ΑΠΡΟΘΥΜ ΟΣ ΣΩΤΗΡΑΣ M ARGUERITE KAYE Τίτλος πρωτοτύπου: The Highlander’s Redemption © M arguerite Kaye 2011. All rights reserved. © 2012 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.à.r.l. ISSN 1108-4324 Μ ετάφραση: Στεφανία Χρηστίδου Επιμέλεια: Βασιλική Αντωνοπούλου Διόρθωση: Ρήγας Καραλής Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 288 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα. M ade and printed in Greece. Πρόλογος Ο άνεμος φυσούσε ανελέητα στο γυμνό, επίπεδο χερσότοπο, ρίχνοντας το παγωμένο χιονόνερο κατευθείαν στα βλοσυρά πρόσωπα των ιακωβιτών στρατιωτών, που ήταν παραταγμένοι απέναντί τους. Ο Κάλεμ κοίταξε μέσα από την ομίχλη την άναρχη παράταξη των σκοτσέζικων δυνάμεων, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να διακρίνει τα χρώματα των Μ ακλάουντ. Μ άταια. Δεν υπήρχε όμως αμφιβολία ότι ο Ρόρι βρισκόταν κάπου ανάμεσά τους. Καλύτερα να μη γνώριζε ακριβώς πού. Οι μακριές κάννες ήταν στραμμένες προς το στενό πέρασμα που συνιστούσε ουδέτερο έδαφος. Την ατμόσφαιρα πλημμύριζε η δριμεία μυρωδιά της πυρίτιδας. Τα αυτιά του Κάλεμ βούιζαν από το θόρυβο –
από τις άτακτες ριπές του πυροβολικού, τα τύμπανα, το ρουθούνισμα και το χλιμίντρισμα των αλόγων, που ήταν έτοιμα να πλευροκοπήσουν από τα αριστερά. Και κυρίως, από το απόκοσμο, θρηνητικό σφύριγμα του ανέμου. Ο Κάλεμ προετοίμασε το λόχο των τυφεκιοφόρων για μάχη, ξεσηκώνοντας τους άντρες του, βάζοντάς τους σε ευθεία γραμμή, δίνοντας τις τελευταίες εντολές. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά, που μπορούσε να την ακούσει ακόμα και πάνω από το μονότονο βόμβο των όπλων. Φοβόταν, αλλά όχι το θάνατο. Δεν έδινε δεκάρα για τη δική του ζωή, ωστόσο ήταν τρομοκρατημένος, γιατί, καταμεσής της μάχης, μπορεί να ερχόταν αντιμέτωπος με τον αδερφό του. Μ ια ανατριχιαστική ιαχή, που σταδιακά δυνάμωνε, σαν να έβγαινε από το στόμα χιλίων λιονταριών, αντήχησε στο βάλτο από την πλευρά των ιακωβιτών. Η τρομακτική εμπροσθοφυλακή των σκοτσέζικων δυνάμεων όρμησε άτακτα προς το μέρος τους, ανεμίζοντας λάβαρα, γεμίζοντας όπλα. Ο Κάλεμ έλεγξε
μηχανικά την ξιφολόγχη του. Είδε τον Κάμπερλαντ να δίνει το σινιάλο. Έπειτα έδωσε σήμα στο δικό του λόχο. Και αργά, αμείλικτα, κινήθηκε προς το φριχτό πεδίο της μάχης. Ένας πυροβολισμός σφύριξε πίσω από το αυτί του. Προδότη, προδότη, φώναξε η φωνή μέσα στο κεφάλι του. Ωστόσο εκείνος συνέχισε να προχωρά, κάνοντας το ένα πειθαρχημένο βήμα μετά το άλλο εναντίον της μεγάλης μάζας των άγριων αντρών με τις παραδοσιακές σκοτσέζικες φορεσιές. Τα πόδια του βυθίστηκαν στο γλυφό νερό ενός ρυακιού. Οι τραυματισμένοι ούρλιαζαν, καταρρέοντας μπροστά του και γύρω του. Η μυρωδιά φρέσκου αίματος πλημμύρισε τον αέρα, ανακατεμένη με την οδυνηρά οικεία μυρωδιά νωπού μαλλιού που ανέδιδαν τα ρούχα των Χαϊλάντερ. Μ ε χέρια βαριά σαν μολύβι, ο Κάλεμ σήκωσε το μουσκέτο του, στόχευσε και πυροβόλησε. Ψηλά. Απείθαρχα ψηλά. Πολύ πιο ψηλά από τα κεφάλια των αντρών που ήταν συγγενείς του.
Ξαφνικά, εμφανίστηκε ένα άλογο χωρίς αναβάτη. Το δυνατό του χλιμίντρισμα θύμιζε κραυγή φοβισμένου παιδιού. Ο Κάλεμ είδε μπροστά του τα χρώματα των Μ ακλάουντ και σταμάτησε, ψάχνοντας απεγνωσμένα, αναζητώντας τη χαρακτηριστική χρυσή χαίτη του Ρόρι, που είχε το ίδιο χρώμα με τη δική του. Ένας συριστικός ήχος, που στην αρχή νόμισε πως ήταν ο άνεμος καθώς άλλαζε κατεύθυνση, τον έκανε να κοιτάξει ψηλά, για να δει έγκαιρα τη φονική μεταλλική λάμψη μιας λεπίδας να σκίζει τον αέρα προς το μέρος του. Η αντίδρασή του ήταν τόσο γρήγορη ώστε να γλιτώσει το μοιραίο χτύπημα, αλλά όχι αρκετά ώστε να το αποφύγει τελείως. Η βαριά, δίκοπη σπάθα έσκισε την κοιλιά του, ενώ η δύναμη του χτυπήματος τον εκσφενδόνισε πίσω, στις γραμμές των αντρών του. Τελικά, είδε τον Ρόρι. Καθώς φώναζε το όνομα του αδερφού του, τα πόδια του τον πρόδωσαν κι ένιωσε να πέφτει, να πέφτει, να πέφτει... *
Ο Κάλεμ ξύπνησε μ’ ένα τίναγμα, όπως έκανε πάντα, λουσμένος στον ιδρώτα. Το στόμα του ήταν υπερβολικά στεγνό, και συνειδητοποίησε ότι φώναζε στον ύπνο του. Τρέμοντας, σαν να καιγόταν στον πυρετό, έψαξε την καράφα με το ουίσκι που συνήθιζε να φυλάει δίπλα στο κρεβάτι του, και ήπιε μια γερή γουλιά από το καυτό, χρυσό υγρό. Άγγιξε την τεράστια ουλή που σχημάτιζε ένα τραχύ, ακανόνιστο μονοπάτι κατά μήκος των σφιχτών μυών της κοιλιάς του. Το σωματικό τραύμα είχε επουλωθεί από καιρό, αλλά νύχτες σαν κι αυτή, η ουλή έκαιγε, έπαιρνε φωτιά και πονούσε, λες και τον σημάδευαν με καυτό σίδερο. Σιγά σιγά, η ζωηρή ανάμνηση του εφιάλτη ξεθώριασε. Ο Κάλεμ ξάπλωσε πάλι στα νωπά μαξιλάρια, σφίγγοντας το ποτήρι του. Το μανιασμένο σφυροκόπημα της καρδιάς του υποχώρησε. Το λεπτό στρώμα ιδρώτα που γυάλιζε στο στήθος του στέγνωσε. Όμως άλλες, λιγότερο ορατές πληγές εξακολουθούσαν να καίνε βαθιά στην καρδιά του. Μ ια διάχυτη
αίσθηση εγκατάλειψης. Και η βαριά κουβέρτα της ενοχής που σκέπαζε την ψυχή του. Κεφάλαιο 1 Εδιμβούργο, Ιούλιος 1747 Η Μ αντλέν Λαφαγιέτ στριμώχτηκε απελπισμένη στην είσοδο ενός μικρού δρόμου. Το στενό πέρασμα οδηγούσε στα κτίσματα που οι κάτοικοι του Εδιμβούργου αποκαλούσαν σπίτια τους. Παρ’ ότι η αμυδρή λάμψη ενός κοντινού μαγκαλιού φώτιζε το δρόμο, οποιοσδήποτε περαστικός θα μπορούσε εύκολα να καταλάβει ότι η νεαρή γυναίκα δεν ήταν Σκοτσέζα. Η αδύνατη σιλουέτα της ήταν τυλιγμένη με ρούχα ραμμένα αναμφίβολα σε άλλη χώρα, η σκούρα μπλε εσάρπα που έσφιγγε γύρω από τους ώμους της, πλεγμένη μ’ ένα περίτεχνο σχέδιο, δεν ήταν ούτε καρό ούτε ριγωτή. Τα ανοιχτόξανθα μαλλιά της φαίνονταν σχεδόν λευκά μες στην απόκοσμη νύχτα, όμως το δέρμα της δεν είχε ούτε τη χλομάδα των κατοίκων της πόλης ούτε τη μελαψή χροιά των Κελτών. Ήταν περισσότερο διάφανο, σαν μαργαριτάρι
που έπαιρνε χρώμα από το φως του ήλιου. Είχε γεμάτα χείλη, στο απαλό ρόδινο χρώμα του κοραλλιού, και αμυγδαλωτά πράσινα μάτια κάτω από ξανθά φρύδια. Μ ε φόντο τους γκρίζους, γρανιτένιους τοίχους της πόλης, έμοιαζε με εξωτικό πλάσμα της θάλασσας έξω από τα νερά του. Τρέμοντας, η Μ αντλέν έσφιξε πιο δυνατά την εσάρπα γύρω της. Στην κορυφή του λόφου μπορούσε να δει τη σκοτεινή φυλακή του κάστρου να ξεπροβάλλει, απαγορευτική και απόρθητη, όπως είχε ανακαλύψει, για μεγάλη της απογοήτευση. Ίσως ήταν λάθος που είχε κάνει ένα τόσο μακρινό ταξίδι μόνη της, χωρίς επαφές ή κάποιο σχέδιο, τίποτα πέρα από το ένα και μοναδικό πράγμα που είχε στο μυαλό της. Να βρει τον Γκιγιόμ. Η έξαψη της παρορμητικής φυγής της και οι δοκιμασίες του δύσκολου θαλάσσιου ταξιδιού με τους Βρετόνους ψαράδες την είχαν αποτρέψει από το να σκέφτεται υπερβολικά τον κίνδυνο που διέτρεχε ερχόμενη μόνη στο Εδιμβούργο, τις αποκαρδιωτικές πιθανότητες,
που ήταν εναντίον της, ή το τρομακτικό ενδεχόμενο να έκανε λάθος, παρά τη βεβαιότητά της. Το ενδεχόμενο ο Γκιγιόμ να ήταν πράγματι νεκρός. Όχι! Ήταν ζωντανός. Έπρεπε να είναι ζωντανός. Πάνω από το κεφάλι της, στους προμαχώνες του κάστρου, κάποιος φώναξε μια κοφτή εντολή. Ακούστηκαν βήματα στο πλακόστρωτο, καθώς ένας άλλος άντρας βιάστηκε να υπακούσει. Μ ετά απλώθηκε ξανά σιωπή. Στο σπίτι στη Βρετάνη, ο πατέρας της θα κοιμόταν, γιατί τους καλοκαιρινούς μήνες σηκώνονταν και οι δύο με την ανατολή του ήλιου. Η Μ αντλέν αγαπούσε εκείνες τις πολύ πρωινές βόλτες με το άλογό της γύρω από τα κτήματά τους, όταν επιθεωρούσε την ανάπτυξη των σπαρτών. Αγαπούσε τη μυρωδιά του νοτισμένου χόρτου κάτω από τις οπλές των αλόγων τους, ανακατεμένη με την αψιά αλμύρα και τη
γλυκιά μυρωδιά που ανέδιδαν οι σοδειές στα λιβάδια. Μ έχρι την ώρα που γυρνούσαν στο σπίτι για να φάνε πρωινό, το πούσι από τη θάλασσα, που έπεφτε στη γη σαν πέπλο φτιαγμένο από την πιο φίνα δαντέλα, είχε εξαφανιστεί και ο καθαρός γαλανός βρετονικός ουρανός είχε ξεπροβάλει. Εδώ, στο Εδιμβούργο, ο αέρας είχε πολύ διαφορετική μυρωδιά –μύριζε πέτρα και ανθρώπους και σκόνη και βρομιά. Αν και ήξερε ότι η γκρίζα Βόρεια Θάλασσα δεν ήταν παρά μερικά μίλια μακριά, δεν μπορούσε να τη διακρίνει. Ένιωσε μια σουβλιά νοσταλγίας για τον τόπο της. Ο Γκιγιόμ ήταν εδώ, στο Εδιμβούργο. Το γνώριζε από τα πρώτα γράμματα που της είχε στείλει στο σπίτι. Αυτό το πρωί, όταν αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Λιθ, βόρεια της πόλης, το κάστρο ήταν η πρώτη της σκέψη. Είχε πάει κατευθείαν εκεί επειδή της είχαν πει ότι οι ιακωβίτες φυλακισμένοι κρατούνταν ακόμα στο συγκεκριμένο μέρος. Όταν ανακάλυψε ότι απαγορευόταν να μπει μέσα, οι ελπίδες της είχαν
τιναχτεί στον αέρα. Το πιο λογικό θα ήταν ν’ άρχιζε τότε να ψάχνει για κατάλυμα, αλλά είχε σταθεί αδύνατον ν’ απομακρυνθεί από το κάστρο, καθώς τη βασάνιζε η σκέψη ότι ο Γκιγιόμ μπορεί να βρισκόταν μόλις μερικά μέτρα μακριά, από την άλλη μεριά των χοντρών τειχών. Ένα ατέλειωτο κύμα ανθρώπων μπαινόβγαινε στο κάστρο, όμως όλοι ελέγχονταν από τους άγρυπνους φρουρούς. Μ έχρι η Μ αντλέν να καταλάβει ότι έπρεπε να ζητήσει βοήθεια από κάποιον που είχε λόγο να βρίσκεται εκεί μέσα, είχε σουρουπώσει και οι πύλες του κάστρου είχαν κλειδωθεί. Μ η έχοντας καμία ιδέα για το πώς να βρει κατάλυμα για τη νύχτα, αντιστάθηκε στην επιθυμία να χύσει μερικά δάκρυα αυτολύπησης. Αναρωτήθηκε πώς είχε αντιδράσει ο πατέρας στη φυγή της. Ίσως είχε μετανιώσει για τα σκληρά λόγια που την πυροδότησαν. Είχε αλλάξει τόσο από το θάνατο της μητέρας, αφού είχε πέσει με τα μούτρα στη διαχείριση της ιδιοκτησίας τους, σαν να ένιωθε την ανάγκη να γεμίσει το κενό στη ζωή του, χωρίς ν’
αφήνει καθόλου χώρο στη θλίψη του. Είχε αποσυρθεί στο καβούκι του, σαν ένας από εκείνους τους κάβουρες ερημίτες που αυτή και ο Γκιγιόμ κυνηγούσαν στις αμμουδιές, πειράζοντάς τους με κλαδιά για να τους κάνουν να τρέξουν πιο γρήγορα ευθεία –ωστόσο, αυτοί επέλεγαν κυρίως πλάγιες διαδρομές. Αναμφίβολα ο πατέρας θα είχε εξοργιστεί με τη φυγή της. Γνώριζε πολύ καλά πού θα πήγαινε η κόρη του, παρ’ ότι εκείνη δεν του είχε αφήσει κανένα σημείωμα. Ανακαλώντας το βαθμό της αποφασιστικότητάς της, η Μ αντλέν ανατρίχιασε. Ένα ξέσπασμα δυνατού γέλιου την τράβηξε ξαφνικά από την ονειροπόλησή της. Μ ια ομάδα στρατιωτών ανηφόριζαν τρεκλίζοντας το απότομο δρομάκι προς τους στρατώνες τους. Ενστικτωδώς, η Μ αντλέν μαζεύτηκε ξανά μέσα στη σκοτεινιά του στενού περάσματος. Όμως ήταν πολύ αργά, την είχαν εντοπίσει. Ήταν τρεις, με τα χαρακτηριστικά κόκκινα χιτώνια και τις λευκές περικνημίδες του
βρετανικού στρατού, και οι δυνατές, βραχνές φωνές τους έδειχναν ότι ήταν μεθυσμένοι. «Τι έχουμε εδώ, λεβέντες μου;» είπε ο πιο μεγαλόσωμος της παρέας μ’ ένα λάγνο χαμόγελο. Όταν ήρθε αντιμέτωπος μ’ ένα ζευγάρι τεράστια πράσινα μάτια πάνω σ’ ένα εκπληκτικά όμορφο πρόσωπο πλαισιωμένο από κατάξανθα μαλλιά, ο άντρας σφύριξε με θαυμασμό. «Μ ια ομορφιά σταλμένη από το Θεό». Βρόμικα δάχτυλα άρπαξαν το πιγούνι της Μ αντλέν, σηκώνοντάς το με βία, ώστε εκείνος να μπορέσει να περιεργαστεί το πρόσωπό της. «Πώς σε λένε, αγάπη;» « Λεσέ μουά, άφησέ με», είπε η Μ αντλέν περιφρονητικά. Ήταν φοβισμένη, αλλά όχι υπερβολικά. Την είχαν προφανώς περάσει για κορίτσι της νύχτας, και θα την άφηναν μόλις συνειδητοποιούσαν το λάθος τους. Απελευθερώθηκε από τη λαβή του άντρα με μια απότομη κίνηση. Εκείνος γέλασε και προσπάθησε να την αγκαλιάσει από τη μέση. «Δώσε μας ένα φιλί», είπε, και την
ανάγκασε να ακουμπήσει με την πλάτη στον πέτρινο τοίχο του στενού. Οι άλλοι δύο συμμετείχαν στο παιχνίδι χαμογελώντας και παροτρύνοντάς τον. Η Μ αντλέν μπορούσε να μυρίσει την μπίρα στην ανάσα τους, τη βρομιά και τον ιδρώτα των κορμιών τους. Τώρα φοβόταν πραγματικά. Πάνω της υπήρχαν χέρια που άγγιζαν το πρόσωπο, τα μαλλιά, τα στήθη της. Πάλεψε εναντίον τους. «Άφησέ με», είπε ξανά, με τη φωνή της να προδίδει το φόβο της. Όμως ο άντρας απλώς την έσφιξε κι άλλο. Εκείνη τον κλότσησε. Η σκληρή μπότα της τον χτύπησε στο καλάμι. Ο άντρας έβγαλε μια απότομη κραυγή. «Μ ικρή αγριόγατα, θα το πληρώσεις αυτό». Στην απέναντι μεριά του δρόμου, ο Κάλεμ Μ ανρό επέστρεφε στο σπίτι του από την αγαπημένη του ταβέρνα στην οδό Κάουγκεϊτ. Εκεί το ουίσκι, που προερχόταν από τον παράνομο αποστακτήρα του ιδιοκτήτη, ήταν μεστό και η παρέα εύθυμη. Καθώς βάδιζε τρεκλίζοντας, μια γυναικεία κραυγή που
ζητούσε βοήθεια διαπέρασε το απαλό νυχτερινό αεράκι, κάνοντάς τον να σταματήσει απότομα. Απέναντι, στις παρυφές του κάστρου, μια ομάδα αντρών είχαν στριμώξει κάτι –ή κάποιον– σ’ ένα δρομάκι. Παρ’ ότι το κεφάλι του στριφογύριζε από το ουίσκι, το σώμα του βρέθηκε αμέσως σε κατάσταση πλήρους ετοιμότητας. Περπάτησε αποφασιστικά προς το μέρος τους. Τα μακριά πόδια του κάλυψαν τη μικρή απόσταση χωρίς δυσκολία, ενώ τα χρυσά μαλλιά και η βαριά κάπα του ανέμιζαν πίσω του. Όταν έφτασε, τα χέρια του ήταν ήδη σφιγμένα σε γροθιές. Αντίκρισε τρεις άντρες, ένστολους στρατιώτες, όπως πρόσεξε με αποστροφή, να έχουν περικυκλώσει το θύμα τους. Είδε φευγαλέα ένα παρακλητικό βλέμμα και ξανθά μαλλιά και παρατήρησε ότι η γυναίκα ήταν νέα και απίστευτα όμορφη. Επίσης, πάλευε μανιασμένα. Ανησυχία για τη δυσάρεστη θέση της και σιχαμάρα για τους δράστες κατέκλυσαν το νου του και
έβαλαν φωτιά στο σώμα του. Μ ’ ένα βρυχηθμό που θύμιζε πολεμική ιαχή, ο Κάλεμ όρμησε στους στρατιώτες, χωρίς καμία σκέψη για την προσωπική του ασφάλεια. Έπιασε πρώτα τον πιο μεγαλόσωμο και τον τράβηξε μακριά από το παρ’ολίγον θύμα του, προτού προσγειώσει τη δυνατή γροθιά του στο πρόσωπό του. Μ ε απέραντη ικανοποίηση, άκουσε ένα κόκαλο να σπάει. Ακολούθησε άλλη μια γρήγορη επίθεση με ένα διπλό χτύπημα στην κοιλιά, και ο άντρας κατέρρευσε βογκώντας ξέπνοος. Ο Κάλεμ έστρεψε την προσοχή του στους άλλους δύο, παλεύοντας βρόμικα, χρησιμοποιώντας τόσο τα πόδια όσο και τα χέρια του. Μ ε την καρδιά της να χτυπά δυνατά, τα πόδια της να τρέμουν και τον κρύο ιδρώτα να κυλάει στο μέτωπό της, η Μ αντλέν έγειρε την πλάτη στον τοίχο και πήρε μεγάλες, βαθιές ανάσες, ενώ μπροστά της, στο στενό χώρο, ο σωτήρας της κανόνιζε τους στρατιώτες με διαβολική μανία. Ήταν ψηλός άντρας και, κάτω από τα ακριβά, βραδινά ρούχα του, εξαιρετικά καλοφτιαγμένος –με φαρδιούς ώμους και δυνατούς
μηρούς. Τα μαλλιά του, στο χρώμα του ώριμου καλαμποκιού, απουδράριστα και λυτά παρά το επίσημο ντύσιμο, ανέμιζαν δημιουργώντας γύρω του ένα λαμπερό φωτοστέφανο, καθώς αντιμετώπιζε αποτελεσματικά τους άντρες που της είχαν επιτεθεί. Το πρόσωπό του δε φαινόταν καλά· της άφησε μόνο τη φευγαλέα εντύπωση μιας σκοτεινής απειλής. Ένα ανελέητο χτύπημα στο σαγόνι έριξε κάτω το δεύτερο αντίπαλό του. Μ ια άγρια κλοτσιά κι ένα στρίψιμο του χεριού, κι ο τρίτος στρατιώτης βρέθηκε επίσης στο έλεός του. Ξαφνικά ένας άντρας φορώντας σκούφια του ύπνου εμφανίστηκε στην κορυφή της σκάλας που οδηγούσε από το δρομάκι σε μια από τις πρώτες κατοικίες κι άρχισε να κραδαίνει κάτι που έμοιαζε με σκαλιστήρι φωτιάς. Ο σωτήρας της Μ αντλέν κοίταξε ψηλά και είπε απότομα στον άντρα να γυρίσει στο κρεβάτι του, ενώ την ίδια στιγμή έσερνε τον τρίτο στρατιώτη έξω από το στενό και τον εκσφενδόνιζε στο χαντάκι της αποχέτευσης. Η
Μ αντλέν πίεσε τον εαυτό της να κινηθεί. Πιάνοντας γρήγορα το μικρό μπόγο με τα υπάρχοντά της από τη βάση της σκάλας, προσπέρασε προσεκτικά τα αναίσθητα σώματα των τριών αντρών και βγήκε στο δρόμο, όπου την περίμενε ο σωτήρας της. «Είσαι εντάξει;» τη ρώτησε με αγωνία –η φωνή του μια απαλή, ευχάριστη μελωδία, πολύ διαφορετική από τους σκληρούς τόνους των στρατιωτών. Η Μ αντλέν έγνεψε. «Ναι, σ’ ευχαριστώ», κατάφερε να ξεστομίσει με χείλη σφιγμένα από το φόβο. Βλέποντας ότι δεν είχε ακόμα πειστεί, προσπάθησε να τον καθησυχάσει. «Ειλικρινά, είμαι μια χαρά, δεν έπαθα τίποτα». Η έντασή του μαλάκωσε, στο στόμα του ζωγραφίστηκε ένα χαμόγελο και οι σκληρές γραμμές του προσώπου του χαλάρωσαν. Η Μ αντλέν είδε ότι ήταν νέος, ίσως είκοσι πέντε ή είκοσι έξι χρονών, και τόσο όμορφος, που έμοιαζε σχεδόν άδικο. Τα μάτια του είχαν χρώμα σκούρο μπλε, το χαμόγελό του
ήταν ευχάριστο. Παρά τη δοκιμασία της, δεν είχε άλλη επιλογή από το να του το ανταποδώσει. «Κάλεμ Μ ανρό», είπε εκείνος κάνοντας μια ζωηρή υπόκλιση. «Χαίρομαι που μπόρεσα να βοηθήσω». «Κι εγώ είμαι πολύ χαρούμενη για τη γνωριμία μας, μεσιέ Μ ανρό», είπε η Μ αντλέν με μια υπόκλιση που φάνηκε σχεδόν σταθερή. «Είσαι Γαλλίδα», αναφώνησε έκπληκτος. « Με ουί, φυσικά!» Ήταν μαγευτικά όμορφη, με τεράστια πράσινα μάτια, μεταξένια μαλλιά κι ένα στόμα φτιαγμένο για φιλιά. Έτσι όπως την είχε δει μόνη της τέτοια ώρα στις παρυφές του κάστρου, είχε υποθέσει ότι ήταν πόρνη πολυτελείας. Όμως, κοιτάζοντάς την πιο προσεκτικά, δεν ένιωθε πια τόσο σίγουρος. Αναμφισβήτητα, δεν ήταν μια κοινή πεταλούδα της νύχτας. «Μ πορώ να μάθω το όνομά σας, μαντμουαζέλ;» «Ονομάζομαι Μ αντλέν Λαφαγιέτ».
« Ασαντέ, γοητευμένος», υποκλίθηκε. Η κούραση, μαζί με το αλκοόλ, είχε αρχίσει να τον καταβάλλει. Ήθελε το κρεβάτι του, αλλά δεν μπορούσε απλώς να εγκαταλείψει την άμοιρη κοπέλα στις διαθέσεις της επόμενης ομάδας στρατιωτών, που ήδη αυτή τη στιγμή ανηφόριζαν το λόφο ξεσηκώνοντας τον κόσμο με τις φωνές τους. «Επίτρεψέ μου να σε συνοδεύσω σπίτι, μαντμουαζέλ», είπε, προσφέροντας ιπποτικά το χέρι του. «Δεν είναι ασφαλές για καμία γυναίκα να κυκλοφορεί μόνη της εδώ τέτοια ώρα». Οι αρθρώσεις των δακτύλων του είχαν ματώσει. Κάτω από το μάτι του είχε αρχίσει να σχηματίζεται μια μελανιά. Η Μ αντλέν πρόσεξε τώρα κάτι που δεν είχε παρατηρήσει προηγουμένως: ότι εκτός από γοητευτικός ήταν και μεθυσμένος. «Πιστεύω ότι κι εσείς θα έπρεπε να βρίσκεστε στο κρεβάτι σας, μεσιέ», είπε, «φαίνεται σαν να έχετε πιει πολύ κρασί». «Όχι πολύ κρασί, πολύ ουίσκι», τη διόρθωσε ο Κάλεμ σοβαρός. «Ας σε πάμε σπίτι. Έλα, προς τα πού πηγαίνεις;»
Οι λέξεις ακούστηκαν κάπως μασημένες. Η Μ αντλέν άρχισε να φοβάται ότι εκείνος θα κατέρρεε αν συνέχιζαν να στέκονται εκεί για περισσότερη ώρα. «Εσείς προς τα πού πηγαίνετε;» ρώτησε. Όταν της έδειξε ακαθόριστα κάτω από το λόφο, του είπε ότι αυτός ήταν και ο δικός της δρόμος. Θα τον συνόδευε μέχρι την πόρτα του και μετά θα έψαχνε κατάλυμα εκεί κοντά. Τον τράβηξε από το μπράτσο. «Ελάτε, μεσιέ». «Κάλεμ, το όνομά μου είναι Κάλεμ», είπε, παίρνοντας τον μπόγο της και ρίχνοντάς τον ανέμελα στον ώμο του, προτού περάσει το χέρι της στο άλλο του μπράτσο. « Ον αβό! Πάμε, λοιπόν!» είπε. Φαινόταν σαν να κάλπαζε, έτσι όπως περπατούσε στην απότομη πλαγιά του λόφου με αβίαστη χάρη. Οι διασκελισμοί του έμοιαζαν με τον ανάλαφρο καλπασμό ζώου γεννημένου για υψηλές ταχύτητες, όχι με το κομψό βάδισμα ανθρώπου της πόλης. Κολλημένη στο μπράτσο του, η Μ αντλέν έπρεπε να τρέχει για ν’ ακολουθεί το ρυθμό του.
Διέσχισαν την αγορά, η οποία κατά τη διάρκεια της ημέρας έσφυζε από εμπόρους που πουλούσαν βούτυρο και τυρί, καθώς και το φημισμένο μαλλί και λινό της περιοχής. Αυτή την ώρα της νύχτας ήταν παράξενα ήσυχα. Δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι σε λίγες μόλις ώρες θα ήταν σχεδόν αδύνατον να πας από τη μία άκρη του δρόμου στην άλλη χωρίς να πέσεις πάνω σε υπηρέτριες, εμπόρους και πορτοφολάδες. Στο τέλος του δρόμου, ο Κάλεμ σταμάτησε στο Ρίντελ’ς Κορτ, όπου η οικογένειά του διατηρούσε δωμάτια. «Προς τα πού πηγαίνουμε τώρα;» Η Μ αντλέν ανασήκωσε τους ώμους. «Όχι μακριά. Μ πορώ να συνεχίσω από δω μόνη μου», είπε με σιγουριά, επιχειρώντας να επιδείξει μια αυτοπεποίθηση που απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Μ όλις που άρχιζε να αφομοιώνει το δεδομένο ότι έπρεπε να περάσει τη νύχτα έξω, και μόνη της. Άπλωσε το χέρι για να πιάσει τον μπόγο με τα πράγματά της, αλλά
ο Κάλεμ τον κράτησε σφιχτά, καθώς φαινόταν να συνειδητοποιεί για πρώτη φορά την κατάσταση. «Μ όλις έφτασες στο Εδιμβούργο, έτσι δεν είναι;» Η Μ αντλέν έγνεψε απρόθυμα. «Και δεν έχεις πουθενά να μείνεις;» «Όχι, αλλά δεν είναι ανάγκη να...» «Καλύτερα ν’ ανέβεις πάνω μαζί μου». Η Μ αντλέν κούνησε το κεφάλι της. «Δε σε κατηγορώ ύστερα απ’ ό,τι πέρασες, αλλά δεν έχεις λόγο ν’ ανησυχείς. Πάνω απ’ όλα, το μόνο που θέλω είναι να κοιμηθώ. Έχω ένα ελεύθερο δωμάτιο με κλειδαριά, στο οποίο είσαι ευπρόσδεκτη, και υπόσχομαι ότι δε θα προσπαθήσω να το εκμεταλλευτώ. Σου δίνω το λόγο ενός Μ ανρό». Η Μ αντλέν διέκρινε μια ανεπαίσθητη σκιά όταν της είπε αυτά τα λόγια, σαν σύννεφο που σκέπασε στιγμιαία τον ουρανό και μετά εξαφανίστηκε. Ζυγίζοντας μέσα της την προοπτική του κρεβατιού σ’ ένα
δωμάτιο σπιτιού με κλειδαριά στην πόρτα απέναντι στην προοπτική μιας εκτεθειμένης στα ρεύματα σκάλας παρέα με τους νυχτερινούς κλέφτες, μπήκε σε μεγάλο πειρασμό να δεχτεί την πρότασή του. Ενστικτωδώς, ένιωσε ότι ο Κάλεμ Μ ανρό ήταν άξιος εμπιστοσύνης. Μ ήπως δεν είχε ήδη αποδειχτεί ένας περιπλανώμενος ιππότης; Η Μ αντλέν έγνεψε την επιφυλακτική αποδοχή της. «Είστε πολύ ευγενικός, μεσιέ». Ο Κάλεμ την οδήγησε μέσα από τη σφυρήλατη πύλη που προστάτευε την είσοδο του στενού δρόμου προς την αυλή, κι έπειτα πάνω στις απότομες ξύλινες σκάλες ως το δεύτερο από τους τέσσερις ορόφους του κτίσματος. Δυσκολεύτηκε κάπως να βάλει το βαρύ κλειδί στην κλειδαριά, αλλά τελικά άνοιξε την πόρτα με μια μεγαλοπρεπή κίνηση. «Εδώ είμαστε». Τράβηξε τη Μ αντλέν σ’ ένα στενό διάδρομο κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω τους. Μ ες στη ζεστασιά του σπιτιού, οι συνέπειες του αλκοόλ τον χτύπησαν απότομα. Κάτω από το φως της
λάμπας που έκαιγε στο τραπέζι δίπλα στην πόρτα, η Μ αντλέν είδε το χρώμα να φεύγει από το πρόσωπό του. «Βολέψου», είπε ο Κάλεμ, δείχνοντας αόριστα προς μια πόρτα σχεδόν απέναντί της. «Εγώ απλώς θα καθίσω εδώ για ένα λεπτό». Το σώμα του άρχισε να γλιστράει χαμηλά κόντρα στον τοίχο. Παρ’ όλο που αιφνιδιάστηκε από την ταχύτητα της πτώσης του, η Μ αντλέν προσπάθησε με γενναιότητα να τον πιάσει προτού σωριαστεί αναίσθητος στο ξύλινο πάτωμα. «Δεν μπορείς να κοιμηθείς εδώ». Βάζοντας το χέρι του Κάλεμ γύρω από τους ώμους της, παραπάτησε καθώς τον σήκωνε όρθιο. «Ποιο είναι το δωμάτιό σου;» ρώτησε, και μετά μόνο που δεν τον έσυρε προς την πόρτα που της υπέδειξε. «Όχι, όχι, θα είμαι μια χαρά εδώ», μουρμούρισε εκείνος σ’ ένδειξη διαμαρτυρίας. Όμως η Μ αντλέν συνέχισε να τον σπρώχνει μπροστά, καταφέρνοντας να φτάσει στο κρεβάτι μία στιγμή πριν το βάρος του
σώματός του τους παρασύρει και τους δύο στο πάτωμα. «Είσαι καλή κοπελιά», ψιθύρισε με εκτίμηση ο Κάλεμ, που κατέρρευσε στο κρεβάτι χωρίς να χαλαρώσει τη λαβή του. Η Μ αντλέν σκόνταψε, έπεσε μπροστά και ξαπλώθηκε φαρδιά πλατιά πάνω στον οικοδεσπότη της. «Τέλεια», μουρμούρισε ο Κάλεμ ευτυχισμένος, τραβώντας την πιο κοντά, με το ένα χέρι του να αγκαλιάζει τη μέση της και το άλλο να ακουμπάει κτητικά στους γλουτούς της, προτού τον πάρει αμέσως ο ύπνος. Κολλημένη πάνω στο σώμα του, η Μ αντλέν δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει αν έπρεπε να σοκαριστεί, να ενοχληθεί ή να γελάσει. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Το κεφάλι της ήταν παγιδευμένο στην καμπύλη του ώμου του, το πρόσωπό της πιεζόταν πάνω στο μαντίλι του λαιμού του. Είχε τη μυρωδιά φρεσκοπλυμένου λινού και ζεστού άντρα. Διαφορετική, αλλά καθόλου ξένη ή αποκρουστική όπως εκείνη των αντρών που της είχαν επιτεθεί. Σχεδόν καθησυχαστική. Πρέπει να έφταιγε το μέγεθός του.
Δεν ήταν απλώς ψηλός, είχε συμπαγή κορμοστασιά και καλογυμνασμένους μυς. Οι γραμμές του σώματός του έδειχναν να συμπληρώνουν τις δικές της, σαν να ήταν δύο μισά από κάτι σχεδιασμένο να εφαρμόζει τέλεια. Οι καμπύλες της συγχωνεύτηκαν με τις κοιλότητες του κορμιού του –μια αναπάντεχα ευχάριστη αίσθηση. Αν και ήξερε ότι ήταν ανάρμοστο, δεν ένιωθε ακόμα καθόλου πρόθυμη να κουνηθεί. Ο Γκιγιόμ ποτέ δεν την είχε κρατήσει έτσι. Την τελευταία μέρα, πριν σαλπάρει για να πολεμήσει στο πλευρό του Σκοτσέζου πρίγκιπα, δεν την είχε καν αγκαλιάσει. Τα κουμπιά απ’ το σακάκι του Κάλεμ Μ ανρό ήταν βυθισμένα στο στήθος της και κάτι άλλο την πίεζε επίμονα πολύ πιο χαμηλά. Το χέρι του γράπωνε το φόρεμά της. Μ πορούσε να νιώσει τους αργούς, σταθερούς χτύπους της καρδιάς του. Μ πορούσε ν’ ακούσει την ανάσα του, να την αισθανθεί στα μαλλιά της. Η εγγύτητα ανέβαζε τη θερμοκρασία της. Μ ια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στη σχισμή του στήθους της.
Συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό το κάτι άλλο που μπορούσε να νιώσει μέσα από τα αλλεπάλληλα στρώματα του φορέματός της. Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Τα λεπτά κυλούσαν και η Μ αντλέν παρέμενε ξαπλωμένη πάνω του, ακούγοντας την ανάσα του μέσα στο σκοτάδι του δωματίου. Σταμάτησε να σκέφτεται. Η εξάντληση την κυρίευσε σαν δυνατό κύμα που έσκασε στην παραλία. Ο πειρασμός να κλείσει τα μάτια της και να παραδοθεί στον ύπνο ήταν πανίσχυρος. Δύο μέρες είχε χρειαστεί η βάρκα των ψαράδων να φτάσει από το Ροσκόφ στο λιμάνι του Λιθ. Ένιωθε το λίκνισμα κάτω από τα πόδια της για αρκετές ώρες μετά την αποβίβασή της στη στεριά. Ο θόρυβος και η κινητικότητα των ναυτών και των φορτοεκφορτωτών στο λιμάνι υπήρξαν τρομακτικά. Το ίδιο το Εδιμβούργο ήταν μικρότερο απ’ όσο περίμενε, αλλά και πολύ πιο ανοίκειο. Άραγε είχε κάνει λάθος που είχε πάει εκεί; Από κάτω της, ο ρυθμός της ανάσας του Κάλεμ άλλαξε και η λαβή
του χαλάρωσε. Η Μ αντλέν σηκώθηκε προσεκτικά από το κρεβάτι και βγήκε στο διάδρομο. Πιάνοντας τη λάμπα, άνοιξε την πόρτα στη μακρινή άκρη του διαδρόμου και βρέθηκε σ’ ένα μεγάλο χώρο υποδοχής μ’ ένα τεράστιο τζάκι. Το ξύλινο πάτωμα ήταν γυαλισμένο και υπήρχαν διάσπαρτα στρωμένα χαλιά. Δύο γιγάντιες καρέκλες από λαξεμένο ξύλο ακακίας ήταν τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη μπροστά στην εστία κι απέναντί τους υπήρχε ένας ξύλινος πάγκος με πλάτη. Κάτω από το παράθυρο είδε ένα μπαούλο, από το ίδιο ξύλο, με μπρούντζινο καλογυαλισμένο δέσιμο. Σε μια άλλη γωνία υπήρχε ένα τραπέζι και τέσσερις καρέκλες. Τα βαριά δοκάρια φαίνονταν σκούρα με φόντο τους βαμμένους τοίχους, στους οποίους κρέμονταν δύο πορτραίτα: ένας άγριος άντρας με την πλήρη ενδυμασία των ορεσίβιων Σκοτσέζων που είχε τα σκούρα μπλε μάτια του Κάλεμ, και μια γυναίκα με χρυσά μαλλιά, πολύ όμορφη και εξίσου αυστηρή. Οι γονείς
του, αναμφίβολα. Ήταν προφανώς πλούσια οικογένεια. Ένα πνιχτό βογκητό οδήγησε τη Μ αντλέν πίσω στο δωμάτιο όπου ο Κάλεμ ήταν ξαπλωμένος πάνω από τα σκεπάσματα. Όφειλε να τον βοηθήσει να κοιμηθεί πιο άνετα. Αφήνοντας τη λάμπα στο κομοδίνο δίπλα σε μια καράφα με κεχριμπαρένιο υγρό, έλυσε τα παπούτσια του. Εκείνος δεν κουνήθηκε, έτσι του έβγαλε και τις μακριές κάλτσες. Οι γάμπες του ήταν μυώδεις και καλοσχηματισμένες. Τα πόδια του, καλυμμένα με χρυσές τρίχες, είχαν άγρια και ζεστή αίσθηση. Τα άκρα του ήταν μακριά και λεπτά. Έτσι γυμνά, τον έκαναν να φαίνεται ευάλωτος. Το νερό στην πορσελάνινη κανάτα ήταν παγωμένο, όμως εκείνη έχυσε λίγο στη λεκάνη, και βρήκε μια καθαρή λινή πετσέτα, την οποία χρησιμοποίησε για να πλύνει προσεκτικά τις αρθρώσεις των δαχτύλων του. Δεν είχε κάτι για να το χρησιμοποιήσει σαν επίδεσμο, αλλά έκρινε ότι έτσι κι αλλιώς οι πληγές θα επουλώνονταν πολύ πιο γρήγορα αν έμεναν ακάλυπτες. Η μελανιά στο μάγουλό του γινόταν όλο και πιο
μωβ. Αν βρίσκονταν στο σπίτι της, θα είχε απλώσει πάνω του λίγη αλοιφή αρνικής για να αποφύγει το πρήξιμο. Απορροφημένη τώρα στην αποστολή της, η Μ αντλέν άρχισε να του βγάζει το σακάκι –ένα πολύ πιο δύσκολο εγχείρημα, επειδή το βελούδινο σκουροπράσινο ύφασμα εφάρμοζε σφιχτά στους φαρδιούς ώμους του. Μ έχρι να τελειώσει, είχε λαχανιάσει από την προσπάθεια. Το μεταξωτό γιλέκο ήταν πιο εύκολο. Έλυσε το μαντίλι στο λαιμό του και το ακούμπησε στη βάση του κρεβατιού, δίπλα στο σακάκι. Αμέσως το πουκάμισό του άνοιξε, επιτρέποντάς της μια φευγαλέα ματιά στο στέρνο του. Δεν κατάφερε ν’ αντισταθεί στην παρόρμησή της να το αγγίξει. Το δέρμα του ήταν δροσερό. Ένα πυκνό τόξο από τρίχες. Ούτε σπιθαμή γυμνής σάρκας. Έπρεπε να σταματήσει να κάνει αυτό που έκανε. Μ ε υπεράνθρωπη προσπάθεια, γύρισε τον Κάλεμ στο πλάι, τράβηξε το βαρύ κάλυμμα και τα σεντόνια
και τον ξαναέφερε ανάσκελα. Εκείνος αναστέναξε και βύθισε το κεφάλι του ακόμα περισσότερο στο πουπουλένιο μαξιλάρι. Το προφίλ του ήταν τόσο τέλειο, σαν λαξεμένο, αν εξαιρούσες το μικρό λακκάκι στο πιγούνι του. Μ ια μακριά τούφα από χρυσά, λαμπερά μαλλιά παγιδεύτηκε στις βλεφαρίδες του. Η Μ αντλέν τα απομάκρυνε προσεκτικά. Ήταν αναπάντεχα απαλά. « Μπον νουί, Κάλεμ Μ ανρό», τον καληνύχτισε αφήνοντας ένα μικρό φιλί στο μέτωπό του. Πατώντας στις μύτες των ποδιών της, έπιασε τον μπόγο της και άνοιξε τη δεύτερη πόρτα στο διάδρομο. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο χωρίς παράθυρα, ολοφάνερα προορισμένο για μια υπηρέτρια, επιπλωμένο λιτά μ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι, μια ξύλινη καρέκλα κι ένα λαβομάνο. Όπως είχε υποσχεθεί ο Κάλεμ, υπήρχε κλειδαριά στην πόρτα και κλειδί στην κλειδαριά. Αρχικά δίστασε, αλλά μετά το γύρισε. Γδύθηκε βιαστικά. Ακούμπησε την εσάρπα, το φόρεμα και τις κάλτσες της στην καρέκλα. Έπειτα βυθίστηκε μ’
ευγνωμοσύνη στο ελαφρώς σβολιασμένο στρώμα και σκεπάστηκε με την τραχιά μάλλινη κουβέρτα. Ο ύπνος την πήρε μέσα σε λίγα λεπτά. * Το επόμενο πρωί, η Μ αντλέν πήγε ξυπόλητη μέχρι την κουζίνα τυλιγμένη στην εσάρπα της και γέμισε ένα ποτήρι με νερό από μια πήλινη κανάτα. Επιστρέφοντας στον κυρίως χώρο υποδοχής, έπεσε κατευθείαν πάνω στον Κάλεμ, που μουρμούρισε κάτι άγριο μέσα από τα δόντια του σε μια γλώσσα άγνωστη. Ξαφνιασμένη, αναπήδησε προς τα πίσω, χύνοντας λίγο νερό πάνω στο μεσοφόρι της. Εκείνος ορθώθηκε σαν πύργος μπροστά της, με τη μακριά μάλλινη ρόμπα του δεμένη χαλαρά στη μέση. Στο φως της μέρας, το χρώμα των ματιών του φαινόταν πιο βαθύ μπλε και οι βλεφαρίδες του πυκνές. Τα γένια στο πιγούνι του είχαν καστανόξανθη απόχρωση, πιο σκούρα από τα χρυσά, ανακατεμένα μαλλιά του, προσδίδοντάς στο παρουσιαστικό του μια νότα ασωτίας.
«Ποια είσαι εσύ, διάολε;» φώναξε. Η καρδιά της Μ αντλέν βούλιαξε. «Η Μ αντλέν Λαφαγιέτ. Δε θυμάσαι;» «Είσαι Γαλλίδα;» Εκείνη χαμογέλασε νευρικά. «Ναι, είμαι ακόμα Γαλλίδα». Προς ανακούφισή της, η ξαφνική κακή του διάθεση υποχώρησε. Πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα μαλλιά του και χαμογέλασε μελαγχολικά. «Γαλλίδα, και προφανώς όχι διαρρήκτρια. Χρειάζομαι καφέ». Άνοιξε την πόρτα που οδηγούσε σε μια σκάλα. «Τζέιμι», φώναξε, «πού είσαι;» Ο θόρυβος από βήματα προηγήθηκε της άφιξης ενός χαμινιού εννιά με δέκα χρονών με βρόμικα ξανθά μαλλιά και φάτσα που καθόλου δε θα την έβλαπτε ένα πέρασμα με μια καθαρή υγρή πετσέτα. «Δε χρειάζεται να σας ρωτήσω πώς είστε σήμερα, κύριε Μ ανρό», είπε το αγόρι χαμογελώντας με αυθάδεια, ενώ του έδινε ένα δίσκο με μια εμαγιέ κανάτα γεμάτη καφέ και μια τεράστια καράφα με μπίρα. «Φαίνεστε σαν αρκούδα με βαρύ κεφάλι».
Ο Κάλεμ πήρε το δίσκο σιωπηλός. Καθώς πέταγε στο αγόρι ένα νόμισμα, έπιασε το περίεργο βλέμμα που έριξε ο Τζέιμι στη Μ αντλέν. «Δε θα είμαι ο μόνος με βαρύ κεφάλι αν σε πιάσω να κουτσομπολεύεις. Είναι ξεκάθαρο αυτό;» «Πιο ξεκάθαρο δε γίνεται, κύριε Μ ανρό. Δεν είδα κανέναν». Σφυρίζοντας παράτονα και καταφέρνοντας την ίδια στιγμή να χαμογελάει, κάτι που εντυπωσίασε τρομερά τη Μ αντλέν, ο Τζέιμι έκλεισε με πάταγο την πόρτα πίσω του. Ο Κάλεμ γέμισε δύο κούπες με καφέ, προτού κατεβάσει μια μεγάλη, αναζωογονητική γουλιά μπύρα. «Η οικογένεια του Τζέιμι ζει στο ισόγειο», εξήγησε. «Ο Άντριου Μ ακφάρλαν, ο πατέρας του, έχει πεθάνει. Η μητέρα του έχει ενοικιαστές, και φροντίζει κι εμένα». Κάθισε με χάρη στη θέση απέναντι από τη Μ αντλέν. Κάτω από τη ρόμπα του εξακολουθούσε να φορά το μακρύ πουκάμισό του, αλλά όχι τη σκελέα του.
Συνειδητοποιώντας ντροπιασμένη τη δική της ατημέλητη εμφάνιση, η Μ αντλέν έσφιξε την εσάρπα γύρω της και προσπάθησε να τακτοποιήσει καλύτερα το μεσοφόρι της. Μ ια κίνηση που απλώς τράβηξε την προσοχή του Κάλεμ στους γυμνούς αστραγάλους της. Σπρώχνοντας τα πόδια της όσο πιο πολύ μπορούσε κάτω από τον πάγκο, τίναξε τα μαλλιά της προσπαθώντας να κρύψει το κοκκίνισμα στα μάγουλά της. «Θυμάσαι τίποτα από χτες το βράδυ, μεσιέ;» Ο Κάλεμ κοίταξε με θλίψη τις αρθρώσεις των δαχτύλων του. «Ναι, κάτι μου έρχεται τώρα». Η γραμμή του στόματός του στένεψε, σαν ο απόηχος του απειλητικού του βλέμματος από την προηγούμενη νύχτα να σκίασε την όμορφη, ήρεμη όψη του. «Είναι άντρες σαν κι αυτούς που δίνουν στους στρατιώτες κακή φήμη. Δεν έπαθες κανένα κακό, έτσι;» Η Μ αντλέν ανατρίχιασε, καθώς τα πρόσωπα των αντρών τρεμόπαιξαν στο μυαλό της σαν κακά πνεύματα. «Χάρη σ’ εσένα. Ήσουν πολύ γενναίος που
αντιμετώπισες και τους τρεις μόνος σου. Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί». Της χαμογέλασε λοξά. «Ίσως αυτή να ήταν η πρόθεσή μου. Μ ερικές φορές σκέφτομαι ότι θα ήταν καλύτερα να ήμουν νεκρός». Τα μάτια του έλαμψαν σαν το σπινθήρισμα γρανίτη σε σκοτσέζικη βουνοκορφή. Η Μ αντλέν ρίγησε, φοβισμένη από την παγερή έκφρασή του. «Δεν πρέπει να μιλάς έτσι». «Όχι;» γρύλισε εκείνος. «Και από πού κι ως πού αυτό είναι δική σου δουλειά, μαντμουαζέλ;» απαίτησε να μάθει. Συνοφρυώθηκε έντονα και κάρφωσε το βλέμμα του στο κενό. Η Μ αντλέν δεν τόλμησε να απαντήσει. Ευτυχώς, δε φαινόταν να περιμένει την απάντησή της. Το συνοφρύωμά του υποχώρησε –όσο ξαφνικά είχε κάνει την εμφάνισή του–, η διάθεσή του άλλαξε και η προσοχή του στράφηκε ξανά στην
επισκέπτριά του. Έδειχνε να νιώθει πολύ άβολα που ήταν μισοντυμένη. Υπερβολικά άβολα για να είναι ο τύπος της γυναίκας που είχε νομίσει στην αρχή ο Κάλεμ. Και ήταν πιο νέα απ’ όσο την έκανε όταν την πρωτοείδε. Πού στο διάβολο είχε βρεθεί μπλεγμένος; «Ήταν άσχημη η υποδοχή που σου επιφύλαξε η Σκοτία, αλλά και συγγνώμη που σ’ το λέω, πήγαινες γυρεύοντας, έτσι όπως τριγυρνούσες κάτω από το κάστρο. Σίγουρα παρερμήνευσαν την παρουσία σου. Όπως κι εγώ, αλλά φαντάζομαι ότι έκανα λάθος;...» Η Μ αντλέν τον κοίταξε θορυβημένη. «Πράγματι, έκανες λάθος», δυσανασχέτησε, σφίγγοντας ακόμα περισσότερο την εσάρπα γύρω από τους ώμους της. «Αυτό είπα μόλις», απάντησε, ασυγκίνητος από την αμηχανία της. «Όμως, όπως επίσης είπα μόλις, δεν μπορείς να με κατηγορήσεις που το σκέφτηκα. Οποιοσδήποτε θα είχε κάνει το ίδιο λάθος». Δεν μπορούσε να το αρνηθεί αυτό, έτσι έμεινε σιωπηλή.
«Τι στο διάτανο νόμιζες ότι έκανες εκεί; Δεν είχες χρήματα για κατάλυμα;» Υπό το ψυχρό φως της μέρας, ύστερα από έναν αναζωογονητικό νυχτερινό ύπνο, η Μ αντλέν πάλεψε να βρει μια απάντηση σ’ αυτή την απολύτως λογική ερώτηση. Οι πράξεις της φαίνονταν χαζές ακόμα και στην ίδια. «Δεν ξέρω», είπε, νιώθοντας ιδιαίτερα ανόητη. «Εννοώ... ναι, είχα χρήματα, αλλά δεν ξέρω γιατί δε βρήκα ένα μέρος για να μείνω». «Ξέρεις, τουλάχιστον, γιατί βρίσκεσαι εδώ; Στο Εδιμβούργο, εννοώ». «Φυσικά και ξέρω», απάντησε, ορθώνοντας περήφανα το ανάστημά της. «Προσπαθούσα να μπω στο κάστρο, αλλά δε μου επέτρεψαν την είσοδο». «Γιατί στην ευχή;...» «Ήθελα να μιλήσω στους φυλακισμένους εκεί πέρα. Ψάχνω κάποιον». «Έναν άντρα, υποθέτω».
Η Μ αντλέν έγνεψε. «Και τι έχει κάνει αυτός ο άντρας;» «Τίποτα», είπε η Μ αντλέν αγανακτισμένη. «Δεν είναι εγκληματίας». «Τότε γιατί... α, ο άντρας που ψάχνεις είναι ιακωβίτης». Περίμενε το νεύμα της. «Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι βρίσκεται εκεί;» Παρά τον ευχάριστο τόνο της φωνής του, οι λέξεις βγήκαν από το στόμα του κοφτά. «Δεν πιστεύω κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω πού είναι». Η Μ αντλέν έκανε μια παύση καταπίνοντας με δυσκολία, καθώς τα άπειρα πράγματα που δε γνώριζε για τον Γκιγιόμ και τη μοίρα του απειλούσαν την ικανότητά της να σκεφτεί καθαρά. «Το κάστρο είναι ένα καλό μέρος για να αρχίσω το ψάξιμο όσο οποιοδήποτε άλλο. Σκέφτηκα ότι κάποιος εκεί μέσα –κάποιος από τους άλλους ιακωβίτες– μπορεί να τον ήξερε, ή να ήξερε τι απέγινε, και ίσως να μπορούσε να με βοηθήσει να τον εντοπίσω».
«Είναι κάπως σαν να πυροβολείς στο σκοτάδι, αν θες τη γνώμη μου». Ο Κάλεμ πίεσε την παλάμη του στο μέτωπό του. Το κεφάλι του είχε αρχίσει να τον σφυροκοπά. Προσπάθησε να σκεφτεί, όμως οι σκέψεις του ξεγλιστρούσαν όπως ο λαγός από το λαγωνικό. «Πώς και μιλάς τόσο καλά τα αγγλικά;» «Μ ια γυναίκα στον τόπο μας, η μαντάμ Λε Μ πρεν, που έχει παντρευτεί το δάσκαλο του χωριού, κατάγεται από ένα μέρος που λέγεται Ντόβερ». Μ περδεμένη από την ξαφνική αλλαγή θέματος, η Μ αντλέν κοίταξε τον οικοδεσπότη της επιφυλακτικά. «Μ ου διδάσκει κέντημα –ή τουλάχιστον προσπαθεί–, όπως και αγγλικά. Θα χαιρόταν με το κομπλιμέντο», είπε θέλοντας να αστειευτεί, «επειδή είναι απελπισμένη με τα εργόχειρά μου». Ο Κάλεμ έτριψε τα μάτια του και κούνησε το κεφάλι σε μια προσπάθεια να διαλύσει την ομίχλη που κάλυπτε τον εγκέφαλό του. Μ ια ηλιαχτίδα τρύπωσε μέσα από τα τζάμια του γαλλικού παραθύρου, κάνοντάς τον να μορφάσει. Υπερβολικά πολύ ουίσκι, όμως τουλάχιστον τον βοηθούσε να μην
ονειρεύεται. Συγκέντρωσε το βλέμμα του στην αναπάντεχη φιλοξενούμενή του. Ήταν ένα αδύνατο πραγματάκι, με μακριά ξανθά μαλλιά που έφταναν μέχρι χαμηλά στην πλάτη της. Πανέμορφη μ’ έναν υπερφυσικό, αιθέριο τρόπο. «Μ οιάζεις με γοργόνα», είπε. Το χαμόγελό του ήταν άπιαστο, σαν τολύπες καπνού στον αέρα. Η φωνή του είχε μια περιπαιχτική χροιά, έναν ευχάριστο, αισθησιακό τόνο, που συντονιζόταν με τις αισθήσεις της σ’ ένα πολύ ουσιώδες επίπεδο. Κοιτάζοντάς τον κάτω από τις βλεφαρίδες της, ενώ οι αχτίδες του ήλιου μετέτρεπαν τα μαλλιά του σε αχνό φωτοστέφανο, η Μ αντλέν σκέφτηκε ξανά πόσο απίστευτα γοητευτικός ήταν ο Κάλεμ Μ ανρό. Ίσως η άσχημη διάθεσή του να ήταν μονάχα πρωινή ιδιοτροπία. «Και η μητέρα μου συνήθιζε να μου το λέει αυτό», είπε. Οι άκρες των ματιών του ζάρωσαν, καθώς το χαμόγελό του βάθαινε. «Μ ε έβαλες στο κρεβάτι;» «Σε βοήθησα απλώς να νιώσεις πιο άνετα». Η ζωηρή ανάμνηση
του σώματός της κολλημένου στο δικό του έκανε τα δάχτυλα των ποδιών της να ζαρώσουν και να βυθιστούν στο απαλό, παχύ χαλί. «Συμπεριφέρθηκα σωστά;» Αναρωτήθηκε νευρικά αν ο Κάλεμ ήξερε ότι ήταν εκείνη, όχι αυτός, που είχε ξεπεράσει τα όρια. «Συμπεριφέρθηκες άψογα. Το είχες υποσχεθεί. “Σου δίνω το λόγο ενός Μ ανρό”, είπες». Το χαμόγελο του Κάλεμ έσβησε. Τα μάτια του σκοτείνιασαν, σαν να είχε χαθεί ένα φως. «Το λόγο ενός Μ ανρό», επανέλαβε πικρά. «Πρέπει να ήμουν πολύ μεθυσμένος». Σηκώθηκε και τεντώθηκε, κουνώντας κυκλικά τους ώμους του, που ήταν σφιγμένοι από την ένταση. Χρειαζόταν φαγητό και φρέσκο αέρα. «Δεν μπορώ να σκεφτώ με άδειο στομάχι. Θα πάμε να φάμε πρωινό και θα μου πεις την ιστορία σου κανονικά». «Έχεις κάνει ήδη πολλά για μένα», διαμαρτυρήθηκε η Μ αντ-λέν, αλλά με μισή καρδιά. Πεινούσε
τρομερά. Ο Κάλεμ Μ ανρό φαινόταν άνθρωπος με επιρροή, και χτες το βράδυ είχε αποδειχτεί επίσης άνθρωπος της δράσης. Επιπλέον, ήταν ο μοναδικός της φίλος σ’ αυτή την ξένη χώρα. Θα ήταν ανόητη αν απέρριπτε την ευκαιρία να ζητήσει τη βοήθειά του. Ανόητη,όμως σοφή την ίδια στιγμή; Δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν. Έβρισκε ανησυχητικό όχι μόνο τον απρόβλεπτο χαρακτήρα του, αλλά και την ίδια του την παρουσία. Όμως... τον εμπιστευόταν. Και της κέντριζε το ενδιαφέρον. «Ναι, σ’ ευχαριστώ», είπε μ’ ένα αβέβαιο χαμόγελο. «Πάω να ντυθώ». «Θα φωνάξω τον Τζέιμι να σου φέρει λίγο ζεστό νερό», είπε ο Κάλεμ, συντονίζοντας τα λόγια και τη δράση μ’ ένα βρυχηθμό ικανό ν’ αναστήσει και νεκρούς. * Μ αζί με το ζεστό νερό, ο Τζέιμι έφερε κι ένα γράμμα που μόλις είχε φτάσει. Αφού πλύθηκε και ντύθηκε, ο Κάλεμ αποσφράγισε το φάκελο απρόθυμα. Το συνοφρύωμά του βάθυνε, καθώς σάρωνε με το βλέμμα
τις σελίδες με τον κομψό γραφικό χαρακτήρα της μητέρας του. Ο πατέρας πιο αδύναμος... επικείμενος θάνατος... η κατάσταση απαιτεί συνεχή παρακολούθηση... απαραίτητη η άμεση επιστροφή σου. Όλες οι συνηθισμένες φράσεις, αν και η πληροφορία για την έφοδο στις δυτικές περιοχές ήταν καινούρια. Εκδίκηση από ένα κλαν ιακωβιτών... στο στόχαστρο η ιδιοκτησία των Μανρό, έγραφε η μητέρα του. Το στομάχι του Κάλεμ σφίχτηκε από θυμό καθώς διάβαζε αυτή την παράγραφο πιο προσεκτικά. Αρκετό χάος είχε προκαλέσει η Εξέγερση στο πέρασμά της. Ήταν ανάγκη οι Σκοτσέζοι να φιλονικούν τώρα και μεταξύ τους; Αν τα κλαν ήθελαν να επιβιώσουν στα Χάιλαντς, έπρεπε να μείνουν ενωμένα –δεν μπορούσαν να το καταλάβουν αυτό; Σε ικετεύω να επιστρέψεις. Ο πατέρας σου... δε φαίνεται να έχει πολύ χρόνο ακόμα. Αν ο πατέρας του πέθαινε, η γη θα ήταν δική του. Δική του να την αλλάξει και να την αναδιαμορφώσει, δική του να τη
φροντίζει και να τη συντηρεί αντί να τη δουλεύει εξαντλητικά, δική του για να κάνει όλα τα πράγματα που σκεφτόταν και σχεδίαζε τα τελευταία λίγα χρόνια. Όμως δεν είχε περιέλθει ακόμα στα χέρια του, ούτε ήταν πιθανό να συμβεί στο άμεσο μέλλον. Ο πατέρας του μπορεί να ήταν αδύναμος, όμως ήταν αρπαγμένος από τη ζωή πολύ πιο πεισματικά απ’ όσο πίστευε η μητέρα του. Και τέλος πάντων, ποιο το νόημα των ονειροπολήσεων όταν αναμφίβολα δεν μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι; Όχι τώρα. Ίσως ποτέ. Τον κυρίευσαν τα γνωστά αισθήματα απογοήτευσης, θυμού και ματαιότητας. Στριφογύρισαν στο στομάχι του, προκαλώντας του ναυτία. Τσαλάκωσε το γράμμα αηδιασμένος και το πέταξε στην άδεια εστία του τζακιού ακριβώς τη στιγμή που έμπαινε μέσα η Μ αντλέν. Ύψωσε τα φρύδια της, απορώντας τι του είχε εμπνεύσει τόση οργή, όμως, βλέποντας το βαθύ συνοφρύωμα στο πρόσωπό του, επέλεξε σοφά να μην κάνει κανένα σχόλιο. Εκείνος είχε φορέσει ένα παντελόνι που στένευε στις γάμπες και ψηλές
μπότες, συνδυασμένες με σκούρο πανωφόρι. Τα ρούχα του ήταν ακριβά και καλοραμμένα. Είχε ξυριστεί κι είχε χτενίσει τα μαλλιά του, αν και δεν ήταν δεμένα πίσω, αλλά περισσότερο τα είχε σπρώξει από το μέτωπό του και οι άκρες έφταναν σχεδόν μέχρι τους ώμους του. Ήταν ασυνήθιστο για άντρα της δικής του κοινωνικής θέσης να βγαίνει έξω χωρίς πούδρα ή περούκα, όμως αυτό της φάνηκε συνεπές προς το χαρακτήρα του. Ο Κάλεμ έκανε μια απότομη κίνηση πιέζοντας τον αντίχειρα στο μέτωπό του, σαν να προσπαθούσε να διώξει τις σκέψεις που είχαν δημιουργήσει αυτό το συνοφρύωμα. «Έλα», της είπε, κρατώντας της ανοιχτή την πόρτα για να περάσει, «κοντεύω να ψοφήσω στην πείνα». Κατέβηκαν τις σκάλες, βγήκαν από το σκοτεινό δρομάκι και βρέθηκαν στην αγορά, που τώρα έσφυζε από εμπόρους και πραματευτές. Οι μικροπωλητές συναγωνίζονταν για την υπεροχή των εμπορευμάτων
τους. Άλογα και άμαξες κοπανούσαν με θόρυβο το πλακόστρωτο. Μ εταφορείς έσπρωχναν, ανοίγοντας τον επισφαλή δρόμο τους ανάμεσα στα συνωστισμένα πλήθη γύρω από το λόφο του κάστρου, και κατά μήκος της Χάι Στρητ, προς τα κτίρια του Κοινοβουλίου και το ισχυρό φρούριο της φυλακής Τόλγκεϊτ. Η γαργαλιστική μυρωδιά φρέσκου ψωμιού, τυριού και των άπειρων δεμάτων με υφάσματα έδινε μια χαμένη μάχη ενάντια στη δυσωδία από τις τάφρους, ενώ τα βαθιά χαντάκια της αποχέτευσης έτρεχαν κι από τις δύο πλευρές του δρόμου. Η Μ αντλέν σταμάτησε με μάτια διάπλατα στην είσοδο του στενού, περιμένοντας να δημιουργηθεί ένα κενό στο συνωστισμένο πλήθος. Ο Κάλεμ άρπαξε το χέρι της. «Κρατήσου σφιχτά πάνω μου». Ένα βήμα του ήταν δύο δικά της. Το πλήθος φαινόταν να ανοίγει μαγικά στο πέρασμα του Κάλεμ, καθώς τα μακριά πόδια του δρασκέλιζαν αβίαστα την πολυσύχναστη αγορά. Εκείνη κρεμάστηκε από πάνω του απεγνωσμένα, ενώ με το ελεύθερο χέρι της κρατούσε
σφιχτά το μικρό απόθεμα χρημάτων στο μεσοφόρι της. Ήταν στριμωγμένο σε μια από τις κεντημένες τσέπες, ραμμένες με ασφάλεια γύρω από τη μέση της. Παρατηρώντας τον τρόμο στο πρόσωπό της, ο Κάλεμ την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του. «Υποθέτω ότι δε ζεις σε πόλη». «Είμαι Βρετονή, από ένα μέρος κοντά στην πόλη του Ροσκόφ, στην ακτή». «Δεν έχω πάει στη Βρετάνη, αν κι έχω βρεθεί στη Γαλλία. Λοιπόν, είσαι κορίτσι της υπαίθρου;» « Αμπσολιμάν, απολύτως», απάντησε. Ο Κάλεμ δεν έκοψε το βήμα του. Πήραν την κατηφόρα προς το Γουέστ Μ πόου, και την οδήγησε με σιγουριά μέσα σ’ ένα λαβύρινθο από σκοτεινά δρομάκια και στενά αδιέξοδα προς ένα πανδοχείο στην Γκράσμαρκετ, όπου χαιρέτησε τον ιδιοκτήτη με το όνομά του και ζήτησε αμέσως πρωινό. Τους
οδήγησαν σε μια σκονισμένη πίσω σάλα, μακριά από τα περίεργα βλέμματα των ιπποκόμων, των αμαξάδων και των περαστικών που περίμεναν τη δημόσια άμαξα. Σύντομα τους σέρβιραν παχιές φέτες μπέικον, αβγά και αιματιά. Παρ’ ότι ο Κάλεμ έτρωγε με όρεξη, η Μ αντλέν ήταν πιο προσεκτική, κι αποφάσισε ν’ αποφύγει την αιματιά αφού πρώτα τη μύρισε δύσπιστα. «Πες μου γι’ αυτόν τον ιακωβίτη που ψάχνεις». Ο Κάλεμ έσπρωξε στο πλάι το άδειο πιάτο του. «Ήρθε στη Σκοτία μ’ ένα τάγμα που ονομαζόταν Εκοσέ Ρουαγιό». «Οι Βασιλικοί Σκοτσέζοι. Αποτελούνται από Γάλλους και Σκοτσέζους, μαζί με μερικούς μισθοφόρους. Υπό τις διαταγές του Ντράμοντ, έχω δίκιο;» «Ναι. Πώς τα γνωρίζεις όλα αυτά;» Δεν μπήκε στον κόπο να της απαντήσει. «Όλοι οι Γάλλοι πήραν χάρη, ξέρεις. Τους μάζεψαν και τους ξαπόστειλαν στα σπίτια τους πριν από πολύ καιρό. Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη ότι αυτός που ψάχνεις
είναι ακόμα ζωντανός;» Ακολούθησε με το πιρούνι της ένα σχέδιο πάνω στο καταγρατσουνισμένο ξύλινο τραπέζι. «Απλώς είμαι. Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά αν ήταν νεκρός... τότε θα το ήξερα. Θα το ένιωθα». Ο Ρόρι είναι νεκρός, Κάλεμ. Έχουν περάσει σχεδόν έξι μήνες. Είναι νεκρός. Πρέπει να το δεχτούμε αυτό, όλοι μας. Το Χέρονσεϊ είναι δικό σου πια. Τα λόγια της μητέρας του αντήχησαν στο κεφάλι του. Έκλεισε τα μάτια σε μια προσπάθεια να διώξει την οδυνηρή ανάμνηση. Η απάντηση που της είχε δώσει γύρναγε στο μυαλό του, τόσο παράξενα ίδια μ’ αυτή της Μ αντλέν Λαφαγιέτ. Είναι ζωντανός. Αν ήταν νεκρός, θα το ήξερα. Θα το ένιωθα. Ο Κάλεμ ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα και βρήκε τα μεγάλα πράσινα μάτια της Μ αντλέν Λαφαγιέτ να τον κοιτάζουν ανήσυχα. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» Ενστικτωδώς άπλωσε το χέρι της προς το δικό του.
Τα δάχτυλά της ήταν μακριά, τα νύχια φροντισμένα, λεία και καλοσχηματισμένα. Ο Κάλεμ ακούμπησε το άλλο χέρι του πάνω στο δικό της, παρατηρώντας την έντονη αντίθεση ανάμεσα στο απαλό λευκό δέρμα της και το δικό του, που ήταν τραχύ και ηλιοκαμένο. Η αίσθηση του χεριού της να φωλιάζει εκεί πέρα ήταν ωραία –χέρι εύθραυστο, ωστόσο ανθεκτικό. Έπλεξε τα χέρια του στα δικά της, απολαμβάνοντας τον τρόπο που τα ακροδάχτυλά της άγγιζαν ελαφρά τις αρθρώσεις του, εφαρμόζοντας τόσο τέλεια, παρ’ ότι ήταν πολύ πιο μικρόσωμη από εκείνον. Τότε θυμήθηκε τη χτεσινή νύχτα. Την αίσθηση που του δημιουργούσε το υπόλοιπο σώμα της κολλημένο πάνω του, εφαρμόζοντας το ίδιο τέλεια, το ίδιο σωστά. Ήταν σαν να την ήξερε. Σαν να τη γνώριζε πάντα. Το οποίο ήταν γελοίο. Άφησε απότομα το χέρι της, έγειρε πίσω και κούνησε σταθερά το κεφάλι του. «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Καταλαβαίνω τι εννοείς όταν λες πως είσαι σίγουρη ότι είναι ζωντανός, αυτό είναι όλο».
Για μια στιγμή, έμοιαζε χαμένος. Ευάλωτος. «Προφανώς έχεις νιώσει το ίδιο για κάποιον», σχολίασε η Μ αντλέν προσεκτικά. Μ ια πόρτα έκλεισε με δύναμη. Το βλέμμα του Κάλεμ συγκεντρώθηκε ξανά. «Λοιπόν, ποιος είναι αυτός ο ιακωβίτης σου;» τη ρώτησε τραχιά. «Το όνομά του είναι Γκιγιόμ, είναι ο κόμης του Γκιζ». «Ένας ευγενής. Αυτό σίγουρα θα διευκολύνει τον εντοπισμό του». « Ουί, αυτό σκέφτηκα κι εγώ», συμφώνησε η Μ αντλέν με ανακούφιση. «Γι’ αυτό ήθελα να μιλήσω στους άλλους ιακωβίτες στο κάστρο. Το ξέρω ότι δεν έχω πολλές πιθανότητες, αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσω». «Είναι τρομερά απίθανο, ειδικά ύστερα από τόσο καιρό. Γιατί περίμενες τόσο; Έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από τη μάχη του Καλόντεν». «Λες να μην το ξέρω αυτό;» Το χείλι της Μ αντλέν τρεμόπαιξε. «Έναν ολόκληρο χρόνο κάνω ό,τι είναι
ανθρωπίνως δυνατόν για να μάθω τι απέγινε, αλλά κανείς δε μου λέει τίποτα. Έχω γράψει αμέτρητα γράμματα στις Αρχές και στο στρατό, όμως η μόνη απάντηση που παίρνω είναι ότι ο Γκιγιόμ δε βρίσκεται σε καμία λίστα, ούτε σ’ αυτές των αντρών που απελάθηκαν ή εκτοπίστηκαν, ούτε σε καμία από εκείνες όσων... έπεσαν στη μάχη ή αυτών που εκτελέστηκαν. Είναι τόσο ξένη προς το χαρακτήρα του η απουσία επικοινωνίας. Δεν το καταλαβαίνω... πού θα μπορούσε να βρίσκεται;» Τεράστια μάτια, γεμάτα συγκρατημένα δάκρυα, κοίταξαν τον Κάλεμ ικετευτικά. Η ένταση του τελευταίου χρόνου, η δοκιμασία των τελευταίων ημερών άρχιζαν να παίρνουν τα ηνία. «Δεν πιστεύεις, μαντμουαζέλ, πως έχει έρθει ο καιρός ν’ αποδεχτείς ότι είναι...» «Όχι!» Το βλέμμα της ήταν αγριεμένο, η άρνησή της απόλυτη. «Όχι», είπε ξανά πιο ήρεμα, αν και εξίσου αποφασιστικά, «δε θα σε ακούσω, μιλάς σαν όλους τους άλλους». Η κατηγορία τον πλήγωσε. Γι’ άλλη μια φορά, ο Κάλεμ θυμήθηκε
μια παρόμοια ιστορία −δεν πήγαιναν πάνω από έξι μήνες−, και τη δική του εξίσου παθιασμένη αντίδραση. Έσφιξε τη γροθιά του. Είχε αντέξει, είχε ελπίσει, είχε κάνει υπομονή, όμως δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει τις αμφιβολίες. Η πίστη του δεν υπήρξε ποτέ τόσο ακλόνητη όσο αυτής της γυναίκας. Παρ’ ότι δημοσίως εμφανιζόταν σίγουρος, όταν βρισκόταν μόνος του αμφέβαλλε. Μ ήπως η βεβαιότητά του ήταν απλώς η ενοχή του επειδή είχε επιβιώσει; Μ ήπως ήταν μια πεισματική απροθυμία να αντιμετωπίσει την αλήθεια; Η μοίρα τον είχε σώσει από τα τραύματά του, η ίδια απαίσια μοίρα που τον είχε βάλει στην πλευρά των νικητών. Ο Ρόρι, που είχε επιλέξει να πολεμήσει πλάι στους συμπατριώτες του, μάλλον δεν ήταν τόσο τυχερός. Ωστόσο, ο Κάλεμ δεν είχε πάψει να περιμένει, επειδή το αντίθετο θα σήμαινε την αποδοχή του απαράδεκτου. Το τίμημα που είχε πληρώσει, και θα συνέχιζε να πληρώνει, για τις προσωπικές του επιλογές ήταν αρκετά υψηλό και χωρίς αυτό.
«Συγνώμη, δεν έπρεπε να μιλήσω με τόση αγένεια». Η φωνή της Μ αντλέν διέκοψε τις σκέψεις του. Τον κοιτούσε εξεταστικά. Υπερβολικά εξεταστικά. «Δεν υπάρχει λόγος να απολογείσαι», έκανε ο Κάλεμ απότομα. «Δεν είναι δική μου δουλειά να αμφισβητώ αυτό που πιστεύεις». Του χαμογέλασε διστακτικά. Ό,τι και να συνέβαινε μέσα σ’ εκείνο το όμορφο κεφάλι που έκανε τη διάθεσή του τόσο ευμετάβλητη, ήταν κάτι περισσότερο από τις συνέπειες του αλκοόλ. «Ξέρω ότι ο Γκιγιόμ είναι πιθανότατα νεκρός, ξέρω ότι είναι παράλογο εκ μέρους μου να σκέφτομαι διαφορετικά κάτω από αυτές τις συνθήκες, αλλά ακόμα μου είναι αδύνατον να το αποδεχτώ. Καταλαβαίνεις, νομίζω. Είναι αυτή η έλλειψη βεβαιότητας». Ο Κάλεμ έγνεψε απρόθυμα, ωστόσο το έκανε. «Τι σου είναι αυτός ο άντρας;» ρώτησε κοφτά. «Ο Γκιγιόμ κι εγώ είμαστε... φίλοι».
«Φίλοι! Έκανες όλον αυτό το δρόμο, ύστερα από τόσο καιρό, για ένα φίλο; Πρέπει να είναι πολύ ξεχωριστός φίλος». Διεισδυτικά μπλε μάτια, ενοχλητικά διαπεραστικά, μελέτησαν το πρόσωπό της. Η Μ αντλέν άρχισε να παίζει ξανά με το πιρούνι της. Ένιωθε μια παράξενη απροθυμία να του αποκαλύψει την αλήθεια. Άφησε το πιρούνι στο τραπέζι και πίεσε τον εαυτό της να συναντήσει το βλέμμα του. «Γνωριζόμαστε από παιδιά. Ο Γκιγιόμ είναι ο καλύτερός μου φίλος». Αυτό, τουλάχιστον, ήταν αλήθεια. Ο Κάλεμ ύψωσε τα φρύδια σε ένδειξη αμφιβολίας. «Και πώς ήρθες εδώ, στο Εδιμβούργο, μόνη σου;» «Όλοι οι άλλοι θεωρούν τον Γκιγιόμ νεκρό. Κανένας δε με ακούει. Δεν είχα άλλη επιλογή πέρα από το να έρθω». Η αλήθεια ήταν ότι το είχε σκάσει, αλλά αν έλεγε σ’ αυτό τον άντρα την αλήθεια, αμφέβαλλε ότι εκείνος θα τη βοηθούσε. Το πιο πιθανό ήταν να επέμενε να τη στείλει πίσω στον πατέρα της, και η
Μ αντλέν δεν μπορούσε να ρισκάρει κάτι τέτοιο, όχι όταν είχε ήδη ρισκάρει τόσα μόνο για να φτάσει μέχρι εκεί. «Δε θα λείψεις σε κανέναν;» Ανασήκωσε τους ώμους της με εσκεμμένη ελαφρότητα. «Θα μαντέψουν πού είμαι». «Κατάλαβα», είπε ο Κάλεμ ξερά, αναλογιζόμενος ότι πράγματι τώρα καταλάβαινε. Ήταν προφανώς ερωτευμένη με τον αγνοούμενο κόμη –πιθανότατα είχε υπάρξει ερωμένη του– και, εξίσου προφανώς, εκείνος την είχε εγκαταλείψει. Αν δεν ήταν νεκρός αυτός ο Γκιγιόμ ντε Γκιζ, πιθανότατα είχε μπλέξει με άλλη γυναίκα. Ο Κάλεμ το είχε δει να συμβαίνει πολλές φορές με τους δικούς του άντρες. Στρατοπεδευμένοι για μήνες μακριά από τα σπίτια τους, στο τέλος ερωτεύονταν ένα όμορφο ντόπιο κορίτσι κι έχαναν κάθε σκέψη για εκείνη που τους περίμενε πίσω στο σπίτι. Είτε ο εραστής της ήταν νεκρός είτε άπιστος, η Μ αντλέν Λαφαγιέτ ήταν καταδικασμένη ν’ απογοητευτεί.
Το αναίσθητο κάθαρμα, δεν είχε καν τα κότσια να της το πει! Αν ο Γκιγιόμ ντε Γκιζ ήταν ένας από τους άντρες του! Ο Κάλεμ αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. «Μ άλλον έχεις βγει σε κυνήγι φαντασμάτων, ξέρεις», είπε ευγενικά. Δάκρυα γυάλισαν στα μάτια της, όμως η Μ αντλέν ανασήκωσε τους ώμους μοιρολατρικά. Η μικρή αμυντική της κίνηση άγγιξε την καρδιά του περισσότερο από τα δάκρυά της. Πράγματι καταλάβαινε, φυσικά και καταλάβαινε. Ένιωθε το ίδιο όλους αυτούς τους μήνες που αγνοοούνταν η τύχη του Ρόρι. Ο Κάλεμ τράβηξε το μαντίλι από την τσέπη του γιλέκου του και της το έδωσε. Κυνήγι φαντασμάτων ή όχι, είχε φανεί πολύ γενναία ερχόμενη μέχρι εδώ ολομόναχη, τόσο αποφασισμένη και τόσο ακλόνητη σε αυτό που πίστευε. Κι ο ίδιος, απ’ όλους τους ανθρώπους, δεν μπορούσε παρά να τη θαυμάζει γι’ αυτό. Της άξιζε να μάθει την αλήθεια, ακόμα και αν οδηγούσε την καρδιά της κατευθείαν στο σπαραγμό. Γιατί να μην τη βοηθούσε;
Πήρε ξανά το χέρι της μέσα στο δικό του, απολαμβάνοντας και πάλι την αίσθησή του. «Θα δω τι μπορώ να κάνω», της είπε. «Δεν υπόσχομαι, αλλά νομίζω ότι μπορώ να σε βάλω στο κάστρο, αν αυτό θέλεις. Κι έχω ένα φίλο εδώ στο Εδιμβούργο που μπορεί να ελέγξει τα αρχεία και να σιγουρευτεί ότι το όνομα του Ντε Γκιζ δεν είναι σε καμία από τις λίστες εκτοπισμού, απέλασης ή... οπουδήποτε άλλου». «Το ήξερα ότι θα καταλάβαινες», είπε απαλά η Μ αντλέν. Η ένταση του βλέμματός της του προκάλεσε αμηχανία. Πέταξε μερικά νομίσματα στο τραπέζι. «Έλα, πάμε να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε για να βρούμε αυτό τον πολύτιμο Γκιγιόμ σου». Κεφάλαιο 2 Ο Κάλεμ άρχισε να περπατάει ζωηρά, με τη Μ αντλέν να τον ακολουθεί ξέπνοη, αναθαρρημένη από την προοπτική να σημειώσει τελικά κάποια πρόοδο. Η Γκράσμαρκετ ήταν το σημείο αποβίβασης των περισσότερων αμαξών που μπαινόβγαιναν στο Εδιμβούργο. Στη μακρινή άκρη της αγοράς ξεπρόβαλλαν
τα ικριώματα και ψηλά από πάνω της, κουρνιασμένο στη φωλιά του από ηφαιστειογενές πέτρωμα, δέσποζε το κάστρο. «Τα πάντα εδώ πέρα είναι τόσο ψηλά». Η Μ αντλέν κοίταξε με δέος τα εντυπωσιακά κτίρια που έφταναν τους τέσσερις, τους πέντε και μερικά τους έξι ορόφους. Για κάποια που η εμπειρία της περιοριζόταν στη μικρή αγορά της βρετονικής πόλης του Κιαμπέρ, η σκοτσέζικη πρωτεύουσα με τους πολυσύχναστους δρόμους και το θορυβώδες πλήθος έμοιαζε με εξωπραγματικό κόσμο. Τα σπίτια ήταν τόσο κοντά το ένα στο άλλο, που της φαινόταν ότι, ακριβώς όπως οι άνθρωποι στους δρόμους, συνωστίζονταν για λίγο χώρο και φως. Πανδοχεία και αμαξοστάσια έπιαναν τον περισσότερο χώρο στα ισόγεια των κτισμάτων, που χωρίζονταν μεταξύ τους από υπερβολικά στενά δρομάκια. Η γραμμή του ορίζοντα ήταν μια ανακατεμένη μάζα απότομων τριγωνικών σκεπών και καπνισμένων καμινάδων. Μ πουγάδες κρέμονταν με τροχαλίες στερεωμένες στα παράθυρα των κατοικιών, ανεμίζοντας σαν πανιά
αόρατων πλοίων. «Τόσοι άνθρωποι μένουν ο ένας πάνω στον άλλο. Δεν ξέρω πώς το αντέχουν. Είναι σαν λαβύρινθος», είπε η Μ αντλέν. «Ναι, και άσχημα χτισμένος σε αυτό το σημείο της πόλης», σχολίασε ο Κάλεμ. «Κάποιες από αυτές τις ξύλινες σκάλες είναι ύπουλες. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν υπερβολικά πολλοί άνθρωποι και καθόλου χώρος για να χτίσεις, παρά μόνο προς τα πάνω. Φταίνε τα τείχη της πόλης». Την τράβηξε με επιδεξιότητα μακριά από την τροχιά ενός κάρου που ήταν φορτωμένο με βαρέλια μπίρας. «Πού πηγαίνουμε;» «Να δούμε μια φίλη μου». Την οδήγησε σ’ ένα στενό, που ανηφόριζε απότομα ανάμεσα σε δύο δρόμους. Μ ετά έστριψε αριστερά σε μια μικρή αυλή, όπου κι άλλες μπουγάδες έπιαναν τον περισσότερο από τον περιορισμένο χώρο. Τα ρούχα ανέμιζαν κρεμασμένα σε τεντωμένα σκοινιά, δεμένα σε ξύλινα κοντάρια κατά μήκος της αυλής. «Πρόσεχε τις σκάλες. Βλέπεις τι
εννοώ όταν λέω ύπουλες;» Η σκάλα σκαρφάλωνε στον εξωτερικό τοίχο του κτιρίου σχεδόν σαν σκαλωσιά στερεωμένη μάλλον αβέβαια πάνω στην πέτρινη κατοικία. Η Μ αντλέν σήκωσε το μεσοφόρι της και ανέβηκε με νευρικότητα. Ανακουφίστηκε όταν σταμάτησαν στον πρώτο όροφο. «Τζίνι», φώναξε ο Κάλεμ, χτυπώντας ζωηρά την πόρτα. Άνοιξε μια νεαρή γυναίκα. Το πρόσωπό της φωτίστηκε από χαρά όταν είδε τον επισκέπτη της. «Κάλεμ, τι έκπληξη!» Τα έντονα κόκκινα μαλλιά της ήταν πιασμένα σ’ έναν ατημέλητο κότσο στην κορυφή του κεφαλιού. Η σιλουέτα της ήταν αισθησιακή, μ’ ένα μάλλον μεγάλο μέρος του λευκού μπούστου της εκτεθειμένο μέσα από το απρόσεκτα δεμένο μεσοφόρι της, αποφάσισε η Μ αντλέν σεμνότυφα. «Έφερα τη δεσποινίδα Λαφαγιέτ να σε γνωρίσει. Μ αντλέν, από δω η Τζίνι». «Καλή σου μέρα, μαντμουαζέλ», είπε η Τζίνι, κάνοντας μια υπόκλιση. «Ελάτε μέσα, εσείς οι δύο, πριν
θελήσουν να μάθουν κι οι υπόλοιποι στο στενό τι σκαρώνουμε». Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν προφανώς ένα αξιοσέβαστο θηλυκό, η Μ αντλέν τη συμπάθησε. Η Τζίνι τους συνόδευσε σ’ ένα δωμάτιο που έμοιαζε να είναι ταυτόχρονα καθιστικό, υπνοδωμάτιο και κουζίνα. Ένα τεράστιο μαύρο τσουκάλι σιγόβραζε πάνω από τη φωτιά, στερεωμένο σ’ ένα γάντζο που κρεμόταν από μια πολύπλοκη κατασκευή, μια τροχαλία με αλυσίδα που βρισκόταν στη βάση της καπνοδόχου, ενώ ένα μεγάλο τραπέζι και ταιριαστές καρέκλες έπιαναν τον περισσότερο χώρο. Πάνω τους υπήρχαν στοίβες με προσεκτικά διπλωμένα ρούχα. Στο βάθος του δωματίου, μια εσοχή, σαν σκευοθήκη χωρίς πόρτα, εκτελούσε χρέη κρεβατιού. Η Τζίνι βιάστηκε να αδειάσει μερικές καρέκλες και μετά τους προέτρεψε να καθίσουν. «Συγνώμη για την ακαταστασία», είπε στη Μ αντλέν. «Η Τζίνι αναλαμβάνει μπουγάδες άλλων», είπε ο Κάλεμ, ενώ βολευόταν σε μια ξεχαρβαλωμένη ξύλινη
καρέκλα. Ένιωθε ολοφάνερα σαν στο σπίτι του μέσα στο γεμάτο πράγματα δωμάτιο. «Μ ου πλένει τα πουκάμισα, κι εγώ σε αντάλλαγμα βοηθάω τον μικρό αδερφό της. Πλένει επίσης τα ρούχα κάποιων φυλακισμένων στο κάστρο». «Αυτών που μπορούν να πληρώσουν, τέλος πάντων. Πηγαίνω εκεί πάνω τις περισσότερες μέρες. Είναι ένα θλιβερό θέαμα, σε διαβεβαιώνω. Κάποιες από εκείνες τις άμοιρες ψυχές είναι κλειδωμένες εκεί μέσα για χρόνια». Η συνειδητοποίηση άρχισε τελικά να κατακλύζει τη Μ αντλέν. «Εννοείς ότι μπορείς να μιλήσεις στους φυλακισμένους;» αναφώνησε. «Ναι, φυσικά». «Η δεσποινίς Λαφαγιέτ ψάχνει κάποιον που μπορεί να κρατείται εκεί πάνω», είπε ο Κάλεμ, ανταποκρινόμενος στο εξεταστικό βλέμμα της Τζίνι. «Ένα Γάλλο με το όνομα Γκιγιόμ ντε Γκιζ». «Μ πορείς να μου τον περιγράψεις;»
Μ ακάρι να είχε μια μινιατούρα του! Η Μ αντλέν έστρεψε ψηλά τα μάτια της σε μια προσπάθεια να θυμηθεί το πρόσωπο του Γκιγιόμ. Όμως ύστερα από τόσο καιρό που είχε να τον δει, ήταν λες κι η εικόνα του είχε ξεθωριάσει. Μ πορούσε να θυμηθεί πράγματα γι’ αυτόν –το χαμόγελό του, τον τρόπο που περπατούσε στα λιβάδια, τον ήχο της φωνής του όταν καλούσε τα σκυλιά του–, αλλά δεν μπορούσε να δει ξεκάθαρα το πρόσωπό του. Αντί γι’ αυτό, περιέγραψε το πορτραίτο που του είχαν ζωγραφίσει στα εικοστά πρώτα του γενέθλια. «Ψηλός, αν και όχι τόσο ψηλός όσο ο κύριος Μ ανρό. Και πιο αδύνατος, με σκούρα μαλλιά, αν και συνήθως τα κόβει κοντά επειδή φοράει περούκα. Μ πλε μάτια, επίσης όχι σαν του μεσιέ Μ ανρό, πιο ανοιχτόχρωμα. Και είναι νεότερος. Τώρα θα είναι γύρω στα είκοσι τρία». Κοίταξε τον Κάλεμ, που καθόταν με ανέμελη χάρη στην καρέκλα δίπλα της. Είχε τόσο έντονη παρουσία, μια αύρα δύναμης και... και αρρενωπότητας, που η Μ αντλέν δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν πιθανό να
ξεχνούσε ποτέ το πρόσωπό του. Αντίθετα, η ανάμνηση του Γκιγιόμ ήταν παιδιάστικη, απογοητευτικά εφήμερη. Η Τζίνι κούνησε το κεφάλι της. «Λυπάμαι, δε θυμάμαι να έχω δει κάποιον να του μοιάζει». «Για περίμενε μια στιγμή. Δεν έχεις πει ότι η λαίδη Ντράμοντ κρατείται στη Μ αύρη Τρύπα;» ρώτησε ο Κάλεμ. «Ναι, βρίσκεται εκεί με τις δύο κόρες της. Κι είναι πολύ κρίμα να βλέπεις μια τόσο περήφανη γυναίκα να πέφτει τόσο χαμηλά. Έχω να επιστρέψω σήμερα μερικά μεσοφόρια τους. Υπέροχο ράψιμο». «Ο λόρδος Ντράμοντ ήταν ο διοικητής του τάγματος Εκοσέ Ρουαγιό. Ήταν το τάγμα για το οποίο πολεμούσε ο Ντε Γκιζ», εξήγησε ο Κάλεμ. «Ο Ντράμοντ εκτελέστηκε πριν από μερικούς μήνες, αλλά δεν έχουν το δικαίωμα να ξαποστείλουν με τον ίδιο τρόπο και τη γυναίκα του. Αξίζει να της μιλήσεις». «Δεν είναι δυνατόν να περιμένεις να την πάρω εκεί μέσα, Κάλεμ,
είναι φριχτό μέρος». «Δε φοβάμαι», δήλωσε με αποφασιστικότητα η Μ αντλέν, «και θα σου ήμουν εξαιρετικά ευγνώμων αν με βοηθούσες. Θα το κάνεις, σε παρακαλώ;» Η Τζίνι σούφρωσε τα χείλη της αποδοκιμαστικά. «Θα πρέπει να κάνουμε κάτι με τα ρούχα που φοράς. Παραείναι φίνα για πλύστρα. Θα σου δώσω μια ποδιά για να τα κρύψεις, και μπορείς να βάλεις κι ένα κάλυμμα στο κεφάλι. Όμως θα χρειαστεί να κρατήσεις τα χέρια σου μακριά από τα βλέμματα. Οποιοσδήποτε διαθέτει λίγο μυαλό μπορεί να καταλάβει ότι αυτά τα χέρια δεν έχουν πλύνει ούτε μία φορά στη ζωή τους». «Σ’ ευχαριστώ!» Η Μ αντλέν πετάχτηκε από τη θέση της και φίλησε αυθόρμητα την Τζίνι στο μάγουλο. «Δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει αυτό για μένα». «Μ ην είσαι χαζή. Απλώς ελπίζω να ξέρεις σε τι πας να μπλέξεις. Φύγετε τώρα. Συναντήστε με στις
παρυφές του λόφου στις δύο». «Είναι καλή, τη συμπαθώ», είπε η Μ αντλέν στον Κάλεμ, πιάνοντας γι’ άλλη μια φορά τον εαυτό της να τρέχει για να προλάβει το βηματισμό του. «Είναι η σερ αμί σου, η αγαπημένη σου, έτσι;» Ο Κάλεμ γέλασε. «Θεέ και κύριε, όχι. Η Τζίνι είναι ξηγημένη κοπελιά, αλλά είναι φίλη, μέχρι εκεί». «Και τι σημαίνει αυτό, να είσαι “ξηγημένη κοπελιά”;» ρώτησε η Μ αντλέν, αρθρώνοντας προσεκτικά την παράξενη φράση. «Εγώ είμαι τέτοια;» Είχαν φτάσει στην είσοδο του δρομάκου που οδηγούσε στα δωμάτια του Κάλεμ. Εκείνος, χαμογελώντας με την προσπάθειά της να μιλήσει σαν Σκοτσέζα, άνοιξε την πύλη και την οδήγησε στο προαύλιο. Καθώς περνούσε από μπροστά του, η καμπύλη του γοφού της ακούμπησε ελαφρά το πόδι του, και ο Κάλεμ θυμήθηκε ξανά τη χτεσινή νύχτα. Το σώμα της ήταν τόσο απαλό κι εύπλαστο πάνω στο δικό του. Θυμήθηκε επίσης την τόσο οικεία αίσθηση που του δημιούργησε το χέρι της μέσα στην
παλάμη του σήμερα, μετά το πρωινό. Και πριν προλάβει να αυτοσυγκρατηθεί, αναρωτήθηκε αν και τα χείλη της θα ταίριαζαν εξίσου με τα δικά του. Η Μ αντλέν είχε σταματήσει και τον περίμενε, κοιτάζοντάς τον να κλείνει την πύλη. Τη στιγμή που την είδε να κατευθύνεται προς τις σκάλες, άρπαξε το χέρι της και την τράβηξε κοντά του, ξαφνιάζοντας τον εαυτό του σχεδόν όσο κι εκείνη. «Είσαι υπερβολικά όμορφη για να σε αποκαλέσει κανείς ξηγημένη κοπέλα», είπε. «Εσύ, Μ αντλέν Λαφαγιέτ, είσαι μια μικρή μάγισσα». «Δεν είμαι μάγισσα», είπε η Μ αντλέν αναστατωμένη και αγανακτισμένη. Μ πορούσε να νιώσει τη ζεστασιά του κορμιού του, παρ’ όλο που η επαφή τους ήταν ανεπαίσθητη. «Όχι; Τότε ίσως νεράιδα», είπε ο Κάλεμ, που του πέρασε από το νου η αλλοπρόσαλλη σκέψη ότι πράγματι του είχε κάνει μάγια. Ανοησίες, ωστόσο δεν είχε γνωρίσει άλλη σαν εκείνη, και δε φαινόταν
ικανός να σταματήσει αυτό που ήξερε πως δεν έπρεπε να κάνει. Επειδή ήθελε, ξαφνικά, επειγόντως, να τη φιλήσει. Έγειρε πιο κοντά και ανάσανε τη μυρωδιά της. Τη θυμήθηκε κι αυτή, από την προηγούμενη νύχτα, σαν μέσα σε αχλή ονείρου. «Τι κάνεις; Άφησέ με». Τα πνευμόνια της Μ αντλέν είχαν, λες, σταματήσει να λειτουργούν. Η καρδιά της χτυπούσε υπερβολικά δυνατά. Τα μπλε μάτια του Κάλεμ άστραφταν σαν καλοκαιρινή θάλασσα. Φαινόταν σαν να ήταν έτοιμος να τη φιλήσει. Σίγουρα δε θα τολμούσε. Σίγουρα εκείνη δε θα... Ο Κάλεμ τη φίλησε. Ήταν ένα πολύ απαλό φιλί, απλώς ένα άγγιγμα των χειλιών του στα δικά της. Μ ια ζεστασιά, η γεύση του, ένα σφίξιμο ευχαρίστησης μέσα της –και τέλος. « Ω! Δεν έπρεπε να...» Ένας θόρυβος τη διέκοψε. Ήταν ο Τζέιμι. Στεκόταν στην κορυφή της σκάλας, ενώ ένα ημίαιμο σκυλί – τεριέ, κατά κύριο λόγο− στριφογυρνούσε στην αγκαλιά του προσπαθώντας να ξεφύγει. «Η μάμα μου
είπε να σας υπενθυμίσω ότι αυτό είναι ένα αξιοσέβαστο στενό». «Λες και θα με άφηνε ποτέ να το ξεχάσω», μουρμούρισε ο Κάλεμ ισιώνοντας την πλάτη του. «Ορίστε, πήγαινε να φορέσεις την ποδιά της πλύστρας. Έχω μερικές δουλειές. Θα επιστρέψω εγκαίρως για να σε συνοδεύσω στο κάστρο». Έδωσε στη Μ αντλέν το κλειδί των δωματίων του. Εκείνη το πήρε, προσπαθώντας να μη σκέφτεται τι πρέπει να φανταζόταν η μητέρα του Τζέιμι για το ποιόν της. Μ ια γυναίκα που φιλιόταν δημοσίως, αν και εκείνος είχε αρχίσει να τη φιλάει, χωρίς κανενός είδους ενθάρρυνση! Θα θεωρούσαν πως ήταν ο ίδιος τύπος γυναίκας που προφανώς πίστεψε και ο Κάλεμ ότι ήταν! Για πρώτη φορά από τότε που είχε φτάσει εκεί, ένιωθε χαρά που τη χώριζε από το σπίτι της η Βόρεια Θάλασσα. Αν ο πατέρας της την είχε... αλλά δεν είχε δει τίποτα, και ποτέ δε θα το μάθαινε, κι εκείνη θα σιγουρευόταν ότι δε θα ξανασυνέβαινε –ήταν λοιπόν μάταιο να ανησυχεί. «Δεν είναι ανάγκη να επιστρέψεις για μένα», είπε στον Κάλεμ, σκεπτόμενη
ότι ίσως όσο λιγότερο βρισκόταν κοντά του, τόσο το καλύτερο. «Ξέρω πια το δρόμο». Η γραμμή των χειλιών του στένεψε. «Θα κάνεις αυτό που λέω», είπε αμείλικτα. Θα ήταν σπατάλη της ανάσας της αν διαφωνούσε. Εξάλλου, είχε πολύ πιο σημαντικά πράγματα να κάνει εκείνη τη στιγμή. Έγνεψε καταφατικά και αποχώρησε. * Μ ία ώρα αργότερα, η μεταμόρφωσή της σε πλύστρα είχε ολοκληρωθεί. Είχε σηκώσει το μεσοφόρι και το φόρεμά της στη μέση, εκθέτοντας τους αστραγάλους της, όπως είχε προσέξει ότι έκαναν όλες οι γυναίκες στο Εδιμβούργο. Υπήρχε ένας πολύ πρακτικός λόγος γι’ αυτό: απέφευγαν έτσι τα ρούχα τους να σέρνονται στα βρόμικα χαντάκια. Το φόρεμα που φορούσε, το μοναδικό που είχε μαζί της, ήταν γαλάζιο με μια πιο σκούρα ρίγα. Και, παρ’ ότι το ύφασμα, από μαλλί και μετάξι, ήταν εξαιρετικής ποιότητας, η μακριά κολλαριστή ποδιά που της είχε δώσει η Τζίνι
κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του. Είχε βγάλει το πανωφόρι της και είχε σιγουρευτεί ότι τα βολάν του μεσοφοριού της ξεπρόβαλλαν από το ντεκολτέ της και από τα στριφώματα των στενών μανικιών, που τα είχε σηκώσει μέχρι τους αγκώνες. «Λοιπόν, μοιάζω με πλύστρα;» Έκανε μια μικρή στροφή προτού υποκλιθεί μπροστά στον Κάλεμ, δίνοντάς του άθελά της μια θελκτική θέα του μπούστου της. Ο Κάλεμ νόμιζε ότι ήταν αδύνατη, όμως οι καμπύλες της είχαν τώρα αποκαλυφθεί τελείως. Είχε υπέροχο σώμα. Τα αδύνατα χέρια, που ξεπρόβαλλαν από τη δαντέλα στον αγκώνα της, ήταν κατάλευκα, ενώ τα εύθραυστα κόκαλα στους καρπούς και τους αστραγάλους της, η κομψότητα των μακριών, λεπτών δαχτύλων της, ο λαιμός της, όλα είχαν με κάποιον τρόπο τονιστεί από τις αλλαγές που είχε κάνει στο ντύσιμό της. Οι απαλές καμπύλες του στήθους της γυάλιζαν σαν μαργαριτάρια κάτω από το λευκό μεσοφόρι και το στόμα της, με το γεμάτο κάτω χείλος, έδειχνε ρόδινο και φιλήδονο. «Μ οιάζεις περισσότερο με πριγκίπισσα που παριστάνει την
υπηρέτρια. Άφησε εμένα να το κάνω». Ο Κάλεμ έσπρωξε προσεκτικά τα μαλλιά της κάτω από το κάλυμμα του κεφαλιού, κάνοντας την εμφάνισή της λίγο πιο περιποιημένη. Από κοντά, η μυρωδιά της ήταν τόσο γλυκιά όσο και η όψη της. Λεβάντα και λιακάδα. «Δεν είμαι και πολύ σίγουρος ότι είναι τελικά τόσο καλή ιδέα να σε αφήσω να πας εκεί πέρα έτσι. Δεν μπορείς να τραβήξεις το ντεκολτέ αυτού του φορέματος λίγο πιο ψηλά; Οι μισοί άντρες του κάστρου θα ξελιγωθούν βλέποντάς σε». «Θα είμαι μαζί με την Τζίνι». «Ακριβώς. Δεν έπρεπε να σε είχα συστήσει ποτέ σ’ αυτήν. Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν». Η Μ αντλέν χαχάνισε. «Δε σκεφτόσουν και πολύ. Είχες πονοκέφαλο από όλο εκείνο το κρασί –όχι, ξέχασα, το ουίσκι– που ήπιες χτες το βράδυ. Δε θα έπρεπε να πίνεις τόσο». «Αν ήσουν υποχρεωμένη να ζεις μέσα στο κεφάλι μου, θα ήξερες ότι όσο και να πιω δεν είναι αρκετό», της πέταξε νευριασμένος. Ξαφνιασμένη από τη δριμύτητα της φωνής του, μαζεύτηκε. «Και
πιάνει;» «Τι εννοείς;» Η Μ αντλέν συνέχισε να τον κοιτάζει αποφασιστικά. «Οι περισσότεροι άνθρωποι πίνουν για να ξεχάσουν κάτι». «Εγώ δεν είμαι οι περισσότεροι άνθρωποι». Όχι, σίγουρα δεν ήταν. Όμως, παρ’ όλα αυτά, κάτι προσπαθούσε να ξεχάσει. Η Μ αντλέν ωστόσο αποφάσισε ότι ήταν μάλλον καλύτερα να μην του το πει. * Έφτασαν στις παρυφές του λόφου και βρήκαν την Τζίνι να τους περιμένει κρατώντας δύο μεγάλα καλάθια γεμάτα με πλυμένα ρούχα. Επιθεώρησε την εμφάνιση της Μ αντλέν και κούνησε το κεφάλι με αμφιβολία. «Θα σε φάνε για πρωινό αν δεν είσαι προσεκτική». «Αυτό της έλεγα κι εγώ», συμφώνησε ο Κάλεμ και σήκωσε τα δύο καλάθια, τοποθετώντας προσεκτικά
το ένα πάνω στο άλλο. «Μ η μιλήσεις σε κανέναν αν δε σου πω», είπε η Τζίνι, ενώ ανηφόριζε το λόφο προς το κάστρο με βηματισμό που συναγωνιζόταν εκείνον του Κάλεμ. «Και μην ανταποδώσεις το βλέμμα κανενός, ειδικά όχι του Γουίλι Μ ακλίς, του δεσμοφύλακα. Είναι ένας έκφυλος διάολος». Η Μ αντλέν πάλευε να την προλάβει σε περισσότερα από ένα επίπεδα. Η Τζίνι μιλούσε όσο γρήγορα περπατούσε. Χρησιμοποιούσε μια βαριά πεδινή διάλεκτο, που δυσκολευόταν να την παρακολουθήσει. Καθώς εκείνη συνέχισε να ξεστομίζει οδηγίες και συμβουλές, η Μ αντλέν περιορίστηκε σε νεύματα και χαμόγελα, πασχίζοντας κυρίως να βαδίζει κοντά τους. Μ έχρι να φτάσουν στην είσοδο του κάστρου, ήταν ξέπνοη και πανικόβλητη. «Θα σε περιμένω εδώ», της είπε ο Κάλεμ. «Κάνε απλώς αυτό που λέει η Τζίνι, θα σε φροντίσει. Μπον σανς. Καλή τύχη». Η Μ αντλέν χαμογέλασε με θάρρος, ενώ ευχόταν απεγνωσμένα να
τη συνόδευε κι εκείνος. Ο Κάλεμ είχε έναν αέρα εξουσίας, κάτι που στην ίδια έλειπε –το γνώριζε καλά. Χωρίς αυτόν ένιωθε παράξενα άδεια και υπερβολικά νευρική. «Μ είνε κοντά μου και θα τα πας μια χαρά», είπε καθησυχαστικά η Τζίνι κι άρχισε να περπατά γρήγορα. Οι φρουροί στη σιδερένια πύλη τους έκαναν νόημα να περάσουν ρίχνοντας μια περίεργη ματιά στη Μ αντλέν, χωρίς ωστόσο να κάνουν κάποια προσπάθεια να τη σταματήσουν. Οι γυναίκες ανέβηκαν βιαστικά τη γεμάτη στροφές ανηφόρα προς μια άλλη πύλη και, τελικά, μπήκαν στην καρδιά του κάστρου. Μ ια ομάδα στρατιωτών έκανε ασκήσεις στον προαύλιο χώρο. Ο χαρακτηριστικός ήχος μετάλλου πάνω σε μέταλλο ακούστηκε από το οπλοστάσιο στην άκρη. Μ ια ομάδα Άγγλων στρατιωτών με κόκκινες στολές τεμπέλιαζαν κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Ευτυχώς, δεν υπήρχε ίχνος των αντρών που της είχαν επιτεθεί το προηγούμενο βράδυ. Ήδη
φαινόταν σαν να είχε περάσει από τότε μια ολόκληρη ζωή. Η οικεία μυρωδιά αλόγων ήταν έντονη. Η Μ αντλέν αναρωτήθηκε αν η Περντίτα –η δική της πιστή, άσπρη φοράδα– νοσταλγούσε τις καθημερινές βόλτες της. Σκέφτηκε τι να έκανε ο Κάλεμ. Ήταν ένα παράξενο μείγμα αυτός ο άντρας, τόσο φλογερός όσο το ουίσκι που έπινε για να ξεφύγει από τους δαίμονές του. Επίσης το ίδιο χρυσός στην εμφάνιση, και, όπως υποπτευόταν, το ίδιο εθιστικός. Μ ια απόλαυση με τίμημα ένα πονεμένο κεφάλι –ή, ίσως, μια πονεμένη καρδιά. «Ο γερο-Γουίλι Μ ακλίς». Ο προειδοποιητικός τόνος της Τζίνι διέκοψε τις σκέψεις της. Ένας μεσήλικας με αστεία τσουλούφια που έμοιαζαν σαν να ήταν κολλημένα στην κούτρα του και δέρμα στο χρώμα του χυλού τις περίμενε στην είσοδο της φυλακής του κάστρου. «Μ είνε πίσω μου», σφύριξε η Τζίνι. Παράτησε το καλάθι με τα πλυμένα μπροστά στον άντρα, εμποδίζοντάς τον έξυπνα να τις πλησιάσει, κι
έκανε το ίδιο με το καλάθι που κουβαλούσε η Μ αντλέν. «Ορίστε, Γουίλι, ελπίζω τα χέρια σου να είναι καθαρά». Το ξεδοντιάρικο χαμόγελο του Γουίλι έμοιαζε με υγρή σπηλιά. Ο δεσμοφύλακας άρχισε να ψάχνει τα προσεκτικά διπλωμένα λινά, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια της Τζίνι όταν τράβηξε ένα πουκάμισο και το ξαναπέταξε απρόσεκτα μέσα. «Όλα φαίνονται εντάξει», είπε τελικά. «Βλέπω ότι σήμερα έχεις βοήθεια, Τζίνι –ποιο είναι αυτό το πραγματάκι;» «Απλώς μια φίλη, που μου δίνει ένα χεράκι». «Και ποιο είναι το όνομά σου, κοπελιά;» Η Μ αντλέν μαζεύτηκε πίσω, καθώς τη χτύπησε η μυρωδιά που έβγαζε το σώμα του Γουίλι. «Νομίζεις ότι έχουμε όλη τη μέρα;» είπε κοφτά η Τζίνι, χτυπώντας ελαφρά τα πλευρά του άντρα. «Έχω πολλούς άλλους πελάτες να δω μετά από σένα, ξέρεις». Ο Γουίλι κακάρισε. «Ναι, βάζω στοίχημα ότι έχεις, Τζίνι Μ άρσαλ», είπε μ’ ένα λάγνο βλέμμα, αλλά, προς ανακούφιση της
Μ αντλέν, τις οδήγησε σε μια βαριά πόρτα κι άρχισε να ψάχνει τα κλειδιά του. Παρ’ ότι την είχαν προειδοποιήσει, η Μ αντλέν τρομοκρατήθηκε από τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί, ανέτοιμη να αντιμετωπίσει τον ανθρώπινο πόνο που αντίκρισε. Ο θαυμασμός της για την Τζίνι μεγάλωσε, καθώς την παρακολουθούσε να απευθύνει τους εύθυμους χαιρετισμούς της, προτού εμφανίσει μια εκπληκτική ποικιλία αγαθών από τις ευρύχωρες τσέπες του μεσοφοριού της –όπως καπνό και φλασκιά με ουίσκι. Αρκετοί από τους φυλακισμένους ήταν ιακωβίτες, όμως άλλοι ήταν κοινοί άνθρωποι που περίμεναν το ικρίωμα. Μ ε τη βοήθεια της Τζίνι, η Μ αντλέν μίλησε σε όποιον ήθελε να την ακούσει, αλλά κανένας δεν είχε να της πει κάτι για τους Βασιλικούς Σκοτσέζους ή για τον Γκιγιόμ, τον κόμη του Γκιζ. Στο βάθος τα κελιά ήταν πολύ πιο μικρά, οι φυλακισμένοι δεμένοι με αλυσίδες και η αξίωση για
πλυμένα ρούχα ισχνή. Η Μ αντλέν ένιωσε ανακούφιση όταν ακολούθησε την Τζίνι πίσω στην κύρια πόρτα. «Γνωρίζεις τον Κάλεμ καιρό;» ρώτησε, καθώς περίμεναν το δεσμοφύλακα να επιστρέψει και να τις βγάλει έξω. Η Τζίνι της έριξε ένα πονηρό βλέμμα. «Τον γνώρισα όταν γύρισε στο Εδιμβούργο, αφότου άφησε το στρατό. Πολέμησε μαζί με τους Άγγλους. Μ ια φορά είχε στρατοπεδεύσει ακόμα κι εδώ, στο κάστρο, όπως μου είπε. Ο αδερφός μου, ο Ίαν, έχει φιλοδοξίες να καταταχτεί κι αυτός, έτσι ζήτησα από τον Κάλεμ αν μπορούσε να τον βοηθήσει να κάνει μια αρχή. Τότε του πρόσφερε τα μαθήματα ξιφασκίας. Ο Κάλεμ είναι καλή παρέα, γελάμε μαζί, αλλά δεν υπάρχει κάτι περισσότερο ανάμεσά μας». «Ήταν στρατιώτης;» «Λοχαγός τουλάχιστον. Να ξέρεις, δε μιλάει γι’ αυτό. Δεν είμαι σίγουρη γιατί. Θίγεται αν του το αναφέρεις».
«Πολέμησε στην Εξέγερση;» «Δεν ξέρω. Σου είπα, δε μιλάει γι’ αυτό. Κι αν ήμουν στη θέση σου, δε θα το έψαχνα παραπέρα. Ο Κάλεμ Μ ανρό δεν είναι κάποιος που θα του άρεσε να χώνεις τη μύτη σου στις υποθέσεις του». «Και η οικογένειά του;» Η Τζίνι ανασήκωσε τους ώμους. «Έχουν εκτάσεις γης κάπου στα Χάιλαντς. Ούτε γι’ αυτούς μιλάει. Ο Κάλεμ έχει σταθεί καλός φίλος σ’ εμένα και τον αδερφό μου, αλλά καλύτερα να μη σου μπαίνουν ιδέες. Είναι αυτό που λέμε γόης». Ακούγοντας το κλειδί στην κλειδαριά, σήκωσε το καλάθι της. «Αυτός πρέπει να είναι ο Γουίλι. Θα μας οδηγήσει στη λαίδη Ντράμοντ». Η Μ αύρη Τρύπα ήταν πάνω από την πύλη, έτσι ώστε οι φυλακισμένοι που κρατούνταν εκεί να βρίσκονται υπό τη συνεχή παρακολούθηση των φρουρών. Οι συνθήκες στα άλλα κελιά ήταν ανθυγιεινές, όμως η Μ αύρη Τρύπα έμοιαζε πραγματικά απάνθρωπη. Η λαίδη Ντράμοντ, μια ψηλή, αδύνατη γυναίκα με
γαμψή μύτη και γκρίζα διεισδυτικά μάτια, μοιραζόταν το μικρό χώρο με τις δύο κόρες της. Χαιρέτησε την Τζίνι φιλικά, αλλά, βλέποντας τη Μ αντλέν, η έκφρασή της έγινε αμέσως καχύποπτη. «Και ποια είσαι εσύ;» ρώτησε με καλλιεργημένη προφορά που διατηρούσε τη γαελική μουσικότητα. Η Μ αντλέν έκανε μια υπόκλιση. «Η Μ αντλέν Λαφαγιέτ, μαντάμ. Ήρθα αναζητώντας νέα για κάποιον που πολέμησε υπό τις διαταγές του συζύγου σας». «Ένα Γάλλο; Όλοι απελάθηκαν –έτσι μου είπαν, τουλάχιστον». «Ναι, αλλά ο Γκιγιόμ δεν έχει γυρίσει σπίτι». « Ο Γκιγιόμ;» «Ο Γκιγιόμ ντε Γκιζ, ο άντρας που ψάχνω. Ξέρετε γι’ αυτόν;» «Τον κόμη; Φυσικά, τον θυμάμαι», παραδέχτηκε η λαίδη Ντράμοντ. Η Μ αντλέν μίλησε γρήγορα. «Σας παρακαλώ, αν γνωρίζετε τι απέγινε, σας ικετεύω να μου πείτε».
Η έκφραση στο πρόσωπο της λαίδης Ντράμοντ μαλάκωσε ανεπαίσθητα. «Πρέπει να καταλάβεις, μαντμουαζέλ, ότι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη για τα λίγα που ακούω. Είναι αλήθεια ότι φτάνουν στ’ αυτιά μου διάφορες φήμες, κι έχω τους δικούς μου τρόπους επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, αλλά η πληροφορία μπορεί να γίνει ένα πολύ επικίνδυνο πράγμα στις μέρες μας. Αν με ανακαλύψουν...» Η πόρτα στη βάση της σκάλας άνοιξε και η φωνή του Γουίλι Μ ακλίς τους είπε να βιαστούν προτού τον βάλουν σε μπελάδες. Απελπισμένη, η Μ αντλέν σήκωσε το καλάθι της. «Χάσατε τα πάντα επειδή ο σύζυγός σας επέλεξε τον πρίγκιπα Κάρολο. Προσπαθώ να προλάβω μη συμβεί το ίδιο και στον Γκιγιόμ». Η λαίδη σούφρωσε τα χείλη. «Υπάρχει κάτι. Μ ε εξέπληξε, επειδή δεν ακούστηκε σαν τον Ντε Γκιζ που ήξερα, αλλά... δεν υπάρχουν λόγια για το τι μπορεί να κάνει ο πόλεμος σ’ έναν άντρα. Και δε γίνεται να υπάρχουν δύο άντρες με τόσο χαρακτηριστικό όνομα. Δεν μπορώ
να υποσχεθώ τίποτα, μαντμουαζέλ, αλλά αν μου δώσεις λίγο χρόνο, νομίζω ότι μπορώ να μάθω πού βρίσκεται. Θα στείλω ένα μήνυμα μέσω της Τζίνι, σε κάθε περίπτωση. Αύριο, το αργότερο μεθαύριο». «Σας ευχαριστώ, μαντάμ, σας ευχαριστώ πολύ», είπε η Μ αντ-λέν ένθερμα, φιλώντας το χέρι της λαίδης Ντράμοντ και κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση πριν αρχίσει να κατεβαίνει τις απότομες σκάλες. Ο πειρασμός να κοιτάξει ψηλά καθώς περνούσε τη σιδερένια πύλη ήταν έντονος, όμως αντιστάθηκε. * Ο Κάλεμ περίμενε κοντά στην κορυφή του λόφου. Η Μ αντλέν και η Τζίνι ήταν χάρμα οφθαλμών έτσι όπως πλησίαζαν, τραβώντας τα βλέμματα των περισσότερων αντρών στον πολυσύχναστο δρόμο. Η Τζίνι περπατούσε με αυτοπεποίθηση ανάμεσα στα πλήθη, ρίχνοντας πονηρές, λοξές ματιές δεξιά κι αριστερά, ενώ τα βαθυκόκκινα μαλλιά της άστραφταν στον ήλιο σαν πρόσκληση. Δίπλα της, η
μαγευτική όψη της Μ αντλέν και τα ξανθά μαλλιά της ήταν αιθέρια, το βήμα της γεμάτο χάρη, σαν χορεύτριας. «Υποθέτω ότι η επίσκεψή σας είχε επιτυχία, λοιπόν», είπε όταν τον πλησίασαν. «Θα ξέρω σύντομα. Η λαίδη Ντράμοντ υποσχέθηκε να μου στείλει μήνυμα μέσω της Τζίνι». Βρίσκονταν στη διασταύρωση του Γουέστ Μ πόου. Η Τζίνι σταμάτησε για να πάρει τα καλάθια από τον Κάλεμ. «Εδώ σας αφήνω. Θα επικοινωνήσω όταν έχω νέα από τη λαίδη». «Θύμισε στον αδερφό σου να με περιμένει την Τετάρτη», είπε ο Κάλεμ. Η Τζίνι έριξε μια ματιά στη Μ αντλέν. «Ναι, δεδομένου ότι δε θα σου αποσπάσει τίποτα την προσοχή», είπε μ’ ένα περιπαιχτικό χαμόγελο κι άρχιζε να κατηφορίζει το λόφο. * Πίσω στο σπίτι, ο Κάλεμ την οδήγησε στην αίθουσα υποδοχής. «Ζήτησα από τη μητέρα του Τζέιμι να μας σερβίρει βραδινό. Της είπα ότι είσαι μακρινή συγγενής στο δρόμο για το Λονδίνο, για ν’ αναλάβεις
μια θέση γκουβερνάντας». «Γκουβερνάντας!» «Έπρεπε να σκεφτώ κάτι που θ’ απευθυνόταν στην ευαισθησία σου», είπε ο Κάλεμ, «αν και, μάρτυς μου ο Θεός, όσο μοιάζεις με πλύστρα άλλο τόσο μοιάζεις με γκουβερνάντα. Μ πορείς να χρησιμοποιήσεις ξανά σήμερα το βράδυ το ελεύθερο δωμάτιό μου. Θα γλιτώσεις από την αναζήτηση άλλου καταλύματος». «Είσαι πολύ ευγενικός, όμως δε νομίζω ότι θα ήταν σωστό». Θα ήταν σίγουρα λάθος. Για άλλη μια φορά, η Μ αντλέν ευχαρίστησε τα άστρα για την παγωμένη, γκρίζα θάλασσα, που ειλικρινά εμπιστευόταν ότι θα προστάτευε την έως τώρα ακηλίδωτη φήμη της. Θα γίνονταν ερωτήσεις όταν θα γύριζε πίσω, αλλά πίστευε ότι η παρουσία του Γκιγιόμ και η ανακούφιση του πατέρα της για την ασφαλή επιστροφή τους θα γέμιζαν τα κενά που δεν κατάφερνε να γεμίσει η φαντασία της. Τη στενοχωρούσε η σκέψη ότι
εξαπάτησε τον πατέρα της, αλλά, πραγματικά, η έλλειψη πίστης ήταν δικό του λάθος. «Θα μπορούσα να ζητήσω από τη μητέρα του Τζέιμι να μου συστήσει ένα μέρος», του πρότεινε με παράξενη απροθυμία. Επειδή ήταν κουρασμένη, είπε στον εαυτό της, όχι επειδή ήθελε πραγματικά να μείνει εκεί. «Θα μπορούσες, αλλά είδες πόσο συνωστισμένη είναι η πόλη. Μ άλλον θ’ αναγκαζόσουν να μοιραστείς ένα δωμάτιο». «Δεν το σκέφτηκα αυτό. Ωστόσο, δε θα ήταν σωστό να μείνω εδώ. Οι άνθρωποι θα έβαζαν στο νου τους... θα έλεγαν... δε θα ήταν σωστό». Ο Κάλεμ γέλασε. «Σου είπα, θεωρούν ότι είσαι μακρινή συγγενής. Τέλος πάντων, δεν είναι λίγο αργά ν’ ανησυχείς για καθωσπρεπισμούς μετά τη χτεσινή νύχτα;» Η Μ αντλέν κοίταξε μέσα σ’ εκείνα τα τέλεια μπλε μάτια, ψάχνοντας το νόημα των λόγων του. Άραγε
εκείνος θυμόταν; Σταύρωσε νευρικά τα χέρια μπροστά στο στήθος της. Όταν συνειδητοποίησε πόσο αμυντική ήταν αυτή η κίνηση, τα ακούμπησε ξανά στην ποδιά της. «Έχεις δίκιο. Έπρεπε να το είχα σκεφτεί νωρίτερα. Δεν έπρεπε να μείνω εδώ χτες το βράδυ». «Γιατί όχι;» Ο Κάλεμ βολεύτηκε στην ξύλινη καρέκλα, αλλά την κοιτούσε με τρομακτική διεισδυτικότητα. Αμήχανη ξαφνικά, η Μ αντλέν ένωσε νευρικά τις παλάμες της και κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη καρέκλα απέναντι από τη δική του. «Έπρεπε να σου το είχα πει πιο νωρίς. Δεν είμαι αυτό που νομίζεις. Για την ακρίβεια, είμαι αρραβωνιαστικιά του Γκιγιόμ», εξομολογήθηκε ξερά. Φάνηκε αξιοθαύμαστα ατάραχος. «Το μάντεψα ότι πρέπει να συνέβαινε κάτι τέτοιο, αν και έβαλες τα δυνατά σου να με κάνεις να πιστέψω ότι ήσουν απλώς η ερωμένη του». «Το μάντεψες!»
«Δεν είσαι πολύ καλή ψεύτρα. Οι αοριστίες σχετικά με την οικογένειά σου... και όταν σε είδα με την Τζίνι –ήταν ολοφάνερο ότι είσαι καλοαναθρεμμένη», είπε ο Κάλεμ στεγνά. «Έπειτα, ήταν και το γεγονός ότι ως παραμελημένη ερωμένη του Ντε Γκιζ δε θα είχες πολλά να κερδίσεις ερχόμενη εδώ αναζητώντας τον. Ενώ αντίθετα, αν ήσουν η λογοδοσμένη νύφη του... Έπρεπε να συμβαίνει κάτι τέτοιο για να αναγκαστείς να το σκάσεις –το οποίο και υποθέτω ότι έκανες, έτσι;» Η Μ αντλέν τον κοίταξε έκπληκτη. «Ναι, αλλά...» «Και γιατί έπρεπε να μου πεις την αλήθεια στο κάτω κάτω;» συνέχισε ο Κάλεμ σκεφτικός. «Βρίσκεσαι σε μια ξένη χώρα, δέχτηκες επίθεση από τρεις μεθυσμένους στρατιώτες και γνωριζόμαστε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες. Ειλικρινά, είμαι εντυπωσιασμένος που είχες τα κότσια να φτάσεις μέχρι εδώ χωρίς να σε πιάσει νευρικός κλονισμός». Η Μ αντλέν χαμογέλασε αδύναμα ακούγοντας αυτό το σχόλιο. «Σ’
ευχαριστώ». Βάλθηκε να παίζει με την κολλαριστή ποδιά που της είχε δανείσει η Τζίνι. «Δε θα γυρίσω σπίτι. Δε θα με αναγκάσεις να γυρίσω σπίτι, ε; Ξέρεις πώς είναι, σωστά; Η ανάγκη να μάθεις τι συνέβη; Ξέρεις πώς είναι να πρέπει να περιμένεις και να περιμένεις, και συνέχεια να σου λένε όλοι πως κάνεις λάθος». Τα μεγάλα πράσινα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι, Κάλεμ;» Για δεύτερη φορά από το πρωί τα λόγια της ξύπνησαν μέσα του μνήμες που τις περισσότερες ώρες της μέρας προσπαθούσε να απωθήσει και τις περισσότερες ώρες της νύχτας τις ξαναβίωνε. Οι μήνες της αναμονής και η ενοχή του γιατί επέζησε, που βασάνιζε τα σωθικά του, μεγάλωναν την αγωνία της προδοσίας στην οποία εξωθήθηκε και το βασανιστικό πόνο της ακόμα ανοιχτής πληγής του. Δεν ήθελε να θυμάται. Πέρασε τα δάχτυλα ανάμεσα στα μαλλιά του. «Μ ιλάμε για σένα, όχι για μένα. Τι οικογένεια
έχεις αφήσει πίσω στη Γαλλία;» «Έχουμε μείνει μόνο εγώ και ο πατέρας μου. Είμαι μοναχοπαίδι. Η μητέρα μου πέθανε πέρσι». «Μ όνο ο πατέρας... ο οποίος αναμφίβολα θα έχει τρελαθεί από την ανησυχία του. Αν θυμάμαι καλά, είπες ότι δεν άφησες κανένα σημείωμα για το πού πήγαινες». «Όχι», ψιθύρισε η Μ αντλέν, και η σκέψη της ανησυχίας που πρέπει να είχε προκαλέσει η εξαφάνισή της την έκανε να ζαρώσει. «Αλλά θα μαντέψει πού είμαι». «Έφυγες από το σπίτι του χωρίς να τον ενημερώσεις, και ούτε έκανες τίποτα γι’ αυτό. Θα φαντάζεται όλων των ειδών τα πράγματα. Κάθε πατέρας αυτά θα φανταζόταν», είπε αυστηρά ο Κάλεμ. «Αμέσως μόλις έχεις νέα από το κάστρο, πρέπει να του γράψεις για να τον καθησυχάσεις. Τι σ’ έπιασε κι έκανες κάτι τέτοιο ύστερα από τόσο καιρό;» «Ο ξάδερφος του Γκιγιόμ έχει ξεκινήσει νομικές διαδικασίες για να τον ανακηρύξει νεκρό. Αν πετύχει, όλη η γη του Γκιγιόμ θα περιέλθει σε εκείνον –πρόκειται για έναν άντρα που έχει περάσει όλη του τη
ζωή στη Βουργουνδία», είπε περιφρονητικά. «Ο Γκιγιόμ αγαπάει το Λα Ρος, θα του ράγιζε η καρδιά αν το έχανε. Ο πατέρας δε με άκουγε, έλεγε ότι έπρεπε να τον ξεχάσω, ότι, αν ερχόμουν εδώ να τον αναζητήσω, θα ήταν πολύ οδυνηρό. Αλλά δεν μπορούσα να περιμένω και ν’ αφήσω το Λα Ρος να πέσει στα χέρια ενός ξένου». «Α. Άρα πρόκειται για τη γη». Η ξαφνική αλλαγή στον τόνο του Κάλεμ την έκανε επιφυλακτική. «Και για τον Γκιγιόμ». «Ένα προξενιό, να υποθέσω;» «Αρραβωνιαστήκαμε όταν ήμουν πέντε χρονών. Και σίγουρα είναι η μεγαλύτερη επιθυμία του πατέρα μου να με δει να φτιάχνω οικογένεια τόσο κοντά του. Η ιδιοκτησία μας συνορεύει μ’ αυτή του Γκιγιόμ, και ο γιος μου θα μπορούσε να την κληρονομήσει, τη στιγμή που εγώ δεν μπορώ, αλλά...» «Πολύ συγκινητικό, αλλά παραμένει προξενιό». «Ο Γκιγιόμ είναι ο καλύτερός μου φίλος. Τον ξέρω όσο καλά ξέρω τον εαυτό μου. Είναι ο γιος που
ποτέ δεν είχε ο πατέρας μου, και... δεν έχω ανάγκη να δικαιολογήσω σ’ εσένα το γάμο μου. Ναι, είναι προξενιό, αλλά είμαι πολύ ευτυχισμένη μ’ αυτό. Θα με κάνει ευτυχισμένη». «Πώς θα σε κάνει ευτυχισμένη;» «Τι εννοείς;» «Ο Ντε Γκιζ παίρνει εσένα και, μέσα από το γιο σου, παίρνει τη γη του πατέρα σου. Ο πατέρας σου θα κρατήσει την ιδιοκτησία στην οικογένεια και την κόρη του στη διπλανή πόρτα. Εσύ, όμως; Εσύ τι κερδίζεις απ’ αυτό;» «Τι κερδίζω;» Δεν είχε ακουστεί θυμωμένος, όμως υπήρχε ένα σφίξιμο στη φωνή του που η Μ αντλέν δεν μπορούσε να κατανοήσει. «Το κάνεις ν’ ακούγεται σαν εμπορική συναλλαγή. Είναι αυτό που θέλω». «Αλήθεια; Στα πλαίσια της δικής μου εμπειρίας, δεν προβλέπεται ότι η ικανοποίηση των προσδοκιών των άλλων οδηγεί στην ευτυχία. Καλύτερα να είχες μείνει στο σπίτι σου. Τουλάχιστον έτσι θα
αποφύγεις να αλυσοδεθείς μ’ έναν άντρα που τον παντρεύεσαι μόνο και μόνο για να ικανοποιήσεις τον πατέρα σου». «Δεν ξέρεις τίποτα για την κατάσταση», αγανάκτησε η Μ αντ-λέν. «Φυσικά θέλω να το κάνω για τον πατέρα μου, αλλά δεν το κάνω μόνο γι’ αυτόν, και σίγουρα δεν πιέζομαι να προχωρήσω σε κάτι που αποστρέφομαι. Σε κάθε περίπτωση, πού βρίσκεται το λάθος στο να θέλω να πραγματοποιήσω κάτι που ξέρω ότι θα κάνει τους άλλους ευτυχισμένους;» «Δεν υπάρχει κανένα λάθος, εκτός αν αυτό κάνει εσένα δυστυχισμένη». «Γιατί το να πραγματοποιήσω ό,τι ξέρω πως είναι η μεγαλύτερη επιθυμία των πιο κοντινών μου να με κάνει δυστυχισμένη;» ρώτησε η Μ αντλέν μπερδεμένη. «Επιδοκιμάζεις την άποψη ότι το ίδιο το καθήκον είναι η ανταμοιβή, έτσι; Ναι, λοιπόν, έχεις δίκιο κατά κάποιον τρόπο. Κατά τη γνώμη μου, το καθήκον πάντα ανταμείβεται αδρά. Μ ε δυστυχία. Κοροϊδεύεις
τον εαυτό σου, Μ αντλέν. Δεν είσαι ερωτευμένη με τον Γκιγιόμ ντε Γκιζ». «Ο Γκιγιόμ είναι ο πιο αγαπητός μου άνθρωπος από τότε που πέθανε η μαμά». «Ίσως σαν αδερφός, όμως είσαι ερωτευμένη μαζί του;» «Τον ξέρω απ’ όταν ήμασταν παιδιά, φυσικά τον αγαπώ». «Αγάπη, όχι έρωτας. Δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα. Είναι;» Τον κοίταξε άφωνη, νιώθοντας έξω από τα νερά της. Δεν μπορούσε να εξιχνιάσει την έκφρασή του. Δε φαινόταν θυμωμένος, ωστόσο είχε στα μάτια του ένα βλέμμα που η Μ αντλέν δεν εμπιστευόταν, ένα σφίξιμο στο στόμα του που την έκανε επιφυλακτική. Την κοιτούσε από πολύ κοντά. Η κάπα του ήταν ανοιχτή και σχεδόν κρεμόταν κι από τις δύο μεριές στο πάτωμα. Σταύρωσε τα πόδια του ατάραχα, όμως υπήρχε κάτι πάνω του που σίγουρα δε δήλωνε άνεση. Ήθελε να τη βασανίσει. Να της στήσει παγίδα. Μ ακάρι να ήξερε περί τίνος επρόκειτο.
«Απάντησε στην ερώτηση, Μ αντλέν». Αναπάντεχα αναστατωμένη από την τροπή που είχε πάρει η κουβέντα, η Μ αντλέν σηκώθηκε όρθια ανήσυχη, τραβώντας το βαμβακερό κάλυμμα της Τζίνι από το κεφάλι της. Αρκετές μακριές μπούκλες ξεχύθηκαν στα μάγουλα και το λαιμό της. «Αγάπη, έρωτας... είναι το ίδιο πράγμα», είπε με μια βεβαιότητα που σε καμία περίπτωση δεν ένιωθε. «Αγαπώ τον Γκιγιόμ σαν φίλο μου. Όταν παντρευτούμε, θα τον αγαπήσω σαν σύζυγο. Θα τον αγαπήσω επειδή θα είναι σύζυγός μου. Κι επειδή, με το να γίνει σύζυγός μου, ξέρω ότι θα κάνω εκείνον και τον πατέρα μου ευτυχισμένους». Ξεστόμισε τις λέξεις σαν κατήχηση, λες κι αρθρώνοντας έτσι τα συναισθήματά της θα αποκτούσαν περισσότερη βαρύτητα. Παλεύοντας ανυπόμονα με το φιόγκο που κρατούσε την ποδιά στη θέση της, κατάφερε να τον κάνει κόμπο. «Έλα εδώ». Ο Κάλεμ σηκώθηκε. «Άφησέ με να το κάνω εγώ».
Η Μ αντλέν στάθηκε μπροστά του έχοντας γυρισμένη την πλάτη της. Τα γόνατά του χάιδευαν το μεσοφόρι της. Τα δάχτυλά του προσπαθούσαν να λύσουν τον κόμπο. «Έλα πιο κοντά, έχει μπερδευτεί», είπε τραβώντας την πιο κοντά του, τόσο που αν εκείνη έγερνε έστω και ελάχιστα, τα σώματά τους θα αγγίζονταν. Ο Κάλεμ έσκυψε και το κεφάλι του ακούμπησε την πλάτη της. «Ορίστε», είπε και τα κορδόνια της ποδιάς λύθηκαν. Ο Κάλεμ τη γύρισε, φέρνοντας τα χέρια του στη μέση της. Μ ετά ίσιωσε την πλάτη, εξακολουθώντας να την κοιτάει με μια έκφραση που θύμιζε χαμόγελο. Το ανασήκωμα των χειλιών του, που φαινόταν να μπορεί να διεισδύσει στα σωθικά της σαν μακρύ χέρι, την άφησε ξέπνοη, κλέβοντάς αργά την ανάσα της με τον πιο παράξενο τρόπο. Τα χείλη της βρίσκονταν στο ύψος του λαιμού του. Αν τη φιλούσε ξανά, εκείνη θα έπρεπε να σηκωθεί στις μύτες των ποδιών της. Όχι ότι σκόπευε να τον φιλήσει. Ή ότι θα του επέτρεπε να το κάνει. Μα τι στην ευχή σκεφτόταν;
Η φωνή του, πιο απαλή τώρα, διέκοψε τις σκέψεις της, που σαν να περιπλανιούνταν πολύ μακριά από τα όρια της αξιοπρέπειας. «Το να είσαι ερωτευμένη είναι τελείως διαφορετικό από το να νιώθεις για κάποιον αγάπη. Το γεγονός ότι δεν το καταλαβαίνεις αυτό, μου λέει ότι δεν είσαι ερωτευμένη. Και για να σου το αποδείξω, μαντμουαζέλ Λαφαγιέτ, πρόκειται να σε ξαναφιλήσω». Ο Κάλεμ ανασήκωσε το πιγούνι της. «Όχι», ψιθύρισε η Μ αντλέν. Εκείνος τύλιξε τα χέρια του γύρω της. «Όχι». Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, λες κι έκανε αγώνα δρόμου. Ο Κάλεμ έγειρε προς το μέρος της και μια μακριά μπούκλα, λαμπερή σαν χρυσός, έπεσε στο μάγουλό του. Καθώς χαμήλωνε το στόμα του στο δικό της, η Μ αντλέν τον κοίταξε ίσια στα μάτια, γνωρίζοντας ότι έπρεπε να αποτραβηχτεί. Όμως την κράτησε εκεί κάτι αντίθετο μέσα της και πιο δυνατό, γιατί ήθελε να μάθει πώς θα ήταν αν τη φιλούσε.
Κανονικά. Απλώς για να καταλάβαινε τι εννούσε εκείνος πριν. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Τον χάζευε σαν μαγεμένη, καθώς τα χείλη της άνοιγαν ελαφρά. Η κίνηση ήταν τόσο ανεπαίσθητη, που ούτε καν τη συνειδητοποίησε. Ο Κάλεμ δίστασε. Η Μ αντλέν δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Ο ίδιος δεν έπρεπε να το κάνει αυτό. Ούτε για να της αποδείξει το λάθος της. Όμως το στόμα της ήταν φτιαγμένο για φιλιά. Ο Κάλεμ δεν είχε καταφέρει να σκεφτεί πολλά περισσότερα από τη στιγμή που είχε γευτεί τη δελεαστική γεύση του το πρωί. Έμοιαζε λες κι ήταν φτιαγμένη για κείνον –αν και ποιος θα το φανταζόταν κοιτάζοντάς την, τόσο εύθραυστη σε σύγκριση με τη στιβαρότητά του. Το χέρι του αγκάλιασε πιο σφιχτά τη μέση της. Δεν έπρεπε να προχωρήσει, όμως πώς μπορούσε ν’ αντισταθεί όταν τον κοιτούσε τόσο σταθερά με τα πλάνα μάτια της, που ήταν σαν να τρυπούσαν την ψυχή του; Σαν να τον μαγνήτιζαν, ακριβώς όπως έκαναν οι γοργόνες στους ναύτες. Η
Μ αντλέν ήθελε να τη φιλήσει. Και ήταν για το δικό της καλό, ή μήπως όχι; Δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί. Έτσι, λοιπόν, τη φίλησε. Τη φίλησε και η Μ αντλέν αναστέναξε· ήταν ο ήχος του αδύναμου ανέμου που φυσάει παιχνιδιάρικα ένα άρμενο στο ηλιοβασίλεμα. Το στόμα του Κάλεμ ήταν ζεστό, όπως προηγουμένως. Απαλό, όπως προηγουμένως. Τρυφερό, όπως προηγουμένως. Ταίριαζε απόλυτα με το δικό της, καθώς τα χείλη του έλιωναν πάνω στα χείλη της, καταβροχθίζοντάς τα, σαν να τα γευόταν, ενθαρρύνοντάς τη να κάνει το ίδιο. Η Μ αντλέν βύθισε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του, απολαμβάνοντας τη στιλπνή απαλότητά τους, πιέζοντας τα χείλη της στα δικά του, αναγνωρίζοντας τώρα μια διαφορετική απαλότητα, και μετά τη γεύση τους. Αισθάνθηκε το αίμα να ρέει καυτό στις φλέβες της. Εκείνος τη φίλησε κι αυτή ανταπέδωσε το φιλί, νιώθοντας με ευχαρίστηση τον τρόπο που η ανάσα του επιταχυνόταν ελαφρά, τον τρόπο που τα δάχτυλά του έσφιγγαν λίγο περισσότερο τη μέση της, τον τρόπο
που η έξαψή του πυροδοτούσε τη δική της. Η γλώσσα του άγγιξε τη γλώσσα της και η ζέστη έγινε κάψα. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν στα μαλλιά της. Η γλώσσα του ξανά πάνω στη δική της –μια φευγαλέα ηδονή που έκανε τα σωθικά της να ριγήσουν. Και ως απάντηση, η επείγουσα ανάγκη του. Η Μ αντλέν μπορούσε να νιώσει το σκληρό ερεθισμό του να φωλιάζει πάνω της. Αναστέναξε, κι αυτή τη φορά ακούστηκε σαν βογκητό. Διψούσε για περισσότερα. Το φιλί του έγινε λιγότερο τρυφερό. Της άρεσε κι αυτό. Πίεσε την απαλότητά της πάνω στη σκληρότητά του –στόμα με στόμα, στήθος με στήθος, μηρό με μηρό, μαλακή σάρκα με μυς. Το χέρι του γλίστρησε από τη μέση της προς τα πάνω και σκέπασε τα στήθη της. Κανείς δεν την είχε φιλήσει ποτέ μ’ αυτό τον τρόπο. Κανείς δεν την είχε αγγίξει με τόση οικειότητα. Κανείς. Ούτε καν... Μα τι έκανε! Απομάκρυνε απότομα το στόμα της. « Νο! Όχι! »
Απελευθερώθηκε από την αγκαλιά του. Η έξαψη μετατράπηκε γρήγορα σε παγωμάρα, λες κι είχαν ρίξει στο αίμα της παγωμένο νερό, παρ’ όλο που τα χείλη της έκαιγαν. Προσπάθησε να τα δροσίσει με την ανάστροφη της παλάμης της. Έπειτα πίεσε τον εαυτό της να συναντήσει το βλέμμα του. Τα μάτια του έλαμπαν, τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα. Ένα σκούρο κοκκίνισμα είχε ποτίσει τα ζυγωματικά του. Η ανάσα του έβγαινε κοφτά, ακανόνιστα. Ντροπιασμένη, η Μ αντλέν συνειδητοποίησε ότι είχε μάλλον την ίδια όψη. Ο Κάλεμ κούνησε το κεφάλι του, σπρώχνοντας τα μαλλιά του πίσω από το μέτωπό του. «Όχι», συμφώνησε, «έχεις δίκιο, αυτό ήταν περισσότερο από αρκετό για να αποδείξω το επιχείρημά μου». «Ποιο επιχείρημα;» «Δε θα με είχες φιλήσει μ’ αυτό τον τρόπο αν ήσουν πραγματικά ερωτευμένη με τον Ντε Γκιζ». Η Μ αντλέν κοκκίνισε, έξαλλη από θυμό. «Δεν είναι δική σου δουλειά πώς φιλάω τον Γκιγιόμ, ούτε
είναι δική σου δουλειά να με φιλάς. Δεν έπρεπε να το κάνεις. Σου είπα να σταματήσεις. Είπα όχι, εγώ...» «Πλανάσαι, μαντμουαζέλ», είπε ο Κάλεμ με εξοργιστική ηρεμία. «Ήθελες να με φιλήσεις, όσο το ήθελα κι εγώ». Η Μ αντλέν τον κοίταξε έκπληκτη, ήθελε απεγνωσμένα να τον αντικρούσει, αλλά γνώριζε ενστικτωδώς ότι θα ήταν ανόητο να κάνει κάτι τέτοιο. «Εγώ...» Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα απαλό χτύπημα στην πόρτα. «Το δείπνο σας είναι έτοιμο, κύριε Μ ανρό», φώναξε μια γυναικεία φωνή. «Σώθηκες», είπε ο Κάλεμ και χαμογέλασε καθώς έβγαινε από το δωμάτιο για να απαλλάξει την κυρία Μ ακφάρλαν από το βαρύ δίσκο της. Κεφάλαιο 3 Το απλό αλλά εξαιρετικό γεύμα της κυρίας Μ ακφάρλαν χαλάρωσε την ένταση ανάμεσά τους. Καθώς έτρωγαν το βραστό κοτόπουλο, σερβιρισμένο μ’ ένα πιάτο αρακά και λαχανικά, ο Κάλεμ οδήγησε την
κουβέντα σε λιγότερο προσωπικά ζητήματα. Ίσως είχε νιώσει ότι είχε θίξει πια το θέμα του ή μπορεί απλώς να επιθυμούσε ν’ απολαύσει το φαγητό του χωρίς περαιτέρω αντιπαραθέσεις. Ό,τι κι αν ήταν, η Μ αντλέν τον ακολούθησε με χαρά. Απωθώντας το όλο επεισόδιο του φιλιού στο πίσω μέρος του μυαλού της, έφαγε με τον Κάλεμ και του αφηγήθηκε μια παραστατική εκδοχή των δύο ημερών της στη θάλασσα με τους Βρετόνους ψαράδες. Τον έκανε να γελάσει και τον ενθάρρυνε να της εξιστορήσει, προσέχοντας τα λόγια του, μερικές από τις δικές του ταξιδιωτικές περιπέτειες. Η περιγραφή ενός γεύματος με χοιρινά ποδαράκια, που ο Κάλεμ δοκίμασε σ’ ένα καφέ του Παρισιού, παρότρυνε τη Μ αντλέν να θυμηθεί το πιάτο με την τηγανητή χοιρινή συκωταριά και τα γλυκάδια που της είχαν σερβίρει όταν ήταν παιδί, αφού πρώτα παρακολούθησε την τελετουργική σφαγή του ζώου από έναν άνθρωπο του πατέρα της. «Ήταν τιμή, ξέρεις», είπε μ’ ένα χαμόγελο, «αλλά ήμουν μόλις
πέντε χρονών, κι είπα στον μπαμπά ότι δε μου αρέσουν τα σκουλήκια». «Το έφαγες;» «Ω, ναι, ο μπαμπάς δεν ήθελε να προσβάλει τους ανθρώπους του. Δεν είχαν ιδιαίτερη γεύση». Το ρολόι στο πρέκι του τζακιού σήμανε την ώρα, ξαφνιάζοντας και τους δύο. «Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν τόσο αργά», είπε η Μ αντλέν κατάπληκτη. «Τότε, θα μείνεις εδώ; Είναι πια πολύ περασμένη η ώρα για να πας να ψάξεις κάπου αλλού. Και τουλάχιστον, αν είσαι εδώ, θα ξέρω πως είσαι ασφαλής». Παρ’ ότι μίλησε σαν να τη ρωτούσε, ο τόνος του υποδείκνυε πως δε θα δεχόταν αντιρρήσεις. Η Μ αντλέν μπήκε στον πειρασμό να αμφισβητήσει τη δήθεν ευθύνη του απέναντί της, όμως η κοινή λογική και μια τάση να περάσει περισσότερο χρόνο με τη μάλλον υπερβολικά γοητευτική παρέα του την έκαναν να σωπάσει. «Σ’ ευχαριστώ. Θα ήθελα να μείνω, αν είσαι
σίγουρος». «Είμαι σίγουρος». Ο Κάλεμ έσπρωξε πίσω την καρέκλα του. «Θα βγω για λίγο έξω. Έχεις ό,τι χρειάζεσαι;» Ένιωσε απογοητευμένη, όμως συνειδητοποίησε ότι εκείνος φερόταν με διακριτικότητα. «Ναι. Και σ’ ευχαριστώ, Κάλεμ, μου έχεις φερθεί πολύ ευγενικά». «Τα λέμε το πρωί, λοιπόν». Η πόρτα έκλεισε πίσω του αφήνοντας το δωμάτιο εκκωφαντικά ήσυχο. Η μοναξιά έκανε την απειλητική της εμφάνιση. Για να την κρατήσει υπό έλεγχο, η Μ αντλέν προσπάθησε να σκεφτεί τι θα έκανε όταν –μάλλον αν– η λαίδη Ντάμοντ της έστελνε μήνυμα με πληροφορίες για το πού βρισκόταν ο Γκιγιόμ. Όμως τότε ένιωσε πανικό. Πώς θα έφερνε σε πέρας ό,τι ήταν αυτό που έπρεπε να κάνει; Σύρθηκε έτσι μέχρι το κρεβάτι και, παρά το γεγονός ότι ήταν απολύτως σίγουρη πως θα έμενε όλη τη νύχτα ξύπνια ανησυχώντας, παραδόθηκε σ’ ένα βαθύ ύπνο.
* Η παρέα στο Γουάιτ Χορς ήταν μικρή και ο Κάλεμ δεν είχε διάθεση για κουβέντες. Γύρισε σπίτι νωρίς και ξαγρύπνησε έχοντας πλήρη επίγνωση της παρουσίας της Μ αντλέν στο κρεβάτι του διπλανού δωματίου. Η κατάστασή της ήταν πολύ δυσάρεστη. Ο ίδιος ήξερε πολύ καλά αυτό το συναίσθημα, το να θέλεις να μάθεις. Αν ο Ντε Γκιζ ήταν ζωντανός, ο μπάσταρδος ήθελε μαστίγωμα που δεν είχε τα κότσια να την αντιμετωπίσει. Δεν του άξιζε η Μ αντλέν, ούτε του άξιζε να σωθεί η γη του από εκείνη, μια και πρέπει να γνώριζε ότι ο ξάδερφός του θα τη διεκδικούσε κατά την απουσία του. Για την ακρίβεια, ο Ντε Γκιζ φάνηκε τελείως απρόσεκτος με την ιδιοκτησία του. Σίγουρα δεν του άξιζε. Εκτός φυσικά αν ήταν πράγματι νεκρός, κάτι που όσο το σκεφτόταν ο Κάλεμ, φαινόταν και το πιο πιθανό. Αν εξαιρούσε το γεγονός ότι η Μ αντλέν έδειχνε τόσο σίγουρη.
Όπως ακριβώς είχε κάνει και ο ίδιος, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες. Τι θα είχε συμβεί αν είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα, όπως τον είχε ικετεύσει η μητέρα του; Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, τι εντύπωση θα έδινε κάτι τέτοιο; Θυμωμένος, μπλόκαρε στο μυαλό του αυτό το μονοπάτι σκέψης. Η προδοσία ήταν προδοσία. Ο βαθμός της προδοσίας δεν είχε καμία σημασία. Πίσω στη Μ αντλέν. Επρόκειτο για μια αρκετά διαφορετική περίπτωση. Ήταν πολύ κρίμα που μια τόσο υπέροχη κοπέλα όπως αυτή θα έδινε τον εαυτό της σε κάποιον που δεν της άξιζε. Η ανταπόκρισή της στα φιλιά του τον είχε ξαφνιάσει. Η δική του ανταπόκριση υπήρξε εξίσου αναπάντεχη. Ο Κάλεμ δεν ήταν ένας άντρας συνηθισμένος να χάνει τον έλεγχο. Όμως υπήρχε μέσα της ένα βάθος αισθησιασμού, που ήταν προφανές ότι πάσχιζε να ελευθερωθεί. Η ελευθέρωση αυτή δεν ήταν δική του υπόθεση, είπε στον εαυτό του κατηγορηματικά. Καθόλου δική
του υπόθεση, ανεξάρτητα από το πόσο δελεαστική ήταν η ιδέα. Μ πορεί η Μ αντ-λέν να κορόιδευε τον εαυτό της, επιλέγοντας να παντρευτεί για χάρη της οικογένειάς της, όμως, στο κάτω κάτω, η απόφαση ήταν δική της. Και όσο για την αποπλάνησή της μόνο και μόνο για να της αποδείξει ότι είχε δίκιο... όχι! Ανεξάρτητα από το πόσο ελκυστική φαινόταν αυτή η προοπτική, ήταν αυστηρά ενάντια στους προσωπικούς του κανόνες σχέσεων. Όμως αυτό δεν τον εμπόδιζε να το σκέφτεται. * Η Μ αντλέν ξύπνησε το επόμενο πρωί από ένα επίμονο χτύπημα στην πόρτα της. Παραζαλισμένη ακόμα από τον ύπνο, γλίστρησε κουτρουβαλώντας από το κρεβάτι και άνοιξε, φορώντας μόνο το μεσοφόρι της. Ο Κάλεμ στεκόταν στο κατώφλι, ήδη ντυμένος, γεμίζοντας το μικρό δωμάτιο με την παρουσία του. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε, κοιτάζοντάς τον μπερδεμένη. Εκείνος άπλωσε το χέρι του και τύλιξε στο δάχτυλό του μια
μακριά μπούκλα από τα κατάξανθα μαλλιά της. «Μ οιάζεις ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως με γοργόνα όταν έχεις τα μαλλιά σου έτσι ελεύθερα». Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, καθώς παρατηρούσε την εμφάνισή της. Το ντεκολτέ του μεσοφοριού της ήταν λυμένο, αποκαλύπτοντας την απαλή τελειότητα του στήθους της. Η Μ αντλέν έπιασε την κατεύθυνση του βλέμματός του και κοκκίνισε. Σταύρωσε τα μπράτσα προστατευτικά μπροστά στο στήθος της, προσπαθώντας να απαλλαχτεί από το χέρι που έπαιζε με τα μαλλιά της. Ζεστό. Τα δάχτυλα, μακριά και καλοσχηματισμένα. Όχι απαλά, αλλά σκληραγωγημένα από τη δουλειά. Δεν είχε τα χέρια τζέντλεμαν, ούτε όμως κοινού εργάτη. Είχε ενδιαφέροντα χέρια. Συνειδητοποιώντας ότι είχε γείρει και στηριζόταν σ’ ένα από αυτά για υπερβολικά πολλή ώρα, η Μ αντλέν πισωπάτησε. «Έχει ωραία μέρα», είπε ο Κάλεμ. «Σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να
σου δείξω λίγο το Εδιμβούργο, ενώ θα περιμένεις τη λαίδη να επικοινωνήσει». «Αυτό θα ήταν υπέροχο, αλλά είμαι σίγουρη ότι πρέπει να έχεις άλλες δουλειές». «Τίποτα που δεν μπορεί να περιμένει. Και τουλάχιστον, αν είσαι μαζί μου, μπορώ να είμαι σίγουρος ότι δε θα έχεις μπλεξίματα». Της χαμογέλασε. «Μ ην παίρνεις αυτή την έκφραση. Ξέρεις πολύ καλά ότι δε θα έπρεπε να περιφέρεσαι σε μια άγνωστη πόλη μόνη σου, και ξέρεις επίσης πολύ καλά ότι δεν το επιθυμείς πραγματικά αυτό. Επίτρεψέ μου να γίνω ο οδηγός σου. Το θέλω». Ο θόρυβος ενός κουβά ανήγγειλε την άφιξη του Τζέιμι με ζεστό νερό. Ήταν μια δελεαστική ιδέα, χαριτωμένα παρουσιασμένη. Μ ετά το χτεσινοβραδινό ξεκαθάρισμα και το τόσο ευχάριστο δείπνο, η Μ αντλέν δεν μπορούσε να σκεφτεί κανένα λόγο για ν’ αρνηθεί. «Σ’ ευχαριστώ. Θα μου άρεσε», είπε μ’ ένα χαμόγελο που με κόπο προσπάθησε να συγκρατήσει.
* «Θα πάμε στο Μ πόου Πορτ», είπε ο Κάλεμ, πιάνοντας το χέρι της στην πύλη του Ρίντελ’ς Κορτ μισή ώρα αργότερα. «Μ ετά μπορούμε να διασχίσουμε το βασιλικό πάρκο. Θα σου δείξω μέσα σε πόση πολυτέλεια έμενε ο πρίγκιπας Κάρολος Εδουάρδος όσο ήταν στο Εδιμβούργο –και σε ποιο μέρος αναγκάστηκαν να στρατοπεδεύσουν οι άντρες του, κάτω από λιγότερο υγιεινές συνθήκες». Περπατούσαν με το συνηθισμένο τους τρόπο στους δρόμους του Εδιμβούργου. Ο Κάλεμ κινούνταν με ανάλαφρη χάρη στα συνωστισμένα δρομάκια και τα δαιδαλώδη στενά. «Σ’ ευχαριστώ που βρήκες το χρόνο να με ξεναγήσεις. Παρ’ ότι το διαψεύδεις, είμαι σίγουρη ότι έχεις άλλα πράγματα να κάνεις», είπε η Μ αντλέν ενώ κρεμόταν από το μπράτσο του. Ο Κάλεμ την κοίταξε πονηρά. «Ψαρεύεις πληροφορίες;» Φανήκαν τα λακκάκια της. «Λιγάκι. Δε μου φαίνεσαι για άντρας που του αρέσει να μένει άπραγος. Η
Τζίνι μου είπε ότι μαθαίνεις στον αδερφό της την τέχνη της ξιφομαχίας». «Αλήθεια; Και φυσικά σου είπε κι ότι ήμουν στο στρατό, σωστά;». Ανακαλώντας την προειδοποίηση της Τζίνι για τη μυστικοπάθεια του Κάλεμ στο συγκεκριμένο θέμα, η Μ αντλέν έγνεψε επιφυλακτικά. Ευτυχώς, ο Κάλεμ δε φάνηκε να προσβάλλεται. «Κατατάχτηκα στα δεκάξι μου. Ήταν ιδέα του πατέρα μου. Χρειαζόμουν λίγη πειθαρχία, είχε πει, και, για να είμαι ειλικρινής, ένιωσα ανακούφιση που έφυγα μακριά του. Μ όλις είχα αρχίσει να βλέπω ότι αυτό που αποκαλούσε “οι παλιές μέρες” ήταν πάνω-κάτω τυραννία. Βρισκόμασταν συνέχεια σε αντιπαράθεση. Η πρόθεσή του ήταν να υπηρετήσω μονάχα κάνα δυο χρόνια, αρκετά για να μάθω να υπακούω. Μ ετά θα γύριζα σπίτι και θα έκανα ό,τι έκανε εκείνος». Χαμογέλασε πικρά. «Όμως ο στρατός μού ταίριαζε. Το τάγμα μου έγινε για μένα περισσότερο οικογένεια από τους συγγενείς μου. Ύστερα από δύο χρόνια, κι
ενώ ο πατέρας μου με διέταξε να γυρίσω, παρέμεινα. Τα δύο χρόνια έγιναν έξι, το ρήγμα ανάμεσά μας έγινε χάσμα. Όμως όσο με προκαλούσε, τόσο λιγότερο πρόθυμος ήμουν να τον υπακούσω, και όσο για κείνον... ακόμα και τώρα που είναι στα τελευταία του, δεν υποχωρεί ούτε στο ελάχιστο». Το πρόσωπό του σκοτείνιασε, μετά ανασήκωσε τους ώμους. «Ήμουν καλός αξιωματικός και δούλεψα σκληρά για να κερδίσω το σεβασμό των αντρών μου. Υπάρχει ένας αριθμός νεαρών σ’ αυτά τα μέρη, σαν τον αδερφό της Τζίνι, που θέλουν ν’ αποδράσουν όπως είχα κάνει κι εγώ, αν κι αυτό από το οποίο τρέχουν μακριά είναι περισσότερο η φτώχεια παρά ο δεσποτισμός. Ξόδεψα αρκετό από το χρόνο μου διδάσκοντάς τους τα μυστικά της τέχνης του αξιωματικού. Όχι ότι κανένα απ’ αυτά τα αγόρια θα μπορέσει να αντεπεξέλθει σε τέτοια θέση, έχε υπόψη σου, αλλά αν γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιούν το σπαθί και το ξίφος, αν έχουν κάποια
εκπαίδευση και κατανοούν τους βασικούς κανόνες του πολέμου και της διοίκησης, θα έχουν ένα πλεονέκτημα στην αναρρίχησή τους στη στρατιωτική ιεραρχία». «Φαντάζομαι ότι είσαι εξαιρετικός δάσκαλος... αν και, κρίνοντας από την οξύθυμη ιδιοσυγκρασία σου, ελάχιστα θα ζήλευα το αγόρι που δε θα σε καταλάβαινε». Ο Κάλεμ γέλασε. «Ναι, μου ταιριάζει απόλυτα να μπορώ να ξεσπάω το θυμό μου σ’ ένα τσούρμο άστεγα, εγκαταλειμμένα παιδιά. Πίστεψέ με, παίρνουν ό,τι δίνουν». «Και πάει καλά;» «Όπως είπα, είναι γι’ αυτά μια αρχή. Η ιδέα αποδείχτηκε τόσο δημοφιλής, που οργανώσαμε τακτικά μαθήματα. Υποθέτω ότι εξελίχθηκε σε κάποιου είδους σχολείο. Την ευθύνη για την καθημερινή εκπαίδευση την έχουν δύο άντρες που υπηρέτησαν υπό τις διαταγές μου για πολλά χρόνια, και το παλιό μας τάγμα είναι περισσότερο από χαρούμενο να δέχεται νεοσύλλεκτους εκπαιδευμένους από εμάς. Και
να τους δίνει, επίσης, κάποιου είδους οικονομική βοήθεια». «Μ ακάρι να μπορούσα να το δω. Περνάς πολύ χρόνο εκεί;» «Όχι όσο στην αρχή. Για να λέμε την αλήθεια, δε με χρειάζονται πραγματικά πια». «Ψάχνεις, δηλαδή, να κάνεις κάτι άλλο;» Πλησίαζαν την επιβλητική πύλη στα τείχη της πόλης. «Υποτίθεται ότι θα σου έδειχνα τα αξιοθέατα», είπε ο Κάλεμ, κάνοντάς της ξεκάθαρο ότι είχε απαντήσει σε πολλές ερωτήσεις. Της έδειξε ένα τεράστιο σπίτι. «Αυτό ανήκει στον Άρτσι Στιούαρτ, που ήταν δήμαρχος του Εδιμβούργου το ’45, όταν ήταν εδώ ο πρίγκιπας Τσαρλς. Λένε ότι ο Άρτσι έκανε μια βεγγέρα προς τιμήν του, και ότι στο κάστρο το μυρίστηκαν. Όμως το σπίτι του Άρτσι είναι γεμάτο μυστικές σκάλες και περάσματα, έτσι ο νεαρός μνηστήρας του θρόνου απέδρασε. Ο άμοιρος ο Άρτσι μεταφέρθηκε κρατούμενος στο νότο με την κατηγορία της κατάχρησης εξουσίας. Ευτυχώς για κείνον, τον έστειλαν να δικαστεί πίσω στο
Εδιμβούργο, και οι καλοί πολίτες εδώ αποφάσισαν να τον αθωώσουν». «Δε συμπαθείς πολύ τον πρίγκιπα, έτσι;» είπε η Μ αντλέν, ρισκάροντας να σηκώσει το βλέμμα της για να προσέξει την έκφραση στο πρόσωπο του Κάλεμ. Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Όχι». Ο τόνος του απαγόρευε περισσότερες ερωτήσεις. Μ ια και ήταν μια υπέροχη μέρα και η Μ αντλέν δεν ήθελε να χαλάσει την ατμόσφαιρα μεταξύ τους, δεν έκανε άλλο σχόλιο. Αντίθετα, ανασήκωσε ανάλαφρα τους ώμους της, αλά γαλλικά, και του χαμογέλασε, χαρούμενη που είδε το συνοφρύωμά του να υποχωρεί. Πέρασαν την Μ πόου Γκέιτ κι άρχισαν να απομακρύνονται από τα τείχη του κάστρου, με κατεύθυνση το βασιλικό πάρκο που ανήκε στο Παλάτι του Χόλιρουντ. Ένα σταθερό ποτάμι κίνησης μπλόκαρε το δρόμο –κάρα και μόνιππα που ανήκαν στους πιο προνομιούχους διεκδικούσαν λίγο χώρο από τις γεμάτες λάσπη δημόσιες άμαξες, που τις έσερναν ζεύγη ιδρωμένων αλόγων. Φορτωμένα μουλάρια, εξίσου
φορτωμένοι με την πραμάτεια τους έμποροι και αγρότες δημιουργούσαν μια ατέλειωτη ουρά εξόδου από τις πύλες. Ο Κάλεμ κράτησε τη Μ αντλέν κολλημένη στο πλευρό του μέχρι να φύγουν από το δρόμο και να πάρουν το μονοπάτι που οδηγούσε προς τον απέραντο, καταπράσινο χώρο του πάρκου. Ο Κάλεμ ήταν διασκεδαστική παρέα, έξυπνος, με ιδιαίτερο χιούμορ, το οποίο ανταποκρινόταν απόλυτα στο δικό της. Όπως και σ’ εκείνη, του άρεσε να επινοεί ιστορίες για τους περαστικούς. Αντίθετα με τον Γκιγιόμ, που τις περισσότερες φορές σάστιζε με την τάση της να υπερβάλλει και να διανθίζει με λεπτομέρειες μια αφήγηση για να την κάνει πιο διασκεδαστική, ο Κάλεμ χαιρόταν την ευστροφία και τη φαντασία της, κι ούτε μια φορά δεν έδειξε να μην καταλαβαίνει το πνεύμα της. Μ έχρι να πλησιάσουν στο πάρκο, η Μ αντλέν είχε χαλαρώσει τόσο με την παρέα του, σαν να ήταν φίλοι μια ζωή. Ρίχνοντας μια ματιά γύρω της, ξαφνιάστηκε όταν ανακάλυψε ότι
βρίσκονταν σ’ ένα μέρος που έμοιαζε με εξοχή, ενώ δεν είχαν απομακρυνθεί και τόσο από την πόλη. Το ανάκτορο του Χόλιρουντ δέσποζε μόνο του σε μια μικρή κοιλάδα, τριγυρισμένο από επίσημους κήπους κι ένα παρεκκλήσι. Στα δεξιά της, μια συστάδα λόφων φάνταζαν εκπληκτικά ψηλοί. Έμοιαζαν σχεδόν σαν να τους είχαν πάρει από τα Χάιλαντς και να τους είχαν πετάξει απρόσεκτα στα πεδινά της χώρας. «Είναι πολύ όμορφα εδώ». «Θα κάνουμε το γύρο του παλατιού και θα μπορέσεις να δεις το σημείο από όπου χαιρέτησε ο πρίγκιπας το λαό του Εδιμβούργου όταν πρωτοέφτασε εδώ». «Είχα διαβάσει τότε στις εφημερίδες ότι ο πρίγκιπας και ο στρατός του έτυχαν θερμής υποδοχής». «Υποθέτω ότι αυτό είναι αρκετά αληθινό, ήταν όλοι στο πλευρό του πρίγκιπα Τσάρλι –ή, πιο σωστά, ήταν όλοι ενάντια στο Στέμμα. Οι καιροί εδώ ήταν δύσκολοι ακριβώς πριν από την Εξέγερση, οι άνθρωποι πεινούσαν. Έψαχναν έναν ηγέτη, και δεν τους ένοιαζε ποιος ήταν», είπε κυνικά ο Κάλεμ. «Βοήθησε, έχε υπόψη σου, το γεγονός ότι ο Κάρολος Εδουάρδος
Στιούαρτ είναι πολύ γοητευτικός άντρας. Οι κυρίες τον λάτρευαν». «Εγώ όχι», είπε με βεβαιότητα η Μ αντλέν. Ο Κάλεμ ξαφνιάστηκε. «Τον έχεις συναντήσει;» «Όταν επέστρεψε στη Γαλλία μετά το Καλόντεν. Το πλοίο του άραξε πολύ κοντά στο σπίτι μου». «Πρέπει να είσαι μία από τις ελάχιστες εκπροσώπους του φύλου σου που τον αντιπαθούν. Οι κοπέλες εδώ έπεφταν στα πόδια του, απ’ όσο άκουσα». «Έπεφταν στα πόδια του;» «Έλιωναν στο πέρασμά του». «Λοιπόν, εγώ δεν έκανα τίποτε απ’ αυτά. Θεωρούσα ότι ήταν αλαζόνας, φαντασμένος και αγενής». Είχαν φτάσει σε μια διασταύρωση του μονοπατιού. Μ προστά τους εκτεινόταν το ανάκτορο, όμως ο Κάλεμ οδήγησε τη Μ αντλέν δεξιά, σ’ ένα προφυλαγμένο σημείο, στην απάνεμη πλευρά των λόφων.
Έκανε ζέστη. Έβγαλε την κάπα του και την άπλωσε στο έδαφος. «Θα ξεκουραστούμε εδώ για λίγο, έχει υπέροχη θέα». Η Μ αντλέν γονάτισε πάνω στην κάπα του. Εκείνος ξάπλωσε δίπλα της. Ακούμπησε τον αγκώνα του στο γρασίδι, για να στηρίξει το σώμα του, αδιαφορώντας για τα κατάλευκα μανίκια του πουκαμίσου του. Ένα απαλό αεράκι ανακάτεψε τα μαλλιά του, που ο δυνατός ήλιος είχε βάψει με κόκκινες ανταύγειες, σαν φλόγες. Βρίσκονταν σ’ ένα μικρό κοίλωμα, τελείως κρυμμένο από τα βλέμματα των περαστικών. Ξαφνικά, η Μ αντλέν ένιωσε τη φυσική επίγνωση της παρουσίας του, λες και το δέρμα της τον αποζητούσε. «Είναι πολύ όμορφα εδώ», είπε, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί στη θέα και όχι στον άντρα δίπλα της. «Μ ε δυσκολία μπορώ να πιστέψω ότι η πόλη είναι τόσο κοντά». Καθώς μιλούσε, τη διέτρεξε ένα ανεπαίσθητο ρίγος, που πάλεψε να το αγνοήσει κρατώντας το βλέμμα της καρφωμένο στον ορίζοντα.
«Κι εγώ πιστεύω ότι είναι πολύ όμορφα εδώ», είπε ο Κάλεμ απαλά, καθώς εκείνη ενέδιδε στον πειρασμό και γύριζε να τον κοιτάξει. Ήταν λάθος. «Πολύ όμορφα», επανέλαβε, τραβώντας τον καρπό της, κάνοντάς τη να χάσει την ισορροπία της και να πέσει πάνω του. Η Μ αντλέν ήξερε ότι έπρεπε να απομακρυνθεί, αλλά ήταν σχεδόν αδύνατον να το κάνει. Ήταν λες και την είχαν ναρκώσει. Ή μαγέψει. Ή είχε απλώς χάσει το μυαλό της. Ξάπλωσε πάνω του όπως είχε κάνει εκείνη την πρώτη νύχτα –τα σώματά τους κολλημένα, στήθος με στήθος, μηρό με μηρό. Μ όνο που αυτή τη φορά ο Κάλεμ ήταν νηφάλιος, και τα χέρια του έκαναν τα πιο ευχάριστα πράγματα, χαϊδεύοντας τη σπονδυλική της στήλη, λιώνοντας πάνω στην καμπύλη των γλουτών της, σαν να εξερευνούσαν τις γραμμές της μέσα από τα ρούχα. Ήταν σοκαριστικό να την αγγίζουν μ’ αυτό τον τρόπο. Και συναρπαστικό.
Η Μ αντλέν κατάλαβε το σκληρό ερεθισμό του καθώς πιεζόταν στο εσωτερικό του μηρού της. «Δε θα έπρεπε», κατάφερε να ξεστομίσει, αλλά δεν ήθελε να βάλει μέσα σε λέξεις τι ήταν αυτό που δε θα έπρεπε. Δεν έκανε καμία κίνηση να τραβηχτεί –παρ’ όλο που εκείνος περίμενε, γνωρίζοντας ότι έπρεπε να ελπίζει στην αυτοσυγκράτησή της. «Μ αντλέν;» Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα σε ένδειξη παραίτησης από τη δύσκολη ερώτηση. «Δε θα έπρεπε να το κάνουμε αυτό», μουρμούρισε. «Όχι», συμφώνησε εκείνη. «Όχι», ψιθύρισε ο Κάλεμ. Τότε τα χείλη του συνάντησαν τα δικά της και δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής, επειδή όταν φιλήθηκαν ήταν σαν να το έκαναν από πάντα. Σαν να είχαν μόλις σταματήσει να φιλιούνται. Σαν τα φιλιά να ήταν ο λόγος ύπαρξής τους, και οι κανόνες –οι κανόνες απλώς δεν ίσχυαν.
Ευχαρίστηση και κίνδυνος. Η Μ αντλέν το καταλάβαινε, αλλά δεν την ένοιαζε. Τα φιλιά του την άναβαν, την έκαναν να θέλει περισσότερα, την έκαναν να ενδιαφέρεται μόνο γι’ αυτό. Όπου την οδηγούσε ο Κάλεμ, εκείνη ακολουθούσε, μιμούμενη τις κινήσεις του, πιπιλίζοντας το κάτω χείλος του, ενώ εκείνος πιπίλιζε το δικό της, μαλακώνοντας όταν εκείνος σκλήραινε, ανοίγοντας όταν εκείνος πίεζε, παίρνοντας αυτά που της έδινε και δίνοντάς του περισσότερα. Επιτρέποντάς του, ενθαρρύνοντάς τον να την εξουσιάσει με φιλιά, που άγγιζαν το βαθύτερο είναι της και πυρπολούσαν τις φλέβες της. Την ωθούσε μια ανάγκη που δεν μπορούσε να ορίσει. Τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν στη χρυσή χαίτη του, απολαμβάνοντας τη στιλπνή, μεταξένια υφή της. Τα χέρια του ήταν τώρα στο πρόσωπό της. Τραχιά δάχτυλα πάνω στο απαλό δέρμα της χάιδευαν τις βλεφαρίδες της, τα αυτιά της. Τράβηξε τις φουρκέτες από τα μαλλιά της, χτενίζοντάς τα με τα δάχτυλά του, απλώνοντάς τα στην πλάτη της, ενώ το στόμα του άφηνε τα χείλη της για να φωλιάσει στο λοβό του αυτιού της, στη
κοιλότητα του αυχένα της. Τον ένιωθε τόσο συμπαγή. Συμπαγές στέρνο. Στιβαροί μηροί. Και μια διαφορετικού είδους σκληρότητα ανάμεσα στα πόδια του. Η Μ αντλέν ήθελε να τα νιώσει όλα να πιέζονται μέσα στην απαλότητα της δικής της σάρκας. Σαν έτσι να μπορούσε να τη στιγματίσει με το σχήμα του, όπως ένα κοχύλι αφήνει το σημάδι του στην άμμο. Της ψιθύρισε κάτι σε μια παράξενη γλώσσα, κάτι λυρικό, που την τύλιξε όπως το χαμόγελό του, κάνοντάς τη να λιώσει. Το στόμα του, απαλό και ζεστό, φίλησε την καμπύλη του στήθους της στην άκρη του φορέματός της, προκαλώντας της βογκητά ευχαρίστησης και ταραχής. Οι θηλές της άνθισαν, αναζητώντας απεγνωσμένα την προσοχή του. «Κάλεμ», ψιθύρισε –μια ερώτηση, μια προειδοποίηση, που πολύ εύκολα θα μπορούσε να παρερμηνευτεί σαν παρότρυνση. Εκείνος την κοίταξε χαμογελαστός. Τα βλέφαρά του είχαν βαρύνει παρακολουθώντας το πρόσωπό της με άγρια προσήλωση, καθώς άλλαζε θέση για να λύσει τα κορδόνια
του φορέματός της. Ψάχνοντας για οποιοδήποτε σημάδι αντίστασης. Οποιοδήποτε σημάδι ότι η Μ αντλέν ήθελε την απελευθέρωσή της. Ή ίσως ότι ήθελε να τον ενθαρρύνει. Ποιο από τα δύο; Εκείνη βρισκόταν σε ξέφρενη κατάσταση. Ηδονή. Αυτό πρέπει να εννοούσε ο Κάλεμ. Η ίδια η λέξη ήταν τρομακτικά σαγηνευτική. Ηδονή. Αυτός ο άντρας τής έδινε ένα τελείως καινούριο νόημα. Ηδονή. Όχι κάτι ανάλαφρο και αιθέριο, αλλά κάτι ριζωμένο πιο βαθιά. Όχι πια το χρώμα της λιακάδας, αλλά το σκοτεινό, παλλόμενο χρώμα ενός πλάσματος που εκείνος σαν μάγος είχε καλέσει. Το φόρεμά της άνοιξε. Τα κορδόνια λύθηκαν. Το μεσοφόρι έπεσε από τους ώμους της για να εκθέσει την εκπληκτική λευκότητα του στήθους της στο φως. Φαινόταν ότι η απόφαση είχε παρθεί, αν και σίγουρα δεν την είχε πάρει η Μ αντλέν! Τη διαπέρασε ένα ακόμα από εκείνα τα εθιστικά ρίγη, το δέρμα της αναψοκοκκίνισε. Οι θηλές της τεντώθηκαν και σκούρυναν,
καθώς το αίμα έκανε την έφοδό του ορμητικό. Ο Κάλεμ σάλιωσε την άκρη του δαχτύλου του και χάιδεψε πρώτα τη μία θηλή και μετά την άλλη. Μ οναδικό. Ένα άγγιγμα τόσο απαλό όσο το αεράκι. Ζεστό, μετά δροσερό. Ερεθιστική απόλαυση. Η Μ αντλέν κλαυθμήρισε. Ο Κάλεμ σάλιωσε ξανά το δάχτυλό του. Την κοίταξε, της μιλούσε με τα μάτια, λέγοντάς της κάτι μυστηριακό και την ίδια στιγμή ερεθιστικό. Την άγγιξε ξανά. Τόσο καινούριο. Τόσο παράξενο. Κάτι τόσο απαγορευμένο, τόσο αναπάντεχα υπέροχο. Πήρε τη θηλή της μέσα στο στόμα του. Το απαλό ρούφηγμα προκάλεσε στο σώμα της ελαφρούς σπασμούς. Μ ια μικρή δαγκωνιά την έκανε να βογκήξει. Τα χέρια του χάιδεψαν το περίγραμμα του στήθους της. Απαλά αγγίγματα. Ευέλικτα χέρια. Ζεστό, απαιτητικό, έμπειρο στόμα. Κάθε άγγιγμα άφηνε στο κορμί της χνάρια αισθησιασμού, ίχνη συνδεδεμένα με την έξαψη που γεννιόταν πιο χαμηλά.
Ακολούθησε μια δόνηση, σαν βγαλμένη από τις χορδές κουρδισμένης άρπας. Ενστικτωδώς, η Μ αντλέν προετοίμασε τον εαυτό της ν’ αντισταθεί σ’ αυτό που ερχόταν, αν και είχε το παράξενο προαίσθημα ότι θα αποδεικνυόταν ακαταμάχητο. Το κορμί της σφίχτηκε. Ο Κάλεμ διαισθάνθηκε αμέσως την ξαφνική αλλαγή της. Αποσβολωμένος από το βάθος της ανταπόκρισής της, ξαφνιασμένος από το πόσο γρήγορα είχε συμβεί, από το πόσο κοντά είχε φτάσει στο να ξεχάσει τον εαυτό του κι όλες τις αποφάσεις του, σηκώθηκε όρθιος. Άλλο η σκέψη της αποπλάνησης κι άλλο, τελείως διαφορετικό, η μετατροπή των λόγων σε πράξεις. Μ ε κόπο τράβηξε το βλέμμα του από την οπτασία που ήταν απλωμένη μπροστά του –τα μαλλιά της σχεδόν λευκά κάτω από το φως του ήλιου, το δέρμα της τόσο τέλειο, ενώ ανεπαίσθητα ίχνη των αγγιγμάτων του άνθιζαν στα στήθη της σαν ροδοπέταλα πάθους. Ήταν μεθυστική. Ο Κάλεμ κινήθηκε αμήχανα. Ο βαρύς ερεθισμός του ασφυκτιούσε μέσα στο παντελόνι
του. Ήταν απίστευτα σκληρός. Δεν είχε την πρόθεση ν’ αφήσει τα πράγματα να φτάσουν τόσο μακριά, τόσο γρήγορα. Έβρισε στα γαελικά, στη γλώσσα που πάντοτε επέστρεφε σε συναισθηματικά φορτισμένες στιγμές. «Δεν είχα σκοπό να βγει η κατάσταση τόσο εκτός ελέγχου». Πίεσε τον εαυτό του να κινηθεί, να βάλει ανάμεσά τους λίγη απόσταση, μολονότι το σώμα του έβγαζε κραυγές διαμαρτυρίας. Τράβηξε το μισοφόρι της Μ αντλέν ξανά πάνω στους ώμους της. «Σκεπάσου, για όνομα του Θεού, προτού χάσω και τον ελάχιστο αυτοέλεγχο που μου έχει απομείνει». Η Μ αντλέν υπάκουσε, προσπαθώντας με αδέξια δάχτυλα να εκτελέσει το δύσκολο έργο του δεσίματος των κορδονιών της. Ένιωθε σαν όργανο υπερβολικά κουρδισμένο, με χορδές παρατεντωμένες, χωρίς ωστόσο να μπορεί να απελευθερώσει τη μουσική τους. Η φευγαλέα ματιά της σε κάτι –κάτι εκτυφλωτικά καυτό, κάτι υγρό και λιωμένο, κάτι στο οποίο θα μπορούσε να χαθεί– ξεθώριαζε αργά, καθώς η κάψα στο σώμα της
καταλάγιαζε. Του είχε προκαλέσει αποστροφή; Σίγουρα τον είχε σοκάρει, σχεδόν όσο είχε σοκάρει και τον εαυτό της. Τι της συνέβαινε; Ελάχιστα αναγνώριζε το άγριο πλάσμα στο οποίο είχε μεταμορφωθεί υπό την καθοδήγηση του Κάλεμ. Γιατί ο Γκιγιόμ ποτέ δεν;... Ενοχές την κατέκλυσαν. Δεν είχε σημασία τι δεν είχε κάνει ο Γκιγιόμ. Το θέμα ήταν τι είχε κάνει εκείνη! Είχε φιλήσει έναν άντρα που της ήταν κυριολεκτικά άγνωστος! Του είχε επιτρέψει να την αγγίξει με τον πιο προσωπικό τρόπο. Όχι – να είσαι ειλικρινής, Μ αντλέν–, τον είχε ενθαρρύνει να την αγγίξει με τον πιο προσωπικό τρόπο, ποθώντας να της κάνει πράγματα που ποτέ δεν είχε ονειρευτεί ότι ήταν δυνατόν να ποθήσει. Την έλουσε ένα κύμα ντροπής. Δεν μπορούσε να συναντήσει το βλέμμα του. Καθόταν παγωμένη, παίζοντας μ’ ένα από τα κουμπιά της κάπας του, πάνω στην οποία εξακολουθούσε να κάθεται. «Τι θα σκέφτεσαι για μένα; Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Μ πορώ να σε διαβεβαιώσω ότι ποτέ, μα ποτέ...»
Εκείνος ακούμπησε το δάχτυλό του στα χείλη της. «Κοίταξέ με, Μ αντλέν», τη διέταξε, αναγκάζοντάς τη να υπακούσει. «Δεν έκανες κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Είσαι ένα υπέροχο πλάσμα, απίστευτα δοτικό, κι εγώ παρασύρθηκα. Αυτό που νιώθεις δεν είναι λάθος. Δεν είναι ανέντιμο. Είναι απολύτως φυσικό. Ή, τουλάχιστον, είναι όταν δύο άνθρωποι νιώθουν έλξη ο ένας για τον άλλο, όπως εσύ κι εγώ, τέλος πάντων». Η Μ αντλέν το σκέφτηκε αυτό έντονα. «Θέλεις να υπονοήσεις ότι ο Γκιγιόμ δε με έλκει μ’ αυτό τον τρόπο;» Ο Κάλεμ ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είπα αυτό». «Δε χρειάστηκε να το πεις, όμως κάνεις λάθος. Είναι που ποτέ δε μ’ έχει φιλήσει όπως εσύ». «Γιατί όχι;» «Εγώ δεν... εκείνος δεν... επειδή... δεν είναι δική σου δουλειά». «Όχι, δεν είναι». Δεν ήταν! Και δεν έπρεπε να το είχε ξεκινήσει αυτό. Όμως τώρα που το είχε κάνει, δεν
μπορούσε να το σταματήσει. «Κι εσύ, Μ αντλέν; Δε θέλησες ποτέ να φιληθείς με τον τρόπο που μόλις φιληθήκαμε; Δεν ονειρεύτηκες ποτέ τη νύχτα του γάμου σου; Την ευδαιμονία που βρίσκει κανείς στη σαρκική ένωση; Στον έρωτα. Στην ευχαρίστηση, όχι στην αναπαραγωγή. Στον πόθο, όχι στο καθήκον». « Σταμάτα. Φυσικά και όχι». « Φυσικά και όχι. Άκου τι λες. Είσαι λογοδοσμένη μ’ έναν άντρα που ισχυρίζεσαι ότι αγαπάς και ποτέ δεν φαντάστηκες πώς θα ήταν να κάνεις έρωτα μαζί του!» «Ναι, σε λίγο θα μας πεις κι ότι είμαι ερωτευμένη μαζί σου». Ο Κάλεμ γέλασε μ’ αυτό το σχόλιο, στο στόμα του τρεμόπαιξε ένα περιπαιχτικό χαμόγελο, ενώ το κάτω χείλος του ήταν ελαφρώς πρησμένο από τα φιλιά τους, παρατήρησε η Μ αντλέν. «Όχι, αυτό που υπάρχει ανάμεσά μας είναι κάτι πολύ πιο γήινο. Πόθος. Πάθος. Λαχτάρα. Όλα αυτά που δεν αισθάνεσαι για το μέλλοντα σύζυγό σου. Και όλα όσα είμαι απολύτως σίγουρος ότι δεν πρέπει να πυροδοτούμε, παρά τον πειρασμό».
«Ο γάμος δεν έχει σχέση με το πάθος –ή τον πόθο. Έχει σχέση με πολύ... πολύ πιο σημαντικά πράγματα», αμύνθηκε η Μ αντλέν. «Σημαντικά!» Ο Κάλεμ έψαξε για ανακούφιση στα γαελικά, εξαπολύοντας βιαστικά πολλές βρισιές μέσα από τα δόντια του. Μ ετά αναστέναξε βαθιά. «Εντάξει, πίστευε ό,τι θες. Αν είσαι ικανοποιημένη με τα σημαντικά, ποιος είμαι εγώ για να διαφωνήσω μαζί σου!» Την τράβηξε για να σηκωθεί όρθια. «Είναι πολύ ωραία μέρα για να τη σπαταλάμε σε διαφωνίες. Ας το ξεχάσουμε. Ας τα ξεχάσουμε όλα. Δε θα ξανασυμβεί». Η Μ αντλέν κατάφερε να του στείλει ένα τρεμάμενο χαμόγελο, λέγοντας μέσα της ότι θα έπρεπε να νιώθει ανακουφισμένη. Είχε πλήρη επίγνωση ότι έφταιγε όσο κι εκείνος γι’ αυτό που είχε συμβεί. Παραήταν έκπληκτη με τον εαυτό της για να κάνει κάτι περισσότερο από το να περπατάει στο πλευρό του, ακούγοντάς τον αφηρημένη να της μιλάει για τη βασίλισσα
της Σκοτίας, που είχε επίσης υπάρξει, για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, και βασίλισσα της Γαλλίας. Της είπε την ιστορία, χρωματίζοντάς τη με την ιδιαίτερη, ψυχρή ειρωνεία του, και τελικά την έκανε να γελάσει. Χαλαροί ξανά, περπάτησαν γύρω από το ανάκτορο του Χόλιρουντ, ακολουθώντας το μονοπάτι προς το κοντινό χωριό του Ντάντινγκστον. «Δε μου είπες τελικά για τη συνάντησή σου με τον πρίγκιπα», της υπενθύμισε ο Κάλεμ. «Ήταν τον περασμένο Σεπτέμβρη, όταν έφτασε στη Γαλλία, αφού γλίτωσε την αιχμαλωσία από το βρετανικό στρατό. Περνούσε το βράδυ του σ’ έναν πύργο κοντά στο σπίτι μας. Κάτι φίλοι του πατέρα μου έδωσαν προς τιμήν του μια γιορτή. Πήγα επειδή ήθελα να μάθω για τον Γκιγιόμ». «Και τι είχε να πει ο πρίγκιπας Τσάρλι;» «Προσποιήθηκε ότι τον γνώριζε, αλλά ήταν ψέματα. Μ ου είπε ότι εκείνος δε θα είχε αφήσει πίσω μια
τόσο όμορφη αρραβωνιαστικιά, και τότε προσπάθησε να με φιλήσει. Δεν καταλαβαίνω τι βλέπουν οι άνθρωποι σ’ αυτόν. Δεν καταλαβαίνω γιατί τον ακολούθησαν στις διεκδικήσεις του. Είναι ένα αλαζονικό, φαντασμένο γουρούνι, και δε θα πήγαινα μαζί του ούτε σε δείπνο, πόσω μάλλον σε μάχη». «Μ πράβο, μαντμαζέλ Λαφαγιέτ. Μ ακάρι να συμμερίζονταν κι άλλοι τη γνώμη σου. Η Σκοτία θα είχε γλιτώσει από πολλούς μπελάδες, κι εσύ δε θα είχε χρειαστεί να κάνεις αυτό το ταξίδι». Και δε θα είχε γνωρίσει τον Κάλεμ Μανρό. Δεν ήξερε τι συμπέρασμα να βγάλει με αυτή τη σκέψη. Είχαν φτάσει στο Ντάντινγκστον. Το χωριουδάκι απλωνόταν δίπλα σε μια μικρή λίμνη, με την εκκλησία χτισμένη στο ακρωτήρι, σχεδόν μέσα στο νερό. Ήταν πολύ όμορφα και ήρεμα στη ζεστασιά του απογεύματος, ενώ τα χρώματα των δέντρων αντανακλώνταν στα ήρεμα νερά. «Οι άντρες του Τσάρλι στρατοπέδευσαν εδώ πριν από τη μάχη του Πρέστονπανς», είπε ο Κάλεμ.
«Είναι τόσο παράξενο να σκέφτομαι ότι ο Γκιγιόμ μπορεί να έχει περάσει από δω. Είναι, επίσης, τόσο ήσυχα, όχι ένα μέρος για στρατό». «Πεινάς; Υπάρχει ένα πανδοχείο εδώ κοντά, το Σιπ Χάιντ. Σερβίρουν ψωμί και τυρί, αν σε ενδιαφέρει». «Θα μου άρεσε πολύ. Πεθαίνω της πείνας», είπε η Μ αντλέν μ’ ένα χαμόγελο. * Το πανδοχείο ήταν ένα απλό πέτρινο κτίσμα με αλέα στη μια πλευρά. Ήταν ήσυχο, οι ντόπιοι βρίσκονταν όλοι στη δουλειά, έτσι είχαν το καπηλειό στη διάθεσή τους. «Πες μου περισσότερα για τη ζωή σου στη Βρετάνη», είπε ο Κάλεμ όταν κάθισαν. Η Μ αντλέν ήπιε μια αναζωογονητική γουλιά μπίρα για να καταπιεί πιο εύκολα το κριτσανιστό ψωμί που μασουλούσε. «Είναι πολύ διαφορετικά από εδώ. Ο αέρας μυρίζει έντονα θάλασσα, σαν να έχει βαρύνει από την αλμύρα. Η οικογένειά μου έχει κτήματα κοντά
στο Ροσκόφ. Καλλιεργούμε σιτάρι και αγκινάρες. Όμως η μεγαλύτερη παραγωγή μας είναι τα μήλα, από τα οποία φτιάχνουμε μηλίτη και υδρόμελι. Επίσης έχουμε αγελάδες για την παραγωγή βουτύρου και τυριού τόσο κρεμώδους και απαλού –όχι σαν αυτό εδώ, που πιστεύω πως είναι πρόβειο–, και φυσικά πολλοί από τους ανθρώπους του πατέρα μου είναι και ψαράδες πέρα από αγρότες. Τις περισσότερες μέρες ιππεύω μαζί του επιβλέποντας τις εργασίες, και επίσης ελέγχω τα οικονομικά και διευθύνω το γαλακτοκομείο». Ο Κάλεμ χαμογέλασε. «Είσαι πραγματικά ένα κορίτσι της υπαίθρου». «Δεν μπορώ να φανταστώ μια ζωή στην πόλη. Ή να μαραζώνω σαν μια κυρία της μόδας, χωρίς να κάνω τίποτα όλη τη μέρα πέρα από το να κεντάω και να κουτσομπολεύω. Τα οποία, τώρα που το σκέφτομαι, είναι πολύ παραπλήσιες ασχολίες, καθώς η μία αφορά την ύφανση κεντημάτων και η άλλη
την εξύφανση της αλήθειας». Ο Κάλεμ γέλασε. «Σίγουρα έχεις πνεύμα που κεντάει». Ήπιε μια μεγάλη γουλιά μπίρα. «Σε πολλά πράγματα η Βρετάνη ακούγεται πολύ σαν το σπίτι μου». «Μ ίλησέ μου λίγο γι’ αυτό. Ξέρεις τόσα για μένα, και ωστόσο μοιράζεσαι πολύ λίγα για τον εαυτό σου. Δεν είναι καθόλου δίκαιο». Κράτησε τον τόνο της φωνής της περιπαιχτικό και πρόσεξε να μη δείξει υπερβολικό ενδιαφέρον, όμως ήταν αποφασισμένη να ικανοποιήσει την περιέργειά της. «Κατάγομαι από ένα μέρος που λέγεται Έριν Μ ουρ και βρίσκεται στη βόρεια Σκοτία, στα Χάιλαντς, βορειοδυτικά από εδώ. Η οικογένειά μου διατηρεί επίσης μια μεγάλη ιδιοκτησία με κτήματα και υποστατικά που τα νοικιάζει. Βρισκόμαστε κι εμείς κοντά στην ακτή, επομένως οι περισσότεροι ψαρεύουν, ενώ παράλληλα καλλιεργούν τη γη». «Τι παράγετε;» «Βρόμη, κριθάρι, γογγύλια, πατάτες, λάχανα. Οι χειμώνες στα
Χάιλαντς μπορεί να είναι ατέλειωτοι και άγριοι, ενώ το έδαφος δεν έχει βάθος, ούτε που πλησιάζει καν τη γονιμότητα του δικού σας. Όμως τα ψάρια –βάζω στοίχημα ότι έχουν καλύτερη γεύση από αυτά που έχεις συνηθίσει». «Είναι πανέμορφα σ’ αυτό το Έριν... πώς το είπες;» «Έριν Μ ουρ. Είναι πολύ όμορφα. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει πιο ωραίο μέρος πάνω στη γη, όμως είμαι προκατειλημμένος. Είναι περιτριγυρισμένο από βουνά που το καλοκαίρι με τα ρείκια φαίνονται μωβ. Έπειτα, το φθινόπωρο, όταν ο καιρός αλλάζει, παίρνουν όλες τις αποχρώσεις του καφέ, όσες μπορείς να φανταστείς –χρυσά και κεχριμπαρένια όταν ο ήλιος ανατέλλει, πυρρόξανθα και καστανά στο ηλιοβασίλεμα. Και το χειμώνα, που οι κορυφές τους είναι λευκές από το χιόνι και τον πάγο, αστράφτουν σαν διαμάντια. Η γη μας εκτείνεται στο απάγκιο που σχηματίζουν τα βουνά, με βοσκοτόπια για τα πρόβατα στις χαμηλότερες πλαγιές, αγροκτήματα και χωράφια στα
πεδινά, που απλώνονται για να συναντήσουν τη θάλασσα. Έχουμε παραλίες με την πιο λευκή άμμο και υπάρχουν πολλά νησάκια κοντά στην ενδοχώρα όπου το νερό τραβιέται στην άμπωτη και μπορείς να πιάσεις τα μεγαλύτερα καβούρια που έχεις δει ποτέ στη ζωή σου». Σταμάτησε να μιλάει, κοιτάζοντας πέρα μακριά μ’ ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του. «Όταν ήμουν μικρή μας άρεσε να κυνηγάμε τα καβούρια στην παραλία». Ο Κάλεμ έβγαλε με κόπο την πατρίδα του από το μυαλό του και επέστρεψε στο σκοτεινό, καπνισμένο πανδοχείο και στη μαγευτική γυναίκα που τον κοιτούσε από την άλλη άκρη του φθαρμένου ξύλινου τραπεζιού. «Κι εμείς το κάναμε αυτό, εγώ και ο φίλος μου ο Άλασντερ». «Δε σου λείπει;» Ήταν έτοιμος ν’ ανασηκώσει τους ώμους, όπως έκανε πάντα όταν του απεύθυναν αυτή την ερώτηση, απωθώντας, λες, το Έριν
Μ ουρ σαν κάτι που ανήκε στο παρελθόν, όμως σταμάτησε. Φυσικά του έλειπε. Ήταν κομμάτι του εαυτού του, ένα κενό στην ύπαρξή του, που τίποτε άλλο δεν μπορούσε να το γεμίσει. «Δεν περνάει μέρα που να μην το σκέφτομαι». Της είχε κάνει την τιμή να την εμπιστευτεί, κι η Μ αντλέν ήταν συγκινημένη, επειδή ήξερε ότι αυτό το μέρος ήταν σπάνιο. «Θα ήθελα πολύ να το έβλεπα». «Θα σου άρεσε. Έχουμε πολλά κοινά εμείς οι Χαϊλάντερ, οι Σκοτσέζοι των Υψιπέδων, κι εσείς οι Βρετόνοι. Είμαστε όλοι Κέλτες, στο κάτω κάτω». «Κι επίσης, εγώ κι εσύ είμαστε και οι δύο αγρότες στην καρδιά». «Αυτό ήθελε να με κάνει να πιστέψω η μητέρα μου. Κατά τη γνώμη της, κανένας δεν μπορεί να διευθύνει το Έριν Μ ουρ πέρα από εμένα, τώρα που η υγεία του πατέρα μου έχει φθαρεί. Μ ίσθωσε έναν επιστάτη για να αναλάβει τη διαχείριση, αλλά είναι σίγουρη ότι η γη πρόκειται να μαραζώσει και να
καταστραφεί, εκτός αν την επιβλέπει ένας γνήσιος Μ ανρό». «Όμως αυτό είναι αλήθεια, Κάλεμ, η μητέρα σου έχει δίκιο», είπε ενθουσιασμένη η Μ αντλέν. «Όταν έχεις γεννηθεί γι’ αυτό, νιώθεις την έλξη, τη συγγένεια που κανένας άλλος δεν μπορεί να νιώσει. Γιατί μένεις εδώ, στο Εδιμβούργο, τη στιγμή που σε χρειάζονται στο σπίτι σου;» ρώτησε αναθαρρώντας. «Μ όνος σου είπες ότι δε σε κρατάει τίποτα εδώ. Από τι προσπαθείς να ξεφύγεις;» «Να ξεφύγω;» Την κοίταξε έντονα και για πολλή ώρα. Τα συναισθήματα εναλλάσσονταν στο πρόσωπό του. Θυμός. Θλίψη. Πικρία. Παραίτηση. «Δεν προσπαθώ να ξεφύγω. Δε γίνεται να γυρίσω σπίτι, αυτό είναι όλο. Δεν έχω πια το δικαίωμα». Η αγωνία που καθρεφτιζόταν στην έκφρασή του της δημιούργησε την επιθυμία να τον αγκαλιάσει. Όμως ήξερε ενστικτωδώς ότι εκείνος θα ερμήνευε κάθε παρόμοια χειρονομία σαν οίκτο. Δεν ήταν ο τύπος του άντρα που θα άφηνε την καρδιά του σε κοινή θέα. Τον
είχε περάσει για πλούσιο γόη, που είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Γόης ήταν, και μάλιστα ικανός να ξελογιάσει μια γυναίκα, όμως δεν ήταν ένας άντρας χωρίς αξίες και τιμή. Ήταν ένας άντρας που αυτά του τα είχαν στερήσει. Υπήρχε μια μικρή ουλή κάτω από το αριστερό φρύδι του, που η Μ αντλέν δεν είχε προσέξει προηγουμένως. «Πώς το έπαθες αυτό;» ρώτησε, αγγίζοντας με το δάχτυλό της την ανεπαίσθητη ζάρα του επουλωμένου δέρματος. Η επαφή καταπράυνε κάπως την ανάγκη της να τον παρηγορήσει. «Παιδικό τραύμα. Βρέθηκα στην τροχιά ενός τόξου σ’ ένα κυνήγι όταν ήμουν οχτώ ή εννιά χρονών. Ήταν δικό μου λάθος, επειδή δεν πρόσεχα. Ο πόνος από το τόξο δεν ήταν τίποτα, πίστεψέ με, συγκρινόμενος με το ξύλο που έφαγα μετά από τον πατέρα μου». «Ο πατέρας σου σε έδειρε;» Ο Κάλεμ ανασήκωσε τους ώμους. «Μ ε προειδοποίησε να μείνω πίσω, όμως δεν τον άκουσα.
Λαβώθηκα εξαιτίας της βλακείας μου κι έφαγα ξύλο εξαιτίας της ανυπακοής μου. Ο πατέρας μου είναι λίαρντ, μεγάλος γαιοκτήμονας. Περιμένει να τον υπακούν μόνιμα, σε όλα». «Ακριβώς όπως κι εσύ», είπε η Μ αντλέν, απαλύνοντας τα λόγια της μ’ ένα χαμόγελο. Ο Κάλεμ σηκώθηκε όρθιος. «Καλά θα κάνεις να το θυμάσαι αυτό». * Πήραν το δρόμο της επιστροφής μες στη σιωπή, αν και δεν ήταν μια σιωπή άβολη. Καθώς πλησίαζαν τα τείχη της πόλης και τους πολυσύχναστους δρόμους, οι περισσότεροι τώρα έφευγαν από το Εδιμβούργο, η σιωπή έγινε πιο βαριά και η Μ αντλέν άρχισε ν’ αναρωτιέται αν η λαίδη Ντράμοντ της είχε αφήσει κάποιο μήνυμα. Όταν όμως γύρισαν στα δωμάτιά του, απογοητεύτηκε διπλά. Η λαίδη δεν είχε επικοινωνήσει και ο Κάλεμ ανακοίνωσε ότι θα έτρωγε βραδινό έξω. Η αλήθεια ήταν ότι δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του αν έμενε μόνος μαζί της. Όμως, μη γνωρίζοντας αυτή την παράμετρο, η
Μ αντλέν επέλεξε να νιώσει προσβεβλημένη και, κατά συνέπεια, ήταν απόμακρη σε σημείο αγένειας όταν εκείνος έφυγε ντυμένος επίσημα. Πέρασε μερικές μοναχικές ώρες, τρώγοντας ζωμό από αρνί και βραστό κουνέλι από τα χέρια της κυρίας Μ ακφάρλαν και ξεφυλλίζοντας ένα φθαρμένο βιβλίο ποίησης που βρήκε στο πάτωμα, δίπλα στη συνηθισμένη θέση του Κάλεμ. Παρ’ όλο που η μεγάλη βόλτα θα έπρεπε να της είχε ανοίξει την όρεξη, και παρά το γεγονός ότι το φαγητό της κυρίας Μ ακφάρλαν μύριζε υπέροχα, η Μ αντλέν δεν μπόρεσε να το τιμήσει δεόντως. Αποσύρθηκε νωρίς και έμεινε ξαπλωμένη για ώρες ατέλειωτες, ή τουλάχιστον έτσι της φάνηκε, μέσα στο σκοτάδι προσπαθώντας να σχεδιάσει τα επόμενα βήματά της. Στην πραγματικότητα, περίμενε με αγωνία ν’ ακούσει τον ήχο του κλειδιού στην κλειδαριά. Άραγε τι να έκανε εκείνος; Με ποιους να ήταν; Τα παράλογα συναισθήματά της την είχαν καταλάβει εξαπίνης. Τι λόγο είχε να ζηλεύει, όταν αυτός δεν της ήταν τίποτα;
Κανένα λόγο, και κανένα δικαίωμα, όμως η ίδια υπερηφανευόταν για την ειλικρίνειά της. Ζήλευε, παρ’ όλα αυτά. Δεν μπορούσε να το καταλάβει. Η ζήλια, δηλαδή, πήγαινε χέρι χέρι με τα άλλα συναισθήματα που ο Κάλεμ είχε ξυπνήσει μέσα της σήμερα το απόγευμα; Σαρκικές επιθυμίες που δεν ήξερε καν ότι μπορούσε να έχει. Επιθυμίες που, από τη στιγμή που είχαν αφυπνισθεί, δε θα την άφηναν σε ησυχία. Το σώμα της φαινόταν να έχει αποκτήσει μια δική του, ξεχωριστή βούληση. Μ ια βούληση που, όπως η Μ αντλέν κατάφερε σχεδόν να πείσει τον εαυτό της, δεν είχε καμία σχέση με την ίδια. Τώρα την αποσπούσε, πιέζοντάς τη να θυμηθεί το σημερινό απόγευμα, να αναρωτηθεί πώς θα ήταν αν ο Κάλεμ δεν είχε βάλει ένα φρένο. Ενώ ήξερε πως ό,τι κι αν φανταζόταν δε θα είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Σκέψεις που μπορούσαν να την ξεμυαλίσουν. Η Μ αντλέν προσπάθησε να ανακαλέσει στη μνήμη της
την αδύνατη φιγούρα του Γκιγιόμ, αλλά ήταν σαν να επιχειρούσε να αντικαταστήσει τη σάρκα και τα οστά με καπνούς και καθρέφτες. Παρ’ ότι ο Γκιγιόμ της είχε κρατήσει το χέρι χιλιάδες φορές, παρ’ ότι είχε κολυμπήσει μαζί του, είχε χορέψει μαζί του, είχε ιππεύσει στο πλευρό του σχεδόν κάθε μέρα της ζωής της, ήταν λες και όλες οι αναμνήσεις από το άγγιγμά του, τη μυρωδιά του, την όψη του, να είχαν ξεθωριάσει. Το πρόσωπο του Κάλεμ κατέκλυσε ξανά το νου της. Δε δυσκολεύτηκε καθόλου να θυμηθεί την ιδιαίτερη μυρωδιά του, το περίγραμμα του σώματός του, την αίσθηση του δέρματός του πάνω στο δικό της. Την αίσθηση του σώματός της πάνω στο δικό του. Δε σήμαινε τίποτα. Αλλά ακόμα κι έτσι, η απογοήτευση και η επιθυμία την κράτησαν ξύπνια, να στριφογυρίζει και να τινάζεται πάνω στο άβολο στρώμα, μέχρι που αυτό άρχισε να θυμίζει αναμμένα κάρβουνα. Τελικά, διέκρινε το γρήγορο, ανάλαφρο βήμα του Κάλεμ στη
σκάλα του στενού δρόμου και τέντωσε τα αυτιά της για ν’ ακούσει καθώς γύριζε το κλειδί του στην κλειδαριά κι έκλεινε προσεκτικά τη βαριά πόρτα. Σταμάτησε στο διάδρομο έξω από το δωμάτιό της. Η Μ αντλέν τον άκουσε ν’ αναστενάζει. Άκουσε την πόρτα του δικού του δωματίου ν’ ανοίγει και να κλείνει. Απαλά. Δεν είχε μεθύσει σήμερα. Οι πνιχτοί ήχοι που έβγαζε καθώς γδυνόταν και οι ζωηρές εικόνες που έφτιαχνε στο μυαλό της απέκλεισαν κάθε πιθανότητα ύπνου. Έμεινε ξαπλωμένη μέσα στη σιγαλιά της νύχτας, ακούγοντας τους ίδιους της τους αναστεναγμούς, ανίκανη να σταματήσει να τον φαντάζεται ξαπλωμένο γυμνό από την άλλη μεριά του τοίχου. *** Ο Κάλεμ ήταν πράγματι γυμνός, ξαπλωμένος μπρούμυτα, με το μαξιλάρι τραβηγμένο κάτω από το πιγούνι του, ενώ το σεληνόφως έπεφτε στις ωμοπλάτες του κι από εκεί φώτιζε τη ραχοκοκαλιά, τους
σφιχτούς γλουτούς και τα μυώδη πόδια του. Οποιοσδήποτε τον έβλεπε δε θα είχε άδικο αν σκεφτόταν ότι ένα άγαλμα της κλασικής εποχής ήταν ξαπλωμένο στα σκεπάσματα, σε όλο το λείο, ρωμαλέο και λαξεμένο μεγαλείο του. Ο ίδιος, ωστόσο, αγνοούσε εντελώς την εικόνα που παρουσίαζε. Στην προσπάθειά του να βρει έναν περισπασμό, πήγε να παίξει χαρτιά με μια παρέα φίλων, όμως το μυαλό του δεν ήταν στο παιχνίδι. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η Μ αντλέν. Η Μ αντλέν ξαπλωμένη στο γρασίδι από κάτω του. Το αφηρημένο βλέμμα της όταν του μιλούσε για το σπίτι της. Το στόμα της. Τα στήθη της. Το γέλιο της. Του άρεσε ο τρόπος που έβαζε το χέρι της στο δικό του. Του άρεσε ο τρόπος που το σώμα της εφάρμοζε τόσο άνετα στο πλευρό του. Ανίκανος να συγκεντρωθεί σε οτιδήποτε άλλο, είχε τουλάχιστον τη σύνεση να παρατήσει τα χαρτιά προτού χάσει περισσότερα. Ούτε το ουίσκι δεν αποτελούσε πια
θέλγητρο. Όμως χωρίς αυτό έβλεπε όνειρα. Από τι προσπαθείς να ξεφύγεις; Ήταν ένα πλασματάκι πολύ παρατηρητικό αυτή η Μ αντλέν Λαφαγιέτ. Η ικανότητά της να βλέπει μέσα του ήταν ανησυχητική. Όταν της περιέγραφε το Έριν Μ ουρ, θυμήθηκε πόσο του έλειπε το σπίτι του. Η κατήφεια έπεσε στους ώμους του σαν βαρύς μανδύας. Ποιος ήταν αυτός που θα έκανε κηρύγματα περί ευτυχίας σε οποιονδήποτε; Αυτός, που ο μόνος σκοπός της ζωής του ετούτες τις μέρες φαινόταν να είναι η αποφυγή του πόνου. Αυτός, για τον οποίο η ευτυχία ήταν πια κάτι άπιαστο. Δεν είχε το δικαίωμα στην ευτυχία, όπως δεν είχε και το δικαίωμα να επιστρέψει στην πατρίδα του. Έκλεισε τα μάτια και σκεπάστηκε με το σεντόνι, προσπαθώντας να βρει λίγη ανάπαυση. Όμως ήταν σχεδόν σίγουρος ότι δε θα τα κατάφερνε.
* Ξύπνησε το επόμενο πρωί νιώθοντας ότι του είχαν γεμίσει το κεφάλι με βαμβάκι. Όταν τελικά ντύθηκε και μπήκε στην αίθουσα υποδοχής, τη βρήκε να κάθεται ήδη στο τραπέζι με την κανάτα του καφέ μπροστά της, μοιάζοντας σαν να βρισκόταν στο σπίτι της. Καθώς τον καλημέριζε δίνοντάς του ένα φλιτζάνι, αναρωτήθηκε ξαφνικά πώς θα ήταν αν έβλεπε τη Μ αντλέν έτσι κάθε πρωί. Εκνευρισμένος με τον εαυτό του, απόδιωξε τη σκέψη και κάθισε απέναντί της. Όμως, διάολε, η αλήθεια ήταν πως τον είχε κάνει να συνειδητοποιήσει ότι ένιωθε μόνος και ότι νοσταλγούσε το σπίτι του. «Έχω πράγματα να κάνω σήμερα. Θα λείπω σχεδόν όλο το πρωί», είπε απότομα. Είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του. Τον είχε ακούσει να φωνάζει μέσα στη νύχτα –ένα κακό όνειρο. Είχε πάει έξω από την πόρτα του και είχε στήσει αυτί, αναρωτώμενη αν έπρεπε να τον ξυπνήσει, φοβούμενη ότι μπορεί μια τέτοια πρωτοβουλία να συνιστούσε ανεπιθύμητη εισβολή. Τώρα, αντιμέτωπη
με τη ζοφερή του διάθεση, χάρηκε που δεν το είχε κάνει, αν και λαχταρούσε να μάθει τι ήταν αυτό που είχε ξεσηκώσει τόσο βίαια συναισθήματα μέσα του. «Εντάξει», του είπε ανάλαφρα. «Ελπίζω να έχω νέα από τη λαίδη Ντράμοντ. Σκέφτηκα να πάω και να περιμένω την Τζίνι να επιστρέψει από το κάστρο». «Δε θα καταφέρεις ποτέ να βρεις μόνη σου το δρόμο. Η Τζίνι θα επικοινωνήσει αν έχει νέα. Καλύτερα να την περιμένεις εδώ». Ο τόνος του δε σήκωνε αντιρρήσεις. «Αισθάνομαι ότι, δυστυχώς, μπορεί να εκμεταλλεύομαι την ευγένειά σου. Είμαι εξαιρετικά ευγνώμων για τη φιλοξενία, αλλά σου έχω ήδη επιβάλει υπερβολικά την παρουσία μου. Ας ελπίσουμε ότι δε θα κρατήσει για πολύ ακόμα». «Δε μου έχεις επιβάλει τίποτα. Είμαι απλώς κουρασμένος, αυτό είναι όλο». «Δεν κοιμήθηκες καλά;» Τον είχε ακούσει να φωνάζει; Όπως έκανε συχνά όταν δεν ήθελε να απαντήσει, ο Κάλεμ επέλεξε να
αντιπαρέλθει την ερώτηση. «Θα επιστρέψω γύρω στις δύο. Μ πορούμε να συζητήσουμε τα σχέδιά σου τότε». Η Μ αντλέν άφησε με θόρυβο το φλιτζάνι της στο πιατάκι. «Μ ην ανησυχείς για μένα, θα είμαι μια χαρά», είπε περήφανα. «Το ξέρω». Την κοίταξε με νόημα. «Εφόσον μένεις εδώ και κάνεις αυτό που σου λένε». Εφόσον μένεις εδώ και κάνεις αυτό που σου λένε, επανέλαβε η Μ αντλέν, καθώς εκείνος έκλεινε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Τι αλαζονεία! Ο ευχάριστος άντρας της προηγούμενης μέρας είχε κάνει φτερά και τη θέση του είχε πάρει αυτός ο απαγορευτικός ξένος, που ήταν προφανώς αποφασισμένος να κρατήσει μια απόσταση μεταξύ τους. Πολύ καλά! Αυτό, όμως, δε σήμαινε ότι εκείνη έπρεπε να υπακούει σε κάθε διαταγή του. Η Μ αντλέν μιλούσε στον εαυτό της θυμωμένα, καθώς έδενε τις μπότες της και τύλιγε την εσάρπα γύρω από τους ώμους της. «Τι αλαζονεία!» Δε
θα καθόταν εκεί με σταυρωμένα τα χέρια, περιμένοντας την Τζίνι να επικοινωνήσει. Ο Κάλεμ Μ ανρό δεν ήταν ο κύριος και αφέντης της! Έτσι όμως όπως στεκόταν τώρα στην άκρη της αγοράς, βλέποντας τους εμπόρους να φωνάζουν ζωηρά, έπρεπε να παλέψει σκληρά για να μην το βάλει στα πόδια, κάνοντας ακριβώς αυτό που την είχαν διατάξει. Γεμάτη νευρικότητα, ανασήκωσε τις φούστες της για να μη λερωθεί και άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος. Κεφάλαιο 4 Τρεις ώρες αργότερα, η Μ αντλέν επέστρεψε στα δωμάτια του Κάλεμ για να τα βρει άδεια. Ξετύλιγε αυτά που είχε αγοράσει, όταν ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα ανήγγειλε την άφιξη της Τζίνι. «Έχεις νέα;» τη ρώτησε αγχωμένη αφού τη χαιρέτησε μ’ ένα φιλί και την οδήγησε στο καθιστικό. «Ναι. Δεν είναι εδώ ο Κάλεμ;» ρώτησε η Τζίνι, ενώ καθόταν στην άκρη μιας από τις τεράστιες καρέκλες κοντά στο τζάκι.
«Όχι, αλλά θα γυρίσει σύντομα. Ξέχνα τον Κάλεμ, πες μου, σε παρακαλώ, τι είπε η λαίδη Ντράμοντ». «Είναι καλά τα νέα», είπε η Τζίνι μ’ ένα χαμόγελο. Η Μ αντλέν έβγαλε μια μικρή κραυγή ενθουσιασμού και χτύπησε τις παλάμες της. «Ξέρει πού βρίσκεται ο Γκιγιόμ;» «Πρέπει να πας σ’ ένα μέρος που λέγεται Κάστρο Ρουμπόνταχ. Η λαίδη είπε ότι θα σε περιμένουν εκεί, ότι εκείνος θα σε συναντήσει εκεί». «Κάστρο Ρουμπόνταχ; Πού είναι;» «Θεέ και κύριε, δεν ξέρω. Πρέπει να βρίσκεται κάπου στα Χάιλαντς. Είπε ότι ο Κάλεμ θα ξέρει». «Ο Κάλεμ! Πώς ξέρει η λαίδη ότι γνωριζόμαστε;» Η Τζίνι φάνηκε αμήχανη. «Αυτό ήταν δικό μου λάθος. Χτες, μου ζήτησε να της πω περισσότερα για σένα, και αποκάλυψα ότι ήσουν φιλοξενούμενη του Κάλεμ. Τώρα μετανιώνω που το έκανα. Νόμιζα ότι θα βοηθούσε το γεγονός ότι ο Κάλεμ κατάγεται από τα Χάιλαντς, ότι είναι αριστοκράτης, όπως κι
εκείνη. Όμως ήταν τρομερό λάθος». «Γιατί;» «Αποδείχτηκε ότι ο άρχοντας Μ ανρό, ο πατέρας του Κάλεμ, είναι ένθερμος υποστηρικτής του βασιλιά Γεώργιου. Η λαίδη Ντράμοντ σχεδόν έφτυσε όταν είπε τ’ όνομά του. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι δύο οικογένειες είναι παλιοί εχθροί. Πρέπει να σου πω ότι ξαφνιάστηκα πολύ από την αντίδρασή της. Περίμενα ότι ο Κάλεμ θα με είχε προειδοποιήσει. Η λαίδη είπε ότι δε θα εμπιστευόταν έναν Μ ανρό, ακόμα κι αν ήταν ο τελευταίος άντρας πάνω στη γη». Η Μ αντλέν πετάχτηκε όρθια, ενώ τα μάγουλά της κοκκίνισαν από θυμό. «Πώς τολμάει! Ούτε καν ξέρει τον Κάλεμ». «Όχι, φυσικά δεν τον ξέρει, όμως αυτοί από τα Χάιλαντς και τα κλαν τους είναι διαβόητοι για τις έχθρες τους». «Για όνομα του Θεού, τι πιστεύει ότι θα κάνει ο Κάλεμ στον Γκιγιόμ; Ότι θα τον δολοφονήσει;»
«Το πιο πιθανό είναι να πιστεύει ότι θα τον οδηγήσω ενώπιον της δικαιοσύνης, που είναι πάνω κάτω το ίδιο», είπε μια φωνή από το κατώφλι. Οι δυο γυναίκες αναπήδησαν, καθώς ο άντρας για τον οποίο μιλούσαν έμπαινε στο δωμάτιο. «Δε θα έπρεπε να κρυφακούς πίσω από την πόρτα», είπε η Μ αντλέν, ταραγμένη από την ξαφνική του εμφάνιση. «Είναι αγένεια». «Είναι δική μου πόρτα, κι είναι εξίσου αγένεια να μιλάς για τον οικοδεσπότη σου πίσω από την πλάτη του. Δε μου αρέσει να με κουτσομπολεύουν». «Δεν κουτσομπολεύαμε, απλώς... η Τζίνι μου έλεγε...» «Ότι η λαίδη Ντράμοντ δε με εμπιστεύεται. Το άκουσα». «Δε σε ξέρει», είπε η Μ αντλέν, αγριοκοιτάζοντας την Τζίνι. Εκείνη έβγαλε την ποδιά της και ίσιωσε το κάλυμμα του κεφαλιού, ρίχνοντας ένα απολογητικό βλέμμα στον Κάλεμ. «Ποιος νοιάζεται για το τι σκέφτεται αυτή η γριά φαντασμένη; Φεύγω τώρα. Έχω
απλωμένα σεντόνια και φαίνεται ότι θα βρέξει». «Τότε εδώ αποχαιρετιόμαστε, Τζίνι», είπε η Μ αντλέν. «Σ’ ευχαριστώ, είμαι ειλικρινά ευγνώμων για τη βοήθειά σου». «Ω, έλα τώρα, δεν ήταν τίποτα», διαμαρτυρήθηκε η Τζίνι, αν κι έχωσε γρήγορα στην τσέπη το νόμισμα που της πρόσφερε η Μ αντλέν. Η πόρτα έκλεισε απαλά πίσω της. «Λοιπόν, τα νέα είναι καλά, υποθέτω», είπε ο Κάλεμ. Η Μ αντλέν είχε καθίσει ξανά στον πάγκο, αλλά έκανε λάθος, επειδή έπρεπε να στραβολαιμιάσει για να τον κοιτάξει. Φαινόταν κουρασμένος και τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα. Ένιωσε την ανάγκη να του τα στρώσει. Εκείνος ακούμπησε τις φαρδιές ωμοπλάτες του στο πρέκι του τζακιού. «Τι έγινε; Κατάπιες τη γλώσσα σου;» «Κάλεμ, αυτό που είπε η λαίδη Ντράμοντ για την οικογένειά σου, εγώ...»
«Δε θέλω να το συζητήσω» «Όμως...» « Δεν άκουσες τι είπα; » ξέσπασε, ορθώνοντας το σώμα του από πάνω της σαν άγγελος εκδικητής, μ’ έναν τρόπο που την έκανε να ζαρώσει στη θέση της. «Δε θα συζητήσω περισσότερο το θέμα». Παρ’ όλο που η Μ αντλέν τον είχε δει κάποιες στιγμές να θυμώνει, αυτό εδώ ήταν πολύ διαφορετικό. Τον γνώριζε, ωστόσο, αρκετά καλά ώστε να μη σκαλίσει ένα τόσο ολοφάνερα ευαίσθητο ζήτημα, και τον περίμενε, μέσα σε μια γεμάτη νευρικότητα σιωπή, να ηρεμήσει. Κάτι που εκείνος έκανε εκπληκτικά γρήγορα, βηματίζοντας πάνω κάτω στο δωμάτιο προτού ξαναπάρει τη θέση του κόντρα στο τζάκι. «Λοιπόν, τι είπε τελικά η καλή λαίδη Ντράμοντ;» «Ότι πρέπει να πάω σ’ ένα μέρος που λέγεται Κάστρο Ρουμπόνταχ και να περιμένω τον Γκιγιόμ να επικοινωνήσει».
«Επομένως είναι σίγουρα ζωντανός;» Παραδόξως, αυτό το απλό, καίριο γεγονός δεν είχε καταγραφεί στο νου της μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το χαμόγελο της Μ αντλέν άνθισε αργά. «Ναι. Έχεις δίκιο. Ο Γκιγιόμ είναι ζωντανός! Πρέπει να είναι, σωστά; Δεν πιστεύεις ότι πρόκειται για κάποιου είδους σκληρό αστείο; Ή ίσως για παγίδα», ρώτησε με αγωνία. Ο Κάλεμ κάθισε στον πάγκο δίπλα της και την αγκάλιασε από τους ώμους. «Ανεξάρτητα από το τι σκέφτεται η λαίδη Ντράμοντ για μένα, δε νομίζω ότι είναι ο τύπος της γυναίκας που λέει ψέματα. Αν σου μετέφερε ότι εκείνος θα επικοινωνήσει μαζί σου, τότε πρέπει να έχει λόγο να πιστεύει ότι θα το κάνει. Οπότε, ναι, φαίνεται ότι ο Ντε Γκιζ πρέπει να είναι ζωντανός». Η Μ αντλέν έγειρε στο πλευρό του. «Δεν μπορώ να το πιστέψω». Δάκρυα, καυτά δάκρυα ανακούφισης έτρεξαν από τα μάτια της. «Μ ε συγχωρείς. Είναι απλώς τόσο μεγάλο σοκ».
«Το ξέρω». Ο Κάλεμ θυμήθηκε, σαν να ήταν χτες, τη μέρα που ο Ρόρι εμφανίστηκε ξαφνικά στο Χέρονσεϊ. Του το είχαν μηνύσει στο νησί μια ώρα περίπου πριν από την εμφάνισή του, αλλά δεν το είχε πιστέψει. Αν δεν άκουγε τη φωνή του, αν δεν τον άγγιζε με τα ίδια του τα χέρια, δε θα πίστευε ότι ο αδερφός του ήταν πραγματικά ζωντανός. Ήταν μια ευτυχισμένη μέρα. Σχεδόν η τελευταία ευτυχισμένη μέρα που μπορούσε να θυμηθεί. Το πρόσωπο της Μ αντλέν φώλιασε στο στέρνο του. Το μάλλινο ύφασμα του γιλέκου του ήταν τραχύ πάνω στο μάγουλό της. Ήταν τόσο στιβαρός. Μ ύριζε τόσο ωραία. Η Μ αντλέν ένιωσε σαν να ανήκε εκεί –μια πραγματικά πολύ ανόητη σκέψη. Γεμάτη ενοχές, απομακρύνθηκε μαλακά από κοντά του. «Ξέρεις πού βρίσκεται αυτό το Κάστρο Ρουμπόνταχ;» «Κοντά σ’ ένα μέρος που λέγεται Άμπερφοϊλ. Λίγο πιο δυτικά από εδώ, στο Τρόσαχς». «Ω», είπε ανέκφραστα.
«Δε σε διαφώτισα, έτσι; Θα χρειαστείς άλογα. Δε θα μπορέσεις να πας με άμαξα. Δεν υπάρχουν δρόμοι, μόνο μονοπάτια». «Ω», κατάφερε να ξεστομίσει πάλι, προσπαθώντας να μην τρομάξει με την προοπτική. Αγνοώντας τελείως την περιοχή, δεν είχε ακριβώς συλλογιστεί τα πρακτικά του ταξιδιού της. «Έχω συνηθίσει να ιππεύω. Σιχαίνομαι να είμαι κολλημένη σε μια άμαξα», είπε τελικά με γενναιότητα. «Πρόκειται για άγρια ύπαιθρο. Τα βουνά και οι λίμνες είναι οι πιο μικρές ανησυχίες σου. Πιθανότατα θ’ αναγκαστείς να περάσεις μερικές νύχτες έξω. Και με δυσκολία θα βρεις κάποιον να μιλάει αγγλικά. Όλοι χρησιμοποιούν τη σκοτική γαελική διάλεκτο. Θα χαθείς αν δεν έχεις έναν καλό οδηγό». «Έναν καλό οδηγό. Φυσικά». «Κάποιον που να ξέρει τα κατατόπια. Έναν ντόπιο». Καθώς η Μ αντλέν άρχιζε να αμφισβητεί την ικανότητά της να οργανώσει ένα τέτοιο εγχείρημα, της
ήρθε μια ιδέα τόσο αυθάδης, που αναρωτήθηκε αν θα τολμούσε να την προτείνει. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να το ζητήσει, κανένα δικαίωμα να έχει προσδοκίες, εκτός... σίγουρα εκείνος θα καταλάβαινε ότι ήταν η τέλεια λύση. Ξερόβηξε νευρικά. «Κάλεμ, δεν πιστεύω να... όχι, δεν έχει σημασία». Έπλεξε τα δάχτυλά της πάνω στην ποδιά της, προσπαθώντας να συγκεντρώσει το κουράγιο της, αμφιβάλλοντας αν ήταν συνετό. «Τι τρέχει; Δε σου ταιριάζει να είσαι τόσο σιωπηλή». Η Μ αντλέν δεν μπορούσε να το αποφύγει, η ιδέα ήταν τόσο τέλεια. Ένα χαμόγελο ενθουσιασμού απλώθηκε στο πρόσωπό της, παρά τις έντονες προσπάθειες που κατέβαλε για να το συγκρατήσει. «Ω Κάλεμ, θα το έκανες;» «Να έκανα τι... Περιμένεις από μένα να σε συνοδεύσω;» Την κοίταξε με δυσπιστία. Το χαμόγελο της Μ αντλέν μαράζωσε, σαν σταφύλι κάτω από το αδυσώπητο βλέμμα του ήλιου.
«Σκέφτηκα... Ναι». Το στόμα του έγινε μια λεπτή γραμμή. «Αποκλείεται. Δεν μπορώ να επιστρέψω στα Χάιλαντς. Σου το είπα αυτό». «Ναι, αλλά δε μου έδωσες ένα λόγο». «Τι, πιστεύεις ότι τώρα είμαι υποχρεωμένος να σου δίνω και λογαριασμό; Πώς τολμάς; Εσύ, μια κοπελίτσα που κατευθύνεται προς την ίδια της την καταστροφή, ζητάς από εμένα εξηγήσεις; Έχω λόγους. Πολύ καλούς λόγους. Αλλά αφορούν εμένα και κανέναν άλλο». Ο θυμός του την τρόμαξε, μα η αποστολή που είχε μπροστά της ήταν ακόμα πιο τρομακτική. Επιπλέον, η Μ αντλέν είχε φτάσει γρήγορα στο συμπέρασμα ότι, όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι που απέφευγε τα Χάιλαντς, ο Κάλεμ έπρεπε να πιεστεί να τους αντιμετωπίσει. Ήταν αυτή η σκέψη που της έδωσε τη δύναμη να τον προκαλέσει. «Είσαι ένας υποκριτής, Κάλεμ Μ ανρό», του πέταξε. «Φαίνεσαι τόσο
σίγουρος για το δικό μου καλό, αλλά είσαι πεπεισμένος ότι μόνο εσύ γνωρίζεις ποιο είναι το δικό σου! Πώς μπορείς να μου μιλάς για ευτυχία, όταν είναι ολοφάνερο πως είσαι δυστυχισμένος; Σε ρώτησα χτες από τι προσπαθείς να ξεφύγεις, και δε μου απάντησες. Γιατί όχι; Εκτός από δυστυχισμένος, είσαι και φοβισμένος;» Ο Κάλεμ χλόμιασε, κι η Μ αντλέν δεν ήξερε αν ήταν από θυμό ή από κάποιο βαθύτερο συναίσθημα. Κράτησε την ανάσα της, πασχίζοντας να μην πάρει πίσω τα λόγια της. Τον είχε πληγώσει, και δεν είχε τέτοια πρόθεση. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον κινητοποιήσει. Ακόμα και τη στιγμή που το σκεφτόταν, ήξερε ότι ήταν άδικο εκ μέρους της· εγωιστικό, ίσως, γιατί δεν τον ήθελε στο πλευρό της μονάχα για οδηγό, αλλά γιατί δεν ήταν ακόμα έτοιμη να πει αντίο. «Συγνώμη», ψιθύρισε μετανιωμένη, ενώ η τρεμάμενη φωνή της διέκοπτε τη σιωπή που απειλούσε να τη συντρίψει. «Έχεις απόλυτο δίκιο, δε με αφορά. Δεν έπρεπε να σου ζητήσω τέτοιο πράγμα, ειδικά αφού
έχεις ξεκαθαρίσει τι νιώθεις για το θέμα αυτό». Ο τόνος της φωνής της, περισσότερο από τα λόγια της, διέλυσε την ένταση. Ο Κάλεμ συνειδητοποίησε ότι οι γροθιές του ήταν σφιγμένες –τόσο κοντά στην ουσία είχαν φτάσει οι κατηγορίες της. Υπερβολικά οξύνους η μαντμουαζέλ Λαφαγιέτ. Σίγουρα δεν του άρεσε αυτό. «Γιατί σκέφτεσαι καν ένα τόσο δύσκολο ταξίδι; Γιατί πρέπει να βρεις τον Ντε Γκιζ, τη στιγμή που είναι ολοφάνερο πως ο ίδιος δεν έχει καμία επιθυμία να βρεθεί;» τη ρώτησε, σκληραίνοντας τη στάση του από την ανάγκη του να βάλει τις σκέψεις της σε άλλη τροχιά. Το πρόσωπο της Μ αντλέν συσπάστηκε. «Ξέρεις γιατί. Δεν πρόκειται απλώς για τον αρραβώνα μας, πρόκειται για τη γη του Γκιγιόμ. Το Λα Ρος είναι η κληρονομιά του. Δεν αντέχω να δω να του το παίρνουν». Ο πόνος που άκουσε στη φωνή της τον έκανε να νιώσει σαν τέρας.
«Τα Χάιλαντς μπορούν να γίνουν πολύ αφιλόξενα για έναν ξένο. Δε θέλω να πάθεις κανένα κακό», είπε απαλά. «Τότε θα μισθώσω έναν οδηγό, όπως πρότεινες». «Είσαι μια απονήρευτη ξένη. Πώς θα καταλάβαινες ποιον να εμπιστευτείς;» «Εμπιστεύτηκα εσένα, έτσι δεν είναι; Μ ου λες ότι αυτό ήταν λάθος;» Αγριοκοίταξαν ο ένας τον άλλο μέσα σε σιωπή. Ο Κάλεμ έπαιξε τα δάχτυλά του στο μπράτσο της καρέκλας. «Θα στείλουμε έναν αγγελιοφόρο εκ μέρους σου στο Κάστρο Ρουμπόνταχ, μ’ ένα γράμμα που θα ζητάει από τον Γκιγιόμ να έρθει εκείνος εδώ». «Όχι, πρέπει να πάω εγώ. Η λαίδη Ντράμοντ είπε...» «Η λαίδη Ντράμοντ δεν είναι εδώ. Είσαι στο σπίτι μου, και θα κάνεις αυτό που σου λέω εγώ». Από τον τρόπο που έσφιξε το σαγόνι του, η Μ αντλέν κατάλαβε ότι ο Κάλεμ έχανε γρήγορα την
υπομονή του, όμως οι λέξεις βγήκαν από το στόμα της πριν προλάβει να τις μαζέψει. «Δε δέχομαι διαταγές από εσένα, λοχαγέ Μανρό». Ο Κάλεμ έκανε ένα γρήγορο βήμα προς το μέρος της και σταμάτησε απότομα. « Μη με αποκαλείς έτσι! Θα κάνεις αυτό που σε διέταξαν!» Παίρνοντας βαθιά ανάσα, προσπάθησε, χωρίς απόλυτη επιτυχία, να υιοθετήσει έναν πιο διαλλακτικό τόνο. «Είναι για το καλύτερο, Μ αντλέν, εδώ θα είσαι πολύ πιο ασφαλής, εδώ όπου μπορώ να σε προσέχω». Η επιθυμία να φτάσει στην καρδιά του ζητήματος την έκανε τολμηρή. «Μ πορείς να με προσέχεις αν έρθεις μαζί μου στο Κάστρο Ρουμπόνταχ. Γιατί δεν έρχεσαι; Σε παρακαλώ, γιατί δε μου λες; Είσαι άντρας με τιμή, το ξέρω, δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχεις κάνει οτιδήποτε τρομερό». «Δε θα καταλάβαινες», απάντησε ξερά. «Τότε, εξήγησέ μου».
Η κούραση τον κατέκλυσε. «Είναι πολύ θλιβερή και άσχημη ιστορία για να λερώσω μ’ αυτή τ’ αυτιά σου, και, τέλος πάντων, έχουμε φύγει πολύ από το θέμα μας. Πίστεψέ με, θα είναι καλύτερα αν κάνεις αυτό που προτείνω. Γράψε στον Ντε Γκιζ, ζήτα του να έρθει εδώ. Υποσχέθηκα στον αδερφό της Τζίνι μερικά επιπλέον μαθήματα. Όταν επιστρέψω, θα κανονίσω κάποιος να μεταφέρει το γράμμα σου βόρεια». Είχε εκείνη την αυστηρή έκφραση που την πληροφόρησε πως είχε πάρει την απόφασή του. Η Μ αντλέν ήξερε ότι ήταν μάταιο να διαφωνήσει, αν και ήταν βέβαιη ότι ο Κάλεμ έκανε λάθος. Εκείνη έπρεπε να πάει στον Γκιγιόμ. Η λαίδη Ντράμοντ ήταν κατηγορηματική σ’ αυτό. Και ενώ ήταν απρόθυμη να οδηγήσει τη γνωριμία τους σ’ ένα πρόωρο τέλος, σκέφτηκε ότι μάλλον ήταν καλύτερα να απομακρυνθεί από την παρουσία του. Την τάραζε. Οδηγούσε τις σκέψεις της σε επικίνδυνο μονοπάτι. Πόσο επικίνδυνο
ήταν, δεν ήθελε να το ανακαλύψει. «Ίσως έχεις δίκιο», είπε πειθήνια, αν και απεχθανόταν που τον εξαπατούσε. Ο Κάλεμ φάνηκε ανακουφισμένος. «Ωραία, χαίρομαι που τελικά έβαλες μυαλό. Θα σε δω σε λιγάκι». Δε θα την έβλεπε, αλλά δεν το ήξερε. Καλύτερα να ξεμπέρδευε γρήγορα. Καλύτερα να μην το σκεφτόταν. Ξεροκατάπιε. «Κάλεμ;» Εκείνος σταμάτησε στο κατώφλι της πόρτας. «Σ’ ευχαριστώ για... όλα. Συγνώμη που παραφέρθηκα». «Ξέχνα το. Θα γυρίσω σύντομα», είπε κι έφυγε. * Όταν έμεινε μόνη της, η Μ αντλέν πάλεψε με την παρόρμηση να σωριαστεί στο κρεβάτι και ν’ αρχίσει να κλαίει. Αντίθετα, ρίχτηκε αμέσως στη δράση, επειδή, αν άφηνε τον εαυτό της να σκεφτεί, υποπτευόταν ότι θα έχανε το κουράγιο της. Έγραψε όχι ένα, αλλά δύο γράμματα. Το πρώτο απευθυνόταν στον πατέρα
της, και τον πληροφορούσε πού βρισκόταν και τι σκόπευε να κάνει. Πίστευε ότι ο Κάλεμ θα το ταχυδρομούσε για λογαριασμό της. Το δεύτερο απευθυνόταν στον ίδιο τον Κάλεμ, και τον ικέτευε να τη συγχωρήσει για την εξαπάτηση, τον ευχαριστούσε για τη φιλοξενία, τον εκλιπαρούσε να επιστρέψει στο σπίτι του για να διορθώσει ό,τι ένιωθε πως είχε κάνει λάθος. Ακριβώς τι ήταν αυτό, η Μ αντλέν δεν μπορούσε να φανταστεί, ούτε μπορούσε να πιστέψει πως ήταν ικανός για οτιδήποτε αποτρόπαιο. Ένα δάκρυ έπεσε πάνω στις λέξεις, αφήνοντας μια κηλίδα, αλλά δεν είχε το χρόνο να αντιγράψει το γράμμα. Το δίπλωσε και το άφησε μπροστά από το ρολόι στο πρέκι του τζακιού, όπου εκείνος θα το έβλεπε σίγουρα όταν θα επέστρεφε. Μ ε βαριά καρδιά, φόρεσε τα ρούχα που είχε αγοράσει στο Λούκενμπουθς, δίπλα στο ναό του Σεντ Τζάιλς, νωρίτερα το ίδιο πρωί. Η απλή βαμβακερή καμιζόλα ήταν παρόμοια με τη δική της, μόνο
κατώτερης ποιότητας. Από πάνω έβαλε ένα μεσοφόρι σε απαλή μπλε απόχρωση και μια λίγο πιο κοντή φούστα με μπλε και χρυσές ρίγες. Κράτησε τον κορσέ, τις μπότες και τις κάλτσες της, αλλά άφησε το μανδύα της για κάτι πιο απλό, ένα μπλε μάλλινο πανωφόρι σαν αντρικό γιλέκο, με φαρδιά μανίκια δεμένα πάνω του με κορδόνια. Τα ρούχα της τα τύλιξε με τη βρετονική εσάρπα της και μετά έπιασε το έρισεϊντ, το μακρύ κομμάτι μάλλινου ριγωτού υφάσματος με το οποίο ντύνονταν οι Σκοτσέζες και προσπάθησε να το δέσει πάνω της όπως της είχε δείξει η εμπόρισσα. Πρώτα στερέωσε διπλωμένο το ύφασμα στη φούστα της σαν μπροστέλα και με μια λεπτή δερμάτινη ζώνη το κράτησε στη θέση του. Μ ετά τράβηξε το υπόλοιπο και το πέρασε πάνω από τους ώμους της σαν μανδύα, φροντίζοντας οι πτυχές του να καλύπτουν τους γοφούς της σαν τσέπες. Μ ια πόρπη από κασσίτερο, καρφιτσωμένη στο ύψος του στήθους της, κρατούσε το ρούχο σταθερό, αφήνοντας ελεύθερο στους ώμους αρκετό μαλακό
ύφασμα, ώστε να μπορεί να το τραβήξει στο κεφάλι της σαν κουκούλα, προκειμένου να προστατευτεί από το κρύο και τη βροχή. Η όλη διαδικασία πήρε κάποια ώρα, αλλά η Μ αντλέν έμεινε πολύ ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα. Μ ε την κουκούλα να κρύβει τα προδοτικά ξανθά μαλλιά της, ακόμα και ο πατέρας της θα δυσκολευόταν να την ξεχωρίσει από μια ντόπια Σκοτσέζα. Ήταν ώρα να φύγει. Κάποια στιγμή στο μέλλον ήλπιζε να θυμόταν αυτές τις λίγες μέρες με τρυφερότητα, αλλά προς το παρόν έκλεισε με βαριά καρδιά την πόρτα πίσω της. Δε θα μάθαινε ποτέ αν ο Κάλεμ συμμερίστηκε τη συμβουλή που του είχε δώσει στο γράμμα της. Δε θα ανακάλυπτε, επίσης, ποτέ τις αισθησιακές απολαύσεις που της είχε υποσχεθεί. Ούτε θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της να τις ξανασκεφτεί. Επειδη κάτι τέτοιο θα ήταν το πρώτο βήμα για την αναγνώριση της σπουδαιότητάς τους. Έπρεπε να προσπαθήσει να ξεχάσει. Χωρίς τον Κάλεμ να της αποσπά την προσοχή, αυτό θα ήταν
σίγουρα αρκετά εύκολη υπόθεση. Βγήκε στον απογευματινό ήλιο και κατευθύνθηκε βιαστικά προς την Γκρόσμαρκετ. Είχε κοιτάξει όσο έκανε τα ψώνια της, και γνώριζε ότι η άμαξα για το Φόλκερκ έφευγε από το Γουάιτ Χαρτ σε μισή ώρα. Από εκεί, θα μπορούσε να μισθώσει έναν οδηγό και άλογα. Έτσι ήλπιζε, τουλάχιστον, χωρίς τα σχέδιά της να έχουν φτάσει τόσο μακριά. Μ ε σκυμμένο το κεφάλι και τα μαλλιά καλυμμένα με το έρισεϊντ έτρεχε στους δρόμους του Εδιμβούργου σφίγγοντας στο χέρι το μικρό μπόγο με τα υπάρχοντά της. * Ο Κάλεμ επέστρεψε πιο αργά απ’ όσο είχε υπολογίσει. Κατάλαβε ότι η Μ αντλέν είχε φύγει από τη στιγμή που έκλεισε πίσω του την κύρια πόρτα. Η ιδιαίτερη ησυχία που επικρατούσε την πρόδωσε. Μ πορούσε να διαισθανθεί την απουσία της όπως ένα ζώο νιώθει ότι λείπουν τα νεογνά του. Το βλέμμα του έπεσε αμέσως στο σημείωμα. Τ’ όνομά του ήταν γραμμένο με
κομψά, καλλιγραφικά γράμματα. Καθώς το διάβαζε, τον κυρίευσε η οργή. Το πέταξε στο άδειο τζάκι. Έκανε ένα γύρο στο δωμάτιο. Μ άζεψε το σημείωμα και το ξαναδιάβασε. Το τσαλάκωσε και το εκσφενδόνισε στο παράθυρο. Αγενές, ξεροκέφαλο, ανόητο, άμυαλο κορίτσι, δεν είχε καμία αίσθηση των κινδύνων που επρόκειτο να αντιμετωπίσει. Πώς τόλμησε να τον παρακούσει! Ένα βαρύ κρυστάλλινο ποτήρι θρυμματίστηκε στην εστία, προσφέροντάς του ικανοποίηση. Για όνομα του Θεού, δεν είχε καν ιδέα πού πήγαινε. Δεν ήξερε πώς να μισθώσει έναν οδηγό, ούτε να κρίνει αν ήταν αξιόπιστος. Βρισκόταν στο έλεος κάθε ασυνείδητου δικολάβου και παλιάνθρωπου, που τριγύριζε στους δρόμους και τα στενά αναζητώντας μια τόσο εύκολη λεία! Θα ήταν τυχερή αν κατάφερνε να φτάσει ποτέ στα Χάιλαντς, πολλώ μάλλον να εντοπίσει τον αναθεματισμένο Γκιγιόμ της. Καταραμένοι να είναι κι οι δυο τους!
Ο Κάλεμ μάζεψε ξανά το σημείωμα και το ίσιωσε. Διάβασε το περιεχόμενό του για τρίτη φορά. Είναι το σπίτι σου, εκεί όπου ανήκει η καρδιά σου, κι εκεί όπου ανήκει η καρδιά σου ανήκεις κι εσύ. Οι λέξεις ήταν σαν αλάτι στην πληγή του, όμως δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί την αλήθεια τους. Το Εδιμβούργο δεν ήταν το σπίτι του. Κρυβόταν εκεί. Ωστόσο, αυτό δεν τον εμπόδιζε να θέλει να την κάνει να πληρώσει που τον ανάγκαζε να αντιμετωπίσει μια τόσο άβολη αλήθεια. Το είχε αποφύγει με επιτυχία τόσους μήνες, όμως τώρα που του το είχε πετάξει κατάμουτρα, δε γινόταν να κρυφτεί άλλο. Που να σε πάρει ο διάβολος, Μαντλέν Λαφαγιέτ! Κρατώντας το σημείωμα, ο Κάλεμ σωριάστηκε στην καρέκλα. Όμως τη στιγμή που άπλωνε το χέρι του στην καράφα με το ουίσκι, σταμάτησε. Το ουίσκι ήταν ωραία συντροφιά, αλλά επικίνδυνη. Χρειαζόταν καθαρό μυαλό. *
Μ έχρι να φτάσει η άμαξα στο Φόλκερκ, η Μ αντλέν ένιωθε ιδιαίτερα εξαντλημένη από το ταξίδι. Το μικρό όχημα ήταν γεμάτο κόσμο, κι εκείνη βρέθηκε στριμωγμένη στη λιγδερή ταπετσαρία, δίπλα σ’ ένα σκυθρωπό ιερέα που μουρμούριζε εδάφια από τη χιλιοδιαβασμένη Βίβλο του με δογματικό, μονότονο ύφος, ώσπου το αδύναμο φως της μέρας που έφευγε τον ανάγκασε να σταματήσει. Από την άλλη μεριά δίπλα της, ένας εξαιρετικά μεγαλόσωμος αγρότης, που μύριζε γουρουνίλα, έπιανε περισσότερο χώρο απ’ αυτόν που του αναλογούσε. Καθώς ο ιερέας έψαλλε το οριστικό αμήν του, ξέφυγε από τον αγρότη ένα γρύλισμα, συμπτωματικά ίσως, αλλά ολόιδιο με αυτό που θα έβγαζαν τα ζωντανά του, και αμέσως μετά τον πήρε ο ύπνος. Η επίθεση στ’ αυτιά της Μ αντλέν ανανεώθηκε τότε με μια σειρά από σφυριχτά ροχαλητά, εντυπωσιακής τονικής ποικιλίας και διάρκειας. Οι δρόμοι ανάμεσα στο Εδιμβούργο και το Φόλκερκ έφεραν βαθιά σημάδια τροχών εξαιτίας της
πρόσφατης ξηρασίας, και ο αμαξάς φαινόταν να μην έχει καμία αίσθηση συνέπειας με το πρόγραμμα των δρομολογίων, καθώς σταματούσε για ν’ ανταλλάξει φιλικές κουβέντες με σχεδόν κάθε άλλο περαστικό όχημα. Το κεφάλι της Μ αντλέν πονούσε από το ταρακούνημα, τη φασαρία και το αδιάλειπτο μουρμουρητό του ιερέα, ενώ τα τελευταία δέκα μίλια το άδειο στομάχι της διαμαρτυρόταν. Είχε άπλετο χρόνο να μετανιώσει για τη βιαστική αναχώρησή της και να στενοχωρηθεί για την υποδοχή που θα έβρισκε το σημείωμά της. Άπλετο χρόνο για ν’ αρνηθεί πεισματικά να ενδώσει στην επίμονη ανησυχία ότι οι κατηγορίες του Κάλεμ για τα αισθήματά της –ή την απουσία τους– για τον Γκιγιόμ είχαν κάποια βάση. Άπλετο χρόνο για να υπενθυμίσει στον εαυτό της, με μια βεβαιότητα που εξασθενούσε όσο κάλυπτε κάθε μίλι, ότι, μέχρι ο Κάλεμ να φυτέψει στο μυαλό της το σπόρο της αμφιβολίας, ήταν απολύτως ικανοποιημένη.
Τελικά, εξαντλημένη από τα άκαρπα επιχειρήματά της, εξοργίστηκε με την ίδια της την ανικανότητα να υποστηρίξει τα θεμέλια του μέλλοντός της και έπαψε τελείως να σκέφτεται. Καθώς κατέβαινε με τρεμάμενα πόδια από την άμαξα, όταν επιτέλους σταμάτησαν στη θορυβώδη αυλή του πανδοχείου, το μόνο που είχε στο νου της ήταν το φαγητό και το κρεβάτι της. « Μαντμαζέλ Λαφαγιέτ. Συναντιόμαστε ξανά», είπε μια πολύ γνώριμη φωνή. Πρέπει να είχε παραισθήσεις. Ένας άντρας με παραδοσιακή φορεσιά των Χάιλαντς, που είχε μια απόκοσμη ομοιότητα με τον Κάλεμ, στεκόταν μπροστά της, τεράστιος όσο η ζωή και ακόμα πιο κολασμένα όμορφος. Της κόπηκαν τα γόνατα. Το έδαφος υψώθηκε βιαστικά να τη συναντήσει. Για πρώτη φορά στα είκοσι ένα της χρόνια, η Μ αντλέν λιποθύμησε. * Συνήλθε μέσα σε μια ιδιωτικής χρήσης σάλα του πανδοχείου. Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τριγύρω, τελείως
αποπροσανατολισμένη για μερικές στιγμές. Ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα. Στο τζάκι έκαιγε μια φωτιά. Ένα ζευγάρι μακριά, μυώδη πόδια στέκονταν μπροστά στη φωτιά. Ανοιγόκλεισε τα μάτια. Σήκωσε το βλέμμα. Τα ανοιγόκλεισε ξανά. «Κάλεμ;» Το απαλό γέλιο που ακούστηκε ήταν αναμφίβολα δικό του. «Δε με αναγνώρισες;» Σηκώθηκε όρθια. Ήταν αυτός, ήταν στ’ αλήθεια ο Κάλεμ Μ ανρό, ένας Κάλεμ, όμως, που γνώριζε ελάχιστα –τόσο εκπληκτικά διαφορετικός φαινόταν. Ήταν λες και τα κληρονομικά χαρακτηριστικά του ως Σκοτσέζου γαιοκτήμονα να είχαν αποτυπωθεί στο παρουσιαστικό του. Ένας μανδύας εξουσίας φαινόταν να τον περιβάλλει, ενώ η δύναμη και η ευγενική καταγωγή του ανέβλυζαν από την ίδια του τη στάση, από το αριστοκρατικό προφίλ, ακόμα και από τα ατίθασα, χρυσά μαλλιά του. Η τοπική ενδυμασία φαινόταν να τονίζει το ύψος και τη μυώδη κορμοστασιά του. Φαινόταν, για την ακρίβεια, στα
γεμάτα θαυμασμό μάτια της Μ αντλέν, να έχει σχεδιαστεί ειδικά για τον Κάλεμ Μ ανρό. Φορούσε δύο διαφορετικά ρούχα από το ίδιο ταρτάν, κόκκινο με σκούρο μπλε και χρυσό. Το μακρύ μάλλινο ύφασμα ήταν στερεωμένο στη μέση του με μια μεγάλη δερμάτινη ζώνη. Πάνω στην ασημένια αγκράφα ήταν χαραγμένος ανάγλυφα ο θυρεός των Μ ανρό· η λαβή του ντερκ του, του μακριού φονικού στιλέτου που ήταν χωμένο στη ζώνη του, έφερε γραμμένο στα σκοτικά-γαελικά το ρητό Φοβού τον Κύριο· το κιλτ του έφτανε ακριβώς στα γόνατα, αποκαλύπτοντας τα μακριά, μυώδη πόδια του, που άγγιζαν την τελειότητα μέσα στις μάλλινες κάλτσες. Οι χρυσές τρίχες που φάνηκαν φευγαλέα στο μηρό και ψηλά στις γάμπες του καθώς έκανε μια στροφή και οι πιέτες του κιλτ που κυμάτιζαν προκλητικά με κάθε του κίνηση ταίριαζαν απόλυτα με το πιο σκούρο χρυσό των μαλλιών του. Η Μ αντλέν συνειδητοποίησε ότι από κάτω πρέπει να ήταν γυμνός. Κοίταξε με κόπο ψηλά, από φόβο μήπως το
πρόσωπό της πρόδιδε την έξαψή της. Πάνω από το άσπρο πουκάμισο φορούσε ένα σκούρο μπλε μάλλινο σακάκι αρκετά πιο κοντό από το συνηθισμένο και πάνω από αυτό το δεύτερο κομμάτι της παραδοσιακής ενδυμασίας, κάτι σαν εσάρπα, από το ίδιο ταρτάν, που τις νύχτες προφύλασσε από το κρύο και κατά τη διάρκεια της μέρας στερεωνόταν στον ώμο με μια μακριά ασημένια καρφίτσα χαραγμένη με κέλτικα σύμβολα, την κορυφή της οποίας στόλιζε ένα τεράστιο σμαράγδι. Δε φορούσε το παραδοσιακό σκουφάκι. Τα μαλλιά του, λυτά και ανάκατα, χρυσά και κεχριμπαρένια, έδειχναν κάπως πιο άγρια, έμοιαζαν περισσότερο με χαίτη λιονταριού, η ζωηρή, πλούσια υφή τους συμβόλιζε την καρδιά ενός άντρα. Τα μάτια του φαίνονταν να έχουν πιο σκούρα μπλε απόχρωση, ίδια με το χρώμα του ρούχου που φορούσε. Όλο το παρουσιαστικό του φαινόταν πιο ψηλό, πιο φαρδύ, πιο στιβαρό και άγριο. Η Μ αντλέν δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο, όμως αυτή ήταν η αλήθεια. «Δείχνεις μανιφίκ, είσαι
υπέροχος, αλλά επίσης... δεν ξέρω, είναι σαν να έχεις αλλάξει δέρμα». Δεν έπρεπε να τον εκπλήσσει η παρατηρητικότητά της. Ο Κάλεμ χαμογέλασε, κολακευμένος αλλά θορυβημένος, επειδή είχε κι ο ίδιος επίγνωση της αλλαγής του. Το ύφασμα το είχε υφάνει η μητέρα του. Οι κάλτσες ήταν επίσης δικό της έργο. Παρά την ευγενική καταγωγή της, ήταν προικισμένη κεντήστρα. Το ντερκ ήταν δώρο του πατέρα του στα δέκατα έκτα γενέθλιά του, ενώ η καρφίτσα δώρο της γιαγιάς του από την πλευρά της μητέρας του για τη βάπτισή του. Είχε την αίσθηση ότι φορούσε την κληρονομιά του. Είχε την αίσθηση της επιστροφής στο σπίτι, και ήταν γλυκόπικρη. «Πιστεύεις ότι σταμάτησα να κρύβομαι;» Η Μ αντλέν φάνηκε αμήχανη. «Δεν είπα αυτό». Μ ύριζε μαλλί και δέρμα· ένας γήινος συνδυασμός που υπογράμμιζε την εντύπωση ότι ήταν κι ο ίδιος ένα στοιχείο της φύσης. Στη μέση του είχε στερεωμένο
ένα δερμάτινο πουγκί, κάτι σαν τσέπη, με γούνινο τελείωμα. «Πώς σου φαίνονται τα δικά μου ρούχα;» τον ρώτησε, σε μια προσπάθεια να σκεφτεί κάτι άλλο. «Περνιέμαι για Σκοτσέζα;» «Είναι πολύ ωραία. Σου ταιριάζει απρόσμενα πολύ. Πήγες και τα αγόρασες πίσω από την πλάτη μου, να υποθέσω;» Η Μ αντλέν αποφάσισε να μιμηθεί μια δική του τακτική και να αντιπαρέλθει την ερώτηση. «Τι κάνεις εδώ, Κάλεμ;» Ύστερα από πολλή ενδοσκόπηση, είχε τελικά αναγκαστεί να παραδεχτεί ότι η Μ αντλέν είχε δίκιο. Ήταν υπερβολικά παγιωμένη στο μυαλό του η πεποίθηση ότι τα Χάιλαντς ήταν γι’ αυτόν απαγορευμένη ζώνη. Αλλά τις τελευταίες λίγες μέρες, εκείνη είχε ανοίξει την πόρτα του χώρου μέσα στον οποίο ο Κάλεμ είχε φυλακίσει την περηφάνια και το πνεύμα του. Η φυγή της τον είχε εξαγριώσει, αλλά όταν ηρέμησε ανακάλυψε ότι δεν είχε τη θέληση να τα κρατήσει ξανά
φυλακισμένα. Είχε έρθει η ώρα να κάνει την αρχή για ν’ αντιμετωπίσει τους δαίμονές του. Και μετά ήταν και η Μ αντλέν –τόσο χαριτωμένη με τα ρούχα των γυναικών των Χάιλαντς. Αν αυτός έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, το ίδιο έπρεπε να κάνει κι εκείνη. Μία σου και μία μου. Ήταν τόσο ανόητο αυτό που είχε επιχειρήσει, να πάρει την κατάσταση στα χέρια της και να τον παρακούσει. Ήταν ένα ανήσυχο πλασματάκι, όμως έπρεπε να μάθει ότι η γενναιότητα είχε το τίμημά της. Μ έχρι να ξανασυναντούσε τον Ντε Γκιζ, ο Κάλεμ θα σιγουρευόταν ότι δε θα είχε μείνει στο κεφάλι της καμία σκέψη γάμου μ’ αυτό τον άντρα. Θα βεβαιωνόταν απόλυτα ότι εκείνη θα μάθαινε τη διαφορά ανάμεσα στην αγάπη και το πάθος. Η προοπτική τον έκανε να χαμογελάσει με προσμονή. «Τι είναι τόσο διασκεδαστικό;» Η φωνή της διέκοψε απότομα την ονειροπόλησή του. «Δεν έχεις
απαντήσει στην ερώτησή μου. Ρώτησα τι κάνεις εδώ. Και τώρα που το σκέφτομαι, πώς ήξερες πού να με βρεις;» «Όσο για το πώς θα σ’ έβρισκα, ήταν αρκετά απλό ζήτημα. Έστειλα τον Τζέιμι στην αγορά να κάνει μερικές ερωτήσεις. Δεν περίμενα ακριβώς αυτά τα ρούχα των Χάιλαντς, αλλά οι ξανθές άγνωστες, ειδικά οι όμορφες, αθώες κοπέλες, δεν είναι κάτι πολύ συνηθισμένο. Σε είδαν να επιβιβάζεσαι στην άμαξα για το Φόλκερκ. Ταξιδεύοντας μόνος μου στη ράχη ενός αλόγου, ήταν αρκετά εύκολο να φτάσω πρώτος. Όσο για το λόγο που βρίσκομαι εδώ... νομίζω ότι εγώ θα έπρεπε να σου κάνω αυτή την ερώτηση. Δε σου είπα να περιμένεις; Έχεις ιδέα πόσο ανόητα φέρθηκες;» «Το πώς φέρθηκα δεν είναι δική σου δουλειά». «Μ πορεί να είσαι κοντά στα είκοσι δύο σου χρόνια, όμως παραμένεις μια αφελής, νεαρή γυναίκα, μόνη στη χώρα μου. Κι εκτός αυτού, μια ξένη. Είμαι υπεύθυνος για σένα. Πώς νομίζεις ότι θα ένιωθα αν
πάθαινες κακό; Πίστευες πραγματικά ότι θα σε άφηνα να φύγεις μόνη σου κατ’ αυτό τον τρόπο;» «Ήξερα ότι θα θύμωνες, αλλά ποτέ δε σκέφτηκα ότι θα ερχόσουν ξοπίσω μου. Δεν το έκανα εσκεμμένα για να με ακολουθήσεις –δεν πιστεύεις κάτι τέτοιο, έτσι;» «Όχι», συμφώνησε ο Κάλεμ. «Είσαι ξεροκέφαλη και πεισματάρα, αλλά δε μου φαίνεσαι ο τύπος της γυναίκας που χειρίζεται τους άντρες». «Λυπάμαι που έφυγα χωρίς να σου το πω, αλλά, αν ήρθες μέχρι εδώ για να με πείσεις να γυρίσω πίσω, έχασες το χρόνο σου. Δε θα έρθω μαζί σου». Ο Κάλεμ χαμογέλασε λοξά. «Μ ια παλιά σκοτσέζικη παροιμία λέει, Φύλα την ανάσα σου για να φυσήξεις το χυλό σου. Δηλαδή, μη χάνεις τον καιρό σου με χαμένα επιχειρήματα. Δεν ήρθα για να σε πείσω να γυρίσεις πίσω, ήρθα για να σε συνοδεύσω». «Θα έρθεις μαζί μου;» Μ ε μια κραυγή ευχαρίστησης, πετάχτηκε όρθια και τύλιξε τα χέρια της γύρω
του. Ωστόσο, η ανακούφιση και η ευγνωμοσύνη έδωσαν γρήγορα τη θέση τους σ’ ένα τσίμπημα τύψεων. «Είσαι σίγουρος ότι είναι αυτό που θέλεις να κάνεις; Είμαι ευγνώμων –περισσότερο από ευγνώμων–, αλλά δε θέλω να σε αναγκάσω να έρθεις μαζί μου απλώς επειδή ανησυχείς για την ασφάλειά μου». «Δε με αναγκάζεις, έρχομαι επειδή το θέλω. Θα σε πάω μέχρι το Κάστρο Ρουμπόνταχ, ούτε σπιθαμή παραπέρα. Μ ετά, ο Θεός να τον βοηθήσει, θα είσαι υπό την ευθύνη του Ντε Γκιζ. Το ξεκαθαρίσαμε αυτό;» Εκείνη έγνεψε, χαρούμενη που συμφωνούσε με οποιουσδήποτε όρους, αν αυτοί σήμαιναν ότι θα τη συνόδευε. «Κάτι ακόμα, Μ αντλέν», είπε ο Κάλεμ απαλά. Ακούμπησε το δάχτυλό του κάτω από το πιγούνι της, αναγκάζοντάς τη να κοιτάξει ψηλά και να συναντήσει το βλέμμα του. Αυτό που είδε στα μάτια του
αύξησε τους παλμούς της καρδιάς της: ήταν ένας παράξενος συνδυασμός απειλής και υπόσχεσης. «Δε θα κατηγορηθώ για δειλία. Ούτε από εσένα ούτε από κανέναν. Δε χρειάζεται να σου το αποδείξω αυτό, αλλά θα το κάνω. Και δεν είναι το μόνο πράγμα που θα σου αποδείξω». Το στόμα της ήταν στεγνό. Μ ε κάποιον τρόπο η Μ αντλέν ήξερε ότι εκείνος θα έκανε το έδαφος κάτω από τα πόδια της να σειστεί. «Τι άλλο;» είπε με υπερβολικά στριγκιά φωνή. «Θα σου δείξω τον πραγματικό δρόμο προς την ευτυχία, και αυτόν δε θα τον βρεις στην υπακοή». «Σκέφτεσαι να με κάνεις να σ’ ερωτευτώ», είπε καχύποπτα. «Ω, δε θα πάω τόσο μακριά. Αλλά ξέρω ότι μπορώ να σε κάνω να με ποθήσεις. Αρκετά για να μου δοθείς». «Γιατί πρέπει να αντιμετωπίζεις τον αρραβώνα μου σαν προσωπική πρόκληση; Δε θα τα καταφέρεις, αν και καταλαβαίνω ότι θα πάρεις κι αυτά τα λόγια για πρόκληση. Είμαι δεσμευμένη στον Γκιγιόμ. Αν δεν
είμαι τώρα ερωτευμένη μαζί του –τουλάχιστον, ερωτευμένη όπως το περιγράφεις εσύ–, τότε δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο έρωτας θα ακολουθήσει μόλις παντρευτούμε». Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, στην πραγματικότητα είχε αρχίσει να αμφιβάλλει γι’ αυτό, αλλά τώρα δεν ήταν η ώρα να πει την αλήθεια. Σίγουρα δεν ήταν η ώρα να επιτρέψει στον Κάλεμ Μ ανρό να βρει μια ρωγμή στις άμυνές της. «Θα το δούμε», είπε ο Κάλεμ μ’ ένα απαλό χαμόγελο. Η Μ αντλέν προσπάθησε να βρει μια απάντηση που θα διαπερνούσε την εξοργιστική αυτοπεποίθησή του, αλλά δεν τα κατάφερε. Στο τέλος, απελευθερώθηκε από τη λαβή του κι άφησε να της ξεφύγει το μικρό, συνηθισμένο στους Γάλλους, ανασήκωμα των ώμων. «Ναι, θα το δούμε», είπε. «Και πραγματικά ανυπομονώ», πρόσθεσε ο Κάλεμ, διεκδικώντας τον τελευταίο λόγο, όπως πάντα. «Όμως όχι αυτό το βράδυ», συνέχισε, γυρίζοντας σε πιο πρακτικά ζητήματα. «Πήρα την ελευθερία να
κλείσω προκαταβολικά δύο δωμάτια –μη φοβάσαι, είναι ξεχωριστά– για εμάς. Προτείνω να συζητήσουμε τη διαδρομή μας στο δείπνο και μετά να αποσυρθούμε για ύπνο, μια και θα ξεκινήσουμε νωρίς το πρωί και πρέπει να σιγουρευτούμε ότι θα έχουμε αρκετά τρόφιμα μαζί μας για το ταξίδι». «Το κάνεις να ακούγεται σαν στρατιωτική άσκηση». «Ως αξιωματικός, σου υπενθυμίζω ότι είμαι συνηθισμένος να δίνω εντολές. Και, πρέπει να προσθέσω, είμαι επίσης συνηθισμένος να εκτελούνται κατά γράμμα. Το δείπνο θα σερβιριστεί σε δεκαπέντε λεπτά», είπε ο Κάλεμ, προσπαθώντας να μείνει σοβαρός. Η Μ αντλέν δεν μπορούσε παρά ν’ ανταποκριθεί στην πρόκληση που έκρυβε η φωνή του. Σηκώθηκε, ίσιωσε την πλάτη, στήθηκε με σοβαρότητα σε στάση προσοχής κι έκανε έναν υπερβολικό στρατιωτικό χαιρετισμό. « Μάλιστα, λοχαγέ μου», ξεστόμισε πριν φύγει γρήγορα από το δωμάτιο. Καθώς ανέβαινε τις σκάλες άκουσε ένα βαθύ, αρρενωπό γέλιο κι ένιωσε ικανοποίηση. * Ξεκίνησαν μόλις χάραξε το επόμενο πρωί, παίρνοντας τον
καλοδιάβατο δρόμο προς το Στέρλινγκ. Έμοιαζε σαν να ακολουθούσαν την πορεία της Εξέγερσης, αλλά αντίστροφα. Ήταν στο Στέρλινγκ που ο στρατός των ιακωβιτών του Καρόλου Εδουάρδου μετείχε σε μία ακόμα αναποτελεσματική πολιορκία ενός κάστρου, πριν από τη μάχη του Φόλκερκ. Η Μ αντλέν εντυπωσιάστηκε από την ομοιότητα των δύο οχυρών, του Στέρλινγκ και του Εδιμβούργου, που ήταν χτισμένα ψηλά κι έστεκαν απόρθητα στους βράχους, σαν η γη να τα είχε βγάλει έτοιμα από τα έγκατά της. Αν μη τι άλλο, το κάστρο του Στέρλινγκ, τοποθετημένο στην άκρη ενός δασώδους γκρεμού, έκανε ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση έτσι όπως περιβαλλόταν από επίπεδα αγροκτήματα. Αποφάσισαν να αποφύγουν την πολυσύχναστη πόλη, σταματώντας μόνο για ν’ αγοράσουν φαγητό, πριν αρχίσουν να κατευθύνονται βόρεια προς το Τρόσαχς και τα Χάιλαντς. Το τοπίο άλλαζε μπροστά στα μάτια της Μ αντλέν. Οι δρόμοι στένευαν σε μονοπάτια. Η πορεία τους
έπαψε να είναι ευθεία, με τη γη να ανυψώνεται κι από τις δύο μεριές, καθώς ταξίδευαν μέσα σε χαράδρες που τις περιέβαλλαν λόφοι, ενώ τα βουνά των νότιων Χάιλαντς ξεπρόβαλλαν στο βάθος. Το ζωηρό πράσινο χορτάρι έδινε τη θέση του σε σκούρες φτέρες, κίτρινους σχίνους και μωβ ρείκια. Στις κοιλάδες το νερό κυλούσε άφθονο στα ρυάκια που κατέβαιναν παγωμένα και λαμπερά από τα βουνά, και το έδαφος ήταν μαλακό –κάποιες φορές νωπό– κάτω από τις οπλές των αλόγων τους. Καθώς το απόγευμα έδινε τη θέση του στο βράδυ, η Μ αντλέν έπιασε με την άκρη του ματιού της ένα μικρό ζαρκάδι να τους κοιτάζει σκεπτικό πίσω από το προκάλυμμα μιας φτέρης. «Θα σταματήσουμε εδώ για το βράδυ», ανακοίνωσε ο Κάλεμ, καθώς έμπαιναν σ’ ένα μικρό ξέφωτο στην άκρη της κοιλάδας. «Ο καιρός είναι αρκετά ήπιος για να κοιμηθούμε έξω, και δεν υπάρχει σημάδι βροχής», είπε, σαρώνοντας με το βλέμμα τον ασυννέφιαστο, χλομό στον απογευματινό ήλιο ουρανό.
Η Μ αντλέν γλίστρησε ευγνώμων από τη σέλα, αφήνοντας τον Κάλεμ να φροντίσει τα άλογα, να τα απαλλάξει από τις σέλες και να τα πεδικλώσει, ενώ εκείνη έβγαζε έξω τις προμήθειές τους. Έφαγαν λαίμαργα. Ο καθαρός αέρας είχε ανοίξει υπερβολικά την όρεξη και των δύο. Μ ετά, έτσι όπως τεμπέλιαζαν στο γρασίδι, η Μ αντλέν εντόπισε τον ήχο τρεχούμενου νερού. Έβγαλε το μακρύ μάλλινο έρισεϊντ, τις μπότες και τις κάλτσες της και πήγε για εξερεύνηση. Θα ήταν ωραία να ξέπλενε από πάνω της τη σκόνη του ταξιδιού. Το νερό ανάβλυζε και κελάρυζε σ’ ένα άνοιγμα γεμάτο πέτρες, που σχημάτιζαν μικρές δεξαμενές ανάμεσα στους βράχους. Διάλεξε μία απ’ αυτές, και στερέωσε τη φούστα στην άκρη της ζώνης της. Το νερό ήταν κρυστάλλινο. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, σήκωσε ψηλά τα μανίκια γέμισε τις χούφτες της και το έριξε στο πρόσωπό της. Σταγόνες πετάχτηκαν στο ντεκολτέ της καμιζόλας της, στα μανίκια, στο
λαιμό και τα στήθη της. Μ άζεψε κι άλλο νερό μέσα στις χούφτες της και επανέλαβε την κίνηση. Η ανάσα της κοβόταν όταν το παγωμένο υγρό άγγιζε το δέρμα της. Καθώς έσκυβε πάλι, έχασε την ισορροπία της πάνω στη λεία πέτρα και ταλαντεύτηκε, καταφέρνοντας να σταθεροποιήσει το σώμα της την τελευταία στιγμή για να αποφύγει την πτώση. Γελώντας με τον εαυτό της, κοίταξε πίσω, για να βρει τον Κάλεμ στην όχθη να την παρακολουθεί. Είχε γδυθεί κι αυτός για να πλυθεί, και φορούσε μόνο το πουκάμισο και το κιλτ του. Τα πόδια του ήταν γυμνά και το πουκάμισο ανοιχτό στο λαιμό. Όχι, η Μ αντλέν δεν είχε ξεχάσει. Αλλά, απορροφημένη από το ταξίδι, από το τοπίο, από τις τελείως καινούριες εμπειρίες, ένιωσε εκ νέου έκπληξη βλέποντας πόσο απίστευτα ελκυστικός ήταν αυτός ο άντρας. Το νερό ήταν σίγουρα το στοιχείο της, σκεφτόταν ο Κάλεμ. Σκούραινε τα μαλλιά της, δίνοντάς τους μια θαμπή ασημένια απόχρωση που άστραφτε πάνω στο δέρμα της,
ενώ τα μανίκια του γιλέκου και τα βολάν της καμιζόλας της κολλούσαν προκλητικά στο κορμί της. Φαντάστηκε πώς θα ήταν αν έγλειφε κάθε σταγόνα που κυλούσε στα βρεγμένα μέλη της. «Όλο δικό σου», είπε η Μ αντλέν περπατώντας κομψά προς την όχθη, ξαφνικά αμήχανη από την προσωπική φύση της στιγμής. Αντιστεκόμενη στην παρόρμηση να κοιτάξει πίσω της, επέστρεψε εκεί όπου είχαν αφήσει τα πράγματά τους –σε μια μικρή, κρυμμένη από το μονοπάτι κοιλότητα, που την προστάτευε ένα ψηλό τείχος από σχίνα και φτέρες. Ο Κάλεμ έβγαλε το πουκάμισό του και διέσχισε το ρυάκι, όπου πλύθηκε γρήγορα και αποτελεσματικά. Ρίχνοντας το πουκάμισο πάνω στο κορμί του που έσταζε, γύρισε κοντά στη Μ αντλέν. Εκείνη είχε απλώσει στο έδαφος το ένα κομμάτι της φορεσιάς της και καθόταν πάνω του χτενίζοντας τα μακριά μαλλιά της. Λυτά,με, τις άκρες τους υγρές να σχηματίζουν μπούκλες, ξεχύνονταν στους ώμους της. Τα
γυμνά δάχτυλα των ποδιών της ξεπρόβαλλαν κάτω από τις φούστες της. Είχε βγάλει τα μανίκια του γιλέκου της και τα είχε αφήσει να στεγνώσουν στα σχίνα. Τα κορδόνια του μπούστου της ήταν λυμένα, αποκαλύπτοντας το λευκό δέρμα του λαιμού της και τα απαλά στήθη της. Νιώθοντας την παρουσία του, σήκωσε το βλέμμα. Η έκφραση πρωτόγονης λαγνείας στο πρόσωπό του ήταν αλάθητο σημάδι. Άφησε τη χτένα να γλιστρήσει από τα χέρια της, ενώ η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Φοβόταν –όχι αυτό που μπορούσε να κάνει εκείνος, αλλά την ανημπόρια της ν’ αντισταθεί. Ήταν λάθος, αλλά ήξερε ότι θα είχε σωστή αίσθηση. Χειρότερα, πολύ χειρότερα, το ήθελε. Το υπέροχο κορμί του Κάλεμ ήταν βρεγμένο κάτω από το πουκάμισο, ενώ οι μύες του διαγραφόταν προκλητικά από τις νωπές πτυχές του ρούχου. Τα δυνατά πόδια του σταμάτησαν μπροστά της. Την κοιτούσε επίμονα σαν αδηφάγο αρπακτικό. Η Μ αντλέν ήξερε πως ήταν η λεία του, επειδή ένιωσε μαγεμένη και αβοήθητη.
«Όχι», του ψιθύρισε ωστόσο, καθώς εκείνος γονάτιζε δίπλα της. «Δεν μπορώ». «Ναι, μπορείς, αν το θέλεις. Κανείς δε θα το μάθει ποτέ». Η περιέργειά της εξάφθηκε, όπως ανέμενε ο Κάλεμ. «Όμως... πώς;» Το απαλό γέλιο του ακούστηκε γεμάτο γνώση και βεβαιότητα. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι να νιώσεις απόλαυση χωρίς να κινδυνεύσεις. Μ πορώ να σου δείξω». «Εννοείς ότι εμείς δε θα... εσύ δε θα...» «Θα εξακολουθήσεις να είσαι αθώα. Αθώα, αλλά χορτασμένη». Τα μάτια του είχαν βαθύ, υπνωτιστικό μπλε χρώμα. Τόσο αποπλανητικό, όσο η θάλασσα ένα καυτό καλοκαιρινό πρωινό. Μ άτια για να βυθιστείς μέσα τους. Μ άτια που απαιτούσαν από εκείνη να κάνει τη βουτιά. «Χορτασμένη», επανέλαβε η Μ αντλέν, νιώθοντας τη λέξη να της γαργαλάει το λαιμό, δελεαστική και μεθυστική σαν απαγορευμένο οινοπνευματώδες ποτό.
«Χορτασμένη», ψιθύρισε εκείνος μέσα στο αυτί της. Η ανάσα του ήταν σαν ζεστό χάδι. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν στα μαλλιά της, λες κι ύφαιναν μαγικά ξόρκια. «Εμπιστεύσου με», της είπε. Βασανιστικά μικρά φιλιά στα βλέφαρά της. Εμπιστεύσου με. Τον εμπιστευόταν. Όμως δεν εμπιστευόταν τον εαυτό της. Ο Κάλεμ πιπίλισε το λοβό του αυτιού της. Ένα ρίγος σαν σπασμός την έκανε να δαγκώσει το χείλι της. «Δε θέλεις ν’ ανακαλύψεις, Μ αντλέν, αυτή την αίσθηση; Δε θέλεις να μάθεις πώς είναι ν’ αφήνεσαι;» Τα φιλιά είχαν πάει τώρα στο στόμα της, μικρές δαγκωματιές που ακολουθούσαν τη γραμμή του κάτω χείλους της. «Ν’ αφήνομαι;» Ακόμα και καθώς ξεστόμιζε τις λέξεις με παράξενη, ξέπνοη φωνή, θυμήθηκε εκείνη την αίσθηση ότι βάδιζε σε τεντωμένο σκοινί. Θυμήθηκε επίσης τον τρόπο που είχε σβήσει. Σαν να είχε μείνει κάτι στη μέση. Η ανάμνηση και το θέλγητρο της υπόσχεσης του Κάλεμ επιτάχυναν την ανάσα της. Τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα.
Ένιωσε να λιμνάζει βαθιά μέσα της ένα άλλο κοκκίνισμα. Ο Κάλεμ κατάλαβε ότι είχε πάρει την απόφασή της από τον τρόπο που το πάθος έκανε τα πλανερά πράσινα μάτια της να σκοτεινιάσουν. «Αφέσου», της είπε ξανά, μόνο που αυτή τη φορά ήταν μια διαταγή που ήξερε ότι εκείνη θα εκτελούσε. Της χαμογέλασε, ένα αργό, αποπλανητικό, σίγουρο χαμόγελο, που το παρακολούθησε να αντανακλά στα μάτια της, νιώθοντας στο στομάχι του ένα στρόβιλο πόθου. Κάτω από το κιλτ, ο αντρισμός του τεντωνόταν και σκλήραινε. Προσευχήθηκε για συγκράτηση. Για τον ίδιο. Για εκείνη, ευχόταν το αντίθετο. Η λαχτάρα του να βρεθεί γυμνός από πάνω της ήταν σχεδόν ανυπόφορη, μα δεν της παραδόθηκε ολοκληρωτικά. Έβγαλε με κόπο το πουκάμισό του πάνω από το κεφάλι του. Η Μ αντλέν μέθυσε στη θέα του κορμού του, τόσο άγνωστη για τα μάτια της όσο το τοπίο των
Χάιλαντς, και εξίσου εκπληκτική. Το ακόμα νωπό δέρμα του χρωματιζόταν ελαφρά από χρυσές τρίχες, που μύριζαν νερό της πηγής και αρρενωπότητα. Το βλέμμα της ακολούθησε ένα μονοπάτι κατά μήκος των φαρδιών ώμων του και μετά χαμήλωσε στα μυώδη χέρια του. Έπειτα, πίσω στην πεδιάδα του στέρνου του και χαμηλά στο θώρακα, στην κοιλότητα του στομαχιού του, όπου υπήρχε μια έντονη ουλή σε σχήμα μισοφέγγαρου, που εξαφανιζόταν σαν ερωτηματικό κάτω από την αγκράφα της ζώνης του. Μ έχρι πού έφτανε; Πώς την είχε αποκτήσει; Θα της άρεσε να ψηλαφούσε το σημάδι με τα δάχτυλά της. Ήθελε να τον αγγίξει, αλλά φοβόταν. Όταν της έβγαλε το γιλέκο, η Μ αντλέν δεν αντιστάθηκε, ούτε τον βοήθησε. Ο Κάλεμ έλυσε πρώτα τα κορδόνια του κορσέ της και μετά τα δεσίματα της καμιζόλας της. Τα στήθη της βρέθηκαν εκτεθειμένα στο άγγιγμά του. Η παρόρμησή της να κρυφτεί από το βλέμμα του ήταν ενστικτώδης, αλλά εκείνος απομάκρυνε μαλακά τα χέρια της, αντικαθιστώντας τα με τα δικά
του. Το άγγιγμά του ήταν πολύ διαφορετικό. Έπλαθε το σχήμα τους μέσα στις παλάμες του, ενώ η επαφή του άγριου δέρματός του με την απαλότητά του δικού της έκανε τις θηλές της να τεντωθούν και να σκληρύνουν. Το στόμα του φιλούσε τώρα τις θηλές της, τις χάιδευε με τη γλώσσα, τις δάγκωνε, μια επιταχύνοντας και μια επιβραδύνοντας την ανάσα της, μια ελαφραίνοντας και μια βαραίνοντάς την, καθώς την κεντούσαν χιλιάδες μικρές βελόνες ευχαρίστησης. Το σώμα της τεντώθηκε σαν τόξο έτοιμο να πετάξει τα βέλη του. Ήταν καυτή, καιγόταν εσωτερικά, σαν κάποιος να είχε ανάψει ένα μαγκάλι βαθιά μέσα της, σαν να έτρεχαν στις φλέβες της υγρές φλόγες, πυρπολώντας τους παλμούς της. Ακόμα περισσότερες φλόγες στα σημεία όπου την άγγιζε, όπου τη φιλούσε, όπου τη χάιδευε, σαν να ήταν φτιαγμένος από φιτίλια, χωριστά αλλά συνδεδεμένα, και όλα σχημάτιζαν ένα μονοπάτι προς την κάψα που φούντωνε ανάμεσα στα πόδια της. Το χέρι του βρισκόταν τώρα στα πλευρά της, κάτω
από το μεσοφόρι, άγγιζε το απαλό δέρμα στην αρχή των μηρών της. Τα δάχτυλά του χάιδεψαν τις νωπές μπούκλες της, κι ο Κάλεμ ένιωσε την ενστικτώδη αντίστασή της. Την ακινητοποίησε με το σώμα του και περίμενε, μαλάσσοντάς την απαλά, καλοπιάνοντάς την, κανακεύοντάς την, μέχρι που εκείνη χαλάρωσε και την ένιωσε υγρή, σαγηνευτικά υγρή, στο χέρι του. Με μια ηρωική προσπάθεια, μάζεψε τα απομεινάρια του αυτοελέγχου του και τη χάιδεψε απαλά, τρυφερά, μετά επίμονα, επιταχύνοντας και προσέχοντας να μην τη σπρώξει ακόμα στον γκρεμό. Η Μ αντλέν βόγκηξε, ενώ τα δάχτυλά της βυθίζονταν στο έδαφος. Μ πορούσε να νιώσει τους μυς της να συσπώνται και να τεντώνονται. Ένα βαρύ σφίξιμο. Προσπάθησε να σταθεροποιήσει τον εαυτό της, αλλά το άγγιγμά του την έβγαλε εκτός ισορροπίας. Μ ια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στην πλάτη της. Καθετί, κάθε άγγιγμα, ό,τι κι αν ήταν αυτό που της έκανε –δεν την ένοιαζε τι– αναζωπύρωνε τη φωτιά, αιχμαλωτίζοντάς την ακόμα περισσότερο. Μ ια υπέροχη παραζάλη συμπλήρωνε το σφίξιμο. Υπερβολικά
καυτό. Υπερβολικά φωτεινό. Υπερβολικά πολύ. Σχεδόν αφόρητο. Συσπάστηκε, σαν να προσπαθούσε ν’ αποφύγει το άγγιγμά του, όμως το μόνο που ήθελε ήταν να συνεχίσει να το νιώθει πάνω στο κορμί της. «Αφέσου», ψιθύρισε ο Κάλεμ επιτακτικά. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου είδε τον εαυτό της ξαπλωμένη στο έδαφος, εκτεθειμένη και αναμαλλιασμένη, επιτρέποντας σ’ έναν ημίγυμνο άντρα που γνώριζε ελάχιστα να την αγγίζει έτσι. «Μ αντλέν, σταμάτα να σκέφτεσαι». Το φιλί του τη χαλάρωσε, καθησυχάζοντάς τη σαν να ήταν φοβισμένο ζωάκι. Σφράγισε το μυαλό της στα αντικρουόμενα μηνύματα που προσπαθούσε να δημιουργήσει ο εγκέφαλός της. Σταμάτησε να σκέφτεται. Άφησε το χέρι της να πλανηθεί πάνω στο καυτό δέρμα του Κάλεμ. Απόλαυσε την τόσο διαφορετική αίσθησή του. Ανταπέδωσε το φιλί του. Το ξαναέκανε. Ένιωσε να τη διαπερνά ένα καυτό κύμα πόθου, καθώς η γλώσσα του
μπερδευόταν με τη δική της και τα δάχτυλά του συνέχιζαν να κάνουν τα μαγικά τους. Σε λίγο μέσα της θα ξεσπούσε καταιγίδα. Η διαύγεια τη χτύπησε σαν κεραυνός, και κατάλαβε τι εννοούσε εκείνος. Αφέθηκε. Διογκωνόταν –μια γρήγορη, επείγουσα, καταιγιστική δύναμη, σαν καυτή χιονοστιβάδα, εξίσου ασταμάτητη. Ούρλιαξε καθώς την πλάκωνε, την έπιανε, την εκσφενδόνιζε στον αέρα, στέλνοντάς την ξανά με ελεύθερη πτώση πίσω στη γη, ενώ η ανάσα έβγαινε από το στόμα της με μικρά, λαχανιασμένα αναφιλητά. Χορτασμένη. Ξαπλωμένη με τα μάτια κλειστά, ράθυμα βουλιαγμένη σε μια ολοκαίνουρια αίσθηση ύπαρξης, αναρωτήθηκε αν αυτό εννοούσε ο Κάλεμ. Χορτασμένη. Πίεσε τα μάτια της ν’ ανοίξουν. Ήταν λες και τα βλέφαρά της είχαν βαρύνει. Εκείνος είχε ξαπλώσει δίπλα της στηριγμένος στον αγκώνα του. Την παρακολουθούσε. Στο χαμόγελό του μπορούσε να διακρίνει ξεκάθαρα το θρίαμβο. Δε γινόταν να
του κρατήσει κακία. Ανταπέδωσε το χαμόγελο. Μ ια παράδοση, αν και προσωρινή. Ο Κάλεμ, ξαπλωμένος δίπλα της, ήταν εξίσου ικανοποιημένος. Όχι επειδή είχε κάνει άλλο ένα βήμα προς την ενίσχυση του επιχειρήματός του. Παραδόξως, αυτή η σκέψη δεν πέρασε από το μυαλό του. Τα αισθήματά του είχαν μάλλον πιο πρωτόγονες ρίζες. Ήταν η ικανοποίηση ενός άντρα που ήξερε ότι είχε δώσει στη γυναίκα του ευχαρίστηση. Κεφάλαιο 5 Η Μ αντλέν ξύπνησε με το απαλό φως του πρωινού. Ένα όμορφο νεαρό ελάφι έβοσκε στο ξέφωτο μερικά μέτρα μακριά. Καθώς εκείνη αναδευόταν απ’ τον ύπνο, το ελάφι σήκωσε το κεφάλι και σούφρωσε τη μουσούδα, κοιτάζοντάς τη αγέρωχα για αρκετές στιγμές. Τα κέρατά του έδειχναν πολύ βαριά για το κεφάλι του. Μ έχρι ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια της, το ζώο είχε εξαφανιστεί και η λευκή ουρά του χανόταν στην κορυφή του λόφου.
Η Μ αντλέν αναστέναξε. Μ ετά τη χτεσινή νύχτα, δε γινόταν να κοροϊδεύει άλλο τον εαυτό της. Μ ε τον Κάλεμ Μ ανρό έπεφτε στα βαθιά. Όποια κι αν ήταν τα αισθήματά της για τον Γκιγιόμ –και δεν ήταν πια τόσο σίγουρη γι’ αυτά–, όσα ένιωθε για τον Κάλεμ γίνονταν ολοένα και πιο ακαταμάχητα. Η αίσθηση ότι μπορούσε να κρατήσει χωριστά αυτά τα δύο ήταν –έπρεπε να παραδεχτεί– όχι μόνο αφελής, αλλά ίσως ακόμα και αβάσιμη. Πλησίαζε γρήγορα η στιγμή που θα αναγκαζόταν να βάλει ένα τέλος αν δεν ήθελε να διακινδυνεύσει το μέλλον της. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ένιωθε πια σίγουρη ότι το μέλλον που προστάτευε ήταν και το μέλλον που ήθελε. Από πολλές απόψεις, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Ακόμα αγαπούσε τον Γκιγιόμ. Ήταν ακόμα βέβαιαη ότι ο γάμος τους θα είχε νόημα. Από πολλές απόψεις, εκτός από μία. Κάπου στην πορεία, ανάμεσα στην αποβίβασή της στο λιμάνι του Λιθ και την προηγούμενη νύχτα, είχε αρχίσει ν’ αμφισβητεί ότι ο παιδικός
της φίλος μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη. Τι την έκανε ευτυχισμένη; Ήταν μια ερώτηση που δεν είχε απευθύνει ποτέ στον εαυτό της. Αυτό, ήρθε η ανεπιθύμητη απάντηση. Το δροσερό πρωινό αεράκι των Χάιλαντς στο πρόσωπό της. Και σε αντιδιαστολή, η ανάλαφρη ζεστασιά που ένιωθε στο υπόλοιπο κορμί της, σκεπασμένο με το ταρτάν του Κάλεμ. Το να φωλιάζει στο στήθος του. Το χέρι του τυλιγμένο χαλαρά γύρω από τη μέση της. Το πιγούνι του να ξεκουράζεται στην κορυφή του κεφαλιού της, η ανάσα του που τη ζέσταινε. Αυτό. Ήθελε περισσότερα. Ήξερε ότι εκεί στόχευε ο Κάλεμ. Περισσότερα. Να την κάνει να καταλάβει το σκεπτικό του. Που είχε αρχίσει να το καταλαβαίνει από μόνη της. Δελεαστικό. Παράλογα δελεαστικό. Και ουσιαστικά μοιραίο. Ωστόσο, ήθελε. Περισσότερα. Ήθελε αρκετά ώστε να πιστέψει πως λίγα ακόμα δε θα έκλειναν το δρόμο της επιστροφής. Ένιωσε τον Κάλεμ ν’ αναδεύεται δίπλα της. «Όρθια», είπε,
βάζοντας τέλος στην ονειροπόλησή της. Έφυγε από κοντά της, τραβώντας ταυτόχρονα το ταρτάν του. «Έχουμε μακρύ ταξίδι μπροστά μας». * Μ έχρι να φάνε πρωινό και να σελώσουν τα άλογα, η πρωινή ψύχρα είχε διαλυθεί, δίνοντας την υπόσχεση ακόμα μίας γλυκιάς, καλοκαιρινής μέρας. Έφτασαν στο Άμπερφοϊλ αρκετά γρήγορα, αμέσως μετά το μεσημέρι. Η μικρή πόλη εκτεινόταν ακριβώς στο σημείο όπου το σκηνικό άλλαζε δραματικά, σαν ο βορράς και ο νότος να ήταν δύο διαφορετικοί κόσμοι. Πίσω τους απλώνονταν οι στρογγυλοί λόφοι του Κάμπσι Φελς, με το κάστρο του Στέρλινγκ ορατό ακόμα στο βάθος, ενώ μπροστά τους ξεδιπλωνόταν το άγριο μεγαλείο των Χάιλαντς. Σταμάτησαν για να ξεκουραστούν και να δροσίσουν τα άλογα, παίρνοντας ένα απλό γεύμα στο πανδοχείο της Χάι Στρητ. Αναζωογονημένοι, συνέχισαν το ταξίδι τους προς το βορρά.
Το έδαφος γινόταν προοδευτικά όλο και πιο δύσβατο. Βουνά υψώνονταν κοφτερά στο τοπίο, οι χαμηλότερες πλαγιές τους πυκνόφυτες με αρχαία δάση. Εκεί που τέλειωναν τα δέντρα, τα ρείκια και οι φτέρες είχαν το μωβ χρώμα του αμέθυστου, ενώ η παλέτα των χρωμάτων συμπληρωνόταν από απαλές, κεχριμπαρένιες ή πιο σκούρες αποχρώσεις του καφέ. Ακόμα πιο πέρα, υψώνονταν ατέλειωτες πετρώδεις και γκρίζες κορυφές, γυμνές ή καλυμμένες με το τελευταίο χιόνι. Χάνονταν στον ορίζοντα, βλοσυρές με φόντο το απαλό μπλε του ουρανού. Ο Κάλεμ και η Μ αντλέν πήραν το μονοπάτι κατά μήκος του ποταμού που οδηγούσε στο Άμπερφοϊλ, ακολουθώντας τις καμπές του στην πλαγιά του λόφου προς τη λίμνη Όα, έναν αστραφτερό καθρέφτη με βαθύ μπλε χρώμα, γεμάτο μικρά νησάκια. Στα βάθη της λίμνης αντικατοπτρίζονταν τα βουνά και οι λόφοι. Ο αέρας εκεί ήταν δριμύτερος, επειδή το καλοκαίρι ερχόταν πολύ πιο αργά στο βορρά. Στις όχθες της λίμνης, η Μ αντλέν τράβηξε τα χαλινάρια του
αλόγου της και σταμάτησε, θαμπωμένη από την απόλυτη μαγεία του τοπίου. «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο», ψιθύρισε, ενώ ακολουθούσε με το βλέμμα την αβίαστη έφοδο ενός τεράστιου αρπακτικού πουλιού πάνω από τις θερμές πηγές της λίμνης. «Ένας χρυσαετός», της είπε ο Κάλεμ, ακολουθώντας το βλέμμα της. Κάθισαν για λίγο σιωπηλοί παρακολουθώντας τον αετό να ψάχνει τη λεία του στο νερό. Παρ’ όλο που η Μ αντλέν παρίστανε ότι συνέχισε να ενδιαφέρεται για το αρπακτικό πουλί, η προσοχή της ήταν στην πραγματικότητα στραμμένη στον άντρα που βρισκόταν στο πλευρό της. Το περιβάλλον τού ταίριαζε απόλυτα. Η κορμοστασιά, οι γυμνασμένοι μύες και η δύναμή του βρίσκονταν σε αρμονία με τη γη που τον γέννησε. Θυμήθηκε το νεαρό ελάφι που είδε το πρωί. Μ αγευτικό. Αυτή η λέξη ταίριαζε εξίσου στον Κάλεμ. Έτσι όπως καθόταν καβάλα στο άλογο, με τα μαλλιά του
να λάμπουν σαν φωτοστέφανο, ήταν ολοφάνερα κυρίαρχος του τοπίου. Μ ια σκιά πέρασε απ’ το πρόσωπό του, μια μακάβρια θλίψη, που καθρεφτίστηκε στα σφιγμένα ζυγωματικά του, στο λαιμό, στους ώμους, στο ίσιωμα της σπονδυλικής του στήλης. Το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο στο μακρινό ορίζοντα, οι σκέψεις του χαμένες σ’ ένα μέρος που εκείνη δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί ούτε να προσεγγίσει. Σαν να διαισθάνθηκε την αλλαγή της διάθεσης του κυρίου του, το άλογο ρουθούνισε νευρικά, διεκδικώντας την προσοχή του. Το βλέμμα του Κάλεμ συγκεντρώθηκε ξανά. Η Μ αντλέν έστρεψε γρήγορα τα μάτια στον ουρανό, για ν’ ανακαλύψει ότι ο αετός πρέπει να είχε ήδη εφορμήσει με επιτυχία στη λεία του, επειδή είχε γίνει άφαντος. «Προς τα πού βρίσκεται το Κάστρο Ρουμπόνταχ;» ρώτησε. «Είναι μακριά;» «Εκεί πέρα». Της έδειξε προς την άκρη της λίμνης. «Πίσω από την κορυφή, μπορείς να δεις το Μ πεν
Βένιου. Το μονοπάτι πηγαίνει γύρω από τις παρυφές του βουνού. Έχουμε ακόμα δρόμο. Δε θα φτάσουμε πριν πέσει η νύχτα». «Είναι τόσο όμορφα εδώ. Δεν μπορούμε να περάσουμε τη νύχτα στις όχθες αυτής της λίμνης και να ολοκληρώσουμε το ταξίδι μας αύριο;» «Εδώ τη λίμνη τη λέμε λοχ», είπε ο Κάλεμ. « Λοκ». « Λοχ». « Λοχχχχ», επανέλαβε η Μ αντλέν, γελώντας με την ίδια της την ανεκδιήγητη προσπάθεια να μιμηθεί τον απαλό ήχο. Ο Κάλεμ χαμογέλασε. «Είναι όμορφο μέρος, πολύ όμορφο. Έλα, λοιπόν, ας βρούμε ένα κατάλληλο μέρος για το βράδυ». * Στις όχθες υπήρχαν αρκετοί μικροί κολπίσκοι. Σε μερικά σημεία,
τα δέντρα μεγάλωναν σχεδόν στην άκρη του νερού και σε κάποια νησάκια τα χαρακτηριστικά πανήψυλα πεύκα της περιοχής πρόβαλλαν κατά τόπους λες και φύτρωναν από τον πυθμένα της λίμνης. Ο Κάλεμ βρήκε μια μικρή σπηλιά που θα τους πρόσφερε καταφύγιο από τα στοιχεία της φύσης αργότερα, κι εκεί έδεσε τα άλογα, τα σαμάρια και τις προμήθειες. Τα νερά ήταν ήρεμα, ο ήλιος στο ζενίθ του, και γύρω δεν υπήρχε ψυχή. Κάθισαν μαζί στην είσοδο της σπηλιάς και βυθίστηκαν στην ησυχία που τους περιέβαλλε. Η Μ αντλέν έβγαλε τις μπότες και τις κάλτσες της, απολαμβάνοντας την αίσθηση της άμμου στα πέλματά της. Τα ήσυχα νερά της λίμνης φαίνονταν απίστευτα δελεαστικά. «Είναι ασφαλές να κολυμπήσω στη...» Δίστασε, πασχίζοντας με μανία να προφέρει τη λέξη –προσπάθεια τόσο χαριτωμένα κωμική, που ο Κάλεμ δυσκολεύτηκε να συγκρατήσει το γέλιο του. « Λοχ», κατάφερε να πει τελικά, δείχνοντας υπερβολικά ικανοποιημένη με τον εαυτό της για το αποτέλεσμα.
«Ξέρεις να κολυμπάς;» «Κολυμπούσα στη θάλασσα όλη μου τη ζωή. Μ ου έμαθε κολύμπι η μητέρα μου». «Η μητέρα σου!» «Μ α φυσικά. Η μαμά δεν ήταν καλοαναθρεμμένη, ξέρεις. Ήταν η μοναχοκόρη ενός ψαρά, και είχε δύο αδερφούς, ψαράδες επίσης. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, οι Βρετόνοι ψαράδες το θεωρούν γρουσουζιά να μαθαίνεις κολύμπι. Θεωρούν ότι έτσι προκαλείς τη μοίρα. Αλλά η μαμά πίστευε ότι προκλητικό για τη μοίρα ήταν το αντίθετο». «Οι ψαράδες είναι προληπτική φάρα, το ίδιο κι εδώ». Τα λακκάκια της έκαναν την εμφάνισή τους. «Όμως εσύ δεν είσαι ψαράς, είσαι; Κολύμπησε μαζί μου, Κάλεμ». Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είναι καλή ιδέα. Το νερό είναι παγωμένο». «Είμαι συνηθισμένη στον Ατλαντικό ωκεανό. Δεν μπορεί να είναι πιο παγωμένο από εκεί».
«Νομίζω ότι θα διαπιστώσεις το αντίθετο, αλλά προχώρα», είπε, «δες το και μόνη σου». Ανίκανη ν’ αντισταθεί στη διαφαινόμενη πρόκληση, η Μ αντ-λέν πετάχτηκε όρθια, σήκωσε τις φούστες της και πήγε στην όχθη. Έβαλε διστακτικά το ένα πόδι στο νερό, και της κόπηκε η ανάσα. Ήταν παγωμένο. Ακόμα πιο παγωμένο από το νερό της πηγής όπου είχε πλυθεί το προηγούμενο βράδυ. Πίσω της, ο Κάλεμ έσκασε στα γέλια. Μ ε αποφασιστικότητα, ξαναέβαλε το πόδι της μέσα, σκεπτόμενη ότι θα συνήθιζε τη θερμοκρασία, αλλά, αν μη τι άλλο, της φάνηκε ακόμα πιο παγωμένο. Κρατώντας ψηλά το κεφάλι, διέσχισε τη μικρή απόσταση πάνω στην άμμο, γυρίζοντας σ’ εκείνον. «Σου το είπα», σχολίασε χαμογελώντας ο Κάλεμ. Τα δόντια του ήταν λευκά και ίσια. Τα περιπαιχτικά μάτια του ήταν μπλε, ένα μπλε που σε μαγνήτιζε. Βαθύ και δελεαστικό, σαν τα νερά της λίμνης. Αν και πιο ζεστό. Πολύ πιο ζεστό. Καθόταν πάνω στα
μανίκια του πουκαμίσου του, ενώ τα πόδια του ήταν βυθισμένα στην άμμο και οι πτυχές του κιλτ έπεφταν ανάμεσά τους. Οι κάλτσες του έφταναν μέχρι το γόνατο. Είχε ωραίες κνήμες, σκέφτηκε η Μ αντλέν, μυώδεις αλλά καλοσχηματισμένες, διαγράφονταν ξεκάθαρα κάτω από τις μάλλινες κάλτσες. «Είχες δίκιο, το παραδέχομαι πως είχες δίκιο. Πάγωσα». Ήταν τόσο χαριτωμένη έτσι όπως στεκόταν από πάνω του, με το αεράκι να ανεμίζει τις μπούκλες της γύρω από το πρόσωπό της. Την ήθελε. Περισσότερο απ’ όσο είχε θελήσει ποτέ του γυναίκα. «Ξέχνα το κολύμπι», είπε ο Κάλεμ, «μπορώ να σκεφτώ έναν πολύ καλύτερο τρόπο για να διασκεδάσουμε». Πριν προλάβει να τον σταματήσει, το χέρι του βρέθηκε στον καρπό της, αναγκάζοντάς τη να γονατίσει μπροστά του σαν ικέτιδα. Ο τρόπος που την κοίταξε δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του. Είχε έρθει η ώρα για τη Μ αντλέν να εφαρμόσει την προειδοποίηση που η ίδια είχε κάνει στον εαυτό της
μόλις το ίδιο πρωινό. Τώρα ήταν η ώρα να βάλει ένα ξεκάθαρο τέλος στην επίθεση που είχε εξαπολύσει ο Κάλεμ στο μυαλό της. Στις αισθήσεις της. Τώρα! Παραμέρισε μια μπούκλα από τα μάτια της, χάνοντας έτσι την ισορροπία της. Προσπαθώντας να πιαστεί από κάτι για να μην πέσει, βρήκε το πόδι του Κάλεμ. Ζεστό δέρμα. Άγριες τρίχες. Πάγωσε. Ο Κάλεμ την παρακολουθούσε σαν κυνηγός που είχε παγιδεύσει ένα αγρίμι. Ακίνητος. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω της, σταθερά. Υπομονετικά. Σαγηνευτικά. Η Μ αντλέν τράβηξε το χέρι της . «Δειλή», της είπε. Εκείνη έγλειψε τα χείλη της. Δε φοβόταν, αν και ήξερε ότι θα έπρεπε, επειδή βρισκόταν πολύ κοντά σε κάτι αναπόφευκτο. Ένιωσε αβέβαιη. Προς τα πού να πηδήξει; Σε ποια μεριά; Ευχήθηκε απεγνωσμένα ν’ αποφάσιζε εκείνος. Τουλάχιστον, τότε, δε θα χρειαζόταν να το κάνει αυτή. «Τι φοβάσαι, Μ αντλέν;» είπε ο Κάλεμ, με την ενοχλητική του
συνήθεια να της κάνει ερωτήσεις που δεν ήθελε να απαντήσει. «Να παραδεχτείς την ήττα;» «Ήττα», επανέλαβε, μπερδεμένη με τη λέξη. Πού την περίμενε η ήττα, στην παράδοση ή στην υποχώρηση; Δεν είχε αμφιβολίες για το τι ήθελε. Άραγε η παράδοση έπρεπε πραγματικά να οδηγεί στην ήττα της; Δε γινόταν με κάποιον τρόπο να πήγαινε μαζί με τη νίκη; Γιατί έπρεπε να έχει το ένα χωρίς το άλλο; Ήξερε ότι δεν μπορούσε να τα έχει όλα, όμως αυτό ήταν που ήθελε. Αυτή τη στιγμή, περισσότερο απ’ οτιδήποτε, ήθελε τον Κάλεμ. Ένιωθε τόσο περίεργα. Νευρική. Αναστατωμένη. Ενθουσιασμένη. Κρατώντας τα μάτια της καρφωμένα στο πρόσωπό του, σαν οι πράξεις της να μην είχαν καμία σχέση με την ίδια, άφησε τα δάχτυλά της να πλανηθούν κάτω από το κιλτ του, από τα γόνατα μέχρι την αρχή των μηρών του. Ήταν το πιο ανεπαίσθητο άγγιγμα. Ένα άγγιγμα που θα μπορούσε να σημαίνει τα πάντα ή τίποτα. Ένα άγγιγμα που με ευκολία θα μπορούσε να συνεχιστεί,
και το ίδιο εύκολα να αποσυρθεί. Ο Κάλεμ έκλεισε τα μάτια. Τα βλέφαρά του τρεμόπαιζαν. Η Μ αντλέν οδήγησε το χέρι της στην πίσω μεριά των μηρών του και τα δάχτυλά της φτερούγισαν στην καμπύλη πίσω από τα γόνατά του. Ο Κάλεμ δεν έκανε τώρα καμία προσπάθεια να την αποτρέψει. Εκείνη μπορούσε να δει, από τις κόρες των ματιών του που είχαν σκοτεινιάσει, ότι ερχόταν καταιγίδα, ότι ο πόθος τον είχε ήδη αρπάξει. Μ πορούσε να σταματήσει. Τώρα ήταν η ώρα. «Εμένα θέλεις, Μ αντλέν», ψιθύρισε, αντηχώντας απόκοσμα τις σκέψεις της. «Το ξέρεις. Παραδέξου το». «Σε θέλω». Η αλήθεια. Ή μία αλήθεια. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Δεν την ενδιέφερε πια να σκεφτεί. Όχι όταν ήταν τόσο κοντά της, που τη ζάλιζε. Ήταν ο πειρασμός προσωποποιημένος. Ποια ήταν αυτή για να του αντισταθεί; «Σε θέλω, Κάλεμ», είπε ξανά, δοκιμάζοντας την ειλικρίνεια των λέξεών της, βρίσκοντάς τες
ακλόνητες. Ο θρίαμβος φώτισε τα μάτια του καθώς άκουγε την ομολογία της, όχι όμως λόγω της συντριβής του αρραβώνα της. Αυτή η διεκδίκηση απείχε πολύ από τις σκέψεις του Κάλεμ. Ήταν το όνομά του στα χείλη της, το ότι την είχε κερδίσει για τον εαυτό του, αυτό είχε σημασία. Μ ’ ένα σιγανό γρύλισμα, την τράβηξε πιο κοντά του. Θα είχε πέσει, αν δεν είχε τα χέρια της στους μηρούς του. Το κιλτ του είχε ανέβει ψηλότερα, και η Μ αντλέν μπορούσε σχεδόν να διακρίνει το σημείο από όπου τον κρατούσε. Μ έσα της τρεμόπαιξε μια φωτιά, σαν προειδοποιητικός φάρος, όμως η προσοχή της ήταν ήδη στραμμένη εκεί. Τα χείλη της ήταν τόσο τέλεια φτιαγμένα για φίλημα, τα φιλιά της πιο εθιστικά από οποιοδήποτε ουίσκι. Ο Κάλεμ δε χρειάστηκε καμία παρότρυνση. Φίλησε και φιλήθηκε. Φιλώντας τη, της χαλάρωσε τον κορσέ και έλυσε τα κορδόνια, απελευθερώνοντας τα στήθη
της για να τα αγγίξει. Εκείνη ανταποκρίθηκε γραπώνοντας το πουκάμισό του. Σταμάτησε να τη φιλάει μόνο για να το βγάλει, τραβώντας το πάνω από το κεφάλι του. Τα χέρια της άναψαν στο δέρμα του φωτιές. «Πιο αργά», της ψιθύρισε με κομμένη ανάσα, μια οδηγία που απευθυνόταν σ’ εκείνη αλλά και στον εαυτό του. Απάλυνε τα φιλιά του, τοποθετώντας την έτσι ώστε να τον κοιτάζει, με τα απλωμένα πόδια τους μπλεγμένα και τα σώματά τους ακόμα ντυμένα από τη μέση και κάτω. Την τράβηξε στην αγκαλιά του και οι θηλές της τρίφτηκαν στο στήθος του όταν τη φίλησε. Τις ένιωσε να σκληραίνουν πάνω στο δέρμα του. Η αίσθηση ήταν υπέροχη. Ο Κάλεμ κινήθηκε για να τριφτούν με τις τρίχες του στέρνου του. Ήταν η πιο ανεπαίσθητη κίνηση, όμως έστειλε καυτά κύματα πόθου στα λαγόνια του. Και ήξερε, από τον τρόπο που της κόπηκε η ανάσα, από τον τρόπο που είχε γραπώσει την πλάτη του, ότι ένιωσε κι εκείνη το ίδιο.
Σταμάτησε να λεηλατεί το στόμα της για να την κοιτάξει. Τα δάχτυλά του ακολουθούσαν τη γραμμή του λαιμού και των ώμων της, γλιστρώντας στην τρυφερή σάρκα στο εσωτερικό των μπράτσων της και μετά στα γεμάτα στήθη και τη λεπτή μέση της. Την παρακολουθούσε, είδε το βλέμμα της να σκοτεινιάζει, το δέρμα της να ανταποκρίνεται στα χάδια του, ενθαρρύνοντάς τον βουβά. Ο Κάλεμ έγινε μάρτυρας της στιγμής που τα ένστικτά της άρχισαν να παίρνουν τα ηνία –το μικρό τίναγμα της γλώσσας της πάνω στο σαρκώδες, ροδαλό άνω χείλος της, το βλέμμα που του έριξε για να πάρει επιβεβαίωση, καθώς άρχιζε να μιμείται τις κινήσεις του. Προσευχήθηκε για αυτοσυγκράτηση. Αναρωτήθηκε, για πρώτη φορά στη ζωή του, αν θα κατάφερνε να σταματήσει εκεί που έπρεπε. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε λόγο ν’ αμφιβάλλει για τον εαυτό του, όμως αυτό ήταν διαφορετικό. Προς στιγμήν, συλλογίστηκε πως όλα όσα αφορούσαν τη Μ αντλέν ήταν διαφορετικά. Αμέσως απώθησε τις σκέψεις του και
συγκεντρώθηκε σ’ αυτό που υπήρχε εκεί, στο παρόν. Η Μ αντλέν είχε πλήρη επίγνωση ότι την παρακολουθούσε. Όχι τα σημεία που άγγιζαν τα χέρια του, αλλά το πρόσωπό της, για να ελέγξει τις αντιδράσεις της, οπότε τον μιμήθηκε. Παρακολούθησε το πρόσωπό του, καθώς τα δάχτυλά της ιχνηλάτησαν τη γραμμή του πιγουνιού του, όπου ένιωσε τα γένια που άρχιζαν πάλι να βγαίνουν, και κατέβηκαν στο λαιμό του για να καταλήξουν στη μικρή λακκούβα στη βάση του. Οι ώμοι του ήταν φαρδιοί –ένας πολύπλοκος συνδυασμός μυών κάτω από το δέρμα, που σάλευαν με κάθε του κίνηση. Οι ωμοπλάτες του δε διακρίνονταν όσο οι δικές της κοντά στην επιφάνεια του δέρματος. Περισσότερα στρώματα μυών απλώνονταν από την αρχή των μπράτσων του μέχρι τον αγκώνα, όπου η σάρκα του σκλήραινε, ενώ οι τρίχες στον πήχη του έμοιαζαν με χνούδι και το δέρμα του ήταν ηλιοκαμένο. Στον καρπό του πάλλονταν οι σφυγμοί του. Το δέρμα στο εσωτερικό των χεριών του ήταν απαλό, ευαίσθητο. Η Μ αντλέν ένιωσε εκεί μια μικρή ουλή.
Ψηλάφησε το σχήμα της. Το στήθος του ήταν γεμάτο κοιλάδες και κινούμενους λόφους. Ακούμπησε την παλάμη της πάνω του νιώθοντας την επίπεδη θηλή του, και κράτησε την ανάσα της όταν εκείνος, σε αντάλλαγμα, έτριψε τις θηλές της ανάμεσα στα δάχτυλά του. Χωρίς να σκεφτεί, η Μ αντλέν έγειρε μπροστά και τον έγλειψε, επιτρέποντας στα δόντια της να δαγκώσουν εκεί όπου τα χέρια του πίεζαν, γευόμενη την ελαφρώς αλμυρή γεύση του, το απαλό δέρμα και τις άγριες τρίχες, τις ζαρωμένες αρσενικές θηλές. Τότε σήκωσε το κεφάλι, τον κοίταξε κι ένιωσε ένα κύμα πόθου βλέποντας στο πρόσωπό του την επίδραση αυτών που είχε κάνει. Κι ύστερα ήρθε ένα δυνατό κύμα ανταπόκρισης εκ μέρους της, καθώς το στόμα του αγκάλιαζε τα στήθη της, φιλώντας, ρουφώντας, παίρνοντας λίγη από την κάψα της. Τα χέρια της χάιδεψαν τον κορμό του, από τους φαρδιούς ώμους μέχρι τη στενή μέση και την καμπύλη των πλευρών του, για να
καταλήξουν στο στομάχι του. Ψηλάφησε την ουλή του, μετά τη φίλησε, σπρώχνοντάς τον πίσω, ώστε η γλώσσα της ν’ αγγίξει τις ζάρες του δέρματόςτου και να μπορέσει ν’ αφήσει εκεί τα φιλιά της, σαν η απάντηση στην ερώτηση που απηύθυνε η ουλή να ήταν η ίδια η Μ αντλέν, σαν τα φιλιά της να μπορούσαν να γεμίσουν το κενό που είχε προφανώς αφήσει, σαν να μπορούσε να τον γιατρέψει. Γιατί είχε ανάγκη από γιατριά. Αυτό το ήξερε. Η περίτεχνη αγκράφα της ζώνης του τρίφτηκε στο πιγούνι της. Τα δάχτυλά της πάλεψαν με το κούμπωμα, μέχρι που της πρόσφερε τη βοήθειά του, πετώντας τη ζώνη στην άκρη. Η Μ αντλέν σπαρτάρησε πιο κοντά του κι εκείνος σήκωσε τις φούστες της γύρω από τους μηρούς της. Έπειτα πέρασε τα πόδια της πάνω από τα δικά του, ώστε να ακουμπούν στην άμμο πίσω από την πλάτη του, ενώ οι γάμπες της χάιδευαν τη μέση του. Και τώρα τι; Την απείλησε ο πανικός. Πρέπει να φάνηκε
στα μάτια της, επειδή ο Κάλεμ τη φίλησε αργά, κρατώντας τη σταθερή, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της και τρίβοντας τα ευαίσθητα στήθη της πάνω στο στέρνο του. Μ ερικά δευτερόλεπτα ηρεμίας. Αιώνες ηρεμίας. Μ ετά τη φίλησε ξανά, έσπρωξε τις φούστες της ψηλά πάνω από τη μέση της, έτσι ώστε το σώμα της ν’ απλωθεί μπροστά του και ταυτόχρονα να φωλιάσει πάνω του. Μ ετά ο Κάλεμ τράβηξε το μπροστινό μέρος του κιλτ του, αφήνοντάς το ν’ ανοίξει. Πήρε το χέρι της και το ακούμπησε πάνω στον ερεθισμό του, τυλίγοντας τα δάχτυλά της γύρω του. Σκληρός και απαλός. Αναπάντεχα απαλός. Εκείνος καθοδήγησε τον καρπό της, ώστε τα δάχτυλά της να κινηθούν προς τα πάνω. Μ ετά ξανά κάτω. Τελικά η Μ αντλέν χαμήλωσε το βλέμμα κι επέτρεψε στον εαυτό της να κοιτάξει. Ένα αισθησιακό ρίγος, σαν τρεχούμενο νερό πάνω σε πέτρες, έκανε τους μυς της να σφιχτούν καθώς κοιτούσε εκστασιασμένη. Τα δάχτυλά της φαίνονταν χλομά με φόντο τον ανδρισμό
του. Μ ε φόντο το εκπληκτικό του μέγεθος. Η επίγνωση ότι εκείνη το είχε προκαλέσει αυτό, ότι απευθυνόταν σ’ εκείνη, ότι αυτό ήταν το χέρι της στην καρδιά της ύπαρξής του, ήταν απίστευτα αισθησιακή. Την ενθάρρυνε να τον χαϊδέψει ξανά. Η Μ αντλέν είδε από τον τρόπο που σφίχτηκε το στομάχι του ότι του άρεσε αυτό που έκανε. Ένιωσε και το δικό της στομάχι να σφίγγεται. «Δε φαινόμαστε ίδιοι, αλλά νιώθουμε το ίδιο», ψιθύρισε ο Κάλεμ. «Όταν μου το κάνεις αυτό, νιώθω έτσι». Τα δάχτυλά του γλίστρησαν με ευκολία μέσα της, ανέβηκαν αργά, ανοίγοντάς την τρυφερά και μετά υποχωρώντας. Το έκανε ξανά, κι εκείνη τον ξανάγγιξε ενστικτωδώς. Ξανά, και αυτή τη φορά τον μιμήθηκε, κάνοντάς του το ίδιο. Και ξανά, αργά, ξανά, η ανάσα της επιταχυνόταν καθώς ένιωθε, κι έβλεπε αυτό που ένιωθε να είναι αμοιβαίο, γι’ αυτό και πολλαπλασιασμένο. Ξανά.
Ο Κάλεμ ακινητοποίησε το χέρι της, έβαλε τα δάχτυλά της στην κορυφή του ερεθισμού του, όπου το δέρμα ήταν πιο σκούρο. «Κι εδώ, όταν με αγγίζεις εδώ», είπε κάπως κοφτά, σαν να πάλευε να πάρει ανάσα, «νιώθω έτσι». Το άγγιγμά του ανάμεσα στα πόδια της μετατράπηκε στο χάδι που η Μ αντλέν θυμόταν από χτες. Γλίστρησε προς τα πάνω. Ανάλαφρα αγγίγματα εκεί όπου ήταν καυτή και διογκωμένη, εκεί όπου κάθε άγγιγμα έβγαζε εκτυφλωτικές σπίθες. Μ ε τις άκρες των δαχτύλων της άγγιξε την κορυφή του ερεθισμού του –χορευτικά, ανεπαίσθητα αγγίγματα, κυκλωτικά όταν το έκανε κι αυτός, απαλά όταν το έκανε κι αυτός. Τα πρώτα χάδια είχαν ανάψει τη χόβολη μιας φωτιάς. Τώρα έμοιαζαν με φυσερό, καθώς οι φλόγες ζωντάνεψαν και ξεπετάχτηκαν, γλείφοντάς την όπως χτες, μόνο με περισσότερη ένταση –επειδή το σώμα της ήταν ήδη φιλόξενο και παραδομένο κι επειδή καταλάβαινε ότι ο Κάλεμ αισθανόταν το ίδιο.
Τον ένιωσε να σκληραίνει και να μεγαλώνει κάτω από το χέρι της. Άκουσε το ρυθμό της ανάσας του ν’ αλλάζει. Ένιωσε τον εαυτό της να διαστέλλεται κάτω από το άγγιγμά του, μαζί μ’ εκείνη τη σαρωτική, ορμητική, καθοδική, απόλυτη αίσθηση, ενώ εκείνος την άγγιζε ακριβώς εκεί όπου είχε ανάγκη να αγγιχτεί. Κι όταν αισθάνθηκε τα δάχτυλά του να γλιστρούν ξανά μέσα της, να βυθίζονται σε μυς ανυπόμονους για το άγγιγμά του, η Μ αντλέν ήξερε πώς να επαναλάβει τη θωπευτική κίνηση πάνω στον ανδρισμό του. Και παρ’ ότι έκλεισε τα μάτια της, επειδή δεν μπορούσε να τα κρατήσει ανοιχτά –τόσο έντονο ήταν το πρώτο κύμα του οργασμού της, που βύθισε τις φτέρνες της στην άμμο και τέντωσε το σώμα της σαν τόξο–, ήξερε πως τα είχε πάει καλά. Επειδή τον ένιωσε να δονείται μέσα στο χέρι της, να σκληραίνει, να διογκώνεται, ενώ το ορμητικό κύμα ταξίδευε κατά μήκος του ανδρισμού του. Τότε ο Κάλεμ την άρπαξε. Άκουσε το βογκητό του και τον ένιωσε να εκρήγνυται καυτός και υγρός στην
παλάμη της, όπως καυτή και υγρή ήταν κι εκείνη στη δική του. Η Μ αντλέν κατέρρευσε στα χέρια του, ρίχνοντας το βάρος της στο στιβαρό κορμό του. Καθώς επέστρεφε στη γη, κρατήθηκε σφιχτά από πάνω του. Μ ετά φώλιασε στην αγκαλιά του, νιώθοντας την ανάσα του στα μαλλιά της, ενώ αιωρούνταν σ’ ένα αισθησιακό σύννεφο, με μέλη βαριά, λες και την είχαν ναρκώσει. Διαφορετικό από χτες. Περισσότερο. Η ευχαρίστηση του να δίνεις αλλά και να παίρνεις το έκανε πολύ πιο έντονο. Το κορμί της σιγοτραγουδούσε. Έψαξε στο μυαλό της για ψήγματα ενοχής, αλλά το μόνο που βρήκε ήταν μια αίσθηση ορθότητας. Αν και ήξερε ότι αυτό που είχε κάνει ήταν αναμφίβολα προδοσία, εξακολουθούσε να μην μπορεί να το δει έτσι. Ο Κάλεμ είχε ξυπνήσει μέσα της αυτή τη λαγνεία. Ο Κάλεμ, που η μυρωδιά του ήταν τώρα πάνω της, που το σώμα του ήταν τώρα τυλιγμένο γύρω από το δικό της. Ο Κάλεμ, που η ανάσα του συντονιζόταν με τη δική της κι έβγαινε από ένα στόμα φτιαγμένο,
λες, για να ταιριάζει με το δικό της. Ήταν τότε που η ενοχή την έπνιξε ξαφνικά. Όχι γι’ αυτό που είχε κάνει, αλλά γι’ αυτό που προσπαθούσε ν’ αποφύγει. Η αλήθεια την κοίταξε κατάματα. Η Μ αντλέν ανταπέδωσε το βλέμμα και μετά το απέσυρε, καθώς σείονταν τα θεμέλια του κόσμου της. Όχι ακόμα. * Το επόμενο πρωί καθυστέρησαν στις όχθες της λίμνης Όα. Όταν της πρότεινε να αναβάλουν το ταξίδι τους για άλλη μια μέρα, η Μ αντλέν συμφώνησε αμέσως. Ήταν ευτυχισμένη εκεί μαζί του. Δεν ήθελε να τελειώσει. Δεν ήταν ακόμα έτοιμη ν’ αντιμετωπίσει ό,τι θα έφερνε το τέλος. Ανηφόρισαν την πλαγιά του Μ πεν Ανν, ενός από τα πιο μικρά βουνά τριγύρω, που φώλιαζε σαν αβγό στον ορίζοντα. Μ ια εύκολη ανάβαση, που ωστόσο τους αντάμειψε. Η θέα από την κορυφή ήταν πανοραμική προς τους κάμπους, και βορειοδυτικά, εκεί απ’ όπου
ξεπρόβαλλαν οι πραγματικές κορυφές των Χάιλαντς, χιονισμένες κι αυστηρές. «Βουνά και λίμνες... λοχ», διόρθωσε η Μ αντλέν τον εαυτό της, βάζοντας το χέρι της αντήλιο. «Δεν υπάρχουν πόλεις, δε βλέπω κανέναν άνθρωπο, κανένα αγρόκτημα· είμαστε μόνο εμείς και μερικά πρόβατα. Στη Βρετάνη είναι τόσο διαφορετικά από εδώ. Βλέπεις είτε θάλασσα είτε δεντρόκηπους και καλλιέργειες». «Είναι μόνο η επίπεδη γη στις κοιλάδες, δίπλα στις λίμνες και τις όχθες, που μπορεί να καλλιεργηθεί», εξήγησε ο Κάλεμ. «Γι’ αυτό τα πρόβατα είναι τόσο σημαντικά. Και τα βόδια, επίσης. Όλα αυτά τα μονοπάτια που μπορείς να διακρίνεις είναι περισσότερο δρόμοι γελαδάρηδων, αν και το βοδινό κρέας είναι πολύ ακριβό για τους ίδιους τους κατοίκους των Χάιλαντς». Κοιτούσε προς την κατεύθυνση του σπιτιού του, στο Έριν Μ ουρ, που ήταν κοντά στην ακτή, πολύ πέρα από το οπτικό τους πεδίο. Εκεί
ψηλά, στην κορυφή του Μ πεν Ανν, το τοπίο εκτεινόταν μπροστά του, αγγίζοντας τις μυστικές χορδές του μ’ έναν τρόπο που δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει. Η λαχτάρα του για το Έριν Μ ουρ ήταν αρχέγονη κι ενστικτώδης, ένας πόνος στα ίδια του τα κόκαλα, που είχε συνηθίσει να τον πνίγει. Τώρα έπαιρνε ζωή, σαν πλάσμα που είχε πέσει σε χειμερία νάρκη μέσα του, ρουφώντας το αίμα του. Έτσι όπως στεκόταν εκεί κοιτάζοντας προς τη δύση, ήταν σαν το Έριν Μ ουρ να τον καλούσε κι εκείνος να έπρεπε να απαντήσει. «Προς τα πού είναι το σπίτι σου;» ρώτησε η Μ αντλέν σαν να μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του. Ο Κάλεμ έδειξε προς μια μακρινή κοιλάδα. «Προς τα εκεί και δυτικά, στη γη που απλώνεται ανάμεσα σ’ εκείνο το σημείο και τη θάλασσα». «Είναι μακριά;» «Δύο ή τρεις μέρες από εδώ». Ο τόνος του ήταν ψυχρός. Δεν ήξερε τι να του πει. Έπρεπε να
πάει στο σπίτι του, αυτό έλεγαν όλα της τα ένστικα. Όσο τον έβλεπε εκεί, σε τόση αρμονία με τη φύση, τόσο βεβαιωνόταν ότι τα ένστικτά της ήταν σωστά. Όμως ήξερε πως, αν τον πίεζε, εκείνος θα αντιστεκόταν. «Κι εκεί πέρα», είπε ο Κάλεμ, αλλάζοντας απροκάλυπτα το θέμα, «στην άλλη μεριά της κοιλάδας, βρίσκεται το Κάστρο Ρουμπόνταχ, όπου σε περιμένει η μοίρα σου». Έμεινε σιωπηλός καθώς κατηφόριζαν το λόφο. Περπατούσε μπροστά της, όπου το μονοπάτι ήταν στενό και απόκρημνο, έτοιμος να την πιάσει αν έπεφτε σ’ ένα από τα πολλά ρυάκια που διέτρεχαν την πλαγιά του βουνού μουσκεύοντας το έδαφος, κάτι ωστόσο που δεν πτοούσε τα ρείκια. Η Μ αντλέν απολάμβανε την προστατευτική συμπεριφορά του, τον τρόπο που την έκανε να νιώθει, σαν να ήταν κάτι πολύτιμο και λεπτεπίλεπτο, κάτι θηλυκό. Μ ια ασυνήθιστη αίσθηση για κείνη, που κανονικά θα διεκδικούσε την ανεξαρτησία της.
«Πάντα εγώ αποφάσιζα τι θα κάναμε», είπε, αρπάζοντας το χέρι του Κάλεμ για να σκαρφαλώσει σ’ έναν πεσμένο κορμό που τους έκλεινε το δρόμο. «Όταν ήμασταν πιο μικροί, εννοώ, ο Γκιγιόμ κι εγώ». «Αυτό δε με εκπλήσσει». «Δεν τον πείραζε. Ήταν πάντα πολύ καλόβολος». «Ωστόσο, δεν ήταν τόσο πειθήνιος πριν από κάνα χρόνο», της υπενθύμισε ο Κάλεμ καυστικά. «Αυτό είναι αλήθεια». Είχε θυμώσει τότε, αλλά τώρα χαιρόταν, γιατί, αν ο Γκιγιόμ δεν το είχε σκάσει, εκείνη δε θα είχε γνωρίσει τον Κάλεμ. Σοφά πράττοντας, κράτησε αυτή τη σκέψη για τον εαυτό της. «Δε σου πέρασε ποτέ από το μυαλό να αναρωτηθείς γιατί δεν έχει γυρίσει σπίτι;» «Φυσικά μου πέρασε. Είναι προφανές ότι κάτι πρέπει να τον εμπόδισε. Μ πορεί να ήταν άρρωστος ή αιχμάλωτος, ή... ή κάτι παρόμοιας φύσης», τελείωσε αδύναμα τη φράση της. «Τι είναι; Τι σκέφτεσαι;» «Η πιο προφανής εξήγηση, υποθέτοντας πάντα ότι δεν έχει σκοτωθεί, είναι ότι βρήκε κάποια άλλη».
«Μ α είμαστε αρραβωνιασμένοι», είπε ανέκφραστη. «Μ αντλέν, όταν ήμουν στο στρατό, έβλεπα να συμβαίνουν συχνά κάτι τέτοια», είπε ο Κάλεμ, πιάνοντάς την από το χέρι. Το μονοπάτι στις χαμηλότερες πλαγιές, που ξεδιπλωνόταν μέσα στο δάσος προς τη λίμνη, ήταν αρκετά φαρδύ για να περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλο. «Οι νεαροί άντρες ερωτεύονται πολύ εύκολα». «Όμως, ακόμα κι αν το έκανε, δε θα με ξεχνούσε έτσι απλά». Μ ολονότι δεν το είχε σκεφτεί προηγουμένως, τώρα η συγκεκριμένη ιδέα, αν και άθλια, την έθελγε. Δυστυχώς, γνώριζε τον Γκιγιόμ πολύ καλά για να τη θεωρεί πιθανή. «Δηλαδή, ακόμα κι αν έχει βρει άλλη γυναίκα, δε σε πειράζει;» επέμεινε ο Κάλεμ. Έψαξε μέσα της για κάποιο συναίσθημα, αλλά έπεσε στο κενό. «Δεν το σκέφτηκα ποτέ», είπε, σαστισμένη από την ίδια της την παράλειψη. «Αν τον αγαπούσες, θα μπορούσες ν’ απαντήσεις σ’ αυτή την ερώτηση αμέσως».
«Εννοείς ότι θα έπρεπε να ζηλέψω». Προσπάθησε ξανά, αλλά εξακολουθούσε να μη βρίσκει τίποτα. Αναρωτήθηκε αν ήταν απρόσβλητη από τη ζήλια, αλλά σκέφτηκε φευγαλέα τον Κάλεμ με κάποια άλλη γυναίκα, και πάλεψε να πνίξει το σκοτεινό κι εκδικητικό κύμα που την κυρίευσε. Δεν ήταν απρόσβλητη. Εξοργισμένη με τον εαυτό της, στράφηκε στον Κάλεμ. «Αυτό είναι παράλογο. Πώς μπορώ να ζηλέψω όταν δεν έχω κανένα λόγο να πιστεύω ότι έχει γνωρίσει κάποια άλλη;» «Είναι παράλογο να πιστεύεις όλον αυτό τον καιρό ότι δεν το έχει κάνει». «Εντάξει, αν ο Γκιγιόμ έχει... έχει κάποια εμπειρία, τότε δε θα τον πειράξει που θα έχω κι εγώ», είπε η Μ αντλέν απεγνωσμένα, απρόθυμη να παραιτηθεί. Ο Κάλεμ την κοίταξε αποσβολωμένος. «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι ο Ντε Γκιζ θα θέλει η σύζυγός του να έχει εκπαιδευτεί από άλλον άντρα;» «Όχι, όταν το θέτεις έτσι, αλλά... αυτό που εννοώ είναι... εντάξει,
εσένα δε θα σε πείραζε, σωστά;» «Κάνεις μεγάλος λάθος. Αν ήταν να πάρω ποτέ μια γυναίκα ως σύζυγό μου– κάτι που ποτέ δεν έχω θελήσει, αλλά αν το έκανα−, θα ήθελα να ξέρω ότι είμαι ο πρώτος και ο τελευταίος άντρας που θα της έκανε έρωτα». «Θα περίμενες, δηλαδή, από εκείνη να είναι πιστή και αφοσιωμένη, ενώ εσύ δε θα ήσουν. Αυτό είναι τόσο άδικο!» «Το αντίθετο. Αν ήμουν ερωτευμένος, αυτό ακριβώς θα έκανα. Αν ήμουν ερωτευμένος, δε θα επιθυμούσα καν κάποια άλλη. Αυτό σημαίνει να είναι κανείς ερωτευμένος. Νομίζω ότι σ’ το έχω επισημάνει ξανά». «Τότε κατά τη γνώμη σου είμαι κατεστραμμένη». «Ω, μα φρόντισα πολύ να μη σε καταστρέψω. Ο Ντε Γκιζ δε θα το μάθει ποτέ, αν υποθέσουμε ότι είσαι έτοιμη να του πεις ψέματα –κάτι που προφανώς ισχύει».
«Τι εννοείς;» «Αν τον παντρευτείς, θα ζεις μέσα σ’ ένα μεγάλο ψέμα, και το ξέρεις». Πράγματι, σκέφτηκε με δυσφορία, το ήξερε πολύ καλά, όμως γιατί έπρεπε να της το πετάξει κατάμουτρα τόσο ανελέητα! Τον αγριοκοίταξε, παλεύοντας μάταια να βρει μια απάντηση που θα τον έβαζε στη θέση του, χωρίς να σύρει την ίδια σε παγίδες. «Ας μη μαλώσουμε, Κάλεμ», είπε τελικά. «Ό,τι κι αν κράτησε τον Γκιγιόμ εδώ, ξέρω πως δεν είναι κάποια άλλη γυναίκα. Δε θα ξεχνούσε την υπόσχεσή του σ’ εμένα. Κυρίως, δε θα εγκατέλειπε ποτέ το Λα Ρος». «Κυρίως; Πιστεύεις ότι το σπίτι του είναι πιο σημαντικό από εσένα;» «Λοιπόν, ναι, το Λας Ρος θα είναι ακόμα εκεί αφού εγώ θα έχω πεθάνει. Δεν πιστεύεις το ίδιο για το Έριν Μ ουρ;» Ο Κάλεμ συνοφρυώθηκε έντονα. «Αυτό πιστεύει ο πατέρας μου. Αυτό με ανέθρεψαν να πιστεύω, ότι
θα έπρεπε να παντρευτώ για χάρη της γης. Υποθέτω ότι συνήθιζα να το πιστεύω κι εγώ». «Και τώρα;» τον παρακίνησε η Μ αντλέν. Είχαν πλησιάσει τη δεντροστοιχία δίπλα στη λίμνη. Περπάτησαν μέχρι την όχθη και κάθισαν μαζί στην άμμο. Η επιφάνεια του νερού κυμάτιζε, φυσούσε ελαφρύ αεράκι. «Τώρα; Όχι. Έχω χάσει το δικαίωμα να αγαπώ το Έριν Μ ουρ. Αλλά, ακόμα κι αν αυτό δεν είχε συμβεί, δε θα παντρευόμουν για χάρη της γης. Αυτοί οι γάμοι που υποστηρίζεις προσφέρουν κρύα παρηγοριά. Τα παιδιά που παράγουν έχουν αξία μόνο ως κληρονόμοι. Αν παντρευόμουν, θα ήθελα μια σύζυγο που θα αγαπούσε εμένα, όχι τα υπάρχοντά μου. Το χώμα και η γη, παρά την αφθονία των καρπών τους, δε σε κρατούν ζεστό τη νύχτα. Τα παιδιά θα έπρεπε να είναι ευλογία, όχι διαπραγματευτικό εργαλείο ή όπλο». Ο θλιμμένος τόνος του τρύπησε την καρδιά της. «Ακούγεσαι σαν να μιλάς από πικρή εμπειρία», είπε με συμπόνια, ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο του.
Προς μεγάλη της έκπληξη, το τίναξε από πάνω του θυμωμένα. «Ναι, αλλά τουλάχιστον έχω μάθει απ’ αυτήν. Γι’ αυτό μπορώ να σου διδάξω το ίδιο μάθημα. Μ ε θέλεις. Το ξέρω πως με θέλεις, ωστόσο εξακολουθείς να επιμένεις στα σχέδιά σου να παντρευτείς έναν άλλον άντρα», είπε άγρια. «Κάλεμ, εγώ δεν...» Έδιωξε το χέρι της μακριά του. «Έχεις πραγματικά σκεφτεί τι σημαίνει αυτό, γλυκιά μου Μ αντλέν; Πώς θα είναι όταν θα ξαπλώνεις παγωμένη κι ακίνητη από κάτω του, όταν θα ανέχεσαι τα χάδια του για χάρη της πολύτιμης κληρονομιάς σου; Θα θυμάσαι τότε πώς ήμασταν εμείς; Πώς σε κάνω να αισθάνεσαι; Τα μέρη όπου μπορώ να σε πάω; Θα μετανιώσεις που εγώ κι εσύ δεν κάναμε από επιθυμία αυτό που ο άντρας σου πρέπει να κάνει από καθήκον;» Τα μάτια της είχαν βαρύνει από τα δάκρυα που πάσχιζε να συγκρατήσει. Ήξερε ότι ήθελε να την πληγώσει, αλλά δεν καταλάβαινε το λόγο. Σίγουρα η πεισματική του ανάγκη να την κάνει να παραδεχτεί
ότι εκείνος είχε δίκιο δε δικαιολογούσε μια τόσο βίαιη επίθεση. Η Μ αντλέν είχε πιστέψει ότι με κάποιο τρόπο νοιαζόταν για κείνη. Τώρα το βλέμμα του την έκανε ν’ αμφιβάλλει και γι’ αυτό. Η λαχτάρα της να τον εμπιστευτεί πέταξε. Απέμεινε να τον κοιτάζει άφωνη. «Τι, δεν έχεις απάντηση να μου δώσεις;» συνέχισε ο Κάλεμ τόσο άγρια, που την έκανε να ανατριχιάσει. «Όχι βέβαια. Επειδή, παρά το γεγονός ότι λες στον εαυτό σου ένα κάρο ψέματα, είσαι αρκετά έξυπνη ώστε να μην προσπαθήσεις να κάνεις το ίδιο μαζί μου. Η αλήθεια είναι, Μ αντλέν, ότι κάθε φορά που θα κάνεις έρωτα στον άντρα σου, θα εύχεσαι να ήμουν εγώ. Παρ’ ότι εγώ κι εσύ δεν έχουμε κάνει στην πραγματικότητα έρωτα. Πόσο ανόητος είμαι, που νόμιζα πως έκανα αυτό που ήταν πιο έντιμο. Ίσως έκανα λάθος». Ξαναβρήκε τη φωνή της. «Τι εννοείς;» «Το θέλεις. Το θέλω. Ποιο είναι το νόημα της έντιμης συμπεριφοράς μου, όταν εσύ σκέφτεσαι τόσο
ανέντιμα; Είναι κρίμα να σου αρνηθώ μια τόσο γλυκιά ανάμνηση». Και μόνο η ιδέα να βρεθεί η Μ αντλέν με άλλο άντρα έφραξε το λαιμό του. Τουλάχιστον έτσι θα άφηνε πάνω της το σημάδι του. Θα ήταν ο πρώτος της. Θα ήταν ο μοναδικός που θα σκεφτόταν. Για πάντα. Η αγριότητα της ανάγκης του να την κάνει δική του τον κυρίευσε σαν πυρετός. Ξαφνικά, την τράβηξε πάνω του, αιχμαλωτίζοντάς τη με χέρια απαιτητικά. «Τι λες, μα σερί;» Ήταν παραζαλισμένη. Χαμένη. Πληγωμένη. Και εκστασιασμένη. Η μανιασμένη λαβή του της είχε κόψει την ανάσα. Η Μ αντλέν αρπάχτηκε από τη μόνη βεβαιότητα που της είχε απομείνει, σαν ναυαγός που κρατιόταν από τα συντρίμμια του πλοίου. Την ανάγκη της για κείνον. Την ορθότητα αυτής της ανάγκης. «Ναι», είπε βραχνά. Για λίγες στιγμές την κοίταξε σαν να ήταν απρόθυμος να πιστέψει αυτό που άκουσε. Μ ετά τη φίλησε, κι εκείνη ανταπέδωσε το φιλί έντονα, παθιασμένα, αγριεμένα, λες και το είναι είχε σπάσει τα δεσμά του
και αφηνόταν πια ελεύθερο. Και όταν εκείνος προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά της, έμπηξε τα νύχια της στα μπράτσα του για να τον τιμωρήσει για τα σκληρά του λόγια. Κτητικότητα. Η ανάγκη να κατέχει. Να πάρει. Και να δώσει. Κάτι ασταμάτητο είχε ξεκινήσει. Το πάθος άναψε πιο δυνατό και πιο φωτεινό, ορμώντας πιο βίαια απ’ ό,τι προηγουμένως. Χέρια και χείλη απαιτητικά, σώματα που αντιδρούσαν περισσότερο μανιασμένα να γνωριστούν, ωθούμενα από μια βαθιά ανάγκη που ακόμα δεν είχε εκπληρωθεί. Αυτό ήταν ένα πάθος γεννημένο από ανάγκη, μια ανάγκη που έπρεπε να ικανοποιηθεί, όχι να φέρει απόλαυση. Πεινούσε ο ένας για τον άλλο, ένιωθαν την άγρια πείνα που ακολουθεί μια σκληρή νηστεία. Κι αυτή η ανάγκη ήταν επίσης τιμωρία, επειδή μαρτυρούσε το ανείπωτο, επειδή τους ανάγκαζε να ρίξουν μια φευγαλέα ματιά στο αθέατο. Ρούχα τραβήχτηκαν και σκίστηκαν και σπρώχτηκαν βιαστικά στην άκρη. Φιλιά –πεινασμένα φιλιά–, χέρια που γρατσούνιζαν και πίεζαν, αγγίγματα στα όρια του πόνου, που δεν ήταν ωστόσο
αρκετά. Τίποτα δε θα ήταν αρκετό εκτός από εκείνο το πιο προσωπικό άγγιγμα. Εκείνο το πιο προσωπικό ξεγύμνωμα. Εκείνη την πιο εσώτερη κατοχή. Τίποτα δε θα ήταν αρκετό μέχρι να έλιωναν, ενωμένοι μαζί, τσουρουφλισμένοι και καμένοι, ξοδεμένοι μαζί. Τα χείλη της είχαν μελανιάσει από τα φιλιά, αλλά παρέμενε γραπωμένη πάνω του, απεγνωσμένη για περισσότερα. Τώρα ξάπλωσε από κάτω του στην άμμο, οι φούστες γύρω από τη μέση της, το χέρι του αιχμάλωτο στη ζεστασιά και την υγρασία ανάμεσα στους μηρούς της. Εκείνη κουνιόταν και τριβόταν χωρίς ντροπή πάνω του, στενάζοντας, προφέροντας το όνομά του ξανά και ξανά. Το χέρι της έψαξε τον ανδρισμό του –σκληρός, καυτός, δονούμενος κάτω από τη λαβή της. Τον άκουσε κι αυτόν να βογκά, τον άκουσε να φωνάζει το όνομά της. Ο Κάλεμ της άνοιξε τα πόδια, αναγκάζοντάς τη να τον σφίξει με τα γόνατα. Κόλλησε πάνω του. Τον ένιωσε να φωλιάζει ανάμεσα στους μηρούς της, τόσο κοντά, που η
κορυφή του ανδρισμού του την άγγιζε. Βύθισε τα νύχια της στην πλάτη του. Την άρπαξε από τους γλουτούς και τη σήκωσε για να τον δεχτεί. Η Μ αντλέν κράτησε την ανάσα της. Έμοιαζε σαν να περίμενε αυτή τη στιγμή από τη μέρα που γεννήθηκε. Και περίμενε. Όμως δε συνέβη. «Όχι!» Ο Κάλεμ την άφησε. Ανακάθισε και τη σκέπασε με τις φούστες της, κρατώντας τα μάτια του κλειστά σαν να πονούσε. Στην πραγματικότητα, ένιωθε οδύνη. Σηκώθηκε όρθιος και την τράβηξε. «Όχι έτσι. Δε θα σε πάρω έτσι». Η Μ αντλέν κούνησε το κεφάλι της, λες και η κίνηση θα σταματούσε την περιδίνηση που είχε προκαλέσει η δύναμη του πάθους τους. «Γιατί όχι;» είπε τολμηρά, ήδη κυριευμένη από τον πόνο της απόρριψής του. Ο Κάλεμ έμοιαζε με δαίμονα έτσι όπως στεκόταν μπροστά της, με σώμα να γυαλίζει από τον ιδρώτα
και μάτια να λάμπουν από κάτι δυνατό και σκοτεινό. Κάτι που την έκανε να αναπηδήσει. Το βλέμμα που της έριξε το ένιωσε σαν γδάρσιμο. «Η τιμή μου είναι το μόνο που μου έχει απομείνει. Δε θα σου επιτρέψω να μου την κλέψεις, ούτε θα σου επιτρέψω να με χρησιμοποιήσεις σαν δικαιολογία. Είσαι υπερβολικά ποθητή γυναίκα, Μ αντλέν Λαφαγιέτ, αλλά δε θα σε κάνω δική μου. Όχι μ’ αυτούς τους όρους». Λάθος, δεν ένιωθε γδαρμένη, αλλά απογυμνωμένη ως το κόκαλο. Και όχι από τον Κάλεμ, μα από την αλήθεια. Η έκταση της δικής της ανέντιμης συμπεριφοράς τη σόκαρε. Έμεινε για μια στιγμή καρφωμένη στο ίδιο σημείο, κοιτάζοντάς τον έντονα. Τότε, αντί να φτιάξει τα ρούχα της, ξαφνικά τα έβγαλε, πετώντας τα μέσα σε μια φρενίτιδα, αφήνοντάς τα ανακατεμένα στη νωπή άμμο. Χαστούκισε θυμωμένη τον Κάλεμ όταν προσπάθησε να τη σταματήσει, τον έσπρωξε όταν επιχείρησε να τη συγκρατήσει, και κατάφερε να αποδράσει και να ελευθερωθεί, όπως πάντα ήθελε.
Γυμνή και οργισμένη βούτηξε στα παγωμένα νερά της λίμνης. Δεν τον άκουσε να φωνάζει το όνομά της. Δεν τον είδε να μπαίνει στη λίμνη πίσω της, να σταματά βρεγμένος μέχρι τους μηρούς στην απόκρημνη, κατηφορική όχθη, ενώ την έψαχνε με το βλέμμα γεμάτος αγωνία. Εκείνη κολύμπησε κάτω από το νερό και αναδύθηκε σε κάποια απόσταση. Τα μαλλιά της έπλεαν πίσω της, τα πόδια και τα χέρια της συγχρονισμένα την οδηγούσαν με δύναμη μακριά από το οπτικό του πεδίο, μακριά από τις ίδιες της τις σκέψεις. Έπειτα, άφησε το κρύο και την αντίσταση στο ρεύμα του νερού, το χτύπημα των κυμάτων και την καθησυχαστική κίνηση κάθε απλωτής των χεριών και κάθε χτυπήματος των ποδιών της να εξαντλήσουν όλη της την ενέργεια. Μ όνο όταν ένιωσε την ανάσα της να κόβεται, τα μέλη της να βαραίνουν, γύρισε πίσω. Σκαρφάλωσε τους απότομους βράχους προς την αμμώδη όχθη, όπου περίμενε
αγχωμένος ο Κάλεμ για να την τυλίξει στη ζεστασιά του μάλλινου ταρτάν του. Την έτριψε για να στεγνώσει, φύσηξε τη ζεστή του ανάσα στα δάχτυλά των χεριών και των ποδιών της, την έβαλε να καθίσει, σιωπηλή και τρεμάμενη, στην είσοδο της σπηλιάς, ενώ εκείνος άναβε τη φωτιά κι ετοίμαζε το φαγητό τους. Η Μ αντλέν ήθελε να κλάψει, αλλά ένιωθε πως δεν της άξιζε να λυπάται τον εαυτό της. Και φοβόταν ότι, αν έβαζε τα κλάματα, δε θα μπορούσε να σταματήσει. Καθώς το φεγγάρι ανέβαινε στο μαύρο βελούδινο ουρανό, ξάπλωσαν δίπλα στη φωτιά, τυλιγμένοι ο καθένας χωριστά στην εσάρπα του, ακούγοντας τους παφλασμούς του νερού, τα ικανοποιημένα χλιμιντρίσματα των αλόγων και τους θορύβους των νυκτόβιων πλασμάτων στο δάσος. Ο καθένας σοκαρισμένος με τον τρόπο του από τη δύναμη των συναισθημάτων του. Δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα από τη στιγμή που η Μ αντλέν είχε βγει από τη λίμνη,
εκτός από όσα απαιτούσε η ευγένεια. Εκείνη δεν κουνιόταν, πονώντας από την ανάγκη να νιώσει τα χέρια του Κάλεμ γύρω της, ξέροντας ότι δεν είχε δικαίωμα να το ζητήσει, επειδή οι όροι της σχέσης τους είχαν αλλάξει δραματικά. Μ ακάρι να μπορούσε να γυρίσει πίσω το χρόνο. Όμως κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θα έχανε το καλύτερο κομμάτι. Αυτό που πραγματικά ήθελε ήταν να σβήσει το παρελθόν. Να μπορούσε να πατήσει απ’ την αρχή σε σκοτσέζικο έδαφος ανάλαφρη. Να καθαρίσει τον πίνακα της ζωής της και να κάνει ένα καινούριο ξεκίνημα. Μ ακάρι να μπορούσε. Αντίθετα, έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει ένα πραγματικά θλιβερό μέλλον. Τώρα τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν, σιωπηλά και βασανιστικά, σαν τσιμπήματα βελόνας. «Έλα εδώ». Ένα καθησυχαστικό χέρι γύρω από τον ώμο της την τράβηξε κοντά του. Ζεστά δάχτυλα χάιδεψαν τα μαλλιά της. Λέξεις, παράξενες λέξεις σε μια πανέμορφη γλώσσα χόρεψαν στο αυτί της. Τον
ρώτησε τι σήμαιναν, όμως εκείνος της είπε να ησυχάσει και να κοιμηθεί. «Δεν μπορώ». Ένιωθε ότι δε θα ξανακοιμόταν ποτέ. Ότι δεν έπρεπε. Επειδή, αν κοιμόταν, θα ονειρευόταν. Δεν ήθελε να ονειρευτεί. «Όταν ήμουν παιδί», είπε ο Κάλεμ, «μωρό σχεδόν, περίπου δύο ή τριών χρονών, η μητέρα μου έλεγε ότι θα με έπαιρναν οι νεράιδες τη νύχτα αν δεν κοιμόμουν. Περίεργα πλάσματα αυτές οι νεράιδες. Θα εντυπωσιαζόσουν από τα πράγματα που έπρεπε να κάνεις για να τις κρατήσεις υπό έλεγχο». Μ ιλούσε ζεστά και σιγανά, με μια υποψία ειρωνείας. Της μιλούσε σαν να ήταν παιδί, και σαν παιδί καθησυχαζόταν εκείνη από την παρουσία του και τον τόνο της φωνής του. «Τι είδους πράγματα;» «Όταν γεννιέται ένα μωρό, όλοι οι καθρέφτες πρέπει να καλυφθούν, από φόβο μήπως οι νεράιδες κλέψουν την εικόνα του. Έχουν τρομερή πείνα για μωρά αυτά τα μικρά πλάσματα, ειδικά τα στοιχειά
του νερού, που τα λέμε κέλπι. Αν δεν τα κρατήσεις μακριά από τη γέννα μ’ ένα σταυρό από κλαδιά σουρβιάς, θα κλέψουν το παιδί και θα το αντικαταστήσουν μ’ ένα δικό τους. Αλάτι ή χώμα στο στόμα του μωρού αμέσως μετά το πρώτο του κλάμα, και το ντερκ του πατέρα του μέσα στην κούνια αποτρέπουν αυτά τα πνεύματα». Η Μ αντλέν φώλιασε πιο κοντά του. «Άμοιρες νεράιδες. Στις βρετονικές παραδόσεις έχουν επίσης πολύ κακό όνομα. Οι Λευκές Κυρίες είναι ιδιαίτερα διαβολικές. Υπάρχει μία, η Μ ελουζίν, που μετατρέπεται σε γυναίκα, αλλά κάθε βδομάδα, το Σάββατο, πρέπει να πάρει την πραγματική της μορφή και να γίνει θαλάσσιο φίδι». «Έχουμε κι εμείς παρόμοιους θρύλους. Η Σέλκι είναι μια φώκια που παίρνει γυναικεία μορφή. Η γριά Σόνα Μ ακμπρέιν, η γιάτρισσα του χωριού, ήξερε άπειρες τέτοιες ιστορίες». «Τι εννοείς “η γιάτρισσα”;»
«Στο χωριό κάποιοι την αποκαλούν μάγισσα –και λυπάμαι που το λέω, αλλά ανάμεσα σε αυτούς είναι και η μητέρα μου. Η γιάτρισσα είναι η γυναίκα που γνωρίζει από θεραπείες, βότανα και μαντζούνια. Τους παλιούς τρόπους. Είναι μια νεραϊδάρα, μια γυναίκα που ξέρει κι από τους δύο κόσμους, που μιλάει με τις νεράιδες, ίσως κάνει ακόμα και μάγια. Όταν ήμουν μικρός, ήταν ωραίο παιχνίδι να χτυπάμε την πόρτα της και να το βάζουμε στα πόδια». Της ξέφυγε ένα αδύναμο χαχανητό. «Όσο προχωράμε τόσο περισσότερο ακούγεσαι σαν Σκοτσέζος. Είναι υπέροχο, αλλά πρέπει να βάζω τα δυνατά μου για να καταλαβαίνω τις λέξεις. Μ ακάρι να μιλούσα γαελικά. Ακούγονται σαν τα βρετονικά –θέλεις ν’ ακούσεις κάτι στη γλώσσα μου;» «Προχώρα, λοιπόν, κοπελιά», είπε ο Κάλεμ. Η Μ αντλέν ένιωθε το χαμόγελο στη φωνή του σαν ζεστό ρόφημα. Σκέφτηκε για μια στιγμή και μετά απήγγειλε κάτι. «Σημαίνει:
Περίμενε να έρθει η νύχτα προτού πεις ότι η μέρα ήταν όμορφη». «Είναι νύχτα τώρα». «Ναι». Συνειδητοποίησε ότι εκείνος περίμενε μια απάντηση. «Μ ακάρι η μέρα να μην ήταν τόσο όμορφη». Η γλύκα της απάντησής της ήταν οδυνηρή. «Κοιμήσου, Μ αντλέν». «Δεν μπορώ να κοιμηθώ». Όμως χασμουριόταν. «Σσσ. Απλώς προσπάθησε», είπε ο Κάλεμ, αφήνοντας ένα φιλί στο μέτωπό της. «Ησυχία τώρα», είπε, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Και η Μ αντλέν κοιμήθηκε. * Καθώς η νύχτα γινόταν πιο πυκνή και το φεγγάρι ακολουθούσε την απόκοσμη πορεία του στον ουρανό, ο Κάλεμ έμενε ξύπνιος, νανουρίζοντας τη Μ αντλέν στην αγκαλιά του. Αύριο θα έφταναν στο Κάστρο Ρουμπόνταχ κι εκείνος θα έπρεπε να την παραδώσει στο πεπρωμένο της. Δεν ήθελε να την αφήσει. Ούτε
στον Ντε Γκιζ. Ούτε σε κανέναν. Ήταν δική του. Το ένιωθε, όπως ένιωθε το κάλεσμα του Έριν Μ ουρ όταν στέκονταν στην κορυφή του βουνού το πρωί. Ήταν μια τρέλα, γιατί τι είχε να της προσφέρει; Τις τελευταίες λίγες μέρες είχε αγγίξει μια ευτυχία που δεν πίστευε καν ότι ήταν δυνατή. Όταν εκείνη θα τον άφηνε, ήξερε ότι θα ένιωθε μόνος. Η Μ αντλέν είχε ξυπνήσει μέσα του τόσες επιθυμίες, ήταν το μέσο της επιστροφής του στο σπίτι. Μ πορούσε πολύ εύκολα να αποδειχτεί και το μέσο της κατάρρευσής του, αν δεν ήταν προσεκτικός. Ή μήπως της σωτηρίας του; Αναδεύτηκε μέσα στον ύπνο της και ο Κάλεμ την τράβηξε πιο κοντά του, διπλώνοντας τρυφερά το μάλλινο ύφασμα κάτω από το πιγούνι της. Απογοήτευση, να τι ήταν όλη εκείνη η κτητικότητα που ένιωθε. Απογοήτευση, που την προκάλεσε ο ίδιος, μάλιστα, επειδή η Μ αντλέν ήταν τόσο αποφασισμένη να δώσει όσο εκείνος να πάρει. Μ ια ευγενής απογοήτευση, λοιπόν,
σκέφτηκε, χλευάζοντας τον εαυτό του. Μ ετά βυθίστηκε σ’ έναν ανήσυχο ύπνο. Κεφάλαιο 6 «Προδότη». Τα μάτια της Μ αντλέν άνοιξαν απότομα. « Προδότη», μουρμούρισε ο Κάλεμ. Έβλεπε όνειρο. Ακουγόταν σαν εφιάλτης. Την είχε σπρώξει μακριά. Τίναζε ιδρωμένος το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά. «Κάλεμ», είπε απαλά, πιάνοντας τον ώμο του. «Κάλεμ», αυτή τη φορά πιο σταθερά. Εκείνος τρόμαξε, ανακάθισε και κοίταξε με άδειο βλέμμα προς το μέρος της. «Ρόρι;» «Είμαι η Μ αντλέν». «Μ αντλέν». Τα μάτια του ήταν ανέκφραστα. «Είμαι τρομερά στεγνός». «Στεγνός;» «Διψασμένος. Διψάω».
Η Μ αντλέν έψαξε αδέξια τη χάλκινη κούπα και τη βύθισε γρήγορα σ’ ένα από τα πολλά ρυάκια που κατέληγαν στη λίμνη. Ο Κάλεμ ήπιε λυσσασμένα και μετά άνοιξε τελείως τα μάτια του, επικεντρώνοντας το βλέμμα του πάνω της. «Σε ξύπνησα. Συγνώμη». «Ονειρευόσουν. Θέλεις να μιλήσεις γι’ αυτό;» Τράβηξε το ταρτάν ξανά πάνω τους και χάιδεψε τα μαλλιά του, νωπά από τον ιδρώτα που κυλούσε στους κροτάφους του. Την κοίταξε στο ημίφως, ακόμα ζαλισμένος από το τρομακτικό όνειρο. «Όχι». Η άρνησή του ήταν ενστικτώδης. Η Μ αντλέν έκανε ότι δεν τον άκουσε. «Έχει να κάνει με την ουλή σου;» ρώτησε, ακουμπώντας φευγαλέα το χέρι της στο στομάχι του. «Ξέρω ότι ήσουν στο στρατό. Την απέκτησες στη μάχη;» «Στο Καλόντεν», είπε. Η λέξη, άγρια και καθαρή, έσκισε το νυχτερινό αέρα. Η Μ αντλέν είχε το δικαίωμα να μάθει. Ήθελε να της μιλήσει, το καταλάβαινε τώρα,
απογυμνωμένος καθώς ήταν από τις άμυνές του εξαιτίας του φριχτού ονείρου του. Ήθελε να υπάρξει ανάμεσά τους λίγη αλήθεια. Η Μ αντλέν πήρε μια κοφτή ανάσα. «Πολέμησες στο Καλόντεν; Ενάντια στους ιακωβίτες; Μον Ντιε». «Χτυπήθηκα από ένα ξίφος. Ήμουν τυχερός που δεν πέθανα, μου είπαν. Μ ερικές φορές εύχομαι να είχα πεθάνει». « Μην το λες αυτό! » Τύλιξε τα χέρια της σφιχτά στη μέση του, ακουμπώντας το μάγουλό της στο πουκάμισό του, πάνω από το ερωτηματικό που σχημάτιζε η ουλή. Μ έσα από το μαλακό ύφασμα, ένιωσε τη ζεστασιά του δέρματός του. Τον κράτησε έτσι, παρηγορώντας τον σαν παιδί, ενώ το μυαλό της έτρεχε. Η συνειδητοποίηση ήρθε σχεδόν αμέσως. Έγειρε πίσω για να μπορεί να κοιτάζει το πρόσωπό του. «Πολέμησες εναντίον του Γκιγιόμ. Γι’ αυτό δεν ήθελες να μου μιλήσεις. Νόμιζες ότι θα σε μισούσα».
«Δε με μισείς;» Η φωνή του ακούστηκε άδεια από συναίσθημα. Μ ιλούσε σαν να βρισκόταν κάπου μακριά, πίσω από ένα τείχος που εκείνη δεν μπορούσε να ρίξει. « Φυσικά και όχι». Τον έπιασε από τον ώμο κι άρχισε να τον ταρακουνά σε μια προσπάθεια να γκρεμίσει τα τείχη που είχε χτίσει γύρω του. «Κάλεμ, ποτέ δε θα μπορούσα να σε μισήσω, σε παρακαλώ, μην το σκέφτεσαι αυτό. Ακόμα κι αν, κατά διαβολική σύμπτωση, ο Γκιγιόμ είχε πεθάνει από το χέρι σου, δε θα ήταν δικό σου το φταίξιμο. Ήταν δική του επιλογή να βρεθεί εκεί». Δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει την πίκρα στη φωνή της, ούτε τον από καιρό καταπιεσμένο θυμό της με τον Γκιγιόμ, που ποτέ δεν είχε αναγνωρίσει μέχρι αυτή τη στιγμή. «Ήταν επιλογή του η απόφασή του ν’ αφήσει εμένα και το Λα Ρος για να πολεμήσει γι’ αυτόν το... λιμοκοντόρο πρίγκιπα». Ο Κάλεμ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. «Μ η μιλήσεις με τέτοιο τόνο για τον πρίγκιπα Τσάρλι όταν φτάσουμε στο Κάστρο Ρουμπόνταχ, δε θα βοηθήσει».
«Τέλος πάντων, δεν έχει να κάνει πραγματικά με τον Γκιγιόμ, έτσι δεν είναι;» Το χαμόγελο του Κάλεμ ξεθώριασε. «Μ ένεις στο Εδιμβούργο επειδή πολέμησες εναντίον των δικών σου ανθρώπων –γι’ αυτό παραιτήθηκες από αυτό που θεωρείς δικαίωμα να αυτοαποκαλείσαι Χαϊλάντερ, σωστά;» «Ναι. Μ έχρι ένα σημείο. Ίσως». Ο Κάλεμ βύθισε το κεφάλι του στα χέρια του. «Δεν καταλαβαίνεις». «Τότε μίλησέ μου. Κάνε με να καταλάβω, Κάλεμ», του είπε ένθερμα. «Σε παρακαλώ. Πες μου τι είναι αυτό το σκοτεινό πράγμα που κουβαλάς εδώ μέσα». Ακούμπησε απαλά το χέρι της στην ουλή του. «Πραγματικά θέλω να μάθω». Παρ’ ότι η σιωπή ήταν μια συνήθεια που δεν την έσπαγε εύκολα, ο πειρασμός να ξαλαφρώσει ήταν πολύ μεγάλος. Ήθελε να της μιλήσει. Να την κάνει εξομολογητή και κριτή του. Για κάποιο λόγο, εμπιστευόταν τη σοφία της, όπως δεν εμπιστευόταν κανέναν άλλο γι’ αυτά τα δύο έργα.
«Μ ίλησέ μου για το όνειρο, Κάλεμ», τον παρότρυνε η Μ αντλέν. «Το βλέπεις συχνά;» «Πολύ συχνά». «Και το ουίσκι σε βοηθάει να το κρατάς μακριά;» «Ναι, αν πιω αρκετό». Συνοφρυώθηκε προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό του. «Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να ακούσεις αυτή την ιστορία;» Εκείνη έγνεψε. Το πρόσωπό της φαινόταν αλαβάστρινο κάτω από το φως του φεγγαριού, το στόμα της είχε σφιχτεί αποφασιστικά, τα μάτια της κάρφωναν τα δικά του. Του έπιασε σφιχτά το χέρι κι εκείνος της τα είπε όλα, αφήνοντάς τα τελικά να ξεχυθούν σαν δηλητήριο από πληγή. Η μάχη. Ο θόρυβος. Οι μυρωδιές. Η ορμητική βροχή και το χιονόνερο. Ο βάλτος. Ο τρομερός φόβος ότι όταν θα ερχόταν η διαταγή να προχωρήσουν, δε θα μπορούσε να το κάνει, ότι οι άντρες του θα τον θεωρούσαν δειλό. Και όταν τελικά προχώρησε, ο χειρότερος φόβος ότι θα σκότωνε το αίμα του.
«Ένιωθα σαν να με είχαν σκίσει στα δύο», είπε με τραχιά φωνή. «Οι άντρες μου βασίζονταν πάνω μου. Στον πόλεμο, ειδικά όταν βρίσκεσαι καταμεσής της μάχης, πρέπει να πιστεύεις απόλυτα ότι οι συμπολεμιστές σου είναι στο πλευρό σου. Ποτέ, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχα αμφιβολίες, αλλά και ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή δε μου είχε ζητηθεί να πολεμήσω με τους δικούς μου εναντίον των δικών μου. Ήταν σαν να ορμούσα εναντίον του εαυτού μου». Έκανε μια παύση και κοίταξε μακριά. Δίπλα του η Μ αντλέν καθόταν κι άκουγε με προσήλωση, συγκινημένη από τα άγρια συναισθήματα που έβλεπε ότι φτερούγιζαν σαν χαμένες ψυχές πάνω στις λαξεμένες επιφάνειες του προσώπου του. «Δεν είχα επιλογή», συνέχισε ο Κάλεμ ανέκφραστος, «ωστόσο έπρεπε να διαλέξω. Να πάω με τους ιακωβίτες; Όμως δεν πίστευα στο σκοπό τους. Να λιποτακτήσω; Το σκέφτηκα, αλλά ήταν απλώς φυγή. Επέλεξα να πολεμήσω, να πολεμήσω με το τάγμα που ήταν η ζωή μου, να σώσω τα Χάιλαντς από τις
συνέπειες του αχόρταγου εγωισμού του νεαρού πρίγκιπα. Δεν τον ένοιαζε η Σκοτία, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το στέμμα. Δεν τον ένοιαζε, επίσης, που δίχαζε την ίδια του τη χώρα στην προσπάθειά του να το αποκτήσει. Έτσι, αντιμετώπισα τα αδέρφια μου στην πρώτη γραμμή της μάχης, ενώ στεκόμουν στο πλευρό των αντρών μου. Δε θα έπρεπε να είχα αναγκαστεί να διαλέξω. Αν δεν ήταν αυτός ο μπάσταρδος ο Κάρολος Εδουάρδος, δε θα είχε χρειαστεί να το κάνω. Αν δεν ήταν αυτός, κανένας μας δε θα είχε χρειαστεί να διαλέξει. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί τον μισώ;» Η Μ αντλέν έσφιξε το χέρι του. «Ναι, καταλαβαίνω. Και ο Ρόρι; Ποιος είναι ο Ρόρι;» ρώτησε απαλά. «Ο Ρόρι είναι ο αδερφός μου». «Ο αδερφός σου! Μον Ντιε, εννοείς ότι ήταν εκεί, στο πλευρό των ιακωβιτών;» Η κατανόηση της άθλιας θέσης του τη χτύπησε σαν γροθιά. «Αντιμετώπισες τον αδερφό σου στη μάχη;» «Τον ετεροθαλή αδερφό μου, και όλους τους συγγενείς του, που εν μέρει είναι και δικοί μου».
«Δεν μπορώ να το φανταστώ, δεν μπορώ ούτε να το διανοηθώ. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που σε στοιχειώνει». «Τον είδα, ή νόμισα πως τον είδα, μια στιγμή πριν τραυματιστώ. Στο όνειρό μου, αυτό είναι το σημείο στο οποίο ξυπνάω πάντα». «Εκείνος είναι... πέθανε;» «Νόμιζα πως ήταν νεκρός. Για έξι ολόκληρους μήνες νόμιζα πως ήταν... και η μητέρα μας ήταν σίγουρη. Αλλά, όχι, δόξα τω Θεώ, ο Ρόρι είναι ζωντανός». «Γι’ αυτό κατάλαβες αμέσως για τον Γκιγιόμ. Το ήξερα ότι καταλάβαινες, το ένιωθα». «Όταν ο Ρόρι δε γύρισε σπίτι, όλοι υπέθεσαν ότι έπεσε στο πεδίο της μάχης. Από τους λίγους άντρες του που επέζησαν, κάποιοι είπαν ότι είχε τραυματιστεί, άλλοι ότι τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο. Πρέπει να καταλάβεις, μια μάχη σαν αυτή... ήταν χάος –και όλεθρος, επειδή οι ιακωβίτες υπερτερούσαν κατά πολύ
αριθμητικά». «Όμως όταν τελείωσε, αν ο αδερφός σου ήταν ανάμεσα στους νεκρούς, σίγουρα θα αναγνώριζαν το πτώμα του». «Δεν ήταν μια συνηθισμένη μάχη. Ο Δούκας του Κάμπερλαντ, ο αρχιστράτηγός μας, είναι βάναυσος άνθρωπος. Ήθελε να τιμωρήσει τους Χαϊλάντερ που τον εξώθησαν να πολεμήσει», είπε πικρά ο Κάλεμ. «Είναι έξοχος στη χάραξη στρατηγικής, όμως είναι επίσης ένας αλαζονικός, απάνθρωπος σαδιστής. Μ ετά τη μάχη, διέταξε να μην υπάρξει κανένα έλεος για τους ιακωβίτες». Η Μ αντλέν μόλις που τόλμησε να ρωτήσει. «Τι σημαίνει αυτό;» «Ο Κάμπερλαντ διέταξε τους άντρες του –τους άντρες μου– να σιγουρευτούν ότι δε θα έμενε κανείς ζωντανός. Εκτέλεσε τους τραυματίες και τους ετοιμοθάνατους. Τους τρύπησε με ξιφολόγχες. Κι όχι μόνο τους ιακωβίτες, αλλά και τις γυναίκες τους, και κάποια παιδιά, επίσης, που είχαν έρθει στο βάλτο
για να τους φροντίζουν. Τους σκότωσαν όλους. Μ πορείς να το φανταστείς; Ενώ ήμουν πεσμένος μπρούμυτα στο έλος, κρατώντας το στομάχι μου για να μην πεταχτούν έξω τα εντόσθιά μου, τους άκουσα. Τις κραυγές και τα κλάματα, τις ικεσίες για έλεος. Κι επίσης τα είδα όλα όταν τελικά με κουβάλησαν πάνω σ’ ένα φορείο. Είδα τις γυναίκες που έπεφταν πάνω στα σώματα των αντρών τους για να τους σώσουν, το αιμοβόρο βλέμμα των Άγγλων στρατιωτών και την αποστροφή κάποιων ανάμεσά τους. Ελάχιστων. Βλέπεις, λοιπόν, ότι ήταν πιθανό –περισσότερο από πιθανό– αν ο Ρόρι είχε τραυματιστεί, να τον είχαν σκοτώσει». «Αλλά δεν είχε τραυματιστεί;» «Όχι. Και παρ’ ότι η μητέρα μου το πίστευε, εγώ αρνιόμουν να το πιστέψω. Είναι ψηλός σαν εμένα, κι έχουμε τα ίδια μαλλιά, κάτι που μας κάνει να ξεχωρίζουμε κάπως. Επιπλέον, είναι ευγενής. Τα ρούχα του, η ζώνη και τα όπλα του θα είχαν προδώσει την κοινωνική του
θέση. Αμέσως μόλις μπόρεσα να σηκωθώ από το κρεβάτι, πήγα στο νησί του Χέρονσεϊ, όπου βρίσκεται η γη του, και περίμενα». «Τι συνέβη;» «Είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους Κάμπελ. Ο Ρόρι είναι ένας Μ ακλάουντ, όχι ένας Μ ανρό. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Ρόρι ήταν μωρό, και η μητέρα μου ξαναπαντρεύτηκε μέσα σε έξι μήνες. Μ η θέλοντας έναν κούκο των Μ ακλάουντ στη φωλιά του, ο δικός μου πατέρας την ανάγκασε να τον αφήσει στο Χέρονσεϊ. Δε γνώριζα καν για την ύπαρξή του μέχρι τα δέκα μου. Τέλος πάντων, μετά το Καλόντεν, οι Κάμπελ άδραξαν την ευκαιρία να τον τιμωρήσουν για μια παλιά έχθρα που είχαν μ’ έναν από καιρό πεθαμένο Μ ακλάουντ. Ο Ρόρι δραπέτευσε από τα μπουντρούμια τους και τελικά γύρισε στο σπίτι. Έφερε μαζί του μια κοπέλα από τα πεδινά, που την είχε πάρει όμηρο –έτσι ισχυρίζονται οι δυο τους, τουλάχιστον. Τζέσικα, αυτό είναι το όνομά της, και είναι ένα πολύ όμορφο πλάσμα. Τόσο όμορφη, που
ο Ρόρι δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει. Είναι παντρεμένοι τώρα. Μ ια πολύ ρομαντική ιστορία». «Κι εσύ ήσουν εκεί στο –πώς το είπες– στο Χέρονσεϊ; Πότε έφτασε ο αδερφός σου;» «Ναι. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ούτε εκείνος. Σκέψου, νόμιζε ότι εγώ ήμουν νεκρός. Ήταν μια πολύ συγκινητική επανασύνδεση». Ο τόνος του ακούστηκε ανάλαφρος, όμως η Μ αντλέν κατάλαβε, από τη δύναμη με την οποία της κρατούσε το χέρι, ότι τα συναισθήματά του ήταν βαθιά. «Ήταν, λοιπόν, ένα ευτυχές τέλος;» Ο Κάλεμ κούνησε το κεφάλι απελπισμένος. «Είμαστε αδέρφια, όμως πολεμήσαμε σε αντίθετα στρατόπεδα. Ο Ρόρι έχασε πολλούς καλούς άντρες στην Εξέγερση, και κάποια από τα γειτονικά μου κλαν έχασαν πολλούς περισσότερους. Επέζησα επειδή κάποιοι φρόντισαν τα τραύματά μου. Αν ήμουν με την άλλη πλευρά, θα είχα σφαγιαστεί εκεί όπου έπεσα. Δεν καταλαβαίνεις; Έχω αυτό το αίμα στα
χέρια μου, το αίμα των συμπατριωτών μου, σαν να εκτέλεσα εγώ ο ίδιος τις εντολές του Κάμπερλαντ – όπως ίσως να είχα κάνει, αν δεν είχα τραυματιστεί». «Δεν πιστεύω ότι θα το είχες κάνει. Είπες ότι πυροβόλησες στον αέρα», τόνισε με ζέση η Μ αντλέν. «Δε θα είχες κάνει κάτι τόσο βάρβαρο, είτε σου είχαν δοθεί διαταγές είτε όχι». «Ίσως όχι, όμως η συνήθεια της υπακοής είναι δυνατή». «Η συνήθεια να γνωρίζεις τι είναι σωστό και τι όχι είναι δυνατότερη. Δε θα είχες κάνει τέτοιο πράγμα, Κάλεμ». Πήρε μερικές βαθιές ανάσες κι ένιωσε λίγο πιο ήρεμη, αν και ο θυμός για τους αυτουργούς των θηριωδιών, την πηγή επίσης του πόνου του Κάλεμ, έβραζε μανιασμένα μέσα της. «Δεν ήσουν ο μόνος Χαϊλάντερ υπό τις διαταγές του Κάμπερλαντ, έτσι δεν είναι; Υπήρχαν κι άλλοι Σκοτσέζοι που πολέμησαν εναντίον των ιακωβιτών». «Μ ερικοί. Οι αγγλικές εφημερίδες επέλεξαν να το παρουσιάσουν σαν μάχη Άγγλων εναντίον
Σκοτσέζων. Η αλήθεια όμως είναι ότι κάποια κλαν αντιτίθονταν στους Στιούαρτ». «Συμπεριλαμβανομένων των Μ ανρό;» «Ναι. Αν και οι λόγοι του πατέρα μου αφορούν περισσότερο την προστασία των κεκτημένων του παρά την προστασία του Στέμματος. Οι ευγενείς των Χάιλαντς είχαν τους δικούς τους νόμους, και ο πατέρας μου ήθελε να μείνουν τα πράγματα ως είχαν. Δεν ήθελε να μπερδέψει ο Τσάρλι την κατάσταση». Ο Κάλεμ γέλασε πικρά. «Όπως αποδείχτηκε, με τους Άγγλους να εξαπολύουν το εκδικητικό μένος τους μετά την Εξέγερση, οι παλιοί τρόποι, οι παραδοσιακές συνήθειες, είναι καταδικασμένοι, σε κάθε περίπτωση. Αν και πολεμήσαμε στην ίδια πλευρά –εγώ και οι άντρες του πατέρα μου–, εκείνος δεν το βλέπει έτσι. Επέλεξα το τάγμα μου αντί γι’ αυτόν, μόνο αυτό βλέπει. Άλλο ένα πράγμα που κρατάει εναντίον μου». «Και ο Ρόρι; Εκείνος κρατάει ακόμα κάποια έχθρα εναντίον σου;»
«Λέει πως όχι, όμως η αλήθεια είναι ότι δεν τον έχω δει από τότε που επέστρεψε στο Χέρονσεϊ. Καταλαβαίνεις τώρα, Μ αντλέν; Πρόδωσα το στρατό, αποτυγχάνοντας να πολεμήσω. Πρόδωσα τα αδέρφια μου, προσπαθώντας να πολεμήσω. Ίσως πρόδωσα ακόμα και τον πατέρα μου, που με έστειλε στο στρατό εξαρχής, πριν από τόσα χρόνια –δεν ξέρω. Ήθελε να ηγηθώ του κλαν μας, βλέπεις, αλλά αντίθετα εγώ επέλεξα να οδηγήσω τους δικούς μου άντρες. Προσπάθησα να κάνω το καθήκον μου και, πάνω στην προσπάθεια, σκίστηκα στα δύο. Δεν έχω το δικαίωμα να βρίσκομαι εδώ. Δεν έχω το δικαίωμα να αποκαλώ τον εαυτό μου ούτε λοχαγό ούτε Χαϊλάντερ. Και δεν έχω κανένα δικαίωμα στη γη που πάντα πίστευα ότι μια μέρα θα γινόταν δική μου. Δεν έπρεπε να βρίσκομαι εδώ. Καταλαβαίνεις;» «Καταλαβαίνω τώρα πώς έφτασες να σκέφτεσαι έτσι τα πράγματα. Δεν πιστεύω πως έχεις δίκιο, ωστόσο», απάντησε η Μ αντλέν. Ο Κάλεμ χαμογέλασε κουρασμένα. «Αυτό είναι πρόοδος, σε κάθε περίπτωση».
«Πρέπει να προσπαθήσεις να κοιμηθείς τώρα». Η ιστορία που της είχε διηγηθεί την είχε συνταράξει, όμως ένιωθε επίσης ότι είχε αρχίσει να τον κατανοεί. «Σ’ ευχαριστώ που μου μίλησες». Τον φίλησε στο μάγουλο. «Δεν μπορώ να φανταστώ τον τρόμο όσων πέρασες, αλλά αυτό που ξέρω, αυτό που ήδη ήξερα, είναι ότι είσαι ένας πολύ γενναίος και ειλικρινά έντιμος άντρας. Το ήξερα από την πρώτη στιγμή που σε συνάντησα, και όσα μου είπες σήμερα απλώς το επιβεβαίωσαν. Επειδή, αν δεν ήσουν», είπε, καθώς τον εμπόδιζε να μιλήσει ακουμπώντας τα δάχτυλά της στα χείλη του, «αν δεν ήσουν έντιμος, δε θα ένιωθες τύψεις και δε θα είχες αυτούς τους εφιάλτες. Πιστεύεις ότι οι πραγματικοί αυτουργοί αυτού του χάους, αυτός ο Δούκας του Κάμπερλαντ και ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ, βασανίζονται από εφιάλτες; Όχι, εγώ στοιχηματίζω ότι κοιμούνται ήσυχοι στα κρεβάτια τους. Υποφέρεις ακριβώς επειδή είσαι τόσο καλός άνθρωπος, δεν το καταλαβαίνεις αυτό;» Το μαύρο πλάσμα που βάραινε τους ώμους του αναδεύτηκε. Παρ’
ότι ακόμα κούρνιαζε εκεί, ο Κάλεμ μπορούσε να το νιώσει ν’ απλώνει τα φτερά του, σαν να ήταν πιθανό κάποια μέρα να πετάξει. Τα δόντια του γυάλισαν στο λιγοστό φως καθώς της χαμογελούσε. «Το επιχείρημά σου είναι καλό, κοπελιά. Θα το σκεφτώ». Εκείνη γέλασε. «‘‘Κοπελιά”. Μ ου αρέσει ο τρόπος που το λες». «Τότε, κούρνιασε εδώ, κοπελιά», είπε ο Κάλεμ νυσταγμένα, τραβώντας την πιο κοντά. «Αύριο μας περιμένει μια μεγάλη, ατέλειωτη μέρα». * Όταν ο Κάλεμ ξύπνησε μερικές ώρες αργότερα, η Μ αντλέν είχε ήδη σηκωθεί κι έψηνε μια πέστροφα για το πρωινό τους. Την είχε πιάσει με ένα αυτοσχέδιο καλάμι, χρησιμοποιώντας μια ακονισμένη φουρκέτα για αγκίστρι. Η γαργαλιστική μυρωδιά του ψαριού, με τα τελευταία ψωμάκια βρώμης να ψήνονται παραδίπλα, τον κατέκλυσε μαζί με το πρωινό αεράκι. Απαντώντας
στο ειλικρινά δύσπιστο βλέμμα του, η Μ αντλέν ανασήκωσε χαριτωμένα τους ώμους. «Σου είπα, η οικογένεια της μητέρας μου ήταν ψαράδες. Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ πεθαίνω της πείνας». Ο Κάλεμ δε χρειαζόταν δεύτερη κουβέντα. Μ ετά το φαγητό, καθώς ξεκινούσαν το ταξίδι τους στο απόκρημνο, ανηφορικό μονοπάτι που τους οδηγούσε από τη λίμνη Όα στην επόμενη κοιλάδα, άρχισε να ψιχαλίζει. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος, σε απόλυτη συμφωνία με τη διάθεση της. Ο ουρανός ήταν μουντός και γκρίζος, ενώ τα νερά της λίμνης είχαν φουσκώσει και κυμάτιζαν. Στο απαλό φως της αυγής, όταν καθόταν στην όχθη της λίμνης με το αυτοσχέδιο καλάμι της, η Μ αντλέν είχε κοιτάξει το μέλλον της κατάματα. Δεν μπορούσε να παντρευτεί τον Γκιγιόμ. Ήξερε τώρα, χωρίς αμφιβολία, ότι δεν τον αγαπούσε, ούτε θα κατάφερνε να τον αγαπήσει ως κάτι άλλο πέρα από φίλο. Αν τον παντρευόταν, θα στερούσε κι από τους δυο τους την πιθανότητα της μελλοντικής ευτυχίας.
Ακόμα κι αν ο Γκιγιόμ την αγαπούσε, ένας γάμος βασισμένος σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την αμοιβαία τρυφερότητα σίγουρα θα άνοιγε το δρόμο προς τη δυστυχία. Ο Κάλεμ είχε δίκιο. Αν και ο πόνος που θα προκαλούσε η απόφασή της έκανε την καρδιά της να ματώνει, ήξερε ότι έπρεπε να φανεί αρκετά γενναία και να την πάρει. Δεν μπορούσε να ζει μέσα σ’ ένα ψέμα. Έπρεπε να είναι ευγνώμων που είχε καταλάβει εγκαίρως τι όφειλε να κάνει. Ωστόσο, ο τρόμος του πόνου που θα έφερνε την αποθάρρυνε, κρατώντας τη σιωπηλή στο τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού τους. Τράβηξε την κουκούλα του έρισεϊντ στο κεφάλι της και δίπλωσε τις άκρες για να κρύψει το πρόσωπό της. Καθώς ανέβαιναν ψηλότερα, τους τύλιξε η ομίχλη. Από πάνω τους, οι κορυφές των βουνών ξεπρόβαλλαν σαν βγαλμένες από παραμύθι. Μ προστά τους, χαμηλά στις πλαγιές των λόφων, το δάσος χανόταν, καθώς η ομίχλη απλωνόταν απόκοσμη. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν πέρα από τα
ρουθουνίσματα των αλόγων και τις οπλές τους πάνω στα χαλίκια που σχημάτιζαν το μονοπάτι. Κάπου στα δεξιά τους ακούστηκε ένα ρυάκι και πιο κάτω οι απαλές σταγόνες της βροχής που κυλούσαν από τους σχίνους στις φτέρες πιο κάτω. Θα μιλούσε στον Κάλεμ, αλλά μόνο αφότου έβλεπε τον Γκιγιόμ. Το πρωταρχικό καθήκον της ήταν απέναντι σ’ εκείνον. Ο Γκιγιόμ έπρεπε να είναι ο πρώτος που θ’ άκουγε τα νέα. Μ ετά ο Κάλεμ. Και μετά... όμως εκεί το μυαλό της σταματούσε. Φοβόταν την αναπόφευκτη αντιπαράθεση με τον πατέρα της, αλλά πιο πολύ φοβόταν να εμβαθύνει στα συναισθήματά της. Να ελπίσει, όταν μάλλον κάθε ελπίδα θα ήταν μάταιη. Να αντιμετωπίσει αυτό το ένα –και τελευταίο πράγμα– που βρισκόταν, ίσως, στη ρίζα όλων. Προς το παρόν, είχε αρκετά για ν’ ανησυχεί. Υγρασία έσταξε από τις βλεφαρίδες και τις απείθαρχες μπούκλες που είχαν δραπετεύσει από την κουκούλα της. Το τοπίο, ό,τι μπορούσε να διακρίνει απ’ αυτό, είχε
αποκτήσει μια ονειρική διάσταση, καθώς πρόβαλλε ξαφνικά όπου η ομίχλη αραίωνε, ενώ εξαφανιζόταν το ίδιο ξαφνικά μόλις ξαναπύκνωνε. Πολύ γρήγορα η Μ αντλέν έχασε την αίσθηση του χρόνου και της απόστασης, και θα ένιωθε τρομερά αποπροσανατολισμένη αν δεν έβλεπε μπροστά της την καθησυχαστική σιλουέτα του Κάλεμ. «Είναι συχνά έτσι;» ρώτησε, όταν εκείνος σταμάτησε σε μια διακλάδωση του μονοπατιού για να την περιμένει. «Εδώ πάνω, ναι. Μ πορεί να σε βρει χωρίς προειδοποίηση, όπως ένας αετός τη λεία του. Και είναι το ίδιο επικίνδυνο. Έχεις γίνει μούσκεμα από την υγρασία;» «Δε με πειράζει αυτό. Στη Βρετάνη δε σταματάει να βρέχει το χειμώνα. Όχι ήπια όπως εδώ, μοιάζει περισσότερο με κατακλυσμό». «Θα το δεις κι εδώ αυτό, και όχι μόνο το χειμώνα». «Είναι, ωστόσο, εκπληκτικό, έτσι; Ακόμα κι αν σε κάνει να νιώθεις
σαν να είμαστε οι μόνοι άνθρωποι πάνω στη γη». Το υψόμετρο είχε μειώσει σημαντικά τη θερμοκρασία. Όταν μιλούσε, η ανάσα της δημιουργούσε τολύπες ατμού. «Στην πραγματικότητα, δεν είμαστε μακριά από το Κάστρο Ρουμπόνταχ. Αν αραιώσει η ομίχλη, θα μπορέσεις να το δεις από την κορυφή της επόμενης στροφής». Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν ανέβηκαν το λόφο, βγαίνοντας από τη χαράδρα στον καθαρό ουρανό, το είδαν. Ένα ψηλό, αυστηρό, τετράγωνο κτίσμα με τρία επίπεδα από γκρίζα πέτρα, με απότομη, επικλινή στέγη κι έναν πυργίσκο σε μια άκρη του. Το περιέβαλλαν τέσσερις μικρές λίμνες, που έμοιαζαν με φυσική οχύρωση. «Τις αποκαλούν “Οι τέσσερις αδερφές”», είπε ο Κάλεμ. «Αϊλίν, Κατριόνα, Τζοάνα και Φιόνα. Έχουν πάρει τα ονόματά τους από τις προγονές των Μ ακ Άνγκους, και σύμφωνα με το θρύλο τα πήγαιναν τόσο
άσχημα μεταξύ τους, που, όταν πέθαναν, τις έθαψαν χωριστά, μία σε κάθε λίμνη, για να τις κρατήσουν μακριά τη μία από την άλλη». «Μ ακάρι να είχα μια αδερφή. Μ ία μόνο, θα ήταν ωραία». «Η Έιλσα, η δική μου αδερφή, είναι πολύ νεότερή μου. Υποθέτω ότι ο ερχομός της ξάφνιασε κάπως τη μητέρα μου». «Όμως πρέπει να είναι ωραίο που έχει μια κόρη». «Οι γιοι είναι πιο σημαντικοί για τους γονείς μου». «Κάποια πράγματα είναι ίδια σε όλες τις χώρες του κόσμου, λοιπόν», είπε πικρόχολα η Μ αντλέν. Στη μικρή πεδιάδα δίπλα στη μεγαλύτερη από τις αδερφές λίμνες, την Κατριόνα, η Μ αντλέν διέκρινε οργωμένα χωράφια και μερικές καλλιέργειες, αν και τα χωράφια ήταν πολύ πιο μικρά από εκείνα του τόπου της. Έμοιαζαν περισσότερο με λωρίδες γης, που δημιουργούσαν ένα μικρό μωσαϊκό. Τη γη του κάστρου οριοθετούσε ένα χαμηλό τείχος και μια συστάδα
αγροικιών, που απλώνονταν σε σειρές από τις πύλες μέχρι τις όχθες της λίμνης. Μ πορούσε να διακρίνει τους κατοίκους του χωριού, έμοιαζαν με κινούμενες μαύρες κουκκίδες. Ήταν σχεδόν οι πρώτοι άνθρωποι που συναντούσαν αφότου έφυγαν από το Άμπερφοϊλ. Καπνός υψωνόταν τεμπέλικα από τις καμινάδες του κάστρου και των σπιτιών. Ένα πένθιμο μουγκανητό διαπέρασε την ομίχλη, κάνοντας τη Μ αντλέν ν’ αναπηδήσει. «Τα γελάδια είναι», της είπε ο Κάλεμ. Καμιά δεκαριά ζώα ανηφόριζαν το μονοπάτι καθοδηγούμενα από ένα γελαδάρη, αλλά δεν έμοιαζαν με τα βοοειδή που ήξερε η Μ αντλέν. Αυτά ήταν μικρά, με μακρύ, πυκνό, καφετί τρίχωμα και περίεργα κέρατα. Τα κοίταξε έκπληκτη. «Έχουν γούνα», είπε, κι αναρωτήθηκε αν ο Κάλεμ την κορόιδευε και δεν ήταν καν αγελάδες. «Τη χρειάζονται για να βγάζουν το χειμώνα εδώ πάνω». Ο Κάλεμ έγνεψε στο γελαδάρη, ανταλλάσσοντας μερικές λέξεις μαζί του
στα γαελικά. Η Μ αντλέν άκουγε το ζωηρό ρυθμό των φωνών τους, απολαμβάνοντας την ομορφιά της συζήτησης, που έμοιαζε με τραγούδι. Ο γελαδάρης ήταν ένας κοντός, αδύνατος άντρας, και δίπλα στον Κάλεμ φαινόταν ακόμα πιο μικρόσωμος. Φορούσε την παραδοσιακή φορεσιά των Χάιλαντς, αν και το μάλλινο ύφασμα ήταν φθαρμένο, τα χρώματα ξεθωριασμένα κι έλειπε το σακάκι. Στο κεφάλι φορούσε έναν καφέ σκούφο, σαν τον μπερέ των Βρετόνων αγροτών. Η Μ αντλέν του χαμογέλασε, κι εκείνος έβγαλε το σκούφο του, αλλά δεν της είπε λέξη. «Προφανώς σε περιμένουν», είπε ο Κάλεμ. «Η λαίδη Ντράμοντ είναι, φαίνεται, ικανή να διατηρεί ένα αποτελεσματικό δίκτυο κατασκόπων, ακόμα και μέσα από τα μπουντρούμια του κάστρου του Εδιμβούργου». Καθώς άρχισαν να κατηφορίζουν προς το κάστρο, τα άλογα γλιστρούσαν, παραπατώντας στις υγρές πέτρες. «Ο Άνγκους Μ ακ Άνγκους είναι ένας αφοσιωμένος ιακωβίτης που
έχασε ένα γιο στο Πρεστονπάνς. Αυτός και ο λόρδος Ντράμοντ είναι παλιοί σύμμαχοι». Τώρα η Μ αντλέν μπορούσε να διακρίνει πιο καθαρά τους ανθρώπους που δούλευαν στα χωράφια, άντρες και γυναίκες μαζί. Οι άντρες φορούσαν κιλτ, κάποιοι μόνο στενά παντελόνια και πουκάμισα, και οι γυναίκες μακριές μαύρες φούστες, μπροστέλες και κεφαλομάντιλα. «Το κεφαλομάντιλο λέγεται κερτς», είπε ο Κάλεμ, απαντώντας στην ερώτησή της. «Δείχνει ότι η γυναίκα είναι παντρεμενη». Σε μικρή απόσταση από το χωριό, η Μ αντλέν τράβηξε τα χαλινάρια του αλόγου της. Υπήρχε κάτι λάθος στην εικόνα της χωριάτικης απλότητας, αλλά ακόμα δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Μ ετά πρόσεξε ότι πολλά από τα σπίτια δεν είχαν στέγες και τα δοκάρια τους ήταν μαυρισμένα. «Κοίτα, είχε πιάσει φωτιά». Στο χωράφι στο βάθος, ένας άντρας όργωνε και κατέβαζε ιδροκοπώντας το αλέτρι του στο πετρώδες
έδαφος. «Γιατί το κάνει μόνος του;» ρώτησε τον Κάλεμ. «Δεν έχουν μουλάρια ή άλογα; Και οι άντρες, είναι όλοι ηλικιωμένοι. Πού είναι οι νέοι άντρες;» Το πρόσωπο του Κάλεμ ήταν το ίδιο πετρωμένο με τη γη γύρω τους. «Εκδίκηση», είπε σκοτεινιασμένος. «Μ ία ακόμα από τις ιδέες του Κάμπερλαντ. Διέταξε να καούν και να καταστραφούν τα εδάφη των ιακωβιτών, ως τιμωρία για την Εξέγερση. Μ ετά το Καλόντεν, έστειλε το στρατό του να βιάσει και να λεηλατήσει απ’ άκρη σ’ άκρη τα Χάιλαντς. Φόνοι και γενική ισοπέδωση... από τα χέρια των συμπολεμιστών μου. Αυτό το χωριό είχε προφανώς καεί. Βλέπεις την αχυρένια σκεπή που είναι καινούρια; Δεν υπάρχουν νέοι άντρες επειδή τους έπιασαν όλους αιχμάλωτους –για εκτοπισμό, αν ήταν τυχεροί, αλλά πολλοί, ένας στους δέκα, απ’ ό,τι άκουσα, εκτελέστηκαν. Θα υπάρξει τώρα μια γενιά Σκοτσέζων γυναικών χωρίς άντρες. Μ ια γενιά παιδιών χωρίς πατεράδες». «Δεν είχα ιδέα».
«Οι εφημερίδες δοξάζουν τον Κάμπερλαντ που καθυπόταξε τους άγριους Κέλτες. Είναι ένας ήρωας στα πεδινά, όμως εδώ πάνω είναι γνωστός ως Χασάπης, και μπορείς να δεις γιατί. Αυτή είναι η κληρονομιά του. Η δική μου κληρονομιά, γιατί πήρα μέρος σ’ αυτό, ανήκα στο στρατό που εκτέλεσε τις εντολές του». «Όμως δεν είχες καμία ανάμειξη». Η έκφραση του προσώπου του την ανησύχησε. Αποσυρόταν σε μια μακρινή χώρα, και σύντομα θα της ήταν απρόσιτος. «Κάλεμ, δεν μπορείς ν’ αναλάβεις την ευθύνη γι’ αυτό, όπως δεν μπορείς ν’ αναλάβεις την ευθύνη και για την Εξέγερση». «Επίσης δεν μπορώ πια ν’ αναλάβω την ευθύνη για σένα». «Τι εννοείς;» Η έκφραση του Κάλεμ ήταν σκυθρωπή και αυστηρή, αμετακίνητη σαν οβελίσκος. «Εδώ πρέπει να πω αντίο. Το ήξερες, έτσι συμφωνήσαμε».
Ο πανικός τής έφραξε το λαιμό. Ήταν πολύ πρόωρο. Πολύ ξαφνικό. Δεν το είχε φανταστεί έτσι. «Νόμιζα ότι θα ερχόσουν μαζί μου. Νόμιζα... έχουμε τόσα... δεν μπορείς να φύγεις τώρα!» Οδήγησε το άλογό της δίπλα στο δικό του και τον τράβηξε από το μανίκι. «Ήρθαμε μέχρι εδώ μαζί. Υπάρχουν ακόμα πράγματα ανάμεσά μας που πρέπει να ειπωθούν. Σε παρακαλώ, Κάλεμ». «Έλα τώρα, Μ αντλέν, δεν μπορείς να τα έχεις όλα», είπε ο Κάλεμ, σκληρά, θυμωμένος από την απόφασή του να φύγει και να μην αναμειχθεί άλλο και τη δυσβάσταχτη, τελείως αντίθετη επιθυμία του να μείνει, να υποτάξει τη Μ αντλέν, να την τραβήξει στη σέλα του και να καλπάσει μαζί της. Να δράσει, να σταματήσει πια να σκέφτεται. «Σίγουρα ανυπομονείς γι’ αυτό που σε περιμένει, τη συγκινητική επανασύνδεση με τον καθαγιασμένο Γκιγιόμ σου, την εξίσου συγκινητική συμφιλίωση με τον αγαπημένο σου πατέρα, το γάμο και το ευτυχές τέλος του παραμυθιού σου.Τι δουλειά έχω εγώ σε όλα
αυτά;» «Δεν είναι έτσι. Δε θα είναι έτσι, το ξέρεις αυτό. Κάλεμ, εγώ... δεν μπορώ... σε παρακαλώ», είπε απελπισμένα, «σε παρακαλώ, μη φύγεις. Όχι ακόμα». «Μ αντλέν, ο Άνγκους Μ ακ Άνγκους δε θα με καλωσορίσει στο σπίτι του, και δεν τον κατηγορώ». Αμέσως την κυρίευσε η μεταμέλεια. «Συγνώμη. Δε σκεφτόμουν. Δε θα σε εξέθετα στην πιθανότητα... πραγματικά, λυπάμαι. Ήταν λάθος μου που σου το ζήτησα». Το γεγονός ότι είχε δεχτεί τα σκληρά λόγια του τον έκανε να νιώσει χειρότερα από ό,τι αν του τα πετούσε πίσω στα μούτρα. Τώρα η συντριβή της έριχνε αλάτι στην πληγή που είχε ανοίξει ο ίδιος. Δεν ήθελε να την αφήσει. Το να βρεθεί, άλλωστε, πρόσωπο με πρόσωπο με τον Άνγκους Μ ακ Άνγκους και τους ομοίους του δεν ήταν ακριβώς ο λόγος που τη συνόδευσε ως εκεί; Η περηφάνια του Κάλεμ, ένα από καιρό υποταγμένο ζώο, αναδεύτηκε στα βάθη της σπηλιάς της. Ήταν
ένας Μ ανρό, στο κάτω κάτω. «Θα έρθω μαζί σου», είπε απότομα. «Αλλά έχε κατά νου ότι ο Άνγκους Μ ακ Άνγκους θα αποφασίσει αν θα με δεχτεί στο σπίτι του ή όχι». Η απέραντη ανακούφισή της φάνηκε αμέσως στο πρόσωπό της. «Είσαι σίγουρος; Δε θα μου άρεσε να σε αναγκάσω να κάνεις κάτι που δε θέλεις». Ο Κάλεμ γέλασε. «Να και κάτι που δεν έχεις κάνει ποτέ! Έλα. Είμαι σίγουρος». Σκούντησε το άλογό του για να προχωρήσει. Ιππεύοντας δίπλα δίπλα, αυτός και η Μ αντλέν διέσχισαν το μισοαναστημένο χωριό, πέρασαν τις σφυρήλατες πύλες πάνω στις οποίες ήταν χαραγμένος ο θυρεός του κλαν των Μ ακ Άνγκους, και ανηφόρισαν προς τη βαριά, διάστικτη με καρφιά πύλη του Κάστρου Ρουμπόνταχ. Η Μ αντλέν δε φαινόταν να έχει σκεφτεί ότι ο Ντε Γκιζ μπορεί να την περίμενε πίσω από την πόρτα. Τώρα το σκέφτηκε εκείνος. Ήλπιζε να έκανε λάθος. Ο Άνγκους Μ ακ Άνγκους τους περίμενε για να τους χαιρετήσει – μόνος. Ήταν επίσης κοντός κι
αδύνατος, με αραιά μαλλιά, που κάποτε πρέπει να ήταν κατακόκκινα, όμως τώρα είχαν γκριζάρει και το χρώμα τους είχε ξεθωριάσει σαν τα φθινοπωρινά φύλλα. Οι Σκοτσέζοι ήταν προφανώς μια αρκετά συνεκτική φυλή, όπως οι Βρετόνοι, σκέφτηκε η Μ αντλέν. Ο Μ ακ Άνγκους φορούσε μια παραδοσιακή φορεσιά στις αποχρώσεις του μπλε. Τα μάτια του είχαν το ίδιο μπλε χρώμα, αν και την περιεργάστηκαν αρκετά πρόσχαρα, ενώ το χαμόγελό του, μέσα από την απεριποίητη γενειάδα του, ήταν φιλόξενο. « Μαντμαζέλ Λαφαγιέτ, καλώς ήρθες, μπιεν βενί», της είπε με απαλή γαλλική προφορά, κάνοντας μια υπόκλιση και παίρνοντας το χέρι της μέσα στο αδύνατο δικό του. «Η λαίδη Ντράμοντ μου μήνυσε να σε περιμένω». « Μεσιέ Μ ακ Άνγκους», απάντησε η Μ αντλέν με μια υπόκλιση, «είναι τιμή μου, και μιλάτε πολύ καλά τα γαλλικά». Ο Μ ακ Άνγκους γέλασε. «Καλύτερα τα γαλλικά από τα αγγλικά,
αγαπητή μου. Η παλιά συμμαχία, όπως αποκαλούμε τη φιλία μεταξύ των δύο χωρών μας, πηγαίνει πολύ πιο πίσω από την πρόσφατη Εξέγερση». Έστρεψε την προσοχή του στον Κάλεμ. «Και ποιος είναι ο συνοδός σου; Δε μοιάζεις με μισθωμένο οδηγό, και συγχώρα με που το λέω έτσι καθαρά, κύριε». «Αυτός είναι...» «Κάλεμ Μ ανρό του Έριν Μ ουρ», τη διέκοψε ο Κάλεμ, κάνοντας μια επίσημη υπόκλιση. Ο Μ ακ Άνγκους χαμογέλασε πλατιά. «Α! Πρέπει να είσαι ο αδερφός του Ρόρι Μ ακλάουντ. Είσαι φτυστός η μητέρα σου, γιε μου, το βλέπω αυτό τώρα που σε κοιτάζω καλύτερα. Τα μαλλιά σου είναι χαρακτηριστικά. Ναι, σε θυμήθηκα τώρα. Έχω να σε δω από τότε που ήσουν νεαρούλης, όμως ξέρω καλά τον αδερφό σου. Γνώρισα κι εκείνη την κοπέλα από τα πεδινά, τη γυναίκα του. Έχουν ένα μωράκι, το ήξερες;» Ο Κάλεμ φάνηκε έκπληκτος. «Όχι, δεν το ήξερα».
«Μ ια κορούλα, άκουσα. Είσαι θείος πια. Λοιπόν, περάστε μέσα και οι δύο, πρέπει να είστε πεινασμένοι». «Κύριε», είπε ο Κάλεμ, μένοντας στο κατώφλι, «πρέπει να γνωρίζετε ότι εγώ... προτού δεχτώ τη φιλοξενία σας, πρέπει να γνωρίζετε ότι εγώ πολέμησα κάτω από τις διαταγές του Κάμπερλαντ στην πρόσφατη Εξέγερση». Μ ίλησε σχεδόν χωρίς καθόλου τρέμουλο, αλλά η Μ αντλέν μπορούσε να διακρίνει, από τον τρόπο που στεκόταν, από τον τρόπο που συνάντησε τα μάτια του λέιρντ, όχι φοβισμένα αλλά σταθερά, πόσο του είχαν κοστίσει αυτές οι λέξεις. Δεν είχε απολογηθεί. Ήταν χαρούμενη που δεν το είχε κάνει, επειδή δεν μπορούσε να τον φανταστεί δουλικό. Δεν είχε δει πολλά σημάδια της περηφάνιας του, όμως τώρα συνειδητοποίησε ότι η περηφάνια για την καταγωγή του ήταν –ή είχε υπάρξει– δομικό στοιχείο του χαρακτήρα του. Πόσο πρέπει να τον πλήγωνε που την ένιωθε
κατεστραμμένη. Κράτησε την ανάσα της, βλέποντας το χαμόγελο του Μ ακ Άνγκους να ξεθωριάζει, έτοιμη να υπερασπιστεί τον Κάλεμ αν χρειαζόταν, αν και ήξερε ότι εκείνος δε θα το εκτιμούσε. Ήταν ένας άντρας που έπρεπε να δώσει τις δικές του μάχες. «Θυμήθηκα τώρα, ο πατέρας σου σ’ έστειλε στον αγγλικό στρατό». «Στους τυφεκιοφόρους. Ήμουν λοχαγός». «Ναι. Λοιπόν, πολέμησες εναντίον μας, σωστά; Μ η μου πεις ότι είχες καμία σχέση με τις μετέπειτα θηριωδίες του Χασάπη, έτσι;» Στο πρόσωπο του Κάλεμ ζωγραφίστηκε η αποστροφή. «Τραυματίστηκα άσχημα στη μάχη. Άφησα το στρατό αμέσως μόλις ανάρρωσα». «Δεν υπάρχει λόγος να θυμώνεις, δεν μπορείς να με κατηγορήσεις που ρωτώ. Πού πολέμησες, παλικάρι μου;» «Στο Καλόντεν».
«Έχασα ένα γιο στο Πρεστονπάνς. Τον Άντριου, τον πιο μικρό μου». «Το έμαθα». «Πρέπει να έχεις χάσει κι εσύ αρκετούς καλούς άντρες. Και τώρα που το σκέφτομαι, εκείνος ο αδερφός σου, δεν τον είχατε για νεκρό;» «Ναι». Ο Μ ακ Άνγκους στράφηκε στη Μ αντλέν. «Αρχίζω και θυμάμαι τώρα. Ήταν το μόνο θέμα συζήτησης εδώ γύρω όταν συνέβη. Πρώτα νόμιζαν ότι ετούτος δω είχε σκοτωθεί στη μάχη, μετά εμφανίστηκε σαν αναστημένος και κατόπιν νόμιζαν ότι είχε πεθάνει ο Ρόρι. Σου είπε, κοπελιά, ότι έμενε ξάγρυπνος περιμένοντας τον αδερφό του; Έσωσε το Χέρονσεϊ από τον Χασάπη, σωστά, αγόρι μου;» «Όχι, δε σκέφτηκε να μου το αναφέρει αυτό», είπε η Μ αντλέν κοιτάζοντας τον Κάλεμ με δέος. «Υπερβολικά ταπεινός, ε, αγόρι;»
Ο Κάλεμ φάνηκε να ντρέπεται και ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα. «Βλέπω ότι εσείς δε σταθήκατε τόσο τυχεροί», είπε, αναφερόμενος στα κατεστραμμένα σπίτια. Ο Μ ακ Άνγκους σκυθρώπιασε. «Ναι, ήταν αποφασισμένοι να μας κάνουν να πληρώσουμε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Ο πρίγκιπας έχει να δώσει πολλές εξηγήσεις, αν θες τη γνώμη μου. Παρ’ ότι τον στήριξα, δεν μπορώ να μην εύχομαι τώρα να είχε μείνει στη Γαλλία. Θα μας γλίτωνε όλους από πολύ πόνο». Ο ηλικιωμένος άντρας κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του. «Λοιπόν», συνέχισε ο Μ ακ Άνγκους ύστερα από μια μικρή σιωπή, «είναι όλα παρελθόν πια, όσον αφορά εμένα. Αυτό που έχει σημασία είναι εμείς οι Χαϊλάντερ να μείνουμε ενωμένοι, σωστά; Θέλουν να μας εξολοθρεύσουν οι Εγγλέζοι. Περίμεναν πολύ καιρό να πάρουν την εξουσία από τα ισχυρά σκοτσέζικα κλαν. Τους κάναμε τη χάρη όταν ξεσηκωθήκαμε με τον πρίγκιπα, τους δώσαμε την ευκαιρία που περίμεναν να έρθουν εδώ πάνω και να σπείρουν τον όλεθρο.
Ελάτε τώρα μέσα, δεν ξέρω γιατί στεκόμαστε ακόμα στην πόρτα. Φάιλτε, καλώς ήρθες, Κάλεμ Μ ανρό, κι εσύ, μαντμαζέλ. Περάστε». Ο άντρας άπλωσε το χέρι του και ο Κάλεμ το έσφιξε δυνατά και με τα δυο του χέρια. «Είναι τιμή μου», είπε κοφτά, «πραγματική τιμή». Χαμηλώνοντας το βλέμμα, ο Κάλεμ ζαλίστηκε από το χαμόγελο που φώτισε το πρόσωπο της Μ αντλέν. Όση ώρα μιλούσε στον Μ ακ Άνγκους, την ένιωθε δίπλα του σφιγμένη και σιωπηλή. Η ολοφάνερη χαρά της για την υποδοχή του άγγιξε την καρδιά του. Ανταπέδωσε το χαμόγελο ανεπιτήδευτα. Ήταν ένα παράξενο συναίσθημα να έχει κάποιον τόσο αμετάκλητα με το μέρος του. Του άρεσε. Η ευτυχία τον πλημμύρισε σαν ήλιος που ανατέλλει. Κράτησε όμως μονάχα μέχρι να θυμηθεί γιατί βρισκόταν εκεί. Και τι θα ακολουθούσε. Η μεγάλη σάλα, που καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του ισογείου του κάστρου, ήταν μια απέραντη
θολωτή αίθουσα. Στον τοίχο σ’ ένα τεράστιο πέτρινο τζάκι, έκαιγε μια μικρή φωτιά, βγάζοντας πολύ καπνό και ελάχιστη ζέστη. Μ ια σκαλιστή πέτρινη σκάλα, κοσμημένη με γρύπες και δαίμονες, οδηγούσε στους επάνω ορόφους, και η μικρή στολισμένη με καρφιά πόρτα στα δεξιά κατέληγε στον πυργίσκο. Τα έπιπλα ήταν όλα τεράστια, από αρχαία μαύρη βελανιδιά, με εντυπωσιακά σκαλίσματα. Φθαρμένα χαλιά ήταν στρωμένα εδώ κι εκεί στις ανομοιόμορφες πέτρινες πλάκες, ενώ πάνω από το τζάκι κρεμόταν ένα κουρελιασμένο λάβαρο. Τα κυνηγόσκυλα σηκώθηκαν από τη θέση τους δίπλα στη φωτιά για να χαιρετήσουν τους επισκέπτες. Οι μακριές μαλλιαρές ουρές τους πήγαιναν πέρα δώθε με αξιοπρέπεια, ενώ οι απαλές μουσούδες τους ρουθούνισαν στα χέρια της Μ αντλέν καθώς τις χάιδευε. Ήταν τόσο ψηλά, που της έφταναν μέχρι τη μέση. «Έχουμε τέτοια σκυλιά και στη Βρετάνη», είπε στον Μ ακ Άνγκους. «Τα χρησιμοποιούμε στο
κυνήγι». «Κι εδώ το ίδιο. Για αύριο έχουμε διοργανώσει κυνήγι ελαφιού, έτσι θα τα δείτε εν δράσει, αν θέλετε να μας συνοδεύσετε». «Και ο Ντε Γκιζ;» ρώτησε ο Κάλεμ. Ο άντρας τράβηξε το μακρύ υφασμάτινο κορδόνι που κρεμόταν σε μια άκρη του τζακιού. «Τον περιμένουμε από μέρα σε μέρα. Κανείς δεν ξέρει στα σίγουρα πότε. Είναι άνθρωπος που του αρέσει να κάνει το δικό του. Για πολύ καλούς λόγους». «Τι εννοείτε;» ρώτησε με περιέργεια η Μ αντλέν. «Λοιπόν, η συμπεριφορά του δεν τον κάνει ακριβώς αρεστό στις Αρχές», είπε ο Μ ακ Άνγκους γελώντας, «αν και τον έχει κάνει αρκετά δημοφιλή σε άλλους». «Η συμπεριφορά του; Τι έχει κάνει ο Γκιγιόμ;» «Δεν ξέρεις; Ο Θεός να μας βοηθήσει, κοπελιά, νόμιζα ότι η λαίδη Ντράμοντ θα σου είχε πει. Είναι κάτι
σαν ήρωας σ’ αυτά τα μέρη ο Γκιγιόμ σου. Σαν τον Ρομπέν των Δασών στις παλιές αγγλικές ιστορίες – μόνο λίγο πιο αιμοσταγής». «Αιμοσταγής! Είστε σίγουρος ότι μιλάμε για τον ίδιο άντρα;» «Ω, ναι, δεν είναι πιθανό να υπάρχουν δύο τέτοιοι. Αυτός και μια χούφτα ιακωβίτες έχουν βγει στην παρανομία για να εκδικηθούν τον Χασάπη. Τα περισσότερα στρατεύματα έχουν φύγει τώρα, αλλά, όσο ήταν εδώ, τους έκανε τη ζωή δύσκολη και σκότωσε αρκετούς. Τώρα λεηλατούν ιδιοκτησίες που ανήκουν σε όσους εναντιώθηκαν στον πρίγκιπα. Ανάμεσα σε άλλες, και τη γη του πατέρα σου, Κάλεμ Μ ανρό. Καλλιέργειες καταστράφηκαν, σπίτια κάηκαν». Ο Κάλεμ έβρισε βαριά στα γαελικά. «Η μητέρα μου το ανέφερε σ’ ένα από τα γράμματά της. Ήξερε ότι ήταν πράξεις εκδίκησης –ο πατέρας δεν έκρυβε τις πεποιθήσεις του–, αλλά δεν ανέφερε τον Ντε Γκιζ. Ο άτιμος, δε συνειδητοποιεί ότι εξαιτίας των πράξεών του υποφέρουν από το κρύο και την πείνα οι φτωχοί; Ο πατέρας μου
και οι όμοιοί του δεν είναι τόσο εύκολο να πληγούν». «Ναι, σ’ αυτό έχεις δίκιο. Υπάρχουν ακόμα κάποιοι που πιστεύουν ότι ο Ντε Γκιζ κάνει μια απαραίτητη δουλειά, αλλά οι περισσότεροι, όπως εγώ, πιστεύουμε ότι έχει φτάσει η ώρα να μπει ένα τέλος». Η Μ αντλέν κάθισε βαριά σε μια ξύλινη καρέκλα –τόσο τεράστια, που τα πόδια της δεν ακουμπούσαν στο πάτωμα. Ήταν κατάπληκτη. «Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που ακούω. Ο Γκιγιόμ πρέπει να έχει αλλάξει απίστευτα για να διαπράττει τέτοια εγκλήματα. Ίσως ο πόλεμος να έχει διαταράξει το μυαλό του». «Μ αντλέν, φαίνεται πως είναι επικίνδυνος. Δε θα τον πλησιάσεις χωρίς εμένα, ακούς;» είπε ο Κάλεμ με φωνή που δε σήκωνε αντιρρήσεις. «Ο Γκιγιόμ δε θα μου έκανε ποτέ κακό». «Μ όνη σου το είπες, έχει αλλάξει». «Όμως... όμως δεν μπορεί να έχει αλλάξει τόσο. Μ όλις με δει...»
«Δε θα τον δεις μόνη σου. Έγινα κατανοητός;» «Σου το έχω ξαναπεί, δε δέχομαι διαταγές από εσένα», του πέταξε η Μ αντλέν, ενώ η σαστιμάρα και η κούραση είχαν κουρελιάσει τη διάθεσή της. «Αντιθέτως. Θυμήσου ότι ακριβώς αυτό συμφώνησες να κάνεις, όταν σου πρόσφερα τη συνοδεία μου. Θα κάνεις αυτό που σου λέω». «Καλύτερα έτσι», παρενέβη γρήγορα ο Μ ακ Άνγκους. «Δε θέλω ένα πανέμορφο πλασματάκι σαν εσένα να πάθει κανένα κακό κάτω από τη στέγη μου». Το χαμόγελο της Μ αντλέν ήταν αδύναμο. «Είστε πολύ ευγενικός που ανησυχείτε τόσο, αλλά δε χρειάζεται». Η έγκαιρη άφιξη ενός υπηρέτη έβαλε τέλος στη διένεξη. Τους οδήγησε στα δωμάτιά τους από την απότομη σκάλα. Ο Κάλεμ δε φαινόταν να πρόσεξε ότι εκείνη δεν του είχε δώσει την υπόσχεσή της. *
Η κρεβατοκάμαρα του κάστρου ήταν κρύα. Η Μ ανλτέν ανατρίχιασε καθώς πλενόταν με το παγωμένο νερό που είχε χύσει από την πορσελάνινη κανάτα στο λουτήρα. Ο Μ ακ Άνγκους περνούσε προφανώς δύσκολες μέρες. Κρίνοντας από τους ιστούς αράχνης στα δοκάρια της οροφής και στις κουρτίνες του κρεβατιού, ήταν εξίσου προφανές για την ίδια ότι η σύζυγός του είχε πεθάνει και ότι δεν είχε αντικατασταθεί από κάποια οικονόμο. Έσκυψε έξω από το γκρίζο παράθυρο του δωματίου της. Ο δεύτερος όροφος της πρόσφερε θέα στα ήρεμα νερά της λίμνης Κατριόνα και στα βουνά πέρα μακριά. Μ πορούσε να δει κατευθείαν προς το βορρά, μέσα από την κοιλάδα, και μετά δυτικά, προς το Χέρονσεϊ. Κι εκεί κοντά, μιας ημέρας ταξίδι, ήταν η γη του Έριν Μ ουρ. Η γη του Κάλεμ. Επίσης, κάπου εκεί έξω, ίσως παρακολουθώντας αυτή την ώρα το κάστρο, ήταν ο Γκιγιόμ. Από τη στιγμή που είχε ακούσει τις αποκαλύψεις του οικοδεσπότη της, ήταν πιο δύσκολο από ποτέ να φέρει την
εικόνα του στο μυαλό της. Ακουγόταν τόσο αλλαγμένος, καθόλου σαν τον ευγενικό −μάλλον πειθήνιο, για την ακρίβεια, έπρεπε να παραδεχτεί– άντρα που ήξερε. Όμως, ο πόλεμος έκανε τρομερά πράγματα στους ανθρώπους. Κοίτα τον τρόπο που είχε επηρεάσει τον Κάλεμ. Ο Κάλεμ. Όπου και να έτρεχαν οι σκέψεις της, πάντα γύριζαν σ’ εκείνον. Αυτός ήταν που είχε ανατρέψει όλα τα σχέδια και τις πεποιθήσεις της. Μ έχρι να τον συναντήσει, ποτέ δεν είχε αμφισβητήσει το απλό θεμέλιο πάνω στο οποίο είχε χτίσει τη ζωή της. Ότι, δηλαδή, αν έκανε τους ανθρώπους που αγαπούσε ευτυχισμένους, θα ήταν κι εκείνη ευτυχισμένη. Ήξερε τώρα ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Ήξερε, επίσης, ότι ποτέ δεν είχε γνωρίσει την αληθινή ευτυχία, που πήγαζε από την ειλικρινή αναγνώριση σε κάτι που υπήρχε μέσα της και που είχε ξυπνήσει ο Κάλεμ. Κάτι που ποτέ, μα ποτέ, δε θα μπορούσε να μετανιώσει που το γνώρισε, όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες.
Έρωτας. Έρωτας. Ήταν ερωτευμένη με τον Κάλεμ Μ ανρό, κι αυτό το απλό, εκπληκτικό, κατακλυσμικό γεγονός επισκίαζε τα πάντα. Τον αγαπούσε. Στο πλευρό του είχε γνωρίσει την ευτυχία. Μ έσα από εκείνον είχε αλλάξει. Είχε γίνει πιο δυνατή. Ένα άτομο διατεθειμένο να αντιμετωπίσει τις αλήθειες, όσο δύσκολες κι αν ήταν. Ή τουλάχιστον αυτό φιλοδοξούσε να κάνει. Απομακρύνθηκε από το παράθυρο κι άρχισε να βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο. Διατεθειμένη ν’ αντιμετωπίσει τις αλήθειες, ναι, αλλά όχι ικανή να το κάνει χωρίς απέραντο τρόμο. Γιατί έπρεπε να της συμβεί εκεί, με την επανασύνδεση με τον Γκιγιόμ άμεση και αναπόδραστη, να κοιτάξει τελικά κατάματα τα πράγματα; Ο Γκιγιόμ ήταν μια συνήθεια. Η αγάπη της γι’ αυτόν ήταν κάτι αδύναμο και φτωχό συγκρινόμενη με το πανίσχυρο, υπερβολικό, παθιασμένο, ζωντανό πλάσμα που ήταν η αγάπη της για τον Κάλεμ.
Η Μ αντλέν έκανε άλλον ένα γύρο μέσα στο δωμάτιο. Ο αντίκτυπος αυτού που ήξερε πια από τα βάθη της καρδιάς της θύμιζε βάλτο. Ο Γκιγιόμ, ο πατέρας της, το σπίτι, το μέλλον της –τίποτα δε φαινόταν πια να έχει σταθερά θεμέλια, και με κάθε ερώτηση που έκανε στον εαυτό της βυθιζόταν όλο και περισσότερο στο ελώδες χάος που η ίδια είχε βλακωδώς δημιουργήσει. Επειδή η πιο σημαντική ερώτηση, αυτή που μπορούσε ν’ αλλάξει τα πάντα, ήταν αυτή για την οποία ένιωθε λιγότερο σίγουρη. Τι αισθανόταν ο Κάλεμ για κείνη; Απαρηγόρητη, σωριάστηκε στο κρεβάτι. Υπήρχαν στιγμές που ήλπιζε. Στιγμές που ονειρευόταν. Και στιγμές που απελπιζόταν. Παρ’ ότι ένιωθε πως γνώριζε τον πυρήνα της ύπαρξής του, παρ’ ότι μετά τη χτεσινή νύχτα ένιωθε ότι τον καταλάβαινε, παρ’ ότι τα σώματά τους είχαν μοιραστεί την πιο απόλυτη επαφή, ακόμα δεν είχε καμία ιδέα αν αυτό που ένιωθε για κείνη ήταν ένα εφήμερο πάθος ή κάτι πιο
μόνιμο. Για το ότι μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη, όπως εκείνη αυτόν, δεν είχε καμία αμφιβολία. Μ α θα της το επέτρεπε; Αυτό πράγματι το αμφισβητούσε. Φαινόταν να θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο για την ευτυχία. Υπήρχε, ωστόσο, κάτι για το οποίο ήταν απολύτως σίγουρη: χωρίς αυτόν, το μέλλον θα ήταν τόσο τρομακτικό και γκρίζο όσο ο βαρύς ουρανός των Χάιλαντς που έβλεπε από το παράθυρο. Κουράγιο, Μ αντλέν, επέπληξε τον εαυτό της. Πρώτα ο Γκιγιόμ. Μ ετά έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Κάλεμ. Περήφανος και έντιμος, δυνατός και επιθυμητός. Σ’ έναν άντρα σαν αυτόν άξιζε μια γυναίκα που μπορούσε, τουλάχιστον, να προσπαθήσει να τον φτάσει. Θα τον αντιμετώπιζε. Θα του το έλεγε. Επειδή ήταν πολύ προτιμότερο να έχεις αγαπήσει και να έχεις χάσει. Το παλιό ρητό αποδεικνυόταν τελικά σωστό. Άκουσε βήματα απέξω και μετά τον Κάλεμ να τη φωνάζει.
Φορώντας στο πρόσωπό της ένα χαμόγελο, άνοιξε την πόρτα και τον βρήκε να την περιμένει να κατέβουν μαζί στο δείπνο. Είχε ξυριστεί και τα μαλλιά του χρύσιζαν στο σκοτάδι του μακριού διαδρόμου, που φωτιζόταν μόνο από μια λάμπα λαδιού στη μακρινή άκρη του. Είχε βγάλει την εσάρπα της φορεσιάς, αλλά είχε κρατήσει το σακάκι του. Εφάρμοζε τόσο τέλεια στο σώμα του, αναδεικνύοντας τους φαρδιούς ώμους, το στέρνο και τη μέση του. Κάθε φορά που τον έβλεπε, της έκοβε την ανάσα. Κάθε φορά που τον έβλεπε, η καρδιά της φαινόταν να ανοίγει για να χωρέσει λίγη ακόμα αγάπη. Και μετά άλλη λίγη. Έπιασε το χέρι του, απολαμβάνοντας το γνώριμο κύμα αισθησιασμού, καθώς τα δάχτυλά της ένιωσαν τη ζεστασιά του μέσα από το μανίκι του. Ο Κάλεμ Μ ανρό, που είχε μεταμορφώσει τη Μ αντλέν Λαφαγιέτ σ’ ένα καινούριο άτομο. Ο Κάλεμ Μ ανρό, ο άντρας που αγαπούσε. Που πάντα θ’ αγαπούσε. Η Μ αντλέν βάδισε ανάλαφρα στο πλευρό του, κατεβαίνοντας τις δύο σκάλες προς τον ηλικιωμένο ευγενή
που τους περίμενε στη μεγάλη σάλα. Κεφάλαιο 7 « Φέσκαρ μα». Η Μ αντλέν καλησπέρισε τον οικοδεσπότη της προφέροντας την προσεκτικά προβαρισμένη φράση που είχε ζητήσει να της μάθει στη γλώσσα του ο Κάλεμ. « Μπονσουάρ, μαντμαζέλ», ανταπέδωσε στη γλώσσα της ο Μ ακ Άνγκους και την οδήγησε σε μια καρέκλα στα δεξιά του σ’ ένα τραπέζι που χωρούσε ένα ολόκληρο κλαν. Ο μελαγχολικός υπηρέτης που τους είχε οδηγήσει νωρίτερα στα δωμάτιά τους σέρβιρε σούπα βοδινού με μεγάλα κομμάτια κρέας, πατάτες, κριθάρι και γογγύλια. Η Μ αντλέν είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι ο ίδιος έκανε και το μαγείρεμα. Ακολούθησε περισσότερο κρέας, ψητό με φρέσκα μπιζέλια, κι ένα αναπάντεχα εξαιρετικό κόκκινο κρασί. «Η ζωογόνος δύναμη των παλιών συμμαχιών», τους είπε ο οικοδεσπότης τους γελώντας. «Το κρασί του Μ πορντό εισάγεται
στη Σκοτία εδώ και πολλά χρόνια. Οι καινούριοι Άγγλοι αφέντες μας θα μας έβαζαν να πίνουμε πόρτο, αλλά, μπλιαχ, τι ξέρουν αυτοί από ποτό!» Η υποψίες της Μ αντλέν για την οικογένεια του ηλικιωμένου άντρα επιβεβαιώθηκαν. «Η γυναίκα μου, η Μ όραγκ, πέθανε πριν από πέντε χρόνια, και ποτέ δεν κάναμε κόρες», είπε ο Μ ακ Άνγκους απαντώντας στην ερώτησή της. «Αυτές τις μέρες λείπει το γυναικείο άγγιγμα από το κάστρο, το ξέρω». Πέταξε στις πέτρινες πλάκες το κόκαλο που ροκάνιζε, κι ένα από τα κυνηγόσκυλα το άρπαξε αμέσως. «Θα ανακαλύψεις ότι η λαίδη Μ ανρό διατηρεί ένα πολύ καλύτερο σπίτι από εμένα όταν πας στο Έριν Μ ουρ, ε, Κάλεμ;» συνέχισε. «Μ ια σωστή Σκοτσέζα είναι η μητέρα του, η Κριστίνα. Τη θεωρούσα επιπόλαιη όταν ήταν έφηβη, και μετά επίσης, όταν παντρεύτηκε τον Φίνλεϊ Μ ακλάουντ. Δεν ήταν πάνω από δεκάξι, αλλά μπορούσε να μου προκαλέσει τρέμουλο μ’ ένα της βλέμμα. Σε έφτυσε, Κάλεμ». «Σημαίνει ότι της μοιάζω», εξήγησε ο Κάλεμ αμήχανα.
«Μ ια καλλονή, επίσης, η μητέρα του. Ακόμα είναι», συνέχισε ο Μ ακ Άνγκους ανυποψίαστος. «Ω, ναι, δεν έχεις δει πιο ωραία κοπέλα. Θα είχα ζητήσει κι εγώ το χέρι της, αν πίστευα ότι θα μ’ έπαιρνε, αλλά δεν είχα τα πλούτη του Φίνλεϊ Μ ακλάουντ για να τη δελεάσω, και όταν πια έμεινε χήρα είχα ήδη παντρευτεί τη Μ όραγκ μου. Η Κριστίνα Μ ακλάουντ, όπως πάντα, στόχευε ακόμα ψηλότερα. Ο λόρδος Μ ανρό είναι ένας από τους πλουσιότερους άντρες στα Χάιλαντς, βλέπεις. Ο γιος του, από δω, είναι μεγάλο κελεπούρι», της ψιθύρισε μάλλον δυνατά, δείχνοντας προς τον Κάλεμ. Εκείνη κοκκίνισε ακούγοντας το κραυγαλέο υπονοούμενο, αλλά δεν κατάφερε να σκεφτεί κάτι για να πει. Ευτυχώς, δε φαινόταν να απαιτείται κάποια απάντηση εκ μέρους της. «Θα χαρεί να σε δει η μητέρα σου», είπε ο Μ ακ Άνγκους στον Κάλεμ, όντας στο στοιχείο του, καθώς γέμιζε για άλλη μια φορά το ποτήρι του με κόκκινο κρασί από την ασημένια καράφα. Το κρασί, απ’ ό,τι φαινόταν, ήταν από τα λίγα
αγαθά που υπήρχαν σε αφθονία στο κάστρο του. «Άκουσα ότι ο πατέρας σου αρρώστησε πάλι – ξαναχτύπησε, λέει, ο παλιός θανατηφόρος διάολος. Ανέφερα ότι δεχτήκατε επίθεση στα εδάφη σας, έτσι; Ναι, η λαίδη Μ ανρό μίσθωσε έναν επιστάτη τώρα, αλλά δεν είναι το ίδιο, σωστά; Θα θέλεις να πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου, επειδή, και συμπάθα με που σ’ το λέω, ο πατέρας σου δεν έχει πολλά ψωμιά ακόμα σ’ αυτό τον κόσμο. Αν και το πραγματικό ερώτημα είναι σε ποιο κόσμο θα πάει, ε;» Ο Μ ακ Άνγκους ξεφύσηξε ανησυχητικά με το ίδιο του το αστείο. «Θα ειδοποιήσεις πρώτα τον αδερφό σου; Αν ναι, θα του δώσεις τους χαιρετισμούς μου, έτσι; Δε θα μπορέσω να πάω στο κίλι, δεν κάνει πια ο χορός γι’ αυτά τα παλιά κόκαλα». Στράφηκε ξανά στη Μ αντλέν. «Είναι παράδοση να κάνεις μια γιορτή για τη γέννηση του μωρού, αφότου η μητέρα κοινωνήσει. Θα περάσεις πολύ ωραία, μια και θα είναι μεγάλο γεγονός ο εορτασμός της γέννησης του πρώτου μωρού του λίαρντ του Χέρονσεϊ, παρ’ όλο που
είναι κοριτσάκι». «Δε νομίζω... αυτό είναι, εγώ...» «Κι εσύ, κοπελιά, τι θα κάνεις μ’ αυτόν εδώ τον εξαιρετικό τύπο μόλις τελειώσεις όποια δουλειά έχεις με τον Ντε Γκιζ; Δεν είσαι παρά ένα μικροσκοπικό πλασματάκι, αλλά έχεις βλέμμα που θα κρατούσε ακόμα κι έναν πιο άγριο άντρα από τον Κάλεμ Μ ανρό δεμένο στα κορδόνια της ποδιάς σου. Δε θα τριγυρίζει μακριά αν έχει εσένα να τον περιμένεις στο σπίτι», είπε ο γέροντας μ’ ένα λοξό βλέμμα που η αυθάδειά του της φάνηκε κωμική. Η προφορά του Μ ακ Άνγκους γινόταν όλο και πιο βαριά καθώς το κρασί, που κατανάλωνε σε επικίνδυνες ποσότητες, άρχιζε να επιδρά. Η Μ αντλέν κοίταξε απελπισμένα τον Κάλεμ περιμένοντάς τον να δώσει τις απαραίτητες εξηγήσεις, όμως εκείνος απλώς ανασήκωσε τους ώμους, απολαμβάνοντας ολοφάνερα την αμηχανία της.
«Ένας γάμος στο Έριν Μ ουρ, αυτό θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους, αγόρι μου. Σκέψου το, αλλά όχι για πολύ, η ζωή του πατέρα σου κρέμεται από μια κλωστή, βλέπεις», συμβούλεψε ο Μ ακ Άνγκους γουρλώνοντας τα μάτια. Σήκωσε ξανά το ποτήρι του. «Εμείς δεν... ο Κάλεμ κι εγώ δεν... κάνετε λάθος, κύριε Μ ακ Άνγκους», είπε η Μ αντλέν, συνειδητοποιώντας τελικά το νόημα που είχε προσδώσει ο ηλικιωμένος γαιοκτήμονας στη σχέση της με τον Κάλεμ. «Ο Κάλεμ... ο κύριος Μ ανρό είχε την ευγενή καλοσύνη να με συνοδεύσει μέχρι εδώ». «Στην υγεία και των δυο σας», είπε ο Μ ακ Άνγκους, παραβλέποντας τελείως την παρέμβασή της. Άδειασε το ποτήρι του με μια μεγάλη γουλιά, πλατάγισε τα χείλη του και σηκώθηκε όρθιος, αρνούμενος την προσφορά του Κάλεμ να τον συνοδεύσει στο δωμάτιό του. «Θ’ ανέβω μόνος μου», είπε τρεμάμενα, στρακίζοντας τα δάχτυλά του στα κυνηγόσκυλα, που σηκώθηκαν απρόθυμα. Οι τρεις τους έμοιαζαν με κακοσυγχρονισμένη πομπή καθώς ανέβαιναν τις σκάλες. Ο γέροντας ταλαντευόταν αβέβαια, μουρμουρίζοντας στον εαυτό
του, ενώ τα δύο τριχωτά σκυλιά τον οδηγούσαν επάνω, σπρώχνοντάς τον απαλά με τις μουσούδες τους όταν σταματούσε, σαν να ήταν πρόβατο. Η Μ αντλέν κρυφογέλασε. «Τι παράξενος άνθρωπος. Νομίζω ότι νιώθει μοναξιά. Μ ου φάνηκε καλός». «Ένας ευχάριστος κατεργάρης. Σίγουρα σε συμπάθησε πολύ». «Πιστεύεις ότι αφήνει αυτά τα τεράστια βρόμικα σκυλιά ν’ ανεβαίνουν στο κρεβάτι του;» «Ίσως του θυμίζουν τη γυναίκα του», παρατήρησε ο Κάλεμ με κακεντρέχεια. «Αυτό που είπες ήταν τρομερό. Τουλάχιστον, θα τον κρατούν ζεστό. Το κάστρο είναι παγωμένο». «Θα μπορούσα να σε κρατήσω ζεστή αυτό το βράδυ». Η Μ αντλέν πάλεψε –η συνείδησή της ενάντια στις επιθυμίες της. Όμως ήθελε να μπορεί να κοιτάξει τον Γκιγιόμ ίσια στα μάτια. Είχε ήδη υπάρξει άπιστη στη σκέψη και στα έργα. Ήταν σημαντικό για κείνη που είχε σταματήσει λίγο πριν από την οριστική πράξη. «Όχι απόψε,
Κάλεμ». Έσφιξε τα χείλη του. «Αν όχι απόψε, τότε πότε; Άσε, μην απαντήσεις σ’ αυτή την ερώτηση, επειδή άλλαξα γνώμη. Δεν έχω καμία επιθυμία να κάνω έρωτα σε μια γυναίκα που μου δίνεται γνωρίζοντας πολύ καλά ότι έχει υποσχεθεί τον εαυτό της σε άλλον. Αύριο ή μεθαύριο ο παράνομος αρραβωνιαστικός σου θα έρθει να σε βρει. Δε θα πάρω την ιδιοκτησία κάποιου άλλου, επειδή αυτό είσαι». «Όχι!» «Όχι, δε σου αρέσει να ακούς την ωμή αλήθεια, έτσι δεν είναι, Μ αντλέν; Ή να παραδέχεσαι ότι κάνεις λάθος». «Αυτό είναι άδικο!» Η δίνη των συναισθημάτων που την είχε κυριεύσει τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες μετέστρεψε ξαφνικά και βίαια τη διάθεσή της. «Από τη στιγμή που γνωριστήκαμε, ήσουν αμείλικτος στην εκστρατεία σου να με χωρίσεις από τον Γκιγιόμ. Χρησιμοποιώ τη λέξη “εκστρατεία”
εσκεμμένα, όπως καταλαβαίνεις, επειδή εξαπέλυες το ένα προσχεδιασμένο χτύπημα μετά το άλλο. Νομίζεις πως δεν ξέρω ότι οι... οι οικειότητές μας ήταν το όπλο σου; Ξεχνάς πως εσύ ο ίδιος με προειδοποίησες ότι θα αποδείκνυες πως μπορούσες να με κάνεις να σε ποθήσω. Ωστόσο, για σένα είναι μόνο αυτό, ένα παιχνίδι. Δεν είχες τίποτα να χάσεις. Αλλά εγώ... εγώ έχω τα πάντα να χάσω. Σου πέρασε καν αυτό από το μυαλό, Κάλεμ;» «Θα χάσεις έναν άντρα που δεν αγαπάς. Μ ου ακούγεται περισσότερο σαν κέρδος». «Είναι πολύ περισσότερα από αυτό. Εσύ κι εγώ έχουμε πολύ διαφορετικές εμπειρίες από τον κόσμο. Για σένα το να κάνεις το σωστό ανάλωσε όλα όσα πίστευες. Το να κάνεις το καθήκον σου συμπαραστεκόμενος σ’ αυτούς που σέβεσαι και αγαπάς σε ανάγκασε να έρθεις σε αντιπαράθεση με τους πιο κοντινούς σου ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου σου του αδερφού. Δε συμβαίνει το ίδιο
μ’ εμένα. Για την ακρίβεια, μέχρι τώρα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Δεν είναι μόνο ότι θα κάνω τον Γκιγιόμ δυστυχισμένο· θα τον ντροπιάσω. Όλοι ξέρουν για τον αρραβώνα μας, όλη η χώρα. Δεν είναι απλώς ένα φύλλο χαρτί με τις υπογραφές των γονιών μας απ’ όταν ήμασταν παιδιά, είναι ένα δεδομένο της ζωής μας. Ο πατέρας μου θα καταρρακωθεί. Όλες οι ελπίδες και τα όνειρά του θα πάνε χαμένα. Το σπίτι μας χαμένο, όταν πεθάνει, επειδή θα το πάρει ένας μακρινός ξάδερφος, αν δεν κάνω γιο. Δεν το καταλαβαίνεις; Όλη μου τη ζωή πίστευα –πραγματικά πίστευα– ότι, αν έκανα το καθήκον μου, θα ένιωθα ολοκληρωμένη. Αν χαθεί αυτό, θα είναι σαν να αποσπάται ένα κομμάτι του εαυτού μου». Σταμάτησε για να πάρει ανάσα καρφώνοντας το βλέμμα της στο κενό, σε μια προσπάθεια να καθαρίσει αρκετά τις σκέψεις της ώστε να τον κάνει να καταλάβει. «Το έβλεπες πάντα με όρους άσπρου-μαύρου: δεν αγαπώ τον Γκιγιόμ, γι’ αυτό δεν πρέπει να κάνω αυτό που δημοσίως του έχω υποσχεθεί. Δεν είναι
άσπρο-μαύρο. Υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες αποχρώσεις του γκρίζου». «Δεν αγαπάς τον Γκιγιόμ! Επιτέλους, το ομολογείς». «Ναι», παραδέχτηκε, εξαντλημένη από το ξέσπασμά της. «Το ομολογώ, δεν τον αγαπώ. Βλέπεις, είχες δίκιο από την αρχή». «Δεν πρόκειται να τον παντρευτείς;» «Όχι», είπε θλιμμένα, «είχες δίκιο και σ’ αυτό. Θα ήταν πολύ λάθος εκ μέρους μου. Ανεξάρτητα από το ότι θα είναι οδυνηρό βραχυπρόθεσμα. Το ξέρω αυτό. Όμως δε σημαίνει ότι ανυπομονώ να του το πω χωρίς να τρέμω». Ο Κάλεμ κάθισε απότομα σε μια θέση στην κορυφή του τραπεζιού. «Γιατί δε μου το είπες νωρίτερα;» «Επειδή κρυβόμουν από την αλήθεια. Επειδή μόλις το ξεκαθάρισα στο μυαλό μου. Επειδή ήθελα να το πω πρώτα στον Γκιγιόμ με όσο πιο καθαρή συνείδηση μπορούσα». «Αυτός είναι και ο λόγος που δε θα μοιραστείς το κρεβάτι μου».
«Ναι». Χαμογέλασε αδύναμα. «Μ ου δίδαξες πολλά μαθήματα, κι ένα από αυτά είναι η τιμή. Δεν είμαι πολύ καλή στο συγκεκριμένο, αλλά βάζω τα δυνατά μου». «Νομίζω ότι τα πηγαίνεις αξιοσημείωτα καλά», είπε ο Κάλεμ, απλώνοντας το χέρι του προς το μέρος της, «δεδομένου ότι αντιμετωπίζεις έναν τόσο μεγάλο πειρασμό». Η Μ αντλέν δεν μπόρεσε να μη γελάσει με το σχόλιο. Του επέτρεψε να την τραβήξει στο καταφύγιο του κορμιού του και να την κρατήσει εκεί, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, τρίβοντας τον αυχένα της. «Νομίζω πως έχω αναφέρει ξανά ότι έχεις πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου», του είπε. «Έχω πολύ μεγάλη ιδέα και για σένα. Έχεις δίκιο, δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Φέρεσαι πολύ γενναία». «Δεν αισθάνομαι γενναία. Θέλω απλώς να τελειώσει». «Και μετά τι;» Μ πήκε στον πειρασμό να του αντιγυρίσει την ερώτηση, όμως δεν ένιωθε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή.
«Αυτό θα το σκεφτώ αργότερα. Μ ετά». «Μ ετά. Ίσως έχεις δίκιο». Ο Κάλεμ σηκώθηκε κι έπιασε από το τραπέζι τα καλύτερα κεριά απ’ όσα έκαιγαν στα ασημένια κηροπήγια. «Πήγαινε στο κρεβάτι σου. Κοιμήσου λίγο». Την οδήγησε επάνω. Τη φίλησε στο μάγουλο έξω από την πόρτα του δωματίου της. * Μ έσα στο δικό του αφιλόξενο, γεμάτο υγρασία δωμάτιο, ο Κάλεμ άνοιξε το παράθυρο διάπλατα και κοίταξε έξω. Μ ια κουκουβάγια έκρωξε κι εκείνος ανάσανε το ήπιο, γλυκό αεράκι. Στο Εδιμβούργο οι εποχές συγχωνεύονταν η μία με την άλλη και ήταν εύκολο να σου διαφύγει η αλλαγή. Όμως δεν ήταν το ίδιο εκεί πάνω, όπου το καλοκαίρι καλούσε τις αισθήσεις σου σαν σάλπισμα. Το είχε ξεχάσει. Όχι, δεν είχε πραγματικά ξεχάσει. Να μαζεύει μύδια σ’ έναν κουβά στην ακτή όταν έχει άμπωτη. Να κάνει ατέλειωτα ταξίδια για ψάρεμα με τη βάρκα του, την Αν Σόουλερ. Να μαθαίνει πώς να χειρίζεται τη
σπάθα υπό την καθοδήγηση του καλύτερου μαχητή του πατέρα του, του Χάμις Σινκλέρ, ενός άντρα με τόσο κόκκινη γενειάδα, που έμοιαζε λες και της είχε βάλει φωτιά. Να ακούει από το παράθυρο του δωματίου του τον παφλασμό των κυμάτων, που τον νανούριζε κάθε βράδυ. Ο Κάλεμ κοίταξε στα τυφλά προς τα σκοτεινά νερά της λίμνης και θυμήθηκε. Παρ’ όλο που τα γράμματα της λαίδης Μ ανρό τον είχαν κρατήσει ενήμερο για την κατάσταση της υγείας του πατέρα του και την κακή μοίρα της γης τους, τίποτα δεν του είχε φανεί αληθινό μέχρι ο ηλικιωμένος γαιοκτήμονας να αναφερθεί σ’ αυτά με τόσο δυσοίωνους όρους, καθώς υπέθετε –φυσικό ήταν– ότι ο Κάλεμ κατευθυνόταν στο Έριν Μ ουρ για να πάρει τα ηνία. Μ όλις πριν από λίγες μέρες μια τέτοια ιδέα φάνταζε αδιανόητη. Όμως τώρα; Τώρα η ελπίδα, αυτός ο από καιρό ξεχασμένος επισκέπτης, τρύπωσε στο μυαλό του κι έκανε ένα βήμα πιο μέσα. Το Έριν Μ ουρ τον καλούσε σαν σειρήνα, κι ήξερε ότι
είχε έρθει η ώρα. Και η Μ αντλέν; Είχε κερδίσει μαζί της, όμως μόλις τώρα συνειδητοποιούσε ότι δεν του είχε πει πώς συνέβη αυτό. Ήταν σημαντική, σκέφτηκε, πολύ σημαντική η ερωτική της ανάγκη για κείνον. Αυτό την είχε πείσει, όχι η έλλειψη του Ντε Γκιζ. Έπρεπε να την κάνει δική του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτό. Δεν ήταν έτοιμος να την αφήσει να φύγει. Θα της επέτρεπε ν’ αντιμετωπίσει πρώτα τον Ντε Γκιζ. Και μετά... Ενώ σκεφτόταν τις απολαύσεις που τον περίμεναν, ο Κάλεμ αποκοιμήθηκε. * Η Μ αντλέν ξύπνησε το επόμενο πρωί νιώθοντας θλίψη για το έργο που την περίμενε, αλλά και αποφασιστικότητα να το φέρει εις πέρας. Μ ακάρι να ήξερε πότε θα έφτανε ο Γκιγιόμ, επειδή, τώρα που είχε θωρακίσει τον εαυτό της, θα προτιμούσε να γινόταν το συντομότερο δυνατόν.
Το αδύναμο φως του ήλιου διαπέρασε τα σκονισμένα τζάμια, αποκαλύπτοντας τον καθαρό ουρανό και βουνοκορφές τυλιγμένες στην ομίχλη. Άκουσε φασαρία απέξω – άντρες που φώναζαν στα γαελικά. Το κυνήγι. Το είχε ξεχάσει. Πλύθηκε, ντύθηκε, βγήκε αθόρυβα στο διάδρομο και κατέβηκε τις σκάλες, σταματώντας στον πρώτο όροφο για να κοιτάξει κάτω, στη μεγάλη σάλα. Αντίκρισε ένα μελίσσι. Το τεράστιο τραπέζι ήταν φορτωμένο με μεγάλα κύπελλα, ψωμί, τυρί και κρέας –αναμφίβολα, το πανταχού παρόν πρόβειο κρέας. Οι άντρες φορούσαν όλοι ταρτάν σε διαφορετικές αποχρώσεις –έντονες κόκκινες, πράσινες, χρυσές και μπλε. Κάποιοι είχαν προτιμήσει τα παντελόνια αντί για το κιλτ. Οι περισσότεροι είχαν γενειάδες. Οι λίγες γυναίκες που ήταν παρούσες ασχολούνταν με το φαγητό, γέμιζαν τα κύπελλα με μπίρα, έκοβαν το ψωμί και γελούσαν μεταξύ τους, ενώ οι κουβέντες τους ακούγονταν σαν μελωδία. Ήταν ντυμένες όπως και η Μ αντλέν, με φούστες και έρισεϊντ, αν και όλες φορούσαν το κερτς, το κεφαλομάντιλο που δήλωνε ότι ήταν
παντρεμένες. Τα κυνηγόσκυλα του Μ ακ Άνγκους είχαν βρει επίσης παρέα. Υπήρχαν καμιά δεκαριά σκυλιά που χοροπηδούσαν στη μεγάλη σάλα, έβγαιναν έξω, όπου ήταν δεμένα τα άλογα, και ξανάμπαιναν γαβγίζοντας άγρια. Ο Κάλεμ πρόβαλε από την κύρια είσοδο, μιλώντας ένθερμα μ’ έναν άλλο άντρα περίπου στην ηλικία του, ντυμένο με ταρτάν σε τόνους του χρυσού. Οι δυο τους σταμάτησαν στο κατώφλι, έσφιξαν τα χέρια και μετά ο άγνωστος άντρας πλησίασε τον κόσμο γύρω από το τζάκι. Ο Κάλεμ στάθηκε για λίγο μόνος. Το ύψος του έκανε τους υπόλοιπους να φαίνονται σαν νάνοι, τα μαλλιά του έμοιαζαν με φάρο στο θαμπό φως του πρωινού. Σήκωσε το κεφάλι του και την έπιασε να τον κοιτάζει. Της έκανε νόημα να κατέβει, αλλά τότε κάποιος φώναξε τ’ όνομά του. «Κάλεμ», τον χαιρέτησε. «Αυτός είναι ο Κάλεμ Μ ανρό», είπε στην παρέα του, «ο αδερφός του Ρόρι Μ ακλάουντ».
«Ο Άγγλος στρατιώτης». Οι λέξεις ακούστηκαν δυνατά και καθαρά στη σάλα. Βγήκαν από το στόμα ενός σκουρομάλλη άντρα ντυμένου με ταρτάν σε κόκκινα και πράσινα χρώματα, κάτι που σήμαινε ότι ανήκε στο κλαν των Κάμερον. Απλώθηκε σιωπή. Όλα τα μάτια στράφηκαν στον Κάλεμ. Το χαμόγελό του σκλήρυνε, αλλά το βήμα του παρέμεινε σταθερό. Πήγε προς το μέρος του Κάμερον, κοιτάζοντάς τον καταπρόσωπο. «Σωστά», είπε, «λοχαγός Κάλεμ Μ ανρό. Στις υπηρεσίες σας, κύριε». Η Μ αντλέν παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα, ενώ καταριόταν την αδυναμία της να κατανοήσει τα γαελικά, επειδή οι άντρες είχαν αρχίσει να μιλάνε στη μητρική τους γλώσσα. Ένιωσε δίπλα της μια παρουσία και, γυρνώντας το κεφάλι, είδε ότι ήταν ο Άνγκους Μ ακ Άνγκους. «Αυτός εκεί είναι ο Ντόναλντ Κάμερον», της ψιθύρισε. «Οι Κάμερον ήταν αφοσιωμένοι ιακωβίτες.
Σιωπή τώρα, και θα σου λέω τι λένε». Ο Κάλεμ στεκόταν μπροστά στον Ντόναλντ Κάμερον με πρόσωπο σκληρό σαν τον γρανίτη. «Υπάρχει κάτι που θέλεις να μου πεις;» Η πρόκληση στη φωνή του ήταν προφανής στη Μ αντλέν και χωρίς τη μετάφραση του Μ ακ Άνγκους. «Δεν έχω να πω τίποτα σε κάποιον σαν εσένα», απάντησε ο Ντόναλντ Κάμερον. «Είσαι ένας προδότης». Τα αποδοκιμαστικά σφυρίγματα από τους θεατές ακούστηκαν σαν νωπό ξύλο που το πετάνε στη φωτιά. Αρκετοί άντρες μουρμούρισαν δυσαρεστημένοι. Ο Κάλεμ έκανε ένα γρήγορο βήμα μπροστά. Η Μ αντλέν καταπίεσε με μεγάλη δυσκολία την ενστικτώδη κραυγή αποστροφής για την κατηγορία. Η λέξη, ακριβώς η ίδια λέξη που χρησιμοποίησε ο Κάλεμ για να βασανίσει τον εαυτό του, μπήχτηκε σαν μαχαίρι στην καρδιά της. Ένιωσε το χέρι του Μ ακ Άνγκους στον ώμο της. Συνειδητοποιώντας ότι ο
οικοδεσπότης τους φοβήθηκε τυχόν παρέμβασή της, η Μ αντλέν έγνεψε καθησυχαστικά. «Υπηρετούσα στον αγγλικό στρατό πολύ πριν ο νεαρός διεκδικητής του θρόνου πατήσει το πόδι του σε σκοτσέζικο έδαφος», είπε ο Κάλεμ μέσα από τα δόντια του. «Τι θα ήθελες να κάνω όταν με διέταξαν να πολεμήσω, να τους γυρίσω την πλάτη; Να παρακούσω εντολές; Λοιπόν, δεν το έκανα». Τίναξε περήφανα το κεφάλι του. «Έκανα το καθήκον μου, αν και το πλήρωσα ακριβά. Μ ία από τις σπάθες σας παραλίγο να με σκοτώσει στο Καλόντεν. Θα έχω την ουλή στην κοιλιά σαν υπενθύμιση για την υπόλοιπη ζωή μου». Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα. «Λες και χρειαζόμουν υπενθύμιση. Λες και οποιοσδήποτε από εμάς χρειάζεται υπενθύμιση». Η δριμύτητα των συναισθημάτων του ήταν προφανής σε όλους. Αρκετοί συμφώνησαν μαζί του γρυλίζοντας και κάποιοι κινήθηκαν προς το μέρος του, δείχνοντας ότι στέκονται στο πλευρό του.
«Εύκολο για σένα να το λες», είπε ο Ντόναλντ Κάμερον με κακία. «Ο Χασάπης δεν ακούμπησε τη γη σου». «Και δε θα είχε ακουμπήσει ούτε τη δική σας, αν δεν είχατε σπεύσει να βοηθήσετε τους Στιούαρτ», είπε ο Κάλεμ αγριεμένα. «Πού είναι τώρα ο καλός σας πρίγκιπας, ε; Νομίζεις ότι νοιάζεται για ό,τι συνέβη σε όλους εμάς μετά το πέρασμά του;» Οι γροθιές του ήταν σφιγμένες, ενώ τα κοκκινισμένα του μάγουλα πρόδιδαν την οργή του. «Ήρεμα τώρα», είπε ένας από τους υποστηρικτές του Κάλεμ, ακουμπώντας τον ώμο του. «Αρκετές έριδες έχουμε, μας φτάνουν για μια ζωή». Ο Κάλεμ τραβήχτηκε, όμως τα λόγια αυτά είχαν επίδραση πάνω του. «Έχεις δίκιο», είπε σφιγμένα, «έχουμε χάσει αρκετά...» κοίταξε με νόημα τον Κάμερον «... όλοι μας». Απλώθηκε μια σιωπή γεμάτη προσμονή, καθώς ο Κάμερον κοιτούσε ακίνητος το απλωμένο χέρι του
Κάλεμ. Η Μ αντλέν δεν είχε καν παρατηρήσει ότι ο Μ ακ Άνγκους είχε φύγει από το πλευρό της για να πλησιάσει τους δύο άντρες. Αργά, απρόθυμα, ο Κάμερον έσφιξε το χέρι του Κάλεμ. Ακούστηκε ένας μαζικός αναστεναγμός ανακούφισης. Ο Μ ακ Άνγκους σήκωσε ψηλά την κούπα του. «Στη συγχώρεση και στη λήθη», είπε, «Εις υγείαν. Σλάνγιε βα». « Σλάνγιε βα», ακούστηκε η πνιχτή ηχώ μέσα στη σάλα. Κάποιος έβαλε ένα κύπελλο στο χέρι του Κάλεμ. Γρήγορα τον τριγύρισαν διάφοροι. Η Μ αντλέν άκουσε το όνομα του Ρόρι Μ ακλάουντ αρκετές φορές. Προφανώς ο αδερφός του Κάλεμ έχαιρε μεγάλου σεβασμού. Τον παρακολουθούσε καθώς ξαναέβρισκε το χρώμα του. Κατάλαβε, από τον τρόπο που χαλάρωσαν οι ώμοι του πόση ένταση είχε νιώσει. Συνέχισε να παρακολουθεί από την πλεονεκτική θέση της, καθώς οι άντρες μιλούσαν ζωηρά, γελώντας και ανταλλάσσοντας ιστορίες, αν και δεν είχε ιδέα τι έλεγαν. Συνειδητοποίησε ότι μόλις είχε γίνει μάρτυρας ενός εκπληκτικού γεγονότος. Ο Κάλεμ είχε γυρίσει
στο σπίτι του. Παρ’ ότι ήξερε πως ήταν το σωστό γι’ αυτόν, ένιωσε σαν να τον έβλεπε να απομακρύνεται με μια βάρκα, ενώ εκείνη είχε απομείνει μόνη σε μια μακρινή ακτή. Αν και φυσικά σύντομα, πολύ σύντομα, η Μ αντλέν ήταν αυτή που θα σάλπαρε για μια μακρινή γη. Τελικά, κατέβηκε τις σκάλες και πήγε στο πλευρό του. «Τα είδα όλα. Ο Μ ακ Άνγκους μου είπε τα περισσότερα απ’ όσα ειπώθηκαν. Νομίζω ότι έκανες καλά που δεν τον χτύπησες. Ένιωσα... ένιωσα περήφανη για σένα. Κι εσύ πρέπει να είσαι ανακουφισμένος». «Είναι μια αρχή, αλλά θα είναι μακρύς ο δρόμος». «Και οδηγεί στο Έριν Μ ουρ;» Εκείνος χαμογέλασε αινιγματικά. «Στο τέλος, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Έριν Μ ουρ –σίγουρα το έχεις καταλάβει αυτό μέχρι τώρα. Αυτή τη στιγμή έχω άλλα πράγματα στο μυαλό μου. Όπως τη δουλειά μας με τον Ντε Γκιζ».
Ήταν, λοιπόν, ακόμα αποφασισμένος να τη συνοδεύσει. Δεν την εξέπληξε πραγματικά. Πιο εύκολα θα μετακινούσε κανείς τα βουνά των Χάιλαντς παρά θ’ άλλαζε γνώμη στον Κάλεμ Μ ανρό. «Δεν είναι δουλειά μας, είναι δουλειά μου, και θα είναι πολύ καλύτερα αν τον δω μόνη μου», του είπε κουρασμένα. «Δεν είναι ο άντρας που ήταν, Μ αντλέν. Είναι επικίνδυνος. Ανησυχώ πολύ περισσότερο μήπως σε πληγώσει εκείνος παρά το αντίστροφο. Θα συμμορφωθείς με αυτό που είπα. Αποκλείεται να τον δεις μόνη σου, μ’ ακούς;» «Σε ακούω», απάντησε, σταυρώνοντας τα δάχτυλά της πίσω από την πλάτη της. «Τότε, προσπάθησε να είσαι προσεκτική», είπε πονηρά. «Τώρα έλα να συστηθείς στους υπόλοιπους». Πιάνοντας το χέρι της, την τράβηξε προς το πλήθος των αντρών, των γυναικών και των αλόγων που πηγαινοέρχονταν στον προαύλιο χώρο του κάστρου. « Ματίν βα», καλημέρισε μουρμουρίζοντας ντροπαλά η Μ αντλέν,
ευχαριστημένη που η άσχημη προφορά της έγινε αποδεκτή με χαμόγελα, ακόμα και μερικά φιλικά μπονζούρ. «Ξέρουν ότι είμαι Γαλλίδα», είπε απορημένη στον Κάλεμ, καθώς εκείνος τη βοηθούσε ν’ ανέβει στο άλογό της και προσάρμοζε τα χαλινάρια. «Ξέρουν τα πάντα για σένα. Τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα εδώ πάνω». Ακούστηκε το κέρας που ανακοίνωνε την έναρξη του κυνηγιού, και κάλπασαν από το κάστρο προς την είσοδο του δάσους. Τα κυνηγόσκυλα στάθηκαν σε ετοιμότητα στην κορυφή της ομάδας των κυνηγών, με τις αριστοκρατικές μουσούδες τους να οσφραίνονται τον αέρα. Τα χαλινάρια κουνιούνταν, τα άλογα ρουθούνιζαν και σκάλιζαν με τις οπλές τους το έδαφος, ανυπόμονα να ξεκινήσουν. Ένα από τα λαγωνικά πάγωσε, η ευαίσθητη μύτη του τρεμόπαιξε, η ουρά του τεντώθηκε, το μπροστινό του πόδι ανασηκώθηκε, ενώ όλο το σώμα του φαινόταν να δείχνει προς την κατεύθυνση του δάσους από την
άλλη μεριά της λίμνης. Ο Μ ακ Άνγκους φώναξε κάτι, καλώντας τους να ανασυνταχθούν, και ξεκίνησαν. Τα σκυλιά τούς οδήγησαν κατευθείαν μέσα στο δάσος που κάλυπτε την ελαφρώς επικλινή πλαγιά από τη δυτική πλευρά της λίμνης Κατριόνα, στο σύνορό της με την αδερφή λίμνη, την Τζοάνα. Από κοντά, ήταν φανερό ότι οι δύο υγρές εκτάσεις ενώνονταν στην πραγματικότητα μ’ ένα μικρό ρυάκι. Το έδαφος ήταν μαλακό και η επιφάνειά του καλυμμένη με πευκοβελόνες από τα δέντρα, που σχημάτιζαν ένα σκοτεινό θόλο πάνω από τα κεφάλια τους. Ο αέρας ήταν βαρύς, όλοι οι ήχοι πνιχτοί. Μ ικρά μονοπάτια διέσχιζαν το δάσος και διακλαδώνονταν περίτεχνα κοντά σε πλήθος ρυάκια και χαντάκια. Οι βράχοι πίσω τους ήταν σκεπασμένοι με σκούρα πράσινα βρύα και λειχήνες. Συστάδες από φτέρες, πιο κοντές και πιο πράσινες από εκείνες που μεγάλωναν στα πεδινά, αποτελούσαν το μοναδικό κάλυμμα του εδάφους. Τα τεράστια κλαδιά των αρχαίων βελανιδιών απλώνονταν σαν γερασμένα δάχτυλα, αγγίζοντας
τους καβαλάρηδες στο πέρασμά τους. Ασημένιες σημύδες και μυστηριακές σουρβιές, το δέντρο των νεράιδων, υψώνονταν στις άκρες των μεγαλύτερων ποταμών. Παρά την πυκνότητα των κλαδιών και τις κουνελότρυπες, που καθιστούσαν επικίνδυνη την πορεία με γοργό ρυθμό, οι περισσότεροι άντρες της κυνηγετικής ομάδας προχωρούσαν βιαστικά, ανυπόμονοι να προλάβουν τα σκυλιά. Η Μ αντλέν καθυστέρησε, απολαμβάνοντας την ευχάριστη μυρωδιά του ρετσινιού των πεύκων και την ποιότητα του φωτός που περνούσε ανάμεσα από τα φύλλα τους, καθώς της θύμιζαν τα δάση της πατρίδας της. Σταμάτησε δίπλα σ’ ένα μικρό καταρράκτη κι εντόπισε τα χνάρια ενός κάστορα. Ήταν τόσο οικεία εκεί, που ένιωσε σαν να βρισκόταν σπίτι. Καθώς σύγκρινε τα δύο μέρη, ένα τεράστιο πουλί πετάχτηκε ξαφνικά και αιφνιδίασε το άλογό της. Τα πράσινα φτερά του γυάλιζαν σαν στιλβωμένο μέταλλο και η ουρά του, όταν την άνοιξε, της θύμισε βεντάλια. Δεν είχε δει ποτέ της κάτι
παρόμοιο. «Ένας αγριόγαλος», είπε ο Κάλεμ. Είχε γυρίσει για να τη βρει. «Κοίτα πώς επιδεικνύει τα φτερά του προσπαθώντας να σε εντυπωσιάσει. Τα σκυλιά έπιασαν τη μυρωδιά του ελαφιού. Αν δε βιαστούμε, θα μείνουμε πίσω». Έφερε το άλογό του αρκετά κοντά στο δικό της, έτσι ώστε το γυμνό του γόνατο να χαϊδέψει τις φούστες της. Έγειρε μπροστά, κρατώντας τα χαλινάρια με το ένα χέρι, τοποθετώντας το άλλο πάνω στη σέλα της για να μη χάσει την ισορροπία του. Μ ετά τη φίλησε. Ένα μικρό, τρυφερό άγγιγμα. Απαλό και ζεστό. Εκείνη δεν πρόλαβε ν’ αντιδράσει, όμως οι αισθήσεις της πρόλαβαν ν’ ανταποκριθούν. «Έλα», της είπε, χτυπώντας τα καπούλια του αλόγου της, «δε θέλουμε να χάσουμε τη δράση». Όταν ενώθηκαν με τους υπόλοιπους της ομάδας, η Μ αντλέν είδε το αρσενικό ελάφι να πηδάει με χάρη πάνω από τα ρείκια μερικά μέτρα μακριά, ενώ τα σκυλιά το καταδίωκαν. Ήταν ένα φανταστικό πλάσμα
με πανέμορφα κέρατα, όπως εκείνο που είχε δει πριν από μερικές μέρες. Τα κέρατα ήταν σημάδι αρρενωπότητας όσο και ωριμότητας, επειδή το ζώο τα χρησιμοποιούσε για να διώξει τους νεότερους διεκδικητές, ώστε να διατηρήσει τη θέση του στην αγέλη και να προστατεύσει τα μικρά του. Και τα θηλυκά του. Το ελάφι κοντοστάθηκε να ξεκουρστεί. Τα λυγερά πόδια του είχαν βάλει μια απόσταση ανάμεσα σ’ αυτό και τα σκυλιά, καθώς έψαχνε απεγνωσμένα τριγύρω δρόμους διαφυγής. Η Μ αντλέν ψιθύρισε μια μυστική προσευχή για την ασφάλειά του. Φαινόταν λάθος να κυνηγάει κανείς ένα τόσο όμορφο πλάσμα, έναν περήφανο κύριο της επικράτειάς του, όπως καταλάβαινε ότι θα ήταν ο Κάλεμ για το Έριν Μ ουρ. Τα σκυλιά γάβγισαν. Το ελάφι πήδηξε μπροστά, στηριζόμενο στα μυώδη λαγόνια του, περνώντας με αβίαστη χάρη πάνω από ένα ξεριζωμένο δέντρο, σαν να πετούσε. Οι κυνηγοί ακολούθησαν, πυροβολώντας, φυσώντας τα κέρατα και φωνάζοντας οδηγίες στα σκυλιά. Όλοι κάλπαζαν στα χνάρια
του ελαφιού, έξω από το δάσος, προς τις πλαγιές του λόφου, μέσα από φτέρες, πηδώντας χαντάκια κατά μήκος των ρηχών αμμουδερών νερών της κοίτης ενός ποταμού. Η Μ αντλέν μπορούσε να μυρίσει το νωπό μαλλί των ταρτάν των κυνηγών. Τη γήινη μυρωδιά φρεσκοπατημένου χόρτου και φτέρης. Τον αψύ ιδρώτα των αλόγων. Συνέχισαν να προχωρούν –της φάνηκαν αιώνες–, μέχρι που το ελάφι τελικά επιβράδυνε, με τα πόδια του να βαραίνουν από την προσπάθεια, ολοφάνερα εξαντλημένο. Τα σκυλιά γάβγισαν με ενθουσιασμό. Οι κραυγές των κυνηγών υψώθηκαν, καθώς το ζώο στριμωχνόταν στη σκιά ενός τεράστιου βράχου. Το άμοιρο πλάσμα έβγαζε αφρούς από το στόμα και τα μάτια του είχαν γεμίσει τρόμο. Παρ’ ότι η Μ αντλέν είχε πάρει μέρος σε πολλά κυνήγια αγριογούρουνου στην πατρίδα της, για κάποιο λόγο αυτό της φαινόταν άδικο. Τόσο πολλοί άνθρωποι, τόσο πολλά σκυλιά και άλογα, όλα εναντίον
αυτού του έρημου, μεγαλόπρεπου πλάσματος. Δεν άντεχε να παρακολουθήσει το τέλος. Θα ήταν σαν να γινόταν μάρτυρας της εκτέλεσης ενός βασιλιά, έτσι όπως κοίταζε τα καστανά μάτια του να γυαλίζουν και το δυνατό σώμα του να σωριάζεται. Βρίσκονταν στις παρυφές της λίμνης Φιόνα, στην πέρα άκρη του Ρουμπόνταχ. Αν έμενε κοντά στην όχθη, θα μπορούσε να γυρίσει στο κάστρο χωρίς να χρειαστεί να μπει ξανά στο δάσος. Μ ε αποφασιστικότητα, γύρισε το άλογό της κι άρχισε να καλπάζει. * Περίπου στα μισά της διαδρομής, είχε την ανατριχιαστική αίσθηση ότι την παρακολουθούν. Τραβώντας τα χαλινάρια, η Μ αντλέν κοίταξε γύρω της, αλλά δεν είδε κανέναν. Στ’ αριστερά της, η σκοτεινιά του δάσους φαινόταν αδιαπέραστη εξαιτίας μιας μάζας πεσμένων δέντρων. Στα δεξιά, ήταν η λίμνη Φιόνα, που στένευε για να καταλήξει στη λίμνη Αϊλίν. Πίσω της, κανείς. Ωστόσο, η αίσθηση επέμενε.
Ανατρίχιασε. Τα χέρια της πάνω στα χαλινάρια ίδρωσαν. Συνέχισε αργά, λέγοντας μέσα της ότι ήταν ανόητη. Χωρίς αμφιβολία, επρόκειτο για κάποιο ζώο. Ένα άλλο ελάφι, ίσως. Η οξυμένη ακοή της έπιασε ένα θρόισμα μέσα από το δάσος. Σταμάτησε ξανά το άλογό της και, σαρώνοντας προσεκτικά με το βλέμμα τα φυλλώματα, αντιλήφθηκε τη λάμψη δύο ματιών. Όχι ελαφίσιων. Σίγουρα ανθρώπινων. «Ποιος είναι εκεί;» φώναξε στ’ αγγλικά. Ήταν φοβισμένη, ωστόσο έλεγε στον εαυτό της ότι δεν είχε κανένα λόγο να φοβάται. Πιθανότατα, άλλο ένα μέλος της κυνηγετικής ομάδας είχε χάσει το δρόμο του. Οι οπλές του αλόγου της έξυσαν το έδαφος, κι εκείνη ενστικτωδώς αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να φύγει γρήγορα από εκεί. Μ άζεψε τα χαλινάρια για να το κάνει. Πολύ αργά. Ένας άντρας εμφανίστηκε ακριβώς μπροστά της. Κρατούσε στο χέρι ένα πιστόλι και σημάδευε κατευθείαν πάνω της. Ένας άλλος βγήκε από το προκάλυμμα του δάσους, κραδαίνοντας το φονικό
μακρύ στιλέτο του, που η Μ αντλέν ήξερε από τον Κάλεμ ότι το έλεγαν ντερκ. Ο άντρας ακούμπησε την αιχμή του στιλέτου στο στήθος της. «Κατέβα κάτω», γρύλισε στ’ αγγλικά. Δε δίστασε να υπακούσει. Ένα βλέμμα ήταν αρκετό για να την πληροφορήσει ότι οι δύο άντρες δεν αστειεύονταν, της φάνηκαν απεγνωσμένοι. Φορούσαν παντελόνια και δερμάτινα γιλέκα, τα πρόσωπά τους ήταν ηλιοκαμένα κι άγρια κάτω από τις γενειάδες τους. Υπέθεσε ότι ήθελαν το άλογό της. Το πόδι της σκάλωσε στον αναβατήρα καθώς κατέβαινε, και βρέθηκε παγιδευμένη στη μέγκενη του άντρα με το ντερκ. Άρχισε να τρέμει, μα όταν συνάντησε το βλεμμα του άντρα, ένα άλλο είδος φόβου την πλημμυρισε, γιατί την κοίταζε λάγνα, καθώς το σιχαμένο χέρι του την έπιανε από τη μέση. Η Μ αντλέν ήξερε ότι δεν έπρεπε να δείξει τον τρόμο της, όμως ήταν φανερός στη φωνή της όταν είπε παλεύοντας: «Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου».
Προς μεγάλη της έκπληξη, ο άντρας το έκανε, γελώντας άξεστα. Ο άλλος έπιασε τα χαλινάρια του αλόγου της. Σκέφτηκε ανακουφισμένη ότι η περιπέτειά της είχε τελειώσει, ότι θα συνέχιζαν το δρόμο τους. Προσπαθούσε ήδη να υπολογίσει πόση ώρα θα της έπαιρνε να επιστρέψει στο κάστρο με τα πόδια, όταν ο άντρας μίλησε ξανά. «Είσαι η Γαλλιδούλα». Η Μ αντλέν ξαφνιάστηκε, και μετά θυμήθηκε τι της είχε πει ο Κάλεμ νωρίτερα, ότι δεν υπήρχαν μυστικά στα Χάιλαντς. Έτσι, απλώς έγνεψε. «Ήρθες να βρεις τον Γκιγιόμ ντε Γκιζ». Εκείνη έγνεψε ξανά. «Θα σε πάμε σ’ αυτόν». Έμεινε κατάπληκτη. Τι δουλειά είχε ο Γκιγιόμ με τέτοιους ανθρώπους; « Εσύ! Δε σε πιστεύω. Πού είναι; Γιατί δεν ήρθε να με βρει ο ίδιος;» Ο άντρας την κοίταξε περιφρονητικά. «Πιστεύεις ότι είναι βλάκας, έτσι; Δίνουν αμοιβή για το κεφάλι
του. Ήρθαμε να σιγουρευτούμε ότι ο ερχομός σου δεν ήταν παγίδα». «Δίνουν αμοιβή;... Εννοείς ότι είναι επικηρυγμένος; Νο, νο, νο. Πρέπει να μιλάς για λάθος άνθρωπο». Η Μ αντλέν κοίταξε πίσω της με λαχτάρα, αλλά το μονοπάτι κατά μήκος της λίμνης φαινόταν έρημο. Ο Κάλεμ ήταν ιδιαίτερα απορροφημένος στο κυνήγι για να έχει προσέξει την απουσία της. Ήταν αδιάλλακτος όταν έλεγε ότι δεν έπρεπε να συναντήσει μόνη της τον Γκιγιόμ. Τον είχε θεωρήσει υπερβολικό, αλλά, κοιτάζοντας τα δύο πρωτοπαλίκαρα που είχαν σταλεί για χάρη της, σκέφτηκε τώρα ότι ο Κάλεμ είχε δίκιο που ανησυχούσε. Όμως σίγουρα ο Γκιγιόμ δε θα της έκανε κακό. Όσο και να είχε αλλάξει, δεν μπορεί να είχε γίνει ένας ολοκληρωτικά διαφορετικός άνθρωπος. Ο άντρας με το πιστόλι έβγαλε ένα ανυπόμονο επιφώνημα και είπε κάτι στα γαελικά. Ο άλλος έγνεψε ότι συμφωνούσε κι έπιασε τα χαλινάρια του αλόγου της, αναγκάζοντάς τη να περπατήσει προς το δάσος, κρατώντας τη
λεπίδα του ντερκ χαμηλά στην πλάτη της. Η Μ αντλέν δεν είχε άλλη επιλογή από το να υπακούσει. Συγκεντρώνοντας όσο θάρρος της είχε απομείνει, έκανε όπως της υπέδειξαν. Μ όλις βρέθηκαν στην κάλυψη των δέντρων, έδεσαν τους καρπούς της και την πέταξαν στη σέλα του αλόγου της. Έλυσαν τα δικά τους άλογα, που περίμεναν ήσυχα σ’ ένα ξέφωτο, και τα καβάλησαν. Ο ένας προπορευόταν οδηγώντας τη Μ αντλέν και ο άλλος ακολουθούσε πίσω της. Πήραν ένα απόκρημνο ανηφορικό μονοπάτι προς τα βάθη του δάσους όπου το φως δε διαπερνούσε τις φυλλωσιές, αλλά κινούνταν με τη σιγουριά της μεγάλης εξοικείωσης. Καθώς ανέβαιναν το μονοπάτι, το δάσος γινόταν λιγότερο πυκνό. Έφτασαν σ’ ένα μικρό ξέφωτο. Στην άκρη του υπήρχε κάτι που έμοιαζε με τεράστια σπηλιά. Μ ια φωτιά κάπνιζε στην είσοδό της κι από πάνω της κρεμόταν ένα καζάνι στερεωμένο σε μια πολύπλοκη κατασκευή από λεπτά ξύλα. Διασκορπισμένα
πράγματα –δισάκια, μερικά ρούχα, τσίγκινα πιάτα και κούπες, όλα σωριασμένα δίπλα στη φωτιά– πρόδιδαν την παρουσία κι άλλων μελών της ομάδας. Προφανώς κάπου έκαναν πλιάτσικο ή τις άλλες βρομοδουλειές τους. Αυτή τη στιγμή, ο καταυλισμός φαινόταν εγκαταλειμμένος. Οι συνοδοί της Μ αντλέν σταμάτησαν τη μικρή πομπή τους και ξεπέζεψαν, οδηγώντας τα ζώα σ’ ένα δέντρο. Την τράβηξαν από τη σέλα, κι εκείνη στάθηκε τρέμοντας στα πόδια της. «Λύστε με», είπε, κοιτάζοντας γύρω της επιφυλακτικά. Οι άντρες δεν έκαναν καμία κίνηση. Ο ένας ασχολιόταν με τα άλογα, ενώ ο άλλος κατευθυνόταν προς ένα πρόχειρο κατάλυμα φτιαγμένο από κλαδιά και καραβόπανα που θρόιζαν απαλά. «Γκιγιόμ», φώναξε η Μ αντλέν. «Γκιγιόμ, είμαι εγώ, η Μ αντ-λέν», είπε στα γαλλικά. Ο άντρας με το ντερκ κάθισε κάτω από το καραβόπανο κι άρχισε να λαξεύει ένα κομμάτι ξύλο. Προσπαθώντας να τιθασεύσει τον αυξανόμενο πανικό της, η
Μ αντλέν έκανε ένα βήμα προς τη σπηλιά. «Γκιγιόμ;» Μ ια ψηλή φιγούρα πρόβαλε από το σκοτάδι. «Λοιπόν; Τι θέλεις;» γρύλισε, μιλώντας γαλλικά με τη λαρυγγική, νοτιοδυτική προφορά. «Ποιος είσαι εσύ;» επιτέθηκε η Μ αντλέν. Παρ’ όλο που ήταν προφανώς Γάλλος, ψηλός και σκουρομάλλης, η ομοιότητα με τον Γκιγιόμ σταματούσε εκεί. Ντυμένος με στενό παντελόνι, λεπτό λινό πουκάμισο και κοντό μάλλινο γιλέκο, αυτός ο άντρας ήταν μεγαλύτερος από τον Γκιγιόμ, ίσως γύρω στα τριάντα, και στο πρόσωπό του υπήρχαν ρυτίδες που μαρτυρούσαν μια σκληρή ζωή. Κάτω από τα μαύρα, σμιχτά σχεδόν φρύδια του, το βλέμμα του ήταν παγερό. «Είμαι ο Γκιγιόμ ντε Γκιζ», είπε. «Όχι. Δεν είσαι ο Γκιγιόμ. Πού είναι, τι του έκανες;» «Είμαι ο Γκιγιόμ ντε Γκιζ», επανέλαβε ο άντρας απειλητικά. Μ ύριζε ιδρώτα και ουίσκι. «Ποια είσαι και
τι θέλεις;» Η Μ αντλέν μαζεύτηκε φοβισμένη, τραβώντας το λουρί που ήταν δεμένο γύρω από τους καρπούς της. «Είμαι η Μ αντλέν Λαφαγιέτ, όπως θα ήξερες αν ήσουν πραγματικά ο Γκιγιόμ», είπε αγριοκοιτάζοντάς τον. «Πού βρίσκεται;» «Αν θέλεις το καλό σου, θα σταματήσεις να μου κάνεις αυτή την ερώτηση», γρύλισε, τυλίγοντας το χέρι του στο λαιμό της. «Γιατί μ’ έφερες εδώ, αφού δεν είσαι ο Γκιγιόμ;» Προσπαθούσε απεγνωσμένα να μην προδώσει το φόβο της. Ο Γάλλος έσφιξε το χέρι του στο λαιμό της. «Μ ου είπαν ότι είχες νέα για μένα, κάτι, λέει, προς όφελός μου. Τι είναι;» «Έχω νέα για τον Γκιγιόμ». Η Μ αντλέν πάλεψε να ελευθερωθεί από τα χέρια του. «Για τον πραγματικό Γκιγιόμ».
«Τι νέα;» «Δεν είναι δική σου δουλειά. Πού είναι ο Γκιγιόμ; Θέλω να μιλήσω στον Γκιγιόμ». Ο τόνος της φωνής της ανέβηκε αρκετές οκτάβες. Τα δύο πρωτοπαλίκαρα εγκατέλειψαν τις δουλειές τους κι άρχισαν να παρακολουθούν με ενδιαφέρον, καθώς ο αρχηγός τους πάλευε να τιθασεύσει τη Γαλλίδα που είχε μετατραπεί σε αγριόγατα. Η Μ αντλέν δάγκωσε, κλότσησε και στριφογύρισε σαν χέλι προκειμένου να ελευθερωθεί. Παρ’ όλο που οι καρποί της ήταν ακόμα δεμένοι, κατάφερε να μπήξει τα νύχια της στο μάγουλο του απαγωγέα της, αναγκάζοντάς τον να τραβήξει τα χέρια του και να ουρλιάξει από τον πόνο. Από τις γρατσουνιές που του κατάφερε έτρεξε αίμα. Τα τσιράκια χαμογέλασαν. Ασθμαίνοντας, η Μ αντλέν άρχισε να οπισθοχωρεί, σκεπτόμενη μόνο την απόδραση. Αν μπορούσε να τους ξεφύγει τρέχοντας, να χαθεί μέσα στο δάσος... Κοίταξε τον άντρα που ισχυριζόταν πως ήταν ο Γκιγιόμ. Έμοιαζε
απασχολημένος με το να σκουπίζει το αίμα από το πρόσωπό του. Οι άλλοι δύο την παρακολουθούσαν, αλλά ήταν καθισμένοι, δίνοντάς της ένα μικρό πλεονέκτημα. Έπρεπε να το κάνει τώρα. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς την άκρη του ξέφωτου, μπαίνοντας με φόρα μέσα στο δάσος, αδιαφορώντας για τα κλαδιά που χτυπούσαν το πρόσωπό της κι έσκιζαν τα ρούχα της. Κρατούσε τα δεμένα της χέρια απλωμένα μπροστά, σαν να ήταν τυφλή, επικεντρώνοντας την προσοχή της στη διατήρηση της ισορροπίας της και στο να απομακρυνθεί αρκετά από τους απαγωγείς της. Δεν είχε κάνει παρά μερικά μέτρα όταν ένας τους την άρπαξε. Την έσυραν πίσω στον καταυλισμό και την πέταξαν στο έδαφος. Όταν άνοιξε τα μάτια της, το πρώτο πράγμα που είδε ήταν η απαίσια λάμψη μιας μακριάς λεπίδας που ακουμπούσε στο στομάχι της. «Τώρα, μαντμουαζέλ, ίσως είσαι έτοιμη να
μιλήσεις», είπε ο Γάλλος. Υπήρχε μια εξίσου απαίσια λάμψη στο χαμόγελό του. * Ο Άνγκους Μ ακ Άνγκους επέμενε ότι η τιμή της σφαγής του ελαφιού ανήκε στον Κάλεμ. Δεν ήταν ένα έργο που απολάμβανε, ήξερε όμως ότι θα ήταν προσβολή να αρνιόταν και το εκτέλεσε με όσο περισσότερο έλεος γινόταν, περνώντας το ντερκ του γρήγορα και σταθερά πάνω από το λαιμό του ζώου. Μ ια δυνατή ζητωκραυγή ακούστηκε από τους υπόλοιπους κυνηγούς, και οι άντρες άρχισαν να δένουν το κουφάρι του ζώου για να το μεταφέρουν πίσω στο κάστρο. Σήμερα θα έτρωγαν ψητό ελάφι, μια ευχάριστη αλλαγή από το πρόβειο κρέας. Σκουπίζοντας το αίμα από τα χέρια του, ο Κάλεμ παρατήρησε την απουσία της Μ αντλέν και υπέθεσε ότι δεν ήθελε να παρακολουθήσει τη σφαγή του ζώου. Μ άλλον είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής κατά μήκος της λίμνης. Ωστόσο, σαρώνοντας αγχωμένα με το
βλέμμα τις όχθες της, από την πλεονεκτική θέση του πάνω στο βράχο, δεν κατάφερε να τη δει. Στη στιγμή, βρέθηκε σε επιφυλακή. Ο Ντε Γκιζ. Μ ουρμουρίζοντας μια δικαιολογία στον οικοδεσπότη του, ο Κάλεμ καβάλησε το κουρασμένο του άλογο κι άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά, ενώ το κοφτερό βλέμμα του έψαχνε άγρυπνο για σημάδια ενέδρας. Πιέζοντας τον εαυτό του να προχωρήσει αργά, από φόβο μη χάσει οτιδήποτε, ανίχνευσε προς τα πίσω τα ίχνη της Μ αντλέν κι εντόπισε τα αποτυπώματα από τις οπλές του αλόγου της στη μαλακή λάσπη στις άκρες του μονοπατιού. Η επισταμένη προσοχή του επιβραβεύτηκε. Τρία άλογα κι ένα κομμένο κλαδί οδηγούσαν προς το δάσος. Οι άντρες δεν περίμεναν να τους ακολουθήσουν και δεν έκαναν καμία προσπάθεια να σβήσουν τα ίχνη τους. Κρυφά, με όλες τις ικανότητές του σε πλήρη ετοιμότητα, ακολούθησε το μονοπάτι, μέχρι που είδε το ξέφωτο
στο βάθος. Τρεις άντρες. Και η Μ αντλέν, με μια σπάθα ακουμπισμένη πάνω στην κοιλιά της. Η πειθαρχία ενός εκπαιδευμένου στρατιώτη μαζί με τα μαχητικά ένστικτα ενός Χαϊλάντερ πολεμιστή τον συγκράτησαν. Ο Κάλεμ έκρυψε το άλογό του. Το ντερκ του, ακόμα ματωμένο από το αίμα του ελαφιού, ήταν στερεωμένο στη ζώνη του. Η φοβερή λεπίδα είχε φτιαχτεί από μια δίκοπη σπάθα του πατέρα του. Τη λαβή της στόλιζαν περίτεχνα χαραγμένα κελτικά σύμβολα, που τα είχε αντιγράψει ο σιδηρουργός των Μ ανρό από μια αρχαία περγαμηνή, η οποία φυλασσόταν στο κάστρο του Έριν Μ ουρ. Ο Κάλεμ τράβηξε το ντερκ από τη δερμάτινη θήκη του και βεβαιώθηκε ότι το κρυμμένο μαχαίρι που φύλαγε κάτω από το σακάκι του ήταν στη θέση του. Έτσι οπλισμένος, σύρθηκε αθόρυβα στο έδαφος. Όταν έφτασε σε απόσταση ακοής, πίεσε τον εαυτό του να σταματήσει, ασφαλής πίσω από το προκάλυμμα μιας σημύδας, αξιολογώντας τη σκηνή που διαδραματιζόταν μπροστά του.
Η Μ αντλέν ήταν πεσμένη στο έδαφος με τα χέρια δεμένα, αναμαλλιασμένη, με ρούχα ανάκατα. Για μια βασανιστική στιγμή, σκέφτηκε ότι την είχαν βιάσει, όμως μια πιο προσεκτική ματιά τον καθησύχασε. Είχε προφανώς παλέψει με τους απαγωγείς της. Μ ια άγρια περηφάνια έκανε το αίμα του να βράσει. Έπρεπε να ξέρει ότι δε θα τους παραδινόταν εύκολα. Ο άντρας που πρέπει να ήταν ο Ντε Γκιζ στεκόταν από πάνω της κρατώντας τη σπάθα του. Έδειχνε πιο ώριμος απ’ όσο περίμενε ο Κάλεμ. Σκληραγωγημένος από τις μάχες. Αυτό πρέπει να ήταν. Όλοι οι στρατιώτες μεγάλωναν γρήγορα στα πεδία των μαχών. Είχε την όψη άντρα που ζούσε για αρκετό καιρό χωρίς ανέσεις, με μαλλιά μακριά και λυμένα, αν κι έδειχνε απρόσμενα φρεσκοξυρισμένος. Το μοχθηρό σφίξιμο στο στόμα του δήλωνε πως δεν έπρεπε να τον υποτιμήσει. Τους άλλους δύο ο Κάλεμ τους παρέκαμψε ως ασήμαντες ποσότητες. Ντυμένοι με κουρέλια, ήταν λιπόσαρκοι, πεινασμένοι, σαν ρακοσυλλέκτες ύστερα από
ανεπιτυχή νυχτερινή επιδρομή. Παρακολουθούσαν τη σκηνή σαν να ήταν ψυχαγωγικό θέαμα, αγνοώντας σαφέστατα ότι η παρέμβασή τους θα ήταν απαραίτητη. Καλύτερα. «Λοιπόν, τι θα γίνει», έλεγε ο Ντε Γκιζ, «ποια είναι τα νέα που μου είπαν ότι είναι προς όφελός μου;» Βλέποντας τον τρόμο στα μάτια της Μ αντλέν, ο Κάλεμ έβρισε, σφίγγοντας τη λαβή του ντερκ του. Η ανακάλυψη ότι ο Ντε Γκιζ ήταν υπεύθυνος για τις λεηλασίες στο Έριν Μ ουρ νομιμοποιούσε την έχθρα εναντίον του. Τώρα τον απεχθανόταν με όλη του την καρδιά. Τον κυρίευσε μια ψυχρή οργή. Ούτε ο θάνατος δεν άξιζε σ’ αυτό τον άντρα. Κεφάλαιο 8 Ο Κάλεμ όρμησε από την κρυψώνα του βγάζοντας μια τρομακτική κραυγή. Ξάφνιασε τον Ντε Γκιζ, που σήκωσε το σπαθί του, όμως ο Κάλεμ βρισκόταν ήδη πάνω του. Μ ια τρομερή μάζα ταρτάν και μυϊκής
δύναμης επιτέθηκε με βία στο Γάλλο, σπάζοντας το χέρι που κρατούσε το όπλο με μια βάναυση κλοτσιά. Η σπάθα πετάχτηκε στο έδαφος μερικά δευτερόλεπτα πριν την ακολουθήσει ο κάτοχός της με ένα αγωνιώδες ουρλιαχτό. Γονατισμένος, πιάνοντας το διαλυμένο χέρι του, ο Ντε Γκιζ φώναξε στους άντρες του να σπεύσουν, αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Κάλεμ στεκόταν πίσω του με το ντερκ του τόσο κοντά στο λαιμό του άντρα, που μια σταγόνα αίμα κύλησε στη λεπίδα. Η Μ αντλέν είχε ήδη σηκωθεί με κόπο κι είχε κλοτσήσει τη σπάθα μακριά. «Έλα εδώ», της φώναξε ο Κάλεμ, που μετακινήθηκε φροντίζοντας να βλέπει καθαρά τους άλλους δύο άντρες, με τον Ντε Γκιζ μπροστά του και τη Μ αντλέν ασφαλή πίσω του. Εκείνη άπλωσε τους καρπούς της προς το μέρος του για να της κόψει το λουρί. Χωρίς καμία ενθάρρυνση, σήκωσε από κάτω τη βαριά σπάθα, χρησιμοποιώντας και τα δυο χέρια για να την κρατήσει στο ύψος της μέσης της. Έπειτα, άρχισε
να την κραδαίνει. Η ερασιτεχνική λαβή της φαινόταν πιο απειλητική από ενός πολεμιστή. «Καλό κορίτσι». Ο Κάλεμ κοίταξε τους δύο άντρες –τα μάτια του δύο σκοτεινές σχισμές, το στόμα του μια σκληρή γραμμή. «Έστω και μια κίνηση να κάνετε, και είναι νεκρός, καταλάβατε;» Οι άντρες έγνεψαν. «Δειλοί», γρύλισε ο Ντε Γκιζ, όμως ο Κάλεμ πίεσε τη λεπίδα πιο δυνατά στο λαιμό του. Κύλησε κι άλλο αίμα. «Τι γυρεύεις, Ντε Γκιζ;» «Κάλεμ, δεν είναι ο Ντε Γκιζ», είπε η Μ αντλέν, κάνοντας ένα βήμα μπροστά. «Μ είνε πίσω μου», της πέταξε, κρατώντας το βλέμμα καρφωμένο στο πρωτοπαλίκαρο που κρατούσε το ντερκ. «Κράτα τη σπάθα ψηλά. Αν κάποιος από τους δυο τους κουνηθεί, σήκωσέ τη όσο πιο ψηλά μπορείς και κατέβασέ τη πάνω τους». «Έτσι», είπε η Μ αντλέν, κάνοντας επίδειξη.
Ο Κάλεμ μπόρεσε να δει από την αντίδραση των αντρών που παρακολουθούσαν ότι εκείνη είχε καταφέρει κάτι αποτελεσματικά απειλητικό, και κρυφογέλασε διψώντας για αίμα. «Ωραία. Τώρα», είπε, στρέφοντας την προσοχή του στον άντρα που κρατούσε ακινητοποιημένο, «ποιος διάολο είσαι εσύ;» «Ο Γκιγιόμ ντε Γκιζ», απάντησε ο άντρας, αν και όλη η πειθώ είχε εξαφανιστεί από τη φωνή του. «Αυτός δεν είναι ο Γκιγιόμ», έφτυσε η Μ αντλέν, «είναι ένας απατεώνας». «Μ ια τελευταία ευκαιρία», του είπε ο Κάλεμ. «Πώς σε λένε;» «Ντρουασάρ», μουρμούρισε εκείνος. «Μ ίλα πιο δυνατά, παλικαρά, οι άντρες σου θα θέλουν ν’ ακούσουν αυτά που έχεις να πεις». «Το όνομά μου είναι Μ αρκ Ντρουασάρ», απάντησε ο άντρας μέσα από τα δόντια του. «Είδατε», φώναξε θριαμβευτικά η Μ αντλέν στους άντρες που την είχαν μεταφέρει εκεί, «σας το είπα ότι δεν ήταν ο Γκιγιόμ».
Φαίνονταν αποσβολωμένοι. «Τι συμβαίνει; Ποιος είσαι; Γιατί μας είπες ότι σε λένε Ντε Γκιζ;» «Λοιπόν, θα απαντήσεις;» Αν και ήταν σχεδόν σίγουρος ότι ο άντρας δεν μπορούσε πια να τους βλάψει, ο Κάλεμ εξακολουθούσε να τον κρατά ακινητοποιημένο, επειδή, ακόμα και με σπασμένο χέρι, ήξερε ότι ένας παγιδευμένος αρουραίος ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος. «Μ ίλα, χάνω την υπομονή μου». «Πολέμησα με τον Ντε Γκιζ. Ήμασταν μαζί στους Εκοσέ Ρουαγιό». «Ήσασταν φίλοι;» ρώτησε η Μ αντλέν δύσπιστα, «συμπολεμιστές;» Ο Ντρουασάρ γέλασε. «Συμπολεμιστές, ναι. Φίλοι, δε θα το έλεγα. Ήταν πολύ ανώτερός μου. Εγώ ήμουν ένας ταπεινός βυρσοδέψης προτού γίνω στρατιώτης. Αρκετά καλός για να πεθάνω για χάρη του Ντε Γκιζ και του πολύτιμου πρίγκιπά του, αλλά τίποτα περισσότερο». «Ναι, και στοιχηματίζω ότι πολέμησες σε αρκετά διαφορετικά στρατόπεδα στον καιρό σου, ε;» είπε ο
Κάλεμ. «Αναγνωρίζω τον τύπο σου –η λέξη “μισθοφόρος” είναι παντού γραμμένη στο πρόσωπό σου». «Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» «Ήμουν κι εγώ στρατιώτης. Άσε με να μαντέψω, προσχώρησες στο γαλλικό στρατό, αλλά σε πέταξαν έξω για κάποιο έγκλημα –ή λιποτάκτησες. Όμως σου αρέσει να σκοτώνεις και σου αρέσει να πληρώνεσαι γι’ αυτό. Και τώρα είσαι επικηρυγμένος και δεν μπορείς να γυρίσεις σπίτι σου. Έχω δίκιο;» Ο Ντρουασάρ πάλεψε βρίζοντας, αλλά ο Κάλεμ τράβηξε πίσω το κεφάλι του άντρα, αρπάζοντάς τον από τις ρίζες των μαλλιών του με τόση δύναμη, που εκείνος ούρλιαξε. «Λοιπόν, πήρες το όνομα του Ντε Γκιζ για να αποφύγεις την γκιλοτίνα, έτσι; Πού είναι;» «Πέθανε». «Όχι!» Η σπάθα έπεσε από τα χέρια της Μ αντλέν. «Πότε;» Ο Κάλεμ κοίταξε με αγωνία πίσω του. Το πρόσωπό της είχε ασπρίσει. Αν και το είχε
υποπτευθεί –από την πρώτη στιγμή που η Μ αντλέν του είπε ότι αυτός ο άντρας δεν ήταν ο Ντε Γκιζ–, ήθελε να την απαλλάξει από τον πόνο να το μάθει μ’ αυτό το σκληρό τρόπο. Ο Ντρουασάρ είχε προφανώς αποφασίσει να συνεργαστεί. «Στο Καλόντεν. Τον είδα να πέφτει. Τραύμα στο κεφάλι από μουσκέτο. Ήξερα ότι δεν είχε οικογένεια, νόμιζα ότι κανένας δε θα ενδιαφερόταν. Όταν άκουσα ότι η γυναίκα τον έψαχνε, δεν μπορούσα ν’ αντισταθώ. Μ ου είπαν ότι είχε κάτι για μένα, κάτι προς όφελός μου. Χρήματα, σκέφτηκα». «Ναι, σκέφτηκες να τα πάρεις και μετά να τη σκοτώσεις, σωστά;» «Όχι, όχι», διαμαρτυρήθηκε ο Ντρουασάρ. «Θα την άφηνα». «Θα την άφηνες για να πει σε όλη τη χώρα ότι ο άντρας που αποκαλεί τον εαυτό του Ντε Γκιζ είναι ένας απατεώνας! Μ η μου λες ψέματα. Είχες μια σπάθα πάνω στην κοιλιά της. Ξέρω ακριβώς τι μπορεί να κάνει σ’ ένα σώμα». Ο Ντρουασάρ τώρα έτρεμε, όλη η υποκριτική παλικαριά του είχε εξαφανιστεί. «Τι σκοπεύεις να κάνεις
μ’ εμένα; Δε σου έκανα κανένα κακό. Οι άντρες μου θα γυρίσουν σύντομα, αλλά αν με αφήσεις να φύγω, εγγυώμαι την ασφαλή επιστροφή σας στο κάστρο. Θα...» «Εσύ και οι άντρες σου είστε υπεύθυνοι για την επίθεση στη γη μου», πέταξε ο Κάλεμ. «Τη γη των Μ ανρό». «Είσαι, λοιπόν, αποστάτης. Έπρεπε να το καταλάβω», αντιγύρισε ο Ντρουασάρ. «Ήμουν αφοσιωμένος στο τάγμα μου και στο στρατό που υπηρετούσα», απάντησε εξαγριωμένος ο Κάλεμ. «Αλλά δε θα το καταλάβαινες αυτό, έτσι; Όχι, εσύ πολεμάς για όποιον σου δίνει τα περισσότερα. Το ξέρουν αυτό οι άντρες σου; Ξέρουν ότι είσαι τόσο ιακωβίτης όσο και ο Κάμπερλαντ; Ό,τι κάνεις, το κάνεις για το πλιάτσικο, και τίποτα περισσότερο. Νομίζεις ότι θα σπεύσουν να σε υπερασπιστούν όταν τους το πω;» Ο Κάλεμ ήθελε να κόψει το λαιμό του άντρα, να μπήξει το στιλέτο του στη διαβολική καρδιά του, να του ξεριζώσει την καρδιά ενώ ακόμα θα παλλόταν,
να τον γδάρει ζωντανό, να... «Πέθανε;» Η Μ αντλέν στεκόταν στο πλευρό του, η φωνή της μόλις που ακουγόταν. «Κάλεμ, ρώτησέ τον, είναι σίγουρος;» Η συμπόνια και η τρυφερότητα τον πλημμύρισαν, στραγγίζοντας από μέσα του τη δίψα για αίμα. «Μ αντλέν, ο Ντε Γκιζ έφαγε μια σφαίρα στο κεφάλι. Δεν μπορεί να έχει γίνει λάθος». Δεν υπήρχε λόγος να της θυμίσει ότι, ακόμα κι αν είχε επιβιώσει από τη μάχη, θα είχε σφαγιαστεί μετά. «Πήγαινε να φέρεις το άλογό σου, και φέρε κι άλλο ένα. Πήγαινε –κάνε αυτό που σου λέω. Εσείς οι δύο εξαφανιστείτε, αν θέλετε να σωθείτε». Οι δύο άντρες δε χρειάζονταν επιπλέον επιχειρήματα. Έτρεξαν μέσα στο δάσος. «Θα τον σκοτώσεις;» ρώτησε η Μ αντλέν με αγωνία. «Ο θάνατος δεν του αξίζει». «Τότε, τι;» «Θα έρθει μαζί μας. Οι εκπρόσωποι των περισσότερων κλαν
βρίσκονται σήμερα στο κάστρο. Εκείνοι μπορούν ν’ αποφασίσουν». Η Μ αντλέν χαμογέλασε γενναία. «Σκληρή δικαιοσύνη. Είναι περισσότερο απ’ όσο του αξίζει». «Ναι, μου κάθεται στο λαιμό, αλλά αρκετό αίμα έχω στα χέρια μου». * Μ ε τον Ντρουασάρ δεμένο στους καρπούς να κρατά προστατευτικά το σπασμένο του χέρι, το ταξίδι επιστροφής στο Κάστρο Ρουμπόνταχ έγινε μέσα σε ατμόσφαιρα μελαγχολικής σιωπής. Αντίθετα, η μεγάλη σάλα έσφυζε από γέλια όταν μπήκαν μέσα. Το κρασί του Μ ακ Άνγκους έρεε άφθονο. Η γαργαλιστική μυρωδιά ελαφίσιου κρέατος πλημμύριζε το χώρο, ενώ η σούβλα γύριζε από το άγρυπνο βλέμμα των πεινασμένων λαγωνικών. Όταν πρόσεξαν την είσοδο του τρίου, τους χαιρέτησαν φωναχτά, αλλά η ευθυμία τους μετατράπηκε σε ανησυχία και μετά σε θυμό, καθώς ο Κάλεμ εξηγούσε στα
γρήγορα τι είχε συμβεί. Οι κραυγές για εκδίκηση αναμείχθηκαν με πιο αδύναμες παρακλήσεις για επιείκεια. Τα κλαν έστησαν ένα αυτοσχέδιο δικαστήριο. Προκατειλημμένος καθώς ήταν εναντίον του Ντρουασάρ, ο Κάλεμ αρνήθηκε να πάρει μέρος. Αντί γι’ αυτό, οδήγησε τη Μ αντλέν στο δωμάτιό της, όπου κατάφερε να ανάψει τη φωτιά, ακόμα και να της ζεστάνει λίγο νερό για να πλυθεί. Η Μ αντ-λέν έτρεμε, το πρόσωπό της ήταν σταχτί. Κανονικά έπρεπε να είναι εξοργισμένος μαζί της, επειδή τον είχε παρακούσει, αλλά η τιμωρία της είχε ξεπεράσει κατά πολύ το έγκλημά της. Τα ρίγη της είχαν μετατραπεί σε έντονο τρέμουλο. Πάλευε με τα κορδόνια των παπουτσιών της. Έσκυψε να τη βοηθήσει, της ξεκούμπωσε τη ζώνη και την καρφίτσα που κρατούσε το έρισεϊντ στη θέση του και την έβαλε απαλά να καθίσει στο κρεβάτι. Έπειτα πήρε μια πετσέτα και καθάρισε την περισσότερη βρομιά από το πρόσωπο και τα χέρια της,
μουρμουρίζοντας καθησυχαστικά λόγια στη μητρική του γλώσσα. Τα μαλλιά της ήταν ένα μπερδεμένο χάος. Ο Κάλεμ τράβηξε τις τελευταίες φουρκέτες και, πιάνοντας τη βούρτσα της, άρχισε να τα χτενίζει απαλά, χαϊδεύοντάς τα, μέχρι που απλώθηκαν λαμπερά στην πλάτη της. Έλυσε τα μανίκια του γιλέκου της και της έβγαλε τις κάλτσες. Μ ετά έτριψε μέσα στις παλάμες του τα παγωμένα πόδια της για να τα ζεστάνει, δίνοντας ξανά ζωή σε κάθε δάχτυλό της, κάνοντας το ίδιο και στα χέρια της. «Πρέπει να προσπαθήσεις να κοιμηθείς λίγο. Θα σου φέρω ένα τόντι, θα βοηθήσει». «Τι είναι αυτό;» «Ένα ζεστό ποτό. Ουίσκι, γαρίφαλο, μέλι και ζεστό νερό. Θα σε ηρεμήσει». «Όχι». Τον κοίταξε, τόσο απομακρυσμένη από κείνον, σαν να βρισκόταν στην άλλη πλευρά του ωκεανού. «Όχι, δε θέλω τίποτα. Θέλω απλώς να μείνω μόνη».
«Δε νομίζω ότι είναι τόσο καλή ιδέα». Η Μ αντλέν δεν είχε χύσει ούτε ένα δάκρυ. Αυτό δεν μπορούσε να είναι υγιές. «Όχι!» Πετάχτηκε από το κρεβάτι, σφίγγοντας τα χέρια της με τόση δύναμη, που οι αρθρώσεις της άσπρισαν. «Σε παρακαλώ, Κάλεμ, απλώς... έχω ανάγκη να μείνω μόνη μου. Σε παρακαλώ». Ως στρατιώτης ήταν συνηθισμένος να αντιμετωπίζει τον κλονισμό όσων είχαν χάσει αγαπημένα πρόσωπα, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν είχε δει αντίδραση τόσο ακραία όσο αυτή. Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι η Μ αντλέν δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για τον Γκιγιόμ. Προφανώς, είχε κάνει λάθος. Η συνειδητοποίηση ήταν αναπάντεχα οδυνηρή. «Θα ξαναέρθω αργότερα, να δω πώς είσαι». «Αύριο». Του άνοιξε την πόρτα. «Έλα να με δεις το πρωί. Καληνύχτα, Κάλεμ». Στάθηκε στο διάδρομο κι αφουγκράστηκε περιμένοντας να ακούσει τους λυγμούς της. Όμως υπήρχε
μόνο σιωπή. Μ έσα στο δωμάτιο, η Μ αντλέν σωριάστηκε στο πάτωμα μπροστά στη φωτιά που τρεμόπαιζε, αγκαλιάζοντας σφιχτά τον εαυτό της. Αν αφηνόταν, σίγουρα θα γινόταν χίλια κομμάτια. Ο Γκιγιόμ ήταν νεκρός. Από την προηγούμενη νύχτα, που είχε ακούσει την ιστορία του Μ ακ Άνγκους για τις λεηλασίες, σχεδόν περίμενε μια τέτοια εξέλιξη. Ο άντρας που περιέγραφε ο Μ ακ Άνγκους δεν ήταν ο Γκιγιόμ που ήξερε. Αλλά η επιβεβαίωση αυτής της πρόβλεψης υπήρξε ένα σοκ. Ένα τρομερό σοκ, που επιδεινωνόταν από τη μέχρι τώρα βεβαιότητά της ότι ήταν ζωντανός. Ωστόσο, χειρότερο, πολύ χειρότερο, ήταν το σοκ όταν ανακάλυψε την ίδια της την κακοήθεια. Επειδή για λίγες στιγμές, όταν τα νέα του θανάτου του Γκιγιόμ επιβεβαιώθηκαν από τον Ντρουασάρ, είχε νιώσει ανακούφιση. Αισχρή αλλά αδιαμφισβήτητη ανακούφιση. * «Φοβάμαι πως αποφάσισαν να τον αφήσουν να φύγει, αγόρι», είπε ο Άνγκους Μ ακ Άνγκους στον
Κάλεμ. «Στο κάτω κάτω, πολέμησε στο πλευρό του Τσάρλι, κι αυτό έγειρε τελικά την πλάστιγγα υπέρ του». «Ήταν ένας μισθοφόρος». Ο Μ ακ Άνγκους χαμογέλασε κουρασμένα. «Το ίδιο και ο μισός στρατός των ιακωβιτών, αν και αμφιβάλλω ότι πληρώθηκαν τελικά. Μ ην το παίρνεις κατάκαρδα, Κάλεμ. Έκανες το σωστό οδηγώντας τον εδώ. Αυτό θα σε φέρει σε πλεονεκτική θέση, σ’ το υπόσχομαι. Ο πατέρας σου δε θα είχε το κουράγιο να δείξει έλεος σε αυτό τον άντρα». «Το κουράγιο! Έπρεπε να του είχα κόψει το λαιμό όταν είχα την ευκαιρία». «Όχι, δεν το εννοείς αυτό. Έκανες το σωστό». «Θα είχε σκοτώσει τη Μ αντλέν». «Όμως δεν το έκανε, έτσι δεν είναι; Ήσουν εκεί για κείνη. Όπως έπρεπε. Μ ην την αφήσεις να σου φύγει. Για την ακρίβεια, τι κάνεις εδώ; Δε θα έπρεπε να είσαι μαζί
της και να την παρηγορείς; Πήγαινέ της λίγο κρέας και μια κούπα καλό γαλλικό κρασί. Πάντα βρίσκω τον κόσμο πιο όμορφο με μερικές κούπες καλού γαλλικού κρασιού στα σωθικά μου». Ο Κάλεμ χαμογέλασε διασκεδάζοντας άθελά του, αλλά κούνησε το κεφάλι. «Θέλει να μείνει μόνη της». «Κι εγώ που νόμιζα ότι ήσουν έμπειρος με τις γυναίκες! Δεν ξέρεις πως όταν μια γυναίκα λέει ότι θέλει να μείνει μόνη της, εννοεί ακριβώς το αντίθετο; Περίμενε να το πω στους άλλους». Ύστερα απ’ αυτό το σχόλιο, ο Μ ακ Άνγκους χτύπησε τον Κάλεμ στην πλάτη και ξαναπήγε στην παρέα του στην κορυφή του μακριού τραπεζιού, όπου τα κομμάτια κρέατος εξαφανίζονταν με μεγάλη ταχύτητα. Ένα ζωηρό ξέσπασμα γέλιου ακολούθησε τον Κάλεμ στις σκάλες. Ο Μ ακ Άνγκους είχε προφανώς μοιραστεί το αστείο.
Στο κεφαλόσκαλο κοντοστάθηκε να κοιτάξει τη γη γύρω από το κάστρο από το όμορφο, αν και μάλλον βρόμικο, βιτρό παράθυρο. Έβρεχε σταθερά τώρα. Η απόφαση των εκπροσώπων των κλαν τον είχε αφήσει παραδόξως ασυγκίνητο. Αναρωτήθηκε αν ο Ντρουασάρ είχε ήδη αφεθεί ελεύθερος. Δυσκολεύτηκε να θυμηθεί ότι μόλις πριν από λίγες ώρες σκόπευε να τον σκοτώσει. Ήσουν εκεί για κείνη. Αρκετά αληθινό –αυτή τη φορά. Αυτή τη φορά, έπαιξε το ρόλο του προστάτη της Μ αντλέν, ένα ρόλο που θεωρούσε ότι του ανήκε, αλλά όχι για πολύ ακόμα. Σύντομα θα γυρνούσε στο σπίτι της. Δεν είχε κανένα λόγο να μείνει στη Σκοτία. Ποιος θα ήταν τότε ο προστάτης της; Δεν ήθελε να το σκέφτεται αυτό. Από τη μεγάλη σάλα ακούστηκαν φωνές και ο ήχος ενός βιολιού που κάποιος το κούρδιζε. Σύντομα θ’ άρχιζαν να τραγουδούν, και στο ρεπερτόριο των παλιών τραγουδιών θα προστίθονταν τα καινούρια για
τον Καλό Πρίγκιπα Τσάρλι, γεγονός που θα μετέτρεπε τον ανάξιο διεκδικητή του θρόνου σε θρύλο. Ο Κάλεμ απομακρύνθηκε από το παράθυρο κι ανέβηκε στο δεύτερο όροφο. Υπέθεσε ότι ένας ακόμα θρύλος δεν ήταν κάτι κακό. Ο καλύτερος τρόπος για να θεραπευτεί μια πληγή. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή, είχε ν’ αντιμετωπίσει μια άλλη πληγή. * Όταν δεν υπήρξε καμία απάντηση στο απαλό χτύπημα στην πόρτα της, ο Κάλεμ άνοιξε προσεκτικά, υποθέτοντας ότι η Μ αντλέν κοιμόταν. Ήταν ξύπνια, κουλουριασμένη στο πάτωμα, μπροστά σε μια φωτιά που πέθαινε. Δε σάλεψε καθόλου όταν την πλησίασε, παρά τον κοίταξε με τεράστια, ανέκφραστα μάτια, γεμάτα με κάτι που του έσκισε την καρδιά. «Ήρθα να δω πώς είσαι», είπε, ανήμπορος μπροστά στο τόσο βουβό πένθος. Καμία απάντηση. Και ακόμα κανένα ίχνος δακρύων. Ο Κάλεμ κάθισε δίπλα της. Εκείνη είχε αγκαλιάσει σφιχτά το σώμα της, σαν να προσπαθούσε να μη διαλυθεί. Τα
γυμνά πόδια της έμοιαζαν με κομμάτια πάγου. «Έχεις ξεπαγιάσει. Θα έπρεπε να ήσουν στο κρεβάτι». Πάλι καμία απάντηση. «Μ αντλέν, θα αρρωστήσεις». Την πήρε στην αγκαλιά του. Ήταν ελαφριά σαν πούπουλο. Τα μαλλιά της χάιδευαν απαλά το μάγουλό του. Η Μ αντλέν άνοιξε τα χέρια της μόνο και μόνο για να κρεμαστεί από πάνω του, με τα δάχτυλά της γραπωμένα στο σακάκι του σαν νύχια αετού. Ένα βίαιο ρίγος συντάραξε το κορμί της. Όταν ο Κάλεμ προσπάθησε να την αφήσει στο κρεβάτι, εκείνη αντιστάθηκε. «Μ είνε μαζί μου». Η φωνή της ήταν ένας ψίθυρος. «Δεν πάω πουθενά». Γρήγορα της έβγαλε τα υπόλοιπα ρούχα, προσέχοντας να μην την ανησυχήσει, γδύνοντάς την όσο τρυφερά θα έγδυνε ένα παιδί. Μ ετά, απάλλαξε τον εαυτό του απ’ όσα φορούσε, εκτός από το πουκάμισο, και τράβηξε τα σκεπάσματα του κρεβατιού. Την έσφιξε στο στέρνο του, σκεπάζοντάς τη με
το σεντόνι μέχρι το πιγούνι, ζεσταίνοντας τα πόδια της με τα δικά του, τρίβοντας τα χέρια της μέσα στις παλάμες του για να αυξήσει τη ροή του αίματος, ψιθυρίζοντας γλυκόλογα για να την καθησυχάσει. Η Μ αντλέν ήταν κουλουριασμένη πάνω του. Έτρεμε, ριγούσε, μέχρι που τελικά ηρέμησε. Το κεφάλι της φώλιασε στο στέρνο του και, από το άνοιγμα του πουκαμίσου του, ένιωσε το απαλό χνούδι στο μάγουλό της. Ασφαλής. Σαν ζώο στη φωλιά του. Ασφαλής και ζεστή. Σπίτι. Ένα καυτό δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της, καίγοντας το δέρμα της, επειδή ήταν ένα δάκρυ πικρό. Το δάκρυ ενός αμαρτωλού ανθρώπου. Ακολούθησε κι άλλο, κι άλλο. Έσφιξε τα χείλη και το λαιμό της, κράτησε την ανάσα της, αλλά δεν κατάφερε να τα συγκρατήσει. Δάκρυα ξεχύθηκαν στα παγωμένα της μάγουλα. Έφτασαν μέχρι το πιγούνι της κι από εκεί στο στήθος του Κάλεμ, ποτίζοντας το πουκάμισό του. Οι λυγμοί συντάραξαν το κορμί της. Τα δάχτυλά της γράπωσαν απεγνωσμένα τα δικά του, σαν
εκείνος να ήταν το αγκυροβόλι της, σαν να την προστάτευε από μια καταιγίδα που ερχόταν να την καταπιεί, να τη διαλύσει, να της πάρει τη ζωή, όπως σίγουρα της άξιζε. Και τα δάκρυα συνέχισαν να κυλούν, πιο ήρεμα τώρα, γεμάτα θλίψη. Τελικά, έγιναν δάκρυα πένθους. Όταν στράγγιξε πια, σταμάτησε να τον σφίγγει. Συνειδητοποίησε ότι την κρατούσε χαϊδεύοντας το κεφάλι, τα μαλλιά, τους ώμους της. Η φωνή του της ψιθύριζε να ησυχάσει, της έλεγε ότι ήταν ασφαλής, ότι εκείνος θα την κρατούσε ασφαλή. Το σώμα της είχε φωλιάσει πάνω στο δικό του, στήθος με στήθος, μηρό με μηρό, σφιχτά αλλά όχι απειλητικά. Ξεφύσηξε. Σκούπισε τα υγρά μάγουλά της στο πουκάμισό του. Ήταν κι αυτό νωπό. «Συγνώμη», ψιθύρισε, ο λαιμός της κλειστός, η φωνή βραχνή. Περισσότερο τον ένιωσε να γελάει παρά τον άκουσε. Μ ια βαθιά δόνηση στο στήθος του. «Ευχαρίστησή μου», είπε, κάνοντάς τη να γελάσει αδύναμα μέσα στο σκοτάδι. Περισσότερα χάδια στα μαλλιά της. Οι τεταμένοι μύες της άρχισαν
να χαλαρώνουν. Ήταν ζεστή τώρα. Δεν της άξιζε να είναι ζεστή, όταν ο Γκιγιόμ ήταν παγωμένος. Παγωμένος και νεκρός. Πάλεψε να ανακαθίσει. Ο Κάλεμ την τράβηξε αβίαστα πίσω. «Για πού νομίζεις ότι το έβαλες;» «Δεν το αξίζω αυτό». «Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να το δεχτείς, ειδικά όταν ήσουν τόσο σίγουρη, αλλά...» «Όχι, δεν εννοούσα αυτό. Δεν αξίζω αυτό. Εσύ. Εγώ, να είμαι ξαπλωμένη έτσι, να αισθάνομαι ζεστή και... και ασφαλής». «Μ αντλέν, αυτό που νιώθεις είναι απολύτως φυσικό. Είναι φυσιολογικό να έχεις ενοχές επειδή είσαι ζωντανή όταν ένας αγαπημένος σου έχει πεθάνει, σου το ορκίζομαι. Αυτό που πρέπει να θυμάσαι είναι ότι ο Γκιγιόμ ήταν ένας ελεύθερος άντρας. Επέλεξε να πολεμήσει, επέλεξε να διακινδυνεύσει, όπως
κάνει κάθε στρατιώτης που πηγαίνει στη μάχη. Πέθανε πολεμώντας για κάτι που πίστευε. Ήταν επιλογή του. Δεν έχεις κανένα λόγο να νιώθεις ένοχη». Εκείνη πάλεψε να καθίσει. «Δεν καταλαβαίνεις, Κάλεμ, έχω κάθε λόγο να νιώθω ένοχη. Είμαι απαίσιος, απαίσιος άνθρωπος». Πίεζε τις παλάμες της μεταξύ τους, η ανάσα της έβγαινε κοφτά και γρήγορα, ενώ το στήθος της ανεβοκατέβαινε και διαγραφόταν ολοκάθαρα κάτω από το λεπτό ύφασμα της καμιζόλας. Ήταν ντροπή του, όμως ένιωσε να ερεθίζεται και γρήγορα έστρεψε αλλού το βλέμμα. «Έχεις πάθει σοκ, αυτό είναι όλο. Φυσικά είσαι ταραγμένη, αλλά δεν υπάρχει λόγος να νιώθεις ενοχές. Ή να σκέφτεσαι πως είσαι απαίσιος άνθρωπος μόνο και μόνο επειδή εσύ είσαι ζωντανή και ο Γκιγιόμ δεν είναι». «Δεν καταλαβαίνεις! Δεν είναι αυτός ο λόγος που νιώθω ένοχη. Είναι επειδή... επειδή... όταν έμαθα ότι ο Γκιγιόμ ήταν νεκρός, ανακουφίστηκα». Περίμενε να φανεί στο πρόσωπό του η αποστροφή, αλλά
εκείνος απλώς την κοίταζε. «Σήμαινε ότι δε θα χρειαζόταν να τον αντιμετωπίσω. Τώρα καταλαβαίνεις τι εννοώ; Ευχόμουν να ήταν νεκρός». Αντί να τη σπρώξει μακριά, την έσφιξε πάλι πάνω του. «Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να νιώθεις ανακούφιση που δε χρειάζεται ν’ αντιμετωπίσεις κάτι και στο να το εύχεσαι. Δεν ευχόσουν το θάνατό του, όμως αυτός είναι γεγονός, και τώρα δε χρειάζεται ν’ αντιμετωπίσεις κάτι που φοβόσουν. Αυτό δε σε κάνει απαίσια. Σε κάνει ανθρώπινη». Η Μ αντλέν στριφογύρισε, ψάχνοντας το βλέμμα του κάτω από το τρεμάμενο φως της λάμπας λαδιού. Η φωτιά στο τζάκι είχε πεθάνει από ώρα. «Δε με μισείς;» «Δε θα μπορούσα ποτέ να σε μισήσω. Έλα, ήταν μια απαίσια μέρα. Πιστεύεις ότι μπορείς να κοιμηθείς;» Του έγνεψε αποκαμωμένα. «Θα μείνεις μαζί μου; Μ όνο για λίγο. Απλώς να με κρατάς; Σε παρακαλώ».
«Ζητάς πολλά. Θα είναι η πρώτη μου φορά, ξέρεις». «Συγνώμη, εγώ...» «Ήταν ένα αστείο, Μ αντλέν –το πρώτο κομμάτι, τέλος πάντων. Το δεύτερο είναι αλήθεια». Την τράβηξε κοντά του έτσι ώστε το κεφάλι της να ξεκουραστεί στον ώμο του και τη σκέπασε με τις κουβέρτες. «Κάλεμ;» Η φωνή της ο πιο αδύναμος ψίθυρος. «Τι, κοπελιά;» «Μ ου έσωσες τη ζωή σήμερα, δε θα το ξεχάσω ποτέ. Σ’ ευχαριστώ. Και σ’ ευχαριστώ που είσαι τώρα εδώ». «Σσσ». Την κουνούσε στην αγκαλιά του μέχρι ο ρυθμικός ήχος της ανάσας της να τον πληροφορήσει ότι την είχε πάρει ο ύπνος. Εξαντλημένος κι ο ίδιος, κοιμήθηκε γρήγορα. *
Η Μ αντλέν ξύπνησε με την καρδιά της να χτυπά δυνατά, τελείως αποπροσανατολισμένη. Ήταν ακόμα σκοτεινά. Έξω, η βροχή είχε σταματήσει, αφήνοντας πίσω της έναν καθαρό ουρανό διάστικτο με αστέρια. Το φεγγάρι ήταν σχεδόν γεμάτο κι έλαμπε ψηλά στον ουρανό. Ζεσταινόταν. Προσπάθησε να σπρώξει τις κουβέρτες κι ανακάλυψε ότι ήταν σφηνωμένες κάτω από ένα μυώδες χέρι. Ο Κάλεμ. Τότε θυμήθηκε. Η ενοχή που είχε ταράξει τόσο τις ισορροπίες της φαινόταν να έχει διαλυθεί. Ο Κάλεμ είχε έναν τρόπο να δίνει στη ζωή της προοπτική. Αναστέναξε στον ύπνο του και η Μ αντλέν πήγε πιο κοντά, κολλώντας το κορμί της στην κοιλότητα του δικού του. Η κίνηση αποκάλυψε τη γύμνια του. Φορούσε μόνο το πουκάμισό του –πώς γινόταν να μην είχε προσέξει αυτή τη λεπτομέρεια το προηγούμενο βράδυ; Κόλλησε ακόμα περισσότερο πάνω του, απολαμβάνοντας την αίσθηση των ενωμένων σωμάτων τους. Τις τελευταίες μέρες, το οικοδόμημα της ζωής της είχε γκρεμιστεί
και τώρα έπρεπε να ξαναχτιστεί πάνω σε καινούρια θεμέλια. Τίποτα δε φαινόταν πια αληθινό. Τίποτα, εκτός από τον άντρα που ήταν ξαπλωμένος δίπλα της. Αυτό τον ζεστό, ζωντανό, στιβαρό άντρα που την είχε σώσει. Η πραγματικότητα τη χτύπησε σαν σφαίρα στο στομάχι. Αν ο Κάλεμ δεν είχε φτάσει έγκαιρα το απόγευμα, εκείνη σίγουρα θα ήταν νεκρή σαν τον Γκιγιόμ. Ήταν ατρόμητος. Μ όνο τώρα, ενώ ξανασκεφτόταν το γεγονός, συνειδητοποίησε πόσο απίστευτα γενναίος είχε φανεί. Ένας προς τρεις. Ακριβώς όπως τη μέρα που γνωρίστηκαν, μόνο πολύ πιο επικίνδυνο. Ο πόθος την κυρίευσε σαν τεράστια πείνα. Ένιωσε απίστευτα άδεια, γεμάτη ανάγκη. Σαν να ήταν ένα κέλυφος που έπρεπε να γεμίσει. Να αποκτήσει σάρκα και οστά. Να αισθανθεί. Να ξανανιώσει ζωντανή. Διψούσε για ζωή. Και δίπλα της βρισκόταν ο τέλειος άνθρωπος, ο μόνος που μπορούσε να σβήσει αυτή τη δίψα. Κάτι πρωτόγονο άρχισε να κυλάει στις φλέβες της. Τον χρειαζόταν. Τον χρειαζόταν τώρα, ειδικά τώρα που δεν υπήρχαν πια εμπόδια.
Ελευθερώθηκε προσεκτικά από την αγκαλιά του και τράβηξε την καμιζόλα πάνω από το κεφάλι της. Γυμνή, γύρισε να τον αντικρίσει. Ένιωσε τις άγριες τρίχες των ποδιών του πάνω στα δικά της. Σάρκα. Και φλόγα. Ήταν ξύπνιος; Τα μάτια του ήταν κλειστά. Τα χείλη ελαφρώς ανοιγμένα. Η Μ αντλέν απομάκρυνε τα μαλλιά από το μέτωπό του. Φίλησε τη μικροσκοπική ουλή στο φρύδι του. Έπειτα το λακκάκι στο πιγούνι του, νιώθοντας τα γένια του στη γλώσσα της. Εκείνος εξακολουθούσε να μένει ακίνητος. Κόλλησε πάνω του, τυλίγοντας το χέρι της γύρω του, νιώθοντας κάτω από το πουκάμισο το περίγραμμα της μέσης του, το φούσκωμα του γλουτού, την ουλή στην κοιλιά του. Ψηλάφησε το ίχνος της μέχρι τέλους, μέχρι εκεί όπου τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν με πιο άγριες τρίχες. Η ανάσα της επιταχύνθηκε, καθώς η αίσθησή του της έστελνε ερεθιστικά μηνύματα μέσα από τις άκρες των δαχτύλων
της, που άρχισαν να κυλούν στο αίμα της, να την καίνε. Ξύπνα, Κάλεμ. Ένιωσε το βάρος του ερεθισμού του στο μηρό της. Επέτρεψε στα δάχτυλά της να πλανηθούν κοντά, πιο κοντά, χαϊδεύοντας την κορυφή του ανδρισμού του, μετακινούμενη έτσι έτσι ώστε να τον νιώσει περισσότερο. Στριφογύρισε ξανά. Πιο κοντά. Η ανάσα της επιταχυνόταν. Πιο κοντά. «Μ αντλέν, τι κάνεις;» «Χρειάζεται να ρωτήσεις;» «Αυτό δεν είναι καλή ιδέα». «Ναι, είναι. Εγώ πιστεύω πως είναι». «Λοιπόν, εγώ όχι». «Ένα κομμάτι σου το πιστεύει». Τα δάχτυλά της άγγιξαν ξανά απαλά αυτό το κομμάτι. Μ ια κοφτή ανάσα. Το χέρι του γραπώθηκε στο μηρό της. «Είσαι γυμνή». «Ναι».
«Αυτό σίγουρα δεν είναι καλή ιδέα», είπε, παλεύοντας να ακουστεί πειστικός. «Κάλεμ, είναι αυτό που θέλω. Δεν υπάρχει πια λόγος να μην το κάνουμε». Άφησε ένα παθιασμένο φιλί στο στέρνο του. Φίλησε το λαιμό του, όπου μια φλέβα χτυπούσε δυνατά κάτω από τα χείλη της. Ο Κάλεμ άφησε τα χέρια του πλανηθούν στο κορμί της, στα μπράτσα της, στη γραμμή από τον ώμο μέχρι τη μέση της. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι για να τον κοιτάξει κι είδε στα βαριά μάτια του αναποφασιστικότητα και πόθο. «Δε θα ήταν σωστό», είπε τραχιά, συναντώντας το βλέμμα της. «Κάνεις λάθος. Είναι το μόνο που νιώθω σωστό». Ο Κάλεμ βόγκηξε. Ο πειρασμός ήταν αφόρητος. Προσευχήθηκε να βρει τη δύναμη να αντισταθεί. «Μ ιλάει απλώς το πένθος σου. Είχες μια τραυματική μέρα, είσαι γεμάτη συναισθήματα». «Δε μοιάζει με πένθος», είπε η Μ αντλέν κάπως απεγνωσμένα. Παρά την προφανή απόδειξη του
ερεθισμού του, μπορούσε να δει ότι είχε πάρει την απόφασή του. Κι ήξερε ότι, από τη στιγμή που είχε συμβεί αυτό, το να του άλλαζε κανείς μυαλό ήταν τόσο εύκολο όσο να ρίξει τα τείχη στο κάστρο του Εδιμβούργου. «Δεν είμαι μπερδεμένη. Σε θέλω, Κάλεμ, καταλαβαίνω ότι με θέλεις κι εσύ». Η έκφρασή του σκλήρυνε. «Όχι», είπε, και τώρα η λέξη ακούστηκε απολύτως πειστική. Απελευθερώθηκε από την αγκαλιά της. «Όχι». Ο Κάλεμ έπιασε την καμιζόλα της και την πέρασε πάνω από το κεφάλι της, ενώ περιόριζε αυστηρά τα χέρια του στο έργο του κουμπώματος στο λαιμό, αρνούμενος να παρασυρθεί από το όραμα της μεγαλειώδους γύμνιας της. Κομμάτια του εαυτού του επέμεναν σ’ αυτή την εικόνα. Πιέστηκε να αγνοήσει τις ορμές αυτών των κομματιών, αν και του κόστισε ακριβά. «Δεν είσαι σε κατάσταση να γνωρίζεις τι θέλεις, Μ αντλέν. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να κάνεις κάτι που θα το μετανιώσεις το
πρωί». «Δε θα το μετανιώσω». «Δε θα χρειαστεί». Έσπρωξε τα σκεπάσματα και σηκώθηκε. «Όταν θα κάνουμε έρωτα, θα είναι επειδή θα με θέλεις, και μόνο γι’ αυτό. Φεύγω τώρα. Προσπάθησε να ξεκουραστείς». Φορώντας βιαστικά το κιλτ του και μαζεύοντας τα υπόλοιπα ρούχα του προτού αλλάξει γνώμη, ο Κάλεμ εξαφανίστηκε. Τη διαπέρασαν έντονα ρίγη. Όλα τα ίχνη του πόθου είχαν σβηστεί τόσο ολοκληρωτικά, που αναρωτήθηκε από πού είχαν εμφανιστεί εξαρχής. Κουλουριάστηκε κάτω από το σεντόνι. Καυτά δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά της. Η ξαφνική αποχώρηση του Κάλεμ την άφησε μ’ ένα αίσθημα μοναξιάς που δεν είχε βιώσει ποτέ στη ζωή της. Όταν θα κάνουμε έρωτα, θα είναι επειδή θα με θέλεις, και μόνο γι’ αυτό. Είχε πει «όταν», όχι «αν». Μ ία λέξη, που όμως της πρόσφερε απέραντη παρηγοριά. Κρεμάστηκε απ’ αυτή. Την κράτησε σαν
φυλαχτό. Ονειρεύτηκε ότι ήταν ναυαγός. Ότι πνιγόταν, μόνο και μόνο για να βρεθεί σε μια άγνωστη ακτή. Όπως η Βαϊόλα στη Δωδεκάτη Νύχτα του Σαίξπηρ, σκέφτηκε ότι ξυπνούσε το επόμενο πρωί μ’ ένα ξάφνιασμα. Μ ακάρι και το δικό της ταξίδι να κατέληγε σε σμίξιμο των εραστών όπως συνέβη στη Βαϊόλα. * Βρήκε τον Κάλεμ μόνο στη μεγάλη σάλα. Οι υπόλοιποι φιλοξενούμενοι προφανώς κοιμούνταν ακόμα μετά το ξεφάντωμα της χτεσινής νύχτας. Φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του, και τινάχτηκε όταν τον χαιρέτησε, αφού δεν την είχε αντιληφθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. «Μ αντλέν. Ελπίζω να κατάφερες να κοιμηθείς λίγο». «Λίγο. Κι εσύ;» ρώτησε ευγενικά, ανήμπορη να συναντήσει το βλέμμα του. «Το ίδιο. Φοβάμαι ότι το μόνο που μπορώ να σου προσφέρω για πρωινό είναι παγωμένο κρέας και
απομεινάρια από χτες. Όλοι κοιμούνται ακόμα, συμπεριλαμβανομένων των υπηρετών –αυτών των λίγων που υπάρχουν». «Δεν πεινάω». Της έκανε νόημα να καθίσει απέναντί του. «Πρέπει να φας κάτι, δεν έφαγες καθόλου βραδινό. Ορίστε, σου έχω φτιάξει ένα πιάτο». Η Μ αντλέν κάθισε απρόθυμα. «Σ’ ευχαριστώ». Έπιασε ένα πιρούνι, κοίταξε το φαγητό μπροστά της, ένιωσε ένα κύμα ναυτίας και το ξανάφησε στο τραπέζι. «Κάλεμ, σχετικά με χτες το βράδυ... δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Νομίζω ότι μάλλον χάνω το μυαλό μου. Ποτέ δεν έπρεπε να είχα...» Άπλωσε τα χέρια του πάνω από το τραπέζι κι έπιασε τα δικά της. «Δεν υπάρχει λόγος να απολογείσαι. Αν μετράει η γνώμη μου, πιστεύω ότι, δεδομένων των συνθηκών, κάνεις αξιοθαύμαστη δουλειά για να διατηρήσεις τα λογικά σου. Οποιαδήποτε άλλη γυναίκα θα ούρλιαζε και θα χτυπιόταν, τουλάχιστον». Το χαμόγελό της ήταν διστακτικό. «Τουλάχιστον δε σε υπέβαλα σε κάτι τέτοιο».
Ο Κάλεμ έσφιξε το χέρι της καθησυχαστικά. «Τις τελευταίες μέρες πέρασες τόσο τραυματικές καταστάσεις, που αρκούν για μια ζωή. Ήρθες μόνη σου σε μια ξένη χώρα. Ταξίδεψες για μέρες σε μια άγνωστη, άγρια ύπαιθρο. Σε απήγαγαν και παραλίγο να σε σκοτώσουν. Και, πάνω απ’ όλα, μόλις ανακάλυψες ότι ο άντρας που επρόκειτο να παντρευτείς είναι νεκρός. Αυτό που ένιωσες χτες το βράδυ ήταν μια απεγνωσμένη ανάγκη για παρηγοριά. Δεν είναι καθόλου ντροπή, αλλά μια απολύτως φυσιολογική και πολύ ανθρώπινη αντίδραση». «Σ’ ευχαριστώ». Απρόθυμη να τον αφήσει να δει πόσο την είχαν αγγίξει τα λόγια του, πάλεψε να υιοθετήσει έναν πιο ανάλαφρο τόνο. «Δείχνεις τόση καλοσύνη σχετικά μ’ αυτό, που πρέπει να πιστεύεις ότι είμαι μια αδύναμη ψυχή». «Πιστεύω ότι είσαι μια πολύ γενναία ψυχή, και σου λέω απλώς την αλήθεια». Την κοίταξε ανήσυχος. Κάτω από τα μάτια της υπήρχαν μαύροι κύκλοι και το δέρμα της
είχε χάσει τη διαφάνειά του. «Είναι μια υπέροχη μέρα σήμερα», είπε με ζέση, «πρέπει να ξεκινήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται για να την κερδίσουμε». Η καρδιά της βούλιαξε. Ένιωσε το στομάχι της ν’ ανακατεύεται. Η μυρωδιά του φαγητού την αρρώσταινε. Έσπρωξε το πιάτο της στην άκρη. «Να ξεκινήσουμε; Ναι, ναι, φυσικά, υποθέτω ότι θα έπρεπε να σκέφτομαι το ταξίδι της επιστροφής μου στο σπίτι». Σπίτι. Η εικόνα που ζωντάνεψε η λέξη έμοιαζε περισσότερο με πίνακα παρά με κάποιο πραγματικό μέρος. «Δε θα πας σπίτι, όχι ακόμα. Εγώ θα πάω, μέχρι το Χέρονσεϊ, τέλος πάντων, κι εσύ θα έρθεις μαζί μου». «Τι; Τι είπες;» Ο Κάλεμ χαμογέλασε. «Θα πάμε στο Χέρονσεϊ να επισκεφθούμε τον Ρόρι. Είναι καιρός να ξεκαθαρίσει η κατάσταση ανάμεσα σ’ εμένα και τον αδερφό μου».
Τον κοίταξε άφωνη. Μ ετά ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της, σαν την ανατολή του ήλιου, και χτύπησε τις παλάμες της καταχαρούμενη. «Αυτά είναι υπέροχα νέα. Είμαι τόσο ευτυχισμένη για σένα. Και ξέρω ότι αυτή η επίσκεψη θα σε κάνει κι εσένα ευτυχισμένο». Η αθώα αντίδρασή της άγγιξε την καρδιά του. Ούτε μια κουβέντα όπως, «Σου τα ’λεγα εγώ». Ήταν ευτυχισμένη επειδή ήταν κι εκείνος, παρά τις δικές της ανησυχίες. Ένα σπάνιο πλάσμα. Ήταν ωραίο να την έχει στο πλευρό του. «Και το Έριν Μ ουρ;» Ο Κάλεμ γέλασε. «Είσαι φοβερή στην ανάθεση αποστολών. Ναι, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Έριν Μ ουρ, σου το είπα αυτό. Αλλά δε νομίζω ότι με άκουσες καλά. Σε παίρνω μαζί μου στο Χέρονσεϊ». «Μ ε παίρνεις μαζί σου», επανέλαβε βλακωδώς. «Στο Χέρονσεϊ». Της έπιασε το χέρι. «Έχουμε κάποιες ατέλειωτες υποθέσεις μεταξύ μας, εσύ κι εγώ».
Τώρα η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπά. Όταν κάνουμε έρωτα, όχι αν. Θυμήθηκε το όνειρό της και αναρωτήθηκε αν ήταν οιωνός. Ήθελε να πάει μαζί του. Ό,τι κι αν επιφύλασσε το μέλλον, όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες, ήθελε να πάει μαζί του. Επειδή, αν δεν το έκανε, θα το μετάνιωνε για πάντα. «Μ αντλέν;» Εκείνη χαμογέλασε –ένα αργό, λοξό χαμόγελο, που είχε μάθει από αυτόν κι είχε καταλάβει ότι του άρεσε. «Ναι. Θα μου άρεσε πολύ αυτό». «Αν... όταν είσαι έτοιμη να επιστρέψεις στη Γαλλία, θα είναι πολύ πιο εύκολο από εκεί. Ο Ρόρι θα μπορέσει να κανονίσει να περάσεις με μια ναυλωμένη βάρκα στα λιμάνια της δυτικής ακτής». Το χαμόγελό της τρεμόπαιξε. Δεν της είχε δώσει καμία υπόσχεση, όμως εκείνη είχε ήδη αποφασίσει να το διακινδυνεύσει. Ήθελε να προσπαθήσει. Τουλάχιστον σ’ αυτό, δε θα αποτύγχανε. «Ναι, είναι λογικό. Σ’ ευχαριστώ». Παρά το δυσοίωνο, άγνωστο μέλλον της και την
πληροφόρηση για το θάνατο του άμοιρου Γκιγιόμ, ένιωσε το πνεύμα της ανάλαφρο –πρελούδιο σ’ ένα καινούριο είδος ευτυχίας. Ήταν ερωτευμένη κι έπαιρνε τη μοίρα της στα δικά της χέρια. Πόσο διαφορετική ήταν από τη γυναίκα που είχε αποβιβαστεί στο λιμάνι του Λιθ, τη γυναίκα που της αρκούσε να εμπιστεύεται τη μελλοντική της ευτυχία σε άλλους. Πήρε βαθιά ανάσα. «Κάλεμ, χτες το βράδυ... δεν ήταν μόνο η ανάγκη της παρηγοριάς». Τον είχε φέρει προ εκπλήξεως, αλλά μπόρεσε να καταλάβει από το χαμόγελό του ότι δεν του ήταν δυσάρεστη. Στα μάτια του έλαμψε η υπόσχεση. «Την επόμενη φορά, δε θα έχει να κάνει καθόλου με την παρηγοριά. Την επόμενη φορά, θα έχει να κάνει μόνο μ’ εσένα κι εμένα, και με τίποτε άλλο». Η Μ αντλέν κοκκίνισε έντονα, μια έξαψη που απλώθηκε γρήγορα σε όλο της το σώμα, αφήνοντάς την ξέπνοη.
Ικανοποιημένος, προς το παρόν, ο Κάλεμ γέλασε βραχνά. «Φάε. Θέλω να φύγουμε από εδώ. Δε θεωρώ ιδιαίτερα κατάλληλο σκηνικό το Κάστρο Ρουμπόνταχ, να είσαι σίγουρη γι’ αυτό». Η Μ αντλέν έπιασε το πιρούνι της κι έφαγε λίγο ελαφίσιο κρέας, ανίκανη να το κοιτάξει. «Θα συμπαθήσω τον Ρόρι;» ρώτησε σε μια προσπάθεια να αποσπάσει τις σκέψεις της. «Μ ου μοιάζει πολύ». «Α, τότε είμαι καταδικασμένη να τον συμπαθήσω». «Κι αν έχει κι εκείνος έστω το παραμικρό ψήγμα κρίσης, θα συμπαθήσει εσένα! Τώρα, φάε το πρωινό σου. Όσο πιο γρήγορα ξεκινήσουμε τόσο το καλύτερο». Ο Κάλεμ έπιασε το μαχαίρι του κι άρχισε να τρώει με ανανεωμένη όρεξη. * «Στενοχωριέμαι που θα φύγετε, μήνες είχαμε να περάσουμε τόσο ωραία», είπε ο Άνγκους Μ ακ Άνγκους
μ’ ένα παράξενο χαμόγελο, όταν ο Κάλεμ πήγε να του ανακοινώσει την αναχώρησή τους. Ο Μ ακ Άνγκους είχε βάλει τα χειρότερα ρούχα που μπορούσε να βρει, ενώ τα μαλλιά και η γενειάδα του ήταν τόσο ανακατεμένα, που έμοιαζε με κινούμενο θάμνο. «Φαίνεσαι ασυνήθιστα ευτυχισμένος σήμερα το πρωί, νεαρέ Μ ανρό, αν δε σε πειράζει που το λέω. Η προοπτική της επιστροφής στο σπίτι, υποθέτω». «Τι άλλο;» Ο Μ ακ Άνγκους τον κοίταξε διαπεραστικά κι έκανε έναν επειδικτικό μορφασμό. «Πράγματι, τι άλλο; Ο Θεός μαζί σου, Κάλεμ Μ ανρό, και μαζί με την όμορφη συντροφιά σου. Θυμήσου αυτό που λένε, “Ένα πρωινό με ομίχλη μπορεί να κρύβει μια ανέφελη μέρα”. Τώρα, συγχώρησε την αγένειά μου, αλλά δε θα σε ξεπροβοδίσω. Πρέπει να πάω να πιω λίγο καλό γαλλικό κρασί, για να συνέλθω από τα χτεσινά». «Λίγο;» έκανε ο Κάλεμ μ’ ένα χαμόγελο. Ο ηλικιωμένος άντρας ανασήκωσε τους ώμους και έγειρε το
κεφάλι στο πλάι. «Ε τώρα, ίσα για να στυλωθώ. Στο κάτω κάτω, ήτανε γερό μεθύσι». * Η διαδρομή προς το Χέρονσεϊ ήταν γεμάτη με χωριά που τα περιέβαλλαν χωράφια σπαρμένα κυρίως με πατάτες, βρόμη και κριθάρι. Ένα σωρό πρόβατα έβοσκαν ελεύθερα στις πλαγιές των λόφων κι έμοιαζαν με μπάλες βαμβακιού κολλημένες πάνω στα ρείκια, αλλά δεν ήταν πολλά τα βοοειδή. Τα χωριά ήταν όμορφα, τα σπίτια ασβεστωμένα, με αχυρένιες σκεπές, όμως η Μ αντλέν βρήκε ότι οι άνθρωποι ήταν μάλλον σκυθρωποί. Λίγοι χαμογέλασαν στον Κάλεμ, αλλά κανείς δε συνάντησε το δικό της βλέμμα, ούτε ανταπέδωσε τα χαμόγελά της. «Είναι επιφυλακτικοί με τους ξένους, ειδικά ύστερα απ’ αυτό που συνέβη», εξήγησε ο Κάλεμ. «Νόμιζα ότι ο Μ ακ Άνγκους είπε πως προστάτευσες τη γη του Ρόρι. Δε βλέπω σημάδια καταστροφής». «Η επιρροή μου δεν επεκτάθηκε στους γείτονές του. Πρέπει να
θυμάσαι ότι είμαστε πολύ κλειστή κοινότητα. Όλοι εδώ έχουν ένα συγγενή που έχασε κάτι –ή κάποιον. Ό,τι συνέβη εδώ πάνω μετά το Καλόντεν... δεν μπορώ να το περιγράψω, είναι πέρα από τις λέξεις». «Όμως έσωσες όλα αυτά...» έδειξε γύρω με το χέρι της «... κράτησες όλους αυτούς τους ανθρώπους ασφαλείς». «Μ ια μικρή αποζημίωση». «Στοιχηματίζω ότι ο αδερφός σου δεν το βλέπει έτσι». Ο Κάλεμ ανασήκωσε τους ώμους. «Θα το μάθουμε αρκετά σύντομα. Το Χέρονσεϊ δεν είναι μακριά. Ελπίζω να φανεί αντάξιο των προσδοκιών σου». Κι εγώ ελπίζω να φανεί αντάξιο των δικών σου, σκέφτηκε η Μ αντλέν κάπως ανήσυχη. Ήταν αργά το απόγευμα. Στον ουρανό υπήρχαν μερικά σύννεφα. Εδώ και μερικά μίλια, ταξίδευαν δυτικά, προς τον ήλιο, ακολουθώντας το μονοπάτι όπως πέρναγε
από χωριό σε χωριό. Η μυρωδιά της θάλασσας γινόταν πιο έντονη με κάθε διασκελισμό των κουρασμένων αλόγων τους. Η Μ αντλέν ήταν ενθουσιασμένη, νευρική κι αγχωμένη για τη νεοαποκτηθείσα αυτοπεποίθηση του Κάλεμ, που μπορεί να διαλυόταν μπροστά σε μια χλιαρή υποδοχή. Πήραν μια στροφή και ξαφνικά να το. Το Χέρονσεϊ. Αμέσως σταμάτησαν τα άλογά τους. Μ ερικά σπίτια ψαράδων, αναπάντεχα όμοια μ’ εκείνα των συγγενών της μητέρας της, κούρνιαζαν τόσο κοντά στη θάλασσα, που έμοιαζαν ότι θα έπλεαν αν είχε παλίρροια. Μ ια ελαφρώς κατηφορική παραλία ήταν καλυμμένη με άσπρα και γκρίζα βότσαλα και μερικές ψαρόβαρκες, πιο φροντισμένες από τις αντίστοιχες βρετονικές, αρμένιζαν λίγα μέτρα μακριά από την ακτή. «Αυτό εκεί είναι το Χέρονσεϊ, το νησί πέρα από τον πορθμό –αν και όλη η γη εδώ γύρω ανήκει επίσης στον Ρόρι», είπε ο Κάλεμ, δείχνοντας προς το στενό κανάλι που χώριζε το σπίτι του αδερφού του από
την ενδοχώρα. «Μ πορείς να δεις το λάβαρό του ν’ ανεμίζει από το ακροπύργιο του κάστρου». «Άρα σε περιμένει;» «Δε θα με εξέπληττε –να περιμένει εμάς, όχι μόνο εμένα. Σου είπα, τα νέα ταξιδεύουν σαν πυρκαγιά». Το νησί ήταν σχεδόν επίπεδο και καταπράσινο, μια κατάφυτη αντίθεση με την ενδοχώρα. Το κάστρο του Χέρονσεϊ έμοιαζε με το Κάστρο Ρουμπόνταχ, αν κι είχε δύο πυργίσκους, ωστόσο, ακόμα κι από εκείνο το σημείο, η Μ αντλέν μπορούσε να διακρίνει ότι ήταν καλοδιατηρημένο. Για την ακρίβεια, όλα τριγύρω, η γη, τα χωριά, οι βάρκες και το νησί μαρτυρούσαν φροντίδα, περιποίηση και πλούτο. «Πώς νιώθεις που γυρνάς πάλι πίσω;» «Την τελευταία φορά, ο Ρόρι μόλις είχε αποδράσει από τα μπουντρούμια των Κάμπελ. Σου είπα πώς έφερε μαζί του την Τζέσικα. Παντρεύτηκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αλλά εγώ δεν έμεινα». «Δηλαδή, θα χαρεί που θα σε δει τώρα;»
Το χαμόγελο του Κάλεμ ήταν λίγο σφιγμένο. «Μ όνο ένας τρόπος υπάρχει να το ανακαλύψουμε». Κατευθύνθηκαν προς το πανδοχείο στην πέρα άκρη του χωριού, όπου ο ιδιοκτήτης χαιρέτησε τον Κάλεμ σαν να ήταν παλιός φίλος και στάβλισε τα άλογα. Όπως είχε προβλέψει ο Κάλεμ, τους περίμεναν. Μ ια βάρκα με το λάβαρο του Ρόρι διέσχιζε τον πορθμό. Ο άντρας με τη χρυσή χαίτη στο τιμόνι ήταν αναμφίβολα ο λίαρντ του νησιού αυτοπροσώπως. Η Μ αντλέν ένιωσε άρρωστη από την ένταση. Έσφιξε ανήσυχα το χέρι του Κάλεμ. Τον κοίταξε, έπειτα κοίταξε προς τη βάρκα, και μετά τον ξανακοίταξε. «Σταμάτα το αυτό, μου προκαλείς νευρικότητα», της είπε εκείνος, χωρίς να τραβήξει τα μάτια του από τον άντρα στη βάρκα, που τώρα είχε φτάσει στα ρηχά. Ο Ρόρι Μ ακλάουντ πήδηξε με χάρη στο νερό και τράβηξε αβίαστα στην ακτή το βαρύ ξύλινο σκάφος. Στάθηκε στα βότσαλα, σαρώνοντας με το βλέμμα το χωριό. Ήταν αδύνατον να διακρίνει κανείς την
έκφρασή του, έτσι όπως τον χτυπούσε το εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Φαινόταν να έχει το ίδιο ύψος και την ίδια κορμοστασιά με τον Κάλεμ. Μ αζί πρέπει να συνέθεταν ένα εμφανίσιμο δίδυμο. Ο Ρόρι φορούσε παντελόνι, πουκάμισο και γιλέκο. Ήταν φρεσκοξυρισμένος. Τώρα τους είχε δει και τους κουνούσε το χέρι. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο. Η Μ αντλέν άφησε το χέρι του Κάλεμ. «Πήγαινε. Θα περιμένω εδώ». Εκείνος έμοιαζε καρφωμένος στη θέση του. Του έδωσε μια μικρή σπρωξιά. «Πήγαινε». Ο Κάλεμ διέσχισε την παραλία. Ο Ρόρι έβγαλε μια κραυγή καλωσορίσματος που αντήχησε ως απέναντι. Έπειτα τύλιξε τον αδερφό του σε μια τεράστια αγκαλιά. Τα γόνατα της Μ αντλέν κόπηκαν από ανακούφιση. Σωριάστηκε στο έδαφος με μάτια υγρά από τα δάκρυα. Κεφάλαιο 9 «Λοιπόν, αυτή είναι η Γαλλίδα φίλη σου;»
Η Μ αντλέν σήκωσε το κεφάλι κι είδε να στέκονται μπροστά της δύο εξαιρετικά δείγματα αρρενωπότητας των Χάιλαντς. Δύο ζευγάρια μάτια, τα μεν καστανά, τα δε μπλε, την κοιτούσαν από δύο απίστευτα γοητευτικά πρόσωπα. Ο Ρόρι Μ ακλάουντ ήταν τόσο ωραίος όσο τον περίμενε, αλλά, κατά τη γνώμη της, ούτε στο ελάχιστο γοητευτικός όσο ο αδερφός του. Ο εν λόγω αδερφός άπλωσε το χέρι του και τη σήκωσε όρθια. «Μ αντλέν, από δω ο Ρόρι». «Γοητευμένος, μαντμουαζέλ», είπε ο Ρόρι, υποκλινόμενος με χάρη με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το είχε κάνει ο Κάλεμ την ημέρα που είχαν γνωριστεί. Η Μ αντλέν υποκλίθηκε κομψά. «Η χαρά είναι όλη δική μου, μεσιέ. Έχω ακούσει τόσα για σένα». Ο Ρόρι γέλασε, χτυπώντας ελαφρά τους ώμους του Κάλεμ. «Όλα κακά, αν τα άκουσες από αυτόν εδώ». «Το αντίθετο, όλα καλά, το ορκίζομαι». Ο Ρόρι χαμογέλασε, αλλά δε φάνηκε να πείθεται. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είσαι εδώ», είπε, γυρνώντας ξανά στον αδερφό του.
«Έχω τόσα να σου πω. Έμαθες ότι έγινα πατέρας; Είναι κοριτσάκι. Η Κριστίνα». Ο Κάλεμ ανασήκωσε το φρύδι του. «Της έδωσες το όνομα της μητέρας μας; Κράτησες την παράδοση, λοιπόν». «Ναι. Αλλά τη φωνάζουμε Κίρστι». «Πρέπει να ανησύχησες που γεννήθηκε τόσο νωρίς». «Νωρίς;» Ο Ρόρι συνοφρυώθηκε. «Καθόλου, γεννήθηκε κανονικά, μόλις έκλεισαν οι εννιά μήνες. Πώς σου ήρθε αυτό;» «Από το γεγονός ότι είσαι παντρεμένος μόνο εφτά», είπε ο Κάλεμ, γελώντας ευχαριστημένος με το χαζό ύφος του αδερφού του. «Συγχαρητήρια. Είναι καλά η Τζέσικα;» «Ανθίζει», είπε ο Ρόρι τρυφερά. «Είμαι τυχερός άντρας. Μ ερικές φορές την κοιτάζω και δεν μπορώ καλά καλά να πιστέψω ότι βρίσκεται ακόμα εδώ. Είναι από τα πεδινά», εξήγησε στη Μ αντλέν. «Όταν τη
γνώρισα, δεν είχε ανέβει πιο βόρεια από τη Γλασκώβη». «Όταν την απήγαγες, εννοείς», παρενέβη ο Κάλεμ. «Εκείνη πήγαινε να συναντήσει την ξαδέρφη της στο Ινβερέρι και ο Ρόρι από δω την έπιασε αιχμάλωτη». «Αστειεύεσαι;» Ο Ρόρι γέλασε. «Καθόλου. Την έδεσα και κάλπασα πάνω στο άλογο μαζί της. Ξεκίνησε ως όμηρός μου και κατέληξε σύζυγός μου. Την παντρεύτηκα αμέσως, επίσης χωρίς δεύτερη σκέψη, επειδή οι γονείς της την αποκήρυξαν. Λες και ζούσε στο φεγγάρι, όχι λίγες μέρες απόσταση από τη Γλασκώβη». «Τι ρομαντικό», αναφώνησε με μάτια που έλαμπαν η Μ αντ-λέν. Ο Ρόρι γέλασε ξανά. «Μ ην το λες αυτό μπροστά του, θα του βάλεις ιδέες», είπε, γνέφοντας προς τον αδερφό του. «Και τούτος εδώ δε χρειάζεται καμία ενθάρρυνση». «Ω, δεν ξέρω», σχολίασε εκείνη πονηρά, μαγεμένη από την ιδέα να την κουβαλούσε ο Κάλεμ αιχμάλωτή του.
Εκείνος την αντάμειψε μ’ ένα από τα αργά, φωτεινά χαμόγελά του, έτσι η Μ αντλέν δεν πρόσεξε την έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπο του Ρόρι καθώς κοίταζε πρώτα τον αδερφό του και μετά την όμορφη, αθώα κοπέλα στο πλευρό του. «Ελάτε, λοιπόν, στη βάρκα και οι δυο σας». Ο Ρόρι τους οδήγησε κάτω στην ακτή. Ανυπομονούσε να δει τι συμπέρασμα θα έβγαζε η Τζέσικα γι’ αυτούς τους δύο! Ο Κάλεμ βοήθησε τη Μ αντλέν ν’ ανέβει στη βάρκα και τα δύο αδέρφια έσπρωξαν το σκάφος στο νερό. Συνεργάζονταν με την ενστικτώδη αρμονία δύο ανθρώπων που είχαν κάνει την ίδια δουλειά ακριβώς με τον ίδιο τον τρόπο κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους. «Η τελευταία φορά που κάθισα σε μια βάρκα με γυναίκα ήταν η μέρα που έφερες εδώ την Τζέσικα», είπε καθώς έλυνε το ιστίο, αφήνοντας το τιμόνι στον Ρόρι. «Σ’ επιθυμήσαμε». Η φωνή του Ρόρι ήταν τραχιά. «Έλειπες αρκετό καιρό».
«Ναι, λοιπόν, θα δούμε», είπε ο Κάλεμ με φωνή εξίσου τραχιά. «Όχι, το εννοώ. Σ’ επιθυμήσαμε. Είμαι χαρούμενος –πραγματικά χαρούμενος– που γύρισες σπίτι». Ο Κάλεμ κάθισε στο στενό πάγκο δίπλα στη Μ αντλέν και την αγκάλιασε. Η μέρα ήταν ζεστή, μα στον πορθμό φυσούσε δροσερό αεράκι. Ίσως απ’ αυτό να είχε δακρύσει. Εκείνη φώλιασε κοντά του, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του. Ίσως κι όχι. * Αποβιβάστηκαν καθώς ο ήλιος έδυε πίσω από το Χέρονσεϊ –ένα θέαμα εκπληκτικό. Ο ορίζοντας είχε γεμίσει χρυσές και βαθυκόκκινες αποχρώσεις. Η Τζέσικα Μ ακλάουντ τους περίμενε στην προβλήτα για να τους υποδεχτεί. Ο σύζυγός της την άρπαξε στην αγκαλιά του, σηκώνοντας την και φιλώντας την πεινασμένα, λες κι είχαν χωρίσει για βδομάδες. Ήταν ένα μικροκαμωμένο πλάσμα, με πιο πλούσιες καμπύλες από την εγκυμοσύνη και μετά, μαύρα, εβένινα μαλλιά πιασμένα ψηλά στο κεφάλι και
πρόσωπο με κλασική ομορφιά. Το απλό, πράσινο φόρεμά της ήταν καλοραμμένο, ενώ η ίδια είχε έναν αέρα κομψότητας, που σε τούτο το σκοτσέζικο νησί την έκανε να φαίνεται εξωτική σαν λουλούδι θερμοκηπίου. «Άφησέ με κάτω, Ρόρι, έχουμε επισκέπτες», είπε, γελώντας πάνω στο πρόσωπο του άντρα της. Όμως ήταν προφανές ότι ήταν αιχμάλωτή του, όπως κι εκείνος δικός της. Το οικείο βλέμμα που αντάλλαξαν μαρτυρούσε μια μυστική υπόσχεση. Αφού έγιναν οι συστάσεις, ο Κάλεμ και η Μ αντλέν ακολούθησαν τους Μ ακλάουντ στο ανηφορικό μονοπάτι από την παραλία προς το Κάστρο Χέρονσεϊ. Η Μ αντλέν παρακολουθούσε το ζευγάρι μπροστά της ζηλεύοντας και νιώθοντας κακοντυμένη. Αναπήδησε όταν ο Κάλεμ την αγκάλιασε απ’ τους ώμους. «Ο έγγαμος βίος προφανώς ταιριάζει στον Ρόρι», είπε. «Δε θα το πίστευες, αλλά προτού γνωρίσει την Τζέσικα ήταν χειρότερος από εμένα με τις
γυναίκες». «Έχεις δίκιο, δεν το πιστεύω», του απάντησε. «Σίγουρα, πάντως, δείχνουν πολύ ευτυχισμένοι. Είναι προφανώς φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο –και το ξέρουν. Τώρα μάλιστα έχουν κι ένα μωρό. Τι τυχεροί που είναι!» «Σου αρέσουν τα παιδιά;» Η Μ αντλέν χαμογέλασε μελαγχολικά, ενώ φανταζόταν ένα τσούρμο παιδιά, όλα με τα μπλε μάτια και τα χρυσά μαλλιά του Κάλεμ. «Πολύ –είναι φυσικό αν είσαι μοναχοπαίδι». Το χαμόγελό της έσβησε. «Κι εσύ; Δεν είναι αστείο; Δε σ’ έχω ρωτήσει ποτέ». Ο Κάλεμ τα φαντάστηκε, μια σειρά από μικροσκοπικές Μ αντλέν. Ήταν μια βασανιστικά όμορφη εικόνα. «Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ», είπε απορριπτικά. Έδιωξε από το μυαλό του τη μαγευτική εικόνα των μικρών κοριτσιών του, αναρωτώμενος γιατί αυτό τον πόνεσε, σαν να τα είχε σκοτώσει.
* Η συζήτηση κατά τη διάρκεια του δείπνου ήταν έντονη, με κύριο θέμα τις αλλαγές που είχαν συμβεί στα Χάιλαντς μετά το τέλος της Εξέγερσης. Ο Ρόρι θρήνησε για την απαγόρευση της παραδοσιακής φορεσιάς, που επρόκειτο να εφαρμοστεί σε λίγες βδομάδες, κι εκθείασε την αξία του μαυροπρόσωπου προβάτου που εισήγαγαν κάποιοι πιο προοδευτικοί γαιοκτήμονες. Η Τζέσικα έφυγε από το τραπέζι νωρίς για να θηλάσει το μωρό της, απευθύνοντας στον Κάλεμ και τη Μ αντλέν μια καληνύχτα γεμάτη χάρη, προτού στείλει στο σύζυγό της ένα βλέμμα όλο νόημα. Παίζοντας με το ποτήρι του κρασιού της, η Μ αντλέν έπνιξε ένα χασμουρητό. Το φαγητό ήταν εξαιρετικό, βοδινό με σάλτσα κόκκινου κρασιού, κι ούτε ένα γογγύλι πουθενά. Το κάστρο ήταν, επίσης, πανέμορφο, με αναπάντεχη θαλπωρή, συγκρινόμενο με το Ρουμπόνταχ, και ζεστό, επειδή τα τζάμια ήταν όλα στη θέση τους. Από την έκφραση στο πρόσωπο του Ρόρι κάθε φορά που έριχνε το
βλέμμα του στην υπέροχη γυναίκα του, ήταν ολοφάνερο ότι τα ταλέντα της δεν περιορίζονταν στα οικιακά καθήκοντα. Τυχερή Τζέσικα. Η Μ αντλέν ήπιε το υπόλοιπο κρασί της κι έσπρωξε την καρέκλα της. «Αν μου επιτρέπετε, νομίζω ότι θα πάω για ύπνο. Ήταν κουραστική μέρα, και εσείς πρέπει να έχετε πολλά να πείτε». Όταν ο Κάλεμ και ο Ρόρι πήγαν να σηκωθούν, εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Σας παρακαλώ, δεν υπάρχει λόγος να σηκωθείτε για χάρη μου». Υποκλίθηκε και βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο, χωρίς να δώσει σε κανέναν από τους δύο την ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί. Στο υπνοδωμάτιο την περίμενε μια τεράστια μπακιρένια κανάτα με ζεστό νερό. Δίπλα στο παράθυρο υπήρχαν φρέσκα λουλούδια και μια ζεστή κατσαρόλα φώλιαζε στα σεντόνια, που μύριζαν ρείκια και λιακάδα. Τα μαξιλάρια ήταν μαλακά, το στρώμα σταθερό. Η Μ αντλέν ξάπλωσε μ’ ευγνωμοσύνη φορώντας την καθαρή νυχτικιά που η Τζέσικα είχε προνοήσει να
απλώσει στην άκρη του κρεβατιού, και πάσχισε να μείνει ξύπνια για την περίπτωση που ο Κάλεμ αποφάσιζε να την επισκεφτεί, όμως οι σπιτικές ανέσεις του Κάστρου Χέρονσεϊ συνωμότησαν εναντίον της. Βυθίστηκε σ’ ένα βαθύ, χωρίς όνειρα ύπνο. * Κάτω, ο Ρόρι έβαζε ουίσκι σε δύο βαριά κρυστάλλινα ποτήρια. «Καθαρό μαλτ δεκαπέντε ετών, δεν έχεις ξαναπιεί καλύτερο». Ο Κάλεμ κράτησε στο στόμα του το καυτερό ποτό. «Έχεις δίκιο. Είναι έξοχο». Απλώθηκε σιωπή. Ο Ρόρι ήπιε μια γουλιά και περίμενε υπομονετικά. Η ανακούφισή του που έβλεπε τον Κάλεμ να έχει βρει σχεδόν τον παλιό του εαυτό ήταν εμφανής. Όλους αυτούς τους μήνες της αυτοεξορίας του στο Εδιμβούργο, ο πειρασμός να τον ψάξει και να τον σύρει πίσω στο σπίτι ήταν αφόρητος. Η Τζέσικα τον είχε πείσει να περιμένει. «Χρειάζεται χρόνο για να γιατρέψει τις πληγές του», του είχε πει.
Ο Ρόρι χαμογέλασε μόνος του, καθώς θυμόταν την απάντησή του. «Πάνε έξι μήνες από τότε που παραλίγο να τον ξεκοιλιάσουν, καλά είναι τώρα». «Όχι αυτές τις πληγές», είχε πει η μικροκαμωμένη, σοφή γυναίκα του γελώντας. Και απ’ ό,τι φαινόταν, είχε δίκιο. Ο Ρόρι είχε καταπνίξει την επιθυμία του να βρει τον αδερφό του, όμως είχε αφήσει τον Κάλεμ στην ησυχία του, και τώρα αυτός ήταν εκεί κι έδειχνε... γιατρεμένος. Αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να σπάσει τη σιωπή, μια και ο Κάλεμ μάλλον δε θα το έκανε ποτέ. Όσο κι αν ο Ρόρι ήθελε να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, είχε και μια γυναίκα που νωρίτερα την ίδια μέρα τον είχε πληροφορήσει μ’ ένα πολλά υποσχόμενο χαμόγελο ότι είχε συνέλθει πλήρως από τη γέννηση της κόρης τους. «Φαίνεσαι καλά», είπε στον αδερφό του. «Την τελευταία φορά που σε είδα είχες μια χλομάδα». «Καθόλου περίεργο. Η σπάθα είναι ύπουλο όπλο».
Αρκετά με το τακτ. Ο Ρόρι αποφάσισε να μη χάσει άλλο χρόνο. «Ναι, αλλά ήταν και κάτι παραπάνω, έτσι; Δε βρήκαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε σαν άνθρωποι. Σου είχα πει τότε ότι το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να σε δω ζωντανό και υγιή, αλλά δε με πίστεψες. Κάνω λάθος;» Ο Κάλεμ ανασήκωσε αδέξια τους ώμους. Παρ’ όλο που ήξερε ότι η συγκεκριμένη συζήτηση ήταν ο λόγος για τον οποίο είχε πάει στο Χέρονσεϊ, αυτός και ο αδερφός του ήταν από τη φύση τους άντρες που δεν έλεγαν πολλά λόγια. Διαισθάνθηκε την επιρροή της νύφης του στον Ρόρι. Σκέφτηκε την επιρροή της Μ αντλέν στον ίδιο. Σχεδόν την άκουγε τώρα να τον παροτρύνει να μιλήσει. Έγειρε πίσω στην καρέκλα του για να βλέπει καλύτερα το πρόσωπο του αδερφού του στο φως του τεράστιου κηροπήγιου. «Ναι, έχεις δίκιο σ’ αυτό, δε σε πίστεψα. Ξέρω ότι το εννοούσες όταν το έλεγες, αλλά σκέφτηκα ότι όταν θα είχες χρόνο να το επεξεργαστείς... εντάξει, ότι το λιγότερο θα με μισούσες
επειδή επέλεξα τη λάθος πλευρά». «Όμως δεν επέλεξες, έτσι δεν είναι; Αν είχες επιλογή, μπορεί να μην ακολουθούσες τον πρίγκιπα, αλλά ξέρω πολύ καλά ότι δε θα πολεμούσες εναντίον του –εναντίον μου– με τη θέλησή σου». Ο Ρόρι πέρασε το χέρι του στα βαριά μαλλιά του, μια χειρονομία που η Μ αντλέν θα αναγνώριζε αμέσως. «Δεν ξέρεις ότι ανησυχούσα απίστευτα για σένα, αγόρι; Μ πορεί να είσαι είκοσι έξι χρονών και το ίδιο μεγαλόσωμος και δυνατός μ’ εμένα, αλλά είσαι ο μικρός μου αδερφός –και πάντα θα είσαι. Υπήρξαν στιγμές που η Τζέσικα χρειάστηκε να με συγκρατήσει με τα ίδια της τα χέρια. Ήμουν απόλυτα αποφασισμένος να έρθω στο Εδιμβούργο και να σε βρω». Ο Κάλεμ χαμογέλασε. «Μ ε τα ίδια της τα χέρια; Το μόνο που έχει να κάνει η Τζέσικα είναι να σε κοιτάξει λοξά, κι εσύ πέφτεις στα πόδια της». «Ξέρεις τι εννοώ. Γιατί σου πήρε τόσο χρόνο να γυρίσεις σπίτι;»
Μίλα. Για άλλη μια φορά άκουσε τη φωνή της Μ αντλέν μέσα στο κεφάλι του. Άρχισε να μιλάει. Στην αρχή αργά και διστακτικά. Μ ετά οι λέξεις άρχισαν να ρέουν σαν χείμαρρος, βιαστικά και ανακατεμένα, καθώς το φράγμα έσπαγε, κι επιτέλους ξαλάφρωνε από το βάρος. Όταν σταμάτησε να μιλά, τα κεριά είχαν λιώσει, ωστόσο η στάθμη της καράφας με το ουίσκι δεν είχε πέσει καθόλου. Καθώς μιλούσε και ο Ρόρι άκουγε, εξηγούσε, διαφωνούσε και καθησύχαζε, τα λόγια του αδερφού του θύμιζαν τόσο έντονα αυτά της Μ αντλέν, που ο Κάλεμ αναρωτήθηκε φευγαλέα αν εκείνη είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να τον συμβουλέψει πριν από το δείπνο. Ανόητη σκέψη. Το πιο πιθανό ήταν πως ο αδερφός του είχε δεχτεί συμβουλές από τη σύζυγό του. Όμως, παρ’ ότι τα λόγια μπορεί να ήταν σε μεγάλο βαθμό της Τζέσικα, δεν υπήρχε αμφιβολία για την ειλικρίνειά τους. Ο Κάλεμ ένιωσε το σκοτεινό φορτίο του παρελθόντος να φεύγει τελικά από τους ώμους του. «Και με το Έριν Μ ουρ;» ρώτησε ο Ρόρι, που ποτέ δεν απέφευγε
τις δύσκολες ερωτήσεις. «Η μητέρα με πιέζει εδώ και μήνες να σε φέρω πίσω –έτσι το θέτει. Η επίμονη προτροπή της ήταν ένα από τα πράγματα που με κράτησαν εδώ. Ήξερα ότι ήταν μάλλον καλύτερα να κάνω το ανάποδο απ’ αυτό που απαιτούσε». «Δεν έχεις άδικο σε αυτό. Έχει έρθει, λοιπόν, εδώ; Έχει δει την εγγονή της;» Το πρόσωπο του Ρόρι σκοτείνιασε. «Όχι. Ωστόσο, μου έστειλε ένα σωρό γράμματα. Δεν έχει κανένα νόημα να περιμένω ν’ αλλάξει τώρα. Και ο πατέρας σου βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση, απ’ ό,τι ακούω. Όχι μόνο από τη μητέρα, μου το είπε και η Έλσα». «Η Έλσα! Έχω να τη δω έξι χρόνια. Τα πράγματα πρέπει να έχουν αλλάξει πολύ, αν την αφήνουν να σ’ επισκέπτεται». «Τα κατάφερε όλα μόνη της. Έχει γαϊδουρινό πείσμα η αδερφή μας, σε ξεπερνάει. Έχει γίνει κούκλα. Όλα τα αγόρια είναι στα πόδια της, και το ευχαριστιέται πολύ να τους παιδεύει. Θα τη δεις αύριο, θα
έρθει για το κίλι της Κίρστι. Δεν απάντησες στην ερώτησή μου. Θα πας στο Έριν Μ ουρ;» «Ναι. Ναι, θα πάω», είπε ο Κάλεμ αποφασιστικά. Όχι μόνο επειδή ήταν το σωστό, συνειδητοποίησε, αλλά επειδή το ήθελε. «Ωραία. Δεν έχω λόγια να σου πω πόσο χαίρομαι που το ακούω. Ο πατέρας σου πεθαίνει, αλλά, αν νομίζεις ότι το μυαλό του έχει εξασθενήσει όπως το σώμα του, κάνεις λάθος. Είναι ικανός να μη μετακινηθεί ούτε σπιθαμή από τις θέσεις του. Πρέπει να είσαι έτοιμος να τον αντιμετωπίσεις για να πάρεις τα ηνία. Αν το κάνεις, σου το λέω τώρα, οι άνθρωποί σας θα σε υποδεχτούν με ανοιχτές αγκάλες. Αυτός ο επιστάτης που μίσθωσε η μητέρα δεν ενδιαφέρεται για τη δουλειά και, για να είμαι ειλικρινής, Κάλεμ, η γη σου βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση. Οι άνθρωποί σας αρχίζουν να φεύγουν – κάποιοι απ’ αυτούς για την Αμερική. Δε θα με εξέπληττε αν ο γέρος τούς παραμέλησε εσκεμμένα». «Για να καταστρέψει την κληρονομιά μου, εννοείς; Ή για να με αναγκάσει να υπακούσω στη διαταγή
του και να γυρίσω στο σπίτι;» «Ναι, το ξέρω ότι ακούγεται υπερβολικό, αλλά είναι κάτι που θα έκανε το δύστροπο κάθαρμα. Δε θα το παραδεχτεί ποτέ, αλλά σε χρειάζεται. Αρκετά για τον λίαρντ Μ ανρό –πες μου περισσότερα γι’ αυτή τη Μ αντλέν σου. Είναι ωραίο πραγματάκι». «Μ όνο ωραίο; Είναι πολύ περισσότερα απ’ αυτό». «Ναι, εντάξει, εγώ προτιμώ τις μελαχρινές». «Μ όνο μία μελαχρινή, ελπίζω», σχολίασε με χαμόγελο. «Ω, δεν υπάρχει λόγος ν’ ανησυχείς γι’ αυτό», απάντησε ο Ρόρι με πιο πλατύ χαμόγελο. «Όπως είπα νωρίτερα, ο γάμος μού ταιριάζει. Πρέπει να το δοκιμάσεις». «Εγώ!» «Μ η μου πεις ότι δεν το έχεις σκεφτεί», είπε ο Ρόρι έκπληκτος. «Είσαι τρελά ερωτευμένος μ’ αυτή τη μικρούλα. Αναγνωρίζω έναν ερωτευμένο άντρα όταν τον δω – κοιτάζοντας στον καθρέφτη, καταλαβαίνεις. Έχεις αλλάξει, Κάλεμ. Φαίνεσαι, τολμώ να πω, ευτυχισμένος».
«Περισσότερο ανακουφισμένος. Μ ου πήρε πολύ καιρό να αποφασίσω να επιστρέψω». Ο Ρόρι κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είναι μόνο αυτό. Πιστεύω ότι έχει να κάνει περισσότερο με την παρουσία αυτής της πρασινομάτας. Η οποία, σε περίπτωση που δεν το έχεις προσέξει, είναι το ίδιο ξετρελαμένη μαζί σου όσο κι εσύ μ’ εκείνη». Ο Ρόρι σηκώθηκε κι έσβησε τα τελευταία κεριά, προτού ανάψει δύο λάμπες μ’ ένα λεπτό ξύλο από τα απομεινάρια της φωτιάς στο τζάκι. «Πάω στο κρεβάτι, όπου με περιμένει η υπέροχη γυναίκα μου. Μ ε λίγη καλή τύχη, δε θα την έχει πάρει ο ύπνος». Ο Κάλεμ έσπρωξε πίσω την καρέκλα του. «Έπρεπε να μου το ’χες πει». Ο Ρόρι του έδωσε τη μία λάμπα. «Είχα πάρει αυστηρές εντολές να μην ανέβω επάνω αν δεν τα ξεκαθαρίσουμε μεταξύ μας. Ένα από τα υπέροχα πλεονεκτήματα του γάμου είναι ότι δεν υπάρχει βιασύνη. Έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας». «Πίστευα ότι αυτό ήταν το χειρότερο πράγμα στο γάμο».
Ο Ρόρι χτύπησε ελαφρά τον ώμο του Κάλεμ. «Πίστευες;» Βγήκε από το δωμάτιο γελώντας. * Όλα τα χέρια ήταν απαραίτητα για τις προετοιμασίες του κίλι, της γιορτής που άρχισε νωρίς το επόμενο πρωί, και δεν υπήρχε περιθώριο για τίποτε άλλο. Η Μ αντλέν ανυπομονούσε να βοηθήσει και η Τζέσικα δέχτηκε με μεγάλη χαρά. «Ευλογημένη να είσαι, θα έρθεις να με βοηθήσεις με τα λουλούδια; Φοβάμαι ότι δεν είναι αρκετά», είπε, οδηγώντας τη σε μια απότομη πέτρινη σκάλα προς το κελάρι. Αφού συμφώνησαν για τα καλάθια μεταφοράς και τα χρώματα, οι δύο γυναίκες έπιασαν δουλειά σε απόλυτη αρμονία. «Ο Ρόρι πήρε τον Κάλεμ στην ενδοχώρα για να δουν πρόβατα, το πιστεύεις;» είπε η Τζέσικα, ενώ συνοφρυωνόταν πάνω από το τραπεζομάντιλο του κεντρικού τραπεζιού. «Έχει παθιαστεί με τα καινούρια ζώα, κάτι σχετικό με την ποιότητα του μαλλιού, λέει, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι
όταν μου μιλάει γι’ αυτό σταματάω ν’ ακούω. Ελπίζω, ωστόσο, να συνεργαστεί με τον πατέρα μου. Είναι έμπορος κι έχει τη βάση του στη Γλασκώβη. Αν δουλέψουν μαζί, αυτό μπορεί να ρίξει μερικές γέφυρες ανάμεσά τους». «Δηλαδή οι γονείς σου δεν έχουν συμφιλιωθεί με το γάμο σου;» ρώτησε η Μ αντλέν. «Δε σε πειράζει;» Η Τζέσικα ανασήκωσε τους ώμους. «Όχι όσο πειράζει τον Ρόρι. Εμένα με πειράζει περισσότερο που η Κίρστι δε βλέπει καμία από τις γιαγιάδες της, μια και η λαίδη Μ ανρό δε θέλει, επίσης, να έχει καμία σχέση μαζί της. Αυτοί χάνουν, αν θες τη γνώμη μου». Έμεινε σιωπηλή για μερικά λεπτά, κουνώντας μια γιρλάντα από ρείκια για τη μεγάλη σάλα. «Όχι, αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια. Φυσικά και με πειράζει. Μ ου λείπουν οι αδερφές μου και δε μου αρέσει να βρίσκομαι σε πόλεμο με τους γονείς μου, αλλά... εντάξει, κατά κάποιον τρόπο είναι απλό. Μ πορώ να ζήσω χωρίς την οικογένειά μου, αλλά δε θα
μπορούσα να ζήσω χωρίς τον Ρόρι. Οι γονείς μου θα συναινέσουν στο τέλος, είμαι σίγουρη. Φαίνεται να πιστεύουν ότι μένω σε κάποια καλύβα στα Χάιλαντς, δεν έχουν ιδέα πόσο πλούσιος είναι ο σύζυγός μου –κι εγώ δεν τους το είπα. Θέλω να μας δεχτούν καθαρά γι’ αυτό που είμαστε –ή ίσως για χάρη της εγγονής τους». «Η Κίρστι είναι αξιαγάπητη. Ποτέ δεν έχω κρατήσει τόσο μικρό μωρό». «Περίμενε μέχρι να κάνεις το δικό σου. Είναι το πιο... δεν μπορώ να το περιγράψω, είναι σαν θαύμα. Έπρεπε να δεις τον Ρόρι την πρώτη φορά που την πήρε αγκαλιά». Η Τζέσικα συγκράτησε ένα δάκρυ. «Περίμενε μέχρι τότε». «Ω, εγώ δε νομίζω...» Η Τζέσικα χαμογέλασε. «Έχω δει πώς κοιτάζεις τον Κάλεμ. Κοιτάζω τον αδερφό του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο». Τοποθέτησε ένα τελευταίο τριαντάφυλλο μέσα στο περίτεχνο ασημένιο βάζο που
γέμιζε. «Ορίστε, τελειώσαμε εδώ. Και αν δεν κάνω λάθος, αυτοί πρέπει να είναι οι άντρες, που γύρισαν. Ακριβώς πάνω στην ώρα». * Καθώς η ώρα της γιορτής πλησίαζε, ο Κάλεμ είχε άπλετο χρόνο να παρατηρήσει τις αλλαγές που είχε προκαλέσει ο γάμος στον αδερφό του. Δεν ήταν ότι απλώς του ταίριαζε, τον είχε βελτιώσει ανυπολόγιστα. Οι εκρήξεις θυμού είχαν εξαφανιστεί, όπως επίσης η ανυπομονησία και η αδιαφορία του για τα οικιακά ζητήματα. Να τος εκεί να προσφέρει στη γυναίκα του συμβουλές για μια σύνθεση με τριαντάφυλλα. Ο Κάλεμ παρακολουθούσε με ευχαρίστηση, καθώς ο Ρόρι μετακινούσε ένα κρυστάλλινο βάζο από το σεντούκι και το τοποθετούσε στην εσοχή ενός μικρού τραπεζιού. Ο Ρόρι έκοψε ένα άνθος από τη δέσμη και το έδωσε στη γυναίκα του με μια επιδεικτική κίνηση. Η Τζέσικα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να τον φιλήσει. Όχι ένα πεταχτό φιλί στο
μάγουλο. Ένα κανονικό φιλί. Τελείως απαρατήρητος, ο Κάλεμ βγήκε από το δωμάτιο. Η Μ αντλέν στεκόταν στο κεφαλόσκαλο κι έδινε οδηγίες για τη μεταφορά των τραπεζιών στη μεγάλη σάλα. Τον είδε να την παρακολουθεί και του χαμογέλασε βιαστικά, προτού στρέψει ξανά την προσοχή της στο έργο που είχε αναλάβει. Συνοφρυώθηκε κοιτάζοντας το χαρτί που κρατούσε –πιθανότατα το πλάνο της Τζέσικα– και μετά άρχισε να κάνει νοήματα στους βοηθούς της, που βρίσκονταν στο ισόγειο. Το ότι δε μιλούσε γαελικά μπέρδευε τα πράγματα. Όταν έχανε τα λόγια της –όπως τώρα–, το γυρνούσε στα γαλλικά, κάτι που μπέρδευε τα πράγματα ακόμα περισσότερο. Ένα από τα υπέροχα πλεονεκτήματα του γάμου είναι ότι δεν υπάρχει βιασύνη. Ο Κάλεμ έκανε να ανέβει τις σκάλες για να τη βοηθήσει, αλλά τα λόγια του αδερφού του τον ακινητοποίησαν. Ο Ρόρι είχε δίκιο. Πάντα έβλεπε το γάμο σαν κάποιου είδους θανατική καταδίκη, όμως ο γάμος του αδερφού του ήταν
προφανώς κάτι πολύ θετικό. Ο Ρόρι είχε σίγουρα μεταμορφωθεί, κι επίσης έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, μια βαθιάς ευτυχίας. Η Μ αντλέν έγερνε τώρα επικίνδυνα πάνω από το κάγκελο, κουνούσε τα χέρια και έδειχνε προς τα αριστερά, φωνάζοντας στα γαλλικά: « α γκος, α γκος». Έμοιαζε με μικρή πέρδικα που προσπαθούσε να πετάξει, κι ακόμα πιο χαριτωμένη. Ο Κάλεμ πήρε από τα χέρια της το πλάνο της Τζέσικα και επανέλαβε τις εντολές στα γαελικά. Η Μ αντλέν τον έκανε να γελάει. Του υπενθύμιζε άβολες αλήθειες. Δεν τον άφηνε να ξεφεύγει ποτέ από τίποτα, κι ωστόσο ποτέ δεν αμφέβαλλε ότι στεκόταν στο πλευρό του. Του άρεσε ο τρόπος που τον κοιτούσε. Τον ήξερε μ’ έναν τρόπο που δεν τον ήξερε κανείς, και του άρεσε που τον ήξερε, γιατί ο ίδιος την είχε εμπιστευτεί. Του άρεσε, επίσης, ο τρόπος που το σώμα της ταίριαζε τόσο απόλυτα με το δικό του, σαν εκείνος να ήταν φτιαγμένος ειδικά για να εφαρμόζει εκείνη. Κι όσο για το πόσο την ποθούσε –
και το πόσο τον ποθούσε–, ο Κάλεμ δεν είχε νιώσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Τον έκανε ευτυχισμένο; Την κοίταξε –το σκεπτικό συνοφρύωμα στο πρόσωπό της, το ανεπαίσθητο σούφρωμα των χειλιών της, την ωραία γραμμή της σπονδυλικής στήλης της, που κατέληγε στην καμπύλη των γλουτών της. Ναι. Τον έκανε ευτυχισμένο. Και το ένιωθε σωστό. Ήταν στ’ αλήθεια τόσο απλό; Τι ειρωνεία. Αυτός –που είχε περάσει τον περισσότερο χρόνο της γνωριμίας τους κάνοντάς της κήρυγμα για τη φύση της αγάπης– είχε αποφύγει να κάνει στον εαυτό του την ίδια ερώτηση που της είχε υποβάλει πιεστικά πάμπολλες φορές. «Κάλεμ, τι συμβαίνει;» Εκείνος αναπήδησε. «Τι;» «Μ ε κοιτάς περίεργα». «Απλώς σκεφτόμουν». Μ ηχανικά, συνέχισε να τη βοηθάει με τις οδηγίες των ετοιμασιών, όμως ένιωθε
παραζαλισμένος και έκθαμβος, γνωρίζοντας ότι εκείνη του έριχνε λοξές ματιές, ανήμπορος να σταματήσει να την κοιτάζει, σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Πιέζοντας τον εαυτό του να φανταστεί τη ζωή χωρίς τη Μ αντλέν, το μέλλον –που είχε αρχίσει να φαίνεται ελκυστικό– ξεθώριασε. Χωρίς εκείνη, ήξερε με βεβαιότητα ότι θα ήταν δυστυχισμένος. Ούτε το Έριν Μ ουρ δε θα μπορούσε να αντισταθμίσει την απουσία της. Ίσως τελικά να ήταν στ’ αλήθεια τόσο απλό. «Αυτό είναι το τελευταίο;» Ο Κάλεμ συμβουλεύτηκε βιαστικά το πλάνο. «Το τελευταίο. Ναι, έτσι νομίζω». Ήξερε ότι την είχε καρφώσει πάλι με το βλέμμα, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Γιατί συμφώνησε τόσο γρήγορα να τον συνοδεύσει στο Χέρονσεϊ; Μήπως είχε ανακαλύψει κι εκείνη την ευτυχία; Γοερά κλάματα ακούστηκαν από πάνω, που τα ακολούθησαν κι άλλα, ακόμα πιο δυνατά και
αποφασιστικά. Η πόρτα της τραπεζαρίας άνοιξε απότομα και εμφανίστηκε η Τζέσικα. «Η Κίρστι θέλει τάισμα», εξήγησε, περνώντας βιαστικά από μπροστά τους, ενώ φαινόταν να αγνοεί ότι τα κορδόνια του φορέματός της ήταν λυμένα στο λαιμό. Ένα ροδοπέταλο είχε κολλήσει στο λευκό δέρμα του στήθους της. «Μ α τι έκανε;» ρώτησε η Μ αντλέν. «Νομίζω ότι ο άντρας της της έδειχνε κάποιες τεχνικές τοποθέτησης λουλουδιών», απάντησε ο Κάλεμ μ’ ένα χαμόγελο. Το στόμα της Μ αντλέν άνοιξε από την έκπληξη. Ένα χαριτωμένο κοκκίνισμα έβαψε τα μάγουλά της στο ίδιο χρώμα με το ροδοπέταλο. Ο Κάλεμ δεν κατάφερε να της αντισταθεί. Φίλησε το εκπληκτικά φιλήδονο στόμα της. Ένα φευγαλέο φιλί, μπροστά σ’ όλους τους υπηρέτες, αλλά και στον Ρόρι, που είχε εμφανιστεί από την τραπεζαρία δείχνοντας ακόμα πιο αναμαλλιασμένος από τη γυναίκα του. Ήταν
ένα ανεπαίσθητο άγγιγμα των χειλιών, όμως είχε την πιο παράξενη επίδραση. Επειδή, καθώς τη φιλούσε, ο Κάλεμ θα ορκιζόταν ότι άκουσε την καρδιά του να του μιλάει –ήταν ένας ψίθυρος, όμως οι λέξεις ήταν ολοκάθαρες. * Όταν η Μ αντλέν κατέβηκε εκείνο το απόγευμα, αφού πρώτα είχε πλυθεί σε μια μεγάλη μπανιέρα που είχαν μεταφέρει στο δωμάτιό της κι είχε φορέσει το καθαρό μεσοφόρι και το βρετονικό γαλάζιο φόρεμά της, το Κάστρο Χέρονσεϊ είχε μεταμορφωθεί. Γιρλάντες με ρείκια τυλίγονταν γύρω από το κιγκλίδωμα της σκάλας που οδηγούσε στη μεγάλη σάλα, η οποία ήταν γεμάτη λουλούδια. Η Τζέσικα κρατούσε τη μικρή Κίρστι στην αγκαλιά της. Μ ητέρα και κόρη ήταν ντυμένες στα λευκά. Το φόρεμα του μωρού ήταν μεταξωτό και περίτεχνα κεντημένο με δαντέλα, ενώ εκείνο της Τζέσικα ήταν πιο απλό, αλλά όχι λιγότερο εντυπωσιακό, με ένα μακρύ ύφασμα με το ταρτάν των Μ ακλάουντ φορεμένο σαν φαρδιά ζώνη
για να κάνει αντίθεση. Η Μ αντλέν ένιωσε να υστερεί στη σύγκριση. Ποτέ δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στην εμφάνιση ή στα ρούχα της, όμως ευχήθηκε να είχε ένα φόρεμα πιο κατάλληλο για την περίσταση. Τα δώρα για την Κίρστι ήταν απλωμένα πάνω σ’ ένα τεράστιο τραπέζι –λαξεμένα κουτάλια από ξύλο ή κόκαλο, ασημένιες κουδουνίστρες, και κουίχ, οι παραδοσιακές σκοτσέζικες κούπες με τις διπλές επίπεδες λαβές. Προσπερνώντας το πλήθος, η Μ αντλέν βγήκε στους κήπους, νιώθοντας απίστευτα συνεσταλμένη κι εκτός τόπου σε μια γιορτή που, όπως και να ’χε, ήταν οικογενειακή. Μ άλωσε τον εαυτό της για την αδυναμία της –ήταν απλώς άνθρωποι, στο κάτω κάτω–, όμως η συνηθισμένη αυτοπεποίθησή της φαινόταν να την έχει εγκαταλείψει. Στο γρασίδι μπροστά στο κάστρο απλώνονταν μακριές σειρές από τρίποδα τραπέζια,καλυμμένα με κάτασπρα τραπεζομάντιλα, που τα στόλιζαν ρείκια και
αγριολούλουδα. Ένα ανθρώπινο ποτάμι ανέβαινε σταθερά το μονοπάτι από την προβλήτα, όπου η Μ αντλέν μπορούσε να διακρίνει τουλάχιστον τέσσερις βάρκες να πηγαινοέρχονται στον πορθμό. Άντρες έσπρωχναν κάρα φορτωμένα με φαγητά και ποτά. Μ ια θορυβώδης ομάδα μουσικών κρατούσαν βιολιά και γκάιντες. Οι άνθρωποι του Ρόρι με τα καλά τους, παιδιά που φώναζαν ενθουσιασμένα, γυναίκες που υποκλίνονταν αμήχανα και απολογούνταν για τις έξαλλες φωνές των βλασταριών τους. Αυστηροί άντρες που φαίνονταν να νιώθουν άβολα, καθώς ίδρωναν μέσα στα βαριά, επίσημα σακάκια τους στον ζεστό απογευματινό ήλιο. Καλοντυμένοι γείτονες με τις συζύγους τους σε μια πολύχρωμη επίδειξη υπέροχων ταρτάν. Ο Ρόρι στεκόταν στο κατώφλι και χαιρετούσε τους καλεσμένους του. Η Μ αντλέν παρατήρησε ότι ήξερε τα ονόματα όχι μόνο των αντρών που δούλευαν γι’ αυτόν, αλλά επίσης των γυναικών και των παιδιών τους. Είχε έναν τρόπο να κάνει τους άλλους να νιώθουν
άνετα, να λέει ακριβώς αυτό που είναι ικανό να προκαλέσει το γέλιο των αυστηρών αντρών, το κοκκίνισμα των νευρικών γυναικών. Η Μ αντλέν θαύμαζε ακόμα τη φινέτσα του, όταν τον πλησίασε ο Κάλεμ. Οι δύο άντρες φορούσαν παραδοσιακές φορεσιές, αν και τα ταρτάν τους είχαν διαφορετικά χρώματα. Η ζώνη και η αγκράφα του Κάλεμ γυάλιζαν, όπως και η καρφίτσα, που συγκρατούσε το πάνω μέρος της φορεσιάς στη θέση του. Η χαίτη των μαλλιών του είχε πλυθεί και τιθασευτεί και ήταν φρεσκοξυρισμένος. Το ελαφρύ μαύρισμα που είχε αποκτήσει τις τελευταίες μέρες τόνιζε περισσότερο τις γραμμές του προσώπου του. Οι ανεπαίσθητες αλλαγές του από τη στιγμή που έφτασαν εκεί ήταν εμφανείς στη στάση του σώματός του, στην περηφάνια που ολοφάνερα ένιωθε ντυμένος το ταρτάν του κλαν του, στην αυτοπεποίθηση με την οποία πλησίασε τον Ρόρι κι άρχισε να χαιρετά κάθε καλεσμένο. «Δείχνουν τόσο όμορφοι μαζί, που είναι σχεδόν άδικο, έτσι; Νιώθω ότι δεν μπορώ να τους
συναγωνιστώ». Η Μ αντλέν αναπήδησε τρομαγμένη. Δεν είχε ακούσει την Τζέσικα να πλησιάζει. «Δεν έχεις κανένα λόγο ν’ ανησυχείς, δείχνεις εκπληκτική. Μ ε κάνεις και νιώθω τόσο συνηθισμένη». «Συνηθισμένη, με αυτά τα μαλλιά και αυτά τα μάτια; Μ η γίνεσαι γελοία. Ω, κοίτα, ήρθε η Έλσα». «Πού... ω!» «Ξέρω, δεν υπάρχει αμφιβολία ποια είναι τα αδέρφια της. Αν και προφανώς είναι ίδια η μητέρα της». Η ψηλή γυναίκα με το χείμαρρο των χρυσών μαλλιών και τα μπλε μάτια ίδια με του Κάλεμ εντόπισε τα αδέρφια της. Μ ’ ένα πολύ ανάρμοστο για κορίτσι ουρλιαχτό, έπεσε πάνω στον Κάλεμ, τυλίγοντας τα χέρια της στο λαιμό του. «Είσαι στ’ αλήθεια εσύ; Δεν μπορώ να το πιστέψω». Ο Κάλεμ κοιτούσε την αδερφή του αποσβολωμένος. «Έλσα; Θεέ μου, είσαι πανέμορφη. Την τελευταία φορά που σε είδα, ήσουν τοσοδά κοριτσάκι».
«Ε, δε φταίω εγώ γι’ αυτό». Πιάνοντας το προειδοποιητικό βλέμμα του Ρόρι, χαμογέλασε απολογητικά. «Είσαι εδώ τώρα, αυτό έχει σημασία. Έχω χιλιάδες πράγματα να σου πω και να σου δώσω ένα σωρό μηνύματα από τη μητέρα. Τι είναι αυτά που ακούω, ότι έχεις μια μυστηριώδη Γαλλίδα μαζί σου; Πού είναι η Τζέσικα;» ρώτησε και στράφηκε στον Ρόρι. «Και κυρίως, πού είναι η ανιψιά μου;» Ο Ρόρι έριξε μια ματιά πίσω του. «Η Κίρστι είναι εκεί πέρα. Η καημενούλα, πηγαίνει σαν δέμα από τον έναν στον άλλο, αλλά είναι χρυσό παιδί και δεν έχει βγάλει άχνα. Η Τζέσικα ήταν μαζί της, αλλά...» «Εκεί. Μ ε τη Μ αντλέν», είπε ο Κάλεμ, κουνώντας το χέρι του στις δύο γυναίκες, που τους πλησίαζαν πιασμένες αγκαζέ. «Μ αντλέν, έλα να γνωρίσεις την αδερφή μου την Έλσα». « Μον Ντιε, είσαι ίδια με το πορτραίτο της μητέρας σου», ξέφυγε της Μ αντλέν. «Έτσι λένε όλοι. Ποιο πορτραίτο;»
«Εκείνο στο σπίτι στο Εδιμβούργο». «Ήσουν εκεί», αναφώνησε η Έιλσα. «Πώς;...» «Έλσα, έλα μαζί μου να δεις την Κίρστι», παρενέβη βιαστικά η Τζέσικα. «Χρειάζεται άλλαγμα. Μ πορείς να τα πεις με τ’ αδέρφια σου αργότερα, όταν τελειώσουν με όλους τους χαιρετισμούς». «Δεν υπάρχει λόγος να με τραβάς». Η Έλσα ακολούθησε την Τζέσικα γελώντας. «Είμαι περισσότερο από χαρούμενη να σου κάνω παρέα. Έτσι θα μου πεις και τι συμβαίνει ανάμεσα στον αδερφό μου και τη μαντμουαζέλ Λαφαγιέτ. Είναι ολόιδια με μια νεράιδα σ’ ένα βιβλίο που είχα μικρή». Η Τζέσικα χαχάνισε. «Εσένα όλες σου φαίνονται σαν νεράιδες. Είσαι τόσο ψηλή. Αλλά καταλαβαίνω τι εννοείς, έχει μια απόκοσμη αύρα. Ωστόσο, δε φαίνεται να αντιλαμβάνεται πόσο όμορφη είναι». «Το αντιλαμβάνεται ο αδερφός μου. Σχεδόν δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω της». «Το ξέρω, είναι τόσο ρομαντικό, μόνο που ο Ρόρι λέει ότι... ω,
περίμενε να φέρω την Κίρστι, μετά θα σου πω όλη την ιστορία». * Όταν οι δύο γυναίκες κατέβηκαν, είχε έρθει η ώρα του φαγητού. Κάποιοι λίγοι εκλεκτοί κάθονταν στην επίσημη τραπεζαρία, αλλά οι περισσότεροι κάθισαν στα τραπέζια στη μεγάλη σάλα και στον μπροστινό κήπο. Γίνονταν προπόσεις για την Κίρστι, που την είχαν ξαναφέρει κάτω για την περίσταση, και ο Ρόρι μίλησε περήφανα εκ μέρους της κόρης του. Δίπλα του η Τζέσικα σκούπισε τα μάτια της μ’ ένα δαντελένιο μαντίλι. Όταν καθαρίστηκαν τα τραπέζια, το κούρδισμα των πρώτων χορδών σήμανε την έναρξη του χορού. Ο Ρόρι οδήγησε την Τζέσικα στο κέντρο της σάλας, μέσα σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Έκανε νόημα στους βιολιστές, κι αμέσως παίχτηκαν οι πρώτες νότες του εναρκτήριου χορού. Σύντομα το
πάτωμα πλημμύρισε γεμάτα χάρη ζευγάρια, που εκτελούσαν τα πολύπλοκα βήματα της ζωηρής, μαγευτικής μουσικής. Η Μ αντλέν παρακολουθούσε τους χορευτές με ζήλια. Την είχαν βάλει να καθίσει απέναντι από τον Κάλεμ στο δείπνο, κι είχε εξαντληθεί προσπαθώντας να συμμετάσχει σε μια μάλλον επιτηδευμένη συζήτηση με δύο μεγαλογαιοκτήμονες των Χάιλαντς, που, μολονότι μιλούσαν αγγλικά και γαλλικά, ενδιαφέρονταν να κουβεντιάσουν μόνο για ένα μικρό πρόβατο που ο Ρόρι είχε φέρει στο Χέρονσεϊ σαν πείραμα. Το συναρπαστικό θέμα της παραγωγής μαλλιού, της υφής του και της αντίστοιχης περιεκτικότητάς του σε σμήγμα απέτυχε παταγωδώς να τη γοητεύσει. Τελικά, παραιτήθηκε από την προσπάθεια έγειρε πίσω στην καρέκλα της κι επέτρεψε στους κυρίους να συνεχίσουν την κουβέντα τους χωρίς τη βοήθειά της. Είδε τον Κάλεμ απορροφημένο στη συζήτησή του με μερικούς άντρες στην άκρη της μεγάλης σάλας. Ήταν ενθουσιασμένη με τη ζεστασιά της υποδοχής που του είχαν
επιφυλάξει. Δεν είχε δει ούτε μία αγενή συμπεριφορά, και παρ’ ότι ορισμένοι ήταν συγκρατημένοι, οι περισσότεροι άντρες τον είχαν χαιρετήσει σαν κάποιο φίλο που είχαν να δουν καιρό. Αυτή η διαπίστωση της πρόσφερε απέραντη ικανοποίηση. Ένας οργανοπαίκτης γκάιντας είχε πλησιάσει τους βιολιστές. Η γκάιντα που έπαιζε έμοιαζε εξαιρετικά με την αντίστοιχη βρετονική –αν και ο ήχος ήταν αρκετά διαφορετικός. Ξεκίνησε ένας ζωηρός παραδοσιακός χορός, με έξι ζευγάρια να στροβιλίζονται άγρια σε κύκλους, προτού χωριστούν και συνεχίσουν το χορό σε όλη τη σάλα. Οι καλεσμένοι άρχιζαν να χαλαρώνουν. Τα σακάκια είχαν βγει, τα μαντίλια στο λαιμό είχαν χαλαρώσει. Ο επόμενος χορός ήταν ακόμα πιο ζωηρός. Η Μ αντλέν στεκόταν στο κατώφλι της εισόδου και παρακολουθούσε τους άντρες και τις γυναίκες να ρίχνονται στο χορό με κέφι, χοροπηδώντας και χτυπώντας παλαμάκια. Τη μια στιγμή
εκτελούσαν τα πιο περίπλοκα βήματα και την αμέσως επόμενη έδιναν σάλτα ή στριφογύριζαν την παρτενέρ τους τόσο γρήγορα, που τα πρόσωπά τους θάμπωναν. Πρόσεξε ότι πολλά ζευγάρια χορευτών παραπατούσαν κι έπεφταν. Πρόσεξε επίσης ότι κάποιοι άλλοι δεν έμπαιναν ξανά στο χορό, αλλά εξαφανίζονταν μέσα στη νύχτα κρυφογελώντας ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Προφανώς, όλοι έκαναν τα στραβά μάτια λόγω της ημέρας. Η Μ αντλέν αναρωτήθηκε αν σε εννέα μήνες θα υπήρχε σοδειά μωρών, και πόσα απ’ αυτά θα ονομάζονταν Κριστίνα προς τιμήν της Κίρστι. «Θα επιθυμούσατε να χορέψετε, μαντμουαζέλ;» Ο Κάλεμ στεκόταν μπροστά της κι έδειχνε υπέροχος..Του χαμογέλασε. Ακόμα κι ανάμεσα σε τόσους καλοντυμένους, γοητευτικούς Σκοτσέζους, ήταν για κείνη ο μοναδικός άντρας στο δωμάτιο. Ως διά μαγείας, οι βιολιστές έπιασαν έναν πιο αργό ρυθμό. «Δεν ξέρω τα βήματα», είπε διστακτικά, κοιτάζοντας
τα ζευγάρια που είχαν ήδη αρχίσει να σχηματίζονται. «Θα επινοήσουμε τα δικά μας». Ωστόσο, δεν την οδήγησε κοντά στους άλλους χορευτές, αλλά έξω, στο γρασίδι, πίσω από τη γωνία του πυργίσκου, όπου η Τζέσικα είχε κάνει την αρχή για τη δημιουργία περισσότερων περίτεχνων κήπων. Οι μελωδίες της μουσικής και ο θόρυβος της γιορτής ακούγονταν λιγότερο εκεί. Ο αέρας μύριζε τριαντάφυλλα. Τα αστέρια κρέμονταν χαμηλά στον ουρανό, λάμποντας απαλά πάνω στο μαύρο νυχτερινό φόντο τους. Ο Κάλεμ την τράβηξε στην αγκαλιά του, χωρίς να κάνει καμία προσπάθεια να χορέψει, απλώς την κράτησε, βυθίζοντας το κεφάλι του στα μαλλιά της, ενώ κουνιόταν ανεπαίσθητα στο ρυθμό της μουσικής. «Σε είδα ελάχιστα». «Ήσουν απασχολημένος. Όλοι θέλουν να σου μιλήσουν. Είναι ωραίο». «Όχι τόσο ωραίο όσο αυτό. Το σκεφτόμουν ώρες».
«Το χορό;» «Όχι. Το να βρεθώ μόνος μαζί σου». Ο τόνος του ήταν αναπάντεχα σοβαρός. Την τράβηξε πιο κοντά του. «Έχεις τόσο υπέροχη αίσθηση», είπε, χαϊδεύοντας με το χέρι του τη γραμμή της σπονδυλικής της στήλης, κολλώντας το κεφάλι της στο στήθος του. «Τέλεια». Ο Κάλεμ μύριζε τόσο όμορφα. Λιακάδα και φρεσκοπλυμένο λινό, σαπούνι και... Κάλεμ. Ωστόσο, ακουγόταν παράξενος. Δεν τη φλέρταρε. Ήταν λες κι εννοούσε όσα της έλεγε. Όλη μέρα την κοιτούσε περίεργα. Σαν να μην ήξερε ποια ήταν. Η μουσική είχε σταματήσει, όμως εκείνος δε φαινόταν πρόθυμος να την αφήσει. Αν μη τι άλλο, την κρατούσε ακόμα πιο σφιχτά. Τον έσφιξε κι εκείνη, αφήνοντας τα χέρια της να γλιστρήσουν κάτω από το σακάκι του, νιώθοντας τη ζεστασιά της πλάτης του μέσα από το μεταξωτό γιλέκο. «Σου έλειψα;»
Πώς έπρεπε να το εκλάβει αυτό; «Εντάξει, ήμουν απασχολημένη με την Τζέσικα κι όλα τα υπόλοιπα», είπε ψέματα. Σηκώνοντας το κεφάλι της, είδε ότι η ανάλαφρη απάντησή της τον είχε πληγώσει. «Φυσικά μου έλειψες», είπε απλά. «Μ αντλέν...» Ένα ζευγάρι εμφανίστηκε από τη γωνία πιασμένο χέρι χέρι. Στη βιασύνη τους να βρουν το δικό τους σκοτεινό παράδεισο, σκούντησαν τη Μ αντλέν. Ο Κάλεμ τους αγριοκοίταξε. Ο νεαρός έκανε σχεδόν διπλή υπόκλιση στην προσπάθειά του ν’ απολογηθεί, ενώ η πιο ξεδιάντροπη θηλυκή συντροφιά του κοίταξε τον Κάλεμ με απροκάλυπτο ενδιαφέρον. «Πάμε να φύγουμε από δω», είπε ο Κάλεμ, αρπάζοντας το χέρι της. «Πού; Δεν μπορούμε να φύγουμε από το κίλι, είναι αγένεια». «Έκανα το καθήκον μου στον τομέα της ευγένειας. Τώρα θέλω να βρεθώ μόνος μαζί σου». Η Μ αντλέν δε διαφώνησε, μια κι είχε ακριβώς την ίδια επιθυμία.
Έτσι, τον ακολούθησε, κρεμασμένη από το μπράτσο του, καθώς εκείνος διέσχιζε τους κήπους με μεγάλους διασκελισμούς προς την πίσω μεριά του κάστρου. Πέρασαν μια πύλη κι άρχισαν να κατηφορίζουν στο μικρό μονοπάτι που κατέληγε σ’ έναν απομονωμένο ορμίσκο, στη βάση δυο απότομων σκαλοπατιών. Η άμμος απλωνόταν λευκή και τέλεια μέχρι τη θάλασσα. Η παραλία ήταν προστατευμένη από τον ψηλό αμμόλοφο, πάνω στον οποίο είχαν τοποθετηθεί τα σκαλοπάτια. Τα αστέρια έλαμπαν τόσο φωτεινά στον καλοκαιρινό ουρανό, που ήταν σαν να άγγιζαν τη γη. Το φεγγάρι ήταν γεμάτο κι η θάλασσα ήρεμη. Τα κυματάκια έσκαγαν απαλά στην άμμο και υποχωρούσαν, έσκαγαν και υποχωρούσαν. «Είναι μαγευτικά», ψιθύρισε η Μ αντλέν. «Μ αγευτικά», επανέλαβε σαν ηχώ ο Κάλεμ. Ήταν νευρικός. Το θέμα ήταν πάρα πολύ σημαντικό. Τίποτα δεν είχε ποτέ τόση σημασία. «Είσαι τόσο όμορφη», είπε και
τη γύρισε προς το μέρος του, χαϊδεύοντας τα χέρια της, ακραγγίζοντας τα στήθη της, ποθώντας να τη λιώσει πάνω του και να μην την ξαναφήσει ποτέ να φύγει από κοντά του. «Πόσο σε αγαπώ». Κεφάλαιο 10 Ήταν της φαντασίας της. Ήταν της φαντασίας της. «Τι είπες; Κάλεμ, τι είπες;» «Σε αγαπώ, Μ αντλέν». Την κοίταξε συνοφρυωμένος, σαν να μην πίστευε αυτό που μόλις είχε ξεστομίσει. Έπειτα το συνοφρύωμα έσβησε, το στόμα του μαλάκωσε. Ένα τρυφερό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Είναι στ’ αλήθεια τόσο απλό. Σε αγαπώ». Η Μ αντλέν ένιωσε ότι η καρδιά του της μιλούσε μέσα από τα μάτια του. Ποτέ δεν την είχε ξανακοιτάξει έτσι. Κι εκείνη δεν ήθελε ποτέ να την ξανακοιτάξει αλλιώς. «Μ ε αγαπάς». «Ναι. Και αν δεν πεις πολύ σύντομα ότι με αγαπάς κι εσύ, νομίζω ότι θα πεθάνω. Νιώθω σαν να περιμένω τον πέλεκυ του εκτελεστή».
Η Μ αντλέν τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του. «Σε αγαπώ, σε αγαπώ, σε αγαπώ. Σε αγαπώ, Κάλεμ Μ ανρό, σε αγαπώ τόσο πολύ». Η ευτυχία την έκανε να νιώθει ότι πετάει, σαν σμήνος γλάρων σε ανεμοδαρμένη βρετονική ακτή. Την τύλιξε μια ορμητική, όλο και μεγαλύτερη ευτυχία, τέτοια που δεν είχε γνωρίσει ποτέ της. «Πες το ξανά. Θέλω να το ακούσω ξανά». Γελώντας, ο Κάλεμ την πήρε στην αγκαλιά του και την έσφιξε με δύναμη πάνω του. «Σε αγαπώ». Τα φιλιά του ήταν απαιτητικά. Ένιωθε άπληστη πείνα για κείνη, ένιωθε ανάγκη, τα χέρια του είχαν πάρει φωτιά. «Σε αγαπώ», είπε ξανά, ψιθυρίζοντάς το βραχνά, καθώς βύθιζε το πρόσωπό του στο λαιμό της, ανασαίνοντας το άρωμά της, γεμίζοντας τα πνευμόνια του με τη γλύκα της, επειδή αυτή ήταν η μυρωδιά μέσα στην οποία ήθελε να ζει. «Σε αγαπώ». Η Μ αντλέν ρίγησε στο άγγιγμά του. Ένιωσε το δέρμα της ν’ ανθίζει και να λάμπει. Διαφορετικός. Ακουγόταν διαφορετικός. Έβαλε τα χέρια της κάτω από το σακάκι του και τ’ άφησε να πλανηθούν στην
πλάτη του. «Σε αγαπώ», ψιθύρισε, παραζαλισμένη από την ευχαρίστηση να προφέρει τις λέξεις. «Κι είμαι επίσης ερωτευμένη μαζί σου, και βλέπω τώρα πως είχες δίκιο, είναι πολύ διαφορετικό πράγμα». «Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα. Πρόκειται να σου δείξω πόσο διαφορετικό. Άφησέ με να σου κάνω έρωτα τώρα. Να σου κάνω έρωτα, αληθινό έρωτα, όχι να σου δώσω απλώς ευχαρίστηση –αν και θα υπάρξει κι αυτή, ελπίζω», πρόσθεσε μ’ ένα πονηρό χαμόγελο. Η Μ αντλέν τράβηξε το πρόσωπό του στο δικό της, νιώθοντας την καθαρή γραμμή του πιγουνιού του, τη μεταξένια υφή των μαλλιών του. «Ναι, σε παρακαλώ», είπε απλά. Τα χείλη του ήταν απαλά, σαν να φοβόταν μην τη μελανιάσει. Η γεύση του γλυκιά. Η ανάσα του. Η μυρωδιά του. Η Μ αντ-λέν τα ήθελε όλα, ό,τι ήταν δικό του. Τα χείλη τους έγλειφαν και φιλούσαν, τα χέρια τους άγγιζαν και θώπευαν, ανάβαν στο πέρασμά τους φωτιές, άφηναν πίσω τους λαμπερές σπίθες. Τώρα ο Κάλεμ της μουρμούριζε κάτι, φιλώντας τις βλεφαρίδες της, το μέτωπό της, το μάγουλο, το αυτί
της, απαλές λέξεις που εκείνη δεν μπορούσε να καταλάβει, αν και χύνονταν πάνω της σαν μέλι. Ο Κάλεμ την ξάπλωσε στην άμμο, σκεπάζοντας το σώμα της με το δικό του, κλείνοντας το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες του, σαν το δέρμα της να ήταν πηλός που μπορούσε να πάρει όποια μορφή επιθυμούσε εκείνος. Η ζεστασιά πλημμύρισε τη Μ αντλέν σαν λιακάδα που την αγκάλιαζε, λιώνοντάς την. Την έγδυσε αργά, σχεδόν με ευλάβεια, ενώ τα χείλη του άφηναν απαλά φιλιά στο δέρμα της καθώς τη γύμνωνε. Όταν της έβγαλε τις κάλτσες, φίλησε την απαλή σάρκα πίσω από τα γόνατά της, το ντελικάτο κόκαλο του αστραγάλου της, το κουντεπιέ της. Έλυσε τον κορσέ της και ψηλάφισε τη γραμμή του ώμου μέχρι εκεί που άρχιζε το μπράτσο, γλείφοντας πρώτα την τρυφερή σάρκα, μετά την άκρη του αγκώνα της, το σφυγμό στους καρπούς της, καθένα από τα δάχτυλά της. Της έβγαλε το μεσοφόρι, κάτι που του
επέτρεψε ν’ αφήσει τις παλάμες του να πλανηθούν στο περίγραμμα του σώματός της, μέσα από το εσώρουχο, ξεκινώντας από την καμπύλη του στήθους της και φτάνοντας χαμηλά στην κοιλότητα της μέσης της και στους αισθησιακούς γοφούς της. Της έβγαζε τα ρούχα απαλά, ένα ένα. Εκείνη ριγούσε από τον πόθο. Ο τρόπος με τον οποίο την παρακολουθούσε την έκανε να νιώθει γυμνή ως το κόκαλο. Το σώμα της ήταν στην απόλυτη διάθεσή του. Ο Κάλεμ απολάμβανε τα πάντα πάνω της. Τον τρόπο που τα βλέφαρά της βάραιναν όταν την άγγιζε εκεί. Έτσι. Ή κάπου αλλού. Έτσι. Τον τρόπο που οι σφυγμοί της επιταχύνονταν με κάθε χάδι, με κάθε φιλί. Τον τρόπο που η σάρκα της κολλούσε στη δική του. Παρακολουθούσε και την παραμικρή αντίδρασή της με υπέρμετρη προσοχή, μαθαίνοντάς τη, σαν να ήταν η πρώτη γυναίκα που είχε ποτέ μελετήσει. Επειδή αυτό ένιωθε. Ήταν η πρώτη. Και η μοναδική.
Τράβηξε το μεσοφόρι πάνω από το κεφάλι της και ήταν πια γυμνή, με το δέρμα της να λάμπει όπως το φως του φεγγαριού. «Τόσο όμορφη», αναστέναξε, γονατίζοντας μπροστά της, παρατηρώντας την, κοιτάζοντας την, καταβροχθίζοντάς τη με το βλέμμα... «Τόσο, μα τόσο υπέροχη». Η φωνή του ράγισε από το συναίσθημα. Τα χέρια του δεν ήταν απόλυτα σταθερά. Ήταν ο πρώτος της. Ο Κάλεμ ένιωθε σαν να ήταν κι εκείνη η πρώτη του. Γδύθηκε βιαστικά, βγάζοντας τα ρούχα σαν να καιγόταν. Τράβηξε το πουκάμισό του πάνω από το κεφάλι του. Η Μ αντ-λέν πρόσεξε τους μυς του να τεντώνονται και να συσπώνται, νιώθοντας ταυτόχρονα τις συσπάσεις των δικών της μυών στο κάλεσμά του. Γυμνός, ενώθηκε μαζί της με κομμένη την ανάσα. Τόσο στιβαρός, τόσο βαθιά, απόλυτα, υπέροχα αρρενωπός. Ποτέ της δεν είχε έρθει σε τόσο ουσιαστική επαφή με τη θηλυκή της φύση. Άπλωσε το χέρι της για ν’ αγγίξει την καμπύλη της ουλής του, χαϊδεύοντας με το δάχτυλο το ζαρωμένο
περίγραμμά της, ακουμπώντας την παλάμη της στην κοιλιά του, νιώθοντας το καυτό του δέρμα. Η παλάμη της. Η ουλή του. Οικείο. Αισθησιακό. Ο Κάλεμ πήρε το χέρι της μέσα στο δικό του και φίλησε την παλάμη της, το σημείο όπου είχε αγγίξει το δέρμα του. Κάθε φορά που τον κοιτούσε μ’ αυτόν τον τρόπο, νόμιζε ότι η επιθυμία του για κείνη θα τον σκότωνε. Η ανάγκη του να χαθεί στα γλυκά νερά της ήταν βασανιστική. Το σώμα του έτρεμε. Πονούσε. Το μέτωπό του γυάλιζε από τον ιδρώτα. Το ίδιο και η πλάτη του. « Γκράα μο κρίγιε», ψιθύρισε στη γλώσσα του πάνω στο απαλό δέρμα της κοιλιάς της. « Αγάπη της καρδιάς μου», ψιθύρισε ξανά, αυτή τη φορά πάνω στο λευκό μηρό της. Ένιωθε τα χέρια της στα μαλλιά του να τον τραβούν. Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο για να τη γευτεί. Ανοίγοντας τα πόδια της, τη φίλησε και χάθηκε στην απόλυτη ευχαρίστηση. Το σοκαριστικό, απίστευτο, απερίγραπτα αισθησιακό άγγιγμα του
στόματός του στο πιο απόκρυφο σημείο της την πέταξε σχεδόν αμέσως στην άκρη του γκρεμού. Τον γράπωσε απεγνωσμένα, όμως ήταν ένα αδύναμο, ευχάριστα αδύναμο κράτημα. Τη χάιδευε με τη γλώσσα και τη φιλούσε τόσο διαφορετικά, τόσο ίδια, τόσο παράφορα. Η γλώσσα του έκανε κυκλικές κινήσεις και μετά βυθιζόταν μέσα της, μετά έξω, μετά πάλι πίσω στα φιλιά και τις κυκλικές διαδρομές της. Η Μ αντλέν εκτοξεύτηκε σ’ ένα άλλο συναισθηματικό επίπεδο, ενώθηκε μαζί του σ’ έναν άλλο γαλαξία πάθους, υπερβολικά εκτεταμένο. Μ ια ρυθμική δόνηση έβγαινε απ’ όπου την άγγιζε κι έφτανε σε κάθε χιλιοστό του κορμιού της. Κι εκείνη συντονιζόταν, ενώ η κάθε δόνηση έμοιαζε με κύμα που έπρεπε να το προλάβει. Να το καβαλήσει, γνωρίζοντας ότι σύντομα, πολύ σύντομα, θα αφηνόταν, και το κύμα θα έσκαγε πάνω της, κι εκείνη θα διαλυόταν. Τη διαπέρασε κάτι καυτό και υγρό, ορμητικό. Τα χέρια του στους μηρούς της την κρατούσαν σταθερή, σηκώνοντάς την έτσι ώστε
εκεί, εκεί, εκεί, ακριβώς εκεί, η γλώσσα του χάιδευε και καθυστερούσε κι έμενε. Ένα κύμα σηκώθηκε τόσο τεράστιο μπροστά της, που η Μ αντλέν νόμισε πως πνιγόταν. Άκουσε στεναγμούς, και ίσως να ήταν οι δικοί της. Γραπώθηκε από πάνω του. Από τα μαλλιά του, από τους ώμους του, πιέζοντας το σώμα της χωρίς ντροπή στο δικό του, καθώς ο οργασμός τη συντάρασσε, υποχωρούσε και φούσκωνε και υποχωρούσε, μέχρι που την άφησε να σπαρταρά εξαντλημένη σαν αστερίας πάνω στην παραλία. Άκουσε μια φωνή να φωνάζει το όνομά του, ξανά και ξανά, ο ήχος βραχνός και λαρυγγικός, και πρέπει να ήταν η δική της. Όμως ακουγόταν τόσο παράξενη και τόσο μακρινή. Εκείνος την κράτησε μέχρι να καταλαγιάσουν τα κύματα, φιλώντας τους μηρούς της, το στομάχι της, φιλώντας τα στήθη της, σκεπάζοντάς τη με φιλιά, ανάβοντάς την ξανά, ερεθίζοντάς την απίστευτα, ώστε ακριβώς τη στιγμή που η Μ αντλέν νόμιζε ότι υποχωρούσε, αυτό άρχιζε να φουσκώνει ξανά σαν παλίρροια. Μ ια καινούρια
αίσθηση. Ή το επόμενο στάδιο της παλιάς. Δεν την ένοιαζε. Ανάγκη, πρωτόγονη ανάγκη, επείγουσα και ακαταμάχητη, την έκανε να κρεμαστεί από πάνω του, να κρατηθεί και να συρθεί κοντά του, να τραβήξει το κεφάλι του στο δικό της. Το στόμα της καυτό πάνω στο δικό του, το στόμα του καυτό πάνω στο δικό της. Ακόμα και καθώς φιλιόνταν, η Μ αντλέν μπορούσε ν’ ακούσει εκείνο το στεναγμό του ονόματός του, εκλιπαρώντας, ικετεύοντας, επειδή, παρ’ ότι νόμιζε ότι είχε εξαντληθεί, τώρα ήξερε πως δεν ήταν έτσι. Όχι ένα τέλος, αλλά η αρχή του τέλους. Τύλιξε τα πόδια της γύρω του. Τον άκουσε ν’ αναστενάζει. Τον άκουσε να φωνάζει το όνομά της. Ο Κάλεμ αναζωπύρωνε τις φλόγες της φωτιάς της. Τη φίλησε λυσσασμένα, και η έξαψη φούντωσε μέσα της. Η γλώσσα του έσπρωχνε, ενώ τα χείλη του ρουφούσαν και πιπίλιζαν σαν να ήθελε να την καταβροχθίσει. Ζούληξε τις θηλές της με τα δάχτυλά του, κάνοντάς τη να τεντωθεί σαν τόξο από την
έκσταση –τόσο μοναδικά ήταν τα θραύσματα αισθησιασμού. Σαν γυαλί που έλιωνε. Τα φιλιά του έγιναν πιο απαιτητικά. Τα χέρια της πηγαινοέρχονταν στο σώμα του, στους ώμους, στην πλάτη, στους γλουτούς και τους μηρούς του, καθώς οι παλάμες και τα δάχτυλά της χάιδευαν και σμίλευαν. Η έκφρασή του είχε γίνει ένα με το πάθος. Μ ια σκοτεινή λάμψη άστραψε στα ζυγωματικά του. Τα χέρια του την κρατούσαν σφιχτά από τη μέση. Ένιωσε την άκρη του ανδρισμού του να φωλιάζει ανάμεσα στους μηρούς της. Τον ένιωσε να μπαίνει αργά μέσα της, είδε την ένταση της αργής κίνησης στο πρόσωπό του, είδε την επίπονη προσπάθεια που κατέβαλλε για να μην την πονέσει. Εκείνη πήρε ανάσα. Προσπάθησε να πάρει ανάσα. Ο Κάλεμ μπήκε μέσα της αργά, τρυφερά, σπρώχνοντας λίγο πιο δυνατά όταν ένιωσε την αντίσταση που σήμανε το τέλος της αθωότητάς της. Περίμενε, ανασαίνοντας βαριά, μετά έσπρωξε ξανά, μέχρι που η θηλυκότητά της τον σκέπασε ολόκληρο κι εκείνος την κράτησε ακίνητη. Τη σήκωσε έτσι ώστε να τον
νιώσει μέσα της, βαθιά μέσα της. Η Μ αντλέν κατάλαβε, από τη βαριά του ανάσα, από το άνοιγμα των πλευρών του, από τη λάμψη στα μάτια του, πόσο του κόστιζε ο αυτοέλεγχος. Οι περιποιήσεις του την έκαναν ν’ ανοίξει τα πόδια της για να τον υποδεχτεί καλύτερα. Ο Κάλεμ είχε λαχανιάσει, σαν να έτρεχε μέρες. Ιδρώτας έσταξε από το μέτωπό του. Έσπρωξε τον ανδρισμό του βαθιά μέσα της. Ήθελε να μείνει εκεί για πάντα. Δεν ήθελε να κουνηθεί. Έπρεπε να κουνηθεί. Εκείνη τον παρακολουθούσε με μάτια σκοτεινά και λάγνα, με χέρια σφιγμένα. «Μ αντλέν, είσαι καλά;» ρώτησε. Της ξέφυγε ένα παράξενο, μικρό γέλιο, επειδή ένιωθε ότι ποτέ δε θα μπορούσε να ήταν καλύτερα. Μ ε το πιο ανεπαίσθητο κούνημα των γοφών της, ο Κάλεμ αισθανόταν τον ανδρισμό του να φουσκώνει μέσα της. Έσκυψε για να τη φιλήσει, ενώ η γλώσσα του έκανε αργές εφόδους στο στόμα της. Αυτή η κίνηση μιμήθηκε τόσο ευχάριστα
τον τρόπο που είχε μπει μέσα της, που η Μ αντλέν βόγκηξε και το ένιωσε ξανά, εκείνο το πρήξιμο. Το δικό της. Το δικό του. Ο Κάλεμ κινήθηκε, υποχωρώντας αργά, μπαίνοντας ξανά μέσα της, απολαμβάνοντας την αίσθηση του σώματός της που τεντωνόταν και κρατιόταν από το σκληρό ανδρισμό του. Ξανά, πάλεψε να κοντρολάρει τον εαυτό του, καθώς η φλόγα της τον ωθούσε μπροστά, να βυθιστεί πιο δυνατά και πιο γρήγορα μέσα της, ενώ οι γοφοί της καμπύλωναν σαν τόξο κάθε φορά που εκείνος εφορμούσε ακούγοντάς τη να στενάζει από ευχαρίστηση. Η Μ αντλέν ήταν σαν ένας καινούριος κόσμος, ένας κόσμος που ο Κάλεμ είχε γεννηθεί για να εξερευνήσει, ένας κόσμος φτιαγμένος για κείνον. Τόσο απόλυτα ταίριαζαν μεταξύ τους, τόσο καυτή και υγρή και αφόρητα, υπέροχα σφιχτή ήταν εκείνη γύρω του. Σε κάθε κίνηση, έσπρωχνε τον ανδρισμό του πιο δυνατά μέσα της, φέρνοντας το σώμα της πιο
κοντά. Ένιωσε την απαλή επαφή των μηρών και των αστραγάλων της γύρω από τη μέση του. Οι φτέρνες της τρίβονταν στους γλουτούς του καθώς έσπρωχνε ξανά, καθώς τραβιόταν και βυθιζόταν. Όταν το ξαναέκανε, ένιωσε τα κύματα του οργασμού της να τον πλημμυρίζουν. Ευχαρίστηση, μια υπερβολικά βασανιστική ευχαρίστηση. Μ ια καινούρια επείγουσα ανάγκη. Συνέβη, μεμιάς. Η εφόρμησή του, η βραχνή κραυγή του, τα χέρια του γύρω της σαν μέγκενη, ο υγρός ανδρισμός του μέσα της, η κάψα και η δόνησή του, οι σφυγμοί της που αντηχούσαν, το δικό της σφίξιμο, το δικό της κράτημα, η δική της ορμή και κραυγή. Ο Κάλεμ τελείωσε μέσα της και η Μ αντλέν παραδόθηκε μ’ έναν απαλό στεναγμό. Κρατιόταν τόσο σφιχτά από πάνω του, που ήταν λες κι είχαν λιώσει ο ένας μέσα στον άλλο, κι ήξερε ότι αυτό ήταν το τελικό σχήμα που θα έπαιρνε το σώμα της. Όχι χορτασμένη, αλλά ολοκληρωμένη. Ένα σώμα φτιαγμένο από δύο. Ένα δέρμα. Χωρίς άκρες. Χωρίς
σύνορα. Μ όνο ένα. Ο Κάλεμ ένιωσε ακατέργαστος. Γυμνός, το παλιό δέρμα του είχε εξαφανιστεί. Αναγεννημένος. Πλημμύρισε από τρυφερότητα. Δεν είχε κρατήσει ποτέ στην αγκαλιά του έναν άνθρωπο τόσο πολύτιμο γι’ αυτόν. Ήταν τρομακτικό και συγκλονιστικό και υπέροχο και απλώς... απλώς τόσο σωστό. Την έσφιξε πάνω του, προστατεύοντάς τη στο στέρνο του, σαν να μπορούσε να την κλειδώσει εκεί, ασφαλή πάνω στην καρδιά του, για πάντα. Έτσι υποτίθεται ότι έπρεπε να είναι. Τίποτα δε θα μπορούσε να είναι ποτέ πιο σημαντικό. Ο κόσμος του μετατοπίστηκε στον άξονά του και ισορρόπησε ξανά. Η Μ αντλέν άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε παραζαλισμένη, αιχμάλωτη ακόμα στην υγρή, σπινθηροβόλα αίσθηση των τελευταίων στιγμών του έρωτά τους. Φαινόταν τόσο διαφορετικός. Τον φίλησε απαλά, ένα φιλί γεμάτο μόνο με αγάπη, τίποτε άλλο. «Δεν ήξερα. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα ήταν έτσι».
Το χαμόγελο του Κάλεμ άνοιξε το δρόμο προς την καρδιά της. «Ούτε κι εγώ». * Το επόμενο πρωί, η οικογένεια μαζεύτηκε για πρόγευμα, που σερβιρίστηκε σ’ ένα μικρό δωμάτιο με θέα τη θάλασσα στο πίσω μέρος του κάστρου. Γεμίζοντας ένα τεράστιο πιάτο με φαγητά, ο Κάλεμ σήκωσε το κεφάλι του, για να δει τα μάτια της Μ αντλέν πάνω του. Μ ια ζεστή λάμψη τον έλουσε, καθώς θυμόταν τη χτεσινή νύχτα, μια λάμψη που απίστευτα γρήγορα μετατράπηκε σε ερεθισμό. Της χαμογέλασε. Τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα. Προφανώς σκέφτονταν ακριβώς το ίδιο πράγμα. Καθώς έπαιρνε τη θέση του δίπλα της, άφησε ένα γρήγορο φιλί στη βάση του αυχένα της, τα χείλη του τόσο συντονισμένα με όλο της το είναι, που ένιωσε το ανεπαίσθητο ρίγος της ανταπόκρισής της. Σκόπευε να την πάει βόλτα με τη βάρκα. Δεν της είχε κάνει ακόμα πρόταση. Θα κατέβαιναν σ’ ένα από
τα μικρά νησάκια στα δυτικά. Θα το έκανε εκεί. Αργότερα, πολύ αργότερα, θα μοιράζονταν τα νέα με την οικογένειά του. Μ ε πρόσχημα ότι τίναζε την πετσέτα του, χάιδεψε το μηρό της κάτω από το τραπέζι. Έπειτα, σήκωσε το βλέμμα κι είδε την κουνιάδα του να τον κοιτάζει με νόημα. Η Τζέσικα ύψωσε το ντελικάτο φρύδι της, δείχνοντας το πιάτο του. «Θεέ μου, Κάλεμ, πρέπει να είσαι πεινασμένος». Εκείνη μασουλούσε μια λεπτή φέτα ψωμιού αλειμμένο με βούτυρο. Παρά τις αμέτρητες προσπάθειές της, είχε αποτύχει παταγωδώς να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον Ρόρι να μάθει να της αρέσει ο χυλός για πρωινό. Όλα τα μάτια στράφηκαν τώρα στο πιάτο του Κάλεμ, που ήταν γεμάτο με καπνιστά ψάρια, αβγά, ψωμί βρόμης και μπέικον. «Πρέπει να φταίει ο αέρας των Χάιλαντς, ανοίγει την όρεξη ενός άντρα», μουρμούρισε. «Ή ίσως φταίει ο χορός που έριξες χτες το βράδυ», πρότεινε ο Ρόρι με μια λάμψη στα μάτια.
«Χορός! Δεν είδα τον Κάλεμ να χορεύει», είπε η Έλσα. «Για την ακρίβεια, δεν τον είδα σχεδόν καθόλου». Η Τζέσικα έριξε στον άντρα της ένα επιτιμητικό βλέμμα. «Ήσουν τόσο απασχολημένη να ενθαρρύνεις τον άμοιρο νεαρό Κάμερον να σου κάνει τα γλυκά μάτια όλη τη νύχτα, που με εκπλήσσει ότι πρόσεξες το παραμικρό», είπε βιαστικά ο Ρόρι. «Ξέρει ότι ήταν για πλάκα», είπε η Έλσα μ’ ένα αδιάφορο ανασήκωμα των ώμων, ακριβώς ίδιο με του Κάλεμ. Έστρεψε την προσοχή της στη Μ αντλέν, που ήταν απολύτως προσηλωμένη στο πρωινό της. Η Έλσα την κοίταζε γοητευμένη, καθώς εκείνη καθάριζε ένα ένα τα μικρά κόκαλα του ψαριού της, βάζοντάς τα προσεκτικά στην άκρη του πιάτου της, προτού φάει μια διστακτική μπουκιά. «Είναι μονάχα καπνιστή ρέγκα», της είπε ενθαρρυντικά. «Οι περισσότεροι τρώνε και τα κόκαλα. Σίγουρα πρέπει να είχες φάει ρέγκα στην... από πού είσαι ακριβώς;»
«Από τη Βρετάνη». «Ω, ναι, είναι στη βόρεια Γαλλία, σωστά; Δεν ξέρω αν το γνωρίζεις, αλλά υπάρχουν ακόμα μερικοί συμπατριώτες σου στα Χάιλαντς. Δόθηκε σε όλους χάρη μετά την Εξέγερση, και κάποιοι βολεύτηκαν εδώ. Έχουμε έναν από τη Νορμανδία που παντρεύτηκε μια ντόπια κοπέλα, την κόρη ενός από τους ανθρώπους σου, Κάλεμ. Επίσης, η φίλη μου, η Ίσλα, μου μίλησε για έναν άλλο στο Ινβερλόχαν. Είμαι σίγουρη ότι είναι από τη Βρετάνη». «Ω, ναι», είπε αφηρημένα η Μ αντλέν. «Μ ου αρέσει το ψάρι –τι είναι, είπες;» «Καπνιστή ρέγκα», της είπε η Τζέσικα, βάζοντας στον εαυτό της άλλη μια κούπα τσάι. «Τέλος πάντων, έχει προφανώς χάσει τη μνήμη του, το μόνο που θυμάται είναι το μικρό του όνομα», είπε η Έλσα. «Ποιος;» «Μ η χαζεύεις, Ρόρι, ο νεαρός Γάλλος για τον οποίο μιλούσα στη Μ αντλέν. Τραυματίστηκε στο κεφάλι.
Όπως και να ’χει, είναι τυχερός που είναι ζωντανός. Για πολύ καιρό πίστευαν ότι δε θα τα κατάφερνε». «Πού τραυματίστηκε;» ρώτησε ο Ρόρι. «Στο Καλόντεν». «Τότε πιθανότατα ν’ ανήκε στο τάγμα των Βασιλικών Σκοτσέζων», είπε ο Ρόρι. «Ήταν στη δική μας...» «Στο Καλόντεν», διέκοψε η Μ αντλέν, αφήνοντας το πιρούνι να πέσει από τα χέρια της. Ο Κάλεμ σήκωσε το κεφάλι του. «Μ αντλέν, δεν μπορεί να πιστεύεις...» «Όμως είπε ότι ήταν τραυματισμένος στο κεφάλι», του απάντησε η Μ αντλέν, «το είπες, δεν το είπες, Έλσα;» Η Έλσα φάνηκε να μπερδεύεται από το ξαφνικό ενδιαφέρον. «Ναι, η Ίσλα είπε ότι τον πυροβόλησαν». «Ποια είναι η Ίσλα;» «Η Ίσλα Μ όρισον. Κάλεμ, πρέπει να τη θυμάσαι, είναι η κόρη του Ίαν Μ όρισον, που είναι ο ιδιοκτήτης της γης στο Ινβερλόχαν. Όλο ξεχνάω πόσο καιρό έλειπες. Λοιπόν, ο αδερφός της, ο Χάμις, έφερε πίσω
το Γάλλο μετά τον τραυματισμό του, και κανείς δεν τον έψαξε. Τώρα διαχειρίζεται ένα από τα περιβόλια του Μ όρισον». «Ποιος νοιάζεται για τους Μ όρισον! Πώς είναι αυτός ο Γάλλος; Πόσων χρονών; Τι χρώμα έχουν τα μαλλιά του;» Η Μ αντ-λέν εκσφενδόνισε ταραγμένη τις ερωτήσεις στην Έλσα. «Θεέ μου, δώσε μου ένα λεπτό. Η Ίσλα είπε ότι είναι νέος, ίσως είκοσι τεσσάρων με είκοσι πέντε. Μ ελαχρινός και όμορφος, είπε, αν και δεν είμαι σίγουρη για το τι εννοεί με το όμορφος. Όσο κι αν την αγαπώ, η Ίσλα είναι ο τύπος της κοπέλας που θα αποκαλούσες συμπαθητική, όχι όμορφη». «Το όνομά του; Είπες ότι θυμόταν το όνομά του», της υπενθύμισε ανυπόμονα η Μ αντλέν. «Δώσε μου ένα λεπτό, θα το θυμηθώ». «Για όνομα του Θεού, Έλσα, σκέψου. Είναι σημαντικό», πέταξε εκνευρισμένος ο Κάλεμ. Δίπλα του, η Μ αντλέν είχε χάσει το χρώμα της. Έπλεκε και ξέπλεκε τα
δάχτυλά της πάνω στην ποδιά της, κάτι που έκανε πάντα όταν ήταν νευρική. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στην Έιλσα, διάπλατα και χαμένα, σαν ζώο που είχε πιαστεί σε παγίδα. Ο Κάλεμ έπιασε το χέρι της. Ήταν παγωμένο. «Ο Ντρουασάρ φαινόταν πολύ σίγουρος ότι ο Ντε Γκιζ είχε πεθάνει», της υπενθύμισε απαλά. «Άντρες σαν αυτόν δεν κάνουν λάθη». Δεν ήθελε τον Ντε Γκιζ ζωντανό. Δεν ήθελε ν’ αναστηθεί από τον τάφο σαν Λάζαρος. «Είναι μάλλον σύμπτωση», είπε στη Μ αντλέν. «Μ ην εναποθέτεις σ’ αυτό τις ελπίδες σου». Να εναποθέτει σ’ αυτό τις ελπίδες της! Ο Κάλεμ πίστευε ότι εκείνη ήθελε τον Γκιγιόμ ζωντανό; Ο Θεός να τη βοηθούσε, δεν το ήθελε. Αν και δεν μπορούσε να ευχηθεί ούτε το θάνατό του. Θα έπρεπε να χαίρεται γι’ αυτόν. Ωστόσο, το μόνο που ένιωθε ήταν ένας βασανιστικός τρόμος. Εγωιστικός, βασανιστικός τρόμος! «Κάλεμ, εγώ...» «Γκιγιόμ», ανακοίνωσε ξαφνικά η Έλσα. «Γκιγιόμ, έτσι τον λένε!» Έλαμψε θριαμβευτικά. «Το ήξερα
ότι θα το θυμόμουν. Είναι αυτός; Εκπληκτικό!» Η Μ αντλέν έγνεψε. Το στόμα της ήταν στεγνό. Ένιωθε ανίκανη να μιλήσει. Ο Γκιγιόμ ήταν ζωντανός. Ακριβώς τη στιγμή που ο κόσμος της είχε τακτοποιηθεί τόσο υπέροχα πάνω στα καινούρια του θεμέλια, το φάντασμα του παρελθόντος της είχε αναστηθεί για να τη φέρει αντιμέτωπη με τις αμαρτίες της. Κοίταξε τριγύρω στο τραπέζι, συνειδητοποιώντας αμυδρά ότι όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα πάνω της. Η Τζέσικα φαινόταν ευγενική και ανήσυχη. Η ανυπόμονη έκφραση της Έλσα είχε μετατραπεί σε σύγχυση, ενώ ο Ρόρι ήταν συνοφρυωμένος. Και ο Κάλεμ την κοιτούσε με σφιγμένο πρόσωπο, τα μάτια του σκοτεινά και απόμακρα. Τα δάχτυλά της γράπωσαν τα δικά του. Το βράχο της. Δεν ήθελε ν’ αφήσει την άγκυρά της, όμως ένιωθε το αεράκι, την έλξη του παρελθόντος, σαν άμπωτη, αρκετά δυνατή ώστε να την κάνει ν’ αναρωτηθεί αν θα έπρεπε να επιστρέψει. Αν, στο κάτω κάτω, είχε το δικαίωμα να θυσιάσει άλλους στο βωμό της δικής της
ευτυχίας. Το κεφάλι της στριφογύριζε. Η επιθυμία να το σκάσει ήταν ακαταμάχητη. Σηκώθηκε όρθια τόσο απότομα, που η καρέκλα έπεσε με θόρυβο στο ξύλινο πάτωμα. Είχε φτάσει στην πόρτα όταν εκείνος την άρπαξε. Τα δυνατά του δάχτυλα βρέθηκαν στο μπράτσο της, το στιβαρό σώμα του ορθώθηκε μπροστά της. Την τράβηξε έξω από το δωμάτιο κι έκλεισε γρήγορα την πόρτα πίσω τους. «Πού πηγαίνεις;» «Δεν ξέρω. Μ ακριά. Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να σκεφτώ». Δάκρυα μαζεύτηκαν στα μάτια της. Έτρεμε. «Το σκας, Μ αντλέν;» «Ναι», είπε μανιασμένα, παλεύοντας να απελευθερωθεί από τη λαβή του, «ναι, το σκάω». «Όχι». Δεν ύψωσε τη φωνή του, αλλά φάνηκε σαν να το είχε κάνει. «Όχι», είπε ξανά, πιο ήρεμα, αλλά ακόμα πιο αμείλικτα, «δε θα το σκάσεις. Δε θα σε αφήσω. Αρκετά το έχουμε κάνει αυτό και οι δύο». «Τι εννοείς;» Ένα φτερούγισμα στο στομάχι της. Τα πόδια της
έτρεμαν τόσο, που ένιωσε σαν να είχαν αλλάξει θέση τα κόκαλά της. «Οι αλήθειες πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται, όσο δυσάρεστες κι αν είναι, το ξέρεις αυτό. Οι δαίμονες πρέπει να πολεμιούνται. Δεν υπάρχει χώρος για αμφιβολίες. Σε αγαπώ. Ξέρω ότι κι εσύ με αγαπάς, αλλά είναι ανάγκη να μάθουμε και οι δύο αν αυτό είναι αρκετό. Το ταξίδι που κάναμε μαζί ήταν μακρύ. Έχουμε αλλάξει και οι δύο, είμαστε πια διαφορετικοί άνθρωποι. Δε θέλω να με στοιχειώνει το παρελθόν, το δικό σου ή το δικό μου. Δε θέλω να σε κερδίσω από λάθος. Δε θέλω να είμαι ο δεύτερος καλύτερος». «Ποτέ δε θα μπορούσες να είσαι ο δεύτερος καλύτερος», είπε η Μ αντλέν με σπασμένη φωνή, νικημένη από την αποφασιστικότητά του μπροστά στον όλεθρο που απειλούσε να κάνει το πολύτιμο μέλλον τους χίλια κομμάτια. Ένιωσε δέος και ταπεινότητα μπροστά στη δύναμη της αγάπης του για κείνη. «Σε αγαπώ».
«Τότε απόδειξέ το», είπε απαλά. «Θα σε πάω σ’ εκείνον. Πήγαινε να φέρεις την εσάρπα σου». Την παρακολούθησε να κατευθύνεται αργά προς τις σκάλες. Μ ετά, με καρδιά σφιγμένη αλλά προσηλωμένη στο στόχο, επέστρεψε στο δωμάτιο για να ανακοινώσει στους συγγενείς του την άμεση αναχώρησή τους για το Ινβερλόχαν. * Η Μ αντλέν καθόταν σιωπηλή καθώς ο Κάλεμ έβγαζε τη μικρή βάρκα στον πορθμό. Όταν ο άνεμος χτύπησε τα πανιά, μάζεψε τα κουπιά και κάθισε στο τιμόνι. Το αεράκι ανέμιζε τα μαλλιά του κι έπεφταν στο πρόσωπό του. Είχε το βλέμμα καρφωμένο στην ακτή, κρατώντας άνετα την πορεία τους, ενώ η έκφρασή του ήταν απόμακρη όσο τα βουνά στον ορίζοντα. Αυστηρή. Ανέκφραστη. Σίγουρη. Μ ακάρι να είχε τη σιγουριά του. Τον αγαπούσε. Κάθε φορά που τον κοιτούσε, την πλημμύριζε σαν κύμα η αγάπη της. Δεν μπορούσε να φανταστεί τη ζωή χωρίς
εκείνον. Η αγάπη της δεν αμφιταλαντευόταν ούτε στιγμή, όμως η Μ αντλέν φοβόταν ότι η αποφασιστικότητά της το έκανε. Άραγε θ’ αντιμετώπιζε με θάρρος το γεγονός ότι έπρεπε να πει στον Γκιγιόμ πως δε γινόταν να τον παντρευτεί, γνωρίζοντας ότι έτσι θα γκρέμιζε το έδαφος κάτω από τα πόδια του; Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να προσεύχεται ότι θα τα κατάφερνε. Ο Κάλεμ της είχε δώσει την καρδιά του. Δεν ήθελε να τον απογοητεύσει. Προτιμούσε να πεθάνει, παρά να τον απαγοητεύσει. Ωστόσο, φοβόταν ότι αυτό ακριβώς θα έκανε. Πλησίασαν στην ακτή με τα βότσαλα. Προτού τη βοηθήσει να κατέβει, ο Κάλεμ μάζεψε τα πανιά και τράβηξε τη βάρκα στην παραλία. Η Μ αντλέν τον περίμενε στην πρωινή λιακάδα, παρακολουθώντας μια γυναίκα να επιδιορθώνει μια παγίδα για αστακούς, ενώ εκείνος πήγαινε στο πανδοχείο για να ετοιμάσει τα άλογά τους. Τη βοήθησε ν’ ανέβει στη σέλα. Η Μ αντλέν κατάφερε να χαμογελάσει διστακτικά. Το
δικό του χαμόγελο δεν έφτασε στα μάτια του. Η καρδιά της χτυπούσε αργά και βαριά στο στήθος της, σαν το τύμπανο που οδηγούσε το κάρο των μελλοθάνατων στο ικρίωμα. Ταξίδεψαν μέχρι το χωριό του Ινβερλόχαν μέσα στη σιωπή. Ο Κάλεμ δε δυσκολεύτηκε να βρει το περιβόλι, για το οποίο πήραν οδηγίες από έναν ντόπιο. Ήταν απομονωμένο στο βόρειο σταυροδρόμι, κι είχε ένα καλοδιατηρημένο κτίσμα με αχυρένια σκεπή, με καπνό να βγαίνει από μια τρύπα στη μέση της καμινάδας. Μ ερικές κότες γρατσούνιζαν ευχαριστημένες μια φρεσκοσκαμμένη λακκούβα στη γη, που είχε ετοιμαστεί για να φυτευτούν εκεί λάχανα. Στην άκρη του μποστανιού υπήρχε ντανιασμένη τύρφη, που πλημμύριζε τον αέρα με τη μυρωδιά της λάσπης. Δίπλα του, το πρόσωπο της Μ αντλέν ήταν άσπρο σαν την καμιζόλα της. Από το θολωμένο μυαλό του περνούσαν απελπισμένες σκέψεις δολοφονίας του Ντε Γκιζ. Ο Κάλεμ ήθελε να ορμήσει στην αγροικία και να τον πνίξει με τα ίδια του τα χέρια. Όμως του έδιναν δύναμη τα δικά του λόγια. Δε θα ήταν ο
δεύτερος καλύτερος, ανεξάρτητα από το πόσο πόνο του προκαλούσε αυτό. Δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει για κείνη. Ο Ντε Γκιζ ήταν ένας δράκος που η όμορφη πριγκίπισσά του έπρεπε ν’ εξολοθρεύσει μόνη της. Την κατέβασε από τη σέλα και την κράτησε κοντά του, σφίγγοντάς τη με δύναμη, σαν να προσπαθούσε να αποτυπώσει για πάντα πάνω του τη μορφή της. «Ό,τι και να αποφασίσεις, θα σταθώ στο πλευρό σου». Ακόμα και καθώς ξεστόμιζε τις λέξεις, αμφισβήτησε την ικανότητά του να μείνει πιστός σε μια τέτοια δέσμευση. Ήταν δική του. Προσευχόταν στο Θεό να μη χρειαζόταν να το αποδείξει. Η Μ αντλέν κόλλησε πάνω του, αρπάχτηκε από το πουκάμισό του, τραβώντας τον κοντά κι ακόμα πιο κοντά της. Μ αλακά, εκείνος απελευθερώθηκε από τα χέρια της. «Έτοιμη;» Του έγνεψε καταφατικά. Ο Κάλεμ χτύπησε την πόρτα, αλλά δεν πήρε καμία απάντηση, κι έτσι την
έσπρωξε για ν’ ανοίξει. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, ενώ το μικρό, χωρίς τζάμι παράθυρο άφηνε να μπει μέσα λίγο φως. Ένα τσουκάλι ήταν κρεμασμένο πάνω από τη φωτιά, κι ο χώρος μύριζε κρεατόσουπα με κριθάρι. Ένα χοντροφτιαγμένο διαχωριστικό χώριζε το σπίτι από το μέρος όπου φυλάσσονταν τα ζώα. Δεν υπήρχε ψυχή, ούτε άνθρωποι ούτε ζώα. Όταν βγήκαν έξω, ο ήλιος τον τύφλωσε. «Θα δοκιμάσουμε στα χωράφια από πίσω. Η φωτιά είναι αναμμένη, άρα δεν μπορεί να έχει πάει μακριά». Έκαναν το γύρο του μποστανιού, όπου υπήρχαν κι άλλες περιποιημένες λωρίδες καλλιεργημένης γης. Ένα κοτέτσι. Μ ια αγελάδα σ’ έναν ανοιχτό αχυρώνα. Ένα ρυάκι που τροφοδοτούσε με νερό μια μικρή γούρνα. Και πίσω από τη γούρνα, ένας άντρας που έσκυβε μ’ έναν κουβά στο χέρι. Ίσιωσε την πλάτη του όταν είδε τους επισκέπτες, έφερε το χέρι του αντήλιο κι άφησε προσεκτικά το γεμάτο κουβά στο έδαφος, προτού περπατήσει αργά προς το μέρος τους για να τους χαιρετήσει.
Ήταν ένας ψηλός άντρας με τη λιπόσαρκη σιλουέτα ανθρώπου που είχε υποφέρει από μακροχρόνια ασθένεια. Τα μάτια του ήταν γαλανά, μάλλον χωμένα βαθιά κάτω από τα σκούρα φρύδια του. Τα σκούρα καστανά μαλλιά του μεγάλωναν ακατάστατα γύρω από μια κόκκινη ουλή, η οποία ξεκινούσε από την κορυφή του κρανίου του κι έφτανε στο αυτί του, δίνοντάς του μια ξεχωριστή όψη. Πέρα απ’ όλα αυτά, ο Κάλεμ μπορούσε να δει ότι ήταν γοητευτικός, ότι είχε ευχάριστη εμφάνιση και ντροπαλό χαμόγελο. Ήταν νέος, όχι πάνω από τα είκοσι τρία ή τα είκοσι τέσσερα, οι λεπτές ρυτίδες γύρω από τα μάτια και το στόμα του ήταν περισσότερο αποδείξεις τραύματος παρά προχωρημένης ηλικίας. Φορούσε απλά ρούχα, παντελόνι, πουκάμισο και σακάκι σαν τους άλλους αγρότες. Οι μπότες στα μάλλον μεγάλα πόδια του ήταν δεμένες με δερμάτινα κορδόνια. Το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του φαινόταν να ξεπροβάλλει μέσα από το αριστερό παπούτσι. Όμως τα χέρια του, αν και τραχιά, ήταν χέρια ευγενούς, με
μακριά, καλοσχηματισμένα δάχτυλα, αναπάντεχα φροντισμένα. Το απελπισμένο σφίξιμο της Μ αντλέν άρχισε να τον πονάει. Δεν ήταν ανάγκη να τη ρωτήσει αν αυτός ο άντρας ήταν ο Ντε Γκιζ. «Γκιγιόμ», είπε, κι η φωνή της ακούστηκε σαν σκούξιμο. «Ναι;» Ο Γκιγιόμ ντε Γκιζ κοίταξε πρώτα τη Μ αντλέν και μετά τον Κάλεμ σαστισμένος. «Μ πορώ να σας βοηθήσω;» Μ ίλησε γαελικά με γαλλική προφορά. «Γκιγιόμ, εγώ είμαι. Η Μ αντλέν. Δε με γνωρίζεις;» τον ρώτησε στα γαλλικά, κοιτάζοντας με αγωνία το πρόσωπό του. «Δε με θυμάσαι; Είμαι η Μ άντι», συνέχισε, πάντα στη μητρική της γλώσσα. «Η Μ άντι;» Ο Γκιγιόμ την κοίταξε έντονα. Κούνησε το κεφάλι κλείνοντας τα μάτια του σαν να πονούσε. Την ξανακοίταξε επίμονα. «Μ άντι;» Έπιασε το κεφάλι του και ταλαντεύτηκε. Ενστικτωδώς, η Μ αντλέν έσπευσε να τον στηρίξει παραπατώντας, καθώς εκείνος έπεφτε πάνω της με μάτια θολά. Τα γόνατά του λύγισαν και ο Κάλεμ τον
πρόλαβε λίγο πριν σωριαστεί στο έδαφος. «Πιάσε το άλλο χέρι του», διέταξε τη Μ αντλέν. «Βοήθησέ με να τον πάμε μέσα». Μ ισοκουβαλώντας, μισοσέρνοντάς τον, κατάφεραν να φτάσουν στο σπίτι με τον Γκιγιόμ ανάμεσά τους, άσπρο σαν σεντόνι, ανίκανο σχεδόν να κρατηθεί όρθιος. Ο άντρας κατέρρευσε αδύναμα σε μια καρέκλα. Η Μ αντλέν έβαλε λίγο νερό από μια κανάτα σε μια ξύλινη κούπα και του την έδωσε. Ο Γκιγιόμ ήπιε και, ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, φάνηκε να συνέρχεται. Ίσιωσε την πλάτη του, ενώ τα γαλανά μάτια του εστίαζαν στη Μ αντλέν που στεκόταν μπροστά του τρέμοντας. «Είσαι στ’ αλήθεια εσύ; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Πώς έφτασες μέχρι εδώ;» Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. Εκείνη το έπιασε. Η αίσθηση ήταν παράξενη. Η λαβή του αδύναμη. Το χέρι του δεν αγκάλιαζε το δικό της όπως του Κάλεμ. Κάθισε σε μια σκληρή ξύλινη καρέκλα δίπλα του. «Ήρθα στη Σκοτία για να σε
βρω. Το έσκασα». Ήταν πολύ πιο αδύνατος απ’ όσο τον θυμόταν, και σαν να ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία. Δεν ήταν πια αγόρι, και τα τραύματα των τελευταίων δεκαοχτώ μηνών ήταν χαραγμένα στο πρόσωπό του, προσδίδοντάς του μια ωριμότητα που δεν είχε πριν. Παρά την τρομερή ουλή, ήταν γοητευτικός άντρας –η Μ αντλέν μπορούσε να το δει αυτό. Ωστόσο δεν την έλκυε καθόλου. «Το έσκασες; Θέλεις να πεις ότι ήρθες εδώ μόνη; Τότε ποιος είναι αυτός;» ρώτησε, κοιτάζοντας τον Κάλεμ. «Ο Κάλεμ Μ ανρό. Είναι μεγάλη ιστορία. Είσαι σίγουρος ότι νιώθεις αρκετά καλά για να την ακούσεις; Φαίνεσαι πολύ χλομός». «Φταίει το κεφάλι μου, όμως το έχω συνηθίσει. Πες μου, νομίζω ότι θα με βοηθήσει». Ήπιε άλλη μια γουλιά νερό. «Είναι τόσο παράξενο. Όλους αυτούς τους μήνες ήταν σαν να υπήρχε στο μυαλό μου μια μαύρη κουρτίνα, που με εμπόδιζε να δω από πίσω. Ωστόσο, ο ήχος και μόνο της φωνής σου ήταν
αρκετός για να την παραμερίσει, σαν να μη βρισκόταν ποτέ εκεί». Έσφιξε το χέρι της. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είσαι εδώ. Είναι τόσο ωραίο που σε βλέπω, Μ άντι». Τα λόγια του ήταν σαν μαχαιριά στη συνείδησή της, η απροκάλυπτη ευχαρίστησή του που την είχε δει ροκάνιζε την αποφασιστικότητά της. Χαμογέλασε τρεμάμενα καθώς έριχνε μια ματιά στον Κάλεμ, ο οποίος στηριζόταν στην πόρτα με τα χέρια σταυρωμένα κι έκφραση ανεξιχνίαστη –το στόμα του μια λεπτή, σκληρή γραμμή. Για άλλη μια φορά, την κυρίευσε η πανίσχυρη επιθυμία να το σκάσει, μια επιθυμία που σηκώθηκε μέσα της σαν παλιρροϊκό κύμα. Μ ε απίστευτο κόπο, το κατέπνιξε. Δε θα απογοήτευε τον Κάλεμ. Δε θα το έκανε. Γύρισε ξανά στον αρραβωνιαστικό της. «Κι εσένα, Γκιγιόμ, είναι ωραίο που σε βλέπω». Η ανακούφιση που της προκάλεσε η συνειδητοποίηση ότι αυτό ήταν αλήθεια της έδωσε κουράγιο. Δεν ευχόταν να ήταν νεκρός. Δεν είχε πέσει τόσο χαμηλά.
Μ ε σιγανή φωνή, κομπιάζοντας, χωρίς όμως να σταματήσει, του εξιστόρησε τα γεγονότα, ξεκινώντας από το ότι ο ξάδερφός του διεκδικούσε το Λα Ρος –που πυροδότησε την απόφασή της γι’ αυτό το ταξίδι– και φτάνοντας στην ανακάλυψη ότι ζούσε στην περιοχή, καθώς έτρωγε πρωινό στο Χέρονσεϊ το ίδιο πρωί. Τα μάτια της δεν άφησαν ούτε στιγμή το πρόσωπό του. Στο βλέμμα του η Μ αντλέν είδε την έκπληξη, το σοκ, την αποστροφή όταν άκουσε για τον Ντρουασάρ που χρησιμοποιούσε το όνομά του. Επίσης, θαυμασμό για κείνη και –δεν υπήρχε αμφιβολία– αγάπη. «Δε σταμάτησες ποτέ να ελπίζεις», της είπε όταν εκείνη τελείωσε. «Δεν μπορώ να πιστέψω σε τι δοκιμασίες υπέβαλες τον εαυτό σου για χάρη μου. Θα επανορθώσω, σου το υπόσχομαι. Πάντα σε θεωρούσα δεδομένη. Δε θα το ξανακάνω ποτέ. Είσαι τόσο γενναία. Μ ικρή μου Μ άντι». Δάκρυα μαζεύτηκαν στα μάτια της, όμως δε θα τα άφηνε να ξεχυθούν. Πήρε βαθιά ανάσα. Πίεσε τον
εαυτό της να βγάλει την αγάπη της για κείνον μέσα από το κουτί στο οποίο την είχε κλειδώσει και να την κοιτάξει καλά. Να το κάνει ήρεμα, επειδή έπρεπε να γίνει ή τώρα ή ποτέ. Έπρεπε να είναι σίγουρη. Απολύτως σίγουρη. Μ ε όποιο κόστος. Και να το. Ένα αληθινό συναίσθημα, όμως πιο χλομό, με τελείως διαφορετική μορφή από την αγάπη της για τον Κάλεμ. Όχι νεκρό, αλλά περιορισμένο. Δε θα μεγάλωνε, ούτε θα μεταμορφωνόταν ποτέ σε κάτι άλλο. Και με τον καιρό, αν το παραμελούσε, θα ξεθώριαζε. Δίπλα σ’ αυτό, η αγάπη της για τον Κάλεμ έλαμπε ζωντανή και δυνατή. Στο τέλος, δεν υπήρχε επιλογή. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Μ ακάρι μόνο η πράξη αυτή να μην ήταν τόσο οδυνηρή! Η καρδιά της χτυπούσε ξανά σαν να προανήγγειλε το θάνατο. Ο τρόπος που την κοιτούσε ο Γκιγιόμ, τόσο τρυφερά –ποτέ δεν την είχε ξανακοιτάξει έτσι. Ποτέ δε θα την ξανακοιτούσε έτσι. Επειδή σίγουρα θα τη μισούσε γι’ αυτό που
σκόπευε τώρα να του πει. «Γκιγιόμ, το θέμα είναι...» «Είναι σαν όνειρο», τη διέκοψε ο Γκιγιόμ χαμογελώντας ευτυχισμένος. «Ή σαν μόλις να ξύπνησα», πρόσθεσε μ’ ένα γέλιο, «δεν μπορώ ν’ αποφασίσω τι από τα δύο». «Γκιγιόμ! Άκου, υπάρχει και κάτι άλλο που θέλω να σου πω». «Τι είναι;» «Δεν μπορώ. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ». «Δεν μπορείς τι; Μ άντι, με τρομάζεις... τι συμβαίνει;» Σηκώθηκε όρθια, έκανε το γύρο του δωματίου νευρική, μετά κάθισε ξανά, ενώ τα δάχτυλά της ήταν τόσο σφιχτά πλεγμένα μεταξύ τους, που οι αρθρώσεις της είχαν ασπρίσει. «Δεν μπορώ να σε παντρευτώ. Δε σε αγαπώ, όχι με αυτό τον τρόπο, και ξέρω τώρα ότι ποτέ δε θα το κάνω. Λυπάμαι πολύ». «Όμως... δεν καταλαβαίνω, τι έχει αλλάξει;» «Εγώ έχω αλλάξει». Έπιασε ξανά το χέρι του, εκλιπαρώντας τον με το βλέμμα της για κατανόηση. «Έχω αλλάξει τόσο, που δεν υπάρχει καμία περίπτωση να γυρίσω
ξανά πίσω». «Γνώρισες κάποιον άλλο». Τράβηξε απότομα το χέρι του. Εκείνη έκλεισε τα μάτια, ανίκανη να αντικρίσει τον πόνο που είδε στο πρόσωπό του, όμως πίεσε τον εαυτό της να το κάνει. «Ναι, έτσι είναι. Αλλά ακόμα κι αν δεν είχε συμβεί αυτό... Γκιγιόμ, δεν είναι απλώς ότι αγαπώ κάποιον άλλο, είναι ότι εγώ... λυπάμαι, ποτέ δε σε αγάπησα, όχι με αυτό τον τρόπο. Όχι όπως αξίζεις να αγαπηθείς. Σε αγαπώ ακόμα σαν φίλο, αλλά ξέρω ότι ποτέ, μα ποτέ, δε θα σε αγαπήσω σαν εραστή. Λυπάμαι». «Τότε γιατί ήρθες εδώ, γνωρίζοντάς το αυτό; Γιατί δεν έμεινες στη Γαλλία θεωρώντας με νεκρό;» «Δεν παραιτήθηκε από εσένα επειδή πίστευε, παρά τα όσα της έλεγαν όλοι, ότι ήσουν ζωντανός». Ο Κάλεμ δεν κατάφερε να κρατηθεί άλλο. Φεύγοντας από την πόρτα, έκανε δύο γρήγορες δρασκελιές για να βρεθεί προστατευτικά στο πλευρό της γυναίκας που αγαπούσε. Της γυναίκας του. Επειδή είχε
ακούσει αρκετά, περισσότερα από αρκετά, για να ξέρει ότι η Μ αντλέν ήταν δική του –αναμφισβήτητα, υπέροχα, απόλυτα δική του. Ανακούφιση, χαρά, περηφάνια, και αυτό το πράγμα που είχε αρχίσει να αναγνωρίζει ως ευτυχία άρχισαν να τον πλημμυρίζουν, και με δυσκολία κατάφερε να συγκρατηθεί και να μην την αρπάξει για να φύγει μαζί της την ίδια στιγμή. «Ήρθε επειδή ο ξάδερφός σου διεκδικούσε την ιδιοκτησία σου», είπε μέσα από τα δόντια του. «Αν δεν το είχε κάνει, πιθανότατα θα περνούσες την υπόλοιπη ζωή σου εδώ, χωρίς όνομα, χωρίς παρελθόν και μέλλον». Ο Γκιγιόμ μόρφασε μπροστά στην αναπάντεχη απειλή που ορθωνόταν τώρα μπροστά του, πίσω από τη Μ αντλέν. «Ποιος είσαι εσύ;» «Ο Κάλεμ Μ ανρό». «Ναι, το άκουσα πριν το όνομά σου, αλλά ποιος –ω! Είσαι εσύ». Ο Γκιγιόμ στράφηκε στη Μ αντλέν αποσβολωμένος. «Όταν είπες ότι έχεις γνωρίσει κάποιον, νόμιζα ότι εννοούσες έναν άλλο Γάλλο. Αυτό
σημαίνει ότι ήρθες εδώ... ότι όταν έφτασες στη Σκοτία υπήρχε ακόμα... ότι ακόμα θεωρούσες τον εαυτό σου αρραβωνιασμένο μαζί μου;» «Ε, ναι, αλλά αυτό δε σημαίνει...» «Όμως αν η γνωριμία σου με αυτό τον άντρα είναι τόσο σύντομη, τότε σίγουρα... Μ άντι, δεν μπορείς στ’ αλήθεια να γνωρίζεις αρκετά γι’ αυτόν ώστε να προχωρήσεις σε μια τέτοιου είδους δέσμευση». «Το έχει ήδη κάνει», είπε ο Κάλεμ απειλητικά. «Δεν την άκουγες;» «Ξέρω όλα όσα χρειάζεται να ξέρω γι’ αυτόν, Γκιγιόμ», βιάστηκε να παρέμβει η Μ αντλέν. «Όλα τα σημαντικά πράγματα. Απλώς ξέρω. Τον αγαπώ». Σκούπισε ένα δάκρυ από τα μάτια της και κοίταξε φευγαλέα τον Κάλεμ, που εξακολουθούσε να ορθώνεται απειλητικός με σφιγμένες τις γροθιές του. «Το μόνο που μπορεί να φέρει ο χρόνος είναι να με κάνει να τον αγαπήσω περισσότερο. Λυπάμαι. Ειλικρινά λυπάμαι, Γκιγιόμ, αλλά πρέπει να το δεχτείς. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Δεν είμαι η Μ άντι που ήξερες
κάποτε. Λυπάμαι που έπρεπε να γίνει μ’ αυτό τον τρόπο, στενοχωριέμαι που αναγκάζομαι να σε πληγώσω, αλλά για το μόνο πράγμα που δε θα μπορούσα να μετανιώσω ποτέ είναι το ότι συνάντησα τον Κάλεμ». Ο Γκιγιόμ έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα, μετά σηκώθηκε όρθιος κάπως τρεμάμενα. «Το φταίξιμο είναι δικό μου. Δεν ήξερα τι είχα μέχρι που σε άφησα. Μ ου έλειψες, το ξέρεις; Περισσότερο απ’ όσο πίστευα ότι ήταν δυνατόν. Έπρεπε να σου το είχα πει στα γράμματά μου». Τη φίλησε στο μάγουλο. Μ ετά άπλωσε το χέρι του στον Κάλεμ. «Το καλό που σου θέλω, κάνε να σου αξίζει αυτή η τύχη. Αλλιώς, θα έχεις να λογοδοτήσεις σ’ εμένα». Ο Κάλεμ έσφιξε το χέρι του. Κατάφερε ακόμα και να χαμογελάσει, αν και το αποτέλεσμα ήταν να κάνει τον Γκιγιόμ να τραβηχτεί. «Θα γίνει η αποστολή της ζωής μου, δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς γι’ αυτό». Ο Γκιγιόμ σωριάστηκε ξανά στην καρέκλα του. Έδειχνε ακόμα
πολύ χλομός. Η Μ αντλέν υποπτεύθηκε ότι δεν είχε αφομοιώσει ακόμα όλες τις συγκλονιστικές πληροφορίες. «Τι θα κάνεις τώρα;» τον ρώτησε διστακτικά. «Δεν έχω απολύτως καμία ιδέα». «Για όνομα του Θεού, Μ αντλέν, δώσε στον άνθρωπο λίγο χρόνο να μαζέψει τις σκέψεις του», είπε ο Κάλεμ. «Μ όλις ξαναβρήκε τη μνήμη του. Αυτό που χρειάζεται είναι ξεκούραση. Χρόνο να σκεφτεί. Να κάνει έναν απολογισμό». «Ναι», συμφώνησε με ευγνωμοσύνη ο Γκιγιόμ, δείχνοντας πιο χλομός από ποτέ. «Χρόνο να σκεφτώ. Να... συνηθίσω αυτό που μου είπες». «Μ α δεν μπορούμε έτσι απλά να σε αφήσουμε εδώ», διαμαρτυρήθηκε η Μ αντλέν. «Δε φαίνεσαι καθόλου καλά». «Έχει απόλυτο δίκιο. Θα σου πω τι θα γίνει. Ο αδερφός μου ο Ρόρι είναι ο λίαρντ του Χέρονσεϊ.
Μ ένουμε μαζί του, και θα σε πάρουμε εκεί μαζί μας προς το παρόν. Μ ετά, μπορείς ν’ αποφασίσεις ποιο είναι το καλύτερο για σένα». «Είσαι πολύ ευγενικός, όμως δεν μπορώ να σας γίνω βάρος», απάντησε ο Γκιγιόμ, βρίσκοντας μάλλον τρομακτική την προοπτική της συνάντησης μ’ άλλον έναν άντρα σαν τον Κάλεμ. «Δε θα είσαι βάρος», είπε ο Κάλεμ λίγο πιο ήπια.. Η Μ αντλέν συμφώνησε λάμποντας. «Πες ναι, Γκιγιόμ. Σε παρακαλώ. Δεν μπορείς να μείνεις εδώ». Φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του. «Λοιπόν...» «Τέλεια. Θα γυρίσουμε να σε πάρουμε σε... να πούμε σε δυο ώρες;» πέταξε ο Κάλεμ, σφίγγοντας το χέρι του Γκιγιόμ, μεγαλόψυχος τώρα που είχε πετύχει το στόχο του. «Πού θα πάμε;» ρώτησε η Μ αντλέν. Ο Κάλεμ δεν απάντησε. Έγνεψε στον Γκιγιόμ, άρπαξε το χέρι της και την οδήγησε σταθερά έξω από το
σπίτι. «Όμως δεν έχω...» φώναξε ο Γκιγιόμ, αλλά τα λόγια του έπεσαν στο κενό. Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, είδε τον τρομακτικό Χαϊλάντερ να πετάει τη Μ αντλέν πάνω στη σέλα. Εκείνη δε διαμαρτυρήθηκε. Για την ακρίβεια, φαινόταν σαν να το είχε συνηθίσει. Θυμήθηκε ότι ένα από τα πράγματα για τα οποία πάντα περηφανευόταν ήταν η ικανότητά της να ανεβαίνει στη ράχη της Περντίτα χωρίς βοήθεια. Τώρα που το σκεφτόταν, αν είχε προσπαθήσει αυτός να τη βγάλει από το δωμάτιο με τον τρόπο που το είχε κάνει ο Κάλεμ Μ ανρό θα τον είχε ανταμείψει μ’ ένα από εκείνα τα αυστηρά της βλέμματα. Ωστόσο, η Μ αντλέν ακολούθησε τον Σκοτσέζο σαν αρνάκι. Ο Γκιγιόμ τράβηξε το βλέμμα του από το παράθυρο και πλησίασε στο ντουλάπι της κουζίνας για να βγάλει το φλασκί με το ουίσκι. Το φυλούσε για τις περιστάσεις που ο πόνος από το τραύμα του γινόταν
αφόρητος. Το τραύμα δεν τον ενοχλούσε τώρα. Ωστόσο, ο πόνος εξακολουθούσε να του φαίνεται αφόρητος. * Ο Κάλεμ βγήκε από το Ινβερλόχαν, ακολουθώντας ένα μονοπάτι που οδηγούσε κατευθείαν δυτικά, προς τη θάλασσα. Συνειδητοποιώντας ότι δεν είχε καμία πρόθεση να της δώσει εξηγήσεις, η Μ αντλέν είχε πάψει να ρωτάει. Παρ’ όλο που η συνάντηση με τον Γκιγιόμ υπήρξε ανείπωτα οδυνηρή, ήταν επίσης απίστευτα ανακουφιστική. Δεν είχε απογοητεύσει τον Κάλεμ. Και ήξερε, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Έφτασαν σε μια συστάδα πεύκων, όπου το στενό μονοπάτι οδηγούσε σ’ έναν προφυλαγμένο ορμίσκο. Ο Κάλεμ έδεσε τα άλογα και κάθισε στη λευκή άμμο, τραβώντας μαζί του τη Μ αντ-λέν. «Κοίτα εκεί πέρα». Έδειξε κατευθείαν μπροστά, όπου σε μακρινή απόσταση ένα κομμάτι γης απλωνόταν στην
τιρκουάζ θάλασσα. «Είναι το ακρωτήρι του Έριν. Στην παλίρροια αποκόπτεται τελείως, αλλά στην άμπωτη είναι το τέλειο μέρος για να μαζέψεις μύδια και αχιβάδες. Όλη η γη που μπορείς να διακρίνεις από εκεί μέχρι το βορρά είναι γη των Μ ανρό». «Γη των Μ ανρό. Εννοείς ότι κοιτάζω το Έριν Μ ουρ;» « Είναι το σπίτι σου, εκεί όπου ανήκει η καρδιά σου», θυμήθηκε ο Κάλεμ. «Αυτό έγραψες στο γράμμα που μου άφησες. Οι λέξεις σου αποτέλεσαν σημείο καμπής, αλλά δεν ήταν όλη η αλήθεια. Η καρδιά μου ανήκει σ’ εσένα. Το σπίτι μου είναι όπου βρίσκεσαι εσύ». «Ω Κάλεμ, σε αγαπώ τόσο πολύ». «Το ξέρω», είπε. «Αλλά όχι περισσότερο απ’ όσο σε αγαπώ εγώ». Το φιλί του ήταν παρατεταμένο και αργό, το φιλί ενός άντρα που πνιγόταν αλλά είχε σωθεί. Το φιλί ενός εραστή. Το φιλί ενός άντρα ερωτευμένου. Η καρδιά της Μ αντλέν τεντώθηκε σαν πανί στα σκοινιά, σήκωσε
άγκυρα και σάλπαρε ελεύθερη. Τον φίλησε χωρίς να συγκρατηθεί. Η αγάπη κόχλαζε στο αίμα της, γεμίζοντάς τη με φως και με μια ευτυχία τόσο καθαρή, που νόμισε ότι θα εξαϋλωνόταν από την έντασή της. Φιλήθηκαν σαν να μην ήταν δυνατόν να σταματήσουν ποτέ να φιλιούνται. Σαν να μην υπήρχε τέλος. Και πράγματι δεν υπήρχε, επειδή ήταν η αρχή μιας ζωής μέσα στην αγάπη. Μ ια αγάπη που τη σφράγισαν δημιουργώντας μαζί ατέλειωτη, αργή μαγεία, δίνοντας ο ένας στον άλλο την καρδιά του με το να ενώσουν τα σώματά τους. * Αργότερα, έμειναν ξαπλωμένοι, χαμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. «Νιώθω σαν να επιπλέω», ψιθύρισε η Μ αντλέν, ενώ τα δάχτυλά της ψηλαφούσαν οκνηρά το περίγραμμα της ουλής του. Το χρώμα της φαινόταν τώρα πιο ξεθωριασμένο. Η έντονη κοκκινίλα είχε χαθεί. «Λοιπόν, σιχαίνομαι που πρέπει να σε προσγειώσω ξανά στη γη, αλλά υπάρχει κάτι που θέλω να σε
ρωτήσω». Η Μ αντλέν κατάλαβε από τον τόνο της φωνής του ότι χαμογελούσε πονηρά, ωστόσο σήκωσε το κεφάλι της απλώς για να βεβαιωθεί. Όπως ήταν αναμενόμενο, το χαμόγελό του ήταν εκεί και, όπως ήταν αναμενόμενο, άπλωσε πάνω της τα μαγικά του δίχτυα. «Τι είναι;» «Θέλω να με παντρευτείς, φυσικά». Η Μ αντλέν δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπήρχε άλλη φράση στον κόσμο που ν’ ακουγόταν τόσο ευχάριστα. Αν και απαιτούσε την πιο απλή απάντηση, την άφησε άφωνη. Καθώς πάσχιζε να ξεστομίσει τη λέξη που θα έκανε την ευτυχία της να ξεχυθεί, ο Κάλεμ την άφησε απαλά και γονάτισε μπροστά της πάνω στην άμμο. «Πρόκειται να το κάνω μόνο μία φορά στη ζωή μου, γι’ αυτό θα το κάνω σωστά». Πολύ σοβαρός τώρα, πήρε το χέρι της. «Αγαπημένη μου, υπέροχη Μ αντλέν, παντρέψου με. Γίνε γυναίκα μου. Γίνε η πρώτη και η τελευταία ερωμένη μου. Γίνε η καρδιά και η συνείδησή μου. Γιατί σε
αγαπώ και δεν μπορώ να σκεφτώ μεγαλύτερη τιμή, ούτε μεγαλύτερη ευτυχία, από το να μπορώ να σε θεωρώ δική μου. Για πάντα». Τα μάτια της Μ αντλέν γέμισαν δάκρυα που φαίνονταν να αναβλύζουν κατευθείαν από την καρδιά της. «Ω Κάλεμ», κατέφερε να πει κι όρμησε πάνω του, ρίχνοντάς τους και τους δύο στην άμμο. «Λοιπόν, αυτό σημαίνει “ναι”;» τη ρώτησε, ενώ και η δική του φωνή πήγαινε από το γέλιο στο δάκρυ. «Αγαπημένε μου, υπέροχε Κάλεμ, αυτό είναι το μεγαλύτερο, το πιο εκπληκτικά φανταστικό, ολοκληρωτικά οριστικό “ναι” που είναι δυνατόν να ειπωθεί». Επίλογος Μία εβδομάδα αργότερα Η Μ αντλέν και ο Γκιγιόμ κάθονταν μαζί στην άκρη της προβλήτας του Χέρονσεϊ, αγναντεύοντας προς την ενδοχώρα. Η ψαρόβαρκα που θα μετέφερε τον Γκιγιόμ στο Όμπαν, όπου και θα επιβιβαζόταν σ’ ένα πλοίο με κατεύθυνση το νότο, διέσχιζε τον πορθμό προς το μέρος
τους. Ήταν μια μουντή μέρα, ο ήλιος κρυμμένος πίσω από ένα λεπτό γκρίζο σύννεφο, το σύννεφο που η Μ αντλέν είχε μάθει ότι προμήνυε εκείνο το τόσο τυπικό ψιλόβροχο του καλοκαιριού στα Χάιλαντς. «Έχεις το γράμμα του Κάλεμ, έτσι;» ρώτησε η Μ αντλέν με αγωνία. Ο Γκιγιόμ χαμογέλασε. «Για δέκατη φορά, ναι. Και το δικό σου». «Θα θυμώσει πολύ μαζί μου. Πιστεύω ακόμα ότι ίσως θα έπρεπε να έρθω μαζί σου». «Τα ξαναείπαμε αυτά, Μ αντλέν. Θυμήσου, ο πατέρας σου θα χαρεί τόσο βλέποντάς με, που θα σε συγχωρήσει». «Αυτό λες εσύ, αλλά...» «Εμπιστεύσου με, σ’ αυτό το θέμα εμπιστεύσου με ότι ξέρω καλύτερα». Εκείνη γέλασε με το σχόλιο. «Ο πατέρας θα εκπλαγεί από το πόσο έχεις αλλάξει. Εδώ, ούτε κι εγώ δεν το πιστεύω».
Ο Γκιγιόμ σοβάρεψε. «Οι μάχες έχουν την τάση να το προκαλούν αυτό σ’ έναν άντρα». Τρυφερά, η Μ αντλέν ακούμπησε απαλά το χέρι της στο μπράτσο του. «Ξέρω. Το έχεις μετανιώσει;» Έμοιαζε σκεφτικός. «Δεν ξέρω. Όταν συμφώνησα ν’ ακολουθήσω το όραμα του Στιούαρτ, για να είμαι ειλικρινής, το έκανα περισσότερο επειδή ζητούσα... εντάξει, λίγη περιπέτεια, μια πρόκληση. Υποθέτω ότι αυτό που πραγματικά ήθελα ήταν ν’ αποδείξω κάτι στον εαυτό μου. Δε σκέφτηκα αυτό που άφηνα πίσω. Δε σκέφτηκα τι μπορεί να μου κόστιζε. Και μου κόστισε. Όχι μόνο εσένα, αλλά ίσως και την υγεία μου. Σίγουρα την ψωροπερηφάνια μου. Αλλά δεν το μετανιώνω. Αν μη τι άλλο, έτσι έμαθα να εκτιμώ αυτό που έχω. Ωρίμασα». Η Μ αντλέν συγκράτησε ένα δάκρυ. «Ανυπομονείς να δεις το Λα Ρος;» «Ω, ναι», απάντησε ο Γκιγιόμ. «Είναι υπέροχα εδώ, αλλά δεν είναι σαν το σπίτι. Κι εσένα, δε θα σου
λείψει η Βρετάνη;» Κούνησε το κεφάλι της με αποφασιστικότητα. «Όχι. Ποτέ. Δεν είναι αστείο; Ακόμα δεν έχω πάει καν στο Έριν Μ ουρ, αλλά ήδη το θεωρώ σπίτι μου». «Εφόσον ο Κάλεμ θα καταφέρει να λύσει τις διαφορές του με τον πατέρα του». «Ω, δεν έχω καμία αμφιβολία γι’ αυτό», είπε ευδιάθετα η Μ αντλέν. «Ο Κάλεμ μπορεί να κάνει τα πάντα». Ο Γκιγιόμ γέλασε με όλη του την καρδιά. «Έχεις πραγματικά αλλάξει». «Ναι. Προς το καλύτερο, ελπίζω», είπε νευρικά. «Οπωσδήποτε. Τόσο προς το καλύτερο, που φοβάμαι πως έχεις δίκιο. Δε θα ταιριάζαμε». «Γκιγιόμ, το εννοείς αυτό; Δεν το λες απλώς για να με κάνεις να αισθανθώ καλύτερα, ε;» «Μ όνο λίγο», είπε μ’ ένα αδέξιο ανασήκωμα των ώμων. «Θα είσαι ευτυχισμένη, έτσι, Μ άντι; Είσαι
σίγουρη γι’ αυτό; Δε θα μπορούσα ν’ αντέξω το αντίθετο». «Είμαι σίγουρη, το ορκίζομαι». «Ωραία. Επειδή, παρ’ ότι είπα σ’ αυτόν το θηριώδη Χαϊλάντερ σου ότι θα έπρεπε να λογοδοτήσει σ’ εμένα αν δεν ήσουν ευτυχισμένη, πρέπει να ομολογήσω ότι είναι μια προοπτική που μόνο με τρόμο θα την αντιμετώπιζα». Η Μ αντλέν γέλασε ξανά. «Δε θα χρειαστεί. Να τος, έρχεται τώρα με τους υπόλοιπους να σε αποχαιρετήσουν». Σηκώθηκαν όρθιοι. Ο Κάλεμ προπορευόταν, με το συνηθισμένο ανάλαφρο βήμα που έκανε τα μαλλιά του ν’ ανεμίζουν πίσω του και τις πιέτες του κιλτ να κυματίζουν με την κίνηση, προσφέροντάς της μια προκλητική θέα στα υπέροχα μυώδη πόδια του. Η καρδιά της αναπήδησε, όπως γινόταν πάντα όταν τον έβλεπε, κι έτρεξε να τον χαιρετήσει πέφτοντας στην αγκαλιά του. Το σώμα της βρέθηκε στον αέρα και το
στόμα της αιχμάλωτο από τα φιλιά του. «Μ ου έλειψες», του είπε. «Θεέ μου, είσαι αχόρταγη, κοπελιά», μουρμούρισε πονηρά στο αυτί της, «έχουν περάσει μόλις δύο ώρες». Εκείνη χαχάνισε. «Δεν εννοούσα αυτό». Ο Κάλεμ την άφησε ξανά στο έδαφος, ενώ τα χέρια του γλιστρούσαν στο σώμα της, σφίγγοντάς την πάνω του, μη αφήνοντάς της καμία αμφιβολία για την επίδρασή της στο κορμί του. Ξανά. Ένα ευχάριστο ρίγος προσμονής επιτάχυνε τους παλμούς της. «Δεν είσαι η μόνη αχόρταγη», της ψιθύρισε ηδονικά. Μ ετά την αγκάλιασε απ’ τους ώμους και την ξαναγύρισε προς το μέρος του Γκιγιόμ. Η ψαρόβαρκα είχε φτάσει στην προβλήτα. «Αποχαιρετιστήκατε;» «Ναι. Όλα είναι εντάξει, μην ανησυχείς». Ο Κάλεμ έγνεψε, μετά ελευθέρωσε τη Μ αντλέν και έτεινε το χέρι του στον Γκιγιόμ. «Καλό ταξίδι. Ξέρεις ότι είσαι πάντα ευπρόσδεκτος εδώ».
«Σ’ ευχαριστώ. Έχω το γράμμα σου σε ασφαλές μέρος. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να πείσω τον μεσιέ Λαφαγιέτ να ενεργήσει όπως προτείνεις. Ξέρω τι σημαίνει για τη Μ αντλέν να βρίσκεται ο πατέρας της στο γάμο της». «Ναι. Αλλά δε χρειάζεται την άδειά του. Θα γίνει γυναίκα μου είτε έρθει εκείνος είτε όχι». Ο Γκιγιόμ γέλασε. «Ξέρω. Θα του το πω κι αυτό». Ο Ρόρι, η Τζέσικα και η Έλσα έφτασαν στην προβλήτα. Η Τζέσικα έδωσε στον Γκιγιόμ ένα τεράστιο ψάθινο καλάθι. «Για το ταξίδι», είπε. «Νομίζει ότι έχει να ταΐσει ολόκληρο λόχο», είπε ο Ρόρι. «Εκεί μέσα υπάρχει και λίγο από το πιο εκλεκτό ουίσκι μου». «Περισσότερο απ’ όσο νομίζεις», είπε ο Κάλεμ, που έβγαλε από τις τσέπες του σακακιού του άλλες δυο μποτίλιες από το πολύτιμο απόθεμα του αδερφού του και τις έδωσε στον Γκιγιόμ. «Είναι για τον
πατέρα της Μ αντλέν». «Πρέπει να πηγαίνεις, αλλιώς θα χάσεις την παλίρροια», είπε η Έλσα στον Γκιγιόμ. «Καλή τύχη», πρόσθεσε. Τον φίλησε στο μάγουλο, όπως και η Τζέσικα. Μ ετά ο Ρόρι και ο Κάλεμ τον χτύπησαν ελαφρά στην πλάτη και του έσφιξαν το χέρι. Τέλος, η Μ αντλέν τον αγκάλιασε σφιχτά. «Να προσέχεις τον εαυτό σου». «Κι εσύ, Μ άντι. Να είσαι ευτυχισμένη». Η Μ αντλέν χαμογέλασε συγκινημένη. Ο Γκιγιόμ πήδηξε μέσα στη βάρκα. Η Έλσα του έδωσε το γεμάτο καλάθι κι ο Ρόρι έλυσε το σκοινί στην προβλήτα. Ο Κάλεμ έσπρωξε τη βάρκα και ο ψαράς άνοιξε το πανί. Ο Γκιγιόμ τους χαιρέτησε και μετά πήρε το βλέμμα του από το Χέρονσεϊ για να κοιτάξει μπροστά, στην ανοιχτή θάλασσα. Η Μ αντλέν σκούπισε τα μάτια της και φώλιασε ευγνώμων στο καταφύγιο της αγκαλιάς του Κάλεμ. «Μ ου χρωστάς για το ουίσκι», είπε ο Ρόρι στον αδερφό του,
καθώς επέστρεφαν όλοι μαζί στο σπίτι. «Ω, θα σου το ανταποδώσω, μην ανησυχείς, και μάλιστα από το δικό μου κελάρι. Όλοι ξέρουν ότι το ουίσκι του Έριν Μ ουρ είναι το καλύτερο», σχολίασε ο Κάλεμ. «Θα το περιμένω», απάντησε ο Ρόρι. «Κάλεμ, είσαι σίγουρος για την παρουσία μας στο γάμο;» ρώτησε με αγωνία η Τζέσικα. «Ο λίαρντ Μ ανρό έχει κάνει απολύτως ξεκάθαρα τα αισθήματά του για τον Ρόρι, κι η λαίδη Μ ανρό δεν έχει εκδηλώσει την παραμικρή επιθυμία να συναντήσει εμένα ή την Κίρστι. Δε θα είμαστε ευπρόσδεκτοι». «Θα έρθετε στο Έριν Μ ουρ για το γάμο μου, τελεία και παύλα. Μ πορώ να σε διαβεβαιώσω ότι θα έχετε την πιο ζεστή υποδοχή που είναι δυνατόν να γίνει. Εσύ, ο Ρόρι, η Κίρστι, όλοι σας. Είτε θέλει να το δεχτεί ο πατέρας μου είτε όχι, είστε οικογένειά μου. Οικογένειά μας», πρόσθεσε, σφίγγοντας περισσότερο τη Μ αντλέν. «Σωστά, Έλσα;»
Η Έλσα φωτίστηκε. «Απολύτως. Μ ην ανησυχείς για τη μητέρα μου, Τζέσικα. Είναι σκληρή, αλλά θα ξεμωραθεί με τη μικρή Κίρστι μόλις τη δει. Το ξέρω. Και θα είναι τόσο χαρούμενη που θα έχει τον Κάλεμ στο σπίτι, που θα είναι ικανός να την τυλίξει στο μικρό του δαχτυλάκι». Ο Κάλεμ και ο Ρόρι αντάλλαξαν ένα βλέμμα. Η ιδέα της αυστηρής μητέρας τους να ξετρελαίνεται μ’ ένα μωρό ή να επιτρέπει στον εαυτό της να την παίξει οποιοσδήποτε στα δάχτυλά του ήταν μια εικόνα που κανένας από τους δύο δεν μπορούσε να φανταστεί. Έσκασαν στα γέλια. Η Έλσα δε γινόταν να μην τους μιμηθεί. «Εντάξει, ίσως με τον καιρό», παραδέχτηκε. Είχαν φτάσει πια στα μπροστινά σκαλοπάτια του κάστρου. Κοιτάζοντας τους δύο άντρες και την εντυπωσιακή αδερφή τους, η Μ αντλέν δεν μπορούσε να φανταστεί καλύτερη ομάδα αδερφών. Σίγουρα, ακόμα και η λαίδη Μ ανρό, η δράκαινα όπως την είχε ονομάσει κρυφά, θα λύγιζε μπροστά σ’ έναν τέτοιο συνδυασμό.
«Πρέπει να πάω να ετοιμάσω τα πράγματά μου», είπε η Έλσα, κοιτάζοντας τον ουρανό, όπου ο ήλιος έκανε μια αγωνιώδη προσπάθεια να εμφανιστεί. «Πότε θα φύγουμε;» ρώτησε τον Κάλεμ. «Σε καμιά δυο ώρες». «Τότε πάω να σας ετοιμάσω κάτι να φάτε προτού φύγετε», είπε η Τζέσικα. «Εσύ, Μ αντλέν, μήπως χρειάζεσαι βοήθεια;» «Η Μ αντλέν κι εγώ θα πάμε μια βόλτα», ανακοίνωσε ο Κάλεμ. «Θέλει να ξαναδεί την παραλία πριν φύγουμε». «Θέλω;» «Ναι», είπε ο Κάλεμ μ’ ένα βλέμμα που επιτάχυνε τους παλμούς της. Κατηφόρισαν χέρι χέρι το μονοπάτι προς την ακτή σε σχήμα μισοφέγγαρου, όπου είχαν πρωτοκάνει έρωτα. Γονάτισαν αντικριστά και ξεκίνησαν το ευχάριστο τελετουργικό της αφαίρεσης των ρούχων
τους. «Μ αντλέν», είπε ο Κάλεμ βραχνά, καθώς έλυνε τα κορδόνια του φορέματός της και τα δάχτυλά του άναβαν φωτιές στο δέρμα της. «Θα συμφωνούσες ότι δεν πρέπει να υπάρχουν μυστικά μεταξύ συζύγων, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Μ όνο που έχω να κάνω μια εξομολόγηση». Εκείνη έμεινε ακίνητη, με τα χέρια της στην αγκράφα της ζώνης του. «Τι είναι;» «Δεν ξέρω κολύμπι», παραδέχτηκε ο Κάλεμ θλιμμένα. Η Μ αντλέν προσπάθησε να πνίξει το χαμόγελό της, αλλά τα λακκάκια της έκαναν την εμφάνισή τους. «Έχω κι εγώ να κάνω μια εξομολόγηση», είπε, ενώ τα μάτια της έλαμπαν από το γέλιο και την αγάπη. «Το είχα μαντέψει». Μ ετά τον φίλησε κι εκείνος ανταπέδωσε το φιλί. Αργά. Δεν υπήρχε βιασύνη. Είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους.
Σημείωμα της Συγγραφέως Το δέκατο όγδοο αιώνα ήταν αρκετά συνηθισμένο για τους νεαρούς Σκοτσέζους σαν τον Κάλεμ, τον ήρωα της ιστορίας μας, να κατατάσσονται στο βρετανικό στρατό στο πλαίσιο της εκπαίδευσής τους – όπως έκαναν οι γιοι των Άγγλων ευγενών. Πριν από την Εξέγερση του 1745, δεν υπήρχαν μεγάλες διαμάχες ανάμεσα στη Βρετανική Κυβέρνηση και τα ισχυρά κλαν της ορεινής Σκοτίας, καθώς το κάθε σύστημα λειτουργούσε σχεδόν ανεξάρτητα. Ο νεαρός διεκδικητής του θρόνου πρίγκιπας Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ, γνωστός και ως Καλός Πρίγκιπας Τσάρλι, άλλαξε το τοπίο. Αντίθετα με το διαδεδομένο μύθο, η εξέγερση των ιακωβιτών δεν υποκινήθηκε από τους Χαϊλάντερς, τους Σκοτσέζους των Υψιπέδων, υπό την καθοδήγηση του πρίγκιπα Καρόλου εναντίον του αγγλικού στρατού. Επρόκειτο για μια πολύ πιο περίπλοκη και οδυνηρή υπόθεση. Οι δυνάμεις του Στέμματος –καθοδηγούμενες τελικά από το γιο
του βασιλιά, τον Γουλιέλμο Αύγουστο, Δούκα του Κάμπερλαντ– αποτελούνταν από τον τακτικό στρατό, ενισχυμένο μ’ έναν αριθμό κλαν που ήταν πιστά στο βασιλιά (κυρίως πρεσβυτεριανούς, αλλά όχι αποκλειστικά, συμπεριλαμβανομένου του τοπικού μου κλαν, τους Κάμπελ του Αργκάιλ), που δεν ήθελαν να πάρουν το θρόνο οι καθολικοί Στιούαρτ. Αν και αρχικά έγιναν προσπάθειες να κρατηθούν τα συντάγματα των Χάιλαντς έξω από τη διαμάχη, μέχρι τη μάχη του Καλόντεν, τον Απρίλιο του 1746, τέσσερα σκοτσέζικα συντάγματα είχαν ήδη εμπλακεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Παρατεταγμένος εναντίον τους, ο στρατός των ιακωβιτών αποτελούνταν από ένα κράμα σκοτσέζικων ορεσίβιων κλαν (κυρίως καθολικών και επισκοπικών), από κληρωτούς των πεδινών περιοχών της Σκοτίας, μαζί με Γάλλους, Ιρλανδούς, ακόμα και μερικούς Άγγλους εθελοντές και μισθοφόρους. Στο πεδίο της μάχης, ο αδερφός πολεμούσε τον αδερφό, κατάσταση στην οποία βρέθηκε και ο Κάλεμ.
Ως συνέπεια της ήττας των ιακωβιτών, η φεουδαλική εξουσία των κλαν περιορίστηκε συστηματικά και το τοπίο των Χάιλαντς άλλαξε για πάντα, ανεξάρτητα από το αν οι αρχηγοί κάθε κλαν είχαν υποστηρίξει την Κυβέρνηση –όπως ο πατέρας του Κάλεμ, στην ιστορία μας– ή τον Καλό Πρίγκιπα Τσάρλι. Ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ κατέφυγε στη Γαλλία. Από εκεί, καθώς έφερνε σε δύσκολη θέση τη γαλλική Αυλή, εκδιώχθηκε στην Ελβετία. Τελικά πέθανε στην Ιταλία –από το ποτό, όπως λέγεται. Δεν επέστρεψε ποτέ στη Σκοτία. Τα αντίποινα που ακολούθησαν τη μάχη του Καλόντεν –ο αφοπλισμός των κλαν, η απαγόρευση της τοπικής ενδυμασίας των Χαϊλάντερ, η δήμευση των γαιών, η πυρπόληση καλλιεργειών και ο αποδεκατισμός πληθυσμών, γεγονότα ευρέως γνωστά ως Εξώσεις, τα οποία περιγράφονται ζωηρά στην ιστορία μου– είναι απολύτως πραγματικά. Ο Δούκας του Κάμπερλαντ κέρδισε επάξια το παρωνύμιο και
τη φήμη του «Χασάπη». Περιεχόμενα Πρόλογος Κεφάλαιο 1 Κεφάλαιο 2 Κεφάλαιο 3 Κεφάλαιο 4 Κεφάλαιο 5 Κεφάλαιο 6 Κεφάλαιο 7 Κεφάλαιο 8 Κεφάλαιο 9 Κεφάλαιο 10 Επίλογος Σημείωμα της Συγγραφέως
Document Outline Πρόλογος Κεφάλαιο 1 Κεφάλαιο 2 Κεφάλαιο 3 Κεφάλαιο 4 Κεφάλαιο 5 Κεφάλαιο 6 Κεφάλαιο 7 Κεφάλαιο 8 Κεφάλαιο 9 Κεφάλαιο 10 Επίλογος Σημείωμα της Συγγραφέως