2.1. Απόψεις των ενηλίκων για την έννοια της «γλώσσας των νέων» Μια μερίδα συντακτών ως γλώσσα των νέων αντιλαμβάνεται και τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται οι νέοι την πρότυπη γλώσσα και το ιδίωμά τους. Θεωρούν, με άλλα λόγια, ότι οποιαδήποτε γλωσσική εκδήλωση των νέων είναι «γλώσσα των νέων» (όπως θα δούμε παρακάτω, με τον όρο «γλώσσα των νέων» οι γλωσσολόγοι κυρίως αναφέρονται αποκλειστικά σε ειδικές χρήσεις του νεανικού ιδιώματος): «Οι νέοι μπορεί να γνωρίζουν καλύτερα την αγγλική από τη μητρική γλώσσα [...] Το δύσμοιρο το Ελληνόπουλο ζει μέσα σε ένα υπαρκτό γλωσσικό χάος. Μαθαίνει να χρησιμοποιεί στερεότυπες εκφράσεις, που παραπέμπουν στην ηχομιμητική κινησιολογία. Οι γλωσσικές απλουστεύσεις περιόρισαν το λεξιλόγιό του, απομάκρυναν από τη γλώσσα των προγόνων, κι έτσι ο απόφοιτος του σημερινού Λυκείου επικοινωνεί μέσω της συνθηματολογίας. Αν επιχειρήσει κανείς να ακούσει από μαθητή 3 Λυκείου την ανάγνωση της Ιλιάδας του Ομήρου, θα θυμηθεί ένα Λάπωνα παγοπώλη που συνεννοείται με Γιαπωνέζο στα αραβικά».6 Οι περισσότεροι δυσκολεύονται να ορίσουν τη «γλώσσα των νέων» και να την κατατάξουν. Τη θεωρούν χαοτική και σχιζοφρενική, μια γλώσσα ακατανόητη, που όχι μόνο δεν αποτελεί ποικιλία των ελληνικών, αλλά δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με αυτά: «Δεν πρόκειται εδώ για μια ιδιότυπη “αργκό”. Αργκό πάντα υπήρχε και θα υπάρχει. Πρόκειται για μια γλωσσική Βαβέλ, που μπορεί να θεωρηθεί ως σύμπτωμα σχιζοφρένειας». 7 «... γιατί τόσο καιρό δεν τους σκανδάλισε το γεγονός ότι οι μαθητές εγκατέλειπαν την ελληνική γλώσσα και χρησιμοποιούσαν αντί γι’ αυτήν εκφράσεις όπως “σαλτάρω”, “τη βρίσκω”, “είμαι κουλαριστός” και “κουφάθηκε”». 8 Ως βασικά χαρακτηριστικά της γλώσσας αυτής αναφέρουν τη λεξιπενία, τα «λάθη», τους νεολογισμούς και κυρίως την πληθώρα αγγλικών δανείων.9 Λ.χ., σε γελοιογραφία με αφορμή το σάλο που είχε ξεσπάσει τον Ιούνιο του 1985 με αφορμή το θέμα της έκθεσης, ένας νέος εμφανίζεται να εξηγεί σε έναν άλλο τη λέξη «αρωγή» ως εξής: «Τι θα πει αρωγή; Αρωγή θα πει: help, SOS, βοήθεια, please!... Γκέγκε;». Σε μιαν άλλη, πάλι, ένας μαθητής ρωτάει το διπλανό του την ώρα που γράφει έκθεση: «Αρωγή και ευδοκίμηση; Τι κουφά είν' αυτά, ρε δικέ μου; Κάνε πάσα γιατί καράφλιασα». Άλλοι, πάλι, ως γλώσσα των νέων θεωρούν μόνο το νεανικό ιδίωμα: «Μια γλώσσα βασισμένη στην παραδοσιακή νεοελληνική αργκό, εμπλουτισμένη με νεολογισμούς και αγγλικά στοιχεία».10 Ορισμένοι μάλιστα τη διακρίνουν σε υποκώδικες: «Αναφερόμαστε εδώ μόνο στη γλώσσα των μορφωμένων νέων (των φοιτητών), γιατί η γλώσσα άλλων κοινωνικών κατηγοριών νέων θα πρέπει να είναι διαφορετική, αλλά δεν τη γνωρίζουμε καθόλου, ούτε καν από την καθημερινή παρατήρηση της γλωσσικής πράξης, όπως συμβαίνει με τη γλώσσα των φοιτητών». 11 Βασικό χαρακτηριστικό της είναι κατά την άποψή τους η αμφισβήτηση της επίσημης γλώσσας και της κατεστημένης κοινωνικής ιεραρχίας: «Οι νέοι μεταφέρουν στη γλωσσική τους επικοινωνία τα κύρια χαρακτηριστικά της στάσεώς τους προς τις περισσότερες από τις καθιερωμένες συμβατικές αρχές, δομές και θεσμούς [...] Η αμφισβήτηση στρέφεται κατά της “κατεστημένης”, επίσημης, γραπτής ή “δόκιμης” λεγόμενης γλώσσας, της γλώσσας δηλαδή στην οποία εκφράζεται η εξουσία, οι νόμοι, οι κάθε μορφής περιορισμοί και δεσμεύσεις». 12 Αναφέρουν μάλιστα και τα μέσα με τα οποία οι νέοι επιτυγχάνουν τον παραπάνω στόχο: τους νεολογισμούς, τη χρήση της αγγλικής, που αποτελεί γλώσσα υψηλού γοήτρου, αλλά και οποιαδήποτε γλωσσική παρέκκλιση τους φέρνει σε σύγκρουση με την καθιερωμένη γλώσσα και τον καθιερωμένο τρόπο σύλληψης του κόσμου (αξίες, σοβαρότητα, καθωσπρεπισμό, μέτρο, κοινωνική ιεραρχία): «Με τις τολμηρές λέξεις και ορισμένους ιδιωματισμούς πετυχαίνουν την καταστροφή της “καθώς πρέπει” ομιλίας, μεταδίδοντας μηνύματα άρνησης της ιεραρχίας, άρνησης σεβασμού, κριτικής, αυθάδειας».13 2.2. Η «γλώσσα των νέων» σε σχέση με την πρότυπη γλώσσα Ένα μεγάλο μέρος των αρθρογράφων στις εφημερίδες βλέπει αρνητικά τη γλώσσα των νέων, καθώς βιώνει τόσο τα γλωσσικά προβλήματα που ενίοτε αντιμετωπίζουν όσο και το ιδίωμά τους ως αποκλίσεις από την πρότυπη γλώσσα που αποτελεί ή πρέπει να αποτελεί τη «γλώσσα μας», τη γλώσσα όλων. Ο λόγος τους είναι καταγγελτικός και απόλυτος, γεμάτος γενικεύσεις (π.χ. όλοι οι νέοι πάσχουν
από λεξιπενία, δεν ξέρουν ελληνικά ή είναι εντελώς αγράμματοι) και υπερβολικούς αξιολογικούς χαρακτηρισμούς για τη γλωσσική και κοινωνική συμπεριφορά των νέων, που συνοδεύονται από εικόνες καταστροφής και οπισθοδρόμησης της γλώσσας: «Και βέβαια δεν είναι αυτές οι μοναδικές λέξεις που δεν γνωρίζουν. Είναι πολύ περισσότερες. Και δεν περιορίζεται στις λέξεις μόνον η άγνοιά τους. Επεκτείνεται και σε όλες τις στοιχειώδεις γνώσεις».14 «Οι νέοι μας, όπως ακρωτηριάζουν τις προτομές των ηρώων, όπως βεβηλώνουν ιερούς χώρους και μνημεία, έτσι ακρωτηριάζουν και βεβηλώνουν και τη γλώσσα μας». 15 Ειδικότερα, αναφορά γίνεται στα ακόλουθα θέματα:
— Αίτια της «προβληματικής γλωσσικής κατάστασης». Χαρακτηριστικό είναι ότι η ευθύνη για
την «προβληματική» αυτή κατάσταση δεν αποδίδεται τόσο στους ίδιους τους νέους (η μόνη ευθύνη που τους αποδίδεται αφορά την ενασχόλησή τους με την εκμάθηση των αγγλικών εις βάρος των ελληνικών) όσο στον τρόπο διδασκαλίας των γλωσσικών μαθημάτων (κυρίως των αρχαίων ελληνικών), στο εκπαιδευτικό σύστημα, στις εκάστοτε εκπαιδευτικές και γλωσσικές μεταρρυθμίσεις ή στα γλωσσικά ολισθήματα των δημοσίων προσώπων (πολιτικών, δημοσιογράφων κτλ.): «Δεν νομίζετε ότι η άγνοια των παιδιών οφείλεται εν μέρει και σε κάποια άλλα αίτια, όπως ανεπάρκεια γλωσσικής και εννοιολογικής διδασκαλίας; Όταν καθημερινώς βομβαρδίζονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης με λέξεις... άλλες (πλαίρια, ενάντια, καθετοποίηση κ.ά.), όταν τα αρχαία από το σχολείο έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο, όταν η λογοτεχνική (ή όπως αλλιώς λέγεται) δημοτική έχει «υποκαταστήσει» (;) τα πάντα, πώς να ξέρει τώρα τα αρχαιοπρεπή ευδοκίμηση και αρωγή;».16 — Οι λόγοι για τους οποίους οι νέοι θα πρέπει να γνωρίζουν και να χρησιμοποιούν τους
«σωστούς» τύπους.
� Η γνώση τους κρατά τη γλώσσα ζωντανή και συντελεί στη διατήρηση της πολιτιστικής μας ταυτότητας. «Θα έπρεπε οι νέοι να μαθαίνουν τη μεγάλη και πλούσια ιστορική μας γλώσσα σε όλη τη διαχρονική εξέλιξη της, ώστε να είναι κάτοχοι όχι μόνο του γλωσσικού εκφραστικού μας οργάνου, ξεπερνώντας το σημερινό φαινόμενο της “αλεξίας”, αλλά και του πολιτισμικού μας πλούτου, μια και η γλώσσα είναι φορέας των πολιτισμικών αγαθών του λαού μας και κρηπίδα της υποστάσεώς του. [...] Και βέβαια είναι ευχάριστο πως άρχισε ήδη να γίνεται συνείδηση και από αυτούς ακόμη τους λυμεώνες του γλωσσικού μας πλούτου ότι, χωρίς βελτίωση της γλωσσικής 13 Α. Φραγκουδάκη, Γλώσσα και ιδεολογία, ό.π., σελ. 73. 14 Γ. Κογιάννη, «Γενικές εξετάσεις. Ήταν καλύτερες από πέρσι», Τα Νέα, 23/6/1985, σελ. 30-31. 15 Σ. Καργάκος, ό.π. 16 Α. Βαρνακιώτης, «Αλλοπρόσαλλο το θέμα της έκθεσης», Ελεύθερος Τύπος, 12/6/1985. 5 διδασκαλίας στα σχολεία, κινδυνεύουμε να αφανισθούμε ως έθνος τώρα που είμαστε μέσα στην Ευρώπη». 17 Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι από την πλευρά των νέων αυτή η «γνώση της πολιτισμικής παράδοσης» εκλαμβάνεται ως μέσο απόκτησης γλωσσικού κύρους: «Τελειώνοντας τη σύντομη κουβέντα μας, η κυρία Κ.Κ. παροτρύνοντάς μας να τη ρωτήσουμε και άλλες λέξεις στις οποίες απάντησε σε όλες, παρά την κούραση και το χιούμορ συμπλήρωσε “τώρα θα μου βάλεις άριστα στα αρχαία;”».18 � Η γνώση τους συνδέεται με την ανάπτυξη της λογικής και την ώριμη σκέψη: «Ο Κοραής παρατηρούσε: "Ποτέ έθνος δεν διαστρέφει τη γλώσσαν του χωρίς να διαστρέφη εν ταυτώ και την παιδείαν του. Η ασυνταξία της γλώσσης συνοδεύει πάντοτε και την ασυνταξίαν των ιδεών, διότι όστις καταφρονή τους κανόνας της Γραμματικής γρήγορα θέλει καταφρονήσειν και τους κανόνας της Λογικής” (Αυτοσχέδιοι στοχασμοί). Με την κυριαρχία του πάνω στη γλώσσα ο Έλληνας νέος θα είναι σε θέση να σκεφθεί ανετότερα και ωριμότερα, να εκφράσει εναργέστερα τα διανοήματά του...».19 � Η γνώση τους είναι απαραίτητη για την πρόσβαση στο χώρο των επιστημών και σε διάφορους τομείς του δημόσιου βίου όπου χρησιμοποιείται ορολογία λόγιας προέλευσης: «Η έλλειψη αυτή συνιστά “αναπηρία” για τους νέους Έλληνες, η οποία —εκτός των άλλων— τους αφήνει ελάχιστες πιθανότητες προσπελάσεως στο γνωστικό πεδίο των επιστημών (και όχι
μόνο), με όλα τα θλιβερά επακόλουθα για την ανάπτυξη και την πρόοδο αυτού του τόπου. Εξ άλλου η ίδια αυτή η “γλωσσική αναπηρία” υποβιβάζει άμεσα και συρρικνώνει απελπιστικά τις δυνατότητες του πολίτη για συμμετοχή σε κάθε δημόσια διαδικασία, ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα στον εκβαρβαρισμό των δημοσίων ηθών». 20
— Οι προτάσεις για την επίλυση του «προβλήματος». Ως λύση προτείνεται η συστηματική διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών συμπληρωματικά και παράλληλα προς τα νέα ελληνικά. Κοινή φαίνεται να είναι η πεποίθηση πως η γνώση της αρχαίας ελληνικής συνιστά απαραίτητη βάση για τη σωστή εκμάθηση της νεοελληνικής: «Τα αρχαία χρειάζονται και πολύ μάλιστα, γιατί μας δίνουν πολλά ερεθίσματα, προκειμένου να τακτοποιήσουμε μια πειθαρχημένη δημοτική, συσχετίζοντας Αρχαία και Νέα σοβαρή διδ/λία κι όχι αυθαίρετα και θολά στη σκέψη των παιδιών μας».21 Από την άλλη, υπάρχουν αρθρογράφοι που αντιμετωπίζουν πιο θετικά τη γλώσσα των νέων. Κάποιοι από αυτούς «διασκεδάζουν» με το χιούμορ που διακρίνει το νεανικό ιδίωμα: «Δεν ξέρω αν θλίβομαι συγχρόνως, αλλά μάλλον διασκεδάζω με τη γλώσσα που μιλάνε σήμερα τα νέα κορίτσια και αγόρια».22 Αρκετοί μάλιστα από αυτούς ασχολούνται με την αντίκρουση των κατηγοριών εναντίον αυτής της γλώσσας. Υποστηρίζουν πως καμία έρευνα δεν έχει αποδείξει ότι οι νέοι «πάσχουν» από λεξιπενία, πως όσοι κάνουν λόγο για «λεξιπενία» γενικεύουν ένα πρόβλημα που διαπιστώνεται σε μερικούς μόνο 17 Μητροπολίτης Δημητριάδος Χριστόδουλος (νυν Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος), «Οι δέκα φαραωνικές πληγές της ελληνικής παιδείας», www.im. dimitriados.gr/html/gr/section02/education/speeches/01/01.htm (Ιερά Μητρόπολη Δημητριάδος). 18 Ε. Γλυκού, «Κινέζικα... τα ελληνικά», Ελευθεροτυπία, 13/6/1985. 19 Μητροπολίτης Δημητριάδος Χριστόδουλος, ό.π. 20 Π. Παναγιωτόπουλος, «Το θλιβερό είδωλο της εκπαιδευτικής πραγματικότητας», Καθημερινή, 1617/6/1985. 21 Χρ. Ι. Αντωνιάδη, «Γιατί τόσο δέος για τα αρχαία», Ελευθεροτυπία, 23/2/1987. 22 Δ. Ρίζος, «Ομιλείτε ελληνικά;», Αδέσμευτος E5ι932 Τύπος, 17/6/2001. 6 νέους23 και πως το περιορισμένο λεξιλόγιο οφείλεται συχνά όχι σε άγνοια, αλλά στην προχειρότητα των μαθητών ή στο ότι η περίσταση έχει γι' αυτούς μειωμένο επικοινωνιακό ενδιαφέρον:24 «Λεξιπενία: Θρήνος και κοπετός για την ελληνική γλώσσα που φτωχαίνει και χάνεται, για τη νέα γενιά που χρησιμοποιεί μόνο 300 λέξεις (οι διακόσιες αμερικάνικες κλπ.). Κάθε φορά που το θέμα ερευνήθηκε επιστημονικά, τα συμπεράσματα ήταν αντίθετα».25 «Να μου επιτρέψετε όμως να πω ότι τα περισσότερα από όσα γράφηκαν είχαν ένα χαρακτήρα γενίκευσης που εμπεριέχει το στοιχείο της αδικίας. Γιατί ενώ βρέθηκαν μερικοί μαθητές, όπως έγραψαν αργότερα οι εφημερίδες, να αγνοούν τη σημασία των γνωστών πια “άγνωστων” λέξεων ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΗΚΕ, όπως γράφεται, ότι οι μαθητές τη Γ’ Λυκείου, εκείνοι που έχουν τελειώσει το σχολείο στο οποίο φοίτησαν δώδεκα ολόκληρα χρόνια, δεν ξέρουν την έννοια των λέξεων αυτών».26 Επιπλέον, όπως υποστηρίζουν, σπάνια τονίζεται η ασάφεια ή «λεξιπενία» που μπορεί να διακρίνει τη χρήση της γλώσσας από τους ενηλίκους. Έτσι, λ.χ., στο σάλο που προκλήθηκε με το θέμα της έκθεσης που δόθηκε στους υποψήφιους στις γενικές εξετάσεις του 1985, ενώ η άγνοια των λέξεων «αρωγή» και «ευδοκίμηση» προβλήθηκε στα πρωτοσέλιδα και στις κεντρικές σελίδες, η ασάφεια της διατύπωσης του θέματος πέρασε στα «ψιλά» (με σύντομες αναφορές στο τέλος των άρθρων ή ολιγόλογες επισημάνσεις στις προτεινόμενες λύσεις των θεμάτων στις πίσω σελίδες). Η μόνη εξαίρεση ήταν ο Ελεύθερος Τύπος, που δημοσίευσε μια ολοσέλιδη κριτική του φιλολόγου Α. Βαρνακιώτη (με τίτλο «Αλλοπρόσαλλο το θέμα της έκθεσης») και ένα εκτεταμένο άρθρο του Δ. Μαυρομάτη (με τίτλο «Μηδέν παίρνει το θέμα της έκθεσης»). Με την ίδια λογική, θεωρήθηκε σχεδόν δεδομένο ότι όλοι οι ενήλικοι γνώριζαν τη σημασία των λέξεων «ευδοκίμηση» και «αρωγή», ενώ όλοι οι υποψήφιοι την αγνοούσαν: «Οι υποψήφιοι επιστήμονες, οι αυριανοί μηχανικοί, γιατροί, φιλόλογοι, νομικοί κτλ., αγνοούν λέξεις που γνώριζαν όλοι οι απόφοιτοι του δημοτικού σχολείου προ πεντηκονταετίας».27 Κοινός τόπος ήταν λοιπόν η λεξιπενία των νέων έναντι της λεξιγνωσίας των ενηλίκων. Οι νέοι αναμενόταν να έχουν γλωσσικό πρόβλημα, και αυτοί παρουσιάστηκαν να το έχουν. Οι ίδιοι αρθρογράφοι τονίζουν επίσης ότι γλωσσικά προβλήματα και χρήση πληθώρας αγγλικών
δανείων δεν παρατηρούνται μόνο στους νέους, αλλά σε όλες τις ηλικιακές ομάδες: «Εννοώ, παραπέμποντας σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού μας βίου, σε όλες τις άλλες “ζωντανές” επίσης μεταδόσεις, από τη Βουλή των Ελλήνων έως μέσα σε ιδιωτικούς χώρους, ότι, αν επιμένουμε να μιλούμε για αφασία και για αγλωσσία, ας μετρήσουμε καλύτερα σωστά, σε όλη την κλίμακα σε όλες τις ηλικίες».28 Εξάλλου τη γλώσσα των νέων χαρακτηρίζει ο δημιουργικός δανεισμός: «Η δημιουργική πλευρά του δανεισμού στη ΓτΝ διαφαίνεται σε χρήσεις των δανείων άγνωστες στη γλώσσα-δότη. Τα δάνεια χρησιμεύουν στη δημιουργία συνωνύμων, π.χ. [...] ΝΕ φραγκοκίλερ κατά το φραγκοφονιάς (= τσιγκούνης). Ακόμη η γνώση της ξένης γλώσσας αξιοποιείται σε γλωσσικά 23 Χαρακτηριστικό είναι ότι, ενώ καταλογίζεται στους νέους η άγνοια λόγιων λέξεων, έρευνα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων για την ποιότητα των εκθέσεων που γράφουν οι μαθητές στις γενικές εξετάσεις («Έκθεση ανιδέων στη Γ΄ Λυκείου», Ελευθεροτυπία, 5/8/2001) έδειξε ότι στα γραπτά τους κυριαρχούν οι λόγιες λέξεις και «αποβάλλονται» οι λαϊκές. 24 Βλ. τα συμπεράσματα της έρευνας της Ά. Ιορδανίδου για τη «λεξιπενία» [«Η “λεξιπενία” των μαθητών: Ερευνητική προσέγγιση», στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα — Πρακτικά της 16ης Ετήσιας
Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. (4-6 Μαΐου 1995), Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 517-528]. 25 Ν. Δήμου «Αναμασήματα. Λεξικό κοινοτοπιών παραδεκτών αλλά αναληθών», δημοσιευμένο στο www.ndimou.gr/anamasimata.html. 26 Μ. Παπαδάκης, «Το θέμα της έκθεσης στις εξετάσεις», Τα Νέα, 23/6/1985. 27 Κ. Γεωργουσόπουλος, «Το θέμα», Τα Νέα, 12/6/1985. 28 Γ. Χάρης, «“Κανονικά” ελληνικά και αργκό», Τα Νέα, 18/11/2000. 7 παιχνίδια όπως η κατά λέξη μετάφραση γηγενών ιδιωματισμών: ΝΕ θα σου αλλάξω τα φώτα > I’m
gonna change your lights, NE σιγά τον πολυέλαιο > slow down the much oil».29
Οπότε, όπως υποστηρίζουν, η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών δεν αποτελεί λύση: «Όμως το φαινόμενο δεν θα πρέπει να σταθεί και αφορμή για πισωγυρίσματα, αλλά θα πρέπει να καταβληθεί προσπάθεια να καταπολεμηθούν τάσεις που θα εμφανιστούν π.χ. για την επάνοδο της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στις τάξεις του Γυμνασίου».30 Όσον αφορά το νεανικό ιδίωμα, επισημαίνουν ότι πρόκειται για μία από τις γλωσσικές ποικιλίες που μιλούν οι νέοι και ότι, ανάλογα με την εκάστοτε επικοινωνιακή ανάγκη, επιστρατεύουν διαφορετική «γλώσσα»: «Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, με το “ρε μαλάκα” ή με “κανονικά” ελληνικά, ανταποκρίνονται ενστικτωδώς σε διαφορετικές εκφραστικές ανάγκες, σε διαφορετικά επίπεδα επικοινωνίας. Το ίδιο ισχύει και με τους φοιτητές και με οποιαδήποτε άλλη, περιστασιακή ή μονιμότερη, ομάδα: θα μιλήσουν με το “ρε μαλάκα” μεταξύ τους, αλλά ούτε στον καθηγητή τους θα απευθυνθούν με αυτήν τη “γλώσσα”, ούτε στον εργοδότη τους, ούτε στον πατέρα τους, ακόμα κι όταν δεν είναι να του ζητήσουν χαρτζιλίκι».31 Υπογραμμίζουν επίσης ότι η κριτική στη γλώσσα των νέων στην πραγματικότητα οφείλεται στην υποτίμηση οποιασδήποτε γλωσσικής ποικιλίας, πολύ δε περισσότερο από τη στιγμή που εκφράζει μηνύματα αμφισβήτησης της πρότυπης γλώσσας και της κοινωνικής ιεραρχίας: «Όλων αυτών των νέων η γλώσσα είναι και μια διαφορετική ποικιλία της Ελληνικής, μια τοπική ή μια κοινωνική διάλεκτος, που δεν αφορά όσους κατηγορούν τη γλώσσα των “νέων”, γιατί όλες οι καταγγελίες για τη γλώσσα που μιλούν διάφορες κοινωνικές ομάδες αφορούν την πρότυπη Ελληνική και τους ομιλητές της, άρα οι εκφραστές της κριτικής θεωρούν την πρότυπη πιο “σωστή” γλώσσα από τις λοιπές ομιλούμενες ποικιλίες. [...] Από την άλλη μεριά η κοινωνική αμφισβήτηση που αποτελούν τα αγόρια με το σκουλαρίκι, τα κορίτσια με τη μοτοσυκλέτα και μαζί με αυτά η αυθάδεια που παρηχούν οι εκφράσεις της αργκό ή οι νεολογισμοί της γλώσσας των νέων ενοχλούν εμάς τους λιγότερο νέους και μας παγιδεύουν να παρανοούμε την ανταρσία και να νομίζουμε ότι είναι κακή γλωσσική ποιότητα, να
μην καταλαβαίνουμε τη γλωσσική ευρηματικότητα και, μάταια, να καταγγέλλουμε τη γλώσσα “τους”».32 Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι κάποιες φορές παρασύρονται και αυτοί σε γενικεύσεις και αυθαίρετες κρίσεις, όπως λ.χ. ότι οι νέοι δεν παρουσιάζουν καθόλου γλωσσικά προβλήματα ή ότι οι όποιες προτάσεις για βελτίωση του τρόπου ομιλίας της πρότυπης γλώσσας δεν είναι απαραίτητες, γιατί η γλώσσα αυτή δεν προσφέρεται για ανεπίσημες περιστάσεις: «Ασκώντας κριτική στη γλώσσα των μαθητών τους, οι φιλόλογοι του Λυκείου τούς προτρέπουν σε γλωσσικές πρακτικές που είναι αδύνατο να εφαρμοστούν, όπως να μη “φτωχαίνουν” τη γλώσσα χρησιμοποιώντας το ίδιο γενικό ρήμα, π.χ. “κάνω” [...] Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι φιλόλογοι δεν πείθουν τους μαθητές τους είναι ότι αυτή η χρήση των λέξεων είναι απολύτως αδύνατη στην καθημερινή επικοινωνία της οικειότητας».33 3. ΠΕΡΙΛΗΨΗ α) Η «γλώσσα των νέων» από κάποιους αρθρογράφους ταυτίζεται με το νεανικό ιδίωμα, ενώ από άλλους χρησιμοποιείται για να δηλώσει αδιάκριτα και τη χρήση της κοινής γλώσσας και της γλωσσικής τους ποικιλίας. 29 Γ. Ανδρουτσόπουλος, «Η γλώσσα των νέων σε συγκριτική προοπτική: Ελληνικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά», στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα — Πρακτικά της 17ης Ετήσιας συνάντησης του
Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ (22-24 Απριλίου 1996), Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 573. 30 Δ. Σακκάς (σύμβουλος του Κέντρου Ερευνών και Μελετών Εκπαίδευσης) στο Ε. Γλυκού, «Κινέζικα... τα ελληνικά», ό.π. 31 Γ. Χάρης, «“Κανονικά” ελληνικά και αργκό». 32 Ά. Φραγκουδάκη «Οι νέοι και η γλώσσα “τους”», Τα Νέα, 16/6/2001. 33 Ά. Φραγκουδάκη, «Οι νέοι και η γλώσσα “τους”», ό.π. 8 β) Μια μερίδα αρθρογράφων καταδικάζουν τη γλώσσα των νέων, καθώς τη βιώνουν ως απόκλιση από την πρότυπη γλώσσα, την οποία θεωρούν «πιο σωστή». Η καταγγελία τους στηρίζεται σε γενικεύσεις, στερεότυπα και υπερβολικούς αξιολογικούς χαρακτηρισμούς, ενώ μοναδική «θεραπεία» κρίνεται η συστηματική διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής. Άλλοι, πάλι, την αντιμετωπίζουν πιο θετικά. Ο λόγος τους επικεντρώνεται σε επιχειρήματα υπεράσπισης της γλώσσας
των νέων, όμως κάποιες φορές παρασύρονται και αυτοί σε γενικεύσεις ή αυθαίρετες κρίσεις.