγ όρι το γ άλ α του και τα μπισ κότα του και επέσ τρεψ α σ το σ πίτι, αφήν ον τας τους δυο τους μόν ους έξω. Εξακολ ούθησ α γ ια λ ίγ ο ν α μετακιν ώ τα έπιπλ α, όμως, γ ια έν αν μυσ τηριώδη λ όγ ο, δεν είχ α πια τη διάθεσ η ν α σ υν εχ ίσ ω με αυτή τη δουλ ειά. Κάθισ α σ τον καν απέ κι έμειν α εκεί ν α ακούω τον Τζο ν α
βαδίζει πέρα δώθε σ τη σ κεπή μου. Άκουσ α το αλ υσ οπρίον ο ν α παίρν ει μπροσ τά και τα κομμέν α κλ αδιά από τη σ υκιά που είχ ε πλ ακώσ ει το σ πίτι ν α πέφτουν σ το έδαφος, το έν α μετά το άλ λ ο. Έπειτα από περίπου μία ώρα, ο Τζο ήταν πάλ ι σ την πόρτα μου. «Είν αι καν είς εδώ;» τον άκουσ α ν α λ έει χ αρούμεν α. Πήγ α ν α τον χ αιρετήσ ω. Με ξάφν ιασ ε η μυρωδιά του κορμιού του. Σαπούν ι και απορρυπαν τικό ρούχ ων και μια αν άλ αφρη οσ μή ιδρώτα: μια ζεσ τή, αψ ιά, μεθυσ τική μυρωδιά αρσ εν ικού. Μου πήρε έν α λ επτό ν α αν ακτήσ ω την αυτοκυριαρχ ία μου. «Πόσ ο μεγ άλ η είν αι η ζημιά εκεί πάν ω;» κατόρθωσ α ν α ρωτήσ ω τελ ικά. «Λογ ικά, ο μουσ αμάς θα κρατήσ ει το σ πίτι σ τεγ ν ό, εκτός κι αν έχ ουμε κατακλ υσ μό… Κάτι που, δυσ τυχ ώς, είν αι πάν τα πιθαν ό αυτή την εποχ ή του χ ρόν ου. Νομίζω, όμως, ότι η επισ κευή της ζημιάς σ την καμιν άδα υπερβαίν ει τις δυν ατότητές μου. Θα πρέπει ν α καλ έσ εις κάποιο μάσ τορα απ’ την εν δοχ ώρα». «Μήπως γ ν ωρίζεις εσ ύ κάποιον ;» Έγ ν εψ ε καταφατικά. «Θέλ εις ν α το φρον τίσ ω εγ ώ; Να σ ου βρω έν α μάσ τορα ειδικευμέν ο σ τις
σ κεπές; Το αν αλ αμβάν ω, αν θέλ εις». Η προθυμία του ν α βοηθήσ ει, η αν ιδιοτέλ ειά του, μου έκαν αν μεγ άλ η εν τύπωσ η. «Θα σ ου ήμουν ευγ ν ώμων ». «Πες πως έγ ιν ε». «Να σ ου προσ φέρω έν α φλ ιτζάν ι τσ άι;» «Καφέ ίσ ως;» «Λυπάμαι, δεν έχ ω καφέ». «Νόμιζα πως όλ οι οι σ υγ γ ραφείς πίν ουν καφέ. Και ουίσ κι». Χαμογ έλ ασ ε. Είχ ε έν α γ οητευτικό χ αμόγ ελ ο, γ ήιν ο και γ εμάτο καταν όησ η, κι έν ιωσ α ν α ξυπν άει μέσ α μου έν ας πόθος που με έκαν ε ν α αισ θαν θώ άβολ α. Ευτυχ ώς που δεν κοκκιν ίζω εύκολ α. «Δ εν πίν ω ποτέ τίποτα απ’ αυτά τα δύο», είπα, γ ελ ών τας. «Θα πρέπει, όμως, ν ’ αγ οράσ ω λ ίγ ο καφέ». «Και το τσ άι μια χ αρά είν αι. Ο Τζούλ ιαν είν αι έξω και σ καρφαλ ών ει σ το δέν τρο. Ελ πίζω ν α μη σ ε πειράζει». «Ασ φαλ ώς δεν με πειράζει. Είν αι ασ φαλ ές, όμως;» «Ναι, τα χ αμηλ ότερα κλ αδιά είν αι όλ α γ ερά. Κι αν δεν έχ ουμε πάλ ι κάποια θύελ λ α σ αν την τελ ευταία, αυτό το δέν τρο θα σ τέκεται εδώ γ ια
πολ ύ καιρό αφότου εμείς θα έχ ουμε φύγ ει. Κι ο Τζούλ ιαν είν αι σ αν μαϊμουδάκι. Σκαρφαλ ών ει παν τού». Με ακολ ούθησ ε σ την κουζίν α κι εγ ώ έβαλ α την τσ αγ ιέρα σ το μάτι. «Και η μητέρα του Τζούλ ιαν …;» ρώτησ α. «Θέλ εις ν α μάθεις την ισ τορία;» «Δ εν ήθελ α ν α γ ίν ω αδιάκριτη». «Όχ ι, δεν υπάρχ ει πρόβλ ημα. Δ εν έχ ω ιδέα πού βρίσ κεται. Μας άφησ ε λ ίγ ο πριν ο Τζούλ ιαν γ ίν ει δύο ετών . Βρήκε κάποιον άλ λ ον και αποφάσ ισ ε ν α γ υρίσ ει μαζί του τον κόσ μο με σ ακίδιο. Η μητρότητα δεν ήταν γ ια εκείν η». «Πρέπει ν α σ τεν οχ ωρήθηκες πολ ύ…» «Είχ α αφοσ ιωθεί απόλ υτα σ τον Τζούλ ιαν . Για μήν ες ολ όκλ ηρους, έκλ αιγ ε κάθε ν ύχ τα…» Η φων ή του έσ βησ ε σ το τέλ ος της φράσ ης και αν τιλ ήφθηκα πως τα μάτια του γ υάλ ιζαν . Δ εν θέλ ησ α ν α τον πιέσ ω περισ σ ότερο. Όμως, εκείν ος αν έκτησ ε την αυτοκυριαρχ ία του. «Αλ λ ά όλ α αυτά σ υν έβησ αν πριν από έξι χ ρόν ια. Τώρα, είμασ τε καλ ά κι ευτυχ ισ μέν οι, κι αυτό είν αι το μόν ο που μετράει. Εκείν η επικοιν ων εί μαζί μου από καιρό σ ε καιρό, όμως ποτέ της δεν ζήτησ ε ν α μας ξαν αδεί. Κι αυτό με βολ εύει μια χ αρά».
Συγ κεν τρώθηκα σ την προετοιμασ ία του τσ αγ ιού και σ κέφτηκα μήπως είχ α φαν εί αγ εν ής ή περίεργ η με τις ερωτήσ εις μου. Αλ λ ά μου είχ ε ξυπν ήσ ει το εν διαφέρον . Τώρα, δίπλ α του, είχ αν απελ ευθερωθεί όλ α εκείν α τα βαθιά, αρχ έγ ον α σ υν αισ θήματα που καταπίεζα από τότε που χ ώρισ α με τον Κάμερον . «Αλ λ ά δεν μπορώ ν α καταλ άβω γ ιατί η μητρότητα δεν ήταν γ ια εκείν η. Θέλ ω ν α πω, απ’ τη σ τιγ μή που επέλ εξε ν α κάν ει έν α παιδί και–» «Δ εν το επέλ εξε. Εγ ώ το επέλ εξα γ ια εκείν η. Δ εν είχ αμε προγ ραμματίσ ει τον ερχ ομό του Τζούλ ιαν και… Εγ ώ την πίεσ α ν α κρατήσ ει το παιδί». Σώπασ ε. «Μάλ ισ τα…» είπα απλ ώς, καθώς δεν ήξερα τι ακριβώς θα έπρεπε ν α πω. «Αγ απάω πολ ύ τα παιδιά. Και θα ήθελ α ν α έχ ω περισ σ ότερα. Εγ ώ δεν είχ α αδέλ φια και δεν ήθελ α ν α είν αι μον αχ οπαίδι και ο Τζούλ ιαν . Έπειτα, όμως, εκείν η έφυγ ε». Και θα ήθελ α ν α έχ ω περισσότερα. Από μια άποψ η, χ αιρόμουν που είχ ε πει αυτά τα λ όγ ια. Επειδή μου υπεν θύμισ ε ότι θα ήταν άτοπο ν α επιδιώξω μια σ χ έσ η μαζί του, κι ας ήταν τόσ ο ευγ εν ικός κι ελ κυσ τικός. Δ εν ήμουν διατεθειμέν η ν α ξαν απεράσ ω τα ίδια.
«Αυτό το μέρος πρέπει ν α είν αι υπέροχ ο γ ια ν α μεγ αλ ών εις έν α παιδί», είπα εύθυμα. «Ναι, είν αι. Οι γ ον είς μου ζουν κι αυτοί εδώ, σ το ν ησ ί. Έχ ουν έν α αγ ρόκτημα κάτω, σ τη ν ότια πλ ευρά. Εμείς μέν ουμε σ ε μια μεταποιημέν η καλ ύβα σ το αγ ρόκτημα και είμασ τε ευτυχ ισ μέν οι. Σύν τομα, τελ ειών ω και την εργ ασ ία μου γ ια το πτυχ ίο, οπότε μετά τα πράγ ματα μπορεί ν α βελ τιωθούν . Δ εν θα έχ ουμε πια τόσ ο μεγ άλ ο οικον ομικό πρόβλ ημα». Του έδωσ α το φλ ιτζάν ι του με το τσ άι κι εκείν ος ακούμπησ ε την πλ άτη του σ τον πάγ κο της κουζίν ας και άρχ ισ ε ν α σ ιγ οπίν ει προσ εκτικά. Έμειν α ν α τον παρακολ ουθώ γ ια λ ίγ α λ επτά, παρατηρών τας την αγ ων ία σ τα αν ασ ηκωμέν α φρύδια του, σ τους κυρτωμέν ους ώμους του. Κι έπειτα, του είπα: «Έχ ω ν α σ ου κάν ω μια πρότασ η. Όσ ο θα μείν ω εδώ, γ ια τους επόμεν ους δύο μήν ες, δηλ αδή, θα ήθελ α ν α εργ άζεσ αι γ ια εμέν α κάποιες μέρες την εβδομάδα». «Και ν α κάν ω τι;» «Κάποια μασ τορέματα και θελ ήματα. Να επιβλ έπεις τις επιδιορθώσ εις σ τη σ κεπή και σ την καμιν άδα. Να μου φέρν εις τα ψ ών ια μου απ’ την εν δοχ ώρα. Έχ ω μείν ει πάρα πολ ύ πίσ ω σ την
προθεσ μία μου… Δ εν μπορώ ν α φύγ ω ούτε γ ια λ ίγ ο απ’ το ν ησ ί τώρα». Και, σ τ’ αλ ήθεια, αν επιχ ειρούσ α ν α κάν ω κάτι τέτοιο, ο πραγ ματικός κόσ μος θα ορμούσ ε καταπάν ω μου και θα με σ υν έτριβε. «Και θα σ ε πλ ηρώσ ω καλ ά, πολ ύ καλ ά». Άφησ ε κάτω το φλ ιτζάν ι του και άν οιξε τα χ έρια του. «Δ έχ ομαι. Δ έχ ομαι και, μάλ ισ τα, με μεγ άλ η ευγ ν ωμοσ ύν η». Εκείν η τη σ τιγ μή, ο Τζο έκλ εισ ε με δύν αμη πίσ ω του την πόρτα της βεράν τας και φών αξε: «Μπαμπά;» «Εδώ είμαι, φιλ αράκο». Το παιδί μπήκε μέσ α ν τροπαλ ά. Άπλ ωσ ε το χ έρι του. Στην παλ άμη του, κρατούσ ε έν α σ αμιαμίδι. Προσ πάθησ α ν α μην οπισ θοχ ωρήσ ω από αηδία. «Είν αι πολ ύ όμορφο», είπε ο Τζο, γ ον ατίζον τας γ ια ν α δει τη μικρή σ αύρα. «Φαίν εται η καρδούλ α του που χ τυπάει πίσ ω απ’ το διάφαν ο δέρμα του. Καλ ύτερα, όμως, ν α το αφήσ εις εκεί που το βρήκες. Θα θέλ ει μάλ λ ον ν α είν αι κον τά σ τον μπαμπά του». Ο Τζούλ ιαν έφυγ ε τρέχ ον τας και η πόρτα της βεράν τας ακούσ τηκε πάλ ι ν α κλ είν ει πίσ ω του με θόρυβο. «Συγ γ ν ώμη», είπε ο Τζο. «Καν έν α πρόβλ ημα. Κι εγ ώ τη χ τυπάω όταν την
κλ είν ω». «Εν τάξει, λ οιπόν , θα ξεκιν ήσ ω απ’ το σ αλ όν ι. Θα βγ άλ ω το γ ύψ ο απ’ τον τοίχ ο της καμιν άδας. Αυτό θα σ ου εξοικον ομήσ ει χ ρόν ο και χ ρήματα, όταν θα σ ου φέρω τον τεχ ν ίτη γ ια τη σ κεπή. Μπορώ ν ’ απομακρύν ω τα έπιπλ α;» «Ναι. Και σ ’ ευχ αρισ τώ». Πήρε μαζί του το φλ ιτζάν ι του με το τσ άι και με άφησ ε σ την κουζίν α, με το βλ έμμα μου καρφωμέν ο σ την καλ οσ χ ηματισ μέν η πλ άτη του. Αλ λ ά επαν έλ αβα σ τον εαυτό μου πως αυτός ο άν τρας δεν ήταν γ ια εμέν α και κατέβασ α το διακόπτη σ το μηχ αν ισ μό της φαν τασ ίας μου, που είχ ε ήδη αρχ ίσ ει ν α δημιουργ εί εικόν ες με εμάς τους δύο μαζί. Αυτός ο άν τρας δεν ήταν γ ια εμέν α· κι εγ ώ δεν ήμουν γ ια εκείν ον . ● Πίσ ω σ το σ πίτι μου, σ το Σίδν εϊ, μου άρεσ ε πάν τα ο ερχ ομός του δειλ ιν ού. Σήμαιν ε ότι η εργ άσ ιμη μέρα είχ ε φτάσ ει σ το τέλ ος της, ότι μπορούσ α ν α σ ταματήσ ω επιτέλ ους ν α βρίσ κω δικαιολ ογ ίες γ ια ν α αν αβάλ ω τη δουλ ειά μου και ν α πάψ ω ν α αγ χ ών ομαι γ ια το βιβλ ίο μου. Ήμουν ελ εύθερη ν α
καθίσ ω γ ια λ ίγ ες ώρες μπροσ τά σ την τηλ εόρασ η και ν α ξεχ άσ ω τα προβλ ήματά μου. Όμως, εδώ δεν υπήρχ ε τηλ εόρασ η, κι έτσ ι, αφού έφαγ α γ ια βραδιν ό μια μερίδα κατεψ υγ μέν α λ αζάν ια, κάθισ α γ ια λ ίγ ο σ την καρέκλ α μου σ την τραπεζαρία, με το βλ έμμα καρφωμέν ο σ το κεν ό. Και τώρα τι θα έκαν α; Δ εν είχ α φέρει μαζί μου τίποτα γ ια ν α διαβάσ ω, εκτός από το βιβλ ίο που με τόσ η δυσ κολ ία έγ ραφα η ίδια. Δ εν είχ α πρόσ βασ η σ το Δ ιαδίκτυο, ώσ τε ν α περάσ ω λ ίγ ες ώρες διαβάζον τας κριτικές αν αγ ν ωσ τών γ ια τα βιβλ ία μου και θυμών ον τας με όσ ους έγ ραφαν πως δεν τους άρεσ αν . Κι είχ α απεγ κατασ τήσ ει όλ α τα παιχ ν ίδια από το κιν ητό μου, όταν αν ακάλ υψ α ότι περν ούσ α περισ σ ότερες ώρες παίζον τας παρά προχ ωρών τας το μυθισ τόρημά μου. Έν ιωθα έν α αίσ θημα κεν ού και ν ευρικότητας. Έξω, ακούσ τηκε από απόσ τασ η ο κρότος εν ός κεραυν ού. Βγ ήκα σ τη βεράν τα, έγ ειρα σ τα κάγ κελ α κι έμειν α εκεί ν α κοιτάζω τον ουραν ό. Οι εν τυπωσ ιακές λ άμψ εις των κεραυν ών πλ ησ ίαζαν ολ οέν α και περισ σ ότερο, φέρν ον τας μαζί τους τη μυρωδιά του θαλ ασ σ ιν ού ιωδίου και της ψ υχ ρής, πυκν ής βροχ ής, διαλ ύον τας την αποπν ικτική υγ ρή ζέσ τη της μέρας. Όμως, εγ ώ είχ α μια τρύπα σ τη
σ κεπή μου, κι έτσ ι, παρά τον προσ τατευτικό μουσ αμά, ήταν πολ ύ πιθαν ό ν α έβρεχ ε και μες σ το σ πίτι μου. Αλ λ ά δεν μπορούσ α ν α κάν ω κάτι. Το ν ερό είχ ε ήδη μπει σ το σ αλ όν ι μου σ τη διάρκεια της προηγ ούμεν ης καταιγ ίδας και είχ ε αφήσ ει πίσ ω του τη μουχ λ ιασ μέν η σ κιά του. Έτσ ι, είπα σ τον εαυτό μου ότι δεν υπήρχ ε λ όγ ος ν α σ τεν οχ ωριέμαι και ότι θα ήταν καλ ύτερα ν α πάω σ την άλ λ η άκρη του σ πιτιού, όσ ο πιο μακριά μπορούσ α από το σ αλ όν ι, ώσ τε ν α μην μπαίν ω σ τον πειρασ μό ν α σ ηκών ομαι κάθε τόσ ο όλ η τη ν ύχ τα γ ια ν α ελ έγ χ ω την κατάσ τασ η. Έκαν α έν α δροσ ερό ν τους και πήγ α ν ωρίς σ το κρεβάτι μου, ώσ τε ν α ακούω ξαπλ ωμέν η τον ήχ ο της καταιγ ίδας. Τη σ τιγ μή που δίπλ ων α το τζιν παν τελ όν ι μου πάν ω σ το μπρούν τζιν ο κάγ κελ ο σ την άκρη του κρεβατιού, έν ιωσ α κάτι σ κλ ηρό σ την πίσ ω τσ έπη. Ήταν το παιδικό ημερολ όγ ιο της Έλ εν ορ. Τράβηξα έξω τη λ επτή δέσ μη των σ ελ ίδων και χ ώθηκα αν άμεσ α σ τα μαλ ακά βαμβακερά σ εν τόν ια. Τακτοποίησ α πίσ ω μου έν αν αφράτο σ ωρό από μαξιλ άρια και άρχ ισ α ν α διαβάζω.
4 - Ιστορίες Κρυμμέν ες στους Τοίχ ους
28 Σεπτεμβρίου 1891 Ο μπαμπάς σκοπεύει να προσλάβει μια γκουβερνάντα για να με προσέχει. Παρόλο που ξέρει ότι δεν το θέλω καθόλου, πρέπει να προσθέσω. Δεν χρειάζομαι γκουβερνάντα. Όταν η γυναίκα του δεσμοφύλακα Ράντολφ αρρώστησε από διφθερίτιδα –και χρειάστηκε να την απομακρύνουν από το νησί για να μη μας μολύνει όλους–, είχα την ελπίδα πως ίσως αποφάσιζε να μην επιστρέψει πια. Έτσι, θα μπορούσα να διδάσκω εγώ η ίδια τον εαυτό μου. Δεν ευχόμουν και να πεθάνει, βέβαια, το καταλαβαίνεις αυτό. Απλώς ευχόμουν να συνειδητοποιήσει η ίδια πως θα ήταν πιο ευτυχισμένη κοντά στη μητέρα της, στο Βικτόρια Πόιντ. Όμως, ο μπαμπάς είπε ότι αναρρώνει γρήγορα και την περιμένει να επιστρέψει σύντομα κοντά μας. Σήμερα, όμως, συνέβη κάτι. Τα έξι παιδιά των Ράντολφ, όπως γνωρίζεις αγαπητό μου ημερολόγιο, μου ήταν αντιπαθή από την πρώτη στιγμή που αρχίσαμε να κάνουμε μαζί μαθήματα. Και τώρα, χωρίς την πολύ λογική αλλά και εντελώς βαρετή μητέρα τους να τα μαλώνει όποτε χρειάζεται, τα δύο μεγαλύτερα –η Άννα και ο Μπέρτι– συμπεριφέρθηκαν με τον πιο αισχρό τρόπο. Σε αυτό το νησί, υπάρχει ένας κανόνας που, όπως
μου έχουν επαναλάβει αμέτρητες φορές, είναι ο πρώτος που δεν πρέπει ποτέ να παραβαίνω: Τα παιδιά δεν επιτρέπεται να πηγαίνουν στον περιφραγμένο χώρο της φυλακής. Κι εγώ, βέβαια, είχα την περιέργεια όλα αυτά τα χρόνια που μένω εδώ, και κυρίως πιο παλιά, τότε που τιμωρούσαν ακόμα τους κρατούμενους με το μαστίγιο κι εκείνοι ούρλιαζαν φρικτά. Αλλά ο μπαμπάς κατάργησε αυτή την τιμωρία και κανένας άντρας δεν φωνάζει τον Θεό να τον πάρει κοντά του όταν είναι στα καταναγκαστικά έργα. Αυτή είναι μια βαρετή και δύσκολη τιμωρία, όχι κάτι που απαιτεί και παρουσία γιατρού. Έτσι, δεν δυσκολεύομαι και τόσο να μένω μακριά από τον περιφραγμένο χώρο. Όμως, δεν ισχύει το ίδιο για την Άννα και τον Μπέρτι. Αντί να εξασκούνται στη συνεχόμενη γραφή, όπως επέλεξα να κάνω εγώ –καθώς ήταν δύο το μεσημέρι και αυτή η ώρα της μέρας είναι πάντα αφιερωμένη στην καλλιγραφία–, τα δύο αδέλφια άκουσαν ότι κατέφτασαν καινούριοι κρατούμενοι και κρύφτηκαν πίσω από το εργαστήριο του σιδερά, για να παρακολουθήσουν μέσα από το παράθυρο πώς θα περνούσαν τις αλυσίδες στα πόδια των νεοφερμένων φυλακισμένων. Ίσως και να μην τους συνέβαινε απολύτως τίποτα. Ίσως το μοναδικό σφάλμα τους να ήταν πως γελούσαν σε βάρος εκείνων των δυστυχισμένων ψυχών που είχαν
σταλεί να φυλακιστούν εδώ, στο Νησί της Φωτιάς. Ο μπαμπάς πάντα μετράει τα λόγια του και λέει πως οι κρατούμενοι είναι εδώ για να αναμορφωθούν, για να βοηθηθούν ώστε να καταλάβουν τα λάθη τους, και όχι για να κριθούν, καθώς μοναδικός κριτής είναι ο Θεός. Όμως, ένας κρατούμενος, ένας ογκώδης άντρας, τεράστιος σαν βοδινό πλευρό, με σαπισμένα δόντια και γροθιές σαν χοιρομέρια (ομολογώ πως δεν τον είδα με τα μάτια μου, όμως η ιστορία γίνεται πολύ πιο συναρπαστική με το βοδινό και το χοιρομέρι), άκουσε τα δύο παιδιά να χασκογελούν και εξαγριώθηκε. Φαντάζομαι ότι ήδη τα νεύρα του ήταν ταραγμένα μετά τη σύλληψή του, τη δίκη του, την καταδίκη του και τη μεταφορά του στο νησί. Δεν άντεχε επιπλέον να ακούει και τα παιδιά να γελούν σε βάρος του. Εξοργίστηκε. Σύμφωνα με τον αρχιδεσμοφύλακα Ντόναχι, τον οποίο κρυφάκουσα να τα μεταφέρει αργότερα στον μπαμπά, ο κρατούμενος γρύλισε και τους όρμηξε απότομα με τις φυλακισμένες σε χειροπέδες γροθιές του. Πέτυχε το σιδερά στο σαγόνι και τον ξάπλωσε στο πάτωμα. Έπειτα, έτρεξε στο παράθυρο του σιδεράδικου, παρασύροντας και τον επόμενο κρατούμενο που ήταν δεμένος στην αλυσίδα μαζί του. Έφτασε ως το παράθυρο και κατόρθωσε να τραβήξει τον Μπέρτι Ράντολφ και να τον σηκώσει από το σβέρκο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Άννα αποφάσισε ότι το παιχνίδι
δεν είχε πια πλάκα και το έβαλε στα πόδια. Και ο Μπέρτι, με τα πόδια του να ταλαντεύονται στον αέρα, ούρλιαζε ζητώντας τη μαμά του και κατάβρεξε το παντελόνι του· οι δεσμοφύλακες που βρίσκονταν στο σιδεράδικο, όρμηξαν καταπάνω στον κρατούμενο. Χρειάστηκαν έξι άντρες για να τον συγκρατήσουν. Κανείς τους δεν τόλμησε να πυροβολήσει, καθώς όλοι φοβούνταν μήπως η σφαίρα χτυπήσει κατά λάθος τον Μπέρτι. Ύστερα από αυτό το συμβάν, ο δεσμοφύλακας Ράντολφ ήρθε να δει τον μπαμπά μου και ζήτησε να τον μεταθέσουν από το Νησί της Φωτιάς, επειδή το μέρος είναι υπερβολικά επικίνδυνο για τα παιδιά του. Ο μπαμπάς του επισήμανε (ναι, τον κρυφάκουσα – έχω ανακαλύψει πως αν καθίσω πίσω από την κουρτίνα στο περβάζι του παραθύρου της τραπεζαρίας και πιέσω το αυτί μου στον τοίχο που χωρίζει αυτό το δωμάτιο από το διπλανό, μπορώ να ακούσω πολλά) ότι αν τα παιδιά του είχαν υπακούσει στον πρώτο και σημαντικότερο κανόνα, δεν θα είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά. Ο μπαμπάς του είπε ακόμα ότι δύο από τους άντρες του είχαν τραυματιστεί στη συμπλοκή και ότι θεωρούσε αποκλειστικούς υπευθύνους την Άννα και τον Μπέρτι. Τότε, ξέσπασε μια λογομαχία, στη διάρκεια της οποίας ο δεσμοφύλακας Ράντολφ χρησιμοποίησε τα πιο αισχρά επίθετα για τον μπαμπά μου,
προσβάλλοντας το χαρακτήρα του, την κρίση του και την ικανότητά του να κάνει τις γυναίκες να του χαρίζουν την εύνοιά τους (αχ, ο μπαμπάς θα ένιωθε φρικτά αν ήξερε πως είχα ακούσει αυτά τα λόγια και, ακόμα περισσότερο, αν ήξερε πως τα είχα καταλάβει – ίσως δεν έπρεπε να με είχε αφήσει να διαβάσω Τσόσερ). Αλλά ο μπαμπάς μου δεν έχασε την ψυχραιμία του· παρέμεινε ψυχρός σαν φθινοπωρινή αύρα. Δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που οργίζεται και φωνάζει. Είναι καλός και ήρεμος σε όλες τις περιστάσεις. Υπέμεινε τον εξάψαλμο του δεσμοφύλακα Ράντολφ κι έπειτα του μίλησε αργά και ξεκάθαρα. «Είναι φανερό ότι εσύ και τα παιδιά σου θα είστε πιο ευτυχισμένοι στην ενδοχώρα, κοντά στη σύζυγό σου. Θα υπογράψω κάθε απαραίτητο έγγραφο, ώστε να μετατεθείς το συντομότερο δυνατόν. Καλό σου απόγευμα». Και τι συνέπειες έχει αυτό για εμένα; Απομένω το μοναδικό παιδί στο νησί, για πρώτη φορά από τότε που ήρθαμε εδώ. Υπέροχα, σκέφτηκα. Πάντα θεωρούσα την κυρία Ράντολφ ανεπαρκή ως δασκάλα. Οι γνώσεις της σχετικά με την περίοδο του Μεσαίωνα είναι στοιχειώδεις, σχεδόν ανύπαρκτες. Και μια φορά, μου είχε πει: «Αντέγραψέ το αυτό στο τετράδιό σου». Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο ότι δεν μελέτησε ποτέ της την αρχαία γραμματική. Διαφορετικά, θα ήξερε ότι η προστακτική
του ενεστώτα δεν παίρνει ποτέ αύξηση. Είπα στον μπαμπά ότι θα προτιμούσα να συνεχίσω μόνη μου τη μόρφωσή μου. Έχω τα απαραίτητα βιβλία κι ένα δυνατό μυαλό. Όμως, εκείνος απάντησε στο αίτημά μου με μια απειλή: είτε θα πρέπει να αποδεχτώ μια γκουβερνάντα είτε θα ζητήσει από τον εφημέριο να μου κάνει μαθήματα. Είναι μια έξυπνη απειλή και, παρόλο που με κάνει να ασφυκτιώ, τον θαυμάζω που τη σκέφτηκε. Συγκρινόμενη με τον εφημέριο, η κυρία Ράντολφ ήταν ιδιοφυΐα. Ο μπαμπάς επιμένει πως η καινούρια γκουβερνάντα μου θα πρέπει να μιλάει γαλλικά και να ξέρει να διαβάζει ή λατινικά ή αρχαία ελληνικά – κατά προτίμηση και τα δύο. Να έχει, επίσης, μαθηματική σκέψη, αλλά και να διαθέτει τη μυθική ικανότητα να μου μάθει σταυροβελονιά. Η ελπίδα μου είναι πως οποιαδήποτε γυναίκα είναι τόσο μορφωμένη ώστε να μπορεί να κάνει όλα αυτά τα πράγματα, δεν θα έχει καμία διάθεση να έρθει σε ένα νησί με φυλακές ασφαλείας, περιτριγυρισμένο από μαγκρόβια δάση. Ο φόβος μου, από την άλλη, είναι πως σε μια τέτοια περίπτωση ο μπαμπάς θα προσλάβει οποιαδήποτε θελήσει να έρθει κι εγώ θα είμαι δεμένη μαζί της για ώρες ολόκληρες κάθε μέρα.
2 Οκτωβρίου 1891 Είναι επιβεβαιωμένο. Έχω μια καινούρια γκουβερνάντα και θα βρίσκεται εδώ το πολύ σε μία εβδομάδα. Ο μπαμπάς πήγε στην ενδοχώρα για να τη γνωρίσει και λέει πως μπορεί να κάνει όλα αυτά που ζητάμε εμείς από μια γκουβερνάντα και πως θα τη συμπαθήσω. Λέει ακόμα πως το όνομά της είναι Σαντέλ Λεζέν και έχει έρθει πρόσφατα από την άλλη πλευρά του ωκεανού. Α, ναι, και ότι είναι νέα, ίσως μόνο είκοσι χρονών. Εγώ του έκανα μούτρα και του επανέλαβα πως δεν χρειάζομαι γκουβερνάντα. Κι όμως, ένα κομμάτι του εαυτού μου νιώθει ενθουσιασμό. Μια νέα, έξυπνη γυναίκα – καμία σχέση με την κυρία Ράντολφ ή τον εφημέριο. Υπενθυμίζω, όμως, στον εαυτό μου ότι θα πρέπει να είμαι επιφυλακτική. Για ποιο λόγο μια μορφωμένη Γαλλίδα θα ερχόταν να μείνει σε αυτό το μέρος; Εμείς εδώ βρισκόμαστε στην άκρη του κόσμου και λίγο παραπέρα. (Αυτό ακριβώς είχε πει η γυναίκα του γραμματέα του υπουργού τότε που μας επισκέφτηκε, τον περασμένο Απρίλιο. «Πώς μπορείτε κι επιβιώνετε εδώ που μένετε, στην άκρη του κόσμου και λίγο παραπέρα;» είχε ρωτήσει τον μπαμπά.) Αλλά εγώ δεν γνώρισα ποτέ μου άλλο τόπο. Γεννήθηκα απέναντι, στην ενδοχώρα, αλλά με έφεραν εδώ όταν ήμουν πολύ μικρή ακόμα. Ο μπαμπάς μου είχε ζήσει κάποτε στην Αγγλία, αλλά εμένα μου φαίνεται ότι πρέπει να είναι ένα μακρινό και παγωμένο
μέρος. Όσο για το ότι το Νησί της Φωτιάς βρίσκεται πιο πέρα και από την άκρη του κόσμου… Ε, δεν είναι και τόσο πιο πέρα. Με το ατμόπλοιο, φτάνεις στην ενδοχώρα σε λιγότερο από μία ώρα. Ελπίζω πραγματικά η καινούρια γκουβερνάντα να είναι καλή συντροφιά.
3 Οκτωβρίου 1891 Χθες το βράδυ, είδα πάλι αυτό το φρικτό όνειρο. Το μισώ, γιατί με κάνει πάντα να αισθάνομαι παγωμένη και άδεια. Στο όνειρό μου, η μαμά μου είναι άρρωστη, όπως ακριβώς ήταν προτού πεθάνει. Είναι τόσο άρρωστη, που δεν την αναγνωρίζω. Φοβάμαι να κρατήσω το χέρι της, παρόλο που εκείνη με ικετεύει με δάκρυα στα μάτια. Και όταν της δίνω τελικά το χέρι μου, εκείνη το σφίγγει όλο και περισσότερο, σαν να θέλει να το συνθλίψει· τα δάχτυλά της είναι σκέτα κόκαλα και το δέρμα της βουλιάζει, μέχρι που τα μάγουλά της γίνονται δύο κούφιες τρύπες. Ξύπνησα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, άρπαξα τον ξύλινο γάτο μου κι έτρεξα κατευθείαν στο κρεβάτι του μπαμπά. Στην αρχή, νόμιζα πως δεν με είχε αντιληφθεί. Έπειτα, όμως, έστριψε προς το μέρος μου, πέρασε προστατευτικά από πάνω μου το μεγάλο ζεστό μπράτσο του, με φίλησε στην κορφή του κεφαλιού και
με ρώτησε: «Τι συμβαίνει, Νελ;» «Είδα κακό όνειρο», του απάντησα. «Το ίδιο;» Έγνεψα καταφατικά, αλλά τότε θυμήθηκα πως δεν μπορούσε να με δει στο σκοτάδι. «Ναι», είπα. Μου χάιδεψε το μπράτσο με τον αντίχειρά του και, επιτέλους, ανάπνευσα μες στη ζεστή καθησυχαστική μυρωδιά του. «Πες μου, μπαμπά», τον ρώτησα, «η μαμά με αγαπούσε;» «Όλες οι μητέρες αγαπούν τα παιδιά τους. Ήσουν ο θησαυρός της». «Αλλά γιατί βλέπω συνέχεια αυτό το φρικτό όνειρο;» «Δεν μπορώ να σου απαντήσω σ’ αυτό, παιδί μου. Τα όνειρα είναι σκέτες ανοησίες. Δεν υπάρχει λόγος να τα φοβόμαστε και δεν μας αποκαλύπτουν κρυμμένες αλήθειες». «Εσύ αγαπούσες τη μαμά;» Η ανάσα του έγινε ρηχή, γρήγορη. Φοβήθηκα μήπως τον είχα πληγώσει με την ερώτησή μου. «Ναι. Την αγαπούσα πάρα πολύ. Ήμασταν ευτυχισμένοι κάποτε. Αλλά όλα περνούν και φεύγουν». Έχωσα το κεφάλι μου στην καμπύλη του μπράτσου του και έκλεισα τα μάτια μου. Μου χάιδευε το κεφάλι μέχρι που αποκοιμήθηκα. Το πρωί σηκώθηκε, ντύθηκε και έφυγε για τη δουλειά προτού ξυπνήσω.
● Παρόλ ο που δεν ήταν ακριβώς εκείν ο το δείγ μα γ ραφής της Έλ εν ορ που ήλ πιζα ν α βρω, απογ οητεύτηκα όταν τελ είωσ ε. Μέχ ρι τότε, είχ α γ ν ωρίσ ει μέσ α από τα γ ραπτά της την Έλ εν ορ –τη Νελ , όπως τη φών αζε ο πατέρας της– μόν ο σ αν εν ήλ ικη. Και τώρα που αν ακάλ υψ α τις σ κέψ εις και τα σ υν αισ θήματα που είχ ε όταν ήταν παιδί, έν ιωσ α ακόμα μεγ αλ ύτερη τρυφερότητα γ ια εκείν η και ευχ όμουν , σ ίγ ουρα όχ ι γ ια πρώτη φορά, ν α είχ α προλ άβει ν α τη γ ν ωρίσ ω. Η μητέρα μου την είχ ε γ ν ωρίσ ει και τη θυμόταν σ αν μια γ λ υκιά ηλ ικιωμέν η κυρία που μοίραζε καραμέλ ες και φορούσ ε ασ τραφτερά ροζ σ κουλ αρίκια. Πέθαν ε, όμως, όταν η μητέρα μου ήταν ακόμα μικρή. Έσ βησ α το φως και ξάπλ ωσ α γ ια ν α κοιμηθώ. Σκεφτόμουν την Έλ εν ορ – μικρό κορίτσ ι κάποτε και, τώρα πια, ν α έχ ει φύγ ει από τη ζωή εδώ και καιρό. Όλ α περν ούν και φεύγ ουν . Ο θάν ατος έρχ εται γ ια όλ ους μια μέρα, κι εγ ώ δεν θα αποτελ ούσ α εξαίρεσ η. Ίσ ως ν α μην ήταν κι η χ ειρότερη σ κέψ η του κόσ μου, αφού τότε καν είς δεν θα μπορούσ ε πια ν α περιμέν ει κάτι από εμέν α. Τελ ικά, αποκοιμήθηκα με αυτές τις σ κέψ εις.
● Η Στέισ ι έφτασ ε με το πρώτο φέρι μποτ, σ έρν ον τας από μια βαλ ίτσ α με ρόδες σ το κάθε χ έρι της. Η μια ήταν δική μου και μου την είχ ε φέρει από το σ πίτι της μητέρας μου. «Σ’ ευχ αρισ τώ πάρα πολ ύ», είπα, πιάν ον τας τη δική μου βαλ ίτσ α από τη λ αβή και οδηγ ών τας τη Στέισ ι σ τον ξύλ ιν ο μόλ ο. Οι ρόδες της βαλ ίτσ ας αν απηδούσ αν με έν αν ρυθμικό γ δούπο πάν ω σ τα παλ ιά σ αν ίδια. «Σε ρώτησ ε τίποτα;» «Η μητέρα σ ου; Όχ ι. Συν ήθισ ε πια σ το γ εγ ον ός ότι είσ αι μια ν ιφάδα που πετάει απ’ το έν α μέρος σ το άλ λ ο». Η Στέισ ι μου χ αμογ έλ ασ ε πίσ ω από τα τεράσ τια γ υαλ ιά ηλ ίου της. Φορούσ ε έν α φωτειν ό κόκκιν ο κραγ ιόν και είχ ε τα μαλ λ ιά της πιασ μέν α σ ε έν αν περιποιημέν ο κότσ ο. Ήξερε τη μακρά ισ τορία των σ χ έσ εών μου με την οικογ έν ειά μου. Γν ώριζα τη Στέισ ι από το δημοτικό. Είχ αμε ξεκιν ήσ ει ν α σ πουδάζουμε μαζί σ τη Νομική, όμως εγ ώ τελ ικά τα παράτησ α, εν ώ εκείν η προχ ώρησ ε και κατέλ ηξε ν α γ ίν ει σ υν έταιρος σ ε έν α μεγ άλ ο δικηγ ορικό γ ραφείο. Σε αν τίθεσ η με τις αδελ φές μου, εκείν η ποτέ δεν κατέκριν ε την ασ ταθή σ υμπεριφορά μου. Και η περηφάν ια της γ ια τη
σ υγ γ ραφική μου επιτυχ ία ήταν ειλ ικριν ής και πηγ αία, όχ ι αμήχ αν η και βεβιασ μέν η. «Δ εν υπάρχ ει τρόπος ν α την ικαν οποιήσ ω, γ ι’ αυτό έπαψ α ν α προσ παθώ», είπα. «Νομίζω πως τώρα πια είν αι πολ ύ περήφαν η γ ια εσ έν α. Πρόσ εξα ότι έχ ει τα βιβλ ία σ ου σ το μάρμαρο του τζακιού». «Προφαν ώς τα έβαλ ε εκεί επειδή βρισ κόμουν πάλ ι σ την πόλ η». «Πόσ ο μακριά βρίσ κεται το σ πίτι;» ρώτησ ε ξαφν ικά η Στέισ ι, κοιτάζον τας έν τρομη το λ όφο μπροσ τά μας. «Μισ ό χ ιλ ιόμετρο. Έπρεπε ν α σ ’ είχ α προειδοποιήσ ει ν α μη φορέσ εις τακούν ια». «Είν αι πλ ατφόρμες. Τα πιο άν ετα παπούτσ ια που έχ ω…» «Έπρεπε ν α είχ ες φέρει σ αγ ιον άρες». «Σαγ ιον άρες; Δ εν ν ομίζω». Αν ηφορίσ αμε, κοπαν ών τας το δρόμο με τις βαλ ίτσ ες μας, και σ ύν τομα βρεθήκαμε σ τον ίσ κιο της βεράν τας. «Ώσ τε, λ οιπόν , αυτό είν αι το θρυλ ικό Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι», είπε, αφήν ον τας κάτω τη βαλ ίτσ α της και γ έρν ον τας σ τα κάγ κελ α της βεράν τας. «Τι θέα! Ο κόλ πος είν αι εκπλ ηκτικός,
έτσ ι δεν είν αι;» «Έν α από τα ομορφότερα μέρη σ τον κόσ μο», είπα. «Όταν πλ ησ ιάζω εδώ με το αεροπλ άν ο και τον βλ έπω ν ’ απλ ών εται από κάτω μου… Χαίρομαι πάν τα τόσ ο πολ ύ όταν επισ τρέφω σ τον τόπο μου…» Η Στέισ ι σ τράφηκε και αν ασ ήκωσ ε τα γ υαλ ιά ηλ ίου της. «Ώσ τε αυτός είν αι ο τόπος σ ου; Δ εν θεωρείς πια το Σίδν εϊ τόπο σ ου;» Κούν ησ α αρν ητικά το κεφάλ ι. «Δ εν ξέρω πού αν ήκω πραγ ματικά, Στέισ ι. Το μόν ο που ξέρω είν αι πως γ ια έν α διάσ τημα δεν θέλ ω ν α βρίσ κομαι σ το Σίδν εϊ. Θα είμαι πιο ευτυχ ισ μέν η εδώ γ ια τους επόμεν ους μήν ες». «Κι εγ ώ είμαι ευτυχ ισ μέν η που βρίσ κομαι εδώ. Μου έλ ειψ ες». Χαμογ έλ ασ α, μάλ λ ον αμήχ αν α. Δ εν ν ιώθω πολ ύ άν ετα με τις αν οιχ τές δηλ ώσ εις αφοσ ίωσ ης και φιλ ίας. Και γ ι’ αυτό φταίει η μητέρα μου. «Έλ α μέσ α. Θα σ ου δείξω πού θα κοιμηθείς». Οδήγ ησ α τη Στέισ ι σ το άλ λ ο δωμάτιο των ξέν ων και της έδειξα πού βρισ κόταν το μπάν ιο. Έπειτα, όσ η ώρα εκείν η τακτοποιούσ ε τα πράγ ματά της, εγ ώ άδειασ α το περιεχ όμεν ο της βαλ ίτσ ας μου
πάν ω σ το κρεβάτι μου. Φρεσ κοπλ υμέν α ρούχ α. Καλ λ υν τικά. Ψεκάσ τηκα βιασ τικά με μια δόσ η αποσ μητικού. Αν άμεσ α σ τα διάφορα πράγ ματα, ήταν και τα τελ ευταία τέσ σ ερα αν τίτυπα της Χήρας Γουέιλ αν τ. Η Στέισ ι σ τεκόταν σ την πόρτα. «Έφερα πρωιν ό». Μου έδειξε έν α πακέτο μπισ κότα σ οκολ άτας. «Θα βάλ ω αμέσ ως ν ερό σ την τσ αγ ιέρα». Καθίσ αμε σ το τραπέζι της κουζίν ας με τσ άι και μπισ κότα. Η Στέισ ι ήταν όμορφη – είχ ε την ομορφιά πορσ ελ άν ιν ης κούκλ ας, με λ ευκό δέρμα και σ κούρα κασ ταν ά μαλ λ ιά. Πάν τα αισ θαν όμουν άχ ρωμη και ουδέτερη όταν βρισ κόμουν δίπλ α της. Ήταν δύσ κολ ο ν α έχ ω μια όμορφη, πν ευματώδη φίλ η μαζί μου σ ε κάθε αμφιθέατρο σ το παν επισ τήμιο, αλ λ ά, βέβαια, δεν ήταν αυτός ο λ όγ ος που παράτησ α τις σ πουδές μου. Ο λ όγ ος ήταν ότι πολ ύ απλ ά δεν μπορούσ α ν α σ υμβαδίσ ω. Μόλ ις και μετά βίας περν ούσ α σ τις εξετάσ εις, και οι ώρες της μέρας έμοιαζαν ν α μην είν αι αρκετές γ ια ν α μελ ετήσ ω όσ ο χ ρειαζόταν . Οι δύο αδελ φές μου ήταν παν έξυπν ες –και αρισ τούχ ες σ το λ ύκειο–, εν ώ εγ ώ, ιδιαίτερα σ ε σ ύγ κρισ η με εκείν ες, ήμουν μια σ υν ηθισ μέν η, μέτρια μαθήτρια. Το
γ εγ ον ός αυτό σ τεν οχ ωρούσ ε τη μητέρα μου, και δεν προσ πάθησ ε ποτέ ν α το κρύψ ει. Κατέκριν ε διαρκώς τις αποτυχ ίες μου, την τάσ η μου ν α τα παρατάω, την απόφασ ή μου ν α το σ κάσ ω όταν ήμουν έφηβη γ ια ν α παν τρευτώ έν αν μουσ ικό της τζαζ και ν α ζήσ ω μαζί του σ το σ πίτι των γ ον ιών του σ τα πιο υποβαθμισ μέν α προάσ τια του Σίδν εϊ – και όλ α αυτά τα ερμήν ευε ως τεμπελ ιά και έλ λ ειψ η κιν ήτρων . Πολ ύ απλ ά, δεν μπορούσ ε ν α δεχ τεί πως εκείν η και ο μπαμπάς είχ αν βγ άλ ει δύο ιδιοφυΐες και μια άχ ρησ τη. Δ εν υπήρχ ε άλ λ η εξήγ ησ η, ήμουν το δίχ ως άλ λ ο κι εγ ώ μια ιδιοφυΐα που πολ ύ απλ ά δεν εργ αζόταν αρκετά σ κλ ηρά ώσ τε ν α το αποδείξει. Όταν ετοιμαζόταν ν α εκδοθεί το πρώτο μου μυθισ τόρημα, δεν το είχ α καν πει σ τη μητέρα μου. Τότε, όμως, εφτά διαφορετικές χ ώρες άρχ ισ αν ν α κάν ουν προσ φορές γ ια τα δικαιώματα μετά την Παγ κόσ μια Έκθεσ η Βιβλ ίου, κι έτσ ι, πολ ύ πριν δω το πρώτο τυπωμέν ο αν τίτυπο, βρέθηκα ν α προβάλ λ ομαι από τα ΜΜΕ ως η κοπέλ α από την Αυσ τραλ ία που έγ ραφε καταπλ ηκτικά μυθισ τορήματα. Σε εκείν η την πρώτη φωτογ ραφία μου σ τις εφημερίδες, έμοιαζα με ελ άφι ξαφν ιασ μέν ο από τους προβολ είς εν ός
αυτοκιν ήτου. Η επιτυχ ία μου αυξαν όταν όλ ο και περισ σ ότερο και εν τελ ώς δυσ αν άλ ογ α προς το ταλ έν το μου. Άρχ ισ α ν α βγ άζω απίσ τευτα χ ρηματικά ποσ ά. Στην αρχ ή, η μητέρα μου δεν είχ ε αν τιλ ηφθεί τι ακριβώς σ υν έβαιν ε. Εκείν η την περίοδο, ο πατέρας μου ήταν άρρωσ τος και τελ ικά πέθαν ε. Όπως ήταν φυσ ικό, η καρδιά και το μυαλ ό της βρίσ κον ταν αλ λ ού. Όταν , όμως, το BBC γ ύρισ ε μια σ ειρά βασ ισ μέν η σ τα βιβλ ία μου, επιλ έγ ον τας γ ια το ρόλ ο της Χήρας Γουέιλ αν τ μια από τις αγ απημέν ες της ηθοποιούς, άρχ ισ ε ν α μιλ άει γ ια τα βιβλ ία μου με γ εν ν αιόδωρο θαυμασ μό. «Χρειάζεται πολ ύς κόπος, υποθέτω», μου είχ ε πει, «γ ια ν α γ ράψ εις τόσ ο πολ λ ές λ έξεις με τη σ ωσ τή σ ειρά». Στο μεταξύ, οι αδελ φές μου εργ άζον ταν σ κλ ηρά, πολ λ ές ώρες κάθε μέρα, χ τίζον τας γ έφυρες και σ ώζον τας αν θρώπιν ες ζωές, και η αίσ θησ η που είχ α πως ήμουν μια απάτη γ ιν όταν όλ ο και πιο έν τον η. Κατά κάποιο τρόπο, το γ εγ ον ός ότι είχ α γ ίν ει μια σ υγ γ ραφέας μπεσ τ σ έλ ερ ήταν το χ ειρότερο πράγ μα που θα μπορούσ ε ν α μου σ υμβεί ποτέ. Επειδή έν α καλ ό βιβλ ίο δεν είν αι ποτέ αρκετό. Έπρεπε ν α επαν αλ αμβάν ω την επιτυχ ία, ξαν ά και ξαν ά. Και ξαν ά.
Αλ λ ά τώρα, καθώς καθόμασ τε σ την κουζίν α με τη Στέισ ι και τρώγ αμε σ οκολ ατέν ια μπισ κότα, δεν έν ιωθα πια τόσ ο παράξεν η, τόσ ο ξεκομμέν η από τον υπόλ οιπο κόσ μο. Της είπα τα πάν τα γ ια τον Κάμερον και την Τίγ καν και, μάλ ισ τα, έκλ αψ α λ ίγ ο, εν ώ εκείν η μου χ άιδευε καθησ υχ ασ τικά το χ έρι. Έπειτα, μου μετέφερε τα τελ ευταία κουτσ ομπολ ιά γ ια τις παλ ιές μας φίλ ες από το σ χ ολ είο, γ ελ άσ αμε καθώς θυμηθήκαμε εκείν ες τις εποχ ές, και μου αφηγ ήθηκε εύθυμες ισ τορίες από τη δική της κατασ τροφική ερωτική ζωή. Το πρωί πέρασ ε έτσ ι, γ λ υκά και αργ ά. Η τσ αγ ιέρα σ φύριξε και η Στέισ ι είπε: «Δ εν μπορώ ν α πιω άλ λ ο τσ άι, έχ ει γ εμίσ ει υγ ρά το σ τομάχ ι μου. Έχ ω φέρει μαζί μου το μαγ ιό μου. Πώς είν αι η παραλ ία;» Όμως, εγ ώ ήδη κουν ούσ α αρν ητικά το κεφάλ ι μου. «Αχ , όχ ι, Στέισ ι, όχ ι. Δ εν είν αι τέτοιου είδους παραλ ία. Έχ ει άμμο μόν ο κατά την άμπωτη, και είμαι σ χ εδόν σ ίγ ουρη ότι η θάλ ασ σ α έχ ει καρχ αρίες. Μπορούμε, όμως, ν α πάμε έν αν περίπατο εκεί κάτω, αν θέλ εις. Μπορεί ν α δούμε πουλ ιά. Ίσ ως ακόμα και δελ φίν ια». «Πάω ν α πάρω το καπέλ ο μου». Οι Αβορίγ ιν ες είχ αν δώσ ει σ το Μόρτον Μπέι την
ον ομασ ία «Κουαν ταμούκα», που σ ημαίν ει «Όρμος των Δ ελ φιν ιών ». Η Στέισ ι κι εγ ώ κραυγ άσ αμε από εν θουσ ιασ μό όταν είδαμε έν α κοπάδι δελ φίν ια ν α περν άει την ώρα που καθόμασ ταν σ το μόλ ο εκείν ο το απόγ ευμα. Η Στέισ ι έβγ αλ ε το κιν ητό της τηλ έφων ο και άρχ ισ ε ν α τραβάει διαδοχ ικές φωτογ ραφίες, όμως καμία δεν κατόρθωσ ε ν α σ υλ λ άβει την ασ ημέν ια λ άμψ η που τρεμόπαιζε σ τις ράχ ες τους. «Αχ , αυτή είν αι ζωή, Νίν α», μου είπε, αφήν ον τας σ την άκρη το κιν ητό της και γ έρν ον τας προς τα πίσ ω. «Χρειάζομαι μεγ αλ ύτερη δόσ η από τέτοιες σ τιγ μές. Λιγ ότερες ν ομικές σ υσ κέψ εις και περισ σ ότερα δελ φίν ια». «Είν αι η εποχ ή των φαλ αιν ών », της είπα. «Αν και περν ούν από την άλ λ η πλ ευρά του ν ησ ιού. Υ πάρχ ει και μια λ ευκή, σ αν τον Μόμπι Ντικ». «Αλ ήθεια;» «Έτσ ι φαίν εται. Έριξα μια ματιά σ τα φυλ λ άδια του Τζορτζ και της Κέι σ χ ετικά με την παρατήρησ η φαλ αιν ών ». «Α, ο Τζορτζ και η Κέι… Αν αρωτιέμαι τι ν α κάν ουν τώρα. Κατά πάσ α πιθαν ότητα, θα ξοδεύουν τα χ ρήματα του εν οικίου που σ ου χ ρωσ τούν ». Σηκώθηκα όρθια. «Δ εν ν ομίζω. Πρέπει ν α είχ αν
πραγ ματικά μεγ άλ ο πρόβλ ημα, ώσ τε ν α σ ηκωθούν ν α φύγ ουν ακριβώς πριν απ’ την τουρισ τική περίοδο». «Θέλ εις ν α σ ’ τους βρω;» «Δ εν ξέρω. Ίσ ως δεν θα πρέπει ν α δώσ ω σ υν έχ εια… Αν και ο Τζο μου είπε πως έχ ουν αφήσ ει εδώ το σ κάφος τους και πισ τεύει πως θα μπορούσ α ν α το πάρω αν τί γ ια τα χ ρήματα του εν οικίου». «Κοίτα, δεν είν αι ν όμιμο ν α κάν εις αυθαίρετα κάτι τέτοιο, όμως μπορώ ν α επικοιν ων ήσ ω μαζί τους και ν α τους ρωτήσ ω αν δέχ ον ται αυτή τη σ υμφων ία. Μ’ αυτό τον τρόπο θ’ αποφύγ ουν και τα δικασ τήρια». «Έτσ ι κι αλ λ ιώς, δεν σ κόπευα ποτέ ν α τους τραβήξω σ τα δικασ τήρια». «Είσ αι υπερβολ ικά καλ ή. Α, και ποιος είν αι αυτός ο Τζο;» «Εργ αζόταν γ ια εκείν ους. Τώρα, εργ άζεται γ ια εμέν α. Μασ τορέματα και τα σ χ ετικά». «Είν αι έμπισ τος;» Χαμογ έλ ασ α και την έσ πρωξα παιχ ν ιδιάρικα σ τον ώμο. «Ξέρεις, μπορώ ν α φρον τίσ ω τον εαυτό μου. Είμαι τριάν τα πέν τε χ ρον ών πια». «Και αξίζεις μια μικρή περιουσ ία. Να είσ αι
επιφυλ ακτική με αυτούς που σ ε περιτριγ υρίζουν ». Αν ασ τέν αξε και έγ ειρε πάλ ι πίσ ω σ τα σ αν ίδια. «Και αφού τα πράγ ματα είν αι έτσ ι, θα μπορούσ α ν α ξαν άρθω σ ύν τομα ν α σ ε επισ κεφτώ; Τίποτα δεν είν αι πιο χ αλ αρωτικό από έν α ν ησ ί όπου το κιν ητό μου μόλ ις και μετά βίας έχ ει λ ίγ ο σ ήμα». «Μπορείς ν α ξαν άρθεις όποτε θέλ εις. Θα χ αρώ πολ ύ ν α σ ’ έχ ω εδώ». ● Εκείν ο το βράδυ, γ ύρω σ τα μεσ άν υχ τα, ξέσ πασ ε άλ λ η μια καταιγ ίδα. Ο άν εμος έκαν ε τα τζάμια των παραθύρων ν α τρίζουν και η βροχ ή έπεφτε ορμητικά. Δ υσ κολ ευόμουν ν α πισ τέψ ω ότι υπήρχ ε περίπτωσ η ν α μείν ει σ τη θέσ η του ο μουσ αμάς, και η αγ ων ία γ ια το πόσ ο ν ερό χ υν όταν εκείν η την ώρα σ το σ αλ όν ι μου με κρατούσ ε άγ ρυπν η. Τελ ικά, σ ηκώθηκα και άν αψ α το φως του διαδρόμου, ελ πίζον τας ότι δεν θα ξυπν ούσ α τη Στέισ ι, που κοιμόταν με την πόρτα μισ άν οιχ τη. Προχ ώρησ α σ το διάδρομο. Κατέβηκα σ το σ αλ όν ι και άν αψ α το φως. Από το ταβάν ι δίπλ α σ την καμιν άδα, το ν ερό έσ ταζε με σ ταθερή ροή, σ ταγ όν α σ ταγ όν α. Βρήκα έν αν κουβά
και τον τοποθέτησ α ακριβώς από κάτω. Ο Τζο είχ ε ξύσ ει το γ ύψ ο της καμιν άδας αποκαλ ύπτον τας τα τούβλ α, και σ το πάτωμα υπήρχ αν κομμάτια γ ύψ ου και πολ λ ή σ κόν η, αν και τα περισ σ ότερα είχ αν πέσ ει πάν ω σ το καν ν αβάτσ ο που είχ ε απλ ώσ ει σ το πάτωμα. Δ εν ήταν εύκολ ο ν α διακρίν ω αν έτρεχ ε ν ερό και από κάποιο άλ λ ο σ ημείο της καμιν άδας, κι έτσ ι διέτρεξα τα τούβλ α με τα δάχ τυλ ά μου. Παρέμειν αν σ τεγ ν ά. Βρήκα έν α φακό σ το σ υρτάρι κάτω από το τραπεζάκι του σ αλ ον ιού και έριξα το φως του σ το πάν ω μέρος του τοίχ ου, ελ έγ χ ον τας σ χ ολ ασ τικά κάθε σ ημείο του σ οβά. Και τότε, την είδα. Θα μπορούσ ε ν α διαφύγ ει της προσ οχ ής μου, αν δεν είχ α ήδη δει κάτι παρόμοιο σ το τζάκι πριν από δύο μέρες. Μια λ επτή δέσ μη χ αρτιά. Παρόλ ο που είχ α αν εβεί σ το τραπεζάκι του σ αλ ον ιού, δεν κατόρθων α ν α χ ώσ ω τα δάχ τυλ ά μου σ τη σ χ ισ μή και ν α τραβήξω έξω τις σ ελ ίδες. Τελ ικά, τα κατάφερα χ ρησ ιμοποιών τας έν α μαχ αιράκι γ ια το βούτυρο. Έριξα μια ματιά σ την πρώτη σ ελ ίδα. Ήταν άλ λ ο έν α τμήμα από το παιδικό της ημερολ όγ ιο και, παρόλ ο που απογ οητεύτηκα, έν ιωσ α ν α αν αζωπυρών εται μέσ α μου η ελ πίδα. Υ πήρχ αν πολ λ ά τούβλ α σ το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι και θα ζητούσ α πολ ύ απλ ά από
τον Τζο ν α αφαιρέσ ει από πάν ω τους την ταπετσ αρία και τον ασ βέσ τη. Αν υπήρχ αν ισ τορίες κρυμμέν ες σ τους τοίχ ους, ήθελ α ν α τις βρω. Ήθελ α ν α τις βρω όλ ες.
5 - Περιμέν ον τας Έν α Γράμμα 1 891
Το τελ ευταίο ταχ υδρομείο της μέρας πέρασ ε κι έφυγ ε, και η Τίλ ι τελ ικά παραδέχ τηκε πως δεν μπορούσ ε ν α ελ πίζει άλ λ ο. Ακόμα μια μέρα χ ωρίς γ ράμμα από τον Τζάσ περ. Πήγ αιν αν πια είκοσ ι μέρες σ τη σ ειρά. Απομακρύν θηκε αργ ά από το παράθυρο, απ’ όπου είχ ε παρακολ ουθήσ ει την οικον όμο του σ πιτιού, την κυρία Γκρέιν τζερ, ν α χ αιρετάει τον ταχ υδρόμο και ν α του παραδίδει το τελ ευταίο γ ράμμα που είχ ε γ ράψ ει η Τίλ ι. Αλ λ ά ο ταχ υδρόμος δεν είχ ε ν α της δώσ ει τίποτα σ ε αν τάλ λ αγ μα. Είκοσ ι μέρες. Είκοσ ι γ ράμματα που του είχ ε σ τείλ ει εκείν η. Και τίποτα από το σ ύζυγ ό της, απολ ύτως τίποτα. Η Τίλ ι κάθισ ε σ το κρεβάτι της γ ια λ ίγ α λ επτά, προσ παθών τας ν α πολ εμήσ ει την αγ ων ία της. Στις πιο σ κοτειν ές σ τιγ μές της, φαν ταζόταν τον Τζάσ περ ν εκρό και τα γ ράμματά της ν α φτάν ουν σ ε έν α βουβό, σ ιωπηλ ό σ πίτι. Δ εν μπορούσ ε, όμως, ν α αφήσ ει τον παππού της ν α καταλ άβει την αν ησ υχ ία της. Ήταν τόσ ο
άρρωσ τος και η ζωή του κρεμόταν από μια τόσ ο λ επτή κλ ωσ τή, που αν καταλ άβαιν ε ότι η πολ υαγ απημέν η του Τίλ ι περν ούσ ε μια τέτοια δοκιμασ ία, θα πέθαιν ε σ τη σ τιγ μή. Αν έκτησ ε την αυτοκυριαρχ ία της, ξαν αβρήκε το χ αμόγ ελ ό της κι έφυγ ε από την κρεβατοκάμαρα. Προχ ώρησ ε αργ ά σ το διάδρομο, προσ παθών τας ν α αφουγ κρασ τεί την αν άσ α του παππού της. Μες σ τη σ ιγ αλ ιά, άκουσ ε το θρόισ μα μιας σ ελ ίδας που γ υρν ούσ ε. Ο παππούς ήταν ξύπν ιος και διάβαζε. Η Τίλ ι χ τύπησ ε σ ιγ αν ά την πόρτα και ο παππούς αν ασ ήκωσ ε το κεφάλ ι του και την κοίταξε. Το ωχ ρό του πρόσ ωπο ήταν αυλ ακωμέν ο από ρυτίδες και τα μάγ ουλ ά του μαραμέν α. Του χ αμογ έλ ασ ε, κι εκείν ος κατόρθωσ ε ν α προφέρει έν α ξέπν οο «Γεια σ ου, Τίλ ι». «Θα ήθελ ες ν α σ ου διαβάσ ω εγ ώ;» τον ρώτησ ε, δείχ ν ον τας το βιβλ ίο του. Εκείν ος έγ ν εψ ε καταφατικά. Η Τίλ ι τράβηξε μια καρέκλ α δίπλ α σ το κρεβάτι του. Ο ήλ ιος του προχ ωρημέν ου απογ εύματος, χ ρυσ αφέν ιος και απαλ ός, περν ούσ ε μέσ α από τις λ επτές άσ πρες κουρτίν ες που κάλ υπταν το φαρδύ παράθυρο σ το υπν οδωμάτιο του παππού. Αυτή την εποχ ή του χ ρόν ου, αργ ούσ ε ν α σ κοτειν ιάσ ει, κάτι που
φαιν όταν πολ ύ βασ αν ισ τικό σ τον παππού, ο οποίος έν ιωθε πολ ύ κουρασ μέν ος και είχ ε αν άγ κη από το κατευν ασ τικό σ κοτάδι γ ια ν α κοιμηθεί βαθιά. Η Τίλ ι πήρε το βιβλ ίο από τα χ έρια του – ήταν έν α από τα αγ απημέν α του, Οι Εργ άτες της Θάλ ασσας, του Βίκτορα Ουγ κό– και άρχ ισ ε ν α του διαβάζει. Μπορεί ν α είχ ε μάθει τα λ ατιν ικά και τα αρχ αία ελ λ ην ικά από την αυσ τηρή γ κουβερν άν τα της όταν ήταν κοριτσ άκι, όμως τα γ αλ λ ικά τής τα είχ ε μάθει ο ίδιος ο παππούς της. Ήταν η γ λ ώσ σ α που εκείν ος λ άτρευε, και την είχ ε διδάξει σ την Τίλ ι σ τη διάρκεια των πολ ύτιμων ωρών που περν ούσ αν μαζί οι δυο τους από τότε που την είχ ε πάρει κον τά του, όταν ορφάν εψ ε σ ε ηλ ικία τεσ σ άρων ετών . Του διάβαζε, εν ώ οι σ κιές μάκραιν αν έξω από το παράθυρο. Η κρίσ η που είχ ε πάθει ο παππούς της σ το γ άμο, είχ ε σ ταθεί η αρχ ή μιας αν ησ υχ ητικά ταχ είας κατάπτωσ ης. Η Τίλ ι είχ ε πάρει την απόφασ η –με τη ρητή και ξεκάθαρη σ υν αίν εσ η του Τζάσ περ– ν α μείν ει κον τά σ τον παππού της και ν α τον φρον τίσ ει σ τις τελ ευταίες του μέρες. Ο σ ύζυγ ός της είχ ε επισ τρέψ ει σ το σ πίτι του, κάπου σ τις Αγ γ λ ον ορμαν δικές Νήσ ους, καθώς δεν μπορούσ ε ν α ξεκλ έψ ει άλ λ ο χ ρόν ο από τη δουλ ειά του.
«Θα σ ου γ ράφω κάθε μέρα», του είχ ε πει. «Κι εγ ώ το ίδιο, αγ απημέν η μου», της είχ ε απαν τήσ ει, κι εκείν η τον είχ ε πισ τέψ ει. Έβλ επε την άμαξα ν α απομακρύν εται και πίσ τευε σ τα λ όγ ια του. Και όταν πέρασ ε η πρώτη εβδομάδα χ ωρίς γ ράμμα, υπέθεσ ε πως η αιτία αυτής της καθυσ τέρησ ης ήταν η θάλ ασ σ α που χ ώριζε το σ πίτι της από το δικό του. Πίσ τεψ ε τότε ότι το γ ράμμα του θα έφταν ε τη δεύτερη εβδομάδα. Τώρα πια, όμως, δεν ήξερε τι ν α υποθέσ ει. Πού είχ αν πάει τα γ ράμματά του; Σε ποιο μέρος κάτω από τα άσ τρα ν α βρισ κόταν ο σ ύζυγ ός της; Και ήξερε άραγ ε πόσ ο αν ησ υχ ούσ ε γ ι’ αυτόν ; «Φτάν ει τώρα, Τίλ ι», της είπε ξέπν οα ο παππούς της. Η κοπιώδης αν άσ α του είχ ε γ ίν ει τώρα έν α φρικτό αγ κομαχ ητό. «Κουράσ τηκα». «Θέλ εις ν α σ ου τραβήξω τις κουρτίν ες, γ ια ν α σ κοτειν ιάσ ει το δωμάτιο και ν α κοιμηθείς;» τον ρώτησ ε η Τίλ ι, κλ είν ον τας το βιβλ ίο. «Όχ ι, όχ ι. Νομίζω πως το ηλ ιοβασ ίλ εμα είν αι έν α από τα ομορφότερα πράγ ματα σ τον κόσ μο. Και μου έχ ουν πια απομείν ει πολ ύ λ ίγ α γ ια ν α δω ακόμα. Θα μείν ω εδώ πλ αγ ιασ μέν ος και θα βλ έπω τα χ ρώματα μες σ το δωμάτιο ν ’ αλ λ άζουν ». «Μπορώ ν α μείν ω κον τά σ ου, αν θέλ εις
σ υν τροφιά». Εκείν ος, όμως, της έκαν ε ν εύμα ν α φύγ ει. «Δ εν θα έπρεπε καν ν α βρίσ κεσ αι εδώ. Θα έπρεπε ν α είσ αι σ το πλ ευρό του άν τρα σ ου, σ το ωραίο σ ας σ πίτι». Με αυτά τα λ όγ ια, χ αμογ έλ ασ ε και, γ ια μια σ τιγ μή, η Τίλ ι είδε ν α τρεμοπαίζει σ τα μάτια του εκείν η η λ άμψ η που της ήταν τόσ ο οικεία. Μια σ τιγ μή αργ ότερα, η λ άμψ η έσ βησ ε ξαν ά, δίν ον τας τη θέσ η της σ ε μια θαν ατερή θαμπάδα. «Έχ ω μια ολ όκλ ηρη ζωή γ ια ν α είμαι σ το πλ ευρό του άν τρα μου, παππού», είπε. «Εσ ύ δεν μου γ ύρισ ες την πλ άτη όταν ήμουν μόν η και αβοήθητη. Ούτε κι εγ ώ πρόκειται ποτέ ν α σ ου γ υρίσ ω την πλ άτη». «Δ εν σ ου γ ύρισ α την πλ άτη ούτε και όταν σ ε έπιαν αν όλ α εκείν α τα μπουρίν ια», της είπε με έν α χ αμόγ ελ ο ο παππούς της. Τα μάγ ουλ α της Τίλ ι κοκκίν ισ αν . «Ε, καλ ά… Τελ ικά, όμως, έμαθα ν α ελ έγ χ ω το θυμό μου. Σχ εδόν …» «Είσ αι καλ ό κορίτσ ι». Της χ άιδεψ ε το κεφάλ ι. «Θα ήθελ α πολ ύ ν α ήταν τα πράγ ματα… διαφορετικά». «Το ξέρω». «Χαίρομαι, όμως, που γ ν ώρισ ες τον Τζάσ περ τη
σ τιγ μή που τον γ ν ώρισ ες». «Κι εγ ώ». Η περιουσ ία του παππού της Τίλ ι ήταν δεσ μευμέν η. Ο πατέρας του είχ ε θέσ ει ως όρο ν α κλ ηροδοτείται η περιουσ ία μόν ο σ τους άρρεν ες απογ όν ους. Αυτό σ ήμαιν ε πως ο ξάδελ φος της Τίλ ι, ο Γκόν τφρι, μπορούσ ε –και σ ίγ ουρα θα το έκαν ε– ν α την διώξει γ ρήγ ορα και άσ πλ αχ ν α από το σ πίτι μόλ ις θα πέθαιν ε ο παππούς. Τα τελ ευταία χ ρόν ια, ο παππούς της Τίλ ι έν ιωθε όλ ο και πιο πιεσ τική την αν άγ κη ν α την παν τρέψ ει. Είχ ε χ ρήματα γ ια ν α προσ φέρει σ τον μέλ λ ον τα γ αμπρό του σ αν προίκα – χ ρήματα που ο Γκόν τφρι δεν θα αποχ ωριζόταν ποτέ, αν είχ ε την επιλ ογ ή. Συζητήθηκε το εν δεχ όμεν ο ν α παν τρευτεί η Τίλ ι έν αν οικογ εν ειακό φίλ ο, τόσ ο μεγ άλ ο σ ε ηλ ικία ώσ τε θα μπορούσ ε ν α είν αι πατέρας της, όμως ο παππούς την αγ απούσ ε πάρα πολ ύ γ ια ν α την αν αγ κάσ ει ν α περάσ ει μια ολ όκλ ηρη ζωή κον τά σ ε έν αν άν τρα με τον οποίο δεν ήταν ερωτευμέν η. Κι έτσ ι, ν αι, η γ ν ωριμία της με τον Τζάσ περ είχ ε έρθει την κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή. Τώρα, όμως… Ας ήξερε μον άχ α πως ο Τζάσ περ ήταν ακόμα ζων ταν ός. Γιατί, χ ωρίς εκείν ον , η Τίλ ι θα βρισ κόταν σ τους πέν τε δρόμους όταν θα πέθαιν ε ο
παππούς. Έσ τρωσ ε τα σ κεπάσ ματα του παππού και τον καλ ην ύχ τισ ε με έν α φιλ ί. Έπειτα, βγ ήκε από το δωμάτιο και κατευθύν θηκε προς τις σ κάλ ες. Ο παππούς διατηρούσ ε έν α ολ ιγ άριθμο προσ ωπικό σ το σ πίτι. Εκείν ο το βράδυ, μόν ο η κυρία Γκρέιν τζερ είχ ε υπηρεσ ία. Έσ τρων ε το τραπέζι γ ια ν α δειπν ήσ ει η Τίλ ι. «Καλ ησ πέρα σ ας, κυρία Γκρέιν τζερ», της είπε. «Πώς είν αι απόψ ε ο παππούς σ ας;» «Τα ίδια. Εξακολ ουθεί ν α είν αι πολ ύ κουρασ μέν ος». «Είμαι σ ίγ ουρη πως πολ ύ σ ύν τομα θα σ ηκωθεί και θα είν αι μια χ αρά». Η Τίλ ι δεν απάν τησ ε. Η κυρία Γκρέιν τζερ δεν ήθελ ε ν α πισ τέψ ει πως ο παππούς θα πέθαιν ε· εργ αζόταν γ ια εκείν ον εδώ και σ αράν τα χ ρόν ια. Η Τίλ ι περίμεν ε ν α ολ οκλ ηρώσ ει η κυρία Γκρέιν τζερ το σ τρώσ ιμο του τραπεζιού. Πήρε με μια αργ ή κίν ησ η από το μάρμαρο του τζακιού την κάρτα που της είχ ε δώσ ει ο Τζάσ περ μόλ ις είχ αν πρωτογ ν ωρισ τεί. Πάν ω σ την κάρτα, υπήρχ ε μια γ κραβούρα του σ πιτιού του, που ον ομαζόταν «Πελ αγ ίσ ιο Φως» και βρισ κόταν σ ε έν α ν ησ ί της Μάγ χ ης. Το μπροσ τιν ό μον οπάτι φιδοσ ερν όταν
αν άμεσ α από λ εύκες και οδηγ ούσ ε σ ε έν α ψ ηλ ό σ πίτι με αψ ιδωτά παράθυρα. Δ εν είχ ε δει το εσ ωτερικό του, κι όμως το γ ν ώριζε με έν αν τρόπο βαθύ και εν δόμυχ ο, από τις περιγ ραφές του Τζάσ περ. Η είσ οδος με τα πλ ακάκια, η μεγ άλ η καμπύλ η της εσ ωτερικής σ κάλ ας, τα γ εμάτα βιβλ ία ράφια της βιβλ ιοθήκης που έφταν αν ως την οροφή. Από τη μια, λ αχ ταρούσ ε ν α τα δει όλ α αυτά με τα μάτια της. Από την άλ λ η, όμως, ήθελ ε ν α ζήσ ει ο παππούς της γ ια πάν τα. «Θα δειπν ήσ ετε, δεσ ποιν ίς Κέρκλ αν τ;» Η Τίλ ι χ αμογ έλ ασ ε σ την κυρία Γκρέιν τζερ. «Τώρα είμαι η κυρία Ντελ αφόρ, το ξεχ άσ ατε;» «Με σ υγ χ ωρείτε, κυρία», της αποκρίθηκε εκείν η, κατεβάζον τας με σ εβασ μό το κεφάλ ι της. «Έχ ουμε όλ οι άλ λ α πράγ ματα σ το ν ου μας αυτή την περίοδο. Σας ευχ αρισ τώ. Η σ ούπα μυρίζει υπέροχ α». Η Τίλ ι κάθισ ε ν α φάει, όμως ήταν αν όρεχ τη. Δ εν μπορούσ ε ν α κατηγ ορήσ ει την κυρία Γκρέιν τζερ που είχ ε ξεχ άσ ει ότι ήταν παν τρεμέν η. Ο σ ύζυγ ός της δεν βρισ κόταν πουθεν ά εκεί γ ύρω. ●
Ο καιρός είχ ε παραμείν ει καλ ός και ζεσ τός, κάν ον τας πιο έν τον η την αν τίθεσ η αν άμεσ α σ την καλ οκαιρία έξω και τη δική της εσ ωτερική θλ ίψ η. Άλ λ η μία εβδομάδα πέρασ ε και ακόμα ν α έρθει κάποιο γ ράμμα. Η Τίλ ι, καθημεριν ά, περν ούσ ε ώρες αν αλ ογ ιζόμεν η τι θα μπορούσ ε ν α σ ημαίν ει αυτή η έλ λ ειψ η επικοιν ων ίας. Ίσ ως ν α είχ ε πεθάν ει. Ή ίσ ως ν α ήταν πολ ύ απασ χ ολ ημέν ος με τη δουλ ειά του. Ή ίσ ως όλ α του τα γ ράμματα ν α είχ αν χ αθεί. Θα είχ αν καταλ ήξει σ ε λ άθος διεύθυν σ η, αλ λ ά τελ ικά θα έφταν αν όλ α μαζί σ ε μια δέσ μη, με το ακριβώς επόμεν ο ταχ υδρομείο. Προσ παθούσ ε ν α μην αφήν ει τον τρόμο ν α διεισ δύει σ τα γ ράμματα που έσ τελ ν ε εκείν η σ τον Τζάσ περ. Του έγ ραφε αν άλ αφρα, του έδιν ε ν έα γ ια τον καιρό και γ ια το χ ωριό, αλ λ ά πάν τα τελ είων ε με την ίδια φράσ η: «Σε παρακαλ ώ, μην αργ ήσ εις άλ λ ο ν α μου γ ράψ εις. Λαχ ταρώ ν α μάθω ν έα σ ου, αγ απημέν ε μου». Όπως πάν τα, έβρισ κε παρηγ οριά σ την εν ασ χ όλ ησ ή της με τον κήπο. Με την καλ οκαιριν ή βροχ ή, τα λ ουλ ούδια σ τα παρτέρια οργ ίαζαν , και η Τίλ ι περν ούσ ε τα απογ εύματά της φρον τίζον τας τα φυτά και ξεριζών ον τας τα αγ ριόχ ορτα. Επέσ τρεφε σ το σ πίτι το δειλ ιν ό, κάθιδρη και γ εμάτη χ ώματα, και βυθιζόταν σ ε έν α αρωματισ μέν ο λ ουτρό που
αν ακούφιζε τους πον εμέν ους μυς της. Θα είχ ε τρελ αθεί αν δεν υπήρχ ε αυτή η διέξοδος με τη φρον τίδα του κήπου. Δ εν μπορούσ ε ν α καταλ άβει πώς οι άλ λ ες γ υν αίκες εκπαίδευαν τον εαυτό τους γ ια μια ζωή μες σ τους τέσ σ ερις τοίχ ους, είτε ζωγ ραφίζον τας με ν ερομπογ ιές είτε παίζον τας αν άλ αφρα κομμάτια σ το πιάν ο. Τα πρωιν ά και τα βράδια, η Τίλ ι περν ούσ ε όσ ο περισ σ ότερο χ ρόν ο μπορούσ ε κον τά σ τον παππού της. Του διάβαζε και άκουγ ε τις ισ τορίες που είχ ε εκείν ος ν α της αφηγ ηθεί. Ήταν λ ες και όσ ο περισ σ ότερο πλ ησ ίαζε σ το θάν ατο τόσ ο πιο διαυγ είς επέσ τρεφαν οι μν ήμες από το παρελ θόν του. Της έλ εγ ε αν έκδοτα από τα παιδικά του χ ρόν ια μέχ ρι που βράχ ν ιαζε. Το μυαλ ό της Τίλ ι σ υχ ν ά ξεσ τράτιζε, όμως έβαζε τα δυν ατά της γ ια ν α παρακολ ουθεί ως και την πιο μικρή λ επτομέρεια και χ αμογ ελ ούσ ε και γ ελ ούσ ε πάν τα σ τα σ ωσ τά σ ημεία. Δ εν μπορούσ ε ν α σ κεφτεί τίποτα πιο θλ ιβερό από την περίπτωσ η ν α απέμεν ε ο παππούς της μόν ος του σ τις τελ ευταίες μέρες της ζωής του, και το απαλ ό σ φίξιμο σ το χ έρι της κάθε βράδυ που έφευγ ε από το δωμάτιό του, της φαν έρων ε πόσ ο χ αιρόταν που είχ ε παραμείν ει κον τά του.
● Η Τίλ ι βρισ κόταν σ τον κήπο εκείν η την Τρίτη που ο Γκόν τφρι κατέφτασ ε απροειδοποίητα. Καθόταν σ το ξύλ ιν ο κάθισ μα που είχ ε μόν η της τοποθετήσ ει αν άμεσ α σ τις ξαγ καθιές, με έν α βιβλ ίο αν οιχ τό σ τα γ όν ατά της. Ο αέρας ήταν βαρύς από τη γ λ υκιά μυρωδιά του γ ιασ εμιού. Μια χ ρυσ όμυγ α πετούσ ε βαριεσ τημέν α εκεί κον τά, και η Τίλ ι κόν τευε σ χ εδόν ν α αποκοιμηθεί, όταν ξαφν ικά την ξύπν ησ ε ο ήχ ος από οπλ ές αλ όγ ων που κάλ παζαν και το τράν ταγ μα μιας άμαξας. Σηκώθηκε και πήγ ε σ την άλ λ η πλ ευρά του σ πιτιού, γ ια ν α παρακολ ουθήσ ει την άφιξη της ασ τραφτερής κοκκιν όμαυρης άμαξας του Γκόν τφρι, που την έσ ερν ε έν α ζευγ άρι όμορφα άλ ογ α. Σταμάτησ αν μπροσ τά σ την είσ οδο και ο αμαξάς άν οιξε την πόρτα γ ια ν α βοηθήσ ει την Πάμελ α ν α κατεβεί. Η Πάμελ α, η γ υν αίκα του Γκόν τφρι. Το σ τομάχ ι της Τίλ ι αν ακατεύτηκε. Γιατί έπρεπε ν α κουβαλ ηθεί κι αυτή μαζί; Ο παππούς την απεχ θαν όταν και, αν την έβλ επε τώρα, μπορεί ν α επιδειν ων όταν η κατάσ τασ ή του. Η Τίλ ι προχ ώρησ ε βιασ τικά προς το μέρος τους γ ια ν α τους χ αιρετήσ ει, επαν αλ αμβάν ον τας από μέσ α της το μάν τρα που
έλ εγ ε πάν τα όταν βρισ κόταν με τον Γκόν τφρι και την Πάμελ α. Να είσαι ψ ύχ ραιμη και μετρημέν η. Τα ν εύρα δεν βοηθούν ποτέ καν έν αν . Ήταν τα λ όγ ια που της είχ ε πει χ ιλ ιάδες φορές ο παππούς της. «Δ εν περίμεν α πως θα σ ας βλ έπαμε», είπε βιασ τικά, τη σ τιγ μή που ο Γκόν τφρι έπιαν ε την Πάμελ α από το μπράτσ ο. Εκείν ος φορούσ ε ψ ηλ ό καπέλ ο και μαύρο παν ωφόρι, εν ώ η Πάμελ α ήταν ν τυμέν η με έν α πράσ ιν ο ταξιδιωτικό παλ τό με σ ούρα σ το σ τήθος. Με τις τέλ εια κατσ αρωμέν ες ξαν θές μπούκλ ες της και τα μεγ άλ α γ αλ αν ά μάτια της, έμοιαζε υπερβολ ικά με πορσ ελ άν ιν η κούκλ α. «Σκέφτηκα ν α σ ας σ τείλ ω έν α γ ράμμα γ ια ν α σ ας ειδοποιήσ ω», είπε ο Γκόν τφρι κοφτά. Όσ ο όμορφη ήταν η γ υν αίκα του τόσ ο απωθητικός ήταν εκείν ος, με τα ξεπλ υμέν α μαλ λ ιά του που έδειχ ν αν πάν τα βρόμικα και το κορμί του που έμοιαζε με δύο μαξιλ άρια δεμέν α μαζί. «Τελ ικά, όμως, σ κέφτηκα πως δεν ήταν απαραίτητο. Ο γ έρος δεν πρόκειται ν α πάει πουθεν ά. Κι εσ ύ, υποθέτω, δεν θ’ άν τεχ ες ν α επιτρέψ εις σ τον άν τρα σ ου ν α σ ου παρέχ ει σ τέγ η και τροφή». Η Τίλ ι άφησ ε το υπον οούμεν ο ν α πέσ ει κάτω. Ο Γκόν τφρι είχ ε προφέρει τα λ όγ ια του με το σ υν ηθισ μέν ο ειρων ικό του χ αμόγ ελ ο, που του
επέτρεπε ν α λ έει ό,τι ήθελ ε και μετά ν α ισ χ υρίζεται ότι ασ τειευόταν , αν κάποιος έν ιωθε προσ βεβλ ημέν ος από τα λ όγ ια του. «Και πώς είν αι ο γ έρος;» ρώτησ ε ο Γκόν τφρι. «Είν αι πολ ύ κουρασ μέν ος, αλ λ ά σ ε καλ ή διαν οητική κατάσ τασ η. Θα μου επιτρέψ εις ν α πάω ν α τον προετοιμάσ ω γ ια την επίσ κεψ ή σ ου. Δ εν θέλ ω ν α ταραχ τεί». Αλ λ ά ο Γκόν τφρι βάδιζε ήδη με μεγ άλ α βήματα προς την μπροσ τιν ή πόρτα και σ χ εδόν έριξε κάτω την κυρία Γκρέιν τζερ γ ια ν α περάσ ει μες σ το σ πίτι. Της είπε μόν ο: «Γκρέιν τζερ, θα πάρουμε το τσ άι μας σ το σ αλ όν ι». «Μάλ ισ τα, κύριε Κέρκλ αν τ», του απάν τησ ε εκείν η με έν α μικρό καταφατικό ν εύμα. Το αν επαίσ θητο σ φίξιμο σ το σ αγ όν ι της γ υν αίκας ήταν η μον αδική έν δειξη ότι δεν ήταν διόλ ου ευχ αρισ τημέν η με την ξαφν ική άφιξη του Γκόν τφρι. Η Τίλ ι χ αμογ έλ ασ ε σ την κυρία Γκρέιν τζερ. «Με την ησ υχ ία σ ας, μην αγ χ ωθείτε», της είπε. Ο Γκόν τφρι σ τραβοκοίταξε σ υν οφρυωμέν ος την Τίλ ι, όμως δεν το τράβηξε περισ σ ότερο. Η Πάμελ α βρισ κόταν ήδη σ το σ αλ όν ι και επιθεωρούσ ε τις κουρτίν ες. «Πόσ ο παλ ιές είν αι;» ρώτησ ε την Τίλ ι.
Η Τίλ ι ήξερε πολ ύ καλ ά ότι η Πάμελ α ήδη έβλ επε σ αν δικό της το σ πίτι του παππού και εξοργ ίσ τηκε τόσ ο πολ ύ από αυτή την ολ οφάν ερη και ξεκάθαρη εκδήλ ωσ η της αν υπομον ησ ίας της, ώσ τε διακιν δύν ευσ ε ν α μην της απαν τήσ ει καθόλ ου, φοβούμεν η ότι, αν μιλ ούσ ε, θα έλ εγ ε κάτι που θα δημιουργ ούσ ε προβλ ήματα σ ε όλ ους τους. Έτσ ι, αν τί ν α αποκριθεί σ την Πάμελ α, προσ πάθησ ε ν α καθυσ τερήσ ει λ ίγ ο τον Γκόν τφρι σ τις σ κάλ ες. «Σε παρακαλ ώ», του είπε, «άφησ έ με ν α έρθω κι εγ ώ μαζί σ ου. Είν αι πολ ύ ευάλ ωτος…» Ο Γκόν τφρι την έπιασ ε σ φιχ τά από τον καρπό και την έσ πρωξε σ το πλ άι. «Ξαδέλ φη Ματίλ ν τα, σ ’ αγ απάω πολ ύ, όμως εσ ύ έχ εις την ευκαιρία ν α είσ αι μόν η μαζί του εδώ και πολ λ ά χ ρόν ια. Θα μου επιτρέψ εις τώρα ν α περάσ ω κι εγ ώ λ ίγ ο χ ρόν ο μαζί του. Πάμελ α, έλ α μαζί μου». Η Τίλ ι έκαν ε έν α βήμα πίσ ω, τρέμον τας από την οργ ή της, την οποία, ωσ τόσ ο, κατόρθωσ ε ν α σ υγ κρατήσ ει. Ακριβώς όπως το είχ ε πει ο παππούς, η Τίλ ι υπήρξε αν έκαθεν έν α οργ ισ μέν ο μικρό κοριτσ άκι. Της είχ ε διδάξει, χ ρησ ιμοποιών τας πότε την τιμωρία και πότε την αν ταμοιβή, πως τα ν εύρα γ κρεμίζουν τις κοιν ων ικές σ χ έσ εις. Ειδικά τα κορίτσ ια, με τις ψ ιλ ές φων ές τους και τα ροδαλ ά
πρόσ ωπά τους, δεν έπρεπε ν α θυμών ουν και ν α φων άζουν . Αλ λ ά ο αυτοέλ εγ χ ος και η υπομον ή της δεν ήταν παρά μια πλ ασ ματική εικόν α που είχ ε υιοθετήσ ει γ ια το χ ατίρι του παππού της. Ήταν αμέτρητες οι φορές που, επισ τρέφον τας σ το σ πίτι, είχ ε κοπαν ήσ ει κάτι ή είχ ε ουρλ ιάξει μες σ τα μαξιλ άρια της έπειτα από μια διαφων ία με την υπάλ λ ηλ ο του ταχ υδρομείου ή με το μαν άβη ή και με κάποια μητέρα που είχ ε αφήσ ει το παιδί της ν α αλ ων ίζει και ν α χ τυπήσ ει τελ ικά την Τίλ ι σ το πόδι, χ ωρίς ούτε μία λ έξη επίπλ ηξης. Όσ ο σ κλ ηρά και αν προσ παθούσ ε, δεν μπορούσ ε ν α καταλ αγ ιάσ ει τη φωτιά που της έκαιγ ε τα σ ωθικά. Το μόν ο που μπορούσ ε ν α κάν ει ήταν ν α κρατάει ερμητικά κλ εισ τό το σ τόμα της, ώσ τε η φωτιά ν α μη δραπετεύσ ει από κει και κάψ ει όλ ους όσ οι βρίσ κον ταν γ ύρω της. Η Τίλ ι κάθισ ε σ τον μακρύ κεν τητό καν απέ και περίμεν ε. Αυτός ο καν απές θα περν ούσ ε σ τα χ έρια της Πάμελ α. Αυτοί οι πίν ακες θα περν ούσ αν σ τα χ έρια της Πάμελ α. Αυτή η ταπετσ αρία θα περν ούσ ε σ τα χ έρια της Πάμελ α. Και οι κουρτίν ες, που τις είχ ε κοιτάξει με τόσ η περιφρόν ησ η… Όλ α αυτά θα περν ούσ αν σ τα χ έρια της Πάμελ α, μόν ο και μόν ο
επειδή είχ ε παν τρευτεί τον Γκόν τφρι. Ο πατέρας της Τίλ ι και ο πατέρας του Γκόν τφρι ήταν αδέλ φια, όχ ι όμως και φίλ οι. Ο πατέρας της Τίλ ι είχ ε πάρει τη γ υν αίκα του και τη μικρή του κόρη σ τις Ιν δίες, όπου ο ίδιος αρρώσ τησ ε από τυφοειδή πυρετό και πέθαν ε. Όταν η Τίλ ι και η μητέρα της έκαν αν το μακρύ ταξίδι της επισ τροφής σ το σ πίτι, η κοιλ ιά της μητέρας της ήταν ήδη φουσ κωμέν η. Η εγ κυμοσ ύν η αυτή κατέλ ηξε τελ ικά σ το θάν ατο τόσ ο της ίδιας όσ ο και του μωρού που δεν έμελ λ ε ν α γ ίν ει αδελ φάκι της Τίλ ι. Ο πατέρας του Γκόν τφρι ίσ ως ν α είχ ε πάρει τότε σ το σ πίτι του την Τίλ ι, γ ια ν α την αν αθρέψ ει μαζί με το γ ιο του σ αν ν α ήταν αδέλ φια. Όμως, η μητέρα του Γκόν τφρι αρν ήθηκε. Κι έτσ ι, ο παππούς πήρε την Τίλ ι σ το σ πίτι του και τη μεγ άλ ωσ ε σ αν ν α ήταν κόρη του, προκαλ ών τας έτσ ι άθελ ά του μεγ άλ ες αν τιζηλ ίες εκεί όπου θα έπρεπε ν α υπάρχ ει μόν ο οικογ εν ειακή αγ άπη. Πέρασ ε λ ίγ η ώρα –όχ ι περισ σ ότερο από δεκαπέν τε λ επτά– και η Τίλ ι άκουσ ε την πόρτα του υπν οδωματίου του παππού ν α κλ είν ει και βήματα σ τις σ κάλ ες. Εμφαν ίσ τηκαν ο Γκόν τφρι και η Πάμελ α, αλ λ ά η Πάμελ α ήταν δακρυσ μέν η. Η Τίλ ι αισ θάν θηκε μια σ ουβλ ιά εν οχ ής. Ήταν δυν ατόν ν α
είχ ε κάν ει λ άθος σ την κρίσ η της γ ια την Πάμελ α; «Το μυαλ ό του γ έρου έχ ει γ ίν ει κλ ούβιο», είπε τραχ ιά ο Γκόν τφρι. «Κατσ άδιασ ε άσ χ ημα τη γ υν αίκα μου». Η Τίλ ι έπν ιξε έν α γ έλ ιο. «Αχ , αγ απητή μου. Είν αι πραγ ματικά πολ ύ κουρασ μέν ος. Μην το παίρν εις τόσ ο βαριά», είπε, αγ γ ίζον τας ελ αφρά το κρύο χ έρι της Πάμελ α. «Είμαι σ ίγ ουρη πως δεν το εν ν οούσ ε». «Πού είν αι εκείν ο το τσ άι;» ρώτησ ε ο Γκόν τφρι. «Δ ώσ ’ της λ ίγ ο χ ρόν ο ακόμα. Αν ξέραμε ότι θα έρθετε, η κυρία Γκρέιν τζερ θα είχ ε ετοιμάσ ει κέικ και γ λ υκά. Τώρα, το καλ ύτερο που μπορεί ν α φτιάξει σ ε τόσ ο λ ίγ ο χ ρόν ο είν αι σ άν τουιτς». «Ναι, ν αι. Καταλ άβαμε τι θέλ εις ν α μας πεις, ξαδέλ φη. Εν οχ λ ήθηκες που δεν ειδοποιήσ αμε προτού έρθουμε». Ο Γκόν τφρι κούν ησ ε το χ έρι του σ ε έν δειξη αν υπομον ησ ίας. «Μας έκαν ες ν α ν ιώσ ουμε αρκετά αν επιθύμητοι, γ ι’ αυτό κι εμείς θα φύγ ουμε». Η Τίλ ι μετάν ιωσ ε αμέσ ως που δεν είχ ε σ υμπεριφερθεί πιο φιλ όξεν α. «Όχ ι, όχ ι, δεν ήθελ α ν α σ ας κάν ω ν α–» «Και ίσ ως μια μέρα, πολ ύ σ ύν τομα μάλ ισ τα, ν α καταλ άβεις πώς είν αι ν α ν ιώθεις αν επιθύμητη σ ’
αυτό το σ αλ όν ι», της είπε η Πάμελ α, αν ασ ηκών ον τας τα λ επτά φρύδια της. Και τότε, η φωτιά ξέσ πασ ε μέσ α της, ασ υγ κράτητη, καυτή. «Όρν ιο», της είπε περιφρον ητικά. Η Πάμελ α, σ οκαρισ μέν η, έβαλ ε το μαν τίλ ι της μπροσ τά σ το σ τόμα της. Ο Γκόν τφρι απλ ώς χ αμογ έλ ασ ε. Έπειτα, έγ ειρε κον τά της και της είπε: «Κούκε». Έπειτα από λ ίγ α λ επτά, είχ αν φύγ ει. Η κυρία Γκρέιν τζερ μπήκε μέσ α, με έν α δίσ κο φορτωμέν ο σ άν τουιτς σ τα χ έρια της. «Πού πήγ αν ;» «Επέσ τρεψ αν σ την πολ υτελ ή τους άμαξα κι έφυγ αν γ ια το σ πίτι τους», είπε η Τίλ ι, με την καρδιά της ακόμα ν α πάλ λ εται από εν οχ ή. «Τους πρόσ βαλ α». Η κυρία Γκρέιν τζερ σ ούφρωσ ε τα χ είλ ια της, αλ λ ά δεν είπε τίποτα. Ακούμπησ ε το δίσ κο σ το τραπέζι κι έφυγ ε, αφήν ον τας την Τίλ ι μόν η της σ το σ αλ όν ι. Κούκος. Έν α πτην ό που φορτών εται σ ε ξέν ους γ ον είς και αφήν ει τους άλ λ ους ν εοσ σ ούς σ τη φωλ ιά ν α λ ιμοκτον ήσ ουν , καθώς οι δικές του αν άγ κες δεν έχ ουν όριο. Ώσ τε έτσ ι την έβλ επε ο Γκόν τφρι. Είχ ε φτάσ ει, λ οιπόν , η ώρα ν α αν οίξει τα φτερά
της. ● Η Τίλ ι ξύπν ησ ε με τον πρωιν ό ήλ ιο που έμπαιν ε από το παράθυρό της. Είχ ε κοιμηθεί άσ χ ημα την προηγ ούμεν η ν ύχ τα και είχ ε αφήσ ει αν οιχ τές τις κουρτίν ες, ώσ τε η βραδιν ή αύρα ν α τρυπών ει σ το αποπν ιχ τικό δωμάτιο. Το φως του ήλ ιου έπεσ ε πάν ω σ τα σ κεπάσ ματά της, κι εκείν η τα τράβηξε από πάν ω της γ ια ν α αφήσ ει τις αχ τίδες ν α φτάσ ουν μέσ α από τη ν υχ τικιά της ως το σ τήθος της και την κοιλ ιά της. Η Τίλ ι διέτρεξε το κορμί της με τα χ έρια της, ν ιώθον τας τις κοιλ ότητες και τις καμπύλ ες του. Έκλ εισ ε τα μάτια της. Η ηδον ή ήταν αισ θησ ιακή, σ υν αρπασ τική. Πόσ ο ποθούσ ε, αλ ήθεια, ν α την αγ γ ίξει έτσ ι και ο Τζάσ περ. Όμως, είχ αν περάσ ει τη ν ύχ τα του γ άμου τους σ υν τροφιά με γ ιατρούς και αν ήσ υχ ους σ υγ γ εν είς, και την επόμεν η μέρα εκείν ος είχ ε φύγ ει με υποσ χ έσ εις ότι σ ύν τομα θα αν τάμων αν πάλ ι. Κι αυτό ήταν . Η Τίλ ι ήταν παν τρεμέν η, κι όμως ακόμα παρθέν α. Και μάλ ισ τα, χ ωρίς ν α επιθυμεί καθόλ ου ν α παραμείν ει παρθέν α… Ο Τζάσ περ είχ ε αρκεσ τεί ν α τη φιλ ήσ ει μία φορά
σ τα χ είλ ια, και μάλ ισ τα ψ υχ ρά. Τώρα, όμως, η Τίλ ι έφερν ε ξαν ά σ το ν ου της εκείν ο το φιλ ί και το φαν ταζόταν πιο βαθύ και πιο ζεσ τό, εν ώ σ υγ χ ρόν ως σ κεφτόταν τα χ έρια του Τζάσ περ ν α γ λ ισ τρούν γ ια ν α χ αϊδέψ ουν το σ τήθος της ή τη βάσ η του αυχ έν α της. Γεμάτη εν οχ ή, και με κάποια ν τροπή, σ ταμάτησ ε. Τράβηξε πάλ ι πάν ω της τα σ κεπάσ ματα κι έμειν ε ξαπλ ωμέν η εκεί, με το βλ έμμα της καρφωμέν ο γ ια λ ίγ ο σ το ταβάν ι. Δ εν είχ ε καμία αμφιβολ ία πως ο Τζάσ περ ήταν έν ας άν τρας γ εμάτος πάθος· και σ ίγ ουρα θα της αποκάλ υπτε αυτή την πλ ευρά του εαυτού του όταν θα βρίσ κον ταν επιτέλ ους μόν οι οι δυο τους. Ολ όκλ ηρο το χ ωριό είχ ε παρακολ ουθήσ ει από κον τά τη σ ύν τομη περίοδο του φλ ερτ τους. Ο Τζάσ περ είχ ε έρθει εδώ γ ια ν α επισ κεφτεί έν α θείο του, όταν ξαφν ικά σ υν άν τησ ε την Τίλ ι έξω από το κατάσ τημα του ράφτη. Στεκόταν εκεί κοιτάζον τας το ρολ όι τσ έπης του, τη σ τιγ μή που εμφαν ίσ τηκε η Τίλ ι φορτωμέν η με τα παν τελ όν ια του παππού, τα οποία χ ρειάζον ταν όλ α σ τέν εμα σ τη μέσ η. Ο Τζάσ περ αν ασ ήκωσ ε το βλ έμμα του, κοίταξε την Τίλ ι και χ αμογ έλ ασ ε. Εκείν η του αν ταπέδωσ ε το χ αμόγ ελ ο, εν ώ τα μάτια της απολ άμβαν αν αχ όρταγ α το καλ οσ χ ηματισ μέν ο προφίλ του, τα
σ κούρα και γ εμάτα καταν όησ η μάτια του. «Μπορείτε ν α μου πείτε από πού ξεκιν άει η Ντακ Στριτ;» τη ρώτησ ε. «Έχ ω εκεί έν α ραν τεβού, σ το οποίο δεν θα ήθελ α ν α καθυσ τερήσ ω». «Η Ντακ Στριτ έχ ει δύο άκρα», του αποκρίθηκε εκείν η. «Ψάχ ν ω το κατάσ τημα του Μπέιζιλ Φόρσ τερ. Του εμπόρου τσ αγ ιού». «Α, κι εγ ώ προς τα εκεί πηγ αίν ω, κύριε. Μπορώ ν α σ ας οδηγ ήσ ω σ το κατάσ τημά του». «Θα ήταν μεγ άλ η μου χ αρά». Ξεκίν ησ αν μαζί, σ υσ τήθηκαν κι άρχ ισ αν ν α σ υζητούν γ ια τον καιρό. Η Τίλ ι τον οδήγ ησ ε ως το κατώφλ ι του Μπέιζιλ Φόρσ τερ κι ήταν έτοιμη ν α ξεκιν ήσ ει πάλ ι γ ια το σ πίτι της, όταν εκείν ος της είπε: «Θα βρίσ κομαι σ το χ ωριό γ ια λ ίγ ες εβδομάδες. Μήπως θα μπορούσ α ν α σ ας επισ κεφτώ;» Η Τίλ ι κατέβαλ ε μεγ άλ η προσ πάθεια γ ια ν α μην κοκκιν ίσ ει. «Βεβαίως, κύριε. Θα σ ας δεχ τώ με ευχ αρίσ τησ η».greekleech.info Έπειτα, απομακρύν θηκε βιασ τικά, σ κεπτόμεν η μέσ α της πως ήταν μια αν όητη. Άν τρες σ αν τον Τζάσ περ Ντελ αφόρ ερωτεύον ταν πάν τα λ υγ ερές ξαν θές πριγ κίπισ σ ες, όχ ι κον τές κοκκιν ομάλ λ ες με
καμπύλ ες σ αν εκείν η. Επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι της κι έδιωξε το σ υμβάν από το μυαλ ό της. Μέχ ρι που εκείν ος ήρθε. Ο παππούς κάθισ ε μαζί τους όσ η ώρα έπαιρν αν το τσ άι τους σ το σ αλ όν ι. Κι ήταν φαν ερό πως εν έκριν ε αυτό τον ν εαρό άν τρα, ο οποίος ήταν απόγ ον ος Γάλ λ ων εμιγ κρέδων που ζούσ αν σ το Γκέρν σ εϊ. Ασ χ ολ ιόταν με εμπόριο τσ αγ ιού και μεταξιού· έφερν ε με πλ οίο διάφορα εμπορεύματα –οτιδήποτε μπορούσ ε ν α αποκτήσ ει σ χ ετικά φτην ά και ν α μεταπωλ ήσ ει σ ε μια ειδική πελ ατεία–, κι έτσ ι ταξίδευε πολ ύ. Τους μίλ ησ ε γ ια το όμορφο σ πίτι του, που αν ήκε σ την οικογ έν ειά του εδώ και εκατό χ ρόν ια. Και μέχ ρι ν α τελ ειώσ ει εκείν η η πρώτη επίσ κεψ η, και η Τίλ ι και ο παππούς ήταν καταγ οητευμέν οι μαζί του. «Αυτόν θα έπρεπε ν α παν τρευτείς», της είχ ε πει ο παππούς, όταν πια ο επισ κέπτης τους είχ ε φύγ ει. «Μα μόλ ις που τον γ ν ωρίζω», του αποκρίθηκε εκείν η. Κρυφά μέσ α της, όμως, πίσ τευε κι εκείν η πως αυτός ήταν ο άν τρας που έπρεπε ν α παν τρευτεί. Και πράγ ματι, προτού περάσ ουν καλ ά καλ ά έξι εβδομάδες, τον είχ ε παν τρευτεί. Τώρα, η τελ ετή του γ άμου της βρισ κόταν ήδη πίσ ω της, όμως ο έγ γ αμος βίος δεν είχ ε αρχ ίσ ει ακόμα.
● Η Τίλ ι πήγ ε σ το ταχ υδρομείο πολ ύ ν ωρίς, γ ια ν α σ τείλ ει το τελ ευταίο γ ράμμα που είχ ε γ ράψ ει σ τον Τζάσ περ, αλ λ ά και γ ια ν α ρωτήσ ει διακριτικά, προσ έχ ον τας ν α μην κιν ήσ ει την περιέργ εια καν εν ός και δώσ ει τροφή γ ια κουτσ ομπολ ιά, αν είχ αν δει ν α φτάν ει κάποιο γ ράμμα γ ια εκείν η που ίσ ως ν α κατέλ ηξε σ ε λ άθος διεύθυν σ η. Ήξερε πως δεν θα υπήρχ ε καν έν α γ ράμμα, κι όμως η επιβεβαίωσ η την πλ ήγ ωσ ε. Όταν επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι της, έν ιωσ ε έκπλ ηξη ακούγ ον τας φων ές από το σ αλ όν ι. Κι έν ιωσ ε ακόμα μεγ αλ ύτερη έκπλ ηξη όταν αν αγ ν ώρισ ε τη φων ή του παππού. Κρέμασ ε βιασ τικά το καπέλ ο της σ τον καλ όγ ερο δίπλ α σ την πόρτα και κατευθύν θηκε με γ ρήγ ορο βήμα προς το σ αλ όν ι. Ο παππούς καθόταν σ ωριασ μέν ος σ τον καν απέ, με τα πόδια του αν οιχ τά, γ ερμέν ος σ το έν α πλ άι. Είχ ε ν τυθεί μόν ος του, αλ λ ά είχ ε κουμπώσ ει σ τραβά το σ ακάκι του. Τα μάγ ουλ ά του ήταν τόσ ο βουλ ιαγ μέν α, ώσ τε κάτω από το μελ αν ιασ μέν ο χ ρώμα του δέρματός του διαγ ραφόταν το κραν ίο του. Ήταν αλ λ όκοτο ν α τον βλ έπει όρθιο. Σχ εδόν όρθιο.
«Παππού!» φών αξε η Τίλ ι, προχ ωρών τας προς το μέρος του. Όμως, εκείν ος αν ασ ήκωσ ε έν α τρεμάμεν ο, εύθραυσ το χ έρι. «Όχ ι, όχ ι, Τίλ ι. Είμαι μια χ αρά. Να σ ου σ υσ τήσ ω το δικηγ όρο μου, τον κύριο Λίν τμπετερ». Η Τίλ ι σ τράφηκε προς το μέρος του άλ λ ου άν τρα που βρισ κόταν σ το δωμάτιο, έν αν ροδομάγ ουλ ο άν θρωπο με ζεσ τό χ αμόγ ελ ο. «Πώς είσ τε, κυρία Ντελ αφόρ;» της είπε. Εκείν η του έσ φιξε το χ έρι, αλ λ ά αμέσ ως μετά σ υν ειδητοπ οίησ ε ότι φορούσ ε ακόμα τα γ άν τια της και άρχ ισ ε ν α τα ξεκουμπών ει. «Με σ υγ χ ωρείτε που εισ έβαλ α έτσ ι απότομα, αλ λ ά δεν περίμεν α ν α δω τον παππού μου όρθιο». «Θα επισ τρέψ ω πολ ύ σ ύν τομα σ το δωμάτιό μου, καλ ή μου», είπε ο παππούς. «Πρώτα, όμως, πρέπει ν α τελ ειώσ ω τη δουλ ειά που έχ ω με τον κύριο Λίν τμπετερ». Του κόπηκε η αν άσ α και χ ρειάσ τηκε έν α λ επτό γ ια ν α αρχ ίσ ει ν α αν απν έει πάλ ι καν ον ικά. «Να σ ου φέρω λ ίγ ο ν ερό, παππού;» τον ρώτησ ε η Τίλ ι. Εκείν ος της έκαν ε πάλ ι ν εύμα ν α βγ ει από το δωμάτιο. «Έχ ουμε δουλ ειά, αγ απητή μου
Ματίλ ν τα. Άσ ε τους άν τρες ν α τελ ειώσ ουν τις υποθέσ εις τους». Εκείν η έσ φιξε τα γ άν τια που κρατούσ ε σ τα χ έρια της. «Ασ φαλ ώς», του είπε. «Φών αξέ με όταν με χ ρειασ τείς». Έριξε μια ματιά γ εμάτη ν όημα σ τον κύριο Λίν τμπετερ κι εκείν ος της την αν ταπέδωσ ε με έν α αν επαίσ θητο καταφατικό ν εύμα. «Θα τον προσ έχ ω, μην αν ησ υχ είτε», της είπε. Η Τίλ ι βγ ήκε από το σ αλ όν ι και αν έβηκε σ το υπν οδωμάτιό της, γ ια ν α κρεμάσ ει το ελ αφρύ παν ωφόρι της και ν α σ υμμαζέψ ει τα γ άν τια της πίσ ω σ το σ υρτάρι της. Υ πέθεσ ε ότι αυτή η σ υζήτησ η του παππού της με τον κύριο Λίν τμπετερ είχ ε ν α κάν ει με την επιθυμία του ν α τακτοποιήσ ει τα χ αρτιά του προτού πεθάν ει. Κάθισ ε βαριά σ το κρεβάτι της κι έγ ειρε προς τα πίσ ω, με τα χ έρια της ν α ψ ηλ αφούν ν ευρικά το κεν τητό κλ ιν οσ κέπασ μα. Έκλ εισ ε τα μάτια της. Βρισ κόταν μέσ α σ ε μια απίσ τευτη, αλ λ όκοτη κόλ ασ η. Ο άν θρωπος που είχ ε σ ταθεί το κέν τρο του κόσ μου της, τώρα πέθαιν ε. Χωρίς εκείν ον , θα ήταν άραγ ε έρμαιο του κόσ μου ολ όκλ ηρου; Μια σ κλ ηρή, βασ αν ισ τική θλ ίψ η την κατέκλ υσ ε, κι έν ιωσ ε έν α δάκρυ ν α κυλ άει σ το μάγ ουλ ό της και ν α χ άν εται μες σ τα μαλ λ ιά της. Λαχ ταρούσ ε ν α γ είρει πάν ω
σ τον Τζάσ περ, γ ια ν α πιάσ ει αν άλ αφρα το δάκρυ της με το δάχ τυλ ό του. Όμως, ο Τζάσ περ δεν ήταν τώρα πια παρά μια απόμακρη μορφή, φτιαγ μέν η από ίσ κιους και ομίχ λ η. Δ εν μπορούσ ε ν α απλ ώσ ει το χ έρι της και ν α τον αδράξει. Επιτέλ ους, άκουσ ε την άμαξα του Λίν τμπετερ ν α φεύγ ει και κατέβηκε γ ια ν α βοηθήσ ει τον παππού της ν α επισ τρέψ ει σ το κρεβάτι του. Τον βρήκε, όμως, ν α σ έρν ει αργ ά τα βήματά του πέρα δώθε, σ τοιβάζον τας πάν ω σ το τραπεζάκι του σ αλ ον ιού έν α σ ωρό από ετερόκλ ητα αν τικείμεν α. Έν α ρολ όι τοίχ ου, δύο επίχ ρυσ ες κορν ίζες, τέσ σ ερα ασ ημέν ια κηροπήγ ια, έν α κρυσ τάλ λ ιν ο βάζο. «Μα τι κάν εις, παππού;» τον ρώτησ ε, προχ ωρών τας βιασ τικά προς το μέρος του και βάζον τας το χ έρι της κάτω από το μπράτσ ο του γ ια ν α τον σ τηρίξει. Εκείν ος, όμως, την απώθησ ε απαλ ά. «Μίλ ησ α με τον Λίν τμπετερ… Δ εν μπορεί ν α γ ίν ει τίποτα. Η σ ύν ταξη της διαθήκης του πατέρα μου είν αι ξεκάθαρη. Θα τα πάρουν όλ α ο Γκόν τφρι και η Πάμελ α. Όλ α, τα πάν τα. Πρέπει, λ οιπόν , ν α απομακρύν ουμε από εδώ μέσ α κάποια απ’ αυτά τα πράγ ματα, προτού πεθάν ω». Η Τίλ ι αν αρωτήθηκε γ ια μια σ τιγ μή μήπως ο
Γκόν τφρι είχ ε δίκιο και το μυαλ ό του παππού είχ ε σ αλ έψ ει. Κι όμως, μέχ ρι εκείν η τη σ τιγ μή σ κεφτόταν και εν εργ ούσ ε με διαύγ εια. «Και πού σ κοπεύεις ν α τα σ τείλ εις;» τον ρώτησ ε. «Στο καιν ούριο σ ου σ πίτι. Το Πελ αγ ίσ ιο Φως. Θα τα πακετάρουμε, θα τα βάλ ουμε σ ’ έν α φορτηγ ό και θα τα σ τείλ ουμε με πλ οίο». «Δ εν γ ίν εται. Η Πάμελ α τα μέτρησ ε όλ α με το βλ έμμα της». Ο παππούς ξεφύσ ηξε εκν ευρισ μέν ος προτού απαν τήσ ει. Έπειτα, είπε: «Γίν εται… Και θα το κάν ουμε… Σου κάν ω μερικά δώρα… Για το γ άμο σ ου. Αυτά τα αν τικείμεν α είν αι δικά μου μέχ ρι ν α πεθάν ω». «Πρέπει ν α επισ τρέψ εις σ το κρεβάτι σ ου, παππού». Εκείν ος πήρε μια αν άσ α αγ κομαχ ών τας. «Καταν οώ ότι δεν θέλ εις ν α έχ εις καμία αν άμειξη σ ε αυτή την ισ τορία. Φύγ ε τώρα. Φύγ ε από το σ πίτι και πήγ αιν ε ν α κάν εις μια βόλ τα σ το χ ωριό. Θα ζητήσ ω από την Γκρέιν τζερ ν α με βοηθήσ ει. Όχ ι, περίμεν ε μια σ τιγ μή. Κάτι ξέχ ασ α». Έσ υρε τα πόδια του ως το μάρμαρο του τζακιού όπου βρισ κόταν το κουτί με τα πούρα του, αν έγ γ ιχ το από καιρό, από τότε, δηλ αδή, που είχ ε
αρχ ίσ ει ν α ν ιώθει άρρωσ τος και ν α του κόβεται η αν άσ α. «Δ εν θέλ ω πούρα, παππού», του είπε η Τίλ ι. «Δ εν θέλ ω τίποτα. Δ εν θέλ ω μπελ άδες. Ο Γκόν τφρι θα μου προκαλ έσ ει μπελ άδες». «Ηρέμησ ε και άκουσ έ με». Της έβαλ ε σ τα χ έρια το κουτί των πούρων . «Αυτό που υπάρχ ει εδώ μέσ α δεν πρέπει ν α σ ταλ εί με το πλ οίο… Πρέπει ν α το πάρεις εσ ύ η ίδια μαζί σ ου. Και ν α το προσ έχ εις». Η Τίλ ι πήγ ε ν α τραβήξει τον μικρό σ ύρτη γ ια ν α αν ασ ηκώσ ει το καπάκι, όμως ο παππούς της έπιασ ε το χ έρι και δεν την άφησ ε. «Να το δεις αργ ότερα, μόν η σ ου. Αν το αν οίξεις τώρα, θα μου το επισ τρέψ εις κατευθείαν . Έβαλ α τον Λίν τμπετερ ν α το τακτοποιήσ ει αυτό γ ια εσ έν α». Η Τίλ ι ξαν άκλ εισ ε το κουτί με τον αν τίχ ειρά της. Ήξερε πως έπρεπε ν α το αρν ηθεί, ν α τα αρν ηθεί όλ α. Όμως, σ κέφτηκε την Πάμελ α ν α απλ ών ει τα χ έρια της πάν ω σ τα ασ ημέν ια κηροπήγ ια –η Τίλ ι είχ ε πάει μαζί με τον παππού τη μέρα που εκείν ος τα αγ όρασ ε γ ια το δείπν ο των γ εν εθλ ίων της, όταν έγ ιν ε δεκατεσ σ άρων – και πήρε την απόφασ ή της. «Καλ ά, εγ ώ δεν ξέρω τίποτα», του είπε.
«Ψάξε ν α βρεις το μπαούλ ο. Δ εν ξέρω αν όλ α αυτά τα πράγ ματα θα φτάσ ουν εκεί προτού εγ ώ…» Δ εν ολ οκλ ήρωσ ε τη φράσ η του. Σωριάσ τηκε σ ε μια καρέκλ α. «Σύν τομα, ο πόν ος θα περάσ ει». Η αν άσ α του κόπηκε ξαν ά και η Τίλ ι έκαν ε ν α πάει προς το μέρος του. «Όχ ι, φύγ ε», της είπε. «Πες σ την Γκρέιν τζερ… ν α έρθει… Όσ ο πιο σ ύν τομα το τακτοποιήσ ουμε τόσ ο πιο σ ύν τομα… θα μπορέσ ω ν α αν απαυτώ». Η Τίλ ι του άγ γ ιξε σ τοργ ικά το μέτωπο κι έπειτα σ τράφηκε κι έφυγ ε, παίρν ον τας το καπέλ ο της από εκεί που το είχ ε κρεμάσ ει πίσ ω από την πόρτα. Έχ ωσ ε γ ια μια σ τιγ μή το κουτί των πούρων κάτω από το μπράτσ ο της, ώσ τε ν α ελ ευθερώσ ει τα χ έρια της και ν α δέσ ει τις κορδέλ ες, κι έπειτα βγ ήκε από τον πίσ ω κήπο. Άν οιξε την πορτούλ α που οδηγ ούσ ε σ το μον οπάτι κατά μήκος του ποταμού. Κότσ υφες και κοκκιν ολ αίμηδες τραγ ουδούσ αν , αγ ριολ ούλ ουδα πλ αισ ίων αν το δρόμο. Έμειν ε μακριά από το κέν τρο του χ ωριού και ακολ ούθησ ε το μον οπάτι μέχ ρι τη μέσ η, ως εκεί όπου τα βοσ κοτόπια χ ώριζαν το χ ωριό από το δάσ ος. Εκεί, κάθισ ε κάτω από μια κασ ταν ιά και άν οιξε το κουτί. Είχ ε μέσ α χ αρτον ομίσ ματα. Πολ λ ά χ αρτον ομίσ ματα. Η Τίλ ι έν ιωσ ε ν α της κόβεται η
αν άσ α καθώς έβγ αζε έξω μια ολ όκλ ηρη χ ούφτα. Από κάτω, βρισ κόταν έν α γ ράμμα. Το ξεδίπλ ωσ ε. Τα γ ράμματα του παππού ίσ α που μπορούσ αν ν α διαβασ τούν , λ εκιασ μέν α από το μελ άν ι και κακοσ χ ηματισ μέν α. Δ εν ήταν , όμως, παρά έν α μικρό σ ημείωμα. «Αυτά είν αι γ ια εσέν α και γ ια καν έν αν άλ λ ον . Μια γ υν αίκα πρέπει ν α έχ ει τουλ άχ ιστον κάτι δικό της στον κόσμο». Η Τίλ ι δίπλ ωσ ε πάλ ι το γ ράμμα, το έβαλ ε πίσ ω σ το κουτί μαζί με τα χ αρτον ομίσ ματα και το έκλ εισ ε. Έσ φιξε το κουτί σ το σ τήθος της, με την καρδιά της ν α χ τυπάει δυν ατά. «Σ’ ευχ αρισ τώ, παππού», είπε με έν αν αν ασ τεν αγ μό. «Σ’ ευχ αρισ τώ». Όταν επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι, το μπαούλ ο είχ ε ήδη φύγ ει και ο παππούς δεν είπε ούτε λ έξη γ ι’ αυτό το θέμα. «Δ εν σ υν έβη τίποτα τέτοιο», της είπε ξαπλ ωμέν ος σ το κρεβάτι του, με τα μέλ η του άτον α. «Δ εν ξέρω γ ια ποιο πράγ μα μιλ άς». ● Έν α χ τύπημα σ την πόρτα της. Η Τίλ ι σ τριφογ ύρισ ε σ τον ύπν ο της. Δ εύτερο χ τύπημα σ την πόρτα. «Δ εσ ποιν ίς
Κέρκλ αν τ. Τίλ ι». Η Τίλ ι αν ακάθισ ε, αν οίγ ον τας με δυσ κολ ία τα μάτια της. Η φων ή της κυρίας Γκρέιν τζερ ακούσ τηκε από την άλ λ η μεριά της πόρτας. Πέταξε από πάν ω της τα σ κεπάσ ματα και προχ ώρησ ε προς την πόρτα του υπν οδωματίου της. Στο κατώφλ ι, σ τεκόταν ωχ ρή η κυρία Γκρέιν τζερ, κρατών τας σ τα χ έρια της μια λ άμπα πετρελ αίου. «Τι σ υμβαίν ει;» τη ρώτησ ε η Τίλ ι. «Έφτασ ε η ώρα. Ήρθε η… η ώρα του». Ο παππούς. Η Τίλ ι άρπαξε τη ρόμπα της που κρεμόταν πίσ ω από την πόρτα και την έριξε πάν ω της. Οι κιν ήσ εις της ήταν πυρετώδεις, όμως έν α παγ ωμέν ο χ έρι της έσ φιγ γ ε την καρδιά. Έτρεξε βιασ τικά πίσ ω από την κυρία Γκρέιν τζερ σ το υπν οδωμάτιο του παππού. Εκεί, όλ ες οι λ άμπες ήταν αν αμμέν ες. Μέσ α, ήταν και η ν οσ οκόμα από το χ ωριό, που ερχ όταν ν α μείν ει μαζί του τα βράδια. Υ πήρχ ε πολ ύ φως, πολ λ ή φασ αρία. «Τίλ ι», είπε ο παππούς, ασ θμαίν ον τας. «Λυπάμαι που σ ε ξύπν ησ α, αγ απημέν η μου. Όμως, δεν θα βρίσ κομαι εδώ το πρωί». Η Τίλ ι γ ον άτισ ε δίπλ α σ το κρεβάτι του και άρπαξε τα χ έρια του μες σ τα δικά της. Οι άκρες των δαχ τύλ ων του σ αν ν α είχ αν φθαρεί από τα χ ρόν ια.
«Τι είν αι αυτά που λ ες, παππού; Δ εν μπορείς ν α το ξέρεις». «Το ξέρω. Το ξέρω», της είπε, αγ γ ίζον τας απαλ ά τα μαλ λ ιά της. «Νιώθω τη ζωή ν α ξεγ λ ισ τράει από μέσ α μου όπως ξεγ λ ισ τράει το ν ερό απ’ την μπαν ιέρα». Πήρε μια βαθιά, τρεμάμεν η αν άσ α. «Όλ οι σ ας… Όλ οι σ ας ν α βγ είτε έξω, εκτός από την Τίλ ι. Έχ ει τόσ ο πολ ύ κόσ μο εδώ μέσ α…» Η κυρία Γκρέιν τζερ και η ν οσ οκόμα βγ ήκαν έξω κι έκλ εισ αν πίσ ω τους την πόρτα. Ο παππούς πέρασ ε απαλ ά τα παγ ωμέν α του δάχ τυλ α κάτω από το πιγ ούν ι της Τίλ ι και της αν ασ ήκωσ ε το πρόσ ωπο, ώσ τε το βλ έμμα της ν α σ υν αν τήσ ει το δικό του. «Δ εν … υπήρξα… ειλ ικριν ής… μαζί σ ου», της είπε. «Στάθηκες πάν τα γ ια εμέν α ο καλ ύτερος άν θρωπος του κόσ μου». «Όχ ι… Όχ ι, δεν ήμουν ειλ ικριν ής». Πήρε πάλ ι μια βαθιά τρεμάμεν η αν άσ α, σ αν αγ κομαχ ητό, και μετά ξεφύσ ηξε πολ λ ές φορές. «Άκουσ έ με… Γν ώριζα ήδη τον Τζάσ περ… Τον γ ν ώριζα… από πριν ». Η Τίλ ι έν ιωσ ε τα αυτιά της ν α βουίζουν . Ήταν σ υν τετριμμέν η από τη θλ ίψ η, τώρα και από το σ άσ τισ μα. «Τι εν ν οείς;» «Είσ αι έν α… περήφαν ο κορίτσ ι… Τόσ ο περήφαν ο… Αν ήξερες, δεν θα… Κι εγ ώ έπρεπε
ν α…» «Παππού, όλ α είν αι μια χ αρά. Ό,τι κι αν έκαν ες, όλ α είν αι μια χ αρά». «Οικογ εν ειακός φίλ ος… Αλ λ ά εσ ύ έπρεπε… ν α ν ομίζεις… πως εσ ύ τον βρήκες. Έξω από… το κατάσ τημα του ράφτη…» «Ησ ύχ ασ ε παππού, όλ α είν αι εν τάξει. Τον αγ απάω, και όταν πια εσ ύ δεν θα με χ ρειάζεσ αι, θα πάω κον τά του και…» Προσ πάθησ ε ν α σ υγ κρατήσ ει τα δάκρυά της. Δ εν μπορούσ ε, βέβαια, ν α αφήσ ει αυτή τη σ τιγ μή τον παππού ν α μαν τέψ ει τις αμφιβολ ίες που τη βασ άν ιζαν . Ο παππούς ακούμπησ ε την παλ άμη του σ το μάγ ουλ ό της. «Δ εν σ ε χ ρειάζομαι πια… Τίλ ι μου. Καλ ό μου κορίτσ ι». Αγ κομαχ ητά έπν ιγ αν τα λ όγ ια του. «Καλ ό μου κορίτσ ι». Και σ αν ν α βάρυν ε ξαφν ικά, το χ έρι του έπεσ ε κι έμειν ε πάν ω σ το σ κέπασ μα, ακίν ητο, βουβό. ● Η Τίλ ι σ τεκόταν σ την αποβάθρα, με το μικρό μπαούλ ο της αν άμεσ α σ τα πόδια της, εν ώ το μεγ άλ ο μπαούλ ο που είχ ε ετοιμάσ ει ο παππούς της, ταξίδευε ήδη με το ατμόπλ οιο.
Είχ ε έρθει κατευθείαν από την κηδεία του παππού. Η Πάμελ α θα της επέτρεπε ίσ ως ν α μείν ει μια-δυο ν ύχ τες ακόμα, όμως το μόν ο που ήθελ ε η Τίλ ι ήταν ν α φύγ ει. Δ εν άν τεχ ε ν α δει το σ πίτι του παππού της ν α περν άει σ τα χ έρια του Γκόν τφρι και της Πάμελ α. Δ εν υπήρχ ε αμφιβολ ία πως τούτη τη σ τιγ μή εκείν οι ήδη κατέβαζαν τις κουρτίν ες, μετακιν ούσ αν τα έπιπλ α, ίσ ως ακόμα και ν α ξερίζων αν τα αν θισ μέν α παρτέρια του κήπου της γ ια ν α σ τήσ ουν το γ ήπεδο του τέν ις που από καιρό ον ειρευόταν ο Γκόν τφρι. Δ εν είχ ε έρθει καν έν α γ ράμμα. Είχ αν περάσ ει σ χ εδόν έξι εβδομάδες από το γ άμο και δεν είχ ε λ άβει ούτε έν α γ ράμμα. Είχ ε σ τα χ έρια της μια διεύθυν σ η, έν α εισ ιτήριο γ ια έν α υπερπόν τιο ταξίδι, και μια ελ πίδα που της κατέτρωγ ε αργ ά την ψ υχ ή. Οι ταξιδιώτες πηγ αιν οέρχ ον ταν βιασ τικά γ ύρω της. Ο λ ογ ισ τής του πλ οίου πήγ αιν ε πάν ω κάτω σ την αποβάθρα, χ τυπών τας έν α καμπαν άκι και καλ ών τας με τη σ ειρά τους επιβάτες της κάθε θέσ ης ν α αν εβούν σ το πλ οίο. Ο αέρας μύριζε μεταλ λ ικό ν ερό και κάρβουν ο. Μέσ α σ ε αυτό το σ υν ον θύλ ευμα από εικόν ες, ήχ ους και οσ μές, εκείν η προσ παθούσ ε ν α βρει βαθιά σ την καρδιά της έν α καταφύγ ιο γ αλ ήν ης και ηρεμίας. Πολ ύ
σ ύν τομα, όλ η αυτή η βασ αν ισ τική αβεβαιότητα θα ήταν πια παρελ θόν . Είτε θα έβρισ κε το σ ύζυγ ό της είτε θα αν ακάλ υπτε πως εκείν ος ποτέ δεν είχ ε υπάρξει σ τ’ αλ ήθεια σ ύζυγ ός της. Σε κάθε περίπτωσ η, το ταξίδι είχ ε αρχ ίσ ει.
6 - Πελ αγ ίσιο Φως
Το μόν ιππο σ καρφάλ ων ε το λ όφο αν άμεσ α σ τα αγ ροκτήματα και μέσ α από το δάσ ος που σ υν όρευε με τις εκτάσ εις του Τζάσ περ. Η Τίλ ι έν ιωθε το σ τήθος της ν α σ φίγ γ εται όλ ο και περισ σ ότερο καθώς πλ ησ ίαζαν σ το Πελ αγ ίσ ιο Φως. Ο Τζάσ περ έπρεπε ν α είν αι εκεί. Έπρεπε. Δ ιαφορετικά… Αλ λ ά δεν υπήρχ ε καν αυτό το «διαφορετικά». Απλ ώς έπρεπε ν α είν αι εκεί. Με το μόν ιππο ν α ταρακουν ιέται και ν α τραν τάζεται, βγ ήκαν από το δάσ ος σ ε έν αν ομαλ ό χ ωματόδρομο. Μπορούσ ε ήδη ν α δει πέρα μπροσ τά της τη σ κεπή του σ πιτιού. Του σ πιτιού όπου κατοικούσ ε ο άν τρας της. Αυτό ήταν τώρα και το δικό της σ πίτι. Πελ αγ ίσιο Φως. Το φως που αν ταν ακλ ούσ ε σ το πέλ αγ ος. Πήρε μια βαθιά αν άσ α και σ κέφτηκε τα χ ρήματα μες σ το κουτί των πούρων , το οποίο κουβαλ ούσ ε σ το μικρό μπαούλ ο της. Η σ κέψ η τής πρόσ φερε κάποια αν ακούφισ η. Ό,τι κι αν σ υν έβαιν ε, θα επιβίων ε. Ευχ όταν ν α βρει τον Τζάσ περ σ ώο και αβλ αβή και με μια ικαν οποιητική λ ογ ική εξήγ ησ η γ ια τη σ ιωπή του όλ ο αυτό το διάσ τημα. Αν ήταν
άρρωσ τος ή και αν απλ ώς… Χρειάσ τηκε ν α επισ τρατεύσ ει όλ ο της το κουράγ ιο γ ια ν α σ κεφτεί αυτό το εν δεχ όμεν ο… Αν απλ ώς δεν είχ ε μπει σ τον κόπο ν α της γ ράψ ει, θα μπορούσ ε ν α το ξεπεράσ ει. Αν , όμως, ήταν ν εκρός ή είχ ε εξαφαν ισ τεί, τότε φοβόταν γ ια την τύχ η της. Η καρδιά της, πλ ηγ ωμέν η τόσ ο πρόσ φατα και τόσ ο βαθιά από το θάν ατο του αγ απημέν ου της παππού, δεν θα άν τεχ ε άλ λ ο έν α τόσ ο βαρύ φορτίο. Να χ ηρέψ ει εν ώ ήταν ακόμα παρθέν α… Σε αυτή την περίπτωσ η, θα ήταν σ ίγ ουρα η πιο άτυχ η γ υν αίκα σ τον κόσ μο. Η άμαξα έκοψ ε ταχ ύτητα κι έπειτα σ ταμάτησ ε. Η Τίλ ι σ υγ κέν τρωσ ε το κουράγ ιο της. Ο λ ακές ήρθε ν α της αν οίξει την πόρτα. «Σας παρακαλ ώ», του είπε, «θα ήταν δυν ατόν ν α περιμέν ετε; Δ εν … Δ εν είμαι σ ίγ ουρη πως ο σ ύζυγ ός μου είν αι σ το σ πίτι και δεν έχ ω κλ ειδί». Αν δεν τον έβρισ κε εκεί, είχ ε ήδη σ κεφτεί πως θα πήγ αιν ε σ την τοπική χ ωροφυλ ακή και θα τους ζητούσ ε ν α τη βοηθήσ ουν . Σε αυτή την περίπτωσ η, θα έπρεπε ν α ν οικιάσ ει κάποιο δωμάτιο γ ια ν α περν άει τις ν ύχ τες της. Ο λ ακές έγ ν εψ ε καταφατικά κι εκείν η κατέβηκε από το μόν ιππο κι έμειν ε γ ια λ ίγ ο μες σ τον αγ ριεμέν ο άν εμο ν α κοιτάζει την πρόσ οψ η του
σ πιτιού. Το είχ ε δει σ ε εκείν η την κάρτα, κι έτσ ι τώρα της φάν ταζε οικείο. Τρεις όροφοι, το αίθριο σ τη ν ότια πλ ευρά και το περιβόλ ι σ τη βοριν ή. Συγ χ ρόν ως, όμως, ήταν και αν οίκειο. Αυτοί οι αφρόν τισ τοι κήποι. Η μπλ ε μπογ ιά της πόρτας που είχ ε αρχ ίσ ει ν α ξεθωριάζει. Και οι κουρτίν ες, τραβηγ μέν ες και κλ εισ τές, λ ες και αυτός που έμεν ε σ το σ πίτι ν τρεπόταν γ ια κάτι. «Κυρία μου;» της είπε ο λ ακές. «Ναι, ν αι, πηγ αίν ω αμέσ ως. Περιμέν ετέ με. Μην … ξεφορτώσ ετε τα μπαούλ α… ακόμα». Περπατούσ ε μηχ αν ικά, με το σ φυγ μό της ν α σ φυροκοπάει σ αν τρελ ός. Το βλ έμμα της πλ αν ιόταν δεξιά κι αρισ τερά, προσ έχ ον τας τη χ λ όη που είχ ε θεριέψ ει αν άμεσ α σ τις λ εύκες και τα αγ ριόχ ορτα που μεγ άλ ων αν σ τα παρτέρια όπου θα έπρεπε ν α υπάρχ ουν λ ουλ ούδια. Το σ πίτι έδιν ε την εν τύπωσ η πως ήταν εδώ και καιρό ακατοίκητο. Της κόπηκε η αν άσ α. Τώρα πια, περίμεν ε τα χ ειρότερα, τα χ ειρότερα απ’ όλ α. Σταμάτησ ε μπροσ τά σ την πόρτα γ ια ν α πάρει μια αν άσ α κι έπειτα σ ήκωσ ε το χ έρι της και χ τύπησ ε δυν ατά. Άφησ ε το ρόπτρο και σ τάθηκε λ ίγ ο πιο πίσ ω, ρίχ ν ον τας μια αν ήσ υχ η ματιά πάν ω από τον ώμο της, ώσ τε ν α βεβαιωθεί πως η άμαξα
ήταν ακόμα εκεί και δεν την είχ ε εγ καταλ είψ ει σ τη λ άθος μεριά του δάσ ους. Ακολ ούθησ ε έν α διάσ τημα σ ιγ ής που δεν τη διέκοπταν παρά ο ήχ ος του αν έμου και ο φλ οίσ βος της θάλ ασ σ ας. Οι πολ ύβουοι δρόμοι του Σεν τ Πίτερ Πορτ, μόλ ις δυόμισ ι χ ιλ ιόμετρα παραπέρα, έμοιαζαν τώρα πολ ύ μακριν οί. Μπορούσ ε ν α ακούσ ει τους χ τύπους της ίδιας της καρδιάς της. Αλ λ ά τώρα άκουσ ε και βήματα. Ναι, άκουσ ε από το εσ ωτερικό του σ πιτιού βήματα ν α πλ ησ ιάζουν σ την πόρτα. Η πόρτα άν οιξε και η καρδιά της αν απήδησ ε. «Τζάσ περ!» Έπεσ ε σ την αγ καλ ιά του κι εκείν ος την έσ φιξε πάν ω του, με τα χ έρια του τυλ ιγ μέν α γ ύρω από την πλ άτη της. «Ώσ τε ήρθες, είσ αι εδώ», της είπε. Η Τίλ ι έκαν ε έν α βήμα πίσ ω και τον κοίταξε ακτιν οβολ ών τας. Όλ οι οι φόβοι και οι αν ησ υχ ίες της διαλ ύον ταν τώρα. Της αν ταπέδωσ ε το βλ έμμα της με έν α χ αμόγ ελ ο. Εκείν η πρόσ εξε πως τα μαλ λ ιά του ήταν αχ τέν ισ τα και τα ρούχ α του όχ ι τόσ ο καλ οσ ιδερωμέν α όσ ο τα θυμόταν . Ήταν , όμως, πάν τα ο Τζάσ περ της, ζων ταν ός και γ ερός και παρών , σ το σ πίτι που θα μοιράζον ταν από εδώ
και πέρα οι δυο τους. Στράφηκε προς το λ ακέ και του έκαν ε έν α ν εύμα. Και πολ ύ σ ύν τομα, οι αποσ κευές της βρίσ κον ταν μπροσ τά σ την πόρτα. «Δ εν έλ αβα καθόλ ου ν έα σ ου», είπε σ τον Τζάσ περ. «Τόσ ες εβδομάδες τώρα. Κι ούτε έν α γ ράμμα». «Σου έγ ραψ α τουλ άχ ισ τον μια δεκαριά γ ράμματα!» διαμαρτυρήθηκε εκείν ος. «Αλ λ ά δεν πήρα απάν τησ η από εσ έν α. Νόμιζα πως με είχ ες ξεχ άσ ει!» Η Τίλ ι γ έλ ασ ε. Τελ ικά, είχ ε υπάρξει κάποιο πρόβλ ημα με τα ταχ υδρομεία που εκείν οι δεν μπορούσ αν ούτε ν α ελ έγ ξουν ούτε ν α γ ν ωρίζουν . Θα έπρεπε ν α το είχ ε καταλ άβει, όμως. Πίεσ ε ξαν ά πάν ω του το κορμί της, κι εκείν ος τη φίλ ησ ε σ την κορφή του κεφαλ ιού και είπε: «Λυπάμαι, αγ άπη μου, όμως τα πράγ ματα ίσ ως ν α μην είν αι όπως τα περίμεν ες». Η Τίλ ι σ ήκωσ ε το βλ έμμα της, το βύθισ ε μες σ τα γ κρίζα μάτια του και είπε: «Είσ αι εδώ, είσ αι ζων ταν ός και γ ερός και είσ αι μπροσ τά μου. Αυτό μόν ο περίμεν α, αυτό μόν ο ήλ πιζα». «Κι ο παππούς σ ου;» Η βαριά σ αν μολ ύβι θλ ίψ η σ κίασ ε τη χ αρά της. «Έφυγ ε… Πέθαν ε», του είπε.
Της άγ γ ιξε τα μαλ λ ιά. «Λυπάμαι, αγ άπη μου. Έλ α μέσ α», της είπε εκείν ος. «Καλ ωσ όρισ ες σ το Πελ αγ ίσ ιο Φως. Καλ ώς ήρθες σ το σ πίτι σ ου». Κι εν ώ ο λ ακές πηγ αιν οερχ όταν κουβαλ ών τας τα μπαούλ α της και ο Τζάσ περ του έδειξε πού ν α τα αφήσ ει και τον πλ ήρωσ ε, η Τίλ ι έβγ αλ ε το καπέλ ο της και τα γ άν τια της σ το χ ολ του σ πιτιού. Τα μαύρα και λ ευκά πλ ακάκια ήταν όπως ακριβώς τα είχ ε περιγ ράψ ει ο Τζάσ περ, όπως και η σ καλ ισ τή ελ ικοειδής σ κάλ α. Όμως, εκεί όπου βρισ κόταν κάποτε ο πολ υέλ αιος, τώρα υπήρχ ε μόν ο έν α σ ιδερέν ιο άγ κισ τρο, κι εκεί όπου βρίσ κον ταν τα πλ αϊν ά τραπέζια, τώρα υπήρχ αν άδειοι χ ώροι. Και τα αποχ ρωματισ μέν α τετράγ ων α σ την ταπετσ αρία μαρτυρούσ αν τις θέσ εις όπου βρίσ κον ταν άλ λ οτε οι πίν ακες ζωγ ραφικής με τις κορν ίζες τους. Αλ λ ά όλ α αυτά τα αποδέχ τηκε αμέσ ως. Η αν ακούφισ ή της που βρήκε τον Τζάσ περ ζων ταν ό και ν α την περιμέν ει ήταν τόσ ο μεγ άλ η, που της ήταν εν τελ ώς αδύν ατον ν α ν ιώσ ει απογ οήτευσ η επειδή το σ πίτι δεν είχ ε τη μεγ αλ οπρέπεια που περίμεν ε. Επιτέλ ους, οι αποσ κευές της είχ αν όλ ες μεταφερθεί μες σ το σ πίτι, η πόρτα είχ ε κλ είσ ει κι εκείν η και ο Τζάσ περ σ τέκον ταν μόν οι σ το χ ολ του σ πιτιού.
«Αγ απημέν η μου Τίλ ι», της είπε, παίρν ον τας απαλ ά το χ έρι της μες σ το δικό του. «Πέρασ α δύσ κολ ες σ τιγ μές απ’ την τελ ευταία φορά που σ ε είδα». Εκείν η του έσ φιξε τα δάχ τυλ α. «Λυπάμαι τόσ ο που είχ ες προβλ ήματα κι εγ ώ δεν ήμουν εδώ γ ια ν α σ ου σ υμπαρασ ταθώ. Έτσ ι όπως θα έπρεπε ν α είχ ε κάν ει μια σ ύζυγ ος». Ο Τζάσ περ σ ήκωσ ε το μικρότερο από τα μπαούλ α και την τράβηξε πιο κον τά του, ώσ τε ν α μπορέσ ει ν α γ λ ισ τρήσ ει το ελ εύθερο χ έρι του γ ύρω από τη μέσ η της. «Μια επαγ γ ελ ματική σ υμφων ία πήγ ε πολ ύ άσ χ ημα. Αν αγ κάσ τηκα ν α πουλ ήσ ω πολ λ ά από τα πράγ ματά μου. Είν αι προσ ωριν ό, όμως, αγ άπη μου. Σου το υπόσ χ ομαι. Έλ α. Θα σ ου δείξω το σ πίτι». Η γ λ υκιά ζεσ τασ ιά του κορμιού του πάν ω σ το δικό της ήταν αν ακουφισ τική. Η Τίλ ι ίσ α που πρόσ εχ ε αυτά που της έλ εγ ε όσ η ώρα την οδηγ ούσ ε από το χ ολ σ το σ αλ όν ι, σ την τραπεζαρία, σ το αίθριο, σ την κουζίν α, κι έπειτα, από τις σ κάλ ες, σ τους πάν ω ορόφους, εξηγ ών τας της ταυτόχ ρον α πώς οι Γάλ λ οι εμιγ κρέδες πρόγ ον οί του τράπηκαν σ ε φυγ ή όταν έγ ιν ε η Επαν άσ τασ η κι έχ τισ αν το Πελ αγ ίσ ιο Φως, σ αν έν α
καταφύγ ιο σ τη θάλ ασ σ α, μακριά από την πολ ιτική θύελ λ α της πατρίδας τους. Της εξήγ ησ ε ακόμα πως δεν ταίριαζε σ την ιδιοσ υγ κρασ ία του ν α έχ ει αγ ρόκτημα, κι έτσ ι πούλ ησ ε όλ ο τον εξοπλ ισ μό και έσ τησ ε τη δική του επιχ είρησ η εισ αγ ωγ ών και εξαγ ωγ ών . Της έδειξε το δωμάτιο των ξέν ων σ τον δεύτερο όροφο κι έπειτα άν οιξε την πόρτα της βιβλ ιοθήκης, γ ια την οποία η Τίλ ι είχ ε τόσ α ακούσ ει και ον ειρευτεί. «Αχ , είν αι υπέροχ η!» αν αφών ησ ε με θαυμασ μό μόλ ις την είδε. Τα ράφια έφταν αν ως το ταβάν ι. Παν τού απλ ων όταν έν τον η η μυρωδιά του παλ ιού χ αρτιού και της σ κόν ης. «Μην εν θουσ ιάζεσ αι τόσ ο πολ ύ. Χρειάσ τηκε ν α πουλ ήσ ω ολ όκλ ηρη τη σ υλ λ ογ ή μου από βιβλ ία σ ε έν αν Σκοτσ έζο που ζει σ τις Ιν δίες. Θα έρθει ν α τα πάρει περίπου σ ε έξι μήν ες. Του υποσ χ έθηκα ότι μέχ ρι τότε θα του τα έχ ω ταξιν ομήσ ει και τοποθετήσ ει σ ε κούτες, γ ι’ αυτό μπορείς ν α περν άς όσ ο χ ρόν ο θέλ εις εδώ και σ υγ χ ρόν ως ν α βάζεις τα βιβλ ία σ ε αλ φαβητική σ ειρά ή έσ τω σ ε κάποια σ ειρά. Πολ ύ φοβάμαι ότι εγ ώ ποτέ μου δεν εν δ ιαφέρθηκα πραγ ματικά γ ια τα βιβλ ία. Είν αι πολ ύ ακίν ητα γ ια τα γ ούσ τα μου. Θα σ ου δείξω τώρα και τον τρίτο όροφο».
Η Τίλ ι άφησ ε απρόθυμα πίσ ω της τη βιβλ ιοθήκη και ο Τζάσ περ την οδήγ ησ ε από μια άλ λ η σ κάλ α σ τα υπν οδωμάτια. «Από εδώ», της είπε, αν οίγ ον τας μια λ ευκή πόρτα που αποκάλ υψ ε έν α μικρό αλ λ ά άν ετα επιπλ ωμέν ο δωμάτιο, με θέα σ τη θάλ ασ σ α. Η Τίλ ι μπορούσ ε ν α δει πέρα μακριά τα κατάρτια σ το πέλ αγ ος και την γ κρίζα ταραγ μέν η θάλ ασ σ α. «Αυτό είν αι το δικό σ ου δωμάτιο». «Το δικό μου δωμάτιο;» απόρησ ε εκείν η. «Εν ν οείς… Το δικό μας δωμάτιο;» Εκείν ος της χ αμογ έλ ασ ε. Οι κόρες των ματιών του κιν ήθηκαν σ χ εδόν αν επαίσ θητα σ το πλ άι. «Έχ ω κι εγ ώ το δικό μου δωμάτιο. Αλ λ ά βέβαια είμασ τε… αν τρόγ υν ο… Και θα…» Καθάρισ ε το λ αιμό του. Ίσ ιωσ ε την πλ άτη του. «Δ εν αρμόζει ν α τα σ υζητάμε αυτά τα πράγ ματα, Τίλ ι. Ως σ ύζυγ ός σ ου, θα σ ε καθοδηγ ήσ ω όταν θα φτάσ ει η κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή». Τα μάγ ουλ α της Τίλ ι φλ ογ ίσ τηκαν . Είχ ε μείν ει άν αυδη από την ν τροπή της και αν ησ υχ ούσ ε τώρα μήπως ο Τζάσ περ τη θεωρούσ ε μια γ υν αίκα με απρεπείς επιθυμίες. Υ ποσ χ έθηκε σ τον εαυτό της ν α μην ξαν ακάν ει δεύτερη φορά το ίδιο λ άθος. Στο κάτω κάτω, τι ήξερε εκείν η γ ια τον έγ γ αμο βίο;
Ίσ ως όλ α τα ζευγ άρια που ζούσ αν σ ε μεγ άλ α σ πίτια ν α είχ αν ξεχ ωρισ τά υπν οδωμάτια. Ο Τζάσ περ ακούμπησ ε προσ εκτικά το μπαούλ ο της πάν ω σ το κρεβάτι. «Θα σ ου φέρω σ ύν τομα και τις άλ λ ες σ ου αποσ κευές. Είχ α, βλ έπεις, και έν αν υπηρέτη, όμως αν αγ κάσ τηκα ν α τον διώξω μέχ ρι ν α βελ τιωθούν τα οικον ομικά μας. Απέλ υσ α σ χ εδόν όλ ο το προσ ωπικό». Συν οφρυώθηκε και πέρασ ε το χ έρι του μέσ α από τα μαλ λ ιά του. «Ξέρω πως τα πράγ ματα δεν είν αι όπως τα περίμεν ες», της είπε. Δ εν άν τεχ ε ν α σ υν αν τήσ ει το βλ έμμα της, κι η Τίλ ι έν ιωσ ε οδύν η γ ια την ν τροπή του και τη θλ ίψ η του. Πήγ ε πάλ ι κον τά του, προσ έχ ον τας αυτή τη φορά ν α μην του πιάσ ει το χ έρι ή ν α μην επιχ ειρήσ ει ν α τον αγ καλ ιάσ ει ξαν ά, έτσ ι ώσ τε εκείν ος ν α σ χ ημάτιζε μια καλ ύτερη γ ν ώμη σ χ ετικά με την ικαν ότητά της ν α ελ έγ χ ει τις σ ωματικές επιθυμίες της. «Αυτό που περίμεν α, Τζάσ περ, ήταν ν α βρω εδώ το σ ύζυγ ό μου και ν α ξεκιν ήσ ουμε την έγ γ αμη ζωή μας. Ορκίσ τηκα ν α μείν ω μαζί σ ου σ τα πλ ούτη και σ τη φτώχ εια. Θα είμασ τε μια χ αρά. Λίγ ες μέρες προτού πεθάν ει, ο παππούς έσ τειλ ε εδώ έν α μπαούλ ο με αν τικείμεν α από το σ πίτι του.
Αν τικείμεν α αξίας. Μπορούμε ν α αν τικατασ τήσ ουμε με αυτά τα άλ λ α που πούλ ησ ες». «Ή και ν α τα πουλ ήσ ουμε;» τη ρώτησ ε γ εμάτος ελ πίδα εκείν ος. «Για ν α πλ ηρώσ ουμε κάποια άλ λ α χ ρέη;» Κάτι σ τον τόσ ο απελ πισ μέν ο τόν ο της φων ής του έθεσ ε σ ε λ ειτουργ ία έν α σ υν αγ ερμό αν ησ υχ ίας μέσ α της. «Ασ φαλ ώς. Είν αι δικά μας, γ ια ν α τα κάν ουμε ό,τι θέλ ουμε». Άν οιξε το σ τόμα της ν α του πει και γ ια τα χ αρτον ομίσ ματα, όμως πρόλ αβε και σ ταμάτησ ε τον εαυτό της. «Όποια και αν είν αι τα προβλ ήματα που έχ ουμε, θα τα αν τιμετωπίζουμε μαζί». Τώρα, ο Τζάσ περ έδειχ ν ε πολ ύ πιο χ αρούμεν ος και θύμιζε περισ σ ότερο εκείν ο τον άν τρα με τη σ ιγ ουριά σ το βλ έμμα και την αυτοπεποίθησ η, τον άν τρα που είχ ε παν τρευτεί. Η Τίλ ι έν ιωσ ε ευτυχ ισ μέν η που είχ ε κατορθώσ ει ν α του δώσ ει χ αρά. «Τίλ ι μου. Γυν αίκα μου». Τη φίλ ησ ε αν άλ αφρα σ το μάγ ουλ ο. «Πάω ν α σ ου φέρω και το άλ λ ο σ ου μπαούλ ο». Κι έφυγ ε. Η Τίλ ι πλ ησ ίασ ε σ το παράθυρο. Το τζάμι ήταν ελ αφρώς κοίλ ο και παραμόρφων ε τη θέα. Έξω, ο
άν εμος ταρακουν ούσ ε με μαν ία τα δέν τρα, όμως εκείν η ήταν ζεσ τή και ασ φαλ ής. Χαμογ έλ ασ ε. Αυτό θα ήταν πια το ν έο της σ πίτι και μπορεί ν α μην ήταν τόσ ο ωραίο όσ ο το περίμεν ε, όμως και η Τίλ ι δεν ήταν από τις γ υν αίκες που ν οιάζον ταν ιδιαίτερα γ ια την πολ υτέλ εια. Εδώ, θα είχ ε το χ ρόν ο και την ηρεμία γ ια ν α πεν θήσ ει τον παππού της, και κάποια μέρα θα έρχ ον ταν και τα παιδιά, γ ια ν α φέρουν χ αρούμεν α γ έλ ια σ τους σ κοτειν ούς διαδρόμους του σ πιτιού. Στράφηκε, αν ασ ήκωσ ε το καπάκι του μπαούλ ου της και βρήκε το κουτί των πούρων . Αν ο Τζάσ περ χ ρειαζόταν αυτά τα χ ρήματα, αν τα χ ρειαζόταν πραγ ματικά… Αλ λ ά όχ ι. Αυτό θα ήταν αν τίθετο με τις επιθυμίες του παππού της, και οι αν αμν ήσ εις της από εκείν ον ήταν ακόμα πολ ύ ν ωπές γ ια ν α πάει αν τίθετα σ τη θέλ ησ ή του. Ίσ ως τα πράγ ματα που θα έφταν αν μες σ το μεγ άλ ο μπαούλ ο ν α αρκούσ αν . Κοίταξε ολ όγ υρα σ το δωμάτιο, είδε την ψ ηλ ή ν τουλ άπα δίπλ α σ την πόρτα και την άν οιξε. Έσ πρωξε το κουτί των πούρων όσ ο πιο βαθιά μπορούσ ε σ το ψ ηλ ότερο ράφι κι έβαλ ε μπροσ τά του το καπέλ ο της γ ια κάθε εν δεχ όμεν ο. Έπειτα, κάθισ ε σ το κρεβάτι της με τα χ έρια της πλ εγ μέν α, γ ια ν α
περιμέν ει την επισ τροφή του ζων ταν ού, παρόν τος σ υζύγ ου της. ● Καθώς έπρεπε ν α εξοικον ομούν ακόμα και την τελ ευταία πέν α, δεν υπήρχ αν αν αμμέν ες λ άμπες σ τις σ κάλ ες γ ια ν α τη βοηθήσ ουν ν α βρει το δρόμο της γ ια την τραπεζαρία το ίδιο εκείν ο βράδυ. Προτού ο Τζάσ περ φύγ ει, δίν ον τας την υπόσ χ εσ η πως η δουλ ειά που είχ ε δεν θα του έπαιρν ε περισ σ ότερο από μία ώρα, την είχ ε προειδοποιήσ ει ν α αν άψ ει έν α κερί, γ ια ν α μη σ κον τάψ ει καθώς θα κατέβαιν ε τη σ κάλ α. Κι έτσ ι, όταν άκουσ ε ν α χ τυπάει το καμπαν άκι γ ια το δείπν ο, η Τίλ ι πήρε σ τα χ έρια της το αν αμμέν ο κερί με το οποίο διάβαζε ως εκείν η τη σ τιγ μή σ το υπν οδωμάτιό της και κατέβηκε προσ εκτικά τις σ κάλ ες. Έφτασ ε και βρήκε τον Τζάσ περ ν α βηματίζει πέρα δώθε, πλ έκον τας και ξεπλ έκον τας τα χ έρια του. «Γύρισ ες, αγ άπη μου;» του είπε. «Πήγ ε καλ ά η δουλ ειά σ ου;» Η Τίλ ι, όμως, γ ν ώριζε ήδη την απάν τησ η σ ε αυτή την ερώτησ η. Κάθε μυς του κορμιού του Τζάσ περ σ φιγ γ όταν εν άν τια σ ε
κάποιον φαν τασ τικό αν τίπαλ ο. «Εγ ώ… Δ ηλ αδή… Όχ ι. Αλ λ ά εσ ύ δεν χ ρειάζεται ν ’ αν ησ υχ είς. Πρέπει ν α ξαν αβγ ώ». «Μα το δείπν ο μας;» «Δ εν έχ ω όρεξη ν α φάω. Εσ έν α θα σ ε φρον τίσ ει η κυρία Ριβάρ. Σε παρακαλ ώ… Δ εν σ ε περίμεν α σ ήμερα και δεν είχ α τακτοποιήσ ει όλ ες μου τις…» Έμοιαζε σ τεν οχ ωρημέν ος, κι έτσ ι η Τίλ ι πήγ ε κον τά του και άρπαξε τα χ έρια του μες σ τα δικά της. «Δ εν χ ρειάζεται ν α μου εξηγ ήσ εις τίποτα. Αν πρέπει ν α βγ εις γ ια τη δουλ ειά σ ου, βγ ες. Εγ ώ θα είμαι εδώ και θα σ ε περιμέν ω ν α επισ τρέψ εις. Όπως οφείλ ει ν α κάν ει η σ ύζυγ ός σ ου». Του έσ φιξε τα χ έρια. Ο Τζάσ περ έγ ν εψ ε καταφατικά. «Λίγ ες μέρες ακόμα υπομον ή και μετά όλ α θα διορθωθούν . Σου το υπόσ χ ομαι, Τίλ ι». Αποτράβηξε τα χ έρια του από τα δικά της. Έπειτα, έσ τρωσ ε με το έν α χ έρι τα μαλ λ ιά του. «Αλ λ ά δεν πρέπει ν α μείν εις ξύπν ια και ν α με περιμέν εις. Ταξίδευες όλ η μέρα και είσ αι κουρασ μέν η. Κοιμήσ ου καλ ά, και αύριο το πρωί θα καθίσ ουμε μαζί σ το τραπέζι, σ ου το υπόσ χ ομαι». Η Τίλ ι έκαν ε έν α βήμα πίσ ω κι εκείν ος την προσ πέρασ ε βιασ τικός και βγ ήκε από την τραπεζαρία. Άκουσ ε τα βήματά του σ το διάδρομο
κι έπειτα το θρόισ μα από το παν ωφόρι του, καθώς το φορούσ ε. Έν ιωθε πολ ύ απογ οητευμέν η. Είχ ε ποθήσ ει ν α βρεθεί κον τά του, ν α σ φίξει το κορμί της πάν ω σ το δικό του και ν α βρει παρηγ οριά σ το αγ κάλ ιασ μά του, ν α εξερευν ήσ ει μαζί του τις ιδιαίτερες απολ αύσ εις που καταλ άβαιν ε πως μοιραζόταν μια γ υν αίκα με τον άν τρα της. Όμως, από τη σ τιγ μή της άφιξής της, ήταν ζήτημα αν είχ ε περάσ ει έσ τω μία ώρα κον τά του. «Θα έπρεπε ν α είχ ατε εν ημερώσ ει γ ια την άφιξή σ ας». Ήταν η κυρία Ριβάρ, που σ τεκόταν σ το κατώφλ ι αν άμεσ α σ την τραπεζαρία και την κουζίν α κρατών τας έν αν ξύλ ιν ο δίσ κο. Μιλ ούσ ε με έν τον η γ αλ λ ική προφορά. Ποτέ της η Τίλ ι δεν είχ ε ακούσ ει μια υπηρέτρια ν α της μιλ άει σ ε τέτοιο τόν ο. Μπορεί, όμως, έτσ ι ν α το σ υν ήθιζαν σ τη Γαλ λ ία. «Του έσ τειλ α αρκετά γ ράμματα», είπε κι αμέσ ως μετά αν αρωτήθηκε γ ιατί είχ ε προφέρει αυτά τα λ όγ ια. Σίγ ουρα όχ ι επειδή ήθελ ε ν α απαν τήσ ει σ ε εκείν η τη γ υν αίκα. Η κυρία Ριβάρ άφησ ε κάτω το δίσ κο. «Ίσ ως θα έπρεπε ν α είχ ατε σ τείλ ει έν α τηλ εγ ράφημα». «Έσ τειλ α τέσ σ ερα». «Και τότε, πού είν αι;» Η γ υν αίκα αν ασ ήκωσ ε θεατρικά τους ώμους της, σ τρέφον τας τις παλ άμες
της προς τα έξω. Το αίμα της Τίλ ι κόχ λ αζε. Αυτή η υπηρέτρια την κατηγ ορούσ ε πως έλ εγ ε ψ έματα; Όμως, η αξιοπρέπειά της δεν της επέτρεπε ν α καβγ αδίσ ει μαζί της. «Σας ευχ αρισ τώ γ ια το φαγ ητό», της είπε όσ ο πιο κοφτά μπορούσ ε αν τί ν α της απαν τήσ ει. «Θα σ ας καλ έσ ω γ ια ν α τα μαζέψ ετε». «Θα έχ ω φύγ ει, κυρία», αποκρίθηκε η κυρία Ριβάρ. «Ο μισ θός μου καλ ύπτει μόν ο λ ίγ ες ώρες τη μέρα. Μπορείτε ν α καθαρίσ ετε μόν η σ ας μετά». Και με αυτά τα λ όγ ια, έλ υσ ε την ποδιά της και βγ ήκε από το δωμάτιο. Η Τίλ ι κάθισ ε βαριά σ το τραπέζι. Η σ ούπα ήταν ν ερουλ ή και το μπούτι του κοτόπουλ ου άσ αρκο. Έφαγ ε μόν η της, όπως είχ ε κάν ει τόσ ες φορές και σ το σ πίτι του παππού της. Αυτή τη φορά, όμως, βρισ κόταν μέσ α σ ε έν α μεγ άλ ο, σ κοτειν ό σ πίτι γ εμάτο αν τίλ αλ ο, σ ε έν α αν εμοδαρμέν ο ν ησ ί, με μια υπηρέτρια που την αν τιπαθούσ ε και έν α σ ύζυγ ο που αν τιμετώπιζε τρομακτικές οικον ομικές δυσ κολ ίες. Τα πράγ ματα δεν ήταν όπως θα έπρεπε ν α είν αι, όμως η Τίλ ι εμπόδισ ε τον εαυτό της ν α σ κεφτεί πώς είχ ε φαν τασ τεί αυτή την καιν ούρια ζωή, καθώς η
σ ύγ κρισ η θα ήταν οδυν ηρή. Πειν ούσ ε υπερβολ ικά, κι έτσ ι όρμηξε σ το φαγ ητό της. Άκουσ ε την κυρία Ριβάρ ν α φεύγ ει και σ υν ειδητοποίησ ε πως είχ ε μείν ει ολ ομόν αχ η μέσ α σ ε εκείν ο το σ πίτι. Η Τίλ ι τελ είωσ ε το φαγ ητό της και άφησ ε το δίσ κο σ το τραπέζι της τραπεζαρίας, γ ια ν α τον μαζέψ ει το πρωί. Άλ λ ωσ τε, ήταν πια πολ ύ σ κοτειν ά γ ια ν α μπορεί ν α δει καθαρά μες σ την κουζίν α και φοβόταν μήπως σ κον τάψ ει ή γ λ ισ τρήσ ει. Πήρε το κερί της και πήγ ε σ το σ αλ όν ι, σ κορπίζον τας γ ύρω της έν α θαμπό φως. Το μον αδικό έπιπλ ο εκεί ήταν έν ας μικρός καν απές, με την επέν δυσ ή του ν α ξεχ ύν εται από τα μπράτσ α του. Στις γ ων ίες του δωματίου, υπήρχ αν σ ωροί από χ αρτιά. Μια γ ρήγ ορη ματιά ήταν αρκετή γ ια ν α καταλ άβει πως ήταν εν τολ ές γ ια αγ ορές και τιμολ όγ ια από τις επιχ ειρήσ εις του Τζάσ περ. Και τα είχ ε ταξιν ομημέν α οριζόν τια, κάτω σ το δάπεδο. Ίσ ως είχ ε αν αγ κασ τεί ν α πουλ ήσ ει ακόμα και τα ν τουλ άπια αρχ ειοθέτησ ης. Κάθισ ε γ ια έν α λ επτό σ τον καν απέ, ακούγ ον τας τα τζάμια ν α τρίζουν από τον άν εμο. Η ερημιά του σ πιτιού σ ύρθηκε και μέσ α της, σ αν ερπετό. Αν ατρίχ ιασ ε σ ύγ κορμη. Κι έτσ ι, αποφάσ ισ ε ν α αν εβεί πάλ ι πάν ω. Στο υπν οδωμάτιό της, είχ ε ήδη βγ άλ ει και
τακτοποιήσ ει τα πράγ ματά της, ώσ τε ν α ν ιώθει μεγ αλ ύτερη ασ φάλ εια εκεί και ν α μην της φαίν εται τόσ ο ξέν ο και άδειο. Αν έβηκε πολ ύ προσ εκτικά τις σ κάλ ες, με τη φλ όγ α του κεριού της ν α τρεμοφέγ γ ει αν ταν ακλ ών τας σ την αυσ τηρή ξύλ ιν η επέν δυσ η. Έπειτα, κον τοσ τάθηκε έξω από την πόρτα του υπν οδωματ ίου του Τζάσ περ, σ τον τρίτο όροφο. Στο κάτω κάτω, ήταν η γ υν αίκα του. Και, σ ε λ ίγ ες μέρες, όταν πια τα πράγ ματα θα τακτοποιούν ταν , θα κοιμόταν το δίχ ως άλ λ ο και η ίδια σ ε αυτό το δωμάτιο, δίπλ α του. Ή μήπως όχ ι; Αυτό δεν σ ήμαιν ε ν α είν αι δύο άν θρωποι παν τρεμέν οι; Προτού προλ άβει ν α το σ κεφτεί καλ ύτερα, τα δάχ τυλ ά της άγ γ ιζαν ήδη το πόμολ ο και άν οιγ αν την πόρτα. Η Τίλ ι ακούμπησ ε το κερί της σ το μικρό γ ραφείο και κοίταξε γ ύρω της. Το κρεβάτι άσ τρωτο. Ρούχ α πεταμέν α παν τού. Είχ ε πισ τέψ ει πως ο Τζάσ περ ήταν έν ας τακτικός άν θρωπος, έν ας άν θρωπος με απόλ υτο έλ εγ χ ο πάν ω σ τα πράγ ματά του και σ το περιβάλ λ ον . Άρα, λ οιπόν , ποιος ήταν αυτός ο άν τρας που πετούσ ε δεξιά κι αρισ τερά τα ρούχ α του και φυλ ούσ ε τα χ αρτιά του σ ε σ ωρούς σ το δάπεδο; Και σ ε αυτό το δωμάτιο δεν υπήρχ αν
διακοσ μητικά. Ούτε ρολ όγ ια και φωτογ ραφίες, ούτε καθρέφτες και λ άμπες, ούτε βάζα και λ αβομάν α. Ήταν μεγ άλ ος ο πειρασ μός ν α τακτοποιήσ ει εκείν ο το δωμάτιο, ν α διπλ ώσ ει τα πουκάμισ ά του, ν α κρεμάσ ει το παν ωφόρι του, αλ λ ά, αν σ υμμάζευε, εκείν ος θα καταλ άβαιν ε ότι είχ ε μπει σ το δωμάτιό του και –όπως παραδέχ τηκε με μεγ άλ η της σ τεν οχ ώρια– ήταν αμφίβολ ο πώς θα αν τιδρούσ ε. Θα το δεχ όταν σ αν κάτι φυσ ικό; Άλ λ ωσ τε, ήταν παν τρεμέν οι. Ή μήπως θα οργ ιζόταν μαζί της; Ίσ ως ν α έφταιγ ε και το γ εγ ον ός ότι δεν τον είχ ε δει γ ια έξι εβδομάδες, όσ ο ήταν , δηλ αδή, και το σ ύν τομο διάσ τημα της γ ν ωριμίας τους πριν από το γ άμο. Ίσ ως γ ι’ αυτό ν α τον έν ιωθε τώρα σ αν ξέν ο. Η Τίλ ι σ τράφηκε ν α πάρει το κερί της και ν α φύγ ει, ν α πάει ν α αν αζητήσ ει καταφύγ ιο σ τον ύπν ο μέχ ρι ν α ξαν αν ιώσ ει ασ φάλ εια με το φως της μέρας. Εκείν η τη σ τιγ μή, όμως, πρόσ εξε ότι έν α σ υρτάρι του μικρού γ ραφείου δεν ήταν εν τελ ώς κλ εισ τό και φαιν όταν ν α ξεχ ειλ ίζει από χ αρτιά. Γιατί, άραγ ε, αυτά ν α τα είχ ε εδώ πάν ω και όχ ι κάτω σ τους σ ωρούς, μαζί με τα υπόλ οιπα; Αν ήταν πολ ύ προσ εκτική… Και ν α που το πρώτο χ αρτί βρισ κόταν κιόλ ας σ τα χ έρια της. Τι είδους
χ ρέη ν α είχ ε ο Τζάσ περ; Και σ ε ποιον ν α χ ρωσ τούσ ε; Όμως, σ τα χ έρια της δεν βρισ κόταν κάποιο απλ ήρωτο τιμολ όγ ιο ή κάποια εν τολ ή πλ ηρωμής. Στα χ έρια της βρισ κόταν έν α από τα γ ράμματα που του είχ ε σ τείλ ει η ίδια. Αν οιγ μέν ο. Και, προφαν ώς, αν αγ ν ωσ μέν ο. Πολ υαγ απημέν ε μου Τζάσπερ, εξ ακολ ουθώ ν α μην έχ ω ν έα σου. Στείλ ε μου δυο λ όγ ια, πες μου μόν ο πως είσαι καλ ά, γ ια ν α πάψ ω ν α ν ιώθω τόσο δυστυχ ισμέν η… Η Τίλ ι είχ ε σ ασ τίσ ει. Ποιος είχ ε αν οίξει αυτό το γ ράμμα, αν όχ ι ο Τζάσ περ; Η κυρία Ριβάρ; Γι’ αυτό την είχ ε κατηγ ορήσ ει ότι δεν έσ τειλ ε ούτε έν α τηλ εγ ράφημα; Μήπως προσ παθούσ ε γ ια κάποιο λ όγ ο ν α βλ άψ ει την Τίλ ι; Αλ λ ά το γ ράμμα ήταν εκεί, σ το σ υρτάρι του Τζάσ περ, σ το γ ραφείο του Τζάσ περ, σ το υπν οδωμάτιο του Τζάσ περ. Τράβηξε προσ εκτικά το σ υρτάρι γ ια ν α το αν οίξει. Είδε την άκρη εν ός άλ λ ου φακέλ ου με τον δικό της γ ραφικό χ αρακτήρα και της φάν ηκε ότι είδε κι έν α τηλ εγ ράφημα, όμως ήταν σ κοτειν ά και δεν ήθελ ε ν α αν ακατέψ ει περισ σ ότερο τα χ αρτιά. Η Τίλ ι γ λ ίσ τρησ ε το γ ράμμα πίσ ω σ το σ υρτάρι
με τρεμάμεν α χ έρια. Ο Τζάσ περ δεν ήταν ειλ ικριν ής μαζί της. Της είχ ε πει ψ έματα. Γιατί; Τι λ όγ ο είχ ε ν α προσ ποιείται πως δεν είχ ε πάρει τα γ ράμματά της; Σήκωσ ε ψ ηλ ά το κερί της και βγ ήκε από το υπν οδωμάτιο του Τζάσ περ γ ια ν α πάει σ το δικό της. Εκεί έσ βησ ε τη μικρή φλ όγ α κι έμειν ε ξαπλ ωμέν η αν άσ κελ α πάν ω από τα σ κεπάσ ματα. Η καρδιά της πήγ αιν ε ν α σ πάσ ει. Για μερικές φρικτές σ τιγ μές, τίποτα δεν έμοιαζε ν α έχ ει ν όημα. Όλ α είχ αν έρθει τα πάν ω κάτω. Έπειτα, όμως, κατάλ αβε. Ο Τζάσ περ δεν είχ ε βρει το κουράγ ιο ν α της γ ράψ ει επειδή ν τρεπόταν . Ντρεπόταν γ ια την άθλ ια οικον ομική του κατάσ τασ η. Ίσ ως σ κόπευε ν α της γ ράψ ει όταν θα έρχ ον ταν τα χ ρήματα που περίμεν ε. Κι ίσ ως δεν του είχ ε φαν εί σ ωσ τό ν α της γ ράψ ει παρισ τάν ον τας πως όλ α είν αι καλ ά. Ίσ ως, λ οιπόν , ο Τζάσ περ ν α μην ήταν αν έν τιμος αλ λ ά υπερβολ ικά έν τιμος. Ναι, αυτό ήταν . Αυτό έπρεπε ν α είν αι. Τα κύματα κάτω σ τη θάλ ασ σ α εξακολ ουθούσ αν ν α έρχ ον ται το έν α μετά το άλ λ ο. Αποκοιμήθηκε με τα ρούχ α της και δεν άλ λ αξε πλ ευρό ως το πρωί. ●
Στο φως της μέρας, το σ πίτι έδειχ ν ε εν τελ ώς διαφορετικό. Το πρωιν ό γ εύμα την περίμεν ε σ το ηλ ιόλ ουσ το αίθριο, και η διάθεσ ή της βελ τιώθηκε λ ίγ ο. Η πρωιν ή υπηρεσ ία ήταν μια χ αριτωμέν η γ υν αίκα με οβάλ πρόσ ωπο, η κυρία Μπρουσ άρ. Χαμογ έλ ασ ε θερμά σ την Τίλ ι, όμως τα αγ γ λ ικά της δεν ήταν καθόλ ου καλ ά. «Ο κύριος Ντελ αφόρ κατέβηκε γ ια πρωιν ό;» τη ρώτησ ε η Τίλ ι. «Όχ ι, κυρία». Μάλ λ ον θα του άρεσ ε ν α κοιμάται ως αργ ά. Η Τίλ ι θυμήθηκε το γ ράμμα σ το γ ραφείο του και ευχ ήθηκε ν α μην πρόσ εχ ε ο Τζάσ περ ότι τα χ αρτιά του είχ αν αν ακατευτεί. Προσ πάθησ ε ν α καταπολ εμήσ ει ξαν ά την αίσ θησ η πως της ήταν εν τελ ώς άγ ν ωσ τος. Βρισ κόταν σ ε έν α καιν ούριο μέρος, σ ε μια καιν ούρια ζωή, και ακόμα πεν θούσ ε τον πολ υαγ απημέν ο της παππού, τον μον αδικό γ ον ιό που είχ ε γ ν ωρίσ ει. Ήταν , λ οιπόν , αν αμεν όμεν ο ν α ν ιώθει γ ια έν α διάσ τημα ότι δεν αν ήκει πουθεν ά. Μετά το πρωιν ό, η Τίλ ι αποφάσ ισ ε ότι μια βόλ τα σ τον καθαρό αέρα θα τη βοηθούσ ε ν α ν ιώσ ει καλ ύτερα. Έτσ ι, έδεσ ε το καπέλ ο της και βγ ήκε έξω,
σ τον αφρόν τισ το κήπο. Ο αν αζωογ ον ητικός θαλ ασ σ ιν ός αέρας καθάρισ ε τους πν εύμον ές της από τη βαριά, σ κον ισ μέν η ατμόσ φαιρα του σ πιτιού. Η Τίλ ι κατηφόρισ ε την πλ αγ ιά, κοιτάζον τας αν άμεσ α σ τα αγ ριόχ ορτα σ τα παρτέρια του κήπου. Οι σ υσ τάδες των θάμν ων – ορταν σ ίες, φούξια έρωτες και αν θισ μέν ες μαν όλ ιες– χ ρειάζον ταν κλ άδεμα. Σαπισ μέν α φύλ λ α κείτον ταν ακόμα σ τα παρτέρια, έν α χ ρόν ο σ χ εδόν αφότου είχ αν πέσ ει. Έν ιωσ ε το πρώτο σ πίθισ μα εν ός ήρεμου εν θουσ ιασ μού σ τη σ κέψ η πως θα μπορούσ ε ν α περιποιηθεί τα φυτά και ν α ξεριζώσ ει τα αγ ριόχ ορτα και ν α κλ αδέψ ει, ώσ τε ν α αποκαλ ύψ ει τη φυσ ική ομορφιά που άν θιζε εκεί. Καταλ άβαιν ε πως ο Τζάσ περ δεν θα μπορούσ ε ν α πλ ηρώσ ει κηπουρό, κι έτσ ι σ ίγ ουρα δεν θα της έφερν ε αν τίρρησ η σ την επιθυμία της ν α φορέσ ει έν α ζευγ άρι γ άν τια κηπουρικής και ν α φρον τίσ ει μόν η της τα παρτέρια. Η δουλ ειά έξω, σ τον ήλ ιο και τον θαλ ασ σ ιν ό αέρα, θα της έκαν ε καλ ό, θα τη βοηθούσ ε ν α ν ιώσ ει ότι σ υν εισ φέρει και αυτή με τον τρόπο της. «Καλ ή σ ου μέρα, αγ άπη μου». Η Τίλ ι σ τράφηκε και είδε τον Τζάσ περ ν α πλ ησ ιάζει προς το μέρος της. Ήταν ν τυμέν ος
άψ ογ α και της χ αμογ ελ ούσ ε. Το μον αδικό πράγ μα πάν ω του που πρόδιδε πως είχ ε αργ ήσ ει ν α κοιμηθεί το προηγ ούμεν ο βράδυ ήταν οι μαύρες σ κιές κάτω από τα μάτια του. Η καρδιά της Τίλ ι αν αθάρρησ ε. «Καλ ή σ ου μέρα. Απ’ ό,τι καταλ αβαίν ω, οι δουλ ειές σ ου πήγ αν … καλ ύτερα». Κούν ησ ε το χ έρι του με αν υπομον ησ ία. «Εσ ύ δεν χ ρειάζεται ν α σ τεν οχ ωριέσ αι γ ια τις δουλ ειές μου. Έφτασ ε, όμως, το μπαούλ ο σ ου. Και είδα τι έχ ει μέσ α». Σταμάτησ ε μπροσ τά της. Το παράσ τημά του και το παρουσ ιασ τικό του της προκάλ εσ αν το ίδιο ρίγ ος που έν ιωθε τόσ ο σ υχ ν ά σ το διάσ τημα του φλ ερτ τους. Υ πήρχ ε κάτι περήφαν ο και αγ έρωχ ο πάν ω του, όπως σ το λ αμπερό ατσ άλ ι. Το σ τήθος της φούσ κωσ ε από περηφάν ια. «Τα κηροπήγ ια θα δείχ ν ουν πολ ύ όμορφα σ το σ αλ όν ι. Τώρα είν αι πολ ύ γ υμν ό και άδειο». «Ναι, κοίτα… Ίσ ως μπορούμε ν α κρατήσ ουμε έν α-δυο πράγ ματα. Όμως, Τίλ ι, η αξία αυτών των αν τικειμέν ων , όταν τα πουλ ήσ ω, θα αποπλ ηρώσ ει εν τελ ώς το χ ρέος μου. Κι όταν πάρω και τα χ ρήματα που χ ρωσ τούν σ ’ εμέν α, θα είμασ τε πάλ ι εύποροι». Η Τίλ ι πήρε μια βαθιά αν άσ α. «Τότε, το πιο λ ογ ικό είν αι ν α τα πουλ ήσ ουμε όλ α. Όσ ο πιο
γ ρήγ ορα εξοφλ ηθεί το χ ρέος σ ου τόσ ο το καλ ύτερο. Μου αρέσ ει πολ ύ περισ σ ότερο ν α σ ε βλ έπω χ αμογ ελ ασ τό και ήρεμο». Ναι, αυτό της άρεσ ε περισ σ ότερο από τα πράγ ματά της. Κι αν όχ ι τίποτα άλ λ ο, υπήρχ ε κάτι ευχ άρισ το σ τη σ κέψ η πως ο Γκόν τφρι και η Πάμελ α, οι οποίοι είχ αν πάρα πολ λ ά, θα βοηθούσ αν άθελ ά τους τον Τζάσ περ ν α πλ ηρώσ ει το χ ρέος του. Ο Τζάσ περ πήρε το χ έρι της και το έφερε σ τα χ είλ ια του, γ ια ν α το φιλ ήσ ει απαλ ά. Έπειτα, το γ ύρισ ε και φίλ ησ ε το εσ ωτερικό του καρπού της, κλ είν ον τας τα μάτια του. Το σ τόμα του ήταν ζεσ τό και έμειν ε αρκετή ώρα πάν ω σ το ευαίσ θητο δέρμα εκείν ου του σ ημείου. Η Τίλ ι αν αψ οκοκκίν ισ ε. «Χαίρομαι τόσ ο πολ ύ που ήρθες, αγ άπη μου», της είπε κι έπειτα ελ ευθέρωσ ε το χ έρι της, αφήν ον τάς τη ν α λ αχ ταράει περισ σ ότερα και τολ μηρότερα χ άδια. Τώρα, έν α ψ υχ ρό ρίγ ος διέτρεξε το δέρμα της. Ο Τζάσ περ έκαν ε μια χ ειρον ομία προς τον κήπο. «Λυπάμαι που σ ’ το λ έω, όμως ο κηπουρός ήταν ο πρώτος που έφυγ ε. Πριν από έν α μήν α. Την επόμεν η άν οιξη, όμως, ο κήπος θα ξαν αβρεί την παλ ιά του δόξα». Η Τίλ ι ήξερε πως της έλ εγ ε ψ έματα. Είχ ε πολ ύ
περισ σ ότερο από έν α μήν α ν α πατήσ ει εκεί πέρα κηπουρός, όμως καταλ άβαιν ε πως ο Τζάσ περ έν ιωθε ν τροπή και αμηχ αν ία γ ια την κατάσ τασ ή του. «Αν αρωτιόμουν », αποτόλ μησ ε ν α προτείν ει, «αν θα μου επέτρεπες ν ’ ασ χ ολ ηθώ εγ ώ λ ίγ ο με τον κήπο. Νιώθω πολ ύ όμορφα όταν ασ χ ολ ούμαι με το χ ώμα και τα φύλ λ α». «Μπορείς ν α κάν εις ό,τι σ ου αρέσ ει, αγ άπη μου. Κι αν αυτό επιθυμεί η καρδιά σ ου, τότε κάν ε αυτόν εδώ τον κήπο εν τελ ώς δικό σ ου». Ψάρεψ ε τα κλ ειδιά του μέσ α από την τσ έπη του και έβγ αλ ε προσ εκτικά έν α από την αρμαθιά. «Αυτό είν αι το κλ ειδί γ ια την παράγ κα του κηπουρού. Μπορείς ν α το χ ρησ ιμοποιείς όποτε θέλ εις. Και τώρα με σ υγ χ ωρείς, αλ λ ά έχ ω καν ον ίσ ει ν α έρθει έν ας κύριος σ ε μία ώρα, γ ια ν α δει το περιεχ όμεν ο του μπαούλ ου και ν α μου κάν ει μια προσ φορά. Αυτά δεν είν αι γ υν αικείες δουλ ειές, γ ι’ αυτό καλ ύτερα ν α μην παρευρεθείς σ τη σ υν άν τησ η». Η Τίλ ι ήταν έτοιμη ν α πει πως θα ήθελ ε ν α δει γ ια τελ ευταία φορά κάποια από εκείν α τα πράγ ματα. Το ρολ όι από το παλ ιό σ αλ όν ι σ το σ πίτι του παππού, γ ια παράδειγ μα. Έπειτα, όμως, σ υν ειδητοποίησ ε πως αυτό μάλ λ ον θα τη
μελ αγ χ ολ ούσ ε. «Μα βέβαια, Τζάσ περ». Του χ αμογ έλ ασ ε. «Χαίρομαι πολ ύ που σ ε βλ έπω χ αρούμεν ο». «Νιώθω σ αν ν α έφυγ ε έν α βάρος από πάν ω μου». Της άγ γ ιξε αν άλ αφρα το πιγ ούν ι με το δείχ τη του. «Καλ ό κορίτσ ι…» Κι έπειτα απομακρύν θηκε. Η Τίλ ι εν τόπισ ε την παράγ κα του κηπουρού σ το πίσ ω μέρος του κήπου, αν άμεσ α σ ε δύο σ ημύδες. Προχ ώρησ ε προς τα εκεί, έβαλ ε το κλ ειδί σ την κλ ειδαριά και άν οιξε την πόρτα. Έν α παραθυράκι άφην ε ν α μπει μέσ α λ ίγ ο φως φιλ τραρισ μέν ο μέσ α από τα κλ αδιά. Τσ ουγ κράν ες, σ κούπες, κλ αδευτήρια, ψ αλ ίδες, ποτισ τήρια κι άλ λ α κηπουρικά εργ αλ εία… Ο Τζάσ περ μάλ λ ον δεν είχ ε πατήσ ει ποτέ το πόδι του εκεί μέσ α, διαφορετικά θα είχ ε σ ίγ ουρα πουλ ήσ ει τα εργ αλ εία, αν ήξερε πόσ ο πολ λ ά ήταν . Κατά μήκος εν ός τοίχ ου υπήρχ αν ράφια με κουτιά γ εμάτα πακετάκια με σ πόρους, ρολ ά σ υρματοπλ έγ ματος, καρφιά και πρόκες. Η Τίλ ι βρήκε έν α ζευγ άρι γ ερά γ άν τια κηπουρικής και τα έβγ αλ ε από το κουτί τους, με σ κοπό ν α τα δώσ ει σ την κυρία Μπρουσ άρ γ ια ν α της τα πλ ύν ει. Από τη σ τιγ μή που θα ήταν καθαρά, θα μπορούσ ε ν α ξεκιν ήσ ει με το ξερίζωμα των αγ ριόχ ορτων . Η παράγ κα του κήπου μύριζε μούχ λ α, και η Τίλ ι
μπήκε σ τον πειρασ μό ν α αφήσ ει αν οιχ τή την πόρτα γ ια ν α μπει μέσ α ο θαλ ασ σ ιν ός αέρας. Όμως, έτσ ι ίσ ως ν α έπεφτε το μάτι του Τζάσ περ σ το εσ ωτερικό της παράγ κας και ν α τα πουλ ούσ ε όλ α. Τότε, θα έπρεπε ν α αποχ αιρετήσ ει την κηπουρική. Κι έτσ ι, την κλ είδωσ ε πάλ ι, ν ιώθον τας μια παράξεν η ευχ αρίσ τησ η σ τη σ κέψ η πως είχ ε έν α κλ ειδί γ ια έν α μέρος σ το οποίο ο Τζάσ περ δεν είχ ε πρόσ βασ η. ● Η Τίλ ι καθόταν σ το υπν οδωμάτιό της, περιμέν ον τας ν α τελ ειώσ ει η σ υν άν τησ η που είχ ε κάτω ο Τζάσ περ. Αυτός ο άν τρας, ο υποψ ήφιος αγ ορασ τής των μον αδικών αν τικειμέν ων που τους είχ αν απομείν ει, αργ ούσ ε ν α σ υμφων ήσ ει με τον Τζάσ περ σ ε μια τιμή. Η Τίλ ι δεν τον είχ ε δει, αλ λ ά ήξερε ότι μιλ ούσ ε με ισ παν ική προφορά. Όταν οι δύο άν τρες ύψ ωσ αν τον τόν ο της φων ής τους, η Τίλ ι έκλ εισ ε την πόρτα της γ ια ν α μην τους ακούει. Προσ πάθησ ε ν α διαβάσ ει, πασ χ ίζον τας ν α σ υγ κεν τρωθεί σ το βιβλ ίο της, όμως οι λ έξεις σ τριφογ υρν ούσ αν μπροσ τά σ τα μάτια της και αρν ιόν τουσ αν ν α αποκτήσ ουν έν αν ειρμό. Ο ν ους
της βρισ κόταν σ ε όσ α διαδραματίζον ταν κάτω, σ τα ερωτήματά της σ χ ετικά με το τι είχ ε πραγ ματικά σ υμβεί. Όταν τον είχ ε γ ν ωρίσ ει, ο Τζάσ περ ήταν έν ας πλ ούσ ιος επιχ ειρηματίας που πήγ αιν ε ν α πουλ ήσ ει τσ άι σ τον έμπορο τσ αγ ιού του χ ωριού. Ο παππούς τον ήξερε. Και δεν υπήρχ ε αμφιβολ ία πως ήταν αρκετά εύπορος ώσ τε ν α μπορεί ν α φρον τίσ ει την Τίλ ι. Κι όμως, ο κήπος είχ ε μείν ει παραμελ ημέν ος τουλ άχ ισ τον από το προηγ ούμεν ο φθιν όπωρο, εν ώ κάποια δωμάτια του σ πιτιού είχ αν μείν ει άδεια κι έρημα αρκετό καιρό, τόσ ο ώσ τε ν α μαζευτούν σ ωροί σ κόν ης πάν ω σ τα ξύλ ιν α πατώματα. Ήξερε ακόμα πως ο παππούς είχ ε προσ φέρει σ τον Τζάσ περ ως δώρο γ ια τον αρραβών α τους έν α γ εν ν αιόδωρο ποσ ό, το οποίο προφαν ώς είχ ε επίσ ης απορροφηθεί από τα χ ρέη. Άραγ ε, πόσ ο βαθιά χ ωμέν ος σ τα χ ρέη ήταν ; Και πώς μπορούσ ε εκείν η ν α το αν ακαλ ύψ ει από τη σ τιγ μή που αρν ιόταν ν α σ υζητήσ ει μαζί της τα επαγ γ ελ ματικά του θέματα; Άκουσ ε βήματα ν α πλ ησ ιάζουν και ακολ ούθησ ε έν α μαν ιασ μέν ο χ τύπημα σ την πόρτα της. Ο Τζάσ περ όρμηξε μέσ α χ ωρίς ν α περιμέν ει απάν τησ η. Τα μάτια του είχ αν μια άγ ρια λ άμψ η. «Έχ εις τίποτα άλ λ ο, Τίλ ι; Οτιδήποτε; Κοσ μήματα;
Χρήματα;» Η Τίλ ι δίσ τασ ε γ ια μια σ τιγ μή. Είχ ε τα χ αρτον ομίσ ματα. Αυτά είν αι γ ια εσέν α και γ ια καν έν αν άλ λ ον . Τελ ικά, ίσ ως ο παππούς ν α είχ ε υποψ ιασ τεί πως ο Τζάσ περ δεν ήταν ακριβώς αυτός που έδειχ ν ε. «Έχ ω μαργ αριτάρια», είπε η Τίλ ι, προχ ωρών τας προς τη σ ιφον ιέρα της. «Μου τα έδωσ ε ο παππούς μου όταν έγ ιν α είκοσ ι εν ός. Αν ήκαν κάποτε σ τη μητέρα μου». «Μαργ αριτάρια. Τα μαργ αριτάρια είν αι ό,τι πρέπει». Έβγ αλ ε το κουτί από το πάν ω σ υρτάρι, δισ τάζον τας μια σ τιγ μή προτού του το δώσ ει. Ο Τζάσ περ χ τύπησ ε αν υπόμον α τα δάχ τυλ ά του. «Έλ α τώρα. Όταν πρόκειται γ ια χ ρήματα, δεν επιτρέπον ται οι σ υν αισ θηματισ μοί». Έγ ειρε προς το μέρος της και της ψ ιθύρισ ε άγ ρια σ το αυτί: «Φοβάμαι γ ια τη ζωή μου». Η καρδιά της αν απήδησ ε από την αν ησ υχ ία. «Τι είπες;» «Ο Σπαν ιόλ ος… Του χ ρωσ τάω έν α πολ ύ μεγ άλ ο ποσ ό εδώ και καιρό. Η υπομον ή του άρχ ισ ε ν α εξαν τλ είται». Είδε το βλ έμμα του ν α πέφτει πάν ω σ τη βέρα
της. Η Τίλ ι γ λ ίσ τρησ ε αργ ά το δεξί χ έρι της πίσ ω από την πλ άτη της. «Έχ ω κι έν α περιδέραιο από μαύρο κεχ ριμπάρι». «Δ ώσ ’ το μου. Δ ώσ ’ μου ό,τι έχ εις κι όλ α μας τα προβλ ήματα θα εξαφαν ισ τούν ». Προχ ώρησ ε προς την ν τουλ άπα της και την άν οιξε διάπλ ατα, γ ια ν α αρπάξει το αγ απημέν ο της παλ τό με το γ ούν ιν ο γ αρν ίρισ μα. «Αυτό μπορεί ν α αξίζει κάτι;» τη ρώτησ ε. «Μα δεν … Καλ ά, πάρ’ το. Αν ν ομίζεις πως μπορείς ν α βγ άλ εις κάποια χ ρήματα απ’ αυτό… Εγ ώ έχ ω κι άλ λ α παν ωφόρια». Έπρεπε ν α φαν εί λ ογ ική. Θα έν ιωθε περισ σ ότερη ζεσ τασ ιά αν έσ ωζε το σ πίτι της παρά αν έσ ωζε το παλ τό της. Κι έτσ ι, με τα κοσ μήματά της σ τα χ έρια του, ο Τζάσ περ κατέβηκε κάτω γ ια ν α διαπραγ ματευτεί με τον Σπαν ιόλ ο. Το βλ έμμα της Τίλ ι σ τράφηκε σ την ν τουλ άπα, εκεί όπου ήταν κρυμμέν ο το κουτί των πούρων . Άραγ ε, ο Τζάσ περ είχ ε οποιον δήποτε εν δ οιασ μό; Τι θα τον απέτρεπε ν α μπει σ το υπν οδωμάτιό της, είτε εκείν η ήταν παρούσ α είτε όχ ι, και ν α ψ άξει σ τα σ υρτάρια και τα ράφια της αν αζητών τας κάτι ακόμα γ ια ν α πουλ ήσ ει; Θα είχ αν τώρα σ ειρά τα φορέματά της; Μήπως και το
πολ ύτιμο γ ια εκείν η κουτί αλ λ ηλ ογ ραφίας με τον ψ ηφιδωτό διάκοσ μο, που της είχ ε φτιάξει με τα ίδια του τα χ έρια ο παππούς της όταν ήταν μικρή; Σίγ ουρα ο Τζάσ περ θα έβρισ κε το κουτί των πούρων και θα έπαιρν ε τα χ αρτον ομίσ ματα. Είχ ε πει ότι κιν δύν ευε η ζωή του. Η Τίλ ι έπλ εξε σ φιχ τά τα χ έρια της. Ήταν παγ ιδευμέν η αν άμεσ α σ την επιθυμία της ν α τον προσ τατεύσ ει και σ την έλ λ ειψ η εμπισ τοσ ύν ης που έν ιωθε απέν αν τί του. Αχ , πόσ ο την έθλ ιβε αυτή η απογ οητευτική σ υν ειδητοποίησ η. Δ εν τον εμπισ τευόταν καθόλ ου. Η Τίλ ι ήξερε πια τι έπρεπε ν α κάν ει. ● Αυτή τη φορά, η Τίλ ι χ άρηκε όταν εκείν ος βγ ήκε έξω γ ια δουλ ειές την ώρα του δείπν ου. Ήταν ευχ αρισ τημέν η που ο Τζάσ περ θα έμεν ε άλ λ η μια ν ύχ τα μακριά από το κρεβάτι της. Και όταν η κυρία Μπρουσ άρ έφυγ ε και η Τίλ ι έμειν ε μόν η της, πήρε έν α κερί και το κουτί των πούρων και τράβηξε κατευθείαν γ ια την παράγ κα του κηπουρού. Ο παγ ωμέν ος θαλ ασ σ ιν ός άν εμος έσ βησ ε το κερί της, όμως το φεγ γ άρι ήταν ψ ηλ ά σ τον ουραν ό και αρκετά γ εμάτο ώσ τε ν α χ ύν ει ολ όγ υρα έν α απαλ ό
χ λ ωμό φως. Ξεκλ είδωσ ε την παράγ κα και βρήκε έν α κουτί γ εμάτο σ πόρους. Το άδειασ ε, γ λ ίσ τρησ ε εκεί μέσ α το κουτί των πούρων κι έπειτα έβαλ ε από πάν ω κι άλ λ α κουτιά με σ πόρους. Παν σ έδες και μοσ χ ομπίζελ α. Μια γ υν αίκα πρέπει ν α έχ ει τουλ άχ ιστον κάτι δικό της στον κόσμο. Ο παππούς ήταν πολ ύ σ οφός. Και η Τίλ ι θα έπρεπε πια ν α είν αι σ οφή, τουλ άχ ισ τον γ ια όσ ο καιρό μπορούσ ε.
7 - Αποκυήματα της Φαν τασίας
Η Τίλ ι ξύπν ησ ε αργ ά το ίδιο βράδυ και αν οιγ όκλ εισ ε τα μάτια της γ ια ν α σ υν ηθίσ ουν σ το σ κοτάδι. Είχ ε ακούσ ει έν α θόρυβο. Αλ λ ά ακόμα δεν είχ ε σ υν ηθίσ ει όλ ους τους ήχ ους του καιν ούριου της σ πιτιού, γ ι’ αυτό έμειν ε εκεί και αφουγ κραζόταν . Τα τζάμια που έτριζαν , η καταρρακτώδης βροχ ή… Όχ ι, ήταν κάτι άλ λ ο. Κάποιος χ τυπούσ ε την εξώπορτα. Πέταξε από πάν ω της τα σ κεπάσ ματα και σ τάθηκε ξυπόλ ητη σ τα σ αν ίδια του δαπέδου, δισ τάζον τας γ ια λ ίγ ο. Αν ο Τζάσ περ ήταν σ το σ πίτι, δεν θα έπρεπε ν α πάει εκείν ος ν α αν οίξει την πόρτα; Δ εν υπήρχ ε μπάτλ ερ, οπότε θα έπρεπε ν α πάει ο έν ας από τους δυο τους. Το χ τύπημα σ την πόρτα ξαν ακούσ τηκε. Η Τίλ ι έριξε πάν ω της τη ρόμπα της και άν αψ ε έν α κερί με χ έρια που έτρεμαν . Στάθηκε έξω από την πόρτα του Τζάσ περ και χ τύπησ ε δυν ατά, όμως δεν πήρε απάν τησ η. Ώσ τε, λ οιπόν , δεν είχ ε επισ τρέψ ει ακόμα; Άρα, ήταν ολ ομόν αχ η σ το σ πίτι. Έξω, η καταιγ ίδα λ υσ σ ομαν ούσ ε. Αυτός που χ τυπούσ ε ίσ ως ν α
ήταν κάποιος απελ πισ μέν ος άν θρωπος που αν αζητούσ ε καταφύγ ιο. Κι άλ λ ο χ τύπημα σ την πόρτα. «Τίλ ι! Τίλ ι!» Και τότε, κατάλ αβε. Ο απελ πισ μέν ος άν θρωπος έξω σ την καταιγ ίδα ήταν ο άν τρας της. Κατέβηκε βιασ τικά τις σ κάλ ες και τράβηξε το σ ύρτη. Η πόρτα άν οιξε, αφήν ον τας ν α μπουν μέσ α η βροχ ή και ο παγ ωμέν ος άν εμος, και ο Τζάσ περ σ ωριάσ τηκε σ το χ αλ άκι της πόρτας. Ακόμα και κάτω από το θαμπό φως του κεριού, η Τίλ ι μπορούσ ε ν α δει τα σ κισ μέν α ρούχ α του και το ματωμέν ο πρόσ ωπό του. «Τζάσ περ! Για τ’ όν ομα του Θεού, τι σ ου σ υν έβη;» Έκλ εισ ε την πόρτα και γ ον άτισ ε δίπλ α του, σ πρώχ ν ον τας τα βρεγ μέν α μαλ λ ιά του από το μέτωπό του. «Έχ ασ α τα κλ ειδιά μου», αποκρίθηκε εκείν ος ασ θμαίν ον τας. «Δ εν ήθελ α ν α με δεις σ ’ αυτή την κατάσ τασ η». «Έλ α σ την κουζίν α. Θα βράσ ω ν ερό». Τον βοήθησ ε ν α σ ταθεί σ τα πόδια του κι εκείν ος έγ ειρε βαρύς πάν ω της. Η Τίλ ι έν ιωθε τώρα όλ ο το βάρος του αρσ εν ικού κορμιού του. Τα υγ ρά ρούχ α του κολ λ ούσ αν πάν ω σ τη ρόμπα της. Στην κουζίν α, άν αψ ε όλ α τα κεριά που βρήκε κι
έπειτα άν αψ ε και την εσ τία γ ια ν α βράσ ει ν ερό. Εκείν ος περίμεν ε αν ασ αίν ον τας βαριά, με τους αγ κών ες του πάν ω σ το τραπέζι, έτοιμος ν α καταρρεύσ ει. «Ποιος σ ε χ τύπησ ε;» τον ρώτησ ε, καθώς το ν ερό ζεσ ταιν όταν . Όμως, εκείν ος δεν της απάν τησ ε, χ αμέν ος μέσ α σ ε κάποια υπόγ εια, σ κοτειν ή δυσ τυχ ία. Όταν το ν ερό έβρασ ε, το έχ υσ ε σ ε μια λ εκάν η, το αν ακάτεψ ε με λ ίγ ο κρύο ν ερό και, αφού τράβηξε μια καρέκλ α μπροσ τά σ τον Τζάσ περ, κάθισ ε και του αν ασ ήκωσ ε απαλ ά το πιγ ούν ι γ ια ν α εξετάσ ει προσ εκτικά το πρόσ ωπό του. Το βλ έμμα του, σ κοτειν ό και γ εμάτο θλ ίψ η, σ υν άν τησ ε το δικό της. «Σου ζητώ σ υγ γ ν ώμη», της είπε. Εκείν η βούτηξε μια πετσ έτα σ τη λ εκάν η, τη σ τράγ γ ιξε και άρχ ισ ε ν α καθαρίζει το αίμα από το πρόσ ωπό του. «Ποιος σ ε χ τύπησ ε;» τον ρώτησ ε πάλ ι. «Ο Σπαν ιόλ ος», της αποκρίθηκε επιτέλ ους. «Αλ λ ά τώρα πάει, τελ είωσ ε. Τελ είωσ α μαζί του. Δ εν του χ ρωσ τάω πια τίποτα». «Τότε γ ιατί σ ε χ τύπησ ε;» Η Τίλ ι μπορούσ ε τώρα ν α δει πως το αίμα είχ ε τρέξει από τη μύτη του κι από έν α οδον τωτό κόψ ιμο σ το μάγ ουλ ό του, που
θα είχ ε γ ίν ει μάλ λ ον από τη γ ροθιά κάποιου που φορούσ ε δαχ τυλ ίδι. Του καθάρισ ε καλ ά την πλ ηγ ή κι εκείν ος έκαν ε έν α μορφασ μό. «Επειδή τον πρόσ βαλ α». Χαμογ έλ ασ ε πικρόχ ολ α. «Τυχ αίν ει, βλ έπεις, ν α προσ βάλ λ ον ται εύκολ α οι Ισ παν οί». «Έχ εις χ τυπήσ ει και κάπου αλ λ ού;» «Πον άω και δυσ κολ εύομαι ν α κιν ηθώ. Ήταν άγ ριος καβγ άς. Το γ όν ατό μου δεν με κρατάει». «Πρέπει, όμως, ν α βγ άλ εις αυτά τα βρεγ μέν α ρούχ α». «Θα με βοηθήσ εις;» τη ρώτησ ε. «Μόλ ις και μετά βίας μπορώ ν α σ ταθώ σ τα πόδια μου». Κι έτσ ι, τον βοήθησ ε, κάτω από τον αμυδρό φωτισ μό των κεριών . Του ξεκούμπωσ ε το σ ακάκι και το πουκάμισ ο και τα άφησ ε προσ εκτικά σ το πλ άι. Κι έπειτα, τον βοήθησ ε ν α σ ηκώσ ει τα μπράτσ α του γ ια ν α του τραβήξει τη φαν έλ α που φορούσ ε από κάτω, αποκαλ ύπτον τας τον λ επτό, αρσ εν ικό κορμό του. Έτσ ι όπως τον έβλ επε, η Τίλ ι έν ιωθε το αίμα της ν α καίει. Τα δάχ τυλ ά της λ αχ ταρούσ αν ν α αγ γ ίξουν το τριχ ωτό σ τήθος του. Χρειάσ τηκε ν α υπεν θυμίσ ει σ τον εαυτό της ότι δεν έπρεπε ν α φαν εί επιπόλ αιη αυτή τη σ τιγ μή. «Έλ α», του είπε. «Σήκω».
Εκείν ος σ ηκώθηκε αν ασ τεν άζον τας βραχ ν ά, έγ ειρε πάν ω της, ξεκούμπωσ ε μόν ος του το παν τελ όν ι του και το άφησ ε ν α πέσ ει σ το πάτωμα. Τώρα, φορούσ ε μόν ο το μάλ λ ιν ο εσ ώρουχ ό του. Φάν ηκε αμέσ ως πως το γ όν ατό του ήταν άσ χ ημα πρησ μέν ο. Δ εν θα μπορούσ ε ν α ρίξει καθόλ ου βάρος σ ε εκείν ο το γ όν ατο. «Αγ άπη μου», του είπε η Τίλ ι, «θα σ ου φέρω σ τεγ ν ά ρούχ α, αλ λ ά μετά θα πρέπει ν α πας σ το κρεβάτι και ν α μην κουράσ εις καθόλ ου αυτό το γ όν ατο. Το πρωί θα φων άξω έν α γ ιατρό». «Όχ ι», της είπε εκείν ος. «Δ εν έχ ω χ ρήματα γ ια ν α πλ ηρώσ ω γ ιατρό». «Μα δεν μου είπες ότι εξόφλ ησ ες όλ α σ ου τα χ ρέη;» «Ναι, και δεν πρέπει ν ’ αποκτήσ ω καιν ούρια». «Αν δεν σ ε δει γ ιατρός, Τζάσ περ, μπορεί ν α μείν εις κουτσ ός». Σκέφτηκε τα χ ρήματά της, που τόσ ο καλ ά είχ ε κρύψ ει γ ια ν α μην τα βρει εκείν ος, κι έν ιωσ ε τη μαχ αιριά της εν οχ ής τόσ ο έν τον η, που σ χ εδόν της κόπηκε η αν άσ α. Αλ λ ά εκείν ος δεν ξαν άκαν ε λ όγ ο γ ια γ ιατρό. Πρόσ εξε πως το δέρμα του είχ ε αν ατριχ ιάσ ει, κι έτσ ι η Τίλ ι έβγ αλ ε τη ρόμπα της και την έριξε γ ύρω από τους ώμους του. «Και τώρα, άφησ έ με ν α σ ε
πάω σ το κρεβάτι σ ου». Αν έβηκαν τη σ κάλ α αργ ά και προσ εκτικά. Το κερί έκαν ε τις σ κιές τους σ τον τοίχ ο ν α φαίν ον ται μακάβριες. Εκείν ος βογ κούσ ε και άσ θμαιν ε κάθε φορά που χ ρειαζόταν ν α σ τηριχ τεί λ ίγ ο σ το τραυματισ μέν ο του γ όν ατο, αλ λ ά τελ ικά έφτασ αν σ το υπν οδωμάτιό του. Η Τίλ ι άν οιξε την πόρτα, άν αψ ε τα κεριά κι έπειτα του τράβηξε τα σ κεπάσ ματα γ ια ν α χ ωθεί μέσ α. «Το εσ ώρουχ ό μου είν αι βρεγ μέν ο», της είπε. «Θα χ ρειασ τώ σ τεγ ν ά εσ ώρουχ α». Της έδειξε την ν τουλ άπα. Η Τίλ ι άν οιξε τις πόρτες της ν τουλ άπας. Καν έν α από τα ρούχ α του δεν ήταν κρεμασ μέν ο και τίποτα εκεί μέσ α δεν ήταν διπλ ωμέν ο. Χρειάσ τηκε ν α ψ άξει καλ ά μέσ α σ ε έν α σ ωρό από διάφορα ρούχ α γ ια ν α βρει τα εσ ώρουχ α. Μα πώς είχ ε γ ίν ει και ο Τζάσ περ της είχ ε δώσ ει την εν τύπωσ η εν ός αν θρώπου που ν τυν όταν κομψ ά; Ή μήπως έφταιγ ε απλ ώς το γ εγ ον ός ότι χ ωρίς υπηρέτες δεν ήταν ικαν ός ν α φρον τίσ ει τα ρούχ α του; Όταν σ τράφηκε πάλ ι προς το μέρος του, εκείν ος σ τεκόταν μπροσ τά της γ υμν ός, με τα χ έρια του ν α καλ ύπτουν με κοσ μιότητα όποια σ ημεία δεν έπρεπε ν α αποκαλ υφθούν . Το θέαμα αυτό την αν ασ τάτωσ ε
τόσ ο βαθιά, ώσ τε σ χ εδόν της έπεσ αν από τα χ έρια τα ρούχ α που κρατούσ ε. Στο φως του κεριού που τρεμόφεγ γ ε, μπορούσ ε ν α διακρίν ει το σ κοτειν ό σ τέμμα από τις τρίχ ες σ τα γ εν ν ητικά του όργ αν α. Την κυρίευσ ε μια κρυφή και έν τον η λ αχ τάρα ν α του τραβήξει τα χ έρια και ν α τον αν τικρίσ ει ολ όγ υμν ο. Όμως, με μια τρεμάμεν η αν άσ α, απλ ώς του έδωσ ε το εσ ώρουχ ο και τη φαν έλ α του κι εκείν ος της ζήτησ ε ν α γ υρίσ ει από την άλ λ η όσ η ώρα θα ν τυν όταν . Η Τίλ ι υπάκουσ ε, με την απογ οήτευσ η ν α της παγ ών ει το κορμί. «Σ’ ευχ αρισ τώ, Τίλ ι», της είπε, όταν είχ ε πια ν τυθεί. Η Τίλ ι σ τράφηκε και είδε πως ο Τζάσ περ ήταν τώρα μες σ το κρεβάτι του, ξαπλ ωμέν ος αν άσ κελ α. «Τι άλ λ ο χ ρειάζεσ αι; Τι μπορώ ν α κάν ω γ ια εσ έν α;» «Τίποτα. Πήγ αιν ε κι εσ ύ σ το κρεβάτι σ ου». Αλ λ ά αυτή τη φορά δεν υπήρχ ε καμία περίπτωσ η ν α κάν ει αυτό που της έλ εγ ε. Θα ήταν λ άθος ν α κοιμηθούν χ ώρια, ειδικά απόψ ε που εκείν ος ήταν τραυματισ μέν ος και χ ρειαζόταν φρον τίδα και παρηγ οριά. «Όχ ι, θα μείν ω κον τά σ ου μέχ ρι το πρωί». Και χ ωρίς ν α περιμέν ει την έγ κρισ ή του, γ λ ίσ τρησ ε δίπλ α του σ το κρεβάτι και κόλ λ ησ ε το κορμί της πάν ω σ το δικό του.
Έν ιωσ ε το σ ώμα του ν α σ φίγ γ εται, σ αν ν α περίμεν ε κι άλ λ ο έν α χ τύπημα. «Καλ ύτερα ν α επισ τρέψ εις σ το υπν οδωμάτιό σ ου». «Τζάσ περ, δεν θέλ ω κάτι από εσ έν α. Θέλ ω μόν ο ν α σ ε φρον τίσ ω», του είπε, σ ασ τισ μέν η και πλ ηγ ωμέν η. «Είμαι η σ ύζυγ ός σ ου. Και η θέσ η μου είν αι δίπλ α σ ου». «Με σ υγ χ ωρείς, αγ άπη μου», της αποκρίθηκε. «Πέρασ α έν α… δύσ κολ ο βράδυ. Και τώρα ν ιώθω την αν άγ κη ν α κοιμηθώ γ ια πολ λ ές ώρες». «Κι εγ ώ θα κοιμηθώ δίπλ α σ ου και θα είμαι εδώ αν με χ ρειασ τείς». Τον φίλ ησ ε σ το μάγ ουλ ο και πήρε το χ έρι του σ το δικό της. Αχ , τι ευτυχ ία ν α είν αι επιτέλ ους πλ αγ ιασ μέν η δίπλ α του, ν α μην τους χ ωρίζουν παρά μόν ο τα λ επτά τους ρούχ α. Επιτέλ ους, θα κοιμόταν σ το κρεβάτι του Τζάσ περ, όπως ακριβώς το είχ ε φαν τασ τεί. Ή, μάλ λ ον , σ χ εδόν όπως το είχ ε φαν τασ τεί. ● Το πρήξιμο σ το γ όν ατο του Τζάσ περ είχ ε σ χ εδόν υποχ ωρήσ ει εν τελ ώς το άλ λ ο πρωί, όμως η Τίλ ι επέμειν ε ν α μείν ει σ το κρεβάτι και με μεγ άλ η της ευχ αρίσ τησ η αν εβοκατέβαιν ε βιασ τικά τις σ κάλ ες
γ ια ν α του φέρει φαγ ητό και τσ άι, πριν από την άφιξη της κυρίας Ριβάρ. Αν οιχ τόχ ρωμοι μώλ ωπες είχ αν κάν ει τώρα την εμφάν ισ ή τους σ το πρόσ ωπο και σ τους ώμους του, και η Τίλ ι δεν τολ μούσ ε καν ν α σ κεφτεί την έν τασ η και τη βία με την οποία του είχ αν επιτεθεί. Ο κόσ μος των αν τρών της φάν ταζε τώρα σ αν έν ας τρομακτικός, επικίν δυν ος τόπος. Και γ ια μια φορά, έν ιωσ ε ευτυχ ισ μέν η που ζούσ ε προσ τατευμέν η σ το καταφύγ ιο του σ πιτιού και της εσ τίας. Με την άφιξη της κυρίας Ριβάρ, η Τίλ ι εξορίσ τηκε από τη σ κάλ α. Έτσ ι, πέρασ ε την υπόλ οιπη μέρα της σ τη βιβλ ιοθήκη. Εκεί, δεν είχ ε χ ρησ ιμοποιηθεί ποτέ καν έν α σ ύσ τημα ταξιν όμησ ης των βιβλ ίων , κι έτσ ι είχ ε την ευχ αρίσ τησ η ν α διατρέχ ει με το χ έρι της τις ράχ ες τους, αν ακαλ ύπτον τας μερικές φορές απρόσ μεν ους θησ αυρούς, όπως μια πρώτη έκδοσ η του ημερολ ογ ίου του Σάμιουελ Πιπς. Άρχ ισ ε σ ιγ ά σ ιγ ά ν α αλ λ άζει τις θέσ εις των βιβλ ίων , έτσ ι ώσ τε ν α υπάρχ ει κάποια ταξιν όμησ η. Σχ ημάτισ ε σ ωρούς σ το δάπεδο, εν ώ φταρν ιζόταν από τη σ κόν η, κι ετοίμαζε τα βιβλ ία γ ια ν α τοποθετηθούν σ ε κούτες και ν α σ ταλ ούν σ τη Σκοτία με το πλ οίο. Όταν έπεσ ε πια η ν ύχ τα, είχ ε ήδη δημιουργ ήσ ει έν αν τομέα γ ια τους Έλ λ ην ες, έν αν άλ λ ον γ ια τους
Ρωμαίους, έν αν γ ια τον Τσ όσ ερ, έν αν γ ια τον Αρθουριαν ό Κύκλ ο, και ήλ πιζε πως, την επόμεν η φορά που θα είχ ε λ ίγ ο ελ εύθερο χ ρόν ο, θα έφτιαχ ν ε και έν αν τομέα γ ια τον Σαίξπηρ. Την πον ούσ ε ν α σ κέφτεται πως δεν θα κρατούσ αν αυτή τη θαυμασ τή σ υλ λ ογ ή βιβλ ίων , αλ λ ά τουλ άχ ισ τον είχ ε αρκετούς μήν ες μπροσ τά της γ ια ν α τα διατρέξει όλ α. Η ν ύχ τα προχ ώρησ ε· η Τίλ ι και ο Τζάσ περ ήταν και πάλ ι μόν οι τους σ το σ πίτι. Δ εν τη φών αξε κον τά του· έμοιαζε ν α μην την έχ ει διόλ ου αν άγ κη. Όμως, εκείν η λ αχ ταρούσ ε ν α περάσ ει ξαν ά το βράδυ της πλ αγ ιασ μέν η δίπλ α σ το ζεσ τό κορμί του. Λαχ ταρούσ ε ν α γ ίν ει ο γ άμος τους έν α πραγ ματικό γ εγ ον ός, ν α μην είν αι πια απλ ώς μια ξεθωριασ μέν η ευχ ή ή αν άμν ησ η. Γι’ αυτό, αφιέρωσ ε αρκετό χ ρόν ο σ τη φρον τίδα της εμφάν ισ ής της. Έλ υσ ε τις κοκκιν ωπές μπούκλ ες της και τις χ τέν ισ ε, γ ια ν α πέφτουν χ αλ αρές πάν ω σ τους ώμους της. Έπειτα, έπλ υν ε με ροδόν ερο το γ αλ ατέν ιο δέρμα σ τους ώμους και τα μπράτσ α της. Γλ ίσ τρησ ε το κορμί της μέσ α σ ε έν α ριχ τό βαμβακερό ν υχ τικό χ ωρίς μαν ίκια. Κι έπειτα, πήρε μια βαθιά αν άσ α και προχ ώρησ ε με γ υμν ά πόδια ως το υπν οδωμάτιό του.
Χτύπησ ε αν άλ αφρα την πόρτα. «Πέρασ ε…» Η Τίλ ι άν οιξε την πόρτα. Ο Τζάσ περ ήταν πλ αγ ιασ μέν ος εκεί που τον είχ ε αφήσ ει την τελ ευταία φορά, με τα σ κεπάσ ματα σ πρωγ μέν α σ το έν α πλ άι. Το γ όν ατό του ήταν μπαν ταρισ μέν ο και αν ασ ηκωμέν ο πάν ω σ ε έν α σ ωρό από μαξιλ άρια. Πάν ω σ το μηρό του ήταν ακουμπισ μέν ος έν ας ξύλ ιν ος δίσ κος φαγ ητού, όμως, αν τί γ ια φαγ ητό, σ το δίσ κο υπήρχ ε έν α μελ αν οδοχ είο και έν ας ισ ολ ογ ισ μός. «Δ εν είν αι πια ώρα γ ια ύπν ο, αγ άπη μου;» του είπε. Ο Τζάσ περ αν ασ τέν αξε και της έκαν ε ν εύμα πως μπορούσ ε ν α πάρει το δίσ κο. «Μάλ λ ον έχ εις δίκιο. Τα γ ράμματα χ ορεύουν μπροσ τά σ τα μάτια μου. Όμως, σ ύμφων α με τους υπολ ογ ισ μούς μου, δεν χ ρωσ τάω πια τίποτα. Και η πλ ηρωμή που περιμέν ω όταν ετοιμασ τεί από το λ ατομείο το επόμεν ο φορτίο από οικοδομικές πλ άκες, θα μας επιτρέψ ει ν α έχ ουμε πάλ ι μερικά χ ρήματα γ ια ξόδεμα». Η Τίλ ι έν ιωσ ε το ηθικό της ν α αν απτερών εται. «Είσ αι χ αρούμεν ος, αγ άπη μου;» «Θα είμαι σ ίγ ουρα, όταν το καημέν ο το γ όν ατό μου πάψ ει ν α με πον άει τόσ ο πολ ύ. Αλ λ ά θα είν αι
μια χ αρά σ ε λ ίγ ες μέρες, αν το ξεκουράσ ω». Σήκωσ ε το πρόσ ωπό του και της χ αμογ έλ ασ ε. «Ήταν θυελ λ ώδεις όλ ες αυτές οι μέρες από τη σ τιγ μή της άφιξής σ ου. Ίσ ως αν ερχ όσ ουν μία εβδομάδα αργ ότερα…» «Αν ερχ όμουν μία εβδομάδα αργ ότερα, δεν θα είχ α την ευκαιρία ν α σ ου δώσ ω τα κοσ μήματά μου. Και το μπαούλ ο με τα ακριβά αν τικείμεν α». «Α, ν αι. Λοιπόν , το πρώτο πράγ μα που θα αγ οράσ ω μόλ ις πάρω χ ρήματα σ τα χ έρια μου, θα είν αι μια σ ειρά από μαργ αριτάρια, ώσ τε ν α σ ε αποζημιώσ ω γ ια εκείν α που θυσ ίασ ες». Δ εν άν τεχ ε ούτε καν ν α σ υν αν τήσ ει το βλ έμμα της. «Έλ α τώρα, δεν πρέπει ν α ν ιώθεις εν οχ ές», του είπε, καθώς προχ ωρούσ ε προς το κρεβάτι γ ια ν α καθίσ ει δίπλ α του. «Τώρα εμείς είμασ τε αν τρόγ υν ο. Μοιραζόμασ τε… τα πάν τα». Προσ πάθησ ε ν α τον κοιτάξει σ τα μάτια, ν α τον αφήσ ει ν α διαβάσ ει μες σ το βλ έμμα της το πλ ήρες ν όημα που έκρυβαν τα λ όγ ια της. Πέρασ ε έν α λ επτό, έπειτα κι άλ λ ο έν α. Τελ ικά, ο Τζάσ περ της είπε: «Τώρα, θα πρέπει ν α πας κι εσ ύ σ το κρεβάτι σ ου». «Θα ξαπλ ώσ ω κι απόψ ε δίπλ α σ ου, άν τρα μου». «Όχ ι. Θα αν ασ τατώσ εις τον ύπν ο μου. Μπορεί ν α με χ τυπήσ εις κατά λ άθος σ το γ όν ατο».
«Τζάσ περ, είμασ τε παν τρεμέν οι. Πότε θα–» Το χ έρι του πήγ ε κατευθείαν σ τα χ είλ ια της. Της έκλ εισ ε το σ τόμα με τα δύο του δάχ τυλ α. «Μη μου μιλ άς γ ια τέτοια πράγ ματα. Προσ παθώ ν α σ υν έλ θω από έν αν τραυματισ μό και από μια ταπείν ωσ η. Μην αφήν εις αυτές τις ποταπές ορέξεις σ ου ν α σ ε ελ έγ χ ουν , Τίλ ι. Είν αι τόσ ο αν άρμοσ το γ ια μια γ υν αίκα…» «Μα εγ ώ–» Η φων ή του υψ ώθηκε και κάλ υψ ε τη δική της. «Θα το δούμε όταν σ υν έλ θω. Και όταν θα έχ ω ξαν αφτιάξει την περιουσ ία μου, γ ιατί θα ήταν τρέλ α ν α φέρουμε σ τον κόσ μο έν α παιδί μέσ α σ ε έν α σ πιτικό που μόλ ις και μετά βίας μπορεί ν α σ υν τηρήσ ει εμάς τους δύο. Όταν θα ν ιώσ ω και πάλ ι πως σ ε γ ν ωρίζω, γ ιατί εσ ύ ήσ ουν που επέμεν ες ν α μείν εις σ την Αγ γ λ ία και ν ’ αφήσ εις αυτή τη θάλ ασ σ α της αποξέν ωσ ης ν α μας χ ωρίσ ει. Αλ λ ά, πάν ω απ’ όλ α, Τίλ ι, θα το δούμε όταν θα το επιτρέψ ω εγ ώ. Όχ ι όταν θα το επιθυμείς εσ ύ. Μου λ ες σ υν έχ εια πώς θα έπρεπε ν α είν αι η έγ γ αμη ζωή… Ε, λ οιπόν , θα πρέπει ν α καταλ άβεις πως σ την έγ γ αμη ζωή οφείλ εις ν ’ ακολ ουθείς τη θέλ ησ ή μου. Και τώρα, πήγ αιν ε. Μας έφερες και τους δύο σ ε δύσ κολ η θέσ η και μας εξευτέλ ισ ες».
Η Τίλ ι έν ιωσ ε ν α σ υγ κρούον ται μέσ α της πολ ύπλ οκα και μπερδεμέν α σ υν αισ θήματα. Ντροπή, λ ύπη και, πάν ω απ’ όλ α, θυμός. Τώρα, είχ ε αν άψ ει το φιτίλ ι της οργ ής της και έπρεπε ν α κάν ει κάτι γ ια ν α το σ βήσ ει όσ ο πιο γ ρήγ ορα μπορούσ ε. «Σου ζητώ σ υγ γ ν ώμη», μουρμούρισ ε και όρμηξε έξω από το δωμάτιο όσ ο πιο γ ρήγ ορα μπορούσ ε. Πήγ ε σ το δικό της υπν οδωμάτιο και άρχ ισ ε ν α βηματίζει πέρα δώθε, ν ευρικά, πλ έκον τας σ φιχ τά τα δάχ τυλ ά της. Δ εν έπρεπε –δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση– ν α επισ τρέψ ει σ το δωμάτιο του Τζάσ περ και ν α αφήσ ει ν α ξεχ υθεί ο χ είμαρρος από λ όγ ια και κατηγ ορίες που φούσ κων ε μέσ α της. Εγ ώ ήμουν η αιτία που εξ ευτελ ιστήκαμε; Τη στιγ μή που εσύ παρουσιάστηκες στον παππού μου ως έν ας εύπορος άν τρας και με παν τρεύτηκες δίν ον τας την υπόσχ εση ότι θα ζούσαμε σε έν α μεγ άλ ο σπίτι γ εμάτο υπέροχ α πράγ ματα; Τη στιγ μή που πούλ ησες τα κοσμήματά μου κι έπειτα επέστρεψ ες έν α βράδυ στο σπίτι τραυματισμέν ος από έν αν καβγ ά; Τη στιγ μή που δεν μου έγ ραψ ες γ ια έξ ι ολ όκλ ηρες εβδομάδες; Αργ ά, σ ταδιακά, η φωτιά μέσ α της άρχ ισ ε ν α εξασ θεν εί, αλ λ ά δεν έσ βησ ε εν τελ ώς. Αυτό ήταν το πρόβλ ημα με το θυμό της Τίλ ι: πάν τα κάτι έμεν ε,
μια θράκα, που, με μια μικρή απροσ εξία, μπορούσ ε ν α κάν ει και πάλ ι τις φλ όγ ες ν α θεριέψ ουν . ● Ο Τζάσ περ σ υν ήλ θε έπειτα από πέν τε μέρες. Ήταν ευγ εν ικός και πράος, λ ες και δεν την είχ ε επιπλ ήξει ποτέ τόσ ο έν τον α. Αλ λ ά ήταν σ υγ χ ρόν ως και απόμακρος, σ αν ν α προσ παθούσ ε ν α αποκρούσ ει κάθε τρυφερή κίν ησ ή της, προτού καν εκείν η εκφράσ ει την τρυφερότητά της. Στο πρόγ ευμα, κάθισ αν σ το τραπέζι ο έν ας απέν αν τι από τον άλ λ ον , πάν ω από τα βρασ τά αυγ ά και το φρυγ αν ισ μέν ο ψ ωμί τους, εν ώ η κυρία Ριβάρ ξαν αγ έμιζε αγ έλ ασ τη τα φλ ιτζάν ια τους με τσ άι. Ξαφν ικά, ο Τζάσ περ αν ασ ήκωσ ε το κεφάλ ι του από το φαγ ητό του και ρώτησ ε: «Πείτε μου, κυρία Ριβάρ, είν αι Σάββατο σ ήμερα;» «Μάλ ισ τα, κύριε», του αποκρίθηκε εκείν η. Έπειτα, έσ τρεψ ε την προσ οχ ή του σ την Τίλ ι. «Ο Ραλ φ και η Λόρα Μόρν ιν γ κτον δίν ουν απόψ ε έν α πάρτι, κάτω σ το Σεν τ Πίτερ Πορτ. Πρέπει ν α πάμε». «Πρέπει;» «Ο Ραλ φ είν αι έν ας από τους πιο αξιόπισ τους σ υν εργ άτες μου αλ λ ά και ο σ τεν ότερος φίλ ος μου.
Έχ εις τίποτα ν α φορέσ εις;» «Ναι, έχ ω μερικά καλ ά φορέματα». «Κυρία Ριβάρ», φών αξε ο Τζάσ περ προς το μέρος της κουζίν ας, «βρείτε μου το κασ μίρ παν τελ όν ι μου και το γ ιλ έκο μου με το χ ρυσ οποίκιλ το μπροκάρ. Τα θέλ ω σ ιδερωμέν α και έτοιμα σ τις εφτά». Εκείν η του αποκρίθηκε με έν α γ ρύλ ισ μα σ υγ κατάθεσ ης και η Τίλ ι διακιν δύν ευσ ε ν α πει: «Η κυρία Ριβάρ δεν είν αι καθόλ ου ευχ άρισ τη». «Σίγ ουρα δεν είν αι. Είν αι, όμως, φτην ή». Η Τίλ ι δεν είπε τίποτα άλ λ ο γ ια την αγ εν ή σ υμπεριφορά της κυρίας Ριβάρ. Δ εν ήθελ ε ν α του εν αν τιωθεί. «Πάν τως, θα είν αι ωραία, Τζάσ περ, δεν ν ομίζεις;» αποτόλ μησ ε πάλ ι ν α πει. «Δ είπν ο με φίλ ους. Και οι δυο μας ν τυμέν οι με τα καλ ά μας. Όπως την περίοδο του φλ ερτ μας. Ίσ ως αυτό ν α μας δώσ ει μια ευκαιρία ν α ξαν άρθουμε πιο κον τά». Της χ αμογ έλ ασ ε σ υγ καταβατικά. «Θα έχ ω πολ λ ή δουλ ειά σ το υπν οδωμάτιό μου σ ήμερα, Τίλ ι. Μη με διακόψ εις καθόλ ου. Και ν α είσ αι έτοιμη σ τις εφτά». Έσ πρωξε πίσ ω την καρέκλ α του κι έφυγ ε, εξακολ ουθών τας ν α κουτσ αίν ει ελ αφρά. Η Τίλ ι τελ είωσ ε το πρόγ ευμά της. Πώς θα περν ούσ ε τη μέρα της; Πίσ ω σ το σ πίτι, θα διάβαζε σ τον παππού της, θα μάζευε λ ουλ ούδια, θα κεν τούσ ε, θα
περπατούσ ε σ το χ ωριό, θα δούλ ευε σ τον κήπο… Θα έκαν ε σ τ’ αλ ήθεια ό,τι την ευχ αρισ τούσ ε. Στο σ πίτι του παππού, έν ιωθε ασ φαλ ής κι ελ εύθερη. Εδώ, έν ιωθε αν ήσ υχ η και περιορισ μέν η από τους θαμπούς τοίχ ους με την ξύλ ιν η επέν δυσ η και, ακόμα περισ σ ότερο, από την γ κρίζα θάλ ασ σ α που περιέζων ε το ν ησ ί. Ίσ ως αυτός ν α ήταν ο λ όγ ος που έν ιωθε τόσ ο εγ κλ ωβισ μέν η. Τα ν ησ ιά ήταν τόποι που βρίσ κον ταν πάν τα σ ε έν α «αν άμεσ α»· τόποι που δεν βρίσ κον ταν ούτε εδώ ούτε εκεί, αλ λ ά σ τα μισ ά μιας διαδρομής που οδηγ ούσ ε από έν α μέρος σ ε έν α άλ λ ο. Έτσ ι έν ιωθε. Σαν ν α μην ήταν εγ κατεσ τημέν η κάπου. Αλ λ ά σ τα μισ ά ποιας διαδρομής βρισ κόταν εκείν η; Η Τίλ ι σ κέφτηκε πως το καλ ύτερο φάρμακο γ ι’ αυτή την αν ησ υχ ία της ήταν ν α περάσ ει λ ίγ ο χ ρόν ο έξω. Βρήκε μέσ α σ το σ υρτάρι της, όπου τα είχ ε τοποθετήσ ει η κυρία Μπρουσ άρ, τα καθαρά γ άν τια κηπουρικής, που αν έδιδαν μια μυρωδιά από σ απούν ι λ εμον ιού, και έδεσ ε μια ποδιά γ ύρω από τη μέσ η της. Είχ ε έρθει η σ τιγ μή ν α καταπιασ τεί με τον κήπο. Έξω, ο ήλ ιος έλ αμπε σ ε έν αν καθάριο ουραν ό, όμως μια ψ υχ ρή αύρα της αν ασ ήκων ε τα μαλ λ ιά
και θρόιζε σ τις κορφές των πεύκων . Άπλ ωσ ε κάτω, ακριβώς μπροσ τά σ το παρτέρι με το οποίο σ κόπευε ν α ξεκιν ήσ ει, έν α παλ ιό τραπεζομάν τιλ ο, αφού πρώτα το δίπλ ωσ ε μία φορά. Έπειτα, πήγ ε σ την παράγ κα του κήπου, την ξεκλ είδωσ ε και πήρε από εκεί έν αν κουβά, έν α φτυάρι κι έν α κλ αδευτήρι. Η Τίλ ι έπιασ ε δουλ ειά. Ξερίζων ε αγ ριόχ ορτα κι έκοβε τις ν εκρές κορφές σ τις τριαν ταφυλ λ ιές. Αν ακάτευε το χ ώμα και ίσ ιων ε τα πέτριν α πλ αίσ ια των παρτεριών . Όχ ι μόν ο δεν έβρισ κε αυτή την ασ χ ολ ία κουρασ τική όπως θα περίμεν ε καν είς – σ ίγ ουρα δεν είχ ε αν ατραφεί γ ια ν α κάν ει τέτοιες δουλ ειές–, αλ λ ά της φαιν όταν και αν αζωογ ον ητική. Αυτό που της χ άριζε τόσ η χ αρά δεν ήταν τόσ ο ν α βλ έπει τα παρτέρια του κήπου ν α μεταμορφών ον ται από το αν οργ άν ωτο χ άος σ ε μια ν οικοκυρεμέν η γ αλ ήν η όσ ο η ευκαιρία ν α βρίσ κεται κον τά σ τον φυσ ικό κόσ μο του κύκλ ου των εποχ ών και της αν άπτυξης. Κάθισ ε πίσ ω κι έβγ αλ ε προσ εκτικά τα λ ασ πωμέν α γ άν τια της. Έπειτα, κοίταξε τον ουραν ό χ αμογ ελ ών τας. Τώρα, το μόν ο που χ ρειαζόταν ήταν λ ίγ η βροχ ή. Είχ ε αφήσ ει αν οιχ τό το δρόμο γ ια το φως και τον αέρα, κι έτσ ι όλ α θα αν απτύσ σ ον ταν σ ωσ τά την επόμεν η άν οιξη.
Προσ πάθησ ε ν α φαν τασ τεί πώς θα ήταν η ζωή της την επόμεν η άν οιξη. Μέχ ρι τότε, τα οικον ομικά του Τζάσ περ θα είχ αν φτιάξει κι ίσ ως ο άν τρας της ν α έν ιωθε και πάλ ι γ ια εκείν η αυτή την τρυφερή αγ άπη που της είχ ε φαν ερώσ ει άλ λ οτε, σ την Αγ γ λ ία. Ίσ ως ακόμα και ν α ήταν έγ κυος τότε. Υ πήρχ αν πολ λ ά που είχ ε ν α προσ μέν ει γ ια την εποχ ή που θα άν θιζαν αυτές οι τριαν ταφυλ λ ιές. Πρώτα, όμως, έπρεπε ν α περάσ ει από τη δοκιμασ ία αυτής της βραδιάς. Άν οιξε εν τελ ώς το παλ ιό τραπεζομάν τιλ ο και έριξε μέσ α όλ α τα σ κουπίδια του κήπου. Έπειτα, το έσ υρε μέχ ρι έν α σ ημείο χ ωρίς χ λ όη, δίπλ α σ την παράγ κα του κήπου, γ ια ν α κάψ ει τα σ κουπίδια σ ε μια υπαίθρια φωτιά. Η Τίλ ι κάθισ ε μπροσ τά σ τη λ άμψ η της φωτιάς, με τα μπράτσ α της τυλ ιγ μέν α γ ύρω από τα γ όν ατά της. Το φόρεμά της και τα χ έρια της ήταν λ ασ πωμέν α και τα μπράτσ α της την πον ούσ αν από τη μυϊκή καταπόν ησ η. Παρακολ ουθούσ ε τις φλ όγ ες ν α χ ορεύουν και ν α τρεμοπαίζουν σ το δειλ ιν ό που κατέβαιν ε. Ο γ αλ αζωπός καπν ός της έτσ ουζε τα μάτια, αλ λ ά είχ ε μια ζεσ τή και οικεία γ ήιν η μυρωδιά. Σκέφτηκε τον παππού της, σ κέφτηκε τι θα της έλ εγ ε εκείν ος αν την έβλ επε
τόσ ο αποκαρδιωμέν η. Να είν αι υπομον ετική, ν α είν αι λ ογ ική, ν α μη ζητάει τόσ ο πολ λ ά από τη ζωή. Μπορεί ακόμα και ν α της υπεν θύμιζε πως ήταν πολ ύ βρόμικη και πως έπρεπε ν α πλ υθεί, προτού βγ ει γ ια το δείπν ο. Άφησ ε τη φωτιά ν α σ βήσ ει μόν η της κι έβαλ ε κατά μέρος τα κηπουρικά εργ αλ εία της. Βεβαιώθηκε σ τα κρυφά πως το κουτί των πούρων βρισ κόταν ακόμα σ τη θέσ η του κι έπειτα κλ είδωσ ε πάλ ι την παράγ κα και επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι γ ια ν α πλ υθεί και ν α ν τυθεί. Στις εφτά, περίμεν ε σ τη βάσ η της σ κάλ ας, μες σ το γ αλ άζιο μεταξωτό της φόρεμα με το μεγ άλ ο ν τεκολ τέ και τις μπλ ε σ ατέν κορδέλ ες. Παπούτσ ια μπαλ αρίν ας, μακριά λ ευκά γ άν τια, και χ άν τρες σ τον κότσ ο της, με τον οποίο την είχ ε απρόθυμα βοηθήσ ει η κυρία Ριβάρ. Αλ λ ά δεν είχ ε πια κρεμασ τά σ κουλ αρίκια, ούτε το περιδέραιό της με τα τιρκουάζ. Για την ακρίβεια, δεν είχ ε πια καν έν α κόσ μημα. Περίμεν ε. Πέρασ ε μισ ή ώρα. Η κυρία Ριβάρ την προσ πέρασ ε την ώρα που έφευγ ε από το σ πίτι. «Μήπως είδατε τον κύριο Ντελ αφόρ;» τη ρώτησ ε η Τίλ ι. «Όχ ι», της απάν τησ ε η μεσ όκοπη γ υν αίκα.
«Αλ λ ά τα ρούχ α που του ετοίμασ α δεν είν αι πια σ την κρεμάσ τρα σ το δωμάτιό του». Έν ιωσ ε σ την καρδιά της έν α κέν τρισ μα αν ησ υχ ίας. «Υ πάρχ ει περίπτωσ η ν α έφυγ ε χ ωρίς εμέν α;» «Και πού ν α ξέρω εγ ώ;» Η κυρία Ριβάρ έκλ εισ ε πίσ ω της την πόρτα. Η Τίλ ι αν έβηκε τη σ κάλ α ως τον τρίτο όροφο και άν οιξε την πόρτα του δωματίου του Τζάσ περ. Ήταν τακτοποιημέν ο, όλ α του τα ρούχ α ήταν διπλ ωμέν α και κρεμασ μέν α. Όμως, εκείν ος δεν φαιν όταν πουθεν ά. Προχ ώρησ ε ως το παράθυρο και κοίταξε κάτω, μέσ α από αυτά τα κοίλ α τζάμια που υπήρχ αν σ ε όλ α τα δωμάτια του τρίτου ορόφου και παραμόρφων αν τη θέα. Από εκεί που σ τεκόταν , μπορούσ ε ν α δει έξω, το μπροσ τιν ό μον οπάτι και το δρόμο. Και εκεί ήταν και ο Τζάσ περ, που αν ηφόριζε αποφασ ισ τικά το μον οπάτι, με το γ ιλ έκο του και τον κολ λ αρισ τό γ ιακά του. Επέσ τρεφε από κάπου. Η Τίλ ι άν οιξε την ν τουλ άπα του, πήρε από εκεί το φράκο που θα χ ρειαζόταν και τον σ υν άν τησ ε σ τη μέσ η της σ κάλ ας. «Πού ήσ ουν ;» τον ρώτησ ε. «Σε μια δουλ ειά», της αποκρίθηκε.
«Με τα καλ ά σ ου ρούχ α;» Του έδωσ ε το φράκο του. Τα μάτια του σ τέν εψ αν . «Μην μπαίν εις σ το δωμάτιό μου χ ωρίς την άδειά μου», της είπε. «Και το πώς ν τύν ομαι όταν πηγ αίν ω σ τις δουλ ειές μου δεν είν αι δική σ ου υπόθεσ η». Η Τίλ ι κατάπιε με δυσ κολ ία κι έβαλ ε τα δυν ατά της γ ια ν α διατηρήσ ει τη διάθεσ ή της αν άλ αφρη. «Δ εν ήθελ α ν α σ ε ν ευριάσ ω, αγ άπη μου. Έλ α, πάμε ν α περάσ ουμε έν α όμορφο βράδυ». Εκείν ος φόρεσ ε το φράκο του και η Τίλ ι ακούμπησ ε το χ έρι της σ το μπράτσ ο του. Ήταν έν α απόγ ευμα ιδαν ικό γ ια έν αν περίπατο μέσ α από το δάσ ος ως την πόλ η, και ο Τζάσ περ άρχ ισ ε επιτέλ ους ν α ηρεμεί και ν α δείχ ν ει μεγ αλ ύτερη αν εκτικότητα. «Συγ γ ν ώμη που σ ε επέπλ ηξα, αγ απητή μου», της είπε τελ ικά, όταν είχ αν φτάσ ει σ το σ ημείο που τα δέν τρα άρχ ιζαν ν α αραιών ουν και το μον οπάτι ν α φαρδαίν ει και ν α γ ίν εται δρόμος. «Θα προτιμούσ α ν α μην μπαίν εις σ το δωμάτιό μου μόν ο και μόν ο επειδή εκεί έχ ω τα ημερολ όγ ιά μου και την αλ λ ηλ ογ ραφία μου. Είχ α κάποτε έν α γ ραφείο σ τον δεύτερο όροφο, αλ λ ά, όταν τα πούλ ησ α όλ α εκτός από το τραπέζι, μου φαιν όταν
πια πολ ύ καταθλ ιπτικό ν α κάθομαι σ ’ έν α άδειο δωμάτιο. Τόσ ο καταθλ ιπτικό, που δεν μπορούσ α καν ν α κάν ω τις προσ θέσ εις μου». Και ν α που είχ ε επιτέλ ους προκύψ ει… Μια ευκαιρία ν α τον ρωτήσ ει σ χ ετικά με τα γ ράμματά της. Να τα ξεκαθαρίσ ει όλ α, μια γ ια πάν τα. Ίσ ως ν α μην ήταν σ υν ετό από μέρους της, όμως του είπε: «Είδα πράγ ματι πως έχ εις πολ λ ές επισ τολ ές σ τα σ υρτάρια σ ου». «Μμμ…» είπε εκείν ος, χ ωρίς ν α την προσ έχ ει, ωσ τόσ ο, και κλ οτσ ών τας μια πέτρα σ το μον οπάτι. «Είδα κι έν α από τα δικά μου γ ράμματα». «Όχ ι, αποκλ είεται». «Το καταν οώ αν δεν ήθελ ες ν α με αν ασ τατώσ εις γ ράφον τάς μου τα ν έα σ ου. Ξέρω ότι πέρασ ες δύσ κολ ες σ τιγ μές». «Δ εν πήρα καν έν α γ ράμμα σ ου, Τίλ ι. Για ποιο πράγ μα μιλ άς;» «Μα αφού είδα…» Δ εν τελ είωσ ε τη φράσ η της. Εκείν ος την κοίταζε καλ οσ υν άτα, με μια σ ασ τισ μέν η έκφρασ η. Αυτή δεν ήταν μια αν τίδρασ η οργ ισ μέν ης άρν ησ ης. «Τίλ ι, αγ άπη μου, αν είχ α λ άβει τα γ ράμματά σ ου, θα σ ου το έλ εγ α. Όπως κι εσ ύ, ελ πίζω, δεν θα μου έλ εγ ες ψ έματα πως δεν έλ αβες καν έν α από τα δικά μου».
Και γ ια πρώτη φορά, τρύπωσ ε μέσ α της η αμφιβολ ία γ ια τον ίδιο της τον εαυτό. Ίσ ως ν α το είχ ε πράγ ματι φαν τασ τεί. Ήταν πολ ύ κουρασ μέν η εκείν ο το βράδυ και το φως ήταν αχ ν ό. Ίσ ως ν α είχ ε κάν ει λ άθος και ν α είχ ε μπερδέψ ει τον γ ραφικό της χ αρακτήρα με κάποιου άλ λ ου. Εκείν η τη σ τιγ μή, αν τίκρισ αν μπροσ τά τους τις καμιν άδες, τους ελ ικοειδείς δρόμους και τα υψ ωμέν α κατάρτια σ το λ ιμάν ι. «Θα σ ου δείξω, αν θέλ εις», της είπε. «Όταν επισ τρέψ ουμε σ το σ πίτι, θα σ ου δείξω όλ α όσ α έχ ω σ το γ ραφείο μου». «Όχ ι, όχ ι. Δ εν θα σ ου ζητούσ α ποτέ ν α–» Του χ άρισ ε έν α βεβιασ μέν ο χ αμόγ ελ ο. «Νιώθω λ ίγ ο αν όητη». «Βγ άλ ’ το απ’ το μυαλ ό σ ου», της είπε. «Ναι, ν αι», του αποκρίθηκε. «Θα το βγ άλ ω απ’ το μυαλ ό μου». ● Το σ πίτι των Μόρν ιν γ κτον σ το Παραν τί ήταν εξίσ ου μεγ άλ ο με του Τζάσ περ, μόν ο που εδώ οι σ κάλ ες ήταν καλ οφωτισ μέν ες και οι τοίχ οι φρεσ κοβαμμέν οι, εν ώ τα πλ ακάκια έλ αμπαν από
καθαριότητα. Το Παραν τί ήταν η περιοχ ή όπου κατοικούσ αν οι πλ ουσ ιότεροι Άγ γ λ οι του ν ησ ιού, έν ας απόκρημν ος δρόμος με χ ρωματισ τά σ πίτια και από τις δύο πλ ευρές του φθαρμέν ου λ ιθόσ τρωτου. Η Τίλ ι και ο Τζάσ περ αν έβηκαν τις πλ ατιές λ ευκές σ κάλ ες, χ τύπησ αν την εξώπορτα και περίμεν αν κάτω από το φως του φαν αριού μέχ ρι ν α έρθει κάποιος ν α τους αν οίξει. Ο δυτικός άν εμος φυσ ούσ ε ζωηρός, φέρν ον τας μέχ ρι εκεί το άρωμα των υγ ρών χ ρυσ άν θεμων . Ξαφν ικά, ο Τζάσ περ έγ ειρε προς το μέρος της Τίλ ι και της είπε με τραχ ιά, ψ ιθυρισ τή φων ή: «Μην κάν εις λ όγ ο γ ια τα οικον ομικά μας προβλ ήματα σ ε καν έν αν , και κυρίως σ τον Ραλ φ και σ τη Λόρα». «Ούτε που θα μου περν ούσ ε απ’ το ν ου», του είπε η Τίλ ι. Εκείν ος έριξε μια ματιά γ ύρω του και το σ τόμα του σ ούφρωσ ε με πικρία, καθώς παρατηρούσ ε το γ υαλ ισ τερό μπρούν τζιν ο ρόπτρο, το βαμμέν ο υπέρθυρο. «Και το δικό μου σ πίτι ήταν κάποτε σ αν αυτό». «Και θα ξαν αγ ίν ει σ ύν τομα», του είπε η Τίλ ι και του έσ φιξε το χ έρι. «Σ’ εμπισ τεύομαι». Έπειτα, έν ας εύσ ωμος άν τρας με παχ ύ μουσ τάκι και γ υαλ ισ τερά μαύρα μαλ λ ιά έκαν ε την εμφάν ισ ή
του. Άρπαξε το χ έρι του Τζάσ περ κι άρχ ισ ε ν α το κουν άει σ ε έν αν εγ κάρδιο χ αιρετισ μό, γ ελ ών τας χ αρούμεν α. «Ντελ αφόρ! Τα κατάφερες! Μετά τη φασ αρία με τον Σπαν ιόλ ο, σ κεφτήκαμε πως θα έμεν ες σ το κρεβάτι γ ια ν α γ λ είψ εις τις πλ ηγ ές σ ου». Ο Τζάσ περ χ αμογ έλ ασ ε. «Ίσ ως από δω κι εμπρός ν α το σ κέφτεται καλ ύτερα προτού προσ βάλ ει την υπόλ ηψ ή μου. Πάν τα πλ ηρών ω τα χ ρέη μου σ την ώρα τους, Ραλ φ. Ελ πίζω ν α μην έδωσ ες βάσ η σ τους αν όητους ισ χ υρισ μούς του». Ο Ραλ φ κάγ χ ασ ε και τους οδήγ ησ ε μες σ το σ πίτι. «Θα προτιμούσ α ν α μην είχ ες μπλ έξει εξαρχ ής μαζί του, αλ λ ά τέλ ος πάν των . Τουλ άχ ισ τον εσ ύ γ λ ίτωσ ες κι αυτός επέσ τρεψ ε σ την Ισ παν ία. Και σ ίγ ουρα θα σ ου έγ ιν ε μάθημα ν α μην ξαν ακάν εις δουλ ειές μαζί του». Η προσ οχ ή του σ τράφηκε σ την Τίλ ι. «Και αυτή είν αι η χ αριτωμέν η μας Ματίλ ν τα;» ρώτησ ε, παίρν ον τας το χ έρι της Τίλ ι και δίν ον τας έν α φιλ ί σ τον αέρα λ ίγ α εκατοσ τά πάν ω από αυτό. «Τίλ ι», του είπε εκείν η. «Καν είς δεν με φων άζει ποτέ με άλ λ ο όν ομα. Εκτός κι αν έχ ω μπελ άδες». Ο άν τρας χ αμογ έλ ασ ε, και το χ αμόγ ελ ό του έφτασ ε μέχ ρι τα μάτια του και τα έκαν ε ν α λ άμψ ουν από καλ οσ ύν η. «Και σ ου σ υμβαίν ει
σ υχ ν ά; Να έχ εις μπελ άδες, εν ν οώ…» «Όσ ο μεγ αλ ών ω, όλ ο και λ ιγ ότερο, κύριε». Ο άν τρας πήρε τα παν ωφόρια τους και τα έδωσ ε σ ε έν αν μπάτλ ερ. «Καλ ωσ όρισ ες, Τίλ ι, σ το σ πίτι μου και σ το ν ησ ί. Έλ α ν α σ ε σ υσ τήσ ω σ τη γ υν αίκα μου». Έκαν ε μεταβολ ή, και ο Τζάσ περ πήρε το μπράτσ ο της Τίλ ι και τον ακολ ούθησ αν μαζί. «Είν αι αξιαγ άπητος», είπε σ ιγ αν ά η Τίλ ι σ τον Τζάσ περ. «Όταν πίν ει πολ ύ, γ ίν εται αν όητος. Μην παίρν εις σ τα σ οβαρά όλ α όσ α λ έει, αγ απητή μου». Ο Ραλ φ τους οδήγ ησ ε σ το σ αλ όν ι, όπου περίπου δέκα καλ εσ μέν οι κάθον ταν σ τους καν απέδες και σ τα περβάζια των παραθύρων ή σ τέκον ταν σ τηριγ μέν οι σ το μάρμαρο του τζακιού. Κάποιοι άλ λ οι είχ αν διασ κορπισ τεί σ τη βεράν τα πέρα από τις τζαμόπορτες, γ ια ν α καπν ίσ ουν τα πούρα τους. Ο καλ ός φωτισ μός αν αδείκν υε το φίν ο χ ρυσ οποίκιλ το βελ ούδο των καν απέδων , το χ ρυσ αφί ύφασ μα σ τις ταπετσ αρίες και τις ακηλ ίδωτες μπρούν τζιν ες λ άμπες, δίν ον τας την εν τύπωσ η μιας αίθουσ ας που έλ αμπε σ αν πολ ύτιμο κόσ μημα· η Τίλ ι χ ρειάσ τηκε ν α πολ εμήσ ει το κύμα της ζήλ ιας που ορθώθηκε μέσ α της. Αυτή ήταν η ζωή που είχ ε πισ τέψ ει πως ερχ όταν ν α ζήσ ει
και η ίδια, τόσ ο διαφορετική από τη ζωή σ το μουν τό και άδειο Πελ αγ ίσ ιο Φως. Πελ αγ ίσ ιο Φως; Μα αυτό μόλ ις και μετά βίας φώτιζε τον κήπο τους τα βράδια. Αλ λ ά, αμέσ ως μετά, τα έβαλ ε με τον εαυτό της που γ ιν όταν μικροπρεπής. Ήταν ζων ταν ή, ήταν υγ ιής και ήταν μαζί με τον άν τρα που αγ απούσ ε. Βρίσ κον ταν σ το ξεκίν ημα της κοιν ής τους ζωής και τα πράγ ματα σ ίγ ουρα θα βελ τιών ον ταν . Κι άλ λ ωσ τε, μια ζωή απλ ή και λ ιτή δεν ήταν λ ιγ ότερο ευγ εν ής ούτε είχ ε λ ιγ ότερη αξία από μια ζωή γ εμάτη από πολ υτελ ή αν τικείμεν α. Κι αν χ ρειαζόταν ν α το σ υν ηθίσ ει κι αυτό, θα το σ υν ήθιζε. Μες σ το σ αλ όν ι, σ υν άν τησ ε μια παρέα ατόμων που τριγ υρν ούσ αν πέρα δώθε. Αν άμεσ α σ ε αυτούς ήταν και η Λόρα, με την απαλ ή φων ή και τα ρόδιν α μάγ ουλ α, καθώς και η Μαρία, η μεγ αλ ύτερη κόρη των Μόρν ιν γ κτον που είχ ε έρθει ν α τους επισ κεφτεί. Η Μαρία είχ ε ζητήσ ει από τη βρεφοκόμο της ν α φέρει κάτω τη μικρή της κορούλ α, έν α κοριτσ άκι που μόλ ις είχ ε αρχ ίσ ει ν α κάν ει τα πρώτα του βήματα, και όλ ες οι κυρίες κουκούριζαν γ ύρω της ξετρελ αμέν ες με τα σ τρουμπουλ ά της μπρατσ άκια, εν ώ οι άν τρες
χ αμογ ελ ούσ αν σ υγ καταβατικά. Η Τίλ ι σ κέφτηκε ότι θα μπορούσ ε κι εκείν η ν α αποκτήσ ει έν α κοριτσ άκι, και η σ κέψ η αυτή την πλ ημμύρισ ε με φως και θαλ πωρή, έτσ ι που όλ ο το βράδυ χ αμογ ελ ούσ ε σ τον Τζάσ περ με ακόμα μεγ αλ ύτερη τρυφερότητα – αν και, φυσ ικά, εκείν ος ούτε καν το πρόσ εξε. «Είσ αι ευτυχ ισ μέν η εδώ;» ρώτησ ε η Λόρα την Τίλ ι, όταν πια το παιδάκι είχ ε επισ τρέψ ει σ το δωμάτιό του κι εκείν ες βρέθηκαν γ ια λ ίγ ο μόν ες τους. «Ακόμα προσ αρμόζομαι», απάν τησ ε με ειλ ικρίν εια η Τίλ ι. «Πισ τεύω, όμως, πως θα είμαι ευτυχ ισ μέν η». Μια παράξεν η έκφρασ η ζωγ ραφίσ τηκε γ ια μια σ τιγ μή σ το πρόσ ωπο της Λόρα, μια έκφρασ η που η Τίλ ι δεν κατόρθωσ ε ν α διαβάσ ει. Αμέσ ως, όμως, την αν τικατέσ τησ ε έν α βιασ τικό χ αμόγ ελ ο. «Μπορείς πάν τα ν α υπολ ογ ίζεις σ ’ εμέν α», της είπε. «Ο Ραλ φ και ο Τζάσ περ είν αι καλ οί φίλ οι. Ελ πίζω, λ οιπόν , ν α σ ε βλ έπω πιο σ υχ ν ά». Λίγ ο αργ ότερα, σ ερβιρίσ τηκε το δείπν ο, και η Τίλ ι βρέθηκε ν α κάθεται αν άμεσ α σ τον Ραλ φ και έν αν άλ λ ο, πολ ύ γ ηραιότερο κύριο, που δεν ασ χ ολ ήθηκε καθόλ ου μαζί της και της είχ ε διαρκώς
γ υρισ μέν η την πλ άτη, καθώς σ υζητούσ ε με τον διπλ αν ό του από την άλ λ η πλ ευρά. Ο Ραλ φ, όμως, θεώρησ ε καθήκον του ν α την κάν ει ν α ν ιώσ ει καλ οδεχ ούμεν η, κι έτσ ι της μιλ ούσ ε, της έκαν ε ερωτήσ εις γ ια τον παππού της και την άγ γ ιζε αν άλ αφρα σ τον ώμο όταν τα μάτια της βούρκων αν καθώς θυμόταν τις τελ ευταίες του σ τιγ μές. Ήταν μια φιλ ική παρουσ ία δίπλ α της, έν ας καλ ός φίλ ος, και η Τίλ ι αν ακάλ υψ ε πως ήταν εύκολ ο ν α αισ θαν θεί άν ετα μαζί του. Το δείπν ο περιλ άμβαν ε τις παραδοσ ιακές σ πεσ ιαλ ιτέ του Γκέρν σ εϊ: αλ ευρωμέν α θαλ ασ σ ιν ά με χ οιριν ά εν τόσ θια, πίτα μπακαλ ιάρου και μηλ όπιτα. Όλ α τα πιάτα είχ αν ετοιμασ τεί ειδικά γ ι’ αυτή τη βραδιά από τη μαγ είρισ σ α του Ραλ φ και της Λόρα, την οποία φών αξαν μέσ α έπειτα από απαίτησ η των καλ εσ μέν ων . Η Τίλ ι έν ιωσ ε έκπλ ηξη όταν εμφαν ίσ τηκε η μαγ είρισ σ α, καθώς ήταν μια κοπέλ α όχ ι μεγ αλ ύτερη από είκοσ ι πέν τε ετών , με πυκν ά πυρόξαν θα μαλ λ ιά πιασ μέν α χ αλ αρά πάν ω και με μάτια σ αν άγ ρια κορόμηλ α που της χ άριζαν μια ιδιαίτερη ομορφιά, εν τελ ώς αταίριασ τη με το επάγ γ ελ μά της και τις ώρες που περν ούσ ε μέσ α σ ε μια κουζίν α γ εμάτη ατμούς. «Επιτρέψ τε μου ν α σ ας σ υσ τήσ ω τη Σαν τέλ
Λεζέν », είπε η Λόρα, σ πρώχ ν ον τας με τον αγ κών α της τη Σαν τέλ γ ια ν α υποκλ ιθεί. «Τα αγ γ λ ικά της δεν είν αι και πολ ύ καλ ά, όμως σ ταθήκαμε πολ ύ τυχ εροί που ήρθε πέρσ ι ν α εργ ασ τεί σ ’ εμάς». Η Λόρα χ αμογ έλ ασ ε ευγ εν ικά. Η Σαν τέλ έγ ν εψ ε με το κεφάλ ι και τα μάτια της ταξίδεψ αν εξετασ τικά σ ε καθεμιά από τις γ υν αίκες που κάθον ταν σ το τραπέζι. Όταν το βλ έμμα της έπεσ ε πάν ω σ την Τίλ ι, τα ρουθούν ια της τρεμόπαιξαν απαξιωτικά κι έπειτα βιάσ τηκε ν α κοιτάξει αλ λ ού. Πόσ ο απροκάλ υπτη υπεροψ ία. Κρίν ον τας από τη Σαν τέλ Λεζέν και την κυρία Ριβάρ, η Τίλ ι άρχ ισ ε ν α αν αρωτιέται γ ια ποιο λ όγ ο οποιοσ δήποτε λ ογ ικός Άγ γ λ ος θα πίεζε μια Γαλ λ ίδα ν α εργ ασ τεί γ ι’ αυτόν , από τη σ τιγ μή που δεν ήταν σ ε θέσ η ν α σ υμπεριφερθεί σ ωσ τά. Έσ πρωξε πέρα το πιάτο της. Τα αρωματισ μέν α με μπαχ αρικά μήλ α σ το επιδόρπιο δεν της φαίν ον ταν πια τόσ ο ν όσ τιμα. Κοίταξε γ ύρω της γ ια ν α βρει τον Τζάσ περ, που ήταν απορροφημέν ος από τη σ υζήτησ ή του με κάποιον άν τρα σ την άκρη του τραπεζιού. Τα γ έλ ια και οι κουβέν τες ξαν άρχ ισ αν , μόλ ις μαζεύτηκαν τα πιάτα και το τραπέζι καθαρίσ τηκε. Ο Ραλ φ μιλ ούσ ε τώρα με τον διπλ αν ό του από την άλ λ η πλ ευρά, κι έτσ ι η Τίλ ι βρέθηκε
ολ ομόν αχ η σ τη μέσ η του τραπεζιού. Δ ίπλ ωσ ε τα χ έρια της πάν ω σ τους μηρούς της και προσ πάθησ ε ν α δώσ ει την εν τύπωσ η ότι περν ούσ ε μια χ αρά απολ αμβάν ον τας τη σ υν τροφιά του ίδιου της του εαυτού. Τώρα, οι καλ εσ μέν οι είχ αν πια αρχ ίσ ει ν α μετακιν ούν ται, ακούγ ον ταν οι καρέκλ ες που τραβιούν ταν προς τα πίσ ω, και οι άν τρες είπαν ότι θα αποσ ύρον ταν σ τη βιβλ ιοθήκη γ ια το μπράν τι τους. Η Λόρα έπιασ ε την Τίλ ι από τον αγ κών α. «Έλ α, Τίλ ι. Οι άλ λ ες κυρίες κι εγ ώ θα πάρουμε το τσ άι μας σ το ν ότιο σ αλ όν ι». Η Τίλ ι πήρε με ευγ ν ωμοσ ύν η το χ έρι που της έτειν ε, και οι πέν τε κυρίες βολ εύτηκαν σ το σ αλ όν ι. Είχ ε περάσ ει πολ ύς καιρός από την τελ ευταία φορά που είχ ε βρεθεί με σ υν τροφιά και της έκαν ε καλ ό ν α κουβεν τιάζει και ν α γ ελ άει ξαν ά. Μα πότε είχ ε γ ελ άσ ει γ ια τελ ευταία φορά; Πότε είχ ε γ ελ άσ ει πραγ ματικά γ ια τελ ευταία φορά; Σίγ ουρα, προτού αρρωσ τήσ ει ο παππούς της. Στην πραγ ματικότητα, τώρα ήταν η πρώτη φορά μετά το θάν ατο του παππού της που δεν έν ιωθε σ τους ώμους της το βάρος όλ ων όσ α είχ αν σ υμβεί σ τη ζωή της. Ίσ ως ν α ήταν εκείν ο το ποτήρι κρασ ί που είχ ε πιει σ τη διάρκεια του δείπν ου, αλ λ ά ίσ ως και
ν α ήταν απλ ώς η σ υν τροφιά των άλ λ ων γ υν αικών . Η σ υζήτησ ε σ τράφηκε σ τη μαγ είρισ σ α. «Δ εν καταλ αβαίν ω γ ια ποιο λ όγ ο ν α μέν ει μες σ το σ πίτι σ ου, Λόρα», είπε με έν α περιφρον ητικό ρουθούν ισ μα μια γ υν αίκα, μια χ ήρα περίπου πεν ήν τα ετών με μια περίτεχ ν η κόμμωσ η με μπούκλ ες. «Όταν τη γ ν ώρισ α, εργ αζόταν γ ια μια οικογ έν εια που της φερόταν απαίσ ια. Έφτιαχ ν ε εκπλ ηκτικά φαγ ητά, κι εμείς ν ιώσ αμε σ αν ν α τη σ ώζαμε. Είν αι ορφαν ή, ήταν σ ε όλ η της τη ζωή αν αγ κασ μέν η ν α εργ άζεται γ ια ν α ζήσ ει και είν αι πολ ύ καλ ή σ τη δουλ ειά της. Ο Ραλ φ κι εγ ώ προσ παθούμε ν α της σ ταθούμε σ αν ν α είμασ τε οικογ έν ειά της». Τώρα, άρχ ισ αν και οι άλ λ ες γ υν αίκες ν α λ έν ε τη γ ν ώμη τους. «Είν αι αλ αζον ική». «Νομίζω πως απλ ώς φταίει το πρόσ ωπό της που δίν ει αυτή την εν τύπωσ η. Είν αι υπεροπτικό». «Δ εν μπορεί ν α υπάρξει υπεροπτικό πρόσ ωπο χ ωρίς υπεροπτική προσ ωπικότητα». «Είν αι πολ ύ όμορφη», είπε η Τίλ ι. Μια από τις γ υν αίκες χ αμογ έλ ασ ε με σ φιγ μέν α χ είλ ια. «Ναι. Αλ λ ά η ομορφιά δεν είν αι το παν ». «Έχ ει, όμως, πολ ύ καλ ή ψ υχ ή, αλ ήθεια», είπε με
έμφασ η η Λόρα. Εκείν η τη σ τιγ μή, φάν ηκε σ την πόρτα του σ αλ ον ιού ο Τζάσ περ. «Τίλ ι, επισ τρέφουμε σ το σ πίτι». «Τόσ ο γ ρήγ ορα;» ρώτησ ε η Λόρα, που σ ηκώθηκε αμέσ ως και πήγ ε και σ τάθηκε αν άμεσ ά τους. «Ελ πίζω ν α μη σ υμβαίν ει κάτι, κύριε Ντελ αφόρ. Η σ ύζυγ ός σ ας είν αι υπέροχ η σ υν τροφιά». Ο Τζάσ περ έγ ν εψ ε ευγ εν ικά σ τη Λόρα, όμως το βλ έμμα του αμέσ ως σ τράφηκε πάλ ι σ την Τίλ ι. Χτύπησ ε τα δάχ τυλ ά του γ ια ν α την παρακιν ήσ ει ν α σ ηκωθεί. «Έλ α, πάμε. Με πον άει το γ όν ατό μου και πρέπει ν α το ξεκουράσ ω». Η Τίλ ι σ ηκώθηκε, άφησ ε σ το τραπέζι το φλ ιτζάν ι της με το τσ άι και καλ ην ύχ τισ ε τις καιν ούριες της φίλ ες. «Λυπάμαι πολ ύ που δεν ν ιώθεις καλ ά», είπε σ τον Τζάσ περ σ το χ ολ , καθώς οι υπηρέτες τους βοηθούσ αν ν α φορέσ ουν τα παν ωφόρια τους. Εκείν ος δεν της απάν τησ ε, όμως η Τίλ ι δεν έδωσ ε ιδιαίτερη σ ημασ ία σ τη σ ιωπή του. Πήραν αμίλ ητοι το δρόμο της επισ τροφής σ το σ πίτι τους. Ο Τζάσ περ, όμως, προχ ωρούσ ε πολ ύ γ ρήγ ορα και η Τίλ ι δυσ κολ ευόταν ν α τον ακολ ουθήσ ει. «Τζάσ περ», του είπε, «θα μπορούσ αμε, σ ε
παρακαλ ώ, ν α προχ ωρήσ ουμε λ ίγ ο πιο αργ ά; Αυτά τα παπούτσ ια δεν είν αι φτιαγ μέν α γ ια περπάτημα σ ε εξοχ ικά μον οπάτια». Εκείν ος δεν της απάν τησ ε, αλ λ ά ούτε και επιβράδυν ε το βήμα του. Στην πραγ ματικότητα, δεν έδειξε καν ν α την έχ ει ακούσ ει. Τώρα, η Τίλ ι κυριεύτηκε από μια παγ ερή αμφιβολ ία. Γιατί της σ υμπεριφερόταν με αυτό τον τρόπο; Μήπως είχ ε πει κάτι που τον σ τεν οχ ώρησ ε; Όμως, βρίσ κον ταν διαρκώς σ ε διαφορετικά δωμάτια· κι εκείν ος δεν θα μπορούσ ε ν α έχ ει την παραμικρή ιδέα γ ια την αν όητη κουβεν τούλ α σ την οποία είχ ε πάρει μέρος. Ακόμα κι αν την είχ ε ακούσ ει, όμως… Η Τίλ ι ξαν άφερε σ το ν ου της όλ α όσ α είχ ε πει. Τι θα μπορούσ ε ν α έχ ει παρακούσ ει ή παραν οήσ ει εκείν ος από το άλ λ ο δωμάτιο; Ή, πάλ ι, ίσ ως είχ ε προσ βάλ ει άθελ ά της τον Ραλ φ, τον οικοδεσ πότη τους, σ τη διάρκεια του δείπν ου. Αυτό πρέπει ν α ήταν . Ο Ραλ φ θα είχ ε σ υζητήσ ει με τον Τζάσ περ σ χ ετικά με τη σ υμπεριφορά της. Τώρα, άρχ ισ ε ν α αν αθυμάται έν α έν α τα λ όγ ια που είχ ε αν ταλ λ άξει με τον Ραλ φ, όμως και πάλ ι δεν μπορούσ ε ν α θυμηθεί τίποτα προσ βλ ητικό. Προς το τέλ ος του δείπν ου, όμως, ο Ραλ φ είχ ε αποτραβηχ τεί από κον τά της… Ίσ ως ν α είχ ε θεωρήσ ει προσ βλ ητική
κάποια από τις κουβέν τες της. Το μυαλ ό της σ τριφογ ύριζε, καθώς προσ παθούσ ε ν α θυμηθεί κάθε κουβέν τα της, μήπως και εν τοπίσ ει το σ φάλ μα της. «Τζάσ περ», του φών αξε, πασ χ ίζον τας με κομμέν η την αν άσ α ν α τον φτάσ ει και αρπάζον τας τελ ικά το μπράτσ ο του, εκεί ακριβώς όπου ξεκιν ούσ ε το μον οπάτι του σ πιτιού τους. «Μήπως είπα κάτι που πρόσ βαλ ε τον Ραλ φ; Γιατί, αν είπα πράγ ματι κάτι προσ βλ ητικό, δεν το εν ν οούσ α. Είν αι έν ας αξιαγ άπητος κύριος και–» Εκείν ος σ τράφηκε απότομα προς το μέρος της και την αγ ριοκοίταξε. «Βλ έπω πως δεν κατόρθωσ ες ούτε ως την εξώπορτά μας ν α φτάσ εις χ ωρίς ν α τον αν αφέρεις», της είπε. «Μα δεν …» Η Τίλ ι πάλ ευε τώρα με τη σ ύγ χ υσ ή της. «Εν ν οούσ α απλ ώς ότι… Είν αι φαν ερό πως είσ αι θυμωμέν ος μαζί μου. Κι επειδή δεν μπορούσ α ν α σ κεφτώ τι είχ α κάν ει, υπέθεσ α ότι…» Τώρα, όμως, η Τίλ ι δεν ήταν πια τόσ ο σ ίγ ουρη. «Ω, προς Θεού! Θα ήταν πραγ ματικά τραγ ικό ν α έχ εις πει κάτι που θα έκαν ε τον Ραλ φ ν α σ ε αν τιπαθήσ ει!» Ο τόν ος της φων ής του ήταν απροκάλ υπτα σ αρκασ τικός, και ο θυμός της Τίλ ι άρχ ισ ε ν α φουν τών ει μέσ α της και ν α κοχ λ άζει.
«Βλ έπω πως σ ε σ τεν οχ ώρησ α», του είπε με τη φων ή της σ χ εδόν βραχ ν ή από την απόγ ν ωσ η, «γ ι’ αυτό πες μου, σ ε παρακαλ ώ, τι είν αι αυτό που σ ε πείραξε κι εγ ώ θα επαν ορθώσ ω». «Ξέρεις τι έκαν ες», της είπε θυμωμέν α εκείν ος. «Όχ ι. Όχ ι, δεν ξέρω». «Τότε, είσ αι ψ εύτρα». «Δ εν είμαι…» Κατάπιε την οργ ή της, όσ ο δύσ κολ ο κι αν της ήταν . Ο θυμός του Τζάσ περ ήταν ειλ ικριν ής. Έν ιωθε αλ ηθιν ά θιγ μέν ος. Άρα, το σ φάλ μα θα ήταν όν τως δικό της. Αλ λ ά δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση ν α χ άσ ει την ψ υχ ραιμία της αυτή τη σ τιγ μή. «Σου τ’ ορκίζομαι, Τζάσ περ, πως δεν –» Όμως, εκείν ος είχ ε ήδη απομακρυν θεί από κον τά της. «Οι όρκοι μιας ψ εύτρας δεν αξίζουν και πολ λ ά. Και ακόμα λ ιγ ότερο αξίζουν οι όρκοι μιας γ υν αίκας με άπισ τα μάτια». Άπιστα μάτια; Εκείν ος όρμηξε σ το μον οπάτι κι έπειτα άν οιξε την πόρτα. Η Τίλ ι πρόλ αβε ν α γ λ ισ τρήσ ει μες σ το σ πίτι, προτού εκείν ος ξαν ακλ είσ ει απότομα την πόρτα. Ο Τζάσ περ άρχ ισ ε ν α αν εβαίν ει βιασ τικά και θυμωμέν α τις σ κάλ ες. «Τζάσ περ, σ ε παρακαλ ώ».
«Μη μου μιλ άς». Κάθισ ε βαριά σ το κάτω σ καλ ί, ακούγ ον τας την πόρτα του δωματίου του ν α κλ είν ει πίσ ω του. Αν έτρεξε προσ εκτικά σ ε κάθε λ επτομέρεια του καβγ ά τους, προσ πάθησ ε ν α τις εξετάσ ει πρώτα μεμον ωμέν α, μία προς μία, κι έπειτα σ ε αλ λ ηλ ουχ ία, πιέζον τας σ υν έχ εια τη λ ογ ική της ν α σ ταθεί πιο δυν ατή από τα σ υν αισ θήματά της. Ο Τζάσ περ πίσ τευε πως είχ ε σ υμπεριφερθεί αν άρμοσ τα με τον Ραλ φ και, γ ια κάποιο λ όγ ο, είχ ε σ χ ηματίσ ει αυτή την άποψ η σ τη διάρκεια της σ υζήτησ ής του με τους άν τρες. Όμως, παρ’ όλ ες τις προσ πάθειές της, δεν μπορούσ ε ν α βρει ούτε έν α και μον αδικό πράγ μα που μπορεί ν α είχ ε κάν ει η ίδια ώσ τε ν α προκαλ έσ ει μια τέτοια σ κέψ η. Τελ ικά, όμως, αν αγ κάσ τηκε ν α αποδεχ τεί πως, έτσ ι ή αλ λ ιώς, ο Τζάσ περ ήταν θυμωμέν ος. Η μον αδική λ ύσ η ήταν ν α ξεκαθαρίσ ουν το ζήτημα με τον Τζάσ περ, όμως αυτό θα γ ιν όταν το πρωί. Όταν πια θα είχ ε ηρεμήσ ει λ ίγ ο κι εκείν ος. Αυτή η σ κέψ η της έδωσ ε κουράγ ιο. Δ εν ήταν παρά έν α αν όητο καβγ αδάκι που θα ξεπερν ιόταν με την αγ άπη και την ειλ ικρίν εια. ●
Αλ λ ά εκείν ος δεν ήταν διατεθειμέν ος ούτε καν ν α της μιλ ήσ ει το επόμεν ο πρωί. Απέφευγ ε το βλ έμμα της όσ ο έπαιρν αν το πρωιν ό τους, σ αν ν α μην ήταν καθισ μέν η εκεί απέν αν τί του, σ αν ν α μην τον ικέτευε σ ιωπηλ ά, με θυμωμέν α δάκρυα σ τα μάτια της, ν α αποκριθεί σ τις ερωτήσ εις της, ν α πισ τέψ ει πως δεν είχ ε κάν ει τίποτα κακό. Κι όταν προσ πάθησ ε ν α τον αρπάξει από το μπράτσ ο γ ια ν α τον εμποδίσ ει ν α φύγ ει από το σ πίτι, εκείν ος την απώθησ ε με αρκετή δύν αμη ώσ τε ν α τη φοβίσ ει, αλ λ ά, ευτυχ ώς, όχ ι και ν α τη χ τυπήσ ει. Όμως, την τέταρτη μέρα σ ιωπής του Τζάσ περ, η Τίλ ι ήταν πλ έον έξαλ λ η, με μια θυμωμέν η δυσ τυχ ία που δεν είχ ε ξαν αν ιώσ ει ποτέ μέχ ρι τότε. Κατέβηκε γ ια το δείπν ο, περιμέν ον τας ν α αν τιμετωπίσ ει πάλ ι την παγ ερή σ ιωπή του και το πέτριν ο πρόσ ωπό του. Βρήκε, όμως, το τραπέζι σ τρωμέν ο μόν ο γ ια έν α άτομο. «Κυρία Ριβάρ», είπε, μόλ ις η γ υν αίκα τοποθέτησ ε μπροσ τά της το δίσ κο με την κρεατόσ ουπα, το ψ ητό χ οιρομέρι και τα λ αχ αν ικά, «ο κύριος Ντελ αφόρ έχ ει βγ ει έξω;» «Μου είπε ότι από τώρα και σ το εξής θα παίρν ει όλ α του τα γ εύματα σ το δωμάτιό του». Η κυρία Ριβάρ έδωσ ε την απάν τησ ή της με μια κρυφή
ευχ αρίσ τησ η, που σ χ ημάτισ ε σ τα χ είλ ια της έν α αδιόρατο χ αμόγ ελ ο. Το καζάν ι μέσ α της κόχ λ ασ ε και ξεχ είλ ισ ε μέσ α σ ε μια σ τιγ μή. Πετάχ τηκε όρθια και, τιν άζον τας με δύν αμη το χ έρι της, πέταξε το πιάτο με τη σ ούπα σ τον απέν αν τι τοίχ ο του δωματίου. Το πιάτο έπεσ ε σ το πάτωμα κι έσ πασ ε σ ε μικρά κομμάτια που έσ ταζαν . «Τι ν εύρα, Θεέ μου!» είπε η κυρία Ριβάρ ψ ιθυρισ τά αλ λ ά ευδιάκριτα. Η Τίλ ι όρμηξε έξω από την τραπεζαρία, αν έβηκε με φούρια τις σ κάλ ες και μπήκε σ το δωμάτιο του Τζάσ περ αν οίγ ον τας απότομα την πόρτα, προτού προλ άβει ν α διαλ υθεί ο θυμός της και ξαν αβρεί τον σ υν εσ ταλ μέν ο εαυτό της. «Δ εν θα το αν εχ τώ αυτό, δεν πρόκειται ν α το αν εχ τώ!» ούρλ ιαξε. Ο Τζάσ περ, που καθόταν σ το γ ραφείο του, έγ ειρε προς τα πίσ ω και την κοίταξε άν αυδος. «Αυτή η ισ τορία πρέπει ν α τελ ειώσ ει μια γ ια πάν τα. Είσ αι ο σ ύζυγ ός μου και είμαι η γ υν αίκα σ ου. Δ εν μπορούμε ν α περάσ ουμε έτσ ι το υπόλ οιπο της ζωής μας. Τι πρέπει ν α κάν ω γ ια ν α μου ξαν αμιλ ήσ εις;» Ο Τζάσ περ άφησ ε κάτω την πέν α του, την ίσ ιωσ ε γ ια ν α την ευθυγ ραμμίσ ει με την κόλ α του χ αρτιού
που είχ ε μπροσ τά του κι έπειτα έσ τρεψ ε την προσ οχ ή του σ την Τίλ ι και της είπε: «Παραδέξου το». «Τι ν α παραδεχ τώ;» «Παραδέξου ότι πόθησ ες τον Ραλ φ Μόρν ιν γ κτον , ότι δεν μπόρεσ ες καν ν α μη φαν ερώσ εις αυτό τον πόθο σ το πρόσ ωπό σ ου και σ τα μάτια σ ου που πετάριζαν και ότι δεν δίσ τασ ες ν α του μιλ ήσ εις γ ια τα οικον ομικά μας προβλ ήματα, επειδή σ κέφτηκες ότι με αυτό τον τρόπο θα τον έκαν ες ν α σ ε λ υπηθεί». «Μα… Δ εν έκαν α τίποτα απ’ όλ α αυτά…» «Και τότε γ ιατί ο Ραλ φ με πήρε κατά μέρος σ τη βιβλ ιοθήκη και μου είπε “Πώς πάν ε τα πράγ ματα, παλ ιόφιλ ε; Εκείν α τα χ ρέη τα εξόφλ ησ ες σ τ’ αλ ήθεια;”;» «Δ εν ξέρω. Επειδή είχ ες εκείν ο τον καβγ ά με τον Σπαν ιόλ ο». «Ο καβγ άς δεν ήταν γ ια χ ρήματα. Ήταν γ ια έν α ζήτημα τιμής. Δ εν γ ν ωρίζεις τίποτα γ ια τον κόσ μο των αν τρών ». «Τζάσ περ, δεν είπα απολ ύτως τίποτα σ τον Ραλ φ γ ια τις οικον ομικές μας δυσ κολ ίες και σ ίγ ουρα δεν –» Αλ λ ά εκείν ος σ ήκωσ ε το χ έρι του σ ε μια
χ ειρον ομία που της δήλ ων ε ότι έπρεπε ν α σ ωπάσ ει. «Τότε, δεν έχ ω τίποτα άλ λ ο ν α σ ου πω. Κι ούτε θα έχ ω ποτέ». Η πίεσ η της οργ ής που είχ ε φουν τώσ ει μέσ α της έκαν ε τα πλ ευρά της και τους μυς της ν α πον ούν . Αν αρωτήθηκε αν αυτή η έν τασ η θα μπορούσ ε πραγ ματικά ν α σ υν τρίψ ει το κορμί της. Το σ τόμα της άν οιξε κι έκλ εισ ε, αλ λ ά δεν κατάφερε ν α αρθρώσ ει ούτε μία λ έξη. Τελ ικά, κατόρθωσ ε ν α πει: «Αν , λ οιπόν , παραδεχ τώ ότι έκαν α τα γ λ υκά μάτια σ τον Ραλ φ, θα μου ξαν αμιλ ήσ εις;» Εκείν ος δεν της απάν τησ ε. «Αλ λ ά δεν θα με επιπλ ήξεις; Δ εν θα με κατηγ ορήσ εις ότι πρόδωσ α όλ α σ ου τα μυσ τικά; Δ εν θα με αποκαλ έσ εις ελ αφρόμυαλ η; Ψεύτρα; Μόν ο που εγ ώ δεν είμαι τίποτα απ’ όλ α αυτά, Τζάσ περ Ντελ αφόρ». Και πάλ ι, καμία απάν τησ η. Η Τίλ ι βγ ήκε από το δωμάτιο βρον τών τας πίσ ω της την πόρτα. ● Ο ύπν ος δεν ερχ όταν . Η μεταμέλ εια, αυτό το
μουδιασ μέν ο σ υν αίσ θημα που πάν τα ακολ ουθούσ ε τους θυμούς της, κουλ ουριαζόταν τώρα μες σ το σ τομάχ ι της και της προκαλ ούσ ε ν αυτία. Τα μεσ άν υχ τα, βρισ κόταν σ την τραπεζαρία και καθάριζε τα θραύσ ματα του πιάτου και τη χ υμέν η σ ούπα με το φως εν ός κεριού. Στις δύο τα ξημερώματα, έκλ αιγ ε σ ιωπηλ ά σ το μαξιλ άρι της, εν ώ η οργ ή της γ ια την αδικία που είχ ε υποσ τεί καταλ άγ ιαζε τώρα και έδιν ε τη θέσ η της σ την αυτοκριτική. Υ πήρχ αν πάν τα δύο πλ ευρές σ ε έν αν καβγ ά και ίσ ως ν α είχ ε πράγ ματι υπάρξει υπερβολ ικά θερμή με τον Ραλ φ Μόρν ιν γ κτον , αφού μόλ ις είχ αν γ ν ωρισ τεί. Ήλ πιζε ν α μη σ κεφτόταν και η Λόρα τα χ ειρότερα γ ι’ αυτήν . Και μήπως της είχ ε ξεφύγ ει κάτι που οδήγ ησ ε όν τως τον Ραλ φ σ το σ υμπέρασ μα πως είχ αν οικον ομικά προβλ ήματα; Έν α θλ ιμμέν ο χ αμόγ ελ ο κι έν α «Θα τα καταφέρουμε» ίσ ως ν α είχ αν σ ταθεί αρκετά και, παρόλ ο που δεν θυμόταν ν α έχ ει πει κάτι τέτοιο, δεν ήταν και σ ίγ ουρη πως δεν υπήρχ ε περίπτωσ η ν α το έχ ει πει. Και είχ ε καμία σ ημασ ία τελ ικά αν είχ ε δίκιο ή όχ ι; Δ εν μπορούσ αν ν α σ υν εχ ίσ ουν έτσ ι, χ ωρίς ν α μιλ ούν ο έν ας σ τον άλ λ ον . Κοιμήθηκε λ ίγ ο, ακριβώς πριν από την αυγ ή, κι
έπειτα, όταν πια τα πουλ ιά κελ αηδούσ αν σ τον κήπο, πήγ ε και χ τύπησ ε την πόρτα του Τζάσ περ. «Συγ γ ν ώμη που σ ε ξυπν άω», του είπε σ ιγ αν ά, γ ον ατίζον τας δίπλ α σ το κρεβάτι του και αγ γ ίζον τας το ζεσ τό του μέτωπο. «Αλ λ ά το παραδέχ ομαι. Παραδέχ ομαι τα πάν τα. Μόν ο, σ ε παρακαλ ώ, σ ε παρακαλ ώ, μπορούμε ν ’ αποκτήσ ουμε ξαν ά τη σ χ έσ η που είχ αμε άλ λ οτε; Πίσ ω σ το Ντόρσ ετ; Τότε δεν ήθελ ες ν α φεύγ εις ούτε σ τιγ μή από δίπλ α μου». Τα μάτια της πλ ημμύρισ αν δάκρυα σ ε αυτή την αν άμν ησ η. «Έν ιωθα πως μ’ αγ απούσ ες τόσ ο πολ ύ τότε… Και τώρα ν ιώθω τόσ η ερημιά και παγ ων ιά». Ο Τζάσ περ αν ακάθισ ε σ το κρεβάτι του, έγ ειρε από πάν ω της και τη φίλ ησ ε σ το μέτωπο. Αυτή η μικρή εκδήλ ωσ η εύν οιας και αγ άπης την πλ ημμύρισ ε με ευγ ν ωμοσ ύν η. «Πήγ αιν ε πίσ ω σ το κρεβάτι σ ου, Τίλ ι», της είπε. «Είν αι πολ ύ ν ωρίς γ ια ν α σ ηκωθείς». Παραλ ίγ ο ν α του ζητούσ ε ν α την αφήσ ει ν α κοιμηθεί δίπλ α του, αλ λ ά φοβήθηκε ότι θα την απέρριπτε ξαν ά. Έτσ ι, επέσ τρεψ ε σ το δωμάτιό της και, επιτέλ ους, κοιμήθηκε. ●
Ύ σ τερα από αυτό το περισ τατικό, ο Τζάσ περ έμοιαζε ν α είν αι άλ λ ος άν θρωπος. Για μία εβδομάδα, κι έπειτα άλ λ η μία, ήταν ευγ εν ικός, σ τοργ ικός, της κρατούσ ε το χ έρι, την επισ κεπτόταν όταν εκείν η δούλ ευε σ τον κήπο και της έδιν ε υποσ χ έσ εις γ ια τα πράγ ματα που θα της αγ όραζε όταν θα είχ ε χ ρήματα. Παρ’ όλ α αυτά, εξακολ ουθούσ ε ν α μην την προσ καλ εί ν α μοιρασ τεί το κρεβάτι του και η Τίλ ι είχ ε αρχ ίσ ει ν α το σ υν ηθίζει. Άλ λ ωσ τε, τι γ ν ώριζε πραγ ματικά εκείν η γ ια την έγ γ αμη ζωή; Ίσ ως έτσ ι ν α έκαν αν όλ οι, ίσ ως ο Τζάσ περ ν α είχ ε δίκιο: όσ ο η οικον ομική τους κατάσ τασ η παρέμεν ε τόσ ο αβέβαιη, ο ερχ ομός εν ός μωρού δεν ήταν καλ ή ιδέα. Κι έτσ ι, κοιμόταν κάθε ν ύχ τα σ το δικό της κρεβάτι, με το παράθυρο αν οιχ τό μια χ αραμάδα, ακόμα και τις πιο κρύες ν ύχ τες, ώσ τε ν α ακούει τον ήχ ο της θάλ ασ σ ας, και κατέλ ηξε σ ιγ ά σ ιγ ά ν α θεωρεί σ πίτι της το Πελ αγ ίσ ιο Φως. Πλ ησ ίαζε το φθιν όπωρο, όταν , έν α βράδυ, η Τίλ ι πετάχ τηκε ξαφν ικά από τον ύπν ο της. Ήταν αργ ά, αλ λ ά δεν ήξερε πόσ ο αργ ά, καθώς δεν μπορούσ ε ν α δει το ρολ όι μες σ το σ κοτάδι. Είχ ε, όμως, την αίσ θησ η πως ήταν περασ μέν α μεσ άν υχ τα. Υ πήρχ ε
σ την ατμόσ φαιρα το αν ατριχ ιασ τικό κρύο που σ υν τροφεύει μόν ο τις πρώτες πρωιν ές ώρες. Άκουσ ε έν αν ήχ ο. Κάτι σ αν απαλ ό χ τύπημα. Κι έν α σ ιγ αν ό γ έλ ιο. Φων ές – έν ας άν τρας και μια γ υν αίκα σ υζητούσ αν κάπου έξω. Προχ ώρησ ε προς το παράθυρο, το άν οιξε και τέν τωσ ε το αυτί της. Αλ λ ά δεν ξαν άκουσ ε ομιλ ίες. Από το σ ημείο όπου βρισ κόταν , έβλ επε κάτω σ το αίθριο. Μήπως πέρασ αν κάποιοι από εκεί; Μήπως θέλ ησ αν ν α κόψ ουν δρόμο μέσ α από τη δική τους ιδιοκτησ ία; Τότε, όμως, ξαν ακούσ τηκε το χ τύπημα, και αυτή τη φορά έμοιαζε ν α έρχ εται από κάπου μες σ το σ πίτι. Συν οφρυώθηκε και προχ ώρησ ε σ τα σ κοτειν ά μέχ ρι την πόρτα του υπν οδωματίου της. Προσ πάθησ ε ν α την αν οίξει γ ια ν α αφουγ κρασ τεί από το διάδρομο, μήπως ακούσ ει και άλ λ ους ήχ ους. Αλ λ ά η πόρτα δεν άν οιγ ε. Το πόμολ ο δεν μπορούσ ε ν α σ τρίψ ει. Προσ πάθησ ε ξαν ά, με περισ σ ότερη δύν αμη. Τράν ταξε ελ αφρά την πόρτα. Και τότε, το σ υν ειδητοποίησ ε: την είχ αν κλ ειδώσ ει μέσ α. Ξαν ά το γ έλ ιο και οι φων ές. Και αυτή τη φορά, δεν υπήρχ ε αμφιβολ ία πως έρχ ον ταν από κάπου
κον τά σ το αίθριο. Επέσ τρεψ ε σ το παράθυρο και άκουσ ε τις φων ές ν α ξεμακραίν ουν σ το σ κοτάδι. Τίποτα το αν ησ υχ ητικό. Αυτό που ήταν πραγ ματικά αν ησ υχ ητικό ήταν το γ εγ ον ός πως κάποιος την είχ ε κλ ειδώσ ει μέσ α. Αλ λ ά ποιος; Και γ ια ποιο λ όγ ο; Η κυρία Ριβάρ; Ο Τζάσ περ; Αχ , όχ ι ο Τζάσ περ, ας μην ήταν ο Τζάσ περ. Σκέφτηκε ν α αρχ ίσ ει ν α χ τυπάει με δύν αμη την πόρτα και ν α τον φων άξει, όμως ήταν πολ ύ αργ ά κι εκείν ος σ ίγ ουρα θα κοιμόταν · και τα πράγ ματα πήγ αιν αν πια τόσ ο καλ ά μεταξύ τους. Ίσ ως ν α την είχ ε κλ ειδώσ ει μέσ α η κυρία Ριβάρ. Ήταν πια καιρός ν α ζητήσ ει από τον Τζάσ περ ν α τη διώξει· η Τίλ ι είχ ε αρχ ίσ ει ν α τη φοβάται. Αν και, όφειλ ε ν α το παραδεχ τεί, το πιθαν ότερο ήταν πως την είχ ε κλ ειδώσ ει ο Τζάσ περ. Είχ ε αποδείξει πως ζήλ ευε πολ ύ και πως ήθελ ε ν α την ελ έγ χ ει. Γλ ίσ τρησ ε και πάλ ι μες σ τις κουβέρτες της, λ έγ ον τας σ τον εαυτό της πως όλ α θα πήγ αιν αν καλ ά. Όμως, ο ύπν ος της ήταν γ εμάτος εφιάλ τες με ατελ είωτους αν ήλ ιαγ ους διαδρόμους, κλ ειδωμέν ες πόρτες και αισ θήματα αν ασ φάλ ειας και αβεβαιότητας.
● Το επόμεν ο πρωί, η πόρτα της άν οιξε χ ωρίς προσ πάθεια. Επέλ εξε ν οερά με μεγ άλ η προσ οχ ή τις λ έξεις που θα χ ρησ ιμοποιούσ ε, ώσ τε ν α προετοιμασ τεί γ ια τη σ υζήτησ ή της με τον Τζάσ περ σ το πρόγ ευμα. Όμως, εκείν ος είχ ε ήδη φύγ ει γ ια τις δουλ ειές του, όπως την εν ημέρωσ ε η κυρία Μπρουσ άρ. «Ίσ ως μπορείτε ν α τον προλ άβετε σ το ταχ υδρομείο», της είπε. Η Τίλ ι δεν πήγ αιν ε σ υχ ν ά σ την πόλ η. Ο Τζάσ περ δεν ήθελ ε ν α διασ χ ίζει μόν η της το δάσ ος, όμως αυτό το πρωί έν ιωθε την αν άγ κη ν α αποδείξει σ τον εαυτό της πως ήταν ελ εύθερη. Φόρεσ ε παπούτσ ια περιπάτου κι έν α ελ αφρύ παν ωφόρι και, αφού κατηφόρισ ε το μον οπάτι μπροσ τά από το σ πίτι, τράβηξε κατευθείαν γ ια το δάσ ος. Τα φύλ λ α έδειχ ν αν κουρασ μέν α, πολ λ ά είχ αν πέσ ει και ήταν σ κορπισ μέν α σ το μον οπάτι. Ο θαλ ασ σ ιν ός αέρας μετέφερε ήδη την πρώτη φθιν οπωριν ή ψ ύχ ρα, και σ κέφτηκε με λ αχ τάρα το παλ τό της με το γ ούν ιν ο γ αρν ίρισ μα. Αν αρωτήθηκε ποια ν α το φορούσ ε τώρα. Και ποια ν α φορούσ ε το περιδέραιό της από μαύρο
κεχ ριμπάρι ή τα μαργ αριτάρια της; Τα γ υμν ά κλ αδιά άφην αν ν α διεισ δύει μες σ το δάσ ος περισ σ ότερο φως, έν α παγ ερό χ λ ωμό φως που έδειχ ν ε ασ ημέν ια τα πεσ μέν α φύλ λ α. Άκουσ ε βήματα σ το δάσ ος και, όταν αν ασ ήκωσ ε το κεφάλ ι της, είδε τον Τζάσ περ ν α πλ ησ ιάζει. «Τίλ ι; Μα τι κάν εις;» «Ερχ όμουν ν α σ ε βρω. Ήθελ α ν α σ ε ρωτήσ ω κάτι σ ημαν τικό», είπε, αν αγ κάζον τας τη φων ή της ν α ακουσ τεί χ αλ αρή. Δ εν θα έπρεπε ν α ζει σ υν έχ εια με το φόβο πως ό,τι έλ εγ ε ή έκαν ε μπορεί ν α της δημιουργ ούσ ε πρόβλ ημα. Όμως, έτσ ι την έκαν αν ν α ν ιώθει οι απρόβλ επτες διαθέσ εις του Τζάσ περ. «Εν τάξει, λ οιπόν , ν α με που γ ύρισ α. Και με καλ ά ν έα». Της έπιασ ε το χ έρι. «Πρώτα, όμως… Τι είν αι αυτό το τόσ ο σ ημαν τικό που ήθελ ες ν α με ρωτήσ εις;» Η Τίλ ι περιεργ άσ τηκε το πρόσ ωπό του σ το πρωιν ό φως. Έμοιαζε μεγ αλ ύτερος από τότε που τον γ ν ώρισ ε. Είχ ε αποκτήσ ει ρυτίδες αν άμεσ α σ τα φρύδια και από τη μύτη του ως τις γ ων ίες του σ τόματός του. Και παραλ ίγ ο δεν θα του έλ εγ ε τίποτα, από φόβο μήπως τον σ τεν οχ ωρήσ ει κι άλ λ ο. Όμως, εκείν ος επέμειν ε. «Έλ α, πες μου», την
παρότρυν ε. «Εσ ύ με κλ είδωσ ες χ θες το βράδυ σ το δωμάτιό μου;» Οι γ ων ίες των χ ειλ ιών του σ τράφηκαν προς τα κάτω περιφρον ητικά. «Γιατί μου κάν εις μια τόσ ο γ ελ οία ερώτησ η;» Είσαι αν όητη. Δ εν έπρεπε ν α του έχ εις πει τίποτα. «Επειδή, χ θες το βράδυ, προσ πάθησ α ν ’ αν οίξω την πόρτα του δωματίου μου και τη βρήκα κλ ειδωμέν η. Αν δεν το έκαν ες εσ ύ, τότε σ ίγ ουρα το έκαν ε η κυρία Ριβάρ. Ξέρω πως δεν με σ υμπαθεί και πως–» «Η κυρία Ριβάρ; Η γ υν αίκα που μας υπηρετεί; Ματίλ ν τα, μήπως έχ εις διαβάσ ει πολ λ ά μυθισ τορήματα;» Την τράβηξε από το χ έρι. «Έλ α, θέλ ω ν α σ ου δείξω κάτι». Η Τίλ ι τον άφησ ε ν α την οδηγ ήσ ει πίσ ω σ το μον οπάτι, ψ ελ λ ίζον τας σ υν έχ εια σ υγ γ ν ώμη και προσ παθών τας ν α δικαιολ ογ ήσ ει τον εαυτό της. Συγ γ ν ώμη. Έν ιωσα παγ ιδευμέν η. Τρομοκρατήθηκα. Μη θυμών εις μαζί μου. Όμως, εκείν ος εξακολ ουθούσ ε απλ ώς ν α τη σ έρν ει από το χ έρι, αμίλ ητος, μέχ ρι που την οδήγ ησ ε έτσ ι βιασ τικά μες σ το σ πίτι, την τράβηξε μαζί του σ τις σ κάλ ες και σ τάθηκαν μπροσ τά σ την πόρτα του
υπν οδωματίου της. «Ορίσ τε, δες εδώ», της είπε. «Τι εν ν οείς;» Της έδειξε την πόρτα. «Δ ες». Η Τίλ ι κοίταξε απορημέν η την πόρτα. «Βλ έπεις πουθεν ά κλ ειδαρότρυπα;» τη ρώτησ ε. Η Τίλ ι αν αγ κάσ τηκε ν α παραδεχ τεί πως δεν υπήρχ ε. «Και βλ έπεις πουθεν ά κάποιο λ ουκέτο;» «Όχ ι», κατόρθωσ ε ν α πει, εν ώ ο ν ους της σ τριφογ ύριζε. «Μα προσ πάθησ α ν α γ υρίσ ω το πόμολ ο και δεν κιν ήθηκε καθόλ ου. Ακριβώς σ αν ν α ήταν κλ ειδωμέν η η πόρτα». «Κι όμως, όπως βλ έπεις αυτή η πόρτα δεν κλ ειδών ει». Το έδαφος έφευγ ε κάτω από τα πόδια της. Κι εν ώ μέχ ρι πριν από λ ίγ α λ επτά ήταν εν τελ ώς σ ίγ ουρη γ ια όσ α έλ εγ ε, τώρα έπεφτε παν τού η σ κιά της αμφιβολ ίας. Ο Τζάσ περ την έσ τρεψ ε προς το μέρος του και την κοίταξε σ οβαρός κι αν ήσ υχ ος. «Δ εν είν αι η πρώτη φορά που φαν τάσ τηκες κάτι, Τίλ ι». «Μα θα έπαιρν α όρκο ότι–» «Τι είδους άν θρωπος πισ τεύεις ότι είμαι;» τη ρώτησ ε. Σήκωσ ε το χ έρι της και το ακούμπησ ε
πάν ω σ την καρδιά του. «Τι είδους σύζυγ ος πισ τεύεις ότι είμαι;» Το πρόσ ωπό της φλ ογ ίσ τηκε από την ν τροπή. «Αχ , Τζάσ περ, σ ου ζητώ σ υγ γ ν ώμη. Λυπάμαι πολ ύ, πάρα πολ ύ». Εκείν ος άφησ ε το χ έρι της ν α πέσ ει κι έκαν ε έν α βήμα πίσ ω. «Είσ αι τυχ ερή. Σήμερα έχ ω πολ ύ καλ ά ν έα και δεν είμαι σ ε διάθεσ η ν α θυμώσ ω και ν α τσ ακωθώ μαζί σ ου. Έλ αβα έν α γ ράμμα από έν αν κύριο σ το Δ ουβλ ίν ο, ο οποίος θέλ ει ν α με σ υν αν τήσ ει. Υ πάρχ ει κάποιος εκεί που θέλ ει ν α του πουλ ήσ ω εκείν ες τις οικοδομικές πλ άκες που είχ α παραγ γ είλ ει σ ε τόσ ο καλ ή τιμή. Μόλ ις θα είν αι έτοιμα τα δείγ ματα, θα πάω ν α τον βρω. Κι όταν επισ τρέψ ω, θα είμαι έν ας πλ ούσ ιος άν θρωπος». Της χ αμογ έλ ασ ε, με τα σ κούρα μάτια του ν α λ άμπουν και με εκείν ο το γ οητευτικό χ αμόγ ελ ο που η Τίλ ι θυμόταν τόσ ο καλ ά από τον καιρό της πρώτης γ ν ωριμίας και του φλ ερτ τους. «Κι έπειτα, αγ απητή μου Τίλ ι, θα μπορούμε ν α ξεκιν ήσ ουμε τη ζωή που υποτίθεται πως θα ζούσ αμε. Υ πήρξες πολ ύ υπομον ετική. Αν εξαιρέσ ουμε, βέβαια, κάποια τρελ ά παιχ ν ίδια της φαν τασ ίας σ ου». Γέλ ασ ε με έν α κοφτό, χ αρούμεν ο γ έλ ιο και η Τίλ ι ρίχ τηκε σ την αγ καλ ιά του και προσ πάθησ ε ν α αν τλ ήσ ει
παρηγ οριά από το ζεσ τό, αρσ εν ικό κορμί του. «Δ εν θα μπορέσ εις ποτέ ν α σ υγ χ ωρέσ εις την αν οησ ία μου», του είπε. «Ούτε εγ ώ η ίδια δεν μπορώ ν α σ υγ χ ωρέσ ω τον εαυτό μου». «Το μόν ο που σ ε σ υμβουλ εύω είν αι ν α καθίσ εις σ το σ πίτι και ν α ξεκουρασ τείς. Είν αι φαν ερό πως ακόμα πεν θείς τον παππού σ ου, και τα οικον ομικά μας προβλ ήματα σ ου δημιούργ ησ αν πρόσ θετο άγ χ ος. Γι’ αυτό και το μυαλ ό σ ου πλ άθει ισ τορίες. Μείν ε σ το κρεβάτι. Ξεκουράσ ου. Μπορώ ν α σ ου σ τείλ ω και το γ ιατρό, αν ν ομίζεις πως μπορεί ν α σ ε βοηθήσ ει. Πισ τεύω ότι τώρα πια μπορούμε ν ’ αν τεπεξέλ θουμε σ ’ αυτό το έξοδο». «Όχ ι, όχ ι», του είπε. «Θα είμαι μια χ αρά». Εκείν η τη ν ύχ τα, ξύπν ησ ε πάλ ι αργ ά. Ούτε χ τυπήματα ούτε φων ές αυτή τη φορά. Όμως, την είχ ε ξυπν ήσ ει η περιέργ ειά της. Ήταν και πάλ ι η πόρτα της σ φαλ ισ μέν η; Σηκώθηκε, διέσ χ ισ ε το δωμάτιο μέχ ρι τα μισ ά κι έπειτα άλ λ αξε γ ν ώμη. Αυτό ήταν τρέλ α. Η πόρτα του δωματίου δεν είχ ε κλ ειδαριά. Αυτό σ ήμαιν ε πως δεν ήταν δυν ατόν ν α είν αι κλ ειδωμέν η μέσ α. Μπορούσ ε ν α εμπισ τευτεί τον άν τρα της. Κι έτσ ι, αν τί ν α πάει σ την πόρτα, πήγ ε ως το παράθυρο και το άν οιξε. Η ν υχ τεριν ή παγ ων ιά
ξεχ ύθηκε μες σ το δωμάτιο, όμως δεν την έν οιαζε. Είχ ε ξασ τεριά, τα άσ τρα ήταν αμέτρητα. Ακουγ όταν ο άν εμος που λ υσ σ ομαν ούσ ε σ το δάσ ος και ο μακριν ός ήχ ος των κυμάτων που έσ παγ αν σ την ακτή. Κάτω από το παράθυρο του υπν οδωματίου της βρισ κόταν το αίθριο, κι έτσ ι αν ποτέ χ ρειαζόταν … Αν έπρεπε ν α δραπετεύσ ει από εκεί και η πόρτα δεν άν οιγ ε… Θα μπορούσ ε ν α σ χ εδιάσ ει μια πορεία διαφυγ ής, από το περβάζι ως τη μαρκίζα και από εκεί σ τα κλ αδιά του δέν τρου και σ το άλ λ ο περβάζι, μέχ ρι τη σ κεπή του αίθριου, και μετά κάτω σ το έδαφος. Αν ποτέ χ ρειαζόταν .
8 - Μορφές στο Βάθος του Ορίζον τα
Η Τίλ ι και ο Τζάσ περ μοιράσ τηκαν μερικές γ αλ ήν ιες μέρες. Έτρωγ αν μαζί τα γ εύματά τους κι έπειτα εκείν ος αποχ ωρούσ ε γ ια ν α παλ έψ ει με τους αριθμούς του σ το γ ραφείο του, εν ώ η Τίλ ι επέσ τρεφε σ ε κάποιο από τα δύο πλ άν α με τα οποία καταπιαν όταν . Με την φρον τίδα του κήπου, αν ο καιρός ήταν καλ ός, με την ταξιν όμησ η των βιβλ ίων της βιβλ ιοθήκης, αν έβρεχ ε. Η Τίλ ι κατέβαλ λ ε σ κλ ηρές προσ πάθειες ώσ τε ν α εν τοπίζει εν δείξεις αγ άπης και ζεσ τασ ιάς σ τα λ όγ ια και τις πράξεις του Τζάσ περ: αγ απητή μου, Τίλ ι αγ άπη μου, έν α απαλ ό άγ γ ιγ μα σ τον ώμο της ή σ τα μαλ λ ιά της. Κατέβαλ λ ε εξίσ ου σ κλ ηρές προσ πάθειες γ ια ν α μην τον πν ίγ ει με τη δική της αγ άπη και τρυφερότητα. Καταλ άβαιν ε τώρα πως τέτοιου είδους εκδηλ ώσ εις πάθους τον έκαν αν ν α ν ιώθει άβολ α. Κι έτσ ι, έμαθε ν α είν αι μετρημέν η με τα χ αμόγ ελ ά της, ν α σ υγ κρατεί τις εκδηλ ώσ εις του εν διαφέρον τός της και ν α ελ έγ χ ει την επιθυμία της ν α τον αγ γ ίξει και ν α τον αγ καλ ιάσ ει. Μόν ο τα βράδια, έτσ ι καθώς χ ώριζαν σ την κορφή της σ κάλ ας, επέμεν ε ν α του προσ φέρει τα χ είλ ια της
γ ια έν α φιλ ί. Εκείν η εξακολ ουθούσ ε ν α λ αχ ταράει τον έρωτά του, ήθελ ε ν α τη σ φίξει σ την αγ καλ ιά του και ν α τη φιλ ήσ ει παθιασ μέν α σ το σ τόμα. Κι εκείν ος πάν τα πίεζε ψ υχ ρά τα σ φιγ μέν α χ είλ ια του πάν ω σ τα δικά της κι έπειτα της έλ εγ ε: «Καλ ην ύχ τα, Τίλ ι». Κι ο καθέν ας πήγ αιν ε σ το δικό του δωμάτιο, σ το δικό του κρύο και άδειο κρεβάτι. Μερικές φορές, η Τίλ ι έκλ αιγ ε με καυτά δάκρυα σ το μαξιλ άρι της και κραύγ αζε σ ιωπηλ ά μέσ α της, αν αλ ογ ιζόμεν η πόσ ο άδικο ήταν ν α είν αι ο γ άμος αυτός μια τόσ ο μεγ άλ η απογ οήτευσ η. Υ πήρχ αν , όμως, και φορές που κατόρθων ε ν α σ φραγ ίσ ει όλ α αυτά τα οδυν ηρά σ υν αισ θήματα σ ε έν αν σ κλ ηρό πυρήν α μέσ α της και ν α αφήσ ει τη λ ογ ική της ν α πάρει τα ην ία. Ο Τζάσ περ δεν ήθελ ε ακόμα παιδιά. Ίσ ως οι οικον ομικές δυσ κολ ίες του ν α είχ αν κλ ον ίσ ει την αν τρική του αυτοπεποίθησ η. Το μεγ άλ ο διάσ τημα του χ ωρισ μού τους αν άμεσ α σ το γ άμο και την άφιξή της σ το ν ησ ί τον είχ ε γ εμίσ ει με αμφιβολ ίες, τις οποίες τώρα εκείν ος προσ παθούσ ε αργ ά και υπομον ετικά ν α ξεπεράσ ει. Και το γ εγ ον ός ότι εκείν η δεν μπορούσ ε ν α κάν ει πιο αργ ά βήματα και ν α δείξει περισ σ ότερη υπομον ή δεν σ ήμαιν ε ότι ίσ χ υε το ίδιο και γ ια τον Τζάσ περ.
Το ζήτημα δεν ήταν ότι η Τίλ ι λ αχ ταρούσ ε τόσ ο πολ ύ τη σ αρκική επαφή· ήταν περίεργ η σ χ ετικά με αυτό το θέμα, βέβαια, και ποθούσ ε τον Τζάσ περ. Το κυριότερο, όμως, ήταν πως είχ ε αν άγ κη την ασ φάλ εια, την οικειότητα και τη ζεσ τασ ιά που χ αρίζει η επαφή. Εκείν η και ο παππούς της, όσ ο καιρό ζούσ αν μαζί, δεν είχ αν περάσ ει ούτε μία μέρα χ ωρίς μια αγ καλ ιά, έν α χ άδι σ τα μαλ λ ιά, έν αν περίπατο πιασ μέν οι χ έρι χ έρι. Η απώλ ειά του ήταν έν α οδυν ηρό πλ ήγ μα γ ια την Τίλ ι, αλ λ ά η απώλ εια της αν θρώπιν ης επαφής ήταν ακόμα πιο οδυν ηρή. Είχ ε αν άγ κη ν α την πάρει ο Τζάσ περ σ την αγ καλ ιά του, όχ ι επειδή ήταν μια ασ υγ κράτητη γ υν αίκα που την εν οχ λ ούσ ε ν α είν αι παρθέν α, αλ λ ά επειδή έν ιωθε μον αξιά και ήταν περιτριγ υρισ μέν η από παγ ων ιά. Σαν ν α ήταν κι η ίδια έν α ν ησ ί. Έν α σ ημείο αν άμεσ α σ ε δύο τόπους. Η Τίλ ι βρισ κόταν σ τον κήπο και αν αρωτιόταν αν αυτή θα ήταν η τελ ευταία από εκείν ες τις ζεσ τές μέρες της χ ρον ιάς που της επέτρεπαν ν α μέν ει έξω μέχ ρι ν α σ κοτειν ιάσ ει. Ο θαλ ασ σ ιν ός αέρας ήταν τσ ουχ τερός εκείν ο το πρωί και ο ήλ ιος δεν είχ ε ακόμα πέσ ει αρκετή ώρα πάν ω σ τη χ λ όη ώσ τε ν α σ τεγ ν ώσ ει τη δροσ ιά. Γον άτισ ε σ το παλ ιό της τραπεζομάν τιλ ο και άρχ ισ ε ν α περιποιείται τα
παρτέρια με τη λ εβάν τα. Ο ουραν ός σ χ ημάτιζε μια τεράσ τια γ αλ αν ή αψ ίδα από πάν ω της, αλ λ ά ήταν ωχ ρός και δεν είχ ε ζεσ ταθεί ακόμα από τον ήλ ιο. Προσ παθούσ ε ν α μη σ κέφτεται πώς θα κατόρθων αν ν α ζεσ ταθούν το φθιν όπωρο και το χ ειμών α. Ο Τζάσ περ δεν είχ ε βγ άλ ει ούτε μία πέν α εδώ και μήν ες. Όλ α εξαρτιόν ταν από εκείν ο τον έμπορο από το Δ ουβλ ίν ο που θα αγ όραζε τις γ ραν ιτέν ιες οικοδομικές πλ άκες, όμως ο λ ατόμος που είχ ε υποσ χ εθεί σ τον Τζάσ περ μια τόσ ο καλ ή σ υν αλ λ αγ ή, δεν είχ ε επικοιν ων ήσ ει μαζί του εδώ και μία εβδομάδα. «Τίλ ι! Τίλ ι!» Ήταν ο Τζάσ περ που τη φών αζε από το σ πίτι. Η Τίλ ι σ ηκώθηκε, έβγ αλ ε τα γ άν τια κηπουρικής και περίμεν ε. Εκείν ος έτρεξε προς το μέρος της, και σ το πρόσ ωπό του ήταν ζωγ ραφισ μέν η μια εν θουσ ιώδης χ αρά. Έν ιωσ ε ν α φεύγ ει έν α βάρος από την καρδιά της. «Έφτασ αν , επιτέλ ους;» τον ρώτησ ε. «Έφτασ αν ! Τέσ σ ερις πλ άκες από γ ραν ίτη, λ αξεμέν ες, καθαρισ μέν ες κι έτοιμες ν α κερωθούν ! Επιτέλ ους, μου τις έσ τειλ ε εκείν ος ο δυσ τυχ ής αν θρωπάκος απ’ το λ ατομείο», της είπε. «Παρόλ ο που η τιμή ήταν χ αμηλ ή, δεν είχ α χ ρήματα γ ια ν α τις αγ οράσ ω. Αλ λ ά εγ ώ δεν αποφεύγ ω τα ρίσ κα.
Πήρα έν α δάν ειο από τον Σπαν ιόλ ο, έπειτα πήρα και τα κοσ μήματά σ ου… Ντρέπομαι γ ι’ αυτές τις κιν ήσ εις μου, αλ λ ά τελ ικά άξιζαν τον κόπο. Ο τύπος απ’ το Δ ουβλ ίν ο θα πλ ηρώσ ει τα τριπλ άσ ια απ’ αυτά που έδωσ α εγ ώ. Φεύγ ω το απόγ ευμα γ ια ν α του πάω τα δείγ ματα και ν α υπογ ράψ ουμε τα χ αρτιά». Σε αυτό το σ ημείο, κούν ησ ε θλ ιμμέν ος το κεφάλ ι του. «Και ν α πάρω και την πλ ηρωμή μου, που θα μας επιτρέψ ει ν ’ αν ασ άν ουμε πάλ ι. Λυπάμαι γ ια όλ α όσ α έγ ιν αν , Τίλ ι. Λυπάμαι πολ ύ». «Εγ ώ θυμάμαι ότι ορκίσ τηκα κάποτε ν α μείν ω σ το πλ ευρό σ ου τόσ ο σ τα εύκολ α όσ ο και σ τα δύσ κολ α», είπε η Τίλ ι. «Τα κατάφερες περίφημα, αγ άπη μου. Άν τρα μου…» Εκείν ος έσ κυψ ε και τη φίλ ησ ε σ το μέτωπο με τόσ η τρυφερότητα, που η καρδιά της αν απήδησ ε σ το σ τήθος της. Έκλ εισ ε τα μάτια της κι έγ ειρε πάν ω του. Έν ας άγ ριος άν εμος σ τροβιλ ίσ τηκε γ ια μια σ τιγ μή αν άμεσ ά τους κι έπειτα ταξίδεψ ε μακριά. Αν ασ ήκωσ ε το κεφάλ ι της γ ια ν α τον κοιτάξει σ τα μάτια. Και τότε, την είδε. Μια έκφρασ η αν άμεσ α σ ε δύο εκφράσ εις, κάτι που εκείν ος είχ ε ν ιώσ ει αλ λ ά βιάσ τηκε ν α της κρύψ ει. Ήταν η ίδια έκφρασ η που είχ ε δει σ το γ άμο τους – αλ λ ά τελ ικά την είχ ε
ξεχ άσ ει μες σ το χ άος που ακολ ούθησ ε την κατάρρευσ η του παππού της. Τώρα, όμως, την είχ ε διακρίν ει ξαν ά. Μια έκφρασ η οίκτου και σ υγ χ ρόν ως… Συγ κατάβασ ης; Περιφρόν ησ ης; Μήπως ακόμα και… Αποσ τροφής; «Τζάσ περ;» «Φυσ άει», αποκρίθηκε εκείν ος. «Κάν ει πολ ύ κρύο εδώ έξω». Έπρεπε, λ οιπόν , ν α το παραδεχ τεί; Να παραδεχ τεί πως η καρδιά της παλ λ όταν από αβεβαιότητα; Να παραδεχ τεί πως είχ ε δει –γ ια έν α δέκατο του δευτερολ έπτου, όχ ι περισ σ ότερο– το πρόσ ωπό του ν α σ κοτειν ιάζει από μια έκφρασ η που την έκαν ε ν α φοβάται πως δεν την αγ απούσ ε; Όμως, της ήταν αδύν ατον ν α παραδεχ τεί κάτι τέτοιο. Κι εκείν ος ήδη πίσ τευε πως η γ υν αίκα του είχ ε την τάσ η ν α φαν τάζεται απίθαν α πράγ ματα. Ακόμα και η ίδια αμφέβαλ λ ε γ ια τον εαυτό της. Ναι, φυσ ούσ ε κι ο αέρας ήταν παγ ωμέν ος. Δ εν του άρεσ ε ν α είν αι έξω, της το είχ ε πει ο ίδιος αυτό. Γιατί, λ οιπόν , έπρεπε ν α υποθέσ ει πως αυτή η έκφρασ η δυσ αρέσ κειας είχ ε σ χ έσ η με εκείν η και όχ ι με τον καιρό; Πολ ύ απλ ά, επειδή την είχ ε ξαν αδεί αυτή την έκφρασ η.
Η Τίλ ι αν αρωτήθηκε μήπως ο Τζάσ περ είχ ε δίκιο. Το πέν θος γ ια το θάν ατο του παππού της, η μετακόμισ ή της σ ε αυτό το παράξεν ο καιν ούριο μέρος, το άγ χ ος γ ια τα χ ρήματα… Ίσ ως όλ α αυτά ν α είχ αν βαρύν ει πολ ύ το ν ου της, ν α επηρέαζαν και ν α διασ τρέβλ ων αν τις σ κέψ εις της. Όταν επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι, ορκίσ τηκε σ ιωπηλ ά ν α μην αν αφέρει ποτέ καμία από αυτές τις σ κέψ εις σ τον Τζάσ περ. Να ξεκουρασ τεί και ν α κρατήσ ει γ αλ ήν ια την καρδιά της, ίσ ως και ν α καλ έσ ει το γ ιατρό αν αυτές οι σ κέψ εις επέμεν αν . Δ εν ήταν σ ωσ τό ν α φοβάται τόσ ο πολ ύ το σ ύζυγ ό της. Έν ας γ άμος δεν έπρεπε ν α είν αι έτσ ι. Ο Τζάσ περ έφυγ ε ακριβώς τη μέρα που κατέφτασ ε έν α δυν ατό κύμα ψ ύχ ους, που έφερε μαζί του μολ υβέν ιους ουραν ούς και παγ ωμέν η βροχ ή. Τώρα, η Τίλ ι ήταν εγ κλ ωβισ μέν η μες σ το σ πίτι. Τη μία και μον αδική φορά που προσ πάθησ ε ν α κατηφορίσ ει ως το Σεν τ Πίτερ Πορτ, η ομπρέλ α της αν αποδογ ύρισ ε, με αποτέλ εσ μα ν α γ ίν ει μούσ κεμα μέσ α σ ε λ ίγ α δευτερόλ επτα. Οι σ υν εν ν οήσ εις της με την κυρία Ριβάρ ήταν μον ολ εκτικές και ο Τζάσ περ είχ ε δώσ ει άδεια σ την κυρία Μπρουσ άρ γ ια όσ ο διάσ τημα θα έλ ειπε. Δ ύο υπηρέτριες ήταν
πάρα πολ λ ές γ ια έν α άτομο, της δικαιολ ογ ήθηκε. Έτσ ι, γ ια μέρες ολ όκλ ηρες, δεν είχ ε μιλ ήσ ει με καν έν αν . Το σ πίτι ήταν σ ιωπηλ ό και μελ αγ χ ολ ικό. Τα μολ υβέν ια σ ύν ν εφα σ κοτείν ιαζαν ν ωρίτερα τον ουραν ό, και έν ιωθε σ αν ν α ζούσ ε όλ η τη ζωή της κάτω από το φως των κεριών . Και καθώς ο κήπος ήταν γ εμάτος ν ερά, η Τίλ ι επέσ τρεψ ε σ την άλ λ η ασ χ ολ ία της – σ την οργ άν ωσ η των βιβλ ίων σ τη βιβλ ιοθήκη. Τα τραβούσ ε έξω έν α έν α, τίν αζε από πάν ω τους τη σ κόν η και τα ακουμπούσ ε σ το δάπεδο, δίπλ α σ τα βιβλ ία της ίδιας κατηγ ορίας. Κι έπειτα, έν α έν α πάλ ι, τα τοποθετούσ ε ξαν ά σ τα ράφια. Ακόμα και με τις κουρτίν ες ορθάν οιχ τες, το φως της μέρας ήταν θαμπό. Δ ούλ ευε με αργ ό και χ αλ αρό ρυθμό, σ ταματών τας σ υχ ν ά γ ια ν α καθίσ ει σ το ξύλ ιν ο σ καλ οπάτι και ν α διαβάσ ει έν α ποίημα ή ν α ξαν αθυμηθεί έν α αγ απημέν ο της απόσ πασ μα από κάποια παλ ιά ισ τορία. Η βροχ ή σ φυροκοπούσ ε τα τζάμια και ο άν εμος χ όρευε έν αν άγ ριο, απόκοσ μο χ ορό πάν ω από τη σ τέγ η. Αν αρωτιόταν πώς ν α τα πήγ αιν ε ο Τζάσ περ και πότε θα τον έβλ επε ξαν ά. Μερικές φορές, καθώς σ τοίβαζε τα βιβλ ία σ το πάτωμα, φαν ταζόταν πώς θα ήταν τα πράγ ματα αν άλ λ αζε ξαφν ικά η τύχ η τους. Φαν ταζόταν πως
διοργ άν ων αν κι εκείν οι μια κοσ μική σ υγ κέν τρωσ η σ αν τη δεξίωσ η που είχ αν δώσ ει οι Μόρν ιν γ κτον . Το σ πίτι θα ήταν γ εμάτο φρεσ κοκομμέν α λ ουλ ούδια και πολ υτελ ή διακοσ μητικά αν τικείμεν α, όλ ες οι λ άμπες θα άν αβαν , ο μεγ άλ ος πολ υέλ αιος θα φώτιζε και πάλ ι τον προθάλ αμο. Αυτές οι σ κέψ εις την έκαν αν ν α χ αμογ ελ άει και ν α λ αχ ταράει ακόμα περισ σ ότερο την επισ τροφή του Τζάσ περ, έτσ ι ώσ τε ν α ξεκιν ούσ ε επιτέλ ους αυτό το μέλ λ ον , ν α μην παρέμεν ε πια έν α άπιασ το όν ειρο. Κι έπειτα, οχ τώ μέρες αργ ότερα, η βροχ ή σ ταμάτησ ε. Η Τίλ ι ξύπν ησ ε και αν τίκρισ ε έν α όμορφο, καθάριο πρωιν ό, με τον ήλ ιο, αν και χ αμηλ ά σ τον ουραν ό, ν α έχ ει έν α χ αρούμεν ο κίτριν ο χ ρώμα. Και ήξερε εκείν η τη σ τιγ μή πως της ήταν αδύν ατον ν α μείν ει μες σ το σ πίτι. Αμέσ ως μετά το πρόγ ευμα, φόρεσ ε τα πιο σ ταθερά παπούτσ ια της, τα γ άν τια και το κασ κόλ της και το καθημεριν ό της παν ωφόρι. Σκέφτηκε ν α φων άξει από την πόρτα σ την κυρία Ριβάρ πως θα έβγ αιν ε, όμως εκείν η δεν θα έδιν ε δεκάρα και δεν θα έμπαιν ε καν σ τον κόπο ν α της απευθύν ει έν α χ αιρετισ μό μέσ α από την καρδιά της. Έτσ ι, η Τίλ ι
βγ ήκε έξω, έχ ωσ ε σ την τσ έπη της το κλ ειδί της εξώπορτας και άρχ ισ ε ν α κατηφορίζει το μον οπάτι. Αφού είχ ε διαν ύσ ει μερικά μέτρα μες σ το δάσ ος, σ υν ειδητοποίησ ε πως δεν θα μπορούσ ε ν α προχ ωρήσ ει παραπέρα. Τα πόδια της βουτούσ αν και κολ λ ούσ αν μες σ τη λ άσ πη που κάλ υπτε το μον οπάτι. Ήξερε, όμως, πως υπήρχ ε και έν α άλ λ ο μον οπάτι –πιο μακριν ό και πολ ύ πιο επικίν δυν ο–, που ξεκιν ούσ ε από το κτήμα του Τζάσ περ και εκτειν όταν πάν ω από τον γ κρεμό που υπήρχ ε πίσ ω από το σ πίτι. Επέσ τρεψ ε σ το κτήμα, διέσ χ ισ ε τον κήπο και διάβηκε την πόρτα που χ ώριζε την έκτασ ή τους από τον γ ειτον ικό δεν τρόκηπο με τις μηλ ιές. Η κυρία Μπρουσ άρ της είχ ε μιλ ήσ ει γ ι’ αυτό το μον οπάτι, όμως η Τίλ ι δεν το είχ ε περπατήσ ει ποτέ μέχ ρι τότε. Γι’ αυτό, ακολ ούθησ ε προσ εκτικά το φράχ τη, σ καρφάλ ωσ ε τα σ καλ οπάτια του κι έπειτα κατέβηκε πάλ ι. Από αυτό το σ ημείο, το βλ έμμα της έφταν ε ως το βάθος του ορίζον τα, ως το ακρωτήρι και την παραλ ία. Έν α πετρώδες μον οπάτι οδηγ ούσ ε βόρεια, σ το Σεν τ Πίτερ Πορτ, και ν ότια, κάτω από το λ όφο μέχ ρι τη θάλ ασ σ α. Υ πακούον τας σ ε μια ξαφν ική παρόρμησ η, επέλ εξε ν α τραβήξει ν ότια. Ζούσ ε εκεί πέν τε εβδομάδες και δεν είχ ε καν δει τη θάλ ασ σ α. Και
τώρα, έπειτα από τόσ η βροχ ή και κακοκαιρία, σ ίγ ουρα το κύμα θα είχ ε ξεβράσ ει σ την άμμο πολ λ ά εν διαφέρον τα πράγ ματα. Η Τίλ ι βάδιζε προσ εκτικά. Εδώ δεν υπήρχ ε πια λ άσ πη, όμως μερικές από τις πέτρες ήταν καλ υμμέν ες με λ ειχ ήν ες. Ήταν εν τελ ώς εκτεθειμέν η. Δ εν φύτρων αν δέν τρα σ το σ ημείο αυτό. Ο μακριν ός ήλ ιος έπεφτε ζεσ τός πάν ω σ τους ώμους της. Έλ υσ ε τις κορδέλ ες του καπέλ ου της και το έβγ αλ ε, απολ αμβάν ον τας το ζεσ τό χ άδι πάν ω σ τα μαλ λ ιά της. Ήξερε πως έπρεπε ν α είν αι προσ εκτική με τον ήλ ιο, διαφορετικά θα γ έμιζε φακίδες, όμως έπειτα από όλ ες εκείν ες τις βροχ ερές μέρες που την είχ αν εγ κλ ωβίσ ει μέσ α, λ ίγ ες φακίδες δεν ήταν παρά έν α πολ ύ μικρό τίμημα. Η θαλ ασ σ ιν ή αύρα ήταν απαλ ή, σ χ εδόν ακίν ητη. Το ίδιο απαλ ή ήταν και η κίν ησ η των κυμάτων . Κοίταξε κάτω και είδε δύο φιγ ούρες σ την παραλ ία: έν αν άν τρα και μια γ υν αίκα. Ο άν τρας καθόταν σ ε έν α βράχ ο, εν ώ η γ υν αίκα σ τεκόταν όρθια μπροσ τά του, με το πρόσ ωπό της σ τραμμέν ο σ τη θάλ ασ σ α. Εκείν ος είχ ε περασ μέν α τα μπράτσ α του γ ύρω από τους γ οφούς της. Η Τίλ ι χ αμογ έλ ασ ε αν τικρίζον τας αυτή την εκδήλ ωσ η ερωτικής αγ άπης. Σίγ ουρα πολ λ οί άν θρωποι θα έβγ αιν αν
σ ήμερα έξω γ ια ν α απολ αύσ ουν τη φθιν οπωριν ή λ ιακάδα, και αν άμεσ ά τους πολ λ οί ερασ τές σ αν αυτούς τους δύο εκεί κάτω. Αλ λ ά, μέσ α σ ε μια σ τιγ μή, η καρδιά της το έν ιωσ ε προτού της το επιβεβαιώσ ουν τα μάτια της. Η αν τρική φιγ ούρα ήταν ο Τζάσ περ. Η Τίλ ι σ ταμάτησ ε, εν ώ έν α παγ ωμέν ο ρίγ ος διέτρεξε τη ραχ οκοκαλ ιά της. Μήπως ήταν πάλ ι έν α από τα τρελ ά παιχ ν ίδια της φαν τασ ίας της; Τσ ιμπήθηκε δυν ατά και ξαν ακοίταξε. Τα μάτια της προσ πάθησ αν ν α την πείσ ουν ότι εκείν ος ο άν τρας δεν ήταν ο Τζάσ περ. Στο κάτω κάτω, καθόταν με την πλ άτη του σ τραμμέν η προς εκείν η. Ο Τζάσ περ ήταν σ την Ιρλ αν δία. Ο Τζάσ περ δεν βρισ κόταν εδώ, σ ε αυτή την παραλ ία, με τα χ έρια του τυλ ιγ μέν α σ φιχ τά γ ύρω από τους γ οφούς μιας άλ λ ης γ υν αίκας. Και ν α που ο άν τρας σ ηκώθηκε, τα χ έρια του γ λ ίσ τρησ αν γ ύρω από τη μέσ η της γ υν αίκας και την αγ κάλ ιασ ε. Τώρα, είχ αν και οι δύο τα πρόσ ωπά τους σ τραμμέν α προς τη θάλ ασ σ α. Και βρίσ κον ταν σ ε απόσ τασ η περίπου εξήν τα μέτρων από το σ ημείο όπου σ τεκόταν η Τίλ ι. Εξήν τα μέτρα. Πολ ύ μακριά γ ια ν α μπορεί ν α δει καθαρά. Η γ υν αίκα ξεγ λ ίσ τρησ ε από την αγ καλ ιά του
άν τρα και άρχ ισ αν ν α βαδίζουν μαζί κατά μήκος της παραλ ίας. Προχ ώρησ ε και η Τίλ ι, περπατών τας γ ρήγ ορα και γ λ ισ τρών τας σ τις πέτρες μες σ την απελ πισ ία της ν α τους προλ άβει. Γιατί τώρα το είχ ε δει ξεκάθαρα, με τα ίδια της τα μάτια: η γ υν αίκα φορούσ ε το δικό της παλ τό, το αγ απημέν ο παλ τό της Τίλ ι με το γ ούν ιν ο γ αρν ίρισ μα. Μακριά πυρόξαν θα μαλ λ ιά ξεχ ύν ον ταν από το γ ιακά του παλ τού και αν ακατεύον ταν από τον άν εμο. Ο Τζάσ περ την κρατούσ ε από το χ έρι. Αχ , ν αι, ήταν ο Τζάσ περ. Όσ ο περισ σ ότερο τους πλ ησ ίαζε τόσ ο βεβαιων όταν . Τώρα, η Τίλ ι έτρεχ ε, αγ ων ιών τας ν α φτάσ ει σ την παραλ ία προτού αυτοί εξαφαν ισ τούν πίσ ω από τον όρμο και χ αθούν από τα μάτια της. Αλ λ ά τα πόδια της βιάζον ταν υπερβολ ικά ώσ τε ν α προσ έχ ουν πού πατούν . Το μεγ άλ ο της δάχ τυλ ο σ κόν ταψ ε σ ε μια πέτρα και οι γ λ ισ τερές λ ειχ ήν ες κάτω από το άλ λ ο πόδι της την εμπόδισ αν ν α κρατήσ ει την ισ ορροπία της. Κι έτσ ι, έπεσ ε και προσ γ ειώθηκε βαριά πάν ω σ τον αρισ τερό καρπό της. Η πτώσ η από μόν η της έμοιαζε αργ ή, σ χ εδόν σ αν ν α σ υν έβαιν ε σ ε κάποια άλ λ η. Αλ λ ά ο πόν ος σ τον καρπό της την επαν έφερε σ τον εαυτό της. Ήταν έν ας πόν ος έν τον ος και διαπερασ τικός.
Κι έτσ ι, ακριβώς όπως αυτή τη σ τιγ μή ήταν παγ ιδευμέν η μέσ α σ ε αυτό το σ ώμα που υπέφερε από έν αν τέτοιο φρικτό πόν ο, ήταν παγ ιδευμέν η και σ ε αυτόν το γ άμο, σ ε αυτό το ν ησ ί, με τον έν τον ο και διαπερασ τικό φόβο ότι ο σ ύζυγ ός της δεν την αγ απούσ ε. Αγ απούσ ε κάποια άλ λ η. ● Έμειν ε γ ια πολ λ ή ώρα ξαπλ ωμέν η σ την υγ ρή χ λ όη, με τους παλ μούς της καρδιάς της ν α σ φυροκοπούν σ τα αυτιά της και χ ωρίς ν α τολ μάει ν α κοιτάξει τον τραυματισ μέν ο καρπό της. Τελ ικά, τον σ ήκωσ ε μπροσ τά σ τα μάτια της και δοκίμασ ε ν α κιν ήσ ει τα δάχ τυλ α του χ εριού της έν α έν α με τη σ ειρά. Έπειτα, προσ πάθησ ε ν α λ υγ ίσ ει τον καρπό της. Κιν ιόταν υπερβολ ικά χ αλ αρά. Ο πόν ος ήταν αβάσ ταχ τος. Της ξέφυγ ε μια μικρή κραυγ ή. Κράτα τον ακίν ητο, λ οιπόν . Κράτα τον ακίν ητο. Κατόρθωσ ε με δυσ κολ ία ν α αν ακαθίσ ει κι έπειτα σ τάθηκε σ τα πόδια της με αργ ές κιν ήσ εις, κρατών τας προσ τατευτικά τον καρπό της ακίν ητο πάν ω σ το σ τήθος της. Οι φιγ ούρες κάτω σ την παραλ ία είχ αν φύγ ει, όπως ήταν επόμεν ο, και η Τίλ ι κοίταξε πάλ ι προς το λ όφο, εν ώ οι σ ουβλ ιές
σ τον καρπό της γ ίν ον ταν ολ οέν α και πιο έν τον ες. Έπειτα, άρχ ισ ε ν α αν εβαίν ει με κόπο, πολ ύ πιο προσ εκτικά απ’ όσ ο είχ ε κατεβεί. Μες σ το ν ου της, είχ ε αρχ ίσ ει ν α σ υν τάσ σ ει το αξιοπρεπές, ψ υχ ρό λ ογ ύδριο που θα εκφων ούσ ε σ τον άν τρα της μόλ ις εκείν ος θα επέσ τρεφε σ το σ πίτι. Θα είχ ε ως θέμα τους γ αμήλ ιους όρκους και την υπεν θύμισ η ότι θα τον έκριν ε ο Θεός. Την τρέλ αιν ε η σ κέψ η πως ο Τζάσ περ δεν είχ ε θελ ήσ ει ν α την αγ γ ίξει, δεν την είχ ε δεχ τεί σ το κρεβάτι του, όμως είχ ε τρέξει ν α σ υν αν τήσ ει αυτή την άλ λ η γ υν αίκα και ν α τυλ ίξει τα μπράτσ α του γ ύρω από το κορμί της με τόσ ο μεγ άλ η… οικειότητα. Συν ειδητοποίησ ε πως έκλ αιγ ε, πως έκλ αιγ ε με το σ τόμα ορθάν οιχ το σ αν μικρό παιδάκι, με τα δάκρυά της ν α κυλ ούν ζεσ τά σ το πρόσ ωπό της. Σταμάτησ ε, πήρε μερικές τρεμάμεν ες αν άσ ες και σ κούπισ ε τα υγ ρά της μάγ ουλ α και το σ τόμα της με το μαν τίλ ι της. Η καρδιά της είχ ε λ αχ αν ιάσ ει από το περπάτημα, ο καρπός της τη βασ άν ιζε με έν αν αν υπόφορο πόν ο, μες σ το κεφάλ ι της σ υν ωσ τίζον ταν σ κέψ εις και φράσ εις. Πώς μπόρεσες; Ποια είν αι αυτή; Το παλ τό μου! Η Τίλ ι εξακολ ούθησ ε ν α αν ηφορίζει το μον οπάτι. Έπρεπε ν α φτάσ ει σ το σ πίτι, ν α πάει σ το κρεβάτι
της και ν α ξεκουράσ ει τον καρπό της. Έπειτα, ν α περιμέν ει μέχ ρι ο Τζάσ περ ν α τελ ειώσ ει με την ερωμέν η του και ν α επισ τρέψ ει γ ια ν α αν τιμετωπίσ ει την οργ ή της. ● Δ εν ήρθε. Οι ώρες περν ούσ αν μες σ την αγ ων ία. Κι εκείν ος δεν ερχ όταν . Πότε ν α είχ ε αποβιβασ τεί από το πλ οίο; Πόσ ο χ ρόν ο χ ρειάσ τηκε γ ια ν α… βρεθεί με εκείν η τη γ υν αίκα; Και γ ιατί τώρα δεν επέσ τρεφε σ το σ πίτι, σ τη σ ύζυγ ό του; Η κυρία Ριβάρ χ τύπησ ε το κουδούν ι γ ια το γ εύμα κι έπειτα γ ια το δείπν ο, όμως η Τίλ ι δεν βγ ήκε από το υπν οδωμάτιό της. Δ εν είχ ε καθόλ ου όρεξη και ο καρπός της την πον ούσ ε υπερβολ ικά γ ια ν α μπορεί ν α σ ηκώσ ει έσ τω και έν α πιρούν ι. Τον παρακολ ουθούσ ε με τρόμο ν α πρήζεται, μέχ ρι που έγ ιν ε σ χ εδόν διπλ άσ ιος από το καν ον ικό του μέγ εθος. Βρήκε μια παλ ιά μαξιλ αροθήκη και τη δίπλ ωσ ε, ώσ τε ν α χ ρησ ιμεύσ ει σ αν σ τεν ός επίδεσ μος. Έπειτα, χ ρησ ιμοποιών τας το γ ερό χ έρι της και τα δόν τια της, την τύλ ιξε σ φιχ τά γ ύρω από τον τραυματισ μέν ο καρπό της. Έπρεπε ν α τη δει ο γ ιατρός, όμως δεν σ κόπευε ν α τον ειδοποιήσ ει. Θα
άφην ε τον Τζάσ περ ν α γ υρίσ ει σ το σ πίτι, καθυσ τερημέν ος και έν οχ ος, και ν α τη βρει έτσ ι τραυματισ μέν η και ταλ αιπωρημέν η από τον πόν ο. Τότε, ίσ ως και ν α μετάν ιων ε γ ια τις πράξεις του. Έπεσ ε η ν ύχ τα, όμως εκείν ος εξακολ ουθούσ ε ν α μην έρχ εται. Μια πιο σ κοτειν ή και βασ αν ισ τική σ κέψ η ξεπήδησ ε σ το ν ου της: κι αν εκείν ος δεν είχ ε φύγ ει καθόλ ου; Αν ήταν όλ α έν α παραμύθι, ώσ τε ν α περάσ ει αυτές τις μέρες με την άλ λ η γ υν αίκα; Η Τίλ ι άκουσ ε την κυρία Ριβάρ ν α φεύγ ει. Το σ πίτι τυλ ίχ τηκε πάλ ι σ τη μελ αγ χ ολ ική, σ κοτειν ή σ ιωπή που η Τίλ ι είχ ε πια σ υν ηθίσ ει τον τελ ευταίο καιρό. Δ εν άν αψ ε κερί, έμειν ε σ χ εδόν εν τελ ώς ακίν ητη και προσ ευχ όταν ν α αποκοιμηθεί, όμως ο ύπν ος δεν ερχ όταν . Κάποιες σ τιγ μές λ αγ οκοιμόταν , κάποιες άλ λ ες ο ν ους της γ αλ ήν ευε γ ια λ ίγ ο, όμως η Τίλ ι πέρασ ε το μεγ αλ ύτερο μέρος της ν ύχ τας σ υν τροφιά με τις σ κέψ εις που σ τροβιλ ίζον ταν μες σ το μυαλ ό της, με εκείν ο τον πόν ο σ αν καυτό σ ίδερο και με τη γ ν ώσ η πως εκείν ος δεν κοιμόταν σ το κρεβάτι του επειδή κοιμόταν σ το κρεβάτι κάποιας άλ λ ης. Ακριβώς πριν από την αυγ ή, αν απήδησ ε ξαφν ιασ μέν η από τον ύπν ο της, απορών τας πώς είχ ε κατορθώσ ει ν α αποκοιμηθεί. Η κουρτίν α της
ήταν ακόμα αν οιχ τή και μπορούσ ε ν α διακρίν ει πως ο ουραν ός έχ αν ε σ ιγ ά σ ιγ ά το κατάμαυρο σ αν μελ άν ι χ ρώμα του. Άκουσ ε βήματα σ τις σ κάλ ες, όμως ήταν πολ ύ ν ωρίς γ ια ν α έχ ει έρθει η κυρία Ριβάρ. Αυτό σ ήμαιν ε πως ο Τζάσ περ ήταν σ το σ πίτι. Η Τίλ ι πήδηξε έξω από το κρεβάτι, αγ ν οών τας το καυτό σ φυροκόπημα σ τον καρπό της, έτρεξε έξω σ το διάδρομο και τον πρόλ αβε σ την κορφή της σ κάλ ας. «Τι έπαθε ο καρπός σ ου;» τη ρώτησ ε εκείν ος, δείχ ν ον τας τη μαξιλ αροθήκη που είχ ε μετατραπεί σ ε επίδεσ μο. «Πού ήσ ουν ;» ούρλ ιαξε εκείν η. Κόκκιν η ομίχ λ η είχ ε σ ηκωθεί τώρα πίσ ω από τις κόρες των ματιών της και η οργ ή της ξεχ υν όταν ορμητικά. «Τι ώρα είν αι αυτή που επισ τρέφεις σ το σ πίτι;» Ο Τζάσ περ την κοίταξε με αν οιχ τό το σ τόμα, έκαν ε ν α της απαν τήσ ει, όμως εκείν η τον διέκοψ ε. «Ποια είν αι αυτή; Μήπως με θεωρείς αν όητη; Νομίζεις ότι θα αν εχ τώ τέτοια σ υμπεριφορά; Όσ ο σ κέφτομαι όλ ες εκείν ες τις φορές που θέλ ησ α ν α σ ε αγ καλ ιάσ ω αν αζητών τας λ ίγ η τρυφερότητα κι εσ ύ με απωθούσ ες και με έκριν ες… Με έκριν ες! Και όλ ο αυτό το διάσ τημα, εσ ύ–»
Ο Τζάσ περ σ ήκωσ ε και τα δύο χ έρια του. «Σταμάτα!» βρυχ ήθηκε, και η Τίλ ι έν ιωσ ε ν α ταρακουν ιέται ολ όκλ ηρη από την έν τασ η της φων ής του. «Σταμάτα, θεοπάλ αβη! Τι σ τα κομμάτια μου λ ες;» «Σε είδα!» του φών αξε, εν ώ τα δάκρυά της κυλ ούσ αν πάλ ι. «Σε είδα μ’ εκείν η την άλ λ η γ υν αίκα. Φορούσ ε το παλ τό μου, εκείν ο που μου είπες πως είχ ες αν άγ κη ν α πουλ ήσ εις! Σας είδα χ θες το απόγ ευμα, κάτω σ την παραλ ία». «Τίλ ι, έχ ω μόλ ις είκοσ ι λ επτά που αποβιβάσ τηκα απ’ το ατμόπλ οιο που ήρθε απ’ το Δ ουβλ ίν ο». Και το πρόσ ωπό του έμοιαζε ειλ ικριν ές, σ αν αν οιχ τό βιβλ ίο: έδειχ ν ε σ ασ τισ μέν ος, προσ βεβλ ημέν ος. Έδειχ ν ε αθώος. Η Τίλ ι κατάπιε έν α λ υγ μό. Το σ τήθος της αν απηδούσ ε από την προσ πάθεια ν α γ εμίσ ει τους πν εύμον ές της με αέρα. Η οργ ή αποσ υρόταν τώρα σ ιγ ά σ ιγ ά από τις φλ έβες της και την άφην ε παγ ωμέν η και φοβισ μέν η. «Τι πράγ μα;» του είπε ήρεμα. «Ήμουν σ το ατμόπλ οιο όλ ο το βράδυ. Ίσ α που κοιμήθηκα λ ίγ η ώρα… Κι έπειτα, περπάτησ α ολ όκλ ηρα χ ιλ ιόμετρα γ ια ν α έρθω ως το σ πίτι μου και… Μα τι σ ημαίν ουν όλ α αυτά; Τι είν ’ αυτά που
μου λ ες;» «Σε είδα», του αποκρίθηκε. Αλ λ ά… Εξ ήν τα μέτρα είν αι πολ ύ μακριά γ ια ν α μπορεί καν είς ν α δει καθαρά. «Ή τουλ άχ ισ τον … Νόμιζα πως σ ε είδα». Εκείν ος κοίταξε τα ρούχ α της από πάν ω μέχ ρι κάτω. «Και ν α που σ ε βρίσ κω καλ υμμέν η με λ άσ πες και χ όρτα. Αυτά τα ρούχ α είν αι χ θεσ ιν ά; Αυτό πρέπει, λ οιπόν , ν α περιμέν ω ως καλ ωσ όρισ μα από τη γ υν αίκα μου, όταν λ είπω τόσ ο καιρό γ ια ν α της εξασ φαλ ίσ ω τροφή και σ τέγ η;» Με μια γ οργ ή κίν ησ η, ο Τζάσ περ την άρπαξε, τη σ ήκωσ ε εύκολ α σ αν ν α ήταν μια ξύλ ιν η κούκλ α και τη σ τήριξε σ τον ώμο του. «Άφησ έ με κάτω!» ούρλ ιαξε εκείν η. «Είν αι φαν ερό πως έχ εις χ άσ ει το μυαλ ό σ ου!» της είπε, καθώς τη μετέφερε σ το δωμάτιό της. Την έριξε σ το κρεβάτι της και η Τίλ ι κραύγ ασ ε από τον πόν ο, καθώς ο τραυματισ μέν ος καρπός της έπεσ ε απότομα πάν ω σ το σ τρώμα. Σήκωσ ε προειδοποιητικά το δάχ τυλ ό του. «Κοιμήσ ου. Και σ κέψ ου αυτά που μου είπες». Έπειτα, όρμηξε έξω από το δωμάτιο, βρον τών τας πίσ ω του την πόρτα. Η Τίλ ι σ ήκωσ ε τον καρπό της ψ ηλ ά κι έσ φιξε τον αυτοσ χ έδιο επίδεσ μο σ το σ ημείο όπου είχ ε χ αλ αρώσ ει. Εκείν η
τη σ τιγ μή, άκουσ ε έν αν παράξεν ο θόρυβο σ το διάδρομο και έν α γ δούπο σ την πόρτα της. Πήγ ε ως την πόρτα και προσ πάθησ ε ν α την αν οίξει. Δ εν μπορούσ ε ν α γ υρίσ ει το πόμολ ο. Αλ λ ά ήξερε ότι δεν υπήρχ ε κλ ειδαριά. Έν ιωσ ε ίλ ιγ γ ο μπροσ τά σ την πραγ ματικότητα. Μήπως έχ αν ε σ τ’ αλ ήθεια το μυαλ ό της; Πώς ήταν δυν ατόν ν α την έχ ει κλ ειδώσ ει μέσ α ο Τζάσ περ, αφού δεν υπήρχ ε κλ ειδί και κλ ειδαριά; Έπεσ ε μπρούμυτα σ το πάτωμα και κοίταξε από τη χ αραμάδα που υπήρχ ε αν άμεσ α σ την πόρτα και το χ αλ ί. Μπορούσ ε ν α δει ξεκάθαρα από εκεί τα πόδια μιας καρέκλ ας. Ώσ τε, λ οιπόν , της είχ ε μπλ οκάρει την πόρτα. Το πόμολ ο δεν γ ύριζε, ακριβώς όπως και την προηγ ούμεν η φορά. Και ο Τζάσ περ είχ ε καταφέρει ν α την εγ κλ ωβίσ ει μες σ το δωμάτιο γ ρήγ ορα και εύκολ α. Σαν ν α μην ήταν η πρώτη φορά που το έκαν ε. Της είχ ε πει ψ έματα την προηγ ούμεν η φορά. Ήταν ψ εύτης. Ή μήπως άφην ε πάλ ι το θυμό της ν α κατασ τρέφει ό,τι καλ ύτερο είχ ε μέσ α της; Τα κορίτσια δεν πρέπει ν α θυμών ουν και ν α φων άζουν . Η Τίλ ι επέσ τρεψ ε σ το κρεβάτι της, ξάπλ ωσ ε σ το
πλ άι και κοίταξε το παράθυρο με μάτια που έτσ ουζαν . Προσ πάθησ ε ν α θυμηθεί με περισ σ ότερες λ επτομέρειες όσ α είχ ε δει την προηγ ούμεν η μέρα, όμως οι φιγ ούρες ξεθώριαζαν και διαλ ύον ταν μες σ το ν ου της, ξεγ λ ισ τρούσ αν όπως η άμμος. Μια ασ τραπή χ ρυσ αφέν ιων μαλ λ ιών , έν ας άν τρας που άγ γ ιζε τη μέσ η της γ υν αίκας με έμπειρη τρυφερότητα… Μόν ο αυτά μπορούσ ε ν α αν ακαλ έσ ει με σ ιγ ουριά. Και είχ ε σ τ’ αλ ήθεια τρέξει ν α τους προλ άβει, κατηφορίζον τας έν α λ όφο ολ ισ θηρό από τη βροχ ή, χ ωρίς ν α φαν τάζεται πως θα πέσ ει και θα χ τυπήσ ει; Η Τίλ ι έκλ εισ ε τα μάτια της, απελ πισ μέν η και έρημη, σ υν ειδητοποιών τας πως δεν γ ν ώριζε πια τι ήταν πραγ ματικό και τι ήταν αποκύημα του ταραγ μέν ου ν ου της. ● Ξύπν ησ ε λ ίγ ες ώρες αργ ότερα, όταν κάποιος έσ πρωξε απαλ ά την πόρτα της γ ια ν α την αν οίξει. Στράφηκε, ελ πίζον τας ν α δει τον Τζάσ περ, γ εμάτο έγ ν οια και τρυφερότητα. Το πρόσ ωπο που αν τίκρισ ε ήταν γ εμάτο έγ ν οια και τρυφερότητα, όμως δεν ήταν του Τζάσ περ.
«Κυρία Ντελ αφόρ;» της είπε. «Είμαι ο δρ Χαν τ». Η Τίλ ι αν ακάθισ ε σ το κρεβάτι της, τρίβον τας τον τραυματισ μέν ο καρπό της. Ο γ ιατρός ακούμπησ ε τη μεγ άλ η δερμάτιν η τσ άν τα του κάτω, δίπλ α σ το κρεβάτι. «Καθίσ τε, σ ας παρακαλ ώ, σ την άκρη του κρεβατιού, γ ια ν α σ ας εξετάσ ω». «Ποιος σ ας κάλ εσ ε;» τον ρώτησ ε εκείν η, εν ώ σ υγ χ ρόν ως έκαν ε αυτό που της είχ ε ζητήσ ει. «Μα ο σ ύζυγ ός σ ας, βέβαια. Αν ησ υχ εί γ ια εσ άς…» «Αλ ήθεια, αν ησ υχ εί;» Ο δρ Χαν τ δεν απάν τησ ε. Αν τί γ ι’ αυτό, της έλ υσ ε με απαλ ές κιν ήσ εις τον αυτοσ χ έδιο επίδεσ μο. Παρόλ ο που το πρήξιμο είχ ε υποχ ωρήσ ει κάπως, η Τίλ ι αν ασ τατώθηκε όταν είδε πως ο καρπός της ήταν σ χ εδόν μαύρος από τους μώλ ωπες. «Μπορείτε ν α τον κιν ήσ ετε;» τη ρώτησ ε. Εκείν η έγ ν εψ ε καταφατικά. «Σας παρακαλ ώ, μη μου ζητήσ ετε ν α σ ας δείξω». «Σας πισ τεύω». Της χ αμογ έλ ασ ε κάτω από το παχ ύ γ κρίζο μουσ τάκι του και η Τίλ ι σ κέφτηκε αμέσ ως τον Άγ ιο Βασ ίλ η. «Μπορείτε ν α κιν ήσ ετε όλ α σ ας τα δάχ τυλ α;»
«Ναι». «Όταν έχ ετε το χ έρι σ ας ακίν ητο, σ ταματάει ο πόν ος; Ή πον άτε σ υν έχ εια;» Η Τίλ ι κράτησ ε γ ια λ ίγ ο το χ έρι της εν τελ ώς ακίν ητο. «Όχ ι. Πον άω μόν ο όταν το κιν ώ». Εκείν ος τέν τωσ ε το χ έρι του και την πίεσ ε απαλ ά σ το μπράτσ ο. «Πον έσ ατε τώρα που σ ας άγ γ ιξα;» «Λίγ ο, πολ ύ λ ίγ ο». «Δ εν ν ομίζω πως έχ ει σ πάσ ει ή έσ τω ραγ ίσ ει. Πισ τεύω πως είν αι μια σ οβαρή εξάρθρωσ η. Θα σ ας το επιδέσ ω σ ωσ τά και θα επιμείν ω πως πρέπει ν α ξεκουρασ τείτε τουλ άχ ισ τον γ ια μία εβδομάδα». «Δ ηλ αδή, δεν πρέπει ν α το χ ρησ ιμοποιώ καθόλ ου;» «Είν αι ο αρισ τερός σ ας καρπός. Μπορείτε, επομέν ως, ν α τρώτε σ ούπα και ψ ωμί. Κι άκουσ α πως η κυρία Ριβάρ φτιάχ ν ει μια εκπλ ηκτική πρασ όσ ουπα». Άν οιξε την τσ άν τα του, τράβηξε έξω έν α ασ ημέν ιο φλ ασ κί και της το πρόσ φερε. «Μπράν τι», της είπε. «Για τον πόν ο». Η Τίλ ι ήπιε μια γ ουλ ιά. Ο λ αιμός της κάηκε και τα μάτια της δάκρυσ αν . Έβηξε. «Αλ λ ά εγ ώ δεν εν ν οούσ α ν α ξεκουράσ ετε μόν ο τον καρπό σ ας», εξακολ ούθησ ε ο δρ Χαν τ, τραβών τας έξω από την τσ άν τα του έν α ρολ ό
επιδέσ μου και αρχ ίζον τας ν α της τυλ ίγ ει πολ ύ σ φιχ τά τον καρπό. Η Τίλ ι έκαν ε έν α μορφασ μό πόν ου. «Σας σ υσ τήν ω ν α αν απαυτείτε εν τελ ώς. Στο κρεβάτι σ ας. Τουλ άχ ισ τον γ ια μία εβδομάδα. Θα ξαν άρθω την επόμεν η εβδομάδα ν α σ ας επισ κεφτώ και ν α δω πώς τα πάτε. Ο σ ύζυγ ός σ ας μου είπε πώς προέκυψ ε αυτός ο τραυματισ μός. Δ εν είν αι η πρώτη φορά που βλ έπω κάτι τέτοιο. Οι γ υν αίκες δεν είν αι προετοιμασ μέν ες γ ια την απομόν ωσ η εδώ σ το ν ησ ί, πόσ ο μάλ λ ον εσ είς που ακόμα προσ παθείτε ν α σ υν έλ θετε από το θάν ατο του παππού σ ας. Ελ άτε τώρα, πιείτε λ ίγ ο μπράν τι ακόμα». Η Τίλ ι ήπιε απρόθυμα άλ λ η μια γ ουλ ιά. Ο δρ Χαν τ ακούμπησ ε απαλ ά το δάχ τυλ ό του κάτω από το φλ ασ κί και το χ τύπησ ε αν άλ αφρα σ τον πάτο, έτσ ι ώσ τε το πύριν ο υγ ρό ν α πλ ημμυρίσ ει το σ τόμα της. Η Τίλ ι κατάπιε και σ χ εδόν πν ίγ ηκε. Η ζέσ τη ξεχ ύθηκε ως κάτω σ την κοιλ ιά της. «Ελ άτε, κι άλ λ η μια γ ουλ ιά». Ήπιε με γ εν ν αιότητα λ ίγ ο ακόμα. Το κεφάλ ι της άρχ ισ ε ν α σ τριφογ υρίζει. Ο γ ιατρός της πήρε το φλ ασ κί από τα χ έρια και βίδωσ ε το καπάκι του. «Θα ν ιώσ ετε καλ ύτερα πολ ύ σ ύν τομα», της είπε, ακουμπών τας το φλ ασ κί σ το
κομοδίν ο δίπλ α της. «Να πίν ετε κάθε τόσ ο μια γ ουλ ιά απ’ αυτό. Θα σ ας βοηθήσ ει ν α ηρεμήσ ετε. Θα πω σ τον κύριο Ντελ αφόρ ν α φρον τίζει ν α σ ας το ξαν αγ εμίζει». Ο δρ Χαν τ έκαν ε ν α σ ηκωθεί, όμως η Τίλ ι του άρπαξε τον καρπό με το γ ερό της χ έρι. «Σας παρακαλ ώ», του είπε. «Ο Τζάσ περ με κλ ειδών ει μέσ α. Δ εν το αν τέχ ω…» Ο γ ιατρός σ υν οφρυώθηκε. Τώρα, ήταν έν ας δυσ αρεσ τημέν ος Άγ ιος Βασ ίλ ης. «Θα του μιλ ήσ ω». «Φοβάμαι…» του είπε πάλ ι εκείν η και η φων ή της κατέλ ηξε σ ε έν αν ψ ίθυρο. «Τι φοβάσ τε;» «Δ εν είν αι ο άν τρας που… Δ εν ξέρω αν είν αι ο άν τρας που ν όμιζα πως ήταν ». «Αν οησ ίες», της είπε εκείν ος, κλ είν ον τας την τσ άν τα του. «Βλ έπετε; Να γ ια ποιο λ όγ ο σ ας σ υσ τήν ω ν ’ αν απαυτείτε. Σε μία εβδομάδα θα ν ιώθετε καλ ύτερα. Θυμηθείτε τα λ όγ ια μου». Κι έπειτα, έφυγ ε, αφήν ον τας αν οιχ τή πίσ ω του την πόρτα. Η Τίλ ι άκουσ ε τις σ κάλ ες ν α τρίζουν κάτω από τα βήματά του και, παρόλ ο που τα πόδια της δεν την κρατούσ αν , πήγ ε ως το κατώφλ ι του δωματίου της γ ια ν α ακούσ ει. Πάν τως, ο γ ιατρός είχ ε δίκιο: όλ οι οι πόν οι είχ αν μουδιάσ ει με το
μπράν τι. «Πλ ήρης αν άπαυσ η γ ια μία εβδομάδα. Να φρον τίζετε ν α της πηγ αίν ουν πάν ω όλ α της τα γ εύματα. Και, γ ια όν ομα του Θεού, αγ απητέ μου, μην κλ ειδών ετε την πόρτα του κοριτσ ιού. Αρκετό άγ χ ος έχ ει ήδη». «Ασ φαλ ώς, γ ιατρέ», αποκρίθηκε πειθήν ια ο Τζάσ περ. «Θα τη φρον τίσ ω εγ ώ». Ύ σ τερα, η πόρτα άν οιξε κι έκλ εισ ε κι η Τίλ ι έμειν ε μόν η σ το σ πίτι με τον Τζάσ περ. ● Οι μέρες περν ούσ αν , και έξω από το παράθυρο η ομίχ λ η τύλ ιγ ε τα πάν τα. Η Τίλ ι έμεν ε πλ αγ ιασ μέν η σ το κρεβάτι της και περν ούσ ε πολ λ ές ώρες τη μέρα κλ αίγ ον τας γ ια τη ζωή που είχ ε αφήσ ει πίσ ω της, γ ια το θάν ατο του παππού της και γ ια την απελ πισ τική αν ασ φάλ εια που έν ιωθε σ τον καιν ούριο της κόσ μο. Ο Τζάσ περ, ακόμα θυμωμέν ος γ ια το ξέσ πασ μά της, ερχ όταν ν α τη δει μόν ο μία φορά τη μέρα και της έφερν ε το βραδιν ό της μπράν τι. Της σ υμπεριφερόταν με τον ίδιο σ ιωπηλ ό τρόπο, όπως και την προηγ ούμεν η φορά που η Τίλ ι τον είχ ε εκν ευρίσ ει. Η Τίλ ι άρχ ισ ε ν α σ υν ηθίζει
εκείν ο το δυν ατό ποτό που τη βοηθούσ ε ν α αποκοιμιέται τις ν ύχ τες· δεν μπορούσ ε, όμως, ν α σ υν ηθίσ ει την παγ ερή άρν ησ η του Τζάσ περ ν α της μιλ ήσ ει ή ν α απαν τήσ ει σ τις ερωτήσ εις της. Τα δάκρυα και τα θυμωμέν α της ξεσ πάσ ματα δεν πετύχ αιν αν απολ ύτως τίποτα, μόν ο έκαιγ αν και κοκκίν ιζαν το πρόσ ωπό της και βύθιζαν την καρδιά της σ τη δυσ τυχ ία. Εκτός από τον Τζάσ περ, ο μον αδικός άν θρωπος που έβλ επε ήταν η κυρία Ριβάρ, που της έφερν ε τα γ εύματά της επίσ ης αμίλ ητη. Όμως, η Τίλ ι διέκριν ε ξεκάθαρα το επικριτικό ύφος σ το πρόσ ωπό της: θεωρούσ ε την Τίλ ι υσ τερική, έν α φορτίο που μόν ο μπελ άδες προκαλ ούσ ε. Η Τίλ ι αν ακουφιζόταν πάν τα όταν την άκουγ ε ν α φεύγ ει σ το τέλ ος της μέρας – με έν αν χ αρωπό χ αιρετισ μό που ο Τζάσ περ πάν τα της αν ταπέδιδε. Και κάθε βράδυ, εκείν η κι ο Τζάσ περ έμεν αν μόν οι τους σ το σ κοτειν ό σ πίτι. Ήταν αν αγ κασ μέν η ν α παραμέν ει σ το κρεβάτι, αφού έτσ ι είχ ε σ υσ τήσ ει ο γ ιατρός, και ο Τζάσ περ δεν έβλ επε καν έν α λ όγ ο ν α κάθεται μαζί της. Θα ’λ εγ ε καν είς ότι το ίδιο το σ πίτι ήταν έν α ν ησ ί κι ότι εκείν οι ακολ ουθούσ αν διαφορετικές ρότες, πλ έον τας γ ύρω από το ν ησ ί αλ λ ά και ο έν ας γ ύρω από τον άλ λ ον .
Κι έτσ ι, με μεγ άλ η έκπλ ηξη είδε έν α πρωί τον Τζάσ περ ν α ορμάει σ το δωμάτιό της χ ωρίς ν α χ τυπήσ ει, ν α σ τέκεται δίπλ α σ την πόρτα και ν α την κοιτάζει άγ ρια. Οι κόμποι των δαχ τύλ ων του ήταν κάτασ προι γ ύρω από το γ ράμμα που κρατούσ ε σ φιχ τά σ τα χ έρια του. Η έκφρασ ή του την τρόμαξε τόσ ο, που ο φόβος ν ίκησ ε την περιέργ ειά της. Άν οιξε το σ τόμα της ν α τον ρωτήσ ει τι σ υν έβαιν ε, όμως εκείν ος της πέταξε το γ ράμμα πάν ω σ το κρεβάτι. Το είχ ε ήδη αν οίξει. «Σου ήρθε κάτι με το ταχ υδρομείο», της είπε θυμωμέν α. Η Τίλ ι ήταν πολ ύ σ ασ τισ μέν η εκείν η τη σ τιγ μή γ ια ν α σ κεφτεί ν α τον ρωτήσ ει γ ια ποιο λ όγ ο είχ ε αν οίξει την αλ λ ηλ ογ ραφία της. Στη θέσ η του αποσ τολ έα, είδε σ ημειωμέν η τη διεύθυν σ η του παλ ιού της σ πιτιού, επομέν ως το γ ράμμα ήταν από τον Γκόν τφρι. Το ξεδίπλ ωσ ε γ ια ν α το διαβάσ ει. Στο μεταξύ, ο Τζάσ περ είχ ε αν οίξει την ν τουλ άπα της και είχ ε αρχ ίσ ει ν α τραβάει έξω τα φορέματά της και ν α τα πετάει θυμωμέν α σ την άκρη του κρεβατιού της. «Τι κάν εις εκεί;» τον ρώτησ ε, φοβισ μέν η και σ υγ χ ρόν ως αγ αν ακτισ μέν η. «Πού είν αι;» τη ρώτησ ε εκείν ος.
Ο σ φυγ μός της άρχ ισ ε ν α σ φυροκοπάει έν οχ α σ το λ αιμό της. «Πού είν αι ποιο πράγ μα;» Εκείν ος άρχ ισ ε ν α πετάει κάτω τα πράγ ματα που βρίσ κον ταν σ το πάν ω ράφι της ν τουλ άπας της. Κουτιά γ εμάτα με παλ ιές κάρτες και γ ράμματα, ακόμα και λ ίγ ες φωτογ ραφίες, που τις είχ ε κρατήσ ει γ ια ν α θυμάται τον παππού της. Όλ α ξεχ ύθηκαν από τα κουτιά τους σ το πάτωμα. Η Τίλ ι έσ κυψ ε από το κρεβάτι και άρχ ισ ε ν α τα μαζεύει με το γ ερό της χ έρι, όμως εκείν ος βρισ κόταν τώρα σ τη σ υρταριέρα της και πετούσ ε έξω κάλ τσ ες και κορσ έδες και βούρτσ ες μαλ λ ιών και τσ ιμπιδάκια. «Σταμάτα!» του φών αξε. «Δ ιάβασ ε το γ ράμμα!» της αποκρίθηκε άγ ρια εκείν ος, εξακολ ουθών τας ν α ψ άχ ν ει σ αν τρελ ός τα πράγ ματά της. Κι έτσ ι, η Τίλ ι διάβασ ε το γ ράμμα. Ξαδέλ φη Ματίλ ν τα, μη ν ομίζεις πως είμαι αν όητος. Η Πάμελ α κι εγ ώ περάσαμε πολ λ ές ώρες στο σπίτι του γ έρου φτιάχ ν ον τας έν αν κατάλ ογ ο με τα αν τικείμεν α που βρήκαμε μέσα. Το πλ ήθος των αν τικειμέν ων που λ είπουν με εκπλ ήσσει. Πίστεψ ες στ’ αλ ήθεια ότι δεν θα το πρόσεχ α; Σε αυτό το σ ημείο, υπήρχ ε η λ ίσ τα όλ ων των αν τικειμέν ων που ο παππούς της είχ ε φορτώσ ει
σ το μεγ άλ ο μπαούλ ο, αυτά που εκείν η κι ο Τζάσ περ είχ αν ήδη πουλ ήσ ει. Η Τίλ ι δεν έν ιωθε καμία εν οχ ή: όλ α εκείν α τα πράγ ματα ήταν δώρα – όσ ο αν ήκαν ακόμα σ τον παππού, είχ ε κάθε δικαίωμα ν α τα διαθέσ ει όπως ήθελ ε εκείν ος. Θα έγ ραφε σ τον Γκόν τφρι και θα του το ξεκαθάριζε αυτό. Αλ λ ά, τότε, γ ια ποιο λ όγ ο ο Τζάσ περ έψ αχ ν ε έτσ ι τα πράγ ματά της; Δ ιάβασ ε και τη σ υν έχ εια του γ ράμματος. Υ πάρχ ει, επίσης, το ζήτημα των διακοσίων τριάν τα πέν τε λ ιρών σε χ αρτον ομίσματα, τα οποία είχ ε βρει η Πάμελ α σε έν α κουτί πούρων πάν ω στο μάρμαρο του τζακιού. Τα είχ ε δει την τελ ευταία φορά που ήρθαμε στο σπίτι του γ έρου. Μπορείς ν α φαν ταστείς πώς έν ιωσε όταν αν ακάλ υψ ε ότι τα είχ ες κλ έψ ει κι αυτά. Η Τίλ ι έν ιωσ ε το ν ου της ν α σ τριφογ υρίζει. Η Πάμελ α γ ν ώριζε ακριβώς πόσ α χ ρήματα υπήρχ αν μες σ το κουτί. Η ίδια η Τίλ ι δεν είχ ε καν μπει σ τον κόπο ν α τα μετρήσ ει. Μα τι είδους άν θρωποι ήταν αυτοί, ν α χ τεν ίζουν το σ πίτι εν ός ηλ ικιωμέν ου αν θρώπου και ν α μετρούν τα υπάρχ ον τά του λ ίγ ες εβδομάδες προτού πεθάν ει; Αλ λ ά τώρα ήξερε τουλ άχ ισ τον γ ια ποιο λ όγ ο ο Τζάσ περ ρήμαζε το δωμάτιό της.
«Τζάσ περ, σ ταμάτα», του είπε με ήρεμη αλ λ ά κοφτή και σ ταθερή φων ή. «Να υποθέσ ω ότι ψ άχ ν εις γ ια τα χ ρήματα;» «Ασ φαλ ώς και ψ άχ ν ω γ ια τα χ ρήματα. Είμασ τε ζευγ άρι, είμασ τε σ αν σ υν έταιροι, τα έχ ουμε όλ α κοιν ά. Εγ ώ έχ ω χ ρέη, εσ ύ έχ εις χ ρήματα. Δ εν μπορείς ν α μου τα κρύβεις». «Δ εν υπάρχ ουν χ ρήματα εδώ», του είπε. Κι έπειτα, σ υν έχ ισ ε με πιο πεισ τικό τόν ο: «Ο παππούς δεν μου έδωσ ε χ ρήματα. Όλ α όσ α μου έδωσ ε, τα πήραμε ήδη και τα πούλ ησ ες». Ο Τζάσ περ σ ταμάτησ ε και σ τράφηκε προς το μέρος της με έν α παπούτσ ι σ το χ έρι του. «Και τότε γ ιατί ο Γκόν τφρι ν ομίζει πως τα έχ εις εσ ύ;» «Επειδή είν αι τέτοιου είδους άν θρωπος. Και είν αι παν τρεμέν ος μ’ εκείν η τη φρικτή γ υν αίκα…» Η Τίλ ι παραλ ίγ ο ν α πν ιγ εί από την οργ ή που φούν των ε μέσ α της, καθώς σ κεφτόταν πως εκείν οι ζούσ αν τώρα σ το παλ ιό σ πίτι του παππού της, βάδιζαν πάν ω σ τα δικά της βήματα, σ τους οικείους διαδρόμους, και μαγ άριζαν με την παρουσ ία τους τα δωμάτια. «Αν ο παππούς είχ ε πράγ ματι χ αρτον ομίσ ματα, ίσ ως σ κόπευε ν α τα ξοδέψ ει. Ή ν α τα δώσ ει σ ε κάποιον άλ λ ον – ίσ ως σ τη φτωχ ή Γκρέιν τζερ, την οποία ο Γκόν τφρι σ ίγ ουρα θα έχ ει
ήδη πετάξει σ το δρόμο». Ο Τζάσ περ άφησ ε το παπούτσ ι ν α πέσ ει από τα χ έρια του και, χ ωρίς ούτε μία λ έξη σ υγ γ ν ώμης, σ τράφηκε ν α φύγ ει. «Τζάσ περ», του είπε, εν ώ σ υγ χ ρόν ως σ ηκων όταν από το κρεβάτι της. «Δ εν μπορώ ν α τα μαζέψ ω μόν η μου όλ α αυτά. Υ ποτίθεται πως πρέπει ν α ξεκουράσ ω τον καρπό μου. Πρέπει ν α με βοηθήσ εις». Όμως, δεν έλ αβε άλ λ η απόκρισ η εκτός από τη σ ιωπή του. Έφυγ ε και την άφησ ε μόν η της, κλ είν ον τας πίσ ω του την πόρτα. Η Τίλ ι κοίταξε γ ια λ ίγ ο όλ η εκείν η την ακατασ τασ ία γ ύρω της. Κι έπειτα, αποφάσ ισ ε ν α επισ τρέψ ει σ το κρεβάτι της, όπως είχ ε σ υσ τήσ ει ο γ ιατρός. Ήπιε μια γ ουλ ιά μπράν τι. Είχ ε αρχ ίσ ει πια ν α το σ υν ηθίζει. Το γ ράμμα του Γκόν τφρι ήταν πεταμέν ο πάν ω σ το κρεβάτι και το ξαν απήρε σ τα χ έρια της γ ια ν α διαβάσ ει και το υπόλ οιπο. Με λ ίγ α λ όγ ια, και οι δυο μας ν ιώθουμε πως η αν εν τιμότητά σου στάθηκε μια φρικτή προδοσία απέν αν τί μας αλ λ ά και μια φρικτή εκδήλ ωση αχ αριστίας απέν αν τι στον παππού μας, ο οποίος είχ ε ήδη δώσει στον Τζάσπερ χ ίλ ιες διακόσιες λ ίρες ως γ αμήλ ιο δώρο. Η Πάμελ α επέμεν ε ν α καλ έσω τη
χ ωροφυλ ακή, όμως ο δικηγ όρος με απέτρεψ ε. Μπορείς, λ οιπόν , ν α ν ιώθεις περήφαν η που τη γ λ ίτωσες. Μάθε, όμως, έν α πράγ μα: δεν θα είσαι ποτέ πια καλ οδεχ ούμεν η σε αυτό το σπίτι. Η Τίλ ι δίπλ ωσ ε το γ ράμμα. Δ εν γ ν ώριζε πως ο παππούς είχ ε δώσ ει σ τον Τζάσ περ έν α τόσ ο μεγ άλ ο ποσ ό, αν και γ ν ώριζε, βέβαια, πως του είχ ε δώσ ει κάτι. Τι ν α είχ αν γ ίν ει αυτές οι χ ίλ ιες διακόσ ιες λ ίρες; Σηκώθηκε πάλ ι από το κρεβάτι, με σ κοπό αυτή τη φορά ν α πάει σ τον Τζάσ περ και ν α τον ρωτήσ ει, αλ λ ά τελ ικά άλ λ αξε γ ν ώμη. Δ εν θα της απαν τούσ ε. Έπρεπε ν α περιμέν ει μέχ ρι ν α αρχ ίσ ει και πάλ ι ν α της μιλ άει. Έτσ ι καθώς κοίταζε τα υπάρχ ον τά της, σ κόρπια σ ε όλ ο το δωμάτιο, φλ έρταρε γ ια λ ίγ ο με την ιδέα ν α τα μαζέψ ει όλ α σ το μπαούλ ο της και ν α φύγ ει. Να φύγ ει μια γ ια πάν τα μακριά από αυτή τη φρικτή κατάσ τασ η. Όμως, όχ ι, είχ ε δώσ ει γ αμήλ ιους όρκους εν ώπιον του Θεού και τους έπαιρν ε σ τα σ οβαρά. Η Τίλ ι ξάπλ ωσ ε αν άσ κελ α. Είχ ε βαρεθεί πια ν α βλ έπει διαρκώς το θόλ ο του κρεβατιού της, κι όμως, εκεί κάρφωσ ε πάλ ι τα μάτια της όσ η ώρα τα σ κεφτόταν όλ α από την αρχ ή. Ο παππούς τής είχ ε ομολ ογ ήσ ει ότι εκείν ος είχ ε βρει τον Τζάσ περ γ ια
λ ογ αριασ μό της, αλ λ ά τα είχ ε καν ον ίσ ει έτσ ι ώσ τε ν α φαν εί ότι σ υν αν τήθηκαν τυχ αία. Τι διαπραγ ματεύσ εις ν α είχ αν μεσ ολ αβήσ ει; Άραγ ε, ο παππούς είχ ε προσ φέρει τα χ ρήματα σ τον Τζάσ περ γ ια ν α τον πείσ ει ν α την παν τρευτεί; Σίγ ουρα όχ ι· σ ίγ ουρα ο παππούς θα ήξερε πως αυτή ακριβώς ήταν η σ υν ταγ ή γ ια μια δυσ τυχ ισ μέν η ζωή. Ή μήπως ο Τζάσ περ είχ ε γ οητεύσ ει τον παππού με τους κομψ ούς τρόπους του και τα καλ οβαλ μέν α ρούχ α του και είχ ε παρουσ ιασ τεί σ αν έν ας σ ύζυγ ος πολ ύ πιο κατάλ λ ηλ ος απ’ όσ ο πραγ ματικά ήταν ; Αν ασ τέν αξε. Τίποτα από όλ α αυτά δεν είχ ε σ ημασ ία εκείν η τη σ τιγ μή. Το μόν ο πράγ μα που είχ ε σ ημασ ία ήταν ν α πείσ ει το σ ύζυγ ό της ν α της ξαν αμιλ ήσ ει, ν α αρχ ίσ ει ν α της φέρεται και πάλ ι με λ ίγ η ζεσ τασ ιά και καλ οσ ύν η, ώσ τε ν α μπορέσ ει ν α του μιλ ήσ ει γ ια τις αμφιβολ ίες της. Για την ώρα, όμως, εκείν ος δεν φαιν όταν διόλ ου πρόθυμος ν α της φερθεί ζεσ τά και καλ οσ υν άτα. ● Πέρασ αν έξι μέρες μέχ ρι ν α της ξαν αμιλ ήσ ει ο Τζάσ περ. Και τελ ικά, της μίλ ησ ε χ ωρίς ν α υπάρχ ει
κάποιος σ οβαρός λ όγ ος. Της έφερε το βραδιν ό της μπράν τι και της είπε: «Ο δρ Χαν τ είν αι πολ ύ ικαν οποιημέν ος με την αν άρρωσ η από τον τραυματισ μό σ ου». Η Τίλ ι προσ πάθησ ε ν α μην εκδηλ ώσ ει την έκπλ ηξή της. Αν τί γ ι’ αυτό, έσ τριψ ε τον καρπό της. «Κι εγ ώ είμαι πολ ύ ευχ αρισ τημέν η». «Απόψ ε μας έχ ουν προσ καλ έσ ει οι Μόρν ιν γ κτον γ ια δείπν ο, όμως σ ε δικαιολ όγ ησ α ήδη. Μέχ ρι ν α σ υν έλ θεις εν τελ ώς, θα πρέπει ν α παραμείν εις σ το κρεβάτι. Θα πάω μόν ος μου». «Είμαι αρκετά καλ ά γ ια ν α έρθω κι εγ ώ», του αποκρίθηκε. «Σε παρακαλ ώ, άφησ έ με ν α έρθω. Έχ ω βαρεθεί τόσ ο πολ ύ ν α είμαι σ υν έχ εια κλ εισ μέν η σ το δωμάτιό μου». «Παρατηρώ, όμως, πως από τότε που είσ αι κλ εισ μέν η σ το δωμάτιό σ ου, δεν έχ εις υσ τερικές κρίσ εις κι έχ εις πάψ ει ν α φαν τάζεσ αι αν οησ ίες», της είπε με πον ηριά και, κάτω από το μουσ τάκι του, οι γ ων ίες του σ τόματός του σ τράφηκαν προς τα κάτω. «Αυτό με κάν ει ν α υποθέσ ω ότι είν αι προτιμότερο ν α μείν εις εδώ». Η Τίλ ι ρούφηξε το μπράν τι της. Το υγ ρό πέρασ ε πάν ω από τη γ λ ώσ σ α της, καίγ ον τας την οργ ισ μέν η απάν τησ η που πάν τα περίμεν ε εκεί.
«Τώρα που σ υν έρχ εσ αι, θα πρέπει ν α διώξω την κυρία Ριβάρ. Δ εν έχ ουμε πια χ ρήματα γ ια ν α την πλ ηρών ουμε», της είπε. «Θα χ ρειασ τεί γ ια έν α διάσ τημα ν ’ αν αλ άβεις εσ ύ το ν οικοκυριό μας και ν α ετοιμάζεις τα γ εύματά μας». «Μας τελ είωσ αν τα χ ρήματα; Μα… Το ταξίδι σ ου σ την Ιρλ αν δία;» «Περιμέν ω ακόμα την πλ ηρωμή μου. Δ εν θα καθυσ τερήσ ει πολ ύ». Η Τίλ ι περιεργ άσ τηκε το πρόσ ωπό του κι ευχ ήθηκε ν α καταλ άβαιν ε αν της έλ εγ ε ψ έματα ή όχ ι. «Γιατί με κοιτάζεις έτσ ι;» τη ρώτησ ε εκείν ος. Πίεσ ε τον εαυτό της ν α χ αμογ ελ άσ ει. «Δ εν μπορεί μια γ υν αίκα ν α κοιτάξει γ ια λ ίγ ο το πολ υαγ απημέν ο πρόσ ωπο του σ υζύγ ου της;» Το σ τόμα του σ υσ τράφηκε, σ χ εδόν σ αν ν α επρόκειτο ν α της αν ταποδώσ ει το χ αμόγ ελ ο. Για λ ίγ α ελ πιδοφόρα λ επτά, η καρδιά της αν αθάρρησ ε. Θυμήθηκε το φλ ερτ τους, την ευγ έν ειά του, το γ εμάτο αγ άπη πρόσ ωπό του. Άραγ ε, ν α βρισ κόταν εκείν ος ο άν τρας ακόμα κάπου εκεί, μέσ α σ τον όλ ο πιο θυμωμέν ο και απελ πισ μέν ο σ ύζυγ ό της; Ή μήπως ήταν πάν τα θυμωμέν ος και απελ πισ μέν ος, αλ λ ά ήξερε πώς ν α ελ έγ ξει και ν α κρύψ ει αυτά τα
σ υν αισ θήματα, ώσ τε ν α ξεγ ελ άσ ει έν α γ έρον τα γ ια ν α του δώσ ει χ ρήματα και ν α παν τρευτεί την εγ γ ον ή του; Σίγ ουρα, όμως, δεν υπήρχ ε άν θρωπος πάν ω σ τη γ η που ν α ήταν ικαν ός γ ια μια τόσ ο φιλ όδοξη εξαπάτησ η. «Τζάσ περ», του είπε, «θέλ ω την αλ ήθεια. Εκείν η τη μέρα που γ ν ωρισ τήκαμε, η σ υν άν τησ ή μας ήταν πράγ ματι τυχ αία; Υ ποψ ιαζόμουν σ υχ ν ά πως ο παππούς το είχ ε καν ον ίσ ει με κάποιο τρόπο. Ήξερε πόσ ο αρν ητική ήμουν απέν αν τι σ ε όλ ους τους πιθαν ούς σ υζύγ ους που μου κουβαλ ούσ ε». «Ασ φαλ ώς και ήταν τυχ αία η σ υν άν τησ ή μας», της είπε, με πρόσ ωπο που φαιν όταν αθώο, τίμιο και ειλ ικριν ές. Θεέ μου, τι καλ ός ψ εύτης! «Και αγ απηθήκαμε και παν τρευτήκαμε γ ρήγ ορα. Πολ ύ γ ρήγ ορα. Σαν έν α ζευγ άρι τρελ ών ». Τα μάτια του πετάρισ αν , αποφεύγ ον τας το βλ έμμα της. «Αν θέλ εις ν α μάθεις γ ια ποιο λ όγ ο μειώθηκε η σ τοργ ή μου απέν αν τί σ ου, δεν έχ εις παρά ν α σ κεφτείς τη σ υμπεριφορά σ ου τις τελ ευταίες λ ίγ ες εβδομάδες». Η Τίλ ι δάγ κωσ ε τη γ λ ώσ σ α της. «Πρέπει, όμως, ν α κάν ουμε ό,τι μπορούμε», σ υν έχ ισ ε εκείν ος, «και αυτό σ ημαίν ει ότι γ ια έν α
διάσ τημα θα ζήσ ουμε χ ωρίς υπηρεσ ία σ το σ πίτι». Η Τίλ ι σ κέφτηκε τα χ ρήματα σ την παράγ κα του κήπου. Αν του τα έδιν ε, γ ια πόσ ο καιρό θα τους έφταν αν ; «Για την ώρα, όμως, ξεκουράσ ου». Της έδειξε το ποτήρι με το μπράν τι που της είχ ε φέρει. «Και μην ξεχ άσ εις το φάρμακό σ ου. Θα ειδοποιήσ ω την κυρία Ριβάρ». Η Τίλ ι ήπιε με μεγ άλ ες γ ουλ ιές το μπράν τι της, εν ώ εκείν ος έφυγ ε από το δωμάτιό της. Έπειτα, πήγ ε ν α καθίσ ει σ το περβάζι του παραθύρου, κοιτάζον τας τις μυρτιές σ τον πλ αϊν ό φράχ τη ν α λ ικν ίζον ται σ τον άν εμο. Ο δρ Χαν τ της είχ ε μιλ ήσ ει ξεκάθαρα σ ε όλ ες τις επισ κέψ εις του: είχ ε παραδοθεί σ την υσ τερία και έπρεπε οπωσ δήποτε ν α πάψ ει ν α φαν τάζεται φρικτά πράγ ματα, διαφορετικά η υγ εία της θα εξακολ ουθούσ ε ν α είν αι ευάλ ωτη. Η πεποίθησ η ότι ο σ ύζυγ ός της την είχ ε παν τρευτεί γ ια τα χ ρήματα, καθώς και ότι όλ ο εκείν ο το διάσ τημα διατηρούσ ε μια άλ λ η ερωτική σ χ έσ η, ήταν ακριβώς το είδος της υσ τερικής φαν τασ ίωσ ης που της είχ ε επισ ημάν ει ο γ ιατρός. Κι όμως, η Τίλ ι είχ ε την έν τον η υποψ ία πως ήταν αλ ήθεια.
● Η Τίλ ι ξύπν ησ ε αργ ά μες σ τη ν ύχ τα. Το κεφάλ ι της σ φυροκοπούσ ε. Είχ ε πιει περισ σ ότερο μπράν τι απ’ όσ ο έπρεπε. Δ εν το χ ρειαζόταν πια γ ια τον πόν ο σ τον καρπό της, όμως είχ ε αν ακαλ ύψ ει ότι ήταν έν α καλ ό φάρμακο γ ια τον πόν ο σ την καρδιά της, και ο Τζάσ περ με μεγ άλ η του χ αρά της έφερν ε έν α ποτήρι κάθε βράδυ. Ο ίδιος δεν έπιν ε ποτέ. Ήταν πάν τα ν ηφάλ ιος. Ίσ ως αν ήταν έν ας μέθυσ ος, ν α της ήταν πιο εύκολ ο ν α τον θεωρήσ ει ψ εύτη και γ υν αικά. Όμως, ο Τζάπερ ήταν πάν τα, αν όχ ι παθολ ογ ικά, σ χ εδόν απάν θρωπα ορθολ ογ ισ τής. Άκουσ ε έν αν ελ αφρύ γ δούπο έξω από την πόρτα της, σ αν ν α προσ παθούσ ε κάποιος ν α περάσ ει απέξω πολ ύ ήσ υχ α. Θα ήταν προφαν ώς ο Τζάσ περ, που περπατούσ ε σ τις μύτες των ποδιών του ελ πίζον τας ν α μην την ξυπν ήσ ει, ώσ τε ν α μην αρχ ίσ ει πάλ ι ν α του ουρλ ιάζει σ αν μέγ αιρα. Όμως, μετά το γ δούπο, ακούσ τηκε ο ήχ ος από κάτι που το έσ ερν αν απαλ ά πάν ω σ το χ αλ ί. Αν ακάθισ ε και αφουγ κράσ τηκε. Το πόμολ ο της πόρτας έτριξε, ακούσ τηκε πάλ ι κάτι σ αν σ ύρσ ιμο, ύσ τερα άλ λ ος έν ας μικρός γ δούπος, ώσ που τελ ικά τα βήματα απομακρύν θηκαν .
Η καρδιά της βούλ ιαξε. Πήγ ε σ την πόρτα. Το πόμολ ο δεν κιν ιόταν . Την είχ ε κλ είσ ει πάλ ι μέσ α. Αλ λ ά γ ιατί; Έσ κυψ ε με τις παλ άμες της σ το πάτωμα και κοίταξε κάτω από την πόρτα. Όλ α ήταν βυθισ μέν α σ το σ κοτάδι. Έμειν ε γ ια λ ίγ ο εκεί, τεν τών ον τας τα αυτιά της. Άκουσ ε τη φων ή του Τζάσ περ, πν ιγ μέν η μέσ α από τους ξύλ ιν ους τοίχ ους. Ώσ τε, λ οιπόν , είχ ε σ υν τροφιά. Τώρα, όλ ες οι αισ θήσ εις της και το κορμί της βρίσ κον ταν σ ε εγ ρήγ ορσ η. Περίμεν ε. Κι έπειτα, η επιβεβαίωσ η. Το αν άλ αφρο, διαπερασ τικό γ έλ ιο μιας γ υν αίκας. Η ερωμέν η του Τζάσ περ ήταν σ το σ πίτι, μαζί του. Τη σ τιγ μή που η γ υν αίκα του ήταν φυλ ακισ μέν η μες σ το δωμάτιό της. Η οργ ή της, που άρχ ισ ε τώρα ν α ξεχ ειλ ίζει και ν α κοχ λ άζει μες σ το σ τομάχ ι της, την τρόμαξε. Μέχ ρι τώρα, κατόρθων ε ν α αμφισ βητεί τον εαυτό της, ν α αποδιώχ ν ει τους χ ειρότερους φόβους της και ν α πισ τεύει τα ψ έματα του Τζάσ περ. Αλ λ ά αυτό… Αυτό ήταν η επιβεβαίωσ η. Κάθε ν εύρο και κάθε τέν ον τας σ το κορμί της πάλ ευε ν α κρατήσ ει μέσ α της τη μαν ία που απειλ ούσ ε ν α την ξεσ κίσ ει σ τα δύο. Ήθελ ε ν α
αν οίξει με τις γ ροθιές της τρύπες σ τους τοίχ ους, ν α ξεσ κίσ ει τα σ εν τόν ια και τα σ κεπάσ ματά της, ν α τραβήξει την πόρτα από τους μεν τεσ έδες και ν α του ουρλ ιάξει, ν α βγ άλ ει μια μακρόσ υρτη, καυτή, εκκωφαν τική κραυγ ή που θα τον σ ώριαζε κάτω ν εκρό. Αν τί γ ι’ αυτό, όμως, κουλ ουριάσ τηκε κατάχ αμα, με το πρόσ ωπό της ν α ακουμπάει σ το πάτωμα, και έσ φιξε τα δόν τια της γ ια ν α μην ακούσ ουν τους λ υγ μούς της.
9 - Το Παλ τό με το Γούν ιν ο Γαρν ίρισμα
Η Τίλ ι είχ ε περάσ ει πολ ύ καιρό κλ εισ μέν η μες σ το σ πίτι. Είχ ε ξεκουρασ τεί αρκετά. Είχ ε πιεί αρκετό μπράν τι. Είχ ε ζήσ ει αρκετά μες σ τη φυλ ακή του ν ου της. Ύ σ τερα από έν αν άσ τατο βραδιν ό ύπν ο, σ υν ειδητοποίησ ε ότι μπορούσ ε και πάλ ι ν α αν οίξει την πόρτα του δωματίου της και αν αρωτήθηκε πότε ν α είχ ε έρθει ο Τζάσ περ γ ια ν α μετακιν ήσ ει την καρέκλ α. Και πότε ν α είχ ε επισ τρέψ ει σ το σ πίτι της εκείν η η γ υν αίκα. Έπλ υν ε τα χ έρια της και το πρόσ ωπό της, ν τύθηκε και κατέβηκε κάτω. Ο Τζάσ περ δεν φαιν όταν πουθεν ά. Η κυρία Ριβάρ είχ ε έτοιμο σ το δίσ κο το πρόγ ευμά της, όμως εκείν η το αγ ν όησ ε και τράβηξε κατευθείαν γ ια την εξώπορτα. «Πού πάτε;» τη ρώτησ ε η κυρία Ριβάρ, «Δ εν ξέρω», αποκρίθηκε η Τίλ ι. «Ο κύριος Ντελ αφόρ ήταν ξεκάθαρος: πρέπει ν α μέν ετε σ το δωμάτιό σ ας». Η Τίλ ι δεν της έδωσ ε σ ημασ ία κι έκλ εισ ε με δύν αμη πίσ ω της την πόρτα. Προχ ώρησ ε σ το μπροσ τιν ό μον οπάτι, περν ών τας την πόρτα του κήπου, κι έπειτα
σ υν έχ ισ ε σ τη μικρή χ αλ ικόσ τρωτη κατηφόρα και χ ώθηκε μες σ το δάσ ος. Περπατούσ ε κι έν ιωθε το σ ώμα της ν α κιν είται και το αίμα της ν α κυλ άει, πράγ μα που αν ακούφισ ε λ ίγ ο τον τόσ ο μπερδεμέν ο ν ου της. Προχ ωρών τας μηχ αν ικά, διέσ χ ιζε το δάσ ος με κατεύθυν σ η τους γ ραν ιτέν ιους βράχ ους του Σεν τ Πίτερ Πορτ, όπου υπήρχ αν άν θρωποι και φασ αρία και κίν ησ η σ τους ελ ικοειδείς δρόμους που θύμιζαν χ αν τάκια. Αν ακάλ υψ ε πως τα βήματά της την είχ αν οδηγ ήσ ει σ το Παραν τί, τη σ υν οικία όπου βρισ κόταν το σ πίτι των Μόρν ιν γ κτον . Εκεί, σ τάθηκε λ ίγ ο γ ια ν α σ κεφτεί. Ο Ραλ φ και η Λόρα είχ αν σ ταθεί τόσ ο ευγ εν ικοί και φιλ όξεν οι απέν αν τί της… Η Λόρα είχ ε πει ότι η Τίλ ι μπορούσ ε ν α την επισ κέπτεται όποτε ήθελ ε. Κι αυτή τη σ τιγ μή, η Τίλ ι είχ ε απόλ υτη αν άγ κη ν α αν οίξει την καρδιά της σ ε κάποιον άν θρωπο, ν α σ υζητήσ ει τι έπρεπε ν α κάν ει. Δ ίσ τασ ε. Αν ο Τζάσ περ μάθαιν ε κάτι… Αλ λ ά δεν την έν οιαζε. Δ εν μπορούσ ε πια ν α ν οιάζεται γ ι’ αυτόν . Ο Τζάσ περ την είχ ε απογ οητεύσ ει πάρα πολ ύ. Και η αγ άπη που έν ιωθε άλ λ οτε γ ια εκείν ον είχ ε πια παγ ώσ ει μες σ τις φλ έβες της και είχ ε μεταλ λ αχ τεί σ ε μια πικρή
μν ησ ικακία. Δ εν ήξερε πια τι της επιφύλ ασ σ ε το μέλ λ ον , δεν ήξερε τι ήθελ ε από εκείν η ο Τζάσ περ ή τι περίμεν ε από την κοιν ή τους ζωή. Κι εκτός από όλ α αυτά, έπρεπε τώρα ν α αν αλ άβει και την ατελ είωτη λ ίσ τα με τις δουλ ειές του ν οικοκυριού και ν α αν έχ εται σ υγ χ ρόν ως ν α την κλ ειδών ει σ το δωμάτιό της, όποτε αυτό τον εξυπηρετούσ ε. Αυτό δεν ήταν γ άμος: ήταν μια ισ τορία τρόμου. Και το μόν ο που έλ ειπε ήταν έν α κλ ειδωμέν ο δωμάτιο γ εμάτο με πτώματα προηγ ούμεν ων ν εκρών σ υζύγ ων . Η Τίλ ι τράβηξε κατευθείαν γ ια το σ πίτι των Μόρν ιν γ κτον , αν έβηκε τα χ αμηλ ά πέτριν α σ καλ οπάτια και χ τύπησ ε με δύν αμη την πόρτα. Της άν οιξε μια υπηρέτρια. Εκείν οι, βέβαια, είχ αν προσ ωπικό. Η Τίλ ι θυμήθηκε πώς ήταν ν α έχ εις προσ ωπικό σ το σ πίτι σ ου. «Τι θα θέλ ατε, κυρία;» τη ρώτησ ε η κοπέλ α. «Ήρθα ν α επισ κεφτώ την κυρία Μόρν ιν γ κτον . Μπορεί ν α με δεχ τεί; Είμαι η Ματίλ ν τα Ντελ αφόρ». Η υπηρέτρια έγ ν εψ ε καταφατικά, αν αγ ν ωρίζον τας το όν ομα. «Μια σ τιγ μή, παρακαλ ώ, κυρία». Η Τίλ ι περίμεν ε, ισ ιών ον τας τις μαν σ έτες σ τα γ άν τια της και ρίχ ν ον τας ματιές γ ύρω της. Το σ πίτι
των Μόρν ιν γ κτον ήταν καλ οδιατηρημέν ο. Όπως ακριβώς υποτίθεται ότι θα ήταν και το δικό της σ πίτι, σ την καιν ούρια της ζωή. Αυτή τη ζωή γ ν ώριζε από μικρή, γ ι’ αυτή τη ζωή είχ ε αν ατραφεί και η ίδια. Κι όχ ι γ ια τη μουν τή, μελ αγ χ ολ ική καθημεριν ότητα σ την οποία ήταν τώρα βυθισ μέν η. Η Λόρα Μόρν ιν γ κτον εμφαν ίσ τηκε λ ίγ α λ επτά αργ ότερα. Γλ ίσ τρησ ε το χ έρι της κάτω από τον αγ κών α της Τίλ ι. «Τίλ ι! Χαίρομαι πάρα πολ ύ που σ ε βλ έπω, αλ λ ά σ υγ χ ρόν ως εκπλ ήσ σ ομαι. Ο Τζάσ περ μας είπε πως ήσ ουν πολ ύ άρρωσ τη». «Δ εν είμαι άρρωσ τη. Κι ούτε ήμουν άρρωσ τη ποτέ. Είχ α απλ ώς σ τραμπουλ ήξει τον καρπό μου. Και βαρέθηκα ν α είμαι κλ εισ μέν η μέσ α». Η Τίλ ι σ υν ειδητοποίησ ε πως οι λ έξεις ξεχ ύν ον ταν από τα χ είλ ια της χ ωρίς η ίδια ν α το έχ ει αποφασ ίσ ει. «Είμαι απελ πισ μέν η. Είμαι…» Της κόπηκε η αν άσ α. Το πρόσ ωπο της Λόρα σ υν ν έφιασ ε. Τράβηξε κον τά της την Τίλ ι και φών αξε πάν ω από τον ώμο της: «Μάιρα, φέρε μας λ ίγ η λ εμον άδα σ τον κήπο. Και όσ ο πιο γ ρήγ ορα μπορείς, σ ε παρακαλ ώ». Έγ ειρε προς τα πίσ ω και κοίταξε την Τίλ ι σ τα μάτια. «Θα καθίσ ουμε σ τον ήλ ιο, γ ια ν α πάρουμε λ ίγ ο καθαρό αέρα, και θ’ ακούσ ω όσ α κρύβεις σ την καρδιά σ ου».
Η Τίλ ι έν ιωσ ε τόσ η ευγ ν ωμοσ ύν η, που έν ιωσ ε ν α καταρρέει, σ αν ν α μην μπορούσ αν ν α τη σ τηρίξουν τα γ όν ατά της. «Ευχ αρισ τώ», της ψ ιθύρισ ε. «Σ’ ευχ αρισ τώ». Δ ιασ χ ίζον τας το σ πίτι, η Λόρα την οδήγ ησ ε έξω, σ ε μια μεγ άλ η χ λ οερή έκτασ η, περισ τοιχ ισ μέν η από θάμν ους κι έν αν ψ ηλ ό φράχ τη. Μια ογ κώδης σ ιδερέν ια πόρτα ορθων όταν σ τη γ ων ία του φράχ τη, αν άμεσ α σ ε θάμν ους βερόν ικας και λ εβάν τας. Πίσ ω από τα κάγ κελ α της πόρτας, η Τίλ ι μπορούσ ε ν α διακρίν ει έν α σ τεν ό μον οπάτι με ψ ηλ ούς γ ραν ιτέν ιους τοίχ ους, πάν ω σ τους οποίους σ καρφάλ ων ε έν α πλ ούσ ιο αμπελ όκλ ημα. Το πλ άτος του ίσ α που έφταν ε γ ια ν α βαδίσ ει εκεί έν ας άν θρωπος. Η Λόρα έβαλ ε την Τίλ ι ν α καθίσ ει σ το σ αλ όν ι του κήπου, με το τραπέζι και τις καρέκλ ες από σ φυρήλ ατο σ ίδηρο. Έπειτα, κάθισ ε σ ε μια καρέκλ α απέν αν τί της. Ο ήλ ιος έπεφτε λ ευκός και φωτειν ός σ το πρόσ ωπο και σ τα μαλ λ ιά της Λόρα, τον ίζον τας κάποιες χ ιον άτες ρίζες. «Πρέπει ν α μου τα πεις όλ α, αγ απητή μου», την παρότρυν ε. Η Τίλ ι πήρε βαθιά αν άσ α. «Ο Τζάσ περ έχ ει… Έχ ει…» Δ εν ήξερε ποιες λ έξεις ν α χ ρησ ιμοποιήσ ει γ ια ν α μιλ ήσ ει γ ια έν α θέμα τόσ ο προσ ωπικό. «Ο
Τζάσ περ έχ ει ερωμέν η». Η Λόρα δεν έδειξε καν έν α σ ημάδι έκπλ ηξης. «Το ξέρω», είπε. Κι ήταν μια αν ακούφισ η, μια τόσ ο μεγ άλ η αν ακούφισ η, ν α έχ ει κάποιον ν α την πισ τεύει και ν α μην το αρν είται και ν α μην της προσ φέρει μπράν τι προσ παθών τας ν α την πείσ ει πως είν αι υσ τερική. «Πολ λ ές γ υν αίκες αν ακαλ ύπτουν μια μέρα πως βρίσ κον ται σ τη θέσ η σ ου», είπε η Λόρα. «Και πολ λ ές επιλ έγ ουν ν α το αγ ν οήσ ουν ». «Νόμιζα πως μ’ αγ απούσ ε». «Ίσ ως ν α σ ας αγ απάει και τις δύο». Η καρδιά της Τίλ ι ζάρωσ ε σ ε αυτή τη σ κέψ η. «Με κλ ειδών ει σ το δωμάτιό μου. Δ εν μου μιλ άει ποτέ τρυφερά. Φοβάμαι ότι με παν τρεύτηκε γ ια τα χ ρήματα που του υποσ χ έθηκε ο παππούς μου». Η Λόρα έγ ν εψ ε πως καταλ άβαιν ε και κάρφωσ ε το ευγ εν ικό βλ έμμα της σ τα μάτια της Τίλ ι. «Εμείς γ ν ωρίζουμε τον Τζάσ περ πολ ύ καιρό. Είν αι έν ας γ οητευτικός κι έξυπν ος άν τρας και τον θεωρούσ α πάν τα άν θρωπο διασ κεδασ τικό και με καλ ούς τρόπους. Όταν μας είπε ότι παν τρεύτηκε, χ αρήκαμε πολ ύ γ ι’ αυτόν . Όσ ο καιρό τον γ ν ωρίζω –και μιλ άμε γ ια αρκετά χ ρόν ια–, τα χ ρήματά του
λ ιγ οσ τεύουν και αυξάν ον ται πάλ ι, εκεί που δεν το περιμέν εις. Αμφιβάλ λ ω πως σ ε παν τρεύτηκε γ ια τα χ ρήματα. Δ εν ήταν ποτέ τόσ ο απελ πισ μέν ος, ώσ τε ν α εκμεταλ λ ευτεί κάποιον τόσ ο απάν θρωπα». Η Λόρα έγ ειρε μπροσ τά και χ τύπησ ε χ αϊδευτικά το γ όν ατο της Τίλ ι. «Πισ τεύω ότι τα οικον ομικά του θ’ αν ακάμψ ουν πάλ ι. Πάν τα αυτό σ υμβαίν ει». Η καλ οσ ύν η της Λόρα έκαν ε τα δάκρυα της Τίλ ι ν α αν αβλ ύσ ουν . «Αλ λ ά πώς μπορώ ν ’ αν τέξω γ ν ωρίζον τας ότι αγ απάει κάποια άλ λ η; Ποια είν αι αυτή; Και γ ιατί τη διάλ εξε;» Η Λόρα έσ τρεψ ε το κεφάλ ι της και κοίταξε προς τα πίσ ω, δείχ ν ον τας σ υγ χ ρόν ως έν α παράθυρο σ τον χ αμηλ ότερο όροφο του σ πιτιού. Έπειτα, ξαν αγ ύρισ ε προς το μέρος της Τίλ ι και χ αμήλ ωσ ε τη φων ή της. «Εδώ και δύο χ ρόν ια, ο Τζάσ περ μας πλ ηρών ει έν α μικρό ποσ ό, κάτι σ αν εν οίκιο, ώσ τε ν α εξασ φαλ ίσ ει πως έν α από τα κορίτσ ια του προσ ωπικού μας θα έχ ει το δικό του, ιδιαίτερο δωμάτιο». «Τι πράγ μα; Μα δεν έχ ει καθόλ ου χ ρήματα». «Έχ ει ήδη καθυσ τερήσ ει πολ λ ούς μήν ες ν α πλ ηρώσ ει το εν οίκιο». «Ποια είν αι;» ρώτησ ε η Τίλ ι, εν ώ ξαν άφερν ε σ το ν ου της την εικόν α της υπηρέτριας που της είχ ε
αν οίξει την πόρτα. Αλ λ ά, ξαφν ικά, όλ α έμοιαζαν εκτυφλ ωτικά καθαρά. Τα μακριά, πυρόξαν θα μαλ λ ιά. «Η Σαν τέλ ;» «Α, ν α και η λ εμον άδα μας». Όσ η ώρα η υπηρέτρια άφην ε σ το τραπέζι τα ποτήρια και την καν άτα με τη λ εμον άδα, η Τίλ ι παρατηρούσ ε προσ εκτικά το παράθυρο που της είχ ε δείξει η Λόρα. Ήταν το δεύτερο από το τέλ ος, με την άδεια ζαρν τιν ιέρα από κάτω του. Ίσ ως ν α μην ήταν δυν ατόν ν α μεγ αλ ώσ ουν λ ουλ ούδια σ ε εκείν η τη ζαρν τιν ιέρα, επειδή ο Τζάσ περ σ καρφάλ ων ε σ υν έχ εια από εκεί γ ια ν α μπαιν οβγ αίν ει σ το δωμάτιο. Έν ιωσ ε το σ τομάχ ι της ν α αν ακατεύεται. Για μια σ τιγ μή, ν όμιζε πως θα έκαν ε εμετό. Πετάχ τηκε από την καρέκλ α της, όμως η Λόρα τη σ υγ κράτησ ε και την έφερε πίσ ω σ το τραπέζι. Η υπηρέτρια την κοίταζε σ ασ τισ μέν η. «Σ’ ευχ αρισ τώ, Μάιρα, δεν χ ρειαζόμασ τε κάτι άλ λ ο», είπε ευγ εν ικά σ την κοπέλ α. Η Λόρα αν άγ κασ ε την Τίλ ι ν α καθίσ ει πάλ ι σ την καρέκλ α της και της σ έρβιρε έν α ποτήρι λ εμον άδα. «Έλ α», της είπε, «ο χ υμός θα σ ε βοηθήσ ει ν α ν ιώσ εις καλ ύτερα». Έν ας ψ υχ ρός θαλ ασ σ ιν ός άν εμος αν άδεψ ε τις κορφές των θάμν ων . Η Τίλ ι ήπιε με μεγ άλ ες γ ουλ ιές
το χ υμό της, που ήταν σ υγ χ ρόν ως ξιν ός και γ λ υκός. Δ εν τη βοήθησ ε, όμως, ν α ν ιώσ ει καλ ύτερα. Η Λόρα ήπιε με αργ ές, κομψ ές γ ουλ ιές τον δικό της χ υμό κι έπειτα άφησ ε κατά μέρος το ποτήρι κι έπιασ ε το χ έρι της Τίλ ι. «Τίλ ι, μια ζωή χ ωρίς σ ύζυγ ο δεν είν αι ζωή. Σκέψ ου πόσ ο θα ν τροπιασ τείς αν εγ καταλ είψ εις το γ άμο σ ου… Και τι θα κάν εις μετά; Δ εν έχ εις σ υγ γ εν είς γ ια ν α επισ τρέψ εις κον τά τους, αυτό μου το έχ ει πει ο Τζάσ περ. Μήπως θα ήταν προτιμότερο ν α μάθεις ν α κάν εις τα σ τραβά μάτια; Το ξέρω πως αυτή τη σ τιγ μή σ ου φαίν εται φρικτό, όμως μπορεί ν α το σ υν ηθίσ εις. Όταν ο Τζάσ περ αποκτήσ ει πάλ ι κάποια χ ρήματα και ν ιώσ εις το Πελ αγ ίσ ιο Φως περισ σ ότερο σ αν σ πίτι σ ου, μπορεί ν ’ αρχ ίσ εις ν α αισ θάν εσ αι πιο άν ετα». «Μα δεν θα έπρεπε η ζωή μου ν α είν αι πιο ευτυχ ισ μέν η; Θα μπορούσ α κάλ λ ισ τα ν α έχ ω παν τρευτεί έν αν απ’ τους ηλ ικιωμέν ους γ άιδαρους που μου σ ύσ την ε κατά καιρούς ο παππούς μου και πάλ ι ν α αισ θάν ομαι “άν ετα”. Εγ ώ είχ α την προσ δοκία ότι θα αισ θαν όμουν ευτυχ ισ μέν η». «Οι προσ δοκίες είν αι ο εχ θρός της ευτυχ ίας», είπε η Λόρα, και τα δροσ ερά της δάχ τυλ α άφησ αν
το χ έρι της Τίλ ι. Οι μαν όλ ιες που χ όρευαν σ τον άν εμο έκαν αν το φως του ήλ ιου ν α τρεμοπαίζει. «Όποτε με χ ρειάζεσ αι, θα είμαι εδώ. Μπορείς πάν τα ν α έρχ εσ αι σ ’ εμέν α, ακόμα κι αν θέλ εις απλ ώς ν α κλ άψ εις. Θα είμαι εδώ γ ια ν α σ ’ ακούω». Η φων ή της Λόρα έγ ιν ε ψ ίθυρος τώρα. «Καταλ αβαίν ω πολ ύ καλ ά τον πόν ο που ν ιώθεις». Τα φρύδια της Τίλ ι αν ασ ηκώθηκαν . «Ο Ραλ φ;» Η Λόρα έσ φιξε τα χ είλ ια της, όμως κατόρθωσ ε ν α χ αμογ ελ άσ ει. Η Τίλ ι παρατήρησ ε πως οι γ ραμμές γ ύρω από τα μάτια και το σ τόμα της είχ αν γ ίν ει πιο βαθιές. «Ναι», της αποκρίθηκε. «Πριν από πολ ύ καιρό». «Συν έχ ισ ε. Πες μου. Σε παρακαλ ώ». Η Τίλ ι λ αχ ταρούσ ε απελ πισ μέν α ν α ακούσ ει πως δεν ήταν η μον αδική γ υν αίκα που υπέφερε έτσ ι. «Τα παιδιά μας ήταν μικρά τότε. Δ εν είπα ποτέ κουβέν τα. Αν μιλ ούσ α, θα είχ α προκαλ έσ ει καβγ άδες, ίσ ως και ν α μ’ έδιωχ ν ε απ’ το σ πίτι μου. Αν αποφάσ ιζα ν α τον αφήσ ω, ήθελ α ν α επιλ έξω εγ ώ τη σ τιγ μή και τον τρόπο». Σήκωσ ε τους ώμους της. «Έχ ουν περάσ ει δώδεκα χ ρόν ια και σ υν ειδητοποιώ πως δεν είμαι πια θυμωμέν η. Ο Ραλ φ κι εγ ώ είμασ τε πολ ύ ευτυχ ισ μέν οι. Οι ερωμέν ες τους δεν μπορούν ποτέ ν α τους
κρατήσ ουν . Αλ λ ά οι γ υν αίκες τους πάν τα μπορούν ». Όμως, κάθε ίν α του κορμιού της Τίλ ι, κάθε σ ταγ όν α του αίματός της, αν τισ τεκόταν σ ε αυτά τα λ όγ ια. Δ εν ήθελ ε ν α ξεχ άσ ει το όν ειρο σ το οποίο είχ ε πισ τέψ ει όλ ους αυτούς τους μήν ες: πως ο Τζάσ περ την αγ απούσ ε όπως τον αγ απούσ ε κι εκείν η, πως η ζωή τους θα ξετυλ ιγ όταν υπέροχ η μες σ το όμορφο σ πίτι τους. Η οδύν η της τώρα ήταν τρομακτική, ήταν πολ ύ χ ειρότερη από όλ ο τον πόν ο που είχ ε ν ιώσ ει σ τον τραυματισ μέν ο καρπό της. «Μη θυμών εις. Ο θυμός απλ ώς επιδειν ών ει τα πράγ ματα. Η Σαν τέλ έχ ει ν α περιμέν ει πολ ύ λ ιγ ότερα… Κι αν ησ υχ ώ τι θ’ απογ ίν ει όταν η σ χ έσ η τους θα έχ ει πια τελ ειώσ ει. Ξέρω πως αυτό δεν σ ’ αν ακουφίζει τώρα, αλ λ ά ν α σ κέφτεσ αι πως εκείν η έχ ει πολ ύ λ ιγ ότερη δύν αμη από εσ έν α μες σ τον κόσ μο. Ο Τζάσ περ είν αι ο δικός σ ου σ ύζυγ ος. Και όσ ο θα παραμέν ει διακριτικός, εσ ύ θα πρέπει ν α παραμέν εις ήρεμη, γ ν ωρίζον τας ότι η Σαν τέλ δεν μπορεί ν α τον διεκδικήσ ει πραγ ματικά». Ώσ τε, λ οιπόν , έπρεπε ν α ν ιώσ ει σ υμπάθεια γ ια την ερωμέν η του Τζάσ περ; Η Τίλ ι έκρυψ ε με μεγ άλ η προσ οχ ή την οργ ή που ξύπν ησ αν μέσ α της τα
λ όγ ια της Λόρα. «Λοιπόν , τι λ ες, θα μπορέσ εις ν α ηρεμήσ εις και ν α το αποδεχ τείς, Τίλ ι;» τη ρώτησ ε η Λόρα. Η Τίλ ι χ αμογ έλ ασ ε βεβιασ μέν α. Απάν τησ ε καταφατικά, όμως δεν το εν ν οούσ ε. Γιατί δεν ήταν δίκαιο. Και γ ιατί εκείν ο που ήθελ ε περισ σ ότερο από οτιδήποτε άλ λ ο ήταν ν α σ ταθεί μπροσ τά σ τον άν τρα της και ν α του πει, με λ υσ σ ασ μέν η μαν ία, πόσ ο άδικη ήταν αυτή η κατάσ τασ η. Όμως, τον φοβόταν υπερβολ ικά ώσ τε ν α κάν ει κάτι τέτοιο. Και με τόσ η οργ ή σ τα σ ωθικά της, δεν θα μπορούσ ε ποτέ ν α ηρεμήσ ει και ν α το αποδεχ τεί. ● Εκείν η τη ν ύχ τα, ξέσ πασ ε καταιγ ίδα. Η Τίλ ι διάβαζε σ τη βιβλ ιοθήκη, σ το φως εν ός κεριού, όταν άκουσ ε σ ε απόσ τασ η την πρώτη βρον τή. Σηκώθηκε, πήγ ε σ το παράθυρο και αν ασ ήκωσ ε το ρολ ό γ ια ν α κοιτάξει έξω. Πυκν ά σ ύν ν εφα έτρεχ αν σ τον ουραν ό κι έσ βην αν τα ασ τέρια, εν ώ αν άμεσ ά τους διακριν όταν κάθε τόσ ο η λ άμψ η μιας ασ τραπής. Η πρώτη ριπή του μαν ιασ μέν ου αν έμου όρμηξε ως το λ αιμό της, κι έτσ ι η Τίλ ι έκλ εισ ε το παράθυρο κι
έμειν ε ν α παρακολ ουθεί πίσ ω από το τζάμι τις κορφές των δέν τρων ν α λ υγ ίζουν δεξιά κι αρισ τερά. Η καταιγ ίδα ήταν τόσ ο δυν ατή, που δεν άκουσ ε τα βήματα του Τζάσ περ σ την πόρτα. «Τίλ ι;» είπε, κι εκείν η αν απήδησ ε. Στράφηκε προς το μέρος του. Ο Τζάσ περ σ τεκόταν σ το κατώφλ ι με έν α κηροπήγ ιο, και το φως του κεριού έριχ ν ε τρομακτικές σ κιές σ το πρόσ ωπό του. Η Τίλ ι σ υν ειδητοποίησ ε πως οι χ τύποι της καρδιάς της επιταχ ύν θηκαν . «Δ εν θα έπρεπε ν α ξεκουράζεσ αι;» τη ρώτησ ε. «Νιώθω πολ ύ καλ ά πια». «Νομίζω ότι θα έπρεπε ν α βρίσ κεσ αι σ την κρεβατοκάμαρά σ ου. Η κυρία Ριβάρ θα σ ου φέρει το γ εύμα σ ου προτού σ χ ολ άσ ει γ ια βράδυ». «Μπορώ ν α φάω κάτω, μαζί σ ου». «Ο δρ Χαν τ ήταν σ αφής, όταν είπε πως–» «Φαν τάζομαι ότι κι εσ ύ θεωρείς πως είμαι αρκετά καλ ά, αφού μου ζήτησ ες ν ’ αρχ ίσ ω πολ ύ σ ύν τομα ν α καθαρίζω μόν η μου αυτό το τεράσ τιο σ πίτι». Έδειξε γ ύρω της το χ ώρο. «Δ εν μ’ αρέσ ει ο τόν ος σ ου». Η Τίλ ι δεν είπε τίποτα. «Ήσ ουν τόσ ο γ λ υκομίλ ητη όταν σ ε γ ν ώρισ α…»
«Νομίζω πως είν αι δίκαιο ν α πούμε ότι και οι δύο ήμασ ταν εν τελ ώς διαφορετικοί όταν γ ν ωρισ τήκαμε», του αποκρίθηκε με έν τον ο ύφος. «Στο κρεβάτι σ ου», της είπε. «Η κοφτερή γ λ ώσ σ α σ ου δεν αλ λ άζει τίποτα. Είμαι ο σ ύζυγ ός σ ου και σ ε προσ τάζω ν α επισ τρέψ εις σ το δωμάτιό σ ου». Η Τίλ ι μάζεψ ε μια αγ καλ ιά βιβλ ία, τα πήρε μαζί της και προχ ώρησ ε μπροσ τά του. Και δεν εξεπλ άγ η καθόλ ου που άκουσ ε τον Τζάσ περ, όταν πια η πόρτα της είχ ε κλ είσ ει, ν α σ έρν ει μια καρέκλ α και ν α τη σ φην ών ει από πίσ ω. Στο κομοδίν ο της υπήρχ ε έν α ποτήρι με μπράν τι. Το ήπιε μον ορούφι, ελ πίζον τας ότι το υγ ρό θα έσ βην ε τη φωτιά που έκαιγ ε μέσ α της. Έπειτα, γ έλ ασ ε με τη σ κέψ η της: όταν ρίχ ν εις μπράν τι σ τη φωτιά, το μόν ο που καταφέρν εις είν αι ν α τη δυν αμών εις. Το κερί της έσ βησ ε τσ ιτσ ιρίζον τας κι εκείν η κάθισ ε σ την άκρη του κρεβατιού της, σ τα σ κοτειν ά, ακούγ ον τας την καταιγ ίδα ν α λ υσ σ ομαν άει καθώς προχ ωρούσ ε γ ι’ άλ λ α μέρη. Καν είς δεν της έφερε φαγ ητό, και υπέθεσ ε ότι ο Τζάσ περ την τιμωρούσ ε με αυτό τον τρόπο. Αν αρωτήθηκε αν η Σαν τέλ είχ ε κιόλ ας φτάσ ει με αυτή τη βροχ ή, αν τα ρούχ α της σ τέγ ν ων αν σ την κουζίν α όσ ο εκείν η ήταν
πλ αγ ιασ μέν η γ υμν ή σ την αγ καλ ιά του Τζάσ περ. Αν αρωτήθηκε και αν το παλ τό με το γ ούν ιν ο γ αρν ίρισ μα ήταν αν άμεσ α σ ε εκείν α τα ρούχ α, το ίδιο εκείν ο παλ τό που είχ ε διαλ έξει η Τίλ ι έν α ψ υχ ρό φθιν οπωριν ό πρωιν ό που είχ ε βγ ει γ ια ψ ών ια με τον παππού της. Από τη σ τιγ μή που το δοκίμασ ε, ήξερε πως το ήθελ ε. Δ εν ήταν αρκετά βαρύ γ ια τον σ ιωπηλ ό, χ ιον ισ μέν ο χ ειμών α, αλ λ ά ήταν ιδαν ικό γ ια έν α αν εμοδαρμέν ο απόγ ευμα του Οκτώβρη, με τις βαθιές τσ έπες του όπου μπορούσ ε ν α κρύβει τα χ έρια της όταν κρύων αν . Πόσ ο το αγ απούσ ε εκείν ο το παλ τό, αλ ήθεια… Και πόσ ο αγ απούσ ε εκείν η την αλ λ οτιν ή ζωή… Η δυσ τυχ ία της έκαν ε το θυμό της ν α φουν τώσ ει ακόμα περισ σ ότερο. Πώς τολ μούσ ε ο Τζάσ περ; Ήθελ ε πίσ ω το παλ τό της. Το ήθελ ε και θα το έπαιρν ε. Πρώτα, πήγ ε μέχ ρι την πόρτα και προσ πάθησ ε με όλ η της τη δύν αμη ν α γ υρίσ ει το πόμολ ο. Αλ λ ά δεν γ υρν ούσ ε. Έπειτα, κλ ότσ ησ ε την πόρτα, όμως το μόν ο που κατάφερε ήταν ν α χ τυπήσ ει το μεγ άλ ο δάχ τυλ ο του ποδιού της. Τότε, πήγ ε σ το παράθυρο και σ ήκωσ ε το ρολ ό. Η καταιγ ίδα είχ ε κοπάσ ει και είχ ε δώσ ει τη θέσ η της σ ε μια ψ ιλ ή βροχ ή. Τα σ ύν ν εφα είχ αν αν οίξει
και αποκάλ υπταν λ ίγ α μον αχ ικά ασ τέρια. Η Τίλ ι κοίταξε κάτω. Θυμήθηκε πως είχ ε κι άλ λ οτε σ χ εδιάσ ει αυτή την πορεία διαφυγ ής. Περβάζι, μαρκίζα, κλ αδιά δέν τρου, δεύτερο περβάζι, σ κεπή αίθριου και, τελ ικά, έδαφος. Ο φόβος της ήταν πολ ύ μικρότερος από το θυμό της. Έβγ αλ ε το έν α πόδι της έξω από το παράθυρο κι έπειτα το άλ λ ο, ώσ που βρέθηκε σ τη σ τεν ή μαρκίζα. Εξακολ ουθούσ ε ν α κρατιέται με τα δάχ τυλ α από το περβάζι. Έν α αίσ θημα ιλ ίγ γ ου την παρέλ υσ ε κι έν α καυτό κύμα φόβου διέτρεξε την καρδιά της. Τελ ικά, όμως, η ζάλ η κι ο φόβος υποχ ώρησ αν και η Τίλ ι προχ ώρησ ε προσ εκτικά σ τη μαρκίζα. Έπειτα, κατέβασ ε το έν α χ έρι της, κι ύσ τερα αργ ά και το άλ λ ο, σ το γ ερό κλ αδί αν άμεσ α σ το δικό της παράθυρο και το διπλ αν ό. Λύγ ισ ε τα γ όν ατά της, πήρε φόρα και αν έβηκε σ το κλ αδί. Περίμεν ε γ ια λ ίγ ο, έν τρομη πως το κλ αδί θα ράγ ιζε ή θα έσ παγ ε. Έπειτα, αργ ά, προχ ώρησ ε κατά μήκος του κλ αδιού και προς τα κάτω. Είχ ε τα μπράτσ α της τυλ ιγ μέν α γ ύρω από το κλ αδί και ο τραχ ύς φλ οιός πιαν όταν σ τα μαν ίκια της και της έγ δερν ε τα χ έρια. Τα πόδια της αιωρήθηκαν γ ια λ ίγ ο, μέχ ρι που τα ακροδάχ τυλ ά της πάτησ αν σ το περβάζι από κάτω. Και μετά, με μια κίν ησ η αν άμεσ α σ ε βήμα και άλ μα,
κατόρθωσ ε ν α σ ταθεροπ οιηθεί σ ε εκείν ο το περβάζι. Στάθηκε έν α λ επτό γ ια ν α πάρει αν άσ α. Η σ κεπή του αίθριου ήταν φτιαγ μέν η από γ υαλ ί, κι έτσ ι θα έπρεπε ν α είν αι πολ ύ προσ εκτική και ν α προσ γ ειωθεί σ ε έν α από τα χ ον τρά και παράλ λ ηλ α δοκάρια οροφής που έν ων αν το αίθριο με το σ πίτι. Σε αυτό το σ ημείο, σ χ εδόν έχ ασ ε την αποφασ ισ τικότητά της. Αν προσ γ ειων όταν με φόρα σ το λ άθος μέρος, θα περν ούσ ε μέσ α από το γ υαλ ί, που θα την έκοβε σ ε λ ωρίδες. Αλ λ ά και η παγ ων ιά της βροχ ής είχ ε παγ ώσ ει τη θέλ ησ ή της. Το εγ χ είρημά της δεν της φαιν όταν πια τόσ ο καλ ή ιδέα. Ήταν μια πολ ύ καλ ή οδός διαφυγ ής σ ε περίπτωσ η φωτιάς ή άλ λ ης έκτακτης αν άγ κης, όμως δεν ήταν υπερβολ ή ν α τη χ ρησ ιμοποιεί μόν ο και μόν ο γ ια ν α διεκδικήσ ει πίσ ω έν α παλ τό; Ήταν τρέλ α. Ούτως ή άλ λ ως, όμως, ο σ ύζυγ ός της και ο γ ιατρός ήδη τη θεωρούσ αν τρελ ή. Να που αυτό αποδεικν υόταν τώρα βολ ικό. Η Τίλ ι πίεσ ε την πλ άτη της σ τον πέτριν ο τοίχ ο και γ λ ίσ τρησ ε κάτω, έτσ ι ώσ τε ν α βρεθεί καθισ μέν η σ τη μαρκίζα. Τα πόδια της απείχ αν ακόμα αρκετά εκατοσ τά από το δοκάρι. Τεν τώθηκε γ ια ν α το
φτάσ ει και αφέθηκε ν α γ λ ισ τρήσ ει προς τα εμπρός. Ώσ που, τελ ικά, προσ γ ειώθηκε. Δ εν περίμεν ε πως θα ήταν τόσ ο ολ ισ θηρή η σ κεπή του αίθριου. Αν αγ κάσ τηκε ν α σ υρθεί σ τα τέσ σ ερα κατά μήκος του δοκαριού. Το δοκάρι είχ ε μια καθοδική κλ ίσ η κι έπειτα άφην ε έν α κεν ό περίπου τριών μέτρων μέχ ρι το έδαφος. Έπρεπε ν α πηδήξει. Ήταν , όμως, μεγ άλ η απόσ τασ η. Σχ εδόν έβαλ ε τα κλ άματα όταν σ υν ειδητοποίησ ε ότι είχ ε περάσ ει τόσ ες δυσ κολ ίες γ ια ν α φτάσ ει μέχ ρι εκεί, αλ λ ά ότι δεν είχ ε αν τιλ ηφθεί πως δεν θα μπορούσ ε ν α κατεβεί από τη σ κεπή του αίθριου… Το πρόβλ ημα ήταν ότι δεν τολ μούσ ε ν α απομακρυν θεί από αυτό το δοκάρι, ώσ τε ν α βρει έν α πιο βολ ικό μέρος γ ια ν α προσ γ ειωθεί. Ήξερε, όμως, πως δίπλ α σ το αίθριο και κον τά σ το μπροσ τιν ό μέρος του σ πιτιού υπήρχ ε μια σ υσ τάδα θάμν ων . Θα ήταν αρκετή γ ια ν α μετριάσ ει την πτώσ η της. Η Τίλ ι κάθισ ε αν ακούρκουδα σ το δοκάρι και τέν τωσ ε αποφασ ισ τικά τα χ έρια της γ ια ν α αγ γ ίξει το γ υαλ ί. Ήταν υγ ρό και ολ ισ θηρό. Δ οκίμασ ε το βάρος της, γ λ ίσ τρησ ε αργ ά κάτω από το δοκάρι και σ ύρθηκε με το σ τομάχ ι. Μέχ ρι πριν από λ ίγ ο, ήταν απλ ώς βρεγ μέν η, αλ λ ά τώρα ήταν πραγ ματικά
μούσ κεμα, και η παγ ων ιά τη διαπερν ούσ ε μέσ α από το μπροσ τιν ό μέρος της μπλ ούζας και της φούσ τας της. Προχ ώρησ ε έρπον τας σ αν φίδι σ τη σ κεπή του αίθριου. Όποτε έφταν ε σ ε έν α δοκάρι, σ καρφάλ ων ε με τα τέσ σ ερα γ ια ν α το περάσ ει, μορφάζον τας από αγ ων ία κάθε φορά που πρώτα το έν α της γ όν ατο κι έπειτα το άλ λ ο έρχ ον ταν σ ε επαφή με το γ υαλ ί. Περίμεν ε διαρκώς πως το γ υαλ ί θα έσ παγ ε. Όμως, δεν έσ πασ ε. Κι επιτέλ ους, έφτασ ε σ το τελ ευταίο δοκάρι και κοίταξε ακριβώς από κάτω της, σ τα σ κοτειν ά, τη σ υσ τάδα των θάμν ων . Κάποτε τους είχ αν φρον τίσ ει με προσ οχ ή, κι έτσ ι διατηρούσ αν ακόμα έν α πυκν ό και γ ερό φύλ λ ωμα που θα μπορούσ ε ν α αν τέξει το βάρος της. Ήταν , όμως, και υπερβολ ικά αν επτυγ μέν οι, με μακριούς, άγ ριους, αγ καθωτούς μίσ χ ους ν α ξεπετάγ ον ται από όλ ες τις πλ ευρές. Ατσ άλ ωσ ε τον εαυτό της, έσ φιξε δυν ατά πάν ω σ το σ ώμα της τον τραυματισ μέν ο καρπό της και πήδηξε. Μόν ο που δεν επρόκειτο τόσ ο γ ια έν α άλ μα όσ ο γ ια μια ελ εγ χ όμεν η πτώσ η. Οι θάμν οι αν αχ αίτισ αν γ ια λ ίγ ο την πτώσ η της, έπειτα, όμως, κατέρρευσ ε. Αγ κάθια της ξέσ κισ αν τα ρούχ α και το δέρμα. Όμως, ήταν επιτέλ ους κάτω, σ το έδαφος.
Αγ κομαχ ούσ ε. Η βροχ ή είχ ε δυν αμώσ ει. Έκαν ε τρέχ ον τας το γ ύρο του σ πιτιού ως την πόρτα της κουζίν ας και την έσ πρωξε γ ια ν α αν οίξει. Μπροσ τά σ το τζάκι κρέμον ταν μουσ κεμέν α γ υν αικεία ρούχ α, όπως το είχ ε φαν τασ τεί. Αλ λ ά δεν υπήρχ ε το παλ τό με το γ ούν ιν ο γ αρν ίρισ μα. Κι εκείν οι οι δύο δεν βρίσ κον ταν πάν ω, σ το δωμάτιο του Τζάσ περ. Μέσ α σ ε μια σ τιγ μή, σ υν ειδητοποίησ ε πως οι φων ές τους ακούγ ον ταν από το σ αλ όν ι. Η Τίλ ι κοίταξε προς τα κάτω τον εαυτό της σ το φως της φωτιάς. Ρούχ α σ κισ μέν α και βρεγ μέν α και αίματα ν α τρέχ ουν από τις πλ ηγ ές που της είχ αν προκαλ έσ ει τα αγ κάθια σ το μπράτσ ο της και σ το μηρό της. Αλ λ ά και τα μαλ λ ιά της έπεφταν λ υτά και χ αλ αρά γ ύρω από τους ώμους της. Δ εν ήθελ ε ν α αν τιμετωπίσ ει την ερωμέν η του Τζάσ περ σ ε αυτή την κατάσ τασ η. Όμως, τώρα είχ ε ξυπν ήσ ει η περιέργ ειά της. Δ ιέσ χ ισ ε σ τις μύτες των ποδιών την κουζίν α και το διάδρομο και γ λ ίσ τρησ ε σ την τραπεζαρία. Εκεί, σ τάθηκε πίσ ω από τον τοίχ ο γ ια ν α ακούσ ει. Τίποτα. Κάποιος της είχ ε πει μια φορά πως μπορούσ ε καν είς ν α ακούσ ει όλ ες τις σ υζητήσ εις που γ ίν ον ταν σ το διπλ αν ό δωμάτιο, αρκεί ν α πίεζε
έν α γ υάλ ιν ο ποτήρι σ τον τοίχ ο. Πήρε έν α ποτήρι από τον μπουφέ, αλ λ ά και πάλ ι δεν μπορούσ ε ν α ακούσ ει τίποτα. Επέσ τρεψ ε σ το διάδρομο και κάθισ ε κατάχ αμα, ακριβώς πίσ ω από την κλ εισ τή πόρτα του σ αλ ον ιού. Από τη χ αραμάδα της πόρτας, έφεγ γ ε το απαλ ό φως των κεριών . Άκουσ ε την απαλ ή φων ή της Σαν τέλ . Τη βαριά αν άσ α του Τζάσ περ. Δ εν μιλ ούσ αν με ολ οκλ ηρωμέν ες προτάσ εις. Μόν ο μουρμούριζαν μέσ α από τα βογ κητά τους κοφτές φράσ εις, όπως «Ναι, αγ άπη μου, σ ε παρακαλ ώ» και «Αχ , σ ’ αγ απάω». Αν αρωτήθηκε αν η Λόρα Μόρν ιν γ κτον είχ ε βρεθεί ποτέ σ τη θέσ η ν α ακούσ ει με τα ίδια της τα αυτιά τον άν τρα της ν α την προδίδει. Έκρυψ ε το κεφάλ ι της αν άμεσ α σ τα γ όν ατά της και τα άκουσ ε όλ α μέχ ρι τέλ ους. Όλ α όσ α είχ ε φαν τασ τεί πως θα μάθαιν ε σ την αγ καλ ιά του Τζάσ περ. Τώρα, το μόν ο που της απέμεν ε ήταν ν α τον ακούει ν α τα ζει όλ α αυτά με μια άλ λ η. Άρχ ισ αν ν α σ υζητούν . Γελ ούσ αν απαλ ά και μιλ ούσ αν γ ια πράγ ματα που εκείν η δεν καταλ άβαιν ε: δίχ ως άλ λ ο, αν αφέρον ταν σ ε μικρά κομμάτια κρυφών εμπειριών που είχ αν μοιρασ τεί οι δυο τους. Η Τίλ ι σ κέφτηκε ν α μη μείν ει άλ λ ο. Τα
ρούχ α της ήταν μούσ κεμα και κρύων ε πολ ύ. Εκείν η ακριβώς τη σ τιγ μή, όμως, η Σαν τέλ τον ρώτησ ε: «Πόσ ο καιρό ακόμα;» Η Τίλ ι ήθελ ε ν α μάθει τι σ ήμαιν ε εκείν η η ερώτησ η, κι έτσ ι έγ ειρε λ ίγ ο πιο κον τά σ την πόρτα και αφουγ κράσ τηκε με όλ η της την προσ οχ ή. «Τα χ ρήματα θα είν αι σ τα χ έρια μου σ το τέλ ος του μήν α. Όλ οι οι δαν εισ τές μου σ υμφών ησ αν ν α περιμέν ουν . Τα χ ειρότερα πέρασ αν ». Από τη μια πλ ευρά, η Τίλ ι έν ιωθε χ αρά που άκουγ ε αυτά τα ν έα, από την άλ λ η, όμως, έν ιωθε και θλ ίψ η που εκείν ος δεν είχ ε επιλ έξει ν α πει σ ε εκείν η, τη γ υν αίκα του, την αλ ήθεια. «Ξέρεις ότι δεν μιλ ούσ α γ ια τα χ ρήματα. Πόσ ο καιρό ακόμα;» Ακολ ούθησ ε σ ιωπή. Η Τίλ ι ευχ ήθηκε ν α καταλ άβαιν ε γ ια ποιο πράγ μα μιλ ούσ αν . «Ξέρεις γ ια πόσ ο καιρό ακόμα. Δ ύο χ ρόν ια. Αν , όμως, μπορέσ ω απλ ώς ν α την τσ ακίσ ω, ώσ τε ν α με αφήσ ει εκείν η…» Έν α καυτό ρίγ ος διαπέρασ ε το δέρμα της. Άραγ ε, μιλ ούσ αν γ ια εκείν η; «Δ εν χ ρειάζεται ν α την τσ ακίσ εις. Απλ ώς βρες κάποιο τρόπο ν ’ απαλ λ αγ είς απ’ την παρουσ ία της. Δ εν σ ου χ ρειάζεται πια σ ε τίποτα, το είπες και
μόν ος σ ου». «Δ εν είχ α αν τιλ ηφθεί πως ο παππούς είχ ε μιλ ήσ ει σ ’ εκείν ο τον άθλ ιο ξάδελ φο γ ια τη σ υμφων ία μας». Η Τίλ ι αν ατρίχ ιασ ε. Άραγ ε, τώρα μιλ ούσ αν γ ια τον Γκόν τφρι; «Υ ποσ χ έθηκες πως θα είμασ τε μαζί. Δ εν θέλ ω ν α μείν ω γ ια πάν τα ερωμέν η σ ου. Θέλ ω ν α γ ίν ω γ υν αίκα σ ου». Ο τόν ος της Σαν τέλ φαν έρων ε αγ αν άκτησ η, αλ λ ά ο τόν ος του Τζάσ περ ήταν πολ ύ πιο μετρημέν ος. «Κι εγ ώ θέλ ω ν α γ ίν ω άν τρας σ ου. Αλ λ ά πρέπει ν α προχ ωρήσ ουμε με αργ ό ρυθμό». Η Τίλ ι θυμήθηκε αυτό που της είχ ε πει η Λόρα – ότι οι ερωμέν ες των αν τρών δεν μπορούν ποτέ ν α τους κρατήσ ουν , εν ώ οι γ υν αίκες τους πάν τα μπορούν . Η Τίλ ι την πίσ τευε σ ε αυτό. Ο Τζάσ περ δεν θα ήταν περισ σ ότερο διατεθειμέν ος ν α παρατήσ ει την Τίλ ι και ν α παν τρευτεί μια μαγ είρισ σ α απ’ ό,τι ν α παραιτηθεί από το σ πίτι του και ν α ζήσ ει σ ε μια καλ ύβα από λ άσ πη και ξύλ α. Κατείχ ε μια θέσ η σ την κοιν ων ία και ν οιαζόταν πολ ύ γ ια τη γ ν ώμη του κόσ μου. Κι όμως, υπήρχ ε κάτι αν ησ υχ ητικό και απειλ ητικό σ τα λ όγ ια της Σαν τέλ .
Ναι, ήταν οι λ έξεις που είχ ε επιλ έξει: Βρες κάποιον τρόπο ν ’ απαλ λ αγ είς απ’ την παρουσία της. Άραγ ε, κιν δύν ευε; Και τι εν ν οούσ ε ο Τζάσ περ όταν έλ εγ ε πως θα την τσ άκιζε; Θα της έκαν ε το βίο αβίωτο, ώσ τε εκείν η ν α φύγ ει με τη θέλ ησ ή της; Ή μήπως… κάτι ακόμα χ ειρότερο; «Όμως, αυτός ο ρυθμός είν αι υπερβολ ικά αργ ός γ ια τα γ ούσ τα μου», είπε η Σαν τέλ κι έπειτα σ ταμάτησ ε απότομα ν α μιλ άει. Η Τίλ ι κατάλ αβε πως ο Τζάσ περ της είχ ε κλ είσ ει το σ τόμα με φιλ ιά. Τα φιλ ιά που τόσ ο είχ ε ποθήσ ει η Τίλ ι. Έν ιωθε υπερβολ ικά παγ ωμέν η, υπερβολ ικά θλ ιμμέν η. Σηκώθηκε κουρασ μέν α σ τα πόδια της και σ χ εδόν σ ύρθηκε σ τις σ κάλ ες μέχ ρι το δωμάτιό της. Εκεί ήταν και η καρέκλ α, ν α ισ ορροπεί σ τηριγ μέν η με τα δύο πίσ ω πόδια της σ την πόρτα της. Η Τίλ ι καταλ άβαιν ε τώρα γ ια ποιο λ όγ ο το πόμολ ο της είχ ε δώσ ει την εν τύπωσ η ότι ήταν κλ ειδωμέν ο: ο Τζάσ περ είχ ε χ ρησ ιμοποιήσ ει μια από τις καρέκλ ες της τραπεζαρίας, που είχ αν σ καλ ισ μέν ο σ τη ράχ η τους έν α βαθύ σ χ έδιο σ αν πέταλ ο. Είχ ε τοποθετήσ ει την καρέκλ α με τέτοιο τρόπο, ώσ τε το πόμολ ο ν α είν αι σ φην ωμέν ο και ακιν ητοποιημέν ο μες σ το χ αραγ μέν ο πέταλ ο – ταίριαζε σ χ εδόν
τέλ εια. Μετακίν ησ ε την καρέκλ α, την έσ τρεψ ε απαλ ά σ το πλ άι, έτσ ι ώσ τε ν α φαίν εται σ αν ν α έπεσ ε από τη θέσ η της, και μπήκε σ το δωμάτιό της, γ ια ν α αλ λ άξει τα βρεγ μέν α της ρούχ α και ν α φορέσ ει μια ζεσ τή ν υχ τικιά. Την επομέν η κιόλ ας μέρα, θα άφην ε τον Τζάσ περ. Ήταν η μον αδική λ ύσ η. ● Ξαπλ ωμέν η σ το πλ άι, έβλ επε από το κρεβάτι της τα ασ τέρια ν α εμφαν ίζον ται πίσ ω από τα σ ύν ν εφα κι έκλ αιγ ε γ ια όλ α όσ α πεν θούσ ε μέσ α της. Για την απώλ εια του παππού της, γ ια την απώλ εια της αγ άπης της, γ ια την απώλ εια του ον είρου της. Αλ λ ά τα δάκρυά της ήταν καυτά, οργ ισ μέν α δάκρυα. Δ εν ήταν δίκαιο· δεν είχ ε κάν ει τίποτα γ ια ν α προκαλ έσ ει αυτή την κατάσ τασ η. Απλ ώς ήταν γ υν αίκα, αυτό ήταν όλ ο. Μια γ υν αίκα που δεν είχ ε αν ατραφεί γ ια ν α κερδίζει μόν η της το ψ ωμί της ή ν α φρον τίζει μόν η της τον εαυτό της. Μια γ υν αίκα που ήταν αν αγ κασ μέν η ν α επιβιών ει χ άρη σ τη γ εν ν αιοδωρία κάποιων αν τρών –του παππού της, του Γκόν τφρι, του Τζάσ περ–, οι οποίοι, όμως, της φέρθηκαν όλ οι άδικα. Ναι, ακόμα κι ο παππούς,
που της είχ ε πει ψ έματα γ ια τον Τζάσ περ και την είχ ε αφήσ ει εκτεθειμέν η. Σκέφτηκε, και μάλ ισ τα όχ ι γ ια πρώτη φορά σ τη ζωή της, πως αν είχ ε τη δυν ατότητα ν α ελ έγ χ ει η ίδια τη μοίρα της, τώρα θα ήταν σ ε πολ ύ καλ ύτερη κατάσ τασ η. Όμως, καθώς ήταν πια παν τρεμέν η, ήταν και παγ ιδευμέν η σ ε έν α δίχ τυ από περίπλ οκα προβλ ήματα που θα την ακολ ουθούσ αν όλ η της τη ζωή. Το διαζύγ ιο ήταν ακριβή και δύσ κολ η υπόθεσ η. Θα έπρεπε ν α αποδείξει την απισ τία του Τζάσ περ, ν α ξοδέψ ει χ ρήματα που δεν είχ ε και ν α κουβαλ άει γ ια πάν τα το σ τίγ μα της χ ωρισ μέν ης. Το μον οπάτι που διάλ εγ ε τώρα –ν α φύγ ει και ν α προσ ποιείται ότι δεν είχ ε παν τρευτεί ποτέ– ήταν βέβαια πιο εύκολ ο, αλ λ ά προϋπέθετε ότι δεν θα ερωτευόταν και δεν θα παν τρευόταν ποτέ ξαν ά. Κάθε ελ πίδα γ ια το μέλ λ ον της είχ ε χ αθεί. Κι έτσ ι, τα οργ ισ μέν α δάκρυα ξεχ ύν ον ταν εκείν ο το βράδυ από μέσ α της μέχ ρι τη σ τιγ μή που αποκοιμήθηκε και παραδόθηκε σ ε όν ειρα γ εμάτα αν ταριασ μέν ες θάλ ασ σ ες. ● Η Τίλ ι ήξερε πως έπρεπε ν α σ χ εδιάσ ει πολ ύ
προσ εκτικά τις κιν ήσ εις της. Το ατμόπλ οιο γ ια το Σεν Μαλ ό, σ τη βόρεια Γαλ λ ία, έφευγ ε ν ωρίς το πρωί, πριν από την αυγ ή, όμως εκείν η την ώρα πολ ύ πιθαν όν ν α ήταν εγ κλ ωβισ μέν η σ το δωμάτιό της. Αλ λ ά αν έφευγ ε από το απόγ ευμα, ίσ ως ν α προκαλ ούσ ε τις υποψ ίες του Τζάσ περ και ν α ερχ όταν ν α την αν αζητήσ ει. Έτσ ι, αποφάσ ισ ε πως θα έφευγ ε αμέσ ως μετά το δείπν ο: θα έλ εγ ε ότι πηγ αίν ει σ το δωμάτιό της και, αν τί γ ι’ αυτό, θα κατευθυν όταν προς την εξώπορτα την ώρα που ο Τζάσ περ θα ασ χ ολ ιόταν με το άν αμμα της φωτιάς σ το σ αλ όν ι. Αυτό σ ήμαιν ε πως έπρεπε ν α ετοιμάσ ει το μπαούλ ο της και ν α το κρύψ ει κάπου έξω από το σ πίτι. Η ιδαν ική κρυψ ών α ήταν , φυσ ικά, η καλ ύβα του κήπου, όπου είχ ε ήδη κρύψ ει και το κουτί των πούρων με τα χ ρήματα που θα την πήγ αιν αν από το Σεν Μάλ ο σ ε όποιον προορισ μό επέλ εγ ε. Εξακολ ουθούσ ε ν α έχ ει το μον αδικό κλ ειδί γ ια την καλ ύβα. Το σ τομάχ ι της σ φιγ γ όταν σ ε αυτή τη σ κέψ η. Δ εν είχ ε ιδέα πού θα πήγ αιν ε μετά, αλ λ ά θα έπρεπε ν α επιλ έξει κάποιο μακριν ό μέρος. Ιν δία. Αφρική. Στην άλ λ η άκρη του κόσ μου. Δ εν φοβάμαι, όχ ι, δεν φοβάμαι. Πήρε το πρόγ ευμά της μαζί με τον άν τρα της.
Εκείν ος δεν της μιλ ούσ ε καθόλ ου. Η Τίλ ι του είπε πως μπορεί ν α περν ούσ ε μερικές ώρες σ τον κήπο. Ο Τζάσ περ σ ήκωσ ε αδιάφορα τους ώμους του και δεν της είπε τίποτα γ ια τα σ ύν ν εφα που είχ αν μαζευτεί ή γ ια τον ελ άχ ισ το ήλ ιο και τον παγ ερό άν εμο που φυσ ούσ ε. Κι όταν τελ είωσ ε το πρόγ ευμά του, πήγ ε πάν ω με την αλ λ ηλ ογ ραφία του, όπως έκαν ε κάθε πρωί. Η Τίλ ι αν έβηκε σ το δικό της υπν οδωμάτιο. Ήταν αδύν ατον ν α γ εμίσ ει έν α μπαούλ ο και ν α το κουβαλ ήσ ει έτσ ι φορτωμέν ο κάτω. Ο Τζάσ περ θα μπορούσ ε ν α κάν ει την εμφάν ισ ή του οποιαδήποτε σ τιγ μή και ν α την έβλ επε. Άν οιξε την ν τουλ άπα της και διάλ εξε το μικρό, δερμάτιν ο μπαούλ ο που είχ ε φέρει μαζί της. Το μεγ άλ ο θα έπρεπε ν α παραμείν ει εκεί. Τράβηξε τα σ εν τόν ια από το κρεβάτι της και τα τύλ ιξε γ ύρω από το μπαούλ ο. Η καρδιά της χ τυπούσ ε τόσ ο δυν ατά, που σ χ εδόν της προκαλ ούσ ε ν αυτία. Κατάπιε με δυσ κολ ία, προχ ώρησ ε ως την πόρτα της κι έπειτα γ λ ίσ τρησ ε όσ ο πιο αθόρυβα μπορούσ ε σ το διάδρομο. Αν την έβλ επε ο Τζάσ περ, θα του έλ εγ ε ότι πήγ αιν ε απλ ώς μερικά σ εν τόν ια σ την κυρία Ριβάρ γ ια ν α τα πλ ύν ει. Όμως, εκείν ος δεν εμφαν ίσ τηκε. Η Τίλ ι ξεγ λ ίσ τρησ ε από την πόρτα της κουζίν ας σ τον
κήπο κι έπειτα κατόρθωσ ε ν α φτάσ ει ως την καλ ύβα, άφησ ε εκεί το μπαούλ ο της κι επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι με τα σ εν τόν ια. Η κυρία Ριβάρ την πέτυχ ε σ την πόρτα της κουζίν ας, με τα κουβαριασ μέν α σ εν τόν ια σ τα χ έρια της. Η Τίλ ι προσ πάθησ ε ν α μη δείξει πως αιφν ιδιάσ τηκε. «Α, εδώ είσ τε, κυρία Ριβάρ;» της είπε. «Σας έψ αχ ν α γ ια ν α σ ας δώσ ω αυτά». Έριξε τα σ εν τόν ια σ τα πόδια της υπηρέτριας. «Μπορώ, σ ας παρακαλ ώ, ν α έχ ω καθαρά σ εν τόν ια;» Τα μάτια της κυρίας Ριβάρ σ τέν εψ αν , καθώς κοίταζε τα σ εν τόν ια σ τα πόδια της. «Ο κύριος Ντελ αφόρ δεν με πλ ηρών ει αρκετά ώσ τε ν α πλ έν ω και σ εν τόν ια». «Τότε, θα τα πλ ύν ω εγ ώ. Και, σ το μεταξύ, θα πάρω μόν η μου καθαρά σ εν τόν ια από τη λ ιν οθήκη». Η Τίλ ι έκαν ε μεταβολ ή, με το σ φυγ μό της ν α σ φυροκοπάει σ αν τρελ ός, εν ώ η κυρία Ριβάρ έμειν ε αμίλ ητη. Το επόμεν ο πράγ μα που έπρεπε ν α βγ άλ ει έξω λ αθραία ήταν τα ρούχ α της, πράγ μα το οποίο κατόρθωσ ε με έν α άλ λ ο κόλ πο που σ κέφτηκε. Πρώτα, γ δύθηκε, φόρεσ ε όλ α μαζί τα μεσ οφόρια της κι έπειτα έβαλ ε από πάν ω έν α πρόχ ειρο
φουσ τάν ι που φορούσ ε σ το σ πίτι. Στην καλ ύβα του κήπου, τα έβγ αλ ε όλ α, τα δίπλ ωσ ε και τα τακτοποίησ ε σ το μπαούλ ο, με το αμυδρό φως που έμπαιν ε μέσ α από το βρόμικο παράθυρο και τις χ αραμάδες των ξύλ ων . Το σ ώμα της παρέμεν ε σ ε απόλ υτη εγ ρήγ ορσ η: αν απηδούσ ε και σ τον παραμικρό ήχ ο. Έπειτα, ήταν η σ ειρά των φορεμάτων της. Πηγ αιν οερχ όταν αν άμεσ α σ το υπν οδωμάτιό της και τον κήπο, φορών τας κάθε φορά έν α διαφορετικό φόρεμα κάτω από το φουσ τάν ι του σ πιτιού. Έβαζε τα δυν ατά της ν α περπατάει καν ον ικά, και όχ ι σ τις μύτες των ποδιών , ώσ τε ν α μην προκαλ έσ ει την υποψ ία πως έκαν ε κάτι κρυφό. Σε μια από αυτές τις διαδρομές της, εμφαν ίσ τηκε από το δωμάτιό του και ο Τζάσ περ, που την κοίταξε επικριτικά αν ασ ηκών ον τας τα φρύδια του. Αυτή τη φορά, φορούσ ε κάτω από τα ρούχ α της δύο κορσ έδες δεμέν ους χ αλ αρά. Σταύρωσ ε τα χ έρια της πάν ω σ τα πλ ευρά της, ώσ τε ν α μην προσ έξει ο Τζάσ περ το αφύσ ικο σ χ ήμα του κορμιού της. «Συν έχ εια πηγ αιν οέρχ εσ αι σ ήμερα», της είπε. «Νόμιζα πως θα πήγ αιν ες σ τον κήπο». «Κάν ει πολ ύ κρύο έξω», του αποκρίθηκε. «Αν έβηκα γ ια ν α πάρω το κασ κόλ και τα γ άν τια
μου κι έπειτα κατέβηκα πάλ ι». «Προσ παθώ ν α σ υγ κεν τρωθώ. Μπορείς, σ ε παρακαλ ώ, ν α μην περπατάς σ αν ελ έφαν τας πέρα δώθε;» «Σου ζητώ σ υγ γ ν ώμη». Έκλ εισ ε με δύν αμη πίσ ω του την πόρτα του δωματίου του. Η Τίλ ι αν άπν ευσ ε ξαν ά. Και τώρα, είχ ε έρθει η ώρα ν α μαζέψ ει και τα υπόλ οιπα λ ιγ οσ τά υπάρχ ον τά της: τη βούρτσ α των μαλ λ ιών της και το καθρεφτάκι της και το κουτί της με τα σ ύν εργ α αλ λ ηλ ογ ραφίας… Έφτιαχ ν ε μικρά, ελ αφριά πακέτα και τα μετέφερε έξω, ως την καλ ύβα του κήπου, κρυμμέν α μες σ τα ρούχ α της ή σ ε κάποιο διπλ ωμέν ο παλ τό. Τώρα, το μπαούλ ο της κόν τευε ν α ξεχ ειλ ίσ ει. Δ εν απέμεν ε παρά ν α πάρει και το κουτί με τα χ αρτον ομίσ ματα από την κρυψ ών α του, ν α το χ ώσ ει αν άμεσ α σ τα ρούχ α κι έπειτα ν α κλ ειδώσ ει το μπαούλ ο. Το έκρυψ ε κάτω από έν α χ αμηλ ό ράφι κι έπειτα τοποθέτησ ε ολ όγ υρά του άδειες γ λ άσ τρες, έτσ ι ώσ τε ν α μη φαίν εται καθόλ ου. Ύ σ τερα, η Τίλ ι βγ ήκε σ τον κήπο κι έκαν ε έν αν τελ ευταίο περίπατο. Δ εν θα έβλ επε ποτέ εκείν ες τις τριαν ταφυλ λ ιές ν α αν θίζουν , δεν θα ζούσ ε ποτέ αλ ηθιν ά εκείν ο το όν ειρο του έρωτα και της
μητρότητας σ το οποίο είχ ε τόσ ο πισ τέψ ει κάποτε. Δ εν φοβάμαι. Αν ακάλ υψ ε πως η οργ ή μετρίαζε το φόβο της, κι έτσ ι προσ πάθησ ε ν α καλ λ ιεργ ήσ ει αυτό το αίσ θημα θυμού. Πώς τολ μούσ ε ο Τζάσ περ ν α της φέρεται τόσ ο βάν αυσ α; Πώς τολ μούσ ε ο Γκόν τφρι ν α της λ έει τόσ ο ξεκάθαρα πως δεν ήταν καλ οδεχ ούμεν η σ το σ πίτι όπου μεγ άλ ωσ ε; Πώς είχ ε τολ μήσ ει ο παππούς της ν α της καν ον ίσ ει έν αν τόσ ο αν όητο γ άμο; Ναι, τώρα ήταν καλ ύτερα. Ο βαθύς φόβος της είχ ε μετατραπεί σ ε ατσ άλ ιν η αποφασ ισ τικότητα. Ίσ ως η οξύθυμη ιδιοσ υγ κρασ ία της ν α ήταν τελ ικά έν α πολ ύτιμο εφόδιο. ● Η Τίλ ι κατέβηκε τη σ κάλ α γ ια το δείπν ο, γ ν ωρίζον τας πως έκλ ειν ε γ ια τελ ευταία φορά πίσ ω της την πόρτα του υπν οδωματίου της. Ευτυχ ώς. Γιατί εκείν ο το δωμάτιο είχ ε γ ίν ει πια μια φυλ ακή. Κάθε της βήμα, κάθε της κίν ησ η, έμοιαζε ν α καθοδηγ είται από την ακλ όν ητη αποφασ ισ τικότητά της. Έν ιωθε τους ώμους της ν α έχ ουν βαρύν ει. Ο σ φυγ μός της κι η αν άσ α της αν τηχ ούσ αν μες σ το κεφάλ ι της.
«Καλ ησ πέρα, Τζάσ περ», του είπε. Προς μεγ άλ η της έκπλ ηξη, εκείν ος της χ αμογ έλ ασ ε. «Καλ ησ πέρα, Τίλ ι». Η κυρία Ριβάρ πηγ αιν οερχ όταν γ ια ν α σ ερβίρει το φαγ ητό τους. Η Τίλ ι δεν είχ ε καμία όρεξη γ ια το ψ άρι με τη σ άλ τσ α σ αν λ άσ πη που υπήρχ ε σ το πιάτο της. Το τρυπούσ ε με το πιρούν ι της αφηρημέν α, καθώς χ ρησ ιμοποιούσ ε όλ η της την εν έργ εια γ ια ν α δείχ ν ει όσ ο το δυν ατόν πιο φυσ ιολ ογ ική. Μόν ο και μόν ο επειδή ο Τζάσ περ της φερόταν καλ ά σ ήμερα, δεν σ ήμαιν ε και πως θα τον σ υγ χ ωρούσ ε. «Εν τάξει, κυρία Ριβάρ, σ ας ευχ αρισ τούμε», είπε. Η καρδιά της Τίλ ι αν απήδησ ε αν ασ τατωμέν η. Υ ποτίθεται πως τα πράγ ματα δεν θα έπρεπε ν α είν αι διαφορετικά αυτό το βράδυ. Θα έπρεπε ν α είν αι όπως κάθε μέρα. Κράτησε την ψ υχ ραιμία σου, κράτησε την ψ υχ ραιμία σου. «Ευχ αρισ τήθηκες την κηπουρική σ ου σ ήμερα;» τη ρώτησ ε, εν ώ σ υγ χ ρόν ως βουτύρων ε το ψ ωμί του. «Μα… Α, ν αι». Καθάρισ ε το λ αιμό της και άπλ ωσ ε το χ έρι της γ ια ν α πιάσ ει την καν άτα με το ν ερό. Επέπλ ηξε τον εαυτό της που τα λ όγ ια της και
το φέρσ ιμό της δεν έδιν αν την εν τύπωσ η πως όλ α ήταν φυσ ιολ ογ ικά. «Πάν τα ευχ αρισ τιέμαι τις ώρες που περν άω σ τον κήπο». «Καλ ύτερα ν α προσ έχ εις, όμως, γ ιατί έχ εις αν οιχ τόχ ρωμο δέρμα», της είπε. Ήταν μια ευγ εν ική έν δειξη εν διαφέρον τος, όχ ι κάποιος δηκτικός υπαιν ιγ μός. Βαθιά μέσ α της, κάτι σ άλ εψ ε. Θα ήθελ ε πάρα πολ ύ αυτός ν α ήταν έν ας καιν ούριος Τζάσ περ ή έν ας αν αν εωμέν ος Τζάσ περ. Της μιλ ούσ ε όπως τότε που είχ αν πρωτογ ν ωρισ τεί. Προσ πάθησ ε ν α φέρει σ το μυαλ ό της την άθλ ια σ υμπεριφορά του όλ ες εκείν ες τις τελ ευταίες εβδομάδες, ώσ τε ν α σ ταματήσ ει αυτό το φτερούγ ισ μα σ την καρδιά της. Αλ ήθεια, όμως, μήπως τελ ικά η αν τίδρασ ή της ήταν υπερβολ ική; Πάν τα εκν ευριζόταν πολ ύ εύκολ α. Κι ήταν τόσ ο απασ χ ολ ημέν η ν α αθροίζει μες σ το μυαλ ό της τα ατοπήματά του, που δεν άκουσ ε την επόμεν η ερώτησ ή του. «Με σ υγ χ ωρείς», του είπε με έν α βεβιασ μέν ο χ αμόγ ελ ο. «Δ εν σ ’ άκουσ α, ήμουν αφηρημέν η». «Έλ εγ α πως όλ η αυτή η ξεκούρασ η σ ου έκαν ε πάρα πολ ύ καλ ό». Και τότε, η Τίλ ι υπεν θύμισ ε σ τον εαυτό της ότι ο
Τζάσ περ της είχ ε φερθεί σ την αρχ ή με καλ οσ ύν η επειδή ήθελ ε κάτι από εκείν η. Πράγ μα που σ ήμαιν ε ότι της φερόταν καλ ά και τώρα επειδή πάλ ι κάτι ήθελ ε. Δ εν μπορούσ ε ν α αμφιβάλ λ ει άλ λ ο γ ια όσ α ήξερε πια πολ ύ καλ ά. Ο άν τρας που καθόταν απέν αν τί της ήταν έν ας εκμεταλ λ ευτής, έν ας ψ εύτης. Η Τίλ ι δεν θα άφην ε τον εαυτό της ν α εξαπατηθεί ξαν ά από αυτόν . Ατσ άλ ωσ ε τη θέλ ησ ή της, όμως η φων ή της ήχ ησ ε απαλ ή και πεισ τική. «Πισ τεύω πως έχ εις δίκιο. Τώρα αν τιλ αμβάν ομαι διαφορετικά πολ λ ά πράγ ματα. Και σ ου ζητώ σ υγ γ ν ώμη αν σ ε αν ασ τάτωσ α». Τώρα, ήταν η σ ειρά του ν α αν ησ υχ ήσ ει. Μα πώς δεν είχ ε προσ έξει τα μάτια του που πετάριζαν ν ευρικά όταν κάθισ ε απέν αν τί του; Ίσ ως επειδή ήταν πολ ύ απασ χ ολ ημέν η με την προσ πάθειά της ν α κρύψ ει τη δική της αγ ων ία. Αν αρωτήθηκε τι θα της ζητούσ ε αυτή τη φορά. Αν της ζητούσ ε μερικά φορέματά της γ ια ν α τα πουλ ήσ ει, η Τίλ ι θα βρισ κόταν σ ε δύσ κολ η θέσ η. Δ εν είχ αν απομείν ει πια παρά ελ άχ ισ τα, άκομψ α και πρόχ ειρα φορέματα σ το πίσ ω μέρος της ν τουλ άπας της. Όμως, εκείν ος δεν της ζήτησ ε τίποτα. Εξακολ ούθησ ε ν α μιλ άει γ ια διάφορα μικρά και καθημεριν ά πράγ ματα, λ ες και δεν είχ αν ποτέ
υπάρξει οι προηγ ούμεν ες μέρες της παγ ερής σ ιωπής του. Θα επισ κέπτον ταν τους Μόρν ιν γ κτον σ ύν τομα, της είπε. Τα χ ρήματα θα έφταν αν μες σ τις επόμεν ες δύο ή τρεις εβδομάδες. Και θα ήθελ ε τη βοήθειά της γ ια ν α διαλ έξουν μερικά έπιπλ α γ ια τα άδεια δωμάτια. Η Τίλ ι έγ ν εφε καταφατικά και χ αμογ ελ ούσ ε και γ ελ ούσ ε όταν έπρεπε, έχ ον τας απόλ υτη σ υν αίσ θησ η ότι έπαιζαν και οι δυο τους έν α παιχ ν ίδι. Το μόν ο που ήλ πιζε ήταν πως ο Τζάσ περ δεν ήξερε ότι έπαιζε κι εκείν η έν α παιχ ν ίδι. Όταν τελ είωσ ε το δείπν ο, ο Τζάσ περ έσ πρωξε πίσ ω την καρέκλ α του. «Εν τάξει, λ οιπόν », είπε. «Καλ ην ύχ τα». Κι έκαν ε το γ ύρο του τραπεζιού γ ια ν α τη φιλ ήσ ει σ το σ τόμα. Η Τϊλ ι θυμήθηκε την πρώτη φορά που την είχ ε φιλ ήσ ει: πώς το κορμί της είχ ε αν ταποκριθεί με θέρμη και με μια ευχ αρίσ τησ η που της είχ ε προκαλ έσ ει ίλ ιγ γ ο. Τώρα, όμως, ήθελ ε ν α φιλ ηθεί από εκείν ον όσ ο θα ήθελ ε ν α φιλ ηθεί κι από αυτό το σ χ εδόν άβρασ το ψ άρι σ το πιάτο της. Το περισ σ ότερο που κατόρθωσ ε ν α κάν ει ήταν ν α μην αν ατριχ ιάσ ει. Αν τί ν α του δείξει το παραμικρό, πίεσ ε κι εκείν η τα χ είλ ια της πάν ω σ τα δικά του με θέρμη. Κι όταν ο Τζάσ περ αποτραβήχ τηκε, του χ άρισ ε το πιο λ αμπερό της χ αμόγ ελ ο.
«Καλ ην ύχ τα, Τζάσ περ», του είπε και βγ ήκε από το δωμάτιο. Τον άκουσ ε πίσ ω της ν α πηγ αίν ει σ το σ αλ όν ι και ν α κλ είν ει την πόρτα. Αυτό ήταν , λ οιπόν . Και τώρα, το έν α πόδι μπροσ τά από το άλ λ ο, βήμα βήμα, και κατευθείαν σ το διάδρομο και σ την εξώπορτα. Το χ έρι της ήταν σ το πόμολ ο. Είχ ε αν οίξει την πόρτα. «Τίλ ι! Τι κάν εις;» Η φων ή του ήταν άγ ρια. Η Τίλ ι σ τράφηκε. Ο Τζάσ περ βάδιζε αργ ά σ το διάδρομο, με πρόσ ωπο όμοιο με μάσ κα καχ υποψ ίας και περιφρόν ησ ης. Κρατούσ ε έν α ποτήρι μπράν τι σ το χ έρι του. Η Τίλ ι έν ιωσ ε ν α λ ούζεται σ τον ιδρώτα. «Εγ ώ… Δ εν …» Όμως, εκείν ος ήδη κουν ούσ ε αρν ητικά το κεφάλ ι του. «Α, όχ ι. Όχ ι, όχ ι, όχ ι. Δ εν θα φύγ εις. Δ εν μπορείς ν α μ’ αφήσ εις». «Βγ αίν ω γ ια έν αν περίπατο». «Όχ ι, θα πας αμέσ ως πάν ω σ το κρεβάτι σ ου κι εγ ώ θα σ ου φέρω το βραδιν ό σ ου μπράν τι. Κι έπειτα, θα κοιμηθείς». Η Τίλ ι αν ατρίχ ιασ ε. Γιατί της έφερν ε μπράν τι; Είχ ε μία ολ όκλ ηρη εβδομάδα ν α το κάν ει αυτό. Η Τίλ ι έφερε σ το ν ου της την κουβέν τα που είχ ε με την ερωμέν η του. Θυμήθηκε τη Σαν τέλ ν α του λ έει ότι θα έπρεπε ν α απαλ λ αγ ούν από την
παρουσ ία της. «Δ εν είμαι κουρασ μέν η. Και δεν θα υπάρξουν ακόμα πολ λ ές βραδιές με τόσ ο καλ ό καιρό…» «Με θεωρείς αν όητο;» γ ρύλ ισ ε εκείν ος. Τώρα, την είχ ε φτάσ ει και ετοιμαζόταν ν α μπει μπροσ τά της γ ια ν α της φράξει το δρόμο. «Δ εν μπορείς έτσ ι απλ ά ν α παρατήσ εις τον άν τρα σ ου. Είμασ τε παν τρεμέν οι. Μου αν ήκεις». «Όχ ι, κύριε. Αν ήκω σ τον εαυτό μου». Αποτραβήχ τηκε από κον τά του και προχ ώρησ ε πάλ ι σ το εσ ωτερικό του σ πιτιού. Το βλ έμμα της έπεσ ε σ ε έν α παλ τό που κρεμόταν σ τον τοίχ ο. Ήταν το παλ τό της. Το παλ τό της με το γ ούν ιν ο γ αρν ίρισ μα. Το κατέβασ ε με μια απότομη κίν ησ η και το κράτησ ε μπροσ τά του. «Το βλ έπεις; Το παλ τό. Μου είπες ψ έματα. Μου είπες ότι φαν τάσ τηκα πως το είδα, κι όμως, ν α που είν αι εδώ. Δ εν το πούλ ησ ες. Το άφησ ε εδώ χ θες το βράδυ η ερωμέν η σ ου, έτσ ι δεν είν αι; Νομίζεις μήπως ότι η χ θεσ ιν ή καταιγ ίδα έπν ιξε τους ήχ ους της απισ τίας σ ου; Ε, λ οιπόν , όχ ι. Τα άκουσ α όλ α. Και δεν πρόκειται ν α μείν ω κάπου όπου μου φέρον ται με αυτό τον τερατώδη τρόπο». «Έλ α μαζί μου», της είπε και την άρπαξε από το μπράτσ ο με το ελ εύθερο χ έρι του.
Εκείν η του ξεγ λ ίσ τρησ ε και τον έσ πρωξε με δύν αμη. Το μπράν τι χ ύθηκε παν τού πάν ω σ το παλ τό. Ο Τζάσ περ όρμηξε καταπάν ω της, τη σ ήκωσ ε και τη μετέφερε σ το σ αλ όν ι, εν ώ εκείν η ούρλ ιαζε και σ παρταρούσ ε. Την έριξε με δύν αμη πάν ω σ τον καν απέ. Η Τίλ ι χ τύπησ ε το κεφάλ ι της σ τη σ κλ ηρή γ ων ία του καν απέ και φών αξε από τον πόν ο. «Τι αδύν αμη και μυγ ιάγ γ ιχ τη που είσ αι!» είπε εκείν ος μέσ α από έν α ειρων ικό γ έλ ιο. «Δ εν μπορείς ν α μου φέρεσ αι έτσ ι». «Θα κάν εις αυτό που σ ου λ έω», της είπε όρθιος από πάν ω της. «Ο παππούς σ ου μου έδωσ ε κάποιες υποσ χ έσ εις…» «Ο παππούς μου δεν είχ ε ιδέα τι είδους γ άμο καν όν ιζε γ ια εμέν α. Σε βεβαιών ω ότι, αν ζούσ ε, δεν θα κρατούσ ε καμία από τις υποσ χ έσ εις που σ ου έδωσ ε». Κουβάριασ ε το παλ τό και το κράτησ ε μπροσ τά της γ ια ν α την προσ τατεύει. «Δ εν ν οιάζεσ αι καθόλ ου γ ια εμέν α, άφησ έ με, λ οιπόν , ν α φύγ ω». «Όχ ι. Αν σ ’ αφήσ ω ν α φύγ εις, θα πρέπει ν α δώσ ω πίσ ω τα χ ρήματα σ τον Γκόν τφρι. Κι έχ ω ήδη αρκετά χ ρέη». Όταν τον άκουσ ε ν α παραδέχ εται τι πραγ ματικά
άξιζε γ ια εκείν ον , όταν σ υν ειδητοποίησ ε ότι δεν την είχ ε αγ απήσ ει ποτέ, έν ιωσ ε την απόφασ ή της ν α ατσ αλ ών εται. «Αυτό σ ε ν οιάζει μόν ο, λ οιπόν ; Τότε ίσ ως πρέπει ν α πάψ εις ν α σ παταλ άς χ ρήματα γ ια την ερωμέν η σ ου. Πόσ ο καιρό θα πρέπει ν α μείν ω ακόμα; Αλ λ ά δεν σ κοπεύω ν α μείν ω ούτε μία μέρα». Σηκώθηκε, όμως εκείν ος την έσ πρωξε πάλ ι κάτω και την ακιν ητοποίησ ε. Η Τίλ ι πάλ εψ ε ν α απελ ευθερωθεί, σ ήκωσ ε το πόδι της και τον κλ ότσ ησ ε όσ ο πιο δυν ατά μπορούσ ε αν άμεσ α σ τα πόδια. Ο Τζάσ περ πετάχ τηκε προς τα πίσ ω, τραβών τας μαζί του το μουσ κεμέν ο με μπράν τι παλ τό, και χ τύπησ ε πάν ω σ το φαν άρι. Αμέσ ως, το παλ τό τυλ ίχ τηκε σ τις φλ όγ ες. Ο Τζάσ περ ούρλ ιαξε και το πέταξε μακριά του. Το παλ τό έπεσ ε πάν ω σ ε μια από τις σ τοίβες με τα έγ γ ραφα που υπήρχ αν σ το πάτωμα. Η Τίλ ι βρισ κόταν πιο κον τά σ την πόρτα κι έτρεξε έξω την ίδια σ τιγ μή. Οι φλ όγ ες είχ αν ήδη τυλ ίξει το χ αλ ί, όπου είχ ε χ υθεί το πετρέλ αιο από το φαν άρι. Τράβηξε πίσ ω της την πόρτα και την έκλ εισ ε κι έπειτα είδε μια καρέκλ α της τραπεζαρίας. Την άρπαξε και την τοποθέτησ ε έτσ ι ώσ τε ν α φρακάρει την πόρτα, με τον ίδιο τρόπο που τόσ ες φορές την
είχ ε κλ είσ ει μες σ το δωμάτιό της κι εκείν ος. Έπειτα, η Τίλ ι άρχ ισ ε ν α τρέχ ει. Να τρέχ ει γ ια ν α σ ώσ ει τη ζωή της. Κατέβηκε από τη δυτική πλ ευρά του σ πιτιού, γ ν ωρίζον τας πως εκείν ος θα έβγ αιν ε από το παράθυρο του σ αλ ον ιού σ την αν ατολ ική πλ ευρά. Χώθηκε σ την καλ ύβα του κήπου, έκλ εισ ε την πόρτα πίσ ω της, την κλ είδωσ ε κι έσ φιξε το κλ ειδί μες σ την ιδρωμέν η παλ άμη της. Κάθισ ε αν ακούρκουδα σ τα σ κοτειν ά, με την καρδιά της ν α χ τυπάει δυν ατά. Έπειτα, σ ύρθηκε σ το σ κον ισ μέν ο δάπεδο μέχ ρι το σ ημείο όπου υπήρχ ε μια χ αραμάδα σ τα ξύλ α του τοίχ ου και κοίταξε έξω από εκεί, καθώς δεν ήθελ ε ν α διακιν δυν εύσ ει ν α πλ ησ ιάσ ει το πρόσ ωπό της σ το παράθυρο. Περίμεν ε ν α δει τον Τζάσ περ. Θα την καταδίωκε μες σ το δάσ ος, η Τίλ ι ήταν σ ίγ ουρη γ ι’ αυτό. Από σ τιγ μή σ ε σ τιγ μή, θα έβλ επε τη σ κοτειν ή φιγ ούρα του ν α κατεβαίν ει τρέχ ον τας σ το μπροσ τιν ό μον οπάτι. Όμως, δεν είδε τη μορφή του. Αν τί γ ι’ αυτό που περίμεν ε, είδε πορτοκαλ ιές φλ όγ ες ν α αν εβαίν ουν σ τον ν υχ τεριν ό ουραν ό. Και πυκν ό καπν ό. Το σ πίτι είχ ε παραδοθεί σ τις φλ όγ ες. Η φωτιά ξεχ υν όταν τώρα έξω από τα παράθυρα του ισ ογ είου. Αχ , Θεέ μου, είχ ε κάψ ει το σ πίτι τους. Η
φωτιά σ φύριζε και βρυχ ιόταν . Και τώρα, ο καπν ός ξεπρόβαλ λ ε κι από τα παράθυρα του δεύτερου ορόφου. Η Τίλ ι παρακολ ουθούσ ε με τρόμο τη σ κην ή και σ κεφτόταν όλ α εκείν α τα βιβλ ία σ τη βιβλ ιοθήκη. Τον Τσ όσ ερ και τον Σαίξπηρ και τον Μίλ τον και τον Γουόρν τσ γ ουορθ. Όλ α καίγ ον ταν και γ ίν ον ταν σ τάχ τη, τακτοποιημέν α πάν ω σ τα ράφια τους. Ο καπν ός έτσ ουζε τα μάτια της. Το σ πίτι απείχ ε μόλ ις εξήν τα μέτρα από εκεί, όμως ο μαν ιασ μέν ος άν εμος παρέσ υρε μακριά της τις σ τάχ τες. Η Τίλ ι είχ ε παγ ώσ ει σ τη θέσ η εκείν η, με το μάτι της που έτσ ουζε πίσ ω από τη χ αραμάδα αν άμεσ α σ τις ξύλ ιν ες σ αν ίδες. Περίμεν ε ν α δει τον Τζάσ περ, όμως δεν τον διέκριν ε πουθεν ά. Το βουητό από τις τεράσ τιες φλ όγ ες αν τηχ ούσ ε σ τα αυτιά της, όπως και ο θόρυβος από τα σ αν ίδια που τριζοβολ ούσ αν καθώς καίγ ον ταν και από τα δοκάρια που κατέρρεαν . Πού ήταν ο Τζάσ περ; Γιατί δεν είχ ε τρέξει έξω; Κι έπειτα, ξαφν ικά, σ υν ειδητοποίησ ε σ ε μια έκλ αμψ η τι είχ ε σ υμβεί. Το παλ τό. Δ εν το είχ ε αφήσ ει εκεί η Σαν τέλ το προηγ ούμεν ο βράδυ. Η Σαν τέλ δεν το φορούσ ε το προηγ ούμεν ο βράδυ, το είχ ε φορέσ ει απόψ ε γ ια ν α έρθει σ το σ πίτι τους. Κι ο Τζάσ περ δεν καλ όπιαν ε την Τίλ ι σ την
τραπεζαρία, με τα μάτια του ν α πεταρίζουν ν ευρικά, επειδή ετοιμαζόταν ν α της δώσ ει έν α δηλ ητηριασ μέν ο μπράν τι, αλ λ ά επειδή δεν ήθελ ε ν α πάρει είδησ η η Τίλ ι πως η Σαν τέλ βρισ κόταν ήδη σ το σ πίτι. Κι έτσ ι, ο Τζάσ περ δεν είχ ε τρέξει σ το δάσ ος ν α κυν ηγ ήσ ει την Τίλ ι, επειδή είχ ε αν εβεί πάν ω τρέχ ον τας γ ια ν α σ ώσ ει τη Σαν τέλ . Και καν είς από τους δυο τους δεν είχ ε βγ ει έξω.
1 0 - Μια Καιν ούρια Γυν αίκα
Η Τίλ ι δεν κοιμήθηκε ούτε λ επτό έτσ ι ξαπλ ωμέν η σ το λ ασ περό δάπεδο της καλ ύβας. Παρακολ ουθούσ ε τη φωτιά, μέχ ρι που αυτή έκαψ ε ό,τι υπήρχ ε γ ια ν α κάψ ει κι έπειτα έσ βησ ε. Δ εν ήρθε καν είς. Απείχ αν αρκετά από την πόλ η, κι έτσ ι δεν θα μπορούσ ε ν α δει κάποιος τις φλ όγ ες που είχ αν τυλ ίξει το σ πίτι. Η Τίλ ι δεν είχ ε τρέξει ν α το αν αφέρει, γ ιατί– Τι θα τους έλ εγ ε; Ότι είχ ε κλ είσ ει το σ ύζυγ ό της μέσ α σ ε έν α δωμάτιο, σ ε έν α σ πίτι που καιγ όταν , και τον είχ ε αφήσ ει ν α καεί ζων ταν ός; Ότι είχ ε άθελ ά της σ ταθεί αιτία ν α χ άσ ουν τη ζωή τους δύο άν θρωποι; Έτσ ι κι αλ λ ιώς, μέχ ρι ν α φτάσ ει οποιαδήποτε βοήθεια, θα ήταν πια πολ ύ αργ ά – ήταν ήδη πολ ύ αργ ά ακόμα και τη σ τιγ μή που αν τιλ ήφθηκε πως η Σαν τέλ βρισ κόταν σ το σ πίτι μαζί με τον Τζάσ περ. Γιατί του είχ ε φράξει την πόρτα; Γιατί; Αν μον άχ α… Αν τί, όμως, ν α κάν ει οτιδήποτε, είχ ε μείν ει κουλ ουριασ μέν η σ το χ ωμάτιν ο δάπεδο και κουν ούσ ε αργ ά το κορμί της πέρα δώθε. Η εν οχ ή που κατέκλ υζε τώρα τα σ ωθικά της ήταν
απερίγ ραπτη: έν ας απέραν τος ωκεαν ός εν οχ ής. Φοβόταν πως θα τη σ τοίχ ειων ε γ ια όλ η την υπόλ οιπη ζωή της. Και αυτό αποδείκν υε τα λ όγ ια του παππού της, που της υπεν θύμιζε πάν τα πως έπρεπε ν α μάθει ν α ελ έγ χ ει και ν α τιθασ εύει τα ν εύρα της. Να τι είχ ε κάν ει τώρα ο θυμός της. Είχ ε γ ίν ει η αιτία ν α καούν δύο άν θρωποι. Η φαν τασ ία της έπλ αθε ν οσ ηρές εικόν ες, καθώς σ κεφτόταν τις φλ όγ ες που τους τύλ ιγ αν , τον τρόμο που θα τους είχ ε κυριεύσ ει, τα ουρλ ιαχ τά της αγ ων ίας τους. Όχ ι, όσ ο κι αν είχ ε φτάσ ει σ το σ ημείο ν α απεχ θάν εται τον Τζάσ περ, όσ ο οργ ισ μέν η κι αν έν ιωθε απέν αν τι σ τη Σαν τέλ , ποτέ δεν θα είχ ε ευχ ηθεί ν α βρουν οι δυο τους έν αν τέτοιο θάν ατο. Για καν έν αν δεν θα ευχ όταν ποτέ κάτι τέτοιο. Η ποιν ή ήταν υπερβολ ική, ήταν δυσ αν άλ ογ η με το έγ κλ ημα. Σίγ ουρα είχ αν προσ παθήσ ει ν α την εξαπατήσ ουν , ν α τη μετατρέψ ουν σ ε έν α άβουλ ο πλ άσ μα, ώσ τε ν α αν εχ τεί τη μοιχ εία τους όσ ο θα περίμεν αν ν α λ ήξει η προθεσ μία που είχ ε θέσ ει ο παππούς γ ια ν α μπορέσ ει ο Τζάσ περ ν α κρατήσ ει τα χ ρήματα. Χωρίς αμφιβολ ία, ο παππούς της θα είχ ε σ κεφτεί πως σ το τέλ ος του πρώτου χ ρόν ου θα ερχ όταν έν α παιδί, που θα δέσ μευε τον Τζάσ περ απέν αν τί της. Και, χ ωρίς αμφιβολ ία, αυτός ήταν
έν ας από τους λ όγ ους που ο Τζάσ περ δεν θα την άφην ε ποτέ ν α πλ ησ ιάσ ει σ το κρεβάτι του. Ο Τζάσ περ ήταν ν εκρός τώρα πια και το κρεβάτι του είχ ε μετατραπεί σ ε έν α σ ωρό παγ ωμέν ης σ τάχ της. Μόλ ις το πρώτο θαμπό φως της αυγ ής εμφαν ίσ τηκε σ τον ορίζον τα, η Τίλ ι σ ηκώθηκε. Φόρεσ ε καθαρά ρούχ α και παπούτσ ια κι έπιασ ε ψ ηλ ά τα μαλ λ ιά της με δάχ τυλ α επιδέξια από τη σ υν ήθεια. Εσ τίαζε σ ε μικρές λ επτομέρειες –σ το κούμπωμα των γ αν τιών της, σ το πιάσ ιμο των μαλ λ ιών της–, ώσ τε ν α μη σ κέφτεται εκείν ο το τρομερό, αποτρόπαιο γ εγ ον ός. Το τρομερό, αποτρόπαιο γ εγ ον ός που η ίδια είχ ε προκαλ έσ ει. Όχ ι, δεν μπορούσ ε ν α εξακολ ουθήσ ει ν α το σ κέφτεται έτσ ι. Αυτές οι σ κέψ εις θα τη σ υν έτριβαν , και δεν θα απέμεν ε πια τίποτα από εκείν η παρά έν α κορμί σ ωριασ μέν ο σ το πάτωμα ν α ουρλ ιάζει. Έπρεπε ν α φύγ ει τώρα αμέσ ως, έπρεπε ν α περπατήσ ει ως το Σεν τ Πίτερ Πορτ και ν α πάρει το πρωιν ό πλ οίο γ ια το Σεν Μάλ ο. Αν , όμως, εκείν οι δεν είχ αν πεθάν ει; Η σ κέψ η ξεπήδησ ε σ το ν ου της ξαφν ικά κι απρόσ μεν α, και ήδη έν ιωθε τους κόμπους σ τη ραχ οκοκαλ ιά της ν α
χ αλ αρών ουν . Ο Τζάσ περ πλ ήρων ε γ ια ν α έχ ει η Σαν τέλ το δικό της ιδιαίτερο δωμάτιο σ το σ πίτι των Μόρν ιν γ κτον . Ίσ ως εκείν ος ν α είχ ε βγ ει από το αν ατολ ικό παράθυρο και ν α είχ ε φύγ ει αμέσ ως, χ ωρίς η Τίλ ι ν α τον δει, γ ια ν α τρέξει σ την αγ καλ ιά της ερωμέν ης του. Αν η Τίλ ι έφευγ ε αμέσ ως, δεν θα το μάθαιν ε ποτέ της. Θα καταριόταν μια ολ όκλ ηρη ζωή τον εαυτό της γ ια το ρόλ ο που είχ ε παίξει σ το θάν ατό τους, τη σ τιγ μή που εκείν οι θα ήταν σ ώοι και αβλ αβείς σ το σ πίτι των Μόρν ιν γ κτον . Ήταν , άλ λ ωσ τε, πολ ύ ν ωρίς το πρωί. Δ εν θα την έβλ επε καν είς. Η Τίλ ι πήρε το μπαούλ ο της κι έφυγ ε, γ υρν ών τας ορισ τικά την πλ άτη της σ ε εκείν ο το σ πίτι που ακόμα κάπν ιζε, με τη λ ευκή πέτρα του μαυρισ μέν η τώρα, τη σ κεπή του ν α έχ ει καταρρεύσ ει και το αίθριό του ν α έχ ει μεταμορφωθεί σ ε έν αν άμορφο σ ωρό από γ υαλ ιά και καμέν α ξύλ α. Κατηφόρισ ε το μον οπάτι κι έπειτα διέσ χ ισ ε το δάσ ος, ελ πίζον τας σ ε όλ η τη διαδρομή πως όταν θα κοίταζε μέσ α από το παράθυρο της Σαν τέλ , θα έβλ επε τους δυο τους ν α κοιμούν ται, αγ καλ ιασ μέν οι σ αν ερασ τές. Εκείν ο το φρικτό πρωιν ό, το Σεν τ Πίτερ Πορτ έμοιαζε έρημο κι απόκοσ μο. Χωρίς τη φασ αρία από
τις άμαξες και τους αν θρώπους, χ ωρίς κίν ησ η ακόμα σ το λ ιμάν ι, έμοιαζε με μια θλ ιβερή λ αβυριν θώδη πόλ η, χ αραγ μέν η πάν ω σ ε έν αν άγ ριο κι αυσ τηρό βράχ ο. Ο ψ υχ ρός άν εμος ταρακουν ούσ ε τις κρεμασ μέν ες πιν ακίδες των παν δοχ είων με τα σ φαλ ισ τά παράθυρα και πάγ ων ε τα μάγ ουλ α της Τίλ ι, καθώς έσ τριβε σ τη γ ων ία του τετραγ ών ου όπου έμεν αν οι Μόρν ιν γ κτον και κατευθυν όταν προς τον μικρό σ τεν ό δρόμο, όμοιο με χ αν τάκι, πίσ ω από το σ πίτι. Κλ ήματα της γ αργ αλ ούσ αν τους ώμους, καθώς προχ ωρούσ ε αν άμεσ ά τους αν αζητών τας την πόρτα του κήπου των Μόρν ιν γ κτον . Όταν τελ ικά τη βρήκε, σ υν ειδητοποίησ ε πως ήταν πολ ύ ψ ηλ ή γ ια ν α τη σ καρφαλ ώσ ει. Μπορούσ ε, όμως, πολ ύ απλ ά ν α γ λ ισ τρήσ ει τα δάχ τυλ ά της σ το κεν ό αν άμεσ α σ ε δύο κάγ κελ α και ν α την ξεμαν ταλ ώσ ει από μέσ α. Έπειτα, την έκλ εισ ε πίσ ω της αθόρυβα. Η χ λ όη ήταν υγ ρή από την πρωιν ή δροσ ιά. Βρέθηκε έξω από το παράθυρο της Σαν τέλ προτού σ υν ειδητοποιήσ ει πως αν ο Τζάσ περ ήταν εκεί και την έβλ επε, ίσ ως ν α μην την άφην ε ν α φύγ ει. Μπορεί ακόμα και ν α αποφάσ ιζε ν α τη μην ύσ ει γ ια εγ κλ ηματική εν έργ εια· τον είχ ε κλ είσ ει μέσ α σ ε έν α δωμάτιο που καιγ όταν .
Αχ , Θεέ μου, τον είχ ε κλ είσ ει μέσ α σ ε έν α δωμάτιο που καιγ όταν . Στάθηκε εκεί, άρρωσ τη από το φόβο της και την απέχ θεια προς τον ίδιο της τον εαυτό, χ ωρίς ν α ξέρει τι έπρεπε ν α κάν ει. Έπειτα, άφησ ε το μπαούλ ο της ακριβώς κάτω από το παράθυρο και δισ τακτικά ακούμπησ ε πάν ω του πρώτα την άκρη του ποδιού της. Με τα δάχ τυλ α των χ εριών της ν α σ τηρίζον ται σ το περβάζι, κοίταξε μέσ α από το τζάμι. Το μόν ο πράγ μα που είδε, όμως, ήταν έν α άδειο δωμάτιο κι έν α κρεβάτι σ το οποίο δεν είχ ε κοιμηθεί καν είς την προηγ ούμεν η ν ύχ τα. Έν ιωσ ε την καρδιά της ν α βουλ ιάζει. Το παράθυρο ήταν αν οιχ τό μια χ αραμάδα. Έσ πρωξε το τζάμι προς τα πάν ω και το άν οιξε με ευκολ ία. Δ εν ήξερε τι έκαν ε, ούτε τι ακριβώς έψ αχ ν ε. Παρ’ όλ α αυτά, σ τηρίχ τηκε σ τις παλ άμες της και σ καρφάλ ωσ ε, μέχ ρι που χ ώθηκε μες σ το δωμάτιο από το παράθυρο. Το δωμάτιο ήταν μικρό και βρόμικο. Στον έν αν τοίχ ο ακουμπούσ ε μια σ αρακοφαγ ωμέν η ξύλ ιν η τουαλ έτα με έν αν καθρέφτη τόσ ο θαμπό, που η Τίλ ι δεν μπορούσ ε ν α δει εκεί παρά την αν ταν άκλ ασ η των μαλ λ ιών της και ελ άχ ισ τα ακόμα πράγ ματα. Το κρεβάτι της Σαν τέλ ήταν έν α σ τεν ό σ τρώμα σ το
δάπεδο, καλ υμμέν ο με μια τραχ ιά γ κρίζα κουβέρτα. Τα υπάρχ ον τά της ήταν θλ ιβερά και φτωχ ικά, τόσ ο πιο φτωχ ικά από της Τίλ ι, ώσ τε έν ιωσ ε ν α την κατακλ ύζει έν α κύμα εν οχ ής που είχ ε τσ ιγ κουν ευτεί ν α της παραχ ωρήσ ει τη μικρή πολ υτέλ εια εν ός παλ τού με γ ούν ιν ο γ αρν ίρισ μα. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν όλ α τα πλ άσ ματα του Θεού γ εν ν ημέν α ίσ α; Στην πόρτα της ν τουλ άπας της ήταν σ τερεωμέν η μια φωτογ ραφία του Τζάσ περ. Φορούσ ε έν α ψ άθιν ο καπέλ ο κι έν α λ ευκό σ ακάκι και της χ αμογ ελ ούσ ε. Έν α χ αμόγ ελ ο ειλ ικριν ούς αφοσ ίωσ ης και σ τοργ ής. Έν α χ αμόγ ελ ο που δεν χ άρισ ε ποτέ του σ την Τίλ ι. Μες σ την ν τουλ άπα ήταν τα φορέματα της Σαν τέλ . Και τα κοσ μήματα της Σαν τέλ … Η Τίλ ι αν αγ ν ώρισ ε τα μαργ αριτάρια της μητέρας της, όμως δεν άν τεχ ε ν α απλ ώσ ει το χ έρι της και ν α τα πάρει πίσ ω, όχ ι τώρα που η Σαν τέλ ήταν ν εκρή. Κι εκεί ήταν και η μικρή βαλ ίτσ α της Σαν τέλ , λ ίγ ο μεγ αλ ύτερη από έν α κουτί με καπάκι και κούμπωμα. Το άν οιξε και είδε μέσ α μερικά χ αρτιά. Ξεδίπλ ωσ ε έν α από αυτά. Ήταν έν α ερωτικό γ ράμμα από τον Τζάσ περ. Όλ α τα ερωτικά γ ράμματα που ο Τζάσ περ δεν είχ ε σ τείλ ει σ την Τίλ ι, τα είχ ε σ τείλ ει σ τη Σαν τέλ . Έν α κάθε δύο ή τρεις μέρες. Κάθισ ε γ ια
λ ίγ α λ επτά κατάχ αμα και διάβασ ε μερικά γ ράμματά του σ τα γ ρήγ ορα. Ήταν υπέροχ α χ θες το βράδυ. Σ’ αγ απάω περισσότερο απ’ όσο μπορώ ν α σου εκφράσω με λ όγ ια, θησαυρέ μου. Τίποτα δεν πρόκειται ν ’ αλ λ άξ ει όταν θα έρθει εκείν η, όμως χ ωρίς τα χ ρήματά της θα χ άσω το σπίτι. Και σ υν έχ ιζε έτσ ι. Κάθε γ ράμμα ήταν μία ακόμα καταδίκη σ ε βάρος του. Είχ ε εξαπατήσ ει τον παππού της, είχ ε κοροϊδέψ ει την Τίλ ι –και μάλ ισ τα το διασ κέδαζε, όπως έγ ραφε σ τα γ ράμματά του– και σ κόπευε ν α την παραμερίσ ει αμέσ ως μόλ ις θα περν ούσ αν τα δύο χ ρόν ια. Δ εν είχ ε μπροσ τά της και τα γ ράμματα της Σαν τέλ , ώσ τε ν α διαπισ τώσ ει σ ε ποιο βαθμό ήταν σ υν έν οχ η, αλ λ ά, αν έκριν ε από τα ερωτικά λ όγ ια που της έγ ραφε ο Τζάσ περ, μάν τευε πως ήταν και οι δυο τους εξίσ ου έν οχ οι. Τώρα, ήταν ν εκροί και οι δύο. Κι εκείν η ήταν ζων ταν ή. Η Τίλ ι πήρε μια βαθιά αν άσ α και ήταν έτοιμη ν α βάλ ει τα γ ράμματα πίσ ω σ τη θέσ η τους, όταν το μάτι της έπεσ ε σ ε έν α μικρό δερμάτιν ο πορτοφόλ ι σ τον πάτο της βαλ ίτσ ας. Το τράβηξε έξω και το πορτοφόλ ι αμέσ ως άν οιξε σ τα δύο. Μέσ α, υπήρχ ε μια μεγ άλ η διπλ ωμέν η κόλ α χ αρτί, όπου ήταν γ ραμμέν ο έν α κείμεν ο σ τα γ αλ λ ικά.
Ήταν έν α διαβατήριο από το γ αλ λ ικό Υ πουργ είο Εξωτερικών . Παρακαλ ώ, όπως επιτρέπετε σε κάθε περίπτωση στην κυρία Σαν τέλ Μαρί Λεζέν ν α περν ά ελ εύθερα και χ ωρίς καν έν α κώλ υμα τα σύν ορα και ν α της παράσχ ετε κάθε βοήθεια και υποστήριξ η που ίσως χ ρειαστεί. Ημερομην ία: 1 5 Μαρτίου 1 889, Παρίσι. Και από κάτω, υπήρχ ε μια περιγ ραφή της. Ύψ ος: 1 ,65. Χρώμα ματιών : Αν οιχ τό κασταν ό. Χρώμα μαλ λ ιών : Πυρόξ αν θο. Χρώμα δέρματος: Αν οιχ τό. Σχ ήμα προσώπου: Στρογ γ υλ ό. Και πιο κάτω, υπήρχ ε και η υπογ ραφή της Σαν τέλ . Ο γ δούπος από το μπρούν τζιν ο ρόπτρο της εξώπορτας αν τήχ ησ ε μες σ το σ πίτι, κάν ον τας την Τίλ ι ν α παγ ώσ ει από το φόβο της. Το αίμα της έτρεχ ε σ αν τρελ ό σ τις φλ έβες της. Θυμήθηκε πού βρισ κόταν και τι σ κόπευε ν α κάν ει και πήγ ε προς το παράθυρο γ ια ν α βγ ει πάλ ι έξω από εκεί. Από το σ ημείο όπου σ τεκόταν , μπορούσ ε ν α δει ως κάτω σ το δρόμο. Κάτω από το σ πίτι, περίμεν ε μια μαύρη άμαξα με το σ ήμα της ασ τυν ομίας του Σεν τ Πίτερ Πορτ αποτυπωμέν ο πάν ω της. Οι παλ μοί της καρδιάς της επιταχ ύν θηκαν . Κόλ λ ησ ε σ τον πλ αϊν ό τοίχ ο του σ πιτιού και προχ ώρησ ε αν άμεσ α σ τους
ψ ηλ ούς φράχ τες, γ ια ν α διαπισ τώσ ει αν θα μπορούσ ε ν α ακούσ ει τι σ υν έβαιν ε. Τη σ τιγ μή που κατόρθωσ ε ν α αφουγ κρασ τεί μερικά σ κόρπια λ όγ ια από τη σ υζήτησ ή τους, η φων ή της Λόρα πρόδιδε ήδη την αν ασ τάτωσ ή της. «Τι πράγ μα; Και οι δυο τους;» «Πολ ύ φοβάμαι πως ν αι, κυρία μου. Βρήκαμε τα πτώματα σ το αίθριο. Θα πρέπει μάλ λ ον ν α προσ πάθησ αν ν α πηδήξουν από κάποιο παράθυρο του ψ ηλ ότερου ορόφου». Τα αυτιά της Τίλ ι άρχ ισ αν ν α βουίζουν . Πίεσ ε τις παλ άμες της πάν ω σ την πέτρα γ ια ν α κρατήσ ει την ισ ορροπία της. «Είν αι φοβερό, απίσ τευτο», είπε ο Ραλ φ. «Λόρα, ηρέμησ ε. Πήγ αιν ε μέσ α». Ακούσ τηκε ο ήχ ος κάποιας κίν ησ ης. Η Τίλ ι πάγ ωσ ε γ ια μια σ τιγ μή, αλ λ ά σ υν ειδητοποίησ ε πως ο Ραλ φ είχ ε σ τείλ ει τη Λόρα πίσ ω σ το σ πίτι, εν ώ ο ίδιος προχ ώρησ ε λ ίγ α βήματα πιο έξω μαζί με τον ασ τυφύλ ακα. Από τη γ ων ία του φράχ τη, η Τίλ ι μπορούσ ε ν α δει τον ώμο της μπλ ε ρεν τιγ κότας του και το πίσ ω μέρος του γ υαλ ισ τερού ψ ηλ ού καπέλ ου του. Πίεσ ε τον εαυτό της ν α μην κάν ει την παραμικρή κίν ησ η, ν α μη βγ άλ ει τον παραμικρό ήχ ο.
«Αν αρωτιόμουν μήπως εσ είς είχ ατε ν α μας δώσ ετε κάποια πλ ηροφορία που θα βοηθούσ ε την έρευν ά μας», έλ εγ ε ο ασ τυφύλ ακας σ τον Ραλ φ. «Ο Ντελ αφόρ είχ ε παράν ομο δεσ μό με τη μαγ είρισ σ ά μας. Αν ν ομίζετε πως αυτό θα βοηθήσ ει, μπορείτε ν α έρθετε ν α δείτε το δωμάτιο σ το οποίο κοιμόταν η κοπέλ α». Έπειτα, απομακρύν θηκαν , εν ώ η Τίλ ι, χ ωρίς ούτε η ίδια ν α ξέρει πώς, βρήκε το κουράγ ιο ν α το βάλ ει σ τα πόδια όσ ο η ασ τυν ομία βρισ κόταν μες σ το σ πίτι, και μάλ ισ τα σ το ίδιο ακριβώς δωμάτιο όπου ήταν και η ίδια πριν από μόλ ις λ ίγ α λ επτά. Πιέζον τας τα εξουθεν ωμέν α μέλ η της ν α κιν ηθούν , έτρεξε πίσ ω γ ια ν α πάρει το μπαούλ ο της κι έπειτα όρμηξε προς την πόρτα του κήπου. Βρέθηκε ξαν ά σ το σ τεν ό δρομάκι από πίσ ω κι έπειτα έτρεξε ως το λ ιμάν ι, ως τα πλ οία που θα την έπαιρν αν μακριά από αυτό το εφιαλ τικό ν ησ ί, κι ας ήταν προς έν α μέλ λ ον αβέβαιο. ● Η Τίλ ι δεν είχ ε ύψ ος ακριβώς έν α κι εξήν τα πέν τε, αλ λ ά όταν σ τεκόταν σ τητή, φαιν όταν ψ ηλ ότερη. Τα μαλ λ ιά της ήταν πολ ύ σ κούρα γ ια ν α τα
χ αρακτηρίσ ει καν είς πυρόξαν θα, αλ λ ά ίσ ως οι υπεύθυν οι ν α μην ασ χ ολ ούν ταν ιδιαίτερα με τις διάφορες αποχ ρώσ εις του κόκκιν ου. Τα μάτια της ήταν μάλ λ ον πράσ ιν α παρά αν οιχ τά κασ ταν ά, αλ λ ά και αυτό ήταν περισ σ ότερο ζήτημα υποκειμεν ικής κρίσ ης. Και το πρόσ ωπό της ήταν μάλ λ ον οβάλ παρά σ τρογ γ υλ ό, όμως τα μάγ ουλ ά της ήταν γ εμάτα και ροδαλ ά. Δ εν έμοιαζε καθόλ ου με τη Σαν τέλ , κι όμως η περιγ ραφή σ το διαβατήριο ήταν αρκετά αόρισ τη ώσ τε ν α μην εγ είρει υποψ ίες. Όσ ο γ ια την υπογ ραφή, εξασ κήθηκε πάν ω σ ε έν α κομμάτι από χ αρτί εφημερίδας γ ύρω σ τις εκατό φορές γ ια ν α τη μιμηθεί, όσ ο περίμεν ε ν α έρθει το πλ οίο που θα την περν ούσ ε απέν αν τι. Και καθώς έγ ραφε ξαν ά και ξαν ά εκείν ο το όν ομα –Σαν τέλ Μαρί Λεζέν –, ερχ όταν διαρκώς σ το ν ου της με έν αν φρικτό και αδυσ ώπητο τρόπο εκείν ο το φοβερό σ υμβάν και ο ρόλ ος που είχ ε παίξει η ίδια. Κι όμως, από την άλ λ η πλ ευρά, αυτή ήταν η ευκαιρία της ν α φύγ ει μακριά και ν α μην κοιτάξει ποτέ ξαν ά πίσ ω. Η ασ τυν ομία θεωρούσ ε ότι είχ ε πεθάν ει μαζί με τον άν τρα της, αν τί ν α υποπτεύεται ότι ήταν υπεύθυν η γ ια το θάν ατό του. Αν ήθελ ε ν α έχ ει κάποιο μέλ λ ον από εδώ και πέρα, έπρεπε ν α τους αφήσ ει ν α πισ τεύουν σ ε αυτή την πλ άν η.
Από το Σεν τ Πίτερ Πορτ σ το Σεν Μάλ ο, από το Σεν Μάλ ο σ το Παρίσ ι και από το Παρίσ ι σ τη Μασ σ αλ ία, και σ ε όλ ο το ταξίδι δεν έπαψ ε ούτε σ τιγ μή ν α εξασ κείται σ την καιν ούρια της υπογ ραφή, μέχ ρι που μπορούσ ε ν α τη σ ημειών ει σ αν ν α ήταν σ τ’ αλ ήθεια η δική της, σ αν ν α ήταν όν τως η Σαν τέλ Λεζέν . Τα γ αλ λ ικά της, χ άρη σ τον παππού της, ήταν άψ ογ α. Άλ λ αξε τα χ αρτον ομίσ ματά της και βρήκε το δρόμο γ ια το βαθύ λ ιμάν ι της Λα Ζολ ιέτ. Περίμεν ε σ την ουρά σ το πρώτο ταμείο που πουλ ούσ ε εισ ιτήρια γ ια ταξίδια μακριν ών αποσ τάσ εων με ατμόπλ οιο κι έκλ εισ ε θέσ η σ το πρώτο πλ οίο που έφευγ ε την ίδια εκείν η μέρα. Προορισ μός του ήταν η Αυσ τραλ ία: η άλ λ η άκρη του κόσ μου. Το ιδαν ικό μέρος γ ια ν α ξεκιν ήσ ει μια ν έα ζωή.
1 1 - Αυτή δεν Είν αι η Μητέρα μου 201 2
Για μία εβδομάδα, δεν είχ αμε καταιγ ίδες. Η μια ηλ ιόλ ουσ τη μέρα διαδεχ όταν την άλ λ η και οι αχ τίδες σ πιν θηροβολ ούσ αν σ την επιφάν εια της θάλ ασ σ ας κι έκαν αν πιο φωτειν ή την τραχ ιά κιτριν οπράσ ιν η χ λ όη σ τον αν ηφορικό χ ωματόδρομο που οδηγ ούσ ε σ το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι. Χάρη σ την καλ οκαιρία, ο μάσ τορας μπόρεσ ε ν α έρθει και ν α σ φραγ ίσ ει σ ωσ τά τη σ κεπή. Τις τρεις μέρες που εργ αζόταν σ τη σ κεπή, δυσ κολ ευόμουν πολ ύ ν α γ ράψ ω. Δ εν μπορούσ α ν α σ υγ κεν τρωθώ. Και δεν ήμουν σ ίγ ουρη γ ια το πρωτόκολ λ ο αυτών των περιπτώσ εων . Θα έπρεπε ν α του κάν ω καφέ; Να πηγ αίν ω κάθε τόσ ο, όταν δεν ακουγ όταν καν έν ας θόρυβος, γ ια ν α βεβαιών ομαι πως δεν είχ ε πέσ ει; Κι εν ώ ο μάσ τορας εργ αζόταν σ τη σ κεπή, ο Τζο σ υν έχ ιζε τη δική του δουλ ειά μες σ το σ πίτι. Είχ ε γ εμίσ ει το ψ υγ είο μου με τρόφιμα και τώρα είχ ε καταπιασ τεί με την αφαίρεσ η της γ υψ οσ αν ίδας. Αν ακάλ υψ α ότι μπορούσ α ν α αγ ν οώ ευκολ ότερα τον Τζο, επειδή ο
ίδιος μου έλ εγ ε σ υν έχ εια: «Μην ασ χ ολ είσ αι μαζί μου. Κάν ε τη δουλ ειά σ ου». Κι έτσ ι, προσ πάθησ α ν α κάν ω τη δουλ ειά μου. Προσ πάθησ α σ τ’ αλ ήθεια. Υ ποχ ρέωσ α τον εαυτό μου ν α σ τρωθεί και ξαν αδιάβασ α το τελ ευταίο βιβλ ίο της Χήρας Ντετέκτιβ μου. Το γ έμισ α με μικρά αυτοκόλ λ ητα χ αρτάκια σ ημειώσ εων , σ τα οποία εν τόπιζα και αν έλ υα τις αφηγ ηματικές τεχ ν ικές που λ ειτουργ ούσ αν καλ ύτερα. Κι έπειτα, σ υν ειδητοποίησ α πως δεν θα μπορούσ α ν α προχ ωρήσ ω με την καιν ούρια ισ τορία μου μέχ ρι ν α διορθώσ ω τα προβλ ηματικά σ ημεία που υπήρχ αν σ την αρχ ή της. Το πήρα απόφασ η, λ οιπόν , και κάθισ α ν α ξαν αγ ράψ ω τεράσ τια αποσ πάσ ματα, μόν ο και μόν ο γ ια ν α διαπισ τώσ ω πολ ύ σ ύν τομα πως είχ α μπερδευτεί τελ είως, πως είχ α σ παταλ ήσ ει το χ ρόν ο μου και πως είχ α χ άσ ει το ν ήμα της αφήγ ησ ης. Έτσ ι, τα πράγ ματα ήταν τώρα ακόμα χ ειρότερα από πριν . Είχ α δουλ έψ ει μία ολ όκλ ηρη εβδομάδα και, αν τί ν α προχ ωρήσ ω τη δουλ ειά μου, βρισ κόμουν ακόμα πιο πίσ ω. Τα ν εύρα μου είχ αν αρχ ίσ ει ν α κλ ον ίζον ται.greekleech.info Γι’ αυτό κι εκείν η την Παρασ κευή, όταν ο Τζο άφησ ε αθόρυβα σ το γ ραφείο μου την αλ λ ηλ ογ ραφία μου και είδα πως υπήρχ ε έν α
γ ράμμα από τη Μάρλ α με το λ ογ ότυπο του εκδότη μου σ το φάκελ ο, κυριεύτηκα από έν α κύμα παν ικού. Τι ν α υπήρχ ε μες σ το φάκελ ο; Μια καταγ γ ελ ία του σ υμβολ αίου μου μαζί με μια αγ ωγ ή; Μια επισ τολ ή όπου θα μου έγ ραφαν σ ε σ κλ ηρή γ λ ώσ σ α πόσ ο τους είχ α απογ οητεύσ ει; Έν α άρθρο εφημερίδας μαζί με έν α σ ημείωμα που θα ζητούσ ε εξηγ ήσ εις; Αλ λ ά, βέβαια, δεν ήταν τίποτα από όλ α αυτά. Οι εκδότες μου είχ αν αν εξάν τλ ητη υπομον ή μαζί μου. Η υπεύθυν η έκδοσ ης μου είχ ε πει ήδη αρκετές φορές πως όλ οι οι σ υγ γ ραφείς που γ ν ώριζε υπέφεραν κατά καιρούς από μπλ οκαρίσ ματα ή θεωρούσ αν ότι ήταν απατεών ες και ότι η επιτυχ ία τους ήταν τυχ αία, αν εξήγ ητη, έν α τρομερό λ άθος. Τι με έκαν ε, λ οιπόν , ν α ν ομίζω ότι ήμουν διαφορετική από όλ ους αυτούς; Άν οιξα το φάκελ ο και τράβηξα έν α προσ χ έδιο του εξωφύλ λ ου γ ια το επόμεν ο βιβλ ίο μου. Δ εν άν τεχ α άλ λ ο ν α κάθομαι. Πήδηξα από την καρέκλ α μου κι άρχ ισ α ν α βηματίζω πάν ω κάτω, με το εξώφυλ λ ο σ τα χ έρια μου. Ήταν εν τυπωσ ιακό: μια σ κοτειν ή εικόν α της Χήρας Γουέιλ αν τ (όμορφης, όπως πάν τα), έν α ερειπωμέν ο αβαείο και σ χ έδια όμοια με αυτά που κοσ μούσ αν τα
μεσ αιων ικά χ ειρόγ ραφα. Το όν ομά μου –Νίν α Τζόουν ς– βρισ κόταν σ τη σ υν ηθισ μέν η του θέσ η, με τη σ υν ηθισ μέν η γ ραμματοσ ειρά και το σ υν ηθισ μέν ο «Συγ γ ραφέας Δ ιεθν ών Μπεσ τ Σέλ ερ» από κάτω. Στη θέσ η όπου θα έπρεπε ν α βρίσ κεται ο τίτλ ος έγ ραφε απλ ώς «Θέσ η Τίτλ ου», και αμέσ ως θυμήθηκα ότι τους είχ α υποσ χ εθεί έν αν τίτλ ο μέχ ρι το τέλ ος του περασ μέν ου μήν α. Ή μήπως ήταν του προπερασ μέν ου; Το είχ α ξεχ άσ ει εν τελ ώς. Ο Τζο είχ ε επισ τρέψ ει σ το γ ραφείο μου και με παρακολ ουθούσ ε ν α βηματίζω πάν ω κάτω, με το εξώφυλ λ ο ακόμα σ τα χ έρια μου. «Κάν εις διάλ ειμμα; Θέλ εις ν α σ ου φτιάξω έν α τσ άι;» Σήκωσ α ξαφν ιασ μέν η τα μάτια μου και τον κοίταξα. «Α… Όχ ι. Πρέπει… Πρέπει ν α σ υν εχ ίσ ω τη δουλ ειά μου». «Για δες!» είπε, κι έν α πλ ατύ χ αμόγ ελ ο απλ ώθηκε σ το πρόσ ωπό του. «Αυτό είν αι το εξώφυλ λ ο του καιν ούριου σ ου βιβλ ίου;» Το έτειν α προς το μέρος του, πασ χ ίζον τας ν α φαίν ομαι χ αρούμεν η παρά τη σ κοτειν ή δίν η του φόβου και της έλ λ ειψ ης αυτοπεποίθησ ης που σ τροβιλ ιζόταν μέσ α μου. «Πολ ύ εν διαφέρων τίτλ ος», είπε, γ ελ ών τας. «Ναι, το ξέρω. Έχ ω κάποιες ιδέες. Απλ ώς…
Απλ ώς φαίν εται πως γ ια την ώρα δεν μπορώ ν α… Εεε… Είν αι σ αν ν α μου έχ ουν τελ ειώσ ει οι λ έξεις». Με κοίταξε παραξεν εμέν ος. «Είσ αι καλ ά;» «Θ’ αργ ήσ ω πολ ύ ν α τελ ειώσ ω το βιβλ ίο. Αλ λ ά το εξώφυλ λ ο είν αι ήδη έτοιμο κι εγ ώ… δεν είμαι». «Θα τα καταφέρεις, όμως. Είν αι κάτι που το έχ εις ξαν ακάν ει. Πρέπει απλ ώς ν α ξεμπλ οκάρεις. Σε θαυμάζω ειλ ικριν ά γ ι’ αυτό που κάν εις. Εγ ώ δεν είμαι καθόλ ου δημιουργ ικός». Μου έδωσ ε πίσ ω το εξώφυλ λ ο. «Θα πρέπει ν α το κολ λ ήσ εις αυτό κάπου ψ ηλ ά γ ια ν α το βλ έπεις. Για έμπν ευσ η. Και σ το μεταξύ, εγ ώ δεν θα έπρεπε ν α βρίσ κομαι εδώ και ν α σ ’ απασ χ ολ ώ. Ειδοποίησ έ με αν χ ρειασ τείς οτιδήποτε». Παραλ ίγ ο ν α τον φων άξω ν α επισ τρέψ ει. Δ εν ήθελ α ν α μείν ω μόν η μου. Ο ν ους μου ήταν έν α πολ ύ τρομακτικό μέρος και δεν είχ α καμία όρεξη ν α βρίσ κομαι ολ ομόν αχ η εκεί. Από την άλ λ η, όμως, το τελ ευταίο που χ ρειαζόμουν ήταν έν ας ακόμα άν θρωπος σ τη ζωή μου που ν α μου προσ φέρει παρηγ οριά κι επιβεβαίωσ η γ ια τη δουλ ειά μου. Ή, ακόμα χ ειρότερα, ν α με καλ οπιάν ει και ν α με ρωτάει πόσ ο προχ ώρησ α κάθε μέρα. Γιατί, το ήξερα καλ ά, ο αριθμός των σ ελ ίδων που θα έπρεπε ν α γ ράφω σ ε καθημεριν ή βάσ η
προκειμέν ου ν α τελ ειώσ ω το βιβλ ίο μες σ την προθεσ μία μου, ξεπερν ούσ ε τις δυν ατότητές μου. Επέσ τρεψ α σ το γ ραφείο μου κι έμειν α ν α κοιτάζω τις λ έξεις από μαύρα γ ράμματα πάν ω σ τη λ ευκή σ ελ ίδα της οθόν ης. Έν ιωθα εν τελ ώς χ αμέν η, τρομοκρατημέν η, καταβεβλ ημέν η. Μα γ ιατί είχ α υπογ ράψ ει εκείν ο το σ υμβόλ αιο; Πώς είχ α φαν τασ τεί ότι θα τα κατάφερν α; Είχ α σ ταθεί τυχ ερή τις πρώτες τρεις φορές. Για ποιο λ όγ ο είχ α φαν τασ τεί ότι αυτή η τύχ η ήταν αν εξάν τλ ητη; Έπρεπε ν α είχ α αποσ υρθεί. Έν ιωθα ν αυτία και ήμουν τόσ ο φοβισ μέν η, που δεν μπορούσ α ούτε ν α κλ άψ ω. Ακούμπησ α το κεφάλ ι μου πάν ω σ το γ ραφείο μου κι έμειν α έτσ ι γ ια μερικά λ επτά, ακούγ ον τας την ίδια μου την αν άσ α. Κι έπειτα, αν τί ν α το κολ λ ήσ ω κάπου γ ια ν α με εμπν έει, άρπαξα το εξώφυλ λ ο, το τσ αλ άκωσ α και το πέταξα σ το καλ άθι των αχ ρήσ των . Αν υπήρχ ε πραγ ματικά μια πιθαν ότητα ν α τα βγ άλ ω πέρα, έπρεπε ν α ξεχ άσ ω πως υπήρχ ε κάπου έν ας τεράσ τιος εκδοτικός μηχ αν ισ μός που εργ αζόταν γ ι’ αυτό το βιβλ ίο χ ωρίς εγ ώ ν α το έχ ω ακόμα παραδώσ ει, έν ας μηχ αν ισ μός που ήλ πιζε σ αν τρελ ός ότι τελ ικά θα τα κατάφερν α.
● Έκαν α έν α διάλ ειμμα γ ια ν α φάω το μεσ ημεριαν ό μου –σ παγ γ έτι πάν ω σ ε φρυγ αν ισ μέν ο ψ ωμί, έν α πιάτο που δεν το βαριέμαι ποτέ μου–, όταν η δόν ησ η του κιν ητού μου με πλ ηροφόρησ ε πως είχ α έν α μήν υμα. Ήταν από τη Στέισ ι. Τηλ εφών ησέ μου όταν δεις το μήν υμα. Είν αι γ ια επαγ γ ελ ματική υπόθεση. Άφησ α πάλ ι το τηλ έφων ο σ το τραπέζι και τελ είωσ α το γ εύμα μου. Είχ α τις καλ ύτερες προθέσ εις ν α σ υν εχ ίσ ω την εργ ασ ία μου αμέσ ως μετά το φαγ ητό, αλ λ ά σ κέφτηκα πως μπορεί ν α μου έκαν ε καλ ό λ ίγ ος καθαρός αέρας. Ίσ ως ν α ξυπν ούσ ε το μυαλ ό μου, ώσ τε ν α σ ταματήσ ει ν α γ ράφει ξαν ά και ξαν ά τις ίδιες εκατό λ έξεις. Ο τηλ εφων ικός θάλ αμος ήταν το μον αδικό μέρος απ’ όπου μπορούσ α ν α τηλ εφων ήσ ω και ν α μιλ ήσ ω γ ια δουλ ειές, κι έτσ ι έβαλ α το πιάτο μου σ το ν εροχ ύτη και τράβηξα γ ια τους πρόποδες του λ όφου. Χρειάσ τηκε ν α περιμέν ω δέκα λ επτά ώσ που ν α τελ ειώσ ει μια ηλ ικιωμέν η γ υν αίκα τη σ υζήτησ ή της με μια ν εαρή φίλ η ή σ υγ γ εν ή της, η οποία είχ ε μόλ ις αποκτήσ ει μωρό. Προσ πάθησ α ν α κρύψ ω την αν υπομον ησ ία μου όσ ο περίμεν α, αλ λ ά ήξερα
ότι θα έχ αν α όλ ο το απόγ ευμα αν δεν επέσ τρεφα σ ύν τομα σ την εργ ασ ία μου. Τελ ικά, κατόρθωσ α ν α βρω τη Στέισ ι σ το τηλ έφων ο. «Γεια σ ου, μικρή ν ησ ιώτισ σ α», μου είπε. «Πήρες, επιτέλ ους, το μήν υμά μου; Σου το έσ τειλ α χ θες το βράδυ, ξέρεις». «Βλ έπω τόσ ους αν θρώπους εδώ γ ύρω που χ ρησ ιμοποιούν τα κιν ητά τους. Δ εν ξέρω γ ια ποιο λ όγ ο το σ ήμα αποφεύγ ει ειδικά εμέν α». «Ίσ ως πρέπει ν ’ αλ λ άξεις εταιρεία». «Δ εν σ κοπεύω ν α μείν ω τόσ ο πολ ύ εδώ. Έτσ ι ελ πίζω τουλ άχ ισ τον ». Αλ λ ά πόσ ο καιρό θα χ ρειαζόμουν γ ια ν α τελ ειώσ ω το βιβλ ίο μου; Κούν ησ α το κεφάλ ι μου, προσ παθών τας ν α καθαρίσ ω το μυαλ ό μου. «Και γ ια ποια επαγ γ ελ ματική υπόθεσ η πρόκειται;» «Κάποια προσ παθεί ν ’ αποκτήσ ει πρόσ βασ η σ τα έγ γ ραφά σ ου». Τα έγ γ ραφά μου, παλ ιά χ ειρόγ ραφα και αλ λ ηλ ογ ραφία γ ια τα μυθισ τορήματά μου, φυλ άσ σ ον ταν όλ α σ τη Βιβλ ιοθήκη Φράιερ, σ την εν δοχ ώρα. Τους τα είχ α δωρίσ ει τον προηγ ούμεν ο χ ρόν ο, μαζί με τα χ αρτιά της Έλ εν ορ, όμως είχ α θέσ ει όρο ν α ζητούν την έγ κρισ ή μου όποτε
κάποιος ήθελ ε ν α έχ ει πρόσ βασ η σ ε αυτά. Όταν μετακόμισ α σ το Σίδν εϊ, αν έθεσ α σ τη Στέισ ι ν α ελ έγ χ ει ποιος θα είχ ε πρόσ βασ η. «Και ποια είν αι αυτή;» «Είν αι μια δημοσ ιογ ράφος, που ον ομάζεται Ελ ίζαμπεθ–» «Πάρις», ολ οκλ ήρωσ α εγ ώ τη φράσ η της. «Που ν α πάρει, γ ιατί δεν μ’ αφήν ει σ την ησ υχ ία μου; Τι θέλ ει από εμέν α;» «Δ εν ξέρω, Νίν α, όμως μου είν αι πολ ύ εύκολ ο ν α της αρν ηθώ την πρόσ βασ η». «Ναι, κάν ’ το, σ ε παρακαλ ώ». Έν ιωθα αν ήσ υχ η. Και λ ίγ ο φοβισ μέν η. «Της είπα πως δεν επρόκειτο ν α της μιλ ήσ ω. Δ εν ξέρω τι ν ομίζει πως θ’ αν ακαλ ύψ ει διαβάζον τας την παλ ιά μου αλ λ ηλ ογ ραφία με τους αν αγ ν ώσ τες των βιβλ ίων μου». «Θέλ εις ν α της τηλ εφων ήσ ω; Να της πω ν α σ ’ αφήσ ει ήσ υχ η; Μπορώ ν α χ ρησ ιμοποιήσ ω σ κλ ηρή ν ομική γ λ ώσ σ α». Γέλ ασ α. «Όχ ι. Απλ ώς μην της επιτρέψ εις την πρόσ βασ η και ας ελ πίσ ουμε πως θα τα παρατήσ ει. Θα σ ε δω σ ε μία εβδομάδα, όπως είχ αμε πει;» «Οπωσ δήποτε. Κι ίσ ως μέχ ρι τότε ν α σ ου έχ ω και μια έκπλ ηξη».
«Τι έκπλ ηξη;» «Αν σ ου έλ εγ α, δεν θα ήταν έκπλ ηξη», μου αποκρίθηκε. «Και τώρα, γ ύρν α πίσ ω σ τη δουλ ειά σ ου». «Ναι, αυτό θα κάν ω», της είπα. Αλ λ ά δεν ήμουν σ ίγ ουρη πως της έλ εγ α αλ ήθεια. ● Γύρω σ τις πέν τε, άκουσ α φων ές έξω από το σ πίτι κι έκλ εισ α με χ αρά τον φορητό μου υπολ ογ ισ τή, τελ ειών ον τας τη δουλ ειά μου γ ια εκείν η τη μέρα. Βγ ήκα σ τη βεράν τα πάν ω σ την ώρα γ ια ν α δω τον Τζο ν α χ αιρετάει μια σ τρογ γ υλ οπρόσ ωπη εξην τάρα γ υν αίκα, με σ κούρα ακόμα μαλ λ ιά και σ κούρα μάτια. Συν όδευε το γ ιο του Τζο, τον Τζούλ ιαν . «Μαμά», της είπε ο Τζο, «ν α σ ου γ ν ωρίσ ω τη Νίν α. Νίν α, αυτή είν αι η μητέρα μου». «Α, χ αίρετε κυρία…» άρχ ισ α ν α λ έω, αλ λ ά αμέσ ως μετά σ ταμάτησ α και σ τράφηκα προς τον Τζο. «Δ εν ξέρω καν το επίθετό σ ου». «Ον ομάζομαι Λιν ΜακΚίρν αν », είπε η γ υν αίκα. «Σε παρακαλ ώ, όμως, ν α μου μιλ άς σ τον εν ικό και ν α με φων άζεις Λιν ».
«Χαίρομαι πολ ύ που σ ε γ ν ωρίζω, Λιν », της είπα και της έτειν α το χ έρι μου. «Γεια σ ου, Τζούλ ιαν ». Ο Τζούλ ιαν , όμως, ήταν απασ χ ολ ημέν ος – είχ ε σ καρφαλ ώσ ει σ το κάγ κελ ο της βεράν τας και προχ ωρούσ ε ισ ορροπών τας σ αν πραγ ματικός αθλ ητής της εν όργ αν ης γ υμν ασ τικής. Χαμογ έλ ασ α σ τον Τζο. «Σ’ ευχ αρισ τώ γ ια τη βοήθειά σ ου αυτή την εβδομάδα. Να πούμε τις ίδιες τρεις μέρες και γ ια την άλ λ η εβδομάδα;» Ο Τζο είχ ε δουλ έψ ει σ το σ πίτι μου τη Δ ευτέρα, την Τετάρτη και την Παρασ κευή. Πολ ύ θα ήθελ α ν α έρχ εται κάθε μέρα και ν α ξύν ει τους τοίχ ους μου, όμως έπρεπε ν α προχ ωρήσ ει και την πτυχ ιακή του. «Ναι, αν σ ε βολ εύει κι εσ έν α». «Θα πας σ την εν δοχ ώρα γ ια το Σαββατοκύριακο;» με ρώτησ ε η Λιν . «Όχ ι. Προσ παθώ ν ’ αποφεύγ ω τα πηγ αιν έλ α σ την εν δοχ ώρα», της απάν τησ α. Η Στέισ ι δεν θα ερχ όταν παρά έπειτα από μία εβδομάδα, κι έτσ ι αυτό το Σαββατοκύριακο διαγ ραφόταν μακρύ και άδειο. «Είσ αι μόν η σ ου εδώ;» με ρώτησ ε η Λιν , που πρέπει ν α διαισ θάν θηκε τη μελ αγ χ ολ ία μου. «Ναι, μόν η». «Γιατί δεν έρχ εσ αι σ το σ πίτι μας;» μου πρότειν ε
αμέσ ως. «Έχ ω φτιάξει λ αζάν ια. Φτάν ουν και περισ σ εύουν γ ια όλ ους μας. Και ο πατέρας του Τζο θα χ αρεί πολ ύ ν α σ ε γ ν ωρίσ ει». Τα έχ ασ α με αυτή την αν απάν τεχ η πρόσ κλ ησ η και δίσ τασ α. Δ εν ήξερα αν ήταν φρόν ιμο ν α βλ έπω τον Τζο και εκτός του ωραρίου εργ ασ ίας του. Ήδη υπήρχ ε αν άμεσ ά μας μια ζεσ τασ ιά που δεν θα έπρεπε ν α υπάρχ ει· κι εγ ώ ήμουν αποφασ ισ μέν η ν α μην ξαν αβρεθώ μπλ εγ μέν η σ την ίδια κατάσ τασ η που είχ α αν τιμετωπίσ ει με τον Κάμερον . Ξαφν ικά, πετάχ τηκε ο Τζούλ ιαν . «Έλ α, σ ε παρακαλ ώ!» είπε. «Θα σ ου δείξω τα Λέγ κο μου από τον Πόλ εμο των Άσ τρων ». Το προσ ωπάκι του έλ αμπε τόσ ο από την έξαψ η, που δεν μπορούσ α ν α του το αρν ηθώ. «Εν τάξει, τότε», είπα. «Υ πέροχ α», είπε η Λιν . «Θ’ αν οίξουμε κι έν α μπουκάλ ι καλ ό κρασ ί». «Μια σ τιγ μή μόν ο ν α βάλ ω παπούτσ ια». Κατηφορίσ αμε όλ οι μαζί το λ όφο κάτω από το απαλ ό φως του δειλ ιν ού. Ο ήλ ιος έδυε πίσ ω από τα σ ύν ν εφα κι έσ τελ ν ε τώρα από τον ουραν ό τις κεχ ριμπαρέν ιες αχ τίδες του. Οι σ κιές μας είχ αν επιμηκυν θεί. Ο Τζούλ ιαν έτρεχ ε μπρος πίσ ω, σ αν ν α ήθελ ε ν α τιν άξει από πάν ω του τους
αραχ ν οϊσ τούς που είχ αν κολ λ ήσ ει σ τα μέλ η του όλ ες εκείν ες τις ώρες που είχ ε περάσ ει ακίν ητος σ το θραν ίο του. Σχ εδόν έβλ επα τον θαλ ασ σ ιν ό αέρα ν α ροδίζει τα μάγ ουλ ά του και ν α αν αζωογ ον εί το δέρμα του. Σκέφτηκα πόσ ο όμορφο πρέπει ν α ήταν αυτό το μέρος γ ια ν α μεγ αλ ών εις έν α παιδί. Η Λιν άν οιξε την πορτούλ α που οδηγ ούσ ε σ το κτήμα τους κι ακολ ουθήσ αμε όλ οι μαζί το μακρύ αν ηφορικό μον οπάτι. Ο Τζούλ ιαν έτρεξε πάλ ι κον τά μας και μου έδειξε μια καλ ύβα βαμμέν η πολ ύχ ρωμη. «Εδώ μέν ουμε ο μπαμπάς κι εγ ώ. Μπαμπά, μπορώ ν α της δείξω τα Λέγ κο μου; Σε παρακαλ ώ!» «Δ εν ν ομίζω ότι θα την εν διαφέρουν και πολ ύ τα Λέγ κο», είπε ο Τζο. «Όχ ι, θα ήθελ α πολ ύ ν α τα δω», είπα. Ήμουν , άλ λ ωσ τε, περίεργ η ν α δω πώς ζούσ ε ο Τζο σ ε εκείν η την καλ ύβα. «Θα βάλ ω τα λ αζάν ια σ το φούρν ο», είπε η Λιν , χ αϊδεύον τας σ τοργ ικά το κεφάλ ι του Τζο. «Εσ είς με την ησ υχ ία σ ας». Κι έτσ ι, ο Τζο, ο Τζούλ ιαν κι εγ ώ ξεμακρύν αμε από το μον οπάτι και προχ ωρήσ αμε αν άμεσ α σ τα αγ ριόχ ορτα ως την καλ ύβα. Είχ ε παράθυρα και μια πόρτα. Έξω από την πόρτα, σ τέκον ταν γ λ άσ τρες
με κόκκιν α και λ ευκά λ ουλ ούδια. Ο Τζο ξεκλ είδωσ ε την πόρτα και άπλ ωσ ε το χ έρι του σ το διακόπτη, γ ια ν α αν άψ ει το φως. Μέσ α, υπήρχ ε μόν ο έν ας εν ιαίος μεγ άλ ος χ ώρος, αλ λ ά ήταν ζεσ τός και φιλ όξεν ος. Μια μικρή κουζιν ίτσ α, τετράγ ων α και σ τρογ γ υλ ά χ αλ άκια με έν α πλ ήθος από Λέγ κο διάσ παρτα πάν ω τους, έν ας βαθουλ ωμέν ος καν απές, δύο μον ά κρεβάτια σ ε απέν αν τι γ ων ίες και μια βιβλ ιοθήκη φτιαγ μέν η από παλ ιά τούβλ α και μεγ άλ ες ξύλ ιν ες σ αν ίδες. «Καλ ώς ήρθες σ το αρχ ον τικό μου», είπε ο Τζο με έν α δισ τακτικό χ αμόγ ελ ο, και σ υν ειδητοποίησ α πως ν τρεπόταν . «Φαίν εται πολ ύ άν ετο». «Δ εν έχ ουμε μπάν ιο». «Κάν ουμε πιπί σ τους θάμν ους!» δήλ ωσ ε με μεγ άλ η χ αρά ο Τζούλ ιαν . «Ναι, αλ λ ά μόν ο τη ν ύχ τα, όταν δεν θέλ ουμε ν α εν οχ λ ήσ ουμε τους γ ον είς μου», διευκρίν ισ ε ο Τζο με πρόσ ωπο κατακόκκιν ο. Εγ ώ γ έλ ασ α και δεν έδωσ α σ υν έχ εια. Ο Τζούλ ιαν με τράβηξε κον τά σ τα Λέγ κο του κι επέμειν ε ν α καθίσ ω κάτω μαζί του σ ε έν α μεγ άλ ο σ τρογ γ υλ ό χ αλ ί που είχ ε υφασ μέν ο πάν ω του το σ χ έδιο μιας πόλ ης με τους δρόμους της. Κι εν ώ ο Τζούλ ιαν μου
έδειχ ν ε τις φιγ ούρες του από διασ τημόπλ οια, ο Τζο έφερε δύο μπίρες από το ψ υγ είο. Τις άν οιξε και μου πρόσ φερε τη μία. «Στην υγ ειά σ ου», μου είπε, τσ ουγ κρίζον τας το μπουκάλ ι του με το δικό μου. «Στην υγ ειά σ ου», είπα κι εγ ώ. Κοιταχ τήκαμε γ ια λ ίγ α λ επτά κι άφησ α τη ζεσ τασ ιά ν α διαπεράσ ει το κορμί μου, κατηγ ορών τας τον εαυτό μου που επέτρεπε σ τον Τζο ν α έχ ει προσ δοκίες. «Πόσ ο καιρό ζείτε σ την καλ ύβα;» ρώτησ α. «Εδώ και τέσ σ ερα χ ρόν ια. Πιο πριν , ζούσ αμε γ ια έν α διάσ τημα σ την εν δοχ ώρα, όμως τα πράγ ματα ήταν δύσ κολ α. Τα εν οίκια είν αι υψ ηλ ά κι εγ ώ δεν έχ ω άλ λ ο έσ οδο εκτός απ’ την υποτροφία μου. Και παρόλ ο που ο Τζούλ ιαν έχ ει ταλ έν το σ τα Λέγ κο, δεν μπορεί ν α σ υν εισ φέρει σ τη σ υν τήρησ η του σ πιτιού μ’ αυτή την ασ χ ολ ία!» Αν ακάτεψ α τρυφερά τα μαλ λ ιά του Τζούλ ιαν . Το παιδί δεν το αν τιλ ήφθηκε καν , τόσ ο απασ χ ολ ημέν ο ήταν με τα Λέγ κο του. «Είχ α την ευκαιρία ν α κάν ω αυτή την πτυχ ιακή και η δουλ ειά με την παρατήρησ η φαλ αιν ών ήρθε την κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή. Για έν α διάσ τημα, είχ α πραγ ματικά πολ λ ή δουλ ειά. Έφτιαξα την καλ ύβα,
πλ ήρων α κι έν α μικρό εν οίκιο σ τους γ ον είς μου… Όμως, όπως ξέρεις, ο Τζορτζ και η Κέι έπεσ αν έξω κι έχ ασ αν την επιχ είρησ ή τους…» Έγ ειρα προς τα πίσ ω σ τον βελ ούδιν ο καν απέ. «Τι τύποι ήταν αυτοί οι δύο;» «Λίγ ο άσ χ ετοι, σ τον κόσ μο τους…» Γέλ ασ ε. «Συμπαθητικοί άν θρωποι, όμως. Αν κι εσ ύ μάλ λ ον δεν θα μπορούσ ες ν α τους σ υμπαθήσ εις… Σου οφείλ ουν πολ λ ά χ ρήματα». «Τα χ ρήματα δεν μ’ εν διαφέρουν και πολ ύ», του απάν τησ α. «Όπως και ν α ’χ ει, ο Τζούλ ιαν κι εγ ώ είμασ τε εδώ προσ ωριν ά, μέχ ρι ν α τελ ειώσ ω την πτυχ ιακή μου. Έπειτα, ελ πίζω πως θα βρω μια καταπλ ηκτική δουλ ειά κάπου και θα φύγ ουμε απ’ την καλ ύβα. Θ’ αγ οράσ ουμε έν α σ πίτι. Με μπάν ιο. Και δεν θα τρέχ ουμε πια σ τους θάμν ους». «Εξαιρετικός σ τόχ ος», είπα, χ αμογ ελ ών τας και φέρν ον τας το μπουκάλ ι σ τα χ είλ ια μου. Έπειτα, καθίσ αμε μαζί με τον Τζούλ ιαν σ το σ τρογ γ υλ ό χ αλ άκι, πίν ον τας την μπίρα μας και σ υζητών τας. Δ εν ξέρω αν ήταν η μπίρα ή η παρουσ ία του Τζο δίπλ α μου, όμως άρχ ισ α ν α χ αλ αρών ω. Άρχ ισ α ν α αισ θάν ομαι όμορφα, ν α σ κέφτομαι ότι όλ α θα πήγ αιν αν καλ ά και ότι ο
κόσ μος δεν ήταν τόσ ο τρομερός. Ύ σ τερα από μισ ή ώρα, η Λιν μας φών αξε γ ια το δείπν ο, κι έτσ ι πήγ α σ το σ πίτι γ ια ν α γ ν ωρίσ ω και τον πατέρα του Τζο, τον Ντούγ καλ . Μπορεί ο Τζο ν α μην έμοιαζε σ τη μητέρα του, αλ λ ά έμοιαζε ακόμα λ ιγ ότερο σ τον πατέρα του, που ήταν έν ας γ εροδεμέν ος Σκοτσ έζος με αν οιχ τά πυρόξαν θα μαλ λ ιά. Με αποκάλ εσ ε «κοπελ ιά», με έσ φιξε θερμά σ τη μεγ άλ η αγ καλ ιά του και με κάλ εσ ε ν α καθίσ ω σ το τραπέζι. Ο Τζούλ ιαν απαίτησ ε ν α καθίσ ω δίπλ α του σ τον μακρύ ξύλ ιν ο πάγ κο. Το τραπέζι τους ήταν τόσ ο μεγ άλ ο, που έπιαν ε το μεγ αλ ύτερο μέρος της κουζίν ας τους, εν ώ η Λιν λ αχ άν ιαζε καθώς ήταν αν αγ κασ μέν η ν α κάν ει το γ ύρο του γ ια ν α φέρει τα λ αζάν ια και το μπολ με τη σ αλ άτα. Ήταν φτιαγ μέν ο από φθαρμέν ο ξύλ ο, δεν υπήρχ ε τραπεζομάν τιλ ο και όλ α τα μαχ αιροπίρουν α ήταν ριγ μέν α σ το κέν τρο, ώσ τε ο καθέν ας μας ν α πάρει μόν ος του τα δικά του. «Πολ ύ χ αίρομαι που έχ ουμε καλ εσ μέν ο απόψ ε», είπε ο Ντούγ καλ . «Κι εγ ώ χ αίρομαι που είμαι εδώ», αποκρίθηκα. «Αυτό το τραπέζι είν αι πραγ ματικά τεράσ τιο». Η Λιν κάθισ ε κι αυτή σ τη θέσ η της. «Μας αρέσ ει
ν α έχ ουμε καλ εσ μέν ους, όμως δεν μας δίν εται σ υχ ν ά η ευκαιρία. Κάθε Χρισ τούγ εν ν α, βέβαια, έρχ ον ται από την εν δοχ ώρα τα μέλ η της ευρύτερης οικογ έν ειας κι έχ ουμε πολ ύ κόσ μο εδώ, αλ λ ά σ υν ήθως είμασ τε οι τέσ σ ερις μας σ ’ αυτό το τραπέζι. Μα, ελ άτε, αρχ ίσ τε ν α τρώτε». Σερβιρίσ τηκα μόν η μου μια μικρή μερίδα λ αζάν ια κι άκουσ α αμέσ ως τον Ντούγ καλ ν α κάν ει έν α αποδοκιμασ τικό «τς, τς» και ν α μου λ έει πως θα έπρεπε ν α πάρω κάν α κιλ ό. Ο Τζο φαιν όταν αμήχ αν ος. Ο Τζούλ ιαν είχ ε γ είρει το κεφάλ ι του σ τον ώμο μου. Σκέφτηκα τα δικά μας οικογ εν ειακά γ εύματα, τον καιρό που μεγ άλ ων α. Το προσ εκτικά σ τρωμέν ο τραπέζι, την επιμον ή ν α μάθω ν α χ ρησ ιμοποιώ το σ ωσ τό πιρούν ι τη σ ωσ τή σ τιγ μή, τη μητέρα μου ν α ξεροβήχ ει κάθε φορά που ακουμπούσ α τους αγ κών ες μου σ το τραπέζι. Οι γ ον είς του Τζο, όμως, σ υζητούσ αν χ αρωπά με τα σ τόματά τους γ εμάτα, ο Τζούλ ιαν τσ ιμπούσ ε ν τοματίν ια από τη σ αλ άτα με τα χ έρια του, και όλ οι έτρωγ αν όπως ήθελ αν . Το κρασ ί έρεε άφθον ο. Δ εν είχ α δει ποτέ τη δική μου μητέρα ν α βάζει έσ τω και μία γ ουλ ιά σ το σ τόμα της. Κατέλ ηξα σ το σ υμπέρασ μα πως η οικογ έν εια του Τζο μου άρεσ ε πραγ ματικά.
«Λοιπόν , τι κάν εις εδώ, σ το Νησ ί της Φωτιάς, κοπελ ιά;» μούγ κρισ ε ο Ντούγ καλ , όταν κάποια σ τιγ μή σ ταμάτησ ε γ ια λ ίγ ο ν α αν ταλ λ άσ σ ει πειράγ ματα με τη γ υν αίκα του. «Έχ εις έρθει γ ια δουλ ειά ή γ ια διασ κέδασ η;» Είχ α μόλ ις βάλ ει σ το σ τόμα μου μια μεγ άλ η μπουκιά και βιάσ τηκα ν α μασ ήσ ω και ν α καταπιώ προτού του απαν τήσ ω, όμως με πρόλ αβε ο Τζο. «Η Νίν α κάν ει διακοπές εδώ. Είν αι… Δ ημοσ ιογ ράφος». «Δ ημοσ ιογ ράφος, ε;» «Και γ ια ποια εφημερίδα γ ράφεις;» Ξεροκατάπια, καθώς δεν ήξερα τι ν α τους απαν τήσ ω. Γιατί ο Τζο είχ ε πει ψ έματα σ χ ετικά με το επάγ γ ελ μά μου; «Για μια μικρή τοπική εφημερίδα του Σίδν εϊ», απάν τησ α, ελ πίζον τας ν α φαν ώ πεισ τική. Η φων ή μου με πρόδιδε όταν έλ εγ α ψ έματα. «Καλ ύπτω καλ λ ισ τεία σ κύλ ων κι άλ λ α τέτοια θέματα», σ υμπλ ήρωσ α. «Ο Τζο μας έλ εγ ε πως το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι αν ήκε πάν τα σ την οικογ έν ειά σ ας», είπε η Λιν . Αυτό δεν ίσ χ υε απόλ υτα, όμως εκείν η τη σ τιγ μή ήμουν εκτεθειμέν η, καθώς, χ ωρίς ν α ξέρω γ ια ποιο λ όγ ο, δεν είχ α διαψ εύσ ει τον Τζο. «Ναι, κάποτε αν ήκε σ την προγ ιαγ ιά μου, την Έλ εν ορ Χολ τ. Ήταν σ πουδαία γ υν αίκα». Τους αφηγ ήθηκα
μερικές ισ τορίες από τη ζωή της Έλ εν ορ, κι έτσ ι η σ υζήτησ η σ χ ετικά με το επάγ γ ελ μά μου έσ βησ ε και ξεχ άσ τηκε. Την ώρα που η Λιν και ο Ντούγ καλ καθάριζαν το τραπέζι, ο Τζο έγ ειρε προς το μέρος μου. «Πίσ τεψ έ με», μου ψ ιθύρισ ε. «Αν πάρουν είδησ η πως είσ αι διάσ ημη, είν αι ικαν οί ν α σ ε τρελ άν ουν . Η μάν α μου θα σ ε καλ εί σ υν έχ εια σ ε λ έσ χ ες βιβλ ίων και ο πατέρας μου θ’ αποφασ ίσ ει ν α σ ου δείξει τα ημιτελ ή απομν ημον εύματά του». Γέλ ασ α σ ιγ αν ά. «Σ’ ευχ αρισ τώ. Είν αι ωραίο ν α παρισ τάν ω πως δεν είμαι σ υγ γ ραφέας». «Ε, καλ ά, πάν τως γ ράφεις γ ια καλ λ ισ τεία σ κύλ ων ». Μοιρασ τήκαμε έν α πν ιχ τό γ έλ ιο και ο Ντούγ καλ σ τράφηκε πάν ω από τον ώμο του και μας κοίταξε τρυφερά. Αποτραβήχ τηκα λ ίγ ο από τον Τζο, καθώς θυμήθηκα τον όρκο μου ν α μην μπλ έξω ξαν ά με σ χ έσ εις. Ήταν , όμως, τόσ ο όμορφο ν α ν ιώθω τη σ πίθα της πρώτης έλ ξης, ν α φλ ερτάρω λ ίγ ο. Είχ α τόσ ο λ ίγ ες απολ αύσ εις σ τη ζωή, που επέτρεψ α σ τον εαυτό μου ν α χ αρεί γ ια λ ίγ ο αυτή την αίσ θησ η. «Θα φας και λ ίγ η πουτίγ κα μαζί μας, Νίν α;» με ρώτησ ε ο Ντούγ καλ .
«Θα το ήθελ α πολ ύ». «Ζύμη όλ ο βούτυρο και καραμέλ α», είπε η Λιν , ξεσ κεπάζον τας έν α ταψ άκι. «Η σ ος θα σ ε σ κοτώσ ει», πρόσ θεσ ε ο Ντούγ καλ . «Είν αι φτιαγ μέν η από βούτυρο, ζάχ αρη και κρέμα γ άλ ακτος. Τίποτα άλ λ ο. Καρδιακή προσ βολ ή σ τα σ ίγ ουρα». «Εσ ύ δεν θα πεθάν εις ποτέ», του είπε η Λιν και τον χ τύπησ ε παιχ ν ιδιάρικα με μια πετσ έτα. «Θα μείν εις εδώ γ ια ν α με τυραν ν άς γ ια πάν τα, γ εροκατεργ άρη». Ήταν τόσ ο σ τοργ ικοί μεταξύ τους, έτσ ι καθώς γ ελ ούσ αν κι αγ καλ ιάζον ταν κι έκαν αν τάχ α πως μάλ ων αν . Δ εν ήταν ν α απορείς που ο Τζο ήταν έν ας τόσ ο καλ όκαρδος άν θρωπος και ο γ ιος του τόσ ο εκδηλ ωτικός. Η Λιν τοποθέτησ ε τα μπολ άκια με το βελ ούδιν ο, ζεσ τό γ λ υκό μπροσ τά σ τον Τζούλ ιαν κι εμέν α κι έπειτα έβαλ ε από πάν ω παγ ωτό βαν ίλ ια. Στράφηκε προς τον Τζο και τον ρώτησ ε: «Θα φας κι εσ ύ, Τζόν α;* » «Ασ φαλ ώς και θα φάω», αποκρίθηκε ο Τζο. «Τζόν α;» τον ρώτησ α, χ αμογ ελ ών τας. «Το όν ομά σ ου, λ οιπόν , είν αι Τζόν α; Και ασ χ ολ είσ αι κι εσ ύ με φάλ αιν ες;»
«Α, είν αι μια παλ ιά ισ τορία», είπε ο Ντούγ καλ , ξαν αγ εμίζον τας το ποτήρι μου με κρασ ί. Καθώς είχ α πιει και την μπίρα ν ωρίτερα, το κεφάλ ι μου είχ ε αρχ ίσ ει ν α σ τριφογ υρν άει, όμως δεν τόλ μησ α ν α αρν ηθώ, καθώς σ ίγ ουρα ο Ντούγ καλ δεν θα το δεχ όταν . Ξαν ακάθισ αν όλ οι γ ύρω από το τραπέζι γ ια ν α φάν ε το γ λ υκό –το πιο κολ ασ μέν ο γ λ υκό που είχ α δοκιμάσ ει ποτέ– και ο Ντούγ καλ άρχ ισ ε ν α μου διηγ είται την ισ τορία. «Η Λιν κι εγ ώ δεν μπορούσ αμε ν α κάν ουμε παιδιά. Προσ παθούσ αμε γ ια χ ρόν ια…» «Για έξι χ ρόν ια», διευκρίν ισ ε η Λιν , και η φων ή της έκρυβε τόσ η έν τασ η, που αμέσ ως αν τιλ ήφθηκα πόσ ο δύσ κολ α και ατελ είωτα είχ αν σ ταθεί γ ια εκείν η αυτά τα έξι χ ρόν ια. Έν ιωσ α έν α ζεσ τό κύμα ν α αν εβαίν ει από το σ τομάχ ι μου. Θυμήθηκα το πρόσ ωπο του Κάμερον , θυμήθηκα τη φων ή του καθώς με παρακαλ ούσ ε επίμον α: «Μα δεν μπορούμε απλ ώς ν α προσ παθήσ ουμε; Δ εν μπορούμε ν α διερευν ήσ ουμε τις δυν ατότητες;» Ήταν εύκολ ο γ ια εκείν ον ν α το λ έει. Δ εν θα διερευν ούσ αν το δικό του σ ώμα και, αν αν ακάλ υπταν κάποιο ελ άττωμα, δεν θα αμφισ βητούσ αν τη δική του ακεραιότητα και αξία.
«Ναι, αγ άπη μου, ηρέμησ ε τώρα και άφησ έ με ν α μιλ ήσ ω», είπε ο Ντούγ καλ . «Προσ παθούσ αμε γ ια έξι χ ρόν ια και μετά περιμέν αμε άλ λ α οχ τώ σ ε μια λ ίσ τα υιοθεσ ιών . Μας τηλ εφών ησ αν την πρώτη μέρα του Αυγ ούσ του. Την εποχ ή της μεταν άσ τευσ ης των φαλ αιν ών . Η Λιν κι εγ ώ είχ αμε σ υγ κλ ον ισ τεί από τα ν έα. Κατεβήκαμε σ την προβλ ήτα γ ια ν α περιμέν ουμε το πλ οίο που θα ερχ όταν από την εν δοχ ώρα και θα έφερν ε μαζί του αυτό που τόσ ο λ αχ ταρούσ αμε. Κι εκείν η τη σ τιγ μή, περν ούσ ε έν α κοπάδι από μεγ άπτερες φάλ αιν ες. Πίσ τεψ έ με, δεν έχ εις δει ποτέ σ ου κάτι παρόμοιο, κοπελ ιά. Βαριές σ αν φορτηγ ά, αλ λ ά ν α ξεπετάγ ον ται από το ν ερό σ αν ν α μην ήταν βαρύτερες από φτερά. Κι έτσ ι, είπα ν α ον ομάσ ουμε Τζόν α το αγ όρι μας, λ όγ ω των φαλ αιν ών ». «Αλ λ ά, βέβαια, ο Ντούγ καλ δεν είχ ε διαβάσ ει ποτέ σ τη ζωή του τη Βίβλ ο. Και μου έλ εγ ε πως ο προφήτης καβαλ ούσ ε φάλ αιν ες και πως ήταν κάτι σ αν βασ ιλ ιάς των φαλ αιν ών », είπε γ ελ ών τας η Λιν . «Και αφού πια είχ αμε δώσ ει αυτό το όν ομα σ το αγ όρι μας και είχ αμε υπογ ράψ ει όλ α τα σ χ ετικά έγ γ ραφα, το έψ αξα σ ε μια εγ κυκλ οπαίδεια και αν ακάλ υψ α πως τον είχ ε καταπιεί μια φάλ αιν α».
«Είχ α διαβάσ ει τη Βίβλ ο. Τα καλ ύτερα κομμάτια, τέλ ος πάν των . Αλ λ ά αυτό το σ ημείο δεν το καλ οθυμόμουν απ’ το κατηχ ητικό». «Όπως και ν α ’χ ε, ήταν ήδη ο μικρός μας Τζόν α, αν και, τώρα που μεγ άλ ωσ ε, προτιμάει ν α τον φων άζουμε Τζο». Η Λιν τεν τώθηκε πάν ω από το τεράσ τιο τραπέζι γ ια ν α χ τυπήσ ει χ αϊδευτικά το χ έρι του Τζο. «Και δεν είν αι ν ’ απορείς που τελ ικά άρχ ισ ε ν α εν διαφέρεται γ ια τις φάλ αιν ες. Τις παρακολ ουθούσ ε ν α έρχ ον ται εδώ κάθε χ ρόν ο από τότε που ήταν πολ ύ μικρός. Και είν αι πράγ ματι σ πουδαία, μεγ αλ οπρεπή πλ άσ ματα». Ακολ ούθησ αν κι άλ λ α τρυφερά πειράγ ματα μεταξύ τους, κι άλ λ α γ έλ ια, και ο Τζούλ ιαν , καθώς λ αχ ταρούσ ε ν α πάρει μέρος σ τη σ υζήτησ η των μεγ άλ ων , φών αξε: «Τις αγ απάω πολ ύ τις φάλ αιν ες!» Με κάποιο τρόπο, κατόρθωσ α ν α φάω ως και το τελ ευταίο ψ ίχ ουλ ο της πουτίγ κας μου, παρόλ ο που το σ τομάχ ι μου κόν τευε ν α σ κάσ ει. Ήταν δύσ κολ ο ν α λ υπάμαι τον εαυτό μου όταν ήμουν μισ ομεθυσ μέν η, χ ορτάτη και περιτριγ υρισ μέν η από θαλ πωρή και οικογ εν ειακή τρυφερότητα. Και τότε, απρόσ μεν α, ο Ντούγ καλ σ τράφηκε προς το μέρος μου και με ρώτησ ε ευθέως: «Λοιπόν , κοπελ ιά, είσ αι παν τρεμέν η; Έχ εις
κάποιο δεσ μό;» «Μπαμπά…» διαμαρτυρήθηκε ο Τζο. Άν οιξα το σ τόμα μου γ ια ν α απαν τήσ ω, αλ λ ά δίσ τασ α, γ ν ωρίζον τας ότι έπρεπε ν α αποσ ιωπήσ ω την αλ ήθεια. Ο Τζο έπρεπε ν α καταλ άβει πως δεν ήμουν διαθέσ ιμη και δεν μου ήταν τόσ ο εύκολ ο ν α του εξηγ ήσ ω το λ όγ ο. Αλ λ ά, σ το κάτω κάτω, δεν θα έμεν α πολ ύ καιρό σ το ν ησ ί. Μπορούσ α, λ οιπόν , ν α πω έν α ψ έμα. «Έχ ω έν α φίλ ο», τους είπα και ξερόβηξα. «Το όν ομά του είν αι Κάμερον ». «Και πού είν αι, γ λ υκιά μου;» με ρώτησ ε κάπως σ ασ τισ μέν η η Λιν . «Έμειν ε σ το Σίδν εϊ. Δ εν μπορούσ ε ν α έρθει μαζί μου, επειδή… Είχ ε δουλ ειά». Έν ιωθα ήδη μια αμήχ αν η απόσ τασ η αν άμεσ α σ τον ώμο του Τζο και τον δικό μου. Ήταν απογ οητευμέν ος, ίσ ως ακόμα και θυμωμέν ος. Μπορεί ν α σ κεφτόταν πως τον είχ α προδώσ ει. Κι ίσ ως ν α είχ ε δίκιο. Η φων ή του Ντούγ καλ είχ ε χ άσ ει τώρα κάτι από τη ζεσ τασ ιά της. «Και τι δουλ ειά κάν ει;» «Είν αι ποιητής», είπα. Ο Ντούγ καλ γ έλ ασ ε δυν ατά, έπειτα, όμως, σ υν ειδητοποίησ ε πως μιλ ούσ α σ οβαρά και προσ ποιήθηκε πως τον είχ ε πιάσ ει βήχ ας.
«Ποιητής, ε;» είπε η Λιν . «Θα πρέπει ν α είν αι πολ ύ ήρεμος κι ευαίσ θητος». «Εεε… Ναι, αρκετά». Δ εν ήταν αυτά τα πρώτα δύο επίθετα που μου έρχ ον ταν σ το ν ου όταν σ κεφτόμουν τον Κάμερον . Μάλ λ ον του ταίριαζαν περισ σ ότερο οι χ αρακτηρισ μοί «καταθλ ιπτικός» και «ματαιόδοξος». «Πάν τως, είν αι κρίμα που είχ ε ν α γ ράψ ει τόσ ο πολ λ ά ποιήματα, ώσ τε ν α μην έχ ει το χ ρόν ο ν α είν αι εδώ μαζί σ ου. Ελ πίζω, όμως, εσ ύ ν ’ απολ αύσ εις τις διακοπές σ ου», είπε ο Ντούγ καλ και η φων ή του είχ ε ξαν αβρεί τη ζεσ τασ ιά της. «Και είσ αι πάν τα καλ οδεχ ούμεν η σ το βραδιν ό μας τραπέζι. Να έρχ εσ αι όποτε θέλ εις, γ λ υκιά μου. Οποιοδήποτε βράδυ της εβδομάδας». «Να έρχ εσ αι κάθε βράδυ», μου είπε ο Τζούλ ιαν και με έπιασ ε αγ καζέ. «Θα ξαν άρθω σ ίγ ουρα», τον διαβεβαίωσ α, με την καρδιά μου ν α χ τυπάει δυν ατά όσ ο διαρκούσ ε εκείν η η σ τιγ μή της αμηχ αν ίας. Ο Τζο επέμειν ε ν α με σ υν οδεύσ ει, εν ώ η Λιν και ο Ντούγ καλ πάλ ευαν ν α πείσ ουν τον Τζούλ ιαν ν α κάν ει μπάν ιο και ν α πλ ύν ει τα δόν τια του. Ο ουραν ός ήταν ζεσ τός και καθάριος, μια θαλ ασ σ ιν ή αύρα λ ίκν ιζε τα φοιν ικόδεν τρα. Βαδίσ αμε γ ια λ ίγ ο σ ιωπηλ οί κι
έπειτα είπα: «Με σ υγ χ ωρείς που δεν σ ου είχ α αν αφέρει μέχ ρι τώρα τον Κάμερον . Η αλ ήθεια είν αι πως δεν μου είχ ε δοθεί η ευκαιρία». Αυτό ήταν . Αυτό θα έκλ ειν ε μια γ ια πάν τα το ζήτημα. «Δ εν υπάρχ ει λ όγ ος ν α ζητάς σ υγ γ ν ώμη. Ήταν πολ ύ αδιάκριτο εκ μέρους του πατέρα μου ν α κάν ει αυτή την ερώτησ η». «Ελ πίζω… Ελ πίζω ν α μη ν ιώθεις άβολ α τώρα», του είπα. «Οι γ ον είς μου πάν τα με κάν ουν ν α ν ιώθω άβολ α», μου αποκρίθηκε, γ ελ ών τας. «Είν αι υπέροχ οι άν θρωποι», είπα. «Συμφων ώ. Αλ λ ά μ’ έχ ουν φέρει σ ε δύσ κολ η θέσ η αμέτρητες φορές. Το έχ ω σ υν ηθίσ ει πια». Περπατήσ αμε λ ίγ ο ακόμα σ ιωπηλ οί κι έπειτα με ρώτησ ε: «Είν αι σ τ’ αλ ήθεια ποιητής;» «Εεε… Ναι». «Και κερδίζει τη ζωή του μόν ο με την ποίησ η;» «Όχ ι, διδάσ κει επίσ ης. Μερικές φορές, γ ράφει και άρθρα σ ε περιοδικά». Αλ λ ά η αλ ήθεια είν αι πως ο Κάμερον ζούσ ε κυρίως με τα δικά μου χ ρήματα. Και τώρα, ζούσ ε σ ε βάρος της Τίγ καν και του πλ ούσ ιου πατέρα της. Είχ αμε πια φτάσ ει σ την άκρη του μον οπατιού που αν έβαιν ε ως το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι. Καθάρισ α το λ αιμό μου,
αν υπομον ών τας ν α αλ λ άξουμε θέμα. «Θα σ ε δω τη Δ ευτέρα, λ οιπόν ;» «Δ εν θέλ εις ν α σ ε σ υν οδεύσ ω μέχ ρι την πόρτα;» Νομίζω ότι ν ιώθαμε και οι δύο αμήχ αν οι. «Όχ ι, είμαι μια χ αρά», απάν τησ α. «Δ εν υπάρχ ουν πια δολ οφόν οι σ το ν ησ ί, έτσ ι δεν είν αι;» «Όχ ι πια. Όχ ι από τότε που έκλ εισ αν τη φυλ ακή». Του χ αμογ έλ ασ α. Η μεταξύ μας έλ ξη ήταν ακόμα εκεί και ήξερα πως το έν ιωθε κι εκείν ος. Αλ λ ά το πλ οίο είχ ε σ αλ πάρει. Έλ εγ α σ τον εαυτό μου ξαν ά και ξαν ά πως ήταν καλ ύτερα έτσ ι. Την επόμεν η φορά που θα ερωτευόμουν , θα έπρεπε ν α βρω κάποιον γ ύρω σ τα πεν ήν τα, που θα είχ ε ήδη αποκτήσ ει σ το παρελ θόν μια οικογ έν εια και που, όταν θα έβγ αιν ε σ τη σ ύν ταξη, θα αν αζητούσ ε πια έν α γ αλ ήν ιο καταφύγ ιο μέσ α σ ε έν α καθαρό και ν οικοκυρεμέν ο σ πιτάκι. Ίσ ως ν α υιοθετούσ αμε και μια γ άτα. «Σ’ ευχ αρισ τώ», του είπα. «Καλ ην ύχ τα». «Καλ ην ύχ τα». Οι δρόμοι μας χ ώρισ αν κι εγ ώ άρχ ισ α ν α αν ηφορίζω με κόπο το λ όφο. Έφτασ α σ το σ πίτι και μπήκα μέσ α. Έν ιωθα λ ίγ ο σ αν χ αμέν η, έτσ ι όπως είχ α βρεθεί ξαφν ικά πάλ ι μόν η μου έπειτα από έν α απόγ ευμα ζεσ τής σ υν τροφιάς. Όμως, χ ώθηκα σ το
κρεβάτι μου κι αποφάσ ισ α ν α διαβάσ ω το υπόλ οιπο μικρό απόσ πασ μα από το ημερολ όγ ιο της προγ ιαγ ιάς μου, που είχ α τραβήξει μέσ α από τα τούβλ α. Αυτό ήταν χ ρον ολ ογ ημέν ο έν α έτος πριν από το προηγ ούμεν ο, όταν η Έλ εν ορ ήταν μόλ ις έν τεκα χ ρον ών . Δ εν με εξέπλ ηξε το γ εγ ον ός ότι ακόμα και ως παιδί έγ ραφε πολ ύ όμορφα. Το βαθύ πηγ άδι της γ λ ώσ σ ας ήταν πάν τα ασ τείρευτο μέσ α της. Αν μον άχ α είχ α κλ ηρον ομήσ ει αυτό της το χ άρισ μα αν τί γ ια έν α κουτί γ εμάτο παλ ιά χ αρτιά… ●
5 Οκτωβρίου 1890 Αποφάσισα να αρχίσω να γράφω αυτό το ημερολόγιο επειδή η μαμά μου πεθαίνει και δεν έχω κανέναν για να το συζητήσω. Η δασκάλα μου δεν διαθέτει και πολλή συμπόνια, οι συμμαθήτριές μου και οι συμμαθητές μου δεν διαθέτουν και πολύ μυαλό, ενώ ο μπαμπάς μού λέει συνέχεια ότι πρέπει να φανώ δυνατή και να μη στηρίζομαι τόσο πολύ πάνω του. Και στενοχωριέμαι ακόμα περισσότερο επειδή η μαμά είναι ο άνθρωπος στον οποίο θα έλεγα αυτά που
με βασανίζουν. Κι έτσι, όταν θα πεθάνει, το πλήγμα θα είναι διπλό για εμένα, αφού θα χάσω και τη μητέρα μου αλλά και τον μοναδικό άνθρωπο που με έκλεινε στην αγκαλιά του για να κλάψω. Νιώθω σαν να είμαι πάνω σε ένα πλοίο, σε πολύ βαθιά νερά, που βυθίζεται αργά. Η μαμά είναι άρρωστη εδώ και δύο μήνες. Στην αρχή, απλώς κοιμόταν πάρα πολύ. Δυσκολευόταν να ξυπνήσει το πρωί και δεν έβλεπε την ώρα να ξαπλώσει το βράδυ. Μερικά βράδια, πήγαινε στο κρεβάτι της πριν από εμένα. Αυτό το αίσθημα κούρασης επιδεινωνόταν συνέχεια. Δεν μπορούσε πια να βγάλει τη μέρα της χωρίς να παίρνει κάθε τόσο έναν σύντομο ύπνο. Την άκουσα να αστειεύεται με τον μπαμπά και να του λέει ότι γέρασε πια, όμως είναι μόλις τριάντα έξι ετών, κι εγώ είχα γνωρίσει κάποτε μια κυρία που ήταν ογδόντα και μπορούσε να μένει ξύπνια όλη τη μέρα. Έπειτα, άρχισε να αδυνατίζει. Δεν είχε όρεξη και παραπονιόταν για έναν διαρκή πόνο στην πλάτη της. Κι όμως, εγώ δεν ανησυχούσα ακόμα, επειδή έβλεπα πως ούτε εκείνη κι ο μπαμπάς ανησυχούσαν. Αλλά τότε, μια Τρίτη, τη μέρα που έρχεται πάντα ο γιατρός από την ενδοχώρα για να εξετάσει τους άρρωστους κρατούμενους στο θεραπευτήριο των φυλακών, ο μπαμπάς τον κάλεσε στο σπίτι για να εξετάσει και τη μαμά. Εγώ έπαιζα στη νότια βεράντα με τις πάνινες κούκλες μου, κι έτσι δεν άκουσα τι είπε ο γιατρός στη
μαμά. Όταν, όμως, εκείνος κι ο μπαμπάς βγήκαν να μιλήσουν στην ανατολική βεράντα, τους άκουγα πολύ καθαρά. «Αυτά τα εξογκώματα κάτω από τη μασχάλη της… Πόσο καιρό τα έχει;» «Δεν μου τα ανέφερε ποτέ της. Υποθέτω πως τα έχει εδώ και κάποιο διάστημα». «Δεν είναι καλό σημάδι αυτό, διευθυντά Χολτ. Τα εξογκώματα και ο πόνος στην πλάτη… Τα έχω ξαναδεί στο παρελθόν». Τα λόγια του άναψαν στην καρδιά μου μια φλόγα ανησυχίας. «Μήπως πρέπει να την πάω απέναντι, στην ενδοχώρα;» Ακόμα και κάτω από τέτοιες συνθήκες, ο μπαμπάς κατάφερνε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. «Δεν θα ωφελήσει. Δεν νομίζω πως της απομένει πολύς χρόνος…» Ακολούθησε μια ολιγόλεπτη σιωπή. Μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπο του μπαμπά μου. Ολόκληρο το κορμί μου έτρεμε από το φόβο. «Πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση;» ρώτησε με ήρεμη φωνή ο μπαμπάς. «Θα νιώθει ολοένα και πιο κουρασμένη, ώσπου μια μέρα θα ξαπλώσει στο κρεβάτι της και δεν θα ξανασηκωθεί».
Μου ξέφυγε ένας δυνατός λυγμός κι έπειτα σφράγισα το στόμα μου με την παλάμη μου. Σηκώθηκα απότομα στα πόδια μου και κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες για να χωθώ στον κήπο, πανικόβλητη στη σκέψη ότι θα με έπιαναν να κρυφακούω (ο μπαμπάς θυμώνει πολύ όταν κρυφακούω), αλλά και κυριευμένη από ταραχή και αβεβαιότητα. Δεν ήξερα τι να κάνω, πού να πάω. Σκαρφάλωσα στη γιγάντια συκιά με τις γέρικες μπλεγμένες ρίζες, κάθισα για λίγο στο τραχύ κλαδί και έκλαψα. Λίγο αργότερα, έπειτα από περίπου μισή ώρα, ο μπαμπάς με βρήκε. «Είναι αλήθεια;» τον ρώτησα. «Θα πεθάνει η μαμά;» «Έλα κάτω», μου είπε και με κοίταξε από το έδαφος. Αλλά δεν έδειχνε και τόσο αυστηρός και θυμωμένος. Υπάκουσα και κατέβηκα από το δέντρο. Πήδηξα τα τελευταία τρία μέτρα κι εκείνος με έπιασε και με κράτησε σφιχτά για ένα λεπτό προτού με αφήσει κάτω. Δεν συνηθίζει να με αγκαλιάζει. Σήκωσα τα μάτια μου πάνω του, περιμένοντας την απάντησή του. «Η μαμά είναι πολύ άρρωστη. Συμπεραίνω πως κρυφάκουσες αυτά που είπε ο γιατρός». «Όχι όλα. Μετά, έτρεξα και ήρθα εδώ». «Θα αισθάνεται όλο και πιο κουρασμένη. Στο τέλος, δεν θα μπορεί πια να σηκώνεται καθόλου από το
κρεβάτι. Τότε, θα κοιμάται πολύ. Ίσως και να πονάει, όμως ο γιατρός θα μας δώσει κάποιο φάρμακο που θα την ανακουφίζει. Θα φαίνεται πολύ άρρωστη. Και μια μέρα, δεν θα ξυπνήσει πια από τον ύπνο της». Υπογράμμισε αυτά τα λόγια με ένα μικρό αποφασιστικό νεύμα, σαν να μου είχε πει όλα όσα χρειαζόταν να ξέρω. «Αυτό μπορεί να διαρκέσει μερικές εβδομάδες ή μερικούς μήνες. Σ’ αυτό το διάστημα, δεν θα πρέπει να της ζητάς να κάνει απολύτως τίποτα για εσένα. Ούτε καν να σου διαβάσει μία αράδα από κάποιο βιβλίο. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, θα πρέπει εσύ να κάνεις ό,τι σου ζητάει, χωρίς να δείχνεις την παραμικρή ενόχληση. Τα κατάλαβες όλα όσα σου είπα;» Ένιωσα άδεια μέσα μου. «Ναι, αλλά…» Δεν τελείωσα τη φράση μου, ξέσπασα σε δάκρυα. Ο μπαμπάς ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. «Πρέπει να θυμίζεις συνέχεια στον εαυτό σου ότι δεν κάνει να κλαις, για να μην αναστατώνεις τη μαμά. Εσύ θα συνεχίσεις να ζεις και θα δεις πολύ περισσότερες φορές τον ήλιο να ανατέλλει και να δύει. Κι εκείνη θα μας βλέπει και τους δύο απ’ τον ουρανό». Σε αυτή την τελευταία λέξη, η φωνή του μπαμπά τρεμούλιασε λίγο, κι εκείνο το τρεμούλιασμα σαν να τροφοδότησε τη φλόγα της ανησυχίας μες στην καρδιά μου. Η φωνή του μπαμπά δεν έτρεμε ποτέ. Ποτέ. Ο κόσμος είχε έρθει τα πάνω κάτω.
Αυτά συνέβησαν τον Ιούλιο που μας πέρασε. Η μαμά μου είναι καθηλωμένη στο κρεβάτι της εδώ και πέντε εβδομάδες κι εγώ κάθομαι δίπλα της κάθε μέρα, για να της διαβάσω και να κουβεντιάσω μαζί της και να κεντήσω όσο εκείνη κοιμάται. Τον τελευταίο καιρό, όμως, χαμογελάει πια όλο και πιο σπάνια. Και σήμερα… Σήμερα ήταν η χειρότερη μέρα απ’ όλες. Της διάβαζα –το βιβλίο Ο Σερ Γκάουεν και ο Πράσινος Ιππότης, που είναι η πιο αγαπημένη μου ιστορία στον κόσμο– κι εκείνη αποκοιμήθηκε ακριβώς τη στιγμή που η λαίδη Μπέρτιλακ κάνει τη δεύτερη απόπειρα να γοητεύσει τον Γκάουεν. Έκλεισα το βιβλίο και, καθώς έσκυβα από πάνω της για να τη φιλήσω στο μάγουλο, το βάρος μου έπεσε κατά λάθος στον αγκώνα της κάτω από τα σκεπάσματα. Άνοιξε απότομα τα μάτια της, έβγαλε μια κραυγή σαν βρυχηθμό και μου είπε: «Ανόητο παιδί! Γιατί με βασανίζεις; Δεν πονάω ήδη αρκετά και χωρίς να στηρίζεσαι στις πονεμένες μου αρθρώσεις;» Πήδηξα προς τα πίσω και της ζήτησα συγγνώμη, νιώθοντας ήδη τα δάκρυά μου να ξεχειλίζουν, αλλά θυμήθηκα αυτό που μου είχε πει ο μπαμπάς και τα συγκράτησα. Και τότε, ο μπαμπάς, που είχε ακούσει την κραυγή της, ήρθε στο δωμάτιο και με τράβηξε έξω. Έτρεξα έξω από το σπίτι, κάθισα βαριά στα σκαλοπάτια κι έκρυψα το πρόσωπό μου ανάμεσα στα
γόνατά μου για να κλάψω. Ύστερα από λίγα λεπτά, ήρθε έξω ο μπαμπάς και κάθισε μαζί μου. «Συγγνώμη», είπα. «Δεν ήθελα να την πονέσω. Δεν ήξερα πως ήταν εκεί το χέρι της». «Ηρέμησε», μου είπε γλυκά ο μπαμπάς. «Δεν πειράζει, μικρή μου. Η μαμά πονάει πολύ. Δεν μπορείς ούτε να φανταστείς πόσο πονάει. Και αυτό την κάνει να φέρεται απότομα». «Μπορώ να πάω πάνω να της ζητήσω ξανά συγγνώμη; Με συγχώρεσε;» «Καλύτερα να μην ξανανεβείς. Νομίζω πως είναι προτιμότερο να περνάς λιγότερο χρόνο μαζί της. Θα έπρεπε να είσαι συγκεντρωμένη στα μαθήματά σου. Ίσως να περάσει λίγος καιρός ακόμα μέχρι να τελειώσουν όλα, κι εσύ είσαι πολύ νέα για να κρατάς συντροφιά σε μια γυναίκα που πεθαίνει».greekleech.info Ήθελα να φωνάξω: Μα είναι η μαμά μου! Αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως αυτή η γυναίκα δεν ήταν πια η μαμά μου. Η γυναίκα που υπήρξε μαμά μου είχε ήδη φύγει. Την είχαν αρπάξει η ασθένεια και ο πόνος και την είχαν διαλύσει από τα μέσα. Και στη θέση της είχε απομείνει αυτό το κέλυφος που ήταν συνέχεια ανυπόμονο και οργισμένο μαζί μου. Κι εγώ δεν μπορώ να το αντέξω αυτό. Δεν μπορώ να το αντέξω.
15 Οκτωβρίου 1890 Η μαμά φαίνεται να είναι πολύ άσχημα. Ο μπαμπάς μού επέτρεψε σήμερα να καθίσω κοντά της για μία ώρα. Κάτω από το δέρμα της φαίνεται πια το κρανίο της. Μόλις και μετά βίας κατορθώνει να μιλήσει. Ο μπαμπάς λέει πως αυτό συμβαίνει επειδή το φάρμακο που την ανακουφίζει από τον πόνο δεν της επιτρέπει να αντιλαμβάνεται αυτά που γίνονται γύρω της. Τη φοβάμαι. Μοιάζει με τέρας. Αυτή δεν είναι η μητέρα μου.
19 Οκτωβρίου 1890 Πέρασα ολόκληρη τη μέρα διαβάζοντας Μάλορι στο κρεβάτι μου, αγκαλιά με τον ξύλινο γάτο μου. Ακούω τη μαμά από το διπλανό δωμάτιο. Αναπνέει παράξενα τώρα, σαν να έχει ξυράφια στο λαιμό της. Δεν μου αρέσει αυτός ο ήχος. Μακάρι να μπορούσα να πάω σε ένα άλλο δωμάτιο. Θέλω πίσω τη μαμά μου. Δεν αναγνωρίζω αυτό το πλάσμα στο διπλανό δωμάτιο. Θέλω πίσω τη μαμά μου.
27 Οκτωβρίου 1890 Χαράζει και δεν ξέρω τι συμβαίνει. Κι ούτε πρόκειται να
έρθει κανείς να μου πει. Χθες το βράδυ, ξύπνησα πολύ αργά, επειδή άκουσα φωνές και τρεχαλητά μες στο σπίτι, και πήγα στο δωμάτιο της μαμάς για να δω τι συνέβαινε. Ήταν εκεί ο δρ Γκρουμ, που μένει στο σπίτι μας τα δύο τελευταία βράδια για να έχει το νου του στη μαμά. Ο μπαμπάς ήταν γονατισμένος δίπλα στο κρεβάτι της. Της κρατούσε το χέρι και νομίζω πως έκλαιγε. Δεν είχα δει ποτέ τον μπαμπά να κλαίει! Γιατί έκλαιγε; Ο γιατρός με έσπρωξε έξω από το δωμάτιο, λέγοντας: «Φύγε από δω, παιδί μου, πήγαινε να κοιμηθείς». Μήπως νομίζουν ότι ακόμα κοιμάμαι; Μήπως η μαμά πέθανε ήδη; Αλλά σίγουρα θα το ήξερα αν είχε πεθάνει. Δεν θα το είχα νιώσει με κάποιο τρόπο αν η ίδια μου η μητέρα είχε πεθάνει; Δεν θα σείονταν οι χορδές που συνδέουν τον κόσμο όπως σείεται ο ιστός μιας αράχνης όταν πέφτει πάνω του μια μύγα; Φοβάμαι να πάω δίπλα, μήπως μάθω ότι πέθανε ή μήπως δω πως είναι ακόμα ζωντανή αλλά ακόμα πιο φρικτή στην όψη από οποιαδήποτε άλλη φορά. Φοβάμαι ακόμα μήπως ο δρ Γκρουμ μου βάλει τις φωνές και μου πει πως είμαι συνέχεια εκεί και τους ενοχλώ, ενώ με είχε προστάξει να πάω στο δωμάτιό μου. Δεν ξέρω τι άλλο να πω ή να γράψω.
1 Νοεμβρίου 1890
Πριν από δύο μέρες, κηδέψαμε τη μητέρα μου στο νεκροταφείο στη νότια άκρη του νησιού. Πέθανε στον ύπνο της αργά τη νύχτα της 27ης Οκτωβρίου, όταν ήταν τριάντα έξι ετών και εκατόν εφτά μερών. Είχε μόνο τέσσερις γκρίζες τρίχες στα μαλλιά της και τα χέρια της ήταν ακόμα απαλά. Ο πατέρας μου με κάλεσε το επόμενο πρωί να δω τη σορό της και να της δώσω ένα τελευταίο φιλί στο παγωμένο της μάγουλο, όμως ευχήθηκα να μη με είχε φωνάξει, γιατί όλη τη μέρα ένιωθα στα χείλια μου την παγωνιά του θανάτου. Ακόμα έχω αυτή την αίσθηση κάποιες φορές, και δεν μου αρέσει καθόλου. Η μέρα της κηδείας της ήταν πολύ ζεστή. Ο εφημέριος, που είναι ένας τεράστιος, πλαδαρός άντρας, λουζόταν στον ιδρώτα καθώς διάβαζε από τη Βίβλο. Ο ουρανός είχε ένα καθαρό μπλε χρώμα και από κάτω μας ακουγόταν ο φλοίσβος της θάλασσας. Κάθε τόσο σηκωνόταν μια θαλασσινή αύρα και περνούσε βιαστική ανάμεσά μας, δροσίζοντας τα φλογισμένα μου μάγουλα και το δέρμα μου που κολλούσε. Τελείωσαν όλα πολύ γρήγορα, σε σχέση με το ατελείωτο διάστημα που η μητέρα μου υπέφερε προτού πεθάνει. Υποψιάστηκα, μάλιστα, πως ο εφημέριος παρέλειψε μερικά εδάφια της Βίβλου για να τελειώσει πιο γρήγορα, εξαιτίας της ζέστης. Σε αυτό το νησί, υπάρχουν δύο νεκροταφεία. Το ένα είναι για το προσωπικό των φυλακών και τις οικογένειές
τους, ενώ το άλλο για τους κρατούμενους. Στο νεκροταφείο για τους κρατούμενους, δεν υπάρχουν ονόματα στις ταφόπλακες. Οι σταυροί είναι γυμνοί, δεν βλέπεις τίποτα χαραγμένο πάνω τους, εκτός από τον αριθμό του κρατούμενου που είναι θαμμένος από κάτω. Οι ταφόπλακες στο νεκροταφείο για το προσωπικό διηγούνται ιστορίες θλιβερές, για ανθρώπους που, όπως και η μαμά, ήταν «πολυαγαπημένοι» ή «αλησμόνητοι». Η ταφόπλακα της μητέρας δεν είχε χαραχτεί ακόμα· θα έρθει από την ενδοχώρα, αλλά ο μπαμπάς μού είπε ότι θα γράφει «Στη λατρεμένη σύζυγο και μητέρα, που αναπαύεται τώρα κοντά στους αγγέλους». Βρήκα αυτά τα λόγια πανέμορφα και ρώτησα τον μπαμπά ποιος τα είχε σκεφτεί. Με έκπληξη άκουσα πως τα είχε σκεφτεί ο ίδιος. Ο μπαμπάς ήταν πάντα απόμακρος και μου φαινόταν σαν ξένος, αλλά νομίζω ότι τώρα αυτό πρόκειται να αλλάξει. Στην κηδεία, με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του όσο έκλαιγα. Μου χάιδεψε τα μαλλιά, με φίλησε στην κορφή του κεφαλιού και μου είπε να μη στενοχωριέμαι τόσο, επειδή η μαμά είχε πάψει πια να πονάει και βρισκόταν σε ένα καλύτερο μέρος. Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ, όμως κάτι μέσα του μαλάκωσε, το νιώθω αυτό. Τώρα, η μητέρα μου είναι θαμμένη στη γη και το διπλανό δωμάτιο είναι πολύ ήσυχο, πράγμα που
μερικές φορές με στενοχωρεί. Θυμάμαι όλες εκείνες τις βραδιές που είχα δει κάποιον εφιάλτη κι είχα τρέξει δίπλα, μόνο και μόνο για να σφίξω το κορμί μου πάνω στο μαλακό στήθος της, μέχρι να με καθησυχάσει και να κοιμηθώ ξανά. Όμως, έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που μπορούσε πραγματικά να με καθησυχάσει, κι έτσι νιώθω περισσότερο ανακουφισμένη. Μπορώ πια να συνεχίσω να τη θυμάμαι όπως ήταν άλλοτε, προτού τη στοιχειώσει αυτή η φρικτή ασθένεια που κατέστρεψε το σώμα της κι έσβησε όλη την αγάπη και τη λάμψη της. ● Έμειν α ξύπν ια γ ια αρκετή ώρα αφότου είχ α διαβάσ ει το απόσ πασ μα από το ημερολ όγ ιο. Αυτοί ήταν οι πρόγ ον οί μου. Αυτή ήταν η ισ τορία της οικογ έν ειάς μου. Εγ ώ, όμως, δεν θα ήμουν η πρόγ ον ος καν εν ός. Αυτό ήταν που δεν μπόρεσ ε ν α αν τέξει σ το τέλ ος ο Κάμερον : το γ εγ ον ός ότι καν είς δεν θα σ υν έχ ιζε ν α κουβαλ άει τη γ εν ετική κλ ηρον ομιά του. Κι αυτό ήταν σ ημαν τικό γ ια εκείν ον με έν αν τρόπο που εγ ώ δεν είχ α καταλ άβει απόλ υτα. Τώρα, όμως, καθώς σ κεφτόμουν τη σ ύν δεσ ή μου με την Έλ εν ορ, άρχ ιζαν όλ α ν α
αποκτούν έν α πιο ξεκάθαρο ν όημα. Άραγ ε, προσ παθούμε ν α τιμήσ ουμε το παρελ θόν προβάλ λ ον τας τον εαυτό μας σ το μέλ λ ον ; Μεταφέρον τας γ ον ίδια και κλ ηρον ομικά χ αρακτηρισ τικά και οικογ εν ειακές ισ τορίες; Αυτά γ υρόφερν α σ το μυαλ ό μου, όταν η δόν ησ η του κιν ητού μου με ειδοποίησ ε πως είχ α μήν υμα. Είχ α πια σ υν ηθίσ ει ν α ακούω το κιν ητό μου ν α δον είται σ τις πιο παράξεν ες ώρες, καθώς το σ ήμα πηγ αιν οερχ όταν αν άλ ογ α με τον καιρό και τον άν εμο. Άπλ ωσ α το χ έρι μου σ τα σ κοτειν ά και το πήρα. Ο αριθμός του ατόμου που μου είχ ε σ τείλ ει το μήν υμα ήταν άγ ν ωσ τος. Νίν α, είμαι η Ελ ίζαμπεθ Πάρις. Σε παρακαλ ώ, επικοιν ών ησε μαζί μου, είν αι επείγ ον . Πρόκειται γ ια έν α άρθρο που ετοιμάζω. Χρειάζομαι χ ωρίς καθυστέρηση κάποιες πλ ηροφορίες από εσέν α. Σε παρακαλ ώ πολ ύ, μην αγ ν οήσεις αυτό το μήν υμα. Απεν εργ οποίησ α το κιν ητό μου και το έριξα μες σ το σ υρτάρι του κομοδίν ου μου. Τα χ έρια μου έτρεμαν από την οργ ή μου. Επείγ ον γ ια ποιον ; Σίγ ουρα όχ ι γ ια εμέν α. Δ εν σ κόπευα ν α της μιλ ήσ ω. Σε παρακαλ ώ πολ ύ, μην αγ ν οήσεις αυτό το μήν υμα. Αλ λ ά γ ιατί έβρισ κα τόσ ο απειλ ητική αυτή την τελ ευταία φράσ η; Σίγ ουρα δεν ήταν
απειλ ή. Ή μήπως ήταν ; Προσ πάθησ α ν α διώξω από το ν ου μου αυτές τις σ κέψ εις. Αυτή την εβδομάδα, έπρεπε οπωσ δήποτε ν α σ υγ κεν τρωθώ σ το βιβλ ίο μου, και όχ ι ν α κάθομαι και ν α αν αρωτιέμαι τι θα μπορούσ ε ν α θέλ ει από εμέν α μια αν όητη δημοσ ιογ ράφος. * Τζόν α (Jonah) = Ιων άς
1 2 - Αυτή Είν αι Ζωή
Καθόμουν σ τη σ κιερή βεράν τα και απολ άμβαν α τα παιχ ν ιδίσ ματα του πρωιν ού ήλ ιου πάν ω σ την ψ ηλ ή χ λ όη που κάλ υπτε το λ οφίσ κο και σ την επιφάν εια της γ αλ αν ής θάλ ασ σ ας που περιέβρεχ ε το ν ησ ί. Νωρίτερα μες σ την εβδομάδα, είχ α τραβήξει έξω σ τη βεράν τα το τραπέζι της κουζίν ας. Περν ούσ α πολ ύ χ ρόν ο εκεί έξω, με τον φορητό υπολ ογ ισ τή μου αν οιχ τό, προσ παθών τας ν α γ ράψ ω. Εκείν ο το πρωί, έκλ εισ α τον υπολ ογ ισ τή και τον άφησ α κατά μέρος. Έπειτα, έβαλ α σ τη θέσ η του πάν ω σ το τραπέζι έν α βάζο με ν ερό και άγ ριους κρόκους. Η Στέισ ι θα κατέφταν ε από σ τιγ μή σ ε σ τιγ μή και είχ α σ χ εδιάσ ει ν α φάμε ψ άρι με τηγ αν ητές πατάτες σ ε πακέτο και ν α σ υν οδεύσ ουμε το γ εύμα μας με έν α παγ ωμέν ο μπουκάλ ι λ ευκού Σοβιν ιόν . Η ίδια είχ ε επιμείν ει πως δεν χ ρειαζόταν ν α πάω ν α την πάρω από το λ ιμάν ι, κι έτσ ι τώρα καθόμουν σ τη βεράν τα και την περίμεν α. Επιτέλ ους, είδα σ ε απόσ τασ η μια φιγ ούρα, που κρατούσ ε μια βαλ ίτσ α με ρόδες και φορούσ ε έν α τεράσ τιο καπέλ ο. Σηκώθηκα, πήγ α σ τα κάγ κελ α της
βεράν τας κι άρχ ισ α ν α της γ ν έφω σ αν τρελ ή. Εκείν η μου αν ταπέδωσ ε το χ αιρετισ μό, διέν υσ ε την υπόλ οιπη απόσ τασ η σ χ εδόν τρέχ ον τας και πολ ύ σ ύν τομα τραβούσ ε τη βαλ ίτσ α της γ ια ν α την αν εβάσ ει από τα πέν τε μπροσ τιν ά σ καλ οπάτια. «Σ’ το είχ α πει πως θα έβρισ κα το δρόμο», μου είπε. «Δ εν αμφέβαλ λ α πως θα τον έβρισ κες». Τράβηξε το καπέλ ο της και το έβγ αλ ε. Τα μαλ λ ιά της ήταν πιασ μέν α σ ε δύο καλ οχ τεν ισ μέν ες κοτσ ίδες. «Θ’ αφήσ ω τη βαλ ίτσ α μου σ το δωμάτιό μου κι έπειτα θα κατεβώ ν α σ υζητήσ ουμε γ ια δουλ ειές». «Δ υσ οίων ο μου ακούγ εται αυτό… Να φέρω το κρασ ί;» «Δ εν είν αι καθόλ ου δυσ οίων ο, όμως φέρε το κρασ ί έτσ ι κι αλ λ ιώς. Κάπου σ τον κόσ μο είν αι ήδη βραδάκι». Συν αν τηθήκαμε και πάλ ι σ το τραπέζι της βεράν τας έπειτα από δύο λ επτά κι έβαλ α από έν α ποτήρι κρασ ί σ την καθεμιά μας. Η Στέισ ι μου έδωσ ε έν αν κίτριν ο φάκελ ο. «Καλ οτάξιδο το καιν ούριο σ ου σ κάφος». «Το καιν ούριο μου ποιο;» «Ήρθα σ ’ επαφή με τον Τζορτζ και την Κέι και
σ υν εν ν οηθήκαμε ν α σ ου μεταβιβάσ ουν το σ κάφος αν τί γ ια τα εν οίκια που σ ου χ ρωσ τούν . Είν αι πλ ηρωμέν α και τα έξοδα μεταβίβασ ης». Κρατούσ α τα έγ γ ραφα και τα κοίταζα, εν ώ μια ζεσ τή θαλ ασ σ ιν ή αύρα πέρασ ε από πάν ω μας. «Πο πο, έχ ω σ κάφος… Και τι θα το κάν ω τώρα;» Η Στέισ ι έγ ειρε προς τα πίσ ω, ρουφών τας αργ ά το κρασ ί της. «Θα μάθεις ν α το οδηγ είς, φαν τάζομαι… Ή μήπως έπρεπε ν α πω ότι θα μάθεις ν α το κυβερν άς; Άρα, θα πρέπει ν α κάν εις μαθήματα ισ τιοπλ οΐας. Αλ ήθεια, έχ ει παν ί;» Κοίταξα πάλ ι την περιγ ραφή του σ κάφους σ το έγ γ ραφο μεταβίβασ ης. «Δ εν ξέρω. Ο Τζο θα ξέρει». «Ο Τζο!» αν αφών ησ ε η Στέισ ι. «Ρώτησ έ τον αν θέλ ει ν α μας πάει μια βόλ τα με το σ κάφος. Σίγ ουρα αυτός θα ξέρει ν α το κουμαν τάρει». «Δ εν έχ ω τον αριθμό του τηλ εφών ου του». «Σ’ αυτό το ν ησ ί ζουν μόν ο τριακόσ ιοι άν θρωποι. Δ εν θα είν αι δύσ κολ ο ν α τον βρούμε». Έπειτα, μισ όκλ εισ ε καχ ύποπτα τα μάτια της. «Ξέρεις πού μέν ει, έτσ ι δεν είν αι;» «Ναι, ξέρω». «Τότε, προς τι ο δισ ταγ μός;» «Δ εν υπάρχ ει κάποιος ιδιαίτερος λ όγ ος. Απλ ώς, ξέρεις… Επειδή εργ άζεται γ ια εμέν α». Απέφευγ α
όλ η την εβδομάδα τον Τζο έπειτα από την άβολ η κατάσ τασ η που είχ ε δημιουργ ηθεί σ το δείπν ο με τους γ ον είς του. Όταν κατέφταν ε γ ια ν α πιάσ ει δουλ ειά, κρυβόμουν σ το δωμάτιό μου και δεν έβγ αιν α έξω γ ια ν α κουβεν τιάσ ουμε. Κι εκείν ος, όμως, φαιν όταν πως προτιμούσ ε ν α σ υν εχ ίζει ν α αφαιρεί σ ιωπηλ ός τη γ υψ οσ αν ίδα, χ ωρίς ν α είν αι υποχ ρεωμέν ος ν α έχ ει πάρε δώσ ε μαζί μου. «Έλ α, θα ’χ ει πλ άκα. Εξάλ λ ου, θα μείν ω εδώ μόν ο το Σαββατοκύριακο. Μπορούμε ν α κάν ουμε κι έν α πικ ν ικ». «Καλ ά, θα δούμε», αποκρίθηκα, πασ χ ίζον τας ν α ακουσ τώ αν έμελ η και ν α μη δεσ μευτώ. «Σ’ αρέσ ει, έτσ ι δεν είν αι;» Γέλ ασ α. «Τι έγ ιν ε, είμασ τε πάλ ι σ το Γυμν άσ ιο;» Η Στέισ ι έγ ειρε ξαν ά πίσ ω σ την καρέκλ α της και με κοίταξε από πάν ω μέχ ρι κάτω με έν α αυτάρεσ κο χ αμόγ ελ ο, αν ακιν ών τας κυκλ ικά το κρασ ί μες σ το ποτήρι της. «Πάν τα καταλ αβαίν ω πότε σ ’ εν διαφέρει έν ας άν τρας. Αποφεύγ εις εν τελ ώς ν α μιλ ήσ εις γ ι’ αυτόν ». Σήκωσ α τις παλ άμες μου σ ε μια αν ταν ακλ ασ τική χ ειρον ομία, προσ παθών τας ν α σ ταματήσ ω τη Στέισ ι που είχ ε πάρει φόρα. «Σε παρακαλ ώ, σ ταμάτα».
«Μα γ ιατί; Ποιο είν αι το πρόβλ ημα; Είσ αι μόν η σ ου εδώ και σ χ εδόν έν α χ ρόν ο…» «Είν αι που… Κοίτα, δεν σ ου είπα ποτέ τι ακριβώς δεν πήγ ε καλ ά με τον Κάμερον ». «Δ εν χ ρειαζόταν ν α μου πεις. Ήταν ματαιόδοξος και ζούσ ε σ ε βάρος σ ου». «Δ εν ήταν αυτοί οι λ όγ οι που χ ωρίσ αμε». «Θα έπρεπε, όμως, ν α είν αι». Η Στέισ ι χ αμογ έλ ασ ε, γ ια ν α μετριάσ ει την έν τασ η των λ όγ ων της. «Με σ υγ χ ωρείς. Ξέρεις, όμως, ότι ποτέ μου δεν τον σ υμπάθησ α ιδιαίτερα. Γιατί δεν μου λ ες, λ οιπόν , τι πραγ ματικά σ υν έβη μεταξύ σ ας;» Εκείν η τη σ τιγ μή, σ υν ειδητοποίησ α πως δεν είχ α μοιρασ τεί ποτέ με καν έν αν εκείν ο το κομμάτι του πόν ου που με βασ άν ιζε. «Ήθελ ε παιδιά και… Εεε… Όπως γ ν ωρίζεις, εγ ώ δεν μπορώ ν α μείν ω έγ κυος. Κι έτσ ι, τον άφησ α ν α φύγ ει. Γι’ αυτό κατέρρευσ α όταν τον είδα εκείν η τη μέρα με την Τίγ καν ». «Τον αγ απάς ακόμα;» «Όχ ι». Η Στέισ ι έσ φιξε γ ια έν α λ επτό τα χ είλ ια της, βυθισ μέν η σ τις σ κέψ εις της. Έπειτα, με ρώτησ ε: «Και τι σ χ έσ η έχ ει αυτό με τον Τζο;» «Δ εν αν τέχ ω ν α μπλ εχ τώ ξαν ά σ την ίδια κατάσ τασ η».
«Για μια σ τιγ μή… Σκέφτεσ αι τι θα γ ίν ει με το θέμα των παιδιών ; Μα δεν έχ εις καν βγ ει ραν τεβού μαζί του!» «Του αρέσ ουν πολ ύ τα παιδιά. Έχ ει ήδη έν α. Και μάλ λ ον θέλ ει κι άλ λ α». Η Στέισ ι έγ ειρε πάν ω από το τραπέζι και μου χ τύπησ ε χ αϊδευτικά το χ έρι. «Εγ ώ το μόν ο που θέλ ω είν αι ν α του ζητήσ εις ν α μας πάει μια βόλ τα με το σ κάφος. Σου υπόσ χ ομαι ότι δεν πρόκειται ν α σ ε πιέσ ω ν α κουβαλ ήσ εις σ τα σ πλ άχ ν α σ ου τους απογ όν ους του». Τα λ όγ ια της με έκαν αν ν α γ ελ άσ ω και τελ ικά σ υμφών ησ α. Βάλ αμε το μπουκάλ ι με το υπόλ οιπο κρασ ί σ το ψ υγ είο και φύγ αμε. Κατηφορίσ αμε το λ όφο κι έπειτα περπατήσ αμε το ηλ ιόλ ουσ το μον οπάτι, μέχ ρι που φτάσ αμε σ την καλ ύβα του Τζο. Χτύπησ α την πόρτα, και το χ τύπημά μου αν τήχ ησ ε δυν ατά. Η πόρτα άν οιξε και ξεπρόβαλ ε το προσ ωπάκι του Τζούλ ιαν . «Νίν α!» φών αξε και σ χ εδόν με έριξε κάτω με το εν θουσ ιώδες αγ κάλ ιασ μά του. «Τζούλ ιαν , αυτή είν αι η φίλ η μου, η Στέισ ι. Θέλ ουμε ν α μιλ ήσ ουμε σ τον μπαμπά σ ου». Αλ λ ά εγ ώ είχ α ήδη διακρίν ει τον Τζο, που καθόταν με τα
βιβλ ία του σ το μικρό σ τρογ γ υλ ό τραπέζι φαγ ητού, εν ώ ο Τζούλ ιαν έπαιζε έν α θορυβώδες ηλ εκτρον ικό παιχ ν ίδι. «Συγ γ ν ώμη που σ ε διακόπτουμε εν ώ μελ ετάς», του είπα. Αλ λ ά ο Τζο βρισ κόταν ήδη σ την πόρτα έν α λ επτό αργ ότερα, σ φίγ γ ον τας το χ έρι της Στέισ ι και διακόπτον τας τις απολ ογ ίες μου. «Δ εν πειράζει καθόλ ου. Το μυαλ ό μου άρχ ισ ε ν α με πον άει και ο Τζούλ ιαν το έχ ει παρακάν ει με τις αν ατιν άξεις αυτοκιν ήτων εδώ και ώρες. Κλ είσ ε την τηλ εόρασ η, φιλ αράκο». Έσ τρεψ ε πάλ ι την προσ οχ ή του σ ε εμάς. «Να σ ας βάλ ω κάτι ν α πιείτε;» «Όχ ι, πραγ ματικά δεν θέλ αμε ν α σ ’ εν οχ λ ήσ ουμε–» άρχ ισ α ν α λ έω. «Απλ ώς η Νίν α έχ ει έν α καιν ούριο σ κάφος», με διέκοψ ε η Στέισ ι. «Σκάφος;» απόρησ ε εκείν ος. «Το γ ν ωσ τό σ κάφος», διευκρίν ισ α εγ ώ. «Αυτό του Τζορτζ και της Κέι». «Κι ελ πίζαμε ν α είσ αι ελ εύθερος αύριο», είπε η Στέισ ι, πεταρίζον τας τις βλ εφαρίδες της. Αυτό το κόλ πο έπιαν ε πάν τα με όλ ους: με άν τρες, γ υν αίκες και παιδιά. «Θέλ ετε ν α σ ας πάω βόλ τα με το σ κάφος;» είπε ο
Τζο. «Ασ φαλ ώς, με μεγ άλ η μου χ αρά». «Μπορώ ν α έρθω κι εγ ώ;» ρώτησ ε ο Τζούλ ιαν . «Εν ν οείται ότι μπορεί ν α έρθει κι ο Τζούλ ιαν », είπα. «Θα κάν ουμε πικ ν ικ». «Αύριο, η γ ιαγ ιά θα σ ε πάει απέν αν τι, σ την εν δοχ ώρα, ν α επισ κεφτείτε τη θεία Παμ», του θύμισ ε ο Τζο. «Η θεία Παμ μυρίζει περίεργ α. Η Νίν α μυρίζει όμορφα». «Ναι, είν αι αλ ήθεια ότι μυρίζει όμορφα», είπε ο Τζο με έν α χ αμόγ ελ ο τόσ ο ζεσ τό, που έν ιωσ α έν α κομμάτι μου ν α λ ιών ει. Η Στέισ ι με κλ ότσ ησ ε απαλ ά σ τον ασ τράγ αλ ο, χ αμογ ελ ών τας πλ ατιά. «Όμως, η θεία Παμ έχ ει ακόμα το δώρο των γ εν εθλ ίων σ ου απ’ τον προηγ ούμεν ο μήν α», είπε ο Τζο σ το γ ιο του. Ο Τζούλ ιαν έγ ν εψ ε καταφατικά, με ύφος επιχ ειρηματία που κλ είν ει σ υμφων ία. «Με σ υγ χ ωρείς, Νίν α. Τελ ικά, δεν θα μπορέσ ω ν α έρθω σ το πικ ν ικ σ ου». «Δ εν πειράζει», του είπα. «Ίσ ως την επόμεν η φορά». Ο Τζο σ τράφηκε και πάλ ι προς το μέρος μας. «Έχ ω κάποιες δουλ ειές το πρωί… Τι θα λ έγ ατε ν α
σ υν αν τηθούμε το μεσ ημεράκι σ το υπόσ τεγ ο γ ια τις βάρκες;» «Τέλ εια!» είπε με εν θουσ ιασ μό η Στέισ ι. «Και, ξέρεις, είν αι η εποχ ή των φαλ αιν ών », την πλ ηροφόρησ ε ο Τζο. «Δ εν υπόσ χ ομαι τίποτα, αλ λ ά μπορεί ν α δούμε και μια-δυο φάλ αιν ες». «Είν αι τρομακτικές;» ρώτησ ε η Στέισ ι. «Είν αι… μεγ αλ ειώδεις», είπε ο Τζο, γ ελ ών τας. «Όταν πλ έεις δίπλ α σ ε φάλ αιν ες, σ υν ειδητοποιείς απόλ υτα ότι είσ αι ζων ταν ός. Να εύχ εσ τε, λ οιπόν , ν α τις σ υν αν τήσ ουμε». Άρχ ισ α ν α αν αρωτιέμαι αν ο Τζο, που μου έδιν ε την εν τύπωσ η πως ήταν τόσ ο κον τά σ τη φύσ η, μπορούσ ε ν α κάν ει τις φάλ αιν ες ν α εμφαν ισ τούν με εκείν η τη γ ήιν η μαγ εία που διέθετε. Καθώς βαδίζαμε πίσ ω προς το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι, έν α πλ ατύ χ αμόγ ελ ο ζωγ ραφίσ τηκε σ τα χ είλ ια της Στέισ ι. «Τι είν αι πάλ ι;» τη ρώτησ α. «Ξέρεις», μου αποκρίθηκε. Και όν τως ήξερα. Αυτό ήταν το μόν ο σ ίγ ουρο. ● Είχ α μόλ ις γ λ ισ τρήσ ει μες σ τα σ κεπάσ ματά μου
εκείν ο το ίδιο βράδυ, όταν η Στέισ ι μου χ τύπησ ε σ ιγ αν ά την πόρτα. «Έλ α μέσ α», της φών αξα. Η πόρτα άν οιξε. Η Στέισ ι φορούσ ε πασ τέλ ροζ πιτζάμες και είχ ε τα μαύρα μακριά μαλ λ ιά της πιασ μέν α σ ε μια κοτσ ίδα. «Κοίτα τι βρήκα», μου είπε και μου έτειν ε μερικά διπλ ωμέν α χ αρτιά. Αν ακάθισ α σ το κρεβάτι, με όλ ες τις αισ θήσ εις μου σ ε εγ ρήγ ορσ η. «Πού τα βρήκες;» «Έπεσ ε το σ κουλ αρίκι μου και κύλ ησ ε κάτω από το έπιπλ ο της τουαλ έτας. Χρειάσ τηκε ν α μετακιν ήσ ω το έπιπλ ο, και αυτές οι σ ελ ίδες βρίσ κον ταν εκεί, αν άμεσ α σ ε δύο τούβλ α, σ το σ ημείο όπου θα έπρεπε ν α είν αι το ασ βεσ τοκον ίαμα». Πήρα τις σ ελ ίδες από τα χ έρια της και διάβασ α τις πρώτες αράδες σ το φως της λ άμπας. «Η Μυστική Εξ ομολ όγ ηση της Έλ εν ορ Χολ τ. Δ εν μπορώ ν α διακρίν ω τη χ ρον ολ ογ ία». Η Στέισ ι κοίταξε προσ εκτικά. «1 869;» «Δ εν είχ ε ακόμα γ εν ν ηθεί το 1 869. Άρα, πρέπει ν α είν αι 1 889. Ήταν δέκα χ ρον ών ». «Μπορείς ν α διαβάσ εις τι γ ράφει; Ο γ ραφικός χ αρακτήρας της είν αι φρικτός». «Εν ν οείται πως μπορώ». Άν οιξα τα σ κεπάσ ματά
μου. «Έλ α μέσ α». Η Στέισ ι σ τριμώχ τηκε δίπλ α μου κάτω από τις κουβέρτες κι εγ ώ άρχ ισ α ν α διαβάζω. «Αυτό το γ ράμμα είν αι εμπιστευτικό και απευθύν εται σε όποιον το βρει. Καταγ ράφω εδώ ότι σήμερα ο κύριος Μπάρτον , ο εφημέριός μας και ορισμέν ες φορές δάσκαλ ός μας στη γ ραφή, συμπεριφέρθηκε με τον πιο αν άρμοστο τρόπο απέν αν τί μου. Αυτό το γ ράμμα θα μπορεί ν α χ ρησιμοποιηθεί, επίσης, ως μια μαρτυρία γ ια όσα έγ ιν αν ». Η Στέισ ι γ έλ ασ ε. «Μα ποιο δεκάχ ρον ο κορίτσ ι χ ρησ ιμοποιεί αυτή τη γ λ ώσ σ α όταν γ ράφει;» «Η προγ ιαγ ιά μου, προφαν ώς», αποκρίθηκα. «Τώρα, λ οιπόν , ξέρω από πού κλ ηρον όμησ ες το γ ον ίδιο της σ υγ γ ραφέως», μου είπε. Δ εν της απάν τησ α και προχ ώρησ α σ την επόμεν η αράδα. «Ο κύριος Μπάρτον μας πήγ ε σήμερα στην εκκλ ησία γ ια το μάθημα των Θρησκευτικών . Ήμασταν εκεί μόν ο πέν τε, καθώς δύο από τα παιδιά των Ράν τολ φ υπέφεραν από γ αστρεν τερίτιδα. Ο κύριος Μπάρτον μας έβαλ ε ν α διαβάσουμε παραβολ ές μέχ ρι που ο Μπέρτι αποκοιμήθηκε. Μας άφησε ν α φύγ ουμε όταν η ώρα πήγ ε μία, γ ια ν α προλ άβουμε το μεσημεριαν ό γ εύμα.
Εμέν α, όμως, με κράτησε και αφότου έφυγ αν οι Ράν τολ φ, λ έγ ον τας πως είχ ε κάτι ν α μου δείξ ει. Ήμουν περίεργ η, κι έτσι τον ακολ ούθησα στο πίσω μέρος της εκκλ ησίας, κάτω από εκείν ο το απίστευτα λ υπητερό αν άγ λ υφο με τον Ιησού. Τράβηξ ε μια καρέκλ α από τη γ ων ία και την τοποθέτησε ακριβώς κάτω από έν α πορτάκι που διακριν όταν στην οροφή. Έπειτα, στάθηκε όρθιος στη καρέκλ α και ψ αχ ούλ εψ ε γ ια λ ίγ ο. Η πόρτα άν οιξ ε και γ λ ίστρησε προς τα κάτω μια ξ ύλ ιν η σκαλ ίτσα. “Αυτή τη σκάλ α την έφτιαξ ε ο πρώτος εφημέριος που ήρθε στο ν ησί, γ ια ν α μπορεί ν α αν άβει κάθε βράδυ το φαν άρι δίπλ α στο σταυρό”, με εν ημέρωσε. “Εμείς, βέβαια, έχ ουμε σταματήσει εδώ και καιρό ν α αν άβουμε αυτό το φαν άρι”. Με έσπρωξ ε απότομα μπροστά του. “Έλ α, σκαρφάλ ωσε. Θα σου δείξ ω τι υπάρχ ει εκεί πάν ω”. Δ εν ήμουν καθόλ ου σίγ ουρη πως έπρεπε ν α αν εβώ εκείν η τη σκάλ α, όμως θύμισα στον εαυτό μου ότι αυτός ήταν ο εφημέριος, έν ας άν θρωπος του Θεού, άρα δεν θα με έβαζε ποτέ σε κίν δυν ο εν γ ν ώσει του. Έτσι, σκαρφάλ ωσα τη σκάλ α, εν ώ εκείν ος με παρακολ ουθούσε από κάτω. Βρέθηκα μες στο ζεστό και σκον ισμέν ο πατάρι της εκκλ ησίας κι ήμουν αν αγ κασμέν η ν α σκύβω συν έχ εια το κεφάλ ι
μου, επειδή η οροφή βρισκόταν ακριβώς από πάν ω μου. Μπροστά μου, είδα έν α ακόμα μικροσκοπικό πορτάκι. “Προχ ώρησε πιο μέσα”, μου είπε ο κύριος Μπάρτον . Κι εγ ώ υπάκουσα. Το πορτάκι άν οιξ ε πολ ύ εύκολ α και βρέθηκα αμέσως πάν ω στη σκεπή, σε έν αν χ τιστό διάδρομο, μήκους περίπου εν ός μέτρου, ο οποίος οδηγ ούσε στον μεγ άλ ο ξ ύλ ιν ο σταυρό που ορθων όταν από πάν ω μου. “Βλ έπεις;” με ρώτησε ο κύριος Μπάρτον , που ερχ όταν από πίσω μου τώρα. “Δ εν είν αι υπέροχ η η θέα;” Εκείν η τη στιγ μή, σκέφτηκα πως ο κύριος Μπάρτον είχ ε παραν οήσει το λ όγ ο γ ια τον οποίο είχ ε φτιαχ τεί εκείν ος ο διάδρομος. Δ εν ήταν τόσο έν α καλ ό μέρος γ ια ν α βλ έπεις όσο έν α καλ ό μέρος γ ια ν α μη σε βλ έπουν . Καν είς δεν γ ν ώριζε αυτό το μέρος, ήμουν βέβαιη. Ο μπαμπάς σίγ ουρα δεν το είχ ε αν αφέρει ποτέ. Άρχ ισα ν α φαν τάζομαι ότι ξ εγ λ ιστράω από τα μαθήματα και ότι έρχ ομαι σε αυτό το μέρος γ ια ν α γ ράψ ω κι έπειτα ν α κρύψ ω τις ιστορίες μου στο ζεστό, σκοτειν ό πατάρι. Η ιδέα μου φάν ηκε συν αρπαστική. Εκείν η τη στιγ μή, όμως, ο κύριος Μπάρτον με άγ γ ιξ ε. Άπλ ωσε το παχ ύ, πλ αδαρό χ έρι του κι
έτριψ ε τους κόμπους των δαχ τύλ ων του πάν ω στο μάγ ουλ ό μου. Εγ ώ αποτραβήχ τηκα κι εκείν ος γ έλ ασε και είπε: “Δ εν χ ρειάζεται ν α είσαι τόσο ακατάδεκτη, δεσποιν ίς Χολ τ. Δ εν πρόκειται ν α σου κάν ω κακό”. Και με κοίταξ ε με έν αν τρόπο που με έκαν ε συγ χ ρόν ως ν α σαστίσω και ν α ν τραπώ. Καταράστηκα τον εαυτό μου που στάθηκα τόσο αν όητη και τον άφησα ν α με οδηγ ήσει εκεί πάν ω. “Θα ήθελ α ν α κατεβώ τώρα”, είπα, όμως εκείν ος μου έφραζε το δρόμο κι εγ ώ δεν ήθελ α ν α τον σπρώξ ω γ ια ν α περάσω, γ ιατί τότε θα ήμουν αν αγ κασμέν η ν α ν ιώσω ξ αν ά το άγ γ ιγ μά του. “Θα είσαι πολ ύ όμορφη στα δεκάξ ι σου, Νελ ”, είπε με βραχ ν ή φων ή. Φοβήθηκα. Τότε, όμως, θυμήθηκα πως ο πατέρας μου είν αι ο πιο ισχ υρός άν θρωπος στο ν ησί και του είπα με στόμφο: “Άφησέ με ν α περάσω, αλ λ ιώς θα το πω στον πατέρα μου”. Ο κύριος Μπάρτον παραμέρισε, όμως ξ έσπασε σε γ έλ ια. Καθώς στριμώχ τηκα γ ια ν α περάσω από το σημείο όπου στεκόταν , μετακιν ήθηκε λ ίγ ο, έτσι ώστε ν α τριφτώ πάν ω στην κοιλ ιά του. Εκείν ος το βρήκε πάρα πολ ύ διασκεδαστικό, αλ λ ά εγ ώ ν τράπηκα και ταράχ τηκα κι έν ιωσα το πρόσωπό μου ν α αν αψ οκοκκιν ίζει. Ήρθα αμέσως εδώ γ ια ν α
τα καταγ ράψ ω όλ α και τώρα ν ιώθω καλ ύτερα που τα έβγ αλ α από μέσα μου. Δ εν μπορώ ν α το πω στον μπαμπά, γ ιατί ξ έρω ότι έχ ει πάρα πολ λ ά στο κεφάλ ι του. Και, άλ λ ωστε, ξ έρω ότι δεν έπρεπε ν α είχ α πάει εκεί πάν ω εξ αρχ ής. Έτσι, λ οιπόν , αν εσύ –όποιος κι αν είσαι– βρήκες αυτό το γ ράμμα, είσαι ο μον αδικός άν θρωπος που ξ έρει. Με εκτίμηση – Έλ εν ορ Χολ τ». Η Στέισ ι πήρε το γ ράμμα από τα χ έρια μου και το διέτρεξε σ τα γ ρήγ ορα. «Είν αι πραγ ματικά αν ατριχ ιασ τικό». «Το δύσ τυχ ο κοριτσ άκι, ν α ν ομίζει πως ήταν δικό της το φταίξιμο επειδή αν έβηκε εκεί πάν ω…» «Είν αι τυχ ερή που τη γ λ ίτωσ ε χ ωρίς ν α σ υμβεί και τίποτα χ ειρότερο», είπε η Στέισ ι. «Ο δέκατος έν ατος αιών ας δεν ήταν και τόσ ο ιδαν ική εποχ ή γ ια τις γ υν αίκες. Αν αρωτιέμαι αν αυτή η εκκλ ησ ία γ ια την οποία μιλ άει είν αι η ίδια που βρίσ κεται και σ ήμερα κάτω, δίπλ α σ την περίφραξη των φυλ ακών …» «Ναι, αυτή είν αι. Παλ ιά, τη θεωρούσ αν τμήμα του σ πιτιού. Αλ λ ά δεν υπάρχ ει πια ο ξύλ ιν ος σ ταυρός. Μόν ο αυτό το φαν άρι σ το μπροσ τιν ό μέρος της». Η Στέισ ι χ ασ μουρήθηκε, κατέβηκε από το κρεβάτι
μου και μου έδωσ ε πίσ ω το γ ράμμα. «Πάω γ ια ύπν ο. Καλ ην ύχ τα». «Καλ ην ύχ τα». Όταν η Στέισ ι έφυγ ε, ξαν αδιάβασ α το γ ράμμα. Έν α γ ράμμα από την προγ ιαγ ιά μου σ ε εμέν α. Παρόλ ο που εκείν η δεν ήξερε ότι θα το έβρισ κα εγ ώ. Ευχ ήθηκα ν α μπορούσ α ν α γ υρίσ ω πίσ ω σ το χ ρόν ο και ν α πάρω εκείν ο το μικρό κοριτσ άκι σ την αγ καλ ιά μου, ν α του πω ν α μη σ τεν οχ ωριέται γ ια τον άθλ ιο εφημέριο Μπάρτον , ν α του πω πόσ ο απίσ τευτα έξυπν ο ήταν και πόσ ο υπέροχ η σ υγ γ ραφέας θα γ ιν όταν όταν θα μεγ άλ ων ε. Αποκοιμήθηκα κι ον ειρεύτηκα παλ ιές εκκλ ησ ίες γ εμάτες σ κιές και ράφια γ εμάτα σ κον ισ μέν α βιβλ ία με άδειες σ ελ ίδες. ● Το απομεσ ήμερο της Κυριακής, είδα γ ια πρώτη φορά το σ κάφος μου. Ήταν έν α σ κάφος από φάιμπεργ κλ ας, μήκους εφτά μέτρων , μον τέλ ο 1 97 9 Σαρκ Κατ, με έν αν σ χ εδόν καιν ούριο διπλ ό κιν ητήρα. Ή τουλ άχ ισ τον έτσ ι μου τα εξήγ ησ ε ο Τζο. Εγ ώ έβλ επα απλ ώς έν α σ κάφος. Έν α κίτριν ο σ κάφος. Ο Τζο είχ ε παρκάρει το φορτηγ ό του με
την όπισ θεν ακριβώς μπροσ τά σ την πόρτα του υπόσ τεγ ου και είχ ε ξεκλ ειδώσ ει το αλ ουμιν έν ιο ρολ ό. Η Στέισ ι, με το γ ιγ άν τιο ψ άθιν ο καπέλ ο της και πασ αλ ειμμέν η με αν τηλ ιακό κατάλ λ ηλ ο γ ια προσ τασ ία από πυρην ική ακτιν οβολ ία, περίμεν ε μαζί μου σ το γ ρασ ίδι. Είχ αμε αν άμεσ α σ τα πόδια μας έν α μεγ άλ ο καλ άθι γ ια πικ ν ικ· η Στέισ ι μπορεί ν α ήταν μια εξαιρετική και φιλ όδοξη δικηγ όρος, αλ λ ά έφτιαχ ν ε επίσ ης πεν ταν όσ τιμα κέικ και ταρτάκια με κρέμα λ εμόν ι. Η δική μου σ υν εισ φορά ήταν το μπουκάλ ι με τη σ αμπάν ια. Ο Τζο αγ κίσ τρωσ ε το τρέιλ ερ και τράβηξε το σ κάφος έξω από το υπόσ τεγ ο. Πλ ησ ίασ α και κοίταξα σ τον άδειο χ ώρο μες σ το υπόσ τεγ ο. Ισ τοί από αράχ ν ες και μούχ λ α. Κι εκείν ο το αν ατριχ ιασ τικό κρύο που σ υν αν τάς μόν ο σ τα παλ ιά πέτριν α κτίρια. «Νίν α! Έλ α, επιτέλ ους!» Ήταν η Στέισ ι που με φών αζε. Είχ ε αρχ ίσ ει ν α κατηφορίζει το μον οπάτι πίσ ω από τον Τζο και το τρέιλ ερ του σ κάφους. Βιάσ τηκα ν α τρέξω πίσ ω της, κρατών τας αδέξια το καλ άθι του πικ ν ικ που ταρακουν ιόταν πάν ω σ το γ οφό μου. Ο Τζο ήξερε πολ ύ καλ ά τι έκαν ε. Επί δύο ολ όκλ ηρα χ ρόν ια, αυτός ήταν που έβαζε κι έβγ αζε
αυτό το σ κάφος από το ν ερό και το κυβερν ούσ ε γ ια ν α κάν ει το γ ύρο του κόλ που. Φαιν όταν άν ετος και σ ίγ ουρος γ ια τις κιν ήσ εις του. Φορούσ ε τζιν βερμούδα και μια βαμβακερή μπλ ούζα με μακριά μαν ίκια. Η Στέισ ι κι εγ ώ ακολ ουθήσ αμε τις οδηγ ίες του, φορέσ αμε τα σ ωσ ίβια γ ιλ έκα μας κι επιβιβασ τήκαμε όταν μας είπε. Έπειτα, ξεκιν ήσ αμε και ξαν οιχ τήκαμε σ τον κόλ πο. Το σ κάφος χ ρειαζόταν αν ακαίν ισ η. Το βιν ύλ ιο σ τους μακρόσ τεν ους πάγ κους ήταν σ κισ μέν ο και η σ πογ γ ώδης επέν δυσ ή τους ξεχ υν όταν από μέσ α. Έν α από τα μπροσ τιν ά παράθυρα ήταν σ πασ μέν ο και το σ υγ κρατούσ ε μόν ο λ ίγ η μον ωτική ταιν ία. Και ο αδιάβροχ ος τάπητας ήταν σ χ εδόν παν τού φθαρμέν ος. Αλ λ ά ο Τζο με διαβεβαίωσ ε πως το σ κάφος ήταν ασ φαλ ές και πως είχ α κάν ει μια καλ ή σ υμφων ία. «Πού θα πάμε;» τον ρώτησ α. «Θ’ αν οιχ τούμε λ ίγ ο ακόμα κι έπειτα θα πάμε βόρεια. Ίσ ως ν α δούμε θαλ άσ σ ιες αγ ελ άδες και χ ελ ών ες. Και κοπάδια μέδουσ ες. Να κοιτάζετε απ’ το πλ άι. Και ν α χ αλ αρώσ ετε». Και αυτό ακριβώς έκαν α. Έγ ειρα σ το πλ άι του σ κάφους και κοίταζα καθώς διασ χ ίζαμε το ν ερό. Έν ας σ τολ ίσ κος από γ αλ αζωπές μέδουσ ες μας
περικύκλ ωσ ε. Οι αχ τίδες του ήλ ιου έπεφταν ζεσ τές σ την πλ άτη μου και κυριεύτηκα από έν α αίσ θημα θαλ πωρής σ τη σ κέψ η πως απολ άμβαν α έν α τόσ ο όμορφο πρωιν ό με καλ ή παρέα. Κατόρθωσ α ακόμα και ν α ξεχ άσ ω γ ια λ ίγ ο το βιβλ ίο μου. Η Στέισ ι άν οιξε το καλ άθι του πικ ν ικ κι έβγ αλ ε κρακεράκια, τυρί και έν α θερμός με καφέ. Σέρβιρε καφέ σ τον Τζο κι έπειτα ήρθε και κάθισ ε δίπλ α μου με έν α πλ ασ τικό ποτήρι σ το χ έρι της. «Αυτή είν αι ζωή». «Σ’ ευχ αρισ τώ γ ια το σ κάφος μου». «Μην το σ υζητάς…» Αν οιχ τήκαμε λ ίγ ο πιο βαθιά, και η Στέισ ι κι εγ ώ σ υζητούσ αμε, τρώγ αμε και κάν αμε αν όητα ασ τεία. Έβλ επα την αν ταν άκλ ασ ή μου πάν ω σ τα τεράσ τια γ υαλ ιά ηλ ίου της. Ήμουν πιο αδύν ατη από ποτέ και τα μαλ λ ιά μου ήταν κάπως άγ ρια. Όμως, γ ελ ούσ α, γ ελ ούσ α γ ια πρώτη φορά εδώ και πολ ύ καιρό. Και το γ εγ ον ός αυτό εξέπλ ηξε ακόμα κι εμέν α την ίδια. Ο Τζο έσ βησ ε τη μηχ αν ή και μείν αμε εκεί ν α λ ικν ιζόμασ τε αν άλ αφρα, ν α ταλ αν τευόμασ τε σ τα κύματα. Πήγ ε από την άλ λ η πλ ευρά και μας έκαν ε ν όημα. «Θαλ άσ σ ια χ ελ ών α», είπε. «Πού;» φών αξε η Στέισ ι, πηδών τας σ την άλ λ η πλ ευρά του σ κάφους. Σταθήκαμε εκεί και οι τρεις,
με τον ώμο του εν ός ν α ακουμπάει σ τον ώμο του άλ λ ου, και ακολ ουθήσ αμε με το βλ έμμα την κατεύθυν σ η που έδειχ ν ε το δάχ τυλ ο του Τζο. «Τη βλ έπω!» είπε η Στέισ ι. «Κοιτάξτε!» Τότε την είδα κι εγ ώ, με το καφετί καβούκι της και τα μεγ άλ α μαύρα μάτια της. Έπειτα, βούτηξε ξαν ά. «Μήπως έφτασ ε η ώρα γ ια το πικ ν ικ μας;» ρώτησ ε γ εμάτη ελ πίδα η Στέισ ι. «Πολ ύ καλ ή ιδέα», επικρότησ ε ο Τζο. Στην πραγ ματικότητα, δεν υπήρχ ε κάποιο μέρος γ ια ν α απλ ώσ ουμε τα φαγ ητά, κι έτσ ι καθίσ αμε κι οι τρεις σ τον πάγ κο, όπως κάθον ται τα πουλ ιά σ τα σ ύρματα, διαλ έγ ον τας ό,τι θέλ αμε από το εκδρομικό καλ άθι και κουβεν τιάζον τας χ αρούμεν α. Ο Τζο δεν ήπιε καθόλ ου σ αμπάν ια, αλ λ ά η Στέισ ι κι εγ ώ την τιμήσ αμε και με το παραπάν ω. Ο Τζο έδειχ ν ε ν α απολ αμβάν ει την παρέα μας, γ ελ ών τας αβίασ τα με τα αν όητα ασ τεία μας. Το κορμί του ήταν αρκετά κον τά σ το δικό μου, τόσ ο που μπορούσ α ν α ν ιώσ ω τη ζεσ τασ ιά του και ν α μυρίσ ω το άρωμα του ήλ ιου και της αλ μύρας σ τα μαλ λ ιά του. Χρειαζόμουν μεγ αλ ύτερες δόσ εις από όλ α αυτά – χ ρειαζόμουν περισ σ ότερο χ ρόν ο γ ια ν α ασ τειεύομαι με παλ ιές καλ ές φίλ ες, περισ σ ότερο Τζο, περισ σ ότερες σ τιγ μές έξω σ τη λ ιακάδα. Είχ α
καταν τήσ ει έν α κυρτωμέν ο πλ άσ μα της πόλ ης, κλ εισ μέν ο σ τον εαυτό του, λ ες και είχ α βγ ει από κάποια σ ελ ίδα του Πόε. Κάποια σ τιγ μή, ο Τζο σ ηκώθηκε από τη θέσ η του με μια ξαφν ιασ μέν η έκφρασ η σ το πρόσ ωπό του που ήταν σ τραμμέν ο προς τα αν ατολ ικά. «Τι έγ ιν ε;» τον ρώτησ α, ακολ ουθών τας την κατεύθυν σ η του βλ έμματός του. Εκείν ος βρισ κόταν ήδη σ τον κιν ητήρα κι έβαζε μπροσ τά το σ κάφος. Έπειτα, επέσ τρεψ ε σ το πηδάλ ιο. «Είδα έν α πτερύγ ιο». «Φάλ αιν ες;» έσ κουξε η Στέισ ι. «Περιμέν ετε». Έσ τριψ ε το σ κάφος κι αν οιχ τήκαμε πιο βαθιά σ τον κόλ πο. Η ταχ ύτητα του σ κάφους και οι ελ ιγ μοί δεν σ υμφων ούσ αν με τη σ αμπάν ια και τα ταρτάκια λ εμον ιού μες σ το σ τομάχ ι μου, όμως κρατήθηκα και δεν μίλ ησ α. Λίγ α λ επτά αργ ότερα, την είδα και μόν η μου. Ήταν μια τεράσ τια καμπούρα που έσ παγ ε τα κύματα, με έν α πτερύγ ιο αν ασ ηκωμέν ο σ χ εδόν σ αν ν α μας χ αιρετούσ ε. Κι έπειτα, εξαφαν ιζόταν πάλ ι. Ήμουν εν τελ ώς απροετοίμασ τη γ ια τα σ υν αισ θήματα που έν ιωσ α αν τικρίζον τας μια φάλ αιν α από τόσ ο κον τά. Είχ α δει φωτογ ραφίες τους, ήξερα πώς είν αι. Κι όμως, αυτή η φάλ αιν α,
εδώ, σ την απέραν τη αν οιχ τή θάλ ασ σ α, με σ υγ κλ όν ισ ε με έν αν τρόπο που ήταν σ υγ χ ρόν ως πολ ύ βαθύς και πολ ύ φυσ ικός. Η Στέισ ι μου έσ φιξε το μπράτσ ο. «Είν αι μια φάλ αιν α», μου είπε, «μια αλ ηθιν ή φάλ αιν α». «Εσ ύ θα πρέπει ν α έχ εις δει πάρα πολ λ ές φάλ αιν ες», είπα σ τον Τζο. «Νιώθεις πάν τα την ίδια σ υγ κίν ησ η;» «Ναι, κάθε φορά», μου αποκρίθηκε. «Ποτέ δεν σ υν ηθίζεις έν α τέτοιο θέαμα. Είν αι υπέροχ ες». Επιβράδυν ε το σ κάφος και πλ ησ ιάσ αμε αργ ά προς το σ ημείο όπου είχ αμε δει τη φάλ αιν α. Έπειτα, σ βήσ αμε τη μηχ αν ή και περιμέν αμε με κομμέν η την αν άσ α. Τότε, με έν α τεράσ τιο υγ ρό αγ κομαχ ητό, μια γ κριζόμαυρη ράχ η εμφαν ίσ τηκε μέσ α από τα κύματα και κατάβρεξε τα πάν τα γ ύρω της. Η Στέισ ι έβγ αλ ε μια φοβισ μέν η κραυγ ή, εν ώ εγ ώ γ ελ ούσ α, γ ελ ούσ α ασ ταμάτητα. «Απ’ την άλ λ η πλ ευρά!» φών αξε ο Τζο και, όταν σ τράφηκα, είδα άλ λ η μια φάλ αιν α που κολ υμπούσ ε κάτω από το ν ερό, πολ ύ κον τά σ την άλ λ η πλ ευρά του σ κάφους. Τώρα, η Στέισ ι κρεμάσ τηκε από το μπράτσ ο μου. «Υ πάρχ ει περίπτωσ η ν ’ αν αποδογ υρίσ ουν το
σ κάφος;» ρώτησ ε. «Δ εν έχ ει σ υμβεί ποτέ», της απάν τησ ε ο Τζο. Η φάλ αιν α που βρισ κόταν πιο κον τά μας πέρασ ε ξυσ τά από δίπλ α μας, αν αδύθηκε από τη θάλ ασ σ α και εκτόξευσ ε έν αν πίδακα ν ερού από το φυσ ητήρα της. «Αν απν έει», είπε ασ θμαίν ον τας η Στέισ ι. «Ακριβώς σ αν εμάς». «Ναι, αυτή είν αι πολ ύ κον τά μας», είπε ο Τζο, καθώς ετοιμαζόταν ν α βάλ ει και πάλ ι μπροσ τά τη μηχ αν ή. Τότε, αν αδύθηκε από το ν ερό η πρώτη φάλ αιν α. Ο τεράσ τιος όγ κος της έκαν ε έν α άλ μα σ τον αέρα σ χ ηματίζον τας μια μεγ αλ ειώδη αψ ίδα, που μας επέτρεψ ε ν α δούμε τη λ ευκή κοιλ ιά της τη σ τιγ μή που η φάλ αιν α έπεφτε πάλ ι σ τη θάλ ασ σ α και εξαφαν ιζόταν , καταβρέχ ον τας και τους τρεις μας με θαλ ασ σ ιν ό ν ερό. Η καρδιά μου χ τυπούσ ε δυν ατά καθώς το αλ ατισ μέν ο ν ερό σ τέγ ν ων ε πάν ω σ το δέρμα μου. Δ εν μπορούσ α ν α βρω τις κατάλ λ ηλ ες λ έξεις και έν ν οιες γ ια ν α περιγ ράψ ω όσ α έν ιωθα. Αισ θαν όμουν λ ες και είχ α μόλ ις δει πίσ ω από το παραπέτασ μα του απατηλ ού πολ ιτισ μού μας, την άλ λ η πλ ευρά της ύπαρξης, εκεί όπου τίποτα δεν
ήταν πιο σ ημαν τικό από τη θάλ ασ σ α που έσ φυζε από ζωή και από τον μπρούν τζιν ο ουραν ό. Η Στέισ ι έσ φιξε ακόμα πιο δυν ατά το μπράτσ ο μου. «Θεέ μου…» ψ ιθύρισ ε. «Ναι», της είπα, καθώς αυτή ήταν η μον αδική λ έξη που μπορούσ α ν α προφέρω εκείν η τη σ τιγ μή. Ο Τζο χ αμογ έλ ασ ε, και δεν θα ήταν περισ σ ότερο χ αρούμεν ος αν είχ ε καν ον ίσ ει ο ίδιος τη σ υν άν τησ η με εκείν ο το επιβλ ητικό πλ άσ μα. «Ήρθε ν α πει μια καλ ησ πέρα», είπε και γ έλ ασ ε. «Είσ τε πολ ύ τυχ ερές!» ● Μετά την περιήγ ησ ή μας με το σ κάφος, η Στέισ ι προσ κάλ εσ ε τον Τζο ν α έρθει ν α δειπν ήσ ει μαζί μας σ το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι, όμως εκείν ος προφασ ίσ τηκε πως είχ ε υποσ χ εθεί σ τον Τζούλ ιαν ν α επισ τρέψ ει σ τις έξι. Έτσ ι, σ τη διαδρομή της επισ τροφής μας σ το σ πίτι, οι δρόμοι μας χ ώρισ αν . Δ εν μπορούσ α ν α καταλ άβω γ ιατί έν ιωθα τόσ ο απογ οητευμέν η. Τον σ κεφτόμουν σ υν έχ εια, σ κεφτόμουν το πρόσ ωπό του σ τραμμέν ο προς το δικό μου, το φως του ήλ ιου σ τα μαλ λ ιά του, την έκφρασ ή του όταν μας είπε πως η φάλ αιν α είχ ε
έρθει ν α μας πει μια καλ ησ πέρα. Είχ ε δεθεί άρρηκτα μες σ τη μν ήμη μου με αυτή την εμπειρία, με αυτή την τόσ ο βαθιά και σ υγ κλ ον ισ τική σ τιγ μή. Αλ λ ά γ ιατί τον σ κεφτόμουν με αυτό τον τρόπο; Γιατί ήταν τόσ ο δύσ κολ ο ν α σ υμφων ήσ ουν το μυαλ ό και η καρδιά μου; ● Δ εν μπορούσ α ν α κοιμηθώ. Νομίζω πως το αίμα μου ακόμα αν απηδούσ ε μες σ τις φλ έβες μου από τη σ υγ κίν ησ η της σ υν άν τησ ης με τη φάλ αιν α, αλ λ ά ίσ ως και ν α έφταιγ ε το γ εγ ον ός πως έτσ ι κι αλ λ ιώς τις τελ ευταίες μέρες ο ύπν ος μου δεν ήταν ήρεμος. Είχ α πάρα πολ λ ά σ το μυαλ ό μου. Αύριο θα ξημέρων ε Δ ευτέρα και, από τη σ τιγ μή που η Στέισ ι θα επιβιβαζόταν ξαν ά σ το πλ οίο, εγ ώ θα έπρεπε ν α επισ τρέψ ω σ τον υπολ ογ ισ τή μου και ν α γ ράψ ω εκείν ο το αν αθεματισ μέν ο βιβλ ίο που δεν μπορούσ α ν α γ ράψ ω. Η ώρα ήταν δύο τα ξημερώματα όταν έπαψ α πια ν α προσ παθώ ν α κοιμηθώ και σ ηκώθηκα από το κρεβάτι. Άν οιξα τον υπολ ογ ισ τή μου με τη σ κέψ η πως ίσ ως και ν α έγ ραφα κάτι, αλ λ ά κατέλ ηξα ν α σ τέκομαι σ την κουζίν α, με το βλ έμμα μου
καρφωμέν ο σ τον πάγ κο όσ η ώρα έβραζε το ν ερό γ ια το τσ άι. Όσ ο κι αν προσ πάθησ α ν α μην κάν ω θόρυβο, η Στέισ ι ξύπν ησ ε και ήρθε σ την κουζίν α. «Τι σ υμβαίν ει;» με ρώτησ ε. «Δ εν μπορούσ α ν α κοιμηθώ. Θέλ εις τσ άι;» Τέν τωσ ε το κορμί της και σ καρφάλ ωσ ε σ τον πάγ κο της κουζίν ας. «Ναι, σ ’ ευχ αρισ τώ», μου είπε καθισ μέν η σ τον πάγ κο. «Θέλ εις ν α μιλ ήσ ουμε; Έχ ει σ χ έσ η με τον Τζο και όλ α τα ροδαλ ά μωρά που δεν μπορείς ν α του χ αρίσ εις;» Μου χ αμογ έλ ασ ε, περιμέν ον τας προφαν ώς ν α γ ελ άσ ω με αυτό που είχ ε πει. Όμως, εγ ώ ήμουν κουρασ μέν η και καταβεβλ ημέν η κι έν ιωσ α την αν άσ α μου ν α κόβεται. «Αχ , όχ ι… Νίν α, σ υγ γ ν ώμη», μου είπε, απλ ών ον τας το χ έρι της γ ια ν α φτάσ ει το δικό μου. «Δ εν είν αι αυτό», της είπα, αν αγ κάζον τας τον εαυτό μου ν α πάρει μια βαθιά αν άσ α. «Είν αι το βιβλ ίο. Το βιβλ ίο που δεν μπορώ ν α γ ράψ ω. Έχ ω καθυσ τερήσ ει πολ ύ. Και δεν θα τα καταφέρω». «Εν ν οείται ότι θα τα καταφέρεις». «Δ εν θα τα καταφέρω, σ ου μιλ άω σ οβαρά. Δ εν μπορώ ν α το τελ ειώσ ω. Θα χ ρειασ τεί ν α δώσ ω πίσ ω όλ α τα χ ρήματα που πήρα προκαταβολ ή – εκδότες από τριάν τα τρεις χ ώρες μου έχ ουν δώσ ει
προκαταβολ ές, και κάποιες από αυτές ήταν τεράσ τια ποσ ά. Κι έχ ω σ ε υποθήκη το διαμέρισ μά μου σ το Σίδν εϊ. Θα χ ρειασ τεί ν α μετακομίσ ω. Θα χ ρειασ τεί, επίσ ης, ν α βρω άλ λ η δουλ ειά. Και θα πρέπει ν ’ αν τιμετωπίσ ω τη μάν α μου, που πάν τα πίσ τευε πως σ το τέλ ος θα τα έκαν α θάλ ασ σ α». Η Στέισ ι περίμεν ε ν α της δώσ ω το φλ ιτζάν ι της με το τσ άι κι έπειτα περίμεν ε ν α καθίσ ω σ τον απέν αν τι πάγ κο. Και τελ ικά, μου είπε: «Κι αν ακόμα σ υμβούν όλ α αυτά;» «Θα είν αι φοβερό», την αποπήρα θυμωμέν η. «Θα έχ ουν τελ ειώσ ει όλ α, θα έχ ω κατασ τραφεί». Να ’ν αι καλ ά, με άφην ε ν α την αποπαίρν ω κι εκείν η εξακολ ουθούσ ε ν α μου απαν τάει με καλ οσ υν άτη και ήρεμη φων ή. «Όχ ι, δεν θα έχ ουν τελ ειώσ ει όλ α. Σίγ ουρα θα τελ ειώσ ουν κάποια κεφάλ αια της ζωής σ ου. Θα εξακολ ουθείς, όμως, ν α έχ εις πάρα πολ λ ά. Είσ αι ν έα, είσ αι υγ ιής, έχ εις φίλ ους». Χαμογ έλ ασ ε. «Και σ ίγ ουρα θα έχ εις εμέν α. Όπως θα έχ εις σ ίγ ουρα κι αυτό το σ πίτι, που σ ου αν ήκει ν όμιμα και χ ωρίς υποθήκη. Και τι έγ ιν ε αν απογ οητεύσ εις τη μάν α σ ου και τον εκδότη σ ου και οποιον δήποτε άλ λ ον ; Αν σ ’ εγ καταλ είψ ουν , τότε δεν άξιζε ν α τους έχ εις κον τά σ ου». Συν οφρυώθηκα. Καταλ άβαιν α ότι αυτά που μου
έλ εγ ε είχ αν μια κάποια λ ογ ική, αλ λ ά δεν με παρηγ ορούσ αν . Η Στέισ ι δεν ζούσ ε τη δική μου ζωή. Εγ ώ ήμουν αν αγ κασ μέν η ν α κουβαλ άω πάν τα αυτό που ήξερα γ ια τον εαυτό μου, και καμία άλ λ η ψ υχ ή σ τον κόσ μο δεν γ ν ώριζε τι είχ α κάν ει. Κι ίσ ως ν α μην το μάθαιν ε καν είς άλ λ ος ποτέ, όμως εγ ώ θα το ήξερα πάν τα. «Σε γ ν ωρίζω εδώ και πολ ύ καιρό, Νίν α», εξακολ ούθησ ε η Στέισ ι. «Ήσ ουν πάν τα πολ ύ αυσ τηρή με τον εαυτό σ ου. Αλ λ ά δεν χ ρειάζεται… Εγ ώ σ ε βρίσ κω καταπλ ηκτική». «Σ’ ευχ αρισ τώ, Στέισ ι», της είπα, τυλ ίγ ον τας τα παγ ωμέν α μου χ έρια γ ύρω από το ζεσ τό φλ ιτζάν ι. «Και σ υγ γ ν ώμη που σ ε ξύπν ησ α». «Καν έν α πρόβλ ημα». Κατέβηκε από τον πάγ κο κι έχ υσ ε το τσ άι της σ το ν εροχ ύτη. «Συγ γ ν ώμη, αλ λ ά είχ ε πάρα πολ λ ή ζάχ αρη». «Δ εν βάζεις δύο κουταλ ιές;» «Μία». «Αχ , ν αι, το ξέχ ασ α». «Η έλ λ ειψ η ύπν ου θολ ών ει το μυαλ ό και την κρίσ η. Γι’ αυτό, μην απογ οητεύεσ αι τόσ ο πολ ύ. Το πρωί θα ν ιώθεις καλ ύτερα». «Τώρα είν αι πρωί». «Ξέρεις τι εν ν οώ. Καλ ην ύχ τα».
Την παρακολ ουθούσ α ν α φεύγ ει κι έπειτα άκουσ α την πόρτα της ν α κλ είν ει απαλ ά. Ήπια το τσ άι μου καθισ μέν η σ τον πάγ κο της κουζίν ας, εν ώ σ υγ χ ρόν ως σ τριφογ υρν ούσ α τα λ όγ ια της σ το μυαλ ό μου. Έπειτα, άφησ α κι εγ ώ το φλ ιτζάν ι μου σ το ν εροχ ύτη και πήγ α σ το σ αλ όν ι, όπου ο Τζο είχ ε αφαιρέσ ει πια όλ η τη γ υψ οσ αν ίδα. Με το φακό σ το χ έρι, διέτρεξα προσ εκτικά τα δοκάρια πάν ω από το ασ βεσ τοκον ίαμα. Ήξερα πως ακόμα κι αν έβρισ κα κάτι εκεί, θα ήταν άλ λ ο έν α τμήμα από το ημερολ όγ ιο της Έλ εν ορ. Παρ’ όλ α αυτά, η απελ πισ ία με παρότρυν ε ν α σ υν εχ ίσ ω την αν αζήτησ η και ν α φαν τάζομαι τη σ τιγ μή που τα χ έρια μου θα αν έσ υραν εκείν α τα έγ γ ραφα που θα έλ υν αν όλ α τα προβλ ήματά μου. ● Το πρωί της Δ ευτέρας, αφού αποχ αιρέτησ α τη Στέισ ι, επέσ τρεψ α σ το γ ραφείο μου αποφασ ισ μέν η –ν αι, αποφασισμέν η– ν α κάν ω αυτή τη μέρα ν α διαφέρει από όλ ες τις άλ λ ες. Άκουγ α τον Τζο που δούλ ευε τώρα σ την άλ λ η άκρη του σ πιτιού. Αφαιρούσ ε και από εκεί τη γ υψ οσ αν ίδα και την πετούσ ε σ το σ ωρό έξω από το παράθυρο. Ήθελ α
ν α πάω εκεί και ν α καθίσ ω ν α τον βλ έπω. Να παρακολ ουθώ τους μυς του κορμιού του ν α κιν ούν ται κάτω από το ηλ ιοκαμέν ο δέρμα του και ν α αν ασ άν ω εκείν η τη ζεσ τή, γ ήιν η μυρωδιά του. Τότε, η μαγ εία του Σαββατοκύριακου θα επέσ τρεφε· και οι προσ δοκίες που είχ αν από εμέν α οι άν θρωποι που βρίσ κον ταν πέρα από αυτό το ν ησ ί θα έμοιαζαν πάλ ι απόμακρες. Όμως, είχ α υποχ ρεώσ εις, υποχ ρεώσ εις που έπρεπε ν α είχ α τακτοποιήσ ει εδώ και καιρό, και, επιπλ έον , είχ α αρχ ίσ ει ν α ν ιώθω ότι κιν δυν εύω όταν βρισ κόμουν δίπλ α σ τον Τζο. Ήμουν υπερβολ ικά απελ πισ μέν η ώσ τε ν α αν αζητήσ ω οποιαδήποτε σ τρατηγ ική γ ια ν α σ υν εχ ίσ ω το βιβλ ίο, κι έτσ ι το άφησ α κατά μέρος. Ήταν έν α απίσ τευτο χ άλ ι έτσ ι κι αλ λ ιώς. Μες σ το φόβο μου και την έλ λ ειψ η αυτοπεποίθησ ης, είχ α αφαιρέσ ει έν α τεράσ τιο κομμάτι, αλ λ ά τώρα αυτό μου φαιν όταν κακή ιδέα. Αν τί ν α σ υν εχ ίσ ω ν α γ ράφω, άν οιξα το αρχ είο με το πρώτο μου βιβλ ίο της Χήρας Ντετέκτιβ και άρχ ισ α ν α πλ ηκτρολ ογ ώ όλ ο το κείμεν ο από την αρχ ή. Από την πρώτη αράδα, από την πρώτη λ έξη. Ξαν ά από την αρχ ή. Δ εν ήξερα τι ήλ πιζα ν α κατορθώσ ω με αυτό τον τρόπο, αλ λ ά σ κέφτηκα ότι ίσ ως κατάφερν α ν α
παρασ ύρω τον εγ κέφαλ ό μου και ν α τον κιν ητοποιήσ ω. Αν επαν αλ άμβαν α ακριβώς τις ίδιες κιν ήσ εις, βάζον τας ακριβώς τις ίδιες λ έξεις σ τη σ ελ ίδα όπως και πριν από πέν τε χ ρόν ια, όταν είχ α ξεκιν ήσ ει ν α γ ράφω, τότε ίσ ως και ν α ξυπν ούσ ε μέσ α μου εκείν ος ο μηχ αν ισ μός που ήταν απαραίτητος γ ια ν α γ ράψ ω άλ λ ο έν α βιβλ ίο σ αν εκείν ο. Το καλ ύτερο σ τοιχ είο αυτού του σ χ εδίου ήταν ότι απαιτούσ ε ν α κάθομαι σ το γ ραφείο μου και ν α εργ άζομαι αδιάκοπα. Να κάν ω, επιτέλ ους, κάτι. Οι ώρες κύλ ησ αν πολ ύ γ ρήγ ορα. Κι όταν ο Τζο έβαλ ε το κεφάλ ι του μες σ το γ ραφείο και μου είπε «Έχ ω φέρει μαζί μου μπόλ ικη κρεατόπιτα της μητέρας μου, φτάν ει και γ ια τους δυο μας», σ υν ειδητοποίησ α πως είχ α εργ ασ τεί γ ια τρεις ώρες χ ωρίς διακοπή. Σήκωσ α το κεφάλ ι μου και του χ αμογ έλ ασ α. «Τα πήγ α καλ ά σ ήμερα», του είπα. «Μπράβο!» μου αποκρίθηκε. «Και με μεγ άλ η μου χ αρά θα μοιρασ τώ μαζί σ ου την κρεατόπιτα της μητέρας σ ου». «Την έχ ω βάλ ει ν α ζεσ ταθεί», με πλ ηροφόρησ ε. «Θα έρθω σ ε λ ίγ α λ επτά». Εκείν ος έφυγ ε πάλ ι κι εγ ώ έμειν α γ ια λ ίγ ο
καθισ μέν η εκεί, ν α κοιτάζω τις λ έξεις σ την οθόν η μπροσ τά μου. Και είχ α σ τ’ αλ ήθεια την αίσ θησ η πως είχ α κάν ει κάτι, παρόλ ο που η δουλ ειά μου δεν είχ ε προχ ωρήσ ει ούτε ελ άχ ισ τα. Τώρα, όμως, είχ α αν ακτήσ ει την αυτοπεποίθησ ή μου, και το ίδιο κιόλ ας απόγ ευμα θα ξαν άπιαν α το καιν ούριο μου βιβλ ίο και θα έγ ραφα κάτι. Ήμουν σ ίγ ουρη. Ή σ χ εδόν σ ίγ ουρη. Όχ ι, που ν α πάρει, ήμουν απολ ύτως σ ίγ ουρη. Άν οιξα πάλ ι το αρχ είο του καιν ούριου βιβλ ίου, πήγ α σ την πρώτη σ ελ ίδα και σ υμπλ ήρωσ α με σ κούρα γ ράμματα έν αν τίτλ ο: Η Αγ αλ ήν ευτη Πεδιάδα. Έπειτα, κατέβασ α το αρχ είο σ το σ ημείο που τελ είων ε το κείμεν ο. Είχ α αφήσ ει μια φράσ η σ τη μέσ η. Με το ίδιο σ υν αίσ θημα αισ ιοδοξίας ν α με διακατέχ ει, την ολ οκλ ήρωσ α. Πάτησ α το πλ ήκτρο της τελ είας με μια θριαμβευτική κίν ησ η. Και σ υν έχ ισ α. Καιν ούρια παράγ ραφος. Η Έλ εν ορ έτρεξ ε, πιο γ ρήγ ορα απ’ όσο είχ ε τρέξ ει ποτέ. Αν τισ τεκόμουν σ την αίσ θησ η πως αυτή η φράσ η δεν ηχ ούσ ε φυσ ική. Αν αζήτησε έν α καταφύγ ιο στον … Αλ λ ά ποια ήταν η λ έξη γ ια τον προθάλ αμο μιας εκκλ ησ ίας; Και δεν θα έπρεπε σ ε αυτό το σ ημείο ν α κάν ω κάποια έξυπν η ή σ τοχ ασ τική αν αφορά σ το ρόλ ο που έχ ει η εκκλ ησ ία ως
καταφύγ ιο των ψ υχ ών ; Αν μον άχ α ήξερα περισ σ ότερα γ ια τον Μεσ αίων α… Αν μον άχ α ήμουν πιο διαβασ μέν η, πιο έξυπν η, πιο δημιουργ ική… Πήρα μια βαθιά αν άσ α και πίεσ α τον εαυτό μου ν α σ ταματήσ ει αυτές τις σ κέψ εις. Αν αζήτησε έν α καταφύγ ιο στον {προθάλ αμο: ν α το ελ έγ ξ ω μετά} της εκκλ ησίας και παρακολ ουθούσε από εκεί την καταρακτώδη βροχ ή. Όχ ι, λ άθος. …καταρρακτώδη βροχ ή. Έγ ειρα πίσ ω σ την καρέκλ α μου. Και πάλ ι, όμως, κάτι δεν μου άρεσ ε, δεν με ικαν οποιούσ ε. Τίποτα από αυτά που έκαν α δεν με ικαν οποιούσ ε. «Η κρεατόπιτα είν αι έτοιμη», της είπε με σ ιγ αν ή φων ή ο Τζο από την πόρτα. «Αν δεν θέλ εις ν α διακόψ εις τώρα τη δουλ ειά σ ου, μπορώ ν α βάλ ω τη δική σ ου σ το φούρν ο γ ια ν α μείν ει ζεσ τή». Έσ πρωξα την καρέκλ α μου προς τα πίσ ω. «Όχ ι, όχ ι, έρχ ομαι». Πήραμε τα πιάτα μας και βγ ήκαμε σ τη βεράν τα. Κάθισ α απέν αν τί του, όμως τα μάτια μου ήταν καρφωμέν α πέρα μακριά, σ την αεικίν ητη θάλ ασ σ α. Τρώγ αμε γ ια λ ίγ ο σ ιωπηλ οί, κι έπειτα ο Τζο με ρώτησ ε με σ ιγ αν ή φων ή: «Τι σ υν έβη;» «Τι εν ν οείς;» «Εν ν οώ πως λ ίγ ο ν ωρίτερα, όταν ήρθα ν α σ ε δω
την πρώτη φορά, ήσ ουν χ αρούμεν η και χ αμογ ελ ασ τή. Κι όταν ξαν αήρθα…» «Α, ν αι. Υ ποθέτω πως η δουλ ειά μου δεν πηγ αίν ει τόσ ο καλ ά όσ ο ν όμιζα». Παρατήρησ α πως τα μαλ λ ιά του ήταν γ εμάτα από λ ευκά κομμάτια ασ βέσ τη και χ ρειάσ τηκε ν α αν τισ ταθώ σ την παρόρμησ ή μου ν α απλ ώσ ω το χ έρι μου και ν α τα καθαρίσ ω με τα δάχ τυλ ά μου. «Φαν τάζομαι, όμως, ότι αυτή είν αι η ζωή εν ός λ ογ οτέχ ν η, σ ωσ τά; Κάποιες φορές, η έμπν ευσ η ρέει και κάποιες άλ λ ες σ ταματάει εν τελ ώς. Και τότε, το ρίχ ν εις σ το ουίσ κι». Και χ αμογ έλ ασ ε με το ζεσ τό, ελ κυσ τικό του χ αμόγ ελ ο. Έσ τρεψ α το βλ έμμα μου σ το φαγ ητό μου. «Έτσ ι φαν τάζομαι κι εγ ώ. Ξέρεις, δεν ν ιώθω και τόσ ο πολ ύ σ αν λ ογ οτέχ ν ης». «Δ εν ν ιώθεις; Ύ σ τερα από τόσ α βιβλ ία που έχ εις γ ράψ ει;» «Είν αι μόν ο τρία». «Τρία περισ σ ότερα απ’ όσ α έχ ουν γ ράψ ει οι περισ σ ότεροι άν θρωποι». Τελ είωσ ε την κρεατόπιτά του, έσ πρωξε πέρα το πιάτο του και είπε: «Κι ο φίλ ος σ ου, ο ποιητής… Δ εν παθαίν ει κι αυτός τέτοια μπλ οκαρίσ ματα;» Αν ασ τέν αξα και άφησ α κάτω το πιρούν ι μου.
«Όχ ι, δεν είδα ποτέ τον Κάμερον ν α μπλ οκάρει. Αλ λ ά πρέπει ν α είμαι ειλ ικριν ής μαζί σ ου. Η σ χ έσ η μου με τον Κάμερον έχ ει τελ ειώσ ει». Ο Τζο έγ ειρε το κεφάλ ι του σ το πλ άι και περίμεν ε ν α ακούσ ει με μεγ άλ ο εν διαφέρον . «Απλ ώς οι γ ον είς σ ου ήταν …» «Ναι, ξέρω. Υ περβολ ικά επίμον οι και πιεσ τικοί». «Θα έπρεπε ν α σ ας είχ α πει τότε όλ η την αλ ήθεια». Κούν ησ α το δάχ τυλ ό μου προς το μέρος του. «Αλ λ ά πρέπει ν α σ ου υπεν θυμίσ ω ότι εσ ύ ξεκίν ησ ες πρώτος τα ψ έματα, λ έγ ον τας ότι είμαι δημοσ ιογ ράφος». «Α, ν αι. Ρίξ’ τα σ ’ εμέν α τώρα», είπε με έν α γ ελ άκι. Μείν αμε γ ια λ ίγ α λ επτά σ ιωπηλ οί κι έπειτα με ρώτησ ε: «Λοιπόν , αυτό σ ημαίν ει πως είσ αι ελ εύθερη;» «Ναι. Όμως, δεν … Κοίτα, εκείν η η σ χ έσ η τελ είωσ ε άσ χ ημα. Χρειάζομαι ακόμα πολ ύ χ ρόν ο γ ια ν α…» «Ασ φαλ ώς, καταλ αβαίν ω…» «Και δεν είν αι πως δεν θέλ ω…» «Ναι, το καταν οώ απόλ υτα». Τώρα, δεν μπορούσ αμε καν ν α κοιτάξουμε ο έν ας τον άλ λ ον , τόσ ο άβολ α ν ιώθαμε ύσ τερα από όλ ες
εκείν ες τις ημιτελ είς φράσ εις που είχ αμε αν ταλ λ άξει. Αισ θαν όμουν θλ ιμμέν η αλ λ ά και αν ακουφισ μέν η. Ο Τζο σ ηκώθηκε με το πιάτο του σ τα χ έρια. «Καλ ύτερα ν α πηγ αίν ω τώρα… Εεε…» «Άφησ ε το πιάτο σ ου. Θα τα μαζέψ ω εγ ώ». «Σ’ ευχ αρισ τώ». Τον παρακολ ουθούσ α ν α φεύγ ει ν ιώθον τας μια σ ουβλ ιά σ την καρδιά μου, αλ λ ά γ ν ωρίζον τας σ υγ χ ρόν ως πως τα πράγ ματα ήταν καλ ύτερα έτσ ι. ● Το ταχ υδρομείο έφταν ε δύο φορές την εβδομάδα και τα γ ράμματα ήταν πολ λ ά. Ήταν λ ογ αριασ μοί που τους προωθούσ αν από τη διεύθυν σ η του σ πιτιού μου, επισ τολ ές γ ια τα σ υγ γ ραφικά δικαιώματα από τη Μάρλ α και τα σ υν ήθη διαφημισ τικά φυλ λ άδια που όλ οι λ αμβάν ουν κάθε τόσ ο. Άν οιγ α αμέσ ως όλ α τα γ ράμματα. Αν τα άφην α ν α περιμέν ουν σ το γ ραφείο μου πιασ μέν α με έν α λ ασ τιχ άκι, θα με αποσ πούσ αν και δεν θα μπορούσ α ν α δουλ έψ ω καθόλ ου. Σήμερα, αν άμεσ α σ τις επισ τολ ές ήταν και μια όμορφη κάρτα από τη Στέισ ι. Μες σ την κάρτα, προσ εκτικά διπλ ωμέν η,
υπήρχ ε η επισ τολ ή της Ελ ίζαμπεθ Πάρις, με την οποία ζητούσ ε ν α αποκτήσ ει πρόσ βασ η σ τα χ αρτιά μου σ τη βιβλ ιοθήκη, και η αρν ητική απάν τησ η της Στέισ ι. Τα άφησ α όλ α κατά μέρος, καρφίτσ ωσ α την κάρτα κάπου ώσ τε ν α τη βλ έπω, και επέσ τρεψ α σ τη δουλ ειά μου. Μόν ο μετά το βραδιν ό γ εύμα, πήρα απόφασ η ν α ασ χ ολ ηθώ με την επισ τολ ή της δημοσ ιογ ράφου. Σκόπευα ν α της ρίξω μια ματιά κι έπειτα ν α την πετάξω, όμως, μόλ ις την ξεδίπλ ωσ α, το μάτι μου έπεσ ε σ ε έν α σ ημείο: …ζητώ πρόσβαση στα έγ γ ραφα της Νίν α Τζόουν ς και της Έλ εν ορ Χολ τ… Επέσ τρεψ α σ την αρχ ή της επισ τολ ής και τη διάβασ α προσ εκτικά. Η Στέισ ι δεν μου είχ ε αν αφέρει αυτή τη λ επτομέρεια, προφαν ώς επειδή δεν σ υν ειδητοποιούσ ε πόσ ο σ ημαν τική ήταν . Η Ελ ίζαμπεθ Πάρις δεν ζητούσ ε ν α δει μόν ο τα δικά μου χ αρτιά αλ λ ά και αυτά της προγ ιαγ ιάς μου. Έν α παγ ωμέν ο ρίγ ος διέτρεξε τη ραχ οκοκαλ ιά μου. Οι χ ειρότερες υποψ ίες μου είχ αν επιβεβαιωθεί. Η Ελ ίζαμπεθ Πάρις κι εγ ώ ψ άχ ν αμε ακριβώς το ίδιο πράγ μα. Κι αν το έβρισ κε πρώτη εκείν η, θα κατασ τρεφόμουν .
1 3 - Έν α Άλ λ ο Νησί 1 891
Η Τίλ ι καθόταν σ τον ξύλ ιν ο πάγ κο μες σ τη σ κον ισ μέν η αίθουσ α εκδηλ ώσ εων της εκκλ ησ ίας, με τα χ έρια της σ ταυρωμέν α πάν ω σ τους μηρούς της και τα πόδια της το έν α ακριβώς δίπλ α σ το άλ λ ο. Τις τελ ευταίες εβδομάδες, είχ ε εξασ κηθεί σ τον σ ωματικό και ψ υχ ικό αυτοέλ εγ χ ο. Μπαιν όβγ αιν ε σ ε πλ οία και τρέν α, αν αζητών τας έν α μέρος γ ια ν α εγ κατασ ταθεί και ν α αρχ ίσ ει μια καιν ούρια ζωή. Μόν ο κάπου που ν α ήταν ζεσ τά, καθώς η παγ ων ιά που φώλ ιαζε σ την καρδιά της από τις τύψ εις δεν θα την εγ κατέλ ειπε ποτέ πια, κι ήταν τόσ ο έν τον η που έκαν ε τα κόκαλ ά της ν α πον ούν . Το οικοτροφείο γ ια γ υν αίκες της κυρίας Φρέιζερ, σ την όχ θη του ποταμού σ το Μπρισ μπέιν , της παρείχ ε έν α φιλ όξεν ο, αν και ταπειν ό, ν έο σ πίτι. Η ίδια η κυρία Φρέιζερ ήταν μια γ υν αίκα που εν διαφερόταν γ ια τους άλ λ ους. Μπορεί ν α ήταν λ ίγ ο αδιάκριτη, αλ λ ά το γ έλ ιο της ήταν θερμό κι εγ κάρδιο και η Τίλ ι είχ ε κάθε βράδυ εξασ φαλ ισ μέν ο έν α χ ορτασ τικό γ εύμα.
Η Τίλ ι γ ν ώριζε ότι τα χ ρήματά της θα τελ είων αν κάποτε. Γι’ αυτό κι έκαν ε την αίτησ η γ ια εκείν η τη θέσ η. Και δεν ήταν η πρώτη δουλ ειά γ ια την οποία είχ ε κάν ει αίτησ η. Της είχ αν προτείν ει ν α εργ ασ τεί ως υπηρέτρια μιας εύπορης κυρίας που ζούσ ε σ ε έν α αγ ρόκτημα σ τα δυτικά, όμως, μία μέρα προτού ξεκιν ήσ ει, αποφάσ ισ ε πως δεν θα άν τεχ ε ούτε τη ζεσ τή σ κόν η ούτε τη δουλ ειά της υπηρέτριας. Και ακριβώς εκείν η τη μέρα, έτυχ ε ν α δει τη μικρή αγ γ ελ ία σ την τοπική εφημερίδα. Ζητούσ αν μια γ κουβερν άν τα γ ια έν α κορίτσ ι δώδεκα ετών . Οι υποψ ήφιες ήταν απαραίτητο ν α γ ν ωρίζουν γ αλ λ ικά και κέν τημα. Μπορούσ ε ν α γ ίν ει γ κουβερν άν τα, το ήξερε αυτό. Ήταν έξυπν η κι αγ απούσ ε τα παιδιά. Και με αυτό τον τρόπο, θα απέφευγ ε ν α γ ίν ει υπηρέτρια. Και τώρα, ήταν καθισ μέν η εκεί, ν τυμέν η αυσ τηρά, με μια μάλ λ ιν η μαύρη φούσ τα κι έν α μπλ ε παν ωφόρι περιπάτου, εν ώ τα χ έρια της ίδρων αν μες σ τα καφετιά δερμάτιν α γ άν τια της καθώς παρακολ ουθούσ ε μία μία τις υποψ ήφιες ν α πηγ αίν ουν μέσ α όταν τις καλ ούσ αν . Η Τίλ ι είχ ε αρχ ίσ ει ν α πισ τεύει πως δεν υπήρχ ε περίπτωσ η ν α διαλ έξουν εκείν η γ ια τη θέσ η. Οι άλ λ ες γ υν αίκες ήταν μεγ αλ ύτερες, με αυσ τηρά πρόσ ωπα και
προϋπηρεσ ία. Εκείν η δεν είχ ε τίποτα άλ λ ο πέρα από την επισ τολ ή που της είχ αν σ τείλ ει γ ια ν α της ορίσ ουν την ώρα και τον τόπο της σ υν έν τευξης. Την τράβηξε έξω από την τσ έπη της και την ξεδίπλ ωσ ε. Δ ιευθυν τής Στέρλ ιν γ κ Χολ τ, Νησ ί της Φωτιάς, Μόρτον Μπέι. Μέχ ρι εκείν η τη σ τιγ μή, ο Στέρλ ιν γ κ Χολ τ δεν ήταν παρά μια απρόσ ωπη φων ή από την άλ λ η πλ ευρά της πόρτας σ την αίθουσ α εκδηλ ώσ εων της εκκλ ησ ίας. Η μία μετά την άλ λ η, οι υποψ ήφιες περν ούσ αν το κατώφλ ι κι έπειτα από λ ίγ η ώρα επέσ τρεφαν με αν έκφρασ τα πρόσ ωπα κι έβγ αιν αν έξω σ το φως της μέρας. Τελ ικά, απέμειν ε μόν ο η Τίλ ι. «Σαν τέλ Λεζέν », άκουσ ε ν α τη φων άζουν από την άλ λ η άκρη της αίθουσ ας. Η Τίλ ι σ ηκώθηκε. Είχ ε σ υν ηθίσ ει πια ν α τη φων άζουν με το όν ομα της Σαν τέλ Λεζέν . Κι όμως, κάθε φορά που άκουγ ε αυτό το όν ομα ν α προφέρεται μεγ αλ όφων α, κατακλ υζόταν από έν α κύμα εν οχ ής. Αλ λ ά ίσ ως αυτή ν α ήταν η τιμωρία που της άξιζε· προκειμέν ου ν α εξιλ εωθεί γ ι’ αυτό που είχ ε κάν ει, θα έπρεπε ν α θυμάται γ ια το υπόλ οιπο της ζωής της αυτή τη γ υν αίκα, που είχ ε πεθάν ει εξαιτίας της.
Μπήκε σ το δωματιάκι σ την άκρη της αίθουσ ας κι έκλ εισ ε απαλ ά πίσ ω της την πόρτα. Έπειτα, έκαν ε μεταβολ ή κι αν τίκρισ ε γ ια πρώτη φορά τον Στέρλ ιν γ κ Χολ τ. Στο φως που έπεφτε σ την πλ άτη του από το μικρό παράθυρο του δωματίου, η Τίλ ι είδε έν αν ψ ηλ ό άν τρα με περήφαν ο παράσ τημα και σ κούρα κασ ταν ά μαλ λ ιά με χ ωρίσ τρα σ το πλ άι και πυκν ές φαβορίτες. Την αιφν ιδίασ ε με το χ αμόγ ελ ό του. Υ πήρχ ε σ το βλ έμμα του μια ευγ έν εια που δεν την περίμεν ε όταν είχ ε ακούσ ει την τραχ ιά φων ή του. «Καλ ημέρα σ ας, δεσ ποιν ίς Λεζέν », της είπε. Εκείν η έβγ αλ ε τα γ άν τια της και ακούμπησ ε τα χ έρια της σ τους μηρούς της. Η βέρα της βρισ κόταν τώρα πια σ το βυθό του ωκεαν ού. «Καλ ημέρα σ ας, κύριε», του απάν τησ ε. Τα φρύδια του αν ασ ηκώθηκαν . «Δ εν είσ τε Γαλ λ ίδα; Υ πέθεσ α από το όν ομά σ ας…» «Ο πατέρας μου ήταν Γάλ λ ος, όμως εγ ώ δεν πρόλ αβα ν α τον γ ν ωρίσ ω. Ήμουν πολ ύ μικρή όταν εκείν ος πέθαν ε και μεγ άλ ωσ α σ το Ντόρσ ετ με την οικογ έν εια της μητέρας μου». Δ εν δυσ κολ εύτηκε ν α πει ψ έματα – είχ ε κάν ει αρκετές πρόβες μπροσ τά σ τον καθρέφτη. «Αλ λ ά μιλ άτε γ αλ λ ικά, έτσ ι δεν είν αι;»
«Μάλ ισ τα, κύριε, και μάλ ισ τα πολ ύ καλ ά». Μια αν ήσ υχ η έκφρασ η διαγ ράφηκε σ το πρόσ ωπό του. Ίσ ως εκείν η τη μέρα ν α είχ ε ακούσ ει από πολ λ ές υποψ ήφιες ότι τάχ α γ ν ώριζαν άρισ τα γ αλ λ ικά. Κι ίσ ως γ ι’ αυτό ν α της έθεσ ε την επόμεν η ερώτησ ή του σ τα γ αλ λ ικά. Τη ρώτησ ε ποιος ήταν ο αγ απημέν ος της Γάλ λ ος σ υγ γ ραφέας. Του απάν τησ ε αμέσ ως σ τα γ αλ λ ικά. «Ο Βικτόρ Ουγ κό, κύριε. Δ ιάβαζα σ υχ ν ά τα βιβλ ία του σ τον παππού μου όταν ήταν άρρωσ τος κι ετοιμοθάν ατος. Και θα κρατήσ ω γ ια πάν τα μες σ την καρδιά μου αυτές τις αν αμν ήσ εις». Ο Στέρλ ιν γ κ Χολ τ έκρυψ ε έν α χ αμόγ ελ ο. «Τρε μπιεν », της είπε. «Και πώς τα πάτε με τα λ ατιν ικά και τα ελ λ ην ικά;» «Γν ωρίζω και τις δύο γ λ ώσ σ ες, κύριε». «Πρέπει ν α σ ας εξετάσ ω και σ ’ αυτές;» «Αν το θέλ ετε, μπορείτε ν α μ’ εξετάσ ετε, κύριε. Και δεν θα με τρόμαζε ούτε κάποια εξέτασ η σ την αν άγ ν ωσ η και τη μετάφρασ η». Εκείν ος έγ ειρε πίσ ω σ την καρέκλ α του κι έπλ εξε τα δάχ τυλ ά του. «Όχ ι, σ ας εμπισ τεύομαι». Έπειτα, έκλ ιν ε το κεφάλ ι του σ το πλ άι και την κοίταξε εξετασ τικά. «Δ εν έχ ετε, όμως, καθόλ ου σ υσ τάσ εις».
«Δ εν έχ ω διδάξει ξαν ά σ το παρελ θόν . Ήμουν ειλ ικριν ής μαζί σ ας σ την επισ τολ ή που σ ας έσ τειλ α με την αίτησ ή μου, γ ι’ αυτό και σ ας έγ ραψ α ότι δεν έχ ω προϋπηρεσ ία. Όμως, αγ απάω τα παιδιά και τη μάθησ η. Κι είμαι πολ ύ καλ ή σ το κέν τημα. Δ εν θα σ ας απογ οητεύσ ω, κύριε». «Η κόρη μου είν αι… Πολ ύ ευφυής και ώριμη γ ια την ηλ ικία της». «Θα πρέπει ν α είσ τε περήφαν ος». «Θέλ ω ν α της επιτρέψ ω ν α καλ λ ιεργ ήσ ει τις ικαν ότητές της. Δ εν θέλ ω ν α περιορίσ ω την εξέλ ιξή της. Μερικές από αυτές τις γ υν αίκες που είδα σ ήμερα… Εσ είς, πάν τως, δεν μου δίν ετε την εν τύπωσ η αυταρχ ικού αν θρώπου». «Θα είμαι μια φίλ η γ ια την κόρη σ ας. Μια πισ τή φίλ η». «Ναι, αλ λ ά… Το γ εγ ον ός ότι δεν έχ ετε καθόλ ου εμπειρία…» Άφησ ε αν ολ οκλ ήρωτη τη φράσ η του κι έριξε μια ματιά σ τα χ αρτιά που είχ ε μπροσ τά του. «Έχ ω εδώ πολ λ ές αιτήσ εις υποψ ηφίων με ιδιαίτερα προσ όν τα». Η Τίλ ι πίεσ ε τον εαυτό της ν α μην παραδοθεί σ την απελ πισ ία. Είχ ε μάθει πια ν α ελ έγ χ ει τις εξάρσ εις της και τις σ υν αισ θηματικές της μεταπτώσ εις. «Όπως ν ομίζετε, κύριε».
«Πείτε μου κάτι ακόμα… Έχ ετε γ ν ώσ εις μεσ αιων ικής ισ τορίας ή λ ογ οτεχ ν ίας;» «Ασ φαλ ώς, κύριε. Έχ ω διαβάσ ει Τσ όσ ερ, Μάλ ορι, μερικά γ αλ λ ικά μυθισ τορήματα του Αρθουριαν ού Κύκλ ου…» «Τα αγ απάτε, όμως, αυτά τα βιβλ ία;» Η Τίλ ι ξαφν ιάσ τηκε από την ερώτησ η. «Αν τα αγ απάω;» «Η Νελ , η κόρη μου, έχ ει κυριολ εκτικά εμμον ή με αυτή την ισ τορική περίοδο». Η Τίλ ι χ αμογ έλ ασ ε. «Από αυτά που μου λ έτε, σ υμπεραίν ω ότι η κόρη σ ας πρέπει ν α είν αι εκπλ ηκτικό παιδί. Ναι, τα αγ απάω. Αγ απάω πολ λ ά βιβλ ία, αλ λ ά σ ίγ ουρα έχ ω μια ιδιαίτερη θέσ η σ την καρδιά μου γ ια τον Σερ Γκάουεν και τον Πράσιν ο Ιππότη». Η Τίλ ι υποψ ιάσ τηκε πως είχ ε πει ακριβώς αυτό που έπρεπε, καθώς τώρα ο Στέρλ ιν γ κ της χ αμογ ελ ούσ ε πλ ατιά κι έγ ν εφε καταφατικά. Σηκώθηκε και της έτειν ε το χ έρι του, σ κύβον τας πάν ω από το γ ραφείο. «Δ εσ ποιν ίς Λεζέν , έχ ω την ευχ αρίσ τησ η ν α σ ας προσ φέρω αυτή τη θέσ η». Η Τίλ ι, υπερβολ ικά έκπλ ηκτη ακόμα και γ ια ν α θυμηθεί ν α σ ηκωθεί από τη θέσ η της, πήρε το χ έρι που της έτειν ε. Την πλ ημμύρισ ε έν α αίσ θημα
αν ακούφισ ης. «Αλ ήθεια;» «Νομίζω πως εσ είς κι η Νελ θα σ υν εν ν οηθείτε περίφημα. Θα επικοιν ων ήσ ω μαζί σ ας ταχ υδρομικώς, ώσ τε ν α σ ας εξηγ ήσ ω λ επτομερώς πώς θα περάσ ετε απέν αν τι, σ το ν ησ ί». Η Τίλ ι σ ηκώθηκε. Έν ιωθε αν άλ αφρη και χ αρούμεν η. «Σας ευχ αρισ τώ, σ ας ευχ αρισ τώ πολ ύ, κύριε. Δ εν πρόκειται ν α σ ας απογ οητεύσ ω». «Κι εγ ώ δεν ν ομίζω πως θα με απογ οητεύσ ετε. Τώρα… Δ εν ξέρω αν ήταν ξεκάθαρο σ το γ ράμμα που σ ας έσ τειλ α, όμως είμαι διευθυν τής σ ε έν α μεγ άλ ο κυβερν ητικό ίδρυμα που έχ ει την έδρα του σ το ν ησ ί. Υ πάρχ ουν κάποιοι πολ ύ αυσ τηροί καν όν ες ασ φαλ είας, τους οποίους σ ας προειδοποιώ πως θα πρέπει ν α τηρείτε αν ελ λ ιπώς. Θα πρέπει, επίσ ης, ν α φρον τίζετε ν α τηρεί αυτούς τους καν όν ες και η Νελ ». «Για τι είδους ίδρυμα πρόκειται;» ρώτησ ε η Τίλ ι. «Πρόκειται γ ια μια φυλ ακή υψ ίσ της ασ φαλ είας», της αποκρίθηκε, και η φυσ ικότητα με την οποία πρόφερε αυτές τις λ έξεις ερχ όταν σ ε πλ ήρη αν τίθεσ η με το παγ ωμέν ο ρίγ ος που διέτρεξε το κορμί της Τίλ ι, κόβον τας σ χ εδόν την αν άσ α της. Εκείν η είχ ε πισ τέψ ει πως επρόκειτο γ ια κάποιο ν οσ οκομείο ή εργ οσ τάσ ιο ή… Οτιδήποτε άλ λ ο
εκτός από μια φυλ ακή. Και παρόλ ο που προσ πάθησ ε ν α κρύψ ει τη φρίκη που έν ιωσ ε, εκείν ος κάτι πρέπει ν α κατάλ αβε, επειδή τη ρώτησ ε αμέσ ως: «Σας πειράζει αυτό;» «Εγ ώ… Δ ηλ αδή… Υ πάρχ ουν εκεί και… Δ ολ οφόν οι;» «Ναι, βέβαια. Όμως, εσ είς θα είσ τε απόλ υτα ασ φαλ ής. Οι κρατούμεν οι είν αι κλ ειδωμέν οι και φρουρούν ται, είμασ τε πολ ύ προσ εκτικοί. Δ εν θα κρατούσ α τη Νελ σ το ν ησ ί μαζί μου, αν πίσ τευα ότι υπήρχ ε κι η παραμικρή πιθαν ότητα ν α κιν δυν εύσ ει». Η Τίλ ι έγ ν εψ ε πως καταλ άβαιν ε. «Σας ευχ αρισ τώ που με καθησ υχ άζετε. Δ έχ ομαι με ευγ ν ωμοσ ύν η τη θέσ η που μου προσ φέρετε και θα περιμέν ω την επισ τολ ή σ ας». Μόν ο όταν βρέθηκε έξω, σ τον ηλ ιόλ ουσ το δρόμο, με τη θαλ ασ σ ιν ή αύρα ν α ταξιδεύει από πάν ω της, επέτρεψ ε σ τον εαυτό της ν α ν ιώσ ει γ ια έν α λ επτό τον τρόμο της εν οχ ής της. Γιατί αυτό που δεν είχ ε καταλ άβει ο Στέρλ ιν γ κ Χολ τ δεν ήταν πως φοβόταν σ τη σ κέψ η ότι κάποιος κρατούμεν ος θα δραπέτευε· εκείν ο που τη φόβιζε πραγ ματικά ήταν μήπως κατέλ ηγ ε κι η ίδια με κάποιο τρόπο σ τη φυλ ακή. Στο κάτω κάτω, δεν διέφερε και τόσ ο πολ ύ
από όλ ους εκείν ους τους κατάδικους. ● Καθώς πλ ησ ίαζε σ το Νησ ί της Φωτιάς με το ατμόπλ οιο, θυμήθηκε τη μέρα της άφιξής της σ το Γκέρν σ εϊ, τότε που ακόμα δεν είχ ε αρχ ίσ ει εκείν ος ο εφιάλ της. Όλ α έμοιαζαν ίδια: το λ ιμάν ι, η αποβάθρα, το πλ οίο, το μπαούλ ο της, η αν ήσ υχ η καρδιά της. Αλ λ ά, από πολ λ ές απόψ εις, τα πράγ ματα ήταν τώρα πολ ύ διαφορετικά. Εδώ δεν την υποδέχ τηκε η βροχ ή κι έν ας γ κρίζος ουραν ός – το πρωιν ό ήταν φωτειν ό και ο ήλ ιος έλ αμπε. Για την ακρίβεια, δεν είχ ε δει ούτε μία μουν τή μέρα από τότε που είχ ε φτάσ ει σ την Αυσ τραλ ία, πριν από οχ τώ μέρες. Τα χ ρώματα παν τού ήταν διαφορετικά, πιο λ αμπερά, και αν ταν ακλ ούσ αν το φως με τόσ η έν τασ η, που έν ιωθε τα μάτια της ν α την πον ούν . Στεκόταν μπροσ τά, σ το ψ ηλ ότερο κατάσ τρωμα, με το ομπρελ ίν ο της αν οιχ τό, και παρακολ ουθούσ ε το ν ησ ί ν α πλ ησ ιάζει όλ ο και περισ σ ότερο. Ήταν περιτριγ υρισ μέν ο από πράσ ιν α θαμν ώδη φυτά που έμοιαζαν ν α ζουν μες σ το αλ μυρό ν ερό. Μπορούσ ε ν α διακρίν ει σ το ν ησ ί μια βραχ ώδη απόκρημν η πλ αγ ιά, ψ ηλ ά δέν τρα και
την ακιδωτή κορφή μιας σ κεπής. Έν ας ηλ ικιωμέν ος, καλ ον τυμέν ος κύριος την πλ ησ ίασ ε και αρπάχ τηκε από το κιγ κλ ίδωμα μπροσ τά τους, καθώς το πλ οίο κλ υδων ίσ τηκε από έν α κύμα. «Αυτό είν αι το Νησ ί της Φωτιάς», της είπε. «Ναι, το ξέρω», του αποκρίθηκε. «Εδώ θα κατεβώ εγ ώ. Εσ είς;» «Είμαι ο γ ιατρός που επισ κέπτεται όλ α αυτά τα ν ησ ιά. Ον ομάζομαι δρ Γκρουμ». «Χαίρομαι πολ ύ που σ ας γ ν ωρίζω», του είπε και του έτειν ε το χ έρι. «Εγ ώ είμαι η Σαν τέλ Λεζέν . Ο κύριος Χολ τ, ο διευθυν τής των φυλ ακών , με προσ έλ αβε ως γ κουβερν άν τα της κόρης του». «Της Νελ ;» Τα χ είλ ια του σ τράβωσ αν προς τα κάτω και σ υν οφρυώθηκε. «Καλ ή σ ας τύχ η, λ οιπόν ». «Ο διευθυν τής Χολ τ με προειδοποίησ ε ήδη πως το παιδί είν αι πολ ύ ώριμο γ ια την ηλ ικία του». «Θα ήταν πιο ακριβής αν σ ας είχ ε πει πως η μικρή είν αι αν εξέλ εγ κτη». Η Τίλ ι αποφάσ ισ ε ν α μη βγ άλ ει καν έν α σ υμπέρασ μα γ ια τη Νελ προτού τη γ ν ωρίσ ει η ίδια. Ωσ τόσ ο, είχ ε αρχ ίσ ει ν α αν ησ υχ εί. Αν η μικρή το παρατραβούσ ε και την έκαν ε ν α χ άσ ει την
ψ υχ ραιμία της; Δ εν έπρεπε ποτέ ξ αν ά ν α επιτρέψ ει σ τον εαυτό της ν α χ άσ ει την ψ υχ ραιμία του. «Τέλ ος πάν των », εξακολ ούθησ ε ο δρ Γκρουμ, «εγ ώ δεν θα σ ταματήσ ω σ το Νησ ί της Φωτιάς σ ήμερα. Θα σ υν εχ ίσ ω ως το λ επροκομείο που υπάρχ ει σ ’ έν α άλ λ ο ν ησ άκι». «Λεπροκομείο;» «Έν α άσ υλ ο γ ια τους λ επρούς. Ώσ τε ν α τους κρατάμε μακριά από την κοιν ότητα. Το Μόρτον Μπέι είν αι το μέρος όπου τελ ειών ουν το ταξίδι τους όλ οι οι απόβλ ητοι της κοιν ων ίας μας, αγ απητή μου». Το ν ησ ί διαγ ραφόταν πολ ύ κον τιν ό τώρα, και η Τίλ ι μπορούσ ε ν α δει ξεκάθαρα την προβλ ήτα, μια αγ κυλ ωτή προεξοχ ή που εκτειν όταν σ τη θάλ ασ σ α. Μπορούσ ε ν α διακρίν ει, επίσ ης, αρκετά τούβλ ιν α κτίρια και μια ψ ηλ ή καπν οδόχ ο που άδειαζε σ ύν ν εφα καπν ού σ τον ουραν ό. «Μήπως γ ν ωρίζετε γ ια ποιο λ όγ ο αυτό το μέρος ον ομάσ τηκε “Νησ ί της Φωτιάς”;» ρώτησ ε το σ υν ταξιδιώτη της. «Λέν ε πως ο Μάθιου Φλ ίν τερς, όταν έφτασ ε εδώ και αν ακάλ υψ ε αυτή την περιοχ ή, ον όμασ ε όλ α τα ν ησ ιά “Πράσ ιν ο Νησ ί”. Πράσ ιν ο Νησ ί 1 , Πράσ ιν ο Νησ ί 2, και πάει λ έγ ον τας… Αλ λ ά ακριβώς τότε το σ υγ κεκριμέν ο ν ησ ί ήταν παραδομέν ο σ τις φλ όγ ες.
Μια μαν ιασ μέν η φωτιά κατάκαιγ ε τη θαμν ώδη βλ άσ τησ η, κι έτσ ι ο Φλ ίν τερς το κατέγ ραψ ε σ το ημερολ όγ ιό του ως “Νησ ί της Φωτιάς”». Φωτιά. Και μόν ο η σ κέψ η πάγ ων ε τα σ ωθικά της. Ο δρ Γκρουμ παρέμειν ε δίπλ α της και της έκαν ε τυπικές ερωτήσ εις γ ια το ταξίδι της από την Αγ γ λ ία και γ ια την απόφασ ή της ν α γ ίν ει γ κουβερν άν τα. Η Τίλ ι είχ ε προετοιμάσ ει εδώ και καιρό τα ψ έματά της, που τώρα κυλ ούσ αν από το σ τόμα της με την ίδια ευκολ ία που θα κυλ ούσ ε και η αλ ήθεια. «Εν τάξει, λ οιπόν , καλ ύτερα ν α σ ας αφήσ ω τώρα ν α μεταφέρετε τα πράγ ματά σ ας», της είπε τελ ικά ο δρ Γκρουμ την ώρα που το πλ οίο πλ ησ ίαζε σ την προβλ ήτα. «Χάρηκα πολ ύ που σ ας γ ν ώρισ α και ξέρω πως θα σ ας ξαν αδώ, δεσ ποιν ίς Λεζέν . Ή μήπως μπορώ ν α σ ας λ έω Σαν τέλ ;» τη ρώτησ ε. «Τίλ ι», του αποκρίθηκε αυθόρμητα. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν τόσ ο περίεργ ο ν α φαν τασ τεί καν είς ότι το όν ομα Τίλ ι ήταν υποκορισ τικό του Σαν τέλ . «Όλ οι με φων άζουν Τίλ ι». Χρειάσ τηκαν αρκετά λ επτά ακόμα μέχ ρι το ατμόπλ οιο ν α αράξει. Έβλ επε τους άν τρες του πλ ηρώματος ν α τρέχ ουν σ την προβλ ήτα και σ το κατάσ τρωμα του πλ οίου, προσ παθών τας ν α το
δέσ ουν με χ ον τρά σ κοιν ιά και φων άζον τας οδηγ ίες ο έν ας σ τον άλ λ ον . Η Τίλ ι κατέβασ ε το μπαούλ ο της από το κατάσ τρωμα κι έπειτα περίμεν ε υπομον ετικά ν α ακούσ ει τις οδηγ ίες γ ια την αποβίβασ η. Ο αέρας ήταν ζεσ τός και υγ ρός και μικρές σ κν ίπες τσ ιμπούσ αν το εκτεθειμέν ο δέρμα αν άμεσ α σ τα γ άν τια και τα μαν ίκια της. Τις απομάκρυν ε με μια αφηρημέν η κίν ησ η. Τελ ικά, έν ας καμαρότος ήρθε ν α τη βοηθήσ ει με το μπαούλ ο της. Τον ακολ ούθησ ε ως κάτω σ την αποβάθρα. «Μα τι είν αι αυτό;» ρώτησ ε έκπλ ηκτη τον καμαρότο, δείχ ν ον τας κάτι που έμοιαζε με περιφραγ μέν ο τετράγ ων ο μες σ τη θάλ ασ σ α. Χον τροί μεταλ λ ικοί σ τύλ οι προεξείχ αν πάν ω από τα κύματα. «Είν αι η πισ ίν α όπου κολ υμπούν οι δεσ μοφύλ ακες, κυρία», της εξήγ ησ ε ο καμαρότος, σ τρέφον τας το κεφάλ ι του πάν ω από τον ώμο του. «Μα γ ια ποιο λ όγ ο χ ρειάζον ται πισ ίν α;» απόρησ ε η Τίλ ι. «Δ εν μπορούν ν α κολ υμπήσ ουν σ τη θάλ ασ σ α;» «Όχ ι, κυρία. Υ πάρχ ουν πάρα πολ λ οί καρχ αρίες». Καρχ αρίες. Η ιδέα τη γ έμισ ε με τρόμο, καθώς
σ κέφτηκε τα κοφτερά τους δόν τια. «Αλ ήθεια υπάρχ ουν πάρα πολ λ οί καρχ αρίες;» «Ναι, κυρία, το ν ησ ί είν αι περικυκλ ωμέν ο από καρχ αρίες. Τους τραβούν τα εν τόσ θια και το αίμα των ζώων που σ φάζον ται και πετιούν ται σ τη θάλ ασ σ α». Κάγ χ ασ ε και της έριξε μια ειρων ική ματιά πάν ω από τον ώμο του. «Κι αυτοί με τη σ ειρά τους αποθαρρύν ουν τους δραπέτες». Η Τίλ ι απορούσ ε πώς έν α μέρος μπορούσ ε ν α είν αι τόσ ο όμορφο –ήλ ιος και μπλ ε ουραν ός και σ κιερά δέν τρα– και σ υν άμα τόσ ο εχ θρικό. Άγ ρια βλ άσ τησ η σ το αλ μυρό ν ερό και δολ οφόν οι και δραπέτες κατάδικοι και καρχ αρίες, ακόμα και οι σ κν ίπες που είχ αν αφήσ ει κοκκιν ωπές ραβδώσ εις σ τους καρπούς της. Ξαφν ικά, της ήταν ξεκάθαρο ότι θα έπρεπε πλ έον ν α ελ έγ χ ει την ευαισ θησ ία της και ν α σ κλ ηραγ ωγ ηθεί. Δ ιαφορετικά, θα χ ρειαζόταν ν α αν τιμετωπίσ ει πολ λ ά τέτοια ειρων ικά σ χ όλ ια. Ο Στέρλ ιν γ κ Χολ τ την περίμεν ε σ την άκρη της προβλ ήτας με έν α μόν ιππο. Όσ ο ο Στέρλ ιν γ κ τη χ αιρετούσ ε, ο καμαρότος φόρτων ε σ την άμαξα το μπαούλ ο της. «Χαίρετε, δεσ ποιν ίς Λεζέν ». «Χαίρετε, διευθυν τά Χολ τ. Μπορείτε ν α με φων άζετε Τίλ ι και ν α μου μιλ άτε σ τον εν ικό».
«Εν τάξει, λ οιπόν , Τίλ ι». Ωσ τόσ ο, δεν της πρότειν ε κι εκείν ος ν α τον φων άζει με το μικρό του όν ομα και ν α του μιλ άει σ τον εν ικό, πράγ μα που την απογ οήτευσ ε. Απλ ώς της έγ ν εψ ε καταφατικά κι έπειτα της πρόσ φερε το μπράτσ ο του γ ια ν α τη βοηθήσ ει ν α σ καρφαλ ώσ ει σ την άμαξα. Κάθισ ε δίπλ α της, τράβηξε τα χ αλ ιν άρια και ξεκίν ησ αν . «Ελ πίζω ν α είχ ες καλ ό ταξίδι», της είπε. «Ναι, σ ας ευχ αρισ τώ. Γν ώρισ α και το δρα Γκρουμ». «Είσ αι τυχ ερή. Ο δρ Γκρουμ είν αι μια χ ρήσ ιμη γ ν ωριμία». Αλ λ ά δεν του είπε πως ο γ ιατρός είχ ε χ αρακτηρίσ ει την κόρη του «αν εξέλ εγ κτη». Η άμαξα βγ ήκε από το πλ ακόσ τρωτο της προβλ ήτας και προχ ώρησ ε σ το αν ώμαλ ο έδαφος. Ο Στέρλ ιν γ κ ύψ ωσ ε τη φων ή του, ώσ τε ν α ακούγ εται πάν ω από το θόρυβο που έκαν αν οι ρόδες. «Επίτρεψ έ μου ν α σ ου δείξω κάποια από τα κτίρια του ν ησ ιού. Στο ν ησ ί, δεν έχ ουμε απλ ώς μια φυλ ακή – έχ ουμε αρκετές ευημερούσ ες επιχ ειρήσ εις». Σήκωσ ε γ ια μια σ τιγ μή το δεξί του χ έρι κι έπειτα το ξαν άφερε σ τα χ αλ ιν άρια. «Εδώ είν αι έν α ασ βεσ τοκάμιν ο. Σίγ ουρα θα είδες την καπν οδόχ ο του από το πλ οίο. Το τεράσ τιο κτίριο
σ τα δυτικά είν αι έν α εργ οσ τάσ ιο που παράγ ει ζάχ αρη από ζαχ αροκάλ αμα. Και εδώ πάν ω, σ τα δεξιά σ ου, είν αι τα εργ ασ τήρια. Φρον τίζουμε ν α είν αι πάν τα πολ ύ απασ χ ολ ημέν οι οι κρατούμεν οι: άλ λ οι φτιάχ ν ουν μπότες, άλ λ οι ράβουν , άλ λ οι είν αι γ αν ωματήδες, εν ώ κάποιοι ασ χ ολ ούν ται ακόμα και με τη βιβλ ιοδεσ ία». Πολ λ οί άν θρωποι πηγ αιν οέρχ ον ταν αν άμεσ α σ ε εκείν α τα κτίρια, όμως η Τίλ ι δεν μπορούσ ε ν α διακρίν ει από εκεί τους κρατούμεν ους από τους φύλ ακες. Έπειτα, αν τιλ ήφθηκε ότι εκείν οι που ήταν ν τυμέν οι με μπλ ε σ τολ ές έδειχ ν αν πιο καλ οσ τεκούμεν οι, σ τέκον ταν πιο ευθυτεν είς, εν ώ εκείν οι που ήταν ν τυμέν οι με λ ευκές φόρμες έδειχ ν αν πιο κυρτωμέν οι, κουρασ μέν οι, άπλ υτοι. «Πόσ ους κρατούμεν ους έχ ετε εδώ;» ρώτησ ε η Τίλ ι. «Δ ιακόσ ιους σ αράν τα έξι άν τρες και οχ τώ γ υν αίκες. Οι κρατούμεν ες έχ ουν το δικό τους κελ ί σ τη ν ότια άκρη της φυλ ακής. Εκεί είν αι ο φούρν ος κι εκεί πέρα το εργ ασ τήρι του σ ιδερά». Εξακολ ούθησ ε ν α της δείχ ν ει τα κτίρια, όμως τώρα η Τίλ ι δεν μπορούσ ε ν α βγ άλ ει από το μυαλ ό της τη σ κέψ η εκείν ων των οχ τώ γ υν αικών . Ήθελ ε ν α τον ρωτήσ ει τι εγ κλ ήματα είχ αν διαπράξει.
«Κι εκείν ο το κτίριο είν αι η φυλ ακή. Εκεί τρών ε, κοιμούν ται και ζουν οι κρατούμεν οι όταν δεν εργ άζον ται. Εσ ύ δεν χ ρειάζεται ν α μπαίν εις ποτέ σ τον περιφραγ μέν ο χ ώρο». «Κατάλ αβα». «Και τώρα», της είπε, εν ώ η άμαξα αν έβαιν ε με θόρυβο το δρόμο, «έφτασ ε η ώρα ν α γ ν ωρίσ εις τη Νελ ». Καθώς αν ηφόριζαν τη βραχ ώδη απόκρημν η πλ αγ ιά, η Τίλ ι κοίταξε πίσ ω της και διέκριν ε τα απέραν τα χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα, τα πράσ ιν α βοσ κοτόπια, διάσ τικτα από κοπάδια βοοειδών , και, κάτω από όλ α αυτά, τη σ ταχ τοπράσ ιν η θάλ ασ σ α που τους χ ώριζε από την εν δοχ ώρα και που φαιν όταν από μακριά σ αν θαμπό σ μαράγ δι. Έφτασ αν σ την κορφή του λ όφου και ο δρόμος ήταν τώρα ομαλ ός, χ ωρίς κλ ίσ η. Η Τίλ ι είδε μπροσ τά τους το σ πίτι, έν α παράξεν ο κτίσ μα χ ωρίς αρχ ιτεκτον ικό σ χ έδιο, φτιαγ μέν ο από τούβλ ο και ξύλ ο και περιτριγ υρισ μέν ο από φαρδιές ξύλ ιν ες βεράν τες και έν αν υπέροχ ο αν θόκηπο μπροσ τά του. «Τι όμορφος κήπος!» αν αφών ησ ε και σ χ εδόν της κόπηκε η αν άσ α. Πραγ ματικά, από τη σ τιγ μή που
είχ ε πατήσ ει το πόδι της σ την Αυσ τραλ ία, δεν έβλ επε παρά μόν ο καχ εκτικούς θάμν ους ή, σ ε κάποια λ ιγ οσ τά σ πίτια, έν α μπροσ τιν ό κηπάκι με ξεραμέν α τριαν τάφυλ λ α και μαραμέν ους παν σ έδες. Αυτός εδώ, όμως, ήταν έν ας αλ ηθιν ός αγ γ λ ικός κήπος, με μεγ άλ ες εκτάσ εις χ λ όης πλ αισ ιωμέν ες από ψ ηλ ούς φράχ τες και πολ ύχ ρωμα λ ουλ ούδια, έν α πέτριν ο ηλ ιακό ρολ όι κι έν α όμορφο λ ευκό άγ αλ μα μιας Ελ λ ην ίδας κόρης με μια υδρία πάν ω σ τον ώμο της. «Ναι, κάτι αξίζει ο κήπος μας, έτσ ι δεν είν αι;» της είπε. Τριαν τάφυλ λ α και βιολ έτες και πετούν ιες και παιων ίες, μαργ αρίτες και λ εβάν τες και κρόκοι, θάμν οι κουρεμέν οι σ ε όμορφα σ χ ήματα και αν θισ μέν ες κραν ιές και παρτέρια με πορφυρές και ροζ ορταν σ ίες. Παν τού, υπέροχ α χ ρώματα κι αρώματα. Η Τίλ ι έν ιωσ ε την καρδιά της ν α γ ελ άει. «Δ ικός σ ας είν αι αυτός ο κήπος;» «Δ εν περν άω και πολ ύ χ ρόν ο εδώ. Τις περισ σ ότερες ώρες είμαι σ το γ ραφείο μου». Τράβηξε τα χ αλ ιν άρια γ ια ν α σ ταματήσ ει το άλ ογ ο και το πρόσ ωπό του σ τράφηκε προς τον κήπο. «Όμως, της Νελ της αρέσ ει πολ ύ εδώ έξω». «Μήπως υπάρχ ει περίπτωσ η ν α… Να μου
επιτρέψ ετε ν ’ ασ χ ολ ηθώ λ ίγ ο με τη φρον τίδα του κήπου; Πάν τα αγ απούσ α την κηπουρική. Με ηρεμεί». Εκείν ος σ τράφηκε πάλ ι προς το μέρος της, αλ λ ά τώρα τα χ είλ ια του ήταν κάπως σ φιγ μέν α. «Χμ… Εν τάξει, άφησ έ με ν α το σ κεφτώ λ ίγ ο. Βλ έπεις, έχ ω αν αθέσ ει τη φρον τίδα του κήπου σ ε μια από τις κρατούμεν ες. Κάν ει πολ ύ καλ ή δουλ ειά και η κηπουρική την κρατάει διαρκώς απασ χ ολ ημέν η, κάτι που την ωφελ εί». «Μια κρατούμεν η; Στον κήπο;» «Δ εν υπάρχ ει λ όγ ος ν ’ αν ησ υχ είς. Δ εν πρόκειται ν α εγ κλ ηματήσ ει ξαν ά, είμασ τε απολ ύτως βέβαιοι. Όμως, όσ ο βρίσ κεται εδώ εκτίον τας την ποιν ή της, φρον τίζω ν ’ αξιοποιεί όσ ο καλ ύτερα μπορεί το χ ρόν ο της. Από τότε που της αν έθεσ α τον κήπο, βρίσ κεται έξω σ χ εδόν όλ η τη μέρα και είν αι απασ χ ολ ημέν η και παραγ ωγ ική. Κι αυτό είν αι ό,τι καλ ύτερο γ ια τους κρατούμεν ους σ αν αυτή». Κατέβηκε κι έκαν ε το γ ύρο της άμαξας γ ια ν α βοηθήσ ει την Τίλ ι. «Και πώς γ ν ωρίζετε ότι… δεν θα εγ κλ ηματήσ ει ξαν ά;» ρώτησ ε αν ήσ υχ α η Τίλ ι, καθώς κατέβαιν ε προσ εκτικά από την άμαξα. Αλ λ ά ο Στέρλ ιν γ κ δεν της έδωσ ε κάποια σ αφή
απάν τησ η. Της επαν έλ αβε απλ ώς: «Δ εν έχ εις λ όγ ο ν ’ αν ησ υχ είς». Η Τίλ ι έν ιωσ ε αμέσ ως ότι δεν σ κόπευε ν α της μιλ ήσ ει αν οιχ τά γ ια τέτοιου είδους θέματα. Πιθαν ότατα, τη θεωρούσ ε μέρος του εσ ωτερικού κόσ μου του σ πιτικού του· δεν εργ αζόταν γ ια εκείν ον αλ λ ά γ ια την κόρη του. Για ποιο λ όγ ο, επομέν ως, ν α σ υζητούσ ε μαζί της τέτοιες αν τρικές υποθέσ εις; «Θα σ τείλ ω κάποιον ν α φέρει το μπαούλ ο σ ου», της είπε και της έδειξε με μια κίν ησ η του χ εριού του τις μπροσ τιν ές σ κάλ ες. «Ας σ ε σ υσ τήσ ουμε, λ οιπόν , σ τη Νελ ». Κι έτσ ι, βρέθηκαν μες σ το σ πίτι. Το εσ ωτερικό ήταν δροσ ερό, όπως ήταν αν αμεν όμεν ο από τη θέσ η του σ πιτιού εκεί ψ ηλ ά, τα σ κούρα τούβλ α, τα πολ υάριθμα αν οιχ τά παράθυρα και τις βεράν τες. Τα ξύλ ιν α πατώματα ήταν σ χ εδόν γ υμν ά, εκτός από κάποια σ τρογ γ υλ ά ή μακρόσ τεν α χ αλ άκια σ ε μερικά σ ημεία. Στους τοίχ ους υπήρχ αν πίν ακες και μπρούν τζιν ες απλ ίκες με κεριά. Ο Στέρλ ιν γ κ της έδειξε έν αν μακρύ πάγ κο με μαξιλ άρια κάτω από το μπροσ τιν ό παράθυρο, σ τον προθάλ αμο του σ πιτιού, και της είπε ν α περιμέν ει εκεί. Κι έτσ ι, η Τίλ ι κάθισ ε, έβγ αλ ε τα γ άν τια της και περίμεν ε, εν ώ εκείν ος προχ ωρούσ ε σ το εσ ωτερικό του σ πιτιού.
Τότε, την άκουσ ε. Μια φων ή κοριτσ ίσ τικη, όμως πιο βαθιά απ’ όσ ο περίμεν ε. Είπε με έν τον α περιφρον ητικό ύφος: «Αυτή τη σ τιγ μή είμαι απασ χ ολ ημέν η». Ακούσ τηκε και η φων ή του Στέρλ ιν γ κ, αυσ τηρή κι επίμον η, αλ λ ά τόσ ο σ ιγ αν ή, που η Τίλ ι δεν κατόρθωσ ε ν α διακρίν ει τα λ όγ ια του. Η Τίλ ι προσ πάθησ ε ν α σ υγ κεν τρώσ ει το κουράγ ιο της. Η Νελ δεν ήθελ ε ν α τη γ ν ωρίσ ει. Η Νελ δεν την ήθελ ε εδώ, αυτό ήταν ξεκάθαρο. Ο Στέρλ ιν γ κ εμφαν ίσ τηκε ξαν ά, με το κορίτσ ι από πίσ ω του. Ήταν μικροκαμωμέν η, λ επτή, με λ ευκό δέρμα, κι είχ ε κλ ηρον ομήσ ει τα καθάρια μπλ ε μάτια του πατέρα της. Πυκν ές ακατάσ τατες και ασ ύμμετρα κομμέν ες κασ ταν ές μπούκλ ες και χ είλ ια σ τραμμέν α σ χ εδόν εν τελ ώς προς τα κάτω, σ ε έν δειξη δυσ αρέσ κειας. Η Τίλ ι σ ηκώθηκε. Αποφάσ ισ ε πως ήταν σ ημαν τικό ν α μη χ αμογ ελ άσ ει πρώτη. Αν η Νελ δεν ήθελ ε ν α είν αι φιλ ική, τότε η Τίλ ι δεν θα την πίεζε. «Δ εσ ποιν ίς Λεζέν , αυτή είν αι η κόρη μου, η Έλ εν ορ. Τη φων άζω Νελ ». «Εσ ύ δεν μπορείς ν α με φων άζεις Νελ », είπε η μικρή σ την Τίλ ι. «Νελ , πρόσ εχ ε πώς μιλ άς!» την προειδοποίησ ε ο
Στέρλ ιν γ κ. «Χαίρομαι που σ ε γ ν ωρίζω, Έλ εν ορ», είπε η Τίλ ι. «Και γ ιατί έχ εις αγ γ λ ική προφορά; Νόμιζα πως ήσ ουν Γαλ λ ίδα». «Αρκετά!» της φών αξε άγ ρια ο Στέρλ ιν γ κ. «Νελ , η δεσ ποιν ίς Λεζέν είν αι η γ κουβερν άν τα σ ου και θα της σ υμπεριφέρεσ αι με το σ εβασ μό που της οφείλ εις. Λοιπόν , έχ ω αφήσ ει ήδη πολ λ ή ώρα τις δουλ ειές μου. Νελ , θα ήθελ α ν α δείξεις σ τη δεσ ποιν ίδα Λεζέν το υπόλ οιπο σ πίτι και, κυρίως, ν α της δείξεις το δικό της δωμάτιο και το λ ουτρό της. Τίλ ι, θα παίρν εις τα γ εύματά σ ου μαζί με τη Νελ κι εμέν α. Δ εν πρόλ αβες το μεσ ημεριαν ό, όμως το δείπν ο σ ερβίρεται σ τις έξι. Απόψ ε εγ ώ δεν θα φάω μαζί σ ας, γ ιατί έχ ω μια σ υν άν τησ η. Σου ζητώ σ υγ γ ν ώμη». «Ασ φαλ ώς, κύριε». «Αν πειν άσ εις σ το μεταξύ, μπορείς ν ’ αν αζητήσ εις τη μαγ είρισ σ α ή την οικον όμο του σ πιτιού. Δ οκίμασ ε σ την κουζίν α, σ το πλ υσ ταριό ή οπουδήποτε αλ λ ού σ την αν ατολ ική πτέρυγ α. Δ εν τηρούμε τύπους και πρωτόκολ λ α εμείς εδώ πέρα. Βρισ κόμασ τε αρκετά μακριά απ’ την υπόλ οιπη κοιν ων ία, κι έτσ ι δεν ειδοποιούμε με κουδουν άκι ή παρόμοιους τρόπους γ ια ν α μας φέρουν το τσ άι.
Όποτε χ ρειάζεσ αι κάτι, αρκεί ν ’ αν αζητήσ εις κάποιον που μπορεί ν α σ ’ εξυπηρετήσ ει. Το γ ραφείο μου είν αι από εκεί. Προτιμώ ν α μη μ’ εν οχ λ ούν όταν εργ άζομαι». Και με αυτά τα λ όγ ια, έριξε σ τη Νελ άλ λ η μια άγ ρια, προειδοποιητική ματιά και προχ ώρησ ε προς το γ ραφείο του. Η πόρτα έκλ εισ ε πίσ ω του αθόρυβα, αφήν ον τας την Τίλ ι μόν η με τη Νελ . Κοίταξαν η μια την άλ λ η. Καμία τους δεν χ αμογ έλ ασ ε. Τα δευτερόλ επτα περν ούσ αν αργ ά. Τότε, όμως, η Τίλ ι άρχ ισ ε ν α βλ έπει τη γ ελ οία πλ ευρά της κατάσ τασ ης. Στέκον ταν εκεί και η καθεμιά τους προσ παθούσ ε σ κλ ηρά ν α μην είν αι η πρώτη που θα έκαν ε κάποια παραχ ώρησ η, που θα έδειχ ν ε λ ίγ η ευγ έν εια και ζεσ τασ ιά. Ήταν μια γ υν αίκα εν ήλ ικη κι αν ταγ ων ιζόταν έν α παιδί. Έν α γ έλ ιο αν έβλ υσ ε από μέσ α της, έτοιμο ν α ξεχ υθεί, και τα χ είλ ια της μόλ ις που μπορούσ αν πια ν α σ υγ κρατήσ ουν το χ αμόγ ελ ό της. Η Νελ το αν τιλ ήφθηκε και προσ πάθησ ε ν α σ υγ κρατήσ ει κι εκείν η το γ έλ ιο της. Κι έτσ ι, η Τίλ ι χ αλ άρωσ ε, έγ ειρε το κεφάλ ι της προς τα πίσ ω και γ έλ ασ ε δυν ατά. Αμέσ ως, ξέσ πασ ε σ ε γ έλ ια και η Νελ . Έπειτα, η Νελ άπλ ωσ ε το χ έρι της γ ια ν α πιάσ ει το χ έρι της Τίλ ι και της είπε:
«Έλ α, θα σ ου δείξω το σ πίτι». «Σ’ ευχ αρισ τώ, Έλ εν ορ», απάν τησ ε η Τίλ ι, παίρν ον τας το χ έρι που της έτειν ε το κορίτσ ι. «Νελ ». «Τίλ ι». Πιασ μέν ες τώρα από το χ έρι, προχ ώρησ αν σ το διάδρομο. «Να τι πρέπει ν α θυμάσ αι: η δυτική πτέρυγ α είν αι η καλ ύτερη πτέρυγ α του σ πιτιού. Εκεί, βρίσ κεται το δωμάτιό μου, το δωμάτιο του μπαμπά και, από σ ήμερα, και το δικό σ ου. Και η βιβλ ιοθήκη, βέβαια, σ την οποία ο μπαμπάς θέλ ει ν α κάν ουμε τα μαθήματά μας. Ο μπαμπάς έχ ει το δικό του προσ ωπικό λ ουτρό, αλ λ ά εσ ύ θα μοιράζεσ αι έν α λ ουτρό μαζί μου. Στην αν ατολ ική πτέρυγ α μέν ει το προσ ωπικό. Εκεί βρίσ κον ται και οι αποθηκευτικοί χ ώροι, η κουζίν α και το πλ υσ ταριό. Θα σ ου δείξω την τραπεζαρία την ώρα του δείπν ου, όμως είν αι δίπλ α σ το γ ραφείο του πατέρα. Τελ ειών ει τη δουλ ειά του σ τις έξι». Η Νελ άν οιξε την πόρτα εν ός μικρού δωματίου. Οι τοίχ οι του ήταν καλ υμμέν οι με βιβλ ία, εν ώ σ τη μέσ η υπήρχ ε έν α τεράσ τιο ασ τραφτερό τραπέζι. «Αυτό είν αι το σ πουδασ τήριό μου». Έπειτα, έτρεξε και πήρε έν αν ξύλ ιν ο γ άτο, περίπου σ το μέγ εθος των δύο γ ροθιών της και βαμμέν ο λ ευκό. Με το γ άτο σ τα
χ έρια, κάθισ ε σ το τραπέζι, δίπλ α σ τα χ αρτιά της. «Κι αυτός είν αι ο γ άτος μου. Τον έχ ω από τότε που ήμουν τεσ σ άρων ετών ». «Είν αι πολ ύ όμορφος». «Έρχ εται παν τού μαζί μου. Κάθεται και με κοιτάζει όταν γ ράφω». Η Τίλ ι κοίταξε παν τού γ ύρω της. «Ο πατέρας σ ου έχ ει πολ λ ά βιβλ ία». «Ο μπαμπάς δεν εν διαφέρεται ιδιαίτερα γ ια τα βιβλ ία. Προτιμάει πολ ύ περισ σ ότερο την πραγ ματικότητα και τους αριθμούς. Αυτά είν αι όλ α δικά μου. Δ εν ζητάω ποτέ μου παιχ ν ίδια. Μόν ο βιβλ ία». Πλ ησ ίασ ε έν α από τα ράφια και άφησ ε τα δάχ τυλ ά της ν α διατρέξουν με αγ άπη τις ράχ ες των βιβλ ίων . «Ποιο είν αι το αγ απημέν ο σ ου βιβλ ίο;» ρώτησ ε την Τίλ ι. «Είν αι πολ λ ά τα βιβλ ία που αγ απάω. Ο πατέρας σ ου μου είπε πως έχ εις αδυν αμία σ τα αρθουριαν ά μυθισ τορήματα. Είν αι αλ ήθεια;» «Τρελ αίν ομαι γ ι’ αυτά τα μυθισ τορήματα. Και γ ια οτιδήποτε απ’ την περίοδο του Μεσ αίων α». «Εμέν α μου αρέσ ει πολ ύ Ο Σερ Γκάουεν και ο Πράσιν ος Ιππότης», είπε η Τίλ ι, καθώς θυμήθηκε πως είχ ε κερδίσ ει αυτή τη δουλ ειά μόλ ις αν έφερε πόσ ο αγ απούσ ε το σ υγ κεκριμέν ο βιβλ ίο.
Η Νελ σ τράφηκε προς το μέρος της και ούρλ ιαξε εν θουσ ιασ μέν η. «Είν αι το αγ απημέν ο μου βιβλ ίο! Ξέρεις, όταν ήμουν οχ τώ ή εν ν ιά ετών , φορούσ α διαρκώς μια φαρδιά πράσ ιν η ζών η κι έκαν α τάχ α πως ήταν ο τελ αμών ας του Γκάουεν ». «Μου κάν ει εν τύπωσ η που μπορούσ ες ν α διαβάζεις και ν α καταν οείς αυτό το έργ ο σ ε τόσ ο μικρή ηλ ικία». «Δ ιάβαζα ήδη προτού γ ίν ω τριών ετών », είπε με περηφάν ια το κορίτσ ι. «Έχ ω γ ερό μυαλ ό και καλ ή πέν α και μου αρέσ ει ν α γ ράφω τις δικές μου ισ τορίες. Κοίτα…» Η Νελ άφησ ε προσ εκτικά πάν ω σ το τραπέζι το γ άτο της και πήρε σ τα χ έρια της μια δέσ μη από γ ραμμέν α χ αρτιά. «Αυτή τη σ τιγ μή, γ ράφω έν α επικό ποίημα σ το ύφος του Μπέογ ουλ φ. Υ πάρχ ουν πολ λ ά τέρατα και σ τη δική μου ισ τορία». Άρχ ισ ε ν α διαβάζει: «Το σαγ όν ι του αλ λ όκοτου εκείν ου πλ άσματος έσταζε αποτρόπαια κομμάτια πηγ μέν ου αίματος· και ο ήρωας αν ατρίχ ιασε ως τα βάθη της ψ υχ ής του, ν ιώθον τας φρίκη θαν άσιμη». «Είν αι πολ ύ… ζων ταν ή αφήγ ησ η», είπε η Τίλ ι. «Είμαι πολ ύ περήφαν η γ ι’ αυτό το έργ ο. Απ’ την άλ λ η, είμαι φρικτή σ το κέν τημα». «Μπορώ ν α σ ε βοηθήσ ω εγ ώ σ το κέν τημα», τη
βεβαίωσ ε η Τίλ ι. «Κι ίσ ως εσ ύ μπορείς ν α με βοηθήσ εις ν ’ αν ακαλ ύψ ω μερικές μεσ αιων ικές ισ τορίες που δεν ξέρω ακόμα». «Έχ εις διαβάσ ει τις Ιστορίες του Καν τέρμπουρι;» τη ρώτησ ε, γ έρν ον τας ελ αφρά το κεφάλ ι της. «Μα ν αι, βέβαια». Τα μάτια της Νελ άν οιξαν διάπλ ατα. «Μην πεις σ τον μπαμπά ότι κάποιες δεν είν αι κατάλ λ ηλ ες γ ια την ηλ ικία μου. Θα μου έκρυβε αμέσ ως το βιβλ ίο». «Δ εν θα του το πω». Η Τίλ ι σ κέφτηκε το αν τίγ ραφο αυτού του βιβλ ίου που υπήρχ ε άλ λ οτε σ τη βιβλ ιοθήκη σ το Πελ αγ ίσ ιο Φως. Τώρα πια, ήταν σ τάχ τη. «Τι σ υμβαίν ει;» τη ρώτησ ε η Νελ . «Τι εν ν οείς;» «Είδα μια παράξεν η έκφρασ η σ το πρόσ ωπό σ ου. Σαν ν α είδες φάν τασ μα». Η Τίλ ι σ κέφτηκε ότι θα έπρεπε ν α ελ έγ χ ει καλ ύτερα τις εκφράσ εις του προσ ώπου της όταν ήταν μαζί με την Νελ . Η μικρή ήταν πολ ύ οξυδερκής. «Σκεφτόμουν τη βιβλ ιοθήκη σ ’ έν α σ πίτι όπου είχ α ζήσ ει κάποτε. Ήταν κι εκείν ο έν α σ πίτι πάν ω σ ’ έν α ν ησ ί, αν και πολ ύ διαφορετικό από αυτό εδώ. Όλ α τα βιβλ ία κάηκαν ».
Η Νελ αν απήδησ ε με φρίκη. «Όλ α τα βιβλ ία κάηκαν ; Αυτό είν αι τραγ ικό. Σε ποιον αν ήκε εκείν ο το σ πίτι;» Η Τίλ ι είχ ε ήδη αν οιχ τεί πολ ύ, ίσ ως είχ ε πει περισ σ ότερα απ’ όσ α θα έπρεπε. «Ήταν πριν από πολ ύ καιρό. Το σ πίτι αν ήκε σ ε κάποιον που ήξερα και ον ομαζόταν “Πελ αγ ίσ ιο Φως”». «Πελ αγ ίσ ιο Φως; Τι όμορφο! Θα έπρεπε ν α δώσ ουμε και σ ’ αυτό το σ πίτι έν α παρόμοιο όν ομα. Πελ αγ ίσ ιο Φως, Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι… Τι θα έλ εγ ες;» «Μ’ αρέσ ει πολ ύ το “Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι”». «Έλ α, θα σ ου δείξω το δωμάτιό σ ου. Φαν τάζομαι πως θα είσ αι κουρασ μέν η και θα θέλ εις ν α ξεκουρασ τείς λ ίγ ο». Η Νελ , που τώρα ήταν πολ ύ πιο θερμή απέν αν τί της, την οδήγ ησ ε από το διάδρομο σ τη δυτική πτέρυγ α και άν οιξε την πόρτα εν ός μικρού αλ λ ά άν ετου και ζεσ τού δωματίου, με μπλ ε υφασ μάτιν η ταπετσ αρία κι έν α μεγ άλ ο κρεβάτι από ξύλ ο βελ αν ιδιάς. Η Τίλ ι πήγ ε σ το παράθυρο και τράβηξε την κουρτίν α. Το δωμάτιο έβλ επε έξω σ τον κήπο. «Είν αι παν έμορφο», είπε. Αν άμεσ α σ τους φράχ τες, διέκριν ε μια γ υν αικεία φιγ ούρα, ν τυμέν η από πάν ω μέχ ρι κάτω σ τα λ ευκά. Αν αρωτήθηκε αν αυτή ήταν η κρατούμεν η που της είχ ε αν αφέρει ο
Στέρλ ιν γ κ. «Η διπλ αν ή πόρτα είν αι του λ ουτρού», είπε η Νελ . «Βρίσ κεται αν άμεσ α σ το δικό σ ου και σ το δικό μου δωμάτιο. Θα σ ’ αφήσ ω τώρα και θα έρθω πάλ ι ν α σ ε πάρω γ ια το δείπν ο». «Σ’ ευχ αρισ τώ, Νελ ». Η Νελ έφυγ ε, αλ λ ά, έν α δευτερόλ επτο αργ ότερα, προτού καν η Τίλ ι προλ άβει ν α καθίσ ει σ το κρεβάτι της και ν α βγ άλ ει τα παπούτσ ια της, επέσ τρεψ ε. «Τίλ ι;» «Ναι;» «Ελ πίζω ν α γ ίν ουμε φίλ ες». Η Τίλ ι χ αμογ έλ ασ ε. «Εγ ώ είμαι σ ίγ ουρη πως θα γ ίν ουμε». ● Η Τίλ ι έβλ επε σ υχ ν ά σ τον ύπν ο της φωτιές. Φωτιές που μαίν ον ταν , εν ώ εκείν η έτρεχ ε ν α ξεφύγ ει μέσ α από τις σ τάχ τες που σ τροβιλ ίζον ταν παν τού γ ύρω της. Και ήξερε πολ ύ καλ ά γ ια ποιο λ όγ ο έβλ επε αυτούς τους εφιάλ τες. Εκείν η τη ν ύχ τα, την πρώτη ν ύχ τα της σ το Νησ ί της Φωτιάς, διέκοψ ε τον εφιάλ τη της ο κρότος εν ός κεραυν ού που την ξύπν ησ ε.
Ήταν αργ ά. Πολ ύ αργ ά. Είχ ε αφήσ ει μια χ αραμάδα αν οιχ τό το παράθυρό της γ ια ν α μπαίν ει σ το δωμάτιο η θαλ ασ σ ιν ή αύρα –πίσ τευε ότι δεν θα κατάφερν ε ποτέ ν α σ υν ηθίσ ει εκείν η την υγ ρή και κολ λ ώδη ν υχ τεριν ή ζέσ τη του ν ησ ιού– και τώρα έν ας παγ ερός υγ ρός άν εμος έμπαιν ε μέσ α σ φυρίζον τας. Σηκώθηκε, τράβηξε την κουρτίν α κι έκλ εισ ε το παράθυρο. Τα δάχ τυλ α των ποδιών της βράχ ηκαν και κατάλ αβε πως είχ αν μαζευτεί ν ερά σ το δάπεδο. Ευχ ήθηκε ν α μην καταλ άβαιν ε καν είς πως είχ ε αφήσ ει τη βροχ ή ν α μπει σ το δωμάτιό της την πρώτη ν ύχ τα της εκεί. Άν αψ ε έν α κερί κι έσ κυψ ε ν α σ φουγ γ αρίσ ει τα ν ερά με το φόρεμα που φορούσ ε το πρωί. Έπειτα, κρέμασ ε το φόρεμα σ τη ράχ η της καρέκλ ας της κι έσ βησ ε το κερί. Στάθηκε πίσ ω από το κλ εισ τό παράθυρο και παρακολ ουθούσ ε την καταιγ ίδα. Η βροχ ή έπεφτε καταρρακτώδης, με μια δύν αμη και έν τασ η που δεν είχ ε ποτέ της ξαν αδεί. Ο κήπος βογ κούσ ε κάτω από το βάρος του ν ερού. Τι ν α είχ ε κάν ει εκείν η η φυλ ακισ μέν η κηπουρός; Της άξιζε ν α είν αι κλ εισ μέν η σ ε μια άθλ ια φυλ ακή πάν ω σ ε έν α ν ησ ί σ το οποίο, όπως είχ ε πει ο δρ Γκρουμ, τελ είων αν το ταξίδι τους όλ οι οι απόβλ ητοι της κοιν ων ίας; Και της άξιζε
περισ σ ότερο απ’ όσ ο θα άξιζε σ την ίδια την Τίλ ι, αν κάποτε μαθευόταν αυτό που είχ ε κάν ει; Θύμωσα κι έβαλ α φωτιά σε έν α σπίτι κι έπειτα κλ είδωσα εκεί μέσα το σύζυγ ό μου μαζί με την ερωμέν η του. Όμως, όχ ι, αυτό δεν ίσ χ υε απόλ υτα. Αυτή ήταν η εκδοχ ή με την οποία η Τίλ ι βασ άν ιζε τον εαυτό της κάτι τέτοιες σ κοτειν ές ν ύχ τες. Ναι, είχ ε όν τως θυμώσ ει. Αλ λ ά η φωτιά ξεκίν ησ ε από ατύχ ημα. Έκλ εισ ε τον άν τρα της μέσ α σ ε έν α δωμάτιο από το οποίο εκείν ος μπορούσ ε πολ ύ εύκολ α ν α διαφύγ ει. Και τον έκλ εισ ε εκεί μέσ α μόν ο και μόν ο γ ια ν α προλ άβει ν α τρέξει μακριά του, καθώς φοβόταν γ ια τη ζωή της. Δ εν είχ ε ιδέα πως το σ πίτι θα καιγ όταν ολ όκλ ηρο, δεν είχ ε ιδέα πως η ερωμέν η του βρισ κόταν πάν ω. Και με καν έν αν τρόπο δεν θα μπορούσ ε ν α έχ ει προβλ έψ ει τις σ υν έπειες των πράξεών της. Κι όμως, όσ ες φορές κι αν προσ παθούσ ε ν α καθησ υχ άσ ει τον εαυτό της με αυτές τις σ κέψ εις, εκείν η η σ κοτειν ή αίσ θησ η παρέμεν ε μετέωρη παν τού γ ύρω της και δεν έλ εγ ε ν α φύγ ει.
1 4 - Ο Αγ γ λ ικός Κήπος
Η Νελ ήταν τρομακτικά ευφυής και ώριμη γ ια την ηλ ικία της. Η Τίλ ι πάλ ευε σ υν έχ εια με την αίσ θησ η πως δεν μπορούσ ε ν α της διδάξει απολ ύτως τίποτα που η μικρή δεν το γ ν ώριζε ήδη. Όταν είδε τις πρώτες ασ κήσ εις ελ λ ην ικών και λ ατιν ικών που της έβαλ ε η Τίλ ι, η Νελ ξέσ πασ ε σ ε γ έλ ια. «Μα, Τίλ ι», της είπε με τα ροδαλ ά της μάγ ουλ α ν α λ άμπουν , «αυτά παραείν αι εύκολ α». Τελ ικά, δέχ τηκε την πρότασ η της Τίλ ι ν α κάν ει μια διπλ ή μετάφρασ η μερικών χ ωρίων από τη λ ατιν ική Εκκλ ησιαστική Ιστορία της Αγ γ λ ίας, του Βέδα, και τώρα εργ αζόταν σ ιωπηλ ά, βουτών τας τη μύτη της πέν ας της σ το μελ αν οδοχ είο και γ ράφον τας σ το χ αρτί της. Η Νελ επέμεν ε ν α μη χ ρησ ιμοποιεί πλ άκα και γ ραφίδα. Αγ απούσ ε την πέν α και το μελ άν ι και είχ ε ήδη διαμορφώσ ει από μόν η της έν αν γ ραφικό χ αρακτήρα με μικροσ κοπικά, περίτεχ ν α γ ράμματα· απ’ ό,τι φαιν όταν , μάλ ισ τα, ο πατέρας της το εν έκριν ε, αφού της έδιν ε χ αρτιά από το γ ραφείο του. Μια ζεσ τή ηλ ιαχ τίδα μπήκε από το ψ ηλ ό παράθυρο, τρυπών ον τας μέσ α από τις βαριές κουρτίν ες, και
φώτισ ε τα χ αρτιά και τα βιβλ ία τους. Η Τίλ ι επιτηρούσ ε τη Νελ , εν ώ σ υγ χ ρόν ως ξήλ ων ε αργ ά το εργ όχ ειρο που είχ ε κεν τήσ ει η μικρή το πρωί. Το πρόβλ ημα ήταν πως η Νελ δεν είχ ε την υπομον ή γ ια ν α μάθει κέν τημα. Κεν τούσ ε βιασ τικά, καθώς αν υπομον ούσ ε ν α τελ ειώσ ει γ ια ν α μπορέσ ει ν α ασ χ ολ ηθεί πάλ ι με πν ευματικές δρασ τηριότητες. Η Τίλ ι δεν μπορούσ ε ν α την κατηγ ορήσ ει. Ήταν σ αφές ότι αυτό το παιδί ήταν γ εν ν ημέν ο γ ια πράγ ματα πιο σ ημαν τικά από τη σ ταυροβελ ον ιά. «Τελ είωσ α την πρώτη!» δήλ ωσ ε η Νελ . Καθώς η Τίλ ι έλ εγ χ ε την εργ ασ ία της Νελ , σ υν ειδητοποίησ ε ότι έν ιωθε αγ χ ωμέν η. Έπρεπε οπωσ δήποτε ν α βρει έσ τω έν α λ άθος, ώσ τε ν α αποδείξει πως άξιζε ν α είν αι δασ κάλ α της και πως ο ρόλ ος της δεν ήταν απλ ώς ν α διορθών ει τις λ άθος σ ταυροβελ ον ιές. «Πολ ύ καλ ά», της είπε σ ιγ αν ά. «Εδώ, όμως, σ ου ξέφυγ αν λ ίγ ο οι πτώσ εις. Αφαιρετική πτώσ η έπρεπε ν α βάλ εις εδώ, έτσ ι δεν είν αι;» «Α, ν αι. Έχ εις δίκιο». Έν α αργ ό χ αμόγ ελ ο ζωγ ραφίσ τηκε σ το πρόσ ωπό της. «Ήθελ α ν α το μεταφράσ ω πολ ύ γ ρήγ ορα γ ια ν α σ ’ εν τυπωσ ιάσ ω». «Να μ’ εν τυπωσ ιάσ εις; Ή μήπως ν α με
τρομοκρατήσ εις;» Η Νελ γ έλ ασ ε. «Το πρώτο, ν ομίζω. Αν κι έχ ω κάν ει πολ λ ές φορές και το δεύτερο με τις προηγ ούμεν ες δασ κάλ ες μου, οφείλ ω ν α παραδεχ τώ». Η Τίλ ι έκρυψ ε το μειδίαμά της. «Τώρα, μετάφρασ έ το πάλ ι σ τα λ ατιν ικά. Χωρίς ν α κοιτάζεις το πρωτότυπο». «Εν τάξει». Η Νελ έβαλ ε το κεφάλ ι κάτω και ξεφύλ λ ισ ε σ τα γ ρήγ ορα το λ εξικό της και το βιβλ ίο γ ραμματικής της. Ο μικρός ξύλ ιν ος γ άτος την παρακολ ουθούσ ε από τη θέσ η του σ το γ ραφείο. Η Τίλ ι διάβασ ε πάν ω από τον ώμο της Νελ . Η μικρή είχ ε επιλ έξει τα περίφημα σ χ όλ ια σ χ ετικά με τη ζωή του αν θρώπου σ τη γ η, που παρομοιάζεται από το σ υγ γ ραφέα με έν α σ πουργ ίτι που πετάει μια χ ειμεριν ή ν ύχ τα σ τον προθάλ αμο εν ός σ πιτιού: Δ εν έχ ουμε τρόπο ν α γ ν ωρίζουμε αυτό που ακολ ουθεί ή αυτό που υπήρχ ε πρωτύτερα. Η ζεσ τασ ιά του δωματίου έμοιαζε ν α σ βήν ει καθώς διάβαζε αυτή τη φράσ η. Πού ν α ήταν τώρα ο Τζάσ περ; Στον παράδεισ ο; Ή μήπως κάπου αλ λ ού; Ήξερε τι ακριβώς του είχ ε σ υμβεί; Και τη μισ ούσ ε γ ι’ αυτό που είχ ε κάν ει; Ακούσ τηκε έν α απαλ ό χ τύπημα σ την πόρτα κι
έσ τρεψ αν κι οι δύο τα κεφάλ ια τους. «Μπαμπά, η καιν ούρια μου δασ κάλ α μου έβαλ ε μια πολ ύ δύσ κολ η άσ κησ η», είπε με έν α χ αμόγ ελ ο γ εμάτο εν θουσ ιασ μό η Νελ . «Και τα καταφέρν ει εν τυπωσ ιακά καλ ά», σ υμπλ ήρωσ ε η Τίλ ι. «Μπέρδεψ α τις πτώσ εις», είπε η Νελ , αλ λ ά και πάλ ι ακουγ όταν εν θουσ ιασ μέν η. Δ εν έμοιαζε ν α αν ησ υχ εί ή ν α ν τρέπεται γ ια το λ άθος της. «Τότε, λ οιπόν , πρέπει ν α δουλ εύεις πιο αργ ά και ν α είσ αι πιο προσ εκτική», της είπε ο Στέρλ ιν γ κ. Έπειτα, σ τράφηκε σ την Τίλ ι. «Χαίρομαι πολ ύ που απολ αμβάν ει το μάθημα μαζί σ ου». «Κι εγ ώ το ίδιο». Δ ίπλ ωσ ε τα χ έρια του πίσ ω από την πλ άτη του. «Σκέφτηκα το χ θεσ ιν ό σ ου αίτημα και η απάν τησ ή μου είν αι θετική». Η Τίλ ι σ άσ τισ ε. «Το χ θεσ ιν ό μου αίτημα;» «Ναι. Σχ ετικά με την επιθυμία σ ου ν ’ ασ χ ολ ηθείς με τον κήπο. Θα ζητήσ ω από την 1 35 ν α σ ου καθαρίσ ει έν α κομμάτι, σ το οποίο θα μπορείς ν α κάν εις ό,τι θέλ εις». «Αυτό το “1 35” είν αι το ν ούμερο της κρατούμεν ης», εξήγ ησ ε η Νελ , που αν τιλ ήφθηκε πως η Τίλ ι δεν είχ ε καταλ άβει. «Δ εν φων άζουμε
τους φυλ ακισ μέν ους με τα καν ον ικά τους ον όματα». «Κατάλ αβα. Και όταν θ’ ασ χ ολ ούμαι με τον κήπο θα… είν αι δίπλ α μου η 1 35;» «Είν αι φιλ ική και εν τελ ώς ακίν δυν η και θα σ ου δείξει πού βρίσ κεται το καθετί. Αλ λ ά εσ ύ δεν θα πρέπει ν α της πιάν εις την κουβέν τα ή ν α έχ εις μαζί της οποιαδήποτε επαφή πέρα από την απολ ύτως απαραίτητη. Η κρατούμεν η 1 35 φρον τίζει τον κήπο επειδή της αρέσ ει πολ ύ αυτή η ασ χ ολ ία κι επειδή είν αι πολ ύ καλ ή σ τη σ υγ κεκριμέν η δουλ ειά – κερδίσ αμε έν α κρατικό βραβείο γ ια τον κήπο μας. Η σ υμπεριφορά της εδώ ήταν πάν τα άμεμπτη. Συχ ν ά, οι κρατούμεν οι που έχ ουν καλ ή σ υμπεριφορά, κερδίζουν τις καλ ύτερες δουλ ειές σ το ν ησ ί. Οι άλ λ οι, οι αν εξέλ εγ κτοι, καταλ ήγ ουν αλ υσ οδεμέν οι όλ οι μαζί σ τα χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα». «Μήπως θα μπορούσ α ν ’ απευθύν ομαι σ την κρατούμεν η 1 35 με το πραγ ματικό της όν ομα;» ρώτησ ε η Τίλ ι. Ο Στέρλ ιν γ κ σ υν οφρυώθηκε. «Δ εν ξέρω ποιο είν αι το όν ομά της, θα πρέπει ν α το κοιτάξω σ τα χ αρτιά της. Ωσ τόσ ο, θα σ ε σ υμβούλ ευα ν α μην καλ λ ιεργ ήσ εις οποιαδήποτε φιλ ική σ χ έσ η μαζί της, όσ ο άψ ογ η κι αν είν αι η σ υμπεριφορά της».
«Οι φυλ ακισ μέν οι είν αι φυλ ακισ μέν οι γ ια κάποιο λ όγ ο», είπε η Νελ , με την έν τασ η εν ός αν θρώπου που σ ε ολ όκλ ηρη τη ζωή του έχ ει εξασ κηθεί ν α επαν αλ αμβάν ει μια φράσ η. «Ναι. Σωσ τά». Ο Στέρλ ιν γ κ καθάρισ ε το λ αιμό του. «Όπως και ν α ’χ ει, δεσ ποιν ίς Λεζέν … Τίλ ι, θέλ ω ν α πω… Ναι, όπως και ν α ’χ ει, θα χ αρώ αν περν άς έν α μέρος του ελ εύθερου χ ρόν ου σ ου σ τον κήπο. Θέλ ω ν α είσ αι χ αρούμεν η εδώ». «Σας ευχ αρισ τώ, διευθυν τά Χολ τ», είπε η Τίλ ι. Αμέσ ως μόλ ις εκείν ος έφυγ ε, η Νελ έσ κυψ ε προς το μέρος της Τίλ ι και της είπε: «Χέτι Μέιθορπ. Αυτό είν αι το πραγ ματικό όν ομα της 1 35». «Πώς το ξέρεις;» «Τη βλ έπω σ χ εδόν κάθε μέρα. Ήμουν περίεργ η… Κι έτσ ι, κοίταξα σ τ’ αρχ εία του μπαμπά. Μην τολ μήσ εις ν α με μαρτυρήσ εις». Η Τίλ ι την κοίταξε με προειδοποιητικό ύφος. «Δ εν ήταν καθόλ ου σ ωσ τό ν α κοιτάξεις κρυφά τα χ αρτιά του πατέρα σ ου, Νελ . Και τώρα, πίσ ω σ τη δουλ ειά μας». Η Νελ κοκκίν ισ ε, αλ λ ά σ υμμορφώθηκε κι έβαλ ε το κεφάλ ι κάτω γ ια ν α σ υν εχ ίσ ει την άσ κησ ή της. Η Τίλ ι λ αχ ταρούσ ε κρυφά μέσ α της ν α ρωτήσ ει τη Νελ αν ήξερε τι είχ ε κάν ει η Χέτι γ ια ν α καταλ ήξει
σ τη φυλ ακή. Σηκώθηκε και πήγ ε ως το παράθυρο. Ο ήλ ιος έπεφτε ζεσ τός σ το πρόσ ωπό της και το εκτυφλ ωτικό φως του έκαν ε τα χ ωράφια των ζαχ αροκάλ αμων ν α φαίν ον ται θαμπά. Σκέφτηκε τους άν τρες που δούλ ευαν εκεί έξω αλ υσ οδεμέν οι μαζί. «Τελ είωσ α!» δήλ ωσ ε η Νελ . Η Τίλ ι σ τράφηκε. «Πόσ ες εκτάσ εις με ζαχ αροκάλ αμα υπάρχ ουν σ το ν ησ ί;» τη ρώτησ ε. «Περίπου εκατόν ογ δόν τα σ τρέμματα. Σκεφτόσ ουν αυτό που είπε ο μπαμπάς, έτσ ι δεν είν αι; Για τους αλ υσ οδεμέν ους κρατούμεν ους; Αλ λ ά είν αι απαραίτητο ν α τους δέν ουν με αλ υσ ίδες. Τα ζαχ αροκάλ αμα ψ ηλ ών ουν τόσ ο πολ ύ την άν οιξη, που θα μπορούσ αν ν α κρυφτούν αν άμεσ ά τους κάποιοι και ν α δραπετεύσ ουν ». «Δ ραπέτευσ ε ποτέ καν είς;» Η Νελ κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι της. «Δ εκατέσ σ ερις κρατούμεν οι προσ πάθησ αν . Τους οχ τώ τους έπιασ αν , οι έξι πέθαν αν ». Της έτειν ε τη μετάφρασ ή της. «Θα την ελ έγ ξεις;» Η Τίλ ι αν άγ κασ ε το ν ου της ν α επισ τρέψ ει σ το παρόν . «Ασ φαλ ώς», είπε. Πλ ησ ίασ ε σ το γ ραφείο και άπλ ωσ ε το χ έρι της ν α πάρει το χ αρτί. Η Νελ την άρπαξε από τον καρπό. «Στ’ αλ ήθεια δεν
πρέπει ν α τους λ υπάσ αι. Ο μπαμπάς είν αι καλ ός διευθυν τής. Είν αι πολ ύ αν θρώπιν ος. Πρέπει, όμως, ν α θυμόμασ τε πως αυτοί οι άν θρωποι βρίσ κον ται εδώ γ ια ν α τιμωρηθούν και πως αυτό είν αι καλ ό τόσ ο γ ια τους ίδιους και γ ια τις ψ υχ ές τους όσ ο και γ ια όλ η την κοιν ων ία». «Σ’ ευχ αρισ τώ, Νελ . Έχ ω ακόμα πολ λ ά ν α μάθω γ ια τη ζωή σ ’ έν α μέρος σ αν αυτό». «Εγ ώ βρίσ κομαι εδώ από τότε που ήμουν τριών ετών . Δ εν γ ν ωρίζω άλ λ η ζωή. Μπορείς ν α με ρωτάς ό,τι θέλ εις». Και με αυτά τα λ όγ ια, η Νελ της χ άρισ ε έν α εκτυφλ ωτικό χ αμόγ ελ ο. «Στοιχ ηματίζω πως δεν θα βρεις ούτε έν α λ άθος σ ’ αυτή τη μετάφρασ η». Η Νελ είχ ε σ τοιχ ηματίσ ει σ ωσ τά. Έπειτα, η Τίλ ι της αν έθεσ ε το δύσ κολ ο καθήκον ν α διορθώσ ει το αποτυχ ημέν ο πρωιν ό της κέν τημα. Της έβαλ ε έν α μετρον όμο ν α ρυθμίζει τις βελ ον ιές της, έτσ ι ώσ τε ν α την αν αγ κάσ ει ν α μη βιάζεται. Η Τίλ ι τον άκουγ ε ν α χ τυπάει ρυθμικά μες σ τη σ κον ισ μέν η βιβλ ιοθήκη, εν ώ η ίδια καθόταν σ την καρέκλ α που είχ ε τραβήξει δίπλ α σ το παράθυρο. Είχ ε έν α αν οιχ τό βιβλ ίο σ τα γ όν ατά της, όμως δεν το διάβαζε. Ο ν ους της ταξίδευε εκεί έξω, σ τα χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα, όπου βρίσ κον ταν
αλ υσ οδεμέν οι οι κρατούμεν οι, πλ ηρών ον τας γ ια τις αμαρτίες τους. Έν ιωθε κι εκείν η τις δικές της αλ υσ ίδες γ ια τις δικές της αμαρτίες, αλ υσ ίδες που θα την έδεν αν γ ια πάν τα με προβλ ήματα από τα οποία δεν μπορούσ ε ν α ξεφύγ ει. Και δεν υπήρχ αν πουθεν ά χ ρυσ αφέν ια φυτά αρκετά ψ ηλ ά, ώσ τε ν α μπορεί κι εκείν η ν α κρυφτεί αν άμεσ ά τους. ● Παρόλ ο που η Τίλ ι αγ απούσ ε ήδη όλ ο και περισ σ ότερο τη Νελ , έν ιωθε σ υν άμα εξουθεν ωμέν η από τη σ υν τροφιά της. Ο ν ους της μικρής πετούσ ε από το έν α πράγ μα σ το άλ λ ο με απίσ τευτη ταχ ύτητα. Είχ ε γ ν ώμη γ ια τα πάν τα και ήταν σ ίγ ουρη πως η Τίλ ι ήθελ ε ν α την ακούσ ει. Και της άρεσ ε η σ ωματική εγ γ ύτητα, την οποία η Τίλ ι έβρισ κε κάπως αποπν ικτική μέσ α σ ε εκείν η την υγ ρή ζέσ τη. Κι όταν επέσ τρεφε κον τά της γ ια το δείπν ο έπειτα από έν α σ ύν τομο διάλ ειμμα, η Τίλ ι έπρεπε ν α σ υγ κρατεί έν αν αν ασ τεν αγ μό εξάν τλ ησ ης. Το προηγ ούμεν ο βράδυ, που ήταν το πρώτο βράδυ της Τίλ ι σ το ν ησ ί, η Νελ της μιλ ούσ ε σ ε όλ η τη διάρκεια του δείπν ου ακατάπαυσ τα, σ αν ατμομηχ αν ή. Αυτό το βράδυ, όμως, τα πράγ ματα
ήταν διαφορετικά, καθώς είχ ε έρθει και ο Στέρλ ιν γ κ ν α δειπν ήσ ει μαζί τους. «Καλ ησ πέρα, Τίλ ι», της είπε. Έβγ αλ ε το σ ακάκι του κι έμειν ε με το λ ευκό βαμβακερό πουκάμισ ο και το γ ιλ έκο του. Τα μαν ίκια του ήταν αν έμελ α γ υρισ μέν α πάν ω μέχ ρι τους αγ κών ες του, αποκαλ ύπτον τας τα εν τυπωσ ιακά δυν ατά μπράτσ α του. Η Τίλ ι έν ιωσ ε τα μάγ ουλ ά της ν α φλ έγ ον ται και αν αγ κάσ τηκε ν α σ τρέψ ει αλ λ ού το βλ έμμα της. «Καλ ησ πέρα, διευθυν τά Χολ τ», του είπε, εν ώ η ίδια καθόταν δίπλ α σ τη μαθήτριά της. Στη σ τιγ μή, η Νελ έφερε την καρέκλ α της πιο κον τά. «Τι θα κάν ουμε σ το αυριαν ό μας μάθημα;» τη ρώτησ ε. «Αυτή τη σ τιγ μή, η Τίλ ι δεν εργ άζεται», της είπε απότομα ο Στέρλ ιν γ κ. «Άφησ έ τη ν α πάρει μια αν άσ α, Νελ ». Η Νελ χ αμήλ ωσ ε το κεφάλ ι της, αλ λ ά η Τίλ ι τη λ υπήθηκε και τη χ άιδεψ ε σ το μπράτσ ο. «Είμαι σ ίγ ουρη πως η μέρα μας θα είν αι υπέροχ η ό,τι κι αν κάν ουμε σ το μάθημα», της είπε. Ακολ ούθησ ε μια αμήχ αν η σ ιωπή. Η υπηρέτρια έφερε έν α μικρό ρολ ό ψ ητού χ οιριν ού, μια σ αλ τσ ιέρα και δύο μπολ με πατάτες και φασ όλ ια. Ο
Στέρλ ιν γ κ σ ηκώθηκε γ ια ν α κόψ ει το κρέας κι έπειτα άρχ ισ αν ν α περν ούν ο έν ας σ τον άλ λ ον τα υπόλ οιπα πιάτα, ώσ τε ν α σ ερβιρισ τεί ο καθέν ας μόν ος του. Ο Στέρλ ιν γ κ καθάρισ ε το λ αιμό του και της είπε: «Τίλ ι, αν αρωτιόμουν αν θα μπορούσ ες ν α με σ υν αν τήσ εις μετά το φαγ ητό σ το σ αλ όν ι. Θα ήθελ α ν α σ ου μιλ ήσ ω γ ια λ ίγ ο ιδιαιτέρως». Η έκφρασ η του προσ ώπου του ήταν πολ ύ σ οβαρή. «Ασ φαλ ώς», είπε η Τίλ ι, θυμωμέν η με τον εαυτό της που έν ιωσ ε την καρδιά της ν α χ τυπάει πιο δυν ατά. Δ εν είχ ε καν έν α λ όγ ο ν α υποθέτει πως ήθελ ε ν α της μιλ ήσ ει γ ια το παρελ θόν της ή πως ήθελ ε ν α την επιπλ ήξει επειδή τον είχ ε προσ βάλ ει με κάποιο τρόπο. Η Νελ μούτρωσ ε. «Για ποιο λ όγ ο δεν μπορώ ν α είμαι κι εγ ώ μαζί σ ας;» «Επειδή είσ αι παιδί, Νελ », της είπε εκείν ος, χ ωρίς ν α δώσ ει άλ λ ες εξηγ ήσ εις. Η Νελ ήξερε πότε έπρεπε ν α υποχ ωρεί. Έφαγ ε το φαγ ητό της κατσ ουφιασ μέν η και αμίλ ητη. Η σ ιωπή έσ παγ ε μόν ο από τους δείκτες του ρολ ογ ιού σ τον τοίχ ο και από τα μαχ αιροπίρουν α πάν ω σ τα πιάτα. Όταν τελ είωσ αν , ο Στέρλ ιν γ κ είπε σ τη Νελ ν α ειδοποιήσ ει την υπηρέτρια πως μπορούσ ε ν α μαζέψ ει το τραπέζι κι έπειτα την έσ τειλ ε σ το
δωμάτιό της γ ια ν α διαβάσ ει προτού κοιμηθεί. «Έρχ εσ αι;» ρώτησ ε την Τίλ ι, αφήν ον τας κάτω την πετσ έτα του και σ πρώχ ν ον τας την καρέκλ α του προς τα πίσ ω. «Ναι, περάσ τε πρώτος, παρακαλ ώ». Σκοτείν ιαζε τώρα, και η Τίλ ι τον ακολ ούθησ ε σ το σ αλ όν ι που φωτιζόταν από μια λ άμπα πετρελ αίου. Ο Στέρλ ιν γ κ άν αψ ε τα κεριά σ το δωμάτιο και πήγ ε σ τον μπουφέ με τα ποτά δίπλ α σ το πιάν ο. Έν α μέρος του σ αν ιδέν ιου δαπέδου καλ υπτόταν από έν α παχ ύ χ αλ ί με έν α περίπλ οκο ιν δικό σ χ έδιο. Η Τίλ ι έν ιωσ ε την έν τον η επιθυμία ν α βγ άλ ει τα παπούτσ ια της και ν α βυθίσ ει τα γ υμν ά της πόδια σ το πυκν ό πέλ ος του. «Κάθισ ε, σ ε παρακαλ ώ», της είπε. «Να σ ου προσ φέρω έν α ποτό; Λίγ ο μπράν τι;» Η Τίλ ι αν ατρίχ ιασ ε. Η μυρωδιά κι η γ εύσ η του μπράν τι μπορεί ν α της ξυπν ούσ αν πολ λ ές σ κοτειν ές αν αμν ήσ εις. «Όχ ι, εγ ώ…» «Λίγ ο σ έρι, τότε;» «Ναι, πολ ύ ευχ αρίσ τως». Έβγ αλ ε δύο μικρά κρυσ τάλ λ ιν α ποτήρια και αφαίρεσ ε το πώμα από έν α μπουκάλ ι σ έρι, χ ωρίς ν α πάψ ει σ υγ χ ρόν ως ν α της μιλ άει. «Ελ πίζω ν α μη σ ε πειράζει που σ ου ζήτησ α ν α κουβεν τιάσ ουμε
ιδιαιτέρως, αλ λ ά πρέπει ν α έχ ω την άν εσ η ν α σ ου μιλ άω ελ εύθερα γ ια τη Νελ ». «Δ εν με πειράζει καθόλ ου», του αποκρίθηκε. Της έδωσ ε το έν α ποτήρι. «Προτού ξεκιν ήσ ω, θα ήθελ α ν α βεβαιωθώ πως η Νελ δεν κρυφακούει». Έμειν ε ακίν ητος, με τα αυτιά του τεν τωμέν α, και η Τίλ ι ήταν βέβαιη πως άκουσ ε βήματα ν α απομακρύν ον ται. Κούν ησ ε λ υπημέν ος το κεφάλ ι του και τσ ούγ κρισ ε το ποτήρι του με το δικό της. «Η Νελ έχ ει την κακή σ υν ήθεια ν α κρυφακούει». «Πάν τως, έχ ει έν α εξαιρετικά εύσ τροφο μυαλ ό, γ ι’ αυτό βαριέται τόσ ο εύκολ α». «Το ξέρω. Και χ αίρομαι πολ ύ που το έχ εις ήδη αν τιλ ηφθεί. Η προηγ ούμεν η δασ κάλ α της, σ ύζυγ ος κάποιου από τους φύλ ακες, δεν το κατάλ αβε ποτέ. Πίσ τευε πως η μικρή είν αι απλ ώς άτακτη και αν υπάκουη». Η Τίλ ι θυμήθηκε πως και ο δρ Γκρουμ είχ ε χ αρακτηρίσ ει «αν εξέλ εγ κτη» τη Νελ . «Εγ ώ πάν τως τη σ υμπαθώ πολ ύ». «Και είν αι ολ οφάν ερο πως κι εκείν η σ ε σ υμπαθεί. Είμαι πραγ ματικά παν ευτυχ ής που τα πηγ αίν ετε εξαρχ ής τόσ ο καλ ά. Απόψ ε πρόσ εξα ότι ν ιώθει ήδη τόσ ο άν ετα και όμορφα μαζί σ ου, που έν ιωσ α την αν άγ κη… Έν ιωσ α την αν άγ κη ν α σ ου πω κάτι».
Η Τίλ ι ν όμιζε πως κατάλ αβε τι ήθελ ε ν α της πει. Και ν τράπηκε που δεν το είχ ε αν τιλ ηφθεί μέχ ρι τώρα. Είχ ε επιτρέψ ει από πολ ύ ν ωρίς σ τη Νελ ν α ν ιώθει υπερβολ ικά άν ετα μαζί της. «Καταλ αβαίν ω», του είπε, «και ν α είσ τε σ ίγ ουρος πως από δω και πέρα θ’ αρχ ίσ ω ν α τηρώ τις αποσ τάσ εις μου και–» «Όχ ι, όχ ι», τη διέκοψ ε ο Στέρλ ιν γ κ, απλ ών ον τας το χ έρι του γ ια ν α τη σ ταματήσ ει. «Δ εν πρόκειται γ ι’ αυτό. Η ικαν ότητά μας ν α αγ απάμε είν αι αυτό που μας ξεχ ωρίζει απ’ τα ζώα, Τίλ ι. Θα χ αρώ πολ ύ ν α σ ’ αγ απήσ ει η Νελ . Κι είμαι σ ίγ ουρος πως θα σ ’ αγ απήσ ει. Είσ αι όλ α όσ α θέλ ει ν α γ ίν ει κι εκείν η μια μέρα: έξυπν η και κομψ ή». Η Τίλ ι ευχ ήθηκε μέσ α της ν α μην κοκκιν ίσ ει. «Ήθελ α απλ ώς ν α σ ου πω ότι…» άρχ ισ ε πάλ ι ο Στέρλ ιν γ κ. Σταμάτησ ε, σ αν ν α αν αζητούσ ε τις λ έξεις. «Η μητέρα της Νελ πέθαν ε μόλ ις πριν από έν α χ ρόν ο. Αν όν τως σ ’ αγ απήσ ει τελ ικά, μπορείς ν α μου υποσ χ εθείς ότι δεν θα φύγ εις πολ ύ σ ύν τομα; Είσ αι μια ν εαρή γ υν αίκα με πολ λ ά προσ όν τα και πολ λ οί θεωρούν το Νησ ί της Φωτιάς ως έν α ιδιαίτερα δυσ άρεσ το μέρος, τόσ ο απομον ωμέν ο, τόσ ο μακριά από τα πάν τα. Μπορείς ν α μου εγ γ υηθείς ότι θα μείν εις εδώ τουλ άχ ισ τον γ ια έν αν ολ όκλ ηρο χ ρόν ο;»
Τόσ ο απομον ωμέν ο, τόσ ο μακριά από τα πάν τα. Ακριβώς σ ε έν α τέτοιο μέρος έπρεπε ν α βρίσ κεται και η Τίλ ι. «Ναι, μπορώ ν α σ ας το εγ γ υηθώ, διευθυν τά». Εκείν ος χ αμογ έλ ασ ε επιτέλ ους, και το χ αμόγ ελ ο μεταμόρφωσ ε το πρόσ ωπό του. Μπορούσ ε τώρα ν α φαν τασ τεί πώς θα ήταν ως παιδί: με το πιγ ούν ι του άτριχ ο ακόμα και τη μύτη του γ εμάτη φακίδες. «Τότε, καλ ύτερα ν ’ αρχ ίσ εις ν α με φων άζεις Στέρλ ιν γ κ και ν α μου μιλ άς σ τον εν ικό», της είπε. ● Στις τέσ σ ερις η ώρα την Παρασ κευή, όταν η ζέσ τη σ το ν ησ ί είχ ε αρχ ίσ ει ν α μειών εται χ άρη σ τη θαλ ασ σ ιν ή αύρα και οι σ κιές είχ αν αρχ ίσ ει ν α μακραίν ουν , η Τίλ ι ολ οκλ ήρωσ ε τα μαθήματά της με τη Νελ γ ια εκείν η την εβδομάδα και πήγ ε σ το δωμάτιό της ν α αλ λ άξει ρούχ α. Φόρεσ ε έν α πρόχ ειρο φόρεμα, κατάλ λ ηλ ο γ ια κηπουρική. Ήταν περίεργ η ν α δει το μικρό κομμάτι γ ης που της είχ ε παραχ ωρήσ ει ο Στέρλ ιν γ κ και ν α σ κεφτεί τι θα μπορούσ ε ν α φυτέψ ει εκεί. Της είχ ε πει ότι η κρατούμεν η 1 35 εργ αζόταν τα απογ εύματα και τα βράδια, ώσ τε ν α αποφεύγ ει τον καυτό ήλ ιο. Έτσ ι, η
Τίλ ι κατέβηκε τα μπροσ τιν ά σ καλ οπάτια και προχ ώρησ ε σ τον μεγ άλ ο κήπο που εκτειν όταν μπροσ τά της γ ια ν α τη βρει.greekleech.info Τελ ικά, την είδε, γ ον ατισ μέν η σ την άκρη μιας σ ειράς από ορταν σ ίες, ν α ξεριζών ει αγ ριόχ ορτα. Φορούσ ε μια απλ ή λ ευκή μπλ ούζα και μια λ ευκή φούσ τα, που είχ αν λ εκιασ τεί από τη λ άσ πη και το γ ρασ ίδι. Στο πίσ ω μέρος των ρούχ ων της ήταν τυπωμέν ο κάτι με μαύρα γ ράμματα. Η Τίλ ι σ τάθηκε κι έμειν ε γ ια λ ίγ ο ν α την παρακολ ουθεί. Δ εν ήταν σ ίγ ουρη με ποιο τρόπο θα έπρεπε ν α την πλ ησ ιάσ ει. Και τότε, η γ υν αίκα σ ηκώθηκε και σ τράφηκε προς το μέρος της, σ αν ν α την είχ ε ακούσ ει ν α έρχ εται. Ήταν περίπου δεκαπέν τε ή είκοσ ι χ ρόν ια μεγ αλ ύτερη από την Τίλ ι. Τα σ κούρα μαλ λ ιά της είχ αν μερικές γ κρίζες τούφες και ήταν δεμέν α πίσ ω, σ ε έν αν αφρόν τισ το κότσ ο. Ήταν γ εροδεμέν η και ροδαλ ή, με μαύρα μάτια και βαριά φρύδια. Παρατηρούσ ε την Τίλ ι αν έκφρασ τη. Στο πρόσ ωπό της δεν υπήρχ ε ούτε χ αμόγ ελ ο καλ ωσ ορίσ ματος ούτε εχ θρικό σ υν οφρύωμα. «Καλ ησ πέρα…» είπε η Τίλ ι και σ ταμάτησ ε, καθώς της ήταν αδύν ατον ν α αποκαλ έσ ει τη γ υν αίκα με έν αν αριθμό. Έτσ ι, άφησ ε ατελ είωτη τη φράσ η της
και περίμεν ε. «Είσ τε η δεσ ποιν ίς Λεζέν ;» τη ρώτησ ε η γ υν αίκα. «Ναι». «Ο διευθυν τής είπε πως ίσ ως ν α ερχ όσ ασ τε. Ελ άτε ν α σ ας δείξω το κομμάτι του κήπου που σ ας ετοίμασ α». Της χ άρισ ε έν α αμυδρό χ αμόγ ελ ο και η Τίλ ι έν ιωσ ε την έν τασ η ν α φεύγ ει από τους ώμους της. Άρχ ισ ε ν α περπατάει δίπλ α σ τη φυλ ακισ μέν η. «Σ’ ευχ αρισ τώ πολ ύ. Εγ ώ… Κοίτα, ξέρω πως το όν ομά σ ου είν αι Χέτι. Αλ λ ά ξέρω και ότι πρέπει ν α σ ου απευθύν ομαι με το ν ούμερό σ ου…» «Να με λ έτε Χέτι. Με φων άζουν έτσ ι και κάποιοι απ’ τους φύλ ακες. Και ο εφημέριος πάν τα με φων άζει με τ’ όν ομά μου». «Εν τάξει. Σ’ ευχ αρισ τώ, Χέτι». «Ο διευθυν τής μου είπε πως λ ατρεύετε την κηπουρική». «Ηρεμώ όταν βάζω τα χ έρια μου μες σ το χ ώμα», αποκρίθηκε επιφυλ ακτικά η Τίλ ι, καθώς δεν ήξερε αν επιτρεπόταν ν α κουβεν τιάζει με την κρατούμεν η. Και ο Στέρλ ιν γ κ ήταν ξεκάθαρος: δεν έπρεπε ν α πιάσ ει φιλ ίες με τη Χέτι. «Συμφων ώ», απάν τησ ε με έμφασ η η Χέτι. «Αν δεν είχ α τον κήπο… Σίγ ουρα θα είχ α βυθισ τεί σ την
απελ πισ ία». Η Τίλ ι παρέμειν ε σ ιωπηλ ή, παρόλ ο που ήθελ ε ν α ρωτήσ ει έν α εκατομμύριο πράγ ματα. Τι έκαν ες, λ οιπόν ; Για ποιο λ όγ ο βρίσ κεσ αι εδώ; Πότε θα σ ε αφήσ ουν ν α επισ τρέψ εις σ το σ πίτι σ ου; Η Χέτι οδήγ ησ ε την Τίλ ι δίπλ α σ τα παρτέρια με τα τριαν τάφυλ λ α, σ ε μια γ ων ιά σ την πίσ ω πλ ευρά του κήπου. «Πρέπει, όμως, ν α το καθαρίσ ετε πρώτα. Μπορώ ν α σ ας βοηθήσ ω». Η έκτασ η ήταν τετράγ ων η κι οι πλ ευρές της είχ αν μήκος περίπου τρία μέτρα. Ήταν καλ υμμέν η με πολ υκαιρισ μέν α σ κουπίδια κήπου και αγ ριόχ ορτα. Μια σ υκιά με πλ ούσ ιο φύλ λ ωμα της εξασ φάλ ιζε αρκετή σ κιά, ώσ τε ν α μπορεί ν α εργ άζεται εκεί τα απογ εύματα χ ωρίς ν α φοβάται πως θα γ εμίσ ει φακίδες. Ήταν ακριβώς σ την άκρη του γ κρεμού, κι έτσ ι θα μπορούσ ε ν α ν ιώθει τη θαλ ασ σ ιν ή αύρα και ν α ρεμβάζει ατεν ίζον τας τα χ ωράφια και τον όρμο. Η καρδιά της αν απήδησ ε σ τη σ κέψ η πως ίσ ως και ν α έβρισ κε λ ίγ η ευτυχ ία εκεί πέρα. «Πολ ύ φοβάμαι πως χ ρησ ιμοποιούσ α αυτό το μέρος σ αν σ κουπιδότοπο όποτε κλ άδευα. Μπορούμε, όμως, ν α τα ρίξουμε όλ α αυτά πίσ ω από εκείν ους τους θάμν ους, γ ια ν α μη φαίν ον ται.
Έτσ ι, αυτή θα είν αι η δική σ ας μικρή γ ων ιά σ τον κήπο». «Σ’ ευχ αρισ τώ πάρα πολ ύ», είπε η Τίλ ι. «Μην ευχ αρισ τείτε εμέν α αλ λ ά το διευθυν τή». Η Τίλ ι κοίταξε πάλ ι προς την κατεύθυν σ η του σ πιτιού. Από εκείν ο το σ ημείο, μπορούσ ε ν α δει μόν ο τη σ κεπή πάν ω από τα δέν τρα και τους φράχ τες από θάμν ους. Εδώ, θα μπορούσ ε ν α αποσ ύρεται και ν α απομακρύν εται κάποιες φορές από τη Νελ , όποτε έν ιωθε την αν άγ κη ν α μείν ει μόν η και ν α ηρεμήσ ει. Όπως και η Χέτι, έτσ ι κι εκείν η θα κατάφερν ε ν α μη βυθισ τεί σ την απελ πισ ία χ άρη σ την εν ασ χ όλ ησ ή της με τον κήπο. «Σ’ ευχ αρισ τώ που προσ φέρθηκες ν α με βοηθήσ εις», της είπε η Τίλ ι, «όμως θέλ ω πολ ύ ν ’ ασ χ ολ ηθώ μόν η μου μ’ αυτή τη δουλ ειά. Προτιμάω ν α μην είμαι αν αγ κασ μέν η ν α μιλ άω με κάποιον , χ ρειάζομαι ν α μέν ω μόν η μου με τις σ κέψ εις μου…» «Καταλ αβαίν ω», είπε η Χέτι με έν α χ αμόγ ελ ο. Το σ τόμα της ήταν πολ ύ μικρό και το χ αμόγ ελ ό της σ χ εδόν τίποτα περισ σ ότερο από έν α αν επαίσ θητο αν ασ ήκωμα σ τις γ ων ίες των χ ειλ ιών της. Τα μάτια της, όμως, ήταν ευγ εν ικά. «Θα είμαι εδώ, πάν τως, αν θέλ ετε οποιαδήποτε βοήθεια. Και, όταν χ ρειάζεται, μπορώ ν α δουλ εύω χ ωρίς ν α μιλ άω». Η
Χέτι έκαν ε μεταβολ ή κι εξαφαν ίσ τηκε αν άμεσ α σ τους θάμν ους. Η Τίλ ι σ τάθηκε γ ια λ ίγ ο και σ κέφτηκε τη δουλ ειά που έπρεπε ν α γ ίν ει εκεί. Είχ ε υποσ χ εθεί σ τον Στέρλ ιν γ κ πως θα έμεν ε τουλ άχ ισ τον έν α χ ρόν ο. Είχ ε αρκετό καιρό μπροσ τά της γ ια ν α καθαρίσ ει και ν α αν ακατέψ ει το χ ώμα και ν α φυτέψ ει και ν α φρον τίσ ει τα φυτά της. Μες σ την απογ ευματιν ή δροσ ιά, πήρε το δρόμο της επισ τροφής προς το σ πίτι, αλ λ ά σ τα μισ ά της διαδρομής έπεσ ε πάν ω σ τη Νελ που ερχ όταν από την άλ λ η πλ ευρά. «Α, ν αι ’σ αι, επιτέλ ους!» αν αφών ησ ε η Νελ . «Αν αρωτιόμουν πού μπορεί ν α βρισ κόσ ουν ». «Ο πατέρας σ ου μου παραχ ώρησ ε μια έκτασ η σ τον κήπο». «Μπορώ ν α τη δω;» «Έλ α μαζί μου». Η Νελ φλ υαρούσ ε άσ κοπα καθώς προχ ωρούσ αν κι έπειτα σ τάθηκε ν α κοιτάξει τη μικρή έκτασ η με μεγ άλ ο εν διαφέρον . «Μα θέλ ει πολ λ ή δουλ ειά…» «Δ εν με ν οιάζει. Μ’ αρέσ ει η δουλ ειά σ τον κήπο». «Μπορώ ν α σ ε βοηθήσ ω κι εγ ώ». Η Τίλ ι πήρε μια βαθιά αν άσ α. Το περίμεν ε αυτό. «Νελ , ξέρεις πώς είν αι όταν διαβάζεις έν α υπέροχ ο βιβλ ίο και σ ου αρέσ ει ν α φαν τάζεσ αι ότι ο κόσ μος
έχ ει εξαφαν ισ τεί και ταράζεσ αι τρομερά αν κάποιος σ ου μιλ ήσ ει ή σ ε διακόψ ει εκείν η τη σ τιγ μή;» Η Νελ την κοίταξε με μεγ άλ α, λ υπημέν α μάτια. «Α… Κατάλ αβα». «Θα περν άμε ακόμα καλ ύτερα μαζί αν έχ ω και λ ίγ ο χ ρόν ο γ ια τον εαυτό μου σ το τέλ ος της μέρας». Η Νελ πήρε μια έκφρασ η αποφασ ισ τικότητας. «Έχ εις απόλ υτο δίκιο. Εξάλ λ ου, κι εγ ώ πρέπει ν α αφιερώσ ω περισ σ ότερο χ ρόν ο σ το επικό μου ποίημα, αλ λ ιώς δεν πρόκειται ποτέ ν α σ ώσ ω τον Πρίγ κιπα Κλ αύδιο από το Τέρας της Φωτιάς». «Σίγ ουρα. Και αν υπομον ώ ν α δω πώς θα γ λ ιτώσ ει τελ ικά». «Κι αν χ ρειασ τεί, μπορείς ν α ζητήσ εις κι από την 1 35 ν α σ ε βοηθήσ ει. Δ εν υπάρχ ει λ όγ ος ν α τη φοβάσ αι, εγ ώ ξέρω τι–» Εκείν η τη σ τιγ μή, σ ηκώθηκε έν ας δυν ατός άν εμος που σ φύριξε αν άμεσ α σ τις κορφές των δέν τρων και χ αλ άρωσ ε τις πλ εξούδες της Τίλ ι. Η Νελ σ ήκωσ ε τα μάτια της σ τον ουραν ό. «Έρχ εται κι άλ λ η καταιγ ίδα», είπε. Η Τίλ ι, όμως, δεν ήθελ ε ν α αλ λ άξουν θέμα. «Τι ετοιμαζόσ ουν ν α πεις; Είπες ότι ήξερες τι…;» Η Νελ ακούμπησ ε τα δάχ τυλ ά της σ τα χ είλ ια της. «Ίσ ως δεν έπρεπε ν α πω τίποτα. Κι αν θυμώσ εις
και το πεις σ τον μπαμπά;» Η Τίλ ι κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι της και έγ ειρε προς το αυτί της Νελ . «Θέλ ω ν α μάθω». Η Νελ έσ τρεψ ε το κεφάλ ι της και σ υν άν τησ ε το βλ έμμα της Τίλ ι. «Ξέρω τι λ έν ε γ ια τη Χέτι. Λέν ε πως δεν θα διαπράξει ποτέ ξαν ά το ίδιο έγ κλ ημα. Δ εν μπορεί ν α διαπράξει το ίδιο έγ κλ ημα». «Γιατί; Τι ήταν αυτό που έκαν ε;» Η Νελ σ υν έχ ισ ε ν α την κοιτάζει, χ ωρίς ν α αν οιγ οκλ είν ει τα βλ έφαρα. Έπειτα, ψ ιθύρισ ε: «Σκότωσ ε τον άν τρα της».
1 5 - Βραδιν ή Συζήτηση
Η Τίλ ι έκλ εισ ε πίσ ω της την πόρτα της μικρής πέτριν ης εκκλ ησ ίας, αφήν ον τας έξω τον λ αμπερό ήλ ιο, την υγ ρασ ία και τη ζέσ τη. Τις τελ ευταίες δύο μέρες, το υποτροπικό καλ οκαίρι έδειχ ν ε την αγ ριάδα του. Η υγ ρή ζέσ τη κολ λ ούσ ε κάτω από τα μπράτσ α της και αν άμεσ α σ τα σ τήθη της, κόμποι ιδρώτα σ χ ηματίζον ταν κάτω από τη γ ραμμή των μαλ λ ιών της, και αυτό που λ αχ ταρούσ ε περισ σ ότερο από οτιδήποτε άλ λ ο ήταν ν α βγ άλ ει το φόρεμά της και το μεσ οφόρι της και ν α καθίσ ει ακίν ητη σ ε έν α δροσ ερό μέρος. Δ εν τους είχ ε δοθεί ούτε η αν άπαυλ α μιας βραδιν ής καταιγ ίδας. Δ εν είχ ε πια την παραμικρή διάθεσ η ν α εργ ασ τεί σ τον κήπο – αρρώσ ταιν ε και μόν ο σ τη σ κέψ η ότι θα έκαν ε μια βαριά χ ειρων ακτική εργ ασ ία κάτω από τέτοιες σ υν θήκες. Αν τί γ ι’ αυτό, είχ ε ράψ ει δύο ν υχ τικά, λ επτά και χ ωρίς μαν ίκια, γ ια ν α τα φοράει όταν πλ άγ ιαζε σ το κρεβάτι της τα βράδια. Κι έμεν ε ξαπλ ωμέν η, χ ωρίς ν α κοιμάται, πάν ω από τα σ κεπάσ ματα. Με το παράθυρο αν οιχ τό, πάλ ευε με τα κουν ούπια που κατόρθων αν ν α τρυπώσ ουν πότε πότε κάτω από την κουν ουπιέρα. Η Νελ την
είχ ε διαβεβαιώσ ει πως η ζέσ τη δεν θα διαρκούσ ε γ ια πάν τα και πώς το μόν ο που χ ρειάζον ταν ήταν μια αλ λ αγ ή από τα ν οτιοαν ατολ ικά, η οποία θα έφερν ε σ τα μέρη τους το δροσ ερό αεράκι του ωκεαν ού. Στο μεταξύ, όμως, η Τίλ ι έλ ιων ε από τον καύσ ων α. Κι έτσ ι, έν ιωσ ε αν ακούφισ η με τη δροσ ιά που υπήρχ ε μες σ το εκκλ ησ άκι. Προχ ώρησ ε σ το διάδρομο αν άμεσ α σ τα ξύλ ιν α σ τασ ίδια και κάθισ ε σ ε έν α από τα μπροσ τιν ά. Πολ υκαιρισ μέν ος αέρας και μυρωδιά λ ουσ τραρισ μέν ου ξύλ ου. Έν α μικρό παράθυρο άφην ε ν α τρυπών ει μέσ α μια ηλ ιαχ τίδα. Έσ κυψ ε το κεφάλ ι της, έν ωσ ε τα χ έρια της και προσ ευχ ήθηκε, όπως έκαν ε κάθε μέρα από τότε που η Νελ της είχ ε αποκαλ ύψ ει ποιο ήταν το έγ κλ ημα της Χέτι. Συγ χ ώρεσέ με, Πατέρα. Συγ χ ώρεσέ με γ ι’ αυτό που έκαν α στον άν τρα μου. Δ εν ήξ ερα πως θα πέθαιν ε. Δ εν ήταν αν αμάρτητος. Όμως, Εσύ έπρεπε ν α αποφασίσεις γ ια την τιμωρία του, όχ ι εγ ώ. Λυπάμαι τόσο πολ ύ. Συγ χ ώρεσέ με. Αν ασ ήκωσ ε το κεφάλ ι της και κοίταξε την εικόν α του Εσ ταυρωμέν ου σ τον τοίχ ο πίσ ω από το αν αλ όγ ιο. «Συγ χ ώρεσ έ με», είπε δυν ατά. Κάποιος ξερόβηξε πίσ ω της και η Τίλ ι σ τράφηκε
απότομα. Μέχ ρι εκείν η τη σ τιγ μή, όποτε έμπαιν ε σ το εκκλ ησ άκι, ήταν μόν η της, όμως αυτή τη φορά έν ας ψ ηλ ός, πλ αδαρός άν τρας σ τεκόταν σ το διάδρομο και την κοίταζε με περιέργ εια. Τα μαλ λ ιά του ήταν ολ όλ ευκα, το δέρμα του είχ ε ακριβώς το χ ρώμα του παραβρασ μέν ου ζυμαρικού και γ υάλ ιζε από τον ιδρώτα. «Χαίρετε», του είπε και σ ηκώθηκε, με τις φλ έβες του λ αιμού της ν α πάλ λ ον ται από την εν οχ ή. «Δ εν ήξερα πως ήταν κάποιος εδώ». «Μόλ ις μπήκα. Δ εν μ’ ακούσ ατε;» Κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι της. Ήταν πολ ύ βυθισ μέν η σ τις τύψ εις της γ ια ν α δώσ ει σ ημασ ία σ ε οτιδήποτε άλ λ ο. Την κοίταξε, και η έκφρασ ή του ήταν σ υγ χ ρόν ως αλ αζον ική και άπλ ησ τη, καθώς το βλ έμμα του κατέβαιν ε από τα μαλ λ ιά της ως τη μέσ η της κι έπειτα αν έβαιν ε πάλ ι σ το πρόσ ωπό της. «Δ εν ήθελ α ν α σ ας τρομάξω. Είμαι ο κύριος Μπάρτον , ο εφημέριος». «Κι εγ ώ είμαι η δεσ ποιν ίς Λεζέν . Η γ κουβερν άν τα της Έλ εν ορ». Στα μάτια του εμφαν ίσ τηκε μια λ άμψ η, σ αν κάτι ν α θυμήθηκε. «Α, βέβαια. Η γ κουβερν άν τα. Αν αρωτιόμουν πότε θα σ ας σ υν αν τούσ α».
Προχ ώρησ ε σ το διάδρομο, με το χ έρι του τεν τωμέν ο. Η Τίλ ι του έδωσ ε το δικό της κι εκείν ος το έφερε σ το σ τόμα του γ ια ν α το φιλ ήσ ει. Τα χ είλ ια του ήταν πολ ύ υγ ρά, και τα πίεσ ε πάν ω σ τα δάχ τυλ ά της γ ια περισ σ ότερη ώρα απ’ όσ η υπαγ όρευαν οι καν όν ες ευγ εν είας. Η Τίλ ι ίσ ιωσ ε τους ώμους της γ ια ν α σ υγ κρατηθεί και ν α μην αν ατριχ ιάσ ει από την αποσ τροφή που έν ιωσ ε. Μόλ ις ελ ευθερώθηκε από το άγ γ ιγ μά του, έπλ εξε τα χ έρια της και τα έκρυψ ε πίσ ω από την πλ άτη της. «Θα μπορούσ α ν α σ ας ρωτήσ ω…;» «Απλ ώς προσ ευχ όμουν », του αποκρίθηκε, ελ πίζον τας ότι δεν θα την πίεζε περισ σ ότερο. «Σας άκουσ α ν α λ έτε “Συγ χ ώρεσ έ με”». «Ναι, ξέρετε…» Η Τίλ ι κοίταξε πίσ ω της, τον Εσ ταυρωμέν ο, που είχ ε το λ υπημέν ο βλ έμμα του σ τραμμέν ο σ τον ουραν ό. Άραγ ε, ο Τζάσ περ βρισ κόταν τώρα εκεί, σ τον ουραν ό, σ τον παράδεισ ο; Σκέφτηκε τον παράδεισ ο μια σ τιγ μή πριν πεθάν ει ή πάλ ευε μέχ ρι την τελ ευταία του πν οή με τον καπν ό και τη ζέσ τη και τα τραύματά του από την πτώσ η του μέσ α από τα γ υαλ ιά; Έσ τρεψ ε πάλ ι το πρόσ ωπό της σ τον κύριο Μπάρτον , ελ πίζον τας πως η φρίκη που έν ιωθε δεν καθρεφτιζόταν σ το πρόσ ωπό της. «Δ εν μπορώ ν α
ελ έγ ξω εύκολ α το θυμό μου», σ υν έχ ισ ε τη φράσ η της. «Το πρωί, θύμωσ α τόσ ο πολ ύ όταν σ κόν ταψ α πάν ω σ τη βούρτσ α των μαλ λ ιών μου που είχ ε πέσ ει κάτω, ώσ τε την πέταξα με δύν αμη σ τον καθρέφτη μου και τον έσ πασ α. Ήταν τόσ ο παιδιάσ τικη η σ υμπεριφορά μου… Προσ εύχ ομαι ν α μπορέσ ω ν α βελ τιώσ ω τον εαυτό μου». Η Τίλ ι αν αθεμάτισ ε από μέσ α της τον εαυτό της γ ι’ αυτή την τόσ ο αν όητη και διόλ ου πεισ τική ισ τορία. Και σ ίγ ουρα δεν ήθελ ε ν α την ξέρουν όλ οι σ το ν ησ ί σ αν την υσ τερική που πετάει βούρτσ ες μαλ λ ιών . Ακόμα κι αν είχ ε καταλ άβει πως του έλ εγ ε ψ έματα, ο εφημέριος δεν το έδειξε. «Είν αι πολ ύ καλ ό ν α προσ παθεί καν είς ν α βελ τιώσ ει τον εαυτό του. Ειδικά αν είν αι ιδιαίτερα ν ευρικός. Και αρκετά απρόσ εκτος ώσ τε ν ’ αφήν ει τη βούρτσ α των μαλ λ ιών του σ το πάτωμα». Η Τίλ ι εξαγ ριώθηκε που τον άκουσ ε ν α τη χ αρακτηρίζει «απρόσ εκτη», παρόλ ο που η ίδια είχ ε μόλ ις παραδεχ τεί μπροσ τά του πόσ ο αν όητα είχ ε σ υμπεριφερθεί. «Είσ τε πάν τα καλ οδεχ ούμεν η σ την εκκλ ησ ία. Για ν α προσ ευχ ηθείτε, ν α σ κεφτείτε ή και ν α ξεφύγ ετε από τη ζέσ τη». Χαμογ έλ ασ ε με έν α ύφος που έδειχ ν ε πως καταλ άβαιν ε, και αυτή η έκφρασ η της
αν όητης αυταρέσ κειας επέσ τρεψ ε ξαν ά σ το πρόσ ωπό του. «Θα είν αι πάν τα μεγ άλ η μου χ αρά ν α σ ας βλ έπω εδώ». Η Τίλ ι έν ιωθε πολ ύ άβολ α. Το πρόσ ωπό της έκαιγ ε, και δεν έφταιγ ε η ζέσ τη. Άραγ ε, η λ αίμαργ η λ άμψ η και η ερωτική επιθυμία που έβλ επε σ τα μάτια του ήταν παιχ ν ίδι της φαν τασ ίας της; «Λοιπόν ; Θα έρθετε την Κυριακή σ τη λ ειτουργ ία;» «Φαν τάζομαι πως θα έρθω μαζί με την Έλ εν ορ και τον πατέρα της», του απάν τησ ε. Εκείν ος έγ ν εψ ε, με έν α σ τραβό χ αμόγ ελ ο σ τα χ είλ ια του. «Πολ ύ καλ ά. Και τώρα, έχ ω κάποιες υποθέσ εις ν α τακτοποιήσ ω, γ ι’ αυτό θα πρέπει ν α με σ υγ χ ωρέσ ετε…» Της έτειν ε πάλ ι το χ έρι του. Η Τίλ ι σ κέφτηκε τα υγ ρά χ είλ ια του, την άπλ ησ τη έκφρασ ή του, και δίπλ ωσ ε τα χ έρια της πίσ ω από την πλ άτη της. «Χαίρετε», του είπε. Το χ έρι του περίμεν ε γ ια έν α, δύο αμήχ αν α δευτερόλ επτα. Έπειτα, με τα χ είλ ια του τόσ ο σ φιγ μέν α που άσ πρισ αν , κατέβασ ε το χ έρι του, της έγ ν εψ ε απότομα κι έφυγ ε. Η Τίλ ι κάθισ ε ξαν ά σ το σ τασ ίδι της κι έγ ειρε πίσ ω την πλ άτη της. Θα έπρεπε σ το εξής ν α κρύβει πολ ύ πιο προσ εκτικά τα αισ θήματα εν οχ ής της, αν ήθελ ε
ν α κρύψ ει και την αιτία που τα προκαλ ούσ ε. ● Αργ ά το βράδυ του Σαββάτου, ο καιρός άλ λ αξε και δρόσ ισ ε, όπως ακριβώς το είχ ε προβλ έψ ει η Νελ . Η Τίλ ι είχ ε αφήσ ει το παράθυρό της αν οιχ τό, κι έτσ ι έν ιωσ ε και άκουσ ε ξεκάθαρα τη μεταβολ ή των καιρικών σ υν θηκών : το θόρυβο από τα κλ αδιά των φοιν ικιών που όλ ο και δυν άμων ε, το θρόισ μα των φύλ λ ων σ τις γ ιγ άν τιες σ υκιές, τις ριπές του δροσ ερού κι ευχ άρισ του αν έμου που τρύπωσ αν σ το δωμάτιο. Σηκώθηκε, προχ ώρησ ε ως το παράθυρο κι έγ ειρε προς τα έξω το κορμί της όσ ο πιο πολ ύ μπορούσ ε, αφήν ον τας τη δροσ ερή θαλ ασ σ ιν ή αύρα ν α την αγ γ ίξει, ν α σ τεγ ν ώσ ει τον ιδρώτα πάν ω σ το δέρμα της και ν α κάν ει τα γ υμν ά μπράτσ α της ν α αν ατριχ ιάσ ουν . Τότε, έν ας απαλ ός θόρυβος τράβηξε την προσ οχ ή της. Στράφηκε και είδε τον Στέρλ ιν γ κ ν α κατεβαίν ει τα σ καλ οπάτια της βεράν τας χ ωρίς το πουκάμισ ό του, φορών τας μόν ο το μακρύ εσ ώρουχ ό του. Σίγ ουρα τον είχ ε ξυπν ήσ ει κι εκείν ον η αλ λ αγ ή του καιρού και είχ ε βγ ει έξω γ ια ν α την απολ αύσ ει. Όταν τον είδε έτσ ι μισ όγ υμν ο, η
Τίλ ι αν ασ τατώθηκε τόσ ο πολ ύ, που πάγ ωσ ε σ τη θέσ η της. Παρατήρησ ε το σ χ ήμα των ώμων του, τα μπράτσ α του, τη δυν ατή και μυώδη πλ άτη του. Έν ιωσ ε και πάλ ι ν α κοκκιν ίζει από τη ζέσ τη που την κατέκλ υσ ε κι έπειτα σ υν ειδητοποίησ ε πως έπρεπε ν α απομακρυν θεί από το παράθυρο, αν δεν ήθελ ε ν α τη δει κι εκείν ος με μια αμφίεσ η αν άλ ογ η με τη δική του. Αποτραβήχ τηκε και κατέβασ ε το ρολ ό. Στη βιασ ύν η της, όμως, έχ ασ ε τον έλ εγ χ ο των κιν ήσ εών της και το ρολ ό της ξέφυγ ε και έκλ εισ ε με πάταγ ο. Η Τίλ ι ρίχ τηκε σ το κρεβάτι της κι έκρυψ ε το πρόσ ωπό της μες σ το μαλ ακό βαμβακερό μαξιλ άρι της, γ ια ν α πν ίξει εκεί την αμηχ αν ία και το γ έλ ιο της. ● Το προσ ωπικό των φυλ ακών παρακολ ουθούσ ε πάν τα την κυριακάτικη λ ειτουργ ία σ τη μικρή εκκλ ησ ία. Οι κρατούμεν οι παρακολ ουθούσ αν αργ ότερα μια ξεχ ωρισ τή λ ειτουργ ία, κλ εισ μέν οι και κλ ειδωμέν οι σ το προαύλ ιο της φυλ ακής. Η Τίλ ι καθόταν σ τα μπροσ τιν ά σ τασ ίδια, δίπλ α σ τη Νελ ,
που της κρατούσ ε το χ έρι και φλ υαρούσ ε ακατάπαυσ τα όσ η ώρα η εκκλ ησ ία γ έμιζε με δεσ μοφύλ ακες και διοικητικούς υπαλ λ ήλ ους και αποθηκάρ ιους και επιτηρητές. Τελ ικά, κατέφτασ ε και ο Στέρλ ιν γ κ και κάθισ ε κι αυτός δίπλ α σ τη Νελ , από την άλ λ η πλ ευρά. Η Τίλ ι δεν τον είχ ε σ υν αν τήσ ει από το προηγ ούμεν ο βράδυ που τον είχ ε δει σ τη βεράν τα. Απέφευγ ε ν α τον κοιτάξει σ τα μάτια, καθώς φοβόταν ότι εκείν ος θα καταλ άβαιν ε πως τον είχ ε δει μισ όγ υμν ο. Τώρα, φορούσ ε έν α πουκάμισ ο κουμπωμέν ο ως πάν ω, το παν τελ όν ι του και έν α μον όπετο τουίν τ σ ακάκι. Τη σ τιγ μή που ο Στέρλ ιν γ κ καθόταν δίπλ α σ την κόρη του, μια αν επαίσ θητη μυρωδιά σ απουν ιού έφτασ ε ως την Τίλ ι. Άρα, είχ ε κάν ει μπάν ιο το πρωί. Η σ κέψ η καρφώθηκε σ το μυαλ ό της και δεν έλ εγ ε ν α φύγ ει. Το δέρμα του, το ζεσ τό ν ερό, το σ απούν ι. Αυτές οι εικόν ες την είχ αν αποσ πάσ ει τόσ ο πολ ύ, ώσ τε δεν άκουσ ε τη Νελ που της έκαν ε μια ερώτησ η. «Με… με σ υγ χ ωρείς, ήμουν αφηρημέν η». «Έλ εγ α πως αυτή η εκκλ ησ ία ήταν κάποτε το σ χ ολ είο μας και αν αρωτιόμουν μήπως θα προτιμούσ ες ν α κάν αμε εδώ τα μαθήματά μας το καλ οκαίρι, επειδή έχ ει πολ ύ περισ σ ότερη δροσ ιά.
Και πάν ω, από τη σ κεπή, έχ ει πολ ύ ωραία θέα όταν έρχ ον ται οι φάλ αιν ες. Μπορείς ν α αν εβείς μόν ο αν ξέρεις τη μυσ τική σ κάλ α σ την οροφή». «Μυσ τική σ κάλ α; Δ εν μου ακούγ εται και πολ ύ ασ φαλ ές». «Είν αι μια χ αρά, δεν υπάρχ ει καν έν ας κίν δυν ος. Ο Μπέρτι Ράν τολ φ κι εγ ώ είχ αμε κρυφτεί γ ια δύο ώρες εκεί πάν ω από τη μητέρα του, τότε που ήταν έξαλ λ η επειδή την είχ α διορθώσ ει σ την ορθογ ραφία της. Είν αι μια ιδαν ική κρυψ ών α». Στράφηκε σ τον ξύλ ιν ο γ άτο της, ο οποίος βρισ κόταν μέσ α σ ε μια πλ εκτή τσ άν τα που κρεμόταν από τον ώμο της. «Έτσ ι δεν είν αι, γ ατούλ η;» «Όχ ι, όχ ι. Προτιμώ ν α είμασ τε δίπλ α σ τα βιβλ ία μας. Εξάλ λ ου, όταν αν οίγ ουμε την πόρτα και τα παράθυρα της βιβλ ιοθήκης γ ια ν α μπαίν ει η θαλ ασ σ ιν ή αύρα, τα πράγ ματα δεν είν αι και τόσ ο άσ χ ημα. Και αυτό, βέβαια, σ ημαίν ει πως δεν θα έχ εις μέρος ν α κρυφτείς ώσ τε ν ’ αποφύγ εις το κέν τημα». «Εν τάξει. Είμασ τε σ ύμφων ες», είπε η Νελ κι έγ ν εψ ε καταφατικά. Ο Στέρλ ιν γ κ κοίταξε την Τίλ ι πάν ω από το κεφάλ ι της Νελ και της χ αμογ έλ ασ ε ευγ εν ικά. Του
αν ταπέδωσ ε το χ αμόγ ελ ο, όμως ήταν πολ ύ αν ασ τατωμέν η από τις παρεκτροπές της φαν τασ ίας της γ ια ν α μπορέσ ει ν α τον κοιτάξει σ τα μάτια. Έσ τρεψ ε το βλ έμμα της αλ λ ού και, γ ια καλ ή της τύχ η, εκείν η τη σ τιγ μή ο κύριος Μπάρτον ήρθε ν α πάρει τη θέσ η του σ το μπροσ τιν ό μέρος της εκκλ ησ ίας, πίσ ω από έν α ετοιμόρροπο ξύλ ιν ο αν αλ όγ ιο. Άρχ ισ ε το κήρυγ μά του, και η Τίλ ι προσ πάθησ ε σ κλ ηρά ν α σ υγ κεν τρωθεί σ τα λ όγ ια του, ώσ τε ν α μην αφήσ ει πάλ ι τη φαν τασ ία της ν α τρέχ ει. Δ εν χ ρειάσ τηκαν περισ σ ότερα από λ ίγ α λ επτά γ ια ν α σ υν ειδητοποιήσ ει πως το κήρυγ μα αφορούσ ε την ίδια. «Σήμερα, θέλ ω ν α σ ας μιλ ήσ ω γ ια το θυμό», έλ εγ ε ο εφημέριος. «Και πιο σ υγ κεκριμέν α, γ ια το θυμό που μας κάν ει ν α χ άν ουμε τον αυτοέλ εγ χ ό μας και ν α φων άζουμε ή ν α πετάμε αν τικείμεν α ή ν α σ υμπεριφερόμασ τε με άλ λ ους απρεπείς τρόπους. Θυμηθείτε όλ οι τι λ έν ε οι Γραφές: “Όπως μια πόλ η που έχ ει τα τείχ η της κρημν ισ μέν α, και μέν ει κατ' ουσ ία ατείχ ισ τη, είν αι εκτεθειμέν η και πρόχ ειρη σ τους εχ θρούς, έτσ ι και έν ας άν θρωπος που πράττει κάτι χ ωρίς προηγ ουμέν ως ν α εξετάσ ει και ν α σ κεφτεί, γ ίν εται γ ελ οίος σ τους άλ λ ους”. Όταν
χ άν ετε την ψ υχ ραιμία σ ας, είσ τε ευάλ ωτοι. Δ εν μπορείτε ποτέ ν α είσ τε σ ίγ ουροι τι θα ακολ ουθήσ ει. “Γιατί η οργ ή του αν θρώπου δεν εργ άζεται μέσ α εις αυτόν δικαιοσ ύν η Θεού”». Στην αρχ ή, η Τίλ ι σ κέφτηκε πως η σ υν άν τησ ή τους σ την εκκλ ησ ία είχ ε δώσ ει σ τον εφημέριο την ιδέα ν α κάν ει έν α τέτοιο κήρυγ μα, κι αυτό ήταν κάτι που ίσ ως θα μπορούσ ε ν α το δεχ τεί. Όσ ο το κήρυγ μα προχ ωρούσ ε, όμως, η αν αφορά γ ιν όταν πιο σ υγ κεκριμέν η και ο τόν ος του όλ ο και πιο επικριτικός. «Μια γ υν αίκα, μάλ ισ τα, πρέπει ν α είν αι ακόμα πιο προσ εκτική, καθώς το γ υν αικείο μυαλ ό έχ ει την τάσ η ν α κατακλ ύζεται από μηδαμιν ά και ασ ήμαν τα πράγ ματα. Και σ υμβαίν ει σ υχ ν ά αυτές που θεωρούν τον εαυτό τους έξυπν ο ή μορφωμέν ο ή αν ώτερο από τους άλ λ ους, και ειδικά αν ώτερο από τους άν τρες, ν α είν αι και οι πιο επιρρεπείς σ την απώλ εια του αυτοελ έγ χ ου. Είν αι πολ ύ θλ ιβερό και δυσ άρεσ το πράγ μα ν α παρασ ύρεται μια γ υν αίκα από βίαιες εκρήξεις θυμού». Η Τίλ ι είδε το χ έρι του Στέρλ ιν γ κ ν α αν αζητάει αυτό της Νελ κι έπειτα ν α το πιάν ει και ν α το σ φίγ γ ει ελ αφρά. Έν ιωσ ε μια φωτιά ν α αν εβαίν ει από τα σ ωθικά της. Πώς τολ μούσ ε εκείν ος ο
άν θρωπος; Μες σ το χ ώρο της εκκλ ησ ίας, υπήρχ αν μον άχ α δύο γ υν αίκες: η ίδια και η Νελ . Και η αλ ήθεια είν αι πως από τις δυο τους μόν ο η Τίλ ι μπορούσ ε ν α θεωρηθεί γ υν αίκα. Το κήρυγ μα ήταν μια δημόσ ια διαπόμπευσ η. Το μόν ο που μπορούσ ε ν α κάν ει ήταν ν α μείν ει καθισ μέν η σ το σ κλ ηρό ξύλ ιν ο σ τασ ίδι της και ν α σ υγ κρατήσ ει τον εαυτό της, γ ια ν α μην πηδήξει καταπάν ω του και του βάλ ει τις φων ές. Ναι, αυτή ήταν από μόν η της μια άσ κησ η ψ υχ ραιμίας. Αφού τελ είωσ ε με το κήρυγ μα, ο εφημέριος τους ζήτησ ε ν α κάν ουν μια ομαδική προσ ευχ ή γ ια τη μητέρα εν ός από τους δεσ μοφύλ ακες, που ήταν άρρωσ τη. Η Τίλ ι είχ ε σ κυμμέν ο το κεφάλ ι της πάν ω από τα εν ωμέν α χ έρια της. Το πρόσ ωπό της έκαιγ ε. Κράτησ ε το κεφάλ ι της σ κυμμέν ο ακόμα και όταν η προσ ευχ ή είχ ε τελ ειώσ ει, ώσ τε ν α μην μπορεί καν είς ν α δει την αν ασ τάτωσ ή της. Επιτέλ ους, η πρωιν ή λ ειτουργ ία τελ είωσ ε. Η Νελ σ ηκώθηκε και είπε «Ευτυχ ώς!», όμως ο Στέρλ ιν γ κ δεν κουν ήθηκε από τη θέσ η του. «Εσ είς οι δύο προχ ωρήσ τε προς το σ πίτι», είπε. «Εγ ώ θέλ ω ν α μιλ ήσ ω λ ίγ ο με τον κύριο Μπάρτον ». Η Τίλ ι έν ιωσ ε την καρδιά της ν α βουλ ιάζει. Γιατί
σ ίγ ουρα ο Στέρλ ιν γ κ θα ήθελ ε ν α ρωτήσ ει τον εφημέριο σ χ ετικά με το κήρυγ μά του. Και τότε, εκείν ος θα του μετέφερε τη γ ελ οία ισ τορία της Τίλ ι, που είχ ε ισ χ υρισ τεί πως έχ ασ ε την ψ υχ ραιμία της επειδή σ κόν ταψ ε σ ε μια βούρτσ α. Ο Στέρλ ιν γ κ σ ίγ ουρα θα τη θεωρούσ ε τρελ ή. Η Νελ την έπιασ ε από το χ έρι και την τράβηξε έξω, σ την πρωιν ή λ ιακάδα. «Πισ τεύεις πως έχ ει δίκιο ο εφημέριος, Τίλ ι;» τη ρώτησ ε, καθώς διέσ χ ιζαν τη μεγ άλ η έκτασ η με το γ ρασ ίδι γ ια ν α ξαν αβγ ούν σ το χ ωματόδρομο. Οι άν τρες του προσ ωπικού των φυλ ακών έφευγ αν προς διαφορετικές κατευθύν σ εις ο καθέν ας. «Πισ τεύεις πως το μυαλ ό των γ υν αικών κατακλ ύζεται από μηδαμιν ά και ασ ήμαν τα πράγ ματα;» «Όχ ι, δεν πισ τεύω πως έχ ει δίκιο», είπε με έν τον ο ύφος η Τίλ ι. «Πισ τεύω, μάλ ισ τα, πως έχ ει απόλ υτο άδικο και πως τα μηδαμιν ά και τα ασ ήμαν τα μπορεί ν α απασ χ ολ ούν τη σ κέψ η αν θρώπων και των δύο φύλ ων . Και δεν θεωρώ ότι οι άν τρες και οι γ υν αίκες διαφέρουν τόσ ο πολ ύ κατά βάθος». «Συμφων ώ μαζί σ ου. Απόλ υτα», είπε η Νελ . Η Τίλ ι κοίταξε πάν ω από τον ώμο της. «Υ ποθέτω,
όμως, πως δεν θα έπρεπε ν α μιλ άω έτσ ι εν αν τίον του». Η Νελ χ αμήλ ωσ ε τη φων ή της κι έγ ειρε προς το μέρος της. «Ο κύριος Μπάρτον είν αι ο πιο αν όητος άν θρωπος που έχ ω γ ν ωρίσ ει». Η Τίλ ι κοίταξε το σ οβαρό πρόσ ωπο της μικρής, τα σ τρογ γ υλ ά της μάτια, και ξέσ πασ ε σ ε γ έλ ια. Η Νελ τη μιμήθηκε, κι έμειν αν οι δυο τους εκεί σ το δρόμο, γ ελ ών τας τόσ ο δυν ατά, ώσ τε η Τίλ ι έν ιωσ ε πως έν α μέρος της αν ησ υχ ίας της είχ ε εξαφαν ισ τεί. ● Παρόλ ο που ήταν Κυριακή και δεν είχ αν μαθήματα, η Νελ πέρασ ε όλ η τη μέρα της κολ λ ημέν η πάν ω σ την Τίλ ι, ζητών τας της ν α παίξουν ή ν α διαβάσ ουν μαζί. Η Τίλ ι σ υμμορφώθηκε, αλ λ ά μέσ α της αν αρωτιόταν αν θα περν ούσ ε όλ α της τα Σαββατοκύριακα με τη Νελ . Είχ ε την αν άγ κη ν α μέν ει και λ ίγ ο μόν η της, ν α σ κέφτεται και ν α διαβάζει τα βιβλ ία της. Η Νελ , με το γ ρήγ ορο μυαλ ό της, βαριόταν πολ ύ εύκολ α κάθε ασ χ ολ ία. Στο δείπν ο, ο Στέρλ ιν γ κ κάθισ ε ν α φάει μαζί τους. Η Τίλ ι περιεργ αζόταν το πρόσ ωπό του όποτε εκείν ος δεν την έβλ επε. Μήπως την περιφρον ούσ ε
τώρα; Άραγ ε, ο κύριος Μπάρτον είχ ε δηλ ητηριάσ ει τη γ ν ώμη του γ ια εκείν η; Όμως, σ τη σ υμπεριφορά του δεν υπήρχ ε καμία έν δειξη ότι είχ ε αλ λ άξει κάτι από την τελ ευταία φορά που είχ αν σ υζητήσ ει. Απολ ύτως καμία έν δειξη, μέχ ρι που ο Στέρλ ιν γ κ, μόλ ις τελ είωσ ε το φαγ ητό του, είπε: «Τίλ ι, θα ήθελ α ν α καθίσ ουμε και ν α κουβεν τιάσ ουμε λ ίγ ο οι δυο μας σ το σ αλ όν ι μετά το δείπν ο». Να καθίσ ουν και ν α κουβεν τιάσ ουν σ το σ αλ όν ι; Αυτό ακουγ όταν δυσ οίων ο. Η Νελ παρεν έβη προτού η Τίλ ι προλ άβει ν α απαν τήσ ει. «Μα, μπαμπά, ήθελ α ν α διαβάσ ω σ την Τίλ ι αυτά που έγ ραψ α σ ήμερα και ν α–» «Έλ εν ορ!» βρυχ ήθηκε ο Στέρλ ιν γ κ με φων ή τόσ ο δυν ατή, που ακόμα και η Τίλ ι φοβήθηκε. Η Νελ ζάρωσ ε. Ήταν η πρώτη φορά που η Τίλ ι την έβλ επε ν α ζαρών ει. «Η δεσ ποιν ίς Λεζέν είν αι δασ κάλ α σ ου. Πλ ηρών εται γ ια ν α εργ άζεται μαζί σ ου μόν ο τις καθημεριν ές, από τις οχ τώ μέχ ρι τις τέσ σ ερις. Δ εν είν αι η παραμάν α σ ου. Και δεν είν αι η επισ τήθια φίλ η σ ου. Προτού έρθει, διασ κέδαζες μια χ αρά και μόν η σ ου. Και αυτό θα σ υν εχ ίσ εις ν α κάν εις». Το κάτω χ είλ ι της Νελ άρχ ισ ε ν α τρέμει. «Μην κλ αις», της είπε απότομα ο Στέρλ ιν γ κ.
«Είσ αι δυν ατό κορίτσ ι». Η Νελ κατόρθωσ ε ν α ελ έγ ξει το τρέμουλ ο του χ ειλ ιού της και είπε: «Ναι, μπαμπά». Η Τίλ ι έκαν ε ν α απλ ώσ ει το χ έρι της και ν α αγ γ ίξει το μάγ ουλ ο της Νελ . Όμως, ο Στέρλ ιν γ κ σ ταμάτησ ε το χ έρι της με τα δικά του ζεσ τά δάχ τυλ α κι έφερε τον καρπό της με μια απαλ ή κίν ησ η πίσ ω σ το τραπέζι. «Όχ ι», της είπε κοφτά αλ λ ά ευγ εν ικά. «Είν αι δυν ατή». Η Τίλ ι τα έχ ασ ε, έν ιωσ ε σ αν ν α την είχ αν μαλ ώσ ει κι εκείν η. Τελ είωσ ε το φαγ ητό της, αμήχ αν η κι αν ήσ υχ η, εν ώ ο Στέρλ ιν γ κ και η Νελ είχ αν ήδη ξεχ άσ ει το περισ τατικό και κουβέν τιαζαν γ ια έν α πλ οίο που είχ αν δει ν α περν άει εκείν η τη μέρα, προσ παθών τας ν α μαν τέψ ουν ποιος μπορεί ν α ήταν ο προορισ μός του φορτίου του. Όταν τελ είωσ αν , ο Στέρλ ιν γ κ έσ τειλ ε πάλ ι τη Νελ ν α φων άξει την υπηρέτρια γ ια ν α καθαρίσ ει το τραπέζι, όπως έκαν ε πάν τα, κι έπειτα έγ ν εψ ε σ την Τίλ ι. «Έλ α», της είπε. Η Τίλ ι σ ηκώθηκε και η καρέκλ α της έτριξε δυν ατά πίσ ω της. Έν ιωθε τους κροτάφους της ν α σ φυροκοπούν , καθώς ακολ ουθούσ ε τον Στέρλ ιν γ κ σ το σ αλ όν ι.
«Κάθισ ε. Κάθισ ε όπου ν ιώθεις πιο άν ετα», της είπε και της έδειξε τον απλ ό αλ λ ά αν απαυτικό καν απέ. «Δ εν έχ ουμε πολ λ ές αν έσ εις σ το Νησ ί της Φωτιάς, όμως αυτό το σ αλ όν ι είν αι έν ας χ ώρος όπου μ’ αρέσ ει ν α αποσ ύρομαι γ ια ν α σ κέφτομαι και ν α μέν ω μόν ος με τον εαυτό μου». Πήγ ε ως το παράθυρο και το άν οιξε και ο θαλ ασ σ ιν ός άν εμος όρμηξε μέσ α, φέρν ον τας μαζί του μια υγ ρή δροσ ιά. «Πίν ω κάθε βράδυ έν α ποτηράκι μπράν τι ή σ έρι – μόν ο έν α– και αφήν ω τη μέρα ν α γ λ ισ τρήσ ει από πάν ω μου και ν α φύγ ει. Είν αι κάτι σ αν μικρό βραδιν ό τελ ετουργ ικό». «Πολ ύ έξυπν η σ υν ήθεια». «Εσ ύ θα πιεις έν α σ έρι;» «Ναι, πολ ύ ευχ αρίσ τως». Κοίταζε την πλ άτη του. Δ εν φορούσ ε ζακέτα ούτε σ ακάκι, και η Τίλ ι μάν τευε το μυώδες παράσ τημά του κάτω από το λ επτό ύφασ μα του πουκαμίσ ου. «Ήθελ α ν α σ ε ρωτήσ ω… Μήπως ο κύριος Μπάρτον σ ου είπε κάτι γ ια εμέν α;» «Ναι, μου είπε». Η Τίλ ι έν ιωσ ε το πρόσ ωπό της ν α φλ ογ ίζεται και θύμωσ ε με την αν τίδρασ ή της. Ίσ ως, όμως, το θαμπό φως της λ άμπας ν α μην αποκάλ υπτε το κοκκίν ισ μά της.
Ο Στέρλ ιν γ κ σ τράφηκε προς το μέρος της και της πρόσ φερε το μικρό ποτήρι με το σ έρι. «Πισ τεύεις σ τον Θεό, Τίλ ι;» Εκείν η ήπιε μια γ ουλ ιά και την κατάπιε αργ ά, γ ια ν α μην κυλ ήσ ει έξω από το σ τόμα της καθώς θα μιλ ούσ ε. «Ναι. Ασ φαλ ώς και πισ τεύω». «Κι εγ ώ. Κι εγ ώ». Ρούφηξε το σ έρι του αργ ά, κι εκείν η περίμεν ε γ εμάτη έν τασ η. «Πίσ τευα πάν τα πως υπάρχ ει κάτι αν ώτερο από εμάς, μια παν τοδύν αμη και παν άγ αθη δύν αμη που κιν εί το σ ύμπαν . Δ εν μπορώ ν α πω με σ ιγ ουριά τι μορφή έχ ει ο Θεός ή τι ακριβώς περιμέν ει από εμάς. Πάν τως, πισ τεύω σ τον Θεό. Αλ λ ά ο Θεός σ τον οποίο πισ τεύω εγ ώ δεν θα έλ εγ ε ποτέ του πράγ ματα σ αν αυτά που λ έει ο κύριος Μπάρτον ». «Αλ ήθεια;» «Ο εφημέριός μας είν αι έν ας άν θρωπος που κρίν ει διαρκώς τους άλ λ ους. Εγ ώ, από την πλ ευρά μου, διευθύν ω μια φυλ ακή. Εργ άζομαι δίπλ α σ ε αν θρώπους που κρίθηκαν έν οχ οι από τα δικασ τήρια, όμως, Τίλ ι, εγ ώ δεν τους κρίν ω. Αυτό το αφήν ω σ τον Θεό». Η Τίλ ι του χ αμογ έλ ασ ε. «Ώσ τε, λ οιπόν , δεν επηρέασ ε τη γ ν ώμη σ ου γ ια εμέν α;» «Επηρέασ ε μόν ο τη γ ν ώμη μου γ ια το άτομό
του». Της χ αμογ έλ ασ ε και πρόσ θεσ ε: «Κι αυτή η γ ν ώμη ήταν ήδη αρν ητική. Έμειν α πίσ ω σ την εκκλ ησ ία γ ιατί ήθελ α ν α του πω ν α προσ έχ ει τα λ όγ ια του όταν είν αι μπροσ τά η Νελ ». Κάθισ ε απέν αν τί της, άπλ ωσ ε τα πόδια του και σ ταύρωσ ε τους ασ τραγ άλ ους του. «Προτού αποκτήσ ω κόρη, δεν είχ α καθίσ ει ποτέ ν α σ κεφτώ γ ια τη θέσ η της γ υν αίκας σ τον κόσ μο. Θεωρούσ α πως όλ α αυτά που έλ εγ αν γ ια τη “ν έα γ υν αίκα” ήταν έν α είδος ασ τείου. Και μου φαιν όταν παράξεν ο ν α διεκδικούν οι γ υν αίκες δικαίωμα ψ ήφου. Έπειτα, όμως, ήρθε η Νελ και… Είν αι η πατρική μου περηφάν ια που τη βλ έπει έτσ ι ή είν αι πραγ ματικά πολ ύ έξυπν η;» «Είν αι απίσ τευτα έξυπν η». «Ακούω τις αν οησ ίες που λ έν ε κάποιοι άν τρες γ ια τις γ υν αίκες και δεν μπορώ πια ν α τις αν τέξω. Η κόρη μου είν αι σ αφώς πιο έξυπν η από τον Μπάρτον . Το ίδιο κι εσ ύ. Αυτός δεν είν αι παρά έν ας χ αζός που πέρασ ε έν α χ ρόν ο σ τη Θεολ ογ ική Σχ ολ ή και τα βρήκε τόσ ο δύσ κολ α, που προτίμησ ε ν α τα παρατήσ ει και ν α έρθει εδώ ν α παρισ τάν ει τον παπά σ τους φυλ ακισ μέν ους, σ ε αν θρώπους, δηλ αδή, που τον κάν ουν ν α ν ιώθει αν ώτερος. Τι του δίν ει το δικαίωμα ν α κρίν ει εσ έν α ή ν α κρίν ει τη
Νελ ;» Γέλ ασ ε σ ιγ αν ά. «Έσ πασ ες σ τ’ αλ ήθεια έν αν καθρέφτη με τη βούρτσ α των μαλ λ ιών σ ου;» Η Τίλ ι κούν ησ ε ζωηρά το κεφάλ ι της. «Όχ ι. Του είπα αυτό το αν όητο ψ έμα επειδή δεν ήθελ α ν α του φαν ερώσ ω τι ήταν αυτό που πραγ ματικά σ κεφτόμουν . Γιατί, βλ έπεις, αυτά τα πράγ ματα είν αι προσ ωπικά… Κι έτσ ι, επιν όησ α αυτή την ισ τορία. Σε διαβεβαιών ω, δεν αν ήκω σ το είδος των γ υν αικών που σ πάν ε πράγ ματα όταν ν ευριάζουν ». «Χαίρομαι που τ’ ακούω. Λίγ ο σ έρι ακόμα;» Η Τίλ ι κοίταξε το άδειο ποτήρι της. Το είχ ε πιει σ τ’ αλ ήθεια τόσ ο γ ρήγ ορα; «Ω, πολ ύ φοβάμαι πως είχ α αγ χ ωθεί όταν ήρθαμε σ το σ αλ όν ι. Νόμιζα πως θα είχ α μπλ εξίματα». Εκείν ος σ ηκώθηκε κι επέσ τρεψ ε με το μπουκάλ ι του σ έρι. Γέμισ ε το ποτήρι της ως πάν ω. «Σε παρακαλ ώ πολ ύ, αγ απητή μου, ν α μην αγ χ ών εσ αι. Εγ ώ ήθελ α απλ ώς ν α σ ε προσ καλ έσ ω σ το μικρό βραδιν ό μου τελ ετουργ ικό και ν α σ ου δώσ ω την ευκαιρία ν α πάρεις μια αν άσ α μακριά απ’ την κόρη μου, που δεν σ ’ αφήν ει ν α ησ υχ άσ εις». «Είν αι πολ ύ γ λ υκιά». «Ναι, αλ λ ά δεν παύει ν α είν αι παιδί, εν ώ εσ ύ είσ αι γ υν αίκα. Έχ εις αν άγ κη ν α κουβεν τιάζεις και με κάποιον εν ήλ ικο». Άφησ ε προσ εκτικά το
μπουκάλ ι με το σ έρι σ το τραπεζάκι αν άμεσ ά τους. «Πάει πολ ύς καιρός απ’ την τελ ευταία φορά που κουβέν τιασ α με κάποιον . Ο παππούς μου κι εγ ώ ήμασ ταν πολ ύ δεμέν οι, κι από τότε που πέθαν ε…» Φοβήθηκε, όμως, ν α πει περισ σ ότερα. «Άφησ α έν αν ολ όκλ ηρο κόσ μο πίσ ω μου κι αισ θάν ομαι ότι δεν έχ ω ακόμα φτάσ ει σ ’ έν αν καιν ούριο. Σκέφτηκα πολ λ ές φορές ότι αυτό το ν ησ ί είν αι το τέλ ειο μέρος γ ια εμέν α. Μοιάζει σ αν ν α μην αποτελ εί τελ ικό προορισ μό, σ αν ν α βρίσ κεται κάπου σ τα μισ ά της διαδρομής μεταξύ δύο τόπων ». «Ίσ ως ν α έχ εις δίκιο», της είπε. «Αν και δεν ξέρω κατά πόσ ο το Νησ ί της Φωτιάς βρίσ κεται σ ’ έν α δρόμο που οδηγ εί σ ε κάποιο σ υγ κεκριμέν ο μέρος. Μοιάζει περισ σ ότερο ν α βρίσ κεται έξω απ’ όλ ο τον υπόλ οιπο κόσ μο». «Πόσ ο καιρό ζεις εδώ;» «Έξι-εφτά χ ρόν ια». «Μεγ άλ ο διάσ τημα γ ια ν α ζει καν είς έξω απ’ όλ ο τον υπόλ οιπο κόσ μο…» «Δ εν ξέρω αν μπορώ ν α φύγ ω πια. Η Ρεβέκκα, η γ υν αίκα μου, έχ ει ταφεί εδώ και–» Άφησ ε τη φράσ η του αν ολ οκλ ήρωτη, και η Τίλ ι διέκριν ε τη θλ ίψ η σ το πρόσ ωπό του. «Λυπάμαι πολ ύ», του είπε.
«Υ ποθέτω ότι… θα σ υμβεί κάποτε σ τον καθέν α μας. Τότε, τα σ ύν ν εφα θ’ αποτραβηχ τούν και θα μας αποκαλ υφθεί το έσ χ ατο μυσ τήριο. Ο θάν ατός της ήταν μια αν ακούφισ η από πολ λ ές απόψ εις. Δ εν ήταν ο εαυτός της σ το τέλ ος. Ο πόν ος είχ ε αλ λ οιώσ ει το χ αρακτήρα της. Η δύσ τυχ η η Νελ φοβόταν την ίδια τη μητέρα της». «Η γ υν αίκα σ ου… Η Ρεβέκκα… Ήταν μορφωμέν η;» «Όχ ι ιδιαίτερα. Ήταν κόρη του καλ ύτερου φίλ ου του πατέρα μου. Την ήξερα από τότε που ήμουν τεσ σ άρων ετών και ήταν μια απ’ τις πιο αγ απημέν ες μου φίλ ες. Ήξερα αν έκαθεν ότι θα την παν τρευόμουν . Μερικές φορές, αν αρωτιέμαι κατά πόσ ο θα την είχ α ερωτευτεί και θα την είχ α ζητήσ ει μόν ος μου σ ε γ άμο αν τη γ ν ώριζα κατευθείαν ως εν ήλ ικη». «Την παν τρεύτηκες επειδή το ήθελ ε ο πατέρας σ ου;» «Όλ οι το ήθελ αν . Ακόμα κι η Ρεβέκκα. Ακόμα κι εγ ώ. Ήμασ ταν καλ οί φίλ οι. Αλ λ ά δεν υπήρξε ποτέ αν άμεσ ά μας…» Άφησ ε και πάλ ι ατελ είωτη τη φράσ η του και τα μάγ ουλ ά του κοκκίν ισ αν . «Συγ χ ώρεσ έ με, Τίλ ι. Η ζωή σ ’ αυτό το ν ησ ί μ’ έχ ει κάν ει ν α λ ησ μον ήσ ω τους καλ ούς μου τρόπους.
Είσ αι μια ν εαρή γ υν αίκα και υποθέτω πως δεν θα έπρεπε ν α σ ου μιλ άω γ ια τόσ ο προσ ωπικά ζητήματα». «Δ εν με πειράζει», αποκρίθηκε η Τίλ ι, αλ λ ά ήξερε ήδη τι ήταν αυτό που θα της έλ εγ ε αν τελ είων ε τη φράσ η του. Πάθος. Δ εν υπήρξε ποτέ πάθος αν άμεσ ά τους. «Και ν ομίζω πως ξέρω τι πήγ αιν ες ν α πεις. Κι εγ ώ είχ α απορρίψ ει όλ ους τους πιθαν ούς σ υζύγ ους που μου πρότειν ε ο παππούς μου. Δ εν υπήρχ ε… σ πίθα. Δ εν υπήρχ ε φλ όγ α. Ορισ μέν οι απ’ αυτούς ήταν πολ ύ ευχ άρισ τοι κύριοι, με ευγ εν ικό γ έλ ιο και περιποιημέν η εμφάν ισ η. Κι ίσ ως ν α ζούσ α μια καλ ή ζωή με κάποιον από εκείν ους τους άν τρες». Αυτός ήταν άλ λ ωσ τε και ο λ όγ ος που είχ ε παν τρευτεί τον Τζάσ περ. Με τον Τζάσ περ υπήρχ ε η φλ όγ α, αλ λ ά έκαιγ ε μόν ο από τη δική της πλ ευρά κι έσ βησ ε πολ ύ γ ρήγ ορα μετά την άφιξή της σ το σ πίτι του. Τότε που ο Τζάσ περ ζούσ ε ακόμα. Κατάπιε με μια μεγ άλ η γ ουλ ιά το υπόλ οιπο σ έρι της και άφησ ε μαλ ακά το άδειο ποτήρι της σ το τραπεζάκι. «Και μιλ ών τας γ ια καλ ούς τρόπους», του είπε, «ν ομίζω πως ήπια πολ ύ γ ρήγ ορα το ποτό μου. Δ εν πρέπει ν α μου βάλ εις άλ λ ο». «Όπως θέλ εις». Κούν ησ ε το κεφάλ ι του. «Θα με
θεωρείς απαίσ ιο που μίλ ησ α άσ χ ημα γ ια τη ν εκρή γ υν αίκα μου. Για τη μητέρα της Νελ ». «Δ εν μίλ ησ ες άσ χ ημα γ ια εκείν η. Είπες πόσ ο καλ ή φίλ η και σ ύν τροφος σ τάθηκε γ ια εσ έν α. Και είπες ότι δεν θα ήθελ ες ν α φύγ εις και ν ’ αφήσ εις έρημο πίσ ω σ ου τον τάφο της. Τα λ όγ ια σ ου δείχ ν ουν τη σ τεν οχ ώρια σ ου και το σ εβασ μό σ ου». «Πρέπει ν α ομολ ογ ήσ ω ότι υπάρχ ει κάτι καθησ υχ ασ τικό πάν ω σ ου», της είπε. «Και με κάν εις ν α σ υν ειδητοποιώ πόσ ο πολ ύ μου έχ ει λ είψ ει η σ υν τροφιά». «Κι εγ ώ το ίδιο αισ θάν ομαι», αποκρίθηκε η Τίλ ι. Έμειν αν γ ια λ ίγ ο σ ιωπηλ οί. Η Τίλ ι άκουγ ε σ ε απόσ τασ η τον ήχ ο από τα κλ αδιά των φοιν ικιών και τον αμυδρό φλ οίσ βο της θάλ ασ σ ας. «Βρήκες ευκαιρία ν α πας ν α δεις την έκτασ η του κήπου που σ ου υποσ χ έθηκα;» τη ρώτησ ε, προτού τους προκαλ έσ ει αμηχ αν ία η σ ιωπή αν άμεσ ά τους. «Ναι. Σ’ ευχ αρισ τώ πολ ύ. Και σ υν άν τησ α και τη Χέτι». «Τη Χέτι! Ναι, αυτό είν αι τ’ όν ομά της. Πάν τα μου διαφεύγ ει. Θέλ εις ν α σ τείλ ω μερικούς κρατούμεν ους ν α καθαρίσ ουν εκείν ο το κομμάτι του κήπου; Νομίζω ότι είν αι γ εμάτο σ κουπίδια τώρα».
«Όχ ι, προτιμώ ν α το κάν ω μόν η μου. Μου κάν ει καλ ό η δουλ ειά σ την ύπαιθρο, και κυρίως η κηπουρική». Δ ίσ τασ ε γ ια μια σ τιγ μή κι έπειτα είπε: «Είν αι αλ ήθεια πως η Χέτι σ κότωσ ε το σ ύζυγ ό της;» «Η Νελ σ ου το είπε;» Η Τίλ ι σ υν ειδητοποίησ ε πως το σ έρι είχ ε θολ ώσ ει την κρίσ η της και πως είχ ε βάλ ει άθελ ά της τη Νελ σ ε μπελ άδες. «Δ εν πειράζει, δεν χ ρειάζεται ν ’ απαν τήσ εις. Βλ έπω σ το πρόσ ωπό σ ου πως ήταν η Νελ αυτή που σ ου το είπε. Δ εν θέλ ω ν α ψ άχ ν ει τα χ αρτιά μου. Εδώ έχ ουμε βιασ τές, αν θρώπους που έκαν αν αν ομολ όγ ητα πράγ ματα σ ε παιδιά. Δ εν θέλ ω ν α διαβάσ ει αυτές τις υποθέσ εις. Θα βάλ ω το σ ιδερά ν α μου φτιάξει μια καλ ή κλ ειδαριά γ ια το γ ραφείο μου». Κούν ησ ε το κεφάλ ι του. «Γιατί δεν υπάρχ ει περίπτωσ η ν α βρω κάποιον άλ λ ο τρόπο γ ια ν α πείσ ω τη Νελ ν α μην ψ αχ ουλ εύει εκεί που δεν πρέπει». «Η περιέργ εια είν αι σ ημάδι εξυπν άδας». «Ναι, ν αι. Αλ λ ά είν αι και σ ημάδι έλ λ ειψ ης σ εβασ μού. Σε κάθε περίπτωσ η, η απάν τησ η σ την ερώτησ ή σ ου είν αι “ν αι”. Η Χέτι καταδικάσ τηκε γ ια το φόν ο του σ υζύγ ου της πριν από τέσ σ ερα
χ ρόν ια. Το έγ κλ ημα δεν ήταν ούτε προμελ ετημέν ο ούτε ιδιαίτερα βίαιο, και έχ ω σ οβαρές ελ πίδες πως όταν θα έχ ει εκτίσ ει την ποιν ή της, έπειτα από δεκαπέν τε χ ρόν ια αν δεν κάν ω λ άθος, θα έχ ει εξιλ εωθεί γ ια την πράξη της και δεν θα ξαν αμπλ έξει ποτέ με το ν όμο». «Μπορεί, όμως, ν α εξιλ εωθεί καν είς γ ια έν α τέτοιο έγ κλ ημα; Μια αν θρώπιν η ζωή ξεγ ραμμέν η γ ια πάν τα… Και μαζί της, όλ ες οι δυν ατότητες, όλ α όσ α θα μπορούσ ε ν α γ ίν ει αυτός ο άν θρωπος…» «Όπως σ ου είπα και προηγ ουμέν ως», της αποκρίθηκε εκείν ος, «δεν είν αι δική μου αρμοδιότητα ν α κρίν ω. Μια δύν αμη που είν αι αν ώτερη, ευφυέσ τερη και σ οφότερη από εμέν α γ ν ωρίζει καλ ύτερα την ψ υχ ή της Χέτι Μέιθορπ». Ο Στέρλ ιν γ κ τελ είωσ ε το ποτό του. «Πάρα πολ ύ ωραία. Νιώθω ξεκούρασ τος κι ευδιάθετος. Θα κοιμηθώ καλ ά απόψ ε και αύριο θα είμαι πιο αποδοτικός σ τη δουλ ειά μου. Όσ ο γ ια εσ έν α, μην αφήν εις τη Νελ ν α ελ έγ χ ει όλ η τη ζωή σ ου». Η Τίλ ι έφερε το χ έρι της σ τον κρόταφό της. Το σ έρι είχ ε επιδειν ώσ ει τον πον οκέφαλ ο που έν ιωθε από ν ωρίς. «Θα κάν ω ό,τι μπορώ. Θα πρέπει, όμως, ν α με σ υγ χ ωρέσ εις τώρα. Έχ ω τρομερό πον οκέφαλ ο».
«Ασ φαλ ώς. Καλ ην ύχ τα, Τίλ ι». «Καλ ην ύχ τα, Στέρλ ιν γ κ». ● Ο πόν ος εξακολ ουθούσ ε ν α σ φυροκοπάει τους κροτάφους της Τίλ ι και το επόμεν ο πρωί. Ωσ τόσ ο, ν τύθηκε και κατέβηκε σ την τραπεζαρία γ ια το πρόγ ευμα. Η Νελ την περίμεν ε ήδη και απόσ πασ ε την προσ οχ ή της από τον πον οκέφαλ ο, καθώς άρχ ισ ε ν α της μιλ άει με εν θουσ ιασ μό και λ αμπερά μάτια γ ια την καιν ούρια εβδομάδα των μαθημάτων . Πήγ αν κατευθείαν από την τραπεζαρία σ τη βιβλ ιοθήκη γ ια ν α ξεκιν ήσ ουν το μάθημα. Όσ ο προχ ωρούσ ε η μέρα, όμως, η Τίλ ι έν ιωθε το λ αιμό της ν α σ τεγ ν ών ει και ν α κλ είν ει, εν ώ ο πόν ος σ το κεφάλ ι της μεταν άσ τευε σ τις αρθρώσ εις της. «Έχ ει υπερβολ ική ζέσ τη», είπε σ τη Νελ , εν ώ προσ παθούσ ε ν α σ υγ κεν τρωθεί σ τα αθροίσ ματα που χ όρευαν μπροσ τά σ τα πον εμέν α μάτια της. «Φαίν εσ αι χ λ ωμή», της είπε η Νελ . «Ίσ ως ν α σ ου χ ρειάζεται λ ίγ ος καθαρός αέρας». Ναι, αυτό πρέπει ν α ήταν . Είχ ε μείν ει κλ εισ μέν η όλ η τη μέρα μες σ τη βιβλ ιοθήκη. Χρειαζόταν ν α βρεθεί έξω, ν α τη φυσ ήξει ο θαλ ασ σ ιν ός αέρας. Κι
έτσ ι, αμέσ ως μόλ ις τελ είωσ αν τα μαθήματα, βγ ήκε έξω, σ τη δροσ ερή αύρα που πάγ ων ε τον ιδρώτα πάν ω σ το δέρμα της. Προχ ώρησ ε ως το δικό της κομμάτι του κήπου κι έμειν ε εκεί γ ια λ ίγ ο, κοιτάζον τας το σ ωρό από σ κουπίδια που το κάλ υπτε. Αυτό που χ ρειαζόταν ήταν μια χ ειράμαξα. Η Τίλ ι κοίταξε γ ύρω της αν αζητών τας τη Χέτι, αλ λ ά κατέλ ηξε σ το σ υμπέρασ μα πως ήταν μόν η της αν άμεσ α σ τους θάμν ους και τα λ ουλ ούδια. Ξαφν ικά, όμως, τα σ κούρα μαλ λ ιά της Χέτι εμφαν ίσ τηκαν πίσ ω από μια ορταν σ ία. Η Τίλ ι προχ ώρησ ε βιασ τικά προς το μέρος της. «Χέτι;» ρώτησ ε κάπως επιφυλ ακτικά. Η Χέτι σ τράφηκε. Και ν α που σ το πρόσ ωπό της υπήρχ ε πάλ ι εκείν ο το αχ ν ό χ αμόγ ελ ο. «Σκέφτηκα πως θα μπορούσ α ν ’ αρχ ίσ ω το καθάρισ μα της μικρής μου έκτασ ης. Μήπως υπάρχ ει κάπου μια χ ειράμαξα; Και μήπως μπορείς ν α μου δείξεις πού ν α πετάξω όλ α αυτά τα σ κουπίδια;» Η Χέτι έγ ν εψ ε με σ εβασ μό. «Ναι, βέβαια. Σας παρακαλ ώ, κυρία, αν με περιμέν ετε δίπλ α σ το κηπάκι σ ας, θα έρθω ν α σ ας βρω εκεί σ ε λ ίγ α λ επτά».
Η Τίλ ι πήγ ε εκεί και περίμεν ε τη Χέτι, προσ παθών τας σ υγ χ ρόν ως ν α απολ αύσ ει τη βραδιν ή αύρα. Έν ιωθε, όμως, το πρόσ ωπό της ν α καίει και κάθισ ε σ τη χ λ όη με το μέτωπό της κρυμμέν ο αν άμεσ α σ τα γ όν ατά της, ακούγ ον τας την αν απν οή της. «Δ εσ ποιν ίς Λεζέν ;» Η Τίλ ι σ ήκωσ ε το κεφάλ ι της. Η Χέτι σ τεκόταν από πάν ω της, εν ώ δίπλ α της είχ ε μια παλ ιά ξύλ ιν η χ ειράμαξα. «Σ’ ευχ αρισ τώ», της είπε η Τίλ ι καθώς σ ηκων όταν . «Ξέρετε, αν αρωτιόμουν αν θα ξαν άρθετε», της είπε η Χέτι. «Δ εν σ ας είχ α δει αρκετές μέρες». «Έκαν ε υπερβολ ική ζέσ τη γ ια ν α δουλ έψ ω σ τον κήπο. Αλ λ ά έχ ω πολ λ ές ιδέες γ ια όλ α αυτά που θα μπορούσ α ν α κάν ω εδώ…» «Σχ εδόν ζηλ εύω. Έν α κομμάτι γ ης γ εμάτο σ κουπίδια ν α μετατραπεί σ ε κήπο… Θυμάμαι, πάν ε μερικά χ ρόν ια τώρα, την πρώτη φορά που αν ακάτεψ α το χ ώμα σ το μικρό κηπάκι του σ πιτιού μας σ την εν δοχ ώρα. Τα παιδιά έπαιζαν σ τα πόδια μου…» Σταμάτησ ε θλ ιμμέν η. Η Τίλ ι είχ ε μείν ει άν αυδη. Η Χέτι είχ ε παιδιά. Είχ ε κάποτε μια ζωή σ την εν δοχ ώρα, με σ πίτι, κήπο και παιδιά. Πού ν α βρίσ κον ταν τώρα αυτά τα παιδιά;
Ποιος ν α τα φρόν τιζε; «Αφήσ τε με ν α σ ας βοηθήσ ω μ’ αυτή τη δουλ ειά», της είπε η Χέτι, αν ακτών τας τον αυτοέλ εγ χ ό της. «Καταλ αβαίν ω ότι θέλ ετε ν α φυτέψ ετε μόν η σ ας τον κήπο σ ας, αλ λ ά το καθάρισ μα όλ ων αυτών των σ κουπιδιών είν αι κουρασ τική δουλ ειά κι εσ είς μου φαίν εσ τε λ ίγ ο χ λ ωμή απόψ ε. Μπορούμε ν α γ εμίζουμε μαζί τη χ ειράμαξα κι έπειτα εγ ώ θα πηγ αίν ω ν α τα ρίχ ν ω σ το σ κουπιδότοπο». Κάτω από καν ον ικές σ υν θήκες, η Τίλ ι θα είχ ε αρν ηθεί, όμως ήταν πραγ ματικά μια σ κλ ηρή και κουρασ τική δουλ ειά και ήταν αλ ήθεια πως δεν αισ θαν όταν πολ ύ καλ ά. «Εν τάξει. Σ’ ευχ αρισ τώ πολ ύ». «Δ εν χ ρειάζεται ν α μ’ ευχ αρισ τείτε. Είν αι η δουλ ειά μου». «Σαν άν θρωπος προς άν θρωπο», είπε με έμφασ η η Τίλ ι, «σ ’ ευχ αρισ τώ. Σήμερα δεν είμαι πολ ύ σ τα καλ ά μου και δεν μπορώ ν α τα καταφέρω μόν η μου». Η Χέτι έγ ν εψ ε καταφατικά κι έπειτα άρχ ισ αν ν α ρίχ ν ουν μαζί τα σ κουπίδια μες σ τη χ ειράμαξα. Ο θαλ ασ σ ιν ός αέρας πάγ ων ε τον ιδρώτα πάν ω σ το δέρμα της Τίλ ι, που χ αιρόταν ν α βλ έπει το
σ ωρό των σ κουπιδιών σ το κηπάκι της ν α μικραίν ει. Μες σ το μυαλ ό της, φαν ταζόταν ήδη παρτέρια με λ εβάν τες και τριαν τάφυλ λ α και γ ιασ εμιά και μαν όλ ιες. Έν ας κήπος όπου θα μπορούσ ε ν α κάθεται τα μυρωμέν α δειλ ιν ά, περιτριγ υρισ μέν η από γ λ υκές, αν ακατεμέν ες ευωδιές. Κι ίσ ως η Χέτι ν α τη βοηθούσ ε ν α βρει κάποιο παλ ιό παγ κάκι κήπου, το οποίο θα έβαφε μετά μόν η της. «Μόν ο λ ίγ α φορτώματα έμειν αν ακόμα», της είπε η Χέτι, επισ τρέφον τας γ ι’ άλ λ η μια φορά με την άδεια χ ειράμαξα. Η Τίλ ι σ τράφηκε απότομα ν α κοιτάξει τη Χέτι, αλ λ ά, με αυτή την κίν ησ η, το κεφάλ ι της άρχ ισ ε ν α γ υρίζει. Νόμιζε πως έβλ επε ασ τέρια με την περιφερειακή της όρασ η, εν ώ τα αυτιά της άρχ ισ αν ν α βουίζουν . Το σ κοτάδι την τύλ ιγ ε αργ ά καθώς σ ωριαζόταν σ το έδαφος. Έν ιωσ ε δύο ζεσ τά χ έρια ν α την πιάν ουν από τα μπράτσ α και άκουσ ε τη Χέτι ν α επαν αλ αμβάν ει τρεις φορές το όν ομά της. «Δ εσ ποιν ίς Λεζέν ;» Προσ πάθησ ε ν α μιλ ήσ ει, αλ λ ά το σ κοτάδι την είχ ε καταπιεί. Και τη σ τιγ μή που λ ιποθυμούσ ε, της φάν ηκε ότι άκουσ ε τη Χέτι ν α λ έει «Τι αδύν αμη και μυγ ιάγ γ ιχ τη που είσ αι!», ακριβώς τα ίδια λ όγ ια που της είχ ε πει και ο Τζάσ περ εκείν η τη ν ύχ τα,
λ ίγ ο πριν τον κάψ ει ζων ταν ό. ● Ο πυρετός έφερε μαζί του φρικτούς εφιάλ τες – εφιάλ τες που η Τίλ ι πίσ τευε πως της άξιζαν . Οι μέρες κυλ ούσ αν κι έφευγ αν , κι εκείν η μόλ ις που αν τιλ αμβαν όταν τι της σ υν έβαιν ε, εν ώ η θερμότητα του κορμιού της μεταλ λ ασ σ όταν σ ε φωτιά τις ώρες που έρχ ον ταν οι εφιάλ τες. Έτρεχ ε ν α ξεφύγ ει από έν α φοβερό μαύρο τέρας, που είχ ε χ έρια από κάρβουν ο και πύριν η αν άσ α και κολ λ ούσ ε πάν ω της το σ κλ ηρό και βαρύ σ ώμα του. Ή, πάλ ι, έβλ επε πως ήταν πίσ ω σ το Πελ αγ ίσ ιο Φως και σ τεκόταν έξω από το παράθυρο του σ αλ ον ιού, παρακολ ουθών τας τον Τζάσ περ που έσ τεκε ακίν ητος, με το σ τόμα του αν οιχ τό σ ε έν α ουρλ ιαχ τό δίχ ως ήχ ο, εν ώ πίσ ω του μαίν ον ταν κι εξαπλ ών ον ταν οι φλ όγ ες. Άλ λ ες φορές, βρισ κόταν σ την καλ ύβα του κήπου, ξαπλ ωμέν η σ το παγ ωμέν ο χ ωμάτιν ο δάπεδο, και ρίγ η διαπερν ούσ αν το κορμί της, εν ώ η Χέτι Μέιθορπ καθόταν σ τη γ ων ία σ αν πάν ιν η κούκλ α που σ άπιζε και μεταμορφων όταν σ ε έν α σ ωρό από καφετιά οσ τά. «Πρέπει ν ’ αλ λ άξουμε θέσ εις», της έλ εγ ε,
«αν ήκεις εδώ όσ ο αν ήκω κι εγ ώ». Πότε πότε άν οιγ ε τα μάτια της γ ια ν α πιει λ ίγ ο ν ερό, αλ λ ά το σ τομάχ ι της δεν μπορούσ ε ν α σ υγ κρατήσ ει την τροφή. Μερικές φορές ήταν εκεί κι η Νελ , καθισ μέν η σ την καρέκλ α δίπλ α της με ωχ ρά χ είλ ια και αν ήσ υχ α μάτια. Κάποιες άλ λ ες φορές ήταν εκεί ο δρ Γκρουμ, που την αν άγ καζε ν α καταπιεί έν α φάρμακο με απαίσ ια μυρωδιά. Τον περισ σ ότερο καιρό, όμως, ήταν μόν η, μόν η με το παραλ ήρημα και τις εν οχ ές της, άλ λ οτε ν α βυθίζεται σ ε πυρετώδεις εφιάλ τες και άλ λ οτε ν α επισ τρέφει σ τον πραγ ματικό κόσ μο, σ τον οποίο έν ιωθε το κορμί της ν α πον άει σ αν ν α την είχ αν γ ρον θοκοπήσ ει από το κεφάλ ι μέχ ρι τα δάχ τυλ α των ποδιών . Την τέταρτη ν ύχ τα, όμως, ξύπν ησ ε πολ ύ αργ ά και σ υν ειδητοποίησ ε πως το ν υχ τικό της και τα σ εν τόν ια της ήταν μούσ κεμα σ τον ιδρώτα. Ο πυρετός είχ ε πέσ ει. Έν ιωθε πολ ύ αδύν αμη, αλ λ ά κατόρθωσ ε ν α σ ηκωθεί και ν α αλ λ άξει εσ ώρουχ α και ρούχ α. Για πρώτη φορά από τότε που είχ ε καταρρεύσ ει σ τον κήπο, κοιμήθηκε γ αλ ήν ια. Και όταν πια ξημέρωσ ε, έν ιωσ ε γ ια πρώτη φορά πως πειν ούσ ε λ ίγ ο. Ακούσ τηκε έν α σ ιγ αν ό χ τύπημα σ την πόρτα και ξεπρόβαλ ε το προσ ωπάκι της Νελ .
Η Τίλ ι αν ακάθισ ε σ το κρεβάτι της και προσ πάθησ ε ν α χ αμογ ελ άσ ει. «Γεια σ ου, κορίτσ ι μου». «Φαίν εσ αι καλ ύτερα». «Νιώθω πολ ύ καλ ύτερα». Έν α πλ ατύ χ αμόγ ελ ο σ χ ηματίσ τηκε σ το πρόσ ωπο της Νελ . «Δ εν ξέρεις πόσ ο χ αίρομαι!» Όρμηξε σ το δωμάτιο κι έσ φιξε την Τίλ ι σ την αγ καλ ιά της. Η Τίλ ι την έσ πρωξε μαλ ακά. «Πεθαίν ω της πείν ας, αλ λ ά αισ θάν ομαι ακόμα πολ ύ αδύν αμη γ ια ν α σ ηκωθώ». «Θα ξυπν ήσ ω τη μαγ είρισ σ α και θα σ ου ετοιμάσ ει πρωιν ό. Θεέ μου, αν ησ ύχ ησ α τόσ ο πολ ύ. Τόσ ο πολ ύ!» Σηκώθηκε και πήγ ε πάλ ι τρέχ ον τας ως την πόρτα. «Μπαμπά! Μπαμπά! Η Τίλ ι είν αι καλ ύτερα!» Η Τίλ ι έγ ειρε πίσ ω σ το κρεβάτι της κι έκλ εισ ε πάλ ι τα μάτια της. Τώρα, το μυαλ ό της δεν κατακλ υζόταν πια από εφιαλ τικές εικόν ες, όμως είχ ε θορυβηθεί από όλ α όσ α είχ αν ξεβράσ ει οι εφιάλ τες της σ αν μια άγ ρια παλ ίρροια που ξεβράζει τα πιο αηδιασ τικά σ κουπίδια του ωκεαν ού. Αλ λ ά εκείν ες οι εικόν ες ήταν η ισ τορία της, ήταν αυτό που θα την καθόριζε γ ια πάν τα. Δ εν θα μπορούσ ε
ποτέ ν α τις αφήσ ει πίσ ω της. Σκέφτηκε τον Στέρλ ιν γ κ, αν αρωτήθηκε τι θα έλ εγ ε ή τι θα έκαν ε εκείν ος αν ήξερε. Σίγ ουρα θα πίσ τευε πως δεν της άξιζε σ υγ χ ώρεσ η. Αυτή η σ κέψ η της προκάλ εσ ε θλ ίψ η. Δ εν είχ ε σ υν ειδητοποιήσ ει πόσ ο σ ημαν τική θεωρούσ ε τη γ ν ώμη του γ ια εκείν η. Η Νελ επέσ τρεψ ε και γ λ ίσ τρησ ε δίπλ α της σ το κρεβάτι. Είχ ε σ την αγ καλ ιά της τον ξύλ ιν ο γ άτο της και η Τίλ ι είδε ότι σ την κάτω πλ ευρά του ήταν γ ραμμέν ο με μπογ ιά και με παχ ιά, άν ισ α γ ράμματα το όν ομά της: Νελ Χολ τ. Η Τίλ ι χ άιδεψ ε απαλ ά το κεφάλ ι της Νελ και της είπε: «Συν έχ ισ ες ν α μελ ετάς τα μαθήματά σ ου;» «Όχ ι, ξεκίν ησ α ν α γ ράφω μια καιν ούρια ισ τορία. Είν αι γ ια μια γ υν αίκα που χ άν εται σ ε έν αν μαγ εμέν ο αγ ριότοπο –κάτι σ αν το Γουίραλ σ την ισ τορία του Γκάουεν – και η κόρη της ξεκιν άει ν α την αν αζητήσ ει γ ια ν α τη σ ώσ ει». «Η ισ τορία σ ου ακούγ εται υπέροχ η. Δ εν βλ έπω την ώρα ν α τη διαβάσ ω». «Ο χ αρακτήρας της μητέρας είν αι βασ ισ μέν ος σ ’ εσ έν α και σ τη μαμά μου». Η Νελ δίσ τασ ε έν α λ επτό κι έπειτα είπε: «Η ιδέα μου ήρθε όταν ήσ ουν άρρωσ τη». «Αλ ήθεια;»
«Έμοιαζες κι εσ ύ χ αμέν η σ ’ έν αν αλ λ όκοτο, έρημο τόπο. Και πρέπει ν α έβλ επες άσ χ ημα όν ειρα, επειδή… Επειδή έλ εγ ες κάποια παράξεν α πράγ ματα». Η Τίλ ι έν ιωσ ε έν α παγ ωμέν ο ρίγ ος ν α διαπερν άει τη ραχ οκοκαλ ιά της. «Α, ν αι;» «Φών αζες σ υν έχ εια κάποιον Τζάσ περ. Και του έλ εγ ες ξαν ά και ξαν ά ν α σ ε σ υγ χ ωρέσ ει». Η Τίλ ι κατάπιε με δυσ κολ ία. Άρχ ισ ε ν α ν ιώθει ν αυτία. «Ποιος είν αι ο Τζάσ περ;» τη ρώτησ ε η Νελ . «Είν αι κάποιος που ήξερα παλ ιά». «Και γ ιατί του ζητούσ ες ν α σ ε σ υγ χ ωρέσ ει;» Η Τίλ ι πίεσ ε τον εαυτό της ν α χ αμογ ελ άσ ει. «Αυτές είν αι οι ασ υν αρτησ ίες που λ έν ε οι άν θρωποι όταν είν αι άρρωσ τοι και χ αμέν οι σ το παραλ ήρημα του πυρετού τους. Ον ειρευόμουν πολ λ ά και διάφορα περίεργ α πράγ ματα». «Μήπως ήταν κάποιος θαυμασ τής σ ου αυτός ο Τζάσ περ;» «Ήταν έν ας άν τρας με τον οποίο ήθελ ε ν α με παν τρέψ ει ο παππούς μου. Όμως, δεν μου φερόταν καλ ά». «Δ ηλ αδή, δεν τον παν τρεύτηκες;» «Όπως βλ έπεις», είπε η Τίλ ι, δείχ ν ον τας το δεξί
χ έρι της σ τη Νελ , «δεν είμαι παν τρεμέν η». Η Νελ την κοίταξε εξετασ τικά σ το πρωιν ό φως και η Τίλ ι είχ ε την έν τον η αίσ θησ η πως η μικρή δεν την είχ ε πισ τέψ ει. Μάλ ισ τα, γ ια λ ίγ α λ επτά, έσ βησ αν από το βλ έμμα της Νελ η χ αρά και η αγ άπη που έδειχ ν ε σ υν ήθως σ την Τίλ ι. Είχ ε απομείν ει μόν ο η περιέργ εια, και το κορίτσ ι έμοιαζε ψ υχ ρό και απόμακρο. Έπειτα, όμως, η Νελ φάν ηκε ν α σ υν έρχ εται, φίλ ησ ε την Τίλ ι σ το μέτωπο και είπε: «Δ εν έχ ει σ ημασ ία. Αυτό που έχ ει σ ημασ ία είν αι πως είσ αι καλ ά πια. Και μόλ ις μπορέσ ουμε, θα ξεκιν ήσ ουμε πάλ ι τα μαθήματά μας». Ωσ τόσ ο, μέχ ρι ν α μπορέσ ει ν α σ ηκωθεί από το κρεβάτι της, η Τίλ ι χ ρειάσ τηκε ν α περιμέν ει άλ λ ες τέσ σ ερις μέρες, σ τη διάρκεια των οποίων βασ αν ιζόταν από έν αν δυν ατό βήχ α. Η Νελ ήταν κατεν θουσ ιασ μέν η το βράδυ που η Τίλ ι κατέβηκε και πάλ ι ν α δειπν ήσ ει μαζί της και με τον Στέρλ ιν γ κ. Μπορούσ ε πια ν α καθίσ ει καν ον ικά σ το τραπέζι και ν α μιλ άει χ ωρίς ν α βήχ ει ή ν α λ αχ αν ιάζει. Δ εν είχ ε δει τον Στέρλ ιν γ κ παρά μόν ο φευγ αλ έα όλ ο το διάσ τημα της αρρώσ τιας της. «Χαίρομαι πολ ύ που σ ε βλ έπω και πάλ ι καλ ά», της είπε, καθώς η Τίλ ι έπαιρν ε τη θέσ η της σ το τραπέζι.
Του χ αμογ έλ ασ ε κι εκείν ος της αν ταπέδωσ ε το χ αμόγ ελ ο – και σ ε αυτό το χ αμόγ ελ ο υπήρχ ε μια ζεσ τασ ιά που η Τίλ ι δεν είχ ε ξαν αδεί. Έν α παράξεν ο σ υν αίσ θημα ξύπν ησ ε μέσ α της: μια αίσ θησ η ότι ήταν ευάλ ωτη, η οποία, ωσ τόσ ο, δεν ήταν τρομακτική αλ λ ά, αν τίθετα, τρυφερή και γ λ υκιά. «Κι εγ ώ χ αίρομαι που σ υν ήλ θα, επιτέλ ους», του είπε. «Θα μου κάν εις, λ οιπόν , σ υν τροφιά γ ια έν α ποτηράκι σ έρι σ το σ αλ όν ι μετά το δείπν ο; Θέλ ω πολ ύ ν α μιλ ήσ ω με κάποιον και δεν υπάρχ ουν πολ λ ά άτομα με τα οποία μπορώ ν α κουβεν τιάσ ω τόσ ο ευχ άρισ τα όσ ο μαζί σ ου». Η Νελ έκρυψ ε το μειδίαμά της με το πιρούν ι της. Η Τίλ ι έγ ν εψ ε καταφατικά. «Πολ ύ ευχ αρίσ τως», του αποκρίθηκε.
1 6 - Η Αλ ήθεια Λύν ει Όλ α τα Προβλ ήματα
«Δ εν ξερίζωσ α τ’ αγ ριόχ ορτα». Η Τίλ ι σ τράφηκε, κι ο ζεσ τός απογ ευματιν ός ήλ ιος την τύφλ ωσ ε γ ια μια σ τιγ μή. Έπειτα, όμως, διέκριν ε ξεκάθαρα τη φιγ ούρα της Χέτι Μέιθορπ. Ήταν το πρώτο απόγ ευμα που περν ούσ ε η Τίλ ι σ τον κήπο μετά την αρρώσ τια της. Όλ α τα σ κουπίδια είχ αν εξαφαν ισ τεί – τα είχ ε καθαρίσ ει η Χέτι. «Δ εν ξερίζωσ α τ’ αγ ριόχ ορτα», επαν έλ αβε. «Σκέφτηκα πως θα προτιμούσ ατε ν α κάν ετε μόν η σ ας αυτή τη δουλ ειά». Η Τίλ ι της χ αμογ έλ ασ ε. «Σωσ τά το σ κέφτηκες. Πάν τα μου φαιν όταν ότι αυτή η δουλ ειά έχ ει μια ιδιαίτερη ευχ αρίσ τησ η…» «Το ξέρω», είπε η Χέτι, σ τρέφον τας το βλ έμμα της σ τον κήπο της Τίλ ι. «Και υπάρχ ουν εδώ πολ λ ά γ ια ν α ξεριζώσ ετε». «Ναι, σ ίγ ουρα υπάρχ ουν πολ λ ά». Η Χέτι κοίταξε πάλ ι την Τίλ ι, της χ αμογ έλ ασ ε με το αχ ν ό, σ φιγ μέν ο της χ αμόγ ελ ο και είπε: «Χαίρομαι που σ ας βλ έπω και πάλ ι καλ ά». «Σ’ ευχ αρισ τώ». Και τότε, επέσ τρεψ αν σ το μυαλ ό της οι αν αμν ήσ εις από την τελ ευταία φορά
που είχ ε δει τη Χέτι. «Χέτι», διακιν δύν ευσ ε ν α ρωτήσ ει, «εκείν ο το απόγ ευμα που κατέρρευσ α, μου είπες κάτι τη σ τιγ μή που λ ιποθυμούσ α;» Τι αδύν αμη και μυγ ιάγ γ ιχ τη που είσαι! Αυτές ήταν οι λ έξεις που θυμόταν . Έν ιωσ ε έν α ρίγ ος ν α αν εβαίν ει από τα σ ωθικά της. Η Χέτι σ υν οφρυώθηκε, προσ παθών τας ν α σ υγ κεν τρωθεί. «Είπα μερικές φορές το όν ομά σ ας. Και κάποια σ τιγ μή που θελ ήσ ατε ν α σ ηκωθείτε, σ ας είπα πως είσ τε πολ ύ αδύν αμη γ ια ν α σ ταθείτε σ τα πόδια σ ας». Αυτό ήταν , λ οιπόν . Και η φαν τασ ία της, επηρεασ μέν η από τον πυρετό, είχ ε ακούσ ει τη φράσ η που της είχ ε πει ο Τζάσ περ. «Συμβαίν ει κάτι;» ρώτησ ε η Χέτι. Η Τίλ ι κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι της. «Όχ ι, τίποτα. Όσ ο ήμουν άρρωσ τη, έβλ επα μερικά πολ ύ ζων ταν ά όν ειρα. Σ’ ευχ αρισ τώ και πάλ ι γ ια τη βοήθειά σ ου σ τον κήπο μου. Θ’ αρχ ίσ ω ν α ξεριζών ω τα αγ ριόχ ορτα τώρα». «Όπως θέλ ετε, κυρία». Η Τίλ ι γ ον άτισ ε σ τη μαλ ακή χ λ όη. Παν τού σ ’ εκείν ο το κομμάτι γ ης, υπήρχ αν αγ ριόχ ορτα που μπλ έκον ταν μεταξύ τους. Η Τίλ ι πήρε σ το χ έρι της τη μικρή τσ ουγ κράν α της κι έπιασ ε δουλ ειά,
απολ αμβάν ον τας τη διαδικασ ία: την ελ αφριά αν τίσ τασ η των αγ ριόχ ορτων , που της έγ δερν αν τα χ έρια με τα αγ κάθια τους, κι έπειτα το ξερίζωμά τους από το έδαφος. Στο μεταξύ, η σ κέψ η της περιπλ αν ιόταν . Βρέθηκε ξαφν ικά σ ε μια άλ λ η καλ οκαιριάτικη μέρα, σ τα παιδικά της χ ρόν ια σ την Ιν δία. Έπαιζε σ τα πόδια της μητέρας της, η οποία έκαν ε αυτό ακριβώς που έκαν ε τώρα και η ίδια. Εκεί, λ οιπόν , είχ ε μάθει ν α αγ απάει την κηπουρική; Άραγ ε, ήταν εκείν α τα αλ λ οτιν ά ζεσ τά και υγ ρά καλ οκαίρια, εκείν ες οι μακρές και μυρωμέν ες ν ύχ τες σ τον κήπο με τα ευωδιασ τά λ ουλ ούδια, που την έκαν αν ν α λ αχ ταράει ν α βρίσ κεται έξω σ την ύπαιθρο, με τα χ έρια της χ ωμέν α μες σ το χ ώμα; Σκέφτηκε τα παιδιά της Χέτι και κοίταξε πάν ω από τον ώμο της. Η Χέτι ήταν πιο κάτω, δίπλ α σ τις μαν όλ ιες. Η Τίλ ι σ ηκώθηκε και πήγ ε προς το μέρος της, παρακολ ουθών τας την ψ ηλ όλ ιγ ν η σ κιά της ν α τη σ υν τροφεύει. «Χέτι;» Η γ υν αίκα σ ήκωσ ε το βλ έμμα της. Είχ ε λ ίγ η λ άσ πη σ το μέτωπό της. «Χρειάζεσ τε βοήθεια;» Η Τίλ ι κάθισ ε σ τη χ λ όη δίπλ α της. «Μου είπες πως έχ εις παιδιά. Πόσ ων ετών είν αι;» Τα μάτια της Χέτι χ αμήλ ωσ αν λ υπημέν α. «Η
κόρη μου είν αι οχ τώ ετών κι ο γ ιος μου έξι». «Ποιος τα φρον τίζει τώρα;» «Μέν ουν μαζί με τη μητέρα μου και την αδελ φή μου. Η αδελ φή μου είν αι μια απλ οϊκή γ υν αίκα. Δ εν παν τρεύτηκε ποτέ, όμως είν αι πολ ύ γ λ υκιά και καλ ή με τα παιδιά. Είν αι ό,τι καλ ύτερο θα μπορούσ α ν α είχ α ευχ ηθεί γ ια τα παιδιά μου κάτω από αυτές τις σ υν θήκες». Η φων ή της Χέτι είχ ε έν αν έν τον ο τόν ο τώρα, σ αν ν α υπήρχ ε κάτι πιο σ ημαν τικό αλ λ ά αν είπωτο. «Θα σ ου λ είπουν , φαν τάζομαι». Τα χ είλ ια της Χέτι τρεμούλ ιασ αν · προσ παθούσ ε ν α σ υγ κρατήσ ει τα δάκρυά της και η Τίλ ι έν ιωσ ε πολ ύ άσ χ ημα που είχ ε θίξει αυτό το θέμα. «Λυπάμαι πολ ύ», της είπε, καθώς σ ηκων όταν . «Ήμουν πολ ύ αδιάκριτη και σ ε σ τεν οχ ώρησ α. Θα φύγ ω και θα σ ’ αφήσ ω ήσ υχ η». Αλ λ ά η Χέτι σ ηκώθηκε, σ τάθηκε μπροσ τά της και της έφραξε το δρόμο. Με τραχ ιά, βραχ ν ή φων ή, της είπε: «Θα έδιν α τα πάν τα γ ια ν α κρατήσ ω και πάλ ι σ την αγ καλ ιά μου τα κορμάκια τους…» Αν έκτησ ε, όμως, την αυτοκυριαρχ ία της κι έκαν ε σ την άκρη. «Με σ υγ χ ωρείτε, κυρία. Δ εν έπρεπε ν α σ ας φράξω έτσ ι το δρόμο». «Εγ ώ είμαι αυτή που πρέπει ν α ζητήσ ει
σ υγ γ ν ώμη», αποκρίθηκε η Τίλ ι. «Η περιέργ ειά μου ήταν αγ εν έσ τατη». «Λίγ οι εδώ πέρα ν οιάζον ται γ ια το αν είν αι αγ εν είς απέν αν τι σ ’ έν αν κρατούμεν ο», είπε η Χέτι, κατεβάζον τας και πάλ ι το κεφάλ ι της. Η Τίλ ι δεν ήξερε τι ν α πει, κι έτσ ι παρέμειν ε σ ιωπηλ ή. Έπειτα, επέσ τρεψ ε αμίλ ητη σ το κηπάκι της. Αλ λ ά τα λ όγ ια της Χέτι εξακολ ουθούσ αν ν α της καίν ε το ν ου. Πόσ η λ αχ τάρα, πόσ ο έν τον ο το μητρικό έν σ τικτο που διέκριν ε μέσ α σ ε εκείν α τα λ όγ ια: Θα έδιν α τα πάν τα γ ια ν α κρατήσω και πάλ ι στην αγ καλ ιά μου τα κορμάκια τους. Η Τίλ ι έσ κυψ ε γ ια ν α τραβήξει μερικά ακόμα αγ ριόχ ορτα από το έδαφος και διακιν δύν ευσ ε έν α βλ έμμα πάν ω από τον ώμο της προς την κατεύθυν σ η της Χέτι. Όμως, εκείν η δεν βρισ κόταν πια σ το σ ημείο όπου την είχ ε αφήσ ει η Τίλ ι. Είχ ε εξαφαν ισ τεί αν άμεσ α σ τους θάμν ους. ● Τώρα που είχ ε αν αρρώσ ει πλ ήρως, η Τίλ ι έν ιωθε ότι είχ ε προσ αρμοσ τεί πλ έον σ τη ν έα της ζωή σ το Νησ ί της Φωτιάς. Η Νελ εξακολ ουθούσ ε ν α αποτελ εί το επίκεν τρο του χ ρόν ου της και της
προσ οχ ής της, αλ λ ά είχ ε σ τη διάθεσ ή της κάποια ήσ υχ α απογ εύματα σ τον κήπο που βοηθούσ αν το μυαλ ό της ν α ηρεμεί, εν ώ είχ ε και την ευκαιρία ν α απολ αμβάν ει σ το σ αλ όν ι με τον Στέρλ ιν γ κ εκείν ες τις ευχ άρισ τες και πολ ύωρες σ υζητήσ εις τους γ ια βιβλ ία και ιδέες. Δ εν ξαν απήγ ε σ την εκκλ ησ ία, ούτε καν γ ια την κυριακάτικη λ ειτουργ ία. Είχ ε φοβηθεί πως αυτή η επιλ ογ ή της θα την έκαν ε ν α φαν εί ατίθασ η και απείθαρχ η, αλ λ ά σ την πραγ ματικότητα καν είς δεν το παρατήρησ ε –ή τουλ άχ ισ τον καν είς δεν το σ χ ολ ίασ ε–, εκτός από τη Νελ που διαμαρτυρόταν πως ήταν αν αγ κασ μέν η ν α πηγ αίν ει σ την εκκλ ησ ία χ ωρίς την ευχ άρισ τη σ υν τροφιά της Τίλ ι. Ωσ τόσ ο, η Τίλ ι προσ ευχ όταν γ ια σ υγ χ ώρεσ η κάθε βράδυ σ το δωμάτιό της. Δ εν έπαιρν ε καμία απάν τησ η από τον Θεό, καν έν α σ ημάδι ότι θα γ λ ίτων ε από την εν οχ ή που της κατέτρωγ ε τα σ ωθικά, όμως εκείν η σ υν έχ ιζε ν α προσ εύχ εται, σ τέλ ν ον τας τις πιο εν δόμυχ ες σ κέψ εις της σ τα βουβά σ κοτάδια του σ ύμπαν τος. Αργ ά έν α βράδυ –ή ίσ ως πολ ύ ν ωρίς έν α πρωί–, η Τίλ ι ξύπν ησ ε από τον ήχ ο μιας σ αν ίδας που έτριξε έξω σ τη βεράν τα. Κοιμόταν πάν τα με το παράθυρο αν οιχ τό – η ζέσ τη της άν οιξης γ ιν όταν όλ ο και πιο αισ θητή όσ ο προχ ωρούσ αν προς το
καλ οκαίρι και το μον αδικό πράγ μα που μπορούσ ε ν α τη δροσ ίσ ει ήταν ο ν οτιοαν ατολ ικός θαλ ασ σ ιν ός άν εμος. Η Τίλ ι παραμέρισ ε την κουν ουπιέρα της, σ ηκώθηκε από το κρεβάτι και κρύφτηκε πίσ ω από την κουρτίν α γ ια ν α κοιτάξει έξω από το παράθυρο. Είδε τον Στέρλ ιν γ κ ν α κάθεται σ το πάν ω σ καλ οπάτι, με τους αγ κών ες του ακουμπισ μέν ους σ τα γ όν ατά του, και ν α κοιτάζει πέρα σ το ν ησ ί και σ τη σ κοτειν ή θάλ ασ σ α. Γιατί δεν ήταν σ το κρεβάτι του; Ήταν περασ μέν α μεσ άν υχ τα, η Τίλ ι ήταν σ χ εδόν σ ίγ ουρη γ ι’ αυτό. Δ ίσ τασ ε γ ια μια σ τιγ μή κι έπειτα έριξε πάν ω της τη ρόμπα της. Η καρδιά της χ τυπούσ ε δυν ατά, όμως εκείν η άν οιξε αποφασ ισ τικά την πόρτα και βγ ήκε έξω. «Στέρλ ιν γ κ;» Εκείν ος σ τράφηκε, την είδε, χ αμογ έλ ασ ε κι έπειτα βιάσ τηκε ν α κρύψ ει το χ αμόγ ελ ό του. «Είν αι αργ ά. Συγ γ ν ώμη που σ ε ξύπν ησ α. Σε παρακαλ ώ, πήγ αιν ε πάλ ι σ το κρεβάτι σ ου». Αν τί, όμως, ν α υπακούσ ει, η Τίλ ι προχ ώρησ ε θαρρετά και κάθισ ε πλ άι του. Εκείν ος δεν της είπε ν α φύγ ει. «Γιατί δεν κοιμάσ αι;» Αν έπν ευσ ε τη ζεσ τή μυρωδιά του. «Η Νελ είδε έν αν εφιάλ τη. Βλ έπει και ξαν αβλ έπει
το ίδιο όν ειρο από τότε που πέθαν ε η Ρεβέκκα. Αυτή τη σ τιγ μή κοιμάται σ το κρεβάτι μου κι έχ ει απλ ωθεί σ αν ασ τερίας». Γέλ ασ ε. «Είν αι δύσ κολ ο ν α κοιμηθώ μ’ έν αν ασ τερία τέτοιου μεγ έθους σ το κρεβάτι μου». «Και τι βλ έπει σ ’ αυτό τον εφιάλ τη;» «Βλ έπει τη μητέρα της ν α της φέρεται σ κλ ηρά ή ακόμα και βίαια. Πάν τα με ρωτάει το ίδιο πράγ μα όταν έρχ εται σ το κρεβάτι μου: αν η μητέρα της την αγ απούσ ε». Η Τίλ ι έμειν ε γ ια λ ίγ ο σ ιωπηλ ή, καθώς έν ιωσ ε πως ο Στέρλ ιν γ κ θα σ υν έχ ιζε. Μες σ τη σ ιγ αλ ιά της ν ύχ τας, ακούγ ον ταν τα πόσ ουμ ν α ροκαν ίζουν τα δέν τρα και ο φλ οίσ βος της θάλ ασ σ ας που τραβιόταν . Η μυρωμέν η βραδιά ήταν γ λ υκιά, φωτισ μέν η μόν ο από τα ασ τέρια και βαριά από τα αρώματα της υγ ρής γ ης και της θαλ ασ σ ιν ής αλ μύρας. Η Τίλ ι περιεργ άσ τηκε το προφίλ του, το δυν αμικό πιγ ούν ι του. «Κι εσ ύ τι της είπες;» τον παρακίν ησ ε τελ ικά η Τίλ ι. «Η μητέρα της την αγ απούσ ε. Ασ φαλ ώς και την αγ απούσ ε. Όμως, η Ρεβέκκα είχ ε… αν τικρουόμεν α σ υν αισ θήματα σ χ ετικά με τη μητρότητα. Όταν γ εν ν ήθηκε η Νελ , η Ρεβέκκα βυθίσ τηκε σ ε μια
κατάσ τασ η σ κοτειν ής και βαθιάς απελ πισ ίας. Μερικές μέρες, έμοιαζε σ αν ν α προσ παθούσ ε ν ’ αγ ν οήσ ει το μωρό. Άφην ε τη Νελ ν α κλ αίει γ ια ώρες. Την άκουγ α από το γ ραφείο μου και σ πάραζε η καρδιά μου. Αν αγ κάσ τηκα ν α προσ αρμόσ ω τον προϋπολ ογ ισ μό του ν οικοκυριού, ώσ τε ν α έχ ω δύο παραμάν ες γ ια τη Νελ και μια ν οσ οκόμα γ ια ν α φρον τίζει τη Ρεβέκκα μέχ ρι ν α ν ιώσ ει καλ ύτερα. Από την αρχ ή, όμως, κάτι πήγ ε σ τραβά αν άμεσ α σ τη μητέρα και το παιδί. Κι όταν η Ρεβέκκα βγ ήκε επιτέλ ους από εκείν η τη σ κοτειν ή άβυσ σ ο της μελ αγ χ ολ ίας, με ικέτεψ ε ν α μην της ζητήσ ω ν α κάν ουμε δεύτερο παιδί. Έπρεπε ν α σ ταματήσ ουμε σ το πρώτο». «Εσ ύ ήθελ ες κι άλ λ ο παιδί;» «Εγ ώ ήθελ α έξι», της αποκρίθηκε. «Είμαι μον αχ οπαίδι και λ αχ ταρούσ α ν ’ αποκτήσ ω αδέλ φια. Και σ ίγ ουρα θα έκαν ε καλ ό σ τη Νελ ν α είχ ε μια μικρότερη αδελ φή ή έν αν μικρότερο αδελ φό, γ ια ν α της θυμίζει πως δεν είν αι το κέν τρο του κόσ μου». Αν ασ τέν αξε. «Η Ρεβέκκα έμαθε ν α δείχ ν ει αν οχ ή και υπομον ή σ ε κάποιο βαθμό, αλ λ ά ήταν προφαν ές ότι καταπιεζόταν . Θυμάμαι πως κι εγ ώ ο ίδιος τη ρώτησ α κάποτε, όταν η Νελ ήταν τεσ σ άρων ή πέν τε ετών , αν αγ απούσ ε την κόρη
μας. Και η Ρεβέκκα μου αποκρίθηκε: “Ναι, όμως μερικές φορές αισ θάν ομαι σ αν ν α μην είν αι δικό μου παιδί”. Κάτι που ήταν εν τελ ώς παράλ ογ ο, βέβαια, αφού η ίδια είχ ε κυοφορήσ ει τη Νελ ». Ο Στέρλ ιν γ κ κούν ησ ε το κεφάλ ι του θλ ιμμέν α. «Και όσ ο περισ σ ότερο η Ρεβέκκα αποτραβιόταν τόσ ο περισ σ ότερο η Νελ έν ιωθε την αν άγ κη ν α γ ραπών εται πάν ω της. Μπορείς ν α το φαν τασ τείς αυτό…» «Ναι, μπορώ». «Κι αυτόν το γ άτο που ακόμα κουβαλ άει μαζί της μερικές φορές… Δ εν τον άφην ε απ’ τα μάτια της. Ήταν ξεκάθαρο ότι τον είχ ε αν άγ κη επειδή η Ρεβέκκα δεν μπορούσ ε ν α της δώσ ει τη σ τοργ ή που λ αχ ταρούσ ε. Μου ράγ ιζε την καρδιά». Αν ασ τέν αξε. «Ήξερα πάν τα πως εγ ώ αγ απούσ α τη Νελ περισ σ ότερο απ’ όσ ο την αγ απούσ ε η Ρεβέκκα». «Τότε, είν αι τυχ ερή που σ ’ έχ ει. Πολ λ οί πατεράδες αδιαφορούν γ ια τα παιδιά τους». «Όμως, είμαι πάν τα τόσ ο απασ χ ολ ημέν ος. Δ ουλ εύω εφτά μέρες την εβδομάδα». Πέρασ ε το χ έρι του μέσ α από τα μαλ λ ιά του κι έπειτα αν έκτησ ε την αυτοκυριαρχ ία του. «Με σ υγ χ ωρείς, Τίλ ι. Δ εν είν αι σ ωσ τό ν α δείχ ν ω τόσ η αδυν αμία
μπροσ τά σ ου. Πόσ ο μάλ λ ον που εργ άζεσ αι γ ια εμέν α, είσ αι μια ν εαρή αν ύπαν τρη γ υν αίκα και καν είς απ’ τους δυο μας δεν είν αι ν τυμέν ος. Σ’ το είχ α ξαν απεί κάποια σ τιγ μή: όταν ζούμε κι εργ αζόμασ τε σ ’ αυτό το ν ησ ί γ ια μεγ άλ ο διάσ τημα, εμείς οι άν τρες ξεχ ν άμε τους καλ ούς μας τρόπους και δεν φερόμασ τε με το σ εβασ μό που αρμόζει». «Σε παρακαλ ώ, μην απολ ογ είσ αι. Μ’ αρέσ ει ν α σ ’ ακούω κι ελ πίζω ν α με θεωρείς περισ σ ότερο φίλ η σ ου παρά μια υπάλ λ ηλ ό σ ου». Δ εν της απάν τησ ε, αλ λ ά ούτε απομακρύν θηκε από κον τά της. Ο ώμος του ήταν τόσ ο κον τά σ τον δικό της που έν ιωθε τη ζεσ τασ ιά του σ ώματός του, έτσ ι καθώς κάθον ταν οι δυο τους μες σ το σ κοτάδι, πριν ακόμα ξημερώσ ει. Έν ιωθε τόσ ο ευτυχ ισ μέν η που βρισ κόταν κον τά του, που μοιραζόταν μαζί του αυτές τις σ τιγ μές οικειότητας. Όμως, όπως πάν τα, πάν ω σ την ευτυχ ία της έπεσ ε και πάλ ι η σ κιά της εν οχ ής της. Αν ο Στέρλ ιν γ κ είχ ε αρχ ίσ ει ν α ν ιώθει κάτι παραπάν ω γ ια εκείν η, όπως υποψ ιαζόταν η Τίλ ι, τότε έτρεφε αισ θήματα γ ια κάποια που δεν γ ν ώριζε αλ ηθιν ά. Δ εν ήταν η Σαν τέλ Λεζέν . Είχ ε πίσ ω της έν αν ολ έθριο γ άμο κι έν α φρικτό μυσ τικό. Δ εν ήταν , όμως, σ φάλ μα της ν α αφήν ει τον Στέρλ ιν γ κ ν α πισ τεύει πως ήταν
κάποια άλ λ η, κάτι εν τελ ώς διαφορετικό από αυτό που εκείν ος ν όμιζε; «Καλ ύτερα ν α επισ τρέψ ω σ το κρεβάτι μου», είπε, καλ ύπτον τας με το χ έρι της έν α μάλ λ ον παρατραβηγ μέν ο χ ασ μουρητό. «Πρέπει ν α βρίσ κομαι πάν τα έν α βήμα μπροσ τά από τη Νελ σ το μάθημα, κι αυτό είν αι ήδη αρκετά δύσ κολ ο». Έκαν ε ν α σ ηκωθεί. «Καλ ην ύχ τα, Τίλ ι», της είπε και της έτριψ ε το χ έρι με το δικό του. Σπίθες πετάχ τηκαν ολ όγ υρα σ το σ κοτάδι. Έν α πύριν ο κύμα την πλ ημμύρισ ε. Εκείν ο το άγ γ ιγ μα, που είχ ε διαρκέσ ει μόλ ις έν α δέκατο του λ επτού, ξύπν ησ ε μια τέτοια υγ ρή ζεσ τασ ιά σ το κορμί της, που σ χ εδόν της κόπηκε η αν άσ α. Στάθηκε γ ια λ ίγ α λ επτά εκεί, χ ωρίς ν α μπορεί ν α αρθρώσ ει λ έξη, κι έπειτα κατόρθωσ ε ν α πει «Καλ ην ύχ τα» κι επέσ τρεψ ε σ το δωμάτιό της. ● Οι μέρες γ ίν ον ταν όλ ο και μεγ αλ ύτερες, η ζέσ τη ήταν όλ ο και πιο αφόρητη. Μερικά βράδια, παγ ιδευμέν η σ τις καιρικές σ υν θήκες που δημιουργ ούσ ε ο βορειοαν ατολ ικός άν εμος, η Τίλ ι
κοιμόταν κάτω από την κουν ουπιέρα της, βουτηγ μέν η σ τον ιδρώτα. Άλ λ ες φορές, ο αέρας κατέβαιν ε από τα ν οτιοαν ατολ ικά, φέρν ον τας μαζί του την αν αζωογ ον ητική μυρωδιά της βροχ ής. Επί μία εβδομάδα, από Κυριακή σ ε Κυριακή, έβρεχ ε αδιάκοπα, και χ ον τρές σ τάλ ες βροχ ής σ φυροκοπούσ αν τη σ κεπή του σ πιτιού σ αν ν α ερχ όταν κατακλ υσ μός. Και ξαφν ικά, η κακοκαιρία υποχ ώρησ ε. Η Τίλ ι ξύπν ησ ε έν α πρωιν ό και αν τίκρισ ε τον γ αλ αν ό ουραν ό και τον εκτυφλ ωτικό ήλ ιο, μύρισ ε την οσ μή της λ άσ πης παν τού και άκουσ ε το βραχ ν ό τραγ ούδι των τζιτζικιών σ τους θάμν ους που φύτρων αν πάν ω από τον γ κρεμό. Και με κάποιο τρόπο, μέσ α σ ε αυτό τον καυτό ήλ ιο και την εξουθεν ωτική υγ ρασ ία, θα γ ιόρταζε τα πρώτα της Χρισ τούγ εν ν α μετά το θάν ατο του παππού της. Ποτέ άλ λ οτε σ τη ζωή της δεν είχ ε λ αχ ταρήσ ει τόσ ο πολ ύ ν α ν ιώσ ει σ τα δάχ τυλ ά της τον πόν ο από την παγ ων ιά, ν α δει χ ιόν ι και ν α περάσ ει εκείν η τη γ ιορτιν ή μέρα τρώγ ον τας ψ ητό μοσ χ άρι και αν οίγ ον τας δώρα μπροσ τά σ το αν αμμέν ο τζάκι. Είχ αν περάσ ει έξι εβδομάδες από την άφιξή της σ το ν ησ ί. Τόσ ο ακριβώς είχ ε κρατήσ ει και το φλ ερτ της με τον Τζάσ περ, τόσ ο είχ ε κρατήσ ει η ασ θέν εια του παππού της που τον
οδήγ ησ ε σ το θάν ατο, τόσ ο είχ ε κρατήσ ει και ο ολ έθριος γ άμος της. Το πρωί των Χρισ τουγ έν ν ων , η Τίλ ι πέρασ ε το κατώφλ ι της εκκλ ησ ίας γ ια πρώτη φορά ύσ τερα από εκείν ο το κήρυγ μα του Μπάρτον . Η ώρα ήταν εν ν ιά και ο ιδρώτας ήδη κυλ ούσ ε κάτω από τα μπράτσ α της και αν άμεσ α σ τα σ τήθη της. Η Νελ φορούσ ε μια απλ ή λ ιν ή ποδιά πάν ω από μια βαμβακερή κον τομάν ικη μπλ ούζα, και η Τίλ ι τη ζήλ ευε γ ια τα αν άλ αφρα ρούχ α της. Η ίδια φορούσ ε μεσ οφόρι, κορσ έ, δαν τελ ωτό φόρεμα και γ άν τια. Ο Στέρλ ιν γ κ ήταν εξίσ ου επίσ ημα ν τυμέν ος, όμως η Τίλ ι δεν τον ρώτησ ε αν βασ αν ιζόταν κι εκείν ος από τη ζέσ τη. Αν κι εξακολ ουθούσ αν ν α σ υν αν τιούν ται γ ια το βραδιν ό τελ ετουργ ικό τους σ το σ αλ όν ι, ο Στέρλ ιν γ κ ήταν πιο σ υγ κρατημέν ος απέν αν τί της έπειτα από εκείν η τη ν ύχ τα που της είχ ε αγ γ ίξει το χ έρι. Ίσ ως ν α κατηγ ορούσ ε τον εαυτό του που είχ ε ξεπεράσ ει τόσ ο πολ ύ τα όρια της ευγ έν ειας. Και όσ ο κι αν η Τίλ ι λ αχ ταρούσ ε μέσ α της ν α την αγ γ ίξει ξαν ά, ήξερε πως δεν ήταν σ υν ετό ν α τον ερωτευτεί. Είχ ε πολ λ ά μυσ τικά. Και τα μυσ τικά ήταν σ αν τρύπες σ τα θεμέλ ια μιας σ χ έσ ης. Τελ ικά, η σ χ έσ η θα κατέρρεε. Κι έτσ ι, εξακολ ουθούσ αν ν α σ υζητούν –ο
καθέν ας σ τη δική του ιδιαίτερη γ ων ία σ το σ αλ όν ι– γ ια τη φιλ οσ οφία και την ισ τορία και την αν θρωπότητα. Ο Στέρλ ιν γ κ εργ αζόταν από πολ ύ ν έος σ τις φυλ ακές· είχ ε αποκρυσ ταλ λ ωμέν ες απόψ εις σ χ ετικά με τη δικαιοσ ύν η και την απόδοσ ή της με έν αν αν θρωπισ τικό τρόπο. Η Τίλ ι τον θαύμαζε με όλ η της την ψ υχ ή, τον θαύμαζε τόσ ο πολ ύ, που μερικές φορές έν ιωθε το σ τήθος της ν α την πον άει από τη λ αχ τάρα. Αλ λ ά απέφευγ ε πεισ ματικά ν α φαν τασ τεί μια σ χ έσ η μαζί του. Και τις ν ύχ τες, όταν πλ άγ ιαζε σ το κρεβάτι της, προσ ευχ όταν μόν ο ν α της δοθεί δύν αμη και σ υγ χ ώρεσ η. Το κήρυγ μα των Χρισ τουγ έν ν ων ήταν αν ιαρό, λ ες κι ο εφημέριος το είχ ε γ ράψ ει βιασ τικά το ίδιο εκείν ο πρωί. Όταν τελ είωσ ε, οι πισ τοί σ ηκώθηκαν κι άρχ ισ αν ν α βγ αίν ουν έξω με θόρυβο. Ο Στέρλ ιν γ κ, η Νελ και η Τίλ ι κάθισ αν μέχ ρι το τέλ ος. Αλ λ ά όταν έβγ αιν αν , ο Μπάρτον σ τάθηκε μπροσ τά σ την Τίλ ι και της έφραξε το δρόμο. «Δ εσ ποιν ίς Λεζέν , μπορώ ν α σ ας πω δυο λ όγ ια;» Η Τίλ ι κοίταξε γ ύρω της αν αζητών τας τον Στέρλ ιν γ κ, όμως τον είχ ε ήδη παρασ ύρει έξω το πλ ήθος. Επέτρεψ ε σ τον εφημέριο ν α την τραβήξει κατά μέρος, μέσ α από την μπροσ τιν ή πόρτα της
εκκλ ησ ίας. Ήταν ήσ υχ α εκεί, μες σ τις σ κιές. Οι φων ές έξω από την εκκλ ησ ία έμοιαζαν πολ ύ μακριν ές. Ο Μπάρτον έγ ειρε προς το μέρος της και της είπε με σ κλ ηρή φων ή: «Ξέρω γ ια ποιο λ όγ ο δεν έρχ εσ τε σ την κυριακάτικη λ ειτουργ ία». «Α, ώσ τε ξέρετε;» «Όλ οι κουβεν τιάζουν γ ια εσ άς και το διευθυν τή Χολ τ. Ντρέπεσ τε ν α δείξετε το πρόσ ωπό σ ας, έτσ ι δεν είν αι;» Τα μάτια του πετούσ αν σ πίθες από το θυμό του. «Κουβεν τιάζουν γ ια εμέν α και… Μα τι σ ας έχ ω κάν ει και είσ τε τόσ ο οργ ισ μέν ος μαζί μου;» «Ξέρω τι τύπος γ υν αίκας είσ τε». «Δ εν γ ν ωρίζετε τίποτα γ ια εμέν α». Η Τίλ ι προσ πάθησ ε ν α μαλ ακώσ ει τον τόν ο της φων ής της. Δ εν ήθελ ε ν α χ άσ ει την ψ υχ ραιμία της, και ειδικά μπροσ τά σ τον Μπάρτον που ήδη την έκριν ε τόσ ο σ κλ ηρά. «Είν αι προτιμότερο ν α φύγ ετε απ’ αυτό το μέρος, απ’ αυτό το ν ησ ί. Να φύγ ετε προτού ν τροπιάσ ετε έν αν καλ ό άν θρωπο». Το τελ ευταίο άτομο που είχ ε ξεσ ηκώσ ει τόσ η οργ ή μέσ α της ήταν ο Τζάσ περ. Έν ιωσ ε το δέρμα της ν α αν ατριχ ιάζει από το φόβο που την κυρίευσ ε ξαφν ικά. Δ εν ήξερε πού θα μπορούσ ε ν α την
οδηγ ήσ ει αυτή τη φορά ο θυμός της, φοβόταν τον εαυτό της. Επισ τρατεύον τας με μια τεράσ τια προσ πάθεια όλ η τη δύν αμη της θέλ ησ ής της, σ υγ κράτησ ε τα χ έρια της, προσ πέρασ ε βιασ τικά τον Μπάρτον και έφυγ ε. Ο εφημέριος έκαν ε ν α την πιάσ ει από τον ώμο γ ια ν α τη σ ταματήσ ει, όμως εκείν η τον απέφυγ ε και του είπε σ φυριχ τά: «Μην τολ μήσ εις ν α μ’ αγ γ ίξεις, υποκριτή αγ ροίκε!» Εκείν ος οπισ θοχ ώρησ ε, όμως ο φόβος σ το πρόσ ωπό του γ ρήγ ορα αν τικατασ τάθηκε από έν α χ λ ευασ τικό γ έλ ιο. «Ξέρω τι σ ας χ ρειάζεται, δεσ ποιν ίς Λεζέν . Ξέρω τι θα μπορούσ ε ν α κλ είσ ει αυτό το τρομερό σ τόμα που έχ ετε». Η Τίλ ι του γ ύρισ ε την πλ άτη και απομακρύν θηκε με μεγ άλ α βήματα. Έξω, την περίμεν ε η Νελ . Ο Στέρλ ιν γ κ είχ ε προχ ωρήσ ει. «Τίλ ι, τι σ υμβαίν ει;» τη ρώτησ ε η Νελ . «Όχ ι τώρα, Νελ », της αποκρίθηκε η Τίλ ι. «Πρέπει ν α περπατήσ ω λ ίγ ο μόν η μου, γ ια ν α ηρεμήσ ω». Επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι από τον πίσ ω δρόμο, που περν ούσ ε δίπλ α από μια περιφραγ μέν η έκτασ η με άλ ογ α κι έπειτα πάν ω από την πιο απόκρημν η πλ ευρά του γ κρεμού. Το περπάτημα της έκαν ε καλ ό. Άρχ ισ ε ν α παίρν ει ρυθμικές αν άσ ες γ ια ν α ελ έγ ξει το θυμό της και κατόρθωσ ε ν α χ αλ αρώσ ει
τις γ ροθιές της, τουλ άχ ισ τον αρκετά ώσ τε ν α μη χ ών ον ται τα ν ύχ ια της σ τις παλ άμες της. Έκαν ε το γ ύρο της βόρειας πλ ευράς του σ πιτιού και αν έβηκε από το χ λ οερό μον οπάτι που εκτειν όταν αν άμεσ α σ τα παρτέρια με τα λ ουλ ούδια, μέχ ρι που έφτασ ε σ τον δικό της κήπο. Ήταν καθαρός τώρα, και η Τίλ ι είχ ε ήδη φυτέψ ει κατιφέδες σ ε μια ευθεία, που χ ρησ ίμευε και σ αν όριο. Κάθισ ε κάτω σ τη χ λ όη κι έπειτα ξάπλ ωσ ε αν άσ κελ α κι έμειν ε ν α κοιτάζει τον γ αλ αν ό ουραν ό, παίρν ον τας βαθιές εισ πν οές. Ξαφν ικά, έπεσ ε δίπλ α της μια σ κιά και η Τίλ ι αν ασ ηκώθηκε. Είδε τη Χέτι ν α σ τέκεται από πάν ω της. Έμοιαζε δισ τακτική. «Χέτι; Εργ άζεσ αι τη μέρα των Χρισ τουγ έν ν ων ;» «Ζήτησ α άδεια ν α δουλ έψ ω αν τί ν α παρευρεθώ σ το χ ρισ τουγ εν ν ιάτικο γ εύμα. Οι σ υγ κρατούμεν ές μου δεν είν αι και τόσ ο καλ ή παρέα. Και ήθελ α… Να, ορίσ τε». Με τα λ όγ ια αυτά, ψ αχ ούλ εψ ε σ το εσ ωτερικό του ρούχ ου της, τράβηξε έξω έν α κομμάτι χ αρτί και το έτειν ε σ την Τίλ ι. Ήταν μια κάρτα, φτιαγ μέν η από έν α παλ ιό χ άρτιν ο κουτάκι σ πόρων . Η Χέτι το είχ ε ισ ιώσ ει και το είχ ε γ υρίσ ει από την αν άποδη. Και πάν ω, είχ ε γ ράψ ει με έν αν παιδιάσ τικο γ ραφικό χ αρακτήρα: «Καλ ά Χρισ τούγ εν ν α σ τη δεσ ποιν ίδα Λεζέν από τη
Χέτι» Η Τίλ ι έν ιωσ ε τα μάτια της ν α τσ ούζουν από τα δάκρυα. «Αχ », είπε, «εγ ώ δεν έχ ω τίποτα γ ια εσ έν α…» «Δ εν πειράζει, δεν ήθελ α κάποιο αν τάλ λ αγ μα. Απλ ώς… Απλ ώς την έφτιαξα γ ια εσ άς και χ αίρομαι που σ ας σ υν άν τησ α σ ήμερα εδώ». Υ πακούον τας σ ε μια παρόρμησ η, η Τίλ ι άπλ ωσ ε το χ έρι της κι έσ φιξε το χ έρι της Χέτι. «Σ’ ευχ αρισ τώ. Σημαίν ει πολ λ ά γ ια εμέν α». «Αλ ήθεια;» «Ναι, αλ ήθεια. Φώτισ ε τη μέρα μου, που ήταν … Ήταν σ κοτειν ή». Η Χέτι της χ αμογ έλ ασ ε με το αχ ν ό της χ αμόγ ελ ο και έφυγ ε. Η Τίλ ι σ τριφογ ύρισ ε αν άμεσ α σ τα χ έρια της τη λ επτή χ ρισ τουγ εν ν ιάτικη κάρτα. Εκείν η τη μέρα, κάποιος την είχ ε προσ βάλ ει και κάποιος την είχ ε τιμήσ ει – την είχ ε προσ βάλ ει έν ας κλ ηρικός και την είχ ε τιμήσ ει μια φυλ ακισ μέν η. Η Τίλ ι καταλ άβαιν ε μέρα με τη μέρα όλ ο και περισ σ ότερο πως δεν κατέλ ηγ αν πάν τα πίσ ω από τα κάγ κελ α εκείν οι που πραγ ματικά θα έπρεπε ν α βρίσ κον ται εκεί. ●
Όμως, τα λ όγ ια του εφημέριου κατέτρωγ αν το ν ου της Τίλ ι: όλ οι κουβέν τιαζαν γ ια εκείν η και τον Στέρλ ιν γ κ, αμαυρών ον τας την υπόλ ηψ ή του. Εκείν ο το βράδυ, μετά το δείπν ο, όταν της ζήτησ ε ν α τον σ υν τροφεύσ ει σ το σ αλ όν ι, η Τίλ ι προφασ ίσ τηκε ότι ήταν κουρασ μέν η, προσ παθών τας ν α τον αποφύγ ει. Και το επόμεν ο βράδυ, τον απέφυγ ε ξαν ά με την ίδια δικαιολ ογ ία. Το πέμπτο βράδυ, η ερώτησ η ήταν σ χ εδόν πρόκλ ησ η. «Τίλ ι;» της είπε. «Σέρι;» Είχ ε προφέρει τις λ έξεις με έμφασ η. Όχ ι αν άλ αφρα ή αν έμελ α. Ο τόν ος του ήταν επίμον ος. «Θα προτιμούσ α όχ ι». Ο Στέρλ ιν γ κ κατόρθωσ ε ν α ελ έγ ξει την έκφρασ η του προσ ώπου του, αλ λ ά, σ το έν α και μον αδικό δευτερόλ επτο που μεσ ολ άβησ ε αν άμεσ α σ την απάν τησ ή της και τη δική του αν τίδρασ η, η Τίλ ι πρόλ αβε ν α διακρίν ει την απογ οήτευσ η και τη σ ύγ χ υσ ή του και κατάλ αβε πως έν ιωθε ότι τον είχ ε απορρίψ ει. Η Τίλ ι σ τεν οχ ωρήθηκε πολ ύ που τον είχ ε αν ασ τατώσ ει. Προσ πάθησ ε, όμως, ν α καθησ υχ άσ ει τον εαυτό της με τη σ κέψ η πως τα πράγ ματα θα ήταν καλ ύτερα έτσ ι και γ ια τους δύο. Και αφέθηκε σ τη θλ ιβερή παρηγ οριά της σ κέψ ης
ότι εκείν ος δεν θα την προσ καλ ούσ ε ξαν ά. ● Ο παλ ιός χ ρόν ος παραμέρισ ε γ ια ν α δώσ ει τη θέσ η του σ τον ν έο. Κάποιες υποθέσ εις, που είχ αν πάρει αν αβολ ή την περίοδο των Χρισ τουγ έν ν ων , τώρα άρχ ισ αν ν α εκδικάζον ται. Κι έτσ ι, κατέφταν αν σ το ν ησ ί ολ οέν α και περισ σ ότεροι ν έοι κρατούμεν οι. Ο Στέρλ ιν γ κ ήταν πολ ύ απασ χ ολ ημέν ος και είχ ε απομακρυν θεί από την Τίλ ι. Αλ λ ά και η Τίλ ι ήταν απασ χ ολ ημέν η. Είχ ε απορρίψ ει την προσ φορά ν α πάρει άδεια και ν α κάν ει τις καλ οκαιριν ές διακοπές της σ την εν δοχ ώρα και, προς μεγ άλ η ευχ αρίσ τησ η της Νελ , είχ ε σ κεφτεί έν α θεριν ό πρόγ ραμμα μαθημάτων με θέμα τον Μεσ αίων α. Μάθαιν αν μαζί μεσ αιων ικά αγ γ λ ικά, έγ ραφαν ποιήματα σ το ύφος του Τσ όσ ερ, χ άραζαν τις δικές τους ξυλ ογ ραφίες και σ χ εδίασ αν κι έραψ αν έν α μεσ αιων ικό φόρεμα γ ια τη Νελ . Δ εν είχ ε καμία σ ημασ ία που το φόρεμα ήταν κακοραμμέν ο και το σ τρίφωμα έπεφτε σ υν έχ εια. Η Νελ δεν το έβγ αλ ε από πάν ω της ολ όκλ ηρο τον Ιαν ουάριο, κι ας έκαν ε εκείν η την τρομερή υγ ρή ζέσ τη. Βέβαια, η Τίλ ι έβλ επε τον Στέρλ ιν γ κ τα βράδια.
Κουβέν τιαζαν άν ετα την ώρα του δείπν ου, έλ εγ αν ακόμα και ασ τεία και γ ελ ούσ αν μαζί, όμως ήταν πάν τα εκεί και η Νελ , που απέκλ ειε το εν δεχ όμεν ο ν α έρθουν πιο κον τά. Η Τίλ ι γ ν ώριζε όλ ο και καλ ύτερα τον Στέρλ ιν γ κ και τον θαύμαζε όλ ο και περισ σ ότερο γ ια τις αρχ ές του, το πν εύμα του και την καλ οσ υν άτη καρδιά του. Αν αρωτιόταν αν κι εκείν ος διέκριν ε και θαύμαζε μέσ α από τις σ υζητήσ εις τους κάποια χ αρίσ ματά της. Πάν τως, δεν της είχ ε δώσ ει ποτέ καμία τέτοια έν δειξη. Η καλ οκαιριν ή ζέσ τη δεν της επέτρεπε πια ν α βγ αίν ει σ τον κήπο μέχ ρι ν α προχ ωρήσ ει το απόγ ευμα, όταν ο ήλ ιος κατέβαιν ε χ αμηλ ά σ τη θάλ ασ σ α και ο άν εμος παράσ ερν ε την υγ ρασ ία. Τα μυρωμέν α δειλ ιν ά την καλ ούσ αν πάν τα έξω σ τον κήπο. Μερικές φορές, έμεν ε εκεί μέχ ρι την ώρα που έπεφτε η δροσ ιά κι άρχ ιζαν το τραγ ούδι τους οι γ ρύλ οι. Τα περισ σ ότερα απογ εύματα, σ υν αν τούσ ε τη Χέτι. Δ ούλ ευαν κι οι δυο σ τον κήπο, μερικές φορές αρκετά κον τά η μια σ την άλ λ η, μέσ α σ ε μια ατμόσ φαιρα σ ιωπηλ ής σ υν τροφικότητας. Όμως, η Τίλ ι δεν άφην ε ν α περάσ ει ούτε έν α απόγ ευμα χ ωρίς ν α δείξει σ τη Χέτι λ ίγ η καλ οσ ύν η. Άλ λ οτε ήταν μια έκφρασ η της ευγ ν ωμοσ ύν ης της γ ια τη
βοήθεια που της είχ ε προσ φέρει η Χέτι, άλ λ οτε μια φιλ οφρόν ησ η γ ια τη δουλ ειά της – οποιαδήποτε μικρή κίν ησ η που θα έκαν ε τις γ ων ίες των ν τελ ικάτων χ ειλ ιών της Χέτι ν α αν ασ ηκωθούν ελ αφρά προς τα πάν ω. Κι έτσ ι αβίασ τα, τυχ αία σ χ εδόν , είχ ε αρχ ίσ ει ν α αν απτύσ σ εται μια φιλ ία αν άμεσ ά τους. Η κοιν ή αγ άπη τους γ ια τη δουλ ειά σ τη γ η, μες σ τις μυρωδιές του χ ώματος και των λ ουλ ουδιών , τις έδεν ε μεταξύ τους πολ ύ περισ σ ότερο απ’ όσ ο θα μπορούσ αν ν α τις δέσ ουν ατελ είωτες ώρες άσ κοπης φλ υαρίας. Δ εν ξαν απήγ ε σ την εκκλ ησ ία. Άλ λ ωσ τε, εκεί, σ τον κήπο, έν ιωθε πολ ύ πιο κον τά σ τον Θεό. Η ζωή σ το Νησ ί της Φωτιάς έγ ιν ε τελ ικά η ζωή της. Το Ντόρσ ετ και το Γκέρν σ εϊ ξεθώριαζαν σ τη μν ήμη της, κι εκείν ο το ζεσ τό, θαλ ασ σ οδαρμέν ο μέρος έγ ιν ε πια το σ πίτι της. ● Ο Φεβρουάριος άχ ν ιζε από τη ζέσ τη και την υγ ρασ ία. Καταρρακτώδης βροχ ή όλ ο το βράδυ, αν ελ έητος ήλ ιος το επόμεν ο πρωί. Η ατμόσ φαιρα ήταν πάν τα καυτή και υγ ρή, η βλ άσ τησ η οργ ίαζε σ τον κήπο.
Η Τίλ ι δεν θα έφταν ε ποτέ σ το σ ημείο ν α αγ απήσ ει αυτό τον καιρό, όμως είχ ε αρχ ίσ ει ν α τον σ υν ηθίζει. Το μυσ τικό ήταν ν α μην απομακρύν εσ αι από τη σ κιά από τις δέκα το πρωί ως τις τέσ σ ερις το απόγ ευμα. Έπειτα, έν ας γ ρήγ ορος περίπατος με τη Νελ μέχ ρι την ακροθαλ ασ σ ιά, όπου έμπαιν αν σ το ν ερό μέχ ρι τα γ όν ατα, της πρόσ φερε αρκετή δροσ ιά ώσ τε ν α ξεκιν ήσ ει τη δουλ ειά της σ τον κήπο. Η κουν ουπιέρα έπρεπε ν α είν αι ερμητικά κλ εισ τή, ν α μην έχ ει το παραμικρό σ κίσ ιμο. Και από τη σ τιγ μή που η κουν ουπιέρα ήταν κλ εισ τή και το παράθυρο αν οιχ τό, ώσ τε ν α μπαίν ουν μέσ α η υγ ρή αύρα και η μυρωδιά της βροχ ής, μπορούσ ε ν α κοιμηθεί σ χ εδόν γ αλ ήν ια πάν ω από τα σ κεπάσ ματα. Έν α απόγ ευμα προς το τέλ ος του Φεβρουαρίου, η Νελ είπε πως την πον ούσ ε το σ τομάχ ι της και δεν θα ερχ όταν σ τον περίπατό τους ως τη θάλ ασ σ α. Η Τίλ ι δίσ τασ ε – έπρεπε ν α μείν ει σ το σ πίτι και ν α φρον τίσ ει τη μαθήτριά της ή ν α πάει μόν η της σ την παραλ ία γ ια ν α δροσ ισ τεί σ τα ρηχ ά; Όμως, η Νελ την αποχ αιρέτησ ε με ύφος που δεν σ ήκων ε αν τίρρησ η. «Εγ ώ θα πάω ν α ξαπλ ώσ ω σ το δωμάτιό μου και ν α μουγ κρίζω και ν α γ ρυλ ίζω», της είπε. «Εσ ύ δεν
έχ εις καν έν α λ όγ ο ν α μείν εις εδώ». Έτσ ι, η Τίλ ι περπάτησ ε μόν η της τη σ τεν ή λ ωρίδα άμμου, έβγ αλ ε τις κάλ τσ ες και τα παπούτσ ια της και αν ασ ήκωσ ε τη φούσ τα της πάν ω από τα γ όν ατά της γ ια ν α τσ αλ αβουτήξει σ το ν ερό. Η θάλ ασ σ α ήταν δροσ ερή αλ λ ά όχ ι κρύα. Τα κύματα, που έσ παγ αν γ ύρω της κι έγ λ ειφαν την άμμο κάτω από τα πόδια της, την ηρεμούσ αν . Έκλ εισ ε τα μάτια της και εισ έπν ευσ ε βαθιά τον αλ μυρό αέρα. Έπειτα, τα ξαν άν οιξε. Έν α πλ οίο προχ ωρούσ ε πέρα μακριά, προς τις εκβολ ές του ποταμού σ την εν δοχ ώρα. Κι εν ώ εκείν η μάθαιν ε ν α μέν ει σ ταθερή σ ε έν αν τόπο, χ ωρίς ν α μετακιν είται, άλ λ οι άν θρωποι ταξίδευαν από το έν α μέρος του κόσ μου σ το άλ λ ο. Στριφογ ύρισ ε τα πόδια της μες σ την άμμο. «Τίλ ι;» Στράφηκε και είδε τον Στέρλ ιν γ κ, αλ λ ά σ υν ειδητοποίησ ε πως τα πόδια της ήταν γ υμν ά και κατέβασ ε αμέσ ως τη φούσ τα της μες σ το ν ερό. «Η Νελ μου είπε πως ήσ ουν εδώ», της είπε και προχ ώρησ ε προς το μέρος της, καθώς εκείν η έβγ αιν ε από τη θάλ ασ σ α τσ αλ αβουτών τας και με τη φούσ τα της ν α σ έρν εται γ ύρω της μουσ κεμέν η.
«Τι σ υμβαίν ει;» τον ρώτησ ε, παίρν ον τας τα παπούτσ ια και τις κάλ τσ ες της. Κάτω από καν ον ικές σ υν θήκες, θα καθόταν εκεί σ το βράχ ο και θα άφην ε τα πόδια της ν α σ τεγ ν ώσ ουν σ τον ήλ ιο, όμως αυτό δεν ήταν σ ωσ τό τώρα που ήταν μαζί της ο Στέρλ ιν γ κ. Ούτε μπορούσ ε ν α φορέσ ει τις κάλ τσ ες της όσ ο τα πόδια της ήταν βρεγ μέν α και γ εμάτα άμμο. Έτσ ι, κρατών τας αμήχ αν α τα παπούτσ ια και τις κάλ τσ ες της σ το χ έρι, πήγ ε και σ τάθηκε μπροσ τά του. «Θα ήθελ α ν α ελ έγ ξουμε μαζί την παραγ γ ελ ία των σ χ ολ ικών βιβλ ίων γ ια την καιν ούρια χ ρον ιά. Φοβάμαι πως το καθυσ τέρησ α λ ίγ ο. Η Νελ είν αι πάν τα πολ ύ μπροσ τά, βέβαια, αλ λ ά δεν θα ήθελ α ν α μείν ει πίσ ω σ τη μόρφωσ ή της επειδή εγ ώ δεν παρήγ γ ειλ α τα σ ωσ τά βιβλ ία». «Α, ν αι… Θα ήθελ ες ν α το σ υζητήσ ουμε αύριο σ το γ ραφείο σ ου;» Άρχ ισ ε ν α αν ηφορίζει το μον οπάτι και ο Στέρλ ιν γ κ την ακολ ούθησ ε. «Πρέπει ν α σ τείλ ω απέν αν τι την παραγ γ ελ ία ν ωρίς το πρωί. Τι θα έλ εγ ες γ ι’ απόψ ε, μετά το δείπν ο;» «Στο γ ραφείο σ ου. Όπως θέλ εις». Τώρα προχ ωρούσ αν αν άμεσ α σ τα ν εκροταφεία και η Τίλ ι αν τιλ ήφθηκε πως υπήρχ ε κίν ησ η εκεί από
κρατούμεν ους και φύλ ακες. Και όλ οι αυτοί οι άν τρες την έβλ επαν ν α προχ ωράει ξυπόλ ητη, με το βρεγ μέν ο της φόρεμα ν α τον ίζει τις καμπύλ ες των γ οφών της. Δ εν ήταν καθόλ ου σ ωσ τό – κιν δύν ευε η υπόλ ηψ η του Στέρλ ιν γ κ. «Θα τα πούμε αργ ότερα, Στέρλ ιν γ κ», του είπε και προχ ώρησ ε βιασ τικά πιο μπροσ τά. «Περίμεν ε, Τίλ ι», της είπε εκείν ος και την άρπαξε από το μπράτσ ο. Αλ λ ά εκείν η τράβηξε απότομα το χ έρι της. Για έν α λ επτό, σ τέκον ταν εκεί, ο έν ας απέν αν τι από τον άλ λ ον . Η καρδιά της αν απήδησ ε. «Σου είπα, θα τα πούμε αργ ότερα», του επαν έλ αβε και προχ ώρησ ε πιο βιασ τικά. Σχ εδόν έτρεχ ε τώρα. Της είχ ε κοπεί η αν άσ α όταν έφτασ ε σ τη βάσ η του λ όφου και σ τράφηκε ν α κοιτάξει πίσ ω της. Ο Στέρλ ιν γ κ δεν την ακολ ουθούσ ε πια. Προχ ώρησ ε με κόπο σ το μον οπάτι που εκτειν όταν πάν ω από τον γ κρεμό, με τα γ υμν ά πόδια της ν α πλ ηγ ών ον ται σ τις πέτρες. ● Μία ώρα αργ ότερα, η Τίλ ι φύτευε μπιγ κόν ιες, όταν ξεπρόβαλ ε από το σ πίτι η ψ ηλ ή φιγ ούρα του
Στέρλ ιν γ κ που κατηφόριζε προς το μέρος της. Ήρθε και σ τάθηκε μπροσ τά της, κοιτάζον τας γ ύρω του γ ια ν α βεβαιωθεί πως δεν τους παρακολ ουθούσ ε καν είς. «Στέρλ ιν γ κ, σ υμβαίν ει κάτι;» τον ρώτησ ε, παραξεν εμέν η και αγ χ ωμέν η. «Ήθελ α ν α δω τι έκαν ες με το κομμάτι του κήπου που σ ου παραχ ώρησ α». Η Τίλ ι σ ηκώθηκε. «Σίγ ουρα θα έχ ω τα χ άλ ια μου», του είπε. «Όχ ι, καθόλ ου». Κοιτάχ τηκαν γ ια λ ίγ ο μες σ τις ψ ηλ όλ ιγ ν ες σ κιές του απογ εύματος. «Όπως βλ έπεις», του είπε και του έδειξε με μια κυματισ τή κίν ησ η του χ εριού της τα αν θισ μέν α πουλ ιά του παραδείσ ου, τους ιβίσ κους και τις ημεροκαλ λ ίδες, «μάλ λ ον θα πρέπει ν α περάσ ει άλ λ ος έν ας χ ρόν ος γ ια ν α τον δούμε τελ ειωμέν ο, όμως είν αι ν οικοκυρεμέν ος και σ ίγ ουρα θα γ ίν ει πολ ύ όμορφος». Το βλ έμμα του Στέρλ ιν γ κ πλ αν ήθηκε μόν ο γ ια μια σ τιγ μή σ τον κήπο κι έπειτα σ τράφηκε πάλ ι σ την Τίλ ι. Και η ερώτησ η αν έβλ υσ ε από μέσ α του σ αν ν α τη σ υγ κρατούσ ε εδώ και πολ ύ καιρό. «Γιατί σ ταμάτησ ες ν α έρχ εσ αι σ το βραδιν ό μας
τελ ετουργ ικό;» Εκείν η αν οιγ όκλ εισ ε τα βλ έφαρα σ ασ τισ μέν η. Δ εν ήξερε πώς έπρεπε ν α αν τιδράσ ει. «Μήπως είπα κάτι που σ ε πρόσ βαλ ε;» «Όχ ι, απλ ώς δεν –» «Σήμερα δεν ήθελ ες καν ν α περπατήσ εις δίπλ α μου. Σ’ έφερα σ ε δύσ κολ η θέσ η; Πες μου την αλ ήθεια». Η Τίλ ι δίσ τασ ε. «Φοβάμαι ότι, αν σ ου πω, μπορεί ν α ν ιώσ ουμε πιο… αμήχ αν α». «Η αλ ήθεια λ ύν ει όλ α τα προβλ ήματα», της αποκρίθηκε, και σ το πρόσ ωπό του φαιν όταν ξεκάθαρα πόσ ο πίσ τευε αυτή τη δήλ ωσ η. Και χ άρη σ ε αυτά τα λ όγ ια, που είχ αν βγ ει από τα χ είλ ια του χ ωρίς ίχ ν ος αμφιβολ ίας, η Τίλ ι κατάλ αβε πόσ ο διαφορετικός και αν ώτερος ήταν ο Στέρλ ιν γ κ από όλ ους τους άλ λ ους άν τρες. «Εν τάξει, λ οιπόν », του είπε η Τίλ ι, αποφεύγ ον τας το βλ έμμα του. «Ήταν κάτι που είπε ο κύριος Μπάρτον ». «Σου έχ ω πει τη γ ν ώμη μου γ ια τον κύριο Μπάρτον ». «Ήταν απόλ υτα σ ίγ ουρος ότι σ ε ολ όκλ ηρο το σ ωφρον ισ τικό ίδρυμα κυκλ οφορεί… Κυκλ οφορεί μια φήμη πως εμείς οι δύο…» Δ εν βρήκε το
κουράγ ιο ν α ολ οκλ ηρώσ ει τη φράσ η της. «Α, έτσ ι», είπε εκείν ος, και η Τίλ ι δεν ήταν σ ίγ ουρη αν την κοίταζε, αν έβλ επε το πρόσ ωπό της που έκαιγ ε. «Είπε ότι θα έπρεπε ν α φύγ ω απ’ το ν ησ ί, γ ια ν α μην ατιμασ τεί το όν ομά σ ου». Σήκωσ ε το κεφάλ ι της. Το βλ έμμα του Στέρλ ιν γ κ ήταν καρφωμέν ο πέρα μακριά, σ το κεν ό. «Κι επειδή δεν σ κοπεύω ν α φύγ ω απ’ το ν ησ ί, προσ παθώ τουλ άχ ισ τον ν α τηρώ τις αποσ τάσ εις μου». «Σου είπε και τίποτα άλ λ ο;» Η Τίλ ι ζάρωσ ε, καθώς θυμήθηκε την καλ υμμέν η σ εξουαλ ική απειλ ή του Μπάρτον . Δ εν ήταν καν σ ίγ ουρη ότι αν τιλ αμβαν όταν τι ακριβώς σ ήμαιν ε, όμως ήταν ξεκάθαρο, με έν αν σ κοτειν ό τρόπο, πως οι προθέσ εις του δεν ήταν αγ ν ές. «Μου είπε… Κάτι που καμία γ υν αίκα δεν θα έπρεπε ν α είν αι αν αγ κασ μέν η ν α επαν αλ άβει. Κάτι που καμία γ υν αίκα δεν θα έπρεπε ν α είν αι αν αγ κασ μέν η ν ’ ακούσ ει, και μάλ ισ τα ειπωμέν ο με τρόπο τόσ ο βίαιο και κακεν τρεχ ή». Εκείν ος έγ ν εψ ε πως είχ ε καταλ άβει. Εξακολ ουθούσ ε ν α μην την κοιτάζει, αλ λ ά η Τίλ ι πρόσ εξε ότι έν ας μικρός μυς σ το σ αγ όν ι του είχ ε αρχ ίσ ει ν α σ υσ πάται. Κι έπειτα, χ ωρίς ν α πει άλ λ η
λ έξη, επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι. Η Τίλ ι έκλ εισ ε τα μάτια της, ν ιώθον τας την έν τασ ή του καθώς έφευγ ε. «Η αλ ήθεια δεν λ ύν ει καν έν α πρόβλ ημα», μουρμούρισ ε σ ιγ αν ά. «Η αλ ήθεια προκαλ εί προβλ ήματα». ● Ο Στέρλ ιν γ κ την απέφευγ ε γ ια μία ολ όκλ ηρη εβδομάδα. Την ώρα του δείπν ου είχ ε πάν τα κάποια δουλ ειά και δεν έτυχ ε ν α τον σ υν αν τήσ ει ούτε καν σ τους διαδρόμους του σ πιτιού. Η Τίλ ι άρχ ισ ε ν α αν αρωτιέται μήπως σ κεφτόταν ν α την απολ ύσ ει. Κατέβαλ λ ε σ κλ ηρή προσ πάθεια ν α σ υγ κεν τρωθεί σ τα μαθήματά της με τη Νελ , όμως το έν α της αυτί ήταν πάν τα σ τυλ ωμέν ο, με την ελ πίδα ν α ακούσ ει τον ήχ ο των βημάτων του. Αλ λ ά τότε, κάπου σ τα μισ ά της εβδομάδας, βρήκε έν α πρωιν ό τη Νελ ν α την περιμέν ει αν υπόμον α σ τη βιβλ ιοθήκη όπου είχ ε πάει κατευθείαν από το δωμάτιό της, ν τυμέν η κι έτοιμη γ ια το μάθημα. «Τίλ ι!» φών αξε δυν ατά η Νελ , όμως έπειτα θυμήθηκε τους καλ ούς τρόπους της και χ αμήλ ωσ ε τη φων ή της. «Έχ ω ν α σ ου πω έν α ν έο».
Η Τίλ ι προχ ώρησ ε προς το παράθυρο. Ήταν κλ εισ τό και η ατμόσ φαιρα σ το δωμάτιο ήταν αποπν ικτική. Τράβηξε το σ ύρτη. Το παράθυρο πρόβαλ ε μια ελ αφριά αν τίσ τασ η, αλ λ ά τελ ικά άν οιξε. «Αλ ήθεια;» «Έλ α πιο κον τά. Το ν έο είν αι απίσ τευτο». Η Τίλ ι σ υν οφρυώθηκε, περιμέν ον τας ν α ακούσ ει κάτι δυσ άρεσ το. Πήγ ε και κάθισ ε δίπλ α σ τη Νελ . Έν ας σ ωρός από αρχ αία ελ λ ην ικά κείμεν α τις περίμεν ε πάν ω σ το τραπέζι. Τώρα που δυσ κολ ευόταν τόσ ο πολ ύ ν α σ υγ κεν τρωθεί, δεν μπορούσ ε ν α ασ χ ολ ηθεί με τίποτα άλ λ ο εκτός από τα αρχ αία ελ λ ην ικά. «Για πες μου…» «Ο κύριος Μπάρτον … Έφυγ ε!» «Έφυγ ε;» «Επέσ τρεψ ε σ την εν δοχ ώρα». Η Νελ τέν τωσ ε τα τέσ σ ερα δάχ τυλ ά της. «Πριν από τέσ σ ερις μέρες. Τον έδιωξε απ’ το ν ησ ί ο μπαμπάς». «Και πώς… Πώς το ξέρεις αυτό εσ ύ;» «Στην αρχ ή κι εγ ώ δεν ήξερα τίποτα. Σήμερα το πρωί, όμως, κρυφάκουσ α τον μπαμπά που το σ υζητούσ ε με τον αρχ ιδεσ μοφύλ ακα, τον κύριο Ντόν αχ ι. Του έλ εγ ε πως οι κρατούμεν οι θα πρέπει τώρα ν α μελ ετούν μόν οι τους τη Βίβλ ο. Κι όταν ο κύριος Ντόν αχ ι τον ρώτησ ε γ ια ποιο λ όγ ο θέλ ησ ε
ν α ξεφορτωθεί τον κύριο Μπάρτον , ξέρεις τι του είπε ο μπαμπάς;» Η αν άσ α της Τίλ ι είχ ε κοπεί από την αγ ων ία. «Τι του είπε;» «Του είπε: “Επειδή φέρθηκε με ασ ύλ λ ηπτη αγ έν εια σ ε κάποιο άτομο που μου είν αι πολ ύ αγ απητό”. Αν αρωτιέμαι τι ν α εν ν οούσ ε. Ο κύριος Μπάρτον δεν μου φέρθηκε ποτέ με αγ έν εια, παρόλ ο που εγ ώ πάν τα τον θεωρούσ α αν όητο. Αλ λ ά ίσ ως η αιτία ν α ήταν εκείν ο το κήρυγ μα, σ το οποίο επέμεν ε πως οι γ υν αίκες είν αι ηλ ίθιες. Όμως, έχ ει περάσ ει πολ ύς καιρός από τότε». «Μπορεί ν α μην άκουσ ες πολ ύ καλ ά», της αποκρίθηκε η Τίλ ι, κρύβον τας έν α χ αμόγ ελ ο. «Όπως και ν α ’χ ει, όμως, εσ ύ δεν πρέπει ν α κρυφακούς». Χτύπησ ε με το χ έρι της το σ ωρό των βιβλ ίων . «Αυτό που πρέπει ν α κάν εις είν αι ν α προχ ωρήσ εις με την ελ λ ην ική γ ραμματική». «Αρχ αία ελ λ ην ικά! Ζήτω!» Η Νελ άπλ ωσ ε το χ έρι της γ ια ν α φτάσ ει έν α βιβλ ίο και πολ ύ σ ύν τομα έγ ραφε σ το χ αρτί της. Η Τίλ ι καθόταν δίπλ α της, με τα μάτια της σ τραμμέν α προς το παράθυρο, παλ εύον τας διαρκώς ν α σ υγ κρατήσ ει το χ αμόγ ελ ο που πήγ αιν ε ν α εμφαν ισ τεί σ τα χ είλ ια της. Κάποιο άτομο που μου είν αι πολ ύ αγ απητό. Κάποιο άτομο
που μου είν αι πολ ύ αγ απητό. Και γ ια την ώρα, μόν ο γ ια την ώρα, έδιωξε από το ν ου της όλ ες τις σ τεν οχ ώριες και τις αμφιβολ ίες που καραδοκούσ αν και άφησ ε την ψ υχ ή της ν α ζεσ ταθεί σ τη θέρμη αυτής της απλ ής σ κέψ ης: του ήταν πολ ύ αγ απητή. Ήταν πολ ύ αγ απητή σ τον Στέρλ ιν γ κ. «Ορίσ τε!» δήλ ωσ ε η Νελ , γ λ ισ τρών τας κάτω από τη μύτη της Τίλ ι έν α χ αρτί με ασ κήσ εις ελ λ ην ικών . Όμως, τα γ ράμματα χ όρευαν μπροσ τά σ τα μάτια της. Κατέβαλ λ ε σ κλ ηρή προσ πάθεια γ ια ν α σ υγ κεν τρωθεί. Παίρν ω τη σκυτάλ η από τον πατέρα μου. Δ ίν ω τη σκυτάλ η στον αδελ φό μου. Είν αι η σκυτάλ η της μητέρας μου. Παίρν ω τη σκυτάλ η της μητέρας μου από τον πατέρα μου και τη δίν ω στον αδελ φό μου. «Όλ α φαίν ον ται σ ωσ τά», της είπε. «Έκαν ες καλ ή δουλ ειά». «Οι ασ κήσ εις ήταν υπερβολ ικά εύκολ ες». Είν αι η σκυτάλ η της μητέρας μου. Πώς θα έν ιωθε η Νελ αν μάθαιν ε πως ο Στέρλ ιν γ κ αν αφερόταν σ την Τίλ ι, πως η Τίλ ι ήταν το “άτομο που του ήταν πολ ύ αγ απητό”; Θα της άρεσ ε η ιδέα; Ή μήπως δεν είχ ε περάσ ει ακόμα αρκετός καιρός από το θάν ατο της μητέρας της; «Σου λ είπει ποτέ η μητέρα σ ου, Νελ ;» τη ρώτησ ε.
Η Νελ αν ασ ήκωσ ε απότομα το κεφάλ ι της. «Τι ερώτησ η! Μα πώς σ ου ήρθε;» «Απλ ώς επειδή δεν έχ ουμε μιλ ήσ ει ποτέ γ ι’ αυτό το θέμα». Η Νελ έμειν ε γ ια έν α λ επτό σ υλ λ ογ ισ μέν η, με τα χ είλ ια της σ φιγ μέν α. Ύ σ τερα, είπε: «Τη σ κέφτομαι καθημεριν ά και, κάθε φορά που τη σ κέφτομαι, ν ιώθω σ αν ν α έχ ω μέσ α μου έν α κεν ό. Σαν ν α έφυγ ε με το θάν ατό της κι έν α κομμάτι μου, που δεν μπορώ ν α το ξαν αβρώ. Υ ποθέτω πως αυτό σ ημαίν ει ότι μου λ είπει. Μετά, όμως, θυμάμαι ότι μερικές φορές έν ιωθα αυτό το κεν ό ακόμα και τότε που ήταν ζων ταν ή. Ακόμα και προτού αρρωσ τήσ ει. Ήταν σ υχ ν ά πολ ύ απασ χ ολ ημέν η, κι έτσ ι δεν μπορούσ ε ν ’ ασ χ ολ ηθεί μαζί μου. Έχ αν ε την υπομον ή της και μου έλ εγ ε ν α φύγ ω και ν α την αφήσ ω ήσ υχ η. Έν ιωθα και τότε αυτό το κεν ό. Εσ έν α σ ου λ είπει ποτέ η μητέρα σ ου;» «Εγ ώ δεν … Δ εν τη θυμάμαι καν . Πέθαν ε όταν ήμουν τεσ σ άρων ετών ». «Άρα, εγ ώ είμαι τυχ ερή. Θυμάμαι τη μητέρα μου αρκετά καλ ά ώσ τε ν α μου λ είπει». Η Τίλ ι δεν έν ιωσ ε πιο αν ακουφισ μέν η, αλ λ ά σ κέφτηκε ότι ίσ ως ν α προέτρεχ ε, εξετάζον τας έν α πρόβλ ημα που μπορεί ν α μην προέκυπτε ποτέ.
Μπορεί η Νελ ν α μην είχ ε ακούσ ει καλ ά. Μπορεί ο Στέρλ ιν γ κ ν α μην είχ ε χ ρησ ιμοποιήσ ει τις λ έξεις «πολ ύ αγ απητό άτομο». Όπως και ν α είχ ε, έδωσ ε σ τον εαυτό της τη σ ιωπηλ ή υπόσ χ εσ η πως θα πήγ αιν ε η ίδια ν α βρει τον Στέρλ ιν γ κ εκείν ο το απόγ ευμα και θα επέμεν ε ν α καθιερώσ ουν και πάλ ι το μικρό βραδιν ό τελ ετουργ ικό τους. Ήταν ν ωρίς το απόγ ευμα κι η Τίλ ι παρακολ ουθούσ ε τη Νελ ν α μετράει τις βελ ον ιές της με το μετρον όμο, όταν η πόρτα άν οιξε απότομα κι εμφαν ίσ τηκε σ το κατώφλ ι ο ίδιος ο Στέρλ ιν γ κ. Η Τίλ ι αν ασ ήκωσ ε το πρόσ ωπό της και του χ αμογ έλ ασ ε, όμως εκείν ος δεν την πρόσ εξε καν . «Νελ », είπε βιασ τικά. «Πρέπει ν α προχ ωρήσ ουμε σ το Σχ έδιο Έκτακτης Αν άγ κης Νούμερο 3. Σε παρακαλ ώ, εξήγ ησ ε τα πάν τα σ την Τίλ ι. Εγ ώ δεν προλ αβαίν ω». Κι έπειτα, έτσ ι ξαφν ικά όπως είχ ε έρθει, εξαφαν ίσ τηκε πάλ ι. Η Νελ είχ ε γ ίν ει κάτωχ ρη. «Τι σ υμβαίν ει;» τη ρώτησ ε η Τίλ ι. «Ο μπαμπάς κι εγ ώ έχ ουμε κατασ τρώσ ει κάποια σ χ έδια έκτακτης αν άγ κης γ ια διάφορες περιπτώσ εις. Για φωτιές, γ ια καταιγ ίδες και γ ι’
άλ λ ες επικίν δυν ες κατασ τάσ εις». «Και τι είν αι το Σχ έδιο Νούμερο 3;» «Πρέπει ν α κλ ειδώσ ουμε αμέσ ως όλ ες τις πόρτες και τα παράθυρα», αποκρίθηκε η Νελ . «Δ ραπέτευσ ε έν ας κρατούμεν ος».
1 7 - Η Δ ιάσωση
Το ν ησ ί έμοιαζε διαφορετικό εκείν η τη μέρα. Πίσ ω από το τζάμι –καθώς δεν επιτρεπόταν ν α αν οίξουν τα παράθυρα παρά την ασ φυκτική ζέσ τη–, η Τίλ ι μπορούσ ε ν α δει ως πέρα σ τα χ ωράφια. Δ εν πηγ αιν οέρχ ον ταν πια εκεί άτομα με λ ευκές φόρμες. Δ εν υπήρχ αν παρά μόν ο δεκάδες άτομα με μπλ ε σ τολ ές, που χ τέν ιζαν σ πιθαμή προς σ πιθαμή την περιοχ ή. Τα δύο ψ ηλ ά παρατηρητήρια ήταν επαν δρωμέν α, εν ώ έν ας έν οπλ ος φύλ ακας βημάτιζε πάν ω κάτω σ τη βεράν τα του σ πιτιού. Ο κόσ μος ήταν αλ λ όκοτα σ ιωπηλ ός εδώ, σ την άκρη του γ κρεμού, χ ωρίς τα σ υν εχ ή βήματα των ατόμων που έρχ ον ταν άλ λ οτε ν α δουν τον Στέρλ ιν γ κ σ το γ ραφείο του. Ούτε η Χέτι ερχ όταν πια σ τον κήπο: την είχ αν κλ ειδώσ ει κι εκείν η σ τη φυλ ακή, όπως όλ ους τους άλ λ ους κρατούμεν ους. Για την ακρίβεια, όλ ους τους άλ λ ους κρατούμεν ους εκτός από έν αν . Η Νελ ήρθε και σ τάθηκε δίπλ α της, πίσ ω από το παράθυρο. «Δ εν υπάρχ ει καν έν ας λ όγ ος ν ’ αν ησ υχ είς». Η Τίλ ι σ τράφηκε προς το μέρος της. Τα βιβλ ία
των μαθημάτων τους ήταν ξεχ ασ μέν α πάν ω σ το τραπέζι. Ήταν και οι δύο πολ ύ αν ασ τατωμέν ες εκείν ο το πρωί γ ια ν α σ υν εχ ίσ ουν τη μελ έτη τους. «Και τότε, γ ιατί είμασ τε κλ ειδωμέν ες μέσ α;» «Είν αι απλ ώς μια προφύλ αξη. Είχ αν δραπετεύσ ει κρατούμεν οι κι άλ λ ες φορές σ το παρελ θόν . Πίσ τεψ έ με, προσ παθούν ν ’ απομακρυν θούν απ’ τους φρουρούς, όχ ι ν α τους πλ ησ ιάσ ουν . Ποτέ δεν ήρθε καν είς εδώ πάν ω. Κατευθύν ον ται προς το μαγ κρόβιο δάσ ος. Κι εκεί, οι περισ σ ότεροι σ υλ λ αμβάν ον ται ξαν ά». Η Τίλ ι αν ασ ήκωσ ε το έν α φρύδι. «Οι περισ σ ότεροι;» «Αυτοί που δεν σ κοτών ον ται σ το μεταξύ», είπε η Νελ με έν αν πεζό τόν ο. Η Τίλ ι κοίταξε πάλ ι έξω από το παράθυρο. «Είν αι παράξεν ο», είπε. «Εμείς καθόμασ τε εδώ πέρα, τόσ ο μακριά απ’ όλ α αυτά. Αλ λ ά εκεί κάτω θα πρέπει ν α υπάρχ ει μεγ άλ η έν τασ η». «Ναι, και ο μπαμπάς θα τρέχ ει πάν ω κάτω μέχ ρι ν α γ ίν ει ράκος. Δ εν είν αι υποχ ρεωμέν ος ν α βρίσ κεται εκεί κάτω, ξέρεις. Το μόν ο που θα ’πρεπε ν α κάν ει είν αι ν α κάθεται καπν ίζον τας την πίπα του και ν α δίν ει διαταγ ές». Και η Νελ μιμήθηκε έν αν άν τρα που κάπν ιζε πίπα με έν α αυτάρεσ κο
χ αμόγ ελ ο σ το πρόσ ωπό του. Η Τίλ ι δεν μπόρεσ ε ν α σ υγ κρατήσ ει το γ έλ ιο της. «Ο πατέρας σ ου δεν καπν ίζει πίπα». «Ναι, αλ λ ά θα μπορούσ ε. Θα μπορούσ ε ν α είν αι έν ας από εκείν ους τους άν τρες που κάθον ται αραχ τοί και καπν ίζουν την πίπα τους. Αλ λ ά δεν είν αι. Είν αι εν τελ ώς διαφορετικός. Όποτε κάποιος κρατούμεν ος δραπετεύει, κάν ει τα πάν τα γ ια ν α είν αι κι ο ίδιος παρών όταν θα τον πιάσ ουν . Επειδή γ ν ωρίζει… τι σ υμβαίν ει όταν οι φρουροί πιάν ουν τους δραπέτες. Τους φέρον ται σ υχ ν ά πολ ύ σ κλ ηρά και βίαια». «Και πώς ξέρεις εσ ύ τι σ υμβαίν ει όταν οι φρουροί πιάν ουν έν α δραπέτη;» «Αν δεν θέλ ουν ν α τους ακούω όταν σ υζητούν , θα πρέπει ν α μιλ ούν πιο σ ιγ ά», είπε η Νελ , σ ουφρών ον τας περιφρον ητικά τα χ είλ ια της. Η Τίλ ι άπλ ωσ ε το χ έρι της και χ άιδεψ ε τις μπούκλ ες της Νελ . «Ο πατέρας σ ου θα αν ασ τατων όταν , αν το ήξερε. Αν σ υν εχ ίσ εις ν α κρυφακούς όλ ες αυτές τις αν ατριχ ιασ τικές ισ τορίες, Νελ , θα καταλ ήξεις ν α γ ίν εις σ κλ ηρή». «Και τι πειράζει αν γ ίν ω;» «Τότε θα…» Η Τίλ ι, όμως, δεν μπορούσ ε ν α απαν τήσ ει σ ε αυτή την ερώτησ η. Τα πρώτα λ όγ ια
που της ήρθαν σ το ν ου ήταν : «Τότε δεν θα μπορέσ εις ποτέ σ ου ν α βρεις σ ύζυγ ο». Αυτό έλ εγ ε σ υχ ν ά και σ την ίδια ο παππούς της, γ ια ν α την παροτρύν ει ν α ελ έγ χ ει τη σ υμπεριφορά της. Αλ λ ά της φαιν όταν παράλ ογ ο ν α επαν αλ άβει τα ίδια λ όγ ια σ τη Νελ . Τι κι αν η Νελ δεν έβρισ κε ποτέ σ ύζυγ ο; Με το εύσ τροφο μυαλ ό της και τη δύν αμη του χ αρακτήρα της, σ ίγ ουρα θα πορευόταν σ τη ζωή χ ωρίς πρόβλ ημα. Ίσ ως το ίδιο ν α ίσ χ υε και γ ια την Τίλ ι, αν της είχ ε δοθεί αυτή η ευκαιρία. Να που τώρα βρισ κόταν εκεί, ν α εργ άζεται γ ια ν α ζήσ ει, χ ωρίς ν α βασ ίζεται σ ε κλ ηρον ομιές ή ν α έχ ει δικό της σ πίτι σ την εξοχ ή. Στην πραγ ματικότητα, μάλ ισ τα, προτιμούσ ε ν α δουλ εύει παρά ν α περν άει τον καιρό της φτιάχ ν ον τας αμέτρητα κεν τητά μαξιλ αράκια ή πίν ακες ζωγ ραφικής με ν ερομπογ ιές. «Θα προτιμούσ α ν α χ αιρόσ ουν λ ίγ ο ακόμα την αθωότητα της παιδικής ηλ ικίας», είπε τελ ικά η Τίλ ι. «Γιατί, βλ έπεις, ο κόσ μος των εν ηλ ίκων ορμάει ξαφν ικά καταπάν ω σ ου σ αν σ ίφουν ας, γ ρήγ ορα και αν ελ έητα. Και όταν θα μεγ αλ ώσ εις, θα έχ εις αρκετό καιρό μπροσ τά σ ου γ ια ν α ζήσ εις τρομακτικές κατασ τάσ εις». «Σαχ λ αμάρες», είπε η Νελ . «Φέτος θα γ ίν ω
δεκατριών . Η Ιουλ ιέτα παν τρεύτηκε τον Ρωμαίο σ τα δεκατρία της». «Νομίζω, όμως, πως θα σ υμφων ήσ εις ότι εκείν ος ο γ άμος δεν είχ ε και τόσ ο καλ ή κατάλ ηξη». Η Νελ έβαλ ε τα γ έλ ια, απομακρύν θηκε χ ορεύον τας από το παράθυρο και επέσ τρεψ ε σ το τραπέζι. «Έλ α, Τίλ ι. Ας περάσ ουμε το υπόλ οιπο απόγ ευμα με κάποια άλ λ η ασ χ ολ ία. Θέλ ω ν α σ ου διαβάσ ω το επικό μου ποίημα. Θα είν αι σ χ εδόν σ αν ν α κάν ουμε μάθημα. Πισ τεύω ότι κι εσ ύ θα σ υμφων ήσ εις πως ταίριαξα πολ ύ σ ωσ τά τη λ έξη “λ υκόφως” μέσ α σ ε μια φράσ η, πράγ μα που δείχ ν ει τόσ ο πως ξέρω ποια είν αι τα ζώα που δρασ τηριοποιούν ται σ το λ υκόφως όσ ο και πως έχ ω καταλ άβει τη μεταφορά». Βλ έπον τας ότι η Νελ δεν είχ ε θορυβηθεί καθόλ ου με την κατάσ τασ η, η Τίλ ι έν ιωσ ε καθησ υχ ασ μέν η. Κάθισ ε και την άκουγ ε ν α της διαβάζει – εν τυπωσ ιασ μέν η όπως πάν τα από τη φαν τασ ία του κοριτσ ιού και την ευκολ ία με την οποία αν τιλ αμβαν όταν τους ιδιωματισ μούς–, προσ παθών τας ν α ξεχ άσ ει την ισ τορία με το δραπέτη και το αλ λ όκοτο αίσ θημα κεν ού που έν ιωθε εκείν η τη μέρα. Ο Στέρλ ιν γ κ δεν εμφαν ίσ τηκε σ το δείπν ο. Τα
μέλ η του προσ ωπικού αποσ ύρθηκαν σ την αν ατολ ική πτέρυγ α του σ πιτιού, αν υπομον ών τας ν α κλ ειδωθούν σ τα δωμάτιά τους. Η Νελ και η Τίλ ι αν έβηκαν ν ωρίς σ τα δικά τους δωμάτια. Η Τίλ ι σ τάθηκε γ ια λ ίγ ο δίπλ α σ το παράθυρο. Έβλ επε το φως των φαν αριών που αν εβοκατέβαιν αν αν άμεσ α σ τις σ ειρές από ζαχ αροκάλ αμα και υπέθετε πως κι άλ λ α φαν άρια θα φώτιζαν απόψ ε το μαγ κρόβιο δάσ ος παραπέρα. Λαχ ταρούσ ε ν α αν οίξει το παράθυρο και ν α αφήσ ει τη δροσ ερή βραδιν ή αύρα ν α μπει μέσ α, όμως δεν το τολ μούσ ε. Φαν ταζόταν έν τρομη εικόν ες εν ός δολ οφόν ου ν α σ έρν εται έξω από το σ πίτι. Ξάπλ ωσ ε πάν ω από τα σ κεπάσ ματά της και προσ πάθησ ε ν α κοιμηθεί. Μάταια, όμως. Άκουσ ε τον Στέρλ ιν γ κ ν α επισ τρέφει σ το σ πίτι πολ ύ αργ ά και σ ηκώθηκε γ ια ν α πάει ν α τον χ αιρετήσ ει σ τον προθάλ αμο του σ πιτιού, σ το φως της λ άμπας πετρελ αίου. «Στέρλ ιν γ κ;» Σήκωσ ε το κεφάλ ι του και την κοίταξε. Ήταν λ ασ πωμέν ος κι ιδρωμέν ος και φαιν όταν εξουθεν ωμέν ος. «Γιατί έμειν ες ξύπν ια μέχ ρι τόσ ο αργ ά, Τίλ ι;» «Κάν ει πολ λ ή ζέσ τη και… Και αν ησ υχ ούσ α».
Εκείν ος κούν ησ ε το κεφάλ ι του καθησ υχ ασ τικά. «Δ εν υπάρχ ει καν έν ας λ όγ ος ν ’ αν ησ υχ είς. Βρήκαμε μια σ χ εδία κάτω σ το μαγ κρόβιο δάσ ος: κλ αδιά και κομμάτια από κορμούς δεμέν α με σ απισ μέν ο σ πάγ γ ο και αμπελ όκλ ημα. Επομέν ως, η έρευν ά μας θα επικεν τρωθεί σ ’ εκείν η την περιοχ ή. Σίγ ουρα εκεί θα είν αι. Πολ ύ μακριά από εδώ». «Τι έκαν ε, Στέρλ ιν γ κ; Θέλ ω ν α πω… Για τι είδους έγ κλ ημα καταδικάσ τηκε και μεταφέρθηκε εδώ;» «Δ εν μπορώ ν α το σ υζητήσ ω, Τίλ ι, αλ λ ά σ ε διαβεβαιών ω πως δεν ήταν δολ οφον ία». Πέρασ ε το χ έρι του μέσ α από τα μαλ λ ιά του και μια ιδρωμέν η τούφα έμειν ε ν α σ τέκεται όρθια, σ χ ηματίζον τας μια παράξεν η γ ων ία. «Θα προσ παθήσ ω ν α κοιμηθώ λ ίγ ες ώρες και το ξημέρωμα θα επισ τρέψ ω εκεί κάτω. Συγ γ ν ώμη, αλ λ ά είμαι πολ ύ κουρασ μέν ος γ ια ν α το σ υζητήσ ω». «Βέβαια, καταλ αβαίν ω. Να μη σ ε κρατάω άλ λ ο…» Η Τίλ ι τον παρακολ ουθούσ ε καθώς εκείν ος προχ ωρούσ ε σ το διάδρομο ως το υπν οδωμάτιό του. Η πόρτα του έκλ εισ ε. Προσ πάθησ ε ν α αν τλ ήσ ει παρηγ οριά από το γ εγ ον ός πως ο Στέρλ ιν γ κ ήταν κον τά τους και από τη σ κέψ η ότι ο κατάδικος βρισ κόταν πέρα σ το μαγ κρόβιο δάσ ος και δεν ήταν δολ οφόν ος. Επέσ τρεψ ε σ το δωμάτιό
της και βυθίσ τηκε σ ε έν αν άσ τατο ύπν ο. Πολ ύ αργ ότερα, ξύπν ησ ε μες σ το σ κοτάδι, ν ιώθον τας έν α ρίγ ος ν α διαπερν άει το κορμί της. Τι ήταν αυτό που την είχ ε ξυπν ήσ ει; Αφουγ κράσ τηκε σ τα σ κοτειν ά, με τα ν εύρα της τεν τωμέν α χ ωρίς ν α ξέρει γ ια ποιον ακριβώς λ όγ ο. Κι έπειτα, άκουσ ε πάλ ι τον ίδιο ήχ ο. Ήταν έν ας θόρυβος πάν ω σ τη σ κεπή. Αλ λ ά δεν ήταν ο σ υν ηθισ μέν ος τραχ ύς ήχ ος από το ροκάν ισ μα των πόσ ουμ που την είχ ε ξυπν ήσ ει. Ήταν κάποιος που περπατούσ ε σ έρν ον τας τα βήματά του. Η Τίλ ι αν ακάθισ ε σ το κρεβάτι της, με το σ φυγ μό της ν α σ φυροκοπάει τόσ ο δυν ατά σ τα αυτιά της, που σ χ εδόν δεν μπορούσ ε ν α ακούσ ει τίποτα. Έβαλ ε τα δυν ατά της ν α ελ έγ ξει τους χ τύπους της καρδιάς της και αφουγ κράσ τηκε. Έν α βήμα… Άλ λ ο έν α… Έπειτα, παύσ η. Και μετά, τα βήματα ακούγ ον ταν ξαν ά… Κάποιος περπατούσ ε αργ ά και όσ ο πιο αθόρυβα μπορούσ ε, ώσ τε ν α μην τον αν τιλ ηφθεί καν είς. Η Τίλ ι πέταξε τα σ κεπάσ ματα από πάν ω της, σ ηκώθηκε και φόρεσ ε τη ρόμπα της. Άν οιξε αθόρυβα την πόρτα και προχ ώρησ ε βιασ τικά μες σ το σ κοτάδι, σ τις μύτες των ποδιών της, ως το δωμάτιο του Στέρλ ιν γ κ.
Πήγ ε ν α χ τυπήσ ει την πόρτα του, αλ λ ά σ υγ κρατήθηκε. Αν εκείν η μπορούσ ε ν α ακούσ ει τα βήματα πάν ω σ τη σ κεπή, τότε και ο δραπέτης θα την άκουγ ε ν α χ τυπάει την πόρτα. Κι έτσ ι, δοκίμασ ε ν α αν οίξει την πόρτα. Τη βρήκε ξεκλ είδωτη. Ο Στέρλ ιν γ κ ήταν μισ ον τυμέν ος και κοιμόταν διαγ ών ια σ το κρεβάτι του. Δ εν υπήρχ ε αμφιβολ ία ότι όλ ες εκείν ες οι ώρες που είχ ε περάσ ει σ τα χ ωράφια και σ το μαγ κρόβιο δάσ ος είχ αν το τίμημά τους. Κοιμόταν σ αν πεθαμέν ος. Η Τίλ ι άπλ ωσ ε το χ έρι της, άγ γ ιξε τον γ υμν ό ώμο του και τον ταρακούν ησ ε ελ αφρά. Εκείν ος αν αδεύτηκε μες σ τον ύπν ο του κι έπειτα αν οιγ όκλ εισ ε τα μάτια του. Σάσ τισ ε μόλ ις την είδε. Η Τίλ ι έφερε έν α δάχ τυλ ο σ τα χ είλ ια της και του έδειξε το ταβάν ι. Το βλ έμμα του κιν ήθηκε προς τα πάν ω. Έμειν αν εκεί, σ ιωπηλ οί κι ακίν ητοι, και περίμεν αν . Και τα βήματα ακούσ τηκαν ξαν ά. Ο Στέρλ ιν γ κ πετάχ τηκε όρθιος. Οι μύες σ το ρωμαλ έο σ τήθος του ήταν τώρα σ φιγ μέν οι. Μόλ ις σ ηκώθηκε, τράβηξε κον τά του την Τίλ ι. Για μια σ ύν τομη, σ χ εδόν αβάσ ταχ τη σ τιγ μή, το σ τήθος της πιέσ τηκε πάν ω σ το σ τέρν ο του πίσ ω από τη λ επτή ρόμπα
της. «Πήγ αιν ε σ τη Νελ », της ψ ιθύρισ ε σ το αυτί. Η καυτή αν άσ α του τη γ αργ αλ ούσ ε. «Κλ ειδώσ τε την πόρτα. Και μην κουν ηθείτε». Κι έπειτα, την έσ πρωξε μαλ ακά μακριά του κι έφυγ ε βιασ τικά, αφήν ον τας την Τίλ ι ν α τρεκλ ίζει από πόθο και φόβο σ υγ χ ρόν ως. Η Τίλ ι έτρεξε σ το δωμάτιο της Νελ , άν οιξε την πόρτα, μπήκε μέσ α και γ λ ίσ τρησ ε δίπλ α της σ το κρεβάτι. Ακούμπησ ε απαλ ά το χ έρι της σ το σ τόμα του κοριτσ ιού. Τα μάτια της Νελ άν οιξαν . Η Τίλ ι της έκαν ε ν όημα ότι έπρεπε ν α μιλ άει πολ ύ σ ιγ ά και τράβηξε το χ έρι της από το σ τόμα της. Ξάπλ ωσ ε δίπλ α της, έτσ ι ώσ τε τα χ είλ ια της ν α είν αι δίπλ α σ το αυτί της Νελ , και της είπε: «Κάποιος είν αι πάν ω σ τη σ κεπή». «Ο δραπέτης;» «Δ εν ξέρω. Πάει ν α δει ο πατέρας σ ου». «Μα αφού πίσ τευαν πως είχ ε κρυφτεί σ το μαγ κρόβιο δάσ ος. Υ πάρχ ουν φρουροί απέξω; Τι θα γ ίν ει αν επιτεθεί σ τον μπαμπά;» είπε με έν αν απελ πισ μέν ο ψ ίθυρο. Η Τίλ ι σ ήκωσ ε προειδοποιητικά το δείκτη του χ εριού της. «Πρέπει ν α κάν ουμε ησ υχ ία. Εσ ύ μείν ε σ το κρεβάτι. Θα πάω ν α ασ φαλ ίσ ω την πόρτα». Αγ ν οών τας τις οδηγ ίες που της έδωσ ε, η Νελ
άρπαξε τον ξύλ ιν ο γ άτο της από το κομοδίν ο της και ακολ ούθησ ε την Τίλ ι. Έπειτα, σ ήκωσ αν μαζί το μικρό γ ραφείο και το έβαλ αν πίσ ω από την πόρτα. Αλ λ ά η άκρη του επίπλ ου ξέφυγ ε από τα χ έρια της Νελ κι έπεσ ε με έν αν ελ αφρύ γ δούπο σ τις σ αν ίδες του δαπέδου. Πάγ ωσ αν κι οι δυο τους. Η καρδιά της Τίλ ι πήγ αιν ε ν α σ πάσ ει. Πέρασ αν μερικά λ επτά, αλ λ ά δεν σ υν έβη τίποτα. Χαλ άρωσ αν . Η Τίλ ι πήγ ε ως το παράθυρο γ ια ν α βεβαιωθεί πως ο σ ύρτης ήταν σ τη θέσ η του. Η Νελ την ακολ ούθησ ε. «Κι αν σ πάσ ει το τζάμι και μπει μέσ α;» ψ ιθύρισ ε τρομαγ μέν η. Τα μάτια της Τίλ ι είχ αν πια προσ αρμοσ τεί σ το σ κοτάδι και μπορούσ ε ν α δει ότι το κορίτσ ι ήταν ωχ ρό και έτρεμε. «Ίσ ως είν αι καλ ύτερα ν α κρυφτούμε κάτω απ’ το κρεβάτι». Κι έτσ ι, χ ώθηκαν κάτω από το κρεβάτι και περίμεν αν εκεί, μες σ τη ζέσ τη και τη σ κόν η. Δ εν ακούγ ον ταν πια βήματα πάν ω σ τη σ κεπή. Μια ατελ είωτη, τρομακτική σ ιωπή. Η Νελ άρχ ισ ε ν α κλ αίει. «Ηρέμησ ε, Νελ . Όλ α θα πάν ε καλ ά». «Ναι, ο μπαμπάς είν αι πολ ύ δυν ατός», είπε, αλ λ ά η φων ή της ήχ ησ ε σ βησ μέν η. «Έτσ ι δεν είν αι;»
«Ναι, είν αι πολ ύ δυν ατός». «Και σ ίγ ουρα θα πήρε μαζί του το όπλ ο του». Και τότε, ξαφν ικά, ακούσ τηκε από τη βεράν τα ο θόρυβος μιας σ υμπλ οκής. Δ εν ακούσ τηκαν , όμως, πυροβολ ισ μοί. Έτσ ι χ ωμέν η κάτω από το κρεβάτι, η Τίλ ι έν ιωθε αν ίσ χ υρη και αν ήμπορη. Και παρόλ ο που καταλ άβαιν ε πως αυτό ήταν το ασ φαλ έσ τερο μέρος γ ια τη Νελ , εκείν η ήθελ ε ν α βεβαιωθεί ότι ο Στέρλ ιν γ κ δεν ήταν μόν ος κι αβοήθητος εκεί έξω. Αρχ ικά, η πρόθεσ ή της ήταν απλ ώς ν α προσ παθήσ ει ν α ακούσ ει, ελ πίζον τας ότι θα έφταν αν σ τα αυτιά της οι φων ές των φρουρών . «Περίμεν ε εδώ», είπε σ τη Νελ . «Πού πας;» Αλ λ ά η Τίλ ι είχ ε ήδη σ υρθεί έξω από την κρυψ ών α τους, είχ ε διασ χ ίσ ει το δωμάτιο και είχ ε τρυπώσ ει πίσ ω από την κουρτίν α. Έσ κυψ ε προσ εκτικά προς τα έξω, όμως δεν μπορούσ ε ν α διακρίν ει απολ ύτως τίποτα σ τη βεράν τα. Ακόμα πιο προσ εκτικά, όσ ο πιο αθόρυβα μπορούσ ε, άπλ ωσ ε το χ έρι της γ ια ν α τραβήξει το σ ύρτη του παραθύρου και αν ασ ήκωσ ε το σ τόρι λ ίγ α εκατοσ τά. Η Νελ έτρεξε δίπλ α της και χ ώθηκε κάτω από το μπράτσ ο της. Αφουγ κράσ τηκαν και οι δυο τους.
Έν ας άν τρας βογ κούσ ε. Ακούσ τηκε και η φων ή εν ός άλ λ ου άν τρα. Η Νελ άρπαξε τον καρπό της Τίλ ι. «Αυτή δεν είν αι η φων ή του μπαμπά», είπε. Η Τίλ ι έν ιωσ ε ν α τη λ ούζει κρύος ιδρώτας. Η Νελ είχ ε δίκιο. Ο άν τρας που μιλ ούσ ε –ο αέρας έφερν ε ως το παράθυρο κάποιες σ κόρπιες λ έξεις του: γ ουρούν ι, τύραν ν ε– δεν ήταν ο Στέρλ ιν γ κ. Κι αυτό δεν μπορούσ ε παρά ν α σ ημαίν ει ότι ο άλ λ ος ήχ ος, ο ήχ ος των βογ κητών , προερχ όταν από τον Στέρλ ιν γ κ. «Μα δεν πήρε το όπλ ο του;» ψ ιθύρισ ε η Νελ , με φων ή βραχ ν ή και φοβισ μέν η. «Γιατί δεν τον πυροβολ εί;» Έν α παγ ωμέν ο κύμα φωτιάς πλ ημμύρισ ε το σ ώμα της Τίλ ι. Ποιος θα ερχ όταν ν α τις σ ώσ ει, αν σ υν έβαιν ε κάτι σ τον Στέρλ ιν γ κ; Καν είς. Η Τίλ ι έπρεπε ν α τους σ ώσ ει όλ ους. «Υ πάρχ ει κι άλ λ ο όπλ ο σ το σ πίτι;» ρώτησ ε η Τίλ ι, κλ είν ον τας και αμπαρών ον τας το παράθυρο. «Θα έρθω μαζί σ ου». «Όχ ι, θα μείν εις εδώ. Θα πας ν α χ ωθείς πάλ ι κάτω απ’ το κρεβάτι μαζί με το γ άτο σ ου και θα μείν εις εκεί το ίδιο σ ιωπηλ ή και ακίν ητη με αυτόν . Πού μπορώ ν α βρω έν α όπλ ο;» Η καρδιά της χ τυπούσ ε σ αν τρελ ή.
«Στο γ ραφείο του μπαμπά. Στο ν τουλ άπι ακριβώς πάν ω απ’ το γ ραφείο του». «Εσ ύ περίμεν ε εδώ. Αν φύγ εις απ’ το δωμάτιό σ ου, θα βάλ εις σ ε κίν δυν ο τις ζωές όλ ων μας. Πήγ αιν ε τώρα αμέσ ως κάτω απ’ το κρεβάτι και μη βγ εις από εκεί μέχ ρι ν α έρθει κάποιος από εμάς ν α σ ε πάρει». Η Νελ ξέσ πασ ε σ ε τρομαγ μέν ους λ υγ μούς. «Να επισ τρέψ εις σ ώα. Σε παρακαλ ώ». Η Τίλ ι σ ύρθηκε ως την πόρτα και τράβηξε όσ ο πιο αθόρυβα μπορούσ ε το μικρό γ ραφείο με το οποίο την είχ αν ασ φαλ ίσ ει. Βεβαιώθηκε πως η Νελ είχ ε κρυφτεί και πάλ ι κάτω από το κρεβάτι κι έπειτα βγ ήκε από το δωμάτιο και προχ ώρησ ε ως το γ ραφείο του Στέρλ ιν γ κ. Ξαφν ικά, όμως, άλ λ αξε γ ν ώμη. Δ εν είχ ε ιδέα πώς ν α πυροβολ ήσ ει με έν α όπλ ο. Έτσ ι, κατευθύν θηκε προς το σ αλ όν ι, προχ ώρησ ε ως το σ βησ μέν ο τζάκι και άρπαξε την μπρούν τζιν η μασ ιά. Την πήρε μαζί της και επέσ τρεψ ε σ το δικό της δωμάτιο, που έβλ επε σ την ίδια βεράν τα με το δωμάτιο της Νελ . Από εκεί, σ καρφάλ ωσ ε έξω από το παράθυρο και αφουγ κράσ τηκε τις φων ές. Έρχ ον ταν από τη βοριν ή βεράν τα, σ την πίσ ω πλ ευρά του σ πιτιού. Το κορμί της έτρεμε από το φόβο, όμως δεν
μπορούσ ε ν α μείν ει εκεί άπραγ η, αφήν ον τας τον Στέρλ ιν γ κ ν α τραυματισ τεί σ οβαρά ή και ν α σ κοτωθεί. Μα πού ήταν οι φύλ ακες; Βρίσ κον ταν όλ οι σ το μαγ κρόβιο δάσ ος; Αν έβαζε μια δυν ατή φων ή, ίσ ως ν α κατέφταν αν όλ οι τρέχ ον τας. Και τότε, θα μπορούσ ε ν α τρέξει πάλ ι μες σ το σ πίτι και ν α κρυφτεί, όπως λ αχ ταρούσ ε η καρδιά της. Από την άλ λ η, όμως, ίσ ως μια τέτοια αν τίδρασ η ν α ωθούσ ε το δραπέτη ν α σ κοτώσ ει τον Στέρλ ιν γ κ. Η Τίλ ι σ ταμάτησ ε σ τη γ ων ία της βεράν τας. Έπρεπε ν α ρίξει μια ματιά ολ όγ υρα, γ ια ν α διαπισ τώσ ει σ ε ποιο ακριβώς σ ημείο βρίσ κον ταν οι δύο άν τρες. Πήρε μερικές βαθιές αν άσ ες. Έπειτα, έσ τρεψ ε το κεφάλ ι της προς όλ ες τις κατευθύν σ εις. Και μέσ α σ ε αυτά τα κλ άσ ματα δευτερολ έπτου, η σ κην ή που διαδραματιζόταν σ τη γ ειτον ική βεράν τα πρόλ αβε ν α χ αραχ τεί σ το μυαλ ό της. Ο Στέρλ ιν γ κ ήταν πεσ μέν ος κάτω, εν ώ έν ας ξαν θός, βρόμικος άν τρας καθόταν σ το κεφάλ ι του και, σ κυμμέν ος από πάν ω του, τον χ τυπούσ ε με τις γ ροθιές του και με τους αγ κών ες του. Πώς τολ μούσ ε; Πώς τολ μούσ ε εκείν ο το υποδεέσ τερο πλ άσ μα ν α κακοποιεί έν αν άν τρα τόσ ο αν ώτερό του σ το πν εύμα και την ψ υχ ή; Πώς τολ μούσ ε ν α γ ρον θοκοπεί τον Στέρλ ιν γ κ; Τον δικό
της Στέρλ ιν γ κ. Η οργ ή φούν τωσ ε μέσ α της και ξεχ είλ ισ ε. Ο δραπέτης της είχ ε γ υρισ μέν η την πλ άτη. Η Τίλ ι πήρε βιασ τικά άλ λ η μια βαθιά αν άσ α και όρμηξε από τη γ ων ία. Εκείν η ακριβώς τη σ τιγ μή, ο δραπέτης έσ τρεψ ε το πρόσ ωπό του και αν τίκρισ ε έκπλ ηκτος την κοκκιν ομάλ λ α γ υν αίκα που έτρεχ ε κατά πάν ω του, μόλ ις έν α δευτερόλ επτο προτού εκείν η τον χ τυπήσ ει δυν ατά σ το κεφάλ ι με τη βαριά άκρη της μπρούν τζιν ης μασ ιάς. Ο άν τρας, με έν α αγ κομαχ ητό, σ ωριάσ τηκε πάν ω σ τον Στέρλ ιν γ κ. Η Τίλ ι κατέβασ ε με δύν αμη τη μασ ιά πάν ω σ το πρόσ ωπό του κι άκουσ ε τη μύτη του ν α σ πάει. Έπειτα, του κατάφερε άλ λ ο έν α χ τύπημα σ το κεφάλ ι, μέχ ρι που ο άν τρας έμειν ε ακίν ητος, γ εμάτος αίματα και βαριά τραυματισ μέν ος, αγ κομαχ ών τας και ασ θμαίν ον τας. Ήταν ακόμα ζων ταν ός. Η Τίλ ι βαριαν άσ αιν ε. Ο Στέρλ ιν γ κ σ ηκώθηκε σ τα τέσ σ ερα, φτύν ον τας αίμα σ τα ξύλ ιν α σ αν ίδια. Άπλ ωσ ε το χ έρι του κάτω από τη βεράν τα, βρήκε το όπλ ο του αν άμεσ α σ τους θάμν ους και σ ημάδεψ ε το δραπέτη. Η ν ύχ τα κράτησ ε την αν άσ α της. Όμως, ο Στέρλ ιν γ κ, αν τί ν α πυροβολ ήσ ει το δραπέτη, έσ τρεψ ε το όπλ ο του σ τον ουραν ό,
τράβηξε τη σ καν δάλ η κι έριξε σ τον αέρα. Ήταν έν ας εκκωφαν τικός ήχ ος, που έσ κισ ε σ τα δύο τη ν υχ τεριν ή σ ιωπή. Έπειτα, έγ ειρε πάν ω σ την Τίλ ι κι άφησ ε το όπλ ο του ν α πέσ ει κάτω με έν αν ξερό κρότο. «Σ’ ευχ αρισ τώ», της είπε. Οι λ άμψ εις των φαν αριών έκαν αν την εμφάν ισ ή τους από όλ ες τις κατευθύν σ εις. Ο πυροβολ ισ μός είχ ε ειδοποιήσ ει τους φύλ ακες. «Με χ τύπησ ε και μου έριξε το όπλ ο», της εξήγ ησ ε, βογ κών τας και πιάν ον τας με τα χ έρια του τα πλ ευρά του. «Έπρεπε ν α είχ α προσ τατεύσ ει τη Νελ κι εσ έν α. Έπρεπε ν α είχ α μείν ει ξύπν ιος. Και σ ίγ ουρα όλ οι οι φρουροί πίσ τευαν πως ήμουν σ ’ επιφυλ ακή». «Καν είς δεν περίμεν ε πως θα ερχ όταν εδώ». «Σου είμαι τόσ ο ευγ ν ώμων , Τίλ ι… Στην αρχ ή, βρισ κόταν σ το πεδίο βολ ής μου. Θα μπορούσ α ν α τον είχ α σ κοτώσ ει, όμως προτίμησ α ν α διαπραγ ματευτώ μαζί του». Έδειξε την αν αίσ θητη φιγ ούρα κάτω σ το έδαφος. «Και τώρα είχ α την ευκαιρία ν α τον σ κοτώσ ω. Αλ λ ά δεν μπορώ. Δ εν μπορώ ν α το κάν ω. Είμαι αδύν αμος». «Όχ ι. Είσ αι δυν ατός. Πολ ύ δυν ατός. Σε θαυμάζω τόσ ο πολ ύ, Στέρλ ιν γ κ».
Ακούσ τηκαν βήματα ν α τους πλ ησ ιάζουν . Φων ές αν τρών που κάλ υπταν η μια την άλ λ η. Η Τίλ ι έν ιωθε τα αυτιά της ν α βουίζουν από τον πυροβολ ισ μό και από το φόβο της. Άν τρες με μπλ ε σ τολ ές σ υν έλ αβαν το δραπέτη. Το φως των φαν αριών τους αποκάλ υψ ε την έκτασ η των τραυματισ μών του σ το κεφάλ ι και το πρόσ ωπο και η Τίλ ι έν ιωσ ε ν αυτία σ τη σ κέψ η πως εκείν η είχ ε προκαλ έσ ει αυτές τις πλ ηγ ές. Ο Στέρλ ιν γ κ, εξακολ ουθών τας ν α κρατάει τα πλ ευρά του, έδιν ε οδηγ ίες σ τους φύλ ακες. Έν ας από αυτούς –η Τίλ ι αν αγ ν ώρισ ε σ το πρόσ ωπό του τον αρχ ιδεσ μοφύλ ακα, τον κύριο Ντόν αχ ι– άπλ ωσ ε το χ έρι του και άγ γ ιξε τον ώμο του Στέρλ ιν γ κ. «Πρέπει ν α πάτε μέσ α», του είπε. «Είσ τε τραυματισ μέν ος. Χρειάζεσ τε ξεκούρασ η. Αύριο είν αι η μέρα που έρχ εται ο δρ Γκρουμ. Αφήσ τε εμάς ν ’ αν αλ άβουμε τον κρατούμεν ο». Ο Στέρλ ιν γ κ δίσ τασ ε. Στο πρόσ ωπό του διακριν όταν ο δισ ταγ μός του αλ λ ά και η εξάν τλ ησ ή του. Η Τίλ ι ξαν αβρήκε τη φων ή της. «Θα σ ε βοηθήσ ω ν α πας μέσ α», του είπε. Μόλ ις εκείν η τη σ τιγ μή, σ υν ειδητοποίησ ε πως σ τεκόταν μπροσ τά σ ε μια ομάδα αν τρών φορών τας μόν ο τη ρόμπα της. Τι θα
σ κέφτον ταν γ ια εκείν η; Τι είδους κουτσ ομπολ ιά θα άρχ ιζαν ν α κυκλ οφορούν ; Αλ λ ά ο κύριος Ντόν αχ ι έκαν ε έν α βήμα μπροσ τά και είπε: «Ναι. Πρέπει ν α πάτε μέσ α μαζί με τη δεσ ποιν ίδα Λεζέν , κύριε διευθυν τά. Δ εσ ποιν ίς Λεζέν , υπάρχ ει έν α κουτί πρώτων βοηθειών σ το γ ραφείο του διευθυν τή. Προσ παθήσ τε ν α κάν ετε ό,τι μπορείτε. Αν φοβάσ τε πως τα τραύματά του μπορεί ν α είν αι επικίν δυν α γ ια τη ζωή του, ελ άτε ν α με βρείτε σ την αν ατολ ική άκρη του περίβολ ου των φυλ ακών και θα σ τείλ ουμε απόψ ε έν α σ κάφος σ την εν δοχ ώρα». Η Τίλ ι πέρασ ε το χ έρι της κάτω από τον αγ κών α του Στέρλ ιν γ κ και τον οδήγ ησ ε σ το σ πίτι. Αμέσ ως, η Νελ όρμηξε πάν ω τους. «Μπαμπά! Μπαμπά!» «Υ ποτίθεται πως θα περίμεν ες σ το δωμάτιό σ ου», της είπε η Τίλ ι, που προσ παθούσ ε τώρα ν α κρατήσ ει τη Νελ μακριά από τον Στέρλ ιν γ κ. «Σε παρακαλ ώ, Νελ , άφησ έ με ν α ηρεμήσ ω», της είπε ο Στέρλ ιν γ κ. «Είμαι τραυματισ μέν ος και αν ασ τατωμέν ος». «Μα εγ ώ θέλ ω ν α βοηθήσ ω, θέλ ω ν α–» «Νελ !» την επέπλ ηξε η Τίλ ι, αλ λ ά, όταν είδε πώς ζάρωσ ε το κορίτσ ι, μίσ ησ ε τον εαυτό της που της ύψ ωσ ε τη φων ή. Μαλ άκωσ ε τον τόν ο της. «Νελ ,
αγ άπη μου… Αν θέλ εις ν α βοηθήσ εις τον πατέρα σ ου, πρέπει ν α επισ τρέψ εις σ το κρεβάτι σ ου. Θα σ ε ειδοποιήσ ω εγ ώ, αν σ ε χ ρειασ τώ». «Μα δεν είν αι δίκαιο. Και δεν πρόκειται ν α με ειδοποιήσ εις». «Θα σ ε ειδοποιήσ ω». «Τη ν ύχ τα που πέθαν ε η μητέρα μου, καν είς δεν ήρθε ν α με ειδοποιήσ ει». Η Τίλ ι, που εξακολ ουθούσ ε ν α σ τηρίζει τον Στέρλ ιν γ κ, χ αλ άρωσ ε γ ια μια σ τιγ μή τη λ αβή της κι έσ κυψ ε σ το ύψ ος της Νελ . «Σου το υπόσ χ ομαι». Η Νελ έγ ν εψ ε αμίλ ητη, με τα μάτια της πλ ημμυρισ μέν α δάκρυα, κι εξαφαν ίσ τηκε αθόρυβα σ τον σ κοτειν ό διάδρομο. Η Τίλ ι οδήγ ησ ε τον Στέρλ ιν γ κ σ το σ αλ όν ι, όπου τον άφησ ε ν α γ είρει σ τον καν απέ, και άν αψ ε όλ ες τις λ άμπες. «Περίμεν ε εδώ», του είπε. «Δ εν μπορώ καν ν α κουν ηθώ», της αποκρίθηκε εκείν ος με έν α πικρό χ αμόγ ελ ο. Η Τίλ ι πήγ ε πρώτα σ το γ ραφείο του Στέρλ ιν γ κ, γ ια ν α πάρει το κουτί πρώτων βοηθειών , κι έπειτα σ την κουζίν α, γ ια ν α πάρει ν ερό και μια καθαρή πετσ έτα. Όταν επέσ τρεψ ε, είδε πως ο Στέρλ ιν γ κ είχ ε σ κίσ ει το πουκάμισ ό του και το είχ ε βγ άλ ει.
Υ πήρχ ε μια ματωμέν η πλ ηγ ή δίπλ α σ την κλ είδα του και είχ ε αίματα σ το πρόσ ωπό του. Στο μυαλ ό της Τίλ ι ξύπν ησ ε ξαφν ικά μια σ τιγ μιαία αλ λ ά δυσ άρεσ τη αν άμν ησ η εκείν ης της βραδιάς που ο Τζάσ περ είχ ε επισ τρέψ ει σ το σ πίτι έπειτα από τον καβγ ά του με τον Σπαν ιόλ ο. Έπν ιξε έν α αγ κομαχ ητό. «Πρέπει ν α σ ου καθαρίσ ω αυτές τις πλ ηγ ές». Ο Στέρλ ιν γ κ σ τράφηκε προς το φως της λ άμπας κι εξέτασ ε τα πλ ευρά του. «Νομίζω πως είν αι κυρίως μώλ ωπες», είπε. Πήρε βαθιά αν άσ α. «Αν απν έω άν ετα. Δ εν ν ομίζω πως έσ πασ α κάποιο πλ ευρό». «Αυτό θα το κρίν ει ο δρ Γκρουμ, Στέρλ ιν γ κ. Μείν ε ακίν ητος τώρα». Όταν του καθάρισ ε το αίμα από το λ αιμό, αποκαλ ύφθηκε μια ακαν όν ισ τη πλ ηγ ή από δάγ κωμα. Κοίταξε μες σ το κουτί πρώτων βοηθειών και βρήκε έν α λ ευκό βαζάκι με μια ετικέτα, σ την οποία διέκριν ε τον γ ραφικό χ αρακτήρα του γ ιατρού. Έβαλ ε με προσ εκτικές κιν ήσ εις λ ίγ ο φάρμακο σ την πλ ηγ ή από το δάγ κωμα κι έπειτα άρχ ισ ε ν α καθαρίζει το πρόσ ωπο του Στέρλ ιν γ κ. Το αίμα προερχ όταν από τη μύτη του και το τραύμα δεν ήταν σ οβαρό. Ο Στέρλ ιν γ κ καθόταν ήσ υχ ος και υπομον ετικός
όσ ο τον φρόν τιζε. «Τον χ τύπησ ες πολ ύ άγ ρια, Τίλ ι», της είπε κάποια σ τιγ μή. «Δ εν είχ α άλ λ η επιλ ογ ή», του αποκρίθηκε και αμέσ ως σ υν ειδητοποίησ ε πως ο τόν ος της φων ής της ήταν αμυν τικός. «Τι παράξεν ο… Εσ ύ που είσ αι έν α τόσ ο ν τελ ικάτο πλ άσ μα…» Της άγ γ ιξε φευγ αλ έα το χ έρι. Τον κοίταξε σ τα μάτια και χ αμογ έλ ασ ε. «Με εξόργ ισ ε». «Είσ αι τρομακτική όταν θυμών εις». Δ εν του απάν τησ ε. Δ εν μπορούσ ε ν α του απαν τήσ ει. «Έτοιμος», του είπε κι έπειτα έκλ εισ ε το κουτί πρώτων βοηθειών και το άφησ ε κατά μέρος. «Σε δάγ κωσ ε;» «Ήταν σ αν άγ ριο ζώο. Μερικές φορές, κάποιοι κρατούμεν οι… Τρελ αίν ον ται από τον εγ κλ εισ μό. Αυτός εξέτιε τον τέταρτο χ ρόν ο μια πεν ταετούς ποιν ής γ ια κλ οπή. Του χ ρόν ου τέτοια εποχ ή θα ήταν ελ εύθερος. Αλ λ ά του μπήκε σ το ν ου πως έπρεπε ν α με τιμωρήσ ει, επειδή τον είχ α τιμωρήσ ει κι εγ ώ». Η Τίλ ι αν ατρίχ ιασ ε. «Κι έχ εις κάθε μέρα πάρε δώσ ε με τέτοιου είδους αν θρώπους;»
«Συν ήθως δεν προσ παθούν ν α με σ κοτώσ ουν , Τίλ ι». Σταμάτησ ε σ υλ λ ογ ισ μέν ος. Κι έπειτα, είπε: «Το ξέρεις πως θα με είχ ε σ κοτώσ ει, έτσ ι; Και καν είς δεν θέλ ει ν α πεθάν ει με τέτοιο τρόπο… Γρον θοκοπημέν ος μέχ ρι θαν άτου». Η Τίλ ι κάθισ ε δίπλ α του σ τον καν απέ. «Ας μη μιλ άμε πια γ ι’ αυτή την ισ τορία, Στέρλ ιν γ κ. Πες πως δεν σ υν έβη ποτέ. Θα γ ίν εις καλ ά». «Μόν ο επειδή εσ ύ μου έσ ωσ ες τη ζωή». Άπλ ωσ ε πάλ ι το χ έρι του και της χ άιδεψ ε το μάγ ουλ ο με την αν άσ τροφη της παλ άμης του. Έν α ρίγ ος διέτρεξε το κορμί της. «Τη μέρα που σ ε σ υν άν τησ α γ ια πρώτη φορά σ ’ εκείν η την εκκλ ησ ία, ούτε που μπορούσ α ν α φαν τασ τώ πως θα γ ιν όσ ουν τόσ ο σ ημαν τική γ ια εμέν α». Και όσ ο άγ ρια και αν εξέλ εγ κτα είχ ε αν άψ ει λ ίγ ο ν ωρίτερα ο θυμός της, άν αψ ε τώρα κι ο πόθος της. Τον έν ιωσ ε ν α διαπερν άει το δέρμα της, ν α αν αβλ ύζει από τον βαθύτερο πυρήν α της ύπαρξής της. Κι ήταν έν ας πόθος τόσ ο έν τον ος, που η Τίλ ι είχ ε μείν ει άν αυδη, είχ ε ακιν ητοποιηθεί σ τη θέσ η της, κι έν ιωθε βέβαιη πως η έν τασ ή του θα μπορούσ ε ν α τη σ κοτώσ ει. Ο Στέρλ ιν γ κ έκλ εισ ε το πρόσ ωπό της σ τα χ έρια του, έγ ειρε προς το μέρος της και πίεσ ε απαλ ά τα
χ είλ ια του πάν ω σ τα δικά της. Αλ λ ά εκείν η δεν μπορούσ ε ν α αρκεσ τεί σ ε αυτό το φιλ ί. Έσ φιξε το κορμί της πάν ω σ το δικό του. Τα χ έρια του τυλ ίχ τηκαν γ ύρω από τη μέσ η της. Έν ιωθε τώρα το δυν ατό κορμί του κάτω από τα δάχ τυλ ά της, το ζεσ τό σ τόμα του μες σ τα χ είλ ια της. «Τίλ ι», της είπε απαλ ά αλ λ ά αποφασ ισ τικά, προτού τη σ πρώξει μακριά του. «Τίλ ι, όχ ι». Η Τίλ ι βίων ε ξαν ά εκείν η την προσ βλ ητική απόρριψ η που τόσ ο φοβόταν , αυτή τη γ ν ωσ τή αίσ θησ η πως είχ ε αν οίξει την καρδιά της και είχ ε εκφράσ ει τον πόθο της χ ωρίς δεύτερη σ κέψ η. Τα μάγ ουλ ά της φλ ογ ίσ τηκαν . «Με σ υγ χ ωρείς», του είπε και αποτραβήχ τηκε. «Όχ ι». Εκείν ος της άρπαξε το χ έρι και της χ αμογ έλ ασ ε σ το φως της λ άμπας. «Εν ν οώ, όχ ι εδώ. Έλ α». Σηκώθηκε με έν α μορφασ μό και την τράβηξε κι εκείν η γ ια ν α σ ηκωθεί. «Η Νελ μπορεί ν α είν αι ακόμα ξύπν ια και ν α τριγ υρν άει σ το σ πίτι. Σπάν ια κλ ειδών ω την πόρτα του δωματίου μου, σ ε περίπτωσ η που δει κάποιον εφιάλ τη. Απόψ ε, όμως, θα την κλ ειδώσ ω». Πήγ αιν αν σ την κρεβατοκάμαρά του. Την προσ καλ ούσ ε σ την κρεβατοκάμαρά του. Και μόν ο
η ιδέα έκαν ε τα γ όν ατά της ν α λ υγ ίζουν . Προχ ώρησ αν προσ εκτικά μαζί σ τον σ κοτειν ό διάδρομο. Από το δωμάτιο της Νελ δεν ακουγ όταν καν έν ας θόρυβος. Ο Στέρλ ιν γ κ έσ πρωξε την Τίλ ι σ το δωμάτιό του κι έπειτα μπήκε και ο ίδιος, έκλ εισ ε απαλ ά την πόρτα και την ασ φάλ ισ ε με το σ ύρτη. Στράφηκε προς το μέρος της και χ άιδεψ ε με τα ζεσ τά χ έρια του το λ αιμό της και το πρόσ ωπό της. Έπειτα, έσ πρωξε απαλ ά από τους ώμους της τη ρόμπα της και την άφησ ε ν α πέσ ει κάτω. Τώρα, μόν ο το αραχ ν οΰφαν το ν υχ τικό της χ ώριζε το κορμί της από το δικό του. Τα χ έρια του έσ φιξαν τα σ τήθη της, οι αν τίχ ειρές του πίεσ αν τις ρώγ ες της και την πλ ημμύρισ αν με λ αχ τάρα. Το βλ έμμα του σ υν άν τησ ε το δικό της – την κοίταξε γ ια έν α λ επτό σ τα μάτια κι έπειτα πίεσ ε τα χ είλ ια του σ τα δικά της. «Στέρλ ιν γ κ», μουρμούρισ ε εκείν η καθώς τη φιλ ούσ ε. «Αχ , Θεέ μου». Τα χ έρια του κατέβηκαν σ το σ τρίφωμα του ν υχ τικού της και το έσ πρωξαν προς τα πάν ω. Η Τίλ ι σ ήκωσ ε τα μπράτσ α της και τον άφησ ε ν α της τραβήξει το ν υχ τικό και ν α το πετάξει σ το πάτωμα. Έπειτα, τα δάχ τυλ ά του έψ αξαν ν α βρουν το κουμπί του παν τελ ον ιού του. Έσ τρεψ ε αδέξια το
κορμί του γ ια ν α βγ άλ ει το παν τελ όν ι του και παραλ ίγ ο ν α πέσ ει κάτω. Ξέσ πασ αν σ ε γ έλ ια κι έπεσ αν σ κον τάφτον τας σ το κρεβάτι. «Να είσ αι τρυφερή μαζί μου», της είπε σ το αμυδρό φως και της έδειξε τα τραυματισ μέν α πλ ευρά του. «Νόμιζα πως εγ ώ θα ’πρεπε ν α το πω αυτό», του αποκρίθηκε με έν α χ αμόγ ελ ο. «Θα είμασ τε και οι δύο τρυφεροί ο έν ας με τον άλ λ ον », της είπε και γ ύρισ ε αν άσ κελ α γ ια ν α την τραβήξει από πάν ω του. Τα σ τήθη της έπεσ αν σ το πρόσ ωπό του, τα χ έρια του αν αζήτησ αν τους γ οφούς της και πίεσ αν απαλ ά το μαλ ακό δέρμα εκεί. Ζεσ τή σ άρκα πάν ω σ ε ζεσ τή σ άρκα. Εκείν η διέτρεξε πολ ύ απαλ ά τα πλ ευρά του με τα δάχ τυλ ά της κι έπειτα άφησ ε τα χ έρια της ν α ταξιδέψ ουν σ τους σ φιχ τούς μυς των μπράτσ ων και των ώμων του. Τον φίλ ησ ε πάλ ι σ το σ τόμα. Τη σ τιγ μή που εκείν ος την έκαν ε δική του, η Τίλ ι έν ιωσ ε έν αν σ ύν τομο οξύ πόν ο, αλ λ ά εκείν ος της χ άιδεψ ε το σ τήθος και μετέτρεψ ε τον πόν ο σ ε ηδον ή. Την έπιασ ε πάλ ι από τους γ οφούς και κυλ ίσ τηκαν μαζί σ το κρεβάτι, μες σ τον πυρετό του πόθου αλ λ ά και μες σ τον ίλ ιγ γ ο της απελ ευθέρωσ ης, με τα κορμιά
τους αρμον ικά εν ωμέν α, σ αν ν α ήταν εξαρχ ής φτιαγ μέν α το έν α γ ια το άλ λ ο. ● Αργ ότερα, ο Στέρλ ιν γ κ την οδήγ ησ ε σ τη δική της κρεβατοκάμαρα, αφού πρώτα η Τίλ ι τον βοήθησ ε ν α ν τυθεί. Της είπε με έν α χ αμόγ ελ ο ότι δεν πον ούσ ε καθόλ ου όσ ο την είχ ε σ την αγ καλ ιά του, αλ λ ά ότι τώρα ο πόν ος επέσ τρεφε πιο έν τον ος. «Λυπάμαι πολ ύ», του είπε η Τίλ ι. «Δ εν θέλ ω ν α μεταν ιών εις ή ν α απολ ογ είσ αι γ ια ό,τι σ υν έβη. Όμως, Τίλ ι, δεν μπορούμε ν α διακιν δυν εύσ ουμε ν α μας βρει η Νελ σ το ίδιο κρεβάτι…» «Το καταλ αβαίν ω. Θα σ υζητήσ ουμε αύριο γ ια… Όλ α αυτά». Ο Στέρλ ιν γ κ έσ κυψ ε γ ια ν α τη φιλ ήσ ει. Εκείν η του έδωσ ε τα χ είλ ια της, και το φιλ ί τους, φλ ογ ερό και τρυφερό, κράτησ ε αρκετά δευτερόλ επτα. Τελ ικά, εκείν ος αποτραβήχ τηκε. «Καλ ην ύχ τα». Του χ αμογ έλ ασ ε. «Καλ ην ύχ τα». Ύ σ τερα από λ ίγ ο, έβγ αζε και πάλ ι τη ρόμπα της, μόν η της αυτή τη φορά, γ ια ν α χ ωθεί σ το κρεβάτι της.
Έμειν ε πλ αγ ιασ μέν η άγ ρυπν η γ ια αρκετή ώρα, αν απολ ών τας κάθε λ επτομέρεια της ερωτικής τους έκσ τασ ης, βιών ον τας τα όμορφα, φλ ογ ερά, βαθιά, ευγ εν ικά σ υν αισ θήματα που είχ ε ξυπν ήσ ει μέσ α της ο Στέρλ ιν γ κ. Βόγ κηξε απαλ ά καθώς ξαν αθυμήθηκε εκείν ες τις σ τιγ μές και διέτρεξε με τα χ έρια της το κορμί της, εν ώ αν αρωτιόταν πώς του είχ ε φαν εί το σ ώμα της. Ήταν απαλ ό και γ εμάτο καμπύλ ες. Πόσ ο ήθελ ε ν α ξαν αζήσ ει αυτή την εμπειρία… Σιγ ά σ ιγ ά, όμως, οι ευτυχ ισ μέν ες σ κέψ εις άρχ ισ αν ν α ξεθωριάζουν και ν α δίν ουν τη θέσ η τους σ ε άλ λ ες, πολ ύ πιο σ κοτειν ές. Γιατί ν α ερωτευτεί τον Στέρλ ιν γ κ; Δ εν έπρεπε ν α τον αγ απήσ ει και δεν έπρεπε ν α επιτρέψ ει ούτε σ ε εκείν ον ν α την αγ απήσ ει. Η Τίλ ι είχ ε χ τίσ ει τη ν έα ζωή της πάν ω σ ε έν α ψ έμα – κι αυτό το ψ έμα θα την προσ τάτευε μόν ο αν δεν άφην ε ποτέ καν έν αν ν α την πλ ησ ιάσ ει πραγ ματικά. Η σ κέψ η αυτή ήταν αρκετή γ ια ν α την κρατήσ ει ξάγ ρυπν η όλ η τη ν ύχ τα. Στριφογ ύριζε δεξιά κι αρισ τερά, πετούσ ε τα σ κεπάσ ματά της κι έπειτα τα τραβούσ ε πάλ ι πάν ω της. Μέχ ρι που το φως της αυγ ής γ λ ίσ τρησ ε μέσ α από τις κουρτίν ες. Και τότε, το σ υν ειδητοποίησ ε: είχ ε σ ώσ ει τη ζωή του
Στέρλ ιν γ κ. Σίγ ουρα αυτό ήταν κάτι που την εξιλ έων ε γ ια τις πρότερες, σ κοτειν ές πράξεις της. Και ξαφν ικά, αν τιλ ήφθηκε με διαύγ εια την πραγ ματικότητα: η εν οχ ή δεν ήταν κάτι αδιαπέρασ το, μόν ιμο. Δ εν ήταν απαραίτητο ν α τη σ υν τρίβει γ ια πάν τα με το βάρος της. Μπορούσ ε ν α διαγ ράψ ει τις πράξεις του παρελ θόν τος με τις καλ ές πράξεις του παρόν τος και, με αυτό τον τρόπο, ν α απελ ευθερώσ ει τον εαυτό της και ν α μπορέσ ει ν α αγ απήσ ει τον Στέρλ ιν γ κ. Το κουρασ μέν ο μυαλ ό της παραδιν όταν τώρα σ την εξάν τλ ησ η· ήταν σ αν ν α ταλ αν τευόταν σ το χ είλ ος του ύπν ου. Τότε, γ ια κάποιο λ όγ ο, η σ κέψ η της πέταξε σ τη Χέτι Μέιθορπ, που βρισ κόταν τώρα φυλ ακισ μέν η σ το ν ησ ί, τόσ ο μακριά από τα παιδιά της. Κοιμήθηκε την ώρα που ο ήλ ιος αν έβαιν ε σ τον ορίζον τα. ● Την επόμεν η μέρα, επικρατούσ ε μεγ άλ η αν ασ τάτωσ η σ το σ πίτι. Έν ας αδιάκοπος χ είμαρρος αν θρώπων –φύλ ακες, διοικητικοί υπάλ λ ηλ οι, γ ιατροί, ερευν ητές από την εν δοχ ώρα– πηγ αιν οέρχ ον ταν όλ η τη μέρα. Και με κάποιο
τρόπο, μέσ α σ ε αυτή την αν ασ τάτωσ η, η Τίλ ι και η Νελ υποτίθεται πως έπρεπε ν α σ υγ κεν τρωθούν σ το μάθημά τους. Κάποια σ τιγ μή, η Νελ πέταξε κάτω το βιβλ ίο της γ αλ λ ικής γ ραμματικής και δήλ ωσ ε με θεατρικό ύφος: «Δ εν μπορώ άλ λ ο μ’ αυτά τα πηγ αιν έλ α!» Και ήταν αλ ήθεια ότι τις αποσ πούσ ε διαρκώς ο ήχ ος των βημάτων που αν εβοκατέβαιν αν τη σ κάλ α και διέσ χ ιζαν τη βεράν τα. Αυτό, όμως, που πραγ ματικά αποσ πούσ ε την προσ οχ ή της Τίλ ι ήταν μία και μόν η σ κέψ η: πότε θα βρισ κόταν και πάλ ι μόν η με τον Στέρλ ιν γ κ. «Έλ α, λ ίγ ο ακόμα… Τέσ σ ερις ασ κήσ εις μόν ο κι έπειτα θ’ ασ χ ολ ηθούμε με κάτι άλ λ ο». Η Νελ έσ κυψ ε το κεφάλ ι και σ υν έχ ισ ε τις ασ κήσ εις της, όμως εκείν η τη σ τιγ μή άν οιξε η πόρτα. Στο κατώφλ ι σ τεκόταν ο Στέρλ ιν γ κ. Η Τίλ ι δεν τον είχ ε δει από το προηγ ούμεν ο βράδυ. Ήδη πριν από το πρωιν ό, εκείν ος ήταν κλ εισ μέν ος σ το γ ραφείο του, απασ χ ολ ημέν ος με τα επακόλ ουθα της απόδρασ ης. Έδειχ ν ε κουρασ μέν ος, όμως τα μάγ ουλ ά του είχ αν έν α υγ ιές χ ρώμα κάτω από τις πυκν ές φαβορίτες του και τα μάτια του έλ αμπαν . «Γεια σ ας, κυρίες μου», είπε με έν α πλ ατύ χ αμόγ ελ ο.
Κοίταξε την Τίλ ι, κι όταν τα βλ έμματά τους σ υν αν τήθηκαν , το πρόσ ωπό της φλ ογ ίσ τηκε. Η Νελ , όμως, δεν το πρόσ εξε. Έτρεξε σ την αγ καλ ιά του και πέρασ ε τα χ έρια της γ ύρω από τη μέσ η του. «Μπαμπά! Ήθελ α τόσ ο πολ ύ ν α σ ε δω!» «Όχ ι τόσ ο σ φιχ τά, Νελ . Για κοίτα εδώ». Αν ασ ήκωσ ε τη γ ων ία του πουκαμίσ ου του. Το βλ έμμα της Τίλ ι σ τάθηκε με απόλ αυσ η σ τον δυν ατό κορμό του κι αμέσ ως ο ν ους της πλ ημμύρισ ε με αν αμν ήσ εις από τις ερωτικές σ τιγ μές της προηγ ούμεν ης ν ύχ τας. Έπειτα, όμως, εκείν ος αν ασ ήκωσ ε ακόμα περισ σ ότερο το πουκάμισ ό του και η Τίλ ι μπόρεσ ε ν α διακρίν ει αυτό που ο Στέρλ ιν γ κ έδειχ ν ε σ τη Νελ . Τα πλ ευρά του ήταν κατάμαυρα από τους μώλ ωπες. «Αχ , μπαμπά, πρέπει ν α πον άς πολ ύ!» αν αφών ησ ε η Νελ . «Τι κτήν ος ήταν αυτός ο άν θρωπος που σ ε χ τύπησ ε! Ελ πίζω ν α τον τιμώρησ ες όπως του άξιζε». Ο Στέρλ ιν γ κ έχ ωσ ε πάλ ι την άκρη του πουκαμίσ ου του μες σ το παν τελ όν ι του. «Α, αυτή είν αι μια πολ ύ εν διαφέρουσ α ισ τορία. Στην πραγ ματικότητα, η δασ κάλ α σ ου ήταν αυτή που του έδωσ ε έν α καλ ό μάθημα». Στράφηκε σ την Τίλ ι. «Όλ οι οι φύλ ακες σ ε τρέμουν τώρα. Είν αι
πραγ ματικά κρίμα που δεν είν αι εδώ ο Μπάρτον ν ’ ακούσ ει τι λ έν ε γ ια εσ έν α». Η Τίλ ι γ έλ ασ ε και η Νελ την κοίταξε με γ ουρλ ωμέν α μάτια. «Τίλ ι; Δ εν το πισ τεύω!» «Κι όμως, είν αι αλ ήθεια». Θυμήθηκε τον όρκο που είχ ε πάρει το προηγ ούμεν ο βράδυ – ν α εξιλ εωθεί γ ια το παρελ θόν με τις πράξεις της σ το παρόν και σ το μέλ λ ον . «Και ήταν πολ ύ δυσ άρεσ το που έν ας άν θρωπος, παρόλ ο που φέρθηκε με τόσ ο κτην ώδη τρόπο, τραυματίσ τηκε άσ χ ημα. Τον είδε ο γ ιατρός, Στέρλ ιν γ κ;» Εκείν ος της αποκρίθηκε με έν αν ουδέτερο και επαγ γ ελ ματικό τόν ο. «Ο κρατούμεν ος αν έκτησ ε τις αισ θήσ εις του λ ίγ ο μετά τη σ ύλ λ ηψ ή του. Έχ ει σ πασ μέν η μύτη, πολ λ απλ ά τραύματα και μώλ ωπες. Τον έσ τειλ αν πίσ ω σ την εν δοχ ώρα γ ια θεραπεία κι έπειτα θα δικασ τεί ξαν ά, αυτή τη φορά γ ια επίθεσ η. Δ εν θα επισ τρέψ ει σ το Νησ ί της Φωτιάς, καθώς θεωρείται πια πως αποτελ εί κίν δυν ο γ ια εμέν α προσ ωπικά, πόσ ο μάλ λ ον τώρα. Κι έτσ ι, εδώ τελ ειών ει αυτή η ισ τορία». Εδώ τελ ειών ει αυτή η ισ τορία. Αλ λ ά αρχ ίζει μια άλ λ η. Ο Στέρλ ιν γ κ τράβηξε έξω το ρολ όι τσ έπης του,
έριξε μια ματιά και ξεφύσ ηξε. «Πρέπει ν α σ ας αφήσ ω. Έχ ω κι άλ λ ες σ υν αν τήσ εις». «Χαίρομαι που είσ αι καλ ά, μπαμπά», είπε η Νελ και του έσ φιξε το χ έρι. Έπειτα, άπλ ωσ ε το άλ λ ο χ έρι της γ ια ν α πιάσ ει το χ έρι της Τίλ ι. «Και χ αίρομαι που τον έσ ωσ ες εσ ύ». Όταν ο Στέρλ ιν γ κ έφυγ ε, η Τίλ ι σ τράφηκε σ τη Νελ και της είπε: «Δ εν υπάρχ ει περίπτωσ η ν α σ υγ κεν τρωθούμε σ το μάθημα σ ήμερα. Το απόγ ευμα είν αι πιο δροσ ερό… Τι θα έλ εγ ες ν α τελ ειών αμε τη μέρα μας σ τον κήπο; Μπορείς ν α φέρεις το τετράδιο ιχ ν ογ ραφίας σ ου και ν α σ χ εδιάσ εις μερικά λ ουλ ούδια». Η Νελ σ την κυριολ εξία πήδηξε από τη χ αρά της. «Ναι. Αχ , ν αι, ν αι, ν αι, ν αι!» Όρμηξε βιασ τικά σ το δωμάτιό της γ ια ν α πάρει τα σ ύν εργ α της ζωγ ραφικής. Έπειτα, η Τίλ ι τη σ υν άν τησ ε σ την μπροσ τιν ή βεράν τα και προχ ώρησ αν μαζί ως τον κήπο. Η Νελ , απολ αμβάν ον τας την ελ ευθερία της, εξαφαν ίσ τηκε μες σ τις σ υσ τάδες των θάμν ων . Η Τίλ ι προχ ώρησ ε μέχ ρι το κηπάκι της και βρήκε έν α σ κιερό μέρος γ ια ν α καθίσ ει. Πέρασ ε τα χ έρια της γ ύρω από τα γ όν ατά της, έγ ειρε το κεφάλ ι της κι έμειν ε εκεί ν α αφουγ κράζεται. Η απογ ευματιν ή
αύρα δεν κατάφερν ε ν α διαπεράσ ει τις σ υκιές, αλ λ ά θρόιζε αν άμεσ α σ τα φύλ λ α των φοιν ικιών . Στο βάθος, τα κύματα έσ καγ αν σ την ακτή. Τριγ ύρω, αν τηχ ούσ ε το κάλ εσ μα των πουλ ιών : το γ λ υκό τιτίβισ μα των σ πουργ ιτιών και κάπου πέρα μακριά το κρώξιμο μιας κουκαμπούρας. Θυμήθηκε εκείν η τη σ τιγ μή που είχ αν δώσ ει κι οι τρεις τα χ έρια, σ αν οικογ έν εια. Αλ λ ά της άξιζε μια οικογ έν εια; Η Τίλ ι αν ασ ήκωσ ε το κεφάλ ι της. Στην πέρα άκρη του κήπου, δίπλ α σ τις μαν όλ ιες, σ τεκόταν η Χέτι. Χωρίς ν α ξέρει τι θα της έλ εγ ε ή τι θα έκαν ε, η Τίλ ι σ ηκώθηκε και προχ ώρησ ε σ τη μαλ ακή χ λ όη, βαδίζον τας προς το μέρος της. Η Χέτι δεν την είχ ε δει σ την αρχ ή, αλ λ ά έπειτα σ τράφηκε και χ αμογ έλ ασ ε. «Νωρίς ήρθατε σ ήμερα», της είπε η Χέτι. «Έφερα τη Νελ σ τον κήπο γ ια ν α ζωγ ραφίσ ει λ ουλ ούδια». Η Τίλ ι κοίταξε πάν ω από τον ώμο της. Δ εν έβλ επε πουθεν ά τη Νελ , αλ λ ά υπέθεσ ε πως θα είχ ε καθίσ ει κάπου γ ια ν α ζωγ ραφίσ ει τις λ εβάν τες. Στράφηκε πάλ ι προς το μέρος της Χέτι. «Είσ τε καλ ά;» της είπε η Χέτι. «Γιατί το έκαν ες;» τη ρώτησ ε η Τίλ ι, γ ν ωρίζον τας πως ξεπερν ούσ ε κάποιο αόρατο όριο,
αλ λ ά αδυν ατών τας ν α σ υγ κρατήσ ει τον εαυτό της. «Με σ υγ χ ωρείτε… Για ποιο πράγ μα μιλ άτε;» «Γιατί σ κότωσ ες τον άν τρα σ ου;» Το πρόσ ωπο της Χέτι πήρε έν α βαθύ κόκκιν ο χ ρώμα. Άν οιξε το σ τόμα της, έπειτα το ξαν άν οιξε, αλ λ ά καν έν ας ήχ ος δεν βγ ήκε. Η Τίλ ι το μετάν ιωσ ε. «Με σ υγ χ ωρείς», της είπε, σ ηκών ον τας τα χ έρια της σ τον αέρα και οπισ θοχ ωρών τας. «Δ εν έπρεπε ν α σ ου κάν ω αυτή την ερώτησ η». Όμως, η Χέτι άπλ ωσ ε απότομα το χ έρι της και άρπαξε τον καρπό της Τίλ ι τόσ ο σ φιχ τά, που εκείν η μόρφασ ε από τον πόν ο. Έγ ειρε προς το μέρος της με μια σ κοτειν ή λ άμψ η σ τα μάτια της. «Μου σ υμπεριφερόταν σ αν ν α ήμουν σ κουπίδι. Ερχ όταν κάθε βράδυ σ το σ πίτι μεθυσ μέν ος και με χ τυπούσ ε. Και ήξερα πως ήταν ζήτημα χ ρόν ου μέχ ρι ν ’ αρχ ίσ ει ν α χ τυπάει και τα παιδιά. Τότε, δεν μπορούσ α ν α σ κεφτώ άλ λ ο τρόπο γ ια ν α ξεφύγ ω». Η Τίλ ι έν ιωθε το σ φυγ μό της ν α έχ ει επιταχ υν θεί τόσ ο, που δεν μπορούσ ε ν α καταπιεί. «Τώρα, όμως, το μεταν ιών ω. Το μεταν ιών ω με όλ η μου την καρδιά. Τον είχ α αγ απήσ ει κάποτε, αλ λ ά τώρα πρέπει ν α ζήσ ω την υπόλ οιπη ζωή μου γ ν ωρίζον τας πως του σ τέρησ α κάθε δυν ατότητα,
κάθε του λ επτό, από εκείν η τη φρικτή μέρα κι έπειτα. Κάθε πρωιν ό κελ άηδημα των πουλ ιών , κάθε απογ ευματιν ό αεράκι… Του τα σ τέρησ α όλ α. Του τα πήρα όλ α, δεν του άφησ α τίποτα». Η Τίλ ι σ υγ κέν τρωσ ε όλ ο το κουράγ ιο της γ ια ν α μιλ ήσ ει. «Νιώθεις πως… Νιώθεις πως ξεπλ ηρών εις αυτό το χ ρέος σ ου εκτίον τας την ποιν ή σ ου;» Η Χέτι ελ ευθέρωσ ε τον καρπό της κι έκαν ε έν α βήμα πίσ ω. «Μερικές φορές, προσ εύχ ομαι ν α ισ χ ύει αυτό. Αλ λ ά ο Θεός δεν μου απαν τάει». Η Τίλ ι την κοίταξε εξετασ τικά γ ια έν α λ επτό. Τα σ κούρα μαλ λ ιά της Χέτι έπεφταν χ αλ αρά σ τη βάσ η του λ αιμού της και ο αέρας τα παράσ ερν ε και τα έφερν ε σ το πρόσ ωπό της. Η Χέτι πήρε μια βαθιά, τρεμάμεν η αν άσ α και είπε: «Όμως, αυτό γ ια το οποίο προσ εύχ ομαι περισ σ ότερο είν αι ν ’ αξιωθώ ν α ξαν αδώ τα παιδιά μου». Τα μάτια της βούρκωσ αν και η Τίλ ι έν ιωσ ε έν α σ φίξιμο σ την καρδιά της. Έν ιωθε τώρα πολ ύ έν τον η την παρουσ ία της Χέτι δίπλ α της, το κορμί της που ήταν τόσ ο γ εροδεμέν ο κι όμως τόσ ο αν οιχ τό κι ευάλ ωτο, τόσ ο διψ ασ μέν ο γ ια μια αγ καλ ιά. Εν άν τια σ ε κάθε λ ογ ική, αγ κάλ ιασ ε τη Χέτι και την άφησ ε ν α κλ άψ ει. Αμφέβαλ λ ε αν
υπήρξε κάποιος που είχ ε αγ καλ ιάσ ει τη Χέτι έπειτα από τη σ ύλ λ ηψ ή της, καθώς εκείν η γ ραπώθηκε από πάν ω της με τόσ η έν τασ η, που σ χ εδόν την έριξε κάτω. Η Τίλ ι της έτριβε την πλ άτη και της έλ εγ ε καθησ υχ ασ τικά λ όγ ια, όμως η Χέτι δεν σ ταματούσ ε ν α κλ αίει. Η Τίλ ι φοβήθηκε τα σ υν αισ θήματα που είχ ε πυροδοτήσ ει. «Τίλ ι;» ακούσ τηκε πίσ ω της μια λ επτή φων ή. Η Χέτι αν απήδησ ε αμέσ ως προς τα πίσ ω, κρύβον τας το πρόσ ωπό της αν άμεσ α σ τα χ έρια της. Η Τίλ ι έπιασ ε σ ταθερά τη Νελ από τον ώμο και την οδήγ ησ ε παραπέρα. «Θα πρέπει ν α ξεχ άσ εις αυτό που είδες», της είπε. «Μα τι σ υν έβη; Είν αι καλ ά η Χέτι; Γιατί την είχ ες αγ καλ ιάσ ει; Ξέρει ο μπαμπάς πως είσ τε φίλ ες;» «Δ εν είμασ τε φίλ ες. Η Χέτι ήταν πολ ύ σ τεν οχ ωρημέν η κι έκαν α αυτό που θα έκαν ε κάθε αν θρώπιν ο πλ άσ μα. Σε παρακαλ ώ, μην το αν αφέρεις σ τον πατέρα σ ου. Έχ ει ήδη αρκετά σ το κεφάλ ι του». «Και γ ιατί ήταν σ τεν οχ ωρημέν η;» «Δ εν μου είπε». Είχ αν φτάσ ει πια σ τις σ κάλ ες. «Ζωγ ράφισ ες τίποτα;» Η Νελ άσ τραψ ε από τη χ αρά της και το περισ τατικό ξεχ άσ τηκε αμέσ ως. «Κοίτα», της είπε,
βγ άζον τας έν α φύλ λ ο χ αρτιού από το τετράδιο ιχ ν ογ ραφίας της. Η Τίλ ι πήρε τη ζωγ ραφιά κι έκαν ε έν α σ υγ κρατημέν ο επιδοκιμασ τικό σ χ όλ ιο. Η Νελ ήταν πολ ύ καλ ύτερη σ τη σ υγ γ ραφή απ’ ό,τι σ τα καλ λ ιτεχ ν ικά. Η ζωγ ραφική ήταν μια από εκείν ες τις ασ χ ολ ίες με τις οποίες ήθελ ε ν α ξεμπερδεύει γ ρήγ ορα, επειδή δεν της ήταν εύκολ η. «Έλ α, πάμε μέσ α», της είπε η Τίλ ι. «Μπορείς τώρα ν α ψ άξεις ν α βρεις το λ ατιν ικό όν ομα αυτού του λ ουλ ουδιού και ν α το γ ράψ εις από κάτω». Η Νελ προχ ώρησ ε μπροσ τά της σ το εσ ωτερικό του σ πιτιού. Η Τίλ ι έριξε άλ λ η μια ματιά πίσ ω σ τον κήπο. Η Χέτι ήταν γ ον ατισ μέν η δίπλ α σ ε έν α παρτέρι, είχ ε αν ακτήσ ει την αυτοκυριαρχ ία της και, από μακριά τουλ άχ ισ τον , φαιν όταν πάλ ι μια χ αρά. Η Τίλ ι, όμως, αισ θαν όταν ότι δεν μπορούσ ε ούτε ν α αν ακτήσ ει την αυτοκυριαρχ ία της ούτε ν α ν ιώσ ει καλ ύτερα. ● Αργ ότερα το ίδιο απόγ ευμα, η Τίλ ι έπαιρν ε το τσ άι της σ το σ αλ όν ι, όταν είδε τη Νελ ν α περν άει από τη βεράν τα. Κάτω από καν ον ικές σ υν θήκες, η Νελ
θα πιλ άτευε την Τίλ ι ν α πάρουν το τσ άι τους μαζί, αλ λ ά τώρα προχ ωρούσ ε προς τις μακριές σ κιές του κήπου. Στην αρχ ή, η Τίλ ι δεν έδωσ ε σ ημασ ία. Έπειτα, όμως, θυμήθηκε το εν διαφέρον της Νελ γ ια το περισ τατικό αν άμεσ α σ ε εκείν η και τη Χέτι. Σηκώθηκε και πήγ ε ως το παράθυρο. Από εκεί, διέκριν ε τη Νελ ν α σ υζητάει με τη Χέτι, με τα χ έρια της πλ εγ μέν α πίσ ω από την πλ άτη της. Ο απογ ευματιν ός ήλ ιος έκαν ε τις κασ ταν ές μπούκλ ες της ν α λ άμπουν . Η Τίλ ι δίσ τασ ε. Έπρεπε ν α βγ ει έξω και ν α διακόψ ει τη σ υζήτησ ή τους; Όχ ι, όλ α θα πήγ αιν αν καλ ά. Η Χέτι δεν θα αποκάλ υπτε σ τη Νελ όλ α όσ α είχ ε εκμυσ τηρευτεί σ την Τίλ ι. Μάλ λ ον θα κουβέν τιαζαν γ ια τα λ ουλ ούδια ή γ ια τον καιρό. Η Τίλ ι έμειν ε γ ια λ ίγ ο μπροσ τά σ το παράθυρο και τις παρακολ ουθούσ ε. Έπειτα, θυμήθηκε το τσ άι της κι επέσ τρεψ ε σ τον καν απέ. Καθόταν εκεί, με το πιατάκι ακουμπισ μέν ο σ το μηρό της και το φλ ιτζάν ι σ το χ έρι της, και κοίταζε το κεν ό μπροσ τά της. Η ισ τορία της Χέτι την είχ ε αν ασ τατώσ ει. Ο σ ύζυγ ός της ήταν έν ας βίαιος άν τρας που την κακοποιούσ ε. Εκείν η υπερασ πίσ τηκε τον εαυτό της και τα παιδιά της, γ ι’ αυτό και βρισ κόταν τώρα σ τη φυλ ακή. Η Τίλ ι
έκριν ε και τη δική της κατάσ τασ η και βρήκε τον εαυτό της πιο έν οχ ο από οποιαδήποτε άλ λ η φορά. Εκείν η ήταν που έπρεπε ν α βρίσ κεται σ τη φυλ ακή· ο κόσ μος πρέπει ν α είχ ε αν αποδογ υρίσ ει, αφού μια προσ τατευτική μητέρα ήταν φυλ ακισ μέν η, εν ώ η Τίλ ι, που δεν είχ ε υποσ τεί τίποτα άλ λ ο πέρα από την απισ τία του σ υζύγ ου της και που είχ ε προκαλ έσ ει δύο θαν άτους, απολ άμβαν ε την ελ ευθερία της. Η Τίλ ι αν αρωτήθηκε αν είχ ε το κουράγ ιο ν α κάν ει αυτό που ήξερε πως έπρεπε ν α κάν ει.
1 8 - Μέσα στη Φυλ ακή
Η Τίλ ι δεν είχ ε όρεξη ν α φάει γ ια βράδυ. Παρακολ ουθούσ ε τον Στέρλ ιν γ κ, τα χ έρια του και τους καρπούς του, καθώς έκοβε την πίτα του κι έτρωγ ε τα λ αχ αν ικά του. Το μόν ο που επιθυμούσ ε τώρα η Τίλ ι ήταν εκείν η η γ λ υκιά απολ ησ μον ιά που τους είχ ε τυλ ίξει και τους δυο τους το προηγ ούμεν ο βράδυ. Ήξερε πως μες σ το αγ κάλ ιασ μά τους θα μπορούσ ε ν α ξεχ άσ ει τις μαύρες σ κέψ εις που σ υν ωσ τίζον ταν σ το μυαλ ό της. Τον ποθούσ ε, και το φαγ ητό εκείν η τη σ τιγ μή ήταν περιττό, κάτι που απλ ώς τους αποσ πούσ ε. Η Νελ ήταν ήσ υχ η απόψ ε και φρόν τιζε ν α μην αφήν ει τον πατέρα της ν α τεν τών εται πολ ύ γ ια ν α φτάσ ει τη σ άλ τσ α, του γ έμιζε το ποτήρι του με ν ερό και προσ φέρθηκε μόν η της ν α πάει ν α φων άξει την υπηρέτρια γ ια ν α καθαρίσ ει το τραπέζι, χ ωρίς ν α περιμέν ει ν α της το ζητήσ ει εκείν ος. «Πρέπει ν α ξεκουρασ τείς, μπαμπά», του είπε. «Μετά το φαγ ητό, ν α πας κατευθείαν σ το κρεβάτι σ ου». «Αν δεν σ ε πειράζει, Νελ », της αποκρίθηκε
εκείν ος, «έν α ποτηράκι σ έρι σ το σ αλ όν ι θα μ’ έκαν ε ν α ν ιώσ ω πολ ύ καλ ύτερα». Η Τίλ ι έν ιωσ ε το αίμα της ν α καίει. Επιτέλ ους, σ το τέλ ος μιας τόσ ο μεγ άλ ης μέρας θα βρίσ κον ταν και πάλ ι μόν οι τους. Η Νελ αν έβηκε σ το δωμάτιό της ν α κοιμηθεί και οι δυο τους κλ είσ τηκαν σ το σ αλ όν ι. Η Τίλ ι όρμηξε σ την αγ καλ ιά του Στέρλ ιν γ κ κι εκείν ος την κράτησ ε γ ια λ ίγ α λ επτά, προτού τη σ πρώξει απαλ ά μακριά του και της πει: «Θέλ ω ν α σ υγ κρατηθώ γ ια λ ίγ ο και ν α ρωτήσ ω τη γ ν ώμη σ ου γ ια έν α θέμα». Η Τίλ ι έκρυψ ε την απογ οήτευσ ή της. «Σ’ ακούω». Ο Στέρλ ιν γ κ πήγ ε ως το ν τουλ άπι με τα ποτά κι έβγ αλ ε όπως πάν τα τα δύο ποτηράκια του σ έρι. «Πρόκειται γ ια τη Νελ ». Έβγ αλ ε το πώμα και σ έρβιρε τα ποτά τους. «Η ζωή σ ’ έν α ν ησ ί… Ίσ ως δεν είν αι ό,τι καλ ύτερο γ ια εκείν η». «Είν αι πολ ύ ευτυχ ισ μέν η εδώ». «Η ευτυχ ία της, όμως, έρχ εται δεύτερη σ ε σ χ έσ η με την ασ φάλ ειά της. Αυτός ο δραπέτης ήρθε ως εδώ γ ια ν α βρει εμέν α. Τι θα έκαν ε αν κατόρθων ε ν α με σ κοτώσ ει; Όταν θα τελ είων ε μαζί μου, τι θα τον σ ταματούσ ε ν α μπει μες σ το σ πίτι και ν α βρει τη Νελ ;» «Μα αυτή ήταν η μον αδική φορά που σ υν έβη
κάτι τέτοιο», του αποκρίθηκε η Τίλ ι. «Τις περισ σ ότερες φορές, οι δραπέτες απομακρύν ον ται όσ ο το δυν ατόν περισ σ ότερο απ’ τους φύλ ακές τους, δεν πάν ε ν α τους βρουν . Στο μυαλ ό εκείν ου του αν θρώπου επικρατούσ ε σ ύγ χ υσ η. Το είπες κι εσ ύ ο ίδιος». «Ναι, ήταν έν α τυχ αίο περισ τατικό. Αλ λ ά ακριβώς το γ εγ ον ός ότι ήταν τυχ αίο είν αι και το πιο αν ησ υχ ητικό. Δ εν ήταν δυν ατόν ν α έχ ω προβλ έψ ει τη σ υμπεριφορά αυτού του αν θρώπου. Και τίποτα δεν μου εξασ φαλ ίζει πως δεν θα ξαν ασ υμβεί κάτι παρόμοιο, με χ ειρότερα επακόλ ουθα. Πάν τα πίσ τευα πως η Νελ ήταν ασ φαλ ής εδώ, πάν ω απ’ τον γ κρεμό. Αλ λ ά τώρα… Δ εν ξέρω πια». Η Τίλ ι σ ιγ όπιν ε το σ έρι της. «Και τι σ κέφτεσ αι ν α κάν εις;» «Να τη σ τείλ ω εσ ωτερική σ ε κάποιο σ χ ολ είο σ την εν δοχ ώρα». «Θα είν αι πολ ύ δυσ τυχ ισ μέν η εκεί». «Θα είν αι ασ φαλ ής». «Θα καταρρακωθεί το ηθικό της και το πν εύμα της. Δ εν είν αι φτιαγ μέν η γ ια καν όν ες». «Αργ ά ή γ ρήγ ορα, όμως, θα πρέπει ν α μάθει ν α σ έβεται και τους καν όν ες».
Η Τίλ ι κοίταξε εξετασ τικά τον Στέρλ ιν γ κ σ το φως της λ άμπας. Αυτό που ήθελ ε ν α τον ρωτήσ ει ήταν τι θα σ υν έβαιν ε με την ίδια, αν έσ τελ ν ε τη Νελ εσ ωτερική σ ε κάποιο σ χ ολ είο. Προσ πάθησ ε, όμως, ν α σ υγ κεν τρωθεί και ν α σ κεφτεί, γ ια ν α του δώσ ει μια σ ωσ τή σ υμβουλ ή. «Στέρλ ιν γ κ, όλ η αυτή η ισ τορία με το δραπέτη σ υν έβη μόλ ις πριν από μία ν ύχ τα. Είν αι λ ογ ικό ν α είσ αι ακόμα πολ ύ αν ασ τατωμέν ος. Μπορεί ν α χ ρειασ τούμε όλ οι μας λ ίγ ο χ ρόν ο μέχ ρι ν α ν ιώσ ουμε και πάλ ι ασ φαλ είς. Και δεν ν ομίζω ότι πρέπει ν α πάρεις μια απόφασ η κάτω από τέτοιες σ υν θήκες». Της χ αμογ έλ ασ ε και την άγ γ ιξε σ το μάγ ουλ ο. «Είσ αι σ οφή, καλ ή μου Τίλ ι». Η Τίλ ι χ αμήλ ωσ ε τη φων ή της. «Θα με φιλ ήσ εις;» του είπε, σ πρώχ ν ον τας πέρα το ποτήρι της. «Χρειάζομαι απεγ ν ωσ μέν α έν α φιλ ί». «Ασ φαλ ώς και θα σ ε φιλ ήσ ω». ● Η Τίλ ι ξύπν ησ ε λ ίγ ο πριν χ αράξει. Βρισ κόταν ακόμα σ το κρεβάτι του Στέρλ ιν γ κ. Το σ ώμα και ο ν ους της τέθηκαν αμέσ ως σ ε κατάσ τασ η σ υν αγ ερμού. Είχ αν αποφασ ίσ ει ν α μην
αποκοιμηθούν , ν α επισ τρέψ ει η Τίλ ι σ το κρεβάτι της προτού ξυπν ήσ ει η Νελ . Καθησ ύχ ασ ε τον εαυτό της με τη σ κέψ η πως ήταν ακόμα πολ ύ ν ωρίς. Σηκώθηκε κι έριξε μια ματιά σ τον Στέρλ ιν γ κ που κοιμόταν . Έν ιωσ ε ότι είχ ε βρεθεί σ τον παράδεισ ο, έτσ ι όπως είχ ε ξαπλ ώσ ει κουλ ουριασ μέν η δίπλ α του κι είχ ε αποκοιμηθεί σ την αγ καλ ιά του. Η ν ύχ τα τους είχ ε τυλ ίξει με τη γ λ υκιά ζεσ τασ ιά της, πέρα μακριά ακουγ όταν ο φλ οίσ βος των κυμάτων , και το πάθος τους είχ ε εκτον ωθεί και είχ ε αφήσ ει αποτυπώματα ευτυχ ίας σ το δέρμα της. Χαμογ έλ ασ ε –δεν θα μπορούσ ε ν α έχ ει σ υγ κρατήσ ει εκείν ο το χ αμόγ ελ ο– και επέσ τρεψ ε σ το δικό της, κρύο κρεβάτι. ● Στο διάσ τημα των τεσ σ άρων μην ών που βρισ κόταν ήδη σ το Νησ ί της Φωτιάς, η Τίλ ι δεν είχ ε καθυσ τερήσ ει ποτέ σ το μάθημα. Εκείν ο το πρωί ήταν εξαίρεσ η. Οι ν υχ τεριν ές της περιπέτειες είχ αν σ αν σ υν έπεια ν α αργ ήσ ει ν α ξυπν ήσ ει, ν α χ άσ ει το πρόγ ευμα, ν α αν αγ κασ τεί ν α ν τυθεί πολ ύ γ ρήγ ορα, σ τερεών ον τας τα μαλ λ ιά της βιασ τικά και ατημέλ ητα. Τελ ικά, έφτασ ε σ τη βιβλ ιοθήκη με το
σ τομάχ ι της ν α γ ουργ ουρίζει. Αλ λ ά η Νελ δεν ήταν εκεί. Η Τίλ ι κάθισ ε και κοίταξε λ ίγ ο τα μαθήματα που θα έκαν αν εκείν η τη μέρα. Τώρα που η αν ασ τάτωσ η είχ ε κοπάσ ει, έπρεπε ν α επισ τρέψ ουν σ το πλ άν ο των μαθημάτων που είχ ε φτιάξει γ ια τον Ιαν ουάριο. Σήμερα, θα ασ χ ολ ούν ταν με μια διπλ ή μετάφρασ η, από και προς τα αρχ αία ελ λ ην ικά, κι έπειτα θα αφιέρων αν λ ίγ ες ώρες σ τη δημιουργ ική γ ραφή της Νελ , την οποία η Τίλ ι θεωρούσ ε και άσ κησ η σ τη ρητορική. Αλ λ ά η Νελ εξακολ ουθούσ ε ν α είν αι άφαν τη. Η Τίλ ι άρχ ισ ε ν α αν ησ υχ εί και σ ηκώθηκε. Βγ ήκε από τη βιβλ ιοθήκη και πήγ ε έξω, σ τη βεράν τα. Μαύρα σ ύν ν εφα μαζεύον ταν σ τον ουραν ό. Όλ α έδειχ ν αν ότι σ ύν τομα θα ξεσ πούσ ε μπόρα. Κατέβηκε σ τον κήπο κι έψ αξε αν άμεσ α σ τις σ υσ τάδες των θάμν ων και τα παρτέρια με τα λ ουλ ούδια. Έπειτα, επέσ τρεψ ε κι έκαν ε το γ ύρο ολ όκλ ηρης της βεράν τας, με τα μάτια της ν α ψ άχ ν ουν μέχ ρι πέρα μακριά. Οι κρατούμεν οι, με τις λ ευκές σ τολ ές τους, είχ αν επισ τρέψ ει σ τα χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα, που φάν ταζαν τώρα φωτειν ά και χ ρυσ αφέν ια σ το φόν το του γ κρίζου ουραν ού. Ήλ πιζε ν α διακρίν ει κάπου μια γ αλ άζια ή
κοκκιν ωπή λ άμψ η, τα χ ρώματα που προτιμούσ ε η Νελ γ ια τα φορέματά της, αλ λ ά δεν έβλ επε τίποτα. Μπήκε πάλ ι μες σ το σ πίτι, πήγ ε σ το δωμάτιο της Νελ και χ τύπησ ε απαλ ά την πόρτα. Ίσ ως το κορίτσ ι ν α ήταν άρρωσ το. «Νελ ;» είπε. «Νελ , είσ αι εδώ;» Καμία απάν τησ η. Με μια μαλ ακή κίν ησ η, η Τίλ ι άν οιξε την πόρτα. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Το κρεβάτι ήταν σ τρωμέν ο, σ αν κάποιος ν α το είχ ε ήδη φτιάξει ή σ αν ν α μην είχ ε κοιμηθεί καν είς εκεί. Ο ξύλ ιν ος γ άτος έλ ειπε από το κομοδίν ο. Η Νελ είχ ε φύγ ει. ● Η Τίλ ι περίμεν ε μέχ ρι τις έν τεκα κι έπειτα αποφάσ ισ ε πως δεν μπορούσ ε ν α περιμέν ει ούτε λ επτό ακόμα γ ια ν α ειδοποιήσ ει τον Στέρλ ιν γ κ. Είχ ε αρχ ίσ ει πια ν α βρέχ ει – μια βαριά, πέν θιμη βροχ ή που σ φυροκοπούσ ε τη σ κεπή και σ χ ημάτιζε μικρές λ ιμν ούλ ες σ τη βεράν τα. Πήγ ε σ το γ ραφείο και χ τύπησ ε σ ιγ αν ά. Ακούγ ον ταν φων ές από μέσ α· δεν υπήρχ ε αμφιβολ ία πως είχ αν προκύψ ει κι άλ λ α ερωτηματικά, κι άλ λ ες γ ραφειοκρατικές διαδικασ ίες, μετά την απόδρασ η εκείν ου του
κρατούμεν ου. «Περάσ τε», φών αξε απότομα εκείν ος, κι η φων ή του ήταν τόσ ο διαφορετική από εκείν η που της ψ ιθύριζε το προηγ ούμεν ο βράδυ τρυφερά ερωτικά λ όγ ια, ώσ τε της κόπηκε η αν άσ α. Έσ πρωξε την πόρτα και μπήκε. Ο Στέρλ ιν γ κ ήταν καθισ μέν ος σ το γ ραφείο του. Απέν αν τί του καθόταν ο δρ Γκρουμ. Δ ίπλ α σ το γ ραφείο σ τεκόταν έν ας δεσ μοφύλ ακας, σ φίγ γ ον τας σ τα χ έρια του μια δέσ μη από έγ γ ραφα. Η Τίλ ι είχ ε την έν τον η αίσ θησ η πως είχ ε εισ βάλ ει σ τον κόσ μο των αν τρών , εκεί όπου η ίδια και τα ν έα που έφερν ε μαζί της δεν θα μπορούσ αν ν α λ άβουν θερμή υποδοχ ή. «Τίλ ι;» είπε ο Στέρλ ιν γ κ, αρκετά θερμά ώσ τε ν α κάν ει το δρα Γκρουμ ν α τον κοιτάξει καχ ύποπτα. «Λυπάμαι πολ ύ. Δ εν ήθελ α ν α σ ε διακόψ ω. Αλ λ ά η Νελ εξαφαν ίσ τηκε». Ο Στέρλ ιν γ κ πετάχ τηκε όρθιος σ τη σ τιγ μή κι αμέσ ως έκαν ε έν α μορφασ μό πόν ου κι έπιασ ε τα πλ ευρά του. «Τι πράγ μα; Πότε;» «Δ εν εμφαν ίσ τηκε καθόλ ου σ ήμερα το πρωί σ τη βιβλ ιοθήκη». «Πήγ ες ν α δεις σ το δωμάτιό της;»
«Φυσ ικά. Είτε έσ τρωσ ε μόν η της το κρεβάτι της είτε δεν κοιμήθηκε καθόλ ου εκεί. Δ εν ήμουν σ ίγ ουρη ποια ακριβώς σ τιγ μή έπρεπε ν ’ αρχ ίσ ω ν α αν ησ υχ ώ, όμως–» «Τώρα. Αρχ ίζουμε ν α αν ησ υχ ούμε αμέσ ως τώρα. Παν τού σ ε αυτό το ν ησ ί υπάρχ ουν κρατούμεν οι. Οι περισ σ ότεροι από αυτούς είν αι αλ υσ οδεμέν οι και φρουρούν ται, αλ λ ά υπάρχ ουν και οπλ ισ μέν οι φρουροί που είν αι έτοιμοι ν α τραβήξουν το όπλ ο τους μόλ ις αν τιλ ηφθούν την παραμικρή κίν ησ η, ν α πυροβολ ήσ ουν οποιον δήποτε αθώο βρεθεί σ το δρόμο τους». Η Τίλ ι κοκκίν ισ ε, οργ ισ μέν η με τον εαυτό της που δεν είχ ε ειδοποιήσ ει ν ωρίτερα. «Συγ γ ν ώμη. Δ εν έπρεπε ν α περιμέν ω τόσ η ώρα». Ο Στέρλ ιν γ κ άρχ ισ ε ν α βηματίζει πέρα δώθε. «Αν δεν κοιμήθηκε σ το κρεβάτι της, μπορεί ν α έμειν ε έξω όλ η τη ν ύχ τα. Ίσ ως ν α πήγ ε σ το μαγ κρόβιο δάσ ος και ν α την έπιασ ε η παλ ίρροια. Ίσ ως ν α–» «Μη χ άν εις την ψ υχ ραιμία σ ου, Στέρλ ιν γ κ», μούγ κρισ ε ο γ ιατρός. «Αυτό το παιδί είν αι σ κέτος μπελ άς. Έχ ουν περάσ ει μόλ ις δύο μέρες από την περιπέτεια με τον κρατούμεν ο που δραπέτευσ ε και τώρα σ ε αν αγ κάζει ν α την ψ άχ ν εις παν τού – θα σ ου αποσ τραγ γ ίσ ει κάθε εν έργ εια που σ ου
απέμειν ε. Εγ ώ λ έω ν α την αφήσ εις εκεί έξω. Θα επισ τρέψ ει μόλ ις βραχ εί ή μόλ ις πειν άσ ει». Ο Στέρλ ιν γ κ σ ταμάτησ ε ν α βηματίζει πάν ω κάτω. Ήταν οργ ισ μέν ος, αλ λ ά κατάφερε ν α ελ έγ ξει το θυμό του. «Σας ευχ αρισ τώ γ ια την πρότασ ή σ ας, δρα Γκρουμ». Έπειτα, σ τράφηκε προς το δεσ μοφύλ ακα και του είπε: «Να κιν ητοποιηθούν όλ οι. Ειδοποιήσ τε τους φύλ ακες ν α κλ ειδώσ ουν τους κρατούμεν ους και ν α βεβαιωθούν ότι δεν λ είπει καν είς. Κι έπειτα ν α ψ άξουν σ το ν ησ ί, γ ια ν α βρούμε το παιδί. Θέλ ω μια ομάδα ν α χ τεν ίσ ει ειδικά το μαγ κρόβιο δάσ ος. Να αν εβούν άν τρες και σ τα παρατηρητήρια, γ ια την περίπτωσ η που έχ ει ξαν οιχ τεί σ τη–» Ο Στέρλ ιν γ κ δεν μπόρεσ ε ν α ολ οκλ ηρώσ ει τη φράσ η του και η Τίλ ι έν ιωσ ε την καρδιά της ν α σ φίγ γ εται. «Στέρλ ιν γ κ», του είπε, λ αχ ταρών τας ν α τον αγ γ ίξει και ν α τον παρηγ ορήσ ει. «Η Νελ είν αι αρκετά έξυπν η ώσ τε ν α ξέρει πως δεν πρέπει ν α μπει σ το ν ερό». «Το ξέρω», της αποκρίθηκε ο Στέρλ ιν γ κ. «Αλ λ ά είν αι και αρκετά έξυπν η ώσ τε ν α ξέρει σ ε ποιο σ υρτάρι του γ ραφείου μου κρύβω το κλ ειδί γ ια το υπόσ τεγ ο με τις βάρκες. Δ εν είν αι, όμως, αρκετά δυν ατή ώσ τε ν α κωπηλ ατήσ ει μες σ την
καταιγ ίδα». Πέρασ ε απότομα από μπροσ τά της και βγ ήκε έξω, αρπάζον τας το αδιάβροχ ό του από το κρεμασ τάρι δίπλ α σ την πόρτα. Ακούσ τηκαν τα πόδια του ν α τρέχ ουν σ τις σ κάλ ες. Ο δεσ μοφύλ ακας έτρεξε πίσ ω του. Ο δρ Γκρουμ παρέμειν ε, χ αμογ έλ ασ ε σ την Τίλ ι με έν α πικρό χ αμόγ ελ ο και της είπε αν ασ ηκών ον τας τα φρύδια του: «Αν εξέλ εγ κτη. Θυμάσ τε που σ ας το είχ α πει;» Η Τίλ ι δεν του αν ταπέδωσ ε το χ αμόγ ελ ο. «Πάω έξω ν α ψ άξω τη Νελ ». Αν έβηκε πρώτα σ το δωμάτιό της ν α πάρει μια ομπρέλ α κι έπειτα βγ ήκε έξω. Δ εν μπορούσ ε ν α διακρίν ει πουθεν ά τον Στέρλ ιν γ κ, κι έτσ ι υπέθεσ ε πως είχ ε πάει σ τις φυλ ακές, σ το μέρος όπου γ ν ώριζε πολ ύ καλ ά πως δεν της ήταν επιτρεπτό ν α πάει. Οι σ τάλ ες της βροχ ής έπεφταν τώρα με ορμή σ το έδαφος, αν απηδών τας και μουσ κεύον τας το κάτω μέρος του φορέματός της. Έκλ εισ ε τα μάτια της και προσ πάθησ ε ν α σ κεφτεί με τον τρόπο που σ κεφτόταν η Νελ . Πού θα μπορούσ ε ν α κρύβεται; Η Τίλ ι άν οιξε τα μάτια της. Τα παπούτσ ια της είχ αν γ εμίσ ει με ν ερό. Πλ ατσ ούριζε περπατών τας σ τον κήπο, ψ άχ ν ον τας κάτω από κάθε θάμν ο και κοιτάζον τας πάν ω σ ε κάθε δέν τρο. Ο άν εμος έγ ιν ε μπουρίν ι και της αν αποδογ ύρισ ε την ομπρέλ α. Η
Τίλ ι την πέταξε και παραδόθηκε σ τη δυν ατή βροχ ή. Η Νελ σ ίγ ουρα δεν βρισ κόταν σ τον κήπο. Οι λ ευκές φόρμες είχ αν εξαφαν ισ τεί τώρα από τα χ ωράφια και είχ αν δώσ ει τη θέσ η τους σ ε έν α πλ ήθος από μπλ ε σ τολ ές. Η Τίλ ι κατηφόρισ ε το μον οπάτι, πέρασ ε μέσ α από το ν εκροταφείο και προχ ώρησ ε προς το μαγ κρόβιο δάσ ος, γ ια ν α βοηθήσ ει σ την έρευν α εκεί. Έφτασ ε σ το τέρμα του μον οπατιού και προχ ώρησ ε σ τη μακριά, λ ασ πώδη λ ωρίδα γ ης που οδηγ ούσ ε κάτω σ το ν ερό. Εκεί, είδε τον αρχ ιδεσ μοφύλ ακα, τον κύριο Ντόν αχ ι, που έδιν ε οδηγ ίες σ ε μια ομάδα αν τρών . Μόλ ις αν τίκρισ ε την Τίλ ι, της είπε: «Πραγ ματικά, δεσ ποιν ίς Λεζέν , είν αι προτιμότερο ν α επισ τρέψ ετε σ το σ πίτι». «Δ εν μπορώ ν α κάθομαι σ το σ πίτι και ν α μην κάν ω τίποτα. Σας παρακαλ ώ, αφήσ τε με ν α βοηθήσ ω». Της χ αμογ έλ ασ ε ευγ εν ικά. «Τότε, μπορείτε ν α με σ υν οδεύσ ετε. Αλ λ ά θα γ εμίσ ετε λ άσ πες». «Είμαι ήδη γ εμάτη λ άσ πες». Οι άν τρες μοιράσ τηκαν σ ε διαφορετικές κατευθύν σ εις και η Τίλ ι ακολ ούθησ ε σ το υδρόβιο δάσ ος τον κύριο Ντόν αχ ι, του οποίου οι γ ερές μπότες ήταν πολ ύ πιο κατάλ λ ηλ ες γ ι’ αυτή την
έρευν α. Τα μαγ κρόβια δέν τρα ήταν υγ ρά, εν ώ οι ρίζες τους ξεπρόβαλ λ αν απότομα σ αν αιχ μηρές πέτρες από τη λ άσ πη που κολ λ ούσ ε σ τα πόδια της, καθώς βάδιζε με δυσ κολ ία δίπλ α σ τον κύριο Ντόν αχ ι. Τα δέν τρα ήταν πολ ύ κον τά το έν α σ το άλ λ ο και θα αποτελ ούσ αν πραγ ματικά μια ιδαν ική κρυψ ών α, αν δεν υπήρχ ε όλ η εκείν η η πηχ τή λ άσ πη που μύριζε μούχ λ α. Η Τίλ ι δεν μπορούσ ε ν α φαν τασ τεί ότι η Νελ θα επέλ εγ ε με τη θέλ ησ ή της αυτή την κρυψ ών α, ειδικά με τόσ η βροχ ή. «Δ εν υπάρχ ει πουθεν ά σ το ν ησ ί κάποιο μέρος που θα μπορούσ ε ν α χ ρησ ιμεύσ ει σ αν καταφύγ ιο;» ρώτησ ε τον κύριο Ντόν αχ ι, εν ώ η βροχ ή κυλ ούσ ε από το πρόσ ωπό της. «Όχ ι». «Ούτε κάποια σ πηλ ιά ή υπερυψ ωμέν οι βράχ οι;» «Όχ ι, δεσ ποιν ίς Λεζέν . Γν ωρίζουμε κάθε πιθαν ή κρυψ ών α σ ’ αυτό το ν ησ ί. Μάλ λ ον η μικρή βρίσ κεται σ ε κάποιο αν οιχ τό κι εκτεθειμέν ο μέρος». Τον ακολ ουθούσ ε σ έρν ον τας με κόπο τα βήματά της. Αλ λ ά ήταν η Νελ πραγ ματικά τόσ ο αν όητη ώσ τε ν α βάλ ει τον πατέρα της σ ε όλ η αυτή τη δοκιμασ ία και το προσ ωπικό των φυλ ακών σ ε όλ η αυτή την περιπέτεια λ ίγ ες μόλ ις μέρες μετά την καταδίωξη εν ός δραπέτη; Και, μάλ ισ τα, μες σ τη
βροχ ή; Η Τίλ ι άρχ ισ ε ν α αν ησ υχ εί πολ ύ. Κι αν είχ ε σ υμβεί κάτι άλ λ ο σ τη Νελ ; Ο Στέρλ ιν γ κ αυτό είχ ε φοβηθεί από την πρώτη σ τιγ μή, η Τίλ ι το είχ ε ν ιώσ ει. Κι αν είχ ε δίκιο ο Στέρλ ιν γ κ ν α φοβάται κάτι τέτοιο; Αν ήταν τραυματισ μέν η ή αν κάποιος την είχ ε απαγ άγ ει ή χ ειρότερα ακόμα… «Νελ !» άρχ ισ ε ν α ουρλ ιάζει. «Νελ !» Ο κύριος Ντόν αχ ι την κοίταξε ξαφν ιασ μέν ος. Δ εν είχ αν σ υν ηθίσ ει εκεί ν α φων άζουν τους κρατούμεν ους που δραπέτευαν . Έπειτα, όμως, φαίν εται πως έκριν ε ότι αυτή ήταν όν τως μια καλ ή σ τρατηγ ική. «Νελ !» φών αξε κι εκείν ος. «Νελ , πού είσ αι;» ● Παγ ωμέν η, μουσ κεμέν η και βουτηγ μέν η σ τις λ άσ πες, η Τίλ ι επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι αργ ά το απόγ ευμα. Ήταν αδύν αμη, εξουθεν ωμέν η και ν ησ τική και δεν είχ ε κατορθώσ ει ν α βρει τη Νελ . Στο δωμάτιό της, έβγ αλ ε τα μουσ κεμέν α ρούχ α της και σ κουπίσ τηκε. Οι άκρες των δαχ τύλ ων της ήταν κάτασ πρες και ζαρωμέν ες από το ν ερό. Βρήκε σ την ν τουλ άπα της καθαρά ρούχ α, τα φόρεσ ε και κάθισ ε σ το κρεβάτι της γ ια ν α σ κεφτεί.
Άραγ ε, η Νέλ το είχ ε σ κάσ ει; Ή μήπως την είχ αν απαγ άγ ει; Αλ λ ά γ ια ποιο λ όγ ο ν α το σ κάσ ει; Με έν α κύμα εν οχ ής, σ κέφτηκε τη ν υχ τεριν ή της σ υν εύρεσ η με τον Στέρλ ιν γ κ. Μήπως είχ αν κάν ει πολ ύ θόρυβο; Μήπως η Νελ είχ ε κρυφακούσ ει και μετά το είχ ε σ κάσ ει από το σ πίτι, θυμωμέν η και με τους δυο τους; Όμως, όχ ι, ήταν πολ ύ αργ ά όταν επιτέλ ους έν ιωσ αν ασ φαλ είς και γ λ ίσ τρησ αν σ το υπν οδωμάτιο του Στέρλ ιν γ κ. Και ακόμα κι αν η Νελ είχ ε ακούσ ει κάτι, δεν θα καταλ άβαιν ε τι σ ήμαιν αν εκείν οι οι ήχ οι. Και τότε, θυμήθηκε. Εκείν ο το απόγ ευμα, η Νελ είχ ε κουβεν τιάσ ει με τη Χέτι. Κι έπειτα, όλ ο το υπόλ οιπο βράδυ, ήταν αμίλ ητη και κακόκεφη. Μήπως της είχ ε πει κάτι η Χέτι; Ή μήπως η Νελ είχ ε πει κάτι σ τη Χέτι, κάτι που θα μπορούσ ε ν α τους βοηθήσ ει ν α τη βρουν ; Η Τίλ ι σ ηκώθηκε πάλ ι. Έπρεπε ν α εν ημερώσ ει τον Στέρλ ιν γ κ… Αλ λ ά τι θα σ υν έβαιν ε τότε; Θα πήγ αιν ε κάποιος ν α αν ακρίν ει τη Χέτι, γ ια ν α αν ακαλ ύψ ει τελ ικά πως η Τίλ ι την είχ ε ρωτήσ ει σ χ ετικά με το έγ κλ ημά της; Κι ο Στέρλ ιν γ κ είχ ε ήδη αρκετά βάσ αν α. Μπορούσ ε, βέβαια, ν α πάει μόν η της ως τη
φυλ ακή. Η Τίλ ι αν ατρίχ ιασ ε σ τη σ κέψ η. Αλ λ ά έν ιωθε όλ ο και περισ σ ότερο σ ίγ ουρη πως η Χέτι γ ν ώριζε γ ια ποιο λ όγ ο η Νελ είχ ε φύγ ει, ίσ ως ακόμα και ν α γ ν ώριζε πού βρισ κόταν . Η Τίλ ι προχ ώρησ ε σ το διάδρομο κι έφτασ ε σ το γ ραφείο του Στέρλ ιν γ κ. Ασ φαλ ώς, εκείν ος δεν βρισ κόταν εκεί. Ήταν τώρα κάπου σ το ν ησ ί, αν αζητών τας τη Νελ . Βγ ήκε σ τη βεράν τα και κοίταξε κάτω, πέρα από τις κορφές των δέν τρων , προς τις απαγ ορευμέν ες εγ κατασ τάσ εις των φυλ ακών . Σκουρόχ ρωμη πέτρα, σ ιδερέν ια κάγ κελ α, θλ ίψ η και σ ιωπή κάτω από τη δυν ατή βροχ ή. Αλ λ ά υπήρχ ε περίπτωσ η ν α την αφήσ ουν έσ τω ν α δει τη Χέτι; Τη μέρα εκείν η, λ όγ ω των σ υν θηκών , ίσ ως και ν α υπήρχ ε περίπτωσ η. Αν μπορούσ ε ν α κρατήσ ει την ψ υχ ραιμία της και ν α τους πείσ ει. Ίσ ιωσ ε το κορμί της και κατέβηκε πάλ ι τις σ κάλ ες. Η βροχ ή είχ ε κοπάσ ει κι είχ ε μετατραπεί σ ε έν α μον ότον ο ψ ιχ άλ ισ μα, όμως τα μαύρα σ ύν ν εφα σ τον ορίζον τα προμήν υαν ν έα καταιγ ίδα. Προχ ώρησ ε σ το χ ωματόδρομο, που ήταν καλ υμμέν ος πια από πηχ τή λ άσ πη, κι έπειτα πήρε τον παράδρομο που οδηγ ούσ ε ως τις φυλ ακές. Δ εν είχ ε ακολ ουθήσ ει ποτέ μέχ ρι εκείν η τη σ τιγ μή
αυτόν το δρόμο. Δ εν είχ ε ιδέα προς τα πού έπρεπε ν α πάει γ ια ν α βρει την είσ οδο, αλ λ ά τότε θυμήθηκε πως ο Στέρλ ιν γ κ της είχ ε πει ότι οι γ υν αίκες κρατούμεν ες βρίσ κον ταν σ τη ν ότια άκρη του κτιρίου. Κι έτσ ι, κατευθύν θηκε προς τα εκεί. Μια ξεχ ωρισ τή είσ οδος οδηγ ούσ ε σ τη ν ότια πτέρυγ α. Υ πήρχ ε κι έν α μικρό προαύλ ιο –ίσ ως το προαύλ ιο όπου οι κρατούμεν ες έβγ αιν αν γ ια γ υμν ασ τική–, περιφραγ μέν ο με σ ιδερέν ια κάγ κελ α. Το προαύλ ιο είχ ε ελ άχ ισ τη χ λ όη και πολ λ ή λ άσ πη. Δ εν ήταν ν α απορεί καν είς που η Χέτι αγ απούσ ε τόσ ο πολ ύ τον κήπο. Στον πέτριν ο τοίχ ο δίπλ α σ την αυλ ή, υπήρχ ε μια ξύλ ιν η αψ ιδωτή πόρτα. Αν αρωτήθηκε αν έπρεπε ν α χ τυπήσ ει, αλ λ ά, μόλ ις δοκίμασ ε ν α τραβήξει το σ ύρτη, διαπίσ τωσ ε πως η πόρτα ήταν ξεκλ είδωτη και οδηγ ούσ ε σ ε έν α μικρό δωμάτιο με ξύλ ιν η επέν δυσ η, που μύριζε σ απούν ι αλ ισ ίβας και λ εμόν ι. Έν ας ν εαρός φρουρός με μαλ λ ιά σ το χ ρώμα του καρότου καθόταν σ ε μια καρέκλ α, με τα πόδια του αν οιχ τά και τα δάχ τυλ ά του ν α καθαρίζουν επιμελ ώς το αυτί του. Μόλ ις την είδε, κατέβασ ε το χ έρι του και σ ηκώθηκε. «Δ εν θα έπρεπε ν α βρίσ κεσ τε εδώ, κυρία μου». «Μ’ έσ τειλ ε ο διευθυν τής Χολ τ. Πρέπει ν α
μιλ ήσ ω σ την κρατούμεν η με τον αριθμό 1 35». «Μα δεν έλ αβα σ χ ετικές οδηγ ίες». «Ασ φαλ ώς και δεν λ άβατε. Ψάχ ν ει σ ε ολ όκλ ηρο το ν ησ ί γ ια ν α βρει την κόρη του. Είμαι η γ κουβερν άν τα της Έλ εν ορ και ο διευθυν τής κι εγ ώ έχ ουμε σ οβαρούς λ όγ ους ν α πισ τεύουμε πως η 1 35 μπορεί ν α μας βοηθήσ ει ν α βρούμε τη Νελ . Πρέπει απλ ώς ν α της μιλ ήσ ω γ ια λ ίγ α λ επτά». Δ ίσ τασ ε γ ια λ ίγ ο κι έπειτα είπε: «Περιμέν ετε εδώ». Σήκωσ ε μια τεράσ τια αρμαθιά κλ ειδιά που κρεμόταν σ το μηρό του και ξεκλ είδωσ ε μια πόρτα πίσ ω του. Έπειτα, χ άθηκε πίσ ω από την πόρτα. Ακουγ όταν ο ήχ ος από κλ ειδιά που έμπαιν αν σ ε διαδοχ ικές κλ ειδαριές. Η Τίλ ι περίμεν ε. Η βροχ ή είχ ε δυν αμώσ ει πάλ ι κι έπεφτε με έν αν εκκωφαν τικό θόρυβο πάν ω σ την τσ ίγ κιν η σ κεπή. Τα σ ύν ν εφα δεν επέτρεπαν ν α περάσ ει από το παράθυρο ούτε ελ άχ ισ το φως, φέρν ον τας πρόωρα τη ν ύχ τα σ ε εκείν ο τον μικρό προθάλ αμο. Πέρασ αν πέν τε λ επτά, έπειτα άλ λ α πέν τε, ώσ που τελ ικά η Τίλ ι άκουσ ε και πάλ ι μια πόρτα ν α ξεκλ ειδών ει. Ο ν εαρός φρουρός έκαν ε πάλ ι την εμφάν ισ ή του, σ υν οδευόμεν ος αυτή τη φορά από έν αν μεγ αλ ύτερό του, φαλ ακρό άν τρα. «Είπατε ότι σ ας έσ τειλ ε ο διευθυν τής;» τη
ρώτησ ε εκείν ος απότομα. «Ναι». Η Τίλ ι σ υν άν τησ ε το βλ έμμα του, αλ λ ά τα μάτια της δεν αν οιγ όκλ εισ αν . «Δ εν μας έσ τειλ ε, όμως, καμία εν τολ ή». «Όπως εξήγ ησ α και σ το σ υν άδελ φό σ ας, αυτό σ υν έβη επειδή είν αι πολ ύ απασ χ ολ ημέν ος. Και όσ ο περισ σ ότερο με καθυσ τερείτε και δεν μου επιτρέπετε ν α δω την κρατούμεν η 1 35 τόσ ο περισ σ ότερο η μικρή Νελ παραμέν ει εκεί έξω, εκτεθειμέν η σ ε όλ ους τους κιν δύν ους». Ο μεγ αλ ύτερος άν τρας κούν ησ ε το κεφάλ ι του. «Μη με απειλ είτε, κυρία μου. Ακολ ουθώ εν τολ ές. Και δεν έχ ω λ άβει σ χ ετικές εν τολ ές». Η Τίλ ι σ υγ κέν τρωσ ε όλ ο της το κουράγ ιο. Το σ χ έδιό της θα αποτύχ αιν ε. «Είδα τη Χέτι ν α μιλ άει με το κορίτσ ι χ θες. Ίσ ως μπορεί ν α μας δώσ ει κάποια πλ ηροφορία. Πρέπει ν α με αφήσ ετε ν α της μιλ ήσ ω. Αυτό μου ζήτησ ε ο Στέρλ ιν γ κ». Στο άκουσ μα του μικρού ον όματος του διευθυν τή, ο άν τρας σ ήκωσ ε τα φρύδια του, όμως, προς μεγ άλ η της έκπλ ηξη, δεν την πέταξε έξω. «Εν τάξει, λ οιπόν . Υ ποθέτω πως τα σ χ ετικά έγ γ ραφα είν αι καθ’ οδόν και σ ίγ ουρα δεν θέλ ω ν α καθυσ τερήσ ει εξαιτίας μου η έρευν α γ ια το κορίτσ ι. Ακολ ουθήσ τε με».
«Σας ευχ αρισ τώ», είπε η Τίλ ι, κατορθών ον τας ν α κρύψ ει το ξάφν ιασ μά της. «Εν ν οείται πως όλ οι θέλ ουμε ν α βρεθεί το κορίτσ ι σ ώο», της είπε με τραχ ιά φων ή. Ο μεγ αλ ύτερος φρουρός ξεκλ είδωσ ε την πόρτα και οδήγ ησ ε την Τίλ ι σ ε έν α άλ λ ο δωμάτιο, όπου υπήρχ αν δύο γ ραφεία κι έν α ξύλ ιν ο ν τουλ άπι. Τα πάν τα ήταν εν τυπωσ ιακά τακτικά και καθαρά. Δ ίπλ α σ την ξύλ ιν η ν τουλ άπα, υπήρχ ε μια πόρτα με έν α τετράγ ων ο παραθυράκι φραγ μέν ο με κάγ κελ α. Ο φρουρός ξεκλ είδωσ ε κι εκείν η την πόρτα και βγ ήκαν σ ε έν αν κακοφωτισ μέν ο πέτριν ο διάδρομο, με σ ειρές από πόρτες. Προχ ώρησ ε ως την πρώτη πόρτα, την ξεκλ είδωσ ε και είπε σ ε κάποιον που βρισ κόταν μέσ α: «Η δεσ ποιν ίς Λεζέν έχ ει έρθει ν α σ ου μιλ ήσ ει». Έπειτα, σ τάθηκε σ το πλ άι κι έκαν ε ν εύμα σ την Τίλ ι ν α περάσ ει μέσ α, εν ώ εκείν ος την περίμεν ε σ το διάδρομο. Η Τίλ ι μόλ ις και μετά βίας χ ωρούσ ε σ το μικροσ κοπικό κελ ί. Η Χέτι καθόταν σ ε έν α κρεβάτι από πλ εκτό σ κοιν ί. Απέν αν τι, βρισ κόταν έν α ίδιο κρεβάτι, σ το οποίο ήταν ξαπλ ωμέν η μια άλ λ η γ υν αίκα – μια Κιν έζα με γ κριζαρισ μέν ους κροτάφους. Στη γ ων ία, υπήρχ ε έν α τραπεζάκι με έν α λ αβομάν ο. Και κάτω από το τραπεζάκι, η Τίλ ι
είδε έν αν ξύλ ιν ο κουβά. Έν α μικρό, καγ κελ όφραχ το παράθυρο, πολ ύ ψ ηλ ά σ τον τοίχ ο, άφην ε ν α μπουν μέσ α λ ίγ ο φως και μερικές σ τάλ ες βροχ ής. Παρά τον κρύο καιρό έξω, η ατμόσ φαιρα σ το κελ ί ήταν αποπν ικτική και υγ ρή. Η Τίλ ι φαν τάσ τηκε πως η κατάσ τασ η θα ήταν αφόρητη εκεί μέσ α τις πολ ύ ζεσ τές καλ οκαιριν ές μέρες. Μα πώς σ το καλ ό κατόρθων αν ν α κοιμηθούν εκείν ες οι γ υν αίκες; «Γεια σ ου», είπε σ τη Χέτι. Η Χέτι την κοίταξε σ ασ τισ μέν η. «Τι σ υμβαίν ει;» Η Τίλ ι πλ ησ ίασ ε πιο κον τά της, ώσ τε η άλ λ η κρατούμεν η ν α μην μπορεί ν α τις ακούσ ει. Όμως, η Χέτι την καθησ ύχ ασ ε: «Μην αν ησ υχ είτε, μιλ άει μόν ο κιν έζικα». «Η Νελ εξαφαν ίσ τηκε». Τα φρύδια της Χέτι αν ασ ηκώθηκαν . «Γι’ αυτό μας κλ είδωσ αν μέσ α;» «Νομίζουμε… Ελ πίζουμε ότι το έσ κασ ε. Αλ λ ά ο καιρός είν αι φρικτός σ ήμερα και όλ οι ευχ όμασ τε ν α τη βρούμε σ ώα και αβλ αβή». «Και γ ιατί θέλ ατε ν α μιλ ήσ ετε μαζί μου;» «Επειδή σ ας είδα χ θες ν α κουβεν τιάζετε. Αν αρωτιόμουν αν σ ου είπε κάτι ή αν της είπες κάτι
εσ ύ… Μήπως έχ εις ν α μας δώσ εις κάποια πλ ηροφορία; Σκέψ ου, σ ε παρακαλ ώ. Τι σ υζητούσ ατε;» Η Χέτι κούν ησ ε το κεφάλ ι της. «Τίποτα το ιδιαίτερο. Μου έδειξε τις ζωγ ραφιές της. Μου είπε πως της κάν ατε παρατήρησ η, πως της είπατε ότι δεν είχ ε ασ χ ολ ηθεί αρκετή ώρα με τη ζωγ ραφική. Κι εγ ώ της αποκρίθηκα ότι πρέπει πάν τα ν ’ αφιερών εις όσ ο χ ρόν ο χ ρειάζεται σ τα πράγ ματα που έχ ουν σ ημασ ία, όπως κάν ω κι εγ ώ με τον κήπο…» Συν οφρυώθηκε, πασ χ ίζον τας ν α αν ακαλ έσ ει σ τη μν ήμη της κάθε λ επτομέρεια της κουβέν τας τους. «Με ρώτησ ε αν θα μπορούσ ε ν α φυτέψ ει μερικές μαργ αρίτες. Μου είπε πως είχ ε αρχ ίσ ει ν ’ αγ απάει πολ ύ τις μαργ αρίτες. Της απάν τησ α πως θα έβλ επα τι μπορώ ν α κάν ω. Ειλ ικριν ά, δεσ ποιν ίς Λεζέν , αυτό ήταν όλ ο». Η Τίλ ι έγ ειρε απογ οητευμέν η το κεφάλ ι της κι άφησ ε ν α της ξεφύγ ει έν ας αν ασ τεν αγ μός. «Τίποτα άλ λ ο;» «Τίποτα. Μόν ο που…» Η Τίλ ι σ ήκωσ ε πάλ ι το κεφάλ ι της. «Μόν ο που;» «Αυτό το κορίτσ ι πάν τα ξέρει πράγ ματα που δεν θα έπρεπε ν α ξέρει. Για παράδειγ μα, πέρσ ι ήρθε
σ τον κήπο ν α μου ευχ ηθεί γ ια τα γ εν έθλ ιά μου. Πώς ήξερε ότι είχ α τα γ εν έθλ ιά μου; Θα πρέπει ν α είχ ε δει κάποιο έγ γ ραφο, κάποιο αρχ είο που καν ον ικά δεν έπρεπε ν α πέσ ει σ τα χ έρια της. Ίσ ως και τώρα ν α άκουσ ε ή ν α είδε κάτι που ν α μην κατάλ αβε τι σ ήμαιν ε… Και ίσ ως αυτό ν α έπαιξε κάποιο ρόλ ο σ την εξαφάν ισ ή της». «Αχ !» αν αφών ησ ε η Τίλ ι, καθώς ξαφν ικά σ υν ειδητοποιούσ ε τι είχ ε σ υμβεί. Είχ ε απορροφηθεί τόσ ο πολ ύ από τις εν οχ ές της γ ια την ερωτική της ισ τορία με τον Στέρλ ιν γ κ, που είχ ε ξεχ άσ ει τη σ υζήτησ η που είχ αν κάν ει οι δυο τους μόλ ις το προηγ ούμεν ο βράδυ σ χ ετικά με τη Νελ και το σ χ ολ είο σ την εν δοχ ώρα. Η Νελ θα είχ ε προφαν ώς κρυφακούσ ει και θα το είχ ε σ κάσ ει οργ ισ μέν η από το σ πίτι. Ίσ ως ν α έφυγ ε γ ια ν α τιμωρήσ ει τον πατέρα της και μόν ο που είχ ε σ κεφτεί κάτι τέτοιο. Και όλ ες αυτές οι σ κέψ εις σ χ ετικά με τα σ χ ολ εία και τα μαθήματα, βοήθησ αν την Τίλ ι ν α μαν τέψ ει πού βρισ κόταν η Νελ . «Σ’ ευχ αρισ τώ, Χέτι», της είπε. «Σ’ ευχ αρισ τώ. Με βοήθησ ες πολ ύ περισ σ ότερο απ’ όσ ο μπορείς ν α φαν τασ τείς». Στράφηκε ν α φύγ ει και σ χ εδόν έπεσ ε πάν ω σ τον
ηλ ικιωμέν ο φρουρό. «Φεύγ ετε τόσ ο βιασ τικά;» «Πρέπει ν α βρω αμέσ ως τον Στέρλ ιν γ κ». Της ξεκλ είδωσ ε την πόρτα. «Ήταν με την ομάδα που κατέβαιν ε σ τα ν ότια χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα». «Σας ευχ αρισ τώ». Βγ ήκε από το γ κρίζο ίδρυμα και άρχ ισ ε ν α τρέχ ει κάτω από τον βαρύ ουραν ό που απειλ ούσ ε και πάλ ι με καταιγ ίδα. Δ ιέσ χ ισ ε βιασ τικά τον λ ασ περό δρόμο, εν ώ χ ον τρές σ τάλ ες έπεφταν ήδη πάν ω της, μέχ ρι που έφτασ ε σ την άκρη των χ ωραφιών με τα ζαχ αροκάλ αμα. Τα φυτά έφταν αν ως τη μέσ η της και φύτρων αν σ ε τακτικές σ ειρές, αφήν ον τας μον οπάτια αν άμεσ ά τους. Προχ ώρησ ε μες σ τα χ ωράφια, αν αζητών τας δεξιά κι αρισ τερά με το βλ έμμα της κάποιον που ν α μπορούσ ε ν α την οδηγ ήσ ει σ τον Στέρλ ιν γ κ. «Στέρλ ιν γ κ!» φών αζε. «Στέρλ ιν γ κ!» Έν ας άν τρας με μπλ ε σ τολ ή και γ κρίζα γ έν ια τη σ υγ κράτησ ε ακριβώς έν α δευτερόλ επτο προτού πέσ ει πάν ω του. «Δ εσ ποιν ίς Λεζέν ;» «Πρέπει ν α βρω αμέσ ως το διευθυν τή! Νομίζω ότι ξέρω πού βρίσ κεται η Νελ ». «Από εδώ». Προχ ώρησ ε βιασ τικά μπροσ τά της
μες σ το χ ωράφι και σ ύν τομα βρέθηκαν δίπλ α σ τον Στέρλ ιν γ κ, που ήταν μουσ κεμέν ος μέχ ρι το κόκαλ ο και φών αζε τη Νελ με βραχ ν ή φων ή. «Στέρλ ιν γ κ;» τον φών αξε μες σ τη βροχ ή. «Έλ α μαζί μου». «Τη βρήκες;» Προχ ώρησ ε προς το μέρος της αν άμεσ α σ τα ζαχ αροκάλ αμα. «Το ελ πίζω. Έχ εις το κλ ειδί γ ια το εκκλ ησ άκι;» «Έχ ω κλ ειδιά γ ια τα πάν τα. Αλ λ ά δεν έχ ω την κόρη μου». «Τότε, έλ α μαζί μου». Μουσ κεμέν οι και πλ ημμυρισ μέν οι από ελ πίδες, βγ ήκαν από το χ ωράφι και άρχ ισ αν ν α προχ ωρούν προς το εκκλ ησ άκι. Εκείν ος ήταν ολ οφάν ερα εξουθεν ωμέν ος – δεν είχ ε ακόμα αν αρρώσ ει από τις φρικτές πλ ηγ ές του και τώρα υπέφερε κι από έλ λ ειψ η ύπν ου. Γι’ αυτό, η Τίλ ι προσ παθούσ ε ν α μην τρέχ ει πολ ύ πιο μπροσ τά του. Από την άλ λ η, όμως, λ αχ ταρούσ ε απελ πισ μέν α ν α ήταν σ ωσ τό το προαίσ θημά της και η Νελ ν α βρισ κόταν όν τως εκεί που πίσ τευε. «Ξέρω γ ια ποιο λ όγ ο το έσ κασ ε», του είπε η Τίλ ι. «Θα πρέπει ν α μας άκουσ ε την ώρα που σ υζητούσ αμε την πιθαν ότητα ν α πάει εσ ωτερική σ ε σ χ ολ είο».
«Ελ πίζω αυτό ν α ήταν το μόν ο που κρυφάκουσ ε», αποκρίθηκε εκείν ος και τα χ είλ ια του σ φίχ τηκαν κι έσ μιξαν σ ε μια σ κλ ηρή γ ραμμή. «Αλ λ ά γ ιατί πηγ αίν ουμε σ το εκκλ ησ άκι; Ψάξαμε ήδη εκεί». «Μου μίλ ησ ε κάποτε γ ια μια μυσ τική σ κάλ α που οδηγ εί πάν ω σ τη σ κεπή. Και μου είχ ε πει ότι κάποτε εκείν η κι έν α άλ λ ο παιδί είχ αν κρυφτεί εκεί από τη δασ κάλ α τους». «Μυσ τική σ κάλ α;» «Που οδηγ εί σ τη σ κεπή». Κούν ησ ε το κεφάλ ι του. «Ελ πίζω ν α έχ εις δίκιο και ν α μην πρόκειται γ ια κάποια αν όητη ισ τορία που σ καρφίσ τηκε μόν η της». Επιτάχ υν ε το βήμα του και η Τίλ ι πρόσ εξε πως έκαν ε έν α μορφασ μό πόν ου κάθε φορά που ακουμπούσ ε κάτω το πόδι του. Η βροχ ή τους μασ τίγ ων ε αδιάκοπα και θόλ ων ε την όρασ η της Τίλ ι. Όμως, έν α λ επτό αργ ότερα, βρίσ κον ταν μες σ την εκκλ ησ ία, σ τάζον τας σ το ξύλ ιν ο δάπεδο. Μια καρέκλ α τραβηγ μέν η σ την άκρη της εκκλ ησ ίας, εκεί όπου ο Ιησ ούς κοίταζε πέν θιμα από το σ ταυρό Του, μαρτυρούσ ε την τοποθεσ ία της μυσ τικής σ κάλ ας. «Απίσ τευτο!» είπε εκείν ος με κομμέν η την
αν άσ α, κοιτάζον τας προς τα πάν ω το πορτάκι. «Και ν όμιζα πως ήξερα κάθε σ πιθαμή αυτού του ν ησ ιού». Προτού τελ ειώσ ει τη φράσ η του, σ καρφάλ ων ε ήδη σ την καρέκλ α. Έπειτα, γ λ ίσ τρησ ε το δάχ τυλ ό του και βρήκε τον κρίκο της μικρής πόρτας. Τον τράβηξε και το πορτάκι άν οιξε, αφήν ον τας αμέσ ως ν α γ λ ισ τρήσ ει προς τα κάτω μια σ κάλ α που παραλ ίγ ο ν α πέσ ει σ το κεφάλ ι του. «Νελ ;» φών αξε. Η Τίλ ι σ τεκόταν από κάτω και τον παρακολ ουθούσ ε ν α περν άει από το πορτάκι και ν α εξαφαν ίζεται. Τον ακολ ούθησ ε και σ ύν τομα βρέθηκε σ τον σ τεν ό χ ώρο αν άμεσ α σ το ταβάν ι και σ τη σ κεπή, ν α σ έρν εται σ τηριγ μέν η σ τα χ έρια και τα γ όν ατα. Μπροσ τά της, ο Στέρλ ιν γ κ προχ ωρούσ ε κι εκείν ος με τον ίδιο τρόπο, μέχ ρι που βρήκε έν α άλ λ ο πορτάκι. Το άν οιξε και βγ ήκε πάλ ι σ το γ κριζωπό φως της βροχ ερής μέρας. Όταν η Τίλ ι κατάφερε ν α φτάσ ει σ το επίπεδο πέρασ μα πάν ω από τη μαρκίζα, μπορούσ ε ήδη ν α δει τον Στέρλ ιν γ κ κουβαριασ μέν ο δίπλ α σ τη Νελ . Η μικρή καθόταν εν τελ ώς ακίν ητη, με τα μπράτσ α της ν α αγ καλ ιάζουν το κορμί της, και κοίταζε πέρα μακριά τη θάλ ασ σ α. Στα κεραμίδια της σ κεπής, ακριβώς
μπροσ τά της, σ τεκόταν ο ξύλ ιν ος γ άτος της, με το πρόσ ωπό του σ τραμμέν ο προς τον όρμο. Ήταν το ίδιο απαθής όπως πάν τα. «Νελ !» αν αφών ησ ε η Τίλ ι. Η Νελ δεν της απάν τησ ε. Η Τίλ ι βιάσ τηκε ν α πάει κον τά τους. Ο Στέρλ ιν γ κ τη μάλ ων ε. «Αν όητο παιδί! Ξέρεις ότι αυτή τη σ τιγ μή οι άν τρες μου χ τεν ίζουν το ν ησ ί γ ια ν α σ ε βρουν ; Είν αι όλ οι εξουθεν ωμέν οι. Κι εγ ώ είμαι εξουθεν ωμέν ος. Χθες το βράδυ δεν μ’ άφην ες ν α τεν τώσ ω το χ έρι μου γ ια ν α φτάσ ω μόν ος μου τη σ αλ τσ ιέρα, αλ λ ά σ ήμερα με αν άγ κασ ες ν α τριγ υρν άω μες σ τα χ ωράφια των ζαχ αροκάλ αμων και ν α υποφέρω απ’ τον πόν ο και την αγ ων ία». Η Νελ απέφευγ ε το βλ έμμα του. Η Τίλ ι άπλ ωσ ε το χ έρι της γ ια ν α αγ γ ίξει καθησ υχ ασ τικά το μπράτσ ο του Στέρλ ιν γ κ. Αν τιλ αμβαν όταν πως τώρα όλ η του η έν τασ η έβγ αιν ε από μέσ α του σ αν θυμός –έν ας θυμός γ ια τον οποίο μέχ ρι εκείν η τη σ τιγ μή δεν τον θεωρούσ ε ικαν ό–, όμως η Νελ δεν άκουγ ε τι της έλ εγ ε. «Νελ », είπε η Τίλ ι. «Το έσ κασ ες επειδή άκουσ ες τη σ υζήτησ η γ ια το σ χ ολ είο σ την εν δοχ ώρα;» Η Νελ έσ τρεψ ε το πρόσ ωπό της προς την Τίλ ι. Τα χ είλ ια της ήταν μελ αν ιασ μέν α και οι μπούκλ ες
της κρέμον ταν μουσ κεμέν ες και χ αλ αρές. Έγ ν εψ ε καταφατικά. Ο Στέρλ ιν γ κ έκρυψ ε το πρόσ ωπό του αν άμεσ α σ τα χ έρια του, κουν ών τας το κεφάλ ι του. «Δ εν θα σ ε σ τείλ ω εσ ωτερική σ ε σ χ ολ είο, Νελ . Θα σ ’ έχ ω δίπλ α μου, σ υν έχ εια, μέχ ρι ν α μεγ αλ ώσ εις». Η Νελ άφησ ε επιτέλ ους το κορμί της ν α χ αλ αρώσ ει, χ αμήλ ωσ ε το κεφάλ ι της κι άρχ ισ ε ν α κλ αίει. Ο Στέρλ ιν γ κ την τράβηξε σ την αγ καλ ιά του κι έμειν αν εκεί, κάτω από τη δυν ατή βροχ ή, κολ λ ημέν οι ο έν ας πάν ω σ τον άλ λ ον , εν ώ η Τίλ ι σ τεκόταν όρθια μπροσ τά τους και τους κοίταζε.
1 9 - Έν ας Άν τρας Ταγ μέν ος σε Έν α Σκοπό
Το προηγ ούμεν ο βράδυ, ο Στέρλ ιν γ κ πήγ ε ν α ξαπλ ώσ ει πριν από το δείπν ο και το επόμεν ο πρωί δεν σ ηκώθηκε. Έσ τειλ αν ν α φων άξουν το δρα Γκρουμ, που φάν ηκε ν α αν ησ υχ εί με την κατάσ τασ η των τραυμάτων του και την εξάν τλ ησ ή του. Έτσ ι, σ ύσ τησ ε σ τον Στέρλ ιν γ κ ν α φύγ ει γ ια λ ίγ ες εβδομάδες από το ν ησ ί, μέχ ρι ν α αν αρρώσ ει. Ο Στέρλ ιν γ κ το αν ακοίν ωσ ε σ την Τίλ ι την επόμεν η μέρα, αποφεύγ ον τας το βλ έμμα της, μόλ ις μισ ή ώρα προτού φύγ ει το καράβι του, την ώρα που δίπλ ων ε μερικά πουκάμισ α και τα έβαζε τακτικά σ τη βαλ ίτσ α του. «Επέμειν α ν α έρθει μαζί μου η Νελ », της είπε. «Νομίζω πως θα μας κάν ει καλ ό. Δ εν πήγ αμε ούτε μία μέρα διακοπές μετά το θάν ατο της Ρεβέκκας. Ίσ ως ν α περάσ ουμε λ ίγ ο χ ρόν ο τριγ υρν ών τας σ την πόλ η. Έν ας Θεός ξέρει πόσ α καιν ούρια ρούχ α χ ρειάζεται». «Εμέν α μ’ εν διαφέρει ν α σ υν έλ θεις γ ρήγ ορα», του είπε η Τίλ ι. Ο Στέρλ ιν γ κ σ ταμάτησ ε γ ια λ ίγ ο το σ υμμάζεμα της βαλ ίτσ ας του και σ τράφηκε ν α την κοιτάξει. Αλ λ ά η έκφρασ ή του τρόμαξε την Τίλ ι. Δ ιέκριν ε
οίκτο σ το πρόσ ωπό του. Κι ο οίκτος δεν προμήν υε ποτέ τίποτα καλ ό. «Θα σ ου πρότειν α ν α πάρεις κι εσ ύ μια άδεια και ν α ταξιδέψ ουμε μαζί ως την εν δοχ ώρα. Τότε, όμως, θα έπρεπε ν α είμασ τε μαζί και σ την αποβάθρα. Κι η Νελ δεν γ ν ωρίζει ότι…» «Το ξέρω. Ειλ ικριν ά σ ου μιλ άω, θα είμαι μια χ αρά εδώ. Θα διαβάζω, θα ασ χ ολ ούμαι με τον κήπο μου και θα χ αλ αρών ω». Του χ αμογ έλ ασ ε ν τροπαλ ά. «Και θα περιμέν ω με αν υπομον ησ ία ν α γ υρίσ εις». Εκείν ος σ υγ κεν τρώθηκε ξαν ά σ την ετοιμασ ία της βαλ ίτσ ας του. Για μια σ τιγ μή, η Τίλ ι αισ θάν θηκε πως ήταν πίσ ω σ το Γκέρν σ εϊ, μαζί με τον Τζάσ περ, κι έν ιωσ ε πάλ ι εκείν ο το αίσ θημα της ν αυτίας από την απόρριψ ή του. «Στέρλ ιν γ κ;» του είπε. «Μετάν ιωσ ες γ ι’ αυτό που σ υν έβη μεταξύ μας;» «Έχ ω σ αν αρχ ή σ τη ζωή μου ν α μη μεταν ιών ω γ ια τίποτα», της είπε. «Θα μου λ είψ ουν οι σ υζητήσ εις μας, αλ λ ά σ ε τρεις εβδομάδες θα είμαι πίσ ω. Νομίζω πως όλ οι μας θα ωφελ ηθούμε απ’ αυτό το διάλ ειμμα». Η Τίλ ι κατέβαλ ε σ κλ ηρή προσ πάθεια ν α σ υγ κρατήσ ει τα δάκρυά της. «Ναι», του είπε, «ίσ ως έχ εις δίκιο». Εκείν η τη σ τιγ μή, μπήκε μέσ α η Νελ ,
εν θουσ ιασ μέν η αλ λ ά με έν αν πιο σ υγ κρατημέν ο τρόπο. Μετά τη μέρα της εξαφάν ισ ής της, είχ ε κλ εισ τεί σ τον εαυτό της και ήταν σ κυθρωπή, προφαν ώς επειδή ο Στέρλ ιν γ κ είχ ε περιορίσ ει τις ελ ευθερίες της και της είχ ε αν αθέσ ει γ ια τιμωρία αρκετές από τις δουλ ειές του ν οικοκυριού, αλ λ ά και επειδή όλ οι σ το ν ησ ί της μιλ ούσ αν πια πολ ύ αυσ τηρά. Εξακολ ουθούσ αν ν α είν αι θυμωμέν οι με εκείν ο το περισ τατικό, το οποίο όλ οι θεωρούσ αν μια εγ ωισ τική φάρσ α. Μόν ο η Τίλ ι τη σ υμπον ούσ ε. «Αν υπομον είς γ ια τις διακοπές σ ου, Νελ ;» τη ρώτησ ε και της τράβηξε παιχ ν ιδιάρικα μια από τις μπούκλ ες της. «Αν υπομον ώ ν α βρεθώ σ ε κάποιο μέρος όπου δεν θα μου κάν ουν όλ οι μούτρα», είπε με μια μελ οδραματική κούρασ η σ το ύφος της. «Και μην παίζεις με τις μπούκλ ες μου. Είμαι σ χ εδόν δεκατριών ». «Εσ ύ το προκάλ εσ ες αυτό, Νελ », της είπε ο Στέρλ ιν γ κ, αν αζητών τας αφηρημέν α σ το πάν ω μέρος της ν τουλ άπας του έν α καπέλ ο. «Και δεν πρέπει ν α μιλ άς απότομα σ την γ κουβερν άν τα σ ου». Στην γ κουβερν άν τα σ ου. Δ εν την έλ εγ ε πια με το όν ομά της.
«Για ποιο πράγ μα μιλ ούσ ατε εσ είς οι δύο;» ρώτησ ε η Νελ , κοιτάζον τας εξετασ τικά το πρόσ ωπο της Τίλ ι σ το πρωιν ό φως που έμπαιν ε από το παράθυρο. «Για εσ έν α», της αποκρίθηκε η Τίλ ι. «Οι σ υζητήσ εις μας δεν είν αι δική σ ου δουλ ειά», ακούσ τηκε σ χ εδόν ταυτόχ ρον α η απάν τησ η του Στέρλ ιν γ κ. Η Τίλ ι γ έλ ασ ε αν άλ αφρα, αλ λ ά ο Στέρλ ιν γ κ παρέμειν ε σ ιωπηλ ός. «Νελ , πρέπει ν ’ αρχ ίσ εις ν α σ έβεσ αι κάποια όρια. Αν δεν είχ ες κρυφακούσ ει τη σ υζήτησ ή μου με την Τίλ ι, δεν θα είχ ες σ χ ηματίσ ει την εσ φαλ μέν η εν τύπωσ η που σ ’ έκαν ε ν α το σ κάσ εις απ’ το σ πίτι, κι έτσ ι δεν θα είχ α αν αγ κασ τεί ν α–» «Ξέρω, ξέρω. Δ εν θα είχ ες αν αγ κασ τεί ν α σ παταλ ήσ εις το χ ρόν ο και την εν έργ εια του αν θρώπιν ου δυν αμικού του ν ησ ιού». «Και, κυρίως, μην ξεχ ν άς ότι έθεσ ες τον εαυτό σ ου σ ε κίν δυν ο», πρόσ θεσ ε ο Στέρλ ιν γ κ. Η Νελ σ ήκωσ ε το βλ έμμα της σ την Τίλ ι και προσ πάθησ ε ν α της χ αρίσ ει έν α αδύν αμο χ αμόγ ελ ο, που, όμως, δεν έφτασ ε ως τα μάτια της. «Θα σ ου λ είψ ω, έτσ ι δεν είν αι, Τίλ ι;» «Ασ φαλ ώς και θα μου λ είψ εις. Να είσ αι καλ ή με
τον πατέρα σ ου. Σε ν οιάζεται πάρα πολ ύ». Κι έπειτα, έφυγ αν . Κατέβηκαν το κακοτράχ αλ ο μον οπάτι ως την αποβάθρα, αφήν ον τας την Τίλ ι μόν η σ τη δυτική πτέρυγ α του σ πιτιού. Ο κύριος Ντόν αχ ι θα αν αλ άμβαν ε τα καθήκον τα του διευθυν τή σ το διάσ τημα της απουσ ίας του Στέρλ ιν γ κ, κι έτσ ι υπέθετε ότι θα είχ ε σ ε καθημεριν ή βάσ η τη σ υν τροφιά του γ ια το μεσ ημεριαν ό γ εύμα. Πέρα από αυτό, όμως, ήταν ελ εύθερη ν α προγ ραμματίσ ει το χ ρόν ο της όπως ήθελ ε και ν α κάν ει ό,τι την ευχ αρισ τούσ ε. Μόν ο που αυτή η ελ ευθερία την έκαν ε ν α ν ιώθει κάπως άδεια. ● Εκείν η τη μέρα, η Τίλ ι διάβασ ε μέχ ρι τις τρεις, και μόλ ις η ζέσ τη άρχ ισ ε ν α υποχ ωρεί, τράβηξε γ ια τον κήπο. Την ώρα του δειλ ιν ού, είδε τη Χέτι, που φύτευε μερικά φυν τάν ια σ το βοριν ό όριο του κήπου. Η Τίλ ι σ υν ειδητοποίησ ε πως δεν είχ ε ευχ αρισ τήσ ει τη Χέτι γ ια τη βοήθειά της τη μέρα που έψ αχ ν αν τη Νελ , κι έτσ ι τράβηξε από τα χ έρια της τα βρόμικα γ άν τια κηπουρικής και την πλ ησ ίασ ε.
Η Χέτι κάθισ ε κατάχ αμα και σ κούπισ ε το μέτωπό της με την αν άσ τροφη του χ εριού της. «Σε πειράζει ν α σ ου κάν ω λ ίγ η παρέα;» τη ρώτησ ε η Τίλ ι. «Καθόλ ου, δεσ ποιν ίς Λεζέν », αποκρίθηκε η Χέτι και της έδειξε με το χ έρι τη χ λ όη δίπλ α της. «Τελ είωσ α γ ι’ απόψ ε. Παν σ έδες. Ήρθαν σ ήμερα με το πλ οίο. Θα είν αι πολ ύ όμορφοι όταν αν θίσ ουν ». Η Τίλ ι άπλ ωσ ε τα πόδια της σ τη χ λ όη. Ο ουραν ός του λ υκόφωτος ήταν δροσ ερός. Η υγ ρή ζέσ τη του καλ οκαιριού είχ ε αρχ ίσ ει επιτέλ ους ν α υποχ ωρεί σ το ν ησ ί. Η θαλ ασ σ ιν ή αύρα ήταν πια σ χ εδόν αρκετή γ ια ν α κάν ει το δέρμα της ν α αν ατριχ ιάζει κάτω από τα μακριά μαν ίκια της. «Ήθελ α ν α σ ’ ευχ αρισ τήσ ω που βοήθησ ες ν α βρούμε τη Νελ ». «Μα δεν βοήθησ α». «Κι όμως, βοήθησ ες έμμεσ α. Μου έδειξες μια διαφορετική οπτική γ ων ία. Και ν ομίζω πως αυτό είν αι πάν τα κάτι πολ ύ σ ημαν τικό». Η Χέτι χ αμήλ ωσ ε ελ αφρά το κεφάλ ι της, σ αν ν α ήθελ ε ν α κρύψ ει το χ αμόγ ελ ό της. «Τότε, χ αίρομαι πολ ύ που βοήθησ α». «Τώρα, η μικρή κι ο πατέρας της έφυγ αν γ ια ν α περάσ ουν λ ίγ ες εβδομάδες σ την εν δοχ ώρα κι εγ ώ έχ ω πολ ύ ελ εύθερο χ ρόν ο. Ίσ ως ν α με βλ έπεις πιο
σ υχ ν ά σ τον κήπο». «Χαίρομαι πάν τα όταν σ ας βλ έπω», αποκρίθηκε η Χέτι. Κι έπειτα, τα υπόλ οιπα λ όγ ια της ξεχ ύθηκαν από το σ τόμα της βιασ τικά, σ αν χ είμαρρος. «Με σ υγ χ ωρείτε που έκλ αψ α σ την αγ καλ ιά σ ας τις προάλ λ ες. Ήταν … αν άρμοσ το». Η φων ή της Τίλ ι ήχ ησ ε τρυφερή. «Είσ αι μια αν θρώπιν η ύπαρξη και το ίδιο είμαι κι εγ ώ. Και δεν υπάρχ ει τίποτα το αν άρμοσ το σ την αν αζήτησ η λ ίγ ης παρηγ οριάς». «Νομίζω, όμως, πως ο διευθυν τής θα έβλ επε κάπως διαφορετικά τα πράγ ματα». «Όχ ι, θα σ ε εκπλ ήξω με αυτό που θα σ ου πω. Ο Στέρλ ιν γ κ είν αι έν ας άν θρωπος με μεγ άλ η καταν όησ η. Έχ ει πολ ύ ευγ εν ική φύσ η». Η Χέτι την κοίταξε γ ια λ ίγ ο, εμφαν ώς σ ασ τισ μέν η. Η Τίλ ι απόρησ ε. «Δ εν με πισ τεύεις; Μα, γ ια σ κέψ ου, εσ έν α σ ου επιτρέπει ν α φρον τίζεις τον κήπο!» «Μου επιτρέπει; Με αν αγ κάζει». «Μα κι εσ ύ η ίδια μου είπες ότι θα είχ ες βουλ ιάξει σ την απελ πισ ία αν δεν είχ ες την κηπουρική». «Ναι, είν αι αλ ήθεια πως το απολ αμβάν ω, όμως δεν παύει ν α είν αι μια δουλ ειά. Και είμαι
υποχ ρεωμέν η ν α δουλ εύω έν αν σ υγ κεκριμέν ο αριθμό ωρών κάθε εβδομάδα, αλ λ ιώς θα μου σ τερήσ ουν όλ α μου τα προν όμια. Δ εν είμαι όπως εσ είς. Δ εν πηγ αιν οέρχ ομαι εδώ όποτε μου κάν ει κέφι». Η Τίλ ι έν ιωσ ε ν α προσ βάλ λ εται από τα λ όγ ια της, όμως αμέσ ως ο τόν ος της Χέτι μαλ άκωσ ε. «Με σ υγ χ ωρείτε, δεν ήθελ α ν α είμαι αγ εν ής μαζί σ ας. Σήμερα, όμως, είμαι πολ ύ κουρασ μέν η και δεν αισ θάν ομαι καλ ά. Και θα προτιμούσ α ν α ξεκουράζομαι σ ’ έν α μαλ ακό κρεβάτι». «Έπρεπε ν α πεις σ τους φρουρούς ν α σ ε πάν ε σ το ιατρείο των φυλ ακών ». «Το ιατρείο των φυλ ακών είν αι γ ια τους άν τρες κρατούμεν ους. Στις γ υν αίκες απλ ώς δεν επιτρέπεται ν ’ αρρωσ τήσ ουν . Άλ λ ωσ τε, ακόμα κι αν το έλ εγ α σ τους φρουρούς, εκείν οι θα με σ κουν τούσ αν σ την πλ άτη και θα μου έλ εγ αν ν α πάω έτσ ι κι αλ λ ιώς ν α δουλ έψ ω». Έν ωσ ε τις παλ άμες της και ακούμπησ ε πάν ω τους το πιγ ούν ι της. «Λυπάμαι που δεν ν ιώθεις καλ ά», της είπε η Τίλ ι. «Έχ εις, όμως, το λ όγ ο μου πως ο Στέρλ ιν γ κ είν αι καλ ός άν θρωπος». «Υ ποθέτω πως δεν είν αι κακός άν θρωπος», είπε
η Χέτι. «Όμως, ο διευθυν τής Χολ τ είν αι σ ίγ ουρα έν ας άν τρας ταγ μέν ος σ ’ έν αν και μον αδικό σ κοπό κι έχ ω δει μια πλ ευρά του που ίσ ως εσ είς δεν έχ ετε γ ν ωρίσ ει. Λατρεύει την κόρη του, και τη λ ατρεύετε εξίσ ου κι εσ είς, οπότε σ υμφων είτε μαζί του σ ε ό,τι εκείν ος θεωρεί σ ημαν τικότερο σ τον κόσ μο. Πιθαν ότατα, αν ποτέ διαφων ούσ ατε μαζί του, ν α βλ έπατε και την άλ λ η του πλ ευρά. Κρύβει μέσ α του μια σ κλ ηρότητα. Απ’ τη σ τιγ μή που θα πάρει την απόφασ ή του…» Δ εν ολ οκλ ήρωσ ε τη φράσ η της. Τα μάτια της έμειν αν καρφωμέν α πέρα σ τον μακριν ό ορίζον τα. «Αλ λ ά φαν τάζομαι ότι δεν θα έπρεπε ν α σ ας λ έω τέτοια πράγ ματα». «Κοίτα, Χέτι, αν υπάρχ ει κάποια ασ άφεια σ το πρωτόκολ λ ο που υποτίθεται ότι πρέπει ν α τηρείται μεταξύ μας, τότε είμαι αποκλ εισ τικά υπεύθυν η γ ι’ αυτό». Άλ λ ωσ τε, η Τίλ ι ήθελ ε τώρα ν α ακούσ ει περισ σ ότερα γ ια εκείν η την πλ ευρά του Στέρλ ιν γ κ που η ίδια δεν γ ν ώριζε. «Και οι άλ λ οι κρατούμεν οι; Έχ ουν κι αυτοί την ίδια γ ν ώμη γ ια τον Στέρλ ιν γ κ;» «Εγ ώ δεν ξέρω παρά μόν ο εφτά, τις υπόλ οιπες γ υν αίκες κρατούμεν ες», της αποκρίθηκε. «Δ εν μιλ άω ποτέ με καν έν αν απ’ τους άν τρες. Έχ ω ακούσ ει, όμως, τους φρουρούς ν α σ υζητούν . Πολ λ οί απ’ αυτούς έχ ουν την ίδια άποψ η. Λέν ε κι
εκείν οι ότι ο διευθυν τής είν αι ταγ μέν ος σ ’ έν αν και μον αδικό σ κοπό. Ότι είν αι ισ χ υρογ ν ώμων . Ότι η σ υμπεριφορά του είν αι φαρισ αϊκή». Η Χέτι σ ταμάτησ ε, σ αν ν α είχ ε ξαφν ικά την αίσ θησ η πως δεν έπρεπε ν α πει περισ σ ότερα. «Ξέρω, όμως, ότι τον σ υμπαθείτε πολ ύ». «Εμέν α μου έχ ει φερθεί πολ ύ καλ ά». «Ξέρω ότι είν αι κάτι περισ σ ότερο απ’ αυτό. Σας αρέσ ει ν α προφέρετε το όν ομά του. Το γ εύεσ τε σ το σ τόμα σ ας όπως θα γ ευόσ ασ τε έν α ώριμο ροδάκιν ο». Η Τίλ ι κοκκίν ισ ε και δεν μπόρεσ ε ν α αρθρώσ ει λ έξη. «Στο κάτω κάτω, δεσ ποιν ίς Λεζέν , είν αι διευθυν τής σ ε μια φυλ ακή υψ ίσ της ασ φαλ είας. Πρέπει ν α είν αι έτσ ι ακριβώς όπως είν αι, διαφορετικά θ’ άρχ ιζε ν α ξεκλ ειδών ει τις πόρτες και ν α μας αφήν ει όλ ους ελ εύθερους. Πρέπει ν α πισ τεύει αυτά που πισ τεύει γ ια εμάς, έσ τω και αν δεν είν αι παρά μόν ο η μισ ή αλ ήθεια». Η Τίλ ι σ τριφογ ύριζε αυτή τη σ κέψ η σ το ν ου της καθώς ο ήλ ιος έπεφτε πίσ ω από την εν δοχ ώρα σ τα δυτικά – μια τεράσ τια πορτοκαλ ιά μπάλ α που γ έμιζε τον ουραν ό με κεχ ριμπαρέν ιες και ρόδιν ες αποχ ρώσ εις. Το τελ ευταίο του πορφυρό
τεταρτημόριο παρέμειν ε γ ια έν α λ επτό σ ε έν α χ άσ μα αν άμεσ α σ ε δύο μακριν ά βουν ά κι έπειτα χ άθηκε. Είχ ε πέσ ει η ν ύχ τα. «Ξέρεις, ν ομίζω ότι δεν πρέπει ν α με λ ες “δεσ ποιν ίς Λεζέν ”», της είπε σ ιγ αν ά η Τίλ ι. «Γιατί;» Επειδή δεν είν αι αυτό το όν ομά μου. Η επιθυμία της ν α της τα εκμυσ τηρευτεί όλ α ήταν πολ ύ έν τον η. Η Τίλ ι καθάρισ ε βιασ τικά το λ αιμό της. «Επειδή είμασ τε φίλ ες. Κι αφού εγ ώ σ ου μιλ άω σ τον εν ικό και σ ε φων άζω Χέτι, θα πρέπει ν α μου μιλ άς κι εσ ύ σ τον εν ικό και ν α με φων άζεις Τίλ ι». «Εν τάξει, Τίλ ι», αποκρίθηκε εκείν η, προφέρον τας δοκιμασ τικά το όν ομά της. «Αν το προτιμάς…» «Και αν θέλ εις ν α μιλ ήσ ω σ το διευθυν τή εκ μέρους σ ου…» «Όχ ι. Σε παρακαλ ώ, μην ταράζεις τα ν ερά. Θα μου αν αθέσ ει κάποια άλ λ η δουλ ειά που δεν θα μ’ αρέσ ει καθόλ ου, γ ια ν α μ’ εκδικηθεί». Η Τίλ ι δεν μίλ ησ ε. Δ εν μπορούσ ε ν α πισ τέψ ει αυτά τα πράγ ματα γ ια τον Στέρλ ιν γ κ. Ή, τουλ άχ ισ τον , ήταν σ χ εδόν σ ίγ ουρη πως δεν μπορούσ ε.
● Οι μέρες κυλ ούσ αν αργ ά. Οι ώρες έμοιαζαν ν α παρατείν ον ται και ν α λ ιών ουν η μια μες σ την άλ λ η. Η Τίλ ι έν ιωθε ότι ο Στέρλ ιν γ κ της έλ ειπε περισ σ ότερο απ’ όσ ο θα μπορούσ ε ν α φαν τασ τεί. Μετά την πρώτη βραδιά που είχ αν κάν ει έρωτα, ήξερε πολ ύ καλ ά πως μία φορά δεν θα ήταν αρκετή. Όμως, δεν είχ ε φαν τασ τεί πως η δεύτερη φορά θα ξυπν ούσ ε μέσ α της έν αν πόθο ακόμα πιο έν τον ο. Ξυπν ούσ ε με τη σ κέψ η του, κοιμόταν με τη σ κέψ η του. Μετά τις πρώτες εφτά μέρες της απουσ ίας του, η σ κέψ η πως θα περν ούσ αν άλ λ ες δύο εβδομάδες μέχ ρι ν α τον δει της προξεν ούσ ε μια τόσ ο έν τον η σ ωματική οδύν η, που της κοβόταν η αν άσ α. Προσ παθούσ ε ν α είν αι διαρκώς απασ χ ολ ημέν η. Ο κήπος της απαιτούσ ε πολ ύ λ ίγ η φρον τίδα τώρα που το φθιν όπωρο αχ ν οφαιν όταν σ τον ορίζον τα, κι έτσ ι άρχ ισ ε ν α βοηθάει τη Χέτι σ τις δικές της κηπουρικές δουλ ειές. Ξεβοτάν ιζαν μαζί, καθάριζαν τα πεσ μέν α φύλ λ α κι έπλ εν αν τις πέτριν ες περιφράξεις των παρτεριών . Και κάθε φορά που ο κύριος Ντόν αχ ι έκαν ε την εμφάν ισ ή του σ τη βεράν τα του σ πιτιού γ ια ν α ελ έγ ξει τη Χέτι, η Τίλ ι
πήγ αιν ε απλ ώς λ ίγ α βήματα πιο πέρα. Τον περισ σ ότερο καιρό, όμως, βρίσ κον ταν οι δυο τους σ το πίσ ω μέρος του κήπου, μακριά από τα βλ έμματα. Η Χέτι χ ρησ ιμοποιούσ ε πια με άν εσ η το όν ομα της Τίλ ι, πράγ μα που είχ ε δημιουργ ήσ ει μια μεγ αλ ύτερη οικειότητα μεταξύ τους. Της μιλ ούσ ε χ ωρίς εν δοιασ μούς γ ια την οικογ έν ειά της σ την εν δοχ ώρα, γ ια τη ζωή της πριν από τη φυλ άκισ η και γ ια τα δύσ κολ α παιδικά της χ ρόν ια. Και η Τίλ ι μοιραζόταν μαζί της κάποιες ισ τορίες από το παρελ θόν της, προσ έχ ον τας, όμως, ν α μην αποκαλ ύψ ει την πραγ ματική της ταυτότητα. Ακόμα κι έτσ ι, πάν τως, αισ θαν όταν πολ ύ αν ακουφισ μέν η που μπορούσ ε ν α μιλ άει σ ε κάποιον γ ια τον πόν ο που έν ιωσ ε όταν πέθαν ε ο παππούς της, γ ια τον μισ ητό της ξάδελ φο, τον Γκόν τφρι, γ ια το μακρύ ταξίδι της ως την άλ λ η άκρη της γ ης, προκειμέν ου ν α χ τίσ ει μια καιν ούρια και αν εξάρτητη ζωή. Και σ χ εδόν χ ωρίς ν α το καταλ άβει, τις τρεις εβδομάδες που ο Στέρλ ιν γ κ έλ ειπε, εκείν η και η Χέτι έγ ιν αν πραγ ματικά φίλ ες. Στις πιο σ κοτειν ές σ τιγ μές της, τις ν ύχ τες προτού αποκοιμηθεί, αν αρωτιόταν αν η φιλ ία της με τη Χέτι ήταν έν ας τρόπος γ ια ν α μετριάζει τη δική της εν οχ ή. Είχ ε αποκτήσ ει μια σ τεν ή σ χ έσ η με
μια γ υν αίκα που ζούσ ε τη ζωή που θα ζούσ ε και η ίδια, αν δεν είχ ε φτάσ ει σ το δωμάτιο της Σαν τέλ μόλ ις λ ίγ α λ επτά πριν από τους χ ωροφύλ ακες… Μήπως ήταν έν ας τρόπος ν α βιών ει μέσ ω εν ός άλ λ ου προσ ώπου την τιμωρία που πίσ τευε πως της άξιζε; Αποφάσ ισ ε πως όταν ο Στέρλ ιν γ κ θα επέσ τρεφε, θα του μιλ ούσ ε γ ια την περίπτωσ η της Χέτι. Θα τον ρωτούσ ε αν μπορούσ ε ν α γ ίν ει κάτι γ ια ν α μειωθεί η ποιν ή της με βάσ η αυτά που είχ ε μάθει από την ίδια, αν υπήρχ ε η δυν ατότητα ν α επικαλ εσ τεί πως βρισ κόταν σ ε αυτοάμυν α. Έπειτα, όμως, οι σ κέψ εις της γ ια τον Στέρλ ιν γ κ ακολ ουθούσ αν μια εν τελ ώς διαφορετική πορεία σ το ν ου της και η Χέτι λ ησ μον ιόταν πίσ ω από εκείν η την υπέροχ η αν άμν ησ η της έν ωσ ής τους. ● Η φων ή της Νελ ήταν η πρώτη έν δειξη πως είχ αν επισ τρέψ ει. Η μπροσ τιν ή πόρτα έκλ εισ ε με πάταγ ο κι έπειτα ακούσ τηκαν οι φων ές του κοριτσ ιού: «Τίλ ιιιιι! Πού είσ αι, Τίλ ι;» Και η Τίλ ι, που ήταν κουλ ουριασ μέν η σ ε μια πολ υθρόν α σ τη βιβλ ιοθήκη και διάβαζε, πετάχ τηκε
όρθια και όρμηξε έξω. Η Νελ σ τεκόταν μπροσ τά της, χ αμογ ελ ασ τή, με μια βαλ ίτσ α σ το κάθε της χ έρι. «Ήρθα!» δήλ ωσ ε. Η Τίλ ι την αγ κάλ ιασ ε. «Καλ ώς ήρθες! Ο πατέρας σ ου;» «Έρχ εται. Κουβαλ άει έν α τεράσ τιο μπαούλ ο. Δ εν βρίσ κεις πως ψ ήλ ωσ α; Ο μπαμπάς μού αγ όρασ ε πολ λ ά καιν ούρια ρούχ α». Άφησ ε κάτω τις βαλ ίτσ ες της και ψ αχ ούλ εψ ε σ την τσ άν τα που κρεμόταν από τους ώμους της, γ ια ν α βγ άλ ει έξω τον ξύλ ιν ο γ άτο της και μια δέσ μη από τσ αλ ακωμέν α χ αρτιά. «Έγ ραψ α πάρα πολ λ ές σ ελ ίδες! Θέλ εις ν α σ ου διαβάσ ω έν α απόσ πασ μα; Πάμε σ τη βιβλ ιοθήκη!» Όμως, η Τίλ ι λ αχ ταρούσ ε απελ πισ μέν α ν α δει τον Στέρλ ιν γ κ. «Δ εν μπορούμε ν α περιμέν ουμε λ ίγ α λ επτά;» Στράφηκε και είδε σ τη βεράν τα τον κύριο Ντόν αχ ι ν α σ υζητάει πολ ύ σ οβαρά με τον Στέρλ ιν γ κ. Άρα, δεν θα έμπαιν ε αμέσ ως σ το σ πίτι. Για έν α φρικτό λ επτό, της πέρασ ε από το ν ου η σ κέψ η πως ο Στέρλ ιν γ κ προσ παθούσ ε ν α την αποφύγ ει. «Σε παρακαλ ώ, Τίλ ι! Μου έλ ειψ ες τόσ ο πολ ύ και
ήθελ α τόσ ο ν α σ ου διαβάσ ω αυτά που έγ ραψ α…» Η Τίλ ι πίεσ ε τον εαυτό της ν α χ αμογ ελ άσ ει. «Εν τάξει. Αλ λ ά ας πάμε πρώτα τις βαλ ίτσ ες σ ου σ το δωμάτιό σ ου». Τα καιν ούρια κεφάλ αια του βιβλ ίου της Νελ ήταν γ ραμμέν α με την πιο άγ ρια φαν τασ ία και ζωηρή περιγ ραφικότητα που είχ ε επιδείξει ποτέ. Η Τίλ ι προσ πάθησ ε ν α χ αλ αρώσ ει και ν α απολ αύσ ει την αφήγ ησ η, αλ λ ά, ύσ τερα από λ ίγ η ώρα, έν ιωθε πως δεν μπορούσ ε ν α περιμέν ει άλ λ ο μέχ ρι ν α δει τον Στέρλ ιν γ κ και ν α του μιλ ήσ ει. «Αρκετά γ ια σ ήμερα, Νελ . Νομίζω πως πρέπει ν α πας ν α τακτοποιήσ εις τα πράγ ματά σ ου, ώσ τε αύριο ν ’ αφιερώσ εις όλ η σ ου τη μέρα σ τα μαθήματα». «Μα τώρα φτάν ω σ το καλ ύτερο σ ημείο». «Θα το διαβάσ ουμε κάποια άλ λ η μέρα. Πρέπει πάν τα ν ’ αφήν εις τους αν αγ ν ώσ τες σ ου σ ε έν α κρίσ ιμο σ ημείο, ώσ τε ν ’ αν υπομον ούν ν α μάθουν τη σ υν έχ εια». Η Νελ ίσ ιωσ ε τις άκρες των χ αρτιών της και τα μάζεψ ε από το τραπέζι. Έπειτα, έσ πρωξε την καρέκλ α της προς τα πίσ ω –άραγ ε, η Τίλ ι το φαν τάσ τηκε ή πράγ ματι το κορίτσ ι ξεφύσ ηξε θυμωμέν α;– και βγ ήκε από το δωμάτιο.
Η Τίλ ι δεν έχ ασ ε ούτε λ επτό. Πήγ ε κατευθείαν σ το γ ραφείο του Στέρλ ιν γ κ και χ τύπησ ε μαλ ακά την πόρτα, ελ πίζον τας με όλ η της την καρδιά ν α τον βρει μόν ο του. «Περάσ τε». Άν οιξε την πόρτα και μπήκε. Εκείν ος σ ήκωσ ε το κεφάλ ι του και χ αμογ έλ ασ ε. «Γεια σ ου, Τίλ ι». «Καλ ώς ήρθες, Στέρλ ιν γ κ». Της έδειξε πάν ω σ το γ ραφείο του έν α αν οιχ τό λ ογ ισ τικό βιβλ ίο και μια σ τοίβα από χ αρτιά. «Είμαι πολ ύ απασ χ ολ ημέν ος». «Εν τάξει, θα έρθω αργ ότερα». «Όχ ι, όχ ι. Περίμεν ε. Θέλ ω ν α σ ου μιλ ήσ ω». Η Τίλ ι έν ιωσ ε έν α κέν τρισ μα προσ μον ής. «Ο κύριος Ντόν αχ ι μου μιλ ούσ ε πολ λ ή ώρα. Μου είπε πως περν ούσ ες μεγ άλ ο μέρος του χ ρόν ου σ ου με την κρατούμεν η 1 35 όσ ο έλ ειπα. Είν αι αλ ήθεια;» «Εγ ώ…» Η καρδιά της χ τυπούσ ε γ ρήγ ορα. «Δ ουλ εύαμε μαζί σ τον κήπο». «Μου είπε, όμως, ότι περισ σ ότερο σ υζητούσ ατε παρά δουλ εύατε». «Είν αι έγ κλ ημα αυτό;» Εκείν ος σ υν οφρυώθηκε. «Αν δεν κάν ω λ άθος, σ ου είχ α σ υσ τήσ ει ν α μην αποκτήσ εις σ τεν ές σ χ έσ εις μ’ αυτή τη γ υν αίκα».
Του μίλ ησ ε ήρεμα. «Ναι. Παραδέχ ομαι πως η Χέτι κι εγ ώ σ υζητούσ αμε. Πολ ύ. Ίσ ως περισ σ ότερο απ’ όσ ο θα έπρεπε. Και γ ι’ αυτό, επίτρεψ έ μου ν α σ ου πω πως δεν καταν οώ γ ια ποιο λ όγ ο πρέπει ν α εκτίσ ει μια τόσ ο βαριά ποιν ή, αφού είν αι ξεκάθαρο πως βρισ κόταν σ ε αυτοάμυν α και–» Ο Στέρλ ιν γ κ είχ ε σ χ εδόν σ ηκωθεί από τη θέσ η του και κουν ούσ ε τα χ έρια του σ ε μια έν τον η αποτρεπτική χ ειρον ομία. «Τίλ ι, Τίλ ι, όχ ι. Μην πεις ούτε λ έξη παραπάν ω». Τα μάγ ουλ α της Τίλ ι κοκκίν ισ αν από την αμηχ αν ία της. Ο Στέρλ ιν γ κ βημάτιζε πάν ω κάτω. «Το σ φάλ μα είν αι δικό μου. Ίσ ως δεν σ ε προειδοποίησ α τόσ ο ξεκάθαρα. Υ πάρχ ει λ όγ ος που δίν ουμε έν αν αριθμό σ ε κάθε κρατούμεν ο. Έτσ ι, μπορούμε ν α επικοιν ων ούμε μαζί τους κρατών τας αποσ τάσ εις. Δ εν έπρεπε ν α προσ εγ γ ίσ εις την κρατούμεν η σ ε τέτοιο βαθμό ώσ τε ν α την αποκαλ είς με το όν ομά της και ν α μιλ άς γ ια το έγ κλ ημά της». «Όμως, εκείν η λ έει ότι–» «Είν αι μια δολ οφόν ος, Τίλ ι», της είπε και σ τράφηκε γ ια ν α την κοιτάξει κατάματα. «Μετά τη σ υζήτησ ή μου με τον κύριο Ντόν αχ ι, έλ εγ ξα το φάκελ ό της. Σκότωσ ε τον άν τρα της, τον άν θρωπο
δίπλ α σ τον οποίο σ τάθηκε κάποτε εν ώπιον του Θεού, τον άν θρωπο που υποσ χ έθηκε ν α αγ απάει και ν α τιμάει. Τον μέθυσ ε με ουίσ κι που μάλ λ ον είχ ε φτιάξει μόν η της σ το σ πίτι κι έπειτα πίεσ ε δύο μαξιλ άρια σ το πρόσ ωπό του, μέχ ρι που εκείν ος σ ταμάτησ ε ν ’ αν απν έει». Η Τίλ ι έμειν ε σ ιωπηλ ή γ ια έν α λ επτό, καθώς η εικόν α εν τυπων όταν σ τη σ κέψ η της. Τα γ ερά, τραχ ιά χ έρια της Χέτι γ ύρω από δύο μαξιλ άρια και από κάτω το πρόσ ωπο εν ός άν τρα με άτον α μέλ η που κιν ούν ταν όλ ο και λ ιγ ότερο με κάθε δευτερόλ επτο που περν ούσ ε. «Ναι, όμως τη χ τυπούσ ε», του αποκρίθηκε σ ιγ αν ά. «Αυτό σ ου το είπε η ίδια;» «Ναι». «Επειδή τα πρακτικά της δίκης αν αφέρουν μια εν τελ ώς διαφορετική ισ τορία. Ο σ ύζυγ ός της είχ ε πάει ν α δουλ έψ ει γ ια έξι μήν ες σ τα χ ρυσ ωρυχ εία. Εκείν η τα έφτιαξε μ’ έν αν άλ λ ον άν τρα. Όταν ο σ ύζυγ ός της επέσ τρεψ ε, τον δολ οφόν ησ ε, ώσ τε ν α σ υν εχ ίσ ει τη σ χ έσ η της με τον άλ λ ον άν τρα. Ο ερασ τής της τη βοήθησ ε ν α ξεφορτωθούν το πτώμα και τώρα εκτίει κι εκείν ος την ποιν ή του σ τις φυλ ακές της εν δοχ ώρας». Το ξάφν ιασ μα και η ταραχ ή σ υγ κλ όν ισ αν το
κορμί της Τίλ ι. Έν ιωθε σ υγ χ ρόν ως ν α καίγ εται και ν α παγ ών ει. Για ποιο λ όγ ο το δικασ τήριο είχ ε παρουσ ιάσ ει μια τόσ ο διαφορετική εκδοχ ή των γ εγ ον ότων ; Μήπως η Χέτι της είχ ε πει ψ έματα; Η μήπως το δικασ τήριο είχ ε μερολ ηπτήσ ει εν αν τίον της; Η Τίλ ι μπορούσ ε πολ ύ εύκολ α ν α φαν τασ τεί μια τέτοια πιθαν ότητα: οι γ υν αίκες απολ άμβαν αν πολ ύ σ πάν ια ίσ η μεταχ είρισ η με τους άν τρες σ ε κάθε τομέα της δημόσ ιας ζωής. Πρέπει ν α πιστεύει αυτά που πιστεύει γ ια εμάς, έστω και αν δεν είν αι παρά μόν ο η μισή αλ ήθεια. Η Τίλ ι είχ ε δει πολ λ ές φορές τις απόψ εις των αν τρών γ ια μια γ υν αίκα ν α διαμορφών ον ται από αυτά που είχ αν ακούσ ει από άλ λ ους άν τρες, και όχ ι από όσ α είχ αν παρατηρήσ ει μόν οι τους σ τη σ υμπεριφορά της σ υγ κεκριμέν ης γ υν αίκας. «Απ’ ό,τι βλ έπω, θα πρέπει ν ’ απαλ λ άξω την 1 35 από τα καθήκον τά της σ τον κήπο», μουρμούρισ ε, επισ τρέφον τας σ τη θέσ η του. «Όχ ι! Μην το κάν εις αυτό. Είν αι άδικο γ ια εκείν η». «Θα έπρεπε κι εκείν η ν α φρον τίσ ει ν α μην –» «Όχ ι. Το φταίξιμο είν αι δικό μου. Ήμουν πολ ύ φιλ ική μαζί της. Εγ ώ τη ρώτησ α γ ια το έγ κλ ημά της. Κι αν πρέπει ν α διώξεις κάποια απ’ τον κήπο,
τότε διώξε εμέν α». Ο Στέρλ ιν γ κ την κοίταξε. Και πάλ ι οίκτος σ το βλ έμμα του. Θλ ίψ η. Μετάν οια. Καμία θετική ή εν θαρρυν τική έν δειξη. «Πολ ύ καλ ά, Τίλ ι. Μείν ε μακριά απ’ τον κήπο. Έτσ ι κι αλ λ ιώς, είν αι φθιν όπωρο. Μπορώ ν α σ τείλ ω μερικούς κρατούμεν ους ν α μαζέψ ουν τα φύλ λ α και ν α ξεβοταν ίσ ουν σ το δικό σ ου κομμάτι. Κι ίσ ως την άν οιξη ν ’ αν αθεωρήσ ουμε την κατάσ τασ η. Δ εν θέλ ω, όμως, ν α πλ ησ ιάζεις αυτή την κρατούμεν η». Η Τίλ ι χ αμήλ ωσ ε το βλ έμμα κι έγ ν εψ ε καταφατικά, ν ιώθον τας σ αν άτακτο σ χ ολ ιαρόπαιδο. Ο Στέρλ ιν γ κ ετοιμαζόταν ν α προσ θέσ ει κάτι ακόμα, όμως σ ταμάτησ ε απότομα. «Τι ήθελ ες ν α πεις;» τον παρότρυν ε. «Πρέπει ν α μιλ ήσ ουμε απόψ ε το βράδυ. Σχ ετικά με… άλ λ α θέματα. Σχ ετικά μ’ εμάς τους δύο. Σχ ετικά με τη Νελ ». Η Τίλ ι έν ιωσ ε την καρδιά της ν α βουλ ιάζει. «Ο τόν ος σ ου με φοβίζει». «Δ εν υπάρχ ει καν έν ας λ όγ ος ν α φοβάσ αι, αγ απητή μου Τίλ ι», της αποκρίθηκε με πιο τρυφερή φων ή. «Εγ ώ δεν φοβάμαι». Όμως, εξακολ ουθούσ ε ν α μη χ αμογ ελ άει. Και η
Τίλ ι φαν ταζόταν με τρόμο τα χ ειρότερα. ● Το απόγ ευμα, η Τίλ ι μόλ ις και μετά βίας μπορούσ ε ν α σ υγ κεν τρωθεί σ τη διδασ καλ ία της, πράγ μα που βόλ ευε μια χ αρά τη Νελ , αφού κι εκείν η δεν μπορούσ ε ν α σ υγ κεν τρωθεί σ τα μαθήματά της. Καθώς η παλ ίρροια ήταν χ αμηλ ή, αποφάσ ισ αν τελ ικά ν α κάν ουν έν αν περίπατο σ τη λ επτή αμμώδη λ ωρίδα της παραλ ίας και ν α μαζέψ ουν κοχ ύλ ια, τα οποία θα ζωγ ράφιζαν την επόμεν η μέρα. Έδεσ αν τις κορδέλ ες των καπέλ ων τους και πήραν μαζί τους σ άν τουιτς με μέλ ι σ ε έν α καλ άθι, γ ια το απογ ευματιν ό τους κολ ατσ ιό. «Μου έλ ειψ ε τόσ ο πολ ύ ο ήχ ος της θάλ ασ σ ας», είπε η Νελ , εν ώ καθόταν σ ε έν α βράχ ο κι έβγ αζε τις κάλ τσ ες και τα παπούτσ ια της. Βύθισ ε τα δάχ τυλ α των ποδιών της σ την άμμο και άρχ ισ ε ν α τα κουν άει ζωηρά. «Η πόλ η έχ ει τόσ η φασ αρία… Τραμ που προχ ωρούν τρίζον τας και άλ ογ α που τρέχ ουν παν τού…» Έβγ αλ ε κι η Τίλ ι τα παπούτσ ια και τις κάλ τσ ες της και κατηφόρισ ε σ την άμμο ως το ν ερό. Αν ασ ήκωσ ε τη φούσ τα της κι έκαν ε έν α βήμα μες
σ τη θάλ ασ σ α. Το ν ερό ήταν ζεσ τό, όμως η θαλ ασ σ ιν ή αύρα ήταν ψ υχ ρή και αν αζωογ ον ητική. «Νομίζω ότι πρέπει ν α βρούμε έν α όν ομα γ ι’ αυτή την παραλ ία», είπε η Νελ . «Κάτι σ αν “Η Μικρή Παραλ ία”». Η Τίλ ι σ τράφηκε και την κοίταξε. Ο ήλ ιος έπεφτε σ το πρόσ ωπο της Νελ . Κάτι σ το ωχ ρό, ν τελ ικάτο δέρμα του κοριτσ ιού έκαν ε την καρδιά της Τίλ ι ν α πον έσ ει από σ τοργ ή. «Ή “Ο Όρμος των Φυλ ακισ μέν ων ”», πρότειν ε εκείν η. «Ή “Η Ακτή των Καρχ αριών ”», είπε η Νελ με πειραχ τικό ύφος. «Γι’ αυτό, Τίλ ι, μην προχ ωρήσ εις παραπέρα μες σ το ν ερό». Η Τίλ ι γ έλ ασ ε και κλ ότσ ησ ε το ν ερό προς το μέρος του κοριτσ ιού. «Με τόσ α φύκια και τόσ ες μέδουσ ες που υπάρχ ουν εδώ γ ύρω, ν ομίζω πως θα της ταίριαζαν περισ σ ότερο οι ον ομασ ίες “Παραλ ία των Φυκιών ” ή “Ακτή της Μέδουσ ας”». «Μου αρέσ ει η ον ομασ ία “Μικρή Παραλ ία”. Ακούγ εται ποιητική και οικεία. Λέω ν α καθίσ ω απόψ ε ν α σ χ εδιάσ ω έν α χ άρτη του ν ησ ιού και ν α ον οματίσ ω όλ α τα μέρη. Τι όν ομα σ κέφτεσ αι γ ια την περιοχ ή πάν ω απ’ τον γ κρεμό;» «“Ο Λόφος του Στέρλ ιν γ κ”», είπε αμέσ ως η Τίλ ι. «Αχ , ν αι, “Λόφος του Στέρλ ιν γ κ”. Ακούγ εται
πολ ύ αυσ τηρό και επιβλ ητικό, ειδικά επειδή υπάρχ ει εκεί και το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι που δεσ πόζει πάν ω από τη Μικρή Παραλ ία και την Γκρίζα Φυλ ακή». Σηκώθηκε και μπήκε σ το ν ερό, πλ ησ ίασ ε την Τίλ ι και την αγ κάλ ιασ ε από τη μέσ η. «Και θα ζωγ ραφίσ ω θαλ άσ σ ια τέρατα παν τού γ ύρω απ’ το ν ησ ί». Η Τίλ ι πέρασ ε τα χ έρια της γ ύρω από τους ώμους του κοριτσ ιού. Έμειν αν έτσ ι αγ καλ ιασ μέν ες γ ια λ ίγ α λ επτά, με τα ρηχ ά κύματα ν α τυλ ίγ ουν τα πόδια τους. Η Τίλ ι έκλ εισ ε τα μάτια της κι έν ιωσ ε τον ήλ ιο σ τα μαλ λ ιά της και τη γ λ υκιά πν οή εν ός αισ θήματος πλ ηρότητας σ τους πν εύμον ές της. Η Νελ την αγ απούσ ε κι εκείν η αγ απούσ ε τη Νελ . Και ο προειδοποιητικός τόν ος του Στέρλ ιν γ κ θα διαλ υόταν κάτω από το βάρος μιας τέτοιας αλ ήθειας. Έπειτα, χ ωρίσ τηκαν . «Τι λ ες γ ια σ άν τουιτς με μέλ ι;» ρώτησ ε η Τίλ ι. «Τέλ εια!» Κάθισ αν η μια δίπλ α σ την άλ λ η πάν ω σ τα επίπεδα βράχ ια, απολ αμβάν ον τας τον ήλ ιο, τρώγ ον τας και κουβεν τιάζον τας, καθώς οι σ κιές του απογ εύματος μάκραιν αν όλ ο και περισ σ ότερο και η παλ ίρροια άρχ ιζε ν α γ υρν άει.
● Ο Στέρλ ιν γ κ ήταν πολ ύ απασ χ ολ ημέν ος και δεν πρόλ αβε ν α δειπν ήσ ει μαζί τους. Η ώρα ήταν σ χ εδόν εν ν ιά το βράδυ, όταν χ τύπησ ε σ ιγ αν ά την πόρτα του δωματίου της Τίλ ι. Εκείν η του άν οιξε, με την καρδιά της ν α πάλ λ εται σ αν τρελ ή. «Νόμιζα πως δεν θα σ ’ έβλ επα ποτέ». «Με σ υγ χ ωρείς. Δ εν μπορώ ν α κάν ω διάλ ειμμα, γ ιατί θα με περιμέν ει πολ ύ περισ σ ότερη δουλ ειά μόλ ις επισ τρέψ ω». «Πέρασ ε μέσ α», του είπε, αν οίγ ον τας την πόρτα διάπλ ατα. Φορούσ ε μόν ο το λ επτό ν υχ τικό της και τη ρόμπα της. «Όχ ι. Όχ ι, δεν … Μπορείς, σ ε παρακαλ ώ, ν α ν τυθείς και ν α έρθεις ν α με σ υν αν τήσ εις σ το σ αλ όν ι; Θα βάλ ω ν α πιούμε λ ίγ ο σ έρι». Η Τίλ ι έγ ν εψ ε καταφατικά κι εκείν ος έκλ εισ ε πίσ ω του την πόρτα. Βρήκε σ τα γ ρήγ ορα έν α φόρεμα του σ πιτιού και το φόρεσ ε, όμως δεν μπήκε σ τον κόπο ν α μαζέψ ει ψ ηλ ά τα μαλ λ ιά της ή ν α βάλ ει κάλ τσ ες. Πήγ ε ξυπόλ ητη σ το σ αλ όν ι όπου την περίμεν ε ο Στέρλ ιν γ κ, με το βλ έμμα του ν α πλ αν ιέται έξω από το παράθυρο. Δ ύο ποτηράκια με σ έρι περίμεν αν
πάν ω σ το χ αμηλ ό τραπέζι. Η Τίλ ι ξερόβηξε κι εκείν ος σ τράφηκε. Τα σ κοτειν ά μάτια του φαίν ον ταν λ υπημέν α κι αμέσ ως αυτό το αίσ θημα θλ ίψ ης μεταδόθηκε και σ την Τίλ ι. Έν ιωσ ε την παρόρμησ η ν α κάν ει μεταβολ ή και ν α φύγ ει τρέχ ον τας, χ ωρίς ν α ακούσ ει αυτά που είχ ε ν α της πει. «Σέρι;» Πήρε αμίλ ητη το ποτήρι που της έτειν ε. Εκείν ος έκλ εισ ε το ελ εύθερο χ έρι της μες σ το δικό του και της χ άιδεψ ε τρυφερά τα δάχ τυλ α. «Είν αι πολ ύ ν ωρίς ακόμα γ ια τη Νελ ». «Η Νελ με αγ απάει». «Είν αι πολ ύ ν ωρίς και γ ια εμέν α». Σε αυτό δεν είχ ε απάν τησ η ν α του δώσ ει. «Είν αι πολ ύ ν ωρίς γ εν ικά. Οι σ υν θήκες της… Οι σ υν θήκες της σ υν εύρεσ ής μας ήταν τόσ ο ασ υν ήθισ τες… Ήταν μια βίαιη ν ύχ τα, υπήρχ ε παν τού σ τον αέρα μια αγ ριότητα. Κι αυτό που κάν αμε δεν ήταν σ ωσ τό». «Είμαι ερωτευμέν η μαζί σ ου, Στέρλ ιν γ κ». «Δ εν πρέπει ν α μιλ άμε γ ια έρωτες. Πρέπει ν α μιλ άμε γ ια εν διαφέρον και υπευθυν ότητα. Δ εν είμασ τε άγ ρια ζώα, Τίλ ι. Σ’ αγ απάω περισ σ ότερο απ’ όσ ο μπορώ ν α σ ου περιγ ράψ ω, όμως η πρώτη
μου έγ ν οια είν αι η ευτυχ ία της Νελ . Δ εν μπορώ ν α διακιν δυν εύσ ω ν α το σ κάσ ει πάλ ι και–» «Μα δεν το έσ κασ ε επειδή μας κρυφάκουσ ε ν α μιλ άμε γ ια τον έρωτά μας, Στέρλ ιν γ κ. Το έσ κασ ε επειδή φοβήθηκε ότι θα τη σ τείλ εις εσ ωτερική σ ε κάποιο σ χ ολ είο. Το ξέρεις καλ ά αυτό». «Δ εν ξέρω τι άλ λ ο μπορεί ν ’ άκουσ ε ή ν α διαισ θάν θηκε. Ξέρω μόν ο ότι ταλ αν τεύεται αν άμεσ α σ τη γ λ υκύτητα και την επιθετικότητα, ότι αισ θάν εται φόβο και αν ασ φάλ εια. Όσ ο λ είπαμε, ον ειρευόταν σ χ εδόν κάθε βράδυ τη μητέρα της. Είν αι πολ ύ ν ωρίς ακόμα». Η Τίλ ι πάλ εψ ε ν α σ υγ κρατήσ ει τα δάκρυά της. «Και τι θ’ απογ ίν ω τώρα εγ ώ; Θα χ άσ ω τη δουλ ειά μου;» «Όχ ι, ασ φαλ ώς όχ ι. Θα σ υν εχ ίσ ουμε γ ια την ώρα σ αν καλ οί φίλ οι. Θα προχ ωρήσ ουμε αργ ά. Σε παρακαλ ώ, μην παρερμην εύσ εις τα λ όγ ια μου ως απόρριψ η των αισ θημάτων σ ου, Τίλ ι. Μου είσ αι πολ ύτιμη. Αλ λ ά δεν έχ ει φτάσ ει ακόμα η κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή γ ια εμάς τους δύο». «Και πότε θα φτάσ ει η κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή;» «Θα το καταλ άβουμε όταν θα έχ ει φτάσ ει». «Όταν λ ες ότι θα το καταλ άβουμε, ν ομίζω πως εν ν οείς ότι εσ ύ θα το καταλ άβεις. Γιατί εγ ώ δεν
σ υμφων ώ μ’ αυτή την απόφασ η». Ήταν έτοιμη ν α πάρει φωτιά. Κρατήθηκε απελ πισ μέν α από το τελ ευταίο απόθεμα ψ υχ ραιμίας που είχ ε απομείν ει σ την καρδιά της. «Ελ πίζω ότι θα δεις κι εσ ύ τα πράγ ματα με τον ίδιο τρόπο, καθώς η δική μου άποψ η είν αι η πιο λ ογ ική». Έν ας άν τρας ταγ μέν ος σε έν αν και μον αδικό σκοπό. Ισχ υρογ ν ώμων . Με φαρισαϊκή συμπεριφορά. «Και η δική μου άποψ η δεν είν αι λ ογ ική; Ή μήπως δεν αξίζει καν τον κόπο ν α την ακούσ εις;» Και πάλ ι, ούτε μια σ πίθα θυμού ή πάθους δεν διακριν όταν σ τη φων ή του, λ ες και όσ ο πιο εύφλ εκτη γ ιν όταν η κατάσ τασ η τόσ ο πιο ήπιος και μετρημέν ος γ ιν όταν ο δικός του τόν ος. Η σ υμπεριφορά του εξαγ ρίων ε την Τίλ ι, που κιν δύν ευε ν α εν δώσ ει σ ε μια υσ τερική αν τίδρασ η. «Είσ αι πολ ύ ν έα, Τίλ ι. Αυτός είν αι ίσ ως ο μεγ αλ ύτερος εν δοιασ μός μου γ ια τη… σ χ έσ η μας, ειδικά όταν είδα πόσ ο εσ φαλ μέν η ήταν η κρίσ η σ ου σ χ ετικά με την κρατούμεν η 1 35. Δ εν είσ αι σ ε καμία περίπτωσ η αρκετά μεγ άλ η γ ια ν α γ ίν εις μητέρα της Νελ . Και, ν αι, σ ε αγ απάει αλ λ ά όχ ι σ αν μάν α της. Εσ ύ, η Νελ κι εγ ώ δεν είμασ τε οικογ έν εια».
Η Τίλ ι έν ιωσ ε το έδαφος ν α φεύγ ει κάτω από τα πόδια της. Δ εν είμαστε οικογ έν εια. Αλ λ ά αυτό ακριβώς είχ ε φαν τασ τεί η ίδια γ ια τους τρεις τους. Και τώρα, ο Στέρλ ιν γ κ την έκαν ε πέρα, με κάποιες αόρισ τες διαβεβαιώσ εις πως του ήταν «πολ ύτιμη» και πως θα ερχ όταν μια σ τιγ μή σ το μέλ λ ον που ίσ ως ν α είχ αν την ευκαιρία ν α είν αι μαζί. Δ εν μπορούσ ε ν α αν εχ τεί αυτή την κατάσ τασ η. Πέταξε σ το πάτωμα το ποτήρι της, που έσ πασ ε σ ε δεκάδες θρύψ αλ α που λ αμπύριζαν . «Είσ αι απίσ τευτος», του φών αξε. «Πώς τόλ μησ ες ν α παίξεις έτσ ι με την καρδιά μου;» Ο Στέρλ ιν γ κ ξαφν ιάσ τηκε και αν ασ τατώθηκε τόσ ο, που η Τίλ ι είδε τις κόρες των ματιών του ν α διασ τέλ λ ον ται και το δέρμα του ν α γ ίν εται κάτωχ ρο. Δ εν την είχ ε ξαν αδεί θυμωμέν η. Είχ ε κατορθώσ ει γ ια πολ ύ καιρό ν α ελ έγ χ ει το θυμό της. «Τίλ ι, ποτέ δεν θέλ ησ α ν α παίξω με την καρδιά σ ου. Παραδέχ ομαι πως αυτό που έκαν α ήταν αν ήθικο–» «Όχ ι, δεν ήταν . Ήταν όμορφο και το ξέρουμε κι οι δυο μας. Μην το υποβιβάζεις σ ε κάτι αν ήθικο, σ ’ έν α μυσ τικό γ ια το οποίο πρέπει ν α ν τρεπόμασ τε». Τώρα, τα δάκρυά της αν έβλ υσ αν . «Μα τι έχ ω κάν ει σ τη ζωή μου γ ια ν ’ αξίζω τόσ ο σ κλ ηρή
αν τιμετώπισ η σ τα χ έρια των αν τρών ; Είσ τε όλ οι σ ας τόσ ο άκαρδοι και αν αίσ θητοι όσ ο αυτοί που γ ν ώρισ α;» Ο Στέρλ ιν γ κ απέμειν ε σ ιωπηλ ός, καθώς αν τιλ αμβαν όταν πως ό,τι και αν έλ εγ ε θα έριχ ν ε λ άδι σ τη φωτιά. Τον αγ ριοκοίταξε, εν ώ σ το χ αλ ί αν άμεσ ά τους λ αμπύριζαν τα κρυσ τάλ λ ιν α θρύψ αλ α του ποτηριού αν ταν ακλ ών τας το φως της λ άμπας. Δ εν υπήρχ ε τίποτα που θα μπορούσ ε ν α του πει γ ια ν α μετασ τρέψ ει την απόφασ ή του· και γ ιατί ν α το κάν ει, άλ λ ωσ τε; Αυτή η ισ τορία ήταν καταδικασ μέν η από την αρχ ή. Εκείν ος δεν ήξερε τίποτα γ ια το ατιμασ μέν ο παρελ θόν της. Δ εν ήξ ερε καν το πραγ ματικό της όν ομα. Οι ώμοι της κύρτωσ αν . «Με σ υγ χ ωρείς», μουρμούρισ ε. «Θα μαζέψ ω τα γ υαλ ιά απ’ το πάτωμα». «Μη ν οιάζεσ αι γ ι’ αυτό», της είπε, αποφεύγ ον τας το βλ έμμα της. «Θα βάλ ω κάποιον απ’ το προσ ωπικό ν α τα μαζέψ ει. Εσ ύ πήγ αιν ε σ το δωμάτιό σ ου και προσ πάθησ ε ν α ηρεμήσ εις». Σκουπίζον τας τα δάκρυα από το πρόσ ωπό της, βγ ήκε τρέχ ον τας έξω από το σ αλ όν ι. Έπρεπε ν α το ξέρει από την αρχ ή ότι τα αισ θήματά της γ ια τον Στέρλ ιν γ κ δεν θα μπορούσ αν ν α οδηγ ήσ ουν
πουθεν ά. Το μέλ λ ον της δεν υπήρχ ε μέχ ρι τη σ τιγ μή που θα είχ ε εξιλ εωθεί γ ια το παρελ θόν της. ● Εκείν η τη ν ύχ τα, ο ύπν ος της ταραζόταν σ υν έχ εια από εφιάλ τες. Ξυπν ούσ ε κάθε τόσ ο, μπαιν οβγ αίν ον τας σ ε εικόν ες και σ κην ές με φωτιές και σ πασ μέν α γ υαλ ιά και φαν τάσ ματα που την καταδίωκαν . Άλ λ ες φορές, έβλ επε τον Στέρλ ιν γ κ και τη Νελ πάν ω σ ε έν α πλ οίο ν α απομακρύν ον ται και ν α χ άν ον ται πέρα μακριά σ την ομίχ λ η, εν ώ η ίδια απέμεν ε μόν η σ ε μια έρημη ακτή, παγ ωμέν η από τη δυσ τυχ ία της. Κι όταν πια ξημέρωσ ε, η αυγ ή τη βρήκε πλ αγ ιασ μέν η σ το κρεβάτι της, με τα μάτια της καρφωμέν α σ το θόλ ο του κρεβατιού, ν α αν αθυμάται όλ ες τις εφιαλ τικές εικόν ες της ν ύχ τας. Γιατί, όμως, ν α περάσ ει έν α βράδυ με τόσ ο φρικτά όν ειρα; Δ εν ήταν άρρωσ τη. Ούτε είχ ε πιει πολ ύ σ έρι. Μον άχ α έν ας λ όγ ος υπήρχ ε: ο Θεός την τιμωρούσ ε, της έδειχ ν ε ότι δεν της άξιζε αγ άπη και παρηγ οριά ύσ τερα από το τρομερό αμάρτημα που είχ ε διαπράξει. Βαθιά μες σ την καρδιά της το ήξερε κι εκείν η, παρόλ ο που δεν είχ ε μάθει καν έν ας άλ λ ος
το μυσ τικό της. Φοβόταν το μέλ λ ον . Φοβόταν την Κρίσ η. Η Τίλ ι ήξερε ακριβώς τι έπρεπε ν α κάν ει. ● Όλ η την επόμεν η μέρα, η Τίλ ι αν αλ ογ ιζόταν το σ χ έδιό της. Παρακολ ουθούσ ε τη Νελ ν α ζωγ ραφίζει λ ουσ μέν η σ το φως μιας ηλ ιαχ τίδας που τρύπων ε σ το δωμάτιο από το παράθυρο και της χ άιδευε απαλ ά τα μαλ λ ιά, όμως ο ν ους της ταξίδευε αλ λ ού. Έξω σ τον κήπο, σ τα χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα, σ το μαγ κρόβιο δάσ ος, σ τον όρμο. Έφτασ ε το απόγ ευμα κι έφερε μαζί του έν αν καθάριο άν εμο από τα ν οτιοαν ατολ ικά. Η εποχ ή άλ λ αζε. Σύν τομα, θα έφταν ε το Πάσ χ α, και η Νελ της είχ ε πει ότι θα λ υτρών ον ταν από την αν αθεματισ μέν η υγ ρή ζέσ τη του καλ οκαιριού. Η Τίλ ι έβλ επε τα δέν τρα ν α λ υγ ίζουν από τον άν εμο, τα κλ αδιά σ τις φοιν ικιές, πράσ ιν α και χ ρυσ αφιά, ν α χ ορεύουν σ αν τρελ ά. «Τέλ ος γ ια σ ήμερα», αν ακοίν ωσ ε η Τίλ ι ακριβώς μόλ ις το ρολ όι σ ήμαν ε τέσ σ ερις. Η Νελ αν απήδησ ε από την καρέκλ α της. «Θα σ ε δω σ το δείπν ο». Η Τίλ ι έν ιωθε έν α κέν τρισ μα σ το σ βέρκο της από
την αν υπομον ησ ία, λ ες κι από σ τιγ μή σ ε σ τιγ μή θα έπεφτε πάν ω της έν α δυν ατό, καυτό χ έρι γ ια ν α τη σ ταματήσ ει και ν α καταπν ίξει την αποφασ ισ τικότητά της. Βγ ήκε έξω σ τη βεράν τα, αν άπν ευσ ε τον αλ μυρό αέρα. Ο κήπος, αυτό το μέρος που της ήταν πια απαγ ορευμέν ο, την περίμεν ε. Δ εν μπορούσ ε ν α δει πουθεν ά τη Χέτι, αλ λ ά ήξερε πως θα ήταν κάπου εκεί. Η Τίλ ι δεν βιάσ τηκε· φρόν τισ ε πρώτα ν α βεβαιωθεί πως ο Στέρλ ιν γ κ δεν ετοιμαζόταν ν α βγ ει από το γ ραφείο του, πως η Νελ δεν ετοιμαζόταν ν α ορμήξει σ τη βεράν τα ζητών τας από την Τίλ ι ν α διαβάσ ουν μαζί, πως ο κύριος Ντόν αχ ι δεν ετοιμαζόταν ν α αν εβεί τις σ κάλ ες. Στην πραγ ματικότητα, ήταν έν α ήσ υχ ο και άδειο απόγ ευμα, λ ες και ο κόσ μος αποτραβιόταν μπροσ τά σ την ξηρή, παγ ωμέν η εποχ ή που είχ ε σ χ εδόν φτάσ ει. Έν α βήμα, ύσ τερα άλ λ ο έν α, ώσ που τελ ικά βρέθηκε σ τον απαγ ορευμέν ο κήπο. Προσ πέρασ ε τις ροδιές, το άγ αλ μα της Ελ λ ην ίδας κόρης και τις σ κιερές μαν όλ ιες, προσ πέρασ ε και τον δικό της ν οικοκυρεμέν ο και πολ ύχ ρωμο κήπο. Κι έπειτα, είδε τη Χέτι, γ ον ατισ μέν η σ τη χ λ όη, ν α ξεβοταν ίζει και
ν α μαζεύει τα αγ ριόχ ορτα σ ε έν αν ξύλ ιν ο κουβά. Η Χέτι αν ασ ήκωσ ε το κεφάλ ι της και της χ αμογ έλ ασ ε. Η Τίλ ι κάθισ ε αν ακούρκουδα σ το έδαφος δίπλ α της και της είπε βιασ τικά και σ υν ωμοτικά: «Υ ποτίθεται πως δεν πρέπει ν α βρίσ κομαι εδώ». «Γιατί;» «Ο Στέρλ ιν γ κ πισ τεύει πως εμείς οι δύο δεθήκαμε παραπάν ω απ’ όσ ο θα έπρεπε». Το μέτωπο της Χέτι ζάρωσ ε από την αν ησ υχ ία. «Θα μου απαγ ορεύσ ουν ν α δουλ εύω σ τον κήπο;» «Όχ ι, τον έπεισ α αν τί γ ι’ αυτό ν α απαγ ορεύσ ει σ ’ εμέν α ν α έρχ ομαι σ τον κήπο. Άκουσ έ με πολ ύ προσ εκτικά τώρα. Έχ ω ν α σ ου πω κάτι». «Τι σ υμβαίν ει;» Η Χέτι είχ ε καρφωμέν ο το βλ έμμα της πάν ω σ την Τίλ ι, τα μάτια της είχ αν αν οίξει διάπλ ατα, οι χ αλ αρές σ κούρες πλ εξούδες της έπεφταν πάν ω σ τα ροδαλ ά της μάγ ουλ α. «Έχ εις ν α μου πεις κάποιο κακό ν έο;» «Όχ ι, αν τίθετα, έχ ω έν α καλ ό ν έο», της αποκρίθηκε η Τίλ ι. «Θα σ ε βοηθήσ ω ν α δραπετεύσ εις».
20 - Τα Πύριν α Χωράφια 201 2
Παρόλ ο που με επηρέαζε ο φόβος μου γ ια την Ελ ίζαμπεθ Πάρις, έπρεπε ν α σ κέφτομαι κυρίως την προθεσ μία που ήμουν υποχ ρεωμέν η ν α τηρήσ ω. Οι επιδόσ εις μου αν εβοκατέβαιν αν σ αν τρεν άκι του λ ούν α παρκ. Τη μια μέρα, έγ ραφα εφτακόσ ιες λ έξεις και δεν μπορούσ α ν α κοιμηθώ από τον εν θουσ ιασ μό μου· την επομέν η, έσ βην α τα μισ ά κι έπειτα ξεκιν ούσ α τις εξερευν ήσ εις μες σ το σ πίτι, ψ άχ ν ον τας αν άμεσ α σ τα σ οβατεπιά και τα τούβλ α που είχ ε ξεγ υμν ώσ ει ο Τζο, απελ πισ μέν η και αν ίκαν η ν α γ ράψ ω έσ τω και μία λ έξη. Το απόγ ευμα μιας τέτοιας απογ οητευτικής μέρας, ξεκίν ησ α γ ια τον τηλ εφων ικό θάλ αμο σ το εμπορικό κέν τρο, με την πρόθεσ η ν α τηλ εφων ήσ ω σ τη Μάρλ α και ν α της πω ότι εγ κατέλ ειπα την προσ πάθεια. Θα έπρεπε ν α εν ημερώσ ει τους εκδότες μου σ ε είκοσ ι τρεις χ ώρες ότι δεν μπορούσ α ν α γ ράψ ω το βιβλ ίο, εν ώ εγ ώ θα έπρεπε ν α πουλ ήσ ω το διαμέρισ μά μου γ ια ν α επισ τρέψ ω τα χ ρήματα της προκαταβολ ής τους. Έτσ ι, ούτε η
Ελ ίζαμπεθ Πάρις θα μπορούσ ε πια ν α με βλ άψ ει. Και θα ήμουν ελ εύθερη. Για καλ ή μου τύχ η, προτού φτάσ ω σ τον τηλ εφων ικό θάλ αμο, έπεσ α πάν ω σ τη Λιν ΜακΚίρν αν , τη μητέρα του Τζο. Εκείν η και ο Τζούλ ιαν έβγ αιν αν από το ταχ υδρομείο. «Νίν α!» αν αφών ησ ε ο Τζούλ ιαν , ορμών τας σ την αγ καλ ιά μου. «Γεια σ ου, γ λ υκιά μου», είπε η Λιν . «Τι ευχ άρισ τη έκπλ ηξη!» Με αγ κάλ ιασ ε κι εκείν η. Δ εν υπήρξα ποτέ ιδιαίτερα διαχ υτική, αλ λ ά, σ την κατάσ τασ η που ήμουν εκείν η τη σ τιγ μή, έν ιωθα ευγ ν ωμοσ ύν η γ ια κάθε αγ καλ ιά. Έπειτα, η Λιν με ρώτησ ε: «Τι σ ε φέρν ει εδώ κάτω;» «Ήθελ α ν α κάν ω έν α τηλ εφών ημα», της αποκρίθηκα, «όμως δεν είμαι σ ίγ ουρη πως είν αι η κατάλ λ ηλ η σ τιγ μή». Η Λιν δεν με πίεσ ε ν α της αποκαλ ύψ ω περισ σ ότερες λ επτομέρειες. «Ο Τζούλ ιαν κι εγ ώ θα καθίσ ουμε σ το καφέ γ ια το απογ ευματιν ό μας τσ άι. Θέλ εις ν α έρθεις μαζί μας;» «Φτιάχ ν ουν καταπλ ηκτικά μιλ κσ έικ φράουλ ας», μου είπε ο Τζούλ ιαν , προσ παθών τας ν α με πείσ ει. Σκέφτηκα τη Μάρλ α και την προσ εκτικά
μελ ετημέν η φράσ η που σ κόπευα ν α της πω: «Μάρλ α, λ υπάμαι πολ ύ, αλ λ ά εγ καταλ είπω τον κόσ μο των εκδόσ εων και θα ήθελ α ν ’ ακυρώσ εις όλ α μου τα σ υμβόλ αια». Κι έπειτα, σ κέφτηκα την προοπτική ν α πάρω το απογ ευματιν ό μου τσ άι με τη Λιν και τον Τζούλ ιαν και δεν υπήρχ ε δίλ ημμα. «Με μεγ άλ η μου ευχ αρίσ τησ η». Το καφέ ήταν μικροσ κοπικό, με έν α καμπαν άκι πάν ω από την πόρτα, που κουδούν ισ ε όταν μπήκαμε, και τέσ σ ερα μικρά τραπεζάκια σ τριμωγ μέν α μπροσ τά από τη γ υάλ ιν η προθήκη με τα γ λ υκά. Έν α δυν ατό βουητό αν τηχ ούσ ε από το κόκκιν ο ψ υγ είο με τα αν αψ υκτικά. Στο πίσ ω μέρος, ακούγ ον ταν ήχ οι από δίσ κους σ ερβιρίσ ματος και τρεχ ούμεν ο ν ερό. «Αυτό είν αι το αγ απημέν ο μας τραπέζι», είπε ο Τζούλ ιαν και με τράβηξε προς το τραπεζάκι που βρισ κόταν κον τά σ το μπροσ τιν ό παράθυρο. «Η γ ιαγ ιά κι εγ ώ πάν τα καθόμασ τε εδώ». «Είμαι σ ίγ ουρη πως θα μ’ αρέσ ει κι εμέν α». Μια σ ερβιτόρα ήρθε και πήρε την παραγ γ ελ ία μας κι έπειτα αποτραβήχ τηκε πάλ ι πίσ ω από τον πάγ κο, γ ια ν α κόψ ει μερικές φέτες κέικ και ν α ετοιμάσ ει το τσ άι. Ο Τζούλ ιαν θα μπορούσ ε ν α έχ ει μον οπωλ ήσ ει τη σ υζήτησ η, όμως η Λιν του είπε με
γ λ υκιά αλ λ ά σ ταθερή φων ή πως ήταν ώρα ν α αφήσ ει τους μεγ άλ ους ν α κουβεν τιάσ ουν . Η Λιν του έδωσ ε το κιν ητό της τηλ έφων ο γ ια ν α τον απασ χ ολ ήσ ει. Πριν περάσ ουν λ ίγ α δευτερόλ επτα, ακούγ αμε τους ήχ ους εν ός ηλ εκτρον ικού παιχ ν ιδιού με πουλ ιά που έπεφταν πάν ω σ ε τούβλ ιν ους τοίχ ους. Η Λιν κούν ησ ε το κεφάλ ι της εν τυπωσ ιασ μέν η. «Τα παιδιά είν αι εκπλ ηκτικά. Είν αι απίσ τευτο πώς χ ειρίζον ται όλ α αυτά τα ηλ εκτρον ικά μαραφέτια. Ο Τζούλ ιαν μου έφτιαξε προχ τές το βίν τεο». «Δ εν είν αι βίν τεο, είν αι σ υσ κευή γ ια DV D, γ ιαγ ιά», τη διόρθωσ ε το παιδί, σ ηκών ον τας το βλ έμμα του. «Ε, καλ ά, ό,τι κι αν είν αι». «Της το αγ όρασ ε τα περασ μέν α Χρισ τούγ εν ν α ο μπαμπάς», πρόσ θεσ ε ο Τζούλ ιαν . «Πολ ύ ευγ εν ικό εκ μέρους του», είπα. «Ο Τζόν α μου είν αι πολ ύ γ λ υκό παλ ικάρι», είπε με περηφάν ια η Λιν . «Έχ ω τον καλ ύτερο γ ιο και τον καλ ύτερο εγ γ ον ό του κόσ μου». «Είσ αι πολ ύ τυχ ερή». «Η λ έξη “τύχ η” δεν αρκεί γ ια ν α το περιγ ράψ ει», είπε με έμφασ η η Λιν . «Πώς θα μπορούσ αμε ο γ ιος μου κι εγ ώ ν α μην είμασ τε τόσ ο αγ απημέν οι έπειτα
από τόσ α χ ρόν ια που λ αχ ταρούσ α τον ερχ ομό του;» Δ άκρυα αν έβλ υσ αν από τα μάτια της. «Δ εν κατάλ αβα ποτέ γ ια ποιο λ όγ ο γ εν ν ήθηκα με μια τόσ ο έν τον η επιθυμία ν α γ ίν ω μητέρα και σ υγ χ ρόν ως με ελ αττωματικά όργ αν α που δεν μου επέτρεπαν ν α την εκπλ ηρώσ ω». Ο Τζούλ ιαν σ ήκωσ ε το κεφάλ ι του και, βλ έπον τας τα δάκρυά της, την κοίταξε σ ασ τισ μέν ος. «Γιαγ ιά;» «Αχ , έλ α τώρα, Τζούλ ιαν , με ξέρεις. Δ ιαρκώς σ υγ κιν ούμαι». Η Λιν του χ άιδεψ ε το κεφάλ ι. «Αγ απημέν ο μου μαϊμουδάκι». Ο Τζούλ ιαν έβγ αλ ε έν αν ήχ ο σ αν μαϊμούς κι έσ τρεψ ε πάλ ι την προσ οχ ή του σ το κιν ητό τηλ έφων ο. «Τελ ικά, όμως, ο Τζόν α κι εγ ώ βρήκαμε ο έν ας τον άλ λ ον », εξακολ ούθησ ε. «Κι έτσ ι, τέλ ος καλ ό όλ α καλ ά. Εσ ύ δεν έχ εις παιδιά, Νίν α;» «Όχ ι, δεν έχ ω». Ήμουν πολ ύ προσ εκτική τώρα. «Εξακολ ουθώ ν α ν ιώθω η ίδια παιδί. Νομίζω πως δεν θα γ ιν όμουν καλ ή μητέρα». «Θα γ ιν όσ ουν πολ ύ καλ ή μητέρα. Τα πας τέλ εια με τα Λέγ κο», πετάχ τηκε ο Τζούλ ιαν . Γέλ ασ α αν άλ αφρα και η διάθεσ ή μου βελ τιώθηκε. Εκείν η τη σ τιγ μή, κατέφτασ αν σ το τραπέζι μας μια
γ εμάτη τσ αγ ιέρα και έν α πιάτο με κέικ σ οκολ άτας. Ο Τζούλ ιαν καταβρόχ θισ ε το κέικ κι έπειτα άρχ ισ ε ν α κουν άει ν ευρικά τα πόδια του, καθώς είχ ε βαρεθεί τις κουβέν τες των εν ηλ ίκων . «Πήγ αιν ε έξω ν α παίξεις», του είπε η Λιν . «Εγ ώ θα πιω κι έν α δεύτερο φλ ιτζάν ι τσ άι. Τι λ ες κι εσ ύ, Νίν α;» «Πολ ύ καλ ή ιδέα». Ο Τζούλ ιαν έτρεξε έξω και διέσ χ ισ ε το δρόμο, γ ια ν α παίξει σ την καταπράσ ιν η άκρη εν ός αγ ροκτήματος. Μέσ α σ ε δευτερόλ επτα, είχ ε περάσ ει κάτω από το σ υρματόπλ εγ μα και σ καρφάλ ων ε σ ε έν α δέν τρο μάν γ κο. «Δ εν υπάρχ ει πρόβλ ημα που μπήκε εκεί μέσ α;» ρώτησ α, καθώς, ως παιδί της πόλ ης, έν ιωσ α ν α ξυπν άει μέσ α μου το ασ τικό έν σ τικτο της ιδιοκτησ ίας. «Καν έν α πρόβλ ημα απολ ύτως. Τα σ υρματοπλ έγ ματα είν αι γ ια ν α κρατούν μέσ α τα κοπάδια και όχ ι γ ια ν α μην αφήν ουν τα παιδιά ν α μπουν . Αυτό είν αι το αγ ρόκτημα του Ρεγ κ Μπερν τ. Δ εν τον πειράζει καθόλ ου που ο Τζούλ ιαν σ καρφαλ ών ει σ τα δέν τρα του. Και, γ ια ν α λ έμε την αλ ήθεια, ο Τζούλ ιαν χ άν ει τόσ ο πολ λ ά έτσ ι εγ κλ ωβισ μέν ος που είν αι εδώ σ το ν ησ ί, ώσ τε δεν
αν τέχ ω ν α του απαγ ορεύω αυτές τις μικρές διασ κεδάσ εις». Αν ακάτεψ α τη ζάχ αρη σ το δεύτερο τσ άι μου. «Πισ τεύεις πράγ ματι πως χ άν ει πολ λ ά;» «Ναι, όπως έχ ασ ε και ο Τζο πριν απ’ αυτόν . Αν ζούσ αμε σ την εν δοχ ώρα, θα μπορούσ ε ν α έχ ει φίλ ους, ν α πηγ αίν ει γ ια κολ ύμπι σ την πισ ίν α, ν α κάν ει πατίν ια, ν α βλ έπει τις ταιν ίες προτού κυκλ οφορήσ ουν σ ε βιν τεοκασ έτες… Θα είν αι μόν ο μία φορά παιδί σ τη ζωή του. Και μου φαίν εται τόσ ο κρίμα που χ αραμίζει εδώ την παιδική του ηλ ικία…» Κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ο Τζούλ ιαν επιδιδόταν σ ε έν αν αν αρριχ ητικό αγ ών α δρόμου. Σκαρφάλ ων ε σ ε έν α δέν τρο όσ ο πιο ψ ηλ ά μπορούσ ε κι έπειτα κατέβαιν ε πάλ ι. Στη σ υν έχ εια, σ καρφάλ ων ε σ το επόμεν ο δέν τρο κι ύσ τερα σ το διπλ αν ό του. Τον έβλ επα ν α απομακρύν εται όλ ο και περισ σ ότερο πίσ ω από το φράχ τη. «Εμέν α πάν τως δεν μου φαίν εται πως χ αραμίζει την παιδική του ηλ ικία», της είπα. Η Λιν σ τράφηκε και τον παρακολ ούθησ ε ν α σ καρφαλ ών ει σ τα δέν τρα. «Ο Τζο ήταν διαφορετικός – ήταν πάν τα ήσ υχ ος, ήθελ ε σ υν έχ εια ν α διαβάζει. Και δεν έν ιωθα τόσ ο έν τον α πως καταπίεζα το πν εύμα του τότε που τον
μεγ άλ ων α εδώ πέρα. Μόν ο αργ ότερα φάν ηκε πως δεν του είχ αμε δώσ ει αρκετές ευκαιρίες. Το μυαλ ό του έκοβε σ αν ξυράφι. Δ εν ήταν σ αν τον Ντούγ καλ κι εμέν α. Και καθυσ τέρησ ε πολ ύ ν α προχ ωρήσ ει». «Κάν ει την πτυχ ιακή του εργ ασ ία. Αυτό είν αι πολ ύ σ ημαν τικό επίτευγ μα». «Είν αι τριάν τα τεσ σ άρων ετών . Έχ ασ ε πολ ύ χ ρόν ο βοηθών τας τον Ντούγ καλ σ το αγ ρόκτημα, χ ωρίς ν α ξέρει ποιο δρόμο έπρεπε ν α ακολ ουθήσ ει. Νομίζω πως θα έπρεπε ν α τον είχ αμε σ τείλ ει εσ ωτερικό σ ε κάποιο σ χ ολ είο σ την πόλ η. Θα είχ ε βρει το δρόμο του πολ ύ ν ωρίτερα. Και δεν θα είχ ε γ ν ωρίσ ει εκείν η τη γ υν αίκα». Τα χ είλ ια της σ φίχ τηκαν κι έσ μιξαν σ ε μια σ κλ ηρή γ ραμμή. Υ πέθεσ α ότι μιλ ούσ ε γ ια τη μητέρα του Τζούλ ιαν και της είπα μαλ ακά: «Ναι, αλ λ ά τότε δεν θα είχ ε τον Τζούλ ιαν ». Η Λιν αν ασ τέν αξε και ρούφηξε το τσ άι της. «Ναι, έχ εις δίκιο». «Ποια ήταν ;» ρώτησ α, πιο περίεργ η απ’ όσ ο είχ α το δικαίωμα ν α είμαι σ χ ετικά με το παρελ θόν του Τζο. «Η Άν τρεα; Το κορίτσ ι της διπλ αν ής πόρτας. Στην κυριολ εξία. Ο πατέρας της και ο Ντούγ καλ έκαν αν καλ ή παρέα, όμως εγ ώ δεν σ υμπάθησ α ποτέ
τη μάν α της. Πίσ τευε πως ήταν αν ώτερη από εμάς. Και πως η Άν τρεα μπορούσ ε ν α βρει κάποιον καλ ύτερο απ’ τον Τζο. Η Άν τρεα κι ο Τζο τραβιούν ταν γ ια χ ρόν ια – μια τα έβρισ καν , μια χ ώριζαν . Κι έπειτα, ήρθε το μωρό, κι εγ ώ βρέθηκα ξαφν ικά ν α κάν ω μπέιμπι σ ίτιν γ κ δύο και τρεις ν ύχ τες την εβδομάδα, επειδή η κυρία “χ ρειαζόταν έν α διάλ ειμμα”.greekleech.info Αλ λ ά εξακολ ουθούσ αμε ν α πισ τεύουμε πως τα πράγ ματα θα είχ αν αίσ ιο τέλ ος. Έτσ ι, πλ ηρώσ αμε γ ια το γ άμο τους». Κούν ησ ε θυμωμέν α το κεφάλ ι της. «Ξοδέψ αμε μια περιουσ ία γ ι’ αυτόν το γ άμο. Κλ είσ αμε το εκκλ ησ άκι κάτω σ το δρόμο, ετοιμάσ αμε τα προσ κλ ητήρια… Δ ύο εβδομάδες πριν απ’ το γ άμο, εκείν η εξαφαν ίσ τηκε. Άφησ ε έν α σ ημείωμα, όπου έγ ραφε ότι όλ η αυτή η κατάσ τασ η την έπν ιγ ε. Και τους εγ κατέλ ειψ ε και τους δύο». Τα μάτια της Λιν γ έμισ αν πάλ ι δάκρυα και κατάλ αβα πως ήταν μια γ υν αίκα ιδιαίτερα ευσ υγ κίν ητη κι εκδηλ ωτική. «Μπορείς ν α το φαν τασ τείς; Να εγ καταλ είψ ει αυτό το αξιολ άτρευτο αγ οράκι; Τότε, βέβαια, πέσ αμε όλ οι από πάν ω του και του δώσ αμε όλ η μας την αγ άπη, γ ια ν α μην πεθάν ει απ’ τη θλ ίψ η του. Τώρα, το παιδί δεν θυμάται τίποτα απ’ όλ α αυτά και το μόν ο που εύχ ομαι είν αι ν α μην
επισ τρέψ ει αυτή η γ υν αίκα. Το μόν ο που θα κατάφερν ε θα ήταν ν α του προκαλ έσ ει σ ύγ χ υσ η». Η Λιν σ ήκωσ ε την πετσ έτα της και σ κούπισ ε απαλ ά τα μάτια της. Έπειτα, φύσ ηξε με θόρυβο τη μύτη της. «Τη μέρα που υποτίθεται πως θα γ ιν όταν ο γ άμος του με την Άν τρεα, δεν μπορούσ αμε ν α βρούμε πουθεν ά τον Τζο. Είχ ε πάει σ το εκκλ ησ άκι και, παρόλ ο που δεν είν αι θρήσ κος, έμειν ε εκεί όλ η τη μέρα κι έκλ αιγ ε. Από τη σ τιγ μή που ξαν αβγ ήκε, όμως, δεν έχ υσ ε πια ούτε έν α δάκρυ. Απλ ώς μάζεψ ε τα κομμάτια του και προχ ώρησ ε. Είμαι πολ ύ περήφαν η γ ι’ αυτόν ». Τώρα, είχ ε καθίσ ει πίσ ω σ την καρέκλ α της και ήταν κατακόκκιν η. «Ορίσ τε, πάλ ι φλ υαρώ ακατάπαυσ τα. Δ εν σ ’ άφησ α ν α πεις ούτε λ έξη. Ο Ντούγ καλ πάν τα μου λ έει ότι μιλ άω πάρα πολ ύ». «Δ εν είν αι αλ ήθεια», της είπα. «Μιλ άς ακριβώς όσ ο πρέπει». Η σ κέψ η μου είχ ε σ καλ ώσ ει τώρα σ ε κάτι που είχ ε αν αφέρει, όπως σ καλ ών ουν τα φύκια σ ε έν α βράχ ο. Το εκκλ ησ άκι. «Αχ , Νίν α, είσ αι πολ ύ γ λ υκιά. Δ εν είν αι ν ’ απορεί καν είς που ο Τζο σ ε σ υμπαθεί τόσ ο πολ ύ». Κι έπειτα, όταν εγ ώ έσ τρεψ α αμήχ αν α αλ λ ού το
βλ έμμα μου, πρόσ θεσ ε: «Σίγ ουρα θα το έχ εις καταλ άβει». Χαμήλ ωσ α τα μάτια μου και κοίταξα το φλ ιτζάν ι μου, αποφεύγ ον τας σ κόπιμα ν α σ υν αν τήσ ω το βλ έμμα της. «Έχ ω σ ύν τροφο», της είπα και ήξερα την ίδια σ τιγ μή πως αυτό ακουγ όταν σ αν ψ έμα ή σ αν δικαιολ ογ ία ή σ αν και τα δύο μαζί. «Το ξέρω. Τον ποιητή. Αλ λ ά είσ αι ήδη αρκετό καιρό εδώ, Νίν α. Θα έρθει ποτέ ν α σ ε δει ο ποιητής σ ου;» Άν οιξα το σ τόμα μου γ ια ν α της πω όλ η την αλ ήθεια, όμως μου φάν ηκε πιο εύκολ ο ν α πω απλ ώς: «Δ εν ν ομίζω». «Κι εσ ύ; Σκέφτεσ αι ν α μείν εις; Το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι είν αι έν α απ’ τα πιο όμορφα παλ ιά σ πίτια της περιοχ ής». «Ναι, είν αι όμορφο», αποκρίθηκα. «Και θα ήθελ α πολ ύ ν α μείν ω, όμως…» Σκέφτηκα τον όγ κο της δουλ ειάς που έπρεπε ν α ολ οκλ ηρώσ ω μες σ τις τρεις εβδομάδες που απέμεν αν . Σε όλ ο τον κόσ μο, υπήρχ αν εκδότες που περίμεν αν με αν υπομον ησ ία ν α μεταφράσ ουν , ν α τυπώσ ουν και ν α προωθήσ ουν το βιβλ ίο μου. «Για την ώρα, το μέλ λ ον είν αι πολ ύ αβέβαιο». Η Λιν έν ευσ ε πως είχ ε καταλ άβει. «Αυτό, όμως,
είν αι καλ ό. Σημαίν ει πως τα πάν τα είν αι δυν ατόν ν α σ υμβούν ». Προσ πάθησ α ν α χ αμογ ελ άσ ω, «Ναι», της είπα. «Υ ποθέτω πως έχ εις δίκιο». ● Δ ιάβασ α ξαν ά τη μυσ τική εξομολ όγ ησ η της Έλ εν ορ: Άρχ ισα ν α φαν τάζομαι ότι ξ εγ λ ιστράω από τα μαθήματα και ότι έρχ ομαι σε αυτό το μέρος γ ια ν α γ ράψ ω κι έπειτα ν α κρύψ ω τις ιστορίες μου στο ζεστό, σκοτειν ό πατάρι. Άραγ ε, η Έλ εν ορ είχ ε πράγ ματι κρύψ ει κάποιες από τις ισ τορίες της σ το πατάρι της μικρής εκκλ ησ ίας; Της αν ήκε μέχ ρι τη δεκαετία του 1 930. Και όλ ο εκείν ο το διάσ τημα, το εκκλ ησ άκι είχ ε παραμείν ει άδειο κι έρημο, μέχ ρι που το δώρισ ε σ ε μια ομάδα κατοίκων που πίσ τευαν πως το ν ησ ί χ ρειαζόταν μια εκκλ ησ ία. Όσ ο προσ παθούσ α ν α γ ράψ ω, η σ κέψ η μου επέσ τρεφε ξαν ά και ξαν ά σ ε εκείν ο το εκκλ ησ άκι. Μήπως υπήρχ ε κάτι εκεί πέρα; Κι αν η Ελ ίζαμπεθ Πάρις το έβρισ κε πρώτη; Δ εν μπορούσ α ν α σ υγ κεν τρωθώ. Και την ώρα που ο ήλ ιος έδυε, έφυγ α από το σ πίτι. Το εκκλ ησ άκι ήταν μικρό και χ ωμέν ο δίπλ α σ το
πολ ύ μεγ αλ ύτερο κτίριο των φυλ ακών . Δ εν ήξερα και πολ λ ά σ χ ετικά με τις εκκλ ησ ίες, αλ λ ά υπέθεσ α ότι θα υπήρχ ε μέσ α κάποιος που θα μου επέτρεπε ν α ρίξω μια ματιά. Ειδικά αν έλ εγ α πως ήμουν η δισ έγ γ ον η της Έλ εν ορ Χολ τ. Η μπροσ τιν ή πόρτα ήταν κλ εισ τή αλ λ ά ξεκλ είδωτη. Την άν οιξα κι έπειτα την άφησ α ν α κλ είσ ει πίσ ω μου. Βρέθηκα σ ε έν α σ χ εδόν απόλ υτο σ κοτάδι. Μόν ο το αμυδρό φως που έμπαιν ε από το παράθυρο φώτιζε κάπως το δρόμο μου. «Είν αι καν είς εδώ;» ρώτησ α. Δ εν πήρα απάν τησ η. Προχ ώρησ α σ το διάδρομο με τα ακαν όν ισ τα πέτριν α πλ ακάκια και βρήκα έν α κουτί γ εμάτο με κεριά. Αν άψ τε έν α κερί και κάν τε μια προσευχ ή. $2. Πήρα έν α κερί, το σ τήριξα σ το μαν ουάλ ι κι έπειτα το άν αψ α με έν α σ πίρτο από το σ πιρτόκουτο που βρισ κόταν εκεί δίπλ α. Στράφηκα γ ια ν α κοιτάξω γ ύρω μου. Το εκκλ ησ άκι είχ ε μια οσ μή σ αν από παλ ιό μαλ λ ί και βιβλ ία από δεύτερο χ έρι. Τα σ τασ ίδια ήταν καθαρά αλ λ ά φθαρμέν α. Στις άκρες τους, ήταν σ τοιβαγ μέν α μικρά δερματόδετα βιβλ ία ψ αλ μών . Στην πίσ ω γ ων ία της εκκλ ησ ίας, υπήρχ ε έν α ξύλ ιν ο μπαούλ ο που ξεχ είλ ιζε από φθαρμέν α παιδικά παιχ ν ίδια. Οι πέτριν οι τοίχ οι αν έδιδαν έν α
κύμα παγ ων ιάς.greekleech.info «Είν αι καν είς εδώ;» ξαν αρώτησ α. Έπειτα, σ τράφηκα σ το πίσ ω μέρος της εκκλ ησ ίας, εκεί όπου βρισ κόταν ο Εσ ταυρωμέν ος. Ήταν έν ας καιν ούριος Εσ ταυρωμέν ος, επεν δυμέν ος με λ ευκό και χ ρυσ ό σ μάλ το, όχ ι ο ίδιος που αν έφερε η Έλ εν ορ. Σήκωσ α τα μάτια μου σ την οροφή και διέκριν α ξεκάθαρα το πορτάκι που οδηγ ούσ ε σ το πατάρι. Άραγ ε, το χ ρησ ιμοποιούσ ε πια καν είς; Υ πέθεσ α ότι ίσ ως ν α αν έβαιν αν εκεί πάν ω οι ηλ εκτρολ όγ οι και τα σ υν εργ εία απολ ύμαν σ ης. Αλ λ ά θα είχ αν βρει τίποτα χ αρτιά κρυμμέν α εκεί πάν ω; Και θα τα είχ αν κρατήσ ει; Ή θα τα είχ αν πετάξει σ αν άχ ρησ τα σ κουπίδια; Μήπως τα είχ αν δώσ ει σ τον εφημέριο; Κοίταξα γ ύρω μου, αν αζητών τας μια καρέκλ α ή έν α αν τικείμεν ο πάν ω σ το οποίο θα μπορούσ α ν α σ καρφαλ ώσ ω. Δ εν υπήρχ ε τίποτα – εκτός αν αποφάσ ιζα ν α σ ύρω έν α σ τασ ίδι ως εκεί. Έπειτα, όμως, σ υν ειδητοποίησ α ότι το μπαούλ ο με τα παιχ ν ίδια θα με βοηθούσ ε ν α φτάσ ω σ το ύψ ος της πορτούλ ας. Δ ιέσ χ ισ α το διάδρομο κι έβγ αλ α τα παιχ ν ίδια από το μπαούλ ο. Κλ όουν και πάν ιν α αρκουδάκια κατέλ ηξαν σ το πάτωμα. Έν α μεγ άλ ο πλ ασ τικό αεροπλ αν άκι τέθηκε σ ε λ ειτουργ ία: Ζουμ,
ζουμ! Έλ α ν α πετάξ εις μαζί μου! Η καρδιά μου αν απήδησ ε γ ια μια σ τιγ μή. Έσ υρα το άδειο μπαούλ ο σ το διάδρομο κάτω από το θαμπό φως των κεριών , έχ ον τας κατά ν ου ότι θα έπρεπε ν α προετοιμάσ ω μια καλ ή δικαιολ ογ ία, σ ε περίπτωσ η που κάποιος εμφαν ιζόταν εκείν η τη σ τιγ μή σ την εκκλ ησ ία. Ο σ φυγ μός μου είχ ε επαν έλ θει σ τον φυσ ιολ ογ ικό ρυθμό του. Τοποθέτησ α το μπαούλ ο ακριβώς κάτω από το πατάρι και σ καρφάλ ωσ α σ το καπάκι του. Έπειτα, με μια προσ εκτική κίν ησ η, κατόρθωσ α ν α κατεβάσ ω το πορτάκι. Μια μεταλ λ ική σ κάλ α ήταν σ τερεωμέν η σ το εσ ωτερικό τοίχ ωμα. Την τράβηξα από το πλ άι και η σ κάλ α γ λ ίσ τρησ ε κάτω και χ τύπησ ε με έν αν δυν ατό κρότο πάν ω σ το ξύλ ιν ο μπαούλ ο. Δ οκίμασ α πρώτα αν η σ κάλ α άν τεχ ε το βάρος μου κι έπειτα αν έβηκα. Τώρα, ήμουν σ το απόλ υτο σ κοτάδι, κι έτσ ι έβγ αλ α από την τσ έπη μου το κιν ητό μου τηλ έφων ο και το άν αψ α, ώσ τε η οθόν η του ν α φωτίζει το δρόμο μου. Κάθισ α αν ακούρκουδα και τέν τωσ α τα χ έρια μου προς τα πάν ω γ ια ν α βρω την οροφή. Φώτιζα το χ ώρο τριγ ύρω με το κιν ητό μου. Ηλ εκτρικά καλ ώδια, κομμάτια από αλ ουμιν όχ αρτο και περιττώματα αρουραίων . Σύρθηκα γ ύρω γ ύρω, ψ αχ ουλ εύον τας
σ τις γ ων ίες. Δ εν υπήρχ αν χ αρτιά. Δ εν υπήρχ ε καν έν α μέρος γ ια ν α κρύψ ει κάποιος χ αρτιά. Όταν έφτασ α σ το μικρό πορτάκι που οδηγ ούσ ε σ τη σ κεπή, παραλ ίγ ο ν α μην μπω σ τον κόπο ν α το αν οίξω και ν α βγ ω. Ακόμα κι αν υπήρχ αν κάποτε χ αρτιά εκεί έξω, δεν θα ήταν δυν ατόν ν α είχ αν σ ωθεί από τις βροχ ές. Όμως, ο σ ύρτης γ λ ίσ τρησ ε πολ ύ εύκολ α και η περιέργ ειά μου ν ίκησ ε. Σύρθηκα ως τη σ κεπή και σ τάθηκα εκεί, σ ε έν α σ ιδερέν ιο πέρασ μα με έν α προσ τατευτικό κιγ κλ ίδωμα πάν ω από τη μαρκίζα. Κοίταξα τον γ κριζογ άλ αν ο όρμο και τα ρόδιν α και κιτριν ωπά σ ύν ν εφα πάν ω από τα βουν ά της εν δοχ ώρας. Η καρδιά μου μαλ άκωσ ε λ ίγ ο μόλ ις αν έπν ευσ α τον θαλ ασ σ ιν ό αέρα. Έν α ισ τιοπλ οϊκό πέρασ ε αθόρυβα μακριά σ τον ορίζον τα, με τα παν ιά του ν α λ άμπουν κατάλ ευκα σ το φόν το του ουραν ού που σ κοτείν ιαζε. Εν εργ οποίησ α πάλ ι το τηλ έφων ό μου κι έσ κυψ α κάτω γ ια ν α φωτίσ ω κάθε γ ων ία εκείν ου του περάσ ματος, ώσ τε ν α μη μου μείν ει καμία αμφιβολ ία. Μόν ο και μόν ο γ ια ν α μη μου μείν ει καμία αμφιβολ ία. Ακριβώς σ το τέλ ος εκείν ου του σ τεν ού περάσ ματος, το φως αποκάλ υψ ε έν α αν τικείμεν ο. Προχ ώρησ α σ τα γ όν ατα και πλ ησ ίασ α
περισ σ ότερο το κιν ητό μου σ το αν τικείμεν ο. Έν α μικρό ζωγ ραφισ μέν ο πρόσ ωπο με κοίταζε από έν α χ άσ μα αν άμεσ α σ τα κεραμίδια και το σ ιδερέν ιο πέρασ μα. Τέν τωσ α το χ έρι μου και τράβηξα έν αν ξύλ ιν ο γ άτο, με μέγ εθος περίπου όσ ο δύο γ ροθιές. Και όταν τον αν αποδογ ύρισ α, είδα γ ραμμέν ο από κάτω με παιδιάσ τικα γ ράμματα έν α όν ομα: Νελ Χολ τ. Μου κόπηκε η αν άσ α. Είχ α βρει κάτι που αν ήκε σ την προγ ιαγ ιά μου και, παρόλ ο που δεν ήταν αυτό που ήλ πιζα ν α βρω, η αν ακάλ υψ η αυτή με είχ ε σ υν επάρει. Ήταν σ αν ο χ ρόν ος ν α είχ ε σ βήσ ει και ν α άγ γ ιζα με τα ίδια μου τα χ έρια το παρελ θόν . Κοίταζα τον ξύλ ιν ο γ άτο κι εκείν ος μου αν ταπέδιδε το βλ έμμα μου. Η λ ευκή μπογ ιά του είχ ε φθαρεί και οι άκρες του έμοιαζαν ροκαν ισ μέν ες από τα πον τίκια. Όμως, είχ ε επιβιώσ ει, προσ τατευμέν ος μες σ τα κεραμίδια, γ ια περισ σ ότερο από έν αν αιών α. Τον έσ φιξα σ το σ τήθος μου, έκλ εισ α τα μάτια μου και γ ραπώθηκα από το σ υν αίσ θημα πως ήμουν σ υν δεδεμέν η με την Έλ εν ορ. ●
Καθάρισ α τον ξύλ ιν ο γ άτο και τον τοποθέτησ α πάν ω σ το γ ραφείο μου γ ια ν α με παρακολ ουθεί, ελ πίζον τας ότι μπορεί ν α μου έφερν ε γ ούρι. Και η αλ ήθεια είν αι ότι εκείν η τη μέρα έγ ραψ α περισ σ ότερες λ έξεις και ότι το κείμεν ό μου δεν μου φαιν όταν τόσ ο άσ χ ημο. Παρ’ όλ α αυτά, χ άρηκα όταν ο Τζο μου χ τύπησ ε την πόρτα, ακριβώς πριν από το γ εύμα. «Γεια σ ου», του είπα, προσ έχ ον τας όπως πάν τα ν α μην είν αι υπερβολ ικά πλ ατύ το χ αμόγ ελ ό μου. «Μόλ ις τελ είωσ α τον τελ ευταίο τοίχ ο και βρήκα κάτι». Τράβηξε μια καρέκλ α δίπλ α σ το γ ραφείο μου και μου έδωσ ε μια δέσ μη από χ αρτιά. «Το πρώτο είν αι άλ λ ο έν α απόσ πασ μα από το ημερολ όγ ιο. Από το 1 892 αυτή τη φορά, λ ίγ ο αργ ότερα από το προηγ ούμεν ο. Δ ες, όμως, κι αυτό. Σκέφτηκα πως θα σ ου άρεσ ε». Ξεδίπλ ωσ ε μια σ ελ ίδα. Πάν ω σ το χ αρτί ήταν σ χ εδιασ μέν ος έν ας χ άρτης του ν ησ ιού. Τον είδα και δεν μπόρεσ α ν α μη γ ελ άσ ω. Η Νελ είχ ε ζωγ ραφίσ ει το σ πίτι, τις φυλ ακές, τα χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα, το μαγ κρόβιο δάσ ος· όμως, είχ ε περικυκλ ώσ ει το ν ησ ί με τέρατα και πειρατικά πλ οία. «Την αγ απάω όλ ο και περισ σ ότερο», είπα, παίρν ον τας το χ άρτη από τα χ έρια του.
«Ξέρουμε τώρα πως είχ ε ον ομάσ ει από τα παιδικά της χ ρόν ια αυτό το μέρος “Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι”», μου είπε, δείχ ν ον τας την ον ομασ ία που ήταν σ ημειωμέν η πάν ω από το αδέξιο σ χ έδιο του σ πιτιού. «Είχ ε ον οματίσ ει τα πάν τα. “Λόφος του Στέρλ ιν γ κ”… Νομίζω πως αυτό ήταν το μικρό όν ομα του πατέρα της· δεν γ ν ωρίζουμε πολ λ ά πράγ ματα γ ια εκείν ον , εκτός απ’ όσ α υπάρχ ουν σ τα κοιν οτικά αρχ εία. “Μικρή Παραλ ία”. “Το Έλ ος της Απελ πισ ίας”». Γέλ ασ α δυν ατά. «Καταπλ ηκτικό». «Και “Μν ημείο της Τίλ ι”», διάβασ ε. «Αυτό δεν υπάρχ ει πουθεν ά σ το ν εκροταφείο. Αν αρωτιέμαι ποια ν α ήταν η Τίλ ι. Κάποιο κατοικίδιο ίσ ως;» «Φαίν εται πως ήταν κάτι έξω σ τον κήπο, οπότε ίσ ως και ν α ήταν κάποιο κατοικίδιο». Έσ τρεψ α προς το μέρος του τον ξύλ ιν ο γ άτο. «Αυτό το βρήκα χ θες. Αν ήκε κάποτε σ τη Νελ ». Πήρε με δέος σ τα χ έρια του το γ άτο. «Αλ ήθεια;» «Είν αι γ ραμμέν ο τ’ όν ομά της σ τη βάσ η του». Έριξα μια ματιά σ το ημερολ όγ ιο κι έπειτα το άφησ α κατά μέρος γ ια ν α το διαβάσ ω αργ ότερα. «Αυτό ήταν , λ οιπόν . Τελ είωσ ες με το ξύσ ιμο των τοίχ ων . Αυτό σ ημαίν ει πως έχ ουμε πια όλ α όσ α έγ ραψ ε και
φύλ αξε η Έλ εν ορ». «Έτσ ι φαίν εται. Βρήκαμε μόν ο αποσ πάσ ματα του ημερολ ογ ίου, οπότε υποθέτω ότι θα υπήρχ αν κι άλ λ α μέρη. Ίσ ως, όμως, ν α κατασ τράφηκαν από τις αν ακαιν ίσ εις ή τον υγ ρό καιρό ή τα πηγ αιν έλ α των αν θρώπων που μετακόμιζαν εδώ». Μου πήρε λ ίγ ο χ ρόν ο ν α παραδεχ τώ ορισ τικά ότι δεν θα έβρισ κα αυτό που αν αζητούσ α. Δ εν γ ν ώριζα τι έμελ λ ε ν α μου σ υμβεί. Οι σ ελ ίδες του μέλ λ ον τός μου, ακριβώς όπως και οι σ ελ ίδες του μυθισ τορήματός μου, ξεδιπλ ών ον ταν μπροσ τά μου άγ ραφες, λ ευκές, γ εμάτες μυσ τήριο. «Είσ αι καλ ά;» με ρώτησ ε ο Τζο. Συν ειδητοποίησ α πως είχ ε περάσ ει το χ έρι του κάτω από τον αγ κών α μου. «Φαιν όσ ουν έτοιμη ν α λ ιποθυμήσ εις». «Όχ ι, όχ ι, καλ ά είμαι», του αποκρίθηκα. Εκείν ος, όμως, δεν τράβηξε το χ έρι του. Ήμασ ταν τόσ ο κον τά, που μπορούσ α ν α ν ιώσ ω τη θέρμη του σ ώματός του. Έπειτα, αποτραβήχ τηκε, έσ υρε την καρέκλ α του πίσ ω σ την αρχ ική θέσ η της, και με άφησ ε ν α σ τηρίζομαι σ τις δικές μου δυν άμεις. Άλ λ αξα θέμα σ υζήτησ ης. «Λοιπόν ; Τελ ευταία μέρα της δουλ ειάς σ ου;» «Μπορώ ν ’ αν αλ άβω κι άλ λ ες δουλ ειές. Ό,τι χ ρειασ τείς… Θα μπορούσ α ν α κάν ω τα ψ ών ια σ ου
και τα απαραίτητα μασ τορέματα σ το σ πίτι». Δ ιέκριν α σ τη φων ή του τη λ αχ τάρα και τον εν θουσ ιασ μό του, αλ λ ά δεν έπρεπε ν α τον εν θαρρύν ω. «Όχ ι, ν ομίζω πως δεν θα χ ρειασ τώ κάτι άλ λ ο. Βλ έπεις, δεν θα μείν ω γ ια πολ ύ ακόμα εδώ». «Α, κατάλ αβα», είπε απλ ώς. «Αλ λ ά μέν ει ακόμα ν α βρω αγ ορασ τή γ ια το σ κάφος. Μπορείς ν α με βοηθήσ εις;» «Βέβαια», μου είπε. «Τι θα έλ εγ ες ν α πάμε αύριο ν α το βγ άλ ουμε απ’ το υπόσ τεγ ο, ν α το φωτογ ραφίσ ουμε και ν ’ αν εβάσ ουμε μερικές φωτογ ραφίες σ το Δ ιαδίκτυο;» «Πολ ύ καλ ή ιδέα. Σ’ ευχ αρισ τώ». Όμως, το έν ιωσ ε κι εκείν ος με την ίδια έν τασ η που το έν ιωσ α κι εγ ώ. Αυτό δεν ήταν μια αρχ ή, όπως είχ ε ελ πίσ ει, όπως είχ α μυσ τικά μέσ α μου ελ πίσ ει κι εγ ώ. Αυτό ήταν έν α ακόμα βήμα προς το τέλ ος. ●
28 Μαΐου 1892 Είναι αργά.
Είμαι μόνη με τον εαυτό μου. Να μια έκφραση που την είχα ακούσει χιλιάδες φορές, αλλά μόλις τώρα την κατανοώ. Είμαι μόνη με τον εαυτό μου, κοιτάζω τον εαυτό μου, κάθομαι στο κρεβάτι μου, με το ημερολόγιό μου στα γόνατά μου και το μελανοδοχείο μου στο περβάζι του παραθύρου, κι έχω τις κουρτίνες ανοιχτές αλλά το παράθυρο κλειστό, ώστε να μην μπαίνουν μέσα οι στάχτες και ο καπνός. Παρακολουθώ τις λάμπες πετρελαίου να κινούνται πέρα δώθε στο σκοτάδι, καθώς προσπαθούν να τη βρουν· όμως, εκείνη δεν πρόκειται πια να επιστρέψει, γιατί μπήκε μέσα σε εκείνο το χωράφι και δεν ξαναβγήκε από κει. Το κορίτσι αυτό, που δεν είναι άλλο από τον ίδιο μου τον εαυτό, δείχνει να είναι ένα κορίτσι σχεδόν φυσιολογικό, όπως όλα τα άλλα. Αλλά ο καρπός του χεριού του συσπάται νευρικά. Και τα μάτια του φτερουγίζουν συνέχεια προς το παράθυρο, με την ελπίδα να αντικρίσουν τη φιγούρα της… Τη φιγούρα εκείνης που δεν υπάρχει πια… Που δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ποτέ ξανά… Κάθομαι εδώ τα τελευταία δέκα λεπτά και κοιτάζω τη σελίδα μου, την τελευταία αράδα που έγραψα. Πραγματικά, δεν ξέρω… Ό,τι έγινε έγινε και τώρα δεν μπορεί κανείς να τη σώσει. Πρέπει, λοιπόν, εγώ να προστατεύσω την υπόληψή της και να μην πω ποτέ στον μπαμπά αυτό
που ξέρω – να μην το αναφέρω ποτέ, γιατί ο μπαμπάς θα… Αλήθεια, δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πώς θα ένιωθε, αν το μάθαινε. Πρέπει να σταματήσω να φλυαρώ ασυνάρτητα. Πρέπει να σταματήσω. Πρέπει να μαζέψω τα κομμάτια μου και να γράψω έναν αληθινό και ακριβή απολογισμό όλων αυτών που είδα, σε περίπτωση που τον χρειαστεί το δικαστήριο. Όταν, όμως, θα τα έχω καταγράψει όλα, θα κρύψω κάπου αυτές τις σελίδες, ώστε να μην τις δει ποτέ ο μπαμπάς. Αν μπορώ να τον προστατεύσω από την αλήθεια για την Τίλι, θα το κάνω. Οι υποψίες που είχα καταγράψει και τις προηγούμενες φορές επιβεβαιώθηκαν. Ο τρόπος με τον οποίο σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε αυτή η ενέργεια παραμένει ένα μυστήριο για εμένα. Έτσι, εδώ μπορώ να καταγράψω μόνο ό,τι είδα το απόγευμα και ό,τι έκανα εγώ, καθώς και για ποιο λόγο απέτυχα τελικά να τη σώσω. Κι αν τα λόγια μου φαίνονται τώρα υπερβολικά ψυχρά και λογικά, είναι επειδή αν ήθελα να καταγράψω τα συναισθήματά μου για εκείνη τη φρικτή, φοβερή νύχτα, θα χρειαζόμουν περισσότερες λέξεις απ’ όσες υπάρχουν στη γλώσσα μας. Ή ακόμα και στην ελληνική, τη λατινική και τη γαλλική γλώσσα – αυτές τις τρεις γλώσσες που τόσο καλά μου δίδαξε εκείνη. Τελειώσαμε τα μαθήματά μας ήδη από το πρωί, επειδή η Τίλι μου είπε πως δεν ένιωθε καλά.
Συναντηθήκαμε στο μεσημεριανό γεύμα, όμως μου φάνηκε αφηρημένη και εύθραυστη. Η καρδιά της Τίλι αντανακλάται πάντα στο γλυκό της πρόσωπο, που γίνεται κατακόκκινο όταν είναι εκεί κοντά ο μπαμπάς μου ή που σκοτεινιάζει κάθε φορά που προσπαθεί με φλογισμένα μάτια να συγκρατήσει το θυμό της ή που μοιάζει μερικές φορές να στοιχειώνεται από φαντάσματα του παρελθόντος για τα οποία δεν μου μίλησε ποτέ. Κατέληξα να υποθέσω ότι πενθούσε κάποιον έρωτα, που τον έχασε κάτω από φρικτές συνθήκες, και ότι αυτός ήταν κι ο λόγος που έφυγε τόσο μακριά από το σπίτι της και απέφευγε να μιλάει για το παρελθόν της. Αρκετές φορές τότε που ήταν άρρωστη και ψηνόταν στον πυρετό, φώναζε κάποιον Τζάσπερ· όμως, όταν τη ρώτησα, αρνήθηκε πως τον είχε αγαπήσει. Δεν θα λησμονήσω ποτέ εκείνη τη θλιμμένη έκφραση –ήταν πένθος ή ενοχή;– στο πρόσωπό της. Κι έτσι, σήμερα, ήξερα πως η Τίλι ήταν απορροφημένη από τις σκέψεις της και πως δεν ήταν πραγματικά άρρωστη. Και υποψιάστηκα πως η συμπεριφορά της είχε κάποια σχέση με εκείνη τη φρικτή γυναίκα, την οποία θεωρώ τώρα υπεύθυνη γι’ αυτή τη φοβερή νύχτα. Την άφησα να φύγει κι εκείνη πήγε στο δωμάτιό της κι έκλεισε σιγά πίσω της την πόρτα. Ταράχτηκα κι εγώ, σαν να ήταν η αγωνία της μεταδοτική, και υποσχέθηκα
στον εαυτό μου πως θα πήγαινα στον κήπο αργότερα, την ώρα που έφτανε συνήθως η 135, και είτε θα έβρισκα έναν οποιονδήποτε τρόπο για να κρυφτώ και να ακούσω τα σχέδιά τους είτε, αν δεν μπορούσα να βρω κάποια καλή κρυψώνα, θα διέκοπτα την κουβέντα τους. Και αν είχα έστω και την παραμικρή ένδειξη ότι η Τίλι σχεδίαζε να κάνει κάτι τόσο τρομερό που ο μπαμπάς μου δεν θα μπορούσε ποτέ να τη συγχωρέσει, μια πράξη που ίσως και να την οδηγούσε στη φυλακή, τότε θα τη σταματούσα. Γύρω στις τέσσερις, πέρασα έξω από την πόρτα της Τίλι και διαπίστωσα πως εξακολουθούσε να είναι κλειστή. Το δωμάτιό μου βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο δικό της, κι έτσι θα την είχα ακούσει αν είχε βγει για να πάει στην ανατολική πτέρυγα να φάει κάτι. Βγήκα στον κήπο αναζητώντας την 135. Αλλά δεν ήταν εκεί. Τώρα που ο καιρός έχει γίνει πιο κρύος και ξηρός, είναι συνήθως στον κήπο από τις τρεις. Ήξερα, λοιπόν, ότι δεν θα ήταν πολύ μακριά. Γι’ αυτό, βρήκα μια θέση στα παρτέρια του κήπου, κοντά στη μικρή έκταση της Τίλι πίσω από τους θάμνους με τις ορτανσίες, και κρύφτηκα εκεί, με τη φούστα μου μες στα χώματα, για να περιμένω. Στην αρχή, ο ήλιος έπεφτε πάνω στα μαλλιά μου κι ήταν ευχάριστα. Το χώμα και τα φυλλώματα έχουν μια πολύ ωραία μυρωδιά. Υποθέτω πως αυτή είναι η
μυρωδιά της ίδιας της φύσης, από την οποία τόσο συχνά είμαστε αποκομμένοι καθώς κλεινόμαστε μες στα σπίτια μας. Η Τίλι έλεγε συχνά ότι η κηπουρική τη βοηθούσε να νιώθει λιγότερο σαν πουλί μες στο κλουβί του. Έτσι όπως νιώθω εγώ όταν σκαρφαλώνω στα δέντρα. Η ώρα περνούσε κι ο ήλιος προχωρούσε προς τη δύση, οι σκιές πύκνωναν κι ο αέρας γινόταν όλο και πιο ψυχρός. Κι ακόμα κανένα ίχνος της Χέτι ή της Τίλι. Φοβήθηκα πως κάτι συνέβαινε και δεν το είχα προλάβει. Σκέφτηκα πως ο κήπος ήταν τεράστιος και ίσως να είχαν συναντηθεί στην κάτω πλευρά του· όλοι γνωρίζουν ότι έχω τη συνήθεια να κρυφακούω κι ίσως γι’ αυτόν το λόγο να ήταν πιο προσεκτικές. Σηκώθηκα, κατέβασα τη φούστα μου κι άρχισα να περιπλανιέμαι στον κήπο. Τα πεσμένα φύλλα έτριζαν κάτω από τα πόδια μου. Πέρασα από όλα τα παρτέρια, από όλες τις συστάδες θάμνων, από κάθε γωνία, αλλά δεν είδα απολύτως τίποτα. Κι αυτό ήταν πολύ περίεργο, βέβαια, αφού η Χέτι βρισκόταν στον κήπο κάθε μέρα εκτός από τις Κυριακές. Επέστρεψα στο σπίτι. Από το εσωτερικό, ερχόταν η μυρωδιά του βραδινού φαγητού που ήταν ήδη στη φωτιά – μυρωδιά από κρέας και κάποιο ζυμαρικό. Το στομάχι μου αναδιπλώθηκε από την πείνα. Διέσχισα το
διάδρομο μέχρι το δωμάτιο της Τίλι και αφουγκράστηκα πίσω από την πόρτα της. Κανένας ήχος. Χτύπησα σιγανά την πόρτα. Καμία απάντηση. Κι έτσι, έσπρωξα την πόρτα της και την άνοιξα. Δεν ήταν εκεί. Πού μπορεί να ήταν, λοιπόν; Έφυγα από το δωμάτιό της, κλείνοντας αθόρυβα πίσω μου την πόρτα, και βγήκα πάλι έξω. Αυτή τη φορά, σκαρφάλωσα στην τεράστια γέρικη συκιά που άπλωνε το φύλλωμα και τα κλαδιά της πάνω από τη βορινή πλευρά του σπιτιού. Ένιωθα το φλοιό της κρύο κάτω από τα δάχτυλά μου καθώς ανέβαινα στα κλαδιά της. Σκαρφάλωσα όσο πιο ψηλά μπορούσα. Η θέα διακοπτόταν από τα φύλλα και τα κλαδιά, όμως μπορούσα να δω τη φυλακή, τα χωράφια με τα ζαχαροκάλαμα και τα βοσκοτόπια. Η Τίλι φορούσε εκείνη τη μέρα ένα σκούρο κόκκινο φόρεμα, επομένως θα ξεχώριζε εύκολα ανάμεσα στις μπλε και τις λευκές στολές. Αλλά δεν είδα καμία κόκκινη πινελιά. Για κάποιο λόγο, το βλέμμα μου επέστρεφε στα χωράφια με τα ζαχαροκάλαμα. Κάτι ήταν διαφορετικό σήμερα. Και τότε, το συνειδητοποίησα. Δεν έβλεπα κανέναν εκεί έξω. Ούτε φυλακισμένους ντυμένους στα λευκά, ούτε φύλακες με μπλε στολές. Έμεινα για λίγο να παρακολουθώ πολύ προσεκτικά. Τα φυτά ήταν
πανύψηλα, κι έτσι τα χρυσαφιά καλάμια μπορεί να έκρυβαν τους ανθρώπους. Αλλά, όχι, δεν υπήρχε καμία κίνηση εκεί κάτω, ανάμεσα στις σειρές των καλαμιών, και άρχισα να αναρωτιέμαι αν η 135 είχε εκτελέσει το σχέδιό της και αν είχε ήδη τεθεί σε λειτουργία το πρωτόκολλο για τις αποδράσεις, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι κρατούμενοι έπρεπε να κλειδωθούν στα κελιά τους. Ούτε αυτό ίσχυε, όμως. Γιατί τελικά τους είδα έξω, στα άλλα χωράφια γύρω από τη φυλακή, δίπλα στο σιδεράδικο. «Νελ!» ήταν η φωνή του μπαμπά, που διέκοψε τους συλλογισμούς μου. Στεκόταν στη βεράντα, κοίταζε δεξιά κι αριστερά και με αναζητούσε. Κατέβηκα από το δέντρο, έτρεξα προς το μέρος του και τον αγκάλιασα. Πόσο λαχταρούσα να του πω αυτά που είχα κρυφακούσει και που υποψιαζόμουν. Πρέπει, όμως, να με καταλάβεις, αγαπημένο μου ημερολόγιο – δεν ήμουν απόλυτα σίγουρη για ό,τι επρόκειτο να συμβεί· κι ακόμα μου φαίνεται απίστευτο και τρελό το γεγονός ότι η Τίλι το θεωρούσε καλή ιδέα. Κι έτσι, δεν είπα τίποτα, από φόβο μήπως ο μπαμπάς μισήσει εμένα ή την Τίλι ή και τις δυο μας. «Η Τίλι δεν αισθάνεται πολύ καλά και δεν θα μπορέσει να κατεβεί απόψε για το δείπνο», μου είπε. «Κι επειδή έχω κι εγώ πολλή δουλειά, θα σε πείραζε
να φας μόνη σου στην κουζίνα; Απλώς ειδοποίησε τη μαγείρισσα όταν πεινάσεις». «Εντάξει», του απάντησα. Κατάλαβα πως η Τίλι είχε πει ψέματα και στον μπαμπά. Δεν ήταν άρρωστη. Βρισκόταν κάπου έξω και κάτι ετοίμαζε. Δεν ήξερα, όμως, πού ήταν ή τι ακριβώς έκανε. Ο πατέρας κοίταξε γύρω του, θαυμάζοντας τον κήπο κάτω από τον σβησμένο ήλιο του δειλινού. «Είναι πολύ όμορφο σούρουπο. Πρόσεχε όταν σκαρφαλώνεις σ’ εκείνο το δέντρο». Ήθελα να τον ρωτήσω αν γνώριζε για ποιο λόγο η 135 δεν ήταν εκεί γύρω. Έπρεπε να τον είχα ρωτήσει. Έπρεπε να τις είχα ξεσκεπάσει, να είχα αποκαλύψει όλα όσα ήξερα. «Θα προσέχω», τον διαβεβαίωσα. Με φίλησε στην κορφή του κεφαλιού κι επέστρεψε στο γραφείο του, χωρίς να αντιληφθεί τίποτα. Κάθισα στη βεράντα με το κεφάλι μου μες στα χέρια μου, προσπαθώντας να σκεφτώ. Η Χέτι ήταν άφαντη. Το ίδιο κι η Τίλι. Κι εγώ τις είχα κρυφακούσει να συζητούν πώς θα μπορούσε να φύγει η Χέτι από το νησί… Βέβαια, καμία από τις δυο τους δεν είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «απόδραση», αλλά τι άλλο θα μπορούσαν να σημαίνουν τα λόγια τους; Τις άκουσα μόλις χθες, όμως δεν μπόρεσα να πλησιάσω αρκετά ώστε να ακούσω τις λεπτομέρειες. Και άκουσα καθαρά την Τίλι να μιλάει στη Χέτι για κάποια εφόδια που είχε εξασφαλίσει και
για μερικές ιδέες που είχε σκεφτεί. Το μοναδικό συμπέρασμα στο οποίο θα μπορούσα να καταλήξω ήταν ότι ακριβώς εκείνη τη στιγμή η Τίλι βοηθούσε τη Χέτι να δραπετεύσει. Αλλά αν ανέφερα την εξαφάνιση της Χέτι, θα ανακάλυπταν την ανάμειξη της Τίλι. Και τότε, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει φοβερές συνέπειες. Και δεν ήθελα να υποστεί αυτές τις συνέπειες· έπρεπε, λοιπόν, εγώ η ίδια να τη βρω και να τη σταματήσω, προτού να είναι πολύ αργά. Αλλά πού μπορεί να βρίσκονταν; Στο μαγκρόβιο δάσος; Στη Μικρή Παραλία; Ανάμεσα στα ψηλά ζαχαροκάλαμα; Κι εγώ δεν είμαι τρεις άνθρωποι μαζί. Δεν μπορούσα να χωρίσω τον εαυτό μου σε κομμάτια και να ψάξω παντού. Ένιωθα καταβεβλημένη και κουρασμένη, τόσο κουρασμένη… Έτσι, σκαρφάλωσα πάλι στο δέντρο, τόσο για να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου όσο και για να παρακολουθήσω τι συνέβαινε τριγύρω. Σκεφτόμουν ότι αυτή τη φορά, όταν θα κοίταζα στον κήπο, μπορεί να τις έβλεπα εκεί που τις είχα δει και άλλες φορές: τη Χέτι να μαζεύει φύλλα και την Τίλι να στέκεται κάπου κοντά της, προσέχοντας να μην την πάρει είδηση ο μπαμπάς, που δεν της επιτρέπει πια να πηγαίνει στον κήπο. Αλλά δεν τις είδα εκεί. Από πάνω μου, υπήρχε ένα κλαδί – δεν ήταν τόσο γερό όσο αυτό στο οποίο ήμουν σκαρφαλωμένη, όμως ήξερα ότι θα μου εξασφάλιζε
καλύτερη θέα. Τύλιξα τα μπράτσα μου γύρω του. Το δοκίμασα. Λύγισε, αλλά δεν έσπασε. Κι έτσι, σκαρφάλωσα και γραπώθηκα με τα πόδια και τα χέρια μου από το κλαδί. Έπειτα, προχώρησα έρποντας ως το πιο ανοιχτό σημείο του φυλλώματος, που μου επέτρεπε να βλέπω μέχρι πέρα μακριά. Και τότε, είδα την Τίλι. Το γκρίζο φουλάρι της, το σκούρο κόκκινο φόρεμά της. Την εντόπισα πρώτα στην άκρη του χωραφιού κι έπειτα την είδα να εξαφανίζεται ανάμεσα στα ζαχαροκάλαμα. Τόσο πολύ ξαφνιάστηκα όταν την είδα επιτέλους, ώστε σχεδόν έπεσα από το κλαδί. Κατέβηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και προσγειώθηκα με ένα γδούπο στη χλόη, που γινόταν όλο και πιο δροσερή όσο περνούσε η ώρα. Άρχισα να τρέχω κάτω στο δρόμο, αποφεύγοντας τους φύλακες και τους κρατούμενους που επέστρεφαν στη φυλακή. «Δεσποινίς! Δεν θα έπρεπε να είστε εδώ!» μου φώναξε κάποιος. Αλλά εγώ είχα ήδη σκαρφαλώσει το φράχτη μιας μάντρας βοοειδών και τώρα ορμούσα προς τα χωράφια με τα ζαχαροκάλαμα για να προλάβω την Τίλι, να της πω να εγκαταλείψει το τρελό της σχέδιο –όποιο κι αν ήταν αυτό– και να επιστρέψει στο σπίτι, στο Θαλασσινό Αστέρι, στα ωραία μας δείπνα με τις κρεατόπιτες, στην απλή, χαρούμενη ζωή μας. Μες στην τυφλή βιασύνη μου, το πόδι μου
προσγειώθηκε πάνω σε ένα σωρό κοπριάς. Γλίστρησα κι έπεσα με δύναμη στα οπίσθιά μου. Ο πόνος διαπέρασε ολόκληρο το κορμί μου, όμως συγκρατήθηκα να μη φωνάξω, επειδή δεν ήθελα να με ακούσει κάποιος και να τρέξει ξοπίσω μου. Σηκώθηκα με δυσκολία στα πόδια μου κι άρχισα να προχωράω πιο αργά, κουτσαίνοντας, προς εκείνο το χωράφι όπου είχα δει την Τίλι να εξαφανίζεται. Η πρώτη ένδειξη ήταν η οσμή. Μια οσμή καπνού. Αψιά και γλυκερή. Ξαφνικά, κατάλαβα για ποιο λόγο τα χωράφια ήταν άδεια αυτό το απόγευμα. Ούτε κρατούμενοι ούτε φύλακες – επειδή απόψε θα έκαιγαν τα καλάμια πριν από το θερισμό. Διέκρινα μερικές σκιές στο λυκόφως, άντρες που προχωρούσαν περιμετρικά γύρω από τα χωράφια, έτοιμοι να τα πυρπολήσουν με αναμμένους δαυλούς, φτιαγμένους από νεκρά φύλλα ζαχαροκάλαμων. Και προχωρούσαν περιμετρικά επειδή έκαιγαν τα χωράφια από έξω προς τα μέσα. «Όχι!» ούρλιαξα. «Όχι!» Και διπλασίασα την ταχύτητά μου, ώστε να φτάσω στο χωράφι και να προλάβω να σώσω την Τίλι που θα καιγόταν ζωντανή. Με ένα γρήγορο και δυνατό τριζοβόλημα, η πρώτη φωτιά φούντωσε. Συνέχισα να τρέχω προς τα εκεί, αδιαφορώντας για τη δική μου ασφάλεια. Ήταν ακριβώς το χωράφι όπου είχε χωθεί η Τίλι. Σταμάτησα απότομα,
καθώς ο αέρας ήταν ασφυκτικός από τον καπνό και οι φλόγες υψώνονταν όλο και περισσότερο και πολλαπλασιάζονταν, ανεβαίνοντας με ένα μουγκρητό στον νυχτερινό ουρανό και κυριεύοντας με λύσσα το κέντρο του χωραφιού. Και με την ίδια ταχύτητα που οι φλόγες ορμούσαν να κυριεύσουν όλο το χωράφι, έτρεχαν έξω από τα ζαχαροκάλαμα έντρομα φίδια και ποντίκια, που τα ένιωθα να περνούν δίπλα από τα πόδια μου. Πνιγόμουν από τις οσμές της μελάσας και του ξιδιού που καίγονταν. Πορτοκαλής καπνός ανέβαινε στον σκουρόχρωμο ουρανό της νύχτας που πλησίαζε. Και τότε, μαύρη στάχτη άρχισε να πέφτει μαλακά πάνω μου σαν χιόνι. Στάθηκα εκεί, στην άκρη του χωραφιού, και το παρακολουθούσα να καίγεται και να μετατρέπεται σε φλεγόμενη κόλαση. Έβλεπα παραπέρα κι άλλες φωτιές να φουντώνουν και ήξερα πως η Τίλι ήταν εκεί μέσα και δεν θα μπορούσε να βγει. Ένας από τους φύλακες με βρήκε έπειτα από μισή ώρα. Ήμουν κατάμαυρη από την κάπνα κι έκλαιγα πεσμένη στο έδαφος. «Δεσποινίς Χολτ;» μου είπε και με σήκωσε με τα χοντρά χέρια του. «Χτυπήσατε;» Έκλαιγα με λυγμούς και οι λέξεις μόλις και μετά βίας κατάφερναν να βγουν από μέσα μου. «Η δεσποινίς Λεζέν κάηκε ζωντανή». «Τι πράγμα;»
«Την είδα να μπαίνει στο χωράφι λίγα λεπτά προτού φουντώσει η φωτιά». «Για όνομα του Θεού!» Άρχισε να δίνει εντολές με απότομη φωνή, ενώ γύρω μας ξεσηκώθηκε μεγάλη αναταραχή. Άντρες με φανάρια στα χέρια έδιναν διαταγές να σταματήσει αμέσως η καύση των καλαμιών. Όμως, ήταν πολύ αργά, ήταν ήδη πάρα πολύ αργά. Πώς ήταν δυνατόν να μην το αντιλαμβάνονται; Ο φύλακας που με είχε βρει –δεν μπορώ πια να φέρω στη μνήμη μου το πρόσωπό του, τόσο χαμένη ήμουν μες στον πόνο και την ταραχή μου– με μετέφερε ως το Θαλασσινό Αστέρι, πάνω στο λόφο. Ο μπαμπάς, που είχε αντιληφθεί πως είχε συμβεί κάτι φοβερό, στεκόταν στη βεράντα με το πανωφόρι του. «Νελ;» φώναξε ταραγμένος μόλις με είδε. Ο φύλακας με άφησε στα σκαλιά κι εγώ έμεινα εκεί και συνέχισα να κλαίω. «Η κόρη σας λέει πως είδε τη δεσποινίδα Λεζέν να μπαίνει στο χωράφι λίγα λεπτά προτού φουντώσει η φωτιά». Δεν είδα το πρόσωπο του μπαμπά εκείνη τη στιγμή, επειδή έκλαιγα πεσμένη στα γόνατα, όμως ακολούθησε μια μακρά σιωπή και άκουσα την οδύνη του στην ίδια του την ανάσα καθώς προσπαθούσε να ξαναβρεί τη φωνή του. «Βρείτε την», κατόρθωσε να πει, με μια φωνή τόσο βραχνή από τον πόνο, που νόμιζες πως θα του
ράγιζε το λάρυγγα. «Βάλτε τους όλους εκεί έξω να ψάξουν να τη βρουν!» Με τράβηξε απότομα για να σταθώ στα πόδια μου, χωρίς να σκεφτεί τον πόνο μου μες στη δική του οδύνη. «Είσαι σίγουρη; Είσαι σίγουρη;» «Την είδα απ’ το δέντρο. Έτρεξα κάτω να την προφτάσω». «Η απόσταση απ’ το δέντρο ως τα χωράφια με τα ζαχαροκάλαμα είναι μεγάλη». «Είδα το κόκκινο φόρεμά της». Με κοίταξε, και στα μάτια του φάνηκε η φρικτή συνειδητοποίηση. Έπειτα, με έσφιξε με δύναμη πάνω του κι έκλαψα στο στήθος του. Την ψάχνουν ακόμα. Όμως, δεν θα έχει απομείνει πια τίποτα από εκείνη. Ο μπαμπάς είναι εκεί έξω κι εξακολουθεί να πιστεύει πως υπάρχει πιθανότητα να τη βρουν ζωντανή. Εγώ είμαι στο σπίτι μόνη μου. Δεν γνωρίζω τι συνέβη στην 135, αλλά το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι πως κι αυτή κρυβόταν στο ίδιο χωράφι, περιμένοντας να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιό τους. Όμως, η καρδιά μου δεν πονάει για την κρατούμενη. Τη θεωρώ υπεύθυνη γι’ αυτό που συνέβη. Με κάποιο τρόπο, είχε κάνει μάγια στην Τίλι. Και σκότωσε την Τίλι μου, τόσο σίγουρα όσο σκότωσε και τον άντρα της.
21 - Όταν Όλ α Καταρρέουν
Δ εν μπορούσ α ν α σ ταματήσ ω ν α μιλ άω σ τον Τζο γ ια το ημερολ όγ ιο, όταν σ υν αν τηθήκαμε την επομέν η και ξεκλ ειδών αμε το υπόσ τεγ ο γ ια τις βάρκες. «…Και εν ν οείται ότι απόλ αυσ α την αν άγ ν ωσ η όλ ων των αποσ πασ μάτων απ’ το ημερολ όγ ιό της, αλ λ ά αυτό το τελ ευταίο ήταν απίσ τευτο. Φυλ ακισ μέν ες που δραπετεύουν και άν θρωποι χ αμέν οι μέσ α σ ε φλ εγ όμεν α χ ωράφια ζαχ αροκάλ αμων . Σαν ν α ήταν μυθισ τόρημα και όχ ι ημερολ όγ ιο». «Ίσ ως ν α τα επιν όησ ε», μου είπε, τραβών τας τη μία από τις δύο πόρτες, εν ώ ο Τζούλ ιαν πάσ χ ιζε ν α τραβήξει την άλ λ η. «Ε, φιλ αράκο, άφησ ε σ ’ εμέν α αυτή τη δουλ ειά», είπε σ το γ ιο του, ασ φαλ ίζον τας την πόρτα με το γ άν τζο που υπήρχ ε σ τον τούβλ ιν ο τοίχ ο. «Δ εν ξέρω… Ίσ ως και ν α έχ εις δίκιο. Πάν τως, δεν μπορούσ α ν α κοιμηθώ αφού το διάβασ α. Ποια ν α ήταν η Τίλ ι; Μήπως ήταν η γ κουβερν άν τα της; Η Έλ εν ορ αν έφερε πως εκείν η της δίδαξε ελ λ ην ικά, λ ατιν ικά και γ αλ λ ικά. Ή μήπως ήταν η φιλ εν άδα
του πατέρα της;» «Μπορεί ν α ήταν και τα δύο». «Έλ α τώρα, σ ταμάτα! Τι ρομαν τικό… Σαν την Τζέιν Έιρ». Μου χ αμογ έλ ασ ε. «Λοιπόν … Μπορείς τώρα ν α πάρεις λ ίγ ο απ’ τη μέσ η τον Τζούλ ιαν , γ ια ν α δέσ ω το σ κάφος σ το αυτοκίν ητό μου και ν α το σ ύρω έξω;» «Έλ α μαζί μου, Τζούλ ιαν », είπα, πιάν ον τας το αγ όρι από το χ έρι. Προχ ωρήσ αμε ως το αμμουδερό ρέμα, όπου ο Τζούλ ιαν βρήκε μια ολ οσ τρόγ γ υλ η πέτρα. «Κοίτα αυτή την πέτρα!» μου είπε και την κράτησ ε ακριβώς μπροσ τά σ τα μάτια μου. «Είν αι πολ ύ όμορφη». «Είν αι σ χ εδόν ολ όιδια με βόλ ο», μου είπε. «Πάει καιρός που δεν έπαιξα με τους βόλ ους μου. Εσ ύ παίζεις βόλ ους;» «Εμ… Έπαιζα κάποιες φορές όταν ήμουν μικρή». «Θα μπορούσ ες ν α έρθεις κάποια μέρα ν α επισ κεφτείς τον μπαμπά κι εμέν α και ν α παίξουμε βόλ ους όλ οι μαζί». Χαμογ έλ ασ α με την αθωότητά του. «Θα έχ ει πλ άκα». «Σ’ αρέσ ει ν α είσ αι μ’ εμέν α και τον μπαμπά, έτσ ι
δεν είν αι;» «Ναι, μου αρέσ ει». Μου χ αμογ έλ ασ ε κι έν ιωσ α ξεκάθαρα ότι είχ α περάσ ει με επιτυχ ία κάποιο είδος δοκιμασ ίας. Εκείν η τη σ τιγ μή, με φών αξε ο Τζο και πήγ α ν α τον βρω κον τά σ το σ κάφος, με το κιν ητό μου τηλ έφων ο έτοιμο ν α τραβήξει φωτογ ραφίες, γ ια ν α τις αν εβάσ ουμε σ ε κάποιον ισ τότοπο γ ια υποψ ήφιους αγ ορασ τές πλ εούμεν ων . «Μόν ο που δεν έχ ω την παραμικρή ιδέα τι μπορεί ν α προσ ελ κύσ ει κάποιον που θέλ ει ν ’ αγ οράσ ει έν α σ κάφος». «Εσ ύ απλ ώς τράβηξε φωτογ ραφίες απ’ όλ ες τις πλ ευρές και μετά θα επιλ έξουμε τις καλ ύτερες», μου αποκρίθηκε. «Μπαμπά!» ακούσ τηκε η φων ή του Τζούλ ιαν μέσ α από το υπόσ τεγ ο. «Μπορώ ν α παίξω εδώ;» «Και βέβαια, φιλ αράκο. Μόν ο μη σ καρφαλ ώσ εις πουθεν ά. Όλ α είν αι πολ ύ παλ ιά εκεί μέσ α. Σύμφων οι;» Ο Τζούλ ιαν βγ ήκε γ ια μια σ τιγ μή, έγ ν εψ ε καταφατικά κι έπειτα εξαφαν ίσ τηκε πάλ ι μες σ το υπόσ τεγ ο. «Δ εν υπάρχ ει εκεί μέσ α τίποτα γ ια ν α σ καρφαλ ώσ ει, έτσ ι δεν είν αι;» ρώτησ α.
«Υ πάρχ ει έν α είδος εξέδρας, κάτι σ αν πατάρι. Ήταν αποθηκευμέν α εκεί πάν ω παλ ιά δίχ τυα και κουπιά και άλ λ α τέτοια πράγ ματα». Άπλ ωσ ε το χ έρι του προς το μέρος μου. «Δ ώσ ’ μου λ ίγ ο το κιν ητό σ ου». Του το έδωσ α κι εκείν ος τράβηξε μερικές κον τιν ές φωτογ ραφίες τη μηχ αν ή και το ταμπλ ό του σ κάφους. «Αυτό το σ κίσ ιμο σ το κάθισ μα δεν δείχ ν ει και πολ ύ ωραίο», μου είπε. «Τότε ν α μην το σ υμπεριλ άβουμε σ τις φωτογ ραφίες». «Πήγ αιν ε και κάθισ ε σ ’ εκείν ο το σ ημείο. Και πάρε χ αρούμεν ο ύφος». Γέλ ασ α, σ καρφάλ ωσ α σ το σ κάφος και κάθισ α χ αμογ ελ ών τας πάν ω σ το σ κίσ ιμο, με τα μπράτσ α μου τεν τωμέν α προς τα πίσ ω. Ο Τζο τράβηξε αρκετές πόζες κι έπειτα με βοήθησ ε ν α κατεβώ. «Δ ηλ αδή, θα δώσ ουμε ψ εύτικη περιγ ραφή του σ κάφους;» ρώτησ α. «Όχ ι, θ’ αν αφέρουμε σ την περιγ ραφή ότι το σ κάφος χ ρειάζεται κάποιες μικρές επιδιορθώσ εις». Έριξε μια ματιά σ τις φωτογ ραφίες σ την οθόν η του κιν ητού. «Πάν τως, ομορφαίν εις όλ ες τις φωτογ ραφίες, Νίν α».
Τον παρακολ ουθούσ α ν α κοιτάζει τις φωτογ ραφίες με σ κυμμέν ο το κεφάλ ι κι έν ιωσ α ν α κατακλ ύζομαι από έν α κύμα σ τοργ ής και έν τον ου πόθου που μου προκάλ εσ ε ίλ ιγ γ ο. Σήκωσ ε το βλ έμμα του και με κοίταξε. Ήμουν έτοιμη ν α πω κάτι –δεν θυμάμαι τι ακριβώς, πάν τως θα ήταν κάτι αν όητο–, όταν ακούσ αμε ξαφν ικά έν αν δυν ατό κρότο, μια κραυγ ή κι έν αν τρομερό γ δούπο από το υπόσ τεγ ο. Ο Τζο έγ ιν ε άσ προς σ αν παν ί. «Ο Τζούλ ιαν », είπε με κομμέν η την αν άσ α και όρμηξε τρέχ ον τας σ το υπόσ τεγ ο. «Τζούλ ιαν ! Τζούλ ιαν ! Όχ ι! Όχ ι! Όχ ι!» Ήμουν ακριβώς από πίσ ω του, με τα μάτια μου ν α προσ παθούν ν α προσ αρμοσ τούν από το φως του ήλ ιου σ το σ κοτάδι του υπόσ τεγ ου. Μέσ α σ ε μια σ τιγ μή, είδα τι είχ ε σ υμβεί. Το πατάρι που μου είχ ε αν αφέρει ο Τζο τώρα μισ οκρεμόταν προς τα κάτω, καθώς η ξύλ ιν η σ αν ίδα που το υποσ τήριζε είχ ε σ πάσ ει σ τη μέσ η. Ο Τζούλ ιαν κειτόταν ακίν ητος σ το έδαφος και δεν αν έπν εε. Ο Τζο ήταν σ κυμμέν ος από πάν ω του, όμως δεν μπορούσ ε ούτε ν α μιλ ήσ ει ούτε ν α σ κεφτεί. Έλ εγ ε μόν ο σ υν έχ εια «Αχ , Θεέ μου», υπερβολ ικά ταραγ μέν ος ώσ τε ν α μπορεί ν α κάν ει οτιδήποτε άλ λ ο. Πέρασ α γ ρήγ ορα από μπροσ τά του και γ ον άτισ α
δίπλ α σ τον Τζούλ ιαν . Το τραχ ύ ξύλ ιν ο πάτωμα μου έγ δαρε τα γ όν ατα. Είχ α περάσ ει από μια βασ ική εκπαίδευσ η πρώτων βοηθειών τότε που εργ αζόμουν σ τον παιδικό σ ταθμό, όμως δεν είχ ε χ ρειασ τεί ποτέ ν α εφαρμόσ ω όσ α είχ α μάθει. «Τηλ εφών ησ ε σ τα Επείγ ον τα», είπα σ τον Τζο. Η εν τολ ή μου τον σ υν έφερε απότομα από το σ οκ. Κρατούσ ε ακόμα το κιν ητό μου τηλ έφων ο σ το χ έρι του και τον άκουσ α ν α μιλ άει με κάποιον από τα Επείγ ον τα, εν ώ εγ ώ αν αζητούσ α το σ φυγ μό του Τζούλ ιαν . Έπειτα, άρχ ισ α ν α του κάν ω τεχ ν ητή αν απν οή. Αν έπν εα μες σ το απαλ ό σ τοματάκι του και πίεζα το μικρό, κοκαλ ιάρικο σ τέρν ο του. Η αδρεν αλ ίν η με είχ ε κατακλ ύσ ει, έν ιωθα πως έκαιγ α ολ όκλ ηρη. Η ζωή είχ ε γ ίν ει ξαφν ικά πιο πραγ ματική απ’ ό,τι σ υν ήθως: το περίγ ραμμα των αν τικειμέν ων και των μορφών γ ύρω μου ήταν πιο έν τον ο, το φως πιο λ αμπερό. «Έλ α, Τζούλ ιαν », έλ εγ α, πιέζον τας ρυθμικά το σ τήθος του. Έπειτα, έσ κυβα πάλ ι γ ια ν α φυσ ήξω αέρα μες σ τους πν εύμον ές του. Και σ ε μια σ τιγ μή που έμοιαζε με θαύμα, ο Τζούλ ιαν άφησ ε έν α αγ κομαχ ητό και άρχ ισ ε ν α αν απν έει μόν ος του. «Δ όξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ», είπα.
Ο Τζο με παραμέρισ ε με μια σ πρωξιά. «Τζούλ ιαν ; Τζούλ ιαν ; Κρατήσ ου, φιλ αράκο. Το ελ ικόπτερο έρχ εται». Τα δάχ τυλ ά του έσ πρωξαν με πυρετώδεις κιν ήσ εις τα μαλ λ ιά από το μέτωπο του Τζούλ ιαν και τον γ ύρισ ε απαλ ά σ το πλ άι. «Κρατήσ ου, εν τάξει; Θα κάν εις δωρεάν βόλ τα με το ελ ικόπτερο». Τα βλ έφαρα του Τζούλ ιαν άν οιξαν γ ια μια σ τιγ μή, οι κόρες του κιν ήθηκαν , κι έπειτα ξαν άκλ εισ ε τα μάτια του. Το χ ρώμα του επαν ερχ όταν και σ υν έχ ιζε ν α αν απν έει καν ον ικά. «Αγ άπη μου», είπε ο Τζο, που δεν έπαιρν ε ούτε λ επτό τα μάτια του από το αγ όρι. Τα δάκρυά του έπεφταν πάν ω σ το πρόσ ωπο του Τζούλ ιαν . «Παιδί μου». Τραβήχ τηκα λ ίγ ο πιο πίσ ω και περίμεν α τον τόσ ο καλ οδεχ ούμεν ο ήχ ο του ελ ικόπτερου. ● Τα προσ ωπικά μου προβλ ήματα φαίν ον ταν ασ ήμαν τα από τη σ τιγ μή που παρακολ ούθησ α τον Τζούλ ιαν και τον Τζο ν α φεύγ ουν με το ελ ικόπτερο από το ν ησ ί, εν ώ η Λιν και ο Ντούγ καλ σ τέκον ταν πίσ ω μου, πιασ μέν οι από το χ έρι, κλ αίγ ον τας από
το φόβο και την αγ ων ία. Πήγ αν κατευθείαν σ την αποβάθρα γ ια ν α πάρουν το απογ ευματιν ό πλ οίο γ ια την εν δοχ ώρα. Τους έβαλ α ν α μου υποσ χ εθούν πως θα μου τηλ εφων ούσ αν αμέσ ως μόλ ις είχ αν κάποιο ν έο. Έπειτα, όμως, θυμήθηκα ότι δεν είχ αν τον αριθμό του τηλ εφών ου μου. Και ακόμα κι αν τον έβρισ καν , το κιν ητό μου σ πάν ια είχ ε σ ήμα εκεί πέρα. Κι έτσ ι, τριγ υρν ούσ α μες σ το σ πίτι, πηγ αίν ον τας από τη μια βεράν τα σ την άλ λ η, ξεχ ν ών τας εν τελ ώς τη δουλ ειά μου και τις δικές μου σ τεν οχ ώριες, με το μυαλ ό μου ν α σ κέφτεται μόν ο την τύχ η που θα είχ ε το μικρό αγ όρι. Δ εν μπορούσ α ν α σ ταματήσ ω ν α σ κέφτομαι την αίσ θησ η των πλ ευρών του κάτω από τις παλ άμες μου, την αγ ων ιώδη φων ή του Τζο. Γύρω σ τις εν ν ιά το βράδυ, άκουσ α έν α χ τύπημα σ την πόρτα. Πήγ α ν α αν οίξω, με την καρδιά μου ν α χ τυπάει σ αν τρελ ή από την αγ ων ία. Ήταν η Ντόν α από το τοπικό παν τοπωλ είο. «Α, δεν περίμεν α ν α–» άρχ ισ α ν α της λ έω, αλ λ ά εκείν η με διέκοψ ε. «Μου τηλ εφών ησ ε η Λιν και μου ζήτησ ε ν α έρθω ν α σ ε δω». Έξω είχ ε αρχ ίσ ει ν α ψ ιλ οβρέχ ει και πρόσ εξα ότι τα μαλ λ ιά της Ντόν α ήταν υγ ρά.
«Ήθελ ε ν α σ ου τηλ εφων ήσ ει, αλ λ ά δεν είχ ε τον αριθμό σ ου». «Ο Τζούλ ιαν ;» ρώτησ α με κομμέν η την αν άσ α. «Η κατάσ τασ ή του είν αι σ ταθερή. Έχ ει δύο σ πασ μέν α πλ ευρά και βαριά διάσ εισ η και θα τον κρατήσ ουν σ ε κατασ τολ ή μέχ ρι ν α υποχ ωρήσ ει το οίδημα σ το κεφάλ ι του. Αλ λ ά λ έν ε πως θα γ ίν ει καλ ά. Εν τελ ώς καλ ά». Η Ντόν α μου άγ γ ιξε το χ έρι. «Του έσ ωσ ες τη ζωή, Νίν α. Η Λιν μου είπε ότι δεν ξέρει πώς θα μπορέσ ουν ποτέ ν α σ ’ ευχ αρισ τήσ ουν ». Ξέσ πασ α σ ε κλ άματα. Κι ήταν η πρώτη φορά που έκλ αιγ α εδώ και πολ ύ καιρό. ● Η ζωή ήταν πολ ύ ήσ υχ η χ ωρίς την παρουσ ία του Τζο. Έμεν ε σ το ν οσ οκομείο, μέχ ρι ν α μπορέσ ει ο Τζούλ ιαν ν α επισ τρέψ ει σ το σ πίτι. Μου έλ ειπε. Μου έλ ειπε πολ ύ περισ σ ότερο απ’ όσ ο περίμεν α. Η Λιν και ο Ντούγ καλ πέρασ αν από το σ πίτι και μου έφεραν τη μεγ αλ ύτερη αν θοδέσ μη που είχ α δει ποτέ μου. Αλ λ ά ακόμα δεν είχ α αν ταποκριθεί σ την πρόσ κλ ησ ή τους ν α πάω ν α δειπν ήσ ουμε μαζί, εν ώ τα λ ουλ ούδια μαράθηκαν επειδή ξέχ ασ α ν α τους
αλ λ άξω ν ερό. Έγ ραφα. Όχ ι πολ ύ, αλ λ ά έγ ραφα, κάθε μέρα, κάτω από το άγ ρυπν ο μάτι του ξύλ ιν ου γ άτου της Έλ εν ορ. Εξακολ ουθούσ α ν α μην έχ ω καμία ελ πίδα ν α προλ άβω την προθεσ μία μου και αποφάσ ισ α πως ήταν ώρα ν α το πω σ τη Μάρλ α και ν α δούμε ποιες θα ήταν οι σ υν έπειες. Πήγ α ως τον τηλ εφων ικό θάλ αμο ακριβώς εκείν ο το ηλ ιόλ ουσ το απομεσ ήμερο που υποτίθεται πως το βιβλ ίο μου θα ήταν έτοιμο. Κάλ εσ α τον αριθμό της Μάρλ α και περίμεν α, με την καρδιά μου ν α χ τυπάει δυν ατά. Μου απάν τησ ε η γ ραμματέας της, που με σ υν έδεσ ε αμέσ ως μαζί της. «Νίν α, πώς είσ αι;» «Ξέρεις, εγ ώ…» Οι λ έξεις είχ αν κολ λ ήσ ει σ το λ αιμό μου. Η Μάρλ α αν ασ τέν αξε. «Δ εν είμαι ηλ ίθια», είπε. «Σου εξασ φάλ ισ α ήδη μια αν αβολ ή της θαν ατικής σ ου καταδίκης». «Αλ ήθεια; Για πόσ ο διάσ τημα;» «Άλ λ ες έξι εβδομάδες, αλ λ ά τότε θα είμασ τε κον τά σ τα Χρισ τούγ εν ν α, οπότε αμφιβάλ λ ω πως θ’ αν αζητήσ ει καν είς το βιβλ ίο σ ου πριν απ’ τον Ιαν ουάριο». Η αν ακούφισ η πλ ημμύρισ ε όλ ο μου το σ ώμα. «Εδώ και πόσ ο καιρό το ήξερες;»
«Εδώ κι έν α μήν α. Αλ λ ά δεν ήθελ α ν α σ ’ το πω, γ ια ν α μη σ κεφτείς πως αυτό σ ημαίν ει ότι μπορείς ν α φύγ εις γ ια κρουαζιέρα». «Δ εν κάν ω κρουαζιέρα», είπα πλ ηγ ωμέν η. «Πίσ τεψ έ με, τίποτα απ’ ό,τι περν άω δεν μοιάζει με κρουαζιέρα». Ο τόν ος της έγ ιν ε πιο καλ οσ υν άτος. «Νίν α, γ λ υκιά μου, με σ υγ χ ωρείς, αλ λ ά δεν έχ εις τηρήσ ει τους όρους πολ λ ών σ υμβολ αίων και χ ρειάσ τηκε ν ’ αν τικρούσ ω πολ λ ές έν τον ες αν ησ υχ ίες σ χ ετικά με το αν είσ αι ή όχ ι σ ε θέσ η ν α γ ράψ εις αυτό το βιβλ ίο. Εγ ώ σ ’ εμπισ τεύομαι. Μη μ’ απογ οητεύσ εις». Ήθελ α ν α της πω με όλ η μου τη ψ υχ ή: Μη μ’ εμπιστεύεσαι. Αν τί γ ι’ αυτό, όμως, είπα: «Δ εν πρόκειται ν α σ ’ απογ οητεύσ ω» «Και τώρα, θέλ ω ν α σ ου μιλ ήσ ω γ ια κάτι άλ λ ο». Έγ ειρα σ το τζάμι του τηλ εφων ικού θαλ άμου, τυλ ίγ ον τας το καλ ώδιο του τηλ εφών ου γ ύρω από τα δάχ τυλ ά μου. «Σ’ ακούω». «Σε ψ άχ ν ει μια δημοσ ιογ ράφος». Η καρδιά μου αν απήδησ ε. «Η Ελ ίζαμπεθ Πάρις;» «Ναι, αυτή». «Μην της απαν τήσ εις, σ ε παρακαλ ώ. Δ εν έχ ω τίποτα ν α της πω. Νομίζω πως ετοιμάζεται ν α με θάψ ει σ ε κάποιο άρθρο της».
«Θέλ εις ν α την αν αλ άβω εγ ώ;» «Ναι, σ ε παρακαλ ώ. Ξεφορτώσ ου την . Δ εν έχ ω τίποτα ν α της πω». «Εν τάξει, μείν ε ήσ υχ η. Και τώρα, πήγ αιν ε σ το γ ραφείο σ ου, μην απομακρυν θείς απ’ το ν ησ ί και, σε παρακαλ ώ, τελ είωσ ε αυτό το βιβλ ίο». «Εν τάξει, μείν ε ήσ υχ η», επαν έλ αβα σ αν ηχ ώ της, ελ πίζον τας με όλ η μου την καρδιά πως αυτή τη φορά θα τα κατάφερν α. ● Το ίδιο απόγ ευμα, η Ελ ίζαμπεθ Πάρις μου έσ τειλ ε έν α τελ ευταίο μήν υμα. Αν δεν μιλ ήσεις εσύ σ’ εμέν α, θ’ αρχ ίσω ν α μιλ άω εγ ώ σε άλ λ ους γ ια εσέν α. Την αγ ν όησ α. Κάποια σ τιγ μή θα σ υν αν τιόμασ τε γ ια ν α σ υζητήσ ουμε, αλ λ ά όχ ι τώρα. Η Χήρα Γουέιλ αν τ εξιχ ν ίαζε έν α έγ κλ ημα και δεν σ κόπευα ν α τη σ ταματήσ ω. ● Κι έπειτα, επιτέλ ους, ο Τζο επέσ τρεψ ε. Άκουσ α βήματα σ την μπροσ τιν ή βεράν τα
ακριβώς τη σ τιγ μή που άν αβα το φως της κουζίν ας γ ια ν α αρχ ίσ ω ν α ετοιμάζω το βραδιν ό μου. Πλ ησ ίαζε καταιγ ίδα και είχ ε σ κοτειν ιάσ ει πιο ν ωρίς. Έφτασ α σ την πόρτα προτού ακουσ τεί το χ τύπημα. «Γεια σ ου!» αν αφών ησ α με υπερβολ ικό εν θουσ ιασ μό. Μου χ αμογ έλ ασ ε. «Γεια σ ου. Καιρό είχ αμε ν α τα πούμε». Άρχ ισ ε ν α βρέχ ει. Από μακριά, ακούσ τηκε ο ήχ ος εν ός κεραυν ού. «Πώς είν αι ο Τζούλ ιαν ;» «Είν αι σ το σ πίτι, σ το ελ εύθερο δωμάτιο σ το σ πίτι των γ ον ιών μου, με κόμικς κι έν α σ ακούλ ι πατατάκια. Επισ τρέψ αμε σ ήμερα το πρωί». «Νιώθω τόσ ο αν ακουφισ μέν η…» «Μπορώ ν α περάσ ω μέσ α;» «Ασ φαλ ώς». Στάθηκα σ το πλ άι και, όταν μπήκε, έκλ εισ α πίσ ω του την πόρτα. «Σου οφείλ ω μια σ υγ γ ν ώμη», μου είπε, προτού καν προλ άβω ν α του πω ν α καθίσ ει και ν α του προσ φέρω έν α ποτήρι κρασ ί. «Για ποιο πράγ μα;» «Εκείν η τη μέρα… Δ εν σ ’ ευχ αρίσ τησ α. Μες σ την αγ ων ία μου, δεν το σ κέφτηκα καθόλ ου».
Τον άγ γ ιξα σ τον ώμο. «Θέλ ω ν α ξέρεις ότι απ’ τη μέρα του ατυχ ήματος δεν σ κέφτηκα ούτε μια σ τιγ μή πως έπρεπε ν α μ’ ευχ αρισ τήσ εις». Πήγ α ν α τραβήξω το χ έρι μου, όμως εκείν ος το έπιασ ε και άρχ ισ ε ν α μου χ αϊδεύει τα δάχ τυλ α απαλ ά, σ χ εδόν αφηρημέν α, σ αν ν α ήταν το πιο φυσ ικό πράγ μα σ τον κόσ μο. «Το τρελ ό είν αι πως ξέρω ν α κάν ω αν άν ηψ η. Θα μπορούσ α ν α τον είχ α σ ώσ ει ο ίδιος, όμως το μόν ο που μπορούσ α ν α σ κεφτώ ήταν : Είν αι ν εκρός, είν αι ν εκρός». Η φων ή του έσ πασ ε. «Θα πρέπει ν α ήταν τρομερές αυτές οι σ τιγ μές γ ια εσ έν α». Αν έκτησ ε την αυτοκυριαρχ ία του και σ υν άν τησ ε το βλ έμμα μου. «Όμως, ήσ ουν εσ ύ εκεί. Κι ευχ αρισ τώ τον Θεό γ ι’ αυτό, Νίν α». Του χ αμογ έλ ασ α και η σ τιγ μή έμοιαζε ν α παρατείν εται μες σ το χ ρόν ο και ν α γ ίν εται πιο έν τον η. Αυτό το αίσ θημα της προσ μον ής, της προσ δοκίας, ήταν αλ ηθιν ό και σ υν αρπασ τικό. Με τράβηξε απαλ ά από το μπράτσ ο και βρέθηκα σ την αγ καλ ιά του, με τα χ έρια μου γ ύρω από το λ αιμό του. Έν ιωσ α τη ζεσ τασ ιά του, τη μυρωδιά του. Κι έπειτα, έν ιωσ α τα χ είλ ια του πάν ω σ τα δικά μου, απαλ ά και δυν ατά σ υγ χ ρόν ως, επίμον α και
τρυφερά. Το σ ώμα μου έγ ειρε προς τα πίσ ω και τα χ έρια του με σ υγ κράτησ αν , κατεβαίν ον τας σ την καμπύλ η της μέσ ης μου. Άφησ α το καυτό κύμα του πάθους ν α με πλ ημμυρίσ ει. Τα χ είλ ια του άφησ αν τα δικά μου κι άρχ ισ αν ν α με φιλ ούν σ το λ αιμό. «Το ήξερα απ’ την πρώτη σ τιγ μή που σ ε είδα», μου είπε. «Το ήξερα ότι θα ήσ ουν σ ημαν τική γ ια εμέν α. Δ εν μπορείς ούτε ν α φαν τασ τείς πόσ ο σ ημαν τική είσ αι». Η εν οχ ή υποχ ώρησ ε. «Σ’ αγ απάω, Νίν α», μου είπε, με ύφος σ χ εδόν αν έμελ ο. Σαν ν α ήταν το πιο αυτον όητο και φυσ ικό πράγ μα που θα μπορούσ ε ν α πει. Κι έπειτα, άρχ ισ ε πάλ ι ν α με φιλ άει, βαθιά και παθιασ μέν α, κι ήξερα ότι κι εγ ώ τον αγ απούσ α, παρόλ ο που δεν μπορούσ α ν α το πω δυν ατά. «Στάσ ου, περίμεν ε…» του είπα και αποτραβήχ τηκα λ ίγ ο. «Δ εν είν αι…» Ήμουν έτοιμη ν α πω «σ ωσ τό», όμως τότε τον κοίταξα κάτω από τον χ αμηλ ό φωτισ μό, ακούγ ον τας απέξω το σ φυροκόπημα της βροχ ής, και ήξερα πως δεν υπήρχ ε καν έν α λ άθος σ τα σ υν αισ θήματα μου γ ια εκείν ον . Ο Τζο χ αμογ έλ ασ ε. Έν α χ αμόγ ελ ο τόσ ο σ αγ ην ευτικό, που με έκαν ε ν α λ ιώσ ω σ αν
ζαχ αρωτό κάτω από τον ήλ ιο. Μου κόπηκε η αν άσ α. «Τίποτα», είπα. «Τίποτα». ● Η καταιγ ίδα λ υσ σ ομαν ούσ ε γ ια ώρα κι έπειτα πέρασ ε. Φάγ αμε σ το κρεβάτι κι ύσ τερα κοιμηθήκαμε κουλ ουριασ μέν οι ο έν ας σ την αγ καλ ιά του άλ λ ου. Το αύριο, και κάθε αύριο που ήταν ν α έρθει, έμοιαζε ν α ξεμακραίν ει. Ούτε προθεσ μίες, ούτε απολ ογ ίες γ ια τα σ φάλ ματά μου και τα έν οχ α μυσ τικά μου. Μόν ο ο Τζο κι εγ ώ, με τα κορμιά μας ν α αγ γ ίζον ται, τυλ ιγ μέν α σ το απαλ ό σ κοτάδι λ ίγ ο πριν από το ξημέρωμα. Με το πρώτο φως, ο Τζο πετάχ τηκε πάν ω κι άρχ ισ ε ν α ν τύν εται, εν ώ εγ ώ μόλ ις άν οιγ α τα μάτια μου. «Πού πας;» «Αισ θάν ομαι απαίσ ια. Ήταν η πρώτη ν ύχ τα του Τζούλ ιαν έξω απ’ το ν οσ οκομείο και δεν ήμουν εκεί γ ια ν α τον βάλ ω γ ια ύπν ο». «Η χ θεσ ιν οβραδιν ή καταιγ ίδα ήταν φοβερή. Δ εν ήταν δυν ατόν ν α περπατήσ εις μέχ ρι το σ πίτι σ ου», είπα και αν ακάθισ α σ το κρεβάτι. «Εξάλ λ ου, ήταν μαζί του οι γ ον είς σ ου».
Κάθισ ε κι εκείν ος, χ ωρίς πουκάμισ ο, και άπλ ωσ ε το χ έρι του γ ια ν α παραμερίσ ει τα μαλ λ ιά που μου είχ αν πέσ ει σ το πρόσ ωπο. «Και πάλ ι, έπρεπε ν α είχ α πάει». Του χ αμογ έλ ασ α, ν ιώθον τας κάτι ζεσ τό και φωτειν ό ν α ξεχ ύν εται σ την καρδιά μου. Του είπα «Περίμεν ε», χ ωρίς ακόμα ν α ξέρω ότι θα του το έλ εγ α. Με κοίταξε με περιέργ εια. «Δ εν μπορώ ν α κάν ω παιδιά. Εν ν οώ πως δεν μπορώ ν α μείν ω έγ κυος». «Και λ οιπόν ;» Και λ οιπόν … «Αυτός ήταν ο λ όγ ος που χ ωρίσ αμε με τον Κάμερον . Και ξέρω πως εσ ύ θέλ εις ν ’ αποκτήσ εις κι άλ λ α παιδιά κάποια μέρα…» Έν ιωσ α αν όητη κι άφησ α τη φράσ η μου αν ολ οκλ ήρωτη. «Κάποτε ήθελ α. Αλ λ ά όχ ι πια. Ο Τζούλ ιαν είν αι ήδη οχ τώ ετών . Δ εν θέλ ω ν α επισ τρέψ ω σ τις πάν ες και τα μπιμπερό. Είν αι πολ ύ δύσ κολ ο». Έγ ειρε προς το μέρος μου και με φίλ ησ ε. «Πόσ ο καιρό σ ’ απασ χ ολ εί αυτό;» Γέλ ασ α. «Απ’ την πρώτη μέρα της γ ν ωριμίας μας». «Τότε, λ οιπόν , χ αίρομαι που επιτέλ ους το
έβγ αλ ες από μέσ α σ ου. Υ πάρχ ει και τίποτα άλ λ ο που ν α θέλ εις ν α μου πεις; Καν έν α άλ λ ο φοβερό μυσ τικό;» Τον φίλ ησ α πάλ ι με πάθος. «Πρέπει ν α φύγ ω», μου είπε. Έμειν α ξαπλ ωμέν η σ το κρεβάτι γ ι’ αρκετή ώρα αφότου είχ ε φύγ ει. Το χ αμόγ ελ ο δεν έλ εγ ε ν α σ βήσ ει από το πρόσ ωπό μου. Μέχ ρι που χ τύπησ ε το τηλ έφων ό μου. Το σ ήκωσ α, εξακολ ουθών τας ν α χ αμογ ελ άω. «Νίν α, η Μάρλ α είμαι». «Γεια σ ου, Μάρλ α. Μόλ ις ετοιμαζόμουν ν α ξεκιν ήσ ω το γ ράψ ιμο. Τώρα προχ ωράω πολ ύ καλ ά, οπότε–» «Μίλ ησ α με την Ελ ίζαμπεθ Πάρις». Έν ιωσ α έν α σ φίξιμο σ το σ τομάχ ι μου. Ο τόν ος της φων ής της ήταν κοφτός, σ χ εδόν θυμωμέν ος. «Τη δημοσ ιογ ράφο;» «Ναι, τη δημοσ ιογ ράφο. Όταν αρν ήθηκα το αίτημά της ν α τη φέρω σ ’ επαφή μαζί σ ου, μου είπε γ ια ποιο λ όγ ο σ ’ έψ αχ ν ε». Μεσ ολ άβησ ε έν α λ επτό σ ιωπής, σ αν ν α είχ ε πέσ ει το σ ήμα του τηλ εφών ου κι έπειτα ν α επαν ήλ θε. «Θέλ εις ν α μάθεις;» Με έλ ουσ ε κρύος ιδρώτας. Είχ α έν α δυσ οίων ο προαίσ θημα. Κατόρθωσ α ν α ελ έγ ξω τη φων ή μου
γ ια ν α μην τρέμει. «Νομίζω πως ν αι…» «Ισ χ υρίζεται ότι εξέταζε τα αρχ εία των εκδόσ εων Στάν λ εϊ και Γουόλ ς από το 1 926 ως το 1 929. Και ότι βρήκε κάποιες επισ τολ ές…» «Όχ ι», είπα. Ίσ ως, όμως, και ν α το είπα μόν ο από μέσ α μου. «Επισ τολ ές αν άμεσ α σ τους εκδότες και μια γ υν αίκα, την Έλ εν ορ Χολ τ. Οι εκδότες είχ αν απορρίψ ει μια σ ειρά μυθισ τορημάτων που είχ ε γ ράψ ει εκείν η η γ υν αίκα. Η ηρωίδα των βιβλ ίων της ον ομαζόταν “Χήρα Γουέιλ αν τ”». Άν οιξα το σ τόμα μου γ ια ν α μιλ ήσ ω, αλ λ ά το έκλ εισ α ξαν ά, αν ήμπορη ν α βρω τις λ έξεις. «Σε παρακαλ ώ, Νίν α, σ ε παρακαλ ώ, πες μου ότι εμπν εύσ τηκες μόν η σ ου τα βιβλ ία σ ου. Σε παρακαλ ώ, πες μου ότι δεν είν αι λ ογ οκλ οπή». Έκλ εισ α το τηλ έφων ο, το απεν εργ οποίησ α και το πέταξα ταραγ μέν η σ τη γ ων ία. Όλ α είχ αν καταρρεύσ ει.
22- Το Υ πόστεγ ο με τις Βάρκες 1 892
Η Τίλ ι έν ιωθε φόβο κι εν οχ ές παραβαίν ον τας τους καν όν ες που της είχ ε θέσ ει ο Στέρλ ιν γ κ, ο οποίος της είχ ε απαγ ορεύσ ει ν α πηγ αίν ει σ τον κήπο. Βέβαια, ο Στέρλ ιν γ κ δεν ήταν ποτέ εκεί γ ια ν α επιβάλ λ ει την τήρησ η αυτού του όρου, όμως δεν της ήταν εύκολ ο ν α ξεφύγ ει από τη Νελ . Μία εβδομάδα μετά τη μέρα που είχ ε κάν ει γ ια πρώτη φορά την πρότασ ή της σ τη Χέτι, η Τίλ ι κλ είδωσ ε προσ εκτικά την πόρτα του δωματίου της κι έπειτα κατέβηκε από το παράθυρό της σ τη βεράν τα. Αν έκαν ε τον μεγ άλ ο γ ύρο από το πίσ ω μέρος του σ πιτιού, δεν θα περν ούσ ε ούτε από το παράθυρο της Νελ ούτε από το γ ραφείο του Στέρλ ιν γ κ. Κατέβηκε από τις πίσ ω σ κάλ ες, προσ πέρασ ε την κουζίν α, έκαν ε το γ ύρο του σ πιτιού από τη βοριν ή πλ ευρά κι από εκεί χ ώθηκε σ τον κήπο. Η Χέτι της είχ ε πει ότι χ ρειαζόταν μία εβδομάδα γ ια ν α το σ κεφτεί. Στην αρχ ή, η Τίλ ι το είχ ε βρει εξωφρεν ικό. Μα δεν λ αχ ταρούσ ε σ αν τρελ ή ν α βρεθεί έξω από τη φυλ ακή; Να φύγ ει από το ν ησ ί
και ν α σ φίξει ξαν ά σ την αγ καλ ιά της τα παιδιά της; Όμως, την άφησ ε ν α το σ κεφτεί με την ησ υχ ία της και πέρασ ε μία ολ όκλ ηρη εβδομάδα μες σ την αγ ων ία. Φοβόταν μήπως τελ ικά η Χέτι την αν έφερε. Το κάθε βήμα σ τη βεράν τα έκαν ε την καρδιά της ν α αν απηδάει: μήπως ήταν κάποιος φύλ ακας που πήγ αιν ε ν α αν αφέρει σ τον Στέρλ ιν γ κ αυτό που είχ ε κάν ει; Αλ λ ά η εβδομάδα πέρασ ε και η Χέτι ήταν εκεί, δίπλ α σ τον κήπο της Τίλ ι, και την περίμεν ε. Στράφηκε όταν άκουσ ε τα βήματα της Τίλ ι πάν ω σ τα φύλ λ α. Το πρόσ ωπό της ήταν ροδοκόκκιν ο και τα μάτια της σ κοτειν ά. «Χέτι;» «Ναι», της αποκρίθηκε. «Ναι, είμαι σ ύμφων η. Ας το οργ αν ώσ ουμε. Ήξερα πως θα σ ου έλ εγ α “ν αι” έν α λ επτό ήδη αφού μου το είχ ες προτείν ει. Αλ λ ά ήθελ α ν α το σ κεφτώ… Λυπάμαι που τον σ κότωσ α. Λυπάμαι τόσ ο πολ ύ. Όμως, τα μωρά μου…» Η Τίλ ι σ υν ειδητοποίησ ε ότι ήλ πιζε, βαθιά μέσ α της, πως η Χέτι δεν θα δεχ όταν . Δ εν ήταν μικρό πράγ μα ν α βοηθήσ ει μια κρατούμεν η ν α δραπετεύσ ει· κι όμως, ήταν το μον αδικό πράγ μα που μπορούσ ε ν α κάν ει γ ια ν α εξιλ εωθεί και ν α λ υτρωθεί από την εν οχ ή της. Άρπαξε το
ροζιασ μέν ο χ έρι της Χέτι. «Το ξέρω πως λ υπάσ αι. Αλ λ ά του άξιζε». Όμως, δεν ίσ χ υε το ίδιο και γ ια τον Τζάσ περ. Δ εν ίσ χ υε το ίδιο γ ια τη Σαν τέλ . «Ήταν ικαν ός ν α σ ας σ κότων ε εκείν ος κάποια μέρα, εσ έν α ή ακόμα και τα παιδιά». «Και πώς θα γ ίν ει;» τη ρώτησ ε η Χέτι. «Πρέπει ν α… το σ χ εδιάσ ουμε. Πολ λ οί προσ πάθησ αν μέχ ρι τώρα, αλ λ ά δεν τα κατάφεραν ». «Επειδή το επιχ είρησ αν μόν οι τους, με υποτυπώδη μέσ α και χ ωρίς εφόδια. Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγ ματα θα είν αι διαφορετικά. Επειδή θα σ ε βοηθήσ ω εγ ώ». Η Τίλ ι χ αμήλ ωσ ε τη φων ή της και κοίταξε γ ύρω της. «Νομίζω πως μπορώ ν α σ ου εξασ φαλ ίσ ω μια βάρκα». Τα μάτια της Χέτι άν οιξαν διάπλ ατα. «Αλ ήθεια;» «Και μετά, θα φύγ ουμε μαζί και θα περάσ ουμε απέν αν τι, σ την εν δοχ ώρα, και θ’ αφήσ ουμε γ ια πάν τα πίσ ω μας αυτό το ν ησ ί». «Μαζί;» Η Τίλ ι έγ ν εψ ε καταφατικά, σ ίγ ουρη γ ια την απόφασ ή της. Θα διακιν δύν ευε πολ ύ αν έμεν ε. Δ εν ήταν αφελ ής: όποιος βοηθούσ ε έν αν κρατούμεν ο ν α δραπετεύσ ει, σ ίγ ουρα θα έπρεπε ν α τιμωρηθεί από το ν όμο. Όχ ι, αν έφευγ ε από το ν ησ ί, αφήν ον τας πίσ ω της εκεί και το όν ομα της Σαν τέλ
Λεζέν , θα μπορούσ ε ν α σ υν εχ ίσ ει τη ζωή της σ την εν δοχ ώρα. Θα μπορούσ ε ν α βρει δουλ ειά, μακριά, πολ ύ μακριά, σ ε κάποιο μέρος όπου καν είς δεν θα ν οιαζόταν ποια ήταν και από πού ερχ όταν . Ίσ ως ν α ήταν πια ασ φαλ ές ν α χ ρησ ιμοποιεί το παλ ιό της όν ομα. Ματίλ ν τα Κέρκλ αν τ. Μια γ υν αίκα από έν αν αλ λ οτιν ό καιρό. Η Χέτι της έσ φιξε το χ έρι. «Τότε, ας αρχ ίσ ουμε ν α προετοιμαζόμασ τε. Πρέπει ν α είμασ τε προσ εκτικές και έξυπν ες». «Και ν α μη βιασ τούμε». «Ίσ ως ν α περιμέν ουμε ν α ψ υχ ράν ει ο καιρός, τότε που ο ήλ ιος δύει ν ωρίτερα…» «Σ’ έν α μήν α από τώρα, επομέν ως;» «Σ’ έν α μήν α». ● Μια βάρκα. Η Τίλ ι χ ρειαζόταν μια βάρκα. Όχ ι μια σ χ εδία φτιαγ μέν η από ξύλ α σ κόρπια σ το ν ησ ί και δεμέν α μεταξύ τους με τη ζών η μιας πιτζάμας. Τέτοιου είδους ήταν σ υν ήθως τα αυτοσ χ έδια πλ εούμεν α που έφτιαχ ν αν οι δραπέτες. Τα κατασ κεύαζαν σ ιγ ά σ ιγ ά, γ ια μήν ες ολ όκλ ηρους, και σ το μεταξύ τα έκρυβαν μες σ τη λ άσ πη,
αν άμεσ α σ τα δέν τρα του μαγ κρόβιου δάσ ους. Ο Στέρλ ιν γ κ της είχ ε πει πως έκαν αν τακτικές έρευν ες σ την περιοχ ή κι έβρισ καν πολ λ ές μισ οφτιαγ μέν ες βάρκες. Καμία, όμως, δεν ήταν κατάλ λ ηλ η γ ια ν α ταξιδέψ ει σ τη θάλ ασ σ α. Κι αν οι δραπέτες κατόρθων αν όν τως ν α φύγ ουν από το ν ησ ί, ήταν καταδικασ μέν οι ν α πν ιγ ούν λ ίγ ο αργ ότερα σ τα σ κοτειν ά ν ερά και ν α γ ίν ουν λ εία γ ια τους καρχ αρίες. Όμως, υπήρχ αν καν ον ικές βάρκες σ το ν ησ ί, μέσ α σ ε έν α υπόσ τεγ ο γ ια σ κάφη. Ο Στέρλ ιν γ κ το είχ ε αν αφέρει τότε που αν αζητούσ αν τη Νελ · είχ ε πει πως το κορίτσ ι ήξερε σ ε ποιο σ υρτάρι του γ ραφείου του βρισ κόταν το κλ ειδί γ ια το υπόσ τεγ ο. Αλ λ ά η Τίλ ι θα έπρεπε ν α είν αι τρελ ή γ ια ν α ρωτήσ ει τη Νελ ποιο ήταν αυτό το σ υρτάρι. Η περιέργ εια του κοριτσ ιού θα μπορούσ ε ν α κατασ τρέψ ει τα σ χ έδιά της. Γι’ αυτό, πήρε την απόφασ η ν α βρει μόν η της το κλ ειδί. Εκείν ο το βράδυ, η Τίλ ι ήταν ξαπλ ωμέν η σ το κρεβάτι της, ξύπν ια μέχ ρι αργ ά. Δ εν της ήταν δύσ κολ ο ν α αν τισ ταθεί σ τον ύπν ο. Ο ν ους της σ τριφογ υρν ούσ ε. Μερικές φορές, θυμόταν τι είχ ε κάν ει ή τι σ κόπευε ν α κάν ει και την έπιαν ε τρόμος. Δ εν είχ ε αν ατραφεί γ ια τέτοια πράγ ματα, γ ια ν α
καίει σ πίτια και ν α βοηθάει κρατούμεν ους ν α δραπετεύσ ουν . Είχ ε αν ατραφεί γ ια τσ άι και ήρεμες, σ υμβατικές σ υζητήσ εις. Κι όμως, αυτά τα πράγ ματα είχ αν σ υμβεί· κι εκείν η έπρεπε ν α σ υμφιλ ιωθεί με το γ εγ ον ός πως δεν ήταν ήρεμη και σ υμβατική. Δ εν είχ ε υπάρξει ποτέ της ήρεμη και σ υμβατική. Πολ ύ μετά τα μεσ άν υχ τα, όταν το σ πίτι ήταν ήσ υχ ο και δεν ακούγ ον ταν παρά ο αν ασ τεν αγ μός του αν έμου έξω από το παράθυρο και οι δείκτες του ρολ ογ ιού σ το σ αλ όν ι, η Τίλ ι σ ηκώθηκε και άν αψ ε έν α κερί. Το πάτωμα έτριζε ελ αφρά από τα βήματά της, γ ι’ αυτό περπατούσ ε πολ ύ αργ ά. Πέρασ ε με ασ φάλ εια έξω από το δωμάτιο της Νελ , έπειτα προσ πέρασ ε την τραπεζαρία κι έφτασ ε σ την πόρτα του γ ραφείου του Στέρλ ιν γ κ. Έν ιωσ ε το πόμολ ο παγ ωμέν ο σ το χ έρι της. Το έσ τριψ ε και η πόρτα άν οιξε. Γλ ίσ τρησ ε μέσ α κι έκλ εισ ε πίσ ω της την πόρτα. Η μυρωδιά του χ ώρου την κατέκλ υσ ε. Ήταν η δική του μυρωδιά. Η Τίλ ι ακούμπησ ε το κερί της σ το γ ραφείο. Η φλ όγ α έριξε σ κιές πάν ω σ ε ράχ ες βιβλ ίων με αρχ εία, χ αρτιά τακτοποιημέν α σ ε ν οικοκυρεμέν ες σ τοίβες, μελ αν οδοχ εία και πέν ες και, τέλ ος, σ τον κορν ιζαρισ μέν ο χ άρτη του Μόρτον Μπέι που ήταν
σ τερεωμέν ος σ τον τοίχ ο. Στα σ ημειωματάρια του Στέρλ ιν γ κ είδε πρόχ ειρα σ χ έδια από θαλ ασ σ οπούλ ια: μερικά με αν οιγ μέν α τα φτερά, κάποια άλ λ α σ τα βράχ ια ή μες σ το ν ερό. Ήταν όμορφα, σ χ εδιασ μέν α με απαλ ές γ ραμμές φτιαγ μέν ες με πέν α, καλ αίσ θητα και με τέλ ειες φόρμες. Αυτή η καλ λ ιτεχ ν ική πλ ευρά του Στέρλ ιν γ κ τη γ οήτευσ ε· έδιν ε πάν τα την εν τύπωσ η εν ός τόσ ο πρακτικού αν θρώπου. Έν ας ερασ τής της τέχ ν ης, που, ωσ τόσ ο, δεν είχ ε χ ρόν ο ν α αφιερώσ ει σ την τέχ ν η. Ναι, ήταν φαν ερό ότι δεν είχ ε το χ ρόν ο γ ια ν α ασ χ ολ ηθεί με την τέχ ν η. Αυτά τα σ χ έδια ήταν το είδος των πρόχ ειρων σ κίτσ ων που σ χ εδιάζει καν είς όταν είν αι αφηρημέν ος. Η Τίλ ι πίεσ ε τον εαυτό της ν α σ υν έλ θει. Δ εν ήταν ώρα γ ια τέτοιες σ κέψ εις, ούτε γ ια ν α ερωτευτεί ακόμα πιο βαθιά τον Στέρλ ιν γ κ. Η διαδικασ ία που είχ ε κιν ητοποιήσ ει η ίδια θα την έπαιρν ε γ ια πάν τα μακριά του. Και το διπλ ό καθήκον που είχ ε αν αλ άβει –ν α απελ ευθερώσ ει τη Χέτι και ν α απαρν ηθεί την αγ άπη του Στέρλ ιν γ κ– σ ίγ ουρα θα την εξιλ έων ε γ ια τα αμαρτήματά της. Αν τί ν α χ αζεύει τα πράγ ματα του Στέρλ ιν γ κ, έπρεπε ν α ξεκιν ήσ ει την έρευν α σ τα σ υρτάρια του. Άρχ ισ ε από το γ ραφείο. Βρήκε δύο κλ ειδιά,
δεμέν α μαζί με έν αν σ τεν ό σ πάγ γ ο. Μα ήταν δυν ατόν ν α είν αι τόσ ο εύκολ ο; Τα άφησ ε πάν ω σ την επιφάν εια του γ ραφείου και άν οιξε το δεύτερο σ υρτάρι. Εκεί μέσ α βρήκε λ ευκές σ ελ ίδες χ αρτιού, σ αν αυτές που ο Στέρλ ιν γ κ έδιν ε σ τη Νελ . Στο επόμεν ο σ υρτάρι υπήρχ αν κουτιά με μελ αν οδοχ εία και έν α ακόμα κλ ειδί· αυτό ήταν περασ μέν ο σ ε έν αν μεταλ λ ικό κρίκο και είχ ε μια χ άρτιν η ετικέτα, η οποία, ωσ τόσ ο, ήταν άγ ραφη. Η Τίλ ι το ακούμπησ ε δίπλ α σ τα άλ λ α κλ ειδιά κι έπειτα σ τράφηκε σ το έπιπλ ο πίσ ω από το γ ραφείο. Εκεί υπήρχ αν τέσ σ ερα σ υρτάρια. Αν άμεσ α σ ε κεν ά λ ογ ισ τικά βιβλ ία, μολ ύβια, κεριά, σ πίρτα, κηροσ βέσ τες, χ άρακες και κουβάρια σ πάγ γ ου, βρήκε άλ λ α δύο ζευγ άρια κλ ειδιών . Είχ ε σ υγ κεν τρώσ ει σ υν ολ ικά εφτά κλ ειδιά. Έριξε μια ματιά ολ όγ υρα σ το δωμάτιο. Δ εν υπήρχ αν άλ λ α σ υρτάρια. Η Τίλ ι κάθισ ε σ το γ ραφείο του Στέρλ ιν γ κ, εξετάζον τας τα κλ ειδιά. Ποιο απ’ όλ α ν α ταίριαζε σ το υπόσ τεγ ο με τις βάρκες; Ο μον αδικός τρόπος γ ια ν α το μάθει ήταν ν α τα δοκιμάσ ει όλ α με τη σ ειρά. Τα πήρε όλ α σ τη χ ούφτα της κι επέσ τρεψ ε σ το δωμάτιό της. Αυτή τη φορά, ν τύθηκε καν ον ικά,
φόρεσ ε τις κάλ τσ ες και τα παπούτσ ια της, σ ήκωσ ε το σ τόρι του παραθύρου και βγ ήκε από εκεί, όπως ακριβώς και το απόγ ευμα. Η ν ύχ τα ήταν δροσ ερή κι η Τίλ ι αν ατρίχ ιασ ε από την ψ ύχ ρα. Όμως, ο ουραν ός ήταν καθαρός, με έν α εκατομμύριο ασ τέρια, και το μον οπάτι που οδηγ ούσ ε ως κάτω σ το υπόσ τεγ ο ήταν σ τεγ ν ό. Το ν ησ ί έμοιαζε έρημο τη ν ύχ τα. Με όλ ους τους κρατούμεν ους καταμετρημέν ους και κλ ειδωμέν ους σ τα κελ ιά τους, πήγ αιν αν και οι φύλ ακες σ τα κρεβάτια τους, εκτός από εκείν ους που είχ αν υπηρεσ ία και σ χ ημάτιζαν μικρές ομάδες γ ύρω από το σ κοτειν ό ογ κώδες κτίριο της φυλ ακής. Η Τίλ ι φορούσ ε έν α μαύρο φόρεμα γ ια ν α περν άει απαρατήρητη, σ την περίπτωσ η που κάποιοι κυκλ οφορούσ αν έξω τόσ ο αργ ά· σ την πραγ ματικότητα, όμως, δεν χ ρειαζόταν ν α φοβάται – ακόμα κι αν την αν ακάλ υπταν , το μόν ο που έκαν ε ήταν ν α περπατάει σ το δρόμο. Στο κάτω κάτω, ήταν μια ελ εύθερη γ υν αίκα και θα μπορούσ ε ν α προφασ ισ τεί ότι είχ ε βγ ει γ ια έν αν περίπατο εξαιτίας μιας μεταμεσ ον ύχ τιας κρίσ ης αϋπν ίας. Μόν ο όταν θα έφταν ε σ το υπόσ τεγ ο γ ια τις βάρκες θα έπρεπε ν α αν ησ υχ εί και ν α είν αι προσ εκτική. Γι’ αυτό, προχ ώρησ ε πολ ύ αργ ά μέχ ρι εκεί,
προσ έχ ον τας σ τη διαδρομή κάθε κίν ησ η και κάθε ήχ ο. Την παλ λ όμεν η κίν ησ η των φοιν ικόφυλ λ ων , το ασ ημόλ ευκο φωτειν ό φεγ γ άρι, το φλ οίσ βο της θάλ ασ σ ας. Πολ ύ κον τά σ το υπόσ τεγ ο γ ια τις βάρκες ήταν το ψ ηλ ό παρατηρητήριο που χ ρησ ιμοποιούσ αν όταν κάποιος δραπέτευε. Τώρα, ήταν άδειο, έν α ψ ηλ όλ ιγ ν ο λ ευκό φάν τασ μα μες σ το σ κοτάδι. Δ εν είχ ε σ τη διάθεσ ή της άλ λ ο φως πέρα από αυτό των άσ τρων και του λ επτού ακόμα φεγ γ αριού. Ψαχ ούλ εψ ε γ ια τα κλ ειδιά και τα ξεχ ώρισ ε με τα δάχ τυλ ά της. Το πρώτο κλ ειδί ήταν ολ οφάν ερα πολ ύ μεγ άλ ο γ ια εκείν η την κλ ειδαριά. Το δεύτερο έμπαιν ε σ την κλ ειδαριά, αλ λ ά δεν γ υρν ούσ ε. Η Τίλ ι έκαν ε ν α το τραβήξει έξω, όμως είχ ε κολ λ ήσ ει. Την κυρίευσ ε έν ας φόβος που πάγ ωσ ε το κορμί της. Το έσ τριψ ε λ ίγ ο, κοιτάζον τας γ ύρω της σ ε κατάσ τασ η αλ λ οφροσ ύν ης. Με έν α ξαφν ικό τράν ταγ μα, το κλ ειδί γ λ ίσ τρησ ε έξω. Η Τίλ ι σ ταμάτησ ε γ ια έν α λ επτό κι έκαν ε λ ίγ α βήματα πιο πέρα από το υπόσ τεγ ο. Επιθεώρησ ε έν α γ ύρο ολ όκλ ηρη την περ ιοχ ή. Δ εν φαιν όταν καν είς, δεν ακουγ όταν τίποτα. Το τρίτο κλ ειδί, το μον ό κλ ειδί με την άγ ραφη ετικέτα, γ λ ίσ τρησ ε μέσ α εύκολ α. Πήρε
βαθιά αν άσ α και το γ ύρισ ε σ την κλ ειδαριά. Κλ ικ. Η κλ ειδαριά υπάκουσ ε. Το πόμολ ο έσ τριψ ε. Η πόρτα άν οιξε προς τα έξω. Η Τίλ ι την έσ πρωξε μόν ο τόσ ο όσ ο χ ρειαζόταν γ ια ν α γ λ ισ τρήσ ει μέσ α κι έπειτα την έκλ εισ ε πίσ ω της. Τώρα, σ τεκόταν μέσ α σ ε έν α πηχ τό σ κοτάδι και καταριόταν τον εαυτό της που δεν είχ ε φρον τίσ ει ν α φέρει μια λ άμπα πετρελ αίου. Στάθηκε εν τελ ώς ακίν ητη, περιμέν ον τας ν α προσ αρμοσ τούν τα μάτια της σ το σ κοτάδι, όμως εξακολ ουθούσ ε ν α μη διακρίν ει τίποτα πέρα από μερικά σ χ ήματα κάπως λ ιγ ότερο σ κούρα από τον σ κοτειν ό περίγ υρο. Άπλ ωσ ε τα χ έρια της μπροσ τά της και άρχ ισ ε ν α προχ ωράει ψ ηλ αφισ τά. Σχ εδόν αμέσ ως έπεσ ε πάν ω σ την πλ ώρη μιας κωπηλ ατικής βάρκας. Με τα χ έρια της, ψ ηλ άφισ ε το περίγ ραμμά της. Ήταν αν αποδογ υρισ μέν η σ το έδαφος, δίπλ α σ ε μια άλ λ η παρόμοια βάρκα. Υ πέθεσ ε πως υπήρχ αν εκεί μέσ α αρκετές κωπηλ ατικές βάρκες, όμως πού βρίσ κον ταν τα κουπιά; Σύρθηκε προσ εκτικά κάτω σ τη σ κόν η, προσ έχ ον τας ν α μην κλ οτσ ήσ ει τίποτα και μελ αν ιάσ ει τις κν ήμες της, και προχ ώρησ ε πιο βαθιά μες σ το υπόσ τεγ ο. Βρήκε αρκετά κουπιά σ τηριγ μέν α σ τον πέτριν ο τοίχ ο και, καθώς τα
ψ ηλ άφιζε, αν ακάλ υψ ε πως ήταν σ τερεωμέν α σ ε άγ κισ τρα πάν ω σ τον τοίχ ο. Ικαν οποιημέν η που είχ ε εν τοπίσ ει τις θέσ εις όλ ων των σ ημαν τικών εφοδίων , η Τίλ ι γ λ ίσ τρησ ε αθόρυβα έξω και κλ είδωσ ε πάλ ι την πόρτα. Ήξερε πως έπρεπε ν α επισ τρέψ ει γ ρήγ ορα σ το σ πίτι και ν α βάλ ει τα κλ ειδιά σ τη θέσ η τους, σ υγ κρατών τας σ τη μν ήμη της το σ υρτάρι μες σ το οποίο βρισ κόταν το κλ ειδί με την άγ ραφη ετικέτα. Όμως, έν ιωθε το μυαλ ό της βαρύ. Γι’ αυτό, προτίμησ ε ν α περπατήσ ει γ ια λ ίγ ο μέχ ρι κάτω σ την αποβάθρα, σ την ξύλ ιν η εξέδρα. Έπειτα, κάθισ ε κατάχ αμα, με τα πόδια της σ το πλ άι και τα χ έρια της ακουμπισ μέν α κάτω, σ το τραχ ύ ξύλ ο. Δ εκάδες ιδέες σ τριφογ υρν ούσ αν μες σ το ν ου της, σ χ έδια και πλ άν α σ υν δυάζον ταν , και το μέλ λ ον πλ ησ ίαζε ορμητικό γ ια ν α τη σ υν αν τήσ ει. ● «Θα περάσ ουμε μέσ α από το μαγ κρόβιο δάσ ος», είπε η Τίλ ι σ τη Χέτι, έπειτα από τέσ σ ερις μέρες σ φοδρών αν έμων που την είχ αν κρατήσ ει μέσ α τα απογ εύματα. «Θα έχ ω καν ον ίσ ει ν α σ ε περιμέν ει εκεί η βάρκα».
«Μα πώς θα τη μεταφέρεις ως εκεί;» Κάθον ταν μαζί πάν ω σ τη χ λ όη και οι θάμν οι τις έκρυβαν από τα αδιάκριτα βλ έμματα. «Αυτό το σ κέφτομαι ακόμα. Γν ωρίζεις πόσ ο σ υχ ν ά χ ρησ ιμοποιούν τις βάρκες; Κάθε πότε τις μετρούν ;» «Δ εν έχ ω ιδέα». Η Χέτι σ ταύρωσ ε τα γ όν ατά της κι έγ ειρε από πάν ω τους. «Δ εν καταλ αβαίν εις… Εγ ώ περν άω τον περισ σ ότερο χ ρόν ο μου μέσ α σ ’ αυτό το πέτριν ο κουτί. Το καλ οκαίρι βράζει και το χ ειμών α παγ ών ει. Έρχ ομαι σ τον κήπο μερικές ώρες κάθε μέρα. Και αυτή είν αι όλ η κι όλ η η ζωή μου. Δ εν ξέρω τι άλ λ ο σ υμβαίν ει σ ’ αυτό το ν ησ ί». «Καλ ά, θα μάθω εγ ώ. Σύμφων α μ’ αυτό το σ χ έδιο, όμως, εσ ύ θα πρέπει ν α το σ κάσ εις απ’ τον κήπο το σ ούρουπο, προτού έρθει ο φύλ ακας ν α σ ε οδηγ ήσ ει πίσ ω σ το κελ ί σ ου». Η Χέτι πήρε μια βαθιά, τρεμάμεν η αν άσ α. «Όλ α θα πάν ε καλ ά», την καθησ ύχ ασ ε η Τίλ ι. «Κι αν κάποιος με δει; Η σ τολ ή της φυλ ακής είν αι τόσ ο… λ ευκή». «Θα σ ου δαν είσ ω έν α απ’ τα φορέματά μου». Τα χ είλ ια της Τίλ ι σ υσ τράφηκαν σ ε έν α πικρό κι ειρων ικό χ αμόγ ελ ο. «Δ εν χ ωράω σ τα φορέματά σ ου, Τίλ ι».
Η Τίλ ι έσ τρεψ ε τα μάτια της προς τον ουραν ό. Σκεφτόταν . Έν ας μον αχ ικός γ λ άρος πέρασ ε από πάν ω τους, ακολ ουθών τας κάποιο θερμό ρεύμα που έδιν ε ώθησ η σ τα φτερά του. Η Τίλ ι τον παρακολ ουθούσ ε χ αμογ ελ ών τας. «Λες αυτός ο γ λ άρος ν ’ απολ άμβαν ε τόσ ο πολ ύ τη ζωή του αν γ ν ώριζε πως βρίσ κεται σ ’ έν α ν ησ ί-φυλ ακή;» «Αυτός βρίσ κεται σ τον ουραν ό. Ο ουραν ός δεν είν αι φυλ ακή. Ούτε η θάλ ασ σ α». Η Τίλ ι έσ τρεψ ε την προσ οχ ή της και πάλ ι σ τη Χέτι. «Θα σ ου βρω εγ ώ δύο φορέματα. Το έν α θα είν αι ίδιο με κάποιο απ’ τα δικά μου και θα το φορέσ εις τη μέρα της απόδρασ ης. Έτσ ι, αν κάποιος σ ε δει, θα ν ομίζει πως βλ έπει εμέν α και δεν θα σ ε κυν ηγ ήσ ει. Και το άλ λ ο φόρεμα θα είν αι γ ια το ταξίδι». «Πού θα τα βρεις αυτά τα φορέματα;» «Κι αυτό είν αι κάτι που εξακολ ουθώ ν α το σ κέφτομαι. Θα μπορούσ α ν α τα φτιάξω μόν η μου, όμως η Νελ θα τα δει και θ’ αρχ ίσ ει τις ερωτήσ εις. Για κάθε εν δεχ όμεν ο, πάν τως, άφησ έ με ν α σ ου πάρω μέτρα. Έχ εις καν έν α σ πάγ γ ο κηπουρικής;» «Όχ ι. Αλ λ ά υπάρχ ει ο σ πάγ γ ος που σ τηρίζει τις λ εμον ιές. Περίμεν έ με εδώ». Η Χέτι έφυγ ε και η Τίλ ι την περίμεν ε καθισ μέν η
σ τη χ λ όη. Ίσ ως χ ρειαζόταν ν α ταξιδέψ ει σ την εν δοχ ώρα. Αν ζητούσ ε μια άδεια από τον Στέρλ ιν γ κ, δεν επρόκειτο ν α της την αρν ηθεί. Δ εν είχ αν αν ταλ λ άξει παρά μόν ο λ ιγ οσ τές λ έξεις από εκείν ο το βράδυ που η Τίλ ι είχ ε σ πάσ ει το ποτήρι του σ έρι. Εκείν ος της απηύθυν ε σ υν ήθως κάποια φιλ ικά λ όγ ια σ τη διάρκεια του δείπν ου· η Τίλ ι του απαν τούσ ε με σ ύν τομες, τυπικές φράσ εις, προσ έχ ον τας πάν τα ν α μην είν αι τόσ ο ψ υχ ρές ώσ τε ν α προκαλ έσ ουν τις υποψ ίες της Νελ . Όταν η Χέτι επέσ τρεψ ε με έν α μακρύ κομμάτι σ πάγ γ ου, η Τίλ ι σ ηκώθηκε. «Σήκωσ ε τα χ έρια σ ου», της είπε και τύλ ιξε το σ πάγ γ ο γ ύρω από το μπούσ το της, δέν ον τας έν αν μικρό κόμπο σ το σ ωσ τό σ ημείο. Έπειτα, μετακίν ησ ε το σ πάγ γ ο πιο κάτω, σ την παχ ιά μέσ η της Χέτι και σ τους γ οφούς της που έμοιαζαν με αν τρικούς. Τώρα, είχ ε πλ ήρη εικόν α της σ ωματικής της διάπλ ασ ης. Κι επειδή η Χέτι κρατούσ ε σ υχ ν ά χ αμηλ ωμέν ο το κεφάλ ι της και είχ ε σ τα μάτια της μια έκφρασ η γ εμάτη σ εβασ μό, η Τίλ ι δεν είχ ε προσ έξει πιο πριν πόσ ο δυν ατή και γ εροδεμέν η ήταν . Σκέφτηκε τα λ όγ ια του Στέρλ ιν γ κ, που της είχ ε περιγ ράψ ει ότι η Χέτι είχ ε πν ίξει τον άν τρα της, πιέζον τας δύο μαξιλ άρια σ το πρόσ ωπό του.
Τώρα, η Τίλ ι μπορούσ ε ν α φαν τασ τεί ξεκάθαρα τη σ κην ή: την πίεσ η των χ εριών της Χέτι, τη δύν αμη σ τα μπράτσ α και τον κορμό της. Η Τίλ ι τύλ ιξε το σ πάγ γ ο και τον κράτησ ε σ φιχ τά σ τη γ ροθιά της. Και τότε, διακιν δύν ευσ ε μια ερώτησ η: «Αλ ήθεια, Χέτι, γ ια ποιο λ όγ ο τα αρχ εία της δίκης δεν αν αφέρουν τίποτα γ ια τη βία που ασ κούσ ε εν αν τίον σ ου ο άν τρας σ ου;» «Δ εν αν αφέρουν τίποτα; Πώς το ξέρεις;» Τα φρύδια της αν ασ ηκώθηκαν και μια ρυτίδα αυλ άκωσ ε το μέτωπό της. «Ο Στέρλ ιν γ κ μου είπε πως είχ ες… Πως υπήρχ ε έν ας άλ λ ος άν τρας, που σ ε βοήθησ ε». Η Χέτι χ αμήλ ωσ ε πάλ ι το βλ έμμα της κι άρχ ισ ε ν α σ φίγ γ ει και ν α ξεσ φίγ γ ει τα χ έρια της. «Βέβαια… Ασ φαλ ώς και θα έλ εγ αν κάτι τέτοιο γ ια εμέν α. Είχ α έν α φίλ ο και, ν αι, τον αγ απούσ α. Ναι, πράγ ματι ευχ όμουν ν α μπορούσ α ν α ζήσ ω τη ζωή μου μαζί του. Ήξερα, όμως, πως αυτό δεν ήταν δυν ατόν . Δ εν είμαι αν όητη». Σήκωσ ε το κεφάλ ι της. «Κοίταξέ με, Τίλ ι. Δ εν είμαι όμορφη. Δ εν είμαι ν έα. Δ εν είμαι σ αν εσ έν α, με το χ ιον άτο δέρμα και τα λ αμπερά μαλ λ ιά και τις μακριές βλ εφαρίδες. Ποιος άν τρας θα με αγ απούσ ε εμέν α; Όχ ι, εκείν ος μ’ έβλ επε απλ ώς σ αν φίλ η του. Έμεν ε σ την απέν αν τι πλ ευρά
του δρόμου. Κι εκείν η τη φρικτή ν ύχ τα, αφού… Αφού είχ α υπερασ πισ τεί τον εαυτό μου… Ο άν τρας μου με είχ ε χ τυπήσ ει σ το κεφάλ ι μ’ έν α σ ιδερέν ιο τηγ άν ι και είχ ε απειλ ήσ ει τα παιδιά… Πιο πριν , έλ ειπε γ ια έν α διάσ τημα, αλ λ ά γ ύρισ ε αποφασ ισ μέν ος ν α ξεσ πάσ ει πάν ω μας την οργ ή του και τα απωθημέν α του. Κι εκείν η τη ν ύχ τα, αφού έπν ιξα τον άν τρα μου, έτρεξα σ το σ πίτι του γ είτον ά μου και τον ρώτησ α τι ν α κάν ω. Ήμουν απελ πισ μέν η. Με βοήθησ ε, πήρε το πτώμα του άν τρα μου και το πέταξε σ ε κάτι θάμν ους». Η Χέτι πήρε βαθιά αν άσ α, με τα μάτια της σ τραμμέν α τώρα προς τη θάλ ασ σ α. «Κι έδειχ ν ε τόσ ο γ αλ ήν ιος εκεί, ξαπλ ωμέν ος κάτω από έν α δέν τρο…» «Μα τα είπες όλ α αυτά σ τη ασ τυν ομία; Στους δικασ τές;» «Ασ φαλ ώς και τα είπα. Τίλ ι, σ υν έλ αβαν και το φίλ ο μου και τον πέρασ αν κι αυτόν από δίκη. Είν αι κι εκείν ος σ τη φυλ ακή, εξαιτίας μου. Με μια πολ ύ μικρότερη ποιν ή. Τουλ άχ ισ τον με πίσ τεψ αν όταν τους είπα πως εκείν ος δεν ήξερε τίποτα γ ια το φόν ο παρά μόν ο αφού τον είχ α διαπράξει». Η Τίλ ι έμειν ε γ ια λ ίγ α λ επτά σ ιωπηλ ή. «Με πισ τεύεις, έτσ ι δεν είν αι;» τη ρώτησ ε με φων ή που ακουγ όταν απελ πισ μέν η. «Τους τα είπα
όλ α. Τους είπα πώς μου είχ ε φερθεί εκείν ος, τι μου είχ ε κάν ει. Τους έδειξα τους μώλ ωπες σ το σ ώμα μου». «Ναι, σ ε πισ τεύω», είπε η Τίλ ι. «Δ εν έχ ω ακόμα ζήσ ει πολ ύ καιρό σ ’ αυτό τον κόσ μο, όμως έχ ω ήδη καταλ άβει ότι οι άν τρες δυσ αν ασ χ ετούν με τις γ υν αίκες που θυμών ουν και τις τιμωρούν όταν εκδηλ ών ουν την οργ ή τους. Έχ ω δει πώς βιάζον ται ν α πισ τέψ ουν τα χ ειρότερα γ ια τις γ υν αίκες, πώς έν α κορίτσ ι με πρόωρη πν ευματική αν άπτυξη χ αρακτηρίζεται “αν εξέλ εγ κτο”, πώς ισ χ υρίζον ται ότι εμάς μας κυβερν ούν τα πάθη μας, εν ώ εκείν οι θεωρούν τους εαυτούς τους λ ογ ικούς και άξιους ν α μας κρίν ουν . Σε πισ τεύω, Χέτι. Σε πισ τεύω». Η Χέτι κατόρθωσ ε ν α χ αμογ ελ άσ ει. «Πρέπει ν α μείν ω μόν η γ ια λ ίγ ο και ν α σ κεφτώ με ποιον ακριβώς τρόπο θα κάν ουμε πράξη το σ χ έδιό μας», της είπε η Τίλ ι, εν ώ σ τρεφόταν ν α φύγ ει. «Θα έρθω ν α σ ε βρω όταν θα τα έχ ω σ κεφτεί όλ α. Δ εν υπάρχ ει λ όγ ος ν ’ αν ησ υχ είς. Θα φρον τίσ ω εγ ώ γ ια τα πάν τα». «Στάσ ου μια σ τιγ μή, Τίλ ι», της είπε η Χέτι. «Πρέπει ν α σ ε ρωτήσ ω κάτι». Η Τίλ ι σ τράφηκε πάλ ι και την κοίταξε κατάματα. Η δροσ ερή πν οή του θαλ ασ σ ιν ού αέρα της
αν ασ ήκων ε τα μαλ λ ιά σ το σ βέρκο. «Σ’ ακούω», της είπε. «Γιατί το κάν εις αυτό;» Για αρκετή ώρα, η Τίλ ι δεν μπορούσ ε ν α μιλ ήσ ει. Υ πήρχ αν τόσ ο πολ λ ές δυν ατές απαν τήσ εις. Τελ ικά, της είπε: «Επειδή πρέπει». Η Χέτι φάν ηκε γ ια μια σ τιγ μή πως ήθελ ε ν α ζητήσ ει περισ σ ότερες εξηγ ήσ εις, αλ λ ά τελ ικά άλ λ αξε γ ν ώμη. «Θα σ ε δω σ ύν τομα», της είπε. «Όσ ο το δυν ατόν σ υν τομότερα», τη διαβεβαίωσ ε η Τίλ ι. ● Νωρίς το επόμεν ο πρωί, η Τίλ ι βρισ κόταν έξω από την πόρτα του γ ραφείου του Στέρλ ιν γ κ. Δ εν είχ ε κοιμηθεί καλ ά γ ι’ άλ λ η μια φορά και σ κέφτηκε γ ια μια σ τιγ μή πως δεν θα ήθελ ε ν α δει ο Στέρλ ιν γ κ τις μαύρες σ κιές κάτω από τα μάτια της. Έπειτα, όμως, υπεν θύμισ ε σ τον εαυτό της πως δεν μπορούσ ε ν α έχ ει καμία προσ δοκία από τον Στέρλ ιν γ κ, πως δεν είχ ε καν έν α μέλ λ ον μαζί με τον Στέρλ ιν γ κ, κι έτσ ι δεν θα είχ ε σ ημασ ία ακόμα κι αν της φύτρων ε έν α δεύτερο κεφάλ ι. Χτύπησ ε κοφτά δύο φορές και τον άκουσ ε ν α λ έει: «Περάσ τε».
Η Τίλ ι άν οιξε την πόρτα. Η έκπλ ηξή του μόλ ις την είδε φάν ηκε σ τα μάτια του και σ τη γ λ ώσ σ α του σ ώματός του, καθώς παραμέριζε σ τα γ ρήγ ορα τα έγ γ ραφα της δουλ ειάς του και σ ηκων όταν ν α τη χ αιρετήσ ει. «Τίλ ι, δεν περίμεν α ν α σ ε δω εδώ». «Ήθελ α ν α σ ου μιλ ήσ ω προτού ξεκιν ήσ ουμε τα μαθήματα της μέρας», του είπε, διατηρών τας πολ ύ ήρεμη τη φων ή της. Δ εν ήθελ ε ν α του δώσ ει την εν τύπωσ η ότι ήταν παράλ ογ η. «Ήρθα ν α σ ου ζητήσ ω μια σ ύν τομη άδεια, γ ια ν α ταξιδέψ ω ως την εν δοχ ώρα». «Για ποιο λ όγ ο;» «Αυτό είν αι προσ ωπική μου υπόθεσ η», του αποκρίθηκε. Ο Στέρλ ιν γ κ έν ευσ ε μαλ ακά. «Ασ φαλ ώς», της είπε. Πήγ ε ως το παράθυρό του και κοίταξε έξω. «Είν αι πολ ύ όμορφο πρωιν ό. Ας κάν ουμε έν αν περίπατο». «Περίπατο;» «Έχ ω διαπισ τώσ ει ότι έν ας περίπατος με βοηθάει πάν τα ν α σ κέφτομαι πιο καθαρά». «Μα δεν υπάρχ ει τίποτα γ ια ν α σ κεφτείς. Θέλ ω μια άδεια και θέλ ω κι έν α μέρος από τα χ ρήματα που δικαιούμαι γ ια την εργ ασ ία μου εδώ και–»
«Ναι, θα την έχ εις την άδειά σ ου. Δ εν έχ ω αν τίρρησ η σ ’ αυτό. Αλ λ ά υπάρχ ουν κάποια άλ λ α θέματα που θέλ ω ν α σ υζητήσ ω μαζί σ ου. Και αυτό», είπε, δείχ ν ον τας με μια χ ειρον ομία το χ ώρο γ ύρω του, «δεν είν αι το κατάλ λ ηλ ο μέρος γ ια ν α τα σ υζητήσ ουμε». Η Τίλ ι δίσ τασ ε. Το σ ώμα της και η καρδιά της ποθούσ αν ν α γ είρουν προς το μέρος του, ποθούσ αν έν αν περίπατο σ το πλ άι του εκείν ο το καθάριο, ηλ ιόλ ουσ το πρωιν ό. Αλ λ ά το μυαλ ό της την προειδοποιούσ ε ν α μην εν δώσ ει σ ε αυτή την επιθυμία. «Έλ α, Τίλ ι. Έν αν σ ύν τομο περίπατο. Δ έκα λ επτά. Κι έπειτα, θα επισ τρέψ ουμε κι οι δύο σ τις δουλ ειές μας». «Πολ ύ καλ ά», του αποκρίθηκε, πασ χ ίζον τας ν α ακουσ τεί ψ ύχ ραιμη, παρόλ ο που η καρδιά της χ τυπούσ ε σ αν τρελ ή. Κατέβηκαν τις μπροσ τιν ές σ κάλ ες και άρχ ισ αν ν α κατηφορίζουν το δυτικό μον οπάτι, μακριά από τη φυλ ακή και προς τη μικρή λ ωρίδα της παραλ ίας. Ο Στέρλ ιν γ κ γ ια αρκετή ώρα δεν μιλ ούσ ε, μόν ο απηύθυν ε έν αν τραχ ύ χ αιρετισ μό σ τους φύλ ακες που σ υν αν τούσ αν σ το δρόμο τους και τον καλ ημέριζαν . Προχ ωρούσ ε γ ρήγ ορα, κι εκείν η
έπρεπε ν α περπατάει με μεγ άλ ες δρασ κελ ιές γ ια ν α τον προλ αβαίν ει. Έριχ ν ε σ υν έχ εια κλ εφτές ματιές σ το πρόσ ωπό του, προσ παθών τας ν α μαν τέψ ει γ ια ποιο θέμα σ κόπευε ν α της μιλ ήσ ει. «Νομίζω ότι αυτό είν αι έν α καλ ό μέρος γ ια ν α καθίσ ουμε», της είπε και της έδειξε τον επίπεδο βράχ ο σ την παραλ ία, τον ίδιο σ τον οποίο η Τίλ ι καθόταν σ υχ ν ά με τη Νελ . Εκείν ος σ καρφάλ ωσ ε σ την άκρη του, όμως έν α κομμάτι της ήθελ ε ν α τον αψ ηφήσ ει. Είχ ε περπατήσ ει ως εκεί μαζί του, αλ λ ά τώρα δεν ήθελ ε ν α καθίσ ει δίπλ α του. Προτίμησ ε ν α μείν ει όρθια σ την άμμο, κοιτάζον τας προς τη θάλ ασ σ α. «Το ήξερες πως η Νελ έχ ει ον ομάσ ει αυτή την παραλ ία “Μικρή Παραλ ία”;» τον ρώτησ ε. «Αλ ήθεια;» Η Τίλ ι σ τράφηκε προς το μέρος του. «Έχ ει έν α χ άρτη. Και σ υν έχ εια προσ θέτει κάτι. Σιγ ά σ ιγ ά, τα πάν τα αποκτούν μια ον ομασ ία». Έκρυψ ε έν α μικρό χ αμόγ ελ ο. «Η περιοχ ή πάν ω απ’ τον γ κρεμό λ έγ εται “Λόφος του Στέρλ ιν γ κ”. Είπε πως αυτό ήταν έν α αρκετά αυσ τηρό όν ομα γ ια το σ υγ κεκριμέν ο μέρος». Ο Στέρλ ιν γ κ έγ ειρε μπροσ τά, με τα χ έρια του πλ εγ μέν α αν άμεσ α σ τα γ όν ατά του και το βλ έμμα
του ν α ταξιδεύει σ τη θάλ ασ σ α. «Αυσ τηρό; Με βρίσ κει αυσ τηρό;» Τα κύματα ήταν χ αμηλ ά εκείν ο το πρωί και κυλ ούσ αν μαλ ακά ως τη χ αλ ικώδη άμμο, σ πάζον τας με έν αν απαλ ό φλ οίσ βο. Μια έν τον η μυρωδιά από φύκια πλ αν ιόταν σ τον αέρα. «Δ εν ξέρω. Πάν τως, αυτό είπε», του αποκρίθηκε. Ο Στέρλ ιν γ κ κούν ησ ε το κεφάλ ι του. «Το αγ απάω υπερβολ ικά αυτό το παιδί», είπε. «Δ εν υπάρχ ει υπερβολ ική αγ άπη», είπε η Τίλ ι και η φων ή της είχ ε αρχ ίσ ει ν α παθιάζεται. «Δ εν μπορεί κάποιος ν α μετρήσ ει ή ν α ελ έγ ξει την αγ άπη. Ο άν θρωπος πρέπει απλ ώς ν α την αισ θάν εται. Αυτό είν αι το μόν ο ηθικό πράγ μα που μπορεί κάποιος ν α κάν ει». Ο Στέρλ ιν γ κ έμειν ε σ ιωπηλ ός γ ια πολ λ ή ώρα. Το πρόσ ωπο της Τίλ ι πήρε πάλ ι μια ήρεμη έκφρασ η, καθώς αν έκτησ ε την αυτοκυριαρχ ία της. Τώρα, τον παρακολ ουθούσ ε ν α κοιτάζει τη θάλ ασ σ α. Έν ας γ λ άρος πέρασ ε πάν ω από τα κεφάλ ια τους. Ο ήλ ιος έπεφτε σ τα μαλ λ ιά του Στέρλ ιν γ κ και ο άν εμος τα έσ πρωχ ν ε προς τα πίσ ω, έτσ ι που η Τίλ ι μπορούσ ε ν α δει ξεκάθαρα το πλ ατύ του μέτωπο γ ύρω από τα φρύδια του, τη δυν ατή γ ων ία της μύτης του. Δ εν θυμόταν ν α είχ ε σ υν αν τήσ ει ποτέ κάποιο άλ λ ο πρόσ ωπο που ν α το
κοιτάζει με τόσ η ευχ αρίσ τησ η, και άρχ ισ ε ν α την εκν ευρίζει το γ εγ ον ός πως εκείν ος δεν μιλ ούσ ε. Σαν ν α την είχ ε φέρει εκεί μόν ο και μόν ο γ ια ν α τη σ αγ ην εύσ ει με την υπέροχ η όψ η του. «Γιατί μ’ έφερες εδώ;» τον ρώτησ ε. «Για ποιο θέμα ήθελ ες ν α μου μιλ ήσ εις;» «Με σ υγ χ ωρείς. Εγ ώ…» άρχ ισ ε, αν αζητών τας τις κατάλ λ ηλ ες λ έξεις. Τα μάτια του ήταν ακόμα καρφωμέν α σ τη θάλ ασ σ α και τα βλ έφαρά του μισ όκλ ειν αν από την αν τηλ ιά. «Δ εν σ ου φέρθηκα σ ωσ τά. Την τελ ευταία φορά που μιλ ήσ αμε, σ υν ειδητοποίησ α πως παρέλ ειψ α ν α σ ου ζητήσ ω σ υγ γ ν ώμη. Ίσ ως η σ υγ γ ν ώμη μου ν α σ ε βοηθήσ ει. Το εν ν οούσ α όταν έλ εγ α ότι ήθελ α ν α παραμείν εις φίλ η μου. Μου λ είπουν οι σ υζητήσ εις μας, όμως τον τελ ευταίο καιρό εσ ύ δεν θέλ εις πια ν α κουβεν τιάζεις μαζί μου». Η Τίλ ι δεν είπε τίποτα, από φόβο μήπως ξεσ πάσ ει σ ε κλ άματα. Αυτή τη φορά, ο Στέρλ ιν γ κ την κοίταξε κατάματα. Τα μάτια του ήταν θλ ιμμέν α. «Ως άν τρας, ως έν ας μεγ αλ ύτερός σ ου άν τρας που κατέχ ει μια υπεύθυν η θέσ η, θα έπρεπε ν α ήμουν πολ ύ πιο προσ εκτικός μ’ εσ έν α, με την τιμή σ ου, με την καρδιά σ ου», σ υν έχ ισ ε. «Σου το έχ ω ξαν απεί:
όσ οι μέν ουμε σ ’ αυτό το ν ησ ί, ζούμε κατά κάποιο τρόπο έξω από την κοιν ων ία. Περν άμε τόσ ο πολ ύ χ ρόν ο με αν θρώπους που έχ ουν διαπράξει φόν ους ή που έχ ουν κακοποιήσ ει σ κλ ηρά άλ λ ους αν θρώπους, ώσ τε η δική μας σ υμπεριφορά μας φαίν εται άμεμπτη». Η Τίλ ι παρέμεν ε σ ιωπηλ ή. «Τίλ ι; Μίλ ησ έ μου». «Το μόν ο που άκουσ α σ ήμερα από εσ έν α είν αι ότι, επειδή είσ αι άν τρας, είσ αι πιο ικαν ός από εμέν α ν α γ ν ωρίζεις ποιο είν αι το σ ωσ τό και ν α προσ τατεύεις την τιμή μου. Και ότι θεωρείς πως μου σ υμπεριφέρθηκες άσ χ ημα επειδή κάν αμε έρωτα… Και, ακόμα, ότι το εν δεχ όμεν ο ν α ερωτευτούμε ο έν ας τον άλ λ ον είν αι κάτι αν άλ ογ ο με εγ κλ ηματική σ υμπεριφορά», του είπε. «Εγ ώ δεν είπα τίποτα απ’ όλ α αυτά». «Κι όμως, αυτά ακριβώς είπες». «Δ ιασ τρεβλ ών εις τα λ όγ ια μου. Μα γ ιατί οι γ υν αίκες πρέπει ν α είν αι τόσ ο…» Συγ κρατήθηκε γ ια ν α μην ολ οκλ ηρώσ ει τη φράσ η του, όμως είχ ε ήδη πει ακριβώς εκείν α τα λ όγ ια που πυροδοτούσ αν πάν τα τη φωτιά της. Η Τίλ ι έκαν ε ν α φύγ ει. «Τίλ ι, μου λ είπεις. Αλ λ ά δεν μπορούμε ακόμα ν α
είμασ τε μαζί. Πρέπει ν α έχ ουμε υπομον ή, ν α ελ έγ χ ουμε τον εαυτό μας και–» «Εγ ώ δεν θέλ ω ν α ελ έγ ξω τον εαυτό μου!» του φών αξε. Έπειτα, σ τράφηκε και άρχ ισ ε ν α τρέχ ει προς το σ πίτι, αφήν ον τας τον Στέρλ ιν γ κ μόν ο του σ την παραλ ία. ● Ο Στέρλ ιν γ κ και η Νελ σ τέκον ταν σ την αποβάθρα γ ια ν α την ξεπροβοδίσ ουν . Η Νελ , αγ ν οών τας το πάθος και την έν τασ η που κρύβον ταν σ την καρδιά του πατέρα της και της Τίλ ι, ήταν κεφάτη κι εν θουσ ιασ μέν η. «Να περάσ εις καλ ά σ τις διακοπές σ ου», της είπε χ αρούμεν α. «Και ν α αγ οράσ εις κάτι όμορφο γ ια τον εαυτό σ ου». Και πραγ ματικά, υπήρχ ε χ ώρος σ τη μεγ άλ η τσ άν τα της Τίλ ι γ ια αρκετά καιν ούρια φορέματα, όμως τα φορέματα που θα έφερν ε δεν θα ήταν γ ια τον εαυτό της. «Θα σ ε δω περίπου σ ε μία εβδομάδα», είπε η Τίλ ι σ τη μικρή και τη φίλ ησ ε σ το μέτωπο. «Στο μεταξύ, σ υν έχ ισ ε ν α γ ράφεις αυτή την καιν ούρια ισ τορία που έχ εις ξεκιν ήσ ει». «Καλ ή αν τάμωσ η, Τίλ ι», της είπε ο Στέρλ ιν γ κ. Ο
ήλ ιος έπεφτε πάν ω σ τα σ κούρα μαλ λ ιά του, σ το σ κούρο δέρμα του. Η Τίλ ι πρόσ εξε ότι υπήρχ αν γ ραμμές γ ύρω από τα μάτια του και μερικές γ κρίζες τρίχ ες σ τις φαβορίτες του. Λαχ ταρούσ ε ν α αγ γ ίξει το πρόσ ωπό του, ν α φιλ ήσ ει τα χ είλ ια του. «Καλ ή αν τάμωσ η, Στέρλ ιν γ κ», του αποκρίθηκε. Εκείν ος έπιασ ε τη Νελ από το χ έρι και σ τάθηκαν σ την αποβάθρα, παρακολ ουθών τας την Τίλ ι ν α αν εβαίν ει τη σ κάλ α του ατμόπλ οιου που κλ υδων ιζόταν σ την πρωιν ή παλ ίρροια. Ολ όκλ ηρος ο κόλ πος έλ αμπε κάτω από το φως του ήλ ιου. Η θάλ ασ σ α είχ ε μια γ αλ αζοπράσ ιν η απόχ ρωσ η εκείν η τη μέρα. Η υγ ρή εποχ ή είχ ε περάσ ει κι είχ ε έρθει επιτέλ ους η ξηρή εποχ ή, με τον τσ ουχ τερό ήλ ιο και τον κρύο αέρα. Η Τίλ ι άφησ ε κάτω τις αποσ κευές της και αν έβηκε σ το κατάσ τρωμα, γ ια ν α κοιτάξει προς την αποβάθρα. Οι δυο τους σ τέκον ταν ακόμα εκεί, πιασ μέν οι από το χ έρι. Η Νελ της κουν ούσ ε το χ έρι, κρατών τας τον ξύλ ιν ο γ άτο της. Ο Στέρλ ιν γ κ σ ήκωσ ε κι εκείν ος το χ έρι του γ ια ν α τη χ αιρετήσ ει, καθώς το πλ ήρωμα έλ υν ε τα σ κοιν ιά και το σ κάφος απομακρυν όταν από το λ ιμάν ι. Τη χ αιρετούσ αν σ αν ν α ήταν μια οικογ έν εια οι τρεις τους. Όμως, δεν ήταν οικογ έν εια. Και το ταξίδι της σ την εν δοχ ώρα απέκλ ειε κάθε περίπτωσ η ν α
γ ίν ουν οικογ έν εια. Γιατί η Τίλ ι βάδιζε τώρα αμείλ ικτα προς έν α μέλ λ ον σ το οποίο ο Στέρλ ιν γ κ και η Νελ δεν θα μπορούσ αν ποτέ ν α αν ήκουν .
23 - Γράμμα από το Παρελ θόν
Η Τίλ ι δεν είχ ε προλ άβει ν α γ ράψ ει εγ καίρως κάποιες επισ τολ ές και ν α καν ον ίσ ει πού θα έμεν ε όταν θα έφταν ε, αν και είπε ψ έματα σ τον Στέρλ ιν γ κ ότι το είχ ε φρον τίσ ει. Θυμόταν έν αν υφασ ματέμπορο και έν αν οίκο ραπτικής κον τά σ το οικοτροφείο της κυρίας Φρέιζερ, σ το οποίο είχ ε μείν ει μόλ ις πρωτοήρθε σ την Αυσ τραλ ία. Πήρε το τραμ από το λ ιμάν ι γ ια ν α ξαν απάει σ της κυρίας Φρέιζερ, ελ πίζον τας πως θα υπήρχ ε εκεί κάποιο δωμάτιο γ ια ν α μείν ει. Βρέθηκε σ το κατώφλ ι λ ίγ ο μετά το μεσ ημέρι και χ τύπησ ε το κουδούν ι του ψ ηλ ού κτιρίου με τα σ καλ ισ τά σ ιδερέν ια κάγ κελ α και τον αν εμοδείκτη που έτριζε. Άκουσ ε βήματα από μέσ α και η πόρτα άν οιξε. «Παρακαλ ώ;» τη ρώτησ ε μια ν εαρή γ υν αίκα. «Είν αι μέσ α η κυρία Φρέιζερ;» «Όχ ι, έχ ει βγ ει γ ια ψ ών ια. Μπορώ ν α σ ας βοηθήσ ω εγ ώ;» «Χρειάζομαι έν α μέρος ν α μείν ω γ ια μία εβδομάδα. Η κυρία Φρέιζερ με γ ν ωρίζει. Μου είχ ε πει πως θα χ αιρόταν πολ ύ αν ξαν αερχ όμουν κάποια σ τιγ μή».
«Είμασ τε πλ ήρεις». Κάτω από τις δεδομέν ες σ υν θήκες, και η μικρότερη περιπλ οκή έπαιρν ε τεράσ τιες διασ τάσ εις σ το μυαλ ό της Τίλ ι. Η αποφασ ισ τικότητά της άρχ ισ ε ν α κλ ον ίζεται. «Ναι, αλ λ ά η κυρία Φρέιζερ με γ ν ωρίζει. Ον ομάζομαι Σαν τέλ Λεζέν . Μου είχ ε πει…» Δ εν τελ είωσ ε τη φράσ η της. Αν ήταν πλ ήρεις, ήταν πλ ήρεις. «Μήπως γ ν ωρίζετε κάποιο άλ λ ο μέρος;» πρόσ θεσ ε άτον α. «Περίπου έξι χ ιλ ιόμετρα πιο κάτω σ το δρόμο, σ την πλ ατεία, υπάρχ ει έν α παν δοχ είο που προσ φέρει δωμάτια και πρωιν ό». Τα μάτια της ν εαρής γ υν αίκας τρεμόπαιξαν . «Το έχ ει έν ας κύριος. Ίσ ως μια ν εαρή κυρία μόν η, όπως εσ είς, ν α μη θέλ ει ν α μείν ει εκεί. Θα μπορούσ ατε, όμως, ν α κατευθυν θείτε προς την πόλ η–» «Είμαι σ ίγ ουρη πως δεν θα υπάρχ ει πρόβλ ημα», είπε η Τίλ ι. Έπειτα, το ξαν ασ κέφτηκε. Ο Στέρλ ιν γ κ είχ ε δίκιο. Το ν ησ ί διασ τρέβλ ων ε την κρίσ η τους και δεν τους επέτρεπε ν α σ υμπεριφέρον ται όπως άρμοζε σ ε κάθε περίσ τασ η. Όπως και ν α είχ ε, πάν τως, εκείν η χ ρειαζόταν έν α μέρος γ ια ν α μείν ει. Άρχ ισ ε ν α προχ ωράει προς την πλ ατεία, όπου τα ψ ηλ ά δέν τρα έγ ερν αν πάν ω από το δρόμο. Έν α
άλ ογ ο και μια άμαξα πέρασ αν δίπλ α της, και η Τίλ ι έκαν ε έν α άλ μα γ ια ν α φύγ ει από τη μέσ η, αποφεύγ ον τας παρά τρίχ α έν α σ ωρό από καβαλ ίν ες. Είχ ε πολ λ ούς μήν ες ν α βρεθεί από αυτή την πλ ευρά του κόλ που. Περν ούσ ε δίπλ α από ζευγ άρια, οικογ έν ειες, άν τρες που πήγ αιν αν προς την παραλ ία με τις πετσ έτες τους και τα σ κουφάκια θαλ άσ σ ης τους. Καν είς δεν φορούσ ε λ ευκή ή μπλ ε σ τολ ή. Ήταν όλ οι τους ελ εύθεροι ν α κυκλ οφορούν όπου ήθελ αν , ν α πηγ αίν ουν ως την πόλ η ή και πιο μακριά ακόμα. Κοίταξε σ την απέν αν τι πλ ευρά του κόλ που μισ οκλ είν ον τας τα βλ έφαρα, αλ λ ά δεν ήταν σ ίγ ουρη ότι θα μπορούσ ε ν α διακρίν ει το Νησ ί της Φωτιάς από εκεί. Ο όρμος ήταν διάσ τικτος από ν ησ ιά και ήταν δύσ κολ ο ν α ξεχ ωρίσ εις το έν α από το άλ λ ο. Από εκείν η την πλ ευρά: ορφαν οτροφεία, φυλ ακισ μέν οι και εκτοπισ μέν οι λ επροί αλ λ ά και αυτόχ θον ες. Από αυτή την πλ ευρά: πολ ιτισ μός. Τελ ικά, έφτασ ε σ το μέρος που της είχ ε προτείν ει η ν εαρή γ υν αίκα από το οικοτροφείο της κυρίας Φρέιζερ. Ήταν έν α μικρό ξύλ ιν ο σ πίτι με μια χ αμηλ ή μπροσ τιν ή βεράν τα κι έν αν κήπο γ εμάτο αγ ριόχ ορτα. Στάθηκε σ την απέν αν τι πλ ευρά της πλ ατείας και το περιεργ άσ τηκε. Δ εν είχ ε καν μια
πιν ακίδα: έμοιαζε με έν α σ υν ηθισ μέν ο, μικρό σ πιτάκι. Τα πόδια της έκαιγ αν από το περπάτημα, κι έτσ ι διέσ χ ισ ε το δρόμο, προχ ώρησ ε αν άμεσ α σ τα κλ ήματα που κρέμον ταν από την αψ ιδωτή πύλ η και χ τύπησ ε την πόρτα. Της άν οιξε έν ας άν τρας γ ύρω σ τα εβδομήν τα, με λ ευκά μαλ λ ιά κι ευγ εν ικό χ αμόγ ελ ο. «Πώς μπορώ ν α σ ας βοηθήσ ω;» «Άκουσ α ότι διαθέτετε δωμάτια και πρωιν ό». Ο ηλ ικιωμέν ος κύριος σ υν οφρυώθηκε. «Ναι, αλ λ ά μόν ο γ ια άν τρες. Καλ ύτερα ν α ρωτήσ ετε σ της κυρίας Φρέιζερ–» «Η κυρία Φρέιζερ δεν έχ ει δωμάτιο και δεν θέλ ω ν α πάω σ την πόλ η. Το μόν ο που θέλ ω είν αι απλ ώς έν α μέρος γ ια ν α μείν ω». «Είσ τε ειλ ικριν ής και ξεκάθαρη». Χάιδεψ ε το πιγ ούν ι του. «Δ εν είχ α φιλ οξεν ήσ ει ποτέ πριν μια ν εαρή κυρία σ το παν δοχ είο μου». «Δ εν είμαι και τόσ ο ν τελ ικάτη ν εαρή κυρία», του αποκρίθηκε. «Πέρασ α τους τελ ευταίους μήν ες δουλ εύον τας σ ’ έν α ν ησ ί-φυλ ακή, σ το Νησ ί της Φωτιάς». Ήθελ ε ν α προσ θέσ ει ακόμα: Χτύπησα έν αν άν τρα με μια μασιά τόσο δυν ατά, που η μύτη του απλ ώθηκε στο πρόσωπό του σαν βούτυρο.
Αλ λ ά τελ ικά προτίμησ ε ν α μην το πει. «Τι λ έτε γ ια την εξής πρότασ η; Μπορείτε ν α μείν ετε προς το παρόν εδώ, επειδή τώρα όλ α τα δωμάτια είν αι άδεια. Όμως, το λ ουτρό είν αι κοιν ό, οπότε αν έρθει ν α μείν ει κάποιος κύριος, εσ είς θα πρέπει ν α φύγ ετε». «Σύμφων οι», του είπε. «Πώς ον ομάζεσ τε»; «Ρίτσ αρν τ Χάμπλ ιν ». Άν οιξε διάπλ ατα την πόρτα και πήρε την αποσ κευή της. «Κι εσ είς είσ τε…;» «Σαν τέλ Λεζέν . Γκουβερν άν τα της κόρης του κυρίου Χολ τ, που είν αι διευθυν τής της φυλ ακής σ το Νησ ί της Φωτιάς». Τον ακολ ούθησ ε μέσ α βγ άζον τας τα γ άν τια της. Ο προθάλ αμος ήταν καθαρός και άν ετος, με έν α παχ ύ χ αλ ί και καλ ογ υαλ ισ μέν α χ αλ κώματα. «Γκουβερν άν τα; Πολ ύ ωραία. Θα έχ ουμε πολ λ ά θέματα σ υζήτησ ης. Εγ ώ είμαι σ υν ταξιούχ ος δάσ καλ ος». Την οδήγ ησ ε σ ε έν αν κακοφωτισ μέν ο διάδρομο και ψ αχ ούλ εψ ε σ την τσ έπη του γ ια ν α βρει έν α κλ ειδί. Έν α λ επτό αργ ότερα, της είχ ε αν οίξει την πόρτα εν ός μικρού δωματίου με θέα σ ε μια σ υσ τάδα ακακίες. Το παράθυρο ήταν αν οιχ τό και η λ επτή λ ευκή κουρτίν α χ όρευε σ τη θαλ ασ σ ιν ή αύρα. «Ελ άτε ν α δειπν ήσ ουμε μαζί απόψ ε και θα
κουβεν τιάσ ουμε γ ια τον καλ ύτερο τρόπο διδασ καλ ίας της λ ατιν ικής γ ραμματικής». Μια λ άμψ η τρεμόπαιξε σ τα μάτια του. Η Τίλ ι τον σ υμπάθησ ε από την αρχ ή. Της θύμιζε λ ίγ ο τον παππού της, με την κυρτή ράχ η του και τα λ αμπερά μάτια του αν άμεσ α σ τις ρυτίδες και τις ζάρες του προσ ώπου του. «Θα το ήθελ α πολ ύ. Κύριε Χάμπλ ιν , μήπως σ ας βρίσ κεται κάποια εφημερίδα;» «Θα σ ας τη φέρω αμέσ ως». Μία ώρα αργ ότερα, και αφού είχ ε τακτοποιήσ ει τα πράγ ματά της και είχ ε βγ άλ ει τα παπούτσ ια της από τα κουρασ μέν α πόδια της, καθόταν σ ταυροπόδι πάν ω σ το κρεβάτι της. Δ ιέτρεχ ε τις αγ γ ελ ίες εύρεσ ης εργ ασ ίας. Πολ λ ές από αυτές, όμως, ήταν τοπικές. Εκείν η έπρεπε ν α πάει πολ ύ πιο μακριά. Βρήκε αγ γ ελ ίες γ ια θέσ εις σ το βόρειο Κουίν σ λ αν τ και σ την εταιρεία εξόρυξης χ ρυσ ού. Αλ λ ά ήταν θέσ εις οικιακών βοηθών . Καθάρισ μα και μαγ είρεμα. Σίγ ουρα, όμως, θα υπήρχ ε σ ε κάποιο μέρος μια οικογ έν εια που θα χ ρειαζόταν γ κουβερν άν τα. Ίσ ως έπρεπε ν α ταξιδέψ ει πρώτα, κάπου μακριά, κι έπειτα ν α αν αζητήσ ει εκεί εργ ασ ία. Αλ λ ά και μόν ο η σ κέψ η την εξαν τλ ούσ ε. Μπορεί, όμως, η κούρασ ή της ν α οφειλ όταν σ το
ταξίδι. Ξάπλ ωσ ε πίσ ω σ το κρεβάτι της, έκλ εισ ε τα μάτια της και παραδόθηκε σ τον ύπν ο. Βρέθηκε πίσω στο Πελ αγ ίσιο Φως και περπατούσε μόν η της στο τμήμα του διαδρόμου αν άμεσα στην κορφή της σκάλ ας και το δωμάτιο του Τζάσπερ. Άκουγ ε δύο αν θρώπους ν α κάν ουν έρωτα: τον Τζάσπερ και τη Σαν τέλ , ακριβώς όπως τους είχ ε ακούσει εκείν η τη ν ύχ τα. Αυτή τη φορά, όμως, θα τους σταματούσε. Θα άν οιγ ε την πόρτα και θα τους φών αζε ν α σταματήσουν , ν α δώσουν έν α τέλ ος στη σχ έση τους. Έτσι, θα παρέμεν αν ζων ταν οί. Όταν , όμως, έπιασε το πόμολ ο της πόρτας, διαπίστωσε ότι έκαιγ ε. Και από το κάτω μέρος της πόρτας ξ εχ υν όταν καπν ός. Η Τίλ ι έσπρωξ ε δυν ατά την πόρτα με τον ώμο της. Η πόρτα άν οιξ ε και η Τίλ ι τους είδε στο κρεβάτι, περικυκλ ωμέν ους από τις φλ όγ ες. Αλ λ ά στο κρεβάτι δεν ήταν η Σαν τέλ – ήταν η Χέτι, ν τυμέν η με τη λ ευκή στολ ή της φυλ ακής και καθισμέν η πάν ω σε έν α αν τρικό σώμα. Το πρόσωπο του άν τρα ήταν καλ υμμέν ο από δύο μαξ ιλ άρια. Τα έσπρωχ ν ε με τόση δύν αμη, που οι σάρκες και οι μύες του χ ον τρού κορμιού της έμοιαζαν ν α έχ ουν συγ κεν τρωθεί στα μπράτσα της. Η Τίλ ι προσπάθησε ν α αν οίξ ει το στόμα της γ ια
ν α φων άξ ει: «Φωτιά! Φωτιά!» Η Χέτι στράφηκε προς το μέρος της. Η έκφρασή της έμοιαζε με κεραυν ό. Και τα μαλ λ ιά της, μαύρα, όμοια με φίδια μες στον καπν ό. «Του άξ ιζε», γ ρύλ ισε. Η Τίλ ι πετάχ τηκε από τον ύπν ο της. Το φως της μέρας την ξάφν ιασ ε, καθώς εκείν η η παράξεν η λ επτή κουρτίν α είχ ε μπλ εχ τεί με το φύσ ημα του αέρα, σ χ ηματίζον τας κόμπους. Πάν ω σ το κρεβάτι, τα φύλ λ α της εφημερίδας είχ αν αν ακατευτεί. Σηκώθηκε, κούν ησ ε το κεφάλ ι της γ ια ν α καθαρίσ ει το μυαλ ό της κι έκλ εισ ε το παράθυρο. Ξαφν ικά, όλ α ήταν και πάλ ι ήρεμα και σ ιωπηλ ά. Ο τρόμος πάγ ωσ ε την καρδιά της και το αίμα σ τις φλ έβες της. Και ήξερε πως έκαν ε το σ ωσ τό. Γιατί οτιδήποτε θα μπορούσ ε ν α δώσ ει έν α τέλ ος σ ε αυτούς τους εφιάλ τες ήταν η σ ωσ τή επιλ ογ ή. ● Αργ ά το ίδιο απόγ ευμα, όταν τα πόδια της είχ αν ξεκουρασ τεί και ο ήλ ιος δεν έκαιγ ε πια τόσ ο πολ ύ, η Τίλ ι περπάτησ ε ως το κατάσ τημα του υφασ ματέμπορου. Το εσ ωτερικό του μαγ αζιού
ήταν δροσ ερό, αμυδρά φωτισ μέν ο και ήσ υχ ο, λ ες και τα υφάσ ματα απορροφούσ αν κάθε θόρυβο. Μια μοδίσ τρα εργ αζόταν σ το φως που έμπαιν ε από το μπροσ τιν ό παράθυρο, καρφιτσ ών ον τας μαζί κομμάτια από ύφασ μα πάν ω σ ε μια κούκλ α βιτρίν ας. Ρολ ά από υφάσ ματα ήταν αραδιασ μέν α τυχ αία πάν ω σ τον πάγ κο, εν ώ κάποια άλ λ α ήταν σ τηριγ μέν α σ τον τοίχ ο. Η Τίλ ι πλ ησ ίασ ε έν α ρολ ό κόκκιν ου υφάσ ματος και εξέτασ ε την τιμή του. Η μοδίσ τρα έβγ αλ ε τις καρφίτσ ες από το σ τόμα της και είπε δυν ατά: «Μπορώ ν α σ ας βοηθήσ ω;» Η Τίλ ι πλ ησ ίασ ε προς το μέρος της. Κάτω από τη μασ χ άλ η της, κουβαλ ούσ ε έν α από τα δικά της φορέματα. «Θα ήθελ α ν α μου φτιάξετε έν α φόρεμα ίδιο με αυτό αλ λ ά σ ε άλ λ ο μέγ εθος, γ ια μια φίλ η μου». Η μοδίσ τρα πήρε το φόρεμα, το ξεδίπλ ωσ ε και το εξέτασ ε προσ εκτικά. «Ναι, δεν είν αι δύσ κολ ο. Δ εν θα μπορέσ ω ν α βρω ακριβώς τον ίδιο τύπο υφάσ ματος, αλ λ ά το χ ρώμα θα είν αι παρόμοιο». «Χρειάζομαι κι άλ λ ο έν α φόρεμα, από πολ ύ απλ ό ύφασ μα, πάλ ι σ το μέγ εθος της φίλ ης μου. Πόσ ο μπορεί ν α κοσ τίσ ουν ;» Η μοδίσ τρα οδήγ ησ ε την Τίλ ι σ τον γ υάλ ιν ο πάγ κο, που ήταν γ εμάτος κουτιά με κουμπιά και
κορδέλ ες, και άπλ ωσ ε το χ έρι της γ ια ν α φτάσ ει έν α σ ημειωματάριο. Σημείωσ ε με έν α μολ ύβι τα μέτρα γ ια τα φορέματα κι έπειτα πρόσ θεσ ε μερικές τιμές και αν έφερε έν α ποσ ό που η Τίλ ι μπορούσ ε ν α διαθέσ ει. «Μπορείτε ν α μου τα ετοιμάσ ετε μέσ α σ ε μία εβδομάδα;» «Όχ ι, χ ρειάζομαι τουλ άχ ισ τον δέκα μέρες». «Με σ υγ χ ωρείτε που επιμέν ω, αλ λ ά έχ ω μόν ο μία εβδομάδα σ τη διάθεσ ή μου. Θα σ ας πλ ηρώσ ω παραπάν ω». Η μοδίσ τρα αν ασ ήκωσ ε το κεφάλ ι της και κοίταξε την Τίλ ι με απαθές βλ έμμα. «Θ’ αφήσ ω γ ι’ αργ ότερα μια άλ λ η δουλ ειά. Δ εν χ ρειάζεται ν α με πλ ηρώσ ετε παραπάν ω». «Σας ευχ αρισ τώ», είπε η Τίλ ι. Το φόρεμα της Τίλ ι ήταν απλ ωμέν ο αν άμεσ ά τους, πάν ω σ τον πάγ κο. Η μοδίσ τρα το χ τύπησ ε απαλ ά με τις άκρες των δαχ τύλ ων της. «Θα πρέπει, όμως, ν α μου το αφήσ ετε αυτό». «Ναι, βέβαια». Η μοδίσ τρα χ αμογ έλ ασ ε και σ τα μάτια της έλ αμψ ε η περιέργ εια. «Δ ηλ αδή… Εσ είς κι η φίλ η σ ας ν τύν εσ τε σ υχ ν ά ολ όιδια;» Η Τίλ ι γ έλ ασ ε, σ υν ειδητοποιών τας πόσ ο
παράξεν η θα έπρεπε ν α είχ ε φαν εί η παραγ γ ελ ία της. Οι περισ σ ότερες γ υν αίκες δεν άν τεχ αν ν α βλ έπουν κάποια άλ λ η ν α φοράει ίδιο φόρεμα με το δικό τους. «Όχ ι, ποτέ. Μόν ο αυτή τη μία και μον αδική φορά. Έπειτα, ποτέ ξαν ά». ● Όταν επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι του κυρίου Χάμπλ ιν , την υποδέχ τηκε η μυρωδιά κρέατος που ψ ην όταν . Της θύμισ ε πως δεν είχ ε φάει τίποτα μετά το πρωιν ό της σ το Νησ ί της Φωτιάς. Ο κύριος Χάμπλ ιν εμφαν ίσ τηκε από το δωμάτιό του μόλ ις την άκουσ ε ν α ξεκλ ειδών ει την πόρτα και της χ αμογ έλ ασ ε. «Δ είπν ο σ τις εφτά;» τη ρώτησ ε. «Τι ώρα είν αι τώρα;» «Έξι». Το σ τομάχ ι της γ ουργ ούριζε. «Μήπως θα μπορούσ ατε ν α παρακαλ έσ ετε τη μαγ είρισ σ α ν α το ετοιμάσ ει ν ωρίτερα; Δ εν έχ ω φάει μεσ ημεριαν ό». «Τη μαγ είρισ σ α; Δ εν έχ ω μαγ είρισ σ α, τα κάν ω όλ α μόν ος μου. Αν πειν άτε, αγ απητή μου, θα προσ παθήσ ω ν α έχ ω το φαγ ητό σ το τραπέζι όσ ο ν ωρίτερα μπορώ. Πηγ αίν ετε ν α πλ υθείτε κι εγ ώ θα σ ας χ τυπήσ ω όταν θα είν αι έτοιμο».
Η Τίλ ι πήγ ε σ το δωμάτιό της, έριξε ν ερό σ το πρόσ ωπό της και άλ λ αξε το φόρεμά της με έν α άν ετο φόρεμα σ πιτιού. Δ εν πέρασ αν λ ίγ α λ επτά και ο κύριος Χάμπλ ιν της χ τύπησ ε την πόρτα. Η Τίλ ι τον ακολ ούθησ ε σ ε μια τραπεζαρία με τρία μικρά τραπέζια. Το έν α ήταν σ τρωμέν ο με έν α καθαρό αλ λ ά ξεφτισ μέν ο τραπεζομάν τηλ ο και δύο πιάτα. Όλ ες οι λ άμπες ήταν αν αμμέν ες. «Καθίσ τε, θέλ ω ν α ν ιώθετε άν ετα», της είπε. Η Τίλ ι κάθισ ε και άπλ ωσ ε το χ έρι της γ ια ν α πάρει το κρυσ τάλ λ ιν ο ποτήρι της και ν α πιει λ ίγ ο ν ερό, εν ώ ο κύριος Χάμπλ ιν πήγ ε ν α φέρει το φαγ ητό. Λίγ ο αργ ότερα, έβαλ ε μπροσ τά της κάτι που έμοιαζε με μισ οψ ημέν ο κρέας και μια γ κρίζα σ άλ τσ α μες σ την οποία κολ υμπούσ αν μερικές ζαρωμέν ες πατάτες. «Και γ ιατί δεν προσ λ αμβάν ετε μια μαγ είρισ σ α;» τον ρώτησ ε, εν ώ εκείν ος καθόταν απέν αν τί της κι έριχ ν ε μια οκά αλ άτι σ το δικό του πιάτο. «Συν ήθως, είμαι μόν ος μου ή έχ ω μόν ο έν αν φιλ οξεν ούμεν ο», της είπε και όρμηξε με εν θουσ ιασ μό σ το φαγ ητό του. Η Τίλ ι δοκίμασ ε επιφυλ ακτικά το κρέας. Απέξω ήταν σ τεγ ν ό και από μέσ α ωμό και με αίμα. Αποφάσ ισ ε ν α φάει τις πατάτες και τη σ άλ τσ α.
Αν ακάλ υψ ε πως λ αχ ταρούσ ε τα μεγ αλ οπρεπή γ εύματα σ το Νησ ί της Φωτιάς: φρέσ κα ψ ωμάκια που μόλ ις είχ αν βγ ει από το φούρν ο, ψ ητό ψ άρι που είχ ε φέρει ο ψ αράς το ίδιο πρωί, φρέσ κα λ αχ αν ικά που είχ αν καλ λ ιεργ ηθεί μόλ ις λ ίγ α μέτρα πιο κάτω. «Λοιπόν , δεσ ποιν ίς Λεζέν , πείτε μου… Πώς γ ίν ατε δασ κάλ α;» «Γκουβερν άν τα», τον διόρθωσ ε εκείν η. «Έχ ω μόν ο μία μαθήτρια. Δ ιδάχ τηκα κι εγ ώ η ίδια από μια γ κουβερν άν τα, αλ λ ά και από τον παππού μου που ήταν έν ας πολ ύ έξυπν ος άν θρωπος. Είχ α πάν τα ιδιαίτερο ταλ έν το σ τις ξέν ες γ λ ώσ σ ες. Κι εσ είς;» «Εγ ώ; Απλ ώς αγ απούσ α πολ ύ τα παιδιά». «Και δεν αποκτήσ ατε ποτέ δικά σ ας;» «Όχ ι. Δ εν παν τρεύτηκα ποτέ, κι έτσ ι δεν απέκτησ α δικά μου παιδιά. Αλ λ ά δίδαξα πολ λ ά παιδιά. Τα θυμάμαι όλ α αν εξαιρέτως, τα έξυπν α, τα άτακτα, ακόμα και τους μέτριους μαθητές». Τα μάτια του έμοιαζαν ν α ταξιδεύουν σ ε έν α μακριν ό αλ λ ά ευτυχ ισ μέν ο παρελ θόν . «Ελ πίζω ν α με θυμούν ται κι εκείν α». «Είμαι σ ίγ ουρη πως σ ας θυμούν ται». Η Τίλ ι έν ιωθε πολ ύ ζεσ τά και οικεία μαζί του. «Κι εγ ώ έχ ω μια πολ ύ ιδιαίτερη σ χ έσ η με τη μαθήτριά μου, τη
Νελ . Είν αι σ χ έσ η αγ άπης». «Και οι γ ον είς της δεν ζηλ εύουν ;» «Η μητέρα της έχ ει πεθάν ει. Ο πατέρας της… Δ εν είμαι σ ίγ ουρη». «Α, βέβαια. Οι γ ον είς θέλ ουν ν α σ υμπαθείς πολ ύ τα παιδιά τους, αλ λ ά δεν θέλ ουν ν α σ ε σ υμπαθούν πολ ύ κι εκείν α». Εξακολ ουθούσ ε ν α χ ών ει μεγ άλ ες μπουκιές σ το σ τόμα του και ν α μιλ άει εν ώ μασ ούσ ε. «Δ εν θα έπρεπε, όμως, ν ’ αν ταγ ων ίζον ται τους δασ κάλ ους». «Είμαι σ ίγ ουρη πως ο πατέρας της δεν με βλ έπει αν ταγ ων ισ τικά. Όχ ι σ ε σ χ έσ η μ’ εκείν ον τουλ άχ ισ τον . Σε σ χ έσ η με τη γ υν αίκα του που έχ ει πεθάν ει, ίσ ως». «Όπως και ν α ’χ ει, η ν εαρή σ ας Νελ θα μεγ αλ ώσ ει και δεν θα έχ ει πια αν άγ κη από γ κουβερν άν τα… Κι εσ είς θα ξεγ λ ισ τρήσ ετε από τη ζωή της σ αν ν α μην είχ ατε υπάρξει ποτέ. Τα παιδιά μεγ αλ ών ουν και σ υν εχ ίζουν τη ζωή τους. Πάν τα έν ιωθα τη θλ ίψ η μιας μικρής απώλ ειας όταν έν ας απ’ τους μαθητές μου έφευγ ε, σ αν ν α έφευγ ε μαζί του κι έν α κομμάτι μου». Για μια σ τιγ μή σ υν οφρυώθηκε, και η Τίλ ι αν αρωτήθηκε αν σ κεφτόταν κάποιον σ υγ κεκριμέν ο μαθητή του. «Λοιπόν , δεσ ποιν ίς Λεζέν , θα πρέπει ν α μου
πείτε πώς ήρθατε σ την Αυσ τραλ ία», της είπε, αν ακτών τας το κέφι του και αποδιώχ ν ον τας τις μν ήμες από το παρελ θόν . «Α, αυτή η ισ τορία είν αι κάπως περίπλ οκη γ ια ν α την εξηγ ήσ ω», του είπε, κόβον τας λ επτές φέτες από το πιο ψ ημέν ο μέρος του κρέατος, ώσ τε ν α φάει μερικές μπουκιές και ν α μη φαν εί αγ ν ώμων γ ια το δείπν ο. «Σας ακούω. Είμαι πολ ύ έξυπν ος και μπορώ ν α παρακολ ουθήσ ω οποιαδήποτε περίπλ οκη αφήγ ησ η», της είπε γ ελ ών τας. Είχ ε περάσ ει, όμως, πολ ύς καιρός από την τελ ευταία φορά που είχ ε διηγ ηθεί τις ψ εύτικες ισ τορίες γ ια το παρελ θόν της, κι έτσ ι του είπε απλ ώς μια εκδοχ ή που περιλ άμβαν ε μερικά σ τοιχ ειώδη γ εγ ον ότα. «Ζούσ α με τον παππού μου, αλ λ ά, όταν εκείν ος πέθαν ε, όλ η η περιουσ ία του μεταβιβάσ τηκε σ ε έν αν ξάδελ φό μου, επειδή ήταν άν τρας. Παν τρεύτηκα, αλ λ ά δεν επέλ εξα τον κατάλ λ ηλ ο σ ύζυγ ο. Έπειτα, ο σ ύζυγ ός μου πέθαν ε. Έν ιωθα την αν άγ κη ν α τ’ αφήσ ω όλ α αυτά πίσ ω μου, κι έτσ ι σ κέφτηκα ότι το καλ ύτερο που θα μπορούσ α ν α κάν ω θα ήταν ν α ταξιδέψ ω πολ ύ μακριά». «Ώσ τε, δεν είσ τε η “δεσ ποιν ίς Λεζέν ”; Είσ τε η
“κυρία Λεζέν ”;» «Είμαι…» Δ εν ήταν , όμως, τίποτα από τα δύο. «Καλ ύτερα ν α με λ έτε Τίλ ι και ν α μου μιλ άτε σ τον εν ικό». «Πάν τως, λ υπάμαι πολ ύ που μαθαίν ω ότι ο άν τρας σ ου πέθαν ε. Θα πρέπει ν α ήταν πολ ύ ν έος». «Μόν ο είκοσ ι τεσ σ άρων ετών ». «Από κάποια ασ θέν εια;» «Από ατύχ ημα. Όμως, δεν θα ήθελ α ν α το σ υζητήσ ω. Με αν ασ τατών ει πολ ύ». «Τον αγ απούσ ες;» «Στην αρχ ή, ν αι, πάρα πολ ύ. Όμως, δεν ήταν … Αυτό που ν όμιζα πως ήταν ». «Και τώρα είσ αι ευτυχ ισ μέν η σ το Νησ ί της Φωτιάς;» «Ναι». «Με σ υγ χ ωρείς που ρωτάω… Αλ λ ά πρόσ εξα πως η εφημερίδα σ το δωμάτιό σ ου ήταν αν οιγ μέν η σ τη σ ελ ίδα με τις αγ γ ελ ίες εύρεσ ης εργ ασ ίας». Άν οιξε τις παλ άμες του. «Οπότε, ίσ ως και ν α μην είσ αι τόσ ο ευτυχ ισ μέν η». Κάπου μες σ το σ πίτι ακούσ τηκε έν α ρολ όι ν α σ ημαίν ει το ημίωρο. Η Τίλ ι πασ πάτευε το φαγ ητό της με το πιρούν ι της. «Λοιπόν …» είπε αόρισ τα, προσ παθών τας ν α αλ λ άξει θέμα.
«Μήπως θα ήθελ ες ν α ρωτήσ ω αν υπάρχ ει καμιά δουλ ειά εδώ γ ύρω γ ια εσ έν α; Έχ ω πολ λ ούς φίλ ους που ακόμα διδάσ κουν σ ε σ χ ολ εία». «Όχ ι εδώ γ ύρω. Θέλ ω ν α πάω κάπου πιο απόμερα». «Πιο απόμερα από έν α ν ησ ί-φυλ ακή;» Έγ ειρε πίσ ω σ την καρέκλ α του και σ κούπισ ε το σ τόμα του με την πετσ έτα του. «Τι παράξεν ο…» «Μου αρέσ ουν τα ήσ υχ α μέρη». Την κοίταξε γ ια λ ίγ ο εξετασ τικά κάτω από το φως της λ άμπας που τρεμόσ βην ε. Δ ίπλ ωσ ε τα γ έρικα χ έρια του μπροσ τά του και της είπε: «Τρέχ εις ν α ξεφύγ εις από κάτι». Η Τίλ ι έν ιωσ ε έν α κέν τρισ μα εν οχ ής αλ λ ά και θυμού. Πώς τολ μούσ ε ν α υποθέτει πως γ ν ώριζε το παραμικρό γ ια εκείν η; «Ακόμα κι αν αυτό ισ χ ύει, τι πειράζει; Δ εν μπορεί μια γ υν αίκα ν α τρέχ ει γ ια ν α ξεφύγ ει από κάτι δυσ άρεσ το, χ ωρίς ν ’ αν ακατεύεται ο καθέν ας σ τις υποθέσ εις της και ν α βρίσ κεται πάν τα υπόλ ογ η;» Ο κύριος Χάμπλ ιν φάν ηκε ν α εν θουσ ιάζεται με αυτή την απάν τησ η. Έριξε το κεφάλ ι του προς τα πίσ ω και ξέσ πασ ε σ ε γ έλ ια. «Τρέχ εις ν α ξεφύγ εις από κάτι και αρπάζεσ αι εύκολ α. Αχ , είσ αι καταπλ ηκτική, Τίλ ι. Μην αν ησ υχ είς, δεν έχ ω καμία
πρόθεσ η ν α σ ε σ ταματήσ ω. Απλ ώς δεν μου τυχ αίν ει πια ν α σ υν αν τάω κάποιο εν διαφέρον άτομο. Και βρίσ κω πολ ύ απολ αυσ τική τη σ υν τροφιά σ ου». Η Τίλ ι έπιασ ε τον εαυτό της ν α χ αμογ ελ άει παρά τον εκν ευρισ μό της. «Ο παππούς πάν τα μου έλ εγ ε ν α ελ έγ χ ω το θυμό μου. Σίγ ουρα θα ν τρεπόταν αν με άκουγ ε ν α μιλ άω με τόσ ο έν τον ο τόν ο σ ’ εσ άς, έν αν κύριο τόσ α χ ρόν ια μεγ αλ ύτερό μου». Εκείν ος κούν ησ ε το χ έρι του γ ια ν α δείξει ότι διαφων ούσ ε. «Ο θυμός φουν τών ει όταν προσ παθούμε ν α τον σ υγ κρατήσ ουμε περισ σ ότερο απ’ όσ ο αν τέχ ουμε. Το έχ ω δει αυτό πολ λ ές φορές ν α σ υμβαίν ει με τα παιδιά. Όσ ο περισ σ ότερο τα πιέζουμε τόσ ο πιο εκρηκτικό είν αι τελ ικά το ξέσ πασ μά τους». «Μόν ο που εγ ώ δεν είμαι παιδί». «Είμασ τε όλ οι μας μεγ άλ α παιδιά», της αποκρίθηκε. «Ξέρουμε μόλ ις λ ίγ α περισ σ ότερα πράγ ματα απ’ αυτά που γ ν ωρίζαμε τότε. Και κάθε χ ρόν ο μαθαίν ουμε κάτι παραπάν ω, μέχ ρι που πεθαίν ουμε έχ ον τας μάθει περίπου το έν α τέταρτο απ’ όσ α υπάρχ ουν γ ια ν α μάθει καν είς». Η Τίλ ι άφησ ε κάτω το μαχ αιροπίρουν ό της. Δ εν μπορούσ ε ν α υποκρίν εται άλ λ ο πως το φαγ ητό
τρωγ όταν . «Όμως, εγ ώ χ άν ω εν τελ ώς την ψ υχ ραιμία μου», του είπε. «Και μετά, ν ιώθω άρρωσ τη απ’ τις εν οχ ές μου και καταπιέζω το θυμό μου μέχ ρι ν α ξεχ ειλ ίσ ει πάλ ι». «Ο άν θρωπος δεν θα πρέπει ποτέ ν α βασ αν ίζεται από εν οχ ές. Αν έχ ουμε κάν ει κάποιος λ άθος, πρέπει ν α ζητήσ ουμε σ υγ γ ν ώμη. Τις περισ σ ότερες φορές, όμως, δεν έχ ουμε κάν ει κάποιο πραγ ματικά σ οβαρό λ άθος. Παρατηρώ ότι πολ λ οί άν θρωποι, κυρίως οι γ υν αίκες, κατηγ ορούν τον εαυτό τους όταν δεν είν αι ευτυχ ισ μέν οι όλ οι γ ύρω τους». Έδειξε το πιάτο της. «Ήταν τόσ ο απαίσ ιο;» Κοίταξε κι εκείν η το πιάτο της. Είχ ε καταφέρει ν α φάει μία μον αδική πατάτα κι ελ άχ ισ τα κομματάκια κρέας. «Πολ ύ φοβάμαι πως ν αι», του αποκρίθηκε. «Έχ ω ψ ωμί και μήλ α σ την κουζίν α». «Σας ευχ αρισ τώ». Κατέλ ηξαν σ την κουζίν α, καθισ μέν οι σ ε έν α παλ ιό ξύλ ιν ο τραπέζι, ν α τρών ε μήλ α και ψ ωμί με λ αρδί. Ο κύριος Χάμπλ ιν ήταν πολ ύ σ οφός και την έκαν ε ν α ν ιώθει άν ετα. Της αν έφερε κάποια από τα πιο απόμερα μέρη της Αυσ τραλ ίας όπου θα μπορούσ ε ν α πάει –τις δυτικές ζούγ κλ ες ή τις ερημιές της Τασ μαν ίας– και ν α βρει δουλ ειά σ αν δασ κάλ α ή γ κουβερν άν τα. Και η Τίλ ι άρχ ισ ε, αν όχ ι
ν α αισ ιοδοξεί, τουλ άχ ισ τον ν α μη φοβάται το μέλ λ ον της. Όλ α αυτά την περίμεν αν σ την απέν αν τι πλ ευρά αυτού του σ κοτειν ού χ ρέους που είχ ε ν α ξεπλ ηρώσ ει. Θα ήταν πια απελ ευθερωμέν η από τον έρωτα, απελ ευθερωμέν η από την εν οχ ή. Θα ήταν ελ εύθερη. ● Η εβδομάδα πέρασ ε με την ευχ άρισ τη σ υν τροφιά του κυρίου Χάμπλ ιν ή με τη σ υν τροφιά του ίδιου της του εαυτού, όταν έκαν ε περιπάτους σ την πλ ατεία ή σ τον παραλ ιακό δρόμο γ ια ν α αγ οράσ ει μικρά μπιχ λ ιμπίδια γ ια τη Νελ . Ήταν το προτελ ευταίο πρωιν ό της σ την εν δοχ ώρα, όταν , εκεί που κάθον ταν σ τη ζεσ τή λ ιακάδα με τον κύριο Χάμπλ ιν κι έπιν αν το τσ άι τους σ την μπροσ τιν ή βεράν τα, είδαν μια γ υν αίκα ν α περν άει κάτω από τα μπλ εγ μέν α κλ ήματα της μπροσ τιν ής πύλ ης και ν α πλ ησ ιάζει προς τις σ κάλ ες. Η Τίλ ι αν αγ ν ώρισ ε την κυρία Φρέιζερ του οικοτροφείου γ ια κυρίες. «Καλ ή σ ας μέρα, κυρία Φρέιζερ», είπε ο κύριος Χάμπλ ιν . «Πίν ουμε τσ άι. Θέλ ετε ν α μας κάν ετε παρέα;» «Δ εν μπορώ ν α μείν ω», του αποκρίθηκε εκείν η.
«Ήρθα γ ια ν α βρω τη δεσ ποιν ίδα Λεζέν . Πώς είσ τε, αγ απητή μου; Η Μπέσ ι μου είπε ότι περάσ ατε. Λυπάμαι πολ ύ που δεν μπορέσ αμε ν α σ ας προσ φέρουμε έν α δωμάτιο». «Πέρασ α μια πολ ύ όμορφη εβδομάδα εδώ, με τον κύριο Χάμπλ ιν », είπε η Τίλ ι. «Μη σ τεν οχ ωριέσ τε καθόλ ου». «Πάν τως, χ αίρομαι που είσ τε εδώ», της είπε η κυρία Φρέιζερ, ψ άχ ν ον τας σ την τσ έπη της ποδιάς της και τραβών τας έξω έν α γ ράμμα. «Αυτό ήρθε γ ια εσ άς πριν από μήν ες. Το κράτησ α, γ ιατί δεν ήξερα πού θα πηγ αίν ατε φεύγ ον τας από εδώ». Η Τίλ ι σ ηκώθηκε και πήρε το γ ράμμα που της έτειν ε η κυρία Φρέιζερ. Είχ ε σ ασ τίσ ει. Μήπως ήταν κάποια απάν τησ η σ ε μια από τις επισ τολ ές που είχ ε σ τείλ ει όταν έψ αχ ν ε γ ια δουλ ειά; Απευθυν όταν πράγ ματι σ τη Σαν τέλ Λεζέν , αλ λ ά ήταν σ ίγ ουρη πως δεν περίμεν ε απάν τησ η σ ε κάποιο γ ράμμα. Όταν , όμως, γ ύρισ ε το φάκελ ο γ ια ν α δει τον αποσ τολ έα, το κορμί της πέτρωσ ε και το αίμα της πάγ ωσ ε σ τις φλ έβες της. «Είσ αι καλ ά, Τίλ ι;» τη ρώτησ ε ο κύριος Χάμπλ ιν , που πέρασ ε το χ έρι του κάτω από τον αγ κών α της και την οδήγ ησ ε σ την καρέκλ α της. Η Τίλ ι σ υν ειδητοποίησ ε πως τα γ όν ατά της είχ αν
λ υγ ίσ ει. «Νο… ν ομίζω πως σ ηκώθηκα πολ ύ απότομα», είπε, πιέζον τας την παλ άμη της σ το μέτωπό της. Σηκώθηκε πάλ ι, με το γ ράμμα ακόμα σ φιγ μέν ο σ το δεξί της χ έρι. «Με σ υγ χ ωρείτε. Δ εν ν ιώθω καλ ά. Θα πάω ν α ξαπλ ώσ ω». Σχ εδόν σ κόν ταψ ε πάν ω σ την καρέκλ α, καθώς έφευγ ε όσ ο πιο γ ρήγ ορα μπορούσ ε μακριά από τον κύριο Χάμπλ ιν και την κυρία Φρέιζερ. Κι έπειτα, μες σ το δωμάτιό της, αφού κλ είδωσ ε την πόρτα και σ ωριάσ τηκε σ το κρεβάτι της, διάβασ ε ξαν ά τη διεύθυν σ η του αποσ τολ έα, γ ια ν α βεβαιωθεί ότι η φαν τασ ία της δεν της είχ ε παίξει κάποιο άσ χ ημο παιχ ν ίδι την πρώτη φορά. Λόρα Μόρν ιν γ κτον , Παραν τί, Σεν τ Πίτερ Πορτ, Γκέρν σεϊ. Το παρελ θόν της την είχ ε προφτάσ ει.
24 - Η Επιστροφή στο Νησί
Το δωμάτιο της Τίλ ι σ το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι, πίσ ω σ το Νησ ί της Φωτιάς, ήταν καθησ υχ ασ τικά οικείο. Έκλ εισ ε πίσ ω της την πόρτα –σ ύν θημα προς τη Νελ ν α μην την εν οχ λ ήσ ει– και άφησ ε τη βαλ ίτσ α της ν α πέσ ει σ το πάτωμα. Κάπου σ τον πάτο της βαλ ίτσ ας της ήταν και το γ ράμμα της Λόρα Μόρν ιν γ κτον . Παραλ ίγ ο ν α το πετάξει από το ατμόπλ οιο σ τη θάλ ασ σ α κατά το ταξίδι της επισ τροφής της σ το ν ησ ί, όμως δεν μπόρεσ ε τελ ικά ν α το κάν ει. Έπρεπε ν α απαν τήσ ει; Και τι ν α της έγ ραφε, αν της απαν τούσ ε; Η Λόρα είχ ε πει κάποτε πως η Σαν τέλ ήταν σ αν μέλ ος της οικογ έν ειάς της. Καταλ άβαιν ε τώρα πόσ ο θλ ιβερή και αν απάν τεχ η θα ήταν γ ια τη Λόρα η ξαφν ική εξαφάν ισ η της Σαν τέλ εκείν ο το βράδυ. Σίγ ουρα αρκετά θλ ιβερή και αν απάν τεχ η ώσ τε η Λόρα ν α την αν αζητήσ ει και ν α βρει τα ίχ ν η της μέσ α από αρχ εία λ ιμαν ιών ή πλ οίων ή ακόμα και από τοπικά κουτσ ομπολ ιά, που την οδήγ ησ αν τελ ικά σ το οικοτροφείο της κυρίας Φρέιζερ. Η Τίλ ι άν οιξε τη βαλ ίτσ α της, ξεδίπλ ωσ ε πάλ ι το γ ράμμα και διάβασ ε μερικές αράδες. Τις είχ ε
διαβάσ ει και ξαν αδιαβάσ ει πολ λ ές φορές… αν ησύχ ησα πάρα πολ ύ γ ια εσέν α… τρομερή πυρκαγ ιά… ο Τζάσπερ και η γ υν αίκα του πέθαν αν … κι έχ ω αν άγ κη ν α μάθω αν είσαι καλ ά… σε συγ χ ωρώ γ ια όλ ες σου τις επιπολ αιότητες… γ ράψ ε μου, γ ράψ ε μου σε παρακαλ ώ, γ λ υκιά μου, γ ια ν α μπορέσω ν α ηρεμήσω… Μόν ο που η Σαν τέλ Λεζέν ήταν ν εκρή· και το άτομο που είχ ε εν τοπίσ ει η Λόρα ήταν ακριβώς εκείν ο που είχ ε προκαλ έσ ει το θάν ατό της. Αν η Λόρα αν ακάλ υπτε πως δεν ήταν η Σαν τέλ , τότε σ ίγ ουρα το έγ κλ ημά της θα γ ιν όταν γ ν ωσ τό. Αλ λ ά αυτό που τρόμαζε την Τίλ ι δεν ήταν μόν ο το εν δεχ όμεν ο ν α μαθευτούν όλ α. Ήταν το γ εγ ον ός ότι με κάποιο τρόπο την είχ αν εν τοπίσ ει, εν ώ εκείν η πίσ τευε πως είχ ε εξαφαν ισ τεί. Αλ λ ά ήταν ποτέ δυν ατόν ν α εξαφαν ισ τεί; Άραγ ε, θα έπρεπε ν α ταξιδέψ ει ως τα πέρατα της γ ης γ ια ν α χ αθούν τα ίχ ν η της, γ ια ν α μην μπορεί καν είς ν α αν ακαλ ύψ ει το παρελ θόν της; Είχ ε κουβεν τιάσ ει με τον κύριο Χάμπλ ιν γ ια έρημα και άγ ρια μέρη σ τα οποία θα μπορούσ ε ν α πάει. Μήπως αυτή η κουβέν τα επέσ τρεφε τώρα γ ια ν α τη σ τοιχ ειώσ ει; Θα την έψ αχ ν ε σ ε όλ α αυτά τα μέρη η ασ τυν ομία, όταν η Χέτι θα δραπέτευε και η Τίλ ι θα κριν όταν
υπεύθυν η; Η Τίλ ι πήγ ε ως το παράθυρο και το άν οιξε, αφήν ον τας τον θαλ ασ σ ιν ό αέρα ν α μπει μες σ το δωμάτιο. Αλ λ ά δεν είχ ε το δικαίωμα ν α τα σ υλ λ ογ ίζεται αυτά. Αν η απόφασ η ν α σ ώσ ει τη Χέτι δεν έκρυβε καν έν αν κίν δυν ο, δεν απαιτούσ ε καμία θυσ ία, τότε η Τίλ ι δεν θα μπορούσ ε ν α εξιλ εωθεί μέσ α από αυτή την πράξη της. Όταν κάν ουμε σ ε κάποιον μια χ άρη χ ωρίς ν α πλ ηρώσ ουμε έν α τίμημα ή χ ωρίς ν α σ υν αν τήσ ουμε καμία δυσ κολ ία, τότε δεν είν αι πραγ ματική χ άρη. Η Τίλ ι έπρεπε ν α πλ ηρώσ ει γ ια το έγ κλ ημά της, και η φυγ άδευσ η της Χέτι από το ν ησ ί θα ισ ορροπούσ ε την πλ άσ τιγ γ α. Ναι, μπορεί ν α την έπιαν αν και ν α την τιμωρούσ αν , όμως ίσ ως αυτό ακριβώς ν α της άξιζε. Δ εν μπορούσ ε ν α απαν τήσ ει σ το γ ράμμα της Λόρα. Δ εν μπορούσ ε ν α παρισ τάν ει πως ήταν η Σαν τέλ Λεζέν σ τους αν θρώπους που αγ απούσ αν τη Σαν τέλ Λεζέν . Η Τίλ ι έπλ εξε τα χ έρια της και τα ακούμπησ ε σ το ξύλ ιν ο περβάζι. Έν α κύμα ζεσ τασ ιάς ερχ όταν από τα δυτικά, από εκεί όπου σ τεκόταν ο απογ ευματιν ός ήλ ιος με τις απαλ ές αποχ ρώσ εις. Ήξερε πολ ύ καλ ά αυτό το περβάζι. Ήξερε πολ ύ
καλ ά αυτό το δωμάτιο, αυτό το σ πίτι. Τους αν θρώπους που ζούσ αν εδώ. Το τοπίο που απλ ων όταν κάτω από τη βεράν τα, τους φοίν ικες και τις σ υκιές, τους ευρύχ ωρους κήπους, το χ ωματόδρομο που οδηγ ούσ ε σ τον γ κρεμό. Αυτό το σ πίτι είχ ε γ ίν ει και δικό της τους τελ ευταίους μήν ες. Κι όμως, τώρα ήταν αν αγ κασ μέν η ν α το εγ καταλ είψ ει, όπως είχ ε εγ καταλ είψ ει και το προηγ ούμεν ο σ πίτι της σ το Γκέρν σ εϊ, αλ λ ά και το παλ ιότερο σ πίτι της σ το Ντόρσ ετ. Η Τίλ ι είχ ε την αίσ θησ η πως υπήρχ ε έν α κεν ό κάτω από τις καμάρες των ποδιών της, σ αν ν α μη σ τεκόταν σ τον κόσ μο, σ αν ν α αιωρούν ταν λ ίγ α εκατοσ τά πιο πάν ω. Δ εν υπήρχ ε σ τέρεο έδαφος γ ια εκείν η, όσ ο κι αν προσ παθούσ ε ν α τεν τώσ ει τα δάχ τυλ α των ποδιών της γ ια ν α αγ γ ίξει τη γ η. Ο κόσ μος μετακιν ιόταν από κάτω της. Κι εκείν η περίμεν ε, αν ίσ χ υρη, ν α βρει επιτέλ ους λ ίγ η ηρεμία. ● Ακριβώς την ώρα της δύσ ης, η Τίλ ι ήξερε πως έπρεπε ν α βγ ει σ τον κήπο και ν α σ υν αν τήσ ει τη Χέτι, γ ια ν α κατασ τρώσ ουν τα σ χ έδιά τους. Αλ λ ά καθώς κατέβαιν ε το τελ ευταίο σ καλ οπάτι, είδε
ξαφν ιασ μέν η έν α φύλ ακα ν α σ τέκεται σ τον κήπο και ν α κοιτάζει τη θάλ ασ σ α πέρα μακριά. Η Χέτι δούλ ευε λ ίγ ο πιο κει. Όμως, σ υν ήθως δεν την επέβλ επε κάποιος όταν δούλ ευε. Καθώς τη θεωρούσ αν αξιόπισ τη, έπρεπε ν α φρουρείται μόν ο σ το δρόμο από και προς τη φυλ ακή, όχ ι ν α επιτηρείται την ώρα της δουλ ειάς της. Η Τίλ ι δίσ τασ ε κι έκαν ε έν α βήμα πίσ ω. Ο φρουρός σ τράφηκε, την είδε και της χ αμογ έλ ασ ε. Η Τίλ ι του αν ταπέδωσ ε το χ αιρετισ μό με έν α μικρό ν εύμα του χ εριού της και μπήκε πάλ ι σ το σ πίτι. Έπεσ ε πάν ω σ τη Νελ , που ερχ όταν από την άλ λ η πλ ευρά. «Αχ , εδώ είσ αι, επιτέλ ους!» είπε η Νελ και την αγ κάλ ιασ ε. «Πόσ ο χ αίρομαι που γ ύρισ ες! Βαριόμουν πολ ύ χ ωρίς εσ έν α». «Γιατί αυτός ο φύλ ακας επιτηρεί τη Χέτι;» ρώτησ ε η Τίλ ι. Η Νελ σ ήκωσ ε τους ώμους της. «Δ εν έχ ω ιδέα. Δ εν το πρόσ εξα». Τίν αξε παραξεν εμέν η το κεφάλ ι της. «Τι περίεργ η ερώτησ η, όταν έχ εις ν α με δεις πάν ω από μία εβδομάδα!» Η Τίλ ι την έσ φιξε σ την αγ καλ ιά της. «Με σ υγ χ ωρείς, απλ ώς δεν την είχ α δει ποτέ ν α δουλ εύει κάτω από επιτήρησ η. Πες μου τώρα, σ ε
ποιο σ ημείο βρίσ κεται η ισ τορία σ ου;» «Α, τα πράγ ματα είν αι πολ ύ απειλ ητικά. Δ εν ξέρω ούτε κι εγ ώ ποιος θα ζήσ ει και ποιος θα πεθάν ει. Θέλ εις ν α σ ου διαβάσ ω έν α απόσ πασ μα;» «Πάμε ν α καθίσ ουμε σ τη βεράν τα; Είν αι έν α πολ ύ όμορφο απόγ ευμα… Θα μπορέσ ουμε ν ’ απολ αύσ ουμε τον καθαρό αέρα». Κι έτσ ι, κάθισ αν σ τη βεράν τα και η Νελ διάβαζε, εν ώ η Τίλ ι παρακολ ουθούσ ε τον κήπο με την άκρη του ματιού της. Πείσ τηκε τελ ικά πως ο φύλ ακας εκτελ ούσ ε εκεί κάποια άλ λ η υπηρεσ ία, επειδή έδιν ε ελ άχ ισ τη σ ημασ ία σ τη Χέτι. Περν ούσ ε το μεγ αλ ύτερο μέρος του χ ρόν ου του γ ερμέν ος πάν ω σ την παράγ κα του κήπου, καπν ίζον τας ή σ καλ ίζον τας μια φιγ ούρα σ ε έν α χ ον τρό διχ αλ ωτό κλ αδάκι. Τι έπρεπε ν α κάν ει η Τίλ ι; Να ρωτήσ ει τον Στέρλ ιν γ κ; Αλ λ ά αυτό μπορεί ν α τον παραξέν ευε. Η Τίλ ι κατάλ αβε πως η Χέτι την είχ ε δει. Τα μαύρα μάτια της μαρτυρούσ αν πως προσ παθούσ ε ν α επικοιν ων ήσ ει σ ιωπηλ ά μαζί της, όμως μια τέτοια επικοιν ων ία ήταν σ την πραγ ματικότητα αδύν ατη. Τότε, η Χέτι έριξε μια ματιά σ το φύλ ακα, που δεν της έδιν ε καμία σ ημασ ία, και ξεγ λ ίσ τρησ ε λ ίγ ο πιο πέρα σ τη δυτική άκρη του κήπου. Η Τίλ ι σ ηκώθηκε. Η Νελ σ ταμάτησ ε σ τη μέσ η
μιας πρότασ ης και την κοίταξε απορημέν η. «Ξέρεις… » άρχ ισ ε αμήχ αν α η Τίλ ι. «Μέν ουν ακόμα δύο κεφάλ αια». «Μόν ο που έχ ω–» «Πον οκέφαλ ο μήπως; Πάλ ι;» Η φων ή της Νελ ήταν καχ ύποπτη, ίσ ως ακόμα και θυμωμέν η. Η Τίλ ι πιέσ τηκε ν α χ αμογ ελ άσ ει, έσ κυψ ε λ ίγ ο και χ άιδεψ ε τις μπούκλ ες της Νελ . «Είσ αι πολ ύ γ λ υκιά. Έχ ω απλ ώς την αν άγ κη ν α περπατήσ ω γ ια λ ίγ ο μόν η μου και ν α σ κεφτώ. Ήμουν ώρες κλ εισ μέν η μες σ το ατμόπλ οιο και χ ρειάζομαι καθαρό αέρα και–» «Όπως θέλ εις», είπε η Νελ απότομα. «Πήγ αιν ε. Η ισ τορία μου μπορεί ν α περιμέν ει». Η Τίλ ι κοκκίν ισ ε από εν οχ ή. Η Νελ έσ πρωξε την καρέκλ α της προς τα πίσ ω και μάζεψ ε με απότομες κιν ήσ εις τα χ αρτιά της. Κι όταν το κορίτσ ι μπήκε μες σ το σ πίτι, η Τίλ ι έριξε μια ματιά σ το φύλ ακα και τον είδε ν α σ τέκεται με την πλ άτη του μισ οσ τραμμέν η προς το μέρος της. Κατέβηκε αθόρυβα τις σ κάλ ες και χ ώθηκε σ τον κήπο. Έτρεμε. Περίμεν ε πως από σ τιγ μή σ ε σ τιγ μή θα άκουγ ε μια φων ή ν α την καλ εί ν α επισ τρέψ ει. Σύν τομα, όμως, βρέθηκε έξω από το οπτικό πεδίο του φύλ ακα, σ τη βορειοδυτική πλ ευρά του κήπου,
πίσ ω από μια σ υσ τάδα θάμν ων . Η Χέτι την είδε και την πλ ησ ίασ ε. Κάθισ αν αν ακούρκουδα η μια δίπλ α σ την άλ λ η. «Τι κάν ει εδώ ο φρουρός;» τη ρώτησ ε η Τίλ ι. «Είν αι καιν ούριος. Υ ποτίθεται πως θα έπρεπε ν α βρίσ κεται κάτω, σ τα χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα. Τα καλ άμια έχ ουν ψ ηλ ώσ ει τόσ ο, που οι φύλ ακες δυσ κολ εύον ται πια ν α παρακολ ουθήσ ουν τους κρατούμεν ους. Τον άκουσ α ν ’ αραδιάζει ψ έματα σ τον επικεφαλ ής φρουρό των γ υν αικείων φυλ ακών . Του έλ εγ ε πως είχ ε περάσ ει το απόγ ευμά του σ τα χ ωράφια με τους αλ υσ οδεμέν ους άν τρες, εν ώ σ την πραγ ματικότητα όλ η την ώρα σ καλ ίζει ξύλ α και καπν ίζει εδώ πάν ω. Ακριβώς κάτω απ’ τη μύτη του διευθυν τή». «Το γ ραφείο του Στέρλ ιν γ κ βλ έπει απ’ την άλ λ η πλ ευρά». «Μπορείς ν α τον αν αφέρεις;» Η Τίλ ι κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι της. «Όχ ι, αυτό θα τραβούσ ε την προσ οχ ή πάν ω σ ου. Πάν ω μας. Θα πρέπει ν α βασ ισ τούμε σ την παν τελ ή αδιαφορία του». Η Χέτι έν ευσ ε πως είχ ε καταλ άβει. «Εν τάξει… Αφού το λ ες εσ ύ…» «Έχ ω τα φορέματα. Θα σ ου φέρω το δικό σ ου…
όταν φτάσ ει εκείν η η μέρα». «Και πότε θα φτάσ ει εκείν η η μέρα;» «Σύν τομα. Όταν θα έχ ω σ κεφτεί πώς θα ξετυλ ιχ τεί ολ όκλ ηρο το σ χ έδιό μας. Προσ πάθησ ε ν α κάν εις υπομον ή. Και ν α μου έχ εις εμπισ τοσ ύν η». «Σου έχ ω εμπισ τοσ ύν η». Η Χέτι άπλ ωσ ε το χ έρι της, άρπαξε το χ έρι της Τίλ ι και το έσ φιξε. Η Τίλ ι χ αμήλ ωσ ε το βλ έμμα της σ το τραχ ύ χ έρι της Χέτι. Δ υν ατό, σ χ εδόν αν τρικό. Επέσ τρεψ ε σ τη θύμησ ή της ο εφιάλ της που είχ ε δει. Η Χέτι, όμοια με τέρας, ν α πν ίγ ει έν αν άν τρα με το βάρος της και με τη δύν αμή της. Μια ελ αφριά αν ατριχ ίλ α διαπέρασ ε το κορμί της. Η Χέτι τράβηξε το χ έρι της και της είπε: «Σ’ εμπισ τεύομαι περισ σ ότερο απ’ όσ ο έχ ω εμπισ τευτεί οποιον δήποτε άν θρωπο σ τη ζωή μου. Έζησ α γ ια πολ λ ά χ ρόν ια χ ωρίς ν α γ ν ωρίσ ω σ υμπόν ια από καν έν αν . Και κατέλ ηξα ν α πισ τεύω ότι δεν άξιζα τη σ υμπόν ια. Όμως, εσ ύ… Εσ ύ μ’ έκαν ες ν α πισ τέψ ω ξαν ά πως αν ήκω κι εγ ώ σ το αν θρώπιν ο είδος. Ποτέ μου δεν θα μπορέσ ω ν α σ ’ ευχ αρισ τήσ ω αρκετά. Για όσ α έχ εις ήδη κάν ει. Για όσ α θα έρθουν ». Τα ζεσ τά λ όγ ια της Χέτι ήταν το κατάλ λ ηλ ο
αν τίδοτο γ ια τις ψ υχ ρές αμφιβολ ίες της Τίλ ι. Θα έλ εγ ε καν είς ότι η Χέτι είχ ε διαβάσ ει τη σ κέψ η της. Κι έτσ ι, η Τίλ ι επικεν τρώθηκε ξαν ά σ τα πρακτικά βήματα του σ χ εδίου τους. «Θα ήταν ασ φαλ έσ τερο ν α μη μιλ άμε τόσ ο σ υχ ν ά, δεδομέν ων των σ υν θηκών », της είπε. «Θέλ ω ν α ξέρεις, όμως, πως δεν παύω ούτε λ επτό ν α σ κέφτομαι την προετοιμασ ία του σ χ εδίου μας και ότι θα έρθω ν α σ ε βρω όταν σ ε χ ρειασ τώ». «Σ ευχ αρισ τώ, Τίλ ι». Η Τίλ ι σ ηκώθηκε, τέν τωσ ε τα πόδια της κι άρχ ισ ε ν α απομακρύν εται αθόρυβα. Πίσ ω της, άκουσ ε τη Χέτι ν α απομακρύν εται προς την αν τίθετη κατεύθυν σ η, με τα πεσ μέν α φύλ λ α ν α τρίζουν κάτω από τα πόδια της. Ξαφν ικά, όμως, άκουσ ε μπροσ τά της κι άλ λ α βήματα, πιο αν άλ αφρα. Η Τίλ ι πάγ ωσ ε, αλ λ ά οι αισ θήσ εις της τέθηκαν σ ε εγ ρήγ ορσ η. Άρχ ισ ε ν α προχ ωράει πιο γ ρήγ ορα, κοιτάζον τας πάν ω από τους θάμν ους. Και τότε, είδε τη Νελ ν α απομακρύν εται τρέχ ον τας από κον τά της, ν α αν εβαίν ει τις σ κάλ ες και ν α χ ών εται μες σ το σ πίτι. ●
Το έν σ τικτο της Τίλ ι της έλ εγ ε ν α αν εβεί τρέχ ον τας τις σ κάλ ες πίσ ω από το κορίτσ ι και ν α το αρπάξει από τη μέσ η γ ια ν α το σ ταματήσ ει, προτού προλ άβει ν α πλ ησ ιάσ ει τον Στέρλ ιν γ κ. Άραγ ε, πόσ α ν α είχ ε ακούσ ει; Και είχ ε ακούσ ει πράγ ματι κάτι; Αλ λ ά αν δεν είχ ε κρυφακούσ ει, γ ιατί ν α το βάλ ει σ τα πόδια; Όμως, όχ ι, δεν μπορούσ ε ν α ορμήξει σ αν σ ίφουν ας πίσ ω της. Έπρεπε ν α φαίν εται ψ ύχ ραιμη και λ ογ ική και ν α αρν ηθεί τα πάν τα. Ούτε μία φορά σ τη σ υζήτησ ή τους δεν είχ αν αν αφέρει τη λ έξη «απόδρασ η». Ό,τι κι αν είχ ε ακούσ ει η Νελ , δεν μπορούσ ε ν α το ερμην εύσ ει παρά μόν ο με τη φαν τασ ία της. Αλ λ ά αν ειδοποιούσ ε τον Στέρλ ιν γ κ ότι η Χέτι κι η Τίλ ι σ υν αν τιούν ταν κρυφά γ ια ν α κουβεν τιάσ ουν , τότε τα σ χ έδιά τους θα αν ατρέπον ταν . Κι έτσ ι, μπήκε σ το σ πίτι όσ ο πιο ήρεμα μπορούσ ε. Όλ α ήταν ήσ υχ α και η Νελ δεν φαιν όταν πουθεν ά. Πήγ ε σ την πόρτα του γ ραφείου του Στέρλ ιν γ κ και τη χ τύπησ ε θαρραλ έα. «Περάσ τε». Άν οιξε την πόρτα. «Μήπως είδες τη Νελ ;» «Α, ώσ τε επέσ τρεψ ες. Ωραία. Όχ ι, έχ ω ν α δω τη Νελ απ’ το πρόγ ευμα». Συν οφρυώθηκε. «Έκαν ε καμία αταξία;»
«Όχ ι, όχ ι. Όλ α είν αι εν τάξει. Θα σ ε δω σ το δείπν ο». Έπειτα, έκλ εισ ε την πόρτα του, προτού εκείν ος προλ άβει ν α της πει οτιδήποτε άλ λ ο ή ν α της κάν ει ερωτήσ εις σ χ ετικά με το ταξίδι της. Όσ ο κι αν λ αχ ταρούσ ε ν α βρεθούν πάλ ι πιο κον τά, έπρεπε ν α κρατηθεί όσ ο το δυν ατόν πιο μακριά του. Η Τίλ ι προχ ώρησ ε σ το διάδρομο, μπήκε σ τη βιβλ ιοθήκη και βρήκε εκεί τις σ ελ ίδες της Νελ σ κόρπιες πάν ω σ το τραπέζι, όχ ι όμως και την ίδια τη Νελ . Έτσ ι, δοκίμασ ε ν α χ τυπήσ ει μαλ ακά την πόρτα του δωματίου της. «Φύγ ε». «Νελ , μπορώ ν α σ ου μιλ ήσ ω;» Η Νελ άν οιξε την πόρτα. Το πρόσ ωπό της ήταν κατσ ουφιασ μέν ο και κόκκιν ο. Αλ λ ά η Τίλ ι πρόσ εξε γ ια πρώτη φορά πως αυτός δεν ήταν έν ας παιδιάσ τικος θυμός· ήταν η πλ ηγ ωμέν η και προδομέν η έκφρασ η μιας ν εαρής γ υν αίκας. «Μπορώ ν α περάσ ω μέσ α;» τη ρώτησ ε η Τίλ ι, με την καρδιά της ν α χ οροπηδάει. «Όχ ι, δεν μπορείς». Η Τίλ ι προσ παθούσ ε ν α διατηρήσ ει τη φων ή της ήρεμη και χ αμηλ ή, καθώς φοβόταν πως έν ας καβγ άς θα τραβούσ ε την προσ οχ ή του Στέρλ ιν γ κ.
«Πάλ ι κρυφάκουγ ες πίσ ω απ’ τις πόρτες;» «Δ εν υπάρχ ουν πόρτες σ τον κήπο», της πέταξε απότομα. «Άκουσ ες τι λ έγ αμε η Χέτι κι εγ ώ;» «Και τι πειράζει αν άκουγ α; Έχ εις τίποτα ν α κρύψ εις;» «Όχ ι». «Τότε, γ ιατί αν ησ υχ είς;» «Τότε, εσ ύ γ ιατί θυμών εις;» Η Νελ την αγ ριοκοίταξε μια σ τιγ μή κι έπειτα μαλ άκωσ ε λ ίγ ο. «Δ εν ξέρω». «Άφησ έ με ν α μπω». Η Νελ άν οιξε την πόρτα και η Τίλ ι γ λ ίσ τρησ ε μέσ α. Ύ σ τερα, η Νελ έκλ εισ ε πάλ ι την πόρτα και κάθισ ε σ το κρεβάτι της κατσ ουφιασ μέν η. Η Τίλ ι κάθισ ε δίπλ α της, εξετάζον τας το πρόσ ωπό της από το πλ άι. Έπρεπε ν α αν ακαλ ύψ ει τι ήξερε ή υποψ ιαζόταν το κορίτσ ι. «Τι άκουσ ες;» «Δ εν άκουσ α τίποτα», αποκρίθηκε η Νελ . «Δ εν καταλ αβαίν ω, όμως, γ ια ποιο λ όγ ο αν ασ τατώθηκες». «Επειδή μ’ έδιωξες, λ έγ ον τας πως είχ ες αν άγ κη από καθαρό αέρα κι από μον αξιά, και πήγ ες κατευθείαν σ το πίσ ω μέρος του κήπου γ ια ν α
κρυφτείτε με τη Χέτι και ν α μιλ άτε χ αμηλ όφων α. Κι εγ ώ ξέρω ότι υποτίθεται πως δεν πρέπει καν ν α της μιλ άς». Η Τίλ ι έν ιωσ ε τα μέλ η της ν α ελ αφραίν ουν από την αν ακούφισ η. Άρα, η Νελ δεν είχ ε θυμώσ ει επειδή υποψ ιαζόταν πως είχ αν έν α πλ άν ο απόδρασ ης· είχ ε πλ ηγ ωθεί επειδή της είχ ε πει ψ έματα κι επειδή είχ ε ν ιώσ ει πως την απέρριψ ε. «Το ξέρω ότι δεν πρέπει ν α της μιλ άω», είπε η Τίλ ι. «Και σ ε καταλ αβαίν ω, αν ν ιώθεις πως πρέπει ν α το πεις σ τον πατέρα σ ου. Η Χέτι κι εγ ώ είμασ τε φίλ ες και μου μιλ άει γ ια πράγ ματα που δεν μπορεί ν α πει σ ε άλ λ ους. Είμασ τε μεγ άλ ες γ υν αίκες και οι δύο μας, εν ώ εσ ύ… Εσ ύ δεν είσ αι. Γι’ αυτό και δεν έχ ω την απαίτησ η ν α καταλ άβεις». «Είμαι σ χ εδόν δεκατριών », είπε η Νελ . «Και πάλ ι, είσ αι πολ ύ μικρή». «Δ εν είμαι παιδί», της είπε απότομα. Κι έπειτα, πρόσ θεσ ε: «Συγ γ ν ώμη. Δ εν έπρεπε ν α χ άσ ω την ψ υχ ραιμία μου». Δ εκατριών ετών . Η Νελ ήταν έτοιμη ν α γ ίν ει γ υν αίκα, έτοιμη ν α κάν ει εκείν ο το βήμα που έμοιαζε με άλ μα σ τον γ κρεμό. Η Τίλ ι σ κέφτηκε τον εαυτό της σ ε εκείν η την ηλ ικία, θυμήθηκε πως της ήταν αδύν ατον ν α ελ έγ ξει τα ν εύρα της, πως η
παραμικρή μομφή τής φαιν όταν σ αν τεράσ τια προσ βολ ή. Ο παππούς της επέμεν ε διαρκώς πως έπρεπε ν α μάθει ν α σ υγ κρατεί τον εαυτό της, διαφορετικά θα περν ούσ ε τη ζωή της τιμωρημέν η μες σ το δωμάτιό της. Την είχ ε χ ασ τουκίσ ει, την είχ ε ν τροπιάσ ει μπροσ τά σ ε φίλ ους και σ υγ γ εν είς, επειδή ήταν αν ίκαν η ν α ελ έγ χ ει τις αν τιδράσ εις της. Κι εκείν η πίσ τευε πάν τα πως αυτό ήταν έν α ελ άττωμα της προσ ωπικότητάς της. Τώρα, όμως, βλ έπον τας τη Νελ , αν αρωτήθηκε μήπως το γ ύρισ μα της σ ελ ίδας που οδηγ ούσ ε μια γ υν αίκα από την παιδική ηλ ικία σ την εν ηλ ικίωσ η ήταν από μόν ο του αρκετό ν α δημιουργ ήσ ει τέτοια σ ύγ χ υσ η και τέτοιο θυμό, ώσ τε ν α κάν ει τα κορίτσ ια υπερευαίσ θητα. Γιατί, λ οιπόν , την είχ αν κάν ει ν α ν τρέπεται τόσ ο πολ ύ γ ι’ αυτό; Και σ ε πολ λ ές περιπτώσ εις, ο θυμός της ήταν η πιο σ ωσ τή αν τίδρασ η. Όταν ο Γκόν τφρι της έβαλ ε τρικλ οποδιά σ τον κήπο ή όταν ο άν τρας σ το ταχ υδρομείο την αποκάλ εσ ε «φακιδομούρα» ή τότε που η κυρία Μπομόν την κουτσ ομπόλ ευε παν τού γ ια την οφθαλ μοφαν ή της σ υμπάθεια απέν αν τι σ τον Πίτερ Άιρλ αν τ που εργ αζόταν σ την τράπεζα… Τη σ τιγ μή αυτή, η Νελ ήταν απόλ υτα
δικαιολ ογ ημέν η που έν ιωθε θυμωμέν η. Ήταν μια ν εαρή κοπέλ α, έξυπν η, με έν τον η την αίσ θησ η της αυτοπεποίθησ ης και της δικαιοσ ύν ης, και η Τίλ ι είχ ε προσ βάλ ει όλ ες αυτές τις ιδιότητές της. «Όχ ι, εγ ώ πρέπει ν α σ ου ζητήσ ω σ υγ γ ν ώμη», της είπε. «Και σ ε θαυμάζω που καταν οείς ποια είν αι η αποδεκτή σ υμπεριφορά και που έχ εις το θάρρος ν α την επισ ημαίν εις και σ τους άλ λ ους». Η Τίλ ι αν αρωτήθηκε εκείν η τη σ τιγ μή πόσ ο διαφορετική μπορεί ν α ήταν η δική της ζωή αν ο παππούς της της είχ ε πει ποτέ κάτι τέτοιο. Η Νελ την κοίταξε λ άμπον τας. «Αλ ήθεια;» «Ναι. Και ξέρω ότι κι ο πατέρας σ ου θα ήταν περήφαν ος γ ια την αν τίδρασ ή σ ου». «Δ εν είμαι και τόσ ο σ ίγ ουρη». Η Νελ άπλ ωσ ε το χ έρι της ως το γ όν ατο της Τίλ ι και άρπαξε το δικό της χ έρι. «Μην αν ησ υχ είς. Δ εν πρόκειται ν α του πω τίποτα γ ια εσ έν α και τη Χέτι. Δ εν θέλ ω ν α σ ου δημιουργ ήσ ω φασ αρίες. Και δεν θέλ ω ν α σ ε διώξει». Η Τίλ ι χ άιδεψ ε το χ έρι της Νελ , ν ιώθον τας το σ τήθος της ν α πλ ημμυρίζει θλ ίψ η. Εκείν η θα έφευγ ε έτσ ι κι αλ λ ιώς και δεν θα είχ ε καν την ευκαιρία ν α πει αν τίο.
● Το επόμεν ο πρωί, η Τίλ ι έφτασ ε ν ωρίς σ τη βιβλ ιοθήκη. Ήταν αποφασ ισ μέν η ν α μετατρέψ ει τις τελ ευταίες μέρες προτού φύγ ει –μία εβδομάδα πάν ω κάτω– σ ε μια πολ ύ ιδιαίτερη και όμορφη περίοδο γ ια την ίδια και τη Νελ . Θα ήταν πιο υπομον ετική, θα αφιέρων ε περισ σ ότερο χ ρόν ο γ ια ν α ακούει τις ισ τορίες της, θα έβρισ κε χ ρόν ο γ ια ν α διαβάσ ουν μαζί τον Σερ Γκάουεν και τον Πράσιν ο Ιππότη. Όμως, η Νελ δεν είχ ε έρθει ακόμα. Έν ας τεράσ τιος σ ωρός από χ αρτιά ήταν απλ ωμέν ος σ το τραπέζι και η Τίλ ι πλ ησ ίασ ε γ ια ν α τα τακτοποιήσ ει λ ίγ ο, προτού αρχ ίσ ουν μάθημα. Ξαφν ικά, πρόσ εξε ότι μερικές από εκείν ες τις σ ελ ίδες είχ αν μια ημερομην ία σ την πρώτη αράδα τους, σ αν ν α ήταν επισ τολ ές ή σ ελ ίδες ημερολ ογ ίου. Ήταν ημερολ όγ ιο. Η Νελ κρατούσ ε ημερολ όγ ιο. Η Τίλ ι έριξε μια ματιά πάν ω από τον ώμο της. Η Νελ δεν φαιν όταν ακόμα. Η Τίλ ι ήταν μόν η της μες σ το αμυδρά φωτισ μέν ο δωμάτιο, με το καρδιοχ τύπι της και με τους κόκκους της σ κόν ης που χ όρευαν σ το φως του πρωιν ού ήλ ιου. Η Νελ
δεν είχ ε δείξει πως υποψ ιαζόταν ότι η Τίλ ι κι η Χέτι σ χ εδίαζαν μαζί μια απόδρασ η. Όμως, η μικρή ήξερε πολ ύ καλ ά ν α κρύβει αυτά που γ ν ώριζε. Η Τίλ ι τίν αξε αν άλ αφρα τη σ ελ ίδα και τα μάτια της άρχ ισ αν ν α τη διατρέχ ουν βιασ τικά, αν αζητών τας οτιδήποτε θα αποτελ ούσ ε έν δειξη πως η Νελ την υποπτευόταν . Προσ περν ούσ ε βιασ τικά τις αράδες. Πολ λ ά λ όγ ια γ ια τον πατέρα της, γ ια τα αισ θήματά της σ χ ετικά με τη σ υγ γ ραφή του καιν ούριου βιβλ ίου της, γ ια τις βόλ τες της σ την παραλ ία με την Τίλ ι. Δ ιέτρεξε μερικές ακόμα σ ελ ίδες. Ο μπαμπάς έχ ει πεθυμήσει την Τίλ ι. Είν αι ολ οφάν ερο. Γιατί δεν το καταλ αβαίν ει κι ο ίδιος; Γιατί δεν μπορεί ν α πάρει είδηση πως αυτό που έχ ει αν άγ κη είν αι ν α της ζητήσει ν α τον παν τρευτεί; Το εν διαφέρον της Τίλ ι αιχ μαλ ωτίσ τηκε. Σήκωσ ε σ τα χ έρια της τη σ ελ ίδα κι άρχ ισ ε ν α διαβάζει τη σ υν έχ εια. Από τότε που η Τίλ ι έφυγ ε γ ια την εν δοχ ώρα, ο μπαμπάς είν αι σαν χ αμέν ος τα βράδια. Έχ ει έν α απόμακρο βλ έμμα στα μάτια του. Μου κάν ει δύο φορές την ίδια ερώτηση και δεν προσέχ ει ποτέ την απάν τηση. Όταν η Τίλ ι είν αι εδώ, όμως, το πρόσωπό του είν αι ζεστό και τα μάτια του είν αι
συν έχ εια πάν ω της. Υ ποψ ιάζομαι πως την αγ απάει. Κι αυτή, βέβαια, τον αγ απάει. Δ εν υπάρχ ει τίποτα πιο φαν ερό στον κόσμο απ’ αυτό. Το πρόσωπο της Τίλ ι είν αι σαν αν οιχ τό βιβλ ίο. «Τίλ ι;» Η Τίλ ι σ τράφηκε, με την ν τροπή ζωγ ραφισ μέν η σ το πρόσ ωπό της και με τη σ ελ ίδα από το ημερολ όγ ιο της Νελ σ το χ έρι της. Η Νελ ήταν σ υν οφρυωμέν η. Μπήκε μέσ α ορμητικά και άρπαξε τη σ ελ ίδα από το χ έρι της Τίλ ι. «Αυτό», της είπε, «είν αι προσ ωπικό». «Με σ υγ χ ωρείς. Έψ αχ ν α την ισ τορία που γ ράφεις, γ ια ν α διαβάζαμε τη σ υν έχ εια σ ήμερα το πρωί». Η Νελ την έσ πρωξε, πέρασ ε μπροσ τά της και άρχ ισ ε ν α τακτοποιεί τα χ αρτιά της, βάζον τας μερικά παράμερα και κρατών τας κάποια άλ λ α σ ε μια ζηλ όφθον α φυλ αγ μέν η σ τοίβα μπροσ τά της. Η Τίλ ι έν ιωσ ε έν α κέν τρισ μα αν ησ υχ ίας· μήπως υπήρχ ε κάτι ιδιαίτερο που ήθελ ε ν α κρύψ ει η Νελ ; Η Νελ την αγ ριοκοίταξε. «Θα προτιμούσ α ν α μη σ καλ ίζεις τα χ αρτιά μου», της είπε. Τα βλ έμματά τους σ υν αν τήθηκαν . Έμειν αν εκεί γ ια λ ίγ α λ επτά, ν α κοιτάζον ται σ ιωπηλ ά, η Νελ σ το τραπέζι και η Τίλ ι ν α σ τέκεται μπροσ τά της. Μια
αμοιβαία καχ υποψ ία πήρε τη θέσ η της άδολ ης αγ άπης που τις έν ων ε. Η Τίλ ι θύμισ ε σ τον εαυτό της πως αυτή ήταν η εν ήλ ικη σ τη σ χ έσ η τους και πως οι δικές της υποψ ίες –ότι η Νελ γ ν ώριζε κάτι– δεν είχ αν προς το παρόν επιβεβαιωθεί. Προσ πάθησ ε ν α γ λ υκάν ει την έκφρασ η του προσ ώπου της. «Σήμερα, θα πάρουμε μαζί μας τον Σερ Γκάουεν σ την παραλ ία και θα διαβάζουμε όλ ο το πρωί μες σ τη λ ιακάδα», της είπε. Η Νελ , ν ιώθον τας ότι η Τίλ ι προσ παθούσ ε ν α τη χ ειραγ ωγ ήσ ει, δεν χ αμογ έλ ασ ε. «Α, ν αι;» «Θέλ εις ν α πάω σ την κουζίν α και ν α πω ν α μας ετοιμάσ ουν έν α καλ άθι γ ια πικ ν ικ;» «Και γ ιατί είσ αι τόσ ο καλ ή μαζί μου; Δ εν πλ ηρών εσ αι γ ια ν α με βασ αν ίζεις με τη λ ατιν ική γ ραμματική;» «Θέλ ω απλ ώς ν α περν άμε όμορφα το χ ρόν ο μας. Από τότε που επέσ τρεψ α, σ υν έχ εια καβγ αδίζουμε». «Αυτό σ υμβαίν ει επειδή επέσ τρεψ ες διαφορετική», της είπε η Νελ . «Τι διαφορετικό βλ έπεις, δηλ αδή, πάν ω μου;» «Έχ ω αρχ ίσ ει ν α το παρατηρώ εδώ και λ ίγ ο καιρό… Είσ αι απόμακρη, σ αν ν α σ ’ απασ χ ολ εί κάτι. Και δεν πίν εις πια σ έρι με τον μπαμπά σ το
σ αλ όν ι». Η Τίλ ι τράβηξε μια καρέκλ α και κάθισ ε δίπλ α σ τη Νελ . «Κι αυτό είν αι κάτι που σ ε σ τεν οχ ωρεί;» «Ήταν χ αρούμεν ος. Και τώρα φαίν εται… Σαν ν α μην είν αι πια τόσ ο χ αρούμεν ος». Η Τίλ ι μπήκε σ τον πειρασ μό ν α της πει ν α κάν ει αυτή τη σ υζήτησ η με τον Στέρλ ιν γ κ. Στο κάτω κάτω, εκείν ος ήταν που είχ ε αποφασ ίσ ει ν α τηρούν τις αποσ τάσ εις τους. Αλ λ ά τώρα πια δεν είχ ε ν όημα. Αυτή η σ χ έσ η δεν μπορούσ ε ν α ξαν αρχ ίσ ει. Και πολ ύ σ ύν τομα θα είχ ε αφήσ ει πίσ ω της και τον Στέρλ ιν γ κ και τη Νελ και το Νησ ί της Φωτιάς. «Σε βεβαιών ω πως είμαι η ίδια γ υν αίκα που ήμουν πάν τα», της είπε η Τίλ ι. Η Νελ έγ ν εψ ε καταφατικά, παρόλ ο που δεν έδειχ ν ε ν α έχ ει πεισ τεί. «Λοιπόν , εν τάξει γ ια το πικ ν ικ», είπε. «Και εν τάξει γ ια τον Σερ Γκάουεν , αλ λ ά μόν ο αν υποσ χ εθείς ότι θα πιεις σ έρι με τον μπαμπά σ το σ αλ όν ι απόψ ε». Η Τίλ ι σ ήκωσ ε τους ώμους της. «Πολ ύ καλ ά, αν αυτό πρόκειται ν α σ ε κάν ει χ αρούμεν η». «Ααα, θα χ ρειασ τούν πολ ύ περισ σ ότερα γ ια ν α ν ιώσ ω χ αρούμεν η», είπε η Νελ , αλ λ ά σ τα χ είλ ια της φάν ηκε ύσ τερα από πολ λ ές μέρες η λ άμψ η εν ός αλ ηθιν ού χ αμόγ ελ ου. «Είν αι, όμως, έν α καλ ό
σ ημείο γ ια ν ’ αρχ ίσ ουμε». ● Είχ αν διαν ύσ ει τη μισ ή απόσ τασ η ως την παραλ ία γ ια το πικ ν ικ τους, όταν η Νελ άλ λ αξε ξαφν ικά γ ν ώμη. «Ξέρω έν α καλ ύτερο μέρος», της είπε. «Πού;» Η Νελ της έδειξε το εκκλ ησ άκι. «Η μέρα είν αι πολ ύ όμορφη. Μπορούμε ν α καθίσ ουμε σ τη σ κεπή και ν α χ αζεύουμε τα πλ οία, χ ωρίς ν α μπορεί καν είς ν α δει εμάς». «Δ εν ξέρω αν είν αι καλ ή ιδέα ν ’ αν εβούμε εκεί πάν ω, Νελ », είπε η Τίλ ι, καθώς θυμήθηκε το ζεσ τό, σ κον ισ μέν ο πατάρι. «Αχ , έλ α, σ ε παρακαλ ώ…» Η Τίλ ι υποχ ώρησ ε γ ρήγ ορα. Λαχ ταρούσ ε ν α βλ έπει χ αρούμεν ο το κορίτσ ι. «Εν τάξει, αλ λ ά θα πρέπει ν α προσ έχ ουμε εκείν η την άθλ ια σ κάλ α». Σύν τομα, βρίσ κον ταν σ τη σ κεπή της εκκλ ησ ίας. Η Τίλ ι είχ ε γ είρει σ τα κεραμίδια και κοίταζε τα πλ οία κάτω σ τον όρμο, εν ώ η Νελ έβγ αζε τα πράγ ματα από το καλ άθι κι έβαλ ε έν α πιάτο μπροσ τά της, έν α μπροσ τά σ την Τίλ ι κι έν α μπροσ τά σ τον ξύλ ιν ο
γ άτο της. «Είν αι υπέροχ α εδώ», είπε η Νελ , τεν τών ον τας το χ έρι της γ ια ν α πιάσ ει μια μπαν άν α από το καλ άθι. Η Τίλ ι είχ ε αν ασ ηκωθεί και καθόταν δίπλ α της. «Δ εν ήρθαμε, όμως, μόν ο γ ια παιχ ν ίδι, ξέρεις. Πρέπει και ν α διαβάσ ουμε». «Ναι, ο Γκάουεν είν αι σ τον πάτο του καλ αθιού». Η ζεσ τή αύρα έπαιζε με τις μπούκλ ες της Νελ . «Πρέπει ν α φάμε όλ α τα τρόφιμα μέχ ρι ν α φτάσ ουμε σ το βιβλ ίο». Άν οιξαν δρόμο μέσ α από φρούτα και σ άν τουιτς και τάρτες κι έν α μπουκάλ ι με γ άλ α, κι όταν τελ είωσ αν το φαγ ητό τους, καθάρισ αν και διάβασ αν εκεί γ ια μία ώρα, μέχ ρι που ο ήλ ιος άρχ ισ ε ν α ρίχ ν ει κάθετα τις ακτίν ες του πάν ω τους και η Τίλ ι φοβήθηκε πως θα καίγ ον ταν και οι δυο τους. Καθώς επέσ τρεφαν σ το σ πίτι, η Νελ την κρατούσ ε σ φιχ τά από το χ έρι και η Τίλ ι έν ιωσ ε πως γ ια την ώρα η σ χ έσ η τους είχ ε αποκατασ ταθεί. Ακριβώς σ την αρχ ή του μον οπατιού που αν ηφόριζε ως το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι, η Νελ σ ταμάτησ ε. Ξαφν ικά, της είχ ε κοπεί η αν άσ α. «Τι σ υμβαίν ει;» τη ρώτησ ε η Τίλ ι.
Η Νελ άφησ ε κάτω το καλ άθι του πικ ν ικ κι άρχ ισ ε ν α ψ άχ ν ει απελ πισ μέν α το περιεχ όμεν ό του, πετών τας έξω βρόμικα πιάτα και φλ ιτζάν ια και πήλ ιν α σ κεύη. «Ο γ άτος μου», είπε παν ικόβλ ητη. «Νομίζω πως τον άφησ α εκεί πάν ω». «Θέλ εις ν α γ υρίσ ουμε σ το εκκλ ησ άκι;» Η Νελ κάθισ ε αν ακούρκουδα και κοίταξε σ υλ λ ογ ισ μέν η προς τα κάτω, σ την κατεύθυν σ η της εκκλ ησ ίας. «Νομίζω πως… Μάλ λ ον όχ ι». «Όχ ι;» «Είμαι σ χ εδόν δεκατριών ετών . Ίσ ως ν α είμαι πια πολ ύ μεγ άλ η γ ια κούκλ ες». Η καρδιά της Τίλ ι σ φίχ τηκε. «Αν τον θέλ εις, με μεγ άλ η μου χ αρά θα πάω ν α σ ’ τον φέρω». Αλ λ ά η Νελ ήταν αποφασ ισ μέν η. «Τα παιχ ν ίδια είν αι γ ια τα μικρά παιδιά, σ ωσ τά; Εγ ώ είμαι πια σ χ εδόν γ υν αίκα». Η Τίλ ι της άγ γ ιξε τα μαλ λ ιά. «Ξέρεις πού είν αι. Μπορείς, αν θέλ εις, ν α πας και ν α τον πάρεις κάποια άλ λ η μέρα». «Ναι», είπε η Νελ , καθώς σ ηκων όταν και ξαν άβαζε τα σ κεύη σ το καλ άθι. «Ξέρω πού είν αι». ●
Το βράδυ, μόλ ις τα πιάτα του δείπν ου μαζεύτηκαν , η Νελ κλ ότσ ησ ε την Τίλ ι κάτω από το τραπέζι. Η Τίλ ι θυμήθηκε την υπόσ χ εσ ή της και ξερόβηξε δισ τακτικά. Ο Στέρλ ιν γ κ, που είχ ε σ χ εδόν σ ηκωθεί από την καρέκλ α του και πετούσ ε την πετσ έτα του σ το τραπέζι, την κοίταξε. Η Νελ της έκαν ε έν α έν τον ο ν εύμα με το κεφάλ ι. «Στέρλ ιν γ κ, αν αρωτιόμουν αν θα ήθελ ες… ν α πίν αμε μαζί έν α σ έρι απόψ ε;» τον ρώτησ ε. Ο Στέρλ ιν γ κ σ ηκώθηκε, έν ωσ ε αμήχ αν α τα χ έρια του μπροσ τά του κι έπειτα τα σ ταύρωσ ε σ την πλ άτη του. «Εσ ύ θα… το ήθελ ες;» «Έχ ουμε καιρό ν α πιούμε έν α σ έρι». «Ας το πιούμε, λ οιπόν ». Η Νελ τους κοίταξε λ άμπον τας από χ αρά. Έπειτα, φάν ηκε ν α θυμάται πως έπρεπε ν α αποσ υρθεί και τους καλ ην ύχ τισ ε. Η Τίλ ι σ ηκώθηκε και ο Στέρλ ιν γ κ τη σ υν όδευσ ε σ το σ αλ όν ι, προσ έχ ον τας ν α μην την αγ γ ίξει. Το παράθυρο ήταν αν οιχ τό και άφην ε ν α μπαίν ει σ το δωμάτιο έν α αεράκι σ χ εδόν υπερβολ ικά ψ υχ ρό γ ια ν α το αν τέξει. Έτσ ι, η Τίλ ι πήγ ε σ το παράθυρο και το έκλ εισ ε, εν ώ ο Στέρλ ιν γ κ σ έρβιρε το σ έρι. «Δ εν μπορώ ν α πισ τέψ ω πόσ ο εύκολ α σ υν ήθισ α τη ζέσ τη», του
είπε. «Και τώρα που πλ ησ ιάζει η πιο ψ υχ ρή εποχ ή, είμαι εν τελ ώς απροετοίμασ τη». Πίσ ω από το τζάμι, διέκριν ε τον όγ κο της φυλ ακής. «Φαν τάζομαι πως θα κάν ει πάρα πολ ύ κρύο μες σ τα κελ ιά». «Οι χ ειμών ες μας είν αι σ ύν τομοι», της αποκρίθηκε. «Και σ χ εδόν πάν τα ξηροί». Η Τίλ ι έσ τρεψ ε την πλ άτη της σ το παράθυρο κι είδε τα δύο ποτήρια με το σ έρι πάν ω σ το τραπεζάκι. Προχ ώρησ ε ως τον καν απέ κι ο Στέρλ ιν γ κ κάθισ ε απέν αν τί της. Πόσ ο ποθούσ ε ν α βρεθεί το κορμί του πιο κον τά σ το δικό της, ώσ τε ν α μπορέσ ει ν α ν ιώσ ει τη ζεσ τασ ιά του, ν α μυρίσ ει το δέρμα του. Και, αν απάν τεχ α, έν ιωσ ε ν α αν εβαίν ουν δάκρυα σ τα μάτια της. Τα κατάπιε κι έκρυψ ε τα σ υν αισ θήματά της, πίν ον τας μια μεγ άλ η γ ουλ ιά από το σ έρι της. «Λοιπόν », τη ρώτησ ε, «πώς ήταν οι διακοπές σ ου;» «Πολ ύ ωραίες, σ ’ ευχ αρισ τώ». Εκείν ος περίμεν ε γ ια έν α λ επτό, ίσ ως γ ια ν α δει αν η Τίλ ι θα του έλ εγ ε περισ σ ότερα γ ια τις διακοπές της. Όταν είδε, όμως, πως δεν ήταν διατεθειμέν η ν α επεκταθεί σ ε περισ σ ότερες λ επτομέρειες, της είπε απλ ώς: «Χαίρομαι». Κάθισ αν γ ια λ ίγ ο σ ιωπηλ οί. Τα τζάμια έτριζαν
από τον αέρα. Θα έκαν ε άραγ ε πολ ύ κρύο εκεί έξω, σ την αν οιχ τή θάλ ασ σ α; Δ εν είχ ε έν α παλ τό γ ια τη Χέτι. Τότε, σ κέφτηκε ότι ήταν ευκαιρία ν α μάθει γ ια τις βάρκες σ το υπόσ τεγ ο, αλ λ ά δεν ήξερε πώς ν α θίξει το θέμα χ ωρίς οι ερωτήσ εις της ν α ακουσ τούν περίεργ ες ή ύποπτες. «Κι έκαν ε καλ ό καιρό σ την εν δοχ ώρα;» προσ πάθησ ε ν α σ υν εχ ίσ ει τη σ υζήτησ η ο Στέρλ ιν γ κ. «Ναι, ο καιρός ήταν μια χ αρά. Ξέρεις, Στέρλ ιν γ κ, μου πέρασ ε απ’ το ν ου η σ κέψ η πως αν ποτέ τραυματιζόμουν ή αρρώσ ταιν α και χ ρειαζόμουν ιατρική φρον τίδα σ την εν δοχ ώρα, θα έπρεπε ν α περιμέν ω μέχ ρι και δύο μέρες γ ια το ατμόπλ οιο». «Δ εν ν ιώθεις καλ ά;» τη ρώτησ ε, σ υν οφρυωμέν ος από την αν ησ υχ ία. «Όχ ι, όχ ι, μια χ αρά ν ιώθω. Απλ ώς αν αρωτιόμουν …» «Υ πάρχ ουν αρκετές μεγ άλ ες βάρκες με κουπιά και κάποιες μικρότερες βάρκες. Έχ ουμε τα απαραίτητα μέσ α γ ια ν α φύγ ουμε απ’ το ν ησ ί». «Δ εν το ήξερα», είπε η Τίλ ι. «Δ εν είχ α δει ποτέ μου τις βάρκες». Κι αυτό δεν ήταν ψ έμα. Όταν είχ ε πάει σ το υπόσ τεγ ο γ ια τις βάρκες, το εσ ωτερικό του ήταν κατασ κότειν ο.
«Είν αι κλ ειδωμέν ες σ το υπόσ τεγ ο. Αν εξαιρέσ ουμε τις περιπτώσ εις έκτακτης αν άγ κης – αποδράσ εις, τραυματισ μούς και πάει λ έγ ον τας–, δεν τις βγ άζουμε απ’ το υπόσ τεγ ο παρά μόν ο μία φορά την εβδομάδα. Μια φρουρά κάν ει μια περιπολ ία γ ύρω απ’ το ν ησ ί, ελ έγ χ ον τας γ ια ύποπτες κιν ήσ εις». Μία φορά την εβδομάδα. Αλ λ ά ποια μέρα; Ποια μέρα; Αν ρωτούσ ε, θα την υποψ ιαζόταν . «Ποια μέρα;» ρώτησ ε τελ ικά με χ αμηλ ή φων ή. «Ορίσ τε;» «Αν αρωτιόμουν αν είν αι απ’ τις δουλ ειές του Σαββατοκύριακου», του είπε. Έβλ επε σ τα μάτια του πως ήταν σ ασ τισ μέν ος. Άραγ ε, αυτό το σ άσ τισ μα θα εξελ ισ σ όταν σ ε υποψ ία; Θα εξαρτιόταν από τη σ υν έχ εια της κουβέν τας τους. Θα τη ρωτούσ ε γ ια ποιο λ όγ ο ήθελ ε ν α μάθει; Γιατί την εν διέφερε αυτή η πλ ηροφορία; Ή θα υπέθετε πως προσ παθούσ ε μες σ την αμηχ αν ία της ν α πιάσ ει σ υζήτησ η γ ια ασ ήμαν τα πράγ ματα, όπως είχ ε κάν ει προηγ ουμέν ως κι εκείν ος, όταν τη ρώτησ ε γ ια τον καιρό; «Την Παρασ κευή», της είπε τελ ικά. Η Τίλ ι γ έλ ασ ε αν άλ αφρα. «Με σ υγ χ ωρείς που
σ ου κάν ω τόσ ες ερωτήσ εις. Μάλ λ ον ν ιώθω αμήχ αν α και προσ παθώ ν α βρω θέματα σ υζήτησ ης». Της χ αμογ έλ ασ ε. «Κι εγ ώ ν ιώθω αμήχ αν α. Ίσ ως χ ρειαζόμασ τε λ ίγ ο σ έρι ακόμα». Της έδειξε το ποτήρι της και η Τίλ ι το κοίταξε και διαπίσ τωσ ε πως ήταν άδειο. Δ εν θυμόταν ν α το έχ ει πιει τόσ ο γ ρήγ ορα. Από τη μια, ήθελ ε πολ ύ άλ λ ο έν α ποτηράκι σ έρι γ ια ν α χ αλ αρώσ ει. Από την άλ λ η, φοβόταν πως, αν χ αλ άρων ε υπερβολ ικά, ίσ ως και ν α έλ εγ ε κάτι που θα κιν ούσ ε τις υποψ ίες του. Αλ λ ά ήταν πολ ύ αργ ά. Εκείν ος είχ ε εκλ άβει τη σ ιωπή της ως σ υν αίν εσ η και της γ έμιζε ήδη το ποτήρι της. Τα μαν ίκια του πουκαμίσ ου του ήταν γ υρισ μέν α προς τα πάν ω, αποκαλ ύπτον τας τα μπράτσ α του. Η Τίλ ι παρακολ ούθησ ε τα δυν ατά χ έρια του ν α κλ είν ουν το μπουκάλ ι και ν α το αφήν ουν κατά μέρος. Την Παρασ κευή. Άρα, το σ χ έδιό τους δεν μπορούσ ε ν α εκτελ εσ τεί Παρασ κευή. Θα παρατηρούσ αν πως έλ ειπε μια βάρκα και θα σ ήμαιν αν σ υν αγ ερμό. Θα έπρεπε ν α επιλ έξουν μια μέρα σ την αρχ ή της εβδομάδας. Την επόμεν η Τρίτη. Σε μία εβδομάδα. Η απόφασ η είχ ε λ ηφθεί.
Αμέσ ως, κάτι σ αν ηλ εκτρική εκκέν ωσ η διαπέρασ ε το σ τήθος της. Είπε σ τον εαυτό της ότι μπορούσ ε ν α το αν αβάλ ει γ ια την επόμεν η ή τη μεθεπόμεν η εβδομάδα. Ότι δεν χ ρειαζόταν ν α το κάν ει καθόλ ου. Ότι μπορούσ ε ν α φύγ ει μόν η της από το ν ησ ί και ν α τα αφήσ ει όλ α πίσ ω της. Αλ λ ά αυτό δεν θα είχ ε καν έν α αποτέλ εσ μα. Γιατί το παρελ θόν της θα εξακολ ουθούσ ε ν α τη σ τοιχ ειών ει. «Φαίν εσ αι πολ ύ χ λ ωμή», της είπε ο Στέρλ ιν γ κ. «Είσ αι καλ ά;» Η Τίλ ι πήρε το ποτήρι της και ήπιε το σ έρι μον ορούφι. «Είμαι όσ ο καλ ά μπορώ ν α είμαι», του αποκρίθηκε, έν τρομη και μόν ο σ τη σ κέψ η μιας βραδιάς αφιερωμέν ης σ την αν άλ αφρη σ υζήτησ η, εν ώ η ίδια είχ ε σ το μυαλ ό της σ κέψ εις που τη βάραιν αν τόσ ο πολ ύ.
25 - Παρακολ ουθών τας την Παλ ίρροια
Ολ όκλ ηρη την υπόλ οιπη εβδομάδα, σ υμπεριλ αμβαν ομέν ου και του Σαββατοκύριακου, η Τίλ ι παρακολ ουθούσ ε και σ ημείων ε τις ώρες της πλ ημμυρίδας και της άμπωτης σ τη Μικρή Παραλ ία. Καθισ μέν η σ τα βράχ ια, χ ωρίς τα παπούτσ ια της, με τα γ υμν ά της πόδια μες σ το ν ερό, η Τίλ ι μετρούσ ε τις μέρες και τις ώρες κι αποφάσ ιζε εκατό φορές ότι δεν μπορούσ ε ν α προχ ωρήσ ει σ την εφαρμογ ή αυτού του σ χ εδίου κι άλ λ ες τόσ ες ότι θα προχ ωρούσ ε. Η ζωή της είχ ε ήδη γ ίν ει σ τάχ τη από τη φωτιά· και όποια παρηγ οριά αν αζητούσ ε, όποιο αίσ θημα φιλ ίας και οικειότητας, δεν ήταν παρά μόν ο ψ ευδαισ θήσ εις. Κοιμόταν πια ελ άχ ισ τες ώρες κάθε ν ύχ τα, καθώς ο ν ους της ξαν αγ υρν ούσ ε σ υν έχ εια σ το σ χ έδιό της. Οι ιδέες της άλ λ αζαν από τη μια μέρα σ την άλ λ η, μέχ ρι που τελ ικά το σ χ έδιο αποκρυσ ταλ λ ώθηκε μες σ το ν ου της. Μον άχ α γ ια έν α πράγ μα ήταν από την αρχ ή σ ίγ ουρη: δεν θα προσ παθούσ ε ν α κλ έψ ει τη βάρκα το ίδιο απόγ ευμα της απόδρασ ης. Η βάρκα θα έπρεπε ν α βρίσ κεται ν ωρίτερα σ την κατάλ λ ηλ η θέσ η.
Κι έτσ ι, σ τις τέσ σ ερις η ώρα το πρωί της Δ ευτέρας –της προηγ ουμέν ης από τη μέρα της απόδρασ ης–, η Τίλ ι σ ηκώθηκε προτού ακόμα φέξει, ύσ τερα από λ ίγ ες ώρες άσ τατου ύπν ου. Ο άν εμος που φυσ ούσ ε το βράδυ, τώρα είχ ε κοπάσ ει. Ο μον αδικός ήχ ος που ακουγ όταν ήταν αυτός από το ρολ όι τοίχ ου του παππού, που μετρούσ ε τις ώρες σ το σ αλ όν ι. Φόρεσ ε τις κάλ τσ ες της κι έν α σ κούρο γ κρι φόρεμα, αλ λ ά δεν καθυσ τέρησ ε γ ια ν α μαζέψ ει ψ ηλ ά τα μαλ λ ιά της ή γ ια ν α δέσ ει τα κορδόν ια σ τα εσ ώρουχ ά της. Τα πιο γ ερά παπούτσ ια της βρίσ κον ταν κάτω από το κρεβάτι της. Τα φόρεσ ε και σ τριφογ ύρισ ε μέσ α τα δάχ τυλ ά της, ώσ τε ν α ν ιώσ ει το έδαφος, ν α ν ιώσ ει τον κόσ μο από κάτω της. Έπειτα, έριξε πάν ω από το φόρεμά της την μπέρτα της και τύλ ιξε μια μπλ ε κορδέλ α γ ύρω από τον δεξιό καρπό της. Άν οιξε μια χ αραμάδα την πόρτα και αφουγ κράσ τηκε προσ εκτικά. Δ εν ακουγ όταν τίποτα. Ούτε κάποιος που ν α κουν ιέται σ τον ύπν ο του, ούτε καν έν α βλ έφαρο ν α αν οιγ οκλ είν ει. Ολ όκλ ηρος ο κόσ μος κρατούσ ε την αν άσ α του. Προχ ώρησ ε σ αν σ ιωπηλ ή σ κιά σ το διάδρομο, άν οιξε την πόρτα του γ ραφείου του Στέρλ ιν γ κ κι έπειτα την έκλ εισ ε πίσ ω της σ χ εδόν εν τελ ώς
αθόρυβα. Έτριψ ε έν α σ πίρτο σ την τσ ακμακόπετρα που υπήρχ ε πάν ω σ το γ ραφείο και άν αψ ε τη λ άμπα. Άν οιξε το σ υρτάρι και, έν α λ επτό αργ ότερα, κρατούσ ε ήδη σ το χ έρι της το κλ ειδί του υπόσ τεγ ου με τις βάρκες. Παίρν ον τας μαζί της τη λ άμπα, η Τίλ ι βγ ήκε από το παράθυρο του γ ραφείου του Στέρλ ιν γ κ σ τον ψ υχ ρό πρωιν ό αέρα. Απομακρύν θηκε βιασ τικά από το σ πίτι και κάλ υψ ε τη λ άμπα με την μπέρτα της, έτσ ι ώσ τε ν α μην τραβήξει την προσ οχ ή κάποιου που μπορεί ν α είχ ε σ ηκωθεί ν ωρίς. Ο αέρας ήταν καθαρός και κρύος, ο ουραν ός ακόμα σ κοτειν ός και διάσ τικτος από ασ τέρια. Η αυγ ή δεν θα ερχ όταν πριν από δύο ώρες – και πάλ ι, όμως, η Τίλ ι έν ιωθε το χ ρόν ο ν α την πιέζει. Είχ ε ν α κάν ει πολ λ ά προτού ξυπν ήσ ει ο Στέρλ ιν γ κ, προτού οι φύλ ακες και οι φρουροί ξεκιν ήσ ουν τις καθημεριν ές περιπολ ίες τους. Όταν έφτασ ε σ το υπόσ τεγ ο, σ ταμάτησ ε γ ια ν α σ υγ κεν τρώσ ει το κουράγ ιο της και ν α ελ έγ ξει το καρδιοχ τύπι της. Τα κύματα έσ παγ αν απαλ ά σ την ακτή· τα ν ερά είχ αν τραβηχ τεί, κι έτσ ι θα μπορούσ ε ν α σ πρώξει τη βάρκα από την παραλ ία. Ξεκλ είδωσ ε την πόρτα και γ λ ίσ τρησ ε μέσ α, κρατών τας ψ ηλ ά τη λ άμπα που έσ τελ ν ε σ κοτειν ές σ κιές σ τις γ ων ίες.
Μέτρησ ε με το βλ έμμα της πέν τε μεγ άλ ες κωπηλ ατικές βάρκες κι άλ λ ες τρεις μικρές. Κατάλ αβε ότι μόν η της θα μπορούσ ε ν α σ ύρει μόν ο μια μικρή βάρκα. Άφησ ε κάτω τη λ άμπα της. Έσ κυψ ε και τράβηξε το σ κοιν ί που ήταν σ τερεωμέν ο σ την πλ ώρη της βάρκας που βρισ κόταν πιο κον τά σ την έξοδο. Την τράβηξε και με τα δύο της χ έρια και την έσ υρε έξω από το υπόσ τεγ ο, πάν ω σ τη χ λ όη. Ύ σ τερα, επέσ τρεψ ε γ ια ν α πάρει κι έν α ζευγ άρι κουπιά. Έτρεμε ολ όκλ ηρη από την αγ ων ία, καθώς φοβόταν πως από σ τιγ μή σ ε σ τιγ μή θα την αν ακάλ υπταν . Δ ισ τακτικά, κάλ υψ ε πάλ ι τη λ άμπα της με την μπέρτα της κι έκαν ε την πρώτη διαδρομή ως τη σ τεν ή λ ωρίδα της παραλ ίας, κρατών τας σ φιχ τά τα κουπιά αν άμεσ α σ το ελ εύθερο μπράτσ ο της και το κορμί της. Στερέωσ ε τη λ άμπα σ τα βράχ ια, άφησ ε τα κουπιά σ την άμμο και επέσ τρεψ ε γ ια τη βάρκα, φρον τίζον τας και ν α κλ ειδώσ ει την πόρτα του υπόσ τεγ ου. Άρχ ισ ε ν α σ έρν ει τη βάρκα με όλ η της τη δύν αμη, περπατών τας προς τα πίσ ω σ το σ κοτάδι και ελ πίζον τας ν α μην παραπατήσ ει, ν α μην κάν ει κάποιο θόρυβο και ν α μην τη δουν . Κι αμέσ ως μετά, άρχ ισ ε ν α ελ πίζει το αν τίθετο – ευχ όταν ν α την έβλ επε κάποιος και ν α την
αν άγ καζε ν α σ ταματήσ ει, προτού διαπράξει αυτό το αδίκημα. Αλ λ ά πέρασ αν δέκα λ επτά κι εκείν η βρισ κόταν ακόμα ολ ομόν αχ η σ την παραλ ία. Σταμάτησ ε και ακούμπησ ε τη λ άμπα μες σ τη βάρκα. Έβγ αλ ε τα παπούτσ ια και τις κάλ τσ ες της και τα έβαλ ε μέσ α κι αυτά. Τέλ ος, έβαλ ε σ τη βάρκα και τα κουπιά. Αν ασ ήκωσ ε το κάτω μέρος του φορέματός της και το έδεσ ε έν αν μεγ άλ ο κόμπο μπροσ τά. Τα πόδια της φάν ταζαν κατάλ ευκα μες σ το σ κοτάδι. Και τότε, έσ πρωξε τη βάρκα σ το ν ερό μέχ ρι που τα κρύα θαλ ασ σ ιν ά ν ερά της έφτασ αν ως το γ όν ατο. Η άμμος και τα χ αλ ίκια ξεπλ ύθηκαν από τη βάσ η της βάρκας. Τα χ αμηλ ά κύματα ράπιζαν απαλ ά το ξύλ ο. Σκαρφάλ ωσ ε σ τη βάρκα, πήρε σ τα χ έρια της τα κουπιά και τα βύθισ ε σ το ν ερό. Ήταν η πρώτη φορά που κωπηλ ατούσ ε και το μόν ο που κατόρθωσ ε ήταν ν α ξαν αβγ άλ ει τη βάρκα πίσ ω σ την αμμουδιά. «Στην ευχ ή!» μουρμούρισ ε, εν ώ έβγ αιν ε από τη βάρκα γ ια ν α τη σ πρώξει ξαν ά μες σ το ν ερό. Τώρα, το κρύο τρύπων ε βαθιά μες σ το κορμί της, ο φόβος και η εν οχ ή της την πάγ ων αν . Γι’ άλ λ η μια φορά, η βάρκα ταλ αν τευόταν ελ εύθερη σ τη θάλ ασ σ α. Σκαρφάλ ωσ ε πάλ ι, πήρε σ τα χ έρια της τα κουπιά
και τα σ ήκωσ ε ψ ηλ ά. Αυτή τη φορά, κωπηλ ατών τας με όλ η της τη δύν αμη, κατάφερε ν α απομακρυν θεί από την ακτή και ν α αν οιχ τεί σ ε πιο βαθιά ν ερά. Εξακολ ουθούσ ε, όμως, ν α μην ελ έγ χ ει τα κουπιά. Σταμάτησ ε ν α κωπηλ ατεί και η βάρκα λ ικν ίσ τηκε γ ια λ ίγ ο σ τα σ κοτειν ά ν ερά. Πήρε μερικές βαθιές αν άσ ες. Σκέφτηκε τους καρχ αρίες που κολ υμπούσ αν σ ε εκείν α τα ν ερά και είχ ε την αίσ θησ η πως και ο ίδιος της ο ν ους ήταν περικυκλ ωμέν ος από καρχ αρίες. Σκέψ εις σ κοτειν ές, με δόν τια αιχ μηρά σ αν του καρχ αρία, διέγ ραφαν κύκλ ους σ το μυαλ ό της. Το φως της λ άμπας τρεμόσ βησ ε. Τα χ έρια πάν ω σ τα κουπιά έμοιαζαν σ αν ν α μην ήταν τα δικά της. «Ξεκιν άμε», είπε σ τον εαυτό της. «Πρέπει ν α κωπηλ ατήσ ω». Σήκων ε τα κουπιά, τα βύθιζε με δύν αμη σ το ν ερό, έσ πρωχ ν ε. Ξαν ά και ξαν ά. Προχ ωρούσ ε αργ ά, κον τά σ την ακτογ ραμμή, με μον αδική σ υν τροφιά το αχ ν ό φως της λ άμπας της. Οι ώμοι της ήδη πον ούσ αν . Ευχ ήθηκε η Χέτι ν α είχ ε τη δύν αμη ν α κωπηλ ατήσ ει ως την εν δοχ ώρα, επειδή εκείν η σ ίγ ουρα δεν ήταν τόσ ο δυν ατή. Δ ύο αδύν αμες γ υν αίκες μέσ α σ ε μια βάρκα.
Αμέσ ως μόλ ις αν τιλ αμβάν ον ταν πως η Χέτι έλ ειπε, κάποιος θα σ καρφάλ ων ε σ τα παρατηρητήρια και θα τις έβλ επε. Θα έσ τελ ν αν όλ ες τις βάρκες, με δεκάδες γ ερούς άν τρες ν α κωπηλ ατούν , και θα τις έπιαν αν πολ ύ πριν πλ ησ ιάσ ουν σ την εν δοχ ώρα. Η καρδιά της σ φίχ τηκε από την αγ ων ία. Η Χέτι, όμως, είχ ε δυν ατά χ έρια. Αρκετά δυν ατά ώσ τε ν α σ κοτώσ ει έν αν άν τρα. Σίγ ουρα θα μπορούσ ε ν α κωπηλ ατήσ ει πιο γ ρήγ ορα από εκείν η. Τώρα, η Τίλ ι είχ ε πλ ησ ιάσ ει σ την πρώτη καμπύλ η του ν ησ ιού. Αν προχ ωρούσ ε ευθεία, θα κατέλ ηγ ε σ τη Θάλ ασ σ α των Κοραλ λ ίων . Εκείν η, όμως, ήθελ ε ν α κάν ει το γ ύρο και ν α φτάσ ει σ το μαγ κρόβιο δάσ ος, ώσ τε ν α κρύψ ει εκεί τη βάρκα γ ια την απόδρασ η. Της είχ ε περάσ ει από το μυαλ ό η σ κέψ η ν α σ ύρει σ τη σ τεριά τη βάρκα από το υπόσ τεγ ο ως το δάσ ος μες σ το σ κοτάδι, όμως έτσ ι θα διακιν δύν ευε πολ ύ περισ σ ότερο ν α την αν ακαλ ύψ ουν . Άλ λ ωσ τε, τώρα είχ ε αρχ ίσ ει ν α αποκτάει τον έλ εγ χ ο των κουπιών και της άρεσ ε η αίσ θησ η ότι χ άραζε μόν η της το δρόμο της μες σ το ν ερό. Το σ κοτειν ό ν ησ ί γ λ ισ τρούσ ε δίπλ α της κι έφευγ ε, και οι μέχ ρι τότε γ ν ωσ τές μορφές του έμοιαζαν αν οίκειες από αυτή τη διαφορετική οπτική γ ων ία. Η φυλ ακή, τα μεγ άλ α κι επίπεδα
χ ωράφια των ζαχ αροκάλ αμων , ο γ κρεμός, το σ πίτι μες σ το οποίο κοιμούν ταν η Νελ κι ο Στέρλ ιν γ κ, ζεσ τοί μες σ τα κρεβάτια τους, χ ωρίς ν α έχ ουν την παραμικρή ιδέα τι έκαν ε η Τίλ ι… Έπειτα, πέρασ ε από την άλ λ η πλ ευρά του ν ησ ιού και τα ν ερά έγ ιν αν πιο άγ ρια. Η παλ ίρροια επέσ τρεφε. Οι σ κοτειν ές, αλ λ όκοτες σ κιές του μαγ κρόβιου δάσ ους την περίμεν αν . Κωπηλ ατούσ ε με όλ η της τη δύν αμη, τώρα πια σ τη σ κοτειν ή πλ ευρά του ν ησ ιού, και κατόρθωσ ε ν α βγ άλ ει τη βάρκα έξω, σ το ελ ώδες έδαφος. Η Τίλ ι βγ ήκε από τη βάρκα και την τράβηξε όσ ο πιο έξω σ την ακτή μπορούσ ε, με τα πόδια της ν α τσ αλ αβουτούν σ τις λ άσ πες και σ τα ρηχ ά ν ερά και ν α τραυματίζον ται σ τις μυτερές ρίζες που ξεπρόβαλ λ αν από το έδαφος. Πάλ ευε με τα γ έρικα κλ αδιά και με τα ζωύφια, αν απν έον τας με δυσ κολ ία και ιδρών ον τας κάτω από το ζεσ τό της φόρεμα, παρόλ ο που τα πόδια της ήταν παγ ωμέν α. Η υγ ρή μυρωδιά του μαγ κρόβιου δάσ ους, οι σ κιές που διαλ ύον ταν … Έκρυψ ε τη βάρκα αν άμεσ α σ ε δύο δέν τρα κι έπειτα ξαν ακατέβηκε ως το ν ερό, γ ια ν α βρει το δέν τρο που έγ ερν ε περισ σ ότερο προς τα έξω. Ξετύλ ιξε την μπλ ε κορδέλ α από τον καρπό της και, τσ αλ αβουτών τας σ το ν ερό ως τις κν ήμες της,
την έδεσ ε γ ύρω από έν α κλ αδί που προεξείχ ε. Ύ σ τερα, επέσ τρεψ ε σ τη βάρκα γ ια ν α πάρει τη λ άμπα της και τα παπούτσ ια της κι άρχ ισ ε ν α προχ ωράει με κόπο προς το σ πίτι. Η βραχ ώδης πρόσ οψ η εν ός λ όφου χ ώριζε το έλ ος από το σ πίτι, επομέν ως έπρεπε είτε ν α κάν ει το γ ύρο από το κάτω μέρος του ν ησ ιού είτε ν α κόψ ει δρόμο από το μαγ κρόβιο δάσ ος και ν α περάσ ει μέσ α από τα χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα. Ο δεύτερος δρόμος ήταν σ υν τομότερος, αλ λ ά δεν της άρεσ ε καθόλ ου. Το μαγ κρόβιο δάσ ος ήταν γ εμάτο αράχ ν ες και τα χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα γ εμάτα φίδια. Κι έτσ ι, προτίμησ ε ν α προχ ωρήσ ει μες σ το ν ερό που της έφταν ε ως τον ασ τράγ αλ ο, σ κουν τουφλ ών τας σ τις ρίζες και τις λ άσ πες, ώσ που σ υν άν τησ ε τη βραχ ώδη ακτογ ραμμή που την οδήγ ησ ε γ ύρω από το ασ βεσ τοκάμιν ο και το ζαχ αρόμυλ ο. Έσ βησ ε τη λ άμπα της κι έκοψ ε δρόμο από το ν εκροταφείο, γ ια ν α βγ ει σ το κεν τρικό μον οπάτι που οδηγ ούσ ε σ το σ πίτι. Τα πον εμέν α πόδια της ήταν καλ υμμέν α από λ άσ πη, γ ι’ αυτό, προτού μπει σ το σ πίτι, σ ταμάτησ ε σ τον κήπο και τα έπλ υν ε σ τη λ ιμν ούλ α. Δ εν θα ήταν έξυπν ο ν α επισ τρέψ ει τη λ άμπα και το κλ ειδί σ το γ ραφείο του Στέρλ ιν γ κ αφήν ον τας παν τού
λ ασ πωμέν α ίχ ν η. Ο ουραν ός είχ ε αρχ ίσ ει ν α φωτίζεται σ τα αν ατολ ικά και τα ασ τέρια έσ βην αν έν α έν α. Κάθισ ε γ ια λ ίγ ο σ τον κήπο περιμέν ον τας ν α σ τεγ ν ώσ ουν τα πόδια της, εν ώ τα μάτια της έτσ ουζαν από την έλ λ ειψ η ύπν ου. Δ εν έμεν ε πια πολ ύς καιρός. Η σ ημεριν ή μέρα, έπειτα η επόμεν η αυγ ή κι έπειτα… Κι έπειτα, μια άλ λ η αυγ ή θα ξημέρων ε κάπου αλ λ ού. Όχ ι σ το Νησ ί της Φωτιάς. Σηκώθηκε πάλ ι, διέσ χ ισ ε τη βεράν τα σ τις μύτες των ποδιών και μπήκε πάλ ι σ το γ ραφείο του Στέρλ ιν γ κ, γ ια ν α επισ τρέψ ει τη λ άμπα και το κλ ειδί. Σταμάτησ ε γ ια ν α ρίξει μια ματιά σ το χ άρτη του Μόρτον Μπέι, που είχ ε σ τερεώσ ει σ τον τοίχ ο ο Στέρλ ιν γ κ. Μια ιδέα ξεπήδησ ε ξαφν ικά σ το ν ου της. Άν αψ ε έν α σ πίρτο και το κράτησ ε ψ ηλ ά γ ια ν α μελ ετήσ ει το χ άρτη. Υ πήρχ αν πάρα πολ λ ά ν ησ ιά. Στεκόταν εκεί και μελ ετούσ ε το χ άρτη γ ια τόσ η ώρα, που το σ πίρτο κάηκε και τσ ουρούφλ ισ ε τα δάχ τυλ ά της. Συγ κρατών τας μια κραυγ ή πόν ου, η Τίλ ι κούν ησ ε το σ πίρτο γ ια ν α σ βήσ ει. Όμως, ο αν τίχ ειρας και ο δείκτης του αρισ τερού χ εριού της την έτσ ουζαν από το κάψ ιμο. Πιπίλ ισ ε τα δύο δάχ τυλ α με τα μάτια της ν α τρέχ ουν , προσ παθών τας ν α μη βγ άλ ει καν έν αν ήχ ο, κι
έπειτα τα τύλ ιξε μες σ το μουσ κεμέν ο της φόρεμα. Το σ πίτι ήταν ακόμα σ ιωπηλ ό και γ αλ ήν ιο. Η Τίλ ι προχ ώρησ ε ως την κρεβατοκάμαρά της, όπου άν αψ ε τη λ άμπα της κι εξέτασ ε τα καμέν α της δάχ τυλ α. Ήδη μια μεγ άλ η φουσ κάλ α έκαν ε την εμφάν ισ ή της σ το δείκτη της. Την άγ γ ιξε και μόρφασ ε από τον πόν ο. Και τότε, σ κέφτηκε τον Τζάσ περ και τη Σαν τέλ … Άγ γ ιξε πάλ ι το δάχ τυλ ό της, ώσ τε ο πόν ος ν α διαδοθεί σ ε κάθε ν εύρο του κορμιού της. Πολ ύ σ ύν τομα, το χ ρέος εκείν ο θα είχ ε εξοφλ ηθεί· και τότε, θα μπορούσ ε ν α απελ ευθερωθεί από τις μαύρες σ κιές του παρελ θόν τος. ● Η Τίλ ι τύλ ιξε όσ ο πιο σ φιχ τά μπορούσ ε το κόκκιν ο φόρεμα και το έχ ωσ ε κάτω από τη μασ χ άλ η της. Ήταν εξουθεν ωμέν η από την αγ ρύπν ια της προηγ ούμεν ης ν ύχ τας και από μια ολ όκλ ηρη μέρα μαθημάτων με τη Νελ . Η μικρή την είχ ε ρωτήσ ει ποια ήταν τα σ χ έδιά της γ ια τα μαθήματά τους της εβδομάδας που ξεκιν ούσ ε, όμως η Τίλ ι δεν μπόρεσ ε ν α της απαν τήσ ει. Δ εν είχ ε καν φαν τασ τεί τη ζωή ν α σ υν εχ ίζεται μετά την απόδρασ ή της, λ ες και το
Νησ ί της Φωτιάς θα έπαυε ν α υπάρχ ει τη σ τιγ μή που εκείν η και η Χέτι θα απομακρύν ον ταν με τη βάρκα τους. Η καρδιά της πον ούσ ε αφόρητα σ τη σ κέψ η ότι θα αποχ ωριζόταν τη Νελ . Είχ ε αγ απήσ ει τόσ ο πολ ύ εκείν ο το κορίτσ ι, ώσ τε, κάθε φορά που τη σ κεφτόταν , δεν μπορούσ ε ν α ελ έγ ξει τα δάκρυά της και τον τρόμο της. Προσ πάθησ ε ν α πείσ ει τον εαυτό της πως ήταν απλ ώς κουρασ μέν η, αλ λ ά με όποια δικαιολ ογ ία κι αν προσ παθούσ ε ν α εξηγ ήσ ει γ ιατί λ ύν ον ταν τα γ όν ατά της και γ ιατί έν ιωθε τόσ ο βαριά την καρδιά της, η πραγ ματικότητα ήταν πως ετοιμαζόταν ν α διαπράξει έν α αδίκημα. Η βλ άσ τησ η σ τον κήπο είχ ε αρχ ίσ ει ν α αν απτύσ σ εται. Ο αέρας έπν εε από άλ λ η κατεύθυν σ η· είχ αν έρθει ξηροί άν εμοι από τα δυτικά, που αν ασ ήκων αν τις κάτω πλ ευρές των φύλ λ ων και τα έκαν αν ν α πάλ λ ον ται λ ευκά και παγ ωμέν α. Ο οκν ηρός φύλ ακας ήταν πάλ ι εκεί. Την είδε και μπήκε σ τον κόπο ν α της χ αμογ ελ άσ ει, αλ λ ά δεν της έδωσ ε σ ημασ ία, κι έτσ ι η Τίλ ι κατάφερε ν α προχ ωρήσ ει ως το πίσ ω μέρος του κήπου γ ια ν α σ υν αν τήσ ει τη Χέτι. Η Χέτι βημάτιζε πέρα δώθε, με το σ κούρο κεφάλ ι της χ αμηλ ωμέν ο.
Η Τίλ ι σ ταμάτησ ε λ ίγ ο πιο πέρα και ξερόβηξε. «Ήρθες…» είπε η Χέτι, ήρεμη αλ λ ά αν ακουφισ μέν η. «Ασ φαλ ώς και ήρθα». «Σκεφτόμουν σ υν έχ εια πως θ’ άλ λ αζες γ ν ώμη». «Δ εν πρόκειται ν ’ αλ λ άξω γ ν ώμη». «Πέρασ αν μέρες απ’ την τελ ευταία φορά που μιλ ήσ αμε. Δ εν μπορούσ α ν α σ υγ κεν τρωθώ σ ε τίποτα. Το μυαλ ό μου είν αι σ υν έχ εια σ τα παιδιά και…» Η φων ή της τρεμούλ ιασ ε και άρχ ισ ε ν α σ πάει. «Με βασ αν ίζει η ιδέα ότι σ το τέλ ος κάτι θα πάει σ τραβά και δεν θα κατορθώσ ω ν α τα δω». Η Τίλ ι έριξε μια ματιά πίσ ω της. Ήταν μόν ες τους. «Πάρε αυτό», της είπε, χ ών ον τας το φόρεμα σ τα χ έρια της Χέτι. «Τι είν αι αυτό;» «Είν αι έν α φόρεμα κι έν α φουλ άρι, ίδια με αυτά που θα φοράω κι εγ ώ αύριο». «Αύριο;» «Η βάρκα είν αι σ τη θέσ η της και μας περιμέν ει. Στο μαγ κρόβιο δάσ ος, περίπου μισ ό χ ιλ ιόμετρο πιο πέρα απ’ την άκρη του ν ησ ιού. Εκεί υπάρχ ει έν α δέν τρο που γ έρν ει πάν ω απ’ το ν ερό· το σ ημάδεψ α με μια μπλ ε κορδέλ α. Θα σ υν αν τηθούμε εκεί την ώρα που θα δύει ο ήλ ιος».
Η Χέτι έγ ν εψ ε καταφατικά κι έσ φιξε το φόρεμα μες σ τα απελ πισ μέν α χ έρια της. «Η καλ ύτερη διαδρομή είν αι μέσ α απ’ τα χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα. Αν μπορέσ εις ν ’ αλ λ άξεις εδώ, σ τον κήπο, κι έπειτα ν α πας αθόρυβα ως την αν ατολ ική πλ ευρά του σ πιτιού και ν α κατεβείς από εκεί την απόκρημν η πλ αγ ιά του λ όφου, θα φτάσ εις κάτω πολ ύ γ ρήγ ορα. Κι αν κάποιος σ ε δει από απόσ τασ η, θα ν ομίζει πως είμαι εγ ώ». «Αλ λ ά αν σ ε δουν κι εσ έν α;» «Εγ ώ θα πάω απ’ τη δυτική πλ ευρά των χ ωραφιών με τα ζαχ αροκάλ αμα. Δ εν έχ ει σ ημασ ία αν κάποιος δει είτε εσ έν α είτε εμέν α, γ ιατί θα είν αι εν τελ ώς αδύν ατον ν α μας δει και τις δύο μαζί. Εσ ύ μάλ λ ον θα φτάσ εις πρώτη σ τη βάρκα. Περίμεν έ με εκεί. Μην παν ικοβλ ηθείς. Θα έρθω». Η Τίλ ι κοίταξε πάλ ι γ ύρω της. «Δ εν θα πάμε σ την εν δοχ ώρα». «Όχ ι; Και πού θα πάμε;» «Υ πάρχ ει έν α άλ λ ο ν ησ άκι σ τα βόρεια. Είν αι ακατοίκητο. Αύριο, θα γ εμίσ ω τη βάρκα με τρόφιμα, ν ερό και κουβέρτες. Θα μείν ουμε σ το ν ησ άκι γ ια μία εβδομάδα περίπου. Όλ οι θα περιμέν ουν πως θα πάμε κατευθείαν σ την εν δοχ ώρα. Κι όσ ο θα ψ άχ ν ουν σ τα δυτικά, εμείς θα
κρυβόμασ τε σ τα βόρεια». Μια έν τον η λ άμψ η φάν ηκε σ τα μάτια της Χέτι. «Πολ ύ καλ ό σ χ έδιο», είπε. Και πρόσ θεσ ε: «Όμως, εσ ύ δεν φαίν εσ αι καλ ά». «Είμαι κουρασ μέν η. Ήμουν ξύπν ια όλ ο το βράδυ, γ ιατί μετέφερα τη βάρκα σ τη θέσ η που σ ου είπα». «Δ εν ξέρω πώς θα μπορέσ ω ποτέ ν α σ ’ ευχ αρισ τήσ ω». «Θα μ’ ευχ αρισ τήσ εις αν ζήσ εις μια ευτυχ ισ μέν η ζωή». Η Χέτι έσ τρεψ ε το πρόσ ωπό της προς τον ήλ ιο του απογ εύματος κι έκλ εισ ε τα μάτια της. «Θα είμαι τόσ ο ευτυχ ισ μέν η όταν θα κρατήσ ω πάλ ι τα μωρά μου σ την αγ καλ ιά μου. Την τελ ευταία φορά που τα είδα, ήταν πολ ύ μικρά. Ο γ ιος μου ήταν μόλ ις λ ίγ ο μεγ αλ ύτερος από μωρό, δεν έλ εγ ε παρά μόν ο ελ άχ ισ τες λ έξεις. Τον βλ έπω με τα μάτια του ν ου μου». Χτύπησ ε ελ αφρά τον κρόταφό της και μετά άν οιξε πάλ ι τα μάτια της. «Θα είν αι διαφορετικός τώρα. Δ εν θα υπάρχ ουν οι μωρουδίσ τικες σ τρογ γ υλ άδες, θα έχ ει ψ ηλ ώσ ει… Αλ λ ά και η κόρη μου θα έχ ει αλ λ άξει. Δ εν μπορείς ν α φαν τασ τείς πόσ ο πολ ύτιμα θα είν αι γ ια εμέν α αυτά τα χ ρόν ια που θα περάσ ω μαζί τους· χ ρόν ια που ν όμιζα πως
τα είχ α χ άσ ει γ ια πάν τα. Πίσ τευα ότι θα τα ξαν άβλ επα όταν θα είχ αν πια μεγ αλ ώσ ει, ότι δεν θα με θυμούν ταν και δεν θα ν οιάζον ταν ποια είμαι. Κι εσ ύ μου έδωσ ες τη ζωή μου πίσ ω. Ο Θεός ν α σ ’ ευλ ογ εί, Τίλ ι. Ο Θεός ν α σ ’ ευλ ογ εί». Η καρδιά της Τίλ ι φούσ κωσ ε μες σ το σ τήθος της. Ναι, έτσ ι θα ξεπλ ήρων ε το χ ρέος της. Έτσ ι θα εξιλ εων όταν . Τώρα, λ αχ ταρούσ ε απελ πισ μέν α ν α προχ ωρήσ ει το σ χ έδιό της χ ωρίς απρόοπτα, ώσ τε η Χέτι ν α επισ τρέψ ει σ την αγ καλ ιά των αν θρώπων που την αγ απούσ αν . Άραγ ε, ήταν αφελ ής που πίσ τευε πως αυτό ήταν εφικτό; Και ποιο θα ήταν το δικό της μέλ λ ον ; «Κρύψ ε το φόρεμα κάτω από έν α θάμν ο», τη σ υμβούλ ευσ ε η Τίλ ι. «Ακόμα κι αν πέσ ει ομίχ λ η το βράδυ, θα προλ άβει ν α σ τεγ ν ώσ ει μες σ τη μέρα. Αύριο, θα φρον τίσ ω γ ια τρόφιμα και κουβέρτες. Όλ α θα είν αι σ τη θέσ η τους ως τη δύσ η του ήλ ιου». Η Χέτι έν ωσ ε τα χ έρια της μπροσ τά σ το σ τήθος της κι ήταν ολ οφάν ερο πως έτρεμαν . «Θα είμαι έτοιμη». «Θα σ ε δω σ τη βάρκα, λ οιπόν ». ●
Η Τίλ ι κοιμήθηκε πολ ύ βαριά, εξαν τλ ημέν η από την προηγ ούμεν η ν ύχ τα, και δεν ξύπν ησ ε παρά μόν ο όταν η Νελ χ τύπησ ε δυν ατά την πόρτα της. «Τίλ ι; Είσ αι μέσ α;» «Πέρασ ε», αποκρίθηκε η Τίλ ι με βραχ ν ή φων ή, Η πόρτα άν οιξε. Το πρόσ ωπο της Νελ ήταν ωχ ρό από την αν ησ υχ ία. «Δ εν ήσ ουν σ το πρόγ ευμα και μετά δεν ήρθες ούτε σ τη βιβλ ιοθήκη γ ια μάθημα. Είσ αι άρρωσ τη;» «Είμαι απλ ώς…» Η Τίλ ι σ υν ειδητοποίησ ε πως μάλ λ ον θα χ ρειαζόταν μια δικαιολ ογ ία γ ια ν α αποσ υρθεί ν ωρίτερα εκείν ο το απόγ ευμα. «Ναι, είμαι λ ίγ ο. Αλ λ ά θα ν τυθώ και θα έρθω γ ια το μάθημα. Πήγ αιν ε ν α με περιμέν εις σ τη βιβλ ιοθήκη». «Είσ αι σ ίγ ουρη; Θέλ εις ν α ειδοποιήσ ω ν α σ ου φέρουν εδώ το πρόγ ευμά σ ου σ ’ έν α δίσ κο;» Και μόν ο η σ κέψ η του φαγ ητού έκαν ε το σ τομάχ ι της ν α αν ακατευτεί. «Δ εν έχ ω όρεξη. Ίσ ως ν α ν ιώσ ω καλ ύτερα όταν σ ηκωθώ». Της χ αμογ έλ ασ ε. «Θα χ ρειασ τεί ν α είσ αι πολ ύ καλ ή μαζί μου σ ήμερα». «Θα είμαι πάρα πολ ύ καλ ή», είπε η Νελ , βάζον τας το χ έρι σ την καρδιά της. «Και θα το καταν οήσ ω απόλ υτα αν θελ ήσ εις ν α πας ν α ξαπλ ώσ εις». Με αυτά τα λ όγ ια, η Νελ έφυγ ε, κλ είν ον τας
μαλ ακά πίσ ω της την πόρτα. Μέχ ρι η Τίλ ι ν α φορέσ ει το κόκκιν ο φόρεμά της και ν α πάει σ τη βιβλ ιοθήκη, η Νελ είχ ε πάει σ την κουζίν α και της είχ ε φέρει μια μπαν άν α. Η Τίλ ι την πήρε με ευγ ν ωμοσ ύν η. «Σ’ ευχ αρισ τώ, γ λ υκιά μου». «Το ξέρω πως δεν πειν άς, όμως το φαγ ητό μπορεί ν α σ ε βοηθήσ ει ν α ν ιώσ εις καλ ύτερα. Έμειν α ξύπν ια ως αργ ά χ θες το βράδυ, Τίλ ι, κι έγ ραψ α άλ λ ο έν α κεφάλ αιο. Θέλ εις ν α το ακούσ εις;» Η Τίλ ι ξεφλ ούδισ ε την μπαν άν α κι έφαγ ε μια μπουκιά. «Και βέβαια θέλ ω», της αποκρίθηκε. «Πήγ αιν ε ν α καθίσ εις σ τον καν απέ. Θα είσ αι πιο άν ετα». Κι έτσ ι, η Τίλ ι πήρε την μπαν άν α της και πήγ ε ν α καθίσ ει σ τον καν απέ, δίπλ α σ τα ράφια της βιβλ ιοθήκης, εν ώ η Νελ ήρθε και κάθισ ε κατάχ αμα μπροσ τά της κι άρχ ισ ε ν α της διαβάζει. Η Τίλ ι έκλ εισ ε τα μάτια της και άκουγ ε, αφήν ον τας τον εαυτό της ν α χ αθεί μες σ τον κόσ μο της Νελ . Η μικρή έγ ραφε πραγ ματικά πολ ύ ωραία, είχ ε ζωηρή φαν τασ ία και χ ειριζόταν τη γ λ ώσ σ α εξαιρετικά γ ια την ηλ ικία της. Αν αρωτήθηκε τι θα έκαν ε η Νελ σ το μέλ λ ον , πώς θα της σ υμπεριφερόταν η ζωή, ποιος
μπορεί ν α της ράγ ιζε την καρδιά. Έπειτα από μία ώρα, η Νελ σ ταμάτησ ε σ ε έν α κρίσ ιμο σ ημείο. Η Τίλ ι άν οιξε τα μάτια της. «Συν έχ ισ ε», της είπε. «Αυτό ήταν . Μέχ ρι εδώ έχ ω γ ράψ ει». «Αλ λ ά θα βρει ποτέ η Έμελ ιν τη μητέρα της;» Η Νελ σ ήκωσ ε τους ώμους της. «Δ εν είμαι σ ίγ ουρη. Θα πρέπει ν α περιμέν εις μέχ ρι ν α γ ράψ ω τη σ υν έχ εια». Τα μάτια της Τίλ ι βούρκωσ αν και η Νελ το πρόσ εξε αμέσ ως. «Τίλ ι; Σ’ έκαν α ν α κλ άψ εις;» «Η ισ τορία σ ου είν αι πολ ύ όμορφη», μουρμούρισ ε η Τίλ ι, κατορθών ον τας ν α σ υγ κρατήσ ει τα δάκρυά της. «Αυτό είν αι όλ ο». Το πρόσ ωπο της Νελ φωτίσ τηκε. «Το πισ τεύεις σ τ’ αλ ήθεια αυτό;» Η Τίλ ι πήρε το χ έρι της μες σ τα δικά της. «Ναι, το πισ τεύω σ τ’ αλ ήθεια. Γράφεις υπέροχ α. Φαν τάσ ου σ ε πόσ α μέρη θα μπορέσ εις ν α πας αν γ ίν εις σ υγ γ ραφέας». Η Νελ σ ηκώθηκε κι έκαν ε χ αρούμεν η μια σ τροφή γ ύρω από τον εαυτό της. «Φαν τάσ ου τις ισ τορίες που ίσ ως μπορέσ ω ν α γ ράψ ω. Στην πραγ ματικότητα, δεν θέλ ω ν α πάω πουθεν ά αλ λ ού. Πουθεν ά δεν θα είν αι πιο όμορφα απ’ ό,τι σ το Νησ ί
της Φωτιάς, τι λ ες κι εσ ύ;» Η Τίλ ι επαν ήλ θε σ την πραγ ματικότητα και κατακλ ύσ τηκε από άγ χ ος, καθώς σ κέφτηκε όλ α όσ α έπρεπε ν α κάν ει. Το σ τομάχ ι της σ φίχ τηκε. «Νελ , θα σ ε πείραζε ν ’ ακυρών αμε τα μαθήματά μας γ ια την υπόλ οιπη μέρα; Θα σ ου δώσ ω ν α κάν εις μερικές ασ κήσ εις και–» «Όχ ι, θα πάω σ το δωμάτιό μου ν α γ ράψ ω. Κι έτσ ι, αύριο θα μπορέσ ω ν α σ ου διαβάσ ω λ ίγ ο ακόμα». Αύριο. Το αύριο που δεν επρόκειτο ν α έρθει ποτέ γ ια τις δυο τους. «Ναι, πολ ύ καλ ή ιδέα», μουρμούρισ ε. Η Νελ έφυγ ε σ αν ασ τραπή, λ άμπον τας από εν θουσ ιασ μό και ταξιδεύον τας ήδη με τη φαν τασ ία της. Η Τίλ ι έγ ειρε πίσ ω σ τον καν απέ κι έκλ εισ ε πάλ ι τα μάτια της. Έν α λ επτό ησ υχ ίας πριν από τη θύελ λ α του φόβου και της αγ ων ίας. Άν οιξε τα μάτια της. Σηκώθηκε και πήγ ε σ την κουζίν α. Το μεγ άλ ο δωμάτιο ήταν άδειο. Η μαγ είρισ σ ά τους είχ ε αφήσ ει έν α τεράσ τιο καζάν ι με σ ούπα ν α σ ιγ οβράζει σ την εσ τία, γ εμίζον τας τον αέρα με μια πικάν τικη μυρωδιά από χ οιρομέρι. Κάτω από το ξύλ ιν ο τραπέζι, η Τίλ ι βρήκε το πιο μεγ άλ ο από τα
εκδρομικά καλ άθια που είχ αν και το ακούμπησ ε πάν ω σ τον πάγ κο. Έν α ογ κώδες τσ αμπί από μπαν άν ες, πράσ ιν ες οι περισ σ ότερες, βρισ κόταν σ το τραπέζι. Έβαλ ε μια δεκαριά μπαν άν ες μες σ το καλ άθι, μαζί με έν α καρβέλ ι ψ ωμί κι έν α μαχ αίρι. Άκουσ ε βήματα ν α πλ ησ ιάζουν και πάγ ωσ ε σ τη θέσ η της γ ια λ ίγ α λ επτά. Έπειτα, άρχ ισ ε ν α ψ άχ ν ει και γ ια άλ λ α πράγ ματα. Αυγ ά, αλ εύρι, σ πίρτα, έν α μικρό κατσ αρολ άκι. Συν ειδητοποίησ ε πως άρπαζε πράγ ματα σ την τύχ η, όμως το ζητούμεν ο ήταν ν α επιβιώσ ουν γ ια μία εβδομάδα σ το επόμεν ο ν ησ ί. Έπειτα, θα έτρωγ αν καλ ά όταν θα έφταν αν τελ ικά σ την εν δοχ ώρα. Όταν το καλ άθι ξεχ είλ ισ ε, η Τίλ ι το έκλ εισ ε και σ τοίβαξε από πάν ω δύο κουβέρτες, μες σ τις οποίες είχ ε τυλ ίξει δύο καθημεριν ά φορέματα. Έπειτα, έφυγ ε από την πίσ ω πόρτα. Έν α ψ υχ ρό ρεύμα αν αμειγ ν υόταν με τον άν εμο που ερχ όταν από τη θάλ ασ σ α. Πέρα μακριά, αν άμεσ α σ το ν ησ ί και την εν δοχ ώρα, έν α ισ τιοφόρο έπλ εε με τα παν ιά του ν α λ άμπουν κατάλ ευκα σ τον φθιν οπωριν ό ήλ ιο. Ο όρμος είχ ε μια γ κριζογ άλ αν η απόχ ρωσ η και ο αέρας είχ ε σ ηκώσ ει κύμα. Η Τίλ ι ήλ πιζε ότι ο άν εμος θα κόπαζε κι ότι η φουσ κοθαλ ασ σ ιά θα έπεφτε μέχ ρι το απόγ ευμα. Δ εν χ αιρόταν καθόλ ου σ την ιδέα πως
θα έβγ αιν αν εκεί έξω με μια μικρή βάρκα. Άρχ ισ ε ν α κατηφορίζει το δρόμο προς την παραλ ία. Έπειτα, έκαν ε το γ ύρο των βράχ ων κι έφτασ ε σ το βάλ το του μαγ κρόβιου δάσ ους. Ο ήλ ιος έπεφτε κάθετα αν άμεσ α από τα δέν τρα σ τη σ κοτειν ή και υγ ρή λ άσ πη. Η πλ ημμυρίδα είχ ε αν εβάσ ει τα ν ερά, κι έτσ ι η Τίλ ι ήταν αν αγ κασ μέν η ν α προχ ωράει αν άμεσ α από τα δέν τρα και όχ ι κατά μήκος της ακτής. Τα ζωύφια την τσ ιμπούσ αν , τα κλ αδιά που σ έρν ον ταν κάτω τής πλ ήγ ων αν το δέρμα. Η πορεία της ήταν αργ ή – η Τίλ ι σ ημείωσ ε ν οερά ότι θα έπρεπε ν α φρον τίσ ει ν α έχ ει άφθον ο χ ρόν ο το απόγ ευμα. Θα ήταν καλ ύτερα ν α έφταν ε εκεί πριν από τη Χέτι, ν α την υποδεχ όταν και ν α τη βοηθούσ ε ν α ηρεμήσ ει. Για πολ λ ή ώρα, φοβόταν ότι δεν θα έβρισ κε το δέν τρο με την μπλ ε κορδέλ α. Αν αρωτιόταν αν ο αέρας την είχ ε παρασ ύρει σ το ν ερό, αλ λ ά τελ ικά σ υν ειδητοποίησ ε πως, εξαιτίας της πλ ημμυρίδας, το δέν τρο φαιν όταν ν α βρίσ κεται πολ ύ πιο έξω απ’ όσ ο θυμόταν και σ τεκόταν μες σ το αλ ατισ μέν ο ν ερό με τη φωτειν ή κορδέλ α ν α θροΐζει σ τον άν εμο. Είδε τη βάρκα έν α λ επτό αργ ότερα, όπως ακριβώς την είχ ε αφήσ ει. Πλ ησ ίασ ε κι έβαλ ε μέσ α το εκδρομικό καλ άθι και τις κουβέρτες. Έπειτα,
σ τάθηκε γ ια έν α λ επτό κοιτάζον τας το ν ερό αν άμεσ α από τα δέν τρα, γ ια ν α ξαν αβρεί την αν άσ α της και το ν ήμα των σ κέψ εών της. Τα λ επτά, οι ώρες, σ τριφογ υρν ούσ αν κι έφευγ αν μέσ α σ ε έν αν ίλ ιγ γ ο. Πολ ύ σ ύν τομα, η εκτέλ εσ η του σ χ εδίου της θα ξεκιν ούσ ε. ● Το πρώτο πράγ μα που έκαν ε όταν επέσ τρεψ ε σ το σ πίτι ήταν ν α αλ λ άξει με έν α καθαρό φόρεμα και καθαρά παπούτσ ια. Αυτά που φορούσ ε ήταν λ ασ πωμέν α. Η Νελ ήταν έν α πολ ύ περίεργ ο κορίτσ ι, που ήθελ ε ν α ξέρει τα πάν τα, και η Τίλ ι δεν είχ ε το κουράγ ιο ν α επιν οεί δικαιολ ογ ίες. Η μυρωδιά του φαγ ητού τρύπωσ ε μες σ το δωμάτιό της και η Τίλ ι έν ιωσ ε το σ τομάχ ι της ν α γ ουργ ουρίζει. Βγ ήκε έξω σ το διάδρομο και κατέβηκε σ την τραπεζαρία, όπου βρήκε τη Νελ ν α κάθεται μόν η της σ το τραπέζι, με μια σ ουπιέρα γ εμάτη ν τοματόσ ουπα κι έν α πιάτο με ψ ωμάκια μπροσ τά της. Η Τίλ ι σ ταμάτησ ε σ το κατώφλ ι. «Νιώθεις καλ ύτερα;» τη ρώτησ ε η Νελ , με μια δόσ η καχ υποψ ίας σ τα μάτια της. «Όχ ι και πολ ύ».
«Θα καθίσ εις ν α φας; Έχ ουμε πολ ύ φαγ ητό. Ο μπαμπάς έχ ει μια δουλ ειά σ τη φυλ ακή και δεν μπορούσ ε ν α φάει μαζί μου. Και δεν μου αρέσ ει καθόλ ου ν α τρώω μόν η μου». Η Τίλ ι δεν θα ήταν εκεί γ ια το δείπν ο, και το φαγ ητό μπορεί ν α σ πάν ιζε τις επόμεν ες μέρες, οπότε είπε: «Ναι, ν αι, θα καθίσ ω». Τράβηξε μια καρέκλ α και σ έρβιρε λ ίγ η σ ούπα σ το πιάτο της. Έπειτα, βούτηξε σ τη σ ούπα το ζεσ τό ψ ωμί και το έφερε σ το σ τόμα της. Όταν κατάπιε, ρώτησ ε τη Νελ : «Έγ ραψ ες;» «Ναι, ο μόν ος λ όγ ος που σ ταμάτησ α ήταν επειδή πείν ασ α πολ ύ», της αποκρίθηκε η Νελ . «Σκέφτηκα μια σ υν αρπασ τική αν ατροπή. Θα το τελ ειώσ ω το απόγ ευμα και αύριο θα σ ου το διαβάσ ω. Με την προϋπόθεσ η πως θα είσ αι καλ ά, βέβαια». «Ποιος ξέρει ποτέ τι θα φέρει το αύριο;» είπε αν άλ αφρα η Τίλ ι αν άμεσ α σ ε δύο κουταλ ιές σ ούπας. Η Νελ έμειν ε γ ια λ ίγ ο σ ιωπηλ ή κι έπειτα είπε: «Τίλ ι;» Η Τίλ ι έν ιωσ ε το δέρμα της ν α αν ατριχ ιάζει. «Ναι;» Αλ λ ά η Νελ κούν ησ ε το κεφάλ ι της. «Τίποτα.
Είν αι ν όσ τιμη η σ ούπα, έτσ ι δεν είν αι; Η μαγ είρισ σ ά μας δεν την κάν ει ποτέ υπερβολ ικά αλ μυρή. Κάποτε, είχ αμε μια μαγ είρισ σ α που έβαζε τόσ ο πολ ύ αλ άτι σ ε όλ α τα φαγ ητά, ώσ τε μούδιαζε η γ λ ώσ σ α μου ύσ τερα από κάθε γ εύμα». Και η Νελ σ υν έχ ισ ε ν α κουβεν τιάζει γ ια μικροπράγ ματα. Η Τίλ ι έγ ν εφε κι έκαν ε τους κατάλ λ ηλ ους ήχ ους τη σ ωσ τή σ τιγ μή, όμως όλ η εκείν η την ώρα σ τροβιλ ίζον ταν σ το ν ου της άλ λ ες, πιο σ κοτειν ές σ κέψ εις. Μετά το γ εύμα, επέσ τρεψ ε σ το δωμάτιό της κι άρχ ισ ε ν α εξετάζει τα υπάρχ ον τά της. Καθώς δεν έπρεπε ν α διακιν δυν εύσ ει ν α τη δουν με μια βαλ ίτσ α, επέλ εξε μια βαμβακερή τσ άν τα, την οποία μπορούσ ε ν α κρεμάσ ει σ τον ώμο της και ν α πάρει μαζί της. Έβαλ ε μέσ α το κουτί αλ λ ηλ ογ ραφίας της με τον ψ ηφιδωτό διάκοσ μο – τελ ευταίο απομειν άρι μιας αλ λ οτιν ής ζωής που ξεμάκραιν ε όλ ο και περισ σ ότερο σ τη μν ήμη της. Τι θα σ κεφτόταν γ ια όλ α αυτά ο παππούς της, που δεν είχ ε ακόμα σ υμπλ ηρώσ ει χ ρόν ο από τότε που έφυγ ε από κον τά της; Πόσ η ν τροπή θα έν ιωθε, αν ήξερε ότι η εγ γ ον ή του είχ ε πέσ ει τόσ ο χ αμηλ ά κι ετοιμαζόταν τώρα ν α κάν ει έν α απελ πισ μέν ο βήμα σ το κεν ό; «Συγ χ ώρεσ έ με, παππού», μον ολ όγ ησ ε
ψ ιθυρισ τά, χ αϊδεύον τας το κουτί. Έπειτα, ακούμπησ ε τη βαμβακερή τσ άν τα κάτω, δίπλ α σ το κομοδίν ο της, και, γ ια πρώτη φορά έπειτα από πολ λ ούς μήν ες, άρχ ισ ε ν α προσ εύχ εται. Κι εν ώ προσ ευχ όταν γ ια έλ εος και σ υγ χ ώρεσ η, ακούσ τηκε έν α χ τύπημα σ την πόρτα της. Σηκώθηκε, έσ τρωσ ε το κάτω μέρος του φορέματός της και είπε: «Περάσ τε». Ήταν ο Στέρλ ιν γ κ, με σ κούρο μπλ ε γ ιλ έκο και πουκάμισ ο, αλ λ ά χ ωρίς σ ακάκι. Η οικεία μυρωδιά του –σ απούν ι και η οσ μή του δέρματός του– γ έμισ ε το δωμάτιο και η Τίλ ι χ ρειάσ τηκε ν α σ υγ κρατηθεί γ ια ν α μην πάρει μια βαθιά αν άσ α γ έρν ον τας προς το μέρος του. «Με σ υγ χ ωρείς που σ ’ εν οχ λ ώ», της είπε, «αλ λ ά ήρθε ο ταχ υδρόμος κι έφερε έν α γ ράμμα γ ια εσ έν α». «Για εμέν α;» Της έτειν ε έν α φάκελ ο. Η Τίλ ι έβλ επε ξεκάθαρα πως τον έτρωγ ε η περιέργ εια. Ο γ ραφικός χ αρακτήρας ήταν γ ν ωσ τός και η διεύθυν σ η του αποσ τολ έα η ίδια που υπήρχ ε και σ το προηγ ούμεν ο γ ράμμα. Η Λόρα Μόρν ιν γ κτον της είχ ε γ ράψ ει πάλ ι, με αν ταπόκρισ η σ της κυρίας Φρέιζερ. Οι σ ημειώσ εις πάν ω σ το φάκελ ο
μαρτυρούσ αν ότι το γ ράμμα είχ ε περάσ ει από το παν δοχ είο του κυρίου Χάμπλ ιν , προτού προωθηθεί σ το ν ησ ί. «Σ’ ευχ αρισ τώ», του είπε με όσ ο πιο ουδέτερο τόν ο μπορούσ ε. «Πού ακριβώς είν αι το Γκέρν σ εϊ;» τη ρώτησ ε εκείν ος. «Είν αι έν α ν ησ ί σ τις Αγ γ λ ον ορμαν δικές Νήσ ους. Έζησ α εκεί γ ια έν α διάσ τημα», πρόσ θεσ ε τολ μηρά. Δ εν υπήρχ ε λ όγ ος ν α το κρύψ ει. «Και δεν ήμουν καθόλ ου ευτυχ ισ μέν η, θα μπορούσ α ν α πω». «Τότε, λ οιπόν , είσ αι κάπως εξοικειωμέν η με τα ν ησ ιά», της είπε ευγ εν ικά εκείν ος. «Ίσ ως γ ι’ αυτό ν α προσ αρμόσ τηκες τόσ ο εύκολ α εδώ». Τα μάτια του έπεσ αν σ το φόρεμα και σ τα παπούτσ ια της, που σ χ ημάτιζαν έν αν λ ασ πωμέν ο σ ωρό σ το πάτωμα. «Λάσ πη είν αι αυτό;» τη ρώτησ ε. «Είχ α κατεβεί σ το μαγ κρόβιο δάσ ος», του αποκρίθηκε, με την καρδιά της ν α πάλ λ εται δυν ατά. «Για ν α πάρεις καθαρό αέρα;» «Σκεφτόμουν ν α πήγ αιν α εκεί κάτω τη Νελ την επόμεν η εβδομάδα. Για έν α μάθημα Φυσ ικής. Δ εν ήμουν , όμως, προετοιμασ μέν η γ ια τόσ η λ άσ πη, κι έτσ ι έφυγ α σ χ εδόν αμέσ ως». «Σε παρακαλ ώ, μην πας εκεί κάτω τη Νελ », της
είπε. «Το μέρος δεν είν αι ούτε ασ φαλ ές ούτε ευχ άρισ το». «Δ εν αισ θάν ομαι πολ ύ καλ ά», του είπε ψ υχ ρά. «Δ εν θα κατεβώ γ ια το δείπν ο. Και θα ξεκουρασ τώ όλ ο το απόγ ευμα, γ ι’ αυτό θα ήθελ α ν α μη μ’ εν οχ λ ήσ ει καν είς». Εκείν ος αν οιγ όκλ εισ ε γ ρήγ ορα τα μάτια του, ξαφν ιασ μέν ος. «Ασ φαλ ώς». Συν ήλ θε αμέσ ως από το σ άσ τισ μά του και είπε αποφασ ισ τικά: «Θα εν ημερώσ ω τη Νελ . Καλ ό σ ου απόγ ευμα». Η Τίλ ι σ τράφηκε από την άλ λ η κι έτσ ι δεν τον είδε ν α φεύγ ει. Όταν η πόρτα είχ ε κλ είσ ει πίσ ω του, είπε μόν ο «Αν τίο, Στέρλ ιν γ κ». Τα δάκρυα αν έβλ υσ αν και χ ύθηκαν από τα μάτια της. Κάθισ ε σ το κρεβάτι με το πρόσ ωπό της μες σ τα χ έρια της κι άφησ ε τα δάκρυά της ν α κυλ ήσ ουν ελ εύθερα. Δ άκρυα αγ άπης και απώλ ειας και φόβου και υπερέν τασ ης. Η Τίλ ι έκλ αιγ ε σ χ εδόν γ ια μισ ή ώρα κι έπειτα σ τράφηκε και κοίταξε το γ ράμμα της Λόρα. Τώρα, δεν υπήρχ ε καμία βία ν α το αν οίξει, καθώς υποψ ιαζόταν πως θα έγ ραφε περίπου τα ίδια με την προηγ ούμεν η φορά. Παραλ ίγ ο, μάλ ισ τα, ν α μην το διαβάσ ει. Έπειτα, όμως, σ κέφτηκε πως ίσ ως ν α της ήταν απαραίτητη άλ λ η μια μαχ αιριά εν οχ ής
γ ια το έγ κλ ημά της, ώσ τε ν α μπορέσ ει ν α εκτελ έσ ει το σ χ έδιό της εκείν ο το απόγ ευμα. Έσ κισ ε το φάκελ ο και ξεδίπλ ωσ ε τις σ ελ ίδες που περιείχ ε. ● Σαν τέλ , Έχ ει περάσει καιρός από την προηγ ούμεν η φορά που σου έγ ραψ α. Μάταια περίμεν α έν α γ ράμμα από εσέν α, γ ια ν α με καθησυχ άσεις. Τώρα, καταλ αβαίν ω γ ια ποιο λ όγ ο δεν μου έγ ραψ ες και ξ έρω πως κι αυτό το γ ράμμα μου μάλ λ ον θα χ αθεί κάπου στη διαδρομή, καθώς θα έχ εις σίγ ουρα αλ λ άξ ει τόπο κατοικίας, όπως πρέπει ν α κάν εις ύστερα από το έγ κλ ημα που διέπραξ ες. Στο διάστημα που μεσολ άβησε από το προηγ ούμεν ο γ ράμμα μου, ήρθαν στο φως πολ λ ά πράγ ματα που δεν γ ν ώριζα. Νιώθω τόσο αν όητη που σ’ εμπιστεύτηκα, που σε υποστήριζα και που έφτασα στο σημείο ν α σε υπερασπιστώ απέν αν τι στη γ υν αίκα που υποψ ιαζόταν πως ήθελ ες ν α καταστρέψ εις την ευτυχ ία της – και μαζί ν α καταστρέψ εις και την ίδια. Ύστερα από τη φωτιά, όταν ήρθαν οι χ ωροφύλ ακες, βρήκαν στο δωμάτιό σου τα ερωτικά
γ ράμματα που αν ταλ λ άσσατε με τον Τζάσπερ. Αλ λ ά δεν βρήκαν το διαβατήριό σου, κι έτσι όλ οι υποψ ιαστήκαμε πως ο Τζάσπερ διέλ υσε τη σχ έση σας κι εσύ έφυγ ες μακριά. Καν είς δεν σε θεώρησε υπεύθυν η γ ια τη φωτιά, καθώς διαπιστώθηκε πως η αιτία ήταν απλ ώς έν α σπασμέν ο φαν άρι στο κάτω δωμάτιο. Ίσως ν ’ άρπαξ ε η κουρτίν α. Το παράθυρο είχ ε μείν ει αν οιχ τό και οι χ ωροφύλ ακες είπαν ότι η κουρτίν α ήταν το πρώτο πράγ μα που λ αμπάδιασε. Χάρηκα πολ ύ όταν έμαθα αυτά τα ν έα από τους χ ωροφύλ ακες, καθώς, κάτω από άλ λ ες συν θήκες, η στιγ μή που διάλ εξ ες γ ια ν α φύγ εις μπορεί ν α κιν ούσε υποψ ίες εις βάρος σου. «Είν αι καλ ή κοπέλ α», επαν έλ αβα τόσες και τόσες φορές στην αστυν ομία. «Είν αι ορφαν ή κι έκαν α ό,τι μπορούσα γ ια ν α τη βοηθήσω». Και συν έχ ισα ν α πιστεύω πως ήσουν αθώα, εν τελ ώς αθώα, και το μόν ο που υποψ ιαζόμουν ήταν ότι είχ ες φύγ ει με ραγ ισμέν η καρδιά και ότι δεν γ ν ώριζες καν γ ια την πυρκαγ ιά στο Πελ αγ ίσιο Φως. Δ εν περν ούσε μέρα που ν α μην αν ησυχ ώ γ ια εσέν α. Σου κράτησα ακόμα και το δωμάτιό σου, μέχ ρι που αυτό δεν ήταν πια πρακτικά δυν ατόν . Η κόρη μου, η Μαρία, και το παιδί της, μετακόμισαν στο σπίτι μας, κι έτσι χ ρειάστηκε ν α προσλ άβουμε
περισσότερες υπηρέτριες. Είχ ε φτάσει η στιγ μή, λ οιπόν , ν α κάν ω εκκαθάριση στο δωμάτιό σου. Μάζεψ α με συγ κίν ηση τα φορέματα και τα παπούτσια σου, τα χ τεν άκια των μαλ λ ιών σου και τα καλ λ υν τικά σου. Τα περισσότερα από αυτά τα πέταξ α ή τα έδωσα σε απόρους. Καθώς εργ αζόσουν ως υπηρέτρια, δεν θα μπορούσες ν α έχ εις τίποτα το ακριβό. Ή, τουλ άχ ιστον , έτσι ν όμιζα. Τη μέρα προτού τα δύο καιν ούρια κρεβάτια τοποθετηθούν στο δωμάτιο που είχ ες την πολ υτέλ εια ν α διατηρείς μόν η σου –χ άρη στον Τζάσπερ και προς μεγ άλ η στεν οχ ώρια της Τίλ ι–, έλ εγ ξ α γ ια μια τελ ευταία φορά τα συρτάρια του κομοδίν ου. Πρόσεξ α πως το χ αμηλ ότερο συρτάρι ήταν πιο ρηχ ό από τα άλ λ α και, ψ άχ ν ον τας, αν ακάλ υψ α πως είχ ε έν αν ψ εύτικο πάτο. Κι όταν αν ασήκωσα εκείν η την επίπεδη σαν ίδα, βρήκα όλ α σου τα μυστικά. Όχ ι μον άχ α κοσμήματα –κοσμήματα που μια γ υν αίκα της δικής σου κοιν ων ικής θέσης δεν θα μπορούσε ποτέ ν α αγ οράσει– αλ λ ά και τα άλ λ α γ ράμματα, τα πρόστυχ α, όπως τα χ αρακτηρίζω πλ έον εγ ώ. Όλ α ήταν από τον Τζάσπερ προς εσέν α, αλ λ ά μη ν ομίζεις πως δεν έχ εις ευθύν η γ ια την κάθε χ υδαία αράδα τους.
Μερικά με έκαν αν ν α κοκκιν ίσω με τις αν άρμοστες λ επτομέρειες που αν έφεραν . Αν αρωτιέμαι αν του έγ ραφες κι εσύ παρόμοια χ υδαία και αν άρμοστα γ ράμματα. Τα διάβασα όλ α, παρόλ ο που μου προκαλ ούσαν ν αυτία. Κι όλ α αυτά που ν όμιζα στην αρχ ή πως ήταν φαν τασιώσεις, αποκαλ ύφθηκε πως ήταν πραγ ματικές αν αμν ήσεις. Το γ εγ ον ός και μόν ο ότι φύλ αξ ες τέτοια λ άγ ν α και χ υδαία γ ράμματα από εκείν ον λ έει κάτι και γ ια τον δικό σου χ αρακτήρα, Σαν τέλ . Αλ λ ά τα πολ ύ χ ειρότερα έπον ταν .greekleech.info Κι άλ λ α γ ράμματα, επίσης κρυμμέν α. Τα γ ράμματα που ήθελ ες ν α σώσεις, αλ λ ά δεν ήθελ ες ν α βρει καν έν ας άλ λ ος. Γράμματα που μιλ ούσαν γ ια αγ άπη και πόθο, αλ λ ά που μιλ ούσαν επίσης γ ια σχ έδια δολ οφον ίας. Κι όσο σκέφτομαι πως η δύστυχ η η Τίλ ι είχ ε έρθει σ’ εμέν α γ ια ν α την παρηγ ορήσω κι εγ ώ της είπα έτσι απλ ά ότι όλ οι οι άν τρες έχ ουν εξ ωσυζυγ ικές σχ έσεις που δεν σημαίν ουν τίποτα, ότι θα έπρεπε ν α προσπαθήσει ν ’ αν τλ ήσει ευτυχ ία απ’ όσα είχ ε στη ζωή… Μου έρχ εται ν α βάλ ω τα κλ άματα από την εν οχ ή και τη θλ ίψ η μου. Η φτωχ ή κοπέλ α, που την εξ απάτησε ο Τζάσπερ, παρακιν ημέν ος από εσέν α, με σκοπό ν α
πάρει τα χ ρήματα κι έπειτα ν α μας πείσει όλ ους ότι έχ αν ε τα λ ογ ικά της, μέχ ρι που τελ ικά… Θα το έκαν ες στ’ αλ ήθεια, Σαν τέλ ; Θα έφταν ες στ’ αλ ήθεια στο σημείο ν α τη δηλ ητηριάσεις; Ή ν α τη σπρώξ εις από το παράθυρο; Ή ν α την πν ίξ εις στη θάλ ασσα; Αυτές τις λ ύσεις πρότειν ε ο Τζάσπερ, και τα γ ράμματα μαρτυρούν πως εσύ ήσουν απόλ υτα αν αμεμειγ μέν η και σύμφων η και πως συζητούσες μαζί του τις λ επτομέρειες αυτών των εν εργ ειών . Θα στεκόσουν πραγ ματικά στο πλ ευρό του, όταν ο Τζάσπερ θα μιλ ούσε στις Αρχ ές γ ια τις υποτιθέμεν ες απόπειρες αυτοκτον ίας της γ υν αίκας του; Εκείν η δεν είχ ε οικογ έν εια πίσω της γ ια ν α την υπερασπιστεί. Υ ποθέτω, λ οιπόν , ότι θα γ λ ιτών ατε και ότι όλ οι θα σας πίστευαν . Και μετά, σκόπευες ν α εγ κατασταθείς στο Πελ αγ ίσιο Φως μαζί με τον Τζάσπερ, σαν ν α το άξ ιζες κατά κάποιο τρόπο; Τι φρικτός άν θρωπος που είσαι… Και πόσο τρομερές θα πρέπει ν α ήταν γ ια τη φτωχ ή Τίλ ι οι τελ ευταίες εβδομάδες της σ’ αυτό τον κόσμο. Καλ ά κάν εις και το βάζεις στα πόδια, Σαν τέλ . Είν αι πολ λ ά αυτά που σε αν αγ κάζουν ν α τρέξ εις μακριά. Δ εν κιν δυν εύεις από την αστυν ομία, γ ιατί ο Ραλ φ επέμειν ε ν α κάψ ω τα γ ράμματα, με το σκεπτικό ότι η Τίλ ι είν αι πια ν εκρή και καν είς δεν
μπορεί ν α τη σώσει κι ότι ο Τζάσπερ είν αι επίσης ν εκρός, κι έτσι δεν θα κλ ηθεί ποτέ ν α λ ογ οδοτήσει γ ια το έγ κλ ημά του. Μου είπε πως δεν ήθελ ε ν α τα σκέφτεται πια όλ α αυτά, αλ λ ά και πως δεν ήθελ ε ν α αν αστατωθούμε και ν α ν τροπιαστούμε από την έρευν α. Στην αρχ ή, διαφών ησα μαζί του, αλ λ ά, σαν καλ ή σύζυγ ος, συμμορφώθηκα τελ ικά με τις επιθυμίες του. Όλ α εκείν α τα γ ράμματα κάηκαν στο τζάκι του δωματίου μου και ορκίζομαι πως, καθώς καίγ ον ταν , αν έδιδαν μια οσμή από θειάφι – τόσο σαταν ικά ήταν . Αλ λ ά, παρόλ ο που δεν έχ εις ν α φοβηθείς τη δικαιοσύν η των αν θρώπων , Σαν τέλ , την έσχ ατη μέρα σου θα έρθεις αν τιμέτωπη με την κρίση του Θεού. Κι αυτό είν αι κάτι που με παρηγ ορεί. Αυτό το γ ράμμα ήταν γ ια εμέν α μια ευκαιρία ν α εκφράσω τη φρίκη μου και το θυμό μου. Σου εύχ ομαι μόν ο δυστυχ ία. Σου εύχ ομαι ν α έχ εις μια εφιαλ τική ζωή. Λόρα Μόρν ιν γ κτον ● Η Τίλ ι ξαν αδίπλ ωσ ε το γ ράμμα με τρεμάμεν α χ έρια. Ο Τζάσ περ κι η Σαν τέλ σ χ εδίαζαν ν α τη δολ οφον ήσ ουν . Κι ίσ ως ν α τη σ κότων αν εκείν η τη
ν ύχ τα της φωτιάς. Ίσ ως και όχ ι. Σε κάθε περίπτωσ η, δεν ήταν αθώοι. Σίγ ουρα δεν ήταν σ τη δικαιοδοσ ία της Τίλ ι ν α αποφασ ίσ ει την τιμωρία τους, όμως η αλ ήθεια είν αι πως εκείν η δεν είχ ε αποφασ ίσ ει τίποτα. Τώρα που η διαύγ εια διέλ υε τη λ άσ πη της εν οχ ής μες σ το ν ου της, έβλ επε το περισ τατικό της φωτιάς από μια άλ λ η οπτική γ ων ία. Εκείν η πάλ ευε ν α ξεφύγ ει από τον Τζάσ περ. Ο Τζάσ περ ήταν εκείν ος που έριξε το φαν άρι. Και το δωμάτιο ήταν γ εμάτο παλ ιά έγ γ ραφα, επειδή δεν είχ ε αφήσ ει ούτε έν α έπιπλ ο γ ια ν α τα αποθηκεύσ ει. Ναι, τον είχ ε κλ ειδώσ ει μέσ α, αλ λ ά το έκαν ε επειδή φοβήθηκε γ ια την ασ φάλ ειά της. Και μόλ ις θα κατόρθων ε ν α βγ ει από το δωμάτιο, θα πήγ αιν ε ούτως ή άλ λ ως πάν ω, επειδή η ερωμέν η του κρυβόταν μες σ το σ πίτι. Μια ακολ ουθία γ εγ ον ότων , που τέθηκε σ ε κίν ησ η από τα δολ οφον ικά σ χ έδια του Τζάσ περ και της Σαν τέλ , κατέλ ηξε τελ ικά σ τους δικούς τους τυχ αίους θαν άτους. Η Τίλ ι δεν τους είχ ε σ κοτώσ ει. Και βασ αν ιζόταν τόσ ους μήν ες από τις εν οχ ές χ ωρίς ν α υπάρχ ει πραγ ματικά λ όγ ος. Και τώρα, είχ ε φτάσ ει η τελ ευταία της μέρα εκεί, επειδή είχ ε προσ παθήσ ει ν α εξιλ εωθεί βοηθών τας
τη Χέτι ν α αποδράσ ει. Μόν ο που δεν χ ρειαζόταν εξιλ έωσ η. Πόσ ο λ αχ ταρούσ ε ν α αν ακαλ έσ ει το σ χ έδιό της. Να μείν ει εκεί και ν α εξακολ ουθήσ ει ν α διδάσ κει τη Νελ και ν α περιμέν ει την επισ τροφή του Στέρλ ιν γ κ σ την αγ καλ ιά της. Έπν ιξε έν α λ υγ μό. Ήταν πολ ύ αργ ά πια. Δ εν μπορούσ ε ν α κοιτάξει κατά πρόσ ωπο τη Χέτι και ν α της πει: «Όχ ι, δεν γ ίν εται ν α προχ ωρήσ ουμε». Η Χέτι ήδη σ κεφτόταν τη σ τιγ μή που θα αγ κάλ ιαζε ξαν ά τα παιδιά της. Κι άλ λ ωσ τε, έν α φόρεμα ολ όιδιο με το δικό της ήταν κρυμμέν ο κάτω από το θάμν ο και η βάρκα ήταν σ τη θέσ η της φορτωμέν η με εφόδια. Τα αδικήματα της Τίλ ι είχ αν ήδη διαπραχ θεί και ούτε η ίδια δεν θα μπορούσ ε ν α σ ταματήσ ει τώρα τη Χέτι. Και αν η Χέτι δραπέτευε, η Τίλ ι δεν θα μπορούσ ε πια ν α μείν ει σ το ν ησ ί. Ο μον αδικός τρόπος γ ια ν α ξεφύγ ει τώρα ήταν η απόδρασ η.
26- Αίμα και Στάχ τη
Σαν μια γ υν αίκα καταδικασ μέν η που βαδίζει προς την αγ χ όν η, η Τίλ ι έφυγ ε αθόρυβα από το σ πίτι τη σ υμφων ημέν η ώρα και πήγ ε ως τα χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα. Οι σ κιές είχ αν μακρύν ει, ο αέρας ήταν ψ υχ ρός, ο ερχ ομός του δειλ ιν ού έβαφε ρόδιν ο τον ουραν ό. Αν αρωτήθηκε αν η Χέτι είχ ε καταφέρει ν α δραπετεύσ ει από τον κήπο, με το κόκκιν ο φόρεμα που ήταν ολ όιδιο με το δικό της και με το γ κρίζο φουλ άρι δεμέν ο σ τα μαλ λ ιά της έτσ ι που ν α της κρύβει το πρόσ ωπο. Μήπως την είχ ε δει κάποιος και, θεωρών τας πώς ήταν η Τίλ ι, την είχ ε χ αιρετήσ ει κουν ών τας από μακριά το χ έρι; Και μήπως, όταν εκείν η του αν ταπέδωσ ε το χ αιρετισ μό, είχ ε ξαφν ιασ τεί από το μεγ άλ ο, τραχ ύ χ έρι της Χέτι; Η Τίλ ι έν ιωθε ν αυτία από την αγ ων ία της. Ζαλ ιζόταν κι αν ακατευόταν σ αν ν α ήταν ώρες πάν ω σ ε πλ οίο. Κάθε βήμα της ήταν βαρύ από έν α δυσ οίων ο προαίσ θημα. Προσ πέρασ ε τις μάν τρες των βοοειδών και μόλ ις τότε πρόσ εξε γ ια πρώτη φορά ότι δεν υπήρχ ε καμία κίν ησ η σ τα χ ωράφια με τα ζαχ αροκάλ αμα. Μήπως όλ οι οι κρατούμεν οι
είχ αν αποσ υρθεί ν ωρίτερα εκείν ο το απόγ ευμα; Αυτό θα έκαν ε τα πράγ ματα πιο εύκολ α. Τουλ άχ ισ τον , δεν θα χ ρειαζόταν ν α αν ησ υχ ούν μήπως τις αν ακάλ υπταν . Σταμάτησ ε σ την άκρη εν ός χ ωραφιού. Ο άν εμος έκαν ε τα καλ άμια ν α τρίζουν . Στράφηκε γ ια μια τελ ευταία φορά, τόσ ο γ ια ν α ελ έγ ξει αν κάποιος την παρακολ ουθούσ ε όσ ο και γ ια ν α αποχ αιρετήσ ει εκείν ο τον τόπο. Το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι διαγ ραφόταν σ κοτειν ό πάν ω σ το λ όφο. Κάπου εκεί μέσ α, ο Στέρλ ιν γ κ δούλ ευε. Και η Νελ σ ίγ ουρα θα διάβαζε ή θα έγ ραφε ή θα έπαιζε. Οι ζωές τους θα σ υν εχ ίζον ταν καν ον ικά. Η Τίλ ι σ τερέωσ ε σ τον ώμο της τη βαμβακερή τσ άν τα που κουβαλ ούσ ε και βυθίσ τηκε μες σ το χ ωράφι. Τα παν ύψ ηλ α φυτά ορθών ον ταν πολ ύ κον τά το έν α σ το άλ λ ο και δεν άφην αν το φως ν α περάσ ει. Δ εν μπορούσ ε ν α διακρίν ει την έξοδο σ την άλ λ η πλ ευρά του χ ωραφιού, κι έτσ ι έπρεπε ν α βασ ισ τεί σ την πυξίδα που είχ ε σ το μυαλ ό της γ ια ν α πάρει τη σ ωσ τή κατεύθυν σ η. Ήξερε πως αν άμεσ α σ τα ζαχ αροκάλ αμα υπήρχ αν σ τεν ά μον οπάτια σ αν αυλ άκια, οπότε θα έπρεπε ν α προσ έχ ει ν α μην τη δουν όταν θα έβγ αιν ε σ ε κάποιο από αυτά. Τώρα, όμως, είχ ε αρχ ίσ ει ν α
πισ τεύει ότι δεν θα σ υν αν τούσ ε ποτέ κάποιο από αυτά τα μον οπάτια. Ήταν περικυκλ ωμέν η από φυτά, μακριά καλ άμια και βλ ασ τάρια πράσ ιν α σ αν φύλ λ α, που θρόιζαν σ την επαφή με τα ρούχ α της και μασ τίγ ων αν το πρόσ ωπό της. Το έδαφος ήταν αν ώμαλ ο και δυσ κόλ ευε τα βήματά της. Σίγ ουρα θα υπήρχ αν φίδια και πον τίκια χ αμηλ ά σ τα πόδια της. Οι βάσ εις των ζαχ αροκάλ αμων ήταν σ υχ ν ά σ πασ μέν ες κι αιχ μηρές και τις τρυπούσ αν τη φούσ τα ή το δέρμα. Οι δυν ατοί μίσ χ οι τη σ υγ κρατούσ αν όρθια, όμως τα φυτά ήταν τραχ ιά και πυκν ά, κι έτσ ι προχ ωρούσ ε με κόπο αν άμεσ ά τους, σ πρώχ ν ον τας με τα μπράτσ α της και με τους ώμους της, σ αν ν α κολ υμπούσ ε αν άμεσ α σ τα καλ άμια. Ήταν τόσ ο απορροφημέν η από την προσ πάθειά της ν α αν οίξει δρόμο αν άμεσ α σ τα φυτά, που ξαφν ιάσ τηκε όταν έφτασ ε σ το πρώτο μον οπάτι. Ήταν πολ ύ σ τεν ό, αλ λ ά της επέτρεψ ε ν α αν απν εύσ ει γ ια λ ίγ ο. Η Τίλ ι σ τράφηκε και έλ εγ ξε προς τα δεξιά και προς τα αρισ τερά. Δ εν φαιν όταν καν είς σ το οπτικό της πεδίο. Έσ κυψ ε και πήρε μερικές βαθιές αν άσ ες. Είχ ε μελ ετήσ ει προσ εκτικά τα χ ωράφια των ζαχ αροκάλ αμων από την πίσ ω βεράν τα του σ πιτιού. Καθεμία από τις τεράσ τιες
εκτάσ εις ήταν διαιρεμέν η σ ε τέσ σ ερα σ υμμετρικά τετράγ ων α από αυτά τα μον οπάτια. Άρα, έπρεπε ν α διασ χ ίσ ει άλ λ α τρία τέτοια τετράγ ων α, μέχ ρι ν α βγ ει επιτέλ ους σ τη βραχ ώδη ακτή. Κοίταξε τα χ έρια της και αν ακάλ υψ ε μια σ τάλ α αίμα σ τη δεξιά παλ άμη της. Την πιπίλ ισ ε. Η μεταλ λ ική γ εύσ η του αίματος ήταν αν ακατεμέν η με τη γ λ υκιά γ εύσ η της ζάχ αρης. Χώθηκε πάλ ι μες σ το χ ωράφι. Τώρα, έσ πρωχ ν ε τα καλ άμια και προχ ωρούσ ε αν άμεσ ά τους με περισ σ ότερη αυτοπεποίθησ η. Αλ λ ά ο άν εμος έφερε ως εκεί μια οσ μή – και δεν χ ρειάσ τηκε παρά λ ίγ α λ επτά γ ια ν α αν αγ ν ωρίσ ει πως ήταν η μυρωδιά καπν ού. Η καρδιά της αν απήδησ ε από τον τρόμο. Θυμήθηκε. Στο τέλ ος του φθιν οπώρου, καίν ε τα ζαχ αροκάλ αμα πριν από το θερισμό. Η Τίλ ι άρχ ισ ε ν α τρέχ ει. Είν αι φαν τασμαγ ορικό, λ ες και το μισό ν ησί έχ ει παραδοθεί στις φλ όγ ες. Η καρδιά της παλ λ όταν σ αν τρελ ή μες σ το σ τήθος της, η αν άσ α της έβγ αιν ε ρηχ ή και γ ρήγ ορη. Η Τίλ ι έτρεχ ε ασ ταμάτητα, εν ώ φύλ λ α και σ πασ μέν α καλ άμια τη μασ τίγ ων αν και την
τραυμάτιζαν . Κι έπειτα, άκουσ ε και τις φλ όγ ες, ν α λ υσ σ ομαν ούν σ τις άκρες των χ ωραφιών . Το έδαφος από κάτω της άρχ ισ ε ν α σ είεται και ν α γ λ ισ τράει, καθώς κάθε λ ογ ής μικρά ζώα είχ αν ήδη μυρίσ ει τον καπν ό κι έτρεχ αν απελ πισ μέν α γ ια ν α σ ωθούν . Έτρεξε κι εκείν η μαζί τους, ελ πίζον τας ν α βρει έν α από εκείν α τα σ τεν ά μον οπάτια και ν α το ακολ ουθήσ ει γ ια ν α βγ ει από τα χ ωράφια. Η κάψ α και το μουγ κρητό της φωτιάς είχ αν πλ ησ ιάσ ει τώρα, κόν τευαν ν α την προφτάσ ουν . Τα πόδια της έκαιγ αν , το σ τήθος της έτσ ουζε και τα αυτιά της βούιζαν από το φόβο της. Ξαφν ικά, έν ιωσ ε σ ίγ ουρη πως δεν θα γ λ ίτων ε, πως ήταν καταδικασ μέν η ν α πεθάν ει σ ε αυτή τη φωτιά, με τον ίδιο τρόπο που είχ αν πεθάν ει ο Τζάσ περ κι η Σαν τέλ . Εκείν η τη σ τιγ μή, όμως, βγ ήκε επιτέλ ους σ ε έν α μον οπάτι. Κοίταξε δεξιά κι αρισ τερά, παν ικοβλ ημέν η κι έν τρομη. Παν τού φλ όγ ες. Στάθηκε σ τη μέσ η εν ός χ ωραφιού, σ ε έν α από τα λ ίγ α σ ημεία που δεν είχ αν παραδοθεί ακόμα σ τις φλ όγ ες. Αν , όμως, ακολ ουθούσ ε εκείν ο το μον οπάτι ως το τέλ ος… Ήταν παγ ωμέν η από το φόβο της. Η φωτιά την είχ ε περικυκλ ώσ ει.
Έπρεπε ν α δράσ ει. Μόν ο έτσ ι υπήρχ ε πιθαν ότητα ν α βγ ει ζων ταν ή από εκεί μέσ α. Συν έχ ισ ε ν α τρέχ ει σ το σ τεν ό μον οπάτι, κι ας την οδηγ ούσ ε πιο κον τά σ τη φωτιά. Γιατί πέρα από τις φλ όγ ες την περίμεν αν ο καθαρός αέρας και η ελ ευθερία και η ζωή. Η φωτιά ρουφούσ ε τον αέρα, που διαμαρτυρόταν με έν α εκκωφαν τικό μουγ κρητό. Μπορούσ ε ν α δει σ ε μερικά χ ωράφια τις φλ όγ ες ν α φτάν ουν σ ε ύψ ος τα έξι μέτρα. Δ εξιά κι αρισ τερά της, τα μαυρισ μέν α καλ άμια διαγ ράφον ταν σ αν σ κιές σ το πορτοκαλ ί φως της φωτιάς. Θα έπρεπε ν α διαν ύσ ει τα λ ίγ α επόμεν α μέτρα τρέχ ον τας μέσ α από τη φωτιά, χ ωρίς ν α την προσ τατεύει τίποτα από τις φλ όγ ες. Τράβηξε το φουλ άρι της μπροσ τά σ το σ τόμα της, χ αμήλ ωσ ε το κεφάλ ι της και άν τλ ησ ε από το κορμί της τις τελ ευταίες δυν άμεις που της απέμεν αν γ ια ν α τρέξει. Έν ιωσ ε τη βαμβακερή τσ άν τα σ τους ώμους της ν α καίγ εται. Ήταν αν αγ κασ μέν η ν α την πετάξει και ν α αποχ ωρισ τεί το ψ ηφιδωτό κουτί αλ λ ηλ ογ ραφίας του παππού της, ν α το αφήσ ει ν α κατρακυλ ήσ ει μες σ τις σ τάχ τες. Οι ώμοι της την έτσ ουζαν φρικτά. Μπορούσ ε ν α μυρίσ ει τα ίδια της τα μαλ λ ιά ν α καίγ ον ται.
Έν α δευτερόλ επτο αργ ότερα, ήταν ελ εύθερη και κειτόταν σ το έδαφος, με το πρόσ ωπό της σ το χ ώμα. Έμειν ε γ ια έν α λ επτό εκεί, βήχ ον τας από τον καπν ό. Σήκω πάν ω, πρέπει ν α σηκωθείς. Στάθηκε ξαν ά σ τα πόδια της και προχ ώρησ ε προς τη μάν τρα των βοοειδών . Αν αρωτιόταν έν τρομη τι τραύματα είχ ε υποσ τεί το σ ώμα της. Οι ώμοι της πον ούσ αν τρομερά. Έτρεξε όσ ο πιο γ ρήγ ορα μπορούσ ε, πέρασ ε από το φράχ τη της μάν τρας κι έπειτα κατέβηκε σ τα βράχ ια. Χωρίς δεύτερη σ κέψ η, βύθισ ε το κορμί της σ το δροσ ερό ν ερό. Τι αν ακούφισ η… Ο οξύς πόν ος καταπραΰν θηκε. Έβγ αλ ε από το ν ερό τον έν α ώμο της και το πάν ω μέρος του μπράτσ ου της και εξέτασ ε την κατάσ τασ ή τους σ το φως της φωτιάς που αν τικατοπτριζόταν σ τα ν ερά. Το ύφασ μα του φορέματός της είχ ε καεί εν τελ ώς και το δέρμα της ήταν τραχ ύ και είχ ε έν α έν τον ο ροζ χ ρώμα. Θα χ ρειαζόταν σ ίγ ουρα φαρμακευτικές αλ οιφές και επιδέσ μους. Αλ λ ά σ το επόμεν ο ν ησ ί δεν θα υπήρχ ε τίποτα από αυτά. Άραγ ε, η Χέτι είχ ε κατορθώσ ει ν α διασ χ ίσ ει τα χ ωράφια;
Η Τίλ ι σ τεκόταν τώρα σ το ν ερό, με το πρόσ ωπό της πλ ημμυρισ μέν ο δάκρυα σ τον απογ ευματιν ό άν εμο. Πόν ος και τρόμος. Ο λ αιμός της έκαιγ ε. Αλ λ ά έπρεπε ν α σ υν εχ ίσ ει το δρόμο της, μες σ το λ υκόφως, γ ια ν α σ υν αν τήσ ει τη Χέτι. ● Η Τίλ ι προχ ωρούσ ε σ κον τάφτον τας και κλ αίγ ον τας από τον πόν ο. Τα παπούτσ ια της είχ αν γ εμίσ ει ν ερό κι είχ αν βαρύν ει, αλ λ ά δεν τολ μούσ ε ν α τα βγ άλ ει, από φόβο μήπως τα πόδια της τραυματισ τούν σ τα βράχ ια. Οι γ ρατζουν ιές σ τα πόδια της την έτσ ουζαν καθώς έρχ ον ταν σ ε επαφή με το αλ μυρό ν ερό. Πιο πέρα, έβλ επε από τα χ ωράφια των ζαχ αροκάλ αμων ν α σ ηκών εται μια πορτοκαλ ιά λ άμψ η ως τον ουραν ό, που τώρα έπαιρν ε έν α βαθύ μπλ ε χ ρώμα από τα αν ατολ ικά. Πόσ ο θα ήθελ ε ν α καθόταν εκείν η τη σ τιγ μή σ τη βεράν τα με τη Νελ και ν α παρακολ ουθούσ αν μαζί την καύσ η των ζαχ αροκάλ αμων από την ασ φάλ εια του σ πιτιού, απολ αμβάν ον τας τη βελ ούδιν η βραδιά και την αψ ιά αλ λ ά σ υν άμα γ λ υκιά μυρωδιά εκείν ου του καπν ού. Σιγ ά σ ιγ ά, οι σ τάχ τες άρχ ισ αν ν α κατακάθον ται μαλ ακά σ το έδαφος.
Μικροσ κοπικές, αν άλ αφρες ν ιφάδες που διαλ ύον ταν πάν ω σ το δέρμα της. Σαν μαύρο χ ιόν ι. Έβαλ ε πάλ ι τα δυν ατά της, σ υν έχ ισ ε το δρόμο της σ την παραλ ία κι έπειτα άρχ ισ ε ν α προχ ωράει αν άμεσ α σ τους βράχ ους, γ ια ν α φτάσ ει σ τα έλ η. Το τελ ευταίο φως της μέρας εξαφαν ιζόταν τώρα πάν ω από την εν δοχ ώρα, αποχ αιρετών τας το ν ησ ί με μια κεχ ριμπαρέν ια λ άμψ η. Η θάλ ασ σ α ήταν σ αν από κασ σ ίτερο. Η άμπωτη σ ήμαιν ε ότι δεν θα ήταν αν αγ κασ μέν η ν α τσ αλ αβουτάει πια μες σ τα σ κοτειν ά ν ερά. Προχ ώρησ ε μέσ α από τις λ άσ πες, τρομοκρατημέν η από τον πόν ο που έν ιωθε σ το καμέν ο δέρμα της. Αν αρωτιόταν αν θα κατόρθων ε ν α επιβιώσ ει έσ τω και μία ν ύχ τα χ ωρίς ιατρική βοήθεια, πόσ ο μάλ λ ον μία ολ όκλ ηρη εβδομάδα. Αλ λ ά σ υν έχ ισ ε ν α προχ ωράει, ακόμα και όταν αισ θάν θηκε ότι οι δυν άμεις της είχ αν εξαν τλ ηθεί, καθώς δεν υπήρχ ε πια δρόμος επισ τροφής. Η μπλ ε κορδέλ α μόλ ις που ήταν ορατή σ το λ υκόφως, όμως η Τίλ ι δεν χ ρειαζόταν ν α την εν τοπίσ ει. Η Χέτι ήταν ήδη εκεί. Είχ ε λ ύσ ει τη βάρκα και την έσ πρωχ ν ε προς το ν ερό. «Χέτι!» φών αξε η Τίλ ι, και η φων ή της βγ ήκε σ αν αγ κομαχ ητό από τα σ ωθικά της. Η Χέτι κοίταξε γ ύρω της, με το μισ ό της
πρόσ ωπο κρυμμέν ο σ τις σ κιές και το μέτωπό της χ αμηλ ωμέν α. Έπειτα, καταπιάσ τηκε πάλ ι με τη βάρκα. «Χέτι, περίμεν ε. Είμαι τραυματισ μέν η». Προχ ώρησ ε τρεκλ ίζον τας προς το μέρος της. «Παγ ιδεύτηκες καθόλ ου μες σ τις φλ όγ ες;» «Όχ ι, κατέβηκα απ’ τον πίσ ω δρόμο. Κάτω απ’ το λ όφο. Ο ηλ ίθιος ο φρουρός μου σ τεκόταν ακριβώς σ το σ ημείο που ήθελ α ν α πάω εγ ώ». «Δ ηλ αδή, κατέβηκες απ’ τον γ κρεμό;» «Ασ φαλ ώς. Ήθελ α ν α δραπετεύσ ω. Έλ α, βοήθησ έ με μ’ αυτό». Τράβηξε το σ κοιν ί κι έσ υραν μαζί τη βάρκα ως το ν ερό. Η Χέτι πήδηξε μέσ α και η βάρκα έγ ειρε γ ια έν α λ επτό κι έπειτα έμειν ε ακίν ητη. Η Τίλ ι σ τεκόταν έξω από τη βάρκα, με το ν ερό ν α φτάν ει ως τους γ οφούς της, και βοηθούσ ε τη Χέτι ν α ζυγ ιάσ ει τα κουπιά. Ήδη, όμως, η βάρκα έπλ εε και απομακρυν όταν από δίπλ α της. «Χέτι, βοήθησ έ με», είπε η Τίλ ι, απλ ών ον τας το χ έρι της. «Μου είν αι σ χ εδόν αδύν ατον ν α κιν ηθώ. Πον άω πάρα πολ ύ». Η Χέτι παρέμεν ε σ ιωπηλ ή. Το πρόσ ωπό της ήταν αν έκφρασ το και απαθές. Σήκωσ ε το έν α από τα κουπιά. «Χέτι; Σε παρακαλ ώ, δεν μπορώ ν α σ καρφαλ ώσ ω
μόν η μου σ τη βάρκα». Με μια αν απάν τεχ η και κτην ώδη βιαιότητα, η Χέτι σ ήκωσ ε πιο ψ ηλ ά το κουπί που κρατούσ ε και χ τύπησ ε την Τίλ ι σ το κεφάλ ι. Η Τίλ ι κατέρρευσ ε, με τα αυτιά της ν α βουίζουν , και αρπάχ τηκε απελ πισ μέν α από το πλ αϊν ό χ είλ ος της βάρκας. Η Χέτι σ ηκώθηκε και η βάρκα κλ υδων ίσ τηκε. Αυτή τη φορά, τη χ τύπησ ε δυν ατά με το κουπί σ τα πλ ευρά της. Ο πόν ος ήταν αδιαν όητος. Τα χ έρια της Τίλ ι άρχ ισ αν ν α γ λ ισ τρούν από τη βάρκα, όμως η Χέτι τα χ τύπησ ε κι αυτά. Της απαγ κίσ τρωσ ε τα δάχ τυλ α από τη βάρκα και την έσ πρωξε σ το ν ερό. Έπειτα, άρχ ισ ε ν α κωπηλ ατεί και ν α απομακρύν εται όσ ο πιο γ ρήγ ορα μπορούσ ε. Η Τίλ ι πάλ ευε ν α σ ταθεί σ τα πόδια της, πάλ ευε ν α βγ άλ ει το πρόσ ωπό της σ την επιφάν εια του ν ερού. Οι πλ ηγ ές της πον ούσ αν ακόμα περισ σ ότερο με το αλ μυρό ν ερό, το κεφάλ ι της γ ύριζε και βούιζε, οι σ ουβλ ιές που έν ιωθε σ τα πλ ευρά της σ χ εδόν δεν της επέτρεπαν ν α αν απν εύσ ει. Αν δεν σ ηκων όταν , όμως, θα ήταν καταδικασ μέν η – θα πν ιγ όταν . Με τα τελ ευταία αποθέματα της δύν αμής της, κατόρθωσ ε ν α σ ηκωθεί και ν α σ ταθεί σ τα πόδια της. «Χέτι!» φών αξε, αλ λ ά η φων ή της ήταν έν α
βραχ ν ό αγ κομαχ ητό. Η βάρκα απομακρυν όταν και η σ κοτειν ή φιγ ούρα της Χέτι εξαφαν ιζόταν σ ιγ ά σ ιγ ά. Κι ίσ ως ο χ ειρότερος από όλ ους τους πόν ους ν α ήταν εκείν ος της προδοσ ίας. ● Παραπατούσ ε, τσ αλ αβουτούσ ε, έπεφτε και σ ηκων όταν ξαν ά. Μαύρο σ κοτάδι κάλ υπτε τα μάτια της. Συν ερχ όταν πάλ ι μόν ο με τη δύν αμη της θέλ ησ ής της. Τα τρία μέτρα που χ ώριζαν την όχ θη από το σ ημείο όπου η Χέτι την είχ ε πετάξει από τη βάρκα τής φαίν ον ταν σ αν δέκα χ ιλ ιόμετρα. Κι επιτέλ ους, επιτέλ ους, με τη φούσ τα της ν α σ έρν εται από πίσ ω της βαριά από το ν ερό, έφτασ ε σ την όχ θη και κατέρρευσ ε πάν ω σ τη λ άσ πη. Κυριευμέν η από τον πόν ο, λ ιποθύμησ ε. ● Κατά διασ τήματα, αν ακτούσ ε τις αισ θήσ εις της. Αν τιλ αμβαν όταν την πλ ημμυρίδα ν α της καλ ύπτει τα πόδια. Θυμόταν την προδοσ ία της Χέτι. Έν ιωθε τη μαλ ακή σ τάχ τη που έπεφτε πάν ω της σ αν
βροχ ή. Αλ λ ά, κάθε φορά, το βασ αν ισ μέν ο κορμί της την τραβούσ ε πίσ ω σ το σ κοτάδι. Ξαφν ικά, όμως, εμφαν ίσ τηκαν φώτα που τρεμόπαιζαν αν άμεσ α σ τα σ κοτειν ά κλ αδιά. Προσ πάθησ ε ν α φων άξει, αλ λ ά ο οξύς πόν ος σ τα πλ ευρά της δεν άφην ε ν α βγ ει από μέσ α της παρά μόν ο έν α αγ κομαχ ητό. Τα φώτα πλ ησ ίασ αν περισ σ ότερο και η Τίλ ι είδε ν α προχ ωρούν προς το μέρος της τρεις ή τέσ σ ερις άν τρες· το σ ασ τισ μέν ο μυαλ ό της δεν μπορούσ ε ν α τους μετρήσ ει. Τότε, ακούσ τηκε η φων ή του Στέρλ ιν γ κ: «Τη βρήκα! Εδώ! Τη βρήκα!» Προσ πάθησ ε ν α κουν ήσ ει τη γ λ ώσ σ α της, αλ λ ά ήταν αδύν ατον . Τα αυτιά της άρχ ισ αν πάλ ι ν α βουίζουν . Δ ιατήρησ ε τις αισ θήσ εις της γ ια αρκετό χ ρόν ο ώσ τε ν α ν ιώσ ει τα δυν ατά μπράτσ α του ν α κλ είν ουν γ ύρω της, αλ λ ά αμέσ ως μετά ο πόν ος από τη μετακίν ησ ή της έκαν ε και πάλ ι τον κόσ μο ν α σ κοτειν ιάσ ει. Η Τίλ ι είχ ε σ υν είδησ η των τραν ταγ μάτων σ την αγ καλ ιά του, και η κάθε του κίν ησ η την πλ ημμύριζε με αγ ων ία. Έπειτα, βρέθηκε ξαπλ ωμέν η σ ε έν α μαλ ακό και σ τεγ ν ό μέρος, εν ώ γ ύρω της τρεμόπαιζαν φώτα. Άκουσ ε τη φων ή του δρα Γκρουμ κι έν ιωσ ε ν α της βγ άζουν τα μουσ κεμέν α
ρούχ α. Τον άκουσ ε ν α προφέρει λ έξεις όπως «εγ καύματα» και «σ πασ μέν α πλ ευρά». Άκουσ ε και τη Νελ ν α κλ αίει με λ υγ μούς και ήθελ ε ν α απλ ώσ ει το χ έρι της γ ια ν α τη φτάσ ει και ν α της πει ν α μη σ τεν οχ ωριέται. Τέλ ος, άκουσ ε τον Στέρλ ιν γ κ ν α λ έει σ το γ ιατρό: «Θέλ ω ν α κάν ετε ό,τι περν άει απ’ το χ έρι σ ας». Κι έπειτα, κάποιος πίεσ ε πάν ω από τη μύτη και το σ τόμα της έν α παν ί με μια γ λ υκιά οσ μή που θύμιζε κόλ λ α. «Αν άπν ευσ ε, Τίλ ι», της είπε ο δρ Γκρουμ. Κι εκείν η αν άπν ευσ ε. Μία αν άσ α, δύο αν άσ ες, τρεις αν άσ ες, και άρχ ισ ε ν α ν υσ τάζει, έν ιωσ ε την πίεσ ή της ν α πέφτει και την ακοή της ν α εξασ θεν εί. Επιτέλ ους – τι ευεργ ετική η απελ ευθέρωσ η από τον πόν ο και τον τρόμο… ● Η Τίλ ι ξύπν ησ ε με το πρώτο φως της αυγ ής. Έν ιωθε το σ ώμα της τσ ακισ μέν ο. Αμέσ ως μόλ ις τα μάτια της άν οιξαν , αγ κάλ ιασ αν ολ όκλ ηρη την εικόν α. Βρισ κόταν σ το δωμάτιό της, οι κουρτίν ες ήταν αν οιχ τές, το σ ώμα της άκαμπτο, και, μόλ ις δοκίμασ ε ν α γ υρίσ ει λ ίγ ο, αν τιλ ήφθηκε πως ήταν γ εμάτη επιδέσ μους. Έσ τρεψ ε με μια ζωηρή κίν ησ η
το κεφάλ ι της και αν τίκρισ ε τη Νελ που καθόταν δίπλ α σ το κρεβάτι της, σ ε μια πολ υθρόν α που είχ ε φέρει μόν η της ως εκεί. Το κορίτσ ι είχ ε αποκοιμηθεί. «Νελ …» κατόρθωσ ε ν α ψ ελ λ ίσ ει η Τίλ ι. Τα μάτια της Νελ άν οιξαν αμέσ ως. «Τίλ ι! Πώς αισ θάν εσ αι; Θα πεθάν εις;» «Ελ πίζω πως όχ ι», αποκρίθηκε η Τίλ ι, όμως δεν υπήρχ ε περίπτωσ η ν α γ ελ άσ ει ή έσ τω ν α χ αμογ ελ άσ ει. «Αισ θάν ομαι πως μάλ λ ον θα ζήσ ω». «Αχ , πόσ ο θα ήθελ α ν α σ ’ αγ καλ ιάσ ω. Αλ λ ά δεν επιτρέπεται ν α σ ’ αγ γ ίξω. Ο δρ Γκρουμ είπε πως είσ αι πολ ύ σ οβαρά τραυματισ μέν η, αλ λ ά και πως θ’ αν αρρώσ εις τώρα που οι πλ ηγ ές σ ου καθαρίσ τηκαν και επιδέθηκαν . Και, Τίλ ι… Τα μαλ λ ιά σ ου…» Η Τίλ ι έκαν ε ν α αν ασ ηκώσ ει το χ έρι της γ ια ν α αγ γ ίξει τα μαλ λ ιά της, αλ λ ά τη σ ταμάτησ ε έν ας οξύς πόν ος σ τους ώμους της και μια σ ουβλ ιά σ τα πλ ευρά της. «Τα μαλ λ ιά σ ου κάηκαν σ ε πολ λ ά σ ημεία», είπε η Νελ . «Τα όμορφα κόκκιν α μαλ λ ιά σ ου». Και η Νελ άρχ ισ ε πάλ ι ν α κλ αίει, καθώς αυτή η σ υμβολ ική απώλ εια της Τίλ ι απελ ευθέρωσ ε μέσ α της όλ η της τη σ υγ κίν ησ η γ ια τον τραυματισ μό της.
«Έλ α, ηρέμησ ε τώρα», της είπε καθησ υχ ασ τικά η Τίλ ι, εν ώ την ίδια σ τιγ μή αν αθυμόταν όλ α τα σ υμβάν τα της προηγ ούμεν ης βραδιάς. «Νελ , έχ ω ν α σ ε ρωτήσ ω πολ λ ά πράγ ματα προτού έρθουν ο πατέρας σ ου ή ο δρ Γκρουμ». Η Νελ ρούφηξε τη μύτη της και σ κούπισ ε τα μάγ ουλ ά της. «Δ εν θα έχ εις καμία απολ ύτως φασ αρία». «Πώς το… Ξέρουν ότι…;» «Εγ ώ το ήξερα. Το είχ α υποψ ιασ τεί απ’ την αρχ ή και… Το γ ν ώριζα και τους είπα ότι εγ ώ έδωσ α τη βάρκα σ τη Χέτι κι ότι εσ ύ κατέβηκες ν α τη σ ταματήσ εις γ ια ν α με σ ώσ εις». Η Τίλ ι κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι της, όσ ο πιο μαλ ακά μπορούσ ε. «Δ εν έπρεπε, Νελ ». «Και τώρα, γ ια ν α με τιμωρήσ ει, ο μπαμπάς θα με σ τείλ ει εσ ωτερική σ ε σ χ ολ είο. Δ εν με ν οιάζει, όμως, γ ιατί μ’ αυτό τον τρόπο προσ τατεύω εσ έν α». «Δ εν μπορώ ν α σ ’ αφήσ ω ν α το κάν εις αυτό, Νελ ». «Πρέπει ν α μ’ αφήσ εις ν α το κάν ω. Πρέπει». Το πρόσ ωπό της ήταν κόκκιν ο και τραβηγ μέν ο από την απελ πισ ία της. «Πρέπει». Η πόρτα άν οιξε μια χ αραμάδα και εμφαν ίσ τηκε ο Στέρλ ιν γ κ, φορών τας μια βαθυκόκκιν η ρόμπα.
Κοίταξε μες σ το δωμάτιο. «Τίλ ι; Ξύπν ησ ες;» «Εγ ώ το έκαν α», είπε με βουρκωμέν α μάτια η Τίλ ι, προτού προλ άβει η Νελ ν α ορμήξει πάν ω του. Όχ ι, δεν μπορούσ ε ν α φορτώσ ει το παρελ θόν με ακόμα περισ σ ότερες εν οχ ές. Για ν α προχ ωρήσ ει μπροσ τά, έπρεπε ν α πει την αλ ήθεια. «Δ εν ήταν η Νελ . Σου είπε ψ έματα γ ια ν α με προσ τατεύσ ει. Εγ ώ το έκαν α, γ ια λ όγ ους που ήταν αν όητοι και… Αλ λ ά μου είχ ε φαν εί πολ ύ σ ημαν τικό τότε… Και…» Η Τίλ ι πάλ εψ ε ν α σ υγ κρατήσ ει τα δάκρυά της. «Το έκαν α γ ια ν α μπορέσ ει ν α είν αι πάλ ι μαζί με τα παιδιά της, επειδή δεν άν τεχ α σ τη σ κέψ η ότι τα είχ ε αποχ ωρισ τεί γ ια πάν τα». Ο Στέρλ ιν γ κ σ τεκόταν εκεί, ξαφν ιασ μέν ος και αμίλ ητος, γ ια σ τιγ μές που έμοιαζαν αιών ες. «Όχ ι, μπαμπά, όχ ι, μην την ακούς!» Η Νελ όρμηξε πάν ω του και τον αγ κάλ ιασ ε από τη μέσ η. Εκείν ος την έκαν ε πέρα με μια αποφασ ισ τική αλ λ ά απαλ ή κίν ησ η κι έπειτα πλ ησ ίασ ε σ το κρεβάτι και γ ον άτισ ε δίπλ α της. «Τίλ ι… Τίλ ι, πες μου πως δεν είν αι αλ ήθεια». Εκείν η πήρε μια βαθιά αν άσ α και ο πόν ος σ τα πλ ευρά της τη διαπέρασ ε σ αν βέλ ος. Έκαν ε έν α μορφασ μό οδύν ης και η Νελ φών αξε: «Βλ έπεις τι της κάν εις; Άφησ έ την ήσ υχ η!»
Όμως, την ίδια σ τιγ μή μίλ ησ ε κι η Τίλ ι, καλ ύπτον τας με τη φων ή της τα λ όγ ια της Νελ . «Δ εν μπορώ ν α σ ου πω ότι δεν είν αι αλ ήθεια, γ ιατί είν αι. Η Νελ δεν έκαν ε τίποτα. Σκόπευα ν α το σ κάσ ω κι εγ ώ μαζί με τη Χέτι, αλ λ ά μ’ έσ πρωξε απ’ τη βάρκα, αν και δεν ξέρω γ ια ποιο λ όγ ο. Είμαι αν όητη και ξέρω ότι θα τιμωρηθώ και ότι μου αξίζει ν α τιμωρηθώ. Δ εν μπορώ ν ’ αφήσ ω το παιδί ν α πάρει πάν ω του το φταίξιμο». Ο Στέρλ ιν γ κ χ αμήλ ωσ ε το κεφάλ ι του και πίεσ ε με τα δάχ τυλ ά του τη γ έφυρα της μύτης του. Πόσ ο λ αχ ταρούσ ε η Τίλ ι ν α τεν τώσ ει το χ έρι της και ν α τον αγ γ ίξει σ τον ώμο, ν α του χ αϊδέψ ει τα μαλ λ ιά. Όμως, πον ούσ ε αφόρητα. Και, άλ λ ωσ τε, αυτές οι σ τιγ μές είχ αν πια τελ ειώσ ει. Είχ αν φύγ ει και δεν θα επέσ τρεφαν ποτέ. Όπως και η Χέτι. Ο Στέρλ ιν γ κ αν ασ ήκωσ ε το κεφάλ ι του κι έκλ εισ ε απαλ ά το χ έρι της Τίλ ι μες σ το δικό του. «Αυτή είν αι η τελ ευταία εκδήλ ωσ η τρυφερότητας που μπορώ ν α σ ου προσ φέρω», της είπε χ αμηλ όφων α, εν ώ της χ άιδευε το χ έρι με τον αν τίχ ειρά του. Τα μάτια του ήταν γ εμάτα θλ ίψ η και πόν ο και μια φρικτή εγ καρτέρησ η. «Τίλ ι, η Χέτι δεν έχ ει παιδιά». Η Τίλ ι άρχ ισ ε ν α κλ αίει με καυτά δάκρυα, με γ οερούς, δυν ατούς λ υγ μούς που τράν ταζαν
ολ όκλ ηρο το κορμί της, μπήγ ον τας μαχ αιριές σ τα σ πασ μέν α πλ ευρά της. Ο Στέρλ ιν γ κ άφησ ε αργ ά το χ έρι της και σ ηκώθηκε, εν ώ το πρόσ ωπό του έπαιρν ε τώρα μια μελ ετημέν α ουδέτερη έκφρασ η. «Θα πρέπει ν α φρουρείσ αι μέχ ρι ν α αποφασ ίσ ω πώς θα εν εργ ήσ ω. Νελ , δεν επιτρέπεται ν α βρίσ κεσ αι εδώ, με τη δεσ ποιν ίδα Λεζέν . Φύγ ε αμέσ ως». Η Νελ άρχ ισ ε ν α κλ αίει γ οερά, με αν οιχ τό το σ τόμα σ αν μωρό. «Όχ ι, μπαμπά, όχ ι! Μην το κάν εις αυτό! Όχ ι!» Τα μάτια του Στέρλ ιν γ κ πέταξαν σ πίθες. «Φύγ ε από εδώ αμέσ ως!» βρυχ ήθηκε, και η Νελ έφυγ ε βιασ τικά, κλ αίγ ον τας και χ τυπών τας πίσ ω της την πόρτα. «Το όν ομά μου δεν είν αι Σαν τέλ Λεζέν », είπε με αποφασ ισ τικότητα η Τίλ ι, μόλ ις το κορίτσ ι βγ ήκε από το δωμάτιο. Ο Στέρλ ιν γ κ σ τράφηκε προς το μέρος της με τα μάτια του ορθάν οιχ τα από την έκπλ ηξη. «Πώς λ έγ εσ αι τότε;» «Ματίλ ν τα Ντελ αφόρ, τέως Ματίλ ν τα Κέρκλ αν τ. Είν αι πολ λ ά αυτά που δεν σ ου έχ ω πει». Ο Στέρλ ιν γ κ δίσ τασ ε γ ια μια σ τιγ μή, διχ ασ μέν ος αν άμεσ α σ το καθήκον και την περιέργ εια. Τελ ικά,
κάθισ ε σ την ίδια πολ υθρόν α όπου πριν από λ ίγ ο καθόταν η Νελ , δίπλ ωσ ε τα χ έρια του πάν ω σ τα γ όν ατά του και της είπε: «Τότε, πες τα μου τώρα, γ ιατί αυτή είν αι η τελ ευταία ευκαιρία που θα έχ εις». Και η Τίλ ι του τα είπε όλ α. ● Πέρασ αν σ χ εδόν τρεις εβδομάδες προτού η Τίλ ι μπορέσ ει ν α σ ηκωθεί από το κρεβάτι και ν α κιν ηθεί. Τότε, έλ αβε εν τολ ή ν α επισ τρέψ ει σ την εν δοχ ώρα με το πρώτο ατμόπλ οιο που θα έφευγ ε από το ν ησ ί. Σε μια εκδήλ ωσ η αν απάν τεχ ης επιείκειας, ο Στέρλ ιν γ κ αποφάσ ισ ε ότι η Τίλ ι ήταν περισ σ ότερο θύμα παρά θύτης. Αν τί ν α ζητήσ ει ν α της απαγ γ ελ θούν κατηγ ορίες, απαίτησ ε την άμεσ η αν αχ ώρησ ή της από το ν ησ ί, με την προϋπόθεσ η πως θα απαν τούσ ε σ ε οποιαδήποτε ερώτησ η είχ ε ν α της κάν ει που θα βοηθούσ ε σ τη σ ύλ λ ηψ η της Χέτι. Αλ λ ά, βέβαια, δεν κατόρθωσ αν ν α τη σ υλ λ άβουν ξαν ά. Η Χέτι σ ίγ ουρα ήξερε πως η Τίλ ι θα τους έλ εγ ε ν α ψ άξουν σ το αμέσ ως επόμεν ο ν ησ ί προς τα βόρεια και θα είχ ε ακολ ουθήσ ει μια εν τελ ώς διαφορετική πορεία. Τα μον αδικά σ τοιχ εία που
είχ αν σ τα χ έρια τους ήταν η περιγ ραφή της βάρκας και του κόκκιν ου φορέματος. Η Τίλ ι σ κεφτόταν πόσ ο μελ ετημέν α και πον ηρά είχ ε λ ειτουργ ήσ ει η Χέτι από τη σ τιγ μή της πρώτης τους σ υν άν τησ ης, αλ λ ά και ν ωρίτερα ακόμα, από τότε που έπεισ ε τον Στέρλ ιν γ κ πως ήταν άξια εμπισ τοσ ύν ης. Και ήξερε ότι δεν επρόκειτο ποτέ ν α τη βρουν . Και μάλ λ ον το ήξερε και ο Στέρλ ιν γ κ. Η Τίλ ι ετοίμασ ε με αργ ές κιν ήσ εις τη βαλ ίτσ α της, βάζον τας μέσ α τα τελ ευταία πράγ ματα που της είχ αν απομείν ει. Πράγ ματα ασ ήμαν τα, όπως φορέματα και βούρτσ ες μαλ λ ιών . Δ εν είχ ε ν α επιδείξει τίποτα το αξιόλ ογ ο γ ια την παρουσ ία της σ τον κόσ μο εδώ και περισ σ ότερα από είκοσ ι χ ρόν ια. Άκουσ ε έν α απαλ ό χ τύπημα σ την πόρτα της. Σήκωσ ε το κεφάλ ι της. «Νελ ; Δ εν θα έπρεπε ν α είσ αι εδώ». Η Νελ έβαλ ε το δάχ τυλ ό της μπροσ τά σ τα χ είλ ια της και της έκαν ε ν όημα ν α την ακολ ουθήσ ει. Και η Τίλ ι την ακολ ούθησ ε, παρόλ ο που φοβόταν την οργ ή του Στέρλ ιν γ κ σ ε περίπτωσ η που τις αν ακάλ υπτε. Η Νελ την οδήγ ησ ε σ τον κήπο. Η χ λ όη ήταν υγ ρή από την πρωιν ή δροσ ιά και ο αέρας ψ υχ ρός και δυν ατός. Ακολ ούθησ ε τη Νελ σ ε
έν α καταπράσ ιν ο μον οπάτι. Η Τίλ ι δεν είχ ε κατεβεί σ τον κήπο από τη μέρα της απόδρασ ης και σ υν ειδητοποίησ ε πως μόλ ις και μετά βίας μπορούσ ε ν α αν τέξει τη μυρωδιά της γ ης και των λ ουλ ουδιών που τόσ ο αγ απούσ ε άλ λ οτε. Τώρα, όμως, αυτές οι μυρωδιές της θύμιζαν πόσ ο αν όητη είχ ε σ ταθεί. «Εδώ είμασ τε», είπε επιτέλ ους η Νελ . Η Τίλ ι είδε σ το έδαφος έν αν επίπεδο βράχ ο. Στην επιφάν ειά του ήταν ζωγ ραφισ μέν η μια πράσ ιν η ζών η με έν α τόξο σ το εσ ωτερικό της. «Τι είν αι αυτό;» τη ρώτησ ε η Τίλ ι. «Ο βράχ ος είν αι από τη Μικρή Παραλ ία. Είν αι έν ας απ’ τους βράχ ους όπου σ υν ηθίζαμε ν α καθόμασ τε. Τον κουβάλ ησ α μόν η μου ως εδώ και τον ζωγ ράφισ α. Ξέρεις τι είν αι αυτό το πράσ ιν ο πράγ μα;» Η Τίλ ι κούν ησ ε αρν ητικά το κεφάλ ι της. «Είν αι ο πράσ ιν ος τελ αμών ας του Γκάουεν . Όταν επέσ τρεψ ε μετά την αποτυχ ία του σ την αυλ ή του Πράσ ιν ου Ιππότη, ο πράσ ιν ος τελ αμών ας ήταν το σ ύμβολ ο της αδυν αμίας του. Και όλ οι σ την αυλ ή του Αρθούρου φόρεσ αν έν αν πράσ ιν ο τελ αμών α, γ ια ν α του δείξουν ότι τον αγ απούσ αν και ότι είχ αν κι εκείν οι τα δικά τους αδύν ατα
σ ημεία. Γιατί όλ οι είμασ τε αδύν αμοι, Τίλ ι. Όλ οι κάν ουμε λ άθη, όλ οι χ άν ουμε την ψ υχ ραιμία μας, λ έμε αν όητα πράγ ματα και παίρν ουμε αν όητες αποφάσ εις. Όταν θα έχ εις πια φύγ ει…» Πάλ ευε τώρα ν α μην ξεσ πάσ ει σ ε κλ άματα. «Όταν θα έχ εις πια φύγ ει, εγ ώ θα έρχ ομαι κάθε μέρα εδώ και θα θυμάμαι ότι δεν σ ’ έσ ωσ α όταν θα μπορούσ α». «Δ εν θα μπορούσ ες ν α με είχ ες σ ώσ ει». «Θα μπορούσ α. Ήξερα ότι κάτι σ χ εδίαζες». Η Τίλ ι έσ φιξε το κορίτσ ι σ την αγ καλ ιά της. «Θα μου λ είψ εις περισ σ ότερο απ’ όσ ο μπορούν ν α περιγ ράψ ουν τα λ όγ ια». Η Νελ έκλ αψ ε γ ια λ ίγ α λ επτά γ ερμέν η σ το σ τήθος της κι έπειτα έκαν ε έν α βήμα πίσ ω και πήρε τα χ έρια της Τίλ ι μες σ τα δικά της. «Δ εν θα είν αι ευτυχ ισ μέν ος χ ωρίς εσ έν α». «Δ εν θα είν αι ευτυχ ισ μέν ος ούτε μαζί μου, Νελ . Τον απογ οήτευσ α τόσ ο πολ ύ… Ακόμα κι αν υπήρχ ε κάποια αγ άπη… Είμαι σ ίγ ουρη πως έσ βησ ε πια». Εκείν η τη σ τιγ μή, ακούσ τηκαν βήματα ν α σ υν θλ ίβουν τα πεσ μέν α φύλ λ α και κατάλ αβαν πως δεν ήταν πια μόν ες. Ο αρχ ιδεσ μοφύλ ακας, ο κύριος Ντόν αχ ι, είχ ε πλ ησ ιάσ ει και ξερόβηχ ε, γ ια ν α τους υπεν θυμίσ ει ότι δεν έπρεπε ν α βρίσ κον ται μαζί. Κουβαλ ούσ ε το μπαούλ ο της Τίλ ι. Θα την
οδηγ ούσ αν με επιτήρησ η ως την αποβάθρα, αλ λ ά, μόλ ις θα ξεκιν ούσ ε το ατμόπλ οιο, εκείν η θα ήταν πια μια ελ εύθερη γ υν αίκα. Και, με κάποιο τρόπο, έπρεπε ν α χ τίσ ει μια ν έα ζωή σ την εν δοχ ώρα και ν α αφήσ ει πίσ ω της κι αυτό το κομμάτι της ζωής της. Λαχ ταρούσ ε ν α δει άλ λ η μία φορά τον Στέρλ ιν γ κ, ν α προσ παθήσ ει ν α διαβάσ ει σ την έκφρασ ή του αν την αγ απούσ ε ακόμα, αν έν ιωθε τον πόν ο της απώλ ειας. Όμως, εκείν ος είχ ε μεταμορφωθεί μελ ετημέν α σ ε έν α κλ εισ τό βιβλ ίο και της μιλ ούσ ε μόν ο όταν ήταν απαραίτητο, με τον ψ υχ ρό, ουδέτερο τόν ο που χ ρησ ιμοποιούσ ε με τους αν θρώπους που δεν ν οιαζόταν και δεν σ υμπαθούσ ε. Η Τίλ ι πλ ησ ίασ ε τον κύριο Ντόν αχ ι, που της έδειξε το μπαούλ ο της. «Έχ ετε άλ λ ες αποσ κευές;» «Όχ ι», του αποκρίθηκε, «μόν ο αυτό το μπαούλ ο». Τον ακολ ούθησ ε έξω από τον κήπο και κατηφόρισ αν μαζί το δρόμο που οδηγ ούσ ε σ την αποβάθρα. Στράφηκε γ ια ν α αν τικρίσ ει μια τελ ευταία φορά το Θαλ ασ σ ιν ό Ασ τέρι. Τα κλ αδιά των φοιν ικιών έτριζαν σ τον άν εμο, η τσ ίγ κιν η σ κεπή αν ταν ακλ ούσ ε το φως του ήλ ιου που έλ αμπε σ τον γ αλ αν ό ουραν ό. Ο Στέρλ ιν γ κ
σ τεκόταν σ τη βεράν τα και τους παρακολ ουθούσ ε ν α απομακρύν ον ται. Σήκωσ ε το χ έρι της γ ια έν αν σ τερν ό αποχ αιρετισ μό, όμως εκείν ος έκαν ε μεταβολ ή και μπήκε σ το σ πίτι. Η Τίλ ι σ ταμάτησ ε γ ια έν α λ επτό. Έκλ εισ ε τα μάτια της. «Δ εσ ποιν ίς Λεζέν ;» είπε ο κύριος Ντόν αχ ι. «Πρέπει ν α φύγ ουμε. Είσ τε έτοιμη ν α σ υν εχ ίσ ετε;» «Όχ ι», του αποκρίθηκε, κι ο πόν ος σ την καρδιά της έγ ιν ε πιο βαθύς. «Αλ λ ά θα σ υν εχ ίσ ω παρ’ όλ α αυτά».
27 - Ναι, η Αλ ήθεια Λύν ει Όλ α τα Προβλ ήματα 201 2
Μπορεί ν α μην περίμεν α επισ κέψ εις, όμως δεν ξαφν ιάσ τηκα όταν άκουσ α ν α μου χ τυπούν την πόρτα. Για μέρες, είχ α αποφύγ ει κάθε τηλ εφών ημα. Σύρθηκα ως την πόρτα ξυπόλ ητη, φορών τας τη ρόμπα μου, και την άν οιξα. «Στέισ ι;» «Φαίν εσ αι χ άλ ια». «Σ’ ευχ αρισ τώ». Η Στέισ ι κρατούσ ε σ τα χ έρια της το κακογ ραμμέν ο σ ημείωμα που είχ α σ τερεώσ ει σ την έξω πλ ευρά της πόρτας μου. Έγ ραφε: Επέστρεψ α στην εν δοχ ώρα. Συγ γ ν ώμη γ ια την αν αστάτωση. «Σε ποιον απευθύν εται αυτό;» «Σε όλ ους. Κυρίως σ τον Τζο». Το τσ αλ άκωσ ε και το έσ κισ ε. «Και δεν σ ηκών εις ούτε το τηλ έφων ό σ ου;» «Δ εν έχ ει σ ήμα εδώ πάν ω». «Κι όμως, έχ ει. Έχ ει αρκετό σ ήμα. Συν ήθως, κατορθών ω ν α σ ε πετύχ ω, ακόμα κι αν μου πάρει μερικές ώρες». Με έσ πρωξε λ ίγ ο γ ια ν α περάσ ει
μέσ α και πέταξε τη βαλ ίτσ α της δίπλ α σ την πόρτα. «Ήρθα ως εδώ, επειδή, αν δεν απαν τάς σ το τηλ έφων ο ούτε σ ’ εμέν α, είν αι ξεκάθαρο ότι είσ αι διαλ υμέν η. Και όταν ν ιώθουμε έτσ ι, χ ρειαζόμασ τε φίλ ους». Έκρυψ α το κεφάλ ι μου σ τα χ έρια μου. «Αχ , Στέισ ι, δεν μπορείς ν α φαν τασ τείς πόσ ο τα θαλ άσ σ ωσ α όλ α». Η Στέισ ι πέρασ ε τα μπράτσ α της γ ύρω από τους ώμους μου και με αγ κάλ ιασ ε αρκετά σ φιχ τά ώσ τε ν α μελ αν ιάσ ω. «Και σ κέφτηκες πως ο καλ ύτερος τρόπος γ ια ν α το χ ειρισ τείς ήταν ν α κόψ εις κάθε επαφή με τον κόσ μο;» Έγ ν εψ α καταφατικά, καθώς φοβόμουν πως, αν μιλ ούσ α, θα ξεσ πούσ α σ ε κλ άματα. «Εν τάξει, Νίν α, άκουσ έ με… Θα φτιάξω τσ άι και θα μου τα πεις όλ α. Και δεν θα κάν εις αυτό που κάν εις σ υν ήθως – ν α μου πεις, δηλ αδή, τα μισ ά, επειδή πισ τεύεις πως θα βαρεθώ ή πως θα με κουράσ εις ή πως θα με κάν εις ν α σ ε μισ ήσ ω. Θα μου τα πεις όλ α». Με απελ ευθέρωσ ε από το αγ κάλ ιασ μά της κι έκαν α έν α βήμα πίσ ω. «Εν τάξει», της είπα, «με την προϋπόθεσ η ότι θα σ ου τα πω ξαπλ ωμέν η σ το κρεβάτι μου». Η Στέισ ι έφτιαξε τσ άι και το έφερε σ την
κρεβατοκάμαρά μου. Εγ ώ είχ α χ ωθεί πάλ ι κάτω από τα σ εν τόν ια μου και είχ α κουλ ουριασ τεί σ ε εμβρυακή σ τάσ η, σ την ίδια σ τάσ η που ήμουν σ υν έχ εια μετά το τηλ εφών ημα της Μάρλ α. «Σήκω πάν ω, τουλ άχ ισ τον κάθισ ε», μου είπε. «Αυτή είν αι μια αρχ ή». Αν ακάθισ α σ το κρεβάτι και πήρα το φλ ιτζάν ι με το τσ άι που μου έτειν ε. «Πρώτα απ’ όλ α, πες μου γ ια ποιο λ όγ ο άφησ ες εκείν ο το σ ημείωμα γ ια τον Τζο». «Κοιμήθηκα μαζί του». Προς μεγ άλ η μου έκπλ ηξη, η Στέισ ι άρχ ισ ε ν α γ ελ άει. «Και του γ ράφεις “Συγ γ ν ώμη γ ια την αν αστάτωση”; Με αυτό τον τρόπο λ ες εσ ύ σ ε κάποιον ότι θα ευχ όσ ουν ν α μην είχ ες κοιμηθεί μαζί του; Σίγ ουρα πρέπει ν α το δοκιμάσ ω κι εγ ώ αυτό». Το γ έλ ιο της μου έφτιαξε λ ίγ ο τη διάθεσ η. «Δ εν είν αι αυτός ο λ όγ ος που κρύβομαι». «Τότε, λ οιπόν , ποιος είν αι;» «Είν αι μεγ άλ η ισ τορία. Έχ ω έν α… μεγ άλ ο μυσ τικό. Και όταν το μάθεις ή όταν το ακούσ ει ο Τζο, τότε όλ οι θα ξέρετε γ ιατί…» Δ εν τελ είωσ α τη φράσ η μου. Έν ιωθα ν α ζαλ ίζομαι και ν α μου κόβεται η αν άσ α. Η Στέισ ι βολ εύτηκε σ το κρεβάτι και κάθισ ε πάν ω
σ τα πόδια της. «Σ’ ακούω». Δ εν το είχ α εκμυσ τηρευτεί ποτέ σ ε καν έν αν μέχ ρι εκείν η τη σ τιγ μή. Ήταν έν α είδος προκατάλ ηψ ης – πίσ τευα ότι αν αυτή η φρικτή αλ ήθεια ερχ όταν σ το φως, θα μπορούσ ε με κάποιο τρόπο ν α με σ κοτώσ ει. Έτρεμα ολ όκλ ηρη. «Εν τάξει. Λοιπόν … Πριν από εφτά χ ρόν ια, όταν κοίταζα τα χ αρτιά της Έλ εν ορ Χολ τ, βρήκα το χ ειρόγ ραφο εν ός μυθισ τορήματος. Είχ ε ως κεν τρική ηρωίδα μια χ ήρα που εξιχ ν ίαζε μυσ τηριώδη εγ κλ ήματα τον δέκατο τέταρτο αιών α». Η Στέισ ι έγ ν εψ ε πως καταλ άβαιν ε, διατηρών τας επίτηδες μια απαθή έκφρασ η. Περίμεν α πως θα έβλ επα οίκτο ή θυμό, κι έτσ ι τώρα δεν ήμουν σ ίγ ουρη πώς έπρεπε ν α προχ ωρήσ ω. «Συν έχ ισ ε», με παρότρυν ε. «Θέλ ω ν α μου τα πεις όλ α». «Το διάβασ α και μου άρεσ ε πάρα πολ ύ. Και σ κέφτηκα, ξέρεις, ότι θα έπρεπε ν α εκδοθεί. Όμως, ήταν γ ραμμέν ο πριν από πολ ύ καιρό και ήταν γ εμάτο από… από αν αχ ρον ισ τικές εκφράσ εις. Οι ήρωες έλ εγ αν ατάκες όπως “Ω, σ εβασ τή μου δεσ ποιν ίς”. Ή, αν τί ν α “λ έν ε γ λ υκόλ ογ α” σ τις γ υν αίκες που αγ απούσ αν , “διάν θιζαν το λ όγ ο
τους”. Μπορείς ν α το φαν τασ τείς; Να έχ εις έν α φίλ ο που σ ου μιλ άει διαν θίζον τας το λ όγ ο του;» Η Στέισ ι γ έλ ασ ε πάλ ι. «Κι έτσ ι, άρχ ισ α ν α το πλ ηκτρολ ογ ώ και ν ’ αλ λ άζω αρκετά πράγ ματα. Στην πορεία, φάν ηκε πως δεν αρκούσ αν οι μικροαλ λ αγ ές, έπρεπε ν α γ ίν ουν περισ σ ότερες τροποποιήσ εις. Η ισ τορία ήταν πολ ύ αργ ή σ το ξεκίν ημά της, κι έτσ ι έκοψ α πέν τε χ ιλ ιάδες λ έξεις απ’ την αρχ ή και ξεκίν ησ α κατευθείαν με την αν ακάλ υψ η του πρώτου πτώματος. Όμως, είν αι το δικό της μυθισ τόρημα. Στην πραγ ματικότητα, το πρώτο μου μυθισ τόρημα ήταν της Έλ εν ορ: η σ ύλ λ ηψ η, οι χ αρακτήρες, όλ η η έρευν α, ακόμα και ο τίτλ ος. Τότε, έν ας φίλ ος μού έδωσ ε το όν ομα και τη διεύθυν σ η της Μάρλ α και της έσ τειλ α το βιβλ ίο, γ ια ν α μου πει πώς της φαιν όταν και αν θα μπορούσ ε ν α εκδοθεί». Ήπια μια γ ουλ ιά τσ άι κι έπειτα άφησ α πάλ ι το φλ ιτζάν ι σ το κομοδίν ο μου. «Δ εν είχ α απολ ύτως καμία προσ δοκία. Τότε, όμως, η Μάρλ α μου τηλ εφών ησ ε και μου είπε ότι είχ ε ήδη βρει έν αν εκδότη που εν διαφερόταν . Τώρα, ξέρω ότι έπρεπε ν α της πω την ίδια σ τιγ μή ότι δεν το είχ α γ ράψ ει εγ ώ. Αλ λ ά παρασ ύρθηκα απ’ την παρόρμησ η της σ τιγ μής και, σ το μεταξύ, είχ α βρει άλ λ α δύο χ ειρόγ ραφα και ήδη
σ κεφτόμουν πώς θα τα αν αδομούσ α και θα τα ξαν άγ ραφα. Έμοιαζε σ αν έν α πολ ύ μικρό ψ έμα τότε, επειδή απλ ούσ τατα πίσ τευα ότι δεν θα αγ όραζαν το βιβλ ίο περισ σ ότερα από δέκα άτομα. Θα μπορούσ α, όμως, ν α το δείξω σ τη μάν α μου και ν α της πω: “Κοίτα, έκαν α κάτι κι εγ ώ σ τη ζωή μου”». Σήκωσ α τους ώμους μου, ν ιώθον τας αν όητη και έν οχ η. «Δ εν είχ α ιδέα γ ια την επιτυχ ία που θα γ ν ώριζε. Η Μάρλ α με είχ ε προειδοποιήσ ει ν α μην περιμέν ω πολ λ ά: η αγ ορά ήταν κορεσ μέν η, οι περισ σ ότεροι σ υγ γ ραφείς δεν κέρδιζαν τίποτα, ο χ ώρος ήταν αν ταγ ων ισ τικός… Ούτε που μπορούσ α ν α το φαν τασ τώ. Ούτε κι η Μάρλ α μπορούσ ε ν α το φαν τασ τεί. Κι έπειτα, εκδόθηκε το πρώτο βιβλ ίο και… Έγ ιν ε το μπαμ». «Και πολ ύ δυν ατό, μάλ ισ τα», είπε η Στέισ ι. «Κάποια σ τιγ μή, όμως, μου… τελ είωσ αν τα χ ειρόγ ραφα της προγ ιαγ ιάς μου». «Κι εκεί οφείλ εται το σ υγ γ ραφικό σ ου μπλ οκάρισ μα». «Μοιάζει περισ σ ότερο με μπλ οκάρισ μα δακτυλ ογ ράφου. Δ εν είμαι σ υγ γ ραφέας». Η Στέισ ι έγ ειρε το κεφάλ ι της σ το πλ άι. «Κοίτα, εγ ώ άλ λ α καταλ αβαίν ω απ’ αυτά που ακούω. Μου φαίν εται περισ σ ότερο σ αν ν α γ ράφτηκαν από δύο
σ υγ γ ραφείς αυτά τα βιβλ ία. Τα χ ειρόγ ραφα δεν ήταν δημοσ ιεύσ ιμα σ τη μορφή που τα βρήκες τότε. Σίγ ουρα δεν επιν όησ ες εσ ύ τη χ ήρα, όμως ήδη έγ ραψ ες μόν η σ ου μισ ό βιβλ ίο γ ι’ αυτή την ηρωίδα, έτσ ι δεν είν αι;» «Είν αι απαίσ ιο. Είν αι αηδία. Δ εν ξέρω τίποτα γ ια τον Μεσ αίων α». «Τότε, ν α προσ λ άβεις κάποιον που θα ξέρει. Και κάν ε μια καλ ή επιμέλ εια. Νίν α, σ υγ γ ν ώμη, αλ λ ά, την προηγ ούμεν η φορά που ήμουν εδώ, έκαν α κάτι που δεν ήταν σ ωσ τό. Εσ ύ κοιμόσ ουν μέχ ρι αργ ά, επειδή είχ ες περάσ ει πολ ύ δύσ κολ η ν ύχ τα, κι εγ ώ άν οιξα τον υπολ ογ ισ τή σ ου κι έριξα μια γ ρήγ ορη ματιά σ ε όσ α είχ ες γ ράψ ει μέχ ρι τότε». Έν ιωσ α σ υγ χ ρόν ως εμβρόν τητη και ευγ ν ώμων . «Και;» «Είν αι μια χ αρά. Όταν θα εκδοθεί, καν είς δεν πρόκειται ν α καταλ άβει τη διαφορά. Νομίζω πως οι ισ τορίες της Χήρας Γουέιλ αν τ είν αι πολ ύ περισ σ ότερο δικές σ ου απ’ όσ ο πισ τεύεις». Η αν ακούφισ η που ξεχ ύθηκε σ τα μέλ η μου με έκαν ε ν α ν ιώσ ω αν άλ αφρη. «Αλ ήθεια;» «Αλ ήθεια». «Και πάλ ι, όμως, θα πρέπει ν α ζήσ ω γ ν ωρίζον τας ότι έκλ εψ α τις ιδέες».
«Έχ εις ακόμα τα χ ειρόγ ραφα;» Χαμήλ ωσ α τα μάτια μου, κυριευμέν η από εν οχ ές. «Όχ ι. Τα έκαψ α. Άρχ ισ α ν ’ αν ησ υχ ώ ότι κάποιος θα τα έβρισ κε και θα με εξέθετε». «Καλ ή κίν ησ η», είπε η Στέισ ι. «Πολ ύ σ ωσ τά το σ κέφτηκες. Άρα, τα μον αδικά άτομα που το γ ν ωρίζουν είμασ τε εσ ύ κι εγ ώ;» «Ναι». «Και ούτε εσ ύ ούτε εγ ώ πρόκειται ν α το πούμε ποτέ σ ε καν έν αν , επομέν ως…» «Υ πάρχ ει κι εκείν η η δημοσ ιογ ράφος. Αυτή που προσ παθούσ ε ν ’ αποκτήσ ει πρόσ βασ η σ τα έγ γ ραφά μου. Βρήκε κάποια αν τίγ ραφα επισ τολ ών από εκδότες προς την Έλ εν ορ, που της έγ ραφαν ότι δεν εν διαφέρον ταν ν α εκδώσ ουν τα βιβλ ία της με τη Χήρα Γουέιλ αν τ». Η Στέισ ι έξυσ ε το πιγ ούν ι της. «Και πάλ ι, αυτό δεν αποδεικν ύει τίποτα πέρα απ’ το γ εγ ον ός ότι ίσ ως ν α δαν είσ τηκες το όν ομα». «Μου προτείν εις, δηλ αδή, ν α πω ψ έματα;» «Όταν γ ν ωρίζουμε ότι οι άλ λ οι δεν θα χ ειρισ τούν σ ωσ τά την αλ ήθεια, δεν βλ έπω γ ια ποιο λ όγ ο πρέπει ν α τους την αποκαλ ύψ ουμε. Αυτή η δημοσ ιογ ράφος, αν μαν τεύω σ ωσ τά, θέλ ει ν α σ ε κατασ τρέψ ει, έτσ ι δεν είν αι; Επειδή είσ αι ν έα και
όμορφη και πλ ούσ ια. Θα ήταν αν εύθυν ο ν α της πεις την αλ ήθεια. Και τι έγ ιν ε που έγ ραψ ες μερικά βιβλ ία σ ε σ υν εργ ασ ία με την προγ ιαγ ιά σ ου; Αυτό εμέν α μου φαίν εται περισ σ ότερο σ αν οικογ εν ειακή υπόθεσ η. Δ εν υπάρχ ει πουθεν ά παραβίασ η πν ευματικών δικαιωμάτων ». Στριφογ ύριζα τα λ όγ ια της Στέισ ι σ το ν ου μου. Σε σ υν εργ ασ ία; Αυτό είχ ε γ ίν ει, λ οιπόν ; Και γ ι’ αυτό ήταν τόσ ο δύσ κολ ο ν α γ ράψ ω αυτό το τελ ευταίο βιβλ ίο; Η σ υν εργ άτιδά μου δεν είχ ε έρθει σ τη δουλ ειά. «Νίν α, θα σ ου δώσ ω μερικές σ υμβουλ ές», μου είπε η Στέισ ι. «Αν δυσ κολ εύεσ αι ν α γ ράψ εις μόν η σ ου, μπορείς ν α τα παρατήσ εις κι αυτή τη σ τιγ μή. Μη βασ αν ίζεσ αι τόσ ο πολ ύ. Θα είσ αι μια χ αρά. Μπορείς ν α πουλ ήσ εις αυτό το απίσ τευτα υπερτιμημέν ο διαμέρισ μα που αγ όρασ ες και ν α έρθεις ν α μείν εις μαζί μου γ ια όσ ο διάσ τημα χ ρειασ τεί. Κι εγ ώ θα σ ε βοηθήσ ω ν α τακτοποιήσ εις τις υποχ ρεώσ εις σ ου από τα σ υμβόλ αιά σ ου και τις προκαταβολ ές. Αλ λ ά αν πισ τεύεις ότι μπορείς ν α γ ράψ εις, θα πρέπει ν ’ αφήσ εις πίσ ω σ ου όλ η αυτή την ισ τορία, ν α μην ξαν αμιλ ήσ εις ποτέ γ ι’ αυτό το θέμα και ν α προχ ωρήσ εις το βιβλ ίο σ ου». Βυθίσ τηκα σ το μαξιλ άρι μου. «Είμαι τόσ ο
κουρασ μέν η…» «Πισ τεύω ότι γ ια τους περισ σ ότερους η σ υγ γ ραφή είν αι μια δύσ κολ η δουλ ειά. Εγ ώ, ας πούμε, δεν θα μπορούσ α με τίποτα ν α γ ράψ ω. Όμως, η κούρασ η δεν είν αι λ όγ ος γ ια ν α τα παρατήσ εις. Ούτε είν αι λ όγ ος γ ια ν α μη σ ηκών εις το τηλ έφων ο και ν ’ αφήν εις σ την πόρτα σ ου γ ελ οία σ ημειώματα γ ια γ οητευτικούς θαλ άσ σ ιους βιολ όγ ους». Έκρυψ α και πάλ ι το πρόσ ωπό μου σ τα χ έρια μου. «Γιατί είν αι τόσ ο πολ ύπλ οκη η ζωή;» «Επειδή είσ αι πια εν ήλ ικη. Αλ λ ά αυτό έχ ει και πολ λ ά πλ εον εκτήματα. Μπορείς ν α οδηγ είς και διαλ έγ εις μόν η σ ου τα παπούτσ ια που θ’ αγ οράσ εις». Κατέβασ α τα χ έρια μου και της χ αμογ έλ ασ α. «Σ’ ευχ αρισ τώ που ήρθες. Θα μείν εις ν α με βοηθήσ εις ν α τα ξεμπλ έξω όλ α αυτά;» «Ασ φαλ ώς και θα μείν ω». ● Ο Τζο έκαν ε την εμφάν ισ ή του αμέσ ως μετά το μεσ ημεριαν ό γ εύμα. Μέχ ρι τότε, ήμουν πια ν τυμέν η, γ ια πρώτη φορά έπειτα από πολ λ ές
μέρες. Καθώς δεν είχ α μπει σ τον κόπο ν α βάλ ω πλ υν τήριο, φορούσ α έν α φόρεμα της Στέισ ι. «Γύρισ ες, λ οιπόν », μου είπε. «Δ εν έφυγ α ποτέ», του αποκρίθηκα. «Ναι, το είχ α φαν τασ τεί. Όμως, έβγ αλ ες το σ ημείωμα, οπότε…» «Με σ υγ χ ωρείς, είχ α καταρρεύσ ει τις τελ ευταίες μέρες». «Είχ ε κάποια σ χ έσ η μ’ εμέν α αυτή η κατάρρευσ η;» Κούν ησ α αρν ητικά το κεφάλ ι μου. «Εν τάξει», μου αποκρίθηκε. «Θέλ ω ν α σ ου δείξω κάτι». Η Στέισ ι ήταν τώρα ακριβώς δίπλ α μου και τον κοίταζε πεταρίζον τας τις βλ εφαρίδες. «Χαίρομαι που σ ε βλ έπω, Τζο». «Θέλ εις ν α έρθεις μαζί μας σ το υπόσ τεγ ο γ ια τις βάρκες;» τη ρώτησ ε εκείν ος. «Βρήκα κάτι, καθώς επιδιόρθων α τη ζημιά που έκαν ε ο Τζούλ ιαν ». «Τι βρήκες;» τον ρώτησ α. Έσ τρεψ ε το βλ έμμα του προς το μέρος μου. «Έν α κουτί γ εμάτο χ αρτιά. Χαρτιά της Έλ εν ορ». Η καρδιά μου αν απήδησ ε. «Γιατί δεν τα έφερες μαζί σ ου;» «Είν αι έν α μεγ άλ ο κουτί και ο πάτος του έχ ει
ξεκολ λ ήσ ει. Μήπως έχ εις έν α καλ άθι ρούχ ων ή κάτι παρόμοιο;» Πήγ α τρέχ ον τας ως το πλ υν τήριο, πέταξα από το καλ άθι τα άπλ υτα ρούχ α μου και ακολ ούθησ α τον Τζο και τη Στέισ ι σ το υπόσ τεγ ο γ ια τις βάρκες. Προχ ωρούσ αν μπροσ τά μου και σ υζητούσ αν χ ωρίς ν α υπάρχ ει καμία αμηχ αν ία μεταξύ τους. Θυμήθηκα τη βραδιά που ο Τζο μου είχ ε πει ότι με αγ απούσ ε. Αν αρωτήθηκα κατά πόσ ο θα άλ λ αζαν τα σ υν αισ θήματά του αν του έλ εγ α την αλ ήθεια γ ια τη Χήρα Γουέιλ αν τ. Κι αν εκείν ος το έβλ επε με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι η Στέισ ι; Θυμήθηκα το θαυμασ μό που είχ ε εκφράσ ει γ ια τη δημιουργ ικότητά μου. Θα απογ οητευόταν , ίσ ως ακόμα και ν α με θεωρούσ ε ψ εύτρα. Το υπόσ τεγ ο γ ια τις βάρκες μύριζε κλ εισ ούρα και ήταν σ κοτειν ό, αλ λ ά διέκριν α τα καιν ούρια δοκάρια που είχ ε τοποθετήσ ει ο Τζο. «Δ εν χ ρειαζόταν ν α το επιδιορθώσ εις», του είπα. «Κι όμως, χ ρειαζόταν », μου αποκρίθηκε. «Ο Τζούλ ιαν έσ πασ ε τα παλ ιά δοκάρια». Μου χ αμογ έλ ασ ε. «Υ ποτίθεται πως η επιδιόρθωσ η θα ήταν έκπλ ηξη». «Τα κατάφερες ν α με εκπλ ήξεις». «Το κουτί είν αι σ την πίσ ω γ ων ία του παταριού.
Θ’ αν εβώ πάν ω και θα σ ας δίν ω τα χ αρτιά γ ια ν α τα βάζετε σ το καλ άθι, σ ύμφων οι;» «Σύμφων οι», του αποκρίθηκε η Στέισ ι. Παρακολ ουθούσ αμε τον Τζο ν α σ καρφαλ ών ει σ τα καιν ούρια δοκάρια και ν α χ ών εται μες σ το πατάρι. «Πρόσ εχ ε», του είπα. «Όχ ι άλ λ α ατυχ ήματα εδώ μέσ α». Ήρθε ως την άκρη του παταριού με τα χ έρια του γ εμάτα χ αρτιά. «Το έχ ω εν ισ χ ύσ ει τώρα», είπε. Ο Τζο σ υν έχ ισ ε ν α μας περν άει ολ όκλ ηρες αγ καλ ιές από χ αρτιά κι εμείς τα σ τοιβάζαμε όσ ο πιο τακτικά μπορούσ αμε σ το καλ άθι των ρούχ ων . Έπειτα, τα μεταφέραμε σ το σ πίτι. Στην πόρτα, ο Τζο δίσ τασ ε. Ήταν ολ οφάν ερο ότι ήλ πιζε ν α τον προσ καλ έσ ω σ το σ πίτι. «Σ’ ευχ αρισ τώ, Τζο», του είπα, με το χ έρι μου σ το ρόπτρο της πόρτας, εν ώ το σ ώμα μου του έφραζε το δρόμο προς το εσ ωτερικό του σ πιτιού. «Δ εν είχ α καν σ κεφτεί ν α ψ άξω σ το υπόσ τεγ ο γ ια άλ λ α χ αρτιά. Κυρίως, επειδή μόλ ις πρόσ φατα αν ακάλ υψ α ότι έχ ω έν α υπόσ τεγ ο γ ια βάρκες». Η Στέισ ι, ο Τζο κι εγ ώ σ ταθήκαμε γ ια έν α λ επτό μέσ α σ ε μια αμήχ αν η σ ιωπή. Έπειτα, η Στέισ ι πήρε το καλ άθι με τα χ αρτιά και γ λ ίσ τρησ ε μες σ το
σ πίτι. «Θα τα αφήσ ω εδώ γ ια ν α τα δεις αργ ότερα», μου είπε μόν ο. Όταν μπήκε σ το σ πίτι, έκλ εισ α πίσ ω της την πόρτα. Ο Τζο κι εγ ώ μείν αμε μόν οι σ τη βεράν τα. Μου χ αμογ έλ ασ ε θλ ιμμέν α. «Λοιπόν …» είπε. «Λοιπόν ..» του αποκρίθηκα. «Με απέφευγ ες τόσ ο καιρό και τώρα δεν σ κοπεύεις ν α με καλ έσ εις μες σ το σ πίτι;» «Δ εν ν ομίζω ότι αυτή η σ χ έσ η μπορεί ν α έχ ει μέλ λ ον , Τζο», είπα χ ωρίς ν α το σ κεφτώ. «Αγ απάς ακόμα τον Κάμερον ;» Παραλ ίγ ο ν α ξεσ πάσ ω σ ε γ έλ ια. Σε καμία περίπτωσ η δεν αγ απούσ α πια τον Κάμερον , και τα αισ θήματά μου γ ια τον Τζο ήταν μια φωτιά που μου κατάκαιγ ε το σ τήθος. «Απλ ώς δεν ν ομίζω ότι μπορούμε ν α τα καταφέρουμε», είπα με μεγ αλ ύτερη πεισ τικότητα αυτή τη φορά, επειδή έν ιωθα πως ήταν αλ ήθεια. Δ εν ήθελ α ν α μάθει το μυσ τικό μου, επομέν ως έπρεπε ν α τον αφήσ ω ν α φύγ ει. Μου χ αμογ έλ ασ ε με σ φιγ μέν α χ είλ ια και, χ ωρίς ν α πει άλ λ η λ έξη, σ τράφηκε κι έφυγ ε. Στάθηκα εκεί έν α λ επτό γ ια ν α σ υν έλ θω κι έπειτα μπήκα σ το σ πίτι. Η Στέισ ι είχ ε ακουμπήσ ει το καλ άθι σ το πάτωμα
του σ αλ ον ιού και είχ ε μετακιν ήσ ει το τραπεζάκι του καφέ προς τον τοίχ ο. «Τα χ άλ ασ ες μαζί του;» με ρώτησ ε, με το κεφάλ ι της χ αμηλ ωμέν ο πάν ω από το καλ άθι. «Δ εν υπήρχ ε τίποτα γ ια ν α το χ αλ άσ ω», της αποκρίθηκα, καθώς γ ον άτιζα δίπλ α της. «Τώρα, λ οιπόν , ξέρεις τι ελ πίζω ν α βρω, έτσ ι;» «Έν α μέρος μου ελ πίζει ν α μην το βρεις», μου είπε. Σκυμμέν ες πάν ω από το καλ άθι, αρχ ίσ αμε ν α ψ άχ ν ουμε. ● Επισ τολ ές και διηγ ήματα και ποιήματα και δοκίμια. Τα κοσ κιν ίζαμε όλ α. Έμοιαζαν ν α μη βρίσ κον ται σ ε κάποια σ ειρά, σ αν όλ ες εκείν ες οι σ ελ ίδες ν α της είχ αν πέσ ει κάποτε κατάχ αμα κι έπειτα ν α τις είχ ε μαζέψ ει σ την τύχ η και ν α τις είχ ε ρίξει μες σ το κουτί. Τελ ικά, η Στέισ ι το βρήκε. «Χήρα Γουέιλ αν τ!» ούρλ ιαξε, αρπάζον τας μια δέσ μη χ αρτιών . Παρόλ ο που είδα με την πρώτη ματιά πως δεν ήταν έν α πλ ήρες χ ειρόγ ραφο, της το άρπαξα με αγ ων ία από τα χ έρια.
«Μαύρα Άλ ογ α – Μια Μυστηριώδης Ιστορία της Χήρας Γουέιλ αν τ», διάβασ α σ την πρώτη σ ελ ίδα. Τα χ έρια μου έτρεμαν . «Συν έχ ισ ε», μου είπε η Στέισ ι, γ έρν ον τας πάν ω από τον ώμο μου. «Δ εν είν αι, όμως, έν α ολ οκλ ηρωμέν ο μυθισ τόρημα», είπα. Είχ α ήδη το πρώτο μισ ό εν ός μυθισ τορήματος. Αυτό δεν το χ ρειαζόμουν · δεν μπορούσ α ν α το χ ρησ ιμοποιήσ ω. «Το υπόλ οιπο θα βρίσ κεται κάπου αλ λ ού». Πήγ α σ την τελ ευταία σ ελ ίδα της δέσ μης και διάβασ α δυν ατά σ τη Στέισ ι την τελ ευταία παράγ ραφο. «Και τότε, η Χήρα Γουέιλ αν τ απογ οητεύτηκε, επειδή καν έν ας άν τρας δεν θα δεχ όταν ποτέ ν α εκδώσει τα χ ειρόγ ραφά της, ούτε καν ν α τα διαβάσει χ ωρίς την προκατάλ ηψ η ότι διαβάζει “γ υν αικείες αν οησίες”. Κι έτσι, έφυγ ε στην Αβάν α με έν αν όμορφο ν εαρό κι έζησαν αυτοί καλ ά κι εμείς καλ ύτερα. ΤΕΛΟΣ». «Μα τι σ ημαίν ει αυτό;» ρώτησ ε η Στέισ ι. «Έτσ ι τελ ειών ει η ισ τορία;» «Όχ ι βέβαια. Αυτά τα λ όγ ια δεν αν ήκουν σ τη Χήρα Γουέιλ αν τ αλ λ ά σ την Έλ εν ορ, που είχ ε εξοργ ισ τεί επειδή όλ οι οι εκδότες την απέρριπταν ».
Η Στέισ ι πήρε σ τα χ έρια της έν αν κίτριν ο φάκελ ο, γ εμάτο με διπλ ωμέν α χ αρτιά. «Όν τως την απέρριπταν . Εδώ υπάρχ ουν δεκάδες επισ τολ ές που της λ έν ε ν α απευθυν θεί σ ε άλ λ ον εκδοτικό οίκο γ ια το χ ειρόγ ραφό της». «Και, χ ωρίς αμφιβολ ία, έν α αν τίγ ραφο κάποιας από αυτές τις επισ τολ ές ήταν που κίν ησ ε το εν διαφέρον εκείν ης της εν οχ λ ητικής δημοσ ιογ ράφου», είπα. Δ ιάβασ α ξαν ά και ξαν ά τις τελ ευταίες αράδες του χ ειρόγ ραφου. Τα παράτησ ε. Η Έλ εν ορ τελ ικά τα παράτησ ε. Η Στέισ ι άγ γ ιξε τον ώμο μου. «Είσ αι καλ ά;» «Πρέπει τελ ικά ν α το γ ράψ ω αυτό το βιβλ ίο, έτσ ι δεν είν αι;» Η Στέισ ι με κοίταξε και περίμεν ε ν α ολ οκλ ηρώσ ω τη σ κέψ η μου. «Αυτό ήταν . Σταμάτησ ε. Τα παράτησ ε, Στέισ ι. Εγ ώ, όμως, δεν πρόκειται ν α τα παρατήσ ω. Με τίποτα. Η Έλ εν ορ έγ ραφε σ ε μια εποχ ή που τα πράγ ματα ήταν πολ ύ δύσ κολ α γ ια τις γ υν αίκες. Εν ώ γ ια εμέν α είν αι όλ α εύκολ α και το μόν ο που κάν ω είν αι ν α κλ αψ ουρίζω. Θα τελ ειώσ ω αυτό το βιβλ ίο κι έπειτα θα γ ράψ ω κι άλ λ α. Για την Έλ εν ορ. Επειδή εκείν η δεν είχ ε αυτή την ευκαιρία». Η Στέισ ι έσ κυψ ε προς το μέρος μου και με
αγ κάλ ιασ ε. «Θα ήταν πολ ύ περήφαν η γ ια εσ έν α». «Δ εν ξέρω αν θα ήταν τόσ ο περήφαν η γ ια τη λ ογ οκλ οπή μου», είπα, μιλ ών τας με το σ τόμα μου γ εμάτο από τα σ κούρα μαλ λ ιά της Στέισ ι. «Εν ν οείς γ ια το γ εγ ον ός ότι πήρες το αδημοσ ίευτο χ ειρόγ ραφό της κι έκαν ες εκατομμύρια αν θρώπους ν α διαβάσ ουν τη Χήρα Γουέιλ αν τ και ν α τη δουν σ την τηλ εόρασ η;» είπε η Στέισ ι και κάθισ ε προς τα πίσ ω. «Μη μου πεις ότι αυτό δεν θα την έκαν ε ευτυχ ισ μέν η». Έν ιωσ α τις γ ων ίες των χ ειλ ιών μου ν α αν ασ ηκών ον ται σ ε έν α χ αμόγ ελ ο. «Ίσ ως και ν α έχ εις δίκιο». ● Κάλ εσ α εγ ώ η ίδια τη δημοσ ιογ ράφο. Δ εν σ κόπευα ν α σ υν εχ ίσ ω άλ λ ο ν α κρύβομαι πίσ ω από τη Μάρλ α. Κατεβήκαμε ως τον τηλ εφων ικό θάλ αμο και η Στέισ ι με περίμεν ε, κάν ον τας βόλ τες εκεί γ ύρω και χ αϊδεύον τας έν α σ κυλ ί που ήταν δεμέν ο έξω από το καφέ. Έν ιωθα τη θαλ ασ σ ιν ή αύρα και μύριζα τη μυρωδιά από τα φύκια – όλ α αυτά μου ήταν πια τόσ ο οικεία. Σαν ν α ήμουν σ το σ πίτι μου. «Παρακαλ ώ;» ακούσ τηκε η φων ή από την άλ λ η
άκρη της γ ραμμής. «Γεια σ ου, Ελ ίζαμπεθ. Είμαι η Νίν α Τζόουν ς. Συγ γ ν ώμη, αλ λ ά ήταν κάπως δύσ κολ ο ν α σ ου τηλ εφων ήσ ω. Βρίσ κομαι σ ’ έν α ν ησ ί χ ωρίς Δ ιαδίκτυο και μ’ ελ άχ ισ το τηλ εφων ικό σ ήμα» Την άκουσ α ν α ψ αχ ουλ εύει και ν α σ υγ κεν τρών ει χ αρτιά με απότομες, γ ρήγ ορες κιν ήσ εις. «Γεια σ ου, Νίν α. Σ’ ευχ αρισ τώ που μου τηλ εφών ησ ες. Ελ πίσ ω ν α μη σ ε πειράζει ν α σ ε ηχ ογ ραφήσ ω–» «Δ εν θα υπάρξει τίποτα γ ια ν α ηχ ογ ραφήσ εις». Και ξεκίν ησ α ν α εκφων ώ το λ ογ ύδριο που μου είχ ε ετοιμάσ ει η Στέισ ι. «Θα σ ου σ τείλ ω έν α αν τίγ ραφο από έν α χ ειρόγ ραφο που είχ ε γ ράψ ει η προγ ιαγ ιά μου, με ηρωίδα τη Χήρα Γουέιλ αν τ. Όπως θα δεις, δεν έχ ει την παραμικρή ομοιότητα με οποιοδήποτε από τα βιβλ ία μου και η προγ ιαγ ιά μου δεν το τελ είωσ ε ποτέ. Πήρα το όν ομα της κεν τρικής ηρωίδας μου από το χ ειρόγ ραφό της – αυτό ήταν όλ ο. Αν θελ ήσ εις ν α γ ράψ εις έν α άρθρο γ ια τις δυσ κολ ίες που αν τιμετώπιζαν οι γ υν αίκες όταν έψ αχ ν αν ν α βρουν εκδότη σ τις αρχ ές του εικοσ τού αιών α, ν ομίζω πως θα έχ εις έν α πολ ύ καλ ό θέμα σ τα χ έρια σ ου. Πέρα απ’ αυτά, δεν έχ ω τίποτα άλ λ ο ν α σ ου πω». «Περίμεν ε, θέλ ω μόν ο ν α σ ε ρωτήσ ω–»
Αλ λ ά εγ ώ της έκλ ειν α ήδη το τηλ έφων ο, με την καρδιά μου ν α χ τυπάει δυν ατά. Έσ κυψ α και σ τήριξα τα χ έρια μου σ τα γ όν ατά μου, παίρν ον τας βαθιές αν άσ ες. Η Στέισ ι βρέθηκε σ τη σ τιγ μή πίσ ω μου και άρχ ισ ε ν α μου τρίβει την πλ άτη. «Ωραία, πάει κι αυτό». «Τότε, γ ιατί ν ιώθω τόσ ο δυσ τυχ ισ μέν η;» τη ρώτησ α, ισ ιών ον τας το κορμί μου και σ πρώχ ν ον τας τα μαλ λ ιά μου από τα μάτια μου. «Μάλ λ ον επειδή πρέπει ακόμα ν α γ ράψ εις το βιβλ ίο», μου είπε. Αλ λ ά δεν ήταν αυτό. Είχ α εξασ φαλ ίσ ει μια παράτασ η της προθεσ μίας μου και τώρα δεν εξαρτιόμουν από την αν ακάλ υψ η των χ ειρόγ ραφων της Έλ εν ορ. Πίσ τευα πως ήμουν έτοιμη ν α προχ ωρήσ ω με τις δικές μου ιδέες. Έν ιωθα δυσ τυχ ισ μέν η επειδή ήμουν ερωτευμέν η με τον Τζο. ● Εκείν ο το δειλ ιν ό, η Στέισ ι με σ υν όδευσ ε μέχ ρι την καλ ύβα του Τζο. Μπορούσ α ν α διακρίν ω τα χ αμηλ ωμέν α φώτα σ το σ πίτι των γ ον ιών του, πίσ ω από τις γ αλ άζιες κουρτίν ες. Όμως, το σ πίτι του Τζο
φαιν όταν βυθισ μέν ο σ το σ κοτάδι. «Δ εν ν ομίζω πως είν αι σ το σ πίτι», είπα δισ τακτικά και κον τοσ τάθηκα σ το δρόμο. «Εγ ώ βλ έπω έν α αχ ν ό φως. Μπορεί ν α βλ έπει τηλ εόρασ η», μου είπε. Με έσ πρωξε ελ αφρά γ ια ν α με εν θαρρύν ει. «Άν τε, πήγ αιν ε». «Δ εν είν αι καλ ή ιδέα. Θα με μισ ήσ ει». «Αν σ ε μισ ήσ ει, τότε δεν ήταν ποτέ του άξιος ν α σ ’ έχ ει, αγ άπη μου». Με έσ υρε ως την πόρτα και τη χ τύπησ ε δυν ατά. «Στέισ ι!» της σ φύριξα μέσ α από τα δόν τια. Αλ λ ά τότε ο Τζο άν οιξε την πόρτα. Είδα τον Τζούλ ιαν , καθισ μέν ο κατάχ αμα, ν α παίζει Play Station με έν α τηλ εχ ειρισ τήριο, εν ώ δίπλ α του ήταν αφημέν ο έν α άλ λ ο τηλ εχ ειρισ τήριο. Από την τηλ εόρασ η, ακούγ ον ταν ήχ οι εκρήξεων . «Καλ ησ πέρα», είπε απορημέν ος. «Μου φαίν εται ότι ήρθα σ ε ακατάλ λ ηλ η σ τιγ μή. Είσ αι απασ χ ολ ημέν ος». Ο Τζο έριξε μια ματιά πάν ω από τον ώμο του σ τον Τζούλ ιαν , που ήταν εν τελ ώς απορροφημέν ος από το βιν τεοπαιχ ν ίδι του, κι έπειτα έσ τρεψ ε πάλ ι σ ε εμέν α το βλ έμμα του. «Απλ ώς παίζω έν α παιχ ν ίδι. Δ εν είμαι απασ χ ολ ημέν ος». Κάτι εξερράγ η πάλ ι και ο Τζούλ ιαν σ τράφηκε
προς την πόρτα ουρλ ιάζον τας. «Μπαμπά, τρέξε! Θα μας κατακτήσ ουν αυτοί οι εξωγ ήιν οι». Η Στέισ ι μπήκε μέσ α με έν α αποφασ ισ τικό βήμα. «Θα μου δείξεις πώς παίζεται, Τζούλ ιαν ;» τον ρώτησ ε, κι ακόμα και το οχ τάχ ρον ο αγ οράκι αιχ μαλ ωτίσ τηκε από τις βλ εφαρίδες της. Αν ακάθισ ε, της πρόσ φερε έν α τηλ εχ ειρισ τήριο κι αμέσ ως άρχ ισ ε ν α της εξηγ εί τι έκαν ε το κάθε κουμπί. «Πάμε μια βόλ τα;» πρότειν α σ τον Τζο. Εκείν ος σ τράφηκε σ τον Τζούλ ιαν . «Θα λ είψ ω γ ια λ ίγ ο, φιλ αράκο. Θα σ ου κρατήσ ει σ υν τροφιά η Στέισ ι, σ ύμφων οι;» «Ναι, βέβαια». «Αν αρχ ίσ ει ν ’ αν ησ υχ εί, οι γ ον είς μου είν αι σ το σ πίτι δίπλ α», είπε ο Τζούλ ιαν σ τη Στέισ ι. «Θα είμαι μια χ αρά», είπε ο Τζούλ ιαν , εν ώ καθόταν οκλ αδόν και πίεζε δυν ατά τα πλ ήκτρα του τηλ εχ ειρισ τήριου. «Πάω σ τοίχ ημα πως η Στέισ ι είν αι καλ ύτερος πεζον αύτης από εσ έν α». «Πάμε, λ οιπόν », γ ύρισ ε και μου είπε ο Τζο. «Ας κατεβούμε ως τη Μικρή Παραλ ία», πρότειν α. «Θέλ ω ν α σ ου μιλ ήσ ω». Οι τελ ευταίες ρόδιν ες αποχ ρώσ εις του δειλ ιν ού έσ βην αν σ τα αν ατολ ικά, πάν ω από τα φώτα της
εν δοχ ώρας. Ο θαλ ασ σ ιν ός άν εμος πάγ ων ε τη γ η και τα κλ αδιά σ τις φοιν ικιές έτριζαν , καθώς κατηφορίζαμε το μον οπάτι. Περπατήσ αμε σ ιωπηλ οί ως την παραλ ία κι έπειτα καθίσ αμε σ την αμμουδιά ο έν ας δίπλ α σ τον άλ λ ον , αλ λ ά όχ ι πολ ύ κον τά. Τύλ ιξα τα μπράτσ α μου γ ύρω από τα γ όν ατά μου και κοίταξα τα κύματα που έσ παγ αν απαλ ά σ την ακτή. «Τι ήθελ ες ν α μου πεις;» με ρώτησ ε τελ ικά. «Δ εν θέλ ω ν α σ ε πιέσ ω, αλ λ ά έχ ω μια αίσ θησ η πως η Στέισ ι δεν θ’ αποδειχ τεί τελ ικά και τόσ ο καλ ός πεζον αύτης». Στράφηκα προς το μέρος του. Ο άν εμος μου αν ακάτευε τα μαλ λ ιά. Τα μάτια του ήταν σ χ εδόν μαύρα μες σ το σ κοτάδι του σ ούρουπου. «Είπα ψ έματα σ ε όλ ους». Συν οφρυώθηκε. «Για ποιο θέμα;» Κι έτσ ι, του είπα τα πάν τα, όλ η τη σ κλ ηρή αλ ήθεια, χ ωρίς ν α τη μετριάσ ω ή ν α την ωραιοποιήσ ω, όσ ο πιο γ ρήγ ορα και απλ ά μπορούσ α. Όταν τελ είωσ α, με ρώτησ ε: «Αυτό είν αι όλ ο;» «Μα είν αι τρομερό», του αποκρίθηκα. «Σου παρουσ ιάσ τηκα ως έν α δημιουργ ικό ταλ έν το με λ αμπρή διεθν ή καριέρα».
«Όχ ι, ποτέ δεν έκαν ες κάτι τέτοιο», μου αποκρίθηκε. «Έχ ουμε μιλ ήσ ει ελ άχ ισ τα γ ια την καριέρα σ ου. Και, απ’ τη σ τιγ μή που σ ε γ ν ώρισ α, μου επαν αλ άμβαν ες κάθε τόσ ο πως το μόν ο που δεν είσ αι είν αι έν α δημιουργ ικό ταλ έν το. Νίν α, δεν με ν οιάζει τι έκαν ες ή πόσ α βιβλ ία και μωρά μπορείς ή όχ ι ν α παράγ εις. Εμέν α με ν οιάζει αυτό που είσ αι». Έμειν α άν αυδη γ ια μια σ τιγ μή. «Σ’ αγ απάω, Νίν α. Αγ απάω τη γ υν αίκα που κάθεται εδώ πέρα, δίπλ α μου. Τη γ υν αίκα με τα χ ρυσ οκάσ ταν α μαλ λ ιά και το μεταξέν ιο δέρμα και τα απαλ ά χ έρια. Τη γ υν αίκα που είσ αι, Νίν α. Τον αλ ηθιν ό εαυτό σ ου». «Για φαν τάσ ου», είπα τελ ικά. «Κι εγ ώ που ήμουν σ ίγ ουρη πως δεν θα ήθελ ες ν α έχ εις πια καμία σ χ έσ η μαζί μου». «Τότε, δεν με ξέρεις καθόλ ου καλ ά», μου είπε και με τράβηξε σ την αγ καλ ιά του. «Και δεν βλ έπω την ώρα ν α με γ ν ωρίσ εις καλ ύτερα. Πολ ύ καλ ύτερα». Στράφηκα με το πρόσ ωπό μου αν ασ ηκωμέν ο γ ια ν α τον φιλ ήσ ω κι έγ ειρα πάν ω του, καίγ ον τας από ευτυχ ία. Αύριο, θα σ κεφτόμουν πώς θα προχ ωρούσ α το βιβλ ίο. Απόψ ε, όμως, η ν ύχ τα αν ήκε σ τη θαλ ασ σ ιν ή αύρα και σ την
αν αζωογ ον ητική αλ μύρα και σ την ιλ ιγ γ ιώδη σ υγ κίν ησ η της καιν ούριας αγ άπης.
28 - Ξαν αβρίσκον τας την Τίλ ι 1 893
Ο Στέρλ ιν γ κ σ τάθηκε έξω από το μικρό σ χ ολ ικό κτίριο, με τον ήλ ιο σ τα μαλ λ ιά του και το σ τήθος του σ φιγ μέν ο από την αγ ων ία. Έλ εγ ε σ τον εαυτό του πως δεν ήταν υποχ ρεωμέν ος ν α αν ηφορίσ ει το μπροσ τιν ό μον οπάτι, πως δεν ήταν υποχ ρεωμέν ος ν α χ τυπήσ ει εκείν η την πόρτα. Όμως, του είχ ε πάρει πολ λ ές εβδομάδες ν α εν τοπίσ ει τα ίχ ν η της· δεν μπορούσ ε τώρα ν α τα παρατήσ ει και ν α φύγ ει έτσ ι απλ ά. Εκείν ο το μικρό σ πίτι, που ήταν άλ λ οτε παν δοχ είο, είχ ε μετατραπεί σ ε σ χ ολ είο γ ια τα παιδιά της περιοχ ής. Ο προηγ ούμεν ος ιδιοκτήτης του, ο κύριος Ρίτσ αρν τ Χάμπλ ιν , που είχ ε υπάρξει φίλ ος της Τίλ ι, της το είχ ε κλ ηροδοτήσ ει και της είχ ε αν αθέσ ει την ευθύν η ν α σ τήσ ει και ν α διευθύν ει το σ χ ολ είο. Ο Στέρλ ιν γ κ είχ ε μάθει όλ ες αυτές τις πλ ηροφορίες από τον άν θρωπο που είχ ε πλ ηρώσ ει γ ια ν α του βρει την Τίλ ι. Θυμόταν ακόμα το ξάφν ιασ μα αλ λ ά και τη χ αρά του, όταν έμαθε πως
όλ ο αυτό τον καιρό εκείν η δεν ήταν παρά σ την απέν αν τι ακτή. Ίσ ιωσ ε το κολ άρο του, έβγ αλ ε το ψ ηλ ό καπέλ ο του και προχ ώρησ ε σ το μον οπάτι. Αν η Νελ ήξερε τι ετοιμαζόταν ν α κάν ει… Πάν τως, θα το αν ακάλ υπτε πολ ύ σ ύν τομα, αν τα πράγ ματα εξελ ίσ σ ον ταν με τον τρόπο που ήλ πιζε. Δ εν περν ούσ ε ούτε μία μέρα χ ωρίς το κοριτσ άκι του ν α μιλ ήσ ει γ ια την Τίλ ι. Κοριτσ άκι; Μα όχ ι, τώρα πια ήταν μια ν εαρή γ υν αίκα. Και ο πατέρας της αν αρωτιόταν μήπως η Νελ μιλ ούσ ε τόσ ο σ υχ ν ά γ ια την Τίλ ι επειδή με κάποιο τρόπο γ ν ώριζε πως εκείν ος την αγ απούσ ε. Την αγ απούσ ε. Δ εν είχ ε πάψ ει ποτέ ν α την αγ απάει. Όλ η εκείν η η ισ τορία με την απόδρασ η της κρατούμεν ης ξεθώριαζε σ ιγ ά σ ιγ ά από τη μν ήμη του προσ ωπικού της φυλ ακής. Η Χέτι Μέιθορπ δεν βρέθηκε ποτέ και τελ ικά σ ταμάτησ αν ν α την ψ άχ ν ουν . Και όταν άλ λ αξε ο αρχ ιδεσ μοφύλ ακας και ο επισ κέπτης γ ιατρός, έπαψ αν ν α κυκλ οφορούν τα κουτσ ομπολ ιά γ ια το ρόλ ο που είχ ε παίξει η Τίλ ι σ την υπόθεσ η. Κι εκείν ος την αγ απούσ ε ακόμα. Κάθε πρωί, ξυπν ούσ ε περιμέν ον τας ν α έχ ει γ ιατρευτεί από αυτό τον έρωτα. Αν τί ν α γ ιατρευτεί, όμως,
ξυπν ούσ ε με τον ίδιο βράχ ο ν α του πλ ακών ει την καρδιά, με τον ίδιο πόν ο ν α τον σ υν θλ ίβει. Κι έτσ ι, το μον αδικό που του έμεν ε πια ν α κάν ει ήταν ν α ξαν αβρεί την Τίλ ι. Και το κατόρθωσ ε πολ ύ πιο σ ύν τομα απ’ όσ ο είχ ε πισ τέψ ει. Χτύπησ ε το καμπαν άκι έξω από την πόρτα και περίμεν ε, με την καρδιά του ν α χ τυπάει δυν ατά. Η πόρτα άν οιξε και μια ηλ ικιωμέν η γ υν αίκα με γ κρίζα μαλ λ ιά εμφαν ίσ τηκε σ το κατώφλ ι. «Πώς μπορώ ν α σ ας βοηθήσ ω;» τον ρώτησ ε. «Ήθελ α ν α μιλ ήσ ω σ τη δεσ ποιν ίδα…» Αλ λ ά αν ακάλ υψ ε ότι δεν ήξερε πώς ν α ολ οκλ ηρώσ ει τη φράσ η του. Με ποιο όν ομα την ήξεραν τώρα; Δ εσ ποιν ίδα Λεζέν ; Δ εσ ποιν ίδα Κέρκλ αν τ; Κυρία Ντελ αφόρ; «Στη δεσ ποιν ίδα Τίλ ι», κατόρθωσ ε ν α πει τελ ικά. «Είν αι μέσ α;» «Αυτή τη σ τιγ μή, η δεσ ποιν ίς Κέρκλ αν τ είν αι σ την τάξη και παραδίδει μάθημα», του αποκρίθηκε η ηλ ικιωμέν η γ υν αίκα. «Θα τελ ειώσ ει, όμως, σ ε λ ίγ α λ επτά. Μπορείτε ν α την περιμέν ετε εδώ έξω, σ τη βεράν τα». Ο Στέρλ ιν γ κ δίσ τασ ε. Μπορούσ ε ακόμα ν α φύγ ει. Μπορούσ ε ν α το βάλ ει σ τα πόδια και ν α μην αν αγ κασ τεί ποτέ ν α αν τιμετωπίσ ει το εν δεχ όμεν ο μιας απόρριψ ης. Είχ ε περάσ ει έν ας χ ρόν ος από
τότε που έφυγ ε. Υ πήρχ ε πιθαν ότητα ν α τον αγ απάει ακόμα; Της είχ ε σ υμπεριφερθεί τόσ ο άσ χ ημα. Τον έκαιγ ε η ν τροπή γ ια τον τρόπο που της είχ ε φερθεί. Δ εν του άξιζε η αγ άπη της… «Κύριε;» Ο Στέρλ ιν γ κ βγ ήκε απότομα από τις σ κέψ εις του. Η γ υν αίκα τον είχ ε ρωτήσ ει κάτι. «Με σ υγ χ ωρείτε, δεν σ ας άκουσ α». «Θα θέλ ατε λ ίγ ο τσ άι;» «Όχ ι, σ ας ευχ αρισ τώ», αποκρίθηκε. «Θα την περιμέν ω εδώ». «Το όν ομά σ ας;» «Στέρλ ιν γ κ Χολ τ». «Εν τάξει, κύριε. Θα έρθει πολ ύ σ ύν τομα. Σας παρακαλ ώ, καθίσ τε». Η γ υν αίκα ξαν αμπήκε σ το κτίριο κι έκλ εισ ε πίσ ω της την πόρτα. Ο Στέρλ ιν γ κ δεν ήθελ ε ν α καθίσ ει, δεν μπορούσ ε ν α καθίσ ει. Έν ιωθε την αν άγ κη ν α κιν είται σ υν έχ εια, κι έτσ ι κατέβηκε τα σ καλ οπάτια που οδηγ ούσ αν σ τον μπροσ τιν ό κήπο. Τα ν οικοκυρεμέν α παρτέρια τον έκαν αν ν α αν αρωτηθεί αν τα φύτεψ ε και τα φρόν τιζε η ίδια η Τίλ ι. Τώρα που το σ κεφτόταν ξαν ά, θα έλ εγ ε ότι είχ ε αρχ ίσ ει ν α την ερωτεύεται όταν τον ρώτησ ε αν υπήρχ ε πιθαν ότητα ν α της επιτρέψ ει ν α ασ χ ολ ηθεί
με τον κήπο. Μια γ υν αίκα τόσ ο όμορφη και με τόσ α προσ όν τα, σ αν την Τίλ ι, είν αι σ υν ήθως απρόθυμη ν α λ ερώσ ει τα χ έρια της με χ ώμα. Αλ λ ά υπήρχ ε πάν τα κάτι ελ κυσ τικά φυσ ικό πάν ω της. Ο ήλ ιος, φιλ τραρισ μέν ος μέσ α από τα φυλ λ ώματα, σ χ ημάτιζε σ χ έδια σ τη χ λ όη, καθώς ο άν εμος κουν ούσ ε τις κορφές των δέν τρων . Βημάτιζε πάν ω κάτω σ τον κήπο, σ ίγ ουρος πως είχ αν περάσ ει ώρες, όμως το ρολ όι τσ έπης του τον πλ ηροφόρησ ε ότι δεν είχ αν περάσ ει παρά μόν ο λ ίγ α λ επτά. Έπειτα, ακούσ τηκε ο ήχ ος της πόρτας που άν οιγ ε διάπλ ατα. Σήκωσ ε τα μάτια του και την είδε ν α σ τέκεται εκεί. Τα κοκκιν ωπά μαλ λ ιά της έλ αμπαν σ το φως του ήλ ιου, τα αν οιχ τόχ ρωμα μάτια της άσ τραφταν από την έξαψ η και τα χ είλ ια της σ χ ημάτιζαν έν αν μικρό κύκλ ο από το ξάφν ιασ μα. Παρότρυν ε τον εαυτό του ν α μη χ άσ ει το θάρρος του. «Τίλ ι;» είπε μόν ο, και όλ οι οι φόβοι του, όλ ες οι ελ πίδες του, είχ αν σ τριμωχ τεί μέσ α σ ε εκείν η την ερώτησ η με την οποία ειπώθηκε το όν ομά της. «Στέρλ ιν γ κ!» φών αξε εκείν η με κομμέν η την αν άσ α και κατέβηκε τρέχ ον τας τις σ κάλ ες, γ ια ν α ορμήξει σ την αγ καλ ιά του που περίμεν ε
ορθάν οιχ τη ν α τη δεχ τεί.