ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Από την ανωνυμία στην καταξίωση 1.Τα πρώτα χρόνια
1
2
Ο Εμμανουήλ Μανωλέας ή Αντώνης Κρητικός, ή “Ατσίγγανος” (2) ή Σάμος (3,6/249), ναυπηγοξυλουργός το επάγγελμα, γεννήθηκε από φτωχούς γονείς (1/5-4-1943) στην Καρδαμύλη (3,4,18,46/73) της Μεσσηνιακής Μά3
νης, μιά πόλη 38 χιλ. Ν.Α. της Καλαμάτας, πιθανόν το 1903 ή το 1904. Αν υποθέσουμε ότι πήγε στρατιώτης στο ο 20 έτος της ηλικίας του, γιατί όπως λέει ο ίδιος “το 1923 εστρατεύθην ως κληρωτός” (1/5-4-1943), μπορούμε να συμπεράνουμε ότι γεννήθηκε το 1903. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούμαστε, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι στη Δήλωση Μετανοίας που υπόγραψε στον Μανιαδάκη το 1938, αναφέρεται ότι είναι “ετών 35” (18). Στη συνέντευξή του, όμως, στην εφημερίδα Ακρόπολις, όταν έκανε την απεργία πείνας, αναφέρεται ότι είναι “ηλικίας 32 ετών” (19/8-7-1936, σ. 1), οπότε μας οδηγεί να σκεφθούμε ότι γεννήθηκε το 1904. Τον πατέρα του τον έλεγαν Χρίστο και την μητέρα του Αγαθή (18). Σχολείο πήγε μέχρι το Δημοτικό, γιατί όπως αναφέρει ο ίδιος: “ύστερα από [την] στοιχειώδη σχολική εκπαί4
5
δευσι άρχισα να εργάζωμαι από 13 ετών δια να εξασφαλίσω τα προς το ζην και να βοηθήσω την πτωχή και άρρωστη μητέρα μου” (1/5-4-1943). Εδώ βλέπουμε ότι ο πατέρας δεν υπάρχει στο κάδρο, αλλά δεν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο. Μέχρι να παρουσιασθεί στο στρατό οι δουλειές που έκανε ήταν πολλές: “Πρώτα ως υπαλληλίσκος σ’ ένα φαρμακείο των Καλαμών, ύστερα δε ψαράς σε τράτα, αργότερα βοηθός ναυπηγοξυλουργός και πολλές φορές χαμάλης” (1/5-4-1943). “Η ζωή μου – αφηγείται ο ίδιος – ήταν ένας σκληρός αγώνας για την καθημερινή ύπαρξι. Η ανεργία με μαστίγωνε, όλοι δε οι εργοδηγοί μου με χρησιμοποιούσαν ως υποζύγιο. Τριγύριζα από τόπο σε τόπο για να καλλιτερέψω τη θέσι μου, αλλά πήγαινα ολοένα και χειρότερα” (1/5-4-1943).
2. Στον στρατό γίνεται κομμουνιστής “Το 1923 εστρατεύθην ως κληρωτός και εστάλην εις το μέτωπον του Έβρου. Η Ελλάς είχε πάθει τότε με την Μικρασιατική υποχώρησι την μεγαλείτερη στρατιωτική καταστροφή. Και τότε πάλιν οι Άγγλοι σαν και σήμερα μας είχαν εκβιάσει με τον αποκλεισμόν του 1916 να βγούμε στον μεγάλο πόλεμο παρά το πλευρό τους. Αφού 6
τελείωσε ο πόλεμος στο Βαλκανικό μέτωπο, μας έστειλαν στη Μικρά Ασία, για να ξεχάσουμε την απογοήτευσί μας που δεν μας έδωσαν όσα μας είχαν υποσχεθή. Εκεί μας εγκατέλειψαν ολότελα και εσφαγιάσθη η νεολαία μας. Ξεχνώντας δε τις υποσχέσεις τους να μας κάνουν μεγάλη Ελλάδα, μας ξανάφεραν στα παληά μας σύνορα μαζί με ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγας. Μιά απέραντη φτώχεια και δυστυχία βασίλευε στην Ελλάδα. Οι δρόμοι, οι εκκλησίες, τα σχολεία επλημμύρισαν από την ξεριζωμένη από τα σπίτια της προσφυγιά. Η καρδιά μου φούσκωνε από αγανάκτησι και συχνά άδειαζα την καραβάνα μου στα κοκκαλιάρικα χέρια των προσφύγων, που έτειναν ικετευτικά όπως το βλέπουμε να γίνεται και σήμερα από πολλούς Γερμανούς στρατιώτες που μοιράζουν το συσσίτιό τους στους φτωχούς, στους καταυλισμούς των” (1/6-4-1943). Εδώ ο Μανωλέας, που γράφει την αφήγησή του κατά την Γερμανική Κατοχή, το 1943, εξηγεί δύο πράγματα: . Κατά πρώτον, τον αντιαγγλισμό του και αυτό επειδή δεν μας έκαναν οι Άγγλοι μεγάλη Ελλάδα, όπως ομολογεί 7
χωρίς αιδώ. Έχει συνειδητοποιήσει δηλαδή ότι η Ελλάδα (για την ακρίβεια η αστική της τάξη) έχοντας βλέψεις εναντίον των γειτόνων της πάνω απ’ τις δυνατότητές της (Μεγάλη Ιδέα), για να τις πραγματοποιήσει πρέπει να προσκολληθεί σε κάποιον ισχυρό, ο οποίος θα κάνει για λογαριασμό της πραγματικότητα αυτά τα όνειρα. Όταν ο Μανωλέας γράφει αυτές τις γραμμές η Ελλάδα είναι υπό τριπλή – Γερμανική, Ιταλική και Βουλγαρική – κατοχή. Η Βουλγαρία, σύμμαχος της Γερμανίας, κατέχει χάρη στις γερμανικές λόγχες, την Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Αυτό που δεν ξέρει ο Μανωλέας, είναι ότι την ίδια στιγμή και ο Στάλιν δεν βλέπει με κακό μάτι στην μεταπολεμική Ευρώπη την έξοδο της Βουλγαρίας στο Αιγαίο, την οποία επιδιώκει επίμονα. Δεν γνωρίζει επίσης τι μπορεί να σκέπτεται ο Τσώρτσιλ για την ακεραιότητα της συμμάχου Ελλάδας. Έτσι, ο Μανωλέας διαχωρίζει απλοϊκά τους ισχυρούς σε καλούς και κακούς και θέλει, σαν καλός μαθητής της σχολής Βενιζέλου, να είναι με τους νικητές, που θα είναι συγχρόνως και φιλέλληνες, όπως άλλωστε έχουν υποχρέωση. Δεν αναφέρεται καθόλου στα πατροπαράδοτα “δίκαια” και δεν εξεγείρεται που, με την ανοχή των Γερμανών, τεμαχίζεται η πατρίδα
1
του και εκχωρούνται εδάφη της. Ο αντιαγγλισμός του Μανωλέα την δεδομένη στιγμή είναι απλά φιλογερμανισμός. Αυτής της ποιότητας πατριωτισμό είχε ο Μανωλέας. Πρέπει πάντως να ομολογήσουμε ότι ο Μανωλέας, όπως άλλωστε και η Σίτσα Καραϊσκάκη, με την οποία συνεργαζόταν, με την γραμμή του υπερπατριώτη εθνικιστή που είχαν κατά την Κατοχή, δεν ταιριάζουν ακριβώς με το μοντέλο του πράκτορα που θα ήθελαν οι ναζίδες σε εξαρτημένη χώρα. Και αυτό το γνωρίζουν καλά, τόσο η Καραϊσκάκη όσο και ο Μανωλέας. Γιατί όπως ακριβώς αυτοί κατηγορούν τους κομμουνιστές ότι αγαπούν την Ρωσία περισσότερο από την Ελλάδα, έτσι και οι ίδιοι για να είναι συνεπείς ναζί, πρέπει να αγαπούν περισσότερο την Γερμανία από την Ελλάδα. Διαφορετικά δεν κάνουν στους Γερμανούς. Και δεύτερον, με την αναφορά του ο Μανωλέας στους “καλούς γερμανούς στρατιώτες”, που μοιράζουν, δήθεν, την καραβάνα τους, εξωραΐζει την ανθρωπιστική κρίση που έπληξε την χώρα, με το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξαν οι ρατσιστές ναζί σε βάρος των κατοίκων της, αρπάζοντας την γεωργική παραγωγή, και όχι μόνο. Την χώρα έπληξε μεγάλος λιμός, με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα. Δεν ήταν απλά έγκλημα πολέμου, ήταν γενοκτονία. Η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία προχώρησαν σε συστηματική καταλήστευση των κατεχομένων χωρών, καθώς τις θεωρούσαν πηγή πρώτων υλών, τροφίμων και εργατικού δυναμικού. Με το να εξωραΐζει ο Μανωλέας αυτό έγκλημα, γίνεται συνένοχος. Πάντως το 1923, γίνεται κομμουνιστής: “Σ’ αυτήν την ψυχολογική κατάστασι που βρισκόμουνα με πλησίασαν δυό κομμουνισταί συνάδελφοί μου. 8
Ένας δικηγόρος και ένας πρόεδρος των καπνεργατών Δράμας. Μου είπαν: “Εσύ, συνάδελφε, έχεις καλή καρδιά, πονάς τους φτωχούς, αλλά για να λείψη η δυστυχία αυτή, μόνον ένας δρόμος υπάρχει. Να λείψουν οι αιτίες που την γεννούν”. Μου έδωσαν τότε να διαβάσω μερικά κομμουνιστικά βιβλία, τόσο σατανικά, που έκαναν 9
10
την μεγαλύτερη επίδρασι επάνω στη ζωή μου. Τα βιβλία αυτά ήσαν γραμμένα από τον Μπουχάριν, αυτόν 11
12
που τουφέκισε τώρα τελευταία ο Στάλιν μαζί με τον Τουχατσέφσκι, στην τελευταία μεγάλη δίκη της Ρωσσίας. Ένας άπειρος άνθρωπος σαν εμένα, και περισσότερο ένα φτωχό παιδί της σειράς μου δεν μπορούσε να μην επηρεασθή από την παραμυθένια ωμορφιά της νέας ζωής που υπόσχονταν να δημιουργήση ο Κομμουνισμός. Και τι δεν εύρισκες μέσα σ’ αυτό το βιβλίο αναλυτικό και ωμορφογραμμένο και με δήθεν επιστημονικοφανή επιχειρήματα ! Πρώτα στάλαζαν ένα τρομερό μίσος στην ψυχή μου εναντίον κάθε νοικοκύρη, κάθε επιστήμονα, κάθε ανθρώπου που κατώρθωνε με αγώνα, κόπο, μόχθο, ιδρώτα πολλών ετών να καταλάβη μία θέσι μέσα στη 13
κοινωνία. Μισούσα τους αξιωματικούς μου, μισούσα τους δημοσίους λειτουργούς, μισούσα τα πάντα. Όμως μισούσα πιό πολύ τους κληρικούς γιατί στο σημείο αυτό κατώρθωσαν οι κομμουνισταί να χύσουν περισσότερο δηλητήριο στην ψυχή μου. Άρχισα να μισώ όλον τον κόσμο. Ενώ πρώτα μισούσα τον λοχαγό μου, άρχισα να μισώ όλους τους αξιωματικούς και όλους τους δημοσίους λειτουργούς. Τους νόμιζα όλους υπηρέτας του Κράτους των πλουσίων, που μας στέλνει να πολεμάμε δια την εξάπλωσι του εμπορίου και του πλουτισμού των. 14
Έγινα εχθρός της Εκκλησίας, που ευλογεί το Κράτος της αδικίας, όπως έλεγαν οι κομμουνισταί και νόμιζα δι15
16
καιολογημένη την αιματοχυσίαν μιάς επαναστάσεως των προλεταρίων, για το γκρέμισμα του Κράτους, την 17
κατάργησι της Θρησκείας και όλων των άλλων αστικών θεσμών. Είχα γίνει φανατικός κομμουνιστής, πιστεύοντας ότι εκτελώ ένα υπέρτατο καθήκον προς την κοινωνίαν των εργαζομένων ανθρώπων που ζουν την σκληρή ζωή που ζούσα κι’ εγώ, μη θέλοντας να πιστέψω πως υπάρχει κι’ άλλος δρόμος για την ανακούφισι του λαού. Μ’ ενθουσιασμό έδωσα από τότε όλας μου τας δυνάμεις στον κομμουνισμόν και δεν εφίσθην καμμιάς θυσίας με σκοπόν την διάδοσιν και επικράτησιν του κομμουνισμού” (1/5-4-1943). “Έτσι όταν αποστρατεύθηκα είχα νομίσει ότι είχα βρη τον δρόμο μου και είχα λάβει και το βάπτισμα του πυρός στη στρατιωτική φυλακή” (1/6-41943).
Ιωσήφ Στάλιν
Μιχαήλ Τουχατσέφσκι
Νικολάι Μπουχάριν
Στην περιγραφή αυτή του κάθε πικραμένου που πήγαινε να βρει μια διέξοδο μέσα στην κρίση, ο Μανωλέας 18
δίνει και άλλη εκδοχή: “Εγώ εμυήθην εις την κομμουνιστικήν ιδεολογίαν το έτος 1922, ότε υπηρέτουν στρατιώτης εις Μακεδονίαν και Θράκην υπό τινος καπνεργάτου Γεωργίου Τζόγα ή Ιωάννου εκ Δράμας, με τον οποίον συνυπηρέτουν εις το στράτευμα. Μετ’ αυτού ανεπτύξαμεν ευρείαν προπαγάνδαν εις τον λόχον και το τάγμα,
2
διαδίδαμεν εφημερίδας και βιβλία κομμουνιστικά. Αποκαλυφθέντες όμως συνελήφθημεν και εφυλακίσθημεν με την κατηγορίαν της εσχάτης προδοσίας. Μετεφέρθημεν εις τας φυλακάς Σερρών και μετά τρίμηνον προφυλάκισιν απελύθημεν δι’ αθωωτικού βουλεύματος, οφειλομένου εις την γενναιοψυχίαν του κράτους και άμα τη 19
υπογραφή της συνθήκης ειρήνης Λωζάννης. Είχον λάβει τα πρώτα μαθήματα πλέον και το πρώτο βάπτισμα του πυρός. Έκτοτε ηδυνάμην να δράσω ανεξάρτητος και με την ορμήν που είνε συνήθης εις τους νοεφωτίστους ιδεολόγους” (18/1-12-1938).
3. Τα πρώτα χρόνια της δράσης του Μανωλέα “Μετά την απόλυσίν μου εκ του στρατεύματος συνέχισα την προπαγάνδαν εις την ιδιαιτέραν μου πατρίδα 20
Καρδαμύλην, όπου συνεκρότησα όμιλον κομμουνιστικόν και ένωσιν παλαιών πολεμιστών. Αργότερον το έτος 21
1924 εργαζόμενος εις Καλάμας ως ναυπηγοξυλουργός, ελάμβανον ενεργόν μέρος εις την κομμουνιστικήν κίνησιν υπό την ιδιότητα του γραμματέως του σωματείου μου, συμβούλου του εργατικού κέντρου, ταμίου της ενώσεως παλαιών πολεμιστών. Μετ’ ολίγον έγινα μέλος της διοικήσεως της εκεί κομμουνιστικής οργανώσεως και ανέπτυξα αναφανδόν δράσιν κομμουνιστού εις τας γενομένας εκλογάς του 1926, ως γραμματεύς της εκλογικής επιτροπής, ήμουν ο κεντρικός ομιλητής εις τας εκλογικάς συγκεντρώσεις. Λόγω αυτής της δράσεώς μου οι εργοδόται μου ιδιοκτήται φορτιγίδων, με απέκλεισαν της εργασίας των και ηναγκάσθην να μετοικήσω εις Γύθειον, όπου υπήρχεν εργασία του επαγγέλματός μου” (18/1-12-1938). “Εις το Γύθειον, όπου μετώκησα το 1926 δι’ ανεύρεσιν εργασίας και ων τελείως άγνωστος, ανέπτυξα εντονωτέραν παράνομον δράσιν, συγκροτήσας μετ’ ολίγον κομμουνιστικόν πυρήνα και κομμουνιστικήν νεολαίαν εις το εκεί γυμνάσιον και την εμπορικήν σχολήν. 22
Εκλεγείς γραμματεύς του σωματείου ξυλουργών και γενικός γραμματεύς του εργατικού κέντρου Γυθείου, ήρχισα να παρακινώ εις απεργίας, να συλλέγω εράνους υπέρ της εργατικής βοηθείας, να διαδίδω τον “Ριζοσπάστην” και τα άλλα έντυπα του κομμουνιστικού κόμματος, εις τα οποία έγραφα ως ανταποκριτής την κίνησιν του Γυθείου. Δια τούτο συνελήφθην και εξετοπίσθην επί εν έτος εις την νήσον Αμοργόν” (18/1-12-1938). Για το γεγονός αυτό κάνει μνεία, με ανταπόκριση, ο Ριζοσπάστης: “ΓΥΘΕΙΟΝ, 25 Νοεμβρίου. – Προχθές συνελήφθη και ωδηγήθη εις τον “Ταΰγετον” εξοριζόμενος επί εν έτος εις την νήσον Αμοργόν ο σ. Μανωλέας, κατόπιν υποδείξεως των ενταύθα πλουτοκρατών και διαταγής της Επιτροπής Ασφαλείας Σπάρτης” (16/26-11-1927, σ. 1). Οι εκλογές του 1926 έγιναν στις 7 Νοεμβρίου. Ο Μανωλέας, που συνελήφθη στο Γύθειο στις 23 Νοεμβρίου 1927, μάλλον πρόλαβε να αναπτύξει την τόσο έντονη “παράνομη” δράση που περιγράφει. Όχι ότι το κράτος δεν καταδίωκε, αλλά η παρανομία ήταν για αυτονόητα δημοκρατικά δικαιώματα και όχι για επαναστατική δράση. Το πιθανότερο εδώ, είναι να πρόκειται για μια υπόθεση υπέρμετρου δημοσιοϋπαλληλικού ζήλου, από την μεριά των διωκτών του, και η προβολή της, μια από τις – πολλές – κρίσεις μεγαλείου που θα συναντήσουμε, εκ μέρους του Μανωλέα. Ας προχωρήσουμε όμως στην αφήγησή μας: Ο Μανωλέας, μεταφερόμενος άμεσα από το Γύθειο για την εξορία, γράφει στο Τμήμα Μεταγωγών της Αθήης νας ένα μικρό άρθρο όπου περιγράφει την περιπέτειά του, το οποίο δημοσιεύεται στον Ριζοσπάστη της 28 Νοεμβρίου 1927, στη σελ. 2:
Οι “ελευθερίες” του Συν/τος ισχύουν μόνο για όσους δε χτυπούν την αστική σαπίλα Σήμερα μέφεραν συνοδεία από το Γύθειο και με κλείσανε σ’ ένα μπουντρούμι του Τμήματος Μεταγωγών. Προορίζομαι για ένα χρόνο εξορία στην Αμοργό. Η φτώχεια κι’ η ανεργία που μόνο γνώρισα από μικρό παιδί, μέφεραν προ επταμήνου στο Γύθειο, μακρυά από το σπίτι μου πολλές δεκάδες μίλλια. Γιατί λοιπόν με διώχνει η αστική δικαιοσύνη τόσο μακρυά; Μήπως έκλεψα ή σκότωσα; Όχι. Αυτοί που κλέβουν και σκοτώνουν, μου παίρναν γύρω μου τα αυτιά από τους κρότους της καιομένης βενζίνας. Με διώχνουν γιατί εκεί που βρέθηκα αγωνίστηκα όσο μπορούσα για να βοηθήσω στον απελευθερωτικό αγώνα των εργαζομένων που κάνει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Αγωνίστηκα δίπλα στο προλεταριάτο του Γυθείου ενάντια στην εκμετάλλευση της πλουτοκρατίας. Αυτό θα πη πως το σημερινό Κράτος και τα όργανά του, οι γαλονάδες, οι βουλευτές κι’ οι δικαστές, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εκτελεστική επιτροπή των 23 πλουσίων. Το πρόσχημα με το οποίο δικαιολόγησε η υπό τον Νομάρχη Σπάρτης επιτροπή ασφαλείας – παράρτημα της χαφιεδικής τρομοκρατικής επιτροπής Πέτσα, Γαρουφαλιά και Φεσόπουλου – την εκτόπισή μου είναι, ότι προπαγάνδισα τον τρόπο με τον οποίο θα γκρεμιστή το καθεστώς της αδικίας, του πολέμου και της κλεψιάς. Μα το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας δε λέει ότι όλοι οι Έλληνες πολίτες έχουνε το δικαίωμα να εκφράζουνε τους στοχασμούς τους ελεύθερα, με το στόμα, με έγγραφα και με τον τύπο; Δεν λέει ότι το δικαίωμα τούτο
3
είνε αναφαίρετο; Γιατί το δικαίωμα αυτό καταστρατηγείται για τους εργάτες μονάχα; Γιατί στο γυμνασιάρχη Γυθείου κ. Πατσουράκο, μοναρχικό οπαδό, επιτρέπεται να προπαγανδίζει κατά τη διάρκεια των μαθημάτων την επαναφορά της βασιλείας και να ασκεί το κύρος του επ’ αυτών για να κάνει ώρες ολόκληρες αντικομμουνιστική προπαγάνδα; Γιατί δεν τον στέλνουμε σε άλλη περιφέρεια από κείνην που πολιτεύεται ο αδελφός του; Αφού εγώ διώχτηκα γιατί διέδωσα τον κομμουνισμό μέσα στους μαθητές, έπρεπε κοντά μου να απελαύνεται και ο παραπάνω κύριος. Ε, κύριοι αρχηγοί της δημοκρατίας, φτάνει ως εδώ. Οι εργάτες όλης της Ελλάδος, ας παραδειγματιστούν από τη σιωπηρή συμμαχία των μοναρχοδημοκρατικών, ας καταλάβουν για πολλοστή φορά, ότι το Κόμμα το δικό μας είναι το Κομμουνιστικό. Καταγγέλλω στην τάξη μου τα βάρβαρα μέτρα κατά των εργατών και ορκίζομαι να μη πάψω ποτέ τον αγώνα για το σάρωμα της ψευτιάς, του πολέμου και της αδικίας. Σαν επισφράγισμα, τις μέρες που μελετιότανε η εκτόπισή μου, ήρθανε στο φτωχό μου δωμάτιο και μου κατέσχεσαν βιβλία αξίας 1200 δραχμών, από τα οποία ένα μόνο ήταν “επιλήψιμο”. Μου επέτρεψαν απ’ τα αθώα βιβλία μου μόνο τρία, τα άλλα δε μου τάκλεψαν. Κρατητήριο Τμήματος Μεταγωγών Αθηνών Μ. Μανωλέας
Ο Μανωλέας στην εξορία επιδεικνύει ένα μαχητικό πνεύμα. Αγανακτεί, θυμώνει αλλά δεν λυγά. Ατσαλώνεται. Και δεν διστάζει από την μειονεκτική θέση που βρίσκεται, να σηκώσει ανάστημα στις αρχές του κράτους, αψηφώντας τες. Και είναι πράγματι άλλο να προκαλείς την εξουσία συμβολικά και άλλο να αποδεικνύεις την ης προθυμία σου να εκφράσεις τις πεποιθήσεις σου με δράση. Στον Ριζοσπάστη της 18 Μαΐου 1928, σελ. 2, δημοσιεύεται, με τίτλο Με τι κατηγορίες εξορίζονται οι εργάτες, η παρακάτω είδηση, γραμμένη από τον ίδιο: “Βρίσκομαι εξόριστος στο ξερόνησο Αμοργό από 5 περίπου μήνες. Κάθε εργάτης και χωρικός θα καταλάβη πως στο μακάριο αυτό τόπο βασιλεύει η πιο βάρβαρη τρομοκρατία, η πιο ξέσκεπη και απροκάλυπτη δίωξη, όσων έχουν ιδέες αντίθετες από τους εκμεταλλευτές τους. Διαβάστε: Παραπέμπομε τους Μανωλέα και Μπαστουνόπουλον ενώπιον του Πλημμελειοδικείου Γυθείου ίνα δικασθώσιν ως υπαίτιοι ότι από κοινού συμφέροντος κινούμενοι συναπεφάσισαν την εκτέλεσιν των επομένων αξιοποίνων πράξεων. 1) Κατά διαφόρους ημέρας των μηνών Οκτωβρίου και Νοεμβρίου εις τόπον δημόσιον εδυσφήμισαν περιφρονητικώς το Ελληνικόν Πολίτευμα και τας Αρχάς αυτού, δια των φράσεων “πρέπει να ασπασθείτε την ιδεολογίαν του Κομμουνισμού που μόνη θα ικανοποιήση τα εργατικά συμφέροντα, θα εξασφαλίση την ανθρώπινη ζωή των εργατών που σήμερα είναι αβέβαιη που απειλιέται από την πείνα”. [2)]Ομοίως κατά τον ίδιο χρόνον εξεφράσθησαν με τρόπον προσβάλλοντα το οφειλόμενον σέβας και τας βάσεις της θρησκείας και της ηθικής. Ας μάθουν όμως πως και η υπομονή μας έχει όρια, και πως εμείς οι εργάτες θα σαρώσουμε τους παραχορτασμένους από τον τίμιο ιδρώτα του λαού πλουτοκράτες, για να εγκαθιδρύσουμε τη δική μας σοβιετική Δημοκρατία. Μανώλης Μανωλέας Εξόριστος εργάτης Γυθείου”
Για την ενημέρωση του αναγνώστη, η Αμοργός: “Είναι ένα από τα μεσημβρινά νησιά των Σποράδων και βρίσκεται στην ανατολικότερη άκρη της Ελλάδας και κοντά στη χερσόνησο της Μικράς Ασίας. Η περίμετρος των παραλίων της είναι 48 μίλια. Το μήκος του νησιού κατ’ ευθείαν γραμμή είναι περίπου 32 χιλ. Το στενότερο μέρος του είναι 1 χιλ. το δε πλατύτερο 3,5 χιλ. Η έκτασή του είναι 130 τετρ. χιλ” (38/31). “Από το 1927 χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας κομμουνιστών” (38/32). Κάποια στιγμή, μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 1928, ο Μανωλέας επιστρέφει από την εξορία: “Όταν έληξεν η ποινή της εξορίας μου μετέβην εις Πύλον, όπου προσεκλήθην από ένα θείον μου ξυλουργόν. Και εκεί συνεκρότησα κομμουνιστικόν πυρήνα, διέδιδα την φιλολογίαν του κόμματος και συχνά εξέδραμον εις τα πέριξ χωρία και επροπαγάνδιζα. Μετά πάροδον διμήνου απεμακρύνθην εκείθεν υπό την απειλήν της αστυνομίας” (18/1-121938). Αυτή τη δράση που περιγράφει, την αναπτύσσει – θα μπορούσαμε να πούμε – μάλλον αυτοβούλως, επειδή τα ίχνη του – έστω και περιστασιακά – έχουν χαθεί για το Κόμμα του. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει η ειδηης σούλα που δημοσιεύεται στον Ριζοσπάστη της 19 Αυγούστου 1928, σελ. 2: “ΟΠΟΙΟΣ ξαίρει τη διεύθυνση του σ. Μαν. Μανωλέα, που ήταν εξόριστος στην Αμοργό, να την γράψη, είτε σε μας, είτε στο Κώστα Μιχαλόπουλο, Αίγιο”. Ο Μανωλέας μετά απ’ αυτό έρχεται σε επαφή με το Κόμμα και τα πράγματα ομαλοποιούνται. Δεν γνωρίζουμε όμως σε ποιους λόγους ακριβώς οφείλεται αυτή η αποστασιοποίηση, και κυρίως αν οφείλεται σε κάποιου είδους λύγισμα, σε κάποια υποχώρηση, ιδεολογική ή αγωνιστική ταλάντευση, καθώς το Κόμμα ακριβώς την εποχή εκείνη περνά μεγάλη κρίση. Ή αν απλώς πρόκειται για κάποιο τυχαίο γεγονός.
4
Για την συνέχεια των κινήσεών του ο ίδιος λέει: [Από την Πύλο], “Μετέβην εκ νέου εις Γύθειον, όπου και ανέπτυξα εκ νέου την δράσιν ανασυγκροτήσας τας οργανώσεις που είχαν παραλύσει κατά την απουσίαν μου. Προδοθείς όμως από τον πρόεδρον του εργατικού κέντρου Δουκάκην, τον Κ. Πετσάνην και με κεραυνοβόλον ενέργειαν του γυμνασιάρχου Πατσουράκου, συνε24
λήφθην μετά 15θήμερον και εξετοπίσθην δι’ εν έτος εις την νήσον Ανάφην, απ’ όπου εδραπέτευσα μετά παρέλευσιν εξαμήνου. Η εξορία υπήρξε δι’ εμέ επαναστατικόν σπουδαστήριον. Είχα εις την διάθεσίν μου βιβλιοθήκας και απεστήθιζα τα τσιτάτα από τα συγγράμματα του Μαρξ, του Λένιν, του Στάλιν κλπ. και διεμορφωνόμην εις θεωρητικόν παράγοντα. Τόσον εις την Αμοργόν, όσον και εις την Ανάφην, που ήμην, δεν άργησα να γίνω διδάσκαλος αναλύων τα θέματα από τα κείμενα που εδιάβαζα. Ήτο φυσι25
κόν, ότι ανέπτυξα λόγω αυτού του ρόλου μου την ικανότητα του ομιλητού και προπαγανδιστού” (18/1-121938). Το πέρασμα του Μανωλέα από το Γύθειο το θυμόνταν οι πολιτικοί του αντίπαλοι πολλά χρόνια μετά. Αυτό φαίνεται από το εξής απόσπασμα ανταπόκρισης από το Γύθειο της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ: “Η μεταπολεμική περίοδος δεν άφηκε και την πόλιν μας ανεπηρέαστον από τους ψευδονεωτερισμούς, ακόμη και από την μπολσεβικικήν ψώραν, η οποία τείνει να εκλείψη τελείως και η οποία κατ’ αρχάς προσέβαλε τους εργάτας του λιμένος και κατόπιν έκρουσε τας θύρας του Γυμνασίου διά τινος απεσταλμένου εργάτου εκ Πειραιώς και κάποιου Μπαστουνοπούλου φοιτητού, ο οποίος και απεβλήθη του Πανεπιστημίου και εφυλακίσθη, εξέπεσε δε αυτός εδώ δια της μεταθέσεως του πατρός του εις το εδώ Πρωτοδικείον ως γραμματέως. Ευτυχώς όμως η δραστηρία επέμβασις της διοικήσεως του Γυμνασίου κατώρθωσε ώστε ο Μανωλέας να απελαθή ο δε φοιτητής εκουσίως να φυγαδευθή και ν’ αναδειχθή ήρως κομμουνιστής εις το Πανεπιστήμιον” (92/63-1930, σ. 2). Το δημοσίευμα αυτό φανερώνει ότι ο Μανωλέας είχε συνεργάτη στο Γύθειο. Τον Μπαστουνόπουλο. Η δράση του αυτή τώρα τον έχει φέρει στην Ανάφη. Η εξορία, όπως και η φυλακή, αναφέρεται στην ιστοριογραφία ως τόπος μαρτυρίου, σωματικού και ψυχικού, και αναμφίβολα έτσι είναι. Είναι κατά συνέπεια ένας τόπος που για να επιβιώσεις πρέπει να αναπτύξεις την συναδελφικότητα. Να μάθεις να ζεις μέσα στην ομάδα με την ιεραρχία της, για να επιβιώσεις. Κι ενώ ο εξόριστος διαχέεται μέσα στην ομάδα και ταυτίζεται με αυτήν, φαίνεται ότι συγχρόνως τόσο η εξορία όσο και η φυλακή πρέπει να λειτουργούν και ως μηχανισμός ενίσχυσης του εγώ. “Μετά την απόδρασίν μου μετέβην προς εργασίαν εις το χωρίον Βασιλικό της Ευβοίας, υπό το ψευδώνυμον Μαστραντώνης, και εκεί συνεκρότησα κομμουνιστικόν πυρήνα” (18/1-12-1938). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Μανωλέας έχει τελειώσει – και αν – το δημοτικό σχολείο. Μέσα στη άγνοιά του πιστεύει ότι έχει γίνει “θεωρητικός παράγων”. Μια τέτοια δήλωση, απόδειξη της αγραμματοσύνης και του ανέτοιμου του χαρακτήρα του, αποτελεί φόρο τιμής στην αμετροέπεια. Η άγνοια ξεκινά εκεί που τελειώνει η γνώση. Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι στην δράση του Μανωλέα απουσιάζει η θεωρητική αναζήτηση και ο προβληματισμός, έξω από τα έτοιμα στερεότυπα, και στη θέση τους υπάρχει το κενό, ένας ακίνητος χρόνος, μια ακίνητη σκέψη: τίποτα – στην ουσία – δεν γίνεται, το νέο δεν έρχεται, το παλιό δεν φεύγει, κυριαρχεί η στασιμότητα. Ωστόσο είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς τις θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί για τον σοσιαλισμό και τελικά με μια λέξη την Θεωρία. Και μόλις την κάνει κτήμα του, να προσπαθήσει να την εφαρμόσει στον πραγματικό κόσμο. Στον τομέα αυτό η συνεισφορά του ήταν μικρή μέχρι ανυπαρξίας, πόσο μάλλον να εντοπίσει κενά στην Θεωρία, που δημιουργούνται αναπόφευκτα καθώς τα πάντα εξελίσσονται αδιάκοπα. Ο Μανωλέας με μικρά βήματα οικοδόμησε ένα ολόκληρο σύστημα σκέψης, στηριζόμενος στην εμπειρική πραγματικότητα. Σίγουρα ο εμπειρικός μπορεί να αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Και ο Μανωλέας παραήταν έξυπνος για να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Υπάρχουν όμως πολλές πραγματικότητες. Η ακτίνα δράσης του Μανωλέα ήταν ο περίγυρός του. Η καθημερινότητα της εργατιάς του Πειραιά. Τίποτα περισσότερο. Και θα του δινόταν η ευκαιρία να κάνει ακριβώς αυτό για το οποίο είχε σχεδιαστεί: Να προστατεύει τους εργάτες. Ήταν μάλιστα πολύ έξυπνος, όχι με την έννοια της μόρφωσης, αλλά με την ικανότητα της διαπραγμάτευσης. Για την εποχή που εξετάζουμε: “Ιστορική έχει μείνει η μεγάλη ναυτεργατική απεργία τον Ιούλιο του 1928, η οποία έληξε κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των ναυτεργατών και των εφοπλιστών να ανατεθεί η λύση των ναυτεργατικών προβλημάτων σε μια κυβερνητική επιτροπή” (34/68), δηλαδή στην διαιτησία.
4. Ο Μανωλέας εμφανίζεται και δρα στον Πειραιά Στον Μανωλέα δίνεται η ευκαιρία να καλύψει την τεράστια απόσταση μεταξύ ανυπαρξίας και ινδάλματος. Έχει ξεχωρίσει απ’ τον μέσο όρο. Η χρονική και ιστορική συγκυρία είναι με το μέρος του. Κυριολεκτικά είναι στο σωστό μέρος την κατάλληλη στιγμή, και αυτοί που τον επιλέγουν για να τον προωθήσουν γνωρίζουν ότι όσοι
5
ξεχωρίζουν, όσοι τραβούν την προσοχή, όσοι στρέφουν τα φώτα της δημοσιότητας πάνω τους, είναι σε θέση άμεσα ή σχετικά γρήγορα – σε σχέση με κάποιους άλλους – όχι μόνο να επηρεάσουν, αλλά και να χειραγωγήσουν άλλους ανθρώπους. Αυτό ήταν το – εύλογο – τίμημα της δόξας που προσφερόταν στον Μανωλέα, καθώς η αναγνώριση μπορεί να λειτουργήσει σαν ακαταμάχητο κίνητρο. Μια παρενέργεια που, όμως, θα προέκυπτε, θα ήταν ότι ο Μανωλέας θα έτεινε να μαζέψει πάνω του σχεδόν τα πάντα. Αυτό θα ήταν το τίμημα γι’ αυτούς που τον προωθούσαν. Θα του το επέτρεπαν μέχρι ενός κρίσιμου σημείου. Πέραν αυτού του κρίσιμου σημείου θα άρχιζε ο πόλεμος. Πάντως, προς το παρόν είμαστε στην αρχή της σταδιοδρομίας του. Κατετάγη σ’ ένα κλειστό σύνολο, όπου είχε σημασία η ιεραρχία. Έτσι: “Το φθινόπωρον του 1929 εγκατεστάθην εις Πειραιά, όπου ανέπτυξα την πλέον έντονον προπαγάνδαν και 26
δράσιν. Ήρχισα από το σωματείον ναυπηγοξυλουργών, του οποίου εξελέγην πρόεδρος μετά ένα μήνα, με το 27
ψευδώνυμον Αντώνιος Κρητικός. Αποκαλυφθείς λόγω της εντόνου δράσεώς μου, κατά της διοικήσεως του ρεφορμικού εργατικού κέντρου Πειραιώς, εις το οποίον συμμετείχον ως αντιπρόσωπος του σωματείου μου, καθηρέθην της προεδρίας και ετέθην υπό τα ίχνη της αστυνομίας. Τότε η κομμουνιστική οργάνωσις Πειραιώς ήτο πλήρως παραλελυμένη λόγω 28
29
των εσωτερικών διαιρέσεων και της δράσεως του αρχ[ε]ιομαρξισμού εναντίον του κόμματος. Δεν υπήρχαν, παρά μία δωδεκάς μελών και αυτών αδρανών. Καθώς επίσης και το ενωτικόν εργατικόν κέντρον “επαναστατικόν” δεν ηρίθμει παρά 4 έως 5 εκ των 100 υπαρχόντων σωματείων και αυτά χωρίς μάζαν εργατών και χωρίς γραφεία. Εγώ διωκόμενος ανέλαβα γραμμα30
τεύς της εργατικής βοηθείας, την οποίαν άρχισα να ανασυγκροτώ, διότι και αυτή είχε τεθή εκτός νόμου, σωστότερον είχε διαλυθή κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Ένα μήνα μετά την ανάληψιν των καθηκόντων εις αυτήν, συνελήφθην δια να εκτίσω ποινήν φυλακίσεως ενός και ημίσεως μηνός κατόπιν ερήμην αποφάσεως του πλημμελειοδικείου Γυθείου δια το αθεϊστικόν κήρυγμά μου εις τους εκεί μαθητάς γυμνασίου” (18/1-12-1938). Ο Μανωλέας αναφέρθηκε σε κάποια γεγονότα της πολιτικής ζωής που χρήζουν μνείας.
5. Συνοπτικά, τα σημαντικά γεγονότα της περιόδου Πρώτο – πρώτο στη σειρά έρχεται το Ιδιώνυμο: “Αφορμή νέων διώξεων για όλο το συνδικαλιστικό κίνημα και την Αριστερά αποτέλεσε για την κυβέρνηση Βενιζέλου ο Νόμος 4429/24-7-1929 “περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών”, γνωστός και ως “Ιδιώνυμο”, ο οποίος προέβλεπε τη διάλυση εργατικών σωματείων, όταν, κατά τη γνώμη των κρατούντων, αυτά ξέφευγαν από τους σκοπούς τους και επηρεάζονταν από τις σοσιαλιστικές ιδέες. Με αυτή τη δικαιολογία δεκάδες σωματείων, εργατικών κέντρων και ομοσπονδιών διαλύθηκαν, ενώ πολλοί συνδικαλιστές και εργάτες φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν” (34/66). “Ο νόμος περί ιδιωνύμου αδικήματος θεμελιώνεται με αφορμή [τις] εργατικές απεργίες” (70). “Χαρακτήριζε σαν αδίκημα και τιμωρεί όποιον «… επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμό»” (32/119). “Μόλις ψηφίστηκε ο νόμος άρχισαν οι καταδιώξεις ακόμα και για τη διανομή μιας προκήρυξης (28.7.29). Μέχρι το 1932 οπότε έφυγε ο Βενιζέλος από την κυβέρνηση, έγιναν 11.400 συλλήψεις και 2.130 καταδίκες με βάση το Ιδιώνυμο, ενώ από τις επιτροπές ασφαλείας εκτοπίστηκαν πάνω από 200 άτομα” (32/123).
31
Κι αν τα παραπάνω είναι το γενικό πλαίσιο της επίθεσης που εξυφαίνεται, στον συνδικαλισμό η επίθεση εξειδικεύεται ως εξής: ο “Στις 8 Μαΐου 1928 διεξάγεται το 4 Συνέδριο της ΓΣΕΕ, το οποίο άρχισε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Σ’ 32
αυτό ο Δημητράτος διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Με τη συμμαχία που συνάπτεται μεταξύ σοσιαλιστών και συντηρητικών κατά των κομμουνιστών και με τον αποκλεισμό των δεύτερων από τις διαδικασίες του Συνεδρίου, από την τέταρτη ημέρα και μετά, συντελείται ουσιαστικά η διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος. Το Συνέου δριο αποφασίζει, τελικά, να υλοποιήσει την προηγούμενη απόφαση του 3 Συνεδρίου περί προσχωρήσεως της ΓΣΕΕ στη συνδικαλιστική Διεθνή του Άμστερνταμ, η οποία επηρεαζόταν από τους σοσιαλδημοκράτες, πράγμα που επισημοποιεί την αλλαγή προσανατολισμού της ΓΣΕΕ, που μέχρι το 1926 ανήκε στην Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνή, η οποία ήταν υπό την επιρροή της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς. Στη νέα Διοίκηση της ΓΣΕΕ εκλέγονται ο Δ. Στρατής, ο Ι. Καλομοίρης, ο Δ. Παπανικολάου, ο Αρ. Δημητράτος και ο Ε. Κουλιτάκης. Γενικός Γραμματέας της ΓΣΕΕ αναλαμβάνει ο Δ. Στρατής. Κατόπιν της εκδίωξής τους από τη ΓΣΕΕ, οι κομμουνιστές, ύστερα από έντονη προετοιμασία, συγκαλούν συνδικαλιστικό Συνέδριο στο Θέατρο “Απόλλων”, στις 3 Φεβρουαρίου 1929, και ιδρύουν την Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΕΓΣΕΕ). Γενικά, οι αντιπρόσωποι της Ενωτικής ΓΣΕΕ είναι μέλη ή υποστηρικτές του
6
ΚΚΕ και επειδή εκείνη την περίοδο το κόμμα προβάλλει τη θεωρία του σοσιαλφασισμού αποκλείει οποιονδήποτε αντιπολιτευόμενο αριστερό συνδικαλιστή αντιπρόσωπο από τις γραμμές της ΕΓΣΕΕ, όπως τους αρχειομαρξιστές και τους σπαρτακιστές, ονοματίζοντάς τους “αρχειοφασίστες”, “λικβινταριστές” ή συμμάχους των “σοσι33
αλφασιστών” και της αστικής τάξης. Γενικός Γραμματέας της ΕΓΣΕΕ εκλέγεται ο Κ. Θέος. Όμως, στις 31 Ιανουαρίου 1930, με απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο επικαλέστηκε το “Ιδιώνυμο”, διαλύεται η Ενωτική ΓΣΕΕ, η οποία έκτοτε αναγκάζεται να λειτουργεί παράνομα” (34/66-67).
6. Ο Μανωλέας στη φυλακή Όπως θυμάται ο Β. Γιαννόγκωνας: “Το 1929 ήμουνα γενικός Γραμματέας της εργατικής βοήθειας του Πειραιά. Η εργατική βοήθεια του Πειραιά έβγαλε προκήρυξη παράνομη, να διαμαρτυρηθεί για τη διάλυσή της και το Ιδιώνυμο. Την έδωσε στους τριάντα ομίλους εργοστασιακούς και συνοικιακούς να μοιραστούν στον Πειραιώτικο λαό. Την προκήρυξη την βρήκε η Ασφάλεια στα γραφεία της Ναυτεργατικής ένωσης. Πιάσανε λοιπόν τον Γραμματέα Γεράσιμο Φραγγόπουλο, αφού βρήκαν μερικές προκηρύξεις και μένα σαν εκδότη. Συμφωνούντος εισαγγε34
λέως και ανακριτού προφυλακιστήκαμε στα υπόδικα στις φυλακές Παλιάς Στρατώνας. Εκεί στα υπόδικα βρήκαμε κρατούμενους τον Παναγιώτη Καλοναρχόπουλο, γραμματέα του Ενωτικού Εργατικού Κέντρου Αθηνών και δυό άλλους ακόμη που είχαν πιαστεί για μιά διαμαρτυρία που είχε κάνει το Κόμμα στο μέγαρο της Πολωνικής Πρεσβείας διαμαρτυρόμενοι κατά του δικτάτορα Πιλδούσκυ και τους έπιασαν. Μάλιστα, πετροβόλησαν το μέγαρο κι’ έσπασαν μερικά τζάμια. Στα κατάδικα ήτανε ο Μανωλέας, ναυτεργάτης τότε και ο Τάκης Φίτσος, υπεύθυνος της εφημερίδας “Ριζοσπάστης”. Λοιπόν εκεί ήτανε ένας γέρος ετοιμοθάνατος, γεμάτος ψείρες. Κανένας δεν ενδιαφερότανε γι’ αυτή την ύπαρξη, ούτε βέβαια ο διευθυντής των φυλακών, Νίκου. Πάει ο Μανωλέας στον Νίκου και διαμαρτύρεται για την αδιαφορία και το αποτέλεσμα ήτανε ο Νίκου να βάλει τον Μανωλέα στο πειθαρχείο σε απομόνωση. Βλέπει ο Φίτσος τον Μανωλέα να τον πηγαίνουν στην απομόνωση βάνει τις φωνές: “Αίσχος κύριε Νίκου”, 35
ακούμε τις φωνές από τα κατάδικα που ερχόντουσαν, μάθαμε τι είχε συμβεί μαζευόμαστε στην κυκλίδα, βάζουμε τις φωνές “αίσχος” και ταρακουνούσαμε τα κάγκελα της πόρτας “βουρ” φώναζαν οι ποινικοί. Μπαίνει η φρουρά με τα όπλα και μας απειλεί με τούτα προτείνοντάς τα να μας πυροβολήσει. Κάτω από την απειλή των όπλων μπήκαμε στους θαλάμους. Ύστερα ακούμε τον κράχτη της φυλακής να φωνάζη ονόματα: Μανωλέας, Φίτσος, Καλοναρχόπουλος, Φραγγόπουλος, Λαδόπουλος και άλλοι, τα πράματά τους και στον πλάτανο. Κατεβήκαμε από τα υπόδικα στον πλάτανο και κει βρίσκουμε τον Τάκη Φίτσο, τον Μανώλη Μανωλέα, μας βάζουν στην κλούβα και δρόμο για τις φυλακές Συγγρού”(10/14-15). Σε άλλο του βιβλίο ο Βασίλης Γιαννόγκωνας γράφει για το ίδιο γεγονός, αλλά τώρα δίνει στοιχεία του χαρακτήρα του Μανωλέα: “Στο 1929 είμασταν μαζί στη φυλακή της παλιάς Στρατώνας. Ύστερα στου Συγγρού. Αυτός στην παληά στρατώνα ήτανε στα κατάδικα με τον Φίτσο και εγώ στα υπόδικα με τον Γερ. Φραγκόπουλο ναυτεργάτη και γραμματέα της ναυτεργατικής ένωσης. Περάσαμε με τον Φραγκόπουλο από δίκη για το ιδιώνυμο κακούργημα περί τύπου νόμο και το κακουργ[ι]οδικείο Χαλκίδος μας απάλλαξε. Ο Μανωλέας στου Συγγρού. Άλλα τσιγάρα από Καραβασίλη δεν κάπνιζε και του αγόραζε ειδικά η κολεχτίβα τσιγάρα Καραβασίλη (σ.σ. θα πρέπει να επρόκειτο για ακριβά τσιγάρα). Να ξυριστή με ξυραφάκι μόνος του δεν μπορούσε και του έδεινε η κολεχτίβα ένα πενηνταράκι κι’ επήγαινε στις κυκλίδες και ξυριζότανε σε κρατούμενο κουρέα. Είχε γνωριστή μ’ έναν κρατούμενο ονόματι Κανελή και με πρόταση του Μανώλη τον κάναμε μέλος της κολεχτίβας κι’ έπαιρνε κι’ αυτός βοήθημα από αυτήν. Ήτανε για απάτη μέσα αυτός ο κύριος Κανελής και στην φυλακή έκανε τον Κομμουνιστή κι’ ο Μανωλάκης με την βαρύτητα του τον έκανε μέλος που δεν έπαιρνε τίποτες από πουθενά ο κύριος αυτός και την περνούσε κοτσάνι. Και όπως έμαθα το προϊόν τούτο του Μανωλέα, ο κύριος Κανελής άμα βγήκε, γ[ι]α το ευχαριστώ των κομμουνιστών έγινε ένας ελεεινός χαφιές” (46/73-74). Απλώς εδώ ο Γιαννόγκωνας επιβεβαιώνει ότι αν θέλεις να δεις τον χαρακτήρα κάποιου, την προσωπικότητά του, την ψυχοσύνθεσή του, το υπόβαθρό του, την υπόστασή του, θα πρέπει να τον δεις σε δοκιμασία και ει δυνατόν σε ακραία δοκιμασία. Σε τέτοιες καταστάσεις βγαίνουν στοιχεία άγνωστα, που, όταν αφορά τον εαυτό μας, εκπλήσσουν κι εμάς τους ίδιους. Έτσι μπορούν όχι απλά να μας γνωρίσουν οι άλλοι, αλλά εμείς, πρώτιστα και κύρια, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Εκεί φαίνονται τα όρια και οι δυνατότητες του καθενός. Όσο προχωρά
7
η εξιστόρηση θα συλλέγουμε τέτοιες “κόκκινες σημαίες κινδύνου” που κυμάτιζαν μπρος στα μάτια των προϊσταμένων του ή, αν προτιμάτε, “καμπανάκια” που χτύπαγαν για τον Μανωλέα, αλλά δεν τα άκουγε κανείς. Ποιοι ήταν όμως οι αποδέκτες των μηνυμάτων; Οι “από πάνω” ή οι “από κάτω”; Τι πειθανάγκαζε τους “από κάτω” να ανέχονται και να υπομένουν στωικά και μόνο μετά από δεκαετίες να τα βγάλουν στη φόρα με ετεροχρονισμένη αγανάκτηση και τους “από πάνω” να κάνουν τα στραβά μάτια και να πρωταγωνιστούν οι ίδιοι σε τέτοιες καταστάσεις; Η απάντηση είναι ότι οι “από κάτω” δεν ζούσαν με βάση το τώρα, αλλά με βάση μια μεσοπρόθεσμη και προ πάντων μακροπρόθεσμη προοπτική. Το Κόμμα θα πάρει την εξουσία, θα γαντζωθώ και ‘γω κάπου. Οι “από πάνω” ζούσαν το μετά, τώρα. Δηλαδή από πάντα. Μπαίνω μόνο στον πειρασμό να σκεφτώ μήπως έτσι ήταν απλά το κομματικό καθεστώς, οπότε ο Μανωλέας δεν ήταν κάποια εξαίρεση. Έχουμε πλήθος εκ των υστέρων καταγγελίες για τη συμπεριφορά ανώτερων και ανώτατων στελεχών στις φυλακές, και όχι μόνο, που ενισχύουν αυτές μας τις υπόνοιες. Μέσα στο Κόμμα είχε ήδη αρχίσει να δημιουργείται μια αριστοκρατία, που θα “έσωζε” τον λαό από την κοινωνική αδικία, επιβάλλοντας το καθεστώς των διακρίσεων υπέρ του εαυτού της. Πέραν τούτου, ο Γιαννόγκωνας από την μεριά του, φαίνεται να εκφράζει τον αυστηρό κώδικα τιμής και ηθικών αξιών ενός κόσμου μέσα στο Κόμμα, που πιστεύει ακράδαντα στη δύναμη των μεταξύ τους σχέσεων και όπου ο λόγος είναι συμβόλαιο. Επρόκειτο κατ’ αυτούς, για συμμετοχή σε κάτι που έμοιαζε με θρησκευτική αίρεση αφιερωμένη στον “επίγειο παράδεισο”.
7. Ο Μανωλέας αποφυλακίζεται και αναπτύσσει έντονη δράση Όπως γράφει στον “Ρ” ο Δ. Σπανός, πρώην μέλος της τοπικής επιτροπής του Αρχείου στον Πειραιά: “Το Φλεβάρη του 1930, που διαλύσαμε τη συγκέντρωση των ρεφορμιστών στο Πασαλιμάνι κι’ ωδηγηθήκαμε στην Ασφάλεια ήρθε ο σ. Μανωλέας εκ μέρους της Ε[ργατικής] Β[οήθειας] Πειραιώς να μας ενισχύσει. Εμείς τον διώξαμε με χυδαίες βρισιές κι’ όταν οι χαφιέδες τον τσάκισαν στο ξύλο και τον έδιωξαν εμείς γελούσαμε κι’ ο Ανδρώνης μας εξεθείαζε τη “σπουδαία αυτή επιτυχία” μας” (16/6-7-1933, σ. 4). Την εποχή εκείνη αρχειομαρξιστές και μέλη του Κόμματος όχι μόνο παίζουν καρεκλιές, αλλά δουλεύει μεταξύ τους και η φαλτσέτα. Υπάρχει, ωστόσο, ένας συνδικαλιστής που όχι μόνο προσέδωσε στις κινητοποιήσεις, αλλά επίσης και στις ενέργειες των στελεχών, μια εντελώς νέα μορφή, αναδεικνύοντας παράλληλα μια καινούργια αισθητική που χαρακτηρίζεται από τη συνείδηση της παροδικότητας και – εν τέλει – της ασημαντότητας της ύπαρξης: ο Μανώλης Μανωλέας. Δεν διστάζει να δώσει χείρα βοηθείας στους “εχθρούς” αρχειομαρξιστές, διαπράττοντας έγκλημα καθοσιώσεως, αλλά και να υποστεί μια ταπείνωση σαν ανταμοιβή. Σίγουρα δεν το κάνει από απλό καθήκον, αυθόρμητα. Το κάνει γιατί νοιώθει όχι μόνο μια συμπόνια, αλλά και μια συμπάθεια προς τους αρχειομαρξιστές. Ρίχνει γέφυρες. Η κριτική που κάνει ο Μανωλέας στο ΚΚΕ, όταν αποστάτησε και προσχώρησε στον εθνικοσοσιαλισμό, είναι εθνικοσοσιαλιστική στη μορφή: αντιαγγλισμός, αντιεβραϊσμός, αντιφιλελευθερισμός, αντικαπιταλισμός, εχθρός 36
εν τέλει της αστικής δημοκρατίας. Στο περιεχόμενό της, όμως, τα περισσότερα και κύρια επιχειρήματά του τα αντλεί από το οπλοστάσιο του τροτσκισμού. Δεν λέει δηλαδή: ο εθνικοσοσιαλισμός είναι ανώτερος σαν ιδεολογία. Λέει: ο κομμουνισμός, το ΚΚΕ, ο σταλινισμός δεν στάθηκαν στο ύψος τους. Άλλα επαγγέλθηκαν, άλλα κάνουν. Και αυτά που κάνουν δεν είναι καθόλου καλά. Είναι κακά, κάκιστα. Και η μόνη δύναμη σήμερα, το 1943, να σταματήσει την εξάπλωση αυτού του κακού είναι ο εθνικοσοσιαλισμός και γι’ αυτό τον ακολουθώ. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική για να μην επικρατήσει σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και απ’ εκεί σ’ ολόκληρο τον 37
κόσμο. Όσον αφορά στο εσωτερικό, για να έχουμε παροχές: Μεροκάματα, κοινωνικό κράτος, επίπεδο ζωής και ό,τι άλλο ζητάει και η τίμια σοσιαλδημοκρατία. Άμα τάχουμε όλα αυτά τι μας ενδιαφέρουν όλα τ’ άλλα; Φαίνεται, λοιπόν, να έχει συνειδητοποιήσει δύο βασικά πράγματα όσον αφορά τον εθνικοσοσιαλισμό: πρώτον, ότι αυτό που καταλαβαίνει, σέβεται και φοβάται αποκλειστικά είναι η δύναμη, και δεύτερον ότι ο εθνικοσοσιαλισμός είναι απλόχερος στις παροχές. Μέχρι να έρθει η στιγμή να στα πάρει όλα πίσω μέχρι απόλυτης εξαθλίωσης, όπως κάθε συνεπής φασισμός (κρυφός ή φανερός), όπως ακριβώς έκανε με τους γερμανούς εργάτες που είχαν την ίδια άποψη με τον Μανωλέα. Τους έριξε σε αντάλλαγμα των παροχών σε ένα άδικο πόλεμο και τους εξόντωσε. Έτσι απλά. Να πως γίνεται φανερό γιατί τους εργάτες δεν πρέπει να τους ενδιαφέρει μόνο το μεροκάματο, αλλά και η πολιτική. Πάντως, ο Μανωλέας γνωρίζει τροτσκισμό. Γνωρίζει την πολεμική του τροτσκισμού κατά του σταλινισμού και ακριβώς αυτή η γνώση είναι που τσάκισε ιδεολογικά και τον ίδιο. Σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή, για να επανέλθουμε στην εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα, ο Μανωλέας η στέκεται ακόμα μια φορά τυχερός. Η 3 Ολομέλεια της ΚΕ, που έχει ήδη συγκληθεί τον Ιανουάριο του 1930 διαπιστώνει: “Υποτίμηση της οργανωτικής δουλειάς, σεχταριστικές και γραφειοκρατικές εκδηλώσεις. Έλλειψη
8
ισχυρού αππαράτ και υποτίμηση του ζητήματος της δημιουργίας νέων στελεχών, έλλειψη συστηματικής δραστήριας μαζικής δουλειάς των πυρήνων” (84/150). Είναι προφανές ότι “τον παίρνει το σχέδιο” της νέας πολιτικής στελεχών του Κόμματος, δηλαδή τον ευνοεί η στιγμή. Οι συλλήψεις και οι προπηλακισμοί σε βάρος του Μανωλέα για την συνδικαλιστική και πολιτική του δράση, συνεχίζονται με ένταση. Όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα Ακρόπολις: “Τον Μάρτιον του 1930 συνελήφθη εις την συνοικίαν Λεύκας, διότι παρώτρυνε τους σιδηροδρομικούς να κατέλθωσιν εις διαδηλώσεις και ταραχάς δια τον εορτασμόν της Κομμούνας των Παρισίων” (19/1-12-1938, σ. 1). Όπως προκύπτει από δημοσίευμα του Εμπρός της εποχής, δεν συνελήφθη επί τόπου, αλλά προφανώς αργότερα κατόπιν αναζήτησης: “Οι κομμουνισταί είχον εξαγγείλει ότι επρόκειτο να εορτάσουν χθες εις Πειραιά την επέτειον της Παρισινής Κομμούνας δια συγκεντρώσεων και μαχητικών διαδηλώσεων ανά τας οδούς. Συνεπεία τούτου η αστυνομία ετέλει εν επιφυλακή. ην Περί την 5 απογευματινήν συνελήφθη εις την συνοικίαν Λεύκας ο κομμουνιστής φοιτητής Χρ. Μαλτέζος διανέμων προκηρύξεις και προτρέπων τους εργάτας να συγκροτήσουν διαδηλώσεις. Τον συλληφθέντα Μαλτέζον απηλευθέρωσε ο κομμουνιστής εργάτης Ηλίας Τσιτσιλιώρης. Οι αστυνομικοί μετά συμπλοκήν συνέλαβον αμφοτέρους. Δύο ώρας αργότερον ομάς κομμουνιστών συγκεντρωθεισών παρά την Λεύκαν ετράπη εν διαδηλώσει και με εκδηλώσεις κατά του καθεστώτος προς το Δημοτικόν θέατρον Πειραιώς. Της ομάδος ηγείτο ο τυπογράφος Δημ. Τριγώνης γραμματεύς της Κομμουνιστικής λέσχης Αθηνών. Ισχυρά αστυνομική δύναμις της Γενικής Ασφαλείας κατέφθασε τους κομμουνιστάς εις την πλατείαν Ιπποδαμίας και τους διέλυσε δια των κλομπς. Εκ των πρωτεργατών της συγκεντρώσεως συνελήφθησαν οι Δημ. Τριγώνης, Κωνστ. Μπενέτος άεργοι και οι ναυτεργάται Σωκρ. Κομνηνός, Σπ. Νικολάου, Χ. Δαλαριώτης και Χρ. Λάμπρου όστις είναι και γραμματεύς της Κομμουνιστικής Ενώσεως Πειραιώς. Εκ των διαφυγόντων καταζητούνται οι ναυτεργάται Εμμ. Μανωλέας, Ξεν. Τιμολόγος, Στ. Χριστοφίδης υποδηματοποιός, Κων. Ξυλακάκης σιδηροδρομικός. Άπαντες οι συλληφθέντες θα εισαχθούν το απόγευμα εις το αυτόφωρον Πλημμελειοδικείον Πειραιώς” (8/20-3-1930, σ. 4). Όπως γράφει η Ακρόπολις: “Γενομένης ερεύνης επ’ αυτού τον Απρίλιον του 1930 ανευρέθη απόδειξις παραλαβής από όμιλον Ελλήνων Διεθνούς ερυθράς βοηθείας. Τον Μάιον του 1930 συνελήφθη διότι μετ’ άλλων κομης μουνιστών και επί τη ευκαιρία του εορτασμού της 1 Μαΐου συνεκέντρωσε παρανόμως 100 περίπου κομμουνιστάς τους οποίους προέτρεπε να κατέλθωσιν εις διαδηλώσεις και ταραχάς ανά τας οδούς” (19/1-12-1938, σ. 1). Για το που κατέληξε η σύλληψή του την Πρωτομαγιά του ’30, διαβάζουμε στο Εμπρός της εποχής: “Εις το αυτόφωρον Πλημμελειοδικείον Πειραιώς διεξήχθη την νύκτα η δίκη των συλληφθέντων κομμουνιστών δια τας συγκεντρώσεις της Αγίας Σοφίας κατά την Πρωτομαγιάν, και των αρχειομαρξιστών, των προκαλεσάντων τας αιματηράς συμπλοκάς μετά των αστυνομικών εις Άγιον Ιωάννην (Ρέντην). ην Η δίκη αρχίσασα την 11 νυκτερινήν της χθες, εσυνεχίσθη μέχρι της 4.30΄ πρωινής της σήμερον. Πρώτοι εδικάσθησαν οι κομμουνισταί Εμμ. Μανωλέας, Χρ. Μαλτέζος φοιτητής και Βοσνάκης, διότι απεπειράθησαν να συγκροτήσουν κομμουνιστικάς συγκεντρώσεις εις την Αγίαν Σοφίαν. Εκ τούτων ο πρώτος κατεδικάσθη εις 3 μηνών φυλάκισιν, ο δεύτερος εις 6 μηνών φυλάκισιν και 6 μηνών 38
εκτοπισμόν εις Κρήτην και ο τρίτος εις 15 ημερών φυλάκισιν” (8/5-5-1930, σ. 4). ην Ο Μανωλέας είναι αεικίνητος. Όπως μας περιγράφει η Ακρόπολις: “Την 24 Μαρτίου του 1930 ομιλήσας εις συγκέντρωσιν κομμουνιστών εις το “Σαλόν Ιντεάλ” εξήγειρεν αυτούς και τους ωδήγησεν εις τας μαχητικάς διαης δηλώσεις της 1 Μαΐου. Τον Απρίλιον του 1930 έλαβε μέρος εις την κομμουνιστικήν συγκέντρωσιν των αρτεργατών. Τον Οκτώβριον του 1930 εξελέγη μέλος επιτροπής πάλης κατά του πολέμου, επίσης τον αυτόν μήνα συνελήφθη εις την εξέδραν του Νέου Φαλήρου, ένθα ηγούμενος ομάδος κομμουνιστών επεχείρησε ν’ ανέλθη επί των σοβιετικών πολεμικών πλοίων, ίνα χαιρετίσουν τους Ρώσσους ναύτας” (19/1-12-1938, σ. 1). Και όπως θυμάται ο ίδιος: “Και πάλιν μετά την αποφυλάκισίν μου [το 1929] ανέλαβον εις τον Πειραιά ως γραμματεύς της εργατικής 39
βοηθείας, ως γραμματεύς της ναυτεργατικής ενώσεως και ως σύμβουλος του ενωτικού εργατικού κέντρου. Έχων ευρύτατον πεδίον δράσεως τώρα, τους πολυαρίθμους ανέργους τότε ναυτεργάτας, λόγω της παγκοσμίου κρίσεως, επετύγχανον να τους οδηγώ εις συγκεντρώσεις και μικροδιαδηλώσεις εις τον οίκον του ναύτου και εις το υπουργείον Ναυτικών. Συνελαμβανόμην σχεδόν καθημερινώς και εδερόμην υπό των οργάνων της γενικής ασφαλείας και εις τους δρόμους και εις το τμήμα, μα διέφυγον την καταδίκην μου, έχων την πρόφασιν ότι είμαι προϊστάμενος εργατικού σωματείου και αγωνίζομαι δια τα οικονομικά δίκαια των εργατών που εκπροσωπούσα. Τον Μάϊον του ιδίου έτους συνελήφθην εις την συνοικίαν Ταμπούρια, όπου ωμίλησα προ του εκεί κινηματοθεάτρου κατά την έξοδον των θεατών και ανέπτυξα την σημασίαν της εργατικής πρωτομαγιάς. Δια τούτο κατεδικά-
9
σθην εις τρίμηνον φυλάκισιν την οποίαν εξέτισα εις τας φυλακάς Καλαμίου “Ιτζεδίν” της Κρήτης” (18/1-121938). Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Μανωλέας αναδεικνύεται σε στέλεχος των ναυτεργατών. Ποιά πορεία έχουν διαγράψει οι ναυτεργάτες στην δεκαετία αυτή της ανόδου, αλλά και της πτώσης του επαναστατικού κινήματος;
8. Οι ναυτεργάτες την εποχή εκείνη “Με την ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, αλλά και του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος το 1918, επιταχύνεται η οργάνωση των σωματείων. Ύστερα από προετοιμασία, στις 11-20 Νοεμβρίου 1920 συνήλθε στον Πειραιά το πρώτο Πανναυτικό Συνέδριο. Κατέληξε στην ίδρυση της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ). Τον επόμενο χρόνο οργανώθηκαν και οι φορτοεκφορτωτές στην Ομοσπονδία Φορτοεκφορτωτών Ελλάδος. Η ΠΝΟ έγινε τμήμα της ΓΣΕΕ. Στην ηγεσία της ΠΝΟ ανέρχονται οι ρεφορμιστές με επικεφαλής τον γενικό γραμματέα Δημήτρη Παπά. Έτσι δεν έλαβε μέρος στην απεργία του 1922 που κήρυξε η ΓΣΕΕ. Το 1923 που κηρύσσεται πάλι γενική απεργία και χτυπιώνται άγρια στο Πασαλιμάνι, η ηγεσία της ΠΝΟ πάλι δεν συμμετέχει. Όμως τα κλαδικά σωματεία συμμετέχουν και μάχονται μαζί με τους άλλους εργάτες. Η αστυνομία καταστρέφει τα γραφεία της “Ένωσης Ναυτοθερμαστών”. Το 1924 πραγματοποιήθηκε εικοσαήμερη απεργία στην επιβατηγό ναυτιλία, που λύθηκε με μερική ικανοποίηση των αιτημάτων. Όταν στο τρίτο συνέδριο της ΓΣΕΕ η ηγεσία πέρασε στα χέρια των ρεφορμιστών – σοσιαλιστών τότε και η ΠΝΟ τάχθηκε μαζί τους” (33/54).
9. Το λιμάνι του Πειραιά Πεδίο δράσης του Μανωλέα είναι ο Πειραιάς με τις συνοικίες, τη βιομηχανική ζώνη και το λιμάνι του. Προκειμένου μάλιστα για τον Πειραιά, εθεωρείτο ειδικός, αν όχι μοναδικός. Πως είχε διαμορφωθεί το λιμάνι στα τέλη του 1920 και τις αρχές του 1930; ου “Η διαχείριση του λιμανιού από το τέλος του περασμένου [19 ] αιώνα γινόταν από το Λιμενικό Ταμείο Πειραιώς. Το 1930 ιδρύθηκε ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) που ανέλαβε όλες τις υποθέσεις. Οι φορτοεκφορτωτές ήταν οργανωμένοι κατά ομάδες δουλειάς (κομπανίες). Όλοι τους ανήκαν στο σωματείο. Δεν μπορούσε οποιοσδήποτε να πάει να δουλέψει. Σ’ αυτές τις ομάδες δουλειάς ήταν δύσκολο να μπεις. Συνήθως κάποιος που βρισκόταν ήδη μέσα, τραβούσε τους συγγενείς και γνωστούς του, όταν υπήρχε ζήτηση. Χωριζόντουσαν σε κατηγορίες. Οι μόνιμοι εργάτες δούλευαν οπωσδήποτε. Οι δόκιμοι όταν είχε περισσότερη δουλειά και ήταν κι αυτοί ορισμένοι. Τελευταίοι οι έκτακτοι που έπαιρναν μεροκάματο όταν έπεφτε πολλή δουλειά. Αυτό το ίδιο σύστημα κατηγοριών λειτουργεί βασικά μέχρι σήμερα. Το φόρτωμα και ξεφόρτωμα γινόταν “σακάδο”, δηλαδή με κουβάλημα σακιών ή κιβωτίων ή δεμάτων στην πλάτη. Από το 1954 και μετά επεκράτησε το σύστημα της “πάσας” δηλ. καθόντουσαν στη σειρά, σε απόσταση ενάμισι μέτρο περίπου ο ένας από τον άλλο και πέρναγαν τα εμπορεύματα από χέρι σε χέρι. Τώρα πια όλα σχεδόν γίνονται μηχανικά με γερανούς, κλαρκ, πλατφόρμες, ταινίες, βαρούλκα, μπασδέκες κ.λπ. Στα “Καρβουνιάρικα” που ήταν δυο σκάλες, η μια για σκληρό ανθρακίτη εξωτερικού και η άλλη για ξυλοκάρβουνα, η μεταφορά γινόταν με ζεμπίλια. Τα “Καρβουνιάρικα” βρισκόντουσαν εκεί που είναι σήμερα ο επιβατικός σταθμός του Αγίου Νικολάου. Το 1932 τοποθετήθηκαν δυο γερανογέφυρες και το ζεμπίλι χρησιμοποιόταν όλο και λιγότερο. Ένα διάστημα τα ξυλοκάρβουνα ξεφορτωνόντουσαν στον Άγιο Διονύση αλλά επειδή βρώμιζαν τις γύρω γειτονιές μεταφέρθηκαν στην ανατολική πλευρά που αναφέραμε, μέχρι Ξαβερίου. Τον καιρό που μιλάμε, το 1929, τα κρηπιδώματα του λιμανιού ήταν λίγα. Για όσα καράβια υπήρχε χώρος πλεύριζαν στην περιοχή της Τρούμπας που ονομάστηκε έτσι γιατί μέχρι το 1922 υπήρχε εκεί μια μεγάλη τρόμπα που υδροδοτούσε τα πλοία. Έτσι η “τρόμπα” έγινε “τρούμπα” και έδωσε το όνομά της στην ομώνυμη κακόφημη γειτονιά. Τα σιτοφόρα πλεύριζαν στην Ηετωνία, του Ξαβερίου ή τον προλιμένα. Τα περισσότερα όμως πλοία περίμεναν στη σειρά και η εκφόρτωση γινόταν με φορτηγίδες (μαούνες). Πριν από το 1930 υπήρχαν περίπου τετρακόσιες. Ανήκαν σε ιδιώτες και σ’ αυτούς πλήρωναν οι έμποροι. Έδιναν 150 δρχ. την ημέρα για καθεμιά. Υπήρχαν και μερικοί γερανοί που πληρωνόντουσαν οι ακίνητοι 500 δρχ. και οι κινητοί 2.000 δρχ. την μέρα. Το μεροκάματο του φορτοεκφορτωτή γύρω στις 100 δρχ. Οι περισσότεροι επιβάτες αποβιβάζονταν με βάρκες. Πλήρωναν 5 – 10 δρχ. λεμβουχικά δικαιώματα και με τις αποσκευές περίπου 25. Όταν έγιναν αρκετά κρηπιδώματα και τα επιβατικά πλεύριζαν, για να αποζημιώσουν τους λεμβούχους (βαρκάρηδες) που έχασαν τη δουλειά τους πρόσθεταν μερικές δραχμές στο κάθε εισιτήριο. Για τον Πειραιά δεν υπάρχουν πια, αλλά σε λιμάνια όπως η Αίγινα π.χ. εξακολουθούν να εισπράττουν λεμβουχικά δικαιώματα, γι’ αυτό το εισιτήριο από Αίγινα είναι ακόμα πιο ακριβό, απ’ ό,τι από τον Πειραιά.
10
Το λιμάνι του Πειραιά, με τα μέτρα εκείνης της εποχής, ήταν επίσης μεγάλο. Το 1930 έφταναν στον Πειραιά 21 πλοία την ημέρα και το 1979, 71 κατά μέσο όρο. Επιβάτες τότε 2.221 και το 1979, 14.480. Εμπορεύματα 7.794 τόνοι και 28.643 αντίστοιχα. Βέβαια ο χαρακτήρας ήταν διαφορετικός. Υπήρχαν πολλές γραμμές εσωτερικού για μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων, που σιγά – σιγά καταργήθηκαν όσο αναπτυσσόταν η αυτοκινητιστική επικοινωνία. Με όλα σχεδόν τα παράλια μέρη της Ελλάδας υπήρχε τακτική γραμμή. Από Θεσσαλονίκη, Βόλο, Πάτρα, Καβάλα μέχρι μικρά όπως Λειβανάτες, Άστρος, Ηγουμενίτσα. Τα σωματεία των φορτοεκφορτωτών είχαν μεγάλη σημασία τότε για τη λειτουργία του λιμανιού, όπου όλα σχεδόν γίνονταν με τα χέρια. Κι αυτοί οι εργάτες ήταν χειροδύναμοι και καλά οργανωμένοι από το κοινό συμφέρον. Με την ίδρυση του ΟΛΠ η αρμοδιότητα της πρόσληψης εργατών πέρασε στον Οργανισμό και η αμοιβή έγινε με τον τόνο. Σύστημα που διατηρείται μέχρι σήμερα” (32/117-119).
10. Ο Μανωλέας καθιερώνεται ως στέλεχος στον Πειραιά “Μετά την αποφυλάκισίν μου από εκεί [Ιτζεδίν] συνέχισα την δράσιν μου εις τον Πειραιά, εις τας ιδίας οργανώσεις, μα μετά πάροδον διμήνου και πάλιν συνελήφθην και εφυλακίσθην, κατόπιν μιάς ερήμην αποφάσεως του Πλημμελειοδικείου Σύρου, δια την απόδρασίν μου εκ της εξορίας και εξέτισα τρίμηνον φυλάκισιν εις τας εκεί φυλακάς. Εκεί εγκατελείφθην τελείως από την Εργατικήν Βοήθειαν και επέρασα το τρίμηνον εις τρομεράν δυστυχίαν. Η μοναδική μου τροφή ήτο ο ξηρός άρτος που εχορήγει τότε η φυλακή. Ήμουν τόσο τυφλωμένος από την χιμαιρικήν ιδεολογίαν μου, ώστε ούτε προς στιγμήν εσκέφθην και μετά την τρομεράν κατάπτωσιν της υγιεινής μου καταστάσεως να εγκαταλείψω τον επιβλαβή αγώνα και την άκαρπον και αντικοινωνικήν δράσιν μου. Η ανταρσία στα όμματά μου εφαίνετο ως απολύτρωσις του εργατικού κόσμου από την φτώχεια και ο εμφύλιος σπαραγμός ως έργον αναπόφευκτον δι’ ένα ιερόν σκοπόν. Είχα εγκαταλείψει την οικογένειάν μου παντελώς, δεν έγραφα που ευρίσκομαι για να μη ακούω την κραυγή του πόνου του σπιτιού μου. Είχα υποστή τέτοια διανοητική πόρρωσι, ώστε δεν έβλεπα τίποτε άλλο εμπρός μου παρά μόνον το ιδανικόν, την κομμουνιστικήν ουτοπίαν: “Τον Παράδεισον που έρχεται να εγκατασταθή εις την γην”, το κομμουνιστικόν σύστημα. Δια τούτο άκαμπτος πάντοτε μετέβην εκ νέου εις Πειραιά, όπου εσυνέχισα να προσφέρω τας υπηρεσίας μου, χωρίς ουδεμίαν αμοιβήν, διαρκώς πενόμενος και γημνητεύων, συντηρούμενος παροδικώς από συγγενείς και φίλους μου. Η προηγουμένη εις τον Πειραιά δράσις μου με είχε καταστήσει γνωστόν εις τα εργατικά στρώματα, τα οποία με συνεπάθουν λόγω των περιπετειών μου. Τώρα άρχισα να καταλαμβάνω τα μαχητικώτερα αξιώματα των οργανώσεων που επηρέαζε το κόμμα. Προσελήφθην ως μέλος της διοικήσεως της περιφερειακής οργανώσεως του Κ.Κ.Ε. Πειραιώς. Παρακολουθούσα και καθοδηγούσα δεκάδας μικροομάδων που ίδρυε το κόμμα, “επαναστατικάς παρατάξεις” των σωματείων και των επιτροπών ανέργων. Ήμουν γραμματεύς της Ναυτεργατικής Ενώσεως, γενικός γραμματεύς της Κεντρικής Επιτροπής Ανέργων Πειραιώς, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ενωτικής Γενικής Ομοσπονδίας των Εργατών της Ελλάδος, μέλος της Διοικήσεως της Εργατικής Βοηθείας κλπ. Ήμουν ο κυριώτερος ομιλητής όλων των συγκεντρώσεων που οργάνωνε το κόμμα, νομίμως και παρανόμως. Παντού ήναπτον την πυράν της ανταρσίας, καλλιεργών το μίσος κατά των εργοδοτών και του Κράτους, προτρέπων εις στάσεις, απεργίας και διαδηλώσεις και αν δεν επετύγχανα τίποτε άλλο κατάφερνα να δημιουργώ ντόρον και συγκρούσεις με την αστυνομίαν, εκθέτων το Κράτος δια την βιαίαν συμπεριφοράν των οργάνων του, εις τα όμματα του κοινού. Κάθε φοράν που διέφευγα την σύλληψιν απεθρασυνόμην περισσότερον και δεν μ’ ενδιέφερε η εγκατάλειψίς μου συνήθως από τους συναδέλφους μου, τας λεγομένας ομάδας αυτοαμύνης. Η ορμητικότης μου εμεγάλωνε την σχετικήν επιρροήν μου μεταξύ των εργατών Πειραιώς, οι οποίοι ολονέν και περισσότερον με ηκολούθουν εις το αντεθνικόν έργον που εγώ και οι άλλοι συνεργάται μου διεπράτταμε. Η ολεθρία και καταστρεπτική αυτή δράσις μου έφθασε το κατακόρυφον μεταξύ των ναυτεργατών, οι οποίοι κατά το έτος 1931 με ηκολούθησαν κατά χιλιάδας εις τας συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις που οργάνωσα τότε και αι οποίαι είχον ως αποτέλεσμα την κατάκτησιν μικρών οικονομικών αιτημάτων, χάρις εις αυτά καθίστατο αδύνατος η σύλληψίς μου από την αστυνομίαν, διότι εγώ ιστάμην πάντοτε εις το μέσον του όγκου των διαδηλωτών από όπου εξεφώνουν λόγους είτε εκραύγαζα τα οικονομικά αιτήματα που συνεκίνουν τους δυστυχείς ανέργους. Μου είνε αδύνατον να θυμηθώ τον αριθμόν των συγκεντρώσεων, που οργάνωσα, που υπήρξα ομιλητής, των επιθέσεων που προκάλεσα κατά των οργάνων της τάξεως, των προκηρύξεων που έγραψα και οργάνωσα την διανομήν” (18/1-12-1938). Την δράση αυτή που αναφέρει ο Μανωλέας, θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια μέσα από έντυπα της εποχής, σε μια προσπάθεια να αποδώσουμε – έστω και ελάχιστα – το κλίμα της εποχής, για να μπορέσουν οι πρωταγωνιστές που εστιάζουμε πάνω τους να αποκτήσουν υπόσταση πιο ρεαλιστική, πιο ανθρώπινη. Γιατί αυτοί οι άνθρωποι είχαν αγωνίες, προβληματισμούς, αμφιβολίες, μετείχαν σε ίντριγκες και επέδειξαν αλτρουισμό,
11
πίστεψαν, αγωνίστηκαν, πρόδωσαν, αποσιώπησαν, εγκατέλειψαν. Έτσι γράφτηκε η Ιστορία. Η οποία για την περίπτωση της έρευνάς μας δεν είναι παρά συσσώρευση απλοϊκού εμπειρισμού. Παρ’ όλο που βρισκόμαστε εν μέσω κρίσης, ο κόσμος γίνεται όλο και πιο περίπλοκος ενώ ο ρυθμός του επιταχύνεται. Το Κόμμα βρίσκεται σε αναδιοργάνωση και λειψανδρία, ενώ το διεθνές επαναστατικό κίνημα πρέπει να προσαρμοστεί στην νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται. Ενώ όλοι γνωρίζουμε ότι τα πάντα αλλάζουν, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε επίσης προς τα πού αλλάζουν και με τι ταχύτητα αλλάζουν. Είναι σημαντική η επίγνωση της ταχύτητας με την οποία κινούνται τα γεγονότα, διαμορφώνονται και καταλύονται καταστάσεις, αλλάζουν τα δεδομένα απαιτώντας μια συνεχώς πιο γρήγορη προσαρμογή. Το Κόμμα ήθελε να βρει τους καλύτερους στα πρώτα βήματα της καριέρας τους, άσπιλους κομματικά, αγκιτάτορες και μαζικούς, ανθρώπους που να “επιτίθενται” στη ζωή και ο Μανωλέας ήταν μείζον εύρημα, κάτι περισσότερο από φυσικό ταλέντο, καθώς πολύ σύντομα θα μπορούσε να συνδυάσει την ικανότητα με την πείρα. Παρόμοια με τον Μανωλέα, οι ζωές πολλών ανθρώπων, που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, έμελλε να αλλάξουν, για κανέναν όμως απ’ αυτούς δεν θα άλλαζε προς το καλύτερο. Η δουλειά του ήταν δουλειά γνωριμιών και σχέσεων, και η συγκεκριμένη ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του. Απ’ ό,τι φάνηκε εκ των υστέρων, ό,τι κι αν έκανε ο Μανωλέας και με όποιον τρόπο κι αν το έκανε δεν ενδιέφερε το Κόμμα τόσο, όσο τα αποτελέσματα του. Αυτό σημαίνει ότι όσοι, για κάποιο λόγο, αρχίζουν να κερδίζουν κάποια προσοχή, μπορούν γρήγορα να επηρεάσουν περισσότερα μυαλά ανθρώπων απ’ ό,τι άλλοι, καθώς και να εκτοπίζουν ανταγωνιστές. Αυτοί ανεβαίνουν. Αλλά δεν τους αρκεί αυτό. Για να παραμείνουν εκεί που ανέβηκαν έπρεπε να κάνουν παραχωρήσεις. Η μεγαλύτερη παραχώρηση ήταν να μην έχουν προσωπική γνώμη και προ παντός να μην την προβάλλουν. Ο Μανωλέας ανέβηκε επειδή κάποιοι άλλοι εξέλειπαν και του άφησαν χώρο. Το προϊόν που πουλούσε ήταν ο εαυτός του, με την έννοια ότι στο πρόσωπό του πείθονταν οι εργάτες ανεξάρτητα αν μίλαγε για τάξεις, ιδανικά, ιδεολογία, Κόμμα και συλλογικότητες. Σίγουρα ζητούσε την αναγνώριση, ειδάλλως δεν θα μπορούσε να καλύψει το χάσμα μεταξύ ανυπαρξίας και ινδάλματος. Παρ’ όλα αυτά, ο συνδυασμός του επικοινωνιακού του χαρίσματος και της φλογερής του προσωπικότητας, δεν τον μετέτρεψε σε επιτυχημένο κομματικό στέλεχος. Θα παραμείνει πάντα ένα “μεσαίο κομματικό στέλεχος” (94/121), όση προβολή και αποδοχή κι αν γνωρίσει, και εν τέλει ένας “χρήσιμος ηλίθιος”, ελάχιστα διανοούμενος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πολλοί απ’ αυτούς που αναδείχθηκαν σε ανώτερα κομματικά πόστα απ’ αυτόν ήσαν καλύτεροί του. Παρέμεινε μπροστά στις επερχόμενες κοσμογονικές αλλαγές μια απόπειρα τοποθέτησης απέναντι σε ένα σύμπαν που έχει αποστερηθεί το νόημα κα τον σκοπό του και που δεν συνέβαλε στο να του δοθεί περιεχόμενο. Μια τέτοιου είδους δράση, συνδικαλιστική και κομματική, καταπιάνεται αναπόφευκτα με τα λίγα σχετικά προβλήματα που απομένουν: το “δος ημίν σήμερον”. Αγώνα για το σήμερα, για το ψωμί. Ένας αγώνας που καθόλου δεν πρέπει να υποτιμάται, αλλά περιέχει τον θανάσιμο κίνδυνο, η κρατική οντότητα που θα τα παρέχει ικανοποιητικά να θεωρείται φιλολαϊκή, σαν την εθνικοσοσιαλιστική κυβέρνηση στην Γερμανία, ας πούμε. Είδαμε προηγούμενα τον Μανωλέα να γράφει ότι στην αρχή της δράσης του είχε γίνει φανατικός κομμουνιστής… μη θέλοντας να πιστέψει πως υπάρχει κι’ άλλος δρόμος για την ανακούφισι του λαού. Αναζητώντας αυτόν τον άλλο δρόμο κατέληξε στον εθνικοσοσιαλισμό. Όμως, μέσα από τα φαινομενικά ασήμαντα καθημερινά γεγονότα, την απουσία εντυπωσιακών προοπτικών και θεαματικών εξελίξεων ο Μανωλέας ανέδειξε τη γυμνότητα, την έλλειψη πίστης και ιδεών, το μεταφυσικό κενό: “τίποτα δεν είναι πιο αληθινό από το τίποτα”, όπως θα έλεγε και ο Σάμιουελ Μπέκετ.
12
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1
Με το όνομα αυτό φιγουράρει πρώτος - πρώτος ο Μανωλέας στο ψηφοδέλτιο του Ενιαίου Μετώπου Εργατών και Αγροτών, του συνδυασμού Πειραιώς (19/1-12-1938, σ. 5). Ο Μανωλέας έχει σπείρει σύγχυση λέγοντας σ’ ένα αυτοβιογραφικό του σημείωμα ότι το πραγματικό του όνομα είναι Αντώνιος Κρητικός (1/6-4-1943). Όμως στη Δήλωσή του αναφέρει ότι το Αντώνιος Κρητικός το έχει χρησιμοποιήσει ως ψευδώνυμο (18). 2
Κατά τον Β. Νεφελούδη: “Ήταν εργάτης, ναυπηγοξυλουργός” (6/211), όπως άλλωστε και για τον Βασίλη Γιαννόγκωνα: “Ναυπ[ηγ]οξυλουργός από την Καρδαμύλη της Μάνης” (46/73). Κατά τον Νέο Ριζοσπάστη όμως: “Είναι τώρα ναυτεργάτης” (16/25-2-1932, σελ. 1). 3
Στη Δήλωσή του αναφέρεται ως: “Καρδαμύλη – Λακωνίας” (18), ενώ πρόκειται για “Καρδαμύλη - Μεσσηνίας”.
4
Αλλού έχει δηλώσει: “Έχω βγάλει μόνον το ελληνικό σχολείο !” (19/8-7-1936, σ. 1).
5
Ο Νέος Ριζοσπάστης της 25-2-1932, σελ. 1, αναφέρει σε ένα σύντομο βιογραφικό του Μανωλέα, βασισμένο σε στοιχεία που αυτός έστειλε στην εφημερίδα: “Ο σ. Μανωλέας προέρχεται από φτωχιά οικογένεια. Ο ίδιος άρχισε να δουλεύει από 6 χρονών”. 6 Μεταξύ των Βαλκανικών πολέμων και του πολέμου με την Τουρκία στην Μικρά Ασία, μεσολάβησε η εκστρατεία στην Ουκρανία, με τις άλλες δυνάμεις της Αντάντ για την καταστολή της Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, αρχές του 1919. 7 Όπως γράφει ο Μανωλέας: “Ήταν τραγική η μοίρα του Ελληνικού λαού εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Κυριαρχούσε ο καπιταλισμός. Έδερνε την Ελλάδα η αγραμματοσύνη και η πολιτική καθυστέρησις. Ωργίαζε ο παλαιοκομματισμός. Ωργίαζε το κεφάλαιον εις βάρος των εργατών. Ωργίαζαν οι έμποροι και οι τραπεζίται εις βάρος των χωρικών. Η Ελλάς ήταν φόρου υποτελής στην Αγγλίαν. Πεινούσε ο λαός. Όποιος θα πη το αντίθετο είνε ανειλικρινής. Εγώ προσωπικώς, από το 1929 – 1933 έχω τεθή επί κεφαλής εκατοντάδων απεργιών και πορειών πείνης, από Πειραιά εις Αθήνας. Των ανέργων ναυτεργατών, οικοδόμων, ναυπηγοξυλουργών, των αστέγων, των αστέγων προσφύγων και άλλων οργανώσεων με διάφορες πινακίδες και με συνθήματα που λέγαν: «Πεινάμε», «Θέλουμε ψωμί», «Θέλουμε συσσίτιο» και τα παρόμοια. Μήπως τα ίδια αυτά χρόνια ο Βόλος, η Λάρισα, η Θεσσαλονίκη, δεν είδαν χιλιάδες χωρικούς να κατεβαίνουν στις πόλεις σε πορείες πείνης και να ζητούν ψωμί γιατί πεινούσαν; Στην Ελλάδα μας λοιπόν εχρειάζετο η ανατροπή του παλαιοκομματισμού, η απαλλαγή από τα αγγλικά τοκοχρεωλύσια, από τις αγγλικές εταιρείες, από τους Άγγλους πρέσβεις που μας τραβούσαν από τ’ αυτί, εχρειάζετο μιά εργατική νομοθεσία, εχρειάζετο να ληφθούν προστατευτικά μέτρα για τον εργάτη και τον αγρότη, μέτρα κατά της ανεργίας, να γίνουν έργα παραγωγικά και βιομηχανικά, και πραγματική εκπαίδευσις της νεολαίας. Δηλαδή εχρειάζετο ριζική θεραπεία που δεν άρεσε βέβαια στους άρχοντας του χρήματος και της πολιτικής” (1/5-4-1943). 8
Άλλοτε είχε δηλώσει:“[Έγινα κομμουνιστής] στο μέτωπο του Έβρου. Με προπαγάνδισε ένας καπνεργάτης και ένας φοιτητής” (19/8-7-1936, σ 1). 9 Άλλοτε είχε δηλώσει: “[Όταν έγινα κομμουνιστής] άνοιξα τα μάτια μου και φωτίσθηκα” (19/8-7-1936, σ. 1). 10
Νικολάι Ιβάνοβιτς Μπουχάριν (1888-1938). Σοβιετικός πολιτικός και οικονομολόγος, γεννημένος στη Μόσχα και ηγέτης της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Έγινε μέλος του μπολσεβίκικου κόμματος το 1908. Συνελήφθη και εξορίστηκε, αλλά κατάφερε να φύγει στη Δύση και να γνωριστεί με τον Λένιν. Διετέλεσε εκδότης της Πράβντα και το 1919 μέλος της επιτροπής της Κομιντέρν. Έγινε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ μετά το θάνατο του Λένιν το 1924. Συνέχισε να είναι ένθερμος υποστηρικτής της οικονομικής πολιτικής του Λένιν, της ΝΕΠ, και ασφαλώς ήταν ανάμεσα στους μεγαλύτερους θεωρητικούς μπολσεβίκους την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης. Βοήθησε τον Στάλιν στην αντιπαράθεση με τον Τρότσκι, αλλά ήταν αντίθετος στη ραγδαία διαδικασία εκβιομηχάνισης που άρχισε το 1929. Ο Μπουχάριν έχασε τη θέση του στην Κομιντέρν το 1929 και διώχτηκε από το Πολιτικό Γραφείο του κόμματος. Το 1937 συνελήφθη και διαγράφτηκε από το ΚΚΣΕ και το 1938, στη διάρκεια των σταλινικών εκκαθαρίσεων, δικάστηκε για προδοσία του τουφεκίστηκε. Αποκαταστάθηκε από το ΚΚΣΕ το 1988. Έργα του η Θεωρία του Ιστορικού Υλισμού (1921) και Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου (1920), (55/30). Άλλα έργα του ιδίου: Η Θεωρία της Δικτατορίας του Προλεταριάτου, Το πρόγραμμα του Οκτώβρη, Οι σημειώσεις του οικονομολόγου, Στη μνήμη του Ίλιτς, Ο Λένιν ως Μαρξιστής κ.ά. και επίσης με τον Γιεβγκένι Πρεομπραζένσκι έγραψε Το αλφαβητάρι του Κομμουνισμού. 11 Όπως γράφει ο Νίκος Βαρδιάμπασης: “Ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι [Στάλιν] γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου του 1879 στο Γκόρι της Γεωργίας από φτωχούς αναλφάβητους γονείς. Ο πατέρας του Βησσαρίων, τσαγκάρης στο επάγγελμα, και η μητέρα του Αικατερίνη ήταν απόγονοι δουλοπάροικων. Ο Στάλιν τελείωσε το 1894 με άριστα την Εκκλησιαστική Σχολή της μικρής πόλης Γκόρι και γι’ αυτό στάλθηκε ως “ο καλύτερος μαθητής” στο ανώτερο Θεολογικό Σεμινάριο της Τιφλίδας. Ο Στάλιν στο δεύτερο έτος φοίτησής του στη Θεολογική μεταστρέφεται ιδεολογικά. Σε ηλικία 18 χρόνων (1897) γίνεται δεκτός στη πρώτη σοσιαλιστική οργάνωση της Γεωργίας και το 1899 αποπέμπεται από το Σεμινάριο εξελισσόμενος σε… επαγγελματία επαναστάτη. Το 1901 ο Στάλιν και οι Γεωργιανοί σύντροφοί του προμηθεύονται ένα πιεστήριο και ανατυπώνουν την Ίσκρα, που εκδίδει ο Λένιν. Το ίδιο έτος ο Στάλιν εκλέγεται στην πρώτη Κεντρική Επιτροπή του Ρωσικού Δημοκρατικού Κόμματος και στέλνεται στο Μπατούμ με στόχο την καθοδήγηση των έξι χιλιάδων εργατών των διυλιστηρίων του πετρελαίου. Για τη δράση του στην Τιφλίδα, στο Μπατούμ και σε άλλες περιοχές της Γεωργίας τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν επανειλημμένα. Τον Δεκέμβριο του 1905 ο Στάλιν συναντάει για πρώτη φορά τον Λένιν στη Φινλανδία. Το 1912 εκλέγεται μέλος της Κ.Ε. του ΣΔΕΡΚ και στις 22 Απριλίου του ίδιου έτους ο Στάλιν εκδίδει στην Αγία Πετρούπολη το πρώτο φύλλο της Πράβντα. Ο Στάλιν συλλαμβάνεται για πέμπτη φορά κα εξορίζεται η Σιβηρία. Ως μέλος της Κ.Ε. του ΣΔΕΡΚ έλαβε ενεργό μέρος στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή της Οκτωβριανής Επανάστασης. Συμμετείχε στη Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή που κατηύθυνε την ένοπλη εξέγερση στην Αγία Πετρούπολη. Στις 26 Οκτωβρίου 1917 μετείχε στην πρώτη σοβιετική κυβέρνηση με πρόεδρο τον Λένιν ως “λαϊκός επίτροπος” (υπουργός) για “Ζητήματα των Εθνοτήτων”. Δύο χρόνια αργότερα ανέλαβε το υπουργείο του “Κρατικού Ελέγχου”. Στη περίοδο του Εμφυλίου (1918 – 1920) – με τον Τρότσκι επικεφαλής “επίτροπο για την Άμυνα” – ο Στάλιν ήταν μέλος του Πολεμικού Συμβουλίου του Νοτίου Μετώπου. Τον Οκτώβριο του 1918 ο Στάλιν διορίστηκε στο Στρατιωτικό Συμβούλιο της Ουκρανίας. Το Μάιο του 1919 Στάλιν οργάνωσε με απόλυτη εξουσιοδότηση την υπεράσπιση του Πέτρογκραντ και τον επόμενο χρόνο στάλθηκε στο νοτιοδυτικό μέτωπο της Ουκρανίας, όπου αναδείχθηκε σε στρατιωτικό ηγέτη. Στις 23 Απριλίου του 1922 Στάλιν, ύστερα από πρόταση του Λένιν, εκλέχθηκε γενικός γραμματέας του Κόμματος των Μπολσεβίκων και έμεινε στη θέση αυτή έως το θάνατό του (1953)” (55/5). 12 Ο Τουχατσέφσκι [Μιχαήλ Νικολάγιεβιτς], ευγενής αξιωματικός, το 1917, περνάει με το μέρος των μπολσεβίκων, και τον Δεκέμβριο κιόλας εκείνου του χρόνου εκλέγεται από συνέλευση στρατιωτών διοικητής λόχου. Στα 25 του χρόνια, το 1918,
13
διοικεί Στρατιά στον εμφύλιο πόλεμο. Στα 27 χρόνια διοικεί μέτωπο και συντρίβει τη Στρατιά του λευκού στρατηγού Ντενίκιν. Από το 1925 ως το 1928 βρίσκεται επικεφαλής του γενικού Επιτελείου του Κόκκινου Στρατού. Το 1931 διορίζεται αναπληρωτής του Λαϊκού Επιτρόπου Άμυνας, και το 1936 πρώτος αναπληρωτής του. Σε 120 εργασίες του θεμελιώνει τη θεωρία στρατηγικής, τακτικής και επιχειρησιακής τέχνης, και στρατιωτικής αγωγής του Κόκκινου Στρατού. Βρίσκεται επικεφαλής της τεράστιας προσπάθειας για τον εκσυγχρονισμό και τον τεχνικό εξοπλισμό του στρατού. Πολύπλευρα καλλιεργημένη και προικισμένη προσωπικότητα, αγαπάει τις τέχνες, ιδιαίτερα τη μουσική, παίζει θαυμάσια βιολί, κατασκευάζει βιολιά και βιολοντσέλα ο ίδιος, πασχίζοντας να ανακαλύψει τα μυστικά των Ιταλών τεχνιτών. Τα γεγονότα που συνδέονται με τη δίκη του Τουχατσέφσκι και τις εκκαθαρίσεις των στελεχών του Κόκκινου Στρατού ερμηνεύουν σε μεγάλο βαθμό το ασύλληπτα ακριβό τίμημα σε ανθρώπινες πρώτ’ απ’ όλα θυσίες της τελικής νίκης της Σοβιετικής Ένωσης 20 εκατομμύρια ψυχές, το 40% όλων των ανθρώπινων απωλειών στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (βλ. indymedia). Από το 1934 ήταν αναπληρωματικό μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΣΕ. Οι στρατιωτικές του ικανότητες έτυχαν μεγάλης αναγνώρισης και το γεγονός αυτό θορύβησε τον Στάλιν, ο οποίος θεώρησε ότι ο δημοφιλής στρατηγός αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για τον ίδιο, καθώς θα μπορούσε να διεκδικήσει την ηγεσία της χώρας. Έτσι, στις 27 Μαΐου 1937 διέταξε τη σύλληψη του Τ. και άλλων επτά στρατηγών με την κατηγορία ότι, σε συνεργασία με τη Γερμανία, είχαν συνωμοτήσει με σκοπό την ανατροπή του. Οι οκτώ στρατηγοί δικάστηκαν με μυστικές και συνοπτικές διαδικασίες και εκτελέστηκαν στις 11 Ιουνίου 1937, στο πλαίσιο των ευρύτερων σταλινικών εκκαθαρίσεων (βλ. ygeiaonline.gr). 13 Κατά τους συγγραφείς της Εθνικής Εταιρείας, μιάς οργάνωσης της 4ης Αυγούστου: “Ζητούν την ισότητα – οικονομική και κοινωνική – των χωρίς “δικαιώματα μισθωτών σκλάβων”, όπως διακηρύττουν. Η ιδέα αυτή των κομμουνιστών πηγάζει μόνον από τον φθόνο. Ο φθόνος είναι η βασική δύναμις και το μέγα πάθος, με το οποίον εργάζονται οι κομμουνισταί και επί του οποίου κτίζουν. Η τακτική των κομμουνιστών στον κόσμο ολόκληρο, στρέφεται στο να εξεγείρουν τον ταπεινότερο εναντίον του υψηλότερα ισταμένου, τον αμόρφωτο κατά του μορφωμένου, τον πτωχό εναντίον του πλουσίου, τον ανίκανο κατά του ικανού, τα παιδιά εναντίον των γονέων. Και παντού, όπου εργάζονται, σπείρουν φθόνο για να θερίσουν καταστροφές και αίμα. Η Γ΄ Διεθνής είναι προ παντός, το γενικό επιτελείο του φθόνου” (65/16). 14 Όπως γράφει ο Εμμανουήλ Γιαροσλάβσκι: “Όλες οι θρησκείες όλων των καιρών δικαιολόγησαν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, τη δουλεία, τη φεουδαρχία, τον καπιταλισμό…” (57/258). Σε άλλο σημείο στο ίδιο βιβλίο γράφει: “Τις μάζες, που στις καπιταλιστικές χώρες υποφέρουν σκληρά από την ανεργία, την πείνα, την αθλιότητα και τους πολέμους, οι διάφοροι προπαγανδιστές της θρησκείας τις συμβουλεύουν “ν’ απαρνηθούν τον πόθο που ‘χει ο κάθε άνθρωπος να βελτιώσει τις υλικές συνθήκες της ζωής του”. Μ’ άλλα λόγια, ο εργάτης και ο αγρότης δεν πρέπει ν’ αγωνίζονται για μια καλύτερη ζωή. Σ’ όλες τις χώρες του κόσμου οι εκπρόσωποι των διάφορων θρησκειών κηρύττουν όλοι τους μ’ αυτό το πνεύμα. Η κεφαλή της καθολικής εκκλησίας, ο Πάπας της Ρώμης, με τις εγκυκλίους του, καλεί σε υποταγή και ταπεινοφροσύνη τους εργάτες και τους αγρότες, όλους τους καταπιεζόμενους από το κεφάλαιο. Τρομαγμένοι από την αύξηση της επιρροής του κομμουνισμού πάνω σε εκατομμύρια ανθρώπους, ο Πάπας της Ρώμης, καθώς και οι παπάδες των άλλων θρησκειών, κάνουν κηρύγματα ενάντια στον κομμουνισμό και ενάντια στην ΕΣΣΔ, καλούν τους εργαζόμενους να υποτάσσονται και να είναι ταπεινοί, υπόσχόντάς τους, σ’ αντάλλαγμα, “τη βασιλεία των ουρανών” αν απαρνηθούν την πάλη για μια ανθρώπινη ζωή πάνω στη γη” (57/39). 15 “Υποκρίνονται οι αστοί όταν κάνουν πως αγνοούν τη σκληρή μορφή που παίρνει η ταξική πάλη σε επαναστατικές περιόδους. Η πιο αιματηρή επανάσταση στην ιστορία δεν ήταν η Οκτωβριανή, αλλά η αστική Γαλλική Επανάσταση του 1789. Η πείρα της Γαλλικής Επανάστασης δείχνει όχι μόνο τη βίαιη μορφή που παίρνει η σύγκρουση με το παλιό καθεστώς αλλά και τη βίαιη αντιπαράθεση που ξέσπασε στους κόλπους των επαναστατημένων. Στη μεγάλη αστική Γαλλική Επανάσταση η ταξική πάλη εκφράστηκε με πολλούς τρόπους. Ανάμεσα στις επαναστατικές και αντεπαναστατικές δυνάμεις υπήρξε ένας ανελέητος ταξικός πόλεμος με χιλιάδες θύματα. Ο βασιλιάς και η παλιά αριστοκρατία πέρασαν από τη λαιμητόμο. Ενάντια στο νέο καθεστώς συσπειρώθηκαν οι ηγέτες των ευρωπαϊκών κρατών για την επαναφορά της παλιάς φεουδαρχικής απολυταρχίας. Η Γαλλική Επανάσταση πάλεψε σε σκληρό πόλεμο με την Αυστρία και την Πρωσία, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα την ανοιχτή συνεργασία εντός και εκτός της χώρας των αριστοκρατών που είχαν χάσει τα προνόμιά τους. Η επιβολή εναντίον τους γινόταν με επαναστατικό τρόπο, όχι με “ειρηνικά” μέσα. Έχουν μείνει στην ιστορία μνημειώδη περιστατικά που δείχνουν γλαφυρά την ανελέητη στάση των αστών επαναστατών: Ο Ροβεσπιέρος (ηγέτης των Ιακωβίνων), το Δεκέμβρη του 1793 καλούσε την Εθνοσυνέλευση να καταδικάσει το βασιλιά σε θάνατο: “Οι λαοί δεν κρίνουν όπως τα δικαστήρια. Δεν βγάζουν αποφάσεις, ρίχνουν κεραυνό. Δεν καταδικάζουν τους βασιλείς, τους ρίχνουν στην ανυπαρξία”. Όταν ο Σαιν-Ζυστ (ηγετικό στέλεχος των Ιακωβίνων) τέθηκε επικεφαλής του πολέμου στο Στρασβούργο βρέθηκε αντιμέτωπος με έλλειψη τροφίμων, κατάπτωση ηθικού, υπονόμευση από τους αντεπαναστάτες. Όταν τον ενημέρωσαν ότι δέκα χιλιάδες στρατιώτες δεν είχαν παπούτσια απάντησε: “Συγκεντρώστε όλα τα παπούτσια των αριστοκρατών και φέρτε τα στο Αρχηγείο μέχρι αύριο στις δέκα το πρωί !” Έτσι αντιμετώπιζαν οι αστοί την παλιά εξουσία… Όμως η ταξική πάλη πήρε σκληρή μορφή και ανάμεσα στους επαναστατημένους, εκφράζοντας τη διαπάλη ανάμεσα σε διαφορετικά συμφέροντα κοινωνικών δυνάμεων στους κόλπους της επανάστασης, ιδιαίτερα ανάμεσα στις προλεταριακές μάζες και την αστική τάξη αλλά και μέσα στην ίδια την αστική τάξη, με πιο χαρακτηριστική τη σύγκρουση Ιακωβίνων – Γιρονδίνων. Οι Ιακωβίνοι εξέφραζαν ριζοσπαστικά επαναστατικά δημοκρατικά τμήματα της αστικής τάξης. Οι Γιρονδίνοι εξέφραζαν τα συμφέροντα της μεγάλης αστικής τάξης που προσπάθησαν να καθυστερήσουν την εξέλιξη της επανάστασης. Ανέλαβαν τη διακυβέρνηση το 1792 και ανατράπηκαν το 1793 από τη λαϊκή εξέγερση που καθοδηγούσαν οι Ιακωβίνοι. Οι Ιακωβίνοι επέβαλαν δημοκρατική επαναστατική δικτατορία. Στους κόλπους των Ιακωβίνων αναπτύχθηκαν αντιθέσεις με τους οπαδούς της χαλάρωσης των μέτρων δικτατορίας με επικεφαλής τον Δαντόν αλλά και με τους “αριστερούς” Ιακωβίνους που είχαν επικεφαλής τον Εμπέρ. Ο βασικός κορμός των Ιακωβίνων συγκεντρώθηκε γύρω από το Ροβεσπιέρο με αποτέλεσμα οι δαντονιστές και οι εμπερτιστές να εκτελεστούν. Τελικά οι Ιακωβίνοι ανετράπησαν από το αντεπαναστατικό θερμιδωριανό (από το μήνα Θερμιδώρ του Επαναστατικού Ημερολογίου) πραξικόπημα και οι ηγέτες τους, Ροβεσπιέρος και Σαιν-Ζυστ, εκτελέστηκαν χωρίς δίκη το 1794. Όλες αυτές οι συγκρούσεις εξέφραζαν συγκρούσεις κοινωνικών δυνάμεων. Σήμερα βέβαια η αστική τάξη δεν “περηφανεύεται” για την τρομοκρατία των Ιακωβίνων, χωρίς αυτή όμως, ή χωρίς την τρομοκρατία της αγγλικής αστικής επανάστασης του 1640 δε θα μπορούσε να επιβάλλει την κυριαρχία της” (66). 16 Κράτος. Πολιτική οργάνωση της οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που έχει για σκοπό τη διατήρηση του υφιστάμενου οικονομικού καθεστώτος και την εξουδετέρωση της αντίστασης των άλλων τάξεων. “Το Κράτος είναι η μηχανή που έχει προορισμό να διατηρεί την κυριαρχία μιας τάξης επάνω σε μιάν άλλη” (Λένιν: Περί του Κράτους). “Το Κράτος, είναι στα χέρια της κυρίαρχης τάξης, μια μηχανή που έχει προορισμό την κατάπνιξη της αντίστασης των ταξικών της αντιπάλων” (Στάλιν: Αρχές Λενινισμού. Ζητήματα λενινισμού). Το Κράτος, που αναφάνηκε ταυτόχρονα με τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις εκμεταλλεύτριες και τάξεις εκμεταλλευόμενες, είναι το προϊόν αυτών ακριβώς των ασυμβίβαστων ταξικών αντιθέσεων. Δύο είναι οι βασικές, οι ουσιώδεις λειτουργίες, τα βασικά καθήκοντα, που χαρακτηρίζουν τη δράση κάθε αστικού εκμεταλλευτικού Κράτους: τα εσωτερικά και τα εξωτερικά λειτουργήματα. Το εσωτερικό είναι το κύριο, το ουσιαστικώτερο. Αυτό συνίσταται στο να καταπιέζει τους εργαζόμενους, τις εκμεταλλευόμενες γενικά τάξεις που αποτελούν την πλειοψηφία της κοινωνίας προς όφελος της κυρίαρ-
14
χης τάξης. Το εξωτερικό λειτούργημα του αστικού Κράτους συνίσταται στο να διευρύνει διαρκώς τον εδαφικό χώρο του με την κατάκτηση ξένων εδαφών ή να τον υπερασπίζεται ενάντια στις κατακτητικές διαθέσεις των άλλων Κρατών. Αυτό το πράγμα γίνεται πάντα, ακόμα από την εποχή της δουλείας, της φεουδαρχίας και του καπιταλισμού ως τις μέρες μας. Βασικά, κύρια, όργανα της κρατικής εξουσίας είναι ο στρατός, η αστυνομία, η ποινική δικαιοσύνη, οι υπηρεσίες πληροφοριών, οι φυλακές. Τα σύγχρονα ιμπεριαλιστικά κράτη καταπνίγουν με τη βία κάθε εκδήλωση, κάθε τάση των μαζών για τη βελτίωση της οικονομικής και πολιτικής τους θέσης, κάθε εκδήλωση των μαζών για την ειρήνη, τη δημοκρατία. Η εξωτερική τους πολιτική, εξ άλλου, αποβλέπει στην υποδούλωση των άλλων, των ελεύθερων και ανεξάρτητων λαών. Η μέχρι σήμερα ιστορία γνωρίζει τρεις βασικούς τύπους εκμεταλλευτικών Κρατών: το δουλοκτητικό, το φεουδαρχικό και το αστικό Κράτος. Οι μορφές της πολιτικής κυριαρχίας των εκμεταλλευτριών τάξεων, οι μορφές δηλαδή του εκμεταλλευτικού Κράτους είναι διάφορες. Ανάμεσα στις μορφές της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, του αστικού Κράτους, συγκαταλέγουμε την αστική μοναρχία, την αστική δημοκρατία, την φασιστική δικτατορία, που, αυτή η τελευταία, αποτελεί μιάν ανοιχτή τρομοκρατία. Η ουσία όλων αυτών των μορφών πολιτικής κυριαρχίας είναι μια: η δικτατορία του κεφαλαίου. Ακόμα και η προοδευτικώτερη πολιτική μορφή του αστικού Κράτους, - η αστική δημοκρατία, δηλαδή με τις βουλές και με την τυπική αναγνώριση της καθολικής ψηφοφορίας, - είναι όργανο της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Αυτό συμβαίνει στα σύγχρονα καπιταλιστικά Κράτη που, τυπικά ονομάζονται αστικές δημοκρατίες αλλά, στην πραγματικότητα, η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των εκπροσώπων των μεγάλων μονοπωλίων, που κρατάνε τις διοικητικές θέσεις – κλειδιά στην κρατική μηχανή. Οι μαρξιστές λαβαίνουν πάντα υπ’ όψη τους τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες προκειμένου να κρίνουν εάν μια μορφή Κράτους είναι προοδευτική ή αντιδραστική. Παραδέχονται π.χ. ότι η αστική δημοκρατία, παρ’ όλες τις αρνητικές πλευρές της, είναι μια κρατική μορφή που, κρινόμενη από ιστορική άποψη, αποτελεί μια πρόοδο σε σχέση με την απόλυτη μοναρχία. Η πιο προοδευμένη, η πιο δημοκρατική μορφή Κράτους, από όσες εγνώρισε η ιστορία μέχρι σήμερα είναι το σοσιαλιστικό Κράτος. Μετά την επικράτηση της σοσιαλιστικής επανάστασης, το προλεταριάτο καταστρέφει την αστική κρατική μηχανή και δημιουργεί ένα Κράτος εκ θεμελίων καινούργιο, που στηρίζεται στη δικτατορία του προλεταριάτου. Η μετάβαση από το αστικό καθεστώς στο νέο, το σοσιαλιστικό καθεστώς, γίνεται με το βίαιο, το επαναστατικό γκρέμισμα της εξουσίας και του Κράτους των εκμεταλλευτών, που αποτελούν την ασήμαντη μειονότητα του πληθυσμού. Σκοπός της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι να καταργήσει την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, να διαλύσει τις τάξεις και να πραγματοποιήσει την οικοδόμηση του κομμουνισμού. Μετά την ολοκληρωτική οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας, το Κράτος, σαν άχρηστο πλέον, θα πάψει να υπάρχει. Εν πάσει περιπτώσει το πρόβλημα αυτό πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τις δοσμένες ιστορικές συνθήκες. Στην εποχή του, ο Ένγκελς υπέδειχνε ότι το Κράτος έμελλε να εξαφανιστεί μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ο Στάλιν προώθησε ακόμη περισσότερο την μαρξιστική – λενινιστική θεωρία περί Κράτους, παίρνοντας υπ’ όψη τις σύγχρονες συνθήκες της ιστορικής εξέλιξης. Ο Στάλιν υπέδειξε ότι η πιο πάνω θέση του Ένγκελς θα είχε πραγματική ανταπόκριση μόνο στην περίπτωση της επικράτησης της σοσιαλιστικής επανάστασης σ’ όλες τις χώρες ή τουλάχιστον στην πλειονότητά τους, στην περίπτωση όμως που η σοσιαλιστική επανάσταση επικρατεί σε μια μόνο χώρα, η θέση αυτή δεν εφαρμόζεται ούτε πρέπει να εφαρμοσθεί. Στην τελευταία αυτή περίπτωση εφαρμόζεται και άλλη θέση: εάν δηλαδή ο σοσιαλισμός θριαμβεύσει σε μια μόνο και εάν σε άλλες χώρες κυριαρχεί ο καπιταλισμός, η χώρα της νικηφόρας επανάστασης δεν πρέπει να αδυνατίσει, αλλά να σταθεροποιήσει και να δυναμώσει με κάθε τρόπο το Κράτος της και τα διάφορα όργανά του. Η θέση αυτή έχει επίσης εφαρμογή και για το Κράτος κάτω από τον κομμουνισμό, εάν φυσικά υπάρχουν ακόμα καπιταλιστικές χώρες γιατί θα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος επίθεσης εκ μέρους των (17/236-238). 17 Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη, να πούμε κατ’ αρχάς ότι οι κομμουνιστές είναι μεν άθεοι, όμως: “Ο μαρξιστικός επιστημονικός αθεϊσμός δεν ταυτίζεται, σε καμιά περίπτωση, με αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί απλοϊκή και αυθόρμητη “αθεΐα” ή απλώς έλλειψη θρησκευτικότητας (την οποία κατά κόρον του καταλογίζουν οι εκπρόσωποι της θρησκείας και της εκκλησίας, ταυτίζοντας μάλιστα συνήθως την “αθεΐα” με κάποιο είδος “αντιθεΐας” και αντι-ηθικής στάσης – ο άθεος στην ουσία προβάλλεται ως “αντίθεος”, δηλαδή “εχθρός του θεού”, “αντίχριστος”, ανήθικος κλπ.). Αντίθετα, είναι κάτι αντίστοιχο με την τοποθέτηση του Λαπλάς που, όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης τον ρώτησε αν στο επιστημονικό κοσμολογικό του σύστημα υπάρχει θέση για το θεό, εκείνος απάντησε: “Όχι, δεν έχω ανάγκη από μια τέτοια υπόθεση” (δηλαδή η επιστημονική του εργασία δεν είχε ανάγκη από την προϋπόθεση της ύπαρξης του θεού για να σταθεί). Περί αυτού πρόκειται και στο μαρξισμό, μόνο που εδώ το ζήτημα δεν περιορίζεται στη φυσική επιστήμη, αλλά αφορά εξίσου και την κοινωνία, όλες τις όψεις της γνώσης και κατανόησης του γύρω μας κόσμου, την ηθική, την αισθητική κλπ. (58/262-263). Μετά, οι κομμουνιστές ζητούν τον διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, όπως η γαλλική επανάσταση στην αρχή της ή και το ίδιο το τσαρικό καθεστώς. Δεν ζητούν την κατάργηση της θρησκείας: “Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ένα άρθρο του σοβιετικού Συντάγματος γι’ αυτό το ζήτημα: “Για τους πολίτες της ΕΣΣΔ διασφαλίζεται η ελευθερία συνείδησης, δηλαδή το δικαίωμα να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία ή να μην ακολουθούν καμία, να τελούν θρησκευτικές λατρείες ή να ασκούν αθεϊστική προπαγάνδα. Η πρόκληση εχθρότητας και μίσους σε σχέση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις – απαγορεύεται”(Σύνταγμα της ΕΣΣΔ, Άρθρο 52). Η ΕΣΣΔ και το κομμουνιστικό κίνημα έχουν επανειλημμένα κατηγορηθεί για διώξεις πιστών κλπ. Στην πράξη, τα πράγματα δεν είναι έτσι. Διώξεις όντως έγιναν εναντίον κληρικών για συγκεκριμένη αντεπαναστατική και αντικρατική-αντικοινωνική δραστηριότητα και όχι λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’20, στην ΕΣΣΔ, η επίσημη εκκλησιαστική ηγεσία εξέφραζε και προωθούσε ανοιχτά αντεπαναστατικές θέσεις και ως εκ τούτου υπήρξαν μια σειρά από εντάσεις μεταξύ σοβιετικού κράτους και ιεραρχίας. Όταν η τελευταία αποδέχτηκε, εκ των πραγμάτων, την αλλαγή που είχε επέλθει στη χώρα και συμμορφώθηκε στην τήρηση της σοβιετικής νομοθεσίας, οι εντάσεις αυτές σταμάτησαν” (58/268). 18 Αυτό μπορεί και να ισχύει, αν και δεν έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, καθώς όταν αποκήρυξε την ιδεολογία του το 1938 (1/54-1943), έλεγε ότι “δεκάξη ολόκληρα χρόνια” έζησε όλα τα στάδια του κομμουνισμού (1/5-4-1943). 19 Υπογράφτηκε στις 24 Ιουλίου 1923. 20
Κατά τον Ιάκωβο Χονδροματίδη: “Από πολύ νωρίς μυήθηκε στην κομμουνιστική θεωρία και σε σύντομο χρονικό διάστημα έδειξε στο κόμμα τη “σοβαρή” και “πειθαρχημένη” δράση του” (4). 21 “Το 1925 μέχρι του 1926, ανέπτυσσα τις κομμουνιστικές ιδέες μου στο εργατικό κέντρο Καλαμών ως πρόεδρος των ναυπηγοξυλουργών” (1/6-4-1943). 22 “Tο 1926 μέχρι το 1927 έκανα την κομμουνιστική προπαγάνδα εις το εργατικό κέντρο Γυθείου ως γενικός γραμματεύς τούτου. Από εκεί εξετοπίσθην εις Αμοργόν γιατί ωργάνωσα τον κομμουνιστικό πυρήνα του Γυμνασίου” (1/6-4-1943). 23 “Το 1924, η κυβέρνηση του Α. Παπαναστασίου (του “πατέρα της Δημοκρατίας”) ψήφισε το νομοθετικό διάταγμα “Περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας”, το οποίο τροποποιήθηκε το 1926 επί δικτατορίας Θ.
15
Πάγκαλου για να εφαρμοστεί κατά του ΚΚΕ. Ο νόμος προέβλεπε τη σύσταση επιτροπών ασφαλείας σε όλους τους νομούς της χώρας, αποτελουμένων από τον εκάστοτε Νομάρχη, Εισαγγελέα και Διοικητή της Χωροφυλακής. Οι επιτροπές αυτές είχαν το δικαίωμα, κατόπιν πρότασης των αστυνομικών αρχών, να προβαίνουν στην εκτόπιση κάθε υπόπτου που θεωρούνταν απειλή “δια το κράτος και την κοινωνίαν”, δίχως να έχει προηγηθεί απαραιτήτως κάποια δικαστική απόφαση ή να έχει διαπραχθεί αναγκαστικά κάποια νομική παράβαση Η υποψία και μόνο ήταν αρκετή. Το μέτρο της “προληπτικής” εκτόπισης θα ενεργοποιηθεί και πάλι επί πρωθυπουργίας Βενιζέλου τον Ιούλη του 1931 (Ν. 5174/1931), (81/119). 24 Στον Ριζοσπάστη της 27-2-1929, σελ. 4, διαβάζουμε: “Κατά τηλεγράφημα της Εργατικής Βοήθειας Γυθείου χθες συνελήφθη υπό των αστυνομικών οργάνων όλως αναιτίως ο εργάτης σ. Μανωλέας εκτοπιζόμενος εις την νήσον Ανάφην δι’ εν έτος”. 25 “Στο πλαίσιο της θεωρητικής δουλειάς και της ανάδειξης νέων στελεχών στο Κόμμα (αγκιτ-προπ: αγκιτάτσια-προπαγάνδα), ειδικό βάρος δόθηκε στα προλεταριακά στελέχη, σε εργάτες “στους οποίους η ταξική προέλευση εξασφαλίζει μια πραγματική προλεταριακή ψυχολογία και ένα γερό επαναστατικό ένστικτο, ενώ η επαναστατική των μόρφωση και πείρα τους πολλαπλασιάζει τις πρακτικές τους ικανότητες και τους δίνει ένα ορθό επαναστατικό κριτήριο των όρων μέσα στους οποίους διεξάγουν την πάλη του Κόμματος”. Οι “διανοούμενοι που απέκτησαν την προλεταριακή ψυχολογία και το επαναστατικό ένστικτο της εργατικής τάξης… είναι ευπρόσδεκτοι στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Εντούτοις, το αγκιτ-προπ πρέπει κυρίως να συγκεντρώσει την προσοχή του στη δημιουργία στελεχών προερχομένων από την εργατική τάξη…” (Δελτίον, αρ. 4, Μάης 1926, σ. 3-6, στο 81/253). Το Κόμμα πάντως εκτιμά: “Σχεδόν καμιά ειδική μόρφωση δεν έχουν τα επαγγελματικά στελέχη μας. Ό,τι έγινε μέχρι σήμερα οφείλεται στην αυτομόρφωση μερικών συντρόφων και σ’ έναν εμπειρισμό, που πολλές φορές καταντά πολύ βλαβερός για την εργασία του Κόμματός μας μέσα στα συνδικάτα. Και δοκιμάσαμε μέχρι τώρα τις βλαβερές συνέπειες αυτής της ελλείψεως” (Ριζοσπάστης, 11.1.1925, στο 81/254). 26 Όπως αναφέρει ο Β. Νεφελούδης: Ήταν “δραστήριο στέλεχος της Ναυτεργατικής Ένωσης στον Πειραιά, μέλος του Κ.Κ.Ε.” (6/211). 27 Αλλού ο Μανωλέας έχει γράψει ότι το “Αντώνιος Κρητικός” είναι το πραγματικό του όνομα και έχει προκαλέσει, δικαιολογημένα, σύγχυση σε αρκετούς που έχουν ασχοληθεί με την βιογραφία του. Το σχετικό κείμενο είναι το εξής: “Το 1929 κατέφυγα φυγοδικών εις Πειραιά, όπου με το πραγματικό μου όνομα Αντώνιος Κρητικός, ανέλαβα γραμματεύς της εργατικής βοήθειας και ως αντιπρόσωπος και πρόεδρος της πανελληνίου Ενώσεως Ναυπηγοξυλουργών” (1/6-4-1943). Είδαμε ήδη, όμως, ότι το “Αντώνιος Κρητικός” είναι ψευδώνυμο. 28 “Το 1927, σχεδόν σύσσωμη η ηγεσία της Κομματικής Οργάνωσης Πειραιά του ΚΚΕ και της ΟΚΝΕ τάχθηκε με το μέρος της “αντιπολιτευτικής” ομάδας των λικβινταριστών (των Π. Πουλιόπουλου και Π. Γιατσόπουλου) Αξίζει να σημειωθεί πως ήταν η μόνη Οργάνωση πανελλαδικά στην οποία πλειοψήφησαν οι “αντιπολιτευόμενοι” λικβινταριστές (σε επίπεδο καθοδηγητικών οργάνων τουλάχιστον, γιατί σε επίπεδο κομματικής βάσης τα πράγματα ήταν διαφορετικά). Η εισήγηση του Κόμματος για την εσωκομματική κατάσταση και τα καθήκοντα της Οργάνωσης Πειραιώς ανέφερε σχετικά πως “η Οργάνωση Πειραιώς έχει περισσότερο από κάθε άλλη Οργάνωση του Κόμματος κλονιστεί από την εσωκομματική κρίση, λόγω της οξύτητας και της μορφής που πήρε η ενδοκομματική πάλη μέσα σ’ αυτήν”. Σύμφωνα με την ίδια εισήγηση, τα 4/5 της Περιφερειακής Επιτροπής αποτελούνταν από πρόσωπα προσκείμενα στους αντιπολιτευόμενους” (81/335). “Πραχτική μαζική δουλειά δεν μπορούσε να γίνει στον Πειραιά”, σημειώνεται σε έκθεση για την οργανωτική κατάσταση του Κόμματος τον Ιούλη του 1927, “μια και τα υπάρχοντα μέλη έπεσαν στην απογοήτευση, τα περισσότερα από αυτά έπαψαν να πηγαίνουν στους πυρήνες, γιατί εκεί δεν γινόταν τίποτε άλλο εκτός μιας ατελείωτης συζήτησης, κριτικής και συκοφαντίας του Πολιτικού Γραφείου, των αντιλικβινταριστών του Πειραιά, σαμποτάρισμα των οργάνων του ΚΚ…”. Και με το πέρας όμως της κρίσης, οι Κομματικές Οργανώσεις του Πειραιά συνέχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα στη λειτουργία τους για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα ακόμη. Σε αυτό συνέβαλε η παράταση των υπονομευτικών – διαβρωτικών ενεργειών από τη μεριά των λικβινταριστών με άλλες πλέον μορφές” (81/336). “[Το 1929] η οργάνωση της Αθήνας αποτελείται από 150 μέλη και του Πειραιά από 70” (32/138). “Ποιος είναι ο κομματικός μας μηχανισμός μέσα σε τέτια κέντρα σαν την Αθήνα, τον Πειραιά, τη Σαλονίκη, την Καβάλλα κλπ.; Εξαιρετικά αδύνατος” [Απόφαση του Πολιτικού Γραφείου πάνω στα αποτελέσματα της Πρωτομαγιάτικης κινητοποίησης, Ριζοσπάστης, 24-5-1930 (84/190)]. 29 “Διαπάλη στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα εκδηλώθηκε επίσης μεταξύ του ΚΚΕ και της οργάνωσης των Αρχειομαρξιστών. Υπήρξαν σωματεία που πέρασαν πολλές φορές από τους κομμουνιστές στους αρχειομαρξιστές – και το αντίθετο – μέχρι και την τελική χρεοκοπία του τελευταίου τη δεκαετία του 1930. Το σωματείο των Αρτεργατών Πειραιά, για παράδειγμα, άλλαξε χέρια τρεις φορές σε διάστημα μόλις έξι μηνών (1932): Το Μάη πέρασε από τους κομμουνιστές στους αρχειομαρξιστές, για να επανέλθει στους κομμουνιστές το Δεκέμβρη του ίδιου έτους. Και ενώ το σωματείο των Αρτεργατών του Πειραιά εντάχθηκε στις γραμμές της Ενωτικής ΓΣΕΕ, το σωματείο των Αρτεργατών της Κοκκινιάς παρέμεινε στον έλεγχο των Αρχείων. Ωστόσο, με την όξυνση της ταξικής πάλης και την άνοδο του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος, η όποια δυναμική αρχικά του “αντιπολιτευόμενου” στο Κομμουνιστικό Κόμμα χώρου θα παρουσιάσει εν συνεχεία φθίνουσα πορεία, ωσότου βαθμιαία εκλείψει εντελώς” (81/337). 30 “Οι συνθήκες της παρανομίας (ή “νομιμοπαρανομίας”) στις οποίες δρούσε το ΚΚΕ ανέδειξαν επιτακτικά την ανάγκη σύστασης νόμιμων μαζικών οργανώσεων, που θα λειτουργούσαν α) ως πόλοι συσπείρωσης και συντονισμού της πάλης των λαϊκών μαζών, και β) ως μηχανισμοί άμυνας στην αστική επιθετικότητα. Στο Δελτίον του Φλεβάρη 1926 γινόταν σαφές πως “το ΚΚ, αν και παράνομος οργανισμός, δύναται – όταν η αντικειμενική κατάστασις το επιτρέπει – να οργανώσει και νομίμους οργανώσεις δια να τις μεταχειρισθεί δια την προπαγάνδαν και αγκιτάτσιαν (ζύμωσιν) μέσα στις μάζες, π.χ. συνεταιρισμούς, σωματεία καλλιτεχνικά, σπορ κλπ.”. Μεταξύ των πλέον σημαντικών οργανώσεων που δημιουργήθηκαν με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος και ανέπτυξαν πλούσια δράση την περίοδο του Μεσοπολέμου, υπήρξε η Εργατική Βοήθεια. Η Εργατική Βοήθεια, ελληνικό τμήμα της “Διεθνούς Ερυθράς Βοήθειας” (MORP), ιδρύθηκε με σχετική απόφαση του 3ου Συνεδρίου του ΚΚΕ (1924)” (81/225-226). “Σκοπός της Εργατικής Βοήθειας ήταν η “συνένωση όλων των στρωμάτων τα οποία υφίστανται την αντίδραση, το φασισμό, τη γενική τρομοκρατία στη διεξαγωγή του αγώνος εναντίον των μορφών της αστικής κυριαρχίας”. Στο πλαίσιο αυτό, η οργάνωση παρείχε υλική (σε χρήματα, είδη πρώτης ανάγκης, ρουχισμό κπ.) και ηθική βοήθεια στους καταδιωκομένους, φυλακισθέντες και εξορισθέντες αγωνιστές, καθώς και στις οικογένειές τους. Συνέδραμε με νομικά και ιατρικά μέσα τα θύματα της “λευκής” (αστικής) τρομοκρατίας. Συνέβαλε, τέλος, συχνά σε αποδράσεις ή φυγαδεύσεις αγωνιστών από τους τόπους εξορίας και τις φυλακές. Όπως οι αδελφές οργανώσεις στο εξωτερικό, έτσι και το ελληνικό τμήμα της Εργατικής Βοήθειας έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία “πόλων επαφής” με μια μεγάλη μερίδα κατά τα άλλα “αδιάφορων εργατών που ζούσαν απαθείς και που δε συμμετείχαν ποτέ σε πολιτικά γεγονότα”. Η οργάνωση γνώρισε σημαντική ανάπτυξη, συγκροτώντας ομίλους σε όλη τη χώρα, στις συνοικίες και τους χώρους δουλειάς, συσπειρώνοντας σημαντικό αριθμό εργαζομένων και προσφέροντας ανυπολόγιστες υπηρεσίες στα θύματα των διώξεων και τις οικογένειές τους. Ωστόσο, η Εργατική Βοήθεια δεν κατάφερε να αποφύγει την
16
ταύτισή της με το Κομμουνιστικό Κόμμα γενόμενη και η ίδια αντικείμενο διώξεων, Διαλύθηκε με απόφαση δικαστηρίου το 1930, συνεχίζοντας τη λειτουργία της σε καθεστώς παρανομίας” (81/227). 31 “Σύμφωνα με στοιχεία της Εργατικής Βοήθειας Ελλάδος (ΕΒΕ) που επίσης έθεσε εκτός νόμου με το “Ιδιώνυμο” η κυβέρνηση, από τον Ιούλιο του 1929 μέχρι το Δεκέμβρη του 1932 δολοφονήθηκαν 18 άτομα (8 εργάτες, 8 αγρότες, 2 επαγγελματίες), καταδικάστηκαν από την αστυνομία 1.335 εργάτες και βασανίστηκαν 107. Έγιναν 12.000 συλλήψεις, εκδόθηκαν 2.203 καταδικαστικές αποφάσεις που επέβαλαν 1.936 χρόνια φυλακίσεων και 785 χρόνια εξοριών. Στο ίδιο διάστημα τέθηκαν σε λειτουργία οι “Πειθαρχικοί Ουλαμοί” Καλπακίου και Μαρμάρως που αποτέλεσαν στίγμα για τον πολιτισμό της ανθρωπότητας” (48/78). 32 Ο Αρ. Δημητράτος προερχόταν από τη Σοσιαλιστική Νεολαία, η οποία συμμετείχε στο ιδρυτικό Συνέδριο, το 1918, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ), το οποίο ήταν ο πρόδρομος του ΚΚΕ. Μετά το 1922 πέρασε στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος (ΟΚΝΕ) και κατόπιν έδρασε ανάμεσα στους καπνεργάτες της Καβάλας. Αναμείχθηκε με τον συνδικαλισμό και έφτασε μέχρι τη Διοίκηση της ΓΣΕΕ. Εν τω μεταξύ είχε αποχωρήσει από το ΚΚΕ. Στο προαναφερθέν 3ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ ήταν από τους επικεφαλής της συμμαχίας των τριών μη κομμουνιστικών τάσεων (ρεφορμιστών, σοσιαλιστών, συντηρητικών), η οποία τελικά επικράτησε. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά έγινε υφυπουργός Εργασίας. Μετά τον πόλεμο διετέλεσε, επίσης, υπουργός Εργασίας στις πρώτες κυβερνήσεις Κ. Καραμανλή μετά το 1956 (η υποσημείωση στον Κατσορίδα, 34/66). 33 “Ο Κώστας Θέος (1896 – 1958) ήταν ένα εξέχον στέλεχος του Συνδικαλιστικού Κινήματος που με τη γεμάτη δράση, 30χρονη παρουσία του στα συνδικαλιστικά πράγματα και στο επίκεντρο των εξελίξεων έμεινε στην Ιστορία σαν ηγέτης του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος. Γεννήθηκε το Μάη του 1896 στο χωριό Κατηχώρι Πηλίου και ήταν το νεότερο παιδί πολυμελούς οικογένειας. Από ηλικίας 12 χρονών έπιασε δουλειά σαν καπνεργάτης στα καπνομάγαζα του Βόλου. Νεαρός γράφεται μέλος στη Σοσιαλιστική Νεολαία Βόλου και με την ίδρυση του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) γίνεται μέλος του. Διακρινόταν για το φλογερό χαρακτήρα του και ήταν συναρπαστικός σαν ομιλητής. Το 1924 εκλέγεται μέλος (το νεότερο) του Συμβουλίου του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Λίγο αργότερα εκλέγεται στην Εκτελεστική Επιτροπή της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας (ΚΟΕ), που αποτελούσε το μαχητικότερο τμήμα του κινήματος. Το Νοέμβρη του 1926 το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών Αγροτών και Προσφύγων κερδίζει δέκα βουλευτικές έδρες και ο Κ. Θέος εκλέγεται βουλευτής Βόλου. Είναι ο νεότερος Έλληνας βουλευτής. Στα μέσα του 1927 με απόφαση του 3ου τακτικού Συνεδρίου εκλέγεται μέλος της Γραμματείας του ΠΓ του ΚΚΕ. Τη θέση αυτή την κρατάει μέχρι το 1931, οπότε με την επέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς αντιμετωπίζεται η ανώμαλη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Στα τέλη του 1927 – μαζί με άλλων οκτώ βουλευτών του Εργατικού Μετώπου – “αίρεται η βουλευτική του ασυλία”, μέτρο που πάρθηκε από την αστική τάξη με αφορμή το ζήτημα αυτονόμησης της Μακεδονίας. Κατά τη διάρκεια της Παγκαλικής δικτατορίας γίνεται το 3ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, στο οποίο εμποδίζονται να συμμετάσχουν τα στελέχη των προοδευτικών συνδικάτων, αφού κατά την άφιξή τους στην Αθήνα συλλαμβάνονται. Έτσι μετά το νέο αποκλεισμό του 1928 από το 4ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ των προοδευτικών συνδικάτων, στις 2 του Φλεβάρη το 1929 συγκαλείται από το 5μελές γραφείο, το Ενωτικό Συνέδριο των αποκλεισμένων από τη ΓΣΕΕ οργανώσεων και ιδρύεται η Ενωτική ΓΣΕΕ και ο Κ. Θέος εκλέγεται Γενικός Γραμματέας της. Στις εκλογές του 1936 το Παλλαϊκό Μέτωπο κερδίζει 15 βουλευτικές έδρες και ο Κ. Θέος εκλέγεται βουλευτής Δράμας. Συλλαμβάνεται στις 4 Αυγούστου 1936 και στέλνεται στην Ανάφη, απ’ όπου δραπετεύει τον Απρίλιο του 1938. Ξανασυλλαμάνεται το Πάσχα του 1939 και εξορίζεται στην Ακροναυπλία. Το 1941 μεταφέρεται στο σανατόριο της Πέτρας στον Όλυμπο, απ’ όπου τον ίδιο χρόνο δραπετεύει με άλλα στελέχη. Στις αρχές του 1942 ιδρύεται στην Αθήνα το Εργατικό ΕΑΜ με τον Κώστα Θέο στον ηγετικό του πυρήνα. Τον Απρίλη του 1944 μαζί με την Κεντρική Επιτροπή του ΕΕΑΜ ανεβαίνουν στο βουνό και μετά την απελευθέρωση τον Οκτώβρη του 1944, κατεβαίνουν στην Αθήνα και αναλαμβάνουν τη διοίκηση της ΓΣΕΕ. Είναι γνωστό ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης ασκούσε αυστηρή κριτική στον Κ. Θέο για χειρισμούς και τακτικές του στο συνδικαλιστικό κίνημα. Του κατελόγιζε επίσης πως όντας κρατούμενος δέχτηκε, κάτω από πιέσεις, να στεφανωθεί μέσα στη φυλακή, την περίοδο του Πανόπουλου. Το 1946 στο 8ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ εκλέγεται μέλος της γραμματείας και τα Χριστούγεννα του 1947 περνάει στην παρανομία, όταν γίνεται η Κυβέρνηση του Βουνού. Μετά τις διώξεις που αρχίζουν στην Ελλάδα για τους κομμουνιστές, καταφεύγει στο εξωτερικό και με την ιδιότητά του, γίνεται μέλος της διοίκησης της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας. Μετά την “αλλαγή” της καθοδήγησης στο Κόμμα, στην πολυσυζητημένη 6η Ολομέλεια εκλέχτηκε μέλος του Πολιτικού Γραφείου. Έγραψε πολλά άρθρα που δημοσιεύτηκαν στην Εργατική Βόλου, στο Συνδικαλιστή, στο Ριζοσπάστη, στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση, κ.α. Πέθανε στις 27-5-1958 στο Βουκουρέστι” (48/61-62). 34
Όπως γράφει η εφημερίδα Εμπρός: “Συνελήφθησαν εις Πειραιά οι Γ. Φραγκόπουλος ναυτεργάτης και Βασ. Γιαννόγκωνας εργάτης Τελωνείου, διότι κατεσχέθησαν εις χείρας των κομμουνιστικαί προκηρύξεις” (8/31-1-1930, σ. 4). 35 προφανώς: κιγκλίδα. 36
“Ήλθε, λοιπόν ο κομμουνισμός, μ’ ένα «Κατηγορώ» και με την υπόσχεσιν να βάλη τάξι και δικαιοσύνη, στη θέσι της αδικίας και της διαφθοράς των συνειδήσεων. Και εδώ είνε όλη η μαεστρία του κομμουνισμού. Έπιασε όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες για να μας κάνη οπαδούς του και να μας οδηγήση σ’ ένα ακόμη πιό φριχτό καθεστώς, και να οδηγήση στην κατάργησι όλων των αξιών που εδημιούργησε η πολιτισμένη ανθρωπότης. Συμπέρασμα: Τα «Κατηγορώ» του κομμουνισμού, είχαν κάποια απήχησι σε ωρισμένες τάξεις. Αφού και η Δημοκρατία, που νόμιζεν ο καθένας για αρχή μιάς νέας κοινωνικής μεταβολής, ήρθε στην Ελλάδα, σαν ένα νόθο παιδί και δεν μας άφησε καμμιά άλλη καλλίτερη ανάμνησι παρά τις καταχρήσεις, τα κινήματα, τα σκάνδαλα και την ένοπλο διάλυσι των απεργιών, έπεισε δε με τη φωνή: «Κάτω οι κλέφτες»” (1/5-4-1943). 37
Γράφει συγκεκριμένα: “Τώρα που η Εθνικοσοσιαλιστική ρομφαία αγωνίζεται και κτυπά την καρδιά του Κομμουνισμού, πρέπει να μάθη ολόκληρος ο κόσμος τον τεράστιον κίνδυνον που διατρέχει η πολιτισμένη ανθρωπότης ολόκληρος από το θανάσιμο αγκάλιασμα του Κομμουνισμού” (1/5-4-1943). 38
Παρόμοιο είναι και το ρεπορτάζ της εφημ. ΣΚΡΙΠ: “Εις το αυτόφωρον Πλημμελειοδικείον Πειραιώς διεξήχθη η δίκη των συλληφθέντων εις Πειραιά και Ρέντην κομμουνιστών και αρχειομαρξιστών δια τας αιματηράς σκηνάς του απογεύματος της Πρωτομαγιάς. Η δίκη αρχίσασα την 11ην νυκτερινήν επερατώθη χθες (4 Μαΐου) την αυγήν. Πρώτοι εδικάσθησαν οι κομμουνισταί Εμμ. Μανωλέας, Χρ. Μαλτέζος φοιτητής και Ι. Βοσνάκης οίτινες απεπειράθησαν να συγκροτήσουν μαχητικήν διαδήλωσιν
17
εις την συνοικίαν της Αγίας Σοφίας. Εξ αυτών κατεδικάσθησαν ο Μανωλέας εις φυλάκισιν 3 μηνών, ο Μαλτέζος εις φυλάκισιν 6 μηνών και 6μηνον εκτοπισμόν εις Κρήτην και ο Βοσνάκης εις φυλάκισιν 15 ημερών” (92/5-5-1930, σ. 4). 39
Ο Μανωλέας δεν υπήρξε ποτέ ναυτεργάτης με την αυστηρή έννοια του όρου, δηλαδή να έχει εργαστεί πάνω σε πλοίο, σε οποιοδήποτε δρομολόγιο, σε οποιαδήποτε ειδικότητα, για κάποιο διάστημα, έστω και μια φορά. Ο ίδιος δεν αναφέρει ποτέ κάτι τέτοιο. Ήταν ναυπηγοξυλουργός, και ως τέτοιος δραστηριοποιήθηκε στους ναυτεργάτες ελέω κόμματος. Μένει να απαντηθεί αν το κόμμα τον ανέχθηκε ή τον προώθησε. Η απάντηση μάλλον είναι ότι στην αρχή τον προώθησε, επιλέγοντάς τον, μετά τον ανέχθηκε και στο τέλος, όταν δεν το εξυπηρετούσε πια, του έδειξε την έξοδο.
18