Τίτλος πρωτοτύπου: The Governess and the Sheikh © MARGUERITE K AYE 2011. All rights reserved. © 2012 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.à.r.l. ISSN 1108-4324 Μετάφραση: Κωνσταντίνα Σιδ έρη Επιμέλεια: Ιωάννα Μπουζαλά Διόρθωση: Σωτηρία Αποστολάκη Απαγορεύεται η αναδ ημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδ οσή του με οποιοδ ήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδ εια του εκδ ότη. ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 279
Κεφάλαιο 1
Νταρ-ελ-Αμπά, Αραβία 1820
Ο σεΐχης Τζαμίλ αλ Ναζάρι, πρίγκιπας του Νταρ-ελ-Αμπά, μελέτησε τους όρους του εκτεταμένου και λεπτομερούς συμφωνητικού που ήταν απλωμένο μπροστά του. Έσμιξε συλλογισμένος τα φρύδια του και μια ρυτίδα σχηματίστηκε ανάμεσά τους, που όμως δεν κατάφερε ν’ ασχημύνει ούτε κατά διάνοια το εξαιρετικά ωραίο πρόσωπό του. Το μεταξωτό χρυσαφένιο μαντίλι που φορούσε στο κεφάλι του ταίριαζε τόσο πολύ με τη μελένια του επιδερμίδα. Το στόμα του ήταν σφιγμένο σε μια αποφασιστική γραμμή, αλλά μια υποψία καμπύλης στις γωνίες του έφτανε για να προδώσει μια αίσθηση χιούμορ, έστω κι αν το χρησιμοποιούσε σπάνια. Η μύτη του και το σαγόνι του ήταν καλοσχηματισμένα, το αψεγάδιαστο και αυταρχικό προφίλ του ήταν το ιδανικό για να χρησιμοποιηθεί σαν έμβλημα του βασιλείου του, αλλά ο Τζαμίλ είχε αρνηθεί να δώσει τη συγκατάθεσή του όταν το ζήτησε το Συμβούλιό του. Μ α το πιο εκθαμβωτικό χαρακτηριστικό του ήταν τα μάτια του. Είχαν ένα παράξενο χρώμα, χρυσαφί σαν του φθινοπώρου, που άστραφτε και σκούραινε θαρρείς και αντανακλούσε την αλλαγή της διάθεσής
του. Αυτά τα μάτια μεταμόρφωναν τον Τζαμίλ, τον έκαναν από έναν εντυπωσιακά ωραίο άντρα σ’ έναν άντρα αλησμόνητο. Τον πρίγκιπα του Νταρ-ελ-Αμπά, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσε κανείς να τον παραβλέψει. Η θέση του, όντας ο πιο ισχυρός σεΐχης των ανατολικών περιοχών της Αραβίας, του το εξασφάλιζε αυτό. Ο Τζαμίλ είχε γεννηθεί για να βασιλέψει και είχε ανατραφεί για να κυβερνήσει. Από τα είκοσι ένα του, από τότε που είχε ανεβεί στο θρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του, κρατούσε το Νταρ-ελΑμπά ελεύθερο από επιδρομές, διατηρώντας την ανεξαρτησία του κι ενισχύοντας, ταυτόχρονα, την υπεροχή του χωρίς περιττές αιματοχυσίες. Ο Τζαμίλ ήταν ικανός και προικισμένος διπλωμάτης. Ήταν όμως κι επίφοβος εχθρός, γεγονός που ενίσχυε σημαντικά τη θέση του στις διαπραγματεύσεις. Αν και είχε καιρό να χρησιμοποιήσει το φοβερό του γιαταγάνι με τη χρυσοποίκιλτη λαβή στολισμένη με διαμάντια και σμαράγδια που κρεμόταν από τη μέση του, δεν ήταν ένα απλό τελετουργικό παιχνίδι. Μ ελετώντας ακόμα το έγγραφο στο χέρι του, ο Τζαμίλ σηκώθηκε και βάλθηκε να βαδίζει πέρα δώθε στην εξέδρα όπου δέσποζε ο βασιλικός θρόνος. Ο χρυσαφής μανδύας του, φοδραρισμένος με σατέν και γαρνιρισμένος με πασμαντερί, πλεγμένη με χρυσή κλωστή κι ένθετους ημιπολύτιμους λίθους, ανέμιζε πίσω του. Ο απλός λευκός μεταξωτός χιτώνας που φορούσε από κάτω αποκάλυπτε μια λιπόσαρκη σιλουέτα, αθλητική και λυγερή, περήφανη και δυνατή, που θύμιζε πάνθηρα, το έμβλημά του. «Είναι κάτι λάθος, Υψηλότατε;» Ο Χαλίμ, ο έμπιστος βοηθός του Τζαμίλ, μίλησε διστακτικά, βγάζοντάς τον από την ονειροπόλησή του. Ήταν ο μόνος από τα μέλη του Συμβουλίου των Γερόντων που τολμούσε ν’ απευθυνθεί
στον Τζαμίλ χωρίς να ζητήσει πρώτα την άδειά του, αλλά και πάλι δείλιαζε γιατί αντιλαμβανόταν ότι, παρ’ όλο που είχε την εμπιστοσύνη του πρίγκιπα, δεν υπήρχε πραγματικό δέσιμο μεταξύ τους, δεν τους ένωνε ο δεσμός της φιλίας. «Όχι», απάντησε ο Τζαμίλ κοφτά. «Το συμβόλαιο μνηστείας φαίνεται αρκετά λογικό». «Όπως βλέπετε, οι όροι και οι προϋποθέσεις που θέσατε έγιναν δεκτά», συνέχισε ο Χαλίμ προσεκτικά. «Η οικογένεια της πριγκίπισσας Αντίρα υπήρξε πολύ γενναιόδωρη». «Όχι αδικαιολόγητα», απάντησε ο Τζαμίλ δηκτικά, «γιατί τα πλεονεκτήματα που θα τους δώσει αυτή η συμμαχία με τους γείτονες αξίζουν πολύ περισσότερο από τα δικαιώματα σε μερικά αδαμαντωρυχεία που θα πάρω σε αντάλλαγμα». «Πράγματι, Υψηλότατε», ο Χαλίμ υποκλίθηκε. «Αν είσαστε ικανοποιημένος, λοιπόν, ίσως θα μπορούσα να προτείνω να προχωρήσετε στην υπογραφή;» Ο Τζαμίλ σωριάστηκε πάλι στο θρόνο —ένα χαμηλό καρεκλάκι, στην ουσία, μ’ ένα κυκλικο βελουδένιο κάθισμα. Ήταν φτιαγμένος από ατόφιο χρυσάφι, για πόδια είχε δυο λιοντάρια κι η ράχη του είχε το σχήμα του ανατέλλοντος ηλίου. Αποτελούσε ένα αξιοσέβαστο κειμήλιο, μια απόδειξη της μακράς κι ένδοξης ιστορίας του βασιλείου. Ήταν παλιό, τριών αιώνων και πλέον, κι έλεγαν πως όποιος άντρας καθόταν εκεί και δεν ήταν αυτός που πραγματικά προοριζόταν για κυβερνήτης έπεφτε θύμα μιας κατάρας και πέθαινε σ’ ένα χρόνο και μια μέρα. Ο πατέρας του Τζαμίλ τον αγαπούσε αυτόν το θρόνο κι όλα όσα αντιπροσώπευε, αλλά ο Τζαμίλ τον απεχθανόταν, τον έβρισκε φανταχτερά επιδεικτικό και καθόλου πρακτικό. Έγειρε μπρος στο άβολο κάθισμα, στήριξε το πιγούνι του στο ένα του χέρι και χτύπησε με τον δείκτη του άλλου χεριού του το
έγγραφο που ήταν ακουμπισμένο στο χαμηλό τραπέζι μπροστά του. Τα μέλη του Συμβουλίου των Γερόντων, καθισμένα κατά σειρά προτεραιότητας σε χαμηλά σκαμνιά αντίκρυ στην εξέδρα, τον κοίταξαν ανήσυχα. Ο Τζαμίλ αναστέναξε από μέσα του. Ήταν φορές που το βάρος της βασιλείας ήταν ασήκωτο. Παρ’ όλο που το συμβόλαιο μνηστείας ήταν σημαντικό, δεν ήταν αυτό που απασχολούσε το μυαλό του τούτη τη στιγμή. Αναγνώριζε πως ο γάμος που το Συμβούλιο τον ικέτευε τόσο καιρό να συνάψει ήταν μια στρατηγική και δυναστική αναγκαιότητα, αλλά για τον ίδιο δεν είχε το ελάχιστο προσωπικό ενδιαφέρον. Θα παντρευόταν, κι ο γάμος αυτός θα επισφράγιζε πολλές πολιτικές κι εμπορικές συμφωνίες, που ήταν το θεμέλιο του συμβολαίου. Το Νταρ-ελΑμπά θα κέρδιζε έναν ισχυρό σύμμαχο, κι όταν ο Τζαμίλ θα είχε κάνει το χρέος του, κι έναν κληρονόμο. Εκείνος προσωπικά θα κέρδιζε... Τίποτα. Τίποτα απολύτως. Δεν είχε καμιά επιθυμία να παντρευτεί. Όχι πάλι. Και μάλιστα, όχι πάλι για χάρη του Νταρ-ελ-Αμπά, του βασιλείου του που του εξουσίαζε την ψυχή και το σώμα. Δεν ήθελε άλλη σύζυγο και σίγουρα δεν ήθελε άλλη μία σύζυγο που του είχε διαλέξει το Συμβούλιό του —αν κι η αλήθεια να λέγεται, η μια πριγκίπισσα ήταν ίδια με την άλλη. Δεν του ήταν αντιπαθής η πρώτη του σύζυγος, αλλά η άμοιρη Καρίντα, που είχε πεθάνει στη γέννα λίγο μετά που ο Τζαμίλ ανέβηκε στην εξουσία, έδειχνε να προτιμάει τα ζαχαρωτά από γλυκόριζα και το καραμελωμένο τζίντζερ περισσότερο απ’ όλους και όλα. Ο Τζαμίλ μπορούσε να ζει μια χαρά χωρίς άλλη μια τέτοια γυναίκα, όπως αυτή η πριγκίπισσα Πώς-τη-λένε, με την οποία ο
Χαλίμ και το Συμβούλιό του βιάζονταν να τον αλυσοδέσουν. Ήταν απόλυτα ευχαριστημένος σαν εργένης, αλλά η χώρα του χρειαζόταν κληρονόμο. Έπρεπε λοιπόν να πάρει μια σύζυγο και, σύμφωνα με την παράδοση, αυτή τη σύζυγο την επέλεγε το Συμβούλιο. Παρ’ όλο που τα αποδοκίμαζε όλ’ αυτά, δεν του πέρασε από το μυαλό ν’ αμφισβητήσει τη διαδικασία. Καταρχήν ήταν κι εκείνος πρόθυμος να δώσει ένα γιο στο λαό του, να του προσφέρει ένα διάδοχο. Το πρόβλημα που είχε ήταν να βρει τη χρυσή τομή ανάμεσα στην παράδοση και την πράξη. Γιατί ο Τζαμίλ δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως ήταν έτοιμος γι’ άλλο ένα παιδί. Τουλάχιστον όχι ώσπου να δει τι θα έκανε μ’ αυτό που ήδη είχε. Σκέφτηκε αυτό που τον απασχολούσε πάνω απ’ όλα: την οχτάχρονη κόρη του, τη Λίνα. Ο Τζαμίλ αναστέναξε πάλι, αυτή τη φορά δυνατά. Ένας ψίθυρος αμηχανίας του απάντησε από τη μεριά των Γερόντων. Είκοσι τέσσερις από αυτούς, εκτός από τον Χαλίμ, φορούσαν το χαρακτηριστικό έμβλημα του Συμβουλίου, το ίγκαλ, έναν αλ Ναζάρι πράσινο καρό κεφαλόδεσμο με χρυσό δέσιμο για να το κρατάει στη θέση του, και το σήμα του πάνθηρα κεντημένο στους χιτώνες τους. Η αίθουσα του θρόνου όπου βρίσκονταν οι Γέροντες είχε μήκος πάνω από τριάντα μέτρα και το δάπεδο ήταν από γυαλιστερό λευκό μάρμαρο πλαισιωμένο με χρυσοπράσινα πλακάκια. Το φως που πλημμύριζε το δωμάτιο έμπαινε από μια σειρά στρογγυλά παράθυρα ψηλά στους τοίχους και αντανακλούνταν μέσ’ απ’ τις επιχρυσωμένες σιδερένιες γρίλιες τους στα κρύσταλλα-δάκρυα των πέντε τεράστιων πολυελαίων. Οι περισσότεροι άντρες που βρίσκονταν μπροστά στον Τζαμίλ είχαν υπηρετήσει και στο Συμβούλιο του πατέρα του. Η πλειοψηφία τους ήταν παραδοσιακοί, συντηρητικοί και αντιστέκονταν σε κάθε προσπάθεια για αλλαγή, κάτι που εξόργιζε
όλο και περισσότερο τον Τζαμίλ. Αν μπορούσε, θα είχε αποσύρει τους περισσότερους από αυτούς, αλλά, μολονότι η υπομονή του πλησίαζε στα όριά της, ο πρίγκιπας δεν ήταν κανένας ανόητος. Υπήρχαν πολλοί τρόποι για να γδάρεις τη γίδα. Θα έβαζε το Νταρελ-Αμπά στον σύγχρονο κόσμο και θα έπαιρνε και το λαό του μαζί, είτε ήθελαν να τον ακολουθήσουν στο ταξίδι είτε όχι, αν και προτιμούσε να έρθουν με τη βούλησή τους, όπως ακριβώς προτιμούσε τη διπλωματία από τον πόλεμο. Αυτός ο γάμος που του πρότειναν ήταν η κίνησή του προς τον κατευνασμό, γιατί το χέρι που δίνει είναι και το χέρι που δέχεται. Θα το υπέγραφε το συμβόλαιο. Φυσικά και θα το υπέγραφε. Αλλά όχι ακόμα. Ο Τζαμίλ πέταξε τα χαρτιά στον Χαλίμ. «Δε θα τους βλάψει να περιμένουν λίγο», είπε και σηκώθηκε τόσο σβέλτα που οι Γέροντες αναγκάστηκαν να πέσουν στα γόνατα. «Δε θέλουμε να νομίζουν πως θα πάρουν πολλά απ’ αυτή τη συμφωνία», είπε και αποπήρε το Συμβούλιό του. «Σηκωθείτε! Σηκωθείτε!» Και να πει κανείς ότι δεν τους είχε τονίσει άπειρες φορές ότι δεν ήθελε να δείχνουν έτσι την υπακοή τους σε κατ’ ιδίαν συσκέψεις! Αυτοί εκεί όμως επέμεναν. Μ όνο ο Χαλίμ έμενε σταθερός στις θέσεις του, ακολουθώντας τώρα τον Τζαμίλ κατά βήμα καθώς κατέβαινε δυο δυο τα σκαλοπάτια της εξέδρας και κατευθυνόταν προς την τεράστια δίφυλλη πόρτα στο βάθος της αίθουσας. «Υψηλότατε, αν επιτρέπεται να προτείνω...;» «Όχι τώρα», ο Τζαμίλ άνοιξε την πόρτα, αιφνιδιάζοντας τους φρουρούς από την άλλη πλευρά. «Μ α δεν καταλαβαίνω, Υψηλότατε... Νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει ότι...» «Είπα όχι τώρα!» φώναξε ο Τζαμίλ. «Έχω ένα άλλο θέμα που θέλω να συζητήσω. Έλαβα μια πολύ ενδιαφέρουσα επιστολή από
τη λαίδη Σίλια». Ο Χαλίμ επέσπευσε το βήμα του καθώς έπαιρναν τον μακρύ διάδρομο προς τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του πρίγκιπα. «Την Αγγλίδα σύζυγο του πρίγκιπα Ραμίζ του Α’Καντίζ; Τι λόγο μπορεί να έχει για να σας γράψει;» «Η επιστολή της αφορά τη Λίνα», απάντησε ο Τζαμίλ καθώς έμπαιναν στην αυλή που ολόγυρά της ήταν χτισμένα τα διαμερίσματά του. «Αλήθεια; Και τι ακριβώς έχει να πει επί του θέματος;» «Γράφει ότι άκουσε πως έχω κάποιες δυσκολίες να βρω μια θηλυκή μέντορα που ν’ ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες της κόρης μου. Ο πατέρας της λαίδης Σίλια είναι ο λόρδος Άρμστρονγκ, ένας διακεκριμένος Βρετανός διπλωμάτης, και φαίνεται πως η κόρη του κληρονόμησε τον επιδέξιο τρόπο του να χρησιμοποιεί τις κατάλληλες λέξεις. Αυτό που εννοεί πραγματικά είναι ότι άκουσε πως η Λίνα είναι εκτός ελέγχου και πως έχει βγάλει εκτός μάχης όλες τις γυναίκες στις οποίες έχω εμπιστευτεί την ανατροφή της». Ο Χαλίμ αγρίεψε. «Νομίζω πως η συμπεριφορά της κόρης σας δεν αφορά τη λαίδη Σίλια. Αν μου επιτρέπεται... δεν αφορά το Α’Καντίζ ή τον σεΐχη του». «Ο πρίγκιπας Ραμίζ είναι ένας εξέχων άντρας κι εξαιρετικός κυβερνήτης, που οι προοδευτικές του απόψεις συνάδουν με τις δικές μου. Θα έλεγα λοιπόν, Χαλίμ, ότι κάθε ευκαιρία να έρθουν πιο κοντά τα βασίλειά μας θα πρέπει να ενθαρρυνθεί και όχι να αντιμετωπιστεί με μνησικακία». Ο Χαλίμ υποκλίθηκε. «Όπως πάντα, έχετε μια εξαιρετική δικαιολογία, Υψηλότατε. Γι’ αυτό εσείς είσαστε άρχοντας αυτού του τόπου κι εγώ ένας απλός υπηρέτης». «Άσε κατά μέρος τις ψευτοταπεινοφροσύνες, Χαλίμ. Ξέρουμε κι
οι δύο πως δεν είσαι ένας απλός υπηρέτης!» Ο Τζαμίλ μπήκε στο πρώτο από τα δωμάτια που σχημάτιζαν τετράγωνο γύρω από την αυλή, έλυσε τον επίσημο μανδύα του και τον πέταξε σ’ ένα ντιβάνι. Ακολούθησε ο κεφαλόδεσμος και το γιαταγάνι του. «Ουφ!» έκανε περνώντας το χέρι του στα κοντοκομμένα μαλλιά του. Ήταν πυρρόξανθα, κληρονομιά της Αιγύπτιας μητέρας του. Άνοιξε το συρτάρι ενός μεγάλου σκαλιστού γραφείου που δέσποζε στο δωμάτιο, βρήκε την επιστολή και τη διάβασε βιαστικά γι’ άλλη μια φορά. «Μ πορώ να ρωτήσω τι λύση προσφέρει η λαίδη Σίλια στο υποτιθέμενο πρόβλημά μας;» ρώτησε ο Χαλίμ. Ο Τζαμίλ ύψωσε το βλέμμα του από την κομψά διατυπωμένη επιστολή και χαμογέλασε —ένα από τα σπάνια χαμόγελά του— ξέροντας πολύ καλά ότι η πρόταση της λαίδη Σίλια θα σκανδάλιζε το Συμβούλιό του και όχι μόνο —ήταν τόσο ανατρεπτική σε σχέση με τον παραδοσιακό τρόπο ανατροφής μιας πριγκίπισσας της Αραβίας! Σήμερα όμως η σύσκεψη με το Συμβούλιό του τον είχε κάνει να πλήξει απίστευτα, τον είχε κάνει να βαρεθεί αφόρητα την παράδοση! «Αυτό που προσφέρει η λαίδη Σίλια είναι η αδερφή της». «Η αδερφή της!» «Η λαίδη Κασσάνδρα Άρμστρονγκ». «Για ποιο σκοπό ακριβώς;» «Σαν γκουβερνάντα της Λίνα. Είναι η τέλεια λύση». «Τέλεια!» ο Χαλίμ έδειχνε έντρομος. «Τέλεια πώς; Δεν ξέρει τους τρόπους μας, τα έθιμά μας... Πώς είναι δυνατόν να σκεφτήκατε ότι μια Εγγλέζα είναι ικανή να εκπαιδεύσει την πριγκίπισσα Λίνα για τον μελλοντικό της ρόλο;» «Ακριβώς επειδή θα είναι ανίκανη για κάτι τέτοιο, είναι τέλεια», απάντησε ο Τζαμίλ και το χαμόγελό του έσβησε. «Μ ια δόση
αγγλικής πειθαρχίας και συμπεριφοράς είναι αυτό που χρειάζεται η Λίνα. Μ ην ξεχνάς ότι η Βρετανία είναι μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις του κόσμου και οι Βρετανοί φημίζονται για τη σκληρή δουλειά τους και τις πρωτοβουλίες τους. Η κουλτούρα τους θα είναι μια πρόκληση για την άποψη που έχει η κόρη μου για τον κόσμο και τη θέση της σ’ αυτόν. Δε θέλω να γίνει μια χαζοχαρούμενη δεσποσύνη που θα περνάει την ώρα της, όσο εγώ θα ψάχνω να της βρω σύζυγο, ξαπλώνοντας από ντιβάνι σε σοφρά, ρουφώντας σερμπέτια και ξεσπώντας σε νευρικές κρίσεις κάθε φορά που δε θα περνάει το δικό της». Όπως έκανε κι η μητέρα της. Αυτό δεν το είπε, αλλά δε χρειαζόταν. Τα νευρικά ξεσπάσματα της πριγκίπισσας Καρίντα ήταν παροιμιώδη. «Θέλω η κόρη μου να μπορεί να σκέφτεται και ν’ αποφασίζει για τον εαυτό της». «Υψηλότατε!» Τα καστανά μάτια του Χαλίμ γούρλωσαν από το σοκ, κάνοντάς τον να μοιάζει με τρομαγμένο λαγό. «Η πριγκίπισσα Λίνα είναι το μεγαλύτερο ατού του Νταρ-ελ-Αμπά. Τις προάλλες μόλις ο πρίγκιπας του...» «Δε θα χαρακτήριζα την κόρη μου ατού», τον έκοψε ο Ζαμίλ άγρια. «Για τ’ όνομα του Θεού, δεν είναι ούτε εννιά χρονών ακόμα!» Αιφνιδιασμένος από τη βίαιη αντίδραση του πρίγκιπά του — γιατί, παρ’ όλο που ο Τζαμίλ ήταν ευσυνείδητος γονιός, δε συνήθιζε να επιδεικνύει την πατρική στοργή του—, ο Χαλίμ συνέχισε λίγο πιο προσεκτικά. «Ένας καλός γάμος χρειάζεται χρόνο για να σχεδιαστεί, Υψηλότατε, όπως γνωρίζετε κι εσείς». «Για την ώρα, μπορείς να ξεχάσεις τα παντρολογήματα της Λίνα. Αν δε μάθει τρόπους, δεν πρόκειται να βρεθεί άντρας με τα λογικά του να την πάρει». Ο Τζαμίλ τεντώθηκε στη δερμάτινη καρέκλα πίσω από το γραφείο του. «Έλα τώρα, Χαλίμ, ξέρεις πόσο απαίσια μπορεί να φερθεί. Έχω φτάσει στα όριά μου μαζί της. Φταίω κι εγώ
όμως, το ξέρω. Την άφησα να γίνει ένα κακομαθημένο πλάσμα επειδή στερήθηκε τη μητέρα της». «Μ α τώρα πρόκειται να παντρευτείτε, κι η πριγκίπισσα Αντίρα θ’ αναλάβει αυτόν το ρόλο». «Πολύ αμφιβάλλω. Νομίζω ότι σου διαφεύγουν μερικά πράγματα. Δε θέλω ν’ ανατραφεί η Λίνα με τον παραδοσιακό τρόπο, όπως μια πριγκίπισσα της Αραβίας». Όπως δε θα ήθελε ν’ ανατραφεί κι ο γιος του με τον παραδοσιακό τρόπο που ανατρέφεται ένας πρίγκιπας της Αραβίας. Μ ια σκιά πέρασε από το πρόσωπό του σαν θυμήθηκε τις σκληρές μεθόδους του πατέρα του σε ό,τι αφορούσε την ανατροφή των παιδιών. Όχι, αυτός σίγουρα δε θα επέβαλλε αυτές τις μεθόδους στο γιο του. «Θέλετε να συμπεριφέρεται σαν Αγγλίδα λαίδη;» η ανήσυχη έκφραση του Χαλίμ τον έφερε πίσω στο παρόν. «Ναι. Αν η λαίδη Σίλια είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας Αγγλίδας κυρίας, ναι, αυτό ακριβώς θέλω. Κι αν αυτή η λαίδη Κασσάνδρα μοιάζει στην αδερφή της, τότε θα είναι τέλεια», ο Τζαμίλ συμβουλεύτηκε το γράμμα που κρατούσε στα χέρια του. «Λέει εδώ πως είναι είκοσι ενός χρονών. Υπάρχουν άλλες τρεις αδερφές, μικρότερες, κι η λαίδη Κασσάνδρα είχε αναλάβει, μαζί με την αδερφή της, την ανατροφή τους. Τρεις! Αν μπορεί να φέρει βόλτα τρία κορίτσια, τότε ένα θα είναι —πώς το λένε οι Άγγλοι, να δεις;— ένα κομμάτι κέικ! Παιχνιδάκι!» Το πρόσωπο του Χαλίμ παρέμεινε σκοτεινό. Ο Τζαμίλ γέλασε. «Αν κατάλαβα καλά, δε συμφωνείς. Μ ε απογοητεύεις. Ήξερα πως το Συμβούλιο δε θ’ αντιλαμβανόταν αμέσως τα οφέλη αυτής της πρότασης, αλλά είχα καλύτερη γνώμη για σένα. Σκέψου το, Χαλίμ —οι Άρμστρονγκ είναι μια οικογένεια με εξαιρετικό γενεαλογικό δέντρο και, το πιο σημαντικό, άψογες επαφές και διασυνδέσεις. Ο πατέρας είναι διπλωμάτης με επιρροή στην Αίγυπτο και στην Ινδία
κι ο θείος είναι μέλος της αγγλικής κυβέρνησης. Δε θα μας βλάψει να έχουμε μια από τις κόρες στο σπιτικό μας, κι επιπλέον θα μας χρωστάνε. Κατά τη λαίδη Σίλια, τους κάνουμε χάρη». «Πώς αυτό;» «Η λαίδη Κασσάνδρα είναι ήδη στο Α’Καντίζ κι επιθυμεί να παρατείνει τη διαμονή της, να δει περισσότερα από τον τόπο μας, τον πολιτισμό μας. Φαίνεται πως είναι από εκείνους τους λόγιους τύπους, που τους αρέσει η μελέτη...» «Είκοσι ενός χρονών είπατε;»ο Χαλίμ έσμιξε τα φρύδια του. «Σαν μεγάλη για γυναίκα να είναι ανύπαντρη, ακόμα και για την Αγγλία». «Μ άλλον. Διαβάζοντας μέσα από τις γραμμές... υποπτεύομαι πως είναι ο τύπος της γεροντοκόρης... Ξέρεις, από αυτές τις τυπικές Εγγλέζες —άχαρη, που τα πάει πιο καλά με τα βιβλία της παρά με το αντίθετο φύλο». Ο Τζαμίλ χαμογέλασε. «Ακριβώς αυτό που χρειάζεται η Λίνα. Ένα βαρετό θηλυκό με καλή μόρφωση και αυστηρή πειθαρχία». «Μ α, Υψηλότατε, δεν μπορείτε να είσαστε σίγουρος ότι...» «Αρκετά. Δε θ’ ανεχτώ άλλα επιχειρήματα. Έχω κουραστεί να προσπαθώ με τον παραδοσιακό τρόπο να συμμορφώσω τη Λίνα. Η παράδοση απέτυχε. Τώρα θα το κάνω με το δικό μου τρόπο, τον μοντέρνο, κι ίσως έτσι μπορέσει να δει ο λαός μου τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν αν απλωθούμε πέρα από τους περιορισμούς της κουλτούρας μας». Ο Τζαμίλ σηκώθηκε από το κάθισμά του. «Έγραψα ήδη στη λαίδη Σίλια πως δέχομαι την ευγενική της πρόταση. Δε σ’ έφερα εδώ για να συζητήσουμε τα οφέλη της πρότασης, αλλά για να σου ανακοινώσω την απόφασή μου. Θα συναντηθούμε σε τρεις μέρες στα σύνορα με το Α’Καντίζ. Η λαίδη Σίλια θα φέρει την αδερφή της, θα τη συνοδεύει κι ο σύζυγός της, ο πρίγκιπας Ραμίζ. Θα σταθεροποιήσουμε έτσι τη
σχέση μας με το βασίλειό του και θα παραλάβουμε ταυτόχρονα την καινούρια γκουβερνάντα της Λίνα. Αντιλαμβάνεσαι βεβαίως πως το καραβάνι μου πρέπει να είναι αρκούντως εντυπωσιακό για την περίσταση. Φρόντισέ το, σε παρακαλώ. Και τώρα μπορείς να πηγαίνεις». Ο Χαλίμ κατάλαβε πως η απόφαση του κυρίου του ήταν οριστική και αμετάκλητη, άρα δεν είχε άλλη επιλογή από το να υπακούσει. Καθώς οι φρουροί έκλειναν τις πόρτες της αυλής πίσω του, πήρε το δρόμο για τα διαμερίσματά του με βαριά καρδιά. Δεν του άρεσαν καθόλου αυτά που είχε ακούσει. Να μην τον έλεγαν Χαλίμ Μ οχάμεντ Ζαράχ Άκμπαρ-ελ-Άκρα αν δεν τους περίμεναν μπελάδες! ***
Την ίδια στιγμή, στο βασίλειο του Α’Καντίζ, σε μια άλλη ηλιόλουστη αυλή ενός άλλου παλατιού, η λαίδη Σίλια κι η λαίδη Κασσάνδρα έπαιρναν το τσάι τους καθισμένες σ’ ένα βουνό μαξιλάρια, στη σκιά μιας λεμονιάς. Πλάι τους, σε μια καλαθούνα ντυμένη με σατέν, το μωρό της Σίλια γουργούριζε ευχαριστημένο, κάνοντας τις δυο αδερφές να γελούν με την καρδιά τους, γιατί σίγουρα η μικρή Μ πασίρα ήταν το πιο χαριτωμένο μωρό της Αραβίας. Η Κάσι ακούμπησε το ποτήρι της στο βαρύ ασημένιο δίσκο πλάι στο σαμοβάρι. «Μ πορώ να την κρατήσω λίγο;» «Και βέβαια μπορείς». Η Σίλια σήκωσε το πολύτιμο μπογαλάκι από το καλάθι και το έδωσε στην Κάσι, που ακούμπησε επιδέξια την ανιψιά της στα γόνατά της και τη λίκνισε χαμογελώντας της με λατρεία. «Μ πασίρα», μουρμούρισε η Κάσι χαϊδεύοντας το παχουλό
μαγουλάκι του παιδιού με το δάχτυλό της. «Ωραίο όνομα. Τι σημαίνει;» «Αυτή που φέρνει χαρά». Η Κάσι χαμογέλασε. «Πόσο της ταιριάζει!» «Σε συμπαθεί», παρατήρησε η Σίλια μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο, γοητευμένη από την εικόνα που παρουσίαζε η κόρη της κι η αδερφή της. Στις βδομάδες που είχαν μεσολαβήσει από τότε που είχε έρθει η Κάσι στο Α’Καντίζ, έδειχνε να είχε ξαναβρεί κάπως το παλιό κέφι της, αλλά η Σίλια λυπόταν κάθε φορά που έβλεπε εκείνο το πονεμένο βλέμμα που συννέφιαζε τα μεγάλα βαθυγάλανα μάτια της, όταν νόμιζε πως δεν την πρόσεχε κανείς. Οι σκούροι κύκλοι που πρόδιναν τις ξάγρυπνες νύχτες της από τότε που είχε συμβεί αυτό, είχαν σβήσει τώρα και το δέρμα της είχε χάσει την αφύσικη χλομάδα του. Για τον καθένα, η Κασσάνδρα παρέμενε η εκθαμβωτική καλλονή που ήταν πάντα, μ’ εκείνα τα σκουρόξανθα μαλλιά σαν κορόνα στο κεφάλι της και τις χυμώδεις καμπύλες της, τόσο διαφορετική από τη λεπτοκαμωμένη Σίλια. Η Σίλια όμως δεν ήταν ο καθένας, ήταν η μεγαλύτερη αδερφή της Κάσι και την αγαπούσε πάρα πολύ. Ήταν ένας δεσμός που είχε σφυρηλατηθεί μέσα από αντιξοότητες, γιατί είχαν χάσει τη μητέρα τους νωρίς και, παρ’ όλο που το κενό ανάμεσα στην Κάσι και την επόμενη αδερφή τους, την Κρεσίντα, δεν ξεπερνούσε τα τρία χρόνια, ήταν ωστόσο αρκετό για να χωρίσει την οικογένεια σε δύο διακριτά στρατόπεδα: τις δύο μεγάλες που αγωνίζονταν να πάρουν τη θέση της μητέρας τους και τις τρεις μικρότερες που είχαν ανάγκη από φροντίδα. «Καημενούλα μου», είπε η Σίλια σκύβοντας και αγκαλιάζοντας την αδερφή της, «πέρασες τόσο δύσκολες ώρες τους τελευταίους τρεις μήνες! Είσαι σίγουρη πως είσαι έτοιμη γι’ αυτή την
πρόκληση;» «Μ η με λυπάσαι, Σίλια», είπε η Κάσι κατσουφιάζοντας. «Εγώ φταίω για τα περισσότερα απ’ όσα πέρασα». «Μ α γιατί το λες αυτό; Αυτός σε παράτησε στα σκαλιά της εκκλησίας!» Η Κάσι δάγκωσε το χείλι της. «Υπερβάλλεις λίγο. Θέλαμε δυο βδομάδες ακόμα για το γάμο». «Ο αρραβώνας είχε αναγγελθεί επίσημα, είχε οριστεί η ημερομηνία του γάμου, ο κόσμος έστελνε δώρα —στείλαμε κι εμείς το δικό μας—, οι καλεσμένοι είχαν παρευρεθεί σε προγαμιαία γεύματα. Ξέρω πως νόμιζες ότι τον αγαπούσες, Κάσι, αλλά πώς μπορείς να τον υπερασπίζεσαι μετά από αυτό...» «Δεν τον υπερασπίζομαι», η Κάσι άνοιξε διάπλατα τα μάτια της για να εμποδίσει τα δάκρυα να κυλήσουν. «Λέω απλά ότι φταίω κι εγώ όσο κι ο Ογκάστας». «Γιατί το λες αυτό;» Ως τώρα η Κάσι είχε αρνηθεί να συζητήσει για τον διαλυμένο αρραβώνα της, γιατί ήθελε να τον ξεχάσει εντελώς, κι η Σίλια, που έβλεπε πως η περηφάνια της αδερφής της είχε πληγωθεί τόσο βαθιά όσο κι η καρδιά της, είχε αποφύγει να τη ρωτήσει, από τακτ. Τώρα όμως η υπομονή της είχε εξαντληθεί και την έτρωγε η περιέργεια. Έσκυψε και πήρε το μωρό, που είχε αρχίσει να βγάζει εκείνους τους ανυπόμονους ήχους πριν απαιτήσει πιο έντονα την τροφή του. Η Σίλια σκέφτηκε τον Ραμίζ και χαμογέλασε καθώς έβαζε το μωρό στο στήθος της. Το παιδί είχε κληρονομήσει προφανώς το απαιτητικό ταμπεραμέντο του πατέρα του. «Δε θα μου πεις, Κάσι;» είπε τρυφερά. «Μ ερικές φορές το να μιλάς για κάποια πράγματα, όσο οδυνηρά κι αν είναι, βοηθάει, κι εγώ ανησυχούσα τόσο πολύ για σένα». «Είμαι μια χαρά», δήλωσε η Κάσι ρουφώντας τη μύτη της, αλλά έδειχνε τόσο χάλια που η Σίλια γέλασε.
«Ψεύτρα». Η Κάσι κατάφερε να χαμογελάσει αχνά. «Ε, εντάξει, μπορεί να μην είμαι μια χαρά τώρα, αλλά θα είμαι, σ’ το υπόσχομαι. Απλά έχω ανάγκη ν’ αποδείξω στον εαυτό μου πως αξίζω κάτι, πως μπορώ να πετύχω σε κάτι, κάτι που να είμαι περήφανη γι’ αυτό». «Κάσι, σε αγαπάμε όλοι, όπως κι αν είσαι. Το ξέρεις αυτό». «Ναι, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα, Σίλια. Φέρθηκα ανόητα κι ο μπαμπάς είναι ακόμα έξω φρενών μαζί μου. Δεν μπορώ να γυρίσω στην Αγγλία, τουλάχιστον όχι ώσπου ν’ αποδείξω ότι δεν είμαι μόνο ένα κουτορνίθι!» «Κάσι, ο Ογκάστας σε πρόδωσε, όχι εσύ, αυτός αποδείχτηκε ανάξιός σου». «Ήταν επιλογή μου». «Δεν μπορείς να επιλέξεις ποιον θα ερωτευτείς, Κάσι». «Να σου πω κάτι, Σίλια; Θα επιλέξω να μην ερωτευτώ ποτέ ξανά!» «Ω, Κάσι, τώρα είπες τη μεγαλύτερη ανοησία», η Σίλια της χτύπησε τρυφερά το γόνατο. «Και βέβαια θα ξαναερωτευτείς. Το εκπληκτικό είναι που δεν είχες ερωτευτείς πρωτύτερα, γιατί είσαι τόσο ρομαντική». «Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Θα πάψω να είμαι. Πήρα ένα σκληρό μάθημα και είμαι αποφασισμένη να μην πάρω κι άλλο. Αν σου πω πώς έγινε, ίσως καταλάβεις». «Αν είσαι σίγουρη πως θέλεις να μου πεις...» «Γιατί όχι; Δεν μπορείς να σκεφτείς χειρότερα για μένα απ’ όσο εγώ για τον εαυτό μου. Όχι, μη με κοιτάς έτσι. Δε μου αξίζει η λύπη σου». Η Κάσι έπαιξε με τις γαλάζιες κορδέλες που έδεναν τα φουσκωτά μανίκια του μουσελινένιου φουστανιού της. «Ο Ογκάστας έλεγε πως αυτές οι κορδέλες έχουν το ίδιο χρώμα με τα μάτια μου, πως τα μάτια μου είχαν το χρώμα τ’ ουρανού το δείλι,
πως μπροστά τους ωχριούσαν οι ανθισμένες λεβάντες. Μ ου έφερε ένα μπουκέτο βιολέτες σ’ ένα ασημένιο-φιλιγκράν βάζο και μου είπε πως ήταν ένας ύμνος στα μάτια μου και, τώρα που το σκέφτομαι, δεν αναρωτήθηκα ποτέ αν μου έλεγε αλήθεια, αν και ξέρω πολύ καλά τι χρώμα έχουν τα μάτια μου. Αυτό θα σου δώσει μια ιδέα για το πόσο ερωτευμένη νόμιζα ότι ήμουν». Ένα απαλό ρόδισμα απλώθηκε στον ντελικάτο λαιμό της Κάσι. Ακόμα και τώρα, τρεις μήνες μετά από εκείνο το απαίσιο τέλος, την έπνιγε η ντροπή. Η στερνή γνώση, όπως έλεγε η θεία Σοφία, ήταν σπουδαίο πράγμα, αλλά κάθε φορά που η Κάσι εξέταζε την εξέλιξη των πραγμάτων —και την εξέταζε πολύ συχνά και με κάθε λεπτομέρεια— δεν ήταν η πρόστυχη συμπεριφορά του Ογκάστας, αλλά η δική της ασυνήθιστη έλλειψη κρίσης που την ταπείνωνε περισσότερο. «Ογκάστας Σεντ Τζον Μ αρν». Το όνομα, τόσο πολύτιμο άλλοτε, το ένιωθε τώρα φαρμάκι στο στόμα της. Η Κάσι έκανε μια γκριμάτσα αηδίας. «Τον συνάντησα για πρώτη φορά στο Άλμακ’ς, όπου πήγα μετ’ από άλλη μια σύγκρουση με την Μ πέλα». «Η Μ πέλα Φρόμπισερ!» αναφώνησε η Σίλια. «Ποιος θα το πίστευε πως ο μπαμπάς θα έπεφτε τόσο χαμηλά; Δεν μπορώ να το χωνέψω ακόμα πως πήρε τη θέση της μαμάς. Αμφιβάλλω αν θα μπορέσω ποτέ να την αποκαλέσω λαίδη Άρμστρονγκ». «Όχι, ακόμα κι η θεία Σοφία περιορίστηκε σ’ αυτό, κι ας την έχει κερδίσει από τότε που γεννήθηκε ο Τζέιμς. Οφείλω να σου πω πάντως, Σίλια, ότι ο ετεροθαλής αδερφούλης μας είναι αξιολάτρευτος». «Ένας γιος και κληρονόμος για τον μπαμπά. Κι έτσι το ευτυχές γεγονός μαλάκωσε ακόμα και την τρομερή θεία μας;» Η Κάσι γέλασε. «Η Μπέλα Φρόμπισερ μπορεί να είναι μια ανόητη κουφιοκέφαλη», μιμήθηκε τον αυστηρό τόνο της φοβερής θείας
Σοφίας, «αλλά είναι από καλή γενιά και τα κατάφερε μια χαρά με τη γέννηση του μικρού Τζέιμς. Ένα όμορφο και δυνατό αγόρι για να εξασφαλιστεί ο τίτλος κι η διαδοχή. Αυτό που χρειάζεται η οικογένεια. Σίλια, ειλικρινά, πρέπει να δεις τον μπαμπά. Κάθε τόσο πηγαίνει στο παιδικό δωμάτιο, κάτι που δε νομίζω να το έκανε με κάποια από μας. Και τον έγραψε στο Χάροου από τώρα. Η Μ πέλα νομίζει πως ζηλεύω, φυσικά». Η Κάσι έσμιξε τα φρύδια της. «Δεν ξέρω, μπορεί και να ζηλεύω. Ο μπαμπάς ενδιαφέρθηκε για μας τις κόρες του μόνο σαν πιόνια για τα διπλωματικά παιχνίδια του — αυτός κι η Μ πέλα έφτιαξαν έναν κατάλογο υποψήφιων μνηστήρων για μένα. Πολύ ρομαντικό, ε; Γι’ αυτό είχα τσακωθεί με την Μ πέλα εκείνο το βράδυ που γνώρισα τον Ογκάστας». «Α!» έκανε η Σίλια. «Τι σημαίνει αυτό;» «Τίποτα. Μ όνο που πρέπει να παραδεχτείς ότι, όταν κάποιος σου λέει να κάνεις κάτι, εσύ έχεις την τάση να κάνεις ακριβώς το αντίθετο». «Δεν είναι αλήθεια!» φώναξε η Κάσι ενώ το στήθος της φούσκωνε από αγανάκτηση. «Ερωτεύτηκα τον Ογκάστας επειδή ήταν ποιητής, είχε ποιητική ψυχή κι επειδή νόμιζα πως του άρεσαν όλα όσα αρέσουν και σ’ εμένα. Κι επειδή είναι όμορφος κι έχει κατανόηση και...» «Και είναι ακριβώς ο ρομαντικός ήρωας που ονειρευόσουν ανέκαθεν να ερωτευτείς», η Σίλια φίλησε το μωρό, που είχε αποκοιμηθεί χορτασμένο, και το ακούμπησε προσεκτικά στο καλάθι του. «Και εν μέρει επειδή, αυτό, Κάσι, πρέπει να το παραδεχτείς, ήξερες πως η Μ πέλα κι ο μπαμπάς δε θα τον ενέκριναν». «Παραδέχομαι πως κι αυτό μπορεί να έπαιξε το ρόλο του στο θέμα της έλξης», η Κάσι κατσούφιασε. Η Σίλια είχε απλά
διατυπώσει αυτό που υποπτευόταν από καιρό για τον εαυτό της. Όταν η Μ πέλα της έδωσε τη λίστα με τους υποψήφιους μνηστήρες που είχε συντάξει ο πατέρας της, η Κάσι την είχε σκίσει στα δύο. Η σύγκρουση, όπως κι όλες οι συγκρούσεις με την Μ πέλα, είχε καταλήξει σε αδιέξοδο, αλλά στο δείπνο και στη διαδρομή με την άμαξα στην Κινγκ Στρητ η μνησικακία της νεαρής κοπέλας είχε φουντώσει. Αυτή την επαναστατική διάθεση είχε όταν συνάντησε τον Ογκάστας, έναν ασυνήθιστα όμορφο νέο άντρα που είχε αποδοκιμάσει τη μεταχείριση της μητριάς της απέναντί της —κάτι που την είχε ικανοποιήσει αφάνταστα. «Χορέψαμε καντρίλιες εκείνο το βράδυ στο Άλμακ’ς», είπε στη Σίλια, συνεχίζοντας με μισή καρδιά την εξομολόγησή της, «και στη διάρκεια του δείπνου ο Ογκάστας συνέθεσε ένα τετράστιχο που με σύγκρινε με την Αφροδίτη. Το έγραψε πάνω στο λινό τραπεζομάντιλο. Θεώρησα ότι ήταν το πιο ρομαντικό πράγμα του κόσμου. Φαντάσου να είσαι η μούσα ενός ποιητή! Όταν μου μίλησε για τη δύσκολη οικονομική του κατάσταση, εγώ ενθάρρυνα τον εαυτό μου να τον ερωτευτεί και, όσο ο μπαμπάς κι η Μ πέλα διαμαρτύρονταν για τον αρραβώνα μου, τόσο περισσότερο πείσμωνα κι ήθελα να κάνω το δικό μου». Η Κάσι σκούπισε θυμωμένα ένα δάκρυ που της ξέφυγε. «Το τρομερό είναι πως κατά κάποιο τρόπο ήξερα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Εννοώ, υπήρχε ένα κομμάτι μέσα μου που κοίταζε τον Ογκάστας κάποιες φορές και μου έλεγε Σοβαρά, σκοπεύεις να παντρευτείς αυτό τον άντρα, Κασσάνδρα; Αλλά αμέσως σκεφτόμουν πως με αγαπούσε κι ένιωθα τύψεις, σκεφτόμουν και πόσο θα κόμπαζε η Μ πέλα αν άλλαζα γνώμη, γιατί θ’ αποδεικνυόταν πως είχε δίκιο, οπότε... οπότε δεν έκανα τίποτα. Και το αστείο είναι ότι, μολονότι ήταν φορές που αναρωτιόμουν για τα αισθήματά μου, δεν αμφέβαλλα ποτέ για τον Ογκάστας. Ήταν τόσο παθιασμένος, τόσο φλογερές οι
εξομολογήσεις του. Όταν... όταν με παράτησε... το σοκ ήταν φοβερό. Το έκανε γραπτώς, ξέρεις. Έστειλε γράμμα, δεν είχε καν την ευπρέπεια να μου το πει καταπρόσωπο». «Τι άνανδρος!» η Σίλια έσφιξε τις γροθιές της. «Ποια είναι αυτή η κληρονόμος για την οποία σ’ εγκατέλειψε; Την ξέρω;» «Δε νομίζω. Είναι η Μ ίλισεντ Ρέντγουντ, κόρη ενός από αυτούς τους ιδιοκτήτες ανθρακωρυχείων του Βορρά. Λένε πως έχει εισόδημα πενήντα χιλιάδες λίρες. Υποθέτω πως θα μπορούσε να είναι χειρότερα», η φωνή της Κάσι έτρεμε, «αν ήταν μόνο είκοσι χιλιάδες...» «Ω, Κάσι», η Σίλια αγκάλιασε σφιχτά την αδερφή της όσο έκλαιγε, χαϊδεύοντας τα χρυσά μαλλιά της και παραμερίζοντάς τα από τα μάγουλά της, όπως έκανε όταν ήταν κοριτσάκια και πενθούσαν τον χαμό της άτυχης μητέρας τους. Για μερικές στιγμές η Κάσι παραδόθηκε στον πειρασμό να κλάψει, αφέθηκε στην παρηγοριά της Σίλια, άφησε τον εαυτό της να πιστέψει πως η αδερφή της θα τα διόρθωνε όλα, όπως πάντα. Αλλά μόνο για λίγο, γιατί είχε αποφασίσει να μη χύσει άλλα δάκρυα. Δεν του άξιζαν του Ογκάστας. Δεν έπρεπε να λυπάται πια για τον εαυτό της, άλλωστε σε τι ωφελούν τα δάκρυα; Ανακάθισε ψάχνοντας το μαντίλι της, σκούπισε βιαστικά τα μάγουλά της και πήρε δυο βαθιές ανάσες. «Βλέπεις, λοιπόν, ο μπαμπάς κι η Μ πέλα είχαν δίκιο από την αρχή. Είμαι εγωίστρια, ξεροκέφαλη, ανόητη και τόσο ρομαντική που δεν έχω θέση στον πραγματικό κόσμο. Δεν μπορείς να βασίζεσαι σε μια καρδιά που δίνεται τόσο εύκολα και δεν πρέπει ποτέ πια να την αφήσεις χωρίς χαλινάρι. Άλλη μια ρήση της θείας Σοφίας και οφείλω να πω πως συμφωνώ μαζί της. Τη δοκίμασα την αγάπη», δήλωσε η Κάσι μελοδραματικά, ξεχνώντας προσωρινά πως είχε εγκαταλείψει τη ρομαντική τάση της, «και μπορεί η πρώτη γουλιά να είναι γλυκιά, ύστερα όμως σου
αφήνει μια πικρή γεύση. Δε θα ξαναπιώ από αυτό το φαρμακερό δισκοπότηρο». Η Σίλια δαγκώθηκε για να μη χαμογελάσει, γιατί η Κάσι, σε απόλυτη κασσανδρική διάθεση, τη διασκέδαζε αφάνταστα. Ήταν καθησυχαστικό που η αδερφή της δεν είχε βυθιστεί πολύ σε μαύρη μελαγχολία ώστε να χάσει όλες εκείνες τις χάρες της που την έκαναν τόσο ελκυστική, κι αυτό της έδινε μια μικρή ελπίδα πως η τρυφερή της καρδιά θα γιατρευόταν από το σχεδόν μοιραίο τραύμα που της προκάλεσε ο Ογκάστας Σεντ Τζον Μ αρν. Έτσι κι έπεφτε στα χέρια του Ραμίζ... Η Σίλια σκέφτηκε για μια στιγμή τον ακαμάτη δανδή δεμένο σ’ έναν πάσσαλο, με το ωχρό δέρμα του καψαλισμένο κι αφυδατωμένο κάτω από τον καυτό ήλιο της ερήμου —μια παραδοσιακή τιμωρία για τους παραβάτες τον παλιό καιρό στο Α’Καντίζ. Και ύστερα, κατά τη συνήθειά της, το μυαλό της στράφηκε στα πρακτικά θέματα. «Σε τρεις μέρες σε περιμένουν στα σύνορα του Νταρ-ελ-Αμπά. Θα σε συνοδέψει ο Ραμίζ, αλλά η Μ πασίρα είναι πολύ μικρή για να ταξιδέψει και φοβάμαι πως δεν μπορώ να την αφήσω εδώ, γι’ αυτό δε θα έρθω μαζί σου. Δεν είναι πολύ αργά για ν’ αλλάξεις γνώμη, Κάσι. Η πόλη του Νταρ είναι πέντε μέρες ταξίδι από δω και θα είσαι μάλλον η μόνη Ευρωπαία εκεί. Επίσης θα έχεις εσύ αποκλειστικά την ευθύνη της πριγκίπισσας. Έχει πολύ κακή φήμη, αλλά το καημένο το κοριτσάκι έμεινε στη φροντίδα μιας ορδής νταντάδων, αφού στερήθηκε τη μητέρα της από την ώρα που γεννήθηκε. Ο πρίγκιπας περιμένει πολλά από σένα». «Και δε θα τον απογοητεύσω», είπε η Κάσι δένοντας τα χέρια της. «Ποια θα μπορούσε να καταλάβει καλύτερα από μένα τη θέση της μικρής Λίνα; Μ ήπως δεν έχασα κι εγώ τη μητέρα μου; Δε σε βοήθησα ν’ αναθρέψεις τις τρεις αδερφές μας;» «Ε, ναι, βέβαια, αλλά...»
«Είμαι σίγουρη πως αυτό που της χρειάζεται είναι λίγη καθοδήγηση με το μαλακό προς τη σωστή κατεύθυνση και πολλή κατανόηση». «Ίσως, αλλά...» «Και πολλή αγάπη. Κι από αυτήν έχω πολλή να δώσω, αφού δεν έχω πού αλλού να τη διοχετεύσω». «Κάσι, δεν μπορεί να σκέφτεσαι να θυσιάσεις τη ζωή σου για ένα κοριτσάκι σαν τη Λίνα. Αυτή η θέση δεν είναι μόνιμη. Θα πρέπει να τη βλέπεις σαν ένα ιντερλούδιο. Είναι μια ευκαιρία να συνέλθεις και να κάνεις κι ένα καλό, αλλά τίποτα περισσότερο. Μ ετά, θα πρέπει να γυρίσεις στην Αγγλία, να συνεχίσεις τη ζωή σου». «Γιατί; Εσύ είσαι ευχαριστημένη που μένεις εδώ». «Επειδή ερωτεύτηκα τον Ραμίζ. Κι εσύ θα ερωτευτείς μια μέρα, θα ερωτευτείς κανονικά, τον κατάλληλο άντρα. Ό,τι κι αν σκέφτεσαι τώρα, θα έρθει η ώρα που δε θα σου αρκεί να φροντίζεις το παιδί κάποιου άλλου». «Μ πορεί ο πρίγκιπας Τζαμίλ να ξαναπαντρευτεί και να κάνει κι άλλα παιδιά. Και τότε θα με χρειάζεται να μείνω σαν γκουβερνάντα τους». «Δε νομίζω πως έχεις συνειδητοποιήσει πόσο ασυνήθιστο είναι αυτό, το ότι σε δέχεται σαν μέρος του προσωπικού του βασιλικού οίκου. Το Νταρ-ελ-Αμπά είναι ακόμα πιο παραδοσιακό βασίλειο από το Α’Καντίζ. Έτσι και πάρει άλλη σύζυγο —που αυτό πρέπει να κάνει γιατί έχει ανάγκη από ένα γιο και κληρονόμο—, τότε, υποθέτω, πως θα καταφύγει στην παράδοση του χαρεμιού. Οπότε δε θα χρειάζεται γκουβερνάντες». «Πώς είναι ο πρίγκιπας Τζαμίλ;» Η Σίλια έσμιξε τα φρύδια της. «Δεν τον ξέρω καλά. Ο Ραμίζ του έχει μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό —θα πρέπει λοιπόν να είναι
εξαιρετικός κυβερνήτης—, αλλά εγώ τον έχω δει ελάχιστα. Σε γενικές γραμμές, είναι ένας τυπικός Άραβας πρίγκιπας — υπεροπτικός, απόμακρος, συνηθισμένος να τον σέβονται». «Έτσι που το λες, σαν τύραννος ακούγεται». «Ω, όχι, κάθε άλλο. Αν πίστευα κάτι τέτοιο, δε θα σε άφηνα να πας να ζήσεις στο σπιτικό του. Η θέση του τον αναγκάζει να είναι κάπως απόμακρος γιατί ο λαός του τον λατρεύει σαν είδωλο, αλλά ο Ραμίζ λέει πως είναι ένας από τους πιο έντιμους άντρες που γνωρίζει. Και προσβλέπει πολύ σε μια συμμαχία μαζί του». «Ναι, ναι, εντάξει, είμαι σίγουρη ότι είναι όλ’ αυτά, αλλά πώς είναι, πώς μοιάζει ο πρίγκιπας;» «Α, είναι πολύ εμφανίσιμος. Έχει κάτι που τραβάει την προσοχή. Τα μάτια του, νομίζω, έχουν ένα απίθανο χρώμα. Κι είναι νέος, ξέρεις· θα πρέπει να είναι γύρω στα είκοσι εννιά, τριάντα το πολύ». «Δεν το περίμενα. Είχα την εντύπωση πως θα ήταν μεγαλύτερος». «Δεν έχει ξαναπαντρευτεί, αλλά όχι επειδή του λείπουν οι ευκαιρίες. Δεν τον γνωρίζω αρκετά για να σου πω αν τον συμπαθώ, αλλά εκείνο που έχει σημασία είναι ότι τον εμπιστεύομαι. Το θέμα είναι όμως...» η Σίλια δίστασε κι έπιασε το χέρι της Κάσι «... ότι δεν είναι από αυτούς που θ’ ανεχτεί την αποτυχία, και θα σε συμβούλευα να συγκρατείς τη γλώσσα σου όταν είναι μπροστά. Κάσι, προσπάθησε να σκέφτεσαι πριν μιλήσεις. Όχι πως θα τον βλέπεις συχνά —απ’ ό,τι έχω ακούσει, ένας από τους παράγοντες που έχουν συντελέσει στην κακή συμπεριφορά της κόρης του είναι η απόλυτη έλλειψη ενδιαφέροντος γι’ αυτήν». «Ω, αυτό είναι φοβερό. Ε, δεν είναι περίεργο που η μικρή είναι επαναστάτρια».
Η Σίλια γέλασε. «Βλέπεις, γι’ αυτό σε προειδοποίησα μόλις. Δεν πρέπει ν’ αφήνεις την καρδιά σου να κυβερνάει το μυαλό σου και πρέπει να κάνεις υπομονή ώσπου να κατανοήσεις την όλη κατάσταση πριν βγάλεις συμπεράσματα και διατυπώσεις γνώμες. O πρίγκιπας Τζαμίλ δεν είναι από αυτούς που σε συμφέρει να τους έχεις από την αντίθετη πλευρά. Και είμαι σίγουρη πως, αν του πας κόντρα, δε θα διστάσει να σε ποδοπατήσει. Το θέμα είναι αυτό το πείραμα ν’ αποκαταστήσει την αυτοπεποίθησή σου, όχι να τη συντρίψει». «Μ η φοβάσαι, θα είμαι πρότυπο γκουβερνάντας», δήλωσε η Κάσι, συγκινημένη από τη φύση της πρόκλησης που την περίμενε. Αυτή, που είχε αποφασίσει να μην ξαναγαπήσει, θα ένωνε αυτή τη μικρή οικογένεια δείχνοντας στη μικρή Λίνα και τον πατέρα της πώς ν’ αγαπούν ο ένας τον άλλον. Θα ήταν η ιερή αποστολή της. «Σου το υπόσχομαι», πρόσθεσε με μια θέρμη που έκανε τα μάτια της να λάμψουν, τα μάγουλά της να ροδίσουν και τη Σίλια ν’ αναρωτιέται αν είχε κάνει καλά όταν σύστησε την αδερφή της σαν μια σοβαρή, ψύχραιμη και ισορροπημένη γκουβερνάντα. «Σου υπόσχομαι, Σίλια, πως ο πρίγκιπας Τζαμίλ θα μείνει τόσο ενθουσιασμένος από τις προσπάθειές μου, που θα έχει αντίκτυπο σ’ εσένα και τον Ραμίζ». «Να συμπεράνω λοιπόν πως δεν το μετάνιωσες ή δεν έχεις αμφιβολίες;» Η Κάσι σηκώθηκε, ίσιωσε το φουστάνι της κι έριξε πίσω το κεφάλι της. Τα μάτια της έλαμπαν από διέγερση. Κι έδειχνε, σκέφτηκε η Σίλια άθελά της, υπέροχη, πανέμορφη κι εντελώς ανίδεη για την ομορφιά της. Η Κάσι μπορεί να είχε πολλά ελαττώματα, αλλά η ματαιοδοξία δεν ήταν ένα από αυτά. Η Σίλια ένιωσε το κέντρισμα της αμφιβολίας για μια στιγμή. Πόσο καλά γνώριζε τον άντρα Τζαμίλ αλ Ναζάρι κι όχι τον πρίγκιπα; Η Κάσι
ήταν τόσο όμορφη και θα ήταν τόσο μόνη εκεί, άρα και τόσο ευάλωτη. Σηκώθηκε κι έπιασε την αδερφή της από το μπράτσο. «Ίσως θα έπρεπε να το καθυστερήσουμε λίγο. Μ είνε εδώ λίγες μέρες ακόμα πριν δεσμευτείς». «Έχω πάρει την απόφασή μου. Κι όπως και να είναι, έχουν κανονιστεί όλα. Ανησυχείς μήπως ο πρίγκιπας Τζαμίλ έχει άλλες προθέσεις για μένα. Το βλέπω στο πρόσωπό σου, αλλά δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς, σε βεβαιώνω. Ακόμα κι αν έχει —πράγμα που μου φαίνεται απίθανο, γιατί μπορεί να περνιέμαι για όμορφη στην Αγγλία, αλλά εδώ στην Αραβία θαυμάζουν άλλου είδους γυναίκες—, δε θα βγει τίποτα. Σου είπα, τέλειωσα με τους άντρες, τέλειωσα με τις αγάπες και τους έρωτες». «Τότε τέλειωσα κι εγώ, δε θα προσπαθήσω να σε πείσω να το ξανασκεφτείς», είπε η Σίλια εύθυμα, συνειδητοποιώντας πως, αν επέμενε, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν ν’ ανησυχήσει περισσότερο την Κάσι. «Πάμε λοιπόν να σε βοηθήσω να φτιάξεις το μπαούλο σου, γιατί το καραβάνι θα ξεκινήσει με το πρώτο φως».
Κεφάλαιο 2
Την άλλη μέρα, με το χάραμα, η Κάσι αποχαιρέτησε τη δακρυσμένη Σίλια και ακολούθησε τον πρίγκιπα Ραμίζ, που οδήγησε το καραβάνι μέσα από τα σκοτεινά κι έρημα σοκάκια της Μ παλιρμά έξω στην έρημο. Φορούσε το μπλε ρουά λινό ένδυμα που ο ράφτης του πατέρα της είχε ράψει ειδικά γι’ αυτό το ταξίδι και ήλπιζε πως δε θα ήταν πολύ ζεστό για τον καύσωνα της ερήμου. Η φούστα ήταν αρκετά φαρδιά για να της επιτρέπει να κάθεται ιππαστί στην καμήλα με απόλυτη ευπρέπεια. Η κοντή ζακέτα ήταν κομμένη σε στρατιωτική γραμμή, με ψηλό γιακά και δυο σειρές κουμπιά, αλλά κατά τ’ άλλα εντελώς απλή, αφήνοντας το αυστηρό αντρικό κόψιμο να υπογραμμίζει τη γυναικεία σιλουέτα από κάτω. Ώσπου να μπει το καραβάνι στο πρώτο βουνίσιο πέρασμα, ο ήλιος είχε ανέβει κι η Κάσι ευχόταν να φορούσε κάτι πιο άνετο. Παρ’ όλο που φορούσε μόνο ένα λεπτό πουκάμισο κάτω από τον κορσέ της, χωρίς άλλα μεσοφόρια, ζεσταινόταν αφάνταστα. ***
Οι δυο πρώτες μέρες του ταξιδιού ήταν μια δοκιμασία για τη διάθεση και την εμφάνισή της. Η ζέστη τσουρούφλιζε το πρόσωπό της μέσ’ από το βέλο· ένιωθε λες και ψηνόταν το δέρμα της σε
ξυλόφουρνο, σαν το ψωμί. Ο λαιμός της έτσουζε από τη σκόνη και τη μόνιμη δίψα κι ο ιδρώτας έκανε το πουκάμισο να κολλάει πάνω της δυσάρεστα, τόσο που λαχταρούσε να πετάξει κορσέ, μπαλένες και κάλτσες στους πέντε ανέμους. Στην αρχή ο ενθουσιασμός του ταξιδιού ήταν μια ανταμοιβή για τούτες τις ταλαιπωρίες. Η αλλαγή σκηνικού, τα ωχροκόκκινα βουνά κι οι χρυσαφένιοι αμμόλοφοι, οι μικρές γκριζο-πράσινες κηλίδες των οάσεων, το εναλλασσόμενο γαλάζιο του ουρανού κι η απόλυτη ανομοιότητα του τοπίου γοήτευαν την Κάσι, άγγιζαν μια πολύ ευαίσθητη χορδή στη ρομαντική καρδιά της. Αυτά συνέβαιναν μέχρι που άρχισε να μην έχει αίσθηση από τη μέση και κάτω. Η σέλα της καμήλας, ένα ξύλινο κατασκεύασμα με ψηλή ράχη και μ’ ένα παραγεμισμένο βελούδινο κάθισμα που έδινε μια παραπλανητική αίσθηση άνεσης, τη δεύτερη μέρα άρχισε να μοιάζει με όργανο μαρτυρίου. Η Κάσι, φημισμένη αμαζόνα, ήταν συνηθισμένη σε δερμάτινη σέλα, μ’ έναν μπροστάρη για ασφάλεια, και, φυσικά, για περίπατο στην εξοχή ή για έναν αναζωογονητικό καλπασμό, όχι για να διανύει τόσο μακρινές αποστάσεις. Έξι ώρες ήταν το περισσότερο που είχε περάσει στη ράχη ενός αλόγου. Έτσι, τώρα οι τριάντα έξι ώρες που είχαν περάσει από τότε που είχε αφήσει τη Σίλια στο παλάτι τής φαίνονταν αιώνες πάνω στη ράχη της αργοκίνητης καμήλας. Αυτό που είχε αρχίσει σαν μια ευχάριστη λικνιστική κίνηση το ένιωθε πλέον σαν άγριο σκαμπανέβασμα. Και να ήταν μόνο αυτό; Ήταν καλυμμένη από την κορφή ως τα νύχια από σκόνη και άμμο, οι βλεφαρίδες της γρατζούνιζαν, ο λαιμός της έτσουζε, η μύτη της το ίδιο, γιατί είχε αναγκαστεί να σηκώσει το βέλο της για να βλέπει το δρόμο καθώς έπεφτε το σούρουπο, κι ο Ραμίζ παρότρυνε τη συνοδεία του να βιαστεί γιατί ήθελε να φτάσει έγκαιρα στο σημείο συνάντησης πριν νυχτώσει εντελώς.
Λίκνισμα δεξιά, λίκνισμα αριστερά, λίκνισμα μπρος, δεξιά, αριστερά, μπρος... έλεγε η Κάσι στον εαυτό της, και το εξουθενωμένο και κακοπαθημένο κορμί της σάλευε αυτόματα πάνω στη βασανιστική, ξύλινη σέλα. Δεξιά, αριστερά, μπρος... Ω! Τα φώτα που είχε διακρίνει αόριστα να τρεμολάμπουν από μακριά, τώρα τα έβλεπε πιο καθαρά. Μ ια κατασκήνωση ήταν στημένη γύρω από μια μεγάλη όαση. Μ ια σειρά αναμμένοι δαυλοί τούς έγνεφαν, σχηματίζοντας ένα πέρασμα. Ο Ραμίζ σταμάτησε το καραβάνι του στην αρχή του. Η Κάσι ξέχασε προσωρινά πόνους και ταλαιπωρία και ξεπέζεψε άκαμπτα από την καμήλα. Είχε απόλυτη συναίσθηση πως είχε τα χάλια της κι η υπερέντασή της είχε φτάσει στο ζενίθ, όταν αντίκρισε την επιβλητική φιγούρα που τους περίμενε στο τέλος της γραμμής που σχημάτιζαν οι πυρσοί. Ο πρίγκιπας Τζαμίλ αλ Ναζάρι. Δεν μπορεί να ήταν άλλος. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει άγρια καθώς έκανε μια μάταιη προσπάθεια να τινάξει τη σκόνη από τα ρούχα της, αλλά μετ’ από ένα γνέψιμο του Ραμίζ κι ένα βλέμμα από αυτά τα έντονα μάτια που είχαν μαγέψει την αδερφή της κατέβασε βιαστικά το βέλο της. Ακολουθώντας λίγα βήματα πιο πίσω τον γαμπρό της, η Κάσι είδε τον καταυλισμό του πρίγκιπα Τζαμίλ να παίρνει μορφή μπροστά της κι ευχήθηκε να μπορούσε να σηκώσει το βέλο της για μια στιγμή, για να τον θαυμάσει με την ησυχία της. Δεν είχε δει ποτέ της κάτι τόσο μαγικό —έμοιαζε σαν μια σκηνή βγαλμένη από το Χίλιες και Μία Νύχτες. Η όαση ήταν μεγάλη, εκτεινόταν γύρω από μια μικρή λίμνη, πλαισιωμένη από φοινικιές και συστάδες από τους συνηθισμένους χαμηλούς θάμνους. Το νερό λαμπύριζε σκούρο μπλε, σκέτος πειρασμός. Η Κάσι λαχταρούσε να βυθίσει μέσα του το πονεμένο κορμί της. Στην άλλη πλευρά της όχθης υπήρχε μια σειρά από μικρές σκηνές, όμοιες με αυτές όπου είχε κοιμηθεί στο ταξίδι της
από την Ερυθρά Θάλασσα στην Μ παλιρμά. Ήταν απλές κατασκευές φτιαγμένες από μάλλινα κιλίμια και γιδοτόμαρα, στερεωμένα σε ξύλινους πασσάλους με σκοινιά από νεύρα ζώων. Το βέλασμα των καμήλων, το χρεμέτισμα των μουλαριών γέμιζαν το νυχτερινό αέρα. Κι ήταν κι αυτή η μυρωδιά του φαγητού, η γαργαλιστική τσίκνα του κρέατος που ψηνόταν στη φωτιά, του φρεσκοψημένου ψωμιού κι ένα υπέροχο μείγμα μπαχαρικών που δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Δύο πολύ μεγαλύτερες σκηνές στέκονταν πιο μακριά από τις άλλες· η περίμετρός τους φωτιζόταν από λάμπες λαδιού. Τα τοιχώματά τους ήταν φτιαγμένα από υφαντά κιλίμια ή χαλιά, έτσι φάνηκε στην Κάσι, κι η στέγη από πτυχωτό πράσινο δαμασκηνό με φολιδωτές άκρες από χρυσό και ασήμι. «Σαν μικρά παλάτια», είπε στον Ραμίζ ξεχνώντας για μια στιγμή όλα όσα της είχε πει για το πρωτόκολλο και τραβώντας τον από το μανίκι για να έχει την προσοχή του. Για απάντηση εισέπραξε μια «σεϊχική» ματιά, όπως την αποκαλούσε η Κάσι, που την έβαλε στη θέση της, μαλώνοντας τον εαυτό της και παρακαλώντας να μην είχε προσέξει κανείς το ολίσθημά της. Ο Ραμίζ έκανε μερικά βήματα ακόμα και σταμάτησε. Η Κάσι έπεσε στα γόνατα όπως την είχαν ορμηνέψει —η ψηλή κορμοστασιά του Ραμίζ της έκρυβε τη θέα του πρίγκιπα. Μ πορούσε να δει την ανοιχτή σκηνή που μπροστά της στεκόταν ο πρίγκιπας. Τέσσερις σκαλιστοί ξύλινοι στύλοι στήριζαν άλλη μια πράσινη φολιδωτή στέγη, οι κουρτίνες από οργάντζα που θα σχημάτιζαν τα τοιχώματα ήταν δεμένες και άφηναν να φαίνεται μια βασιλική αίθουσα υποδοχής με πλούσια χαλιά, μυριάδες λυχνάρια και πληθώρα μεταξωτών μαξιλαριών σκορπισμένων παντού. Η Κάσι τέντωσε το κεφάλι της, αλλά ο μανδύας του Ραμίζ
ανέμιζε και της εμπόδιζε τη θέα. Υποκλινόταν τώρα, σύμφωνα με τον επίσημο χαιρετισμό. Άκουσε τον πρίγκιπα Τζαμίλ να του απαντάει· η φωνή του ένα βαθύ, εύηχο μουρμούρισμα. Ύστερα ο Ραμίζ έκανε ένα βήμα στο πλάι κι έγνεψε. Η Κάσι σηκώθηκε, χωρίς τη συνηθισμένη χάρη της, έτσι μουδιασμένα και πονεμένα που ήταν τα μέλη της, κι έκανε την υπόκλισή της. Βαθιά, όπως όταν την παρουσίασαν στον Αντιβασιλέα, έτσι όπως της είχε δείξει η Σίλια, με τα μάτια χαμηλωμένα πίσω από το βέλο της. Ήταν ψηλός τούτος ο πρίγκιπας, αυτή ήταν η πρώτη της εντύπωση. Φορούσε έναν απλό λευκό μεταξωτό χιτώνα κάτω από έναν ασυνήθιστο μανδύα σ’ έντονο σμαραγδί χρώμα, ρελιασμένο με χρυσό και πετράδια. Ένα τρομερό γιαταγάνι κρεμόταν στη μέση του. Δεν ήταν παχύς, καθόλου παχύς, κάτι που δεν περίμενε η Κάσι, γιατί η Σίλια της είχε πει πως το πάχος ήταν σημάδι ευμάρειας και εκείνη ήξερε πως ο πρίγκιπας Τζαμίλ ήταν πάμπλουτος. Κάτω από τον λεπτό χιτώνα το σώμα του πρίγκιπα δεν έδειχνε σημάδια υπερβολής. Ήταν... λυγερός. Η λέξη την ξάφνιασε. Αν και του ταίριαζε, δεν είχε χαρακτηρίσει ποτέ της έναν άντρα έτσι. Ήταν η στάση του ίσως. Έδειχνε σαν να ήταν έτοιμος να ορμήσει. Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της. Η Σίλια είχε δίκιο. Σ’ αυτό τον πρίγκιπα δεν έπρεπε να πηγαίνει κόντρα... Καθώς ένωνε τα χέρια της στον παραδοσιακό χαιρετισμό, προσπάθησε να ρίξει μια γρήγορη ματιά στο πρόσωπό του, μάταια όμως. «Λαίδη Κασσάνδρα, ας-σαλάμου αλέικουμ», την καλωσόρισε ο πρίγκιπας. «Η ειρήνη μαζί σου». «Βα-αλέικουμ ας-σαλάμ, Υψηλότατε», του απάντησε πίσω από το βέλο της με φωνή τραχιά από τη δίψα, «και μαζί σας επίσης». Είδε μια λάμψη από λευκά δόντια, καθώς εκείνος χαμογέλασε με τα μελετημένα αραβικά της —ή μάλλον κάτι σαν χαμόγελο, γιατί δεν
κράτησε πάνω από δυο δευτερόλεπτα, πριν τείνει το χέρι του στον Ραμίζ και τον οδηγήσει στην αίθουσα του θρόνου, όπου ένας υπηρέτης τράβηξε στη θέση τους τις κουρτίνες κρύβοντας εντελώς τη θέα. Η Κάσι ακολούθησε αναγκαστικά έναν άλλον άντρα που ξεπρόβαλε από τη σκιά και την οδήγησε στη μικρότερη από τις δύο σκηνές. «Είμαι ο Χαλίμ, το δεξί χέρι του πρίγκιπα Τζαμίλ. Η Υψηλότητά του μου ζήτησε να φροντίσω να έχετε ό,τι χρειαστείτε. Θα σας σερβίρουν αναψυκτικά στη σκηνή σας». «Μ α... νόμιζα πως θα δειπνούσα με τον πρίγκιπα και τον Ραμίζ, τον πρίγκιπα Ραμίζ, εννοώ...» «Τι σας έκανε να σκεφτείτε κάτι τέτοιο;» ο Χαλίμ κοίταξε το κατασκονισμένο θηλυκό —τη μέλλουσα γκουβερνάντα της πριγκίπισσας Λίνα— με φρίκη. Σκεφτόταν πως οι χειρότεροι φόβοι του είχαν ήδη βγει αληθινοί. Η γυναίκα δεν είχε ιδέα από τα ήθη και τα έθιμα της Ανατολής. «Δεν είσαστε στο Λονδίνο, λαίδη Κασσάνδρα. Εμείς λειτουργούμε διαφορετικά εδώ —ο πρίγκιπας Τζαμίλ θα σοκαριζόταν τρομερά». Το τελευταίο ήταν ψέμα, γιατί ο πρίγκιπας γκρίνιαζε μόνιμα για τον παλιομοδίτικο διαχωρισμό των φύλων τις ώρες των γευμάτων, αλλά τούτη η νεόκοπη γκουβερνάντα δεν ήταν ανάγκη να το μάθει, κι όσο πιο γρήγορα την έβαζε στη θέση της, τόσο το καλύτερο. «Σε παρακαλώ, μην το πεις», είπε η Κάσι στενοχωρημένη. «Δεν ήθελα να προσβάλω κανέναν. Ζητώ συγνώμη». «Έστω, αλλά καλά θα κάνετε να λάβετε υπόψη σας τις προειδοποιήσεις μου, λαίδη Κασσάνδρα. Το Νταρ-ελ-Αμπά είναι ένα πολύ παραδοσιακό βασίλειο. Πρέπει να είσαστε πολύ προσεκτική». Ο Χαλίμ υποκλίθηκε και τράβηξε τον βαρύ τάπητα που χρησίμευε για πόρτα της σκηνής. Η Κάσι πέρασε το κατώφλι και γύρισε να τον ευχαριστήσει, αλλά αυτός είχε φύγει κιόλας. Η
Κάσι κοίταξε με μάτια πελώρια από έκπληξη τα χαλιά, τα ντιβάνια, τα μαξιλάρια, τα σκαλιστά σεντούκια, τα τραπέζια με τις μαρκετερί. Άλλο ένα χαλί που παρίστανε έναν εξωτικό κήπο με νύμφες που έτρεχαν χώριζε τη σκηνή στα δύο. Στο μικρότερο «δωμάτιο» ανακάλυψε κατάπληκτη μια μπανιέρα από σφυρήλατο ορείχαλκο γεμάτη ζεστό νερό, όπου επέπλεαν πέταλα λουλουδιών. Μ ύριζε υπέροχα·άνθη πορτοκαλιάς, σκέφτηκε. Υπήρχε επίσης μια συλλογή από έλαια σε όμορφα γυάλινα μπουκάλια σ’ ένα τραπεζάκι εκεί κοντά, μαζί με μια πλάκα σαπούνι και το μεγαλύτερο σφουγγάρι που είχε δει ποτέ της. Δε χρειάστηκε περισσότερη ενθάρρυνση. Έβγαλε τα ταλαιπωρημένα από το ταξίδι ρούχα της και βυθίστηκε μ’ έναν αναστεναγμό στην μπανιέρα. Έμεινε εκεί πολλή ώρα, αφήνοντας το ζεστό νερό να χαλαρώσει τους πονεμένους μυς της. Ύστερα ανακάθισε, έλουσε τα μαλλιά της, διάλεξε ένα λάδι γιασεμιού και αλείφτηκε πριν φορέσει το νυχτικό της και μια φαρδιά ρόμπα στο αγαπημένο της ουρανί χρώμα. Βούρτσισε τα μαλλιά της και τ’ άφησε λυτά να στεγνώσουν στο φυσικό σγουρό τους. «Αφού είμαι περιττή όσο οι άντρες συζητούν τις κρατικές υποθέσεις, ας είμαι άνετα τουλάχιστον», μουρμούρισε. Κατά βάθος όμως την ενοχλούσε που την απέκλειαν εντελώς, παρ’ όλο που αντιλαμβανόταν ότι η παρουσία της θα δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα σε τούτη την αυστηρά πατριαρχική κοινωνία. Σαν κόρη του πατέρα της, το να παίζει ένα ρόλο, έστω και μικρό, στον κόσμο της πολιτικής και της διπλωματίας ήταν δεύτερη φύση για την Κάσι. Αν και δεν ήταν η εξ απορρήτων, όπως η Σίλια, ωστόσο ήταν συνηθισμένη να ηρεμεί τα ταραγμένα νερά και να ξέρει ν’ ακούει με κατανόηση. Την ενοχλούσε, παρ’ όλο που ήξερε ότι δεν έπρεπε, ότι κι οι δυο τους, ο Ραμίζ κι ο καινούριος εργοδότης της, την άφηναν απ’ έξω.
Όταν βγήκε όμως στο κύριο δωμάτιο της σκηνής και βρήκε έναν ασημένιο δίσκο γεμάτο πιάτα με εκλεκτά εδέσματα να την περιμένουν, μαζί με μια κανάτα με σερμπέτι, η διάθεσή της βελτιώθηκε σημαντικά και η κοινή λογική επικράτησε. Περίμενε πάρα πολλά, και καλά θα έκανε να θυμάται πως ήταν εδώ για να κουμαντάρει ένα μικρό κορίτσι, όχι μια χώρα! Τη χώρα ας την κουμαντάριζαν οι πρίγκιπες που την είχαν αναλάβει· με γεια τους, με χαρά τους! Βολεύτηκε σ’ ένα σωρό μαξιλάρια στο δάπεδο, πλάι στο δίσκο, και βάλθηκε ν’ απολαμβάνει το φαγητό της. Καλύτερα μόνη της παρά να είναι αναγκασμένη να ψιλοκουβεντιάζει ευγενικά με τον πρίγκιπα και να κάθεται όλη την ώρα σε αναμμένα κάρβουνα, μην τυχόν και ξεπεράσει κάποια αόρατη διαχωριστική γραμμή. Θα κοιμόταν όμορφα και καλά απόψε, κι αύριο, φρέσκια και ξεκούραστη, θα γίνονταν οι επίσημες συστάσεις. Θα του έκανε σίγουρα καλύτερη εντύπωση. Έπλυνε τα δάχτυλά της στο μπολ με το αρωματισμένο νερό και ξάπλωσε πίσω στα μαξιλάρια, σε μια στάση άνετη μεν αλλά που θα έκανε, χωρίς αμφιβολία, τη θεία Σοφία να δώσει άλλη μια από εκείνες τις διαλέξεις της περί ευπρέπειας και σαβουάρ βιβρ. Η Κάσι γέλασε σ’ αυτή τη σκέψη. Παρά το γεγονός ότι η Σίλια ήταν τρισευτυχισμένη στο γάμο της, παρά το γεγονός ότι, αφότου γνώρισε τον Ραμίζ, οι αρχικές επιφυλάξεις της είχαν γρήγορα διαλυθεί, μπροστά στη γοητεία του και την καταφανή ακεραιότητά του, η θεία Σοφία θεωρούσε την Αραβία έναν τόπο ηθικής παρακμής. Γιατί έτσι και παραδώσει ένα θηλυκό τον κορσέ του, ένας Θεός ξέρει τι άλλο θα παραδώσει, ήταν τ’ αποχαιρετιστήρια λόγια της στην Κάσι. Τα σφιχτοδεμένα κορδόνια σημαίνουν σφιχτά ήθη. Να το θυμάσαι αυτό και θα είσαι ασφαλής. Ασφαλής από τι; αναρωτήθηκε η Κάσι ανάμεσα στα χασμουρητά
της. Έπρεπε να πάει στο κρεβάτι, αλλά εκείνη βολεύτηκε καλύτερα στα μαξιλάρια και περιεργάστηκε το χώρο γύρω της. Το ταβάνι της σκηνής ήταν φτιαγμένο από πτυχωτό μεταξωτό, διακοσμημένο με χρυσές και ασημένιες φούντες. Της θύμιζε λίγο ένα από εκείνα τα δωμάτια του Μ πράιτον Παβίλιον, του θερινού ανακτόρου όπου είχαν προσκληθεί με τον πατέρα της να πάρουν το τσάι τους με τον Πρίγκιπα Αντιβασιλέα. Ποιο δωμάτιο ήταν; Τα βλέφαρά της βάραιναν καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί. Το τσάι είχε καθυστερήσει πάνω από μια ώρα γιατί ο Πρίνι έκανε αφαίμαξη. Ο πατέρας της είχε στεναχωρηθεί πολύ, το είχε θεωρήσει εθιμοτυπική παράλειψη. Αλλά τουλάχιστον της είχαν επιτρέψει να πάρει μέρος στη συζήτηση με τον πρίγκιπα, ενώ εδώ... Της φαινόταν παράξενο να σκέφτεται πως ο Πρίνι ήταν τώρα βασιλιάς. Ποιο δωμάτιο ήταν αλήθεια; Την πήρε ο ύπνος μ’ αυτή τη σκέψη... ***
Μ ια ώρα αργότερα, οι δύο πρίγκιπες χώριζαν ικανοποιημένοι από την έκβαση της συζήτησής τους. Ο Ραμίζ, που δεν είχε αφήσει ποτέ τη Σίλια μόνη πάνω από μια νύχτα από τότε που παντρεύτηκαν, ανυπομονούσε να επιστρέψει στην Μ παλιρμά κι ο Τζαμίλ δεν μπόρεσε να τον μεταπείσει παρά την επιμονή του. «Δε θέλω να ενοχλήσω την Κασσάνδρα», είπε στον πρίγκιπα Τζαμίλ. «Χαιρέτησέ την εκ μέρους μου, φίλε μου, αν έχεις την καλοσύνη». Ο Ραμίζ πήρε το δρόμο για το καραβάνι του που τον περίμενε κοιτώντας τον νυχτιάτικο ουρανό. Είχε πανσέληνο, κι έτσι θα μπορούσαν να ταξιδέψουν για μερικές ώρες ακόμα πριν σταματήσουν για τη νύχτα. Ο Τζαμίλ περίμενε ώσπου να βγει ο καινούριος σύμμαχός τους
από το φωτισμένο από τους δαυλούς μονοπάτι κι ύστερα στράφηκε στον Χαλίμ. «Νομίζω πως τα πράγματα πήγαν καλά». «Πράγματι, Υψηλότατε. Εξαιρετικά καλά». «Πάω τώρα να δω τη λαίδη Κασσάνδρα». «Μ α, Υψηλότατε, είναι πολύ αργά». «Κουταμάρες. Θα περιμένει να την καλωσορίσω επίσημα, όπως είναι το έθιμο. Το ξέρεις ότι, ώσπου να το κάνω αυτό, δε θα θεωρείται υπό την προστασία μου. Ελπίζω να την ενημέρωσες, όπως σου παρήγγειλα, ότι θα τη δω όταν τελειώσω τη δουλειά μου με τον πρίγκιπα Ραμίζ». Ο Χαλίμ ξεροκατάπιε. «Όχι με τόσες λεπτομέρειες, Υψηλότατε. Τα αγγλικά μου δεν είναι τα καλύτερα... ίσως να χάθηκε κάτι στη μετάφραση...» «Καινούριο είναι αυτό; Απ’ όσο ξέρω, μιλάς ευχερώς εφτά γλώσσες», ο Τζαμίλ κοίταξε επίμονα το δεξί του χέρι. «Ελπίζω, Χαλίμ, ότι ο ενθουσιασμός σου γι’ αυτή την προσπάθειά μου να είναι ανάλογος του δικού μου. Δε θα ήθελα ν’ αναλογιστώ τις συνέπειες σε αντίθετη περίπτωση». «Υψηλότατε! Σας υπόσχομαι...» «Δε θέλω υποσχέσεις, Χαλίμ, θέλω την αμέριστη υποστήριξή σου. Και τώρα, είτε με περιμένει είτε όχι, εγώ σκοπεύω να δω τη λαίδη Κασσάνδρα. Ξεκινάμε με το πρώτο φως. Φρόντισε να είναι όλα έτοιμα». Και με αυτά τα λόγια, ο Τζαμίλ γύρισε και κατευθύνθηκε προς τη σκηνή της Κασσάνδρας. Τις τελευταίες μέρες είχε σχηματίσει τη δική του εικόνα για την καινούρια γκουβερνάντα της κόρης του. Μ ε τη φευγαλέα ματιά που της είχε ρίξει δεν είχε μπορέσει να καταλάβει αν ανταποκρινόταν ή όχι στην εικόνα που είχε στο μυαλό του μ’ εκείνο το αυστηρό μπλε ρούχο που φορούσε για το ταξίδι. Ήθελε να πιστεύει πως δε θ’ απογοητευόταν.
Τράβηξε το παραπέτασμα που χρησίμευε για πόρτα της σκηνής και μπήκε στο κύριο δωμάτιο. Το θέαμα που τον υποδέχτηκε απείχε τόσο πολύ από αυτό που είχε φανταστεί, που μαρμάρωσε. Τι ήταν τούτη η ωραία κοιμωμένη; Μ ια προσφορά, ένα δώρο που είχε φέρει μαζί της η λαίδη Κασσάνδρα; Ήταν μια γελοία σκέψη, το συνειδητοποίησε αμέσως, αλλά πώς αλλιώς εξηγιόταν η παρουσία αυτού του θελκτικού θηλυκού; Τα μακριά μαλλιά της, ένα σκούρο χρυσαφί χρώμα μ’ έντονες ανταύγειες, ήταν χυμένα στα μαξιλάρια. Το πρόσωπό της είχε όλες τις κλασικές αναλογίες μιας καλλονής, αλλά δεν ήταν αυτό που την έκανε όμορφη. Ήταν η φυσική καμπύλη των χειλιών της. Ήταν το χρώμα τους, σαν τα κοράλλια της Ερυθράς Θάλασσας. Ήταν η ανεπαίσθητα γυριστή μύτη της, όχι απόλυτα τέλεια, αλλά τόσο τσαχπίνικη! Κι ήταν κι εκείνες οι καμπύλες της! Υπήρχε κάτι τόσο ευχάριστο και θελκτικό σε μια καμπύλη —εξάλλου ήταν το κυριότερο χαρακτηριστικό στην ανατολίτικη αρχιτεκτονική. Οι καμπύλες ήταν αισθησιακές, και τούτη η γυναίκα τις είχε άφθονες, από τη στρογγυλάδα του στήθους της ως το βαθούλωμα της μέσης και την απαλή καμπύλη των γοφών. Φορούσε μια φαρδιά ρόμπα με μακριά μανίκια γαρνιρισμένα με δαντέλα, ένα απόλυτα θηλυκό ρούχο, ένα νεγκλιζέ κατάλληλο για μπουντουάρ. Η ζώνη είχε λυθεί, αποκαλύπτοντας από κάτω ένα λεπτό νυχτικό που άφηνε ελάχιστα στη φαντασία. Ο Τζαμίλ μπορούσε να διακρίνει το ανεβοκατέβασμα του στήθους της καθώς εκείνη ανέπνεε, και όχι μόνο —μπορούσε να διακρίνει ακόμα και τη σκούρα στεφάνη των θηλών της μέσ’ από το διάφανο ύφασμα. Μ πορούσε να τα δει όλα τόσο καθαρά, σαν να ήταν γυμνή. Εξέπεμπε μια αύρα υπέρτατης θηλυκότητας, αυτή τη γλυκιά απαλότητα που θαρρείς και ζητάει την αντίστοιχη αντρική σκληράδα. Ο πόθος τον διαπέρασε ξαφνικά σαν κοφτερό σπαθί.
Αυτή η γυναίκα είχε μια ομορφιά ικανή να ξελογιάζει τους άντρες, να τους παίρνει τα μυαλά. Να τους βάζει σε μπελά... «Λαίδη Κασσάνδρα;» Ο πειρασμός άνοιξε τα μάτια του. Είχαν το γαλάζιο χρώμα του τιρκουάζ κάτω από τα βαριά από τον ύπνο βλέφαρα. «Ναι;» μουρμούρισε μαχμουρλίδικα κοιτάζοντας τον άντρα που στεκόταν από πάνω της, καθώς έτριβε τα μάτια της. Εστίασε πρώτα στον περιβάλλοντα χώρο κι ύστερα στον άντρα. Το πρώτο που πρόσεξε ήταν τα μάτια του μ’ αυτό το παράξενο χρώμα, το πιο παράξενο χρώμα που είχε δει —χρυσαφιά, σαν το εγγλέζικο φθινόπωρο, αν και το βλέμμα ήταν σαν τον εγγλέζικο χειμώνα. Το στόμα του ήταν σφιγμένο, τα φρύδια σμιχτά. Το δέρμα του, πλαισιωμένο από τον παραδοσιακό λευκό κεφαλόδεσμο, είχε το χρώμα του μελιού. Σ’ έναν άντρα της μοναξιάς και του μυστήριου, σπάνια θα δεις το χαμογέλό του, πιο σπάνια θ’ αφουγκραστείς τον στεναγμό του. Τα λόγια του λόρδου Μ πάιρον ήρθαν στο μυαλό της σαν να περίμεναν την ευκαιρία ν’ ακουστούν. Σαν τον κουρσάρο, αυτός ο άντρας ήταν ανεξιχνίαστος αλλά ταυτόχρονα διέγειρε την περιέργεια. Είχε έναν αέρα επιβολής γύρω του, σαν να επιτηρούσε τον κόσμο από κάπου πιο ψηλά, από κάποιο ανώτερο επίπεδο. Εκφοβιστικός ήταν η λέξη που της ήρθε στο νου. Ποιος ήταν; Και τι γύρευε στη σκηνή της στην καρδιά της νύχτας; Μ ε το ένα χέρι στη ζώνη της ρόμπας της και το άλλο στα λυτά μαλλιά της, η Κάσι προσπάθησε να σηκωθεί από τα μαξιλάρια, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να μπλεχτεί το γυμνό πόδι της σ’ ένα σατινένιο απ’ αυτά που γλίστρησε μπρος παρασέρνοντάς την. «Ω!» Η αντίδρασή του ήταν αστραπιαία. Αντί να πέσει στο χαλί, η Κάσι βρέθηκε κλεισμένη στην αγκαλιά του. Δεν είχε βρεθεί ποτέ
σε τόσο στενή επαφή μ’ έναν άντρα, ακόμα κι όταν χόρευε βαλς — ούτε με τον Ογκάστας, αυτό τον παραδόπιστο! Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο διαφορετικό ήταν το αντρικό σώμα. Ένα μυώδες μπράτσο, ηλιοκαμένο κάτω από το φαρδομάνικο χιτώνα του, την κρατούσε σταθερά πάνω στο σκληρό του στέρνο. Ήταν όλοι οι άντρες τόσο σκληροί; Δεν είχε συνειδητοποιήσει ως τώρα πως το δικό της σώμα ήταν τόσο εύκαμπτο. Η μέση της θαρρείς κι ήταν πλασμένη για το αγκάλιασμά του. Αισθανόταν ανήμπορη. Ήταν μια παράξενη αίσθηση· κανονικά θα έπρεπε να είναι φοβισμένη, κι όμως δεν ήταν. Όχι πολύ. «Άφησέ με αμέσως! Τέρας!» Το τέρας, που κάθε άλλο παρά με τέρας έμοιαζε, δε χαλάρωσε τη λαβή του. «Είσαι η λαίδη Κασσάνδρα;» ρώτησε κοιτάζοντάς τη με μια απέχθεια. «Η αδερφή της λαίδης Σίλια, η κόρη του λόρδου Χένρι Άρμστρονγκ;» «Και βέβαια είμαι!» η Κάσι κράτησε πιο σφιχτά τη ρόμπα της. «Κι εσύ ποιος είσαι, παρακαλώ, και τι ζητάς στη σκηνή μου νυχτιάτικα; Σε προειδοποιώ,» του δήλωσε μελοδραματικά, παίρνοντας το ρόλο της αθώας παρθένας, τώρα που ήξερε πως ο άγνωστος δεν είχε σκοπό να της κάνει κακό, «θα πολεμήσω μέχρι θανάτου για να προστατέψω την τιμή μου!» Ο άντρας χαμογέλασε, ή μάλλον έκανε ότι χαμογελούσε. «Δε θα χρειαστεί, σε βεβαιώνω», είπε με μια φωνή βαθιά και μελωδική, με τ’ αγγλικά του ελαφρώς τονισμένα. «Είμαι εδώ φιλοξενούμενη του πρίγκιπα Τζαμίλ, ξέρεις», συνέχισε η Κάσι απτόητη. «Αν μου συμβεί κάτι και φτάσει στ’ αυτιά του, θα σε... θα σε...» «Τι θα μου κάνει αυτός ο πρίγκιπας Τζαμίλ που δείχνεις να τον ξέρεις τόσο καλά;» «Θα βάλει να σε αποκεφαλίσουν και να σε σύρουν στην έρημο
δεμένο πίσω από δυο άγρια άλογα», είπε η Κάσι προκλητικά — σίγουρη πως κάπου το είχε διαβάσει αυτό. «Πριν ή μετά τον αποκεφαλισμό;» Η Κάσι μισόκλεισε τα μάτια της κι έσφιξε το σαγόνι της. «Φαίνεται πως δε με παίρνεις στα σοβαρά. Ίσως θα πρέπει να μπήξω τις φωνές». «Θα προτιμούσα να μην το κάνεις. Ζητώ συγνώμη, λαίδη Κασσάνδρα. Μ ου επιτρέπεις να συστηθώ. Είμαι ο σεΐχης Τζαμίλ αλ Ναζάρι, πρίγκιπας του Νταρ-ελ-Αμπά. Δεν είχα την πρόθεση να σε τρομάξω. Επιθυμούσα απλά να σου ευχηθώ επίσημα το `καλωσόρισες υπό την προστασία μου’. Προστασία», πρόσθεσε σαρδόνια, «που απ’ ό,τι φαίνεται την έχεις άμεση ανάγκη». Ο πρίγκιπας Τζαμίλ; Θεέ και Κύριε, αυτός ήταν ο πρίγκιπας Τζαμίλ; Η Κάσι τον κοίταξε εμβρόντητη, ξεχνώντας όλα όσα της είχε πει η Σίλια, πως ήταν έγκλημα να κοιτάς κατάματα έναν πρίγκιπα. «Πρίγκιπα Τζαμίλ! Ω! Συγνώμη, δεν ήξερα... Νόμιζα...» «Νόμιζες πως θα σου ξέσκιζα τα νυχτικά σου και θα σε βίαζα», αποτέλειωσε ο Τζαμίλ για λογαριασμό της, κοιτάζοντας τις χυμώδεις καμπύλες που μόλις που κρύβονταν κάτω από τα διάφανα νεγκλιζέ της. Η Κάσι τυλίχτηκε πιο σφιχτά στα νυχτικά της. «Δεν ήξερα πως θα ερχόσαστε να μ’ επισκεφτείτε...» είπε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. «Δεν το ανέφερε ο Χαλίμ ότι σκόπευα να έρθω;» «Όχι», η Κάσι είδε το πρόσωπο του πρίγκιπα να σκοτεινιάζει και δαγκώθηκε —δεν ήθελε να είναι στη θέση του Χαλίμ. «Δηλαδή, δεν είμαι σίγουρη... μπορεί να το είπε και να μην το άκουσα. Ήμουν πολύ κουρασμένη...» βιάστηκε να τα μπαλώσει. «Η γενναιοψυχία σου σε τιμά. Μ ην ανησυχείς, δε θα βάλω να τον αποκεφαλίσουν και να τον σύρουν άγρια άλογα στην έρημο».
Μ ια ιδέα χαμόγελου συνόδεψε τα λόγια του κι η Κάσι δεν μπόρεσε να μην το ανταποδώσει. «Φοβάμαι πως άφησα τη φαντασία μου να καλπάσει...» Δεν ήταν η μόνη. Η πραγματικότητα έπεσε σαν τούβλο στο κεφάλι του Τζαμίλ, αναγκάζοντάς τον ν’ αποχαιρετήσει την εικόνα της άχαρης, αυστηρής Εγγλέζας αριστοκράτισσας. Κοίταξε τούτη τη γυναίκα που στεκόταν μπροστά του, που ήταν προφανώς η λαίδη Κασσάνδρα Άρμστρονγκ, η καινούρια γκουβερνάντα της Λίνα. Τούτο το θελκτικό πλάσμα με τις πλούσιες καμπύλες, με τα χείλη που ήταν φτιαγμένα για φιλιά, αυτό το πλάσμα που θα έμενε στο παλάτι για να διδάξει τη Λίνα τρόπους. Σεβασμό. Πειθαρχία. Ο Τζαμίλ άρπαξε τη χρυσή λωρίδα του κεφαλόδεσμού του, τον τράβηξε από το κεφάλι του μαζί με τη γκούτραχ και τα πέταξε στο κοντινό ντιβάνι. Κι ύστερα πέρασε τα χέρια του στα κοντά μαλλιά του, που στέκονταν ήδη όρθια σαν καρφιά, και προσπάθησε να φανταστεί την υποδοχή που θα της έκανε το Συμβούλιό του. Θ’ άξιζε τον κόπο να την πάρει στο Νταρ μόνο και μόνο για να δει την έκφραση στα πρόσωπά τους. Ύστερα φαντάστηκε την αντίδραση της Λίνα και το στόμα του σφίχτηκε, έγινε εκείνη η γνώριμη γραμμή. «Όχι», είπε αποφασιστικά. «Όχι; Όχι... τι; Μ πορώ να ρωτήσω;» «Δεν μπορώ να το επιτρέψω... Δεν μπορείς να είσαι η γκουβερνάντα της κόρης μου». Το πρόσωπο της Κάσι μαράθηκε. «Μ α γιατί; Τι έκανα;» Ο Τζαμίλ έκανε μια πλατιά χειρονομία. «Πρώτο και κύριο... μοιάζεις σαν να είναι η θέση σου σε χαρέμι και όχι σε μια τάξη σχολείου». Η αγανάκτηση έκανε την Κάσι να ξεχάσει όλα τα σχετικά περί σεβασμού και ότι δεν έπρεπε να μιλάει χωρίς να σκεφτεί. «Αυτό είναι άδικο! Μ ε αιφνιδιάσατε! Ετοιμαζόμουν να πλαγιάσω και όχι
να δεχτώ μια επίσημη επίσκεψη! Μ ιλάτε σαν να σέρνομαι μισόγυμνη από ντιβάνι σε ντιβάνι όλη μέρα, γυαλίζοντας τα νύχια μου και μασουλώντας ζαχαρωτά!» Ο Τζαμίλ κατάπιε με δυσκολία. Αυτή η εικόνα της, ξαπλωμένη μισόγυμνη, ήταν πολύ διεγερτική. Αν ήθελε να είναι δίκαιος, ακόμα και με το νεγκλιζέ της αποκάλυπτε πολύ λιγότερη σάρκα απ’ ό,τι αν φορούσε μια βραδινή τουαλέτα. Μ όνο που εκείνος ήξερε πως ήταν γυμνή από κάτω. Κι οι πτυχές της ρόμπας την αγκάλιαζαν τόσο ερωτικά, που δεν μπορούσε να μην προσέξει το περίγραμμα του κορμιού της. Κι είχε κάτι πάνω της, κάτι σ’ αυτά τα νυσταγμένα μάτια, στο γεμάτο κάτω χείλι, στη μυρωδιά της επιδερμίδας της —γιασεμί και κάτι άλλο, αισθησιακό και υπέροχα θηλυκό. «Αυτό που εννοώ είναι ότι δε μοιάζεις... αρκετά αυστηρή για γκουβερνάντα». Παρά την εξαιρετικά αμήχανη κατάσταση, η αίσθηση του γελοίου ήταν τόσο έντονη που η Κάσι δάγκωσε το χείλι να μη γελάσει, αλλά δεν τα κατάφερε εντελώς. «Δεν καταλαβαίνω πού το βρίσκεις το αστείο, τι σε διασκεδάζει σ’ αυτή την κατάσταση!» την αποπήρε ο Τζαμίλ. «Μ ε συγχωρείτε», είπε η Κάσι προσπαθώντας να φανεί συντετριμμένη. «Αν μου πείτε πώς ακριβώς περιμένατε να δείχνω, θα προσπαθήσω ν’ αλλάξω την εμφάνισή μου ανάλογα. Έχω ένα σωρό πολύ σεμνά φορέματα, σας βεβαιώ». «Το θέμα δεν είναι τι φοράς ή τι δε φοράς... Το θέμα είσαι εσύ. Κοίτα!» Την αιφνιδίασε γι’ άλλη μια φορά, πιάνοντάς την από τα μπράτσα και γυρνώντας την προς το μέρος ενός ολόσωμου καθρέφτη που υπήρχε σε μια γωνιά της σκηνής. Η Κάσι κοίταξε το είδωλό της στο απαλό φως της λάμπας που κρεμόταν από την οροφή της σκηνής. Τα μαλλιά της σγούραιναν
γύρω από το πρόσωπό της, μπλέκονταν με τις δαντέλες που στόλιζαν το νεγκλιζέ της γύρω από το λαιμό. Το δέρμα της ήταν αναψοκοκκινισμένο. Τα μάτια της είχαν μια λάμψη που τους έλειπε τον τελευταίο καιρό. Η όλη της εμφάνιση είχε κάτι το ατημέλητο που την έκανε να δείχνει... λάγνα, ακόλαστη; Μα ήταν δυνατόν; Πίσω της, ο πρίγκιπας Τζαμίλ κινήθηκε, ήρθε πιο κοντά. Μ πορούσε να νιώσει τη σκληράδα του κορμιού του, ενός κορμιού ζεστού και αντρίκειου, που απείχε ελάχιστα εκατοστά από το δικό της. Άπλωσε το χέρι του πάνω από τον ώμο της να της τραβήξει τα μαλλιά από το πρόσωπό της, και το άγγιγμά του για κάποιο λόγο την έκανε ν’ ανατριχιάσει, παρ’ όλο που δεν έκανε καθόλου κρύο. «Κοίτα», της είπε κοιτάζοντάς την επίμονα ενώ ίσιωνε τη δαντέλα στο λαιμό της. Έσυρε το χέρι του στο μπράτσο της ισιώνοντας κι εκεί τις δαντέλες, έσφιξε τη ζώνη της ρόμπας της που επέμενε να λύνεται παρά τις προσπάθειές της να κάνει ένα σφιχτό κόμπο. «Κοίτα», επανέλαβε αγγίζοντας τη μέση της. Τα μάτια τους συναντήθηκαν στον καθρέφτη· τα δικά του στο χρυσαφί του φθινοπώρου, τα δικά της στο γαλανό του καλοκαιριού. Κι εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή κάτι έγινε. Ο αέρας θαρρείς κι έβγαζε σπίθες. Η ανάσα της στάθηκε στο λαιμό της. Ο πρίγκιπας Τζαμίλ έσκυψε το κεφάλι του. Τον παρατηρούσε μέσα στον καθρέφτη να της σηκώνει τα μαλλιά από τους ώμους της κι ένιωθε λες κι έβλεπε μια παράσταση, λες κι όλ’ αυτά να συνέβαιναν σε κάποια άλλη, λες και δεν ήταν αυτή τούτο το αισθησιακό πλάσμα που έβλεπε μπροστά της. Αλλά, αν δεν ήταν αυτή, πώς γινόταν κι ένιωθε τα χείλη του στο γυμνό λαιμό της; Το ανεπαίσθητο άγγιγμα την τσουρούφλισε. Το δέρμα της συσπάστηκε σαν καψαλισμένο. Η ανάσα της έβγαινε
τώρα γρήγορη και ρηχή, η καρδιά της κάλπαζε ξαφνικά. Και συνειδητοποίησε πολύ αργά, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μόλις πριν συμβεί, πως σκόπευε να τη φιλήσει. Κανονικά. Να τη φιλήσει στο στόμα! Τη γύρισε, την έπιασε από το πιγούνι και έστρεψε το πρόσωπό της προς το δικό του. Τα μάτια του βυθίστηκαν στα δικά της, πιο σκούρα χρυσά τώρα, έντονα χρυσά, ακαταμάχητα χρυσά. Έκανε μια ελάχιστη κίνηση προς το μέρος της, τόσο ανεπαίσθητη που θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, μόνο που η Κάσι την αντιλήφθηκε και ανταποκρίθηκε, παίρνοντας θέση ανάμεσα στα μπράτσα του και υψώνοντας το πρόσωπό της. Κι εκείνος τη φίλησε. Δεν ήταν το πρώτο φιλί της. Την είχαν φιλήσει κι άλλοτε. Η αλήθεια ήταν πως οι άντρες το συνήθιζαν αυτό. Επιχειρούσαν να τη φιλήσουν κι ας μην τους ενθάρρυνε, αντίθετα μάλιστα δεν είχε πρόβλημα να τους αποθαρρύνει, και με έντονο τρόπο όποτε ήταν αναγκαίο. Αλλά τώρα δεν της πέρασε καν από το μυαλό ν’ αποθαρρύνει τον πρίγκιπα Τζαμίλ. Παράξενο! Τα φιλιά του Ογκάστας ήταν αγνά... ήρεμα. Για να είναι ειλικρινής, τα φιλιά του Ογκάστας, παραδόξως, είχαν αποτύχει να προκαλέσουν αυτή τη μαγεία, αυτή την έκσταση που ξυπνάει το πρώτο ερωτικό φιλί που τόσο όμορφα είχε περιγράψει ο Μ πάιρον και που η Κάσι περίμενε κι ονειρευόταν. Ήταν ένα από τα πράγματα που την έκαναν ν’ αναρωτιέται για το βάθος των αισθημάτων της για τον Ογκάστας, γιατί ούτε το πρώτο φιλί αλλά ούτε και το εικοστό είχαν ξυπνήσει μέσα της κάτι περισσότερο από μια ήπια αδιαφορία. Αντίθετα, όταν το στόμα του πρίγκιπα Τζαμίλ ενώθηκε με το δικό της, η αδιαφορία ήταν το τελευταίο που ένιωσε, κι όταν τέλειωσε το φιλί του, δεν είχε καμιά αμφιβολία
πως αυτό ήταν Φιλί. Το χέρι του γλίστρησε πίσω στον αυχένα της, παροτρύνοντάς τη να κλείσει το ελάχιστο κενό ανάμεσά τους. Κι εκείνη το έκανε, απολαμβάνοντας τον τρόπο που οι καμπύλες της ταίριαξαν στο μυώδες κορμί του. Τα στήθη της πιέστηκαν ερεθιστικά στο στέρνο του, οι θηλές της σκλήρυναν και ορθώθηκαν όπως όταν κρύωνε, μόνο που τώρα δεν κρύωνε κι η αίσθηση ήταν εντελώς διαφορετική. Το άλλο του μπράτσο τυλίχτηκε γύρω από τη μέση της, κι εκείνη φώλιασε κι άλλο στην αγκαλιά του. Η Κάσι έγλειψε τα χείλη της που είχαν στεγνώσει ξαφνικά. Κι είδε τα μάτια του να γίνονται πελώρια, διάπλατα. Ένας ήχος βγήκε από το λαιμό του, σαν στεναγμός, και το στομάχι της δέθηκε κόμπος. Κι ύστερα τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της κι εκείνη κατάλαβε πόσο δίκιο είχε τελικά ο λόρδος Μ πάιρον. Μ αγεία. Έκσταση. Μ ια μεθυστική αίσθηση την πλημμύρισε καθώς το στόμα του σφράγιζε το δικό της. Τη φιλούσε σαν να τη γευόταν, σαν να την τρυγούσε, και κάτι σκίρτησε μέσα της, χαμηλά στην κοιλιά της. Τα δάχτυλά του βυθίστηκαν στα μαλλιά της, χάιδεψαν την απαλή σάρκα στη μέση της. Το στόμα του έπαιξε με τα χείλη της, τα χώρισε για να τα γευτεί καλύτερα. Η Κάσι ένιωσε να ξεδιπλώνεται όπως τα πέταλα του λουλουδιού στον ήλιο, όταν η γλώσσα του άγγιξε τη δική της. Αν δεν την κρατούσε κι αν δεν είχε γαντζωθεί με τα δυο της χέρια από το χιτώνα του, θα είχε σωριαστεί, θα είχε πέσει στην άβυσσο. Αισθανόταν άπληστη, αχόρταγη. Ήθελε να μην τελειώσει ποτέ αυτό το φιλί. Σφίχτηκε πάνω του κι ένιωσε κάτι σκληρό και βαρύ να πιέζει το μηρό της. Ο Τζαμίλ πήδηξε πίσω μεμιάς. Την κοίταξε σαν να ήταν μια άγνωστη. Τον κοίταζε κι η Κάσι, με το χέρι στα χείλη της, που έκαιγαν σαν τσουρουφλισμένα. Ντροπή και αμηχανία την πλημμύρισαν. Τι θα σκεφτόταν γι’ αυτήν;
Ο Τζαμίλ την κοίταζε με φρίκη. Τι είχε κάνει; Τι είχε σκεφτεί; Και, για το Θεό, γιατί ήθελε να κάνει περισσότερα; «Καταλαβαίνεις τώρα τι εννοώ;» είπε ξεσπώντας πάνω της τη στέρηση που ένιωθε. «Δεν είσαι κατάλληλη για γκουβερνάντα». Η Κάσι ήταν τόσο σαστισμένη, που δεν μπορούσε να κάνει τίποτ’ άλλο από το να τον κοιτάζει. Αισθανόταν έναν περίεργο πόνο, μια ανάγκη... σαν να λιμοκτονούσε και να την έβαζαν μπροστά σ’ ένα κατάφορτο τραπέζι, όπου όμως την άφησαν να φάει μόνο μια μπουκιά. Το κορμί της παλλόταν και διαμαρτυρόταν, ζητούσε περισσότερα. Ήταν σαστισμένη, συγχυσμένη, ντροπιασμένη. Του είχε δώσει θάρρος; Εκείνη έφταιγε; «Λοιπόν, δεν έχεις τίποτα να πεις για τον εαυτό σου;» Η Κάσι έγλειψε τα χείλη της. Τα ένιωσε πρησμένα. «Εγώ...» Ο Τζαμίλ άφησε ένα επιφώνημα αποστροφής. Ήταν έξω φρενών με τον εαυτό του, βασικά. Δεν ήταν του χαρακτήρα του να φέρεται έτσι, να χάνει τον έλεγχο. Ένας πρίγκιπας πρέπει να λειτουργεί με τη λογική και όχι με το συναίσθημα. «Είναι φανερό πως αυτή η συνεργασία δε θα πετύχει. Κι είναι προτιμότερο να το αποδεχτούμε τώρα. Θα σε στείλω πίσω στην αδερφή σου αύριο το πρωί». Η βαριά άκρη του μανδύα του τρίφτηκε στον αστράγαλό της καθώς γύρισε να πάει προς την έξοδο, κι αυτό ήταν αρκετό για να ξυπνήσει την Κάσι από το λήθαργό της. «Θα με στείλετε πίσω!» φώναξε πνιχτά, συνειδητοποιώντας ξαφνικά τις συνέπειες της ανάρμοστης συμπεριφοράς της. Θα την έστελνε πίσω σαν ένα ανεπιθύμητο δώρο ή σαν μια επιστολή που είχε σταλεί σε λάθος διεύθυνση! Επιτέλους, δεν μπορούσε μια φορά να σκεφτεί πριν μιλήσει ή ενεργήσει; «Σας παρακαλώ, πρίγκιπα Τζαμίλ, σας παρακαλώ, ξανασκεφτείτε το!» Η Κάσι τον άρπαξε από το μανδύα του προσπαθώντας να τον σταματήσει, και το μόνο που κατάφερε
ήταν να της ρίξει μια υπεροπτική ματιά, την οποία ωστόσο εκείνη αγνόησε μέσα στην απόγνωσή της. Αν ο πρίγκιπας έφευγε τώρα, δε θ’ άλλαζε γνώμη. Θα την έστελνε πίσω, κι εκείνη θα ήταν σε δυσμένεια για δεύτερη φορά, μόνο που αυτή τη φορά θα ήταν χειρότερα γιατί δε θ’ απογοήτευε μόνο τον εαυτό της, αλλά και τη Σίλια και τον Ραμίζ, κι αυτό δε θα το άντεχε. «Ω, σας παρακαλώ, σας ικετεύω, Υψηλότατε, μην είσαστε τόσο βιαστικός. Ακούστε με, δώστε μου μια ευκαιρία ν’ αποδείξω την αξία μου, να δικαιωθώ, σας ικετεύω». Ο Τζαμίλ δίστασε για μια στιγμή κι η Κάσι φρόντισε να το εκμεταλλευτεί. «Πρίγκιπα Τζαμίλ, Υψηλότατε, σεΐχη του αλ Ναζάρι...» έκανε μια βαθιά, χαριτωμένη υπόκλιση, ανίδεη πως με την κίνηση αυτή πρόσφερε μια ερεθιστική θέα του ντεκολτέ της ως το χώρισμα του στήθους της. «Παραδεχτήκατε πως η κόρη σας έχει ανάγκη από μια γκουβερνάντα κι εγώ... Για να είμαι ειλικρινής, έχω επιτακτική ανάγκη ν’ αποδείξω την αξία μου. Βλέπετε λοιπόν πως θα είναι προς όφελος και των δύο να πετύχει αυτή η συνεργασία. Ξέρω πως δεν είμαι αυτό που περιμένατε, αν κι ακόμα δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς περιμένατε, αλλά σας βεβαιώνω πως είμαι απόλυτα ικανή να φροντίζω ένα μικρό κορίτσι όπως η Λίνα. Έχασα κι εγώ τη μητέρα μου σε νεαρή ηλικία, κι έχοντας τρεις μικρότερες αδερφές, ανέλαβα ενεργό ρόλο στην εκπαίδευση και την ανατροφή τους. Είμαι σίγουρη πως θα τα πάμε καλά η πριγκίπισσα κι εγώ. Ξέρω να την προσεγγίσω, να την κάνω ν’ αλλάξει συμπεριφορά. Σας παρακαλώ, μη με στέλνετε πίσω. Δώστε μου μια ευκαιρία. Δε θα το μετανιώσετε». Ένωσε τα χέρια της ικετευτικά και κρατήθηκε με το ζόρι να μην πέσει στα γόνατα. Ο πρίγκιπας Τζαμίλ δε φάνηκε να ταλαντεύεται, το πρόσωπό του παρέμεινε αδυσώπητα ανέκφραστο. Μ όνο στα μάτια του πετάρισε κάτι... κάτι που η Κάσι δεν μπόρεσε να
καταλάβει. Γιατί στην ευχή την είχε φιλήσει έτσι; Για να της δώσει ένα μάθημα; Κι εκείνη γιατί τον άφησε; Δεν είχε επιτρέψει σε άλλον άντρα τέτοιες ελευθερίες, τέτοιες οικειότητες. Κανένας άντρας δεν είχε πάρει τέτοιο θάρρος μαζί της, αλλά ο πρίγκιπας Τζαμίλ, προφανώς, θεωρούσε μόνο τη δική της συμπεριφορά αχαρακτήριστη. Κι όχι τη δική του... Κι είχε δίκιο... Είχε φερθεί σαν γυναίκα ελευθερίων ηθών! Δεν ήταν περίεργο που την πέρασε για καμιά... Ω, Θεέ, δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί για τι την πέρασε! Η Κάσι έσφιξε τα χέρια της και κατάπιε την περηφάνια της. Τι χρησίμευε η περηφάνια, στο κάτω κάτω; Και ποια η χρησιμότητά της αν την εμπόδιζε να βάλει σ’ ενέργεια όλες τις δυνάμεις της να πείσει τον πρίγκιπα ότι άξιζε την εμπιστοσύνη του; «Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε... όταν... όταν... με φιλήσατε... Εννοώ...» έγινε κατακόκκινη, αλλά πίεσε τον εαυτό της να συνεχίσει κοιτάζοντάς τον κατάματα. «Μ πορώ να σας βεβαιώσω μόνο ότι δε συνηθίζω να επιτρέπω... να με φιλούν... πόσω μάλλον να το απολαμβάνω...» «Το ξέρω», είπε ο Τζαμίλ, αιφνιδιασμένος από την αφελή ομολογία της. «Το ξέρετε... πώς;» «Τα φιλιά σου... μόνο έμπειρα δε θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κάποιος». Η Κάσι δεν ήταν σίγουρη αν αυτό ήταν προσβολή ή φιλοφρόνηση. Και μολονότι ήθελε πολύ να συνεχίσει αυτό το ενδιαφέρον θέμα, για μια φορά επικράτησε η σύνεση και κράτησε τη γλώσσα της. «Όπως και να είναι, έμπειρα ή όχι, σας βεβαιώνω πως δε θα υποβληθείτε ξανά σ’ αυτή τη δοκιμασία». Τα λόγια της του κέντρισαν την περιέργεια και του προκάλεσαν τη θυμηδία, παρ’ όλο που ήταν αποφασισμένος να μην αλλάξει
γνώμη. Είχε πολύ καιρό να συναντήσει ένα τόσο ενδιαφέρον πλάσμα σαν τη λαίδη Κασσάνδρα. Κι όσο για τη δοκιμασία των φιλιών της... θα ήταν ευτυχής αν τον υπέβαλλε ξανά σ’ αυτή τη δοκιμασία... Πανευτυχής μάλιστα! Ήταν καλό ή κακό αυτό; «Η κόρη μου...» «Η Λίνα». «Είναι...» «Δυστυχισμένη». Ύψωσε τα φρύδια του υπεροπτικά. «Δύσκολη, θα έλεγα». «Δύσκολη, επειδή είναι δυστυχισμένη». «Κουταμάρες. Δεν έχει κανένα λόγο να είναι δυστυχισμένη. Έχει όλα όσα θα μπορούσε να επιθυμήσει ένα μικρό κορίτσι». «Τα παιδιά δε γεννιούνται δύσκολα, γίνονται δύσκολα για κάποιο λόγο», επέμενε η Κάσι, νιώθοντας πως πατούσε σε πιο σίγουρο έδαφος. «Το θέμα είναι να βρεις το λόγο. Η Λίνα είναι μόλις οχτώ χρονών, δεν έχει το κατάλληλο λεξιλόγιο να εκφράσει τα αισθήματά της. Τα εκφράζει με...» «Μ ε το να είναι δύσκολη», ο Τζαμίλ φάνηκε να μελετάει αυτό το ενδεχόμενο. Η πείρα του του έλεγε ότι η επιείκεια και η ανεκτικότητα ήταν οι βασικοί λόγοι της κακής συμπεριφοράς της Λίνα. Δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως μπορεί να ήταν δυστυχισμένη. Είχε συμπεράνει πως η σκληρή πειθαρχία με την οποία είχε ανατραφεί κι ο ίδιος θα ήταν αρκετή. Μ ήπως έκανε λάθος; Το ερώτημα τον έβαλε σε σκέψεις. «Βλέπετε, εγώ καταλαβαίνω τα μικρά κορίτσια», συνέχισε η Κάσι μαντεύοντας από την έκφρασή του πως είχε αγγίξει μια ευαίσθητη χορδή. «Το μόνο που θέλω είναι να βοηθήσω τη Λίνα. Αν μπορούμε να ξεχάσουμε τι συνέβη απόψε, να κάνουμε μια καινούρια αρχή το πρωί...» Ο Τζαμίλ ύψωσε το χέρι του αυταρχικά. «Αρκετά. Ομολογώ πως
μου έδωσες τροφή για σκέψεις, αλλά είναι αργά. Θα κοιμηθώ και θα σε ενημερώσω για την απόφασή μου το πρωί». «Ο ύπνος είναι ο πιο σοφός σύμβουλος, έτσι λέει η αδερφή μου η Σίλια». Ο Τζαμίλ χαμογέλασε, κανονικά αυτή τη φορά, κι ένα λακκάκι σχηματίστηκε στο μάγουλό του. «Κι ο πατέρας μου κάτι τέτοιο έλεγε. Σε καληνυχτίζω λοιπόν, λαίδη Κασσάνδρα». Η Κάσι τον κοίταζε, σαστισμένη από την αλλαγή που είχε επιφέρει στο πρόσωπό του εκείνο το χαμόγελο —τον είχε μεταμορφώσει από αυστηρό και τρομακτικό σεΐχη σ’ έναν απίστευτα γοητευτικό άντρα, έναν γοητευτικό νέο άντρα. Ωστόσο συνήλθε γρήγορα. «Καληνύχτα, Υψηλότατε», ευχήθηκε κι έκανε άλλη μια υπόκλιση. Ώσπου να σηκωθεί, εκείνος είχε φύγει.
Κεφάλαιο 3
Το άλλο πρωί βρήκε τον Τζαμίλ δίβουλο, κάτι ασυνήθιστο γι’ αυτόν. Δεν είχε πάρει μια απόφαση, κι ένας λόγος ήταν ότι η λαίδη Κασσάνδρα είχε στοιχειώσει τα όνειρά του. Δε βοήθησε καθόλου η ανάμνηση των χειλιών της, της επιδερμίδας της, του κορμιού της που του είχαν ξυπνήσει τις κοιμισμένες του αισθήσεις κι οι ερεθιστικές φαντασιώσεις τον είχαν αφήσει άυπνο. Τελικά, είχε σηκωθεί από το ντιβάνι σε απόγνωση και είχε βουτήξει στα δροσερά νερά της λίμνης πριν ακόμα χαράξει η αυγή, σε μια προσπάθεια να καλμάρει το κορμί του και να βάλει σε τάξη το μυαλό του. Δεν ήταν συνηθισμένος να γίνονται εμπόδιο στις αποφάσεις του αυτού του είδους οι σαρκικές σκέψεις. Οι βασικές ανάγκες του κορμιού του δεν είχαν ποτέ ως τώρα παρεισφρήσει στη λογική του μυαλού του. Η λαίδη Κασσάνδρα τον προβλημάτιζε, τον έκανε να συγχέει τα όρια, που τα είχε τόσο ξεκάθαρα και τακτοποιημένα στο μυαλό του. Ήταν πλασμένη για την τέρψη, για την ηδονή. Αλλά εδώ βρισκόταν για έναν πολύ πιο πρακτικό σκοπό. Γυρνώντας στη σκηνή του για να ντυθεί για το ταξίδι, έκανε νοερά μια λίστα με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κατάστασης. Ποια θα ήταν τα υπέρ και τα κατά αν προσλάμβανε τη λαίδη Κασσάνδρα για γκουβερνάντα της Λίνα. Κι όσο τα σκεφτόταν αυτά, ήρθε στην επιφάνεια μια από τις ερωτήσεις που
είχαν σφηνωθεί στο πίσω μέρος του μυαλού του. Η λαίδη Κασσάνδρα είχε πει ότι είχε ανάγκη για μια ευκαιρία ν’ αποδείξει την αξία της. Γιατί; αναρωτήθηκε εκείνος. Τι είχε προηγηθεί άραγε; ***
Ήταν η πρώτη ερώτηση που της έκανε όταν εμφανίστηκε μπροστά του στην προχειροστημένη αίθουσα του θρόνου. Φορούσε τα ταξιδιωτικά της ρούχα: εκείνο το μπλε κοστούμι ιππασίας και το βέλο με το οποίο είχε φτάσει την προηγουμένη, και δυσκολευόταν να κρατήσει το κεφάλι της σκυφτό, όπως έπρεπε όταν υποκλίθηκε. Αλλά ο Τζαμίλ δεν είχε σκοπό να την αφήσει να κρύβεται πίσω από τις παγίδες της ευπρέπειας. Διέταξε τους υπηρέτες του να σύρουν τις ελαφριές κουρτίνες και της ζήτησε να τραβήξει πίσω το βέλο της. Δεν της ζήτησε όμως να καθίσει, προτίμησε να την αφήσει να στέκεται μπροστά του σαν ικέτης. «Εξήγησέ μου, σε παρακαλώ, τι εννοούσες όταν είπες ότι χρειάζεσαι μια ευκαιρία ν’ αποδείξεις την αξία σου», της είπε κοφτά. Η Κάσι τον κοίταξε με απόγνωση. Όλη τη νύχτα είχε κάνει πρόβα τα επιχειρήματά της, είχε επαναλάβει τους λόγους της, είχε φροντίσει για τη σωστή διατύπωσή τους, ώστε να είναι έτοιμη να τους αραδιάσει στον πρίγκιπα άψογα και πειστικά. Ήταν έτοιμη ν’ απαγγείλει το πρόγραμμα μαθητείας ξεκινώντας από τα μαθήματα ζωγραφικής, αριθμητικής, πιανοφόρτε —αν και δεν ήταν σίγουρη πού θα έβρισκαν ένα τέτοιο όργανο— και συνεχίζοντας με γαλλικά —ίσως βέβαια η Λίνα να μη μιλούσε ούτε αγγλικά—, βοτανολογία —αν και δεν είχε ιδέα τι λουλούδια φύτρωναν στην έρημο— και ιππασία, έναν τομέα στον οποίο διέπρεπε και το ήξερε. Όλα αυτά τα είχε έτοιμα, τα έπαιζε στα δάχτυλά της, μαζί με τις ιδέες της για το πώς επιβάλλεται αυστηρή αλλά δίκαιη πειθαρχία και κυρίως με
τη διακαή επιθυμία της να προσφέρει στη Λίνα λίγη στοργή, που προφανώς την είχε τόσο ανάγκη. Αλλά φαίνεται πως ο πρίγκιπας δεν ενδιαφερόταν για τίποτα από αυτά. Αντίθετα, ήθελε να μάθει για τα κίνητρά της, ένα θέμα για το οποίο ήταν κι η ίδια κάπως μπερδεμένη, για την ώρα τουλάχιστον. «Υποθέτω ότι εννοούσα... πως θα ήταν καλό να φανώ χρήσιμη», ψέλλισε. Ο πρίγκιπας έσφιξε τα χείλη του. «Αυτό που απεχθάνομαι περισσότερο απ’ όλα είναι οι υπεκφυγές. Οδηγούν συνήθως στην απάτη. Αν πρόκειται να πάρεις τη θέση της γκουβερνάντας της κόρης μου, πρέπει να μπορώ να σ’ εμπιστεύομαι απεριόριστα. Αν λοιπόν μ’ εξαπατάς σχετικά με τα κίνητρά σου...» «Ω, όχι! Δε θα το έκανα ποτέ αυτό». «Τότε σε ξαναρωτάω, γιατί αυτός ο διακαής πόθος ν’ αποδείξεις την αξία σου;» Η Κάσι κοκκίνισε, έριξε το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο, προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρει έναν τρόπο να ικανοποιήσει την περιέργειά του χωρίς να μειώσει τον εαυτό της, αλλά μια ματιά στο αυστηρό πρόσωπό του της είπε πως ήταν προτιμότερο να του πει την αλήθεια. Ο πρίγκιπας δε θ’ ανεχόταν τίποτ’ άλλο κι εκείνη δεν ήθελε να ρισκάρει ν’ αποκαλυφθεί και μετά εκείνος να συμπεράνει πως του είχε πει ψέματα. Έδεσε λοιπόν τα χέρια της και άρχισε την αφήγηση της θλιβερής ιστορίας της για τον άτυχο αρραβώνα της με τον Ογκάστας. Όλα αυτά τα έλεγε στις μπότες της και όχι στον πρίγκιπα Τζαμίλ, γιατί δεν τολμούσε να τον κοιτάξει, από φόβο μη δει στο πρόσωπό του την αποδοκιμασία του. «Έκανα λάθος, ένα τρομερό λάθος κρίσης», είπε στο τέλος. «Αν δεν ήμουν τόσο ξεροκέφαλη, τόσο συναισθηματική, η οικογένειά μου κι εγώ δε θα είχαμε υποστεί αυτή την ταπείνωση». «Μ α κανονικά αυτός ο άντρας —αν μπορεί ν’ αποκαλέσει
κάποιος άντρα αυτόν το σκορπιό της ερήμου— έπρεπε να ντρέπεται», είπε ο Τζαμίλ περιφρονητικά. «Εσύ είσαι το θύμα. Ενώ αυτός φέρθηκε μ’ έναν τρόπο που δείχνει πως δεν ξέρει τι θα πει τιμή και ακεραιότητα. Αυτός πρέπει να είναι ο απόβλητος, όχι εσύ». Η Κάσι κούνησε το κεφάλι της. «Δεν τα βλέπει έτσι ο κόσμος τα πράγματα, ούτε καν ο πατέρας μου». «Στον κόσμο μου θα το βλέπαμε διαφορετικά». Η Κάσι τέντωσε το πιγούνι της αποφασιστικά, μια κίνηση που ο Τζαμίλ τη βρήκε ιδιαίτερα χαριτωμένη. «Όπως κι αν επέλεξαν να το δουν όλοι οι άλλοι, σας βεβαιώνω πως κανείς δε θα μπορούσε να νιώσει μεγαλύτερη ντροπή, και γι’ αυτό είμαι τόσο αποφασισμένη ν’ αλλάξω. Δε σκοπεύω να ξαναφήσω την καρδιά μου αχαλίνωτη, ποτέ πια». «Σοφή απόφαση. Η καρδιά δεν είναι λογικό όργανο κατά τη γνώμη μου». «Ναι, ούτε αξιόπιστο. Έχω τα ελαττώματά μου, αλλά δε χρειάζομαι δύο φορές το ίδιο μάθημα για να βάλω γνώση». «Ο καμένος πρέπει να προσέχει τη φωτιά, ε;» «Ακριβώς». «Δηλαδή, με άλλα λόγια μου λες, λαίδη Κασσάνδρα, πως σ’ έστειλαν εδώ γιατί βρίσκεσαι υπό δυσμένεια;» Η Κάσι έπλεξε και ξέπλεξε τα δάχτυλά της. «Όχι, όχι ακριβώς. Ο μπαμπάς ήθελε να πάω να μείνω για λίγο καιρό στην εξοχή, ώσπου να καταλαγιάσει το σκάνδαλο. Ήταν ιδέα της Σίλια να έρθω εδώ. Ήξερε πόσο με είχε γοητεύσει η Αραβία την πρώτη φορά που έφτασα με τη θεία Σοφία για να τη γλιτώσω...» Ο Τζαμίλ ύψωσε τα φρύδια του ειρωνικά. «Εννοώ, δηλαδή, όταν ήρθα να επισκεφτώ τη Σίλια πριν παντρευτεί... Κι επίσης ήθελα ν’ απομακρυνθώ για λίγο από την καινούρια σύζυγο του μπαμπά, που φαίνεται πως το
απολαμβάνει να ρίχνει λάδι στη φωτιά», το στήθος της Κάσι φούσκωνε και ξεφούσκωνε στη σκέψη της μητριάς της. «Η Μ πέλα Φρόμπισερ είναι μια αρπακτική κουρούνα που κάθεται στη φωλιά της και... κρώζει, τώρα ιδίως που έκανε και το γιο και κληρονόμο!» Σταμάτησε απότομα ντροπιασμένη. «Ζητώ συγνώμη, νομίζω πως ξεφύγαμε από το θέμα. Το πρόβλημα είναι, Υψηλότατε, πως φοβάμαι ότι ο αρραβώνας μου επιβεβαίωσε τη γνώμη του πατέρα μου για μένα —πως μου λείπει η ευθυκρισία και πως δεν είμαι πολύ αξιόπιστη», είπε κοκκινίζοντας, «και θα ήθελα πάρα πολύ να του αποδείξω ότι κάνει λάθος». «Εμένα μου φαίνεται πως ο πατέρας σου κάνει λάθος αφήνοντάς σου τόση ελευθερία δράσης. Εδώ στην Αραβία αναγνωρίζουμε πως οι γυναίκες είναι το ασθενέστερο φύλο και δεν τους επιτρέπουμε να παίρνουν αποφάσεις που θ’ αλλάξουν τη ζωή τους, όπως το να επιλέξουν οι ίδιες τον σύζυγό τους». Η άμεση αντίδραση της Κάσι ήταν να πληροφορήσει τον πρίγκιπα Τζαμίλ ότι εδώ στην Αραβία, κατά τη γνώμη της, οι γυναίκες δεν ήταν προστατευμένες αλλά υποδουλωμένες. Όμως καθώς ήταν έτοιμη να ξεστομίσει τη γνώμη της, συνειδητοποίησε πως θα υπονόμευε τη θέση της. «Ο μπαμπάς θα συμφωνούσε απόλυτα μαζί σας σ’ αυτό το θέμα», περιορίστηκε να πει. «Που σημαίνει;» «Που σημαίνει πως, αν περνούσε το δικό του, θα μας πάντρευε όλες σύμφωνα με τα συμφέροντά του, άσχετα από τις επιθυμίες μας». «Δεν εννοούσα αυτό, κάθε άλλο. Δεν είναι στις προθέσεις μου να χρησιμοποιήσω τη Λίνα σαν ατού —όχι πως σε αφορά αυτό. Δεν είναι δική σου δουλειά. Το μόνο που θέλω είναι να μάθει να σέβεται, να ξέρει τη θέση της και να συνειδητοποιήσει πως
υπάρχουν όρια που δεν μπορεί να ξεπεράσει». «Τα δυστυχισμένα παιδιά φέρονται άσχημα για να τραβήξουν την προσοχή», είπε η Κάσι προσεκτικά. «Ναι, αυτό είπες και χτες βράδυ. Τι εννοούσες;» «Ε... η Λίνα στερήθηκε τη μητέρα της από μωρό, έτσι δεν είναι;» «Είχε ένα σωρό γυναίκες να τη φροντίζουν και να ικανοποιούν κάθε της επιθυμία. Ομολογώ ότι κάπου φταίω κι εγώ. Επέτρεψα να την κακομάθουν... επειδή είχε στερηθεί τη μητέρα της, και ποιες είναι οι συνέπειες; Δεν εννοεί να πειθαρχήσει». «Αυτό που έχει ανάγκη δεν είναι η πειθαρχία ή το να της κάνουν όλα τα χατίρια. Πρίγκιπα Τζαμίλ, πείτε μου, πόσο κοντά είστε στην κόρη σας;» «Τι εννοείς;» «Τη βλέπετε κάθε μέρα; Παίζετε μαζί της; Της μιλάτε; Της δείχνετε κάποιο ενδιαφέρον;» Ο Τζαμίλ έμεινε άκαμπτος. «Φυσικά κι ενδιαφέρομαι. Κόρη μου είναι». «Πώς;» «Συγνώμη;» «Πώς της δείχνετε το ενδιαφέρον σας;» «Κάθε εβδομάδα παίρνω μια αναφορά για τη συμπεριφορά της και την πρόοδό της στα μαθήματα. Αυτό βέβαια γινόταν ώσπου έφυγε κι η τελευταία γυναίκα που είχα προσλάβει. Και στο τέλος της εβδομάδας μου φέρνουν τη Λίνα να το συζητήσουμε». Η Κάσι δάγκωσε το χείλι της. Ήταν όπως ακριβώς το υποπτευόταν. Η καημενούλα η Λίνα λαχταρούσε λίγη στοργή, κι ο σκληρόκαρδος πατέρας της το μόνο που έκανε ήταν να την επικρίνει. «Ώστε η μόνη φορά που τη βλέπετε είναι για να την τιμωρήσετε;» «Δεν έχω σηκώσει ποτέ χέρι πάνω της!»
«Θεέ και κύριε! Όχι, ελπίζω», είπε η Κάσι τρομαγμένη από την ξαφνική τραχύτητα στο πρόσωπό του. Τα μάτια του έλαμπαν άγρια και θυμήθηκε την προειδοποίηση της Σίλια. Δεν έπρεπε να πηγαίνει κόντρα στον πρίγκιπα Τζαμίλ. «Συγνώμη, δεν εννοούσα αυτό... δε μου πέρασε καν από το νου». «Δε θέλω να χτυπούν την κόρη μου». «Όχι βέβαια! Όταν είπα τιμωρία, εννοούσα επιπλήξεις... τέτοια πράγματα». «Ω, κατάλαβα. Εγώ παρεξήγησα. Ναι, αν αυτό εννοούσες, τότε ναι. Όταν η Λίνα συμπεριφέρεται τόσο άσχημα, δεν μπορεί να περιμένει...» «Φέρεται άσχημα για να τραβήξει την προσοχή σου!» τον διέκοψε η Κάσι. «Για το Θεό, δεν το καταλαβαίνεις; Είπες χτες βράδυ πως η Λίνα έχει όλα όσα θα μπορούσε να επιθυμήσει ένα παιδί». «Έτσι είναι. Δεν της λείπει τίποτα». «Εκτός από το πιο σημαντικό». «Και ποιο είναι αυτό;» «Η αγάπη. Η πατρική αγάπη, η αγάπη σου». «Τα αισθήματά μου για την κόρη μου είναι...» «Αφανέρωτα!» δήλωσε η Κάσι μ’ έμφαση, αγριοκοιτάζοντας τον πρίγκιπα, ξεχνώντας μέσα στην έξαψη της στιγμής κάθε σεβασμό. «Έτσι δεν είναι;» Ο Τζαμίλ σηκώθηκε σβέλτα και κατέβηκε το σκαλοπάτι της εξέδρας, όπου πάνω του ήταν στημένος ο θρόνος. «Όπως έλεγα, λαίδη Κασσάνδρα», είπε με σφιγμένα δόντια, «αυτό που χρειάζεται η Λίνα είναι πειθαρχία». «Κι αυτό που έλεγα εγώ είναι πως χρειάζεται στοργή». «Σεβασμό, αυτό πρέπει να έχει για μένα. Και δε βλέπω πώς θα της τον εμπνεύσω δείχνοντάς της στοργή. Είναι σαν ν’ αφήνεις
εκτεθειμένη μια ανοιχτή πληγή και να προτείνεις να σε χτυπήσει κάποιος εκεί». Η Κάσι τον κοίταζε τρομαγμένη. Πώς μπορούσε να μιλάει τόσο ψυχρά για την ίδια του την κόρη; Ακόμα κι ο δικός της πατέρας δεν ήταν τόσο... τόσο κυνικός. «Αγάπη χρειάζεται», επέμεινε, πιέζοντας τον εαυτό της να συνεχίσει να κοιτάζει τον πρίγκιπα στα μάτια. «Κι εγώ μπορώ να της τη δώσω. Μ πορώ να σε μάθω κι εσένα να κάνεις το ίδιο». «Πώς τολμάς; Πώς τολμάς να υποθέτεις ότι μπορείς να με διδάξεις οτιδήποτε;» απάντησε ο Τζαμίλ θυμωμένα. «Είμαι βασιλικός πρίγκιπας, γνήσιος απόγονος σοφών και ισχυρών ηγεμόνων, ηγέτης του λαού. Κι εσύ, μια απλή γυναίκα,τολμάς να μου λες πώς θα φερθώ στην κόρη μου!» «Το καημένο το κορίτσι λαχταράει αγάπη. Για το Θεό, είσαι ο μόνος που έχει. Πώς θα ένιωθες εσύ αν είχε πεθάνει η μητέρα σου όταν ήσουν μωρό; Δε θα έκανες κάθε προσπάθεια για να μη χάσεις και την αγάπη του πατέρα σου; Ξέρω πως όταν πέθανε η δική μου μητέρα...» Τα υπόλοιπα που ήθελε να πει έσβησαν στα χείλη της όταν είδε ότι το πρόσωπό του είχε γίνει κάτωχρο. Συνειδητοποίησε με φρίκη πόσο αυθάδη μπορεί ν’ ακούστηκαν τα λόγια της. Δεν είχε ιδέα, στο κάτω κάτω, ποιες ήταν οι εμπειρίες του πρίγκιπα. «Λυπάμαι... συγνώμη», ψιθύρισε. «Δε σκέφτηκα... Η μητέρα σου πέθανε νέα;» «Όχι, αλλά ήταν το ίδιο». Ήταν πέντε χρονών όταν τον είχαν φέρει με τη βία στην ανατολική πτέρυγα. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι νεκρή, τόσο λίγη επαφή του επέτρεπαν να έχει μαζί της. Τα χέρια του σφίχτηκαν τόσο, που άσπρισαν οι αρθρώσεις του. Ύστερα, συνειδητοποιώντας πως η Αγγλίδα τον κοίταζε με περιέργεια, πως η οδύνη του ήταν εκεί, γυμνή στα μάτια του καθενός, έκανε μια τεράστια προσπάθεια να την καταχωνιάσει
πάλι στο κασόνι της και να γυρίσει το κλειδί. «Είσαι αυθάδης και θίγεις άσχετα θέματα. Για τη Λίνα μιλάμε, όχι για μένα». Ανακουφισμένη που την είχε γλιτώσει φτηνά, η Κάσι ούτε που σκέφτηκε καν να κάνει άλλες ερωτήσεις για την... εν δυνάμει νεκρή μητέρα του πρίγκιπα Τζαμίλ. Συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι της. Όταν θα είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της Λίνα, θα ξαναέθιγε το θέμα. «Συγνώμη, δεν ήθελα να σε προσβάλω. Ας μιλήσουμε καλύτερα για το τι σχεδιάζω να διδάξω τη Λίνα». Χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να τη διακόψει, βιαστικά στην αρχή, ύστερα με περισσότερη εμπιστοσύνη στον εαυτό της κι ενθουσιασμό, η Κάσι του αράδιασε τα σχέδια που είχε κάνει για τη μαθήτριά της. Χειρονομούσε καθώς μιλούσε, κι ο Τζαμίλ την παρακολουθούσε με προσοχή, την άκουγε και προσπαθούσε να εστιάσει σε αυτά που έλεγε για τη Λίνα και όχι στη λάμψη του ενθουσιασμού που φώτιζε το όμορφο πρόσωπό της ή στον τρόπο που σκιρτούσε το κορμί της κάτω από τούτο το εντελώς ακατάλληλο ταξιδιωτικό ρούχο που φορούσε, με κάθε κίνηση των χεριών της. Προσπάθησε να τη δει σαν γκουβερνάντα. Να τη φανταστεί σαν γκουβερνάντα της Λίνα. Να τη δει εκεί, στη σχολική τάξη του παλατιού, και όχι —σίγουρα όχι— όπως την είχε δει χτες βράδυ, ξαπλωμένη νωχελικά στα μαξιλάρια. Η ντόμπρα επίθεσή της τον έτσουζε κι ήταν γελοίο, φυσικά, αφού ο Τζαμίλ ήταν ένας σκληρός αλλά δίκαιος άντρας. Όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, τα λόγια της λαίδης Κασσάνδρας είχαν κάποια λογική. Κι εδώ ήταν το θέμα, το ανησυχητικό θέμα, αυτό που εκείνη είχε θίξει: η Λίνα ήταν δυστυχισμένη. Μήπως όλ’ αυτά ήταν αρκετά για να της δώσει μια ευκαιρία; Αν δεν την προσλάμβανε, ποιες ήταν οι εναλλακτικές λύσεις; Καμιά, κι ο πρίγκιπας Ραμίζ θα το έπαιρνε σαν προσωπική προσβολή. «Κι όσο για τη γεωγραφία», έλεγε η Κάσι, «παρήγγειλα στην
Αγγλία έναν αναλυτικό χάρτη, σαν αυτόν που έχουν οι βασιλικοί πρίγκιπες. Είναι στα γαλλικά κι αυτό θα βοηθήσει τη Λίνα στη γλώσσα. Και τώρα που το σκέφτομαι —υπέθεσα πως μιλάει αγγλικά, αλλά φυσικά αυτό είναι μάλλον αλαζονικό από μέρους μου και...» «Κακομαθημένη και απείθαρχη είναι, όχι χαζή», είπε ο Τζαμίλ υπεροπτικά. «Σαν θυγατέρα του Οίκου των αλ Ναζάρι, δε θα περίμενα τίποτα λιγότερο. Μ ιλάει ήδη καλά αγγλικά και λίγα γαλλικά. Θα επιθυμούσα να μάθει και ιταλικά, τα βασικά λατινικά κι ελληνικά και ίσως λίγα γερμανικά». «Ω, σωστά. Τα βασικά. Φοβάμαι όμως πως τα γερμανικά δεν τα κατέχω», ομολόγησε η Κάσι αποθαρρημένη κάπως. «Αλλά, αν θες την ταπεινή μου γνώμη, δεν είναι και μεγάλη απώλεια. Γνώρισα τον Πρώσο πρεσβευτή και, ειλικρινά, ήταν τόσο ανιαρός και βαρύς όσο κι η γλώσσα. Ω, ελπίζω να μην έχεις Γερμανούς φίλους... Δεν ήθελα να προσβάλω κανέναν». Ο Τζαμίλ χαμογέλασε ενδόμυχα. Παρά τη φοβερή έλλειψη σεβασμού και την απαξίωση όλων των κανόνων του πρωτοκόλλου, την έβρισκε διασκεδαστική. Σε γενικές γραμμές, τα θετικά ήταν περισσότερα από τ’ αρνητικά. Αν και ο Χαλίμ και το Συμβούλιό του θα καραδοκούσαν να ορμήσουν στην παραμικρή γκάφα της. «Καταλαβαίνεις πως ο διορισμός σου σ’ αυτή τη θέση είναι κάτι πολύ ασυνήθιστο. Η χώρα μου είναι πολύ παραδοσιακή —νομίζω πως είναι προτιμότερο να ξέρεις ότι την πλειοψηφία του Συμβουλίου μου και των έμπιστων βοηθών μου δε θα τους βρεις συμμάχους σου». Το πρόσωπο της Κάσι μαράθηκε. «Εννοείς πως θα πρέπει να κερδίσω την έγκρισή τους;» Ο Τζαμίλ έσφιξε τα χείλη του. «Μ πορεί να διατυπώνουν τις
γνώμες τους, αλλά όχι να μου τις υπαγορεύουν. Εννοώ πως θα είναι καλύτερα να μην τους προσβάλλεις». Η Κάσι έσμιξε τα φρύδια της. «Πώς να τους προσβάλλω;» «Όπως έχω πει ήδη, λαίδη Κασσάνδρα, δε μοιάζεις κατάλληλη για σχολική τάξη, αλλά για μπουντουάρ». «Χαρέμι, αυτή ήταν η λέξη. Δεν μπορώ ν’ αλλάξω την εμφάνισή μου, Υψηλότατε. Και σε βεβαιώνω ότι δεν πρόκειται να... χτες βράδυ ήταν...» «Δεν πρόκειται να επαναληφθεί το χτεσινοβραδινό», είπε ο Τζαμίλ σταθερά, μιλώντας πιότερο στον εαυτό του. «Σαν γκουβερνάντα της Λίνα πρέπει να είσαι άμεμπτη —έγινα κατανοητός;» Σαν γκουβερνάντα της Λίνα, έπρεπε να ξεπεράσει τα όριά της, αυστηρά. Γιατί το ένστικτό του του έλεγε πως αυτό θ’ αποδεικνυόταν πολύ δύσκολο; Θα έπρεπε να είναι μια προειδοποίηση, αλλά ο Τζαμίλ, του οποίου η αυτοπειθαρχία ήταν τόσο βαθιά ριζωμένη που είχε γίνει δεύτερη φύση, δεν το έλαβε σοβαρά υπόψη. «Καταλαβαίνω πολύ καλά, Υψηλότατε», είπε η Κάσι προσπαθώντας να μην αγανακτήσει. Ο πρίγκιπας είχε κάθε λόγο ν’ αμφιβάλλει για την ικανότητά της να φερθεί αξιοπρεπώς μετά απ’ όσα του είχε πει μόλις και από το πώς είχε συμπεριφερθεί χτες βράδυ. Δεν είχε νόημα να του πει πως δεν ήταν του χαρακτήρα της αυτά, έπρεπε να το αποδείξει με τη μελλοντική διαγωγή της. «Θ’ αποστομώσεις αποτελεσματικά την όποια κριτική πετυχαίνοντας τα επιθυμητά αποτελέσματα», είπε ο Τζαμίλ απότομα απηχώντας τις δικές της σκέψεις. «Να συμπεράνω δηλαδή ότι θα επισκέπτεσαι τη Λίνα τακτικά για να ελέγχεις την πρόοδό της;» ρώτησε μελιστάλαχτα. «Είμαι εξαιρετικά πολυάσχολος άνθρωπος. Οι κρατικές υποθέσεις με κρατούν πολύ απασχολημένο».
Η Κάσι πήρε βαθιά ανάσα. «Μ ε συγχωρείτε, Υψηλότατε, αλλά η Λίνα θ’ αποδίδει καλύτερα αν μπορώ ν’ ανταμείβω τη συμπεριφορά της με την υπόσχεση μιας επίσκεψής σας», του είπε με φόρα. «Μ πορεί ν’ ανταμειφθεί εξίσου ξέροντας πως η καλή συμπεριφορά της μ’ ευχαριστεί αντί να μ’ εξοργίζει», απάντησε ο Τζαμίλ αμείλικτος. «Μ ε όλον το σεβασμό μου, αλλά δεν είναι το ίδιο». «Η επιμονή σου σ’ αυτό το θέμα γίνεται κουραστική, λαίδη Κασσάνδρα. Αν είσαι τόσο σίγουρη ότι η κόρη μου έχει ανάγκη από στοργή, τότε δώσ’ της την εσύ. Θεώρησέ το σαν μέρος των καθηκόντων σου, μέρος της δουλειάς σου». Τα μάτια της Κάσι έγιναν πελώρια. «Αυτό σημαίνει πως μου δίνεις την ευκαιρία; Δηλαδή, είμαι η γκουβερνάντα της Λίνα;» «Για ένα μήνα μόνο, δοκιμαστικά. Αν η πρόοδος είναι ικανοποιητική, τότε θα δούμε». Ήταν τόση η ανακούφισή της που πέτυχε το στόχο της, που ξεχάστηκαν όλα τ’ άλλα. Άφησε ένα βαθύ στεναγμό. «Ευχαριστώ. Ω, ευχαριστώ πολύ. Δε θα σε απογοητεύσω. Το υπόσχομαι». «Το λαμβάνω υπόψη μου αυτό. Δε μου αρέσει να με απογοητεύουν. Ξεκινάμε για το Νταρ σε δεκαπέντε λεπτά». Ο Τζαμίλ τράβηξε τις κουρτίνες, βγήκε έξω στην πρωινή λιακάδα και φώναξε τον Χαλίμ. Η Κάσι απέμεινε να κοιτάζει το σημείο που εκείνος στεκόταν, παραζαλισμένη. Τα είχε καταφέρει. Τον είχε πείσει. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. Θα πήγαινε στο Νταρ. Θα ήταν η γκουβερνάντα της Λίνα. Θα αποδείκνυε στον πατέρα της πως ήταν ικανή να κάνει κάτι αξιόλογο. Θα έδειχνε στη μικρή πριγκίπισσα τι ήταν η αγάπη και θα μάθαινε στον ασυγκίνητο, αυταρχικό, εξοργιστικό πατέρα της πώς να την αγαπάει. Είτε το ήθελε είτε όχι.
Σ’ αυτό το σημείο, κοντοστάθηκε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι κάπου, θαμμένη βαθιά μέσα του, κούρνιαζε η αγάπη για την κόρη του, αλλά για να την αποκαλύψει και να τη φέρει στην επιφάνεια θα χρειαζόταν διακριτικότητα και υπομονή. Για κάποιο λόγο, ο άνθρωπος αντιστεκόταν στην ιδέα. Άραγε ήταν τόσο ψυχρός όσο έδειχνε; Ή μήπως όσο του άρεσε να δείχνει; Ενδιαφερόταν αρκετά για τη Λίνα, για να θέλει να της εξασφαλίσει την κατάλληλη ανατροφή. Κι η Κάσι είχε τους δικούς της λόγους να πιστεύει πως δεν ήταν ανίκανος να νιώσει κάποιο συναίσθημα. Χτες βράδυ... Σταμάτα! Δε θα σκεφτόταν τη χτεσινή νύχτα. Την είχε σκανδαλίσει κι η δική της συμπεριφορά. Δεν μπορούσε να την καταλάβει, να την εξηγήσει. Αλλά ο Τζαμίλ... άντρας ήταν, στο κάτω κάτω. Και στους άντρες ο πόθος φουντώνει εύκολα. Την είχε δει έτσι, με την αμφίεση της κρεβατοκάμαρας, και... Εκείνη έφταιγε! Αυτός ήταν θερμόαιμος! Θα πρέπει να ήταν ο αέρας της ερήμου ή ο καυτός ήλιος ή ίσως κάτι στην πριγκιπική του κουλτούρα που ενθάρρυνε τέτοιες συμπεριφορές. Η Σίλια είχε αναφέρει κάτι... Αισθησιασμό το είχε αποκαλέσει, αν και δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Κι η αλήθεια ήταν πως η Κάσι δεν είχε ρωτήσει γιατί ντρεπόταν. Ό,τι και να ήταν, τέλος πάντων, όφειλε να ομολογήσει πως ήταν κάτι απίστευτα ρομαντικό με τούτους τους πρίγκιπες της ερήμου. Ένας παθιασμένος σεΐχης μ’ έντονα ανεπτυγμένο το αίσθημα της τιμής —για δες με τι περιφρόνηση είχε μιλήσει για τον Ογκάστας! Την έκανε να αισθάνεται κάπως καλύτερα που πήρε το μέρος της. Κάπως... Αυτό όμως δε σήμαινε πως θα έδειχνε πάντα τόση κατανόηση. Καλά θα έκανε λοιπόν να ξεχάσει τα χτεσινοβραδινά και να σκέφτεται τον Τζαμίλ μόνο σαν εργοδότη της. Είχε τελειώσει με τα ειδύλλια. Δε θα εμπιστευόταν ξανά την καρδιά της. Τέλος με τους άντρες, είτε ήταν άπιστοι ποιητές είτε πρίγκιπες της ερήμου...
***
Η Κάσι έκανε το ταξίδι ως την πόλη του Νταρ καβάλα σε μια λευκή καμήλα, μια σπάνια ράτσα, αν κι η σπανιότητά της δεν έκανε το ταξίδι πιο άνετο. Η ψηλόραχη σέλα ήταν πιο περίτεχνη από εκείνη με την οποία είχε φτάσει στην κατασκήνωση του Τζαμίλ, αλλά βασικά ήταν το ίδιο ξύλινο κάθισμα. Ο Τζαμίλ έκανε έναν ήχο, κάτι σαν «κλικ-κλικ», και το ζώο γονάτισε για να μπορέσει να το καβαλήσει η Κάσι. Οι μύες της διαμαρτυρήθηκαν έντονα, ωστόσο σκαρφάλωσε στη σέλα με κάποια χάρη και χάρηκε σαν είδε το επιδοκιμαστικό ύφος στο πρόσωπο του Τζαμίλ. Και πάλι εκείνος ο ήχος, και το ζώο σηκώθηκε στα πόδια του. Η Κάσι τακτοποίησε τις φούστες της και τράβηξε το μακρύ βέλο της, που ήταν στερεωμένο στο μικρό μιλιτέρ καπέλο της, μπροστά στο πρόσωπό της. «Θα πάρω εγώ τα ηνία, ευχαριστώ», είπε απλώνοντας το γαντοφορεμένο χέρι της. Ο Τζαμίλ δίστασε. Το έθιμο ήταν οι άντρες να οδηγούν τις γυναίκες, κι η λευκή καμήλα δεν ήταν μόνο σπάνια, αλλά εξαιρετικά ευαίσθητη, με στόμα τρυφερό όσο και τα καθαρόαιμα άλογα. Αν αυτή η γυναίκα ήταν... τόσο ορμητική καβαλάρισσα όσο ορμητική ήταν και σε όλα τ’ άλλα; Θα αρκούσε μια νευρική κίνηση για να την πετάξει το ζώο από τη σέλα. «Δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς. Δε θα τη ζορίσω, δε θα της πληγώσω το στόμα», είπε η Κάσι διαβάζοντας τις σκέψεις του — σαν πολύ εύκολα να διάβαζε τις σκέψεις του, κι αυτό δεν άρεσε στον Τζαμίλ. Της παρέδωσε τα ηνία με μισή καρδιά, πέζεψε κι αυτός στη δική του καμήλα, και το καραβάνι κίνησε προς τ’ ανατολικά. ***
Ταξίδεψαν όλη μέρα, εκτός από μια σύντομη στάση που έκαναν όταν ο ήλιος ήταν στο ζενίθ, και συνέχισαν να ταξιδεύουν ακόμα κι όταν έπεσε το βράδυ, γιατί ο Τζαμίλ βιαζόταν να επιστρέψει στο Νταρ. Κι όταν πια σταμάτησαν, τα αστέρια λαμπύριζαν σαν πετράδια ραμμένα στο σκούρο μπλε βελούδο τ’ ουρανού. Η Κάσι κάθισε λίγο παράμερα, σε μια μικρή προεξοχή ενός βράχου, όσο έστηναν τις σκηνές. Στηριγμένη στα χέρια της, έριξε πίσω το κεφάλι της και αγνάντεψε το νυχτιάτικο ουρανό, που έδειχνε τόσο απέραντος σε σύγκριση με αυτόν της Αγγλίας. Τ’ αστέρια έμοιαζαν να είναι πολύ πιο κοντά στη γη. Κι η έρημος, στο φως της μέρας, ήταν μια ατέλειωτη απεραντοσύνη που κυμάτιζε και ξετυλιγόταν μπροστά τους σε αποχρώσεις της ώχρας, της σκουριάς, πότε χρυσαφιά και πότε καφετιά, ένα τοπίο γυμνής ομορφιάς, εξωτικό και άγριο, τόσο διαφορετικό από αυτό της Αγγλίας, που η Κάσι είχε την αίσθηση πως βρισκόταν σε άλλον πλανήτη. Η Σίλια έλεγε πως την είχε τρομάξει την πρώτη φορά που ήρθε εδώ, αλλά η Κάσι την έβρισκε ζωογόνα, μαγευτική. Της άρεσε η διαφορετικότητά της. Της άρεσε ο τρόπος που την έβαζε στη θέση της, θυμίζοντάς της πως δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά ένας μικρός κόκκος, κάτι ασήμαντο μπροστά στο μεγαλείο της φύσης. Κι ο Τζαμίλ ήταν η ενσάρκωση της εξωτικής χάρης της ερήμου. Ήταν σαν παιδί της, δεν τον τρόμαζε η τραχύτητά της, αντίθετα έδειχνε να κυριαρχεί στο αμμώδες τοπίο. Πάνωθέ της, δυο διάττοντες αστέρες αυλάκωσαν το στερέωμα, ο ένας μετά τον άλλον. Η Κάσι, ξεχνώντας κράμπες και πόνους, απήγγειλε ενθουσιασμένη: «Ω, νύχτα αγλαή! Ποτέ μην έρθει ο ύπνος να με πάρει!» «Συγνώμη;» Η Κάσι αναπήδησε. Ο Τζαμίλ στεκόταν πλάι της. Πώς κινιόταν τόσο αθόρυβα; «Είναι... Μ πάιρον, ένας Άγγλος ποιητής που..»
«Θαυμάζεις αυτό τον άντρα με τη σκανδαλώδη συμπεριφορά;» «Α, τον ξέρεις λοιπόν; Θαυμάζω την ποίησή του, άσχετα από τη διαγωγή του». «Ξέχασα πως έχεις αδυναμία στους ποιητές! Ή μάλλον σε ποιητές που φέρονται τόσο ανέντιμα στις γυναίκες! Αλλά η νύχτα είναι πολύ όμορφη για σκληρά λόγια», πρόσθεσε βλέποντας την πληγωμένη έκφρασή της. «Και θα πρέπει να είσαι πολύ κουρασμένη, λαίδη Κασσάνδρα». «Κάσι, παρακαλώ. Το βαφτιστικό μου έχει πολλούς άστοχους συσχετισμούς». «Δε θεωρείς τον εαυτό σου προφήτισσα, δηλαδή;» «Όχι βέβαια!» Όταν χαμογελούσε, κανονικά όπως τώρα, η έκφρασή του γλύκαινε, έχανε την αυστηρότητά της. Η Κάσι του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Αν μπορούσα να δω λίγο πιο μακριά στο μέλλον, δε θα είχα αφήσει τον Ογκάστας να με ρεζιλέψει έτσι!» «Ναι, αλλά τότε δε θα είχες έρθει εδώ». «Σωστό κι αυτό», η Κάσι προσπάθησε να πνίξει ένα χασμουρητό. «Είσαι κουρασμένη και με το δίκιο σου. Ήταν μια δύσκολη μέρα». «Είμαι λίγο κουρασμένη, το ομολογώ», το κεφάλι της έγειρε. «Πρέπει να πάω για ύπνο...» Καθώς έκανε να σηκωθεί παραπάτησε, αλλά δυο στιβαρά χέρια την άρπαξαν απ’ τη μέση. «Τα καταφέρνω», διαμαρτυρήθηκε, μα μισοκοιμόταν κιόλας. Μ ’ ένα επιφώνημα, που θα μπορούσε να ήταν ανυπομονησίας ή κάτι πιο τρυφερό, ο Τζαμίλ τη σήκωσε στα μπράτσα του, την κουβάλησε στη σκηνή της και την ακούμπησε στο ντιβάνι. Κοιμόταν κιόλας, βαθιά. Δίστασε λίγο πριν ξεκουμπώσει τη διπλή σειρά κουμπιά εκείνης της γελοίας ζακετούλας της και τη βγάλει προσεκτικά, αποφεύγοντας τον πειρασμό να κοιτάξει τις απαλές
καμπύλες που διακρίνονταν κάτω από το λεπτό ύφασμα του μεσοφοριού της. Την τακτοποίησε προσεκτικά, της έλυσε τις μπότες, αλλά δεν της έβγαλε τις κάλτσες. Ως εδώ μπορεί να τον ευχαριστούσε για τη φροντίδα του. Περισσότερα, θα ήταν... ελευθεριότητα. Έριξε ένα κιλίμι πάνω της και το στερέωσε καλά στα πλευρά της, γιατί θα είχε ψύχρα την αυγή. Κι εκείνη κούρνιασε το μάγουλό της στο μαξιλάρι και άφησε ένα στεναγμό. Μ ακριές βλεφαρίδες, πιο σκούρο χρυσό από τα μαλλιά της, σκίαζαν την απαλή καμπύλη του σκονισμένου μάγουλού της. Τα μαλλιά της ήταν μια μπερδεμένη μάζα, βόστρυχοι σγούραιναν στο λαιμό της, τσουλουφάκια κατσάρωναν στο μέτωπό της. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως θα την έπιανε τρομάρα αν έβλεπε τον εαυτό της έτσι αναμαλλιασμένο, αλλά για τον Τζαμίλ τούτη η ατέλεια μεγάλωνε τη γοητεία της. Δεν ήταν μια θεά τώρα, ήταν μια θνητή με σάρκα κι αίμα, και μάλλον με την πιο ερεθιστική σάρκα που είχε δει ποτέ του. Είχε κάτι πάνω της που τον έκανε να θέλει να τη λικνίσει σαν μωρό και ταυτόχρονα να τη βιάσει. «Γκουβερνάντα! Γκουβερνάντα!» μουρμούρισε στον εαυτό του καθώς πήγαινε στη σκηνή του, ταιριάζοντας τα βήματά του με τα λόγια του. ***
Το καραβάνι ταξίδεψε όλη την άλλη μέρα και την επόμενη. Το έδαφος ανηφόριζε όσο πλησίαζαν στα βουνά, που υψώνονταν βλοσυρά μπροστά τους σαν σκηνικό θεάτρου. Συνάντησαν κάμποσες μικρές κοινότητες στριμωγμένες γύρω από οάσεις. Τα σπίτια είχαν το χρώμα της ώχρας, χτισμένα μέσα σε βράχους απ’ όπου κρέμονταν επικίνδυνα, σαν μικρά παιδιά από τις φούστες της
μητέρας τους. Καθώς περνούσε το καραβάνι, ο κόσμος έπεφτε στα γόνατα. Οι γυναίκες παρατούσαν την μπουγάδα, οι άντρες σταματούσαν το όργωμα στις στενές λωρίδες καλλιεργήσιμης γης, τα παιδιά έτρεχαν να θαυμάσουν τις όμορφες λευκές καμήλες, ώσπου να τ’ αρπάξουν οι μανάδες τους και να τα τραβήξουν πίσω, ντροπιασμένες. Ο Τζαμίλ χαιρετούσε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού, αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση να σταματήσει. Κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της, η Κάσι είδε κάμποσες γυναίκες να την παρατηρούν περίεργα, να τη δείχνουν με το δάχτυλο, αλλά χαμήλωσαν τα μάτια βιαστικά μόλις είδαν πως τις είχε πάρει είδηση. Το ίδιο έγινε και στο επόμενο χωριό και στο μεθεπόμενο, το ένα μεγαλύτερο από το προηγούμενο, μια ολόκληρη σειρά που ενωνόταν από αρδευόμενα χωράφια, ώσπου να ξεπροβάλουν μπροστά τους τα τείχη της πόλης του Νταρ. Η μυρωδιά από το νοτισμένο χώμα, τη βλάστηση και τους ώριμους καρπούς αντικατέστησε τις μυρωδιές της σκόνης και της ξεραΐλας της ερήμου. Στην απότομη ανηφόρα ως την πύλη, όπου το νερό από την κύρια όαση διοχετευόταν με κανάλια, είχε αρχίσει ήδη η συγκομιδή των χουρμάδων από τις χουρμαδιές που φύτρωναν γύρω από τις όχθες. Τεράστια πανέρια ακουμπισμένα κάτω από τα δέντρα περίμεναν τα μουλάρια που θα τα μετέφεραν στην πόλη. Η Κάσι παρακολουθούσε έκπληκτη τους εργάτες που μάζευαν τους καρπούς να απομακρύνονται από τους κορμούς των δέντρων και να κατηφορίζουν με τρομακτική ταχύτητα για να υποδεχτούν τον πρίγκιπά τους. Η καμήλα της βάδιζε πίσω από αυτήν του Τζαμίλ. Μ ε κάθε βήμα που τους έφερνε πιο κοντά στην πόλη, εκείνος γινόταν όλο και πιο απόμακρος. Κάτω από τον κεφαλόδεσμό του το πρόσωπό του είχε μια αυστηρή έκφραση, οι μικρές ρυτίδες της έγνοιας στο μέτωπό
του ήταν εμφανείς. Οι ώμοι του άκαμπτοι. Δεν ήταν πια ο Τζαμίλ, αλλά ο πρίγκιπας του Νταρ-ελ-Αμπά. Πίσω του, η Κάσι ένιωθε χαμένη, ίσως και λίγο φοβισμένη. Η βασιλική είσοδός τους στην πόλη του Τζαμίλ ήταν αρκετή για να της θυμίσει την πραγματική φύση της σχέσης τους. Το Νταρ ήταν χτισμένο σ’ ένα οροπέδιο. Οι πύλες της πόλης έφεραν τον πριγκιπικό θυρεό, ένα χρυσό πάνθηρα σε επιθετική στάση και κάποια επιγραφή στα αραβικά, που η Κάσι υπέθεσε πως σήμαινε Αήττητος. Η Σίλια της είχε πει πως αυτό ήταν το έμβλημα του Τζαμίλ. Πέρασαν τις μεγάλες πύλες της και μπήκαν στην πόλη που έμοιαζε πολύ με την Μ παλιρμά, με στενούς δρόμους που κατέληγαν στην κεντρική λεωφόρο. Κάθε σοκάκι ήταν πυκνοχτισμένο, τα σπίτια ήταν ψηλά κι έμοιαζαν να κρέμονται το ένα πάνω από το άλλο, σχεδόν αγγίζονταν. Υπήρχαν πλατείες στη σειρά, με σιντριβάνια στο κέντρο, κι η καθεμία συνδεόταν με τη λεωφόρο που ήταν λιθόστρωτη, όπως διαπίστωσε έκπληκτη η Κάσι. Ο αέρας ήταν φορτωμένος με μυριάδες μυρωδιές. Η έντονη χαρακτηριστική οσμή των βυρσοδεψείων έσμιγε με τις μυρωδιές των μπαχαρικών και του ψημένου κρέατος. Το γλυκό άρωμα από τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές συναγωνιζόταν αυτό ενός λευκού λουλουδιού που η Κάσι δεν το αναγνώριζε. Η διαπεραστική οσμή από ένα κοπάδι κατσίκες της φάνηκε γνώριμη —της θύμισε τα πρόβατα στην αγγλική ύπαιθρο. Καθώς προχωρούσαν μέσα από το πλήθος, δεν πρόφταινε να εντοπίσει καλά καλά τη μια μυρωδιά και την προλάβαινε η άλλη. Και παντού χρώμα: τα φορέματα των γυναικών, τα κιλίμια που κρέμονταν στα σοκάκια, τα γαλάζια, κόκκινα, χρυσά και πράσινα πλακάκια που στόλιζαν τα σιντριβάνια και τους μιναρέδες. Και πολύς θόρυβος, βελάσματα ζώων, οι φωνές και τα γέλια των παιδιών, ο παράξενος ήχος, κάτι σαν ουρλιαχτό, που έκαναν οι
άντρες καθώς υποκλίνονταν. Η Κάσι, συνεπαρμένη, ξέχασε τους φόβους της και αφέθηκε στη μαγεία της Ανατολής. Προς το τέλος του οροπεδίου, πλησιάζοντας στο παλάτι, τα σοκάκια φάρδαιναν, τα σπίτια γίνονταν πιο μεγάλα, με τοίχους διακοσμημένους με πλακάκια, με αψιδωτές πόρτες και ψηλούς πυργίσκους στις γωνίες. Το παλάτι ήταν χτισμένο στο πιο ακραίο σημείο του οροπεδίου και γύρω από τις τρεις πλευρές του ήταν τα τείχη της πόλης, που σχημάτιζαν έτσι ένα δεύτερο στρώμα προστασίας, μετά από αυτά του παλατιού. Οι θύρες της πύλης ήταν από σκούρο ατόφιο ξύλο, προστατευμένες από μια βαριά καταρρακτή —μια κινητή σιδερένια θύρα— που σηκώθηκε καθώς πλησίαζαν. Ο χρυσός πάνθηρας δέσποζε στην κορφή και στους δίδυμους πυργίσκους στις γωνιές των ψηλών, λευκών τοίχων. Γοητευμένη, η Κάσι βράδυνε το βήμα της καμήλας της για να μπορέσει να θαυμάσει τις λεπτομέρειες, προκαλώντας άθελά της ένα μικρό κυκλοφοριακό πρόβλημα, καθώς αναγκάστηκε να σταματήσει όλο το καραβάνι. Ο Τζαμίλ, που είχε περάσει ήδη την πύλη, έστειλε τον φύλακα να οδηγήσει μέσα την καμήλα της. «Συγνώμη», ψιθύρισε η Κάσι αφού ξεπέζεψε, «το παλάτι σου είναι τόσο όμορφο, που στάθηκα για να το δω καλύτερα». Ο Τζαμίλ κούνησε απλά το κεφάλι του και προχώρησε προς τα εκεί που τον περίμενε ο Χαλίμ. Η Κάσι στάθηκε ολομόναχη στη σκιά που έριχνε το φυλάκιο της πύλης, μη ξέροντας τι έπρεπε να κάνει. Έριξε μια ματιά γύρω της —στο φρουρό της πύλης, στους φύλακες που στέκονταν με τα μπράτσα σταυρωμένα— και αντίκρισε πρόσωπα ανέκφραστα και χαμηλωμένα μάτια. Έκανε ένα διστακτικό βήμα προς το κέντρο της αυλής κι ύστερα άλλο ένα, ως το σιντριβάνι. Ούτε ο Τζαμίλ ούτε κι ο Χαλίμ έδειξαν να την πρόσεξαν. Το νερό που ξεπηδούσε από ένα χαμογελαστό ψάρι φαινόταν όμορφο και δροσερό. Η Κάσι έβγαλε τα γάντια της,
τράβηξε το βέλο της, έβρεξε τα χέρια της και δρόσισε τους καρπούς και το πυρωμένο της μέτωπο. Θεϊκό! Κάθισε στο χείλος του σιντριβανιού, έσυρε τα δάχτυλά της στο νερό και χαμογέλασε βλέποντας τα χρυσά και ασημένια ψαράκια που κολυμπούσαν στη γούρνα. Ένας ήχος —κάποιος καθάριζε το λαιμό του— την έκανε να σηκώσει το κεφάλι της. Συνάντησε το απαθές βλέμμα του Χαλίμ. «Λαίδη Κασσάνδρα, ο πρίγκιπας Τζαμίλ μου ζήτησε να σας πάω στη Λίνα». «Μ α... δε θα με συστήσει ο ίδιος στην κόρη του;» «Ο πρίγκιπας έχει πολύ πιο σημαντικά θέματα που τον περιμένουν». Η Κάσι σηκώθηκε. «Θα επισκεφτεί τη Λίνα αργότερα;» «Μ πορεί να είμαι ο βοηθός του, το δεξί του χέρι, λαίδη Κασσάνδρα, αλλά δε μου εμπιστεύεται τα προσωπικά του ζητήματα». «Κατάλαβα», είπε η Κάσι. Ήταν φανερό πως η παρουσία της εδώ δεν τον ενθουσίαζε, κάθε άλλο μάλιστα. Καθώς ακολουθούσε τον Χαλίμ σ’ έναν ατέλειωτο διάδρομο που οδηγούσε στο πίσω μέρος του παλατιού, η αυτοπεποίθησή της άρχισε να φθίνει. Ο Τζαμίλ δεν της είχε πει τίποτα για τα του οίκου του. Πώς λειτουργούσε; Δεν είχε ιδέα ποια θα ήταν η θέση της στην ιεραρχία του παλατιού. Ο Χαλίμ στάθηκε στο πλάι, για να την αφήσει να περάσει από μια πόρτα που την κρατούσε ανοιχτή ένας φρουρός. Η πόρτα σφάλισε πίσω της. Κι εκείνη άκουσε τα βήματα του Χαλίμ που ξεμάκραιναν στα πλακάκια του διαδρόμου. Το δωμάτιο στο οποίο είχε μπει ήταν μικρό, ένας προθάλαμος μάλλον. Δυο από τους τοίχους ήταν καλυμμένοι από γυαλιστερά πλακάκια που καθρέφτιζαν το όμορφο επισμαλτωμένο βάζο που ξεχώριζε πάνω σ’ ένα επίχρυσο τραπέζι στη μέση του δωματίου.
Πέρασε άλλη μια πόρτα παραμερίζοντας τις μεταξωτές και δαντελένιες κουρτίνες, και βρέθηκε στην πιο ασυνήθιστη αυλή που είχε δει ποτέ της. Δεν ήταν τετράγωνη, ήταν οβάλ, μ’ ένα περιστύλιο ολόγυρα, μια σειρά συνεχόμενα δωμάτια και μια δεύτερη σειρά δωματίων από πάνω. Υπήρχαν δυο σιντριβάνια, το ένα με τον ήλιο σαν κεντρικό διακοσμητικό στοιχείο, το άλλο με τη σελήνη. Το δάπεδο της αυλής ήταν καλυμμένο από περίτεχνα μωσαϊκά —μια χρυσή μπορντούρα πλεγμένη με γαλάζια λουλούδια και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο μια γυναικεία φιγούρα, η Σεχραζάντ, καθισμένη στα πόδια του βασιλιά Σαχριγιάρ. Μ ια ελικοειδής σκάλα στην άκρη της οβάλ αυλής τράβηξε την προσοχή της. Μ άζεψε τις φούστες της και ανέβηκε στο δεύτερο πάτωμα, πάνω από το περιστύλιο, και συνέχισε ως τον πυργίσκο της κορφής, εκεί που τελείωνε η σκάλα, σε μια πλατφόρμα που θύμιζε επάλξεις βρετανικού κάστρου. Πιάστηκε από τα πλαϊνά, για να μη ζαλιστεί από το ύψος, κι έσκυψε. Από κάτω μπόρεσε να δει την αυλή, το περιστύλιο κι ως πέρα το οροπέδιο. Κάτω από τα λευκά τείχη του παλατιού, υπήρχαν αυτά της πόλης, στο χρώμα της ώχρας. Πιο κει, τα καταπράσινα χωράφια, ποτισμένα από το νερό της όασης. Κι ακόμα πιο πέρα, η έρημος και τα βουνά. Στάθηκε εκεί για κάμποση ώρα, αγναντεύοντας το βασίλειο του Τζαμίλ, αδιαφορώντας για τη ζέστη και τον καυτό ήλιο, ώσπου ένας ήχος, κάτι σαν οργισμένο επιφώνημα, τράβηξε την προσοχή της. Κοίταξε κάτω στην αυλή και είδε ένα μικρό κορίτσι ντυμένο πανέμορφα, να την κοιτάζει με περιέργεια. «Γεια σου, Λίνα», φώναξε η Κάσι —γιατί δεν μπορεί να ήταν άλλη— «με λένε Κάσι κι είμαι η καινούρια γκουβερνάντα σου».
Κεφάλαιο 4
Ο αρχικός ενθουσιασμός της Κάσι για τον καινούριο της ρόλο μειώθηκε πολύ γρήγορα από την πραγματικότητα της πρόκλησης που αντιμετώπιζε. Η Λίνα, ένα εκπληκτικά όμορφο παιδί με μελαγχολικά μάτια στο ίδιο χρώμα με του πατέρα της, ήταν ένας τύραννος. Κυβερνούσε το μικρό βασίλειό της μ’ ένα συνδυασμό από θελκτικά χαμόγελα, απίστευτα πείσματα και νευρικές κρίσεις, που θαρρείς και τα είχε παραγγελία ανά πάσα στιγμή. Αυτό που ο Τζαμίλ είχε αναφέρει σαν σχολική τάξη αποδείχτηκε μια ολόκληρη πτέρυγα του παλατιού, γύρω από αυτό που η Κάσι αποκαλούσε «η αυλή της Σεχραζάντ». Εδώ η Λίνα κι η συνοδεία της, καμαριέρες και υπηρέτες, περνούσαν τις μέρες τους σε σχεδόν απόλυτη νωθρότητα, χωρίς επίβλεψη από τότε που η τελευταία, από μια μακριά σειρά γυναικών επιφορτισμένων με την ανατροφή και την εκπαίδευση της Λίνα, είχε φύγει άρον άρον. Η μαθήτριά της είχε θεωρήσει σκόπιμο να της κουβαλήσει για συντροφιά στο υπνοδωμάτιό της ένα φίδι σεβαστών διαστάσεων... Η Λίνα, όπως ανακάλυψε πολύ γρήγορα η Κάσι, ήταν πολύ έξυπνο κοριτσάκι. Ωστόσο ο συνδυασμός εξυπνάδας, πλήξης και του απόλυτου σεβασμού με τον οποίο την αντιμετώπιζαν όλα τα μέλη του μικρού νοικοκυριού της σήμαινε πως ήταν επίσης ένα μικρό κορίτσι εντελώς απείθαρχο, συνηθισμένο να περνάει πάντα το δικό του. Η Κάσι, εντελώς ήρεμη, έβγαζε κάθε τόσο μικρά
τρωκτικά, πότε μέσα από τα παπούτσια της, πότε από το ντιβάνι της, ακόμα κι από το μπαούλο με τα ρούχα της, συνειδητοποιώντας πως η Λίνα είχε κερδίσει επάξια τη φήμη της. Αρχικά, το παιδί ήταν αποφασισμένο να μη δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για τα μαθήματα που είχε τόσο προσεκτικά προγραμματίσει η Κάσι. Έπαιζε ταμπούρλο με τα δάχτυλά της στο γραφειάκι της, κλοτσούσε με τις φτέρνες της τα πόδια της καρέκλας —το δωμάτιο που χρησιμοποιούσαν για το μάθημα ήταν εξοπλισμένο, προς έκπληξη της Κάσι, με το δυτικό τρόπο, προφανώς από τον Τζαμίλ, και είχε κοστίσει πολλά. Υπήρχε ένα μεγάλο δρύινο γραφείο για την ίδια, ένας πίνακας, πλάκα και κοντύλια, μια μεγάλη υδρόγειος σφαίρα, όλα εισαγόμενα. Όταν της ζητούσε να σταματήσει, η Λίνα ύψωνε τα μάτια της απηυδισμένη, έκανε πως κοιμόταν ή απλά έσπρωχνε το θρανίο της και ορμούσε έξω από την τάξη, να κρυφτεί πίσω από τις πάμπολλες υπηρέτριές της —ένα μπουλούκι από χαζοχαρούμενα πλάσματα που θύμιζε στην Κάσι ένα σμάρι πεταλούδες— οι οποίες δεν παρέλειπαν να ενθαρρύνουν τις αταξίες της, να την μπουκώνουν ζαχαρωτά, να της τραγουδούν νανουρίσματα για να κοιμηθεί στο αγαπημένο της μέρος, κάτω από τη λεμονιά δίπλα στο σιντριβάνι, έτσι που ούτε τα καλοπιάσματα, ούτε η λογική, ούτε καν οι απειλές της Κάσι κατάφερναν να πείσουν το κορίτσι να γυρίσει στην τάξη. Το ότι το παιδί έπληττε θανάσιμα ήταν ηλίου φαεινότερο. Το ότι είχε περίσσευμα ενέργειας που δεν ήξερε πού να το διοχετεύσει ήταν εξίσου ηλίου φαεινότερο. Είχαν φανεί κάποια σημάδια βελτίωσης τελευταία, αλλά δεν ήταν αρκετά, κατά τη γνώμη της Κάσι, για να τα μετρήσει σαν επιτυχία. Η Λίνα, περιστασιακά, έδειχνε κάποια προσοχή στη διάρκεια των μαθημάτων, κάπου κάπου έκανε μια ερώτηση ή καταδεχόταν να κάνει μερικές προσθέσεις, αλλά κυρίως ήταν
ανυπάκουη. Μ ετά από δέκα μέρες, η Κάσι, αφού είχε αποτύχει ν’ ασκήσει την εξουσία της, άρχισε ν’ αναρωτιέται μήπως αυτή η δουλειά ήταν πάνω από τις δυνάμεις της. Ήταν βράδυ και είχε αναζητήσει καταφύγιο στο δωμάτιό της — είχε στη διάθεσή της μια σειρά δωματίων που έπιανε όλη τη νότια πλευρά της κύριας αυλής και αποτελούνταν από ένα καθιστικό, μια κρεβατοκάμαρα με χωριστή τουαλέτα κι ένα υπέροχο λουτρό. Ήταν βέβαιη πως το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγη αγάπη και στοργή, αλλά η Λίνα δεν ανταποκρινόταν ούτε στο ένα ούτε στο άλλο κι η Κάσι, που ήταν συνηθισμένη να ζει στην ασφάλεια με τις αγαπημένες της αδερφές, συνειδητοποίησε πόσο δεδομένα είχε πάρει τα καθημερινά δείγματα αγάπης μεταξύ τους —και πόσο πολύ την είχαν στηρίξει—, γιατί χωρίς αυτά άρχιζε να αισθάνεται τόσο χαμένη και τόσο παραμελημένη όσο κι η μικρή Λίνα. Η Κάσι ίσιωσε την πλάτη της, αποφασισμένη να μη βρει παρηγοριά στα δάκρυα. Έτριψε τα μάτια της, αλλά ξέφυγαν μερικά. Ήταν κουρασμένη, λίγο απογοητευμένη, νοσταλγούσε το σπίτι, την πατρίδα της... αυτό ήταν όλο. Μ ε τον Τζαμίλ ανεξήγητα απόντα, δεν είχε κάποιον για να μιλήσει, να του πει τα προβλήματά της, κάποιον να την ενθαρρύνει. Συνηθισμένη στην κίνηση και το σαματά των Άρμστρονγκ, όπου δεν της έλειπε ποτέ η γυναικεία συντροφιά, είτε από τις αγαπημένες της αδερφές είτε από τη φοβερή θεία Σοφία, έπιανε τον εαυτό της να νοσταλγεί ακόμα και την ασυμπάθιστη Μ πέλα. Ήταν μόνη και αβέβαιη για τον εαυτό της και φοβόταν πως έκανε λάθη. Άλλο ένα δάκρυ βρήκε το μοναχικό του δρόμο στο μάγουλό της, και ακολούθησε κι άλλο. Η Κάσι ρούφηξε τη μύτη της. Ήταν ανώφελο να κλαίει και να λυπάται τον εαυτό της. Αν ήταν η Σίλια —αλλά δεν ήταν, ποτέ δε θα είχε την ήρεμη αυτοπεποίθηση της αδερφής της. Πόσο της έλειπε η Σίλια, μακάρι να μπορούσε να
ήταν κοντά της τούτη τη στιγμή! Λίγες στιγμές μαζί της, και θα ξανάβρισκε τη γαλήνη της. Ρούφηξε πάλι τη μύτη της, αλλά τα δάκρυα επέμεναν. Η Μ πέλα είχε δίκιο. Η θεία Σοφία είχε δίκιο. Ο μπαμπάς είχε δίκιο. Ήταν ανόητη να πιστεύει πως μπορούσε να πετύχει εκεί που είχαν αποτύχει τόσες άλλες. Η Λίνα δεν τη συμπαθούσε κι ο Τζαμίλ, προφανώς, δεν ενδιαφερόταν για την κόρη του. Της είχε πει τι θ’ αντιμετώπιζε, αλλά εκείνη δεν τον άκουσε. Άκουσε μόνο αυτό που ήθελε. Αλλά και πάλι... Ψαχούλεψε στην τσέπη να βρει το μαντίλι της, αλλά το δαντελένιο πραγματάκι που με τόση φροντίδα είχε κεντήσει η αδερφή της η Κάρο δεν έλεγε να βρεθεί, κι αυτό την τσάντισε περισσότερο. Ήταν άχρηστη! Η Λίνα το έβλεπε αυτό, κι εφόσον μπορούσε να το δει ένα παιδί οχτώ χρονών, δε θ’ αργούσε να το αντιληφθεί και ο πατέρας του... αν ευδοκούσε ποτέ να τις επισκεφτεί! Τελικά, ξετρύπωσε το μαντίλι της και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της με μανία. Όχι, δε θ’ αποτύγχανε. Δε θα επέτρεπε στον εαυτό της ν’ αποτύχει. «Θα τους δείξω, σε όλους τους», μουρμούρισε, «και ιδιαίτερα σ’ αυτό τον άσπλαχνο άντρα με τα φθινοπωρινά μάτια που του χρειάζεται να μάθει ν’ αγαπάει!» Η σκέψη της της έφτιαξε κάπως τη διάθεση. Η ζέστη της μέρας είχε δώσει τη θέση της στην ευπρόσδεκτη δροσιά της νύχτας, η αγαπημένη της ώρα. Πέταξε τα παπούτσια της, έλυσε τις καλτσοδέτες της, έβγαλε τις κάλτσες της και βγήκε στην αυλή ξυπόλυτη, απολαμβάνοντας την υπέροχη δροσιά του πλακόστρωτου δαπέδου. Ο αέρας ευωδίαζε από τους ανθούς της λεμονιάς, το φεγγάρι ήταν ένα λεπτό ασημένιο φρύδι στον ουρανό. Πήρε το δρόμο για τον μιναρέ και ανέβηκε τη σκάλα βρίσκοντας τα σκαλοπάτια ψηλαφητά με τα δάχτυλά των ποδιών της μέσα στο σκοτάδι. Σαν έφτασε στην κορφή, κάθισε αγκαλιάζοντας τα γόνατά
της με τα μπράτσα της και αγνάντεψε τ’ αστέρια που έμοιαζαν τόσο κοντά της, λες και θα μπορούσε να τα πιάσει αν άπλωνε το χέρι της. Εκτός από μια φευγαλέα επίσκεψη την επομένη της άφιξής τους, δεν είχε ξαναδεί τον Τζαμίλ. Έλειπε από το παλάτι, είχε κάποια σοβαρά θέματα να χειριστεί, όπως την πληροφόρησε ο Χαλίμ, που απαντούσε στις ερωτήσεις της με περιφρόνηση. Ο πρίγκιπας Τζαμίλ θα επέστρεφε όποτε εκείνος το θεωρούσε σκόπιμο. Κι ήταν μάλλον απίθανο, είχε προσθέσει μ’ ένα υπεροπτικό χαμόγελο, η πρώτη του επίσκεψη να είναι στην τάξη. Ο πρίγκιπας Τζαμίλ ήταν πολύ σημαντικός —σαφής ο υπαινιγμός— για να σπαταλάει το χρόνο του με Αγγλίδες γκουβερνάντες και πεισματάρες κόρες. Στην αρχή, η Κάσι είχε νιώσει ανακούφιση που δε θα ήταν αναγκασμένη να τον βλέπει —ή τουλάχιστον αυτό είχε πει στον εαυτό της. Καλύτερα, γιατί έτσι δε θα θυμόταν εκείνο το φιλί. Καλύτερα, γιατί η παρουσία του θα την αποσπούσε από τα καθήκοντά της. Έπρεπε να σκέφτεται τον Τζαμίλ μόνο σαν τον πατέρα της μαθήτριάς της —αν και άλλο είναι να το λες και άλλο να το κάνεις, όπως ανακάλυψε. Η απουσία του, όπως αποδείχτηκε, την αποσπούσε όσο και η παρουσία του. Έριξε πίσω το κεφάλι της και ατένισε το στερέωμα. Η απεραντοσύνη τ’ ουρανού, η άγρια ομορφιά της ερήμου είχαν μια αιώνια ποιότητα. Δεν μπορούσε ούτε να αλλάξει, ούτε να κατακτήσει κανένα απ’ αυτά, αλλά όμως μπορούσε να τ’ αγκαλιάσει. Δεν υπήρχε τίποτα τόσο αγνό, τόσο τέλειο ή τόσο συναρπαστικό όσο η φύση στην πρωτόγονη μορφή της. Ήταν κάτι το μεθυστικό. Η Κάσι άρχισε να ξαναβρίσκει το φυσικό κέφι με το οποίο συνήθιζε ν’ αγκαλιάζει τη ζωή και μαζί με αυτό ήρθε, ανανεωμένη, η αποφασιστικότητά της να κάνει τη Λίνα ευτυχισμένη. Που σήμαινε ότι έπρεπε να έρθει αντιμέτωπη με τον
Τζαμίλ —μια ιδέα που τη διέγειρε και τη φόβιζε μαζί, σαν να ερχόταν αντιμέτωπη με την έρημο, που μόνο εκείνος ήταν ο κύριος κι εξουσιαστής της. Κάπου εκεί έξω θα ήταν τώρα, μπορεί ν’ αγνάντευε τ’ αστέρια όπως κι εκείνη. Ίσως να κοίταζε κι αυτός εκείνο που κρεμόταν θαρρείς στην άκρη της ημισελήνου. Ίσως... Ένας θόρυβος στην αυλή, κάτω, τράβηξε την προσοχή της. Στη σκέψη πως μπορεί να ήταν η Λίνα, που κάποιες φορές υπνοβατούσε, η Κάσι πετάχτηκε όρθια κι έσκυψε να δει, αλλά το πρόσωπο που την κοίταζε από κάτω δεν ήταν παιδί, σίγουρα. Ήταν μια ψηλή, λυγερή σιλουέτα με λευκή κελεμπία. Η Κάσι γαντζώθηκε σφιχτά από το παραπέτο προσπαθώντας ν’ αγνοήσει το παράλογο φτερούγισμα διέγερσης στην κοιλιά της. «Υψηλότατε... Τζαμίλ... Γύρισες...» «Λαίδη Κασσάνδρα», έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Κάσι, μόλις επέστρεψα, πριν από μια ώρα». Πριν από μια ώρα, κι όμως είχε έρθει να τη δει! Να δει τη Λίνα —ή τουλάχιστον να πάρει μια αναφορά για τη Λίνα, θύμισε η Κάσι στον εαυτό της. «Μ ε... μας κολακεύει η επίσκεψη. Φοβάμαι όμως πως η Λίνα κοιμάται». «Κι εγώ αυτό ήλπιζα, αλλά εσύ όχι, απ’ ό,τι βλέπω». «Είναι πολύ όμορφη νύχτα». Ο Τζαμίλ την κοίταζε, ό,τι μπορούσε να δει πάνω από το παραπέτο. Είδε τις χρυσαφιές ανταύγειες των μαλλιών της, το ανοιχτόχρωμο ύφασμα του φουστανιού της που διαγραφόταν με φόντο το νυχτιάτικο ουρανό. Είχε ξεχάσει πόσο εκθαμβωτικά όμορφη ήταν. Έμοιαζε με πριγκίπισσα κλεισμένη σ’ έναν πύργο που περίμενε τον σωτήρα της. «Χάρμα», είπε σιγανά. Η Κάσι έσκυψε επικίνδυνα για να δει καλύτερα. Ο Τζαμίλ ήταν ξυπόλυτος όπως κι εκείνη, το κεφάλι του ακάλυπτο. Ακόμα και χωρίς τα στολίδια της εξουσίας, ο αέρας της επιβολής ήταν εκεί,
στη στάση του κορμιού του, στον τρόπο που στεκόταν με τα πόδια στέρεα στυλωμένα, τα χέρια στους γοφούς, το κεφάλι ριγμένο πίσω. Μ οιάζει σαν να εξουσιάζει τα πάντα, σκέφτηκε η Κάσι κι έπνιξε ένα χαμόγελο, γιατί ασφαλώς και τα εξουσίαζε όλα εδώ. Ακόμα και την ίδια. Η Κάσι ανατρίχιασε. Ήταν μια ενοχλητική σκέψη. Ήξερε πως δεν έπρεπε να της αρέσει καθόλου. «Αν σκύψεις λίγο ακόμα θα πέσεις», είπε ο Τζαμίλ. «Κατέβα να μου πεις πώς τα πήγες με την κόρη μου». Η κόρη του. Μ α βέβαια, γι’ αυτό είχε έρθει να της μιλήσει. Δεν ενδιαφερόταν για την ίδια. Την είχε φανταστεί αυτή την αναλαμπή πόθου στην έκφρασή του. Η ωμή πραγματικότητα εισέβαλε αμείλικτα στη φαντασίωσή της —ότι τάχα εκείνη ήταν η Ραπουνζέλ ή η Ιουλιέτα κι ο Τζαμίλ σκαρφάλωνε στον πύργο, όχι από τη σκάλα, φυσικά, για να τη σώσει. Η κόρη του ήταν η μόνη του έγνοια. Κι έπρεπε να είναι και η δική της μόνη έγνοια! Ο Τζαμίλ την παρατηρούσε καθώς κατέβαινε τη στριφογυριστή σκάλα. Είχε ξεχάσει με πόση χάρη κινιόταν, σαν να γλιστρούσε αντί να περπατάει. Είχε ξεχάσει αυτό το κάτι πάνω της που ανέδιδε αισθησιασμό, αυτό το κάτι που η ίδια το αγνοούσε, αλλά που το δικό του κορμί το ένιωθε πολύ έντονα. Κι έτσι όπως τον πλησίαζε, διασχίζοντας την αυλή με το φόρεμά της να θροΐζει απαλά, ο ανδρισμός του σκίρτησε. Είχε φανταστεί ότι η απουσία θα είχε εξαλείψει αυτή την οχληρή έλξη, αλλά προφανώς την είχε ενισχύσει. Η Κάσι υποκλίθηκε. «Να συμπεράνω ότι η υπόθεση που σε κράτησε μακριά μας είχε επιτυχή κατάληξη;» «Φυσικά. Αν και δεν περίμενα πως θα με κρατούσε τόσο πολύ». Καθώς στρεφόταν προς τα μαξιλάρια που κείτονταν στη συνηθισμένη τους θέση, σκόρπια γύρω από το σιντριβάνι με τον ήλιο, άπλωσε το χέρι του για να την αφήσει να προηγηθεί κι η Κάσι
πρόσεξε μια ουλή, ένα μακρύ σκίσιμο, κόκκινο κι ερεθισμένο από τον καρπό ως τον αγκώνα, ενωμένο με ράμματα. «Το χέρι σου! Τι έπαθες; Τι έγινε;» «Δεν είναι τίποτα. Μ ια αψιμαχία στα σύνορα, μια συμμορία ληστών...» «Και τους πολέμησες μόνος σου; Οι φρουροί σου;» Ο Τζαμίλ χαμογέλασε, με το πραγματικό χαμόγελό του, αυτό που έκανε την καρδιά της να κάνει τούμπες στο στήθος της. «Μ ε θεωρείς ανίκανο να υπερασπιστώ τον εαυτό μου ενάντια σε μερικούς μαχαιροβγάλτες;» «Σε θεωρώ ικανό να τα βάλεις μ’ έναν ολόκληρο στρατό φονιάδες, αν το θέλεις», είπε η Κάσι με ειλικρίνεια, «απλά εκπλήσσομαι που οι φρουροί σου άφησαν αυτούς τους τύπους να σε πλησιάσουν». «Ήμουν μόνος. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ κι είχα ξεμακρύνει από το καραβάνι». «Ύψιστε Θεέ! Τζαμίλ, πρέπει να είσαι πιο προσεκτικός. Πόσοι ήταν;» «Τέσσερις». Πώς να μην εντυπωσιαστεί; Θα πρέπει να ήταν ατρόμητος πολεμιστής, όπως άφηναν να εννοηθεί τα σωματικά προσόντα του. Αλλά να βάλει τον εαυτό του σε τέτοιο κίνδυνο! «Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί!» «Όπως βλέπεις είμαι εδώ, σώος κι αβλαβής». «Το αβλαβής το συζητάμε!» τον αντέκρουσε η Κάσι δείχνοντας το τραύμα. «Πονάει;» «Όχι πολύ». «Που σημαίνει πως πονάει. Κάθισε κάτω, άσε με να του ρίξω μια ματιά». Από την έγνοια της είχε ξεχάσει γι’ άλλη μια φορά τους κανόνες ευπρέπειας. Τον έσπρωξε στα μαξιλάρια, γονάτισε
μπροστά του κι εξέτασε προσεκτικά τον βραχίονά του. «Ερεθισμένο δείχνει, το δέρμα τσιτώνει εκεί που έχουν γίνει τα ράμματα, αλλά δεν έχει μολυνθεί», διέγνωσε τελικά. «Έχω έλαιο λεβάντας, θα του κάνει καλό, θα πάρει τη φλόγωση». Έτρεξε κι έφερε ένα μπουκάλι από το μπαούλο της, γονάτισε πάλι μπροστά στον Τζαμίλ και ράντισε προσεκτικά το τραύμα με λάδι. «Ορίστε», είπε σαν τέλειωσε, κάνοντας πίσω για να θαυμάσει το έργο της. Κρατούσε το μπράτσο του στα γόνατά της κι ήταν τόσο απορροφημένη, που δεν πρόσεξε την έκφρασή του ως τη στιγμή που ύψωσε το βλέμμα της. «Τι είναι;» ρώτησε. «Δείχνεις να ξέρεις από αυτά». «Ε, κάτι ξέρω. Η μητέρα μου ασχολιόταν με τα βότανα και τα ιαματικά φυτά, κι όταν πέθανε, μου άφησε το βιβλίο με τις συνταγές της —δηλαδή δε μου το άφησε, το πήρα», ομολόγησε η Κάσι. «Το πήρα για να έχω κάτι να τη θυμάμαι. Το έφτιαξα μόνη μου αυτό το λάδι, είναι απόλυτα ασφαλές». Τα μάτια στο χρώμα του αγγλικού φθινοπώρου έσμιξαν με τα τιρκουάζ του καλοκαιριού. Ο Τζαμίλ έστρεψε το πληγωμένο μπράτσο του και της άρπαξε τα δάχτυλα. Τα γόνατά της πιέζονταν στο μηρό του, μέσ’ από το φόρεμά της. Έβλεπε το στήθος της ανταριασμένο κάτω από τη δαντέλα που κάλυπτε τον κόρφο της. Το ύφασμα είχε γαλάζιο χρώμα κι ήταν κεντημένο με μικρά λευκά ανθάκια. Τα ίδια ανθάκια στόλιζαν τα σουρωτά δαντελένια μανίκια. Μ ύριζε λεβάντα και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να καταλάβει. Κάτι λουλουδένιο και μεθυστικό. «Ευχαριστώ», της είπε κι υψώνοντας το χέρι της στα χείλη του άφησε απαλά ένα φιλί στον καρπό της, εκεί που χτυπούσε ο σφυγμός της. Τον ένιωσε να πεταρίζει κάτω από τα χείλη του. Την άκουσε να κρατάει την ανάσα της. Και τότε θυμήθηκε. Γκουβερνάντα, γκουβερνάντα, γκουβερνάντα. Δεν είναι τόσο
δύσκολο να το θυμάσαι! Της άφησε το χέρι όσο πιο αδιάφορα γινόταν και κάθισε πίσω στα μαξιλάρια, διατηρώντας μια απόσταση ανάμεσά τους. «Πες μου για τη Λίνα». Η Κάσι αγωνίστηκε να συμμαζέψει τις σκέψεις της. Τακτοποίησε τις φούστες της πάνω από τα γυμνά της πόδια, προσπαθώντας να διώξει από το νου της τη ρομαντική εικόνα που σχημάτιζαν οι δυο τους καθισμένοι κάτω από τ’ αστέρια, με το νερό του σιντριβανιού να κελαρύζει, αυτή κι ο πρίγκιπας της ερήμου... Όχι ο πρίγκιπας της ερήμου, ο πατέρας της Λίνα. Ο εργοδότης της. Που ήθελε να μάθει για την πρόοδο της κόρης του. «Η Λίνα... Η Λίνα κι εγώ... νομίζω πως έχουμε κάνει κάποια πρόοδο». Άρχισε να του μιλάει για τις προσπάθειές της, για τις δοκιμασίες της και τα βάσανά της, για τους μικρούς θριάμβους και τις συχνές, προς το παρόν, ήττες της. Αν και μπήκε στον πειρασμό να μεγαλοποιήσει τις επιτυχίες της, είχε αρκετή λογική για ν’ αποφύγει τα ψέματα —θυμήθηκε πως ο Τζαμίλ απεχθανόταν το ψέμα. «Μ αθαίνει να μ’ εμπιστεύεται σιγά σιγά, αλλά είναι νωρίς ακόμα. Προς το παρόν δοκιμάζει τα όρια της εξουσίας της». «Εννοείς ότι είναι ακόμα... ακυβέρνητη». Η φωνή του δεν έκρυβε θυμό, αλλά καρτερία. Νόμιζε πως η Κάσι είχε αποτύχει. Το περίμενε! Η Κάσι έσφιξε τις γροθιές της. «Όχι, κάθε άλλο, αλλά η Λίνα είναι πολύ έξυπνο κορίτσι. Όλες οι εμπειρίες της τη δίδαξαν ότι αυτές οι στρατηγικές που χρησιμοποιεί...» «Όπως;» «Να, τα νεύρα, τα πείσματα, η άρνησή της να συνεργαστεί. Το να κρύβεται πίσω από τις υπηρέτριές της. Κι οι κασκαρίκες της...» «Κασκαρίκες;» «Η κόρη σου έχει μια απίστευτη εξοικείωση με την άγρια ζωή». «Μ πορείς να μου εξηγήσεις, σε παρακαλώ;»
«Ποντίκια, φίδια κι ένα ολόκληρο λεφούσι από άλλα πλάσματα, που φοβάμαι πως δεν τ’ αναγνωρίζω. Η Λίνα φαίνεται πως είναι ικανή να τα δαμάζει ή να τα μαγνητίζει κατά κάποιο τρόπο. Είναι κάτι το απίστευτο. Και ύστερα τα τοποθετεί εκεί που δε θα έπρεπε να είναι —ξέρεις, σε ντιβάνια, σε σεντούκια, σε ντουλάπια. Έβαλε ένα φρύνο στο σαμοβάρι. Ειλικρινά, οφείλω να της το αναγνωρίσω, είναι επινοητική». «Και σκληρή». «Δεν είναι σκληρή... ή μάλλον είναι αλλά δεν το συνειδητοποιεί, κι όταν συνειδητοποίησε πως δεν τρόμαξα...» «Δεν τρόμαξες;» «Ειλικρινά, Τζαμίλ, ούτε καν ενοχλήθηκα. Μ εγάλωσα στην εξοχή στην Αγγλία κι εκεί αφθονούν όλα αυτά τα πλάσματα. Οι αδερφές μου κάτι τέτοια σκάρωναν στη Σίλια κι εμένα, όταν έκαναν τις σκανταλιές τους. Εξήγησα στη Λίνα ότι μ’ αυτά που έκανε τρόμαζε πιο πολύ τα δύστυχα πλάσματα παρά εμένα... και σταμάτησε». «Της εξήγησες; Έπρεπε να την τιμωρήσεις για τις πράξεις της! Αν δε δείξεις την πυγμή σου, δείχνεις αδυναμία. Κι αυτό, κάποια στιγμή, θα το εκμεταλλευτεί». «Δεν είναι εχθρός μου, Τζαμίλ. Ήταν αρκετή η τιμωρία όταν κατάλαβε ότι έκανε κακό χωρίς να το συνειδητοποιεί», του εξήγησε η Κάσι υπομονετικά. «Κι όπως σου είπα, δεν το επανέλαβε από τότε». «Είσαι σίγουρη πως θα πετύχουν αυτές οι ανορθόδοξες μέθοδοι;» «Όχι απόλυτα, όχι ακόμα... Τζαμίλ, είναι μόνο οχτώ χρονών». «Αρκετά μεγάλη για να καταλαβαίνει τι είναι σωστό και τι λάθος. Αρκετά μεγάλη για να ελέγχει κάπως τα νεύρα της». «Περιμένεις πολλά. Πάω στοίχημα πως στην ηλικία της είχες κι
εσύ τόσα... νεύρα». «Στην ηλικία της είχα ήδη μάθει να τα ελέγχω». Ή να υφίσταμαι τις συνέπειες. «Στα οχτώ; Δεν το πιστεύω. Πρέπει να είσαι τουλάχιστον είκοσι οχτώ, κι όμως σ’ έχω δει να χάνεις την ψυχραιμία σου μερικές φορές». Χαμογελούσε, το είχε πει για να τον πειράξει, αλλά τα χείλη του Τζαμίλ έγιναν μια ίσια γραμμή. Ήταν αλήθεια αυτό που του έλεγε, η Κάσι θαρρείς και τον έκανε να ξεπερνάει τα όριά του, κάτι για το οποίο δεν ήταν καθόλου περήφανος. «Προφανώς θα εκπλαγείς αν μάθεις πως σπάνια χάνω την ψυχραιμία μου», της είπε κοφτά. «Η αλήθεια είναι πως η μόνη φορά που τη χάνω είναι όταν είμαι μαζί σου. Κι αυτό δεν είναι κομπλιμέντο». «Δεν το θεώρησα κομπλιμέντο. Γιατί είσαι τόσο... μυγιάγγιχτος; Το μόνο που ήθελα να πω ήταν πως, σαν μικρό αγόρι, θα έκανες κι εσύ πείσματα και νευράκια όπως κι η Λίνα, μόνο που δεν το θυμάσαι». «Κάνεις μεγάλο λάθος», είπε ο Τζαμίλ κατηγορηματικά. Η Κάσι άνοιξε το στόμα της να του αντιμιλήσει, αλλά είδε το αδιάλλακτο ύφος στο πρόσωπό του και κάτι ζοφερό στα μάτια του, και σώπασε. Δε θα πρέπει να ήταν ευτυχισμένο σαν παιδί, αυτό ήταν φως φανάρι. Αποφάσισε, πολύ σοφά, ν’ αλλάξει θέμα. «Σκεφτόμουν... ότι θα ήταν καλό για τη Λίνα να έχει κάποια συντροφιά της ηλικίας της. Είναι πολύ μόνη, δεν έχει φίλες. Τα παιδιά έχουν ανάγκη από την τόνωση των άλλων». «Γι’ αυτό έχει εσένα». «Δεν είναι το ίδιο. Δεν είσαι δα και τόσο μεγάλος που να μη θυμάσαι πώς ήταν όταν έπαιζες με τους φίλους σου». «Δεν είχα φίλους!» Η Κάσι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Έλα τώρα, μη λες
σαχλαμάρες. Πρέπει να είχες. Στο σχολείο και...» «Δεν πήγα στο σχολείο. Έτσι απαιτεί η παράδοση. Οι γαλαζοαίματοι πρίγκιπες του Νταρ-ελ-Αμπά μένουν απομονωμένοι, για να μη δουν οι άλλοι τα λάθη τους όσο μεγαλώνουν, τις τυχόν αδυναμίες τους. Εξ ου και το έμβλημά μας Αήττητος». «Θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο να ζεις έτσι». «Ένας πρίγκιπας είναι το υπέρτατο πρότυπο για το λαό του, η συμπεριφορά του πρέπει να είναι άψογη». «Μ α είσαι άνθρωπος, για το Θεό! Δεν είσαι τέλειος. Κανένας δεν είναι. Πιστεύω πως ο λαός σου θα έβλεπε με καλό μάτι κάποιες ατέλειές σου που θα έδειχναν πως είσαι κι εσύ θνητός». «Δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτό το θέμα. Δεν είναι αυτός ο τρόπος που ζούμε». Η Κάσι, εμβρόντητη, κοίταζε το ανέκφραστο προφίλ του. Δεν υπερέβαλλε λοιπόν όταν έλεγε πως δεν είχε φίλους ως παιδί. Έλεγε αλήθεια όταν μιλούσε γι’ απομόνωση. Η ιδέα μιας τέτοιας ανατροφής τη γέμιζε φρίκη, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε απέραντη λύπη για τον άντρα που κάποτε ήταν μικρό αγόρι. Γι’ αυτό δεν είχε ιδέα πώς να μεταχειριστεί την κόρη του. «Αυτό θέλεις για τη Λίνα;» τον ρώτησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Θέλεις να μεγαλώσει απομονωμένη, να τιμωρείται όποτε δείχνει κάποια φυσιολογικά, καθημερινά συναισθήματα που εσύ τ’ αποκαλείς αδυναμίες;» Ο Τζαμίλ κοίταζε κάπου μακριά, σαν να μην την είχε ακούσει. «Τζαμίλ; Αυτό θέλεις;» επέμεινε η Κάσι. «Θέλεις να γίνει η κόρη σου σαν κι εσένα —σκληρόκαρδη και φαινομενικά ανίκανη να δείξει στοργή ακόμα και στα ίδια της τα παιδιά; Δεν είναι ούτε σωστό ούτε δίκαιο, Τζαμίλ. Μ πορεί να είναι πριγκίπισσα, αλλά είναι μικρό κορίτσι».
Σε κάποια σημείο, στα τελευταία λόγια, η Κάσι είχε αρπάξει τον Τζαμίλ από το μανίκι για να τον κάνει να την ακούσει. Και σαν να το είχε καταφέρει. Δεν κοίταζε πια πέρα στο κενό, κοίταζε εκείνη, και δεν έδειχνε καθόλου ευχαριστημένος. Η Κάσι τέντωσε το πιγούνι της προκλητικά. Ο Τζαμίλ απομάκρυνε προσεκτικά το χέρι της από το μπράτσο του. «Γι’ άλλη μια φορά ξεπερνάς τα εσκαμμένα», της είπε ψυχρά. «Μ ιλάς για πράγματα που δε γνωρίζεις και δεν καταλαβαίνεις». Η Κάσι ταράχτηκε από τον απότομο τόνο του, αλλά αρνήθηκε να το βάλει κάτω. «Η Λίνα...» «Η Λίνα δε θα υποστεί όσα υπέφερα εγώ. Δε θα της επιβάλω τέτοιο καθεστώς, αλλά —άκουσέ με προσεκτικά, λαίδη Κασσάνδρα, γιατί δε μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι— είναι από βασιλικό αίμα και, παρ’ όλο που σαν γυναίκα δεν απαιτείται να τη θεωρούν αήττητη, η συμπεριφορά της πρέπει να υπερέχει από αυτή των άλλων. Πρέπει να μάθει να ελέγχει τα συναισθήματά της. Έγινα κατανοητός;» «Ναι, αλλά θα μάθει να το κάνει αυτό πολύ πιο εύκολα αν η πειθαρχία επιβάλλεται από τους ομοίους της, από τους συνομηλίκους της. Τα μικρά κορίτσια μπορούν να γίνουν πολύ σκληρά, ξέρεις, χειρότερα από τ’ αγόρια. Αν η Λίνα φερθεί άσχημα στις φίλες της, θα την εξοστρακίσουν. Κι έτσι θα μάθει γρήγορα πως δεν μπορεί να κάνει ό,τι της αρέσει». Βλέποντας πως αυτά τα λόγια είχαν κάνει εντύπωση στον Τζαμίλ, η Κάσι επωφελήθηκε και συνέχισε. «Σαν πριγκίπισσα, πρέπει να μάθει όχι μόνο πειθαρχία, αλλά και καλοσύνη. Θα συμφωνείς βέβαια πως θα γίνει καλύτερη πριγκίπισσα αν δείχνει κάποια κατανόηση για τις ανάγκες των υπηκόων της». «Δεν ξέρω... Δεν είναι αυτά τα έθιμά μας». «Το λες συνέχεια αυτό, αλλά οι παραδόσεις είναι παραδόσεις για
όσο χρόνο διατηρούνται. Είσαι πρίγκιπας· αν επιθυμείς ν’ αλλάξεις κάτι, μπορείς να το κάνεις. Φτιάξε τις δικές σου παραδόσεις». Η έκφραση του Τζαμίλ γλύκανε από ένα, ας πούμε, χαμόγελό του. «Το Συμβούλιό μου...» «Το είπες και μόνος σου, το Συμβούλιό σου πρέπει να συμβαδίζει με τον δέκατο ένατο αιώνα», του τόνισε η Κάσι, «ή τουλάχιστον», έσπευσε να διορθώσει, «νόμιζα πως αυτό εννοούσες». Ο Τζαμίλ χαμογέλασε κανονικά τώρα. «Τώρα καταλαβαίνω πως είσαι όντως κόρη του λόρδου Χένρι Άρμστρονγκ». «Αυτό θα το πάρω σαν φιλοφρόνηση», απάντησε η Κάσι μ’ ένα από εκείνα τα ακαταμάχητα χαμόγελά της. «Και μια φιλοφρόνηση από σένα είναι τόσο σπάνια όσο μια βροχερή μέρα στην έρημο. Θα το θυμάμαι. Αλλά, σοβαρά τώρα, θα το σκεφτείς, Τζαμίλ; Σε παρακαλώ. Για χάρη της Λίνα. Ξέρεις ότι...» «Αυτό που ξέρω, Κάσι, είναι πως ένας συνετός στρατηγός ξέρει πότε να υποχωρεί και πότε να προελαύνει», τη διέκοψε. «Είπες ό,τι είχες να πεις, θα το σκεφτώ, αλλά τώρα σταμάτα πριν χάσεις το πλεονέκτημα που κέρδισες». Το έκανε απρόθυμα, γιατί δεν είχε θίξει ακόμα το θέμα της επαφής του Τζαμίλ με την κόρη του. Κούνησε το κεφάλι της περήφανη για την αυτοσυγκράτησή της, που δεν την είχε κι εύκολη, κι έσφιξε τα χείλη της. «Βλέπω πως κάνεις σημαντική προσπάθεια για χάρη μου», είπε ο Τζαμίλ προσπαθώντας να μη γελάσει. Είχε ξεχάσει πόσο γοητευτική ήταν. Επίσης η Κάσι είχε την ικανότητα να τον πετάει από το ένα άκρο στο άλλο, έτσι όπως δεν μπορούσε κανένας άλλος να κάνει. Αλλά εκείνος ήταν πολύ κουρασμένος για ν’ αντιδράσει. Είχε λείψει πολλές μέρες. Οι αυξανόμενες απαιτήσεις του βασιλείου του ήταν απόρροια της επιτυχημένης επέκτασής του, κι
όμως δεν αισθανόταν καμιά επιβράβευση. Ο Χαλίμ είχε κατατρομάξει από την επίθεση των ληστών, όπως κι η Κάσι, αλλά για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Το αλάθητο πάλι. Το χυμένο αίμα ήταν απόδειξη θνητότητας. Ο Χαλίμ φοβόταν για τον πρίγκιπα, η Κάσι για τον άντρα. Κανένας άλλος —θεωρούσε εκείνος— δεν τον έβλεπε έτσι. Δε νοιαζόταν για κείνον μ’ αυτό τον τρόπο. «Έχεις όλα όσα χρειάζεσαι εδώ;» τη ρώτησε απότομα καθώς σηκωνόταν. «Ναι, ευχαριστώ. Η τάξη της Λίνα είναι θαυμάσια εξοπλισμένη». «Δε ρώτησα για τη Λίνα, για σένα ρώτησα», της είπε τείνοντάς της το χέρι του, να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Αντί να την αφήσει όμως, την τράβηξε κοντά του και την περιεργάστηκε προσεκτικά.«Φαίνεσαι κουρασμένη... Έκλαιγες;» «Όχι, δεν είναι τίποτα...» «Τι δε μου είπες; Αν προσπαθείς να προστατέψεις τη Λίνα, να σου πω ότι...» «Όχι, δεν είναι η Λίνα η αιτία... Απλά... αισθάνομαι... λυπάμαι τον εαυτό μου». «Είσαι δυστυχισμένη εδώ;» «Όχι... δυστυχισμένη όχι, αλλά το να είσαι κλεισμένη εδώ όλη μέρα είναι λίγο... αποπνικτικό». Ο Τζαμίλ έσμιξε τα φρύδια του. «Θα έπρεπε να το είχα σκεφτεί... Είσαι συνηθισμένη σε περισσότερη ελευθερία. Θα ήθελες μια βόλτα;» «Μ ε καμήλα;» Η έκφραση απέχθειας της Κάσι ήταν τόσο κωμική που ο Τζαμίλ δεν κρατήθηκε κι έβαλε τα γέλια. «Όχι, με άλογο». Είχε ωραίο γέλιο, βαθύ, αντρίκειο, μεταδοτικό. Η Κάσι χαμογέλασε. Άσκηση... αυτό ακριβώς της χρειαζόταν για να διώξει
τη μελαγχολία της, και μπορεί να έκανε καλό και στη Λίνα. «Θα ήταν υπέροχο. Ξέρει η Λίνα ιππασία;» «Εδώ θεωρείται απρέπεια για μια γυναίκα, εκτός κι αν συνοδεύεται». «Πρίγκιπας είσαι —δεν είναι στις παραδόσεις σας να φτιάχνεις ή να καταργείς κανόνες κατά την επιθυμία σου;» «Ή κατά τη δική σου επιθυμία; Το τραβάς πολύ το σκοινί, λαίδη Κασσάνδρα». Ο τόνος του την έβαλε απότομα στη θέση της. Σκυθρώπιασε, χαμήλωσε τα μάτια της. «Ζητώ συγνώμη, Υψηλότατε. Δεν επιθυμώ να σε φέρω σε δύσκολη θέση. Αν κάτι τέτοιο θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή...» «Όπως μου τονίζεις συνέχεια κι εσύ, είμαι ο πρίγκιπας», είπε ο Τζαμίλ σαρκαστικά, «και θα το κανονίσω, αλλά πρέπει να γίνει με διακριτικότητα. Μ πορείς να κάνεις ιππασία κι εσύ κι η Λίνα, αλλά θα χρειαστείτε συνοδό». «Είμαι απόλυτα ικανή να φροντίσω τη Λίνα και τον εαυτό μου». «Δε μιλάω για τις ιππευτικές σου ικανότητες, λαίδη Κασσάνδρα, μιλάω για την ασφάλειά σου. Υπάρχουν κι αυτοί που θα προσβληθούν βλέποντας πως ασπάζεσαι τέτοιες ελευθερίες. Πρέπει να μου υποσχεθείς πως δε θα βγεις ποτέ χωρίς συνοδεία». «Ναι, αλλά...» άρχισε η Κάσι, μα βλέποντας την αυστηρή έκφραση του Τζαμίλ κρατήθηκε. «Εντάξει, το υπόσχομαι». «Θ’ αρχίσουμε αύριο το πρωί. Θα σας συνοδέψω εγώ προσωπικά». «Εσύ! Νόμιζα πως εννοούσες κάποιο φρουρό ή ένα σταβλίτη». «Αυτό θα γίνει όταν θα σιγουρευτώ πως δεν υπάρχει κίνδυνος. Για την ώρα, θα επιβλέπω εγώ αυτές τις εκδρομές». «Ω, σ’ ευχαριστώ», του είπε θερμά. «Η Λίνα θα ξετρελαθεί». Χαιρόταν αφάνταστα για τη Λίνα, αλλά και για τον εαυτό της, και
δεν έβλεπε την ώρα. Ήταν τόσο κοντά της που ένιωθε τα μάγουλά της να φουντώνουν. Ήταν τόσο αρρενωπός που την έκανε να νιώθει έντονα τη θηλυκότητά της. Έπρεπε να τον καληνυχτίσει τώρα... Να κάνει μια υπόκλιση και να του πει καληνύχτα για να ξεφύγει από τη γοητεία του, γιατί αλλιώς... «Καληνύχτα, λαίδη Κασσάνδρα». Ο Τζαμίλ την άφησε και διέσχισε την αυλή αλαφροπατώντας στα πλακάκια με τα γυμνά του πόδια. Η τεράστια πόρτα άνοιξε προς τα μέσα. Έφυγε, μέσα σ’ ένα θρόισμα της λευκής κελεμπίας του, πριν προλάβει η Κάσι ν’ απαντήσει ή ν’ αποφασίσει αν ένιωθε ανακούφιση ή όχι. ***
Η προοπτική ενός μαθήματος ιππασίας με τη συντροφιά του πατέρα της προκάλεσε στη Λίνα ένα φοβερό εκνευρισμό. Αδύνατο να την πείσουν να φάει, κατάπιε με το ζόρι λίγο σερμπέτι μάνγκο κι ένα κομμάτι ανανά, χοροπηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο, όσο η Κάσι έψαχνε στην γκαρνταρόμπα της για κάτι κατάλληλο να φορέσει. Από το φόβο της μην την αφήσουν πίσω, επέμενε να παρακολουθεί την Κάσι, που έκανε την τουαλέτα της — επιθεωρώντας γοητευμένη τα εσώρουχά της, τις κάλτσες, τις μπότες της. Το μάθημα ιππασίας πήγε καλά —η Λίνα ήταν υπάκουη και άψογη μπροστά στον πατέρα της. Η συμπάθειά της για τα ζώα της επέτρεψε να δεθεί αμέσως με το ζωηρό μικρό πόνι που της είχε διαλέξει ο Τζαμίλ. Το ζώο της Κάσι ήταν μια καθαρόαιμη αραβική γκρι φοράδα με στίγματα, ένα νευρικό ζώο που μόλις εκείνη κάθισε στη σέλα επιχείρησε να την πετάξει κάτω. Η φοράδα ορθώθηκε στα πίσω πόδια, κι όταν απέτυχε να πετάξει κάτω την αναβάτρια,
βάλθηκε να κάνει μικρούς κύκλους πριν ορθωθεί πάλι στα πισινά πόδια. Η Κάσι όμως είχε ανεχτεί αρκετά τα καμώματά της. Τράβηξε απότομα τα γκέμια κι έσκυψε μπρος να ψιθυρίσει καλοπιάσματα στο αυτί του ζώου, μόλις του πήρε τον έλεγχο. Ο Τζαμίλ, που παρακολουθούσε τη σκηνή με την εκστατική Λίνα, εντυπωσιάστηκε περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε να παραδεχτεί. Ήξερε πως ήταν ικανή ιππεύτρια, αλλιώς δε θα την έβαζε στη ράχη της νευρικής φοράδας αν αμφέβαλλε για την επιδεξιότητά της, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να μη θαυμάσει τη χάρη με την οποία καθόταν στη σέλα, πώς κατηύθυνε το ζώο, πώς το χαλιναγωγούσε —όλα έδειχναν μια αμαζόνα με σπάνιες ικανότητες. «Δεν είναι εκπληκτικό, μπάμπα;» είπε η Λίνα, που ο θαυμασμός της για την... ασυνήθιστη γκουβερνάντα της την έκανε να ξεχάσει τη δειλία της. Ο Τζαμίλ την κοίταξε έκπληκτος. Είχε να τον πει μπάμπα από τότε που ήταν νήπιο. Ο δικός του πατέρας δεν του επέτρεπε να τον λέει έτσι. Είμαι πατέρας για όλον το λαό μου, όχι μόνο για σένα, του είχε πει δηκτικά κι ο Τζαμίλ το θυμόταν καλά. «Εκπληκτικό, αλλά μάλλον επιδεικτικό», συμφώνησε. Είδε το φως να σβήνει στα μάτια της Λίνα, αλλά αγνόησε το σφίξιμο στο στήθος του, λέγοντας στον εαυτό του πως ήταν για το καλό της. Πέρασαν τις πύλες της πόλης και βγήκαν σ’ ένα αμμώδες λιβάδι γι’ άλογα, περιφραγμένο από ψηλά κυπαρίσσια. Ο Τζαμίλ έδεσε το άλογό του σ’ έναν πάσσαλο και παρακολουθούσε την Κάσι να μαθαίνει στην κόρη του τα βασικά μαθήματα ιππασίας, το βάδισμα, τον τριποδισμό. Η Λίνα ήταν αδέξια στην αρχή, κοίταζε πάνω από τον ώμο της κάθε φορά που έκανε ένα λάθος. Ο Τζαμίλ, συνειδητοποιώντας πως της προκαλούσε νευρικότητα, απομακρύνθηκε. Παρακολουθώντας τη διακριτικά πίσω από ένα
δέντρο, την είδε να ξεθαρρεύει όλο και περισσότερο και, μετ’ από λίγο, κατάφερε να φέρει το πόνι σε τροχασμό μόνη της γύρω από τον περίβολο. «Καλά δεν τα πήγε;» είπε η Κάσι χαμογελώντας στη μαθήτριά της, όταν συναντήθηκαν μαζί του στους στάβλους. «Δείχνει να έχει κάποια ικανότητα», συμφώνησε ο Τζαμίλ ξερά. Τότε είδε το πρόσωπο της Λίνα να μαραίνεται, την Κάσι να σμίγει τα φρύδια της τσατισμένη, και είπε γι’ άλλη μια φορά στον εαυτό του πως ήταν για το καλό της, αλλά ένιωσε τύψεις ανεξήγητα. «Ευχαρίστησε τον πατέρα σου που μας χάρισε το χρόνο του», είπε η Κάσι στη Λίνα, «γιατί διαφορετικά θα σκεφτεί ότι η παρουσία του είναι περιττή και δε θα ξανάρθει». «Ω, όχι, μπάμπα, δε θέλω να το σκεφτείς αυτό. Θα έρθεις και αύριο, σε παρακαλώ;» «Αν το επιτρέψουν οι υποθέσεις του κράτους. Ο Φακίρ θα σου δείξει πώς να ξυστρίσεις το πόνι σου», είπε ο Τζαμίλ γνέφοντας στον αρχισταβλίτη του. «Πρέπει να μάθεις να φροντίζεις το άλογό σου, αν θες να γίνεις πραγματική αμαζόνα». Όταν όμως η Κάσι έκανε να ξεπεζέψει για να βοηθήσει, κούνησε το κεφάλι του. «Η δική σου φοράδα είναι ακόμα αμάθητη. Θα την πάμε να καλπάσει λίγο πριν ανέβει πολύ ο ήλιος». Έκπληκτη κι ευχαριστημένη για την ευκαιρία να δοκιμάσει τις ικανότητες ενός τόσο όμορφου ζώου, η Κάσι περίμενε ώσπου να βγουν πάλι από την πύλη για να της λασκάρει τα ηνία. Η γκρίζα φοράδα άλλο που δεν ήθελε. Ήταν σαν να πετούσε πάνω στην άμμο, με τον Τζαμίλ ξοπίσω της να ιππεύει έναν υπέροχο μαύρο επιβήτορα. ***
Έκαναν μαζί ιππασία την επομένη, μετά το μάθημα της Λίνα, και τη μεθεπόμενη και την άλλη... Μ ακριά από τα στενά όρια του παλατιού, ο Τζαμίλ ήταν άλλος άνθρωπος. Όχι μόνο πιο άνετος στ’ ανεμπόδιστα πλάτη της ερήμου του, αλλά και πιο προσιτός. Βρήκαν πως μοιράζονταν το ίδιο πάθος για τον κόσμο γύρω τους κι ο εμφανής ενθουσιασμός της Κάσι για την τραχιά, παλλόμενη ομορφιά της ερήμου, τόσο διαφορετική από το ήπιο, πράσινο τοπίο της Αγγλίας, ενθάρρυνε τον Τζαμίλ για πιο φιλόδοξες εξερευνήσεις προκειμένου ν’ αναζητήσουν σπάνια φυτά ή άγνωστα είδη. Η ώρα έτρεχε με μια ταχύτητα που τους ξάφνιαζε και τους δύο. Αρκετές φορές, όταν επέστρεφε ο Τζαμίλ, έβρισκε τον Χαλίμ να ιδρώνει και να ξεφυσάει από την ανησυχία του, που ήταν αναγκασμένος ν’ απασχολεί κάποιον έμπορο ή έναν αξιωματούχοεπισκέπτη που περίμενε τον πρίγκιπα. Ο Χαλίμ δεν ενέκρινε αυτές τις παρεκτροπές του πρίγκιπά του από το επίσημο πρόγραμμα, έστω κι αν επέστρεφε αναζωογονημένος. Κι επίσης δεν επιδοκίμαζε ιδιαίτερα ότι ο Τζαμίλ περνούσε αρκετό χρόνο συντροφιά με την Αγγλίδα γκουβερνάντα της κόρης του, αλλά ήταν πολύ προσεκτικός για να διατυπώσει φωναχτά τις σκέψεις του. Ο κόσμος μιλούσε. Κι αυτές οι κουβέντες θα τέλειωναν όταν θ’ ανακοινωνόταν δημόσια ο αρραβώνας του πρίγκιπα με την πριγκίπισσα Αντίρα. Κι έτσι ο Χαλίμ αφιέρωνε την ενέργειά του στις ετοιμασίες για την τελετή. Αν ήταν όλα έτοιμα, ο πρίγκιπας δε θα μπορούσε να ξεφύγει αυτή τη φορά. Θα παντρευόταν, και τότε η ζωή για τον Χαλίμ αλλά και όλο το Νταρ-ελ-Αμπά θα συνεχιζόταν όπως πάντα.
Κεφάλαιο 5
Η Κάσι ξυπνούσε κάθε πρωί περιμένοντας ανυπόμονα την καινούρια μέρα. Η νοσταλγία της για την πατρίδα της είχε πάρει τέλος, όπως κι οι αμφιβολίες της. Η Λίνα άνθιζε με τη συνδυασμένη άσκηση, σωματική και πνευματική. Η φυσική της εξυπνάδα και το καυστικό της χιούμορ είχαν αρχίσει ν’ αναδύονται. Ήταν ακόμα διστακτική σε κάθε αυθόρμητη εκδήλωση στοργής, ωστόσο είχε αφήσει δύο φορές την Κάσι να την αγκαλιάσει, όταν ξύπνησε από έναν εφιάλτη, και μία φορά είχε γλιστρήσει το χεράκι της στην παλάμη της Κάσι καθώς πήγαιναν στους στάβλους. Τα νευράκια είχαν μειωθεί σημαντικά, τα κρεμασμένα μούτρα σπάνιζαν. Η συμπεριφορά της βελτιωνόταν κάθε μέρα που περνούσε. Παρ’ όλο που δεν το αντιλαμβανόταν —επειδή τον τελευταίο καιρό κοιταζόταν όλο και πιο λίγο στον καθρέφτη—, και η Κάσι βελτιωνόταν κάθε μέρα που περνούσε. Το δέρμα της ακτινοβολούσε από ζωντάνια, χρυσαφένιο από τον ήλιο, ροδαλό από υγεία. Τα μάτια της έλαμπαν σαν τη θάλασσα που το καλοκαίρι στραφταλίζει κάτω από τον ήλιο. Το βήμα της ήταν πιο ανάλαφρο. Σιγοτραγουδούσε όταν έραβε στη σκιά της λεμονιάς. Ήταν ευτυχισμένη. Ήταν ευτυχισμένη γιατί έβλεπε την αλλαγή στη Λίνα. Ήταν ευτυχισμένη γιατί έκανε κάτι θετικό. Ήταν ευτυχισμένη γατί ο
Τζαμίλ ήταν ευχαριστημένος με τις προσπάθειές της. Ήταν ευτυχισμένη γιατί στον Τζαμίλ, τον άντρα τον οποίο είχε αρχίσει να μαθαίνει αλλά όχι και να καταλαβαίνει ακόμα, ένιωθε πως είχε βρει κάτι σπάνιο, έναν πραγματικό φίλο. Αυτή η σκέψη την έκανε να χαμογελάσει, επειδή ο Τζαμίλ θα το χλεύαζε αυτό —δεν της είχε πει ότι δεν ήθελε, ούτε χρειαζόταν φίλους; Αυτό το τελευταίο όμως την έκανε να χαμογελάσει περισσότερο. Και βέβαια ήταν φίλοι. Τι άλλο εκτός από φιλία μπορούσε να είναι αυτή η συμπάθεια που είχε αναπτυχθεί ανάμεσά τους, αυτή η άνεση με την οποία μιλούσαν, διαφωνούσαν, γελούσαν, ο τρόπος που κάποιες φορές δε χρειάζονταν να κάνουν ούτε αυτό, απλά ήταν ευχαριστημένοι ο ένας με τη συντροφιά του άλλου; «Φίλοι», είπε τη λέξη δυνατά, σαν να ήθελε να τη δοκιμάσει, κι ύστερα την επανέλαβε ξανά πιο κατηγορηματικά. Δεν μπορούσαν να είναι τίποτ’ άλλο... Ωστόσο κάποιες φορές, όταν ήταν μόνοι στην έρημο, τον έπιανε να την κοιτάζει κάπως... Και κάποιες φορές υποπτευόταν πως τον κοίταζε κι εκείνη έτσι... Πεινασμένα. Να φαντάζεται... Να προσπαθεί να μη φαντάζεται. Να θυμάται... Να προσπαθεί να μη θυμάται. Όταν τα χέρια τους αγγίζονταν τυχαία, κάτι σαν δόνηση τη συγκλόνιζε, προκαλώντας της αμηχανία —είχε την αίσθηση πως κάτι δεν ήταν σωστό, πως κάτι ήταν πολύ σωστό. Εκείνες τις στιγμές θυμόταν το φιλί τους. Τα χείλη του πάνω στα δικά της. Τα μπράτσα του γύρω της. Τα σκεφτόταν αυτά κι ύστερα τ’ απόδιωχνε βιαστικά από το μυαλό της. Τ’ απόδιωξε και τώρα, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί σε κάτι άλλο που την απασχολούσε. Μ πορεί εκείνη κι ο Τζαμίλ να ήταν φίλοι, ο Τζαμίλ κι η Λίνα όμως δεν ήταν. Παρ’ όλο που η συμπεριφορά του απέναντι στην κόρη του είχε γλυκάνει κι έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον για την πρόοδό της, ο Τζαμίλ φαινόταν
ανίκανος να δείξει κάποια σημάδια στοργής. Μ ιλούσε στην κόρη του σαν να ήταν ενήλικη. Ήταν τελειομανής κι αυτό δεν ήταν κακό, αλλά τα εγκώμια ήταν σπάνια κι οι επικρίσεις συχνές. Δεν μπορούσε να δει πως το παιδί λάτρευε ακόμα και το χώμα που πατούσε εκείνος; Πως το παραμικρό ίχνος στοργής θα έκανε μια τεράστια διαφορά στην αυτοπεποίθησή του; Όσο σκληρή κι αν ήταν η δική του ανατροφή από τα μικράτα του, θα πρέπει να υπήρχαν κάποιες τρυφερές στιγμές να θυμάται... Η Κάσι άφησε κατά μέρος το ράψιμό της, ένα κέντημα για τον τοίχο της Λίνα, και σηκώθηκε. Ήταν προχωρημένο απομεσήμερο, η πιο ζεστή ώρα της μέρας, κι όλοι είχαν καταφύγει στη δροσιά των δωματίων τους. Εκείνη όμως δεν τη χωρούσε ο τόπος. Η αυλή της Σεχραζάντ ήταν απόκοσμα ήσυχη. Ψάχνοντας κάτι να την αποσπάσει, θυμήθηκε πως η Λίνα είχε μιλήσει κάποια στιγμή για έναν κήπο στην ανατολική πλευρά του παλατιού, έναν παλιό κήπο, έρημο κι ερειπωμένο. Η ιδέα ενός κρυμμένου, παραμελημένου καταφυγίου κέντρισε τη ρομαντική πλευρά της Κάσι. Άνοιξε τη βαριά πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο, έγνεψε φιλικά στους φρουρούς και ξεκίνησε να τον βρει. ***
Ο Τζαμίλ δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στα χαρτιά που είχε μπροστά του. Είχε ξεκινήσει να μελετάει τις περίπλοκες εμπορικές συμφωνίες για το εμπόριο διαμαντιών μεταξύ Νταρ-ελ-Αμπά και μιας κερδοφόρου γερμανικής αγοράς κι είχε καταλήξει με την εισαγωγή κάποιων καινούριων κλωστικών μηχανών από τα βρετανικά υφαντουργεία. Λογαριασμοί εκφόρτωσης, κόστος λιανικής, κόστος χοντρικής, τόκοι, κέρδη, μετατροπές από το ένα τρέχον νόμισμα στο άλλο, οι αριθμοί χόρευαν μπροστά στα μάτια
του. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν θετικό. Όπως πάντα. Ο Τζαμίλ κούνησε τους σφιγμένους από την ένταση ώμους του. Σήμερα το πρωί είχαν πάει με την Κάσι σε μια κοντινή όαση, με τη Λίνα να κουμαντάρει, για πρώτη φορά, μόνη της το πόνι. Τα είχε καταφέρει μια χαρά, καθόταν στητή στη σέλα της, κρατώντας το χαλινάρι ανάλαφρα, μιμούμενη τέλεια τη δασκάλα της. Ήταν περήφανος γι’ αυτήν, αλλά, παρ’ όλο που είχε έτοιμα τα λόγια για να την παινέψει, δεν μπόρεσε να τα ξεστομίσει. Η Κάσι δεν έκρυψε την απογοήτευσή της. Κι εκείνος είδε την απογοήτευσή της στον τρόπο που κρέμασαν τα χείλη της, στη μικρή ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της. Ο Τζαμίλ έβρισε σιγανά μέσ’ από τα δόντια του. Δε θ’ άφηνε την αποδοκιμασία αυτής της γυναίκας να υπαγορεύει τις πράξεις του. Είχε μάθει με τον σκληρότερο τρόπο πόσο σημαντικό ήταν να μην αφήνει κανέναν να γνωρίζει τα αισθήματά του —αν είχε καν αισθήματα—, γιατί τα αισθήματα μπορεί να τα εκμεταλλευτεί κάποιος. Ήταν αδυναμία. Κι η Λίνα έπρεπε να μάθει το ίδιο μάθημα, για το καλό της. Ωστόσο, του ήταν όλο και πιο δύσκολο να μη δείχνει αυτό το είδος της αδυναμίας που ο πατέρας του ήθελε με τόσο φανατισμό να εξαλείψει. Ήταν πολύ πιο εύκολο πριν, όταν δεν έβλεπε τόσο συχνά τη Λίνα. Τώρα, που η θελκτική προσωπικότητα της κόρης του γινόταν πιο αισθητή, που αποτυπωνόταν μέσα του μέρα με τη μέρα, χάρη στην Κάσι, τώρα δυσκολευόταν πολύ να διατηρήσει τα φράγματα που είχε χτίσει με τόσο κόπο. Ήταν φορές που ένιωθε ότι η Κάσι έδειχνε αποφασισμένη να τα γκρεμίσει τούβλο τούβλο. Να τον αφήσει εκτεθειμένο. Κι ήταν φορές που τρόμαζε με τον εαυτό του, γιατί ήθελε να τη βοηθήσει. Αφήνοντας κατά μέρος τα χαρτιά του, σηκώθηκε και βγήκε στην αυλή. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Ακόμα κι ο πολυπράγμων Χαλίμ
είχε αποσυρθεί για τ’ απομεσήμερο. Ψάχνοντας να βρει κάτι να ξεδώσει, τα βήματά του τον έφεραν στην αυλή της Λίνα, αλλά οι φρουροί τον πληροφόρησαν ότι η Κάσι είχε φύγει πριν από μισή ώρα. Πού είχε πάει; Δεν το συνήθιζε να βγαίνει έτσι, ασυνόδευτη. Ανήσυχος κάπως, συνέχισε να ψάχνει στους ατέλειωτους διαδρόμους του παλατιού ρωτώντας τους φρουρούς στο πέρασμά του. Τα ίχνη τον οδήγησαν στην είσοδο της ανατολικής πτέρυγας. Κι εκεί σταμάτησε, συνοφρυωμένος. Η μεγάλη ξύλινη πόρτα με το βαρύ σιδερένιο πλέγμα ήταν κλειστή. Δεν υπήρχε λόγος να σκεφτεί πως η Κάσι την είχε ανοίξει, εκτός κι αν ήθελε να φύγει χωρίς να την προσέξει κανείς. Σε τούτη την πόρτα δε στέκονταν φρουροί. Κανένας, απ’ όσο ήξερε ο Τζαμίλ, δεν είχε περάσει αυτή την πόρτα εδώ και χρόνια. Οχτώ χρόνια. Οχτώ χρόνια, έξι μήνες και τρεις μέρες, συγκεκριμένα. Από τότε που είχε ανεβεί στο θρόνο του Νταρ-ελ-Αμπά, μια βδομάδα μετά το θάνατο του πατέρα του. Και μόνο στη θέα αυτής της πόρτας, η καρδιά του χτύπησε άγρια στο στήθος του, λες και το αίμα του είχε γίνει πηχτό και βαρύ. Δεν είχε λόγο να μπει η Κάσι σ’ αυτή την αυλή. Ούτε είχε λόγο να της το απαγορεύσει. Είχε κλειδώσει απ’ έξω τις αναμνήσεις του, καιρό τώρα. Αλλά, βλέποντας από το σιδερένιο δικτυωτό τον σκονισμένο προθάλαμο που υπήρχε, ήξερε πως εκείνη αυτό ακριβώς είχε κάνει. Δεν ήθελε να πάει εκεί. Δεν το ήθελε καθόλου. Αλλά δεν ήθελε να είναι και η Κάσι εκεί... Οι παλάμες του ίδρωσαν, τα χέρια του έτρεμαν. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, πέρασε το κατώφλι της ενήλικης ζωής του και μπήκε στα σκοτεινά βάθη της παιδικής του ηλικίας.
***
Η Κάσι βρήκε την πόρτα αφού περιπλανήθηκε σ’ ένα σωρό λάθος διαδρόμους και αδιέξοδα. Το κατάλαβε πως ήταν αυτή, από το σκουριασμένο κλειδί. Η αλήθεια είναι ότι ξαφνιάστηκε που υπήρχε κλειδί. Το ότι γύριζε, έστω και με δυσκολία και τρίζοντας, την είχε εξιτάρει, αλλά, όταν μπήκε μέσα, η ατμόσφαιρα ζόφου και μελαγχολίας έπεσε πάνω της σαν βαρύς μαύρος μανδύας. Ήταν ένα όμορφο μέρος, μια κυκλική αυλή μ’ ένα στεγνό σιντριβάνι, με ραγισμένα και λεκιασμένα τα μάρμαρά του. Οι λεμονιές ακλάδευτες, ξεβλασταρωμένες, τα γιασεμιά και κάτι άλλο που έμοιαζε με αγράμπελη είχαν κατακυριεύσει τις κολόνες του περιστυλίου γύρω από την αυλή. Ξερά φύλλα κάλυπταν το μωσαϊκό δάπεδο. Και καθώς διέσχιζε αργά την αυλή, η Κάσι άκουσε το χαρακτηριστικό θρόισμα που έκαναν μικρά ζωάκια που έτρεχαν να κρυφτούν, τρομαγμένα από την παρουσία της. Το κεντρικό διακοσμητικό του σιντριβανιού, που αρχικά της φάνηκε σκύμνος λιονταριού, ήταν ένας μικρός πάνθηρας. Δεν είχε δει το σιντριβάνι με τον πάνθηρα στην αυλή του Τζαμίλ, αλλά της τον είχε περιγράψει μια φορά ειρωνικά. Αυτά πρέπει να ήταν τα δωμάτια του νεαρού διαδόχου Τζαμίλ, κλειστά κι εγκαταλειμμένα στη φθορά του χρόνου, λες κι εκείνος είχε γυρίσει την πλάτη του όχι μόνο στα παιδικά του χρόνια, αλλά και στο παρελθόν του. Η Κάσι ανατρίχιασε. Η αντίθεση με τις θαμπές πλάκες και τ’ αγριόχορτα που φύτρωναν στις ρωγμές τους κι ο αέρας της εγκατάλειψης, με το σχολαστικά φροντισμένο υπόλοιπο παλάτι ήταν αφόρητη. Η Κάσι, ευαίσθητη καθώς ήταν στο περιβάλλον, μπορούσε σχεδόν να νιώσει τον πόνο και τη δυστυχία που πλανιόταν στον αέρα. Πλησίασε σε μια άλλη βαριά πόρτα κι έριξε μια ματιά από το σιδερένιο δικτυωτό. Και τότε είδε τον κρυμμένο
κήπο. Δεν ήταν όπως τον είχε φανταστεί, αλλά ένα άγριο ρουμάνι, ένας γυμνός χέρσος τόπος με δέντρα σκελετωμένα, που οι κορμοί τους ήταν γδαρμένοι σαν σκασμένο δέρμα, και με μικρές δράκες από αγκαθερούς θάμνους που κάλυπταν όλη τη γύρω έκταση. Δεν έπρεπε να είναι εδώ. Ήταν ένας αυστηρά ιδιωτικός χώρος, που έβριθε από προσωπικές αναμνήσεις. Το ένστικτό της της είπε πως τον Τζαμίλ θα τον δυσαρεστούσε η παρουσία της σ’ αυτό το μέρος. Κι όμως, ένιωθε πως εδώ βρισκόταν το κλειδί της σχέσης του —ή μάλλον της έλλειψης σχέσης— με την κόρη του. Αν μπορούσε να το βρει —αν μπορούσε να καταλάβει... τότε σίγουρα... Κρατώντας ψηλά το στρίφωμα της φούστας της για να την προστατέψει από τα συντρίμματα που κάλυπταν το δάπεδο της αυλής, προχώρησε προσεκτικά προς την είσοδο των διαμερισμάτων. Όπως όλες οι σουίτες του παλατιού, έτσι κι εδώ, ακολουθούσαν το σχήμα της αυλής, μια σειρά από συνεχόμενα δωμάτια που επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Τα ντιβάνια ήταν εγκαταλειμμένα, τα πλούσια καλύμματά τους παρατημένα να λιώνουν. Δαντέλες, βελούδα, μετάξια και οργαντίνες κείτονταν κουρελιασμένα. Τα γυαλιστερά πλακάκια του μπάνιου φαίνονταν ξεφτισμένα, η τεράστια λευκή μπανιέρα, βυθισμένη στο δάπεδο, κιτρινισμένη και ραγισμένη. Βρήκε ένα ασημένιο σαμοβάρι με λαβή σε σχήμα φιδιού, στραβωμένη και θαμπή. Ένα σημειωματάριο, με τις σελίδες γεμάτες καλογραμμένη αραβική γραφή, που σταματούσε απότομα στη μέση μιας σελίδας. Όταν το σήκωσε, η ράχη τσάκισε κι έφυγε το εξώφυλλο. Επηρεασμένη από τη μελαγχολία του χώρου, η Κάσι πέρασε στο τελευταίο δωμάτιο. Ένα ντιβάνι-κρεβάτι, με τις κουρτίνες πεσμένες πάνω του. Μ ια περίτεχνα σκαλισμένη κασέλα. Στον τοίχο, από πάνω της, κρεμασμένο από ένα γάντζο κάτι που έμοιαζε
με διακοσμητικό μαστίγιο ιππασίας. Το έπιασε και θαύμασε τη σκαλιστή ασημένια λαβή, διακοσμημένη με πετράδια που έμοιαζαν με σμαράγδια. Τελετουργικό, προφανώς. Πώς έγινε κι είχε ξεμείνει εδώ; «Τι στην ευχή κάνεις εδώ πέρα; Άφησέ το κάτω αμέσως!» Η Κάσι πετάχτηκε. Το μαστίγιο έπεσε στο πάτωμα. Ο Τζαμίλ το κλότσησε κάτω από τη σκαλιστή κασέλα. Το πρόσωπό του ήταν φουρτουνιασμένο, τα φρύδια του σμιγμένα πάνω από τη μύτη του, το στόμα του σφιγμένο, τα ζυγωματικά του προεξείχαν σαν το τραχύ περίγραμμα των βουνών της ερήμου. «Λοιπόν;» «Ε... άκουσα κάτι για έναν κρυμμένο κήπο κι ήθελα να τον δω». «Ωραία, τον είδες, μπορείς να φύγεις». Τα μάτια του άστραφταν από θυμό, αν κι ο τόνος του ήταν παγερά ήρεμος. Η Κάσι φοβήθηκε, όχι τον ίδιο, αλλά τον πόνο που έβλεπε χαραγμένο στο όμορφο πρόσωπό του. «Τζαμίλ...» «Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ». Η φωνή του ήταν άχρωμη, τα μάτια του καθρέφτιζαν τη σκοτεινή του διάθεση. «Ήταν δικά σου αυτά τα δωμάτια, σωστά;» τον ρώτησε σιγανά. «Είναι τα παραδοσιακά διαμερίσματα του πρίγκιπα διαδόχου. Ήταν δικά μου. Του πατέρα μου, πριν από μένα. Του παππού μου, πριν από αυτόν...» «Ώστε αυτή είναι μια παράδοση που σκοπεύεις να σπάσεις;» «Τι εννοείς;» «Είναι φανερό πως δε σκοπεύεις να μείνει ο γιος σου εδώ, αλλιώς δε θα είχες αφήσει το χώρο να καταρρεύσει έτσι», είπε η Κάσι δείχνοντας με μια πλατιά χειρονομία την ερημωμένη αυλή. «Αν... όταν... αποκτήσω γιο, θα έχει... θα του δοθεί...» ο Τζαμίλ
κόμπιασε, ξεροκατάπιε. «Ναι». Κούνησε το κεφάλι του, σκιάζοντας τα μάτια με τα χέρια του. «Ναι. Όπως είπες, είναι μια παράδοση που τελειώνει μαζί μου». «Χαίρομαι». Η Κάσι ακούμπησε διστακτικά το χέρι της στο μπράτσο του. «Ομολογώ ότι αυτό το μέρος δεν είναι ευτυχισμένο». «Όχι. Η ευτυχία εδώ ήταν ένα αγαθό εν ανεπαρκεία», είπε ο Τζαμίλ βλοσυρά. Το χέρι του έτρεμε καθώς έσπρωχνε πίσω τα μαλλιά του. «Πειθαρχία, τιμή, δύναμη... αυτά μετρούσαν». «Το αλάθητο». «Το αήττητο. Το έμβλημά μου. Το πεπρωμένο μου». Οι ώμοι του κρέμασαν. Σωριάστηκε στο καπάκι της κασέλας σαν να μην τον κρατούσαν τα πόδια του ξαφνικά. «Εδώ τα διδάχτηκα αυτά. Ένα σκληρό μάθημα, αλλά δεν το ξέχασα». Έπιασε το κεφάλι του και με τα δύο χέρια του. Ο Τζαμίλ ήταν ένας άντρας που ως τώρα έδειχνε άτρωτος σαν κάστρο, που είχε μέσα του όλη τη δύναμη ενός ανίκητου στρατού. Βλέποντάς τον έτσι ευάλωτο κι εκτεθειμένο, η Κάσι επιθυμούσε πολύ να του προσφέρει παρηγοριά, λησμονιά. Αδιαφορώντας για εθιμοτυπίες και πρωτόκολλα, έκατσε ανακούρκουδα μπροστά του, έκλεισε το κεφάλι του στις παλάμες της, ίσιωσε τα μαλλιά του που στέκονταν ολόρθα, έτριψε απαλά τους μυς που είχαν γίνει ένας κόμπος στον αυχένα του, στους ώμους του. Ο Τζαμίλ έμεινε σιωπηλός, ακίνητος. Τον τράβηξε πιο κοντά της, τύλιξε τα μπράτσα της γύρω του, αδιαφορώντας για την άβολη στάση τους που έκανε τα μέλη της να μουδιάζουν. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς ν’ απαλύνει τον πόνο του, τον βαθιά θαμμένο πόνο που τώρα τον τύλιγε σαν σκοτεινή αύρα. Του ψιθύρισε λόγια παρηγοριάς κρατώντας τον κοντά της, ραίνοντας με πεταχτά φιλιά την κορφή του κεφαλιού του,
τυλίγοντας τις σκληρές, όλο ένταση γραμμές του με την απαλή της σάρκα. Έμειναν έτσι για ώρα, ώσπου τον ένιωσε να χαλαρώνει λίγο λίγο, μέχρι που κούνησε το κεφάλι του, και τότε εκείνη συνειδητοποίησε, ταυτόχρονα μ’ εκείνον, πως ήταν κουρνιασμένο στον κόρφο της. Η αντίδρασή της ήταν άμεση. Μ ια φούντωση την πλημμύρισε, οι θηλές της σκλήρυναν. Ο Τζαμίλ σκίρτησε μέσα στα μπράτσα της κι εκείνη τον άφησε αμέσως, κατακόκκινη, κοιτάζοντας αλλού. Σηκώθηκε μεμιάς, τινάζοντας τα φύλλα και τα κλαράκια από τις φούστες της. «Οφείλω ν’ απολογηθώ», είπε ο Τζαμίλ και σηκώθηκε κι εκείνος. «Δε χρειάζεται», τον βεβαίωσε βιαστικά. «Ήταν μια στιγμή αδυναμίας. Θα σου ήμουν υποχρεωμένος αν την ξεχνούσες». Η Κάσι δάγκωσε το χείλι της, ήξερε πως, αν τον πίεζε περισσότερο, θα τον εξόργιζε. «Τζαμίλ, δεν είναι αδυναμία να ομολογείς πως ήσουν δυστυχισμένος —το αντίθετο μάλιστα». «Τι εννοείς;» «Κάτι φοβερό συντελέστηκε εδώ, το αισθάνομαι». Ανατρίχιασε και αγκάλιασε τον κορμό της με τα μπράτσα της. «Δεν το βλέπεις ότι με το ν’ αρνιέσαι να το παραδεχτείς του παραχωρείς τη νίκη της σιωπής;» τον άδραξε από το μανίκι για να τον εμποδίσει να γυρίσει και να φύγει. «Υπερβάλλεις, όπως συνήθως». «Όχι, δεν υπερβάλλω. Τζαμίλ, άκουσέ με, σε παρακαλώ. Γιατί δεν μπορείς να πεις στη Λίνα πώς αισθάνεσαι γι’ αυτήν;» Η ευθύτητα της ερώτησης τον αιφνιδίασε. Την κοίταξε υψώνοντας υπεροπτικά το φρύδι του. «Ξέρω ότι νοιάζεσαι γι’ αυτήν», συνέχισε η Κάσι απερίσκεπτα. «Ξέρω ότι είσαι περήφανος γι’ αυτήν, αλλά δεν μπορείς να της το πεις. Γιατί;»
Ο Τζαμίλ λευτερώθηκε από το κράτημά της. «Δείξε στον εχθρό την καρδιά σου, και του δίνεις τα κλειδιά του βασιλείου σου. Ο πατέρας μου μου δίδαξε αυτό το μάθημα σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο, έχοντας κι έναν πολύ πειστικό βοηθό», της είπε άγρια, σκύβοντας και μαζεύοντας το μαστίγιο κάτω από την κασέλα. «Σε χτυπούσε! Θεέ μου! Νόμιζα πως αυτό το πράγμα ήταν κάτι... τελετουργικό». Το γέλιο του Τζαμίλ ήταν σαν καμτσικιά από το μαστίγιο που κρατούσε. «Σωστά μάντεψες. Ήταν μια τελετή η μαστίγωση του διαδόχου, η τελετή μαστίγωσης των αδυναμιών του, και λάβαινε χώρα επί μονίμου βάσεως». Το πρόσωπο της Κάσι έγινε άσπρο σαν σεντόνι. «Μ α γιατί;» «Για να με μάθει να εξουσιάζω τον πόνο. Για να βεβαιωθεί ότι καταλάβαινα αρκετά καλά τα ακραία συναισθήματα ώστε να μπορώ να τα ελέγχω. Για να με κάνει αυτό που απαιτούσε το Νταρ-ελ-Αμπά: έναν αήττητο ηγέτη που δε βασίζεται σε κανέναν άλλο». «Δεν υπάρχει τέτοιο πλάσμα», είπε η Κάσι με πάθος. «Άνθρωπος είσαι, όχι θεός, ό,τι κι αν πίστευε ο πατέρας σου. Όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται κάποιον. Για τ’ όνομα του Θεού, Τζαμίλ, αυτό είναι παράλογο. Είσαι άνθρωπος, έχεις αισθήματα, δεν μπορείς να παριστάνεις πως δεν υπάρχουν». Καθώς έλεγε αυτά τα λόγια, η Κάσι συνειδητοποίησε πως αυτό ακριβώς έκανε ο Τζαμίλ. Αυτές τις συνέπειες είχε η φοβερή ανατροφή του. Κι ένιωσε την οργή της για τον πατέρα του να ξεχειλίζει. «Κι η μητέρα σου; Πού ήταν όταν συνέβαιναν όλ’ αυτά;» «Δε μου επιτρεπόταν να τη δω, εκτός από τις επίσημες τελετές, από τότε που εγκαταστάθηκα εδώ». «Αυτό εννοούσες... πως την έχασες όταν ήσουν μικρός;» Ο Τζαμίλ έγνεψε καταφατικά.
«Σε τι ηλικία ακριβώς;» «Στα πέντε». Η Κάσι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Αυτό είναι βάρβαρο!» «Τα άγνωστα έθιμα φαίνονται βάρβαρα συχνά. Είμαστε ένας αρχαίος πολιτισμός, πολύ πιο παλιός από τον δικό σας». Η φρίκη της Κάσι ήταν γραμμένη τόσο καθαρά στο πρόσωπό της, που ο Τζαμίλ αισθάνθηκε πολύ άβολα. Κλειδώνοντας αυτά τα δωμάτια, είχε πείσει τον εαυτό του πως είχε κλειδώσει απ’ έξω κι όλα όσα είχαν συμβεί εδώ μέσα. Μ όνο σε στιγμές αδυναμίας στο σκοτάδι της νύχτας έρχονταν ακάλεστες οι αναμνήσεις, ξετρυπώνοντας από τις χαραμάδες του μυαλού του σαν τους σκορπιούς στην έρημο τη νύχτα, για να τον κεντρίσουν. Τις αντιμετώπιζε όπως του είχε μάθει ο πατέρας του να χειρίζεται τις αδυναμίες, πνίγοντάς τες. Τώρα, βλέποντας τις παιδικές του εμπειρίες με τα μάτια της Κάσι, αισθανόταν στριμωγμένος στη γωνία. Τις είχε υποστεί, είχε υποφέρει, αλλά δεν τις είχε αμφισβητήσει ποτέ. Αυτά που είχε διδαχτεί είχαν αποτελέσει τα θεμέλια της ζωής του. Δεν ήθελε να τις εξετάζει ενδελεχώς. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται αν ήταν λάθος. «Έτσι έχουν τα πράγματα εδώ», της είπε ενοχλημένος που η φωνή του είχε μια απολογητική νότα. Ήταν όμως ακόμα πιο ενοχλημένος που έπιανε τον εαυτό του ν’ αναρωτιέται μήπως η Κάσι είχε κάποιο δίκιο. «Αν το αποτέλεσμα της παράδοσής σας είναι μια ατέλειωτη σειρά από ψυχρούς, αναίσθητους, αήττητους ηγέτες σαν κι εσένα, τότε χαίρομαι που δεν είμαι μέρος αυτής της παράδοσης», τον αντέκρουσε με πάθος. «Και να σου πω κάτι, Τζαμίλ, νομίζω πως κατά βάθος ούτε εσύ θέλεις να είσαι». «Δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτά...» «Ομολόγησες ήδη πως δε θα φερθείς στο γιο σου με τον ίδιο τρόπο», τον διέκοψε αγενώς, μέσα στην απόγνωσή της να βρει ένα
δρόμο να πλησιάσει τον άντρα που τώρα ήξερε πως ήταν οχυρωμένος μέσα σε μια πανοπλία φτιαγμένη από πόνο και βάσανα. «Μ ου είπες πως θέλεις να είναι διαφορετικά τα πράγματα για τη Λίνα, πως θέλεις μια διαφορετική ζωή για τα παιδιά σου, πως είσαι έτοιμος ν’ αντιμετωπίσεις τη μήνη του Συμβουλίου σου για να τους την παρέχεις, αλλά δεν μπορείς να δεις από πού πρέπει να ξεκινήσεις. Από σένα πρέπει να κάνεις την αρχή. Τζαμίλ, ο πατέρας σου έκανε λάθος, μεγάλο λάθος». Τα μάτια της λαμπύριζαν από τα δάκρυα που απειλούσαν να κυλήσουν. «Δεν είναι αδυναμία να νοιάζεσαι για τους άλλους, είναι δύναμη. Το να στέκεις μόνος, να λες πως δεν έχεις κανέναν ανάγκη, είναι κατάφωρο ψέμα. Έχουμε όλοι ανάγκη κάποιον ν’ αγαπάμε, κάποιον να μας αγαπάει. Δεν το βλέπεις αυτό;» «Η αγάπη σου για τον ποιητή σου σ’ έκανε πιο δυνατή ή πιο αδύναμη;» τη ρώτησε παγερά. Ήταν μια σκληρή παρατήρηση, το ήξερε κι ο ίδιος, αλλά πονούσε τούτη τη στιγμή. Η Κάσι μόρφασε. «Δεν τον αγαπούσα τον Ογκάστας». Καθόλου, συνειδητοποίησε ξαφνικά. Ήταν ερωτευμένη με την ιδέα του έρωτα. «Εσύ μου είπες στην πρώτη μας συνάντηση πως αυτό που ένιωσες ήταν ταπείνωση από αυτή τη δήθεν αγάπη». Ήθελε να την προσβάλει κι η Κάσι το καταλάβαινε και το εξηγούσε. Σ’ αυτό το μέρος είχε τόσο απαίσιες αναμνήσεις που θα ήταν θαύμα αν δεν ήταν εξαγριωμένος. Κι αυτό που είχε πει ήταν αλήθεια, έστω κι αν το είχε πει για να στρέψει αλλού την προσοχή της. Η Κάσι έπλεξε και ξέπλεξε τα δάχτυλά της, συνοφρυωμένη. «Έχεις δίκιο. Ένιωσα ταπείνωση», παραδέχτηκε. «Όχι όμως επειδή ήμουν ερωτευμένη, αλλά επειδή έκανα λάθος. Ήμουν ταπεινωμένη και ντροπιασμένη για τη βλακεία μου, για την ξεροκεφαλιά μου».
Τον κοίταζε ανήμπορη. Μ ια βαθιά λύπη την πλημμύρισε για το μοναχικό αγόρι που ήταν κάποτε εκείνος, για τον μονήρη άντρα που είχε αναγκαστεί να γίνει. Πώς να τον πλησιάσει; Δεν είχε ιδέα, ιδίως από τη στιγμή που έδειχνε αποφασισμένος να την εμποδίσει. Ήταν μια σημαντική στιγμή, το ένιωθε. Αν δεν τον έκανε να το δει τώρα, δε θα το έβλεπε ποτέ. «Χάνεις τόσο πολλά με το ν’ αρνιέσαι τον εαυτό σου». «Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που δεν είχες ποτέ», της απάντησε κοφτά. «Όπως και να είναι, δεν αρνιέμαι τον εαυτό μου. Προστατεύω τον εαυτό μου. Και το βασίλειό μου». «Μ ε το ν’ αρνιέσαι να επιτρέψεις στο εαυτό σου να αισθάνεται; Ν’ αγαπάει; Αρνείσαι και στο λαό σου αυτά τα πράγματα;». «Αγάπη! Γιατί την αναφέρεις συνέχεια; Δεν υπάρχει, παρά μόνο σ’ αυτά τα... συγκινητικά ποιήματα που διαβάζεις». Η Κάσι απελπίστηκε βλέποντας το αποφασιστικό ύφος του. Έσφιγγε τόσο πολύ το μαστίγιο που άσπριζαν οι αρθρώσεις του. Ένα μαστίγιο, για τ’ όνομα του Θεού! Ο πατέρας του τον εκπαίδευε όπως εκπαίδευε τα καθαρόαιμά του! Μ ια απίστευτη οργή την κυρίευσε. Άρπαξε το καμτσίκι από τα χέρια του και λυγίζοντας το γόνατό της το έσπασε στα δύο. «Ορίστε! Να τι σκέφτομαι για τις μεθόδους του πατέρα σου και για τις ανόητες παραδόσεις σου», του φώναξε ασθμαίνοντας από την προσπάθεια. «Θέλεις στ’ αλήθεια αυτό το πράγμα να σε στοιχειώνει στην υπόλοιπη ζωή σου;» το πέταξε με όλη της τη δύναμη στον ερημωμένο κήπο. «Αυτό που έκανε ήταν σκληρό, αηδιαστικά, φοβερά σκληρό, αλλά τώρα είναι νεκρός. Είσαι κύριος του εαυτού σου, δε σ’ εξουσιάζει ο πατέρας σου. Ήταν λάθος αυτό που έκανε, Τζαμίλ, λάθος. Άφησε τον εαυτό σου να αισθανθεί, άφησέ τον ν’ αγαπήσει, και θα διαπιστώσεις και μόνος σου πόσο ευτυχισμένο μπορεί να σε κάνει αυτό».
«Εσένα δε σ’ έκανε ευτυχισμένη», της θύμισε δηκτικά. «Ω, είναι ανάγκη σε κάθε συζήτηση ν’ αναφέρεις τον Ογκάστας; Αρχίζω να αισθάνομαι πως δε θα τον ξεφορτωθώ ποτέ», του φώναξε αγανακτισμένη. Αλλά τουλάχιστον ο Τζαμίλ την πρόσεχε τώρα. Την άκουγε. Η Κάσι πήρε βαθιά ανάσα. «Όταν αγαπάς κάποιον, όταν τον αγαπάς πραγματικά, το νιώθεις στον αέρα, το νιώθεις εδώ...» πίεσε το χέρι στο στήθος της «... ή εδώ», άγγιξε το στομάχι της. «Δεν το ένιωσα ποτέ αυτό, τ’ ομολογώ. Λίγοι άνθρωποι το νιώθουν, αλλά όταν το νιώσουν ξέρουν τι είναι, τι σημαίνει. Είναι το είδος της αγάπης που σε κάνει δυνατό». «Αυτού του είδους η αγάπη είναι ένας μύθος». «Όχι, όχι, δεν είναι. Απλώς είναι ένα σπάνιο είδος αγάπης», είπε η Κάσι εκπλήσσοντας αυτή τη φορά τον εαυτό της, γιατί αποδεικνυόταν πως τελικά πίστευε στην αγάπη. «Αλλά όταν τη βρεις, όπως τη βρήκε η αδερφή μου η Σίλια, τότε είναι η πιο μεγάλη πηγή δύναμης στον κόσμο. Πολύ μεγαλύτερη από το σπαθί, το γιαταγάνι ή οτιδήποτε άλλο. Δεν είναι πως εξαρτάσαι από κάποιον, είναι πως εμπιστεύεσαι κάποιον, στηρίζεσαι σε κάποιον άλλον. Αχ, γιατί δεν μπορείς να το καταλάβεις αυτό;» «Ίσως να έδινα περισσότερη βάση στις εξάρσεις σου αν μιλούσες εκ πείρας», απάντησε ο Τζαμίλ, «αλλά αφού ομολόγησες πως δεν έχεις...» ύψωσε τους ώμους του. «Δεν είναι ανάγκη να έχεις βιώσει κάτι για να ξέρεις ότι υπάρχει, να πιστεύεις πως υπάρχει! Εδώ!» του φώναξε πιέζοντας το χέρι στο στήθος της. Το πρόσωπό της ήταν αναψοκοκκινισμένο. Ο κόρφος της, ανταριασμένος από την αγανάκτηση. Ένα μακρύ τσουλούφι από τα σκουρόξανθα μαλλιά της είχε ξεφύγει από τον κότσο της κι έπεφτε στο λευκό ώμο της, εκεί που είχε γλιστρήσει το φόρεμά της. Τα μάτια της άστραφταν τόσο πολύ, που και τα πιο σπάνια τιρκουάζ
ωχριούσαν μπροστά τους. Η δίνη που είχε ξεσηκώσει ήταν πολύ ισχυρή για τον Τζαμίλ. Και για να την αντιμετωπίσει κατέφυγε σ’ έναν από τους λίγους τρόπους που μπορούσε να εκφραστεί, την άρπαξε βίαια στην αγκαλιά του και την αποστόμωσε μ’ εκείνο τον πανάρχαιο τρόπο: μ’ ένα παθιασμένο, οργισμένο, πεινασμένο φιλί. Η Κάσι πάλεψε για λίγο, τον χτύπησε με τις γροθιές της στο στήθος, σε μια μάταιη προσπάθεια να λευτερωθεί. Ήταν ένα φιλίτιμωρία, το ήξερε, όπως ήξερε πως τον είχε σπρώξει πέρα από τα όριά του. Αυτό το φιλί δε σήμαινε τίποτα, είπε στον εαυτό της, τίποτα περισσότερο από μια επίδειξη δύναμης, αλλά, και πάλι, η αίσθηση των χειλιών του πάνω στα δικά της, το σκληρό κορμί του τόσο κοντά στο δικό της άρχιζαν να λειτουργούν μαγικά. Η Κάσι έπαψε να παλεύει. Το κορμί της έγειρε γλυκά πάνω του. Το δέρμα της πύρωσε. Η καρδιά της βροντούσε στο στήθος της. Τέλειωσε πολύ γρήγορα. Ο Τζαμίλ την έσπρωξε βγάζοντας μια βραχνή κραυγή, αγριοκοιτάζοντάς τη σαν να έφταιγε εκείνη. Απέμειναν έτσι, να κοιτάζονται για μερικές στιγμές, λαχανιασμένοι, χαμένοι σε μια ζούγκλα από μπλεγμένα συναισθήματα, μη ξέροντας ποιο μονοπάτι να πάρουν για να βγουν από κει μέσα. Ήταν ο Τζαμίλ που έσπασε τη σιωπή. Η φωνή του ήταν τραχιά, με κάτι αβέβαιο στον τόνο της που έδωσε στην Κάσι ένα λόγο να ελπίζει. «Δε θ’ απολογηθώ γι’ αυτό. Δικό σου το φταίξιμο. Γι’ άλλη μια φορά τολμάς να επεμβαίνεις σε θέματα που δε σε αφορούν. Δεν έπρεπε να έρθεις εδώ. Μ ακάρι να μην είχες έρθει. Αυτό το μέρος...» «Θα έπρεπε να το φτιάξεις. Να διώξεις τα φαντάσματα, να το πάρεις πίσω. Ώσπου να το κάνεις αυτό, θα είναι σαν ένα σκοτεινό μυστικό που επωάζει και γεννάει». «Αυτό το μέρος», συνέχισε ο Τζαμίλ αγνοώντας τη διακοπή της,
«δεν είναι δική σου δουλειά. Δε θέλω να ξανάρθεις ποτέ και σε καμία περίπτωση δε θέλω να φέρεις τη Λίνα». «Όχι βέβαια! Τζαμίλ, θα μπορούσες να κάνεις τόσο ευτυχισμένη τη Λίνα δείχνοντάς της λίγη στοργή. Θα σ’ έκανε κι εσένα ευτυχισμένο». Ο Τζαμίλ στέναξε βαριά. «Δεν το βάζεις κάτω, ε;» Η Κάσι του έπιασε το χέρι και το πίεσε στο μάγουλό της. «Θέλει κουράγιο για ν’ αλλάξεις τις συνήθειες μιας ζωής, αλλά εσύ το διαθέτεις και μάλιστα σε αφθονία». Ο Τζαμίλ χαμογέλασε πικρά. «Δεν είμαι ο μόνος. Κι εσύ έχεις το θάρρος της γνώμης σου», της φίλησε τα δάχτυλα. «Πάντως θα σκεφτώ την πρότασή σου». «Το μόνο που σου ζητάω». «Για την ώρα, τουλάχιστον... Έλα, πάμε να φύγουμε από δω». Αφού κλείδωσε την εξωτερική πόρτα, ο Τζαμίλ έβγαλε το κλειδί και το έχωσε κάπου ανάμεσα στις πτυχές του ρούχου του. Η Κάσι τον παρακολουθούσε καθώς βάδιζε με μεγάλες δρασκελιές στο διάδρομο, με το χιτώνα του να ανεμίζει στο ελαφρό αγέρι που προκαλούσε η γοργή περπατησιά του. Ο καημένος, ο βασανισμένος Τζαμίλ! Αν μπορούσε να κάνει μια αρχή, ξεκινώντας από τη Λίνα, τότε μπορεί μια μέρα να ήταν ικανός ν’ αγαπήσει πραγματικά, να ερωτευτεί... Γιατί αυτή η σκέψη την αναστάτωνε; Ένιωθε την παράλογη παρόρμηση να τρέξει πίσω του, της έλειπε όλο και πιο πολύ με κάθε βήμα που τον έπαιρνε μακριά της. Έτσι θα γινόταν και... τότε που θα έφευγε μακριά της για πάντα... Δεν το είχε σκεφτεί αυτό ως τώρα. Ως σήμερα. Και δεν ήθελε να το σκεφτεί αυτή τη στιγμή. ***
Θα ήταν αφέλεια να περιμένει πως ο Τζαμίλ θ’ άλλαζε σε μια νύχτα, αλλά από εκείνη τη μέρα η Κάσι διέκρινε όντως μια διαφορά σ’ αυτόν. Αδέξια στην αρχή, αλλά με αυξανόμενη αυτοπεποίθηση γιατί η Λίνα ανταποκρινόταν, άρχισε να δείχνει τα αισθήματά του για την κόρη του. Η Κάσι παρακολουθούσε, φροντίζοντας να κρύβει την περηφάνια της. Της αρκούσε που ήξερε ότι ήταν ο βασικός συντελεστής αυτής της αλλαγής. Δεν ήθελε την ευγνωμοσύνη του και, ασφαλώς, δεν ήθελε να μαντέψει η Λίνα το ρόλο της. Εξάλλου, ήταν μια αρκετά οδυνηρή διαδικασία για τον Τζαμίλ, που έπρεπε να ξεπεράσει τα οδυνηρά χρόνια που τον είχαν κάνει το ψυχρό πλάσμα που ήταν. Έκανε ό,τι μπορούσε για να μη νιώθει εκείνος ότι η Κάσι ήταν μάρτυρας της μεταμόρφωσής του. Τον παρατηρούσε μια μέρα καθώς ασχολιόταν με τη Λίνα. Στεκόταν στη μέση μιας λιμνούλας και μάθαινε την κόρη του να κολυμπάει. Είχε βγάλει το μανδύα και το ίγκαλ του κι είχε μείνει μόνο με τον χιτώνα του. Το νερό τού έφτανε ως τη μέση. Η Λίνα, ξαπλωμένη στα μπράτσα του, χαχάνιζε με κάτι που της είχε πει. Όταν ύψωσε το βλέμμα του κι είδε την Κάσι, της χαμογέλασε. Τα μάτια τους έσμιξαν κι η καρδιά της σκίρτησε. Ο χιτώνας του, μουσκεμένος από τα πλατσουρίσματα της Λίνα, κολλούσε στο κορμί του σαν δεύτερο δέρμα, διαγράφοντας τους μυς, τους φαρδιούς του ώμους, το γραμμωμένο του στομάχι. Τα μαλλιά του ήταν ορθωμένα σαν καρφιά. Τα μάτια του άστραφταν από χιούμορ. Πατέρας και κόρη μαζί. Ήταν ακριβώς ο πίνακας που είχε ονειρευτεί η Κάσι, αλλά, παρ’ όλο που ήταν δικό της επίτευγμα, ένιωθε αποκλεισμένη. Πατέρας και κόρη. Το προφανές χάσμα ανοιγόταν μπροστά της σαν άβυσσος. Έπαιζαν την ευτυχισμένη οικογένεια οι τρεις τους, αλλά εκείνη δεν ήταν μέρος της. Κι όμως, συνειδητοποίησε πως ήθελε να είναι. Το ήθελε πολύ. Γιατί
τώρα πια αγαπούσε τη Λίνα, αλλά κυρίως γιατί κινδύνευε, κινδύνευε πραγματικά, να νιώσει κάτι που δεν έπρεπε για τον πατέρα της Λίνα. Κι αυτό θα ήταν λάθος. Μ εγάλο λάθος. Απέστρεψε το βλέμμα της από την εικόνα κι από το χαμόγελο του Τζαμίλ και βάλθηκε να μαζεύει ό,τι είχε απομείνει από το κολατσιό τους. Δεν ήταν πολύ αργά. Είχε χαλιναγωγήσει τον εαυτό της εγκαίρως. Δεν ήταν πολύ αργά. ***
«Το Συμβούλιο σας περιμένει, Υψηλότατε». Ο Τζαμίλ ύψωσε το βλέμμα του από το έγγραφο που μελετούσε και κοίταξε ανέκφραστα το «δεξί του χέρι», που κοντοστεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας. «Το συμβόλαιο μνηστείας», τον παρότρυνε ο Χαλίμ ανήσυχος. «Είχατε κανονίσει την υπογραφή για σήμερα. Πρέπει να είναι μάρτυρες το Συμβούλιο, γι’ αυτό πήρα το θάρρος να οργανώσω τη σύναξη. Είναι έτοιμοι». «Το συμβόλαιο μνηστείας». «Μ άλιστα, Υψηλότατε. Είπατε..» «Ξέρω τι είπα. Αυτός ο αρραβώνας έχει πολλά πλεονεκτήματα για μας, μας συμφέρει». Αλλά ο Τζαμίλ δεν ήθελε να παντρευτεί. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται το γάμο, κι ακόμα λιγότερο να σπείρει έναν κληρονόμο με μια γυναίκα που δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Η ιδέα τον γέμιζε απέχθεια. Είχε μπουχτίσει, είχε κουραστεί με τ’ ατέλειωτα θέματα του κράτους που προέκυπταν καθημερινά, είχε κουραστεί να περνάει το χρόνο του προσπαθώντας να λύσει το ένα πρόβλημα μετά το άλλο. Υπήρχαν φορές που είχε την αίσθηση ότι ήταν το μόνο ικανό πρόσωπο σε όλο το βασίλειο του Νταρ-ελ-Αμπά να παίρνει αποφάσεις. Ο
Τζαμίλ έτριψε τη βάση της μύτης του με τα μακριά, λεπτά δάχτυλά του. Μ α έτσι δεν ήταν πάντα η κατάσταση; Γιατί τον ενοχλούσε τόσο πολύ τώρα; Ο Χαλίμ πλησίασε διστακτικά το γραφείο που πίσω του καθόταν ο Τζαμίλ. Ο πρίγκιπας φερόταν παράξενα τελευταία, περνούσε πολύ χρόνο με την κόρη του και την Εγγλέζα γκουβερνάντα της. «Θα πρέπει να έχετε αναθαρρήσει με τη βελτίωση της συμπεριφοράς της κόρης σας», είπε προσεκτικά. «Όλο το παλάτι μιλάει για την αλλαγή της». Και για την αλλαγή του πρίγκιπα Τζαμίλ! «Δε θα έχετε τώρα πρόβλημα να εμπιστευτείτε την πριγκίπισσα Λίνα...» «Να την εμπιστευτώ πού;» ο Τζαμίλ φάνηκε σαστισμένος. Ο Χαλίμ γέλασε νευρικά. «Ε, δε θα χρειάζεστε τις υπηρεσίες της Αγγλίδας γκουβερνάντας όταν παντρευτείτε, Υψηλότατε. Η καινούρια σύζυγός σας θ’ αναλάβει τη φροντίδα της κόρης σας, όπως είναι σωστό και πρέπον». «Ναι, ίσως... όταν παντρευτώ». «Μ α, από τη στιγμή που θα υπογραφεί το συμβόλαιο μνηστείας, δε θα υπάρχει λόγος να το καθυστερείτε». Κανένας λόγος εκτός από τη δική του απροθυμία. «Μ ια φορά την έχω δει την πριγκίπισσα Αντίρα, αν θυμάσαι». Ο Χαλίμ χαμογέλασε. «Και την επόμενη φορά που θα τη δείτε θα είναι τη νύχτα του γάμου σας, σύμφωνα με την παράδοση». Ο Τζαμίλ βρόντησε τη γροθιά του στο γραφείο. «Όχι!» Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε. «Είναι καιρός ν’ αντιληφθείτε κι εσύ και το Συμβούλιο πως είμαστε στο δέκατο ένατο αιώνα, όχι στον δέκατο τρίτο! Δε θ’ ανεχτώ να μου φέρουν τη σύζυγό μου βαμμένη και καλυμμένη με βέλο, σαν να μου την προσφέρουν. Δεν είμαι κανένας βραβευμένος επιβήτορας, δεν εκτελώ κατά διαταγή. Και μ’ αυτήν —την πριγκίπισσα Αντίρα—
είναι ζήτημα αν έχουμε πει δυο λόγια». «Δεν την παντρευόσαστε για τη ρητορική της δεινότητα», τον αντέκρουσε ο Χαλίμ. «Η πρώτη σύζυγος θα είναι, όχι ο πρώτος... πρωθυπουργός». «Πρώτη και μοναδική σύζυγος. Τουλάχιστον λοιπόν —οφείλεις κι εσύ να το παραδεχτείς— ας μην αντιπαθούμε ο ένας τον άλλον». «Δε λέω, αλλά η πριγκίπισσα Αντίρα...» «Είμαι σίγουρος πως έχει πολλά προτερήματα, αλλά δε μιλάω γι’ αυτό». «Για τι μιλάτε, πρίγκιπα Τζαμίλ;» Για ένα όμορφο πρόσωπο, για δυο τιρκουάζ μάτια, για δυο κοραλλένια χείλη και για ένα θελκτικό χαμόγελο. «Κύριε;» Κάποια που να εμπιστεύομαι, που να με στηρίζει. Κάποια που δε θα παίρνει μόνο, αλλά θα μοιράζεται. Την Κάσι! Το όμορφο πλάσμα που είχε δημιουργήσει ένα άδυτο στα διαμερίσματα της Λίνα, όπου μπορούσε να είναι ελεύθερος από τις έγνοιες του κόσμου. Το όμορφο πλάσμα που τον έβλεπε όχι σαν τον πρίγκιπα Τζαμίλ, τον ηγέτη του Νταρ-ελ-Αμπά, τον τροφοδότη, τον ειρηνοποιό, τον εχθρό ή σύμμαχο. Αυτή που τον έλεγε απλά Τζαμίλ, μ’ εκείνη την απαλή φωνή της με την εγγλέζικη προφορά. Αυτή που τον έβλεπε σαν άντρα και όχι σαν πρίγκιπα. Που του μιλούσε όπως θα μιλούσε σ’ έναν φίλο. Που το θελκτικό της κορμί, η μεθυστική μυρωδιά της και το κοραλλένιο στόμα της στοίχειωνε τα όνειρά του. Θα ήταν όμορφα εκεί στην αυλή όσο το σούρουπο θα σκέπαζε την πόλη. Μ ια όαση γαλήνης και ηρεμίας, απομονωμένη από τον κόσμο, έστω κι αν ήταν αυταπάτη. Θα πήγαινε σ’ αυτήν αφού θα είχε τελειώσει γι’ άλλη μια φορά το καθήκον του υπογράφοντας, προκειμένου να της παραχωρήσει το λίγο που θα είχε απομείνει
από τον εαυτό του. Θα πήγαινε κοντά της κι εκείνη θα τον παρηγορούσε μιλώντας του για τα απλά, καθημερινά πράγματα αυτού του κόσμου. Θ’ άφηνε τη φωνή της να τον ηρεμήσει και θα ξεχνούσε όλα τ’ άλλα για λίγες, πολύτιμες στιγμές. Η σκέψη ήταν αρκετή για να του δώσει δύναμη, να τον δραστηριοποιήσει. «Πολύ καλά, ας τελειώνουμε και μ’ αυτό». Άρπαξε τον επίσημο πρασινοσμαραγδί μανδύα του, που περίμενε στο ντιβάνι κάτω από το παράθυρο, τον έριξε στην πλάτη του και τον στερέωσε στο λαιμό του με μια σμαραγδένια καρφίτσα. Ακολούθησε το σπαθί, το δαχτυλίδι, ο κεφαλόδεσμος με τη χρυσή στεφάνη. Ίσιωσε τους ώμους του κι έσφιξε τη βαριά ζώνη που κρατούσε το σπαθί στη θέση του. Κι έγνεψε στον Χαλίμ, που άνοιξε την πόρτα των βασιλικών διαμερισμάτων και χτύπησε τα δάχτυλά του για να καλέσει την τιμητική φρουρά. Έξι άντρες ντυμένοι στα λευκά παρατάχτηκαν στο διάδρομο πίσω από τον αρχηγό τους. Ο Χαλίμ σήκωσε την άκρη του πριγκιπικού μανδύα που σερνόταν στο πάτωμα κι η πομπή ξεκίνησε για την αίθουσα του θρόνου με βήμα ταχύ. Οι διπλές πόρτες της μεγαλόπρεπης αίθουσας ήταν ήδη ορθάνοιχτες. Δυο σειρές από άντρες της Βασιλικής Φρουράς σχημάτιζαν ένα πέρασμα ως την εξέδρα, με τα υψωμένα γιαταγάνια να σχηματίζουν αψίδα. Οι αχτίδες του ήλιου που έγερνε στη δύση έπεφταν λοξά από τα ψηλά παράθυρα κι έκαναν το ατσάλι ν’ αστράφτει. Τα μέλη του Συμβουλίου των Γερόντων προσκύνησαν καθώς περνούσε ο Τζαμίλ, παραμένοντας γονατιστοί, με τα κεφάλια σκυφτά, τα μάτια χαμηλωμένα ώσπου εκείνος ανέβηκε τα σκαλοπάτια του θρόνου και υποκλίθηκε, σε χαιρετισμό. Το συμβόλαιο βρισκόταν μπροστά του, σ’ ένα χαμηλό τραπέζι, μαζί με μια σειρά φτερά κι ένα μελανοδοχείο. Ο Τζαμίλ πήρε ένα φτερό, το βούτηξε στο μελάνι και υπέγραψε. Μ ετά περίμενε ανυπόμονα
να ζεστάνει ο Χαλίμ το κερί για να το σφραγίσει με το δαχτυλίδι του. Πάει κι αυτό. Είχε κάνει το καθήκον του. Δε θα το σκεφτόταν άλλο τώρα. Δε θα σκεφτόταν τώρα τις συνέπειες. Σκόρπισε άμμο στο υγρό μελάνι κι έσπρωξε το έγγραφο στο πλάι. Σηκώθηκε τόσο γρήγορα που είχε φτάσει κιόλας στα μισά της αίθουσας του θρόνου, όταν ο Χαλίμ και το Συμβούλιο συνειδητοποίησαν πως έφευγε. «Υψηλότατε, η τελετή!» φώναξε ο Χαλίμ ξοπίσω του. «Είμαι σίγουρος πως θα την απολαύσετε καλύτερα χωρίς εμένα», του πέταξε πάνω από τον ώμο του. Υπό άλλες συνθήκες, το σαστισμένο ύφος του Χαλίμ θα τον είχε διασκεδάσει. Τούτη τη στιγμή όμως δεν έδινε δεκάρα. Χωρίς να μπει καν στον κόπο ν’ αλλάξει τα επίσημα ενδύματά του, ο Τζαμίλ πήρε τον γνώριμο πια δρόμο...
Κεφάλαιο 6
Όπως το περίμενε, βρήκε την Κάσι μόνη, καθισμένη δίπλα στο σιντριβάνι του ήλιου. Έτρωγαν νωρίς εδώ, στα σχολικά διαμερίσματα, κι είχαν μαζέψει κιόλας τα υπολείμματα του δείπνου. Η Λίνα θα κοιμόταν επάνω, το ήξερε, τόσο εξοικειωμένος ήταν πια με τη ρουτίνα της κόρης του. Μ ε τη ρουτίνα της γκουβερνάντας της. Καθόταν στα μαξιλάρια με το βιβλίο της. Είχε τα πόδια της μαζεμένα, σκεπασμένα, αλλά εκείνος ήξερε πως ήταν ξυπόλυτη. Της άρεσε να νιώθει τις δροσερές πλάκες στα γυμνά δάχτυλά της. Κι εκείνου του άρεσε να τα βλέπει να ξεπροβάλλουν κλεφτά κάτω από το στρίφωμα των εγγλέζικων φουστανιών της. Δεν είχε φανταστεί ποτέ πως τα πόδια μπορούσαν να είναι τόσο αισθησιακά. Σκυμμένη πάνω από έναν τόμο με ποιήματα του Γουόρντσγουορθ, δεν άκουσε την πόρτα της αυλής ν’ ανοίγει και δεν ύψωσε το βλέμμα της, ώσπου εκείνος έφτασε σχεδόν δίπλα της. «Τζαμίλ!» είπε κλείνοντας το βιβλίο της. Σηκώθηκε με χάρη από τα μαξιλάρια και τίναξε τις πτυχές της φούστας της. «Δε σε περίμενα. Η Λίνα έχει πλαγιάσει». «Το ξέρω». Φαινόταν διαφορετικός. Όχι θυμωμένος, αλλά διαφορετικός. Τα μάτια του ήταν συννεφιασμένα. Μ ια κοκκινίλα λέκιαζε τα
ζυγωματικά του. Την κοίταζε παράξενα. «Έφαγες;» τον ρώτησε. «Να πω να σου φέρουν κάτι, αν θέλεις». «Δεν πεινάω». Η Κάσι κοντοστεκόταν αβέβαιη στην άκρη των μαξιλαριών. Στη διάρκεια της μέρας κατάφερνε να κρύψει την ευχαρίστηση που της προξενούσε η παρουσία του, την έλξη που εξακολουθούσε ν’ αρνιέται. Όμως σαν έπεφτε το βράδυ, μόνη μαζί του, της ήταν πολύ πιο δύσκολο. Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να τον δει σαν πρίγκιπα, αλλά μόνο σαν άντρα. Έναν απίστευτα ελκυστικό άντρα, που τούτη τη στιγμή έδειχνε σαν να κουβαλούσε όλο το βάρος του κόσμου στους ώμους του. «Φοράς τον επίσημο μανδύα σου. Έρχεσαι κατευθείαν από το Συμβούλιο;» «Ναι», ο Τζαμίλ τράβηξε τη σμαραγδένια καρφίτσα που στερέωνε το βαρύ ρούχο. Το είχε ξεχάσει κι αυτό, άλλο ένα κειμήλιο που περνούσε από πατέρα σε γιο· το είχε πάρει από τον πατέρα του κι εκείνος από τον δικό του. Το ρούχο έπεσε μ’ ένα απαλό θρόισμα στο δάπεδο της αυλής. Κι από πάνω του, η ανεκτίμητη σμαραγδένια καρφίτσα. «Θα τσαλακωθεί αν το αφήσεις εκεί», είπε η Κάσι κι έσκυψε να το μαζέψει. «Άσε να...» «Άφησέ τον!» Η Κάσι υπάκουσε, ξαφνιασμένη από τον τραχύ τόνο του, που τελευταία τον άκουγε σπάνια. «Συμβαίνει κάτι;» Ο Τζαμίλ ύψωσε τους ώμους του. «Τίποτα περισσότερο από τα συνηθισμένα». «Θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό;» «Όχι». Δεν μπορούσε να διαβάσει τη διάθεσή του. Είχε αυτό το... κουρσάρικο πρόσωπο, αδιαπέραστο κι απόμακρο. «Αναρωτιόμουν... αν σκέφτηκες αυτό που σου είχα πει για τη
Λίνα... να έχει φίλους της ηλικίας της, εννοώ. Νομίζω πως είναι έτοιμη για κάτι τέτοιο τώρα. Έχει πολύ καιρό να κάνει πείσματα και θα της κάνει καλό να έχει κάποιον άλλον να μιλάει εκτός από σένα κι εμένα». «Βαρέθηκε κιόλας τη συντροφιά μου;» «Όχι βέβαια, δεν εννοούσα αυτό», η Κάσι χαμογέλασε, αλλά ήταν ένα νευρικό χαμόγελο. Τα χείλη της έτρεμαν. Κάθισε στην άκρη του σιντριβανιού κι έσυρε το χέρι της στο νερό, προσπαθώντας να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχό της. Ο Τζαμίλ έδειχνε τόσο καταπονημένος από τις έγνοιες. Εκείνη ήθελε τόσο πολύ να τον παρηγορήσει, αλλά δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει, όταν εκείνος ήταν σε τόσο κακή διάθεση. Του άπλωσε το χέρι. «Έλα, κάθισε λίγο μαζί μου, δεν είναι ανάγκη να μιλήσεις. Κάθισε κι απόλαυσε τη βραδιά. Κοίτα τ’ αστέρια που ξεπροβάλλουν ένα ένα. Δεν είναι όμορφα;» Η ίδια η Κάσι όμως ήταν μια τόσο όμορφη εικόνα που ο Τζαμίλ δεν ενδιαφερόταν να κοιτάξει τ’ αστέρια. Το φόρεμά της ήταν από μεταξωτό σε κίτρινο-λεμονί, μ’ ένα περίπλοκο στόλισμα στο βολάν του στριφώματος. Το χρώμα τόνιζε τις πυρρόξανθες ανταύγειες των μαλλιών της. Τα μανίκια ήταν πιο κοντά απ’ ό,τι συνήθως, τέλειωναν λίγο πάνω από τον αγκώνα, αν κι ένας καταρράκτης από κρεμ δαντέλα κάλυπτε το μπράτσο της. Είχε και στο λαιμό κρεμ δαντέλα, το ίδιο χρώμα σχεδόν με το δέρμα της. Μ ια βραδινή τουαλέτα από αυτές που φορούν στα μεγάλα σαλόνια του Λονδίνου και που ωστόσο ταίριαζε τέλεια εδώ, στη γυμνή, άγονη έρημο. Μ πορούσε να δει τη στρογγυλάδα του κόρφου της που ανεβοκατέβαινε σε κάθε ανάσα της κάτω από την κρεμ δαντέλα. Μ πορούσε να δει το γυμνό της πόδι να ξεμυτίζει καθώς ισορροπούσε στο χείλος της γούρνας του σιντριβανιού. Πήγε κοντά της, έπιασε το χέρι που του έτεινε, αλλά δεν κάθισε. Ήταν
ένα ντελικάτο χέρι που χάθηκε στην παλάμη του. Θα μπορούσε να το συνθλίψει εύκολα. Για κάποιο λόγο αυτό τον έκανε να θυμώσει. Το άφησε απότομα και το μετάνιωσε αμέσως, κι αυτό τον θύμωσε ακόμα περισσότερο. «Ίσως εσύ να βαρέθηκες τη συντροφιά μου», της είπε τραχιά. «Σου λείπει ο ποιητής σου, Κάσι; Σου λείπουν τα γλυκερά κομπλιμέντα και τα θαυμαστικά βλέμματα των φλύαρων δανδήδων; Σε προειδοποίησα πως η ζωή με τη Λίνα σήμαινε απομόνωση». Τα τιρκουάζ μάτια στυλώθηκαν πάνω του σκοτεινιασμένα, πονεμένα. Δεν είχε σκοπό να της επιτεθεί έτσι, αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσε να σταματήσει. «Η κόρη μου είναι πριγκίπισσα με βασιλικό αίμα. Πρέπει να μάθει πως έχει ένα τίμημα να πληρώσει γι’ αυτό το προνόμιο. Και πρέπει να το μάθεις κι εσύ». «Τζαμίλ, γιατί είσαι έτσι; Δεν είναι του χαρακτήρα σου, δεν είσαι εσύ». «Κι όμως κάνεις λάθος, λαίδη Κασσάνδρα, εγώ είμαι. Δε με ξέρεις καθόλου». «Δε συμφωνώ. Νομίζω πως σε γνώρισα καλά τις τελευταίες βδομάδες». «Βλέπεις μονάχα τη μια μου όψη. Δεν ξέρεις τίποτα για τη ζωή μου σαν ηγέτης». «Ίσως. Αλλά ξέρω τι είσαι σαν... σαν...» «Σαν;» «Σαν άντρας». «Έτσι νομίζεις;» Έκανε ένα βήμα πιο κοντά της. Ο αέρας σπίθιζε από την ένταση. Το χέρι της Κάσι έμεινε τόσο ακίνητο στο νερό, που ένα από τα χρυσόψαρα της γούρνας τρίφτηκε πάνω του. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς είχε πάρει τέτοια τροπή η συζήτηση και είχε γίνει
τόσο... επικίνδυνη; επιθετική; Σαν να προμήνυε κάτι... Αλλά τι; «Πες μου λοιπόν, Κάσι. Πώς είμαι σαν άντρας;» Είχε κάνει άλλο ένα βήμα προς το μέρος της. Στεκόταν τόσο κοντά της που τα γόνατά του άγγιζαν το μηρό της. Εκείνη μπορούσε να νιώσει σχεδόν το θυμό που δονούσε το κορμί του, και κάτι που έκαιγε στα βάθη εκείνων των χρυσοκάστανων ματιών του την έκανε να ριγήσει. «Τζαμίλ, σταμάτα!» «Να σταματήσω τι, Κάσι;» τη σήκωσε όρθια και την κράτη-σε εκεί με τα χέρια του απαλά στη μέση της. «Να πάψω να παριστάνω ότι σε βρίσκω ελκυστική; Ότι δε σε σκέφτομαι όπως σε πρωτοείδα στη σκηνή, στην έρημο; Να πάψω να υποκρίνομαι πως δε θυμάμαι το φιλί μας; Πως δε θέλω να σε ξαναφιλήσω; Πως, κάθε φορά που σε βλέπω, βλέπω μόνο την Εγγλέζα γκουβερνάντα; Γιατί να το κάνω αυτό; Εσύ δεν είπες πως πρέπει ν’ αναγνωρίζω τα αισθήματά μου;» «Δεν εννοούσα αυτό. Μ ην το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ». «Γιατί;» την τράβηξε πιο κοντά του. Δεν του αντιστάθηκε, υποχώρησε. Χαμήλωσε το βλέμμα της, έκλεισε τα μάτια της. Ο Τζαμίλ όμως δεν το ήθελε αυτό. Την τράνταξε. «Κοίταξέ με, Κάσι. Πες μου ειλικρινά πως δεν το νιώθεις κι εσύ αυτό. Πες μου πως δεν τα σκέφτεσαι αυτά τα πράγματα. Πες μου πως δε με θέλεις και θα σε αφήσω. Μ όνο να με κοιτάζεις όταν θα το λες». Δε σάλεψε για μια στιγμή που του φάνηκε ατέλειωτη. Ύστερα, μ’ ένα μικρό στεναγμό που θα μπορούσε να είναι στεναγμός καρτερίας, αλλά ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό, το βλέμμα της έσμιξε με το δικό του κι όλες οι κρυφές σκέψεις της, όλα τα τολμηρά όνειρα της νύχτας που τα κρατούσε στο πίσω μέρος του μυαλού της όλη μέρα ξεχύθηκαν σαν να είχε λυθεί ο κόμπος που τα συγκρατούσε. Κι ο Τζαμίλ κατάλαβε. Το έβλεπε στα μάτια της. Το βλέμμα του κατηφόρισε στο στόμα της, στο στήθος της και πάλι
στο στόμα της. Θα τη φιλούσε, εκτός κι αν τον σταματούσε. Θα τη φιλούσε κι εκείνη δε θα μπορούσε να τον σταματήσει. Ήθελε να τη φιλήσει πάλι. Το ήθελε από εκείνη την πρώτη φορά, από εκείνο το σύντομο φιλί που την είχε αφήσει ανικανοποίητη, αν κι ο Θεός ήξερε πόσο είχε προσπαθήσει να το ξεχάσει. «Κάσι», την τράβηξε πιο κοντά του, τα χέρια του σφίχτηκαν γύρω από τη μέση της, την κόλλησε πάνω του. «Κάσι, ας τελειώνουμε μ’ αυτό το θέατρο». Η Κάσι έκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας ν’ αρπαχτεί από την πραγματικότητα, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Πολύ αργά για ήρεμες, λογικές σκέψεις. Πολύ αργά για να ελευθερωθεί από το αγκάλιασμά του, να σκεφτεί πόσο λάθος, πόσο τραγικό λάθος ήταν αυτό. Μ α δεν μπορούσε να ήταν λάθος, αφού αισθανόταν έτσι. Αφού το περίμενε αυτό βδομάδες τώρα. Δεν είχε νόημα να υποκρίνεται άλλο ότι η ευχαρίστηση που έβρισκε στη συντροφιά του ήταν μόνο για χάρη της Λίνα. Δεν είχε νόημα να υποκρίνεται πως αυτό που την κατέτρωγε, η λαχτάρα που την έλιωνε ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από πόθος. Την ήθελε. Κι η πεισματάρα καρδιά της τον ήθελε κι εκείνη. «Ναι», ψιθύρισε μη ξέροντας σε τι ακριβώς συμφωνούσε. «Ναι». Ο Τζαμίλ δίστασε. Όσο όμορφη και ακαταμάχητη κι αν ήταν, η τιμή και το καθήκον τού υπαγόρευαν ν’ αντισταθεί. Αλλά για μια φορά, για μια στιγμή μόνο, ο Τζαμίλ είχε μπουχτίσει από την τιμή και το καθήκον. Ήθελε την ηδονή που μπορούσε να του δώσει, ήθελε τη λησμονιά που θα του έφερνε αυτή η ηδονή. Να είναι, έστω και για λίγο, ένας άντρας, να μην τον απασχολεί τίποτα, να είναι χαμένος στη γλυκιά τέρψη μιας γυναίκας. Αυτής της γυναίκας. Της ύψωσε το πιγούνι με το δάχτυλό του. Έφερε το στόμα του στην κατάλληλη γωνία. Και τη φίλησε.
Τη φίλησε απαλά, αργά, ρουφώντας τα βελουδένια χείλη της σαν να τα γευόταν. Ήταν γλυκά. Μ εθυστικά. Ζουμερά σαν ροδάκινα, τραγανά σαν εγγλέζικες φράουλες ραντισμένες με φωτιά. Το φιλί έγινε πιο βαθύ. Ο ανδρισμός του σκλήρυνε. Ήταν εύπλαστη στην αγκαλιά του, ήταν απαλή, χυμώδης και ώριμη, έτοιμη να την τρυγήσει. Η Κάσι βόγκησε σιγανά. Τέτοια φιλιά δε θα μπορούσε ούτε να τα φανταστεί, ούτε καν να τα ονειρευτεί. Την έλιωναν. Το κορμί της φλεγόταν. Τα φιλιά του της ζητούσαν πράγματα που δεν ήξερε πώς να τα δώσει, αν και το ήθελε πολύ. Το ήθελε τόσο πολύ. Τα χείλη του πίεζαν τα δικά της, ζητούσαν μια ανταπόκριση που της ήταν ξένη. Άνοιξε το στόμα της κι η γλώσσα του γλίστρησε μέσα, άγγιξε τη δική της στέλνοντας ρίγη ως τα μύχια σημεία του κορμιού της. Τα δάχτυλά της γαντζώθηκαν στο χιτώνα του καθώς την έγερνε στα μαξιλάρια που πάνω τους στεκόταν. Την ξάπλωσε φιλώντας την πάντα. Τη φιλούσε στα μάτια, στο λαιμό, στον αυχένα. Τα δάχτυλά της ψηλάφισαν το φάρδος των ώμων του, ένιωσε το πυρωμένο δέρμα του μέσα από τον χιτώνα του. Έγινε πιο τολμηρή. Έσπρωξε πίσω τον κεφαλόδεσμό του, άγγιξε τα μαλλιά του, μετά τα μάγουλά του, αδρά από τα γένια της μέρας. Τα χείλη του σφάλισαν πάλι τα δικά της κι η Κάσι έκλεισε τα μάτια της. Τα χέρια του σύρθηκαν στη μέση της πάνω από το μεταξωτό ρούχο της, κάνοντάς τη να τρέμει από προσμονή. Ένιωθε τα πόδια του να πιέζονται στα δικά της τώρα και κάτι φούντωνε μέσα της, ένα σφίξιμο, ένας κόμπος που ήθελε να λυθεί. Την πίεζε πάνω στα μαξιλάρια χαϊδεύοντας τη μέση της, το πλάι του στήθους της, κάνοντάς τη να σκιρτάει. Οι θηλές της φούσκωναν και πονούσαν στριμωγμένες κάτω από το μεσοφόρι της. Ένιωθε τα ρούχα της πολύ σφιχτά, πολύ ζεστά. Ένιωθε όλη
φουντωμένη. Η γλώσσα του άγγιξε πάλι τη δική της. Έπρεπε να της αρέσει τόσο πολύ; Δεν την ένοιαζε, της άρεσε. Τα χέρια του μάλαζαν τα στήθη της τώρα και της άρεσε κι αυτό. Οι θηλές της μυρμήγκιαζαν σκληρές, ερεθισμένες. Έτσι έπρεπε να νιώθει; Έτσι; Δεν ήξερε. Το μόνο που ήθελε ήταν να της το ξανακάνει. Και το ξανάκανε. Τα δάχτυλά του άγγιξαν απαλά τα στήθη της, χασομερώντας εκεί που οι θηλές τσίτωναν το ύφασμα. Κι άλλες σπίθες κι άλλες ανατριχίλες. Κι ακόμα περισσότερες όσο το χέρι του κατηφόριζε χαϊδεύοντας την κοιλιά, τους μηρούς της, αγκαλιάζοντας τις καμπύλες της, λες κι ήθελε να της δείξει πόσο διαφορετική ήταν, ενώ την ίδια στιγμή τα δάχτυλά της εξερευνούσαν τολμηρά την πλάτη του, τα μπράτσα του, το βαθούλωμα του στομαχιού του. Ήταν μαγεμένη από την πυρωμένη αντρίκεια σάρκα, την αρρενωπή δύναμη, τους σκληρούς μυς. Ήταν τόσο διαφορετικός, τόσο υπέροχα διαφορετικός. Η Κάσι ένιωθε να λιώνει. Ο Τζαμίλ φιλούσε την καμπύλη του στήθους της, αλλά η δαντέλα του φουστανιού της του ήταν εμπόδιο. Το κούμπωμα ήταν πίσω στην πλάτη. Περίπλοκα κουμπώματα, μεγάλος μπελάς για τέτοιες ώρες. Τη φίλησε πάλι άγρια, απαιτητικά. Ήταν σκληρός, παραπάνω από έτοιμος. Φιλώντας την πάντα, βρήκε το στρίφωμα του φουστανιού της και το έσπρωξε απότομα, το παραμέρισε. Δάχτυλα. Αστράγαλος. Γάμπα. Γόνατο. Το δέρμα τόσο απαλό, το σχήμα τόσο καμπυλόγραμμο. Βαριανάσαινε από κάτω του, τα χέρια της έσφιγγαν το ρούχο του, αναζητούσαν γυμνή σάρκα. Πάνω από το γόνατό της υπήρχε ένα είδος εσωρούχου. Ο Τζαμίλ δεν το περίμενε αυτό. Ο μηρός της κάτω από το βαμβακερό εσώρουχο ήταν απαλός, γαλατένιος. Τα χέρια του πλανήθηκαν πιο ψηλά, στην κορφή του τριγώνου, και
ανακάλυψε, έκπληκτος, πως το εσώρουχο είχε μια σχισμή εκεί. Η ήβη της ξεχώρισε. Υγρή και ζεστή, δελεαστική, σκέτη πρόσκληση. Μ έσα στην υπέροχη ζάλη της έξαψης, τα λόγια ξεπήδησαν ξαφνικά στο κεφάλι της Κάσι, ειπωμένα με τον γνώριμο αυστηρό τόνο. Να θυμάσαι, κόρη μου, έτσι και παραδώσει ένα θηλυκό τον κορσέ του, ένας Θεός ξέρει τι άλλο θα παραδώσει. Τ’ αποχαιρετιστήρια λόγια της θείας Σοφίας... Η επίδραση ήταν στιγμιαία. Η φωτιά του πάθους έσβησε αποτελεσματικά, σαν να την είχε λούσει παγωμένο νερό. «Όχι! Σταμάτα!» Ο Τζαμίλ πάγωσε. Η Κάσι άρχισε να στριφογυρίζει για να ελευθερωθεί από το αγκάλιασμά του. Την άφησε αμέσως. Κι εκείνη τράβηξε το φόρεμά της, σκέπασε τα πόδια της και ανακάθισε. Ανάσαινε γρήγορα, κοφτά. «Συγνώμη... δεν...» Ο Τζαμίλ πετάχτηκε όρθιος, ίσιωσε τον χιτώνα του. Έτσι που καθόταν μπροστά του στα μαξιλάρια, τα μαλλιά της έπεφταν σε μακριές, χρυσές μπούκλες στο στήθος της. Η Κάσι ήταν η εικόνα της εγκατάλειψης. Και δεν είχε θελήσει ποτέ του κάποια τόσο πολύ στη ζωή του, δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο στερημένος. «Τζαμίλ, δε σκόπευα... λυπάμαι...» Εκείνος όμως δεν είχε διάθεση ν’ ακούσει. Δεν είχε διάθεση ούτε ν’ αναρωτηθεί για τα κίνητρά του. «Δεν είναι ανάγκη ν’ απολογείσαι», της είπε μαζεύοντας τον μανδύα, τον κεφαλόδεσμό του και τη σμαραγδένια καρφίτσα. «Έχεις την ευγνωμοσύνη μου. Μ ας γλίτωσες από μια εμπειρία για την οποία θα μετανιώναμε κι οι δύο, τελικά», είπε βλοσυρά καθώς έφευγε. Οι πόρτες σφάλισαν πίσω του. Η Κάσι δεν έκανε καμιά προσπάθεια να σηκωθεί. Τα γόνατά της δεν την κρατούσαν. Ήταν τρομαγμένη. Όχι με τον Τζαμίλ, αλλά με τον εαυτό της. Μ ε τις ελευθερίες που του είχε παραχωρήσει. Μ ε αυτές που ήθελε ακόμα
να του παραχωρήσει. Μ ε τον τρόπο που την είχε κάνει να νιώσει —μια γυναίκα που είχε παραμερίσει τις αναστολές της, μια έκφυλη. Ντρεπόταν. Σωριάστηκε πίσω στα μαξιλάρια κι έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της. ***
«Α, Χένρι, καλέ μου φίλε, πού στο διάβολο ήσουν;» ο λόρδος Τόρκουιλ Φιτζέραλντ προχωρούσε προς τα εκεί όπου καθόταν ο παλιός του φίλος, μόνος, στη βιβλιοθήκη της λέσχης Μ πουντλ’ς, και απολάμβανε το μπράντι του μετά το δείπνο. «Έχω να σε δω πολύ καιρό». «Ήμουν στη Λισαβόνα τις τελευταίες τρεις βδομάδες, κατ’ εντολή του Κάσλρεϊ. Είχε μια υποψία για κάποιες πιθανές ταραχές στην Πορτογαλία». «Οι ριζοσπαστικοί!» αναφώνησε ο λόρδος Τόρκουιλ και τα φρύδια του υψώθηκαν τόσο ψηλά που τον έκαναν να μοιάζει με τρομαγμένο κουνέλι —δικαιολογώντας έτσι το παλιό του παρατσούκλι στο Χάροου. Ο λόρδος Άρμστρονγκ γνώριζε τον Μ πάνι Φιτζέραλντ από τα σχολικά θρανία. «Το Λίβερπουλ βλέπει συνωμοσίες στα πάντα, μετά τα επεισόδια της Κέιτο Στρητ», απάντησε υψώνοντας τους ώμους του. «Δε νομίζω πως θα βγει τίποτα. Ωστόσο κατάφερα να εξασφαλίσω ένα δυο βαρέλια πόρτο όσο ήμουν εκεί, κι έτσι το ταξίδι δεν πήγε ολότελα στράφι». «Αλήθεια, άκουσα πως δέχεσαι συγχαρητήρια. Ένας γιος, μετ’ από τόσα χρόνια! Φαντάζομαι τη χαρά σου!» «Ναι, ο Τζέιμς! Μ ια χαρά αγοράκι», ο λόρδος Χένρι χαμογέλασε με περηφάνια. «Στην υγειά του παίδαρου λοιπόν», είπε ο λόρδος Τόρκουιλ
ξαναγεμίζοντας το ποτήρι του. « Θα πρέπει να είναι ωραίο να έχεις άλλον έναν άντρα στο σπίτι. Γυναικοκρατία επικρατούσε με όλες αυτές τις κόρες... Α, καλά που το θυμήθηκα», πρόσθεσε χτυπώντας το μέτωπό του με το ποτήρι του, «έπεσα πάνω στον Άρτσι Χιους τις προάλλες —μου έλεγε πως η όμορφη Κασσάνδρα απομονώθηκε στην ύπαιθρο». Το πρόσχαρο ύφος του λόρδου Χένρι έσβησε. «Η Κασσάνδρα έχει πάει να επισκεφτεί την αδερφή της στην Αραβία. Δε θα το έλεγα απομόνωση». «Άσχημη ιστορία το μπλέξιμό της μ’ αυτό τον ποιητή. Θα πρέπει να σου στοίχισε πολύ. Μ ια τέτοια καλλονή θα μπορούσε να έχει καλύτερη τύχη». «Η Κασσάνδρα θα έχει καλύτερη τύχη», δήλωσε ο λόρδος Χένρι αποφασιστικά. «Όταν επιστρέψει, θ’ αρραβωνιαστεί τον Φράνσις Κόλτσεστερ. Βέβαια, δεν είναι το πιο λαμπρό προξενιό που είχα κατά νου, αλλά δε θα κακοπέσει». «Ο Κόλτσεστερ; Αυτό το αγόρι που ήταν ένας από τους προστατευόμενους του Ουέλινγκτον; Δεν είναι πρωτότοκος, αλλά είναι μια καλή επιλογή. Προβλέπουν πως θα πάει μακριά. Αρκεί, φυσικά, να την ξεκολλήσεις από εκείνον το σεΐχη της», είπε ο λόρδος Τόρκουιλ μ’ ένα ηχηρό γέλιο. «Το μυαλό σου είναι κουρκούτι, όπως συνήθως, Μ πάνι. Ο πρίγκιπας Ραμίζ είναι παντρεμένος με τη μεγαλύτερη κόρη μου, τη Σίλια, το ξέχασες;» «Πώς θα μπορούσα; Πλούσιος σαν τον Κροίσο. Έχει εκείνο το λιμάνι στην Ερυθρά Θάλασσα για το οποίο εσύ έκλεισες τη συμφωνία. Όχι, δε μιλάω γι’ αυτόν, γι’ άλλον σου λέω. Στάσου μια στιγμή, θα μου έρθει... Τζακ, όχι... Τζέρεμι, όχι, Τζαμίλ! Αυτό είναι, ο σεΐχης Τζαμίλ αλ Ναζάρι, που το πριγκιπάτο του είναι δίπλα στο Α’Καντίζ, νομίζω».
«Δεν έχω ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς», φώναξε ο λόρδος Χένρι. «Τι σχέση έχει με αυτά η Κασσάνδρα;» «Ε, να, από τον Άρτσι το άκουσα, που γύρισε πρόσφατα από μια αποστολή στο Κάιρο, κι αυτός το έμαθε από τον Γουίνσι —αλλά δεν είναι σίγουρος πώς το έμαθε ο ίδιος ο Γουίνσι. Όπως και να είναι, το συμπέρασμα είναι πως η ωραία Κασσάνδρα φαίνεται πως κλείστηκε στο χαρέμι του εν λόγω σεΐχη». «Τι;!» «Για το Θεό, Χένρι, μην κάνεις έτσι! Σου σηκώθηκε η τρίχα! Αυτό που άκουσα είπα. Μ ε συγχωρείς, νόμιζα πως το ήξερες. Είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για κάτι αθώο, αν και δεν ακούγεται πολύ καλό, έτσι δεν είναι;» «Συγνώμη, τι εννοείς;» «Ε, να, η Κασσάνδρα είναι πολύ όμορφο κορίτσι. Ολομόναχη στην έρημο μ’ έναν άντρα που είναι ο κύριος των πάντων... Ξέρεις, τα φεουδαρχικά δικαιώματα...» ψιθύρισε ο λόρδος Τόρκουιλ χτυπώντας τη μύτη με τον δείκτη του. Ο λόρδος Χένρι άδειασε το ποτήρι του και σηκώθηκε. «Αν τιμάς τη φιλία μας, σερ, θα κρατήσεις αυτά τα νέα για τον εαυτό σου! Η κόρη μου έχει πάει να επισκεφτεί την αδερφή της τη Σίλια. Όταν επιστρέψει θα παντρευτεί τον Φράνσις Κόλτσεστερ. Κατάλαβες;» «Δε χρειάζεται να... φυσικά, φυσικά», ψέλλισε ο λόρδος Τόρκουιλ. «Τότε, να σε καληνυχτίσω». Παίρνοντας το καπέλο και το μπαστούνι του από τον υπηρέτη, ο λόρδος Χένρι κάλεσε μια άμαξα και είπε στον αμαξά να τον πάει στην Γκρόβενορ Σκουέαρ. Ήταν αργά, αλλά δεν υπήρχε θέμα. Η αδερφή του, η λαίδη Σοφία, δεν έπαυε να τον ενημερώνει για τις αϋπνίες της. Κι αν κάποιος ήξερε πώς και τι έπρεπε να γίνει, αυτή ήταν η Σοφία. Παράξενο, αλλά δεν του πέρασε ούτε μια στιγμή από το μυαλό να συμβουλευτεί την
Μ πέλα, τη σύζυγό του. ***
Η Κάσι πέρασε μια ανήσυχη νύχτα αφότου έφυγε ο Τζαμίλ σαν σίφουνας από την αυλή. Το μυαλό της έκανε ατέλειωτους κύκλους μεταξύ θυμού, ταπείνωσης και μεταμέλειας καθώς στριφογυρνούσε στο ντιβάνι της. Ήταν έξω φρενών με τον ίδιο της τον εαυτό που είχε υποκύψει στις βασικές επιθυμίες της, ενώ είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δε θα το έκανε ποτέ πια. Και τώρα είχε ρεζιλευτεί εντελώς. Σ’ αυτό το σημείο η ταπείνωση πήρε το πάνω χέρι. Του είχε ριχτεί, ούτε λίγο ούτε πολύ! Είχε ριχτεί στον Τζαμίλ! Η Σίλια θα έφριττε. Η θεία Σοφία —όχι, δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τι θα έλεγε η θεία Σοφία— θα την κατηγορούσε ότι είχε πετάξει την ηθική της μαζί με τα εσώρουχά της... Όχι πως είχε πετάξει τα εσώρουχά της. Η αλήθεια ήταν πως, εκτός από τις κάλτσες της που τις είχε βγάλει πρωτύτερα, είχε μείνει με όλα της τα ρούχα. Κι όμως... ήταν σαν να είχε γυμνωθεί... Ω, Θεέ! Το πρόσωπό της φούντωσε σαν θυμήθηκε το άγγιγμα του Τζαμίλ και τη δική της αδιάντροπη ανταπόκριση. Ήταν σκανδαλισμένη, όχι από αυτό που είχε κάνει, αλλά για το πόσο το είχε απολαύσει. Περισσότερο απ’ όσο είχε φανταστεί σ’ εκείνα τα πυρετώδη όνειρα που τη στοίχειωναν από τότε που είχε γνωρίσει τον Τζαμίλ. Σκοτεινά, ερωτικά όνειρα, στα οποία το χέρι του δεν έμενε άπραγο, την άγγιζε παντού, όπως είχε κάνει πρωτύτερα, ακόμα και στ’ απόκρυφά της. Όνειρα στα οποία τα χείλη του κι η γλώσσα του την έκαναν να λαχταράει αδιάντροπα για περισσότερα. Όνειρα που έκαναν τις θηλές της να πρήζονται και να πονούν, που έκαναν κάτι καυτό να πάλλεται βαθιά μέσα της.
Όνειρα στα οποία ο Τζαμίλ κι εκείνη ήταν γυμνοί, με τα κορμιά τους μπλεγμένα... Ήταν μια έκφυλη! Κι ο Τζαμίλ σίγουρα αυτό θα σκεφτόταν. Μ ε τον τρόπο που τον είχε φιλήσει, τον είχε ωθήσει να περιμένει περισσότερα. Ό,τι κι αν ήταν αυτά τα «περισσότερα». Κι αυτή, τόσο απορροφημένη στο να χορτάσει το δικό της πάθος, δεν είχε σκεφτεί πως εκείνος μπορεί να είχε εκλάβει τη συμπεριφορά της ως ενθάρρυνση. Εκείνη την πρώτη φορά που είχαν συναντηθεί, τόσες βδομάδες πριν, στη σκηνή του, ο Τζαμίλ είχε πει πως δεν ήταν μια γυναίκα για σχολική τάξη αλλά για χαρέμι, αυτή την εντύπωση του είχε δώσει. Κι η ίδια το είχε δει στο είδωλό της στον καθρέφτη, αλλά είχε επιλέξει πεισματικά να πιστεύει ότι η πραγματική Κάσι ήταν η υπεύθυνη γκουβερνάντα της Λίνα. Εξαπατούσε όμως τον εαυτό της. Δεν είχε εξαπατήσει τον Τζαμίλ ωστόσο. Ήξερε την αλήθεια από την αρχή. Η Κάσι πέταξε το λεπτό σεντόνι που τη σκέπαζε και βγήκε στην αυλή ξυπόλυτη, μόνο με το νυχτικό της. Τα δυο σιντριβάνια, του ήλιου και της σελήνης, κελάρυζαν σαν να ψιθύριζαν το ένα στο άλλο. Μ ια φεγγαραχτίδα έλουζε την ψηφιδωτή εικόνα της Σεχραζάντ μ’ ένα απόκοσμο φως. Η ατμόσφαιρα ήταν σιωπηλή· δεν ανάσαινε, δεν κουνιόταν τίποτα. Οι ίδιες απαγορευμένες σκέψεις που τη νύχτα την κρατούσαν άγρυπνη, απασχολούσαν και το μυαλό του Τζαμίλ, προφανώς. Παρ’ όλ’ αυτά, η Κάσι βρήκε την ιδέα συναρπαστική. Η δύναμη του πάθους του ήταν τόσο ισχυρή, τόσο καταλυτική. Δεν ήταν κανένας... ξενέρωτος ποιητής όπως ο Ογκάστας, που εξέφραζε τα αισθήματά του με δακρύβρεχτα, κακότεχνα στιχάκια. Ήταν ένας άντρας της ερήμου, που οι επιθυμίες του ήταν αδρές, άγριες, όπως το τοπίο που ζούσε.
Και ύστερα ήρθε η μεταμέλεια. Δε θα την ποθούσαν ποτέ με τέτοιο τρόπο, δε θα γνώριζε ποτέ κάποιον σαν τον Τζαμίλ. Ευχόταν να μην τον είχε σταματήσει. Ευχόταν να είχε αγνοήσει εκείνος τις διαμαρτυρίες της. Αλλά, φυσικά, εκείνος είχε σταματήσει τη στιγμή που του το είχε ζητήσει. Αυτός, που ήταν κύριος κι αφέντης όλης της επικράτειάς του, δε θα ξέπεφτε να την πάρει με τη βία. Αυτός, που μπορούσε τόσο εύκολα να κάμψει την αντίστασή της, είχε επιλέξει να μην το κάνει. Την υπολανθάνουσα δύναμη του λυγερού κορμιού του ήξερε να τη χαλιναγωγεί γερά. Η Κάσι ανατρίχιασε. Πώς θα ήταν αν την άφηνε αχαλίνωτη; Θεέ και Κύριε, πώς θα ήταν αν την έπαιρνε με τη βία, αν την ανάγκαζε να κάνει αυτό που την πρόσταζε; Ανατρίχιασε πάλι κι ένιωσε εκείνη τη διέγερση, που δεν είχε καταλαγιάσει εντελώς, να φουντώνει πάλι στην κοιλιά της. Ένιωσε εκείνη τη φλόγωση ξανά ανάμεσα στα πόδια της. Αυτό ήταν που έβρισκε η Σίλια στον Ραμίζ; Η υποταγή ήταν που έδινε αυτή τη λάγνα, αυτή την ικανοποιημένη έκφραση στο πρόσωπό της; Δεν ήταν περίεργο που η Σίλια προτιμούσε τον πρίγκιπα της ερήμου από οποιονδήποτε Άγγλο. Αν ο Τζαμίλ δεν είχε φύγει από την αυλή, αν δεν του είχε ζητήσει να σταματήσει, έτσι θα ένιωθε τώρα κι εκείνη; Ω, Θεέ! Δεν είχαν νόημα αυτές οι σκέψεις. Το πιο πιθανό ήταν ότι ο Τζαμίλ θα την έστελνε να μαζέψει τα πράγματά της το πρωί! Αν και, τώρα που το ξανασκεφτόταν, εκείνος το είχε ξεκινήσει, αν θυμόταν καλά. Ήταν τόσο περίεργη η διάθεσή του όταν έφτασε στην αυλή. Η Κάσι συνοφρυώθηκε, ξεχνώντας όλα τ’ άλλα για μια στιγμή. Ήταν σαν να ήθελε να στήσει καβγά μαζί της. H Κάσι θυμήθηκε την προειδοποίηση της αδερφής της να μην εμπλακεί, ούτε να δεθεί υπερβολικά, κι ευχήθηκε να την είχε λάβει σοβαρά υπόψη της. Όπως πάντα, η Σίλια είχε δίκιο. Γιατί δεν μπορούσε να της μοιάσει;
Κάποια στιγμή όμως ένιωσε κατάκοπη, εξουθενωμένη. Γύρισε τρικλίζοντας στο ντιβάνι της, ξάπλωσε και σκεπάστηκε με το σεντόνι. Βυθίστηκε σχεδόν αμέσως σ’ έναν ανήσυχο ύπνο και ονειρεύτηκε πως την κυνηγούσαν άγρια, πεινασμένα ζώα να την κατασπαράξουν. ***
Ο Τζαμίλ γύρισε σαν σίφουνας στα διαμερίσματά του και πέταξε με μανία τον επίσημο μανδύα και τον κεφαλόδεσμο στο πάτωμα του πρώτου δωματίου. Και βάλθηκε να βηματίζει στην περίμετρο της αυλής που γύρω της ήταν χτισμένα τα δωμάτιά του. Ήταν διπλή σε μέγεθος από οποιαδήποτε άλλη αυλή του παλατιού, με τέσσερα σιντριβάνια και μια διακοσμητική κατασκευή σαν παγόδα χτισμένη γύρω από ένα πέμπτο, μεγαλύτερο σιντριβάνι, που στην κορφή του ήταν σκαρφαλωμένο, παράταιρα μάλλον, ένα άγαλμα του βασιλικού πάνθηρα. Τριγυρίζοντας σαν αγρίμι στο κλουβί, έβριζε, αραδιάζοντας όλες τις βρισιές της μητρικής του γλώσσας, κι όταν δεν έφτασαν για να εκτονωθεί, επιστράτευσε κι όσες ήξερε στις έξι γλώσσες που μιλούσε. Ούτε κι αυτό βοήθησε. Η καρδιά του χτυπούσε πολύ γρήγορα. Τα δάχτυλά του ήταν ακόμα σφιγμένα σε γροθιές. Οι ώμοι του πονούσαν από την ένταση. Ρίχτηκε σ’ ένα οβάλ παγκάκι στο μέσο της παγόδας κι έκανε μια ευσυνείδητη προσπάθεια να τιθασεύσει τα συναισθήματα που μάνιαζαν μέσα του. Ο θυμός ήταν ένα όπλο που ο Τζαμίλ είχε μάθει να το χαλιναγωγεί. Δεν ήταν από αυτούς που χάνουν εύκολα την ψυχραιμία τους, κι όμως τελευταία του γινόταν όλο και πιο δύσκολο να τη διατηρήσει. Όλα τον άφηναν ανικανοποίητο ή τον κούραζαν. Η ζωή του, που ήταν ανεκτή ώσπου εμφανίστηκε η
Κάσι, τώρα του φαινόταν φορτωμένη με περισσότερες έγνοιες απ’ όσες θα ήθελε να σηκώσει. Υπήρξε άραγε ποτέ ευχαριστημένος; Ο Τζαμίλ έβρισε πάλι, πιο άγρια από πριν. Πάλι την Κάσι σκέφτηκε. Γιατί έπρεπε ν’ αμφισβητεί τα πάντα; Γιατί τον ανάγκαζε να κάνει κι εκείνος το ίδιο, ν’ αντιμετωπίζει πράγματα θαμμένα εδώ και χρόνια; Από εκείνη τη μέρα στην ανατολική πτέρυγα, οι αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας ύψωναν όλο και πιο συχνά το άσχημο κεφάλι τους, όχι μόνο στην καρδιά της νύχτας, αλλά και στις πιο περίεργες στιγμές της μέρας. Θυμόταν, όπως δεν είχε επιτρέψει ποτέ στον εαυτό του να θυμηθεί, την αφόρητη μοναξιά των παιδικών του χρόνων. Θυμόταν πόσο του έλειπε η μητέρα του. Θυμόταν που έκλαιγε μόνος του στην αυλή με τον σκύμνο του πάνθηρα, όταν όλοι οι άλλοι κοιμόνταν, όχι από τον πόνο που του προκαλούσαν οι καμτσικιές του πατέρα του, αλλά επειδή ένιωθε πως δεν τον αγαπούσε κανείς —κι αυτός ήταν ένας πολύ βαθύτερος πόνος. Θυμόταν, όσο κι αν προσπαθούσε να μη θυμάται. Κι αυτό ήταν δουλειά της Κάσι. Ο θυμός τον βοηθούσε μόνο φευγαλέα. Μ ετά το θυμό έρχονταν οι πικρές αμφιβολίες. Τα βάσανά του είχαν ένα σκοπό, κι αυτό ήταν μια παρηγοριά. Μ πορεί όμως να ήταν περιττά και άσκοπα, κι αυτό τον έκανε έξαλλο γιατί δεν είχε τρόπο να εκδικηθεί τον εαυτό του. Ο πατέρας του ήταν νεκρός. Το κακό —αν ήταν κακό — είχε γίνει. Ο Τζαμίλ ήταν ο άντρας που είχε πλάσει ο πατέρας του, στο δικό του καλούπι, εικόνα και ομοίωσή του. Δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Και γιατί να θέλει ν’ αλλάξει; Ήταν σαστισμένος, μπερδεμένος και δεν είχε τρόπο να καταλάβει το γιατί. Το να συζητήσει με την Κάσι για την αναταραχή που του είχε προκαλέσει ήταν αδιανόητο —δεν είχε ούτε τα λόγια, ούτε ήθελε να σκεφτεί το πλήγμα που θα επέφερε
στην αξιοπρέπειά του μια τέτοια συζήτηση. Υπήρχαν όμως φορές, όλο και πιο πολλές, που λαχταρούσε να το κάνει. Αυτή το είχε ξεκινήσει. Αυτή θα τον βοηθούσε να το τελειώσει. Του χρωστούσε τη συμπαράσταση που ζητούσε. Ο Τζαμίλ σηκώθηκε από το παγκάκι και ξανάρχισε το πηγαινέλα. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής —κι ο Τζαμίλ περηφανευόταν για την ειλικρίνειά του—, δεν ήταν μόνο φταίξιμο της Κάσι. Δεν είχε συνειδητοποιήσει, ώσπου τον απέκρουσε, πόσο πολύ την ήθελε. Μ ε τον εαυτό του έπρεπε να είναι θυμωμένος, όχι με την Κάσι. Τι είχε σκεφτεί; Πού είχε το μυαλό του; Αφού δεν είχαν τους ίδιους τρόπους, τα ίδια έθιμα. Πριν ακόμα υποκύψει στον πειρασμό να τη φιλήσει, ήξερε πως θα ήταν λάθος, αλλά είχε προτιμήσει να μην ακούσει τα καμπανάκια που σήμαιναν προειδοποιητικά στο κεφάλι του. Για μια φορά, κι ίσως η μόνη φορά από τότε που ήταν παιδί, είχε επιτρέψει στα πάθη του να τον κατευθύνουν. Δεν υπήρχε τρόπος να το αποφύγει. Αν δε ζητούσε συγνώμη, εκείνη θα έφευγε, και δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει. Για χάρη της Λίνα, φυσικά... Όχι, όχι μόνο για χάρη της Λίνα. Μ ’ ένα βαρύ στεναγμό, ο Τζαμίλ γύρισε στο ντιβάνι του, ένα τεράστιο κυκλικό κρεβάτι μ’ επίχρυσα γαμψώνυχα πόδια, καλυμμένο τη μέρα με πράσινο βελούδο με χρυσή πασμαντερί. Οι κουρτίνες από οργαντίνα έπεφταν από μια κορόνα κρεμασμένη από το ταβάνι, σχηματίζοντας ένα είδος σκηνής. Ο Τζαμίλ πέταξε τον χιτώνα του και τις παντόφλες του κι έπεσε γυμνός στα μεταξωτά σεντόνια, αλλά δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Η εικόνα της Κάσι, απαλή και λυγερή στην αγκαλιά του, τον άναβε. Τα άπειρα φιλιά της, το ανεπιτήδευτο άγγιγμά της τον ερέθιζαν όσο δεν τον είχε διεγείρει καμιά άλλη γυναίκα. Ο συνδυασμός αθωότητας κι αισθησιασμού υποσχόταν ανείπωτες τέρψεις. Τέρψεις που αυτός δεν έπρεπε να
τις γευτεί ποτέ. Το ήξερε αυτό, πώς μπορούσε να μην το ξέρει μετά τ’ αποψινά; Κι όμως... Η Κάσι δεν ήταν καμιά κοκέτα από αυτές που χαριεντίζονταν, αλλά δεν ήταν και πουριτανή —το αυστηρών ηθών εγγλέζικο ρόδο. Κάτω απ’ όλα εκείνα τα μέτρα ύφασμα, τα κουμπιά και τα κορδόνια που έκρυβαν το λαχταριστό της κορμί, λαγοκοιμόταν μια αισθησιακή γυναίκα μ’ ένα πάθος που λαχταρούσε να ξυπνήσει. Ο ανδρισμός του Τζαμίλ ζωντάνεψε γι’ άλλη μια φορά. Η φευγαλέα επαφή του υγρού πυρήνα της με το χέρι του είχε σφραγίσει τη μνήμη του, κάνοντας όλες τις μέλλουσες ηδονές να ωχριούν, συγκρινόμενες μ’ αυτήν. Δεν έπρεπε να πάρει αυτό το μονοπάτι αν ήταν να μείνει η Κάσι, κι έπρεπε να μείνει. Αν και δεν ήταν προετοιμασμένος ν’ αναρωτηθεί το γιατί. Σε λίγες ώρες από τώρα, οι τρεις τους θα ξεκινούσαν για τη συνηθισμένη τους πρωινή ιππασία. Μ ετά από το μάθημα της κόρης του, όταν αυτός κι η Κάσι θα έβγαιναν μόνοι στην έρημο, θα της εξηγούσε. Θα την καθησύχαζε. Ικανοποιημένος με την απόφασή του, έμεινε ξάγρυπνος μετρώντας τις ώρες ως την αυγή. ***
Την Κάσι την ξύπνησε η Λίνα, που ήταν κιόλας έτοιμη, ντυμένη με το καινούριο κοστούμι ιππασίας, ραμμένο από τα ικανά χέρια της γκουβερνάντας της. Το κοριτσάκι, βλέποντας πως η Κάσι είχε παρακοιμηθεί, ανυπομονούσε, αγωνιούσε μήπως χάσει το πρωινό τους μάθημα. «Βιάσου, αλλιώς ο μπάμπα θα νομίζει πως δε θα πάμε», είπε τραβώντας της το σεντόνι. «Νομίζω πως είναι καλύτερα να πας μόνη σου σήμερα, Λίνα. Θα πω σε μια από τις υπηρέτριες να σε πάει στον πατέρα σου». «Τι είναι; Είσαι άρρωστη;» το παιδί την κοίταξε ανήσυχο. «Σου
λείπουν οι αδερφές σου, αυτό είναι; Θες μια αγκαλίτσα;» «Δεν είμαι λυπημένη», είπε η Κάσι χαμογελώντας καθώς το κοριτσάκι έβαζε τα χέρια του γύρω από το λαιμό της, «αλλά είμαι λίγο αδιάθετη σήμερα, δε νομίζω πως έχω κέφι για ιππασία». Πριν από λίγες βδομάδες αυτά τα λόγια θα είχαν προκαλέσει νευρικό παροξυσμό. Πράγματι, για μερικά δευτερόλεπτα τα χείλη της Λίνα τρεμούλιασαν, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, αλλά ύστερα ίσιωσε τους ώμους της κι έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι, μια κίνηση τόσο ίδια με του πατέρα της που η Κάσι παραλίγο να βάλει τα γέλια. «Θα μείνω μαζί σου, αφού είσαι άρρωστη. Θα σου φέρω σερμπέτι και τσάι, θα πω στον μάγειρα να σου φτιάξει το αγαπημένο σου...» «Σταμάτα, σταμάτα! Σηκώνομαι. Τόση αφοσίωση! Της αξίζει μια ανταμοιβή». «Ώστε θα έρθεις ιππασία μαζί μας, τελικά;» το παιδί χτύπησε ενθουσιασμένο τα χέρια του. «Ναι». Έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει τον Τζαμίλ κάποια στιγμή, οπότε ας τον αντιμετώπιζε τώρα... «Πήγαινε έξω και περίμενέ με. Δε θ’ αργήσω». ***
Όταν έφτασαν όμως στους στάβλους, πληροφορήθηκε ότι ο Τζαμίλ δε θα τις συντρόφευε σήμερα. Θα τις συνόδευε ο σταβλίτης. «Είπε γιατί;» ρώτησε η Κάσι, αλλά ο άντρας κούνησε απλά το κεφάλι του και είπε πως ο πρίγκιπας ήταν απασχολημένος. Η Κάσι ένιωσε μεγάλη ανακούφιση που της δόθηκε αυτή η απροσδόκητη αναστολή, αλλά η Λίνα απογοητεύτηκε πολύ και ήταν αφηρημένη κι ευερέθιστη στη διάρκεια του μαθήματος. Εξασκούνταν στα εμπόδια, πηδούσαν μικρούς φράχτες κι η Λίνα
δυο φορές νευρίασε όταν το πόνι της αρνήθηκε να πηδήσει. Τη δεύτερη μάλιστα σήκωσε το μαστίγιό της, οργισμένη. «Μ ην ξεσπάς στο άλογο επειδή φταις εσύ», είπε η Κάσι αυστηρά, αρπάζοντας το χέρι της Λίνα πριν έρθει το μαστίγιο σ’ επαφή με το ζώο. «Είναι μοχθηρία αυτό και σίγουρα δε συνάδει με την ιππασία». «Άφησέ με!» φώναξε η Λίνα προσπαθώντας να λευτερώσει το χέρι της. «Όταν θα ηρεμήσεις, θα σε αφήσω». «Άφησέ με! Πώς τολμάς ν’ απλώνεις χέρι πάνω μου; Είμαι πριγκίπισσα, από βασιλικό αίμα. Δεν επιτρέπεται να με αγγίζει κανείς! Άφησέ με, τώρα!» «Λίνα!» «Σε μισώ, σε μισώ. Φύγε. Γύρνα στην Αγγλία. Δε σε θέλω εδώ». «Λίνα, δεν το εννοείς αυτό. Ηρέμησε και θα...» Αλλά ήταν πολύ αργά. Η Λίνα έμπηξε τις φτέρνες της στα πλευρά του πόνι και το ζώο όρμησε μπρος καλπάζοντας. Διέσχισε τον περίβολο και πήδηξε τέλεια τον φράχτη πριν προλάβει η Κάσι να ξανακαβαλήσει το άλογο. Ώσπου να φτάσει στους στάβλους, η Λίνα είχε ήδη πάρει δρόμο για τα διαμερίσματά της. Ικανοποιημένη που το κορίτσι είχε γυρίσει με ασφάλεια στο παλάτι, η Κάσι αποφάσισε πως ήταν προτιμότερο να του δώσει χρόνο να ηρεμήσει. Παρ’ όλο που ήξερε ότι η Λίνα δεν τα εννοούσε αυτά που είπε, τα λόγια της την έτσουζαν. Κι η διάθεσή της βούλιαξε στα τάρταρα. Ο Τζαμίλ τώρα δε θα είχε λόγο να της δώσει άλλη μια ευκαιρία. Γιατί να κρατήσει μια... έκφυλη γκουβερνάντα που η μαθήτριά της τη μισούσε; Μ ε τη σκέψη πως μια προσωρινή ανάπαυλα από τα καθήκοντά της θα της έκανε καλό —και χωρίς να σκεφτεί ούτε στιγμή πώς θα ερμήνευαν την πράξη της ένα μικρό, μετανιωμένο οκτάχρονο
κορίτσι, πόσω μάλλον ο αυταρχικός πρίγκιπας πατέρας του— η Κάσι έστριψε την γκρίζα φοράδα της και πέρασε καλπάζοντας τις πύλες της πόλης, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της.
Κεφάλαιο 7
Όταν σηκώθηκε ο Τζαμίλ με το χάραμα, τον περίμενε μια κρατική κρίση που ανέτρεψε τα σχέδιά του, αναγκάζοντάς τον να συγκαλέσει εκτάκτως το Συμβούλιο για μια σύσκεψη που κράτησε ώρες, κι όταν τέλειωσε, ο ήλιος είχε ανέβει πια ψηλά στον ουρανό. Η Λίνα συνήθιζε να παίρνει έναν υπνάκο μετά το μεσημεριανό γεύμα, κι έτσι πήρε το δρόμο για τα διαμερίσματά της ξέροντας πως θα έβρισκε την Κάσι στη συνηθισμένη της θέση, δίπλα στο σιντριβάνι, στη σκιά της λεμονιάς, βυθισμένη σ’ ένα από τα πολλά βιβλία της με τ’ αγαπημένα ποιήματά της. Όταν όμως μπήκε στην αυλή, επικρατούσε το χάος, με τη Λίνα να κλαίει σπαραξικάρδια, τριγυρισμένη από τις υπηρέτριές της. Στο μωσαϊκό της Σεχραζάντ ήταν σκόρπια τα θραύσματα μιας πορσελάνινης κανάτας και το σορμπέ μάνγκο που υπήρχε μέσα απλωνόταν σε μια κολλώδη λιμνούλα στα μαλλιά της παραμυθένιας πριγκίπισσας. Η πραγματική πριγκίπισσα που έτρεξε τσιρίζοντας μπάμπα και σπρώχνοντας τις υπηρέτριες ήταν με τα μαλλιά υγρά και μπερδεμένα και τα μάγουλά της μουσκεμένα από τα δάκρυα. «Μπάμπα, μπάμπα, πρέπει να τη φέρεις πίσω», η Λίνα όρμησε στον πατέρα της, τα χεράκια της γαντζώθηκαν στον χιτώνα του. «Τι στην ευχή γίνεται εδώ;» ρώτησε ο Τζαμίλ, πιάνοντας το χέρι της Λίνα αλλά απευθυνόμενος στο σμαρί των υπηρετριών που έπεσαν μεμιάς στα γόνατα, κρύβοντας τα πρόσωπά τους.
«Η Κάσι», είπε η Λίνα τραβώντας τη ζώνη του για να τραβήξει την προσοχή του. «Τι η Κάσι;» «Έφυγε, μπάμπα». Ο Τζαμίλ δεν είχε νιώσει ποτέ φόβο, αλλά τώρα ένιωσε —σαν να έσφιγγαν παγωμένα δάχτυλα την καρδιά του. «Έφυγε, πού πήγε;» «Εγώ φταίω, μπάμπα, την πρόσταξα να φύγει». Ο Τζαμίλ σήκωσε την αναστατωμένη κόρη του, την κουβάλησε στη σκιά του περιστυλίου και κάθισε σ’ ένα χαμηλό σκαμνί κρατώντας τη στα γόνατά του. Κι αφού της υποσχέθηκε κάμποσες φορές πως δεν επρόκειτο να την τιμωρήσει, τελικά την έπεισε να του πει τι είχε συμβεί το πρωί. «Της είπα πως τη μισώ, της είπα πως ήθελα να φύγει και να γυρίσει στην Αγγλία κι εκείνη στεναχωρήθηκε, μπάμπα, κι εγώ... ευχαριστήθηκα που εκείνη στεναχωρήθηκε... γιατί ήξερα πως θα γύριζε στην Αγγλία σύντομα, έτσι κι αλλιώς... και δεν ήθελα να φύγει... και τώρα έφυγε, έτσι κι αλλιώς...» «Πότε έφυγε; Πώς;» «Ο σταβλίτης είπε πως έφυγε καβάλα στο άλογό της, αφέντη», είπε μία από τις γυναίκες. «Τράβηξε κατά την έρημο». O Τζαμίλ σηκώθηκε, αλλά η Λίνα κρεμόταν πάνω του περίλυπη. «Σε παρακαλώ, μη θυμώσεις, δεν το εννοούσα. Υπόσχομαι ότι θα είμαι καλό κορίτσι, μπάμπα. Μ όνο να τη φέρεις πίσω». «Άκουσέ με, Λίνα», της είπε ήπια, «σε λίγο καιρό θα παντρευτώ. Θα έχεις μια καινούρια μητέρα κι ίσως αδερφούς και αδερφές αργότερα. Τότε, δε θα χρειάζεσαι την Κάσι. Θα πρέπει λοιπόν να φύγει, έτσι κι αλλιώς». Το δακρυσμένο πρόσωπο της Λίνα φωτίστηκε. «Μ πορείς να παντρευτείς την Κάσι. Αυτό θα τα έλυνε όλα».
Ο Τζαμίλ χαμογέλασε θλιμμένα. «Η ζωή δεν είναι τόσο απλή, παιδί μου. Την καινούρια σύζυγό μου —την καινούρια μητέρα σου — την έχουν επιλέξει ήδη». Ο Τζαμίλ γύρισε να φύγει αλλά κοντοστάθηκε, έσκυψε και αγκάλιασε τη Λίνα. «Μ ην ανησυχείς, θα τη βρω την Κάσι. Δε θα πάθει κακό, σ’ το υπόσχομαι». ***
Βρήκε το άλογό της πρώτα, γύρω στα δέκα μίλια πέρα στην έρημο. Είχε κατευθυνθεί προς τ’ ανατολικά κι έτσι ο Τζαμίλ βρήκε εύκολα το δρόμο, τα ίχνη από τα πέταλα του αλόγου ξεχώριζαν από αυτά της καμήλας και των μουλαριών. Είχε πάρει το δρόμο για την Όαση Μ αλντίσι κι εκεί βρήκε την γκρι φοράδα να κορφολογάει ανέμελη τους θάμνους στην άκρη της κύριας λίμνης, αλλά ούτε ίχνος της Κάσι. Το άλογο δεν ήταν δεμένο. Το λείο τρίχωμά του ήταν ζεστό αλλά όχι ιδρωμένο —αυτό σήμαινε πως πρέπει να είχε κάμποση ώρα στην όαση. Είχαν περάσει τουλάχιστον πέντε ώρες από τότε που είχε φύγει η Κάσι από το παλάτι, κατά τα λεγόμενα του σταβλίτη, και δεν είχε ούτε νερό ούτε προμήθειες μαζί της. Σιγούρεψε τη φοράδα στη σκιά μιας φοινικιάς προσπαθώντας ν’ αγνοήσει την αγωνία που του έσφιγγε το στομάχι. Ήταν ανάγκη να σκεφτεί λογικά. Η Κάσι ήταν εξαιρετική αμαζόνα. Αν είχε πέσει, θα πρέπει να ήταν κάτι σοβαρό για ν’ αφήσει τα χαλινάρια. Το άλλο ενδεχόμενο, να ξεπέζεψε και να περιπλανήθηκε χωρίς να δέσει πρώτα τη φοράδα, ήταν αδιανόητο. Ο Τζαμίλ οδήγησε αργά τον επιβήτορά του γύρω γύρω στην όαση αναζητώντας ίχνη της, αλλά το ζώο της είχε τριγυρίσει άσκοπα από τη μια λιμνούλα στην άλλη κι η άμμος ήταν μαλακή και πατημένη. Ο αέρας ήταν ήσυχος, πολύ ήσυχος. Σκίασε τα μάτια με το χέρι του και μελέτησε τον ουρανό, ανήσυχος. Ερχόταν αμμοθύελλα, δεν είχε καμιά αμφιβολία. Την
οσμιζόταν. Έπρεπε να βιαστεί. Συνέχισε ν’ ανιχνεύει το έδαφος και τελικά διέκρινε τα αποτυπώματα από τα πέταλα της φοράδας. Το άλογό του ήταν πιο νευρικό τώρα, διαισθανόταν όπως κι ίδιος την αλλαγή του καιρού. Κρατώντας γερά τα χαλινάρια ο Τζαμίλ ακολούθησε τα ίχνη αργά, για δυο μίλια ακόμα. Τώρα κατευθυνόταν προς το οροπέδιο που ήταν το πρώτο από τα βουνά με την επίπεδη κορφή, γνωστό στο λαό ως Έδρα των Θεών. Ένα μίλι πιο πέρα, τα σύννεφα είχαν αρχίσει κιόλας να συσσωρεύονται, ψηλά ακόμα στον ουρανό, και να κατρακυλούν, με τον ήλιο πίσω τους να τους δίνει μια έντονα κόκκινη χροιά. Άλλο μισό μίλι, και τα ίχνη σταματούσαν. Ο Τζαμίλ ξεπέζεψε από τον επιβήτορά του, έσπρωξε τον σκονισμένο κεφαλόδεσμο από το πρόσωπό του και κοίταξε γύρω του φωνάζοντας τ’ όνομα της Κάσι. Η φωνή του αντιλάλησε στους βραχώδεις λοφίσκους, στους πρόποδες του βουνού, αλλά δεν πήρε απάντηση. Ξαναφώναξε. Τίποτα. Μ ισοκλείνοντας τα μάτια για να προστατευτεί από την ακτινοβολία του ήλιου, ο Τζαμίλ διέκρινε κάτι σαν ίχνη ποδιών που έστριβαν προς τ’ αριστερά του. Ήταν αχνά και όχι συνεχόμενα, λόγω του αέρα που είχε δυναμώσει κι έκανε την άμμο να γεμίζει ρυτίδες πότε από τη μια και πότε από την άλλη μεριά. Η καρδιά του χτυπούσε άγρια, οι οξυμένες αισθήσεις του τον ειδοποιούσαν πως ήταν θέμα λεπτών ώσπου να ξεσπάσει η θύελλα. Ακολούθησε τα αχνά σημάδια, με το μανδύα του ν’ ανεμίζει πίσω του. Έσφιξε το ίγκαλ που στερέωνε τον κεφαλόδεσμό του στη θέση του και φώναξε πάλι τ’ όνομά της. Το άλογο την άκουσε πρώτο, τα ευαίσθητα αυτιά του ορθώθηκαν. Ύστερα την άκουσε κι ο Τζαμίλ, η φωνή της αχνή αλλά ευδιάκριτη. Όρμησε προς τα εκεί απ’ όπου ερχόταν ο ήχος, κι
η ανακούφισή του που τη βρήκε μετριάστηκε από το φόβο. Ήξερε πολύ καλά πόσο τραχύ ήταν το περιβάλλον της ερήμου. Ευχόταν να τη βρει γερή, ζωντανή. Ήταν κουλουριασμένη σε μια ρωγμή ανάμεσα σε δυο βράχους που της πρόσφεραν μια σχετική προστασία από τα στοιχεία της φύσης. Το πρόσωπό της ήταν μουσκεμένο από τα δάκρυα, τα μάτια της σκοτεινιασμένα από την τρομάρα, αλλά έκανε μια αδύναμη προσπάθεια να χαμογελάσει. Ήταν αυτό το αχνό, ευάλωτο χαμογελάκι που έκανε την καρδιά του να σφιχτεί, τη φωνή του τραχιά καθώς φώναζε το όνομά της, καθώς την τραβούσε άγαρμπα από την κρυψώνα της και την έσφιγγε άγρια στο στήθος του. «Κάσι, για τ’ όνομα του Θεού! Έχεις ιδέα σε τι ανησυχία μας έβαλες φεύγοντας έτσι; Μ πορούσες να είχες χαθεί εδώ έξω!» Έτρεμε, γαντζωνόταν αδύναμα στα μπράτσα του, συνειδητοποιώντας την αλήθεια, μόνο τώρα που εκείνος ήταν εδώ. Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε πεθάνει αν δεν την είχε βρει. Θα μπορούσε να είχε πεθάνει χωρίς να τον ξαναδεί. «Συγνώμη. Λυπάμαι», ψιθύρισε. Σφιγγόταν πάνω του τρέμοντας σύγκορμη, έσερνε τα χέρια της στα μπράτσα του, πίεζε το μάγουλό της στο στήθος του, ρουφούσε τη ζεστή, αντρίκεια μυρωδιά του, την εισέπνεε σαν να ήταν πνοή ζωής, φοβόταν πως αν τον άφηνε εκείνος θα χανόταν σαν αντικατοπτρισμός. «Συγνώμη», μουρμούρισε πάλι. «Ήμουν τόσο ανόητη. Δε σκέφτηκα, εγώ ήθελα...» η φωνή της πνίγηκε καθώς δάκρυα μεταμέλειας και ανακούφισης άρχισαν να κυλούν πάλι στα μάγουλά της. Έτρεμε πολύ, τρίκλισε και άφησε μια κραυγή πόνου. Θα είχε πέσει αν δεν την άρπαζε. «Έχεις χτυπήσει;» Δάγκωσε το χείλι της, αγνοώντας στωικά τον οξύ πόνο. «Δεν είναι τίποτα... Ο αστράγαλός μου, τον στραμπούλιξα. Τι ηλίθιο
ατύχημα! Ένα φίδι τρόμαξε τη φοράδα κι εκείνη σηκώθηκε στα πίσω πόδια. Άφησα τα ηνία, με πέταξε κάτω κι ύστερα το έβαλε στα πόδια. Δεν είναι τίποτα», επανέλαβε προσπαθώντας να ρίξει το βάρος της στον αστράγαλό της, αλλά ο πόνος ήταν τόσο δυνατός που το πρόσωπό της έγινε άσπρο σαν πανί. «Είσαι τυχερή, φτηνά τη γλίτωσες», είπε ο Τζαμίλ και, σκύβοντας, τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Τώρα που την είχε βρει σώα κι αβλαβή σχετικά, η σκέψη του τι μπορούσε να της είχε συμβεί του ανακάτευε το στομάχι. «Τζαμίλ, συγνώμη που σ’ έβαλα σε τέτοιο μπελά. Αν το είχα σκεφτεί...» Τα μπράτσα του σφίχτηκαν γύρω της. «Αλλά δε σκέφτεσαι ποτέ, έτσι δεν είναι;» της είπε μ’ ένα αχνό χαμόγελο. «Σταμάτα να παλεύεις». «Είμαι...» «Κάνε οικονομία στις απολογίες. Είσαι καλά, αυτό μετράει». Κοίταξε τον ουρανό κι έσμιξε τα φρύδια του. «Αργότερα, θα έχουμε χρόνο γι’ απολογίες κι επικρίσεις. Για την ώρα πρέπει να βρούμε κάπου να προστατευτούμε από την αμμοθύελλα». Ανιχνεύοντας τις βραχώδεις προεξοχές εκεί γύρω, είδε μια πιο σκοτεινή, πιο βαθιά ρωγμή και ήλπισε πως μπορεί να ήταν μια σπηλιά. Κρατώντας την Κάσι στην αγκαλιά του και με το άλογο ν’ ακολουθεί υπάκουα, βάδισε γοργά προς την ασφάλεια. Το ένστικτό του δεν τον είχε γελάσει. Ένα στενό πέρασμα, αρκετό ίσα ίσα για να περάσει το άλογο, οδηγούσε σε μια βαθιά σπηλιά. Ήταν σκοτεινά και δροσερά μέσα κι η είσοδος, ευτυχώς, είχε τη σωστή γωνία ενάντια στον άνεμο που επικρατούσε, προκειμένου να προφυλαχτούν από την άμμο που είχε αρχίσει κιόλας να σηκώνεται ολόγυρα. «Μ είνε εδώ ώσπου να σιγουρέψω το άλογο», της είπε καθώς την ακουμπούσε στο έδαφος. Η Κάσι
βούλιαξε στην αμμουδερή γη, τεντώνοντας τους μουδιασμένους μυς της, ενώ προσπαθούσε να συμμαζέψει τις σκέψεις της, να δώσει μια λογική εξήγηση των πράξεών της. Πράξεις που, είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί, όχι μόνο ανόητες ήταν, αλλά θα μπορούσαν να είχαν αποβεί μοιραίες. Ο Τζαμίλ έγδυσε το άλογο από τη σαγή του και πήρε από τη σέλα δυο φλασκιά από γιδοτόμαρο με νερό, που κουβαλούσε πάντα μαζί του, μαζί με μια κουβέρτα. Η σπηλιά ήταν σχεδόν σκοτεινή τώρα, ο ήλιος είχε εξαφανιστεί πίσω από τα σύννεφα της καταιγίδας. Μ ια ένταση επικρατούσε στην ατμόσφαιρα, όπως πριν από κάθε αμμοθύελλα, αλλά ο Τζαμίλ είχε την αίσθηση πως σήμερα δεν ήταν η μόνη αιτία. Τι στην ευχή είχε σκεφτεί η Κάσι κι είχε φερθεί τόσο ανεύθυνα; Η ψυχραιμία του ταλαντευόταν στα όρια της παραφοράς, σαν τεντωμένη χορδή τόξου έτοιμη για τη μάχη, κι η ανακούφισή του που την είχε βρει έδινε τη θέση της στο θυμό για τον κίνδυνο στον οποίο είχε βάλει τον εαυτό της. Γύρισε κοντά της, εκεί που καθόταν, εκεί που την είχε αφήσει. Τύλιξε την κουβέρτα γύρω της κι ένιωσε τους ώμους της να τραντάζονται. «Τρέμεις». Η Κάσι έγνεψε. «Είναι από το σοκ, νομίζω... Λάθος μου... συγνώμη...» ψιθύρισε, τα δόντια της κροτάλιζαν. «Έλα, πιες». Ξεβούλωσε το φλασκί και το κράτησε στο στόμα της. Το δέρμα της ήταν ξερό, σκονισμένο, πυρωμένο. «Αργά αργά». Ήπιε μια γουλιά, έφτυσε, ήπιε κι άλλη κι έβηξε. «Έχασα το καπέλο μου και το βέλο μου όταν έπεσα. Θα έχω τα χάλια μου, σωστό τέρας θα είμαι», είπε σε μια προσπάθεια να κάνει χιούμορ. Στο αμυδρό φως της σπηλιάς, το πρόσωπό της ήταν μια αχνή σκιά, τα μαλλιά της όμως ένας χρυσός φωτοστέφανος, η σιλουέτα της, με το σκούρο ρούχο, τυλιγμένη τώρα με την κουβέρτα, έσμιγε
με το φόντο της σπηλιάς πίσω της, κάνοντας πιο έντονη την εύθραυστη ομορφιά του προσώπου της. Ο Τζαμίλ έφερε πάλι το φλασκί στα χείλη της κι εκείνη ήπιε αργά. «Ευχαριστώ», του είπε με φωνή τραχιά σαν κρώξιμο. «Θα δω τον αστράγαλό σου τώρα. Που σημαίνει ότι θα βγάλω την μπότα σου και μάλλον δε θα μπορέσεις να την ξαναφορέσεις». «Δεν μπορεί να περιμένει ώσπου να γυρίσουμε στο παλάτι;» «Όχι, πρέπει να βεβαιωθώ πως δεν έχει σπάσει κάτι». Δεν την άφησε να διαμαρτυρηθεί περισσότερο. Της έπιασε το πόδι και άρχισε να λύνει τα κορδόνια της μπότας της με μεγάλη προσοχή. Η Κάσι άντεξε την εξέταση παλικαρίσια, δαγκώνοντας τα χείλη της καθώς εκείνος ψηλάφιζε το πόδι της, κουνώντας το δεξιά αριστερά, σέρνοντας τα δάχτυλά του στον πρησμένο αστράγαλο, στο πέλμα της. Το άγγιγμά του ήταν επιδέξιο, επαγγελματικό, αλλά η Κάσι θυμήθηκε άθελά της τα χέρια του που περιδιάβαιναν στο κορμί της μ’ εντελώς διαφορετικό τρόπο την περασμένη νύχτα κι η ανάμνηση έκανε το κορμί της να φουντώσει από αμηχανία και κάτι άλλο. «Δεν υπάρχει σπάσιμο, αλλά θα πρέπει να το επιδέσουμε». «Θα το κάνω εγώ, μπορώ να χρησιμοποιήσω την κάλτσα μου». Εκείνος όμως έλυνε κιόλας τις καλτσοδέτες της —μια τόσο οικεία κίνηση υπό άλλες συνθήκες— πρώτα τη μία κι ύστερα την άλλη, και χρησιμοποίησε τις δυο κάλτσες για να φτιάξει ένα σφιχτό επίδεσμο, που τον στερέωσε με την καρφίτσα του μανδύα του. «Ευχαριστώ», είπε η Κάσι. Έτριψε τα μάτια της και το πρόσωπό της σε μια μάταιη προσπάθεια να σκουπίσει λίγη από την άμμο. Ήταν κολλημένη, σαν να είχε ψηθεί πάνω στο δέρμα της. Ο Τζαμίλ έβγαλε τον κεφαλόδεσμό του κι έχυσε λίγο από το πολύτιμο νερό σε μια γωνιά του μεταξωτού. «Άσ’ το σ’ εμένα», της έπιασε το πρόσωπο και το σκούπισε απαλά με το βρεγμένο πανί,
καταφέρνοντας να διώξει την περισσότερη άμμο. Ύστερα της έδωσε να πιει λίγο νερό ακόμα. «Καλύτερα;» Η Κάσι έγνεψε καταφατικά. Έτρεμε ακόμα, αλλά όχι τόσο πολύ. «Ναι, αν και δε μου άξιζε. Λυπάμαι πολύ. Ξέρω, φέρθηκα ανόητα». «Εντελώς». Η φωνή του ήταν αυστηρή, αλλά το άγγιγμά του τρυφερό. Η Κάσι δεν μπορούσε να δει την έκφρασή του, μόνο τη σιλουέτα του μέσα στη λευκή κελεμπία του. Ήταν θυμωμένος; Μ άλλον. Μ ε το δίκιο του. Ό,τι κι αν συνέβαινε τώρα, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα ήταν να γυρίσει στην Αγγλία σαν ανεπιθύμητη. Μ ε τις απερίσκεπτες πράξεις της, είχε αποδειχτεί μια αναξιόπιστη γκουβερνάντα. «Συγνώμη», είπε για πολλοστή φορά. «Το τελευταίο που ήθελα ήταν να σε ταλαιπωρήσω, να σε βάλω σε κίνδυνο». «Δε μ’ έβαλες σε κίνδυνο. Εγώ την ξέρω αυτή την έρημο σαν την παλάμη μου, αλλά εσύ θα μπορούσες να πεθάνεις, πολύ εύκολα, αν δε σε είχα βρει. Τι στην ευχή σ’ έπιασε; Εξαιτίας της Λίνα; Μ ου τα είπε όλα...» «Δεν ήταν εξαιτίας της Λίνα, όχι ακριβώς... Τα λόγια της ήταν απλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Χτες βράδυ... δεν έπρεπε να σου επιτρέψω... να σε ενθαρρύνω... δεν έπρεπε. Ντρέπομαι αφάνταστα. Λυπάμαι». «Γιατί λυπάσαι; Εγώ πρέπει ν’ απολογηθώ. Εκμεταλλεύτηκα την αθωότητά σου και την κατάστασή σου. Ήταν λάθος μου». «Δεν εκμεταλλεύτηκες τίποτα». «Θα σ’ εκμεταλλευόμουν αν δε μου ζητούσες να σταματήσω». «Σταμάτησες όμως, Τζαμίλ. Σταμάτησες αμέσως. Είμαι μια ανόητη, μια ηλίθια. Δε συνειδητοποίησα ότι ένα φιλί θα μπορούσε να οδηγήσει σε τέτοιο... γιατί δεν είχα ποτέ...» Η φωνή της
κόμπιασε, σώπασε, νιώθοντας το βλέμμα του Τζαμίλ καρφωμένο πάνω της. Έκανε πρόβα την απολογία της ξανά και ξανά στριμωγμένη στο πρόσκαιρο καταφύγιό της ανάμεσα στους βράχους, γιατί αυτό τη βοηθούσε να μην την πιάνει πανικός στη σκέψη πως μπορεί να μην την έβρισκε κανείς και να χανόταν στην έρημο. Αλλά αυτό που της είχε φανεί τόσο ξεκάθαρο ήταν τώρα απελπιστικά μπερδεμένο. Ο Τζαμίλ δεν κατέκρινε εκείνη, αλλά τον εαυτό του. Δηλαδή, εννοούσε ότι δεν είχε φερθεί σαν... παλιοθήλυκο; «Μ ετανιώνεις για ό,τι έγινε;» Η Κάσι ξεστόμισε τα λόγια χωρίς να σκεφτεί. Η ερώτηση έμεινε μετέωρη στον αέρα ανάμεσά τους, βαριά από υπονοούμενα. «Δεν έπρεπε να το ρωτήσω αυτό... δε χρειάζεται να...» «Όχι». «Όχι τι;» «Δε μετανιώνω». Ήταν η αλήθεια, αλλά ήταν φρόνιμο να την πει; Ο θυμός του είχε εξανεμιστεί από την απροσδόκητη και αφοπλιστική ειλικρίνεια της Κάσι. Η τιμή του του υπαγόρευε ν’ απαντήσει στην αλήθεια με αλήθεια, άσχετα από το αν θ’ αποκάλυπτε περισσότερα απ’ όσα σκόπευε για τον εαυτό του. Στη σκοτεινιά της σπηλιάς, αυτές οι αποκαλύψεις ήταν πιο εύκολες, κατά κάποιο τρόπο. Ο Τζαμίλ βρήκε το χέρι της και το έσφιξε. «Δεν το μετανιώνω, αν κι η τιμή μου αυτό μου υπαγορεύει, γιατί είσαι υπό την προστασία μου». Η Κάσι το σκέφτηκε αυτό για λίγο. «Δε σε σόκαρε η συμπεριφορά μου;» Ο Τζαμίλ γέλασε σιγανά. «Ίσα ίσα. Νόμιζα ότι ήταν φανερό πως με διέγειρε. Όπως διέγειρε κι εσένα η δική μου συμπεριφορά στην αρχή, έτσι δεν είναι;» Η συζήτηση προχωρούσε σε άγνωστο έδαφος. Ήταν μια
συζήτηση που η Κάσι δε θα την έκανε ποτέ της. Μ ε τόσο προσωπικά συναισθήματα ασχολιόνταν οι μεγάλοι ποιητές, αλλά δεν είχε βρει ποτέ ένα ποίημα που να εξέφραζε αυτό που ένιωθε η ίδια τούτη τη στιγμή. Η θεία Σοφία θα έφριττε. Αλλά η θεία Σοφία ήταν χιλιάδες μίλια μακριά στην Αγγλία κι η Κάσι στη μέση της ερήμου, μόνη μ’ έναν πρίγκιπα, χωρίς να έχει ξαναβιώσει κάτι παρόμοιο μέχρι τώρα στη ζωή της. Κι έτσι... «Μ ε τρόμαξε λίγο», ομολόγησε ψιθυριστά. «Τι σε τρόμαξε;» «Ήταν τόσο δυνατό το συναίσθημα που μου προκάλεσε... Ήταν σαν... σαν να είχα πιαστεί σε μια δίνη και δεν μπορούσα με τίποτα να ξεφύγω». «Κι όμως ήθελες να σε καταπιεί;» Η Κάσι κούνησε το κεφάλι της, ύστερα όμως σκέφτηκε πως ίσως εκείνος δεν μπορούσε να δει το νεύμα της. «Ναι», ομολόγησε. «Ήταν λάθος;» «Αντίθετα, ήταν πολύ σωστό. Στη χώρα μου δεν είναι μόνο επιτρεπτό, αλλά και αναμενόμενο ν’ απολαμβάνει η γυναίκα το πάθος όσο και οι άντρες». «Ω!» «Και βέβαια. Σου λέω αλήθεια». Μ ια πολύ ερεθιστική ιδέα. Αθέμιτη; Στην Αγγλία ίσως, αλλά όχι εδώ. Ο Τζαμίλ κρατούσε ακόμα το χέρι της. Κατά κάποιο τρόπο, η Κάσι είχε έρθει πιο κοντά του. Τα πόδια τους αγγίζονταν έτσι όπως κάθονταν, μηρός με μηρό. Αισθανόταν ασφαλής. Ο Τζαμίλ είχε αποδειχτεί απόλυτα έντιμος. Αλλά, από την άλλη, εκείνη δεν ήταν καθόλου ασφαλής, γιατί δεν ήθελε να είναι. «Στη χώρα μου», συνέχισε ο Τζαμίλ, «το να γνωρίσει η γυναίκα την ευχαρίστηση, την ηδονή είναι κάτι αναμενόμενο. Κι αυτό είναι ευθύνη του άντρα, αυτός πρέπει να τη μυήσει».
Αυτή η δήλωση, γεμάτη ανοιχτούς δρόμους για την απόλαυση, ήταν εντελώς αντίθετη με όσα ήξερε η Κάσι για τις προσωπικές σχέσεις ενός άντρα και μιας γυναίκας. Η θεία Σοφία είχε αφήσει να εννοηθεί καθαρά πως αυτά τα καθήκοντα ήταν δυσάρεστα. Η Σίλια, από την άλλη, έδειχνε να το απολαμβάνει. Ηδονή —δεν ήταν μια λέξη που η Κάσι την είχε πολυσκεφτεί. Έβρισκε ευχάριστο το διάβασμα, έναν περίπατο στην εξοχή, τον χορό, αλλά δεν είχε συσχετίσει ως τώρα την ευχαρίστηση με το ερωτικό παιχνίδι. Δηλαδή αυτό σήμαινε ότι ηδονή κι έρωτας ήταν δύο διαφορετικά πράγματα; Μ πορούσε κάποιος να πάρει ηδονή χωρίς να δώσει πρώτα την καρδιά του; Το να δώσει κάποιος την καρδιά του δεν ήταν ίσως ένα προαπαιτούμενο; Μ ε μοναδικό παράδειγμά της τον Ογκάστας, η Κάσι ήταν αναγκασμένη να συμπεράνει πως αυτό ίσως ήταν αλήθεια. Είχε απαρνηθεί την αγάπη, αλλά ο Τζαμίλ δε μιλούσε γι’ αγάπη και προφανώς υπονοούσε πως δεν ήταν ανάγκη να αρνηθεί και την ηδονή. Τι εννοούσε; «Μ πορεί κάποιος... μπορεί μια γυναίκα, τότε... Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να πάρει κάποιος ηδονή;» ρώτησε σοκαρισμένη κι η ίδια, πετώντας ταυτόχρονα σύνεση κι επιφυλάξεις στον αέρα. Αν δε ρωτούσε δε θα μάθαινε ποτέ· κι ήταν πολύ απίθανο να βρει κάποιον άλλον που θα μπορούσε να τον ρωτήσει, μέσα στο σκοτάδι και μακριά από τα αποδοκιμαστικά βλέμματα της κοινωνίας. Ο Τζαμίλ χαμογέλασε στο σκοτάδι. «Υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι να πάρεις ηδονή και αμέτρητοι να δώσεις». «Ω!» Η αλήθεια ήταν ότι εκείνη τα είχε χαμένα. Χτες βράδυ ο Τζαμίλ της είχε ανοίξει μια πόρτα. Κι εκείνη είχε κάνει ένα βήμα στο κατώφλι κι αυτό που είχε δει την είχε γεμίσει δέος, την είχε βάλει σε πειρασμό, την είχε εξιτάρει αλλά και φοβίσει λιγάκι — ήταν κάτι τόσο καινούριο. Δεν μπαίνεις, στο κάτω κάτω, σ’ έναν
άγνωστο κόσμο χωρίς κάποιο φόβο. Του είχε γυρίσει την πλάτη χτες βράδυ με μια λέξη: όχι. Αλλά σήμερα; Σήμερα ήθελε να εξερευνήσει αυτό τον άγνωστο κόσμο, γιατί, αν δεν το έκανε, αύριο δε θα υπήρχε. Δεν έτρεφε καμιά αυταπάτη γι’ αυτό. Ο Τζαμίλ δε θ’ ανεχόταν να μπερδευτούν οι δυο κόσμοι αν εκείνη ήθελε να συνεχίσει να φροντίζει τη Λίνα, αλλά ούτε κι εκείνη θα ευχόταν κάτι τέτοιο. Παρ’ όλο που δεν το είχε πει κανονικά, θα της έδειχνε· εκείνη το καταλάβαινε από τον ήχο της φωνής του, από την ένταση του κορμιού του, πως θα το έκανε αν του το ζητούσε. Δεν της το είχε πει, αλλά δε χρειαζόταν. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να του το ζητήσει. Ο λαιμός της ήταν ξερός, αλλά όχι από τη δίψα. Ύγρανε τα χείλη της. «Τζαμίλ, θα μου δείξεις...;» Δεν ήταν δική της αυτή η φωνή, ήταν πολύ βραχνή, σαν κρώξιμο σχεδόν, αλλά εκείνος κατάλαβε. «Το θέλεις;» τη ρώτησε. «Ναι. Εσύ;» «Πάρα πολύ». Πάρα πολύ. Αυτές οι δυο λέξεις ήταν που την επηρέασαν περισσότερο κι από την υπόσχεσή του ότι θα της έδειχνε όμορφα πράγματα. Δεν την είχαν θελήσει ποτέ έτσι, με αυτό τον τρόπο. Όχι για την ομορφιά της ή για την οικογένειά της, αλλά μόνο γι’ αυτή την ίδια. Τα λόγια, ειπωμένα σαν σιγανό γρύλισμα, την έκαναν ν’ ανατριχιάσει ηδονικά. Την ήθελε. Αυτήν, μόνο αυτήν. Αν και για το τι ήθελε να της κάνει —και τι έπρεπε να κάνει αυτή σε αντάλλαγμα— δεν είχε την παραμικρή ιδέα. «Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα, μόνο να το απολαύσεις», είπε ο Τζαμίλ σαν να είχε διαβάσει τις σκέψεις της. «Η ευχαρίστησή σου θα είναι και δική μου. Δε ζητώ τίποτα σε αντάλλαγμα. Αυτό που θέλω πραγματικά, ομορφιά μου, δεν μπορώ να το έχω. Κι αυτό που μπορώ να έχω πρέπει να μου αρκεί». Δεν ήταν ψέμα. Παρ’
όλο που τον πονούσε η λαχτάρα του να την κάνει δική του, ήξερε πως η ανακούφιση θα ήταν πρόσκαιρη σε σύγκριση με τις τύψεις που θα βάραιναν την ψυχή του μετά από μια τόσο ανέντιμη συμπεριφορά. Θα της έδινε κι εκείνη θα έπαιρνε, και γι’ αυτό θα ήταν πάντα ο πρώτος της. Αυτό δε θα μπορούσε να του το πάρει κανείς. «Δεν καταλαβαίνω». «Θα καταλάβεις», της είπε με σιγουριά. Τη φίλησε, κι οι φλόγες που είχαν κατακαθίσει το περασμένο βράδυ αναζωπυρώθηκαν μεμιάς. Το άγγιγμα των χειλιών του στα δικά της συδαύλισε τη φωτιά, το αγκάλιασμα της γλώσσας του με τη δική της την τροφοδότησε. Η Κάσι δε χρειάστηκε πολλή πειθώ για να εγκαταλείψει την παρθενική της σεμνότητα. Ο Τζαμίλ τη φίλησε κι εκείνη μπήκε τολμηρά στο παλάτι της ηδονής. Τη φιλούσε, αλλά με κάποια συγκράτηση. Η Κάσι ένιωθε πως εκείνος χαλιναγωγούσε το πάθος του, το ένιωθε από την ένταση των ώμων του. Τα φιλιά του ερέθιζαν, αλλά δεν ήταν άγρια. Την απελευθέρωνε με τη γλώσσα και τα χέρια και τα χείλη του, αλλά δεν επέτρεπε στον εαυτό του ν’ απελευθερωθεί κι αυτός. Οι φουρκέτες πετάχτηκαν από τα μαλλιά της, τα δάχτυλά του χώθηκαν μέσα τους και τα σκόρπισαν στους ώμους της. Τη βοήθησε να λευτερωθεί από τη ζακέτα της, έλυσε τον δαντελένιο καταρράχτη από το λαιμό της και φίλησε τα στήθη της, που ανεβοκατέβαιναν σε κάθε της ανάσα. Η Κάσι αναστέναξε καθώς τα χέρια της πλανιόνταν πάνω στους μυς των μπράτσων του, στους ώμους, στο στήθος του, ώσπου της τ’ ακινητοποίησε θυμίζοντάς της πως ήταν η ώρα της δικής της ευχαρίστησης, εξορκίζοντάς τη να μείνει στάσιμη. Κι εκείνη υπάκουσε. Την έγειρε πίσω στο αμμουδερό δάπεδο της σπηλιάς, προσέχοντας τον επίδεσμο στον αστράγαλό της. Της
φίλησε το λαιμό· απαλά, πεταχτά φιλιά που την έκαναν ν’ ανατριχιάσει. Φίλησε την ευωδιαστή χαράδρα ανάμεσα στα στήθη της κι ο κόμπος στην κοιλιά της άρχισε να σφίγγεται. Βρίζοντας σιγανά, μέσ’ από τα δόντια του, τη λευτέρωσε από τα δεσμά του κορσέ της και πήρε τις θηλές της στο στόμα του, πρώτα τη μία κι ύστερα την άλλη, ρουφώντας τες, γλείφοντάς τες, κι ένας πόνος γλυκός και λιγωτικός ξεπήδησε ανάμεσα στα πόδια της. Τη φίλησε πάλι στο στόμα και πάλι στα στήθη και ύστερα ανέβασε ψηλά τις φούστες της και φίλησε τα γόνατά της, τους μηρούς της. Η Κάσι σφίχτηκε —αβέβαιη, αμήχανη, όχι φοβισμένη —, αλλά δεν το είχε σκεφτεί ποτέ... φιλάνε κι εκεί; Την άγγιξε, τη χάιδεψε από το γόνατο ως το μηρό και πάλι πίσω, πάνω κάτω, ξανά και ξανά, ώσπου εκείνη χαλάρωσε. Φίλησε την πτυχή στην κορφή του μηρού της, και όλο το κορμί της σφίχτηκε και πάλι και αντέδρασε μ’ ένα σπασμό. Τα δάχτυλά του χάιδευαν τώρα αυτή την πτυχή κι έπειτα γλίστρησαν σε μια άλλη, πιο απόκρυφη, και τότε εκείνη κατάλαβε πως στο σημείο αυτό βρισκόταν η πηγή της έντασης. Συνέχισε να τη χαϊδεύει εκεί κι ύστερα τη φίλησε —ή τουλάχιστον σαν φιλί το ένιωσε—, ένα πετάρισμα της γλώσσας που την έκανε να σφίξει τις γροθιές της και να τεντώσει το κορμί της σαν τόξο, που την έκανε να ξεφωνίσει, να τον ικετέψει σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, γιατί αν σταματούσε ήταν σίγουρη πως θα πέθαινε εκείνη τη στιγμή. «Σε παρακαλώ», είπε πάλι καθώς την ακινητοποιούσε με τα χέρια του στους μηρούς της. «Σε παρακαλώ», λαχάνιαζε καθώς τη φιλούσε εκεί που δε θα μπορούσε ποτέ της να το φανταστεί. Το στόμα του ήταν καυτό στον υγρό πυρήνα του πόθου της πριν η γλώσσα του τιναχτεί μέσα της κι η ηδονή γίνει ανυπόφορη, αλλά την άντεξε γιατί ήξερε πως θ’ ακολουθούσαν κι άλλα... Κι εκείνη σπάραζε και τεντωνόταν από κάτω του μέχρι που όλο το κορμί της
ζητούσε απεγνωσμένα τη λύτρωση. Ήρθε τόσο ξαφνικά, που τινάχτηκε και άφησε μια άναρθρη κραυγή. Μ ια βίαιη έκρηξη που την έκανε κομμάτια σαν να ήταν γυαλί, αστραφτερά διαμαντένια ψήγματα ηδονής που πετούσαν κι αιωρούνταν, ώσπου την καταπόντισαν, αφήνοντάς την ξέπνοη, μισοαναίσθητη σχεδόν στο αμμουδερό δάπεδο μιας σκοτεινής σπηλιάς στην καρδιά της ερήμου. Ο Τζαμίλ την τράβηξε στην αγκαλιά του, την κράτησε σφιχτά, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, φιλώντας το λαιμό της, απολαμβάνοντας τα σκιρτήματα του κορμιού της, τους ηδονικούς απόηχους του οργασμού της, βαθιά ικανοποιημένος που της είχε χαρίσει αυτό το δώρο, ενώ πάλευε με την αρχέγονη ανάγκη του να της δώσει περισσότερα. Ο ανδρισμός του ήταν σκληρός, οδυνηρά βαρύς. Όλο το κορμί του ήταν άκαμπτο από την ανάγκη, παλλόταν από προσμονή, πονούσε από τη στερημένη ηδονή. Η Κάσι, μισοναρκωμένη, λιγωμένη, απαλή και απίστευτα επιθυμητή στην κατάσταση που βρισκόταν, ήταν απόλυτα ενδοτική. Τα δάχτυλά της γαντζώνονταν στο χιτώνα του, το κορμί της κολλούσε στο δικό του. Η στύση του πιεζόταν απαιτητικά πάνω της. Το στόμα της, τα χείλη της ήταν απαλά στο λαιμό του. Λαχταρούσε να νιώσει το γυμνό της δέρμα πάνω στο δικό του. Και ήξερε πως το ήθελε κι εκείνη. Αλλά το ήθελε εξαιτίας αυτών που είχαν προηγηθεί. Κι εκείνος είχε δώσει μια υπόσχεση στον εαυτό του, όπως και σ’ εκείνη: μαζί του θα ήταν ασφαλής. Αρκετά ως εδώ. Έπρεπε να είναι αρκετά. Ο Τζαμίλ προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά η Κάσι διαμαρτυρήθηκε μουρμουριστά και κούρνιασε ακόμα πιο κοντά του. Κι εκείνος δεν άντεχε να βάλει τέλος στην επαφή, όχι ακόμα. «Κοιμήσου», της ψιθύρισε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, «κοιμήσου». Εκείνη μουρμούρισε τ’ όνομά του νυσταγμένα, αλλά χωρίς άλλη
διαμαρτυρία. Και κοιμήθηκε. Έξω από τη σπηλιά, η αμμοθύελλα λυσσομανούσε. Μ έσα στη σπηλιά, ο Τζαμίλ περίμενε να κοπάσει μια διαφορετική θύελλα. Και πήρε πολλή, πάρα πολλή ώρα... ***
Ξύπνησε στην αγκαλιά του. Για μερικές υπέροχες στιγμές, φοβόταν ακόμα και ν’ αναπνεύσει για να μην τον ενοχλήσει. Η Κάσι επέτρεψε στον εαυτό της ν’ αναρωτηθεί πώς θα ήταν να ξυπνάει στην αγκαλιά του κάθε πρωί. Να νιώθει το κορμί της κολλημένο στο δικό του έτσι κάθε μέρα. Πώς θα ήταν, αλήθεια; Και πώς θα ήταν αν της είχε κάνει πραγματικά έρωτα; Θα ήταν ακόμα πιο υπέροχα; Ήταν δυνατό να νιώσει μεγαλύτερη ευδαιμονία; Δεν έπρεπε να νιώθει μάλλον το αντίθετο; Όχι. Δεν το μετάνιωνε και δε θα επέτρεπε στον εαυτό της να νιώσει ντροπή. Αυτό που είχε συμβεί ήταν υπέροχο. Παρα πάνω από υπέροχο. Δε θ’ άφηνε ν’ αμαυρωθεί αυτή η ανάμνηση, ήταν πάρα πολύ πολύτιμη. Ήταν τόσο σωστό αυτό που είχε νιώσει. Σωστό; Μ α πως, δεν μπορεί να ήταν σωστό! Έπρεπε να είναι λάθος — όλες οι αρχές της ανατροφής της αυτό έπρεπε να της λένε! Κι αν δεν το έλεγαν ακόμα, θα το έκαναν σύντομα. Πολύ σύντομα. Μ όλις θ’ άφηνε πίσω της αυτή την ονειρώδη εμπειρία κι επέστρεφε στην πραγματική ζωή. Σαν γκουβερνάντα της κόρης του Τζαμίλ κι όχι η... μαιτρέσα του! Η λέξη την έκανε να χαμογελάσει, με την εικόνα της παρακμής που της έφερε στο νου. Αλλά ύστερα το χαμόγελο μαράθηκε. Μ πορεί να μην ήταν ένα βαμμένο πορνίδιο, αλλά σίγουρα έτσι είχε φερθεί, έτσι θα το έβλεπε ο κόσμος, ακόμα κι αν αυτή δεν το
έβλεπε έτσι. Αν το μάθαιναν ποτέ. Κάτι που θα γινόταν σίγουρα, γιατί δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι έβρισκε τον Τζαμίλ ακαταμάχητο. Και τώρα που της είχε γνωρίσει τον υπέροχο κόσμο της ηδονής, θα της ήταν αδύνατο ν’ αρνηθεί την πρόσκλησή του να τον συντροφέψει πάλι εκεί... Και τότε ο κόσμος θα το μάθαινε γιατί θα ήταν γραμμένο φαρδύ πλατύ στο πρόσωπό της για να το διαβάζουν όλοι: Κασσάνδρα Άρμστονγκ, η αμαρτωλή, η πόρνη. Θα ντροπιαζόταν. Θα ντρόπιαζε την οικογένειά της. Και τη Σίλια, γιατί δε θα μπορούσε να μείνει στο παλάτι υπό αυτές τις συνθήκες, να τη βλέπουν όλοι σαν την παλλακίδα του Τζαμίλ. Ούτε θα μπορούσε να συνεχίσει σαν γκουβερνάντα της Λίνα, αφού για να κατέχει αυτή τη θέση έπρεπε, όπως δεν έπαυε να της τονίζει ο Τζαμίλ, να έχει άμεμπτη φήμη. Αλλά στη σκέψη πως θα έφευγε την έπιανε πανικός. Δεν ήθελε να φύγει. Όχι ακόμα. Όχι ακόμα. Όχι ακόμα. Που σήμαινε πως αυτού του είδους οι οικειότητες δεν έπρεπε να επαναληφθούν. Ήταν η πρώτη φορά. Κι η τελευταία. Έπρεπε να είναι. Αποφασισμένη να το χαράξει αυτό στο μυαλό της, η Κάσι έστρεψε το πρόσωπό της στο στήθος του Τζαμίλ κι έτριψε το μάγουλό της στο αδρό τρίχωμά του, ρουφώντας την ερεθιστική μυρωδιά του. Την αποκλειστικά δική του μυρωδιά. Έξω, η θύελλα είχε κοπάσει. Ας μην ξυπνήσει ακόμα, όχι ακόμα, σκέφτηκε, αλλά πάνω στην ώρα ο Τζαμίλ ανακλαδίστηκε. Για μια φευγαλέα στιγμή, τα μπράτσα του σφίχτηκαν γύρω της. Ένιωσε τον ψίθυρο του φιλιού του στην κορφή του κεφαλιού της. Ή έτσι της φάνηκε τουλάχιστον. Κι ύστερα την έσπρωξε μαλακά και σηκώθηκε ισιώνοντας το ρούχο του. «Η θύελλα πέρασε», είπε απότομα πηγαίνοντας προς το στόμιο της σπηλιάς. «Θα ξεκινήσουμε μόλις θα είσαι έτοιμη». Δεν την κοίταξε, ούτε της ξαναμίλησε. Περίμενε έξω όσο
έφτιαχνε κι εκείνη τα ρούχα της —η μικρή απόσταση ανάμεσά τους, λίγα μόλις μέτρα, έμοιαζε, μετ’ από τέτοια οικειότητα, σαν αγεφύρωτο χάσμα. Παρά την απόφασή της να δημιουργήσει μια τέτοια απόσταση, η Κάσι πληγώθηκε. Απορροφημένη από τα δικά της πρωτόγνωρα συναισθήματα, δεν είχε την ευκαιρία ν’ αναλύσει τα δικά του, αλλά τώρα συνειδητοποιούσε πως δεν είχε ιδέα. Το πρόσωπό του ήταν απαθές. Τα παντζούρια είχαν κλείσει. Είχε νιώσει άραγε κάτι; Έξω, η έρημος έμοιαζε να έχει αλλάξει πρόσωπο. Καινούριες θίνες είχαν σχηματιστεί εκεί που δεν υπήρχαν πριν, επίπεδη άμμος κυμάτιζε εκεί όπου άλλοτε υπήρχαν αμμόλοφοι. Ένα τοπίο τόσο αλλοιωμένο όσο και τα αισθήματά της, τόσο ξένο όσο ο Τζαμίλ. Καθισμένη ιππαστί στον μαύρο επιβήτορα μπροστά του, με την πλάτη της να πιέζεται στο στήθος του, με το μπράτσο του γύρω από τη μέση της, κοίταζε ολόγυρα σαστισμένη. «Πώς ξέρεις ποιο δρόμο θα πάρεις;» τον ρώτησε, ανακουφισμένη που μπόρεσε να σπάσει τη δυσοίωνη σιωπή που είχε πέσει ανάμεσά τους. «Φαίνονται όλα τόσο διαφορετικά». «Όποιος ψάχνει να βρει το δρόμο του στη μετακινούμενη άμμο είναι σαν νεκρός», απάντησε ο Τζαμίλ με φωνή ψυχρή καθώς σπιρούνιζε το άλογό του. «Εγώ προσανατολίζομαι από τ’ αστέρια». Έπεφτε η νύχτα, αλλά ο πεντακάθαρος μετά τη θύελλα ουρανός φωτιζόταν από ένα ολόγιομο σχεδόν φεγγάρι. Καθώς κατευθύνονταν προς την όαση όπου ήταν δεμένη η φοράδα της Κάσι, η σιωπή κοβόταν με το μαχαίρι. Η πνιγηρή ζέστη της μέρας είχε υποχωρήσει, το δείλι έπεφτε γλυκά. Εκτός από τον απαλό ήχο που έκαναν οι οπλές του αλόγου στην άμμο και το περιστασιακό σούρσιμο κάποιου μικρού νυκτόβιου ζώου, βασίλευε απόλυτη σιωπή. Το ταξίδι θα μπορούσε να είναι ό,τι πιο ειδυλλιακό: οι δυο τους πάνω σ’ ένα μαύρο άτι να καλπάζουν στην έρημο κάτω από τ’
άστρα, εκείνη στην αγκαλιά του άντρα που ήταν για μια στιγμή ο πρίγκιπάς της, ο πρίγκιπας της ερήμου. Θα μπορούσε να είναι τόσο ρομαντικό, αλλά η Κάσι είχε τη φοβερή αίσθηση πως αυτό το ταξίδι ήταν ένα σημάδι όχι της ένωσης δυο εραστών, αλλά του χωρισμού τους. Όχι πως ήταν εραστές πραγματικά. Ευχόταν τόσο πολύ να ήταν! Κι όμως δεν έπρεπε να το εύχεται αυτό. Ας ήξερε τι σκεφτόταν εκείνος! Αλλά, πάλι, μπορεί να μην ήθελε να μάθει... Η Κάσι στέναξε αποκαμωμένη. Ο Τζαμίλ έσφιξε το μπράτσο του γύρω της αφηρημένα. Δεν το είχε σχεδιάσει αυτό που είχε συμβεί. Παρά το γεγονός ότι από την πρώτη τους συνάντηση στη σκηνή είχε σταθεί αδύνατο ν’ απαλλαγεί από τον πόθο του για την Κάσι, είχε πετύχει, ως τώρα, τουλάχιστον να τον περιορίσει. Είχε βοηθήσει σε αυτό η θέση που κατείχε η Κάσι στον οίκο του, σαν γκουβερνάντα της κόρης του, σε συνδυασμό με την πεποίθηση ότι η πραγματικότητά της δε θα μπορούσε ποτέ να συμβαδίσει με τη φαντασία του. Τώρα όμως που είχε παραβιάσει το πρώτο και είχε αποδειχτεί πως το δεύτερο ήταν λανθασμένη εντύπωση... τώρα είχαν φουντώσει μέσα του ανοίκεια συναισθήματα, που δεν ήξερε πώς να τα χειριστεί, δεν του είχε ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο. Την ήθελε. Περισσότερο από ποτέ. Η ηδονή που της είχε χαρίσει του είχε δώσει κι εκείνου ηδονή. Ήταν μια παράξενη ικανοποίηση, ακόρεστη, αλλά σίγουρα ικανοποίηση. Ο Τζαμίλ έβρισε τον εαυτό του. Μ ετακινήθηκε στη σέλα προσπαθώντας να δημιουργήσει μια ελάχιστη απόσταση ανάμεσα στο σώμα του και το ερεθιστικά απαλό... πακετάκι που κρατούσε, αλλά του κάκου. Ο ήπιος τριποδισμός του αλόγου έκανε συνέχεια τα υπέροχα, ολοστρόγγυλα οπίσθια της Κάσι ν’ ακουμπούν στην ενοχλητικά επίμονη στύση του. Τι είχε αυτή η εξοργιστική Εγγλέζα και θαρρείς
και κυλούσε μέσα στο αίμα του; Θα μπορούσε να έχει όποια γυναίκα επιθυμούσε, κι όμως τον τραβούσε αυτή εδώ, μια γυναίκα που είχε την ικανότητα να τον σαστίζει, να τον μπερδεύει, να ξεσηκώνει αισθήματα που του είχε πάρει μια ζωή να τα υποτάξει. Ε, λοιπόν, θα έβαζε ένα τέλος. Ήταν καιρός να επαναφέρει την τάξη και τον έλεγχο στη ζωή του. Αρκετά με τούτους τους γελοίους συναισθηματισμούς. Άσχετα από το πόσο την ήθελε, το σίγουρο ήταν πως η Κάσι έπρεπε να παραμείνει αυστηρά εκτός ορίων. Έφτασαν στην Όαση Μ αλντίσι. Η ψαρή φοράδα τούς καλωσόρισε μ’ ένα χρεμέτισμα όταν πλησίασαν. Ο Τζαμίλ ξεπέζεψε και βοήθησε την Κάσι να κατέβει από τη σέλα. Εκείνη μόρφασε σαν έριξε το βάρος της στον χτυπημένο αστράγαλό της, αλλά αρνήθηκε τη βοήθεια του Τζαμίλ. «Θα τα καταφέρω». Ο σουβλερός πόνος από το τραυματισμένο πόδι της την είχε προσγειώσει απότομα στην πραγματικότητα. Η σιωπή του Τζαμίλ έλεγε πολλά. Προαισθανόταν πως ετοίμαζε ένα... λογύδριο και ατσάλωσε τον εαυτό της. «Αυτό που έγινε μεταξύ μας δεν πρέπει να ξανασυμβεί», άρχισε ο Τζαμίλ. Η Κάσι κρέμασε το κεφάλι της για να μη δει εκείνος τα δάκρυα που ξεπήδησαν από τα μάτια της. Ήξερε ότι είχε δίκιο γιατί το είχε σκεφτεί κι εκείνη, αλλά αυτό δεν τη βοήθησε καθόλου, δε μετρίασε τη μαχαιριά της απόρριψης —γιατί έτσι την ένιωσε. «Κάσι, το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε υψώνοντας το πιγούνι της με το δάχτυλό του. «Το ξέρω, το ξέρω», τον διέκοψε τραβώντας το πρόσωπό της. «Το μετάνιωσες πικρά, είμαι σίγουρη». Ο Τζαμίλ δίστασε, ύστερα κούνησε το κεφάλι του. «Δεν το μετάνιωσα, δεν μπορώ».
Η καρδιά της πετάρισε άθελά της. «Ούτε εγώ μπορώ», του είπε αγγίζοντας δειλά το μπράτσο του. Της άρπαξε γερά το χέρι. «Είμαι... Χαίρομαι», συνέχισε εκείνος διαλέγοντας προσεκτικά τα λόγια του, «αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Οι πράξεις μας δεν πρέπει να επαναληφθούν. Το καταλαβαίνεις αυτό, Κάσι;» Του χαμογέλασε με το ζόρι —μάλλον γκριμάτσα ήταν παρά χαμόγελο. «Καταλαβαίνω, Τζαμίλ, απόλυτα. Και θέλω να ξέρεις πως έχω επίγνωση της... τιμής που μου κάνεις με το να μου δείξεις... τόση εμπιστοσύνη. Σε βεβαιώ πως θα βάλω τα δυνατά μου να μην τη διαψεύσω». Γι’ άλλη μια φορά, η προθυμία της να σηκώσει όλο το βάρος της ευθύνης τον συγκίνησε, ενώ οι αλληλοκατηγορίες, που μπορεί να ήταν και δικαιολογημένες, θα τον έκαναν να εξαγριωθεί. «Είμαι σίγουρος γι’ αυτό», της είπε μ’ ένα πικρό χαμόγελο, «αλλά νομίζω πως είναι καλύτερα οι ευγενείς προθέσεις μας να ενισχυθούν από πιο πρακτικές σκέψεις. Υπάρχουν όροι και προϋποθέσεις...» είπε και σκέφτηκε με πικρία πως όλη του η ζωή ρυθμιζόταν από όρους και προϋποθέσεις. «Δεν πρέπει να μένουμε μόνοι οι δυο μας. Κάθε επαφή μας πρέπει να έχει σχέση με τη Λίνα, να γίνεται παρουσία της. Ζητώ να τηρηθούν αυστηρά αυτοί οι όροι. Το καταλαβαίνεις πως είναι για καλό, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά. Απολύτως. Ασφαλώς». Αγνοώντας στωικά το οδυνηρό σφίξιμο στην καρδιά της, η Κάσι πήρε βαθιά ανάσα κι έτεινε το χέρι της. «Στην πατρίδα μου σφίγγουμε τα χέρια όταν κλείνουμε μια συμφωνία». Ο Τζαμίλ της έπιασε το χέρι αλλά, αντί να το σφίξει, του άφησε ένα φιλί. Στον καρπό. Κι ύστερα στην παλάμη. Κι ύστερα σε όλα τα δάχτυλα, ένα ένα. «Δεν είμαι στη χώρα σου, τι κρίμα!» είπε αινιγματικά. «Εσύ όμως είσαι στη δική μου».
Καθώς βολευόταν στη σέλα προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της πως έπρεπε να είναι ευχαριστημένη με τη συμφωνία που μόλις είχε συνάψει —που στο κάτω κάτω τής παραχωρούσε αυτό που εκείνη ευχόταν—, η Κάσι έριξε μια μελαγχολική ματιά στα γαλανά νερά της Όασης Μ αλντίσι. Άλλη μια ευκαιρία για μια βουτιά μέσα στη νύχτα είχε πάει χαμένη. Είχε αρχίσει ν’ αμφιβάλλει αν θα υπήρχε άλλη...
Κεφάλαιο 8
Για δεύτερη φορά στη ζωή του ο Πέρεγκριν Φίντσλεϊ-Μ περκ, μια φορά στο παρελθόν για μια ενοχλητικά σύντομη περίοδο στην Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών και τώρα σαν νεότερος εντεταλμένος στο Βρετανικό Προξενείο του Καΐρου, είχε βρεθεί στην ανεπιθύμητη θέση να βοηθήσει τον εντιμότατο λόρδο Άρμστρονγκ να ξαναβρεί μια από τις θυγατέρες του. Την πρώτη φορά είχε θεωρήσει τον εαυτό του άτυχο, αλλά να του συμβεί και δεύτερη; Ο Πέρεγκριν άρχιζε να πιστεύει πως ήταν καταραμένος. «Ο ευλογημένος, ήταν ανάγκη να έχει τόσες κόρες; Και καλά, τις έχει, δεν είναι ικανός να τις κρατήσει πιο κοντά στην πατρίδα; Δεν καταλαβαίνω», μουρμούρισε ο λόρδος Γουίνστερ, ο γενικός πρόξενος, γνωστός στον Χένρι Άρμστρονγκ και στους άλλους συμμαθητές του στο Χάροου ως Γουίνσι. «Πρώτα η απαγωγή της μεγαλύτερης...» «Όχι κι απαγωγή, μιλόρδε», του θύμισε ο Πέρεγκριν ήπια. «Η λαίδη Σίλια κρατήθηκε για τη δική της ασφάλεια στο ανάκτορο της Μ παλιρμά». «Έτσι μου είπες και, για να είμαι δίκαιος, εσύ ήσουν ο άμεσα εμπλεκόμενος», συμφώνησε ο λόρδος Γουίνστερ, «αλλά είμαι σίγουρος, παρά την άκρα μυστικότητα κατόπιν, πως υπήρχε κάτι περισσότερο σ’ αυτή την ιστορία». «Ο γάμος της λαίδης Σίλια με τον πρίγκιπα Ραμίζ ήταν μια
εξαίρετη συμμαχία για το Στέμμα, μιλόρδε», είπε ο Πέρεγκριν διακριτικά. Ήταν αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι το Α’Καντίζ, το πριγκιπάτο του σεΐχη Ραμίζ, ήταν προικισμένο μ’ ένα εξαιρετικά χρήσιμο λιμάνι στην Ερυθρά Θάλασσα, ένα λιμάνι που είχε ήδη αποδειχτεί ανεκτίμητο για το βρετανικό άνοιγμα σ’ ένα πολύ πιο γρήγορο δρόμο για την Ινδία, αλλά ο Πέρεγκριν δεν έλεγε, όπως υποπτευόταν ο λόρδος Γουίνστερ, όλη την αλήθεια. Ακόμα και τώρα, δυο χρόνια μετά το συμβάν, η ανάμνηση του ταξιδιού στην Μ παλιρμά με τον λόρδο Άρμστρονγκ έκανε τον Πέρεγκριν να ιδρώνει. Το ταξίδι του για ν’ αναλάβει τη θέση του στην Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών είχε, μοιραία, διακοπεί από αυτή την υπόθεση και του είχε προσφερθεί ένα πόστο στις διπλωματικές υπηρεσίες σαν ανταμοιβή —το είχε κάνει σαφές ο λόρδος Άρμστρονγκ— για την παρατεταμένη διακριτικότητά του. Κι ο Πέρεγκριν, με τη σειρά του, είχε παραμείνει αμετάπειστα διακριτικός. Δεν είχε μιλήσει ούτε μια φορά, ούτε ακόμα και στα γράμματά του στην αγαπημένη του νταντά, τη Λάλα Χιουζ, για κείνη τη σκηνή στο χαρέμι του παλατιού, ένα γεγονός για το οποίο ο λόρδος Γουίνστερ δεν τον είχε συγχωρέσει. Παρ’ όλο που ο Πέρεγκριν είχε ονειρευτεί τη διπλωματική δόξα στο Κάιρο, στο επίκεντρο των βρετανικών σχέσεων με την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν τα διπλωματικά ρουσφέτια αυτά που τον είχαν συντηρήσει τα τελευταία χρόνια. Ταπεινό ήταν το ξεκίνημά του στο Προξενείο και ταπεινό είχε παραμείνει. Ο Πέρεγκριν ήταν ο ευνοούμενος υποτακτικός του λόρδου Γουίνστερ, που γι’ αυτόν το ρόλο τον αντάμειβε χρησιμοποιώντας τον και σαν στόχο των ευφυών πειραγμάτων του. Πειράγματα από αυτά που συνήθιζαν οι παλιοί μαθητές του Χάροου —όπως μια γουρουνίσια κύστη γεμάτη νερό κάτω από το
μαξιλάρι του, ή την αντικατάσταση του ταμπάκου με πιπέρι— ήταν εξαιρετικά αστεία. Ο Πέρεγκριν υπέμενε αυτά τα καλαμπούρια με καλόβολο χιούμορ —όντας παλιός μαθητής του Χάροου κι αυτός, είχε κάνει, στην πραγματικότητα, μια καριέρα προσφέροντας τον εαυτό του πρόθυμο θύμα στους συμμαθητές του—, αλλά η αλήθεια ήταν πως θα τα δεχόταν ακόμα καλύτερα αν οι ταλαιπωρίες του συνοδεύονταν με το ελάχιστο στοιχείο προόδου στη διπλωματική σταδιοδρομία του. Ο λόρδος Γουίνστερ έπαιζε ταμπούρλο με τα δάχτυλά του στη λουστραρισμένη καρυδένια επιφάνεια του γραφείου του και κοίταζε συνοφρυωμένος την επιστολή που είχε σταλεί εξπρές με τον διπλωματικό σάκο, από τον λόρδο Άρμστρονγκ. «Πέρι, θα πρέπει να πας να μαζέψεις αυτό το ευλογημένο κορίτσι. Βρίσκεται στο Νταρ-ελ-Αμπά, το οποίο ούτε που μπορώ να θυμηθώ πού είναι». Ο Πέρεγκριν σηκώθηκε και μελέτησε τον μεγάλο χάρτη της Αραβίας που ήταν απλωμένος σ’ ένα τραπέζι κάτω από το παράθυρο. «Εδώ, δίπλα ακριβώς από το Α’Καντίζ». «Χμμ... Θα ήταν λογικό να κάνεις μια παράκαμψη, τότε. Να συμβουλευτείς την αδερφή της, τη λαίδη Σίλια». «Μ πορώ να ρωτήσω, μιλόρδε, τι ακριβώς μου ζητείται να κάνω;» ρώτησε ο Πέρεγκριν διστακτικά. Ο λόρδος Γουίνστερ ύψωσε έκπληκτος τα δασιά φρύδια του. «Τι να κάνεις; Δε σου είπα μόλις; Να πας να φέρεις το κορίτσι». «Μ α ποιο κορίτσι; Ο λόρδος Άρμστρονγκ έχει πέντε κόρες». «Τη λαίδη Κασσάνδρα. Τη θυμάσαι σίγουρα. Μ ια μικρή καλλονή, όπως μπορώ να θυμηθώ, παρ’ όλο που έχει μια ροπή στους θεατρινισμούς». Ο Πέρεγκριν χλόμιασε. Η λαίδη Κασσάνδρα ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε γνωρίσει και η πιο... τρομερή. Αυτή τον είχε
πείσει να συνοδέψει την ίδια , τον πατέρα της κι εκείνη τη φοβερή θεία της στην έρημο. Τον είχε πείσει μ’ εκείνα τα πελώρια γαλανά της μάτια κι εκείνα τα τροφαντά, λαχταριστά... Κοκκίνισε, έβηξε και πήγε και στάθηκε στη σκιά του τραπεζιού με τον χάρτη. «Η λαίδη Κασσάνδρα... Πώς... Τι...;» Ο λόρδος Γουίνστερ χασκογέλασε. «Κλείστηκε στο χαρέμι του σεΐχη αλ Ναζάρι, ή έτσι φαντάζεται τουλάχιστον ο Χένρι. Δεν πιστεύω λέξη, αν και, αν ήμουν εγώ σεΐχης και βρισκόταν στο παλάτι μου... τέλος πάντων, είμαι σίγουρος πως ο Χένρι υπερβάλλει. Δεν είναι ανάγκη να σου πω πως, αν δεν υπερβάλλει, απαιτείται η μέγιστη διακριτικότητα. Ο Χένρι την προορίζει για έναν από τους προστατευόμενους του Ουέλινγκτον και φυσικά δε θέλουμε να σπιλωθεί η ηθική της. Ή τουλάχιστον», πρόσθεσε μ’ ένα χάχανο, «αν έχει... δε θέλουμε να φτάσει λέξη στο Μ πλάιτι. Μ ε κατάλαβες, Πέρι;» Ο Πέρεγκριν τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Ωραία. Υποθέτω πως θα θέλεις να φύγεις αμέσως», είπε ο Γενικός Πρόξενος τρίβοντας τα χέρια του, μια κίνηση που θύμισε στον Πέρεγκριν τον Πόντιο Πιλάτο. Ήταν μια κίνηση που της είχε αδυναμία ο λόρδος Γουίνστερ. Ύστερα χτύπησε την πλάτη του Πέρεγκριν, καθησυχαστικά τάχα, του έδωσε την επιστολή του λόρδου Άρμστρονγκ και βγήκε προς αναζήτηση ενός... αναψυκτικού, με τη μορφή του τελευταίου φορτίου πόρτο που είχε φτάσει με τον διπλωματικό σάκο από τη Λισαβόνα. Μ όνος στο γραφείο, ο Πέρεγκριν σωριάστηκε στην άβολη επίχρυση καρέκλα, αντίκρυ στο γραφείο του λόρδου, και διάβασε προσεκτικά το γράμμα. Και τον έπιασε απελπισία. Άδραξε με τις ιδρωμένες παλάμες του τ’ αλειμμένα με πομάδα τσουλούφια του και αρπάχτηκε από τη μοναδική σανίδα σωτηρίας που μπόρεσε να σκεφτεί. «Η λαίδη Σίλια», μουρμούρισε, ελπίζοντας πως θα ήταν η
απάντηση στις προσευχές του. ***
Όταν επέστρεψαν στο Νταρ, η Κάσι κι ο Τζαμίλ τήρησαν αυστηρά τους κανόνες της συμφωνίας τους. Επιφανειακά τουλάχιστον, φάνηκε να λειτουργεί. Η Κάσι σκεφτόταν τη ζωή στο παλάτι του Νταρ σαν ένα περσικό χαλί —η επιφάνεια παρίστανε την καθημερινή ζωή τους, αλλά από κάτω τα υφάδια ήταν τεντωμένα και πλεγμένα με τα πολύχρωμα νήματα του πόθου. Και τότε μάλωνε τον εαυτό της για τις ρομαντικές ευαισθησίες της και συγκεντρωνόταν στο έργο που είχε αναλάβει. Εξακολουθούσε ν’ απολαμβάνει την κάθε μέρα που περνούσε με τη Λίνα, που η νεοαποκτηθείσα δίψα της για μάθηση συναγωνιζόταν τον ενθουσιασμό της για την ιππασία με το αγαπημένο της πόνι, με τη συντροφιά φυσικά του λατρεμένου της μπάμπα. Η Λίνα ήταν μια μαθήτρια αντάξια των κόπων της δασκάλας της. Ήταν πάντα σε υπερδιέγερση και η διάθεσή της πάντα άστατη, αλλά με τη σωστή ισορροπία σωματικής και πνευματικής άσκησης οι μέρες που οι φωνές και τα πείσματά της τράνταζαν τα διαμερίσματά της ανήκαν πια στο παρελθόν. Όλοι στο παλάτι σχολίαζαν την αλλαγή της, κι ενώ ο Χαλίμ αρνιόταν να το αναγνωρίσει στην Κάσι, προτιμώντας να το αποδώσει στο χρόνο που περνούσε ο κύριός του με την κόρη του, ο Τζαμίλ δεν ήταν καθόλου φειδωλός στο θαυμασμό του για τα ταλέντα της Κάσι ως γκουβερνάντας. Είχε επιτρέψει μάλιστα και σε μια επιλεγμένη συντροφιά μικρών κοριτσιών να επισκέπτονται το παλάτι. Η Λίνα αποκτούσε φίλες, επιτέλους. Η Κάσι έπρεπε να είναι ευχαριστημένη, ενθουσιασμένη που είχε τύχει τέτοιας υποστήριξης από έναν άντρα που τα στάνταρ του για
το καθετί ήταν πολύ υψηλά. Είχε αποδείξει την αξία της, όπως ακριβώς το ήλπιζε. Ο πατέρας της, η θεία Σοφία και ακόμα κι η Σίλια θα εντυπωσιάζονταν. Αλλά η ικανοποίηση που θα έπρεπε να της δώσει το επίτευγμά της δεν την άγγιζε καθόλου. Δεν έβλεπε ποτέ τον Τζαμίλ, παρά μόνο όταν ήταν κι άλλοι παρόντες. Δεν ήταν ποτέ μόνοι. Εκείνος επισκεπτόταν την αυλή της Σεχραζάντ μόνο όταν ήταν σίγουρος πως θα ήταν κι η Λίνα εκεί. Της έλειπαν οι συζητήσεις τους και τα γέλια τους κι οι βόλτες τους με το άλογο. Της έλειπε τρομερά και, όσες φορές κι αν θύμιζε στον εαυτό της πως ήταν για καλό, κάθε μέρα της έλειπε περισσότερο. Ο Τζαμίλ υπήρξε, για μερικές πολύτιμες στιγμές εκεί έξω στην έρημο, ο εραστής της, και τώρα της ήταν ένας άγνωστος. Δεν ήταν δίκαιο. Δεν ήταν σωστό. Κι όμως οτιδήποτε άλλο θα ήταν λάθος. Οι συγκρουόμενες σκέψεις έδιναν μάχη στο κεφάλι της διεκδικώντας την προσοχή της. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, τον σκεφτόταν συνέχεια, έκανε υποθέσεις με σκανδαλιστικές λεπτομέρειες για το ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί οι πολλοί τρόποι για να χαρίσεις ηδονή που της είχε αναφέρει. Όπως και για τους πολλούς τρόπους να την πάρεις κι εσύ. Αλλά αυτές οι σκέψεις θα έμεναν μόνο στα όνειρά της. Ανήσυχη, ανικανοποίητη, περνούσε πολλές ώρες βηματίζοντας γύρω γύρω στην αυλή τις αστροφώτιστες ώρες της νύχτας. Κι ο Τζαμίλ βημάτιζε τη νύχτα στη δική του αυλή. Σκεφτόταν την Κάσι περισσότερο απ’ όσο πίστευε πως θα μπορούσε να σκεφτεί άνθρωπο. Αυτός, που δεν είχε ποτέ ως τώρα προβλήματα ν’ αρνηθεί κάτι στον εαυτό του, παράδερνε πλέον σε μια τρικυμισμένη θάλασσα ανάγκης, στέρησης και ανικανοποίητου πάθους. Τα ίδια επιχειρήματα που στροβιλίζονταν στο κεφάλι της Κάσι έφερναν αναστάτωση στο ορθολογισμένο μυαλό του. Έπιανε τον
εαυτό του να κοιτάζει το κενό στη μέση μιας σύσκεψης με το Συμβούλιό του. Όταν ξεκινούσε για την αίθουσα του θρόνου, για τους στάβλους ή τη δική του αυλή, συνειδητοποιούσε ότι κοντοστεκόταν έξω από την πόρτα που οδηγούσε στη σχολική τάξη, λες και τα πόδια του είχαν δική τους βούληση, λες και το κορμί του συνωμοτούσε ενάντια στις προσπάθειές του ν’ αποδιώξει την ανάγκη του. Ήξερε πως ο Χαλίμ ανησυχούσε γι’ αυτόν. Μ α κι ο ίδιος ανησυχούσε για τον εαυτό του. Δεν είχε λύση, εκτός από το να μείνει σταθερός με την ελπίδα πως θα του περνούσε, με την παρηγοριά πως τουλάχιστον η Κάσι θα το είχε ξεχάσει, αλλά για ένα διεστραμμένο λόγο αυτή η σκέψη δεν τον παρηγορούσε καθόλου. Για κάποιο λόγο, του φαινόταν απαράδεκτο, αδιανόητο, ότι μπορεί εκείνη ν’ αδιαφορούσε, κι όμως έτσι έπρεπε να είναι. Δεν είχε συνειδητοποιήσει, ώσπου τη στερήθηκε, πόσο πολύ απολάμβανε τη συντροφιά της. Η Κάσι ήταν πνευματώδης, θελκτική και, κυρίως, δεν ήταν ποτέ προβλέψιμη. Άλλες φορές τον έκανε να γελάει κι άλλες τον έκανε να θυμώνει, όταν διαφωνούσε μαζί του μόνο και μόνο για να δει πώς θ’ αντιδρούσε εκείνος, αλλά του άρεσε κι αυτό. Παρ’ όλο που του φερόταν με απόλυτο σεβασμό τις σπάνιες φορές που ήταν μαζί με άλλους, όταν ήταν μόνοι δε φοβόταν να του ζητήσει εξηγήσεις. Δε θ’ ανεχόταν αυτό που αποκαλούσε, όπως του είχε ομολογήσει, κουρσάρικη συμπεριφορά από την πλευρά του. Δεν είχε ποτέ του ένα φίλο, ένα πραγματικό σύντροφο, ούτε και ήθελε να έχει κάποιον. Ως γυναίκα, η Κάσι δεν μπορούσε να καλύψει αυτόν το ρόλο, αλλά ήταν ακριβώς σε αυτόν το ρόλο που του έλειπε. Αν κι όχι μόνο σ’ αυτόν. Την ήθελε και σε άλλους ρόλους, διαφορετικούς...
***
Έπεσε πάνω της μια μέρα καθώς εκείνη έκανε τον περίπατό της στον κήπο με τις τριανταφυλλιές. Τα χρυσά μαλλιά της, στιλπνά από τον ήλιο, ήταν μαζεμένα σ’ έναν απλό κότσο στην κορφή του κεφαλιού, δυο μακριές μπούκλες έπεφταν ως τους ώμους της και μερικά άτακτα τσουλουφάκια χάιδευαν το μέτωπό της. Όπως συνήθως, όταν ήταν μόνη, είχε το κεφάλι της ακάλυπτο. Το φόρεμά της, σε απαλό λεμονί μ’ ένα λευκό φουλάρι δεμένο στη μέση της, αναδείκνυε τέλεια τις καμπύλες της. Ο ήλιος είχε δώσει μια ζεστή λάμψη στην ωχρή, εγγλέζικη επιδερμίδα της, ενώ στη μύτη της σκορπίζονταν μερικές χαριτωμένες φακίδες. Ο Τζαμίλ την παρατηρούσε κρυμμένος πίσω από μια κολόνα του περιστυλίου. Αλαφροπατούσε με χάρη στις αλέες ανάμεσα στις πρασιές με τις τριανταφυλλιές, σκύβοντας κάθε τόσο να μυρίσει ένα λουλούδι. Το έκανε αυτό όπως έτρωγε, κλείνοντας τα μάτια, μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στα κοραλλένια χείλη της, χωρίς να έχει ιδέα πως την παρακολουθούσαν. Κινιόταν με την αισθησιακή χάρη χορεύτριας. Κι ήταν τόσο θελκτική που εκείνος ήταν αδύνατο να μη διεγερθεί βλέποντάς τη να κινείται σαν να πετούσε ανάμεσα στα λουλούδια, επισκιάζοντάς τα με την ομορφιά της, όχι όπως το ρόδο της Αγγλίας, αλλά κάτι άλλο πολύ πιο εξωτικό. Ο ανδρισμός του σκίρτησε και σκλήρυνε. Ένα άγαλμα του Ρα, του Αιγύπτιου Θεού του Ήλιου, στεκόταν στο κέντρο μιας πρασιάς όπου οργίαζαν τα ροζ και τα κίτρινα τριαντάφυλλα, ένα δώρο στη μητέρα του από τους συγγενείς της. Εκεί, η Κάσι σταμάτησε και συμβουλεύτηκε κάτι που έμοιαζε με μια δέσμη χαρτιά. Την είδε έκπληκτος να ρίχνει πίσω το κεφάλι της, να κοιτάζει στα μάτια τον μαρμάρινο θεό και ν’ απλώνει το μπράτσο της σε μια δραματική κίνηση, σαν να βρισκόταν στη
σκηνή. Ήταν σαφώς στην «απόλυτα κασσανδρική διάθεσή της», έτσι του είχε πει μια φορά, γελώντας, πως την αποκαλούσε η αδερφή της η Σίλια. Ο Τζαμίλ, με κεντρισμένη την περιέργεια, έκανε το γύρο του περιστυλίου ώσπου βρέθηκε πίσω της και πλησίασε αλαφροπατώντας για ν’ ακούσει καλύτερα την παράσταση. Για την Κασσάνδρα, επί τη ευκαιρία, που δέχτηκε το χέρι μου, απήγγειλε η Κάσι. Και για μια στιγμή, εγκαταλείποντας την πόζα της, απευθύνθηκε στο άγαλμα με την κανονική φωνή της. «Αν δεν το είχα δεχτεί, τότε ίσως μέσα στη δυστυχία του ο Ογκάστας να είχε εμπνευστεί και να είχε γράψει κάτι καλύτερο». Καθάρισε το λαιμό της και άρχισε πάλι.
Θελκτικέ δεσμώτη, τη λιπόψυχη καρδιά μου κρατάς Στην πιο υπέροχη φυλακή, απ’ όπου πηγάζει η αγάπη. Τα κάγκελα που με κρατούν από τούλια είναι φτιαγμένα Με χειροπέδες ομορφιάς τα σφυρά μου είναι δεμένα.
Η Κάσι χαχάνισε. «Ο καημένος ο Ογκάστας, είναι απαίσιο, πραγματικά», είπε στον Ρα. «Δεν παραξενεύομαι που δείχνεις τόσο... μουτρωμένος. Ετοιμάσου ν’ ακούσεις κι άλλα».
Παγιδευμένος στο κελί μου από την αγκαλιά σου
Της λευτεριάς μου το κλειδί είναι το γλυκό πρόσωπό σου. Καταδικασμένος ισόβια θα είμαι, μια ζωή κοντά σου Όταν νύφη θα σε πάω στην εκκλησιά, Κασσάνδρα Άρμστρονγκ.
Τέλειωσε με μια βαθιά υπόκλιση. Ο Τζαμίλ, που στεκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα, αγωνιζόταν να συγκρατήσει τα γέλια του, αντιστεκόταν στην παρόρμησή του να χειροκροτήσει, επειδή ήθελε να δει τι θα έκανε στη συνέχεια —αντιλαμβανόταν ότι αυτό δεν ήταν απλά μια παράσταση, αλλά μια τελετουργία. Η Κάσι σηκώθηκε από τη γονυκλισία γνέφοντας μεγαλόπρεπα στο θεό του ήλιου. «Θα σου τα διάβαζα όλα, αλλά, ξέρεις κάτι, δεν το αντέχω και δε βλέπω για ποιο λόγο να τα υποστείς κι εσύ», είπε στο άγαλμα. Κούνησε τη δέσμη των χαρτιών, που ο Τζαμίλ μπορούσε να δει τώρα πως ήταν πάρα πολλά ποιήματα γραμμένα με τα ίδια... ορνιθοσκαλίσματα. Η Κάσι έπιασε το πρώτο και άρχισε να το σκίζει σε λωρίδες πρώτα κι ύστερα σε κομματάκια. «Πετάξτε στους πέντε ανέμους», απήγγειλε. «Φύγετε, φαντάσματα, φύγετε». Και με μια θεαματική κίνηση πέταξε τα σκισμένα ποιήματα στον αέρα, κάνοντας μια γρήγορη χορευτική στροφή, και τότε βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Τζαμίλ. «Ω! Μ ου έκοψες το αίμα!» Το πρόσωπό της έγινε κατακόκκινο. «Πόση ώρα είσαι εδώ;» «Αρκετή για να διαπιστώσω ότι ο Ογκάστας σου δεν ήταν μόνο ένας ελεεινός άντρας, αλλά κι ένας ασήμαντος ποιητής». «Ξέρεις, Τζαμίλ, τώρα πια χαίρομαι πραγματικά που με παράτησε. Σκέψου να ήμουν αναγκασμένη ν’ ακούω τέτοιες
γλυκανάλατες σαχλαμάρες κάθε πρωί με το πρώτο φλιτζάνι τσάι». «Θα ήταν τραγικό, όντως, αν και θα σκεφτόμουν πώς ένα τόσο ρομαντικό πλάσμα σαν κι εσένα θα ήταν ευτυχισμένο ν’ ακούει ποιήματα όλες τις ώρες της μέρας». Η Κάσι του έριξε μια λοξή ματιά κάτω από τις βλεφαρίδες της. Αν δεν ήξερε καλύτερα, θα έλεγε πως τη φλέρταρε. Και πώς θα μπορούσε να μη γοητευτεί εκείνη, τόσο όμορφος που ήταν, τόσο ρομαντικό που ήταν το σκηνικό... «Σωστά, αλλά εξαρτάται από την ποιότητα της ποίησης». «Ελπίζω αυτό να το βρεις του γούστου σου», είπε ο Τζαμίλ παίρνοντάς τη με μια θεατρική κίνηση στην αγκαλιά του. «`Να σε συγκρίνω με μια μέρα θερινή; Εσύ είσαι πιο όμορφη και πιο θερμή’. Στίχοι του δικού σας Σαίξπηρ, αλλά θα μπορούσαν να είναι γραμμένοι για σένα, ωραία Κασσάνδρα». Τη φίλησε —ένα σύντομο φιλί, υποτίθεται, ένα φιλί σαν αυτά που δίνουν οι ηθοποιοί στη σκηνή—, αλλά το άγγιγμα των χειλιών της, τόσο ζεστά και απαλά που ήταν, άναψε φωτιά μέσα του. Τη σήκωσε ψηλά, την έσφιξε στην αγκαλιά του και συνέχισε να τη φιλάει με πάθος. Κι εκείνη, μ’ ένα σιγανό αναστεναγμό, έδεσε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του και του αντιγύρισε το φιλί με την ίδια θέρμη. Η μεθυστική μυρωδιά των ρόδων που αναδιδόταν καθώς τα ρούχα τους άγγιζαν τα πέταλά τους, ο καυτός ήλιος της ερήμου που πύρωνε από πάνω τους, η πικρόγλυκη γεύση του απαγορευμένου, έδιναν στα φιλιά τους μια ρομαντική αίσθηση. Τα χείλη τους ρουφούσαν άπληστα, γιατί ήξεραν πως δε θα ξανάπιναν από αυτή την πηγή. Φιλήθηκαν ξανά και ξανά, ώσπου στο τέλος ο Τζαμίλ έκανε ένα βήμα πίσω. Ανέπνεε βαριά. Το πρόσωπό του ήταν φλογισμένο, τα μάτια του έκαιγαν, σκούρα, χρυσαφένια. «Για ν’ αναφέρω άλλον έναν ποιητή σας», είπε βραχνά. «`Αφού δεν υπάρχει βοήθεια, έλα, ας φιληθούμε κι ας χωριστούμε’».
«`Όχι, είμαι χαμένη’», συμπλήρωσε η Κάσι μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο, «`δε θα πάρεις άλλο από μένα’». Και μαζεύοντας τις φούστες της, έφυγε με βήμα σβέλτο από τον κήπο. Η βαριά πόρτα σφάλισε πίσω της. Ο Τζαμίλ στάθηκε ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, ακίνητος κι απαθής σαν το άγαλμα του Ρα. Στο έδαφος, απαρατήρητα μέσα στην πύρα του πάθους, τα σκισμένα υπολείμματα των ποιημάτων του Ογκάστας στροβιλίζονταν άσκοπα στην αύρα. ***
Ήταν η εποχή της ετήσιας τελετής των Παρακλήσεων, η παραδοσιακή παροχή ελεημοσύνης στις νομαδικές φυλές. Η βδομάδα στην έρημο, ανάμεσα στο λαό του, κατά την οποία έλυνε τις διαφορές τους και λειτουργούσε σαν μεσολαβητής στις γαμήλιες διαπραγματεύσεις ήταν συνήθως μια από τις πιο αγαπημένες περιόδους του χρόνου για τον Τζαμίλ, αλλά τούτη τη φορά έπιανε τον εαυτό του ανίκανο να συγκεντρωθεί, να εύχεται να βρισκόταν πίσω στο παλάτι. Του έλειπε η Λίνα. Του έλειπε η Κάσι περισσότερο —πολύ περισσότερο, κι αυτό ήταν πολύ κακό για την ψυχική του ηρεμία. Αναρωτιόταν αν της έλειπε κι εκείνος και μάλωνε τον εαυτό του που έκανε αυτές τις γλυκανάλατες σκέψεις, αλλά ήταν αδύνατον να τις εξορίσει από το μυαλό του. Το πρόσωπό της πλανιόταν μπροστά του κάθε νύχτα, καθώς βυθιζόταν σ’ έναν ανήσυχο ύπνο. Το κορμί του πονούσε από ανεκπλήρωτους πόθους. Στη μέση μιας σκηνής κατάμεστης από ευγνώμονες φυλάρχους, στη μέση μιας τελετής γύρω από τη φωτιά, στην ύπαιθρο, τριγυρισμένος από τον αφοσιωμένο λαό του που δεν έκρυβε τη λατρεία του στο πρόσωπό του, ο Τζαμίλ αισθανόταν μόνος του. Τον είχε κουράσει να είναι πρίγκιπας, να
τα βλέπει όλα, να είναι ο παντογνώστης ηγέτης. Η Κάσι, μόνο η Κάσι τον έβλεπε σαν άντρα. Σαν άντρα με ψεγάδια. Δεν ήταν αήττητος, και είχε αρχίσει ν’ αναρωτιέται γιατί κάποτε φιλοδοξούσε να γίνει. Συναισθήματα, διακαείς επιθυμίες, καταπιεσμένα αισθήματα που δεν είχε συνειδητοποιήσει πως υπήρχαν, άρχιζαν να βγαίνουν στην επιφάνεια, σαν να είχαν πέσει σε χρόνια χειμερία νάρκη και τώρα ξυπνούσαν βλεφαρίζοντας θαμπωμένα από το φως, αναζητώντας μια φωνή. Αλλά ήταν μια φωνή που μόνο η Κάσι μπορούσε ν’ ακούσει, κι έτσι έμενε βουβή. Κι η σιωπή τον πλήγωνε. Η Κάσι του έλειπε. Αντιλαμβανόταν πως μόνο εκείνη μπορούσε να τον ηρεμήσει. Απ’ ό,τι κι αν ήταν αυτό που τον έθλιβε και τον ταλαιπωρούσε. Επιστρέφοντας στο Νταρ, με τη δροσιά του σούρουπου, η πρώτη του σκέψη ήταν να τη βρει, αλλά ξέροντας πως η κόρη του θα είχε πλαγιάσει ήδη και συνεπώς η Κάσι δε θα μπορούσε να παίξει το ρόλο της «συνοδού» της που της είχαν φορτώσει εν αγνοία της, ο Τζαμίλ αντιστάθηκε στην παρόρμησή του με μεγάλη δυσκολία. Η συμφωνία που είχαν επιβάλει κι οι δυο στους εαυτούς τους είχε αποδειχτεί σκέτη αγωνία. Η αλήθεια ήταν, και το ήξερε, πως θα χρειαζόταν ο ελάχιστος πειρασμός για να τη σπάσει. Κι η καθαρή αλήθεια ήταν πως ευχόταν να βρεθεί κάτι ή κάποιος να βάλει αυτό τον πειρασμό στο δρόμο του. Κουρασμένος, ξεκίνησε να πάει προς το χαμάμ, αν κι ευχόταν να πάρει την αντίθετη κατεύθυνση. Ένα χαλαρωτικό ατμόλουτρο ήταν αυτό που είχε ανάγκη. Ή τουλάχιστον, αν όχι αυτό που είχε ανάγκη, αυτό που μπορούσε να έχει. Παρ’ όλο που η κάθε αυλή στο κύριο κτίσμα του παλατιού είχε τα δικά της λουτρά, το χαμάμ στεγαζόταν σ’ ένα ξεχωριστό οίκημα. Αποτελούνταν από μια σειρά συνεχόμενα δωμάτια, το καθένα με θολωτή στέγη. Μ όνο το πρώτο, το αποδυτήριο, είχε παράθυρα
ψηλά στους τοίχους. Τα υπόλοιπα ήταν εντελώς κλειστά. Ο Τζαμίλ έδιωξε ανυπόμονα τους υπηρέτες που κανονικά επέβλεπαν το τελετουργικό του λουτρού, έβγαλε τα ρούχα του και κατευθύνθηκε γυμνός στο θερμό δωμάτιο. Η πισίνα, ένας μεγάλος λουτήρας επενδυμένος με πλακάκια και κρύο νερό που ανανεωνόταν διαρκώς από μια πηγή βαθιά στο υπέδαφος, είχε σχήμα οκταγώνου και καταλάμβανε το κέντρο του δωματίου. Ο Τζαμίλ, παραβλέποντας τα σκαλοπάτια, βούτηξε στα παγωμένα βάθη της, απολαμβάνοντας το σοκ καθώς το κρύο νερό τύλιγε το κορμί του κόβοντάς του την ανάσα. Αναδύθηκε τουρτουρίζοντας και ρίχτηκε σ’ ένα από τα μαρμάρινα κρεβάτια που ήταν διάσπαρτα στο δωμάτιο μαζί με μικρές γούρνες με χρυσούς κρουνούς, χτισμένες σε εσοχές γύρω στους τοίχους. Ξάπλωσε μπρούμυτα, έκλεισε τα μάτια και άφησε τον ατμό να τον τυλίξει και τη ζέστη του να τον νανουρίσει, να τον βυθίσει σε μια γλυκιά νάρκη που την είχε τόσο ανάγκη. ***
Ήταν ιδέα της Λίνα να φτιάξει η γκουβερνάντα της κάποια ριχτά, άνετα ρούχα, πιο κατάλληλα για το κλίμα της ερήμου. Η Κάσι, που είχε βαρεθεί τα εγγλέζικα ρούχα της κι ιδίως τα εγγλέζικα εσώρουχά της, τα οποία κολλούσαν πάνω της από τον ιδρώτα και την έσφιγγαν αφόρητα, άλλο που δεν ήθελε να κάνει μια επιδρομή στο σουκ για υφάσματα, συνοδευόμενη από μια από τις υπηρέτριες της Λίνα. Δεν ήξερε αν το ενέκρινε ο Τζαμίλ, αλλά δεν ήταν εδώ για να τον ρωτήσει. Η απουσία του, μια ολόκληρη βδομάδα, για την τελετή των Παρακλήσεων, έπρεπε να ήταν μια ανακούφιση, μια περίοδος στοχασμού και περισυλλογής, καθώς και αποδοχής των ορίων που συγκρατούσαν τη σχέση τους, αλλά όσο κι αν
προσπάθησε —και πόσο είχε προσπαθήσει!— δεν είχε αποτέλεσμα. Όσο προσπαθούσε να μην τον σκέφτεται, τόσο περισσότερο τον σκεφτόταν. Όσο έλεγε στον εαυτό της με αυστηρότητα πως ήταν λάθος να συλλογίζεται τέτοια πράγματα, τόσο περισσότερα ξεπηδούσαν με επίμονη, διεγερτική διαύγεια στα όνειρά της. Του κάκου έφερνε στο νου της τα λόγια της θείας Σοφίας. Η Κάσι ντρεπόταν να το ομολογήσει: όσα είχαν συμβεί στη σπηλιά είχαν αλλάξει για πάντα τη ζωή της. Δεν μπορούσε πια να τα αγνοήσει. Και δεν μπορούσε, όσο κι αν πάσχιζε, να μη θέλει να μάθει κι άλλα. Ό,τι είχε γίνει, δεν... ξεγινόταν. Κι ήταν σίγουρη πως κι ο Τζαμίλ ένιωθε το ίδιο. Αυτό ήταν το δύσκολο μέρος. Τον έπιανε να την παρατηρεί κάθε τόσο, όταν νόμιζε πως δεν τον πρόσεχε κανείς. Η Κάσι έβλεπε τον γυμνό πόθο στο πρόσωπό του και φούντωνε ολόκληρη. Τον αναγνώριζε αυτό τον πόθο, καθρέφτιζε τον δικό της. Δεν ήταν μόνο αυτή που αρνιόταν τον εαυτό της. Μπορούσε να το κάνει, αλλά πόσο το ήθελε, πόσο το λαχταρούσε, πόσο το ευχόταν να τους ρίξει η τύχη μαζί, μόνους, έστω και για μια μόνο φορά. Δε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί στη μοίρα της. Αλλά, δυστυχώς για την Κασσάνδρα, η μοίρα φαίνεται πως ήταν κουφή στις επιθυμίες της. Όπως συνήθως, όλοι κοιμόνταν εκτός από κείνη. Όπως συνήθως, η Κάσι ήταν ανήσυχη. Κι αφού αποφάσισε να κάνει μια βόλτα στους κήπους του παλατιού, φόρεσε ένα από τα καινούρια σύνολά της για πρώτη φορά. Ένα φαρδύ παντελόνι —η Λίνα της είχε πει πως λεγόταν σαρουάλ ή παντελόνι του χαρεμιού— που ήταν πλισέ στη μέση, με φαρδιά μπατζάκια που μαζεύονταν στους αστραγάλους με μια ομορφοδουλεμένη κοτσίδα πλεγμένη με πέρλες, ήταν από σκούρο μπλε αραχνοΖφαντο ύφασμα που θρόιζε σαγηνευτικά όταν περπατούσε. Πάνω από αυτό το μάλλον τολμηρό κομμάτι, φόρεσε ένα μακρύ μεταξωτό καφτάνι στο
αγαπημένο της θαλασσί χρώμα, με σκίσιμο ως την κορφή των ποδιών για να της επιτρέπει να κινείται άνετα, με μακριά, φαρδιά μανίκια με την ίδια όμορφη κοτσίδα που στόλιζε το σαρουάλ και που έκλεινε μπροστά με μια μακριά σειρά από μικρά μαργαριταρένια κουμπιά. Παντόφλες από μαλακό δέρμα, κι αυτές στολισμένες με μαργαριταράκια, κάλυπταν τα πόδια της. Εκτός από ένα μικρό κομμάτι μεταξωτό, κάτι σαν ξεμανίκωτο πουκάμισο, δε φορούσε τίποτ’ άλλο. Ούτε μεσοφόρι ούτε εσώρουχα ούτε κάλτσες. Είχε αφήσει τα μαλλιά της λυτά, τραβηγμένα πίσω και στερεωμένα μ’ ένα κλιπ από ταρταρούγα, δώρο της Λίνα. Όταν κοιτάχτηκε στους καθρέφτες του μπάνιου της, η Κάσι αντίκρισε ένα εξωτικό πλάσμα, που οι καμπύλες του κορμιού του διαγράφονταν καθαρά μέσ’ από τις απαλές πτυχές των ρούχων, αν και στην ουσία φαινόταν ελάχιστη σάρκα κι η λαιμόκοψη του καφτανιού ήταν πολύ πιο ψηλά από το ντεκολτέ των εγγλέζικων φουστανιών της. Παρ’ όλ’ αυτά, ήξερε πως η θεία Σοφία θα σκανδαλιζόταν, όχι μόνο για την απουσία των εγγλέζικων κορσέδων, αλλά επειδή η έλλειψή τους επέτρεπε στο κορμί της να κινείται ελεύθερα και να γίνεται ακόμα πιο... ορατό καθώς βάδιζε. Πλησίαζε τα όρια του άσεμνου; Η θεία Σοφία αυτό θα έλεγε, σίγουρα, όχι όμως κι η Σίλια —η Σίλια τέτοια ρούχα φορούσε συνεχώς. Κι οι υπηρέτριες της Λίνα, αν και τα δικά τους ρούχα ήταν πιο λιτά, έτσι ντύνονταν, με αυτά τα τρία κομμάτια ρούχα και παντόφλες. Όταν είσαι στη Ρώμη... που λέει κι η παροιμία... Όπως και να ήταν, δε θα την έβλεπε κανείς τέτοια ώρα νυχτιάτικα. Το θέμα ήταν να συνηθίσει τούτη την άγνωστη ενδυμασία, κι αυτό δε θα μπορούσε να γίνει αν αυτά τα καινούρια ρούχα κείτονταν αφόρετα στο σεντούκι στην κάμαρά της. Καθησυχασμένη, η Κάσι άνοιξε την πόρτα της αυλής. Οι φρουροί ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένοι για να δείξουν την όποια
αντίδραση, κι όπως το ήλπιζε, δε συνάντησε κανέναν άλλον. Έχοντας υπόψη της ότι ο κήπος με τις τριανταφυλλιές ήταν απαγορευμένος στο μυαλό της, η Κάσι περιπλανήθηκε στην αντίθετη πλευρά του παλατιού, εκεί που ορθωνόταν ένα κτίσμα με παράξενο σχήμα, τριγυρισμένο από σκιερούς φοίνικες. Η σειρά από μικρά δωμάτια με θολωτή στέγη κέντρισε την περιέργειά της, κι επειδή δεν υπήρχαν φρουροί, συμπέρανε πως θα ήταν κάτι σαν θερινό περίπτερο ή ίσως ένα θερμοκήπιο. Άνοιξε λοιπόν τη μεγάλη πόρτα και μπήκε μέσα. Οι τοίχοι του πρώτου δωματίου δεν ήταν από μάρμαρο, αλλά επενδυμένοι με πλακάκια, σε ρωμαϊκό στυλ, με περίτεχνα ψηφιδωτά που απεικόνιζαν διάφορους θεούς —κάποιους τους αναγνώρισε, άλλους όχι. Οι εικόνες ήταν αυτό που η θεία Σοφία θ’ αποκαλούσε περιπαθείς. Άντρες και γυναίκες περιπλεγμένοι σε διάφορες στάσεις —η Κάσι κοκκίνισε σαν τις περιεργάστηκε με μεγαλύτερη προσοχή. Κι αναρωτήθηκε αν αυτές οι εικόνες ήταν προορισμένες για να διεγείρουν —κάποιες από αυτές της θύμισαν έντονα αυτά που είχε κάνει εκείνη με τον Τζαμίλ. Συνεπαρμένη, εκστασιασμένη τώρα που μπορούσε να δώσει μια μορφή στις δικές της πυρετώδεις φαντασιώσεις, η Κάσι ακολούθησε τις ψηφιδωτές παραστάσεις γύρω γύρω στο δωμάτιο, ανάβοντας όλο και περισσότερο καθώς προσπαθούσε να φανταστεί τον Τζαμίλ να κάνει αυτό ή τον εαυτό της να κάνει εκείνο. Ώσπου να φτάσει εκεί που σταματούσαν, σε μια πόρτα αντίκρυ σ’ εκείνη από την οποία είχε μπει, ήταν φουντωμένη, αναψοκοκκινισμένη όχι μόνο από τη ζέστη που επικρατούσε στο δωμάτιο. Είχε συνειδητοποιήσει πια ότι έπρεπε να βρίσκεται στα ρωμαϊκού τύπου λουτρά που οι ντόπιοι αποκαλούσαν χαμάμ. Δίστασε με το χέρι της στη λαβή της πόρτας, αλλά σκέφτηκε πως ήταν απίθανο να κάνει κάποιος ατμόλουτρο τέτοια ώρα νυχτιάτικα. Εξάλλου δεν υπήρχε
ψυχή, οι υπηρέτες που θα έπρεπε να βοηθούν τους λουόμενους είχαν φύγει κι εκείνη ήθελε να δει και τα υπόλοιπα ψηφιδωτά. Υποπτευόταν πως στο επόμενο δωμάτιο θα είχαν προχωρήσει σε πιο... τολμηρές στάσεις... Προφανώς αυτές που ο Τζαμίλ εννοούσε όταν μιλούσε για «ηδονές». Αν δεν μπορούσε να τις βιώσει, τουλάχιστον θα μπορούσε να καταλάβει... Η πόρτα άνοιξε αθόρυβα. Την έκλεισε πίσω της και στάθηκε μια στιγμή μισοτυφλωμένη από το σύννεφο ατμού που υψωνόταν να συναντήσει τα πιο ψυχρά στρώματα αέρα. Το δωμάτιο ήταν πολύ ζεστό, ο αέρας νοτισμένος, εξαιρετικά υγρός, και φωτιζόταν από λάμπες λαδιού τοποθετημένες σ’ εσοχές στους τοίχους. Το μεταξωτό καφτάνι της άρχισε να κολλάει στο δέρμα της. Δεν τον πρόσεξε αμέσως, γιατί η πισίνα τράβηξε την προσοχή της. Έσκυψε, βούτηξε τα δάχτυλά της στο παγωμένο νερό και δρόσισε λίγο τους κροτάφους της. Σηκώθηκε πάλι ζαλισμένη κάπως από την πνιγηρή ζέστη και τότε είδε κάποιον ξαπλωμένο σ’ ένα μαρμάρινο κρεβάτι. Έναν άντρα. Έναν γυμνό άντρα. Πνίγοντας ένα επιφώνημα τρόμου, η Κάσι έκανε να βγει άρον άρον από το δωμάτιο, όταν ο άντρας ύψωσε το κεφάλι του και κοίταξε προς το μέρος της. Μ άτια φθινοπωρινά. Αδύνατο να μην τ’ αναγνωρίσει, ακόμα και μέσα στο θάμπος που σχημάτιζαν οι ατμοί. «Τζαμίλ!» Την ονειρευόταν και να τη τώρα εδώ, ντυμένη με μετάξια και οργαντίνα, υγρά υφάσματα που κολλούσαν στις λαχταριστές καμπύλες της. Στεκόταν εκεί σαν άγαλμα, με μάτια διάπλατα καρφωμένα πάνω του. Θυμήθηκε πως ήταν γυμνός, εκτός από τη μικρή πετσέτα πάνω στην οποία ξάπλωνε. Τα ρούχα του βρίσκονταν στο αποδυτήριο, οι μεγάλες λουτροπετσέτες φυλάσσονταν στο ζεστό δωμάτιο. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην
τον δει... Η προοπτική δεν τον δυσαρέστησε καθόλου, αντίθετα μάλιστα... Αυτή η σκέψη τον ξάφνιασε γιατί, αν και είχαν θαυμάσει πολλές γυναίκες το κορμί του, ο Τζαμίλ δεν ήταν κανένας ματαιόδοξος. Η Κάσι ήταν χάρμα οφθαλμών, με το δέρμα αναψοκοκκινισμένο και τα υγρά τσουλούφια κολλημένα στο μέτωπό της. Της πήγαινε το καφτάνι. Το σαρουάλ αναδείκνυε τέλεια τα χυτά πόδια της. «Κάσι». Ο πόθος τον άδραξε στα πλοκάμια του. Ήταν εδώ, σαν να του την είχαν στείλει δώρο οι θεοί, ντυμένη για ν’ ανάψει τις αισθήσεις του. Αυτή τη φορά εκείνος δε θ’ αντιστεκόταν —δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί. «Είσαι πανέμορφη». Ένα ρόδισμα απλώθηκε στο ήδη φουντωμένο δέρμα της. Τον κοίταζε σαν μαγνητισμένη. Πριν από λίγα λεπτά μόλις αυτό δεν είχε ευχηθεί; Της είχε δώσει η τύχη αυτή την ευκαιρία; Αν ναι, δε θα ήταν λάθος να την αγνοήσει; «Πρέπει να φύγω», είπε αβέβαιη. «Όχι! Μ η φύγεις. Δε θα μας ενοχλήσει κανείς εδώ. Μ είνε», ο Τζαμίλ της άπλωσε το χέρι του. Ήταν ανίκανη να κινηθεί, έτσι κι αλλιώς. Τα πόδια της θαρρείς κι είχαν βγάλει ρίζες στο πλακοστρωμένο δάπεδο. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο κορμί του. Αδύνατο να τα τραβήξει, να κοιτάξει αλλού. Είχε δει γυμνά αγάλματα και πίνακες με γυμνούς θεούς, αλλά τίποτα δεν την είχε προετοιμάσει για την πραγματικότητα αυτού του άντρα. Ήταν τόσο όμορφος και, κυρίως, τόσο διαφορετικός από εκείνη. Οι τετράγωνοι ώμοι του κατέληγαν σε μια λεπτή μέση. Η πλάτη του μυώδης, οι γλουτοί του σφιχτοί, τα πόδια του μακριά, με σκούρο τρίχωμα. Το δέρμα του είχε παντού το ίδιο χρυσαφένιο χρώμα. Ολόγυρά του, στους τοίχους, οι θεοί επιδεικνύονταν, ζευγάρωναν ερωτικά. Ο ατμός έκανε το κεφάλι της να γυρίζει. Ήταν ξαναμμένη, τα ρούχα της,
υγρά, κολλούσαν πάνω της. Δυσκολευόταν ν’ αναπνεύσει κανονικά. Ήθελε να τον αγγίξει. Ήθελε να σύρει τα δάχτυλά της σε όλο το μήκος της ραχοκοκαλιάς του, από τον αυχένα ως την καμπύλη των γλουτών του. «Πρέπει να φύγω, αλήθεια», είπε ξέπνοη, αλλά και πάλι δε σάλεψε. «Όχι», είπε ο Τζαμίλ σιγανά. «Ήταν γραφτό αυτό, δεν το βλέπεις;» Κούνησε το κεφάλι της, και με αυτό το νεύμα αποχαιρέτησε και τις τελευταίες επιφυλάξεις της. Ήταν γραφτό. Ήταν αναπόφευκτο και το ήξεραν κι οι δύο. «Έλα εδώ, Κασσάνδρα», την πρόσταξε. Πήγε. Σαν υπνωτισμένη, παρέκαμψε την πισίνα, στάθηκε πλάι του και τον κοίταζε. Τα μάτια της ήταν διάπλατα, οι κόρες σκοτεινές. Τα χείλη της σαρκώδη, ώριμα. Κάτω από το καφτάνι, οι θηλές της ράμφιζαν το μετάξι. Δεν ήθελε να την τρομάξει, αλλά δεν μπορούσε και να μένει εκεί ξαπλωμένος μπρούμυτα για πάντα. Ο Τζαμίλ ανασηκώθηκε σβέλτα, τυλίγοντας την πετσέτα γύρω από τη μέση του, καλύπτοντας την εμφανέστατη στύση του. Ίσα που την κάλυψε το χνουδωτό πανί... «Χάζευα τις εικόνες στους τοίχους», είπε η Κάσι κοιτάζοντας την πολύ πιο ελκυστική εικόνα μπροστά της. «Το ν’ αγγίζεις είναι πολύ πιο αισθησιακό από το να βλέπεις», είπε ο Τζαμίλ πιάνοντας τα χέρια της κι ακουμπώντας τα στους ώμους του. Έσυρε τα δάχτυλά της στα μπράτσα του, εκεί που άρχιζε το απαλό τρίχωμα, στους ώμους του, ακολουθώντας το περίγραμμα των μυών του, στο στήθος του, χαμηλά. Εκεί σταμάτησε, αβέβαιη, σοκαρισμένη, ερεθισμένη. «Δεν μπορώ», ψιθύρισε ενώ σκεφτόταν
συνέχεια Μπορώ; Πήρε το χέρι της στα δικά του και την τράβηξε πιο κοντά του, τόσο που εκείνη στάθηκε ανάμεσα στα πόδια του. Ξεκούμπωσε αργά το καφτάνι της παίζοντας με κάθε κουμπί, δίνοντάς της χρόνο να κινηθεί, να φύγει, κρατώντας την ανάσα του μήπως και το κάνει. Το τελευταίο κουμπί υποχώρησε, το καφτάνι έπεσε στο δάπεδο, ένας μεταξένιος σωρός. Στεκόταν μπροστά του κατακόκκινη αλλά χωρίς να χαμηλώνει τα μάτια της. Η γοργή ανασαιμιά της, οι ορθωμένες θηλές που διαγράφονταν καθαρά κάτω από το λεπτό μετάξι που τις κάλυπτε μαρτυρούσαν τη διέγερσή της. Ο Τζαμίλ έσκυψε το κεφάλι του κι έκλεισε τη μια σκληρή κορφή στο στόμα του, αφήνοντας την ανάσα του να βγει καυτή στο δέρμα της πάνω από το μετάξι. Η Κάσι βόγκησε, τρίκλισε προς τα μπρος και στηρίχτηκε στους ώμους του. Έκανε το ίδιο με την άλλη θηλή κι η ανταμοιβή του ήταν άλλο ένα σιγανό βογκητό. «Άγγιξέ με, Κάσι», της ψιθύρισε βραχνά παίρνοντας το χέρι της και ακουμπώντας το στο στήθος του, λύνοντας ταυτόχρονα το μεταξωτό της μπουστάκι για να μείνουν τα στήθη της ελεύθερα στα παιχνίδια του. «Κάνε με να νιώσω αυτό που νιώθεις». Της χάιδεψε τ’ αλαβάστρινα στήθη της, ζυγίζοντάς τα στις παλάμες του, τρυγώντας τα με τα χείλη του, παίρνοντάς τα στο στόμα του. Μ ια φούντωση που δεν είχε καμιά σχέση με τους ζεστούς αχνούς του δωματίου φλόγιζε το δέρμα της καθώς το κορμί της θυμόταν και αγαλλίαζε κι ύστερα άρχισε να ζητάει περισσότερα. Ήθελε να την αγγίζει περισσότερο. Ήθελε να τον αγγίζει περισσότερο. Τα χέρια της έτρεξαν στο στήθος του, στο σκληρό τείχος των μυών του, κατηφόρισαν στο βαθούλωμα του στομαχιού του, κάτω από τα πλευρά του. Ένιωθε το δέρμα του τόσο διαφορετικό. Το άγγιγμά του την έκανε ν’ ανατριχιάζει, να
φλέγεται και να τρέμει σύγκορμη. Η λαχτάρα που είχε νιώσει την τελευταία φορά που την είχε αγγίξει —ήταν φορές που σκεφτόταν ότι την είχε νιώσει από την πρώτη στιγμή που είχαν πέσει πάνω του τα μάτια της— την ανάγκαζε να συμμορφωθεί στις επιθυμίες του. Γιατί ήταν και δικές της επιθυμίες. Τη φίλησε με πάθος μπλέκοντας τη γλώσσα του με τη δική της. Κρατώντας την από τη μέση, την τράβηξε κοντά του πιέζοντας τα στήθη της στο σκληρό στέρνο του. Τα χέρια του γλίστρησαν στους γοφούς της, χαλάρωσαν το σαρουάλ της. Η Κάσι, πρόθυμη να τον ευχαριστήσει, πρόθυμη να μάθει, ανυπόμονη για το άγγιγμά του, κλότσησε πέρα τις παντόφλες της κι έβγαλε τη φαρδιά παντελόνα. Tώρα ήταν εντελώς γυμνή. Δε γυμνωνόταν ποτέ, εκτός απ’ όταν έμπαινε στο μπάνιο. Έπρεπε να αισθάνεται αμήχανη, αλλά το ρούφηγμα της ανάσας του και η σπίθα κάτι πρωτόγονου που άστραψε στα μάτια του της είπαν πως του άρεσε. Στάθηκε δειλά μπροστά του, όσο της λευτέρωνε τα μαλλιά από το κλιπ που τα συγκρατούσε και τ’ άπλωνε στους ώμους της. Κάθε άγγιγμά του, κάθε ματιά του της έλεγαν πόσο του άρεσε αυτό που έβλεπε, δίνοντάς της αυτοπεποίθηση, τροφοδοτώντας τη φωτιά στα σπλάχνα της, κάνοντάς τη να τρεμουλιάζει από κάτι που τώρα συνειδητοποιούσε πως ήταν πόθος. Οι διαχύσεις ξεπηδούν από την καρδιά, που σκιρτάει από χαρά, τα λόγια του Μ πάιρον. «Όμορφη», της ψιθύρισε ο Τζαμίλ στο αυτί και συνέχισε με λόγια στη γλώσσα του που δεν μπορούσε να τα καταλάβει και δε χρειαζόταν, γιατί την τύλιγαν σαν τουλούπες καπνού. Ο Τζαμίλ σηκώθηκε κι η πετσέτα που τον κάλυπτε έπεσε στο πάτωμα, ανάμεσά τους. Η Κάσι, αυτόματα, χαμήλωσε το βλέμμα της, κοκκίνισε σαν παπαρούνα μ’ αυτό που αντίκρισε και κοίταξε αλλού. «Μ η φοβάσαι», της είπε ο Τζαμίλ.
«Δε... δε φοβάμαι», ψέλλισε. Ήθελε να κοιτάξει πάλι, να τον κοιτάξει όπως την κοίταζε, αλλά ντρεπόταν. Τα αγάλματα που είχε δει ή ήταν διακριτικά καλυμμένα ή... ή... δεν είχαν καμία σχέση με τον Τζαμίλ. Της ύψωσε το πιγούνι με το δάχτυλό του, αναγκάζοντάς τη να συναντήσει το βλέμμα του. «Έχουμε πέντε αισθήσεις, Κάσι. Μ πορούμε ν’ αγγιζόμαστε», ο αντίχειράς του έτριψε την κορφή της θηλής της. «Μ πορούμε να μυρίζουμε», έτριψε τη μύτη του στο λαιμό της. «Μ πορούμε ν’ ακούμε», της ψιθύρισε γλείφοντας το λοβό του αυτιού της. «Μ πορούμε να γευόμαστε», συνέχισε γλείφοντας το στόμα της, «και μπορούμε να βλέπουμε. Η καθεμία μεγαλώνει την ευχαρίστηση των άλλων. Δε θέλεις να δεις;» Τραβήχτηκε ένα βήμα πίσω κι η Κάσι κοίταξε. Από το όμορφο πρόσωπό του, τα μάτια της ταξίδεψαν στους ώμους του, στο στήθος του, στην κοιλιά του, κοντοστάθηκε στη λεπτή γραμμή που σχημάτιζε το τρίχωμα και ύστερα την ακολούθησε ως εκεί που η στύση του ορθωνόταν καμπυλώνοντας σαν γιαταγάνι. Τόση δύναμη. Δε θα μπορούσε να το φανταστεί —αλλά χάρη στα ψηφιδωτά... Ο Τζαμίλ την τράβηξε και κάθισαν κι οι δυο κάτω στα πλακάκια, αντικριστά, με τα πόδια πλεγμένα, αρκετά κοντά για ν’ αγγίζονται, να φιλιούνται. Αρκετά κοντά ώστε η γυμνή σάρκα ν’ αγγίζει γυμνή σάρκα. Το υγρό δέρμα, υγρό δέρμα. Καυτός αχνός, ακόμα πιο καυτό πάθος. Τα χέρια του ήταν τώρα στους μηρούς της, στην απαλή επιδερμίδα στο μέσα μέρος, χαϊδεύοντας την πυρωμένη σάρκα ανάμεσά τους. Η Κάσι ένιωθε να φουντώνει η ίδια ένταση, όπως την πρώτη φορά, μόνο που τώρα δεν την τρόμαζε. Αυτή τη φορά την αγκάλιαζε, την καλοδεχόταν, την αποζητούσε. Τα δάχτυλά του γλίστρησαν μέσα της, χαϊδεύοντας απαλά την καυτή πηγή του πόθου της.
Όταν μίλησε ο Τζαμίλ, η φωνή του ήταν τραχιά, βασανισμένη, σαν να δυσκολευόταν, όπως κι εκείνη, ν’ αναπνεύσει. «Σου αρέσει αυτό, Κάσι;» «Ναι». «Κι αυτό;» «Ναι». Το άγγιγμά του, το χάδι του, οι επίμονες κινήσεις του, οι ωθήσεις των δαχτύλων του την οδηγούσαν στο γκρεμό απ’ όπου λαχταρούσε να πηδήσει, αλλά αυτή τη φορά ήθελε περισσότερα. Ήθελε να τον πάρει μαζί της. Ήθελε να πέσει κι αυτός στη σκοτεινή άβυσσο της ηδονής. «Τζαμίλ, μπορώ... θα με αφήσεις...» «Ναι. Ναι. Άγγιξέ με, Κάσι». Ακούμπησε τα χέρια της στον ανδρισμό του. Απρόσμενα λείος, μεταξένια απαλός και σκληρός. «Έτσι», της είπε δείχνοντάς της πώς να τον χαϊδέψει. Η ανάσα του έβγαινε όλο και πιο γοργή καθώς της έδειχνε πώς να τον ευχαριστεί. Ένα βογκητό ξέφυγε από το στήθος του. Τον χάιδεψε πάλι κι εκείνος βόγκησε ξανα· και σχεδόν ταυτόχρονα ξεκίνησε κι η δική της ένταση που σκαρφάλωνε γοργά, που σταματούσε εξαίσια βασανιστικά στην κορφή, καθώς την κρατούσε εκεί, αγγίζοντάς την, αλλά όχι αρκετά. Και το δικό της άπειρο άγγιγμα γινόταν όλο και πιο σίγουρο και τον ένιωθε να πάλλεται και να φουσκώνει, όπως ακριβώς κι εκείνη, και τον χάιδεψε ξανά και ξανά, και άκουσε τη χαμηλή λαρυγγώδη κραυγή της λύτρωσής του να σμίγει με τις δικές της σιγανές κραυγές, ενώ ο καυτός του πόθος ξεχυνόταν πάνω της. Και ύστερα έπεσε, έπεσε, έπεσε κι αιωρήθηκε όπως και πριν, μόνο που αυτή τη φορά δεν ήταν μόνη. Του είχε δώσει ηδονή και είχε πάρει κι εκείνη σε αντάλλαγμα. Εδώ, μέσα στο αχνισμένο δωμάτιο, τριγυρισμένη από τις τολμηρές ερωτικές παραστάσεις, εκείνη είχε ανοίξει άλλη μια καινούρια πόρτα. «Ο Μ πάιρον είχε δίκιο», μουρμούρισε ασυνάρτητα στον ώμο του Τζαμίλ, καθώς κείτονταν υγρή, χορτασμένη,
σφιχταγκαλιασμένη.
Κεφάλαιο 9
Ο Τζαμίλ δεν ήθελε να σαλέψει. Όταν ικανοποιούνταν οι ανάγκες του, ήθελε συνήθως να μένει μόνος, γιατί τον κυρίευε μια μελαγχολία που δεν επιθυμούσε να τη μοιραστεί με άλλον. Αυτή τη φορά όμως η γνώριμη πλήξη δεν έκανε την εμφάνισή της. Η παλλόμενη ηδονή της κορύφωσής του τον είχε ανεβάσει ψηλά κι ύστερα τον είχε αφήσει να αιωρείται απαλά, σαν να πετούσε με μαγικό χαλί, ώσπου να προσγειωθεί πάλι στη γη. Ένιωθε το κορμί του βαρύ, τα μέλη του απρόθυμα να κινηθούν. Κι η Κάσι, ζεστή, υγρή, χαλαρή στην αγκαλιά του, ήταν τόσο υπέροχη, ακριβώς όπως την είχε φανταστεί. Ο οργασμός του είχε ξεσπάσει με μια δύναμη που δεν την είχε δοκιμάσει ποτέ πριν, αλλά, παράξενο, ο ανδρισμός του σκιρτούσε πάλι. «Φούντωση!» μουρμούρισε η Κάσι ανοίγοντας τα μάτια της και κοιτάζοντάς τον μ’ εκείνο το αλάθητο βλέμμα της χορτασμένης γυναίκας. Η στύση του Τζαμίλ σκλήρυνε. Αντί για λύπη, ένιωσε ξαφνικά ένα απρόσμενο ξέσπασμα χαράς. «Πόσο φουντωμένη είσαι;» Η Κάσι ανακλαδίστηκε και τραβήχτηκε από κοντά του με κάποια δυσκολία γιατί το δέρμα τους γλιστρούσε απ’ τον ιδρώτα. «Πολύ». Ο Τζαμίλ σηκώθηκε σβέλτα και τη σήκωσε κι εκείνη. «Θα ήθελες να δροσιστείς;» Σαστισμένη από το γέλιο που έβλεπε στα μάτια του, από το
χαμόγελο που τρεμόπαιζε στα χείλη του, η Κάσι τον κοίταξε αβέβαιη. «Τι εννοείς;» Ακολουθώντας την κατεύθυνση της ματιάς του, είδε την πισίνα και θυμήθηκε πόσο παγωμένο ήταν το νερό στα δάχτυλά της. «Όχι!» τσίριξε, αλλά ήταν πολύ αργά. Πριν προλάβει να τον σταματήσει, τη σήκωσε και πήδηξε στο νερό κρατώντας τη σφιχτά, γελώντας με τα ξεφωνητά της όταν έπεσε το κρύο νερό, κλείνοντάς της το στόμα με φιλιά καθώς αναδύονταν και στέκονταν τουρτουρίζοντας, με το νερό να τους φτάνει ως τη μέση. Μ ε την Κάσι σφιγμένη ακόμα στο στήθος του, φιλώντας την ώσπου τους συνεπήρε και πάλι ο πόθος, την κουβάλησε στα ξέβαθα σκαλοπάτια κι από εκεί πέρασαν στο ζεστό δωμάτιο, αυτό που οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν tepidarium. Ήταν ένα από τα τρία δωμάτια των ρωμαϊκών θερμών, προοριζόταν για καθαρισμό και ήταν εφοδιασμένο με άφθονα αρωματικά έλαια και μοσχοσάπουνα. Ήταν επίσης εξοπλισμένο με μια ευφυή κατασκευή που έριχνε με πίεση χλιαρό νερό στο σώμα. Σε σχέδιο σιντριβανιού με το νερό να εκσφενδονίζεται από τα στόματα μικρών χρυσόψαρων, ήταν χτισμένη σε μια εσοχή του τοίχου και ανοιγόκλεινε από έναν κρουνό σε σχήμα κοχυλιού. Η Κάσι αναπήδησε όταν οι πρώτοι πίδακες νερού βίτσισαν το κορμί της, ύστερα όμως χαμογέλασε νιώθοντας το ευεργετικό άγγιγμα του χλιαρού νερού. Ο Τζαμίλ έπιασε ένα πελώριο σφουγγάρι, έκανε σαπουνάδα με μια πλάκα σαπούνι που ευωδίαζε γιασεμί, μπήκε κάτω από τους πίδακες μαζί της και άρχισε άλλη μια αργή, νωχελική επίθεση στο κορμί της. Αφού δεν μπορούσε να την πάρει με τον τρόπο που επιθυμούσε, θα φρόντιζε να μην τον ξεχάσει ποτέ. Το σφουγγάρι γλιστρούσε στις πανέμορφες καμπύλες της, στη ραχοκοκαλιά της, στα λοφάκια των γλουτών της, στα στήθη της, εκεί που οι θηλές ορθώνονταν ρόδινες και μπουμπουκιασμένες εκλιπαρώντας την προσοχή του. Το
σφουγγάρι έπεσε στο δάπεδο κι ο Τζαμίλ έπεσε πάνω της πεινασμένα. Η Κάσι δεν πίστευε πως μπορούσε να ξανασυμβεί τόσο γρήγορα. Ένιωθε τη στύση του να πιέζεται στο μηρό της. Κι αναρωτήθηκε, άθελά της, πώς θα ήταν αν πιεζόταν μέσα της... Ο Τζαμίλ τη φιλούσε στο στόμα, ρουφούσε, καταβρόχθιζε τα χείλη της καθώς τα κορμιά τους περιπλέκονταν όλο και πιο κοντά, κι όλη την ώρα το χλιαρό νερό τους έλουζε ευχάριστα. Ακούμπησε την πλάτη της στον πλακοστρωμένο τοίχο του σιντριβανιού και αρπάχτηκε από έναν από τους επίχρυσους πίδακες για να στηριχτεί, όταν ο Τζαμίλ γονάτισε και άρχισε να φιλάει τους μηρούς της, τον καυτό πυρήνα της. Ο οργασμός ήρθε ξαφνικά και βίαια, συγκλονίζοντάς τη καθώς φώναζε τ’ όνομά του. Την κράτησε σφιχτά ώσπου πέρασε η θύελλα και κόπασαν και οι τελευταίοι σπασμοί κι ύστερα σηκώθηκε, με τη στύση του περήφανη να τρίβεται επίμονα στο μηρό της. Αυτό που την είχε κάνει να νιώσει, μπορούσε να το νιώσει κι εκείνος, σωστά; Μ πορούσε να του ανταποδώσει αυτό που της είχε προσφέρει; Η Κάσι δεν έδωσε στον εαυτό της χρόνο να το σκεφτεί, τόση ήταν η επιθυμία της να τον ευχαριστήσει όπως την είχε ευχαριστήσει κι εκείνος. Γλίστρησε στα γόνατα μπροστά του, όπως είχε κάνει κι εκείνος. Φίλησε τους μηρούς του, όπως είχε κάνει κι εκείνος. «Κάσι!» Η τραχιά αιχμή στη φωνή του της είπε ότι είχε δίκιο. Το στέρεο καμπύλωμα του ανδρισμού του επιβεβαίωσε τις εικασίες της. Τον άγγιξε θαυμάζοντας τη μεταξένια σκληράδα του. Ο Τζαμίλ βόγκησε. Ένα ξέσπασμα πόθου, ένας άλλου είδους πόθος, φλόγισε τα μέσα της. Ήθελε να τον ευχαριστήσει. Ήλπιζε πως αυτό θα χάριζε ηδονή και στους δύο. Τον έκλεισε απαλά στις παλάμες της
πριν τον πάρει στο στόμα της. Το αποτέλεσμα ξεπέρασε τις πιο τρελές ελπίδες της. ***
Ώρα μετά, κείτονταν ακόμα αγκαλιασμένοι σ’ ένα από τα ξύλινα κρεβάτια που χρησιμοποιούσαν για το μασάζ, αφήνοντας τον απαλό ζεστό αέρα να τους στεγνώνει, αμίλητοι, χορτασμένοι. Ήταν η Κάσι αυτή που κινήθηκε πρώτη, συνειδητοποιώντας πως πλησίαζε η ώρα ν’ αρχίσει να κυκλοφορεί το προσωπικό του παλατιού. «Πρέπει να φύγω. Αν με δουν να βγαίνω από δω...» «Ανησυχείς τι θα πει ο κόσμος για σένα;» «Όχι, ανησυχώ τι θα πει για σένα», τον αντέκρουσε η Κάσι. «Εσύ μπήκες σε τόσο κόπο να μου πεις πόσο σημαντικό είναι να συμπεριφέρομαι διακριτικά, το ξέχασες; Το Συμβούλιο...» «Το Συμβούλιο είναι υπήκοοί μου, όπως κι όλοι οι άλλοι. Δε θ’ ανεχτώ κουτσομπολιά». Η Κάσι δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Μ πορεί να είσαι πρίγκιπας, αλλά δεν μπορείς να κλείσεις τα στόματα του κόσμου», του είπε, αλλά το χαμόγελο έσβησε όταν άρχισε να επανέρχεται η πραγματικότητα. «Θα πουν ότι είμαι παλλακίδα σου». Για κάποιο λόγο, αυτή η αλήθεια τον έκανε έξω φρενών. Τα μάτια του σκοτείνιασαν. «Όποιος τολμήσει να υπονοήσει κάτι τέτοιο...» «Μ α θα το κάνουν, κι είναι η αλήθεια και...» Τότε η αλήθεια, η πραγματική αλήθεια χτύπησε την Κάσι κατακέφαλα και το σοκ ήταν τόσο δυνατό, που η βουτιά στο παγωμένο νερό πρωτύτερα της φάνηκε σαν ζεστό λουτρό τώρα. Ήταν ερωτευμένη μαζί του... «Κάσι;» Ήταν ερωτευμένη με τον Τζαμίλ, τον πρίγκιπα του Νταρ-ελ-
Αμπά! «Κασσάνδρα;» Ήταν ερωτευμένη μαζί του, φυσικά! Αλλιώς πώς θα φερόταν έτσι, σαν πόρνη; Η ανόητη, η τρελή καρδιά της την είχε ξαναπάθει, μόνο που αυτή τη φορά ήξερε πως ήταν διαφορετικό, κάτι πολύ βαθύ! Ήταν η αληθινή, η απέθαντη, η αιώνια αγάπη. Αυτή η αγάπη που ονειρευόταν πάντα, όπως ακριβώς την είχε περιγράψει στον Τζαμίλ εκείνη τη μέρα στον ερημωμένο κήπο. Μ ια αγάπη που έκανε τα αισθήματά της για τον Ογκάστας να φαίνονται γελοία, τετριμμένα. Ήταν ερωτευμένη με τον Τζαμίλ, τον σεΐχη αλ Ναζάρι. Ερωτευμένη, ερωτευμένη, ερωτευμένη. «Κάσι! Τι έπαθες; Τι στην ευχή σου συμβαίνει; Γιατί με κοιτάς έτσι;» «Τζαμίλ», έκανε ένα βήμα προς το μέρος του απλώνοντας τα χέρια της σαν να τον ικέτευε. «Θα φροντίσω να προστατευτεί η φήμη σου, αν αυτό σε ανησυχεί». «Δεν είναι αυτό. Δε νοιάζομαι γι’ αυτό». Παρά τη ζέστη, το χρώμα είχε χαθεί από τα μάγουλά της. Παρ’ όλα όσα έλεγε, ήταν φανερό ότι είχε μετανιώσει για το ερωτικό παιχνίδι τους —αυτό συνειδητοποίησε ο Τζαμίλ. Η μεταμέλειά της τον πόνεσε, όπως κι η ανάγκη για μυστικότητα, γιατί τοποθετούσε τις τελευταίες ώρες κάτω από ένα χυδαίο φως που τον έκανε να αισθάνεται άσχημα. Δεν ήταν χυδαίο αυτό που είχε συμβεί. Δεν είχε να ντραπεί για τίποτα. Το αντίθετο μάλιστα. Ήθελε να το μάθει ο κόσμος. Το ότι εκείνη δεν ήθελε, το ότι είχε δίκιο να μην επιθυμεί κάτι τέτοιο, τον έκανε να νευριάζει περισσότερο με την κατάσταση. Ήταν ανάγκη να είναι όλα τόσο περίπλοκα; Γιατί δεν μπορούσε να κρατήσει τα αισθήματά της για τον εαυτό της; Είχε τρυπήσει τη φυσαλίδα του ιντερλούδιού τους
αναγκάζοντάς τον να προσγειωθεί στην πραγματικότητα, να βγει από τη θαυμαστή όαση που είχε δημιουργήσει προσωρινά. «Ντρέπεσαι», είπε βραχνά, «έπρεπε να το καταλάβω». «Όχι! Όχι, Τζαμίλ», η Κάσι έφερε το χέρι στα μάτια της. Η ευφορία που την είχε τυλίξει, καλύπτοντας την πραγματικότητα με μια ρόδινη αχλή, είχε εξαφανιστεί. «Σε παρακαλώ, μην το σκέφτεσαι αυτό, μη φαντάζεσαι πως εύχομαι να μην είχαμε... Δεν καταλαβαίνεις». «Εξήγησέ μου, τότε!» «Δεν μπορώ». Ελευθερώθηκε από το κράτημά του κι έτρεξε στο θερμό δωμάτιο. Μ άζεψε τα νοτισμένα ρούχα της, τα φόρεσε όπως όπως και, παίρνοντας από το αποδυτήριο μια στεγνή πετσέτα, την τύλιξε γύρω της σαν μανδύα και κατάφερε να φτάσει στα δωμάτιά της χωρίς να τη δει κανείς. Έβγαλε τα υγρά ρούχα της, ξάπλωσε τρέμοντας κάτω από το λεπτό, μεταξωτό σεντόνι κι εκεί άφησε, τελικά, τα δάκρυά της να κυλήσουν ελεύθερα. Ήταν ερωτευμένη και θα έπρεπε να το αισθάνεται σαν το πιο όμορφο συναίσθημα του κόσμου, γιατί έτσι ήταν. Αλλά ένιωθε σαν να ήταν το χειρότερο. Έκρυψε το κεφάλι της κάτω από ένα σωρό σατινένια μαξιλάρια και ικέτεψε, μάταια, τον ύπνο να έρθει να την πάρει. ***
Πίσω στο χαμάμ, ο Τζαμίλ βούτηξε στην πισίνα, αλλά το παγωμένο νερό δεν έκανε τίποτα για να κρυώσει την οργή του. Πώς μπορούσε και το έκανε τόσο άκοπα αυτό, να φέρνει τα αισθήματά του άνω κάτω; Αυτός που είχε διδαχτεί από τα τρυφερά χρόνια του ν’ ασκεί σιδερένιο έλεγχο στον εαυτό του; Και γιατί, παρ’ όλο που είχε βιώσει τους δυο πιο εκπληκτικούς οργασμούς της ζωής
του, εξακολουθούσε να φλέγεται από πόθο γι’ αυτήν; Η Κάσι ήταν, προφανώς, μια γυναίκα που βαριόταν εύκολα. Και τούτη τη στιγμή, ο Τζαμίλ δεν μπορούσε να φανταστεί πως ήταν δυνατό να τη βαρεθεί. Παρά την εγγλέζικη επιφυλακτικότητά της, ήταν ένα πραγματικό αγριολούλουδο της ερήμου. Θα μπορούσε να τη μάθει να μην ντρέπεται. Θα μπορούσε να της δείξει το πραγματικό πάθος, την πραγματική ολοκλήρωση στο σμίξιμο των κορμιών τους. Θα μπορούσε να της μάθει πως υπήρχαν κάποια συναισθήματα για τα οποία εκείνος ήξερε περισσότερα από εκείνη. Αλλά δεν μπορούσε να την έχει, η τιμή το απαγόρευε. Υπήρχαν κάποια όρια που δεν μπορούσε να τα υπερβεί. Εκτός... Εκτός κι αν ικανοποιόταν πρώτα η τιμή. Κάτι που είχε πει η Λίνα τη μέρα που η Κάσι είχε χαθεί στην έρημο ήρθε στο μυαλό του και χαμογέλασε. Από μικρό κι από τρελό... Ήταν γελοίο, φυσικά. Φραγμοί που έπρεπε να γκρεμιστούν. Τα διπλωματικά εμπόδια που θα έπρεπε να υπερπηδηθούν. Και υπήρχε και το όχι ασήμαντο εμπόδιο της συμφωνίας που εκείνος είχε ήδη υπογράψει. Ο Τζαμίλ έπεσε σε βαθιά περισυλλογή καθώς σκουπιζόταν με την πετσέτα και φορούσε το χιτώνα του. Αλλά, όπως είχε τονίσει η Κάσι, πρίγκιπας ήταν. Αν δεν μπορούσε αυτός να κάνει ό,τι ήθελε, ποιος μπορούσε; Μ ήπως δεν είχε, για κάποιο διάστημα, δυσανασχετήσει με τα δεσμά που τον έδεναν με τα καθήκοντά του, με τα βάρη του κράτους που γίνονταν τόσο απεχθή; Αυτή η μάλλον δελεαστική λύση δε θα τον γέμιζε με ανανεωμένο ενθουσιασμό για να υπηρετήσει το βασίλειό του; Μ ήπως τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας συμμαχίας, που θα δημιουργούσε τόσο εξαιρετικές διασυνδέσεις, δεν ήταν κάτι για το οποίο ο λαός του θα έπρεπε να είναι ευγνώμων; Χρειαζόταν σκέψη το πράγμα και πολλές διαπραγματεύσεις,
αλλά είχε τον Χαλίμ που ήταν μαέστρος στο τακτ και είχε κι ένα σημείο αναφοράς —τη λαίδη Σίλια. Και, το κυριότερο, ήταν αυτό που ήθελε εκείνος. Για πρώτη φορά στη ζωή του, θ’ αποκτούσε αυτό που ήταν σωστό για τον ίδιο. Ο Τζαμίλ κούνησε το κεφάλι του μ’ έμφαση καθώς διέσχιζε τους κήπους από το χαμάμ ως το παλάτι. Θα το σκεφτόταν απόψε. Και ύστερα, με το καθαρό φως της μέρας, θα ενεργούσε. ***
Άπειρες φορές, όταν χτυπούσε μια μικροκαταστροφή, η Σίλια συμβούλευε τις αδερφές της να κοιμηθούν μ’ αυτήν. «Τα πράγματα δείχνουν πάντα καλύτερα το πρωί», έλεγε, «και τότε θα ξέρουμε τι να κάνουμε». Και συνήθως είχε δίκιο. Προβλήματα που φαίνονταν αξεπέραστα έβρισκαν λύση με καθαρό μυαλό μια καινούρια μέρα. Αλλά καθώς έκανε την τουαλέτα της το πρωί, αφού το είχε βάλει στα πόδια από το χαμάμ, επιστρέφοντας στους κορσέδες και τα μουσελινένια φορέματά της, η Κάσι έσμιγε τα φρύδια της, σε βαθιά συλλογή. Τούτο το συγκεκριμένο πρόβλημα δε θα λυνόταν τόσο εύκολα. Μ άζεψε τα μαλλιά της σ’ ένα σφιχτό κότσο στην κορφή του κεφαλιού της, συμμαζεύοντας τις συνήθως ατίθασες μπούκλες της, και δάγκωσε το χείλι της για να πνίξει τα δάκρυά της. Αυτή τη φορά η συμβουλή δεν είχε πιάσει. Είχε ξυπνήσει χωρίς να έχει ιδέα τι να κάνει. Όχι, δε μετάνιωνε ούτε για μια στιγμή που είχε έρθει εδώ —πώς μπορούσε άλλωστε;— γιατί, αν δεν είχε έρθει, δε θα είχε γνωρίσει ποτέ τον Τζαμίλ. Τον αγαπούσε. Θα το συνειδητοποιούσε αργά ή γρήγορα, ακόμα κι αν δεν είχε παραδοθεί στο πάθος που της είχε ξυπνήσει. Τον αγαπούσε, θα τον αγαπούσε για πάντα, δε θα είχε αγαπήσει ποτέ πραγματικά αν δεν τον είχε
γνωρίσει. Το πεπρωμένο, κάτι στο οποίο η Κασσάνδρα είχε ανέκαθεν την τάση να πιστεύει —αυτό ίσως είχε κάποια σχέση με τ’ όνομά της—, τους είχε σμίξει. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει διαφορετικά. Ήταν πλασμένη για να τον αγαπήσει. Παρά το δίλημμα που κρεμόταν σαν τα σύννεφα της αμμοθύελλας, χαμηλά και δυσοίωνα από πάνω της, η Κάσι χαμογέλασε. Τον αγαπούσε πολύ. Αγαπούσε την περήφανη υπεροψία του που τον κρατούσε χώρια από τους άλλους θνητούς, αλλά αυτό που αγαπούσε περισσότερο σ’ αυτόν ήταν ο άντρας κάτω από τον πριγκιπικό μανδύα. Τον άντρα που μόνο εκείνη γνώριζε. Τον άντρα που δε θα γνώριζε κανένας άλλος —γιατί, παρά τις προόδους που είχε κάνει με την κόρη του, ο Τζαμίλ δεν είχε αλλάξει καθόλου σε ό,τι αφορούσε το πιο σημαντικό πράγμα του κόσμου. Την αγάπη. Δεν πίστευε σ’ αυτήν, και ποιος θα τον μεμφόταν με την ανατροφή που είχε πάρει; Ακόμα κι αν επέτρεπε στον εαυτό του να βγει από την πανοπλία του αήττητου, θα ήξερε τον τρόπο; Η ιδέα του Τζαμίλ ερωτευμένου με κάποια άλλη ήταν πολύ οδυνηρή, δεν ήθελε ούτε να τη σκεφτεί. Η ιδέα πως θα έβρισκε κάποια άλλη έμπιστη για να την αντικαταστήσει ήταν εξίσου απωθητική. Μ όνο που, αν δεν το έκανε αυτό, θα ήταν πάλι μόνος κι η Κάσι δεν το ήθελε ούτε αυτό. Αυτό που ήθελε ήταν να είναι ευτυχισμένος. Θα μπορούσε να τον κάνει ευτυχισμένο. «Θα μπορούσα πραγματικά», είπε στο είδωλό της. Κι όμως, δεν μπορούσε. Ή μήπως μπορούσε; Η Σίλια το είχε καταφέρει. Η Σίλια ήταν ευτυχισμένη. Πολύ ευτυχισμένη. Το πιο ευτυχισμένο άτομο που γνώριζε η Κάσι. Αλλά η διαφορά ήταν πως ο Ραμίζ αγαπούσε τη Σίλια. Ο Τζαμίλ μόνο ποθούσε την Κάσι και αυτό δεν ήταν αρκετό. «Επειδή ο πόθος
σβήνει αν δεν υπάρχει αγάπη να τον τροφοδοτεί», είπε η Κάσι θλιμμένα στον καθρέφτη, «κι αυτό δε θα το άντεχα». Τελικά, φαίνεται πως η νύχτα της είχε φέρει μια συμβουλή. Το ένστικτό της της έλεγε πως έπρεπε να φύγει. Η παραμονή της θα κατέστρεφε κάτι, δε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί στον Τζαμίλ και αυτός θα τη βαριόταν σίγουρα. Εκτός κι αν... Σε αυτό το σημείο ο φαύλος κύκλος των συλλογισμών της Κάσι διακόπηκε από μια ασυνήθιστη κλήτευση. Ο πρίγκιπας Τζαμίλ επιθυμούσε να έχει μια ακρόαση μαζί της. Η επισημότητα του αιτήματος έκανε την καρδιά της να χτυπήσει άγρια στο στήθος της. Αυτό ήταν το τέλος. Η απόφαση γι’ αυτήν είχε ληφθεί. Ίσως είχε αποφανθεί το Συμβούλιό του... Είπε στον εαυτό της πως ήταν για καλό —σε αυτό το συμπέρασμα δεν είχε καταλήξει κι η ίδια; Η Κάσι τέλειωσε την τουαλέτα της. Το λευκό φόρεμα από μουσελίνα με τα εφαρμοστά μανίκια και το δαντελένιο ντεκολτέ ήταν απλό, σοβαρό, ό,τι έπρεπε για την περίσταση. Διάλεξε μια λευκή εσάρπα από δαντέλα Βρυξελλών, δώρο των γενεθλίων της από τις αδερφές της, και τη στερέωσε στα μαλλιά της με μαργαριταρένιες φουρκέτες και μετά την έριξε μπροστά να καλύψει το πρόσωπό της. Θα εξυπηρετούσε δύο σκοπούς: θα κάλυπτε τις αντιδράσεις της και θα έκρυβε την απόγνωση που θ’ ακολουθούσε αναπόφευκτα όταν θα την απέλυε ο Τζαμίλ. Δεν ήθελε να τον αφήσει να δει την απελπισία της. Δε θα έκλαιγε. Δε θα έκλαιγε! Της φάνηκε πως δε θα τέλειωνε ποτέ η διαδρομή ως την αίθουσα του θρόνου. Σφίγγοντας τα χέρια της γροθιές για να πάψουν να τρέμουν, η Κάσι ακολούθησε τον υπηρέτη στους απέραντους μαρμαρένιους διαδρόμους ως ένα μικρό προθάλαμο στρωμένο με σμαραγδί πλακάκια, το βασιλικό χρώμα. Η μεγαλειώδης δίφυλλη πόρτα ήταν ορθάνοιχτη. Ένα ατέλειωτο στενό πράσινο χαλί
οδηγούσε ως την εξέδρα. Η αίθουσα —θα πρέπει να ήταν η αίθουσα του θρόνου— αστραποβολούσε από φως, ο ήλιος ακτινοβολούσε στους τεράστιους κρυστάλλινους πολυελαίους που μπροστά τους ωχριούσαν αυτοί του Μ πράιτον Παβίλιον. Οι πόρτες σφάλισαν πίσω της. Ο συνοδός της έμεινε από την άλλη πλευρά, μαζί με τους φρουρούς. Η αίθουσα ήταν άδεια, εκτός από ένα πρόσωπο που καθόταν σ’ έναν παράξενο και μάλλον αντιαισθητικό χρυσό θρόνο, στημένο στην εξέδρα. Ο Τζαμίλ. Η Κάσι άρχισε να προχωράει προς το μέρος του. Η μια πλευρά της, η πλευρά της Κασσάνδρας, απολάμβανε τούτο το δραματικό σκηνικό: το περίτεχνα διακοσμημένο δωμάτιο, ο πρίγκιπας που περίμενε, το πράσινο χαλί, η ίδια ντυμένη στα λευκά που βάδιζε αργά προς το πεπρωμένο της... Αλλά η Κασσάνδρα δεν μπορούσε να συναγωνιστεί την Κάσι. Η Κάσι ήταν απίστευτα νευρική και τρομαγμένη και κυρίως, τώρα που τον ξανάβλεπε και ήξερε πόσο τον αγαπούσε, έδινε μάχη με την παρόρμησή της να τρέξει όλη την απόσταση ως την εξέδρα, να πέσει στα πόδια του και να τον ικετέψει να την αγαπήσει κι εκείνος. Ή ίσως ήταν κι η Κασσάνδρα αυτή; Όπως και να ήταν, όταν έφτασε στο πρώτο από τα χαμηλά σκαλοπάτια της εξέδρας κι ύψωσε το βλέμμα της στον Τζαμίλ, η Κασσάνδρα εξαφανίστηκε αθόρυβα στα παρασκήνια. Ήταν η Κάσι που στάθηκε στο κέντρο της σκηνής, τρέμοντας σαν ηθοποιός στην πρεμιέρα της. Ο Τζαμίλ φορούσε την επίσημη ενδυμασία του, κι αυτή ήταν η πιο πλουμιστή απ’ όσες τον είχε δει να φοράει ως τώρα. Ο κεφαλόδεσμος από χρυσαφί μεταξωτό με σμαραγδί σιρίτι, το ίγκαλ που τον στερέωνε φτιαγμένο από χρυσό νήμα. Ο χιτώνας του στο ίδιο πράσινο χρώμα, η βαριά χρυσή πόρπη της ζώνης του διακοσμημένη με τεράστια σμαράγδια τριγυρισμένα με κίτρινα διαμάντια, που όμοιά τους είχε δει μόνο μια φορά, στα εκπληκτικά
κοσμήματα του Στέμματος που φορούσε ο Ραμίζ τη μέρα του γάμου του. Ένας χρυσός μανδύας, με βαρύ κέντημα και πετράδια έπεφτε ως τα πόδια του και σερνόταν στα σκαλοπάτια της εξέδρας. Θα χρειάζονταν τουλάχιστον τέσσερις ακόλουθοι για να τον σηκώσουν. Ήταν στερεωμένος στο στήθος του μ’ άλλο ένα εκπληκτικό κόσμημα, τον πάνθηρα-έμβλημα, από χρυσό μ’ ένα κίτρινο διαμάντι για μάτι. Η Κάσι έκανε μια βαθιά υπόκλιση και βρήκε την ευκαιρία να περιεργαστεί τον Τζαμίλ πίσω από το βέλο της. Δεν ήταν συνοφρυωμένος, αλλά ούτε και χαμογελαστός. Ανεξιχνίαστος. Είχε πάρει το κουρσάρικο ύφος του. Ήταν ανάγκη να είναι τόσο όμορφος; «Υψηλότατε». «Λαίδη Κασσάνδρα». «Ζητήσατε να έχετε μια ακρόαση μαζί μου, Υψηλότατε;» Προς ανακούφισή της, η φωνή της ακούστηκε φυσιολογική... σχεδόν. Ο Τζαμίλ έγνεψε καταφατικά. «Έχω κάποια σημαντικά νέα να σου γνωστοποιήσω». Τα γόνατά της άρχισαν να τρέμουν. Η στιγμή που φοβόταν είχε φτάσει. «Αποφάσισα», συνέχισε ο Τζαμίλ, «ότι θα ήταν προς το συμφέρον του βασιλείου μου αν γινόσουν σύζυγός μου». Κάποτε, χρόνια πριν, ένας φίλος του πατέρα της που είχε ταξιδέψει στις Νότιες Θάλασσες είχε φέρει στο γυρισμό του ένα ροζ κοχύλι. «Βάλ’ το στο αυτί σου και θ’ ακούσεις τη θάλασσα», της είχε πει. Η Κάσι το είχε βάλει στο αυτί της αλλά δεν άκουσε το γνώριμο αχό της θάλασσας, μα ένα θρόισμα, ένα συριστικό ήχο. Το ίδιο πράγμα άκουγε τώρα και το στόμα της στέγνωσε. Το πράσινο χαλί κάτω από τα πόδια της και ο χρυσός μανδύας στα σκαλοπάτια άρχισαν να τρεμοπαίζουν μπροστά στα μάτια της, σαν να είχε πέσει
καταχνιά από την πολλή ζέστη. «Σύζυγός σου;» είπε κι η φωνή της έτρεμε, άγγιζε τα όρια της υστερίας. «Αποφάσισα πως πρέπει να παντρευτούμε», είπε ο Τζαμίλ σμίγοντας τα φρύδια του. «Προφανώς, θα υπάρξουν εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν». «Εμπόδια;» επανέλαβε η Κάσι ανέκφραστα. Γιατί δε χαμογελούσε; Γιατί δεν έδειχνε τη χαρά της; Ήταν μόνοι· είχε σπάσει την παράδοση για να είναι μόνοι τους. Γιατί δεν τον αγκάλιαζε; «Τίποτα όμως που να μην μπορεί να ξεπεραστεί, σε βεβαιώνω. Τα πλεονεκτήματα αυτής της ένωσης μπροστά σε αυτή που είχε κανονίσει το Συμβούλιό μου...» «Τι πράγμα;» «Προφανώς, το συμβόλαιο πρέπει ν’ ακυρωθεί πριν μπορέσουμε να παντρευτούμε». Η Κάσι τράβηξε βιαστικά το βέλο της. «Για ποιο πράγμα μιλάς, Τζαμίλ; Τι συμβόλαιο; Θες να πεις πως είσαι ήδη λογοδοσμένος;» Εκτός από μια κόκκινη κηλίδα στα ζυγωματικά της και το αστραφτερό γαλανό των ματιών της, το πρόσωπό της ήταν αλαβάστρινα λευκό, όπως το φόρεμα που φορούσε. «Δεν είναι τίποτα», είπε απορριπτικά. «Μ όνο μια προηγούμενη υποχρέωση που είχε κανονίσει το Συμβούλιό μου». «Τίποτα! Λες τίποτα το γεγονός ότι είσαι επίσημα αρραβωνιασμένος; Γιατί δε μου το είπες πρωτύτερα;» «Και γιατί στην ευχή θα έπρεπε να σ’ το είχα πει; Δε σε αφορά». «Ύψιστε Θεέ! Και βέβαια με αφορά. Μ ε αφορά και πολύ μάλιστα ότι ήσουν αρραβωνιασμένος όταν... όταν εσύ κι εγώ...» «Αυτό που κάναμε εσύ κι εγώ δεν έχει καμιά σχέση με την πριγκίπισσα Αντίρα». «Πριγκίπισσα Αντίρα! Τουλάχιστον ξέρεις το όνομά της». «Ξέρω το όνομά της, ξέρω την οικογένειά της, ξέρω τι θα φέρει
αυτή η ένωση σε χρυσάφι, ασήμι και διαμάντια», είπε ο Τζαμίλ θυμωμένα, «και ξέρω επίσης τι θα μου κοστίσει σε μνησικακία από το Συμβούλιό μου κι από τους συγγενείς της πριγκίπισσας Αντίρα, αλλά είμαι προετοιμασμένος να τα υποστώ για να σε πάρω σύζυγό μου». Ήταν τα λόγια που η Κάσι δεν είχε τολμήσει να ελπίσει πως θ’ άκουγε ούτε στα πιο τρελά όνειρά της, κι όμως ηχούσαν κούφια, κενά. Δεν της είχε πει την πιο σημαντική λέξη, Σ’ αγαπώ. «Γιατί;» «Συγνώμη;» «Γιατί θέλεις να με παντρευτείς;» «Υπάρχουν ένα σωρό σοβαροί λόγοι. Και ο πιο βασικός είναι ότι οι στρατηγικές διασυνδέσεις σου με τη Βρετανική Αυτοκρατορία υπερτερούν από αυτές που μπορεί να προσφέρει η οικογένεια της πριγκίπισσας Αντίρα και, παρ’ όλο που η προίκα σου θα είναι αμελητέα σε σύγκριση με τη δική της, δεν είναι θέμα, γιατί τα δικά μου πλούτη φτάνουν και περισσεύουν». Η Κάσι τον κοίταζε με το στόμα ανοιχτό. «Μ ιλάς για το γάμο σαν να είναι εμπορική συμφωνία ή διπλωματική συνθήκη. Μ ιλάς ακριβώς σαν τον πατέρα μου». Ο Τζαμίλ έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Ευχαριστώ». «Δεν το είπα σαν φιλοφρόνηση». Η Κάσι πέρασε το χέρι της στο μέτωπό της. Ο άντρας που αγαπούσε της ζητούσε να τον παντρευτεί. Θα έπρεπε να είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της κι όμως ήταν η πιο δυστυχισμένη. «Δεν το πιστεύω πως συμβαίνει αυτό», είπε, ενώ ένα δάκρυ τρεμόπαιζε στις βλεφαρίδες της. Ο Τζαμίλ, που ήταν έτοιμος να την αρπάξει στην αγκαλιά του, σταμάτησε. Κάτι του έλεγε πως αυτά τα δάκρυα δεν ήταν δάκρυα χαράς. «Δεν είναι μόνο το θέμα των πολύτιμων διασυνδέσεών σου», είπε, «είναι και το γεγονός ότι η αγγλική κληρονομιά σου
φέρνει μαζί της σύγχρονες ιδέες. Θα είσαι το ιδανικό πρότυπο για τις γυναίκες του Νταρ-ελ-Αμπά. Θα σε θαυμάζουν και θα σε αντιγράφουν», της χαμογέλασε ενθαρρυντικά. «Ύστερα, είναι και η Λίνα. Η επιρροή σου ήταν αξιοθαύμαστη. Θα ευχόμουν να συνεχιστεί. Ξέρω πως έχει αναπτυχθεί μια συμπάθεια μεταξύ σας. Αυτός ο δεσμός δεν πρέπει να σπάσει». «Πολύ πρακτικοί ακούγονται αυτοί οι λόγοι, πράγματι, αλλά τι γίνεται με τον πιο σημαντικό απ’ όλους;» Ήταν μια αμυδρή ελπίδα, αλλά έπρεπε να μάθει. Ο Τζαμίλ χαμογέλασε. «Εννοείς την ανάγκη μου για έναν κληρονόμο. Φυσικά, αυτό είναι πρώτιστης σημασίας. Μ ετά τα χτεσινά, δεν έχω καμιά αμφιβολία πως θα βρούμε την εκτέλεση αυτού ειδικά του καθήκοντος πολύ ευχάριστη κι απολαυστική». Τώρα ήξερε! «Εκτέλεση καθήκοντος! Έτσι το λες εσύ! Δεν πιστεύω τι ακούω!» «Έλα, Κάσι, οι χώρες μας μπορεί να είναι χιλιάδες μίλια μακριά, αλλά τα έθιμα δεν είναι τόσο ανόμοια. Οι άνθρωποι της τάξης μας και της σειράς μας παντρεύονται για δύο λόγους —αμοιβαία οφέλη και συνέχιση της γενιάς. Το ξέρεις αυτό τόσο καλά όσο κι εγώ. Δεν είσαι η κόρη του σπουδαίου λόρδου Άρμστρονγκ; Δεν ενέκρινε ένα τέτοιο γάμο για την αδερφή σου; Είναι σπουδαίο που άλλος ένας τέτοιος γάμος θα φέρει και στους δυο μας τόση απόλαυση». «Μ πορεί να σκέφτεσαι έτσι, Τζαμίλ, και σίγουρα μπορεί να το βλέπει έτσι κι ο πατέρας μου, αλλά λυπάμαι που θα σε πληροφορήσω ότι εγώ δεν το βλέπω έτσι». Είχε επιτρέψει για μια στιγμή στον εαυτό της να ελπίσει. Είχε επιτρέψει στον εαυτό της να ονειρευτεί. Χτες είχε κάνει έρωτα στον Τζαμίλ, ενώ εκείνος είχε πάρει, απλά, ηδονή. Αυτό θα έπαιρνε πάντα. Η διαπίστωση ήταν σαν κλοτσιά μουλαριού στο στομάχι. Η απογοήτευση την έκανε απερίσκεπτη. Ένιωθε σαν να είχε πάρει ο Τζαμίλ το πιο
αγαπημένο ρομαντικό όνειρό της και το είχε τσαλαπατήσει. «Λυπάμαι, Τζαμίλ, αλλά δεν μπορώ να σε παντρευτώ. Εσύ δε θέλεις σύζυγο, θέλεις φοράδα γι’ αναπαραγωγή». Το είχε παρατραβήξει. Το είδε στον τρόπο που εκείνος μισόκλεισε τα μάτια του, στον τρόπο που αποτραβήχτηκε, σωματικά και ψυχικά, ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της εξέδρας για να σταθεί πάνωθέ της, άκαμπτος —όλη η στάση του ανέδιδε παγερή μανία. «Νόμιζα πως είχες εγκαταλείψει αυτές τις ασυγκράτητες παρατηρήσεις. Πίστευα πως είχες αποκτήσει, όσο καιρό βρίσκεσαι στο Νταρ, λίγη από αυτή την ευθυκρισία που στην αρχή είχες πει πως σου έλειπε. Έκανα λάθος προφανώς». «Προφανώς!» του πέταξε η Κάσι. Δεν την ένοιαζε τώρα. Δεν είχε τίποτα να χάσει πια. «Βλέπω τώρα πως δε σου άξιζε η τιμή που ήμουν πρόθυμος να σου παραχωρήσω», είπε ο Τζαμίλ κάνοντας μια άκαμπτη υπόκλιση. «Θα δώσω εντολή να γίνουν οι ετοιμασίες για την αναχώρησή σου. Στο μεταξύ, να θεωρείς τον εαυτό σου περιορισμένο στα διαμερίσματά σου». Και με αυτά τα λόγια, κατέβηκε τα σκαλοπάτια της εξέδρας. Ίσως εδώ θα έπρεπε να ειπωθεί κάτι για την εμμονή στις παραδόσεις. Να γίνει ένα μάθημα. Ακόμα και σ’ αυτόν που το είχε διδαχτεί κατ’ ιδίαν. Η Κάσι τον κοίταζε με μάτια πελώρια, που λαμπύριζαν από συγκρατημένα δάκρυα. Κάτι του έλεγε πως του διέφευγε κάτι ζωτικό, αλλά η περηφάνια που τον κυβερνούσε όλη του τη ζωή από τα τρυφερά του χρόνια δεν είχε καμιά διάθεση να το εξερευνήσει. Ο πατέρας του είχε δίκιο τελικά! Όταν δείχνεις μια ανάγκη, δείχνεις αδυναμία. Ένας μόνος του είναι καλύτερα από τους πολλούς. Ή ακόμα κι από τους δύο. Ο Τζαμίλ διέσχισε με βήμα γοργό την αίθουσα. Ο εξωφρενικά μακρύς επίσημος μανδύας του σερνόταν πίσω του. Ξεκούμπωσε το κόσμημα που τον
κρατούσε, νευριασμένος, και τον άφησε να πέσει. Οι πόρτες σφάλισαν με βρόντο πίσω του. Το τεράστιο δωμάτιο ήταν απόκοσμα σιωπηλό. Τα γόνατα της Κάσι την πρόδωσαν τελικά. Σωριάστηκε στο τελευταίο σκαλοπάτι της εξέδρας κι έχωσε το κεφάλι της στα χέρια της. Τα δάκρυα κυλούσαν τώρα ποτάμι στα ωχρά μάγουλά της. Κάθισε εκεί, μια μοναχική, λευκή σαν φάντασμα φιγούρα, για περισσότερο από μια ώρα. Όταν σηκώθηκε τελικά, μουδιασμένη και τουρτουρίζοντας παρά τη ζέστη της μέρας, ήταν αποφασισμένη. Η καρδιά της είχε γίνει κομμάτια, αλλά όχι και το ηθικό της. Έπρεπε να φύγει από δω πριν υποκύψει κι αυτό και γίνει θρύψαλα. ***
H μανία του Τζαμίλ δεν είχε όρια καθώς κατευθυνόταν προς τα διαμερίσματά του. Είχε τολμήσει να τον απορρίψει! Και με τέτοιο τρόπο! Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Δεν μπορούσε να το καταλάβει. Δεν μπορούσε να το δεχτεί! Κι όμως, την ήθελε ακόμα. Αφότου αποφάσισε να παντρευτεί την Κάσι, καμιά άλλη δεν του έκανε για σύζυγος. Του την είχε στείλει η μοίρα. Δεν ήξερε το γιατί, αλλά έτσι ήταν. Όχι ότι πίστευε σ’ αυτά, δεν ήταν κανένας μοιρολάτρης, αλλά στην προκειμένη περίπτωση... σε τούτη την περίπτωση έτσι το αισθανόταν. Η Κάσι ήταν προορισμένη γι’ αυτόν. Δεν μπορούσε να την αρνηθεί. Δεν μπορούσε να τη στερηθεί. Άλλαξε βιαστικά τα επίσημα ενδύματά του βρίζοντας σε κάμποσες γλώσσες, χωρίς να βρίσκει εκτόνωση σε καμιά. Το ότι αυτόν, τον σεΐχη αλ Ναζάρι, πρίγκιπα του Νταρ-ελ-Αμπά, θα τον
αρνιόταν μια γυναίκα τού ήταν αδιανόητο! Και μάλιστα μια γυναίκα που είχε αρραβωνιαστεί έναν απένταρο ποιητή πηγαίνοντας κόντρα στην οικογένειά της! Σταμάτησε καθώς περνούσε έναν από τους απλούς, λευκούς χιτώνες, που προτιμούσε, πάνω από το κεφάλι του. Ίσως εδώ να είχε κάνει λάθος —μήπως δεν της είχε κάνει πρόταση με τη σωστή διαδικασία; Έδεσε βιαστικά το γιακά ενός απλού θουμπ από λευκό βαμβακερό γύρω από το λαιμό του, ίσιωσε τον κεφαλόδεσμό του, βγήκε από τα διαμερίσματά του και τράβηξε για τους στάβλους σε βαθιά περισυλλογή. Έχοντας ξεσηκώσει τη μήνη του πατέρα της με τον απαράδεκτο κι αταίριαστο αρραβώνα της, η Κάσι δε θα ήταν διατεθειμένη να τον προκαλέσει και δεύτερη φορά, σκέφτηκε πηδώντας στη σέλα του. Αλλά δε θα χρειαζόταν να κάνει κάτι τέτοιο. Θα πρέπει να ήξερε, όπως το ήξερε κι εκείνος, ότι ο λόρδος Άρμστρονγκ θα δεχόταν αυτή τη συγγένεια με ανοιχτές αγκάλες. Ο γάμος της αδερφής της με τον πρίγκιπα Ραμίζ ήταν μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία. Ο γάμος της Κάσι με τον πρίγκιπα του Νταρ-ελ-Αμπά θα σταθεροποιούσε τη βρετανική επιρροή στην Αραβία, θα προστάτευε τη ζωτική εμπορική οδό για την Ινδία. Ο λόρδος Άρμστρονγκ θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να επιτευχθεί αυτό, έτσι κι ο Τζαμίλ του γνωστοποιούσε την πρότασή του. Θα μπορούσε ακόμα να βάλει και τα δυο πόδια της κόρης του σ’ ένα παπούτσι... Αλλά για κάποιο λόγο αυτό δεν του άρεσε του Τζαμίλ. Δεν ήθελε την Κάσι υποταγμένη. Ήθελε να έρθει σ’ αυτόν με τη βούλησή της. Την ήθελε να έρθει σ’ αυτόν πρόθυμα. Χτες στο χαμάμ... ήταν παραπάνω από πρόθυμη. Γιατί λοιπόν είχε αρνηθεί σήμερα; Καλπάζοντας στην αγαπημένη του έρημο, ο Τζαμίλ προσπέρασε
την Όαση Μ αλντίσι και τράβηξε για τη σπηλιά όπου είχαν καταφύγει με την Κάσι για να προστατευτούν από την αμμοθύελλα. Ο θυμός του άρχισε να καταλαγιάζει καθώς συλλογιζόταν αυτά τα μπερδεμένα ερωτήματα. Η Κάσι ήταν πεισματάρα, το ήξερε αυτό. Η αλήθεια να λέγεται —το πείσμα της ήταν ένα από αυτά που του άρεσαν σ’ αυτήν, ήταν μέρος του παθιασμένου εαυτού της. Μ ιλούσε χωρίς να σκέφτεται. Αν την πρόσταζες να κάνει ένα πράγμα, το πιο πιθανό ήταν ότι θα επέλεγε να κάνει το αντίθετο όχι επειδή ήταν αντίθετη με την ιδέα, αλλά επειδή ήταν στη φύση της ν’ αντιστέκεται να της ανατρέπει τη βούλησή της κάποιος άλλος. Του έμοιαζε λίγο σ’ αυτό, ο Τζαμίλ χαμογέλασε ειρωνικά. Του έμοιαζε πολύ. Δεν το είχε χειριστεί καλά το ζήτημα, το διαπίστωνε τώρα. Έπρεπε να την είχε αφήσει να το σκεφτεί, τάχα, αντί να της το παρουσιάσει σαν τετελεσμένο γεγονός. Ωστόσο δεν ήταν μόνο αυτό, ήταν και κάτι περισσότερο. Τι είχε πει, να δεις...; Το πιο σημαντικό... Το πιο σημαντικό γι’ αυτόν ήταν εκείνη. Η σκέψη τον ξάφνιασε. Τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου του, το σταμάτησε κι ήπιε μια γουλιά νερό από το φλασκί του. Τα συμφέροντα του βασιλείου του, που ως τώρα ήταν πάντα η πρωταρχική του σκέψη, δεν του φαίνονταν πια τόσο σημαντικά. Δεν είχε νιώσει ποτέ του έτσι ως τώρα κι έφταιγε η Κάσι γι’ αυτό. Η Κάσι που του είχε ξυπνήσει αυτά τα αισθήματα, η Κάσι που τον είχε κάνει να δει πως αυτά τα αισθήματα δεν ήταν λάθος. Το πιο σημαντικό πράγμα για την Κάσι, συνειδητοποίησε ο Τζαμίλ συγκλονισμένος από την αποκάλυψη, ήταν το ειδύλλιο. Καρδιές και λουλούδια και γλυκόλογα. Αυτό που αποκαλούσε αγάπη. Αληθινή αγάπη, σαν αυτή που του περιέγραψε με τόση θέρμη εκείνη τη μέρα στην εγκαταλειμμένη ανατολική πτέρυγα. Ο
Τζαμίλ σούφρωσε τα χείλη του. Αγάπη... Σ’ αυτό το θέμα δεν είχε αλλάξει γνώμη. Η αγάπη ήταν ένας μύθος που τον ονειρεύονται αυτοί οι καταραμένοι ποιητές που της άρεσαν, για να εξηγούν το πάθος, τίποτα περισσότερο. Η καημένη, η εξαπατημένη Κάσι δεν μπορούσε να καταλάβει πως ο πόθος που είχε ανάψει ανάμεσά τους ήταν πολύ πιο απτός και πολύ πιο μακροπρόθεσμος; Η προηγούμενη εμπειρία της θα πρέπει να της το είχε διδάξει αυτό. Ο Τζαμίλ έσφιξε τις γροθιές του. Όσο επιπόλαια κι αν ήταν τα αισθήματά της για τον άντρα που είχε αρραβωνιαστεί, δεν του άρεσε να σκέφτεται πως είχε αισθανθεί κάτι για κάποιον άλλον εκτός από αυτόν. Έπρεπε να την κάνει να δει πως αυτό που είχαν μαζί ήταν κάτι πολύ πιο απτό. Δεν ήταν η αγάπη που έκανε την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα, αλλά ο πόθος. Αν μπορούσε να την κάνει να το δει αυτό, αν μπορούσε να της δείξει πόσο πραγματική μπορούσε να είναι η ικανοποίηση ενός κορμιού, τότε δε θα της χρειάζονταν κενές εξομολογήσεις. Αν μπορούσε να της το δείξει αυτό, θα καταλάβαινε πως αυτό που υπήρχε μεταξύ τους ήταν πολύ περισσότερο απ’ όσα είχαν οι περισσότεροι. Θα της το αποδείκνυε αυτό. Ανυπομονούσε κιόλας.. Μ όλις θα γύριζε πίσω, θα μιλούσε στον Χαλίμ για την ακύρωση του αρραβώνα του. Ήταν λάθος από την αρχή. Έπρεπε να το είχε καταλάβει από τις δικές του αχαρακτήριστες υπεκφυγές πως ήταν λάθος. Ένα λάθος που θα περιέπλεκε τα πράγματα και θα του κόστιζε ακριβά, αλλά δεν τον ένοιαζε. Δε θα παντρευόταν την πριγκίπισσα Αντίρα. Άσχετα από την Κάσι, αμφέβαλλε αν θα είχε παντρευτεί την εν λόγω πριγκίπισσα, έτσι κι αλλιώς. Ευτυχώς που οι θεοί είχαν στείλει την Κάσι... Ο Τζαμίλ χαμογέλασε κι έστρεψε το άλογό του για την πόλη. Για μια φορά, οι δικές του επιθυμίες κι αυτές του βασιλείου βρίσκονταν σε αρμονία. Δεν έβλεπε την ώρα να τη διεκδικήσει. Το
αίμα όρμησε με ορμή στα νεφρά του στη σκέψη πως, επιτέλους, θα χανόταν στη ζεστή, απαλή σάρκα της. Πως θα ένιωθε τη βελουδένια ζεστασιά της. Πως θα φύτευε τον σπόρο του στο μαγευτικό κήπο της. Τέτοια έκσταση... Ήταν σίγουρος πως μια τέτοια ανείπωτη μέθη θα βίωναν οι δυο τους... Σύντομα θα ήταν δική του, δική του και κανενός άλλου... Ο Τζαμίλ σπιρούνισε το άλογό του και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το Νταρ, με το κεφάλι του γεμάτο υπέροχα σχέδια για την κατάκτηση της Κάσι...
Κεφάλαιο 10
Το ταξίδι του Πέρεγκριν Φίντσλεϊ Μ περκ με ντάου —είδος καϊκιού— στην Ερυθρά Θάλασσα ως το Α’Καντίζ ήταν μια ευλογημένη απόδραση από την πνιγηρή ζέστη και τη σκόνη του Καϊρου. Το είχε απολαύσει αφάνταστα. Χαζεύοντας τους όμορφους κοραλλιογενείς υφάλους και τους μικρούς ιθαγενείς που βουτούσαν για να πιάσουν τα όμορφα πολύχρωμα ψάρια, το μυαλό του ξέδινε από τις σκοτούρες της διπλωματικής του καριέρας. Ξαπλωμένος στο μικρό πλεούμενο κάτω από τη σκιά της τέντας, άφηνε τα χέρια του να σέρνονται στο νερό, με τη γραβάτα του χαλαρή και το γιλέκο του ξεκούμπωτο. Ο Πέρεγκριν φανταζόταν τον εαυτό του σαν φαραώ της αρχαίας Αιγύπτου που περίμενε τις μαυρομάτες σκλάβες που θα προσκυνούσαν και θα σέρνονταν στα πόδια του, ικανοποιώντας κάθε του επιθυμία. Ήταν μια θελκτική φαντασίωση στην οποία παραδινόταν με τις ώρες καθώς το μικρό πλεούμενο έπλεε προς τα νότια· μια φαντασίωση που του επέτρεπε να ξεχνάει την επίπονη δουλειά που τον περίμενε. Αυτά, φυσικά, ώσπου να μπλέξουν με την κίνηση του ποταμού, που έκανε τον πλου τους, στο ολοένα κι επεκτεινόμενο λιμάνι του Α’Καντίζ, μια παρακινδυνευμένη επιχείρηση. Ο Πέρεγκριν κρατούσε τα μάτια του ερμητικά κλειστά μέσα σε τούτο το χάος, ώσπου ένα ήπιο σκούντημα από τον βαρκάρη του υπέδειξε πως είχαν δέσει κι ήταν ασφαλείς. Βγήκε απρόθυμα στη στεριά
ανάμεσα σε μουλάρια, χρεμετίσματα των καμήλων, ιδρωμένους λιμενεργάτες κι επίμονους γυρολόγους που του γίνονταν κολλιτσίδα προσφέροντάς του τα πάντα, από μια καινούρια καμήλα ως μια καινούρια σύζυγο, που τα περισσότερα από αυτά, ευτυχώς, δεν τα καταλάβαινε. Ένα μικρό γατάκι που σάλευε έντρομο τη ριγωτή ουρά του βρέθηκε στα χέρια του. Ένα μικρό παιδί είχε κρεμαστεί από το σακάκι του και τραβούσε ένα από τα διακοσμητικά ασημένια κουμπιά του τόσο δυνατά που παραλίγο να το ξεκολλήσει. Σε μια προσπάθεια ν’ απομακρύνει το παιδί, ο Πέρεγκριν πέταξε το γατάκι, που προσγειώθηκε με όλα του τα νύχια στο αριστερό μπατζάκι του γκρι παντελονιού του. Ο Πέρεγκριν ξεφώνισε. Το γατάκι σήκωσε τις τρίχες του και ρουθούνισε. Το παιδί γέλασε. Ένας άντρας που πουλούσε λιβάνι επωφελήθηκε από την ευκαιρία που είχε σταματήσει η πομπή για να θυμιατίσει τον Πέρεγκριν με κάτι που μύριζε πιο πολύ με γέρικο σκύλο και περίμενε με το χέρι απλωμένο την πληρωμή του. Ο Πέρεγκριν στέναξε καρτερικά, έβαλε το χέρι στην τσέπη με το ανεξάντλητο απόθεμα από δεκάρες, που είχε μάθει από το Κάιρο να έχει πάντα πρόχειρο για τέτοιες περιστάσεις. Το όνειρό του πως ήταν ο φαραώ Αχενατόν διαλύθηκε μέσα στις τουλούπες του δύσοσμου καπνού που έβγαινε από το θυμιατό. «Μ παλιρμά», ανήγγειλε όχι σε κάποιον συγκεκριμένα κι ακολούθησαν οι λιγοστές λέξεις που μπορούσε να πει στην τοπική γλώσσα. Καμήλα. Σκηνή. Οδηγός. Λίγες λέξεις αλλά επαρκείς, γιατί μέσα σε μια ώρα, μετά από κάμποσα παζάρια με τον μελλοντικό οδηγό του, ο Πέρεγκριν θρονιάστηκε άβολα στη ράχη μιας καμήλας που τραβούσε κατά τ’ ανατολικά. ***
Τρεις καυτές και σκονισμένες μέρες αργότερα, έφτασε στην Μ παλιρμά, όπου τον υποδέχτηκαν με κάποια έκπληξη ο πρίγκιπας Ραμίζ κι η σύζυγός του λαίδη Σίλια, πρώην Άρμστρονγκ, νυν πριγκίπισσα αλ Μ ουχάνα. «Κύριε Φίντσλεϊ-Μ περκ», είπε η Σίλια προσφέροντάς του ένα ποτήρι παγωμένο τσάι, «τι απροσδόκητη ευχαρίστηση! Ελπίζω να είσαστε καλά». Παρ’ όλο που ήταν συνηθισμένος στην ανατολίτικη συνήθεια — το κάθισμα κατάχαμα—, ήταν μια στάση που ο Πέρεγκριν δεν τη βολευόταν ποτέ. Ο όχι ευκαταφρόνητος όγκος του στομαχιού του τον δυσκόλευε να κάνει οτιδήποτε πιο αξιοπρεπές από το να σωριάζεται σαν σακί και φοβόταν —με το δίκιο του— πως έμοιαζε μάλλον με θαλάσσιο ίππο παρά με κομψευόμενο άντρα. «Ω, αρκετά καλά, ευχαριστώ», είπε στριφογυρίζοντας τα ευτραφή οπίσθιά του σ’ ένα μεγάλο —καλά, όχι και τόσο μεγάλο— σατινένιο μαξιλάρι. «Δεν έχω λόγο να παραπονεθώ, ξέρετε». «Κι απολαμβάνετε την καινούρια καριέρα σας στο προξενείο;» συνέχισε η λαίδη Σίλια ευγενικά προσπαθώντας να μην τραβήξει την προσοχή του συζύγου της. «Απόλυτα», είπε ο Πέρεγκριν χαμογελώντας γενναία. «Είμαι σίγουρη πως έχετε γίνει απαραίτητος στον λόρδο Γουίνστερ τώρα πια». Ο Πέρεγκριν κοκκίνισε. Παρ’ όλο που είχε πάνω από ένα χρόνο δόκιμης διπλωματικής βρετανικής εκπαίδευσης, δεν του ερχόταν εύκολο το ψέμα. «Ε, όσο γι’ αυτό...» ήπιε μια γουλιά τσάι. «Είσαστε πολύ σεμνός», είπε η Σίλια μ’ ένα χαμόγελο. «Για τι άλλο θα σας έστελνε σ’ εμάς ο λόρδος Γουίνστερ; Είμαι σίγουρη πως πρόκειται για κάποια σημαντική υπόθεση». «Και ποια ακριβώς είναι η αποστολή σας;» ρώτησε ο Ραμίζ δηκτικά. «Δεν είχα ενημερωθεί για την επικείμενη επίσκεψή σας».
«Α», ο Πέρεγκριν ήπιε άλλη μια γουλιά τσάι. «Το θέμα είναι... Δεν πρόκειται ακριβώς για κρατική υπόθεση. Όχι αυστηρά κρατική τουλάχιστον...» Η Σίλια, σαστισμένη, ακούμπησε το ποτήρι της κι έριξε στον άντρα της μια ερωτηματική ματιά. «Ήρθατε ίσως για δική σας δουλειά;» «Όχι, όχι, για το Θεό... Άνευ παρεξηγήσεως... εννοώ πως χαίρομαι που είμαι εδώ και σας ξαναβλέπω και τους δύο, αλλά... όχι. Γεγονός είναι...» ξεφούρνισε τελικά ξεχνώντας τη διπλωματία «... ότι πρόκειται για την αδερφή σας». «Την αδερφή μου!» Η Σίλια χλόμιασε και αναζήτησε το χέρι του άντρα της. «Ποια απ’ όλες; Είναι κάποια άρρωστη στην πατρίδα; Γιατί η θεία μου ή ο πατέρας μου...; Πέρεγκριν, πείτε μου σας παρακαλώ πως δεν ήρθατε να μου ανακοινώσετε κάποια τραγωδία». «Όχι, όχι. Τίποτα τέτοιο. Δεν πρόκειται γι’ αυτές τις αδερφές, μιλάω γι’ αυτή που βρίσκεται εδώ στην Αραβία, τη λαίδη Κασσάνδρα». «Η Κάσι; Τι έπαθε η Κάσι;» «Παρακαλώ, ηρεμήστε, λαίδη Σίλια. Δεν ήθελα να σας τρομάξω». «Τότε πείτε μας, παρακαλώ, τι ακριβώς ήρθατε να συζητήσουμε εδώ και πείτε το γρήγορα, χωρίς άλλες υπεκφυγές», είπε ο Ραμίζ σε κοφτό τόνο, καθώς τραβούσε τη σύζυγό του κοντά του προστατευτικά. «Μ ην ανησυχείς, καλή μου, αν είχε συμβεί κάτι κακό στην Κασσάνδρα, θα το είχαμε μάθει απευθείας από τον πρίγκιπα Τζαμίλ. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό». «Φυσικά, φυσικά», είπε η Σίλια. «Τι ανόητη που είμαι». Έστρεψε πάλι την προσοχή της στον Πέρεγκριν. «Εξηγήστε μου, παρακαλώ, κύριε Φίντσλεϊ-Μ περκ, έχετε την αμέριστη προσοχή μου».
Αλλά όταν ο Πέρεγκριν τελείωσε τη με διακοπές και περικοπές εξήγησή του, η Σίλια ήταν μάλλον σαστισμένη παρά φωτισμένη. «Μ α δεν καταλαβαίνω, γιατί βιάζεται ο πατέρας μου τόσο να γυρίσει η Κάσι αμέσως στην Αγγλία;» Ο Πέρεγκριν ύψωσε τους ώμους του αμήχανα. «Δε μου πέφτει λόγος να δικαιολογήσω το γιατί. Υποπτεύομαι πως ανησυχεί για... χμμ... για την ασφάλειά της». «Μ α δε βγαίνει νόημα. Έγραψα στον μπαμπά όταν έφυγε η Κάσι για το Νταρ, να τον πληροφορήσω πως αναλάμβανε τη θέση της γκουβερνάντας με τη συγκατάθεσή μου, αλλά θα πρέπει να έστειλε την επιστολή του στο Κάιρο, πριν από αυτό. Όμως, τότε, πώς γνώριζε για την παρουσία της Κάσι εκεί; Και το πιο σημαντικό, τι ακριβώς νομίζει πως κάνει εκεί;» «Α!» ο Πέρεγκριν μετακινήθηκε άβολα στα μαξιλάρια του. «Α;» «Υποπτεύομαι ότι νομίζει πως είναι κάπως... όχι και τόσο έντιμο... Ξέρετε πώς φτάνουν αυτές οι φήμες στο Φόρειν Όφις, λαίδη Σίλια». «Ξέρω πράγματι, κύριε Φίντσλεϊ-Μ περκ», απάντησε η Σίλια στυφά. «Επιτρέψτε μου να σας βεβαιώσω ότι η αδερφή μου κι εγώ αλληλογραφούμε συχνά από τότε που πήγε στο Νταρ και είναι όχι μόνο απόλυτα ευτυχής εκεί, αλλά και πολύ επιτυχημένη στο ρόλο της ως γκουβερνάντας. Την έχουν όλοι σε μεγάλη εκτίμηση. Ο πρίγκιπας Τζαμίλ είναι ο εργοδότης της, τίποτα περισσότερο». «Είμαι βέβαιος φυσικά... Ωστόσο, παρ’ όλ’ αυτά, έχω αυστηρές οδηγίες να διευκολύνω την άμεση επιστροφή της στην Αγγλία», είπε ο Πέρεγκριν αποθαρρημένος, «είτε το επιθυμεί η νεαρή λαίδη είτε όχι. Δεν την απολαμβάνω καθόλου αυτή την αποστολή, μπορώ να σας βεβαιώσω, αλλά... ανάγκα και οι θεοί πείθονται... Θ’ αναπαυτώ εδώ απόψε, με την άδειά σας, και θα ξεκινήσω για το
Νταρ αύριο». Η Σίλια στράφηκε στο σύζυγό της. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να τον συνοδέψω, καλέ μου. Οφείλω μια επίσκεψη στην Κάσι, έχω καθυστερήσει κιόλας, κι η Μ πασίρα έχει απογαλακτίσει πια. Είμαι βέβαιη πως δε συμβαίνει τίποτα κακό, αλλά θα προτιμούσα να το διαπιστώσω και μόνη μου». Ο Ραμίζ έγνεψε καταφατικά. «Είναι λογικό». «Τότε, κανονίστηκε. Θα σας συνοδέψω ως το Νταρ, κύριε Φίντσλεϊ-Μ περκ, αν δεν έχετε αντίρρηση». «Αντίρρηση; Αγαπητή μου λαίδη Σίλια», είπε ο Πέρεγκριν αφάνταστα ανακουφισμένος, «είναι μια έξοχη ιδέα... Η πιο έξοχη ιδέα. Η βοήθειά σας σε αυτό το θέμα θα είναι πολύτιμη, σας είμαι ευγνώμων». Μ έσα στον ενθουσιασμό, ο Πέρεγκριν τους άφησε για «ένα πλυσιματάκι κι ένα βουρτσισματάκι» κι η Σίλια στράφηκε στον άντρα της. «Είναι ανάγκη να σιγουρευτώ πως αυτό το γελοίο υποκείμενο δε θα στεναχωρήσει την Κάσι, αυτό μόνο. Αναρρώνει ακόμα συναισθηματικά από εκείνη την άτυχη ιστορία με τον Ογκάστας και δε θέλω να... υποτροπιάσει με τα συνδυασμένα πυρά μπαμπά και Φίντσλεϊ-Μ περκ. Λίγες μέρες θα λείψω μόνο». «Και μία είναι πάρα πολύ», απάντησε ο Ραμίζ φιλώντας την τρυφερά. «Θα έχω έτοιμο το καραβάνι το πρωί. Μ ην αργήσεις να γυρίσεις, πολυαγαπημένη μου». «Μ ην ανησυχείς, δε θα λείψω ούτε μέρα περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται», τον βεβαίωσε η Σίλια λιώνοντας στην αγκαλιά του. «Άλλωστε, ανυπομονώ από τώρα για την υποδοχή...» ***
Μ όλις γύρισε στο παλάτι, αργότερα το ίδιο πρωί, ο Τζαμίλ δεν
έχασε χρόνο. Κάλεσε τον Χαλίμ και τον ενημέρωσε για την απόφασή του να βάλει τέλος στον αρραβώνα του με την πριγκίπισσα Αντίρα. «Θέλω να επεξεργαστείς τους κατάλληλους όρους», είπε μελετώντας τη στοίβα με τα χαρτιά που είχε αφήσει ο Χαλίμ για να υπογράψει. «Να είσαι γενναιόδωρος. Δε θέλω να μας κρατήσει έχθρα ο πατέρας της». «Να μη μας κρατήσει έχθρα... Μ α, Υψηλότατε», αναφώνησε ο Χαλίμ απηυδισμένος, «δεν μπορεί να μη σκεφτήκατε τις συνέπειες μιας τέτοιας βιαστικής ενέργειας». «Και βέβαια τις σκέφτηκα», απάντησε ο Τζαμίλ ανυπόμονα. «Θα είναι μια περίπλοκη πρόκληση με πολλές παγίδες, αλλά είμαι σίγουρος πως μπορείς ν’ ανταποκριθείς. Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη ότι είσαι ικανός να επανασυντάξεις το συμφωνητικό γάμου με τη μορφή μιας συνθήκης συμμαχίας και...» Σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση, ο Χαλίμ θα είχε ανθίσει κάτω από τις αχτίδες ενός τόσο θερμού εγκωμίου, αλλά η συγκεκριμένη περίσταση δεν είχε προηγούμενο. Ποτέ ως τώρα, απ’ όσο ήξερε, δεν είχε διαλυθεί ένας αρραβώνας χωρίς να ξεσπάσει πόλεμος. «Υψηλότατε, πρίγκιπά μου, σας ικετεύω, ξανασκεφτείτε το...» «Το σκέφτηκα καλά. Κουράστηκα να σκέφτομαι. Δεν ήθελα ποτέ, όπως γνωρίζεις πολύ καλά, να παντρευτώ την πριγκίπισσα Αντίρα και τώρα αποφάσισα να μην το κάνω. Πήγαινε, φίλε μου, μην υποτιμάς τις διαπραγματευτικές σου ικανότητες». Ο Τζαμίλ χαμογέλασε, ένα από τα σπάνια χαμόγελά του, αλλά ο Χαλίμ ήταν πολύ αναστατωμένος για να του το ανταποδώσει. Ταλαντευόταν μπρος πίσω, μετέφερε το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. «Ναι, ναι, κολακεύομαι που πιστεύετε τόσο σ’ εμένα, αλλά... όσες διαπραγματεύσεις κι αν κάνω... δεν μπορώ να δώσω έναν κληρονόμο στο Νταρ-ελ-Αμπά, Υψηλότατε». «Κληρονόμο... Α, ναι, ξέρω πόσο ανησυχείς, αλλά δε
χρειάζεται». Ο Χαλίμ έμεινε ακίνητος. «Έχετε άλλη νύφη κατά νου;» «Έχω». «Κάποια από τη λίστα του Συμβουλίου;» Όσο κι αν ήλπιζε ο Χαλίμ, κάτι δεν του πήγαινε καλά. Είχε την αίσθηση πως το στομάχι του βούλιαζε στα πόδια του. «Όχι. Έχω τη λαίδη Κασσάνδρα». Ο Χαλίμ σωριάστηκε στο πάτωμα και άρχισε να χτυπάει το στήθος του. «Όχι, κύριέ μου... Πρίγκιπα Τζαμίλ, σας ικετεύω». «Σήκω, Χαλίμ, σήκω και σταμάτα να κλαψουρίζεις σαν γυναίκα. Ξέρω πως δεν εγκρίνεις την Κάσι, αλλά...» «Δεν την εγκρίνω! Δεν είναι από βασιλικό αίμα, δε φέρνει γη, δεν είναι σαν κι εμάς». Ο Τζαμίλ είχε εκλάβει την κατανόηση του Χαλίμ ως δεδομένη, όπως είχε πάρει και την υποστήριξή του. Τώρα συνειδητοποιούσε πως το δεξί του χέρι είχε παρωπίδες, όπως και το Συμβούλιο. Κι έτσι, ελέγχοντας με κόπο την υπομονή του, εξήγησε διά μακρών γιατί ακριβώς ο γάμος του με τη λαίδη Κασσάνδρα θα είχε περισσότερα πλεονεκτήματα για το Νταρ-ελ-Αμπά απ’ ό,τι ο γάμος του με την πριγκίπισσα Αντίρα ή όποια άλλη πριγκίπισσα από τη λίστα του Συμβουλίου. Ο Χαλίμ τον άκουσε με μεγάλο σκεπτικισμό, αλλά ούτε τα λογικά επιχειρήματά του, ούτε η επισήμανσή του ότι η παράδοση απαιτούσε να εγκριθεί απόλυτα ο γάμος του πρίγκιπα από το Συμβούλιο είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ο πρίγκιπας απλά επαναλάμβανε τις απόψεις του με ανανεωμένη δύναμη. Τίποτα απ’ όσα του έλεγε δε θα τον έπειθαν ν’ αλλάξει γνώμη. Ο πρίγκιπας Τζαμίλ, συνειδητοποίησε ο Χαλίμ με ξαφνική διαύγεια, παρ’ όλο που δεν το ήξερε, είχε πέσει θύμα της μαγείας δυο γαλανών ματιών. Το θέμα δεν ήταν η τήρηση ή όχι της παράδοσης, ούτε οι
πλεονεκτικές συγγένειες, το θέμα ήταν μια νεαρή Εγγλέζα γκουβερνάντα. Ο Χαλίμ στέναξε. Δεν του άρεσε να βλέπει τον πρίγκιπά του να πέφτει τόσο χαμηλά για μια τέτοια γυναίκα, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να περιορίσει τις ενδεχόμενες βλάβες. «Αν επισκεπτόσαστε ο ίδιος την οικογένεια της πριγκίπισσας Αντίρα, Υψηλότατε, να τους πληροφορήσετε προσωπικά για τα σχέδιά σας, θα ήταν λιγότερο προσβλητικό», πρότεινε διστακτικά. «Δεν είναι καμιά προσβολή για την πριγκίπισσα Αντίρα. Εσύ μου είπες πως ήμουν ένας από τους πέντε άντρες που σκέφτονταν γι’ αυτήν. Δε με επέλεξε, όπως δεν την επέλεξα». Ο Τζαμίλ πέρασε τα δάχτυλα στα μαλλιά του βγάζοντας τον κεφαλόδεσμό του. Γιατί δεν ήταν τίποτα απλό στη ζωή του; «Δεν επιθυμείτε να μπλέξει σε πόλεμο το Νταρ-ελ-Αμπά για μια γυναίκα», είπε ο Χαλίμ παίζοντας το τελευταίο του χαρτί. Ο Τζαμίλ γρύλισε απηυδισμένος. «Συγκάλεσε το Συμβούλιο αυτή τη στιγμή. Θέλω να τελειώνει τώρα αυτή η ιστορία. Τώρα. Αλλά, να είσαι σίγουρος, δε θα επιτρέψω στην πριγκίπισσα Αντίρα να γίνει η αφορμή να μπλεχτούμε σε πόλεμο». «Δεν αναφερόμουν σ’ αυτή τη γυναίκα», μουρμούρισε ο Χαλίμ καθώς υποκλινόταν κι έβγαινε οπισθοχωρώντας από το δωμάτιο. ***
Η Κάσι πέρασε μια φοβερή νύχτα. Παρ’ όλο που γύρισε στα διαμερίσματά της αποφασισμένη να φύγει μόλις θα γίνονταν οι απαραίτητες διαδικασίες, παρ’ όλο που το μυαλό της της έλεγε ξεκάθαρα πως αυτή η λύση ήταν ο μόνος λογικός δρόμος που άνοιγε μπροστά της, η καρδιά της αρνιόταν ν’ ακούσει. Η ιδέα να παντρευτεί τον Τζαμίλ, να γίνει σύζυγός του, να
μοιράζεται το κρεβάτι του, αν όχι την καρδιά του —ω, ήταν πολύ δελεαστική. Τον αγαπούσε κι ήθελε να τον παντρευτεί. Να φέρει στον κόσμο τα παιδιά του. Να μοιραστεί τη ζωή του. Αλλά εκείνος δεν την αγαπούσε. Ίσως αν τον αγαπούσε εκείνη αρκετά, τότε... δε θα έφτανε για να την αγαπήσει κι εκείνος στο τέλος; Αλλά τα πράγματα δε λειτουργούσαν έτσι, ακόμα κι οι ποιητές συμφωνούσαν σ’ αυτό το θέμα. Δε θα την αγαπούσε, κι όταν θα ξεθύμαινε το πάθος του γι’ αυτήν, τότε τι; Όχι, για την Κάσι η αγάπη έπρεπε να είναι αμοιβαία. Κι η αγάπη ήταν ένα αναπόσπαστο μέρος του γάμου. Έτσι, τα πράγματα ήταν πολύ απλά. Δεν μπορούσε να παντρευτεί τον Τζαμίλ, όσο δελεαστικές κι αν ήταν οι ανταμοιβές. Και αφού αγαπούσε αυτόν και μόνο αυτόν, σήμαινε πως δε θα παντρευόταν ποτέ κανέναν κι ήταν καταδικασμένη να μείνει άτεκνη. Γεροντοκόρη. Παρθένα. Δε θα γνώριζε ποτέ τον ολοκληρωμένο έρωτα μαζί του. Και δε θα μπορούσε να τον γνωρίσει με κανέναν άλλο. ***
Όταν χάραξε η αυγή, η Κάσι σηκώθηκε κουρασμένη από το ντιβάνι της, φόρεσε ένα από τα μουσελινένια φορέματά της και άρχισε να μαζεύει μελαγχολικά τα πράγματά της. Αν ήταν έτοιμη να φύγει μόλις γίνονταν οι απαραίτητες διαδικασίες, θα ήταν το καλύτερο για όλους. Για τη Λίνα. Για τον Τζαμίλ. Για την καρδιά της... Αλλά η μέρα περνούσε, με τη Λίνα αμίλητη, να διαισθάνεται πως κάτι συνέβαινε και να φοβάται προφανώς να ρωτήσει, κι ακόμα δεν είχε φανεί κανένας από τους αξιωματούχους του Τζαμίλ. Το Συμβούλιο συνεδρίαζε, την είχε πληροφορήσει μια από τις
υπηρέτριες της Λίνα κι η Κάσι είχε συμπεράνει πως οι κρατικές υποθέσεις προηγούνταν —όπως θα γινόταν πάντα. Παρ’ όλ’ αυτά, μνησικακούσε που την αγνοούσαν. Ήταν φανερό πως της έδιναν ένα μάθημα για να καταλάβει πόσο μηδαμινή ήταν στο μεγάλο σχεδιασμό των πραγμάτων. Κι έτσι, όταν της ήρθε μια κλήτευση να συναντήσει την Υψηλότητά του στην ιδιωτική αυλή του, η Κάσι σκέφτηκε ν’ αρνηθεί. Δεν το έκανε, φυσικά. Αντίθετα, φόρεσε μια από τις πιο κομψές βραδινές τουαλέτες της, ένα κρεμ μεσοφόρι από κρεπ φορεμένο κάτω από μια τουνίκ από χρυσό τούλι. Είχε βαθύ ντεκολτέ, πολύ βαθύ για να το φοράει δημόσια εδώ στην Αραβία, αλλά αυτή ήταν ίσως η τελευταία φορά που έβλεπε τον Τζαμίλ κι ήθελε να είναι στις ομορφιές της. Ανάμεσα στα μικρά φουσκωτά μανίκια και τα μακριά κομψά γάντια της από κρεμ σεβρό, φαινόταν μόλις μια ιδέα από λευκή σάρκα. Είχε τα μαλλιά της χτενισμένα ψηλά, πλεγμένα σε μια κοτσίδα που στόλιζε σαν κορόνα την κορφή του κεφαλιού της, και στ’ αυτιά της τα διαμαντένια σκουλαρίκια, δώρο της θείας Σοφίας για την ενηλικίωσή της. Ο λαιμός της ήταν αστόλιστος. Κρεμ μεταξωτές κάλτσες με χρυσή μπαγκέτα, που δεν τις είχε ξαναφορέσει ως τώρα, κρεμ σεβρό γοβάκια κι ένα χρυσαφί αραχνοΖφαντο σάλι συμπλήρωναν το σύνολο. Μ ια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη του μπάνιου την ικανοποίησε. Παρά την άγρυπνη νύχτα, έδειχνε... υποφερτή. Ο υπηρέτης που την περίμενε έτρεχε σχεδόν στους διαδρόμους. Είχαν αργήσει. Η Κάσι συνειδητοποίησε καθυστερημένα ότι, ενώ εκείνη θεωρούσε πως είχε ξοδέψει σωστά το χρόνο, υπήρχε μια πιθανότητα να μη συμφωνεί ο Τζαμίλ μαζί της. Τουλάχιστον είχε σκοπό να της ανακοινώσει τι είχε κανονίσει για την αναχώρησή της αυτοπροσώπως αντί να στείλει κάποιον λακέ. Κάτι ήταν κι αυτό.
Μ ε το κεφάλι ψηλά και την καρδιά της να χτυπάει άγρια, αγνοώντας αποφασιστικά τις πεταλούδες που φτερούγιζαν στο στομάχι της, τα τρεμάμενα γόνατά της και το κοκκίνισμα που ήξερε πως λέκιαζε τα μάγουλά της, η Κάσι μπήκε στην ιδιωτική αυλή του πρίγκιπα. Στεκόταν πλάι στο σιντριβάνι, ντυμένος μ’ ένα απλό καφτάνι από σμαραγδί μεταξωτό. Τα πόδια του ήταν γυμνά, το κεφάλι του ακάλυπτο. Χωρίς την επίσημη ενδυμασία του κράτους δεν ήταν ο κουρσάρος, αλλά ο πιο ωραίος άντρας που είχε δει ποτέ της. Ή που θα έβλεπε ποτέ της. Ήταν πάνω από τις δυνάμεις της —τον έτρωγε με τα μάτια της κυριολεκτικά. Εκείνη τη μικρή ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια του, τα έντονα ζυγωματικά του, τα γραμμένα χείλη του, τα χρυσά, φθινοπωρινά μάτια. Εκείνος την παρατηρούσε απαθής, αλλά η Κάσι μπορούσε να νιώσει την πείνα στο βλέμμα του. Και το κορμί της ανταποκρίθηκε, οι θηλές της σκλήρυναν μεμιάς. Κι ευχαρίστησε ενδόμυχα τον κορσέ, το πουκάμισό της και τα μεσοφόρια της που κάλυπταν αυτή την απροκάλυπτα φυσική αντίδραση. Ο Τζαμίλ δεν έπρεπε να τη δει. Κι εκείνη δεν έπρεπε να υποχωρήσει. Κι όμως, υποχωρούσε ήδη. Φανταζόταν το άγγιγμα των δαχτύλων του στο δέρμα της. Των δικών της στο δικό του. Οι απαλές πτυχές του καφτανιού του αναδείκνυαν την τέλεια σωματική διάπλασή του. Αναρωτιόταν, άθελά της, αν φορούσε κάτι από κάτω. Όσο κι αν δεν το ήθελε, ήταν πάνω από τις δυνάμεις της. Ύστερα θυμήθηκε πόσο θυμωμένος ήταν χτες και, παρ’ όλο που τώρα δεν έδειχνε θυμωμένος, καλά θα έκανε να είναι προσεκτική. «Υψηλότατε», είπε άκαμπτα. «Τζαμίλ». «Ζήτησες να με δεις;» η φωνή της δεν ακούστηκε όπως το ήθελε, δεν την ήθελε τόσο ξέπνοη. Προσπάθησε να το διορθώσει
μ’ ένα άγριο βλέμμα. Ο Τζαμίλ άνοιξε τα χέρια του. Της χαμογέλασε, εν μέρει για να την καθησυχάσει γιατί έδειχνε σαν να βάδιζε σε σπασμένα γυαλιά κι εν μέρει επειδή χαιρόταν και μόνο που την έβλεπε. «Είσαι εκθαμβωτική απόψε, Κάσι», της είπε πιάνοντας το χέρι της κι ακουμπώντας ένα φιλί στην παλάμη της. «Το ξέρεις πως είσαι η πιο ωραία γυναίκα που έχω γνωρίσει; Κι η πιο ποθητή». Γιατί της μιλούσε έτσι; Δεν της είχε μιλήσει ποτέ έτσι! Γιατί της το έκανε τόσο δύσκολο; «Σε παρακαλώ, μη λες τέτοια πράγματα». Ο Τζαμίλ την πήρε στην αγκαλιά του. «Γιατί όχι αφού είναι αλήθεια;» « Γιατί... γιατί... γιατί έτσι. Άφησέ με, Τζαμίλ». Το κορμί της όμως έλιωνε κιόλας πάνω στο λυγερό δικό του. Την τράβηξε πιο κοντά του, άκοπα, παρά τις προσπάθειές της να λευτερωθεί, και της ύψωσε το πιγούνι. «Δε σκοπεύω να σε αφήσω, Κάσι». Η φωνή του ήταν βραχνή. Τα μάτια του έλαμπαν άγρια καθώς μελετούσαν το πρόσωπό της, τον ανταριασμένο κόρφο της. Η καρδιά της χτυπούσε αργά και βαριά. Φοβόταν να τον ρωτήσει τι εννοούσε. Φοβόταν πως είχε καταλάβει λάθος. Άντρες σαν τον Τζαμίλ δεν αλλάζουν γνώμη σε μια νύχτα. Αλλά ήθελε τόσο πολύ να είχε καταλάβει σωστά. Ω, Θεέ, ήταν τόσο αδύναμη. «Τζαμίλ...» «Κάσι, όσον αφορά τα χτεσινά... Όταν σου ζήτησα να με παντρευτείς, δεν έκανα σαφή τη φύση των αισθημάτων μου...» Νόμισε πως θα λιποθυμούσε. Αν δεν την κρατούσε στην αγκαλιά του, θα είχε σωριαστεί στο δάπεδο. «Αισθήματα;» Ο Τζαμίλ χαμογέλασε μελαγχολικά. «Μ η δείχνεις τόσο έκπληκτη. Είχες δίκιο, έχω κάποια...» Η ελπίδα άρχισε να χτυπάει το κέλυφος που την είχε εγκλωβίσει, ταπ, ταπ, ταπ, σαν το κλωσόπουλο που χτυπάει με το ράμφος του
το τσόφλι του αβγού. «Ποια... Τι αισθήματα;» «Δεν έχω ποθήσει ποτέ άλλη γυναίκα όπως εσένα». Δε θα της έλεγε ωραία λόγια, δε θα έβγαζε δεκάρικους λόγους, αλλά μπορούσε να της πει την αλήθεια, να της πει πώς ένιωθε. Του είχε μάθει πόσο άξιζε αυτό. Αν και δεν είχε κάνει ποτέ ως τώρα μια τέτοια εξομολόγηση, αισθανόταν μάλλον απελευθερωμένος, αντί για μειωμένος. Η αλήθεια για το πώς αισθανόταν... Σίγουρα δε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί σ’ αυτό; «Ακύρωσα τον αρραβώνα μου με την πριγκίπισσα Αντίρα. Δεν μπορώ να την παντρευτώ. Δεν μπορώ να παντρευτώ καμιά άλλη, μόνο εσένα». Το αβγότσουφλο έσπασε. Η ελπίδα-νεοσσός ξεμύτισε. «Χτες», συνέχισε ο Τζαμίλ, «μίλησα για πρακτικούς λόγους, για πλεονεκτήματα, οφέλη. Όλα αυτά ισχύουν, αλλά υπάρχει το πιο σημαντικό. Το πιο σημαντικό είναι αυτό που έχουμε μαζί, αυτό το κάτι ξεχωριστό που νιώθουμε ο ένας για τον άλλον». Η Κάσι περίμενε, ανίκανη ν’ αναπνεύσει. «Πάθος», είπε ο Τζαμίλ σταθερά. Η ελπίδα, ο νεοσσός που ετοιμαζόταν ν’ ανοίξει τα φτερά του, κοκάλωσε. «Πάθος;» επανέλαβε η Κάσι. «Αυτό που αποκαλείς αγάπη, Κάσι, δεν υπάρχει παρά μόνο στις σελίδες ενός βιβλίου ή στα ποιήματα. Όμορφα λόγια και συναισθηματικές σαχλαμάρες δε σημαίνουν τίποτα. Οι καρδιές δε μιλούν, τα κορμιά μιλούν όμως», είπε ο Τζαμίλ συνεπαρμένος από την απρόσμενη ανακούφιση που μπορούσε να πει μεγαλόφωνα τη γνώμη του. Τόσο συνεπαρμένος που δεν πρόσεχε ότι έβγαζε λόγο! «Αυτό που αισθανόμαστε ο ένας για τον άλλον είναι αληθινό. Περισσότερο απ’ ό,τι μπορούν να έχουν οι περισσότεροι. Περισσότερο απ’ ό,τι έχω βιώσει ποτέ μου, περισσότερο απ’ ό,τι ήλπιζα να ζήσω ποτέ μου. Μ πορούμε να το μοιραστούμε αυτό, είναι αρκετό, δεν είναι;»
Ήθελε να τον πιστέψει. Ήθελε να πειστεί. Αν μπορούσε να μιλάει έτσι όπως της είχε μιλήσει τώρα μόλις, αν μπορούσε να ομολογεί τόσα όσα δεν είχε παραδεχτεί ποτέ του, και να το λέει δυνατά —ήθελε τόσο πολύ να ελπίζει πως αυτό θα οδηγούσε σ’ εκείνο... Ήξερε πως έπρεπε ν’ αντισταθεί, αλλά ήταν το μόνο πράγμα που δεν ήθελε να κάνει. Κινδύνευε να παρασυρθεί. Ω, Θεέ, πόσο ήθελε να παραδοθεί, ν’ αφεθεί στο κύμα αγάπης που ένιωθε γι’ αυτόν. «Τζαμίλ... εγώ...» «Κάσι, Κάσι, Κάσι. Σε θέλω τόσο πολύ. Άσε με να σου δείξω πόσο», της είπε επιτακτικά, τραβώντας την κοντά του, κολλώντας το κορμί της στο δικό του, σέρνοντας τα χέρια του στην πλάτη της, στη ραχοκοκαλιά της, στην καμπύλη των γλουτών της. «Άσε με να σου αποδείξω πως το πάθος είναι αρκετό, περισσότερο από αρκετό για να βασιστεί πάνω του ένας γάμος. Άσε με να σου δείξω πως αυτό μετράει πραγματικά». Έτριψε τη μύτη του στο τρυφερό δέρμα πίσω από το λοβό του αυτιού της, γλείφοντας την πτυχή εκεί. Κι εκείνη ήθελε να πειστεί. Ήθελε να του δώσει κάθε ευκαιρία. Ήθελε, ήθελε, ήθελε... Τα χέρια του διέγραφαν πυρωμένες γραμμές. Το στόμα του ξερίζωνε τον πόθο από τα κατάβαθά της, τον έφερνε στην επιφάνεια, κάνοντας το δέρμα της να φλέγεται. Πώς μπορούσε ν’ αντισταθεί; «Κάσι;» Δεν μπορούσε να του αρνηθεί. Δεν μπορούσε να το αρνηθεί στον εαυτό της. Ήταν σίγουρος πως είχε δίκιο; Αλλά εκείνη πώς μπορούσε να του αποδείξει πως είχε δίκιο; «Κάνε μου έρωτα, Τζαμίλ». Τον φίλησε στον αυχένα, στο βαθούλωμα του λαιμού του, απολαμβάνοντας την αψιά, αντρίκεια μυρωδιά του. «Κάνε μου έρωτα». Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, ας είναι να έχω δίκιο. Ας είναι αυτό αγάπη.
Έριξε πίσω το κεφάλι της για να μπορέσει να τη φιλήσει εκείνος στο λαιμό. Τα χείλη του σύρθηκαν χαμηλά, εκεί που το στήθος της αντάριαζε πάνω από το ντεκολτέ της. «Περίμενα τόσο καιρό αυτή τη στιγμή», της μουρμούρισε βραχνά. Έρανε με μικρά, πεταχτά φιλιά το σφυγμό που σφυροκοπούσε στο λαιμό της, το αυτί της, το στόμα της γύρω γύρω, κάνοντάς τη να λαχταράει το δικό του, κάνοντάς τη να βογκάει σιγανά, να γαντζώνεται πάνω του, ώσπου τελικά, επιτέλους, τη φίλησε κανονικά κι εκείνη χάθηκε. Δεν είχε γευτεί ποτέ τέτοια φιλιά, δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα τα χόρταινε αυτά τα φιλιά, νόμιζε πως θα πέθαινε αν ήταν να τα στερηθεί. Τη φιλούσε και, κάπως... δεν ήξερε πώς, είχε χαλαρώσει το φόρεμά της και τώρα φιλούσε αχόρταγα τα στήθη της, έπαιζε με τις θηλές της, πότε με τη μια πότε με την άλλη. Κι εκείνη δεν μπορούσε να σκεφτεί, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα εκτός από αυτό το εξαίσια οδυνηρό παιχνίδισμα της γλώσσας του που τη συνέδεε με το στόμα του Τζαμίλ, από τα χέρια του, από εκείνον το σφυγμό που παλλόταν ανάμεσα στα πόδια της. Κείτονταν σ’ ένα ντιβάνι τώρα, αν και δε θυμόταν πώς είχε φτάσει εκεί. Το φόρεμά της ήταν λυμένο. Οι γόβες εξαφανισμένες, οι φούστες της σηκωμένες ψηλά. Τα φιλιά του Τζαμίλ ήταν άγρια, τα δάχτυλά του τη χάιδευαν εκεί, στο καυτό σημείο ανάμεσα στα πόδια της, κάνοντάς τη να σφαδάζει από κάτω του, κάνοντας το κορμί της να ζητάει ικανοποίηση, ικανοποίηση για την ίδια και γι’ αυτόν. «Σε παρακαλώ!» του είπε. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, αγάπα με. Μη με αφήσεις ποτέ, σε παρακαλώ. Κρεμάστηκε πάνω του, ο οργασμός της ερχόταν, έφτανε, ώσπου ήρθε κάνοντάς τη να ξεφωνίσει. Δεν είχε προλάβει να πατήσει ακόμα στη γη, όταν αντιλήφθηκε
πως ήταν γυμνός πλάι της, με τον ανδρισμό του να ξεχωρίζει περήφανος και τρομακτικά μεγάλος. Την τακτοποιούσε στο ντιβάνι, τοποθετώντας μαξιλάρια από κάτω της και μουρμουρίζοντάς της καθησυχαστικά λόγια. Της υποσχόταν πως δε θα πονούσε. Τι δε θα πονούσε; Την κοίταζε, μη μπορώντας να πιστέψει πως θα συνέβαινε τελικά. Η ανάγκη του τον έκανε να υποφέρει. Ένιωθε βαρύς από τον πόθο που αγωνιούσε να σπείρει μέσα της. Κι εκείνη ήταν τόσο έτοιμη γι’ αυτόν, τόσο υγρή και καυτή, έτρεμε ακόμα από την ηδονή. Ο Τζαμίλ έγειρε προσεκτικά πάνω της, λίγο λοξά. Δεν ήταν η αγαπημένη του στάση, αλλά έτσι θα την πονούσε λιγότερο. Και ήθελε να βλέπει το πρόσωπό της. Ο ανδρισμός του ήρθε σ’ επαφή με το κέντρο της θηλυκότητάς της. Ω, θεοί, ας μπορούσε να συγκρατηθεί. Τη φίλησε βαθιά και άρχισε να μπαίνει μέσα της αργά, πολύ αργά, με προσεκτικές ωθήσεις, πνίγοντας τις κραυγές της ηδονής του. Έσπρωξε απαλά, βαθιά, δοκιμάζοντας το σημείο που θα κατέληγε η διέγερσή του, κι ετοιμάστηκε για την ώθηση. Ήταν τόσο τσιτωμένος από την ένταση να ελέγξει την ανάγκη του να μπει μέσα της, που δυσκολευόταν ν’ αναπνεύσει. «Θα βάλω τα δυνατά μου να μη σε πονέσω, έχε μου εμπιστοσύνη», της είπε κι έκανε την πολυπόθητη κίνησή του. Ένας οξύς πόνος, σαν να σκιζόταν ύφασμα. Η Κάσι σφίχτηκε, αλλά ύστερα ο πόνος πέρασε τόσο γρήγορα όσο είχε έρθει και ακολούθησε κάτι άλλο πολύ πιο διαπεραστικό. Ήταν μέσα της. Τον ένιωθε κι ήταν η πιο υπέροχη, η πιο απίστευτη, η πιο απερίγραπτη αίσθηση. Σαν να ήταν πλασμένος γι’ αυτήν. Ποιος θα το φανταζόταν; Άνοιξε τα μάτια της, χαμογελώντας αχνά για να του το πει, κι είδε την ένταση από την προσπάθεια να συγκρατηθεί χαραγμένη στ’ όμορφο πρόσωπό του. Και το ένστικτο μίλησε.
Η Κάσι τέντωσε την πλάτη της μια ιδέα για να τον ενθαρρύνει. «Σε παρακαλώ», ψιθύρισε, αυτή τη φορά δεν είχε καμιά αμφιβολία για το τι ήθελε. Ο Τζαμίλ την ανασήκωσε προς το μέρος του. Τη φίλησε, βυθίζοντας τη γλώσσα του στο καυτό στόμα της, βυθίζοντας τον ανδρισμό του στον πυρωμένο πυρήνα της. Σαν πέταλα που ξεδιπλώνονταν, σαν φύλλα που ξετυλίγονταν, έτσι ένιωσε η Κάσι τον εαυτό της να δίνει κι όλο να δίνει καθώς ο Τζαμίλ κινιόταν όλο και πιο βαθιά μέσα της, τόσο αργά που εκείνη αισθανόταν ακόμα και το απειροελάχιστο κομμάτι του να προχωράει, να βρίσκει το δρόμο του, σαν να έμπαινε στη θήκη του. Τον ένιωσε να πάλλεται κι εκείνη κρεμόταν, κρεμόταν όλο και πιο σφιχτά από πάνω του. Ήταν η έκσταση. Ο Τζαμίλ τραβήχτηκε κι ύστερα ξαναμπήκε μέσα της με μια ώθηση, σαν άμπωτη και παλίρροια, πιο αποφασιστικά τώρα, καθώς τα μέσα της σφίγγονταν γύρω του. Η πλάτη της τεντώθηκε σαν τόξο κι εκείνος βούτηξε ακόμα πιο βαθιά. Η Κάσι άκουγε τα μικρά μουγκρητά της προσπάθειάς του, άκουγε τους δικούς της ήχους, σαν σιγανά νιαουρίσματα, ένιωθε τη στύση του να διογκώνεται, ένιωθε την έντασή της να φουντώνει και, όταν άκουσε την κραυγή του καθώς παραδινόταν στη λύτρωση του οργασμού του αισθάνθηκε και η ίδια να στροβιλίζεται σε μια δίνη, να πιάνεται στα δίχτυα της ηδονής κι αυτά να τη σηκώνουν και να την τινάζουν έρμαιο, χαμένη σ’ έναν κόσμο που ήταν μόνο αυτή κι αυτός και το ένα που είχαν γίνει. Ποιος θα το πίστευε... σκέφτηκε η Κάσι γαντζωμένη πάνω του, κρατώντας τον σφιχτά μέσα της, νιώθοντας τους τελευταίους σπασμούς του οργασμού του να στέλνουν απαντητικούς απόηχους στον δικό της, ώσπου νόμισε πως θα πέθαινε από την έκρηξη των αισθήσεών της. Ο Τζαμίλ κύλησε γυρίζοντας ανάσκελα παίρνοντάς τη μαζί του.
Δεν ήθελε να τραβηχτεί, να βγει από μέσα της, ήθελε ήδη περισσότερα. Ήταν ό,τι είχε ονειρευτεί. Όλα όσα είχε φαντασιωθεί. Ήθελε κι άλλο. Δεν είχε αισθανθεί ποτέ τόσο... ικανοποιημένος; Όχι, όχι μόνο αυτό. Χορτασμένος; Όχι ακόμα. Ό,τι κι αν ήταν, ήθελε περισσότερο. Και μπορούσε να το έχει τώρα. Κάθε στιγμή. Κάθε μέρα. Η Κάσι ήταν δική του. Χαμογέλασε νωχελικά μπλέκοντας στο δάχτυλό του μια χρυσή μπούκλα που είχε ξεφύγει από την περίτεχνη κοτσίδα της. Ο Τζαμίλ δεν ήταν εξουσιαστικός άντρας, αλλά υπήρχε κάτι πρωτόγονο σ’ αυτό που αισθανόταν για τούτη την πεισματάρα, όμορφη Εγγλέζα που τον έκανε να θέλει να τη σημαδέψει, να της βάλει τη σφραγίδα του. Δική του. Γυναίκα του. Σύζυγός του. Η Κάσι άνοιξε τα βλέφαρά της και βρήκε τον Τζαμίλ να την κοιτάζει με μάτια που έλαμπαν από ικανοποίηση και κάτι άλλο. «Μ ια πένα γι’ αυτές», του είπε χαμογελώντας. Την κοίταξε σαστισμένος. «Μ ια εγγλέζικη ρήση», του εξήγησε, «που σημαίνει `πες μου τις σκέψεις σου’». Το γέλιο του Τζαμίλ ήταν ένα σιγανό γρύλισμα. «Σκέφτομαι ότι, αφού έκανα τόσο σαφείς τις προθέσεις μου, θα ήθελα να το ξανακάνουμε. Τώρα». Ένιωθε τον ανδρισμό του να ταλαντεύεται χαμηλά στην πλάτη της. Ήταν πράγματι παραπάνω από έτοιμος να πάρει την ηδονή του. Να της δώσει ηδονή. Να δώσει αγάπη; Ένα συντριπτικό βάρος απογοήτευσης πλανιόταν σαν σύννεφο περιμένοντας να την τυλίξει με το ζόφο της. Δεν το είχε πει. Η λέξη δε θ’ άγγιζε ποτέ τη γλώσσα του. Εκείνη είχε αδειάσει όλη την αγάπη της πάνω του, μέσα του, γύρω του, με την ελπίδα πως θα προκαλούσε και σ’ αυτόν τα ίδια αισθήματα, αλλά δεν είχε γίνει τίποτα. Ή μήπως; Έπρεπε να μάθει. «Τζαμίλ, δεν αισθάνεσαι διαφορετικά τώρα που;...»
Έτριψε τη μύτη του στο λαιμό της. «Αισθάνομαι... πάντα κάτι αισθάνομαι, όλο αισθήματα κι αισθήσεις είμαι μαζί σου, Κάσι. Ξέρεις πώς αισθάνομαι». Της έπιασε το χέρι και το ακούμπησε στον ανδρισμό του. «Αυτό αισθάνομαι για σένα». Πάθος. Επιθυμία. Όχι αγάπη. Δε θα ήταν ποτέ αγάπη. Είχε πάρει την απάντησή της. Τι ανόητη που ήταν! Τι ηλίθια! Ένιωσε εκείνο το μικρό νεοσσό της ελπίδας να πέφτει με σπασμένα φτερά στο χώμα. Ο Τζαμίλ δεν την αγαπούσε. Ο Τζαμίλ δε θα την αγαπούσε ποτέ. Και το χειρότερο! Εκείνη είχε κάνει απόλυτα σαφές πως δεν ήθελε την αγάπη της. Το κορμί της ήθελε. Ήταν το μόνο που θα ήθελε πάντα από αυτήν. Είχε ελπίσει πως ήθελε την ίδια την Κάσι ως προσωπικότητα, ως άτομο, όχι το περιτύλιγμα. Αισθανόταν αηδιασμένη. Θυμωμένη. Εξαπατημένη. Ο πόνος την τύλιξε, μια πυκνή μαύρη μάζα απελπισίας. Έπρεπε να φύγει από δω πριν το δει εκείνος, γιατί αυτό θα ήταν η έσχατη ταπείνωση. Τον έσπρωξε, ξέφυγε από το αγκάλιασμά του και ανακάθισε. «Όχι!» Προσπάθησε να την τραβήξει πίσω. «Σε πόνεσα; Δε θα πονέσει την επόμενη φορά, σ’ το υπόσχομαι...» Η Κάσι αγωνίστηκε να γλιτώσει από τον εαυτό της, έτρεμε μήπως η αγάπη της, η φτωχή, πληγωμένη αγάπη της γαντζωθεί από τα ψίχουλα που της πρόσφερε, προβάλλοντας δικαιολογία πως ήταν αρκετά κι ας ήξερε πως δεν ήταν. Έπρεπε να φύγει μακριά. «Άφησέ με, Τζαμίλ. Άφησέ με!» Σηκώθηκε ανασαίνοντας με δυσκολία. «Κάσι, δεν ήθελα να σε πονέσω». «Δε με πόνεσες. Και δε θα υπάρξει επόμενη φορά». «Αν εννοείς πως επιθυμείς να περιμένεις ώσπου να παντρευτούμε, τότε θα σεβαστώ τις επιθυμίες σου», είπε ο Τζαμίλ απρόθυμα. Θα ήταν ένας συμβιβασμός. Ένας δύσκολος συμβιβασμός, αλλά τα εθιμοτυπικά μπορούσαν να κανονιστούν
γρήγορα. Δηλαδή, σχετικά γρήγορα. Έξι βδομάδες. Η ιδέα πως θα περίμενε έξι βδομάδες τον γέμισε φρίκη. «Δεν πρόκειται να παντρευτούμε». Οι λέξεις είχαν κάτι το αμετάκλητο που τον έκοψε σαν μαχαιριά. Για μερικές στιγμές το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να την κοιτάζει εμβρόντητος καθώς εκείνη διόρθωνε τα ρούχα της. «Αυτό είναι γελοίο», είπε στο τέλος. «Νόμιζα πως κατάλαβες. Απόψε...» «Κατάλαβα. Μ ακάρι να μην είχα καταλάβει, αλλά κατάλαβα. Το έκανες απόλυτα σαφές». Έτρεμε. Τα δάχτυλά της δεν κατάφερναν να κουμπώσουν τα κουμπιά, να δέσουν τα κορδόνια. Έκλεισε όπως όπως το φόρεμά της και, με τα χέρια σφιγμένα γροθιές, σταύρωσε τα μπράτσα μπροστά στο στήθος της, από τη μια για να στηριχτεί, από την άλλη για να κρύψει την αγωνία της από εκείνον. «Λυπάμαι», του είπε με φωνή σπασμένη. «Δεν μπορώ να σε παντρευτώ». Φαινόταν τόσο κεραυνοβολημένος που εκείνη δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί, τον άγγιξε ακουμπώντας τη μικρή γροθιά της στο μπράτσο του, αλλά ο Τζαμίλ την τίναξε θυμωμένα. «Επιμένεις ακόμα στην αγάπη, Κάσι; Ξεγελάς τον εαυτό σου ψάχνοντας κάτι που δεν υπάρχει. Δε θα το βρεις ούτ’ εδώ ούτε πουθενά αλλού». Η Κάσι μόρφασε. Το έχω βρει, το βρήκα. Αλλά δεν ωφελούσε. «Λυπάμαι», είπε πάλι γιατί δεν είχε τίποτ’ άλλο να πει. Ο Τζαμίλ ένιωσε σαν να κατέρρευσε ο κόσμος γύρω του. Όλη του η σιγουριά. Όλα του τα σχέδια. Χάθηκαν σε μια στιγμή. Ξαφνικά το ποτήρι ξεχείλισε, δεν άντεξε άλλο. «Φύγε!» βρυχήθηκε. «Φύγε από δω και να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου!» Η Κάσι είχε την εντύπωση πως η καρδιά της γινόταν χίλια κομμάτια, κυριολεκτικά, όχι όπως το περιγράφουν τα ποιήματα. Κι
όχι μόνο η καρδιά της. Ο κόσμος της. Ήταν στο χείλος ενός γκρεμού. Η ανάγκη να γραπωθεί με νύχια και με δόντια από αυτό που είχε ήταν τόσο δυνατή που παραλίγο να υποκύψει. Μ ήπως το να έχει αυτό το λίγο ήταν καλύτερο από το να μην έχει τίποτα; Ταλαντεύτηκε. Να είναι σύζυγός του, να την ποθεί —αν όχι να την αγαπάει— δεν ήταν κάτι που της άξιζε; Μ ια ματιά όμως στο πρόσωπο του Τζαμίλ της είπε πως δεν είχε πια αυτή την επιλογή. Κι όπως και να ήταν, η καρδιά της, αυτή η φτωχή, πληγωμένη καρδιά, ήξερε πως ήταν λάθος. Τον αγαπούσε. Δε θα της αρκούσε τίποτ’ άλλο. Ο Τζαμίλ ήταν κάτωχρος, τα χείλη του δυο λεπτές γραμμές. Η Κάσι δεν τον αναγνώριζε σχεδόν. «Να σε αποχαιρετήσω, τότε», η φωνή της έτρεμε. Περίμενε, αλλά εκείνος δεν απάντησε, κοίταζε πάνω από το κεφάλι της, σαν να μην υπήρχε. Η Κάσι στράφηκε με βαριά καρδιά και προχώρησε προς την πόρτα της αυλής. Όταν σφάλισε η πόρτα πίσω της, ο Τζαμίλ ξεθηκάρωσε το γιαταγάνι του από την πλουμιστή τελετουργική θήκη του, ξαναβγήκε στην αυλή και, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, το ύψωσε πάνω από το κεφάλι του, το ξανακατέβασε διαγράφοντας συμμετρικά τόξα και κλάδεψε με μανία τις κορφές των διακοσμητικών θάμνων εκεί γύρω. Τις άφησε να κείτονται καταγής σαν κεφάλια αποκεφαλισμένων στρατιωτών στο πεδίο της μάχης.
Κεφάλαιο 11
Ο Τζαμίλ έφυγε από το Νταρ-ελ-Αμπά νωρίς το επόμενο πρωί. Η Κάσι είχε καταφέρει ένα ισχυρό πλήγμα στην περηφάνια του, αλλά η επίγνωση που υπέβοσκε στις σκοτεινές γωνιές του μυαλού του ότι αυτό δεν ήταν αρκετό για να καταπραΖνει την επιτακτική ανάγκη του να την κάνει δική του ήταν αυτή που τον έκανε να φύγει από το παλάτι. Το να ξέρει πως ήταν εκεί, κάτω από τη στέγη του... ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος. Δε θα την ικέτευε, δε θα μείωνε τον εαυτό του, δε θα ξέπεφτε δείχνοντας τέτοια αδυναμία, αλλά η Κάσι είχε την ικανότητα ν’ αναστατώνει τις αισθήσεις του τόσο αποτελεσματικά που αποφάσισε να μην το ρισκάρει. Αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή του Χαλίμ και ν’ ανακοινώσει ο ίδιος στην οικογένεια της πριγκίπισσας Αντίρα τη διάλυση του αρραβώνα. Κίνησε καβάλα στη λευκή καμήλα του επικεφαλής ενός μικρού καραβανιού —αυτό που ο Χαλίμ αποκαλούσε μικρό, γιατί αποτελούνταν από δέκα φρουρούς, ισάριθμους περίπου υπηρέτες και δέκα μουλάρια που κουβαλούσαν σκηνές και τον ανάλογο εξοπλισμό, καθώς κι έναν ικανό αριθμό πολύτιμων δώρων για την πριγκίπισσα και την οικογένειά της. Ο Τζαμίλ δεν ήθελε να τον κατηγορήσουν για έλλειψη γενναιοδωρίας. Και κυρίως δεν ήθελε να προσβληθούν. Αν και κανένας, σκέφτηκε κυνικά, δε θα μπορούσε να προσβληθεί από τόσο χρυσάφι και πολύτιμα
πετράδια... Δεν είχε πραγματικό λόγο να διαλύσει τον αρραβώνα τώρα, αλλά ήταν πιο σίγουρος από ποτέ ότι δεν μπορούσε να πάρει την πριγκίπισσα Αντίρα ή οποιαδήποτε άλλη πριγκίπισσα για σύζυγο. Στην πραγματικότητα, και μόνο η ιδέα του γάμου τού ήταν απεχθής. Μ ε μια εξαίρεση, φυσικά. Αλλά αυτό δε θα το σκεφτόταν. Κι όμως, αργότερα, ανίκανος να κοιμηθεί, καθώς γύριζε αθόρυβα σαν τον πάνθηρα στην περίμετρο της κατασκήνωσης, μόνο την Κάσι μπορούσε να σκεφτεί. Το ότι την ήθελε ακόμα με αμείωτο πάθος, δεν μπορούσε να το καταλάβει. Τον είχε απορρίψει όχι μία, αλλά δύο φορές. Και μόνο αυτό το γεγονός έπρεπε να είναι αρκετό για να τη βγάλει από τις σκέψεις του, να ξεριζώσει κάθε επιθυμία από το κορμί του, αλλά τίποτα... Δεν μπορούσε να το κατανοήσει, όπως δεν μπορούσε να κατανοήσει και την άρνησή της. Το πάθος της γι’ αυτόν ήταν τόσο δυνατό όσο και το δικό του, σ’ αυτό δεν έπεφτε έξω. Του είχε δοθεί τόσο ολοκληρωτικά που είχε βάλει φωτιά στα σπλάχνα του. Είχε απολαύσει την ένωσή τους όσο κι εκείνος. Θα του δινόταν και πάλι με ελάχιστη πειθώ, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, κι όμως δε θα τον έπαιρνε για σύζυγο. Ήταν ειρωνεία —όχι πως είχε διάθεση για ειρωνείες— ότι όσα πίστευε για τις Αγγλίδες αποδεικνύονταν αναληθή. Είχαν τη φήμη πως ήταν πρόθυμες να «τυλίξουν» ένα σύζυγο, αλλά δεν έδειχναν και μεγάλο ενθουσιασμό στο συζυγικό κρεβάτι, μετά. Η Κάσι δυστυχώς αποτελούσε εξαίρεση, όπως αποδεικνυόταν. Ο Τζαμίλ κάθισε σ’ ένα μεγάλο λιθάρι στην άκρη της όασης και παρακολουθούσε κατσούφικα δυο σκορπιούς που επιδίδονταν σ’ ένα περίπλοκο χορό ζευγαρώματος πάνω στην άμμο. Τελετουργία κι ένστικτο. Ο χορός. Η συνουσία. Η αναπαραγωγή. Όχι πολύ
διαφορετικά όλ’ αυτά από τον τρόπο που η ανατροφή του τον έκανε να σκέφτεται το δικό του γάμο. Ο διαχωρισμός του χαρεμιού, γυναίκες και παιδιά χώρια από τους άντρες. Όπως στον κόσμο των σκορπιών, έτσι και στον κόσμο του βασιλικού παλατιού. Εκείνος είχε το ρόλο του. Η σύζυγός του τον δικό της. Έτσι ήταν ανέκαθεν. Όχι πια. Δεν το ήθελε αυτό. Οι παραδόσεις τού έδιναν συχνά στα νεύρα, αλλά μέχρι πρόσφατα δεν είχε σκεφτεί να τις αμφισβητήσει. Ήταν η Κάσι που τις είχε αμφισβητήσει, η Κάσι που, χωρίς να το προσέξει ο ίδιος, είχε αλλάξει διακριτικά όλο τον τρόπο σκέψης του. Κι η Κάσι τον είχε κάνει να συνειδητοποιήσει πόσο μοναχική μπορούσε να είναι η ζωή του πρίγκιπα. Κι αυτή ήταν που του είχε διώξει τη μοναξιά. Όλοι έχουν ανάγκη από κάποιον! Ανάθεμά την! Αν δεν τον είχε προκαλέσει, αν δεν του είχε εξάψει την περιέργεια, αν δεν τον είχε αναγκάσει να δει τη ζωή του με τα δικά της μάτια, θα συνέχιζε έτσι όπως ήταν. Όπως ήταν πάντα. Αν όχι ευτυχισμένος, τουλάχιστον ευχαριστημένος. Αλλά αυτό ήταν ψέμα. Δεν ήταν ευχαριστημένος, η Κάσι είχε και σ’ αυτό δίκιο. Το παρελθόν του τον στοίχειωνε πάντα. Συνειδητοποίησε, έκπληκτος, πως δεν τον στοίχειωνε πια. Τα όνειρα, οι αναμνήσεις που τον βασάνιζαν είχαν χαθεί από τη μέρα που είχε σπάσει το μαστίγιο του πατέρα του στο γόνατό της. Ήταν σαν να είχε κάνει κάποιο εξορκισμό. Δεν της άξιζε το ανάθεμά του, της άξιζε ο θαυμασμός του για τον τρόπο που είχε προσαρμοστεί σε μια ξένη χώρα, έναν τόπο με τραχύ κλίμα και άγνωστη γλώσσα. Είχε ριχτεί με κέφι στη μάχη, μεταμορφώνοντας την κόρη του, δείχνοντας μια αγάπη για την έρημο και την ιστορία του Νταρ-ελ-Αμπά που ανταγωνιζόταν τη δική του. Είχε αρχίσει κιόλας να μαθαίνει τα βασικά της γλώσσας.
Κάτω από αυτό το πανέμορφο και ποθητό θηλυκό, υπήρχε ένα αξιόλογο πλάσμα. Τώρα το έβλεπε ο Τζαμίλ. Χαμογέλασε φέρνοντας στο νου του τις φορές που είχε ξεστομίσει τις σκέψεις της, τον τρόπο που σκέπαζε το στόμα της με το χέρι της, σαν να ήθελε να σπρώξει πίσω τις λέξεις, εκείνον το θελκτικό συνδυασμό ενοχής κι αψηφισιάς στα μεγάλα γαλανά της μάτια. Η μια ανάμνηση έφερε την άλλη... Θυμήθηκε πόσο άφοβα καβαλούσε το άλογο, την ατέλειωτη υπομονή που έδειχνε στη Λίνα, πόση φροντίδα έβαζε ακόμα και στην πιο μικρή δουλειά, τον τρόπο που χαμογελούσε, τον τρόπο που γελούσε, το πώς έσμιγε τα φρύδια της και δάγκωνε το χείλι της όταν σκεφτόταν κάτι. Το πώς έμπλεκε τα χέρια της όταν ήταν νευρική. Η τρυφερότητα με την οποία μιλούσε για τις αδερφές της, ο πόνος που προσπαθούσε να κρύψει όταν μιλούσε για τον πατέρα της. Δεν έλεγε ποτέ ψέματα, δεν κατέφευγε καν σε υπεκφυγές. Έλεγε αυτό που σκεφτόταν, συχνά, πολύ συχνά μάλιστα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Δε δεχόταν προσταγές, αλλά άφηνε να την καθοδηγούν. Κι άκουγε. Άκουγε πραγματικά, μ’ έναν τρόπο που δεν το έκανε κανένας άλλος. Τα αισθήματά της ήταν εκεί, γραμμένα στο όμορφο πρόσωπό της. Οι σκορπιοί είχαν φύγει. Η όαση ήταν απόλυτα ήσυχη. Πάνωθέ του, μια φλούδα φεγγαριού έλαμπε αδύναμα μέσ’ από ένα ασυνήθιστα αραιό σύννεφο. Ο Τζαμίλ μάζεψε μια χούφτα άμμο και την άφησε να πέσει αργά μέσ’ από τα δάχτυλά του. Δεν είχε κανονίσει τίποτα για την αναχώρησή της ούτε είχε δώσει διαταγή να την εμποδίσουν. Δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει αυτή την τελεσίδικη νότα στη φωνή της. Μ πορεί να είχε φύγει μέχρι να επέστρεφε εκείνος. Θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένος. Θα έφευγε ο πειρασμός. Αλλά, καθώς παρατηρούσε την άμμο να κυλάει από την παλάμη του, ένιωσε μια απέραντη θλίψη να τον
διαπερνάει. Έκλεισε τα δάχτυλά του προσπαθώντας να κρατήσει τους τελευταίους κόκκους, αλλά ήταν πολύ αργά. Το χέρι του ήταν άδειο. Πέρ’ από την όαση, απλωνόταν η απέραντη πεδιάδα την ερήμου. Η έρημός του. Το βασίλειό του. Η ζωή του. Άδεια. ***
Ήταν ώρα να υποστεί τη μοναξιά, για να γιατρέψει τα αισθήματά της χωρίς να ξέρει άλλος κανείς πως είχαν πληγωθεί, ήταν ώρα να προσπαθήσει ν’ αποδείξει ότι μπορούσε να ξεπεράσει τη φήμη της πιο επιπόλαιης και ανεύθυνης από τις κόρες Άρμστρονγκ. Κι ήταν ώρα να ζητήσει συμπαράσταση από το πρόσωπο που την παρηγορούσε και τη στήριζε από τότε που είχε πεθάνει η αγαπημένη της μαμά. Το πρώτο που έκανε η Κάσι το πρωί της επόμενης μέρας, αφού είχαν κάνει έρωτα με τον Τζαμίλ, ήταν να γράψει στη Σίλια, να της ζητήσει να στείλει κάποιον να την πάρει από κει το συντομότερο δυνατό. Κι ώσπου να γίνει αυτό, έπρεπε να μείνει μακριά από τον Τζαμίλ. Μ ετά απ’ όσα είχαν συμβεί την προηγούμενη νύχτα, δεν έτρεφε αυταπάτες για τη δύναμη της θέλησής της. Θα του παραδινόταν όποτε της το ζητούσε. Το κορμί της ήταν δικό του —κι εκείνος το ήξερε. Κι η καρδιά της ήταν δική του, μόνο που αυτό εκείνος δεν το ήξερε και δεν έπρεπε να το μάθει. Κι η ψυχή της. Αυτά έπρεπε να τα κρατήσει ασφαλή, για χάρη και των δυο τους. Υπολόγισε πως θα έπαιρνε δέκα μέρες να πάει το γράμμα στη Σίλια και να φτάσει ο συνοδός που της ζητούσε. Όταν την πληροφόρησε η Λίνα πως ο μπαμπάς της είχε φύγει και θα έλειπε τρεις νύχτες, θα έπρεπε να είχε νιώσει ανακούφιση, αλλά αρχικά είχε προσβληθεί που είχε φύγει χωρίς ένα αντίο κι ύστερα είχε νιώσει πληγωμένη και πολύ μόνη. Της έλειπε, σαν να είχε γίνει
κομμάτι του είναι της. Η απουσία του ήταν ένας μόνιμος πόνος που έδινε έμφαση στην ανάγκη να φύγει από τούτο το μέρος, γιατί όσο περισσότερο έμενε κοντά του τόσο πιο δύσκολος θα ήταν ο χωρισμός. Έπρεπε να χωρίσουν. Κι έπρεπε να βρει τη δύναμη να τα βγάλει πέρα τις επόμενες δέκα μέρες χωρίς να προδώσει τον εαυτό της. Τα δάκρυα, που τα είχε τόσο εύκολα στο παρελθόν, τώρα αρνιόνταν να κυλήσουν. Η συντριβή της για το γκρέμισμα του κόσμου της ήταν τόσο απέραντη που δεν μπορούσε να εκφραστεί με υπερβολές, μ’ εξωφρενικές χειρονομίες. Η παλιά μελοδραματική κι εκδηλωτική Κάσι δε θ’ αναγνώριζε τούτο το λιγομίλητο, αποτραβηγμένο και ανείπωτα θλιμμένο πλάσμα. ***
Υπέμενε όμως. Για χάρη της Λίνα κατάφερε να δείχνει ένα σχετικά πρόσχαρο πρόσωπο. Παρ’ όλο που το χαμόγελό της έκανε τους μυς της να μουδιάζουν κι η κάθε κίνησή της ήταν μια προσπάθεια, τα κατάφερνε —ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον. Χαμογελούσε και κουνούσε το κεφάλι της όταν η Λίνα τη ρωτούσε τι συνέβαινε. Προφασιζόταν πως είχε πονοκέφαλο και τότε η Λίνα έπαυε να ρωτάει και την παρατηρούσε ανήσυχη, κρατώντας της σφιχτά το χέρι. Δεν ήθελε ν’ αφήσει την Κάσι από τα μάτια της. Το άντεχε κι αυτό η Κάσι καρτερικά. Ήταν φορές που ένιωθε σαν να παρακολουθούσε τον εαυτό της σ’ ένα έργο. Ήθελε να ουρλιάξει, να βρίσει την τύχη της γι’ αυτή την αδικία. Γιατί δεν μπορούσε να την αγαπήσει ο Τζαμίλ; Γιατί; Γιατί; Τα δάκρυα θα ήταν μια ανακούφιση, αλλά δεν έρχονταν. Είχε την αίσθηση πως ήταν φτιαγμένη από πέτρα.
***
Αυτό που ήρθε, απροσδόκητα, ήταν η Σίλια. Εκεί που καθόταν η Κάσι στην αυλή κοιτάζοντας αφηρημένα στο κενό, η βαριά πόρτα άνοιξε αποκαλύπτοντας τη γνώριμη φιγούρα της αγαπημένης αδερφής της. «Σίλια! Ω, Σίλια! Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι που σε βλέπω», η Κάσι ρίχτηκε με ανακούφιση στην αγκαλιά της αδερφής της. «Αλλά πώς ήρθες τόσο γρήγορα; Μ όλις προχτές σου έστειλα το γράμμα. Κι ο κύριος Φίντσλεϊ-Μ περκ!» αναφώνησε βλέποντας τον Πέρεγκριν που κοντοστεκόταν αμήχανα λίγο πιο πίσω σε δεύτερο πλάνο. «Τι αντιπροσωπεία!» O Πέρεγκριν προχώρησε κι έκανε μια κομψή υπόκλιση. «Λαίδη Κασσάνδρα, πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω». «Είσαστε εδώ σε κάποια επίσημη αποστολή; Συμβαίνει κάτι; Έχετε κάποιο μήνυμα από την πατρίδα; Κάποια από τις αδερφές μου... Ω, Θεέ μου, ο μπαμπάς;...» «Όχι, όχι, μην τρομάζεις», είπε η Σίλια, «δε συμβαίνει τίποτα τέτοιο». «Τότε τι —ω, συγνώμη, είμαι πολύ αμελής, θα θέλετε λίγο τσάι μετ’ από τόσο ταξίδι. Περάστε, καθίστε». Ο Πέρεγκριν ακολούθησε καρτερικά τις δυο αδερφές ως τον συνηθισμένο σωρό μαξιλάρια και χαμήλωσε τα οπίσθιά του προσεκτικά. Όσο η Κάσι σέρβιρε το τσάι κι η Σίλια πρόσεχε τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της αδερφής της, ο Πέρεγκριν παρακαλούσε τη θεία φώτιση. Άλλο πράγμα οι εξεγερμένες φυλές κι οι καταπατημένες συνθήκες κι άλλο οι υποθέσεις της καρδιάς κι οι ντελικάτες ευαισθησίες μιας νεαρής λαίδης. Απ’ ό,τι του έλεγε η πείρα του, αυτό ήταν ένα ειδικό πεδίο. Ένα πεδίο στο οποίο είχε βαλτώσει μια φορά. Ωστόσο δε
χρειαζόταν ν’ ανησυχεί. Οι ικεσίες του στη θεία επέμβαση εισακούστηκαν. «Χαίρομαι τόσο πολύ που ήρθες, Σίλια», έλεγε η Κάσι ξεχνώντας το τσάι της. «Θέλω να φύγω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα». «Να φύγεις!» είπε η Σίλια έκπληκτη. «Μ α νόμιζα πως ήσουν ευτυχισμένη εδώ!» «Να φύγετε!» αναφώνησε ο Πέρεγκριν ανακουφισμένος. «Θαυμάσια νέα!» Αντιλήφθηκε ξαφνικά πως δυο ζευγάρια Άρμστρονγκ μάτια τον κοιτούσαν αποδοκιμαστικά. «Ω, ελπίζω να μη συμβαίνει κάτι κακό, δεν ήθελα να... Απλά εννοούσα... Θα είμαι ευτυχής να βοηθήσω με οποιονδήποτε τρόπο την επιστροφή σας στην πατρίδα δηλαδή». Η Κάσι απευθύνθηκε στην αδερφή της. «Ήμουν ευτυχισμένη, πολύ ευτυχισμένη», η φωνή της έτρεμε, αλλά πήρε μια γρήγορη ανάσα και ίσιωσε τους ώμους της. «Ε... τα πράγματα μπλέχτηκαν —πρέπει να φύγω». Ο Πέρεγκριν χτύπησε τα χέρια του. «Σωστά! Πώς σας φαίνεται να γυρίσουμε το καραβάνι από μπρος πίσω; Οι καμήλες δε θα έχουν μπει καλά καλά στους στάβλους. Αν πεταχτώ τώρα, μπορούμε να ξεκινήσουμε στο άψε σβήσε». «Όχι, περιμένετε. Δεν μπορώ να φύγω σήμερα». «Κουταμάρες. Καλύτερα να μην το αναβάλουμε», είπε ο Πέρεγκριν χαμογελώντας ενθαρρυντικά. «Δεν μπορώ. Πρέπει ν’ αποχαιρετήσω τη Λίνα όπως αρμόζει. Αύριο ή ίσως...» Μεθαύριο... που μπορεί να έχει γυρίσει ο Τζαμίλ. «Αύριο δεν είναι και τόσο καλή ιδέα», είπε ο Πέρεγκριν ενοχλημένος από την ξαφνική αναποφασιστικότητα της Κασσάνδρας. «Προβλέπεται θύελλα» πρόσθεσε —κάτι εντελώς αναληθές. «Καλύτερα να φύγουμε τώρα».
Η Σίλια, βλέποντας την αδερφή της τόσο ταραγμένη, πέρασε το μπράτσο της γύρω από τους ώμους της. «Αύριο, δεν υπάρχει βία», είπε σταθερά στον Πέρεγκριν, «αλλά εσάς δε σας εμποδίζει τίποτα να φύγετε σήμερα, αν βιάζεστε να επιστρέψετε στο Κάιρο. Στο κάτω κάτω, η αποστολή σας φαίνεται πως εκπληρώθηκε επιτυχώς και χωρίς την επέμβασή σας». Η Κάσι τραβήχτηκε από το αγκάλιασμα της αδερφής της. «Αποστολή; Για ποιο λόγο ακριβώς είσαστε εδώ, κύριε ΦίντσλεϊΜ περκ;» Αντιμέτωπος με δυο διαπεραστικά μάτια, τόσο γαλανά όσο τα θυμόταν, κι ένα κορμί τόσο λιμπιστικό όσο επίσης το θυμόταν, ο Πέρεγκριν ένιωσε πως τον εγκατέλειπε η ευγλωττία του. «Ε... ο πατέρας σας... ανησυχεί για σας... για την ασφάλειά σας. Σκέφτηκε πως ανυπομονείτε να επιστρέψετε στην Αγγλία... Αρκετά με τη ζέστη, τις μύγες και τα σχετικά». «Τυχαίνει να θέλω όντως να φύγω από την Αραβία», είπε η Κάσι μ’ ένα τρεμουλιαστό χαμόγελο, «αν και δεν ξέρω πως ο πατέρας μου...» «Ω, ξέρετε, ο λόρδος Άρμστρονγκ, πάντα ένα βήμα μπροστά, ξέρει πάντα τι είναι καλύτερο». «Κάσι, είσαι σίγουρη πως θες να γυρίσεις στην Αγγλία;» είπε η Σίλια. Η Κάσι κούνησε το κεφάλι της. «Πρέπει». Ο Πέρεγκριν έτριψε τα χέρια του και άρχισε να υποχωρεί προς την πόρτα. «Τότε, εγώ να γυρίσω στο Κάιρο, να σας κλείσω θέση σ’ ένα καράβι. Ή θα μπορούσα να μείνω να σας συνοδέψω, αν επιθυμείτε». «Όχι, ειλικρινά, κύριε Φίντσλεϊ-Μ περκ», επενέβη η Σίλια, «ο σύζυγός μου επιθυμεί να το κανονίσει προσωπικά». Ο Πέρεγκριν, που είχε φτάσει στο κατώφλι πια, έκανε την
υπόκλισή του από την ασφάλεια της άλλης πλευράς. «Όπως επιθυμείτε. Χάρηκα πολύ που σας ξαναείδα, λαίδη Κασσάνδρα. Ταπεινός υπηρέτης σας, λαίδη Σίλια. Αν δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω σε κάτι άλλο, τότε...» Μ ε μια θεαματική κίνηση του καπέλου του, ο Πέρεγκριν Φίντσλεϊ-Μ περκ τελείωσε την επίσκεψή του στο Νταρ. Μ ια ώρα αργότερα, ανήσυχος μη τυχόν και του φορτώσουν οι αδερφές Άρμστρονγκ καμιά άλλη αποστολή, έπαιρνε πάλι το δρόμο, μπρος πίσω, για την έρημο, μ’ έναν οδηγό, ένα μουλάρι και μια καμήλα, για συντροφιά. «Τι παράξενο που έστειλε ο μπαμπάς κάποιον να με πάρει τώρα», είπε η Κάσι όταν έμειναν μόνες στην αυλή της Σεχραζάντ. «Υποθέτω πως δε θα έπρεπε να εκπλήσσομαι. Από την αρχή δεν ήθελε να έρθω εδώ». «Κι εγώ νόμιζα πως δεν ήθελες να φύγεις», είπε η Σίλια. «Τα γράμματά σου ήταν ενθουσιώδη. Η Λίνα αυτό, η Λίνα εκείνο. Πού είναι, αλήθεια;» «Επισκέπτεται τις φίλες της. Της επιτρέπεται τώρα πια να πηγαίνει μια φορά τη βδομάδα». Μ έσα στον ενθουσιασμό της για την απρόσμενη επίσκεψη της Σίλια και την ανάγκη να διατηρήσει την ψυχραιμία της μπροστά στον Φίντσλεϊ-Μ περκ, οι καημοί της Κάσι είχαν υποχωρήσει στο πίσω μέρος του μυαλού της, αλλά τώρα επέστρεφαν ορμητικά. «Σου έστειλα ένα γράμμα», είπε, «αλλά δεν πρέπει να το έλαβες. Είμαι τόσο χαρούμενη που είσαι εδώ, όπως και να είναι». «Όχι». Τώρα που ήταν μόνες, η Σίλια είχε την ευκαιρία να περιεργαστεί προσεκτικά την αδερφή της. Και δεν ήταν μόνο οι σκιές κάτω από τα μάτια, αλλά κι η έλλειψη ζωντάνιας στο πρόσωπο της αγαπημένης αδερφής της αυτό που την ανησυχούσε. Τα μάτια της Κάσι ήταν άτονα. Όταν χαμογελούσε, όπως πάσχιζε να κάνει τώρα, το χαμόγελο έμοιαζε πιότερο με γκριμάτσα. Κάτι
την πλήγωνε, ήταν δυστυχισμένη, ήταν φανερό από τον τρόπο που κρατούσε σφιγμένο τον εαυτό της. Αλλά το να κρατάει σε σφιχτό χαλινάρι τα συναισθήματά της... δεν ήταν του χαρακτήρα της. Και πού ήταν τα δάκρυα; Δεν ήταν η Κασσάνδρα της αυτή. «Τι είναι, καλή μου; Πες μου, τι στην ευχή γίνεται εδώ πέρα; Κι όχι μασημένα λόγια. Θέλω την αλήθεια». Ο λαιμός της Κάσι σφίχτηκε κάτω από το ανήσυχο βλέμμα της αδερφής της. Κούνησε το κεφάλι της αποφεύγοντας να την κοιτάξει. «Δεν μπορώ. Θα σκεφτείς πως είμαι ανόητη και θα έχεις δίκιο, Σίλια. Είμαι». «Σε παρακαλώ, Κάσι, πες μου τι συμβαίνει. Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι. Δείχνεις... σαν να πέθανε κάποιος». Το πιγούνι της Κάσι έτρεμε. «Όχι κάποιος, κάτι. Κάτι πέθανε... Τον αγαπώ τόσο πολύ, Σίλια». «Τον αγαπάς; Ποιον;» «Τον Τζαμίλ. Τον πρίγκιπα Τζαμίλ. Είμαι ερωτευμένη μαζί του». Η ομολογία βγήκε σαν χείμαρρος. «Ω, καλή μου». Τα δάχτυλά της μπήχτηκαν στο κέντημα ενός σατινένιου μαξιλαριού. Ήταν μια ανακούφιση που μπορούσε να το πει. «Ξέρω. Ξέρω... Και θέλει να με παντρευτεί και είναι τόσο θυμωμένος που είπα όχι και τώρα έφυγε και με μισεί. Μ ε μισεί, Σίλια, κι εγώ τον αγαπώ τόσο πολύ». «Να σε παντρευτεί!» «Ήταν το πιο φοβερό πράγμα. Μ ου φάνηκε πως άκουγα τον μπαμπά. Είπε πως θα ήταν το πιο ευχάριστο καθήκον να του χαρίσω εγώ τον κληρονόμο... και πως ο αρραβώνας του με την πριγκίπισσα Αντίρα δε μετρούσε και...» «Είναι αρραβωνιασμένος ήδη;» «Όχι πια. Έχει πάει ν’ αναγγείλει το νέο στην οικογένειά της...
και τώρα δε θα έχει καμιά γυναίκα να του δώσει διάδοχο. Και δε θέλω να του τον δώσει καμιά άλλη, αλλά δε θέλω να είναι μόνος», η Κάσι γέλασε υστερικά. «Ω, Σίλια, δεν υπάρχει ελπίδα. Πρέπει να φύγω από δω, το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; Δεν μπορώ να τον ξαναδώ, αλλά δεν αντέχω τη σκέψη πως δε θα τον ξαναδώ. Δεν μπορώ. Να χαρείς, πάρε με από δω». Κανονικά, σε αυτό το σημείο, η Κασσάνδρα θα είχε ριχτεί στον ώμο της αδερφής της να κλάψει με λυγμούς, αλλά αυτό δεν έγινε. Η Κάσι συνέχισε απλά να ξεφτίζει την όμορφη σμαραγδένια και χρυσή πασμαντερί του μαξιλαριού, να τυλίγει και να ξετυλίγει τα κρόσσια στα δάχτυλά της, να λικνίζεται μπρος πίσω και να κοιτάζει στο κενό με μια έκφραση στο πρόσωπό της που η Σίλια είχε να τη δει από τότε που πέθανε η μητέρα τους. Και τότε δεν είχε κλάψει η Κάσι. Μ ’ ένα κακό προαίσθημα, άρχισε να της αποσπά υπομονετικά την όλη ιστορία. Από αυτά που η Κάσι άφηνε απ’ έξω, με τη δική της πείρα για το πόσο σαγηνευτική μπορεί να είναι η έρημος κι οι πρίγκιπές της, μπόρεσε να μαντέψει με κάποια ακρίβεια την πλήρη έκταση των... αδιακρισιών της Κάσι. Δεν μπορούσε να τη μεμφθεί, το ίδιο είχε κάνει κι εκείνη όταν πρωτογνώρισε τον Ραμίζ, αλλά δεν έβλεπε διέξοδο. Τίποτ’ απ’ όσα έλεγε η Κάσι δεν της άφηνε την παραμικρή ελπίδα πως ο Τζαμίλ την αγαπούσε. Και σε αυτό το θέμα οι αδερφές ήταν απόλυτα σύμφωνες. Χωρίς αγάπη, η Κάσι δεν μπορούσε —δεν έπρεπε— να παντρευτεί. «Λοιπόν, θα με πάρεις από δω;» είπε η Κάσι κοιτάζοντας έκπληκτη το κακό που είχε προκαλέσει στο μαξιλάρι. «Αύριο κιόλας. Μ όνο που πρέπει να δω τη Λίνα πρώτα. Ξέρω, θα στενοχωρηθεί πολύ, έχουμε δεθεί πολύ. Η μόνη μου παρηγοριά είναι πως έκανα κάτι καλό εδώ. Ο Τζαμίλ... ο Τζαμίλ αγαπάει την κόρη του και τον αγαπάει κι εκείνη».
«Τότε, έκανες πράγματι κάτι καλό και πρέπει να είσαι περήφανη για τον εαυτό σου», είπε η Σίλια ενθαρρυντικά. «Αύριο, λοιπόν, φεύγουμε για την Μ παλιρμά, αν είσαι σίγουρη». Κάτωχρη αλλά αποφασισμένη, η Κάσι κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. ***
Η Λίνα όμως πήρε τα νέα πολύ άσχημα κι ο αυτοέλεγχος της Κάσι μπήκε σε δοκιμασία. Το παιδί ήταν αναστατωμένο, μεμφόταν τον εαυτό του, την ικέτευε να μη φύγει, υποσχόταν πως δε θα έκανε ποτέ πια αταξίες. Συγκινημένη βαθιά από τούτο το ξέσπασμα στοργής, η Κάσι ένιωσε να την πνίγουν οι τύψεις. Η Λίνα, περίλυπη, την ικέτεψε να βγουν μια τελευταία φορά ιππασία μαζί. Η Κάσι, νιώθοντας την ανάγκη να επανορθώσει, δέχτηκε. Σαν έφτασαν όμως στους στάβλους το άλλο πρωί με το χάραμα, ανακάλυψαν ότι ο σταβλίτης που τις συνόδευε πάντα, όταν δεν μπορούσε ο Τζαμίλ, είχε κρεβατωθεί από υψηλό πυρετό. Η απογοήτευση της Λίνα δεν είχε όρια. Η Κάσι ήταν ανίσχυρη μπροστά στις ικεσίες της. Παρ’ όλο που ήξερε πως απαγορευόταν, αποφάσισε για μια φορά να βγουν με τη Λίνα οι δυο τους μόνο. Διέσχισαν με αργό τριποδισμό την πόλη, πέρασαν τις πύλες και βγήκαν στην έρημο, παίρνοντας το γνώριμο δρόμο για την Όαση Μ αλντίσι, όπου σταμάτησαν για να πιουν νερό και να δροσιστούν. Ο ήλιος πρόβαλλε στον καταγάλανο ουρανό. Κάθισαν στη σκιά μιας φοινικιάς, ήπιαν νερό από το γίδινο φλασκί, βουτώντας τα γυμνά πόδια τους στα ρηχά της λίμνης. Η Κάσι, που ανησυχούσε να μη λείψουν πολλή ώρα από το παλάτι, φόρεσε τις κάλτσες και τις μπότες της και βοήθησε τη Λίνα ν’ ανέβει στη σέλα. Αλλά το κορίτσι δεν ήταν έτοιμο να βάλει
τέλος στην εκδρομή του, την παρακάλεσε να πάνε λίγο πιο πέρα, να παραβγούν. Η Κάσι δέχτηκε, δεν ήθελε να την κακοκαρδίσει την τελευταία τους μέρα μαζί. Ξεκίνησαν, η Κάσι άφησε τη Λίνα να προηγηθεί. Το κοριτσάκι σπιρούνισε το πόνι και κάλπασε κατά την ανατολή, ίσια στον ήλιο. Ο αναβολέας της Κάσι είχε χαλαρώσει. Της πήρε λίγη ώρα να τον στερεώσει, κι ώσπου να ξαναπεζέψει, η Λίνα είχε χαθεί μέσα στο θάμπος του ήλιου. Ένας κόμπος έσφιξε το στομάχι της Κάσι. Δεν έπρεπε να την είχε αφήσει από τα μάτια της. Σπιρούνισε το άλογό της και όρμησε προς το σημαδάκι που μόλις και διέκρινε. Πώς είχε απομακρυνθεί το παιδί τόσο γρήγορα; Η Κάσι κάλπαζε φωνάζοντας τ’ όνομά της, αλλά η Λίνα ή την αγνόησε ή η φωνή της χάθηκε στον άνεμο. Φώναξε πάλι και είδε το σημαδάκι να κόβει ταχύτητα. Βρισκόταν γύρω στις διακόσιες γιάρδες μακριά από τη Λίνα, όταν τρεις άντρες σε καμήλες ξεπρόβαλαν πίσω από μια βραχώδη προεξοχή, στο δρόμο τους ακριβώς. Το παιδί σταμάτησε τόσο απότομα το πόνι, που το τίναξε από τη σέλα. Η Κάσι έμπηξε μια φωνή, πήδηξε από τη φοράδα της πριν σταματήσει σχεδόν και άρπαξε τη Λίνα, που ευτυχώς τη βρήκε ζαλισμένη και μωλωπισμένη, αλλά χωρίς τίποτα σπασμένο. «Ευχαριστώ», είπε στον πιο κοντινό άντρα που είχε πιάσει τα χαλινάρια του πόνι, αλλά, όταν έκανε να του τα πάρει, αυτός τα τράβηξε πίσω, φτύνοντας μια βρισιά. Το πόνι έξυνε νευρικά την άμμο. Η Λίνα ζάρωσε στο πλευρό της Κάσι. Η Κάσι κοίταξε τον ένα μετά τον άλλον τους τρεις άντρες, πρόσεξε τα κουρελιασμένα ρούχα τους, τα βρόμικα γένια τους, το πεινασμένο βλέμμα στα μάτια τους κάτω από τον καρό κόκκινο και λευκό κεφαλόδεσμό τους. Ληστές. Ο φόβος, σαν παγωμένο ρυάκι, κύλησε στη ραχοκοκαλιά της,
αλλά ήξερε πως δεν έπρεπε να το δείξει. Έριξε μια υπεροπτική ματιά στον άντρα που κρατούσε τα ηνία. Είχε μια άσχημη ουλή από το αυτί ως κάτω τον αυχένα. «Ευχαριστώ για τη βοήθεια», είπε πάλι απλώνοντας το χέρι της αγέρωχα. «Θα τα πάρω εγώ τώρα». Ο άντρας γρύλισε κάτι ακατάληπτο. Η Λίνα κούρνιασε στη φούστα της Κάσι κλαψουρίζοντας. Η φοράδα ήταν τώρα καμιά πενηνταριά γιάρδες πιο πέρα, γιατί η Κάσι την είχε αφήσει για να τρέξει να πιάσει τη Λίνα. Οι δυο άλλοι άντρες κοίταζαν τον σημαδεμένο —περίμεναν σινιάλο από αυτόν, προφανώς. Είχαν κι οι τρεις από ένα γυμνό γιαταγάνι δεμένο γύρω από τη μέση τους. Εκείνη δεν είχε άλλο όπλο εκτός από τον αιφνιδιασμό. Χωρίς να σκεφτεί, η Κάσι έκανε ν’ αρπάξει τα χαλινάρια του πόνι. Ο σημαδεμένος πήδηξε από την καμήλα, τράβηξε ένα μαχαίρι από την πλάτη του και την άρπαξε. Η Κάσι δεν ήξερε αν ο σκοπός τους ήταν να τη ληστέψουν ή να τη σκοτώσουν. Το μόνο που ήξερε ήταν πως έπρεπε να σώσει τη Λίνα. Καθώς η αιχμή της λεπίδας άγγιζε τον αυχένα της, η Κάσι κατάφερε μια δυνατή κλοτσιά στο καλάμι του άντρα, που έμπηξε μια φωνή και παράτησε τα χαλινάρια. «Τρέξε, Λίνα, τρέξε», φώναξε η Κάσι σπρώχνοντας το κορίτσι προς το πόνι, ενώ άρπαζε τον άντρα από τη ζώνη μπήγοντας τις φτέρνες της στην άμμο για να τον εμποδίσει να την κυνηγήσει και ταυτόχρονα βύθιζε τα δόντια της στο χέρι που κρατούσε το μαχαίρι. Ο άντρας ούρλιαξε, οι άλλοι δυο ξεπέζευαν για να τον βοηθήσουν, αλλά η Λίνα πηδούσε κιόλας στη σέλα και σπιρούνιζε το πόνι, που όρμησε σε ξέφρενο καλπασμό. Καθώς η Κάσι κλοτσούσε και τίναζε άμμο στους τρεις άντρες, πρόφτασε να δει το έντρομο πρόσωπο της Λίνα, που κοίταζε πάνω από τον ώμο της. «Τρέξε», ούρλιαξε. Ένα άσχημο χτύπημα στον κρόταφο με τη
λαβή ενός γιαταγανιού την έριξε αναίσθητη στην άμμο. ***
Ξύπνησε μέσα στο σκοτάδι. Το στόμα της ήταν ξερό, το ένιωθε σαν να το είχε πλύνει με άμμο. Το κεφάλι της, μια πυρωμένη μπάλα, με φοβερό πόνο στον δεξί κρόταφό της. Προσπάθησε ν’ ανασηκωθεί. Ένα λευκό φως τη θάμπωσε. Ένας σουβλερός πόνος κι έχασε τις αισθήσεις της. Συνήλθε πάλι κάποια στιγμή αργότερα, κι αυτή τη φορά έμεινε ακίνητη, προσπαθώντας να εκτιμήσει την κατάσταση. Ο πόνος τώρα εστιαζόταν στον κρόταφο. Το στόμα της κολλούσε από τη δίψα. Ήταν ξαπλωμένη στην άμμο, ανάσκελα, κάπου που έμοιαζε με σπηλιά. Κούνησε τα δάχτυλά της, ύστερα επιχείρησε να κουνήσει τα πόδια της και τότε ανακάλυψε πως ήταν δεμένα. Και τα χέρια της ήταν δεμένα από τους καρπούς σ’ έναν πάσσαλο μπηγμένο στο έδαφος. Θυμήθηκε αμυδρά πώς είχε καταλήξει εδώ. «Λίνα;» η φωνή της ήταν ένα κρώξιμο που αντήχησε απόκοσμα μέσα στο σκοτάδι. Καμιά απάντηση. «Λίνα», ξαναφώναξε. Τίποτα. Καλό αυτό, είχε ξεφύγει. Ή την κρατούσαν κάπου χωριστά. Όχι, όχι, δε θα το σκεφτόταν αυτό. Η ώρα περνούσε. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα είχε περάσει. Κείτονταν εκεί, μεταξύ ύπνου και ξύπνου, περιμένοντας, προσπαθώντας να μην αναρωτιέται, γιατί θα την έπιανε πανικός. Η Λίνα είχε διαφύγει. Θα έφερνε τον Τζαμίλ. Όχι, ο Τζαμίλ δεν ήταν εδώ. Θα έφερνε τον Χαλίμ. Ούτε κι αυτός ήταν εδώ, ήταν με τον Τζαμίλ. Τους φρουρούς τότε... ή τον Πέρεγκριν Φίντσλεϊ-Μ περκ. Ζαλισμένη, παραληρώντας από την αφυδάτωση, η Κάσι χασκογέλασε πασχίζοντας να φανταστεί τον ευτραφή Πέρεγκριν να σπεύδει καβάλα στο άτι του να τη σώσει. Δε θα έφτανε ούτε ως
την Όαση Μ αλντίσι. Κι ακόμα και αν έφτανε, πώς θα ήξερε πού να ψάξει από κει και πέρα; Δε γνώριζε την έρημο. Εξάλλου, τώρα πια θα βρισκόταν στα μισά του δρόμου για το Κάιρο. Μ όνο ο Τζαμίλ ήξερε την έρημο καλά, κι αυτός μάλλον δε νοιαζόταν και τόσο. Αλλά, και να νοιαζόταν, δεν ήταν εδώ και... Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Τα γεύτηκε, ζεστά και αλμυρά στη γλώσσα της. Της έφεραν μεγαλύτερη δίψα. Από τι προτιμούσε να πεθάνει, από δίψα ή απ’ ό,τι άλλο σχεδίαζαν οι ληστές; Από χίλιες μαχαιριές; Θα την έδεναν σ’ έναν πάσσαλο έξω κάτω από τον καυτό ήλιο και θα την άφηναν βορά των αρπακτικών; Ή μπορεί να τη βίαζαν πρώτα. Ίσως να μη σκόπευαν να τη θανατώσουν, αλλά να την κρατήσουν σκλάβα όλη της τη ζωή. Θυμήθηκε το πεινασμένο βλέμμα στα μάτια τους και ανατρίχιασε τόσο που τα δεσμά της μπήχτηκαν στους καρπούς της. Αν δεν είχε διαβάσει όλα αυτά τα παραμύθια στο Χίλιες και Μία Νύχτες... Και να σκεφτείς πως τα έβρισκε ρομαντικά, ακόμα και τα πιο αιμοσταγή! Δεν ήθελε να πεθάνει σαν ηρωίδα. Τι ηρωίδα θα μπορούσε να γίνει εξάλλου; Μ ια πραγματική ηρωίδα θα είχε βρει τρόπο να λευτερωθεί ως τώρα... Η Κάσι τεντώθηκε, αλλά τα σκοινιά μπήχτηκαν ακόμα πιο βαθιά στους καρπούς της και τους αστραγάλους της. Θα πρέπει να της είχαν βγάλει τις μπότες! Και τις κάλτσες! Τα πόδια της ήταν γυμνά. Για κάποιο λόγο, αυτός ο μικροβιασμός την πρόσβαλε, έθρεψε το κουράγιο της. Πήρε βαθιά ανάσα και φώναξε με όλη τη δύναμή της. «Βοήθεια! Βοήθεια! Βοήθεια!» Οι φωνές αντήχησαν και αντιλάλησαν. «Βοήθεια! Βοήθεια! Βοήθεια!» Την έπιασε πονοκέφαλος. Τράβηξε φρενιασμένα τα δεσμά της, στριφογύρισε, κουλουριάστηκε στην άμμο, μήπως και βγουν οι πάσσαλοι από το έδαφος, αλλά του κάκου. Εξουθενωμένη, με το κεφάλι της να
χτυπάει σαν το αμόνι του σιδερά, η Κάσι σταμάτησε να χτυπιέται και προσπάθησε να σκεφτεί λογικά. Αν την ήθελαν νεκρή, δε θα την είχαν δέσει έτσι. Άρα την ήθελαν ζωντανή. Θα γύριζαν λοιπόν, και σύντομα ίσως. Έπρεπε να διατηρήσει την ενέργειά της, έπρεπε να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί μαζί τους, έπρεπε να πολεμήσει. Δεν ήθελε να πεθάνει, αλλά δε θα υποτασσόταν κιόλας. ***
Στην αρχή δεν έβγαζαν νόημα από αυτά που έλεγε η Λίνα, γιατί το παιδί, αφού επιστράτευσε όλη τη δύναμη και το κουράγιο του για να γυρίσει στο παλάτι, κατέρρευσε σε κατάσταση σοκ, μουρμουρίζοντας ξανά και ξανά το όνομα της Κάσι. Τελικά, η Σίλια κατάφερε να την ηρεμήσει κάπως και να της αποσπάσει την όλη ιστορία. Ήταν η Σίλια που ξαπόστειλε άρον άρον δυο υπηρέτες, τον έναν στον Τζαμίλ και τον άλλον στο σύζυγό της. Ακόμα κι αν λάμβανε υπόψη της τη φυσιολογική τάση του παιδιού να υπερβάλλει, αυτά που είχε πει η Λίνα για την απαγωγή ήταν τρομακτικά. Το στομάχι της ανακατευόταν από το φόβο, ωστόσο αντιστάθηκε με μεγάλη δυσκολία στην απολύτως άχρηστη αλλά ολότελα φυσική παρόρμησή της να ορμήσει έξω στην έρημο και να ψάξει η ίδια να βρει την Κάσι. Αντί γι’ αυτό, ανέκρινε τον αρχισταβλίτη του πρίγκιπα Τζαμίλ και με τη βοήθειά του οργάνωσε μια ομάδα διάσωσης αποτελούμενη από τους φρουρούς του παλατιού. Ήταν έξω όλη μέρα κι ως αργά τη νύχτα, αλλά, παρ’ όλο που εντόπισαν το σημείο που είχε γίνει η απαγωγή, δεν υπήρχαν ίχνη από εκεί και πέρα και κανένας στο Νταρ δε φαινόταν να ξέρει από πού είχαν έρθει οι ληστές, σε ποια φυλή μπορεί ν’ ανήκαν. Η Σίλια πέρασε τη νύχτα βηματίζοντας πέρα δώθε
προσπαθώντας να μη φαντάζεται τι είχε επιφυλάξει η μοίρα στην Κάσι. Το ότι δεν την είχαν σκοτώσει την ίδια στιγμή ήταν η μόνη της παρηγοριά, μια φτωχή παρηγοριά, που ενισχυόταν μόνο από την έλλειψη πτώματος —αλλά όχι, η Σίλια αρνιόταν να το σκεφτεί αυτό. Η Λίνα είχε ξυπνήσει αρκετές φορές τη νύχτα έντρομη, την έπιανε υστερία από το φόβο. Το πρωί δεν έφερε κάποιο αίτημα για λύτρα, ούτε κάποιο σημάδι από τον πρίγκιπα Τζαμίλ. Σε απόγνωση η Σίλια, μετά από μια σύσκεψη με τον σταβλίτη, αποφάσισε να στείλουν άλλη ομάδα αναζήτησης. Κι ύστερα βάλθηκε πάλι να βηματίζει, τρίβοντας τα χέρια της και λέγοντας στον εαυτό της πως δεν έπρεπε να την πιάσει πανικός. ***
Στο μεταξύ, ο Τζαμίλ είχε ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των διαπραγματεύσεων. Η πριγκίπισσα Αντίρα είχε δεχτεί μεγαλόψυχα τις απολογίες του για την αναστάτωση και με ακόμα μεγαλύτερη προθυμία είχε δεχτεί τα δώρα του —κοσμήματα και πολύτιμους λίθους. Οι παραχωρήσεις που είχε ετοιμάσει εκ των προτέρων με τον Χαλίμ επέτρεψαν στον πατέρα της να δεχτεί την ανταλλαγή. Η τιμή είχε αποκατασταθεί τελικά. Οι ευαισθησίες του γεροπρίγκιπα «λαδώθηκαν» με το δώρο ενός ασυνήθιστου ροζ διαμαντιού. Το εορταστικό συμπόσιο ήταν μια παραμυθένια ευωχία. Τα τραπέζια βογκούσαν από τα φαγητά και τα ποτά, μουσικοί έπαιζαν στο βάθος. Η γιορτή ήταν στο φόρτε της όταν έφτασε ο αγγελιαφόρος με την επιστολή που καλούσε τον Τζαμίλ να επιστρέψει επειγόντως. Τη διάβασε, δύσπιστος, με μουδιασμένες τις αισθήσεις. Εγκατέλειψε το καραβάνι του και τον οικοδεσπότη του χωρίς πολλά πολλά, αφήνοντας πίσω του τον
Χαλίμ να εξομαλύνει τα πράγματα, διάλεξε τους καλύτερους φρουρούς του και ξεκίνησε μέσα στο σκοτάδι. Σταματώντας μόνο για νερό, ταξίδεψε όλη νύχτα και το πρωί ώσπου να φτάσει στο Νταρ. Ας ήταν ζωντανή... Ας ήταν γερή... Κάσι, Κάσι, Κάσι, μουρμούριζε τ’ όνομά της σαν τάλισμαν καθώς παρότρυνε την καμήλα του να τρέξει με μια ταχύτητα που ακόμα και τα καθαρόαιμά του θα δυσκολεύονταν να διατηρήσουν. Προσευχόταν. Έταζε στους θεούς. Και ξαναπροσευχόταν. Πρόσφερε τον εαυτό του στη θέση της. Θα πρόσφερε και το βασίλειό του ακόμα. Και τότε ήταν που συνειδητοποίησε —θα έδινε τα πάντα για να την έχει πίσω γερή. Του ήταν πιο σημαντική κι από την ίδια του τη ζωή. Την αγαπούσε. Αυτή η ανάγκη του... αυτό το πάθος. Η ακατανίκητη τάση του να την κρατήσει μόνο για τον εαυτό του. Η επιθυμία να είναι πάντα στο πλευρό της. Το ότι ήθελε να της μιλάει, να ρωτάει τη γνώμη της. Το ότι η μορφή της ήταν χαραγμένη στο μυαλό του. Αυτή η αίσθηση που είχε, αυτό το κομμάτι του που του έλειπε όταν εκείνη δεν ήταν εκεί... Την αγαπούσε! Όχι επιφανειακά, επιπόλαια —αγάπες και λουλούδια—, αλλά βαθιά. Αυτό που ένιωθε γι’ αυτήν, το ένιωθε στα κόκαλά του. Στην ψυχή του. Στην καρδιά του. Στην καρδιά του πραγματικά, έτσι όπως το είχε περιγράψει η Κάσι. Απ’ όλα τα γλυκανάλατα που έλεγαν οι ποιητές, αυτό ήταν αλήθεια. Τη σκεφτόταν και πονούσε η καρδιά του. Την αγαπούσε. Ήταν ερωτευμένος μαζί της. Η διαπίστωση έφερε μαζί της μια αγαλλίαση, μια τεράστια αίσθηση ανακούφισης, σαν να είχε λευτερωθεί από μια φυλακή, τη φυλακή του βασανισμένου
παρελθόντος του. Δεν ήταν μόνος. Δεν ήταν ανάγκη να στέκει μόνος πια. Μ ε την Κάσι στο πλευρό του, ήταν αρκετά δυνατός για να κατακτήσει τον κόσμο. Στο πλευρό του. Αν πέθαινε εκείνη, θα πέθαινε κι αυτός. Τόσο πολύ την αγαπούσε. Δε θα την άφηνε να πεθάνει. Κάσι, Κάσι, Κάσι. Κι ο Τζαμίλ έτρεχε, κάλπαζε, τα πέταλα της καμήλας βροντούσαν τ’ όνομά της, την αγάπη του, τ’ όνομά της, την αγάπη του σε όλα τούτα μίλια της ερήμου που τον χώριζαν από το Νταρ. Δεν πίστευε πως ήταν νεκρή. Θα το ήξερε. Θα το ένιωθε. Εδώ, στην καρδιά του, θα το αισθανόταν. Θα το ήξερε. Αυτό έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του καθώς έκανε την εμφάνισή του το γκρίζο φως της αυγής κι η απελπισία άρχισε να υψώνεται με τον ήλιο. Θα το ήξερε. Θα το ήξερε με βεβαιότητα. Δεν άντεχε τη σκέψη ότι είχαν χωρίσει θυμωμένοι. Είχαν χωρίσει χωρίς να της πει πώς ένιωθε... δεν μπορούσε να το αντέξει. Την αγαπούσε. Και τον αγαπούσε κι εκείνη. Πώς γινόταν να είναι τόσο τυφλός; Γι’ αυτό δεν ήθελε να τον παντρευτεί. Όχι επειδή δεν τον αγαπούσε, αλλά επειδή ακριβώς τον αγαπούσε. Εκείνη πίστευε πως ήταν αδιάφορος κι ήξερε πως μόνο δυστυχία θα έφερνε αυτός ο γάμος. Ο Τζαμίλ όμως θα τ’ άλλαζε όλ’ αυτά τώρα. Θα την έκανε ευτυχισμένη. Θα έκανε την ευτυχία της σκοπό της ζωής του. Μ α τους θεούς, ας ήταν μόνο να την έβρισκε ζωντανή. Ας του έδιναν την ευκαιρία να επανορθώσει... «Σ’ αγαπώ», μουρμούρισε αχνά, σαν ανάσα. Η λέξη ήχησε παράξενα αλλά ευχάριστα. «Σ’ αγαπώ», επανέλαβε κοιτάζοντας τον ξέθωρο ουρανό. Ο Αλτάιρ, το πιο φωτεινό αστέρι του αστερισμού Αετός, μόλις που διακρινόταν. Ο Τζαμίλ έκλεισε τα μάτια κι έκανε μια ευχή, όπως τότε που ήταν παιδί, αδιαφορώντας
για το πόσο ανόητο ήταν. «Να είσαι σώα, Κάσι», ευχήθηκε. «Σ’ αγαπώ». Καθώς σπιρούνιζε την καταπονημένη καμήλα του προς την Έδρα των Θεών, την οροσειρά που καθόριζε το στενό πέρασμα για την πατρίδα, ο Τζαμίλ, ο σεΐχης αλ Ναζάρι, πρίγκιπας του Νταρελ-Αμπά, ένιωθε ένα σφίξιμο στο στήθος. Σ’ αγαπώ. Η λέξη με την αχνή φωνή της Κάσι ήταν τόσο καθαρή, που κοίταξε πάνω από τον ώμο του για να σιγουρευτεί πως δεν του την έφερε ο άνεμος. Ήταν ζωντανή. Θα την έβρισκε ακόμα κι αν ήταν να ξύσει την έρημο ίντσα ίντσα με τα γυμνά χέρια του. ***
Έφτασε στο παλάτι στα μέσα του πρωινού και τράβηξε ίσα για την αυλή της Σεχραζάντ, όπου βρήκε τη Σίλια να βηματίζει στην οβάλ περίμετρο μουρμουρίζοντας, παραμιλώντας. «Δόξα τω Θεώ», φώναξε εκείνη αφήνοντας κατά μέρος τις επισημότητες, καθώς έτρεχε προς τον πρίγκιπα που δεν τον γνώριζε καλά καλά. «Ευτυχώς που ήρθατε, η αδερφή μου...» σταμάτησε, η φωνή της βάραινε από τα δάκρυα. Βλεφάρισε, πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες. «Συγνώμη... είμαι τόσο ανήσυχη, αλλά το ίδιο κι εσείς, φαντάζομαι. Η Λίνα, η κόρη σας, είναι καλά. Μ ερικές εκδορές, τίποτ’ άλλο... Είναι ακόμα πολύ ταραγμένη, όπως είναι φυσικό. Αλλά ήταν πολύ γενναία, γύρισε διασχίζοντας μόνη της με το πόνι όλον αυτό το δρόμο. Πρέπει να είσαστε πολύ περήφανός γι’ αυτήν. Θα θέλετε να τη δείτε, φυσικά». Ήταν χλομός, κατασκονισμένος από την κορφή ως τα νύχια, το στόμα του μια λεπτή γραμμή. Τα μάτια του —αυτά τα εκπληκτικά μάτια— ήταν καρφωμένα πάνω της. «Σε λίγο. Πείτε μου πρώτα τι έγινε ακριβώς», είπε κοφτά.
Του είπε, όσο το δυνατόν πιο περιληπτικά, επισημαίνοντας τα κυριότερα σημεία κι εκθέτοντάς τα με τη σειρά, από την απαγωγή ως τις έρευνες που είχε οργανώσει. Αργότερα ο Τζαμίλ θα θαύμαζε τον τρόπο που είχε χειριστεί την κατάσταση, τώρα όμως ανυπομονούσε να τελειώσει. «Είπατε πως δε βρέθηκε κανένα ίχνος;» «Τίποτα, ούτε αποτυπώματα, τίποτα. Κανείς δεν ξέρει ποιοι μπορεί να ήταν, δεν υπάρχει κάποιος που να ισχυρίζεται πως τους έχει ξαναδεί. Έχετε εχθρούς, κάποιον που να τρέφει έχθρα εναντίον σας;» ρώτησε η Σίλια. Ο Τζαμίλ κούνησε το κεφάλι του. «Κανέναν που θα τολμούσε να καταπατήσει τα εδάφη μου. Θα πρέπει να είναι τίποτα ευκαιριακοί ληστές. Το πιο πιθανό, δε γνωρίζουν πως η Λίνα κι η Κάσι ανήκουν στο βασιλικό περιβάλλον, αλλιώς δε θα είχαν τολμήσει να τους επιτεθούν». «Ίσως αν συνειδητοποιήσουν το λάθος τους να την αφήσουν», είπε η Σίλια με κάποια ελπίδα. «Ίσως, αλλά δε σκοπεύω να το αφήσω στην τύχη. Σώζοντας τη Λίνα, η Κάσι έβαλε τη ζωή της σε κίνδυνο. Την προειδοποίησα πολλές φορές, την προειδοποίησα να μη βγαίνει χωρίς συνοδό», ο Τζαμίλ πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του και σωριάστηκε στο πεζούλι του σιντριβανιού. «Δεν έπρεπε να φύγω. Τσακωθήκαμε». «Μ ου το είπε», είπε η Σίλια ήρεμα και κάθισε δίπλα του. «Τι σας είπε;» «Αρκετά». «Κατάλαβα. Θα πρέπει να με θεωρείτε ανόητο αλαζόνα». Η Σίλια χαμογέλασε. «Συγχωρήστε με για το θάρρος μου υπό τις παρούσες συνθήκες, αλλά δε νομίζω πως είσαστε ανόητος, απλά είστε ένας άντρας ερωτευμένος». Ο Τζαμίλ έτριψε τα μάτια του. «Η Κάσι έλεγε πάντα πως είσαστε
η έξυπνη της οικογένειας. Φαίνεται πως το ξέρατε πριν από μένα». «Το σημαντικό είναι πως το ξέρετε τώρα. Πηγαίνετε λοιπόν να βρείτε την αδερφή μου, πρίγκιπα Τζαμίλ. Φέρτε την πίσω σώα, σας ικετεύω για χάρη και των δυο μας». Της έπιασε τα χέρια και τα κράτησε σφιχτά. «Το υπόσχομαι σε ό,τι έχω ιερό». Έφυγε αμέσως, στάθηκε μόνο για να σφίξει την κόρη του στο στήθος του, να της πει πως ήταν γενναία σαν πάνθηρας και να της υποσχεθεί πως θα έφερνε πίσω την Κάσι.
Κεφάλαιο 12
Οι ληστές τής έφεραν νερό. Θυμήθηκε εγκαίρως την προειδοποίηση του Τζαμίλ, να μην πιει άπληστα, και πίεσε τον εαυτό της να το πιει αργά, γουλιά γουλιά. Την έλυσαν και την παρακολουθούσαν απαθείς καθώς αγωνιζόταν να σταθεί στα πόδια της —οι αστράγαλοί της χτυπούσαν αφόρητα καθώς το αίμα επέστρεφε ορμητικά στα άκρα της. Προς ανακούφισή της, την άφησαν να σταθεί όρθια παρ’ όλο που κούτσαινε ακόμα σαν καμήλα. Ο αέρας στη σπηλιά ήταν υγρός και βρομερός. «Τι θέλετε από μένα;» τους ρώτησε με τα λιγοστά αραβικά της. Ο άντρας με την ουλή, ο αρχηγός σίγουρα, κάγχασε κι έτριψε τον δείκτη με τον αντίχειρά του. «Χρήμα. Κάποιος θα πληρώσει καλά λεφτά για μια τόσο όμορφη φοραδίτσα σαν κι εσένα». «Εσύ θα το πληρώσεις ακριβά όταν το μάθει ο πρίγκιπας Τζαμίλ». «Τι δουλειά έχει ο πρίγκιπας;» γρύλισε ο σημαδεμένος. «Δεν ξέρετε τι κάνατε, ε;» απάντησε η Κάσι θριαμβευτικά. «Το κοριτσάκι μαζί μου ήταν η πριγκίπισσα Λίνα. Είμαι η γκουβερνάντα της. Ο πρίγκιπας Τζαμίλ θα σας κυνηγήσει και θα σας σκοτώσει σαν σκυλιά αν πάθω κάτι». «Νουμέρ», είπε ο ένας από τους άλλους άντρες φοβισμένα, «δε θέλω να μπλεχτώ σ’ αυτό. Άφησέ την τώρα, αλλιώς η οργή του πρίγκιπα Τζαμίλ θα πέσει στα κεφάλια μας».
«Σκάσε εσύ, φοβητσιάρικο κοπρόσκυλο! Θέλω χρόνο να σκεφτώ». Άφησαν την Κάσι μόνη στη σπηλιά. Λαγοκοιμήθηκε για λίγο και αργότερα την ξύπνησαν δυνατές φωνές απέξω. Σύρθηκε προσεκτικά ως την είσοδο της σπηλιάς, που έμοιαζε να βρίσκεται σε ανηφόρα, και αφουγκράστηκε. Ένας από τους άλλους έμοιαζε να διαφωνεί, ζητούσε να την αφήσουν. «Το χρυσάφι είναι άχρηστο στους πεθαμένους», το άκουσε καθαρά αυτό. «Δε θα δείξει έλεος. Προσβάλαμε τον βασιλικό οίκο του. Λέω να την αφήσουμε». Ο άλλος όμως, ο Νουμέρ, είχε αντιρρήσεις. «Όχι, τσακώσαμε μεγαλύτερο ψάρι απ’ ό,τι υπολογίζαμε, αυτό είναι αλήθεια. Αν είμαστε ψύχραιμοι, τότε θα πιάσουμε καλύτερη τιμή». Κάτι τους προειδοποίησε για την παρουσία της. Ο Νουμέρ πετάχτηκε και την άρπαξε, βάζοντας το μαχαίρι του στο λαιμό της. «Μ ας κατασκοπεύεις, ε; Ίσως θα ήταν καλύτερα να σε σκοτώσω τώρα, να γλιτώνουμε». Η Κάσι ένιωσε τη λεπίδα να της γδέρνει το λαιμό. «Δε θα πω τίποτα. Άφησέ με, σε παρακαλώ, και δε θα πω τίποτα». Ο Νουμέρ κάγχασε και την τράβηξε από την είσοδο της σπηλιάς, που όπως αποδείχτηκε δεν ήταν παρά μια τρύπα στο έδαφος, και την ανάγκασε να γονατίσει μπροστά του. «Έτσι και σαλέψεις, σ’ έφαγα, δε θα ξαναμιλήσεις. Χμμ... ίσως θα ‘πρεπε να δοκιμάσω το ψάρι που πιάσαμε για να σιγουρευτώ για την ποιότητα». Μ ε μια σβέλτη κίνηση έκοψε με το μαχαίρι του το μπροστινό μέρος του ρούχου της. Η Κάσι ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη. Την άφησε τόσο απότομα που έπεσε στα γόνατα. Ο Νουμέρ γέλασε περιφρονητικά. «Όχι ακόμα, όχι ακόμα... αλλά σύντομα, έχεις το λόγο μου». ***
Ο Τζαμίλ χάιδεψε το αστραφτερό γιαταγάνι που φορούσε γυμνό στο ζωνάρι του. Όχι εκείνο το διακοσμητικό όπλο, αλλά ένα σπαθί με σκαλιστή ασημένια λαβή κι ατσάλινη λεπίδα φρεσκοακονισμένη το πρωί. Το μαχαίρι του, στην κλασική θέση για πόλεμο, περασμένο σ’ ένα λουρί ανάμεσα στους ώμους του και, χωμένο στην μπότα του, ένα άλλο μικρότερο στιλέτο με φιλντισένια λαβή. Κίνησε με μια ξεκούραστη καμήλα, τα βασιλικά χρώματα — πράσινο σμαραγδί και χρυσό— ανέμιζαν σαν σημαία από το κάλυμμα της σέλας, ο σμαραγδί μανδύας κι ο κεφαλόδεσμός του μια πρόκληση από μόνα τους. Ήταν ο πρίγκιπας του Νταρ- ελΑμπά κι ήθελε τα καθάρματα που είχαν απαγάγει την Κάσι να ξέρουν με ποιον είχαν να κάνουν. Οι ομάδες διάσωσης είχαν ψάξει σε όλα τα εμφανή σημεία, αλλά κανένας δεν ήξερε την έρημο —την έρημό του— όπως αυτός. Βάζοντας τον εαυτό του στη θέση των ληστών, κάτι του ήρθε στο μυαλό. Στην Κοιλιά του Γύπα, μια ώρα πέρα από την Όαση Μ αλντίσι, υπήρχαν μια σειρά υπόγειες σπηλιές, σχηματισμένες από μια αποξηραμένη όαση πριν από πολλά χρόνια. Ήταν ένα πασιφανές μέρος, αν το ήξερες. Ελάχιστοι όμως το γνώριζαν. Καθώς πλησίαζε στην ερημωμένη τοποθεσία, τα χέρια του Τζαμίλ σφίχτηκαν στα χαλινάρια της καμήλας του που βράδυνε το βήμα της. Ο Τζαμίλ ανίχνευσε ανήσυχος τα χέρσα απομεινάρια. Πατησιές. Πόδια. Τρία ζευγάρια. Τους είδε, κρυμμένους πίσω από ένα βράχο κοντά στην είσοδο της σπηλιάς. Μπάσταρδοι. Ύψωσε το γιαταγάνι του και σταμάτησε την καμήλα λίγες γιάρδες μπροστά τους. Οι δυο έκαναν αμέσως πίσω, με το φόβο ζωγραφισμένο στα μάτια. Δε θα του δημιουργούσαν πρόβλημα. Ο άλλος, αυτός με την ουλή, έδειχνε πιο ζόρικος. Ένας εύρωστος άντρας αλλά μυώδης. Το αίμα του Τζαμίλ φούντωσε. Μπάσταρδοι. Απευθύνθηκε στον αρχηγό. «Πού είναι;» η φωνή του παγερή,
σταθερή σαν βράχος. Μ η δείξεις φόβο στον εχθρό. «Είναι αρκετά ασφαλής εκεί που βρίσκεται», απάντησε ο άντρας φτύνοντας στο χώμα περιφρονητικά. «Φέρ’ την έξω!» «Όχι τζάμπα. Θα κοστίσει κάτι... Θα έλεγα μάλιστα... ένα πριγκιπικό ποσό», ο άντρας χαμογέλασε δείχνοντας μια σειρά κιτρινισμένα στραβά δόντια. «Δεν πληρώνω καθάρματα σαν κι εσένα», γρύλισε ο Τζαμίλ. «Φέρτε την έξω», είπε στους άλλους δύο, «τώρα!» Έκαναν ό,τι τους πρόσταξε, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες του αρχηγού τους, τρέμοντας από φόβο και δέος. Εξαφανίστηκαν με υποκλίσεις, σέρνοντας τα πόδια τους στα βάθη της σπηλιάς, και βγήκαν αμέσως σχεδόν με μια λασπωμένη και κουρελιασμένη φιγούρα δεμένη χεροπόδαρα. «Κάσι!» Ο Τζαμίλ ξεπέζεψε στη στιγμή κι έτρεξε κοντά της με το γιαταγάνι υψωμένο, παρ’ όλο που δεν ήταν ανάγκη, γιατί οι άντρες έκαναν μια τελευταία υπόκλιση και το ‘βαλαν στα πόδια. Την τράβηξε κοντά του, χωρίς ν’ αφήνει από τα μάτια του τον σημαδεμένο. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε ανήσυχος. Η Κάσι τον κοίταζε σαν αποβλακωμένη. Τρεις μέρες χωρίς τροφή, μόνο με ελάχιστο νερό, είχε χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας. «Τζαμίλ;» «Κάσι; Τι σου έκαναν, σε πείραξαν;» Θα έπρεπε να ονειρεύεται. Μ όνο στα όνειρά της την κοίταζε τόσο τρυφερά. Μ όνο στα όνειρά της την κοίταζε σαν να ήταν το φως και το φεγγάρι κι όλα τ’ αστέρια για κείνον. Όπως ήταν κι αυτός για κείνη. Θα πρέπει να ονειρευόταν. «Τζαμίλ;» Του άδραξε το μπράτσο. Το ένιωσε αληθινό. «Ήρθες...» Η φωνή της ακουγόταν μόλις σαν ένας ψίθυρος. Υπήρχε ξεραμένο αίμα στο λαιμό της. Μ ια μεγάλη μαβιά μελανιά στον
κρόταφό της. Το δέρμα της στεγνό και πυρωμένο, τα μάτια της θολά. Μ ια ψυχρή μανία που όμοιά της δεν είχε νιώσει ποτέ τον κυρίεψε. Την ακούμπησε απαλά στην είσοδο της σπηλιάς κι έκοψε τα δεσμά της, δίνοντάς της το φλασκί με το νερό, πριν στρέψει όλη την προσοχή του στον απαγωγέα της. Ο σημαδεμένος, συνειδητοποιώντας πως τον είχαν εγκαταλείψει, προσπαθούσε να κάνει πίσω τρομαγμένος τώρα από τη φονική έκφραση στο πρόσωπο του πρίγκιπα. «Δεν έπαθε τίποτα, Υψηλότατε», είπε σηκώνοντας τα χέρια του σαν να παραδινόταν. Μ ια δίψα για εκδίκηση φούσκωσε μέσα στον Τζαμίλ, δίνοντάς του τη δύναμη εκατό αντρών. «Τίποτα! Τίποτα το λες εσύ αυτό!» γρύλισε λύνοντας τον μανδύα του και δοκιμάζοντας το βάρος του γιαταγανιού του, σκίζοντας τον αέρα πάνω από το κεφάλι του. «Υψηλότατε, συγχώρα με», είπε ο σημαδεμένος κι έκανε σαν να έπεφτε στο έδαφος, αλλά με την ίδια κίνηση τράβηξε το δικό του σπαθί. Δεν είχε τίποτα να χάσει. Μ ε μια βραχνή κραυγή, ο Νουμέρ ρίχτηκε στον πρίγκιπά του. ***
Η Κάσι δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν. Δεν ήταν πια στη σπηλιά. Είχε ονειρευτεί πως ο Τζαμίλ ήρθε να τη σώσει. Ο Τζαμίλ μ’ ένα σμαραγδί μανδύα, τόσο άγριος και θυμωμένος... Επειδή δεν είχε υπακούσει... επειδή είχε πάρει τη Λίνα έξω... μόνες, οι δυο τους... Επειδή τον είχε βάλει σε μπελά... να έρθει να τη σώσει. Συγνώμη, ήθελε να του πει. Σ’ αγαπώ, λαχταρούσε να του ομολογήσει. Αλλά ήταν όνειρο. Και τώρα, εκείνος δεν ήταν εδώ κι εκείνη καθόταν έξω στον ήλιο κι ακουμπούσε σ’ ένα βράχο. Και το κεφάλι της χτυπούσε και βούιζε. Ύψωσε το χέρι της να τρίψει το
μέτωπό της και συνειδητοποίησε πως δεν ήταν πια δεμένη. Ζαλισμένη, κοίταξε κάτω τους αστραγάλους της. Λυτοί κι αυτοί. Κι εκεί μπροστά της κάτι γινόταν. Δυο άντρες με γιαταγάνια πολεμούσαν. Δεν μπορούσε να εστιάσει. Άκουγε το σύριγμα καθώς οι λεπίδες διασταυρώνονταν στον αέρα, άκουγε βαριές ανάσες, το σύρσιμο των ποδιών στην άμμο. Σηκώθηκε τρέμοντας, στάθηκε στα πόδια της. Ο σημαδεμένος, ο Νουμέρ. Και ο Τζαμίλ. Παραλίγο να φωνάξει τ’ όνομά του. Ευτυχώς κόλλησε στο λαιμό της. Ευτυχώς, γιατί εκείνη τη στιγμή ο σημαδεμένος ύψωνε το σπαθί του, κι αν δεν ήταν όλη η προσοχή του Τζαμίλ εστιασμένη εκεί, θα τον είχε σφάξει επιτόπου. Η Κάσι παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα τη μάχη. Οι αντίπαλοι ήταν ισάξιοι, αλλά ο Τζαμίλ πολεμούσε με την επιδεξιότητα και την αποφασιστικότητα δαιμονισμένου. Είχε την αίσθηση πως θα κρατούσε για πάντα αυτή η μάχη, αλλά τέλειωσε σε λίγα λεπτά. Μ ια προσποίηση. Ένα πλαϊνό βήμα. Μ ια κίνηση του βραχίονα σχεδόν χορευτική, και το γιαταγάνι του Τζαμίλ έπεσε στον ώμο του Νουμέρ αχρηστεύοντάς του το μπράτσο. Αίμα ξεπήδησε, κατακόκκινο στην άμμο. Ο Νουμέρ έπεσε στα γόνατα ουρλιάζοντας από πόνο, το γιαταγάνι του σωριάστηκε άχρηστο στο έδαφος. Η Κάσι προχώρησε τρικλίζοντας προς το μέρος του Τζαμίλ φωνάζοντας τ’ όνομά του. Ήταν πλάι του σχεδόν, με τα χέρια απλωμένα, πιστεύοντας πια πως ήταν αυτός πραγματικά και δε σκεφτόταν τίποτ’ άλλο, όταν με την άκρη του ματιού της έπιασε τη λάμψη του ατσαλιού. Ο Νουμέρ είχε τραβήξει ένα μαχαίρι, το κρατούσε με το αριστερό χέρι του και σημάδευε ψηλά, ανάμεσα στις ωμοπλάτες του Τζαμίλ. Η Κάσι έμπηξε μια φωνή και ρίχτηκε ανάμεσά τους με όση δύναμη της είχε απομείνει. Το ψυχρό «φιλί» του ατσαλιού την
τρύπησε τόσο εύκολα όσο η βελόνα το μετάξι. Αίμα άνθισε άλικο στο σκονισμένο ρούχο της. Το κοίταξε έκπληκτη γιατί δεν ένιωθε πόνο. Σαν σε αργή κίνηση, είδε τον Τζαμίλ, με το πρόσωπο άκαμπτο από τη φρίκη, να τραβάει το μικρό, θανατερό στιλέτο από το λουρί γύρω απ’ τον αστράγαλό του. Το βύθισε ως τη λαβή στο στήθος το Νουμέρ. Ο ληστής σωριάστηκε στην άμμο. Αίμα κυλούσε από το στόμα του. Ο Τζαμίλ γύρισε κοντά της. Κάτι της έλεγε. Της φάνηκε πως έλεγε τ’ όνομά της, της φάνηκε πως έλεγε «σ’ αγαπώ». Ώστε ήταν όνειρο τελικά, ήταν όνειρο, και τώρα εκείνη ήταν τόσο κουρασμένη. Έπρεπε να κοιμηθεί. «Σ’ αγαπώ», ψέλλισε πριν βυθιστεί σε μια μακάρια, βελούδινη λησμονιά, πριν χάσει τις αισθήσεις της. «Σ’ αγαπώ». ***
Ο Τζαμίλ φοβήθηκε για τη ζωή της. Η απώλεια αίματος, η εξάντλησή της από την έλλειψη τροφής, η αφυδάτωση, θα μπορούσαν να είναι θανατηφόρος συνδυασμός. Μ ολονότι έδεσε το τραύμα όσο καλύτερα μπορούσε, έκανε τη διαδρομή της επιστροφής με βασανιστικά αργό βηματισμό, από φόβο μήπως τα τραντάγματα ξανανοίξουν το τραύμα. Κι ώσπου να παραδώσει την Κάσι στις φροντίδες της αδερφής της, έμοιαζε τόσο άψυχη, που φοβήθηκε για το χειρότερο. Βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω όλη την ατέλειωτη νύχτα. Προσευχόταν όπως δεν είχε προσευχηθεί ποτέ στη ζωή του. Παρακολουθούσε νιώθοντας εντελώς άχρηστος, καθώς η Σίλια άλλαζε τους ματωμένους επιδέσμους, άλλαζε τα ιδρωμένα σεντόνια που πάνω τους σφάδαζε η Κάσι. Αφουγκραζόταν έντρομος τα παραμιλητά της. Γονατισμένος πλάι στο ντιβάνι της έσφιγγε τα καυτά, στεγνά χέρια της σαν για να της μεταδώσει τη
δική του ζωτική δύναμη, να της τα δώσει όλα για να μείνει στη ζωή. Κι όμως, ο πυρετός μάνιαζε. Ούτε ο ερχομός του πρίγκιπα Ραμίζ και της κορούλας τους δε στάθηκε ικανός να φτιάξει λίγο τη διάθεση της Σίλια. ***
Την πέμπτη νύχτα ο Τζαμίλ βγήκε στην έρημο μόνος, με προορισμό το τέμενος των αρχαίων. Η ιεροτελεστία περιγραφόταν σ’ ένα από τα πιο παλιά κείμενα και φυλασσόταν κλειδωμένη στις κρύπτες του παλατιού, γιατί οι βέβηλες εφαρμογές της παρέβαιναν όλους τους ιερούς νόμους. Αλλά ο Τζαμίλ ήταν απελπισμένος. Είχε πανσέληνο, καλός οιωνός. Έβγαλε το δαχτυλίδι, τη μεγάλη σφραγίδα του Νταρ-ελ-Αμπά, από το δάχτυλό του, το πιο πολύτιμο σύμβολο γι’ αυτόν. Το βασίλειό του. Το πρόσφερε σαν θυσία για κάτι ακόμα πιο πολύτιμο. Την Κάσι. Απόθεσε το δαχτυλίδι στο στρογγυλό λιθάρι που χρησιμοποιόταν για αιώνες σαν βωμός. Έσκισε τον χιτώνα του μπροστά και αποκάλυψε το γυμνό στήθος του. Ύστερα πήρε το μαχαίρι του κι έκανε ένα κόψιμο στο μέρος της καρδιάς, μουρμουρίζοντας τα πανάρχαια λόγια. Το αίμα κύλησε από το στέρνο του στο βωμό. Ο Τζαμίλ άπλωσε τα μπράτσα του, ατένισε το φεγγάρι κι έκανε τη διακαή ευχή του. Να τη γιατρέψει η αγάπη του... Η ζάλη τον βρήκε απροετοίμαστο. Ένα βουητό στ’ αυτιά του. Μ ια μαυρίλα, σαν να τον σκέπασε βαριά κουβέρτα. Έπεσε στα γόνατα. Αίμα στάλαζε από το κόψιμο πάνω από την καρδιά του, πορφυρές σταγόνες στην ασημιά άμμο. Σωριάστηκε. Και καθώς έχανε τις αισθήσεις του, μια λευκή κουκουβάγια, ο παραδοσιακός
αγγελιαφόρος των αρχαίων, πλανιόταν από πάνω, παρακολουθούσε. Στο παλάτι του Νταρ, η Κάσι ανακλαδίστηκε και άνοιξε τα μάτια της. ***
Επέστρεψε με το χάραμα και βρήκε το παλάτι σε αναβρασμό. Τέτοιο αναβρασμό, που σκέφτηκε πως η Κάσι είχε πεθάνει, ώσπου είδε τη Σίλια να τρέχει προς το μέρος του κλαίγοντας από ευτυχία και να του χαμογελάει. «Ο πυρετός έπεσε μέσα στη νύχτα», του είπε αρπάζοντάς τον από το μανίκι. «Κοιμάται τώρα, κοιμάται κανονικά, ήρεμα. Ω, Τζαμίλ, νομίζω πως θα ζήσει». Στεκόταν και την παρατηρούσε από το κατώφλι της κάμαράς της με τις τραβηγμένες κουρτίνες, από φόβο μην την ξυπνήσει, τόσο συγκλονισμένος από αγάπη και τρυφερότητα που δεν μπορούσε, σε καμιά περίπτωση, να εμπιστευτεί τον εαυτό του για τίποτα περισσότερο, για την ώρα τουλάχιστον. Πλάι του η Λίνα, με το χεράκι της χωμένο στο δικό του. «Θα γίνει καλά, μπάμπα», ψιθύρισε, «δεν πρέπει να είσαι λυπημένος πια». Ο Τζαμίλ έσκυψε και την αγκάλιασε, σφίγγοντάς την άγρια. «Όχι, δε θα είναι κανένας μας λυπημένος τώρα πια», είπε τραχιά. ***
Για ώρες την παρατηρούσε άγρυπνος. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Η Κάσι κοιμόταν. Ο Τζαμίλ στεκόταν φρουρός. Τον είχε πάρει σχεδόν ο ύπνος όρθιο, όταν μίλησε. «Τζαμίλ». Η φωνή της, τόσο αχνή που μόλις την άκουσε. Βρέθηκε πλάι της
στη στιγμή, κοιτάζοντας ανήσυχος το αγαπημένο πρόσωπό της, τόσο ωχρό κι εξασθενημένο. Τα μάτια όμως, τα όμορφα τιρκουάζ μάτια, δεν είχαν πια τη θαμπάδα του πυρετού. Η Κάσι έπαιξε τα βλέφαρά της. Ήταν τόσο κουρασμένη. Πώς μπορεί να ήταν τόσο κουρασμένη, όταν ένιωθε σαν να κοιμόταν χρόνια; «Τζαμίλ. Τι κάνεις εδώ; Τι έγινε; Γιατί δεν μπορώ να κουνήσω το χέρι μου;» «Σε μαχαίρωσε ο ληστής. Μ ου έσωσες τη ζωή». Θυμήθηκε. Αόριστες εικόνες που γίνονταν όλο και πιο καθαρές. «Τον σκότωσες». «Ναι», είπε ο Τζαμίλ βλοσυρά. «Χαίρομαι. Θα σε σκότωνε. Δε θα το άντεχα αυτό. Η Λίνα;...» «Είναι καλά. Μ πορείς να τη δεις αργότερα». «Είδα ένα παράξενο όνειρο... μια λευκή κουκουβάγια. Ξύπνησα και βρήκα αυτό στο χέρι μου». Του έδωσε το δαχτυλίδι του. Το δαχτυλίδι του Νταρ-ελ-Αμπά, με τη σφραγίδα. Το δαχτυλίδι που είχε αφήσει στο βωμό των αρχαίων. Ο Τζαμίλ το κοίταζε εμβρόντητος. «Στο όνειρό μου, η καρδιά σου μάτωνε», είπε η Κάσι. «Θα σκεφτείς πως είναι ανοησίες... Οι καρδιές δε ματώνουν, θα μου πεις». «Όχι, έκανα λάθος. Ξέρω τώρα πως μπορούν να ματώσουν». Δεν είχε σκοπό να της κάνει ερωτική εξομολόγηση τώρα. Παρ’ όλο που η Κάσι ήταν ακόμα τόσο αδύναμη, βρήκε πως δεν μπορούσε να περιμένει άλλο. Γονάτισε στο πάτωμα και της έπιασε το χέρι. «Η καρδιά μου ματώνει για σένα. Σ’ αγαπώ, Κάσι. Έκανα λάθος. Υπάρχει... η αληθινή αγάπη. Η μόνη αγάπη. Σ’ αγαπώ με όλη μου την καρδιά». «Τζαμίλ!» ένα μοναχικό δάκρυ κύλησε στο ωχρό μάγουλό της. «Μ ην το λες αν δεν το εννοείς πραγματικά. Σε παρακαλώ, δε
θέλω να το πεις επειδή νομίζεις πως είναι αυτό που θέλω ν’ ακούσω. Ή από καθήκον, επειδή νομίζεις πως σου έσωσα τη ζωή. Ή επειδή με λυπάσαι ή...» «Κάσι, αγάπη μου, το λέω μόνο επειδή είναι αλήθεια. Συγχώρεσέ με που δεν το είπα πρωτύτερα, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει πως ήμουν ερωτευμένος μαζί σου. Ο Χαλίμ το ήξερε. Κι η Σίλια. Εγώ ήμουν πολύ τυφλός, πολύ ηλίθιος για να το δω, αλλά τώρα το ξέρω». «Σε παρακαλώ, πες μου πως δεν είναι όνειρο». «Όχι, δεν είναι όνειρο. Ή, αν είναι, είναι το πιο υπέροχο όνειρο, απ’ το οποίο δε θα ξυπνήσουμε ποτέ». «Τζαμίλ, κι εγώ σ’ αγαπώ», μουρμούρισε η Κάσι. «Αγαπημένη μου». Τη φίλησε απαλά, ένας ψίθυρος το στόμα του στα πονεμένα της χείλη. Την κράτησε τρυφερά πάνω στην καρδιά του, ένιωσε το αχνό φτερούγισμα της δικής της πάνω στο στήθος του κι αισθάνθηκε μια κάθαρση στην ψυχή του, σαν κάτι να είχε λυθεί. Σαν κάτι να είχε ριζώσει μέσα του. Ευτυχία. Την κράτησε ώσπου αποκοιμήθηκε, με το κεφάλι της κουρνιασμένο στο λυγισμένο μπράτσο του. Την κράτησε όσο κοιμόταν κι ήταν ακόμα εκεί, κρατώντας την, όταν ξύπνησε πάλι, έτοιμος να τη διαβεβαιώσει, να της πει πόσο πολύ την αγαπούσε, πόσο πολύ θα την αγαπούσε πάντα, πως την αγαπούσε ήδη περισσότερο από τότε που της το πρωτοείχε πει και πως θα την αγαπούσε ακόμα περισσότερο την επόμενη φορά που θα τον ρωτούσε. ***
Δέκα μέρες αργότερα, η Κάσι είχε ξαναβρεί τις δυνάμεις της. Κάθονταν με τη Σίλια πλάι στο σιντριβάνι του ήλιου. Ο Ραμίζ είχε
ήδη φύγει. Η Λίνα έπαιρνε τον μεσημεριανό υπνάκο της. Μ ε το μωρό, την Μ πασίρα, κοιμισμένη στην καλαθούνα της, στο ίδιο δωμάτιο, οι αδερφές είχαν την ησυχία τους να μιλήσουν, ν’ ανοίξουν την καρδιά τους. «Νομίζαμε πως θα σε χάναμε», της εξομολογήθηκε η Σίλια. «Έγραψα μάλιστα και στον μπαμπά, να τον προετοιμάσω για το χειρότερο». «Ο λόρδος Άρμστρονγκ θα έχει καταιγισμό επιστολών από την Αραβία, γιατί του έγραψα κι εγώ», είπε μια ηχηρή αντρική φωνή. «Τζαμίλ», η Κάσι πετάχτηκε όρθια. «Κάσι, σε βλέπω μια χαρά». «Είμαι καλά, πολύ καλά. Δεν ήμουν ποτέ καλύτερα», του είπε ζεστά. «Έχω αναρρώσει εντελώς, έτσι δεν είναι, Σίλια;» Η Σίλια σηκώθηκε κι αυτή, τινάζοντας το καφτάνι της. «Απόλυτα», τη βεβαίωσε μ’ ένα χαμόγελο. «Χάρη σ’ εσένα, λαίδη Σίλια. Θα έχεις την αιώνια ευγνωμοσύνη μου. Αλλά η δουλειά σου εδώ τέλειωσε και θα πρέπει ν’ ανυπομονείς να γυρίσεις στο σύζυγό σου». «Ναι, πράγματι, τ’ ομολογώ». «Κι έτσι πρέπει», είπε ο Τζαμίλ χαμογελώντας. «Πήρα το θάρρος να ετοιμάσω το καραβάνι σου. Οι υπηρέτριές σου μαζεύουν τα πράγματά σου. Οι φρουροί μου θα σε συνοδέψουν ως τα σύνορα, όπου θα σε περιμένει ο σύζυγός σου. Θα χαρεί τόσο πολύ να σας δει και τις δύο, όσο θα χαρείς κι εσύ, χωρίς αμφιβολία». «Είναι καλός σύζυγος και τρυφερός πατέρας, είμαι τυχερή», απάντησε η Σίλια. «Τον ζηλεύω». «Είμαι σίγουρη πως σύντομα θα γίνεις κι εσύ ένας θαυμάσιος σύζυγος και πατέρας», είπε η Σίλια λοξοκοιτάζοντας την Κάσι. «Τζαμίλ», πετάχτηκε η Κάσι, αμήχανη από τον σαφή υπαινιγμό
της αδερφής της, «είπες πως έγραψες στον πατέρα μου. Για ποιο λόγο;» «Θα το συζητήσουμε αργότερα», της είπε μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο. «Πρώτα πρέπει ν’ αποχαιρετήσεις την αδερφή σου. Εμένα με συγχωρείτε, έχω κάποια πράγματα να φροντίσω». Έφερε το χέρι της στα χείλη του κι απόθεσε ένα φιλί στην παλάμη της. Η Κάσι τον κοίταξε σαστισμένη καθώς εκείνος έφευγε. «Τι ήταν τώρα αυτό...;» Η Σίλια σιγογέλασε. «Τι νομίζεις; Θέλει να μείνει μόνος μαζί σου. Και τώρα έλα να με βοηθήσεις ν’ αλλάξω για το ταξίδι». ***
Η Σίλια έφυγε μια ώρα αργότερα, με την Μ πασίρα δεμένη στο στήθος της όπως κουβαλούν οι βεδουίνες τα μωρά τους. Το καραβάνι πέρασε τις πύλες του παλατιού και χάθηκε από τα μάτια τους, αφήνοντας τον Τζαμίλ και την Κάσι μόνους. Η Κάσι δεν έκρυβε τη νευρικότητά της, αλλά κι εκείνος δεν πήγαινε πίσω, παρ’ όλο που εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί. «Σου έχω μια έκπληξη», της είπε και πιάνοντάς την από το χέρι την οδήγησε στην ανατολική πτέρυγα του παλατιού. Είχε πάει μόνο μια φορά, αλλά δεν την είχε ξεχάσει. Η πόρτα που οδηγούσε στην αυλή ήταν φρεσκοβαμμένη. Και μισάνοιχτη. Κοίταξε τον Τζαμίλ ερωτηματικά, αλλά εκείνος δεν είπε τίποτα, την έσπρωξε μόνο απαλά στον προθάλαμο. Λευκά πλακάκια με μωσαϊκά σχέδια σε σμαραγδί και τιρκουάζ. Η γλυκιά μυρωδιά από άνθη πορτοκαλιάς και κάτι άλλο, πιο γνώριμο. Λεβάντα, αυτό ήταν. Η Κάσι προχώρησε διστακτικά, βγήκε στην αυλή. Δεν τη γνώρισε! Το σιντριβάνι με τον σκύμνο του πάνθηρα είχε
εξαφανιστεί. Στη θέση του, ένα καινούριο σιντριβάνι κελάρυζε, με μια γοργόνα στο κέντρο του. Έξω, ο κήπος είχε ξαναφυτευτεί από την αρχή. Δάφνες και λεμονιές, πορτοκαλιές και συκιές. Πουθενά ο αέρας της ερήμωσης. Κανένα ίχνος από τα παιδικά διαμερίσματα του Τζαμίλ. Ο τόπος είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα όργιο από χρώματα και φως. Ένα ρυάκι φιδοσερνόταν και τροφοδοτούσε μια λιμνούλα όπου έπλεαν νούφαρα, ενώ ασημένια ψαράκια έσκιζαν τα πράσινα βάθη της. Ένα τρισχαριτωμένο κιόσκι ήταν στημένο σε μια γωνιά, γιασεμί κι αγιόκλημα σκαρφάλωναν στα καφασωτά του. Τ’ ανθάκια του γιασεμιού ήταν κλειστά με τη ζέστη κι άφηναν να κυριαρχεί η γλυκιά μυρωδιά του αγιοκλήματος. Η Κάσι χαμογέλασε ενθουσιασμένη. «Οι φράχτες στην Αγγλία οργιάζουν από το αγιόκλημα στις αρχές του καλοκαιριού. Πώς το ήξερες ότι λατρεύω αυτή τη μυρωδιά; Ω, η Σίλια, φαντάζομαι. Υπάρχει ένα δρομάκι πλαισιωμένο από τέτοιους φράχτες που κατηφορίζει στη λιμνούλα του νερόμυλου, στην πατρίδα. Ξεγλιστρούσα από το σπίτι νωρίς το πρωί, πριν ξυπνήσουν οι αδερφές μου, και καμιά φορά, όταν δεν ήταν κανείς, έκανα μια βουτιά. Τζαμίλ, είναι πανέμορφο, είναι υπέροχο. Πώς τα έκανες όλ’ αυτά χωρίς να πάρω είδηση;» Τριγύρισαν πιασμένοι χέρι χέρι όλα τα δωμάτια. Η Κάσι έσερνε τα δάχτυλά της στις ντελικάτες κουρτίνες, έσερνε τα πόδια της στα πλούσια χαλιά. Το μπάνιο είχε την πιο μεγάλη μπανιέρα που είχε δει ποτέ. Βυθισμένη στο δάπεδο, με δυο σκαλοπάτια κι επίχρυσες βρύσες σε σχήμα ψαριών. «Αρκετά μεγάλο για δύο», είπε ο Τζαμίλ μ’ ένα χαμόγελο που έκανε την Κάσι να ριγήσει από προσμονή. Όλος ο χώρος έλαμπε από παλλόμενα χρώματα, τραγουδούσε από παλλόμενη ζωή. «Σου αρέσει;» τη ρώτησε όταν ολοκλήρωσαν τελικά την
περιήγηση στα δωμάτια. «Το λατρεύω, είναι μαγικό». «Τα διαμερίσματά μας, δικά σου και δικά μου. Ήθελα να σπάσω την παράδοση. Δε θέλω να περνάω περισσότερο χρόνο μακριά σου απ’ όσο είναι αναγκαίο», ο Τζαμίλ την οδήγησε πίσω στο σιντριβάνι. «Αυτή είναι μια παράδοση —αγγλική παράδοση— που θέλω να τη σεβαστώ ωστόσο». Έπεσε στα γόνατα και της έπιασε το χέρι. «Θα μου κάνεις τη μέγιστη τιμή να γίνεις σύζυγός μου, Κάσι; Θα με κάνεις τον πιο ευτυχισμένο άντρα του κόσμου αν πεις πως θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου μαζί μου. Ό,τι έχω, είναι δικό σου. Σου προσφέρω την καρδιά μου. Κι αυτή είναι δική σου για πάντα. Πες μου πως θα με παντρευτείς». Η Κάσι γονάτισε πλάι του. «Ω, Τζαμίλ, ναι, ναι. Γιατί κι εσύ έχεις την καρδιά μου, αγαπημένε μου, πολυαγαπημένε μου πρίγκιπα της ερήμου». Τη φίλησε και στο φιλί του έκλεισε όλη του την αγάπη. Από τότε, η Κάσι θα συνέδεε πάντα τη μυρωδιά της λεβάντας και του γιασεμιού με την υπέρτατη ευτυχία. Για πρώτη φορά τη φιλούσε σαν εραστής, σαν να ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο, το πιο επιθυμητό. Τρυφερά και παθιασμένα, σαν να ήταν το πρώτο φιλί του, σαν να μην είχε φιλήσει ποτέ, σαν να μην ήθελε να πάψει ποτέ να τη φιλάει. Στα χείλη. Στα βλέφαρα. Στα μάγουλα. Στ’ αυτιά. Στο λαιμό. Μ ουρμουρίζοντας την αγάπη του. Ψιθυρίζοντας το όνομά της. Τη φιλούσε κι εκείνη του ανταπέδιδε τα φιλιά, όπως κάνουν οι εραστές, με λατρεία και θέρμη, όπως δεν είχαν φιληθεί ποτέ, όπως θα φιλιόνταν πάντα. Τη σήκωσε στα μπράτσα του και την πήγε στο υπνοδωμάτιο. Την ακούμπησε στο ντιβάνι και τη φιλούσε όσο έβγαζε ένα ένα τα ρούχα της. Φιλιά που ύφαιναν την αραχνοΖφαντη μαγεία τους γύρω της, φιλιά που φλόγιζαν το αίμα της. Κείτονταν γυμνή
μπροστά στο εκστατικό βλέμμα του, απολαμβάνοντας τον τρόπο που τη γευόταν, την άγγιζε, και ανυπομονούσε να κάνει κι αυτή το ίδιο. Τράβηξε το καφτάνι του ώσπου το έβγαλε ο ίδιος πάνω από το κεφάλι του και στάθηκε μπροστά της περήφανα ορθωμένος, μεγαλόπρεπος. Τη φίλησε στους μηρούς, έσυρε τη γλώσσα του στον πυρήνα της. «Περίμενε, περίμενε», του φώναξε σφαδάζοντας, προσπαθώντας να κρατηθεί, αλλά εκείνος δεν την άφησε. Τη φίλησε ώσπου ήρθε ο οργασμός, άγριος και συγκλονιστικός, και την τίναξε στον Παράδεισο με δύναμη κι εκείνη γαντζωνόταν από τους ώμους του από φόβο μήπως και χαθεί, φωνάζοντας τ’ όνομά του ξανά και ξανά. Κι ενώ σπαρταρούσε ακόμα, την τράβηξε πάνω του, χαμηλώνοντάς τη στη μεταξένια σκληράδα του, με το πρόσωπο συσπασμένο από ηδονή. Τη σήκωσε και την ξανακατέβασε, δείχνοντάς της πώς να τον περιβάλλει, πώς να τον τυλίγει με την υγρή ζεστασιά της, πώς να κινείται μ’ ένα ρυθμό που ήταν ο δικός τους, μόνο ο δικός τους, χαμένη στη δύναμη των ωθήσεών του, χαμένη στην ομορφιά του, έτσι όπως τον ένιωθε από κάτω της, μέσα της, να φουσκώνει και να πάλλεται, ώσπου ξέσπασε, σφίγγοντάς την άγρια στο στήθος του, με την καρδιά του να χτυπάει στον ίδιο ξέφρενο ρυθμό με τη δική της. Τα δάχτυλά της σύρθηκαν στη μικρή ουλή πάνω από την καρδιά του, εκεί που είχε ματώσει γι’ αυτήν. Τα δάχτυλά του σύρθηκαν στη δική της βαθύτερη ουλή, στο μπράτσο της, εκεί που είχε ματώσει γι’ αυτόν. «Είχες δίκιο. Το ν’ αποδέχεσαι την αγάπη είναι σημάδι δύναμης, όχι αδυναμίας. Μ ε κάνεις πιο δυνατό. Σ’ αγαπώ, Κάσι, θα σ’ αγαπώ για πάντα, δε θα κουραστώ ποτέ να σου κάνω έρωτα», της είπε βραχνά. «Το ξέρω», του είπε, γιατί το ήξερε...
Επίλογος
Λονδίνο - Δύο μήνες αργότερα
«Χένρι! Χρόνια και ζαμάνια έχω να σε δω!» Ο λόρδος Τόρκουιλ «Μ πάνι» Φιτζέραλντ διέσχισε το σαλόνι, γέμισε ένα ποτήρι από το κλαρέ της οικοδέσποινάς τους και θρονιάστηκε σε μια πολυθρόνα αντίκρυ στον παλιό του φίλο. «Είμαι πολύ πιεσμένος. Ήρθα μόνο και μόνο επειδή άκουσα πως θα περάσει κι ο Ουέλινγκτον. Δε φανταζόμουν πως θ’ αναγκαζόμαστε να υποστούμε τα ξεφωνητά και τα νιαουρίσματα κάποιου θηλυκού». «Λα Φιονίστα», είπε ο λόρδος Χένρι. «Αν την είχες δει, θα καταλάβαινες γιατί είναι εδώ ο Ουέλινγκτον —ξέρεις πόσο του αρέσει ένα καλό βιμπράτο». Οι δυο άντρες γέλασαν με την καρδιά τους. «Είδα κάπου την κυρά σου», είπε ο Μ πάνι ανοίγοντας την καπνοσακούλα του. «Είναι και μια από τις κόρες σου —με συγχωρείς, δεν μπορώ να θυμηθώ τ’ όνομά της. Εκείνη η ασχημούτσικη, η βιβλιοφάγος...» «Η Κρεσίντα». «Α γεια σου, αυτή! Κρίμα που πήρε από σένα το κορίτσι. Η άλλη, εκείνη η κούκλα, η Κασσάνδρα», ο Μ πάνι χαμήλωσε τη φωνή του εμπιστευτικά. «Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε ήταν
κάπως... σε δύσκολη θέση... Φαντάζομαι πως τακτοποίησες την κατάσταση...» Ο λόρδος Χένρι πήρε μια γενναία πρέζα ταμπάκο, τη ρούφηξε, φταρνίστηκε δυο φορές, τίναξε ένα δυο ψήγματα από το μανίκι του και άδειασε το ποτήρι του. «Μ πορείς να το πεις κι έτσι», απάντησε γνέφοντας στο σερβιτόρο ν’ αφήσει όλο το μπουκάλι. «Όλα πήγαν καλά, αν και για ένα διάστημα το σπίτι έγινε άνω κάτω. Μ ετά από την τελευταία φορά που μιλήσαμε, ενήργησα αστραπιαία. Έστειλα μια επιστολή στο Κάιρο —έχω εκεί ένα φιλαράκι που μου έχει υποχρέωση, αργόστροφος κομμάτι, αλλά αξιόπιστος. Τον έστειλα να φέρει την Κασσάνδρα στην πατρίδα». «Και;» ο Μ πάνι, που μυρίστηκε σκάνδαλο, έσυρε το κάθισμά του πιο κοντά. «Ε, στη συνέχεια παίρνω ένα γράμμα από τη Σίλια —τη μεγάλη μου, παντρεμένη με τον πρίγκιπα αλ Μ ουχάνα—, λογικό κι ισορροπημένο κορίτσι. Παιδί του πατέρα της. Μ ε πληροφορεί, που λες, ότι της Κασσάνδρας της μπήκε στο μυαλό να γίνει γκουβερνάντα γι’ αυτό τον άλλο σεΐχη, τον αλ Ναζάρι. Για ν’ αποδείξει την αξία της... Δεν κατάλαβα καλά, αλλά ήταν όλα απόλυτα αξιοπρεπή κι υπεράνω πάσης υποψίας, κατά τη Σίλια». Ο Μ πάνι κούνησε το κεφάλι του. «Κι αυτός ο σεΐχης είναι...;» «Πλούσιος σαν Κροίσος». Ο Μ πάνι κράτησε την ανάσα του. «Μ περδεμένα πράγματα». «Πολύ. Έστειλα επιστολή στο Κάιρο, αλλά ήταν πολύ αργά, ο Φίντσλεϊ-Μ περκ είχε φύγει ήδη. Τίποτα για βδομάδες, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε, κι ύστερα παίρνω τρία γράμματα απανωτά. Η Κασσάνδρα μωρολογούσε, όπως συνήθως, για το τι υπέροχη δουλειά κάνει που διδάσκει τη θυγατέρα του πρίγκιπα... Το απέρριψα αυτό, περιττό να το πω. Μ ετά, το άλλο από τη Σίλια να μου λέει πως η Κασσάνδρα απάχθηκε κάπου στην
έρημο, πως τη μαχαίρωσαν κι είναι ζήτημα αν θα ζήσει...» ο λόρδος Χένρι ήπιε μια γερή γουλιά κρασί. «Μ πορείς να φανταστείς τι έγινε στο σπίτι με τ’ άλλα κορίτσια. Πανικός, υστερία. Αναγκάστηκα να καλέσω τη Σοφία. Η Μ πέλα, άχρηστη, τρεις λαλούν και δυο χορεύουν... Πήγα στη λέσχη Μ πουντλ’ς κι έγινα σκνίπα». «Θεέ μου, το φαντάζομαι. Άλλη μια πρέζα;» «Δε θα πω όχι. Μ ετά που λες, διαβάζω το άλλο γράμμα...» ο λόρδος Χένρι γέλασε θριαμβευτικά. «Από ποιον λες πως ήταν; Από τον πρίγκιπα Τζαμίλ αλ Ναζάρι... Ζητούσε το χέρι της Κασσάνδρας!» «Ύψιστε Θεέ! Μ α νόμιζα... Είπες πως πέθαινε». «Όχι, τη γλίτωσε. Είναι εντάξει τώρα, μια χαρά. Καταπώς βλέπεις, λοιπόν», συνέχισε ο λόρδος Χένρι μ’ ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, «τώρα έχω δυο πρίγκιπες στην οικογένεια — καταλαβαίνεις πως αυτό ισχυροποίησε τη θέση μου στο Φόρειν Όφις». «Μ α εκείνο το άλλο παλικάρι που σκόπευες να δώσεις στην Κασσάνδρα... τον προστατευόμενο του Ουέλινγκτον;» Ο λόρδος Χέρνι σιγογέλασε. «Άλλο περίεργο αυτό. Πέθανε! Μ αλάρια! Τυχερός στάθηκα κι εδώ, γιατί την είχα υποσχεθεί... Βλέπεις λοιπόν, τέλος καλό όλα καλά». «Το πράγμα σηκώνει πρόποση», είπε ο Μ πάνι αδειάζοντας το υπόλοιπο κλαρέ στα ποτήρια τους. «Στην υγειά του καινούριου σεΐχη σου». «Πρίγκιπα», τον διόρθωσε ο λόρδος Χένρι. «Ό,τι είναι τέλος πάντων. Στην υγειά του». ***
Οι προετοιμασίες για το γάμο του πρίγκιπα του Νταρ-ελ-Αμπά δεν μπορούσαν να επισπευστούν. Όλοι επιθυμούσαν να προσφέρουν το σεβασμό τους και τα δέοντά τους. Άντρες με πλούτη κι επιρροή, φύλαρχοι, γειτονικοί πρίγκιπες, μακρινοί γνωστοί και συγγενείς επιθυμούσαν να συμμετέχουν στους εορτασμούς. Ούτε κι ο Χαλίμ δεν μπόρεσε να βρει τρόπο να επισπεύσει τη διαδικασία. Τα πράγματα πήγαιναν με το ρυθμό που έπρεπε να πάνε. Ήταν η παράδοση. Ο Τζαμίλ, έχοντας συνείδηση πως είχε σπάσει σχεδόν κάθε άλλη παράδοση αποφασισμένος να δώσει στην αγαπημένη μέλλουσα σύζυγό του κάθε δυνατή ευκαιρία για να γίνει αποδεκτή από το λαό του, είχε δεχτεί με μισή καρδιά το γεγονός ότι ο γάμος θα έπαιρνε έξι βδομάδες για να οργανωθεί καταπώς έπρεπε. Πήρε οχτώ. Οχτώ ατέλειωτες βδομάδες, που τις πέρασαν αυτός κι η Κάσι χωριστά, που ο καθένας τους μετρούσε τις μέρες και τις ώρες ώσπου να ενωθούν επίσημα. Οχτώ ατέλειωτες βδομάδες με μόνο μερικά κλεφτά φιλιά να συδαυλίζουν το πάθος τους. ***
Οχτώ ατέλειωτες βδομάδες, αλλά επιτέλους η αναμονή τέλειωσε. Η τελετή των αρραβώνων, την παραμονή του γάμου, ακολούθησε την παράδοση, με τις γυναίκες στη μια μεριά του παλατιού και τους άντρες στην άλλη. Η Σίλια, που είχε πρόσφατα ανακαλύψει πως περίμενε δεύτερο παιδί, δεν ήταν παρούσα —ο Ραμίζ ανησυχούσε για την υγεία της για να της επιτρέψει ένα τόσο κοπιαστικό ταξίδι. Αλλά το τρυφερό γράμμα που έστειλε στην Κάσι ήταν αρκετό. Η αλήθεια ήταν πως την Κάσι δε θα την πείραζε καθόλου αν έδιναν τους όρκους τους μόνοι, χωρίς κανέναν μπροστά. Το μόνο που χρειάζονταν ήταν ο ένας τον άλλον. Τα χέρια και τα πόδια της νύφης ζωγραφίστηκαν με χένα, τα
μαλλιά της αλείφτηκαν με λάδι και πλέχτηκαν κοτσίδες κι οι γυναίκες χόρεψαν μεταξύ τους. Σε αυτό το σημείο τέλειωσε η παράδοση, γιατί τη μέρα του γάμου θα γιόρταζαν το μέλλον, που σήμαινε, όπως πληροφόρησε ο Τζαμίλ το σοκαρισμένο Συμβούλιό του, ότι η τελετουργία θα ήταν καινούρια εντελώς. ***
Το πρωί βρήκε τη νύφη και το γαμπρό να προγευματίζουν μαζί με τη συντροφιά των πιο τιμημένων καλεσμένων τους, οι γυναίκες στο ίδιο τραπέζι με τους άντρες, να μοιράζονται τα εδέσματα από τους ίδιους δίσκους. Πίσω από το πέπλο τα μάτια της Κάσι ακολουθούσαν τον μέλλοντα σύζυγό της με μια λαχτάρα απτή σχεδόν —έτσι την ένιωθε ο Τζαμίλ τουλάχιστον. Παρ’ όλο που αυτή ήταν η πιο σημαντική μέρα της ζωής του, δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει. Το νυφικό της Κάσι ήταν ένα κράμα Ανατολής και Δύσης. Μ ια φούστα ως τη μέση της γάμπας από χρυσαφί μεταξωτό με μια τουνίκ από χρυσή δαντέλα, με μακριά εφαρμοστά μανίκια φουσκωτά στους ώμους, αλλά αντί για μεσοφόρια ή άλλου είδους εσώρουχα φορούσε φαρδιά χρυσή παντελόνα, σφιγμένη στους αστραγάλους με κοτσίδα στολισμένη με μικρά χρυσά κουδουνάκια που ηχούσαν καθώς βάδιζε. Ένας μακρύς μανδύας από χρυσαφιά δαντέλα σερνόταν πίσω της, στολισμένος κι αυτός με κουδουνάκια. Τον κρατούσαν έξι κοριτσάκια από κάθε πλευρά, υπό τη γενική επίβλεψη της περήφανης Λίνα, που κρατούσε την ουρά. Στο κεφάλι της φορούσε μια τιάρα, απ’ όπου κρεμόταν το δαντελένιο πέπλο, ενώ τα μακριά μαλλιά της χύνονταν ελεύθερα στην πλάτη της. Στα πόδια της, μαλακά σεβρό πασουμάκια στολισμένα με διαμάντια.
Τρέμοντας από προσμονή έκανε την ατέλειωτη —έτσι της φάνηκε— διαδρομή στο σμαραγδί χαλί από την είσοδο της αίθουσας του θρόνου. Οι καλεσμένοι ήταν τόσο πολλοί που γέμιζαν τον προθάλαμο και ξεχύνονταν στους διαδρόμους, αλλά η Κάσι δεν κοίταζε ούτε δεξιά ούτε αριστερά, τα μάτια της ήταν στυλωμένα εκεί που την περίμενε ο Τζαμίλ, φορώντας έναν απλό, μεταξωτό χιτώνα, ένα μακρύ χρυσό μανδύα, ίδιο με τον δικό της, και χρυσό κεφαλόδεσμο. Το γιαταγάνι του άστραφτε. Στη ζώνη του, ένα από τα περίφημα κίτρινα διαμάντια του Νταρ-ελ- Αμπά. Ένα ίδιο διαμάντι στόλιζε το δάχτυλο της Κάσι. Όταν έφτασε στη βάση της εξέδρας, ο Τζαμίλ κατέβηκε να τη συναντήσει και να της σηκώσει το πέπλο. «Μ οιάζεις με θεά που κατέβηκε από τον ουρανό», της ψιθύρισε. «Η πανέμορφη νύφη μου». Πόσο την είχε λαχταρήσει τούτη τη στιγμή. Δεν έβλεπε την ώρα να ‘ρθει το βράδυ. «Τζαμίλ!» αρπάχτηκε από το χέρι του γιατί ένιωθε ξαφνικά αφάνταστα νευρική. Εκείνος όμως της χαμογέλασε μ’ εκείνο το ιδιαίτερο χαμόγελό του και της έδωσε κουράγιο. Είπαν τους όρκους τους καθαρά, με μια απλότητα και μια ειλικρίνεια που έκαναν γυναίκες και άντρες να συγκινηθούν. Το γαμήλιο γεύμα ήταν μια ευωχία, μια πανδαισία, αλλά εκείνη τσίμπησε σαν πουλί. Οι νεόνυμφοι δε χόρεψαν, παρακολουθούσαν τους άλλους, με τα δάχτυλα πλεγμένα, περιμένοντας. Επιτέλους, ο Χαλίμ στάθηκε μπροστά τους και τους πληροφόρησε πως το καραβάνι ήταν έτοιμο. «Τις πιο θερμές ευχές μου, λαίδη Κασσάνδρα», είπε με μια βαθιά υπόκλιση. Ο Χαλίμ ήταν πολύ συνετός άντρας για να μην καλοδεχτεί την Κάσι στο παλάτι. Μ ε τον καιρό, μάλιστα, θ’ άρχιζε να σκέφτεται πως η επιρροή της στο Νταρ και στον πρίγκιπα ήταν θετική. Καθώς ανέβαιναν η Κάσι και ο Τζαμίλ στο ψηλό ξύλινο κάθισμα
των λευκών καμήλων τους, έραναν όσους είχαν συγκεντρωθεί για να τους ευχηθούν με χρυσά νομίσματα, κι αυτοί, με τη σειρά τους, με ροδοπέταλα και άνθη πορτοκαλιάς. Έκαναν τη μικρή διαδρομή ως την Όαση Μ αλντίσι σιωπηλοί, μέσα σε μια τεταμένη προσμονή. Η σκηνή ήταν στημένη στην απανεμιά των φοινικόδεντρων —μια πελώρια, πολυτελής σκηνή, μ’ ένα τεράστιο κυκλικό ντιβάνι σε τιμητική θέση. Από πάνω του κρέμονταν ανθοστέφανοι κι ήταν στρωμένο με ροδοπέταλα. «Αγαπημένη μου γυναίκα. Απόψε θα σου κάνω έρωτα όπως ποτέ ως τώρα», της είπε σηκώνοντάς τη στα μπράτσα του και περνώντας το κατώφλι. «Κι αύριο, ακόμα καλύτερα, με περισσότερη αγάπη». Την ακούμπησε στο ντιβάνι και άρχισε να κάνει αυτό που της έταξε. Κι αργότερα, όταν αγκαλιάστηκαν γυμνοί στη λίμνη της όασης, έκαναν πάλι έρωτα κι η Κάσι ήταν σίγουρη πως είχε φτάσει πράγματι στον Παράδεισο. Έριξε πίσω το κεφάλι της και είδε τ’ αστέρια. Τόσο κοντά... Κι ένιωσε σαν να είχαν πάρει ο Τζαμίλ κι αυτή τη θέση τους ανάμεσά τους, εκεί που η αγάπη τους θα έκαιγε ολόφωτη ως την αιωνιότητα.
Περιεχόμενα Κεφάλαιο 1 Κεφάλαιο 2 Κεφάλαιο 3 Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5 Κεφάλαιο 6 Κεφάλαιο 7 Κεφάλαιο 8 Κεφάλαιο 9 Κεφάλαιο 10 Κεφάλαιο 11 Κεφάλαιο 12 Επίλογος