JOHANNA LINDSEY
ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΠΑΓΟΣ μετάφραση: Χριστιάννα Σακελλαροπούλου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕLXIS
Τίτλος πρωτοτύπου: fires of winter © Johanna Lindsey, 1980 © Για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο: Eκδόσεις Elxis, 2017 Οι Εκδόσεις Elxis αποτελούν σήμα των Εκδόσεων Διόπτρα Eκδίδεται κατόπιν συμφωνίας με τους Harper Collins Publishers & JLM Agency ISBN: 978-618-5229-25-2 Ηλεκτρονική έκδοση: Απρίλιος 2017 μετάφραση: Χριστιάννα Σακελλαροπούλου / επιμέλεια – διόρθωση: Βίκυ Κατσαρού / σχεδιασμός εξωφύλλου - ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Ελένη Οικονόμου Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη. Εκδόσεις Εlxis: Αγ. Παρασκευής 40, 121 32 Περιστέρι Τηλ.: 210 380 52 28, Fax: 210 330 04 39,
[email protected]
Κεφάλαιο 1 Σε ένα μικρό ξέφωτο λίγα χιλιόμετρα από τη δυτική ακτή της Ουαλίας και αριστερά από το νησί Άνγκλεσι ήταν φωλιασμένο ένα χωριουδάκι. Στην απόκρημνη πλαγιά από πάνω του δέσποζε ένας επιβλητικός πύργος. Το γκρίζο λίθινο οικοδόμημα έσκυβε, θαρρείς, πάνω από τα ταπεινά χωριατόσπιτα σαν μάνα που προσέχει τα παιδιά της. Το χωριό λιαζόταν στην απολαυστική ζεστασιά του μεσοκαλόκαιρου, όχι όμως και ο πύργος πάνω στην πλαγιά, που παρέμενε ψυχρός και βλοσυρός ακόμα κι όταν ο ήλιος χάιδευε τους τραχείς γκρίζους τοίχους του. Ταξιδιώτες που περνούσαν από την περιοχή είχαν συχνά την ίδια αίσθηση παγωνιάς. Κ αι η σημερινή μέρα δεν ήταν διαφορετική. Ένας ξένος βρήκε αργά τον δρόμο του ως την καρδιά του χωριού, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον πύργο. Η δραστηριότητα ωστόσο γύρω του δεν άργησε να του αποσπάσει την προσοχή από την προστατευτική μητέρα πάνω στον λόφο. Η νευρικότητά του διαλύθηκε γρήγορα για να αντικατασταθεί από μια αίσθηση ότι επιτέλους,
μετά από πολύ καιρό, του χαμογελούσε η τύχη. Έκανε κάμποσες πλήρεις περιστροφές γύρω από τον άξονά του χτενίζοντας με το σκληρό βλέμμα του τη γαλήνια μακαριότητα, τις δέκα με δώδεκα περίπου αραιοχτισμένες αγροικίες, τα πιτσιρίκια που έτρεχαν γύρω γύρω παίζοντας τα ξέγνοιαστα παιχνίδια τους, και τις γυναίκες – αχ, τις γυναίκες! Ξεχώρισε γρήγορα πέντε ή έξι που ήταν του γούστου του. Εκείνες ούτε που τον πρόσεξαν απορροφημένες στις καθημερινές δουλειές τους. Ο ξένος, με περικνημίδες πάνω από το θλιβερά τριμμένο παντελόνι του κι ένα βρομερό τομάρι λύκου να χρησιμεύει σαν μανδύας, δυσκολευόταν να πιστέψει στα μάτια του. Άντρας δεν φαινόταν πουθενά, ούτε ένας! Κ αι οι γυναίκες ήταν τόσο πολλές και όλων των ηλικιών! Μήπως είχε βρεθεί τυχαία σε κάποιο αρχαίο χωριό Αμαζόνων; Μα όχι, υπήρχαν παιδιά παντού, αγόρια και κορίτσια. Οι άντρες πρέπει να δούλευαν στα χωράφια κάπου στα ανατολικά, αφού δεν είχε συναντήσει κανέναν στον δρόμο του. «Μπορώ να σε βοηθήσω, καλέ μου κύριε;» Ο ξένος τινάχτηκε αλαφιασμένος και γύρισε απότομα για να αντικρίσει μια κοπέλα που του χαμογελούσε ζεστά, με απροκάλυπτη περιέργεια, η οποία δεν θα είχε δει πάνω από δεκαέξι χειμώνες. Είχε τα χαρακτηριστικά που του άρεσαν: αχυρένια μαλλιά πλεγμένα σε κοτσίδες και καταπράσινα μάτια με αρκετή απόσταση μεταξύ τους, σε ένα αθώο πρόσωπο που θύμιζε χερουβείμ. Το βλέμμα του
γλίστρησε προς τα κάτω, αλλά μόνο για μια στιγμή μήπως κι η κοπέλα υποψιαζόταν τις προθέσεις του· ωστόσο, αυτή η κλεφτή ματιά στα ώριμα στήθη που πιέζονταν στο μπούστο της καφέ καμιζόλας της και στους σφιχτούς, χυτούς μηρούς της αποδείχτηκε αρκετή για να προκαλέσει το πρώτο φούντωμα στον βουβώνα του. Αφού δεν πήρε απάντηση από τον ξένο, η κοπέλα συνέχισε πρόσχαρα: «Πέρασαν μήνες από τότε που φάνηκε ταξιδιώτης στα μέρη μας, από τότε που πέρασαν οι τελευταίοι πρόσφυγες από το νησί Άνγκλεσι ψάχνοντας έναν τόπο για να στήσουν τα σπιτικά τους. Κ ι εσύ από το Άνγκλεσι έρχεσαι;» «Ναι, δεν είναι πια όπως ήταν», της αποκρίθηκε τελικά. Α, θα μπορούσε κάλλιστα να της εξιστορήσει τα βάσανά του, αν ήταν πρόθυμη να τον ακούσει, αλλά –στον βαθμό που εξαρτιόταν απ’ αυτόν, τουλάχιστον– σύντομα θα είχε τα δικά της να διηγείται· εξάλλου, αυτός δεν λαχταρούσε κάποια να τον ακούσει. «Πού είναι οι άντρες συγχωριανοί σου; Δεν βλέπω πουθενά ούτε έναν γέρο να σκοτώνει την ώρα του». Ένα θλιμμένο χαμόγελο πέρασε φευγαλέα από το πρόσωπό της. «Όπως ήρθαν τα πράγματα, οι γέροντες αρρώστησαν με πυρετό πριν από δύο χειμώνες και δεν κατάφεραν να γιάνουν. Εκείνη τη χρονιά πέθαναν πολλοί, νέοι και γέροι». Το χαμόγελό της έγινε πιο φωτεινό. «Κ άποιος είδε έναν αγριόχοιρο το πρωί κι οι άντρες που απέμειναν έφυγαν για κυνήγι. Θα έχουμε φαγοπότι απόψε και
είσαι ευπρόσδεκτος να καθίσεις μαζί μας». Η περιέργεια τον έσπρωξε να ρωτήσει: «Μα καλά, δεν έχετε χωράφια που καλλιεργείτε; Ή είναι πιο σημαντικός ένας αγριόχοιρος;» Η κοπέλα χαχάνισε χωρίς συστολές. «Σίγουρα είσαι θαλασσινός, αλλιώς θα ήξερες ότι οι σοδειές σπέρνονται την άνοιξη και θερίζονται το φθινόπωρο, και μένουν πολύ λίγα για να ασχοληθεί κανείς στο ενδιάμεσο». Μια ζάρα βάθυνε στο τραχύ μέτωπό του. «Δηλαδή περιμένετε τους άντρες σύντομα πίσω;» «Μπα, δεν το βλέπω». Γέλασε. «Θα καθυστερήσουν στο κυνήγι για να το απολαύσουν περισσότερο. Δεν έρχονται συχνά αγριόχοιροι τόσο κοντά στο χωριό». Τα χαρακτηριστικά του άντρα χαλάρωσαν αισθητά, τα λεπτά χείλη του κύρτωσαν σε ένα χαμόγελο. «Πώς σε λένε, κοπελιά;» «Ίνιντ», απάντησε αβίαστα εκείνη. «Κ αι έχεις άντρα, Ίνιντ;» Έγινε κατακόκκινη και χαμήλωσε το βλέμμα. «Όχι, κύριε, μένω ακόμα με τον πατέρα μου». «Έφυγε κι αυτός μαζί με τους άλλους;» Τα καταπράσινα μάτια της έλαμψαν εύθυμα. «Δεν θα έχανε το κυνήγι για τίποτα στον κόσμο!» Είναι πάρα πολύ καλό για να είναι αληθινό, σκέφτηκε μοχθηρά ο άντρας. «Έκανα πολύ δρόμο σήμερα κι ο πρωινός ήλιος ζεματάει, Ίνιντ. Να έρθω να ξαποστάσω λιγάκι στο σπίτι σου;» Η νεαρή φάνηκε διστακτική για πρώτη φορά.
«Εγώ… εγώ δεν…» «Για λίγο μόνο, Ίνιντ», πρόσθεσε βιαστικά. Εκείνη το σκέφτηκε για δυο λεπτά. «Είμαι σίγουρη ότι ο πατέρας μου δεν θα είχε αντίρρηση», του απάντησε τελικά κι έκανε μεταβολή για να τον οδηγήσει. Η αγροικία στην οποία μπήκε ήταν όντως μικρή: μία ενιαία κάμαρα με έναν αυτοσχέδιο τοίχο να χωρίζει δύο στρώματα τοποθετημένα σε μια γωνία του χωμάτινου δαπέδου. Μια μαυρισμένη πέτρινη εστία καταλάμβανε τον έναν τοίχο· μπροστά της υπήρχαν δύο χοντροφτιαγμένες καρέκλες και ένα τραπέζι, πάνω στο οποίο δέσποζαν δύο εξαιρετικά περίτεχνοι κάλυκες με ένθετους ημιπολύτιμους λίθους, οι οποίοι τράβηξαν σαν μαγνήτες το βλέμμα του άντρα. Θα έπιαναν σίγουρα μια μικρή περιουσία. Το παράξενο ήταν πώς είχαν καταλήξει σ’ αυτό το ταπεινό αγροτόσπιτο. Η Ίνιντ πρόσεξε τον άντρα να παρατηρεί τα δώρα που της είχε κάνει ο πυργοδεσπότης για τις υπηρεσίες που του παραχωρούσε πρόθυμα. Ο ψηλός ξένος δεν ήταν όμορφος αλλά ούτε αποκρουστικός. Κ αι, παρότι κάθε άλλο παρά πλούσιος φαινόταν, είχε γερές πλάτες και θα μπορούσε να θρέφει τη γυναίκα του. Η ίδια είχε ελάχιστες ελπίδες να βρει σύζυγο ανάμεσα στους συντοπίτες της, γιατί όλοι οι καλοί υποψήφιοι είχαν δοκιμάσει ήδη τις χάρες της και, παρότι δεν την έβρισκαν ανεπαρκή, κανείς τους δεν θα την έπαιρνε για γυναίκα του ξέροντας ότι είχε πάει και με τους φίλους του.
Η Ίνιντ έκρυψε ένα χαμόγελο καταστρώνοντας το σχέδιό της. Μόλις γύριζε ο πατέρας της, θα του παρουσίαζε την ιδέα της. Εκείνος κατανοούσε τη δεινή της θέση και λαχταρούσε έναν γαμπρό που θα τον βοηθούσε στα χωράφια. Μαζί οι δυο τους θα έπειθαν τον ξένο να μείνει λίγο παραπάνω. Κ ι έτσι η Ίνιντ θα τον κατάφερνε με τα τερτίπια της να της κάνει πρόταση γάμου. Αυτή τη φορά… ναι, αυτή τη φορά πρώτα θα ερχόταν ο γάμος και μετά τα παιχνίδια. Δεν θα πρόσθετε άλλο ένα στον μακρύ κατάλογο με τα λάθη της. «Θα ήθελες λίγη μπίρα να σβήσεις τη δίψα σου, καλέ μου κύριε;» ρώτησε μειλίχια, τραβώντας ξανά την προσοχή του άντρα πάνω της. «Αχ, ναι, ευχαρίστως θα έπινα μπίρα», απάντησε και περίμενε να του σερβίρει ένα κύπελλο. Ο άντρας κοίταξε νευρικά την είσοδο που έχασκε ανοιχτή· βλέποντας την πλεκτή αχυρένια πόρτα χωρίς μεντεσέδες ακουμπισμένη στον τοίχο ακριβώς δίπλα, κατάπιε βιαστικά τη μπίρα του. Πήγε χωρίς λέξη κι έβαλε στη θέση της την πόρτα, διώχνοντας την πρωινή λιακάδα. Ήταν φανερό ότι δεν είχε φτιαχτεί για προστασία, αλλά μάλλον για να κρατάει έξω το κρύο, τη ζέστη και –αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο τώρα– τα αδιάκριτα βλέμματα. «Κ άνει όλο και πιο ανυπόφορη ζέστη σήμερα», εξήγησε, κι η κοπέλα το δέχτηκε χωρίς την ελάχιστη ανησυχία. «Πεινάς, κύριε; Θες να σου φτιάξω κάτι να φας;»
«Ναι, καλοσύνη σου», απάντησε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ευγνωμοσύνης. Βουβά, από μέσα του, πρόσθεσε ότι το φαγητό μπορούσε να περιμένει· η κάψα στον βουβώνα του, πάλι, όχι. Τη στιγμή που του γύρισε την πλάτη και πήγε στην εστία, εκείνος τράβηξε ένα μαχαίρι μέσα από την κάπα του και την πλησίασε ύπουλα από πίσω. Η μικροκαμωμένη κοπέλα έμεινε άκαμπτη όταν ένιωσε τη λεπίδα στον λαιμό της και το στέρνο του άντρα στην πλάτη της. Δεν φοβόταν για το κορμί της, όπως θα έκαναν τα περισσότερα κορίτσια στην ηλικία της, αλλά για τη ζωή της. «Μη φωνάξεις, Ίνιντ, γιατί θα σου κάνω κακό», της είπε αργά ο άντρας, κλείνοντας την παλάμη του πάνω στο σφριγηλό στήθος της. «Σε σένα και σε όποιον έρθει να σε βοηθήσει. Λίγη ευχαρίστηση θέλω, τίποτα παραπάνω». Η Ίνιντ κατάπιε ένα αναφιλητό, βλέποντας τα σχέδιά της να ναυαγούν. Ήταν ένα όνειρο τόσο ταπεινό –να αποκτούσε επιτέλους έναν σύζυγο– και τόσο βραχύβιο…
•
Λίγο νοτιότερα από το χωριό, μια μοναχική φιγούρα κούτσαινε ανάμεσα στα δέντρα μουρμουρίζοντας σε κάθε της βήμα. Το άλογο που είχε γκρεμίσει εδώ και ώρα τον αναβάτη του ήταν άφαντο, και πάλι όμως
το παιδαρέλι κοίταξε πίσω του κι εκτόξευσε μια βλαστήμια ανεμίζοντας τη μικρή του γροθιά. «Θα μπει για τα καλά ο χειμώνας πριν σε δεχτώ πίσω, κακομαθημένη φοράδα!» Περισσότερο ο εγωισμός του είχε πληγωθεί παρά ο πισινός του έτσι όπως προσγειώθηκε, κι ας είχε το χέρι στη μέση του μπαίνοντας με τα πόδια στο χωριό. Ανυπομονώντας για λίγη ξεκούραση, το παιδαρέλι πρότεινε περήφανα το πιγούνι και υπέμεινε στωικά τα βλέμματα περιέργειας από τις χωριάτισσες. Μια γυναίκα πλησίασε και, αποφεύγοντας την προφανή ερώτηση –πού ήταν το άλογό του–, ξεφούρνισε το τελευταίο νέο: «Έχουμε έναν επισκέπτη, Μπρεν. Η Ίνιντ ανέλαβε τα καλωσορίσματα». Ψυχρά γκρίζα μάτια καρφώθηκαν στο σπιτάκι της Ίνιντ κι έπειτα πίσω στη γυναίκα. «Κ αι γιατί ήθελαν να απομονωθούν;» Η γυναίκα χαμογέλασε με νόημα. «Την ξέρεις δα την Ίνιντ». «Μα ξέρω ακόμα ότι δεν μοιράζεται τις χάρες της με ξένους». Χωρίς άλλη λέξη, το παιδαρέλι διέσχισε τη μικρή απόσταση ως το αγροτόσπιτο της Ίνιντ με το σπαθί στο χέρι και μετακίνησε στην άκρη την κλειστή πόρτα. Τα ασημόγκριζα μάτια χρειάστηκαν λίγες στιγμές για να προσαρμοστούν στο σκοτεινό περιβάλλον, αλλά εντόπισαν στη γωνία το ζευγάρι που δεν είχε αντιληφθεί την εισβολή. Ο ξένος
καβαλίκευε την Ίνιντ και τίναζε τους λιπόσαρκους γοφούς του σαν ξαναμμένος χοίρος. Στην αρχή, τα γκρίζα μάτια παρακολουθούσαν σαν υπνωτισμένα το ζευγάρωμα των δύο πλασμάτων, τις βαθιές ωθήσεις του αρσενικού ανάμεσα στα ορθάνοιχτα σκέλια του θηλυκού που συνοδεύονταν από βογκητά και μουγκρίσματα. Αλλά μια ασημένια λάμψη μέσα στην αναμπουμπούλα έκανε τα γκρίζο αυτό βλέμμα να εστιάσει πάνω στη λεπίδα που κρατούσε ο ξένος και να σκοτεινιάσει, όπως ο ουρανός που ζώνεται ξαφνικά από τα σύννεφα άγριας καταιγίδας. Χωρίς δεύτερη σκέψη, το παιδαρέλι διέσχισε το δωμάτιο με αποφασιστικό βήμα και το σπαθί του σηκωμένο, και τράβηξε μια χαρακιά στα οπίσθια του ξένου. Μια έκπληκτη κραυγή αντήχησε στον μικρό χώρο κι ο άντρας πετάχτηκε όρθιος μακριά από την Ίνιντ, που κουλουριάστηκε στο στρώμα και τρίκλισε μακριά από τον νεοφερμένο. Η Ίνιντ πήρε μια κοφτή ανάσα όταν είδε την αιτία. «Μπρεν! Πώς βρέθηκες εδώ;» Το παιδαρέλι στεκόταν αγέρωχο, με τα πόδια σε διάσταση. «Ευτυχώς για σένα, η παλιοφοράδα που φωνάζω Γουίλοου με έριξε από τη σέλα, αλλιώς δεν θα ερχόμουν έγκαιρα για να αποδώσω δικαιοσύνη. Σε ανάγκασε, έτσι δεν είναι;» «Ναι», απάντησε η Ίνιντ και ξέσπασε σε αναφιλητά ανακούφισης. «Η κοπέλα δεν ήταν παρθένα!» γρύλισε θυμωμένα ο ξένος, πιέζοντας με τα δυο του χέρια το τραύμα
που αιμορραγούσε στον πισινό του. Αυτός εδώ δεν είναι ο πατέρας της κοπελιάς, συμπέρανε, δεν είναι παρά ένα νιάνιαρο, όπως δείχνει και η τσιριχτή φωνή του. Προφανώς δεν ήταν χωριατόπαιδο, αν έκρινε κανείς από την πλούσια κεντημένη κάπα που κάλυπτε το αργυρόχρωμο υφασμάτινο γιλέκο, στο ίδιο χρώμα με τα οργισμένα μάτια του πιτσιρικά. Το σπαθί που τον είχε λαβώσει δεν έμοιαζε με κανένα άλλο που είχε δει: με την κυρτή λεπίδα σπάθας, αλλά εξαιρετικά λεπτό κι ελαφρύ, με μπλε και κόκκινα πετράδια που σπίθιζαν στη λαβή. «Το ότι δεν ήταν παρθένα δεν σου δίνει το δικαίωμα να την πάρεις. Ναι, είναι γνωστό ότι η Ίνιντ είναι γενναιόδωρη με τις χάρες της», συνέχισε το παιδαρέλι, «αλλά μόνο σ’ αυτούς που διαλέγει η ίδια», πρόσθεσε πιο χαμηλόφωνα. «Βλέπω ότι σε καλωσόρισε, κι εσύ την αντάμειψες μ’ αυτόν τον απερίγραπτο τρόπο. Ποια θες να είναι η τιμωρία του, Ίνιντ; Θες να του κόψω το κεφάλι και να το αποθέσω στα πόδια σου ή προτιμάς αυτό το θλιβερό εργαλείο που στεκόταν τόσο περήφανο μέχρι πριν από λίγο;» «Θα σου ξεριζώσω την καρδιά γι’ αυτό, μικρέ!» έφτυσε τις λέξεις ο άντρας. Ακούστηκαν χαχανητά από ένα σμάρι γυναίκες που είχαν μαζευτεί στην ανοιχτή πόρτα με το που άκουσαν την κραυγή. Το πρόσωπο του ξεβρακωμένου άντρα έγινε μοβ από τη λύσσα. Σαν να μην είχε ταπεινωθεί ήδη αρκετά, το κελαρυστό
γέλιο του νιάνιαρου ήρθε να προστεθεί στων άλλων. «Μπρεν, δεν είναι σωστό να τον περιγελάς!» Προς μεγάλη έκπληξη των παρευρισκομένων, ήταν η Ίνιντ που είχε μιλήσει – κι ακουγόταν θυμωμένη. Τα γέλια κόπηκαν απότομα, και το παιδαρέλι της έριξε μια ματιά περιφρόνησης. «Γιατί, Ίνιντ; Ο ξένος προφανώς πιστεύει ότι είναι αντάξιός μου. Μ’ εμένα, που λόγχισα το πρώτο μου αγριογούρουνο πριν γίνω εννιά χρόνων και σκότωσα μαζί με τον πατέρα μου πέντε ελεεινά ρεμάλια που ήθελαν να βλάψουν το χωριό σας. Εμένα, που κρατούσα σπαθί από τότε που έκανα τα πρώτα μου βήματα κι εκπαιδεύτηκα άρτια για αληθινά πεδία μάχης. Αυτός ο κουρσευτής γυναικών πιστεύει ότι μπορεί να μου ξεριζώσει την καρδιά με το παιχνίδι που έχει στο χέρι του. Κ οίτα τον! Παρά το μπόι του, δεν είναι παρά ένας αξιολύπητος δειλός!» Αυτή η τελευταία προσβολή προκάλεσε έναν βρυχηθμό αγανάκτησης από τον άντρα, ο οποίος όρμησε με το μπράτσο τεντωμένο, τη λεπίδα στο χέρι, με ολοφάνερο σκοπό να κάνει πράξη την προηγούμενη απειλή του. Αλλά το παιδαρέλι δεν καυχιόταν μάταια. Τον απέφυγε με αβίαστη χάρη. Μια αμυδρή στροφή του χεριού του προκάλεσε μια μακριά αιμάτινη γραμμή στο στήθος του άντρα. Ακολούθησε μια γερή κλοτσιά, με την μπότα του να αφήνει ένα εμφανές αποτύπωμα στα ήδη κατακόκκινα οπίσθιά του. «Εντάξει, ίσως όχι δειλός, αλλά σίγουρα άγαρμπος βλακέντιος», σάρκασε το παιδαρέλι, καθώς ο άντρας
παρέπαιε προς τον απέναντι τοίχο. «Σου φτάνει τόσο, βιαστή;» Το μαχαίρι έπεσε από το χέρι του άντρα όταν χτύπησε με τα μούτρα στον τοίχο, αλλά το μάζεψε με σβελτάδα και χίμηξε ξανά. Αυτή τη φορά, η μακριά σπάθα κατέβηκε επιδέξια από τα αριστερά, κι ο άντρας κοίταξε εξαγριωμένος το άψογα σχεδιασμένο χι στο στήθος του. Τα τραύματα δεν ήταν βαθιά, αλλά αρκούσαν για να καλύψουν όλο τον κορμό του με παχύρρευστο, κολλώδες αίμα. «Το καλύτερο που καταφέρνεις είναι να μου γρατζουνάς την πέτσα, μικρέ», γρύλισε. «Η λεπίδα μου μπορεί να είναι μικρή, αλλά θα σε λαβώσει θανάσιμα!» Μιας και τώρα δεν απείχαν περισσότερο από τριάντα εκατοστά, ο άντρας είδε την ευκαιρία του και στόχευσε στον λεπτό άσπρο λαιμό του αντιπάλου του. Εκείνος παραμέρισε με την άνεση ταυρομάχου που βγαίνει από την πορεία μαινόμενου ταύρου. Το μαχαίρι του άντρα έσκισε το κενό, και την επόμενη στιγμή έφυγε από τη λαβή του με ένα αιφνιδιαστικό χτύπημα κι εκτοξεύτηκε στην άλλη άκρη του δωματίου, πολύ μακριά για να μπορεί να το ξαναπιάσει. Ο ξένος βρέθηκε αντικριστά με την Ίνιντ, η οποία τον κοίταζε χωρίς ίχνος οίκτου. «Ανόητε! Ως τώρα απλώς έπαιζε μαζί σου». Εκείνος συνειδητοποίησε την αλήθεια των λόγων της και έγινε κάτωχρος. Όσο κι αν τον διαόλιζε να ξέρει ότι νικήθηκε από ένα αμούστακο παιδαρέλι,
τώρα πια φοβόταν για τη ζωή του. Στράφηκε στο αγόρι και προσευχήθηκε να του χάριζε γρήγορο θάνατο. Δεν υπήρχε κανένα έλεος στα ψυχρά γκρίζα μάτια που ανταπέδιδαν το βλέμμα του, ενώ το γέλιο που ξεχύθηκε από τα απαλά, αισθησιακά του χείλη τού πάγωσε το αίμα. «Πώς σε φωνάζουν;» «Ντόναλντ. Ντόναλντ Γκίλι», απάντησε αμέσως. «Κ αι από πού άρχισες το ταξίδι σου;» «Από το Άνγκλεσι». Στην αναφορά του νησιού, τα γκρίζα μάτια στένεψαν. «Ήσουν εκεί πέρυσι, όταν οι καταραμένοι Βίκινγκς χτύπησαν το νησί Χόλιχεντ;» «Ναι. Ήταν φρικιαστικό να βλέπεις τέτοιο μακελειό και…» «Σιωπή! Δεν σου ζήτησα να μου περιγράψεις τι έκαναν αυτά τα κτήνη. Μάθε αυτό, Ντόναλντ Γκίλι! Η ζωή σου είναι στα χέρια αυτής της κοπελιάς». Το παιδαρέλι στράφηκε στην Ίνιντ. «Τι θες να γίνει; Να βάλω τέλος στις μέρες αυτού του άθλιου βιαστή εδώ και τώρα;» «Όχι!» έκρωξε η Ίνιντ. «Τότε θες να τον ακρωτηριάσω γι’ αυτό που σου έκανε; Να του κόψω ένα χέρι; Ένα πόδι;» «Όχι! Όχι, Μπρεν!» «Πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη, Ίνιντ!» ξέσπασε. «Η κρίση μου είναι πιο επιεικής από του πατέρα μου. Αν τον έπιανε ο άρχοντας Άνγκους να οργώνει ανάμεσα στα σκέλια σου, θα τον παλούκωνε μ’ ένα
κοντάρι και θα τον άφηνε να τον φάνε οι λύκοι. Εγώ έπαιξα λίγο μαζί του, το παραδέχομαι, αλλά είδα το έγκλημά του με τα μάτια μου και θα το πληρώσει». Η Ίνιντ κοίταζε γύρω της με μάτια γουρλωμένα από τον φόβο. Ο Ντόναλντ Γκίλι στεκόταν με κυρτούς ώμους, περιμένοντας τη μοίρα του. Το λείο μέτωπο του νεαρού ζάρωσε συλλογισμένα, ώσπου στα μάτια του άστραψε μια ιδέα. «Το βρήκα! Ίνιντ, θα έπαιρνες αυτόν τον τύπο για άντρα σου;» Η απάντηση ήταν ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος, αλλά ήρθε αμέσως. «Ναι». «Εσύ, Ντόναλντ Γκίλι, θα την έπαιρνες για γυναίκα σου;» Τα γκρίζα μάτια καρφώθηκαν πάνω του σαν λεπίδες. Ο άντρας κοίταξε πάνω απότομα. «Ναι, και βέβαια!» απάντησε χωρίς δισταγμό. «Ας γίνει έτσι, τότε· θα παντρευτείτε», δήλωσε το παιδαρέλι με τελεσίδικο ύφος. «Έκλεισες καλή συμφωνία, Ντόναλντ Γκίλι. Αλλά να ξέρεις ένα πράγμα: δεν μπορείς να πεις σήμερα το ναι κι αύριο να πεις όχι. Μη με κάνεις να μετανιώσω που σε άφησα να τη γλιτώσεις τόσο φτηνά. Αν πάθει το παραμικρό το κορίτσι ή έχεις σκοπό να το παρατήσεις, δεν θα βρεις τρύπα αρκετά βαθιά για να κρυφτείς, γιατί θα σε βρω και θα ξεπλύνω το κρίμα με το αίμα σου». Ο άντρας δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του για την ανέλπιστα ελαφριά ποινή του. «Από μένα
δεν θα τη βρει κανένα κακό». «Κ αλώς», κατέληξε κοφτά το νιάνιαρο κι έπειτα στράφηκε στην πόρτα. «Άντε στις δουλειές σας τώρα, γυναίκες. Αρκετά διασκεδάσατε για σήμερα. Αφήστε αυτούς τους δύο να γνωριστούν. Ίνιντ», συνέχισε γυρνώντας στην κοπέλα, «νίψ’ τον γρήγορα, πριν γυρίσει ο πατέρας σου. Εσύ θα έχεις πολλά να εξηγήσεις σ’ αυτόν τον καλό άνθρωπο», είπε στον γαμπρό. «Ο δικός σου πατέρας πάντως μεγάλωσε έναν αληθινά σπλαχνικό γιο, άρχοντά μου», ήταν η ταπεινή απάντηση. Που προκάλεσε έναν χείμαρρο γέλιου. «Ο πατέρας μου δεν έχει γιο». Ο Ντόναλντ Γκίλι παρακολούθησε με το βλέμμα τη λεπτοκαμωμένη φιγούρα που ξεμάκραινε κι έπειτα στράφηκε στην Ίνιντ για εξηγήσεις. «Τι εννοούσε ο νεαρός;» «Δεν ήταν νεαρός», του είπε γελώντας με τη σαστιμάρα του. «Η αρχόντισσα Μπρένα ήταν που σου χάρισε τη ζωή».
Κεφάλαιο 2 Η Μπρένα άνοιξε διάπλατα τη βαριά θύρα από μασίφ βαλανιδιά, αφήνοντας τη μεσημεριανή λιακάδα να πλημμυρίσει τη μισοσκότεινη σάλα του πύργου. Ήταν άδεια, αλλά ηχούσαν φωνές από τη δίφυλλη πόρτα της μεγάλης αίθουσας υποδοχής στα δεξιά. Η Μπρένα άκουσε την Κ ορντέλα, την ετεροθαλή αδερφή της, να μιλάει με τη μαγείρισσα για τα πιάτα που θα σερβίρονταν στο δείπνο. Η Κ ορντέλα ήταν το τελευταίο άτομο που είχε διάθεση να δει η Μπρένα τώρα – ή οποτεδήποτε, στην ουσία. Μα ιδίως τώρα, που πονούσε ακόμα από το πέσιμο –αναθεματισμένη Γουίλοου!– και γενικώς δεν ήταν στα κέφια της. Συνηθισμένη να διανύει σαν σίφουνας τον διάδρομο χωρίς να σκοτίζεται για τίποτα, η Μπρένα φουρκίστηκε που έπρεπε να περάσει με ρυθμό σάλιαγκα. Ο πόνος της πτώσης είχε απλωθεί σε όλους τους μυς τού κάτω μέρους του σώματός της και η σύντομη συμπλοκή με τον Ντόναλντ Γκίλι δεν βοήθησε την κατάσταση. Κ ατέβαλε προσπάθεια για να μη μορφάζει με κάθε της κίνηση στο σπίτι της Ίνιντ, μα ήταν μόνο η ισχυρή θέλησή της που δεν
άφησε να φανεί ο πόνος στα λεπτά χαρακτηριστικά της. Χα! Ο ξένος την είχε περάσει για αγόρι. Ήταν το καλύτερο τονωτικό για την περηφάνια της. Αυτή την εντύπωση δεν ήθελε να δίνει; Για εκείνα τα λίγα λεπτά ήταν στ’ αλήθεια ο γιος του πατέρα της, όχι μόνο ένα άγουρο αγόρι μέσα στο άβολο γυναικείο σώμα της. Ο Άνγκους θα ήταν το ίδιο περήφανος όσο κι η ίδια. Τώρα ανέβηκε τα πρώτα σκαλοπάτια στη βάση της φαρδιάς σκάλας και έστριψε απότομα για να ανέβει τα υπόλοιπα που οδηγούσαν στον λαβύρινθο του πρώτου ορόφου. Ένας ξένος σίγουρα θα χανόταν σ’ αυτούς τους διαδρόμους: ήταν λες και τον πύργο αυτόν τον είχαν κατασκευάσει δύο διαφορετικοί χτίστες, που ξεκίνησαν από τη μία άκρη ο καθένας με σκοπό να συναντηθούν στη μέση – και απέτυχαν. Ο πατέρας του Άνγκους είχε οικοδομήσει σκόπιμα τον πύργο μ’ αυτόν τον τρόπο, για να μπερδεύει τους επισκέπτες. Ο Άνγκους ήταν πια νεαρός άντρας όταν ολοκληρώθηκαν οι εργασίες, γιατί πήρε χρόνια να γίνει αυτό το κουβάρι από δαιδάλους. Το ισόγειο του πύργου ήταν σαν όλα τα παρεμφερή οικήματα, αλλά το πάνω πάτωμα είχε εννιά χωριστές κάμαρες, καθεμία με τον ιδιωτικό της διάδρομο. Η Μπρένα έστριψε δεξιά στον πρώτο διάδρομο και προσπέρασε τη μονή πόρτα που οδηγούσε στην κάμαρα του πατέρα της. Εκεί θα βρισκόταν τώρα, στο κρεβάτι, αφού είχε αρρωστήσει
την περασμένη εβδομάδα κι ακόμα δεν είχε αναρρώσει. Σκέφτηκε να του πει για την αναμέτρησή της με τον ξένο, αλλά προτίμησε να το αφήσει για αργότερα. Πρώτα χρειαζόταν ένα μπάνιο. Στο τέρμα του διαδρόμου του πατέρα της έστριψε και μπήκε σ’ εκείνον της Κ ορντέλα και του άντρα της. Αριστερά ήταν τα δικά της διαμερίσματα, στην πρόσοψη του πύργου. Είχε μια γωνιακή κάμαρα που της εξασφάλιζε άπλετο φως από δύο παράθυρα στον εξωτερικό τοίχο. Έχοντας μόνο δεκαεφτά χειμώνες στην πλάτη της, δεν την ένοιαζε η μακριά πεζοπορία ως την κάμαρά της, με εξαίρεση μέρες σαν τη σημερινή, όταν κάθε βήμα ήταν μια δοκιμασία. Η Μπρένα μόνο που δεν ζητωκραύγασε από ανακούφιση όταν άνοιξε επιτέλους την πόρτα της. Στάθηκε μόνο για να φωνάξει την Αλέιν, την υπηρέτριά της, κι έπειτα έκλεισε πίσω της την πόρτα και πήγε κουτσαίνοντας στο κρεβάτι, βγάζοντας ταυτόχρονα την κάπα που έκρυβε τα υπέροχα μακριά μαλλιά της. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της. Ήταν το μόνο στοιχείο πάνω της που διέψευδε την εικόνα που ήθελε να δίνει. Ο πατέρας της της είχε απαγορέψει να τα κόψει, γι’ αυτό φρόντιζε να τα κρύβει. Κ υριολεκτικά σιχαινόταν αυτό το πασιφανές σύμβολο θηλυκότητας. Πριν ακουμπήσει στο μαξιλάρι το κεφάλι της, η Αλέιν εισέβαλε στην κάμαρα από το δωμάτιό της μετά τη γωνία. Η κοπέλα είχε περάσει την πρώτη
της νιότη, αλλά δεν της φαινόταν πολύ. Τα κόκκινα μαλλιά της θύμιζαν τους Σκοτσέζους προγόνους της. Στα νιάτα της ήταν καροτί, αλλά έκτοτε είχαν ξεθωριάσει σε ένα θαμπό πορτοκαλοκίτρινο. Παρ’ όλα αυτά, τα βαθυγάλαζα μάτια της σπίθιζαν νεανικά. Δεν ήταν τόσο ζωηρή όσο άλλοτε πάντως και τους χειμερινούς μήνες κρεβατωνόταν από συχνές, μακροχρόνιες αρρώστιες, οπότε αναλάμβανε να τη φροντίζει η Μπρένα. «Αχ, Μπρένα, κοριτσάκι μου!» είπε ξέπνοα η Αλέιν, φέρνοντας ένα λεπτό χέρι στη θέση της καρδιάς της. «Χαίρομαι που γύρισες στην ώρα σου. Ξέρεις ότι ο πατέρας σου θα γινόταν έξαλλος αν έχανες το μάθημά σου με τον Γουίνταμ. Τέρμα πια το μασκάρεμα σε γιο· είναι καιρός να ντύνεσαι σαν τη θυγατέρα που είσαι. Όταν ήρθε ο Μπόιντ με τα νέα για τον αγριόχοιρο, φοβήθηκα ότι δεν θα γύριζες έγκαιρα». «Ανάθεμα τον Γουίνταμ και το σόι του!» έκρωξε κουρασμένα η Μπρένα. «Κ ι ανάθεμα και τον καταραμένο τον αγριόχοιρο!» «Μεγάλα κέφια έχουμε σήμερα, βλέπω», είπε η Αλέιν. «Δεν έχουμε, εγώ έχω!» «Κ αι τι φταίει γι’ αυτά τα κέφια;» Η Μπρένα έκανε να ανακαθίσει, μόρφασε και ξανάπεσε στο στρώμα. «Η Γουίλοου, αυτή η γκαστρωμένη αγελάδα! Μετά από τόση εκπαίδευση στην ιππασία, είχε το θράσος να σκιαχτεί από έναν λαγό. Λαγό! Δεν θα της το συγχωρήσω ποτέ».
Η Αλέιν έπνιξε ένα χαχανητό. «Υποθέτω ότι σ’ έριξε χάμω η νευρική φοραδίτσα και πληγώθηκε λίγο ο εγωισμός σου». «Οχ, πάψε πια, γυναίκα! Δεν μου χρειάζονται οι φλυαρίες σου. Ένα μπάνιο χρειάζομαι, ζεστό, για να μουλιάσω τα πονεμένα μου κόκαλα». «Θα πρέπει να το κάνεις γρήγορα, αγάπη μου», απάντησε η μεγαλύτερη γυναίκα χωρίς να θιχτεί. Είχε συνηθίσει προ πολλού τους λεονταρισμούς της κυράς της. «Ο Γουίνταμ σε περιμένει από ώρα σε ώρα». «Ο Γουίνταμ να κάνει υπομονή!»
•
Η μεγάλη αίθουσα υποδοχής στο ισόγειο ήταν ο χώρος όπου συναντούσε η Μπρένα τον Γουίνταμ κάθε απόγευμα. Αυτό γινόταν κοντά έναν χρόνο τώρα, από τότε που οι αιμοδιψείς βάρβαροι κατέβηκαν από τον Βορρά και έκαναν επιδρομή στο νησί Χόλιχεντ 1 το 850 μ.Χ. Η Μπρένα υπέμενε τα ελεεινά μαθήματα επειδή δεν είχε άλλη επιλογή. Μάθαινε ό,τι της διδασκόταν, αλλά για τους δικούς της σκοπούς, όχι επειδή ήταν διαταγή του Άνγκους. Ο Γουίνταμ σηκώθηκε όταν μπήκε εκείνη στο δωμάτιο με μια βλοσυρή έκφραση να αλλοιώνει τα όμορφα χαρακτηριστικά του. «Άργησες, αρχόντισσα Μπρένα».
Ντυμένη με γαλαζοπράσινο μετάξι που αναδείκνυε τα κορακίσια μαύρα μαλλιά έτσι όπως έπεφταν ελεύθερα στη λεπτή πλάτη της, η Μπρένα χαμογέλασε γλυκά. «Πρέπει να με συγχωρέσεις, Γουίνταμ. Λυπάμαι που σε άφησα να περιμένεις, ενώ είμαι βέβαιη ότι έχεις πιο σημαντικά πράγματα να κάνεις». Η έκφραση του ψηλού Νορβηγού μαλάκωσε, το βλέμμα του απέφυγε αυτό της Μπρένα. «Ανοησίες. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το να σε προετοιμάσω για τη ζωή στη νέα σου πατρίδα». «Τότε ας αρχίσουμε αμέσως, να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο». Για να λέγεται και του στραβού το δίκιο, η Μπρένα μπορούσε να είναι κυρία όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Το είχε φροντίσει η θεία της η Λινέτ. Μπορούσε να είναι ευγενική, μελίρρυτη και να χρησιμοποιεί τη γοητεία της για να πετυχαίνει τον σκοπό της. Δεν επιστράτευε συχνά αυτές τις θηλυκές χάρες, αλλά όταν το έκανε, δεν υπήρχε άντρας ικανός να της αντισταθεί. Το μπάνιο είχε βοηθήσει, αλλά όχι τόσο ώστε να κινείται ελεύθερα. Η Μπρένα πήγε με την πλάτη της στητή σε μία από τις τέσσερις καρέκλες σε σχήμα θρόνου απέναντι από το τεράστιο τζάκι και βολεύτηκε αντίκρυ από τον Γουίνταμ. Εκείνος έπιασε το μάθημα από εκεί που το είχαν αφήσει την προηγούμενη μέρα, σχετικά με τη σκανδιναβική μυθολογία. Μιλούσε νορβηγικά τώρα, μια γλώσσα που η Μπρένα καταλάβαινε άνετα, αφού ήταν το
πρώτο πράγμα που της δίδαξε ο Γουίνταμ. Είχε περάσει στ’ αλήθεια λιγότερο από ένας χρόνος από τότε που ήρθαν τα μαντάτα από το νησί Χόλιχεντ; Φαινόταν αρκετά παλιότερη ιστορία. Είχε σοκάρει και τρομοκρατήσει τους πάντες. Μόλις δύο μέρες μετά, ο Άνγκους κάλεσε την Μπρένα και της ανακοίνωσε τη λύση για τη δεινή τους θέση. Η Μπρένα δεν είχε συνειδητοποιήσει καν ότι βρίσκονταν σε δύσκολη κατάσταση. Ξανάβλεπε ολοζώντανα εκείνη τη συνάντηση μέσα στο κεφάλι της. Ήταν μια σκηνή που στοίχειωνε πολλά από τα όνειρά της. Ο πατέρας της, καθισμένος απέναντί της σ’ αυτή την ίδια αίθουσα, ήταν ντυμένος στα μαύρα, όπως άρμοζε στην περίσταση. Μαύρο, το χρώμα της καταδίκης. Μαύρη πουκαμίσα στην ίδια απόχρωση με τα μαλλιά του που έπεφταν στους ώμους του, το ίδιο δυσοίωνη όσο τα γαλανά του μάτια. Τα μάτια του Άνγκους Κ άρμαρχαμ ήταν συνήθως σπινθηροβόλα και διαυγή, ασυνήθιστα λαμπερά για έναν άντρα πενήντα χειμώνων. Εκείνη τη μέρα όμως, ήταν θαμπά σαν τα μάτια γέροντα. Η Μπρένα είχε μόλις γυρίσει από μια πρωινή έξοδο για ιππασία με τη Γουίλοου, την ασημί-γκρίζα φοράδα της, όταν της είπαν πως την είχε ζητήσει. Ήταν ντυμένη με την αγορίστικη ενδυμασία της, μια σταχτί πουκαμίσα και κοντή κάπα κεντημένη με ασημένια κλωστή· καλοραμμένο παντελόνι με περικνημίδες από μαλακό ελαφόδερμα, και μπότες από το καλύτερο ισπανικό δέρμα. Το σπαθί της
κρεμόταν στον γοφό της, αλλά το έβγαλε πριν καθίσει στο βελούδινο κάθισμα με την ψηλή πλάτη απέναντι από τον άρχοντα. «Κ όρη μου, θα παντρευτείς έναν Νορβηγό άρχοντα», ήταν τα πρώτα λόγια του Άνγκους. «Κ αι θα γεννήσω είκοσι γενναία παλικάρια να έρχονται να ρημάζουν τις ακτές μας», απάντησε η Μπρένα. Ο Άνγκους δεν γέλασε με το αστείο της, κι η σοβαρότητα της έκφρασής του της πάγωσε το αίμα. Γαντζώθηκε στα μπράτσα της καρέκλας της, περιμένοντας τον πατέρα της να διαψεύσει την προηγούμενη δήλωσή του. Εκείνος αναστέναξε αποκαρδιωμένα, θαρρείς και βάραιναν ξαφνικά στην πλάτη του όλα τα χρόνια που κουβαλούσε. «Μπορεί να λεηλατούν τις ακτές μας, αλλά εμάς δεν θα μας πειράξουν». «Πατέρα, τι έκανες;» ρώτησε έντρομη η Μπρένα. «Ο μεσολαβητής πήρε τον δρόμο χτες. Θα ταξιδέψει στη Νορβηγία και θα κάνει συμφωνία με τους Βίκινγκς…» Εκείνη πετάχτηκε όρθια. «Τους Βίκινγκς που χτύπησαν το νησί Χόλιχεντ;» «Όχι, όχι απαραίτητα τους ίδιους. Ο απεσταλμένος θα αναζητήσει έναν άρχοντα που θα σε πάρει για γυναίκα του. Έναν άντρα με εξουσία». «Θα με παζαρεύεις από πόρτα σε πόρτα;» τον κατηγόρησε κοιτώντας τον αφ’ υψηλού με γουρλωμένα γκρίζα μάτια, νιώθοντας για πρώτη φορά στη ζωή της ότι δεν αναγνώριζε τον πατέρα
της. «Κ ανείς δεν θα σε παζαρέψει, Μπρένα!» δήλωσε εμφατικά ο άρχοντας Άνγκους, νιώθοντας ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση, όσο οδυνηρή κι αν ήταν. «Όλα θα γίνουν με διακριτικότητα. Έστειλα τον Φέργκους. Έχει τη διπλωματία στο αίμα του. Θα κάνει κάποιες ερωτήσεις. Θα βρει έναν άντρα με εξουσία που δεν είναι παντρεμένος και θα του κάνει την πρόταση. Δεν θα γίνει κανενός είδους παζάρι. Ο Φέργκους έχει ρητή εντολή να ρωτήσει μόνο μία φορά. Αν δεν φανεί τυχερός, θα γυρίσει πίσω, και θα τελειώσει η ιστορία. Αλλά ο Θεός να μας λυπηθεί αν δεν γυρίσει με το όνομα του μέλλοντα συζύγου σου». Ξαφνικά η Μπρένα τα έβλεπε όλα κόκκινα, στο χρώμα του αίματος. «Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό;» «Είναι ο μόνος τρόπος, Μπρένα». «Όχι, δεν είναι!» ξέσπασε. «Απέχουμε μίλια από την ακτή. Δεν έχουμε τίποτα να φοβόμαστε!» «Χρόνο με τον χρόνο, οι Βίκινγκς γίνονται όλο και πιο τολμηροί», προσπάθησε να της εξηγήσει ο Άνγκους. «Τα πρώτα μαντάτα για την τόλμη τους άρχισαν να έρχονται προτού καν γεννηθώ. Η στεριά απέναντί μας κατακτήθηκε απ’ αυτούς. Τα αδέρφια μας τους υπηρετούν στα βόρεια, εκεί που εγκαταστάθηκαν στα ανατολικά της Βρετάνης. Κ αι τώρα έβαλαν τελικά στο μάτι και τις δικές μας ακτές. Είναι θέμα χρόνου να αρχίσουν τις επιδρομές στα ηπειρωτικά, μπορεί κι από του χρόνου κιόλας.
Θα ήθελες να δεις το χωριό μας ερειπωμένο στα πόδια τους; Τους άντρες μας σκοτωμένους, τις γυναίκες να σέρνονται σκλάβες;» «Δεν είναι απαραίτητο αυτό!» φώναξε. «Είσαι ιππότης, εμπειροπόλεμος. Με δίδαξες κι εμένα την τέχνη της μάχης. Μπορούμε να τους πολεμήσουμε, πατέρα, εσύ κι εγώ!» «Αχ, Μπρένα, Μπρένα μου», αναστέναξε. «Εγώ είμαι πολύ γέρος για να πολεμήσω. Κ ι εσύ θα μπορούσες να σκοτώσεις πολλούς, μα όχι αρκετούς. Οι Νορβηγοί είναι μια ράτσα γιγάντων. Δεν υπάρχουν όμοιοί τους. Είναι άγριοι και ανελέητοι. Προτιμώ να σε δω να ζεις, όχι να πεθαίνεις. Κ αι να προστατέψω τους ανθρώπους μου». «Θυσιάζοντας εμένα!» σφύριξε σφίγγοντας τα δόντια της. «Σε έναν γερο-άρχοντα που, σύμφωνα με τα δικά σου λόγια, θα είναι άγριος και ανελέητος!» «Δεν φοβάμαι για σένα. Ξέρω ότι μπορείς να τα βγάλεις πέρα σε οποιεσδήποτε συνθήκες». «Δεν θα χρειαστεί!» φώναξε η Μπρένα. «Δεν πρόκειται να συμφωνήσω σε αυτόν τον γάμο!» Το μέτωπο του Άνγκους ζάρωσε απειλητικά. «Θα συμφωνήσεις! Ο Φέργκους φέρνει μαζί του τον λόγο της τιμής μου». «Γιατί δεν μου τα είπες χτες όλα αυτά; Ήξερες πως θα τον σταματούσα, έτσι δεν είναι;» «Ναι, κόρη μου, το ήξερα. Αλλά αυτό που έγινε δεν ξεγίνεται. Κ αι είναι και δική σου ευθύνη. Είσαι διαθέσιμη. Η Κ ορντέλα δεν είναι, κι η θεία σου, αν
κι είναι ακόμα όμορφη, είναι πολύ μεγάλη. Ο Βίκινγκ θα περιμένει νεαρή σύζυγο». «Μη μου ρίχνεις το φταίξιμο, πατέρα! Δικό σου έργο είναι όλο αυτό!» «Έφερα αμέτρητους άντρες μπροστά σου, άντρες πλούσιους, με τίτλους και ευχάριστο παρουσιαστικό, αλλά κανείς τους δεν σου έκανε!» της θύμισε χολωμένα ο άρχοντας Άνγκους. «Θα μπορούσες να είσαι παντρεμένη από καιρό, αλλά τότε, δυστυχώς, θα ήμασταν χαμένοι». «Μου παρουσίασες μόνο κάτι άξεστους καυχησιάρηδες και σαχλούς ομορφονιούς. Περίμενες να διαλέξω σύζυγο από εκείνο το σμάρι ανόητων;» «Σε ξέρω καλά, Μπρένα. Μόνη σου δεν θα διάλεγες όποιον κι αν έφερνα μπροστά σου. Εξεγείρεσαι στην ιδέα και μόνο του γάμου, κι ας μην ξέρω το γιατί». «Σ’ αυτό έχεις δίκιο, άρχοντά μου», απάντησε στεγνά. «Κ ι έτσι, διάλεξα εγώ για σένα. Θα παντρευτείς τον άντρα που θα βρει ο Φέργκους, πάει και τελείωσε». Η Μπρένα γύρισε απότομα προς τη φωτιά. Το μυαλό της επαναστατούσε στην ιδέα, αλλά ένιωθε εντελώς ανήμπορη. Αυτή, που είχε εκπαιδευτεί για τη μάχη, δεν έβρισκε τρόπο να το πολεμήσει αυτό. Το κλωθογύρισε για ώρα στο μυαλό της, κι εντέλει έκανε μια παραχώρηση. «Ας πάρει άλλη τη θέση μου», είπε στεγνά. «Δεν θα το καταλάβαινε κανείς».
«Θα παρουσίαζες μια υπηρέτρια για αρχόντισσα;» ρώτησε δύσπιστα ο Άνγκους. «Αν έκανες τέτοιο πράγμα, θα μας κουβαλούσες εδώ τους Βίκινγκς για τη χειρότερη εκδίκηση που μπορείς να φανταστείς! Ο Φέργκους θα εκθειάσει τις δικές σου αρετές, Μπρένα. Τις δικές σου! Ποια υπηρέτρια, εδώ ή οπουδήποτε αλλού, έχει την ομορφιά σου, την καλλιέργεια ή το σθένος σου; Θα χρειάζονταν χρόνια να διδαχτεί μια υπηρέτρια τα χαρίσματά σου. Είσαι ευγενικής καταγωγής, αρχόντισσα απ’ όλες τις σκοπιές χάρη στην αγωγή που σου έδωσε η θεία σου. Ευχαριστώ τη μέρα που ήρθε η Λινέτ και σε ανέλαβε, αλλιώς δεν θα ήσουν κατάλληλη παρά μόνο για σύζυγος Νορβηγού». «Ε, εγώ την καταριέμαι για το κακό που μου έφερε!» ούρλιαξε. «Μπρένα!» Μετάνιωσε στη στιγμή για τα λόγια της. Αγαπούσε πολύ τη θεία της. Ορφανή από τη γέννα, η Μπρένα συνδέθηκε με την όμορφη Λινέτ από τότε που ήρθε να μείνει μαζί τους, εδώ και τέσσερα χρόνια, μετά τον θάνατο του άντρα της. Η Λινέτ ήταν η μικρότερη αδερφή του Άνγκους· φερόταν κι έμοιαζε σαν να είχε τα μισά από τα σαράντα χρόνια της. Είχε αναλάβει την ανατροφή της Μπρένα, παρότι ήταν πολύ αργά για να τιθασεύσει πλήρως τους αγορίστικους τρόπους της. Αλλά της στάθηκε σαν δεύτερη μάνα, ενώ η μητριά της, αγκάθι στα πλευρά όλων, απηύθυνε το λόγο στην προγονή της μόνο για να την επιπλήξει. Ως και ο Άνγκους
μετάνιωσε πικρά που την παντρεύτηκε. Αλλά τουλάχιστον δεν χρειάστηκε να υπομείνουν την παρουσία της για πάνω από τρεις χειμώνες, αφού πέθανε έναν χρόνο μετά την άφιξη της Λινέτ. Βέβαια, άφησε πίσω την κόρη της, την Κ ορντέλα, επάξια συνεχίστρια των δολοπλοκιών της. «Συγγνώμη, πατέρα», είπε σιγανά η Μπρένα, με τα ασημόγκριζα μάτια της χαμηλωμένα, τους ώμους της κυρτούς σε αναγνώριση της ήττας. «Απλώς απεχθάνομαι την απόφαση που πήρες». «Το περίμενα πως θα ταραζόσουν, Μπρένα, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό», παραδέχτηκε ο Άνγκους και σηκώθηκε να αγκαλιάσει την κόρη του από τους ώμους. «Δες και τα καλά αυτής της υπόθεσης, κόρη μου. Θαυμάζεις το σθένος και τη δύναμη, και κανένας λαός δεν είναι πιο προικισμένος σ’ αυτά από τους Νορβηγούς. Ίσως και να μ’ ευχαριστείς μια μέρα για το προξενιό που έκανα». Η Μπρένα χαμογέλασε, έχοντας χάσει κάθε διάθεση για λογομαχίες. Δεκαπέντε μέρες μετά τη σύστησαν στον Γουίνταμ, έναν Νορβηγό έμπορο που είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο Σμαραγδένιο Νησί, και ο Άνγκους τον βρήκε στο Άνγκλεσι. Έναντι μεγάλης αμοιβής, ανέλαβε να διδάξει στην Μπρένα τη νορβηγική γλώσσα και τις συνήθειες του λαού για να μην «μπει στα τυφλά στη φωλιά του λιονταριού», όπως το έθεσε ο πατέρας της. Ο Φέργκους επέστρεψε το καλοκαίρι με το όνομα του υποψήφιου συζύγου της, σφραγίζοντας οριστικά τη μοίρα της. Ο μέλλων σύζυγος της
Μπρένα δεν ήταν αρχηγός φατρίας, όπως ήλπιζε ο Άνγκους, γιατί σπάνιζαν αυτοί που έμεναν ακόμα ανύπαντροι. Ήταν ζάπλουτος, γιος ενός ισχυρού αρχηγού φατρίας – ένας νεαρός που είχε κάνει για χρόνια το καθήκον του στον πόλεμο, και τώρα χάραζε τον δικό του δρόμο στον κόσμο. Γκάρικ Χάαρντραντ ήταν το όνομά του. Όχι, ο Φέργκους δεν τον είχε δει προσωπικά, γιατί ταξίδευε για τις εμπορικές υποθέσεις του στην Ανατολή. Ναι, ο Γκάρικ θα επέστρεφε ως το επόμενο καλοκαίρι κα θα ερχόταν για τη γυναίκα του πριν το φθινόπωρο. Οι όροι είχαν συμφωνηθεί. Όλα ήταν κανονισμένα. Κ ανονισμένα, χωρίς καμία ελπίδα διαφυγής! Μετά απ’ αυτό, η Μπρένα μετρούσε τις μέρες με φόβο και θλίψη, μέχρι που η νεανική της ζωντάνια την ώθησε να σβήσει το δυσάρεστο μέλλον από το μυαλό της. Μόνο τα καθημερινά μαθήματα αποτελούσαν μια διαρκή υπενθύμιση. Ωστόσο, όσο περνούσε ο καιρός, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση όσο καλύτερα μπορούσε. Θα ύψωνε το ανάστημά της· δεν θα γινόταν υποχείριο κανενός. Θα επέβαλε τη θέλησή της πάνω σ’ εκείνη του συζύγου της και θα ήταν ελεύθερη να κάνει ό,τι ήθελε. Κ αινούριος τόπος, ναι, αλλά η ίδια πάντα Μπρένα. Έστρεψε ξανά την προσοχή της στον Γουίνταμ, που ετοιμαζόταν να συνοψίσει το μάθημα της ημέρας. «Κ ι έτσι ο Όντιν, ο Άρχοντας του Ουρανού, είναι
ο βασιλιάς των θεών, θεός του πολιτισμού και της σοφίας που γνωρίζει το μέλλον. Είναι επίσης ο θεός του πολέμου. Με τον στρατό του από νεκρούς πολεμιστές που συγκεντρώνουν γύρω του οι Βαλκυρίες, ο Όντιν ιππεύει μέσα από τα σύννεφα καβάλα στον ακούραστο κέλητά του, τον Σλάιπνα, που έχει οχτώ πόδια. Το όνειρο κάθε Βίκινγκ είναι να σμίξει με τον Όντιν στη Βαλχάλα, το αιώνιο ανάκτορο με τη γιγάντια αίθουσα, όπου όλη τη μέρα εξασκούνται στη μάχη κι όλη τη νύχτα τρωγοπίνουν με ιερό αγριόχοιρο που σερβίρουν οι Βαλκυρίες, οι υιοθετημένες θυγατέρες του Όντιν. »Αδερφοποιτός του Όντιν είναι ο Λόκι. Συναφής με τον χριστιανικό Εωσφόρο, είναι πανούργος και ύπουλος και μηχανορραφεί για την ανατροπή των θεών. Ο κοκκινογένης Θωρ, από την άλλη, είναι πολύ αγαπητός – ένας πρόσχαρος θεός χωρίς ψήγμα μοχθηρίας, αλλά πολύ οξύθυμος. Είναι ο θεός του κεραυνού, ο θεός της καταιγίδας που κραδαίνει το θεόρατο σφυρί που εκτοξεύει αστροπελέκια. Αντίγραφο του ιπτάμενου σφυριού του Θωρ υπάρχει σε κάθε νορβηγικό σπίτι. »Ο Τυρ, επίσης θεός του πολέμου και αυτός που τιθάσευσε τον γιγάντιο λύκο Φένριρ, και η σκυθρωπή Χελ, κόρη του Λόκι και βασίλισσα του κάτω κόσμου, είναι δευτερεύουσες θεότητες, όπως και η Φρέγια, θεά της γονιμότητας. Θα μάθεις περισσότερα γι’ αυτούς τους κατώτερους θεούς αύριο, Μπρένα». «Αχ, Γουίνταμ», αναστέναξε απαυδισμένη. «Πότε
θα τελειώσουν πια αυτά τα μαθήματα;» «Με βαρέθηκες;» τη ρώτησε με ευγένεια απροσδόκητη για τόσο μεγαλόσωμο άντρα. «Κ αι βέβαια όχι!» απάντησε βιαστικά. «Σε βρίσκω πολύ συμπαθητικό. Αν ήταν όλοι οι συμπατριώτες σου σαν εσένα, δεν θα είχα τίποτα να φοβάμαι». Το χαμόγελό του ήταν σχεδόν λυπημένο. «Μακάρι να γινόταν αυτό, Μπρένα. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν μπορώ να λέγομαι πλέον Βίκινγκ. Έχει περάσει ολόκληρη εικοσαετία από την τελευταία φορά που είδα την πατρίδα μου. Εσείς οι χριστιανοί με εξημερώσατε. »Είσαι καλή μαθήτρια, καλή μου. Ξέρεις πια τόσα για τον λαό μου όσα και για τους Κ έλτες προγόνους σου. Από τώρα και μέχρι να έρθει ο μνηστήρας σου, θα ξαναβλέπουμε αυτά που έχεις μάθει ήδη». «Μπορείς να μου πεις περισσότερα γι’ αυτή τη φατρία που θα μπω με τον γάμο μου;» ρώτησε. «Δυστυχώς, δεν ξέρω περισσότερα απ’ όσα σου είπα ήδη. Γνώριζα μόνο τον παππού του μνηστήρα σου, τον Ούλρικ τον Πανούργο. Ήταν πολύ γενναίος άντρας. Ο Ούλρικ κυβερνούσε με σιδερένια πυγμή και πολεμούσε με το Λόκι στο πλευρό του. Αλλά ήταν παράξενος. Αντί να αναμετρηθεί μαζί του, ο Ούλρικ παράτησε τη φατρία του παραδίδοντας το μεγαλύτερο μέρος των γαιών του στον γιο του, τον Άνσελμ τον Αβάσταγο. Ο Άνσελμ επιβεβαίωσε το προσωνύμιό του. Δεν κρατιόταν να αναλάβει την αρχηγία της φατρίας. »Σημειωτέον, δεν πήγε μακριά, μόνο μερικά μίλια
βορειότερα στο φιόρδ, σε ένα κομμάτι της γης του που έμενε αναξιοποίητο. Με άλογα, είκοσι γελάδια και μια χούφτα υπηρέτες, έχτισε εκεί ένα σπίτι σαν κανένα άλλο στη Νορβηγία. Ορθώνεται πάνω από τους γκρεμούς του φιόρδ Χόρτεν με πέτρα που έφεραν οι Φρίζιοι2. Είναι μεγάλο οίκημα, αν και όχι τόσο όσο ο πύργος σας εδώ, κι έχει από ένα τζάκι σε κάθε δωμάτιο». «Μα τότε όλα είναι σχεδόν όπως εδώ, Γουίνταμ», επισήμανε η Μπρένα. «Με τη διαφορά ότι τα ξύλινα σπίτια στη Νορβηγία δεν έχουν τζάκια όπως τα ξέρεις, μόνο μεγάλες εστίες στο κέντρο του δωματίου, χωρίς άλλα ανοίγματα για να φεύγει ο καπνός πέρα από μια ανοιχτή πόρτα». «Φρίκη!» «Ναι, είναι πολύ δύσκολο για τα μάτια και τη μύτη». «Θα χρειαστεί να ζήσω σε ξύλινο σπίτι όπως αυτά που περιγράφεις, λες;» «Κ ατά πάσα πιθανότητα. Αλλά είναι μια κατάσταση που συνηθίζεται σχετικά γρήγορα».
1
Η ιστορική ονομασία του Χόλι, του δεύτερου μεγαλύτερου νησιού της Ουαλίας μετά το Άνγκλεσι.
2
Η Φριζία ή Φρισία είναι περιοχή στα παράλια της Βόρειας Θάλασσας, που σήμερα είναι μοιρασμένη μεταξύ Γερμανίας, Ολλανδίας (επαρχία Φρίσλαντ)
και Δανίας.
Κεφάλαιο 3 Η μεγάλη σάλα ήταν η πιο φωτεινή κάμαρα του πύργου την ώρα του δείπνου. Εννιά δυνατές φλόγες χόρευαν σε ένα περίτεχνο κηροπήγιο στο κέντρο του μακρόστενου τραπεζιού, και μεγάλα λυχνάρια σε κάθε τοίχο συνέβαλαν να υπάρχει άπλετο φως παντού. Από τους τοίχους κρέμονταν μαυρισμένες από τον καπνό ταπετσαρίες, συμπεριλαμβανομένου κι ενός μισοτελειωμένου τοπίου που δούλευε η μητέρα της Μπρένα, η οποία είχε πεθάνει στη γέννα πριν προλάβει να το τελειώσει. Μια ταπετσαρία υφασμένη από τη Λινέτ απεικόνιζε ένα κάστρο πάνω στη θάλασσα· δίπλα της κρεμόταν η πολεμική σκηνή της Κ ορντέλα. Η τελευταία ταπετσαρία στην αίθουσα ήταν απαράμιλλης ομορφιάς: προερχόταν από την Άπω Ανατολή, και ήταν δώρο από τον δούκα ενός γειτονικού βασιλείου. Δεν ήταν άξιο απορίας που κανένα έργο της Μπρένα δεν κοσμούσε τον τοίχο, μιας και δεν είχε την υπομονή που απαιτούσε αυτή η λεπτοδουλειά. Στην πραγματικότητα, αρνιόταν να καταπιαστεί με οποιαδήποτε ασχολία θεωρούνταν αποκλειστικά
γυναικεία. Τα πρώτα, διαπλαστικά χρόνια της ζωής της την είχαν σημαδέψει ανεξίτηλα, γιατί ήταν η εποχή που ο πατέρας της την αντιμετώπιζε σαν τον γιο που ήλπιζε να αποκτήσει. Κ αι συνέχισε να τη βλέπει σαν γιο, μέχρι που το κορμί της απέκτησε τις καμπύλες που πρόδιδαν το ψέμα. Η χρονιά που άλλαξε το σώμα της ήταν αληθινός εφιάλτης για την Μπρένα, αφού το όλο και πιο θηλυκό σώμα της ήταν σε πόλεμο με το αρσενικό μυαλό της. Με νικητή το μυαλό της. Η Μπρένα παρέβλεπε το αλλαγμένο σώμα της, τουλάχιστον μέχρι που της θύμιζαν τη σημασία του. Ειδικά η Κ ορντέλα αντλούσε μεγάλη ικανοποίηση να της υπενθυμίζει το φύλο της. Η Κ ορντέλα με τα φλογερά πυρόξανθα μαλλιά, τα γαλαζοπράσινα μάτια και τη χυμώδη σιλουέτα, την οποία φρόντιζε να τονίζει με τολμηρά φουστάνια, ήταν η μόνιμη ανταγωνίστρια της Μπρένα. Ήταν ελκυστική κοπέλα όσο κρατούσε κλειστό το στόμα της. Η Μπρένα καταλάβαινε τους λόγους για την πανουργία της και κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να μη χάνει την υπομονή της. Ήξερε ότι η Κ ορντέλα ήταν δυστυχισμένη. Είκοσι χρόνων τώρα, είχε παντρευτεί τον Ντάνσταν σε μικρή ηλικία από δική της επιλογή. Στην αρχή τον αγαπούσε, κι ήταν πολύ διαφορετική. Για κάποιο λόγο που κανείς δεν ήξερε –έξω από τον ίδιο τον Ντάνσταν, ίσως– η Κ ορντέλα τον μισούσε πλέον. Κ ι ήταν αυτό το μίσος που τη μετέτρεψε στο
φαρμακερό πλάσμα που είχε γίνει. Η Κ ορντέλα μπήκε στη σάλα και κάθισε με την Μπρένα στο μακρόστενο τραπέζι. Οι υπηρέτριες έσπευσαν να σερβίρουν το παχύ βραστό από κρέας λαγού. Ντυμένη με κίτρινο βελούδο που τόνιζε τα μαλλιά της και τα έκανε ακόμα πιο λαμπερά απ’ όσο ήταν, εκείνη περίμενε να μείνουν μόνες πριν μιλήσει. «Η θεία σου δεν θα δειπνήσει μαζί μας;» «Η Λινέτ αποφάσισε να ταΐσει εκείνη τον πατέρα απόψε», απάντησε η Μπρένα βουτώντας μια κουτάλα στη γαβάθα για να γεμίσει το πιάτο της. «Αυτό είναι δική σου δουλειά, όχι της θείας σου», παρατήρησε η Κ ορντέλα. Η Μπρένα ανασήκωσε τους ώμους. «Η ίδια το πρότεινε». «Πώς είναι ο πατριός μου;» «Αν έβρισκες τον χρόνο να τον επισκεφτείς, θα ήξερες ότι η κατάστασή του δεν έχει βελτιωθεί». «Θα βελτιωθεί», είπε στεγνά η Κ ορντέλα. «Αυτός ο γέρος θα μας θάψει όλους. Πάντως, ομολογώ ότι δεν σε περίμενα εδώ για το δείπνο. Έμαθα ότι σκότωσαν έναν αγριόχοιρο σήμερα, και θα γινόταν γλέντι στο χωριό. Έλεγα ότι θα ήσουν εκεί με τους χωρικούς φίλους σου, μαζί με τον Γουίνταμ και τον Φέργκους». «Βλέπω ότι κι ο Ντάνσταν προτιμάει το χωριό», είπε ψυχρά η Μπρένα, κι αναλογίστηκε την πτώση της στο κυνήγι του αγριόχοιρου. «Δεν θέλω μπουκιά από το κουφάρι εκείνου του αναθεματισμένου γουρουνιού».
«Μα παραείσαι ευέξαπτη σήμερα!» σχολίασε η Κ ορντέλα, κι ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο χαράχτηκε στα σαρκώδη χείλη της. Αγνόησε σκόπιμα το σχόλιο της Μπρένα για τον άντρα της. «Άραγε να φταίει που η Γουίλοου γύρισε στον στάβλο πολύ μετά από σένα σήμερα; Ή μήπως επειδή ζυγώνει η ώρα που θα καταφτάσει ο μνηστήρας σου;» «Πρόσεχε, Ντέλα», την προειδοποίησε η Μπρένα, με μάτια που σκοτείνιαζαν. «Δεν έχω καθόλου υπομονή για τις πολυλογίες σου απόψε». Η Κ ορντέλα της έριξε ένα αθώο βλέμμα, αλλά άφησε το θέμα να περάσει. Ζήλευε αφόρητα τη μικρότερη αδερφή της – στον εαυτό της μπορούσε να το παραδεχτεί. Δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν πρωτοήρθαν με τη μητέρα της σ’ αυτόν τον πανέμορφο πύργο πριν από οχτώ χειμώνες, η Μπρένα ήταν ένα κάτισχνο εννιάχρονο. Είχε περάσει ένας ολόκληρος μήνας πριν καταλάβει η Κ ορντέλα ότι είχε αδερφή, κι όχι αδερφό όπως νόμιζε. Βέβαια, από την αρχή δεν συμπάθησαν η μία την άλλη, αφού καμιά τους δεν χάρηκε με αυτόν τον γάμο, και –λες και δεν ήταν ήδη αρκετά φαρδύ το χάσμα ανάμεσά τους– δεν είχαν κανένα απολύτως κοινό. Με τους αγορίστικους τρόπους της, η Μπρένα κρατούσε αποστάσεις από την Κ ορντέλα, που ήδη από τα δώδεκα ήταν η προσωποποίηση της θηλυκότητας. Η Κ ορντέλα πάλι πίστευε ότι η Μπρένα ήταν ανόητη που προτιμούσε τα σπαθιά από το κέντημα, και τη φροντίδα των αλόγων από
τη διαχείριση ενός νοικοκυριού. Κ ι όμως, τα χρόνια περνούσαν, κι οι δυο τους πορεύονταν χωρίς ούτε μια έκρηξη έχθρας μεταξύ τους. Κ αι τότε, η Κ ορντέλα γνώρισε τον Ντάνσταν, ένα μεγαλόσωμο, ρωμαλέο αρσενικό που έκανε την καρδιά της να φτερουγίσει. Παντρεύτηκαν, και επιτέλους η Κ ορντέλα ήταν αληθινά ευτυχισμένη. Αλλά η χαρά τους κράτησε μόνο έναν χρόνο. Πήρε τέλος όταν η Λινέτ επέβαλε στην Μπρένα να ντύνεται κάπου κάπου με γυναικεία ρούχα, και ο Ντάνσταν αντιλήφθηκε την εκθαμβωτική ομορφιά της. Η Μπρένα –ανάθεμά την!– δεν είχε καταλάβει καν ότι ο Ντάνσταν τη λιμπιζόταν. Εδώ ο ίδιος δεν φανταζόταν ότι η γυναίκα του το ήξερε. Ήξερε μόνο ότι η αγάπη που του είχε, ξεψύχησε εκείνη τη χρονιά. Η ζήλια της Κ ορντέλα ήταν ανάμεικτη με μίσος για τον άντρα και την ετεροθαλή αδερφή της. Δεν μπορούσε να επιτεθεί ανοιχτά στην Μπρένα, αν και συχνά ευχόταν να μπορούσε να της βγάλει τα μάτια. Χάρη στον πατέρα της, η μικρή ήταν ικανότατη μαχήτρια, και όταν θύμωνε, της πάγωνε κυριολεκτικά το αίμα. Είχε σκοτώσει άντρες χωρίς καν να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα. Είχε αποδειχτεί αντάξιο τέκνο του περήφανου Άνγκους. Δεδομένου ότι δεν μπορούσε να πολεμήσει την Μπρένα, η Κ ορντέλα ήταν αποφασισμένη να την τρομοκρατεί στον μοναδικό τομέα στον οποίο η μικρή δεν είχε την ελάχιστη εμπειρία: την ερωτική επαφή. Η Κ ορντέλα απολάμβανε να αναλύει τον
τρόμο και όχι την ηδονή της συνεύρεσης με έναν άντρα. Δεν έχανε ευκαιρία να τσιγκλάει την Μπρένα, αντλώντας χαρά από τον φόβο που πλημμύριζε τα ατσάλινα μάτια της. Ήταν η μόνη μέθοδος εκδίκησης που είχε η Κ ορντέλα. Αν έβρισκε έναν τρόπο να τιμωρήσει και τον Ντάνσταν… Η Μπρένα θα έφευγε σύντομα, κι η Κ ορντέλα ήξερε πόσο την τρόμαζε αυτή η προοπτική. Κ αι τότε, όταν σε ακτίνα μιλίων δεν θα υπήρχε καμιά να συγκριθεί με την ομορφιά της, θα ερχόταν στα συγκαλά του ο Ντάνσταν. Τώρα παραμέρισε το πιάτο της και κοίταξε εξεταστικά την Μπρένα. «Ξέρεις, αδερφή, το καράβι από τον βορρά θα φτάσει από μέρα σε μέρα – μέσα καλοκαιριού είναι πια. Είσαι έτοιμη να γνωρίσεις τον μέλλοντα σύζυγό σου;» «Ποτέ δεν θα είμαι έτοιμη», απάντησε βλοσυρά η Μπρένα, σπρώχνοντας μακριά και το δικό της πιάτο. «Ναι, η πριγκιποπούλα που ρίχνεται στα λιοντάρια. Κ ρίμα που δεν είχες περιθώρια επιλογής. Δεν θα περίμενα ποτέ να σου το κάνει αυτό ο πατέρας σου. Στο κάτω κάτω, εμένα μου επέτρεψε να διαλέξω». «Ξέρεις γιατί το έκανε!» της θύμισε η Μπρένα. «Ναι, φυσικά. Για να μας σώσει όλους», απάντησε η Κ ορντέλα με τόνο που έσταζε σαρκασμό. «Τουλάχιστον ξέρεις τι να περιμένεις. Αν ήξερα πώς θα ήταν, θα ήμουν σαν εσένα, δεν θα ήθελα ποτέ να παντρευτώ. Θεέ μου, πόσο φοβάμαι κάθε νύχτα
ξέροντας το μαρτύριο που θα υποστώ!» Η Μπρένα την κάρφωσε με μια παγερή ματιά. «Ντέλα, είδα ένα ζευγάρωμα στο χωριό σήμερα». «Αλήθεια; Πώς έτσι;» «Δεν έχει σημασία. Αλλά αυτό που είδα δεν ήταν τόσο τρομακτικό όσο το περιγράφεις εσύ». «Δεν θα μάθεις πώς είναι πριν το ζήσεις η ίδια», της είπε δυσοίωνα η Κ ορντέλα. «Θα μάθεις ότι πρέπει να υπομένεις τον πόνο σου βουβά, αλλιώς ο άντρας θα σε ξυλοφορτώνει. Είναι θαύμα που δεν κόβουν περισσότερες γυναίκες τον λαιμό των αντρών τους, αντί να υπομένουν τέτοιο μαρτύριο κάθε βράδυ». «Αρκετά, Ντέλα! Δεν θέλω ν’ ακούσω τίποτ’ άλλο». «Να είσαι ευγνώμων που ξέρεις. Τουλάχιστον εσύ δεν θα πας ανύποπτη στη νυφική παστάδα», συμπλήρωσε η Κ ορντέλα και σηκώθηκε από το τραπέζι, χαμογελώντας χαιρέκακα μόλις βγήκε από το οπτικό πεδίο της Μπρένα.
Κεφάλαιο 4 Η Μπόλγκαρ, στην ανατολική καμπή του ποταμού Βόλγα, ήταν ένα μεγάλο εμπορικό λιμάνι όπου η Δύση συναντούσε την Ανατολή. Εδώ αντάλλασσαν τα φορτία τους μακρόστενα σκαριά των Βίκινγκς με καραβάνια από τις στέπες της Κ εντρικής Ασίας και αραβικά φορτηγά πλοία από τις ανατολικές επαρχίες. Ανατολικά από την Μπόλγκαρ εκτεινόταν ο θρυλικός Δρόμος του Μεταξιού για την Κ ίνα. Η Μπόλγκαρ ξεχείλιζε από ανθρώπους κάθε φυλής και σιναφιού, από κλέφτες και φονιάδες, μέχρι εμπόρους και βασιλείς. Ο Γκάρικ Χάαρντραντ αγκυροβόλησε το επιβλητικό καράβι του εδώ στην αρχή του καλοκαιριού και στρώθηκε στη δουλειά για να μεγαλώσει την περιουσία που είχε συγκεντρώσει στα ταξίδια του. Θαυμάσια δουλειά το εμπόριο. Έχοντας ξεχειμωνιάσει απροσδόκητα με μια φυλή Σλάβων νομάδων, ο Γκάρικ δεν είχε διάθεση να καθυστερήσει πολύ στην Μπόλγκαρ. Αδημονούσε να βάλει πλώρη για την πατρίδα του. Είχε να κάνει άλλη μια στάση στο Χέντεμπι για να ξεφορτώσει τους είκοσι σκλάβους που του χάρισε ο Αλεξάντρ
Σταζόφ, ώστε να κάνει το ταξίδι του γυρισμού με ελαφρύτερο φορτίο. Το πρώτο του ταξίδι στην Ανατολή ήταν γεμάτο εκπλήξεις, αλλά πολύ ικανοποιητικό. Αφού έφυγε από τη Νορβηγία την προηγούμενη χρονιά με ένα φορτίο γούνες και τους σκλάβους που είχε διαλέξει να πουλήσει, ο Γκάρικ και το εννιαμελές πλήρωμά του ταξίδεψαν στο Χέντεμπι, τη μεγάλη εμπορική πόλη στις εκβολές του Σλάι, όπου αντάλλαξε τους σκλάβους του με μια ποικιλία εμπορευμάτων φτιαγμένων από ντόπιους τεχνίτες. Πήρε χτένες, καρφίτσες, ζάρια και βόλους, όλα κοκάλινα, καθώς και χάντρες και μενταγιόν φτιαγμένα από κεχριμπάρι, φερμένα από τα νησιά της Βαλτικής. Από το Χέντεμπι σήκωσαν πανιά για το Μπίρκα, ένα νησιωτικό εμπορικό κέντρο στη λίμνη Μάλαρ, στην καρδιά της Σουηδίας απέναντι από μια σλαβική πολίχνη. Το Μπίρκα ήταν ονομαστό «Βικ», εμπορικό κέντρο· στο λιμάνι του έβρισκες πλοία από πολλά ολλανδικά, σλαβικά, νορβηγικά και σκυθικά φύλα. Εδώ ο Γκάρικ προμηθεύτηκε γυαλί του Ρήνου, φριζικά υφάσματα περιζήτητα για την απαλή υφή τους, αναβολείς στολισμένους με πετράδια, και κρασί του Ρήνου, πολλά από κρίκους οποία κράτησε για τον εαυτό του. Κ ατόπιν ταξίδεψε με το πλήρωμά στην Ούπλαντ, έφτασε στον Κ όλπο της Φινλανδίας, και μετά, ακολουθώντας το Νέβα, πέρασε τους βάλτους και συνέχισε ως τη λίμνη Λάντογκα. Η Παλαιά
Λάντογκα, το εμπορικό κέντρο, ήταν χτισμένη στις όχθες του Βόλχοφ, λίγο πάνω από τις εκβολές του· εκεί σταμάτησαν για προμήθειες. Ήταν μέσα του καλοκαιριού πια, και είχαν πολύ δρόμο ακόμα μπροστά τους. Αρμένισαν ανατολικά στην επικράτεια των Δυτικών Σλάβων, κατέπλευσαν το Σβιρ μέχρι την Ονέγκα, και συνέχισαν μέσα από κάμποσα μικρότερα ποτάμια και λίμνες μέχρι τη Λευκή Λίμνη, ώσπου τελικά έφτασαν στη βορειότερη καμπή του μέγα ποταμού Βόλγα. Στα μισά περίπου του ταξιδιού προς την Μπόλγκαρ, τον προορισμό τους, συνάντησαν ένα πλεούμενο που δεχόταν επίθεση από μια ομάδα Σλάβους που ζούσαν κατά μήκος της ακτής. Ο Γκάρικ έστειλε τους άντρες στα κουπιά και το πλεύρισε πριν ολοκληρωθεί η αιματηρή επίθεση. Αυτός κι οι άντρες του επιβιβάστηκαν στο μικρό κωπήλατο πλεούμενο και ξέκαναν όσους πλιατσικολόγους δεν πρόλαβαν να γίνουν καπνός όταν είδαν το μεγαλόπρεπο καράβι των Βίκινγκς. Μόνο μια κοπέλα και το μωρό της απέμειναν ζωντανοί, κι αυτό επειδή είχαν κρυφτεί μέσα σε ένα μεγάλο άδειο βαρέλι. Ο Χάακον, μέλος του πληρώματος του Γκάρικ και ψημένος θαλασσοπόρος, μιλούσε τη σλαβική διάλεκτο της γυναίκας. Ανακάλυψε ότι ήταν η κόρη του ισχυρού αρχηγού μιας σλαβικής φατρίας. Έκλαιγε γοερά πάνω από το σφαγιασμένο σώμα του άντρα της όσο τους περιέγραφε το μακελειό. Οι επιτιθέμενοι ήταν μέλη μιας εχθρικής φατρίας που αποσκοπούσε να
σκοτώσει την ίδια και το μωρό της για να πάρει εκδίκηση από τον πατέρα της. Αυτή η επίθεση δεν ήταν η πρώτη τους. Ο Γκάρικ συσκέφτηκε αμέσως με τους άντρες του για να αποφασίσουν τι θα έκαναν με τη γυναίκα. Ήταν η συμβουλή του Πέριν, επιστήθιου φίλου του Γκάρικ που τον αγαπούσε σαν αδερφό, που υπερίσχυσε. Μιας και είχαν γίνει ήδη εχθροί εκείνων που διέφυγαν, δεν είχαν ανάγκη να αποκτήσουν κι άλλους ζητώντας λύτρα για να επιστρέψουν την κοπέλα στη φατρία της. Θα ταξίδευαν και στο μέλλον απ’ αυτά τα μέρη· μόνο προς όφελός τους θα ήταν να έχουν φίλους στην περιοχή. Έτσι, επέστρεψαν την κοπέλα με το μωρό στον πατέρα της χωρίς να ζητήσουν κανένα αντάλλαγμα. Οργανώθηκαν γιορτές προς τιμήν τους, η μία μετά την άλλη, και οι μέρες έγιναν εβδομάδες. Μετά ήρθαν οι βροχές, δίνοντάς τους άλλη μια δικαιολογία να αναβάλουν την αναχώρησή τους, γιατί ο Αλεξάντρ Σταζόφ ήταν έξοχος οικοδεσπότης, και δεν τους έλειπε τίποτα. Τελικά, ήταν πολύ αργά να φτάσουν στην Μπόλγκαρ και να επιστρέψουν στην πατρίδα τους πριν τα κρύα, οπότε έμειναν εκεί τον χειμώνα. Την άνοιξη, ο ευγνώμων άρχοντας τους ξεπροβόδισε με είκοσι σκλάβους δώρο κι ένα σακούλι ασήμι για καθέναν από το πλήρωμα. Σε τελική ανάλυση, ο χρόνος που έχασαν άξιζε και με το παραπάνω. Φτάνοντας στην Μπόλγκαρ πούλησαν και το
τελευταίο φορτίο τους. Μόνο οι γούνες απέφεραν ένα τεράστιο ποσό, ιδιαίτερα η λευκή γούνα της πολικής αρκούδας, από τις οποίες ο Γκάρικ είχε τέσσερις. Κ άθε άντρας πουλούσε τα δικά του εμπορεύματα, γιατί ήταν κοινό εγχείρημα μεταξύ φίλων, παρότι ταξίδευαν με το καράβι του Γκάρικ. Κ ι έτσι, όντας νέοι άντρες στο πρώτο τους ταξίδι προς ανατολάς (γιατί μόνο ο Χάακον είχε φτάσει ήδη τόσο μακριά), καθυστέρησαν πολύ εκεί, απολαμβάνοντας το καινούριο και ανοίκειο. Ο Γκάρικ αγόρασε πολλά δώρα για τους δικούς του. Κ άποια θα τα μοίραζε με την επιστροφή του, άλλα θα τα κρατούσε για ειδικές περιστάσεις και τελετές. Είχε περιδέραια και περιβραχιόνια για τη μητέρα του στολισμένα με πολύτιμους λίθους που είχε αγοράσει φτηνά από τους Άραβες, καθώς και δυσεύρετο κινέζικο μετάξι. Για τον πατέρα του, βρήκε ένα εξαίσιο σπαθί σαν το δικό του, με την παινεμένη λεπίδα του Ρήνου και τη λαβή του με πλούσιες εγχαράξεις και ψηφίδες από χρυσάφι και ασήμι. Για τον αδερφό του τον Χιου αγόρασε ένα χρυσό κράνος, σύμβολο της αρχηγίας του. Αγόρασε επίσης δώρα για τους φίλους του και μπιχλιμπίδια για τη Γιάρμιλ, τη γυναίκα που διοικούσε το σπιτικό του και διαφέντευε τους σκλάβους κατά την απουσία του. Έκανε άφθονες αγορές και για τον εαυτό του – βυζαντινά μεταξωτά και μπροκάρ για υπέροχα ενδύματα, ταπετσαρίες από την Ανατολή για το σπίτι του, κι ένα βαρέλι σιδερένια σκεύη που θα ενθουσίαζαν τις σκλάβες
του. Κ άθε μέρα που έμεναν στην Μπόλγκαρ, ο Γκάρικ έβρισκε κάτι καινούριο να προσθέτει στη συλλογή του. Τελικά, οι φίλοι του άρχισαν να βάζουν στοιχήματα για το πόσο ασήμι θα πλήρωνε προτού τελειώσει η μέρα. Αυτή τη μέρα του μεσοκαλόκαιρου, με τον ασυννέφιαστο ουρανό σχεδόν λευκό στην έντασή του, ο Γκάρικ μπήκε στο σπίτι του χαράκτη, του Μπόλσκι, με τον φίλο του τον Πέριν στο πλευρό του. Ο μικρόσωμος άντρας σήκωσε το βλέμμα από το τραπέζι εργασίας στο κέντρο της κάμαρας και στύλωσε τα μισόκλειστα μάτια του πάνω στους δύο νεαρούς Νορβηγούς που ήταν ντυμένοι με κοντές, αμάνικες πουκαμίσες και εφαρμοστά μακριά παντελόνια. Είχαν κι οι δύο επιβλητικό ύψος, φαρδιά στέρνα και νευρώδεις μυς που κυμάτιζαν στα γυμνά τους μπράτσα. Τα σφιχτά, ρωμαλέα κορμιά τους δεν είχαν στάλα παραπανίσιο κρέας. Ο ένας τους είχε πυρόξανθα μαλλιά και περιποιημένη γενειάδα· ο άλλος ήταν ξανθός και ξυρισμένος. Ο ξανθός είχε μάτια που ήταν ψυχρά και πολύ καχύποπτα για κάποιον τόσο νέο. Ήταν σε μια ανοιχτή γαλαζοπράσινη απόχρωση, σαν ρηχά νερά μια ηλιόλουστη μέρα. Ο άλλος είχε γελαστά μάτια σαν λαμπερά σμαράγδια. Ο Μπόλσκι περίμενε τον ξανθό Βίκινγκ, που του είχε αναθέσει να του φτιάξει ένα λεπτό ασημένιο μενταγιόν με την εικόνα μιας όμορφης κοπέλας στην εσωτερική πλευρά. Του είχε δώσει ένα σκίτσο
αυτής της κοπέλας, και τώρα ο τεχνίτης ήταν περήφανος για το έργο του. Την μπροστινή πλευρά κοσμούσε ένα περήφανο καράβι των Βίκινγκς με εννιά κουπιά, κι από πάνω ήταν ένα σφυρί με σταυρωτά φτερά και μία σπάθα. Την πίσω πλευρά του μενταγιόν κοσμούσε η μορφή της κοπέλας χαραγμένη με κάθε λεπτομέρεια, πιστό αντίγραφο του σκίτσου. Μια αγαπημένη, ίσως, ή σύζυγος; «Τελείωσε;» ρώτησε ο Γκάρικ. Ο Μπόλσκι χαμογέλασε και άνοιξε ένα σακούλι επενδυμένο εσωτερικά με γούνα, απ’ όπου έβγαλε το μενταγιόν με τη μακριά ασημένια αλυσίδα του. «Έτοιμο». Ο Γκάρικ πέταξε ένα πουγκί ασήμι στο τραπέζι και πήρε το μενταγιόν, το οποίο κρέμασε στον λαιμό του χωρίς να το κοιτάξει. Υποκύπτοντας στην περιέργεια, ο Πέριν σήκωσε τον βαρύ ασημένιο δίσκο από το στήθος του φίλου του και τον περιεργάστηκε προσεκτικά. Θαύμασε τα σύμβολα πλούτου, εξουσίας και δύναμης, αλλά όταν γύρισε το μενταγιόν στην πίσω πλευρά, έσμιξε τα φρύδια σε ένα σκυθρώπιασμα αποδοκιμασίας. «Γιατί;» Ο Γκάρικ ανασήκωσε κοφτά τους ώμους και κίνησε για την πόρτα, αλλά ο Πέριν τον πρόλαβε και τον σταμάτησε. «Γιατί βασανίζεις έτσι τον εαυτό σου;» ρώτησε επιτακτικά. «Δεν της αξίζει». Ο φίλος του ύψωσε έκπληκτος το φρύδι του. «Εσύ το λες αυτό;» «Ναι, εγώ», απάντησε μορφάζοντας ο Πέριν.
«Είναι αδερφή μου, αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω αυτό που έκανε». «Μη στενοχωριέσαι, φίλε μου. Αυτό που ένιωθα για τη Μόρνα έχει πεθάνει προ πολλού». «Τότε σε τι χρησιμεύει αυτό;» ρώτησε ο Πέριν γνέφοντας προς το μενταγιόν. «Μια υπενθύμιση», αποκρίθηκε τραχιά ο φίλος του. «Μια υπενθύμιση ότι καμιά γυναίκα δεν είναι άξια εμπιστοσύνης». «Φοβάμαι ότι η αδερφή μου σε σημάδεψε, Γκάρικ. Δεν είσαι αυτός που ήξερα από τότε που παντρεύτηκε εκείνον τον χοντρό έμπορο». Τα γαλαζοπράσινα μάτια του νεότερου άντρα συννέφιασαν, αλλά στα χείλη του χαράχτηκε ένα κυνικό χαμόγελο. «Απλώς είμαι πιο σοφός. Δεν θα ξαναπέσω ποτέ θύμα της γοητείας μιας γυναίκας. Μία φορά άνοιξα την καρδιά μου, και δεν έχω σκοπό να το επαναλάβω. Τώρα πια τις ξέρω καλά». «Δεν είναι όλες οι γυναίκες ίδιες, Γκάρικ. Η μητέρα σου είναι διαφορετική. Δεν έχω συναντήσει ποτέ πιο καλόκαρδη ή δοτική γυναίκα». Τα χαρακτηριστικά του νεαρού μαλάκωσαν. «Η μητέρα μου είναι η μοναδική εξαίρεση. Αλλά φτάνει αυτή η κουβέντα. Σήμερα, την τελευταία μας βραδιά εδώ, σκοπεύω να πιω ένα βαρέλι μπίρα – κι εσύ, φίλε μου, θα χρειαστεί να με κουβαλήσεις πίσω στο καράβι όταν τελειώσω».
Κεφάλαιο 5 Η Μπρένα καθόταν στο κέντρο του μεγάλου κρεβατιού και γυάλιζε το σπαθί της με όλη τη φροντίδα που άρμοζε σε ένα πολύτιμο αντικείμενο, που όντως ήταν. Κ αλοδουλεμένο και ζυγισμένο ειδικά γι’ αυτήν, ήταν ελαφρύ, αλλά κοφτερό σαν ξυράφι. Ήταν δώρο του πατέρα της τη μέρα που γιόρτασε τα δέκα της χρόνια. Πάνω στην ασημένια λαβή ήταν χαραγμένο το όνομά της, τριγυρισμένο με ρουμπίνια και λαμπερά ζαφείρια στο μέγεθος μεγάλου μπιζελιού. Η Μπρένα λάτρευε αυτό το σπαθί περισσότερο απ’ οτιδήποτε είχε στην κατοχή της, κυρίως επειδή συμβόλιζε την περηφάνια του πατέρα της για τα κατορθώματά της. Τώρα το ακούμπησε στο μέτωπό της, βυθισμένη στις ζοφερές σκέψεις της. Άραγε το γυναικείο σώμα της θα γινόταν η φυλακή της στον τόπο του συζύγου της; Θα της δινόταν ποτέ η δυνατότητα να δώσει μάχη με αυτό το σπαθί, να πολεμήσει για ό,τι της ανήκε δικαιωματικά, όπως θα έκανε ένας άντρας; Ή θα της επέβαλαν να συμπεριφέρεται αποκλειστικά ως σύζυγος, να πάψει να εξασκεί τις ικανότητές της, να είναι γυναίκα και να κάνει μόνο
ό,τι αναμένεται από μια γυναίκα; Ανάθεμα τους άντρες και τη στενοκεφαλιά τους! Δεν θα ανεχόταν τέτοια μεταχείριση. Δεν θα δεχόταν να την υποσκελίσουν και να τη διαφεντεύουν! Δεν θα ενέδιδε. Ήταν η Μπρένα Κ άρμαρχαμ, όχι καμιά λιπόψυχη, μη μου άπτου δεσποσύνη! Φουρκισμένη όπως ήταν, ούτε που άκουσε τη θεία της να μπαίνει στην κάμαρά της και να κλείνει μαλακά πίσω της την πόρτα. Η Λινέτ κοίταξε την ανιψιά της με κουρασμένα, λυπημένα μάτια. Είχε φροντίσει τον άντρα της τους μήνες που βασανιζόταν, με την κάθε μέρα να απομυζά λίγη από τη δύναμή της. Όταν εκείνος ξεψύχησε τελικά, πέθανε μαζί του κι ένα δικό της κομμάτι, γιατί τον αγαπούσε ολόψυχα. Τώρα έπρεπε να κάνει το ίδιο για τον αδερφό της, τον Άνγκους. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, όχι άλλο θάνατο, παρακαλούσε βουβά. Η Μπρένα τινάχτηκε ξαφνιασμένη όταν αντιλήφθηκε την καταβεβλημένη φιγούρα με την άκρη του ματιού της. Στράφηκε στη Λινέτ, και τρόμαξε να τη γνωρίσει. Ήταν άλουστη κι αχτένιστη, αλλά το πρόσωπό της ήταν αυτό που την ξένισε περισσότερο. Ήταν κάτωχρο, λευκό σαν το αλεύρι· τα χείλη της ήταν σφιγμένα κι υπήρχαν μαύροι κύκλοι κάτω από τα ερεθισμένα μάτια της. Η Μπρένα σηκώθηκε από το κρεβάτι και τράβηξε τη θεία της να καθίσει στο μακρόστενο χρυσό ανάκλιντρο κάτω από το παράθυρο. «Λινέτ, εσύ έκλαιγες! Δεν είναι του χαρακτήρα σου», είπε ανήσυχα. «Τι συμβαίνει;»
«Αχ, Μπρένα κορίτσι μου. Αλλάζει τόσο ριζικά η ζωή σου. Είναι άδικο να σου συμβαίνουν όλα μαζί». Το χαμόγελο της Μπρένα ήταν άνευρο. «Για μένα έκλαιγες, θεία; Δεν υπάρχει λόγος». «Όχι, αγάπη μου, όχι για σένα, αν και θα έρθει η ώρα και γι’ αυτό. Ο πατέρας σου, Μπρένα… Ο Άνγκους πέθανε». Η Μπρένα τραβήχτηκε πίσω, το πρόσωπό της πάνιασε. «Τι άθλιο αστείο είναι αυτό;» την κατηγόρησε οργισμένα. «Δεν γίνεται τέτοιο πράγμα!» «Μπρένα», αναστέναξε η Λινέτ και άπλωσε το χέρι της να χαϊδέψει το μάγουλο της ανιψιάς της. «Δεν θα σου έλεγα ποτέ τέτοιο ψέμα. Ο Άνγκους άφησε την τελευταία του πνοή εδώ και καμιά ώρα». Η Μπρένα κουνούσε αργά το κεφάλι δεξιάαριστερά, αρνούμενη να το δεχτεί. «Δεν ήταν τόσο άρρωστος. Δεν μπορεί να πεθάνει!» «Ο Άνγκους είχε την ίδια αρρώστια με τον άντρα μου, αλλά τουλάχιστον δεν υπέφερε τόσο πολύ». Τα μάτια της κοπέλας άνοιξαν διάπλατα, πλημμυρισμένα με τρόμο. «Ήξερες ότι θα πέθαινε;» «Ναι, το ήξερα». «Μα τότε, για τ’ όνομα του Θεού, γιατί δεν μου το είπες; Γιατί με άφησες να πιστεύω ότι θα γινόταν καλά;» «Εκείνος το ήθελε έτσι, καλή μου. Μου απαγόρευσε να το πω σε οποιονδήποτε, και ειδικά σ’ εσένα. Δεν ήθελε να σε δει να σπαράζεις στο προσκεφάλι του. Ο Άνγκους ποτέ δεν άντεχε τα δάκρυα, του αρκούσε που έπρεπε να ανεχτεί τα δικά
μου». Κ αι όντως, ξεχύνονταν δάκρυα από τα μάτια της τώρα – κι ήταν μια πρωτόγνωρη αίσθηση, γιατί δεν είχε κλάψει ποτέ πριν. «Αλλά εγώ έπρεπε να είμαι αυτή που θα τον φρόντιζε. Αντί γι’ αυτό, συνέχιζα τις καθημερινές ασχολίες μου σαν να μη συνέβαινε τίποτα». «Μπρένα, ο πατέρας σου δεν ήθελε να θρηνήσεις υπερβολικά, κι αυτό θα έκανες αν ήξερες. Τουλάχιστον έτσι θα πενθήσεις για ένα διάστημα, κι έπειτα θα το αφήσεις πίσω. Ο επικείμενος γάμος σου θα σε βοηθήσει». «Όχι! Δεν θα γίνει κανένας γάμος τώρα!» «Ο πατέρας σου έδωσε τον λόγο του, Μπρένα», είπε κάπως ανυπόμονα η Λινέτ. «Οφείλεις να τον τιμήσεις, κι ας μην είναι πια στη ζωή». Η Μπρένα δεν μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τους σπαρακτικούς λυγμούς της. «Γιατί έπρεπε να πεθάνει, θεία; Γιατί;»
•
Ο άρχοντας Άνγκους Κ άρμαρχαμ ενταφιάστηκε ένα ξάστερο γαλάζιο πρωινό. Τα πουλιά είχαν μόλις αρχίσει να καλωσορίζουν τη μέρα και το άρωμα των αγριολούλουδων μύρωνε το δροσερό πρωινό αεράκι. Η Μπρένα, με μάτια στεγνά πια, ήταν ντυμένη στα μαύρα από την κορυφή ως τα νύχια. Φορούσε
πουκαμίσα και παντελόνι με δερμάτινες περικνημίδες, κι από πάνω έναν κοντό, ριχτό μανδύα κεντημένο με ασημένια κλωστή. Οι μακριές κατάμαυρες μπούκλες της ήταν πλεγμένες και κρυμμένες όπως συνήθως μέσα στην κάπα της. Τα μόνα άλλα χρώματα πάνω της ήταν το κάτασπρο του προσώπου της και το γυαλιστερό ασημί του σπαθιού της. Η θεία της είχε δείξει την αποδοκιμασία της για την αμφίεσή της, αλλά η Μπρένα ήταν αδαμάντινη. Ο πατέρας της την είχε μεγαλώσει και την αντιμετώπιζε σαν γιο, και σαν γιος θα τον συνόδευε στην τελευταία κατοικία του. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν όλοι παρόντες και πολλοί έκλαιγαν με αναφιλητά. Η Λινέτ στεκόταν στο πλευρό της Μπρένα, με το ένα της μπράτσο τυλιγμένο παρηγορητικά στους ώμους της κοπέλας. Αριστερά της στέκονταν η Κ ορντέλα και ο Ντάνσταν. Ο τελευταίος επαίνεσε τα χαρίσματα και εκθείασε το ένδοξο παρελθόν του εκλιπόντος, αλλά η Μπρένα δεν άκουγε. Εκείνες τις έσχατες στιγμές ξαναζούσε παλιές αναμνήσεις: η ίδια παιδούλα, να κάθεται στα γόνατα του πατέρα της· ένας περήφανος άντρας να ενθαρρύνει επευφημώντας τη μονάκριβη κόρη του όταν ίππευε το πρώτο της άλογο. Αυτές οι τρυφερές στιγμές ήταν σαν θησαυρός μέσα στην καρδιά της. Ένιωθε χαμένη χωρίς αυτόν, και τώρα την κατέκλυσε ένα τρομερό αίσθημα κενού. Ωστόσο, στεκόταν αγέρωχη για χάρη των υποτακτικών της.
Μόνο τα μάτια της, θολά και απλανή, μαρτυρούσαν τον πόνο στο κεφάλι της. Όταν τελικά σώπασε ο Ντάνσταν, επικράτησε νεκρική σιγή. Ήταν μεγάλη έκπληξη που οι παρευρισκόμενοι είδαν έναν ιππέα να βγαίνει καλπάζοντας από τα δέντρα και να πλησιάζει τη σύναξη. Πήδηξε από το άλογό του και πέρασε βιαστικά ανάμεσα στο πλήθος για να φτάσει στο πλευρό της Μπρένα. «Ήρθε ο μνηστήρας σου», είπε ξέπνοα ο νεαρός. «Γύριζα από το Άνγκλεσι και προσπέρασα το τσούρμο του στον δρόμο». «Πώς ξέρεις ότι ήταν ο μνηστήρας μου;» ρώτησε ανήσυχα η Μπρένα. Δεν ήταν προετοιμασμένη για τέτοια νέα, όχι ενώ μόλις είχε αποθέσει τον πατέρα της στον τάφο. «Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι;» απάντησε ο άντρας. «Ήταν μια μεγάλη ομάδα από γιγαντόσωμους άντρες με ξανθά μαλλιά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι Βίκινγκς». Από το πλήθος ακούστηκαν φωνές τρόμου, αλλά η Μπρένα μπορούσε να σκεφτεί μόνο τη δική της δεινή θέση. «Κ ύριε των Δυνάμεων, γιατί τώρα;» έκρωξε. Ήταν μια ερώτηση που ο νεαρός δεν μπορούσε να απαντήσει. Η Λινέτ την τράβηξε κοντά της λέγοντας: «Δεν έχει σημασία το γιατί, αγάπη μου. Έγινε». Στράφηκε στον μαντατοφόρο. «Πόσο κοντά είναι;» «Στην άλλη άκρη του δάσους», απάντησε κι έδειξε
βορειοδυτικά. «Γύρω στο ένα μίλι». «Πολύ καλά», είπε η Λινέτ. «Πρέπει να τους δεχτούμε στον πύργο. Εσείς γυρίστε στα σπίτια σας. Δεν έχετε τίποτα να φοβόσαστε απ’ αυτούς τους Βίκινγκς. Έρχονται ειρηνικά». Πίσω στον πύργο, η Μπρένα βημάτιζε νευρικά στη μεγάλη σάλα υποδοχής. Ο Φέργκους καθόταν ανήσυχος μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Ήταν υπεύθυνος για την άφιξη των Βίκινγκς και ανυπομονούσε να τους καλωσορίσει. Είχε περάσει κάμποσο χρόνο σε έναν εχθρικό τόπο για να βρει τη φατρία των Χάαρντραντ. Ο ίδιος ο αρχηγός της φατρίας υποδέχτηκε τον Φέργκους κι έκανε τις διαπραγματεύσεις για τον γιο του, δίνοντας επίσημη υπόσχεση ότι όλα θα γίνονταν όπως είχαν συμφωνήσει. Με τον θάνατο του άρχοντα Άνγκους, η νύφη έφερνε τώρα τρανταχτή περιουσία, αφού ο πύργος και όλες οι γαίες του περιέρχονταν στην ίδια και στον σύζυγό της. Αυτό σίγουρα θα χαροποιούσε τους Βίκινγκς. «Μπρένα αγάπη μου, θα ήταν πιο κόσμιο να εμφανιζόσουν με φόρεμα», πρότεινε η Λινέτ. «Όχι». «Μπρένα, δεν μπορείς να δεχτείς τον μέλλοντα σύζυγό σου με τέτοια αμφίεση. Τι θα σκεφτεί;» «Είπα όχι!» απάντησε κοφτά εκείνη και συνέχισε να κόβει βόλτες. Η Κ ορντέλα έριξε μια αυτάρεσκη ματιά στην ετεροθαλή αδερφή της. Το απολάμβανε, γιατί ήξερε καλά την αιτία της νευρικότητας της Μπρένα. Η
μικρή ανησυχούσε μήπως ο μνηστήρας της επιθυμούσε να την παντρευτεί πριν σαλπάρουν. Ο γάμος μπορεί να γινόταν το ίδιο βράδυ, άντε το επόμενο. Κ αι μετά θ’ ακολουθούσε η πρώτη νύχτα του γάμου – και ο τρόμος. Η Κ ορντέλα παραλίγο να βάλει τα γέλια. Φυσικά θα υπήρχε πόνος εκείνη την πρώτη νύχτα και, χάρη στην ίδια, η Μπρένα θα πίστευε πως θα ήταν πάντα έτσι. Τι γλυκιά εκδίκηση. Μακάρι να ήταν από μια μεριά και να το έβλεπε. Ακριβώς αυτό σκεφτόταν η Μπρένα. Δεν ήταν έτοιμη για γάμο κι ούτε θα ήταν ποτέ. Δεν ήταν φτιαγμένη να υποφέρει τον πόνο χωρίς ανταπόδοση. Θα έδινε μάχη! Θεέ Μεγαλοδύναμε, τι θα γινόταν αν σκότωνε τον άντρα της επειδή διεκδικούσε τα δικαιώματά του; Σίγουρα θα ισοδυναμούσε με τη δική της θανατική καταδίκη. Αυτές οι θυελλώδεις σκέψεις αντάριαζαν το μυαλό της όταν χτύπησε τη θύρα του πύργου η πρώτη χοντρή κοτρόνα. Όλοι ξέσπασαν σε επιφωνήματα έκπληξης. Ερωτηματικά βλέμματα συνάντησαν ματιές σύγχυσης, αλλά όταν ήρθε μια πνιχτή κραυγή από την αυλή, την οποία ακολούθησε αμέσως άλλη μια κοτρόνα πάνω στη θύρα, η Μπρένα έτρεξε στο παράθυρο και κοίταξε αποσβολωμένη τη σκηνή. «Θεέ και Κ ύριε, μας επιτίθενται!» Ένας υπηρέτης κειτόταν καρατομημένος στο μονοπάτι από τους στάβλους, και η αυλή ξεχείλιζε από Βίκινγκς, με τα σπαθιά, τα τσεκούρια και τις
λόγχες τους γυμνωμένα κι έτοιμα. Δύο άντρες χειρίζονταν έναν μικρό προχειροφτιαγμένο καταπέλτη. Μια τρίτη κοτρόνα χτύπησε τη θύρα. Από χαμηλότερα στον λόφο, μαύρες τολύπες καπνού ανέβαιναν στον ουρανό: το χωριό είχε παραδοθεί στις φλόγες. Η Μπρένα στράφηκε στους ανθρώπους πίσω της. Ανάμεσά τους ήταν ο Γουίνταμ, τον οποίο κάρφωσε με ένα βλέμμα γεμάτο κατηγόρια. «Έτσι έρχονται οι συμπατριώτες σου να πάρουν τη νύφη;» Ο Γουίνταμ έμεινε άφωνος, αλλά πήρε τον λόγο ο Φέργκους. «Αυτοί οι Βίκινγκς δεν μπορεί να είναι οι ίδιοι που συνάντησα», είπε χωρίς ιδιαίτερη βεβαιότητα. «Τότε κοίτα και δες αν τους αναγνωρίζεις!» διέταξε τραχιά εκείνη. «Μπρένα, ηρέμησε, σε παρακαλώ», είπε η Λινέτ, παρότι ο τόνος της πρόδιδε την αναταραχή της. Ο Φέργκους πήγε στο παράθυρο και χρειάστηκε μόνο μια στιγμή για να αναγνωρίσει τον ψηλό αρχηγό της φατρίας των Χάαρντραντ. Ο Άνσελμ ο Αβάσταγος στεκόταν μπροστά στους άντρες του και κραύγαζε διαταγές. «Δεν είναι δυνατόν!» έκρωξε στρέφοντας προς τη μικρή, έντρομη ομάδα μέσα στο δωμάτιο. «Μου έδωσε τον λόγο του!» Άλλη μια κοτρόνα στη χοντρή θύρα ώθησε την Μπρένα να αναλάβει δράση. «Γουίνταμ, είσαι μαζί μας ή με τους διπρόσωπους συμπατριώτες σου; Απαιτώ να ξέρω πριν σου εκθέσω τα νώτα μου».
Εκείνος φάνηκε βαθύτατα θιγμένος. «Μαζί σου, κυρά μου. Δεν έχω καμιά συνάφεια με Νορβηγούς που δεν τιμούν τον λόγο τους». «Ας είναι», του απάντησε. «Αυτοί οι κρετίνοι μας έδωσαν χρόνο να προετοιμαστούμε βομβαρδίζοντας μια ξεκλείδωτη θύρα. Ντάνσταν, τρέχα να την αμπαρώσεις πριν γίνει καμιά ζημιά». Εκείνος τραβήχτηκε μακριά της, με μάτια που γέμισαν φρίκη. «Μπρένα, είναι τριάντα ή και περισσότεροι, ενάντια σ’ εμάς τους τρεις!» «Τέσσερις, ανάθεμά σε!» τον διόρθωσε θυμωμένα. «Πιστεύεις ότι εγώ θα καθίσω άπραγη και θα χαζεύω τη μάχη;» «Λογικέψου, Μπρένα. Δεν έχουμε καμιά πιθανότητα!» «Προτείνεις να παραδοθούμε; Ανόητε, ξέχασες το Χόλιχεντ; Δεν θανατώθηκαν μόνο αυτοί που πολέμησαν αλλά και όσοι δεν το έκαναν. Τώρα αμπάρωσε τη θύρα! Φέργκους, συγκέντρωσε τους υπηρέτες και αρμάτωσέ τους. Γουίνταμ, ασφάλισε τις πίσω εισόδους του πύργου κι έπειτα συνάντησέ με στη σάλα. Θα είμαστε έτοιμοι γι’ αυτά τα αιμοσταγή καθάρματα όταν υποχωρήσει τελικά η θύρα». Όλοι έφυγαν να εκτελέσουν τις εντολές της χωρίς άλλες αντιρρήσεις. Η Κ ορντέλα καθόταν κουλουριασμένη σε μια γωνία, κλαίγοντας υστερικά. Η Λινέτ ήταν κι αυτή έτοιμη να βάλει τα κλάματα, όταν άρπαξε την Μπρένα από το μπράτσο για να τη συγκρατήσει.
«Δεν μπορείς να τους πολεμήσεις, Μπρένα! Θα σε σκοτώσουν σαν να ήσουν άντρας». «Θα με σκότωναν έτσι κι αλλιώς, θεία. Ο πατέρας μου με εκπαίδευσε γι’ αυτό. Κ άλλιο να πεθάνω πολεμώντας με τιμή, παρά κλαίγοντας από αυτολύπηση, όπως η Ντέλα!» «Μπρένα, δεν θα σε σκότωναν, αν δεν αντιστεκόσουν», επέμεινε η Λινέτ. «Παίρνουν γυναίκες…» «Ποτέ!» τη διέκοψε ξερά εκείνη. «Προτιμώ να πεθάνω, παρά να ζήσω αιχμάλωτη ενός Βίκινγκ!» Κ αι μ’ αυτό, η Μπρένα βγήκε περήφανα από τη σάλα, αφήνοντας τη Λινέτ και την Κ ορντέλα στις προσευχές τους. Αλλά πριν κληθούν και οπλιστούν όλοι οι υπηρέτες, η κιγκλιδωτή πύλη τσακίστηκε και μια ανατριχιαστική πολεμική κραυγή ήχησε από την αυλή. Στιγμές μετά, μια ντουζίνα άντρες διψασμένοι για αίμα εισέβαλαν από την γκρεμισμένη θύρα και ξεχύθηκαν στη σάλα. Η Μπρένα στεκόταν κοντά στη βάση της σκάλας, με τα πόδια στη διάταση, το σπαθί γυμνωμένο. Ένας πέλεκυς πέρασε ξυστά από δίπλα της. Στη μέση της απόστασης ανάμεσα στην ίδια και στον εχθρό, ο Ντάνσταν έπεσε πρώτος. Οι Βίκινγκς χωρίστηκαν στα δύο. Τρεις έτρεξαν στο πίσω μέρος της σάλας και τρεις στην αίθουσα υποδοχής, κλείνοντας πίσω τους την πόρτα. Ο Γουίνταμ ήρθε από το πίσω μέρος και ρίχτηκε στη συμπλοκή ενάντια σε δύο συμπατριώτες του. Πολέμησε γενναία, αλλά δεν ήταν στην πρώτη νιότη του και
κουράστηκε γρήγορα. Πελέκησε τον έναν πάντως πριν τον διαπεράσει το σπαθί του δεύτερου και κόψει το νήμα της ζωής του. Πέντε άντρες κινήθηκαν προς την Μπρένα. Οι τέσσερις την προσπέρασαν κι ανέβηκαν τη σκάλα, για να χαθούν στον λαβύρινθο του πάνω πατώματος. Εκείνη στάθηκε απέναντι στον τελευταίο χωρίς φόβο. Η σπάθα του ήταν βαρύτερη από τη δική της, και κάθε πλήγμα που του κατάφερνε ανταποδιδόταν με τεράστια δύναμη. Το μπράτσο και η πλάτη της πονούσαν από την υπερπροσπάθεια, αλλά οι κραυγές που έφταναν στ’ αφτιά της πίσω από την κλειστή πόρτα της αίθουσας υποδοχής θέριευε την αποφασιστικότητά της. Με δύναμη που δεν ήξερε καν ότι διέθετε, κατόρθωσε να αφοπλίσει τον άντρα και να καρφώσει το σπαθί της στο στήθος του. Τον κλότσησε παράμερα, αλλά αμέσως πήρε τη θέση του ένας άλλος, μεγαλύτερος άντρας. Νιώθοντας την αντοχή της να εξασθενεί, η Μπρένα συνέχισε να μάχεται με πείσμα ώσπου, με ένα δυνατό κάθετο χτύπημα, το σπαθί του άντρα τσάκισε το δικό της στη μέση. Η Μπρένα κοίταζε αποσβολωμένη το σπασμένο όπλο στο χέρι της. Δεν είδε το θανάσιμο πλήγμα που ερχόταν ούτε άκουσε την έντρομη κραυγή του Φέργκους. «Μη! Είναι η αρχόντισσα Μπρένα!» Κ αι τότε, ο Φέργκους βρέθηκε ανάμεσα σ’ αυτήν και στο γυαλιστερό σπαθί, ενώ ταυτόχρονα την έσπρωχνε πίσω. Η πανίσχυρη λεπίδα με τη διπλή
κόψη του έκοψε το χέρι, που έπεσε στο πάτωμα με έναν αηδιαστικό γδούπο. Ο Φέργκους γκρεμίστηκε στα πόδια της με τη ζωή να σβήνει αργά μέσα του. Ο Άνσελμ ο Αβάσταγος κοίταξε με περιέργεια την κοπέλα. Ποιος να το ’λεγε ότι αναμετρήθηκε μαζί της με το σπαθί και λίγο έλειψε να τη σκοτώσει. Μεγάλο κατόρθωμα θα έπαιρνε μαζί του στην πατρίδα! Θα κηλίδωνε για πάντα το όνομά του. Ώστε αυτή ήταν η κοπέλα που προόριζαν για σύζυγο του γιου του. Μια εκθαμβωτική παρθένα σίγουρα, τώρα που την έβλεπε καλύτερα. Κ αι προικισμένη με ευψυχία και δύναμη που δεν είχε ξαναδεί ποτέ του σε γυναίκα. Μέχρι που κατάφερε να βγάλει εκτός μάχης έναν από τους άντρες του. Αυτός κι αν θα γύριζε ντροπιασμένος στην πατρίδα. Να νικηθεί από γυναίκα! Πολύ κρίμα που η μικρή ήταν ο εχθρός. Αυτή η μαυρομάλλα καλλονή ήταν τέλεια για νύφη του. Θα γεννούσε γιους με απαράμιλλη ανδρεία και σθένος. Πολύ κρίμα στ’ αλήθεια. Οι υπηρέτες, που έφτασαν με μοιραία καθυστέρηση, σύντομα κείτονταν νεκροί γύρω από την Μπρένα. Το αίμα έρεε ποτάμι. Οι κραυγές από την αίθουσα υποδοχής είχαν σταματήσει. Δύο από τους Βίκινγκς βγήκαν από εκεί γελώντας και χτυπώντας ο ένας τον άλλο στην πλάτη πριν ενωθούν με τους άλλους στη λεηλασία του πύργου. Και η Λινέτ και η Κορντέλα; αναρωτήθηκε η Μπρένα. Τις σκότωσαν άραγε κι αυτές; Από την κορυφή της σκάλας ακούστηκε άλλη μια
άναρθρη κραυγή, κι η Μπρένα στράφηκε βουβά προς την πηγή της. Εκεί στεκόταν η Αλέιν, με ένα στιλέτο στο χέρι. Η Μπρένα το είδε με φρίκη να γλιστράει από τα δάχτυλά της. Κ αι τότε η πιστή της υπηρέτρια, με γκρίζο πρόσωπο και γουρλωμένα μάτια, γκρεμίστηκε στις σκάλες για να προσγειωθεί μέσα σε μια πορφυρή λίμνη. Από την πλάτη της, μουσκεμένη στο αίμα, εξείχε μόνο η λαβή ενός μικρού πέλεκυ. Ήταν η έσχατη φρίκη, η τελευταία πράξη παράνοιας που έσπρωξε την Μπρένα έξω από τα όριά της. Κ άτι έσπασε μέσα της και την κατάπιε μια σκοτεινιά που όμως δεν κατάφερε να αποκλείσει τα πάντα, αφού άκουγε ακόμα φωνές και στεκόταν στα πόδια της. Κ άποιος ούρλιαζε ακατάπαυστα. Ακουγόταν πολύ κοντά, αρκεί να άπλωνε το χέρι της και θα άγγιζε όποιον έβγαζε αυτές τις διαπεραστικές οιμωγές. Αλλά δεν μπορούσε να σηκώσει τα χέρια της. Όσο κι αν προσπαθούσε, ήταν πάνω από τις δυνάμεις της. «Άνσελμ, δεν μπορείς να σταματήσεις αυτή την τσούπρα που στριγκλίζει; Η τρέλα της αρχίζει να σκιάζει του άντρες. Προτιμούν να τη στείλουν στη Χελ, παρά να την ακούν». «Μόνο έναν τρόπο ξέρω», απάντησε κουρασμένα ο Άνσελμ ο Αβάσταγος. Η Μπρένα δεν ένιωσε το χτύπημα, αλλά επιτέλους το σκοτάδι κάλυψε τα πάντα. Κ αι δεν άκουγε πια το φρικιαστικό ουρλιαχτό ενός παράφρονα.
Κεφάλαιο 6 Η διαδρομή ως την ακτή ήταν αργή. Ο γυρισμός πήρε δύο ώρες παραπάνω από τον πηγαιμό. Τα άλογα, τα γελάδια, τα γουρούνια και τα κάρα που ήταν φορτωμένα με λάφυρα καθυστερούσαν την πρόοδό τους. Παρ’ όλα αυτά, έφτασαν στο πλοίο πριν νυχτώσει. Το καράβι των Βίκινγκς ήταν τρομακτικό θέαμα για τους αιχμάλωτους, που ήταν όλοι γυναίκες. Ήταν ένα γυαλιστερό σκαρί με μήκος περίπου είκοσι μέτρα και φάρδος τουλάχιστον τεσσεράμισι στη μέση. Στην πλώρη υπήρχε ένα περίτεχνα σκαλισμένο, εφιαλτικό τέρας της Κ ολάσεως. Αυτό το καράβι θα τις έπαιρνε μακριά από την πατρίδα τους και θα γκρέμιζε όλες τις γέφυρες με τον κόσμο που ήξεραν. Το περήφανο σκαρί ήταν αραγμένο σε έναν μικρό όρμο, κρυμμένο από ψηλά δέντρα. Δύο άντρες είχαν μείνει πίσω να το φρουρούν. Είχαν διαταγή να το οδηγήσουν στα ανοιχτά αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Αλλά δεν προέκυψε τίποτα κι οι δυο άντρες υποδέχτηκαν τους συντρόφους τους με κραυγές ενθουσιασμού. Συνήθως οι Βίκινγκς περνούσαν τη νύχτα στη
στεριά, αλλά, λόγω του αριθμού των εχθρών που διέφυγαν στα δάση στη διάρκεια της επίθεσης (πιθανότατα για να φέρουν βοήθεια) και των άφθονων ιχνών που άφησαν πίσω τους τα ζωντανά, ο Άνσελμ ο Αβάσταγος διέταξε να σηκώσουν το πορφυρό παραλληλόγραμμο ιστίο το ίδιο βράδυ. Μια χούφτα άντρες τέλεσαν θυσία στον Θωρ για να εξασφαλίσουν ασφαλές ταξίδι, ενώ οι υπόλοιποι φόρτωναν τα λάφυρα. Οι γυναίκες οδηγήθηκαν σε μια πρόχειρη σκηνή που στήθηκε ειδικά γι’ αυτές στην πρύμνη. Πέραν αυτού, τις άφησαν ήσυχες. Οι άντρες είχαν χορτάσει προσωρινά τη δίψα τους για αίμα και τη λαγνεία τους, προκειμένου να κάνουν υπομονή μέχρι να ξαναπατήσουν στεριά. Όλες οι γυναίκες είχαν βιαστεί, κάποιες πολλές φορές, εκτός από την Μπρένα, που παρέμενε αναίσθητη από το χτύπημα του Άνσελμ μέχρι που σάλπαραν. Συνολικά ήταν εφτά αιχμάλωτες: η Λινέτ και η Κ ορντέλα, μαζί με την Ίνιντ και τρεις άλλες νέες κοπέλες από το χωριό. Οι περισσότεροι άντρες είχαν σκοτωθεί, εκτός από εκείνους που κατάφεραν να το σκάσουν στα δάση ή έμειναν άσχημα λαβωμένοι – και μάλλον δεν θα έβγαζαν τη νύχτα. Η Μπρένα τα ήξερε αυτά, κι ήταν ένα πρόσθετο μαρτύριο που έπρεπε να υφίσταται. Είχε αποτύχει να προστατεύσει τους ανθρώπους της, αλλά και τον εαυτό της. Η ήττα της από τον Βίκινγκ άρχοντα, έναν άντρα προχωρημένης ηλικίας, ήταν αβάσταχτο όνειδος. Το μίσος της γι’ αυτόν ξεπερνούσε κάθε λογική. Αυτός την είχε αφοπλίσει· αυτός την είχε ρίξει
αναίσθητη. Είχε αποδείξει περίτρανα ότι δεν ήταν παρά μια γυναίκα τελικά. Κ αι θα πλήρωνε γι’ αυτό, όπως και για όλα τα άλλα. Το πλοίο γλιστρούσε πάνω στα κύματα σαν γοργοκίνητο τέρας, αφήνοντας πίσω την Ουαλία. Στις γυναίκες έδιναν δύο γεύματα την ημέρα με παστό μπακαλιάρο, χοιρομέρι ή αλλαντικά στην άλμη, άζυμο ψωμί και βούτυρο. Ήταν κρύο, στεγνό φαγητό που πολλές δεν κατάφερναν να κρατήσουν στο στομάχι τους. Η Κ ορντέλα έτρεχε συχνά στην κουπαστή για να αδειάσει το περιεχόμενό του. Οι άντρες το έβρισκαν άκρως διασκεδαστικό και τα βροντερά γέλια τους ενέτειναν την ντροπή των γυναικών. Η Μπρένα έτρωγε ίσα για να διατηρεί τις δυνάμεις της για τον σκοπό που είχε βάλει: να σκοτώσει τον Άνσελμ τον Αβάσταγο. Δεν μιλούσε στις συντρόφους της ούτε άκουγε τις έντρομες θρηνωδίες τους. Η Λινέτ προσπαθούσε να την παρηγορήσει, αλλά η Μπρένα δεν άντεχε ίχνος καλοσύνης και αρνιόταν ακόμα και να της μιλήσει. Ήταν πολύ μεγάλη η ντροπή της, πολύ φρέσκια η πικρία της. Πολύ μυαλωμένα, η Λινέτ παραιτήθηκε προσωρινά από την προσπάθεια. Ο Άνσελμ ο Αβάσταγος ερχόταν κάθε τόσο να ελέγξει την Μπρένα. Ήταν γιγαντόσωμος άντρας με τη σωματική διάπλαση αρκούδας. Τα μαλλιά του ήταν καστανόξανθα, όπως και η γενειάδα που κάλυπτε το πρόσωπό του, και είχε διαπεραστικά γαλανά μάτια. Ήταν ο άντρας που σπέρνει τον
φόβο στην καρδιά των αντιπάλων του, αλλά όχι και της Μπρένα. Όταν την κοίταζε με περιέργεια –ή και θαυμασμό, ενίοτε– εκείνη ανταπέδιδε με ένα δολοφονικό βλέμμα, με τόσο έκδηλα την έχθρα και το μίσος στα μάτια της, ώστε εκείνος απομακρυνόταν χολωμένος. Ο Άνσελμ σχεδόν μετάνιωνε γι’ αυτό που είχε κάνει, αλλά δεν θα το παραδεχόταν ποτέ μεγαλόφωνα. Είχε δώσει τον λόγο της τιμής του στον εχθρό. Ωστόσο, δεν είναι ανεντιμότητα να πατάει κανείς τον λόγο του σε εχθρό· σε φίλο, ναι, αλλά όχι στον εχθρό. Αυτός που είχε κανονίσει τον γάμο είχε υποσχεθεί ότι τη νύφη θα συνόδευε μεγάλος πλούτος κι έτσι, άθελά του, τους είχε αποκαλύψει πού τους περίμενε ένας θησαυρός. Δεν θα έπαιρναν νύφη για τον γιο του Άνσελμ, αλλά το χρυσάφι ήταν εκεί και τους περίμενε. Ο αρχηγός της φατρίας επέστρεφε στην πατρίδα ακόμα πιο πλούσιος, και οι άντρες του είχαν πάρει το μερτικό τους και ήταν ευτυχείς. Κ άθε που κοίταζε την όμορφη κοπελιά, ο Άνσελμ διασκέδαζε με την επιδεικτική της περιφρόνηση. Η περηφάνια της ήταν εφάμιλλη με τη δική του, αλλά αναρωτιόταν για πόσο θα κρατούσε. Η σκέψη και μόνο της καθυπόταξης ενός τόσο σθεναρού πλάσματος άφηνε μια ξινή γεύση στο στόμα του. Αναλογιζόταν τη λυσσαλέα μαχητικότητά της απέναντι στον άντρα που τραυμάτισε. Παρακολουθώντας τη, την είχε περάσει για λεπτοκαμωμένο νεαρό, κι εντυπωσιάστηκε από την
επιδεξιότητα με την οποία αντέκρουε την ωμή δύναμη. Ήταν χάρμα οφθαλμών να βλέπει τέτοιο θάρρος, ένα χάρισμα που τιμούσε ο λαός του. Ήταν απρόθυμος να τη σκοτώσει ακόμα κι όταν τη νόμιζε για άντρα, αλλά δεν μπορούσε να ρισκάρει να χάσει και δεύτερο από τους άντρες του. Κ αι τότε ανακάλυψε ότι ήταν η κοπέλα που είχαν προτείνει για σύζυγο του γιου του, ένα έξοχο θηλυκό… Μετά τη λεοντόκαρδη μάχη και την αξιοθαύμαστη επίδειξη ψυχικού σθένους της, ο Άνσελμ απογοητεύτηκε βλέποντάς τη να καταρρέει. Όταν είδε τη μεγαλύτερη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά να πεθαίνει, έχασε εντελώς τον έλεγχο, ούρλιαζε και στρίγκλιζε πιέζοντας τις μικρές γροθιές στους κροτάφους της. Μήπως είδε τον πατέρα της να σκοτώνεται; Μήπως εκείνη η γυναίκα ήταν η μητέρα της; Αλλά όχι, η μελαχρινή που στεκόταν τώρα στο πλευρό της είχε πολύ περισσότερες ομοιότητες μαζί της. Αν μιλούσαν την ίδια γλώσσα, θα έπαιρνε τις απαντήσεις που ήθελε. Αλλά θα έπρεπε να περιμένει να φτάσουν στην πατρίδα, όπου θα αναλάμβανε η Ελοΐζ καθήκοντα διερμηνέα. Για την ώρα, μπορούσε μόνο να αναρωτιέται γι΄ αυτή την Κ έλτισσα καλλονή. Ήταν αληθινό έπαθλο, γι’ αυτό αποφάσισε να κρατήσει μακριά της τους άντρες του. Η παρθενιά της την έκανε ακόμα πολυτιμότερο απόκτημα. Σίγουρα θα ευχαριστούσε τον γιο του τον Γκάρικ. Διέπλευσαν την Ιρλανδική θάλασσα κάνοντας μια στάση στη Νήσο του Μαν, για να διανυκτερεύσουν
και να φάνε ένα ζεστό γεύμα. Όσοι από τους άντρες είχαν διάθεση, βίασαν ξανά τις γυναίκες, αλλά και πάλι απέφυγαν την Μπρένα και το άγριο μίσος στο βλέμμα της. Κ άποιοι πίστευαν ότι της είχε σαλέψει. Σύντομα βρέθηκαν στο Βόρειο Κ ανάλι και πέρασαν στα παράλια της Σκοτίας, όπου έμειναν άλλη μία από τις νύχτες που τόσο φοβούνταν οι αιχμάλωτες. Ακολούθησε άλλη μια στάση στις Εβρίδες, όπου είχαν εγκατασταθεί μόνιμα πολλοί συμπατριώτες τους. Έμειναν εκεί δύο μέρες, κι έπειτα παρέπλευσαν τις Ορκάδες. Τελευταία τους διανυκτέρευση στη στεριά ήταν στα νησιά Σέτλαντ. Μετά απ’ αυτό μπήκαν στην άγνωστη, βαθιά θάλασσα όπου έβλεπε κανείς στεριά μόνο στο βάθος του ορίζοντα, και θεόρατα τέρατα και δράκοι μπορούσαν να αναδυθούν ανά πάσα στιγμή και να τους καταπιούν όλους ζωντανούς – αυτός ήταν τέλος πάντων ο μόνιμος φόβος των γυναικών. Προτιμούσαν να αντιμετωπίσουν οτιδήποτε εκτός από το άγνωστο. Μια απρόσμενη, άγρια καταιγίδα κάθε άλλο παρά τις βοήθησε να ηρεμήσουν. Πελώρια κύματα τους κοπανούσαν από παντού, κι ο ωκεανός άνοιγε την αγκάλη του εκεί που φώλιαζαν ερπετά με φονικές γλώσσες. Ως και η Κ ορντέλα, που είχε ξεπεράσει τον εαυτό της χλευάζοντας τη βουβή απομόνωση της Μπρένα, αντιμετωπίζοντάς τη με απόλυτη συγκατάβαση, αναλύθηκε σε σπαρακτικούς λυγμούς από φόβο για τη ζωή της μέχρι να καταλαγιάσει η θύελλα. Η Λινέτ δυσκολευόταν να καθησυχάσει τις
γυναίκες, τη στιγμή που κι η ίδια πάλευε με τους φόβους της. Ικέτευε την Μπρένα να τη βοηθήσει, αλλά μάταια. Κ ι ενώ κατανοούσε ως έναν βαθμό τι περνούσε η ανιψιά της, τον λόγο που έμενε βουβή και κλεισμένη στον εαυτό της, έκρινε πως ήταν η χειρότερη στιγμή να απεκδυθεί τον ηγετικό της ρόλο. Δυο λόγια θάρρους από εκείνη θα κάλμαραν κάπως τον φόβο των άλλων. Η Κ ορντέλα ήταν εντελώς άχρηστη απ’ αυτή τη σκοπιά, αφού οδυρόταν για το τέλος του κόσμου. Αν δεν ήταν κι η ίδια τόσο ανήσυχη, η Λινέτ μπορεί και να απολάμβανε την ελεεινή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Κ ορντέλα. Ήταν τρομερό που δεν είχε χύσει ούτε ένα δάκρυ για τον χαμό του συζύγου της. Μόλις πριν λίγες ώρες, η ξανθομαλλούσα Ντέλα περηφανευόταν ότι δεν φοβόταν τι της επιφύλασσε το μέλλον – τόσο σίγουρη ήταν ότι κάθε άντρας στο πλοίο, περιλαμβανομένου και του αρχηγού της φατρίας, την ποθούσε περισσότερο από όλες τις άλλες· ιδιαίτερα αφού δεν ασχολιόταν κανείς με την Μπρένα. Η Κ ορντέλα ήταν βέβαιη ότι θα έβρισκε κάπου άνετα να ζήσει όταν έφταναν στην καινούρια πατρίδα τους. Ίσως η Κ ορντέλα δεν καυχιόταν άδικα. Οι περισσότεροι άντρες πήγαιναν σ’ αυτήν τις νύχτες που περνούσαν στη στεριά. Κ αι δεν αντιστεκόταν πια, όπως έκανε την πρώτη φορά. Ακόμα και ο αρχηγός πήγαινε στην Ντέλα. Η Λινέτ έφριττε όταν αναλογιζόταν τον δικό της
βιασμό από δύο απ’ αυτούς τους αγριάνθρωπους που είχαν ορμήσει στην αίθουσα υποδοχής εκείνη τη μοιραία μέρα. Έκτοτε την είχαν ενοχλήσει μόνο μία φορά, και μάλιστα ο ίδιος ο αρχηγός, ο οποίος δεν ήταν τουλάχιστον τόσο βίαιος όσο οι ξαναμμένοι νεαροί. Αντίθετα, ήταν ένα ιντερλούδιο τρυφερότητας, γιατί εκείνη δεν είχε πια κουράγιο να παλέψει, κι εκείνος την προσέγγισε με πραότητα. Ήταν χήρα πολύ καιρό, και δεν είχε βρεθεί με άντρα εδώ και πολλά χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, παρακαλούσε να μην ξανασυμβεί. Δεν είχε να ελπίζει τίποτα από τον Άνσελμ Χάαρντραντ το Νορβηγό. Σύμφωνα με τον Φέργκους, ήταν ήδη παντρεμένος. Η Λινέτ δεν είχε τίποτα να περιμένει από το μέλλον. Η θύελλα δεν κράτησε πολύ, αλλά τους άφησε όλους ανόρεχτους και κατάκοπους. Μια μέρα μετά, ως διά μαγείας, ξεπρόβαλε στο βάθος η στεριά. Η μακρόστενη ακτογραμμή της Νορβηγίας εκτεινόταν ως εκεί που έφτανε το μάτι. Δεν έκαναν άλλη στάση για προμήθειες, αλλά, ανυπομονώντας να βρεθούν στα πάτρια εδάφη, οι Βίκινγκς αρμένιζαν μέρα και νύχτα, ευθεία προς τον Βορρά, μέχρι που άλλαξαν πορεία και μπήκαν στο φιόρδ Χόρτεν. Ήταν μεσοκαλόκαιρο, και το έντονο πράσινο των δέντρων και του γρασιδιού ήταν τέρψη για τα μάτια. Ο ουρανός ήταν βαθυγάλαζος, διάστικτος με αφράτα άσπρα σύννεφα. Ίσια μπροστά, μια χνουδάτη μάζα στεκόταν μονάχη στον ουρανό, στο σχήμα πελώριας σφύρας: το ιπτάμενο σφυρί του Θωρ.
Οι γυναίκες είδαν το σύννεφο, αλλά αδιαφόρησαν. Οι άντρες αντίθετα ξέσπασαν σε ζωηρές ιαχές. Ήταν καλό σημάδι, ισοδυναμούσε με την επιδοκιμασία του Θωρ. Βραχώδεις γκρεμοί ορθώνονταν εκατέρωθεν του πλοίου σαν κάθετα τείχη. Όταν το τοπίο έγινε ξανά επίπεδο, το καράβι οδηγήθηκε με τα κουπιά στην όχθη. Το ταξίδι τους είχε φτάσει στο τέλος του.
Κεφάλαιο 7 Ο οικισμός ήταν αδρός στην καλύτερη περίπτωση. Χτισμένο μόλις ένα τέταρτο του μιλίου από το φιόρδ, ορθωνόταν ένα μεγάλο ξύλινο οίκημα χωρίς παράθυρα, πλαισιωμένο από πολλά μικρότερα σπίτια και υπόστεγα για τα ζωντανά. Στα χωράφια πίσω από τον οικισμό υπήρχαν διάσπαρτες κι άλλες κακοφτιαγμένες αγροικίες. Λίγες γυναίκες και παιδιά κι ένα πλήθος από σκυλιά κατηφόρισαν τρέχοντας ως την πρόχειρη αποβάθρα για να καλωσορίσουν τους άντρες· κάμποσοι άλλοι περίμεναν γύρω από το κεντρικό οίκημα. Έδεσαν την Μπρένα και τις άλλες αιχμάλωτες από τους καρπούς πριν τις ξεφορτώσουν σαν σακιά, και δυο άντρες τις συνόδεψαν σε ένα από τα μικρότερα σπίτια. Όλα τα βλέμματα ακολουθούσαν την κομψή μαυροντυμένη φιγούρα που περπατούσε με αγέρωχο βήμα και ατρόμητο ύφος. Οι άλλες αιχμάλωτες κινούνταν πιο αργά πίσω της. Τις έσπρωξαν μέσα στο σπιτάκι, κι η θύρα έκλεισε με πάταγο πίσω τους. Στη στιγμή βρέθηκαν σε βαθύ σκοτάδι. «Κ αι τώρα, τι;» έκρωξε η Ίνιντ.
«Αν ήξερα, δεν θα φοβόμουν τόσο πολύ», απάντησε μια άλλη κοπέλα. «Το πιο τρομερό είναι που δεν ξέρουμε τι μας περιμένει». «Σίγουρα δεν θα αργήσουμε να μάθουμε», είπε ανυπόμονα η Κ ορντέλα. «Αυτό το σκοτάδι είναι ανυπόφορο! Είδατε που κανένα απ’ αυτά τα χαμόσπιτα δεν έχει παράθυρα; Μήπως φοβούνται το φως αυτοί οι ατρόμητοι Βίκινγκς;» «Είμαστε πολύ βόρεια, Ντέλα», απάντησε η Λινέτ. «Φαντάζομαι ότι κάνει χειρότερη παγωνιά εδώ απ’ ό,τι τον χειρότερο χειμώνα που έζησες ποτέ. Τα παράθυρα, όσο καλά κι αν είναι καλυμμένα, θα άφηναν να μπαίνει το κρύο». «Έχεις μια απάντηση για όλα», σφύριξε σαρκαστικά η Κ ορντέλα. «Δεν μας λες ποια θα είναι η μοίρα μας, Λινέτ; Τι μας μέλλει να γίνουμε;» Η Λινέτ αναστέναξε. Στεκόταν στο κέντρο της κάμαρας πλάι στην Μπρένα, αλλά δεν έβλεπε τίποτα μέσα στο μαύρο σκοτάδι. Δεν μπορούσε να πει αυτό που φοβόταν, ότι ήταν όλες τους σκλάβες και τίποτα παραπάνω. Δεν ωφελούσε να τρομάξει κι άλλο τα μικρότερα κορίτσια, μιας και η υποψία της δεν ήταν ακόμα ακλόνητη βεβαιότητα. «Όπως είπες κι εσύ, Ντέλα, θα το μάθουμε μάλλον σύντομα», είπε τελικά η Λινέτ. Η Μπρένα έμεινε σιωπηλή, ανίκανη να προσφέρει παρηγοριά. Υποπτευόταν κι αυτή τη μοίρα που τις περίμενε, αλλά το μυαλό της αρνιόταν να αναλύσει το ενδεχόμενο. Η απόγνωση για την ανικανότητά της να τις προστατεύσει όταν την είχαν μεγαλύτερη
ανάγκη έκανε τα χείλη της μια ίσια γραμμή. Τι θα μπορούσε να κάνει χωρίς όπλο και με δεμένα χέρια; Τις είχαν βιάσει και τις είχαν κακοποιήσει, κι αυτή δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Ελάχιστα την παρηγορούσε το γεγονός ότι δεν είχε υποστεί κι η ίδια αυτή την ταπείνωση. Η μόνη εξήγηση που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι την κρατούσαν ανέγγιχτη για τον γάμο. Έναν γάμο που δεν θα γινόταν ποτέ, φυσικά, γιατί προτιμούσε να πεθάνει, παρά να παντρευτεί έναν Βίκινγκ. Το μόνο που ήθελε ήταν εκδίκηση και, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα την έπαιρνε.
•
Το πλοίο ξεφορτώθηκε, τα λάφυρα κλειδώθηκαν στο θησαυροφυλάκιο, και τα ζωντανά αμολήθηκαν να βοσκήσουν. Ένα μεγάλο γλέντι λάμβανε χώρα στο κεντρικό οίκημα. Στο κέντρο της αίθουσας στριφογύριζε στη σούβλα ένα ευμέγεθες αγριογούρουνο. Σκλάβες ή υπηρέτριες δούλευαν πυρετωδώς τριγύρω ετοιμάζοντας άζυμο ψωμί και εδέσματα με ψάρια. Οι άντρες που συνωστίζονταν σε μακρόστενα τραπέζια στην κεντρική αίθουσα δεν έχαναν λεπτό να βουτούν τα κύπελλά τους σε ένα μεγάλο δοχείο με υδρόμελι. Κ άποιοι παράβγαιναν ποιος θα πιει περισσότερο, ενώ άλλοι έβαζαν στοιχήματα για τον
πιο ανθεκτικό πότη. Η μεγάλη καρέκλα σε σχήμα θρόνου στην κεφαλή ενός τραπεζιού ήταν άδεια, αλλά η απουσία του Άνσελμ δεν είχε γίνει ακόμα αισθητή. Στο λουτρό, έβραζε νερό σε καζάνια πάνω σε μια μεγάλη φωτιά. Κ απνός και ατμοί δημιουργούσαν ένα μείγμα που έκαιγε τα μάτια. Μια γιγάντια μπανιέρα, αρκετά μεγάλη για να χωράει άνετα τέσσερις πέντε άντρες, καταλάμβανε τη μέση του δωματίου. Με ένα κύπελλο υδρόμελι στο χέρι, ο Άνσελμ μούλιαζε ως τη μέση στο νερό. Μια όμορφη νεαρή σκλάβα έσκυψε πάνω από το χείλος για να του τρίψει την πλάτη. Ο πρωτότοκος γιος του, ο Χιου, καθόταν σε έναν πάγκο, ακουμπώντας την πλάτη του στον τοίχο. «Σίγουρα δεν θες να μπεις μαζί μου;» ρώτησε σκυθρωπά ο Άνσελμ, για να προσθέσει: «Μεγάλος μπελάς αυτό το τελετουργικό λουτρό που επιβάλλει πεισματικά η μητέρα σου. Οποιαδήποτε άλλη ώρα δεν θα με πείραζε, αλλά αφού ξέρει ότι ανυπομονώ να πάω στο γλέντι, τι με υποχρεώνει να έρθω πρώτα εδώ;» «Δεν είσαι ο μόνος, πατέρα», είπε ο Χιου μ’ ένα χαμόγελο. «Το ίδιο κάνει και σ’ εμένα και στον Γκάρικ όποτε γυρίζουμε από επιδρομή. Μάλλον πιστεύει ότι το αίμα των εχθρών μας είναι ακόμα κολλημένο στο δέρμα μας και πρέπει να καθαριστεί αμέσως». «Όποιος κι αν είναι ο λόγος», αντιγύρισε ο Άνσελμ, «ο Λόκι γελάει με τα βάσανά μου. Δεν ξέρω
γιατί το ανέχομαι». Ο Χιου γέλασε δυνατά, με τα διαπεραστικά γαλανά του μάτια να σπιθίζουν. «Έχεις πει πάνω από μία φορά ότι η γυναίκα σου κάνει κουμάντο στο σπίτι κι εσύ στη θάλασσα». «Αλήθεια είναι, με τη διαφορά ότι αυτή η γυναίκα εκμεταλλεύεται την εξουσία που της δίνω. Αρκετά όμως. Γύρισε ο Γκάρικ;» «Όχι». Ο Άνσελμ συνοφρυώθηκε. Την τελευταία φορά που ο δευτερότοκος γιος του δεν γύρισε για τον χειμώνα, είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τους χριστιανούς. Αλλά τότε είχε φύγει για επιδρομή. Την προηγούμενη άνοιξη, ο Γκάρικ σάλπαρε για να δοκιμάσει την τύχη του στο εμπόριο, άρα ο Άνσελμ δεν είχε λόγο ανησυχίας, τουλάχιστον μέχρι να ξαναπιάσουν τα κρύα. «Κ ι ο μπάσταρδός μου ο Φέρφαξ; Πού είναι;» «Ψαρεύει φάλαινες στα ανοιχτά», απάντησε κοφτά ο Χιου. «Πότε έφυγε;» «Πριν μια εβδομάδα». «Άρα θα γυρίσει σύντομα». Ο Χιου ανακάθισε. Γεροδεμένος στα τριάντα του χρόνια, ήταν φτυστός ο πατέρας του. Αντιπαθούσε τον ετεροθαλή αδερφό του και ζήλευε για όση προσοχή του έδινε ο πατέρας τους. «Γιατί σκοτίζεσαι γι’ αυτόν; Εντάξει, η μητέρα του είναι ελεύθερη γυναίκα, αλλά αυτός παραμένει ένα εξώγαμο που δεν διαφέρει σε τίποτα από τα
μπασταρδάκια που σου γέννησαν διάφορες σκλάβες». Τα μάτια του Άνσελμ στένεψαν σε δυο σχισμές. «Τα άλλα είναι κόρες. Γιους έχω μόνο δύο νόμιμους και τον Φέρφαξ. Μη ζηλεύεις το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν». «Ας τον πάρει ο Λόκι! Δεν είναι Βίκινγκ. Είναι αδύναμος!» «Αλλά στις φλέβες του κυλάει το αίμα μου, έστω και λίγο. Δεν θα το συζητήσω ξανά. Πες μου τώρα πώς πήγαν όλα όσο έλειψα. Είχαμε μπλεξίματα με τη φατρία των Μπόργκσεν;» Ο Χιου ανασήκωσε τους τετράγωνους ώμους του και έγειρε πάλι πίσω στον τοίχο. «Δύο αγελάδες βρέθηκαν σκοτωμένες κοντά στα χωράφια, αλλά καμία απόδειξη που να ενοχοποιεί τους Μπόργκσεν. Μπορεί να ήταν έργο ενός χολωμένου σκλάβου». «Αλλά αμφιβάλλεις, γιε μου;» «Ναι. Μάλλον το έκανε ο Ζερβέ ή ο Σέντρικ ή κάποιο από τα ξαδέρφια τους. Πάνε γυρεύοντας, μας παρακαλάνε να ανταποδώσουμε! Πότε θα μας δώσεις άδεια να επιτεθούμε;» «Αυτή η διαμάχη θα διευθετηθεί δίκαια», ανταπέδωσε ο Άνσελμ χωρίς να κρύβει τη δυσφορία του. «Εμείς κάναμε τελευταίοι ανοιχτή επίθεση». «Δηλαδή είναι σειρά τους;» σάρκασε ο Χιου. «Μα τον Θωρ! Το ότι κάποτε ήσασταν φίλοι με τον Λάθαμ Μπόργκσεν δεν μας δεσμεύει να παίξουμε με τους κανόνες. Έχουν περάσει χρόνια χωρίς αιματοκύλισμα».
«Έχεις συνηθίσει να πολεμάς τους ξένους εχθρούς μας, Χιου. Δεν έχεις πολεμήσει ποτέ με δικούς μας. Θα γίνει σύμφωνα με τους κανόνες της τιμής. Ο Λάθαμ δεν έφταιγε για ό,τι συνέβη, αλλά έπρεπε να σταθεί στο πλευρό των γιων του και να πάρει το μέρος τους». «Ξεχνάς ότι έχασες τη μοναδική νόμιμη θυγατέρα σου εξαιτίας των γιων του;» σφύριξε ο Χιου μέσα από σφιγμένα δόντια. «Δεν ξεχνάω τίποτα. Μάρτυς μου ο Όντιν, κάποια μέρα θα πληρώσουν οι άλλοι, όπως πλήρωσε ο Έντγκαρ. Αλλά δεν θα γίνουν ύπουλες επιθέσεις και δόλια τεχνάσματα. Θα γίνουν όλα τίμια». Ο Άνσελμ σηκώθηκε από την μπανιέρα κι η όμορφη σκλάβα έσπευσε να τον τυλίξει με έναν μάλλινο χιτώνα. «Φαντάζομαι ότι βρήκαν κι αυτοί δύο αγελάδες τους σκοτωμένες;» Ο Χιου χαμογέλασε και χαλάρωσε. «Εννοείται». «Ωραία. Άρα η επόμενη κίνηση είναι πάλι δική τους. Κ αι τώρα που η Ελοΐζ δεν θα έχει τίποτα να μου καταλογίσει, θα ντυθώ και θα έρθω να σας βρω στην αίθουσα». «Μου είπαν ότι γύρισες με αιχμάλωτες». «Κ αλά σου είπαν. Εφτά συνολικά». «Είμαι περίεργος», παραδέχτηκε ο Χιου. «Λένε ότι ανάμεσά τους είναι κι ένας μικρόσωμος άντρας με πολύ μακριά μαύρα μαλλιά. Αρκετούς σκλάβους έχεις. Γιατί έφερες άλλον έναν;» Το γέλιο του Άνσελμ σχημάτισε βαθιές γραμμές στις γωνίες των ματιών του. «Κ ι αυτός που λες
γυναίκα είναι. Κ αι μάλιστα αυτή που προόριζαν για γυναίκα του αδερφού σου». «Ε; Η αρχόντισσα Μπρένα; Ανυπομονώ να τη δω!» «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τέτοιο τσαγανό σε γυναίκα. Μας πολέμησε με σπαθί και τραυμάτισε τον Θορν. Ήταν μεγαλειώδες θέαμα». «Τη θέλω». «Τι πράγμα;» «Είπα τη θέλω», επανέλαβε ο Χιου. «Ο Γκάρικ μισεί τις γυναίκες κι εσύ έχεις την Ελοΐζ. Η γυναίκα μου είναι άτολμη σαν αρνί, όπως και οι σκλάβες μου. Θέλω μια γυναίκα με σθένος». «Δες την πρώτα, Χιου», είπε ο Άνσελμ με ένα αχνό μειδίαμα. «Αυτή η ομορφούλα έχει περισσότερο σθένος απ’ όσο θα ’θελες. Είναι απρόβλεπτη κι επικίνδυνη, ξεχειλίζει μίσος και χολή». «Το σθένος κάμπτεται», είπε ο Χιου όλο προσμονή. «Ακόμα τη θέλω». «Δεν χρειάζεται να γίνει αυτό», είπε τραχιά ο Άνσελμ. «Έχω σκοπό να τη δώσω στον Γκάρικ. Είναι αυτό που του χρειάζεται για να πάρει τέλος η πικρία του». Δεν πρόσθεσε ότι ήταν ακόμα παρθένα, γιατί τότε θα την ήθελε σίγουρα ο Χιου και, ως πρωτότοκος, είχε δικαίωμα να την πάρει. «Υπάρχει μια φλογερή τσούπρα με πυρόξανθα μαλλιά που θα ήταν περισσότερο του γούστου σου. Είναι πιο ζουμερή, όπως σου αρέσουν, και πιο ευλύγιστη». «Κ ι αν προτιμήσω την αρχόντισσα Μπρένα;» «Θα προτιμούσα να μην την προτιμήσεις, Χιου»,
απάντησε προειδοποιητικά ο Άνσελμ. «Θα δούμε», είπε επιφυλακτικά ο Χιου, και βγήκαν μαζί από το λουτρό.
•
Η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Ένα σύννεφο σκόνης περιδινήθηκε κι έπειτα μετεωρίστηκε αργά στη δέσμη ηλιόφωτος που έπεσε στο χωμάτινο δάπεδο του μικρού σπιτιού. Όταν οι αιχμάλωτες οδηγήθηκαν έξω στην αυλή, κάλυψαν όλες τα μάτια τους από τον εκτυφλωτικό ήλιο. Τις συνόδευσαν στο κεντρικό οίκημα, τις έσπρωξαν να περάσουν από την ανοιχτή θύρα από την οποία ξεχυνόταν ο καπνός από τις εστίες και τις έβαλαν να σταθούν στο κέντρο της κατάμεστης αίθουσας. Η Λινέτ αναγνώρισε από το καράβι τους άντρες που κάθονταν στα δυο μακρόστενα τραπέζια και στους πάγκους παράλληλα με τους τοίχους. Πολλοί ήταν στριμωγμένοι στην άκρη ενός τραπεζιού, όπου παιζόταν ένα είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού. Ένας μεγαλόσωμος άντρας, τον οποίο έβλεπε πρώτη φορά, εξέταζε ένα όμορφο γκρίζο άλογο που είχαν φέρει στην αίθουσα μαζί με τις γυναίκες. Της κόπηκε η ανάσα όταν είδε πως ήταν η Γουίλοου. Ένας Θεός ξέρει τι θα έκανε η Μπρένα αν το έβλεπε αυτό. Ευτυχώς, δεν το είδε. Κ οίταζε με απροκάλυπτη περιφρόνηση τον Άνσελμ τον Αβάσταγο και δεν έριξε
ούτε μια ματιά στα άλογα όταν τα οδήγησαν έξω από την αίθουσα. Ο Άνσελμ καθόταν στην κεφαλή ενός τραπεζιού. Τον σερβίριζαν κοπέλες ντυμένες με τραχιά, άβαφα μάλλινα ρούχα – αναμφίβολα σκλάβες. Δίπλα του είχε μια γυναίκα όχι πολύ μεγαλύτερη από την ίδια τη Λινέτ, ντυμένη σαν βασίλισσα με κίτρινο μετάξι. Πλάι της καθόταν άλλη μια γυναίκα, νέα και παχουλή, με τα ίδια ξανθά μαλλιά που είχαν οι περισσότεροι άνθρωποι εδώ. Ο ψηλός άντρας που περιεργαζόταν νωρίτερα τη Γουίλοου πλησίασε τώρα τις αιχμάλωτες. Παραμερίζοντας τη Λινέτ, στάθηκε μπροστά στην Μπρένα. Σήκωσε απότομα το πρόσωπό της για να το εξετάσει, όπως έκανε νωρίτερα με τη φοράδα, αλλά εκείνη του χτύπησε δυνατά το χέρι με τους δεμένους καρπούς της, προκαλώντας τον με μάτια που άστραφταν να την αγγίξει ξανά. Η Μπρένα μύρισε την αντροσύνη του, τη μυρωδιά ιδρώτα και αλόγου. Έμοιαζε τόσο με τον Άνσελμ τον Αβάσταγο ώστε, αν είχε ένα μαχαίρι, θα το έμπηγε ευχαρίστως στον λαιμό του, αψηφώντας τις συνέπειες. Κ οίταξε άπληστα το στιλέτο στη φαρδιά ζώνη του, αλλά το βραχνό γέλιο του μαγνήτισε το βλέμμα της πίσω στα μάτια του. «Μα τον Θωρ, είναι καλλονή!» «Είναι όπως σου έλεγα, Χιου», απάντησε ο Άνσελμ από τη θέση του στο τραπέζι. Ο Χιου μειδίασε, παρατηρώντας την από διαφορετικές γωνίες. Τα μάτια της δεν μαρτυρούσαν
φόβο, παρότι ήξερε ότι ήταν ανήμπορη με τους καρπούς της δεμένους, εκτός αν είχε από ένα μαχαίρι σε κάθε της χέρι. Η Μπρένα ήταν τόσο απορροφημένη σ’ αυτή τη σκέψη, ώστε δεν πρόσεξε ότι ο Χιου είχε έρθει πιο κοντά. Στεκόταν τώρα τόσο κοντά της, ώστε κανείς που καταλάβαινε τη γλώσσα του δεν θα μπορούσε να τον ακούσει, και της ψιθύρισε στο αφτί: «Εγώ θα σβήσω αυτή την αιμοδιψή έκφραση από τα μάτια σου, κυρά μου. Θα τσακίσω το ηθικό που θαύμασε τόσο ο πατέρας μου». Δεν μπορούσε να ξέρει ότι εκείνη κατάλαβε κάθε του λέξη. Ένιωθε μόνο περιφρόνηση για την έπαρσή του, μέχρι που ένα μπράτσο την κόλλησε απότομα πάνω του και τα χείλη του έλιωσαν τα δικά της. Το άλλο του χέρι κάλυψε τα στήθη της και τα ζούληξε βάναυσα, ενώ της επιδείκνυε τη δύναμή του. Με τα μπράτσα της άχρηστα, ακινητοποιημένα ανάμεσα στα κορμιά τους, η Μπρένα γύμνωσε τα δόντια και τα κάρφωσε στη γλώσσα που εισέβαλε βίαια στο στόμα της. Εκείνος μόλις πρόλαβε να τραβηχτεί και την έσπρωξε μακριά του τόσο δυνατά, ώστε έπεσε παραπατώντας πάνω στις άλλες γυναίκες. «Κ όρη της Χελ!» ξέσπασε βλαστημώντας ο Χιου και πλησίασε να τη χτυπήσει. Τον αναχαίτισε ο Άνσελμ κραυγάζοντας το όνομά του. Ο Χιου κατέβασε το χέρι του και στράφηκε αγριεμένος στον πατέρα του. «Θα έχυνε το αίμα μου χωρίς να έχει καταλάβει πως θα το πλήρωνε με τη ζωή της!» «Σε προειδοποίησα ότι τη διακατέχει το μίσος»,
απάντησε ο Άνσελμ. «Μίσος για το οποίο θα πέθαινε! Μπα! Είναι θεότρελη λέω εγώ. Δώσ’ τη στον Γκάρικ τον αδερφό μου, όπως το ’χες σκοπό από την αρχή. Αυτός μισεί τις γυναίκες και θα βγάλει το άχτι του πάνω σ’ αυτήν εδώ. Άσ’ τον να ξεσπάσει το μένος του στο κορμί της και βλέπουμε αν αλληλοσκοτωθούν. Εγώ θα πάρω την ξανθομάλλα τσούπρα». «Αρκετά μ’ αυτή την κουβέντα, Χιου», τον μάλωσε η γυναίκα που ήταν ντυμένη με το κίτρινο μετάξι. «Ξεχνάς ότι είναι παρούσα η μητέρα και η γυναίκα σου;» «Συγχώρα με, κυρά», απάντησε ατάραχα εκείνος. «Αλήθεια το ξέχασα. Έχω τελειώσει από εδώ. Μπορείς να κάνεις το χατίρι του πατέρα μου τώρα και να ανακρίνεις τις αιχμάλωτες». «Δεν είχα καταλάβει ότι χρειαζόμουν την άδεια του γιου μου γι’ αυτό», ανταπέδωσε η γυναίκα με ψυχρό, αυταρχικό τόνο. Βροντερά γέλια ξέσπασαν απ’ όσους παρακολουθούσαν τη στιχομυθία, ενώ ο Χιου αναψοκοκκίνισε. Μια προειδοποιητική ματιά από τον πατέρα του πρόλαβε την καυστική απάντηση. Ο Χιου τέντωσε τα μπράτσα του στον αέρα. «Σου ζητώ και πάλι συγγνώμη, αρχόντισσα. Έχω τη σύνεση να μην μπω σε λεκτική μονομαχία μαζί σου». Η Μπρένα έβραζε μέσα της. Είχε ακούσει καθαρά τα όσα είπε γι’ αυτήν το κάθαρμα ο Χιου, όπως και όλοι όσοι μιλούσαν τη γλώσσα του. Να τη δώσουν
στον Γκάρικ; Να τον αφήσουν να ξεσπάσει πάνω της το μένος του για τις γυναίκες; Λοιπόν, πολύ γρήγορα θα μάθαιναν ότι δεν ανεχόταν ταπεινώσεις. Ο άντρας που νόμιζε πως θα παντρευόταν θα πέθαινε αν τολμούσε να την αγγίξει. Θεέ μου, πόσο τους μισούσε όλους! Η Λινέτ παρακολουθούσε ανήσυχα τη σκηνή. Πίεσε τον εαυτό της να μην επέμβει όταν ο Βίκινγκ άρπαξε την Μπρένα, ελπίζοντας ότι η βίαιη μεταχείριση ίσως την έβγαζε από την πεισματική σιωπή της. Φρούδες ελπίδες. Αν καταλάβαινε τουλάχιστον τι έλεγαν. Μακάρι να πήγαινε κι αυτή στα μαθήματα της Μπρένα με τον Γουίνταμ. Μα τότε κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τέτοιο μέλλον. Πώς θα επικοινωνούσαν με τους απρόσμενους αφέντες τους και θα μάθαιναν τι έπρεπε να περιμένουν, αν η Μπρένα επέμενε να αρνείται να μιλήσει μαζί τους; Μόνο αυτή ήξερε τη γλώσσα τους. Οι ανησυχίες της Λινέτ διαλύθηκαν την επόμενη στιγμή, όταν η αρχόντισσα των Βίκινγκς με το κυματιστό κίτρινο μεταξένιο φόρεμα σηκώθηκε από το τραπέζι και ήρθε να σταθεί μπροστά τους. Ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα όλο χάρη, με καστανά μαλλιά και σκούρα καστανά, αμυγδαλωτά μάτια. «Είμαι η Ελοΐζ Χάαρντραντ. Άντρας μου είναι ο Άνσελμ ο Αβάσταγος, αρχηγός της φατρίας μας, εκείνος που σας έφερε εδώ». Η Λινέτ έσπευσε να κάνει τις συστάσεις, πριν εκφράσει την απορία της: «Πώς και μιλάς τη
γλώσσα μας;» «Με έφεραν σε αυτόν τον τόπο όπως εσάς, πολλά χρόνια πριν, αν και υπό διαφορετικές συνθήκες. Ήμουν μνηστευμένη με τον Άνσελμ και παντρευτήκαμε. Είμαι χριστιανή, όπως υποθέτω κι εσείς». «Ναι, φυσικά!» Η Ελοΐζ χαμογέλασε. «Αλλά λατρεύω παράλληλα τους θεούς του συζύγου μου, για να τον ευαρεστώ. Θα σας βοηθήσω όσο μπορώ, αλλά να ξέρετε ότι η αφοσίωσή μου είναι εδώ». Η Λινέτ μάζεψε το κουράγιο της για να κάνει την ερώτηση που κυριαρχούσε στο μυαλό όλων τους. «Τι θα απογίνουμε;» «Για την ώρα, είστε αιχμάλωτες του συζύγου μου. Αυτός θα αποφασίσει τι θα σας κάνει». «Ώστε είμαστε σκλάβες;» ρώτησε η Κ ορντέλα με υπεροπτικό τόνο, αν και δεν υπήρχε τίποτα να δικαιολογεί την υπεροψία της. Η Ελοΐζ της έριξε μια πλάγια ματιά υψώνοντας το φρύδι της. «Χάσατε όλα τα δικαιώματά σας όταν πιαστήκατε αιχμάλωτες. Εκπλήσσομαι που χρειάζεται να ρωτάς κιόλας. Περίμενες ότι θα σας έφερναν εδώ και θα σας έδιναν την ελευθερία σας, θα σας χάριζαν σπίτια και κτήματα; Όχι, εσείς είστε τα κτήματα. Θα ανήκετε στον σύζυγό μου ή σε όποιον επιλέξει εκείνος να σας χαρίσει. Δεν συμπαθώ ιδιαίτερα τον όρο “σκλάβοι”. Προτιμώ το “υπηρέτες”, που δεν διαφέρει απ’ ό,τι είχατε κι εσείς στην πατρίδα σας».
«Οι δικοί μας υπηρέτες ήταν ελεύθεροι!» δήλωσε στεγνά η Κ ορντέλα. «Μπορεί να τους θεωρούσατε ελεύθερους, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν. Κ ι εσύ, κοπέλα μου, καλά θα κάνεις να μάθεις γρήγορα τη θέση σου, αλλιώς δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα για σένα». «Έχει δίκιο, Κ ορντέλα», συμφώνησε ήσυχα η Λινέτ. «Μάζεψε τη γλώσσα σου για μία φορά». Η Κ ορντέλα ξεφύσησε ηχηρά κι αγνόησε τις μεγαλύτερες γυναίκες. Η Ελοΐζ γέλασε σιγανά. «Νομίζω ότι εσύ κι εγώ μπορεί να γίνουμε φίλες, Λινέτ». «Θα το ήθελα πολύ», απάντησε με ειλικρίνεια. Αυτή τη στιγμή, χρειαζόταν μια φίλη περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. «Είναι ατυχές που βρίσκεστε εδώ», συνέχισε συμπονετικά η Ελοΐζ. «Αλλά ελπίζω ότι θα προσαρμοστείτε σύντομα όλες. Δεν επικροτώ την απόφαση του άντρα μου να κάνει επιδρομές και να γυρίζει με αιχμαλώτους, αλλά ο λόγος μου δεν περνάει σε αυτό το κομμάτι της ζωής του. Αντιλαμβάνομαι ότι εσύ κι η οικογένειά σου εξαπατηθήκατε να πιστέψετε ότι θα συναπτόταν ένα σύμφωνο φιλίας και λυπάμαι πολύ γι’ αυτό». «Ο άντρας σου έδωσε τον λόγο του!» πετάχτηκε ξανά η Κ ορντέλα. «Δεν έχουν τιμή οι Βίκινγκς;» «Ντέλα!» «Δεν την κατηγορώ που αισθάνεται αδικημένη. Ναι, ο άντρας μου έχει τιμή, αλλά όχι απέναντι σε
αυτούς που θεωρεί εχθρούς του. Έδωσε παραπλανητικά τον λόγο του στον διαπραγματευτή σας, τον άντρα που στείλατε εδώ. Βλέπεις, ο μικρότερος γιος μου, ο Γκάρικ, είχε πιαστεί αιχμάλωτος κάποτε από τον λαό σας, και του συμπεριφέρθηκαν απάνθρωπα. Από τότε ο άντρας μου μισεί όλους εσάς τους Κ έλτες. Δεν είχε καμιά πρόθεση να κρατήσει τον λόγο του όταν τον έδωσε. Δεν θα επέτρεπε ποτέ στον γιο του να παντρευτεί μια Κ έλτισσα». «Ο Γκάρικ ήταν αυτός ο άντρας;» ρώτησε η Λινέτ δείχνοντας τον ψηλό Βίκινγκ με ένα κοφτό νεύμα. «Αυτός που περιεργαζόταν πριν την ανιψιά μου;» «Όχι, αυτός ήταν ο πρωτότοκός μου, ο Χιου. Ο Γκάρικ δεν είναι εδώ – όχι πως θα άλλαζε κάτι αν ήταν. Δεν μπορεί να γίνει γάμος, καταλαβαίνεις». «Ναι». «Ο Γκάρικ δεν ξέρει τίποτα για όλα αυτά. Σάλπαρε την άνοιξη πριν στείλετε εδώ τον απεσταλμένο σας. Λυπάμαι ειλικρινά για ό,τι συνέβη, και ιδιαίτερα για την εξαπάτησή σας. Αν μπορούσα να αλλάξω τη μοίρα σας, θα το έκανα». «Είναι φρόνιμο να σε ακούν να τα λες αυτά;» Η Ελοΐζ γέλασε. «Δεν μας καταλαβαίνουν. Δεν δίδαξα τη γλώσσα μας στον άντρα μου, έμαθα εγώ τη δική του. Εξάλλου, ξέρει καλά πώς νιώθω που πιάνει αιχμαλώτους, ότι το αποδοκιμάζω. Όπως μπορείς να δεις από τις υπηρέτριες εδώ, που όλες αρπάχτηκαν κάποια στιγμή από την πατρίδα τους, δεν μπορώ να το εμποδίσω. Είναι άλλο ένα κομμάτι
της ζωής των Βίκινγκς». «Τι θα απογίνει η ανιψιά μου;» ρώτησε ανήσυχα η Λινέτ. «Θα υποχρεωθεί να υπηρετεί, όπως όλες σας», αποκρίθηκε η Ελοΐζ και στράφηκε στην Μπρένα. «Κ αταλαβαίνεις, παιδί μου;» Εκείνη έμεινε σιωπηλή κι η Λινέτ αναστέναξε. «Είναι πεισματάρα και οργισμένη. Δεν θα δεχτεί αυτά που συμβαίνουν». «Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς», είπε σοβαρά η άλλη. «Δεν θα σου πω ψέματα. Αν αποδειχτεί μπελάς, μπορεί να πουληθεί σε κανένα παζάρι στην άλλη άκρη του κόσμου ή ακόμα και να θανατωθεί». «Όχι!» αναφώνησε η Λινέτ. Η Μπρένα έδειξε την περιφρόνησή της καρφώνοντας με μια αμιγώς εχθρική ματιά την Ελοΐζ, πριν γυρίσει την πλάτη της και πάει να σταθεί πίσω από τις άλλες αιχμάλωτες. «Δεν χρειάζεται να φοβάσαι από τώρα», είπε η γυναίκα του φύλαρχου. «Η κοπελιά θα έχει χρόνο να προσαρμοστεί. Ο άντρας μου θαύμασε το σθένος της· δεν θα θέλει να τη βρουν χειρότερα δεινά». Η Λινέτ κοίταζε θορυβημένη την ανιψιά της. «Φοβάμαι ότι θα τα προκαλέσει η ίδια». «Τι εννοείς; Μπορεί να αφαιρέσει τη ζωή της;» «Όχι, πιο πιθανό είναι να ζητήσει εκδίκηση. Δεν έχω ξαναδεί τόσο ασίγαστο μίσος. Βράζει βουβά από τότε που μας άρπαξαν. Ούτε σ’ εμένα δεν μιλάει». «Η πικρία της είναι κατανοητή, αλλά δεν θα γίνει ανεκτή για πολύ».
«Δεν καταλαβαίνεις γιατί είναι κατακλυσμένη με περισσότερο μίσος απ’ ό,τι εμείς», εξήγησε μαλακά η Λινέτ. «Ο πατέρας της πέθανε την παραμονή της επίθεσης, και δεν έχει συνέλθει καν από την απώλεια. Δεν ήταν ποτέ σύμφωνη στον γάμο με τον γιο σου, αλλά ο πατέρας της έδωσε τον λόγο του κι ήταν αποφασισμένη να τον τιμήσει. Έτσι, ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τον μνηστήρα της, όχι τον άντρα σου που μας επιτέθηκε απροειδοποίητα. Είδε τόσο πολύ θάνατο εκείνη τη μέρα. Ο γαμπρός της, οι υπηρέτες, σφάχτηκαν μπροστά στα μάτια της. Άκουγε τις κραυγές της Κ ορντέλα και τις δικές μου όταν… όταν…» «Κ αταλαβαίνω. Συνέχισε». «Κ αι τότε, νικήθηκε κι η ίδια. Για να καταλάβεις πόσο της κόστισε, πρέπει να ξέρεις ότι δεν της είχε ξανασυμβεί ποτέ πριν. Ήταν μοναχοπαίδι του πατέρα της, ο οποίος τη μεγάλωσε μόνος, αφού η μητέρα της πέθανε γεννώντας τη. Για τον Άνγκους, τον πατέρα της, ήταν ο γιος που δεν απέκτησε ποτέ. Είχε μαύρα μεσάνυχτα από κορίτσια. Της δίδαξε ό,τι θα δίδασκε έναν γιο. Εκείνη τη μέρα, όταν νικήθηκε, υποθέτω ότι ένιωσε ότι απογοήτευε τον πατέρα της. Κ αι τότε θανατώθηκε άγρια η προσωπική της υπηρέτρια, μια γυναίκα που την είχε σαν μητέρα. Η Μπρένα ξέσπασε σε υστερικές κραυγές για πρώτη φορά στη ζωή της. Κ αι τώρα μάλλον ντρέπεται, όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και που δεν μπόρεσε να βοηθήσει τους ανθρώπους της. Από τότε έχει κλειστεί στον εαυτό της και δεν έχει πει λέξη».
«Είναι κρίμα», συμφώνησε η Ελοΐζ, με τα σκούρα καστανά μάτια της συλλογισμένα. «Αλλά είναι έξυπνο κορίτσι, σωστά; Θα συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει άλλη επιλογή, πέρα από το να δεχτεί τη μοίρα της». «Κ αι γιατί θα ’πρεπε;» επενέβη η Κ ορντέλα, που άκουγε την κουβέντα κρατώντας το στόμα της κλειστό για όσο άντεξε. «Τι υπάρχει εδώ γι’ αυτήν ή για οποιαδήποτε από εμάς; Αλλά ειδικά για την Μπρένα; Χα! Δεν ξέρεις τι θα πει περηφάνια μέχρι να δεις τη δική της. Δεν θα δεχτεί ποτέ αυτή την επιβεβλημένη σκλαβιά. Κ οίτα την τώρα. Δεν θέλει ούτε να σου μιλήσει, πόσο μάλλον να σε υπηρετήσει. Θα πρέπει να τη σκοτώσεις πρώτα!» Η Ελοΐζ χαμογέλασε, αλλά τα μάτια της έμειναν παγερά όταν στράφηκαν στην Κ ορντέλα. «Το αν θα υποχωρήσει ή όχι δεν είναι δικό μου θέμα. Δόθηκε στον Γκάρικ και θα πάει στο σπίτι του. Εσύ, αντίθετα, είσαι στη δική μου δικαιοδοσία μιας και σε διάλεξε ο Χιου, κι αυτός και η γυναίκα του ζουν εδώ, στο σπίτι μου. Μπορεί να είσαι κτήμα του Χιου, αλλά εγώ διαφεντεύω αυτό το σπίτι, και σ’ εμένα θα είσαι υπόλογη». Το πρόσωπο της Κ ορντέλα άσπρισε, αλλά δεν ξανάνοιξε το στόμα της. Δεν της άρεσε η προοπτική να είναι στην υπηρεσία αυτής της γυναίκας, όμως είχε δει το βλέμμα που της έριξε ο πανίσχυρος Χιου. Ίσως δεν είχαν χαθεί όλα. «Εμένα θα μου επιτραπεί να συνοδεύσω την Μπρένα;» ρώτησε φοβισμένα η Λινέτ.
«Όχι. Ο άντρας μου επιθυμεί να σε κρατήσει για τον εαυτό του. Θα μείνεις κι εσύ εδώ». Τα μάγουλα της Λινέτ βάφτηκαν κατακόκκινα. «Εγώ… Είμαι…» Δεν μπορούσε να τελειώσει τη φράση της. «Μην ανησυχείς, Λινέτ, δεν είμαι ζηλιάρα. Σ’ αυτά τα μέρη, οι άντρες μας το συνηθίζουν να βρίσκουν ηδονή με τις σκλάβες τους. Πιστεύω ότι δεν είναι οι μόνοι σ’ αυτό, συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Κ άποιες γυναίκες δεν ανέχονται τις παλλακίδες των αντρών τους μέσα στο σπίτι τους, αλλά εγώ δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Μείνε ήσυχη, λοιπόν. Ακόμα πιστεύω ότι θα γίνουμε φίλες». «Σ’ ευχαριστώ». «Όσο για σας τις υπόλοιπες», είπε η Ελοΐζ ξαναβρίσκοντας τον αυταρχικό της τόνο, «θα μείνετε προσωρινά στον οίκο μου, αλλά όχι για πολύ. Όταν αποφασίσει ο άντρας μου, θα σας μοιράσει σε φίλους του, αυτούς που τον υπηρέτησαν καλά. Δεν πιστεύω ότι η ζωή σας θα είναι τόσο άσχημη όσο φαντάζεστε. Με τον καιρό, θα προσαρμοστείτε όλες».
Κεφάλαιο 8 Έβαλαν την Μπρένα σε ένα βαρκάκι σε σχήμα κανό και την οδήγησαν πιο πάνω, στην ενδοχώρα. Χρέη συνοδού ανέλαβε ένας μόνο άντρας, ο Όγκντεν, κι αυτός είχε σαφείς οδηγίες από τη σύζυγο του Άνσελμ. Το ταξίδι ήταν σύντομο. Γρήγορα υψώθηκαν και πάλι ψηλοί γκρεμοί γύρω από το φιόρδ, βυθίζοντας το νερό και ολόκληρη την κοιλάδα σε υγρή σκοτεινιά. Κ αι τότε το είδε: το πέτρινο σπίτι του Ούλρικ Χάαρντραντ, φωλιασμένο ψηλά στον γκρεμό, έμοιαζε με φυσική προέκταση του γκρίζου πέτρινου μετώπου. Ο Βίκινγκ που συνόδευε την Μπρένα δεν ήταν χαρούμενος με την αγγαρεία που του ανέθεσαν. Όπως πλησίαζαν στην ξύλινη προβλήτα, τραβούσε όλο και πιο γρήγορα τα κουπιά. Θα προτιμούσε – ήταν όντως πειρασμός– να κόψει τον λαιμό της κοπελιάς και να την πετάξει στα απύθμενα βάθη του φιόρδ, γιατί αυτή δεν ήταν που λάβωσε τον αδερφό του, κάνοντάς τον περίγελο της φατρίας; Αλλά τότε θα έπρεπε να λογοδοτήσει στον Άνσελμ – κι ακόμα χειρότερα, στον Γκάρικ, στον οποίο ανήκε τώρα η κοπελιά. Κ αι για να λέμε την αλήθεια, δεν
αποτελούσε τιμή να σκοτώνει κανείς μια γυναίκα, πόσο μάλλον όταν ήταν δεμένη κι ανήμπορη. Αυτή τη στιγμή, τίποτα πάνω της δεν θύμιζε τη μαύρη μέγαιρα που πολεμούσε με τόση πανουργία ενάντια στον αδερφό του. Ωστόσο, ο Όγκντεν τη μισούσε ακόμα αυτή τη γυναίκα που ντυνόταν και συμπεριφερόταν σαν άντρας και τον κοίταζε με μάτια τίγρης, καυτά και φονικά. Η προβλήτα δεν ήταν ακριβώς κάτω από το πέτρινο σπίτι, αλλά λίγο πιο ψηλά στην ακτή, εκεί που άρχιζε η κακοτράχαλη κατωφέρεια του γκρεμού. Ο Όγκντεν άρπαξε την Μπρένα από τη βάρκα και την έσυρε σε ένα απότομα ανηφορικό, πετρώδες μονοπάτι. Ήταν στενό, ανοιγμένο από τους σκλάβους που κουβαλούσαν τα αγκωνάρια στην τοποθεσία που είχε διαλέξει ο Ούλρικ για να χτίσει το σπίτι του. Στην κορυφή υπήρχε ένας πελώριος ογκόλιθος σπρωγμένος στη μία άκρη. Σε περίπτωση ανάγκης μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αποκλείσει την είσοδο από το φιόρδ. Ο Όγκντεν παρατήρησε ότι το σπίτι του Ούλρικ θα μπορούσε να γίνει ιδανικό κάστρο σε περίπτωση πολέμου. Το σπίτι έμοιαζε με τις ξύλινες κατοικίες της Νορβηγίας μόνο από μία σκοπιά: δεν είχε παράθυρα. Κ ατά τα άλλα, έμοιαζε περισσότερο με τα πελώρια πέτρινα αρχοντικά που ο Όγκντεν είχε δει στα παράλια της Σκοτίας· είχε καμινάδες για να βγαίνει ο καπνός κι ένα δεύτερο πάτωμα πάνω από το ισόγειο. Αντί να αντικρίζει τη θάλασσα ή τα χωράφια πίσω του, η είσοδος του σπιτιού ήταν στο
πλάι, εκεί όπου φύτρωναν γέρικα ροζιασμένα δέντρα. Μια μεγάλη αποθήκη και υπόστεγα για τα ζωντανά, καθώς και ένας στάβλος, ήταν πίσω από το σπίτι, όλα φτιαγμένα από ξύλο. Πριν πεθάνει, ο Ούλρικ είχε χαρίσει αυτό το σπίτι και μερικά εκτάρια γόνιμης γης στον Γκάρικ παρουσία του Άνσελμ, έτσι ώστε να μην υπάρχουν αντιδικίες μετά. Ο Άνσελμ δεν ήθελε το σπίτι έτσι κι αλλιώς, γιατί οι πέτρινοι τοίχοι του το έκαναν αφόρητα ψυχρό τον χειμώνα. Για τον Γκάρικ πάντως ήταν μια κληρονομιά. Αν και μικρή, ήταν η μόνη που θα λάμβανε, αφού η παράδοση όριζε πως ό,τι είχε στην κατοχή του ο Άνσελμ θα περνούσε στην κυριότητα του πρωτότοκού του, του Χιου. Ο Γκάρικ δεν ήταν αγρότης, όπως ο Όγκντεν και άλλοι ελεύθεροι άντρες που είχαν εύφορη γη, ούτε ασχολιόταν με την αλιεία, όπως οι περισσότεροι συμπατριώτες του. Ήταν κυνηγός, επιδέξιος στο τόξο και τη λόγχη, με κυνηγότοπούς του τα απέραντα, πυκνά δάση γύρω από τα κτήματά του. Του άρεσε να πεζοπορεί στις έρημες εκτάσεις βαθύτερα στην ενδοχώρα, όπου αφθονούσαν οι λύγκες και οι άλκες. Τον χειμώνα δεν έχανε ευκαιρία να ταξιδέψει βόρεια, στα ζεστά παράκτια νερά ως το Βόρειο Ακρωτήρι σε αναζήτηση πολικών αρκούδων. Σαν απόδειξη της κυνηγετικής του δεινότητας, είχε ένα μεγάλο φορτίο από γούνες που συγκέντρωσε σε δύο χειμώνες, τις οποίες πήγε να ανταλλάξει στην Ανατολή. Παρότι δεν ήταν αγρότης ο ίδιος, ο Γκάρικ
επέτρεπε στους σκλάβους του να καλλιεργούν μικρές ποσότητες προϊόντων· απ’ αυτές τις καλλιέργειες προέρχονταν τα κρεμμύδια και τα μπιζέλια που συμπλήρωναν το τραπέζι του, η σίκαλη για το ψωμί του και το κριθάρι για το υδρόμελι που κατανάλωνε κάθε βράδυ. Ο Όγκντεν είχε μείνει μία εβδομάδα στο σπίτι του Γκάρικ τον χειμώνα πριν σηκώσει πανιά για τα ανατολικά. Η φιλοξενία του συναγωνιζόταν αυτή του πατέρα του σε γενναιοδωρία. Γαλαντόμος σε φαγητό και πιοτό, μέχρι που παραχώρησε στον Όγκντεν μια όμορφη σκλάβα να του ζεσταίνει το κρεβάτι – πράγμα αναγκαίο σ’ εκείνο το παγερό σπίτι. Ο Όγκντεν συμπαθούσε τον Γκάρικ και αποφάσισε μετά από ώριμη σκέψη ότι ο νεαρός καθόλου δεν χρειαζόταν αυτό το δώρο του πατέρα του. Αυτή η κοπέλα θα ήταν ένα αγκάθι στο πλευρό του, ένας αληθινός δαίμονας που πιθανότατα θα του έκοβε τον λαιμό κάνα βράδυ στον ύπνο του. Από την άλλη, ήταν πρόβλημα του ίδιου του Γκάρικ και, για το άμεσο μέλλον, της οικονόμου του. Η είσοδος του σπιτιού ήταν ανοιχτή για να επιτρέπει την είσοδο μιας θερινής πνοής αέρα. Ο καιρός άρχιζε ήδη να ψυχραίνει, σημάδι ότι η εποχή του ήλιου του μεσονυχτίου πλησίαζε στο τέλος της, κι ο κόσμος ετοιμαζόταν για τη μακριά χειμωνιάτικη νύχτα, οπότε ο ήλιος ξεχνούσε ολότελα τους βόρειους λαούς. «Ε! Κ υρά Γιάρμιλ!» φώναξε ο Όγκντεν
μπαίνοντας με βαριά βήματα στη σάλα και τραβώντας την Μπρένα πίσω του, σαν να ήταν δεμένη αγελάδα. «Όγκντεν!» Το έκπληκτο καλωσόρισμα ήρθε από το άνοιγμα στην απέναντι μεριά της σάλας. Αυτή η περιοχή είχε απομονωθεί χρόνια πριν με έναν αυτοσχέδιο τοίχο, γιατί ο Ούλρικ στα γεράματά του δεν άντεχε την κάπνα από τις εστίες, και διέταξε το μαγείρεμα να γίνεται πίσω απ’ αυτόν τον τοίχο. Προσπάθησαν κι άλλοι να μιμηθούν το παράδειγμά του, αλλά όχι για πολύ, αφού η ζεστασιά από τις εστίες ήταν πιο επιθυμητή από την απουσία καπνού. Η Γιάρμιλ στάθηκε στο άνοιγμα ντυμένη με μαλακό μπλε λινό κι έναν χρυσό κρίκο να συγκρατεί τα αχυρένια μαλλιά της σε σφιχτό κότσο στη βάση του λαιμού της. «Δεν ήξερα ότι γύρισε ο Άνσελμ». «Σήμερα μόλις», απάντησε ο Όγκντεν. «Όλοι είναι στο γλέντι τώρα που μιλάμε». «Αλήθεια;» ρώτησε υψώνοντας το φρύδι. Αυτή η γυναίκα ήταν κάποτε καλλονή, αλλά δεν θα το μάντευε κανείς τώρα που κοντοζύγωνε τα σαράντα πέντε. Ήταν απορίας άξιο, αφού η ζωή της δεν υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. «Υποθέτω ότι η επιδρομή πήγε καλά;» Ο Όγκντεν μούγκρισε και άφησε τα δεσμά της Μπρένα. «Όπως πάντα. Υπήρχαν αρκετοί θησαυροί για όλους και γυρίσαμε με εφτά σκλάβες. Ένας άντρας πήγε στη Βαλχάλα, δοξασμένη η τύχη του! Ο αδερφός μου πληγώθηκε, αλλά όχι σοβαρά». Δεν
ανέφερε το πώς. «Πιστεύω ότι ο Άνσελμ θα του χαρίσει μία από τις αιχμάλωτες, κι άλλη μία θα πάει στη χήρα του σκοτωμένου πολεμιστή». «Κ ι ετούτη εδώ;» ρώτησε η Γιάρμιλ με ένα νεύμα προς την Μπρένα, που στεκόταν ευθυτενής, με τα κατάμαυρα μαλλιά της να πέφτουν μπερδεμένα στους ώμους της. «Τη χάρισε σ’ εσένα;» Ο Όγκντεν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Στον Γκάρικ. Είναι αυτή που του πρότειναν για νύφη». Αυτή η ιστορία είχε ταξιδέψει μακριά. «Η αρχόντισσα Μπρένα; Για φαντάσου! Δηλαδή ο Άνσελμ κράτησε τον λόγο του». Στην απορημένη ματιά του Βίκινγκ, άρχισε να εξηγεί. «Ήμουν εκεί όταν έφυγε εκείνος ο ανόητος απεσταλμένος. Απ’ ό,τι θυμάμαι, ο Άνσελμ είπε: “Μας προσφέρουν μια νύφη – μια νύφη που θα πάρει ο Γκάρικ, αν και δεν θα γίνει κανένας γάμος”». Ο Όγκντεν γέλασε, γιατί ήξερε το μίσος του Άνσελμ για τους Κ έλτες, καθώς και ότι δεν θα επέτρεπε ποτέ τέτοια συμφωνία. «Νύφη χωρίς γαμήλιους όρκους… Μ’ αρέσει αυτό. Αλλά αμφιβάλλω ότι θα αρέσει στον Γκάρικ». «Γιατί όχι; Δεν είναι καθόλου άσχημη. Ντυμένη με κάτι άλλο απ’ αυτές τις απαίσιες περισκελίδες, θα ήταν πολύ όμορφη». «Μπορεί, κυρά μου. Αλλά η ομορφιά δεν κρύβει την απέχθειά της». Η Γιάρμιλ πλησίασε την κοπέλα και της γύρισε το πρόσωπο προς την πόρτα για να τη δει καλύτερα στο φως, αλλά η Μπρένα έστριψε αντίθετα το
κεφάλι με μια απότομη κίνηση χωρίς να καταδεχτεί καν να ανταποδώσει το βλέμμα της. Η Γιάρμιλ συνοφρυώθηκε αποδοκιμαστικά. «Ξεροκέφαλη, ε;» «Σίγουρα», συμφώνησε χολωμένα ο Όγκντεν. «Έχει την όψη φυγάδας, και σίγουρα θα προσπαθήσει να το σκάσει στην πρώτη ευκαιρία. Είναι και πολεμίστρια αυτή εδώ· είναι πραγματικά εκπαιδευμένη στη μάχη. Γι’ αυτό πρόσεχε, κυρά μου». «Κ αι τι πρέπει να την κάνω εγώ τώρα;» Εκείνος ανασήκωσε κοφτά τους ώμους. «Εγώ έκανα ό,τι με πρόσταξε η αρχόντισσα Ελοΐζ. Σου παρέδωσα το κορίτσι. Είναι δική σου ευθύνη τώρα, αφού εσύ διαφεντεύεις το σπίτι του Γκάρικ όσο λείπει ο ίδιος». «Δεν μου χρειαζόταν αυτό», μουρμούρισε φουρκισμένα η Γιάρμιλ. «Όταν έφυγε ο Γκάρικ, πήρε σχεδόν όλους του τους σκλάβους για να τους πουλήσει, αφήνοντάς μου λίγους για να φροντίζουν αυτό το παγόβουνο που λέει σπίτι. Κ αι τώρα, θα έχω να επιβλέπω κι αυτήν εδώ». «Η αρχόντισσα Ελοΐζ είπε να την αφήσεις στην ησυχία της μέχρι να επιστρέψει ο Γκάρικ και να αποφασίσει τι θα την κάνει. Θα ανέβει η ίδια σε μία εβδομάδα για να δει αν η αρχόντισσα υποτάχτηκε στη μοίρα της». «Θα έρθει η Ελοΐζ; Χα!» γέλασε η Γιάρμιλ. «Πρέπει να ανησυχεί πολύ για την τσούπρα, για να τολμάει να πατήσει το πόδι της εδώ ενώ λείπει ο Γκάρικ».
Ο Όγκντεν ήξερε για την αντιπάθεια που είχαν μεταξύ τους οι δυο γυναίκες. Είχαν χαρίσει κι οι δύο τουλάχιστον έναν γιο στον Άνσελμ. «Εγώ τελείωσα τη δουλειά μου. Θες να έρθεις μαζί μου στο γλέντι, κυρά; Σε προσκάλεσε ο ίδιος ο Άνσελμ». Τα γαλάζια μάτια της Γιάρμιλ έλαμψαν από χαρά. «Θα έρθω». Πήγε στο άνοιγμα που οδηγούσε στο μαγειρείο και τις σκάλες. «Τζέινι, έλα εδώ». Την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε μια μικροκαμωμένη κοπέλα ντυμένη με τραχιά μάλλινη καμιζόλα. «Κ υρά;» «Πάρε αυτή την κοπέλα μαζί σου. Νίψ’ την, τάισέ την και μετά βάλ’ τη στο κρεβάτι στην κάμαρα του αφέντη, για την ώρα. Αργότερα θα αποφασίσω πού θα τη βάλουμε μόνιμα». «Εντάξει, κυρά», απάντησε η νεοφερμένη, κοιτάζοντας με περιέργεια την Μπρένα. «Όγκντεν, κάνε μου τη χάρη να ανεβάσεις την αιχμάλωτη στην κάμαρα του Γκάρικ και να τη φυλάς, μέχρι να στείλω έναν σκλάβο να αναλάβει αυτό το καθήκον».
•
Για την Μπρένα, η εβδομάδα πέρασε όπως πετάει η πεταλούδα, υπερβολικά αργά. Δεν είχε αίσθηση του χρόνου. Η κάμαρα στην οποία την είχαν κλείσει ήταν μεγάλη και κρύα, χωρίς παράθυρα, και δύο
πόρτες που παρέμεναν κλειστές. Η οργή της έφτασε σε πρωτόγνωρη ένταση όταν την έδεσαν στο μεγάλο κρεβάτι που υπήρχε στην κάμαρα μετά την πρώτη μέρα, οπότε η υπεροπτική Γιάρμιλ αποφάσισε ότι δεν θα σπαταλούσε τον χρόνο και την ενέργεια ενός σκλάβου για να κάθεται να τη φρουρεί. Την έλυναν από το κρεβάτι μόνο για να φάει, να κάνει μπάνιο και να ανακουφιστεί, αλλά αυτές τις φορές η Τζέινι συνοδευόταν από έναν σκλάβο που στεκόταν φρουρός έξω από την πόρτα. Για τις δύο πρώτες μέρες, η Μπρένα αρνιόταν πεισματικά να φάει, πετώντας τον δίσκο με το φαγητό στο πάτωμα σε μια έκρηξη οργής. Τελικά έσπασε τη σιωπή της για να εκτοξεύσει κατάρες και επικλήσεις του σατανά που έκαναν την Τζέινι να χλωμιάσει και να φύγει τρέχοντας από την κάμαρα, αφήνοντας στον νεαρό σκλάβο το καθήκον να ξαναδέσει την Μπρένα στο κρεβάτι. Εκείνη πάλεψε και τον έλουσε κι αυτόν με βλαστήμιες, αλλά ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει με τους καρπούς της ακόμα δεμένους. Μετά την τρίτη μέρα, αδυνατισμένη από την ασιτία, άρχισε πάλι να τρώει, έστω κι απρόθυμα. Συνέχισε να είναι απόμακρη και αγνοούσε την Τζέινι όποτε ερχόταν. Ήξερε ότι η κοπέλα δούλευε σκληρά όλη τη μέρα, κι από τότε που ήρθε η Μπρένα, κουραζόταν ακόμα περισσότερο. Η Τζέινι της μιλούσε με καλοσύνη το πρωί, αλλά μέχρι να τελειώσει τη δουλειά της ήταν ξεθεωμένη και το ίδιο αμίλητη όσο η νεοφερμένη. Η Μπρένα δεν μπορούσε
να την κατηγορήσει για την απότομη συμπεριφορά της στο τέλος της μέρας. Παρότι δεν είχε κάνει ακόμα καμιά απόπειρα να την προσεγγίσει, ένιωθε οίκτο για την κοπελίτσα, πράγμα ασυνήθιστο γι’ αυτήν. Η Τζέινι μιλούσε τη γλώσσα της Μπρένα, αλλά αναγκαστικά είχε μάθει και νορβηγικά. Δεν τα μιλούσε τέλεια ακόμα, όμως ήξερε αρκετά για να καταλαβαίνει τις εντολές, αποφεύγοντας έτσι τους ξυλοδαρμούς. Η Μπρένα υπέθετε ότι η Τζέινι είχε πιαστεί επίσης αιχμάλωτη, αν και δεν μπορούσε να μαντέψει πριν από πόσο καιρό, και δεν ήθελε ούτε να ρωτήσει, αφού της κρατούσε κακία που την είχε δεμένη, κι ας ήξερε ότι ήταν εντολή της Γιάρμιλ. Το ότι θα είχε κι αυτή την τύχη της Τζέινι ήταν αδιαμφισβήτητο. Δεν θα προσαρμοζόταν ποτέ στη ζωή της υπηρέτριας, αυτό το ήξερε. Θα το αντιμετώπιζε όταν ερχόταν η ώρα. Ας ερχόταν επιτέλους, τουλάχιστον να την ελευθέρωναν από τα δεσμά της! Οι σκέψεις της γύρισαν στον Γκάρικ Χάαρντραντ, κάποτε μνηστήρα, τώρα αφέντη της. Αναρωτιόταν συχνά γι’ αυτόν στο παρελθόν. Ήξερε ότι ήταν νέος, αφού δεν είχε δει πάνω από είκοσι πέντε χειμώνες. Το ότι δεν είχε παντρευτεί ακόμα ήταν για κακή της τύχη, αφού αυτό το γεγονός έφερε τον Φέργκους στη φατρία του με ένα συνοικέσιο που δεν έμελλε ποτέ να ευοδωθεί. Επιπλέον τώρα ήξερε, αφού άκουσε τον αδερφό του τον Χιου, ότι για κάποιο λόγο μισούσε τις γυναίκες. Αυτό μπορούσε να
αποδειχτεί καλοτυχία, ήλπιζε. Μπορεί να σήμαινε ότι θα την άφηνε στην τύχη της, αλλά μπορεί και να τη μεταχειριζόταν βάναυσα. Προσευχόταν για την πρώτη πιθανότητα, το μίσος του να τον κρατούσε μακριά. Αλλά αν ίσχυε το αντίθετο, τι θα έκανε; Δεμένη όπως ήταν τώρα, θα βρισκόταν ολοκληρωτικά στο έλεός του. Θα την ξυλοκοπούσε, μπορεί και να τη σκότωνε, ενώ εκείνη θα ήταν ανήμπορη να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Ανάθεμα τη Γιάρμιλ και τις προφυλάξεις της! Μετά από μία εβδομάδα, ήρθε η Ελοΐζ, όπως είχε υποσχεθεί. Η Μπρένα αναγνώρισε τη φωνή της κι εκείνη της Γιάρμιλ καθώς πλησίαζαν στην κάμαρα. Μπαίνοντας, η Ελοΐζ στάθηκε απότομα όταν είδε την Μπρένα δεμένη στο κρεβάτι, αλλά η Γιάρμιλ προχώρησε απτόητη. «Ορίστε», είπε συγκαταβατικά η Γιάρμιλ. «Όπως σου έλεγα, είναι σκέτος μπελάς». Η Ελοΐζ πλησίασε. «Έτσι μεταχειρίζεσαι την ιδιοκτησία του γιου μου, τη δένεις χειροπόδαρα σαν ζώο;» ρώτησε θυμωμένα, τα μάτια της ήταν σαν δυο κομμάτια πάγου. «Ο Όγκντεν μου είπε ότι είχε την όψη φυγάδας», εξήγησε η άλλη. «Απλώς σιγουρεύτηκα ότι θα είναι εδώ όταν γυρίσει ο Γκάρικ». «Φυγάδας;» Η Ελοΐζ κούνησε το κεφάλι της με απόγνωση. «Κ αι πού θα πήγαινε; Δεν υπάρχει καταφύγιο. Ούτε ξέρουμε πότε θα γυρίσει ο Γκάρικ. Μπορεί να περάσουν μήνες ως τότε. Θα κρατούσες το κορίτσι έτσι για τόσο καιρό;»
«Εγώ…» «Κ οίταξέ τη!» είπε κοφτά η Ελοΐζ. «Είναι κάτωχρη κι έχει χάσει βάρος μέσα σε μία εβδομάδα. Δεν έχεις μυαλό στο κεφάλι σου, γυναίκα; Αυτό το κορίτσι θα είναι πολύτιμο απόκτημα για τον γιο μου. Μπορεί να την πουλήσει ακριβά σε κάποια αγορά ή να την κρατήσει για δική του ευχαρίστηση, αλλά σίγουρα δεν θα εκτιμήσει τον τρόπο που τη φρόντισες στη διάρκεια της απουσίας του». Συνειδητοποιώντας την αλήθεια στα λόγια της, η Γιάρμιλ χλώμιασε. Δεν έπρεπε να μαραθεί η νεοφερμένη όσο ήταν κρατούμενη. Στη στιγμή οργίστηκε με την κοπέλα που την έφερε σε τόσο δύσκολη θέση, αλλά κατάφερε να το κρύψει κάτω από το βιασμένο χαμόγελο που χάρισε στην Ελοΐζ. «Έχεις δίκιο. Από εδώ και στο εξής θα την προσέχω η ίδια. Σίγουρα θα δώσει μεγάλη ευχαρίστηση στον Γκάρικ. Κ αι πού ξέρεις; Ίσως τον κάνει να ξεχάσει τη Μόρνα». «Αυτό, φίλη μου, είναι αμφίβολο», απάντησε η αρχόντισσα, πριν στραφεί στην Μπρένα. «Θα σε λύσουν, παιδί μου, αλλά δεν πρέπει να επιχειρήσεις να αποδράσεις. Κ αταλαβαίνεις;» ρώτησε μαλακά. «Δεν υπάρχει πουθενά να πας». Η Μπρένα δεν μπορούσε να απαντήσει στα καλοσυνάτα λόγια, γιατί της άφηναν ελάχιστες ελπίδες, ιδιαίτερα αφού οι δύο γυναίκες μιλούσαν πριν λίγο γι’ αυτήν σαν να ήταν αντικείμενο ιδιοκτησίας. Απέστρεψε το βλέμμα. Η Ελοΐζ κάθισε στο κρεβάτι. «Αυτή η πεισματική
σιωπή δεν σε ωφελεί, Μπρένα. Ήλπιζα ότι, ως τώρα, θα είχες συμφιλιωθεί με το καινούριο σου σπίτι, έστω και λίγο. Ο Άνσελμ πίστεψε ότι θα άρεσες στον Γκάρικ. Αν κάνεις μια προσπάθεια, θα πάει και για σένα καλά». Η Μπρένα δεν ήθελε να την αντικρίσει, αλλά η Ελοΐζ δεν το έβαλε κάτω. «Αν έχεις φόβους, μίλα μου γι’ αυτούς. Ίσως μπορώ να τους κατευνάσω. Μπρένα;» Δίστασε, αλλά μόνο για μια στιγμή. «Δεν θα δυσκολευτείς να υπηρετήσεις τον γιο μου. Δεν είναι απαιτητικός ούτε βάναυσος. Μπορεί ακόμα και να τον συμπαθήσεις και να βρεις την ευτυχία εδώ». Η Μπρένα γύρισε τότε απότομα, με μάτια που άστραφταν σαν γυαλισμένο ασήμι. «Ποτέ!» σφύριξε μέσα από τα σφιγμένα δόντια της, ξαφνιάζοντας και τις δύο γυναίκες με τη δριμύτητα του τόνου της και το γεγονός ότι τελικά όντως είχε φωνή. «Δεν έχω κανένα φόβο, κυρά. Αντίθετα, εσύ έχεις κάθε λόγο να φοβάσαι, γιατί θα μετανιώσεις πικρά για τη μέρα που προσπάθησες να με κάνεις σκλάβα! Θα χυθεί αίμα γι’ αυτό, και θα είναι μάλλον του αγαπημένου σου Γκάρικ!» «Τι είπε;» απαίτησε να μάθει η Γιάρμιλ. Η Ελοΐζ κούνησε το κεφάλι της κι αναστέναξε. «Έχει ακόμα πολλή χολή μέσα της, αλλά θα ξεθυμάνει. Γρήγορα θα καταλάβει ότι δεν έχει άλλη εναλλακτική από το να υποχωρήσει, έστω και λίγο». «Κ ι ως τότε;» Η αρχόντισσα κοίταξε συλλογισμένα την Μπρένα, αντιμετωπίζοντας το προκλητικό βλέμμα της. «Θα
είσαι φρόνιμη αν κινείσαι ελεύθερα μέσα σε αυτή την κάμαρα;» «Δεν υπόσχομαι τίποτα!» απάντησε έντονα η Μπρένα κι απέστρεψε ξανά το βλέμμα. «Δεν μπορείς να λογικευτείς;» Η Μπρένα έμεινε σιωπηλή, μέχρι που η Ελοΐζ έφυγε απογοητευμένη. Η Γιάρμιλ, ωστόσο, έμεινε πίσω. «Λοιπόν, Μπρένα Κ άρμαρχαμ, τώρα που έφυγε η υψηλότητά της, δεν υπάρχει ανάγκη να σε λύσω. Κ αι το βράδυ καλά είναι», είπε χαιρέκακα η Γιάρμιλ, αν και μονολογούσε, αφού δεν της περνούσε καν από το μυαλό ότι η Μπρένα την καταλάβαινε θαυμάσια. «Αύριο θα σου δώσουμε παραπάνω φαΐ, για να βάλεις λίγο κρέας στα κόκαλά σου, και θα σε βγάλουμε να πάρεις αέρα – όπως τα χαλάκια, θα ’λεγε κανείς». Γέλασε με το αστείο της πριν φύγει κι αυτή από την κάμαρα. Η Μπρένα θα την είχε σκοτώσει αν είχε πρόχειρο ένα όπλο και δεν την περιόριζαν τα αναθεματισμένα σκοινιά. Τα διπρόσωπα, τιποτένια, καταραμένα πλάσματα! Τουλάχιστον θα την έλυναν αργότερα κι από αύριο θα άρχιζε να καταστρώνει την απόδρασή της. Ήταν βλάκες που την εμπιστεύονταν!
Κεφάλαιο 9 Το επιβλητικό πλοίο των Βίκινγκς ανέβαινε το φιόρδ σαν γιγάντιος δράκος με κουπιά αντί για φτερά, που πλέει γαλήνια στη φωλιά του. Οι άντρες ήθελαν να ζητωκραυγάσουν και να κάνουν σαματά περνώντας από την αποβάθρα του Άνσελμ, αλλά ο Γκάρικ δεν τους άφησε. Αν και ο ήλιος του μεσονυχτίου μετεωριζόταν στον ορίζοντα σαν μεγάλη πύρινη σφαίρα, ήταν ακόμα μεσάνυχτα, και σχεδόν όλοι θα κοιμούνταν μακάρια. Την επομένη θα είχαν άφθονο χρόνο για γιορτές και πανηγύρια με παλιούς φίλους. Για την ώρα, όμως, το μόνο που ήθελε ο Γκάρικ ήταν να γυρίσει επιτέλους στο σπίτι του και να κοιμηθεί το υπόλοιπο βράδυ στο κρεβάτι του. Οι άντρες θα περνούσαν τη νύχτα στο σπίτι του Γκάρικ. Το πρωί θα πήγαιναν κι αυτοί στα σπίτια τους, θα έπαιρναν τους δικούς τους και θα γύριζαν στου Γκάρικ για μια μεγάλη γιορτή. Ήταν όλοι τους κατάκοποι, γιατί είχαν πολεμήσει μια καταιγίδα που κόπασε μόλις πριν λίγες ώρες. Δύο άντρες ανέλαβαν να μείνουν στο καράβι, αφού δεν θα ξεφόρτωναν το φορτίο μέσα στη
νύχτα. Οι άλλοι ακολούθησαν τον Γκάρικ πάνω στο στενό απόκρημνο μονοπάτι, κουβαλώντας μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Το σπίτι ήταν ήσυχο και σκοτεινό, γιατί ο καιρός δεν είχε ψυχράνει ακόμα τόσο ώστε να αφήνουν φωτιές αναμμένες για όλη τη νύχτα. Το ηλιόφως που τρύπωνε από την ανοιχτή πόρτα τους εξασφάλιζε αρκετό φως για να κινούνται χωρίς να σκουντουφλάνε στα μακρόστενα τραπέζια και τους πάγκους που γέμιζαν τη σάλα. Ο Γκάρικ ανέβηκε χωρίς δυσκολία τις σκοτεινές σκάλες· ήξερε καλά αυτό το σπίτι, αφού είχε περάσει ένα μεγάλο κομμάτι της νιότης του εδώ, μαζί με τον παππού του. Στο πάνω πάτωμα υπήρχαν τέσσερις κάμαρες: η δική του, η μεγάλη βασική κρεβατοκάμαρα στη μία πλευρά της σκάλας, ένα μικρό δωμάτιο ραπτικής στην άλλη πλευρά, ένας ξενώνας εξοπλισμένος με δύο μεγάλα κρεβάτια απέναντι στον φαρδύ διάδρομο και μια κάμαρα που είχε παραχωρηθεί στη Γιάρμιλ, την οικονόμο του. Στο τέρμα του διαδρόμου, στο πίσω μέρος του σπιτιού, ήταν μία πόρτα που κατέληγε σε μια πέτρινη σκάλα που οδηγούσε έξω. Η πόρτα αυτή υπήρχε κυρίως για να αφήνει να μπαίνει ο καθαρός καλοκαιρινός αέρας, αλλά ο Γκάρικ ήταν σπάνια στο σπίτι για να τον απολαύσει. Τώρα άνοιξε την πόρτα για να φωτίσει τον διάδρομο και μετά ξανακατέβηκε στη σάλα για να οδηγήσει κάποιους από τους άντρες του, συμπεριλαμβανομένου και του Πέριν, στον ξενώνα. Οι άλλοι θα κοιμούνταν κάτω στη σάλα σε πάγκους,
αφού βολεύονταν καλύτερα σε σκληρές κλίνες. Κ άποτε μπήκε επιτέλους ο Γκάρικ στην κάμαρά του. Εδώ θα μεταφέρονταν το ανάκλιντρο χωρίς πλάτη, θεωρητικά από την Ανατολή, και οι δύο καρέκλες σε σχήμα θρόνου που είχε αγοράσει από το Χέντεμπι. Για την ώρα, μοναδική επίπλωση στην ευρύχωρη κάμαρα ήταν το τεράστιο κρεβάτι του, μία μοναδική καρέκλα με ψηλή πλάτη κι ένα μεγάλο σεντούκι. Δεν υπήρχε άλλο χαλί πέρα από ένα παλιό αρκουδοτόμαρο να ζεσταίνει το παγωμένο πάτωμα, ούτε ταπετσαρίες να διακοσμούν τους τοίχους. Αυτό θα διορθωνόταν μόλις ξεφόρτωναν το καράβι του, γιατί ο Γκάρι είχε κάνει ένα σωρό αγορές για το σπίτι του, προκειμένου να δώσει στις παγωμένες πέτρινες κάμαρες μια φαινομενική έστω αίσθηση θαλπωρής. Κ άποιες ωχρές ακτίνες από τον διάδρομο φώτιζαν την κάμαρα. Ο Γκάρικ πήγε ως τη μεγάλη πόρτα απέναντι, που άνοιγε σε ένα μικρό πέτρινο μπαλκόνι. Τον υποδέχτηκε η μεγαλειώδης θέα. Το φιόρδ κυμάτιζε πέρα στο βάθος σε σκιερή μεγαλοπρέπεια. Δυτικά ήταν το σκούρο μπλε του ωκεανού· το βαθύ πορφυρό και γκρίζο των βουνών εκτεινόταν ανατολικά. Αλλά το πιο εκθαμβωτικό απ’ όλα ήταν η πορτοκαλί πύρινη σφαίρα του ήλιου που κρεμόταν χαμηλά πάνω από τον ορίζοντα. Ο Γκάρικ στάθηκε εκεί για αρκετά λεπτά, πριν νιώσει τελικά την εξάντληση να κυριεύει το σώμα του. Αφήνοντας ανοιχτό το μπαλκόνι, που πλημμύριζε την κάμαρα με φως, πήγε να κλείσει την
πόρτα κι έπειτα γύρισε στο κρεβάτι του. Εκεί, πάνω στο λευκό κάλυμμα που έραψε η μητέρα του από γούνες ερμίνας που της είχε πάει, κοιμόταν κουλουριασμένη μια λεπτοκαμωμένη κοπέλα. Φαινόταν μικροσκοπική στο κέντρο του τεράστιου κρεβατιού. Ο Γκάρικ σταμάτησε απότομα. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της απλώνονταν κυματιστά πάνω στη λευκή γούνα, καλύπτοντας και το πρόσωπό της. Το σώμα της κρυβόταν εντελώς μέσα σε μια μάλλινη νυχτικιά πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα χρειαζόταν, έτσι ώστε του ήταν αδύνατο να υπολογίσει την ηλικία της. Ωστόσο, δεν ήταν περίεργος, μόνο θυμωμένος που έβρισκε το κρεβάτι του κατειλημμένο, τη στιγμή που λαχταρούσε την άνεσή του. Έκανε μεταβολή και βγήκε φουρκισμένος από την κάμαρά του. Πήγε γραμμή στην κάμαρα της Γιάρμιλ, μπήκε χωρίς να χτυπήσει και ξύπνησε τη γυναίκα τραντάζοντάς την. «Ξύπνα, κυρά!» Η Γιάρμιλ άνοιξε απρόθυμα τα μάτια της και κοίταξε θολά την ψηλή φιγούρα που δέσποζε πάνω από το μικρό κρεβάτι της. Το πρόσωπό του ήταν στη σκιά, αλλά τον αναγνώρισε αμέσως. «Γκάρικ! Γύρισες!» «Όπως βλέπεις», απάντησε στεγνά, με τη φωνή του να προδίδει τον θυμό του. «Κ ι ανακαλύπτω ότι καταχράστηκες ανεπίτρεπτα την εξουσία που σου έδωσα!» «Εγώ… Για ποιο πράγμα μιλάς;» τον ρώτησε
φουρκισμένα, τραβώντας το κεντημένο κάλυμμα ως το πιγούνι της. «Άδικα με κατηγορείς». Ο Γκάρικ έσμιξε τα φρύδια. «Με ποιο δικαίωμα παραχώρησες την κάμαρά μου σε φιλοξενούμενη, ενώ είναι άδειος ο ξενώνας;» «Φιλοξενούμενη;» Χρειάστηκε μια στιγμή να κάνει τη σύνδεση κι έπειτα γέλασε σιγανά. «Α, όχι, δεν είναι φιλοξενούμενη». Εκείνος αγωνιζόταν να μη χάσει την υπομονή του. «Εξήγησέ μου, Γιάρμιλ, με λίγα λόγια. Ποια είναι αυτή η γυναίκα;» «Είναι δική σου. Η μητέρα σου μου την ανέθεσε μέχρι να έρθεις, κι έτσι δεν την έβαλα με τις άλλες. Κ αι ήξερα ότι, όταν γύριζες, θα χρειαζόταν ο ξενώνας. Δεν σκέφτηκα ότι θα σε πείραζε και πολύ να μοιραζόταν την κάμαρά σου». Ο Γκάρικ έμεινε άκαμπτος από δυσφορία. «Κ ατ’ αρχάς, με πειράζει!» είπε τραχιά, αδιαφορώντας ποιος τον άκουγε τώρα. «Κ ατά δεύτερον, τι εννοείς είναι δική μου;» Η Γιάρμιλ δεν είχε συνηθίσει να βλέπει τον Γκάρικ τόσο θυμωμένο. Έπρεπε να έχει σταθμίσει την πρόσφατη αντιπάθειά του για τις γυναίκες και να έχει τακτοποιήσει αλλού το κορίτσι. «Ο πατέρας σου έκανε επιδρομή στα Βρετανικά Νησιά το φετινό καλοκαίρι και γύρισε με εφτά αιχμάλωτες. Η κοπέλα ήταν μία απ’ αυτές, και ο πατέρας σου αποφάσισε να σου τη χαρίσει. Ήταν η κόρη ενός άρχοντα και νόμιζε ότι θα γινόταν γυναίκα σου».
«Γυναίκα μου!» εξερράγη ο Γκάρικ. «Αυτό νόμιζε η ίδια και οι συμπατριώτες της, Γκάρικ», διευκρίνισε αμέσως η Γιάρμιλ. «Ο Άνσελμ τους ξεγέλασε, για να είναι πιο εύκολη η επιδρομή. Είναι μια μεγάλη ιστορία, που σίγουρα θα χαρεί να σου διηγηθεί ο ίδιος». «Τι κουσούρι έχει, και δεν την πήρε ο Χιου;» ρώτησε ο Γκάρικ, ξέροντας ότι ο αδερφός του ήθελε πάντα τα καλύτερα θηλυκά για τον εαυτό του, τώρα που ο Άνσελμ δεν κρατούσε πια τις νέες και όμορφες. «Η κοπέλα είναι μια διαολεμένη λάμια. Κ άπως θα έχεις δυσαρεστήσει τον πατέρα σου, για να σου φορτώσει τέτοιο δώρο. Είναι πολεμίστρια, μου είπαν, και διψάει για αίμα». Σίγουρα θα ήταν και δυσάρεστη στην όψη, γι’ αυτό δεν την ήθελε ο Χιου. Αλλά ο πατέρας του; Για ποιο λόγο θα του έστελνε τέτοιο θηλυκό; Ο Γκάρικ αναστέναξε, πολύ εξαντλημένος για να το αναλύσει περισσότερο. «Κ οιμάται, οπότε άφησέ τη για την ώρα. Αλλά αύριο θα την πας αλλού, όπου να ’ναι, δεν με νοιάζει». «Θα επιχειρήσει να το σκάσει, Γκάρικ. Δεν μπορώ να την αφήσω στα διαμερίσματα των γυναικών όσο κάνουν τις δουλειές τους. Είναι πολύ εύκολο να γίνει καπνός από εκεί». «Μα τον Θωρ, γυναίκα! Είπα ότι δεν με νοιάζει τι θα την κάνεις, αλλά δεν μπορεί να μείνει στην κάμαρά μου!» Μ’ αυτό, ο Γκάρικ της γύρισε την πλάτη και πήγε
στην κάμαρά του με βαριά βήματα. Το δροσερό αεράκι ανάδεψε τα μαλλιά στο μάγουλο της Μπρένα ξυπνώντας την. Ανοιγόκλεισε νυσταγμένα τα μάτια στο ηλιόφως που κατέκλυζε την κάμαρα και βόγκηξε. Ήταν κιόλας πρωί; Της φαινόταν ότι είχαν περάσει λίγες μόλις ώρες από την ώρα που την έλυσαν και την προειδοποίησαν να μη βγει από εκεί. Υπέθετε ότι είχαν βάλει φρουρό έξω από την πόρτα, αλλά δεν είχε σημασία. Δεν ήταν έτοιμη να φύγει ακόμα. Πονούσε ολόκληρη από την πολύωρη ακινησία, και ήξερε ότι δεν ήταν σε κατάσταση να αντιμετωπίσει το άγνωστο. Έπρεπε πρώτα να ανακτήσει τις δυνάμεις της και μετά να εξετάσει τι δρόμοι διαφυγής υπήρχαν διαθέσιμοι. Θα ήταν ανόητο να φύγει χωρίς να ξέρει κάτι για τη χώρα. Σηκώθηκε κι έκλεισε και τις δύο πόρτες, παραδίνοντας και πάλι την κάμαρα στο σκοτάδι, κι έπειτα χώθηκε ξανά στο κρεβάτι. Είχε σχεδόν αποκοιμηθεί ξανά, όταν άκουσε μια θυμωμένη φωνή. Πέρασαν μερικές στιγμές, κι έπειτα η πόρτα άνοιξε ξανά κι ένας πολύ ψηλός άντρας εισέβαλε στην κάμαρα. Η Μπρένα τέθηκε αμέσως σε επιφυλακή, με κάθε νεύρο του κορμιού της συντονισμένο με τον κίνδυνο. Δεν κινήθηκε, αλλά παρακολουθούσε καχύποπτα τον Βίκινγκ μέσα από μισόκλειστα μάτια, έτοιμη να χιμήξει για το σπαθί του αν προέκυπτε η ανάγκη. Ο ξένος δεν κοίταξε καν προς το μέρος της ούτε
κινήθηκε προς το κρεβάτι, όμως πήγε στην καρέκλα που ακουμπούσε στον τοίχο κι άρχισε να βγάζει τα ρούχα του με κοφτές, θυμωμένες κινήσεις. Πρώτα το σπαθί, μετά ένα κοντό εγχειρίδιο, κι έπειτα η αμάνικη πουκαμίσα έπεσαν στο κάθισμα της καρέκλας. Κ ατόπιν πάτησε το ένα του πόδι στην καρέκλα για να λύσει τις δερμάτινες περισκελίδες και να βγάλει τη μαλακή δερμάτινη μπότα. Η Μπρένα παρατηρούσε τα χαρακτηριστικά του με βλέμμα σχεδόν κτητικό. Δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο άντρα. Μακριά, κυματιστά μαλλιά σαν από χρυσάφι κάλυπταν εντυπωσιακά τους φαρδιούς του ώμους. Η μύτη ήταν μακριά και ίσια, το σαγόνι του γωνιώδες και ξυρισμένο. Τα δυνατά γυμνά μπράτσα αυλάκωναν στιβαροί μύες, όπως και το ευρύ στέρνο και την πλάτη, μύες που κυμάτιζαν και χόρευαν με κάθε του κίνηση. Ξανθοί βόστρυχοι σκέπαζαν το στήθος, καταλήγοντας στη σφιχτή, επίπεδη κοιλιά. Στενοί γοφοί κατέβαιναν σε δυνατούς, λεπτούς μηρούς. Όλο του το κορμί μαρτυρούσε σφρίγος και δύναμη. Ήταν έξοχο, με κάποιες ελάχιστες ουλές να αμαυρώνουν τον χαμηλότερο κορμό. Τέτοιο κορμί ήταν επικίνδυνο όπλο αυτό καθαυτό. Η Μπρένα ένιωσε μια παράξενη, ανοίκεια αίσθηση να τη διαπερνά ολόκληρη. Ο άντρας άρχισε να λύνει το παντελόνι του κι η Μπρένα έμεινε άκαμπτη. Ένα κομμάτι της ήθελε να δει το υπόλοιπο αυτού του εξαίσιου αρσενικού δείγματος, αλλά η πρακτική πλευρά της ήξερε ότι δεν θα έβγαινε τίποτα καλό απ’ αυτό. Ευτυχώς, ο
άντρας έριξε μια ματιά στο κρεβάτι και άλλαξε γνώμη. Η Μπρένα κρατούσε την αναπνοή της. Δεν είχε καλοσκεφτεί ακόμα τι σήμαινε η παρουσία του Βίκινγκ εδώ. Απορούσε γιατί είχε έρθει στην κάμαρα κι ετοιμαζόταν να πέσει για ύπνο. Δεν σκέφτηκε καν την πιθανότητα να είχε μπροστά της τον Γκάρικ Χάαρντραντ. Ο άντρας στάθηκε τώρα σαν σαστισμένος και κοίταξε την πόρτα του μπαλκονιού. Τελικά πήγε και την ξανάνοιξε. Αμέσως μετά, έκλεισε την άλλη πόρτα, απομονώνοντάς τους στην κάμαρα, και γύρισε πάλι στο κρεβάτι. Η Μπρένα δεν παρίστανε πια την κοιμισμένη, γιατί είχε την αίσθηση ότι εκείνος είχε καταλάβει πως ήταν ξύπνια. Πήγε στην άκρη του κρεβατιού επειδή ήταν τοποθετημένο σε γωνία, με τη μία μεριά κολλημένη στον τοίχο, καθώς χρειαζόταν δρόμο διαφυγής. Κ ουλουριάστηκε εκεί, με τα μακριά μαλλιά της να καλύπτουν τη μάλλινη νυχτικιά της, το κορμί της ένα κουβάρι νεύρα. Πάγωσαν κι οι δύο όταν οι ματιές τους διασταυρώθηκαν και «κλείδωσαν» για μια ατελείωτη στιγμή. Η Μπρένα ένιωθε υπνωτισμένη απ’ αυτά τα θαλασσιά μάτια, τόσο ανοιχτά, ένας μαγικός συνδυασμός πράσινου με γαλάζιο. Ανακάλυψε ενοχλημένη ότι κρατούσε την αναπνοή της κι άδειασε αργά τον αέρα από τα πνευμόνια της. «Νομίζω ότι τους ξεγέλασες όλους, κοπελιά». Η φωνή του ήταν βαθιά, ούτε θυμωμένη ούτε
τρυφερή. «Εμένα δεν μου μοιάζεις καθόλου με λάμια που σχεδιάζει την απόδρασή της, αλλά με τρομαγμένο παιδί – αν και πανούργο, ίσως, γιατί το παιχνίδι σου σε έφερε σε μια άνετη κάμαρα». Εκείνη γέλασε σαρκαστικά. «Κ αι τι λες να με τρόμαξε; Εσύ, Βίκινγκ; Η πρώτη σου περιγραφή ήταν πιο σωστή». «Είσαι ακόμα εδώ», της θύμισε. «Μόνο επειδή με είχαν δεμένη σ’ αυτό το κρεβάτι μέχρι χτες βράδυ», απάντησε. Ένα βιασμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. «Βολική ιστορία, αλλά αποδεικνύεται εύκολα ψεύτικη». Η Μπρένα ένωσε τα κατάμαυρα φρύδια της. Δεν ήταν συνηθισμένη να την κατηγορούν για ψεύτρα. Πήδηξε σαν γάτα από το κρεβάτι και προσγειώθηκε μπροστά του, με τα πόδια στη διάσταση και τα χέρια στη μέση. «Να ξέρεις αυτό, Βίκινγκ!» είπε οργισμένα, κοιτώντας τον με σκοτεινό, σταθερό βλέμμα. «Είμαι η Μπρένα Κ άρμαρχαμ και δεν λέω ψέματα. Αν δεν ήταν όπως σου είπα, να είσαι σίγουρος πως δεν θα ήμουν εδώ τώρα!» Μια λάμψη ευθυμίας φώτισε τα μάτια του Γκάρικ όπως παρατηρούσε αυτή την περήφανη καλλονή. Αγνόησε τον υπαινιγμό στα λόγια της, προτιμώντας να τα εκλάβει σαν κούφια απειλή. «Μιας και η Γιάρμιλ φαίνεται να μην ξέρει τι να σε κάνει, να είσαι ευγνώμων που ήρθα να σε αναλάβω εγώ», είπε ανάλαφρα.
«Να με αναλάβεις πώς;» ρώτησε υψώνοντας το φρύδι της. Πριν προλάβει να της απαντήσει, πρόσθεσε καχύποπτα: «Ποιος είσαι, Βίκινγκ;» «Ο ιδιοκτήτης σου, απ’ ό,τι έμαθα». Η Μπρένα πήρε μια κοφτή ανάσα. «Όχι, εγώ δεν είμαι κτήμα κανενός!» Ο Γκάρικ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. Τελικά δεν του είχαν χαρίσει μια πειθήνια σκλάβα, αυτό τουλάχιστον ήταν φανερό. «Δεν είναι στο χέρι σου αυτό». «Είπα όχι!» φώναξε αργά η Μπρένα, με όλο της το είναι να επαναστατεί ενάντια στην ιδέα. Οι σπίθες στα μάτια της αντανακλούσαν την αγανάκτησή της. «Ποτέ!» «Δεν πρόκειται να συζητήσω το θέμα», την πληροφόρησε ανυπόμονα. Η υπεροπτική της απάντηση ήταν έκπληξη γι’ αυτόν. «Ούτε κι εγώ». Ο Γκάρικ γέλασε άθελά του. Δεν είχε ποτέ πριν σκλάβα όπως αυτή. Με τέτοια υπέροχα κατάμαυρα μαλλιά, σχεδόν μπλε στη στιλπνότητά τους, τέτοιο λεπτό λευκό δέρμα, κι ένα πρόσωπο που ήταν οπτασία. Σχεδόν μπήκε στον πειρασμό να την επιθεωρήσει γενικότερα, να δει τι κρυβόταν κάτω από την ασουλούπωτη νυχτικιά. Η Μπρένα τον παρακολουθούσε καχύποπτα να κάθεται στο κρεβάτι και να περνάει τα μακριά δάχτυλά του μέσα από τα κυματιστά μαλλιά του. Ώστε αυτός ήταν ο Γκάρικ Χάαρντραντ, ο άντρας που υποτίθεται πως θα παντρευόταν, ο άντρας που
δήλωνε τώρα ιδιοκτήτης της. Μιλούσε τη γλώσσα της, πράγμα που την ξάφνιασε. Αλλά πάλι, το ίδιο κι η μητέρα του, που πρέπει να τον δίδαξε. Ευχόταν να μην είχε επιστρέψει τόσο σύντομα, δίνοντάς της περισσότερο χρόνο να εκτιμήσει πρώτα την κατάστασή της. Δεν ήξερε αν έπρεπε να φοβάται αυτόν τον άντρα ή όχι. Αναντίρρητα ήταν πολύ εμφανίσιμος και σχεδόν ευχόταν να είχαν έρθει διαφορετικά τα πράγματα, να βρισκόταν εδώ ως μέλλουσα σύζυγος, όχι ως σκλάβα του. Ο Άνσελμ είχε καταστρέψει κάθε τέτοια πιθανότητα, και γι’ αυτό τον μισούσε ακόμα περισσότερο. «Τι εννοείς όταν λες ότι “θα με αναλάβεις”;» τον ρώτησε. «Δεν ανέχομαι την άχρηστη ιδιοκτησία. Οι σκλάβοι μου κερδίζουν τη διαμονή τους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αλλιώς τους ξεφορτώνομαι». Η ψυχρότητα του τόνου του, σε συνδυασμό με τη σκληρότητα της δήλωσης, έστειλε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά της. «Δηλαδή θα επιχειρούσες να με πουλήσεις;» «Θα επιχειρούσα; Υπονοείς ότι δεν έχω το δικαίωμα». «Κ αι βέβαια δεν το έχεις!» απάντησε, εκνευρισμένη από την αναλγησία του. «Σου είπα ότι δεν είμαι κτήμα κανενός». «Ο Όντιν να με λυπηθεί!» ικέτεψε αποκαρδιωμένος ο Γκάρικ, κι έπειτα την κεραυνοβόλησε με μια αγριωπή ματιά. «Πάψε επιτέλους, κυρά, αλλιώς θα μπω στον πειρασμό να
αποδείξω ότι το εννοώ!» Ήταν έτοιμη να τον ρωτήσει με ποιον τρόπο, αλλά γρήγορα αποφάσισε ότι προτιμούσε να μην ξέρει. Δεν θα υποτασσόταν, αλλά αφού εκείνος δεν είχε εγείρει ακόμα καμιά έμπρακτη απαίτηση πάνω της, μπορούσε να αφήσει το θέμα για την ώρα. «Πολύ καλά, Γκάρικ Χάαρντραντ», είπε στεγνά. Εκείνος την κοίταξε καχύποπτα, αβέβαιος αν είχε υποχωρήσει λόγω της απειλής του ή επειδή αναγνώριζε την εξουσία του πάνω της. Αν δεν ήταν τόσο εξαντλημένος, δεν θα είχε ανεχτεί την αλαζονεία της τόση ώρα. Αυτή η σκλάβα αναμφίβολα χρειαζόταν τιθάσευση. Κ αι πιθανότατα θα του άρεσε η προσπάθεια. Πράγμα που τον ξάφνιασε. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που είχε νιώσει άμεση έλξη για κάποιο θηλυκό. Αναρωτήθηκε αν ήταν η ομορφιά της ή η περήφανη στάση της που τον διέγειραν περισσότερο. Μακάρι να μην ήταν τόσο τσακισμένος στην κούραση. Αλλά δεν πειράζει. Μπορούσε να περιμένει. Η κοπελιά θα ήταν ακόμα εδώ όταν ήταν έτοιμος γι’ αυτήν. «Μπορείς να συνεχίσεις τον ύπνο σου, αρχόντισσα», της είπε κουρασμένα. «Θα κουβεντιάσουμε τη θέση σου το πρωί». Εκείνη στράφηκε απορημένη προς το μπαλκόνι. «Πρωί είναι τώρα». «Όχι, είναι μεσάνυχτα, κοπελιά, κι εγώ χρειάζομαι απελπισμένα ύπνο». «Δεν είμαι τυφλή, Βίκινγκ», του απάντησε
πικαρισμένα. «Αφού βλέπω το φως του ήλιου!» Ο Γκάρικ δεν είχε κουράγιο να συνεχίσει τη λογομαχία. Σήκωσε το κάλυμμα από ερμίνα και ξάπλωσε από κάτω. «Είμαστε πολύ βόρεια. Το καλοκαίρι μας δεν έχει νύχτα όπως την ξέρεις εσύ, ούτε ο χειμώνας μας μέρα». Τώρα θυμήθηκε τα μαθήματά της με τον Γουίνταμ. Της είχε πει ότι ο ήλιος δεν έδυε εδώ στη διάρκεια του καλοκαιριού κι ανέτειλε μόνο για λίγες ώρες τον χειμώνα, ενώ για ένα διάστημα και καθόλου. Τότε νόμιζε ότι της έλεγε παραμύθια, για να κάνει πιο ενδιαφέροντα τα μαθήματά του. Κ οίταξε τον Γκάρικ στο κρεβάτι, με τα μάτια του ήδη κλειστά. «Κ αι τότε εγώ πού θα κοιμηθώ;» Δεν άνοιξε καν τα μάτια του. «Δεν έχω μοιραστεί ποτέ πριν το κρεβάτι μου, αλλά υποθέτω ότι μπορώ να κάνω μία εξαίρεση». «Η γενναιοδωρία σου δεν είναι ευπρόσδεκτη!» απάντησε. «Δεν θα κοιμηθώ μαζί σου». «Όπως επιθυμείς, κυρά. Στοιχηματίζω ότι δεν θα βρεις της αρεσκείας σου το πάτωμα, πάντως». Η Μπρένα κατάπιε τη βλαστήμια που ήρθε στην άκρη της γλώσσας της και κίνησε για την πόρτα. Τη σταμάτησε η φωνή του. «Δεν έχεις την άδειά μου να βγεις απ’ αυτή την κάμαρα, αρχόντισσα Μπρένα!» Εκείνη στράφηκε απότομα προς το μέρος του, με μάτια έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. «Την άδειά σου; Δεν τη ζήτησα ποτέ!» Ο Γκάρικ ανακάθισε, στηριγμένος στον αγκώνα
του. «Το πρόσεξα, αλλά στο εξής να το κάνεις». «Ανυπόφορε κουτεντέ!» ξέσπασε θυμωμένα εκείνη. «Ούτε μία λέξη απ’ όσα είπα δεν κατάφερε να μπει στο χοντρό σου κεφάλι; Δεν θα μου πει τι να κάνω ένας…» «Κ όψε τη λογοδιάρροια, μικρή!» την πρόσταξε. «Ο Λόκι θα γελάει με τις Μοίρες που σε χάρισαν σ’ εμένα. Απατάσαι οικτρά αν νομίζεις ότι θέλω να μοιραστώ το κρεβάτι μου μαζί σου, αλλά δεν βλέπω τι άλλο μπορεί να γίνει απόψε, αν θέλω να κοιμηθώ λίγο». Η Μπρένα άφησε την προσβολή να περάσει. «Δεν έχεις άλλες κάμαρες σ’ αυτό το σπίτι;» «Ναι, αλλά είναι πιασμένες. Το σπίτι μου είναι γεμάτο άντρες, κυρά – αυτούς που γύρισαν μαζί μου. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα τους πείραζε αν έπεφτες πάνω τους στα σκοτεινά, αλλά οι κραυγές σου για βοήθεια μάλλον θα τάραζαν τον ύπνο μου». «Οι κραυγές θα ήταν μάλλον των αντρών σου, Βίκινγκ, όχι δικές μου». Εκείνος αναστέναξε ηχηρά. «Υπερεκτιμάς τις δυνάμεις σου, κοπελιά. Τώρα, άσε με επιτέλους ήσυχο και έλα να κοιμηθείς». Η Μπρένα κατάπιε άλλη μια δηκτική απάντηση και πλησίασε αργά το κρεβάτι. Ήταν όντως πιο δελεαστικό από το πάτωμα, ομολόγησε στον εαυτό της. Μπουσούλησε πάνω και ξάπλωσε κολλητά στον τοίχο, πάνω από μισό μέτρο μακριά από τον Βίκινγκ. Με το γούνινο κάλυμμα να τους χωρίζει,
αφού εκείνος ξάπλωσε από κάτω κι εκείνη από πάνω, ήταν σαν να υπήρχε τοίχος ανάμεσά τους. Την επόμενη στιγμή, άκουσε τη βαθιά, ρυθμική αναπνοή του. Αντίθετα, εκείνη άργησε πολύ να ξανακοιμηθεί.
Κεφάλαιο 10 Η Μπρένα ξύπνησε άγαρμπα όταν η Γιάρμιλ όρμησε μέσα στο δωμάτιο. «Ξύπνα! Ξύπνα, κοπελιά, πριν γυρίσει και σε βρει ακόμα στο κρεβάτι». Η Μπρένα σήκωσε το κεφάλι της και είδε ότι ο Γκάρικ δεν ήταν πια δίπλα της. Μετά στράφηκε στην άτεγκτη, σκυθρωπή γυναίκα που στεκόταν δίπλα στο κρεβάτι με μια ματιά περιφρόνησης. Αναρωτήθηκε πώς θα αντιδρούσε αν της ριχνόταν. Πιθανότατα θα έτρεχε στριγκλίζοντας να το πει στον αφέντη της, κι αυτή δεν είχε ζυγίσει ακόμα το ποιόν του, δεν ήξερε αν έπρεπε να τον φοβάται ή όχι. «Βιάσου, κοπέλα μου, ντύσου», συνέχισε η Γιάρμιλ δίνοντας στην Μπρένα μια τραχιά μάλλινη καμιζόλα. «Ο Γκάρικ δεν σε θέλει άλλο στην κάμαρά του. Σίγουρα δεν έμεινε καθόλου ευχαριστημένος από σένα. Όχι πως απορώ με το κακό μάτι που έχεις». Η Μπρένα της έριξε μια διαπεραστική ματιά, αλλά δεν μίλησε. Είχε αποφασίσει να συνεχίσει να προσποιείται ότι δεν ήξερε τη γλώσσα τους. Αν μιλούσαν μπροστά της πιστεύοντας ότι δεν τους
καταλάβαινε, ίσως κατάφερνε να συγκεντρώσει χρήσιμες πληροφορίες. Ήταν δύσκολο να συνεχίζει την προσποίηση τη στιγμή που φλεγόταν να απαντήσει καταλλήλως στη γυναίκα, αλλά θα το πάλευε. Η Γιάρμιλ κίνησε για την πόρτα, γνέφοντας στην Μπρένα να την ακολουθήσει. Από το κάτω πάτωμα άκουσαν ήχους ξεφαντώματος καθώς περνούσαν μπροστά από τη σκάλα, κι έπειτα μπήκαν στην καμαρούλα στην άλλη μεριά. Όταν η Γιάρμιλ άναψε αρκετά λυχνάρια με λίπος φάλαινας για να φωτίσει τον χώρο, η Μπρένα είδε ότι βρισκόταν σε ένα δωμάτιο ραπτικής, όπου φτιάχνονταν κάθε είδους πράγματα. Το δωμάτιο δεν διέφερε πολύ από το αντίστοιχο στο σπίτι της, παρότι η Μπρένα δεν περνούσε ποτέ χρόνο εκεί. Το βλέμμα της ταξίδεψε όλο περιέργεια στα ροδάνια νήματος με βαρίδια από σαπουνόπετρα, έναν αργαλειό για ύφανση χαλιού, ξύλινες σανίδες για το πλέξιμο ταινιών υφάσματος, χτένια με μακριά δόντια και ψαλίδια. Τομάρια ζώων σχημάτιζαν μια ψηλή στοίβα σε μια γωνιά, βαφές γέμιζαν ένα ράφι. Ήταν αμιγώς γυναικείο δωμάτιο και η Μπρένα ήταν εντελώς έξω από τα νερά της. «Ο Γκάρικ πήγε να φέρει τον πατέρα του, αλλά ζήτησε κατηγορηματικά να μην το κουνήσεις ρούπι από εδώ», είπε η Γιάρμιλ, εξηγώντας με χειρονομίες αυτά που έλεγε. «Έχω πολλά να κάνω κάτω για να ετοιμάσω το συμπόσιο, γι’ αυτό δεν μπορώ να μείνω να σε φυλάω. Ορίστε». Πήγε απέναντι σε έναν
μεγάλο αργαλειό στη γωνία, πάνω στον οποίο ήταν ένα χοντροφτιαγμένο, μισοτελειωμένο χαλί. Ήταν σαφές ότι ήθελε να το προχωρήσει η Μπρένα. «Αυτό θα σε κρατήσει απασχολημένη». «Θα το σαπίσει η μούχλα πριν το αγγίξω», απάντησε στη γλώσσα της η Μπρένα, μ’ ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη της. «Ωραία, ωραία», είπε η Γιάρμιλ, ανταποδίδοντας επιφυλακτικά. «Ο Γκάρικ φάνηκε να πιστεύει ότι θα με δυσκολέψεις, αλλά δεν το νομίζω. Θα φροντίσεις να γίνεις χρήσιμη κι όλα θα πάνε καλά». Γύρισε να φύγει, κι έπειτα πρόσθεσε αυστηρά: «Εσύ μείνε εδώ – μείνε εδώ!» Κ ι έφυγε, κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Η Μπρένα κοίταξε απειλητικά τον μεγάλο αργαλειό κι έπειτα μουρμούρισε περιφρονητικά: «Χα! Αν νομίζει ότι θα με αναγκάσει να ασχοληθώ με γυναικείες δουλειές, η γριά μάγισσα θα έχει περισσότερα προβλήματα απ’ όσα μπορεί να λύσει». Η Μπρένα έψαξε νωχελικά γύρω της. Βρήκε κάμποσες λωρίδες δέρματος και τις έπλεξε μαζί για να φτιάξει μια πρόχειρη ζώνη για τη μέση της. Έπειτα έπλεξε τα μαλλιά της σε μια μακριά κοτσίδα που έπεφτε ως τους γοφούς της και χρησιμοποίησε ένα λεπτό λουρί για να τη δέσει. Οι ήχοι που έρχονταν από το κάτω πάτωμα της θύμιζαν το σπίτι της, όταν είχε καλεσμένους ο πατέρας της. Κ ι αυτό ανέσυρε στην επιφάνεια την οδύνη της. Μέχρι τώρα, η οργή και η απόγνωση την κρατούσαν βαθιά κάτω από την επιφάνεια. Η
ανάμνηση του θανάτου του πατέρα της και η αιματοβαμμένη σκηνή που έζησε στο σπίτι της χειροτέρεψαν την απόγνωσή της. «Αχ, πατέρα, φάνηκες απερίσκεπτος», ψιθύρισε. «Με την πρότασή σου τους έφερες στον τόπο μας. Ήθελες να μας σώσεις, αλλά αντί γι’ αυτό μας αφάνισες». Η Μπρένα ήταν αποφασισμένη να μην κλάψει άλλη φορά. Θα έκρυβε τη λύπη βαθιά μέσα της, όμως δεν θα βούλιαζε εντός της, γιατί είχε άλλα πράγματα να απασχολούν τη σκέψη της. Αποφάσισε οριστικά ότι δεν μπορούσε να μείνει εδώ. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να φύγει απ’ αυτόν τον ξεχασμένο από τον Θεό τόπο και να επιστρέψει στην πατρίδα της. Θα χρειαζόταν χρόνο για να μάθει τα κατατόπια και να ανακαλύψει έναν τρόπο να αποδράσει. Ήλπιζε και για εκδίκηση, και θα ήταν ευχής έργο αν κατάφερνε να πετύχει και τα δύο. Οι σκέψεις της γύρισαν αναπόφευκτα στον Βίκινγκ. Ο Γκάρικ Χάαρντραντ ήταν ένας γρίφος. Δεν είχε καμία ανάμειξη στην εξαπάτηση των δικών της ανθρώπων, κι ωστόσο αντιπροσώπευε τη μεγαλύτερη απειλή γι’ αυτήν. Στο μυαλό του ήταν κτήμα του, που μπορούσε να το κάνει ό,τι ήθελε. Έμελλε να ανακαλύψει ότι δεν θα του το επέτρεπε. Αυτός ο ψηλός, αρρενωπός άντρας δεν την κοίταζε με λαγνεία, κι αυτό, αν και την τάραζε κάπως, ήταν ευλογία. Της είχε πει ρητά ότι έπρεπε να γίνει χρήσιμη. Αν μπορούσε να σκεφτεί κάτι που δεν θα την πείραζε να κάνει, θα μπορούσε να μείνει
για λίγο, να εξασφαλίσει τον χρόνο που χρειαζόταν. Αλλά τι θα μπορούσε να κάνει; Η Μπρένα άνοιξε αθόρυβα την πόρτα. Αν έφευγε από το δωμάτιο ραπτικής, προφανώς θα επέσυρε την οργή της Γιάρμιλ. Αλλά πάλι, μπορούσε πάντα να επικαλεστεί την άγνοια, να ισχυριστεί ότι δεν είχε καταλάβει τις εντολές της. Ο σαματάς από το κάτω πάτωμα δυνάμωσε. Αναρωτήθηκε αν είχε επιστρέψει ο Γκάρικ. Αν ναι, θα ήταν και ο Άνσελμ εκεί. Θα της έδινε μεγάλη ικανοποίηση να αφανίσει αυτόν τον άντρα, όπως εξόντωσε αυτός τους δικούς της ανθρώπους. Ο καημένος ο Φέργκους και ο Γουίνταμ· ο Ντάνσταν, που ήταν απρόθυμος να πολεμήσει· η γλυκιά, πολυαγαπημένη Αλέιν, που ήταν σαν μάνα για την Μπρένα, όλοι τους νεκροί. Όχι από το χέρι του Άνσελμ, προφανώς, αφού στεκόταν στην είσοδο της σάλας και παρακολουθούσε την αιματηρή μάχη, αλλά οπωσδήποτε ήταν υπεύθυνος. Εξάλλου, ήταν αυτός που τσάκισε το πολυαγαπημένο σπαθί της στα δύο, αφήνοντάς την ανυπεράσπιστη για πρώτη φορά στη μικρή ζωή της. Όχι, ο Άνσελμ έπρεπε να πεθάνει. Κ άποιον τρόπο θα έβρισκε να το πετύχει. Η Μπρένα βγήκε στον φαρδύ διάδρομο κι έκλεισε την πόρτα, για να μην μπορεί να δει κανείς ότι είχε βγει από το δωμάτιο. Στο τέρμα του διαδρόμου, μια άλλη πόρτα άνοιγε προς τα έξω, και πήγε προς τα εκεί. Σάρωσε με το βλέμμα τα κτίρια από κάτω, αλλά δεν κυκλοφορούσε κανείς. Στο βάθος μπορούσε να δει το λαμπερό γαλάζιο του ωκεανού, με την
επιφάνειά του καλυμμένη, θαρρείς, με έναν μανδύα κεντημένο με διαμάντια. Αριστερά ήταν το φιόρδ και τα λιβάδια της απέναντι όχθης. Στην πλαγιά που κατηφόριζε απότομα στα δεξιά υπήρχαν χωράφια και δάση· μικρά σπίτια αναδύονταν περιστασιακά στο τοπίο. Η Μπρένα σκέφτηκε να κατέβει στο φιόρδ για να δει αν ήταν δεμένο κάποιο καράβι εκεί. Σίγουρα θα χρειαζόταν καράβι όταν ήταν έτοιμη να φύγει, αλλά πώς θα το κουμάνταρε μόνη της; Ίσως μπορούσε να κρυφτεί σε κάποιο που ξεκινούσε να κάνει επιδρομή στην πατρίδα της. Πράγμα που δεν θα συνέβαινε πριν την άνοιξη. Το ερώτημα είναι, μπορούσε να περιμένει τόσο πολύ; Η Μπρένα κατέβηκε τη σκάλα και πήγε με ζωηρό βήμα στα μικρά κτίρια πίσω από το μεγάλο πέτρινο σπίτι. Γρήγορα άκουσε μυκηθμούς ζώων και μπήκε σε ένα κτίριο με ορθάνοιχτα θυρόφυλλα. Ήταν στάβλος, με τέσσερα μεγαλειώδη άλογα μέσα στα παχνιά. Η Μπρένα ενθουσιάστηκε. Ένας μεγαλειώδης μαύρος επιβήτορας τράβηξε αμέσως την προσοχή της. Πήγαινε προς το μέρος του, αλλά σταμάτησε με ένα επιφώνημα έκπληξης όταν είδε έναν γέροντα να βουρτσίζει το άλογο. Εκείνος ίσιωσε την πλάτη του βογκώντας, πιέζοντας ένα χέρι στη μέση του. Το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με πυκνή γενειάδα. Είχε μπόλικες πινελιές γκρίζου, όπως και τα αχυρένια μαλλιά του. Ανοιχτά καστανά μάτια καρφώθηκαν εξεταστικά
πάνω της. «Κ αι ποια είσαι εσύ, κοπελιά;» τη ρώτησε στη μητρική της γλώσσα. «Με λένε Μπρένα, Μπρένα Κ άρμαρχαμ. Δουλεύεις εδώ;» ρώτησε απλώνοντας αργά το χέρι της για να το μυρίσει το άλογο. «Ναι, πάνε κοντά είκοσι χρόνια τώρα που φροντίζω τα άλογα», απάντησε. «Σε βοηθάει κανείς;» Κ ούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι από τότε που ο αφέντης πήρε τους περισσότερους από μας για να τους πουλήσει πέρα, στην Ανατολή. Εμένα με άφησε, αφού είμαι πολύ γέρος για να πιάσω καλή τιμή». «Μιλάς για τον Γκάρικ, τον Βίκινγκ;» ρώτησε. «Αυτόν αποκαλείς αφέντη;» «Ναι. Είναι καλό παιδί. Υπηρετούσα τον παππού του πριν απ’ αυτόν», δήλωσε καμαρωτά ο γέροντας. «Πώς μπορείς να μιλάς με καλοσύνη για τον άντρα που σε θεωρεί κτήμα του;» ρώτησε επιτακτικά. «Μου φέρονται καλά, κοπέλα μου. Ο Γκάρικ είναι ένας φιλόδοξος νέος· το αίμα του βράζει και βιάζεται να βρει τη θέση του στον κόσμο, αλλά είναι δίκαιος αφέντης σε όλους μας». Η Μπρένα προτίμησε να μην επιμείνει πάνω στο θέμα. «Αυτά είναι τα μόνα άλογα;» «Όχι, μισή ντουζίνα είναι έξω για βοσκή. Κ ι άλλα τρία τα δανείστηκαν φίλοι του Γκάρικ, αυτοί που ταξίδευαν μαζί του και πήγαν να φέρουν τους
δικούς τους για το γλέντι. Αυτά εδώ», συνέχισε δείχνοντας τα άλλα άλογα στον στάβλο, «ανήκουν στον Άνσελμ Χάαρντραντ, που μόλις ήρθε με την οικογένειά του». Έτριψε τα λαγόνια του επιβήτορα. «Πιο φίνο ζώο απ’ αυτό δεν έχω ξαναδεί». «Ναι, πραγματικά», έσπευσε να συμφωνήσει η Μπρένα, κοιτώντας με λαχτάρα το εντυπωσιακό άλογο. Ο άντρας σκούπιζε μαλακά την πλάτη του. Ήταν φανερό ότι είχε μόλις γυρίσει από τρέξιμο. «Ο αφέντης τον έφερε σπίτι μαζί του. Τον βρήκε στο Χέντεμπι, είπε. Σίγουρα θα του κόστισε ένα χοντρό πουγκί». Η Μπρένα κατένευσε, αλλά ο επιβήτορας δεν κυριαρχούσε πια στις σκέψεις της. Ο Γκάρικ ήταν στο σπίτι, λοιπόν, μαζί κι ο Άνσελμ. Σίγουρα θα ήταν κι ο αδερφός του ο Χιου εκεί, αυτό το πρόστυχο κτήνος που τόλμησε να την κακομεταχειριστεί μπροστά σε όλους. Με μια ζάρα να αυλακώνει το μέτωπό της, η Μπρένα πήγε στην πόρτα του στάβλου και κοίταξε ανήσυχα το πέτρινο σπίτι. Πόσο χρόνο είχε; Άραγε την έψαχνε ήδη; Θα έμπαινε καν στον κόπο να την ψάξει, αν πίστευε ότι ήταν κλεισμένη στην ασφάλεια του δωματίου ραπτικής; Κ αι γιατί να ασχοληθεί; Της είχε δείξει ήδη ότι του ήταν αδιάφορη, ότι την έβλεπε μόνο σαν ενόχληση. Ως και η Γιάρμιλ το είχε δει. Η Μπρένα το προτιμούσε έτσι. Έπρεπε να μην μπλέκεται στα πόδια κανενός, να μην τραβάει την προσοχή πάνω της.
Πήγε πάλι μέσα στον στάβλο. «Πώς σε λένε;» ρώτησε τον γέροντα, που είχε αφοσιωθεί και πάλι στην περιποίηση του αλόγου. «Έριν Μακέι». «Λοιπόν, Έριν, γνωρίζεις την κοπέλα που τη λένε Τζέινι;» τον ρώτησε μ’ ένα θερμό χαμόγελο. «Βέβαια. Όμορφο κορίτσι η Τζέινι». «Πού μπορώ να τη βρω τώρα; Με φρόντιζε όσο με κρατούσαν δεμένη, αλλά ήμουν κακότροπη και θέλω να ζητήσω συγγνώμη». «Σε κρατούσαν δεμένη;» Την κοίταξε εξεταστικά. «Ώστε έτσι! Εσύ είσαι αυτή που λένε όλοι, του Γκάρικ η καινούρια…» «Ναι!» πρόλαβε να τον διακόψει η Μπρένα, πριν ξεστομίσει τη λέξη που σιχαινόταν. «Κ αι σε άφησαν;» Έγνεψε καταφατικά. «Με άφησαν. Λοιπόν, πού θα βρω την Τζέινι;» «Η κοπέλα είναι στο μεγάλο σπίτι. Θα δουλεύει όλη τη μέρα και το μεγαλύτερο κομμάτι της νύχτας, σερβίροντας στο γλέντι». Η Μπρένα συνοφρυώθηκε. «Το γλέντι. Μέχρι πότε θα κρατήσει;» Ο Έριν χαμογέλασε καλοκάγαθα. «Μπορεί να κρατήσει και μέρες». «Τι;» Εκείνος γέλασε με την αντίδρασή της. «Αμέ. Έχουν πολλούς λόγους να γιορτάζουν. Ο αφέντης γύρισε πλούσιος, η οικογένεια ξανάσμιξε. Αλήθεια, έχουν πολλά να γιορτάσουν».
Μια έκφραση αποστροφής αλλοίωσε τα χαρακτηριστικά της. Δηλαδή έπρεπε να κρύβεται όλες αυτές τις ώρες; Κ αι γιατί δεν ήθελε ο Γκάρικ να τη δουν; «Μπορώ να σε βοηθήσω, Έριν;» παρακάλεσε αυθόρμητα. «Όχι, είναι αντρική δουλειά». Η Μπρένα συγκράτησε την παρόρμησή της να διαφωνήσει, ρωτώντας αντί γι’ αυτό: «Αν πάρω την άδεια του Γκάρικ, θα με αφήσεις να δουλεύω μαζί σου εδώ, στον στάβλο;» Εκείνος ύψωσε τα φρύδια. «Ξέρεις από άλογα, ε;» «Ξέρω», απάντησε χαμογελώντας, «και στοιχηματίζω ότι ξέρω όσα κι εσύ». Έμεινε αμίλητη για λίγο, κι έπειτα συνέχισε χαμηλόφωνα: «Ίππευα κάθε μέρα όταν ζούσα στο σπίτι του πατέρα μου – διέσχιζα καλπάζοντας τα χωράφια μας, πάνω από ποτάμια και πέτρινους τοίχους, βαθιά μέσα στο δάσος. Πόσο ελεύθερη ένιωθα… τότε». Σώπασε, και μια έκφραση βαθιάς θλίψης σκοτείνιασε το πρόσωπό της. Την έδιωξε και κοίταξε πάλι τον Έριν. «Αν δουλεύω μαζί σου στους στάβλους, θα με αφήνεις να ιππεύω τα άλογα;» «Ναι, κορίτσι μου. Δεν θα με ευχαριστούσε κάτι άλλο περισσότερο. Αλλά πρέπει να έχω την άδεια από τον αφέντη, αλλιώς δεν μπορώ να κάνω τίποτα». «Θα του μιλήσω τότε». «Κ αλύτερα να περιμένεις να τελειώσει το γλέντι. Ο αφέντης θα έχει πιει για τα καλά τώρα και μπορεί
να μη θυμάται το αίτημά σου ή τη δική του απάντηση». Αν και θα προτιμούσε να τελείωνε το συντομότερο, ίσως ο Έριν είχε δίκιο. «Ας είναι. Θα περιμένω». «Κ αι, κοπελιά, σε συμβουλεύω να μείνεις μακριά από τη σάλα μέχρι να έχουν φύγει όλοι οι καλεσμένοι. Δεν θα σου βγει σε καλό αν σε δουν». Η περιέργεια σπίθισε στα μάτια της. Πρώτα ο Γκάρικ έδωσε εντολή να μείνει κλεισμένη σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο. Τώρα τη συμβούλευε κι ο γεροιπποκόμος να αποφύγει να τη δουν. «Τι έχω και δεν πρέπει να με δουν;» «Μπρένα κορίτσι μου, σίγουρα ξέρεις ότι είσαι όμορφη κοπέλα. Αυτοί οι Βίκινγκς είναι ακόλαστοι κι έχουν αδυναμία στις όμορφες παρθένες όπως εσύ. Ο αφέντης είναι γενναιόδωρος με τις σκλάβες του. Οι φίλοι του δεν χρειάζεται καν να του ζητήσουν άδεια για να πάρουν κάποια από τις τσούπρες του γιατί όλοι ξέρουν τη γενναιοδωρία του». «Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά!» αναφώνησε φρίττοντας η Μπρένα. «Είναι η αλήθεια, κορίτσι μου. Σε ένα ξέφρενο γλέντι, μια δύστυχη τσούπρα βατεύτηκε μπροστά σε όλους, εκεί στο πάτωμα της σάλας». Η Μπρένα τον άκουγε με γουρλωμένα μάτια που έσταζαν αηδία. «Κ ι ο Γκάρικ το επέτρεψε;» «Θα είχε σταματήσει αυτού του είδους το γλεντοκόπημα, αλλά κειτόταν λιπόθυμος στο τραπέζι –ή έτσι κυκλοφόρησε η ιστορία–, τύφλα στο
μεθύσι». «Η ιστορία έχει βάση, όμως;» «Έχει, γι’ αυτό πρόσεχε, κορίτσι μου. Δεν θα ήθελα να δω να συμβαίνει το ίδιο σ’ εσένα». «Μη φοβάσαι, Έριν. Δεν θα το επέτρεπα εγώ!» Ο γέροντας την κοίταζε να ξεμακραίνει κουνώντας δύσπιστα το κεφάλι.
Κεφάλαιο 11 Ο Γκάρικ καθόταν στην κεφαλή του μακρόστενου τραπεζιού. Ο πατέρας του καθόταν αριστερά του, αντικριστά προς την αίθουσα, κι η μητέρα του στα δεξιά. Ο αδερφός του ο Χιου ήταν επίσης εκεί, με την παχουλή γυναίκα του στο πλευρό του. Τις υπόλοιπες θέσεις γύρω από το τραπέζι καταλάμβαναν οι πιο στενοί φίλοι του Γκάρικ, αυτοί που είχαν σαλπάρει μαζί του. Κ αι στην άλλη άκρη του τραπεζιού καθόταν ο ετεροθαλής αδερφός του, ο Φέρφαξ. Ο Γκάρικ περιεργαζόταν συλλογισμένα τους αδερφούς του. Αν και έμοιαζε με τον μεγαλύτερο σε ύψος και σωματική διάπλαση, το μόνο κοινό που είχαν με τον μικρότερο ήταν τα μάτια τους, που έμοιαζαν μ’ εκείνα του Ούλρικ, του παππού τους. Ο Φέρφαξ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο μικρότερος από τον Γκάρικ, ωστόσο ήταν ένα κεφάλι πιο κοντός· στο μπόι είχε πάρει από τη μητέρα του, τη Γιάρμιλ. Ο Γκάρικ και ο Χιου απολάμβαναν τον φυσιολογικό ανταγωνισμό που υπάρχει μεταξύ αδερφών, έστω κι αν κάποιες στιγμές ξέφευγε προς
το πιο σοβαρό. Παρ’ όλα αυτά, ο αδερφικός δεσμός ήταν γερός ανάμεσά τους. Με τον Φέρφαξ, ο Γκάρικ είχε μια διαφορετική σχέση φιλίας και συντροφικότητας, σαν αυτή που μοιραζόταν με τον Πέριν, τον πιο καλό του φίλο. Ανάμεσα στον Χιου και στον Φέρφαξ πάντως, υπήρχε αυθεντική αντιπάθεια, και συνήθως δημιουργούνταν εντάσεις όταν βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο. Ο Χιου φθονούσε τον Φέρφαξ για την αγάπη του πατέρα τους, κι ο Φέρφαξ αντιδρούσε σ’ αυτή την έχθρα όπως θα αντιδρούσε οποιοσδήποτε, με εφάμιλλη επιθετικότητα. Αντίθετα από τον Φέρφαξ, ο Γκάρικ είχε κερδίσει τον θαυμασμό του Ούλρικ, αποκομίζοντας έτσι αυτό το σπίτι και τις γαίες που το περιέβαλλαν. Ο Φέρφαξ δεν είχε τίποτα άλλο πέρα από το σπιτάκι της μητέρας του και μια ψαρόβαρκα. Ήταν απορίας άξιο που ο μικρότερος αδερφός δεν έτρεφε πικρία. Η ζωή του ήταν σκληρή και μοχθούσε καθημερινά για να εξασφαλίζει την επιβίωσή του. Κ ι όμως, ο Γκάρικ ήξερε πως το προτιμούσε έτσι. Ο Φέρφαξ απολάμβανε την απλή ζωή του ψαρά. Ο σκάλδος3 ολοκλήρωσε ένα κωμικό τραγούδι για τα κατορθώματα του Λόκι, στο οποίο πρόσθεσε σκανταλιάρικα καμώματα δικής του επινόησης, κι άφησε το πλήθος να τον επιδοκιμάζει φωνάζοντας. Ως και ο Άνσελμ είχε δακρύσει από το τρανταχτά γέλια. Η Ελοΐζ έσκυψε προς το μέρος του γιου της όταν κόπασε λίγο ο σαματάς και ψιθύρισε πειρακτικά:
«Ξέρεις, Γκάρικ, η ιστορία σου για τη σλαβική φυλή που συνάντησες ήταν σχεδόν το ίδιο αστεία μ’ αυτήν εδώ. Είσαι σίγουρος ότι δεν φούσκωσες λίγο την αλήθεια;» «Ντροπή, γυναίκα!» βροντοφώναξε ο Άνσελμ, έχοντας ακούσει τα λόγια της. «Ο γιος μου δεν έχει ανάγκη να εξωραΐζει τις ιστορίες του, όπως εγώ». Κ αι ξεκαρδίστηκε με το αστείο του. «Μπα. Μ’ εσένα δεν ξέρει κανείς πού τελειώνει η αλήθεια και αρχίζει το παραμύθι», απάντησε η Ελοΐζ, για να προσθέσει συλλογισμένα, «Να, ας πάρουμε την ιστορία σου για τη μικρή Κ έλτισσα. Έχω αρχίσει να αναρωτιέμαι αν όλα όσα μας είπες ήταν αλήθεια». Ο Άνσελμ την αγριοκοίταξε από την άλλη μεριά του τραπεζιού. «Ήταν αλήθεια, αρχόντισσα! Δεν είχα λόγο να φουσκώσω αυτή την ιστορία». Ο Γκάρικ παρακολουθούσε με περιέργεια. Είχε περιγράψει διεξοδικά τα ταξίδια του, αλλά δεν είχε ρωτήσει ακόμα για την πεισματάρα κοπελιά που βρήκε στο κρεβάτι του την προηγούμενη νύχτα. «Πώς είναι το κορίτσι, Γκάρικ;» θέλησε να μάθει η μητέρα του. «Την είδα μόλις χτες, κι ακόμα έσταζε χολή. Μετά βίας μου είπε δυο λέξεις». «Μετά λύπης μου μπορώ να σε βεβαιώσω ότι ξαναβρήκε τη μιλιά της». Ο Άνσελμ γέλασε. «Ώστε πήρες μια γεύση από το σθένος της, ε;» Ο Γκάρικ στράφηκε στον πατέρα του. «Σθένος; Μπα, η λέξη ξεροκεφαλιά το περιγράφει καλύτερα,
νομίζω. Είναι δική μου;» «Ναι, καταδική σου». «Η ίδια δεν πρόκειται να συμφωνήσει», γρύλισε ο Γκάρικ. «Το περίμενα», παραδέχτηκε ο Άνσελμ, και το πλατύ χαμόγελό του έκανε τον γιο του να σκυθρωπιάσει. Εξιστόρησε στον Γκάρικ πώς την αιχμαλώτισε, μια ιστορία που είχε επαναλάβει πολλές φορές ήδη με γνήσια ευχαρίστηση. Δεν ενδιέφερε πια κανέναν άλλο, αλλά ο Γκάρικ τον άκουγε σχεδόν με προσήλωση. «Γιατί λοιπόν τη χάρισες σ’ εμένα;» ρώτησε τελικά. Ξαναγέμισε το μεταλλικό κύπελλό του από το μεγάλο καζάνι με υδρόμελι στο τραπέζι. «Είναι σίγουρο ότι εμένα με μισεί, αφού με θεωρεί υπεύθυνο για τη δυστυχία της. Την έχω δει να χειρίζεται όπλο και δεν τη θέλω κοντά μου, να πρέπει συνέχεια να φυλάγομαι. Ούτε η μητέρα σου, στην ηλικία που είναι, μπορεί να υπομένει το είδος των εκρήξεων που θα έχει αυτή η μικρή. Την ήθελε ο Χιου, αλλά άλλαξε γνώμη όταν του έδειξε τα νύχια της. Ήξερε ότι ήθελα να τη χαρίσω σ’ εσένα, κι έτσι επέλεξε την ετεροθαλή αδερφή της. Αν προσπαθήσεις, πιστεύω ότι εσύ μπορείς να τη δαμάσεις». Ο Γκάρικ συνοφρυώθηκε. «Αν είναι όλα αυτά που λες, γιατί να κάνω τον κόπο; Θα είναι μεγαλύτερος μπελάς απ’ όσα αξίζει, άρα καλύτερα να την πουλήσω».
Ήταν σειρά του Άνσελμ να συνοφρυωθεί. «Δηλαδή δεν είσαι ευχαριστημένος μαζί της; Οποιοσδήποτε άλλος θα ήταν». «Ξέρεις πώς νιώθω για τις γυναίκες», απάντησε κυνικά ο Γκάρικ. «Κ ι αυτή δεν είναι διαφορετική. Σαν απόκτημα, ναι, είναι πολύτιμη. Αλλά για την προσωπική μου ικανοποίηση;» Κ ούνησε αργά το κεφάλι, αρνούμενος την έλξη που ένιωθε γι’ αυτήν. «Μπα, δεν μου χρησιμεύει καθόλου».
•
Η Μπρένα είχε μόλις γυρίσει στο μικρό δωμάτιο ραπτικής, όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια κοπέλα με έναν δίσκο φαγητό. Θαμπά αχτένιστα καροτί μαλλιά κρέμονταν στους ώμους της, και τα γαλάζια μάτια που συνάντησαν της Μπρένα ήταν κουρασμένα. «Τζέινι;» «Ώστε μου μιλάς τώρα;» έκανε έκπληκτη. «Σχεδόν αμφέβαλα ότι θα το έκανες ποτέ». «Λυπάμαι», είπε η Μπρένα. «Δεν έπρεπε να ξεσπάσω πάνω σου τον θυμό μου. Ξέρω ότι πρόσθεσα μόνο στα βάρη σου». Η Τζέινι ανασήκωσε κοφτά τους ώμους. «Δεν ήταν δίκαιο να σε κρατάει δεμένη η Γιάρμιλ. Είχες κάθε λόγο να είσαι θυμωμένη. Φαίνεται ότι πρέπει ακόμα να σε φροντίζω, κι ας μην είσαι πια δεμένη».
Η Μπρένα ένιωσε ένα καινούριο κύμα ενοχής, γιατί η μικρόσωμη κοπέλα φαινόταν πραγματικά εξουθενωμένη. «Θα φρόντιζα η ίδια τον εαυτό μου, αλλά μου είπαν να μείνω εδώ». «Το ξέρω». Η Τζέινι έκανε μια απόπειρα να χαμογελάσει. «Ένα κορίτσι τόσο όμορφο όσο εσύ θα προκαλούσε σαματά εκεί κάτω. Θα έχεις πεθάνει της πείνας ως τώρα. Η Γιάρμιλ σε ξέχασε, όπως κι εγώ, μέχρι πριν από λίγο. Ορίστε», πρόσθεσε δίνοντας στην Μπρένα τον δίσκο φορτωμένο με φαγητό. «Αυτό θα σε κρατήσει μέχρι να σου φέρω το βραδινό σου». «Μπορείς να μείνεις να μιλήσουμε λίγο; Θέλω να σε ευχαριστήσω για όλα όσα έκανες για μένα». «Δεν χρειάζεται να μ’ ευχαριστείς. Με διέταξαν να σε φροντίζω, αλλά θα το έκανα έτσι κι αλλιώς. Είμαστε από την ίδια οικογένεια, εσύ κι εγώ». «Τότε μείνε λιγάκι». «Όχι, δεν μπορώ, Μπρένα – μπορώ να σε λέω Μπρένα;» Στο καταφατικό της νεύμα, συνέχισε: «Είναι τόσο πολλά που πρέπει να γίνουν κάτω. Το μισό πρωινό μου χάθηκε ήδη στον ξενώνα», είπε με μια γκριμάτσα. «Αυτοί οι άντρες δεν νοιάζονται τι ώρα είναι, όταν θέλουν την ικανοποίησή τους». Η Μπρένα την ακολούθησε με το βλέμμα. Άραγε την ίδια μεταχείριση είχαν η Λινέτ, η Κ ορντέλα και οι άλλες; Το ίδιο θα υπέμενε κι αυτή; «Όχι! Ποτέ!» είπε μεγαλόφωνα, κι έπειτα κάθισε με τον δίσκο, έχοντας αντιληφθεί ξαφνικά την πείνα της. «Ας τολμήσουν να το προσπαθήσουν!»
Έφαγε με όρεξη, ευχαριστώντας βουβά την Τζέινι που τη θυμήθηκε, ενώ την είχαν ξεχάσει όλοι. Το πιάτο περιείχε δύο μεγάλα αβγά φασιανού, μισό καρβέλι ψωμί αλειμμένο με βούτυρο και μια μικρή γαβάθα κρεμμυδάκια με κρέμα. Το φαγητό ήταν πεντανόστιμο, με μόνο μειονέκτημα το ποτό που της έφεραν να το συνοδεύσει: ένα μεταλλικό κύπελλο με γάλα. Γάλα! Κ αλά, για μωρό την περνούσε η Τζέινι; Θα έπινε ευχαρίστως μπίρα, έστω λίγο κρασί, αλλά ποτέ γάλα! Πριν τελειώσει η Μπρένα το φαγητό της, η πόρτα άνοιξε ξανά, και σήκωσε το βλέμμα για να αντικρίσει τον Γκάρικ Χάαρντραντ, να ακουμπάει νωχελικά στην κάσα. Ήταν όμορφα ντυμένος με εφαρμοστή πουκαμίσα και παντελόνι φτιαγμένο από μαλακό μπλε λινό, με ζιμπελίνα στα στριφώματα. Μια πλατιά χρυσή ζώνη με μεγάλη αγκράφα διακοσμημένη με μπλε πετράδια έσφιγγε τη μέση του και σταύρωνε στο επίπεδο στομάχι του. Το πλατύ στέρνο του στόλιζε ένα τεράστιο ασημένιο μενταγιόν. Το βλέμμα της Μπρένα ταξίδεψε ασυναίσθητα στα γυμνά μπράτσα του. Είδε μεγάλη δύναμη στους γραμμωμένους μυς κάτω από το ηλιοκαμένο μπρούντζινο δέρμα του. Φαντάστηκε αυτά τα δυνατά μπράτσα να τη σφίγγουν πάνω του, κι η καρδιά της επιτάχυνε τους χτύπους της. Αλλά αυτή η γλυκιά ταραχή επισκιάστηκε γρήγορα από σκέψεις της κατάληξης που δεν παρέλειπε να της περιγράφει η Κ ορντέλα.
Τελικά τον κοίταξε κατάματα και το πρόσωπό της αναψοκοκκίνισε με την ευθυμία που διάβασε εκεί. Την είχε δει να τον παρατηρεί με τόσο ενδιαφέρον. Κ άτι της έλεγε ότι είχε διαβάσει και τις σκέψεις της. «Τι θέλεις, Βίκινγκ;» τον ρώτησε απότομα, για να κρύψει την αμηχανία της. «Να δω αν βελτιώθηκε η διάθεσή σου». «Ούτε βελτιώθηκε ούτε θα βελτιωθεί!» απάντησε εμφατικά, ξαναφέρνοντας στον νου της όλα τα φρικτά που είχε ακούσει γι’ αυτόν. «Γι’ αυτό μην μπεις στον κόπο να ξαναρωτήσεις». Παρά τη δριμύτητά της, ο Γκάρικ χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας ίσια λευκά δόντια και δύο βαθιά λακκάκια στα μάγουλά του. «Χαίρομαι που βλέπω ότι υπάκουσες τις εντολές της Γιάρμιλ και αξιοποίησες τον χρόνο σου. Δικό σου έργο είναι αυτό;» ρώτησε γνέφοντας προς τον αργαλειό. Εκείνη ακολούθησε το βλέμμα του και θα έβαζε τα γέλια, αν δεν πίστευε ότι ρωτούσε στα σοβαρά. «Μπα, όχι, ούτε που θα το άγγιζα αυτό το πράγμα». Το χαμόγελο είχε χαθεί από τα χείλη του. «Γιατί;» «Είναι γυναικεία δουλειά», απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους, πριν συνεχίσει το γεύμα της. «Τώρα θα μου πεις ότι δεν είσαι γυναίκα;» Τον φιλοδώρησε με μια ματιά που έλεγε ότι πρέπει να ήταν χαζός. «Κ αι βέβαια είμαι γυναίκα. Αλλά δεν έχω καταπιαστεί ποτέ μου με γυναικείες δουλειές». «Τις θεωρείς κατώτερες, υποθέτω;» τη ρώτησε
σαρκαστικά εκείνος. «Ναι», απάντησε χωρίς δισταγμό. Ο Γκάρικ γρύλισε και κούνησε το κεφάλι. «Μου είπαν ότι σε πρόσφεραν για σύζυγό μου. Σκόπευες να έρθεις χωρίς να ξέρεις ούτε να διοικείς το σπίτι μου ούτε να εκτελείς τα συζυγικά σου καθήκοντα;» «Ξέρω να διοικώ ένα σπίτι, Βίκινγκ!» του δήλωσε, και τα μάτια της άστραψαν. «Η θεία μου με δίδαξε όλα όσα πρέπει να ξέρω για τις γυναικείες δουλειές. Αλλά δεν έκανα ποτέ πράξη αυτά τα μαθήματα. Όσο για το αν με πρόσφεραν για σύζυγό σου, είναι αλήθεια. Αλλά μάθε ότι η προοπτική μου ήταν επαχθής, και συμφώνησα μόνο επειδή ο πατέρας μου είχε δώσει τον λόγο του και θα συναπτόταν μια συμμαχία. Τουλάχιστον εμείς τιμάμε τον λόγο μας όταν τον δίνουμε!» Η προσβολή της δεν έπεσε στο κενό. «Δεν είχα καμία ανάμειξη στην απάτη που στήθηκε. Με κατηγορείς γι’ αυτήν;» «Όχι, ξέρω ποιος είναι ο υπεύθυνος!» απάντησε φτύνοντας τις λέξεις. «Κ αι θα πληρώσει μια μέρα!» Ο Γκάρικ χαμογέλασε με την απειλή της. Είχε δίκιο λοιπόν ο πατέρας του όταν είπε ότι τον μισούσε. Από την εριστική συμπεριφορά της, σχεδόν πείστηκε ότι και τα άλλα που είπε ο Άνσελμ ήταν αλήθεια. Άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει πάνω της. Μπορεί αυτή η μικροκαμωμένη παιδούλα να είχε τραυματίσει ένανν Βίκινγκ; Μπα, ήταν απίθανο. Το λυγερό καλούπι της ήταν φτιαγμένο για ηδονή, όχι για αναμετρήσεις με σπαθιά. Ένιωσε και πάλι
μια έντονη έλξη γι’ αυτήν και δυσανασχέτησε. Ήταν όντως επικίνδυνη – όχι εξαιτίας των απειλών, αλλά της ομορφιάς της. Εκείνος δεν εμπιστευόταν τις γυναίκες και τις αποζητούσε μόνο όταν ήταν επιτακτική η ανάγκη μέσα του. Κ ατά τα άλλα, προτιμούσε να τις αποφεύγει κι αποφάσισε να ακολουθήσει την ίδια τακτική και με τη συγκεκριμένη γυναίκα. «Αν δεν με θεωρείς υπεύθυνο που βρίσκεσαι εδώ, γιατί στοχεύεις πάνω μου την οργή σου;» «Είσαι ανόητος, Βίκινγκ, αν χρειάζεται να το ρωτάς! Με φέρνουν εδώ, και μετά έρχεσαι εσύ και λες ότι σου ανήκω. Λοιπόν, εγώ δεν ανήκω σε κανέναν! Κ ανέναν άντρα!» «Δηλαδή επανερχόμαστε σ’ αυτό;» αναστέναξε και σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος του. «Δεν είμαι έτοιμος ακόμα να λύσω το θέμα, κυρά, αλλά όταν είμαι, θα μάθεις με βεβαιότητα ποιος είναι ο αφέντης εδώ». Εκείνη γέλασε, νιώθοντας ότι η απροθυμία του αποτελούσε νίκη της. «Ξέρω ότι είσαι αφέντης εδώ, Βίκινγκ. Δεν νόμιζα κάτι άλλο». Η λάμψη στα μάτια της τον έκανε να χαμογελάσει. «Όσο μου το αναγνωρίζεις, κυρά μου, πιστεύω ότι μπορούμε να πορευτούμε χωρίς πολλές διενέξεις». Κ αι μ’ αυτό, έφυγε.
3 Σκανδιναβός
ραψωδός.
Κεφάλαιο 12 Τα κοφτερά δόντια ενός εφιάλτη ξύπνησαν την Μπρένα μ’ ένα τίναγμα και πετάχτηκε πάνω, έτοιμη για μάχη. Βλέποντας τον χώρο γύρω της στο αχνό φως που τρύπωνε από τη μισάνοιχτη πόρτα, χαλάρωσε στο αυτοσχέδιο κρεβάτι της από γούνες και κάρφωσε στοχαστικά το βλέμμα στους σκοτεινούς τοίχους. Ήταν πρωί ή ακόμα βράδυ; Πώς μπορούσαν αυτοί οι Βίκινγκς να πίνουν όλη νύχτα και να είναι ακόμα όρθιοι; Το γουργουρητό στο στομάχι της την έσπρωξε να σηκωθεί. Θα την άφηναν να λιμοκτονήσει μέχρι να θυμηθεί κάποιος ότι ήταν εκεί μέσα; Ας πήγαιναν στο διάολο! Θα έβρισκε μόνη της λίγη τροφή. Με τα μάτια της να φωτίζονται από θυμό και αποφασιστικότητα, βγήκε από τη φυλακή της. Δεν ήταν τόσο ανόητη ώστε να ρισκάρει να κατέβει την εσωτερική σκάλα, αφού κατέληγε σε ένα σημείο που φαινόταν καθαρά από τη σάλα. Αντί γι’ αυτό, ξαναβγήκε από τον ίδιο δρόμο που είχε βγει νωρίτερα, κατεβαίνοντας τα πέτρινα σκαλιά που οδηγούσαν έξω, κι από εκεί στην ανοιχτή πόρτα στο
πίσω μέρος του σπιτιού, απ’ όπου ξεχύνονταν ευωδιαστές μυρωδιές. Η Μπρένα κοίταξε φοβισμένα στο εσωτερικό. Είδε δύο γυναίκες, μία ηλικιωμένη και την άλλη όχι πολύ νεότερη, να περιστρέφουν ένα ολόκληρο γουρούνι περασμένο σε σούβλα. Πίσω τους, η Τζέινι έβγαζε δύο καλοψημένες πίτες από έναν σιδερένιο δίσκο με μακριά λαβή και τις έβαζε με κάμποσες άλλες μέσα στο μεγάλο καλάθι ψωμιού που ήταν πάνω στο τραπέζι. Η Γιάρμιλ δεν φαινόταν πουθενά, οπότε η Μπρένα μπήκε επιφυλακτικά στο μακρόστενο μαγειρείο. Τα μάτια της Τζέινι γούρλωσαν όταν την είδε. «Μπρένα! Αχ, Θεέ μου, πάλι σε ξέχασα. Είχα τόση δουλειά από την ώρα που με ξύπνησε άρον άρον η Γιάρμιλ», απολογήθηκε. «Δεν πειράζει, Τζέινι. Μόλις ξύπνησα, έτσι κι αλλιώς. Τι ώρα της ημέρας είναι;» «Είναι απόγευμα, και πολλοί άλλοι ξυπνούν κι αυτοί τώρα», απάντησε κουρασμένα η Τζέινι, παραμερίζοντας τα τραχιά μαλλιά από το πρόσωπό της. «Γι’ αυτό πεινάω τόσο», είπε η Μπρένα, απορώντας που κοιμήθηκε τόσο πολύ. «Έτσι το πήγαν όλη τη νύχτα;» ρώτησε γνέφοντας προς τη σάλα και τον σαματά που ερχόταν από εκεί. Η Τζέινι αναστέναξε. «Ναι, δεν σταμάτησαν καθόλου. Κ άποιοι έπεσαν ξεροί από το γλεντοκόπημα, αλλά οι περισσότεροι είχαν τη σύνεση να αποσυρθούν για λίγο, πριν ξαναγυρίσουν
στο τραπέζι. Κ ι υπάρχουν ακόμα αυτοί που τραγουδούν μέσα στα κύπελλά τους και κοιτάνε γύρω τους με απλανή μάτια». «Πότε θα τελειώσει;» Η κοπέλα ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως αύριο, ελπίζω. Αλλά καλύτερα να γυρίσεις γρήγορα πάνω, Μπρένα. Οι άντρες μπαινοβγαίνουν κάθε τόσο εδώ για να μας πλευρίσουν. Δεν πρέπει να σε δουν. Εμένα με χόρτασαν, όπως και τη Μόντια, που είναι στον ξενώνα τώρα που μιλάμε. Κ άνουν σαν τρελοί για κάθε καινούρια κοπέλα που δεν έχουν δοκιμάσει ακόμα». «Κ αταλαβαίνω», αποκρίθηκε η Μπρένα, σίγουρη ότι η Τζέινι υπερέβαλε. Στο κάτω κάτω, ο Γκάρικ δεν την είχε κοιτάξει ποτέ έτσι. «Θα σου ετοιμάσω ένα πιάτο και θα σ’ το φέρω πάνω». «Πολύ καλά». Η Μπρένα έκανε μεταβολή για να φύγει. Αλλά είχε αργήσει πολύ. Άκουσε πίσω της έναν βρυχηθμό που της θύμισε άγριο ζώο. Τρομαγμένη, κοίταξε πάνω από τον ώμο της και είδε έναν ρωμαλέο γίγαντα να έρχεται καταπάνω της. Άλλοι δύο στέκονταν πλάι στο άνοιγμα προς τη σάλα, γελώντας και παροτρύνοντάς τον με επευφημίες. «Τρέχα, Μπρένα!» τσίριξε η Τζέινι. Αν και εναντιωνόταν στη φύση της να το βάλει στα πόδια μπροστά σε οτιδήποτε, η κοινή λογική της έλεγε ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για αναμετρήσεις, αφού αφενός ήταν άοπλη, κι από την
άλλη ήταν μία ενάντια σε τρεις. Χίμηξε προς την πόρτα, αλλά είχε σπαταλήσει πάρα πολύ χρόνο για να το αποφασίσει. Ο μεθυσμένος Βίκινγκ άρπαξε τη μακριά κοτσίδα της και την τράβηξε πίσω. «Άφησέ με, καταραμένε βάρβαρε!» έσκουξε. Αλλά εκείνος απλά γέλασε με τη λύσσα και τη μάταιη μαχητικότητά της· πέραν αυτού, δεν καταλάβαινε τα λόγια της. Έπρεπε να δαγκωθεί για να αναχαιτίσει την παρόρμησή της να του σούρει τα δέοντα στη δική του γλώσσα. Κ άτι τέτοιο θα ήταν ολέθριο για τα σχέδιά της, οπότε σφύριζε βλαστήμιες μέσα από τα δόντια της στη δική της γλώσσα –όσο μικρή ικανοποίηση κι αν έβρισκε σ’ αυτό–, ενώ εκείνος την έσερνε πάλι μέσα. Την κρατούσε παραμάσχαλα σαν σακί βγαίνοντας από το απομονωμένο μαγειρείο για να συναντήσει τους δύο φίλους του στη βάση της σκάλας, έξω στη σάλα. Η Μπρένα πρόσεξε ότι η Τζέινι δεν ήταν πια κοντά στις εστίες, αλλά η κοπέλα δεν μπορούσε να τη βοηθήσει έτσι κι αλλιώς. «Μπράβο σου, Γκορμ, βρήκες σπουδαίο έπαθλο. Παίρνω όρκο ότι έχεις την τύχη των θεών σήμερα!» «Θα είναι η καινούρια σκλάβα του Γκάρικ. Απορώ γιατί μας την έκρυβε ως τώρα», είπε ένας άλλος. Ο άντρας που κουβαλούσε την Μπρένα γέλασε βροντερά. «Κ αλά, την κοιτάτε και δεν βλέπετε την απάντηση;» «Μπα, ο Γκάρικ δεν σκοτίζεται πια για τα θηλυκά από τότε που τον πλάνεψε η Μόρνα». «Μπορεί, αλλά αυτό διαφέρει».
«Συμφωνώ, Γκορμ. Αλλά και πάλι, ο Γκάρικ δεν θα αξιοποιούσε την τσούπρα όπως εγώ. Κ αι δεν είναι κτητικός με την ιδιοκτησία του. Γιατί την έκρυβε λοιπόν;» «Εγώ νομίζω ότι μόνη της το έκανε. Από τον τρόπο που πάλευε, θα έλεγα ότι δεν ήθελε να τη βρούμε». «Ο Άνσελμ λέει ότι πολεμάει σαν άντρας». «Με όπλο, ναι, αλλά δεν έχει κανένα – άουτς!» Ο Γκορμ έκρωξε κι άφησε την Μπρένα να σκάσει κάτω, τρίβοντας τη βαθιά δαγκωνιά στον μηρό του. «Μπορεί να πολεμάει σαν άντρας όταν κρατάει σπαθί, αλλά χωρίς όπλο πολεμάει σαν γυναίκα!» είπε ένας άλλος κι έβαλε τα γέλια. Η Μπρένα είχε σηκωθεί στη στιγμή, αλλά στεκόταν ανάμεσα σε τρεις άντρες, με μόνο τη σάλα πίσω της. Ο ψηλότερος, αυτός που την είχε αρπάξει, την κοίταζε βλοσυρά κι έκανε να την τσακώσει ξανά. Η Μπρένα είχε υποφέρει αρκετά ήδη από τη δύναμή του και δεν θα του έδινε δεύτερη ευκαιρία. Παριστάνοντας ότι ζάρωνε από τον φόβο, απέφυγε το απλωμένο χέρι του Γκορμ και συγκρούστηκε με έναν από τους άλλους άντρες. Πρόλαβε να κλέψει το μαχαίρι από τη ζώνη του, πριν ξεγλιστρήσει από την ελαφριά λαβή του και κάνει ένα βήμα πίσω για να σιγουρευτεί ότι έβλεπαν όλοι τη μεταλλική λάμψη στο χέρι της. «Μα τα δόντια του Θωρ! Σου την έφερε μια πανούργα κοπελιά, Μπάγιαρντ!» Ο άντρας του οποίου κράδαινε τώρα το μαχαίρι
έριξε μια δολοφονική ματιά στον φίλο του. «Της χρειάζεται ένα μάθημα!» «Δώσ’ της το εσύ τότε. Εγώ δεν έχω καμία όρεξη να γυρίσω στη γυναίκα μου με μια μαχαιριά που δεν θα μπορώ να εξηγήσω». «Γκορμ;» «Είμαι μαζί σου, Μπάγιαρντ. Θα είναι το καλύτερο βάτεμα που έχω κάνει ως τώρα». «Τότε εγώ θα πιάσω το χέρι της με το στιλέτο, κι εσύ θα την ακινητοποιήσεις». Η Μπρένα μοίρασε την προσοχή της στους δύο άντρες. Βλάκες, σκέφτηκε περιφρονητικά. Η ανοιχτή κουβέντα τους μπροστά της ήταν καλύτερο όπλο απ’ οποιοδήποτε μαχαίρι. Ήταν έτοιμη να τους αντιμετωπίσει όταν κινήθηκαν εναντίον της. Κ ράτησε τη λεπίδα μπροστά της, κι όταν ο Μπάγιαρντ όρμησε να της πιάσει το χέρι, την κατέβασε απότομα σκίζοντάς τον στο ύψος της μέσης. Το στενό σκίσιμο στην πουκαμίσα του βάφτηκε γρήγορα κόκκινο. «Για τον κόπο σου, γουρούνι!» είπε στον Μπάγιαρντ στρέφοντας το μαχαίρι στον Γκορμ, έτοιμη να τον απωθήσει. Η έχθρα στα πρόσωπά τους την έκανε πιο επιφυλακτική τώρα, οπότε άρχισε να οπισθοχωρεί αργά. Δυστυχώς, σταμάτησε απότομα όταν έπεσε πάνω στο σκληρό στήθος ενός άλλου Βίκινγκ. Συνειδητοποίησε το λάθος της πολύ αργά. Βρισκόταν στη σάλα και τώρα την περικύκλωνε μια ομάδα αντρών. Γύρισε με μια αστραπιαία κίνηση
προτού προλάβει να απλώσει πάνω της τα χέρια του αυτός που στεκόταν πίσω της, και πετάχτηκε έξω από τον κλοιό. Στη σάλα έπεσε ξαφνικά σιωπή. Το βλέμμα της Μπρένα φτερούγιζε γύρω της, αντικρίζοντας έκπληκτα πρόσωπα. Κ ανείς δεν κινιόταν εκτός από τον Γκορμ και τον Μπάγιαρντ, που δεν έκρυβαν τις φονικές προθέσεις τους. Αν της ρίχνονταν όλοι μαζί, ήξερε ότι ήταν χαμένη. Αλλά πάλι, κάποιοι θα πέθαιναν στην προσπάθεια, παραχωρώντας της ένα είδος εκδίκησης. Τουλάχιστον η Μπρένα διατηρούσε πλήρως τον αυτοέλεγχό της. Δεν είχε πανικοβληθεί, όπως θα έκαναν οι περισσότεροι τη στιγμή που υστερούσαν τόσο εμφανώς. Όταν τη ζύγωσε ένας μεθυσμένος, της χούφτωσε τον πισινό λέγοντας ένα αισχρό αστείο, κι εκείνη γύρισε απότομα προς το μέρος του, αλλά συγκράτησε το μαχαίρι. Αντί γι’ αυτό, σήκωσε το ρούχο της και του έδωσε μια κλοτσιά που τον ξάπλωσε χάμω φαρδύ-πλατύ. Για άλλη μια φορά στράφηκε στους δύο αρχικούς αντιπάλους της, που είχαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να έρθουν πιο κοντά. Η σάλα σείστηκε ξαφνικά από βροντερά γέλια για τον εξευτελισμό του μεθυσμένου άντρα. Λίγη από την ένταση διαλύθηκε, ενώ ανταλλάσσονταν σχόλια για την Μπρένα. Πολλοί εκεί τη γνώριζαν κι απόρησαν βλέποντάς την έτοιμη να αγωνιστεί και πάλι. Όλα τα βλέμματα είχαν καρφωθεί πάνω στην ίδια και στους δύο άντρες που την καταδίωκαν,
προσέχοντας φυσικά το αίμα που λέκιαζε την πουκαμίσα του Μπάγιαρντ. «Χειροκροτώ το θέαμα, Μπάγιαρντ», βρόντηξε η βαθιά φωνή του Άνσελμ από την άλλη άκρη της σάλας. «Αλλά το βρίσκεις συνετό να οπλίζεις μια σκλάβα;» Το πρόσωπο του άντρα έγινε σαν παντζάρι. Αντί να προκαλέσει έναν άντρα με την εξουσία του Άνσελμ για τη χλευαστική παρατήρηση, προτίμησε να συνεχίσει το αστείο. «Α, μα ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για να ζωντανέψω το γλέντι. Πολλοί εδώ μέσα ήταν πιο πολύ έτοιμοι για ύπνο, παρά για πιοτό». Ακολούθησαν ακόμα πιο δυνατά γέλια και σφυρίγματα, και η Μπρένα κοίταζε καχύποπτα τους δύο αντιπάλους της να παρατούν την καταδίωξη και να μπλέκονται με τους άλλους συνδαιτυμόνες. Στράφηκε αργά προς τη φωνή που αναγνώρισε χωρίς δυσκολία, ενώ τα γκρίζα μάτια της ήταν θαμπά, καπνισμένα από την πυρά του μίσους. Ξεχώρισε αμέσως τον Άνσελμ, καθισμένο στη γωνία ενός από τα δύο μακρόστενα τραπέζια. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν κι η Μπρένα χρειάστηκε όλη της τη θέληση για να μην ξεσπάσει σε ένα ουρλιαχτό λύσσας και του επιτεθεί, όπως κάνει ένα άγριο θηρίο στη λεία του. «Κ ατέβασε το μαχαίρι, Μπρένα». Έμεινε άκαμπτη όταν άκουσε τη φωνή. «Όχι, θα το κρατήσω!» «Σε τι θα σε ωφελήσει;» ρώτησε η Ελοΐζ.
«Θα με προστατέψει από τις ορέξεις αυτών των άθλιων!» απάντησε κοιτάζοντας γύρω της μία φορά, πριν βάλει το μαχαίρι στη ζώνη της. «Ναι, δεν αποκλείεται. Αλλά ο Γκάρικ δεν θα σου επιτρέψει να το κρατήσεις». Η Μπρένα μισόκλεισε τα μάτια της σε δυο σχισμές, και το χέρι της έμεινε πάνω στη λαβή του μαχαιριού. «Θα το μετανιώσει αν επιχειρήσει να μου το πάρει», είπε ξερά, κι έπειτα έγνεψε προς τον Άνσελμ. «Μίλα εκ μέρους μου και πες στον άντρα σου ότι τον προκαλώ. Μπορεί να διαλέξει εκείνος το όπλο, είμαι εξασκημένη σε όλα». Η Ελοΐζ ξεφύσησε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, Μπρένα. Δεν θα του πω τέτοιο πράγμα». «Γιατί;» ρώτησε σκυθρωπιάζοντας η Μπρένα. «Δικά μου λόγια θα μεταφέρεις, όχι δικά σου». «Ένας Βίκινγκ δεν θα μονομαχήσει με γυναίκα. Δεν υπάρχει τιμή σ’ αυτό», απάντησε μαλακά η Ελοΐζ. «Αλλά πρέπει να τον δω νεκρό!» φώναξε σχεδόν με απόγνωση η Μπρένα. «Δεν είναι στη φύση μου να κρύβομαι από τον εχθρό μου, γι’ αυτό πρέπει να τον πολεμήσω ανοιχτά. Είναι υποχρεωμένος να με αντιμετωπίσει!» «Δεν θα σε πολεμήσει, κορίτσι μου. Μείνε ήσυχη, ξέρει τα αισθήματά σου γι’ αυτόν». «Δεν αρκεί! Δεν καταλαβαίνεις ότι είμαι κομμάτια και φταίει ο άντρας σου γι’ αυτό; Οι άνθρωποί μου είναι νεκροί εξαιτίας του, άντρες με τους οποίους
μεγάλωσα, που πίναμε και τρώγαμε μαζί, που τους νοιαζόμουν. Ο άντρας της αδερφής μου, νεκρός! Ως κι ένας δικός σας που ήταν εκεί…» Συγκρατήθηκε πριν αποκαλύψει περισσότερα απ’ όσα ήθελε. «Ένας φίλος. Κ ι αυτός τσεκουρώθηκε. Κ ι η υπηρέτριά μου, μια μεγάλη γυναίκα που αγαπούσα πολύ». Η Μπρένα ανέβασε τον τόνο της, τσακισμένη από την ανάμνηση. «Θανατώθηκε μ’ ένα τσεκούρι καρφωμένο στην πλάτη! Γιατί αυτήν; Δεν απειλούσε κανέναν. Αν ένας Βίκινγκ δεν θα πολεμούσε γυναίκα, γιατί τη σκότωσαν;» «Οι άντρες αγριεύουν λίγο όταν κάνουν επιδρομές», απάντησε θλιμμένα η Ελοΐζ. «Σκοτώνονται πολλοί που δεν θα έπρεπε, και είναι δυστύχημα όταν συμβαίνει. Συχνά έπονται τύψεις. Κ αι ο Άνσελμ μετανιώνει για πράγματα που έκανε». Η Μπρένα την κοίταξε με μάτια γεμάτα δυσπιστία. «Πώς μπορεί, όταν κρατάει τη θεία και την ετεροθαλή αδερφή μου για σκλάβες;» «Κ ι εσένα;» «Όχι, εγώ δεν θα υπηρετήσω κανέναν». «Με τον καιρό θα το κάνεις, Μπρένα». «Πρώτα θα πεθάνω!» Το ξέσπασμά της έριξε και πάλι μια παγωμένη σιωπή στη σάλα. Αν και δεν καταλάβαιναν τα λόγια της, οι άντρες γύρω της αναγνώριζαν το μένος της όταν το έβλεπαν. Ο Χιου Χάαρνταρντ πλησίασε, φοβούμενος για την ασφάλεια της μητέρας του. «Σε απειλεί, μητέρα;» θέλησε να μάθει. «Μπα, ο θυμός της έχει στόχο τον πατέρα σου».
«Δεν εμπιστεύομαι μια σκλάβα με μαχαίρι, ιδιαίτερα αυτήν», είπε τραχιά εκείνος. «Κ ράτα την απασχολημένη, κι εγώ θα την πιάσω από πίσω». «Όχι, Χιου, άφησέ την», διέταξε η Ελοΐζ. «Είναι έτοιμη για μάχη τώρα. Τη λαχταράει, μάλιστα». Ο Χιου γέλασε. «Αλήθεια; Τι ελπίδες έχει;» Η Μπρένα τον κεραυνοβόλησε με μια δολοφονική ματιά. Αυτός ήταν ο άντρας που τόλμησε να της βάλει χέρι, ενώ ήταν δεμένη και ανήμπορη. «Γουρούνι!» μουρμούρισε κι έφτυσε στα πόδια του. Η έκφραση του Χιου έγινε φαρμακερή και σήκωσε αυτόματα το χέρι για να τη χτυπήσει. «Βρε παλιο…» «Χιου, σταμάτα!» φώναξε η μητέρα του. Την ίδια στιγμή, η Μπρένα τράβηξε το μαχαίρι από τη ζώνη της και στάθηκε αντίκρυ του με απλωμένα μπράτσα. Χαμογελούσε, προκαλώντας τον να της επιτεθεί. «Τη σκύλα!» γρύλισε ο Χιου. «Στάθηκε τυχερή η στρίγκλα που δεν τη διάλεξα, αλλιώς δεν θα ζούσε τώρα! Κ αι μάλλον το ίδιο νιώθει κι αυτός, αν κρίνω από την όψη του», πρόσθεσε γνέφοντας προς το βάθος της σάλας. Η Μπρένα στράφηκε, για να δει τον Γκάρικ να στέκεται στο άνοιγμα της πόρτας απ’ όπου είχε μπει κι η ίδια πριν από λίγο. Το πρόσωπό του ήταν σφιγμένο σε ένα σκοτεινό σκυθρώπιασμα και τα μάτια του μαρτυρούσαν την παγερή οργή του. Πόση ώρα στεκόταν εκεί; Πόσα είχε ακούσει;
Η Τζέινι στεκόταν πίσω του, φανερά ανήσυχη. Ήταν φανερό ότι αυτή τον είχε φέρει. Αχ, Τζέινι, Τζέινι, σκέφτηκε η Μπρένα. Νόμιζες ότι έτσι θα με βοηθούσες, αλλά φοβάμαι ότι με έβαλες σε ακόμα πιο δύσκολη θέση. Ο Γκάρικ τους πλησίασε αργά, με τη δυσαρέσκεια αποτυπωμένη ξεκάθαρα στο πρόσωπό του. Όταν έφτασε κοντά τους, αγνόησε την Μπρένα και απευθύνθηκε στη μητέρα του, αν και όχι στη νορβηγική γλώσσα. «Τι κάνει αυτή εδώ;» «Ρώτα εμένα, Βίκινγκ!» πετάχτηκε η Μπρένα. Το βλέμμα που της έριξε ήταν σαν μεταλλική λεπίδα. «Την κυνήγησαν ως εδώ οι φίλοι σου, ο Γκορμ και ο Μπάγιαρντ, Γκάρικ», εξήγησε αμέσως η Ελοΐζ. «Κ αι το μαχαίρι;» «Το πήρε από τον Μπάγιαρντ». «Μπορώ μια χαρά να μιλήσω για τον εαυτό μου!» επενέβη θυμωμένα η Μπρένα. «Είμαι σίγουρος γι’ αυτό, κοπελιά», απάντησε στον ίδιο τόνο ο Γκάρικ. «Πες μου εσύ, λοιπόν. Πώς σε βρήκαν; Δεν θα πιστέψω ποτέ ότι οι φίλοι μου μπήκαν στο δωμάτιο ραπτικής». «Κ ατέβηκα κάτω». «Σου ζήτησα ρητά να μείνεις εκεί!» της θύμισε τραχιά. «Δηλαδή σκοπεύεις να με πεθάνεις από ασιτία;» τον ρώτησε οργισμένα, νιώθοντας έναν κόμπο να της φράζει τον λαιμό. «Δεν μου έφερε κανείς τροφή,
οπότε κατέβηκα να βρω μόνη μου». Τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν κάπως. «Πολύ καλά. Δηλαδή ήταν η αμέλεια κάποιου άλλου που έγινε αιτία να σε βρουν. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι είχες δικαίωμα να κλέψεις ένα όπλο, κυρά!» «Το έκανα μόνο για να προστατέψω τον εαυτό μου!» «Από τι;» τη ρώτησε απότομα. «Κ ανείς δεν θα σου έκανε κακό εδώ». «Ίσως δεν θα μου έκανε κακό με την έννοια να με σκοτώσει, αλλά αυτό που είχαν σκοπό ήταν εξίσου κακό!» αντιγύρισε η Μπρένα. «Αυτό που είχαν σκοπό επιτρέπεται σε αυτό το σπίτι, κυρά», είπε ο Γκάρικ σμίγοντας τα φρύδια. «Δηλαδή θα τους επέτρεπες να με πάρουν;» «Ναι. Δεν έχω αρνηθεί στους φίλους μου την ευχαρίστησή τους μέχρι τώρα και δεν σκοπεύω να το αλλάξω». Τα μάτια της Μπρένα γούρλωσαν, η σύγχυσή της ήταν σχεδόν απτή. «Τότε γιατί με έκρυβες απ’ αυτούς;» «Θα σου έδινα χρόνο να προσαρμοστείς στην καινούρια σου ζωή», απάντησε αμέσως, σαν να περίμενε ότι εκείνη θα εκτιμούσε την ευγένειά του. «Κ αι θα σου δώσω τον χρόνο παρότι έγινε». Τα μάτια της, σαν γκρίζα φουρτουνιασμένη θάλασσα, έσταζαν περιφρόνηση όταν καρφώθηκαν στα δικά του. «Αποδεικνύεις για άλλη μια φορά την ανοησία σου, Βίκινγκ, γιατί δεν θα προσαρμοστώ ποτέ στη ζωή που θες να μου επιβάλεις! Δεν θα γίνω
η πόρνη των φίλων σου!» Ήταν φανερό ότι μετά βίας συγκρατούσε την οργή του. «Νομίζω ότι ήρθε η ώρα, κοπελιά, να αποδείξω ποιος είναι ο αφέντης εδώ». «Γκάρικ, όχι», επενέβη επιτέλους η Ελοΐζ. «Όχι εδώ, μπροστά σε όλους». Το είπε στη γλώσσα τους, θεωρώντας δεδομένο ότι η Μπρένα δεν καταλάβαινε. «Της χρειάζεται ένα καλό μάθημα!» «Ναι, αλλά κατ’ ιδίαν, γιε μου. Πρέπει να έχει διαφορετική μεταχείριση από τις άλλες σκλάβες, γιατί έχει πολύ περήφανο πνεύμα». «Το πνεύμα κάμπτεται, αρχόντισσα». «Θα έκανες τέτοιο πράγμα σε ένα τόσο όμορφο πλάσμα;» Εκείνος έγειρε το κεφάλι στο πλάι και την κοίταξε απορημένα. «Γιατί παίρνεις το μέρος της; Περιμένεις ότι θα ανεχτώ τα ξεσπάσματά της;» «Όχι, αλλά μπορώ να ταυτιστώ μαζί της», παραδέχτηκε η Ελοΐζ. «Κ άποια εποχή ένιωθα λίγοπολύ όπως αυτή τώρα. Όμως με κέρδισε ο έρωτας». «Τι προτείνεις, λοιπόν;» «Να δοκιμάσεις την καλοσύνη, γιε μου», του είπε μαλακά. «Όχι, δεν είναι αυτός ο τρόπος μου». «Υπήρχε μια εποχή που δεν ήσουν τόσο σκληρός, Γκάρικ. Σε κατέστρεψε τόσο η Μόρνα;» Βλέποντας τα μάτια του να στενεύουν, άλλαξε αμέσως τακτική. «Συγχώρα με, δεν ήθελα να σου τη θυμίσω. Αλλά αυτή η κοπέλα δεν είναι η Μόρνα. Δεν μπορείς να φανείς λίγο επιεικής για χάρη της;»
«Είναι δική μου;» «Ναι», αποκρίθηκε απρόθυμα. «Τότε άσε με να τη χειριστώ όπως κρίνω εγώ ότι της ταιριάζει». Στο μεταξύ, η Μπρένα κόρωνε από θυμό. Μπορεί να τη συνέφερε να πιστεύουν όλοι ότι δεν καταλάβαινε τη γλώσσα τους, αλλά γινόταν όλο και πιο δύσκολο να μην προδοθεί όταν η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω της. Ο Γκάρικ είχε αποδειχτεί ένας ψυχρός, άκαρδος αντίπαλος, όπως ακριβώς τον περίμενε. Τουλάχιστον τώρα είχε σιγουρευτεί. Τον έπιασε να την κοιτάζει με παγερά μάτια. «Δώσε μου το μαχαίρι, κυρά». Ο τόνος του δεν σήκωνε αντιρρήσεις, ωστόσο εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, κοφτά. «Όχι. Θα χρειαστεί να το πάρεις μόνος σου». «Για όνομα του Θεού, Γκάρικ, άσ’ τη να το κρατήσει για τώρα!» είπε η Ελοΐζ. «Θα ρίσκαρες να πληγωθεί κάποιος εδώ;» «Μα τον Θωρ!» ξέσπασε εκείνος. «Μιλάει με γενναιότητα, αλλά την υπερεκτιμάς υπερβολικά, μητέρα, όπως κι αυτή τον εαυτό της. Δεν μπορεί να αναμετρηθεί με έναν άντρα». «Σε παρακαλώ, Γκάρικ». Πάλεψε για λίγο μέσα του, αλλά τελικά υπερίσχυσε η επιθυμία της μητέρας του. Γύρισε προς την Μπρένα, που τον αντιμετώπισε προκλητικά. «Θα έρθεις ήρεμα μαζί μου;» «Ναι», αποκρίθηκε στη στιγμή εκείνη, ξέροντας
ότι είχε νικήσει αυτή τη μάχη. «Θα αποχωρήσω από αυτή τη σάλα». Της έγνεψε να προπορευτεί, και το έκανε αγέρωχα, χωρίς μια ματιά δεξιά ή αριστερά. Όπως περπατούσε, έβαλε πάλι το μαχαίρι στη ζώνη της, σίγουρη ότι δεν θα την πλεύριζε κανείς τώρα. Στο κεφαλόσκαλο, ο Γκάρικ σταμάτησε την Μπρένα όταν έστριψε αριστερά, κι αντί γι’ αυτό την έσπρωξε προς την κάμαρά του. Δεν πρόβαλε αντίσταση. Τουλάχιστον εκεί υπήρχε ένα μαλακό κρεβάτι. Αλλά μόλις πέρασε το κατώφλι, εκείνος την αιφνιδίασε σηκώνοντάς τη στον αέρα με το ένα χέρι, ενώ το άλλο άρπαζε το μαχαίρι από τη ζώνη της. Μετά την πέταξε κυριολεκτικά στην άλλη άκρη της κάμαρας, για να προσγειωθεί κακήν κακώς στο παγωμένο πάτωμα. «Κ άτω έπρεπε να το κάνω αυτό», γρύλισε θυμωμένα ο Γκάρικ, «για να σε βάλω μια και καλή στη θέση σου». Η Μπρένα πάλεψε να σηκωθεί όρθια. «Ψεύτη!» σφύριξε σφίγγοντας τα δόντια της. «Φοβόσουν να αναμετρηθείς μαζί μου όταν ήμουν έτοιμη να σε αντιμετωπίσω. Έπρεπε να μου επιτεθείς πισώπλατα, σαν δειλό γουρούνι που είσαι!» «Φυλάξου, κοπελιά», την προειδοποίησε απειλητικά. «Αλλιώς θα πάρεις το ξυλοφόρτωμα που αξίζεις με το παραπάνω». «Ώστε ξυλοκοπάς κιόλας ανυπεράσπιστες γυναίκες; Δεν έχουν τέλος οι ελεεινές τακτικές σου;» «Όχι ανυπεράσπιστες γυναίκες, κυρά. Αδιόρθωτες
σκλάβες!» αντιγύρισε έξαλλος ο Γκάρικ. «Α!» στρίγκλισε εκείνη κι έκανε να του χιμήξει. «Κ ρατήσου, κοπελιά, αν αγαπάς τη ζωή σου!» Σχεδόν δεν άκουσε τα λόγια του, τυφλωμένη από την επιθυμία να του κάνει κακό. Αλλά σταμάτησε απότομα όταν άκουσε ένα άγριο γρύλισμα να έρχεται από το κρεβάτι. Έριξε ένα φοβισμένο βλέμμα σ’ εκείνη την κατεύθυνση και είδε έναν τεράστιο άσπρο ποιμενικό κουλουριασμένο πάνω στο στρώμα, να γυμνώνει τα κοφτερά του δόντια. «Μία φορά αν με χτυπούσες, κυρά, θα σου είχε σκίσει τον λαιμό στη στιγμή». «Μάζεψέ τον», ψιθύρισε φοβισμένη η Μπρένα, με πρόσωπο κάτωχρο σαν το πανί. «Μπα, δεν νομίζω. Ο Σκύλος είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεσαι για να καθίσεις φρόνιμα», απάντησε ο Γκάρικ με ένα σαρκαστικό μειδίαμα να στραβώνει τα όμορφα χείλη του. Τον κοίταξε με μάτια γεμάτα φόβο. «Δεν μπορείς να με αφήσεις μαζί του εδώ!» «Δεν θα σε πειράξει, αρκεί να κάτσεις ήσυχα». Ο Γκάρικ σταμάτησε στην πόρτα, χαμογελώντας με πραγματική ευθυμία αυτή τη φορά. «Δεν συμπλεχτήκαμε ακόμα εμείς οι δυο, Μπρένα Κ άρμαρχαμ. Αλλά όταν έρθει η ώρα, νομίζω ότι θα το απολαύσω». «Το ίδιο κι εγώ, Βίκινγκ!» απάντησε με σφοδρότητα εκείνη. Ο Γκάρικ γέλασε με την καρδιά του και κοίταξε το ζώο πάνω στο κρεβάτι. «Πρόσεχέ την καλά, Σκύλε».
Χαμογέλασε κι έκλεισε πίσω του την πόρτα, αφήνοντάς τη μόνη με το θηρίο.
Κεφάλαιο 13 Ο ψυχρός αέρας που εισέβαλε από την πόρτα του μπαλκονιού ξύπνησε την Μπρένα. Σηκώθηκε ανατριχιάζοντας να την κλείσει κι έπειτα έχωσε βιαστικά τα παγωμένα πόδια της κάτω από την καμιζόλα της. Όπως κουλουριαζόταν σ’ ένα κουβάρι για λίγη ζεστασιά, άκουσε την πόρτα να ανοίγει και σήκωσε το βλέμμα. Στο άνοιγμα στεκόταν ο Γκάρικ, κρατώντας έναν μεγάλο δίσκο με φαγητό. Πρόσταξε τον ποιμενικό να βγει, κι έπειτα έκλεισε την πόρτα κλοτσώντας τη με το τακούνι του κι αφήνοντας τον δίσκο πάνω στο τραπέζι. «Έχεις κάτι ενάντια στον καθαρό αέρα, κυρά;» τη ρώτησε ξινισμένα χωρίς να την κοιτάξει, και ξανάνοιξε την πόρτα του μπαλκονιού. «Μήπως έχεις εσύ κάτι ενάντια σε μια σταλιά ζέστη;» ανταπέδωσε στον ίδιο τόνο. Ξαφνικά της χάρισε ένα χαμόγελο. «Φοβάμαι ότι δεν θ’ αντέξεις τον χειμώνα μας, κοπελιά, αν θεωρείς κρύο αυτή την τέλεια καλοκαιρία». Η Μπρένα ρίγησε σύγκορμη. Πώς θα άντεχε τον χειμώνα, αλήθεια; Τόσο ψηλά στον Βορρά, οι ατελείωτοι, παγεροί μήνες δεν θα έμοιαζαν σε τίποτα
μ’ εκείνους στην πατρίδα της. Κ ι αν ήταν αλήθεια όσα της έλεγαν ο Γουίνταμ και ο Γκάρικ, όλον αυτόν τον καιρό δεν υπήρχε η ελάχιστη ηλιοφάνεια να λιώσει λίγο από το χιόνι. «Έλα να φας, κυρά», είπε ο Γκάρικ τραβώντας τις δύο καινούριες καρέκλες σε σχήμα θρόνου κοντά στο τραπέζι. «Έφυγαν τελικά οι καλεσμένοι σου;» ρώτησε η Μπρένα φτύνοντας τη λέξη με όλη την απέχθεια και την περιφρόνηση που ένιωθε. «Ναι, το σπιτικό μου επανήλθε στους κανονικούς του ρυθμούς. Θα φάμε πρώτα και μετά θα μιλήσουμε». Του έριξε μια καχύποπτη ματιά. «Για ποιο θέμα;» «Για σένα και την καινούρια σου ζωή εδώ. Τι θα απαιτείται από σένα. Είναι καιρός να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους». Θεέ μου! Διαισθάνθηκε ότι ερχόταν καινούρια μάχη, και στ’ αλήθεια δεν είχε δυνάμεις γι’ αυτή. Θα έπρεπε μονίμως να συγκρούεται μ’ αυτόν τον άντρα; Δεν είχε ούτε μια μέρα γαλήνης από τότε που πέθανε ο πατέρας της, και την είχε τόση ανάγκη! Η Μπρένα αναστέναξε και πήγε να καθίσει στο τραπέζι μαζί του. Εκείνος είχε φέρει δύο μεγάλες γαβάθες με το συνηθισμένο καθημερινό πρόγευμα, χυλό από πλιγούρι βρόμης. Υπήρχε ακόμα ζεσταμένος φασιανός που είχε μείνει από το γλέντι, κι ένα ολόκληρο καρβέλι σκληρό κριθαρένιο ψωμί για να μοιραστούν. Όταν η Μπρένα άπλωσε το χέρι στο μεταλλικό της κύπελλο και το βρήκε γεμάτο με
ζεστό γάλα όπως και την άλλη φορά, μόρφασε. Έριξε στον Γκάρικ μια ματιά όλο κατηγόρια. «Για τι με περνάτε και μου δίνετε γάλα, λες κι είμαι μωρό;» «Κ ι εγώ γάλα πίνω, αρχόντισσα», της απάντησε σηκώνοντας το δικό του κύπελλο σε πρόποση. «Θεωρείται ωφέλιμο ποτό». «Εγώ το σιχαίνομαι!» γκρίνιαξε. «Εδώ απαγορεύεται στις γυναίκες να πίνουν κρασί ή υδρόμελι;» Εκείνος έγειρε πίσω στην καρέκλα του, μ’ ένα αχνό μειδίαμα στις άκρες των χειλιών του. «Πώς, επιτρέπεται. Αλλά όχι στις σκλάβες». Ήταν πανίσχυρη η παρόρμηση να του ρίξει το ζεστό γάλα στα μούτρα για να σβήσει αυτό το μειδίαμα. Αναρωτήθηκε για λίγο ποια θα ήταν η αντίδρασή του, κι εντέλει αποφάσισε ότι δεν θα της έβγαινε σε καλό. Κ αταράστηκε βουβά τις μοίρες της, κι έπειτα ρίχτηκε στο φαγητό, ανυπομονώντας να τελειώνουν και μ’ αυτό. Ο Γκάρικ την παρακολουθούσε αμίλητος όσο έτρωγε, προσέχοντας το έντονο χρώμα στα μάγουλά της. Δεν ήθελε πολύ για να φουντώσει ο θυμός της. Η αναφορά της καινούριας της κοινωνικής θέσης έφτανε με το παραπάνω. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ πριν γυναίκα με τόσο άστοχο εγωισμό και αλαζονεία. Το γεγονός ότι του ανήκε ήταν κάτι που δεν είχε αποφασίσει αν τον χαροποιούσε τελικά. Αναλογίστηκε την όψη της τότε που γύρισε αργά μέσα στη νύχτα και τη βρήκε κουλουριασμένη σαν
ζωάκι πάνω στο κρεβάτι. Το πρόσωπό της ήταν τόσο παιδιάστικο, η ομορφιά της τόσο εξωπραγματική. Κ αι μετά τη θυμήθηκε όπως την είδε χθες, κάτω στη σάλα, τόσο εκρηκτική, με απείθεια που δεν είχε όρια. Μέχρι κι αυτός αναγκάστηκε να θαυμάσει την ομορφιά της, τις άγριες σπίθες που φώτιζαν τα αργυρόχρωμα μάτια της, το χαριτωμένο ξάναμμα που άπλωνε η οργή στο πρόσωπό της. Οργίστηκε ως τα τρίσβαθα του είναι του που τη βρήκε να λογομαχεί με τη μητέρα του. Αλλά μετά στάθηκε και την άκουσε να περιγράφει η ίδια τις δοκιμασίες που είχε περάσει, πόσα έχασε εξαιτίας του πατέρα της. Ένα μέρος της οργής του εξατμίστηκε τότε, αλλά εκείνη κατάφερε να την αναζωπυρώσει όταν απείλησε τον αδερφό του. Στη σκέψη και μόνο ότι μια δική του σκλάβα θα τολμούσε να αψηφήσει την οικογένειά του γινόταν έξαλλος! Κ αι μετά, να ακούει τη μητέρα του να την υπερασπίζεται, να συγκρατεί το χέρι του από το ξυλοφόρτωμα που η μικρή άξιζε με το παραπάνω. Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία της μητέρας του ήταν ευχής έργο, γιατί τόσο εξαγριωμένος που ήταν θα την ξυλοκοπούσε άσχημα, μόνο για να το μετανιώσει μετά. «Τώρα θα μου επιβάλλεις τους κανόνες σου, λοιπόν;» Η προκλητική ερώτησή της τον έκανε να χαμογελάσει, αναδεικνύοντας τα λακκάκια του. «Θα συμμορφωθείς με τους κανόνες μου;» «Πρώτα θα τους ακούσω και μετά θα ξέρω την
απάντηση», αποκρίθηκε. «Πολύ καλά», έκανε ο Γκάρικ και έγειρε πάλι πίσω στην καρέκλα του. «Κ ατ’ αρχάς, δεν θα υπάρξουν άλλες εκρήξεις θυμού σαν αυτές που αντιμετώπισα ως τώρα». «Δεν έχω εκρήξεις, Βίκινγκ. Λέω τη γνώμη μου», τον διόρθωσε ατάραχα. «Η λέξη Βίκινγκ ακούγεται σαν βρισιά από τα χείλη σου, κυρά μου. Δεν θέλω να την ξανακούσω». «Δεν θα σε προσφωνώ “αφέντη”!» σφύριξε μέσα από τα σφιγμένα δόντια της. «Δεκτό», απάντησε. «Έχω όνομα, και σου επιτρέπω να το χρησιμοποιείς». «Κ ι εγώ έχω όνομα, αν και δεν σε άκουσα να με φωνάζεις μ’ αυτό». «Πολύ καλά, Μπρένα». Της χαμογέλασε. Εκείνη ανταπέδωσε αυθόρμητα. «Τελικά δεν είναι τόσο δύσκολο να βάζει κανείς τα πράγματα στη θέση τους μαζί σου». «Λες, ε; Μάλλον θα ’πρεπε να περιμένεις να τελειώσουμε για να εκφέρεις γνώμη», απάντησε, βλέποντας το σπάνιο χαμόγελο να σβήνει. «Τώρα», συνέχισε με πιο αυταρχικό τόνο. «Η Γιάρμιλ πρότεινε να σε βάλουμε με τις δύο άλλες κοπέλες. Η Τζέινι και η Μόντια μοιράζονται ένα σπιτάκι εδώ κοντά, πίσω από τον στάβλο. Θα εγκατασταθείς μαζί τους. Εκεί θα κοιμάσαι και θα περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου. Συμφωνούμε ως εδώ;» «Ναι». «Κ αλώς. Τα καθήκοντά σου δεν θα διαφέρουν
από εκείνα που μοιράζονται οι άλλες γυναίκες. Θα βοηθάς στο μαγείρεμα και το καθάρισμα, στο πλύσιμο, στο άρμεγμα των αγελάδων και στο άλεσμα του καλαμποκιού. Δεν είναι και τόσο πολλή δουλειά, αφού πρόκειται για μικρό σπιτικό, κι έχετε μόνο εμένα να υπηρετείτε. Η Γιάρμιλ θα σου αναθέτει τις δουλειές όταν είναι εδώ. Όταν δεν είναι, θα σου δείχνει η Τζέινι τι να κάνεις. Κ αι μια και δεν έχω σύζυγο, περιστασιακά θα βοηθάς επίσης στο δωμάτιο ραπτικής με το μαντάρισμα και το ράψιμο καινούριων ρούχων». «Τελείωσες;» ρώτησε ψυχρά η Μπρένα. «Ναι. Δεν θα υπάρξουν παιδιά ή κυρά να φροντίζεις, αφού δεν θα παντρευτώ ποτέ. Είμαι ο μόνος που πρέπει να ευχαριστείς», πρόσθεσε βιαστικά ο Γκάρικ, συμπεραίνοντας από την ερώτησή της ότι δεν θα υπήρχαν αντιρρήσεις. «Όλα αυτά τα καθήκοντα που περιέγραψες είναι γυναικείες δουλειές». «Φυσικά». Τον κοίταξε ανέκφραστα, προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της. «Είχες δίκιο ότι έπρεπε να κρατήσω τη γνώμη μου για το τέλος αυτής της συζήτησης, γιατί αν αυτή είναι η μόνη δραστηριότητα που μου προτείνεις, δεν θα συμφωνήσουμε ποτέ». Ο Γκάρικ την αγριοκοίταξε, σκυθρωπιάζοντας. «Αρνείσαι να δουλέψεις;» «Σου είπα ότι δεν θα καταπιαστώ με γυναικείες δουλειές!» απάντησε υπεροπτικά. «Δεν το έχω κάνει
και δεν θα το κάνω ποτέ!» Εκείνος έσκυψε προς το μέρος της, τα μάτια του είχαν στενέψει σε δυο σχισμές. «Θα το κάνεις!» «Όχι, Βίκινγκ!» επέμεινε βάζοντας τέλος στη σύντομη ανακωχή ανάμεσά τους. «Δεν θα το κάνω!» «Η τροφή που τρως, τα ρούχα που φοράς, έρχονται όλα από μένα! Το σπίτι στο οποίο κοιμάσαι είναι δικό μου!» ξέσπασε και σηκώθηκε. «Αν δεν δουλεύεις για τη συντήρησή σου, κυρά, μου είσαι άχρηστη!» «Θα δουλεύω», απάντησε μ’ έναν ήρεμο τόνο που τον αιφνιδίασε. «Πώς; Γιατί δεν θα είναι στο κρεβάτι μου, αν αυτό είχες κατά νου». «Σε βεβαιώνω ότι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ. Όχι, ο Έριν δέχτηκε να τον βοηθάω με τα άλογα, αν δώσεις τη συγκατάθεσή σου». Ο Γκάρικ σκυθρώπιασε. «Πότε μίλησες με τον Έριν;» «Την πρώτη μέρα που γύρισες». «Εκείνη τη μέρα είχες εντολή να μείνεις στο δωμάτιο ραπτικής!» «Δεν έχω μάθει να μένω άπραγη, Βίκινγκ», του απάντησε θυμωμένα. «Ούτε να δέχομαι εντολές!» «Τότε, θα χρειαστεί να το μάθεις, κοπελιά», ανταπέδωσε κοφτά ο Γκάρικ. «Όσο για το να δουλεύεις με τον Έριν, μπορείς να το ξεχάσεις». «Γιατί;» απαίτησε να μάθει. «Εσύ είπες ότι πρέπει να δουλεύω για τη συντήρησή μου. Κ ι εγώ σου είπα τι δέχομαι να κάνω. Ξέρω από άλογα όσο καλά ξέρω
από όπλα, και δεν έχω καμία αντίρρηση να καθαρίσω έναν στάβλο, κάτι που έχω ξανακάνει στο παρελθόν. Αν δεν φτάνει αυτό, μπορώ επίσης να πηγαίνω για κυνήγι. Εγώ έφερνα το κρέας στο τραπέζι στο σπίτι μου· μπορώ να κάνω το ίδιο κι εδώ». «Ολοκλήρωσες τη λίστα με τα ταλέντα σου;» ρώτησε σαρκαστικά ο Γκάρικ. Η Μπρένα χαμογέλασε. «Όχι. Αν έχεις κάποιον εχθρό, μπορώ να τον σκοτώσω για λογαριασμό σου». Ο Γκάρικ ξέσπασε σε γέλια. «Είσαι απίστευτη, κοπελιά. Στ’ αλήθεια προσπαθείς να παραστήσεις τον άντρα;» Εκείνη βούρκωσε με τον χλευαστικό του τόνο. «Δεν μπορώ να αλλάξω αυτό που είμαι. Έτσι ανατράφηκα», είπε με φωνή που έτρεμε. «Τότε θα χρειαστεί να αλλάξεις συνήθειες, κυρά μου». «Δεν θα δώσεις τη συγκατάθεσή σου;» «Όχι. Θα δουλεύεις μέσα στο σπίτι». Η Μπρένα όρθωσε το ανάστημά της, ισιώνοντας τους ώμους και προτείνοντας περήφανα το πιγούνι. «Τότε δεν μου αφήνεις άλλη εναλλακτική παρά να φύγω». «Τι πράγμα;» Την κοίταξε δύσπιστα. «Με άκουσες, Βίκινγκ. Αφού δεν σκοπεύω να δουλέψω όπως απαιτείς, κι εσύ δεν μου δίνεις άλλη επιλογή, προφανώς σου είμαι άχρηστη, όπως είπες κι εσύ πριν. Συνεπώς, θα φύγω». Ο Γκάρικ κούνησε αργά το κεφάλι του,
σταυρώνοντας τα μπράτσα στο στήθος. «Όχι, κοπελιά, αυτό αποκλείεται. Ξεχνάς ότι δεν είσαι πια ελεύθερη να πηγαίνεις και να έρχεσαι όποτε θέλεις. Ανήκεις σ’ εμένα πλέον». «Πεισματάρη γάιδαρε!» ξέσπασε η Μπρένα, και τα μάτια της έλαμψαν σαν ακονισμένη λάμα. «Πιστεύεις ότι μπορείς να με εμποδίσεις, αν αποφασίσω να φύγω;» Η οργή έκανε το σώμα του ένα κουβάρι νεύρα. Απορούσε κι ο ίδιος πώς ανέχτηκε την ισχυρογνωμοσύνη της για τόσο πολύ. «Αν φύγεις από τη γη μου, κυρά, κάθε Βίκινγκ σε ακτίνα μιλίων θα κληθεί να σε κυνηγήσει σαν αγρίμι. Κ αι τελικά, θα καταλήξεις σε μπουντρούμι για τα καμώματά σου – επ’ αόριστον!» Εκείνη γέλασε ανέμελα. «Όταν φύγω, Βίκινγκ, δεν θα με βρει κανείς, οπότε δεν με τρομάζουν οι απειλές σου». «Ανέχτηκα πολλά από σένα», είπε ο Γκάρικ με παγερό τόνο. «Αλλά όχι πια. Είναι καιρός να μάθεις τι συνεπάγεται να είσαι ιδιοκτησία». Η Μπρένα κοίταξε την κλειστή πόρτα, αλλά αρνήθηκε να το βάλει στα πόδια – όχι όταν μπορούσε να κλέψει το στιλέτο από τη ζώνη του και να έχει το πάνω χέρι. «Τι έχεις στο μυαλό σου, Βίκινγκ;» «Κ ατ’ αρχάς, ένα γερό ξυλοφόρτωμα», απάντησε και κινήθηκε προς το μέρος της. Περιμένοντας ότι θα επιχειρούσε να του ξεφύγει, τον έπιασε εντελώς απροετοίμαστο όταν χίμηξε πάνω
του και ξεγλίστρησε επιδέξια κάτω από το μπράτσο του. Γρυλίζοντας μια βλαστήμια, εκείνος γύρισε να την αρπάξει, αλλά σταμάτησε απότομα μόλις είδε τη λεπίδα που γυάλιζε στο χέρι της. Εκείνη γέλασε με την αποσβολωμένη έκφρασή του. «Τι έλεγες;» «Δώσε μου το μαχαίρι, κοπελιά!» γρύλισε απειλητικά. «Έλα να το πάρεις, ανάθεμά σε!» ανταπέδωσε. «Θα υποφέρεις χειρότερα γι’ αυτό!» «Φυλάξου, Βίκινγκ!» τον συμβούλεψε μ’ ένα περιπαικτικό χαμόγελο. «Δεν είναι εδώ ο σκύλος σου να σε προστατέψει». Ένα χαμηλό γρύλισμα ξέφυγε από τα χείλη του καθώς ερχόταν προς το μέρος της. Η Μπρένα κρατούσε το μαχαίρι μπροστά της, με πρόθεση να τον απωθήσει μάλλον παρά να τον σκοτώσει. Ήταν ένα αλαζονικό κτήνος, αλλά δεν της είχε κάνει κακό. Ακόμα τουλάχιστον. Το αίμα του πατέρα του ήθελε, όχι το δικό του. Παρ’ όλα αυτά, η αμυντική στάση αποδείχτηκε λάθος τακτική, γιατί ο Γκάρικ όρμησε πάνω της και άδραξε τον καρπό του οπλισμένου χεριού της. Η πίεση που άσκησε για να την κάνει να ρίξει το μαχαίρι ήταν αβάσταχτη, αλλά εκείνη δαγκώθηκε και άντεξε τον πόνο γυρνώντας επιδέξια τη λεπίδα στο χέρι της, ώσπου η αιχμή τρύπησε το μπράτσο του, κι εκείνος την άφησε. Κ οίταξε το αίμα για μια απειροελάχιστη στιγμή, προσέχοντας πως ήταν μια τόση δα κοψιά. Μα τότε ακριβώς, ο Γκάρικ
κατέβασε με δύναμη τη γροθιά του στον καρπό της και το στιλέτο ξέφυγε από τη λαβή της. Κ ι έπειτα της κατάφερε μια ανάποδη, τόσο δυνατή ώστε παραλίγο να χάσει την ισορροπία της. Το χείλι της έσταζε αίμα. Το σκούπισε αργά με την ανάστροφη του χεριού της, καρφώνοντάς τον με το βλέμμα της. Στάθηκε περήφανη κι ατρόμητη μπροστά του. «Εμπρός, Βίκινγκ. Δείξε τον χειρότερο εαυτό σου». Εκείνος έμεινε να την κοιτάζει σιωπηλός για μια ατελείωτη στιγμή. Ένα μέρος της οργής του διαλύθηκε. Η Μπρένα δεν ετοιμάστηκε να το βάλει στα πόδια όταν ο Γκάρικ έβγαλε τη ζώνη του και την κράτησε στο χέρι του, ωστόσο στα μάτια της άστραφτε το μίσος μόλις διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους. Κ αι τότε, εντελώς απροσδόκητα, εκείνος άφησε τη χοντρή ζώνη να πέσει κάτω. Η Μπρένα την κοίταξε συνοφρυωμένη, κι η απορία της αντικαταστάθηκε από σύγχυση όταν εκείνος άρχισε να βγάζει την πουκαμίσα του. Πήρε μια κοφτή ανάσα βλέποντάς τον να σκύβει για να λύσει τις δερμάτινες περικνημίδες που στερέωναν το παντελόνι του. «Τι κάνεις εκεί;» Στα χείλη του εμφανίστηκε ένα σαρκαστικό χαμόγελο. «Γδύνομαι». Εκείνη γούρλωσε τα μάτια. «Έχεις σκοπό να με ξυλοκοπήσεις γυμνός;» ρώτησε δύσπιστα. «Όχι, κυρά», απάντησε ψυχρά, έχοντας ξεμπερδέψει με τις περικνημίδες και βγάζοντας τις
μπότες του από μαλακό δέρμα. «Αποφάσισα να σε χειριστώ διαφορετικά». «Πώς;» Ανασήκωσε το φρύδι του. «Είναι φανερό, θα ’λεγα. Θα σε τιθασέψω με τον έναν σίγουρο τρόπο που κατανικάει ένας άντρας μια γυναίκα. Θα σε πάρω». Εκείνη τον κοίταζε σαστισμένη για αρκετές στιγμές, πριν καταλάβει το νόημα των λόγων του. Για πρώτη φορά φάνηκε στα μάτια της αληθινός φόβος. Το χρώμα χάθηκε από το πρόσωπό της κι έκανε ένα βήμα πίσω. Η Μπρένα καταλήφθηκε από ακατανίκητο πανικό. Αυτό δεν έπρεπε να συμβεί. Όλοι έλεγαν ότι μισούσε τις γυναίκες. Ο Μπάγιαρντ είχε πει ότι θα ήταν άχρηστη στον αφέντη της από αυτή την άποψη. Κ αι πράγματι, ο Γκάρικ δεν την είχε κοιτάξει ούτε μία φορά με λαγνεία, όπως οι συμπατριώτες του. Πώς θα άντεχε το μαρτύριο που της είχε περιγράψει τόσο γλαφυρά η Κ ορντέλα; Θα ντρόπιαζε τον εαυτό της με κραυγές πόνου; Δεν είχε ιδέα πόσο τρομερό θα ήταν. Στο μεταξύ, ο Γκάρικ την κοίταζε με απροκάλυπτη απορία. Διάβασε στο πρόσωπό της τα αντικρουόμενα αισθήματά της. Αλλά αυτό που τον εξέπληξε ήταν ο τρόμος στα μάτια της. Μόνο τόλμη είχε δείξει μέχρι τώρα. Στεκόταν αγέρωχη περιμένοντας το ξυλοφόρτωμα που της είχε τάξει, και να που τώρα δείλιαζε στην προοπτική να τη ρίξει στο κρεβάτι του.
Ήταν πολύ αλλόκοτη μια τόσο δραματική αλλαγή. Η απείθαρχη στάση της τον είχε πείσει ότι όσο πόνο κι αν της προκαλούσε, δεν θα πετύχαινε το ζητούμενο. Αλλά δεν περίμενε ποτέ ότι η αποφασιστικότητά της θα έσπαγε από το μέσο που διάλεξε για να την ταπεινώσει, τουλάχιστον όχι μέχρι να γίνει πράξη. «Βρήκα τον τρόπο να σε δαμάσω;» ρώτησε με τόνο που μαρτυρούσε γνήσια περιέργεια. Μια σπίθα θυμού έλαμψε μέσα από τον φόβο στα μάτια της. «Δεν είμαι ζώο να με δαμάσεις!» «Είσαι μια σκλάβα με ανεπίτρεπτη αλαζονεία», ανταπέδωσε. «Όμως εσύ δεν με θέλεις, Βίκινγκ. Γιατί αυτό, λοιπόν;» Ο Γκάρικ την κοίταξε συλλογισμένα. «Παραδέχομαι ότι δεν είμαι λάτρης των γυναικών. Δεν τις παίρνω συχνά, μόνο όταν το απαιτεί το κορμί μου. Έτσι, μια όμορφη κοπελιά δεν μου τραβάει την προσοχή όπως κάποτε. Αλλά φαίνεται ότι είναι ο μόνος τρόπος να δώσω τέλος στην υπεροψία σου». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, κι η Μπρένα έχασε τελείως το χρώμα της. Στάθηκε κοκαλωμένη για μια στιγμή, κι έπειτα χίμηξε φρενιασμένα για το στιλέτο στο πάτωμα. Αλλά ο Γκάρικ είχε προβλέψει την κίνησή της και πρόλαβε να την πιάσει πριν καν πλησιάσει το όπλο. Η Μπρένα μαχόταν σαν παγιδευμένο αγρίμι που ξέρει ότι πλησιάζει το τέλος του. Τα κοφτερά της
νύχια επιτέθηκαν στο γρανιτένιο στέρνο του, αλλά η μόνη του αντίδραση ήταν ένα εγκάρδιο γέλιο. «Είσαι άοπλη τώρα, κοπελιά. Κ ι όσο κι αν θες να αναμετρηθείς μαζί μου σε δύναμη, ξέρεις ότι θα βγεις χαμένη». Αντί γι’ απάντηση, εκείνη έμπηξε τα δόντια της στον πήχη του, και του ξέφυγε όταν εκείνος φώναξε από πόνο. Επιχείρησε να τρέξει στην πόρτα, αλλά τη γράπωσε από την πλάτη της νυχτικιάς της. Όταν πάλεψε να ελευθερωθεί, το ύφασμα σκίστηκε ως τη μέση. Η ζώνη της δεν το άφησε να σκιστεί παρακάτω, όμως ο Γκάρικ την τραβούσε ήδη προς το μέρος του. Εκείνη γύρισε και προσπάθησε να του δώσει γροθιά στο πρόσωπο, αλλά της έπιασε τον καρπό σε μια λαβή σαν μέγγενη κι έστριψε το χέρι πίσω από την πλάτη της, συνθλίβοντας τα στήθη της πάνω στο στέρνο του. «Άφησέ με!» έσκουξε η Μπρένα, με μια νότα υστερίας στη φωνή της. «Μπα, δεν νομίζω». Ήταν έτοιμη να ικετέψει ξανά, αλλά τότε σήκωσε το βλέμμα της και είδε τον πόθο στα μάτια του. Κ ολλημένη όπως ήταν πάνω του, μπορούσε να νιώσει τον διεγερμένο ανδρισμό του στην κοιλιά της. Ο φόβος που την κατέκλυσε στράγγιξε τις δυνάμεις της, και μόλις που μπόρεσε να τινάξει το κεφάλι της δεξιά-αριστερά όταν εκείνος έσκυψε να τη φιλήσει. Τελικά, την έπιασε σφιχτά από τον σβέρκο κι έφερε το στόμα του προς το δικό της. Μα πριν συναντηθούν τα χείλη τους, η Μπρένα άρπαξε μια
φούχτα από τη χρυσαφένια χαίτη του και του τράβηξε πίσω το κεφάλι. «Μα τον Θωρ, κοπελιά!» γρύλισε εκείνος. «Αντιστέκεσαι σαν να ήσουν ακόμα παρθένα, ενώ δεν είσαι!» «Είμαι», ψιθύρισε πάνω στο στήθος του εκείνη, μορφάζοντας από τον πόνο στο χέρι της, που ήταν στριμμένο ακόμα από πίσω. Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα στην κορυφή του κεφαλιού της, βλέποντας τη χοντρή μαύρη κοτσίδα που κρεμόταν στη γυμνή της πλάτη και μπλεκόταν στα χέρια τους. Χαλάρωσε κάπως τη λαβή του, αλλά συνέχισε να την πιέζει πάνω του. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι σύντροφοι του πατέρα μου δεν σε ορέχτηκαν όπως οι δικοί μου». «Δεν με πλησίασαν καν», δήλωσε σιγανά εκείνη, ελπίζοντας ότι η γνώση αυτή θα του άλλαζε γνώμη. «Τους κράτησε μακριά ο πατέρας σου». Το γέλιο του αντήχησε ξαφνικά στο δωμάτιο. «Ώστε γι’ αυτό με φοβάσαι τόσο;» «Δεν φοβάμαι εσένα, Βίκινγκ!» «Ναι, με φοβάσαι», αντέτεινε κι ο τόνος του μαλάκωσε αισθητά, «γιατί είμαι αυτός που θα σε κάνει γυναίκα. Θα είμαι τρυφερός μαζί σου, Μπρένα, μια και το θέμα θα διευθετηθεί με όποιον τρόπο κι αν σε πάρω». Κ αι μ’ αυτό, τη σήκωσε στην αγκαλιά του, αλλά η Μπρένα άρχισε πάλι να χτυπιέται και να κλοτσάει τον αέρα, τόσο που με δυσκολία τη μετέφερε στο κρεβάτι. Την έριξε στο στρώμα με συνοπτικές
διαδικασίες, κι έπειτα έπεσε από πάνω της και την καθήλωσε με το σώμα του. Εκείνη πάλευε βαριανασαίνοντας να απαλλαγεί από το τεράστιο βάρος του, του έγδερνε την πλάτη, μέχρι που της ακινητοποίησε τα χέρια στα πλευρά της. «Γιατί επιμένεις, κοπελιά; Σου είπα ότι θα είμαι τρυφερός. Θα πονέσεις αυτή την πρώτη φορά, αλλά όχι πάρα πολύ». «Λες ψέματα!» φώναξε εκείνη πασχίζοντας μάταια να ελευθερωθεί. «Άλλο ένα τιποτένιο χαρακτηριστικό σου!» «Μη διανοηθείς!» την πρόσταξε αγριωπά όταν το γόνατό της ανέβηκε επικίνδυνα κοντά στον βουβώνα του. «Θα δεχόσουν στωικά την τιμωρία με τη ζώνη, που προκαλεί δυνατό πόνο, αλλά αντιδράς σ’ αυτό, που φέρνει μόνο ευχαρίστηση. Ή σε τρομάζει μόνο η ταπείνωση, αφού μετά απ’ αυτό δεν θα υπάρχει αμφιβολία ότι μου ανήκεις;» «Η δολερή σου γλώσσα δεν θα με κάνει να υποταχτώ!» φώναξε εκείνη. «Ξέρω σε τι μαρτύρια θα με υποβάλλεις!» «Μαρτύρια;» Εκείνος βύθισε το βλέμμα στα τρομοκρατημένα μάτια της κι αναρωτήθηκε τι είδους δαίμονες είχαν φυτέψει στο κεφάλι της. «Θα ανακαλύψεις μόνη σου την αλήθεια, κυρά». Όταν τον ένιωσε να τραβιέται από πάνω της, η Μπρένα πίστεψε για μια στιγμή ότι είχε αλλάξει γνώμη. Αλλά ξεγελάστηκε, γιατί εκείνος της άνοιξε ξαφνικά τη ζώνη και της τράβηξε την καμιζόλα από τους ώμους ως τους γοφούς, πετώντας τη ένα
κουβάρι στο πάτωμα. Της ξέφυγε ένας πνιχτός στεναγμός για τον εξευτελισμό να κείτεται ξεγυμνωμένη κάτω από το λάγνο βλέμμα του. Ένα βλέμμα που ταξίδευε λαίμαργα στο νεαρό κορμί της, κάνοντάς τη να κλείσει ντροπιασμένη τα μάτια. «Ώστε αυτό είναι το κορμί που μου αρνιόσουν», μουρμούρισε εκείνος με μια παράξενη βραχνάδα. «Περίμενα πως θα έβρισκα αγορίστικο σουλούπι, όχι αυτούς τους άψογους λόφους και κοιλότητες. Ναι, είσαι αληθινό, περήφανο θηλυκό. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια ομορφιά, πόσο μάλλον να την έχω όλη δική μου». Η Μπρένα τινάχτηκε και άνοιξε τα μάτια. «Ανόητες φλυαρίες, Βίκινγκ! Δεν σου ανήκω, κι ακόμα δεν απέδειξες το αντίθετο!» Κ οίταξε χαμογελαστός τα ανταριασμένα γκρίζα μάτια, τα αναψοκοκκινισμένα της μάγουλα. «Θα το κάνω με μεγάλη ευχαρίστηση, Μπρένα». Είπε το όνομά της σαν χάδι. «Ναι, πολύ μεγάλη ευχαρίστηση». Έγειρε πάνω της ακινητοποιώντας τα χέρια της στα πλευρά της, φέρνοντας το ένα του πόδι πάνω στα δικά της για να μην μπορεί να ξεφύγει. Έπειτα χαμήλωσε το πρόσωπό του προς τα σφριγηλά στήθη που ορθώνονταν περήφανα. Έκλεισε το ένα βαθιά στο στόμα του κι έπειτα μύζησε απαλά την ευαίσθητη κορυφή του, μέχρι που διεγέρθηκε απερίσκεπτα κάτω από τη γλώσσα του. Η Μπρένα τινάχτηκε κατάπληκτη. Δεν είχε ονειρευτεί ποτέ ότι τα χείλη ενός άντρα μπορεί να ήταν τόσο καυτά.
Κ ατάκαιγαν το ευαίσθητο δέρμα της όπου το άγγιζαν. Ήταν κι αυτή η έντονη κάψα μέρος του μαρτυρίου που ήξερε ότι θα επακολουθούσε; Τον κοίταξε από πάνω με μάτια έκθαμβα, βλέποντας το χρυσαφένιο κεφάλι του ακουμπισμένο στο στήθος της, με τις κυματιστές τούφες να γαργαλούν το δέρμα της. Οι τεράστιοι ώμοι του μπήκαν στο οπτικό της πεδίο και είδε τις λεπτές γρατζουνιές από τα νύχια της. Κ οίταξε τους σιδερένιους μυς να κυματίζουν στην πλάτη του, αντιδρώντας στην προσπάθειά της να ελευθερωθεί. Η Μπρένα θαύμαζε τη ρώμη και το θάρρος· ανέκαθεν. Αλλά η δύναμη αυτού του άντρα ήταν απίστευτη. Την κρατούσε χωρίς προσπάθεια ακίνητη, ενώ εκείνη πάλευε με όλες της τις δυνάμεις. Μα, παρότι το κορμί του ήταν μεγαλειώδες θέαμα, η επίγνωση ότι βρισκόταν στο έλεός του ήταν αβάσταχτη. «Γκάρικ… Γκάρικ». Εκείνος σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε παραζαλισμένος. «Είναι η πρώτη φορά που είπες το όνομά μου. Μου αρέσει ο ήχος του στα χείλη σου». Η Μπρένα ατσάλωσε τον εαυτό της για τη συνέχεια. «Άφησέ με, Γκάρικ». Ο τόνος της ήταν ό,τι πιο κοντινό μπορούσε να πετύχει στην ικεσία. Της απάντησε με ένα γλυκό χαμόγελο και μάτια γεμάτα πάθος. «Όχι, ομορφιά μου. Είναι πολύ αργά γι’ αυτό». Έσκυψε να διεκδικήσει τα χείλη της, αλλά εκείνη απέστρεψε το πρόσωπό της. Όταν άφησε το ένα της
μπράτσο για να κρατήσει σταθερό το κεφάλι της, το μετάνιωσε νιώθοντας τα νύχια της να μπήγονται σε ένα ευαίσθητο σημείο του στέρνου του σαν αιχμηρά δόντια. Μούγκρισε από τον πόνο και της άρπαξε ξανά το χέρι. «Βλέπω ότι έχεις ακόμα όπλο, αιμοδιψή ομορφιά μου!» «Ναι, και λυπάμαι που δεν φτάνει στην καρδιά σου, γιατί μετά χαράς θα σ’ την ξερίζωνα και θα την έριχνα στους λύκους!» «Λοιπόν, αλεπουδίτσα, να κάτι που θα σου δώσω αντί για την καρδιά μου – όχι για τροφή στους λύκους, αλλά μάλλον γι’ αυτό που έχεις ανάμεσα στα σκέλια σου», γρύλισε θυμωμένα και της έπιασε τα δυο χέρια με το ένα δικό του, ενώ με το άλλο έβγαλε το παντελόνι του. Νιώθοντας τα πόδια της ελεύθερα για μια στιγμή, η Μπρένα κλοτσησε στα τυφλά, αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Κ αι τότε, το σκληρό ερεθισμένο μέλος του πιέστηκε στον μηρό της. Μπορούσε να το δει καθαρά από τη θέση του πλάι της, και πήρε μια κοφτή ανάσα συνειδητοποιώντας ότι η Κ ορντέλα δεν της έλεγε ψέματα. Ήταν τεράστιο και άκαμπτο, ένα κτήνος που σίγουρα θα την έσκιζε στα δυο και θα την έκανε να εκλιπαρεί ουρλιάζοντας για έλεος. Κ ι όμως, παρά τον πρωτόγνωρο φόβο που την πλημμύριζε, δεν έβρισκε τις λέξεις να τον ικετέψει να την αφήσει. Πνιγμένη από τον πανικό, συστρεφόταν και σπαρταρούσε τόσο φρενιασμένα, ώστε δεν κατάλαβε
καν πότε έφερε τα γόνατά του ανάμεσα στα πόδια της. Ξαφνικά, τον είδε να δεσπόζει επιβλητικός από πάνω της. Όταν χαμήλωσε αργά το κορμί του, ματαιώνοντας τον έτσι κι αλλιώς ατελέσφορο αγώνα της, η Μπρένα ήξερε πως δεν είχε καμία ελπίδα διαφυγής. «Κ άνεις λες και θα σε σκοτώσω, κορίτσι μου», της είπε απορημένος ακόμα με τη λυσσαλέα πάλη της. «Διώξε τους φόβους σου. Δεν θα βρεις τον θάνατο στο κρεβάτι μου». «Τα λόγια μιας πανούργας αλεπούς στο επόμενο γεύμα της!» σφύριξε εκείνη μέσα από τα σφιγμένα δόντια της. «Σε προειδοποιώ, Βίκινγκ. Αν συνεχίσεις αυτό που πας να κάνεις, θα το μετανιώσεις. Με διαολίζει η αδικία!» Εκείνος αγνόησε την απειλή και έσκυψε να γευτεί την κοιλότητα στη βάση του λαιμού της. «Χαλάρωσε, Μπρένα», ψιθύρισε στο αφτί της, «και θα είμαι ευγενικός μαζί σου». «Πώς μπορεί να είναι ευγενικός ένας χοντροκέφαλος σαν εσένα;» Δεν είδε τον θυμό που σκοτείνιασε το πρόσωπό του, αλλά τον άκουσε στον τόνο του. «Ας μη σε διαψεύσω, λοιπόν!» Της άνοιξε τα πόδια με τους γοφούς του. Το πελώριο μέλος του ήταν σαν χοντρό ατσάλινο κοντάρι που πίεζε να τη διαπεράσει. Συνάντησε σθεναρή αντίσταση από την παρθενιά της, ένα γερό τείχος που αποσκοπούσε να κρατάει έξω τους εισβολείς, αλλά τελικά διέρρηξε τα τείχη σαν
πολιορκητικός κλοιός, σκίζοντας τη σάρκα της και προκαλώντας της μια καυτή σουβλιά. Το κορμί της έμεινε άκαμπτο σε αναμονή του φρικτού πόνου που θα ακολουθούσε. Ένιωσε τον εισβολέα βαθιά μέσα στη μήτρα της, πριν αποτραβηχτεί εντελώς για να βυθιστεί ξανά μέσα της, ακόμα βαθύτερα. Έπαιζε μαζί της ξανά και ξανά, τραβιόταν κι επέστρεφε να θαφτεί εντός της. Μα πού ήταν ο πόνος που φοβόταν περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο; Κ αι τι ήταν αυτή η αλλόκοτη αίσθηση που απλωνόταν αργά από τη μήτρα σε όλο της το κορμί, μια αίσθηση σαν να επέπλεε, σαν να μετεωριζόταν σε ένα μυστηριώδες σύννεφο που την ανέβαζε όλο και πιο ψηλά – και με τι σκοπό; Η Μπρένα δεν ήξερε ότι ο Γκάρικ παρακολουθούσε τη σύγχυση που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της. Τελικά έκλεισε τα μάτια του και με μια έσχατη ώθηση βυθίστηκε τόσο βαθιά μέσα της, ώστε ήταν λες και είχαν ενωθεί για πάντα. Κ αι μετά, έμεινε ακίνητος. Παρότι ήθελε να χαλαρώσει την επιφυλακή του και να απολαύσει την εγγύτητα, να ρουφήξει και την τελευταία στάλα ηδονής, δίσταζε να την εμπιστευτεί ακόμα και τώρα. Όταν την κοίταξε τελικά, η Μπρένα ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της, συνοφρυωμένη. Ο Γκάρικ αναρωτήθηκε τι σήμαινε αυτό, πώς και καθόταν ήσυχη και δεν του ζητούσε να την αφήσει. Του είχε χαρίσει πολύ μεγαλύτερη ικανοποίηση απ’ όση θεωρούσε δυνατή, κι ανακάλυψε ξαφνιασμένος ότι ανυπομονούσε ήδη να την κατακτήσει για άλλη
μια φορά. «Γιατί σταμάτησες;» τον ρώτησε με υπεροπτικό τόνο η Μπρένα. Εκείνος κοίταξε τα απορημένα μάτια της και γέλασε. «Επειδή έχεις ήδη μέσα σου το σπέρμα μου, και θα χρειαστεί λίγη ώρα για να μπορώ να σου δώσω κι άλλο». «Μα είσαι ακόμα σκληρός μέσα μου», επισήμανε απτόητη. «Σε νιώθω. Δεν μπορείς να συνεχίσεις;» Ο Γκάρικ την κοίταξε κατάπληκτος. «Το θέλεις;» Το σκέφτηκε για μερικές στιγμές, αλλά τελικά απάντησε ξερά: «Μπα, μου πέρασε η διάθεση». Η απάντησή της έφερε ένα μουγκρητό αγανάκτησης στα χείλη του· αναρωτήθηκε ποιος είχε κερδίσει αυτή τη μάχη τελικά. «Υποθέτω, ανακάλυψες ότι δεν είναι τόσο τρομακτικό, ε;» ρώτησε ξαπλώνοντας δίπλα της και απλώνοντας το χέρι για το παντελόνι του. «Όχι, ούτε στο ελάχιστο», απάντησε και τεντώθηκε νωχελικά μπροστά του. Ξαφνικά το πρόσωπό της συσπάστηκε από οργή. «Αλλά κάποιος θα πληρώσει ακριβά γι’ αυτό που με έκανε να περιμένω!» «Ποιος;» «Είναι δική μου δουλειά, όχι δική σου», αποκρίθηκε, και τότε το γέλιο της ξεχύθηκε κελαρυστό στην κάμαρα, αφήνοντάς τον εντελώς εμβρόντητο. «Έμαθα πολλά σήμερα, Βίκινγκ. Ευχαριστώ».
Κεφάλαιο 14 Μια και ούτε η Γιάρμιλ ούτε ο Γκάρικ ήταν εκεί για να της πουν όχι, η Μπρένα πέρασε τη μέρα τεμπελιάζοντας στο σπίτι και γνωρίζοντας τις υπηρέτριες. Ο Γκάρικ είχε φύγει ορμητικά από την κάμαρα με το που φόρεσε τα ρούχα του, σε πολύ σκοτεινή διάθεση. Επέστρεψε μόνο για να της πετάξει μια καινούρια καμιζόλα, κι έπειτα έφυγε πάλι χωρίς λέξη. Εκείνη ήξερε ότι ήταν ενοχλημένος από το αποτέλεσμα του ερωτικού τους σμιξίματος. Θα περίμενε πως είχαν καμφθεί οι αντιστάσεις της, όμως εκείνη βγήκε απτόητη από την κατάσταση. Προφανώς δεν του άρεσε αυτό. Ίσως κατεργαζόταν ήδη καινούριους τρόπους να την υποτάξει, αλλά εκείνη θα τους αντιμετώπιζε παλικαρίσια. Μόνη της πλέον, κι αφού ξεπέρασε την έκπληξη για την πρωτόγνωρη εμπειρία της, η Μπρένα κλωθογύριζε στον νου της την ετεροθαλή αδερφή της. Μπήκε σχεδόν στον πειρασμό να πάρει ένα από τα άλογα του Γκάρικ και να πάει να βρει την Κ ορντέλα. Ήταν ασυγχώρητο αυτό που είχε κάνει η σκύλα! Ο τρόμος και ο πανικός που είχε βιώσει ήταν αρκετά έντονα, μα περισσότερο της κόστιζε που είχε
δείξει τον φόβο της στον Βίκινγκ. Δεν μπόρεσε να μην αναπολήσει την ευχάριστη αίσθηση που την πλημμύρισε όταν τον ένιωσε να διεισδύει εντός της. Έδιωξε βιαστικά τη σκέψη. Ο λόγος, που η Κ ορντέλα την είχε μπουχτίσει με ψευτιές, της ήταν εντελώς ακατανόητος, αλλά σκόπευε να τον μάθει σύντομα. Η Μπρένα καθόταν στο τραπέζι μέσα στο μακρόστενο μαγειρείο και παρακολουθούσε την Τζέινι να ζυμώνει ψωμί για το δείπνο του Γκάρικ. Η Μόντια στεκόταν μπροστά στη φωτιά, ανακατεύοντας μια παχιά σούπα γεμάτη μεγάλα κομμάτια κοτόπουλο. Η Μόντια ήταν μια καστανόξανθη γυναίκα περίπου σαράντα χρόνων, κοντόχοντρη, με αβίαστο χαμόγελο και ροδοκόκκινη επιδερμίδα. Κ αι οι δύο γυναίκες είχαν εκμυστηρευτεί στην Μπρένα πώς είχαν βρεθεί εδώ. Παραδόξως, η εξιστόρησή τους δεν περιείχε μνησικακία. Ήταν γειτόνισσες στην πατρίδα τους, ζώντας σε ένα χωριό που δέχτηκε επιδρομή πριν από τέσσερα χρόνια. Ήταν ο ίδιος ο Γκάρικ που της αιχμαλώτισε και τις έφερε εδώ. Εκείνα τα χρόνια υπηρετούσε τον πατέρα του κι έκανε πολλές τέτοιες επιδρομές. Οι δύο γυναίκες δεν δυσανασχετούσαν για τη ζωή τους εδώ, μια και δεν διέφερε και πολύ από τη ζωή που θα είχαν στη γενέτειρά τους, αλλά τώρα τουλάχιστον τους παρέχονταν όλα τα απαραίτητα. Η Μόντια μάλιστα δεν στεναχωριόταν όσο η Τζέινι από το γεγονός ότι όποιος φιλοξενούμενος έμενε στο
σπίτι του Γκάρικ μπορούσε να τις ρίχνει στο κρεβάτι του όποτε του άρεσε, απλά και μόνο επειδή ήταν σκλάβες και δεν είχαν δικαιώματα. Αυτή ήταν η μόνη πτυχή της ζωής της εδώ για την οποία παραπονιόταν η Τζέινι. Αλλά τουλάχιστον δεν συνέβαινε συχνά. Άκουγαν κι οι δύο με προσήλωση την Μπρένα να τους διηγείται τη δική της ιστορία, και φάνηκαν εμβρόντητες μαθαίνοντας τον τρόπο που την αιχμαλώτισαν. Αναμφίβολα τώρα ευγνωμονούσε τον πατέρα της που δεν νοιαζόταν στο ελάχιστο για τα ήθη και την παράδοση, διαφορετικά μάλλον θα ήταν κι η ίδια σαν αυτές τις γυναίκες, υποταγμένη στον ζυγό. Μα η Μπρένα δεν θα λύγιζε ποτέ, κι αυτή ήταν μια αλήθεια που θα μάθαινε αργά ή γρήγορα και ο Γκάρικ Χάαρντραντ, έστω κι αν δεν τη δεχόταν. «Μιλήστε μου για τον Γκάρικ», τις παρακίνησε η Μπρένα μασουλώντας κάτι άγριους καρπούς που τους είχε φέρει το πρωί ο Έριν. «Είναι δίκαιος;» «Είναι πράγματι», απάντησε αμέσως η Μόντια. «Εκτός όταν μας δίνει στους φίλους του», διευκρίνισε η Τζέινι, με το διήμερο γλέντι πολύ νωπό ακόμα στη μνήμη της. «Εγώ λέω ότι σου αρέσει να γκρινιάζεις», είπε γελώντας η Μόντια. «Σε έχω ακούσει να χασκογελάς όπως κι εγώ όταν κυλιέσαι στα άχυρα». «Δεν με πειράζει ένας άντρας τη φορά, αλλά όχι ο ένας μετά τον άλλο όπως γίνεται στα γλέντια», απάντησε θυμωμένα η Τζέινι. «Πες μου εσύ, σου
αρέσει το τσούξιμο ανάμεσα στα πόδια σου την επόμενη μέρα;» Η Μπρένα προτίμησε να στρέψει αλλού την κουβέντα, γιατί η δική της εμπειρία στον έρωτα παραήταν φρέσκια και δεν ήθελε να την αναλύσει ακόμα. «Κ αι για τους σκλάβους που πουλιούνται; Δεν νοιάζεται τι θα απογίνουν;» «Έπρεπε να τους πουλήσει, Μπρένα», εξήγησε η Τζέινι. «Είχε πάρα πολλούς εδώ – αυτούς που αιχμαλώτισε ο ίδιος, μαζί μ’ εκείνους του Ούλρικ κι όσους του έδωσε ο πατέρας του. Πούλησε μόνο τους πιο σκληραγωγημένους, που θα τα έβγαζαν πέρα οπουδήποτε, και φυσικά όσους δημιουργούσαν προβλήματα». Η Μπρένα χλώμιασε, αλλά οι δυο κοπέλες δεν το πρόσεξαν. Κ αι ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της πολύ γρήγορα. «Πόσοι του έμειναν συνολικά;» «Γύρω στους δώδεκα θα έλεγα. Είμαστε εμείς κι οι δύο ηλικιωμένες που είδες εδώ χτες. Είναι ο Έριν κι ο γερο-Ντάνκαν και πέντε πιο νέοι άντρες. Κ αι βέβαια, υπάρχουν και τα παιδιά». «Παιδιά;» Η Τζέινι χαμογέλασε περήφανα. «Εγώ έχω ένα: τον Σέλντον, που είναι δύο χρόνων. Η Μόντια εδώ έχει τρία, τα δύο είναι δίδυμα». «Τη μέρα, τα προσέχουν οι μεγαλύτερες», συμπλήρωσε η Μόντια. «Θα τα γνωρίσεις αργότερα, όταν έρθεις μαζί μας στο σπίτι. Ελπίζω να σου αρέσουν τα παιδιά». «Μου αρέσουν», απάντησε χαμογελώντας η
Μπρένα. «Έπαιρνα τα μικρά από το χωριό μου μαζί στο κυνήγι όσο οι πατεράδες τους δούλευαν στα χωράφια. Ίσως μπορώ να παίρνω και τα δικά σας, όταν μεγαλώσουν». Η Μπρένα συνειδητοποίησε σοκαρισμένη ότι είχε μιλήσει για ένα μέλλον εδώ, ενώ δεν είχε πρόθεση να μείνει για πολύ. Έπρεπε να προσέξει, να μη δεθεί πολύ μ’ αυτούς τους ανθρώπους, διαφορετικά μπορεί να λυπόταν φεύγοντας. Για την ώρα, συνέχισε να συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τον Βίκινγκ. «Του Γκάρικ είναι τα παιδιά;» «Ο αφέντης δεν μ’ έχει αγγίξει ποτέ», είπε μουτρωμένα η Μόντια, «κι ας έβαλα τα δυνατά μου να του τραβήξω την προσοχή». «Εμένα με πήρε μερικές φορές στο κρεβάτι του αφού μας έφεραν εδώ», πρόσθεσε η Τζέινι. «Έχασε γρήγορα το ενδιαφέρον του πάντως και μετά ταξίδευε στο σπίτι του πατέρα του για να δοκιμάσει τις δικές του σκλάβες. Πατέρας του Σέλντον είναι ο Πέριν, είμαι σίγουρη γι’ αυτό». «Ο Πέριν;» «Είναι ο καλύτερος φίλος του Γκάρικ. Έγιναν αδερφοποιτοί για να σφραγίσουν τη φιλία τους. Ένωσαν το αίμα τους ραντίζοντάς το στο χώμα σε μια τελετή γονιμότητας. Αυτό έγινε πριν από έξι χρόνια, όταν ο Γκάρικ ήταν δεκαεννέα κι ο Πέριν είκοσι δύο χρόνων». «Ο Πέριν σου το είπε;» «Ναι. Έρχεται και με βλέπει συχνά και μου λέει
πολλά πράγματα». «Ο Πέριν ξέρει ότι ο Σέλντον είναι παιδί του;» ρώτησε η Μπρένα. «Κ αι βέβαια το ξέρει». «Τότε γιατί δεν σε παντρεύεται;» Οι δυο κοπέλες κοίταξαν την Μπρένα σαν να ήταν χαζή. «Ένας Βίκινγκ δεν μπορεί να παντρευτεί μια σκλάβα», απάντησε η Μόντια. «Δεν επιτρέπεται». «Κ ι αν μια σκλάβα κέρδιζε την ελευθερία της;» «Δεν θα γίνω ποτέ ελεύθερη εδώ, Μπρένα. Μόνο έναν τρόπο έχω ακούσει για να κερδίσει ένας σκλάβος την ελευθερία του, κι αυτός είναι να βοηθήσει σε μια βεντέτα, να σκοτώσει έναν εχθρό της φατρίας. Ακόμα κι έτσι όμως, μπορεί να του αρνηθούν την ελευθερία του. Μόνο ένας γενναιόδωρος αφέντης θα την παραχωρούσε. Ο Πέριν σκέφτηκε να με αγοράσει από τον Γκάρικ· περιμένει την κατάλληλη στιγμή να κάνει την προσφορά, όταν μαλακώσει κάπως η καρδιά του». «Όταν πρωτοήρθαμε εδώ, ο Γκάρικ ήταν ένας πρόσχαρος νεαρός, καλός και πράος με όλους. Η αδερφή του Πέριν το άλλαξε αυτό πριν από τρία χρόνια. Τώρα μισεί όλες τις γυναίκες και θα κορόιδευε τον Πέριν που μ’ αγαπάει. Η αδερφή του Πέριν μας προκάλεσε πολλά δεινά, μα αυτός που υποφέρει περισσότερο είναι ο Γκάρικ». Η περιέργεια της Μπρένα κεντρίστηκε όπως ήταν φυσικό. «Αυτή είναι η Μόρνα που τον άκουσα να αναφέρει με τόση αντιπάθεια;»
Η Τζέινι έλεγξε τις πόρτες για να σιγουρευτεί ότι ήταν μόνες πριν απαντήσει. «Σίγουρα. Είναι μια ψυχρή σκύλα, αν θες τη γνώμη μου – καμία σχέση με τον Πέριν. Ο Γκάρικ ερωτεύτηκε τη Μόρνα και νόμιζε ότι εκείνη ανταπέδιδε την αγάπη του. Θα παντρεύονταν μάλιστα. Αλλά τότε πέρασε από εδώ ένας πλούσιος έμπορος, και η Μόρνα το έσκασε μαζί του, προτιμώντας τα πλούτη από τον έρωτα. Ο Γκάρικ δεν ήταν ποτέ πια ο ίδιος. Ορκίστηκε να περιφρονεί όλες τις γυναίκες και να μην παντρευτεί ποτέ. Γίνεται έξαλλος με το παραμικρό. Έγινε σκληρόκαρδος και βίαιος και καβγατζής, κι έχασε πολλούς φίλους έτσι. »Για δύο χειμώνες έφευγε στα δάση κι αρμένιζε βόρεια για κυνήγι, εξοντώνοντας σχεδόν τον εαυτό του για να συσσωρεύσει εκατοντάδες γούνες. Τις πούλησε μαζί με τους σκλάβους όταν ταξίδεψε ανατολικά την περσινή άνοιξη. Ποθούσε με μανία να πλουτίσει. Τουλάχιστον αυτό το κατάφερε. Ο Πέριν λέει ότι είναι πλούσιος τώρα. Κ αι δεν είναι τόσο άγριος μαζί μας όσο ήταν πριν φύγει. Αλλά είναι ακόμα ψυχρός και καχύποπτος». «Πιστεύεις ότι έχει σκοπό να ξανακερδίσει τη Μόρνα με τα καινούρια του πλούτη;» ρώτησε η Μπρένα. «Μπορεί», αποκρίθηκε η Τζέινι. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτεται. Ξέρω μόνο ό,τι μου λέει ο Πέριν, κι αυτό είναι ότι ο Γκάρικ δεν θα χαρίσει ποτέ την καρδιά του σε άλλη γυναίκα. Τη φρουρεί άγρυπνα. Η μόνη γυναίκα που έχει την αγάπη του
είναι η μητέρα του. Στα μάτια του, αυτή η γυναίκα δεν μπορεί ποτέ να σφάλλει». «Ναι, είδα τον σεβασμό που της έδειχνε στη σάλα», παρατήρησε η Μπρένα. «Για πείτε μου, αλήθεια, γιατί δίδαξε τη γλώσσα μας στον Γκάρικ, αλλά όχι στον άλλο της γιο;» «Σαν πρωτότοκος, ο Χιου είναι ο διάδοχος, γι’ αυτό πρέπει να είναι αυθεντικός Βίκινγκ. Δεν της επιτρεπόταν να δείχνει δημόσια την αγάπη της γι’ αυτόν. Οι πρεσβύτεροι τον είχαν υπό διαρκή παρακολούθηση, και τελικά τους τον παραχώρησε. Ο Γκάρικ ήταν ο δεύτερος γιος της και τον λάτρεψε όσο μπορεί να λατρέψει μια μάνα το παιδί της. Μιλάει τη γλώσσα μας και ξέρει για τον Θεό μας όσα και για τους δικούς του. Η καλοσύνη κι η πραότητα ήταν καρποί της αγάπης που του έδωσε, μέχρι που τα σκότωσε η Μόρνα». «Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι μια ραγισμένη καρδιά μπορεί να κάνει τόσο μεγάλη ζημιά», είπε συλλογισμένα η Μπρένα. «Είναι φανερό ότι δεν έχασες ποτέ την καρδιά σου, Μπρένα, αλλιώς θα ήξερες τους δαίμονες που καταλαμβάνουν εκδικητικά μια ψυχή που πενθεί. Τον Γκάρικ τον έκαναν κακό. Δεν του κόλλησαν στ’ αστεία το παρατσούκλι Γκάρικ ο Σκληρόκαρδος».
Κεφάλαιο 15 Η Μπρένα έπλεκε τα μαλλιά της όπως περπατούσε στο μονοπάτι για τον στάβλο, όπου μπήκε τελικά για να βρει τον Έριν απασχολημένο να αλείφει ένα κατάπλασμα στο τραυματισμένο πόδι μιας φοράδας. «Είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι αν έχασες το ενδιαφέρον σου για τον στάβλο, κοπελιά», την υποδέχτηκε όταν πήγε κοντά του. «Τη χρειαζόμουν λίγη βοήθεια το πρωί, για να ηρεμήσω την κακόμοιρη φοραδίτσα. Μόνο που δεν τη σακάτεψε με μια κλοτσιά ο θηριώδης επιβήτορας στη φούρια του να βγει». Η Μπρένα έτριψε μαλακά τη μουσούδα της φοράδας. «Νόμιζα ότι δεν θα δεχόσουν τη βοήθειά μου αν δεν σου έδινε την άδεια ο Γκάρικ». «Μου την έδωσε χτες, το λιόγερμα». «Αλήθεια;» ρώτησε έκπληκτη και ξέσπασε σε γέλια. «Δηλαδή νίκησα!» «Δεν ξέρω αν νίκησες», απάντησε χαμογελώντας ο Έριν. «Μου είπε να σε βάλω να δουλέψεις μέχρι να πέσεις ξερή». «Εντάξει, δεν περίμενα να δεχτεί την ήττα του με μακροθυμία», σχολίασε η Μπρένα νιώθοντας βαθιά
ικανοποίηση. «Είμαι πρόθυμη να δουλέψω σκληρά, πάντως. Ορίστε, άσε με να τελειώσω εγώ την επάλειψη». Ο Έριν σηκώθηκε αργά, ενώ εκείνη γονάτιζε για να πάρει τη θέση του δίπλα στη φοράδα. Παρακολουθούσε προσεκτικά τις κινήσεις της, αλλά δεν την πείραζε. Θα χρειαζόταν κάποιος χρόνος μέχρι να πειστεί ο γερο-ιπποκόμος ότι ήξερε τι έκανε. «Ο χειμώνας πλησιάζει ολοταχώς», παρατήρησε η Μπρένα. «Ένιωθα τον αέρα ψυχρό στα γυμνά μπράτσα μου όπως ανηφόριζα την πλαγιά». Ο Έριν χαχάνισε. «Κ οπελιά μου, θα τη νοσταλγείς αυτή την όμορφη λιακάδα όταν πάρεις μια γεύση του χειμώνα εδώ. Αλλά ναι, κοντοζυγώνει πια. Τα τελευταία χωράφια θερίστηκαν εδώ και δεκαπέντε μέρες, κι ο ήλιος είναι όλο και πιο χαμηλά στον ορίζοντα. Πριν περάσει πολύς καιρός, θα εύχεσαι να σε ζέσταιναν οι φωτιές της Κ όλασης». «Αυτό ποτέ», μουρμούρισε η Μπρένα. «Ίσως μπορώ να κοιμάμαι εδώ, μαζί με τα άλογα, όταν έρθει το χιόνι». «Χα!» έκανε εκείνος. «Τι ιδέα κι αυτή! Ο αφέντης Γκάρικ δεν θα το επέτρεπε ποτέ». Η Μπρένα χαμογέλασε πονηρά. «Ούτε ότι θα μου επέτρεπε να δουλέψω εδώ περίμενες, αλλά να που το έκανε. Δεν είναι τόσο δύσκολο να μεταπείσει κανείς τον Γκάρικ». Έκανε μια μικρή παύση. «Αλήθεια, τι κάνει τον χειμώνα για να περνάει την ώρα του;» «Δεν είναι και πολλά που μπορεί να κάνει κανείς όταν έρθει ο χιονιάς. Ο αφέντης κυνηγάει τον πιο
πολύ καιρό και μαζεύει τους φίλους του για κρασοκατανύξεις. Συχνά λείπει κάνα μήνα μαζί με τον αδερφό του τον Χιου· ανοίγουν πανιά για πιο πάνω στον Βορρά, ψάχνοντας την πολική αρκούδα». «Πού είναι τώρα;» «Βγήκε για την πρωινή του ιππασία». «Το κάνει κάθε πρωί;» Ο Έριν την κοίταξε σκυθρωπιάζοντας. «Γιατί τόσες ερωτήσεις, κοπελιά; Γλυκοκοιτάζεις τον αφέντη;» «Όχι δα!» απάντησε η Μπρένα. «Αλλά αν είναι να μείνω, καλό είναι να ξέρω όσο πιο πολλά μπορώ για τον άντρα που διαφεντεύει πρόσωπα και πράγματα εδώ». «Αν;» επανέλαβε ερωτηματικά. «Δεν έχεις επιλογή, κοπέλα μου». Η Μπρένα σηκώθηκε, αφού είχε τελειώσει τη δουλειά της με το άλογο, και τίναξε τα άχυρα από την καμιζόλα της. «Έχω επιλογή, Έριν. Μην έχεις καμιά αμφιβολία γι’ αυτό», είπε με αυτοπεποίθηση. Οι ρυτίδες στο μέτωπό του βάθυναν. «Τι ζαβολιά έβαλες στο μυαλό σου, κορίτσι μου; Σε προειδοποιώ τώρα, για το καλό σου, ο αφέντης δεν έχει οίκτο για όσους το σκάνε». «Αν τους βρει. Δεν αποζήτησαν άλλοι από εδώ την ελευθερία τους;» «Αμέ, δύο. Η Χόουπ προσπάθησε να δραπετεύσει στους λόφους στην καρδιά του χειμώνα, αλλά ο αφέντης την ξετρύπωσε εύκολα και την έφερε πίσω.
Πέρασε δύο μέρες στο κελί τιμωρίας και κόντευε να πεθάνει από την παγωνιά όταν τελικά την έβγαλαν. Την πήρε για πούλημα, μαζί με τους άλλους σκλάβους». «Κ ι ο δεύτερος;» «Ένας νεαρός το έσκασε πέρσι. Τον κανόνισε ο Χιου, μια και ο Γκάρικ δεν ήταν εδώ. Τον σκότωσαν με τον βούρδουλα μπροστά σε όλους. Ο Χιου προτιμάει τις τιμωρίες που μένουν για καιρό στη μνήμη». Η Μπρένα ρίγησε. «Αυτό το κελί τιμωρίας που είπες. Υπάρχει στ’ αλήθεια;» Ο άντρας κατένευσε αργά. «Είναι κάτω από το σπίτι, βλέπει στο φιόρδ. Το έφτιαξε ο Ούλρικ για τιμωρία, αφού απεχθανόταν τον βούρδουλα. Είναι ένα τόσο δα δωματιάκι λαξεμένο στο μέτωπο του γκρεμού που σφραγίζει με μια βαριά πόρτα. Πάνω της υπάρχει ένα μικρό άνοιγμα με σιδερένια κάγκελα που αφήνουν μόνο τον αέρα να περνάει, μαζί με την παγωνιά τον χειμώνα. Δεν είναι ωραίο δωμάτιο, αλλά ο αφέντης το έχει χρησιμοποιήσει κάποιες φορές». «Μη στενοχωριέσαι, Έριν, δεν πρόκειται να δω αυτό το δωμάτιο. Αν και όποτε φύγω, θ’ αφήσω πίσω μου τη στεριά και δεν θα με βρει κανείς». «Θα φύγεις με πλεούμενο;» ρώτησε γελώντας. «Πώς, κοπέλα μου; Μόνο τρία καράβια υπάρχουν σ’ αυτό το φιόρδ. Του αφέντη, του πατέρα του και ένα που ανήκει στη φατρία που ζει στην απέναντι όχθη του φιόρδ. Κ ανένα απ’ αυτά δεν θα σηκώσει
πανιά πριν την άνοιξη, κι εσύ μόνη σου δεν θα μπορούσες να το κουμαντάρεις ούτε στα όνειρά σου!» «Δεν φαντάστηκα το αντίθετο», απάντησε ψυχρά η Μπρένα, νιώθοντας να τη ζώνει η απελπισία. Πάνω στην ώρα, άκουσαν έναν ιππέα να πλησιάζει. Την επόμενη στιγμή μπήκε τριποδίζοντας στον στάβλο ο πελώριος μαύρος επιβήτορας. Ο Γκάρικ καθόταν ψηλός κι ευθυτενής στη ράχη του αλόγου, ντυμένος με σκούρα καφέ πουκαμίσα και παντελόνι, ενώ τα ξανθά μαλλιά του ήταν ανάστατα από τη βόλτα στην ύπαιθρο. Το βλέμμα της Μπρένα ταξίδεψε με θαυμασμό από το άλογο στον αναβάτη του. Το άλογο ήταν ρωμαλέο και πανέμορφο, πραγματικά μεγαλειώδες. Αλλά πάλι, το ίδιο κι ο αναβάτης του, παραδέχτηκε ξεδιάντροπα. Η ρώμη του φαινόταν στους διογκωμένους μυς των γυμνών μπράτσων του, η ομορφιά του σε κάθε σπιθαμή του σώματός του. Όσο για το πρόσωπό του, θα σαγήνευε κάθε κοπέλα, τόσο αγορίστικο ήταν όταν χαμογελούσε, τόσο αδρά όμορφο όταν σοβάρευε. Η Μπρένα δεν είχε γνωρίσει άλλον άντρα σαν αυτόν. Κ αι θορυβήθηκε στη σκέψη ότι μπορούσε να τον κοιτάζει για ώρες χωρίς ποτέ να βαρεθεί. Ο Γκάρικ έμεινε ακίνητος για μερικές στιγμές, επιτρέποντάς της να ολοκληρώσει την τολμηρή επιθεώρηση. Η ανανεωμένη σιγουριά της –στα όρια της αυταρέσκειας– δεν του πέρασε απαρατήρητη. Προφανώς πίστευε ότι του είχε αποσπάσει μια νίκη.
Μήπως είχε δίκιο; Ένα χαμόγελο κύρτωσε σταδιακά τα χείλη του Γκάρικ. Ξεπέζεψε και πέταξε τα γκέμια στην Μπρένα. Εκείνη τα πήρε και, χωρίς να της το πει κανείς, οδήγησε τον επιβήτορα στο παχνί όπου τον είχε δει την προηγούμενη φορά. Ο Έριν πλησίασε για να λύσει τη βαριά σέλα, αλλά ο Γκάρικ τον απέπεμψε με μια κοφτή κίνηση του χεριού. Ο γεροιπποκόμος γύρισε στο βάθος του στάβλου μουρμουρίζοντας ότι χρειαζόταν λίγη ξεκούραση. «Το άλογο χρειάζεται περιποίηση, αρχόντισσα», είπε τελικά ο Γκάρικ με συγκαταβατικό τόνο. «Φρόντισέ το». «Τι, νομίζεις ότι δεν μπορώ;» αντιγύρισε πικαρισμένη. «Με δοκιμάζεις, λοιπόν;» «Όχι, κοπελιά, σε διατάζω. Σου ανέθεσα μια δουλειά – κάν’ τη!» «Είσαι…» Συγκράτησε τη γλώσσα της και αρκέστηκε να του ρίξει μια δολοφονική ματιά, πριν καταπιαστεί με τα λουριά της σέλας. Χρειάστηκαν μερικά επίμονα τραβήγματα για να λυθούν, και τότε η ασήκωτη σέλα παραλίγο να τη ρίξει κάτω. Επιστράτευσε δύναμη που δεν ήξερε ούτε και η ίδια ότι διέθετε για να κρεμάσει το τεράστιο βάρος στο διαχωριστικό του παχνιού. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε κοφτά από την προσπάθεια, αλλά η έκφρασή της ήταν θριαμβευτική. «Ορίστε!» Σταυρώνοντας τα μπράτσα στο στήθος του, ο
Γκάρικ στηρίχτηκε με τον ώμο σε ένα από τα δοκάρια. «Τι ορίστε; Δεν τελείωσες. Πρέπει να σου πω τι να κάνεις τώρα;» «Ξέρω να φροντίζω ένα άλογο καλύτερα απ’ ό,τι εσύ, Βίκινγκ. Βάζω στοίχημα ότι ξέρω και να τα χειρίζομαι καλύτερα!» απάντησε αρπάζοντας ένα πανί για να στεγνώσει το ιδρωμένο δέρμα του αλόγου. «Αν ήμουν εγώ στην πλάτη του το πρωί, δεν θα είχε κλοτσήσει τη φοράδα!» «Δεν χάνεις ευκαιρία να παραστήσεις τον άντρα», κάγχασε εκείνος, «αλλά εγώ έχω δει την άλλη πλευρά σου, κοπελιά». «Εμπρός, φύγε από εδώ!» ξέσπασε θυμωμένα η Μπρένα, κοκκινίζοντας. «Δεν σε χρειάζομαι να με παρακολουθείς!» Ο Γκάρικ έβαλε τα γέλια. «Τώρα με διατάζεις να φύγω από τον στάβλο μου. Δεν έχει όρια η αναίδειά σου;» Εκείνη τον κοίταξε και χαμογέλασε άθελά της. Αυτή τη φορά είχε ξεπεράσει τα όρια και το ήξερε. «Έχεις δίκιο», παραδέχτηκε. «Μείνε αν θες, αν και δεν ξέρω για ποιο λόγο θα το ήθελες». Ο Γκάρικ δεν μπήκε στη διαδικασία να της θυμίσει ότι δεν είχε ανάγκη την έγκρισή της για να μείνει. Αντί γι’ αυτό, την παρακολουθούσε σιωπηλός, εξακριβώνοντας ότι όντως ήξερε τι έκανε. Όταν τελικά έφερε βρόμη στο φαρί, εκείνος έσπασε τη σιωπή του. «Πώς κοιμήθηκες χτες βράδυ;» Του έριξε μια πλάγια ματιά, απορώντας για το
ενδιαφέρον του. «Αρκετά καλά». «Δε σου έλειψε το μαλακό μου στρώμα;» Τα μάτια του έλαμψαν πονηρά. «Βρίσκω το καινούριο μου στρώμα πολύ περισσότερο του γούστου μου», του απάντησε χαμογελώντας, «μια και δεν χρειάζεται να το μοιράζομαι». Εκείνος εκμεταλλεύτηκε την πιο ανάλαφρη διάθεσή της και την πλησίασε, για να ανασηκώσει το πρόσωπό της προς το δικό του. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν θα το μοιραστείς;» Πριν προλάβει ν’ απαντήσει, τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της και το στόμα του χαμήλωσε προς το δικό της. Το φιλί ήταν ένα σοκ για τις αισθήσεις της. Ήταν το πρώτο της φιλί, αφού ασφαλώς δεν μετρούσε εκείνο του Χιου. Τα χείλη του Γκάρικ ήταν απαλά πάνω στα δικά της, κινούνταν απολαυστικά αργά. Κ ι έπειτα, η γλώσσα του χώρισε τα χείλη της και γλίστρησε διερευνητικά στο στόμα της, στέλνοντας ένα καινούριο ξάφνιασμα στις αισθήσεις της. Η Μπρένα ανακάλυψε προς μεγάλη της έκπληξη ότι αυτή η τρυφερή εγγύτητα ήταν απύθμενα ευχάριστη. Ένιωσε το αίμα να επιταχύνει μέσα στις φλέβες της, κάνοντας το κεφάλι της να γυρίζει. Κ ι ανακάλυψε επίσης ότι λαχταρούσε να έρθει ακόμα πιο κοντά σ’ αυτόν τον άντρα, οπότε τύλιξε τα μπράτσα της στον λαιμό του και πιέστηκε σε όλο το μήκος του δυνατού κορμιού του. Τον ένιωσε να τινάζεται ξαφνιασμένος και μετά τα μπράτσα του
την έσφιξαν δυνατά, ενώ το φιλί του έγινε πιο απαιτητικό, λες και ήθελε να την καταβροχθίσει ολόκληρη. Μπορεί αυτή η απλή κίνησή της να προκάλεσε αυτή τη φλογερή επίθεση; Η αλήθεια είναι ότι της άρεσε, δεν ήθελε να σταματήσει. Ένιωθε τις φλόγες του πάθους να φουντώνουν μέσα της. Ο Γκάρικ ήταν ο εχθρός, αλλά αυτό δεν φαινόταν να απασχολεί το κορμί της. Η αίσθησή του ήταν σαν ναρκωτικό, την τύφλωνε σε οτιδήποτε άλλο. Αυτό δεν είναι σωστό, έλεγε στον εαυτό της παραδομένη στη δίνη του αισθησιασμού. Έπρεπε να τον σταματήσει, έπρεπε. Τελικά μάζεψε αρκετή θέληση για να αποσπάσει τα χείλη της από τα δικά του και να κερδίσει τον χρόνο που χρειαζόταν για να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχό της. Όταν εκείνος συνέχισε να τη σφίγγει πάνω του, γέλασε σιγανά στο αφτί του. «Θα μ’ έπαιρνες εδώ, πάνω στα άχυρα, με τον Έριν κάπου τριγύρω;» Ο Γκάρικ την άφησε τόσο απότομα, ώστε έκανε ένα βήμα πίσω για να κρατήσει την ισορροπία της. Την κοίταξε για μια ατελείωτη στιγμή, με μια βλοσυρή έκφραση στο πρόσωπό του. Κ ι έπειτα έκανε μεταβολή κι έφυγε με βαριά βήματα, ενώ εκείνη πάλευε να καταπιεί το γέλιο που ήξερε ότι θα τον εξαγρίωνε ακόμα περισσότερο. Είχε νικήσει σε άλλον έναν γύρο, παρότι ήταν πολύ δυσκολότερος…
Κεφάλαιο 16 Είχε περάσει ένα δεκαπενθήμερο από τότε που άρχισε η Μπρένα να δουλεύει στον στάβλο. Αυτή κι ο Έριν είχαν εξοικειωθεί πολύ μέσα σ’ αυτό το διάστημα, αφού τη μεταχειριζόταν σαν κόρη του, κι εκείνη χαιρόταν να δουλεύει μαζί του. Η Μπρένα τελείωσε το ξύστρισμα της λευκής φοράδας και τη χτύπησε μαλακά στα πλευρά. Όταν τελείωνε τη δουλειά της στους στάβλους, ο Εριν την άφηνε κάποιες φορές να βγάζει ένα από τα άλογα για καμιά ώρα. Αυτή τη φορά, διάλεξε έναν καφέ επιβήτορα. Κ αβαλίκεψε, χαιρέτησε με ένα νεύμα τον γερο-ιπποκόμο και βγήκε από την αυλή. Ώθησε το άλογο σε τριποδισμό, κι όταν έφτασαν στο επίπεδο λιβάδι, το σπιρούνισε να καλπάσει. Εκείνη τη μέρα, ένιωσε ελεύθερη για πρώτη φορά. Με τα κατάμαυρα μαλλιά της πιασμένα πίσω, τα γκέμια χαλαρά στο χέρι της, προσπέρασε πετώντας τη δεντροστοιχία προς την έκταση που απλωνόταν ανάμεσα στους γκρεμούς και το φιόρδ. Ξέχασε τελείως την αιχμαλωσία και τους κόπους της σ’ αυτή την αλλόκοτη, αλλότρια γη, πλημμυρίζοντας με μια αγαλλίαση που δεν είχε νιώσει εδώ και μήνες. Ο
ουρανός ήταν γαλάζιος, και πέρα στο βάθος έβλεπε τα νερά του φιόρδ να λαμπυρίζουν στον ήλιο, ενώ ο επιβήτορας από κάτω της κάλπαζε αβίαστα στο σκληρό χώμα. Στα χείλη της ήταν χαραγμένο ένα χαμόγελο, κι ένιωθε όλο της το κορμί ζωντανό με νεοαποκτημένη ελευθερία και χαρά. Έχασε την αίσθηση του χρόνου. Ένιωθε ότι ίππευε για ώρες, μέρες, κι ωστόσο, δεν ένιωθε καθόλου κούραση, και το άλογο φαινόταν το ίδιο φρέσκο και νευρώδες όσο όταν πρωτοβγήκαν από τον στάβλο. Το χαμόγελο χάθηκε από το πρόσωπό της καμιά ώρα αργότερα, όταν είδε στο βάθος δύο ιππείς να τη ζυγώνουν γοργά. Απείχαν ακόμα πολύ για να τους αναγνωρίσει. Ποιοι μπορεί να είναι; αναρωτήθηκε. Όχι ο Γκάρικ, αφού είχε επιστρέψει από την πρωινή του εξόρμηση λίγο πριν φύγει η ίδια, μόλις φρόντισε το ξέπνοο άλογό του. Ο Χιου ίσως; Μαζί με τον Άνσελμ; Το πρόσωπό της σκλήρυνε στη σκέψη ότι θα αντιμετώπιζε τον ορκισμένο εχθρό της. Αλλά όπως πλησίαζαν, είδε έκπληκτη ότι της ήταν ολότελα άγνωστοι. Έφτασαν αρκετά κοντά για να δουν ότι ήταν μια γυναίκα με μαύρα μαλλιά, οπότε αντάλλαξαν μια ματιά κι ένα χαμόγελο και συγκράτησαν τα άλογά τους. Ήταν ψηλοί και ξανθοί. Κ άτι στην όψη τους δεν άρεσε στην Μπρένα. Δεν εμπιστευόταν ούτε το αεικίνητο βλέμμα του ενός ούτε τη μακρόστενη πριονωτή ουλή στο μάγουλο του άλλου, που τον έκανε να φαίνεται επικίνδυνος. «Μ’ αυτά τα μαλλιά, σίγουρα δεν είσαι Βίκινγκ»,
συμπέρανε ο σημαδεμένος. «Σκλάβα, ίσως;» Ένα σύννεφο οργής σκοτείνιασε το πρόσωπο της Μπρένα. Άπλωσε το χέρι στο στιλέτο που είχε κρυμμένο στην μπότα της και το κράτησε χαμηλά, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή να επιτεθεί. Εκείνοι είδαν τη λάμψη της λεπίδας κι έγνεψαν ο ένας στον άλλο, πριν ωθήσουν ξαφνικά τα άλογά τους να πλευρίσουν το δικό της. Ο ένας άρπαξε τα χαλινάρια του αλόγου της, ο άλλος επιχείρησε να της αποσπάσει το στιλέτο. Εκείνη αντέδρασε ακαριαία, κι ο στόχος της ανέβασε απότομα το χέρι του, που σκίστηκε στη λεπίδα. Βλαστήμησε βλέποντας το αίμα που ανέβλυσε αμέσως από την πληγή. Ένα άσχημο, οργισμένο σκυθρώπιασμα εμφανίστηκε στο πρόσωπο του συντρόφου του. Με το που γύρισε η Μπρένα, την τράβηξε απότομα από το άλογό της. Έσκασε στο χώμα και κοκάλωσε για μια στιγμή, ενώ εκείνος της αποσπούσε το στιλέτο και ακινητοποιούσε τα χέρια πίσω από το κεφάλι της. Ο άλλος τύλιξε το χέρι του με μια λωρίδα ύφασμα και, με μια έκφραση σαδιστικής ικανοποίησης, χρησιμοποίησε μια δεύτερη για να της δέσει γερά τα μπράτσα πάνω από το κεφάλι της. «Τόλμησες να μου επιτεθείς, κοπελιά», κάγχασε εκείνος που λαβώθηκε και ρίχτηκε πάνω της, ανοίγοντας τα πόδια της με τα γόνατά του για να της τριφτεί. Η Μπρένα ένιωσε τον ανδρισμό του κι άρχισε να κλοτσάει φρενιασμένα, αλλά το βάρος του
την καθήλωσε στο έδαφος. Εκείνος τράβηξε απότομα το πάνω μέρος της καμιζόλας της και την έσκισε ως τη μέση, αποκαλύπτοντας τα λευκά, καλοσχηματισμένα στήθη της. Η Μπρένα κλοτσούσε και δάγκωνε, αλλά αυτό φαινόταν να τον ανάβει περισσότερο καθώς ψαχούλευε μέσα στο παντελόνι για το διογκωμένο όργανό του. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να διεισδύσει μέσα της, άκουσε το σφυροκόπημα οπλών που πλησίαζαν και σήκωσε ανήσυχος το βλέμμα. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, ας είναι φίλος, όχι κι άλλος εχθρός! ικέτεψε βουβά η Μπρένα. Εκμεταλλεύτηκε τον δισταγμό του και προσπάθησε να τον διώξει από πάνω της, αλλά το βάρος του τη συνέθλιβε. Για μεγάλη της ανακούφιση, τον ένιωσε να σηκώνεται από μόνος του. «Πάμε να φύγουμε», τον άκουσε να λέει φοβισμένα στον σύντροφό του. Έπιασε το παντελόνι του να μην του πέσει και πήγε τρέχοντας στο άλογό του. Οι δύο άντρες σπιρούνισαν τα άλογά τους και απομακρύνθηκαν καλπάζοντας. Η Μπρένα γύρισε το κεφάλι της και είδε τον Γκάρικ να τραβάει τα γκέμια του επιβήτορά του λίγα μέτρα πιο εκεί. Έμεινε να κείτεται πετρωμένη, με το πρόσωπό της φλογισμένο από την ταπείνωση, τον προηγούμενο τρόμο της ήδη ξεχασμένο. Έξοχα! Έπρεπε να τη σώσει κιόλας, λες κι ήταν άλλη μία από εκείνες τις ανήμπορες, λεπτεπίλεπτες γυναικούλες που καταφρονούσε! Κ αι μάλιστα να τη βρει δεμένη σαν γαλοπούλα! Έκλεισε τα μάτια της από την ντροπή. Όταν τα άνοιξε πάλι, ξαφνιάστηκε
βλέποντας τον Γκάρικ να σκύβει από πάνω της με αληθινή ανησυχία στα καταγάλανα μάτια του. «Δεν σου έκαναν κακό, Μπρένα;» τη ρώτησε μαλακά, απλώνοντας το χέρι προς το μάγουλό της. «Άφησέ με ήσυχη!» τσίριξε φουρκισμένη. Τινάχτηκε πίσω σαν να τον είχε χαστουκίσει και μια αγριωπή έκφραση απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Σήκω πάνω», είπε τραβώντας την απότομα για να τη στήσει στα πόδια της. Της έδωσε τη σκισμένη καμιζόλα για να καλυφθεί κι έπειτα την έσπρωξε προς το άλογό της. «Είναι η τελευταία φορά που ιππεύεις μόνη σου», είπε σφίγγοντας τα δόντια του. «Ποιος σου έδωσε την άδεια να βγεις από την αυλή;» Δεν του απάντησε. Εκείνος κοίταξε προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Δεν είδα καλά τους τύπους που σου ρίχτηκαν και, παρόλο που θα στείλω άντρες να τους κυνηγήσουν, υποθέτω ότι ήταν πλανόδιοι έμποροι ή ληστές. Μέχρι να φτάσει εδώ το απόσπασμα, το πιθανότερο είναι να έχουν φύγει από το φιόρδ, να έχουν γίνει καπνός. Κ αταλαβαίνεις ότι μπορεί να σε σκότωναν;» πρόσθεσε θυμωμένα, γυρνώντας προς το μέρος της. «Ανέβα στο άλογό σου», συνέχισε σπρώχνοντάς τη. «Μου φαίνεται ότι το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να σε πουλήσω στο επόμενο σκλαβοπάζαρο στο Χέντεμπι». Δεν της απηύθυνε ξανά τον λόγο, δεν φάνηκε καν να την προσέχει σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής, κι όταν μπήκαν τελικά στην αυλή, της πέταξε τα χαλινάρια του αλόγου του κι έφυγε χωρίς
ούτε μια ματιά πίσω του.
•
Η Μπρένα έβλεπε τον Γκάρικ καθημερινά τώρα, τα πρωινά που έβγαινε για ιππασία και τα απογεύματα τις πιο πολλές φορές. Κ άθε φορά που γύριζε, εκείνος παρέδιδε τα γκέμια του κάθιδρου αλόγου του σ’ αυτήν. Δεν αντάλλασσαν κουβέντα. Ουσιαστικά δεν της είχε πει λέξη από εκείνη τη μέρα που την έσωσε. Ήταν σαν να μην την έβλεπε καν, με μόνη εξαίρεση τη στιγμή που της έδινε τα γκέμια· αμέσως μετά, ξεμάκραινε άκαμπτα. Η Μπρένα απορούσε γιατί την αγνοούσε τόσο επιδεικτικά κι αναρωτιόταν αν αλήθευε αυτό που της είχε πει, ότι δεν ασχολιόταν με τις γυναίκες, παρά μόνο όταν το απαιτούσε το σώμα του. Την πίκραινε που δεν του έκανε καμιά αίσθηση, γιατί είχε αρχίσει να πιστεύει το αντίθετο. Αυτός, όμως, είχε ακόμα τη δύναμη να την κάνει να νιώθει έντονα την παρουσία του. Έπιανε τον εαυτό της να τον σκέφτεται τις πιο απίθανες στιγμές, κι αυτό κάθε άλλο παρά τη χαροποιούσε. Ακόμα πιο ενοχλητικό ήταν το γεγονός ότι δεν κατάφερνε να ξεχάσει εκείνη τη μέρα που ήθελε να την υποτάξει, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ο Γκάρικ προφανώς την είχε διαγράψει ολότελα από τη μνήμη του.
•
Η Μπρένα μούλιαζε σε μια μικρή μπανιέρα. Ακουμπούσε το κεφάλι της στο χείλος και τα πυκνά μαύρα μαλλιά της επέπλεαν γύρω της στο ζεστό νερό. Οι σκέψεις της ήταν γαλήνιες, η διάθεσή της ευχάριστη. Ήταν μόνη της στο μικρό σπίτι· μια φωτιά έκαιγε λίγο πιο πέρα στο τζάκι. Η Τζέινι και η Μόντια ήταν ακόμα στο μεγάλο σπίτι πιο πάνω, μάλλον σερβίροντας το δείπνο του Γκάρικ. Η Μπρένα δεν άκουσε την πόρτα όταν άνοιξε μαλακά, αλλά ένιωσε τον παγωμένο αέρα στο πρόσωπό της, που την έκανε να ριγήσει σύγκορμη. Σήκωσε το βλέμμα για να αντικρίσει έναν πανύψηλο Βίκινγκ να στέκεται ένα βήμα μέσα από το κατώφλι και ένα ζευγάρι έκπληκτα σμαραγδένια μάτια να την κοιτάζουν αφ’ υψηλού. «Πήγαινε απ’ όπου ήρθες, Βίκινγκ, και κλείσε την πόρτα πριν αρπάξω κανένα κρύωμα». Εκείνος έκλεισε την πόρτα αλλά μπαίνοντας μέσα, κι έπειτα πήγε προς το μέρος της. Η Μπρένα χαμήλωσε το βλέμμα για να σιγουρευτεί ότι τα μαλλιά της έκρυβαν τη γύμνια της, πριν στρέψει ένα καχύποπτο βλέμμα στον απρόσκλητο επισκέπτη. Δεν τον είχε ξαναδεί, όμως το ύψος και η κορμοστασιά του της θύμισαν τον Γκάρικ, και τον περιεργάστηκε με θαυμασμό για μερικές στιγμές. Είχε όμορφο πρόσωπο, γεμάτο ευθυμία και καλοσύνη. Το
χαμόγελο στα χείλη του αντιφέγγιζε στα μάτια του, ενώ σχημάτιζε λεπτές γραμμές στις εξωτερικές γωνίες τους. Προφανώς δεν είχε καταλάβει την εντολή της. Αυτό το εμπόδιο στην επικοινωνία ήταν μεγάλο πρόβλημα τελικά. Κ ι ενώ μπορούσε να γίνει απόλυτα κατανοητή, προτίμησε και πάλι να μην το κάνει. Αντί γι’ αυτό, του έγνεψε με τα δυο της χέρια να φύγει, αλλά εκείνος απλώς κούνησε αρνητικά το κεφάλι και το χαμόγελό του πλάτυνε. «Φύγε, που να σε πάρει!» φώναξε αγανακτισμένη. «Δεν υπάρχει λόγος να ταράζεσαι, κυρά μου». Τα μάτια της γούρλωσαν. «Μιλάς τη γλώσσα μου». «Ναι, μου τη δίδαξε ο Γκάρικ όταν ήμασταν παιδιά», απάντησε διασκεδάζοντας τη σύγχυσή της. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε τελικά. «Ο Πέριν». Η έκφρασή της χαλάρωσε. «Αν ήρθες για την Τζέινι, δεν είναι εδώ». «Αυτό το βλέπω», είπε και πήγε πιο κοντά. «Ώστε εσύ είσαι η καινούρια σκλάβα του Γκάρικ». Το ανέφερε σαν απλό γεγονός, χωρίς να προσέξει τη σπίθα οργής που άναψε στα μάτια της. «Έχω ακούσει πολλά για σένα». «Κ ι εγώ για σένα», ανταπέδωσε θυμωμένα. «Δεν τρέφω καμία εκτίμηση για έναν άντρα που δεν διεκδικεί τον γιο του ή δεν παίρνει κοντά του τη μητέρα αυτού του γιου». Ο Πέριν τα ’χασε κι αμέσως μετά συνοφρυώθηκε.
«Ώστε η Τζέινι το άνοιξε το στόμα της». «Μην την κατηγορείς», απάντησε ψυχρά η Μπρένα. «Μίλησε για σένα μόνο με αγάπη και περηφάνια, κι ούτε καν σε ψέγει για τη δειλία σου. Κ αλά, δεν σε πειράζει που βατεύουν άλλοι άντρες τη μητέρα του γιου σου;» Το πρόσωπό του συσπάστηκε από γνήσιο πόνο. «Με πειράζει. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα ακόμα. Ανήκει στον Γκάρικ». «Κ αι φοβάσαι να του τη ζητήσεις», συμπλήρωσε περιφρονητικά εκείνη. «Αυτό που φοβάμαι, κοπελιά, είναι η άρνησή του, γιατί τότε δεν θα μπορούσα να την ξαναζητήσω». «Αν ήμουν στη θέση σου, θα έπαιρνα αυτό που ήθελα. Εσείς οι Βίκινγκς δεν φαίνεστε ποτέ πρόθυμοι να το κάνετε». Ο Πέριν έβαλε ξαφνικά τα γέλια, εκπλήσσοντάς την. «Είσαι τόσο αλαζονική και ντόμπρα όσο λένε. Βλέπω ότι ο Γκάρικ δεν σε δάμασε ακόμα». Η Μπρένα χαμογέλασε μ’ αυτό παρά την προηγούμενη φούρκα της. «Αν το καλοεξετάσεις, θα δεις ότι ο Γκάρικ είναι αυτός που δαμάστηκε. Δεν είχε ελπίδες μ’ εμένα αντίπαλο». «Αναρωτιέμαι αν συμφωνεί κι ίδιος με τούτη την άποψη», απάντησε και τελικά πήγε δίπλα στην μπανιέρα. Η Μπρένα τον κοίταζε με μια σκανδαλιάρικη έκφραση. «Σου αρέσει αυτό που βλέπεις, Βίκινγκ;» τον προκάλεσε, απορώντας κι η ίδια με τον εαυτό της.
«Πέρα από κάθε αμφιβολία», της απάντησε. «Λοιπόν, αν έχεις κατά νου να δεις περισσότερα, ξέχασέ το για τώρα. Εγώ διαλέγω τους εραστές μου, όχι αυτοί εμένα. Κ ι εσύ σίγουρα δεν θα είσαι ένας απ’ αυτούς». Εκείνος γέλασε με την καρδιά του, με τα πράσινα μάτια του να σπιθίζουν. «Πολύ γενναίες δηλώσεις για μια τσούπρα που βρίσκεται στο απόλυτο έλεός μου». Βούτηξε τον δείκτη του στο νερό, χαμογελώντας της αθώα. «Πρόσεχε, Βίκινγκ». Ο τόνος της έγινε ψυχρός. «Η Τζέινι δεν θα με συγχωρούσε ποτέ αν αναγκαζόμουν να σου κάνω κακό». «Χα!» έκανε. «Κ ι εσύ σίγουρα θα της το έλεγες, έτσι δεν είναι;» «Εννοείται». Εκείνος αναδιπλώθηκε. «Λοιπόν, κοπελιά, δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι από μένα. Δεν πρόκειται να σε αγγίξω». Του χαμογέλασε. «Δεν σε φοβήθηκα, Πέριν. Δεν φοβάμαι κανέναν άντρα». Τώρα ύψωσε ερωτηματικά το φρύδι του. «Ούτε καν τον Γκάρικ;» «Ακόμα λιγότερο τον Γκάρικ». «Κ αλά θα έκανες να αναθεωρήσεις, κυρά μου», της απάντησε σοβαρά. «Είναι λάθος να τον κρίνεις τόσο επιπόλαια». Κ αι μ’ αυτά τα λόγια, έκανε μεταβολή κι έφυγε, αφήνοντάς την απορημένη με την απροσδόκητη προειδοποίησή του.
•
Ο Γκάρικ καθόταν μόνος στο μακρόστενο τραπέζι τελειώνοντας το χορταστικό του δείπνο με βραστό και μελαγχολώντας για τη μοναξιά του. Ο Σκύλος ήταν ξαπλωμένος στα πόδια του, με την ουρά του να χτυπάει ρυθμικά στο κρύο πάτωμα, περιμένοντας υπομονετικά μια μπουκιά κρέας. Τις περισσότερες φορές ο Γκάρικ απολάμβανε την ησυχία του, ενώ άλλες, όπως τώρα, σχεδόν ευχόταν να είχε μείνει στο σπίτι των γονιών του αντί να έχει εγκατασταθεί σ’ αυτό το άδειο, παγερό κτίριο. Του έλειπε η ζεστασιά της οικογένειάς του, οι συζητήσεις και η συντροφικότητα. Δεν είχε ούτε τη Γιάρμιλ να του κρατάει συντροφιά στα γεύματα, γιατί έμενε στο σπίτι του μόνο όταν ταξίδευε ο ίδιος. Όταν βρισκόταν εδώ, γύριζε κι αυτή στο σπίτι με τον γιο της. Κ αι τώρα που εκείνος είχε πουλήσει τους περισσότερους σκλάβους του, η Γιάρμιλ δεν χρειαζόταν να έρχεται πάνω από δύο φορές την εβδομάδα για να τους δίνει εντολές. Ο Γκάρικ τσίμπησε αφηρημένα ένα μεγάλο κομμάτι κρέας ελαφιού και το έδωσε στον ποιμενικό. Σύντομα οι υπηρέτες θα τελείωναν τα καθήκοντά τους στο σπίτι και θα επέστρεφαν στα δικά τους καταλύματα για τη νύχτα. Κ αι τότε, θα έμενε εντελώς έρημος σ’ αυτό το μεγάλο σπίτι, με μόνο τον Σκύλο να τον ακολουθεί στο κρεβάτι του. Πριν από τρία χρόνια, είχε πιστέψει ότι θα ήταν
όλα διαφορετικά. Πόσο έξω έπεσε. Έτρεφε ελπίδες για μια καινούρια οικογένεια που θα πρόσθετε χαρά στη ζωή του. Γιους που θα έβλεπε να μεγαλώνουν, μια τρυφερή σύζυγο να του ζεσταίνει το κρεβάτι. Ο κόσμος δεν είχε δει μεγαλύτερο κωθώνι απ’ αυτό που καθόταν τώρα στο τραπέζι του! Κ ατά συνέπεια, δεν θα υπήρχε ποτέ μια γυναίκα να μοιραστεί μαζί της τη ζωή του. Δεν θα εμπιστευόταν καμία τόσο ώστε να της χαρίσει την αγάπη του. Δεν θα άφηνε ποτέ τον εαυτό του εκτεθειμένο σε τέτοια οδύνη. Ο Σκύλος σήκωσε το κεφάλι όταν ακούστηκε από το μαγειρείο το κελαρυστό χαχανητό της Τζέινι. Την επόμενη στιγμή μπήκε στη σάλα ο Πέριν, με ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης. Χαιρέτησε τον Γκάρικ και πήγε να καθίσει μαζί του στο τραπέζι. «Θα έπαιρνα όρκο ότι περνάς πιο πολύ χρόνο μ’ αυτή την τσούπρα όταν έρχεσαι επίσκεψη, παρά μ’ εμένα», είπε εύθυμα ο Γκάρικ, ευγνώμων για τη φιλική έφοδο. «Ομολογώ ότι βρίσκω τη συντροφιά της πιο ευχάριστη από τη δική σου. Συνήθως είσαι αφόρητα κατσούφης, ενώ εκείνη –αχ!– είναι τόσο γλυκιά», απάντησε γελώντας ο Πέριν. «Α! Έπρεπε να το είχα καταλάβει ότι μόνο γι’ αυτήν έρχεσαι», έκανε τάχα θιγμένος ο Γκάρικ. «Άντε τότε, τι κάθεσαι; Την απαλλάσσω από τα καθήκοντά της για να αφοσιωθεί στην ικανοποίησή σου». «Με πληγώνεις, Γκάρικ», είπε ο Πέριν φέρνοντας και τα δυο του χέρια πάνω στην καρδιά του για να
τονίσει τον ισχυρισμό του. «Θλιβερή η μέρα που ένας άντρας προτιμά τη συντροφιά μιας γυναίκας από εκείνη ενός έμπιστου φίλου». «Πράγματι», συμφώνησε ο Γκάρικ σοβαρεύοντας, αλλά μόνο για μια στιγμή. «Λοιπόν, γιατί χάθηκες τόσο καιρό; Μου έλειψες στο γλέντι και δεν σε έχω δει από τότε που γυρίσαμε στην πατρίδα». «Θέριζα τα χωράφια μου. Αντίθετα με σένα, δεν έχω τόσο πολλούς σκλάβους ώστε να μη χρειάζεται να κοπιάσω κι ο ίδιος για τη συγκομιδή». «Έπρεπε να ζητήσεις βοήθεια, Πέριν. Ο θερισμός των δικών μου χωραφιών τελείωσε εδώ κι έναν μήνα. Οι σκλάβοι δεν είχαν κάτι καλύτερο να κάνουν, ούτε κι εγώ». «Μπορεί να το κάνω του χρόνου – αλλά με αντάλλαγμα». «Όχι δα! Θες να κοστολογήσεις τη φιλία; Τώρα με πληγώνεις εσύ!» «Θα σου το θυμίσω επομένως του χρόνου, αν γυρίσεις έγκαιρα από την Ανατολή». Ο Γκάρικ κοίταξε έκπληκτος τον φίλο του. «Δηλαδή δεν θα σαλπάρεις μαζί μου την άνοιξη;» «Δεν αποφάσισα ακόμα», αποκρίθηκε σοβαρά ο Πέριν. «Η μητέρα μου δεν τα πήγε πολύ καλά τον χειμώνα που έλειψα». «Τα πήγαμε σπουδαία για πρώτη φορά που ασχοληθήκαμε με το εμπόριο», του θύμισε ο Γκάρικ. «Ίσως χρονοτριβήσαμε υπερβολικά με τους Σλάβους, γι’ αυτό αναγκαστήκαμε να ξεχειμωνιάσουμε εκεί. Αλλά δεν θα ξανασυμβεί».
«Αυτό μόνο ο Όντιν μπορεί να το πει με σιγουριά», παρατήρησε ο Πέριν. «Θα δούμε ως τότε». Πάνω στην ώρα, μπήκε η Τζέινι με μεταλλικά κύπελλα γεμάτα μπίρα, κι οι άντρες διέκοψαν την κουβέντα τους. Ο Γκάρικ πρόσεξε τη ματιά που αντάλλαξαν οι δυο τους και σχεδόν ζήλεψε τη σχέση τους. Μακάρι να μπορούσε κι αυτός να έχει μια κοπέλα έτσι απλά, χωρίς να διακινδυνεύει την καρδιά του. Όταν έμειναν πάλι μόνοι, ο Πέριν χαμογέλασε κι έσκυψε προς το μέρος του Γκάρικ. «Όπως ερχόμουν, έπεσα πάνω στην καινούρια σου σκλάβα». «Μπα;» «Ακριβώς. Έκανα μια στάση στο σπιτάκι των γυναικών για να δω αν ήταν εκεί η Τζέινι, αλλά στη θέση της βρήκα τη μαυρομάλλα καλλονή μέσα στην μπανιέρα της». Τα μάτια του Γκάρικ σκοτείνιασαν. «Κ αι;» «Απορώ γιατί τη στέλνεις εκεί, ενώ το κρεβάτι σου χωράει άνετα δύο». «Πφ!» έκανε ο Γκάρικ. «Μάλλον δεν λογόφερες μαζί της, διαφορετικά δεν θα είχες αυτή την απορία. Είναι αληθινό ρόδο, αλλά τα αγκάθια της παραείναι αιχμηρά για τα γούστα μου». «Κ ι όμως, λογοφέραμε και με το παραπάνω», είπε χαμογελώντας. «Μάλιστα, με προκάλεσε ξεδιάντροπα, μόνο για να το φέρει τούμπα και να με απειλήσει αν τολμούσα να την αγγίξω». «Την άγγιξες;» ρώτησε βλοσυρά ο Γκάρικ.
«Όχι, αλλά βάζω στοίχημα ότι θα το κάνει ο επόμενος που θα τύχει να τη συναντήσει. Δεν σε πειράζει να τη μοιραστείς;» «Γιατί να με πειράζει; Ίσως αυτό τη βάλει στη θέση της», απάντησε ξινισμένα ο Γκάρικ. Ο Πέριν γέλασε. «Ακόμα δεν έχεις πραγματοποιήσει την υπόσχεση που έδωσες στο γλέντι, ε; Δεν τη δάμασες την κοπελιά;» «Δεν χρειάζεται να μου θυμίζεις αυτή τη μεθυσμένη υπόσχεση», είπε μορφάζοντας ο Γκάρικ. Τη θυμόταν πολύ καλά, γιατί δεν ήταν και τόσο μεθυσμένος εκείνη τη στιγμή, απλώς φουρκισμένος από τα επίμονα πειράγματα του αδερφού του ότι δεν θα κατάφερνε ποτέ να χαλιναγωγήσει μια μέγαιρα σαν την Μπρένα. Βάζοντας τα χέρια του στον εορταστικό κάπρο που ήταν αφιερωμένος στον θεό Φρέι και πίνοντας από το ιερό κύπελλο, υποσχέθηκε ενώπιον όλων ότι θα τη δάμαζε. Πού να ’ξερε τότε πόσο δύσκολη δουλειά αναλάμβανε. Η τακτική που είχε επιλέξει απέτυχε. Όχι μόνο δεν την έκαμψε το αποτέλεσμα, αλλά μάλλον την ικανοποίησε, πράγμα που τον ενόχλησε, μια και δεν ήταν το ζητούμενο. Ωστόσο, ήξερε πως θα ήταν άσκοπο να τη λυγίσει με τον βούρδουλα, και σίγουρα δεν θα το έκανε με την καρδιά του. Αν και δεν υποτασσόταν στη θέλησή του, τουλάχιστον τον υπηρετούσε, παρότι όχι με τον τρόπο που τη διέταξε ο ίδιος αρχικά. «Ώστε αρνείται να δουλεύει για σένα;» ρώτησε ο Πέριν.
«Όχι, δουλεύει – στον στάβλο». «Κ αι το επιτρέπεις;» ρώτησε με έκπληξη. «Είναι το μόνο πράγμα που δεχόταν να κάνει», παραδέχτηκε απρόθυμα ο Γκάρικ, σκυθρωπιάζοντας ακόμα περισσότερο. Το γέλιο του Πέριν αντήχησε στη σάλα. «Δηλαδή η κοπελιά είχε δίκιο! Εσύ είσαι αυτός που δαμάστηκε, όχι εκείνη». «Είπε τέτοιο πράγμα;» Το γέλιο του Πέριν κόπηκε μαχαίρι όταν είδε την οργή που κατέκλυσε ξαφνικά τον φίλο του. «Έλα τώρα, Γκάρικ. Δεν ήθελα να προκαλέσω κακό στην κοπέλα με τα λόγια μου». «Δεν θα πάθει κανένα κακό, αλλά, μα τον Θωρ, δεν θα είναι τόσο αυτάρεσκη αύριο!» Ήταν λες κι ένα σύννεφο κατάπιε τον Γκάρικ. Ο Πέριν τον παρακολούθησε με το βλέμμα καταπίνοντας έναν στεναγμό. Μετάνιωνε για τα αστόχαστα λόγια του κι ευχόταν να μην τα πλήρωνε πολύ ακριβά το κορίτσι.
Κεφάλαιο 17 Ο Γκάρικ πήγε αποφασιστικά στο σπιτάκι που μοιράζονταν οι σκλάβες, ενώ η οργή τον κατέτρωγε με κάθε βήμα. Άνοιξε αθόρυβα την πόρτα και μπήκε. Μια απαλή ρόδινη λάμψη από τη φωτιά που έσβηνε τον βοήθησε να βρει το θήραμά του και πήγε γραμμή καταπάνω του. Η Μπρένα κοιμόταν βαθιά σ’ ένα στρώμα κοντά στο τζάκι, κουλουριασμένη κάτω από μια παλιά μάλλινη κουβέρτα. Τα μεταξένια μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα πίσω της, σαν να ήταν στολισμένα με ρουμπίνια που αντανακλούσαν το φως. Μακριές μαύρες βλεφαρίδες σκίαζαν τα μάγουλά της, και τα μισάνοιχτα χείλη της ήταν υγρά, σαν δροσάτα ροζ ροδοπέταλα. Βλέποντάς την τόσο γλυκιά κι αθώα, παραδομένη στον ύπνο, ο Γκάρικ ένιωσε παράξενα. Ξέχασε τι μέγαιρα μπορούσε να γίνει ξύπνια. Έσκυψε και τράβηξε μαλακά την κουβέρτα. Όταν το κρύο από την ανοιχτή πόρτα άγγιξε τα ξυπόλυτα πόδια της, το πρόσωπό της συσπάστηκε, και τράβηξε τα γόνατά της ψηλότερα στο στήθος της για να ξαναβρεί τη χαμένη ζεστασιά. Το χυτό κορμί της
κρυβόταν από ένα τραχύ, τεράστιο νυχτικό που προφανώς της είχε δώσει η παχουλή Μόντια, η οποία αυτή τη στιγμή κοιμόταν στην άλλη μεριά του δωματίου. Ο Γκάρικ θυμόταν καλά τα μεταξένια μέλη που έβλεπε τώρα κουκουλωμένα, τα απαλά μπράτσα και τους μακριούς, χυτούς μηρούς, τα σφιχτά δίδυμα βουναλάκια των μαστών της και το λείο δέρμα της επίπεδης κοιλιάς της. Ξανάφερε στον νου του τη λεπτεπίλεπτη καμπύλη της μέσης της και τους καλοσχηματισμένους γλουτούς που εκλιπαρούσαν θαρρείς για παιχνιδιάρικες ξυλιές, τη βελούδινη στιλπνότητα της πλάτης της και τις αλαβάστρινες κοιλότητες του λαιμού της που είχε φιλήσει. Απώθησε τις εικόνες από το μυαλό του πριν του δημιουργήσουν κι άλλα προβλήματα και συμπεριφέρθηκε σαν βαρβάτος επιβήτορας που δεν σκοτίζεται για προσχήματα. Με μια επιδέξια κίνηση, κόλλησε την παλάμη του στο στόμα της Μπρένα για να πνίξει την τρομαγμένη κραυγή που θα ξυπνούσε τις άλλες. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, αλλά πριν προλάβει να δει ποιος την απήγαγε, εκείνος τη σήκωσε και την κόλλησε στο στήθος του, κουβαλώντας την έξω στο σκοτάδι. Δεν την άφησε κάτω παρά μόνο όταν έφτασε στον στάβλο. Εκείνη στράφηκε οργισμένη προς το μέρος του, με τα μαλλιά να καλύπτουν τους ώμους μέχρι τη μέση της σαν μανδύας από φτερά κόρακα. Τη στιγμή που τον αναγνώρισε, χάθηκε όλη η ένταση από το πρόσωπό της.
«Α, εσύ είσαι», είπε μ’ έναν τόνο που υποδήλωνε ότι δεν τον θεωρούσε λόγο ανησυχίας. «Κ αι ποιος άλλος θα ήταν;» «Κ άποιος από τους φίλους σου», απάντησε. «Βάζω στοίχημα ότι εκείνος ο Μπάγιαρντ θα ήθελε να με εκδικηθεί γι’ αυτό που του έκανα. Κ ι ο αδερφός σου θα χαιρόταν να με εξευτελίσει». «Κ αι τους φοβάσαι;» «Όχι, αλλά δεν είμαι τόσο ανόητη ώστε να τους αψηφώ», αποκρίθηκε. «Δηλαδή μόνο εμένα αψηφάς, έτσι;» γρύλισε θυμωμένα. Του έριξε μια ματιά έκπληξης. «Γιατί να σε φοβάμαι, Βίκινγκ; Μου έδειξες το χειρότερο πρόσωπό σου, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο κακό». Εκείνος κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος της, με τον θυμό του να φουντώνει ξανά. «Θα σε κουβαλήσω και την υπόλοιπη απόσταση, κυρά, ή θα έρθεις μόνη σου;» «Όχι, δεν θα έρθω μαζί σου. Δεν μου αρέσει να με τραβολογάς από τον ύπνο μου για την ευχαρίστησή σου» «Αυτό δεν έχει να κάνει με την ευχαρίστησή μου». «Μπα; Τότε τι;» «Θα έρθεις;» Πριν προλάβει να απαντήσει καταφατικά γιατί της είχε κεντρίσει την περιέργεια, ο Γκάρικ την άρπαξε από το μπράτσο και την έσπρωξε άγαρμπα να προπορευτεί. Η Μπρένα έκανε μερικά βιαστικά
βήματα, αλλά σταμάτησε όταν οι πέτρες της θύμισαν ότι ήταν ξυπόλυτη. «Γιατί σταματάς;» τη ρώτησε ανυπόμονα. «Θες να ματώσω τα πόδια μου; Φαίνεται ότι πρέπει να με πας σηκωτή τελικά», του είπε μ’ ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο. Εκείνος δίστασε για μια παρατεταμένη στιγμή, κοιτώντας τη με ανεξιχνίαστο ύφος πριν την τραβήξει προς το μέρος του και τη σηκώσει στην αγκαλιά του. Εκείνη τύλιξε αμέσως τα μπράτσα της γύρω από τον λαιμό του, διασκεδάζοντας το μουγκρητό δυσαρέσκειας που του ξέφυγε. Ο Γκάρικ έφτασε με μεγάλες δρασκελιές στο πίσω μέρος του σπιτιού και τη σκάλα που οδηγούσε κατευθείαν στο πάνω πάτωμα. Την ανέβηκε σβέλτα, δυο δυο σκαλιά μαζί. Η Μπρένα δεν ήταν πιο βαριά από ένα σακί πούπουλα στα χέρια του. Μόλις μπήκε στο σπίτι, την άφησε να γλιστρήσει στο πάτωμα, αλλά εκείνη έμεινε κρεμασμένη από τον λαιμό του λίγο παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν για να πατήσει στα πόδια της. Το πρόσωπό του ήταν εντελώς ανέκφραστο όταν την έσπρωξε πάλι να προχωρήσει πρώτη. Η Μπρένα δεν είχε μπει στο σπίτι από τη μέρα που εκείνος της έκλεψε την αγνότητά της και πρόσεξε αμέσως τις αλλαγές που είχαν γίνει από τότε. Χρυσά σκαλιστά κηροπήγια ήταν στερεωμένα ανά διαστήματα στους τοίχους, κι ανάμεσά τους κρέμονταν μικρές ταπετσαρίες κεντημένες με φωτεινά χρώματα και στολισμένες με χρυσαφένια
κρόσσια. Ένα μακρόστενο χαλί κάλυπτε όλο το δάπεδο του στενού διαδρόμου. Ήταν μαύρο και ασημένιο, με χρυσές βελονιές στα τελειώματα. Γενικά, η ατμόσφαιρα είχε βελτιωθεί πολύ από τη ζοφερή ψυχρότητα που κυριαρχούσε νωρίτερα εδώ. Κ οντοστάθηκε όταν είδε ότι πλησίαζαν την κάμαρα του Γκάρικ, αλλά εκείνος την έσπρωξε μέσα κι έκλεισε πίσω τους την πόρτα. Εκείνη γύρισε αμέσως να τον αντικρίσει, έχοντας τα χέρια στη μέση, με τα μάτια της να σπιθίζουν προειδοποιητικά. «Με εξαπάτησες, Βίκινγκ; Για ποιο σκοπό είμαστε εδώ;» «Ο σκοπός μας, όπως το θέτεις, θα μας πάρει χρόνο. Διάλεξα αυτή την κάμαρα ξέροντας την απέχθειά σου για τα ρεύματα, μια και είναι η πιο ζεστή του σπιτιού για την ώρα». «Τι ευγενικό», μουρμούρισε σαρκαστικά. Όντως, η κάμαρα ήταν πολύ φιλόξενη. Στο τζάκι έκαιγε μια δυνατή φωτιά που είχε θερμάνει όλο τον χώρο. Η Μπρένα πρόσεξε τις επισκευές που είχαν γίνει κι εδώ. Δυο πανομοιότυπα πελώρια χαλιά με ένα στενό κενό ανάμεσά τους σκέπαζαν το παγωμένο πάτωμα με ένα φωτεινό μπλε και χρυσό σχέδιο. Δύο μεγάλες ταπετσαρίες κάλυπταν τους τοίχους. Η μία απεικόνιζε χωρικούς που μοχθούσαν σε ένα χωράφι κάτω από έναν φωτεινό ουρανό και η άλλη διηγιόταν σε μικρογραφία μια ολόκληρη ιστορία κόντρα σε κίτρινο φόντο. Ένα ανάκλιντρο χωρίς πλάτη ήταν η τελευταία προσθήκη στην κάμαρα.
Πατούσε σε σκαλιστά πόδια λιονταριού και ήταν καλυμμένο με πλούσιο μπλε και άσπρο μπροκάρ. Η Μπρένα περιεργάστηκε έκπληκτη όλα αυτά πριν στραφεί ξανά στον Γκάρικ. «Λοιπόν, θα μου πεις γιατί βρίσκομαι εδώ; Κ αι γιατί ήρθες και με πήρες έτσι, με τέτοια μυστικότητα;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους και πήγε στο μικρό τραπέζι όπου ήταν ακουμπισμένο ένα φλασκί κρασί κι ένα πιάτο με τυρί. «Δεν ήξερα σε τι διάθεση ήσουν και προτίμησα να μη ρισκάρω να κάνεις σαματά και να ξυπνήσεις τις άλλες. Δεν χρειάζεται να χάσουν τον ύπνο τους επειδή εσύ κι εγώ έχουμε να τακτοποιήσουμε κάποια πράγματα». Η Μπρένα έμεινε άκαμπτη. «Τακτοποιήσαμε τα πάντα. Τι άλλο υπάρχει;» «Δεν τακτοποιήσαμε τίποτα, κυρά». «Κ ι όμως, δουλεύω για σένα», απάντησε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής της. «Κ ερδίζω τη διαμονή και το φαγητό μου! Τι άλλο θες από μένα;» Εκείνος πήγε στο μεγάλο σεντούκι στην άκρη της κάμαρας κι έβγαλε από μέσα μια γκρίζα μεταξωτή ρόμπα με κομψά τελειώματα από λευκή γούνα. Γύρισε και στάθηκε λίγα εκατοστά μακριά της, έτσι ώστε ήταν υποχρεωμένη να γέρνει το κεφάλι της πίσω για να τον βλέπει καθώς της μιλούσε. «Μάλιστα, δούλευες πρόθυμα, αλλά όχι όπως ήθελα εγώ. Ενέδωσα στις επιθυμίες σου επειδή τότε δεν έβλεπα άλλον τρόπο. Δεν συνηθίζεται οι σκλάβοι να απολαμβάνουν τις αγγαρείες τους, όπως σίγουρα έκανες εσύ, κυρά μου». Έκανε μια παύση. «Αυτό
τελειώνει εδώ». «Ε;» Ένα ψυχρό χαμόγελο φώτισε στιγμιαία τα χείλη του. «Θα ξεκινήσουμε από την αρχή. Θα κάνεις τις δουλειές που όρισα εξαρχής και θα ξεκινήσεις μ’ αυτό», είπε δίνοντάς της τη ρόμπα. «Υπάρχει ένα μικρό σκίσιμο στη μέσα μεριά του μανικιού που χρειάζεται διόρθωμα». Η Μπρένα τον κοίταζε αποσβολωμένη. «Κ ύριε των Δυνάμεων!» φώναξε με απόγνωση. «Ο θεός σου δεν μπορεί να σε βοηθήσει, κοπελιά, ούτε οι δικοί μου. Μόνο μ’ εμένα έχεις να πορεύεσαι». «Δεν θα το κάνω, Γκάρικ!» απάντησε οργισμένα, ρίχνοντας τη ρόμπα στο πάτωμα. «Ξέρεις ότι δεν θα το κάνω!» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους απτόητος και γύρισε κοντά στο τραπέζι. «Τότε θα μείνεις σ’ αυτή την κάμαρα μέχρι να αλλάξεις γνώμη», πέταξε πάνω από τον ώμο του. «Όχι! Θα μείνω μόνο μέχρι να κοιμηθείς, Βίκινγκ». «Τότε φαίνεται ότι χρειάζεσαι πάλι δεσμοφύλακα. Σκύλε», φώναξε, και ο λευκός ποιμενικός πήδηξε σβέλτα από το κρεβάτι. Η Μπρένα δεν τον είχε προσέξει καν, τόσο έμοιαζε το τρίχωμά του με τη γούνα ερμίνας. «Μείνε στην πόρτα και μην την αφήσεις να βγει», διέταξε ο Γκάρικ. Το ζώο φάνηκε να καταλαβαίνει κάθε του λέξη. Γύρισε το κεφάλι και κοίταξε αδιάφορα την Μπρένα, πριν πάει να ξαπλώσει μπροστά στην
πόρτα. Εκείνη του έριξε την ίδια δολοφονική ματιά που προόριζε για τον κύριό του. «Προσπάθησα να μη σε μισήσω, Βίκινγκ, μια και δεν μπορώ να σε κατηγορήσω προσωπικά για το ότι βρέθηκα εδώ, αλλά με δυσκολεύεις όλο και περισσότερο!» Στα χείλη του εμφανίστηκε ένα κυνικό χαμόγελο. «Μίσησέ με όσο θες, κυρά, αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Τα αισθήματά μου για σένα δεν διαφέρουν και πολύ, γιατί από τότε που ήρθες δεν ήσουν παρά μια ξιπασμένη καβγατζού, ένα αγκάθι που δεν χρειάζομαι στο πλευρό μου. Τουλάχιστον τώρα ξέρουμε πώς έχουν τα πράγματα μεταξύ μας». Ήπιε μια γενναία γουλιά κρασί κι άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. «Τώρα τι;» «Φτάσαμε σε αδιέξοδο, οπότε δεν ωφελεί να συνεχίσουμε την κουβέντα απόψε. Στο κρεβάτι, κυρά μου». «Δεν νυστάζω πια», του είπε ξινισμένα. «Κ αι;» «Μπορείς να με κρατήσεις διά της βίας σ’ αυτή την κάμαρα, αλλά δεν θα κοιμηθώ σ’ αυτό το κρεβάτι μαζί σου!» ξέσπασε. «Μπα;» έκανε εκείνος υψώνοντας το φρύδι του. «Από τα παιχνίδια που έπαιζες από την τελευταία φορά που πλάγιασες εδώ, νόμιζα ότι θα ήσουν πιο πρόθυμη να το ξανακάνεις». «Νόμιζες λάθος!» απάντησε κοκκινίζοντας. «Δεν πειράζει. Μια και δεν με νοιάζει να
μοιράζομαι το κρεβάτι μου, θα μείνεις εκεί. Αλλά μην ανησυχείς, κυρά, δεν θα σε εκμεταλλευτώ, γιατί δεν θα βρεις ευχαρίστηση σε αυτή την κάμαρα. Στο κρεβάτι τώρα, κι αν δεν θες να κοιμηθείς, τότε κάτσε να σκεφτείς την ξεροκεφαλιά σου».
•
Ήταν το κορμί της που αφύπνισε τελικά την Μπρένα. Φαινόταν να της φωνάζει: Ξύπνα, ξύπνα και δες τις χαρές που σε περιμένουν. Το όνειρο διαλύθηκε και τα μάτια της άνοιξαν αργά, γεμάτα έκπληξη για τον αισθησιασμό που την πλημμύριζε, και γούρλωσαν όταν κατάλαβε τι συνέβαινε. Είχε βολευτεί στο πλευρό της, στραμμένη προς τον τοίχο, με τα χέρια της κάτω από το πρόσωπό της στο μαξιλάρι, το ένα πόδι λυγισμένο στο γόνατο, το άλλο τεντωμένο. Ήταν ξαπλωμένη πάνω από το απαλό κάλυμμα από ερμίνα, όπως και την προηγούμενη φορά που κοιμήθηκε δίπλα στον Γκάρικ, αλλά τώρα η νυχτικιά της ήταν τραβηγμένη ψηλά στη μέση της, αφήνοντας τους μηρούς και τους γοφούς της ολότελα γυμνούς. Έμεινε ακίνητη και κατάφερε να κρατήσει την ανάσα της βαθιά και ρυθμική, τάχα ότι κοιμόταν ακόμα. Το στήθος του Γκάρικ πιεζόταν στην πλάτη της, με τη ζεστασιά του να διαπερνάει την τραχιά νυχτικιά της. Το μπράτσο του ακουμπούσε στη
μέση της, το χέρι του ήταν στριμωγμένο ανάμεσα στα στήθη της, χαϊδεύοντας το ένα με τα ακροδάχτυλά του. Η Μπρένα ένιωθε την ανάσα του να της γαργαλάει τον αυχένα, ζεστή και υγρή, ενώ το χέρι του γλιστρούσε αργά προς τα κάτω, πάνω στην επίπεδη κοιλιά της, κι από εκεί στον γοφό και στον μηρό της. Η αίσθηση έκανε το δέρμα των ποδιών της να ανατριχιάσει. Κ αι τότε, το χέρι του γλίστρησε επιδέξια στην εσωτερική πλευρά του μηρού της και άρχισε μια βασανιστικά αργή άνοδο, μέχρι να σταματήσει στους κατάμαυρους βοστρύχους ανάμεσα στα πόδια της. Έμεινε εκεί, με τα ακροδάχτυλα να ξεχωρίζουν μαλακά τις ζωηρές σπείρες βρίσκοντας τη δίοδο για τη νοτερή, καυτή σάρκα που ήδη παλλόταν από έξαψη. Η Μπρένα άκουσε ξαφνιασμένη το πνιχτό βογκητό που ξέφυγε από τα χείλη της. Ήξερε ότι έπρεπε να ξεφύγει, να το βάλει στα πόδια, μα αντί γι’ αυτό γύρισε ανάσκελα για να ανοίξει τον δρόμο στα ερευνητικά δάχτυλά του. Ένα σαγηνευτικό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της όταν είδε τη φλόγα του πάθους στα μπλε μάτια του Γκάρικ. «Άργησες πολύ να ξυπνήσεις, κοπελιά», μουρμούρισε πειρακτικά εκείνος. Την εξέπληττε που μπορούσε να γίνει τόσο τρυφερός και θερμός, ενώ συνήθως ήταν τόσο ψυχρός κι απότομος. Παραδόξως, δεν την πείραζε· αντίθετα, ανυπομονούσε γι’ αυτή τη στιγμή. Την τελευταία φορά που πλάγιασαν μαζί, είχε νιώσει αληθινή ευχαρίστηση, αλλά ήξερε ενστικτωδώς ότι
υπήρχε ακόμα μεγαλύτερη ηδονή. «Θα έπαιρνα όρκο, αξιότιμε κύριε Βίκινγκ, πως είπες ότι δεν θα έβρισκα ευχαρίστηση σε αυτό το κρεβάτι», είπε γλιστρώντας τα δάχτυλά της μέσα από τις ξανθές τριχούλες στο στήθος του. «Ούτε για μια νύχτα δεν μπορείς να κρατήσεις τον λόγο σου;» «Φαίνεται ότι βιάστηκα να μιλήσω, κυρά μου», της είπε βραχνά, δίνοντάς της ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. «Αλλά φταις αποκλειστικά εσύ, αφού έχεις μια τάση να ξεχνάς τους ανδροπρεπείς τρόπους σου μόλις βρεθείς στο κρεβάτι». Της χαμογέλασε με νόημα. «Γιατί άραγε;» Η Μπρένα ανασήκωσε τους ώμους χαμογελώντας πονηρά. «Βρίσκω ότι έχει και τα καλά της πού και πού η γυναικεία φύση. Κ αι δεν είμαι τόσο συνεσταλμένη ώστε να ντρέπομαι να το παραδεχτώ». «Συνεσταλμένη εσύ; Χα!» έκανε γελώντας. «Αυτό ποτέ!» «Κ αλά που το ξέρεις, Βίκινγκ», ανταπέδωσε, και το χέρι της ανέβηκε στον σβέρκο του για να τον τραβήξει προς το μέρος της. «Έτσι δεν θα σε ξαφνιάσουν οι πράξεις μου». Τον φίλησε πεινασμένα, ξαφνιάζοντάς τον παρά την προειδοποίησή της. Το ότι η εγγύτητά της τον είχε βάλει σε ακατανίκητο πειρασμό ήταν γεγονός· τώρα απειλούσε να τον τρελάνει από πόθο. Τον προκαλούσε να την πάρει, κι εκείνος το έκανε χωρίς να διστάσει στιγμή. Η Μπρένα άνοιξε τα πόδια της για να τον δεχτεί, κι εκείνος διείσδυσε βαθιά μέσα
της με μια δυνατή ώθηση. Γράπωσε τους γλουτούς της για να τη φέρει ακόμα πιο κοντά του και την καβάλησε όπως ιππεύει ένα φαρί τον άνεμο. Πριν την τελευταία ώθηση, ένιωσε τα πόδια της να τυλίγονται στους γοφούς του, κι έπειτα χάθηκε μέσα σ’ εκείνη την κατάλευκη σφαίρα φωτός και ηδονής που τον ώθησε εξαρχής να πατήσει τον λόγο του και να την κατακτήσει. Ανασαίνοντας βαριά, ο Γκάρικ έριξε όλο το βάρος του πάνω στο λεπτό κορμί της, γέρνοντας το κεφάλι του στην κοιλότητα που σχημάτιζε ο λαιμός με τον ώμο της. Κ άποια στιγμή έκανε να σηκωθεί, αλλά εκείνη έδεσε τα δάχτυλά της στον σβέρκο του και τον σταμάτησε, σφίγγοντας ταυτόχρονα τα πόδια της γύρω από τη μέση του. Εκείνος την κοίταξε ερωτηματικά και πρόσεξε τα βαριά βλέφαρα και το αισθησιακό σούφρωμα των χειλιών της. «Δείξε μου τη δύναμή σου, Βίκινγκ», τον παρακίνησε ξέπνοα, λικνίζοντας ερεθιστικά το κορμί της από κάτω του. «Συνέχισε». «Μα τους θεούς, γυναίκα, δεν έχεις τσίπα;» τη ρώτησε δύσπιστα. «Γιατί;» ανταπέδωσε απτόητη. «Είναι ντροπή να το επιθυμώ; Πρέπει να παριστάνω το αντίθετο;» «Όχι, αλλά καμία γυναίκα δεν μου ζήτησε ποτέ κι άλλο». «Μη με συγκρίνεις με τις άλλες ερωμένες σου, Βίκινγκ!» είπε θυμωμένα και τον ελευθέρωσε από τη διπλή λαβή της. «Φύγε αν δεν έχεις τη δύναμη να με ικανοποιήσεις!»
Εκείνος άρπαξε τα χέρια που έσπρωχναν το στήθος του και τα τέντωσε στα πλάγια. «Οι τακτικές που χρησιμοποιείς είναι αθέμιτες, μικρή μου αλεπού», σάρκασε. Άρχισε να κινείται ξανά μέσα της, αργά, και ταυτόχρονα έλιωσε τα χείλη της με ένα οδυνηρό φιλί. Δεν χρειάστηκε πάνω από μια στιγμή να ξαναφουντώσει το πάθος. Οι ωθήσεις του Γκάρικ βρήκαν έναν σταθερό, μετρημένο ρυθμό, ενώ κάποια στιγμή άφησε τα χέρια της κι έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του. Το φιλί του έγινε παράφορο, απαιτητικό. Ένιωθε τα χέρια της να ταξιδεύουν στην πλάτη του, μαλάσσοντας τους σκληρούς μυς του. Η Μπρένα άρχισε να στενάζει σιγανά και τα μπράτσα της τυλίχτηκαν ξανά γύρω από τον λαιμό του, όλο και πιο σφιχτά, σαν να κρεμόταν η ζωή της απ’ αυτό. Ακόμα και μέσα στην παραζάλη του, αντιλήφθηκε την απόλυτη εγκατάλειψή της και επιτέλους την ανάσα που σκάλωσε στον λαιμό της ενώ έμενε άκαμπτη, με τα νύχια της να μπήγονται στους ώμους του σαν γάτας. Το όνομά του ξέφυγε από τα χείλη της σε έναν βραχνό ψίθυρο. Εκείνη τη στιγμή, εκτοξεύτηκε μαζί της στον πολυπόθητο κόσμο της εκστατικής ηδονής. Αυτή τη φορά τον άφησε χωρίς αντιρρήσεις να ξαπλώσει δίπλα της. Ήταν κι οι δύο εξουθενωμένοι, άσθμαιναν βαριά. Ο Γκάρικ φούντωσε όταν ένιωσε το άγγιγμά της στον ώμο του, νομίζοντας ότι θα τολμούσε να του ζητήσει κι άλλο. «Δεν ήρθε ακόμα το πρωί, κυρά μου», είπε
κουρασμένα, κρατώντας τα μάτια του κλειστά. «Ξανακοιμήσου». «Ήθελα μόνο να σ’ ευχαριστήσω, Γκάρικ. Αυτό μόνο». Εκείνος άνοιξε τα μάτια και είδε την πληγωμένη της έκφραση, πριν του γυρίσει την πλάτη και κατεβάσει τη νυχτικιά της. Κ άρφωσε το βλέμμα του στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, διερωτώμενος πόσες εναλλαγές διάθεσης έκρυβε αυτή η γυναίκα. Αυτή, πάντως, του άρεσε περισσότερο απ’ όλες. Το πρόσωπό του μαλάκωσε. «Έλα εδώ, κοπελιά», είπε βραχνά και την τράβηξε πάλι στην αγκαλιά του. Ήξερε ότι εκείνη δεν θα αντιστεκόταν, κι αυτό τον ευχαρίστησε ακόμα περισσότερο. Όταν φώλιασε στην αγκαλιά του, ο Γκάρικ ήξερε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι μπορούσε να συνηθίσει αυτή τη γυναίκα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. «Είναι ωραία να μη μαλώνω μαζί σου, Γκάρικ», μουρμούρισε ξέπνοα εκείνη πάνω στο στήθος του, ήδη μισοκοιμισμένη. Εκείνος χαμογέλασε και την έσφιξε ασυναίσθητα στην αγκαλιά του. Ήταν απίστευτο πόσο ευάλωτος ήταν κοντά της. Αν συνέχιζε έτσι, θα τη διεκδικούσε και για τρίτη φορά. «Ναι, Μπρένα, όντως είναι ωραία».
Κεφάλαιο 18 Η Μπρένα καθόταν απέναντι από τον Γκάρικ στο μικρό τραπέζι, με το πρόγευμα σ’ έναν δίσκο μπροστά της. Ήταν γερμένη νωχελικά στην πλάτη της καρέκλας της, τσιμπώντας βαρύθυμα το φαγητό της και κεραυνοβολώντας κάθε τόσο τον Γκάρικ με αγριωπές ματιές. Αλλά ήταν πολύ αφοσιωμένος στο φαγητό του για να το προσέξει. Εδώ και μία εβδομάδα την κρατούσε περιορισμένη σε αυτή την κάμαρα, με μόνο τον αναθεματισμένο άσπρο ποιμενικό για παρέα. Έφερνε ο ίδιος τα γεύματά της, αλλά την άφηνε μονάχη όλη μέρα και γύριζε μόνο όταν βράδιαζε. Δεν την άγγιξε ξανά από τη νύχτα που την κουβάλησε εδώ, υποχωρώντας μάλιστα όταν εκείνη επέμεινε να κοιμάται στο ανάκλιντρο αντί για το μεγάλο κρεβάτι δίπλα του. Ξυπνώντας εκείνο το πρώτο πρωί μετά τη νύχτα που μοιράστηκαν, έφριξε αναλογιζόμενη τη συμπεριφορά της. Δεν ήταν η ίδια που συμπεριφέρθηκε σαν ακόλαστη πόρνη, αλλά το αξιοκαταφρόνητο γυναικείο κορμί της. Αυτό το προδοτικό όργανο που απαιτούσε να γευτεί όλους τους καρπούς της αφύπνισής του έφτασε να
προκαλεί και να καλοπιάνει τον Γκάρικ να της τους σερβίρει. Είχε ανάψει μέσα της μια φωτιά που δεν φανταζόταν ποτέ πως υπήρχε, αλλά αυτό δεν θα επαναλαμβανόταν. Ποτέ. Είχε τη δύναμη να αρνηθεί στον εαυτό της την υπέροχη ευχαρίστηση που είχε βιώσει. Ναι, δεν είχε ανάγκη τέτοιου είδους έκσταση, γιατί θα έπρεπε να θυσιάσει πάρα πολλά για να τη ζήσει ξανά… Αν και ήταν πολύ αργά να αλλάξει αυτό που είχε συμβεί, θα έβαζε τα δυνατά της να αποκλείσει την επανάληψή του. Ήταν ανόητη που πίστεψε ότι ο Γκάρικ θα άλλαζε γνώμη μετά απ’ αυτό· ήταν αμετακίνητος στην απαίτησή του να τον υπηρετεί με τον τρόπο που ήθελε ο ίδιος. Κ ι αυτό δεν του το συγχωρούσε, όχι μετά την τρυφερότητα που είχαν μοιραστεί. Με τον Σκύλο ξαπλωμένο ανάμεσα στα πόδια τους, η Μπρένα του πρόσφερε αφηρημένα μια μπουκιά κρέας, συνηθισμένη να κάνει το ίδιο με τα κυνηγετικά του πατέρα της που περιφέρονταν ελεύθερα στο αρχοντικό τους. Όταν ο χιονάτος ποιμενικός σκούντησε το χέρι της ζητώντας κι άλλο, συνειδητοποίησε τι είχε κάνει και σήκωσε το βλέμμα, για να δει τον Γκάρικ να την αγριοκοιτάζει. Ωραία, σκέφτηκε χολωμένα. Ήταν καλύτερο από το αυτάρεσκο μειδίαμα που είχε στη φάτσα του τελευταία. «Σε ενοχλεί κάτι, Βίκινγκ;» ρώτησε αθώα, παρότι τα μάτια της έλαμπαν από σκανδαλιάρικη διάθεση. «Φοβάσαι ότι σου έκλεψα την αφοσίωση του σκύλου
σου;» Όταν σκοτείνιασε κι άλλο η έκφρασή του, το χαμόγελό της πλάτυνε αναιδώς. «Δεν ήξερες ότι έχουμε γίνει φίλοι οι δυο μας, ε; Αλλά τι περίμενες, όταν μας κρατάς κλειδωμένους μαζί εδώ μέσα; Πολύ σύντομα δεν θα σηκώνει καν το κεφάλι του όταν βγαίνω απ’ αυτή την κάμαρα». Ο Γκάρικ την κοίταξε παγερά για μια ατελείωτη στιγμή. «Αν αληθεύει αυτό που λες, κυρά μου, είναι καιρός να βάλω κλειδαριά στην πόρτα», είπε τελικά. Το πρόσωπό της πήρε την απόχρωση της τέφρας. «Δεν θα το έκανες!» «Ασφαλώς και θα το έκανα», αντέτεινε ψυχρά. «Μάλιστα θα το κάνω απόψε κιόλας, μια και δεν έχω τίποτα καλύτερο να ασχοληθώ». «Απλώς σε πείραζα, Γκάρικ», είπε η Μπρένα προσπαθώντας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις. «Μπορείς να εμπιστεύεσαι τον σκύλο σου να εκτελεί τις διαταγές σου». «Εσένα δεν εμπιστεύομαι», της δήλωσε εμφατικά και κίνησε προς την πόρτα με μεγάλες δρασκελιές. «Για πόσο σκοπεύεις να με κρατάς εδώ μέσα;» ρώτησε οργισμένη. Εκείνος στάθηκε στην πόρτα και την κοίταξε, με το παλιό μειδίαμα καρφωμένο ξανά στα χείλη του. «Δεν είμαι εγώ αυτός που σε κρατάει εδώ, κοπελιά, αλλά το πείσμα σου. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να με υπηρετήσεις όπως επιθυμώ εγώ, και μετά θα απολαμβάνεις τα ίδια προνόμια με τους υπόλοιπους σκλάβους». «Ψηλομύτη τύραννε!» ξέσπασε και πετάχτηκε
όρθια με σφιγμένες τις γροθιές της. «Πρώτα θα σαπίσεις στην κόλαση!» «Είσαι ξεροκέφαλη, κοπελιά», κάγχασε με περιφρονητικό τόνο. «Αλλά θα ανακαλύψεις ότι σε συναγωνίζομαι άνετα και σ’ αυτό». Κ αι μ’ αυτό έφυγε από την κάμαρα, αφήνοντας την Μπρένα τόσο έξαλλη από θυμό, ώστε άρπαξε το γεμάτο κύπελλο με το γάλα της και το πέταξε με δύναμη στην κλειστή πόρτα. Δεν σταμάτησε όταν είδε τη ζημιά. Κ υριευμένη από καταστροφική μανία, αναποδογύρισε το τραπεζάκι· η πιατέλα με το φαγητό έσκασε παταγωδώς στο πάτωμα κι έστειλε τον Σκύλο να ψάχνει καταφύγιο. Η Μπρένα πήγε αποφασιστικά στο κρεβάτι και σκόρπισε τα σκεπάσματα εδώ κι εκεί, για να προχωρήσει κατόπιν στο σεντούκι του Γκάρικ. Με μοχθηρή ικανοποίηση, σκόρπισε το περιεχόμενό του παντού στην κάμαρα. Ήταν τόσο απορροφημένη στο καταστροφικό της έργο, ώστε δεν άκουσε τον Γκάρικ να γυρίζει. Άξαφνα, ένιωσε να την αρπάζουν από πίσω και να τη ρίχνουν σαν σακί στο κρεβάτι. «Τα ξεσπάσματα οργής σου αρμόζουν σε παιδί, όχι στη γυναίκα που ξέρω ότι είσαι!» φώναξε κι έπεσε μαζί της στο κρεβάτι. Όταν η Μπρένα γύρισε προς το μέρος του, τον είδε εκεί γονατισμένο, με το ένα του χέρι στον αέρα, έτοιμο να τη χτυπήσει. Στύλωσε το βλέμμα της στη γροθιά του χωρίς καν να μορφάσει, προκαλώντας τον βουβά να βγάλει τον χειρότερο εαυτό του. Αλλά ο Γκάρικ δίστασε μια στιγμή παραπάνω, κι η
παρόρμησή του έχασε τη σφοδρότητά της. Κ ατέβασε το χέρι του με μια βλαστήμια και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Έμεινε να στέκεται εκεί, κοιτώντας τη με άφατη οργή. «Όρισες η ίδια τα καθήκοντά σου, κοπελιά. Θα τακτοποιήσεις αυτή την κάμαρα πριν δύσει ο ήλιος, διαφορετικά θα κοιμηθείς νηστικιά απόψε. Κ ι αν σου μπει στο μυαλό ότι ένα γεύμα δεν θα σου λείψει, ξανασκέψου το, γιατί δεν πρόκειται να σου ξαναδοθεί φαγητό πριν κάνεις αυτό που σου λέω». Κ ι έφυγε ξανά από την κάμαρα, βροντώντας πίσω του την πόρτα. «Τι κάνω τώρα, Σκύλε;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Μπρένα, θαρρείς και το ζώο μπορούσε να της βρει τη λύση. «Λιμοκτονώ από πίκα; Δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η προοπτική, αλλά θα έδειχνε σ’ αυτό το δεσποτικό κάθαρμα ότι δεν μπορεί να με διατάζει. Ανάθεμά τον!» φώναξε. «Γιατί μου το κάνει αυτό; Θέλει να τσακίσει την περηφάνια μου, να την πατήσει κάτω!» Όλα πήγαιναν τόσο καλά πριν απ’ αυτό, σκέφτηκε. «Κ αι τώρα, είναι έτοιμος να με πεθάνει από την πείνα. Ναι, αφού το είπε, δεν πρόκειται να το πάρει πίσω. Μάλλον εγώ πρέπει να υποχωρήσω αυτή τη φορά».
Κεφάλαιο 19 Ο Γκάρικ τράβηξε τα χαλινάρια του επιβήτορα, σταματώντας τον για να πάρει μια ανάσα στην κορφή ενός μικρού λόφου. Ξεπέζεψε και πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μπερδεμένα μαλλιά του. Στάθηκε με στητούς ώμους και κοίταξε ψηλά τα φώτα του Βορρά να λαμπυρίζουν στον κατά τα άλλα μαύρο ουρανό, αυτά τα μυστηριώδη χρώματα που ρίχνουν ένα αλλόκοτο φως στον κόσμο. Κ άλπαζε για το μεγαλύτερο κομμάτι της ημέρας, κάποιες στιγμές χωρίς καν να ξέρει πού βρισκόταν, αφήνοντας το μεγαλειώδες άτι του ελεύθερο να τον πάει όπου ήθελε. Κ ι όμως, ακόμα δεν είχε βάλει κάποια τάξη στις ανάκατες σκέψεις του που βάραιναν όλες μαζί στο κεφάλι του από τότε που άφησε την αλαζονική Μπρένα. Η μοίρα της, αυτή που μόνη της είχε διαλέξει, κρεμόταν σαν μαύρο σύννεφο από πάνω του. Βλαστήμησε τον εαυτό του εκατό φορές για τα λόγια που ξεστόμισε μέσα στον θυμό του, λόγια που μπορούσαν θαυμάσια να κοστίσουν τη ζωή του κοριτσιού. Πώς γίνεται να ήταν τόσο ξεροκέφαλη; Κ αι μάλιστα για κάτι τόσο ασήμαντο; Μάλλον
έπρεπε να ενδώσει στην αρχική του παρόρμηση, να την είχε ξυλοκοπήσει. Αλλά πάλι, έφριττε στη σκέψη να χτυπήσει το όμορφο μουτράκι της. Τι θα έκανε αν επέστρεφε στην κάμαρά του και την έβρισκε ακόμα ερείπιο; Αν υποχωρούσε αυτή τη φορά, δεν θα κατάφερνε ποτέ να τιθασεύσει την κοπέλα. Κ ι αν δεν υποχωρούσε κανείς τους, μπορεί να της κόστιζε τη ζωή της… Ίσως, αν ήξερε περισσότερα για τον χαρακτήρα της, να μπορούσε να προβλέψει την αντίδρασή της. Αλλά υπήρχε κανείς να τον διαφωτίσει; «Ηλίθιε!» έβρισε τον εαυτό του. «Υπάρχουν κάποιοι που ξέρουν καλύτερα το ξεροκέφαλο θηλυκό που σου έλαχε». Ο Γκάρικ καβάλησε το άλογό του και κατευθύνθηκε για το σπίτι του πατέρα του. Λίγο μετά, μπήκε στην καπνισμένη σάλα του Άνσελμ και βρήκε τον πατέρα και τον αδερφό του απορροφημένους σε μια παρτίδα ζάρια. Η μητέρα του ήταν απασχολημένη ράβοντας. «Μπα, μπα! Τι φέρνει τον ζάπλουτο έμπορο στο ταπεινό καλύβι μας τόσο αργά τη νύχτα;» ρώτησε πειρακτικά ο Χιου όταν είδε τον Γκάρικ. «Θα περίμενα ότι χρειάζεσαι όλο τον χρόνο που σου περισσεύει για να μετράς τα πλούτη που στοίβαξες». «Μπα, φτάνει ο μισός», απάντησε ο Γκάρικ, αν και δεν είχε ιδιαίτερη διάθεση για χωρατά. «Ήρθα να κάνω μια κουβέντα με μία από τις καινούριες σκλάβες». «Μόνο κουβέντα θες να κάνεις;» ρώτησε ο Χιου,
κι έπειτα χτύπησε το χέρι στον μηρό του ξεσπώντας σε βροντερά γέλια. «Αρκετά, Χιου», επενέβη ο Άνσελμ. Στράφηκε στον μικρότερο γιο του χωρίς να κρύβει την περιέργειά του. «Ποια θες;» «Κ άποια συγγενή της Μπρένα», απάντησε. «Δεν με νοιάζει ποια». «Ε;» Ο Γκάρικ μόρφασε. «Πατέρα, βλέπω την ερώτηση στο πρόσωπό σου, αλλά μην την κάνεις. Οι δικές μου ερωτήσεις θέλουν απάντηση τώρα αμέσως». «Από συγγενή της Μπρένα;» επανέλαβε χαμογελώντας ο Άνσελμ. «Θες να τη μάθεις καλύτερα, ε;» «Ναι, θα ήθελα να ξέρω σε τι άκρα μπορεί να την οδηγήσει ο εγωισμός της», παραδέχτηκε. «Δεν καταλαβαίνω, Γκάρικ. Έχεις προβλήματα με το κορίτσι;» «Απορώ που με ρωτάς, ειδικά εσύ που εκθείαζες το πνεύμα της», απάντησε ο Γκάρικ. «Περίμενες πραγματικά ότι θα προσαρμοζόταν στην καινούρια της ζωή εδώ;» Ο Άνσελμ αναστέναξε. «Δηλαδή δεν σε ευχαριστεί η κοπελιά;» «Δεν έχω καταλήξει ακόμα αν η ευχαρίστηση που μου προσφέρει στο κρεβάτι αξίζει τον πονοκέφαλο που μου προκαλεί έξω απ’ αυτό». «Δώσ’ τη σ’ εμένα», πετάχτηκε ο Χιου. «Εγώ θα ήξερα πώς να το χειριστώ το παλιοθήλυκο». «Εσύ θα τσάκιζες και το πνεύμα της μαζί με το
πείσμα της», επισήμανε ο Άνσελμ στον πρωτότοκό του. «Μια γυναίκα με πνεύμα αξίζει πραγματικά. Πρέπει να δαμαστεί με το μαλακό, όχι να τσακιστεί. Αχ, Γκάρικ, αν σου χαρίσει μια τέτοια γυναίκα την αφοσίωσή της είσαι ο πιο τυχερός άντρας του κόσμου». «Μιλάς εκ πείρας;» ρώτησε ο Γκάρικ με μια τρυφερή ματιά προς τη μητέρα του. «Ναι», αποκρίθηκε ο Άνσελμ, «αν και ξέρω ότι δεν μου αξίζει η αφοσίωση που μου χάρισε. Πήγαινε να πάρεις τις απαντήσεις σου, γιε μου. Οι γυναίκες είναι έξω, στο πίσω μέρος». Όταν ο Γκάρικ έφυγε από τη σάλα, ο Άνσελμ στράφηκε στον πρωτότοκο γιο του κουνώντας το κεφάλι του. «Ο αδερφός σου φαίνεται πολύ σκοτισμένος». «Μακάρι να είχα εγώ τις σκοτούρες του». Ο Χιου χαμογέλασε, αλλά ο Άνσελμ δεν βρήκε τίποτα αστείο στην κατάσταση.
•
Η Κ ορντέλα έσπευσε να απαντήσει στο επιτακτικό χτύπημα στην πόρτα, προτού ξυπνήσει ο σαματάς και τις άλλες γυναίκες. Φανταζόταν πως ήταν ο Χιου, γιατί τον περίμενε. Τις τελευταίες μέρες δεν είχε περάσει καθόλου να τη δει. Είχε μάθει καλά τις ερωτικές προτιμήσεις αυτού του Βίκινγκ στο
σύντομο διάστημα που ήταν εδώ. Ήξερε τι περίμενε απ’ αυτήν –αντίσταση και πάλι αντίσταση− κι έπαιζε τον ρόλο της χωρίς δυσκολία. Αν ήθελε να υλοποιηθούν τα σχέδιά της, έπρεπε οπωσδήποτε να διατηρεί ζωντανό το ενδιαφέρον του Βίκινγκ για αυτήν. Ο Χιου Χάαρντραντ έπρεπε να πιστέψει ότι ήταν ο πατέρας του παιδιού που υποψιαζόταν ότι κυοφορούσε. Θα του χάριζε έναν γιο, εξασφαλίζοντας έτσι το μέλλον της. Η λιγόψυχη γυναίκα του θεωρούνταν στείρα· το είχε μάθει από την Ελοΐζ, όπως και ότι ο Χιου δεν είχε ακόμα εξώγαμα παιδιά. Ποιος ξέρει, αν κατάφερνε να τον εξαπατήσει, μπορεί και γυναίκα του να γινόταν μια μέρα. Ήξερε ότι το παιδί δεν μπορούσε να είναι του Χιου, αλλά θα έπαιρνε όρκο πως ήταν, και θα συμφωνούσε και η μητέρα του, γιατί σκόπιμα η Κ ορντέλα της είχε παραπονεθεί εκτενώς για τα βάσανα που υπέμεινε διασχίζοντας τον ωκεανό και πόσο τα χειροτέρευαν οι κράμπες της εμμηνόρροιάς της. Ναι, είχε την εξυπνάδα να προβλέψει. Αυτή τουλάχιστον δεν θα περνούσε τόσο τρομερά εδώ. Πρόσεξε να μη φαίνεται υπερβολικά ανήσυχη όταν άνοιξε την πόρτα. Δεν ήταν ο Χιου που στεκόταν εκεί στην παγωνιά, αλλά ο αδερφός του ο Γκάρικ. Τον είχε ξαναδεί παλιότερα, όταν ήρθε να επισκεφτεί τον πατέρα του, και είχε μαγευτεί από την ομορφιά του. Ήταν εκπληκτικός άντρας, πολύ πιο όμορφος από τον Χιου. Παρ’ όλα αυτά, ο Χιου θα γινόταν ο αρχηγός της φατρίας μια μέρα, με
δύναμη και πλούτο, κι έτσι έμπαινε τέλος στη δίλημμά της. «Είσαι η αδερφή της Μπρένα;» τη ρώτησε ο Γκάρικ. Στο αργό καταφατικό της νεύμα, συνέχισε αγριωπά: «Τότε θα ήθελα να πούμε δυο λόγια, κυρά. Θα περπατήσεις λίγο μαζί μου;» Η Κ ορντέλα τύλιξε τα μπράτσα στους ώμους της, ανατριχιάζοντας καθώς ο παγωμένος αέρας ανάδεψε την τραχιά φούστα της. «Να ρίξω κάτι πάνω μου». «Άσε», της είπε. Έβγαλε το βαρύ γούνινο μανδύα που φορούσε και τον έριξε στους ώμους της. «Βιάζομαι». Εκείνη δαγκωνόταν ξεμακραίνοντας μαζί του από το σπίτι που μοιραζόταν με τις υπόλοιπες σκλάβες. Ανησυχούσε λίγο μήπως την ποθούσε αυτός ο Βίκινγκ και την ξεμονάχιαζε για να τη χρησιμοποιήσει για την ηδονή του. Αν και πιθανότατα θα ευχαριστιόταν την εμπειρία, δεν βόλευε καθόλου τα σχέδιά της. Δεν είχε πλαγιάσει με κανέναν άλλο πέρα από τον Χιου από τότε που πάτησε το πόδι της στη στεριά, κι εκείνος τη διεκδίκησε για δική του. «Έχω ένα πρόβλημα, κυρά», άρχισε ο Γκάρικ όπως περπατούσαν αργά μέσα στον οικισμό. «Θέλω τη βοήθειά σου, αν μπορείς να μου τη δώσεις». Συνέχισε εξηγώντας τη συμπεριφορά της Μπρένα και την πεισματάρικη άρνησή της να τον υπηρετεί, καταλήγοντας στην τελευταία τους σύγκρουση το ίδιο πρωί. «Θα ήθελα να ξέρω αν θα φανεί το ίδιο ξεροκέφαλη και σ’ αυτή την περίσταση. Τόσο λίγο
εκτιμά τη ζωή της;» Η Κ ορντέλα ήθελε να γελάσει, αλλά δεν τόλμησε. Ώστε η Μπρένα δεν είχε αλλάξει χαρακτήρα, όπως άλλωστε το περίμενε. Ο Βίκινγκ έδειχνε πραγματική ανησυχία, που δεν της άξιζε στο ελάχιστο. Ίσως τελικά υπήρχε τρόπος να πραγματώσει την εκδίκησή της, σκέφτηκε μοχθηρά η Κ ορντέλα. «Κ λασική Μπρένα», απάντησε τελικά. «Αλλά δεν θα έκανε ποτέ κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της», πρόσθεσε. «Κ ι όμως, έδωσε μάχη ενάντια στον πατέρα μου όταν εισέβαλε στον πύργο σας. Τότε σίγουρα ρίσκαρε τη ζωή της». «Η Μπρένα δεν πίστεψε στιγμή ότι μπορεί να πάθαινε κακό εκείνη τη μέρα», εξήγησε η Κ ορντέλα επιστρατεύοντας όλη της την πειστικότητα. «Υπέθετε ότι εσείς οι Βίκινγκς δεν θα σκοτώνατε γυναίκα. Όσο για την ξεροκεφαλιά της, είναι τέχνασμα για να δει πόσα μπορεί να αποκομίσει. Θεωρεί ότι είναι πολύ σπουδαία για να καταπιάνεται με χαμαλοδουλειές, είναι τεμπέλα, και θα χαιρόταν αν δεν χρειαζόταν να κουνήσει ούτε το μικρό της δαχτυλάκι για οτιδήποτε. Όλη της τη ζωή είχε υπηρέτες να την περιποιούνται». «Δούλευε στον στάβλο μου», διαφώνησε ο Γκάρικ. «Λέει ότι μόνο γυναικείες δουλειές δεν θέλει να κάνει». «Την είδες να κάνει η ίδια τη δουλειά;» τον ρώτησε. «Ή τούμπαρε κάποιον άλλο να την κάνει στη θέση της; Μπα, τα ίδια έκανε και στο σπίτι.
Περίμενε απ’ όλους να την υπηρετούν, ακόμα κι απ’ τους δικούς της ανθρώπους, ενώ η ίδια περνούσε τον χρόνο της γλεντώντας με τους χωρικούς και βάζοντάς τους σε πειρασμό να απατήσουν τις γυναίκες τους». «Είναι πολύ διαφορετική η Μπρένα που περιγράφεις, όχι αυτή που ξέρω ότι αποφεύγει τους άντρες». «Αυτό θέλει να πιστέψεις», συνέχισε η Κ ορντέλα. «Όχι, η πραγματική Μπρένα είναι μια γητεύτρα με καρδιά πόρνης. Ξέρει ότι είναι όμορφη και θέλει να ρίχνει κάθε άντρα που γνωρίζει στα δίχτυα της γοητείας της. Ούτε τον άντρα μου δεν εξαίρεσε. Τον ξελόγιασε». «Μα ήταν παρθένα!» Η Κ ορντέλα χαμογέλασε. «Είναι ακόμα;» Είδε το πρόσωπό του να σκοτεινιάζει, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να προσθέσει: «Αν τη θέλεις μόνο δική σου, Βίκινγκ, σε συμβουλεύω να έχεις τον νου σου, γιατί δεν θα αρκεστεί ποτέ σε έναν μόνο άντρα. Την ξέρω καλά την αδερφή μου». «Δεν είπα ότι τη θέλω δική μου, κυρά», απάντησε απότομα εκείνος. Ο Γκάρικ έφυγε από τον πατέρα του πιο χολωμένος και μπερδεμένος απ’ ό,τι ήταν όταν ήρθε. Τα λόγια της Κ ορντέλα δεν του κάθονταν καλά, κι έφτασε στο σπίτι του σε πολύ κακή διάθεση. Λίγα λεπτά αργότερα, στεκόταν μπροστά στην πόρτα της κάμαράς του. Δίστασε για μια στιγμή, διερωτώμενος τι τον περίμενε μέσα. Κ ρατώντας τον
δίσκο με το φαγητό στο ένα του χέρι, άνοιξε την κλειδαριά με το άλλο και μπήκε. Ο Σκύλος ήρθε αμέσως να τον υποδεχτεί κουνώντας την ουρά του. «Πήγαινε, Σκύλε», είπε ο Γκάρικ, «κάτω είναι το φαγητό σου». Περίμενε μέχρι να βγει ο ποιμενικός στον διάδρομο, κι έπειτα έκλεισε την πόρτα με το πόδι του. Στο ράφι του τζακιού έκαιγε ένα μοναδικό κερί, αλλά στο αχνό φως μπορούσε να δει ότι η κάμαρα ήταν τακτοποιημένη. Κ οίταξε απορημένος πιο μέσα, μέχρι που είδε την Μπρένα να κάθεται σε μια καρέκλα, με το βλέμμα της καρφωμένο στη φωτιά. Άφησε τον δίσκο στο τραπέζι και στάθηκε κοντά της. Την κοίταξε συλλογισμένος, προσπαθώντας για πολλοστή φορά να ζυγίσει κατά πόσο αλήθευαν τα λόγια της αδερφής της. Μπορεί να έπαιζε η Μπρένα μαζί του; Κ αι γιατί θα έλεγε ψέματα η αδερφή της; «Γιατί άργησες τόσο;» ρώτησε η Μπρένα. «Έχω πεθάνει από την πείνα». Εκείνος αναρωτήθηκε χολωμένα αν τακτοποίησε την κάμαρα μόνο όταν άρχισε να διαμαρτύρεται το στομάχι της. «Ναι, είναι αργά», συμφώνησε. Έριξε μερικά κούτσουρα στη φωτιά κι έπειτα ίσιωσε την πλάτη του και περίμενε να αρχίσει η επίθεση. Αφού πέρασαν μερικά λεπτά, ο Γκάρικ την κοίταξε εξεταστικά και πλησίασε στο τραπέζι να καθίσει μαζί της, νιώθοντας κι αυτός την πείνα του. Η Μπρένα ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της όσο έτρωγαν, με μια βαθιά ζάρα να αυλακώνει το μέτωπό της.
«Σε καθυστέρησαν, λοιπόν;» τον ρώτησε τελικά. «Όχι, απλά ξέχασα ότι θα περίμενες να γυρίσω», της απάντησε μάλλον εριστικά. Το γέλιο της, που ξέσπασε ξαφνικά, τον άφησε σε πλήρη σύγχυση. «Ωραία. Χαίρομαι που μπορείς να με ξεχνάς τόσο εύκολα, Βίκινγκ». «Γιατί έτσι;» «Γιατί όχι;» ανταπέδωσε την ερώτηση χαμογελώντας. «Λες να θέλω να με καταριέσαι μέσα στο κεφάλι σου; Δεν ξέρω καθόλου πώς σκέφτεσαι, αλλά, είτε για καλό είτε για κακό, δεν θέλω για κανένα λόγο να βαραίνω το μυαλό σου». «Παράξενο τρόπο έχεις να το αποδεικνύεις, κυρά μου, με τη μέχρι τώρα στάση σου», γρύλισε εκείνος. «Ώστε με είχες στο μυαλό σου τελικά;» ρώτησε αθώα, με πειρακτικό τόνο. «Λυπάμαι, Γκάρικ. Υποθέτω ότι πρέπει να αλλάξω συμπεριφορά, τότε». Εκείνος παράτησε το φαγητό του και την κάρφωσε με μια σκληρή ματιά. «Τι παιχνίδι παίζεις, κοπελιά;» «Κ ανένα παιχνίδι». «Να συμπεράνω ότι θα με υπηρετείς στο εξής;» ρώτησε κατάπληκτος από την απότομη μεταστροφή. «Ναι, αυτό δεν ήθελες; Υποτάσσομαι στη θέλησή σου, Γκάρικ. Πώς νιώθεις που κέρδισες αυτή τη νίκη;» Για κάποιο λόγο αισθανόταν ηττημένος, αλλά δεν θα της το ομολογούσε. «Χαίρομαι που επιτέλους βρήκες τα λογικά σου».
«Σάμπως μου άφησες επιλογή;» ανταπέδωσε με μια δόση πικρίας. Ο Γκάρικ την κοίταζε να τρώει, αποφεύγοντας το βλέμμα του. Η μεταστροφή της εξακολουθούσε να του φαίνεται ανεξήγητη. Μετά από τόσο σθεναρή αντίσταση, μετά την αψηφισιά με την οποία στάθηκε μπροστά στην υψωμένη γροθιά του, θα περίμενε να αντέξει τουλάχιστον κάποιες μέρες χωρίς τροφή πριν υποχωρήσει τελικά. Να ήταν εξαρχής ένα τέχνασμα, όπως είχε πει η αδερφή της, για να δει πόσα μπορούσε να κερδίσει; «Η κάμαρά σου είναι τακτοποιημένη, Γκάρικ», είπε η Μπρένα διακόπτοντας τις σκέψεις του. «Κ αι η ρόμπα σου διορθωμένη». Παραμέρισε το άδειο πιάτο της και σηκώθηκε. «Αν δεν με χρειάζεσαι άλλο απόψε, έχω την άδειά σου να γυρίσω στο σπιτάκι των γυναικών;» Εκείνος δίστασε, καρφώνοντας τα λαμπερά μάτια του στα δικά της. «Όχι». «Ε; Τι άλλο υπάρχει να κάνω, λοιπόν;» «Δεν υπάρχει τίποτα, κυρά, αλλά δεν θα μένεις πια με τις άλλες. Από τώρα και στο εξής θα κοιμάσαι στο δωμάτιο που χρησιμοποιεί η Γιάρμιλ όταν λείπω. Είναι απέναντι από το δωμάτιο ραπτικής». «Γιατί;» τον ρώτησε κοφτά, ενώ τα μάτια της σκοτείνιασαν και έβαλε τα χέρια στη μέση της. Τα φρύδια του υψώθηκαν ερωτηματικά, κι υπήρχε μια νότα σαρκασμού στον τόνο του όταν απάντησε: «Νόμιζα ότι θα υποτασσόσουν στη
θέλησή μου, κυρά μου. Ψέματα το είπες;» «Όπως επιθυμείς», του είπε με ήρεμο τόνο που διέψευδε η άκαμπτη στάση του σώματος και η οργή που σπίθιζε στα μάτια της. Κ αι μ’ αυτό, έφυγε από το δωμάτιο με ψυχρή αξιοπρέπεια, αφήνοντάς τον να αναρωτιέται για ποιο λόγο την ήθελε σε απόσταση αναπνοής.
Κεφάλαιο 20 Η Μπρένα μπήκε στο μαγειρείο με κουρασμένα, κόκκινα μάτια, γιατί είχε κοιμηθεί ελάχιστα στη διάρκεια της νύχτας. Η Τζέινι ήταν απασχολημένη στο τραπέζι, κόβοντας ένα μοσχαρίσιο μπούτι για βραστό. Ήταν όμορφη με καθαρή γκρίζα καμιζόλα και τα χαλκόχρωμα μαλλιά της πιασμένα όμορφα στη βάση του λαιμού της. Φαινόταν ήρεμη και φρέσκια, κι η Μπρένα ένιωσε ακόμα πιο καταβεβλημένη σε σύγκριση μαζί της. Ο Σκύλος σήκωσε το κεφάλι του όταν την είδε κι άφησε τη θέση του δίπλα στον λάκκο με τη σούβλα. Ήρθε να σκουντήσει το χέρι της με το μουσούδι του, μέχρι που τον χάιδεψε. Κ ουνώντας ικανοποιημένος την ουρά του, ο τεράστιος ποιμενικός γύρισε στο χαλάκι του. «Κ αλημέρα», είπε τελικά η Μπρένα, για να τραβήξει την προσοχή της Τζέινι. «Αχ, Μπρένα!» αναφώνησε χαρούμενα εκείνη. «Μα τον φιλεύσπλαχνο Θεό, δεν ξέρεις πόσο ανησυχήσαμε για σένα. Όταν σε κλείδωσε μέσα ο αφέντης, δεν ξέραμε τι να σκεφτούμε. Δεν τολμούσαμε να τον ρωτήσουμε, γιατί είναι πολύ
κακότροπος τελευταία». «Δεν του άρεσε που δούλευα με τον Έριν. Ούτε που έβγαινα για ιππασία», πρόσθεσε. «Προτιμούσε να δουλεύω εδώ. Εγώ έφταιγα που με κρατούσε περιορισμένη στην κάμαρά του, επειδή αρνιόμουν να κάνω αυτό που ήθελε». «Αλλά τώρα συμφώνησες», είπε η Τζέινι. «Ο αφέντης Γκάρικ είπε το πρωί ότι στο εξής θα μας βοηθάς στις δουλειές». «Ναι, σωστά». «Δεν ακούγεσαι ευχαριστημένη», παρατήρησε η Τζέινι. «Δεν είναι τόσο πολλή η δουλειά, Μπρένα, αλήθεια». «Δεν εναντιώνομαι στη δουλειά, Τζέινι, αλλά στο ότι ο Γκάρικ θέλει να τον υπηρετώ σαν σκλάβα, ενώ ήμουν προετοιμασμένη να τον υπηρετώ ως σύζυγος. Αυτό με κατατρώει, το ότι πρέπει να του υποταχθώ χωρίς το πλεονέκτημα του γάμου». «Τότε προσποιήσου ότι δεν είναι αυτός που θα παντρευόσουν», πρότεινε η Τζέινι. Η Μπρένα χαμογέλασε. «Αμφιβάλλω ότι θα βοηθούσε πολύ». Σερβίρισε μια γαβάθα χυλό βρόμης από μια μικρή χύτρα πάνω στη φωτιά και ξαναγύρισε στο τραπέζι. «Είπες ότι δεν υπάρχει πολλή δουλειά. Τότε γιατί ήσουν τόσο κουρασμένη συνέχεια όταν πρωτοήρθα εδώ;» Η Τζέινι κατσούφιασε. «Ήταν τότε που έμενε εδώ η Γιάρμιλ, όπως κάνει όποτε λείπει ο Γκάρικ. Δεν έχει δικούς της σκλάβους και χαίρεται την εξουσία που έχει πάνω μας. Κ ι είναι γυναίκα που δεν υποφέρει
την απραξία. Μπορεί να μας έβαζε να καθαρίσουμε μια κάμαρα που ήταν ήδη πεντακάθαρη, μόνο και μόνο για να μην καθόμαστε. Ευτυχώς που έρχεται μόνο μία ή δύο φορές τη βδομάδα όταν είναι εδώ ο Γκάρικ». «Εκείνος ξέρει πόσο σκληρή επιστάτρια είναι;» ρώτησε η Μπρένα. «Όχι, αλλά δεν θα ωφελούσε να του το πούμε. Κ ατά μία έννοια, η Γιάρμιλ είναι οικογένεια. Ο εξώγαμος γιος της είναι ετεροθαλής αδερφός του Γκάρικ». «Κ ατάλαβα». «Κ ι επίσης, είναι η μόνη εδώ που δεν έχει οικογένεια ή κτήμα να φροντίζει, κι έτσι ο αφέντης τη χρειάζεται. Άλλοι έχουν μια σύζυγο να αφήνουν να προσέχει το σπιτικό τους όσο λείπουν, ο Γκάρικ έχει τη Γιάρμιλ». «Άρα θα το σκεφτόταν διπλά πριν την επιτιμήσει για τη σκληρότητά της». «Ναι, έτσι νομίζω». «Μα είναι απαράδεκτο!» εξανέστη η Μπρένα. «Νομίζω ότι πρέπει να ενημερωθεί για την κατάσταση». «Δεν είναι τόσο φοβερό, Μπρένα. Περισσότερο καιρό είναι στο σπίτι απ’ όσο λείπει. Εκτός από τον περασμένο χειμώνα, φυσικά. Που δεν προβλέπεται να ξαναγίνει. Εξάλλου, δεν απαιτεί πολλά από εμάς όταν είναι εδώ, μόνο να τον υπηρετούμε σύμφωνα με τις ανάγκες του, και όταν έχει καλεσμένους, να τους δείχνουμε σεβασμό».
«Κ αι να ικανοποιείτε κάθε τους επιθυμία», πρόσθεσε με απροκάλυπτη απέχθεια. Η Τζέινι χαμογέλασε. «Αχ, είναι ερωτύλοι αυτοί οι Βίκινγκς». «Ακόλαστοι μπάσταρδοι είναι!» είπε η Μπρένα φτύνοντας τις λέξεις με περιφρόνηση. «Σκλάβα θα γίνω, αλλά όχι απ’ αυτή τη σκοπιά. Ας με αφήσει να λιμοκτονήσω αν θέλει, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να γίνω πόρνη του!» «Σε άφησε νηστικιά;» «Όχι, αλλά με απείλησε», παραδέχτηκε. «Παίζει βρόμικα». «Ίσως δεν χρειάζεται να ανησυχείς», την καθησύχασε η Τζέινι. «Όταν έρθουν καλεσμένοι, μπορείς να κρυφτείς, όπως την άλλη φορά. Έρχονται στο σπιτάκι για να μας βρουν, αλλά εσύ θα μπορούσες να μείνεις στο δωμάτιο ραπτικής πάλι». «Δεν θα ξαναγυρίσω στο σπίτι», είπε η Μπρένα, απορώντας ακόμα για τον λόγο. «Ο Γκάρικ με διέταξε να μείνω στην κάμαρα της Γιάρμιλ». Η Τζέινι χαμογέλασε. «Τελικά ίσως δεν χρειάζεται να ανησυχείς καθόλου. Φαίνεται ότι ο Γκάρικ θέλει να σε κρατήσει για τον εαυτό του». «Μπα, αν ήταν έτσι θα υπέφερα τα πάνδεινα αυτή την εβδομάδα στην κάμαρά του, αλλά είχα την ησυχία μου. Δεν δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα απ’ αυτή την άποψη». «Δεν σε πήρε ακόμα;» ρώτησε έκπληκτη η Τζέινι. Η Μπρένα κοκκίνισε σαν παντζάρι. «Ναι, αλλά
μόνο δύο φορές», απάντησε αμήχανα. «Κ αι σίγουρα θα το μετανιώσει αν το ξαναδοκιμάσει!» «Μάλλον θα περάσει καιρός ως τότε», παρατήρησε η Τζέινι. «Βάζει τα δυνατά του να αποκλείσει τις γυναίκες από τη ζωή του, τόσο ανάξιες εμπιστοσύνης τις θεωρεί. Κ ι αν αναλογιστείς την αιτία γι’ αυτό, ίσως καταλάβεις γιατί είναι τόσο βαρύθυμος τελευταία. Η Μόρνα επέστρεψε». «Επέστρεψε;» «Ναι, πριν από λίγες μέρες. Ο Πέριν μου το είπε. Φαίνεται ότι ο πλούσιος σύζυγός της πέθανε από φθίση. Γύρισε στην οικογένειά της σαν πλούσια χήρα. Κ ι αυτό μόνο προβλήματα μπορεί να σημαίνει». «Γιατί έτσι;» Η Τζέινι συνοφρυώθηκε. «Ο Πέριν πιστεύει ότι έχει βάλει σκοπό να διεκδικήσει ξανά τον Γκάρικ». Η Μπρένα έμεινε άκαμπτη. «Κ αι γιατί θα τη δεχόταν αυτός;» «Ήταν η πρώτη του αγάπη, και δεν ξεχνιέται εύκολα. Αλλά στ’ αλήθεια τον πλήγωσε πολύ», απάντησε η Τζέινι, κι έπειτα ανασήκωσε τους ώμους. «Εγώ νομίζω ότι θα ήταν ανόητος να την ξαναδεχτεί μετά απ’ ό,τι του έκανε. Αλλά πάλι, ποιος ξέρει τι έχει στην καρδιά του ένας άντρας;» «Μόνο ο ίδιος, και πολλές φορές ούτε καν αυτός», μουρμούρισε η Μπρένα πικρόχολα. Θα έδινε τα πάντα για να ξέρει τις σκέψεις του Γκάρικ. Η Τζέινι και η Μπρένα πέρασαν το υπόλοιπο πρωί και το απομεσήμερο κάνοντας την μπουγάδα. Η
Μπρένα ανέλαβε το τρίψιμο, ενώ η Τζέινι κρατούσε το νερό σε θερμοκρασία βρασμού στον πελώριο κάδο δίπλα στο σπίτι και μετά κρεμούσε τα ρούχα για να στεγνώσουν. Η Μπρένα έτριβε με κακία τα ρούχα του Γκάρικ στην ανάγλυφη σανίδα της μπουγάδας, τα οποία η ίδια θα έπρεπε να μπαλώσει μετά. Μια και δεν ήταν αρκετές οι ώρες ηλιοφάνειας, τα ρούχα δεν στέγνωναν με τη βοήθεια του ήλιου, αλλά έπρεπε να στραγγιστούν καλά και να κρεμαστούν στον παγωμένο άνεμο. Είχε πέσει πια ο ήλιος όταν τα μάζευαν, και τότε ήταν που η Μπρένα είδε για πρώτη φορά τα «φώτα του Βορρά». Αρχικά τρομοκρατήθηκε από την παράξενη, άμορφη μαρμαρυγή, μέχρι που η Τζέινι της εξήγησε ότι το πρασινοκίτρινο φως εμφανιζόταν συχνά στον ουρανό. Κ ι επίσης την προειδοποίησε ότι το φως έπαιρνε διάφορες αποχρώσεις και κάποιες φορές γινόταν άσπρο. Οι πιο όμορφες αποχρώσεις ήταν γαλάζιες, κόκκινες ή ακόμα και βιολετί. Η Μπρένα έμεινε αποσβολωμένη, δεν χόρταινε να το βλέπει. Αυτός ο τόπος με τα πολλά μυστήρια, τόσο διαφορετικός από την πατρίδα της, ήταν ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος.
•
Ήταν αργά όταν ο Γκάρικ γύρισε τελικά για το δείπνο. Το βλέμμα της Μπρένα τράβηξε αμέσως το
λεκιασμένο με αίμα παντελόνι του, με το έντονο κόκκινο να ξεχωρίζει πάνω στο καφετί δέρμα ελαφιού, κι έπειτα ανέβηκε ερωτηματικά στο πρόσωπό του. «Δεν ήξερα πως είχες εχθρούς στον τόπο σου», είπε ανήσυχα, με φωνή που έτρεμε ελαφρά. «Έχω, αλλά δεν συνάντησα κάποιον σήμερα», απάντησε, και οι γωνίες των χειλιών του ανασηκώθηκαν σε ένα αργό χαμόγελο. «Δυστυχώς θα σε απογοητεύσω, κοπελιά – το αίμα δεν είναι δικό μου, αλλά της ελαφίνας που γδέρνει τώρα ο Έιβερι». «Ο Έιβερι;» «Άλλος ένας σκλάβος μου». Η αχρείαστη υπενθύμιση της θέσης της δεν πέρασε απαρατήρητη από την Μπρένα. Τα μάγουλά της πήραν φωτιά, τα ασημόγκριζα μάτια της σπίθισαν. «Προφανώς τα έκανες μαντάρα όπως τη θανάτωνες», παρατήρησε δηκτικά, με το βλέμμα της καρφωμένο στους λεκέδες αίματος. «Δεν ξέρεις ότι ένα βέλος στο κεφάλι δημιουργεί καθαρότερο τραύμα κι εξασφαλίζει καλύτερο δέρμα;» Εκείνος έβαλε τα γέλια. «Πρώτα στοιχηματίζεις ότι ξέρεις από άλογα καλύτερα από μένα. Τώρα μου μαθαίνεις τεχνικές του κυνηγιού. Πότε θα σταματήσεις να με εκπλήσσεις, Μπρένα;» Αυτό την κλόνισε για μια στιγμή. Δεν της άρεσε να την προσφωνεί με το βαφτιστικό της. Μόνο μία φορά το είχε ξανακάνει, και ήταν σε μια πολύ
τρυφερή στιγμή. «Το φαγητό σου σε περιμένει», είπε στεγνά, ανυπομονώντας να βρεθεί μακριά του το συντομότερο δυνατό. «Πού θέλεις να δειπνήσεις;» «Αυτό σημαίνει ότι θα μου σερβίρεις εσύ;» τη ρώτησε, ενώ το βλέμμα του ταξίδευε στο κορμί της πολύ πιο τολμηρά απ’ όσο της άρεσε. «Πού είναι οι άλλες;» «Ίσως δεν κατάλαβες πόσο αργά είναι, Βίκινγκ», ήρθε η εριστική απάντηση. «Οι άλλες αποσύρθηκαν για τη νύχτα». «Κ ι εσύ έμεινες και με περίμενες υπομονετικά;» Ήταν πίσω της τώρα κι έβγαζε τον βαρύ γούνινο μανδύα του. «Η αλλαγή σου είναι πραγματικά αξιοσημείωτη, Μπρένα. Παραξενεύομαι που δεν έπεσες για ύπνο, αφήνοντας άλλες να καλύψουν τις ανάγκες μου. Μήπως λαχταράς τη συντροφιά μου;» «Α!» έκανε και πετάχτηκε όρθια για να τον αντικρίσει. «Επαρμένο κωθώνι! Κ αλύτερα θα περνούσα την ώρα μου με γάιδαρο που γκαρίζει παρά μ’ εσένα!» Ετοιμάστηκε να φύγει από την κάμαρα, αλλά μια κοφτή διαταγή την πάγωσε στα μισά ενός βήματος. «Δεν σου έδωσα την άδεια να αποχωρήσεις, κυρά!» Στράφηκε έξω φρενών προς το μέρος του, αλλά έτριξε τα δόντια της και περίμενε βουβή τη συνέχεια. Το περιπαικτικό χαμόγελο που χαράχτηκε στα χείλη του της ανέβασε το αίμα στο κεφάλι. Το διασκέδαζε ο άθλιος! «Θα μου σερβίρεις το δείπνο μου», της είπε ξερά.
«Αλλά πρώτα θα ετοιμάσεις νερό για το μπάνιο μου». «Μπάνιο; Τώρα;» τον ρώτησε δύσπιστα. Βόγκηξε στο καταφατικό του νεύμα. Της είχαν κοπεί τα χέρια από το τρίψιμο και το στύψιμο ασυνήθιστη όπως ήταν στη συγκεκριμένη δουλειά, με το καυτό νερό και το δυνατό σαπούνι. Κ αι τώρα θα έπρεπε να κουβαλάει κουβάδες με νερό πάνω στην κάμαρά του; Δεν άντεχε ούτε να το σκεφτεί. «Γιατί διστάζεις;» τη ρώτησε ο Γκάρικ, διαβάζοντας τα αισθήματά της στο πρόσωπό της. «Δεν είναι τίποτα περίπλοκο να ετοιμάσεις ένα μπάνιο». «Τότε κάν’ το μόνος σου!» σφύριξε. «Εγώ δεν κουβαλάω νερό πάνω στην κάμαρά σου!» «Δεν σ’ το ζήτησα», απάντησε ατάραχα. «Θα κάνω εδώ το μπάνιο μου. Σε εξυπηρετεί αυτό;» Ήταν τέτοια η ανακούφισή της, ώστε μόλις συγκράτησε έναν στεναγμό. Αλλά προτίμησε να απαντήσει μ’ ένα στεγνό: «Όπως επιθυμείς». Πήρε δύο μεγάλους κουβάδες και βγήκε έξω, στον τεράστιο κάδο με το καθαρό βρόχινο νερό στο πλάι του σπιτιού. Ο παγωμένος άνεμος σήκωσε την καμιζόλα της κι έστειλε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά της. Η Μπρένα γέμισε τους κουβάδες και παραλίγο να τους ρίξει όταν οι λαβές έσκισαν τα ήδη γδαρμένα δάχτυλά της, καθώς τους έσερνε σχεδόν μέσα στο σπίτι. Στο μεταξύ, ο Γκάρικ είχε μεταφέρει τη βαρελοειδή μπανιέρα από τη θέση της, κάτω από τη
σκάλα, στο μαγειρείο κοντά στη φωτιά. Υποχώρησε και την κοιτούσε αμίλητος να αδειάζει το κρύο νερό στην μπανιέρα. Η ασυναίσθητη γκριμάτσα χάθηκε από το πρόσωπο της Μπρένα όταν ελάφρυναν ξανά οι κουβάδες. Ξαναβγήκε απρόθυμα από το ζεστό μαγειρείο έξω στο κρύο για να τους ξαναγεμίσει. Όταν γύρισε, βρήκε τον Γκάρικ να την περιμένει στην πόρτα. «Ετοίμασέ μου το φαγητό!» γάβγισε ανυπόμονα και της άρπαξε τους κουβάδες από τα χέρια. «Με τον ρυθμό σου, θα περιμένω όλη νύχτα για το μπάνιο μου!» Η Μπρένα έτρεξε στην εστία ευγνώμων για την ανυπομονησία του, αρνούμενη να παραδεχτεί ότι ήταν καλοσύνη. Χρειάζονταν πολλά δρομολόγια με τους κουβάδες για να γεμίσει η μπανιέρα ως τη μέση. Η ποσότητα νερού που κουβάλησε μέσα ο Γκάρικ ήταν πολύ μεγαλύτερη, αλλά η Μπρένα δεν είπε τίποτα. Έμεινε με την πλάτη προς το μέρος του και γέμισε μια ξύλινη πιατέλα με το βραστό που είχε μαγειρέψει νωρίτερα η Τζέινι. Ένα μεγάλο καρβέλι άζυμο ψωμί κι ένα μεταλλικό κύπελλο με μπίρα πήραν θέσεις στον δίσκο δίπλα στο φαγητό του, γιατί η Μπρένα δεν ήξερε πού θα ήθελε να φάει. Εκεί που βρισκόταν, πιθανότατα, αφού οι φωτιές στην κύρια σάλα κόντευαν να σβήσουν, καθιστώντας την αφιλόξενη. Κ αι δεν είχε σκεφτεί καν να ανάψει το τζάκι στην κάμαρά του – ούτε στη δική της, είναι η αλήθεια. Με τα καζάνια να έχουν κρεμαστεί για να
βράσουν πάνω στη φωτιά, ο Γκάρικ ήρθε στο τραπέζι και κάθισε στον μακρόστενο πάγκο μπροστά στο φαγητό του. Αυτή τη φορά, ήρθε η Μπρένα να σταθεί πίσω του, θαυμάζοντας τους τετράγωνους ώμους του, τη χρυσαφένια χαίτη που χυνόταν κυματιστά από τον λαιμό του, τα γυμνά, δυνατά μπράτσα όπου κυμάτιζαν σφιχτοδεμένοι μυς. Η Μπρένα τίναξε το κεφάλι για να βγει από την κατάσταση ύπνωσης σχεδόν που είχε μπει. Η θέα αυτού του άντρα ξεσήκωνε μέσα της κάτι που της ήταν αδύνατο να εξηγήσει, αλλά την τρόμαζε πολύ. «Εσύ έφαγες;» τη ρώτησε πάνω από τον ώμο του ο Γκάρικ. «Ναι, πάνε ώρες», μουρμούρισε. Η Μπρένα δαγκώθηκε, ενώ εκείνος συνέχιζε να τρώει. Το δείπνο του είχε σερβιριστεί και το μπάνιο του ήταν έτοιμο, κι ωστόσο, ήταν απρόθυμη να φύγει από τη ζεστασιά του μαγειρείου, κι ακόμα πιο απρόθυμη να μείνει εδώ και να κλωθογυρίζει στο μυαλό της τον αλλόκοτο τρόπο που την επηρέαζε απόψε η παρουσία του Γκάρικ. Έκανε τον γύρο του τραπεζιού για να σταθεί απέναντί του. «Μπορώ να φύγω τώρα… Γκάρικ; Θα ανάψω φωτιά στην κάμαρά σου πριν πάω για ύπνο». Εκείνος την κοίταξε έντονα για μια ατελείωτη στιγμή πριν απαντήσει. Το βλέμμα του άφησε το πρόσωπό της για να σταθεί στους στητούς λοφίσκους του στήθους της που ανεβοκατέβαιναν με κάθε ανάσα κάτω από το τραχύ ύφασμα της
καμιζόλας της. Από εκεί κατηφόρισε στην καμπύλη των μηρών της, που τονιζόταν από την προχειροφτιαγμένη ζώνη την οποία είχε δέσει σφιχτά στη μέση της. Το ρούχο της ήταν τραχύ και ασουλούπωτο, αλλά δεν κατάφερνε να κρύψει τη λυγερή ομορφιά της. «Λοιπόν;» τον ρώτησε σφιγμένα, αναψοκοκκινισμένη από την τολμηρή παρατήρησή του. Τα μάτια του συνάντησαν ξανά τα δικά της και χαμογέλασε αθώα. «Μπορείς να ανάψεις τη φωτιά στην κάμαρά μου, κυρά, αλλά μετά θέλω να γυρίσεις εδώ». «Γιατί;» Το χαμόγελό του βάθυνε τη σύγχυσή της. «Δεν είσαι εδώ για να αμφισβητείς τις εντολές μου, Μπρένα, αλλά για να τις εκτελείς χωρίς χρονοτριβή». Εκείνη κατάπιε τη θυμωμένη απάντηση που της ήρθε στον νου, προτιμώντας να βγει με βαριά βήματα από το μαγειρείο. Θα μάθαινε τον λόγο σε λίγο, προφανώς. Άναψε μια δυνατή φωτιά στην κάμαρα του Γκάρικ, κι έπειτα στη δική της, και κατέβηκε απρόθυμα στο μαγειρείο στο ισόγειο, αγκαλιάζοντας τα γυμνά μπράτσα της στην παγωμένη σκάλα. Είχε καθυστερήσει επίτηδες, κι όταν μπήκε στο μαγειρείο, ο Γκάρικ είχε τελειώσει το φαγητό του και είχε ήδη ρίξει το βραστό νερό μέσα στη μπανιέρα. Στεκόταν με την πλάτη του στη φωτιά κι έβγαζε
την πουκαμίσα του. Του είχε φέρει μια ρόμπα να φορέσει μετά το μπάνιο· κρεμόταν στον ώμο της. Βλέποντάς την, ο Γκάρικ χαμογέλασε και της πέταξε την πουκαμίσα του. «Βάλ’ τη να μουλιάσει πριν καταστραφεί τελείως», είπε. «Θα σου δώσω και τα υπόλοιπα σε μια στιγμή», πρόσθεσε, σκύβοντας να λύσει τις περικνημίδες που με κολλούσαν με τα χιαστί λουριά τους το παντελόνι στα πόδια του. Εκείνη τον φιλοδώρησε μια δολοφονική ματιά που πέρασε απαρατήρητη, κι έπειτα έριξε την πουκαμίσα του στον μοναδικό κουβά που είχε ακόμα νερό μέσα. Όταν ο Γκάρικ άρχισε να βγάζει το παντελόνι του, του γύρισε βιαστικά την πλάτη κοκκινίζοντας. Είχε υποθέσει ότι θα προτιμούσε να είναι μόνος για το μπάνιο του. Πώς τολμούσε να γδύνεται μπροστά της, ενώ εκείνη φορούσε όλα της τα ρούχα; Δεν ντρεπόταν καθόλου; «Ορίστε», είπε εκείνος πίσω της, αλλά η Μπρένα δεν γύρισε. «Τι σε βασανίζει, γυναίκα;» Όταν και πάλι δεν γύρισε, εκείνος γέλασε και άφησε το παντελόνι του να πέσει στα πόδια της. Η Μπρένα άκουσε τον παφλασμό του νερού όπως μπήκε στην μπανιέρα, και μόνο τότε μάζεψε το παντελόνι του και το έβαλε μέσα στον κουβά. Τελικά γύρισε επιφυλακτικά προς το μέρος του, με το βλέμμα της να μαγνητίζεται από το μπρούντζινο στέρνο του, τους σφιχτούς, νευρώδεις μυς κάτω από τις ξανθές τριχούλες του στήθους του, τα δυνατά του μπράτσα που σίγουρα μπορούσαν να στραγγίσουν τη ζωή από μια αρκούδα, αν
προέκυπτε η ανάγκη. «Θες να μου κάνεις παρέα, Μπρένα;» Το βλέμμα της φτερούγισε στο πρόσωπό του και κατάλαβε ότι την παρακολουθούσε τόση ώρα. Αναψοκοκκίνισε. «Όχι! Έκανα μπάνιο το πρωί!» Πράγματι, και μάλιστα είχε χρησιμοποιήσει την ίδια μπανιέρα, αφού της τη γέμισε ο Κ όραν, ο σκλάβος που βοηθούσε τις γυναίκες στις πιο βαριές δουλειές. Αλλά ο Γκάρικ απλά την πείραζε, δεν μπορεί να… «Αν δεν θες να μπεις μαζί μου, δεν μου τρίβεις την πλάτη;» Η Μπρένα είδε την ευθυμία στα μάτια του κι εξοργίστηκε. «Όχι, δεν σου τρίβω την πλάτη!» «Κ ι αν σε διατάξω;» «Τότε θα νιώσεις τα νύχια μου στην πλάτη σου, όχι το σφουγγάρι!» τον προειδοποίησε και συνέχισε την αντίστασή της. «Με υποχρέωσες να σε υπηρετώ με τους καθιερωμένους τρόπους. Μη με πιέζεις για παραπάνω, Βίκινγκ! Αν το παρακάνεις με αυτά που κέρδισες, θα τα χάσεις όλα!» «Άντε πάλι με απειλεί», αντέδρασε ο Γκάρικ με προσποιητή απόγνωση. «Άρα δεν άλλαξες τόσο ριζικά όσο με άφηνες να πιστεύω;» «Συμφώνησα να υπηρετώ στο σπίτι σου, αλλά όχι σε τόσο προσωπικό επίπεδο», ανταπέδωσε ατάραχα, παρότι τα μάτια της σκοτείνιαζαν από το μένος. «Μπορώ να φύγω τώρα;» Ο Γκάρικ αναστέναξε. «Ναι, φύγε. Ο Κ όραν θα αδειάσει το πρωί την μπανιέρα».
Η Μπρένα βγήκε βιαστικά από το μαγειρείο κι ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Μπήκε στην καμαρούλα της και βρόντηξε πίσω της την πόρτα. Το μετάνιωσε στη στιγμή, γιατί σίγουρα ο Γκάρικ θα άκουγε τον θόρυβο και θα γελούσε που την αναστάτωσε τόσο. Μα γιατί επέμενε να συνεχίζει αυτές τις μικρές αναμετρήσεις δυνάμεων; Θα επέμενε μέχρι να την κάμψει να εκτελεί πειθήνια κάθε του εντολή; Όχι! Αυτή η μέρα δεν θα ερχόταν ποτέ! Η Μπρένα έβγαλε την καμιζόλα της και την κρέμασε προσεκτικά πάνω στη μοναδική καρέκλα στην κάμαρα. Υπήρχε ένα μικρό σεντούκι στα πόδια του στενού κρεβατιού, αλλά ήταν άδειο, και δεν είχε τίποτα δικό της να βάλει μέσα. Η νυχτικιά και η μοναδική καμιζόλα που της είχε δοθεί ήταν από την αποθήκη κι ανήκε στα ρούχα των σκλάβων. Της είχαν δώσει ακόμα μια χτένα με κοκάλινη λαβή κι ένα ζευγάρι παπούτσια από μαλακό δέρμα που ήταν πολύ μεγάλα για τα μικρά της πόδια. Σπουδαία υπάρχοντα, σκέφτηκε μειδιώντας, αναλογιζόμενη πόσο περιφρονούσε τα υπέροχα φορέματα που είχε κάποτε στην κατοχή της. Φόρεσε τη νυχτικιά που είχε απλωμένη στο κρεβάτι της και μετάνιωσε αμέσως που την είχε πλύνει νωρίτερα, γιατί ήταν ακόμα πιο σκληρή από πριν. Τελικά κάθισε στο στρώμα, ξέπλεξε τα μακριά απαλά μαλλιά της και τα χτένισε, μέχρι που η μεταξένια στιλπνότητά τους αντανακλούσε τη λάμψη της φωτιάς. Τελικά, χώθηκε κάτω από το κεντημένο κάλυμμα του κρεβατιού και προσπάθησε
να κοιμηθεί. Αλλά ο ύπνος δεν ερχόταν κι η Μπρένα ήξερε τον λόγο. Δεν μπορούσε να χαλαρώσει μέχρι να σιγουρευτεί ότι ο Γκάρικ ήταν στο κρεβάτι του. Προσπάθησε να νανουριστεί με το τριζοβόλημα της φωτιάς, αλλά ήταν μάταιο. Το κορμί της ήταν σφιγμένο, άκαμπτο σαν σανίδα. Περίμενε για ένα διάστημα που της φάνηκε ώρες μέχρι να ακούσει την πόρτα κάτω στον διάδρομο να ανοίγει και να κλείνει. Γιατί ήταν τόσο σημαντικό να ξέρει ότι ο Γκάρικ είχε αποσυρθεί, πριν παραδοθεί κι η ίδια στον ύπνο; Όταν άνοιξε η πόρτα της, η Μπρένα πήρε την απάντηση. Πώς ήξερε πως εκείνος θα ερχόταν; Είχε αναγνωρίσει ενστικτωδώς την τολμηρή ματιά του νωρίτερα; Ο Γκάρικ στεκόταν στην πόρτα φορώντας μόνο την κοντή μεταξωτή ρόμπα που του είχε κατεβάσει. Με τη ζώνη δεμένη στη μέση, το ρούχο άφηνε ακάλυπτο ένα βαθύ V στο στήθος του. Οι σκιές από το τζάκι χόρευαν πάνω στα γυμνά πόδια του, στις μυώδεις γάμπες και στους σμιλεμένους μηρούς του. Μακριά, δυνατά πόδια που σύντομα θα βρίσκονταν ανάμεσα στα δικά της. Η Μπρένα κούνησε το κεφάλι της, σοκαρισμένη με την πορεία της σκέψης της. Δεν θα το επέτρεπε. Ο Γκάρικ είχε τη δύναμη, αλλά εκείνη τον ξεπερνούσε σε πονηριά. «Τι θέλεις, Γκάρικ;» τον ρώτησε με έναν βραχνό ψίθυρο.
«Εσένα», ήρθε η μονολεκτική απάντηση. Εκείνη στηρίχτηκε στον αγκώνα της, ενώ τα μαλλιά της έπεφταν σαν καταρράκτης στους ώμους της. «Υποθέτω ότι είναι μία από εκείνες τις φορές που έλεγες, όταν το σώμα σου ποθεί μια γυναίκα;» Το γρύλισμά του έδειχνε ότι δεν ευαρεστήθηκε με την ερώτηση. «Κ αλά θυμάσαι». «Γιατί να μη θυμάμαι; Στο κάτω κάτω, δεν είναι ο άντρας Γκάρικ που με θέλει, μόνο το σώμα του», είπε ανάλαφρα. «Θα με πάρεις εδώ ή προτιμάς το δικό σου κρεβάτι;» Εκείνος συνοφρυώθηκε, ξαφνιασμένος από την υποχωρητικότητά της. Τα αισθήματα της Μπρένα απείχαν εντελώς από την αταραξία που επιδείκνυε, αν και ο δισταγμός του βοήθησε κάπως. «Βλέπω ότι δεν μπορείς να αποφασίσεις, Γκάρικ. Λοιπόν, μια κι αυτό το κρεβάτι παραείναι μικρό για να σε χωρέσει, θα έρθω εγώ μαζί σου». Σηκώθηκε με χάρη από το κρεβάτι της, με ένα αισθησιακό χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλη της. Στάθηκε δίπλα του και ακούμπησε ανάλαφρα το χέρι της στο στήθος του. «Μήπως άλλαξες γνώμη; Πες το μου τώρα, πριν προχωρήσω άλλο». Η σαστιμάρα του για τη συναίνεσή της μετατράπηκε σε καχυποψία. «Όχι, δεν άλλαξα γνώμη». «Τότε έλα», του ψιθύρισε ξέπνοα και βγήκε πρώτη από την κάμαρα. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει στο στήθος της.
Ο Γκάρικ θα οργιζόταν μαζί της που τον ξεγέλασε, αλλά εκείνη δεν θα ήταν εκεί να υποστεί τις συνέπειες· ήταν αποφασισμένη να του ξεφύγει. Όταν έφτασε στη σκάλα, την κατέβηκε σαν να είχε φτερά στα πόδια της κι έτρεξε στην πίσω πόρτα. Έξω, στο σκοτάδι της νύχτας κάπου θα έβρισκε να κρυφτεί μέχρι να σβήσει ο θυμός και ο πόθος του. Αυτό που δεν είχε προβλέψει ήταν ότι ο Γκάρικ είχε κλειδώσει την πόρτα, και πριν προλάβει να την ξεαμπαρώσει, εκείνος ήταν πίσω της. Στρίγκλισε όταν τη σήκωσε στον αέρα και την έριξε πάνω στον ώμο του, κόβοντάς της την ανάσα, αλλά μόνο για μια στιγμή. Η Μπρένα κλοτσούσε και πάλευε μέχρι που παραλίγο να του πέσει από τα χέρια καθώς ξανανέβαινε τη σκάλα. Ένα γερό χτύπημα στα πισινά όχι μόνο δεν την πτόησε, αλλά αντίθετα, ενέτεινε την αντίδρασή της. Στην κάμαρά του, έκλεισε την πόρτα με μια κλοτσιά και την πέταξε σαν σακί στο κρεβάτι. Στάθηκε και την κοίταξε να συσπειρώνεται μακριά του στα πόδια του κρεβατιού, έτοιμη να πηδήξει αν της ριχνόταν. Ένα κυνικό μειδίαμα εμφανίστηκε στα χείλη του, αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση εναντίον της. «Από το ένα άκρο στο άλλο, ε;» παρατήρησε με τα χέρια στους γοφούς του. «Κ ι εγώ που νόμιζα ότι θα ισορροπούσες κάπου ανάμεσα». «Μιλάς με γρίφους», είπε επιφυλακτικά η Μπρένα, ευγνώμων που δεν ήταν πια τόσο εκνευρισμένος.
«Έτσι λες; Εξήγησέ μου την παράσταση που έδωσες πριν λίγα λεπτά. Τι σήμαιναν όλα αυτά, κυρά μου;» «Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς», απάντησε αγέρωχα. Εκείνος κούνησε το κεφάλι κι άφησε τα χέρια να πέσουν στα πλευρά του. «Έπρεπε να ξέρω καλύτερα από το να περιμένω ειλικρίνεια από μια γυναίκα. Έπρεπε να έχω καταλάβει ότι έπαιζες μαζί μου. Παραήσουν υποχωρητική, γεγονός που με ξάφνιασε, αλλά και πάλι, δεν περίμενα τερτίπια από σένα. Ούτε περίμενα να προσπαθήσεις να μου φύγεις σαν τρομαγμένη παρθένα. Τι παιχνίδι παίζεις, Μπρένα; Εξήγησέ μου τους κανόνες του». «Εγώ δεν παίζω παιχνίδια. Περιμένεις στ’ αλήθεια να σου ανοίξω παθητικά την αγκαλιά μου;» «Ναι, η τελευταία μας συνεύρεση με οδήγησε να πιστέψω ότι αυτό θα έκανες». Της χαμογέλασε αυτάρεσκα. «Ξιπασμένο τομάρι!» φώναξε εξαγριωμένη. «Ξέχασες ότι την περασμένη φορά μου είπες ψέματα; Είπες ότι δεν θα με εκμεταλλευόσουν, αλλά το έκανες. Κ αι μόνο η περιέργειά μου σου το επέτρεψε». Εκείνος γέλασε κοροϊδευτικά. «Δηλαδή ήταν η περιέργεια που σ’ έκανε να στραφείς με πάθος σ’ εμένα». «Λες ψέματα!» φώναξε. «Εσύ με ξύπνησες, Βίκινγκ, όχι εγώ εσένα!» «Αλλά δεν προσπάθησες να ξεφύγεις. Κ αι, μα τον
Θωρ, εσύ δεν με άφηνες να φύγω και με προκαλούσες αδιάντροπα να συνεχίσω. Το αρνείσαι;» Η Μπρένα ανασήκωσε κοφτά τους ώμους και χαμογέλασε πονηρά. «Ήταν ακατανόητο για σένα, ε; Βλέπεις, για σένα η πράξη είχε ολοκληρωθεί, αλλά για μένα υστερούσε». Αντιμέτωπη με το βλοσυρό του βλέμμα, έσπευσε να προσθέσει, «Δεν έφταιγες εσύ, πάντως. Απλώς μου πήρε περισσότερο να λύσω το μυστήριο». «Το μυστήριο;» «Ναι, να φτάσω στο τέλος, όπως εσύ. Να ανακαλύψω τι έκανε την πράξη τόσο επιθυμητή. Αμφισβητείς ακόμα την ειλικρίνειά μου, Βίκινγκ;» «Κ αι το απόλαυσες;» «Ναι, το παραδέχομαι». Την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Τότε γιατί στην οργή προσπάθησες να μου ξεφύγεις πριν από λίγο;» «Το ότι το απόλαυσα μία φορά, Βίκινγκ, δεν σημαίνει ότι το θέλω ξανά, όπως κάνετε για μια ζωή εσείς οι άντρες. Η περιέργειά μου ικανοποιήθηκε, άρα μπορώ μια χαρά χωρίς επανάληψη της πράξης». «Της πράξης!» γρύλισε ενοχλημένος. «Υπάρχει καλύτερη λέξη γι’ αυτό». «Ποια;» τον ρώτησε σαρκαστικά. «Σίγουρα όχι ερωτικό σμίξιμο, γιατί δεν υπήρχε έρωτας σ’ αυτό που κάναμε. Όχι για μένα, κι ακόμα λιγότερο για σένα. Εσύ, ο άντρας, ούτε καν συμμετέχεις. Παραδέχτηκες ευθαρσώς ότι απλώς το σώμα σου λαχταράει ξεθύμασμα. Γι’ αυτό μην έρχεσαι σ’ εμένα
να ξεθυμάνεις, όταν θα σου έκανε οποιαδήποτε γυναίκα». «Κ ι όμως, σ’ εσένα ήρθα», απάντησε με ένα μοχθηρό χαμόγελο. Τα μάτια της Μπρένα σκοτείνιασαν από οργή. «Αρνούμαι! Δεν θα δεχτώ να με χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις τις σωματικές σου ανάγκες!» «Εντάξει, αρνείσαι», επανέλαβε εκείνος, με το χαμόγελο καρφωμένο πάντα στα χείλη του. «Αυτό δεν θα με εμποδίσει να σε πάρω». Στα μάτια της άστραψε η πανουργία. «Φαντάζομαι ότι είναι ευχής έργο που το σώμα σου δεν κυριεύεται συχνά απ’ αυτές τις ορμές. Πες μου, όμως, εσύ ο άντρας αποζητάς ποτέ μια γυναίκα;» «Γιατί θα ’πρεπε;» «Ούτε καν τη Μόρνα;» Περίμενε να πυροδοτήσει την οργή του με αυτή της την ερώτηση, και ίσως να δεχόταν ένα γερό ξυλοφόρτωμα για τιμωρία. Αλλά δεν περίμενε την παγερή λύσσα που αλλοίωσε τα χαρακτηριστικά του, στέλνοντας ένα ρίγος φόβου στη ραχοκοκαλιά της. «Πώς ξέρεις εσύ για τη Μόρνα;» τη ρώτησε ατάραχα. «Δεν σου είπε κανείς ότι είναι λάθος να συγκρούεσαι με έναν εχθρό πριν μάθεις όλα όσα μπορείς γι’ αυτόν; Το έβαλα σκοπό μου να σε γνωρίσω». «Με θεωρείς εχθρό σου;» «Σίγουρα δεν είσαι φίλος ούτε και σύμμαχός μου.
Οπότε ναι, είμαστε εχθροί». «Όχι», διαφώνησε παγερά εκείνος. «Είμαστε αφέντης και σκλάβα. Πολεμάμε με λόγια, όχι με όπλα. Κ αι τώρα, βαρέθηκα τα λόγια». «Θα με αφήσεις να φύγω δηλαδή;» τον ρώτησε αισιόδοξα. «Ναι, μπορείς να φύγεις – αφού ολοκληρωθεί η πράξη, όπως την αποκαλείς». Το αιφνιδιαστικό άλμα του στην άλλη πλευρά του κρεβατιού την ξάφνιασε και μέσα στον πανικό της πήδηξε μακριά του. Αλλά δεν ήταν αρκετά σβέλτα. Εκείνος της άρπαξε το πόδι και το κράτησε γερά, ενώ η υπόλοιπη προσγειωνόταν μπρούμυτα στο πάτωμα. Η πρόσκρουση της έκοψε την αναπνοή, κι ο πόνος στους αγκώνες της ήταν τόσο οξύς ώστε πλημμύρισε τα μάτια της με δάκρυα. Η Μπρένα βλαστήμησε βουβά τον εαυτό της για την αδυναμία της. Τα δάκρυα ήταν αμιγώς γυναικείο όπλο, ένα όπλο στο οποίο εκείνη δεν θα ξέπεφτε ποτέ. «Πονάς;» «Σε νοιάζει;» «Πονάς;» επανέλαβε τραχιά εκείνος. «Το μόνο πράγμα που με πονάει είναι η λαβή σου στο πόδι μου!» είπε ψέματα, σκουπίζοντας βιαστικά τα μάτια με τις παλάμες της. «Άφησέ με, ανάθεμά σε!» «Όχι, Μπρένα», είπε σιγανά εκείνος. «Όχι ακόμα». Κ ρατώντας με το ένα χέρι τον αστράγαλό της, έσυρε το άλλο προς τα πάνω στη γάμπα της και της
σήκωσε τη νυχτικιά. Όταν αποπειράθηκε να τον κλοτσήσει με το άλλο της πόδι, ο Γκάρικ γέλασε και το άδραξε κι αυτό, κι έπειτα τα έστριψε, αναγκάζοντάς τη να γυρίσει ανάσκελα. Εκείνος ήταν συσπειρωμένος στα πόδια του κρεβατιού, κρατώντας την από τους αστραγάλους, έναν σε κάθε χέρι. Τον κοίταζε άναυδη όταν άρχισε να σηκώνεται, τραβώντας τα πόδια της προς τα πάνω. «Σταμάτα, Γκάρικ! Είπα σταμάτα!» Αλλά εκείνος συνέχισε να τη σηκώνει από το πάτωμα, όλο και πιο ψηλά, μέχρι που την κρατούσε κρεμασμένη στον αέρα πάνω από το κρεβάτι. Η Μπρένα δεν ήξερε αν έπρεπε να χρησιμοποιήσει τα χέρια της για να στηριχτεί ή να προσπαθήσει να κατεβάσει τη νυχτικιά της, που τώρα κρεμόταν γύρω από το κεφάλι της. Πριν καταλήξει σε μια απόφαση, πάντως, ο Γκάρικ την κατέβασε μαλακά, ώσπου η πλάτη της ακούμπησε στο στρώμα. Ωστόσο, κράτησε τα πόδια της ψηλά, και τώρα τα άνοιγε διάπλατα. Όταν τον ένιωσε να γονατίζει, προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά του, αλλά την κράτησε με δύναμη. Με μια μονοκόμματη κίνηση, έριξε τα πόδια της πάνω στους ώμους του και συγχρόνως ρίχτηκε πάνω της, ακινητοποιώντας τα ψηλά με τα μπράτσα του, έτσι ώστε της ήταν αδύνατο να τα κατεβάσει. δεν χρειάστηκε καν να βγάλει την κοντή ρόμπα του, η οποία είχε ανοίξει μέσα στην πάλη· το ερεθισμένο του μόριο παλλόταν πάνω της, ψάχνοντας το υγρό σπήλαιο της θηλυκότητάς της.
«Είσαι ένα αχρείο κτήνος!» του είπε με κομμένη την ανάσα. «Όχι, είμαι αποφασισμένος να σε πάρω, Μπρένα, αυτό είναι όλο», μουρμούρισε σε απάντηση. Εκείνη τον κάρφωσε με μια δολοφονική ματιά. «Ως εδώ κέρδισες μόνο την οργή μου, αλλά αν με εξαναγκάσεις τώρα, Γκάρικ, θα έχεις και το μίσος μου. Δεν είναι χαριτωμένο το μίσος μου, πίστεψέ με. Δεν θα βρει ποτέ γαλήνη, αν το προκαλέσεις». Η απάντησή του ήταν να βυθιστεί βαθιά μέσα της, πλημμυρίζοντας τα μάτια της με δάκρυα για άλλη μία φορά με τη βαναυσότητά του. Την πήρε χωρίς έλεος, γρήγορα, κι ενώ εκείνη ψιθύριζε την περιφρόνησή της στο αφτί του. Όταν τελείωσε, κατέβασε τα πόδια της ένα ένα κι έπειτα ξάπλωσε δίπλα της. Τη στιγμή που την άφησε, η Μπρένα πετάχτηκε μακριά από το κρεβάτι σαν να την έκαιγε κι έφυγε τρέχοντας από την κάμαρα, βροντώντας πρώτα τη δική του και μετά τη δική της πόρτα στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Ο Γκάρικ χτύπησε τη γροθιά του στο κρεβάτι. «Που να την πάρει ο Λόκι!» γρύλισε. Αυτό που ονειρευόταν σαν μια ευχάριστη συνεύρεση είχε εξελιχτεί σε μια ολότελα κούφια νίκη.
Κεφάλαιο 21 Το πρώτο χιόνι άργησε και δεν ήρθε παρά στο τέλος του φθινοπώρου. Κ ατέφτασε σαν χιονοθύελλα που κράτησε ολόκληρη εβδομάδα, πάγωσε λίμνες και νερόλακκους κι άφησε σωρούς από χιόνι ύψους κοντά ενάμισι μέτρο. Η γη καλύφθηκε από ένα καταθλιπτικό λευκό στρώμα, και λίγοι είχαν το θάρρος να αψηφήσουν τον πολικό άνεμο και το πυκνό χιόνι. Ο Γκάρικ ήταν ένας απ’ αυτούς. Έλειπε δεκαπέντε μέρες πριν αρχίσει η χιονοθύελλα και δεν είχε γυρίσει ακόμα όταν επιτέλους καταλάγιασε. Τη μέρα που κόπασαν οι άνεμοι, ήρθε στο σπίτι του Γκάρικ ο Άνσελμ, φέρνοντας μαζί του ένα επιπλέον άλογο, μια καθαρόαιμη φοράδα με αργυρόχρωμο δέρμα. Η γυναίκα του η Ελοΐζ του είχε πει (όπως έμαθε από τη Λινέτ) ότι το συγκεκριμένο άλογο ανήκε στην αρχόντισσα Μπρένα. Τρεις μήνες τώρα γυρόφερνε στο μυαλό του τη μαυρομάλλα κοπελιά. Η αντιπάθεια του γιου του απέναντί της χειροτέρευε ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Μετάνιωνε που την έδωσε στον Γκάρικ γιατί, παρότι δεν είχε έρθει να τη δει τόσους μήνες, φοβόταν ότι δεν θα τα πήγαινε καθόλου καλά με
τις άγριες διαθέσεις του γιου του. Ο Άνσελμ τού τη χάρισε με την ελπίδα ότι το πνεύμα και η ομορφιά της θα αποσπούσαν επιτέλους το μυαλό του από τη σκύλα που τον είχε μετατρέψει από πρόσχαρο νεαρό σε ψυχρό κυνικό άντρα. Όταν ο Γκάρικ αναζήτησε την αδερφή της κοπέλας κι έναν μήνα αργότερα κουβέντιασε για ώρα πολλή με τη θεία της, ο Άνσελμ θεώρησε ότι η επιθυμία του να μάθει περισσότερα για την κοπέλα ήταν καλό σημάδι, και σύντομα θα είχε πίσω τον παλιό του γιο. Μετά απ’ αυτό, όμως, η βαριά διάθεση του Γκάρικ δεν βελτιώθηκε· αντιθέτως, επιδεινώθηκε. Ο λόγος παρέμενε μυστήριο. Τώρα ο Γκάρικ έφευγε στα βουνά για βδομάδες τη φορά, κι ο Άνσελμ τον έβλεπε ελάχιστα. Οι απουσίες του Γκάρικ όλο και παρατείνονταν, κι αυτή η τελευταία εξόρμησή του στον βορρά εκτεινόταν ήδη σε τρεις εβδομάδες. Παρότι είχε αρχίσει να ανησυχεί κάπως, ο Άνσελμ θα περίμενε λίγες μέρες ακόμα πριν αρχίσει την έρευνα, όπως του γκρίνιαζε να κάνει η Ελοΐζ από την ώρα που ξέσπασε η καταιγίδα. «Ε, γέρο, πού είσαι;» Ο Έριν εμφανίστηκε από το πίσω μέρος του στάβλου, τυλιγμένος από την κορυφή ως τα νύχια με έναν μανδύα από πολύχρωμες γούνες. «Σ’ ακούω», γρύλισε με την τραχιά φωνή του. Ο Άνσελμ τον κοίταξε με δυσαρέσκεια. «Βλέπω ότι ακόμα χαραμίζει ο Γκάρικ τις γούνες του σ’ εσάς τους υπηρέτες».
«Μάλιστα, είμαστε πιο ζεστά ντυμένοι από τους φουκαράδες που είναι στη δική σου δούλεψη», απάντησε χαμογελώντας ο Έριν. Ο Άνσελμ δεν θα δεχόταν την παρατήρηση από κανέναν άλλο, αλλά συμπαθούσε ειλικρινά τον γεροΈριν. Υπηρετούσε τον πατέρα του Άνσελμ, και τώρα τον γιο του, και για πολλά χρόνια απολάμβαναν να αλληλοπειράζονται καλόγνωμα κάθε που συναντιόνταν. Ο Άνσελμ έδωσε τέλος στα χωρατά λέγοντας, «Έφερα μια καινούρια φοράδα για τον στάβλο σου. Έχεις χώρο;» «Αν έχω χώρο!» μουρμούρισε ο Έριν παίρνοντας τα γκέμια και των δύο αλόγων. «Κ αι βέβαια έχω». «Δεν είναι για τον Γκάρικ, να ξέρεις». «Ε;» «Όχι, είναι δώρο για την Κ έλτισσα τσούπρα», είπε τραχιά ο Άνσελμ. «Κ αι φρόντισε να το πεις στον γιο μου όταν γυρίσει». «Μα τους αγίους!» έκρωξε ο Έριν. «Από πότε κάνεις εσύ τόσο ωραία δώρα σε μια σκλάβα;» «Να μη σε νοιάζει, παλιόγερε. Πού είναι η κοπελιά; Στην καλύβα των γυναικών;» «Όχι, μένει στο σπίτι». Ο Άνσελμ τα ’χασε, αλλά τελικά έβαλε τα γέλια. «Τελικά ίσως δεν ήμουν τόσο ανόητος». «Θες να σου πω τη γνώμη μου;» δεν έχασε την ευκαιρία ο Έριν, με τα μάτια του να σπιθίζουν από ευθυμία. «Άντε να δουλέψεις!» γάβγισε ο Άνσελμ και κίνησε
φουρκισμένος για το σπίτι.
•
Η Μπρένα ήταν στο μαγειρείο, όπου περνούσε τις περισσότερες ώρες όταν ήταν ξύπνια, μια και ήταν το πιο ζεστό και ευχάριστο μέρος του σπιτιού. Στο τραπέζι ήταν τα υπολείμματα του πρωινού της και δίπλα ο λαγός που είχε αρχίσει να τεμαχίζει για το δείπνο, αλλά είχε μείνει πάνω στη σανίδα. Με τον Γκάρικ να λείπει για κυνήγι, είχε έρθει να εγκατασταθεί μαζί τους η Γιάρμιλ. Κ όντευε να τρελάνει την Μπρένα με τις διαρκείς απαιτήσεις της, όμως πριν από μια εβδομάδα γύρισε επιτέλους στο σπίτι της, κι όταν ξέσπασε η χιονοθύελλα δεν επέστρεψε. Χωρίς τη δεσποτική παρουσία της, η Τζέινι και η Μόντια περιορίζονταν στο σπιτάκι τους, και η Μπρένα δεν είχε διάθεση να βγαίνει έξω για να τις συναντάει. Ούτε καν ο Έριν δεν ερχόταν να της κάνει συντροφιά, γιατί της είχε φέρει από την αποθήκη αρκετές προμήθειες για δεκαπέντε μέρες τουλάχιστον, και προτιμούσε να μένει στον ζεστό στάβλο του. Η Μπρένα είχε φτάσει σε σημείο που σχεδόν θα καλοδεχόταν την επιστροφή της Γιάρμιλ. Παρότι υποτίθεται ότι δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα, η διαρκής φλυαρία της Γιάρμιλ ήταν διασκεδαστική, ενίοτε και διαφωτιστική.
Σε μία περίπτωση, η Μπρένα ανακάλυψε ότι η Γιάρμιλ έτρεφε ένα βαθύ, άσβεστο μίσος για την Ελοΐζ, κι αυτό το μίσος επεκτεινόταν και στους δύο γιους της. Της φάνηκε εντελώς ακατανόητο, αφού δούλευε για τον Γκάρικ. Κ ατέληξε να αναρωτιέται αν εκείνος ήξερε τα πραγματικά της αισθήματα. Τώρα, η Μπρένα έριξε άλλο ένα κούτσουρο στη φωτιά, κι έπειτα έγειρε πίσω στην καρέκλα της και στύλωσε το βλέμμα στις φλόγες που χόρευαν. Όσο κι αν αρνιόταν να το παραδεχτεί, ο Γκάρικ της έλειπε. Μ’ εκείνον εδώ, ζούσε σε μόνιμη ταραχή, μην ξέροντας πότε θα απαιτούσε κάτι από αυτήν ή κατά πόσο θα μπορούσε η ίδια να ανταποκριθεί. Μ’ εκείνον εδώ δεν καταλάβαινε για πότε περνούσαν οι ώρες. Ήταν σε διαρκή επιφυλακή, πιο ζωντανή απ’ όσο είχε νιώσει ποτέ. Κ αι το βράδυ, φιλεύσπλαχνε Θεέ, το βράδυ ήταν ένα κουβάρι νεύρα, κυριευμένη από ένα μείγμα φόβου και προσμονής για την επόμενη επίσκεψή του. Η οποία δεν έγινε ποτέ μετά τη νύχτα που την είχε βιάσει. Είχε πληγωθεί βαθιά από τον τρόπο που τη μεταχειρίστηκε. Ίσως μπορούσε να τον συγχωρήσει αν ήταν τρυφερός όπως πριν. Η μία νύχτα που ήταν τρυφερός, κι εκείνη μαλάκωσε μέσα της, ήταν υπέροχη. Δεν μπορούσε να ξεχάσει την ομορφιά της ή την πρωτόγνωρη τέρψη που της είχε χαρίσει. Κ αι μετά, όταν την έσφιξε κτητικά στην αγκαλιά του σάμπως να νοιαζόταν αληθινά γι’ αυτήν, είχε απολαύσει όσο τίποτα την εγγύτητα που μοιράστηκαν.
Αλλά εκείνη η τελευταία φορά, η σκληρότητα της στάσης του… Μα τον Θεό, τον μισούσε μετά απ’ αυτό. Την επόμενη μέρα το ’σκασε από το σπίτι και προσπάθησε να ξεθυμάνει τον θυμό της καλπάζοντας ξέφρενα με το πιο γοργοπόδαρο άλογο που της παραχώρησε ο Έριν. Αυτό βοήθησε, ως έναν βαθμό. Ένιωθε όντως λίγο καλύτερα όταν γυρνώντας συνάντησε τον Κ όραν και του πρότεινε να τον πάει πίσω στο σπίτι. Τώρα αναλογιζόταν τη σκηνή με ένα χαμόγελο. Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι, με ζέση, κοιτώντας φοβισμένα το άλογό της. «Κ αλύτερα να περπατήσω, αρχόντισσα Μπρένα», της είπε. «Τι κάνεις εδώ έξω στα χωράφια;» τον ρώτησε, βαδίζοντας με το άλογο δίπλα του. «Μας έστειλαν με τον Έιβερι να βρούμε μια αγελάδα που ξεστράτισε από το λιβάδι». «Τη βρήκατε;» «Ναι. Ο Έιβερι την πάει πίσω τώρα». «Έλα, Κ όραν», τον καλόπιασε. «Δεν μπορώ να σ’ αφήσω να ξεποδαριάζεσαι, ενώ δεν είναι απαραίτητο. Είναι πολύς δρόμος ακόμα ως το σπίτι». «Όχι», αρνήθηκε ξανά. Τελικά εκείνη μάντεψε τον λόγο της απροθυμίας του. «Δεν έχεις ξανανέβει σε άλογο;» Εκείνος έγνεψε αρνητικά και χαμήλωσε το βλέμμα. Ο Κ όραν ήταν μόνο ένα δυο χρόνια μεγαλύτερος από την ίδια. Ένας νεαρός ψηλολέλεκας με όμορφο πρόσωπο, που δεν γκρίνιαζε ποτέ για την
επιβεβλημένη σκλαβιά του. Τον συμπαθούσε τον Κ όραν, αλλά δεν μπόρεσε να μη γελάσει. «Είναι καιρός να μάθεις, Κ όραν. Έλα τώρα. Θα πιστέψω ότι δεν σου αρέσει η παρέα μου αν αρνηθείς ξανά». Τελικά, ο νεαρός ενέδωσε με ένα συνεσταλμένο χαμόγελο, κι εκείνη τον βοήθησε να καβαλικέψει πίσω της. Η Μπρένα είχε χρόνια να νιώσει τόσο ξέγνοιαστη· με μια σκανδαλιάρικη σπίθα στα μάτια της, χτύπησε τα πλευρά του αλόγου με τις φτέρνες της και ξεχύθηκαν μπροστά. Ο Κ όραν αρπάχτηκε από πάνω της σαν να κρεμόταν απ’ αυτήν η ζωή του, μουρμουρίζοντας προσευχές στο αφτί της. Εκείνη ξεκαρδιζόταν στα γέλια και κέντριζε το άλογο να επιταχύνει, ενώ ο Κ όραν γαντζωνόταν ακόμα πιο απεγνωσμένα πάνω της. Δεν είδε τον ιππέα σ’ έναν λόφο πιο πάνω που έβραζε από οργή παρακολουθώντας το παιχνίδι της με τον Κ όραν. Δεν την ένοιαζε τίποτ’ άλλο πέρα από το να διασκεδάσει, τουλάχιστον για λίγο. Αλλά δεν κράτησε. Τη στιγμή που είδε τη θυμωμένη έκφραση του Γκάρικ και ανακάλυψε ότι δεν επρόκειτο να της ζητήσει συγγνώμη για τον τρόπο που της φέρθηκε, η οργή της αναζωπυρώθηκε. Η Μπρένα αναστέναξε βαριά. Ο Γκάρικ την αγνοούσε για δύο ατελείωτους μήνες. Μετά άρχισε να φεύγει για κυνήγι και να λείπει για μέρες. Όταν ήταν στο σπίτι, μαζευόταν μέσα πολύ αργά. Τότε εκείνη αναρωτιόταν αν ήταν με τη Μόρνα. Ή ίσως είχε πάει στο σπιτάκι της Τζέινι ή της Μόντια.
Μπορεί να έβρισκε περισσότερο του γούστου του τις γυναίκες του πατέρα του – τις σκλάβες, ακόμα και την Κ ορντέλα! Η Μπρένα έκοβε βόλτες όλο νεύρα σ’ αυτή τη σκέψη, σιγοβράζοντας από αγανάκτηση. Έλεγε στον εαυτό της ότι είχε κάθε δικαίωμα να οργίζεται. Μπορούσε μια χαρά να κοιμάται, αντί να περιμένει τον αφέντη να βρει τον δρόμο για το σπίτι του! Ειδικά ένα βράδυ που ο Γκάρικ είχε αργήσει υπερβολικά για τρίτη συνεχόμενη φορά, η Μπρένα πήγε για ύπνο για να τον πικάρει. Εκείνος γύρισε τελικά στο σπίτι σε αλλόφρονα κατάσταση, μεθυσμένος και, παρότι το φαγητό του ήταν ζεστό πάνω στη χόβολη, την ξύπνησε και την έσυρε κάτω για να τον σερβίρει. Ήταν σε καβγατζίδικη διάθεση και δεν σήκωνε αντιρρήσεις, αλλά η Μπρένα ήταν πολύ οργισμένη για να τον φοβηθεί. Γέμισε μια μεγάλη ξύλινη γαβάθα με αχνιστή σούπα, κι έπειτα την πέταξε στο τραπέζι, χύνοντας πάνω του το μισό περιεχόμενο. Ήξερε ότι τον ζεμάτισε, αλλά το γεγονός ότι δεν το έδειξε κατεύνασε τον θυμό της. Εκείνος την απέπεμψε, κι η Μπρένα έγινε καπνός. Δεν ειπώθηκε ούτε λέξη για το επεισόδιο την επόμενη μέρα. Τώρα, η Μπρένα τινάχτηκε από το δυνατό γρονθοκόπημα στην πόρτα. Ένιωσε τον παλμό της να επιταχύνει, γιατί μόνο ο Γκάρικ θα κοπανούσε έτσι απορώντας γιατί ήταν κλειδωμένη η πόρτα. Στην πραγματικότητα, όλες οι πόρτες ήταν αμπαρωμένες από τότε που βγήκε για περίπατο ένα
πρωί και βρήκε ένα αδέσποτο σκυλί σκοτωμένο στα μπροστινά σκαλιά. Η Γιάρμιλ είχε γίνει κάτωχρη όταν είδε το κουφάρι, αλλά δεν είπε τίποτα, αφήνοντας την Μπρένα να αναρωτιέται ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο. Άνοιξε διάπλατα την πόρτα, έτοιμη να εξηγήσει στον Γκάρικ γιατί την είχε αμπαρώσει, αλλά στο κατώφλι στεκόταν ο Άνσελμ, τυλιγμένος σε ένα βαρύ γούνινο πανωφόρι που τον έκανε να φαίνεται διπλάσιος απ’ όσο ήταν. Σοκαρίστηκε όταν τον είδε, όμως στη στιγμή κόρωσε μέσα της το μίσος. Δεν στάθηκε καν να σκεφτεί πριν τρέξει στο τραπέζι και αρπάξει το μακρύ μαχαίρι που χρησιμοποιούσε για να τεμαχίσει τον λαγό. Ήταν απρόσεκτη μέσα στο μένος της. Γύρισε να επιτεθεί, για να βρει τον Άνσελμ ακριβώς πίσω της. Της άρπαξε τον καρπό και με το άλλο του χέρι άνοιξε τα δάχτυλά της, μέχρι που το μαχαίρι έπεσε με κρότο στο πάτωμα. Μετά την έσπρωξε μακριά, ρίχνοντάς τη στην καρέκλα κοντά στην εστία με τόση δύναμη, ώστε παραλίγο να αναποδογυρίσει. Η Μπρένα έμεινε εκεί με κομμένη την ανάσα και τον κοίταζε να μαζεύει το μαχαίρι και να ψάχνει ολόγυρα για άλλα πριν κλείσει την πόρτα. Όταν στράφηκε τελικά προς το μέρος της, τα μάτια τους διασταυρώθηκαν σαν ξίφη, ζωηρά γαλανά με θυελλώδη γκρίζα, κι ήταν σαν να πέρασαν ώρες μέχρι την επόμενη κίνησή του. Πλησίασε απτόητος στο τραπέζι, τράβηξε πίσω τον μακρόστενο πάγκο και κάθισε καβαλικευτά.
«Δεν θέλω να σε βλάψω, κοπελιά». Η φωνή του ακούστηκε βραχνή, οπότε καθάρισε τον λαιμό του πριν συνεχίσει με πιο ήπιο τόνο. «Μπορείς να με καταλάβεις; Έμαθες να μιλάς τη γλώσσα μου;» Η Μπρένα δεν βλεφάρισε καν σ’ αυτή την ερώτηση, αλλά έμεινε ακίνητη σαν άγαλμα, κοιτώντας τον καχύποπτα. Τι λόγο είχε να βρίσκεται εδώ, τη στιγμή που έλειπε ο Γκάρικ; Ο Άνσελμ στριφογύριζε επιδέξια το μαχαίρι στα χέρια του, με το κεφάλι του χαμηλωμένο για να βλέπει τις αντανακλάσεις της φωτιάς πάνω στη λεπίδα. «Δεν περίμενα κάτι λιγότερο από σένα», είπε μ’ έναν σιγανό ψίθυρο. Η Μπρένα συνοφρυώθηκε. Για ποιο πράγμα μιλούσε; Χρειάστηκε να τεντώσει τα αφτιά της για να ακούσει τη συνέχεια. «Δεν έπρεπε να έχω έρθει, υποθέτω. Είναι πολύ σύντομα για να έχεις ξεχάσει τι έκανα ή να καταλάβεις το γιατί. Μισούσα τον λαό σου, κοπελιά, γι’ αυτό που έκανε στον γιο μου. Όταν αποκτήσεις κι εσύ γιο, θα με καταλάβεις. Ο Γκάρικ μπόρεσε να τους συγχωρέσει, γιατί τον δίδαξε τη συμπόνια η μητέρα του, αλλά εγώ όχι. Είμαστε περήφανος και εκδικητικός λαός, αλλά ήταν λάθος μου να αξιώσω την εκδίκησή μου από σένα και την οικογένειά σου, που δεν φταίγατε. »Ήταν οι Κ έλτες του Βορρά που κράτησαν τον γιο μου αιχμάλωτο σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι για έναν χρόνο κοντά, ενώ ήταν άγουρο αγόρι δεκαεφτά χρόνων. Δεν του έδιναν τροφή άλλη από ένα
κουρκούτι που δεν έκανε ούτε για σκυλιά. Τον βασάνιζαν για διασκέδαση, αλλά πρόσεχαν να μην τον σκοτώσουν, γιατί θα τους χρησίμευε ενάντια σε άλλους Βίκινγκς που θα έκαναν επιδρομή στα μέρη τους. Όταν δραπέτευσε και γύρισε κοντά μας, ο Γκάρικ είχε μείνει το κέλυφος του αγοριού που ήταν. Πήρε πάνω από έναν χρόνο για να ανακτήσει όλη του τη δύναμη και να κλείσουν οι πληγές του». Ο Άνσελμ κοίταξε τελικά την Μπρένα με θλίψη στα γαλανά του μάτια. «Ξέρω ότι δεν καταλαβαίνεις τι λέω, κοπελιά. Ακούς τη φωνή μου, αλλά δεν κατανοείς τις λέξεις. Τόσο το καλύτερο», αναστέναξε. «Σε συμπαθώ, κοπελιά. Θαυμάζω το σθένος σου και μετανιώνω που σε άρπαξα από την πατρίδα σου. Δεν θα το μάθεις ποτέ αυτό, γιατί έχω μεγάλο εγωισμό, όπως όλοι οι άντρες. Δεν θα σου έλεγα ποτέ αυτά τα λόγια αν μπορούσες να με καταλάβεις. Αλλά τουλάχιστον μπορώ να δοκιμάσω να επανορθώσω και ελπίζω ότι μια μέρα δεν θα με μισείς πια όσο με μισείς τώρα». Η Μπρένα μπήκε στον πειρασμό να του απαντήσει στη γλώσσα του, να του πει ότι είχε καταλάβει κάθε του λέξη. Θα ήταν μια ικανοποίηση αυτή η ταπείνωση, αλλά πάλι, δεν ήθελε να παραιτηθεί από το μοναδικό μυστικό που ίσως τη βοηθούσε να αποδράσει. Παράλληλα, είχε ταραχτεί απ’ αυτό που έκαναν στον Γκάρικ οι συμπατριώτες της, και καταλάβαινε γιατί ο Άνσελμ διψούσε για εκδίκηση – παρότι δεν θα τον συγχωρούσε γι’ αυτό που έκαναν στον τόπο της αυτός και οι άντρες του. Στο κάτω
κάτω, ο Γκάρικ ήξερε τον κίνδυνο να πιαστεί αιχμάλωτος όταν επέλεξε να κάνει επιδρομή ενάντια στους δικούς της. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να θανατωθεί όταν τον συνέλαβαν, όχι να τον βασανίζουν για το άχτι τους. Ο Άνσελμ σηκώθηκε και πέταξε το μακρύ μαχαίρι στο τραπέζι. Η Μπρένα το είδε να πέφτει κι έστρεψε αμέσως το βλέμμα στον πελώριο Βίκινγκ. «Ναι, ξέρω ότι θα μου το κάρφωνες στην καρδιά στην πρώτη ευκαιρία», είπε ο άρχοντας με τη συνηθισμένη του τραχύτητα. «Αλλά μην το επιχειρήσεις. Δεν θέλω να πεθάνω ακόμα, όχι με τόσες μάχες που απομένουν να δώσω, τόσους λογαριασμούς να κλείσω, τόσους εγγονούς να δω και να ταχταρίσω πριν πάω να βρω τον Όντιν στη Βαλχάλα». Πήγε κοντά στην εστία να ζεστάνει τα χέρια του στη φωτιά. Ήταν σαν να προκαλούσε την Μπρένα να ορμήσει για το μαχαίρι στο τραπέζι. Ή αυτό ή της έδειχνε πως ήταν πρόθυμος να την εμπιστευτεί. Εκείνη είχε τη σύνεση να μείνει εκεί που βρισκόταν. Ωστόσο ο Άνσελμ συνέχισε να μιλάει, ίσως για να καθαρίσει τη συνείδήσή του. «Από την πρώτη φορά που σε είδα, κοπελιά, δεν λες να φύγεις από το μυαλό μου. Αλλά βλέπω ότι τα πας καλά εδώ, στο σπίτι του γιου μου». Της έριξε μια πλάγια ματιά. «Ναι, τα πας μια χαρά, ενώ ο Γκάρικ γίνεται όλο και πιο βλοσυρός. Εσύ είσαι η αιτία;» Μούγκρισε ξαφνικά. «Μπα! Λες και θα μου απαντούσες, ακόμα κι αν μπορούσες. Είμαι εφτά φορές βλάκας που
μιλάω σε μια τσούπρα που δεν καταλαβαίνει γρι απ’ ό,τι λέω. Κ ι ακόμα πιο βλάκας που χαρίζω ένα σπουδαίο άλογο σε μια σκλάβα. Τι μ’ έπιασε να πάρω τέτοια απόφαση… Αλλά πάει, έγινε τώρα. Δεν θα αρέσει καθόλου στον Γκάρικ, αλλά ίσως σου επιτρέψει να ιππεύσεις την αργυρόχρωμη φοράδα, όταν μάθει ότι σου ανήκε στην πατρίδα σου». Η Μπρένα χρειάστηκε να χαμηλώσει τα μάτια για να μην τον αφήσει να δει την ξαφνική χαρά που έλαμψε μέσα τους. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Η Γουίλοου εδώ; Κ αι μάλιστα δική της –όχι του Γκάρικ−, δώρο σ’ αυτήν! Ο Άνσελμ κίνησε για την πόρτα, ενώ εκείνη κοίταζε απορημένη την πλάτη του. Γιατί θα έκανε κάτι τέτοιο; Μετά απ’ όση δυστυχία της προξένησε, ήταν αδιανόητο να φέρεται τώρα με καλοσύνη. Σαν σε απάντηση στην ανείπωτη ερώτησή της, εκείνος στάθηκε στην πόρτα και γύρισε να την κοιτάξει. «Ο Έριν θα σου πει για το άλογο. Δεν περιμένω ότι αυτό θα αλλάξει τα αισθήματά σου απέναντί μου, κοπελιά, αλλά είναι μια αρχή». Ξαφνικά γέλασε. «Αυτή μου η πράξη σίγουρα θα σε κάνει να αναρωτηθείς για τα κίνητρά μου». Όποια κι αν ήταν τα κίνητρά του, η Γουίλοου ήταν και πάλι εδώ, και μάλιστα δική της. Τώρα είχε έναν λόγο να βγει στην παγωμένη ανάσα του χειμώνα. Θα χρειαζόταν παντελόνια, όμως, για να ιππεύει άνετα και να προστατεύεται από το κρύο. Η Μπρένα άρχισε να στροβιλίζεται ξαφνικά στο μαγειρείο από την έξαψή της. Είχε καιρό να νιώσει
τόσο ευτυχισμένη. Το γεγονός ότι το χρωστούσε στον Άνσελμ δεν μείωσε καθόλου τη χαρά της. Ο Γκάρικ, από την άλλη, μπορεί να της απαγόρευε να βγαίνει για ιππασία μετά την ατυχή συνάντησή της με τους δύο άντρες. Τα χαρακτηριστικά της σκοτείνιασαν, αλλά μόνο για μια στιγμή. Δεν μπορούσε να την εμποδίσει όσο έλειπε. Κ ι όταν γύριζε, ε, ας δοκίμαζε τότε να τη σταματήσει!
Κεφάλαιο 22 Η Μπρένα μπήκε στον στάβλο και έκλεισε βιαστικά το μεγάλο θυρόφυλλο για να κρατήσει έξω την παγωνιά. Ήταν κουκουλωμένη με τη βαριά κάπα από αρκουδοτόμαρο που της πέταξε μια μέρα ο Γκάρικ, όταν χάνονταν και τα έσχατα ίχνη του θέρους. Όλοι οι σκλάβοι εδώ είχαν τους δικούς τους μανδύες ή πανωφόρια από παλιές συρραμμένες γούνες που δεν μπορούσαν να πουληθούν. Η Μπρένα σίγουρα δεν ήταν ευχαριστημένη με τη δική της. Παρότι η γούνα ήταν καθαρή, το δέρμα ήταν τραχύ κι απίστευτα βαρύ. Ήταν σίγουρη ότι ο Γκάρικ της είχε δώσει τη βαρύτερη κάπα που βρήκε, για πίκα. Αλλά ήταν το μόνο που μπορούσε να έχει, εκτός αν έκανε επιδρομή στην κλειδωμένη αποθήκη όπου φυλάσσονταν ρούχα, προμήθειες και οι θησαυροί του Γκάρικ. Αυτό είχε σκοπό να κάνει μια μέρα, με τη βοήθεια του Έριν. Για την απόδρασή της θα χρειαζόταν και τα όπλα που φυλάσσονταν εκεί. Ο στάβλος ήταν ζεστός, και οι αψιές μυρωδιές αλόγων και κοπριάς την κατέκλυσαν με νοσταλγία για το σπίτι της. Σαν παιδί, περνούσε τον
περισσότερο χρόνο της στον στάβλο του πατέρα της, όποτε δεν εξασκούνταν στα όπλα ή δεν ακολουθούσε κατά πόδας τον Άνγκους. Ο Έριν ήταν άφαντος. Πιθανότατα κοιμόταν στο δωματιάκι πίσω, αλλά η Μπρένα δεν ήθελε να τον ξυπνήσει ακόμα. Μετά βίας συγκρατούσε την έξαψή της όπως σάρωνε με το βλέμμα τα παχνιά για τη Γουίλοου. Όταν είδε την ασημόγκριζη φοράδα, έτρεξε κοντά της με δάκρυα στα μάτια. «Γουίλοου, γλυκιά μου Γουίλοου. Δεν πίστευα ότι θα σε ξαναδώ ποτέ!» φώναξε. Στην πραγματικότητα, είχε αρχίσει να αμφιβάλλει αν θα ξανάβλεπε οτιδήποτε από την πατρίδα της, συμπεριλαμβανομένης της θείας και της ετεροθαλούς αδερφής της. Μια φορά είχε ζητήσει από τον Γκάρικ να την πάει να τις δει, αλλά εκείνος αρνήθηκε χωρίς εξήγηση, κι η περηφάνια της δεν της επέτρεψε να ξαναζητήσει την ίδια χάρη. Η Μπρένα αγκάλιασε τώρα σφιχτά τον λαιμό της Γουίλοου· η φοραδίτσα τρόμαξε και τίναξε το κεφάλι της σε χαιρετισμό. «Χαίρομαι τόσο πολύ που σε βλέπω», είπε τρυφερά η Μπρένα, «ώστε μέχρι που θα σε συγχωρήσω που με έριξες την τελευταία φορά που σε ίππευσα. Είναι κόλαση εδώ, αλλά εσύ θα την κάνεις υποφερτή». «Ποιος είναι εκεί;» φώναξε ο Έριν από το βάθος του στάβλου, απ’ όπου εμφανίστηκε φουριόζος. «Α, εσύ είσαι, τσούπρα. Τι σε φέρνει εδώ;» Η Μπρένα μασούλησε νευρικά το κάτω χείλι της. Το σιχαινόταν να του πει ψέματα, αλλά δεν
μπορούσε να εμπιστευτεί το μυστικό της σε κανέναν, ούτε καν στον έμπιστο γερο-ιπποκόμο που θεωρούσε φίλο της. «Ο Άνσελμ ήρθε στο σπίτι χτες», είπε τελικά. «Μιλούσε για ώρα, αλλά δεν κατάλαβα τίποτ’ απ’ ό,τι είπε. Ήρθα να σε ρωτήσω τι ήθελε». Η Μπρένα στράφηκε πάλι στη Γουίλοου και γνήσια χαρά αντήχησε στη φωνή της. «Βρήκα τη φοραδίτσα μου, Έριν! Πώς βρέθηκε εδώ το άλογό μου;» Ο Έριν γέλασε, ανύποπτος για το ψέμα της. «Η φοράδα είναι και πάλι δική σου, κοπελιά, σου τη χάρισε ο ίδιος ο Άνσελμ». «Είπε γιατί;» «Όχι, μόνο πως έπρεπε να φροντίσω να καταλάβει ο Γκάρικ ότι το άλογο ανήκει σ’ εσένα, όχι σ’ αυτόν». Η Μπρένα δεν κατάφερε να συγκρατήσει το γέλιο της. «Λες να θυμώσει;» «Σίγουρα θα θυμώσει, όπως θυμώνει με οτιδήποτε τελευταία. Δεν μπορώ να καταλάβω τι έχει πάθει αυτό το παιδί. Είναι χειρότερος τώρα απ’ ό,τι ήταν πριν από λίγα χρόνια, όταν του πρωτοβγήκε ο οξύθυμος χαρακτήρας». «Εννοείς αμέσως μετά που το έσκασε η Μόρνα;» «Ναι». «Υποπτεύεσαι ότι τα νεύρα του τον τελευταίο καιρό οφείλονται στην επιστροφή της;» ρώτησε η Μπρένα. «Αληθινά, δεν ξέρω». Η τραχιά συμπεριφορά του Γκάρικ αποτελούσε
εξίσου άλυτο μυστήριο για την Μπρένα όσο για οποιονδήποτε άλλον. Δεν ήταν τόσο απρόσιτος όταν τον είχε πρωτογνωρίσει. Τότε είχε χιούμορ, την πείραζε συχνά. Τώρα, δεν άκουγε ποτέ το γέλιο του, κι όταν μιλούσε, ήταν πάντα με σκαιό τόνο. Αλλά πάλι, μόλις που της απηύθυνε τον λόγο πριν φύγει την τελευταία φορά. Ήταν λες και είχαν βάλει στοίχημα ποιος θα κρατούσε για περισσότερο τη σιωπή του, περιορίζοντας την επικοινωνία τους στα μάτια. Στην αρχή, η Μπρένα ήλπιζε πως αιτία της κακοκεφιάς του ήταν η ίδια, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να σκεφτεί ούτε έναν λόγο γι’ αυτό. Όχι, σίγουρα η Μόρνα ευθυνόταν. Η Μόρνα ήταν κομμάτι του, κι ας τη μισούσε τώρα. Κ αι τη μισούσε ακριβώς επειδή την είχε αγαπήσει τόσο πολύ. Ταράχτηκε βαθιά σ’ αυτή τη σκέψη, κι έτσι προτίμησε να την απωθήσει αμέσως. «Θέλω να ιππεύσω το άλογό μου, Έριν», του ανακοίνωσε αποφασιστικά. «Έχεις καμία αντίρρηση;» «Όχι, αλλά…» Όταν δεν ολοκλήρωσε τη φράση του, του χαμογέλασε. «Αν θα γυρίσω;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Δεν έχω απαυδίσει ακόμα αρκετά για να εγκαταλείψω το σπίτι του Γκάρικ». «Όμως έχεις το δικό σου άλογο τώρα, κι όχι μόνο είναι γερό, αλλά το ξέρεις και το εμπιστεύεσαι. Θα μπορούσε να σε πάει όπου ήθελες». «Δεν μπορεί να με πάει πίσω στην πατρίδα, Έριν»,
μουρμούρισε η Μπρένα, κι η χαρά ξεθώριασε στα μάτια της για μια στιγμή. «Έλα, βοήθησέ με να τη σελώσω. Πάνε μήνες από την τελευταία φορά που ίππευσα, κι ακόμα περισσότερο από τότε που ίππευσα τη Γουίλοου. Δεν θα λείψω πολύ, γιατί σίγουρα η παγωνιά θα μας σπρώξει να γυρίσουμε γρήγορα σπίτι». «Τουλάχιστον παραδέχεσαι ότι αυτό είναι το σπίτι σου τώρα», σχολίασε ο Έριν ρίχνοντας τη σέλα στην πλάτη της Γουίλοου. «Σπίτι είναι όπου βρίσκεται η καρδιά σου, και η δική μου καρδιά είναι πέρα απ’ αυτή τη μαύρη θάλασσα». «Για το καλό σου, κορίτσι μου, ελπίζω μια μέρα η καρδιά σου να είναι εδώ».
•
Ο Γκάρικ διέσχισε το πυκνό πευκόδασος από τα ανατολικά, αλλά σταμάτησε το άλογό του στην άκρη όταν είδε τον καβαλάρη που διέσχιζε το ανοιχτό χωράφι με το ψηλό χορτάρι, που ήταν καλυμμένο με χοντρά μπαλώματα από χιόνι. Έβλεπε καθαρά ιππέα και άλογο, γιατί ο μισοσκότεινος ουρανός ήταν σε μια αχνή γαλάζια απόχρωση, διαχέοντας αρκετό φως χωρίς πραγματικές ηλιαχτίδες. Έγειρε πίσω στη σέλα και θαύμασε τη χάρη του
ασημόγκριζου αλόγου όπως κάλπαζε γοργά στην απλωσιά, αλλά δεν το αναγνώρισε σαν κάποιο από τα δικά του ή τα άλογα του γείτονά του. Θυμόταν, όμως, πως είχε δει ένα παρόμοιο στον στάβλο του πατέρα του. Ο ιππέας ήταν βραχύσωμος, σίγουρα όχι ο πατέρας του ή ο Χιου. Η μητέρα του ίσως; Του κέντρισε την περιέργεια, μέχρι που η γούνινη κουκούλα έπεσε από το κεφάλι του κι ο Γκάρικ είδε τα κατάμαυρα μαλλιά που έκρυβε. Ένιωσε αυτόματα την οργή να φουντώνει μέσα του. Η Μπρένα είχε κλέψει το άλογο του πατέρα του! Δεν υπήρχε άλλη λογική εξήγηση και τώρα προσπαθούσε να το σκάσει. Η πρώτη του παρόρμηση ήταν να την κυνηγήσει και να της δείξει αμέσως ότι είχε αποτύχει. Αλλά ένα νευρικό βήμα του θύμισε ότι το περήφανο άλογό του ήταν ήδη κουρασμένο και δεν θα άντεχε μια γρήγορη καταδίωξη. Πριν καταλήξει σε μια απόφαση, είδε την Μπρένα να στρίβει το άλογό της σε μια ανοιχτή καμπύλη και να γυρίζει προς την πεσμένη κουκούλα, την οποία πάντως δεν ξεπέζεψε για να μαζέψει. Αντίθετα, γαντζώθηκε από την πλούσια χαίτη του αλόγου κι έσκυψε να την πιάσει καλπάζοντας. Ο Γκάρικ έμεινε άκαμπτος. Θα μπορούσε να τσακίσει τον σβέρκο της αν έχανε τη λαβή της στο ζώο! Βράζοντας από οργή, την είδε να κάνει άλλη μια στροφή και να επιστρέφει για να ξαναδοκιμάσει. Με επιτυχία αυτή τη φορά. Τράβηξε τα γκέμια και
σταμάτησε το άλογο, για να πετάξει την κουκούλα ψηλά στον αέρα και να την ξαναπιάσει, σαν παιδί που κέρδισε ένα πολυπόθητο έπαθλο. Παρά την απόσταση που τους χώριζε, ο Γκάρικ άκουσε το ασυγκράτητο κελάρυσμα γέλιου που είχε ακούσει μόνο άλλη μία φορά από την Μπρένα. Πριν προλάβει να συνέλθει από τα μπερδεμένα αισθήματά του, η Μπρένα τον ξάφνιασε ακόμα περισσότερο καλπάζοντας στην κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει. Ο Γκάρικ χαλάρωσε, ο θυμός του εξατμίστηκε εντελώς. Η έγνοια του για το πώς βρέθηκε να ιππεύει ένα άλογο του πατέρα του ξεχάστηκε ολότελα. Η σκέψη που κυριαρχούσε μέσα του ήταν ότι δεν προσπαθούσε να το σκάσει, όπως φαντάστηκε στην αρχή. Δεν θα χρειαζόταν να της επιβάλει την τιμωρία που επέσυρε η απόπειρα απόδρασης ενός σκλάβου. Κ ι αυτό τον χαροποίησε, γιατί δεν είχε καμία επιθυμία να βλάψει την Μπρένα. Δεν μπορούσε να τη δει πια, αφού είχε κατέβει τους κυματιστούς λόφους που οδηγούσαν στο σπίτι του. Ο ευφρόσυνος ήχος του γέλιου της αντηχούσε ακόμα μέσα στο κεφάλι του, όπως τη μέρα που την είδε να προσφέρεται να πάει τον Κ όραν πίσω στο σπίτι. Ακόμα τον έτσουζε η επίγνωση ότι απολάμβανε τη συντροφιά ενός σκλάβου περισσότερο από τη δική του. Από πολλές απόψεις, η Μπρένα ήταν ακόμα παιδί. Οι εκρήξεις θυμού και η απίστευτη απείθειά της αποτελούσαν αρκετή απόδειξη, όπως και η τρέλα
που μόλις παρακολούθησε στο λιβάδι. Επιπλέον, παρέμενε γαντζωμένη πεισματικά στο παρελθόν, στα παιδικά της χρόνια, τότε που είχε την ελευθερία να παριστάνει πως ήταν ο γιος του άρχοντα Άνγκους, όχι η κόρη που είχε γεννηθεί. Η Λινέτ του είχε πει πολλά για την Μπρένα, πράγματα που έρχονταν σε αντίφαση με αυτά που του μετέφερε η Κ ορντέλα. Δεν ήξερε ποια από τις δύο να πιστέψει. Έτεινε περισσότερο να πιστέψει την περιγραφή της Κ ορντέλα, γιατί επιβεβαίωνε την προσωπική του άποψη για τις γυναίκες γενικά. Αλλά είχε δει την απόδειξη του ισχυρισμού της θείας της, ότι η Μπρένα δεν είχε ωριμάσει ακόμα. Μα τους θεούς, τον είχε μαγέψει! Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να βγάλει την αλεπουδίτσα από το μυαλό του. Ήλπιζε ότι η μακριά απουσία του από το σπίτι θα βοηθούσε, αλλά ακόμα κι όταν παραμόνευε ένα θήραμα, η Μπρένα και το πείσμα της κατέτρεχαν αδιάκοπα τον νου του. Ήταν μικρή παρηγοριά ότι η Μπρένα είχε διαλύσει τη λύπη του για τη Μόρνα, γιατί οι σκέψεις του παρέμεναν το ίδιο σκοτεινές. Από την ξανθιά Σκύλα στη μαυρομάλλα Χάρυβδη – ήταν ίδιες, αφού καμία δεν άξιζε την εμπιστοσύνη του. Ο Γκάρικ κέντρισε το άλογό του με κατεύθυνση το σπίτι του. Επέστρεφε με μια ποικιλία από γούνες που θα ετοιμάζονταν για την άνοιξη, όταν θα ξανάνοιγε πανιά για τα παζάρια της Ανατολής. Είχε ξετρυπώσει δύο μαύρες αρκούδες στη χειμερία νάρκη τους και είχε σκοτώσει τη μία.
Ήταν η τέλεια αφορμή να καλέσει τους γείτονές του και να κάνει ένα γλέντι για να μοιραστούν τη χαρά του. Αυτό δεν θα άρεσε στην Μπρένα, αλλά ας την έπαιρνε ο Λόκι. Η γούνα της αρκούδας θα πουλιόταν την άνοιξη, και μπορεί να είχε και η Μπρένα την ίδια τύχη. Ήταν ένας τρόπος να ξενοιάσει επιτέλους από την Κ έλτισσα μορφονιά. Ή μήπως όχι;
Κεφάλαιο 23 Η Μπρένα στεκόταν μπροστά στην εστία στο μαγειρείο τυλιγμένη με μια ζεστή μάλλινη κουβέρτα κι έτριβε τα χέρια της για να ξεμουδιάσουν από το κρύο. Ήταν αμφίβολο ότι θα συνήθιζε ποτέ τέτοια παγωνιά, αλλά την επόμενη φορά που θα έβγαινε θα ήταν καλύτερα προετοιμασμένη. Ένας μαλακός χτύπος στην πόρτα τράβηξε την προσοχή της κι απομακρύνθηκε επιφυλακτικά από την εστία για να ανοίξει, σφίγγοντας την κουβέρτα στους ώμους της. Κ ρύφτηκε πίσω από το πορτόφυλλο για να αποφύγει τον παγωμένο άνεμο και το ξανάκλεισε αμέσως μόλις χώθηκαν μέσα η Τζέινι, η Μόντια και η Ρέινα. Η μεγαλύτερη γυναίκα πλατάγισε τη γλώσσα της καθώς έβγαζε τον μανδύα της και τον κρεμούσε πίσω από την πόρτα. «Γιατί αμπαρώνεις το σπίτι, κοπελιά; Δεν θα αρέσει καθόλου στον αφέντη». «Δεν άκουσες για το σφαγμένο σκυλί που βρήκα στο κατώφλι;» ρώτησε δηκτικά η Μπρένα. «Όλοι ακούσαμε για το ψόφιο κοπρόσκυλο, αλλά δεν είναι λόγος να αμπαρώνεις», αντιγύρισε η Ρέινα και πήγε να προσθέσει ξύλα στη φωτιά. «Ναι, δεν
υπάρχει αμφιβολία, ήταν έργο της φατρίας των Μπόργκσεν», πρόσθεσε. «Η βεντέτα ανάμεσα σ’ αυτούς και τους Χάαρντραντ δεν έχει φτάσει ακόμα σε σημείο αιματοκυλίσματος. Μόνο ζώα σκοτώνουν». «Ποια βεντέτα;» ρώτησε η Μπρένα. «Δεν έχουμε χρόνο γι’ αυτή την ιστορία τώρα», επενέβη η Τζέινι, βγάζοντας κι αυτή τον μανδύα της. «Ο αφέντης Γκάρικ γύρισε και διέταξε να ετοιμάσουμε γλέντι». Η καρδιά της Μπρένα επιτάχυνε τους παλμούς της μαθαίνοντας ότι ο Γκάρικ ήταν από πίσω, μα την ίδια στιγμή δυσανασχέτησε στην προοπτική ενός γλεντιού όπως το προηγούμενο. «Πού είναι;» «Πήγε να πάρει τους γείτονές του να τον βοηθήσουν να κουβαλήσει την αρκούδα που σκότωσε», απάντησε χαρωπά η Μόντια, ανυπομονώντας προφανώς για άλλη μια μεγάλη σύναξη αντρών. «Ο Έριν μας έστειλε να βάλουμε χύτρες στη φωτιά και να ετοιμάσουμε τη σάλα. Ο Κ όραν φέρνει βαρελάκια μπίρας από την αποθήκη». «Κ αι πόσο θα κρατήσει αυτό το γλέντι;» «Ποιος ξέρει; Μια κι είναι χειμώνας, και κανείς δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει, μπορεί να κρατήσει κι εβδομάδες». Άραγε πώς θα συμπεριφερόταν ο Γκάρικ μετά από απουσία τριών εβδομάδων; Θα χαιρόταν που θα την ξανάβλεπε; αναρωτιόταν η Μπρένα. Κ ατσάδιασε τον εαυτό της για τους ανόητους συλλογισμούς της και άρχισε να σκουπίζει μετά μανίας τη σάλα. Έπρεπε
να θυμάται ότι είχε ορκιστεί να τον μισεί. Δεν θα του παραχωρούσε τίποτα, ούτε καν ένα χαμόγελο για καλωσόρισμα. Έτσι, όταν ο Γκάρικ μπήκε στη σάλα, η Μπρένα σιγόβραζε ήδη από θυμό. Ωστόσο, όταν τον είδε να στέκεται στην άκρη του αυτοσχέδιου τοίχου που χώριζε το μαγειρείο από την ψυχρή σάλα, ένιωσε την καρδιά της να φτερουγίζει και ξεχάστηκε προς στιγμή. Ο Γκάρικ ήταν πιασμένος αγκαζέ με τον Πέριν και γελούσε με κάποιο σχόλιό του. Τότε την είδε κι η ματιά που αντάλλαξαν ήταν σαν απαλό χάδι. Η Μπρένα ένιωσε να χάνεται μέσα στα καθάρια γαλανά του μάτια, που λαμπύριζαν ακόμα από το γέλιο, αν και όχι για πολύ. Μια μνησίκακη φωνή την επέπληξε μέσα στο κεφάλι της, κι απέστρεψε απρόθυμα το βλέμμα. Πέρασαν λίγες μόλις στιγμές πριν νιώσει την παρουσία του Γκάρικ ακριβώς πίσω της. Την έπιασε από τον αγκώνα και, χωρίς λέξη, την τράβηξε έξω από τη σάλα. Πέρασαν μπροστά από τον Πέριν, που χαμογέλασε αμίλητος, κι έπειτα είδε τον Γκορμ και δυο άλλους που έμπαιναν από την πίσω πόρτα. Ο Γκάρικ τους αγνόησε όλους και την τράβηξε μαζί του στις σκάλες. Όταν έφτασαν στο κεφαλόσκαλο, εκείνη ελευθερώθηκε από τη λαβή του με μια απότομη κίνηση. «Πού με πας, Βίκινγκ;» απαίτησε να μάθει με έναν τραχύ ψίθυρο. «Στο κρεβάτι», απάντησε και τη σήκωσε με μια
αστραπιαία κίνηση στον αέρα, πριν προλάβει να το βάλει στα πόδια. «Μα έχεις καλεσμένους κάτω!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. Ο Γκάρικ γέλασε με την καρδιά του, κι ήταν ένας ήχος που η Μπρένα άκουγε σπάνια. «Μπορούν να περιμένουν· εγώ, όχι». Κ ρεμασμένη στην αγκαλιά του όπως τη μετέφερε στην κάμαρά του, η Μπρένα ένιωσε να τη σαρώνει ο πόθος που πλημμύριζε τις αισθήσεις του. Έκλεισε τα μάτια της σφιχτά και πάλεψε ενάντια στην επιθυμία να υποκύψει στις ορέξεις του. «Άσε με κάτω!» Της χαμογέλασε σκανδαλιάρικα. «Όπως επιθυμείς». Την έριξε στο κρεβάτι και την ακολούθησε αμέσως, καβαλώντας τους μηρούς της με τα γόνατά του. Εκείνη ανακάθισε με όλη της τη δύναμη και τον έσπρωξε πίσω και με τα δυο της χέρια, αλλά δεν τον μετακίνησε ούτε πόντο. «Είναι δυνατό να μη σου έλειψα, κοπελιά;» την πείραξε βγάζοντας τη ζώνη του και πετώντας τη στην άκρη. Εκείνη έγειρε πίσω στηριγμένη στους αγκώνες της και τον κοίταξε υπεροπτικά. «Γιατί να μου λείψεις; Δεν είσαι ο μόνος άντρας εδώ γύρω, Βίκινγκ». Η παγωνιά που απλώθηκε αμέσως στα μάτια του τη σοκάρισε. «Δεν θα ερωτοτροπείς με άλλον άντρα εκτός από μένα». Η οργή σκοτείνιασε τα μάτια της σαν πυκνός
καπνός. «Κ ι οι φίλοι σου; Μου είπαν ότι τους επιτρέπεις να πλαγιάζουν με όποια σκλάβα σου θέλουν!» Χαμογέλασε. «Επιτέλους δέχτηκες ότι μου ανήκεις, Μπρένα;» «Όχι, αλλά αυτό πιστεύουν οι αηδιαστικοί φίλοι σου!» «Τότε δεν χρειάζεται να φοβάσαι, κυρά. Δεν θα σε ενοχλήσουν». «Δηλαδή θα τους πεις να με αφήσουν ήσυχη;» ρώτησε έκπληκτη. «Ακριβώς». «Γιατί θα το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε απορημένη. «Σίγουρα όχι για μένα». «Αρκεί που δεν επιλέγω να σε μοιραστώ ακόμα», παραδέχτηκε αδιάφορα. Τα μάτια της Μπρένα σκοτείνιασαν ακόμα περισσότερο. «Ακόμα; Ακόμα;! Είσαι ένας τιποτένιος! Δηλαδή όταν με βαρεθείς, απλά θα με ρίξεις στους λύκους, ε; Άσε με να σου πω κάτι, λοιπόν. Εσύ με προειδοποίησες να μην ερωτοτροπώ με άλλους. Τώρα άκου κι εγώ τι θα σου πω. Αν βρω έναν άντρα που ποθώ, θα τον πάρω, είτε ελεύθερος είναι είτε σκλάβος. Δεν θα με εμποδίσεις εσύ!» «Θα βάλω να σε μαστιγώσουν, κυρά», της είπε παγερά. «Τότε κάν’ το τώρα, Βίκινγκ! Ανάθεμά σε!» ξέσπασε. «Δεν ανέχομαι απειλές!» «Θα σου άρεσε αυτό, ε;» Την έπιασε από τους καρπούς και τέντωσε τα χέρια της έξω από το
στρώμα, ξαπλώνοντας πάνω της. «Έξυπνος ο τρόπος που σκέφτηκες να με αποσπάσεις από τον σκοπό μου». «Δεν είχα τέτοια πρόθεση!» φώναξε σπαρταρώντας από κάτω του. «Τότε μείνε ακίνητη». Η Μπρένα ένιωσε δάκρυα στα μάτια της όταν εκείνος της άφησε το ένα χέρι για να σηκώσει την καμιζόλα της και να κατεβάσει το παντελόνι του. Ένιωθε σαν πόρνη. Ένιωθε βρόμικη, αλλά εκείνος δεν θα καταλάβαινε. «Σε μισώ, Γκάρικ!» σφύριξε σφίγγοντας τα δόντια της, πασχίζοντας απελπισμένα να καταπιεί τα δάκρυά της. Εκείνος δεν απάντησε. Της χώρισε τα γόνατα και γλίστρησε ανάμεσα. Αλλά όταν τελικά σήκωσε το βλέμμα στο πρόσωπό της και είδε τα δάκρυα, πάγωσε. «Γιατί κλαις;» τη ρώτησε με απρόσμενα τρυφερό τόνο. «Σε πόνεσα;» «Όχι, αντέχω όσο πόνο μπορείς να μου προκαλέσεις». «Τότε γιατί κλαις;» «Εγώ δεν κλαίω ποτέ!» απάντησε με παιδιάστικο πείσμα. «Αρνείσαι τα δάκρυα που κυλούν από τα μάτια σου, Μπρένα;» Κ ούνησε το κεφάλι του. «Είναι επειδή θέλω να σου κάνω ξανά έρωτα;» «Δεν κάνεις έρωτα, Βίκινγκ. Επιβάλλεις τη θέλησή σου πάνω σε ένα απρόθυμο θύμα».
«Θα με άφηνες να σου κάνω έρωτα;» «Εγώ… Όχι, δεν θα σε άφηνα». Έσκυψε και φίλησε τα δάκρυα που κυλούσαν στους κροτάφους της. «Τότε γιατί το λες;» ρώτησε μαλακά. «Δεν θα καταλάβαινες». «Κ ι όμως, καταλαβαίνω», διαφώνησε και κράτησε το πρόσωπό της με τα δυο του χέρια, πριν τη φιλήσει ανάλαφρα. «Θα προτιμούσες να σου κάνω έρωτα μαλακά, παρά να σε εξαναγκάσω». Χαμήλωσε τα χείλη του στον λαιμό της. «Αλλά πιο πολύ, θα προτιμούσες να μη σε πάρω καθόλου». Τη φίλησε ξανά στο στόμα, με πάθος αυτή τη φορά, κι ένιωσε τα χέρια της να τυλίγονται ασυναίσθητα στον λαιμό του. «Έτσι δεν είναι, Μπρένα;» «Ναι, έχεις δίκιο», συμφώνησε εκείνη. Ένιωθε σαν μαριονέτα στα χέρια του. «Τότε φύγε». Η Μπρένα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της, ελεύθερη από το αισθησιακό ξόρκι. «Τι;» «Μπορείς να φύγεις», της είπε ξαπλώνοντας δίπλα της και δένοντας το παντελόνι του. «Αυτό δεν θέλεις;» «Δεν καταλαβαίνω», απάντησε με απροκάλυπτη έκπληξη, ενώ σηκωνόταν από το κρεβάτι για να σταθεί απέναντί του. «Δεν με θέλεις πια;» Ο Γκάρικ γέλασε. «Μου λες ότι με μισείς, ότι δεν θέλεις το ενδιαφέρον μου, και όταν ικανοποιώ την επιθυμία σου, μαλώνεις μαζί μου. Πάρε μια απόφαση, Μπρένα. Μήπως άλλαξες γνώμη;»
Τα γκρίζα μάτια της γούρλωσαν ακόμα περισσότερο. «Α!» έκανε θιγμένη και βγήκε φουριόζα από την κάμαρα. Η Μπρένα κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και συνάντησε την Τζέινι να μπαίνει στη σάλα, φορτωμένη με άδεια μεταλλικά κύπελλα. Ακούγοντας τον Γκάρικ να βγαίνει από την κάμαρά του, σταμάτησε την Τζέινι και προσφέρθηκε: «Θα τα πάω εγώ αυτά μέσα». Πήρε τα κύπελλα πριν προλάβει να αρνηθεί η Τζέινι. Μπαίνοντας στη σάλα, κατάπιε ένα βογκητό όταν είδε για ποιους προορίζονταν τα κύπελλα: ο Άνσελμ και ο Χιου είχαν καταφτάσει, μαζί με τον Μπάγιαρντ και άλλους δύο άντρες. Η Μπρένα έσφιξε τα δόντια και συνέχισε προς το μακρόστενο τραπέζι όπου είχαν πάρει ήδη θέσεις οι άντρες. Όταν προσπέρασε τον Πέριν, εκείνος της έκλεισε το μάτι, πράγμα που έφερε ένα αδιόρατο χαμόγελο στα χείλη της. Έδωσε κύπελλα στους δύο άντρες που δεν γνώριζε. Αυτοί έσπευσαν να τα βουτήξουν στο πελώριο καζάνι που ήταν γεμάτο με αφρισμένο υδρόμελι, στη μέση του τραπεζιού. Κ ατόπιν άφησε ένα δίπλα στον Μπάγιαρντ, που ευτυχώς ήταν απορροφημένος σε μια κουβέντα με τον Γκορμ και δεν την πρόσεξε. Τελευταίους πλησίασε τον Άνσελμ και τον Χιου, με την αποστροφή στην έκφρασή της όπως άφηνε τα κύπελλα μπροστά τους να αντικαθίσταται από ένα βιασμένο χαμόγελο μόλις συνάντησε το βλέμμα του Γκάρικ, ο οποίος πήρε τη θέση του στο τραπέζι.
Την επόμενη στιγμή, της ξέφυγε ένα επιφώνημα έκπληξης όταν την άρπαξε ο Χιου από τη μέση και την τράβηξε στα γόνατά του. «Ώστε τη δάμασες τελικά τη μικρή στρίγκλα, αδερφέ μου», είπε χαχανίζοντας στον Γκάρικ. «Να ξέρεις, δεν το θεωρούσα δυνατό». «Δεν είχα πει ότι θα το έκανα;» είπε ο Γκάρικ. Η Μπρένα πίεσε τον εαυτό της να μείνει ακίνητη. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος που την κρατούσε, μπορεί να σκεφτόταν να τον φλερτάρει. Αλλά τον Χιου τον σιχαινόταν με όλη της την καρδιά. «Την είχες τρεις μήνες τώρα, και είσαι σπάνια σπίτι για να τη χαίρεσαι έτσι κι αλλιώς. Γιατί δεν μου την πουλάς;» πρότεινε ο Χιου. «Σου δίνω τρία από τα καλύτερα άλογά μου – και τέσσερα, αν επιμένεις». Η Μπρένα κοίταζε κατάματα τον Γκάρικ περιμένοντας την απάντησή του. Τα φρύδια του είχαν σμίξει συλλογισμένα, τα χέρια του ήταν σταυρωμένα στη μέση του όπως έγερνε πίσω στην καρέκλα του. Όταν δεν απάντησε αμέσως, η Μπρένα ένιωσε τον πανικό να φουντώνει μέσα της. Δεν είχε σκεφτεί ότι ο Γκάρικ μπορούσε να την πουλήσει. Συνειδητοποίησε με τρόμο ότι στ’ αλήθεια ήταν κτήμα του. Είχε το δικαίωμα να την πουλήσει, κι εκείνη δεν είχε κανένα λόγο πάνω σ’ αυτό. Ήταν έτοιμη να αποκαλύψει το μυστικό της, να παραδεχτεί ότι είχε καταλάβει την πρόταση του Χιου και να ικετέψει τον Γκάρικ να αρνηθεί. Αλλά την πρόλαβε το ξέσπασμα ανυπομονησίας του Χιου.
«Άντε, αδερφέ, τι λες;» «Θα μπορούσες να την έχεις χωρίς αντάλλαγμα, αλλά εσύ διάλεξες την αδερφή της», του θύμισε ο Γκάρικ. «Να σου πω την αλήθεια, δεν περίμενα ότι θα τιθασευόταν ποτέ. Ήθελα μια κοπελιά με τσαγανό, αλλά αυτή παραλίγο να μου κόψει τη γλώσσα όταν πήγα να τη δοκιμάσω. Φαίνεται όμως ότι εσύ τη δάμασες, τελικά». «Κ ι έτσι άλλαξες γνώμη, ε; Μου φαίνεται ότι θες να φτιάξεις χαρέμι, όπως αυτοί οι χαλίφηδες της Ανατολής. Πάλι καλά που έχεις συνεσταλμένη σύζυγο που δεν θυμώνει με τη λαγνεία σου». Ακούστηκαν γέλια από τους παρευρισκόμενους, που παρέσυραν και τον Άνσελμ. Όλοι το διασκέδασαν εκτός από τον Χιου, και η Μπρένα ζάρωσε νιώθοντας τη λαβή του στη μέση της σαν μέγγενη. «Δεν μου απάντησες, Γκάρικ», είπε ψυχρά ο Χιου. «Γιατί τη θες;» ρώτησε σοβαρά εκείνος. «Δεν είναι τόσο ευχάριστη όσο πιστεύεις. Η γλώσσα της είναι το ίδιο κοφτερή με το σπαθί σου, αλλά και πάλι, δεν θα την καταλάβαινες. Είναι ξεροκέφαλη, απείθαρχη, ανυπόφορα πεισματάρα και αψίθυμη. Το μόνο της πλεονέκτημα είναι ότι είναι όμορφη». «Μόλις απαρίθμησες τους λόγους που τη θέλω. Θαυμάζω το πνεύμα της». «Θα τη σακάτευες, Χιου, γιατί δεν θα είχες υπομονή με την ξεροκεφαλιά της», παρατήρησε αιχμηρά ο Γκάρικ, για να μαλακώσει αμέσως μετά
τον τόνο του. «Παρ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία, γιατί δεν θέλω να την πουλήσω ακόμα». «Τότε θα ευχαριστηθώ τη μικρή στρίγκλα τώρα», δήλωσε ο Χιου και σηκώθηκε από το τραπέζι με το ένα του μπράτσο τυλιγμένο ακόμα γύρω από τη λεπτή της μέση. Ο Γκάρικ σηκώθηκε κι αυτός, με το πρόσωπό του να σκοτεινιάζει απειλητικά. «Όχι, αδερφέ μου, δεν θα την πουλήσω ούτε θα τη μοιραστώ». Ο Χιου δίστασε για μια στιγμή, κι έπειτα γέλασε νευρικά και άφησε την Μπρένα για να καθίσει ξανά στη θέση του. Εκείνη στάθηκε εκεί σαν στήλη άλατος, νιώθοντας την ένταση στην κάμαρα σαν βάρος κρεμασμένο στον λαιμό της. Ο Άνσελμ είχε μείνει σιωπηλός όσο διαπληκτίζονταν οι γιοι του, αλλά τώρα ξερόβηξε και απευθύνθηκε αυστηρά στον Χιου. «Αρκέσου στην πυρόξανθη κοπελιά που έχεις στο σπίτι και ξέχνα τούτη εδώ. Ανήκει στον Γκάρικ κατ’ εντολή μου, κι αν αποφασίσει ποτέ να την πουλήσει, θα την πάρω εγώ, γιατί μπορώ να του προσφέρω πολύ μεγαλύτερα ανταλλάγματα απ’ όσα θα ήθελες εσύ να αποχωριστείς». Οι δυο νέοι κοίταξαν δύσπιστα τον πατέρα τους. «Είπες ήδη ότι δεν την εμπιστεύεσαι στο σπίτι σου, από φόβο ότι θα επιχειρούσε να σε σκοτώσει», του θύμισε ο Γκάρικ. «Γιατί θα ήθελες να την αγοράσεις;» «Σου την έδωσα με την ελπίδα ότι θα την κρατούσες, αλλά αν δεν το έχεις σκοπό, τότε θα
προτιμούσα να την αφήσω ελεύθερη, παρά να τη δω να γίνεται κτήμα άλλου». «Δηλαδή θα μου πλήρωνες την περιουσία που θα σου ζητούσα μόνο και μόνο για να την ελευθερώσεις;» ρώτησε ο Γκάρικ. «Ναι, θα το έκανα». «Πατέρα, αυτό είναι ανήκουστο!» διαμαρτυρήθηκε ο Χιου. «Κ ι όμως, θα το έκανα». Η Μπρένα κοίταζε εμβρόντητη τον Άνσελμ. Άλλη μια φορά που του χρωστούσε ευγνωμοσύνη. Ανάθεμά τον! Πώς θα τον σκότωνε τώρα, ξέροντάς το αυτό; «Πήγαινε δες το φαγητό, κυρά!» την πρόσταξε ο Γκάρικ με ανεξήγητα τραχύ τόνο. Η Μπρένα τον είδε να την κοιτάζει βλοσυρά και υπέθεσε ότι δεν χάρηκε πολύ με τα λόγια του πατέρα του. «Δεν χρειάζεται να γκαρίζεις, Βίκινγκ. Δεν είμαι κουφή», του δήλωσε υπεροπτικά κι έκανε μεταβολή για να φύγει. Στάθηκε δίπλα στον Πέριν κι έσκυψε να του ψιθυρίσει στο αφτί. «Φαίνεται ότι θα περιμένεις ως την αιωνιότητα για να τον βρεις σε καλή διάθεση. Κ αημένη Τζέινι». «Εγώ είμαι ο καημένος», της ψιθύρισε λυπημένα. «Θα βοηθούσε αν του χαμογελούσες λιγάκι». Η Μπρένα ίσιωσε την πλάτη της και γέλασε δυνατά. «Θα ’πρεπε να ντρέπεσαι και μόνο που προτείνεις τέτοιο πράγμα, Πέριν». Κ ι έπειτα έφυγε για το μαγειρείο, ανύποπτη ότι ο
Γκάρικ την ακολουθούσε με τα μάτια του, που τώρα είχαν το σκούρο χρώμα του φουρτουνιασμένου ωκεανού.
Κεφάλαιο 24 Σε όλα της τα χρόνια, η Μπρένα αναρωτιόταν αν θα ξανάβλεπε ποτέ κάτι τόσο εξαίσιο όσο τα φώτα του Βορρά. Ατένιζε έκθαμβη τη στροβιλιζόμενη ιώδη ομίχλη στον ουρανό. Το χώμα, τα κτίρια, τα πάντα γύρω της βάφονταν σε ένα έντονο, λαμπερό βιολετί. Ποιος θα ζητούσε έναν ήλιο να του φωτίζει τον δρόμο, όταν μπορούσε να έχει τέτοιες μεγαλειώδεις επιδείξεις φωτός; Αν δεν έκανε τόσο κρύο, η Μπρένα θα καθόταν εκεί και θα χάζευε επ’ αόριστον την απόκοσμη μαρμαρυγή. Αλλά έκανε παγωνιά – για την ακρίβεια έκανε πολικό ψύχος. «Έλα, Κ όραν, πριν παγώσουν τα πόδια μου και παγώσω κι εγώ μαζί τους». Προχώρησε μαζί με τον νεαρό. Ήταν κι αυτός λουσμένος στο βιολετί φως και θύμιζε φιγούρα από ταπετσαρία. Ήταν ευχής έργο που ο Κ όραν τη ρώτησε αν χρειάζονταν άλλες προμήθειες από την αποθήκη πριν αποσυρθεί για τη νύχτα. Κ ι ενώ δεν χρειαζόταν τίποτα ως το πρωί, η Μπρένα προφασίστηκε ότι θα ξέμεναν από σίκαλη για το ψωμί, κι αν έφερναν τώρα, εκείνος θα μπορούσε να κοιμηθεί λίγο
παραπάνω. Η Μπρένα τον άφησε να περιμένει όσο να πάρει δύο σακιά από τη μικρή αποθήκη κάτω από τις σκάλες, εκεί όπου φυλούσαν τρόφιμα και μπαχαρικά. Έκρυψε το ένα κάτω από τον μανδύα της, κι έπειτα είπε στον Κ όραν ότι θα τον συνόδευε, μην τυχόν και χρειαζόταν κάτι ακόμα. Ήταν η ευκαιρία που περίμενε. Θα έπαιρνε όπλα και θα τα καταχώνιαζε κάπου ως τη στιγμή που θα τα χρειαζόταν. Κ ι αν έβρισκε έναν ελαφρύτερο μανδύα, θα τον άλλαζε με τον δικό της, παρότι έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο πιο βαρύς την κρατούσε όντως ζεστή. Η Μπρένα ήταν ευγνώμων που λόγω της περασμένης ώρας κρατούσε οι άλλες γυναίκες ήταν απασχολημένες στη σάλα, να καθαρίζουν τα υπολείμματα της ψητής αρκούδας που είχαν σερβίρει νωρίτερα. Ο Κ όραν ξεκλείδωσε τη γερή πόρτα της αποθήκης κι άναψε σβέλτα το κερί που υπήρχε πάντα δίπλα. Η Μπρένα απογοητεύτηκε βλέποντας ότι το δωμάτιο περιείχε μόνο φαγώσιμα, αλλά ήταν όντως ξέχειλο. Μια μεγάλη δεξαμενή όπως εκείνη έξω από το σπίτι όπου μάζευαν βρόχινο νερό τις πιο ζεστές μέρες ήταν γεμάτο ως το χείλος με κριθάρι, κι ένα άλλο με βρόμη. Παστό κρέας κρεμόταν από τα δοκάρια – μικρότερα θηράματα που είχε σκοτώσει ο Γκάρικ. Υπήρχαν βαρέλια με σίκαλη, κι ένα γεμάτο μήλα του βουνού και άλλους αποξηραμένους καρπούς. Μεγάλα σακιά περιείχαν μπιζέλια, κρεμμύδια και
καρύδια, και πολλά μικρότερα, γεμάτα βότανα και μυρωδικά, γέμιζαν τα ράφια στους τοίχους. Αυτό που έψαχνε η Μπρένα προφανώς ήταν πίσω από μια άλλη κλειδωμένη πόρτα, εκείνη στο βάθος του διαδρόμου όπου είχε χτιστεί μια προσθήκη. «Τι είναι εκεί πίσω, Κ όραν;» ρώτησε αθώα η Μπρένα δείχνοντας την κλειστή πόρτα. «Εκεί φυλάει τον πλούτο του ο αφέντης Γκάρικ». «Έχεις το κλειδί;» «Αμέ», αποκρίθηκε ο νεαρός. «Αλλά απαγορεύεται να το χρησιμοποιούμε χωρίς διαταγή του». «Το έχεις χρησιμοποιήσει ποτέ;» «Φυσικά», της απάντησε περήφανα. «Τέσσερις φορές τον χρόνο καθαρίζω και γυαλίζω τα όπλα που φυλάσσονται εκεί. Κ ι εκεί βάζω τις γούνες μετά την επεξεργασία της». «Θα μπορούσες να την ανοίξεις τώρα, Κ όραν; Πολύ θα ήθελα να ρίξω μια ματιά μέσα». «Όχι, δεν μπορώ». «Σε παρακαλώ, Κ όραν», τον πίεσε μειλίχια. «Ο αφέντης δεν χρειάζεται να το μάθει. Θα μπορούσα να ρίξω μια ματιά, όσο εσύ γεμίζεις το τσουβάλι με σίκαλη». Ο Κ όραν κουνούσε αργά το κεφάλι του. Ήταν φανερό ότι φοβόταν πολύ να κάνει αυτό που του ζητούσε. Αλλά από τη μεριά της η Μπρένα ήταν αποφασισμένη να μπει εκεί μέσα. «Δεν μπορώ να το κάνω, αρχόντισσα. Θα είχα σίγουρο το μαστίγωμα αν το ανακάλυπτε ο αφέντης, και μπορεί και χειρότερα».
«Αλλά δεν θα το ανακαλύψει, σου το υπόσχομαι», επέμεινε εκείνη. «Τώρα το γλεντάει στη σάλα, κι ούτε καν ξέρει πως είμαστε εδώ. Σε παρακαλώ, Κ όραν, για μένα…» Εκείνος δίστασε, αλλά τελικά χαμογέλασε ντροπαλά. «Κ αλά. Αλλά μόνο όσο θα χρειαστώ για να γεμίσω το σακί». Πήγε στην πόρτα και την ξεκλείδωσε. «Κ αι δεν πρέπει να αγγίξεις τίποτα». Η Μπρένα τεντώθηκε και τον φίλησε πεταχτά στο μάγουλο. «Σ’ ευχαριστώ, Κ όραν. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ». Χαμήλωσε ντροπαλά το κεφάλι, κοκκινίζοντας μέχρι τις ρίζες των μαλλιών του, και πήγε να γεμίσει το σακί με σίκαλη. Η Μπρένα άνοιξε περισσότερο την πόρτα για να αφήσει το κερί να φωτίσει το εσωτερικό της καμαρούλας. Περίμενε θησαυρούς, αλλά όχι την αφθονία που απλωνόταν μπροστά της. Υπήρχε μια μικρή στοίβα από γούνες, που σίγουρα θα ψήλωνε αισθητά ως την άνοιξη, και δίπλα ένα σεντούκι γεμάτο με τα πιο φίνα υφάσματα: μετάξι, μπροκάρ και βελούδα βαμμένα στα πιο υπέροχα χρώματα. Το ράφι στον τοίχο ήταν φορτωμένο με πανέμορφα κύπελλα από μπρούντζο, ασήμι και χρυσό, με ένθετα πετράδια. Δίπλα τους υπήρχαν σκαλισμένα και εγχάρακτα ασημένια κύπελλα και πιατέλες. Πάνω σ’ ένα μακρόστενο τραπέζι υπήρχαν ένα σωρό παράξενα αντικείμενα αξίας, αγαλματίδια από μάρμαρο κι ελεφαντόδοντο, χρυσά κηροπήγια, μικρά μπρούντζινα λιβανιστήρια, ένας σταυρός τριάντα
εκατοστών στολισμένος με πετράδια, περίτεχνοι πεσσοί σκακιού από ελεφαντόδοντο και πολλοί άλλοι θησαυροί. Μέσα σε μια κασετίνα από ξύλο τικ επενδυμένη με βελούδο που καταλάμβανε το κέντρο του τραπεζιού, η Μπρένα είδε κοσμήματα που τη θάμπωσαν: περιδέραια από ρουμπίνια και διαμάντια, περιβραχιόνια από χρυσό κι ασήμι με φίνα σκαλίσματα ή υπέροχες πέτρες. Μια άλλη κασέλα ανοιχτή στο πάτωμα ήταν γεμάτη με χρυσά και ασημένια νομίσματα. Επιτέλους, η Μπρένα εντόπισε αυτό που έψαχνε: όπλα κάθε είδους, που κρέμονταν στους δύο πλαϊνούς τοίχους. Υπήρχαν βαλλίστρες και βέλη, λόγχες σε διάφορα μήκη, πελέκεις και σπάθες, ρόπαλα με καρφιά και, σε ένα ξεχωριστό ράφι, στιλέτα στολισμένα με πέτρες. Η Μπρένα διάλεξε ένα με ένθετα κεχριμπάρια. Ίσως την προστάτευε το κεχριμπάρι, η αγαπημένη πέτρα του Θωρ. Όχι πως θα χρειαζόταν τη βοήθειά του, βέβαια. Η Μπρένα εξέτασε τις βαλλίστρες, στον χειρισμό των οποίων ήταν άρτια εξασκημένη. Πήρε μία, μαζί με κάμποσα βέλη. Τα έβαλε στο σακί που είχε δέσει στη ζώνη της και κρέμασε μέσα ένα σπαθί. Δεν ήταν τόσο ελαφρύ όσο το δικό της, αλλά εκείνο το σπαθί δεν υπήρχε πλέον. Έκανε να φύγει από την κάμαρα, με το σακί της γεμάτο, αλλά τότε της τράβηξε το βλέμμα ένα ζευγάρι μαύρες μπότες. Ήταν οι δικές της! Σε ένα ράφι δίπλα ακριβώς ήταν τα ρούχα της, εκείνα που είχε φορέσει για να θάψει τον πατέρα της. Με αυτά
ήταν ντυμένη όταν έχασε την πιο σημαντική μάχη της ζωής της, από τον Άνσελμ Χάαρντραντ. Η Μπρένα τα άρπαξε χωρίς να το σκεφτεί κι έπειτα έκλεισε σφιχτά από πάνω τον μανδύα της, ακριβώς τη στιγμή που πλησίαζε ο Κ όραν. «Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν τόσο πλούσιος ο Γκάρικ», παρατήρησε αμήχανα η Μπρένα. Ενδόμυχα προσευχόταν να μην πρόσεχε τα όπλα που είχαν κάνει φτερά. «Ναι, είναι πολλοί που δεν το ξέρουν». «Αλλά είναι τόσο νέος για να έχει συσσωρεύσει τόσο πολλά πλούτη. Πρέπει να έκανε πολλές επιδρομές στα νιάτα του». Ο Κ όραν χαμογέλασε πλατιά. «Μπα. Τα πιο πολλά απ’ αυτά που είδες τα έφερε μαζί του από την Ανατολή. Ο αφέντης μας είναι πολύ ικανός έμπορος». Αφού κλείδωσε ο Κ όραν τις πόρτες, επέστρεψαν μαζί στο σπίτι. Ακούγοντας τον σαματά του γλεντιού να ξεχύνεται αμείωτος από τη σάλα, η Μπρένα καληνύχτισε τον νεαρό κι ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιο ραπτικής.
•
Αν και ήταν πια η καρδιά της νύχτας, η Μπρένα ήταν ακόμα σε πλήρη εγρήγορση. Άλλαξε πλευρό και χώθηκε πιο μέσα στις γούνες. Το δωμάτιο διέθετε
ένα μικρό τζάκι, αλλά δεν είχε μπει στη διαδικασία να το ανάψει. Πράγμα για το οποίο μετάνιωνε τώρα. Ήταν παράξενο, όμως δεν θυμόταν να κρυώνει ποτέ τόσο πίσω στο σπίτι της. Αλλά πάλι, ζούσαν κι εκεί πολικούς χειμώνες. Το σπίτι της… ήταν τόσο μακριά πια. Δεν απέμενε κανείς εκεί για να δίνει ουσία στη λέξη. Της έλειπε αβάσταχτα ο πατέρας της. Αν ήταν ζωντανός, θα κινούσε γη και ουρανό για να τη βρει. Μια παρήγορη σκέψη, αλλά διόλου ρεαλιστική. Της έλειπε και η Λινέτ, εξίσου απρόσιτη, κι ας βρισκόταν τόσο κοντά. Μέχρι η ετεροθαλής αδερφή της της έλειπε – Θεός φυλάξοι! Αν δεν χαλιναγωγήσεις αυτές τις μεμψίμοιρες σκέψεις, σύντομα θα βάλεις τα κλάματα, κατσάδιασε τον εαυτό της. Την επόμενη στιγμή, άκουσε τα σκαλιά να τρίζουν κάτω από ένα μεγάλο βάρος, και τον Γκάρικ να κραυγάζει το όνομά της από την άλλη άκρη του διαδρόμου. «Μπρένα!» γκάριξε ξανά. «Μα τους αγίους, Βίκινγκ, πρέπει να γκρεμίσεις το σπίτι με τις αγριοφωνάρες σου;» μονολόγησε η Μπρένα πηγαίνοντας στην πόρτα. «Εδώ είμαι», του είπε με έναν έντονο ψίθυρο. «Σίγουρα θα ξύπνησες τη μητέρα σου με τόση φωνή», πρόσθεσε όταν ήρθε να σταθεί μπροστά της. «Το σκέφτηκες αυτό;» «Αυτή η καλή γυναίκα είναι συνηθισμένη να την ξυπνάνε απότομα στη διάρκεια ενός γλεντιού», απάντησε ο Γκάρικ τόσο μεγαλόφωνα, ώστε η Μπρένα μόρφασε.
«Ο άντρας της, μπορεί, αλλά όχι ένας μεθυσμένος γιος», τον επέπληξε χαμηλόφωνα. «Λοιπόν, τι ήθελες;» «Δεν είμαι μεθυσμένος, κυρά μου», της είπε αρκετά καθαρά, δείχνοντάς της τα λακκάκια του όπως χαμογελούσε. «Κ αι, για να απαντήσω στην ερώτησή σου, θέλω εσένα», πρόσθεσε γελώντας και την άρπαξε από τη μέση, για να την κρατήσει σαν μοσχάρι στο ύψος του γοφού του και να την κουβαλήσει στην κάμαρά του. Την άφησε κάτω μόλις μπήκαν. Εκείνη υποχώρησε προς το ανάκλιντρο, ενώ εκείνος έκλεινε την πόρτα. Την κοίταξε χαμογελώντας, αλλά δεν έκανε κάποια κίνηση να την πλησιάσει. «Θα πιεις λίγο κρασί μαζί μου;» τη ρώτησε σχεδόν ευγενικά. Η Μπρένα δίστασε, προσπαθώντας να μαντέψει τις προθέσεις του. Ήταν η πρώτη φορά που της πρότεινε να πιει κρασί. Θυμόταν να της λέει κάποτε ότι δεν επιτρεπόταν να πίνουν οι σκλάβοι. «Ναι, θα πιω μαζί σου». Κ ουλουριάστηκε κοντά στο μπράτσο του ανακλίντρου, όσο εκείνος γέμιζε δύο κύπελλα από ένα ασκί. Ένα μοναδικό κερί φώτιζε την κάμαρα με το τρεμουλιαστό, αχνό φως του, αλλά η Μπρένα έβλεπε καθαρά τον Γκάρικ. Δεν φαινόταν μεθυσμένος, όπως της είχε φανεί αρχικά. Είχε αλλάξει τα ρούχα που φορούσε νωρίτερα με σκούρο πράσινο παντελόνι και μπότες από μαλακό δέρμα και λευκή γούνα στο τελείωμα. Η κοντή τήβεννός
του ήταν από λευκό μετάξι, με πράσινο νήμα περασμένο στο στρίφωμα και τα μακριά μανίκια. Στο στήθος του ακουμπούσε ένα χρυσό μενταγιόν με ένα μοναδικό μεγάλο σμαράγδι στο κέντρο, αντί για το εγχάρακτο ασημένιο μενταγιόν που φορούσε συνήθως. Ήταν απίστευτα όμορφος απόψε, και η Μπρένα δυσκολευόταν να ξεκολλήσει το βλέμμα της από πάνω του. Ο Γκάρικ της έφερε ένα κύπελλο. Ήπιε μόνο μια μικρή γουλιά από το γλυκόπικρο πιοτό απολαμβάνοντας τη γεύση, κι έπειτα το στήριξε στα πόδια της και τον παρακολούθησε να πηγαινοέρχεται για να ανάψει το τζάκι. Είχε ξεχάσει εντελώς το κρύο – ουσιαστικά είχε ξεχάσει τα πάντα έξω από την παρουσία του Γκάρικ. Η φωτιά φούντωσε, ρίχνοντας περισσότερο φως στην κάμαρα. Ο Γκάρικ πήρε το κρασί του και πήγε να καθίσει μαζί της στο ανάκλιντρο. Έγειρε την πλάτη του στον τοίχο και σταύρωσε το ένα του πόδι· ακούμπησε πάνω το μπράτσο του και ήπιε μια γενναία γουλιά από το κρασί του. Η Μπρένα ένιωθε τόση νευρικότητα περιμένοντάς τον να κάνει κάποια κίνηση, ώστε τα χέρια της θα έτρεμαν ανεξέλεγκτα, αν δεν κρατούσε τόσο σφιχτά το κύπελλο στην ποδιά της. «Δεν είναι της αρεσκείας σου το κρασί;» Εκείνη τινάχτηκε ξαφνιασμένη, κι έπειτα τον κοίταξε ένοχα. «Όχι – θέλω να πω, καλό είναι». Της χαμογέλασε με νόημα. «Αν έχεις κατά νου να με καθυστερήσεις με τη δικαιολογία ότι δεν
τελείωσες το κρασί σου, δεν θα πιάσει. Από την άλλη, δεν βιάζομαι, κυρά μου, οπότε χαλάρωσε κι απόλαυσέ το. Μπορεί να σου βάλω κι άλλο, όταν τελειώσεις». Η Μπρένα ακολούθησε τη συμβουλή του και κατέβασε μονοκοπανιά το μεθυστικό υγρό, ελπίζοντας ότι θα κάλμαρε τα νεύρα της. Άργησε να χαλαρώσει, αλλά τελικά έγειρε πίσω αρχίζοντας να νιώθει την επίδραση του κρασιού. «Τι θα γινόμουν αν πέθαινες, Γκάρικ;» Την κοίταξε με ευθυμία. «Σκαρώνεις καμιά βρομοδουλειά;» «Όχι, δεν παίζω βρόμικα. Αν υποθέσουμε, όμως, ότι δεν γύριζες από κάποια σου εξόρμηση για κυνήγι». Ο Γκάρικ αναστέναξε και κοίταξε στοχαστικά το κύπελλο στο χέρι του. «Μια και δεν έχω ούτε σύζυγο ούτε εξώγαμα παιδιά, ό,τι έχω στην κατοχή μου θα πήγαινε στον πατέρα μου. Πράγμα που σίγουρα θα σε ευχαριστούσε, Μπρένα», πρόσθεσε στεγνά. Εκείνη ήξερε τι εννοούσε, αλλά δεν έπρεπε να τον αφήσει να το καταλάβει. «Θα με ευχαριστούσε; Γιατί; Μισώ τον πατέρα σου περισσότερο κι απ’ ό,τι εσένα». «Θα τον μισούσες ακόμα αν σου χάριζε την ελευθερία σου; Αυτό έχει σκοπό να κάνει», είπε ενοχλημένος εκείνος. «Τώρα το μετανιώνει που σε χάρισε σ’ εμένα». Η Μπρένα τελείωσε το κρασί της και τον κοίταξε
κατάματα. «Τότε δώσε με πίσω ή πούλα με σ’ αυτόν». Ο Γκάρικ έπιασε μια τούφα μαλλιά από τον ώμο της και τη στριφογύρισε αργά γύρω από το δάχτυλό του. «Κ αι τι θα έκανες εσύ για μένα, γλυκιά μου Μπρένα, αν συμφωνούσα;» Τον κοίταξε έκπληκτη. Τι τιμή έχει η ελευθερία; «Οτιδήποτε», του είπε ξέπνοα. «Θα μου έκανες έρωτα;» Δεν δίστασε στιγμή. «Ναι. Ακόμα κι αυτό». Ο Γκάρικ άφησε κάτω το κύπελλό του και την τράβηξε στα γόνατά του, κρατώντας την από τη μέση. Της χαμογέλασε φευγαλέα πριν θάψει το πρόσωπό του στη βάση του λαιμού της. Τα χείλη του ήταν σαν πυρωμένη σφραγίδα στο δέρμα της, της έκλεβαν πνιχτούς στεναγμούς, ώσπου τα χείλη του σφράγισαν τα δικά της με ένα φιλί που απαιτούσε περισσότερα από την ανταπόκρισή της. Η Μπρένα έριξε το άδειο κύπελλό της στο πάτωμα και έμπλεξε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του, τραβώντας τον πιο κοντά της. Είχε ηττηθεί κατά κράτος. Δεν ήξερε καν αν το έκανε για την ελευθερία της ή για τον εαυτό της, αλλά δεν είχε σημασία. Τον ήθελε. Διαμαρτυρήθηκε όταν την ξεκόλλησε από πάνω του και σηκώθηκε, αλλά χαμογέλασε βλέποντάς τον να γδύνεται. Τεντώθηκε νωχελικά, ικανοποιημένα, πριν σηκωθεί και κάνει το ίδιο. Όταν παραπάτησε, έπνιξε ένα γελάκι. «Μάλλον ήπια πολύ από το πολύτιμο κρασί σου».
Ο Γκάρικ δεν μίλησε, αλλά της χαμογέλασε και τη βοήθησε να βγάλει την καμιζόλα της, πριν τη σηκώσει στην αγκαλιά του και τη μεταφέρει στο κρεβάτι. Την απίθωσε μαλακά και ξάπλωσε πλάι της. Κ αι τότε ένιωσε πάνω της τα χέρια του, απίστευτα τρυφερά για τόσο δυνατά. Τη χάιδεψε τολμηρά, με τα δάχτυλά του να ξυπνούν αφάνταστες, υπέροχες αισθήσεις μέσα της. «Μπορείς να είσαι γλυκιά σαν μέλι όταν το θες», είπε βραχνά ο Γκάρικ με τα χείλη του να αγγίζουν σχεδόν τα δικά της. «Κ ι εσύ το ίδιο», ψιθύρισε περνώντας τα δάχτυλά της στα μακριά κυματιστά μαλλιά του. «Αχ, εσύ, κέλτικη ομορφιά μου», μουρμούρισε σέρνοντας το χέρι του στην επίπεδη κοιλιά της. Τα χείλη του χαμήλωσαν στα στήθη της. Η Μπρένα έτρεμε ολόκληρη από τον αισθησιασμό, αλλά –έστω και αδύναμα– προσπαθούσε ακόμα να του αντισταθεί. Όταν λύγισε τα γόνατά της, εκείνος τα ακινητοποίησε με το ένα του πόδι. Τα νύχια της μπήχτηκαν στους ώμους του, αλλά εκείνος υπέμεινε τον πόνο και τη φίλησε αντί να περιορίσει τα χέρια της, ένα παθιασμένο φιλί που σκόρπισε τα τελευταία υπολείμματα της θέλησής της κι έσβησε όλο τον κόσμο από το μυαλό της. Το μόνο που είχε σημασία ήταν ο Γκάρικ, το φιλί του, τα χέρια του που τη χάιδευαν ηδονικά, το κορμί του όπως πιεζόταν στο δικό της, πάνω της τώρα, το καυτό, παλλόμενο μόριό του που αναζητούσε τυφλά την είσοδο, ώσπου τη βρήκε μ’
εκείνη τη συγκλονιστική πρώτη ώθηση που εκτόξευσε την Μπρένα σε κάποιον μακρινό γαλαξία. Φώναζε το όνομά του ξανά και ξανά όπως γλιστρούσε μέσα της, σφίγγοντάς τον λες και μπορούσε να συγχωνεύσει τα κορμιά τους σε μια οντότητα. Τον φίλησε στον λαιμό, στα μάγουλα, στα χείλη, με απόλυτη εγκατάλειψη. Κ αι τότε, όλες οι αισθήσεις επικεντρώθηκαν χαμηλά στο κορμί της, κλείνοντας γύρω από το διογκωμένο μέλος του με την ύστατη βαθιά ώθησή του. Την επόμενη στιγμή, ένιωσε μια υπέροχη παλμική δόνηση μέσα της. Έχοντας φτάσει στο απόγειο της ηδονής, η Μπρένα υπέκυψε αμέσως στην επίδραση του κρασιού και της ερωτικής ζέσης. Βυθίστηκε στον ύπνο, χωρίς καν να κουνηθεί όταν ο Γκάρικ σηκώθηκε να φέρει ένα σκέπασμα. Έπειτα ξάπλωσε μπρούμυτα δίπλα της. Στηρίχτηκε στους αγκώνες του και την κοίταζε για ώρα πολλή να κοιμάται, με ασυνήθιστα τρυφερή έκφραση. Τελικά, την αγκάλιασε κτητικά από τους ώμους και παραδόθηκε κι ο ίδιος στον ύπνο.
Κεφάλαιο 25 Η Μπρένα ξύπνησε από τον βαθύ ύπνο της ακούγοντας τον σαματά ενός καβγά. Βλέποντας ότι ήταν μόνη, πετάχτηκε πάνω από το κρεβάτι και άρπαξε το πρώτο πράγμα που βρήκε διαθέσιμο, την κοντή άσπρη μεταξωτή τήβεννο του Γκάρικ, φορώντας την καθώς έτρεχε έξω από την κάμαρα. Η τήβεννος ίσα που της κάλυπτε τα γόνατα, αλλά η εμφάνιση ήταν το τελευταίο πράγμα που την απασχολούσε εκείνη τη στιγμή. Στη βάση της σκάλας, κρύφτηκε στις σκιές και παρακολούθησε τη σκηνή στη σάλα με εντεινόμενη ανησυχία. Κ αι τα δύο μακρόστενα τραπέζια ήταν αναποδογυρισμένα· οι πάγκοι σπασμένοι σε κομμάτια. Τα μεγάλα καζάνια με το υδρόμελι είχαν αδειάσει στο πάτωμα μαζί με τα υπολείμματα του πρωινού γεύματος. Η Μπρένα σάρωσε τη σάλα με έντρομο βλέμμα. Αρκετοί άντρες κείτονταν αναίσθητοι ή νεκροί στο πάτωμα. Κ άποιοι αναμετριόνταν με τις γροθιές τους, άλλοι με σπαθιά ή πελέκεις. Πώς στην ευχή μπορεί να ξέσπασε τέτοιος καβγάς τόσο νωρίς το πρωί; Κ αι, Κ ύριε των Δυνάμεων, πού ήταν ο Γκάρικ;
Συνέχισε να ψάχνει μέσα στο πανδαιμόνιο, μέχρι που εντόπισε τον Χιου, καθισμένο σε έναν πάγκο κόντρα στον τοίχο. Πίεζε το πρησμένο σαγόνι του με το ένα του χέρι, ενώ γελούσε με έναν σύντροφό του ξαπλωμένο φαρδύ-πλατύ χάμω. Η Μπρένα χαμήλωσε το βλέμμα και πήρε μια κοφτή ανάσα. Ο Γκάρικ κειτόταν στο πάτωμα, με το ένα του μπράτσο κρεμασμένο στον πάγκο. Το μόνο που είδε ήταν οι πιτσιλιές από κατακόκκινο αίμα που κάλυπταν την καφέ πουκαμίσα και το παντελόνι του. Η Μπρένα ξέχασε τα πάντα μέσα στην τρομάρα της κι έτρεξε κοντά του. Εκείνος γελούσε με κάτι που είχε πει ο Χιου, αλλά όταν πλησίασε και γονάτισε δίπλα του, το γέλιο του κόπηκε μαχαίρι. Στράφηκε εμβρόντητος προς το μέρος της κι έπειτα την κοίταξε με τέτοια οργή, ώστε ζάρωσε από τον φόβο της. «Δεν ντρέπεσαι καθόλου, γυναίκα;» τη ρώτησε τραχιά, αρπάζοντάς την από το μπράτσο σε μια οδυνηρή λαβή. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» Δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα της μιλούσε. «Είσαι χτυπημένος!» «Όχι!» γρύλισε. «Αλλά και να πέθαινα, δεν θα ήταν λόγος να εμφανιστείς έτσι ντυμένη μπροστά σε τόσους άντρες. Φύγε από εδώ πριν το γλέντι μετατραπεί σε όργιο!» Η Μπρένα κοίταξε νευρικά γύρω της και είδε ότι πολλοί είχαν σταματήσει να δέρνονται και την παρατηρούσαν με γουρλωμένα μάτια. Με τα λυτά
μαλλιά της να πέφτουν μπλεγμένα στους ώμους της και το βαθύ άνοιγμα της τηβέννου του να αφήνει σχεδόν ακάλυπτα τα στήθη της, παρουσίαζε πολύ θελκτικό θέαμα. «Δεν σκεφτόμουν, Γκάρικ», μουρμούρισε κοκκινίζοντας ως τις ρίζες των μαλλιών της. «Ήθελα μόνο να σε βοηθήσω». «Ποτέ δεν σκέφτεσαι, κυρά μου!» της πέταξε οργισμένα, σπρώχνοντάς τη μακριά του. «Κ αι τώρα χάσου απ’ αυτή τη σάλα!» Η Μπρένα δάγκωσε το χείλι της για να σταματήσει το τρέμουλο. Ένιωσε έναν κόμπο να διογκώνεται στον λαιμό της πνίγοντάς τη σχεδόν, κι η όρασή της θόλωσε από την ανάγκη της να κλάψει. Έφυγε τρέχοντας από τη σάλα πριν κυλήσουν τα δάκρυά της και ντροπιαστεί ακόμα περισσότερο. Δεν θα αναλογιζόταν τη χτεσινή νύχτα. Πήγε τρέχοντας στο δωμάτιο ραπτικής και βρόντηξε πίσω της την πόρτα, για να ριχτεί πάνω στη στοίβα με τις γούνες και να αναλυθεί σε γοερό κλάμα. Ελάχιστες στιγμές μετά, σκούπισε τα μάτια της οργισμένα. «Εγώ δεν έκλαιγα ποτέ», σφύριξε σφίγγοντας τα δόντια της, «μέχρι που τον γνώρισα! Δεν θα ξαναχυθούν δάκρυα από τα μάτια μου για κανένα λόγο. Αν μπορεί να με κακομεταχειρίζεται έτσι όταν το μόνο που θέλω είναι να τον βοηθήσω, ο διάβολος να τον πάρει! Δεν θα είμαι εδώ για να ξανασυμβεί!» Η Μπρένα ψαχούλεψε μέσα στις γούνες κι έβγαλε
το σακί που είχε κρύψει εκεί το προηγούμενο βράδυ. Δεν είχε ονειρευτεί καν ότι θα χρειαζόταν τα κλεμμένα καλούδια της τόσο σύντομα αλλά ούτε περίμενε ότι μπορούσε να είναι τόσο άσπλαχνος ο Γκάρικ. Ντύθηκε αργά με τα καλοραμμένα της ρούχα, απολαμβάνοντας την αίσθηση του πυκνοϋφασμένου μαύρου βελούδου πάνω στο δέρμα της. Βάζοντας τα αντρικά της ρούχα, ένιωσε τον πληγωμένο εγωισμό της να παρηγοριέται κάπως. Ανέκτησε την αυτοπεποίθησή της, ένιωσε ικανή για τα πάντα. Κ ρέμασε το σπαθί στη ζώνη της και γέμισε το σακί με επιπλέον γούνες και δερμάτινα λουριά για να φτιάξει περισκελίδες και καλύμματα για τα χέρια της αργότερα. Κ ατόπιν πήγε στην κάμαρα του Γκάρικ και πήρε την πρόσθετη κουβέρτα από το κρεβάτι του. Αφού φόρεσε τον μανδύα της για να κρύψει την αμφίεσή της, πήγε στην πόρτα του πάνω πατώματος, όπου παραλίγο να πατήσει τον Σκύλο, που κοιμόταν μπροστά. Η Μπρένα γονάτισε και του χάιδεψε τα αφτιά. «Σε έδιωξε κι εσένα από τη σάλα;» Το γιγαντόσωμο ζώο της έγλειψε το χέρι. «Μη σκας, παλιόφιλε. Βγήκες καθόλου σήμερα το πρωί;» Άνοιξε την πόρτα, κι ο Σκύλος την ακολούθησε έξω στον τσουχτερό κρύο αέρα, παρότι σε λίγο μεσημέριαζε. Είχε μάθει να υπολογίζει την ώρα από τα αστέρια. Ίσως στο νοτιότερο άκρο της Νορβηγίας ο ήλιος φώτιζε την ξηρά, αλλά εδώ πάνω, τόσο
ψηλότερα, μόλις που ξεμύτιζε στον ορίζοντα κοντά στο μεσημέρι, βάφοντας βαθυγάλαζο τον ουρανό. Η Μπρένα πλησίασε αργά την ανοιχτή πόρτα προς το μαγειρείο, αλλά ο Σκύλος όρμησε κατευθείαν μέσα να ψάξει για φαγητό. Όταν είδε η Μπρένα ότι μόνο η Μόντια ήταν στο τραπέζι, ψιλοκόβοντας κρεμμύδια για μια σούπα, έκανε ένα βήμα στο εσωτερικό. «Μήπως περισσεύει ένα καρβέλι ψωμί να πάρω μαζί μου;» Η Μόντια σήκωσε ξαφνιασμένη το βλέμμα. «Ναι, αλλά για πού το ’βαλες; Έχουμε μπόλικη δουλειά. Τα σπάσανε πριν και πρέπει να συμμαζέψουμε». Η Μπρένα άκουγε γέλια από τη σάλα. «Ώστε τελείωσε ο καβγάς; Ξέρεις ποια ήταν η αιτία;» «Ο ίδιος ο Γκάρικ», απάντησε η Μόντια κουνώντας το κεφάλι της. «Η Τζέινι ήταν εκεί και είπε ότι ο Μπάγιαρντ έκανε μια παρατήρηση που δεν άρεσε στον αφέντη. Ρίχτηκε στον Μπάγιαρντ σαν αφηνιασμένος αγριόχοιρος, κι έτσι ξέσπασε το πανδαιμόνιο. Κ αι μπήκαν όλοι στον χορό». «Δηλαδή ο Μπάγιαρντ κι ο Γκάρικ είναι εχθροί τώρα;» «Όχι, ο Γκάρικ του ζήτησε συγγνώμη. Έτσι γίνεται στους φιλικούς καβγάδες». «Χμ! Τι ακριβώς είπε ο Μπάγιαρντ και τσάντισε τόσο τον Γκάρικ; Σου είπε η Τζέινι;» «Όχι», απάντησε η Μόντια μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό, παραμερίζοντας μια τούφα που της έπεφτε στο μέτωπο.
«Πέρασες δύσκολη νύχτα χτες;» ρώτησε συμπονετικά η Μπρένα. Η Μόντια χαμογέλασε. «Δεν ήταν τόσο χάλια». «Κ ι η Τζέινι;» «Ήταν τυχερή αυτή τη φορά. Ο Πέριν την πήρε μαζί του κι ούτε γάτα ούτε ζημιά». Η Μπρένα δεν καταλάβαινε τον Πέριν. Ο Γκάρικ υποτίθεται πως ήταν ο καλύτερος φίλος του, κι ωστόσο ο Πέριν φοβόταν να τον προσεγγίσει με ένα θέμα τόσο σημαντικό όσο ήταν η Τζέινι γι’ αυτόν. Ήταν στ’ αλήθεια τόσο απροσπέλαστος ο Γκάρικ, ακόμα και για τους φίλους του; «Λοιπόν, σου περισσεύει τελικά ένα καρβέλι ψωμί, Μόντια; Πεθαίνω της πείνας, αλλά θέλω να κάνω λίγη ιππασία για να μαλακώσω κάπως τον πόνο μου πρώτα». «Ποιον πόνο;» «Δεν άκουσες τον Γκάρικ που με κατσάδιασε μπροστά σε όλους του τους φίλους;» Η Μόντια φάνηκε σοκαρισμένη. «Έκανε τέτοιο πράγμα;» «Ναι, όπως τ’ ακούς». Εκείνη πλατάγισε τη γλώσσα της κι έπειτα πήρε ένα φρέσκο καρβέλι από τη φωτιά και το τύλιξε σε ένα καθαρό πανί. «Πήγαινε τότε, κορίτσι μου». «Αν με ζητήσει ο Γκάρικ, μην του πεις πόσο με πλήγωσαν τα λόγια του. Πες μόνο ότι ήθελα να βγω να πάρω λίγο αέρα και θα γυρίσω γρήγορα». «Όπως θες, Μπρένα. Αλλά αν θες τη γνώμη μου, καλό θα ήταν να το ξέρει».
Ένα χαμόγελο κύρτωσε τα χείλη της Μπρένα καθώς κατευθυνόταν στους στάβλους. Η Μόντια θα μετέφερε στον Γκάρικ κάθε της λέξη, γιατί έτσι ήταν ο χαρακτήρας της. Εκείνος θα υπέθετε ότι ο λόγος που απείχε τόσες ώρες από τη σάλα ήταν ο πληγωμένος της εγωισμός. Αργότερα, όταν συνειδητοποιούσε τελικά πως το είχε σκάσει, θα πίστευε ότι αιτία ήταν ο άσχημος τρόπος που της μίλησε. Αλλά αυτή ήταν η μισή αλήθεια, παραδέχτηκε ενδόμυχα η Μπρένα. Δεν μπορούσε πια να εμπιστεύεται τον εαυτό της να βρίσκεται κοντά του, όχι μετά τη χτεσινή νύχτα. Μετατρεπόταν σε πηλό στα χέρια του, εύπλαστο υλικό για να του δώσει ο Γκάρικ όποιο σχήμα ήθελε. Το φιλί του εξουδετέρωνε εντελώς τις αντιστάσεις της, τη θέλησή της. Κ ι αυτό δεν μπορούσε να το ανεχτεί. Ήταν μια γυναίκα μαθημένη να έχει τον πλήρη έλεγχο των αντιδράσεών της. Κ ι όμως, ένα άγγιγμα του Γκάρικ μπορούσε να τη μετατρέψει σε μαριονέτα. Έπρεπε να φύγει μακριά του – όσο πιο μακριά τόσο το καλύτερο. Ο Έριν δεν ήταν στο μπροστινό μέρος του στάβλου όταν μπήκε η Μπρένα και πήγε κατευθείαν στη Γουίλοου. Σέλωσε σβέλτα τη φοράδα της, προσευχόμενη να κοιμόταν ή να έλειπε ο γεροιπποκόμος. Δεν της άρεσε που είπε ψέματα στη Μόντια, αλλά, αν αναγκαζόταν να κοροϊδέψει τον Έριν, θα ήταν ακόμα χειρότερο. Δεν τον σεβόταν απλώς, είχε αρχίσει να τον αγαπάει. Ευτυχώς, δεν
φάνηκε πουθενά. Η Μπρένα πήρε δύο μεγάλα τσουβάλια βρόμη για τη Γουίλοου και τα έδεσε στα λαγόνια της, κι έπειτα γέμισε τέσσερα ασκιά με νερό από τη δεξαμενή. Κ ι έτσι, ήταν έτοιμη. Οδήγησε τη Γουίλοου κάτω στο μονοπάτι πίσω από τον στάβλο, αλλά σταμάτησε όταν ο Σκύλος ήρθε τρέχοντας πίσω της, γαβγίζοντας και κάνοντας σαματά. «Γύρνα πίσω!» τον επέπληξε από φόβο μήπως τραβούσε ανεπιθύμητη προσοχή. «Φύγε, Σκύλε». Συνέχισε να ιππεύει, αλλά εκείνος ακολουθούσε πεισματικά. «Γύρνα πίσω, σου είπα! Δεν μπορείς να έρθεις μαζί μου». Ο Σκύλος έσκυψε το κεφάλι του απορημένος και κούνησε την ουρά του. Η Μπρένα αναστέναξε. «Πολύ καλά, αν έχεις διάθεση για περιπέτεια, έλα μαζί. Θα είμαστε παράξενο τρίο οι τρεις μας. Ένας σκύλος, ένα άλογο και μια σκλάβα που το έσκασε». Κ άλπασε πέρα στην ανοιχτή έκταση, με τον Σκύλο να ακολουθεί από κοντά. Η Μπρένα δεν είχε ιδέα πού πήγαινε, αλλά ήταν ελεύθερη και δεν έδινε λογαριασμό σε κανένα. Σταμάτησε στην άκρη του δάσους και κοίταξε πίσω, το πέτρινο σπίτι στην άκρη του γκρεμού. «Αντίο, Γκάρικ Χάαρντραντ της Νορβηγίας – Σκληρόκαρδε Γκάρικ. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ». Ένιωσε και πάλι εκείνον τον κόμπο στον λαιμό της. «Θα ’πρεπε να είσαι ευτυχισμένη, Μπρένα», επέπληξε τον εαυτό της. «Είσαι και πάλι ελεύθερη».
Η ακτή θα πρόσφερε ελάχιστα θηράματα και είχε μαύρα μεσάνυχτα από ψάρεμα. Ο νότος, η πιο ποθητή κατεύθυνση, αποκλειόταν από το φιόρδ. Η ανατολή, την οποία θα προτιμούσε, ήταν εκεί που σίγουρα θα την αναζητούσε ο Γκάρικ, γιατί δεν θα φανταζόταν ποτέ πως θα κατευθυνόταν βόρεια όπου οι άνεμοι φυσούσαν ακόμα ψυχρότεροι απ’ ό,τι εδώ. Άρα θα πήγαινε βόρεια. «Έχουμε ελπίδες να επιβιώσουμε εκεί μέχρι την άνοιξη, Σκύλε; Ως τότε, θα έχω πολλές γούνες, και μπορούμε να βρούμε έναν άλλο οικισμό κοντά στη θάλασσα. Θα εξαγοράσουμε τον διάπλου με ένα καράβι που ταξιδεύει για την πατρίδα ή τέλος πάντων μακριά από τον δικό σου τόπο. Πώς σου φαίνεται;» Εκείνος την κοίταξε συλλογισμένος. «Ναι, πιστεύω ότι μπορούμε να το κάνουμε. Αλλιώς θα πεθάνουμε προσπαθώντας, δεν υπάρχει εναλλακτική», απάντησε μόνη της.
•
Ο Γκάρικ ανέβαινε τη σκάλα την ώρα που κατέβαινε η Μόντια. «Πού είναι η Μπρένα;» τη ρώτησε μ’ ένα γάβγισμα. «Αν την έπιασαν οι αναποδιές της εξαιτίας αυτού που έγινε το πρωί, δεν θα γλιτώσει τη βίτσα!» Η Μόντια έγινε κάτωχρη. «Τώρα ερχόμουν να σε
βρω, αφέντη Γκάρικ. Δεν γύρισε ακόμα. Λείπει όλο το απόγευμα και φοβάμαι μήπως…» «Λείπει πού;» τη διέκοψε στενεύοντας τα μάτια του σε δυο σχισμές. Η Μόντια έγινε κατακόκκινη κι έμπηξε τα κλάματα. «Είπε ότι πήγαινε για ιππασία… για να μαλακώσει τον πόνο της… έτσι που τη μάλωσες το πρωί…» «Έτσι σου είπε;» «Δεν ήθελε να σ’ το μεταφέρω, μόνο να σου πω ότι είχε διάθεση να βγει για λίγη ιππασία και θα γύριζε σύντομα. Αλλά δεν γύρισε και φοβάμαι μην έπαθε κανένα κακό». «Τι κακό;» «Οι Μπόργκσεν έσφαξαν έναν σκύλο όσο έλειπες. Κ άποιοι από μας νιώθουμε ότι όπου να ’ναι θα βαρεθούν να σφάζουν ζώα και θα πάρουν σειρά οι σκλάβοι». «Τι τρέχει, Γκάρικ;» ρώτησε ο Άνσελμ από τη βάση της σκάλας. Ο Γκάρικ γύρισε κοντά του σμίγοντας τα φρύδια. «Η κοπέλα λέει ότι η Μπρένα έφυγε από το πρωί, ιππεύοντας εκείνο το άλογο που της χάρισες, σίγουρα». «Δηλαδή της άρεσε το δώρο μου, ε;» «Της άρεσε με το παραπάνω. Της άρεσε τόσο ώστε να μην ξαναγυρίσει. Η Μόντια πιστεύει ότι μπορεί να της έκαναν κακό οι Μπόργκσεν». «Μπα, γνωρίζω πολύ καλά τον Λάθαμ Μπόργκσεν. Δεν θα ξέπεφτε σε ένα τόσο βρόμικο
παιχνίδι. Θα στοιχημάτιζα και τη ζωή μου σ’ αυτό». «Συμφωνώ, πράγμα που μπορεί να σημαίνει μόνο ότι η Μπρένα το ’σκασε», είπε ο Γκάρικ με καυστικό τόνο. «Πρώτα μου τη χαρίζεις και μετά χαρίζεις σ’ αυτήν το μέσο να μου το σκάσει». «Δεν μπορείς να με κατηγορείς γι’ αυτό, Γκάρικ», είπε θυμωμένα ο Άνσελμ. «Ξεχνάς πως ήμουν στη σάλα σήμερα το πρωί. Δεν ξέρω τι είπες στην κοπέλα, αλλά άκουσα τον τόνο σου. Πιστεύω ότι ήσουν υπερβολικά τραχύς». Ο Γκάρικ κεραυνοβόλησε τον πατέρα του με ένα βλέμμα. «Είδες πώς ήταν ντυμένη! Κ ατέβηκε στη σάλα σχεδόν γυμνή. Κ αι βάζω στοίχημα ότι το έκανε σκόπιμα. Είναι η πλανεύτρα που μου είπε η αδερφή της. Της αρέσει να τρελαίνονται όλοι οι άντρες γι’ αυτήν». «Το μόνο που είδα εγώ ήταν η ανησυχία της για σένα. Κ αι πώς της φέρεσαι; Με θυμό και τίποτ’ άλλο. Έχεις να μάθεις πολλά για τις γυναίκες, γιε μου. Δεν είναι να απορεί κανείς που το έσκασε από σένα». Ο Γκάρικ έμεινε άκαμπτος στα λόγια του πατέρα του. «Συμπεριφέρεσαι σαν να νοιάζεσαι περισσότερο για την κοπέλα παρά για μένα. Ισχύει αυτό;» «Όχι, αλλά την καταλαβαίνω καλύτερα απ’ ό,τι εσύ». «Αυτό είναι βέβαιο, αφού εγώ δεν την καταλαβαίνω καθόλου». Ο Άνσελμ γέλασε. «Θα σε βοηθήσω να τη βρεις». «Όχι, αυτό θα το κάνω μόνος μου», απάντησε
εκείνος με τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. «Της χρειάζεται ένα μάθημα που θ’ αργήσει να ξεχάσει». «Γκάρικ!» «Μην επεμβαίνεις, πατέρα. Εκχώρησες τα δικαιώματά σου πάνω στην Μπρένα όταν τη χάρισες σ’ εμένα». Ο Άνσελμ αναστέναξε και κάρφωσε το βλέμμα στην πλάτη του γιου του, που ξεμάκραινε βιαστικά. Είχε διασκεδάσει το πρωί, όταν ο Γκάρικ θύμωσε με το πείραγμα του Μπάγιαρντ για την Μπρένα, δηλαδή ότι είχε μετατραπεί πολύ γρήγορα από αγριόγατα σε ψιψίνα που γουργουρίζει και δεν μπορεί παρά να ήταν κόλπο. Ήταν φανερό ότι ο Γκάρικ δεν ήθελε ούτε να ακούσει την πιθανότητα αυτή, κι ας είχε ειπωθεί σαν χωρατό. Η αντίδρασή του είχε δώσει πάτημα στον Άνσελμ να πιστέψει ότι νοιαζόταν αληθινά για την κοπέλα. Μόλις χτες είχε πει σε όλους ότι δεν θα τη μοιραζόταν. Κ αι τώρα αυτό. Αχ, άραγε αυτά τα δύο παιδιά θα ήταν μονίμως στα μαχαίρια μεταξύ τους;
Κεφάλαιο 26 Η Μπρένα σκάλισε τη μικρή της φωτιά και πρόσθεσε μερικά κλαδιά ακόμα, πριν ξαπλώσει για λίγες ώρες ύπνου. Ήταν χορτάτη κι ευχαριστημένη, αφού μοιράστηκε έναν παχουλό, ψητό λαγό με τον Σκύλο. Η Γουίλοου ήταν σκεπασμένη και τακτοποιημένη για το βράδυ, κι ο Σκύλος ήταν ξαπλωμένος στα πόδια της, πάνω σε ένα στρώμα από παλιές γούνες. Δεν είχε συναντήσει καμία δυσκολία ως τώρα. Το κυνήγι ήταν άφθονο στις δασωμένες περιοχές και είχε βρει μερικές πηγές όπου μπορούσε να ανανεώνει τα αποθέματά της σε νερό. Η μόνη στενοχώρια της ήταν ο παγωμένος βόρειος άνεμος που μαστίγωνε τη μικρή κατασκήνωσή της. Ούτε δίπλα στη φωτιά δεν κατάφερνε να ζεσταθεί καλά. Τουλάχιστον δεν είχε χιονίσει, για να προσθέσει καινούρια στρώση πάνω σ’ αυτό που κάλυπτε ήδη τόπους τόπους το έδαφος. Εδώ στο δάσος υπήρχαν πολλές περιοχές καθαρές από χιόνι, όπως αυτή που διάλεξε για να κατασκηνώσει. Είχαν περάσει τέσσερις μέρες από τότε που άφησε τον Γκάρικ. Μετά από τρεις μέρες ιππασίας, έφτασε σε άλλο ένα φιόρδ που της έκλεινε τον δρόμο. Έτσι,
υποχρεώθηκε να στρίψει προς την ανατολή τελικά, αν και δεν πίστευε ότι είχε σημασία πλέον. Κ άλυπτε σχολαστικά τα ίχνη της Γουίλοου για δύο μέρες. Ο Γκάρικ δεν θα την έβρισκε ποτέ. Άλλες δύο μέρες απόστασης ανάμεσά τους θα ήταν αρκετές. Τότε, η Μπρένα θα έψαχνε για μια σχετικά προστατευμένη περιοχή –ένα πυκνό δάσος ίσως ή μια βαθιά ρεματιά– και θα έχτιζε μια καλύβα για να ξεχειμωνιάσει. Όλα φαίνονται τόσο εύκολα, σκεφτόταν καθώς πλησίαζε ο ύπνος. Έπρεπε να είχε αφήσει τον Γκάρικ μήνες νωρίτερα.
•
Ο Γκάρικ έφτασε στην κατασκήνωση στη μέση της νύχτας, αλλά ήταν υπερβολικά εξαντλημένος για να νιώσει οτιδήποτε εντονότερο από μια ήπια ικανοποίηση που η αναζήτηση είχε πάρει τέλος. Ο επιβήτοράς του ήταν στα πρόθυρα κατάρρευσης, γιατί ο Γκάρικ είχε κάνει μόνο δύο στάσεις για ξεκούραση από την ώρα που ξεκίνησαν κι είχε χάσει μία μέρα ψάχνοντας στους λόφους ανατολικά. Περίμενε να βρει την Μπρένα μισοπεθαμένη από την πείνα και το κρύο. Ανακουφίστηκε που τη βρήκε μάλλον καλά, αν και αυτή η έκφραση μακαριότητας μέσα στον ύπνο της του χτυπούσε κάπως στα νεύρα.
Ο Γκάρικ ξεπέζεψε κι έδεσε το άλογό του δίπλα στην γκρίζα φοράδα, πριν πάει κοντά στη φωτιά. Ξάπλωσε δίπλα στην Μπρένα χωρίς να την ξυπνήσει. Μπορούσε να περιμένει ως αύριο για να λύσουν το θέμα. Κ οιμήθηκε αμέσως.
•
Η Μπρένα αναδεύτηκε κάτω από ένα βαρίδι στο στήθος της που περιόριζε τις κινήσεις της. Όπως συνερχόταν από τον ύπνο, συνειδητοποίησε ότι το βαρίδι δεν ήταν στο όνειρό της, και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα για να δει ένα μπράτσο περασμένο κάθετα στο στήθος της, να την καθηλώνει στο έδαφος. Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να μπήξει τις φωνές και γύρισε αργά, έντρομη, να δει και το υπόλοιπο σώμα δίπλα της. Η οργή της ήταν απερίγραπτη. Αυτό παραπήγαινε, ήταν ανήκουστο! «Εσύ!» ξέσπασε πετώντας το μπράτσο του από πάνω της για να πηδήξει όρθια. Ο Γκάρικ ξύπνησε ξαφνιασμένος και κατέβασε ενστικτωδώς το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του. Χαλάρωσε με μια ματιά γύρω του κι αμέσως μετά συνοφρυώθηκε όταν είδε την Μπρένα όρθια λίγο πιο πέρα, με τα πόδια σε διάσταση, τα χέρια στη μέση, τα μάτια της σαν κορωμένα κάρβουνα από την οργή. «Α, ξύπνησες;»
«Πώς με βρήκες;» απαίτησε να μάθει τρέμοντας ολόκληρη. «Πώς;» Εκείνος την αγνόησε για λίγο για να βγάλει τον βαρύ μανδύα από πάνω του και να τινάξει τα ρούχα του. Κ ι έπειτα, δεν απάντησε στην ερώτησή της, αλλά είπε περιφρονητικά: «Επιβεβαίωσες αδιάσειστα τη γνώμη μου για το γυναικείο φύλο. Δεν υπάρχει ούτε μία σας άξια εμπιστοσύνης». «Βιάζεσαι πολύ να κρίνεις. Εγώ δεν είπα πως θα έμενα μαζί σου. Αν το είχα πει, δεν θα το έσκαγα. Πες μου τώρα, πώς με βρήκες;» «Ξεχνάς ότι είμαι κυνηγός, Μπρένα», της είπε με απροσδόκητα ήρεμο τόνο. «Κ αι είμαι καλός σ’ αυτό που κάνω. Κ ανένα αγρίμι» –έκανε μια παύση και τα μάτια του σκοτείνιασαν– «ούτε φυγάς σκλάβος μπορούν να μου ξεφύγουν». «Μα εγώ κάλυπτα τα ίχνη μου! Έπρεπε να με ψάχνεις πολύ νοτιότερα. Τι σε έφερε στον βορρά;» «Παραδέχομαι ότι έχασα μια μέρα ιππεύοντας προς τα βουνά, αλλά όταν δεν βρήκα το ελάχιστο ίχνος σου εκεί, έκανα μεταβολή». Έριξε μια δολοφονική ματιά στον Σκύλο, που κρέμασε ένοχα το κεφάλι. «Μια και δεν έβρισκα πουθενά αυτό το προδοτικό μπασταρδόσκυλο, κατάλαβα ότι είχε έρθει μαζί σου. Κ άλυψες καλά τα ίχνη της φοράδας, αλλά ξέχασες το σκυλί». Ήταν πολύ αργά να κλάψει για το λάθος της. Ωστόσο, ο Γκάρικ φαινόταν έξαλλος με τον Σκύλο και δεν ήθελε να τον τιμωρήσει εξαιτίας της. «Μην κατηγορείς αυτόν που ήρθε μαζί μου. Εγώ
τον παρότρυνα», είπε ψέματα, «για να μην τον χρησιμοποιήσεις για να με βρεις». Ο Γκάρικ γέλασε κοφτά. «Κ ι όμως, ήταν αυτός που με οδήγησε σ’ εσένα τελικά». Η Μπρένα τον κοίταξε κατάματα, προκαλώντας τον. «Κ αι τώρα, Βίκινγκ;» «Τώρα θα σε πάρω μαζί μου στο σπίτι». «Για να με τιμωρήσεις;» «Σε είχα προειδοποιήσει τι θα συνέβαινε αν διάλεγες αυτή την τακτική. Νόμιζες ότι επειδή ζέστανες μια δυο φορές το κρεβάτι μου θα ήμουν επιεικής μαζί σου;» Ένιωσε τον ίδιο αγκαθωτό κόμπο να της φράζει πάλι τον λαιμό. «Μπα, όχι, δεν περίμενα επιείκεια από σένα», είπε σιγανά, νιώθοντας το κάτω χείλι της να τρέμει. «Περίμενα ότι δεν θα με έβρισκες. Έχουν ξεχυθεί και όλοι σου οι γείτονες και με ψάχνουν;» «Ήρθα μόνος», απάντησε με πιο ήπιο τόνο, σχεδόν ψιθυριστά. «Λοιπόν, εγώ δεν θα γυρίσω να υποστώ την τιμωρία σου, Βίκινγκ», του δήλωσε με απατηλά ήρεμο τόνο. Ο Γκάρικ ανασήκωσε τους ώμους και πήρε τον μανδύα του, έτοιμος να φύγει. «Δεν έχεις περιθώρια επιλογής». «Εδώ κάνεις λάθος». Οι λέξεις βγήκαν αργά, γιατί την πονούσε η καρδιά της όπως τις ξεστόμιζε, αλλά δεν της άφηνε εναλλακτική. Πέταξε τη βαριά γούνινη κάπα που
κάλυπτε τα όπλα της κι έφερε το χέρι της στη λαβή του σπαθιού της. «Έχω επιλογή, Γκάρικ». Εκείνος την κοίταξε με γνήσια έκπληξη, το βλέμμα του γλίστρησε πάνω της από την κορυφή μέχρι τα νύχια, για να σταθεί τελικά στα όπλα με τα οποία ήταν ζωσμένη. «Πού τα βρήκες αυτά;» «Τα έκλεψα». «Ποιος σε βοήθησε;» «Κ ανείς», είπε ψέματα. «Πήρα τα κλειδιά του Έριν για την αποθήκη όταν κοιμόταν και μετά τα ξανάβαλα στη θέση τους». «Κ ι αυτά τα ρούχα είναι δικά σου; Μα τι ρωτάω, φυσικά και είναι», κάγχασε. «Φαίνονται ραμμένα πάνω σου. Δεν είναι κολακευτική τουαλέτα, αλλά είναι εξίσου θελκτική αμφίεση». «Πάψε!» φώναξε βλέποντας την επιθυμία να αναμειγνύεται με τον θυμό στα μάτια του. «Ώστε θέλεις να παίξεις ξανά τον ρόλο του άντρα, Μπρένα», συμπέρανε εκείνος με τόνο που πρόδιδε την ευθυμία του. «Θέλεις να πολεμήσεις για την ελευθερία σου;» «Άφησέ με και δεν χρειάζεται να πολεμήσουμε». «Όχι», είπε χαμογελώντας εκείνος και γύμνωσε το σπαθί του. «Δεκτή η πρόκλησή σου». Η Μπρένα βόγκηξε κι έβγαλε το σπαθί της τη στιγμή που ο Γκάρικ ερχόταν καταπάνω της. Δεν θα έδινε με την καρδιά της αυτή τη μάχη. Δεν υπήρχε θυμός μέσα της πια, μόνο λύπη που τα πράγματα είχαν φτάσει εδώ.
Της επιτέθηκε με σβελτάδα, επιχειρώντας να της ρίξει το σπαθί από το χέρι, αλλά η Μπρένα τον απέφυγε με ένα βήμα στο πλάι. Η πλευρά του ήταν εκτεθειμένη σε ένα της χτύπημα, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Εκείνος επιτέθηκε ξανά. Ήταν εξασκημένος στο σπαθί κι υπήρχε μεγάλη δύναμη σε κάθε πλήγμα, αλλά δεν είχε τη δική της επιδεξιότητα ούτε την πανουργία της. Κ ι όμως, εκείνη δεν έβρισκε μέσα της τη θέληση να τον τραυματίσει, παρότι της έδωσε πολλές ευκαιρίες όσο πάλευε να την αφοπλίσει. Να σκοτώσει τον Γκάρικ, να τον δει νεκρό – η σκέψη και μόνο της έλυνε τα πόδια. Ήθελε απλά να τον αφοπλίσει, όπως προσπαθούσε κι εκείνος να κάνει, και μετά θα έπαιρνε τον δρόμο της. Ωστόσο, δεν θα της δινόταν η ευκαιρία, γιατί εκείνη τη στιγμή ορθώθηκε ακριβώς πίσω του μια τεράστια αρκούδα, που όμοιά της δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της. Ούρλιαξε, αλλά ήταν πολύ αργά. Η αρκούδα τους είχε πλησιάσει αθόρυβα και απείχε ελάχιστα από τον Γκάρικ όταν γύρισε να δει τι είχε τρομάξει την Μπρένα. Με μια σαρωτική κίνηση του μπροστινού ποδιού της, η αρσενική αρκούδα τον πέταξε στο πλάι. Έπεσε σε έναν κορμό δέντρου αρκετά μέτρα μακριά, χτυπώντας το κεφάλι του. Κ αι έμεινε ακίνητος. Η Μπρένα κοίταζε δύσπιστα την αρκούδα να τον πλησιάζει με έναν θριαμβευτικό βρυχηθμό. Ούρλιαξε κι επιτέθηκε στο θηρίο με τυφλή λύσσα. Κ ρατώντας το σπαθί και με τα δυο της χέρια, το σήκωσε πάνω από το κεφάλι της και
το έμπηξε στην πλάτη της αρκούδας με όλη της τη δύναμη. Αλλά το κτήνος όχι απλά δεν γκρεμίστηκε ούτε καν τρίκλισε. Βρυχήθηκε άγρια και στράφηκε απότομα προς την Μπρένα, που πάνιασε από τον χειρότερο φόβο που είχε νιώσει ποτέ. Το στιλέτο της ήταν άχρηστο, οπότε έτρεξε πανικόβλητη στη Γουίλοου, για να πάρει τη βαλλίστρα από τη σέλα. Η αρκούδα την πλησίαζε πιο γρήγορα απ’ όσο έπρεπε. Η Μπρένα έτρεξε αριστερά, μακριά από τα άλογα, ετοιμάζοντας ταυτόχρονα τη βαλλίστρα. Τελικά έπεσε στο ένα γόνατο και στόχευσε. Το βέλος διαπέρασε τον λαιμό της αρκούδας που, μετά από κάποιες στιγμές υπέρτατης αγωνίας, έπεσε νεκρή. Η ανακούφισή της ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Μπρένα ευχαρίστησε γονατιστή τα θεία. Παρότι έτρεμε ολόκληρη από την ένταση, πήγε με πόδια που έτρεμαν στο πλευρό του Γκάρικ. Κ ρατούσε την αναπνοή της μέχρι να βεβαιωθεί πως ήταν ζωντανός. Ο ώμος του αιμορραγούσε στο σημείο που τον είχε χτυπήσει η αρκούδα, αφήνοντας βαθιές αυλακιές στο δέρμα του, αλλά το χτύπημα στο κεφάλι του δεν είχε ανοίξει το δέρμα, παρότι είχε αρχίσει κιόλας να πρήζεται. Η Μπρένα πήγε στα άλογα κι έσκισε μια λωρίδα από την κουβέρτα της Γουίλοου, τη μούσκεψε με νερό και γύρισε στον Γκάρικ. Δρόσισε το πρόσωπό του κι άρχισε να καθαρίζει το αίμα από τον ώμο του. Κ άποια στιγμή, εκείνος βόγκηξε και άγγιξε το
πίσω μέρος του κεφαλιού του, πριν κοιτάξει καχύποπτα την Μπρένα. «Πάντα περιποιείσαι τους εχθρούς σου;» Εκείνη αγνόησε την ερώτηση εξετάζοντας τα τραύματα. «Πονάει;» «Όχι, είναι μουδιασμένο. Έφυγε η αρκούδα;» Η Μπρένα κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Χρειάστηκε να τη σκοτώσω». Τα μάτια του παραλίγο να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. «Σου επιτέθηκε;» «Όχι, εσένα ήθελε», απάντησε ήρεμα εκείνη, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει κατάματα. Ο Γκάρικ δεν έκρυψε τη δυσαρέσκειά του. «Πρώτα προσπαθείς να με σκοτώσεις και μετά μου σώζεις τη ζωή. Γιατί;» «Αν είχα προσπαθήσει να σε σκοτώσω, Γκάρικ, δεν θα ζούσες αυτή τη στιγμή. Δεν μπόρεσα να το κάνω». «Γιατί όχι;» τη ρώτησε τραχιά, ενώ εκείνη του επέδενε τον ώμο. «Θα είχες κερδίσει την ελευθερία σου». Επιτέλους τον κοίταξε στα μάτια. «Δεν ξέρω γιατί. Απλά δεν το είχα μέσα μου να προκαλέσω τον θάνατό σου». Ο Γκάρικ την άρπαξε από τον καρπό και την τράβηξε κοντά του, βουτώντας με μια σβέλτα κίνηση το στιλέτο από τη ζώνη της. «Θα το κρατήσω εγώ αυτό, για το ενδεχόμενο να αλλάξεις γνώμη». Εκείνη έμεινε σιωπηλή καθώς σηκωνόταν στα
πόδια του και τίναζε το κεφάλι του για να διώξει τη ζάλη από το χτύπημα. Κ ρατώντας την πάντα από τον καρπό, την τράβηξε μαζί του προς την αρκούδα. Αναγνώρισε το τεράστιο αρσενικό κτήνος που είχε βγάλει από τη νάρκη του μερικές μέρες νωρίτερα. «Φαίνεται ότι όντως σε υποτίμησα, Μπρένα», είπε απρόθυμα κοιτώντας το άψυχο ζώο. «Είσαι τόσο ικανή όσο διατεινόσουν». Την κοίταξε στα μάτια. «Κ ρίμα που δεν μπορώ να σε εμπιστευτώ για να σε αφήσω λεπτό από τα μάτια μου». «Αν σου ορκιζόμουν πίστη και αφοσίωση, θα μπορούσες να μ’ εμπιστεύεσαι, Βίκινγκ», του είπε σχεδόν πικρόχολα. Εκείνος την κοίταξε εξεταστικά. «Θα μου ορκιζόσουν πίστη;» Την τράβηξε απότομα κοντά του, κρατώντας την από τους ώμους. «Τι θέλεις από μένα, Μπρένα;» «Την ελευθερία μου!» Κ ούνησε το κεφάλι του θυμωμένα. «Μια ελεύθερη γυναίκα έχει πολλά δικαιώματα, και μεταξύ αυτών το δικαίωμα να απορρίψει έναν εραστή». «Είναι ενάντια στον νόμο να βιάζεται μία ελεύθερη γυναίκα;» «Ναι». Η Μπρένα έμεινε άκαμπτη. «Ώστε αυτό σε νοιάζει μόνο, να με βιάζεις όποτε έχεις διάθεση! Γιατί είναι τόσο σημαντικό να έχεις εμένα κι όχι μια άλλη; Δεν νοιάζεσαι για μένα σαν γυναίκα. Δεν σε νοιάζουν τα αισθήματά μου. Το απέδειξες έμπρακτα πολλές
φορές. Γιατί πρέπει να είμαι εγώ, λοιπόν;» «Το κορμί σου είναι σκέτη απόλαυση, Μπρένα. Αρκεί το ότι απολαμβάνω να σε κάνω δική μου όταν σε θέλω». «Αν ήσουν καλόκαρδος, μπορεί και να αρκούσε, Γκάρικ», αντέτεινε ήρεμα εκείνη. «Αλλά είσαι σκληρός και άκαρδος με πολλούς τρόπους». Η έκφραση που απλώθηκε στο πρόσωπό του ήταν τρομακτική. Την έσφιξε πάνω του, συνθλίβοντάς τη με τα δυνατά του μπράτσα. «Εμένα έχεις, κυρά μου. Θα μου δώσεις τον λόγο σου ότι δεν θα μου το σκάσεις ξανά». «Δεν μπορείς να αποσπάσεις τον λόγο μου, Γκάρικ, γιατί αν το κάνεις, δεν θα έχω κανένα λόγο να τον κρατήσω». «Τότε όρισες η ίδια τη μοίρα σου», της είπε χολωμένα. Την τράβηξε στα άλογα και την ανέβασε στη Γουίλοου με μια μονοκόμματη κίνηση. Η Μπρένα περίμενε υπομονετικά, όσο εκείνος μάζευε τους μανδύες και τα όπλα τους. Όταν καβαλίκεψε τελικά, ο Γκάρικ της πήρε τα χαλινάρια, σαν να μην την εμπιστευόταν καν ότι θα τον ακολουθούσε. Ποια μοίρα μπορεί να είχε ορίσει η ίδια, με την ξεροκεφαλιά και τον εγωισμό της; Η Μπρένα ρίγησε κοιτώντας την άκαμπτη πλάτη του. Θα το ανακάλυπτε σύντομα.
Κεφάλαιο 27 Το τεράστιο πέτρινο σπίτι δέσποζε ψηλά από πάνω τους, λουσμένο στο αχνό γαλάζιο από τα φώτα του Βορρά. Ήταν νύχτα όταν ο Γκάρικ τους έμπασε στον στάβλο. Ο Έριν βγήκε φουριόζος από το πίσω μέρος, με τη χαρά και την ανακούφιση να φωτίζουν το κουρασμένο πρόσωπό του. Αλλά όχι για πολύ. «Ντροπή σου, κορίτσι μου, που πήγες και μας το ’σκασες!» είπε τραχιά, αν και τα βουρκωμένα μάτια του αποτελούσαν το πιο θερμό καλωσόρισμα. «Δεν το έσκασα από σένα, Έριν, αλλά απ’ αυτόν», απάντησε η Μπρένα σαν να μην ήταν παρών ο Γκάρικ. «Πάντως εμένα με κατατρόμαξες», συνέχισε ο γερο-ιπποκόμος. «Ας περίμενες τουλάχιστον ως την άνοιξη, να μην κινδύνευες να ξεπαγιάσεις εκεί έξω!» «Έριν, αρκετά!» επενέβη ο Γκάρικ κι άρπαξε άγαρμπα την Μπρένα από το μπράτσο. Δεν της άφησε καν τον χρόνο να αποχαιρετήσει τον Έριν όπως την έσυρε προς το σπίτι. Πηγαίνοντας για την πίσω είσοδο, έστριψε δεξιά, προς το πλάι του σπιτιού, οπότε η Μπρένα σταμάτησε απότομα.
«Πού με πας;» Δεν της απάντησε, συνέχισε απλά να την τραβάει. Η Μπρένα πρόβαλε αντίσταση, δυσκολεύοντάς τον ακόμα περισσότερο. Ήξερε πού την πήγαινε, αλλά δεν μπορούσε να το πιστέψει. Στο πλάι του σπιτιού κι αντικριστά στο φιόρδ ήταν μια μικρή ξύλινη πορτούλα. Ο Γκάρικ την άνοιξε διάπλατα. Κ ομμένο στην πόρτα ήταν ένα μικρό παραλληλόγραμμο με κάγκελα. Μια κι έβλεπε προς το φιόρδ, το καμαράκι μέσα ήταν σκοτεινό και υγρό, σαν νοτερό σπήλαιο στον πάγο. Ο Γκάρικ παραμέρισε. «Το ενδιαίτημά σου, αρχόντισσα». Τον κοίταξε με φρίκη στα μάτια της. «Θα με έκλεινες στ’ αλήθεια εδώ μέσα;» «Είναι η λιγότερο σκληρή από τις τιμωρίες που επιβάλλονται συνήθως στους φυγάδες», της δήλωσε ανυπόμονα. «Πώς μπορείς να μου το κάνεις αυτό, τη στιγμή που σου έσωσα τη ζωή; Δεν σημαίνει τίποτα για σένα αυτό;» «Πώς, αμέ, σου είμαι ευγνώμων». «Ωραίο τρόπο έχεις να το δείχνεις, Βίκινγκ», είπε σαρκαστικά. Ο Γκάρικ αναστέναξε. «Αν δεν έπαιρνα κανένα μέτρο εναντίον σου, Μπρένα, θα ήταν σαν να προσκαλούσα κι άλλους σκλάβους να μιμηθούν το παράδειγμά σου. Αυτό δεν μπορώ να το επιτρέψω». Δεν είχε σκοπό να τον ικετέψει. «Για πόσο θα με κρατήσεις εκεί μέσα;»
«Τρεις ή τέσσερις μέρες, όσο να πάρεις το μάθημά σου». Το βλέμμα που του έριξε έσταζε περιφρόνηση. «Κ αι πιστεύεις ότι αυτό θα μου διδάξει οτιδήποτε, Βίκινγκ; Κ άνεις λάθος. Εδώ θα γιγαντωθεί το μίσος μου και θα βγω ακόμα πιο αποφασισμένη να φύγω μακριά από σένα». Ο Γκάρικ την τράβηξε απότομα πάνω του και τα χείλη του σφράγισαν κτητικά τα δικά της. Εκείνη ανταπέδωσε το φιλί του, αλλά από καθαρή πίκα. Έπρεπε να μετανιώσει γι’ αυτό που της έκανε. Θα τον έκανε να το μετανιώσει. «Δεν χρειάζεται να μείνεις εδώ, Μπρένα», ψιθύρισε, με την ανάσα του να της γαργαλάει τον λαιμό. «Αρκεί να μου δώσεις τον λόγο σου ότι δεν θα με ξαναφήσεις». Εκείνη τύλιξε τα μπράτσα της στον λαιμό του. «Αλλά τότε οι άλλες σκλάβες θα πίστευαν ότι είμαι ξεχωριστή για σένα», του είπε προκλητικά. «Είσαι ξεχωριστή». «Είμαι ξεχωριστή, αλλά και πάλι θα με κλείδωνες σ’ αυτό το φρικτό κελί». «Θα μου ορκιστείς, Μπρένα;» Εκείνη τον φίλησε πεταχτά στα χείλη, προκλητικά, πριν τον σπρώξει μακριά της. «Να σε πάρει ο διάβολος, Βίκινγκ. Δεν θα γίνω το παιχνίδι σου για να καμαρώνεις». Κ αι μ’ αυτό, μπήκε στο υγρό κελί με το κεφάλι ψηλά, σφίγγοντας τα δόντια όταν εκείνος έκλεισε πίσω της την πόρτα. Άρχισε να τρέμει αμέσως.
Παραλίγο να ουρλιάξει και να τον καλέσει πίσω, αλλά κάλυψε το στόμα με το χέρι της σφιχτά. Δεν θα τον εκλιπαρούσε. Έκανε κρύο – έκανε ψόφο, για την ακρίβεια. Ευτυχώς είχε τον μανδύα της καθώς και τα καλύμματα για τα μπράτσα και τις γούνινες γκέτες της. Υπήρχε επίσης μια παλιά μάλλινη κουβέρτα πάνω σ’ έναν στενό πάγκο, το μοναδικό έπιπλο στο καμαράκι. Αλλά δεν υπήρχε φωτιά και το καγκελωτό παραθυράκι άφηνε να μπαίνει ο πολικός αέρας. Ούτε τροφή τής είχε αφήσει. Ένιωσε στη στιγμή το στομάχι της να συσπάται από την πείνα, παρόλο που είχαν μοιραστεί με τον Γκάρικ λίγο κρέας ελαφιού μόλις πριν από λίγες ώρες. Θα γύριζε. Δεν υπήρχε περίπτωση να την άφηνε εκεί να ξυλιάσει. Κ άθισε στον πάγκο και κάλυψε τα πόδια της με την κουβέρτα. Τις πρώτες τρεις μέρες που ίππευαν αργά, ο Γκάρικ ήταν απόμακρος κι αμίλητος. Αλλά τις δύο τελευταίες ελάφρυνε η διάθεσή του κι η Μπρένα άρχισε να πιστεύει ότι δεν θα της επέβαλε καμία ποινή όταν επέστρεφαν. Ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα την ανάγκαζε στ’ αλήθεια να μείνει εδώ. Πέρασε μία ώρα κι έπειτα κι άλλη. Η γαλάζια αχλή χάθηκε από τον ουρανό, αφήνοντας μόνο έναν θλιβερό μαύρο ζόφο. Η Μπρένα ρίγησε κι ένιωσε τα πρώτα σημάδια πυρετού. Λίγο μετά φούντωσε και πέταξε την κάπα από πάνω της, μαζί με τα καλύμματα που είχε τυλίξει στα πόδια και
στα μπράτσα της. Προφανώς, ο Γκάρικ δεν σκόπευε να γυρίσει. Ο αγκαθωτός κόμπος έφραξε ξανά τον λαιμό της και τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Μετά από τόσα που είχαν μοιραστεί, ακόμα και αφού του έσωσε τη ζωή, μπορούσε να την πετάει έτσι άσπλαχνα εδώ μέσα! Σίγουρα θα πέθαινε από το κρύο. Μα έτσι θα το μετάνιωνε εκείνος. Ωραίος τρόπος να πάρει εκδίκηση, όταν δεν θα ήταν καν εδώ να απολαύσει τους καρπούς της. Άρχισε να τρέμει πάλι κι έγειρε πάνω στον σκληρό πάγκο. Κ οιμήθηκε ανήσυχα ξυπνώντας κάθε τόσο, άλλοτε για να κουκουλωθεί με τα ανεπαρκή της σκεπάσματα κι άλλοτε για να τα πετάξει όλα από πάνω της. «Είμαι άρρωστη κι αυτός ούτε που το ξέρει», μονολόγησε μισοκοιμισμένη. «Έπρεπε να του το έχω πει. Αλλά δεν θα άλλαζε τίποτα. Είναι κτήνος. Δεν νοιάζεται». Άλλαξε πλευρό, με τα μάτια της θολά από τα δάκρυα. «Θα το μετανιώσεις, Γκάρικ, θα το μετανιώσεις… θα το μετανιώσεις…»
Κεφάλαιο 28 Ο Γκάρικ στριφογύριζε νευρικά στο κρεβάτι του και κοπανούσε τη γροθιά στο μαξιλάρι του. Όσο κι αν προσπαθούσε, ήταν αδύνατο να κοιμηθεί. Οι δαίμονες είχαν στήσει γλέντι μέσα στο μυαλό του. Ώρα με την ώρα οι ενοχές όλο και βάραιναν. Τελικά δεν το άντεχε άλλο. Πήδηξε από το κρεβάτι κι έριξε στους ώμους τον μανδύα του πριν βγει ορμητικά από την κάμαρα. Στον διάδρομο, άναψε βιαστικά έναν πυρσό και ανασκουμπώθηκε για να βγει στην παγερή νύχτα. Έφτασε πετώντας σχεδόν στο μικρό κελί και ψαχούλεψε ανυπόμονα για το κλειδί. Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας, εκείνος έσκυψε να περάσει το ανώφλι για να μπει στο νοτερό σπήλαιο, κι έπειτα ίσιωσε την πλάτη του. Στήριξε τον πυρσό σε μια υποδοχή πριν πλησιάσει την Μπρένα. Κ οιμόταν στο πάτωμα δίπλα στον πάγκο, κουλουριασμένη σαν μικρό παιδί, εντελώς ξεσκέπαστη, χωρίς καν τον βελούδινο μανδύα της. Ο Γκάρικ έτριξε τα δόντια του οργισμένος. Η μικρή ανόητη! Χωρίς στοιχειώδη προστασία, θα πέθαινε από το κρύο με τέτοιο καιρό. Προφανώς
αυτός ήταν ο σκοπός της! Γονάτισε δίπλα της και την τράνταξε απότομα, αλλά σταμάτησε όταν ένιωσε τη θέρμη που εξέπεμπε το σώμα της ακόμα και πάνω από την αντρική πουκαμίσα της από χοντρό βελούδο. Ακούμπησε το χέρι του στο πρόσωπό της και πήρε μια κοφτή ανάσα. Η Μπρένα ψηνόταν στον πυρετό. «Θεέ μου, Μπρένα, τι έκανες;» Εκείνη άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε σαστισμένη. «Γιατί μιλάς στον θεό μου; Θα θυμώσουν οι παγανιστικοί θεοί σου». «Έχει σημασία ποιο θεό επικαλούμαι;» τη ρώτησε θυμωμένα. «Πιστεύω ότι είναι όλοι ένα και το αυτό. Αλλά ρωτάω αυτούς κι εσένα, γιατί προσπάθησες να πεθάνεις;» «Δεν πέθανα», του είπε αδύναμα, πριν κλείσει τα μάτια και βυθιστεί ξανά στον λήθαργο. Το πρόσωπό του είχε το χρώμα της στάχτης. «Θα πεθάνεις αν δεν αντισταθείς, Μπρένα. Ξύπνα!» Όταν εκείνη δεν κουνήθηκε, τη σήκωσε στα χέρια του και τη μετέφερε στο σπίτι και κατευθείαν πάνω, στην κάμαρά του. Εκεί, την ξάπλωσε στο κρεβάτι και τη σκέπασε με το ζεστό κάλυμμα από ερμίνα. Δυνάμωσε τη φωτιά και ξαναγύρισε κοντά της στο κρεβάτι. «Μπρένα! Μπρένα!» Δεν ξυπνούσε. Την ταρακούνησε από τον ώμο, αλλά και πάλι δεν άνοιξε τα μάτια της. Τον έζωσε ο πανικός. Δεν ήξερε τίποτα για πυρετούς. Έπρεπε να καλέσει τη Γιάρμιλ. Αυτή ήξερε πολλά για βότανα
και φίλτρα. Είχε θεραπεύσει τον Χιου όταν ήταν μικρός, κατανικώντας τον πυρετό που είχε. Ο Γκάρικ βγήκε απρόθυμα από την κάμαρα. Αφού ξύπνησε τον Έριν και του είπε να στείλει τις γυναίκες στο σπίτι, έφυγε ο ίδιος καλπάζοντας για να φέρει τη Γιάρμιλ. Επέστρεψαν μέσα σε μία ώρα, οπότε η Γιάρμιλ κλείστηκε στην κάμαρα με την Μπρένα απαγορεύοντας ρητά την είσοδο. Ο Γκάρικ πηγαινοερχόταν ακούραστα μπροστά στη φωτιά στη σάλα. Η Μόντια μπήκε αθόρυβα να του φέρει φαγητό και ποτό, αλλά ούτε που τα άγγιξε. Ο Έριν καθόταν στο τραπέζι και παρατηρούσε τον νεαρό αφέντη του με βαθιά ανησυχία. «Είναι δυνατό κορίτσι», προσπάθησε να τον εμψυχώσει. «Έχω δει πολλούς πυρετούς στη ζωή μου. Είναι απλά θέμα να δροσίζεις τον άρρωστο όταν καίγεται και να τον ζεσταίνεις όταν παγώνει». Ο Γκάρικ τον κοίταξε με μια παγερή έκφραση, σαν να μην είχε ακούσει λέξη. Συνέχισε να βηματίζει πέρα-δώθε, χωρίς καν να αντιλαμβάνεται την έλλειψη ύπνου. Κ ύλησαν ώρες και τη μέρα διαδέχτηκε ξανά η νύχτα. Η Γιάρμιλ εμφανίστηκε επιτέλους στη σάλα, τσακισμένη από την κούραση. Ο Γκάρικ κρατούσε την αναπνοή του όσο εκείνη τον κοίταζε βουβή για μια ατελείωτη στιγμή. Τελικά δεν άντεχε άλλο τη σιωπή της. «Πέρασε ο πυρετός;» Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Λυπάμαι,
Γκάρικ. Έκανα ό,τι μπορούσα». «Τι θες να πεις;» τη ρώτησε ανάστατος. «Δεν καλυτέρεψε;» «Για λίγο, ναι. Ο πυρετός έπεσε. Δεχόταν τα φίλτρα μου, και μάλιστα έφαγε λίγο ζωμό. Αλλά μετά ξανανέβηκε ο πυρετός, κι άρχισε να βγάζει ό,τι της έδινα. Δεν μπορεί να κρατήσει τίποτα στο στομάχι της και τώρα είναι πολύ χειρότερα από πριν». «Σίγουρα κάτι θα υπάρχει που μπορείς να κάνεις!» «Μπορώ να κάνω μια θυσία γι’ αυτήν», είπε η Γιάρμιλ. «Είναι το μόνο που απομένει. Αν ευαρεστηθούν οι θεοί, ίσως της χαρίσουν τη ζωή». Πανιασμένος, ο Γκάρικ βγήκε τρέχοντας από τη σάλα κι ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά για την κάμαρά του. Ο Έριν, που είχε μείνει κοντά του όλες εκείνες τις ώρες, σηκώθηκε από το τραπέζι με μάτια που γυάλιζαν από τα δάκρυα. «Είναι στ’ αλήθεια τόσο άρρωστη η μικρή;» ρώτησε. Η Γιάρμιλ του έριξε μια υπεροπτική ματιά, αλλά έστερξε να απαντήσει. «Ναι. Κ αι οι θεοί δεν θα τη βοηθήσουν. Γιατί θα το έκαναν; Θα έχει πεθάνει ως το πρωί». Κ αι μ’ αυτό, βγήκε από τη σάλα για να επιστρέψει στο σπίτι της. Μόλις έμεινε μόνη της, χαμογέλασε χαιρέκακα. Θα έκανε όντως θυσία, αλλά για να εξασφαλίσει τον θάνατο της κοπέλας. Όχι πως χρειαζόταν βοήθεια από τους θεούς. Με τα δικά
της φίλτρα και την ορθάνοιχτη πόρτα του μπαλκονιού στην κάμαρα του Γκάρικ, ο θάνατός της ήταν βέβαιος. Μακάρι να είχε καταλάβει νωρίτερα την απειλή που αποτελούσε αυτή η τσούπρα – θα την είχε ξεφορτωθεί πριν καν τη δει ο Γκάρικ. Ήταν σίγουρη ότι εκείνος δεν θα την έπαιρνε, ότι θα την απέφευγε, όπως έκανε με όλες τις άλλες. Παρ’ όλα αυτά, η υπομονή της θα ανταμειβόταν, και μάλιστα πολύ σύντομα… Ο Έριν μπήκε στην κάμαρα του Γκάρικ για να τον βρει όρθιο δίπλα στο κρεβάτι, έναν άντρα νικημένο. Η φωτιά έκαιγε στο τζάκι, αλλά η κάμαρα φαινόταν απίστευτα παγωμένη. «Αν μπορούσα να τα ξανακάνω όλα από την αρχή, θα ήταν διαφορετικά, Μπρένα», είπε ο Γκάρικ, κι η φωνή του ηχούσε κούφια. «Αυτό δεν θα το συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου». Ο Έριν πήγε κοντά του. Το πρόσωπό του ήταν τραβηγμένο από ανησυχία. «Δεν σ’ ακούει, αγόρι μου», είπε. «Μιλούσε όταν μπήκα στην κάμαρα πριν», του είπε ο Γκάρικ. «Μιλούσε σαν παιδάκι». «Ναι, σίγουρα ξαναζεί το παρελθόν της. Έχω ξαναδεί αυτόν τον βαθύ λήθαργο, όταν οι δαίμονες σαλεύουν το μυαλό. Για κάποιους δεν είναι τόσο άσχημο· για άλλους μπορεί να είναι εν ζωή κόλαση, κι ο θάνατος φαντάζει σαν σωτήρας». «Δεν γίνεται να πεθάνει!» «Ώστε την αγαπάς την κοπελιά, Γκάρικ;»
«Αν την αγαπώ; Η αγάπη είναι για τους ανόητους!» απάντησε με ζέση. «Δεν θα ξαναγαπήσω ποτέ». «Τότε τι σημασία έχει αν πεθάνει, εφόσον είναι μόνο άλλη μια σκλάβα για σένα;» τον πίεσε ο Έριν. «Έχει σημασία!» απάντησε ο Γκάρικ, και ξαφνικά ο θυμός του εξατμίστηκε. «Εξάλλου, είναι πολύ πεισματάρα για να πεθάνει». «Προσεύχομαι να έχεις δίκιο, αγόρι μου», απάντησε ο Έριν. «Εγώ δεν θα σκοτιζόμουν καθόλου για τη γνώμη της Γιάρμιλ. Με τη βοήθεια του Θεού, πάντα υπάρχει ελπίδα».
•
Η Μπρένα καθόταν στα γόνατα του πατέρα της, σφίγγοντας με δύναμη στο χεράκι της το ολοκαίνουριο σπαθί της με τα ένθετα πετράδια στη λαβή. «Σε ευχαρίστησα, πατέρα; Αχ, σ’ ευχαριστώ και πάλι! Έχω το σπαθί μου, ένα καταδικό μου σπαθί, φτιαγμένο ειδικά για μένα. Δεν θα μπορούσα να έχω ζητήσει καλύτερο δώρο!» «Ούτε καν ένα ωραίο φόρεμα ή ένα αστραφτερό κόσμημα; Η μητέρα σου τα λάτρευε αυτά». Η Μπρένα μούτρωσε. «Αυτά είναι για κορίτσια. Τα κορίτσια είναι χαζά και κλαίνε. Εγώ δεν κλαίω ποτέ!» Η Αλέιν έσπρωξε την Μπρένα μέσα στην αχνιστή
μπανιέρα. Το νερό ήταν ζεματιστό. Οι ατμοί που γέμιζαν το δωμάτιο σαν άσπρη ομίχλη έκρυβαν την Αλέιν από το οπτικό της πεδίο. «Τι θα ’λεγε ο πατέρας σου αν ήξερε ότι πάλευες με τα αγόρια του χωριού, και μάλιστα μέσα στις λάσπες;» «Ο πατέρας θα ήταν περήφανος για μένα. Νίκησα, δεν νίκησα; Ο Ίαν έχει ένα μαυρισμένο μάτι κι ο Ντόιλ έχει πρησμένο χείλι». «Σε άφησαν να νικήσεις, επειδή είσαι η κόρη του άρχοντα Άνγκους». «Δεν είμαι κόρη του. Δεν είμαι! Κ αι νίκησα δίκαια. Άσε με τώρα να βγω από την μπανιέρα πριν γίνω βραστή!» «Πρέπει να γίνεις καθαρή και όμορφη, αρχόντισσα Μπρένα». «Μα το νερό καίει πολύ. Γιατί πρέπει να καίει τόσο;» Το ασώματο κεφάλι της μητριάς της ξεπρόβαλε ξαφνικά μέσα από τα σύννεφα ατμού. «Μπρένα, είσαι ντροπή για τον πατέρα σου. Πότε θα γίνεις κυρία;» «Δεν είμαι υποχρεωμένη να κάνω ό,τι λες. Δεν είσαι η μητέρα μου!» Η Αλέιν ξεφύσησε ηχηρά. «Είναι η μητέρα σου τώρα, Μπρένα». «Όχι, όχι, τη μισώ τη χήρα Αλέιν, μαζί και την κόρη της! Γιατί έπρεπε να την παντρευτεί ο πατέρας; Η Κ ορντέλα συνέχεια με πειράζει. Κ αι η χήρα είναι μάγισσα».
«Πρέπει να τους δείχνεις σεβασμό». «Κ αι γιατί, παρακαλώ; Κ ι αυτές με μισούν. Με ζηλεύουν κι οι δυο τους». «Ίσως δεν έχουν καλοσύνη στην καρδιά τους, κορίτσι μου, αλλά εσύ έχεις. Είναι στο χέρι σου να τις κάνεις να νιώσουν ευπρόσδεκτες εδώ». Η Μπρένα χαμήλωσε το κεφάλι. «Θα το κάνω, αν πρέπει, αλλά μην περιμένεις να μου αρέσει κιόλας». Το χιόνι άρχισε να πέφτει σε χοντρές, βαριές νιφάδες που κάλυψαν τη γη με μια παγωμένη κουβέρτα. Η Μπρένα έτρεξε στην άλλη άκρη της παγωμένης λίμνης γλιστρώντας και τσουλώντας. Ανέμισε το χέρι της στην Κ ορντέλα, που στεκόταν δίπλα σ’ ένα δέντρο τυλιγμένη με μια αργυρόχρωμη κάπα, καθώς τα πυρόξανθα μαλλιά της κυμάτιζαν σαν φλόγες κόντρα στο λευκό του χιονιού. «Ντροπή, Μπρένα! Μια νεαρή γυναίκα στην ηλικία σου να φέρεται σαν παιδί! Θα σπάσει ο πάγος και θα πέσεις μέσα. Τι θα κάνεις τότε;» Ο πάγος ράγισε με έναν εκκωφαντικό κρότο, κι η Μπρένα γκρεμίστηκε στο παγωμένο, κατάμαυρο νερό όπως είχε προβλέψει η Κ ορντέλα. Έτρεμε σύγκορμη. Τα χέρια της μούδιαζαν από το κρύο και δεν μπορούσε να γαντζωθεί κάπου για να συρθεί πάνω στον στέρεο πάγο. «Κ ορντέλα, βοήθησέ με! Παγώνω». «Δεν σου είπα ότι θα έπεφτες;» «Ντέλα, σε παρακαλώ, βοήθησέ με να βγω. Το νερό είναι πολύ κρύο. Πονάει, πονάει αφόρητα». «Θα πονάς κι όταν σε πάρει πρώτη φορά ο
άντρας σου. Τότε θα μάθεις τι εστί αληθινός πόνος». «Είδα νωρίτερα ένα ζευγάρωμα στο χωριό. Δεν ήταν τόσο τρομακτικό όσο θα ’θελες να με κάνεις να πιστέψω, Ντέλα». «Περίμενε και θα δεις. Σύντομα θα φτάσει ο μνηστήρας σου. Τότε θα υποφέρεις στ’ αλήθεια». «Δεν θα παντρευτώ έναν Βίκινγκ. Δεν θα παντρευτώ κανέναν άντρα. Δεν απέρριψα δύο εικοσάδες πλούσιους μνηστήρες;» «Θα παντρευτείς, Μπρένα. Ο πατέρας σου έδωσε τον λόγο του». Η Λινέτ ήρθε από πολύ μακριά, πλησιάζοντας αργά την Μπρένα μέσα στο σκοτάδι. Επιτέλους, κάποτε έφτασε κοντά της. Το πρόσωπό της ήταν κουρασμένο και λυπημένο όπως την τράβηξε έξω από το παγωμένο νερό και άρχισε να την τυλίγει με απανωτές κουβέρτες, ώσπου το κορίτσι ένιωσε ότι ασφυκτιούσε από τη ζέστη. «Ο Άνγκους πέθανε, Μπρένα». «Όχι!» τσίριξε φρίττοντας εκείνη. «Δεν μπορεί να πέθανε ο πατέρας μου! Δεν γίνεται!» Το χωριό έκλαιγε με λυγμούς. Ο Άνγκους τοποθετήθηκε στον τελευταίο τόπο κατοικίας του. Ο ήλιος δεν είχε σηκωθεί ακόμα, αλλά έκανε απίστευτη ζέστη για τόσο νωρίς το πρωί. «Έρχονται οι Βίκινγκς, αρχόντισσα Μπρένα». «Γουίνταμ! Έτσι έρχονται οι συμπατριώτες σου για μια νύφη; Επιτίθενται και σκοτώνουν; Αλέιν, όχι! Δεν πρέπει να πεθάνεις κι εσύ! Δεν μπορώ να σε
βοηθήσω, θεία Λινέτ! Έσπασε στα δύο το σπαθί μου! Δεν μπορώ να βοηθήσω κανένα σας. Θα τον σκοτώσω γι’ αυτό που έκανε στους ανθρώπους μου, το ορκίζομαι!» «Είμαι η Ελοΐζ, γυναίκα του Άνσελμ. Θα σε δώσει στον γιο μου τον Γκάρικ». «Εγώ δεν γίνομαι κτήμα κανενός!» «Βρήκα το μέσο να σε τιθασεύσω, κοπελιά;» «Θα με βιάσει! Θεέ μου, πώς θ’ αντέξω το μαρτύριο που έλεγε η Κ ορντέλα ότι θα νιώσω; Πού είναι ο πόνος; Ώστε μου έλεγε ψέματα! Μ’ έκανε να φανώ φοβισμένη μπροστά στον Βίκινγκ, ενώ δεν υπήρχε λόγος. Μα ήταν όμορφο. Αυτός είναι όμορφος. Τι τέλειο σώμα, τι σφρίγος και δύναμη! Με κάνει να ξεχνάω ότι τον μισώ. Η θέλησή του γίνεται δική μου». Ακούστηκαν γέλια από κάπου μακριά. Η Κ ορντέλα και η Γιάρμιλ γελούσαν. Ο Άνσελμ και ο Χιου γελούσαν. «Είναι κτήνος! Δεν νοιάζεται καθόλου για μένα. Πώς μπόρεσε να μου φερθεί έτσι μπροστά στους καλεσμένους του; Του ξέφυγα τώρα. Είμαι ελεύθερη. Δεν θα με βρει ποτέ. Δεν μπορούσα να μείνω παραπάνω μαζί του, όχι όταν το άγγιγμά του με λιώνει σαν μέλι». Σπαθιά που συγκρούονται με κρότο. Ο κρότος ήταν εκκωφαντικός, της πόνεσε τα αφτιά, κι έπειτα ούρλιαξε. «Δεν θα σε σκοτώσω, Γκάρικ, ούτε καν για την ελευθερία μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά πονάω
αβάσταχτα και μόνο να σε σκέφτομαι νεκρό». Η Μπρένα έτρεμε. «Κ ρυώνω τόσο πολύ. Είμαι άρρωστη κι αυτός ούτε που το ξέρει. Θα μετανιώσει όταν με βρει πεθαμένη. Πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό, όταν του έσωσα τη ζωή; Κ άνει τόσο κρύο, τόσο κρύο». «Γιάρμιλ, κλείσε την πόρτα πριν… πριν…»
•
Η Μπρένα επέπλεε στη ζεστή λίμνη, τα μάτια της ήταν κλειστά κόντρα στον καλοδεχούμενο ήλιο. Ούτε μία ρυτίδα δεν αμαύρωνε το μέτωπό της. Ούτε μία σκέψη δεν διατάρασσε τη γαλήνη της, όπως έπλεε ανάλαφρα, νιώθοντας το ζεστό νερό σαν ένα φυσικό βάλσαμο. Ξύπνησε και η ζεστή λίμνη αντικαταστάθηκε από ένα μαλακό κρεβάτι που της φαινόταν ασυνήθιστα σκληρό για κάποιο λόγο. Ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές τα μάτια της πριν αναγνωρίσει την κάμαρα του Γκάρικ, κι έπειτα γύρισε το κεφάλι της για να τον δει να κάθεται δίπλα στο κρεβάτι σε μία από τις καρέκλες σε σχήμα θρόνου. Φαινόταν απίστευτα καταβεβλημένος κι απεριποίητος, ωστόσο της χαμογελούσε. Κ αι τα μάτια του ήταν ζεστά. «Δεν φαίνεσαι καλά, Γκάρικ. Ήσουν άρρωστος;» Εκείνος γέλασε με το ενδιαφέρον της. «Όχι, κοπελιά, είμαι μια χαρά. Αλλά εσύ πώς αισθάνεσαι;»
Έκανε να ανακαθίσει, αλλά βόγκηξε. «Πονάω παντού, σαν να μ’ έχουν ξυλοφορτώσει». Του έριξε μια καχύποπτη ματιά. «Μήπως με ξυλοφόρτωσες όσο κοιμόμουν;» Φάνηκε προσβεβλημένος. «Πώς σου πέρασε τέτοιο πράγμα από τον νου; Ήσουν πολύ βαριά άρρωστη για δύο μέρες. Μάλλον η αρρώστια σ’ έκανε να νιώθεις αδύναμη και να πονάς». Σηκώθηκε και τράβηξε τα σκεπάσματα γύρω από τον λαιμό της. «Οι γυναίκες κράτησαν τη σούπα ζεστή για όποτε ξυπνούσες. Θα σου φέρω λίγη». Η Μπρένα χαλάρωσε στο μεγάλο κρεβάτι όταν έφυγε ο Γκάρικ. Μετάνιωσε; Δείχνει ενδιαφέρον, αλλά νοιάζεται πραγματικά; Δεν μπορούσε να περιμένει για το φαγητό. Ο ύπνος τη διεκδίκησε ξανά και την τράβηξε στη γαλήνια σκοτεινιά του πριν γυρίσει εκείνος.
Κεφάλαιο 29 Ο τελευταίος μήνας του χρόνου ήταν απίστευτα ψυχρός, φέρνοντας άφθονο χιόνι και πάγο στη γη. Η Μπρένα πέρασε ένα μεγάλο μέρος του στο κρεβάτι, με την Τζέινι και τη Μόντια όχι απλά να εξυπηρετούν κάθε ανάγκη της, αλλά κυριολεκτικά να την κανακεύουν. Ως και η Ρέινα της έφερε ανόρεχτα μια ειδική σούπα φτιαγμένη από βότανα γνωστά για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες. Οι γυναίκες την υπηρετούσαν πρόθυμα. Ήταν μια δική τους, που είχε ξεφύγει από τα νύχια του θανάτου. Κ αι την ίδια στιγμή, ήταν η ευνοούμενη του αφέντη, πράγμα που γινόταν όλο και πιο προφανές κάθε μέρα που περνούσε, παρότι η ίδια η Μπρένα δεν το έβλεπε. Όταν ο Γκάρικ αποφάνθηκε τελικά ότι είχε αναρρώσει αρκετά για να επιστρέψει στην κάμαρα και στις δουλειές της, η Μπρένα κατέβαλε προσπάθεια να κρύψει την ανακούφισή της. Παρ’ όλα αυτά, η πιο κοπιαστική δουλειά που της επιτράπηκε να κάνει ήταν να αλείψει με μέλι τα καπούλια ενός μικρού αγριόχοιρου, ενώ οι άλλες υπηρέτριες εξακολουθούσαν να την κανακεύουν
κατ’ εντολή του αφέντη τους. Η Μπρένα άνοιξε την πόρτα της κάμαρας του Γκάρικ χωρίς να χτυπήσει. Εκείνος σήκωσε το βλέμμα από το βραδινό του γεύμα, σαστίζοντας περισσότερο από την παρουσία της στην κάμαρά του παρά από τον τρόπο που βρόντηξε πίσω της την πόρτα. Αγνόησε την άκαμπτη στάση και τα φουρτουνιασμένα γκρίζα της μάτια και συνέχισε το φαγητό του. «Θα ’πρεπε να είσαι στο κρεβάτι, κυρά μου», είπε αυστηρά, χωρίς να την κοιτάζει. «Σίγουρα είχες δύσκολη μέρα και χρειάζεσαι ξεκούραση». Εκείνη προχώρησε πιο μέσα στην κάμαρα. «Αυτό που χρειάζομαι είναι να πάψεις να ανησυχείς τόσο. Δεν είμαι ανάπηρη, Γκάρικ», είπε σφιγμένα, παλεύοντας να χαλιναγωγήσει τον θυμό της. Ήξερε ότι ήταν μάταιο να μαλώνει μαζί του, τη στιγμή που ήταν τόσο αναθεματισμένα καλοπροαίρετος. Σιχαινόταν αυτή τη νέα του στάση. Ήταν σαν μεγαλόψυχος πατέρας με άτακτο παιδί, όταν η συγχώρεση ήταν το τελευταίο πράγμα που απαιτούνταν. «Αμφιβάλλεις ότι είμαι καλά;» επέμεινε. Κ ούνησε το κεφάλι του, αποφεύγοντας πάντα το βλέμμα της. «Όχι, αλλά δεν πρέπει να καταπονείσαι υπερβολικά, Μπρένα. Ήρθες πολύ κοντά στον θάνατο, αλλά γλίτωσες. Δεν είναι λογικό να ξεκινήσεις αυτή την καινούρια ζωή που σου χαρίστηκε με έναν βαθμό σύνεσης;» «Όχι, είναι πέρα για πέρα παράλογο!» απάντησε
χάνοντας τον έλεγχο. «Πρώτα με περιορίζεις σε ένα κρεβάτι για πολύ περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται. Τώρα μου συμπεριφέρεσαι λες κι είμαι καμιά εύθραυστη κούκλα που θα σπάσει αν κουνηθεί. Σου λέω ότι είμαι καλά!» Η Μπρένα τέντωσε τα χέρια της προς τον ουρανό από απόγνωση. «Έλεος, Θεέ μου! Δεν είμαι οκνηρός άνθρωπος. Ως και στον στάβλο σου ήμουν πρόθυμη να δουλέψω, αλλά αρνήθηκες! Αν το μόνο που θα μου επιτρέψεις είναι να ασχοληθώ με οικιακές εργασίες, ας είναι. Αλλά πρέπει να έχω κάτι να κάνω!» «Η αδερφή σου προσπάθησε να με πείσει για το αντίθετο». Η έκπληξη παραμέρισε την οργή της. «Μίλησες με την Κ ορντέλα;» «Ναι, εκτενώς». Η Μπρένα έσφιξε τις γροθιές της. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από τον Γκάρικ μαζί με την Κ ορντέλα – να κουβεντιάζουν, να γελάνε, να κάνουν έρωτα. Είχε δίκιο, λοιπόν. Εκείνες τις πολλές νύχτες που ο Γκάρικ γύριζε αργά στο σπίτι, αφήνοντάς τη να ξαγρυπνάει περιμένοντάς τον, αυτός ήταν με την Κ ορντέλα! «Έλα εδώ, Μπρένα». «Τι;» ρώτησε αφηρημένη. «Έλα εδώ!» επανέλαβε. Εκείνη ούτε κουνήθηκε ούτε καν γύρισε να τον κοιτάξει. Τελικά, ήταν ο Γκάρικ που πήγε κοντά της κι άγγιξε το μάγουλό της. Τα δάχτυλά του έκαψαν το δέρμα της· του
χτύπησε δυνατά το χέρι και τραβήχτηκε μακριά του. «Μη μ’ αγγίζεις!» φώναξε, κι η φωνή της παλλόταν από πόνο και οργή. «Μην τολμήσεις να με ξαναγγίξεις!» Ο Γκάρικ την κοίταζε αποσβολωμένος. «Θωρ, βοήθα με! Τι σ’ έπιασε πάλι, γυναίκα;» «Είσαι… είσαι τρελός αν νομίζεις ότι θα σε μοιράζομαι με την αδερφή μου! Αν τη θέλεις, χάρισμά σου, αλλά εμένα δεν θα με ξαναπλησιάσεις ποτέ, αλλιώς ορκίζομαι ότι θα σε σκοτώσω!» Στα μάτια του σπίθισε μια λάμψη, και χαμογέλασε με ευθυμία. «Γιατί θα ήθελα την αδερφή σου, όταν έχω εσένα; Κ αι γιατί θα σου περνούσε καν από τον νου, όταν το μόνο που είπα είναι ότι της μίλησα;» «Δεν της έκανες έρωτα;» «Όχι, τίποτα τέτοιο. Όμως, ακόμα κι αν το είχα κάνει, γιατί θα σε τάραζε τόσο, Μπρένα;» Ένιωσε το πρόσωπό της να φλογίζεται και συνειδητοποίησε πόσο ανόητη πρέπει να ακούστηκε, σχεδόν σαν ζηλιάρα σύζυγος. Του γύρισε την πλάτη, απορώντας κι η ίδια με την αντίδρασή της. «Μπρένα;» «Δεν θα με πείραζε να έπαιρνες μια άλλη γυναίκα», απάντησε ήρεμα, νιώθοντας και πάλι τον κόμπο στον λαιμό της. «Θα ήμουν μάλιστα ευγνώμων αν μπορούσε μια άλλη να καλύπτει τις ανάγκες σου, γιατί τότε θα με άφηνες στην ησυχία μου. Αλλά δεν είναι σωστό να έχεις κι εμένα και την
αδερφή μου. Δεν βλέπεις πόσο λάθος είναι;» «Κ ι αυτός είναι ο μόνος λόγος που θα μου δώσεις;» «Δεν υπάρχει άλλος», απάντησε αθώα. «Πολύ καλά, δεν θα σε πιέσω άλλο». Τώρα τον αγριοκοίταξε. «Σου είπα, δεν υπάρχει άλλος λόγος!» Ο Γκάρικ της χαμογέλασε και τα λακκάκια στα μάγουλά του βάθυναν. «Πολύ εύθικτη είσαι σήμερα», είπε εύθυμα, κι έπειτα πήγε στο σεντούκι του. «Ίσως αυτό σου φτιάξει λίγο τη διάθεση». Κ άρφωσε το βλέμμα της πάνω του, γοητευμένη για άλλη μια φορά από τον τρόπο που τα χρυσά μαλλιά έπεφταν στο μέτωπό του, δίνοντάς του την όψη άκακου αγοριού, το αντίθετο ακριβώς από τον Βίκινγκ πολεμιστή, βιαστή και σκληρόκαρδο αφέντη που ήξερε πως ήταν. Ήταν απρόθυμη να τραβήξει το βλέμμα της από το πρόσωπό του, αλλά το κουτί που είχε βγάλει από το σεντούκι του έκανε τα μάτια της να σπιθίσουν από περιέργεια. Όπως ερχόταν προς το μέρος της, είδε ότι το κουτί ήταν ένα μπαούλο σε μινιατούρα, σκαλισμένο με ανατολίτικα σχέδια και διακοσμημένο με ελεφαντόδοντο. Ήταν πανέμορφο. Τον κοίταξε κατάματα όταν της πρόσφερε το μπαουλάκι. «Για τι είναι αυτό;» «Άνοιξέ το». Εκείνη σήκωσε το καπάκι. Μέσα, πάνω σε ένα στρώμα από μπλε βελούδο, υπήρχε ένα ταιριαστό ζευγάρι χρυσοί κρίκοι για το μπράτσο σε σχήμα
κουλουριασμένων φιδιών, με λαμπερά κόκκινα ρουμπίνια για μάτια. Ήξερε ότι για τους Βίκινγκς είχαν μεγάλη αξία τέτοιοι κρίκοι. Είχε δει τη γυναίκα του Χιου να φοράει κακόγουστα τσέρκια στα γυμνά της μπράτσα, και ως και η Ελοΐζ φορούσε περιβραχιόνια. Το ίδιο και οι άντρες. Όσο πλουσιότεροι ήταν, τόσο πιο ακριβό το περιβραχιόνιό τους. Αυτά που της έδειχνε ο Γκάρικ ήταν πολύ καλαίσθητα. Πήρε ένα κι ανακάλυψε ότι ήταν βαρύ, φτιαγμένο από ατόφιο χρυσό, σίγουρα. Σήκωσε πάλι το βλέμμα της στα μάτια του. Θύμιζαν επιφάνεια λίμνης όπου αντανακλάται το φως. «Γιατί μου τα δείχνεις;» ρώτησε επιστρέφοντάς του το μπαουλάκι. Ο Γκάρικ δεν έκανε καμιά κίνηση να το πάρει. «Δεν σου τα δείχνω, Μπρένα. Σου τα χαρίζω. Είναι δικά σου, μαζί με το κουτί». Το βλέμμα της πηγαινοερχόταν δύσπιστα από τα περιβραχιόνια στο πρόσωπό του. «Γιατί;» «Απλά το θέλω». «Θέλεις να χαρίσεις σε μια σκλάβα τόσο ακριβά μπιχλιμπίδια;» Ήταν πυρ και μανία. Μ’ αυτόν τον τρόπο ήθελε να κατευνάσει την ενοχή του που την κλείδωσε σ’ εκείνο το φρικτό κελί! Αλλά δεν θα του το συγχωρούσε! «Πότε θέλεις να τα φοράω, Γκάρικ; Όταν σου πλένω τα ρούχα; Όταν σκουπίζω τη σάλα; Όχι, δεν θα φορέσω το δώρο σου». «Θα το φορέσεις!» της είπε κοφτά, και τα μάτια
του σκοτείνιασαν. «Κ αι θα φορέσεις και το φόρεμα που σου φτιάχνει η μητέρα μου αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Θα τα φορέσεις και θα έρθεις μαζί μου στο γλέντι στο σπίτι του πατέρα μου για τη γιορτή του χειμερινού ηλιοστασίου». Η Μπρένα έμεινε εμβρόντητη. «Η μητέρα σου φτιάχνει φόρεμα για μένα;» «Κ ατά παράκλησή μου», απάντησε. Η Μπρένα δυσκολευόταν να πιστέψει ότι η Ελοΐζ θα συμφωνούσε να ράψει φόρεμα για μια σκλάβα. Ήξερε ότι ήταν χριστιανή και καλόκαρδη, και πάλι όμως ήταν ανήκουστο να σπαταλάει τον χρόνο της ράβοντας για μια υπηρέτρια. Εξίσου εκπληκτικό ήταν το γεγονός ότι ο Γκάρικ θα την έπαιρνε μαζί του στον οικισμό του Άνσελμ, και μάλιστα σε γιορτή. «Δεν καταλαβαίνω, Γκάρικ. Γιατί θα με πάρεις στο σπίτι του πατέρα σου τώρα, ενώ κάθε φορά που σου το ζητούσα για να δω την οικογένειά μου αρνιόσουν πεισματικά;» «Χρειαζόσουν χρόνο για να προσαρμοστείς στην καινούρια σου ζωή, χωρίς να αναπολείς την πατρίδα σου. Αυτό έγινε πια». «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι προσαρμόστηκα, ενώ μόλις πριν από λίγο καιρό επιχείρησα να δραπετεύσω;» «Δεν είπα ότι προσαρμόστηκες σ’ εμένα, κυρά μου, αλλά στην καινούρια σου ζωή». «Αλλά γιατί θα πάρεις μια σκλάβα σε γιορτή; Συνηθίζεται κάτι τέτοιο;»
«Όχι, αλλά δεν αφήνω τα καθιερωμένα να ορίζουν τη ζωή μου. Θα έρθεις μαζί για να καλύπτεις τις ανάγκες μου». Το υπονοούμενο την έκανε να πάρει μια κοφτή ανάσα. «Κ ι αν αρνηθώ;» «Δεν μπορείς να αρνηθείς, Μπρένα», είπε γελώντας. «Πας όπου σε πάω». «Ίσως. Αλλά μπορώ να σου το κάνω πολύ δύσκολο», του θύμισε πονηρά. «Τέλος πάντων, θα έρθω μαζί σου, υπό έναν όρο: ότι θα έχω ένα στιλέτο στη ζώνη μου». «Σύμφωνοι». Εκείνη χαμογέλασε και πήγε στην πόρτα, κρατώντας ακόμα το μπαουλάκι με το δώρο της. Ένιωθε ότι η νίκη ήταν δική της αυτή τη φορά. Ο Γκάρικ είχε αρχίσει να μαλακώνει. «Όσο για το αν θα καλύπτω τις ανάγκες σου όσο είμαστε εκεί, θα το συζητήσουμε όταν έρθει η ώρα». «Δεν υπάρχει θέμα προς συζήτηση». «Να είσαι βέβαιος ότι θα υπάρξει», αντέτεινε εκείνη και τον άφησε να εξετάσει το ζήτημα.
Κεφάλαιο 30 Η μέρα της γιορτής του ηλιοστασίου ήρθε νωρίτερα απ’ όσο ήθελε η Μπρένα. Παρότι ανυπομονούσε να ξαναδεί τη θεία της, και είχε κάμποσες καλοδιαλεγμένες κουβέντες να πει στην Κ ορντέλα –η οποία θα μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που επιχείρησε να την τρομοκρατήσει–, δεν ανυπομονούσε διόλου να βρεθεί στο σπίτι του Άνσελμ. Ήθελε να τον μισεί, αλλά ήξερε ότι είχε πολλούς λόγους να τον ευγνωμονεί. Κ αι θα πήγαινε εκεί με τον Γκάρικ, μπροστά σε όλους, όχι σαν σκλάβα, αλλά σαν ερωμένη του, φορώντας τα δώρα του… Αναρωτιόταν πώς θα άντεχε τέτοια ταπείνωση. Η Μπρένα ευχόταν να μπορούσε να το αποφύγει, αλλά ήξερε πως δεν γινόταν. Ο Γκάρικ το περίμενε πώς και πώς. Κ αι ήταν αμετακίνητος στην απόφασή του να τον συνοδεύσει. Θα την έσερνε έστω και με το ζόρι εκεί, αν πρόβαλε αντίσταση. Τώρα, χαμήλωσε το βλέμμα στην υπέροχη τουαλέτα που εφάρμοζε κολακευτικά στο λεπτό κορμί της. Ήταν από πλούσιο κόκκινο βελούδο, όχι πολύ βαρύ, υφασμένο με χρυσό νήμα. Το σχέδιο
ήταν απλό, αμάνικο, σύμφωνα με τη μόδα των Βίκινγκς, με ελαφρώς καμπύλο ντεκολτέ. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του ήταν η φαρδιά χρυσή ζώνη, στολισμένη με ρουμπίνια, στο ίδιο σχέδιο με τα περιβραχιόνια που φορούσε. Η Τζέινι τη βοήθησε με τα μαλλιά της, πλέκοντας χοντρές κοτσίδες με κόκκινη κορδέλα γύρω από το κεφάλι της, δίνοντας ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Δεν ζήλευε καθόλου που η Μπρένα θα ήταν καλεσμένη στο σπίτι του Άνσελμ· αντίθετα ήταν ενθουσιασμένη και φλυαρούσε ακατάπαυστα για την καλή της τύχη. Η Μπρένα δεν αισθανόταν καθόλου τυχερή, κι έγινε ακόμα πιο κακόκεφη όταν τη φώναξε ο Γκάρικ. Τον συνάντησε στον διάδρομο και θαμπώθηκε από την εμφάνισή του. Ήταν επίσης ντυμένος με βελούδο, με το λεπτό χρυσό ύφασμα να αγκαλιάζει τους μυς του σαν δεύτερο δέρμα. Κ όκκινο νήμα έκανε αντίθεση με το χρυσό φόντο, και μεγάλα ρουμπίνια διακοσμούσαν όχι μόνο τη ζώνη του αλλά και το χρυσό μενταγιόν που κρεμόταν στον λαιμό του. Η Μπρένα αναρωτήθηκε αν το είχε σχεδιάσει να είναι ντυμένοι με αντίθετα, αλλά τόσο ταιριαστά ρούχα. Τα κυματιστά μαλλιά του γυάλιζαν σαν λιωμένο χρυσάφι στη λάμψη της φωτιάς, όμως τα μάτια του ήταν αλλόκοτα συννεφιασμένα όπως την περιεργαζόταν. «Είσαι σαν πετράδι μέσα σε μαύρη θάλασσα, κυρά μου», της είπε χαμηλόφωνα και πήγε κοντά της.
Εκείνη ένιωσε να κοκκινίζει κάτω από το γοητευμένο βλέμμα του. «Το φόρεμα είναι υπέροχο», κατάφερε να ψελλίσει. «Ναι, αλλά δεν θα ήταν τόσο όμορφο πάνω σε άλλη». Η αμηχανία της όλο και μεγάλωνε. «Η κολακεία δεν είναι στο αίμα σου, Γκάρικ». «Λέω μόνο την αλήθεια», είπε χαμογελώντας. «Υπάρχουν πολλά σ’ εμένα που δεν έχεις δει ακόμα». «Αρχίζω να τα μαθαίνω». Ξαφνικά, φάνηκε ανυπόμονος. «Ας ξεκινήσουμε. Σίγουρα θα έχει αρχίσει το γλέντι». Εκείνη έγνεψε καταφατικά και τον ακολούθησε μέσα από το μαγειρείο στην πίσω πόρτα, δίπλα στην οποία κρέμονταν οι μανδύες τους. Αλλά ο δικός της δεν ήταν εκεί. Στη θέση του κρεμόταν μια υπέροχη κάπα από γούνα ερμίνας, με φαρδιά κουκούλα. Στάθηκε ακίνητη όσο εκείνος την τύλιγε στους ώμους της, πριν ανεβάσει προσεκτικά την κουκούλα στην προσεγμένη κόμμωσή της. Τον κοίταξε υψώνοντας ερωτηματικά τα φρύδια της. «Άλλο ένα δώρο;» Χαμογέλασε. «Ακριβώς. Σου ταιριάζουν οι πλούσιες φορεσιές. Οπωσδήποτε θα έχεις περισσότερες». «Ούτε τη γενναιοδωρία έχεις στο αίμα σου, Γκάρικ. Γιατί άλλαξες;» «Επειδή θέλω», απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους κι εντέλει της έδωσε το στιλέτο που της είχε υποσχεθεί.
Πέρασε το καλοδουλεμένο, πλουμιστό όπλο στη ζώνη της, κι έπειτα τον κεραυνοβόλησε με μια οργισμένη ματιά. «Μα τον Θεό, ήταν καλύτερα όταν ήσουν μόνιμα κατσούφης και προβλέψιμος. Σιχαίνομαι την αντιφατικότητα!» δήλωσε απαυδισμένη και βγήκε φουριόζα – ακολουθούμενη από το γέλιο του για την απρόσμενη έκρηξή της.
•
Ένα πυκνό σύννεφο καπνού από τις μαγειρικές εστίες αιωρούνταν βαρύ στην αίθουσα, αλλά η Μπρένα προτιμούσε το κάψιμο των ματιών από την παγωνιά από την οποία είχαν έρθει. Ήταν ακόμα πολύ ξυλιασμένη για να βγάλει τον μανδύα της, κι ευτυχώς που είχε αυτή τη δικαιολογία γιατί, κοιτάζοντας γύρω της στην αίθουσα τις άλλες γυναίκες, είδε ότι καμιά τους δεν φορούσε τουαλέτα τόσο πλούσια όσο ήταν τη δική της. Κ οκκίνισε σαν το παντζάρι στη σκέψη της αντίδρασής τους στην επιλογή του Γκάρικ να την επιδείξει ενώπιον όλων. Μια απλή σκλάβα στολισμένη καλύτερα από ελεύθερες γυναίκες… ήταν ανήκουστο. Η Μπρένα ένιωθε σαν την παραχαϊδεμένη πόρνη του Γκάρικ, και ήξερε ότι στο ίδιο συμπέρασμα θα κατέληγαν όλοι. Στοιχειωμένη από αυτές τις σκέψεις, βούλιαζε όλο και βαθύτερα στην πικρία. Δεν είπε τίποτα όταν ο
Γκάρικ την άφησε σε ένα τραπέζι και πήγε να χαιρετήσει τους δικούς του. Κ αθόταν μουδιασμένη και βουβή, ρίχνοντας το βλέμμα της στο πάτωμα, ξέροντας ότι πολλά μάτια καρφώνονταν πάνω της. Βυθισμένη στις μελαγχολικές της σκέψεις, ξαφνιάστηκε όταν η Ελοΐζ πήγε κοντά της. «Σου άρεσε το φόρεμα, Μπρένα;» Ένα βλέμμα στα καλοσυνάτα μάτια της μεγαλύτερης γυναίκας ήταν αρκετό για να αρχίσει η Μπρένα να χαλαρώνει. «Ναι, σ’ ευχαριστώ». «Τότε άσε με να πάρω τον μανδύα σου. Δεν πέρασα τόσες ώρες δουλεύοντας μια τόσο υπέροχη τουαλέτα για να την κρατάς κρυμμένη». Η Μπρένα αποχωρίστηκε απρόθυμα τον γούνινο μανδύα, αλλά ανακάλυψε ότι δεν ένιωθε τόσο άβολα με την Ελοΐζ στο πλευρό της. Ήταν απέραντα ευγνώμων που η οικοδέσποινα διέθετε χρόνο για να την κάνει να νιώσει άνετα. «Ναι, είναι όντως πανέμορφη πάνω σου, παιδί μου», αποφάνθηκε χαμογελώντας η Ελοΐζ. «Είσαι πολύ καλή». «Όχι, λέω την αλήθεια. Κ αι σου οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ, Μπρένα». «Δεν έκανα τίποτα». Η Ελοΐζ κοίταξε τον Γκάρικ, που στεκόταν μαζί με τον πατέρα του και μερικούς άλλους, κι έπειτα στράφηκε ξανά στην Μπρένα και την άγγιξε τρυφερά στο μπράτσο. «Είχα πάρα πολύ καιρό να δω τον γιο μου τόσο χαλαρό και καλοδιάθετο. Κ ι αυτό το χρωστάω σ’ εσένα».
Το χρώμα βάθυνε στα μάγουλα της Μπρένα. «Σίγουρα κάνεις λάθος». «Δεν το νομίζω. Δεν ήθελε να υποκύψει στα θέλγητρά σου και σίγουρα αντιστάθηκε όσο μπορούσε, αλλά δεν τα κατάφερε. Εσύ δεν πρόσεξες την αλλαγή;» Η Μπρένα κατένευσε αργά, αποφεύγοντας να κοιτάξει κατάματα τη μεγαλύτερη γυναίκα. Δεν μπορούσε να συμφωνήσει μαζί της, παρ’ όλα αυτά η καρδιά της ζεστάθηκε στη σκέψη. Να ήταν στ’ αλήθεια αυτός ο λόγος της εντυπωσιακής αλλαγής που παρουσίαζε ο Γκάρικ μετά την αρρώστια της; Μπορεί να την είχε ερωτευτεί; Φοβόταν να αναλύσει το ενδεχόμενο ή να το συζητήσει περαιτέρω, οπότε έσπευσε να αλλάξει θέμα. «Η θεία μου; Μπορώ να τη δω;» «Φυσικά. Α, έρχεται τώρα. Θα σας αφήσω να τα πείτε οι δυο σας». Η Μπρένα σηκώθηκε ταυτόχρονα με την Ελοΐζ, αλλά δεν την είδε να ξεμακραίνει. Δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα της από τη Λινέτ, και δάκρυα χαράς ξεχύθηκαν από τα μάτια της όταν αγκαλιάστηκαν. Όλα όσα είχε υπομείνει η Μπρένα στη διάρκεια των τελευταίων μηνών ήρθαν πάλι στον νου της τώρα που είχε επιτέλους κάποιον να του ανοίξει την καρδιά της, αλλά φαίνονταν ανούσια σε σύγκριση με την κατάσταση της θείας της. Κ άθισαν μαζί, όμως η Μπρένα δεν άφηνε τα χέρια της Λινέτ. Εξέτασε προσεκτικά το πρόσωπό
της και είδε ότι ακόμα δεν έδειχνε την ηλικία της. Αντίθετα, τα γαλανά της μάτια έλαμπαν από ζωντάνια και νιότη. «Είσαι καλά, θεία;» «Η Ελοΐζ μ’ έκανε να νιώσω σαν μέλος της οικογένειάς της», απάντησε χωρίς να διστάσει. «Ναι, είμαι πολύ καλά». «Χαίρομαι. Ανησυχούσα συχνά για σένα, αλλά ο Γκάρικ δεν με άφηνε να έρθω ως τώρα». «Είναι πολύ κτητικός, πιστεύω, και προτιμά να σε κρατάει κοντά στο σπίτι του. Μάθαινα πολλά για σένα, Μπρένα, από την Ελοΐζ. Ξέρω ότι ήσουν τρομερά πεισματάρα στην αρχή, όμως αυτό το περίμενα. Ξέρω ότι το έσκασες και ότι αρρώστησες πολύ σοβαρά, ήρθες στο χείλος του θανάτου. Κ όντεψα να τρελαθώ τότε. Αλλά τώρα είσαι εδώ, υγιής και αποδεκτή. Είμαι τόσο χαρούμενη». «Αποδεκτή;» «Είσαι εδώ σαν καλεσμένη, όχι σαν σκλάβα του Γκάρικ. Ναι, σου δείχνει τον σεβασμό του με αυτό τον τρόπο». Το γέλιο της ήταν στεγνό. «Ξέρω για ποιο λόγο με έφερε, θεία. Είμαι εδώ μόνο για να καλύψω τις ανάγκες του». «Έλα τώρα, Μπρένα», είπε η Λινέτ. «Υπάρχουν πολλές εδώ που θα μπορούσαν να προσφέρουν αυτές τις υπηρεσίες. Κ ι εξάλλου, δεν χρειαζόταν να σου κάνει τόσο όμορφα δώρα γι’ αυτό που υπαινίσσεσαι. Ήμουν μαζί με την Ελοΐζ όταν ο Γκάρικ της ζήτησε να σου φτιάξει αυτό το φόρεμα.
“Πρέπει να είναι στο ύφος των Βίκινγκς”, της είπε, ”γιατί είναι πια μία από εμάς”». Η Μπρένα έσμιξε συλλογισμένη τα φρύδια. «Δεν του έδωσα κανένα λόγο να υποθέσει ότι είμαι ευτυχισμένη εδώ. Ξέρει ότι θα το σκάσω ξανά, αν μου δοθεί η ευκαιρία. Γιατί θα έλεγε ότι είμαι μία απ’ αυτούς;» «Κ άποιο λόγο θα του έδωσες να το πιστεύει. Ειλικρινά, όμως, Μπρένα, δεν πρέπει να επιχειρήσεις ξανά να το σκάσεις. Αν τα κατάφερνες και δεν σ’ έβρισκε ο Γκάρικ, θα πέθαινα από την αγωνία μου για σένα». «Όταν φύγω, θεία, θα είναι μέσω θάλασσας, και θα σε πάρω μαζί μου», είπε βιαστικά η Μπρένα, αμφιβάλλοντας ότι θα κατόρθωνε ποτέ τέτοιο άθλο. Αν και σκοπός της ήταν να καθησυχάσει τη Λινέτ, τα λόγια της φάνηκαν μάλλον να τη θλίβουν. «Αχ, Μπρένα. Βλέποντάς σε σήμερα εδώ, πίστεψα ότι σίγουρα είχες αφήσει πίσω πια τις παράτολμες παλιές σου συνήθειες. Μια ώριμη γυναίκα θα δεχόταν τις μοίρες που την έφεραν εδώ. Θα ήταν ευγνώμων που είναι ζωντανή και θα προσαρμοζόταν στην καινούρια ζωή της, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει παλιά ζωή για να επιστρέψει σ’ αυτή». «Όπως έκανες εσύ;» «Ναι, όπως έκανα εγώ. Είναι ο μόνος τρόπος, Μπρένα. Αν θρηνούμε την ελευθερία που χάσαμε, θα υποφέρουμε αδικαιολόγητα. Στην ουσία, η ζωή μου βελτιώθηκε, οπότε δεν μπορώ να παραπονιέμαι. Βρήκα μια καλόκαρδη, αγαπημένη φίλη στο
πρόσωπο της Ελοΐζ. Δεν μου κρατάει κακία για τις περιστασιακές επισκέψεις του Άνσελμ, κι έτσι έχω κι εγώ άντρα – που, με τον τρόπο του, είναι πολύ καλός». «Πάψε! Δεν θέλω ν’ ακούσω άλλα». «Λογικέψου, Μπρένα. Ο Γκάρικ νοιάζεται για σένα, είναι ολοφάνερο. Κ άνε τη ζωή σου μαζί του κάτι ξεχωριστό». «Να γίνω η πόρνη του!» σφύριξε η Μπρένα σφίγγοντας τα δόντια της, αποκαλύπτοντας την αληθινή της έγνοια. «Ναι, ξέρω ότι δεν μπορεί να σου προσφέρει γάμο, αλλά θα είσαι σαν σύζυγός του. Τα εξαίσια δώρα του το αποδεικνύουν έμπρακτα. Λένε ότι ένας εξώγαμος γιος μπορεί να κληρονομήσει από τον πατέρα του, αν δεν υπάρχουν νόμιμοι διάδοχοι. Ίσως ο Γκάρικ δεν παντρευτεί ποτέ, αλλά σε κρατήσει σαν μοναδική του αγάπη. Το μέλλον σου μαζί του θα είναι το ίδιο εξασφαλισμένο έστω και χωρίς να ανταλλάξετε όρκους. Μπορεί να γεννήσεις εξώγαμα παιδιά, αλλά θα έχουν δικαιωματικά μια θέση εδώ». «Η περηφάνια μου απαιτεί περισσότερα. Κ άποτε καταφρονούσα τον γάμο, αλλά αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ζήσω ειρηνικά με τον Γκάρικ». «Μα ο γάμος με σκλάβα απαγορεύεται». «Το ξέρω», είπε σιγανά η Μπρένα. Κ οίταξε τον Γκάρικ στην άλλη άκρη της αίθουσας και χαμογέλασε. Είχε παραδεχτεί μεγαλόφωνα τις σκέψεις της. Ναι, θα παντρευόταν
τον Γκάρικ, θα το έκανε ευχαρίστως. Η σκέψη του γάμου μαζί του, χωρίς τη συνεχή αναμέτρηση δυνάμεων μεταξύ τους, την πλημμύριζε με ζεστασιά. Ναι, τον αγαπούσε! Η Μπρένα δέχτηκε αυτή τη συνειδητοποίηση με ένα κελαρυστό, πρόσχαρο γέλιο. Τεντώθηκε κι αγκάλιασε τη θεία της. «Τον αγαπώ. Δεν το ήξερα μέχρι τώρα, αλλά είναι αλήθεια. Τον αγαπώ. Αν νοιάζεται για μένα όπως λες, και πως είπε και η μητέρα του, τότε θα με παντρευτεί. Είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να ζήσω με τον Γκάρικ». «Μπρένα, είσαι σίγουρα κόρη του Άνγκους. Ξεροκέφαλη πέρα από κάθε λογική. Αν αγαπάς αληθινά τον Γκάρικ, θα τον δεχτείς όπως είναι και δεν θα αξιώσεις περισσότερα». «Κ ι ανάθεμα την αξιοπρέπεια; Όχι, θεία. Ή με τον τρόπο μου θα γίνει ή καθόλου», απάντησε ανυποχώρητα η Μπρένα και σηκώθηκε. «Πού είναι η Ντέλα;» «Είπε ότι είναι αδιάθετη και πήγε να ξαπλώσει στο σπίτι που μοιραζόμαστε». «Ήξερε ότι θα ερχόμουν;» «Ναι, όλοι το ξέραμε. Ο Γκάρικ χρειάστηκε να πάρει την άδεια του πατέρα του για να σε φέρει σαν καλεσμένη ώστε να μην τον προσβάλλει». Η Μπρένα κόρωσε. Αν κάποιος είχε προσβληθεί, αυτός ήταν σίγουρα η ίδια. Ακούς εκεί, να χρειάζεται και άδεια! «Θα μιλήσουμε αργότερα, θεία», είπε σφιγμένα. «Ελπίζω ως τότε να είσαι πιο πολύ με το μέρος μου
παρά με αυτών των ειδωλολατρών βαρβάρων».
Κεφάλαιο 31 Ο Χιου πήγε να καθίσει με τον Γκάρικ, αφού ξαναγέμισε τα κύπελλα και των δύο από το τεράστιο αφρισμένο καζάνι υδρόμελι στη μέση του μακρόστενου τραπεζιού. Άντρες μασκαρεμένοι με κεφάλια ζώων χόρευαν κι έτρεχαν τριγύρω στη σάλα κάνοντας φάρσες ο ένας στον άλλο και σε τυχαίους καλεσμένους. Ο Γκάρικ δεινοπάθησε να μείνει ανέκφραστος όταν ένας άντρας κρυμμένος κάτω από το κεφάλι τράγου, τον οποίο αναγνώρισε πέρα από κάθε αμφιβολία σαν τον ετεροθαλή αδερφό τους, τον Φέρφαξ, πλησίασε ύπουλα τον Χιου από πίσω και του άδειασε έναν κουβά χιόνι κατακέφαλα. Ο Γκάρικ έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Χιου να γελάει και να τινάζει το χιόνι από τους ώμους του, χωρίς καν να γυρίσει να δει ποιος ήταν ο ένοχος· άλλο που ο Φέρφαξ είχε γίνει καπνός αμέσως μόλις ολοκλήρωσε το κατόρθωμά του. Τελικά ο Γκάρικ ξέσπασε σε βροντερά γέλια. «Μαλάκωσες, αδερφέ μου. Ξέρω ότι ποτέ δεν σου άρεσε η σκωπτική διάθεση της γιορτής του χειμερινού ηλιοστασίου. Ήμουν έτοιμος να σου
ορμήσω και να σε ξαπλώσω κάτω μόλις θα πεταγόσουν πάνω έξαλλος και θα γύμνωνες το σπαθί σου». «Κ αι σε απογοήτευσα, βλέπω», είπε γελώντας ο Χιου, με τη χρυσαφένια χαίτη του να κυματίζει στους ώμους του. «Μπα. Δεν έχω διάθεση να παίξω ξύλο». «Ούτε εγώ. Άρα μαλακώσαμε κι οι δύο, ε;» Ο Γκάρικ έγειρε πίσω και κοίταξε εξεταστικά τον αδερφό του. «Νόμιζα ότι εγώ είχα τα κέφια μου, αλλά εσύ φαίνεσαι να πετάς. Είσαι σαν άντρας που ξέκλεψε μια ματιά στη Βαλχάλα και ανακάλυψε ότι είναι ακριβώς όπως περίμενε. Διαφώτισέ με». «Πιες στην υγειά μου, αδερφέ», είπε χαμογελώντας ο Χιου. «Θα γίνω επιτέλους πατέρας». Ο Γκάρικ ξαφνιάστηκε πραγματικά. Χτύπησε τον αδερφό του στην πλάτη περιχαρής. «Πολύ χαρμόσυνα νέα, Χιου!» Κ ράτησε ψηλά το κύπελλό του. «Είθε να είναι αρσενικό το παιδί κι ευλογημένο με όλη τη δύναμη του… θείου του!» Ο Χιου ξέσπασε σε βροντερά γέλια. «Ας είναι κι έτσι». «Η γυναίκα σου πρέπει να είναι εκστατική από χαρά», παρατήρησε ο Γκάρικ. «Το περίμενε πολύ καιρό». «Μπα, βράζει από θυμό. Πάντα εμένα κατηγορούσε για τη στειρότητά της, αλλά είναι ακόμα στείρα. Η καινούρια σκλάβα, η Κ ορντέλα, γκαστρώθηκε». Ένα μέρος της χαράς του Γκάρικ εξατμίστηκε μ’
αυτή την αποκάλυψη. «Είσαι σίγουρος ότι είναι δικός σου σπόρος;» «Ναι», απάντησε περήφανα ο Χιου. «Όπως εσύ κράτησες τη μικρή σου μέγαιρα μόνο για σένα, έτσι κράτησα κι εγώ τη δική μου». Ο Γκάρικ σκυθρώπιασε όταν αναφέρθηκε η Μπρένα, αναλογιζόμενος το άχτι που είχε ενάντια στην αδερφή της. Βλαστήμησε τον εαυτό του που της έδωσε το στιλέτο και προσευχήθηκε να μην το χρησιμοποιούσε ενάντια στην Κ ορντέλα. Σάρωσε την αίθουσα με μια βιαστική ματιά αναζητώντας την, αλλά δεν την είδε πουθενά. Σίγουρα είχε πάει να τη βρει. Σηκώθηκε βιαστικά. «Συμπάθα με, Χιου. Κ αλύτερα να βρω την Μπρένα πριν καταστρέψει το γλέντι του πατέρα μας. Έχει ταλέντο να προκαλεί μπελάδες». «Κ άτσε κάτω, Γκάρικ. Θα χρειαστούν πολύ περισσότερα από εκείνη τη μικρή μέγαιρα για να χαλάσει αυτή η γιορτή. Θέλω να συζητήσουμε το ταξίδι σου αυτή την άνοιξη». «Δεν μπορεί να περιμένει για αργότερα;» ρώτησε ανυπόμονα εκείνος. «Αν φύγεις τώρα, σίγουρα η Μόρνα θα σκεφτεί ότι φοβάσαι να την αντικρίσεις». «Η Μόρνα;» Ο Χιου έγνεψε προς την πόρτα, κι ο Γκάρικ γύρισε για να δει τον Πέριν, δικαιολογημένα αμήχανο, να μπαίνει έχοντας στο πλευρό του την αδερφή του τη Μόρνα. Ήταν το ίδιο όμορφη όπως πάντα. Τα
αχυρένια μαλλιά της ήταν τραβηγμένα σφιχτά πίσω τονίζοντας τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου της, ενώ οι χυμώδεις καμπύλες της αναδεικνύονταν άψογα από το σκούρο πράσινο μετάξι της τουαλέτας της. Όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, τα μάτια του Γκάρικ ήταν σκοτεινά σαν τρικυμισμένος όρμος. Είχε δίκιο ο Χιου. Δεν μπορούσε να φύγει τώρα. Έστρεψε την προσοχή του πίσω στον αδερφό του και ξανακάθισε αργά. Έπρεπε απλά να εμπιστευτεί την Μπρένα ότι δεν θα έκανε κάτι για το οποίο θα μετάνιωναν όλοι.
•
Στον ουρανό σχηματιζόταν μια κόκκινη αχλή που αντανακλούσε στο πάλλευκο τοπίο. Δυσοίωνο χρώμα το κόκκινο, το βίαιο χρώμα του αίματος και της οργής. Η Μπρένα ατένισε για κάμποσες στιγμές τα φώτα του Βορρά και φαντάστηκε ότι οι λόγχες από βιολετιά και άλικη ομίχλη ήταν ματωμένα χέρια που τεντώνονταν προς αθέατους εχθρούς. Οι ανταριασμένες σκέψεις της και η ολοζώντανη ανάμνηση της ταπείνωσής της εξαιτίας των ψευτιών της Κ ορντέλα προκαλούσαν τέτοιες εικόνες. Με το ζόρι έλεγχε την οργή της όπως άνοιγε την πόρτα για το κατάλυμα των γυναικών.
Κ άμποσα αναμμένα λυχνάρια φώτιζαν την κάμαρα, στο κέντρο της οποίας έκαιγε μια δυνατή φωτιά. Στους τοίχους ολόγυρα ήταν παραταγμένα ξύλινα κρεβάτια και πάνω σε ένα ήταν ξαπλωμένη η Κ ορντέλα, με το ένα μπράτσο ριγμένο στα μάτια της και τα πυρόξανθα μαλλιά της απλωμένα στο μαξιλάρι της. «Ποιος είναι;» ρώτησε βαριεστημένα. «Χιου;» Δεν πήρε απάντηση. «Λινέτ;» «Όχι, Ντέλα, εγώ είμαι». Η Κ ορντέλα ανακάθισε απότομα και χλώμιασε. «Μπρένα… εγώ…» «Εσύ τι;» ρώτησε κοφτά η Μπρένα πηγαίνοντας προς το μέρος της. «Λυπάσαι; Σκόπευες να ομολογήσεις τις ψευτιές σου πριν γίνουν αιτία να ταπεινωθώ;» Στάθηκε μπροστά στην αδερφή της με τα χέρια στη μέση, την οργή να αστράφτει στα μάτια της. «Γιατί μου είπες ψέματα για ό,τι συμβαίνει ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα;» Τα μάγουλα της Κ ορντέλα φλογίστηκαν. «Γιατί σου άξιζε!» «Γιατί; Τι κακό σου έκανα για να προκαλέσω τέτοια εκδικητική μανία; Θα ’θελα να γνωρίζω την απάντηση, Ντέλα, πριν πάρω τη δική μου εκδίκηση!» Το αίμα στραγγίχτηκε για δεύτερη φορά από το πρόσωπο της Κ ορντέλα. «Ο Ντάνσταν σε ήθελε», προσπάθησε να δικαιολογηθεί, «κι εσύ ούτε καν το είχες αντιληφθεί». «Ο Ντάνσταν;» Η Μπρένα έσμιξε τα φρύδια. «Είναι παράλογο. Ήταν ο άντρας σου».
«Ναι, ο άντρας μου!» ξέσπασε πικρόχολα η άλλη. «Αλλά εσένα ποθούσε. Αν το είχες καταλάβει, θα είχες βάλει τέλος. Αλλά ήσουν πολύ απασχολημένη προσπαθώντας να αποδείξεις ότι άξιζες να περηφανεύεται για σένα ο πατέρας σου. Δεν είχες καμιά συναίσθηση πώς ένιωθαν οι άλλοι γύρω σου». «Αν αληθεύει αυτό που λες, γιατί δεν μου το είπες εσύ; Ξέρεις ότι δεν ήθελα κανέναν άντρα, και πολύ λιγότερο τον Ντάνσταν». «Δεν θα παραδεχόμουν ούτε σ’ εσένα ούτε σε κανέναν άλλον ότι ήμουν ανίκανη να κρατήσω την αγάπη του άντρα μου». «Κ αι γι’ αυτό με έκανες να προετοιμάζομαι για έναν εφιάλτη; Νόμιζες ότι θα το ζούσα με τον καινούριο μου σύζυγο, αλλά το γεγονός ότι αυτός που με διακόρευσε ήταν ο ίδιος ο εχθρός το έκανε ακόμα χειρότερο. Κ αι δεν εννοώ την εμπειρία, Ντέλα, αλλά το γεγονός ότι λιγοψύχησα για πρώτη φορά στη ζωή μου». «Χαίρομαι αν υπέφερες έστω και μια μικρή ταπείνωση, γιατί εγώ υπέφερα πολλά εξαιτίας σου!» Τα μάτια της Μπρένα πυρώθηκαν από την οργή και το χέρι της τινάχτηκε σαν από δική του θέληση για να καταφέρει ένα γερό χαστούκι στην Κ ορντέλα. Την ίδια στιγμή, το άλλο της χέρι έκλεινε πάνω στη λαβή του στιλέτου. «Δεν ευθύνομαι εγώ για τον πληγωμένο σου εγωισμό, Ντέλα! Θα το ήξερες, αν είχες στοιχειώδη λογική. Αν σε πετύχαινα το βράδυ που με πήρε για πρώτη φορά ο Βίκινγκ, θα σε είχα σκοτώσει. Όχι
πως δεν είναι ακόμα δελεαστική σκέψη». Η Κ ορντέλα κοίταξε με δυσπιστία τη λεπίδα στο χέρι της Μπρένα. «Θα έκανες κακό σε γυναίκα με μωρό στα σπλάχνα της;» Η Μπρένα αναδιπλώθηκε ξαφνιασμένη. «Λες την αλήθεια, Ντέλα;» «Η Λινέτ το ξέρει. Ρώτα την, αν δεν με πιστεύεις». Αυτό δεν το είχε υπολογίσει. Δεν θα τη σκότωνε ούτως ή άλλως, αφού η νεόκοπη αγάπη της για τον Γκάρικ την έκανε μεγαλόψυχη. Αλλά είχε σκοπό να της δώσει μια τρομάρα που θα της έμενε αξέχαστη. Τώρα έπρεπε να περιοριστεί σε κούφιες απειλές. «Έπαιξες πολύ επιπόλαια με τη ζωή μου, Ντέλα. Αν διανοηθείς να το ξανακάνεις, θα ξεχάσω ότι είμαι χριστιανή και θα σου καρφώσω αυτή τη λεπίδα στην καρδιά – είτε είσαι έγκυος είτε όχι!» Ενώ η Μπρένα θηκάρωνε το στιλέτο, η Κ ορντέλα χαμογέλασε με ανανεωμένη μνησικακία. «Δεν με τρομάζεις, Μπρένα Κ άρμαρχαμ! Θα με προστατέψει ο Χιου. Κ αι θα πληρώσεις ακριβά γι’ αυτό που μου έκανες σήμερα!» «Αξίζει περισσότερο η εκδίκηση από τη ζωή σου, αδερφή;» ανταπέδωσε απειλητικά η Μπρένα κι έπειτα έκανε μεταβολή και βγήκε αγέρωχα από την κάμαρα. Ήταν έξω φρενών. Η συνάντηση δεν είχε εξελιχτεί καθόλου όπως την είχε σχεδιάσει. Όσο για το θράσος της Κ ορντέλα, ήταν απίστευτο. Θα ένιπτε τας χείρας της από την ετεροθαλή αδερφή της, αυτή τη δολερή μάγισσα, και δεν θα την ξανάβλεπε
ποτέ. Εκείνο το μοναδικό χαστούκι αποτελούσε ελάχιστη ανταπόδοση, αλλά θα περιοριζόταν σ’ αυτό. Η κόκκινη αχλή δεν είχε μείνει για πολύ να φωτίζει τον ουρανό. Το σκοτάδι ήταν και πάλι αδιαπέραστο όταν η Μπρένα γύρισε βιαστικά στην αίθουσα. Είχε μετανιώσει για την κακή συμπεριφορά της απέναντι στη θεία της και τώρα την αναζήτησε μέσα στο πλήθος για να απολογηθεί. Η Λινέτ ήταν άφαντη, οπότε πήγε προς το σημείο όπου καθόταν ο Γκάρικ. Τη στιγμή που κάθισε δίπλα του, ένιωσε να την πλημμυρίζει αμηχανία. Πολλά βλέμματα καρφώθηκαν πάνω της ερωτηματικά και του Γκάρικ ήταν το πιο περίεργο. «Είδες την αδερφή σου;» «Ναι, την είδα». «Είναι καλά, πιστεύω;» «Είναι έγκυος!» απάντησε οργισμένα η Μπρένα, για να μετανιώσει αμέσως για τον τόνο της. «Αλλά είναι καλά;» επέμεινε ο Γκάρικ. «Έχαιρε άκρας υγείας όταν την άφησα», απάντησε ξινισμένα. Είχε πολλά στο μυαλό της για να προσέξει την ανησυχία του. Τα πρωτόγνωρα συναισθήματά της την έκαναν να τον κοιτάζει μέσα από άλλο πρίσμα. Πρόσεξε αμέσως ότι φαινόταν απόλυτα χαλαρός κι αναρωτήθηκε αν οφειλόταν και στην ίδια. Αποφάσισε να του εκφράσει κάποια από τα συναισθήματά της, αλλά διαισθάνθηκε ότι έπρεπε
να το κάνει με λεπτότητα. Θα ήταν ολέθριο να του κινήσει τις υποψίες ή να τον κάνει να παρερμηνεύσει τα κίνητρά της. Του χάρισε ένα τσαχπίνικο χαμόγελο. «Σου είπα πόσο εντυπωσιακός είσαι σήμερα, Γκάρικ;» Όπως είχε προβλέψει, της έριξε μια εξεταστική ματιά. «Θυμάμαι πάντως ότι είχες την ευκαιρία να το κάνεις, αλλά δεν την εκμεταλλεύτηκες». Το χαμόγελό της πλάτυνε. «Τότε σου το λέω τώρα: θυμίζεις στ’ αλήθεια πρίγκιπα διάδοχο. Είναι ο τίτλος που σου ταιριάζει, όμως δεν χρησιμοποιείται στον τόπο σου, ε;» Κ ούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Είμαστε φεουδαρχικό βασίλειο. Κ άθε φατρία έχει έναν αρχηγό. Είναι ο άρχοντας, αν όχι βασιλιάς του οικισμού του». «Όπως ο πατέρας σου;» «Ναι», απάντησε κάπως απορημένα. «Γιατί ρωτάς;» «Δε νομίζεις ότι είναι καιρός να δείξω περιέργεια για τον λαό σου – και για σένα;» απάντησε στην ερώτησή του με ερώτηση. «Υποθέτω πως ναι», απάντησε χαμογελώντας αυθόρμητα. «Έχεις μεγάλη οικογένεια;» Ο Γκάρικ ανασήκωσε τους ώμους. «Έχω θείους, θείες και πολλά ξαδέρφια». «Ξέρω ότι έχεις δύο αδερφούς, αλλά δεν υπάρχουν άλλοι; Ή αδερφές;» Ένα μαύρο σύννεφο φάνηκε να σκοτεινιάζει την
όψη του. «Είχα μία αδερφή», είπε με πικρό τόνο. «Ήταν το στερνοπαίδι της μητέρας μου. Πέθανε πριν από πολλά χρόνια». Η Μπρένα ένιωσε την οργή και την οδύνη του σαν ξίφος που καρφώθηκε στην καρδιά της και ξαφνιάστηκε που συμμεριζόταν τόσο έντονα τα αισθήματά του. «Λυπάμαι, Γκάρικ». «Δεν υπάρχει λόγος», της είπε σφιγμένα. «Δεν την ήξερες». Εκείνη του άγγιξε μαλακά το χέρι. «Όχι, αλλά ξέρω πόσο πονάει να χάνεις κάποιον που αγαπάς». Ο Γκάρικ έσφιξε το χέρι της στο δικό του. Όταν την κοίταξε ξανά, τα μάτια του ήταν καθάρια από κάθε ίχνος θυμού. «Ναι, το ξέρεις, φαντάζομαι». Η Μπρένα ένιωσε την ακαταμάχητη επιθυμία να γείρει πάνω του, να νιώσει τα μπράτσα του να τυλίγονται στους ώμους της. Στη σκέψη και μόνο, το τραύμα της απώλειας του πατέρα της άρχισε να επουλώνεται. Δεν ένιωθε πια τόσο μόνη, τόσο χαμένη. Παρότι ο Γκάρικ ήταν πλέον ο πυρήνας της ζωής της, δεν ήταν ακόμα έτοιμη να τον αφήσει να δει μέσα στην καρδιά της. Τράβηξε το χέρι της από το δικό του. Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσαν έτσι και ήταν περιχαρής με αυτή την καινούρια αρχή. Ωστόσο, ένιωσε αμηχανία και νευρικότητα όταν έπεσε μια σύντομη σιωπή ανάμεσά τους. Την έσπασε με καινούριες ερωτήσεις πάνω σε διαφορετικό θέμα. «Γκάρικ, δεν μιλάς ποτέ για το διάστημα που σε κρατούσαν αιχμάλωτο συμπατριώτες μου, μα ούτε
φαίνεσαι να τους μισείς γι’ αυτό που σου έκαναν. Γιατί;» Εκείνος φάνηκε έκπληκτος από την ερώτησή της. «Ποιος σου το είπε;» «Η μητέρα σου το ανέφερε όταν με έφεραν πρώτη φορά εδώ, για να εξηγήσει τον λόγο που μας επιτέθηκε ο Άνσελμ». Δεν σκόπευε να προσθέσει ότι ήταν ο ίδιος ο Άνσελμ που της μίλησε με λεπτομέρειες για το θέμα. «Προτιμάς να μην το συζητάς;» πρόσθεσε, παρότι δεν είδε καμία θεαματική αλλαγή στην έκφρασή του. «Προτιμώ να μη θυμάμαι καν αυτό το διάστημα. Αλλά μια και είσαι τόσο περίεργη σήμερα, θα σου πω. Όταν ένας Βίκινγκ κάνει επιδρομή, ξέρει ότι ρισκάρει να πέσει πολεμώντας ή να αιχμαλωτιστεί και να θανατωθεί, πράγμα που δεν είναι και τόσο ένδοξος θάνατος. Αυτά ήταν τα ρίσκα που πήρα, κι όταν με αιχμαλώτισαν, περίμενα έναν ατιμωτικό θάνατο». «Είναι τόσο σημαντικό αυτό;» τον διέκοψε η Μπρένα. «Να πεθάνεις σαν πολεμιστής, εννοώ;» «Είναι ο μόνος τρόπος να φτάσεις στη Βαλχάλα». «Τον παράδεισο των Βίκινγκς;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Σωστή αναλογία. Αλλά μόνο πολεμιστές μπαίνουν στη Βαλχάλα». Η Μπρένα θυμόταν τα μαθήματά της με τον Γουίνταμ, άρα δεν χρειαζόταν να ρωτήσει τον Γκάρικ για πράγματα που ήξερε ήδη. «Κ ι έτσι περίμενες να πεθάνεις χωρίς τιμή;»
Εκείνος κατένευσε αργά. «Είναι αλήθεια ότι με υπέβαλαν σε αρκετά βασανιστήρια, και υπάρχουν κάποιοι που ευχαρίστως θα σκότωνα, αν κατάφερνα να τους βρω. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι δεν θα ζούσα σήμερα αν δεν υπήρχε ένας συμπατριώτης σου, ένας ηλικιωμένος φύλακας που με λυπήθηκε και με βοήθησε να αποδράσω». «Κ ι αυτός είναι ο λόγος που δεν μας μισείς όλους;» Όταν εκείνος έγνεψε καταφατικά, πρόσθεσε: «Κ ι όμως, ο πατέρας σου δεν είναι της ίδιας γνώμης. Δεν ξέρει πως ήταν ένας Κ έλτης που σε βοήθησε να διαφύγεις;» «Το ξέρει. Αλλά ο πατέρας μου είναι άνθρωπος που κρίνει βιαστικά. Αποφάσισε να σας θεωρήσει όλους υπαίτιους για ό,τι υπέφερα. Μόλις χάραξε τη ρότα του, δεν θα παρέκκλινε για κανένα λόγο – μέχρι που γνώρισε εσένα. Έχει μετανιώσει που επιτέθηκε στο χωριό σου και σε έφερε εδώ. Το ξέρεις αυτό, Μπρένα;» «Ναι, το ξέρω. Μου το είπε η μητέρα σου». «Κ αι τον μισείς ακόμα;» Η Μπρένα αμφιταλαντεύτηκε, αφού ούτε η ίδια ήξερε στ’ αλήθεια. «Αν είχε συμβεί σ’ εσένα, Γκάρικ, αν είχε έρθει εδώ ένας Κ έλτης, είχε σκοτώσει με δόλο τους περισσότερους από τη φατρία σου και σε είχε σύρει αιχμάλωτο, δεν θα τον μισούσες;» «Αναμφίβολα», παραδέχτηκε αιφνιδιάζοντάς την. «Κ αι δεν θα έβρισκα τη γαλήνη μέχρι να πέθαινε». «Με κατηγορείς, λοιπόν, που νιώθω έτσι;» «Όχι. Απλά σε ρώτησα αν νιώθεις ακόμα έτσι.
Συνήθως μια γυναίκα είναι πιο μεγάθυμη από έναν άντρα και σκέφτεται διαφορετικά απ’ αυτόν. Αλλά πάλι, εσύ είσαι η εξαίρεση του κανόνα, σωστά;» την πείραξε. Η Μπρένα χαμογέλασε, ανυπομονώντας να κλείσει το θέμα που είχε θίξει άθελά της. «Όχι τόσο όσο άλλοτε». «Ναι; Πώς άλλαξες, κυρά; Εσύ δεν επέμενες να φέρεις όπλο πριν κινήσουμε για εδώ; Κ αι δεν θα το χρησιμοποιήσεις εναντίον μου όταν σε διεκδικήσω αργότερα;» «Όχι, όχι εναντίον σου, Γκάρικ», απάντησε σιγανά. Εκείνος έσκυψε πιο κοντά της και της ανασήκωσε το πιγούνι για να κοιτάξει βαθιά μέσα στα μάτια της. «Έχω τον λόγο σου, Μπρένα;» «Τον έχεις». Έγειρε πίσω και γέλασε. «Τότε στ’ αλήθεια άλλαξες». Εκείνη χαμογέλασε κατεργάρικα. «Όχι όσο θα πίστευες, Γκάρικ. Μπορεί να μη χρησιμοποιήσω όπλο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα ενδώσω έτσι απλά». «Δεν είναι δίκαιο, κοπελιά, να μου στερείς τόσο σύντομα τη χαρά της νίκης», γκρίνιαξε τάχα πειραγμένος. Τα μάτια της σπίθιζαν από ευθυμία. «Ποιος σου είπε, Βίκινγκ, ότι οι γυναίκες παίζουν δίκαια;» Εκείνος γρύλισε κι έστρεψε επιδεικτικά την προσοχή του στον Χιου, ο οποίος καυχιόταν σε
κάποιους άλλους ότι θα κέρδιζε στην ιπποδρομία που είχε προγραμματιστεί για την επομένη. Η Μπρένα δεν πρόσεχε. Ένιωθε υπέροχα. Ήταν η πρώτη φορά που είχαν μιλήσει με τον Γκάρικ χωρίς να φουντώσει ανάμεσά τους ο θυμός. Το γεγονός ότι είχε ερωτευτεί αυτόν τον Βίκινγκ δεν ήταν τόσο παράδοξο τώρα που το καλοσκεφτόταν. Ο Γκάρικ είχε ό,τι θαύμαζε σε έναν άντρα: θάρρος, δύναμη και ισχυρή θέληση. Μπορούσε να είναι ήπιος κάποιες στιγμές, το ήξερε. Κ αι το γεγονός ότι ήταν τόσο εμφανίσιμος σίγουρα δεν κατατασσόταν στα μειονεκτήματά του. Η Μπρένα είχε συναίσθηση ότι την ήθελε. Της είχε δείξει με ένα σωρό μικροπράγματα ότι νοιαζόταν γι’ αυτήν. Το είχαν προσέξει και άλλοι, άρα έτσι πρέπει να ήταν. Η μόνη δυσκολία, λοιπόν, ήταν να του πει ότι το ίδιο νοιαζόταν κι εκείνη. Αχ, Γκάρικ, θα βρω έναν τρόπο να κερδίσω την εμπιστοσύνη σου, σκέφτηκε με αποφασιστικότητα. Χαμογέλασε ξανά και παραμέρισε για τις υπηρέτριες που έφεραν στο τραπέζι πελώριες πιατέλες με ψητό αγριογούρουνο και μοσχάρι, μαζί με ψωμί και μέλι. Σηκώθηκε και γέμισε ένα κύπελλο με αφρίζον υδρόμελι. Για μια στιγμή, τα μάτια της διασταυρώθηκαν με του Άνσελμ, ο οποίος καθόταν στην κεφαλή του τραπεζιού. Η Μπρένα κοίταξε βιαστικά αλλού, πριν προλάβει να δει το ζεστό χαμόγελο που της χάρισε. Μετά είδε τον Πέριν και ανταπέδωσε τον μάλλον βεβιασμένο χαιρετισμό του. Κ αι τότε, το βλέμμα της μαγνήτισε η γυναίκα που
καθόταν δίπλα του, ένα εκθαμβωτικό πλάσμα τυλιγμένο σε βαθυπράσινο μετάξι, με υπεροπτική στάση και ζωηρά γαλανά μάτια. Θα ήταν πραγματικά εξαίσια χωρίς το παγερό φαρμάκι στο βλέμμα. Η Μπρένα πάγωσε από το βουβό μήνυμα που μεταβίβαζαν. Αρχικά σοκαρίστηκε ανακαλύπτοντας ότι προκαλούσε τόσο έντονα αισθήματα σε μια γυναίκα που δεν γνώριζε. Αλλά τότε συνειδητοποίησε ότι την ήξερε ή, έστω, ήξερε γι’ αυτήν. Δεν μπορεί να ήταν άλλη από τη Μόρνα. Ώστε αυτή ήταν η φιλόδοξη γυναίκα που είχε πληγώσει έναν νεότερο, πιο ευάλωτο Γκάρικ, κάνοντάς τον να δυσπιστεί απέναντι σε όλο το γυναικείο φύλο. Έμμεσα, η Μόρνα ευθυνόταν για πολλές δυσκολίες που αντιμετώπισε η Μπρένα. Ήταν μια γυναίκα χωρίς αναστολές, με απίστευτο θράσος. Επίσης ήταν φανερό ότι η Μόρνα ήθελε και πάλι δικό της τον Γκάρικ. Για ποιον άλλο λόγο θα κοίταζε την Μπρένα με τέτοια περιφρόνηση και απέχθεια; Είχε κερδίσει τον πλούτο που επιθυμούσε και ήξερε πλέον ότι ο Γκάρικ είχε δικούς του θησαυρούς, επομένως τον ήθελε. Άραγε πίστευε ειλικρινά ότι το παρελθόν δεν θα έπαιζε ρόλο; Χάρισε στην ξανθιά καλλονή ένα σφιγμένο, υπολογιστικό χαμόγελο που έστελνε το δικό του μήνυμα: δεν θα κέρδιζε ποτέ τον Γκάρικ, τουλάχιστον όσο ζούσε κι ανέπνεε η Μπρένα.
Κεφάλαιο 32 Το γλέντι συνεχιζόταν και μαζί μ’ αυτό τα καθιερωμένα εξωφρενικά καμώματα. Κ ατά την προσφιλή συνήθεια των Βίκινγκς, τα πνεύματα οξύνονταν και κάθε τόσο ξεσπούσαν θορυβώδεις καβγάδες. Ο Γκάρικ αρπάχτηκε κάποια στιγμή με τον Χιου· ευτυχώς, επενέβη ο Άνσελμ κι η διαφωνία ξεχάστηκε γρήγορα. Ο Χιου λογομάχησε και με τον Φέρφαξ, αλλά και πάλι η επέμβαση του Άνσελμ διέλυσε την ένταση μεταξύ των δύο γιων του πριν ξεφύγει η κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, δεν διακόπηκαν όλες οι αντιπαραθέσεις και πολλές κλιμακώθηκαν σε αιματοχυσία. Ένας άντρας, τον οποίο η Μπρένα ευτυχώς δεν γνώριζε, έχασε τη ζωή του σε κάτι που είχε ξεκινήσει σαν αντροκάλεσμα μεταξύ φίλων. Ήταν θλιβερό να επιτρέπονται τέτοια έκτροπα, κι ακόμα χειρότερο που ο νικητής επευφημήθηκε για τη νίκη του. Η Μπρένα ανακάλυπτε πόσο σημαντική θέση είχε η δύναμη γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Τη θεωρούσαν ύψιστη αρετή. Ένας αδύναμος άντρας ήταν σκέτη αποτυχία, όνειδος για την οικογένειά
του. Η Μπρένα υπέθετε ότι ένας Βίκινγκ θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να ηττηθεί σε μια αναμέτρηση δύναμης. Ανταλλάχτηκαν απίστευτες ιστορίες ανδραγαθιών, τις οποίες ακολούθησαν πειράγματα και χωρατά. Η Μπρένα ντράπηκε ακούγοντας τον Άνσελμ να επαναλαμβάνει για άλλη μία φορά την ιστορία της σύλληψής της. Την είχε διανθίσει γενναιόδωρα, αλλά κανείς δεν θα υποτιμούσε το σθένος της. Η Μπρένα πρόσεξε τη Μόρνα να ακούει την ιστορία με έκδηλη δυσπιστία. Πολύ θα της άρεσε να ξεμοναχιάσει κάπου αυτή την ξανθιά οχιά και να της δείξει ένα δυο πραγματάκια… Η ευχή της υλοποιήθηκε λίγο αργότερα, όταν πια ήταν πολύ περασμένη ώρα και οι περισσότεροι είχαν πέσει ξεροί από το πιοτό. Η Μόρνα έπεισε τον αδερφό της να τη συνοδέψει στο σπίτι της και περίμενε στην πόρτα όσο εκείνος πήγε να φέρει τους μανδύες τους. Η Μπρένα τον πρόλαβε μονάχο. «Δεν πέρασες καλά στο γλέντι, Πέριν;» Ήταν πολύ αμήχανος. «Όχι. Ξέρω ότι η αδερφή μου δεν είναι ευπρόσδεκτη εδώ, αλλά επέμενε να την πάρω μαζί μου». «Πες μου, Πέριν, αληθεύει ότι έχει βάλει πάλι στο μάτι τον Γκάρικ;» «Ναι, έτσι είπε», παραδέχτηκε εκείνος. «Σε πειράζει;» «Μόνο αν ο Γκάρικ είναι τόσο ανόητος ώστε να πηδήξει σε μια φωτιά που τον έκαψε ήδη μία φορά».
«Ας ελπίσουμε ότι δεν θα γίνει ποτέ τόσο ανόητος». Η Μπρένα χαμογέλασε. «Δεν είσαι θετικός στην ένωση των δυο τους;» «Η Μόρνα είναι αδερφή μου, κι αυτή είναι μια ατυχής αλήθεια που δεν μπορώ να αλλάξω. Δεν της συγχώρεσα ποτέ αυτό που έκανε στον καλύτερό μου φίλο». Εκείνη φάνηκε συλλογισμένη. «Δεν αποχαιρέτησες τον οικοδεσπότη όπως πρέπει. Κ άν’ το, Πέριν. Θα πάω εγώ στην αδερφή σου τον μανδύα της». Ο Πέριν κοντοστάθηκε, θορυβημένος στην ιδέα. «Όχι, κοπελιά. Η αδερφή μου είναι χολωμένη μαζί σου για την προσοχή του Γκάρικ. Θα σου θύμιζε πολύ εμφατικά τη θέση σου». «Φοβάσαι για μένα;» Έγνεψε αρνητικά, χαμογελώντας. «Σε ξέρω. Η αδερφή μου θα κινδύνευε». Η Μπρένα γέλασε. «Τότε μου επιτρέπεις να σε συνοδεύσω στην πόρτα; Μ’ εσένα εκεί, σίγουρα δεν θα δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα». Φάνηκε απρόθυμος, αλλά τον έκαμψε το γλυκό της χαμόγελο και υποχώρησε. Στην πόρτα τους περίμενε μια ανυπόμονη Μόρνα. Είχε εκνευριστεί από την αναμονή και δεν σκόπευε να συγκρατήσει τα νεύρα της. «Δεν το πιστεύω ότι με άφησες να περιμένω εδώ κι έπιασες την κουβέντα μ’ αυτή τη σκλάβα!» σφύριξε σφίγγοντας τα δόντια της, το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει από αγανάκτηση. «Πώς μπόρεσες να με
ντροπιάσεις έτσι, Πέριν;» «Δεν περίμενες και ώρες, Μόρνα», είπε βαριεστημένα εκείνος. «Αν κουβέντιαζες με οποιονδήποτε άλλον, δεν θα με πείραζε τόσο», συνέχισε φουρκισμένη εκείνη. «Αλλά να με αφήσεις να περιμένω γι’ αυτήν! Δεν τη χορταίνεις όταν επισκέπτεσαι τον Γκάρικ;» Ο Πέριν κοκκίνισε. «Δεν είναι έτσι, Μόρνα. Ο Γκάρικ δεν μοιράζεται με κανέναν αυτή την κοπέλα. Την έχει αποκλειστικά δική του». Έκανε αυτή τη δήλωση με φανερή ικανοποίηση. Όπως ήταν επόμενο, τα λόγια του εξόργισαν ακόμα περισσότερο την ξανθιά χήρα, ενώ η Μπρένα έβαζε τα δυνατά της να κρύψει πόσο το διασκέδαζε. Η Μόρνα έστρεψε πάνω της ένα βλέμμα ψυχρής περιφρόνησης. «Βάλε μου τον μανδύα στους ώμους, σκλάβα!» Όταν η Μπρένα έμεινε να την κοιτάζει απαθής, στράφηκε στον αδερφό της. «Εσύ μιλάς τη γλώσσα της. Πες της τι απαιτώ». Τα μάτια του στένεψαν. «Το παρατραβάς, αδερφή. Η Μπρένα δεν είναι σκλάβα σου για να τη διατάζεις». Η Μόρνα έγινε έξαλλη. «Σκλάβα είναι! Πες της τι θέλω!» «Γιατί φωνάζει η αδερφή σου;» ρώτησε αθώα η Μπρένα. Ο Πέριν αναστέναξε. «Όντιν, βοήθησέ με. Απαιτεί να της φορέσεις τον μανδύα. Απλώς θέλει να βγάλει τον θυμό της πάνω σου, Μπρένα». Εκείνη χαμογέλασε. «Κ ανένα πρόβλημα, Πέριν.
Πες της απλά ότι αρνούμαι να το κάνω. Κ ι έπειτα δώσ’ της τον μανδύα και φύγε. Απλούστατη λύση». Ο Πέριν δεν φάνηκε να πείθεται, αλλά έβαλε τον μανδύα στα χέρια της αδερφής του. «Η Μπρένα δεν πρόκειται να σε βοηθήσει, Μόρνα. Ας φύγουμε τώρα», είπε και βγήκε από την αίθουσα. Η Μόρνα στράφηκε στην Μπρένα εκτός εαυτού. «Θα βάλω να σε μαστιγώσουν γι’ αυτό!» «Δεν νομίζω», της απάντησε, ξαφνιάζοντάς τη που μιλούσε τη γλώσσα της. «Κ ατ’ αρχάς δεν θα το επέτρεπε ο Γκάρικ. Το σπουδαιότερο, όμως, και παρακαλώ να με προσέξεις καλά, Μόρνα, είναι ότι θα σου έκοβα το λαρύγγι πριν καν ζητήσεις το μαστίγιο. Ήσουν ανεπιθύμητη καλεσμένη σ’ αυτή τη γιορτή. Ούτε ένας εδώ μέσα δεν θα κυνηγούσε τον φονιά σου». «Δε θα τολμούσες να με αγγίξεις!» Η Μπρένα χαμογέλασε μοχθηρά. «Δοκίμασέ με να δεις αν λέω την αλήθεια. Ζήτα να με μαστιγώσουν». Η Μόρνα δίστασε. «Θα μετανιώσεις τη μέρα που τόλμησες να με απειλήσεις όταν γίνω γυναίκα του Γκάρικ!» «Δεν θα τη δεις ποτέ τέτοια μέρα». «Μην είσαι τόσο σίγουρη, σκλάβα!» απάντησε η Μόρνα και βγήκε ορμητικά από την αίθουσα. Η Μπρένα δαγκώθηκε. Ήταν λάθος να αποκαλύψει το μυστικό της στη Μόρνα… Κ ι αν έβγαινε αληθινή η πρόβλεψή της; Σύμφωνα με τη νοοτροπία του λαού του, ο Γκάρικ μπορούσε θαυμάσια να τις έχει και τις δύο, τη Μόρνα ως
σύζυγο, να του γεννάει νόμιμους κληρονόμους, και την Μπρένα ως παλλακίδα του. Ανατρίχιασε σύγκορμη στη σκέψη. Όχι, αποκλείεται να το έκανε αυτό, αποφάσισε. Αν δεν είχε ελπίδες να γίνει η ίδια γυναίκα του, τότε δεν είχε τίποτα να ελπίζει. Κ ι όμως, είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι ο Γκάρικ νοιαζόταν πραγματικά γι’ αυτήν. Γυρνώντας, τον είδε να στέκεται με την πλάτη προς το μέρος της. Προσευχήθηκε να μην την είχε δει να μιλάει με τη Μόρνα, γιατί σίγουρα θα τη ρωτούσε σχετικά και δεν ήθελε να του πει ψέματα. Κ ι ο θυμός που θα του προκαλούσε η αλήθεια ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε. Τον πλησίασε στο τραπέζι και περίμενε αμήχανα να την προσέξει. Όταν τελικά στράφηκε προς το μέρος της, η Μπρένα περίμενε τις ερωτήσεις του με κομμένη την ανάσα. «Μου έλειψες», της είπε με νόημα κι έσκυψε προς το μέρος της. «Πού ήσουν;» «Αποχαιρετούσα τον Πέριν», αποκρίθηκε μετά από μια στιγμιαία παύση. Όταν εκείνος γρύλισε σε απάντηση, έσπευσε να αλλάξει θέμα. «Θα φύγουμε σύντομα;» «Κ ουράστηκες;» Έγνεψε καταφατικά. «Ήταν μεγάλη μέρα και μάλλον ήπια παραπάνω απ’ όσο έπρεπε». Της χαμογέλασε πονηρά. «Θυμάμαι πόσο μου άρεσε μια άλλη φορά που ήπιες παραπάνω. Ήσουν πολύ ευχάριστη τότε. Είσαι και τώρα;» Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα. «Όχι, Γκάρικ».
Αγνόησε την απάντησή της και σηκώθηκε. «Έλα. Μας βρήκα κάπου να περάσουμε τη νύχτα». Η Μπρένα έμεινε καθισμένη στη θέση της. «Δεν θα γυρίσουμε σπίτι; Δεν είναι τόσο μακριά». «Θα ήταν χάσιμο χρόνου, Μπρένα. Η ιπποδρομία αρχίζει νωρίς το πρωί αύριο, και θέλω να είμαι εδώ έγκαιρα». Όταν την είδε να συνοφρυώνεται, πρόσθεσε: «Ίσως σε πάω πίσω αύριο το βράδυ και ξαναγυρίσουμε την επόμενη μέρα». «Θα ξαναγυρίσουμε;» «Ναι. Αυτή η γιορτή συνεχίζεται για δεκαπέντε μέρες πάνω-κάτω. Έλα τώρα». Η Μπρένα αναστέναξε, πήρε το χέρι που της έτεινε και τον ακολούθησε να πάρουν τους μανδύες τους. Υπήρχε ακόμα πολλή δραστηριότητα στην αίθουσα. Ελάχιστοι είχαν ξαπλώσει στους πάγκους για να συνέλθουν από το μεθύσι και τον ύπνο. Η Ελοΐζ είχε αποσυρθεί νωρίτερα, όπως έκανε και η Λινέτ, αλλά όχι πριν προλάβει η Μπρένα να της ζητήσει συγγνώμη για την απρόκλητη δηκτικότητά της. Ο Άνσελμ και ο Χιου ήταν ακόμα όλο κέφι και ζωντάνια και μάλιστα παρέβγαιναν ποιος θα πιει περισσότερο, με πολλούς τριγύρω να στοιχηματίζουν για τον νικητή. Ο Γκάρικ χαιρέτησε με βροντερή φωνή, αλλά κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, οπότε ξεγλίστρησε από την πόρτα με την Μπρένα κάτω από το μπράτσο του. Εκείνη ούτε που ένιωσε τα παγερά δάχτυλα του ανέμου, χωμένη όπως ήταν στην αγκαλιά του. Ένιωθε να ίπταται, να γλιστράει
ανάλαφρα πάνω στο παγωμένο έδαφος. Το κεφάλι της γύριζε από τη ζάλη· έγειρε το μάγουλό της στο στήθος του κι ένιωσε απόλυτη ικανοποίηση. Όταν εκείνος την οδήγησε σε ένα άδειο παχνί του στάβλου, όπου υπήρχαν πολλές κουβέρτες στοιβαγμένες πάνω σε μια στρώση από άχυρα, η Μπρένα τραβήχτηκε κάπως ενοχλημένη από την αγκαλιά του. Τον παρακολούθησε να φράζει το άνοιγμα με μια μεγάλη ξύλινη πλάκα, μετατρέποντας το παχνί σε μίνι ιδιωτικό χώρο. «Αυτό το μέρος εννοούσες πριν;» «Είναι το πιο ζεστό που μπόρεσα να βρω», απάντησε αποφεύγοντας το βλέμμα της κι έβγαλε τον μανδύα από τους ώμους του. «Κ αι περιμένεις να κοιμηθώ εδώ;» Αγνόησε την αγανάκτησή της και της χαμογέλασε. «Δεν θα είσαι μόνη». «Μα…» «Πάψε, κοπελιά», τη διέκοψε και πήγε να σταθεί μπροστά της. «Είναι καλύτερο από έναν σκληρό πάγκο στη σάλα, δεν βρίσκεις;» Το βλέμμα της γύρισε στο αυτοσχέδιο κρεβάτι και κατένευσε απρόθυμα. «Υποθέτω πως ναι». Το χάδι του ήταν ζεστό στο μάγουλό της. «Κ αι δεν θα μας ενοχλήσει κανείς εδώ». Η Μπρένα ένιωσε κάτι οδυνηρό να απλώνει ρίζες στο στήθος της. Ήθελε να πέσει στην αγκαλιά του, αλλά έτσι δεν θα πετύχαινε τον τελικό σκοπό της. Θα έβρισκε ικανοποίηση, αλλά για πόσο; Δεν θα την έκανε γυναίκα του, αν γινόταν πειθήνια σκλάβα
του. Απομακρύνθηκε απρόθυμα κι έψαξε ένα θέμα συζήτησης που θα καθυστερούσε αυτό που ήξερε ότι δεν μπορούσε να αναβληθεί για πολύ. «Η κούρσα που προγραμματίζετε για αύριο… μπορεί να πάρει οποιοσδήποτε μέρος;» «Ναι». «Μπορώ κι εγώ;» Ο Γκάρικ έκανε να βάλει τα γέλια, αλλά συγκρατήθηκε. «Όχι. Μπορεί να συμμετάσχει οποιοσδήποτε άντρας, αλλά όχι γυναίκα». «Κ ι ούτε οι σκλάβοι, φαντάζομαι;» ρώτησε πικαρισμένη. Αυτή η γυναίκα δεν θ’ αφήσει ούτε μέρα να περάσει χωρίς να δείξει τον θυμό της; αναρωτήθηκε εκείνος. «Σωστά». «Αλλά θα μπορούσα να κρύψω την όψη μου, Γκάρικ. Πίσω στην πατρίδα με πέρασε για αγόρι κάποιος που δεν με γνώριζε. Κ αι θα μου έδινε μεγάλη χαρά να κατατροπώσω τον αδερφό σου». «Πώς ήξερες ότι θα πάρει μέρος στην ιπποδρομία;» τη ρώτησε εμφατικά. Η Μπρένα χλώμιασε κι απέστρεψε βιαστικά το βλέμμα. Πώς να παραδεχτεί ότι τους άκουσε να μιλούν γι’ αυτό, χωρίς να αποκαλύψει ότι καταλάβαινε άριστα τη γλώσσα τους; «Δεν θα πάρει;» Ευτυχώς, ο Γκάρικ δεν επέμεινε περισσότερο. «Θα πάρει, όπως κι εγώ. Θέλεις να κατατροπώσεις κι εμένα, κυρά;»
Η Μπρένα του έριξε μια πλάγια ματιά. «Υποθέτω ότι δεν αρμόζει να σε νικούσα κάπου που θα μας έβλεπαν όλοι. Μου αρκεί», συνέχισε με ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο, «να ξέρεις εσύ ότι θα μπορούσα». Ο Γκάρικ έβαλε τα γέλια. «Θα δεχτώ την πρόκλησή σου μία από τις επόμενες μέρες, κοπελιά. Για την ώρα, όμως, έχω πολύ πιο ενδιαφέρουσες αθλοπαιδιές στο μυαλό μου». Άπλωσε τα χέρια του, αλλά η Μπρένα έσκυψε κάτω από το μπράτσο του και πήγε να σταθεί στην είσοδο του παχνιού, έτοιμη να παραμερίσει το αυτοσχέδιο πορτόφυλλο και να το σκάσει. Γύρισε προς το μέρος του και σήκωσε μια τεντωμένη παλάμη για να ανακόψει την προέλασή του. «Ξέρεις ότι δεν θα πλαγιάσω πρόθυμα μαζί σου, Γκάρικ. Θα κοιμηθώ έξω, αν χρειαστεί». Εκείνος έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, αλλά σταμάτησε εκεί. «Απόλαυσα την παρουσία σου πλάι μου σήμερα, Μπρένα», είπε ατάραχα. «Ήλπιζα σε μεγαλύτερη ευχαρίστηση το αποψινό βράδυ, αλλά δεν σκοπεύω να σε κυνηγήσω για να την πάρω». Ξάπλωσε στα άχυρα και της έγνεψε να πάει κοντά του. «Έλα. Κ αλά θα κάνεις να κοιμηθείς όσο μπορείς. Η αυριανή μέρα θα είναι ακόμα πιο κουραστική από τη σημερινή». Η Μπρένα δεν περίμενε πως θα τα παρατούσε ο Γκάρικ, και μάλιστα τόσο εύκολα. Κ ατέβασε τις άμυνές της καταπίνοντας μετά βίας έναν αναστεναγμό απογοήτευσης. Αμφέβαλε ότι θα
κοιμόταν εύκολα ξαπλωμένη τόσο κοντά του, αλλά ήταν αποφασισμένη να το προσπαθήσει. Δεν είχε την ευκαιρία. Ο Γκάρικ πήδηξε πάνω της πριν προλάβει καν να ξαπλώσει, καθηλώνοντάς τη με το βάρος του. Κ οίταξε θυμωμένη το θριαμβευτικό χαμόγελό του. «Με ξεγέλασες!» «Όχι, κοπελιά», είπε γελώντας. «Εγώ είπα μόνο ότι δεν θα σε κυνηγήσω και, όπως βλέπεις, δεν το έκανα». Τα χείλη του σφράγισαν τα δικά της για να κατασιγάσουν επιπλέον διαμαρτυρίες. Η Μπρένα προσπάθησε να γυρίσει το κεφάλι της στο πλάι, αλλά εκείνος της έκλεισε το πρόσωπο στα μεγάλα χέρια του, βυθίζοντας ταυτόχρονα τη γλώσσα του στο στόμα της. Το βάρος του στιβαρού κορμιού του, η ρώμη και ο πόθος του ήταν το μεθυστικό μείγμα που έλιωσε τις αντιστάσεις της, οι οποίες ξεχάστηκαν ολότελα όταν μετακινήθηκε δίπλα της και γλίστρησε το ένα του χέρι μέσα στο μπούστο της. Η ζώνη της λύθηκε, το μακρύ φόρεμα ανέβηκε στη μέση της και, πριν καν προλάβει η Μπρένα να σκεφτεί την τρέλα που πήγαινε να κάνει, βρέθηκαν κι οι δύο γυμνοί. Τα χέρια του εξερευνούσαν χωρίς σπουδή το κορμί της, χαϊδεύοντας και μαλάσσοντας με επιδέξια δάχτυλα που άναβαν φωτιές στο δέρμα της κι έφερναν στεναγμούς στα χείλη της. Δεν την πείραζε. Η αγάπη της γι’ αυτόν ήταν το μόνο που είχε σημασία, η επιθυμία της, η έντονη ανάγκη να
νιώσει το σκληρό, παλλόμενο μέλος του βαθιά μέσα της. Κ ι όταν επιτέλους την κατέκτησε, η Μπρένα φώναξε την έκστασή της. Ήταν τόσο φυσικό, λες και είχαν πλαστεί ο ένας για τον άλλο. Στράγγισε όλη τη δύναμή του, κι η θέλησή της έγινε δική του. Ακόμα και το μετά ήταν υπέροχο όπως κείτονταν αγκαλιασμένοι κι αποκαμωμένοι, βαριανασαίνοντας, με την ικανοποίηση να τους αγκαλιάζει σαν ζεστή παλίρροια. Πέρασαν κάμποσα λεπτά, αλλά ο Γκάρικ δεν έκανε καμία κίνηση να απομακρυνθεί. Τελικά η Μπρένα άνοιξε τα μάτια της και τον βρήκε να την κοιτάζει έντονα, με τρυφερότητα ανάκατη με σαστιμάρα. Απόρησε γι’ αυτή του την έκφραση, αλλά πολύ γρήγορα θυμήθηκε τις λέξεις που της είχαν ξεφύγει στην κορύφωση της ηδονής. Η πρώτη αντίδρασή της ήταν να πανικοβληθεί και προσπάθησε να τον σπρώξει από πάνω της. Ήθελε να τρέξει μακριά, να κρυφτεί. Δεν είχε σκοπό να δηλώσει τα αισθήματά της μ’ αυτόν τον τρόπο, και σίγουρα όχι τόσο σύντομα. Δεν ήταν σίγουρη ακόμα γι’ αυτόν. Δεν είχε καταφέρει να τον μετακινήσει ούτε εκατοστό, όταν τελικά της έπιασε τα χέρια και τα ακινητοποίησε στα πλευρά της. «Είναι αλήθεια αυτό που είπες; Μ’ αγαπάς, Μπρένα;» Εκείνη έκλεισε τα μάτια για να ξεφύγει από το διαπεραστικό βλέμμα του. Μπορούσε να πει ψέματα, μα έτσι δεν θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη του. Κ αι τη
χρειαζόταν περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, αν ήθελε να γίνουν πραγματικά ευτυχισμένοι. «Ναι, σ’ αγαπώ», ψιθύρισε τις ίδιες λέξεις που είχε φωνάξει πριν λίγο. Ορίστε, είχε ειπωθεί, και τώρα ένιωθε ξαλαφρωμένη. Άνοιξε θαρρετά τα μάτια της και ανακάλυψε ότι της χαμογελούσε τρυφερά. Αναθάρρησε. «Είσαι σίγουρη, Μπρένα;» «Ξέρω τι αισθάνομαι, Γκάρικ. Είμαι πολύ σίγουρη». «Τότε θα μου δώσεις τον λόγο σου ότι δεν θα μου το σκάσεις ποτέ ξανά;» Η ερώτηση την ξάφνιασε κάπως, αλλά δεν κάθισε να την καλοσκεφτεί. «Έχεις τον λόγο μου». «Ωραία. Θα αργήσω πολύ να ξεχάσω αυτή τη σπουδαία μέρα». Έγειρε πλάι της, ενώ η Μπρένα έμεινε ακίνητη, με μάτια γουρλωμένα από την έκπληξη. Όταν κατάλαβε ότι η κουβέντα είχε πάρει τέλος για εκείνον, στηρίχτηκε στον αγκώνα της και τον κοίταξε κατάματα. «Αυτό έχεις να μου πεις μόνο, Γκάρικ;» «Χαίρομαι που με αποδέχτηκες, Μπρένα», απάντησε, και μετά της γύρισε την πλάτη. «Είναι αργά, και είμαι κουρασμένος. Κ οιμήσου». Τα λόγια του ήταν σαν γροθιά στο στομάχι. Δεν είπε κουβέντα περί ανταπόδοσης της αγάπης της, μόνο ότι χαιρόταν που εκείνη τον είχε αποδεχτεί. Κ άρφωσε το βλέμμα της στην άκαμπτη πλάτη του.
«Πιστεύω ότι σου χάρισα περισσότερη ευχαρίστηση απ’ όση αξίζεις απόψε». «Ε;» Αντιμέτωπη πάντα με την πλάτη του, η Μπρένα κατακλύστηκε από τυφλή, διάπυρη οργή. Τον τράβηξε δυνατά, διεκδικώντας ξανά την προσοχή του. «Θα ήθελα να ξέρω τις προθέσεις σου, Γκάρικ. Θα με παντρευτείς;» Εκείνος σκυθρώπιασε. «Ένας Βίκινγκ δεν μπορεί να παντρευτεί σκλάβα. Το ξέρεις ήδη». «Ο πατέρας σου θα με ελευθέρωνε! Κ ι εσύ μπορείς να το κάνεις!» «Όχι, κοπελιά, δεν θα ωφελούσε σε τίποτα. Δεν θα σε παντρευτώ. Αν σου χαρίσω την ελευθερία σου, θα σε χάσω». Κ αι τότε προσπάθησε να την καλμάρει. «Σαν σκλάβα μου, θα σε κρατήσω παντοτινά δική μου, Μπρένα. Θα είσαι σαν γυναίκα μου». «Μέχρι να γεράσω!» του πέταξε. «Κ αι μετά θα με αφήσεις ήσυχη να βόσκω, όπως θα έκανες και με μια φοράδα!» «Δεν θα ήταν έτσι». «Λόγια, Βίκινγκ!» του φώναξε, με την οδύνη να σαρώνει τη λογική της. «Αν με ξέρεις καθόλου, θα έχεις καταλάβει ότι έχω περισσότερη περηφάνια από τις πιο πολλές. Δεν θα έρθω ποτέ ηθελημένα σ’ εσένα χωρίς να έχουμε δεθεί με ιερούς όρκους. Είσαι ο μόνος άντρας που θα παντρευτώ. Αν αρνηθείς, δεν θα είμαι ποτέ ικανοποιημένη». «Θα είσαι, με τον καιρό».
«Με τον καιρό, η αγάπη μου θα πεθάνει μέσα στην πίκρα. Δεν το βλέπεις;» «Ζητάς πάρα πολλά, γυναίκα!» της είπε κοφτά. «Έχω ορκιστεί να μην παντρευτώ ποτέ!» «Ούτε να αγαπήσεις;» «Δεν υπάρχει αγάπη μέσα μου. Ξεριζώθηκε προ πολλού». Πήρε το χέρι της και το έσφιξε στα δικά του. «Αλλά σ’ εσένα έρχομαι, Μπρένα», συνέχισε με τρυφερό τόνο. «Εσένα νοιάζομαι, περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλο. Δεν μπορώ να σου προσφέρω τίποτα περισσότερο». «Μπορείς να αλλάξεις». Κ ούνησε αργά το κεφάλι του. «Λυπάμαι, Μπρένα». «Το ίδιο κι εγώ», μουρμούρισε, «γιατί δεν μου δίνεις καμία ελπίδα, Γκάρικ», πρόσθεσε μονολογώντας. Ο πόνος της διάψευσης έφερε δάκρυα στα μάτια της κι απέστρεψε το πρόσωπό της για να μην τον αφήσει να δει τη δυστυχία που ξεχύθηκε σαν χείμαρρος από μέσα της.
Κεφάλαιο 33 Τα αστέρια των πρώτων ωρών της μέρας έμοιαζαν ραντισμένα στον κατάμαυρο ουρανό. Μια μοναχική γυναίκα κατηφόριζε τρέχοντας λάθρα το φιόρδ, προς την ξύλινη αποβάθρα όπου ήταν δεμένες δυο μικρές βάρκες. Τα νερά του φιόρδ ήταν ήρεμα, καλυμμένα με θαμπούς ίσκιους, κι η γυναίκα ρίγησε και τύλιξε πιο σφιχτά γύρω της τον μανδύα. Έλυσε σβέλτα μία από τις δύο αλιευτικές βαρκούλες και πήδηξε μέσα. Στιγμές μετά, έπλεε μακριά από την αποβάθρα. Άρπαξε τα κουπιά κι άρχισε να σκίζει το νερό. Σε πολύ λίγο θα ήταν αργά να αλλάξει γνώμη. Το σχέδιο που της ήρθε στη διάρκεια της νύχτας ήταν αρκετά τολμηρό, αλλά επικίνδυνο. Προορισμός της ήταν η αντίπερα όχθη του φιόρδ και ο οικισμός των Μπόργκσεν. Επειδή ζούσε στη βόρεια πλευρά του φιόρδ, μάλλον θα τη θεωρούσαν εχθρό τους, πράγμα που ήλπιζε πως μπορούσε να αλλάξει ένα χοντρό πουγκί. Ήξερε ότι κανένας εδώ δεν θα έκανε αυτό που ήθελε, αλλά ένας Μπόργκσεν θα ήταν πρόθυμος. Το ήλπιζε, τουλάχιστον. Το ρεύμα τη βοήθησε να φτάσει ακόμα πιο
γρήγορα απέναντι. Μόνο μία φορά είχε πατήσει ξανά σε αυτή τη μεριά του φιόρδ, κι αυτό ήταν πριν από πολύ καιρό, τότε που οι δύο ισχυρές φατρίες συνδέονταν με δεσμούς φιλίας. Είχε έρθει σε ένα γλέντι γάμου που έγινε στο σπίτι του Λάθαμ Μπόργκσεν, τότε που η κόρη του παντρεύτηκε έναν μακρινό ξάδερφο. Ήταν μεγαλειώδες γλέντι που κράτησε κοντά έναν μήνα, και είχαν προσκληθεί όλοι σε ακτίνα πολλών μιλίων. Τώρα αναρωτήθηκε αν θα θυμόταν τον δρόμο για το σπίτι του Λάθαμ. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Άρχισε να περπατάει προς την ενδοχώρα. Είχε τυλιχτεί σφιχτά στον μανδύα της για να προστατεύεται από την παγωνιά. Μια ογκώδης γούνινη κουκούλα έκρυβε τα χαρακτηριστικά της, όπως το είχε σχεδιάσει. Δεν ήθελε να αναγνωρίσουν την ταυτότητά της στην απίθανη περίπτωση να αποτύχει το βιαστικά καταστρωμένο σχέδιό της. Ήταν τόσο απλό, σκέφτηκε. Πώς μπορεί να αποτύγχανε; Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, απέμενε λιγότερο από μισή λεύγα ως τον οικισμό των Μπόργκσεν. Δεν χρειάστηκε να φτάσει ως εκεί. Σε ένα πυκνό σύδεντρο, την εντόπισαν δύο ιππείς που ήρθαν καλπάζοντας προς το μέρος της. Τα επιβλητικά υποζύγιά τους την ανάγκασαν να κολλήσει την πλάτη της στον κορμό ενός δέντρου, τρομοκρατημένη. Η δειλία της τους διασκέδασε. Από το βραχύ της παράστημα συμπέραναν πως ήταν γυναίκα, παρότι
υπέθεταν ότι έσπαγαν πλάκα με μία δική τους. Ένας από τους δύο γεροδεμένους άντρες ξεπέζεψε. Ήταν ο πιο νέος και, κουκουλωμένος όπως ήταν με γούνινα τομάρια, φαινόταν διπλάσιος από το ήδη επιβλητικό παράστημά του. «Μια τσούπρα έξω τόσο νωρίς, και μάλιστα μονάχη, δεν μπορεί παρά να πηγαίνει στον εραστή της. Δεν χρειάζεται να ψάξεις άλλο, γιατί βρήκες δύο αντί για έναν πρόθυμους να σε ικανοποιήσουν!» Ο άλλος Βίκινγκ καθόταν ακόμα στη σέλα. Δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από τον πρώτο, αλλά ήταν εξίσου γιγαντόσωμος και απειλητικός. Η έκφρασή του πρόδιδε την ανυπομονησία του για τις παρατηρήσεις του συντρόφου του. «Μαζέψου, Σέντρικ», είπε, χωρίς ιδιαίτερη αυστηρότητα. Κ ι έπειτα στράφηκε στη γυναίκα. «Το όνομά σου, κυρά;» «Αντοσίντα», είπε ψέματα εκείνη. «Δεν ξέρω καμία μ’ αυτό το όνομα», παρατήρησε ο Σέντρικ. «Εσύ, Άρνο;» «Όχι. Από πού έρχεσαι, κυρά Αντοσίντα;» Εκείνη δίστασε κι ένιωσε την καρδιά της να παίζει ταμπούρλο στο στήθος της. «Από… από την αντίπερα όχθη του φιόρδ». Οι δυο άντρες σοβάρεψαν στη στιγμή. «Είσαι από τη φατρία των Χάαρντραντ;» «Έχω πολύ μακρινή συγγένεια». «Αν διέσχισες αυτό το φιόρδ, πρέπει να ξέρεις ότι δεν είσαι ευπρόσδεκτη σε αυτή τη μεριά!» θύμωσε ο Άρνο.
«Είναι τέχνασμα, Άρνο», μάντεψε ο νεότερος Βίκινγκ. «Σου το έλεγα ότι οι Χάαρντραντ κάθισαν ήσυχοι για πάρα πολύ καιρό. Έστειλαν γυναίκα να τρυπώσει στα σπίτια μας και να μας σφάξει στον ύπνο! Ποιος θα υποπτευόταν μια γυναίκα;» «Δεν είναι αλήθεια, τ’ ορκίζομαι!» φώναξε εκείνη. «Κ ανείς δεν ξέρει ότι ήρθα εδώ!» «Μη λες ψέματα, κυρά. Είμαι ο Σέντρικ Μπόργκσεν, τρίτος γιος του Λάθαμ. Τον μεγαλύτερο αδερφό μου, τον Έντγκαρ, σκότωσε ο Χιου Χάαρντραντ. Αν μυριστώ απάτη, πέθανες!» «Δεν θέλω το κακό σας!» επέμεινε έντρομη. «Ήρθα χωρίς όπλο». «Τότε γιατί καταπατάς ξένη γη, και μάλιστα εχθρών σου;» «Ήρθα να ζητήσω τη βοήθειά σας». «Θες να μας ξεγελάσεις!» την κατηγόρησε ο Σέντρικ. «Όχι, όχι! Δεν ξέρω κανέναν που θα με βοηθούσε, γιατί θέλω να ταπεινώσω έναν Χάαρντραντ, και ποιος υποτακτικός ή συγγενής του θα το έκανε; Όχι, μόνο ένας Μπόργκσεν θα πραγματοποιούσε το σχέδιό μου». «Τα λόγια σου ηχούν ψεύτικα. Ποιος Χάαρντραντ θα το έβαζε σκοπό να βλάψει έναν άλλο;» αναρωτήθηκε ο Άρνο. «Μια γυναίκα – η οποία θα είχε πολλά να κερδίσει απ’ αυτό». «Άσ’ τη να μιλήσει, Άρνο. Μου κέντρισε για τα καλά την περιέργεια».
«Αυτό που θέλω να γίνει είναι πολύ απλό, και μάλιστα δίνω καλή αμοιβή. Υπάρχει μια σκλάβα που αιχμαλώτισαν πρόσφατα, μια όμορφη Κ έλτισσα με μαύρα μαλλιά και μάτια στο χρώμα του καπνού. Στέκεται εμπόδιο στον δρόμο μου, και θέλω να την ξεφορτωθώ». «Τη θες νεκρή;» «Δε με νοιάζει τι θα απογίνει αφού την πάρετε», απάντησε αδίστακτα η γυναίκα. «Κ ρατήστε την όσο θέλετε, αρκεί να μην το σκάσει – γιατί θα το επιχειρήσει, αυτό είναι σίγουρο. Ή θα μπορούσατε να τη στείλετε κάπου μακριά από εδώ και να κερδίσετε άλλο ένα χοντρό πουγκί. Ή και να τη σκοτώσετε, καθόλου δεν με νοιάζει». «Κ αι πώς ταπεινώνεται ένας Χάαρντραντ αν του αρπάξουμε μια σκλάβα;» απόρησε ο Άρνο. «Ο ίδιος ο Άνσελμ Χάαρντραντ την έφερε εδώ και τη χάρισε στον δεύτερο γιο του, τον Γκάρικ. Ο Γκάρικ γρήγορα μαγεύτηκε απ’ αυτήν. Την έχει σαν πολύτιμο θησαυρό και θα διαλυθεί αν του το σκάσει». «Αν του το σκάσει;» Το γέλιο της ήχησε σαν χαιρέκακο κρώξιμο. «Έτσι πρέπει να φανεί. Βλέπετε, ο Γκάρικ θα κινήσει γη και ουρανό για να τη βρει, αλλά τελικά θα τα παρατήσει. Παρ’ όλα αυτά, αν πίστευε ότι δεν έφυγε με τη θέλησή της, ότι την άρπαξαν διά της βίας, δεν θα ησύχαζε ποτέ μέχρι να τη βρει». «Εμένα μου ακούγεται σαν παγίδα», είπε ο Άρνο. «Διασχίζουμε το φιόρδ και βρίσκουμε τους
Χάαρντραντ να μας περιμένουν στην όχθη». «Αν ξέρατε το παραμικρό για τους Χάαρντραντ, θα ήταν ότι δεν ενεργούν ύπουλα. Πολεμούν δίκαια, Μπόργκσεν». «Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχτηκε έστω και απρόθυμα ο Σέντρικ. «Ο Χιου ήρθε και προκάλεσε τον αδερφό μου. Αναμετρήθηκαν δίκαια». «Μπορεί και να ’ναι έτσι», απάντησε συλλογισμένα ο Άρνο. «Αλλά θα ’πρεπε να ενημερωθεί ο πατέρας σου γι’ αυτό το σχέδιο. Αυτός ξέρει καλά τον εχθρό. Θα ήταν ανόητο να συμφωνήσουμε με το σχέδιο αυτής της γυναίκας χωρίς τη συμβουλή του Λάθαμ». Ο νεαρός Σέντρικ προσβλήθηκε. «Υπονοείς ότι δεν μπορώ να αποφασίσω μόνος μου πάνω στο θέμα, Άρνο;» «Όχι, απλά πιστεύω ότι θα ήταν πιο συνετό να είναι ενήμερος ο πατέρας σου. Στο κάτω κάτω, έχει χρόνια να χυθεί αίμα γι’ αυτή τη βεντέτα, πέρα από το σφάξιμο μερικών γελαδιών και κοπρόσκυλων. Το σχέδιο αυτής της γυναίκας μπορεί να προκαλέσει άλλου είδους εκδικητική μανία». «Αλλά μπορεί και να μας κάνει πιο πλούσιους, κι ούτε γάτα ούτε ζημιά», απάντησε άπληστα ο Σέντρικ. «Κ αι η σκλάβα;» επέμεινε ο Άρνο. «Πώς θα εξηγήσεις την παρουσία της εδώ;» «Φίλε μου, ψάχνεις την καταιγίδα πριν καν συννεφιάσει. Θα κρατήσουμε τη σκλάβα στο κτήμα σου μέχρι να αποφασίσουμε τι θα την κάνουμε.
Τόσο απλά». Η γυναίκα έκανε ένα βήμα προς το μέρος τους, χαρούμενη που η πλεονεξία παραγκώνιζε τους δισταγμούς τους. «Δεν χρειάζεται να φοβάστε ότι η πράξη σας θα επισύρει αιματοχυσία ή εκδίκηση», τους διαβεβαίωσε. «Πρέπει να το στήσετε με τέτοιο τρόπο ώστε να φανεί ότι η σκλάβα το έσκασε μόνη της. Έτσι, κανείς δεν θα υποψιαστεί εσάς και τη φατρία σας. Κ αι θα έχετε αυτό να κερδίσετε», συνέχισε δείχνοντας το πουγκί με το χρυσάφι. «Κ ι επιπλέον, εσείς θα ξέρετε ότι γίνατε αιτία να υποφέρει ένας Χάαρντραντ χωρίς καν να το ξέρει. Αν μου δώσετε τον λόγο σας ότι θα κάνετε αυτό που σας ζητάω, θα πάρετε τώρα την αμοιβή σας και δεν θα με ξαναδείτε ποτέ. Δέχεστε;» Ο άντρας που είχε ξεπεζέψει δεν συμβουλεύτηκε ξανά τον φίλο του. «Πρώτα θα μας πεις πώς πιστεύεις ότι μπορεί να υλοποιηθεί το σχέδιό σου και μετά θα σου δώσουμε τον λόγο μας». Η γυναίκα χαμογέλασε, σίγουρη ότι πολύ σύντομα θα είχε αυτό που ήθελε.
Κεφάλαιο 34 Η Μπρένα ξύπνησε από θορυβώδεις επευφημίες και τον ήχο αλόγων που ξεμάκραιναν καλπάζοντας από τον οικισμό. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε ήταν πως ήταν μόνη της, αλλά αμέσως μετά ερμήνευσε τον σαματά που την είχε ξυπνήσει. Η ιπποδρομία είχε κιόλας αρχίσει. Φόρεσε βιαστικά τη βελούδινη τουαλέτα της φροντίζοντας να τινάξει όλα τα άχυρα πρώτα, άρπαξε τον μανδύα της και βγήκε από τον στάβλο. Ο ψυχρός πρωινός αέρας την ξύπνησε εντελώς και τώρα απορούσε πώς κατάφερε να κοιμάται με τόση έξαψη τριγύρω, καθώς οι άντρες ετοίμαζαν τα άλογά τους για την κούρσα. Η ανάμνηση της προηγούμενης νύχτας ήταν μια καρκινώδης πληγή που κακοφόρμιζε μέσα της, και η προοπτική να παρευρεθεί σε ακόμα περισσότερες εορταστικές εκδηλώσεις αβάσταχτη. Μέσα στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί για το ξεκίνημα της κούρσας, η Μπρένα ξεχώρισε τη θεία της και πήγε αργά στο πλευρό της. Η Λινέτ, εμφανώς ανανεωμένη μετά από έναν καλό ύπνο, την υποδέχτηκε μ’ ένα θερμό χαμόγελο.
«Περίμενα ότι θα ήσουν εδώ να ευχηθείς τύχη στον Βίκινγκ σου», είπε χαρωπά. «Τον είδα να σε ψάχνει». «Αν ήθελε τις καλές μου ευχές, ας φρόντιζε να με ξυπνήσει», απάντησε άνευρα εκείνη. «Τι έχεις, Μπρένα; δεν φαίνεσαι καθόλου καλά». «Απλώς είμαι κουρασμένη. Δεν κοιμήθηκα καλά στον στάβλο». Η ανησυχία της Λινέτ ήταν φανερή στην έκφρασή της. «Η κάμαρά μου είναι άδεια. Μπορείς να κοιμηθείς λίγο εκεί, αν θέλεις. Οι άντρες δεν θα γυρίσουν πριν το μεσημέρι». «Όχι, θεία. Θα γυρίσω στο σπίτι. Δεν επιθυμώ να δω τον Γκάρικ σήμερα». «Μα το γλέντι…» «Θα συνεχιστεί χωρίς εμένα. Δεν μπορώ να γιορτάζω, όταν δεν έχω τίποτα που να είμαι ευγνώμων». «Τι συνέβη, Μπρένα; Ήσουν τόσο ευτυχισμένη την τελευταία φορά που μιλήσαμε». «Τότε ήμουν ανόητη». «Εξαιτίας του Γκάρικ; Λες ότι δεν νοιάζεται για σένα όπως νομίζαμε;» «Νοιάζεται, θεία, αλλά όχι αρκετά», αποκρίθηκε εκείνη κι έκανε μεταβολή για να γυρίσει στον στάβλο. «Ούτε κατά διάνοια». «Μπρένα, στάσου!» φώναξε η Λινέτ πίσω της. «Θα ρωτήσει για σένα. Τι να του πω;» Η Μπρένα στάθηκε και ανασήκωσε τους ώμους. «Πες του την αλήθεια. Ότι γύρισα στο σπίτι και δεν θα επιστρέψω. Θα τον δω όταν χορτάσει γιορτές και
πανηγύρια».
•
Η απόσταση από τον οικισμό του Άνσελμ μέχρι το σπίτι του Γκάρικ στον γκρεμό ήταν σχετικά μικρή, αλλά στην Μπρένα φάνηκε ατελείωτη. Ίππευε στα τυφλά για λίγο, στριφογυρίζοντας στον νου της την απόμακρη στάση του Γκάρικ. Της πήρε αρκετή ώρα αφότου έφτασε στον στάβλο για να συνειδητοποιήσει ότι ο Έριν δεν ήταν πουθενά. Αυτό κι αν ήταν τύχη. Δεν θα ήταν υποχρεωμένη να εξηγήσει γιατί είχε έρθει μόνη. Ούτε στο σπίτι ήταν κανείς, ενώ κυριαρχούσε και μέσα η ίδια παγωνιά που έκανε έξω, αν όχι μεγαλύτερη. Η Μπρένα δεν μπήκε στον κόπο να ανάψει τις φωτιές στο ισόγειο, αλλά ανέβηκε κατευθείαν στην κάμαρά της. Εκεί, κάθισε στο κρεβάτι της και κάρφωσε ένα χολωμένο βλέμμα σε μια ρωγμή στο πάτωμα. Επιτέλους ο θυμός αναδύθηκε στην επιφάνεια και την κυρίευσε αργά, ψάχνοντας διέξοδο. Η Μπρένα ήταν έξαλλη απ’ αυτό το εκρηκτικό μείγμα οργής και πόνου. Μια και ο Γκάρικ δεν ήταν παρών για να ξεσπάσει πάνω του, πέρασε στη δεύτερη επιλογή της: τα δώρα του. Έβγαλε τα δυο χρυσά περιβραχιόνια από τα μπράτσα της και τα πέταξε στον τοίχο απέναντι, όπου απλώς αναπήδησαν και έπεσαν ανέπαφα στο πάτωμα. Απογοητευμένη, άναψε
φωτιά στο τζάκι και τα έριξε μέσα, και πάλι με αμελητέο αποτέλεσμα. Τελικά έβγαλε την υπέροχη τουαλέτα της και άρχισε να τη σκίζει μετά μανίας, μέχρι που κατέληξε μια στοίβα κουρέλια στο πάτωμα. Η θέα του καταστροφικού της έργου γέμισε τα μάτια της με δάκρυα. «Παραήταν πολυτελής για μια σκλάβα, συνεπώς δεν έπρεπε να την έχει ποτέ!» φώναξε με όλη της τη δύναμη. Κ αι τότε την κυρίεψαν οι τύψεις, γιατί θυμήθηκε την καλόκαρδη γυναίκα που της την είχε φτιάξει. «Η Ελοΐζ δεν θα χαρεί καθόλου». Κ αινούρια δάκρυα διαδέχτηκαν τα προηγούμενα. «Κ οίτα τι μ’ ώθησες να κάνω, Γκάρικ! Εσύ φταις, εσύ και κανείς άλλος!» κλαψούρισε παιδιάστικα και ρίχτηκε στο κρεβάτι. «Ανάθεμά σε, Βίκινγκ! Δεν αντέχω άλλο πόνο!» Ο ύπνος ήρθε εντελώς απροσδόκητα και την κράτησε μακριά από την πραγματικότητα για το μεγαλύτερο μέρος του απογεύματος. Ήταν αργά όταν την ξύπνησε ένας ήχος έξω από την πόρτα της. Χώθηκε στη στιγμή κάτω από τα σκεπάσματα, ταραγμένη που θα την έβρισκαν σε αυτή την άθλια κατάσταση. Την επόμενη στιγμή, πριν προλάβει να κρύψει ολοκληρωτικά τη γύμνια της, η πόρτα άνοιξε διάπλατα, κι ο Γκάρικ όρμησε μέσα στην κάμαρα. Το πρόσωπό του ήταν μια μάσκα οργής. «Δε σου έδωσα άδεια να φύγεις και να επιστρέψεις εδώ, κυρά μου!» «Το γνωρίζω».
«Κ ι ωστόσο, έκανες αυτό που ήθελες», φώναξε, κι έπειτα το βλέμμα του έπεσε στο κουρελιασμένο φόρεμά της. Όταν στράφηκε πάλι προς το μέρος της, ήταν έξαλλος από ανανεωμένη μανία. Τη σήκωσε από το κρεβάτι τραβώντας τη σαν πάνινη κούκλα. «Ήρθα εδώ να σε σύρω πίσω μαζί μου, αν χρειαζόταν, αλλά βλέπω ότι φρόντισες να είναι αδύνατο!» Τα μάγουλά της βάφτηκαν κατακόκκινα. «Δεν θα άρμοζε να συνοδέψεις μια καλεσμένη ντυμένη με τραχιά μάλλινη καμιζόλα στο σπίτι του πατέρα σου, έτσι δεν είναι, Βίκινγκ;» τον προκάλεσε σαρκαστικά, προκειμένου να κρύψει την ταπείνωσή της. «Ασφαλώς όχι», της απάντησε παγερά. «Κ ι αφού προτιμάς την αμφίεση της σκλάβας, μόνο αυτή θα έχεις, γιατί δεν θα ξαναδείς ποτέ δώρα από μένα, κοπελιά!» «Δεν σου ζήτησα κανένα δώρο!» Σήκωσε το χέρι του έτοιμος να τη χτυπήσει, αλλά αντί γι’ αυτό την έσπρωξε μακριά του, ρίχνοντάς τη πίσω στο κρεβάτι. «Θα μείνεις κλεισμένη εδώ, αφού το προτιμάς. Θα βρω άλλη να με διασκεδάσει στο γλέντι». Τα λόγια του την πόνεσαν πολύ περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ το χέρι του. «Νομίζεις πως με νοιάζει;» του φώναξε, αν και η φωνή της έσπασε στο ψέμα. «Μου είναι αδιάφορο αν σε νοιάζει ή όχι», απάντησε, πληγώνοντάς την ακόμα περισσότερο. «Κ αι από εδώ και στο εξής θα συμμορφώνεσαι
στους κανόνες μου, κοπελιά, γιατί εξαντλήθηκε η επιείκειά μου μαζί σου». «Τι θα κάνεις, Βίκινγκ;» τον προκάλεσε ασυλλόγιστα. «Θα μου κλέψεις τη ζωή το ίδιο αδιάφορα όσο έκλεψες την αγάπη μου;» Την κάρφωσε με το βλέμμα για μια ατέλειωτη στιγμή, το βλέμμα του να ταξιδεύει αργά στις απαλές καμπύλες του κορμιού της για να σταθεί στα στήθη της, που ανεβοκατέβαιναν κοφτά, κι από κει στο πρόσωπό της, θαυμάζοντας όλη την περήφανη ομορφιά, την απείθεια και το πνεύμα της. Ήταν σαν άγριο, αδάμαστο πλάσμα, κι ωστόσο τόσο ευάλωτη ταυτόχρονα. «Όχι, Μπρένα, δεν θα σου κλέψω τη ζωή», απάντησε βαθιά, απόλυτα ανεπηρέαστος από το μεγαλειώδες θέαμα που παρουσίαζε. «Θα κλέψω πάλι τον έρωτά σου. Τώρα αμέσως». Πριν προλάβει να του φωνάξει όχι, έπεσε πάνω της, με μόνο του μέλημα να κατεβάσει τις περισκελίδες του όσο χρειαζόταν για να ελευθερώσει τον ανδρισμό του, που παλλόταν ήδη από προσμονή να βρεθεί μέσα της. Η Μπρένα σοκαρίστηκε και αηδίασε απ’ αυτή την ωμή επίθεση. Ήταν υπερβολικά οργισμένη για να ερεθιστεί από τον βιασμό, και του αντιστεκόταν μανιασμένα, γδέρνοντας τα γυμνά μπράτσα του μέχρι που έσταζε αίμα στο κρεβάτι της. Αλλά ο Γκάρικ δεν σταμάτησε ούτε επιχείρησε να ακινητοποιήσει τα χέρια της, συνέχισε απτόητος μέχρι που ξεχύθηκε μέσα της το δώρο ζωής του, και σωριάστηκε πάνω της
αποκαμωμένος. Όταν σηκώθηκε από το μικρό κρεβάτι και ξανάδεσε τις περισκελίδες στη θέση τους, η Μπρένα έτρεμε από φρίκη για τον τρόπο που την είχε πάρει, αδιαφορώντας ολότελα γι’ αυτήν, με μόνη του έγνοια να ικανοποιήσει τις ζωώδεις ορμές του. Κ ι αυτό δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ. «Να θυμάσαι την προειδοποίησή μου, Μπρένα», της είπε πηγαίνοντας στην πόρτα. «Μη βγεις απ’ αυτό το σπίτι». Ακόμα και τώρα, επέμενε να επιβάλει την εξουσία του, θυμίζοντάς της ότι ήταν κτήμα του και μπορούσε να κάνει μόνο ό,τι της επέτρεπε εκείνος. Περιφρονούσε την αγάπη της, αλλά εξακολουθούσε να ελέγχει τη ζωή της. «Με άκουσες, κυρά;» Η Μπρένα τον κάρφωσε με ένα βλέμμα που έσταζε μοχθηρία, τα μάτια της έμοιαζαν με κάρβουνα που σιγόκαιγαν μέσα της. «Ο διάβολος να σε πάρει, Βίκινγκ! Εύχομαι να μη βρεις ποτέ σου τη Βαλχάλα σου, αλλά να σαπίσεις στην κόλαση με τη θυγατέρα του Λόκι!» Εκείνος πάνιασε. «Βαριά τα λόγια σου, Μπρένα, που δεν τα δικαιολογεί ούτε η οργή. Άλλος στη θέση μου θα σε σκότωνε για την κατάρα που ξεστόμισες». «Κ άν’ το! Σκότωσέ με!» ούρλιαξε. «Δεν με νοιάζει πια!» Ο Γκάρικ δεν απάντησε, αλλά έφυγε βιαστικά από το δωμάτιο, πριν χάσει ξανά τον αυτοέλεγχό του. Πήγε κατευθείαν στον στάβλο, και ούτε αυτή τη
φορά δεν αντιλήφθηκε ότι ο Έριν ήταν άφαντος. Κ αβάλησε το δύστυχο ζώο που είχε αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις το ίδιο πρωί, παρότι νικητής αναδείχτηκε ο Χιου. Η ήττα αυτή είχε βαρύνει αρκετά τη διάθεσή του, αλλά η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η εξαφάνιση της Μπρένα. Βγήκε ορμητικά από τον στάβλο, με τον θυμό να κοχλάζει μέσα του. «Κ αταραμένη άστατη γυναίκα!» γρύλισε στον άνεμο. «Πρώτα ουρλιάζει πεισματικά το μίσος της, έπειτα λέει ότι μ’ αγαπάει – και τώρα με μισεί πάλι! Της έδωσα όλα όσα είχα να δώσω, αλλά όχι, δεν της είναι αρκετά! Που να την πάρει ο Λόκι! Δεν μου χρειάζεται τέτοιο βάσανο». Ο Γκάρικ κέντρισε ανελέητα το άλογό του. Απόψε θα πνιγόταν στο υδρόμελι και θα ξεχνούσε αυτή την ξεροκέφαλη μέγαιρα στο σπίτι του..
Κεφάλαιο 35 Η Μπρένα άναψε φωτιά στην εστία μαγειρέματος, κι έπειτα ετοίμασε ένα καρβέλι άζυμο ψωμί όπως είχε δει την Τζέινι να κάνει τόσες φορές. Ήταν σε πολύ καλύτερη ψυχική διάθεση τώρα. Από τη στιγμή που έφυγε ο Γκάρικ, είχε κλάψει λίγο ακόμα, μα τελικά συνειδητοποίησε πόσο ανόητα φερόταν. Ο Γκάρικ ήταν πρόθυμος να μοιραστεί τη ζωή του μαζί της, να της δώσει ό,τι μπορούσε. Όφειλε να το δεχτεί και να είναι ευγνώμων γι’ αυτό. Κ αι ποιος ξέρει; Ίσως μια μέρα άλλαζε και αγαπούσε ξανά. Αυτή πώς είχε αλλάξει, δηλαδή; Το σπίτι ήταν ήσυχο, με μόνο το τριζοβόλημα της φωτιάς να σπάει κάπου κάπου την ησυχία. Ο Σκύλος ήταν ξαπλωμένος κάτω από το τραπέζι, γι’ αυτό η Μπρένα δεν τον είδε να τεντώνει ξαφνικά τον λαιμό του. Παρ’ όλα αυτά, άκουσε τον θόρυβο έξω που είχε ξυπνήσει τον λευκό ποιμενικό. Να είχε γυρίσει κιόλας ο Γκάρικ; Αν ναι, πρέπει να του έλειπε στ’ αλήθεια η συντροφιά της. Η Μπρένα χαμογέλασε στη σκέψη και περίμενε να ανοίξει η πόρτα. Η οποία όντως άνοιξε, αν και πολύ αργά. Ο κρύος αέρας που εισέβαλε την πάγωσε, μα όχι τόσο
όσο η συνειδητοποίηση ότι ο Γκάρικ δεν θα έμπαινε ποτέ στο σπίτι του με τόσο λαθραίο τρόπο – ούτε κανείς άλλος που της ήταν γνωστός. Ένας άντρας μπήκε επιφυλακτικά από τη μισάνοιχτη πόρτα – ψηλός, σχεδόν στο μπόι του Γκάρικ, με χρυσοκάστανα μαλλιά και ανοιχτά γαλάζια μάτια. Ήταν τυλιγμένος με γούνινα τομάρια σε διαφορετικά χρώματα και κράδαινε στο χέρι του ένα σπαθί με μονή κόψη. Η Μπρένα κράτησε την αναπνοή της. δεν γνώριζε αυτόν το Βίκινγκ, κι από την έκπληκτη όψη του όταν την είδε, ούτε αυτός τη γνώριζε. Ο Σκύλος ήρθε αμέσως δίπλα της, με το χαμηλό γρύλισμά του ως μια πολυπόθητη τόνωση του ηθικού της. Το στιλέτο που της είχε εμπιστευτεί ο Γκάρικ κρεμόταν στον μηρό της, γεγονός που περιόριζε κάπως τον φόβο της, παρότι ελάχιστα θα τη βοηθούσε ενάντια σε σπάθα. «Μπρένα;» Έμεινε εμβρόντητη. Τελικά τη γνώριζε; Μα όχι, ο τόνος του ήταν ερωτηματικός. Πρέπει απλώς να είχε ακούσει γι’ αυτήν, άρα μάλλον γνώριζε και τον Γκάρικ. Ίσως δεν υπήρχε λόγος να τρομάζει, τότε. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε, αλλά κατάλαβε από την έκφρασή του ότι δεν καταλάβαινε τη γλώσσα της. Η Μπρένα δαγκώθηκε από αναποφασιστικότητα, προσπαθώντας να αποφασίσει αν έπρεπε να μιλήσει στη γλώσσα του ή όχι. Στο μεταξύ, ο Σκύλος εξακολουθούσε να γρυλίζει απειλητικά. Άραγε
διαισθανόταν κίνδυνο; «Μόνη της είναι, Σέντρικ». Εκείνη κράτησε την ανάσα της και γύρισε απότομα να αντικρίσει τον άγνωστο που είχε μπει από άλλο σημείο του σπιτιού. Πριν προλάβει να ζυγιάσει την κατάσταση, ο νεαρός που λεγόταν Σέντρικ την άδραξε από πίσω. Τσίριξε αλαφιασμένη, κι εκείνη τη στιγμή ο Σκύλος γύμνωσε τα δόντια του και τα κάρφωσε στον μηρό του Βίκινγκ. Ο Σέντρικ ούρλιαξε από τον πόνο, ματώνοντας από το δάγκωμα του Σκύλου, και ύψωσε το σπαθί του για να πάρει το κεφάλι του ζώου. «Όχι!» έσκουξε η Μπρένα και άδραξε το μπράτσο του Βίκινγκ για να τον σταματήσει. Ξέχασε τον φόβο της και επιστράτευσε όλη της τη δύναμη για να εμποδίσει τη λεπίδα να βρει τον στόχο της. Ωστόσο, δεν ήταν οι δικές της προσπάθειες που έσωσαν τον Σκύλο, γιατί ήταν σαν ποντίκι ενάντια σε φονικό γεράκι. Ο άλλος Βίκινγκ πρόλαβε και κλότσησε τον Σκύλο έξω από την τροχιά του σπαθιού που κατέβαινε αμείλικτα. «Αυτή δεν θα σκότωνε το σκυλί», είπε προειδοποιητικά, «άρα ούτε εμείς πρέπει να το κάνουμε». «Ωχού! Τι μπελάς αυτή η απάτη!» εξανέστη ο Σέντρικ κι άφησε την Μπρένα για να φροντίσει το τραύμα στο πόδι του. «Έχουμε το κορίτσι, Άρνο. Αυτό φτάνει». «Θα τα κάνουμε όλα όπως ήθελε η γυναίκα», απάντησε εκείνος. «Είναι ο μόνος λόγος που
συμφώνησα, γιατί έτσι δεν θα μας υποψιαστούν ποτέ». Ο Σέντρικ ρουθούνισε. «Το πουγκί με το χρυσάφι σου γύρισε τα μυαλά, ε;» παρατήρησε σαρκαστικά. Εκείνος αγνόησε την ερώτηση και κάρφωσε τον φίλο του με μια θυμωμένη ματιά. «Σάμπως η εκδίκηση από έναν σκύλο αξίζει την οργή του πατέρα σου;» «Τι εννοείς;» Ο Άρνο τέντωσε ψηλά τα χέρια του με απόγνωση, και το κουλουριασμένο σχοινί που κρατούσε ανέβηκε στον ώμο του. «Πρέπει να σου θυμίσω ότι ο πατέρας σου απεχθάνεται τη βεντέτα που ξεκινήσατε εσύ κι οι αδερφοί σου; Έχω την εντύπωση, και το ξέρεις κι εσύ, ότι ο Λάθαμ θα στραβομουτσούνιαζε μ’ αυτό το σχέδιο. Αν μας ανακαλύψουν, η ειρήνη των τελευταίων χρόνων θα τελειώσει σίγουρα με αιματοκύλισμα». Στο μεταξύ, η Μπρένα στεκόταν αμίλητη ανάμεσα στους δυο άντρες που διαπληκτίζονταν. Δεν καταλάβαινε γιατί ακριβώς είχαν έρθει εδώ, αλλά ήξερε ότι δεν προοιωνιζόταν τίποτα καλό γι’ αυτήν. Παρότι θα ζούσε, ο Σκύλος ήταν τραυματισμένος και δεν θα μπορούσε να την υπερασπιστεί ξανά, ενώ ο Γκάρικ ξεφάντωνε στο γλέντι. Ένιωσε μια σουβλιά αγανάκτησης που ο Γκάρικ την είχε αφήσει ολομόναχη εδώ να τα βγάλει πέρα όπως μπορούσε. Κ αι τότε επέπληξε τον εαυτό της. Δεν έφταιγε εκείνος, αλλά η ίδια που βρισκόταν εδώ, αντιμέτωπη με ένας Θεός ήξερε τι κίνδυνο.
Πριν ολοκληρώσει ο Άρνο την τελευταία του φράση, η Μπρένα γλίστρησε αργά από ανάμεσά τους. Με φρενιασμένη βιασύνη, γιατί ήταν η μόνη της ευκαιρία απ’ όσο μπορούσε να δει, έκανε μεταβολή κι άρχισε να τρέχει. Άξαφνα, κάτι μπλέχτηκε στα πόδια της, κι έπεσε ίσια μπροστά, γδέρνοντας τις παλάμες της στο τραχύ πάτωμα. Συνειδητοποίησε έντρομη το λάθος της όπως την έστηναν κακήν κακώς στα πόδια της. Κ άρφωσε με μια φονική ματιά τον Βίκινγκ που είχε ρίξει το σκοινί του στα πόδια της για να τη σταματήσει με πανουργία και επιδεξιότητα. Τα μάτια της ήταν σκοτεινά και αγριεμένα σαν σύννεφα καταιγίδας όπως τον παρακολουθούσε να τυλίγει το σκοινί και να το δένει στους καρπούς της. Εκείνος δεν την κοίταξε ούτε μία φορά για να δει το μένος και την περιφρόνησή της, αλλά στράφηκε στον Σέντρικ μόλις έδεσε και τον τελευταίο κόμπο. «Έχουμε το άλογο, και τώρα το κορίτσι. Πάμε να φύγουμε πριν στραβώσει το σχέδιο». Δεν περίμενε απάντηση από τον νεότερο άντρα, αλλά άρπαξε βιαστικά μια παλιά κάπα δίπλα στην πόρτα και την έριξε στους ώμους της Μπρένα πριν βγει από το σπίτι, τραβώντας τη μαζί του. Εκείνη ένιωθε ταπεινωμένη και ανήμπορη, σαν κακόμοιρο πεδουκλωμένο ζώο. Πώς τολμούσαν να τη μεταχειρίζονται έτσι; Την οδήγησαν από το πλάι του σπιτιού, μπροστά από το κελί στο οποίο είχε περάσει μία εφιαλτική νύχτα, στην μπροστινή μεριά του. Ήταν σε
μεγαλύτερη σύγχυση από ποτέ, κι η οργή και η απόγνωση την εμπόδιζαν ακόμα περισσότερο να σκεφτεί καθαρά. Τώρα κατέβαιναν το μονοπάτι στο μέτωπο του γκρεμού, προς την προβλήτα στην όχθη του φιόρδ. Εκεί είδε η Μπρένα το καράβι του Γκάρικ, αγέρωχο κι εντυπωσιακό, να επιπλέει στα ήρεμα νερά του σαν κοιμισμένος δράκος. Δίπλα του, εξίσου εντυπωσιακό, ήταν άλλο ένα τεράστιο σκαρί των Βίκινγκς. Σ’ αυτό το δεύτερο καράβι την έσπρωξαν και, προτού καταλάβει τι γινόταν, απομακρύνθηκαν αργά από τη στεριά, μακριά από κάθε ελπίδα για βοήθεια, μακριά από τον Γκάρικ. Η Μπρένα πολέμησε τον πανικό που απειλούσε να την καταπιεί. Πού την πήγαιναν; Κ αι το πιο σημαντικό, για ποιο λόγο; Παρακολουθούσε κάθε κίνηση των Βίκινγκς. Το ρεύμα παράσερνε το καράβι στην πορεία του, αλλά και πάλι οι δυο άντρες δεν σταματούσαν να παλεύουν με τα κουπιά. Αν είχαν έρθει από την κατεύθυνση που πήγαιναν τώρα, ήταν άξιο απορίας πώς κατόρθωσαν να πλεύσουν κόντρα στο ρεύμα. Κ αι γιατί έφεραν ολόκληρο καράβι για να κλέψουν μια μοναδική σκλάβα, όταν θα έφτανε μια μικρή βάρκα; Η Μπρένα είδε τον λόγο όταν επιθεώρησε το άδειο καράβι κι ανακάλυψε πως δεν ήταν και τόσο άδειο. Στους ίσκιους πίσω της ξεχώρισε το περίγραμμα ενός αλόγου. Μια και δεν ήταν δεμένη σε κανένα σταθερό σημείο που θα περιόριζε τις κινήσεις της, πλησίασε
αργά, κι εντέλει αναγνώρισε τη Γουίλοου. Κ ι αυτό ήταν ακόμα πιο παράδοξο! Ο Γκάρικ είχε πολλά εξαιρετικά ζώα. Αν αυτοί οι Βίκινγκς ήταν πειρατές, κλέφτες στον τόπο τους, γιατί πήραν μόνο ένα άλογο και μία σκλάβα; Η Μπρένα εξέτασε κάθε πιθανή εξήγηση για τη δεινή της θέση, κι ήταν όλες αποκαρδιωτικές. Ευχόταν να έλεγαν κάτι οι Βίκινγκς, να της έδιναν κάποια πληροφορία, αλλά αυτοί ήταν αμίλητοι, αφοσιωμένοι στον αγώνα τους. Τουλάχιστον δεν την έπαιρναν στην ανοιχτή θάλασσα. Είχαν προχωρήσει προς την ενδοχώρα, και τώρα ζύγωναν μια αποβάθρα στην αντίπερα όχθη του φιόρδ. Όπως την κατέβαζαν από το καράβι μαζί με τη Γουίλοου, η Μπρένα κοίταξε μελαγχολικά τα βαθιά νερά του φιόρδ. Ακόμα κι αν κατάφερνε να ξεφύγει απ’ αυτούς τους άντρες, πώς θα μπορούσε να επιστρέψει στον Γκάρικ; Δεν θα μπορούσε ποτέ να κουμαντάρει αυτό το σκαρί μονάχη της και δεν ήξερε κολύμπι. Δύο άλογα ήταν δεμένα κοντά στην αποβάθρα. Αφού ανέβασαν την Μπρένα στη σέλα της Γουίλοου, οι δυο άντρες καβάλησαν τα δικά τους υποζύγια και ξεκίνησαν καλπάζοντας στην κατεύθυνση από την οποία είχαν έρθει, πίσω προς την ανοιχτή θάλασσα. Μετά από μια μικρή απόσταση, έστριψαν νότια αφήνοντας πίσω τους το φιόρδ, μεγαλώνοντας έτσι την απόσταση που τους χώριζε από τον Γκάρικ. Ο Γκάρικ. Πώς θα αντιδρούσε όταν ανακάλυπτε
πως ήταν άφαντη; Με τη Γουίλοου επίσης χαμένη, δεν θα πίστευε ότι το είχε σκάσει για δεύτερη φορά; Μπορεί να του περνούσε η σκέψη από τον νου, αλλά θα την απέρριπτε σίγουρα. Του είχε δώσει τον λόγο της ότι δεν θα επιχειρούσε ξανά να το σκάσει, άρα θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε φύγει οικειοθελώς. Σίγουρα θα την αναζητούσε, αλλά θα σκεφτόταν να διασχίσει το φιόρδ; Η νύχτα φάνταζε σαβανωμένη. Στον ουρανό δεν τρεμόπαιζε ούτε ένα άστρο. Δεν ήταν μια νύχτα που έχει κανείς ελπίδες να βρει τον δρόμο του στο σκοτάδι, αλλά οι δύο άντρες που πλαισίωναν την Μπρένα ήξεραν πολύ καλά τον δρόμο τους. Είχε περάσει λιγότερο από μία ώρα όταν σταμάτησαν τελικά τα άλογα. Η Μπρένα μόλις που διέκρινε το περίγραμμα ενός αγροτόσπιτου σε μια επίπεδη έκταση. Αγωνίστηκε να δει λεπτομέρειες, αλλά δεν είχε αρκετό χρόνο, αφού την τράβηξαν κάτω από το άλογό της και την έσυραν βιαστικά μέσα στην κατοικία. Μέσα στο σπίτι κυριαρχούσε το σκοτάδι και η έντονη μυρωδιά παγιδευμένου καπνού. Οι άντρες άναψαν φωτιά, και η Μπρένα κοίταξε γύρω τα αραιά έπιπλα στην κάμαρα. Υπήρχε μόνο ένα αχυρόστρωμα στο πάτωμα, ένα μικρό τραπέζι με δύο πάγκους και λίγα σκεύη μαγειρικής κοντά στη φωτιά. Πολλά γούνινα χαλιά κάλυπταν το χωμάτινο δάπεδο και τους τοίχους, προσδίδοντας μια πινελιά πολυτέλειας στην κάμαρα. Κ οιτώντας πιο
προσεκτικά, παρατήρησε μικρά προσωπικά αντικείμενα, αν και όχι πολλά. Στο τραπέζι υπήρχε ένα μπρούντζινο κύπελλο, ενώ σε ράφια στον τοίχο φιγουράριζαν τέσσερα πανέμορφα ζωγραφισμένα πιάτα από γυαλί. Δύο εξαιρετικοί πελέκεις με λαβή από κεχριμπάρι κρέμονταν σταυρωτά πάνω από την πόρτα. Σε μια γωνία ήταν ένα ράφι φορτωμένο με κεραμικά, λεπτά κύπελλα, βάζα και γαβάθες, όλα σκαλισμένα με παγανιστικά σχέδια. Η Μπρένα έστρεψε τελικά την προσοχή της στους δύο άντρες. Ο Άρνο έβγαζε τις γούνες με τις οποίες ήταν τυλιγμένος, ενώ ο Σέντρικ περιεργαζόταν με έντονο ενδιαφέρον την αιχμάλωτή τους. Η Μπρένα ένιωσε το αίμα να παγώνει στις φλέβες της. «Μπορεί και να καθυστερήσω την αναχώρησή μου», είπε ο Σέντρικ τρώγοντάς τη με τα μάτια. Ο Άρνο τον κοίταξε βλοσυρά. «Η ευχαρίστησή σου μπορεί να περιμένει. Το συζητήσαμε αναλυτικά όσο περιμέναμε να σιγουρευτούμε ότι ήταν μονάχη». «Ξέρω ότι εκείνη γυναίκα, η Αντοσίντα, μας είπε ότι η σκλάβα είναι καλλονή», σχολίασε ο Σέντρικ, «αλλά αυτή εδώ ξεπερνάει τις προσδοκίες μου». «Σέντρικ!» «Εντάξει, εντάξει!» έκανε ενοχλημένος. «Θα γυρίσω στο γλέντι του πατέρα μου. Αλλά θα γυρίσω το πρωί. Κ αι είναι πρώτα δική μου, Άρνο. Να το θυμάσαι αυτό!» Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Εγώ δεν την ακουμπάω. Έχω κακό προαίσθημα γι’ αυτό που κάναμε».
Ο Σέντρικ γέλασε. «Δεν πιστεύω στ’ αφτιά μου». «Πες ό,τι θες. Ανήκε σε άλλον, δεν ήθελε να αφήσει το σπίτι του, και φοβάμαι ότι εκείνος δεν θα ησυχάσει μέχρι να την ξαναπάρει πίσω». «Τι θες να πεις;» «Θα χυθεί αίμα μετά απ’ αυτό. Το νιώθω, ξέρω ότι είναι έτσι». «Αν ξέρεις τόσο καλά τι θα φέρει το αύριο, τότε πες μου αυτό: πώς θα τη βρει;» ρώτησε σαρκαστικά ο Σέντρικ. «Αχ, έχω για φίλο έναν δειλό». «Επειδή είμαστε φίλοι, δεν θα δώσω βάση στο απύλωτο στόμα σου». Ο Σέντρικ δεν επέδειξε την ελάχιστη μεταμέλεια καθώς πήγαινε στητός προς την πόρτα. Έριξε μια τελευταία ματιά στην Μπρένα, που ρίγησε με τον πόθο που είδε στα μάτια του. «Πρόσεχέ μου τη καλά, Άρνο», είπε πριν φύγει από το αγροτόσπιτο. Η Μπρένα ήταν σοκαρισμένη. Κ οίταξε τον Άρνο με αναπτερωμένη ελπίδα, αλλά εκείνος την αγνόησε. Δεν θα της πρόσφερε καμιά βοήθεια. Θα έφευγε διακριτικά όσο τη βίαζε ο φίλος του. Αλλά η Μπρένα δεν θα άφηνε να συμβεί αυτό· θα το εμπόδιζε πάση θυσία! Επιτέλους ξαναβρήκε ένα μέρος του παλιού της σθένους. Είχε πολεμήσει τον Γκάρικ, και μάλιστα επιτυχώς ως ένα βαθμό. Θα κατανικούσε κι αυτόν τον Σέντρικ. Εκείνος θα περίμενε να βρει ένα θύμα στο πρόσωπό της, όχι μια αντίπαλο. Έτσι, η Μπρένα θα είχε με το μέρος της το πολύτιμο στοιχείο του αιφνιδιασμού.
Επιπλέον, είχε το στιλέτο της. Για κάποιο λόγο, δεν της το είχαν πάρει. Είτε δεν φαντάζονταν πως θα το χρησιμοποιούσε εναντίον τους ή πίστευαν ότι η λαβή του, που γυαλοκοπούσε στο γοφό της, ήταν σκέτο διακοσμητικό. Ό,τι απ’ τα δυο κι αν ίσχυε, εκείνη ήταν ευγνώμων. Ο Άρνο άρχισε να πηγαινοέρχεται ετοιμάζοντας φαγητό. Αφού έβαλε μια μεγάλη χύτρα με σούπα να βράζει στη φωτιά, μάζεψε κουβέρτες για το κρεβάτι της Μπρένα. Τις στοίβαξε σε ένα χαλί κοντά στη φωτιά, κι έπειτα της έγνεψε με το χέρι του, δείχνοντάς της ότι εκεί θα κοιμόταν. Κ αι μετά βγήκε έξω να φροντίσει τα άλογα. Η Μπρένα πλησίασε αργά το προσωρινό της κρεβάτι. Το στομάχι της ήταν κόμπος από την ανησυχία. Την επόμενη μέρα θα σκότωνε έναν άντρα ή θα υπέφερε τις συνέπειες της απόπειράς της. Δεν ανυπομονούσε για το αποτέλεσμα, όποιο κι αν ήταν. Το άρωμα της σούπας ήταν δελεαστικό. Δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα της όλη μέρα. Αλλά πάλι, δίσταζε να φάει, από φόβο ότι θα έκανε εμετό. Τελικά ξάπλωσε πάνω στο γούνινο χαλί. Τα σκοινιά στους καρπούς της ήταν ενοχλητικά. Σκέφτηκε να τα κόψει, αλλά αποφάσισε να μην το ρισκάρει. Δεν γινόταν να θυσιάσει το στιλέτο της για λίγη άνεση. Αντί γι’ αυτό, το έβγαλε από τη ζώνη της και το έχωσε κάτω από το χαλί, σε σημείο που έφτανε εύκολα. Είχε αποκοιμηθεί πριν καν γυρίσει μέσα ο Άρνο.
Κεφάλαιο 36 Όπως ήρθαν τα πράγματα, ο Βίκινγκ που ονομαζόταν Σέντρικ δεν επέστρεψε την άλλη μέρα, ούτε την επόμενη. Τελικά, η Μπρένα έμεινε μόνη με τον Άρνο για περισσότερο από μία εβδομάδα. Αυτές οι λίγες μέρες ήταν η μεγαλύτερη δοκιμασία της καρτερικότητάς της. Κ άθε ήχος που συλλάμβανε ήταν ο Σέντρικ που ερχόταν, ως κι αυτός ακόμα ο θρήνος του ανέμου. Τις πρώτες εκείνες μέρες δεν μπορούσε να πάρει κουράγιο ούτε καν από την ελπίδα ότι θα την έβρισκε ο Γκάρικ, γιατί χιόνισε την πρώτη νύχτα και συνέχισε να χιονίζει για άλλα τρία μερόνυχτα. Έτσι ο Γκάρικ δεν θα ήξερε ότι δεν άφησε καθόλου ίχνη. Δεν θα μάντευε ποτέ ότι την είχαν πάρει μακριά με καράβι. Θα καταριόταν το χιόνι που κάλυψε τα χνάρια της, αλλά αυτό δεν θα την ωφελούσε σε τίποτα, γιατί εκείνος θα έψαχνε στα βόρεια του φιόρδ και ούτε καν θα πλησίαζε ποτέ στο μέρος όπου την κρατούσαν. Ανάθεμα το χιόνι! Ανάθεμα τον Σέντρικ και τον Άρνο! Ανάθεμα τη γυναίκα για την οποία μιλούσαν, αυτή που τους είπε για την Μπρένα! Ποια ήταν
άραγε αυτή η γυναίκα; Να είχε υλοποιήσει την απειλή της η Κ ορντέλα; Αλλά η Κ ορντέλα δεν μπορούσε να μιλήσει σε αυτούς τους άντρες ούτε ήξερε πού να τους βρει. Η άσχημη σκηνή με τη Μόρνα ήρθε ξανά στο μυαλό της. Αυτή ήταν η μόνη που θα κατεργαζόταν τόσο δόλιο σχέδιο. Αλλά πάλι, υπήρχαν κι αυτοί που θεωρούσαν ότι είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί της: ο Μπάγιαρντ, ο Γκορμ, ακόμα κι ο Χιου – και ιδιαίτερα ο Βίκινγκ που είχε εξευτελίσει λαβώνοντάς τον στη μάχη. Οποιοσδήποτε από αυτούς μπορούσε να έχει στείλει μια γυναίκα να κάνει τη βρομοδουλειά του, επιστρατεύοντας τη βοήθεια του Σέντρικ και του Άρνο. Τη δεύτερη μέρα, ο Άρνο τη λυπήθηκε και της έλυσε το σκοινί από τους καρπούς. Εκείνο το βράδυ, αφού σιγουρεύτηκε ότι εκείνος κοιμόταν, η Μπρένα αποπειράθηκε να το σκάσει αθόρυβα. Αλλά εκείνος είχε την πανουργία να της στήσει παγίδα έξω ακριβώς από την πόρτα: μια χειράμαξα φορτωμένη με ξύλα, πάνω στην οποία σκουντούφλησε μέσα στο σκοτάδι. Πριν προλάβει να ξανασηκωθεί, εκείνος την είχε αρπάξει και την έσερνε μέσα στο σπίτι. Τον έλουσε με κατάρες στη γλώσσα της, πάλεψε με όλες της τις δυνάμεις, αλλά τελικά εκείνος την εξουδετέρωσε, και μετά απ’ αυτό την έδενε κάθε βράδυ, αυτή τη φορά στη σιδερένια βέργα πάνω από το στρογγυλό τζάκι στο κέντρο της κάμαρας, έτσι ώστε δεν μπορούσε να φτάσει το στιλέτο της, αν το χρειαζόταν. Τουλάχιστον την άφηνε λυτή στη
διάρκεια της μέρας. Αφού πέρασε μία εβδομάδα, άρχισε να αδημονεί και ο Άρνο. Ήταν όλο νευρικότητα και μονολογούσε μέσα απ’ τα δόντια του, πράγμα που έκανε την Μπρένα να χαλαρώσει κάπως. Ίσως ο Σέντρικ είχε πάθει κάτι και δεν ερχόταν ποτέ πίσω. Ο Άρνο είχε δηλώσει ευθαρσώς ότι δεν ήθελε να φέρουν την Μπρένα, όπως δεν ήθελε να είναι κι ο ίδιος εκεί. Δεν αποκλείεται να την άφηνε να φύγει. Αφού πέρασαν εννέα μέρες, χωρίς κανένα ίχνος του Σέντρικ, η Μπρένα λύγισε τελικά και μίλησε στον Άρνο. Δεν είχε πια τίποτα να χάσει γιατί, μιας και ο Βίκινγκ δεν είχε κανέναν για να κουβεντιάσει, δεν υπήρχε πιθανότητα να πιάσει το αφτί της κάτι χρήσιμο. Εκείνος ετοίμαζε ψωμί για το πρωινό του γεύμα κι ήταν πολύ νευρικός όταν τον πλησίασε η Μπρένα. «Ο φίλος σου φαίνεται να μας ξέχασε», άρχισε τραβώντας την προσοχή του και μαζί ξαφνιάζοντάς τον. «Πόσο καιρό θα με κρατήσεις εδώ;» «Μιλάς καλά τη γλώσσα μου». «Το ίδιο καλά όσο κι εσύ», αποκρίθηκε. «Μου είπαν ότι είσαι λίγο καιρό στον τόπο μας. Πρέπει να είχες καλό δάσκαλο για να μάθεις τόσο γρήγορα μια καινούρια γλώσσα. Ο αφέντης σου ήταν;» «Μου δίδαξε πολλά πράγματα», απάντησε ατάραχα και πήγε προς το μέρος του. «Κ αι ένα από αυτά είναι ότι δεν μπορείς να κρατήσεις κάτι που κλέβεις από έναν άλλο σε αυτόν τον τόπο, χωρίς να
το πληρώσεις ακριβά». Η προειδοποίησή της βρήκε στόχο, κι ο Άρνο πετάχτηκε όρθιος από το τραπέζι, θαρρείς και ο Γκάρικ γκρέμιζε κιόλας την πόρτα. «Ο νεαρός Χάαρντραντ δεν θα μάθει ποτέ ότι σε φέραμε εδώ!» «Θα το μάθει, με τον καιρό», διαφώνησε η Μπρένα. «Ξέρει τον τόπο σαν την παλάμη του χεριού του και θα τον ψάξει σπιθαμή προς σπιθαμή. Κ ι όταν δεν με βρει πουθενά, θα ψάξει τελικά και προς τα εδώ». «Μπα, θα τα έχει παρατήσει πιο πριν». «Έτσι νομίζεις, Βίκινγκ; Αυτό που δεν λάβατε υπόψη σας είναι ότι αγαπώ τον Γκάρικ Χάαρντραντ, και μ’ αγαπά κι αυτός». Το είπε με πολύ πειστικό τόνο. «Η αγάπη είναι αυτό που μας συνδέει, και η αγάπη γκρεμίζει όλα τα εμπόδια». Ο Άρνο κάθισε στον πάγκο και την κάρφωσε με μια ματιά τόσο έντονη, ώστε την έφερε σε αμηχανία. «Μπορεί, κοπελιά. Αλλά δεν αποφασίζω εγώ. Εγώ απλά σε κρατάω εδώ για λογαριασμό άλλου». «Αλλά βοήθησες να με φέρει εδώ!» τον κατηγόρησε με τεντωμένο δάχτυλο. «Με εμπόδισες να φύγω. Είσαι εξίσου υπεύθυνος όσο κι ο φίλος σου». «Σταμάτα τις φλυαρίες, γυναίκα!» ξέσπασε εκείνος. «Σε προτιμούσα καλύτερα πριν σου λυθεί η γλώσσα». «Το ξέρεις ότι λέω την αλήθεια. Ο Γκάρικ δεν θα συγχωρήσει αυτή την προσβολή, εκτός αν με
ελευθερώσεις τώρα». «Δεν είναι δική μου απόφαση. Κ ράτα τα επιχειρήματά σου για τον Σέντρικ. Είσαι δική του τώρα». «Θα πεθάνω πριν γίνω δική του!» έφτυσε αηδιασμένα η Μπρένα, κι έπειτα χαμήλωσε τον τόνο της. «Ο Σέντρικ δεν είναι εδώ. Μπορείς να με αφήσεις να φύγω πριν επιστρέψει». «Είναι φίλος μου, κοπελιά, ο μόνος που έχω», αποκρίθηκε. «Μπορεί να μη συμφωνώ με αυτό που κάνει, αλλά η αφοσίωσή μου δεν σηκώνει αμφισβήτηση». «Ο φίλος σου θα γίνει αιτία να πεθάνεις!» τον προειδοποίησε η Μπρένα. «Υπάρχει ελάχιστη αλήθεια σ’ αυτά που λες, γιατί ο Γκάρικ Χάαρντραντ δεν θα σε ψάξει εδώ. Κ ι αν το κάνει ποτέ, θα είναι πολύ αργά, γιατί ως τότε ο Σέντρικ θα σ’ έχει χορτάσει και θα σε έχει πουλήσει κάπου μακριά από εδώ. Να ξέρεις αυτό, κοπελιά. Η πίστη μου ανήκει με όρκο στον Σέντρικ και στην οικογένειά του. Τα κτήματά μου είναι στη γη τους. Είμαι υποτακτικός του πατέρα του Σέντρικ, του Λάθαμ Μπόργκσεν. Αυτό που μου ζητάς θα με οδηγούσε στον θάνατο πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι ο αφέντης σου». «Τότε πήγαινέ με στον άρχοντά σου. Εσύ έλεγες ότι δεν θα εγκρίνει αυτό που κάνατε». «Αρκετά!» Η Μπρένα ατσάλωσε τον εαυτό της για μια έσχατη προσπάθεια. «Σε παρακαλώ».
Άσκοπα ταπεινώθηκε, γιατί ο Άρνο βγήκε ορμητικά από την κάμαρα, αφήνοντάς την εξαντλημένη από την προσπάθεια και αποκαρδιωμένη από την αποτυχία. Όταν ξαναγύρισε, η Μπρένα είχε βυθιστεί ξανά στη σιωπή της. Ο Βίκινγκ δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το αλλάξει. Κ αι τότε, λίγο μετά το μεσημέρι, κατέφτασε τελικά ο Σέντρικ. Από τη στιγμή που μπήκε στην κάμαρα, η Μπρένα ένιωσε πως ήταν το πολυπόθητο γεύμα ενός λιμασμένου θηρίου. Δεν την άφηνε στιγμή από τα μάτια του. Οι λάγνες προθέσεις του ήταν τόσο φανερές, ώστε ο Άρνο δεν μπήκε καν στον κόπο να ζητήσει εξηγήσεις για την απουσία του, κι απέστρεψε αμήχανα το βλέμμα. Ο Σέντρικ έβγαλε τον μανδύα του, και το βλέμμα της Μπρένα έπεσε αυτόματα στα γυμνά μπράτσα του με τους διογκωμένους μυς και τις βαθιές ουλές. Υπήρχε μεγάλη δύναμη εκεί, κι η Μπρένα ήξερε πόσο αδύναμη ήταν ενάντια σε έναν δυνατό άντρα που την ποθούσε. Αλλά πάλι, δεν ήθελε ποτέ να σκοτώσει τον Γκάρικ, ούτε καν στην αρχή. Αυτό τον άντρα, ναι, θα τον σκότωνε χωρίς αναστολές. «Σου δυσκόλεψε τη ζωή το όμορφο τρόπαιό μου;» ρώτησε τον φίλο του ο Σέντρικ, με το βλέμμα του καρφωμένο στην Μπρένα. «Μέχρι σήμερα, κανένα». «Ε;» «Μιλάει τη γλώσσα μας, Σέντρικ, και πολύ καλά μάλιστα».
«Αλήθεια, κοπελιά;» Η Μπρένα δεν απάντησε, αλλά πήγε πιο κοντά στο προσωρινό κρεβάτι της, εκεί όπου ήταν κρυμμένη η μοναδική ελπίδα σωτηρίας της. Έπρεπε να έχει τον έλεγχο της φρικτής κατάστασης όταν θα ερχόταν τελικά. «Κ ι επίσης ξέρει τα ονόματά μας», συνέχισε ο Άρνο. «Αν τη βρει ποτέ ο Χάαρντραντ, θα του τα ξεράσει όλα. Σου το έλεγα ότι δεν έπρεπε να την αρπάξουμε». «Ανησυχείς χωρίς λόγο. Δεν θα τη βρει ποτέ». «Θα την πουλήσεις σύντομα;» «Μπα, δεν νομίζω. Αν την ψάξει εδώ ο Χάαρντραντ, θα τον σκοτώσουμε. Τόσο απλό είναι». «Έχεις τρελαθεί, Σέντρικ;» «Αρκετά! Φτάνει όσο με καθυστέρησε ο πατέρας μου, αγγαρεύοντάς με να τρέχω για να του φέρω το καθαρόαιμο που αγόρασε από τον ξάδερφό του. Η κοπελιά δεν βγήκε καθόλου απ’ το μυαλό μου όλον αυτόν τον καιρό, και δεν θα περιμένω λεπτό παραπάνω για να την πάρω». Ξαφνικά έβαλε τα γέλια. «Θα μείνεις να κοιτάς, Άρνο; Ή μήπως ήρθε ο καιρός να υποβάλεις τα σέβη σου στον πατέρα μου;» Ο Άρνο αγριοκοίταξε τον φίλο του, κι έπειτα κοίταξε την Μπρένα· είδε τη βουβή ικεσία της στα μάτια της, αλλά απέστρεψε βιαστικά το βλέμμα. Βγήκε φουρκισμένος από την κάμαρα βροντώντας πίσω του την πόρτα. Ο κρότος εκείνης της πόρτας ήταν τελεσίδικος, αλλά αναμενόμενος για την Μπρένα. Ο Άρνο ήταν
ένας άντρας διχασμένος ανάμεσα στην αφοσίωση προς τον φίλο του και σ’ αυτό που ένιωθε μέσα του. Δυστυχώς για την Μπρένα, υπερίσχυσε η αφοσίωση. Πάντα έτσι ήταν με τους Βίκινγκς. Κ αι τώρα άρχιζε η δική της δοκιμασία: ή θα έφευγε από εδώ με τα χέρια της βαμμένα με αίμα ή θα τη βίαζε αυτό το νεαρό ρεμάλι, και θα έχανε για πάντα κάθε ελπίδα να κερδίσει την αγάπη του Γκάρικ. Γιατί σ’ αυτό δεν διέφερε από τους άλλους άντρες, αρνιόταν να μοιραστεί ό,τι είχε διεκδικήσει σαν δικό του. Το είχε αποδείξει ήδη στην περίπτωσή της. Δεν θα της το συγχωρούσε ποτέ, κι ας ήταν ακούσιο θύμα. Πόσο άδικη ήταν πάντα η αντρική κρίση… Ωστόσο, όσο κι αν πλησίαζε, δεν ήταν ακόμα τετελεσμένο γεγονός. Ο Σέντρικ ήρθε προς το μέρος της, αργά, σαν φίδι που ετοιμάζεται να χτυπήσει. «Έλα τώρα, ομορφιά μου», είπε γαλίφικα. «Μιλάς τη γλώσσα μου. Ξέρεις τι θέλω». Εκείνη έμεινε σιωπηλή, αλλά άφησε τα μάτια της να μιλήσουν. Σκοτεινά, καπνισμένα γκρίζα μάτια μαρτυρούσαν την απέχθεια και την περιφρόνησή της, το απύθμενο μίσος που ένιωθε. Όχι πως τον πτόησαν αυτά. «Ώστε θα μου αντισταθείς;» ρώτησε υψώνοντας το φρύδι του και χαμογελώντας λάγνα. «Δεν με πειράζει, κοπελιά. Είμαι σίγουρος ότι έδωσες λυσσαλέα μάχη όταν σου πήραν την παρθενιά, αλλά δεν έχεις τίποτα να προστατέψεις τώρα. Αν πάλι επιμένεις να παριστάνεις την παρθένα, δεν θα σου
το χαλάσω εγώ». Η Μπρένα δεν μπορούσε να συγκρατήσει άλλο την αηδία της. «Σιχαμένο γουρούνι!» σφύριξε σφίγγοντας τα δόντια της. «Αν με αγγίξεις, δεν θα ζήσεις όσο χρειάζεται για να το μετανιώσεις!» Εκείνος γέλασε. «Δεν θα μετανιώσω τίποτα, θα το απολαύσω με την ψυχή μου. Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι ο αφέντης σου θα ορμήσει απ’ αυτή την πόρτα για να με εμποδίσει να σε πάρω; Όχι, κοπελιά, δεν θα είναι κανείς εδώ να με εμποδίσει». Η Μπρένα είχε τη σύνεση να κρατήσει τη γλώσσα της. Θα τον άφηνε να πιστεύει ότι ήταν ανυπεράσπιστη. Ας έπεφτε ανύποπτος στην παγίδα της. Αυτή ήταν η μόνη της ευκαιρία. Ο Σέντρικ άρχισε να βγάζει ένα ένα τα όπλα του. Πρώτα το σπαθί, κι έπειτα έναν χοντροφτιαγμένο πέλεκυ με κόψη σπασμένη στην άκρη. Πόσα κρανία να είχε ανοίξει μ’ αυτόν; Πόσοι άντρες είχαν χάσει τη ζωή τους απ’ αυτόν τον νεαρό αλαζόνα; Θα ήταν μεγάλη αμαρτία να τον σκότωνε; Είχε τέτοιο δικαίωμα; Ο Σέντρικ πήδηξε πάνω της ξαφνικά, αιφνιδιάζοντάς την. Η Μπρένα τσίριξε, όχι από φόβο, αλλά από αγανάκτηση, γιατί την παρέσυρε και έπεσαν μέτρα μακριά από το όπλο της, και δεν έβλεπε τρόπο να καταφέρει να το πλησιάσει. «Κ αι τώρα, ο νικητής αρπάζει τα λάφυρα», μουρμούρισε εκείνος πριν της σκίσει την καμιζόλα μέχρι τη ζώνη. Όταν πάλεψε να της λύσει τη ζώνη, η Μπρένα
αγωνιζόταν να τον εμποδίσει σφυροκοπώντας το στήθος του με τις γροθιές της. Ένα χτύπημα του μάτωσε το χείλι, κλέβοντάς του μια βλαστήμια. Τη χαστούκισε, τόσο δυνατά ώστε σχεδόν την άφησε αναίσθητη. Μέσα στη ζάλη της, ένιωσε τη ζώνη της να ανοίγει ως διά μαγείας, και την καμιζόλα της να σκίζεται στα δυο. Τη θολούρα στο κεφάλι της καθάρισε ο ανυπόφορος πόνος, τη στιγμή που τα δυο του χέρια άρχισαν να βασανίζουν τα γυμνά στήθη της, σφίγγοντάς τα αμείλικτα. Φαινόταν να απολαμβάνει τις πνιχτές κραυγές της και συνέχισε τη σαδιστική διασκέδασή του χωρίς οίκτο, μέχρι που η Μπρένα δεν άντεχε άλλο και λιποθύμησε από τον πόνο.
Κεφάλαιο 37 Ο Γκάρικ στεκόταν στην κάμαρα της Μπρένα, που φωτιζόταν μόνο από ένα κερί στο ράφι του τζακιού. Κ οίταξε χολωμένα την παγωμένη χόβολη και τα υπολείμματα των δύο χρυσών περιβραχιόνιων, μαυρισμένα τώρα, που ωστόσο διατηρούσαν το αρχικό τους σχήμα. Έτσι ανταπέδιδε τη γενναιοδωρία του. Τόσο εκτιμούσε το ενδιαφέρον του. Ο Γκάρικ δεν πάλευε πια να κρατήσει την οργή του υπό έλεγχο – εδώ και μέρες, είναι η αλήθεια. Σε τι ωφελούσε να παριστάνει στους άλλους ότι τάχα δεν σκοτιζόταν; Ήταν έξαλλος, σε βαθμό που, αν έβρισκε την Μπρένα μέσα στη μέρα, θα τη σκότωνε. Αλλά πάλι, υπήρχαν ελάχιστες πιθανότητες να τη βρει: η απόδρασή της ήταν πετυχημένη αυτή τη φορά. Τελευταία φορά που επέτρεψε στον εαυτό του να σκεφτεί καν να εμπιστευτεί μια γυναίκα. Από τη στιγμή που του έδωσε τον λόγο της, είχε πιστέψει πως θα τον κρατούσε. «Ηλίθιε!» Στράγγισε το κύπελλο που είχε στο χέρι του κι
έφυγε από την κάμαρα. Θα έδινε διαταγή να κάψουν ό,τι υπήρχε εκεί μέσα. Δεν ήθελε να απομείνει η παραμικρή ανάμνηση από τη βρομερή ψεύτρα. Μπήκε στη σάλα, όπου η Μόντια έβαζε στο τραπέζι το δείπνο του. «Πού είναι ο Έριν;» γάβγισε επιτακτικά. Η Μόντια τινάχτηκε έντρομη και παραμέρισε να του ανοίξει τον δρόμο. «Έρχεται… Ο Έριν έχει γεράσει, αφέντη Γκάρικ», πρόσθεσε με την ελπίδα να τον καλμάρει κάπως. «Του παίρνει όλο και πιο πολύ να διασχίσει την αυλή απ’ όσο άλλοτε». «Δεν ζήτησα δικαιολογίες, κυρά μου», γρύλισε σε απάντηση εκείνος και κοπάνησε τη γροθιά του στο τραπέζι. «Μεγάλε Όντιν και Θωρ, βοηθήστε με! Κ ανένας σκλάβος μου δεν θα με υπακούει πια;» Η επίκληση των θεών του φόβισε τη Μόντια περισσότερο από την οργή του, κι έτρεξε έξω λες και αυτές οι παγανιστικές θεότητες κυνηγούσαν να την κατασπαράξουν. Διασταυρώθηκε με τον Έριν, που μόλις έμπαινε. Ο γερο-ιπποκόμος αναστατώθηκε βλέποντας το κάτωχρο πρόσωπο και τα έντρομα μάτια της. «Δεν είναι ανάγκη να ξεσπάς τον θυμό σου στη δύστυχη κοπελιά», είπε τολμηρά στον Γκάρικ, παρότι ήξερε ότι δεν είχε δικαίωμα να του μιλάει έτσι. «Σε υπηρετεί πιστά και πρόθυμα». Ο Γκάρικ φούντωσε. «Ξεπερνάς τα όρια, γέρο. Κ αλά θα κάνεις να θυμάσαι ποιος είναι ο αφέντης εδώ!»
«Ξέρω καλά ποιον υπηρετώ με αγάπη – και υπομονή, όταν χρειάζεται». Ο Γκάρικ μαζεύτηκε, αλλά σκλήρυνε την έκφρασή του και πέρασε στον λόγο που είχε καλέσει ξανά τον Έριν. «Πες μου άλλη μια φορά τι θυμάσαι από τη μέρα που έφυγε η Μπρένα». «Πάλι; Γκάρικ, τα έχουμε πει ήδη τέσσερις φορές μέχρι τώρα! Σου είπα τα πάντα». Πάνω στην ώρα, μπήκε στη σάλα ο Πέριν, αλλά η καταβεβλημένη έκφρασή του δεν προοιωνιζόταν καθόλου ενθαρρυντικά νέα. Ο Γκάρικ τον αγνόησε με μια πλάγια ματιά και συνέχισε την ανάκριση. «Απλά επανάλαβε την ιστορία σου, Έριν». Εκείνος αναστέναξε. «Δεν ήξερα ότι η κοπελιά είχε γυρίσει εκείνη τη μέρα, ούτε ότι εσύ ήρθες και έφυγες. Κ αταριέμαι τον εαυτό μου για την αδυναμία μου, που αρρώστησα μια μέρα που έμελλε να σου προκαλέσει τέτοια δυστυχία». «Άσε τι προκάλεσε σ’ εμένα!» είπε τραχιά ο Γκάρικ. «Απλά πες μου τι έγινε». «Δεν περίμενα ότι θα με χρειαζόταν κανείς, οπότε έφυγα νωρίς για να πάρω τα ειδικά φίλτρα της Ρέινα. Με έβαλε στο κρεβάτι για το μεγαλύτερο κομμάτι εκείνης της μέρας και, μάρτυς μου ο Θεός, τα γιατροσόφια της με έκαναν να νιώσω πάλι καλά. Γύρισα στον στάβλο αργά, και τότε ήταν που άκουσα το σκυλί να ουρλιάζει σαν τέρας της κόλασης. Η θύελλα δεν είχε αρχίσει ακόμα, και δεν φυσούσε καθόλου, γι’ αυτό δεν ήταν δύσκολο να ακούσω το ζώο από τον στάβλο, παρά τα γέρικα
αφτιά μου. Τον βρήκα μόνο στο σπίτι, αλλά δεν παραξενεύτηκα, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι το ζωντανό δεν θα μπορούσε να έχει ανάψει φωτιά ή να φτιάξει το ψωμί που είχε γίνει σχεδόν κάρβουνο. Ήξερα ότι οι άλλες γυναίκες δεν είχαν έρθει στο σπίτι, και τότε ήταν που έστειλα τον Κ όραν να σου πει τι είχα βρει. Αφού στον στάβλο δεν ήταν ούτε το δικό σου άλογο ούτε της Μπρένα, ήταν φυσικό να υποθέσω ότι ήσασταν ακόμα κι οι δυο στο σπίτι του πατέρα σου. Πριν έρθεις μαζί με τον Κ όραν άρχισε η χιονοθύελλα και κάλυψε τα ίχνη που ήλπιζες να βρεις». Ο Γκάρικ έτριξε τα δόντια όταν θυμήθηκε να καταριέται τους ουρανούς για τη χιονοθύελλα που απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο να βρει άμεσα την Μπρένα. Δεν τη βρήκε καθόλου, και είχαν περάσει πάρα πολλές μέρες. «Κ αι είπες πως, όταν άνοιξες την πόρτα εκείνο το βράδυ, ο Σκύλος έτρεξε έξω και χάθηκε στην μπροστινή μεριά του σπιτιού;» «Αυτό είπα», απάντησε ο Έριν. Ο Γκάρικ κοπάνησε τη γροθιά στην παλάμη του. «Έψαξα κάθε σπιθαμή της γης στα ανατολικά, ως πέρα στους πρόποδες των βουνών, αλλά δεν βρήκα ίχνος της!» «Κ αι τα βουνά;» μπήκε τελικά στην κουβέντα ο Πέριν. «Κ ι ο τελευταίος ανόητος θα ήξερε ότι δεν θα επιβίωνε στα βουνά τον χειμώνα, παρ’ όλα αυτά χτένισα τους χαμηλότερους λόφους».
«Κ αι ο Σκύλος; Σίγουρα θα τα κατάφερνε καλύτερα απ’ ό,τι εσύ», παρατήρησε ο Πέριν. «Δεν τον πήρες μαζί σου;» «Δεν τον έβρισκα πουθενά όταν έφυγα την πρώτη φορά. Ο Έριν λέει ότι γύρισε την επόμενη μέρα, βρεγμένος και τραυματισμένος. Ξεψύχησε μετά από λίγες ώρες». «Λυπάμαι, Γκάρικ. Ξέρω ότι τον είχες από κουτάβι». Εκείνος δεν μίλησε. Δεν είχε χωνέψει ακόμα αυτή την απώλεια, αφού του ήταν αδύνατο να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο πέρα από το να βρει την Μπρένα. «Εγώ επιμένω να λέω ότι δεν το έσκασε, Γκάρικ», είπε στωικά ο Έριν. «Είναι κάπου εκεί έξω τραυματισμένη, ίσως, ή…» «Μην πεις ότι είναι πεθαμένη, γέρο!» τον πρόλαβε ο Γκάρικ με τέτοια σφοδρότητα, ώστε ο Έριν παραλίγο να καταπιεί τη γλώσσα του. Ο Πέριν προσπάθησε να εκτονώσει την ένταση. «Αν ο Σκύλος γύρισε βρεγμένος, η πιο κοντινή λίμνη είναι βορειοδυτικά από εδώ. Έψαξες προς τα εκεί, Γκάρικ;» «Ναι, όπως και βόρεια. Κ ι ο πατέρας μου ψάχνει ακόμα στα δυτικά, προς την ακτή». «Πήγα κι εγώ βόρεια και ανατολικά, μαζί με πολλούς άλλους». «Σου είμαι ευγνώμων, φίλε μου, αλλά είναι καιρός να σταματήσουμε. Ο Έριν δεν μου είπε τίποτα διαφορετικό. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για το ποια κατεύθυνση πήρε, ούτε μία».
«Παραιτείσαι;» «Αυτή η γυναίκα είναι το ίδιο πανούργα όσο ένας άντρας. Ορκίστηκε κάποτε ότι, όταν το έσκαγε ξανά, δεν θα την έβρισκα. Μόνο χάρη στον Σκύλο τη βρήκα και την πρώτη φορά, τότε που την ξανάφερα πίσω». «Όμως, να τα παρατάς τη στιγμή που, όπως είπε κι ο Έριν, ίσως είναι τραυματισμένη, ανήμπορη να επιστρέψει…» «Τότε θα την είχα βρει. Όχι, ο πατέρας μου δεν θα τα παρατήσει, αλλά εγώ βαρέθηκα να παίζω το κορόιδο. Έφυγε, και δεν θέλω ούτε το όνομά της να ξανακούσω».
Κεφάλαιο 38 Το παγωμένο νερό που έχυσε κάποιος στο πρόσωπο της Μπρένα την έφερε πίσω στην πραγματικότητα. Έβηξε και πνίγηκε, παλεύοντας να πάρει ανάσα. Κ αι τότε άνοιξε τα μάτια της. Αντιλήφθηκε αμέσως τον κίνδυνο που διέτρεχε, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τι την απειλούσε, μέχρι που είδε τον ψηλό άντρα που δέσποζε μπροστά της. Ο Σέντρικ στεκόταν μπροστά της, έχοντας πετάξει όλα του τα ρούχα. Τότε είδε ότι ήταν κι η ίδια γυμνή απέναντί του, με τη σκισμένη καμιζόλα της διάπλατα ανοιχτή. Εκείνος απολάμβανε το θέαμα με ένα λαίμαργο χαμόγελο που δεν προοιωνιζόταν τίποτα καλό. Είχαν τελειώσει όλα, λοιπόν; Την είχε βιάσει ήδη μία φορά αυτός ο γελαστός ακόλαστος; Όχι, όχι! Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μπορεί να την εγκατέλειψε έτσι η συνείδησή της, αφήνοντάς την αβοήθητη απέναντι στον κίνδυνο. «Συνήλθες επιτέλους», είπε περιφρονητικά ο Σέντρικ. «Είσαι σαν όλες τις γυναίκες μου, πέφτετε ξερές μόλις νιώσετε λίγο πόνο. Ήλπιζα ότι θα ήσουν αλλιώτικη, κοπελιά, ότι θα άντεχες περισσότερο τα γούστα μου».
Η Μπρένα θυμήθηκε τον φρικτό πόνο που σκότισε το μυαλό της. Χαμήλωσε το βλέμμα στα στήθη της και είδε τις μελανιές που σχηματίζονταν ήδη στα σημεία που έμπηγε τα δάχτυλά του στην ευαίσθητη σάρκα. Προσπάθησε να συμμαζέψει την καμιζόλα της, αλλά ήταν κουρελιασμένη. «Είσαι κτήνος!» σφύριξε, νιώθοντας το αίμα της να βράζει από φαρμακερό μίσος. Ο Σέντρικ γέλασε χαιρέκακα. «Δεν εκτιμάς τις μεθόδους μου να αντλώ ικανοποίηση; Θα μάθεις, Μπρένα», είπε με σιγουριά, κι η φωνή του έτρεμε από την έξαψη. «Με τον καιρό, θα μάθεις να σου αρέσει ό,τι σου κάνω, όπως και οι πολλοί τρόποι που θα σε κατακτήσω. Θα μάθεις να μη χορταίνεις τον πόνο, θα με παρακαλάς για περισσότερο!» Το στομάχι της σφίχτηκε από απέχθεια. Θα τον σκότωνε, ήταν το μόνο σίγουρο. Πόσο σύντομα, όμως; Τι δεινά θα υπέμενε μέχρι να βρει την ευκαιρία; Ήταν ένα μοχθηρό τέρας με διεστραμμένη ψυχή. Παρατηρούσε τη νοσηρή σαγήνη στο πρόσωπό του, αηδιασμένη κι ωστόσο ανίκανη να τραβήξει το βλέμμα της. Οι ουλές που κάλυπταν τα μπράτσα και τον κορμό του δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με ένα φρικτό, μακρόστενο σκίσιμο στον μηρό του. Λίγο πιο εκεί ορθωνόταν ο ερεθισμένος ανδρισμός του, παλλόμενος θαρρείς από οργή – ένα στειλιάρι τόσο πρησμένο, ώστε σίγουρα θα προκαλούσε πολύ πόνο. Το είχε κάνει ήδη μία φορά; Αδημονούσε τώρα να ξανακουρσέψει το κορμί της; Έπρεπε να μάθει!
Αν είχε γίνει ήδη το κακό, το μίασμα δεν θα άφηνε καμιά ελπίδα στη σχέση της με τον Γκάρικ. Δάγκωσε απελπισμένα το χείλι της. «Με…» Δεν τολμούσε να κάνει την ερώτηση, αλλά έπρεπε. Σφάλισε τα μάτια ντροπιασμένη. «Με πήρες ήδη;» «Αμφιβάλλεις;» τη ρώτησε γελώντας. Της ξέφυγε μια κραυγή απόγνωσης, αλλά τότε τον άκουσε να γελάει ακόμα πιο δυνατά. «Όχι, κοπελιά. Δεν παίρνω ποτέ μια γυναίκα αν δεν μπορεί να νιώσει κάθε εκατοστό της λόγχης μου. Πρέπει να ξέρει ποιος τη βάζει κάτω, κι εσύ θα το μάθεις τώρα». Η Μπρένα αναστέναξε στιγμιαία με ανακούφιση. Συνειδητοποίησε έντρομη ότι βρισκόταν στην ίδια θέση με πριν, ούτε σπιθαμή πιο κοντά στο κρυμμένο στιλέτο της. Κ ι ενώ εκείνος δεν είχε ριχτεί ακόμα πάνω της, ήταν πανέτοιμος. Όταν γονάτισε, η Μπρένα στηρίχτηκε στα πόδια και τους αγκώνες της για να τραβηχτεί πίσω, μακριά του. Ωστόσο, δεν είχε αρκετό χώρο για να σηκωθεί και να τρέξει. Την επόμενη στιγμή, εκείνος πήδηξε πάνω της με την πανηγυρική κραυγή πολεμιστή. Η Μπρένα δεν μπορούσε να ανασάνει κάτω από το βάρος του. Αντιστάθηκε στο σκοτάδι που έζωσε ξανά το μυαλό της. Ένιωθε να παραλύει από τον φόβο, σίγουρη ότι δεν θα τον απέφευγε άλλο. Αντί να προσπαθεί να τον αποκρούσει, τέντωνε φρενιασμένα τα χέρια πίσω της, προσευχόμενη να είχε συρθεί αρκετά κοντά στο όπλο. Στην αρχή δεν ένιωσε τίποτ’ άλλο από πατικωμένο
χώμα κάτω από το χαλί, κι ο πανικός θέριεψε μέσα της. Ο Σέντρικ προσπαθούσε ήδη να της ανοίξει τα πόδια με το γόνατό του, κι είχε τέτοια δύναμη που δεν δυσκολεύτηκε να το πετύχει. Την ίδια στιγμή, τα δάχτυλα της Μπρένα άγγιξαν τελικά την κρύα λεπίδα του στιλέτου της, και το τράβηξε μέχρι που άδραξε τη λαβή. Θα του είχε κόψει τον λαιμό, αν εκείνος δεν είχε υποψιαστεί τον λόγο που δεν του αντιστεκόταν πια. Πρόλαβε να δει το χέρι της κάτω από το χαλί, και τη λεπίδα που έσφιγγε όταν το έβγαλε. Την άρπαξε από τον καρπό και της ακινητοποίησε το χέρι δίπλα στο κεφάλι της, ασκώντας κτηνώδη πίεση, μέχρι που ένιωσε τη λαβή της να εξασθενεί. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη έσφιγγε το όπλο όσο μπορούσε, ξέροντας ότι η ζωή της κρεμόταν απ’ αυτό. Η κατάσταση ήταν όλα ή τίποτα. Στο μεταξύ, ο Σέντρικ σηκώθηκε στα γόνατα και έσφιξε τη γροθιά του ελεύθερου χεριού του, έτοιμος να την αφήσει αναίσθητη για δεύτερη φορά. Το μένος του ήταν σχεδόν χειροπιαστό, και η Μπρένα φαντάστηκε τα τρομερά μαρτύρια που θα της επέβαλε για τιμωρία. Σε μια έσχατη προσπάθεια πριν δεχτεί τη μοιραία γροθιά, επιχείρησε να ελευθερωθεί επιστρατεύοντας και το υπόλοιπο κορμί της. Σήκωσε απότομα τα πόδια της και, παρότι μόνο το ένα τον πέτυχε, κατάφερε να τον σπρώξει μπροστά με μια κραυγή πόνου. Η Μπρένα έμεινε εμβρόντητη από το αποτέλεσμα,
αφού δεν καταλάβαινε πώς κατάφερε με μία κίνηση να εξουδετερώσει τον πανίσχυρο αντίπαλό της. Κ ι όμως, ο Σέντρικ είχε πέσει πάνω στο σηκωμένο στιλέτο και τώρα κειτόταν ακίνητος. Τέτοια ήταν η ανακούφισή της, ώστε ανάσαινε με δυσκολία κάτω από τον κορμό του. Χρειάστηκε υπεράνθρωπη προσπάθεια να ελευθερωθεί από το βάρος του. Εκείνος δεν κουνιόταν καθόλου. Αν δεν ήταν ήδη νεκρός, θα πέθαινε γρήγορα, μα εκείνη δεν ένιωθε καμιά ενοχή. Το αμάρτημά της δεν θα ήταν τόσο μεγάλο, γιατί αν άξιζε κάποιος να πεθάνει, ήταν σίγουρα αυτός. Σκέφτηκε τις αμέτρητες γυναίκες που περηφανευόταν ότι είχε κακοποιήσει, και ευχαρίστησε τον Θεό που είχε γλιτώσει σχετικά αλώβητη. Αυτές σίγουρα δεν θα θρηνούσαν τον χαμό του περισσότερο απ’ όσο η ίδια. Αυτές οι σκέψεις απασχολούσαν το μυαλό της, αλλά το κορμί της αντιδρούσε εντελώς διαφορετικά. Στυλώνοντας το βλέμμα στο αίμα που κάλυπτε αργά το πάτωμα κάτω από το σώμα του Σέντρικ, ένιωσε το στομάχι της να συσπάται οδυνηρά. Ίσα που πρόλαβε να γυρίσει πριν αδειάσει το περιεχόμενό του, και συνέχισε με επώδυνα ρεκάσματα όταν στράγγισε ακόμα και η χολή. Τελικά κατάφερε να ισιώσει το σώμα της, παρότι εξακολουθούσε να διαμαρτύρεται το στομάχι της. Συνειδητοποίησε ότι ο νέος της εχθρός ήταν ο χρόνος. Ο Άρνο μπορεί να επέστρεφε από στιγμή σε στιγμή, και τότε η θέση της θα ήταν ακόμα πιο
δεινή. Είχε σκοτώσει έναν Βίκινγκ, έναν ελεύθερο άνθρωπο – και το χειρότερο, τον γιο αρχηγού φατρίας. Αν την έβρισκαν τώρα, η ζωή της θα έπαιρνε τέλος. Ο Άρνο θα σήμαινε συναγερμό, και θα την κυνηγούσαν σαν αγρίμι. Μόνο ο Γκάρικ, αν κατάφερνε να γυρίσει σ’ αυτόν, θα μπορούσε να την προστατέψει. Σε μια έκρηξη δραστηριότητας, η Μπρένα μάζεψε ό,τι μπορούσε να της ήταν χρήσιμο: τρόφιμα, σκεπάσματα, τα όπλα του Σέντρικ, το σκοινί που χρησιμοποιούσε ο Άρνο για να τη δένει τη νύχτα και, για παν ενδεχόμενο, μια τσακμακόπετρα. Τα έβαλε όλα μαζί σε ένα μεγάλο χαλί και τα τύλιξε σε μπόγο. Άρπαξε τον μανδύα της κι έτρεξε έξω από το σπίτι. Βρήκε γρήγορα το πρόχειρο καταφύγιο που στέγαζε τη Γουίλοου, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να τη σελώσει, απλώς έριξε στη ράχη της μια χοντρή κουβέρτα. Βρήκε ένα τσουβάλι με ταγή και το πρόσθεσε στον μπόγο της, πριν καβαλήσει τη Γουίλοου και την οδηγήσει έξω από το υπόστεγο. Ο ουρανός ήταν γκριζογάλανος, χωρίς αστέρια. Η Μπρένα προσευχήθηκε η αγροικία του Άρνο να ήταν χτισμένη με πρόσοψη προς το φιόρδ, γιατί σε αυτή την κατεύθυνση κάλπαζε. Κ άπου στο βάθος και αριστερά, είδε τον Άρνο καβάλα στο άλογό του, να γυρίζει στο σπίτι του. Την είδε κι αυτός, κι άξαφνα την κυρίεψε η αίσθηση ότι έγιναν όλα για το τίποτα. Ωστόσο, ο Βίκινγκ δεν έκανε καμία κίνηση να τρέξει καταπάνω της. Απλά σταμάτησε και την κοίταζε να ξεμακραίνει.
Η Μπρένα δεν σπατάλησε πολύτιμο χρόνο για να το αναλύσει. Ο Άρνο μάλλον είχε σοκαριστεί, συνειδητοποιώντας τι είχε συμβεί. Έτσι, κέντρισε τη Γουίλοου να επιταχύνει τον ρυθμό της. Πριν μπουν στην κάλυψη μιας πυκνής συστάδας δέντρων, η Μπρένα κοίταξε πίσω και είδε τον Άρνο να καλπάζει ξέφρενα προς το κτήμα του. Πόσος χρόνος της απέμενε, άραγε; Ο Άρνο θα καλούσε κι άλλους να βοηθήσουν στην καταδίωξη, κι αυτό θα της εξασφάλιζε ένα προβάδισμα, αφού πρώτα έπρεπε να τους πείσει ότι υπεύθυνη για τον θάνατο του Σέντρικ ήταν μία γυναίκα. Ο θάνατός του ήταν ατύχημα, παρά τη φονική της πρόθεση, αλλά αυτό δεν θα τη γλίτωνε. Θεέ Μεγαλοδύναμε, τόσος κόπος για να ξεφύγει από τον καπνό για να καταλήξει μέσα στην πυρά;! Η Μπρένα συνέχισε να καλπάζει για ένα διάστημα που της φάνηκε αιωνιότητα. Δεν σταμάτησε ούτε βράδυνε τον ρυθμό της μέχρι που άκουσε επιτέλους τον παφλασμό των κυμάτων του φιόρδ στο βάθος. Άρχισε να φοβάται ότι ίσως είχε κινηθεί προς τον Νότο, αντί για τον Βορρά. Δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί τι ελπίδες θα είχε σε αυτή την περίπτωση. Όπως είχαν τα πράγματα, εξακολουθούσε να μην έχει ιδέα πώς θα διέσχιζε το φιόρδ και θα γύριζε στην ασφάλεια. Θα χρειαζόταν τη βοήθεια του Γκάρικ. Είδε με τα μάτια της φαντασίας της το σπίτι του κουρνιασμένο στην κορυφή του γκρεμού, κι αναρωτήθηκε αν μπορούσε να την ακούσει κάποιος αν φώναζε. Δεν ήταν αδύνατο, πράγμα που
αναπτέρωσε το ηθικό της. Πλησίασε επιφυλακτικά στο φιόρδ. Βρισκόταν σε μια επίπεδη όχθη που εκτεινόταν ως την άκρη του νερού. Ακριβώς απέναντι υπήρχε πυκνό δάσος. Δεν έβλεπε πουθενά την ανωφέρεια του εδάφους που θα οδηγούσε στο σπίτι της. Οι ελπίδες της καταβαραθρώθηκαν. Δεν ήξερε πόσο μακριά προς την ενδοχώρα είχαν πλεύσει με το καράβι τους ούτε σε ποια κατεύθυνση κινήθηκαν αφού αποβιβάστηκαν στην ξηρά. Μετά την απόδρασή της, εκείνη κάλπαζε ευθεία προς τον Βορρά – ή τουλάχιστον αυτό προσευχόταν. «Φιλεύσπλαχνε Θεέ, δείξε μου προς τα πού να πάω!» κραύγασε προς τα ουράνια. Σαν σε απάντηση, η Γουίλοου έστριψε αριστερά και προχώρησε κατά μήκος της όχθης. Τα μάτια της Μπρένα πλημμύρισαν δάκρυα. «Έχει δίκιο, Γουίλοου! Σε παρακαλώ, βρες τον δρόμο του γυρισμού!» Η Μπρένα αδιαφορούσε για το κρύο, εκτός απ’ όταν άνοιγε ο μανδύας της, κι ο παγωμένος άνεμος άγγιζε το γυμνό της δέρμα. Ο μπόγος της ήταν χαλαρά δεμένος, έτσι ώστε κρεμόταν στα πλευρά της Γουίλοου. Δεν χρειαζόταν να παιδεύεται για να τον κρατάει στη θέση του, επομένως είχε ελεύθερα τα χέρια της, το ένα για να κρατιέται από τη χαίτη της Γουίλοου και το άλλο για να κρατάει σφιχτά κλειστό τον μανδύα της. Δεν είχε ιδέα για την ώρα, μέχρι που εμφανίστηκαν επιτέλους τα αστέρια. Δεν ήξερε πόσες
ώρες ίππευε. Ήταν μία; Δύο; Τουλάχιστον αναγνώρισε το τοπίο απέναντί της, κι εκεί, πολύ κοντά το πέτρινο σπίτι στην κορυφή του γκρεμού. Μετά βίας συγκράτησε τη χαρά της. Μπορεί να τη χώριζε ένα στενό, αλλά βαθύ κανάλι θάλασσας από τον αγαπημένο της, μα εκείνος θα το διέσχιζε χωρίς δυσκολία και θα την έπαιρνε μαζί του στην ασφάλεια. Φτάνοντας στην κορυφή του γκρεμού, ξεπέζεψε και άρχισε να κραυγάζει το όνομα του Γκάρικ. Πέρασε κάμποση ώρα πριν αναρωτηθεί μήπως δεν ήταν καν εκεί. Μπορεί κάλλιστα να ήταν έξω και να την έψαχνε. Κ ι όμως, κάποιος πρέπει να ήταν εκεί, γιατί έβλεπε καπνό να βγαίνει από την καμινάδα. Αλλά με όλες τις πόρτες σφαλιστές ενάντια στο κρύο, άραγε μπορούσε κανείς να ακούσει τις εκκλήσεις της για βοήθεια; Όλη η προηγούμενη αγαλλίασή της εξατμίστηκε. Δεν πήγαινε πουθενά. Οι κραυγές της σίγουρα δεν έφταναν πια στο σπίτι, γιατί η φωνή της έκλεινε, ο λαιμός της πονούσε αβάσταχτα. Να φτάσει μέχρι εδώ, να βρίσκεται τόσο κοντά, μα και πάλι να μην υπάρχει κανείς να τη δει ή να την ακούσει. Ακόμα κι αν έβγαινε τώρα κάποιος από το σπίτι, ήταν αμφίβολο ότι μπορούσε να κάνει αρκετή φασαρία για να του τραβήξει την προσοχή. Ρίχτηκε στο σκληρό χώμα και παραδόθηκε στην απελπισία. Τα δάκρυά της γρήγορα κλιμακώθηκαν σε ασυγκράτητα αναφιλητά. Τι θα έκανε τώρα; Δεν μπορούσε να μείνει εδώ και να περιμένει να βγει
κάποιος το πρωί από το σπίτι. Ο Άρνο θα την έβρισκε πολύ νωρίτερα. Από την άλλη, πώς θα κατάφερνε να επιστρέψει χωρίς βοήθεια; Δεν μπορούσε να κολυμπήσει ούτε να διασχίσει το φιόρδ με το καράβι που την έφεραν. Κ ι αν το επιχειρούσε με ένα μικρότερο πλεούμενο, θα αναγκαζόταν να αφήσει πίσω τη Γουίλοου. Κ ι όμως, αυτή φαινόταν να είναι η μόνη της ελπίδα. Η καρδιά της σπάραζε ήδη για τον αποχωρισμό, αλλά βέβαια, πρώτα έπρεπε να βρει μια βάρκα. Η Μπρένα καβάλησε πάλι τη Γουίλοου και ξαναγύρισε από εκεί που είχε έρθει.
•
Η Μπρένα δεν έκλεισε μάτι εκείνη την πρώτη νύχτα. Συνέχισε να ιππεύει προσπερνώντας την αποβάθρα στον ορμίσκο όπου ήταν δεμένο το καράβι των Βίκινγκς. Βλέποντας ότι δεν υπήρχε άλλο πλεούμενο εκεί, συνέχισε ανατολικά κατά μήκος του φιόρδ, ιππεύοντας μέχρι που πιάστηκε η πλάτη της και μούδιασαν τελείως τα πόδια της. Το στομάχι της είχε σταματήσει προ πολλού να ζητάει τροφή. Τελικά, κάποια στιγμή το επόμενο πρωί, η Μπρένα σταμάτησε, για χάρη της Γουίλοου μάλλον, παρά για τον εαυτό της. Τάισε βιαστικά και βούρτσισε το άλογό της βάζοντας μια μπουκιά στο στόμα της, κι έπειτα έκοψε λεπτές λωρίδες από το γούνινο τομάρι
πριν σκεπάσει μ’ αυτό τη φοράδα. Η Μπρένα άνοιξε έπειτα τρύπες με το σπαθί του Σέντρικ κατά μήκος της σκισμένης καμιζόλας της και, χρησιμοποιώντας τα δερμάτινα λουριά, ένωσε όσο καλύτερα μπορούσε τα κομμάτια. Τελικά κουλουριάστηκε δίπλα στη Γουίλοου και κατάφερε να κοιμηθεί για λίγες ώρες. Κ άπως έτσι κύλησαν οι επόμενες μέρες. Λίγος ύπνος, βιαστικά γεύματα και διαρκής φόβος ότι θα την έβρισκαν. Οι μερίδες της σύντομα μειώθηκαν και αναγκάστηκε να αρχίσει το κυνήγι. Ευχαρίστησε τον Θεό που είχε πάρει την τσακμακόπετρα και δεν θα υποχρεωνόταν να τρώει ωμό κρέας. Μέχρι τώρα, τα είχε βγάλει πέρα χωρίς τη ζεστασιά μιας φωτιάς τη νύχτα, από τον φόβο μήπως υπήρχαν κυνηγοί τριγύρω. Τώρα πια, δεν είχε περιθώρια επιλογής. Την έκτη μέρα, η Μπρένα παραιτήθηκε από την ελπίδα να βρει βάρκα. Δεν της κόστισε υπερβολικά, γιατί σήμαινε ότι θα κρατούσε την αγαπημένη της Γουίλοου. Παρ’ όλα αυτά, τώρα της έμενε μόνο μία επιλογή: να φτάσει στο βαθύτερο σημείο του φιόρδ και να κάνει το γύρο. Αυτό ή θα την οδηγούσε πίσω στο σπίτι της ή θα την καταδίκαζε να πεθάνει στην ερημιά. Οι ελπίδες της όλο και έφθιναν και, όσο περνούσαν οι μέρες, και το φιόρδ φαινόταν να εκτείνεται στο άπειρο, άρχισαν να ψυχορραγούν. Συνέχισε να προχωράει χωρίς να το σκέφτεται, απλά και μόνο επειδή δεν είχε εναλλακτική. Κ άποιες φορές βάδιζε δίπλα στη Γουίλοου, λιώνοντας τα μάλλινα καλύμματα που είχε φτιάξει για τα πόδια της. Κ υνηγούσε μόνο όταν ένιωθε να την
καταβάλλει η πείνα. Δύο φορές έχασε το κουράγιο της και κατέρρευσε, για να ανακτήσει τις αισθήσεις της με τα σκουντήματα του αλόγου της. Αυτό το πιστό ζώο δεν ήταν διατεθειμένο να την αποχωριστεί. Όταν τελικά δεν άντεχε άλλο το σώμα της, με κράμπες και πόνους παντού, η Μπρένα βυθίστηκε σε έναν λήθαργο που κράτησε ένα ολόκληρο μερόνυχτο. Ούτε καν τα μαλακά σκουντήματα της Γουίλοου δεν κατάφεραν να την ξυπνήσουν. Μα τελικά ξύπνησε, όχι αναζωογονημένη και έτοιμη να ξαναπάρει τον δρόμο, αλλά τόσο αποκαρδιωμένη, ώστε δεν εννοούσε να κουνηθεί, προτιμώντας να περιμένει εκεί μέχρι να έρθει ο θάνατος να την απαλλάξει από τα βάσανά της. Έμεινε ξαπλωμένη, κουκουλωμένη με κουβέρτες που ελάχιστη προστασία παρείχαν από την παγωνιά, τόσο μουδιασμένη ώστε δεν ένιωθε πια πόνο. Η Γουίλοου έκανε ό,τι μπορούσε για να της τραβήξει την προσοχή, αλλά η Μπρένα έκλεισε σφιχτά τα μάτια της, παρακαλώντας βουβά την αγαπημένη της φοράδα να φύγει και να την αφήσει να ξεψυχήσει με γαλήνη. Όταν τελικά η Γουίλοου απομακρύνθηκε τριποδίζοντας, ανακάθισε για να τη δει να ξεμακραίνει πνιγμένη από μια αίσθηση απώλειας. Τότε ήταν που είδε για πρώτη φορά τη λίμνη, καθηλωτική στο μέγεθός της, να φωλιάζει στα ριζά των βουνών. Είχε φτάσει στον μυχό του φιόρδ.
Κεφάλαιο 39 Της πήρε μία ολόκληρη μέρα να κάνει τον γύρο της λίμνης. Αυτό ήταν το πιο ριψοκίνδυνο και τρομακτικό κομμάτι του ταξιδιού της. Σε πολλά σημεία έπρεπε να τσαλαβουτήσει σε βάλτους, αφού της έκλειναν τον δρόμο πριονωτές βραχώδεις προεξοχές από το βουνό. Το ζεστό ρεύμα δεν έφτανε τόσο βαθιά στα ηπειρωτικά, και η Μπρένα απειλήθηκε με κρυοπαγήματα όσο περίμενε να στεγνώσουν τα ρούχα της. Διέσχισε την άγονη έκταση όπου δεν περιπλανιόταν κανένα θήραμα. Μέσα σε όλα ήταν και το χιόνι, που κολλούσε ακόμα στο έδαφος από την τελευταία θύελλα. Έπρεπε να σκάβει τον πάγο για να βρίσκει τροφή για τη Γουίλοου μόλις τελείωσε η ταγή. Κ αι μετά, έπρεπε να βγαίνει από την πορεία της και να περιπλανιέται βορειότερα για να εξασφαλίζει τροφή για τον εαυτό της. Πέρασε ποτάμια και παγωμένες λίμνες και βλαστήμησε τους κυματιστούς λόγους στους πρόποδες των ορέων που βράδυναν το ρυθμό της. Όταν έβρισκε κάποιο θήραμα, τα πράγματα δεν ήταν τόσο δύσκολα, γιατί είχε φτιάξει ένα πρόχειρο τόξο κόβοντας το
σχοινί σε λεπτές χορδές και σκαλίζοντας βέλη με τον πέλεκυ. Τον πιο κουραστικό ήταν να ξετρυπώσει το θήραμα. Αναρωτιόταν πώς κατάφερνε ο Γκάρικ να φέρνει τόσα τομάρια στο σπίτι του τον χειμώνα. Με κάθε βήμα πιο κοντά στο σπίτι, η διάθεσή της βελτιωνόταν. Δεν ένιωθε πια χαμένη και ανήμπορη, αλλά σίγουρη πως θα τα κατάφερνε. Τα κοψίματα και οι φουσκάλες, οι πονεμένες αρθρώσεις, όλες οι ενοχλήσεις και τα βάσανα είχαν γίνει πια τόσο αναπόσπαστο κομμάτι της, ώστε σχεδόν δεν τα πρόσεχε. Θα είχε αρκετό χρόνο να φροντίσει τον εαυτό της και να ξαναπάρει τα πολλά κιλά που είχε χάσει. Ο Γκάρικ θα τη φρόντιζε μέχρι να αναρρώσει πλήρως. Με την αγάπη του, γρήγορα θα ανακτούσε τις δυνάμεις της. Γιατί την αγαπούσε. Κ ι αν δεν το είχε παραδεχτεί ακόμα, θα το έκανε με τον καιρό. Αυτές οι σκέψεις της έδιναν δύναμη κάθε φορά που άρχιζε να απελπίζεται. Οι κακουχίες γίνονταν πιο υποφερτές όταν ήξερε ότι στο τέρμα του δρόμου την περίμενε ο Γκάρικ. Πόσο πρέπει να ανησύχησε γι’ αυτήν, πώς θα χτένισε ολόκληρες εκτάσεις αναζητώντας τη. Σίγουρα θα είχε χάσει τις ελπίδες του πια. Κ ι αυτό θα έκανε ακόμα πιο γλυκιά την επανένωσή τους! Όταν έφτασε επιτέλους σε γνώριμη περιοχή, η ανακούφιση και η χαρά της έδωσαν καινούρια δύναμη. Αν η Γουίλοου δεν ήταν στην ίδια άθλια κατάσταση όπως κι η ίδια, θα είχε διανύσει καλπάζοντας τα τελευταία μίλια. Όπως είχαν τα πράγματα, της πήρε άλλες δύο ώρες να φτάσει
τελικά στην κορυφογραμμή του τελευταίου λόφου, στα ριζά του οποίου ήταν χτισμένο το σπίτι του Γκάρικ. Ήταν τόσο ευπρόσδεκτο θέαμα, μια εικόνα που δεν περίμενε να ξαναδεί. Ο Έριν ήταν στον στάβλο όταν άνοιξε την πόρτα και τράβηξε μέσα τη Γουίλοου. Η ματιά που της έριξε ο γερο-ιπποκόμος δεν πρόδιδε μόνο έκπληξη, αλλά γνήσια δυσπιστία. «Γύρισες από τους νεκρούς», είπε τρομαγμένος, με το γέρικο πρόσωπό του να χάνει ολότελα το χρώμα του. Η Μπρένα βρήκε τη δύναμη να γελάσει. «Όχι, δεν πέθανα, αν και το ευχήθηκα αρκετές φορές». Εκείνος κούνησε το κεφάλι του κοιτώντας τη με κάτι σαν οίκτο. «Δεν έπρεπε να το σκάσεις, κορίτσι μου». «Τι;» «Ούτε να επιστρέψεις, αφού το έσκασες». Εκείνη χαμογέλασε με την παρεξήγηση. «Δεν το έσκασα, Έριν, Με άρπαξαν δύο Βίκινγκς από την απέναντι όχθη του φιόρδ». Όσο κι αν ήθελε να την πιστέψει, όλες οι ενδείξεις ήταν εναντίον της. Ωστόσο, δεν ήταν αυτός που θα την κατηγορούσε. «Έχεις μείνει πετσί και κόκαλο, κορίτσι μου. Θα σου φτιάξω να φας». «Όχι, θα φάω στο σπίτι. Είναι μέσα ο Γκάρικ;» Όταν εκείνος κατένευσε αβέβαια, του είπε: «Ξέρεις, φώναζα από την απέναντι όχθη του φιόρδ, αλλά δεν με άκουσε κανείς. Δεν μπορούσα να μείνω εκεί,
όμως, γιατί είχα σκοτώσει τον έναν από τους άντρες που με άρπαξαν, έναν γιο αρχηγού φατρίας, αν δεν κάνω λάθος». Φαινόταν σε σύγχυση μέσα στην έξαψη και την προσπάθειά της να τα θυμηθεί όλα. «Μπρένα, ξέρεις τι λες;» Δεν φάνηκε να τον ακούει. «Έχασα τον λογαριασμό των ημερών όσο έκανα τον γύρο του φιόρδ. Πόσο καιρό έλειψα, Έριν;» «Κ οντά έξι βδομάδες». «Τόσο πολύ;» «Μπρένα…» «Περιποιήσου τη Γουίλοου, Έριν. Υπέφερε τα ίδια μ’ εμένα κι έχει ανάγκη από ένα τρυφερό χέρι. Εγώ πρέπει να πάω να δω τον Γκάρικ τώρα. Δεν μπορώ να περιμένω άλλο». «Μπρένα, κορίτσι μου, μην πας στο σπίτι». Εκείνη είδε την ανησυχία του και παραξενεύτηκε. «Γιατί όχι;» «Δεν θα είσαι ευπρόσδεκτη εκεί». «Παραλογίζεσαι, Έριν». Κ αι τότε σκυθρώπιασε. «Πιστεύει κι ο Γκάρικ ότι το έσκασα;» «Ναι». «Ένας λόγος παραπάνω να τον δω το συντομότερο! Πρέπει να μάθει την αλήθεια». «Μπρένα, σε παρακαλώ…» «Όλα θα πάνε καλά, Έριν», τον διέκοψε και κίνησε για την πόρτα. «Θα έρθω μαζί σου, τότε». Το σπίτι ήταν ζεστό από τη δυνατή φωτιά στις εστίες μαγειρέματος. Ευωδιαστά αρώματα βάραιναν
τον αέρα, θυμίζοντας στην Μπρένα την πείνα της. Στις τόσες εβδομάδες που έλειψε, δεν είχε χορτάσει ούτε μία φορά, κόβοντας πάντα ελάχιστες μερίδες ίσα για να συντηρείται, αφού δεν ήξερε πότε θα ξανάβρισκε τροφή. Η Τζέινι ήταν η πρώτη που την είδε, κι αμέσως παράτησε τη δουλειά της. Τα μάτια της πλημμύρισαν φόβο, αλλά η Μπρένα χαμογέλασε πλατιά κι αγκάλιασε την παλιά της φίλη. Δεν αντάλλαξαν ούτε λέξη, πάντως, γιατί η Μπρένα ήθελε να εξοικονομήσει τις δυνάμεις της, και η Τζέινι ήταν πολύ τρομαγμένη για να αρθρώσει έστω μια λέξη. Η Μπρένα προχώρησε στη σάλα, αφήνοντας τον Έριν να της εξηγήσει. Ο Γκάρικ ήταν σκυμμένος πάνω από τη φωτιά στο τζάκι, σκαλίζοντας τα φλεγόμενα κούτσουρα σαν να επιτιθόταν σε έναν άγνωστο εχθρό. Η Μπρένα στάθηκε μερικές στιγμές για να ευφράνει τα μάτια της, πριν πλησιάσει και σταθεί πίσω του. Εκείνος γύρισε απότομα όταν ένιωσε την παρουσία της, κι έμειναν να κοιτάζονται κατάματα για μια ατελείωτη στιγμή. Η Μπρένα διάβασε την έκπληξη στα μάτια του, κι έπειτα τον θυμό, αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο και ρίχτηκε στην αγκαλιά του, κολλώντας πάνω του με τη λιγοστή δύναμη που της είχε απομείνει. Ένιωσε το κορμί του να μένει άκαμπτο, τα μπράτσα του να κρέμονται άνευρα στα πλευρά του. Τελικά την έσπρωξε μακριά του. «Ώστε γύρισες, τελικά».
Η Μπρένα δεν άντεχε την ψυχρότητα των ματιών ή της φωνής του. Δεν ήταν θυμός αυτό, ήταν μίσος. «Έχασες τον δρόμο σου;» συνέχισε ο Γκάρικ με τον ίδιο πικρόχολο τόνο. «Ή συνειδητοποίησες τελικά ότι δεν μπορούσε να επιζήσεις μονάχη έξω στην ύπαιθρο;» «Γκάρικ, ισχυρίζεται ότι δεν το έσκασε με τη θέλησή της», είπε ο Έριν μπαίνοντας στη σάλα. «Την πήραν διά της βίας απέναντι στο φιόρδ». «Έτσι σου είπε;» «Εγώ την πιστεύω», την υπερασπίστηκε ο Έριν. «Αυτό θα εξηγούσε γιατί ο Σκύλος ήταν μουσκεμένος και λαβωμένος όταν γύρισε. Ίσως προσπάθησε να την ακολουθήσει απέναντι στο φιόρδ». «Ή έπεσε σε μια λίμνη προσπαθώντας να την ακολουθήσει, κι αυτό του στοίχισε τη ζωή!» «Ο Σκύλος πέθανε;» Ο Γκάρικ απέστρεψε το βλέμμα αντί να απαντήσει. Η Μπρένα έριξε μια στοιχειωμένη ματιά στον Έριν, που κατένευσε λυπημένα. Θεέ Μεγαλοδύναμε, γιατί; Δεν έφταναν οι δικές της συμφορές; Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της ενώ σάρωναν τον νου της οι αναμνήσεις. Είχε κερδίσει την αγάπη του όμορφου ποιμενικού, μόνο και μόνο για να τον οδηγήσει στον θάνατο. Ήταν φανερό ότι την ίδια γνώμη είχε κι ο Γκάρικ, όμως δεν ήταν δικό της όλο το φταίξιμο. Έπρεπε να του δώσει να το καταλάβει αυτό.
«Ήταν ο Άρνο που πλήγωσε τον Σκύλο», ψιθύρισε λυπημένα. «Τον κλότσησε πέρα για να μην τον σκοτώσει ο Σέντρικ». «Ο Σέντρικ!» «Αυτοί ήταν οι δύο που με άρπαξαν, Γκάρικ!» Την κυρίεψε πανικός όταν είδε τη δυσπιστία στα μάτια του. «Πρέπει να με πιστέψεις! Έφεραν ένα πλοίο για να περάσουν και το άλογό μου απέναντι. Ήθελαν να πιστέψεις ότι το έσκασα, για να μην τους υποψιαστείς ποτέ». «Γιατί;» τη ρώτησε επιτακτικά. «Δεν έμαθα ποτέ το γιατί, μόνο ότι τους πλησίασε μια γυναίκα και τους μίλησε για μένα. Με κρατούσαν στο αγρόκτημα του Άρνο, αλλά υποτίθεται πως θα ανήκα στον Σέντρικ. Όταν ήρθε και επιχείρησε να με βιάσει, τον σκότωσα και απέδρασα. Πρώτα ζήτησα τη βοήθειά σου ουρλιάζοντας από την απέναντι όχθη του φιόρδ, αλλά δεν με άκουσε κανείς. Δεν ξέρω να κολυμπάω ούτε βρήκα πουθενά βάρκα, κι έτσι έκανα τον γύρο του φιόρδ, ακολουθώντας τον μόνο δρόμο που μου έμενε». «Πάρ’ την από εδώ, Έριν, πριν της κάνω κακό!» Ο Έριν την έπιασε από τους ώμους, αλλά η Μπρένα ελευθερώθηκε με ένα απότομο τράβηγμα. «Είναι η αλήθεια, Γκάρικ! Όλη η αλήθεια! Για όνομα του Θεού, γιατί θα έλεγα ψέματα;» «Για να πετύχεις να σε συγχωρήσω και να σε δεχτώ πίσω», αποκρίθηκε άσπλαχνα εκείνος. «Αλλά είναι πολύ αργά γι’ αυτό».
Ασυγκράτητα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα και στον λαιμό της. «Θα μπορούσες να εξακριβώσεις την αλήθεια αν το ήθελες, Γκάρικ. Διάσχισε το φιόρδ! Δες με τα μάτια σου ότι ο Σέντρικ είναι νεκρός από το χέρι μιας γυναίκας». «Αν πατούσα στη γη των Μπόργκσεν και μ’ έπιαναν, θα το πλήρωνα με τη ζωή μου. Αλλά πρέπει να το ξέρεις αυτό, από την ίδια πηγή που έμαθες και τα ονόματα από τη φατρία των Μπόργκσεν, από τις σκλάβες εδώ. Ξέρουν καλά την ιστορία και τους αρέσει το κουτσομπολιό». «Δεν είναι αλήθεια. Ρώτα τες!» Έκλαιγε υστερικά τώρα, αλλά εκείνος της είχε γυρίσει την πλάτη. «Προδίδεις η ίδια το ψέμα σου, γιατί κανείς δεν θα επιζούσε απ’ αυτό που περιέγραψες μέσα στον χειμώνα. Έριν, πήγαινέ τη στο σπίτι του πατέρα μου». «Γιατί εκεί;» Ο Γκάρικ την κοίταξε ξανά, και το φαρμάκι στα μάτια του την έκανε να ζαρώσει. «Είχα σκοπό να σε πουλήσω στην Ανατολή αν σε έβρισκα, εκεί που μεταχειρίζονται τις σκλάβες σαν σκλάβες, όχι με τις ελευθερίες που είχα την ανοησία να σου παραχωρήσω εδώ. Αλλά μια και ήρθες στην κυριότητά μου σαν δώρο, λέω να σε επιστρέψω στον πατέρα μου». «Έλα, κορίτσι μου, πάμε», την παρότρυνε ο Έριν. Η Μπρένα ένιωθε σαν να την έσκιζαν στα δύο. Παραλίγο να πνιγεί από τη χολή που ανέβηκε στον λαιμό της. Δεν είχε τις δυνάμεις για να διαχειριστεί
αυτή την απόρριψη, και σίγουρα θα είχε σωριαστεί στο πάτωμα, αν δεν τη στήριζε ο γερο-ιπποκόμος. Τον άφησε να την οδηγήσει μέχρι τον τοίχο που χώριζε τη σάλα από το μαγειρείο, αλλά εκεί σταμάτησε και κοίταξε τον Γκάρικ μια τελευταία φορά. «Όλα όσα είπα είναι αλήθεια, Γκάρικ». Η φωνή της δεν είχε κανένα συναίσθημα, γιατί ένιωθε νεκρή μέσα της. «Ήταν η αγάπη μου για σένα και η ανάγκη μου να γυρίσω κοντά σου που μου επέτρεψε να περιτρέξω το φιόρδ. Άντεξα χωρίς τροφή, επειδή δεν υπήρχε καθόλου, και σχεδόν ξεπάγιασα πολλές φορές. Αλλά έκανα κουράγιο επειδή πίστευα ότι θα με περίμενες στο τέρμα της διαδρομής. Κ άλλιο να είχα πεθάνει. Ίσως αυτό σε έκανε ευτυχισμένο». Μιλούσε στην πλάτη του, άκαμπτη κι αδιάφορη. Κ ι όταν έφυγε, ο πόνος στο στήθος της ήταν αβάσταχτος. Τον είχε χάσει. Τίποτα δεν είχε σημασία πια.
Κεφάλαιο 40 Ο Έριν δεν τολμούσε να παρακούσει τον Γκάρικ. Ήξερε ότι ο νεαρός αφέντης του είχε άδικο, ήταν βέβαιος πια, μα άλλο τόσο ήταν βέβαιος ότι δεν θα πειθόταν ποτέ για το λάθος του. Ο Έριν θρηνούσε για την Μπρένα. Δεν της άξιζε τόσο άσπλαχνη συμπεριφορά. Αν δεν είχε προηγηθεί εκείνη η γυναίκα που κατέστρεψε τον Γκάρικ, ίσως υποχωρούσε και την εμπιστευόταν. Αλλά ο προδομένος, πικρόχολος Γκάρικ είχε κλειστεί στο καβούκι του, και υπέφερε η Μπρένα τις συνέπειες. Η Μπρένα δεν έβγαλε άχνα στον δρόμο για τον οικισμό του Άνσελμ. Ο Έριν είχε ζέψει ένα κάρο για να την πάει, με την υπόσχεση ότι θα της πήγαινε και τη φοράδα της μόλις ξανάβρισκε τις δυνάμεις της. Η Μπρένα δεν μίλησε ούτε τότε, κι ήταν με βαριά καρδιά που την άφησε στο σπίτι του παλιού του αφέντη.
•
Η Λινέτ την υποδέχτηκε σε αλλόφρονα κατάσταση, πρώτα από χαρά και μετά από φρίκη, όταν αντιλήφθηκε την κατάστασή της. Τη μεταχειριζόταν σαν ανάπηρη. Δεν την άφηνε να κάνει βήμα από το κρεβάτι – όχι πως η Μπρένα είχε τέτοια διάθεση. Ήταν πρόθυμη να της κάνει όλα τα χατίρια, αλλά εκείνη δεν ζητούσε τίποτα. Έτρωγε πολύ λίγο από το φαγητό που της έβαζε μπροστά της, ακόμα κι όταν η Λινέτ ανέβαζε τους τόνους. Αντί να δυναμώνει, όλο κι εξασθενούσε. Δεν εξηγούσε τίποτα, δεν ανταποκρινόταν σε τίποτα, ως τη μέρα που την επισκέφτηκε η Κ ορντέλα. «Η Λινέτ μου λέει ότι μαραζώνεις, Μπρένα», είπε αυτάρεσκα και στρογγυλοκάθισε στην άκρη του κρεβατιού της. «Με χαροποιεί αφάνταστα αυτό». Η Μπρένα ήταν λες και δεν άκουσε. Απλώς κοίταζε την ετεροθαλή αδερφή της με την ίδια απαθή έκφραση. Κ ι αυτό τσίγκλησε ακόμα περισσότερο την Κ ορντέλα. «Άκουσες τι είπα, Μπρένα; Χαίρομαι που πεθαίνεις. Έτσι δεν θα είσαι εδώ να μου κλέψεις τον Χιου με τα καμώματά σου. Κ ι έχει αρχίσει τις γύρες, έτσι που φούσκωσε η κοιλιά μου». Η Μπρένα ούτε καν βλεφάρισε, οπότε η Κ ορντέλα σηκώθηκε κι άρχισε να βηματίζει πέρα-δώθε. «Ο Χιου κάνει τα πάντα για να με ευχαριστήσει, όπως κι ο πατέρας του». Τάχυνε το βήμα της, με την πελώρια κοιλιά της να εξέχει εντυπωσιακά από το υπόλοιπο σώμα της. «Αλλά κανείς τους δεν μου έκανε τα πανέμορφα δώρα που χάρισε ο Βίκινγκ σου
σε σένα. Είσαι τόσο κακομαθημένη, Μπρένα! Δεν ικανοποιείσαι με τίποτα! Γιατί του το έσκασες; Κ αι τώρα κουβαλήθηκες εδώ, που δεν είσαι ευπρόσδεκτη. Όποτε είσαι τριγύρω, χάνω ό,τι μου ανήκει. Αλλά δεν θα σου περάσει αυτή τη φορά. δεν θα σε αφήσω να μου πάρεις το Χιου –θα σε σκοτώσω πρώτα!» Η Μπρένα την ακολουθούσε με το βλέμμα. «Είσαι ανόητη, Ντέλα», της είπε με αδύναμη φωνή. «Κ άλλιο να πέθαινα, παρά να σου έπαιρνα τον Χιου. Με αηδιάζει». «Λες ψέματα! Θέλεις όλα όσα είναι δικά μου!» «Οι ανόητοι φόβοι σου δεν έχουν καμία βάση, και η ζήλια σου με αρρωσταίνει. Δεν θέλω τίποτα δικό σου. Δεν θέλω κανέναν άντρα, ποτέ ξανά». «Ούτε καν τον πολύτιμο Βίκινγκ σου, που σε πέταξε για μία άλλη;» Το γέλιο της Κ ορντέλα ήχησε στριγκό. «Ναι, ξέρω για τη Μόρνα, τη μοναδική αληθινή του αγάπη». Η Μπρένα ανακάθισε στο κρεβάτι για πρώτη φορά μετά από μέρες. «Φύγε από εδώ, Ντέλα!» Εκείνη κίνησε για την πόρτα, κι έπειτα αιφνιδίασε την Μπρένα με ένα χαμόγελο γνήσιας ζεστασιάς. «Το πνεύμα σου είναι ζωντανό, βλέπω. Ίσως τώρα ζήσεις, έστω και μόνο για να με πικάρεις, ε;» Κ αι μ’ αυτά τα λόγια έφυγε από την κάμαρα, αφήνοντας την Μπρένα σε πλήρη σύγχυση. Σκόπιμα την είχε νευριάσει η Κ ορντέλα; Δεν ήθελε στ’ αλήθεια να τη δει νεκρή; Η Λινέτ εμφανίστηκε στην πόρτα με την ανακούφιση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. «Είσαι
καλύτερα επιτέλους;» «Τι έπαθε η Ντέλα;» προτίμησε να ρωτήσει η Μπρένα. «Η ζωή που μεγαλώνει μέσα της την άλλαξε πολύ. Ανησυχούσε πολύ για σένα όταν δεν κατάφερε κανείς να σε βρει. Μου ομολόγησε κλαίγοντας ότι σε είχε αδικήσει τρομερά, και φοβόταν ότι δεν θα είχε ποτέ την ευκαιρία να επανορθώσει». «Δυσκολεύομαι να το πιστέψω». «Όλοι φοβηθήκαμε ότι είχες πεθάνει, Μπρένα. Ήταν ανόητο, πολύ ανόητο αυτό που έκανες!» Η Μπρένα αναστέναξε και έγειρε πάλι πίσω. «Η μόνη ανοησία που έκανα ήταν που γύρισα στον Γκάρικ». «Όχι, παιδί μου. Είσαι ζωντανή, και τώρα πρέπει να κάνεις μια προσπάθεια να ανακτήσεις τις δυνάμεις σου». «Είναι πολλά που έχω να σου πω, θεία». «Πρώτα θα μιλήσεις στην Ελοΐζ. Περιμένει μέρες να μιλήσει μαζί σου. Θα τη βρω, και μετά θα πάω να σου φέρω φαγητό. Κ ι αυτή τη φορά», πρόσθεσε αυστηρά, «θα το φας όλο». Η Μπρένα περίμενε υπομονετικά. Θα γινόταν καλά και θα ανακτούσε τις δυνάμεις της. Μόνο τον εαυτό της έβλαπτε βουλιάζοντας στον πόνο και την αυτολύπηση. Αλλά δεν θα αδιαφορούσε πια για το αν ζούσε ή πέθαινε. Ξαφνικά, της ήρθαν στον νου τα λόγια του Άνσελμ: «Θα προτιμούσα να την αφήσω ελεύθερη, παρά να τη δω να γίνεται κτήμα άλλου». Κ αι να
που τώρα ανήκε και πάλι στον αρχηγό της φατρίας, ο οποίος όφειλε να της χαρίσει την ελευθερία της, έστω κι αν αυτό προϋπέθετε να του αποκαλύψει ότι τον είχε ακούσει η ίδια να το λέει. Τουλάχιστον έτσι δεν θα ήταν μάταια όλα τα βάσανα που πέρασε. Η Ελοΐζ μπήκε στην κάμαρα ακολουθούμενη από τη Λινέτ, που ήταν φορτωμένη με έναν μεγάλο δίσκο με φαγητό. Η Μπρένα πεινούσε σαν λύκος ξαφνικά, αλλά θα κατάφερνε να κρατηθεί λίγη ώρα ακόμα. «Σκότωσα έναν εχθρό των Χάαρντραντ και, ως εκ τούτου, απαιτώ την ελευθερία μου σύμφωνα με τον νόμο των Βίκινγκς». Τα λόγια της ξάφνιασαν τόσο τις δυο γυναίκες, ώστε έμειναν άφωνες, οπότε εκείνη εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να τους εξηγήσει τι της είχε συμβεί στην πραγματικότητα. «Μπορεί να μη με πιστεύετε», κατέληξε, «όπως αρνήθηκε κι ο Γκάρικ να δεχτεί την αλήθεια. Αλλά ορκίζομαι, και μάρτυς μου ο Θεός, ότι όλα όσα είπα είναι η αλήθεια». «Είναι απίστευτη ιστορία, Μπρένα», είπε τελικά η Ελοΐζ. «Πρέπει να παραδεχτείς ότι δύσκολα μπορεί κανείς να πιστέψει ότι επέζησες από ένα τόσο μακρύ ταξίδι μέσα στο χειμώνα». «Ναι, το παραδέχομαι. Αν δεν ήταν η αγάπη μου για τον Γκάρικ, σίγουρα θα είχα πεθάνει». «Συμφωνώ ότι η αγάπη μπορεί να εμφυσήσει πολλή δύναμη. Μπορεί να ξεπεράσει απίστευτα εμπόδια», είπε στοχαστικά η Ελοΐζ. «Ναι, εγώ σε πιστεύω, Μπρένα», κατέληξε, «αλλά δεν θα σε
πιστέψουν άλλοι». «Δε με νοιάζει τι πιστεύουν οι άλλοι. Μόνο ο άντρας σου πρέπει να με πιστέψει. Δεν θα άντεχα να είναι μάταια όλα αυτά που υπέμεινα. Πρέπει να κερδίσω την ελευθερία μου». «Θα του μεταφέρω την ιστορία σου, Μπρένα, αλλά δεν έχει σημασία αν τη δεχτεί ή όχι. Είσαι ήδη ελεύθερη γυναίκα. Ήσουν ελεύθερη από τη μέρα που παραιτήθηκε από τα δικαιώματά του πάνω σου ο γιος μου».
Κεφάλαιο 41 Η τεράστια βαρύτητα των λόγων της Ελοΐζ και η σοβαρότητα της θέσης της Μπρένα δεν την επηρέασαν ιδιαίτερα, παρά μόνο αφού ανέρρωσε πλήρως. Ήταν ελεύθερη, κι ωστόσο ήταν υπό την προστασία του Άνσελμ Χάαρντραντ, έτρωγε το φαγητό του και κοιμόταν στο σπίτι του. Έφερε βαρέως αυτή την εξάρτηση. Δεν της άρεσε να αισθάνεται υπόχρεη σ’ αυτόν τον άντρα περισσότερο απ’ όσο ήταν ήδη. Είχαν μπει στην καινούρια χρονιά δυο μήνες τώρα, και πλησίαζε η άνοιξη όταν η Μπρένα πλησίασε την Ελοΐζ. Τη βρήκε στην κεντρική αίθουσα, να επιβλέπει τις πολλές υπηρέτριές της ενώ χειριζόταν επιδέξια έναν όρθιο αργαλειό με βάρη από σαπουνόπετρα στα στημόνια, πάνω στον οποίο ήταν σχεδόν τελειωμένο ένα πανέμορφο κάλυμμα κρεβατιού. Της κόστιζε που έπρεπε να ζητήσει να δουλεύει για να νιώθει λιγότερο βάρος, αλλά δεν είχε πουθενά να πάει σ’ αυτή την ξένη χώρα, συνεπώς έπρεπε να μείνει εδώ. Όμως δεν μπορούσε πια να το κάνει χωρίς να προσφέρει για το κόστος διαβίωσής της.
«Αρχόντισσα», άρχισε απρόθυμα η Μπρένα, «δεν μπορώ να συνεχίσω να δέχομαι τη φιλοξενία σας χωρίς κάποιου είδους πληρωμή». «Δεν είναι αναγκαία, Μπρένα». «Εγώ τη θεωρώ παραπάνω από αναγκαία. Είμαι βάρος στο σπίτι σου». «Είσαι ελεύθερη γυναίκα και φιλοξενούμενή μας, Μπρένα. Είναι ανήκουστο να δέχεται κανείς πληρωμή από φιλοξενούμενο». «Τότε πρέπει να φύγω από εδώ», είπε αμετακίνητα η Μπρένα, ξέροντας πως ούτε η ίδια δεν μπορούσε να καταπνίξει την περηφάνια της. Η Ελοΐζ συνοφρυώθηκε και κούνησε το κεφάλι της. «Ο άντρας μου το πρόβλεψε ότι θα φτάναμε εδώ». Η Μπρένα τα έχασε για μια στιγμή. «Πώς είναι δυνατό να το ήξερε;» «Κ οκορεύεται ότι μπορεί να μαντέψει τις πράξεις σου. Σε βλέπει σαν κόρη Βίκινγκ που τιμά πάνω απ’ όλα την περηφάνια και το σθένος». Η Μπρένα ενοχλήθηκε που ήταν τόσο προβλέψιμη, κι ακόμα περισσότερο που ο Άνσελμ συνέδεε τα κυριότερα γνωρίσματά της με τον λαό του. «Ώστε το ήξερε ότι δεν μπορούσα να μείνω εδώ για πολύ;» «Αυτό μου είπε», παραδέχτηκε η Ελοΐζ, «αν και εγώ δεν πίστευα ότι μπορεί να είσαι τόσο απερίσκεπτη ώστε να θες να φύγεις, ενώ δεν έχεις πουθενά να πας».
Τα λόγια της έτσουξαν την Μπρένα. «Δεν μπορώ να αλλάξω αυτό που είμαι, αρχόντισσα. Είναι στη φύση μου να με ελέγχει η περηφάνια». «Το ξέρω, Μπρένα, και λυπάμαι που σε επέκρινα. Κ άποτε είχα κι εγώ την περηφάνια σου, αλλά έμαθα να τη χαλιναγωγώ, όπως ελπίζω πως θα κάνεις κι εσύ μια μέρα». «Θα φύγω το πρωί, και σ’ ευχαριστώ για τη φιλοξενία». Η Ελοΐζ κούνησε το κεφάλι της και χαμογέλασε. «Αν είσαι αποφασισμένη να το κάνεις, υπάρχει ένα σπίτι στη γη μας όπου μπορείς να μείνεις ως την άνοιξη». Η Μπρένα ένιωσε ανακούφιση, και ταυτόχρονα συντριβή. «Μόνο ως την άνοιξη;» «Μπορείς να μείνεις για όσο θες, Μπρένα. Αλλά ο άντρας μου με επιφόρτισε να σου μεταφέρω ότι, όταν έρθει η άνοιξη, είναι πρόθυμος να σε πάει πίσω στην πατρίδα σου, αν είναι αυτό που επιθυμείς». Η Μπρένα δέχτηκε αυτή την είδηση με ανάμεικτα αισθήματα. Το να αφήσει αυτή την παγωμένη χώρα ήταν η μοναδική της επιθυμία για καιρό, μέχρι που χάρισε την καρδιά της στον Γκάρικ. Κ αι τώρα; Τι θα άλλαζε αν έβαζε ανάμεσά τους την απόσταση που χώριζε τις πατρίδες τους; Ήδη τους χώριζε ένας απύθμενος ωκεανός, γεμάτο μίσος και καχυποψία. «Μπρένα, είναι αυτό που επιθυμείς;» «Ναι», απάντησε με έναν ανεπαίσθητο ψίθυρο. «Αλλά δεν υπάρχει κανείς να επιστρέψεις σ’ αυτόν, υπάρχει;» ρώτησε θλιμμένα η Ελοΐζ.
«Όχι», απάντησε η Μπρένα και χαμήλωσε το βλέμμα. «Αλλά ούτε κι εδώ υπάρχει κανείς για μένα». «Υπάρχει η θεία σου… και η αδερφή σου. Μέχρι κι εγώ έχω αρχίσει να σε αγαπώ και να ανησυχώ για σένα, επειδή ο γιος μου…» «Μη μου μιλάς γι’ αυτόν!» τη διέκοψε ασυλλόγιστα. «Είναι το πιο μοχθηρό, καχύποπτο, γεμάτο μίσος πλάσμα που γνώρισα ποτέ!» Η Μπρένα σταμάτησε και δαγκώθηκε. «Συγχώρα με, αρχόντισσα. Είναι γιος σου, και φαντάζομαι ότι στα μάτια σου είναι τέλειος». «Όχι, ο γιος μου έχει κάνει πολλά για τα οποία δεν είμαι περήφανη», παραδέχτηκε η Ελοΐζ. Η Μπρένα αγωνίστηκε να διώξει τον Γκάρικ από τις σκέψεις της. «Η θεία μου; Θα την αφήνατε να γυρίσει μαζί μου στην πατρίδα;» «Δεν ξέρω, παιδί μου», απάντησε σκυθρωπιάζοντας. «Έχουμε γίνει καλές φίλες οι δυο μας, ωστόσο υποθέτω πως εσύ θα τη χρειάζεσαι περισσότερο απ’ όσο εγώ. Θα το σκεφτώ και θα αποφασίσω πριν φύγεις». «Κ αι η αδερφή μου, και οι άλλες γυναίκες από το χωριό μου;» επέμεινε η Μπρένα. «Οι άλλες έφτιαξαν καινούρια σπιτικά, Μπρένα. Απ’ όσο ξέρω, είναι ευτυχισμένες εδώ». «Σαν σκλάβες;» ρώτησε σαρκαστικά, παρότι δεν το ήθελε. «Θα μπορούσαμε να διαφωνούμε ασταμάτητα πάνω σ’ αυτό το θέμα, κορίτσι μου», είπε
χαμογελώντας η Ελοΐζ. «Ξέρω πώς αισθάνεσαι, κι εσύ ξέρεις τις απόψεις μου. Αυτές οι γυναίκες δεν έχουν χειρότερη ζωή απ’ αυτή που τις περίμενε πίσω στη γενέτειρά μας». Η Μπρένα έκανε να διαμαρτυρηθεί, αλλά η μεγαλύτερη γυναίκα τη σταμάτησε με μια κίνηση του χεριού. «Κ αι η αδερφή σου δεν μπορεί πια να φύγει, αφού κυοφορεί το παιδί του πρωτότοκού μου. Έτσι κι αλλιώς, δεν νομίζω πως θα θέλει να γυρίσει σε έναν ερειπωμένο πύργο». Η Μπρένα ζάρωσε. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Θα έπρεπε να χτίσει ένα καινούριο σπίτι για να αντικαταστήσει το παλιό. Ακόμα κι αν στεκόταν όρθιος ο γκρίζος πύργος, δεν θα άντεχε να ζει μονάχη της εκεί. «Το σπίτι που έλεγες ότι μπορώ να μείνω ως την άνοιξη;» «Δεν είναι μακριά από εδώ, στην όχθη μιας λιμνούλας. Κ ι έχει ένα πηγάδι στην αυλή». «Φυσικά θα πληρώσω για τη χρήση του». «Φυσικά», είπε διπλωματικά η Ελοΐζ αποφεύγοντας να διαφωνήσει με την περήφανη νεαρή. «Η οικογένεια που το χρησιμοποιούσε τελευταία φορά πλήρωνε με ένα μέρος της καλοκαιρινής συγκομιδής. Αλλά μια κι εσύ δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, νομίζω ότι δύο γούνες την εβδομάδα θα είναι αρκετή πληρωμή. Έμαθα ότι κυνηγάς από παιδί, άρα δεν θα δυσκολευτείς, πιστεύω». «Μπα, είναι πολύ λίγο. Θα δίνω τρεις γούνες την
εβδομάδα», δήλωσε. «Μπρένα!» τη μάλωσε η Ελοΐζ. «Επιμένω». Η μεγαλύτερη γυναίκα κούνησε απαυδισμένη το κεφάλι της, αλλά δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. «Τότε κι εγώ επιμένω να με αφήσεις να σε εφοδιάσω με αλάτι, γιατί θα καταλήξεις με περισσότερο κρέας απ’ όσο μπορείς να καταναλώσεις, και θα χρειαστεί να το παστώσεις. Κ αθώς και με ταγή και σίκαλη, και μερικά αποξηραμένα χορταρικά, γιατί δεν μπορείς να τρέφεσαι αποκλειστικά με κρέας». Η Μπρένα κατένευσε με ικανοποίηση. «Συμφωνώ. Κ ι ως την άνοιξη, θα έχω αρκετές γούνες για να πληρώσω τον διάπλου μου για την πατρίδα». «Αυτό κι αν δεν είναι αναγκαίο, Μπρένα. Ο Άνσελμ δεν θα το δεχτεί ποτέ». «Παρ’ όλα αυτά, έτσι θα γίνει», είπε και βγήκε από τη σάλα. Η Ελοΐζ σήκωσε ψηλά τα χέρια της. «Ανόητη περηφάνια», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της και αφοσιώθηκε ξανά στον αργαλειό της.
Κεφάλαιο 42 Το σπιτάκι ήταν τέλειο για τις ανάγκες της Μπρένα, και είχε καθαριστεί σχολαστικά πριν φτάσει εκεί. Ήταν αρκετά μικρό για να ζεσταίνεται με μία φωτιά, και πολύ κοντά στο δάσος, όπου αφθονούσαν τα θηράματα. Το σπίτι ήταν εξοπλισμένο με σιδερένια σκεύη μαγειρικής, καθαρές μάλλινες κουβέρτες, μία βαλλίστρα και δόκανα για το κυνήγι, ως και μια αλλαξιά ρούχα φτιαγμένα από μαλακό μαλλί, κι έναν ζεστό μανδύα. Το μόνο πράγμα που δεν της είχε παρασχεθεί ήταν μια μπανιέρα για να πλένεται, αλλά η Μπρένα υπέθεσε ότι αυτό έγινε επειδή ήταν τόσο κοντά η λιμνούλα. Παρ’ όλα αυτά, ήταν ακόμα καλυμμένη με πάγο, και η προοπτική να τον σπάσει για να βουτήξει στα παγωμένα νερά δεν ήταν καθόλου δελεαστική. Θα βολευόταν να νίβεται με το σφουγγάρι, μέχρι να ζεστάνει ο καιρός. Η Μπρένα τακτοποιήθηκε στο καινούριο σπιτάκι της με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Ήταν ανεξάρτητη τώρα, αποκλειστικά υπεύθυνη για τον εαυτό της. Απολάμβανε τη νεοαποκτημένη ελευθερία της, αλλά η γοητεία του πρωτόγνωρου δεν άργησε
να ξεθωριάσει, αφήνοντας ελεύθερο χώρο στη μοναξιά. Έτσι μόνη όπως ήταν, δεν κατάφερνε να βγάλει από το μυαλό της τον Γκάρικ. Όταν τον συνάντησε μια μέρα στο δάσος και προσπέρασαν ο ένας τον άλλο δίχως λέξη σαν εχθροί, η μελαγχολία της έγινε ακόμα βαρύτερη. Εξόντωνε τον εαυτό της πηγαίνοντας καθημερινά για κυνήγι, κι έπειτα δούλευε ακόμα σκληρότερα για να συντηρεί το κρέας και να επεξεργάζεται τα τομάρια, πριν μαγειρέψει τελικά το φαγητό της για την επόμενη μέρα και πέσει κατάκοπη για ύπνο. Οι μέρες της μπήκαν σε μια ρουτίνα που περιστρεφόταν αποκλειστικά γύρω από τη δουλειά, ενώ πάσχιζε απεγνωσμένα να απασχολεί τον νου της με πεζά θέματα. Στο μεταξύ, ο πάγος στην επιφάνεια της λίμνης ράγισε και έλιωσε όσο μεγάλωναν οι μέρες, αλλά ο καιρός δεν φαινόταν να ζεσταίνει, οπότε η Μπρένα προτιμούσε να μην κάνει μπάνιο στη λίμνη. Κ αι τότε, καινούρια ανθάκια άρχισαν να διαδέχονται τα χειμωνιάτικα μπουμπούκια, και το χιόνι χάθηκε από το μεγαλύτερο μέρος της γης. Η άνοιξη είχε καταφτάσει στη Νορβηγία.
•
Η Μπρένα ήταν περιχαρής όταν είδε το κάρο που ζύγωνε κλυδωνιζόμενο στο σπίτι της. Ήλπιζε πως θα
ήταν η Ελοΐζ ή η Λινέτ, με ειδήσεις για το πόσο σύντομα θα σάλπαρε ο Άνσελμ. Αλλά της είχε λείψει τόσο η συντροφιά, ώστε δεν απογοητεύτηκε στο ελάχιστο όταν είδε την Τζέινι και τη Μόντια να πηδούν από το σκεπαστό κάρο με το οποίο τις είχε φέρει ο Έριν. Μετά τους θερμούς χαιρετισμούς που ανταλλάχτηκαν, η Μπρένα τους οδήγησε στο σπίτι της, ευγνώμων που είχε στη φωτιά ένα γενναιόδωρο γεύμα για να μοιραστούν. Ο Έριν είχε φέρει ένα ασκί με κρασί που του χάρισε ο Γκάρικ για το χειμερινό ηλιοστάσιο, και ήπιαν όλοι στην υγειά τους. Έπειτα, και παρά τις διαμαρτυρίες της Μπρένα, ο γερο-ιπποκόμος πήγε να κόψει ξύλα, νιώθοντας άβολα ανάμεσα σε τόσες γυναίκες που φλυαρούσαν. Στην αρχή, η Τζέινι και η Μόντια ήταν κάπως κουμπωμένες, αμήχανες με την καινούρια κοινωνική θέση της Μπρένα, αλλά λίγο το κρασί που κατανάλωσαν, λίγο η γνήσια ζεστασιά της οικοδέσποινας, το ξεπέρασαν. «Ο Έριν μας είπε τι σου συνέβη, Μπρένα», άρχισε η Μόντια. «Είναι θαύμα που είσαι ζωντανή». Εκείνη αρκέστηκε να κατανεύσει. Σπάνια θυμόταν το διάστημα που λίγο έλειψε να της κοστίσει τη ζωή. Προτιμούσε να το αφήσει να ξεχαστεί. «Ο Γκάρικ είναι αληθινός Βίκινγκ τώρα». «Τι θες να πεις, Μόντια;» ρώτησε η Μπρένα. Ανακάλυψε ότι φλεγόταν να μάθει νέα του, κι ας μην το παραδεχόταν. «Είναι το τέρας που περιέγραφε σε ιστορίες η
μαμά μου για να με τρομάξει όταν ήμουν άτακτη. Έχει γίνει απίστευτα κακός από τότε που έφυγες, Μπρένα. Είναι πολύ χειρότερος κι από πριν, τότε που τον παράτησε εκείνη η γυναίκα για έναν άλλο. Τώρα είναι μονίμως έτοιμος να εκραγεί με το παραμικρό. Δεν ξέρεις πόσο με τρομάζει!» «Κ ατά τα άλλα, πώς είναι;» «Αν εννοείς την υγεία του, είναι μια χαρά. Μόνο που πίνει όλο και πιο πολύ, ώσπου, για μεγάλη ανακούφιση όλων, πέφτει ξερός». «Τώρα γίνεσαι υπερβολική!» «Πού τέτοια τύχη». «Ούτε λίγο;» «Όχι, Μπρένα», παρατήρησε θλιμμένα η Τζέινι. «Πρόσβαλε τους φίλους του με τον θυμό του – ακόμα και τον Πέριν. Ανταλλάχτηκαν κουβέντες που δεν γίνεται να ξεχαστούν. Ο Πέριν δεν έρχεται πια». «Λυπάμαι», είπε η Μπρένα. «Κ ι αν μπορείς να το πιστέψεις, ο αφέντης Γκάρικ έγινε ακόμα πιο άσπλαχνος αφότου διέσχισε το φιόρδ!» πρόσθεσε η Μόντια. «Πότε έγινε αυτό;» ρώτησε έκπληκτη εκείνη. «Όχι πολύ καιρό αφού γύρισες. Έφυγε οπλισμένος σαν αστακός, λες κι ετοιμαζόταν για πόλεμο. Αλλά δεν έλειψε πάνω από μία μέρα. Δεν έλεγε σε κανέναν γιατί πήγε ή γιατί δυσαρεστήθηκε τόσο μ’ αυτό που έμαθε». Τι μπορεί να έμαθε που δεν θα επιβεβαίωνε την ιστορία της; Μάλλον την αλήθεια, που αποδείκνυε
το λάθος του. Κ ι έκτοτε ήταν τόσο οργισμένος επειδή το πείσμα του δεν του επέτρεπε να επανορθώσει για την αδικία που έκανε αμφισβητώντας την. «Είναι θαύμα που γύρισε καν εκείνη τη μέρα», σχολίασε η Μόντια. «Αν τον τσάκωναν οι Μπόργκσεν, θα τον σκότωναν». Η παλιά περιέργεια της Μπρένα αναζωπυρώθηκε. «Αυτή η βεντέτα ανάμεσα στις δύο φατρίες… Πείτε μου γι’ αυτήν». «Δεν τα ξέρεις;» απόρησε η Μόντια. «Νόμιζα ότι σου τα είχε πει η Τζέινι». «Εγώ νόμιζα ότι της τα είπες εσύ». «Μήπως να μου τα πει κάποια απ’ τις δύο;» δυσανασχέτησε η Μπρένα. «Δεν είναι τόσο μεγάλη ιστορία», είπε η Τζέινι. «Τότε άσε εμένα να την πω», πετάχτηκε η Μόντια, μεγάλη λάτρης του κουτσομπολιού. «Πέρασαν πέντε χειμώνες από τότε που άρχισαν όλα. Πιο πριν, ο αρχηγός των Μπόργκσεν και ο πατέρας του Γκάρικ ήταν καλοί φίλοι, αδερφοποιτοί για να λέμε την αλήθεια. Ο Λάθαμ Μπόργκσεν είχε τρεις γιους: ο μικρότερος, που είχε μόλις γυρίσει από το πρώτο του ταξίδι στη θάλασσα, ήταν ο Σέντρικ, αυτός που είπες ότι…» «Ναι, συνέχισε», τη διέκοψε η Μπρένα πριν ξεφύγει από το θέμα. «Ήταν φθινόπωρο, και πλησίαζε ο καιρός να αποταθεί φόρος τιμής στους θεούς για την καλή σοδειά. Ο Άνσελμ ετοίμασε ένα τεράστιο γλέντι, και
οι δύο φατρίες συγκεντρώθηκαν για να γιορτάσουν μαζί. Το πιοτό και οι πανηγυρισμοί συνεχίστηκαν για βδομάδες – οι ποσότητες υδρομελιού που καταναλώθηκαν ήταν πρωτοφανείς στα χρονικά». «Αλλά τι μπορεί να συνέβη για να βάλει τέλος σε τέτοια φιλία;» ρώτησε ανυπόμονα η Μπρένα. «Ο θάνατος της μοναχοκόρης του Άνσελμ, της Τάρα. Ήταν όμορφη κοπέλα, απ’ ό,τι μας έχουν πει, αλλά φιλάσθενη και τρομερά ντροπαλή με όλους, εκτός από την οικογένειά της. Αν και μετρούσε δεκαπέντε καλοκαίρια, δεν πήγαινε ποτέ σε γιορτές, ακόμα κι αφού της επιτρεπόταν. Γι’ αυτό δεν τη γνώριζαν οι γιοι του Λάθαμ Μπόργκσεν…» «Τι σχέση είχαν αυτοί;» «Δεν είναι γνωστές οι λεπτομέρειες, Μπρένα. Κ ατά γενική παραδοχή, η Τάρα βγήκε για έναν περίπατο για να ηρεμήσει λίγο από τον σαματά του γλεντιού. Τη βρήκαν το επόμενο πρωί πίσω από την αποθήκη, με το πρόσωπό της παραμορφωμένο από το ξύλο, τη φούστα της ανεβασμένη γύρω από τη μέση της, και το παρθενικό της αίμα πασαλειμμένο στους μηρούς της. Κ αρφωμένο στην καρδιά της ήταν το ίδιο της το στιλέτο, με το χέρι της να σφίγγει σπασμωδικά τη λαβή». Η Μπρένα έφριξε με την τρομερή μοίρα μιας τόσο νέας κοπέλας. «Αυτοκτόνησε;» «Κ ανείς δεν ξέρει με σιγουριά, αλλά οι περισσότεροι αυτό υποθέτουν, επειδή δεν μπορούσε να ζήσει με αυτό που της είχαν κάνει». «Ποιος μπορεί να έκανε κάτι τόσο τερατώδες;»
ρώτησε μάλλον άστοχα η Μπρένα. «Οι γιοι του Λάθαμ: ο Ζερβέ, ο Έντγκαρ και ο Σέντρικ. Κ αι οι τρεις μαζί». «Πώς μαθεύτηκε;» «Προδόθηκαν το επόμενο πρωί, όταν έμαθαν ποια ήταν η Τάρα. Το έβαλαν στα πόδια πανικόβλητοι κι οι τρεις. Ήταν τρομερές ώρες για όλους – η οδύνη, κι έπειτα η λυσσασμένη δίψα για αίμα και εκδίκηση. Ο αφέντης Γκάρικ λάτρευε τη μικρή του αδερφή, όπως και ο Χιου. Τα δυο αδέρφια μονομάχησαν για το ποιος θα είχε την τιμή να εκδικηθεί για τον θάνατό της. Νίκησε ο Χιου. Δεν είχε σημασία που οι αδερφοί Μπόργκσεν νόμιζαν ότι ξεπαρθένευαν μια ασήμαντη κοπελιά ή την πέρασαν για απλή σκλάβα. Είχε διαπραχθεί ένα έγκλημα ενάντια στη φατρία Χάαρντραντ, και οι ένοχοι θα τιμωρούνταν. »Ο Άνσελμ, ο Γκάρικ και πολλοί άλλοι διέσχισαν το φιόρδ μαζί με τον Χιου. Ο Άνσελμ ήταν συντετριμμένος με αυτό που είχε συμβεί, όπως και ο φίλος του ο Λάθαμ. Ο Χιου προκάλεσε πρώτα τον Έντγκαρ και τον σκότωσε με δίκαιη μάχη. Ήταν έτοιμος να προκαλέσει και τους άλλους δύο, αλλά ο Άνσελμ έβαλε τέλος, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες των γιων του. Οι Χάαρντραντ γύρισαν τον τόπο τους και περίμεναν από τους Μπόργκσεν τα αντίποινα. Δεν έγιναν ποτέ, εκτός από κάποια ξεστρατισμένα ζώα που βρίσκονται κατά καιρούς σφαγμένα. Κ αι οι δύο οικογένειες υπέστησαν από μια απώλεια, και οι δύο αρχηγοί ήταν απρόθυμοι να μακρύνουν τον κατάλογο».
«Τι τραγική ιστορία. Δεν αναρωτήθηκε κανείς γιατί δεν φώναξε η Τάρα όταν την επιτέθηκαν; Δεν θα είχε συμβεί τίποτα αν καλούσε σε βοήθεια». «Ήταν τόσο συνεσταλμένο κορίτσι, φοβόταν και τη σκιά του», απάντησε η Τζέινι. «Ίσως παρέλυσε από τον φόβο της, έχασε τη φωνή της· αλλιώς μπορεί να την εμπόδισαν αυτοί να φωνάξει». «Λένε πως ήταν πάντα αδύναμο παιδί, από τη γέννα κιόλας», πρόσθεσε η Μόντια. «Είναι απορίας άξιο που της επέτρεψαν να ζήσει όταν γεννήθηκε». «Της επέτρεψαν; Τι είδους λογοπαίγνιο είναι αυτό;» «Κ ανένα λογοπαίγνιο, Μπρένα», απάντησε η Τζέινι χωρίς να κρύβει την αηδία της. «Αν ήξερα αυτή την πατροπαράδοτη συνήθεια των Βίκινγκς όταν κουβαλούσα μέσα μου τον γιο μου, θα είχα τρελαθεί από τον φόβο μου. Αλλά το μωρό μου ήταν υγιές, δόξα τω Θεώ». Η Μπρένα ανατρίχιασε. «Τι θες να πεις; Ποια συνήθεια των Βίκινγκς;» «Το τελετουργικό της γέννας», απάντησε η Μόντια με την ίδια αποστροφή. «Κ άθε νεογέννητο πρέπει να γίνει αποδεκτό από τον πατέρα του, είτε είναι παντρεμένος με τη μάνα είτε όχι. Όπως ξέρεις, αυτοί οι άνθρωποι απεχθάνονται την αδυναμία. Θεωρείται αυτονόητο ότι ένας άντρας ή μια γυναίκα που δεν είναι γεροί και δυνατοί δεν μπορούν να επιζήσουν σ’ αυτή την τραχιά γη. Έτσι, αν ένα μωρό γεννηθεί αδύναμο ή παραμορφωμένο, ο πατέρας το απορρίπτει, και τότε το εκθέτουν στα
στοιχεία της φύσης. Το νεογέννητο πεθαίνει βέβαια, αλλά ο πατέρας απαλλάσσεται από την ευθύνη επειδή τάχα το παιδί δεν θα επιζούσε έτσι κι αλλιώς, και θα ήταν σπατάλη πόρων η φροντίδα και η τροφή που θα του δινόταν, ενώ άλλοι τις χρειάζονταν περισσότερο». «Αυτό είναι βάρβαρο!» αναφώνησε η Μπρένα, παλεύοντας να καταστείλει το κύμα ναυτίας που ανέβηκε στον λαιμό της. «Ποιο πράγμα είναι βάρβαρο;» ρώτησε ο Έριν, που γύρισε μέσα φορτωμένος με μια στοίβα καυσόξυλα. «Το έθιμο να απορρίπτουν ένα αδύναμο βρέφος, να το παρατάνε να πεθάνει από το κρύο ή την πείνα, πριν καν προλάβει η μάνα να το κρατήσει στην αγκαλιά της», απάντησε η Τζέινι. «Κ αι γιατί είναι βάρβαρο αυτό;» ρώτησε προκλητικά εκείνος, πετώντας τα ξύλα μπροστά στο τζάκι. «Θέλει ρώτημα;» απόρησε η Μπρένα. «Είσαι το ίδιο απολίτιστος όσο αυτοί οι Βίκινγκς, Έριν, αν δέχεσαι τέτοιο φρικτό έθιμο!» «Όχι, κάνεις λάθος. Απλώς σκέφτομαι ότι είναι το λιγότερο σκληρό από δύο κακά. Ρώτα την Τζέινι, είναι μητέρα. Ρώτησέ την αν η αγάπη για το παιδί της δεν μεγαλώνει όλο και περισσότερο κάθε μέρα που περνάει». «Έτσι είναι», συμφώνησε η Τζέινι. «Πού θες να καταλήξεις, Έριν;» «Ο δεσμός ανάμεσα στη μάνα και στο παιδί είναι
δυνατός, αλλά δημιουργείται αφού κρατήσει εκείνη το παιδί στην αγκαλιά της». Η Μπρένα έφριξε. «Δηλαδή πιστεύεις ότι είναι καλοσύνη να θανατώνεται το μωρό στη γέννα, πριν δημιουργηθεί αυτός ο δεσμός; Κ ι αυτός που νιώθει η μητέρα όσο έχει στα σπλάχνα της το παιδί; Αγνοείται έτσι απλά;» «Το μόνο που ξέρω εγώ είναι ότι έχασα έναν γιο στη γέννα, αν και έγινε από φυσικά αίτια. Η γυναίκα μου κι εγώ θρηνήσαμε για λίγο, κι έπειτα ξεχάσαμε το παιδί που δεν γνωρίσαμε. Απέκτησα έναν δεύτερο γιο τον οποίο αγάπησα, και τον έχασα μετά από δέκα σύντομα καλοκαίρια. Αυτό τον γιο τον πενθώ μέχρι και σήμερα, ακόμα κουβαλάω μέσα μου αναμνήσεις που με στοιχειώνουν». «Λυπάμαι, Έριν». «Λυπάσαι, ναι, αλλά καταλαβαίνεις, Μπρένα; Βλέπεις ότι είναι πιο σπλαχνικό να χαθεί το παιδί στη γέννα, προτού μάθει τι έχει να προσφέρει η ζωή, πριν το λατρέψουν οι γονείς του, αντί να πεθάνει αργότερα, όταν η απώλεια μπορεί να τσακίσει τους γονείς;» «Όχι, αυτό δεν το καταλαβαίνω. Ένα αδύναμο παιδί μπορεί να δυναμώσει, ένα παραμορφωμένο παιδί μπορεί να μάθει να τα βγάζει πέρα μόνο του». «Στον τόπο σου ίσως, κορίτσι μου, αλλά εδώ είναι ο Βορράς, και τις ζωές ορίζει το χιόνι και ο πάγος. Είναι άνοιξη, αλλά ακόμα καις το τζάκι για ζεστασιά. Κ οίτα τον καπνό, Μπρένα. Ένα αδύναμο μωρό θα πέθαινε από τέτοιο καπνό, αλλά άμα το
κρατούσες μακριά από τη φωτιά, μπορεί να πέθαινε από το κρύο». «Δεν θα μπορούσα ποτέ να καταλάβω αυτό το σκεπτικό, Έριν, οπότε ας το αφήσουμε», είπε η Μπρένα και γύρισε την πλάτη της. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς σερβίριζε το γεύμα στους φίλους της. Είχε ενθουσιαστεί που τους ξαναείδε, αλλά τώρα ευχόταν να μην είχαν έρθει ποτέ. Η κουβέντα τους πρώτα για τη βεντέτα και μετά για τη θανάτωση νεογέννητων της είχε μαυρίσει την καρδιά. Δεν κατάφερε να αγγίξει καν το φαγητό της, τόσο αναστατωμένο ήταν το στομάχι της. Στο μεταξύ, οι άλλες φλυαρούσαν σαν να μην επηρεάστηκαν καθόλου από την προηγούμενη συζήτησή τους, ενώ ο Έριν κοίταζε εξεταστικά την Μπρένα. Εκείνη προσπαθούσε να αποφύγει το βλέμμα του, και τελικά σηκώθηκε από το τραπέζι τάχα για να συγυρίσει την κάμαρα. Λίγο μετά, μην αντέχοντας άλλο το επίμονο βλέμμα του, γύρισε και τον κοίταξε. «Γιατί με κοιτάς έτσι;» ρώτησε επιτακτικά. Εκείνος δεν πτοήθηκε από τον τόνο της. «Είσαι έγκυος, κορίτσι μου;» Η Μπρένα αρνιόταν να το παραδεχτεί ακόμα και στον εαυτό της. Δεν υπήρχε περίπτωση να το ομολογήσει σε άλλον. «Όχι, δεν είμαι!» «Το ίδιο θα σε ρωτούσα κι εγώ, Μπρένα», είπε η Μόντια. «Πήρες λίγο βάρος». «Είπα όχι!» φώναξε η Μπρένα, καλύπτοντας
ασυναίσθητα την κοιλιά με τα χέρια της. «Δεν είμαι έγκυος, σας λέω!» Το μυαλό της πλημμύρισαν κάθε είδους ολέθριες πιθανότητες. Ο Γκάρικ να απορρίπτει το μωρό της εξαιτίας του μίσους του γι’ αυτήν. Να εξαναγκάζεται να μείνει, όπως η Κ ορντέλα. Αλλά όχι, αυτό δεν θα συνέβαινε! Ήταν άνοιξη. Σύντομα θα έφευγε για την πατρίδα της, πολύ σύντομα. Λίγο μετά το ξέσπασμά της, οι επισκέπτες της έφυγαν χωρίς να τους έχει πείσει η άρνησή της.
Κεφάλαιο 43 Η Μπρένα πέρασε μια άγρυπνη νύχτα γεμάτη τρομερές εικόνες που δεν μπορούσε να ελέγξει. Το πρωί είχε τρομερό εκνευρισμό, ήταν εξαντλημένη αλλά σε πλήρη εγρήγορση. Επιτέλους, είχε αποδεχτεί την αλήθεια. Μεγάλωνε ένα παιδί μέσα της. «Ένα παιδί για ένα παιδί», είπε μεγαλόφωνα, οικτίροντας τον εαυτό της. «Θα μπορούμε κι οι δυο να παίζουμε παιχνίδια, να έχουμε εκρήξεις θυμού. Θεέ μου, δεν θέλω να γίνω μητέρα! Δεν ξέρω πώς να είμαι μητέρα!» Έκλαψε, κι ας νόμιζε ότι είχαν στερέψει τα δάκρυά της όλη νύχτα. Ο Άνσελμ έπρεπε να σηκώσει γρήγορα πανιά, πριν παρατηρήσει και κανείς άλλος την κατάστασή της. Έπρεπε να απομακρυνθεί το συντομότερο απ’ αυτή την πρωτόγονη γη, να γεννήσει ανάμεσα στους συμπατριώτες της, εκεί που δεν χρειαζόταν να φοβάται για τη ζωή του μωρού της. Άρχισε τις ετοιμασίες για την αναχώρησή της. Όταν άνοιξε την πόρτα, είχε την αίσθηση ότι συνωμοτούσαν εναντίον της οι θεοί του νορβηγικού πάνθεου. Η γη ήταν καλυμμένη με έναν λευκό
μανδύα από φρέσκο χιόνι. Πώς τολμάει να χιονίζει τόσο μέσα στην άνοιξη; αναρωτήθηκε παράλογα. Κ υριευμένη από πανικό, κάλπασε ως τον οικισμό του Άνσελμ. Αναζήτησε την Ελοΐζ και τη βρήκε μαζί με την Κ ορντέλα. Έραβαν μωρουδιακά ρουχαλάκια. Άραγε ήξερε η Κ ορντέλα τι μοίρα περίμενε το παιδί της, αν δεν γεννιόταν υγιές; Κ αι η Ελοΐζ; Η Μπρένα κοίταξε τα ρουχαλάκια, ξεχνώντας για μια στιγμή τον λόγο που είχε έρθει. «Μπρένα, φαίνεσαι αναστατωμένη», παρατήρησε η αρχόντισσα αφήνοντας το εργόχειρό της. «Το φως θα φταίει, αρχόντισσα», απάντησε ένοχα η Μπρένα. «Σφύζω από υγεία». «Μακάρι να ίσχυε για όλους αυτό». «Κ υρά μου;» «Αρρώστησε ο άντρας μου. Δεν είναι σοβαρό, αλλά είναι καθηλωμένος στο κρεβάτι». Σάμπως για να επιβεβαιώσει τα λόγια της, ο Άνσελμ ακούστηκε να κραυγάζει κάτι από την κάμαρά του. «Τι λέγαμε;» «Σε πόσο καιρό θα είναι αρκετά καλά για να σαλπάρει;» ρώτησε ανήσυχα η Μπρένα. «Δεν το βλέπω πολύ σύντομα, Μπρένα, αν και δεν θα αργήσει πολύ. Έκαναν τις τελευταίες επιδιορθώσεις στο καράβι του πριν απ’ αυτή την αναπάντεχη χιονόπτωση. Τώρα οι άντρες πρέπει να περιμένουν να ζεστάνει ξανά ο καιρός για να συνεχίσουν. Ως τότε, λογικά θα έχει αναρρώσει και ο άντρας μου». «Σε πόσο καιρό, όμως;» «Στις αρχές του καλοκαιριού, υποθέτω. Είναι η
τέλεια εποχή για θαλασσινό ταξίδι». «Το καλοκαίρι! Δεν μπορώ να περιμένω τόσο, αρχόντισσα!» Ο τόνος της Μπρένα είχε ανέβει αισθητά, αν και δεν το συνειδητοποίησε. «Τι συμβαίνει, Μπρένα;» ρώτησε η Κ ορντέλα. «Εγώ χάρηκα όταν έμαθα ότι δεν θα έφευγες τόσο γρήγορα. Τουλάχιστον θα είσαι εδώ όταν γεννήσω». Πόσο είχε αλλάξει την Κ ορντέλα η επικείμενη μητρότητα! Δεν ήταν πια εμπαθής, κυριευμένη από δίψα για εκδίκηση. Επιτέλους, ήταν πραγματικά ευτυχισμένη. «Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να μείνω, αν και ασφαλώς θα χαρώ πολύ να δω το μωρό σου πριν φύγω, Ντέλα. Αν στείλεις να με φωνάξουν όταν αρχίσουν οι πόνοι, θα σε βοηθήσω όσο μπορώ». Κ αι θα φροντίσω να μην πάθει κανένα κακό το μωρό σου, πρόσθεσε βουβά πριν τις αποχαιρετήσει. Βγαίνοντας για να φύγει, η Μπρένα στάθηκε απότομα όταν είδε τον Γκάρικ να μπαίνει ιππεύοντας στην αυλή. Πλάι του, καβάλα σε μια φοράδα με κοντά πόδια, ήταν η Μόρνα. Το χαμόγελό της έλαμπε, το καμπανιστό της γέλιο ήταν σαν μουσική στον αέρα. Η Μπρένα συνάντησε το βλέμμα του Γκάρικ και ρίγησε με την παγερή έκφρασή του. Έκανε μεταβολή για να γυρίσει μέσα στην αίθουσα, να κρυφτεί, να τρέξει, να φύγει μακριά, μακριά από εκείνη την αδιάφορη μάσκα που την πονούσε περισσότερο κι από αλάτι σε πληγή. Αλλά ο ήχος της φωνής του
τη σταμάτησε ξανά, κατατρέχοντάς τη με τον τρυφερό της τόνο. «Άσε με να σε βοηθήσω να ξεπεζέψεις, αγάπη μου». Η Μπρένα ένιωσε να πνίγεται από πρωτόγνωρη οδύνη. Μιλούσε στη δική της γλώσσα, όχι τη μητρική του, προφανώς για να είναι σίγουρος ότι η ίδια θα καταλάβαινε κάθε του λέξη. Κ όρταρε σκόπιμα τη Μόρνα μπροστά της. Πώς μπορεί να συγχώρεσε αυτήν, και όχι εμένα; αναρωτήθηκε σπαράζοντας. «Τι είπες, Γκάρικ;» «Άσε με να σε βοηθήσω να ξεπεζέψεις», της απάντησε στη γλώσσα τους. «Το ήξερα πως θα άλλαζες γνώμη», παρατήρησε όλο αυτοπεποίθηση η Μόρνα. «Όταν άκουσα ότι ξεφορτώθηκες εκείνη την Κ έλτισσα ξελογιάστρα, ήξερα πως θα γινόσουν ξανά δικός μου». «Το ήξερες, ε;» Η Μπρένα δεν άντεχε να ακούσει άλλα. Διέσχισε τρέχοντας την αίθουσα υποδοχής, χωρίς καν να ακούσει την Κ ορντέλα και την Ελοΐζ που τη φώναζαν, και βγήκε παραπατώντας στο πίσω μέρος του σπιτιού. Σκούπισε θυμωμένη τα δάκρυα που θόλωναν την όρασή της κι έτρεξε ίσια στον στάβλο να πάρει τη Γουίλοου. Όταν ο Γκάρικ είδε ότι η Μπρένα είχε φύγει, τράβηξε το χέρι του από τη μέση της Μόρνα. Κ οίταζε με δολοφονική ένταση την ανοιχτή πόρτα στην οποία στεκόταν ως πριν από λίγο η Μπρένα,
μουδιασμένος από την επιθυμία του να την αγγίξει, αλλά ταυτόχρονα ξέροντας ότι, αν βρισκόταν τόσο κοντά της, θα τη σκότωνε. «Έλα λοιπόν, βοήθησέ με να κατέβω, αγάπη μου». Ο Γκάρικ την κοίταξε με μάτια που πετούσαν σπίθες. «Χάσου πριν νιώσεις το βάρος του σπαθιού μου!» «Τι-τι έπαθες;» «Μη διανοηθείς να με ξαναπλησιάσεις στον δρόμο, Μόρνα, ούτε να με ακολουθήσεις άλλη φορά! Αν αγαπάς τη ζωή σου, κοίτα να με αποφεύγεις στο εξής!» «Μα… νόμιζα ότι με συγχώρησες!» διαμαρτυρήθηκε. «Μου χαμογελούσες. Δεν… δεν γρύλιζες έτσι πριν από λίγο, όταν αυτή…» Η Μόρνα πήρε μια κοφτή ανάσα και γούρλωσε τα μάτια της. «Δηλαδή προσποιούσουν για χάρη της και μόνο;» «Πρόσεχε, Μόρνα», την προειδοποίησε ψυχρά. «Δεν έχω την υπομονή να ανεχτώ την παρουσία σου». «Γκάρικ, σε παρακαλώ, πρέπει να με συγχωρήσεις για το παρελθόν. Κ άποτε μοιραζόμασταν μια αγάπη, το ξέχασες;» «Όχι, θυμάμαι ότι μου ορκίστηκες την αγάπη σου». Η φωνή του χαμήλωσε, θυμίζοντας τη νηνεμία πριν την καταιγίδα. «Κ αι θυμάμαι επίσης ότι ρίχτηκες ξεδιάντροπα στον πρώτο άντρα που κούνησε ένα πουγκί μπροστά στα άπληστα μάτια σου». «Έχω αλλάξει, Γκάρικ. Δεν θεωρώ πια σημαντικό
τον πλούτο». «Εύκολα το λες τώρα που έχεις αυτά που ήθελες», της είπε με περιφρόνηση. «Όχι, όχι δεν είναι αλήθεια. Σε θέλω. Πάντα εσένα ήθελα». «Κ ι εγώ σε ήθελα – τότε! Αλλά όχι πια! Θα σαπίσω στην κόλαση πριν ασχοληθώ ξανά μαζί σου!» «Μην το λες αυτό, Γκάρικ!» φώναξε ικετευτικά εκείνη. «Φύγε, Μόρνα!» «Αυτή η ξένη μάγισσα φταίει που δεν με συγχωρείς! Με τι ξόρκι σ’ έδεσε;» «Κ ανένα ξόρκι! Έχει πεθάνει για μένα, όπως κι εσύ. Κ αμιά σας δεν θα βρει συγχώρεση μέσα μου!» «Βρε παλιο…» Τη διέκοψε με μια γερή ξυλιά στα καπούλια του αλόγου της. Το ζώο όρμησε καλπάζοντας έξω από την αυλή, με τη Μόρνα να αγωνίζεται να το ελέγξει, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να κοιτάξει πίσω. Ο Γκάρικ απέστρεψε αηδιασμένος το βλέμμα. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι κάποτε πίστευε πως αγαπούσε αυτή τη γυναίκα. Ήταν γοητευμένος από την ομορφιά της και περήφανος που θα παντρευόταν την πιο ποθητή κοπέλα στη χώρα. Αλλά δεν μετριέται έτσι η αγάπη. Όταν την έχασε, ήταν ο πληγωμένος εγωισμός του που τον έκανε πικρόχολο, το γεγονός ότι είχε προτιμήσει έναν χοντρό έμπορο από εκείνον. Μοναδικό κίνητρο της Μόρνα ήταν η απληστία. Η Μπρένα ποθούσε την ελευθερία κι ήταν ανίκανη
να μοιράζεται τον εαυτό της. Είχε φτάσει σε αδιανόητα άκρα για χάρη της ελευθερίας και της ανάγκης της να ελέγχει η ίδια τη ζωή της. Είχε καταφύγει σε ψέματα, στην απάτη. Έδωσε όρκους αγάπης με την ίδια ευκολία που το έκανε κάποτε η Μόρνα, ξεστομίζοντας κούφια λόγια χωρίς αλήθεια μέσα τους. Πολύ καλά! Ο Γκάρικ δεν θα την εμπόδιζε να χαρεί την ελευθερία της, να επιστρέψει στην πατρίδα της, να φύγει οριστικά από τη ζωή του! Τώρα μπήκε στην αίθουσα υποδοχής και κατέπνιξε ένα μέρος της οργής του πριν πλησιάσει τη μητέρα του. Η παρουσία της αδερφής της Μπρένα, που φαινόταν τόσο ικανοποιημένη, αν όχι ευτυχισμένη, με την καινούρια της ζωή εδώ, έτσουξε σαν αλάτι στις πληγές του. Γιατί έπρεπε η Μπρένα να είναι η μόνη που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί; «Πού είναι ο Χιου;» ρώτησε ξερά ο Γκάρικ. Η Ελοΐζ δεν σήκωσε το βλέμμα από το εργόχειρό της. «Έχει έρθει ο μικρότερος γιος μου, αλλά δεν θα το καταλάβαινα, μια και ξέχασε τους βασικούς κανόνες καλής συμπεριφοράς που κουράστηκα τόσο να του διδάξω». Ο Γκάρικ έλαβε το μήνυμα και χαμογέλασε παρά τη θέλησή του, σκύβοντας να τη φιλήσει στο μέτωπο. «Εύκολα γίνεται κανείς αμελής, όταν είναι ο μοναδικός Βίκινγκ γιος που δείχνει τον δέοντα σεβασμό στη μητέρα του». «Μια αλήθεια που ραγίζει πολλές μητρικές καρδιές, στοιχηματίζω. Αλλά εσύ είσαι κατά το
ήμισυ χριστιανός, Γκάρικ, και, παρότι δεν το ξέρουν πολλοί, σε ανέθρεψα διαφορετικά». Τελικά άφησε στην άκρη το εργόχειρό της και τον κοίταξε με σπινθηροβόλα μάτια. «Ψάχνεις τον αδερφό σου; Έβγαλε τα γελάδια να βοσκήσουν». «Πότε;» «Πριν αρχίσει να χιονίζει». «Άρα θα καθυστερήσει», παρατήρησε φουρκισμένος ο Γκάρικ. «Είχε κάποια αγαθά που ήθελε να εμπορευτώ για λογαριασμό του. Μήπως σου ανέφερε κάτι;» «Όχι, μου ζήτησε μόνο να σου πω να περιμένεις να γυρίσει. Θέλει να έρθει μαζί σου στο Βορρά για το κυνήγι της μεγάλης λευκής αρκούδας πριν σηκώσεις πανιά για τα ανατολικά». «Είναι πολύ αργά να φύγουμε για το Βορρά». Η Ελοΐζ πλατάγισε τη γλώσσα της. «Ανυπομονείς υπερβολικά να φύγεις, Γκάρικ, όπως ακριβώς…» Σταμάτησε και ύψωσε ένα φρύδι, για να αφήσει τη φράση της μετέωρη. «Ξέρεις ότι ακόμα και μία γούνα λευκής αρκούδας θα σε αντάμειβε για την υπομονή σου. Σε ενδιαφέρει το κέρδος ή θέλεις απλά να φύγεις;» «Αν φύγω στα μέσα του καλοκαιριού, δεν θα επιστρέψω το φετινό χειμώνα», της είπε. «Δεν είναι ανάγκη να πλεύσεις τόσο μακριά στην Ανατολή όπως τις περασμένες χρονιές, Γκάρικ. Το Χέντεμπι είναι μια χαρά εμπορικό κέντρο». «Η Μπόλγκαρ είναι καλύτερη», αντέτεινε ξερά. «Θα περιμένω μόνο όσο επιβάλλει η προετοιμασία
του καραβιού μου». Γύρισε να φύγει, κι έπειτα στάθηκε απότομα και κοίταξε ολόγυρα στην αίθουσα. «Έφυγε, Γκάρικ», είπε η Ελοΐζ. Εκείνος την κάρφωσε με το βλέμμα. «Ποιος έφυγε;» «Αυτή που έψαχνες τώρα δα. Έφυγε τρέχοντας με δάκρυα στα μάτια λίγο πριν μπεις. Γιατί κλαίει κάθε φορά που σε βλέπει;» Ο Γκάρικ έμεινε άκαμπτος. «Δεν κλαίει! Ορκίστηκε ότι δεν κλαίει ποτέ!» «Κ ι εσύ γιατί συγχύζεσαι;» «Επειδή όλα όσα ορκίστηκε αποδείχτηκαν ψέματα!» απάντησε χολωμένα. «Κ ατά την ξεροκέφαλη άποψή σου. Εγώ τυχαίνει να πιστεύω ότι αυτά που λέει η Μπρένα ότι συνέβησαν κατά την απουσία της είναι αλήθεια. Όλα». «Αλήθεια, αρχόντισσα;» κάγχασε εκείνος. «Τότε επίτρεψέ μου να σε βγάλω από την πλάνη σου. Ορκίστηκε ότι σκότωσε τον Σέντρικ Μπόργκσεν, κι όμως, εγώ τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, και είναι ολοζώντανος». «Πώς τον είδες;» ρώτησε φρίττοντας η Ελοΐζ. «Διέσχισες το φιόρδ;» «Μάλιστα. Έπρεπε να έχω χειροπιαστές αποδείξεις των ισχυρισμών της. Κ αι βρήκα αποδείξεις ότι έλεγε ψέματα!» Η μητέρα του συνοφρυώθηκε. «Θα υπέθεσε εσφαλμένα ότι ο Σέντρικ πέθανε, αυτό είν’ όλο».
«Είσαι υπερβολικά καλόκαρδη, μητέρα», παρατήρησε απαξιωτικά εκείνος. «Η Μπρένα δεν αξίζει την εμπιστοσύνη σου». «Μακάρι να την εμπιστευόσουν κι εσύ, Γκάρικ, να πίστευες σ’ αυτήν», είπε θλιμμένα η Ελοΐζ. «Σύντομα θα τη χάσουμε, κι εμένα σίγουρα θα μου κοστίσει αυτό». «Εγώ πάντως δεν την είχα ποτέ για να τη χάσω», απάντησε με πικρία και αποσύρθηκε.
Κεφάλαιο 44 Στις εβδομάδες που ακολούθησαν, η Μπρένα συνέχισε τη ρουτίνα που είχε διαμορφώσει εξαρχής, με τη διαφορά ότι τώρα έσφυζε από ενεργητικότητα. Ένιωθε την επίμονη ανάγκη να γεμίζει κάθε στιγμή της μέρας της με επίμοχθη δραστηριότητα. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τις αλλαγές στο σώμα της, τη ζωή που αναπτυσσόταν εντός της. Προσπαθούσε ακόμα πιο σκληρά να μη σκέφτεται τον Γκάρικ και την τελευταία φορά που τον είχε δει, με τη Μόρνα στο πλευρό του. Το μόνο που ήθελε ήταν να νιώθει εξαντλημένη κάθε βράδυ, όταν έπεφτε τελικά στο μοναχικό κρεβάτι της. Περίμενε ανυπόμονα νέα για την υγεία του Άνσελμ, αλλά τίποτα. Ο ήλιος έλιωσε γρήγορα το τελευταίο χιόνι που είχε πέσει, άρα το καράβι που θα την πήγαινε πίσω στην πατρίδα της πρέπει να ήταν έτοιμο για αναχώρηση. Η άνοιξη ήρθε και πέρασε, κι ωστόσο, δεν φάνηκε κανείς να της πει να ετοιμαστεί. Κ άποια στιγμή δεν άντεχε άλλο να περιμένει να την ειδοποιήσουν. Είχε καθυστερήσει πολύ τις εβδομαδιαίες πληρωμές της στον χωροδεσπότη,
διστάζοντας να πάει στον οικισμό του μήπως ξανάπεφτε πάνω στον Γκάρικ. Οι γούνες που χρωστούσε αποτελούσαν επαρκή αφορμή για να βγει από την απομόνωσή της, αλλά συνάμα υπήρχε ο κίνδυνος να αποκαλύψει την κατάστασή της στην οικογένεια του Γκάρικ. Επέλεξε να το διακινδυνεύσει, γιατί έπρεπε να μάθει τον λόγο που την ξέχασαν. Το φως του καλοκαιριού έβαφε τη γη με εκτυφλωτικά χρώματα. Αν και ήταν υπέροχη η άνοιξη, όταν η φύση φαινόταν να ξυπνά από τη μακριά χειμωνιάτικη νύχτα, το καλοκαίρι ήταν μεθυστικό. Η ήλιος ζέσταινε το δέρμα, κι ο αέρας ευωδίαζε βαριά αρώματα λουλουδιών. Η ζέστη ήταν παραπάνω από ευπρόσδεκτη, ως τη μέρα που η Μπρένα πλησίασε τον οικισμό του Άνσελμ. Είχε θεωρήσει δαιμόνιο τον τρόπο που είχε σκεφτεί για να συγκαλύψει την κατάστασή της – εμφανέστατη πια– κάτω από το βαρύ της μανδύα. Μόνο που τώρα ένιωθε σαν να είχε κλειστεί σε φούρνο. Αμφιταλαντευόταν αν έπρεπε να κάνει μεταβολή και να γυρίσει στο σπίτι της, όταν τελικά βρέθηκε στην αυλή του σπιτιού του Άνσελμ, κι ένας νεαρός σκλάβος έπαιρνε ήδη τη Γουίλοου στον στάβλο. Για μεγάλη της ανακούφιση, το μόνο άτομο στη μεγάλη αίθουσα ήταν η θεία της. «Μπρένα!» Η Λινέτ πήγε κοντά της και της έπιασε τα χέρια. «Χαίρομαι πολύ που σε βλέπω». «Κ ι εγώ εσένα, θεία. Ήλπιζα πως θα ερχόσουν να με επισκεφτείς τώρα που βελτιώθηκε τόσο ο καιρός».
«Συγχώρεσέ με, παιδί μου. Ήθελα να έρθω, αλλά ήταν τόσα αυτά που έπρεπε να γίνουν εδώ. Πρώτα τα φυτέματα, έπειτα το πρώτο γερό καθάρισμα μετά τον χειμώνα. Τρέχαμε όλοι χωρίς ανάπαυλα». «Κ αι βοήθησες εσύ να φυτέψουν;» «Ναι, όλοι βοήθησαν. Ο Άνσελμ έχει πολλά χωράφια. Τα πιο πολλά ακόμα τα σπέρνουν». «Ένας Βίκινγκ αγρότης», είπε σαρκαστικά η Μπρένα. «Έχει πολλούς σκλάβους και λιγότερο τυχερά μέλη της φατρίας του που πρέπει να ταΐσει. Εξάλλου, οι περισσότεροι Βίκινγκς είναι αγρότες. Σίγουρα το έχεις μάθει πια». «Ναι, ή έμποροι σαν τον Γκάρικ», είπε άτονα η Μπρένα. Η Λινέτ άλλαξε γρήγορα θέμα συζήτησης. «Βλέπω έφερες την πληρωμή σου στον Άνσελμ, και με το παραπάνω κιόλας. Άρα ήσουν κι εσύ πολυάσχολη;» Η Μπρένα έγνεψε καταφατικά και άφησε κάτω τον σωρό με τις γούνες. Έσταζε από τον ιδρώτα, αλλά δεν έκανε καμιά κίνηση να βγάλει τον μανδύα της. Δεν μπορούσε να εμπιστευτεί σε κανέναν το μυστικό της, ούτε καν στη θεία της. «Ήρθες μόνο να καταβάλεις την οφειλή σου, Μπρένα, ή θα μείνεις να σε δούμε λιγάκι;» «Δεν μπορώ να μείνω, θεία. Θέλω μόνο να μάθω πότε έχει σκοπό να σαλπάρει ο Άνσελμ. Μπορείς να μου πεις εσύ;» Η Λινέτ συνοφρυώθηκε. «Δεν ξέρω». «Είναι ακόμα άρρωστος;»
«Όχι, δεν ήταν τίποτα σοβαρό και πέρασε γρήγορα. Δεν είναι εδώ, όμως». «Τι εννοείς, πώς δεν είναι εδώ;» ρώτησε η Μπρένα. «Έφυγε χωρίς εμένα;» «Το καράβι του είναι εδώ, Μπρένα. Αλλά έφυγε μαζί με τον Γκάρικ και τον Χιου για να κυνηγήσουν τις μεγάλες αρκούδες του Βορρά». «Πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό;» έκρωξε η Μπρένα. «Μου έδωσε τον λόγο του ότι θα με πάει πίσω στην πατρίδα!» «Κ αι θα τον κρατήσει. Ήταν ιδέα του Χιου αυτή η εξόρμηση. Ο Γκάρικ ήταν απρόθυμος να αναβάλει το εμπορικό του ταξίδι, αλλά αφού ο Άνσελμ ήθελε αυτή την ευκαιρία να κυνηγήσει και με τους δύο του γιους, όπως παλιά, υποχώρησε». «Κ αι πότε θα γυρίσουν;» «Σύντομα. Η Κ ορντέλα είναι στον μήνα της, και ο Χιου δεν θα θέλει να χάσει τη γέννηση του πρώτου παιδιού του». «Αλίμονο», είπε σαρκαστικά η Μπρένα. «Πρέπει, άλλωστε, να παραστήσει τον Θεό και να αποφασίσει αν το μωρό θα ζήσει ή θα πεθάνει». Η Λινέτ πήρε μια κοφτή ανάσα. «Για όνομα του Θεού, Μπρένα! Τι παλαβές ιδέες έχουν μπει στο μυαλουδάκι σου;» Η Μπρένα μετάνιωσε στη στιγμή. «Συγνώμη, θεία. Είμαι πολύ ευερέθιστη τελευταία. Ανυπομονώ να γυρίσω στην πατρίδα, αυτό είναι όλο. Νοσταλγώ τις μέρες πριν γνωρίσω τον Γκάρικ, πριν μάθω να αγαπώ και να μισώ!»
Έφυγε τρέχοντας από την αίθουσα, με καινούριους ποταμούς δακρύων έτοιμους να ξεχυθούν από τα μάτια της. Νοσταλγούσε επίσης τις μέρες που δεν έκλαιγε ποτέ. Δεν φαινόταν να κάνει και κάτι άλλο τελευταία!
•
Εκείνο το βράδυ ξύπνησαν την Μπρένα δυνατά σφυροκοπήματα στην πόρτα της. Ήταν ακόμα μισοκοιμισμένη όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ανοίξει, γι’ αυτό δεν σκέφτηκε να καλυφθεί με κάτι παραπάνω από μια κουβέρτα. Για μεγάλη της έκπληξη, βρήκε στο κατώφλι της την Ελοΐζ, με την ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. «Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, Μπρένα. Η Κ ορντέλα σε θέλει κοντά της». «Έρχεται το μωρό;» «Ναι. Δεν θα ερχόμουν, αλλά δεν έχω βοηθήσει ποτέ σε γέννα, και είμαι πολύ μεγάλη για να αρχίσω τώρα. Όμως, έπρεπε να κάνω κάτι. Είναι το πρώτο μου εγγόνι!» «Κ αταλαβαίνω», είπε σαστισμένη η Μπρένα. Θα περίμενε ότι αυτή η τόσο δυνατή γυναίκα μπορούσε να χειριστεί οποιαδήποτε δυσκολία με χαμόγελο. Την παραξένευε να τη βλέπει τώρα σε τόσο αλλόφρονα κατάσταση. «Οι ωδίνες άρχισαν σήμερα το πρωί», συνέχισε όλο
νευρικότητα η Ελοΐζ, «αλλά δεν το είπε σε κανέναν ως το δείλι. Τώρα σε καλεί ουρλιάζοντας. Σε παρακαλώ, βιάσου, Μπρένα». Την ίδια στιγμή, η Μπρένα πέταξε απερίσκεπτα την κουβέρτα από πάνω της και πήρε το μανδύα της. Τότε ήταν που την είδε η Ελοΐζ. Δύσκολα θα παρέβλεπε εγκυμοσύνη πέντε μηνών. «Για όνομα του Θεού, Μπρένα!» φώναξε κατάπληκτη. «Γιατί δεν μας είπες ότι ήσουν κι εσύ έγκυος;» Ήταν πολύ αργά να θρηνήσει την απροσεξία της, αλλά έπνιξε έναν αναστεναγμό απόγνωσης. «Θα το συζητήσουμε αργότερα. Προηγείται το μωρό που έρχεται στον κόσμο. Το δικό μου έχει καιρό ως τον χειμώνα». «Στάσου, Μπρένα», είπε η Ελοΐζ. «Είναι η πρώτη γέννα της Κ ορντέλα. Ίσως δεν θα έπρεπε να είσαι εκεί. Κ αλύτερα να μην ξέρεις τι θα αντιμετωπίσεις κι εσύ». «Έχω ξαναδεί τοκετούς, αρχόντισσα, στο χωριό μας στην πατρίδα. Ξέρω ότι είναι πολύωρη κι επίπονη διαδικασία. Η Κ ορντέλα με θέλει δίπλα της. Οι δυο μας δεν ήμασταν ποτέ δεμένες, αλλά είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω γι’ αυτήν».
•
Ο τοκετός της Κ ορντέλα κράτησε όλη τη νύχτα –
ατελείωτες, μαρτυρικές ώρες που έφεραν τους πάντες στα όριά τους. Η ανησυχία της Ελοΐζ ήταν σχεδόν απτή, καθώς οι κραυγές από τα καταλύματα των υπηρετριών αντηχούσαν στη μεγάλη αίθουσα, χαμηλά και αγωνιώδη ουρλιαχτά που δεν ηχούσαν καν ανθρώπινα. Έτσι απόκοσμα ούρλιαζε και η ίδια τις πέντε φορές που γέννησε; Αυτό θα εξηγούσε γιατί ο Άνσελμ ήταν πάντα τόσο πανιασμένος όταν τον έβλεπε μετά τον τοκετό, θαρρείς και είχε υποφέρει χειρότερα απ’ αυτήν. Ωστόσο, κοντά στο τέλος, οι πόνοι της μαλάκωναν χάρη σε ένα φίλτρο που παρασκεύαζε μια πιστή σκλάβα από την Άπω Ανατολή. Αν εκείνη η σκλάβα είχε αποκαλύψει τη μαγεία της πριν πεθάνει, θα υπέφερε και η Κ ορντέλα λιγότερο, κι έτσι δεν θα την τρομοκρατούσε η προοπτική να γεννήσει κι άλλα παιδιά. Χείμαρροι ηλιόφωτος ακολούθησαν την Μπρένα στην αίθουσα. Φαινόταν τσακισμένη, σαν να είχε βιώσει όλο τον πόνο της ετεροθαλούς αδερφής της. Η καμιζόλα της ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, τα μεταξένια μαύρα μαλλιά της ήταν θαμπά και μπλεγμένα. Η Ελοΐζ τρόμαξε να τη γνωρίσει. «Δεν πρόσεξα καν ότι σταμάτησαν οι κραυγές. Η Κ ορντέλα… το μωρό…» «Είναι κι οι δύο καλά, αρχόντισσα», είπε η Μπρένα και κατέρρευσε στην καρέκλα του Άνσελμ σε σχήμα θρόνου. Η φωνή της ίσα που ακουγόταν, τα μάτια της ήταν θολά. «Έχεις έναν ολόγερο εγγονό,
και η Κ ορντέλα κοιμάται ήσυχα τώρα. Η θεία μου και η Ούντα φροντίζουν το μωρό». «Εγγονός! Πόσο θα χαρεί ο Χιου! Κ αι ο άντρας μου θα σκάσει από περηφάνια!» «Το σημαντικότερο», πρόσθεσε με πικρία η Μπρένα, «το μωρό είναι υγιές. Δεν κινδυνεύει από την κρίση κανενός. Θα ζήσει». Η Ελοΐζ έμεινε σιωπηλή για μια ατελείωτη στιγμή. «Ώστε ξέρεις;» ρώτησε τελικά. «Ναι, ξέρω. Με ρώτησες νωρίτερα γιατί δεν είπα τίποτα για το μωρό που κουβαλάω μέσα μου. Αυτός είναι ο λόγος. Κ ανείς δεν θα με εξαναγκάσει να μείνω και να γεννήσω το μωρό μου σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, όπου η ζωή του εξαρτάται από τη δύναμή του». «Ξέρω ότι είναι σκληρό έθιμο, Μπρένα. Ούτε κι εγώ το ήξερα μέχρι πρόσφατα. Έχασα δύο παιδιά στη γέννα πριν κάνω το πέμπτο μου», είπε με φωνή πνιγμένη από τις αναμνήσεις. «Πέθαναν από φυσικά αίτια;» «Έτσι μου είπαν. Όταν άκουσα γι’ αυτό το έθιμο, με έζωσε η αμφιβολία. Αλλά δεν θα έβρισκα ποτέ το κουράγιο να ρωτήσω τον Άνσελμ. Το τρίτο παιδί μου, αυτό που επέζησε, γεννήθηκε αδύναμο, αλλά ο Άνσελμ ήξερε πόσο το λαχταρούσα, έπειτα από τα δύο που είχα χάσει πριν. Αυτή η θυγατέρα έζησε πολλά χρόνια πριν πεθάνει κι αυτή». «Γνωρίζω την ιστορία, αρχόντισσα. Λυπάμαι αληθινά». «Ήθελα να πεθάνω κι εγώ όταν έχασα την κόρη
μου», συνέχισε άτονα η Ελοΐζ. «Θα ήταν προτιμότερο να μην την είχα γνωρίσει. Από την αρχή δεν προοριζόταν να ζήσει». «Κ άνεις λάθος!» φώναξε η Μπρένα με μεγαλύτερη σφοδρότητα απ’ όση άρμοζε. «Ήταν άσπλαχνη η μοίρα που σου τη στέρησε. Πρέπει να την αναπολείς με αγάπη. Κ αι είχε δικαίωμα να γνωρίσει τη ζωή, όσο σύντομη κι αν ήταν. Δεν μπορώ να δεχτώ αυτό το έθιμο. Το δικό μου μωρό δεν θα γεννηθεί εδώ!» «Ξέρω καλά τον άντρα μου, Μπρένα. Δεν υπάρχει περίπτωση να σε πάει πίσω τώρα, τουλάχιστον όχι πριν γεννηθεί το παιδί». «Τον χειμώνα!» «Θα χρειαστεί να περιμένεις την επόμενη άνοιξη». «Όχι!» φώναξε η Μπρένα και σηκώθηκε τόσο απότομα, ώστε παραλίγο να αναποδογυρίσει την καρέκλα πίσω της. «Μου έδωσε τον λόγο του!» «Πρέπει να σκεφτείς το παιδί τώρα. Αν σας χτυπήσει καμιά θαλασσοταραχή, μπορεί να το χάσεις». «Το παιδί σκέφτομαι!» «Μπρένα, είσαι δυνατή γυναίκα. Το μωρό σου θα είναι γερό. Δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι». «Μπορείς να με διαβεβαιώσεις; Μπορείς να μου υποσχεθείς ότι δεν θα επιτραπεί στον Γκάρικ ούτε να πλησιάσει το μωρό μου;» «Ο νόμος ορίζει εδώ ότι ο πατέρας πρέπει να δεχτεί το μωρό και να του δώσει το όνομά του. Κ ρίνεις τον Γκάρικ πολύ αυστηρά. Τον μεγάλωσα με τη διδασκαλία της χριστιανικής αγάπης».
«Είναι Βίκινγκ, όμως, και… με μισεί! Δεν θα ήθελε να ζήσει το παιδί μου». «Είναι και δικό του παιδί, Μπρένα. Εντούτοις, θα σου πω αυτό». Η Ελοΐζ αναστέναξε. «Ο Γκάρικ θα πλεύσει ανατολικά αυτό το καλοκαίρι και, μιας και καθυστέρησε η αναχώρησή του, ίσως δεν επιστρέψει πριν την ερχόμενη άνοιξη». Ήταν η μόνη ελπίδα που μπορούσε να προσφέρει στην Μπρένα.
Κεφάλαιο 45 Ο Άνσελμ και ο Χιου γύρισαν από τον Βορρά, αλλά ο Γκάρικ συνέχισε το ταξίδι του χωρίς να αγκυροβολήσει. Η Μπρένα είχε κάθε λόγο να πιστεύει ότι δεν θα επέστρεφε τον φετινό χειμώνα. Τουλάχιστον έτσι θα γεννούσε το παιδί της με σχετική ηρεμία. Η Ελοΐζ είχε προβλέψει σωστά την αντίδραση του Άνσελμ: αρνήθηκε κατηγορηματικά να πάει την Μπρένα πίσω. Πήγε μάλιστα να της το ανακοινώσει αυτοπροσώπως, παίρνοντας μαζί την Ελοΐζ για διερμηνέα. Η συνάντηση δεν πήγε καλά, με δεδομένη την πίκρα της Μπρένα στην προοπτική να περάσει άλλον έναν χρόνο σ’ αυτόν τον τόπο. Παρ’ όλα αυτά, ο Άνσελμ ήταν πανευτυχής που είχε δει το πρώτο του εγγόνι και μάθαινε πως θα αποκτούσε και δεύτερο τόσο σύντομα. Επέμενε να γυρίσει η Μπρένα στον οικισμό του. Εκείνη αρνήθηκε πεισματικά, και μάλιστα προσβλήθηκε με την επιμονή του. «Είναι για το καλό σου», επενέβη η Ελοΐζ. «Δεν μπορείς να ζεις μονάχη σου πια». «Κ αι μπορώ και θα το κάνω!» διαφώνησε η
Μπρένα. «Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Δεν θα δεχτώ να εξαρτώμαι από άλλον ποτέ ξανά!» «Πρέπει να το ξανασκεφτείς, Μπρένα. Θα βαρύνεις και θα γίνεις πιο δυσκίνητη. Δεν μπορείς να συνεχίσεις όπως ζούσες ως τώρα». «Μπορώ!» «Άσε στην άκρη την περηφάνια σου για μία φορά, κορίτσι μου. Έχεις ένα παιδί να σκεφτείς, δεν είσαι πια μόνη σου», προσπάθησε να τη συνετίσει η Ελοΐζ. «Μπα, είναι αγύριστο κεφάλι, δεν αλλάζει αυτό», είπε ξινισμένα ο Άνσελμ. «Έτσι κι αλλιώς, δεν θα είναι ευτυχισμένη μαζί μας. Αν ο ξεροκέφαλος ο γιος μου δεν ήταν τόσο πεισματάρης, δεν θα είχαμε αυτό το πρόβλημα!» Η Ελοΐζ ξερόβηξε αμήχανα αντί να μεταφράσει. «Μπορούμε να σε λογικέψουμε, Μπρένα;» «Θα μείνω εδώ, αρχόντισσα, και θα τα βγάλω πέρα. Η κοιλιά μου δεν με εμποδίζει να βρω τροφή. Οι βολές μου είναι το ίδιο εύστοχες όπως πάντα. Δεν θα είμαι απρόσεκτη ούτε θα ιππεύω πια, αλλά το δάσος είναι κοντά, και τα θηράματα άφθονα. Θα συνεχίσω να μαζεύω κλαδιά για την εστία μου, αντί να κόβω ξύλα. Θα πάρω όλα τα μέτρα να μην κάνω κακό στο μωρό μου». «Δεν είναι ότι δεν πιστεύουμε ότι μπορείς να ανταπεξέλθεις μόνη σου, Μπρένα», επέμεινε η Ελοΐζ. «Ξέρουμε ότι είσαι ικανή. Αλλά συμβαίνουν και ατυχήματα». «Θα είμαι προσεκτική».
Η γυναίκα αναστέναξε. «Αν δεν θέλεις να ζήσεις μαζί μας, θα σκεφτείς τουλάχιστον να έρθει κάποιος να μένει μαζί σου εδώ; Η θεία σου φοβήθηκε ότι θα κρατούσες αυτή τη στάση και ρώτησε αν θα μπορούσε να έρθει να μείνει μαζί σου. Συμφώνησα. Αν δεχτείς κι εσύ, δεν θα ανησυχώ τόσο για σένα». Η Μπρένα δεν απάντησε αμέσως. Θα ήταν θείο δώρο να έχει πάλι κοντά της τη θεία της – έναν δικό της άνθρωπο να μοιράζεται τις καινούριες εμπειρίες της, όταν θα κλοτσούσε το μωρό ή θα εμφανιζόταν μια καινούρια ραγάδα στο δέρμα της, μια γυναίκα που αγαπούσε και μπορούσε να κουβεντιάζει μαζί της. «Θα παραχωρούσατε στη θεία μου την ελευθερία της;» «Μπρένα, γίνεσαι παράλογη». «Θα το κάνατε;» Η Ελοΐζ στράφηκε στον άντρα της. «Η Μπρένα θα συμφωνήσει να μείνει εδώ η Λινέτ, αν της παραχωρήσεις την ελευθερία της». «Όχι! Ποτέ!» «Τι είναι πιο σημαντικό;» ξέσπασε η Ελοΐζ, χάνοντας για μία φορά την ψυχραιμία της. «Η Μπρένα μπορεί να πεθάνει ολομόναχη εδώ! Το παιδί της μπορεί να πεθάνει! Αυτή δεν πρόκειται να λογικευτεί, ας το κάνουμε εμείς τουλάχιστον!» «Μα τα δόντια του Θωρ!» βρυχήθηκε ο Άνσελμ. «Πόσο πιο απλή ήταν η ζωή μας πριν κουβαλήσω αυτή την τσούπρα εδώ!» «Λοιπόν;»
«Κ άνε ό,τι κρίνεις καλύτερο, αρχόντισσα. Ό,τι είναι απαραίτητο για να μην τη βρει κανένα κακό, παρά την αφροσύνη της». «Η Λινέτ θα έρθει αύριο, Μπρένα», είπε η Ελοΐζ, «ελεύθερη, όπως το θες. Θα στείλω μαζί και μια δυνατή γυναίκα για να σας βοηθάει στις πιο βαριές δουλειές. Δεν μπορείς να περιμένεις από τη θεία σου να τεμαχίζει κούτσουρα ή να ανεβάζει νερό από το πηγάδι στην ηλικία της». Η Μπρένα χαμογέλασε. «Πολύ καλά, αρχόντισσα. Αλλά θα συνεχίσω να πληρώνω για το σπίτι. Δεν θα μένω χαριστικά εδώ». «Είσαι μακράν το πιο ξεροκέφαλο κορίτσι που έχω γνωρίσει, Μπρένα. Είναι σαν να σε βλέπω: με την κοιλιά στο στόμα, να τρέχεις στο δάσος κυνηγώντας λαγούς! Θα είσαι το σκάνδαλο της χώρας». Η Μπρένα ξεκαρδίστηκε στα γέλια, κι ήταν η πρώτη φορά που γελούσε μετά από πολύ καιρό. «Πίστεψέ με, αρχόντισσα, ήμουν σκάνδαλο σε όλη μου τη ζωή…»
•
Η Μπρένα ανυπομονούσε για τη μέρα που θα τελείωναν όλα και θα κρατούσε το μωρό της στην αγκαλιά της. Ήθελε κόρη, ένα κοριτσάκι σαν αυτό που η ίδια δεν υπήρξε ποτέ, με κατάμαυρα μαλλιά και γκρίζα μάτια. Δεν ήθελε να δει τίποτα στο παιδί
της που θα θύμιζε τον Γκάρικ. Η ζωή της ήταν ήδη αρκετή σκληρή, δεν της χρειάζονταν περισσότερες πίκρες. Με το τέλος του καλοκαιριού, οι μέρες μίκραιναν, αλλά και πάλι δεν περνούσαν όσο γρήγορα επιθυμούσε η Μπρένα, που στο μεταξύ είχε γίνει διπλάσια. Πήγαινε ακόμα για κυνήγι στο δάσος, αλλά όχι τόσο συχνά, γιατί δύο φορές την εβδομάδα, κάθε εβδομάδα, έβρισκε φρέσκο κρέας ή ψάρια στο κατώφλι της, και δεν της έκανε καρδιά να τα πετάξει. Μια αγελάδα βρέθηκε ως διά μαγείας να βόσκει στην πίσω αυλή τους και, με τον επιπλέον χρόνο που είχε διαθέσιμο, η Μπρένα βοηθούσε τη Λινέτ και την Ιλέιν, την υπηρέτρια που είχε στείλει η Ελοΐζ, να φτιάχνουν βούτυρο και τυρί από φρέσκο γάλα. Η Μπρένα απολάμβανε αυτές τις κοινές δραστηριότητες, αλλά όποτε στοίχειωνε τις σκέψεις της ο Γκάρικ, είχε ανάγκη να μένει μόνη για να διαχειρίζεται την οδύνη της. Μια τέτοια μέρα έφυγε για κυνήγι, παρότι δεν ήταν απαραίτητο. Περπάτησε βαθιά μέσα στο δάσος, τόσο απορροφημένη στις μελαγχολικές της σκέψεις, ώστε δεν συνειδητοποίησε πόσο είχε απομακρυνθεί. Όταν επιτέλους παρατήρησε τον χώρο γύρω της, κατάλαβε ότι της ήταν άγνωστος. Άρχισε να περπατάει στην αντίθετη κατεύθυνση. Δεν είχε προχωρήσει πολύ, όταν είχε την ενοχλητική αίσθηση ότι κάποιος την παρακολουθούσε. Στάθηκε αδύνατο να την αποτινάξει ακόμα κι αφού έψαξε γύρω της με το
βλέμμα και δεν είδε κανέναν. Τάχυνε το βήμα της. Κ αι τότε είδε τον αναβάτη, υπερβολικά βαριά ντυμένο για τόσο ήπιο καιρό, με την κουκούλα τραβηγμένη χαμηλά στο πρόσωπό του, να κρύβει εντελώς τα χαρακτηριστικά του. Ο αναβάτης καθόταν ακίνητος στη ράχη ενός ψηλού αλόγου, ούτε πέντε μέτρα μακριά της. Ένας παράλογος φόβος έκανε τα χέρια της Μπρένα να ιδρώσουν. Όπλισε τη βαλλίστρα της, κι έπειτα πήρε ξανά το δρόμο της, σαν να μην είχε την παραμικρή ανησυχία. Άρχισε να χαλαρώνει όσο μεγάλωνε η απόσταση από τον μυστηριώδη αναβάτη, μέχρι που άκουσε πίσω της το ποδοβολητό αλόγου. Η Μπρένα παραμέρισε την τελευταία στιγμή για να βγει από την πορεία του αλόγου που κάλπαζε. Πέρασε ξυστά από δίπλα της. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Ο αναβάτης είχε αποπειραθεί να τη σκοτώσει! Όταν τον είδε να στρίβει το άλογο και να το σπιρουνίζει ξανά, άρχισε να τρέχει. Ήταν πολύ άγαρμπη για να ελιχθεί, και οι οπλές του αλόγου ακούγονταν όλο και πιο κοντά. Γύρισε να χρησιμοποιήσει το όπλο της, αλλά είχε σπαταλήσει πολύτιμο χρόνο. Το επιβλητικό ζώο απείχε μόνο μια ανάσα. Τη χτύπησε στον ώμο, κι η πρόσκρουση ήταν τόσο ισχυρή, ώστε η Μπρένα σωριάστηκε κάτω πριν προλάβει να κάνει έστω μία κίνηση για να ανακόψει την πτώση. Έμεινε να κείτεται εκεί με κομμένη την ανάσα – ώσπου ένιωσε επιτακτικά την ανάγκη να βρεθεί σε ασφαλές καταφύγιο. Όταν επιχείρησε να
σηκωθεί όμως, δυνατές σουβλιές διαπέρασαν τη μέση της κι απέσπασαν ένα ουρλιαχτό από τα βάθη της ύπαρξής της. Τότε άκουσε το σατανικό γέλιο, γυναικείο γέλιο, και τις οπλές του αλόγου να ξεμακραίνουν. Ο πόνος ήρθε ξανά, και η Μπρένα ούρλιαξε, ανίκανη να συγκρατηθεί. Πεσμένη εκεί όπως ήταν, νιώθοντας τα μαύρα σύννεφα της αναισθησίας να κλείνουν γύρω της, μπορούσε να κάνει μόνο μία σκέψη: το μωρό της ερχόταν, αλλά ήταν πολύ νωρίς, πάρα πολύ νωρίς.
•
Η Μπρένα άνοιξε τα μάτια της μια χαραμάδα. Μέσα στη θαμπάδα του δυνατού ηλιόφωτος που διαχεόταν μέσα από τη βλάστηση είδε τον Γκάρικ, με τα ξανθά μαλλιά του πιο μακριά απ’ όσο συνήθως, μια απείθαρχη γενειάδα να καλύπτει το πρόσωπό του. Τι παράξενο να εμφανίζεται στο όνειρό της με μια μορφή που δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ στ’ αλήθεια! Την κρατούσε – λάθος. Την κουβαλούσε κάπου. Έβαλε τα δυνατά της να ξυπνήσει, γιατί ακόμα και σε όνειρο, η παρουσία του ήταν οδυνηρή. Ωστόσο, ήταν ένα διαφορετικό είδος πόνου, αμβλύς κι επίμονος. «Φύγε, Γκάρικ», ψιθύρισε αδύναμα. «Με πονάς». «Μην κουνιέσαι», της απάντησε.
Ο Γκάρικ ήθελε να υποφέρει. Θα στοίχειωνε για πάντα τα όνειρά της, μόνο και μόνο για να παρατείνει την οδύνη της. Θεέ Μεγαλοδύναμε, ο πόνος είναι αληθινός! Κ ραύγασε, κι ήταν ένας ήχος που δεν είχε τίποτα το οικείο. Κ αι τότε τελείωσε το όνειρο.
•
«Πρώτα ο πυρετός, μετά παραλίγο να πεθάνει από την πείνα και την παγωνιά, και τώρα αυτό! Πόσες φορές μπορεί να αντιμετωπίσει τον θάνατο και να γλιτώσει;» «Το ερώτημα δεν είναι το πλήθος των φορών, αλλά αν καταφέρει να επιβιώσει αυτή τη φορά». Η Μπρένα άκουγε τις χαμηλές, ψιθυριστές φωνές κοντά της. Πρώτα τη θεία της, μετά την Ελοΐζ. Κ αι τώρα άκουσε μια άλλη φωνή, αντρική και βαθιά, που ερχόταν από πολύ μακριά. «Πού είναι η μαμή;» «Ποιος είναι;» ρώτησε αδύναμα η Μπρένα. Η Λινέτ ήρθε αμέσως πλάι της και παραμέρισε τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Ήταν κάτωχρη και, για πρώτη φορά, φαινόταν μεγαλύτερη από την πραγματική ηλικία της. «Μη σπαταλάς τη δύναμή σου με ερωτήσεις, Μπρένα. Να, πιες αυτό». Η Λινέτ έφερε ένα κύπελλο με αραιωμένο κρασί
στα χείλη της, και η Μπρένα το ήπιε όλο. Τα μάτια της γούρλωσαν από ανησυχία, καθώς ο πόνος απλωνόταν πάλι σε όλο της το κορμί. «Για μένα λέγατε; Πεθαίνω;» «Σε παρακαλώ, Μπρένα, πρέπει να ξεκουραστείς». «Πείτε μου, πεθαίνω;» «Προσευχόμαστε να ζήσεις». Η Ελοΐζ ήρθε προς το μέρος της. «Αλλά αιμορραγείς, Μπρένα. Κ αι… και…» «Κ αι έρχεται το μωρό μου, μα είναι πολύ νωρίς», συμπλήρωσε η Μπρένα νιώθοντας τα μέλη της να μουδιάζουν από τον φόβο. «Θα ζήσει;» «Δεν ξέρουμε. Κ ι άλλα παιδιά ήρθαν στον κόσμο πριν την ώρα τους, όμως…» «Συνέχισε». «Ήταν πάρα πολύ μικρά, πάρα πολύ αδύναμα». «Το μωρό μου θα ζήσει! Μπορεί να γεννηθεί αδύναμο, αλλά θα του δώσω εγώ δύναμη!» «Φυσικά, Μπρένα», προσπάθησε να την ηρεμήσει η Ελοΐζ. «Ξεκουράσου όμως τώρα, σε παρακαλώ». «Με αμφισβητείς, το βλέπω!» Η Μπρένα επιχείρησε να σηκωθεί, έξαλλη από θυμό. «Θα…» Δεν κατάφερε να πει λέξη παραπάνω, κι έπεσε πίσω στο κρεβάτι. Ήταν σαν να την κάρφωναν παντού με στομωμένες λεπίδες. Έκλεισε τα μάτια για να καταπολεμήσει τον πόνο, αλλά όχι πριν δει τον χώρο γύρω της. Όταν καταλάγιασε κάπως ο πόνος, κοίταξε τις δυο γυναίκες με βλέμμα γεμάτο κατηγόρια. «Γιατί με φέρατε εδώ, στο δικό του σπίτι; Γιατί;»
«Δε σε φέραμε εμείς, Μπρένα». «Τότε ποιος;» «Σε βρήκε στο δάσος. Ήταν πιο κοντά να σε φέρει εδώ, παρά να σε πάει στο σπίτι σου». Εκείνη τη στιγμή μπήκε στην κάμαρα η Ούντα, η γυναίκα που είχε βοηθήσει την Κ ορντέλα να φέρει στον κόσμο το παιδί της, κι αμέσως άρχισε να ζουλάει την Μπρένα εδώ κι εκεί. «Αυτό δεν είναι καλό», μουρμούρισε στη μητρική της γλώσσα. «Δεν έχει μεγάλη αιμορραγία, αλλά δεν θα έπρεπε να έχει καθόλου». Η Μπρένα την αγνόησε εντελώς. «Ποιος με βρήκε;» ρώτησε την Ελοΐζ. «Είδε τη γυναίκα που προσπάθησε να με σκοτώσει; Ήταν σίγουρα γυναίκα, άκουσα το γέλιο της». «Προσπάθησε κάποια να σε σκοτώσει;» «Μια γυναίκα. Ήρθε ίσια καταπάνω μου με ένα μαύρο άλογο και με έριξε κάτω». «Κ ανείς δεν θέλει το κακό σου, Μπρένα. Σίγουρα το φαντάστηκες. Τόσο έντονος πόνος σε κάνει να βλέπεις πράγματα που δεν υπάρχουν». «Ο πόνος δεν άρχισε παρά μόνο αφού έπεσα!» «Μα ο Γκάρικ είπε ότι δεν υπήρχε κανείς γύρω όταν σε βρήκε», είπε η Ελοΐζ. Η Μπρένα χλώμιασε όταν θυμήθηκε το όνειρο που είχε δει, ότι την κρατούσε στην αγκαλιά του. «Γύρισε ο Γκάρικ;» «Πριν μία εβδομάδα». Όλοι οι φόβοι της επανήλθαν, με διπλάσια ένταση. «Πρέπει να με πάτε στο σπίτι μου. Δεν θα
γεννήσω εδώ το μωρό μου!» «Δεν μπορούμε να σε μετακινήσουμε τώρα». «Τότε πρέπει να μου ορκιστείτε ότι δεν θα τον αφήσετε να πλησιάσει το μωρό μου!» φώναξε η Μπρένα. «Επιτέλους, Μπρένα, σταμάτα αυτή την ανοησία!» τη μάλωσε η Ελοΐζ. «Ο Γκάρικ θέλει όσο κι εσύ να ζήσει αυτό το μωρό!» «Λες ψέματα!» Αλλά τότε την έσκισε ένα καινούριος σουβλερός πόνος ακόμα πιο τρομερός από τον προηγούμενο, και δεν έμενε χρόνος για παρακάλια, καθώς η πίεση θέριευε μέσα της και απαιτούσε όλη της την ενεργητικότητα για να σπρώξει έξω το μωρό. Κ αι ξανά, αμέσως μετά, ένιωσε πάλι την ανάγκη να σπρώξει με όλη της τη δύναμη. Ο Γκάρικ στεκόταν στην ανοιχτή πόρτα νιώθοντας πιο ανήμπορος από ποτέ άλλοτε. Είχε ακούσει κάθε λέξη της Μπρένα, και οι φόβοι της καρφώθηκαν σαν λεπίδες στην καρδιά του. Κ ι όμως, δεν μπορούσε να την κατηγορήσει που τον θεωρούσε τόσο άσπλαχνο. Πότε της έδωσε άλλη εντύπωση; Η αγωνιώδης κραυγή της τον τάραξε ως τα τρίσβαθα της ψυχής του. Κ αι να σκεφτεί κανείς ότι ήθελε να φύγει όσο πιο μακριά της μπορούσε, να φτάσει στην Άπω Ανατολή και να μην την ξαναδεί ποτέ! Είχε φτάσει μόλις μέχρι το Μπίρκα πριν ανακρούσει πρύμνη και πάρει τον δρόμο του γυρισμού. Υπέθετε πως η Μπρένα θα ήταν ήδη στην πατρίδα της, και είχε έρθει απλά και μόνο για να
ανακοινώσει στον πατέρα του ότι σκόπευε να τη φέρει πίσω, ότι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν, άσχετα από τα δικά της αισθήματα απέναντί του. Τον υποδέχτηκαν με τα νέα πως ήταν ακόμα εδώ, και μάλιστα για έναν λόγο που δεν του είχε περάσει καν από τον νου. Αν και δεν μπορούσε να πάει αμέσως κοντά της, από φόβο μην την αναστατώσει στην κατάστασή της, πήγαινε καθημερινά στο δάσος κοντά στο σπίτι της με το άλογό του, ελπίζοντας να τη δει. Κ αι σήμερα, όταν άκουσε το ουρλιαχτό της, και μετά τη βρήκε αναίσθητη, νόμιζε ότι θα πέθαινε από τον φόβο. «Είναι αγόρι», είπε η Ούντα και κράτησε το νεογνό στον αέρα από τα ποδαράκια του. Ο Γκάρικ κοίταζε με δέος το μικροσκοπικό πλασματάκι. Η Ούντα το τίναξε μία φορά, και μετά δεύτερη. Ο Γκάρικ κρατούσε την ανάσα του περιμένοντας κάποιο σημάδι ζωής. «Λυπάμαι», είπε η Ούντα. «Το μωρό είναι πεθαμένο». «Όχι!» κραύγασε ο Γκάρικ και όρμησε μέσα στην κάμαρα. Άρπαξε τον γιο του στα μεγάλα του χέρια και κοίταξε με τεράστια μάτια την Ούντα. «Δεν πρέπει να πεθάνει. Θα πει ότι τον σκότωσα!» «Δεν ανασαίνει. Συμβαίνει σε πολλά νεογέννητα. Δεν υπάρχει τίποτα που μπορούμε να κάνουμε». Ο Γκάρικ κοίταξε το άψυχο βρέφος στα χέρια του. «Πρέπει να ζήσεις! Πρέπει να πάρεις ανάσα!» Η Ελοΐζ πήγε πλάι του με δάκρυα να αυλακώνουν
το πρόσωπό της. «Γκάρικ, σε παρακαλώ. Βασανίζεις τον εαυτό σου, αλλά δεν ωφελεί». Εκείνος δεν άκουσε καν τη μητέρα του. Ένιωθε να σκίζεται μέσα του, κάθε ανάσα τόσο φυσική κι αβίαστη στο δικό του στήθος, ενώ ο γιος του την είχε τόση ανάγκη. Κ οίταξε το μικροσκοπικό θώρακα σαν να μπορούσε να τον γεμίσει αέρα και μόνο με τη δύναμη της θέλησής του. Χωρίς καν να το σκεφτεί, φύσηξε τη δική του ανάσα μέσα στο στόμα του μωρού. «Ααα!» ούρλιαξε η Ούντα. «Τι κάνει;» Έφυγε πανικόβλητη από την κάμαρα ουρλιάζοντας, «Είναι τρελός!» Δεν βγήκε τίποτα απ’ αυτή την απέλπιδα προσπάθεια του Γκάρικ να εμφυσήσει τη δική του ζωή μέσα στο σώμα του γιου του, αλλά είχε ξεφύγει όντως από κάθε λογική και προσπάθησε ξανά, αυτή τη φορά καλύπτοντας το στόμα και τη μύτη του βρέφους, ώστε να μην έχει διέξοδο ο αέρας. Το μικρούλικο στήθος φούσκωσε, τα μπράτσα τινάχτηκαν σπασμωδικά, και τότε το βρέφος ρούφηξε μόνο του μια μεγάλη ανάσα κι έβγαλε μια τσιρίδα τόσο δυνατή, που έσεισε όλο το σπίτι. «Δοξασμένο το όνομα του Κ υρίου γι’ αυτό το θαύμα!» φώναξε η Λινέτ κι έπεσε στα γόνατα από ευγνωμοσύνη. «Είναι αληθινό θαύμα, Γκάρικ», είπε συγκλονισμένη η Ελοΐζ. «Αλλά ένα θαύμα που προκάλεσες εσύ. Εσύ έδωσες ζωή στον γιο σου». Εκείνος την άφησε να πάρει από τα χέρια του το
βρέφος που ούρλιαζε με όλη του τη δύναμη. Θαύμα ή όχι, ήταν άφωνος από το δέος και την ανακούφιση. Η απύθμενη περηφάνια του δεν άφηνε καμιά αμφιβολία πως αυτό το πλασματάκι ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του. «Δεν χρειάζεται να σε ρωτήσω αν δέχεσαι αυτό το παιδί», είπε η Ελοΐζ τυλίγοντας το μωρό σε μια κουβέρτα και απιθώνοντάς το στα πόδια του Γκάρικ για το τελετουργικό της γέννησης. Εκείνος έσκυψε κι ακούμπησε το βρέφος στο γόνατό του, ραντίζοντάς το με νερό από το κύπελλο που είχε φέρει η Ελοΐζ. Είχε δει τον πατέρα του να το κάνει στην αδερφή του, και ήξερε πως το ίδιο είχε γίνει στον Χιου, κι αργότερα και στον ίδιο. «Αυτό το παιδί θα ονομάζεται Σέλιγκ, ο Ευλογημένος». «Πολύ ταιριαστό όνομα, γιατί είναι σίγουρα ευλογημένος», παρατήρησε καμαρώνοντας η Ελοΐζ και πήρε πάλι το μωρό. «Τώρα πήγαινε κάτω και πες στον πατέρα σου ότι απέκτησε και δεύτερο εγγονό. Σίγουρα θα νιώσει το ίδιο περήφανος και χαρούμενος μ’ εσένα». Ο Γκάρικ δεν πήγε προς την πόρτα· αντίθετα, πλησίασε αργά το κρεβάτι του. Τα μάτια της Μπρένα ήταν κλειστά. Κ οίταξε ερωτηματικά τη Λινέτ. «Λιποθύμησε όταν γεννήθηκε το μωρό», του είπε σφουγγίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπο της Μπρένα. «Δεν ξέρει ότι πάλεψες να σώσεις τον γιο της, αλλά θα της το πω».
Θα σε πιστέψει, όμως; αναρωτήθηκε εκείνος. «Ξέρω ότι έχασε πολύ αίμα. Θα ζήσει;» «Η αιμορραγία σταμάτησε. Θα είναι αδύναμη, όπως είναι και το μωρό. Μπορούμε μόνο να προσευχόμαστε ότι θα ανακτήσουν σύντομα τις δυνάμεις τους». «Μην ανησυχείς, Γκάρικ», είπε η Ελοΐζ από την άλλη άκρη της κάμαρας, όπου έπλενε τον Σέλιγκ με ζεστό νερό, ενώ εκείνος διαμαρτυρόταν σκούζοντας. «Δεν μπορεί να πάει στράφι όλο αυτό που έκανες. Θα ζήσουν και η μητέρα και το παιδί».
Κεφάλαιο 46 Σε όλη τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας μετά τον τοκετό, η Μπρένα ξυπνούσε τρομοκρατημένη και δεν κατάφερνε να κατευνάσει τα συναισθήματά της πριν σιγουρευτεί ότι το μωρό της ήταν καλά. Η θεία της της είχε πει μια εξωφρενική ιστορία, ότι τάχα ο Γκάρικ είχε σώσει τη ζωή του γιου της, αλλά δεν μπορούσε να την πιστέψει. Αν ήταν αλήθεια, αν εκείνος νοιαζόταν έστω και λίγο για το παιδί, θα είχε έρθει να το δει. Αλλά δεν φάνηκε ούτε μία φορά. Η Μπρένα επανήλθε αργά μετά τον τοκετό, αλλά ο Σέλιγκ έπαιρνε βάρος με θεαματική ταχύτητα. Ήταν βαθιά η απογοήτευσή της που ήξερε ότι δεν ήταν η ίδια υπεύθυνη για την αξιοθαύμαστη ανάπτυξη και την κράση του. Ήθελε τόσο να δώσει στο μωρό της την τροφή που χρειαζόταν, να είναι η μόνη από την οποία θα εξαρτιόταν. Αλλά για κάποιο λόγο, είτε λόγω της τωρινής αδυναμίας της είτε επειδή δεν είχε προσέξει τον εαυτό της όσο έπρεπε στους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης της, το γάλα της κράτησε μόλις δεκαπέντε μέρες. Πνιγόταν από ενοχές όταν η Ελοΐζ επέμεινε να
φέρει μια γυναίκα που είχε άφθονο γάλα, αφού έχασε το μοναχοπαίδι της στη γέννα, αλλά έκανε την ανάγκη φιλοτιμία. Αναπλήρωσε την αδυναμία της να τον θηλάσει με πρόσθετη αγάπη, αφιερώνοντάς του κάθε διαθέσιμη στιγμή της μέρας της. Μέχρι που τη μάλωσε η θεία της ότι το παράκανε. Η Μπρένα άρχισε να αισθάνεται ότι συνωμοτούσαν όλοι να την απομακρύνουν από το παιδί της, ότι δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποτα σωστά. Ευτυχώς, ήρθε γρήγορα στα συγκαλά της και υποκλίθηκε στη σοφία των μεγαλύτερων γυναικών. Άρχισε να χαλαρώνει κοντά στον γιο της, και σιγά σιγά σταμάτησε να τον πνίγει με την αγάπη που ένιωθε τόσο δυνατή μέσα της. Τελικά τον φρόντιζε, τον έντυνε και τον έκανε μπάνιο με ηρεμία, αφήνοντας τη μεταξύ τους σχέση να εξελιχτεί φυσικά. Όταν της χαμογέλασε για πρώτη φορά, ήξερε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση της αγάπης της. Όπως ήξερε ότι ήταν καιρός να γυρίσουν στο σπίτι τους. Ο μόνος λόγος που έμεινε τόσο καιρό στο σπίτι του Γκάρικ, κοντά τρεις μήνες πια, ήταν επειδή δεν τον είδε ούτε μία φορά. Δεν ήξερε πού έμενε ή αν ήταν στο σπίτι. Κ αι δεν βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει γι’ αυτόν, ούτε καν την Τζέινι ή τη Μόντια. Οι δύο παλιές της φίλες γουργούριζαν πάνω από τον Σέλιγκ κάθε φορά που έφερναν στην Μπρένα το φαγητό της και δεν παρέλειπαν να σχολιάζουν πόσο είχε αλλάξει προς το καλύτερο η ζωή τους από τότε
που γεννήθηκε ο μικρός. Η Μπρένα δεν ζήτησε εξηγήσεις ούτε γι’ αυτό. Υπέθεσε αυτόματα ότι ο Γκάρικ απεχθανόταν τόσο το να βρίσκεται κάτω από την ίδια στέγη μαζί της, ώστε είχε εγκατασταθεί αλλού, πιθανότατα μαζί με τη Μόρνα. Όταν η Μπρένα ανακοίνωσε στη θεία της ότι ήταν έτοιμη να γυρίσει στο σπίτι της, η Λινέτ δεν έφερε αντιρρήσεις. «Θα έρθεις να μείνεις μαζί μου, έτσι δεν είναι;» ρώτησε όλο χαρά. «Για λίγο καιρό ακόμα, ναι. Αλλά τελικά θα γυρίσω στον οικισμό του Άνσελμ». «Μα είσαι ελεύθερη πια», δυσανασχέτησε η Μπρένα. «Δεν έχεις λόγο να γυρίσεις». «Κ ι όμως, έχω πολλούς φίλους εκεί». Η Μπρένα αναστέναξε. «Κ αι σου λείπει η Ελοΐζ;» «Ναι». «Κ αι ο πατέρας του Γκάρικ;» «Δεν ντρέπομαι που μοιράζομαι κάπου-κάπου το κρεβάτι του, Μπρένα», πέρασε αμέσως στην άμυνα η Λινέτ. «Δε σε κρίνω, θεία. Αν είναι αυτό που θέλεις, με ποιο δικαίωμα θα σου ζητούσα το αντίθετο;» «Ξέρω ότι η αληθινή αγάπη του Άνσελμ είναι η γυναίκα του, αλλά νοιάζεται για μένα. Εξάλλου, αγαπώ κι εγώ την Ελοΐζ. Μου στάθηκε σαν πραγματική και ανεκτίμητη φίλη». Η Λινέτ γέλασε. «Παράξενη σχέση έχουμε οι τρεις μας. Κ αι πάλι, όμως, είμαι ευχαριστημένη». «Σου αξίζουν περισσότερα». «Όχι, Μπρένα, είμαι ευτυχισμένη», είπε εκείνη.
«Ξέρω ότι μισείς τον Άνσελμ, αλλά…» «Δεν τον μισώ πια, θεία», τη διέκοψε η Μπρένα. «Όταν ο Άνσελμ κράτησε για πρώτη φορά τον γιο μου στην αγκαλιά του, θυμήθηκα τη μέρα που επιτέθηκε στον πύργο μας, θυμήθηκα το μίσος και τη δίψα για αίμα στο πρόσωπό του. Κ ι όμως, υπήρχε μόνο αγάπη στην έκφρασή του όταν κράτησε τον εγγονό του. Έχει κάνει πολλά για μένα για τα οποία του είμαι ευγνώμων. Ακόμα δεν ξέρω αν μπορώ να του συγχωρήσω απόλυτα αυτό που έκανε, αλλά δεν έχω πια μίσος μέσα μου». «Χαίρομαι», είπε η Λινέτ. «Πιστεύω ότι μεγάλωσες επιτέλους, παιδί μου». Η Μπρένα επέστρεψε στο σπιτάκι της την παραμονή της πρώτης επέλασης του χειμώνα. Όταν περπατούσε βαριά μέσα στο χιόνι αναζητώντας θήραμα, ένιωσε ότι είχε εξοικειωθεί με αυτόν τον τόπο και το άγριο κλίμα του. Κ ι έτσι πέρασε ο καιρός. Ο Γκάρικ ακόμα δεν ερχόταν να δει τον γιο του. Μετά τη γιορτή του χειμερινού ηλιοστασίου, στην οποία η Μπρένα δεν πήγε μόλο που ήταν καλεσμένη, η Λινέτ γύρισε μόνιμα στον οικισμό του Άνσελμ. Κ ι ενώ η Μπρένα λυπήθηκε που έφυγε, δεν ήταν μόνη. Η Λέιλα, η τροφός που είχε βρει η Ελοΐζ για τον Σέλιγκ, έμενε ακόμα μαζί της, έχοντας πάρει τη θέση της Ιλέιν. Κ αι η Κ ορντέλα της έκανε συχνές επισκέψεις μαζί με τον μικρό Άθολ.
•
Η Μπρένα γύρισε νωρίς στο σπίτι της από το κυνήγι, γιατί είχε εξαντλήσει γρήγορα το απόθεμά της σε βέλη. Ήταν θυμωμένη με τον εαυτό της που απέτυχε τόσες φορές να πετύχει έναν λαγό, μέχρι να τον σκοτώσει τελικά. Όταν βγήκε από το δάσος και είδε το άλογο στην αυλή της, τον επιβήτορα του Γκάρικ, τα αισθήματά της ήταν ανάμεικτα στην αρχή, μα τελικά κυριάρχησε η οργή. Πώς τόλμησε να έρθει τώρα, εφτά ολάκερους μήνες μετά τη γέννηση του παιδιού του; Μπήκε βιαστικά στο σπίτι της, αλλά έμεινε άγαλμα μπροστά στο θέαμα που αντίκρισε. Ο Σέλιγκ καθόταν στα γόνατα του πατέρα του κοντά στη φωτιά, χαχανίζοντας και παίζοντας με τα δεσίματα στον μανδύα του Γκάρικ. Εκείνος ξαφνιάστηκε που την είδε, αλλά η Μπρένα δεν το πρόσεξε. Έβλεπε μόνο το γιο της, και πόσο ευτυχισμένος φαινόταν. Ο θυμός αναζωπυρώθηκε μέσα της στη σκέψη ότι ο Σέλιγκ είχε στερηθεί τη ζεστασιά της πατρικής αγκαλιάς εξαιτίας του μίσους που έτρεφε γι’ αυτήν ο Γκάρικ. «Σου άρεσε το όνομα που του έδωσα;» ρώτησε αμήχανα ο Γκάρικ. «Το δέχτηκα, αφού είναι το μόνο πράγμα που θα του δώσει ποτέ ο πατέρας του». Ο Γκάρικ άφησε τον μικρό Σέλιγκ στο πάτωμα, κι οι δυο γονείς παρακολούθησαν το βλαστάρι τους να
μπουσουλάει πάνω στο ψάθινο χαλί προς ένα παιχνιδάκι κάτω από το τραπέζι. Κ άθισε να το περιεργαστεί στριφογυρίζοντάς το στα δαχτυλάκια του, ανύποπτος για την ένταση που κορυφωνόταν στο δωμάτιο. Επιτέλους, οι ματιές τους διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά. «Λυπάμαι που με βρήκες εδώ, Μπρένα. Δεν θα ξανασυμβεί». «Γιατί ήρθες;» «Για να δω τον γιο μου». «Γιατί τώρα, μετά από τόσο καιρό;» «Πιστεύεις ειλικρινά ότι δεν τον έχω δει άλλη φορά; Έρχομαι τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα από τότε που επέστρεψες, όποτε βγαίνεις για κυνήγι. Κ ι όσο έμενες στο σπίτι μου, τον έβλεπα κάθε μέρα». «Πώς;» «Αφού θήλαζε, τον είχα όλο δικό μου μέχρι να ξαναγυρίσει κοντά σου». Τα μάτια της Μπρένα παραλίγο να πεταχτούν από τις κόγχες τους από οργή. «Κ αι γιατί γινόταν πίσω από την πλάτη μου όλο αυτό;» «Φοβόσουν ότι θα έκανα κακό στον γιο μου, γι’ αυτό τον έβλεπα κρυφά. Δεν ήθελα να σε ταράξω». Η Μπρένα στράφηκε στη Λέιλα, που είχε ζαρώσει σε μια γωνία, μακριά από τη λογομαχία σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε. «Γιατί δεν μου είπες ότι ο πατέρας του Σέλιγκ ερχόταν εδώ και τον έβλεπε;» «Έχει το δικαίωμα, κυρά μου. Δεν έπρεπε να
υποχρεώνεται να κρύβει την αγάπη του για τον Σέλιγκ». Η Μπρένα πάνιασε τη στιγμή που ξεστόμιζε την ερώτηση. Δεν άκουσε καν την απάντηση. Είχε εμπιστευτεί στη Λέιλα το μυστικό που κρατούσε για πολύ καιρό, επειδή έμενε μαζί της και έπρεπε να συνεννοούνται για χάρη του Σέλιγκ. Κ αι τώρα, εξαιτίας του θυμού της, το ήξερε και ο Γκάρικ. «Φεύγω τώρα, Μπρένα». Εκείνη τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Μπορεί να είχε πρόθεση να αφήσει την γκάφα της να περάσει, αλλά δεν θα το δεχόταν. «Με άκουσες να μιλάω στη γλώσσα σου. Γιατί δεν με κατηγορείς που σου το έκρυψα;» Ο Γκάρικ ανασήκωσε τους ώμους. «Ζεις αρκετό καιρό εδώ για να την έχεις μάθει, Μπρένα». Παραήταν υποχωρητικός, κι αυτό δεν του ταίριαζε. «Διδάχτηκα τη γλώσσα σου προτού καν με φέρουν εδώ, Γκάρικ. Ήταν το μοναδικό μου όπλο εναντίον σου που δεν μπορούσες ποτέ να μου πάρεις, ακόμα κι αν δεν το χρησιμοποίησα ποτέ». «Το ξέρω». Γούρλωσε τα μάτια της. «Το ξέρεις;» «Μου το είπε η θεία σου εδώ και πολύ καιρό. Θέλησα να μάθω περισσότερα για σένα, και η Λινέτ μου είπε πολλά που ήταν χρήσιμα. Εξάλλου, παραληρούσες και στις δύο γλώσσες τότε που αρρώστησες με πυρετό». «Γιατί δεν μου είπες τίποτα;» «Ήθελα να μου το πεις εσύ», απάντησε ατάραχα.
«Κ αι το έκανες τελικά». «Μόνο που δεν έχει σημασία πια». «Έχει σημασία». Η Μπρένα κλονίστηκε από τον τρυφερό τόνο του. Ο Γκάρικ κάλυψε με δυο δρασκελιές την απόσταση που τους χώριζε και στάθηκε ακριβώς μπροστά της. Στα μάτια του δεν υπήρχε ίχνος θυμού ή μίσους, μόνο το γλυκό γαλαζοπράσινο ήρεμης θάλασσας. Κ αι τότε, τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της, κι η Μπρένα ένιωσε την καρδιά της να χάνει έναν χτύπο. Το φιλί του αναζωπύρωσε το καταπιεσμένο πάθος ανάμεσά τους. Όλους αυτούς τους μήνες, η Μπρένα αγωνιζόταν να μην τον σκέφτεται, αφού είχαν περάσει ήδη έναν χρόνο χώρια. Κ ι όμως, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειές της, τον ήθελε ακόμα, απελπισμένα. Εκείνος την έσφιγγε πάνω του, ανίκανος να προχωρήσει περισσότερο με τη Λέιλα παρούσα. Η Μπρένα ευχόταν να κρατούσε για πάντα αυτή η στιγμή, αλλά ένας επίμονος δαίμονας μέσα στο μυαλό της δεν της επέτρεπε να ξεχάσει το παρελθόν. Αυτό που συνέβαινε ήταν σαν όνειρο. Εναντιωνόταν στην πραγματικότητα. Κ οίταξε τον Γκάρικ με μάτια θολά από την επιθυμία. «Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησε σαστισμένη. «Η άνοιξη δεν είναι μακριά, Μπρένα. Ο πατέρας μου σου έδωσε τον λόγο του ότι θα σε πάει πίσω στην πατρίδα σου». Δίστασε, πολεμώντας τον εγωισμό του. «Δεν θέλω να φύγεις». Η Μπρένα διέκρινε μια σπίθα ελπίδας. «Τότε τι
θέλεις;» «Σε θέλω γυναίκα μου. Θέλω να ξεχάσουμε το παρελθόν και να κάνουμε μια καινούρια αρχή». Τα λόγια του ήταν σαν μουσική στα αφτιά της. Το να γίνει γυναίκα του ήταν αυτό που λαχταρούσε ολόψυχα κάποτε, αλλά η κάθετα αρνητική του στάση την ανάγκασε να παρατήσει τις ελπίδες της. Τι τον έκανε να αλλάξει; «Θέλεις εμένα, Γκάρικ, ή το λες επειδή ξέρεις ότι θα πάρω τον Σέλιγκ μαζί μου όταν φύγω;» «Αγαπώ τον γιο μου. Δεν μπορώ να το αρνηθώ αυτό». «Κ ι εμένα;» «Μπρένα, δεν θα σου ζητούσα να με παντρευτείς μόνο για να κρατήσω εδώ τον γιο μου. Σε θέλω περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη γυναίκα». Την έσφιξε πάνω του. «Μετάνιωσα χίλιες φορές για τη βιαστική μου απόφαση να σε απαρνηθώ. Ήμουν πιο δυστυχισμένος από ποτέ χωρίς εσένα». «Με αγαπάς, όμως;» «Μετά απ’ όσα σου λέω, πώς μπορείς να αμφιβάλλεις;» Εκείνη τη στιγμή, η χαρά της δεν είχε όρια. «Δηλαδή πιστεύεις πως σου είπα την αλήθεια ότι δεν το έσκασα από το σπίτι σου τη δεύτερη φορά;» «Είμαι πρόθυμος να ξεχάσω το παρελθόν». Η Μπρένα πάγωσε και τραβήχτηκε από την αγκαλιά του. «Να ξεχάσεις; Ώστε ακόμα δεν με πιστεύεις;» «Ορκίστηκες ότι σκότωσες τον Σέντρικ Μπόργκσεν,
αλλά είναι ζωντανός, Μπρένα». «Δεν είναι δυνατό!» «Τον είδα». «Μα… μα έπεσε πάνω στο στιλέτο μου, στο ίδιο στιλέτο που μου έδωσες εσύ! Δεν κουνιόταν καθόλου. Πώς γίνεται να ζει;» «Σταμάτα να υποκρίνεσαι, Μπρένα!» ξέσπασε ο Γκάρικ. «Σου είπα ότι θα αφήσω το παρελθόν να ξεχαστεί». «Αλλά δεν με πιστεύεις!» του φώναξε. «Κ αταλαβαίνω γιατί έφυγες, Μπρένα, γιατί καταπάτησες τον λόγο σου. Ήταν ασυγχώρητος ο τρόπος που σε ανάγκασα να με δεχτείς την τελευταία φορά. Ξέσπασα την οργή μου πάνω σου, και ήταν μεγάλο λάθος. Γι’ αυτό το έσκασες και μετά ξαναγύρισες, απρόθυμη να ομολογήσεις την αλήθεια. Αλλά δεν έχει σημασία πια. Σε αγαπώ αρκετά για να ξεχάσω τα πάντα». «Αλλά όχι τόσο ώστε να με εμπιστευτείς;» Εκείνος απέστρεψε το βλέμμα, απαντώντας βουβά στην ερώτησή της. Ο Σέλιγκ έβαλε τα κλάματα, και η Λέιλα έτρεξε κοντά του. Η Μπρένα κοίταξε λυπημένη τον γιο της, συμπονώντας τον που δεν θα γνώριζε ποτέ τον πατέρα του. Οι ελπίδες της, που είχαν αναβιώσει τόσο απροσδόκητα, ξεψυχούσαν για άλλη μια φορά, οριστικά πλέον. Ένιωσε συντετριμμένη όταν ο Γκάρικ την κοίταξε με λαχτάρα, παρά τα όσα είχαν ειπωθεί. Πώς μπορούσε να της το κάνει αυτό; Πίστευε ότι αυτό το ρήγμα ανάμεσά τους μπορούσε να γεφυρωθεί;
«Φύγε, Γκάρικ». Η φωνή της ήταν κούφια, η οδύνη της πρόδηλη. «Δεν μπορώ να σε παντρευτώ, όταν ξέρω ότι δεν θα με εμπιστευτείς ποτέ». «Ίσως με τον καιρό…» «Όχι, πάντα θα υπάρχει αυτό ανάμεσά μας. Μακάρι να μην ήταν έτσι, γιατί εγώ θα σε αγαπώ πάντα». «Τουλάχιστον μείνε εδώ, Μπρένα». Κ οίταξε τον Σέλιγκ, κι έπειτα στράφηκε πάλι σ’ εκείνη. «Μη μου τον πάρεις τόσο μακριά». Η Μπρένα ένιωσε την καρδιά της να σπάει σε χίλια κομμάτια. Για τον Θεό, δεν άντεχε να βλέπει τον πόνο του! «Με θεωρείς άκαρδη κι εγωίστρια, Γκάρικ, αλλά δεν μπορώ να ζω τόσο κοντά σου. Είναι πάρα πολύ οδυνηρό να είμαι δίπλα σου, να σ’ αγαπώ, κι ωστόσο να ξέρω ότι δεν υπάρχει ελπίδα για μας». «Έχεις χρόνο να αλλάξεις γνώμη μέχρι να φύγεις, Μπρένα. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να έρθεις σ’ εμένα». Ο Γκάρικ έφυγε, και η Μπρένα πλάνταξε στο κλάμα γερμένη στον ώμο της Λέιλα. Δεν βοήθησε καθόλου. Το μόνο που θα βοηθούσε θα ήταν να βρεθεί πολύ, πολύ μακριά του.
Κεφάλαιο 47 Η άνοιξη έφτασε γρήγορα, και η Μπρένα ειδοποιήθηκε να ετοιμάζεται για αναχώρηση σε λιγότερο από δεκαπέντε μέρες. Άκουσε αυτή την είδηση με βαριά καρδιά, κι ωστόσο ένιωθε ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Δεν μπορούσε να ζει κοντά στον Γκάρικ χωρίς να τον έχει, και δεν μπορούσε να τον έχει, αφού δεν την εμπιστευόταν. Μακάρι να μην ήταν τόσο σημαντική γι’ αυτήν η εμπιστοσύνη του. Αλλά ήξερε με σιγουριά ότι η αγάπη τους δεν θα άντεχε για πολύ χωρίς αυτήν. Περισσότερο της στοίχιζε όταν κοίταζε τον γιο της, τόσο ανύποπτο για την αναταραχή στη ζωή τους. Ήξερε ότι θα του στερούσε τον πατέρα και τους παππούδες του με τον εγωισμό της. Μέχρι που σκέφτηκε να τον αφήσει πίσω, αλλά μόνο για μια στιγμή. Ήταν η ίδια της η ζωή, και τίποτα στον κόσμο δεν θα τους χώριζε ποτέ. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ τον φόβο που είχε νιώσει γι’ αυτόν προτού καν γεννηθεί, παρότι τώρα ήξερε πόσο ανόητη υπήρξε. Κ αι μετά, τρομοκρατήθηκε ξανά όταν γεννήθηκε τόσο πρόωρος κι αδύναμος. Τώρα ήταν δυνατός, και τίποτα δεν μπορούσε να
τον βλάψει, εκτός από την απόφαση της μητέρας του να τον πάρει μακριά. Ευτυχώς, δεν θα θυμόταν, αντίθετα μ’ εκείνη. Είχε προσευχηθεί για ένα κοριτσάκι στα δικά της χρώματα, που δεν θα της θύμιζε σε τίποτα τον Γκάρικ. Ο Σέλιγκ είχε μαύρες μπούκλες και διαπεραστικά γκρίζα μάτια, αλλά έμοιαζε όλο και περισσότερο στον πατέρα του. Η Μπρένα δεν θα κατάφερνε ποτέ να ξεχάσει τον Γκάρικ όταν αγκάλιαζε τον γιο του. Όχι πως είχε πολλές ελπίδες να τον ξεχάσει έτσι κι αλλιώς, βέβαια. Για μεγάλη της έκπληξη, η Λέιλα είχε δεχτεί να ταξιδέψει μαζί της. Δεν είχε συγγενείς εδώ, μιας και ο άντρας της είχε πεθάνει πριν το παιδί της. Υποστήριξε ότι ο Σέλιγκ ήταν το μόνο πλάσμα που είχε σημασία στη ζωή της και δεν άντεχε να τον αποχωριστεί. Η ανακούφιση της Μπρένα ήταν απέραντη. Παρότι ο γιος της δεν χρειαζόταν πια την τροφό του, η Μπρένα είχε δεθεί πολύ μ’ αυτή τη γεροδεμένη Νορβηγίδα.
•
Κ αι να που ήρθε η παραμονή της αναχώρησής τους για την πατρίδα. Η Λέιλα είχε πάει να αποχαιρετήσει τις φίλες της, και η Μπρένα ετοιμαζόταν να πάει τον Σέλιγκ στον πατέρα του για τελευταία φορά. Η καρδιά της σπάραζε ξέροντας πως ήταν η τελευταία
φορά που θα τον έβλεπε και η ίδια. «Έλα, γλυκέ μου», είπε παίρνοντας αγκαλιά τον μικρό. «Ο πατέρας σου δεν μας περιμένει, αλλά είμαι σίγουρη ότι θα χαρεί». Στην ερωτηματική ματιά του μικρού, πρόσθεσε: «Δόξα τω Θεώ που δεν καταλαβαίνεις. Για σένα, το ταξίδι στην άλλη άκρη της θάλασσας θα είναι μια περιπέτεια. Για μένα…» Δεν μπορούσε να ολοκληρώσει. Την πονούσε πολύ περισσότερο απ’ όσο περίμενε, αλλά εξακολουθούσε να πιστεύει ότι είχε κάνει τη σωστή επιλογή. Πήγαινε προς την πόρτα, όταν άνοιξε ξαφνικά προτού φτάσει εκεί. Στο άνοιγμα στεκόταν ο Γκάρικ. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένο ένα μείγμα λύπης κι αγάπης, μα υπήρχε κι απροθυμία στη στάση του. Η Μπρένα αναστατώθηκε. Ευχόταν να τον έβλεπε το ίδιο δυναμικό όσο ήταν πάντα στο παρελθόν. Ήθελε απελπισμένα να νιώσει τα μπράτσα του γύρω της μια τελευταία φορά, αλλά ήταν θαρρείς και τους χώριζε ένα τείχος. Δεν μπορούσε να τον κατηγορήσει που δεν την πίστευε. Αφού της είπε ότι είχε δει τον Σέντρικ ζωντανό, είχε αρχίσει να αμφισβητεί κι η ίδια τον εαυτό της. «Έπρεπε να σου έχω μηνύσει, Γκάρικ. Μόλις έφευγα για να σου φέρω τον Σέλιγκ, ώστε να περάσετε τη μέρα μαζί». «Άσε κάτω το παιδί, Μπρένα». Η φωνή του είχε μια παράξενη χροιά. Τον είχε κυριέψει πάλι η πικρία; Η Μπρένα άφησε τον Σέλιγκ στη γωνιά με τα παιχνίδια του. «Μπορείς να μείνεις εδώ μαζί του, αν θες», είπε
αμήχανα εκείνη. «Η Λέιλα δεν θα γυρίσει πριν το δειλινό, κι εγώ πρέπει να πάω από το σπίτι σου, να αποχαιρετήσω τον Έριν και τους άλλους. Έτσι, θα έχετε χρόνο οι δυο σας με το μικρό». Εκείνος δεν απάντησε, και η Μπρένα πρόσεξε για πρώτη φορά ότι ήταν ζωσμένος με ένα σωρό όπλα, περισσότερα απ’ όσα τον είχε δει ποτέ να κουβαλάει, ενώ στο χέρι του κρατούσε ένα σκοινί. «Γιατί ήρθες εδώ, Γκάρικ; Φαίνεσαι έτοιμος για μάχη». Ένιωσε το αίμα να παγώνει στις φλέβες της. «Πάνω μου έχεις σκοπό να χρησιμοποιήσεις όλα αυτά τα όπλα; Αν τον αγαπάς τόσο ώστε δεν θα δίσταζες να με σκοτώσεις για να τον κρατήσεις, κάν’ το τώρα, γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν». Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με το γελοίο συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει. «Όσο πολύ κι αν τον αγαπώ και τον θέλω, Μπρένα, δεν θα μπορούσα ποτέ να σκοτώσω τη μητέρα του». «Τότε γιατί…» «Θα μπορούσα να σε κρατήσω εδώ διά της βίας. Το σκέφτηκα πολλές φορές. Πέρυσι, όταν ξεκίνησα για την Ανατολή θέλοντας να βάλω όσο μεγαλύτερη απόσταση μπορούσα ανάμεσά μας, συνειδητοποίησα ότι μόνο αυτό δεν ήθελα. Σε ήθελα μαζί μου, πλάι μου για την υπόλοιπη ζωή μας. Το καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του, και φαντάστηκα ότι ο πατέρας μου σε είχε πάει προ πολλού πίσω στη γη των προγόνων σου. Μια και σου είχε χαρίσει την ελευθερία σου, είχε το δικαίωμα να ξέρει ότι είχα σκοπό να σου τη στερήσω ξανά, γι’ αυτό γύρισα εδώ
για να του πω ότι θα σε έφερνα πίσω και θα σε κρατούσα μαζί μου, είτε συμφωνούσες είτε όχι». «Αυτό… αυτό σκοπεύεις να κάνεις τώρα;» Ο Γκάρικ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Εκτιμάς πάρα πολύ την ελευθερία σου, το ξέρω καλά αυτό. Υπάρχει άλλη μία λύση». «Μακάρι να ήταν έτσι, αλλά εγώ δεν τη βλέπω». «Η αλήθεια, το τέλος κάθε αμφιβολίας, αυτή είναι η μοναδική λύση, Μπρένα. Προσεύχομαι με όλη μου την καρδιά να έκανα λάθος που δεν σε πίστεψα. Αν μου είπες ψέματα, θα το μάθω τώρα. Κ αι μετά, μπορώ μόνο να ελπίζω ότι δεν θα νιώσεις ποτέ ξανά την ανάγκη να καταφύγεις στο ψέμα». «Δεν καταλαβαίνω, Γκάρικ. Δεν σου έφτασε ο λόγος μου πριν, και δεν έχω αποδείξεις να σου δώσω». «Από σήμερα και στο εξής θα πιστεύω σ’ εσένα, Μπρένα, γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Σ’ αγαπάω!» είπε σοβαρά εκείνος. «Αλλά πρέπει να εξακριβώσω την αλήθεια». Τράβηξε το σκοινί που κρατούσε στο χέρι του και, παρά τη σύγχυσή της, η Μπρένα έφριξε στην ιδέα ότι θα έφερνε το άλογό του μέσα στο σπίτι. Αλλά αυτό που εμφανίστηκε στην άλλη άκρη του σκοινιού δεν ήταν ο επιβλητικός επιβήτορας, αλλά ο Σέντρικ Μπόργκσεν, δεμένος από τους καρπούς, με ένα ρυάκι αίματος να κυλάει από ένα σκίσιμο στο κεφάλι του. Η Μπρένα έγινε κάτωχρη, σαν να αντίκριζε ζωντανό-νεκρό. Ο Σέντρικ χλώμιασε κι αυτός, αλλά συγκάλυψε γρήγορα την έκπληξή του.
«Γιατί με κουβάλησες εδώ, Χάαρντραντ;» απαίτησε εξηγήσεις ο Σέντρικ. «Να ξέρεις ότι αυτή η προσβολή δεν θα μείνει ατιμώρητη». «Σωστά, αλλά ποια προσβολή, Σέντρικ;» «Περίμενες τόσο καιρό να κλείσεις έναν παλιό λογαριασμό;» Ο Σέντρικ γέλασε, αλλά η θυμηδία του διαλύθηκε, κι ο τόνος του έσταζε μίσος. «Το παρελθόν πέθανε μετά από τόσα χρόνια. Ο αδερφός σου σκότωσε τον δικό μου, κι αυτό ήταν αρκετό για τους πατεράδες μας. Κ αι τώρα εσύ θέλεις κι άλλο αίμα!» «Το παρελθόν δεν έχει καμία σχέση με την παρουσία σου εδώ. Έχεις να λογοδοτήσεις για ένα πιο πρόσφατο έγκλημα». «Αλήθεια;» Ο Γκάρικ τον πλησίασε και έδειξε την Μπρένα. «Τη γνωρίζεις αυτή τη γυναίκα;» Ο Σέντρικ την κοίταξε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Κ ατάφερε να χαλαρώσει και χαμογέλασε πλατιά. «Κ αλοφτιαγμένη τσούπρα, αλλά δεν την έχω ξαναδεί». Η Μπρένα ένιωσε το στομάχι της να συσπάται οδυνηρά. Κ οίταξε τον Γκάρικ, που τους παρατηρούσε και τους δύο, ανίκανος να κρύψει την απογοήτευσή του. Όχι, δεν μπορεί να συνέβαινε αυτό! «Λέει ψέματα, Γκάρικ!» Η Μπρένα μίλησε νορβηγικά για χάρη του Σέντρικ. Η φωνή της έτρεμε από οδύνη και δυσπιστία. «Σου τ’ ορκίζομαι, λέει ψέματα!»
«Δεν έχει σημασία, Μπρένα». «Κ ι όμως, έχει, έχει!» Τώρα στράφηκε φρενιασμένα στον Σέντρικ. «Πες του την αλήθεια! Πες του πώς με αρπάξατε!» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους, τάχα σαστισμένος. «Η κοπελιά είναι μουρλή. Δεν έχω ιδέα τι τρέλες αραδιάζει». «Ψεύτη!» ξέσπασε εκείνη τρέμοντας ολόκληρη από λύσσα. «Νόμιζα ότι η λεπίδα μου σε είχε σκοτώσει, αλλά έπρεπε να σιγουρευτώ!» Τράβηξε το στιλέτο που είχε πάντα κρεμασμένο στο μηρό της. «Αλλά δεν θα μου γλιτώσεις αυτή τη φορά!» Ο Γκάρικ της πέταξε το στιλέτο από το χέρι πριν καν προλάβει να κάνει βήμα. «Είναι δεμένος και ανήμπορος, Μπρένα. Δεν σκοτώνουμε άοπλους». Ούρλιαξε για να εκτονώσει την απόγνωσή της. Ήταν ο λόγος της ενάντια σ’ εκείνον του Σέντρικ, αλλά η ιστορία της, και όλες οι δοκιμασίες που υπέμεινε, ήταν απίστευτες. Το ήξερε και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να το αλλάξει. Κ αι τότε είδε την απάντηση, και η ελπίδα έλαμψε στα μάτια της. «Η λεπίδα μου καρφώθηκε στο στήθος του, Γκάρικ», είπε βιαστικά. «Μπορεί να μην πέθανε από το τραύμα, αλλά σίγουρα θα άφησε ουλή – την απόδειξη που ψάχνεις!» Ο Γκάρικ πλησίασε τον Σέντρικ, ο οποίος χαμογελούσε από το ένα αφτί μέχρι το άλλο. «Έχω πολλές ουλές», είπε με άνεση. «Ποια θες να δεις;» Απτόητος, ο Γκάρικ του έσκισε την πουκαμίσα,
αλλά υπήρχαν όντως πολλές ουλές. Οι ώμοι του κύρτωσαν όπως έσπρωχνε τον αιχμάλωτό του προς την πόρτα. «Θα σε πάω πίσω εκεί που σε βρήκα». «Μη νομίζεις ότι θ’ αφήσω αναπάντητη αυτή την προσβολή», γρύλισε ο Σέντρικ. «Μου επιτέθηκες με πρόσχημα τις ασυναρτησίες μιας τρελής και μ’ έσυρες εδώ για να με ταπεινώσεις ακόμα περισσότερο». Ο Γκάρικ ανασήκωσε τους ώμους, πολύ αποκαρδιωμένος για να σκοτιστεί. Είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες σε αυτή την αναμέτρηση, ενεργώντας ενάντια στον κοινό νου και παρακαλώντας να επιβεβαιωνόταν η ιστορία της Μπρένα. Αλλά τώρα… «Θέλεις να με προκαλέσεις, Σέντρικ;» «Όχι, δεν είμαι βλάκας!» απάντησε εκείνος. «Αλλά ο πατέρας μου θα το μάθει, να είσαι σίγουρος». «Δεν αμφέβαλα». «Γκάρικ, στάσου!» φώναξε η Μπρένα. Αδυνατούσε να πιστέψει ότι το έβαζε κάτω τόσο εύκολα. Τώρα δεν θα την πίστευε ποτέ, κι όσο κι αν ορκιζόταν ότι δεν είχε σημασία, εκείνη ήξερε πως θα υπήρχε πάντα ανάμεσά τους. «Μπρένα, δεν έχει νόημα να το παρατείνουμε άλλο». «Γκάρικ, έχει άλλη μια ουλή που δεν μοιάζει με καμία άλλη! Είναι μακριά και πριονωτή, στο μπροστινό μέρος το μηρού του. Την είδα όταν αποπειράθηκε να με βιάσει».
Είδε όλο το χρώμα να χάνεται από το πρόσωπο του Γκάρικ πριν καν ολοκληρώσει τη φράση της. Ο Σέντρικ είχε χλωμιάσει επίσης, αλλά η Μπρένα το είδε πολύ αργά. Μέσα στον πανικό του, ενήργησε ακαριαία, σηκώνοντας τις δεμένες γροθιές του για να χτυπήσει τον Γκάρικ από πίσω. Εκείνος έπεσε με φόρα πάνω στο τραπέζι, χτύπησε το κεφάλι του και σωριάστηκε αναίσθητος στο πάτωμα. Η Μπρένα παρακολουθούσε εμβρόντητη. Ήταν σαν να ξαναζούσε τη σκηνή στο δάσος, τότε που επιτέθηκε στον Γκάρικ η θηριώδης αρσενική αρκούδα. Δεν ήξερε καν αν κειτόταν αναίσθητος εκεί ή πεθαμένος, αλλά το κτήνος ήταν ακόμα ολοζώντανο και απειλητικό. Έψαξε για το στιλέτο της, αλλά είχε χάσει πολύτιμο χρόνο. Το είχε μαζέψει κιόλας ο Σέντρικ και προσπαθούσε να κόψει το σχοινί στους καρπούς του. Η Μπρένα έτρεξε προς το μέρος του, αλλά την πέταξε πίσω με μια δυνατή σπρωξιά. Εκείνη έπεσε, όμως ξανασηκώθηκε αμέσως κι έτρεξε προς τα άλλα της όπλα. Κ αι πάλι είχε αργήσει. Ο Σέντρικ είχε λυθεί και βρέθηκε πίσω της πριν προλάβει να φτάσει στη βαλλίστρα της. Την τράνταξε με μανία κι έπειτα την πέταξε στο πάτωμα. «Θέλω να ξέρεις τι σε περιμένει, παλιοθήλυκο!» της φώναξε εξαγριωμένος. «Λίγο έλειψε να πεθάνω εξαιτίας σου, και δεν θα ζούσα αν δεν γύριζε έγκαιρα ο Άρνο για να σταματήσει την αιμορραγία. Τότε δεν μπορούσα να σε κυνηγήσω, αλλά ξεκίνησα αμέσως μόλις συνήλθα αρκετά. Μόνο που έμαθα
από έναν σκλάβο ότι σε είχαν για πεθαμένη. Μου είπε ψέματα, βλέπω». «Όχι», απάντησε ψιθυρίζοντας. «Μου πήρε πολλές εβδομάδες να κάνω τον γύρο του φιόρδ». Εκείνος γέλασε. «Δεν είναι παράξενο που δεν σε πίστεψε ο Γκάρικ. Αν έκανες τέτοιο κατόρθωμα, τότε θ’ αντέξεις για πολύ το γλέντι που σου ετοιμάζω…» «Μη γίνεσαι ανόητος», είπε η Μπρένα με μια απάθεια που δεν ένιωθε. «Ο Γκάρικ ήθελε μόνο την αλήθεια. Γι’ αυτό σε έφερε εδώ». «Κ αι την έμαθε την πολυπόθητη αλήθεια του. Μια χαρά πήγαινε το πράγμα, μέχρι που ανέφερες την ουλή που μου έκανε όταν ήμασταν νέοι. Μόνο αυτός κι εγώ την ξέρουμε. Ήταν ατύχημα, αλλά απ’ αυτά που δεν ξέχασα ποτέ – ούτ’ εγώ, αλλά ούτε αυτός». Βλέποντας το βλέμμα μίσους που έριξε στον Γκάρικ, η Μπρένα πήρε μια κοφτή ανάσα. «Αν φύγεις τώρα, η ιστορία θα λήξει εδώ. Θα φροντίσω εγώ να μη σε καταδιώξει ποτέ ξανά». «Ναι, φαντάζομαι ότι θα μπορούσες να το κάνεις. Η ομορφιά σου είναι δύναμη. Αλλά δεν θα είσαι εδώ για να φροντίσεις οτιδήποτε. Θα έρθεις μαζί μου». Ο Σέντρικ κινήθηκε προς τον Γκάρικ, βγάζοντας το στιλέτο της Μπρένα από τη ζώνη του. Εκείνη πετάχτηκε όρθια με μια κραυγή τρόμου. Άρπαξε το μπράτσο του Σέντρικ και τον τράβηξε να γυρίσει προς το μέρος της. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Σου έσωσε τη ζωή τη στιγμή που ήμουν έτοιμη να σε σκοτώσω! Σε
έσωσε!» «Πρέπει να πεθάνει, όπως κι εσύ. Αλλά πρώτα θα υποφέρεις τα μαρτύρια της χριστιανικής σου κόλασης. Η μοίρα σου σφραγίστηκε όταν προσπάθησες να με σκοτώσεις!» «Αν τον σκοτώσεις, θα πεθάνεις κι εσύ – αν όχι από το χέρι μου, γιατί σίγουρα θα το προσπαθήσω, τότε από το χέρι του πατέρα και του αδερφού του. Δεν είναι βλάκες. Ξέρουν την ιστορία μου, και αν βρουν τον Γκάρικ νεκρό κι εμένα άφαντη, θα καταλάβουν ότι εσύ το έκανες». «Όχι, μορφονιά μου, εσένα θα κατηγορήσουν», είπε γελώντας εκείνος. «Δεν θα σκότωνα τον πατέρα του γιου μου, τον άντρα που αγαπώ με όλη μου την καρδιά». Εκείνος είδε την αλήθεια στα λόγια της και δίστασε. Κ αι τότε πρόσεξε τον Σέλιγκ στη γωνία, που έπαιζε ξέγνοιαστα με τα ξύλινα παιχνίδια του, ανύποπτος για την τραγωδία που εξελισσόταν γύρω του. «Αν θέλεις τόσο πολύ να εκδικηθείς, πάρε εμένα μακριά, κάπου που δεν θα μας βρει ο Γκάρικ. Αλλά άφησέ τον να ζήσει, για δικό σου καλό». Εκείνος δίστασε για μερικές στιγμές ανείπωτης αγωνίας, κι έπειτα, χωρίς λέξη, την άρπαξε από το χέρι και την έσυρε έξω μαζί του. Η Μπρένα ήθελε να τον ικετέψει να την αφήσει να πάρει και τον γιο της, αλλά ήξερε ότι ο κίνδυνος για τη ζωή του θα ήταν μεγάλος. Θα έμενε χωρίς επίβλεψη μέχρι να ανακτήσει ο Γκάρικ τις αισθήσεις του, και μπορεί να
έκανε καμιά σκανδαλιά, αλλά δεν θα κινδύνευε η ζωή του. Κ αι ο Γκάρικ θα ζούσε για να τον φροντίσει. Κ αβάλησαν τα δύο άλογα με τα οποία είχαν έρθει οι δυο άντρες κι έφυγαν καλπάζοντας για το σπίτι του Γκάρικ. Τώρα που η Μπρένα δεν είχε πια να φοβάται για τη ζωή του, έτρεμε για τον εαυτό της. Είχε ξεφύγει απ’ αυτόν τον άντρα μία φορά, και θα το έκανε ξανά, ενθάρρυνε τον εαυτό της. Είχαν διανύσει σχετικά μικρή απόσταση, όταν τους έκανε σινιάλο ένας άλλος ιππέας –γυναίκα, αυτή τη φορά. Η Μπρένα ξαφνιάστηκε όταν ο Σέντρικ σταμάτησε. Η Γιάρμιλ αιφνιδιάστηκε βλέποντάς τον μαζί με την Μπρένα. Ο άχρηστος κουτεντές είχε καθυστερήσει υπερβολικά να τελειώσει τη δουλειά που τον είχε πληρώσει να κάνει. Γιατί έπρεπε να κουβαληθεί τώρα, όταν η Μπρένα ήταν έτοιμη να φύγει το πρωί, παίρνοντας μαζί και τον γιο της; Είχε προσπαθήσει τόσες φορές να ξεφορτωθεί την Κ έλτισσα μάγισσα, που ήταν άλλο ένα εμπόδιο στον δρόμο της. Όταν η μικρή ψηνόταν στον πυρετό, η Γιάρμιλ έβαλε τα δυνατά της. Της έδωσε φίλτρα που έκαναν το σώμα της να απορρίπτει όλη την τροφή. Κ αι ήταν σίγουρη ότι, αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα του μπαλκονιού της κάμαρας του Γκάρικ, θα την έστελνε στο πι και φι. Αλλά η κοπέλα έζησε. Τι κρίμα που δεν είχε αρρωστήσει ο Γκάρικ, να την καλέσουν να τον περιθάλψει. Τότε δεν θα χρειαζόταν να ανησυχεί για μελλοντικούς έρωτες και
τα μούλικα που μπορεί να αποκτούσε. Κ αι απέκτησε ο άτιμος, άλλον έναν διάδοχο που στεκόταν στον δρόμο της. Είχε πιστέψει ότι ο γιος του δεν θα ερχόταν ποτέ στον κόσμο όταν χτύπησε την Μπρένα με το άλογο στο δάσος. Μα και πάλι ναυάγησε το καλοστημένο σχέδιό της. Η Γιάρμιλ είχε ακόμα να μηχανευτεί έναν τρόπο να προκαλέσει τον θάνατο του Γκάρικ και του αδερφού του. Αλλά θα τους σκότωνε αργά ή γρήγορα, κι αυτούς και τους γιους τους. Τουλάχιστον αν ο Σέντρικ έπαιρνε τελικά την Μπρένα μακριά, δεν θα γεννιόνταν κι άλλοι γιοι να στέκονται στον δρόμο της. Η Μπρένα ένιωσε να αναπτερώνονται οι ελπίδες της όταν αναγνώρισε τη Γιάρμιλ, αλλά απελπίστηκε όταν πρόσεξε το άλογο που ίππευε: ήταν το άλογο που παραλίγο να την ποδοπατήσει στο δάσος. «Με θυμάσαι, Μπρόγκσεν; Είμαι η Αντοσίντα». Ο Σέντρικ γέλασε. «Σε νόμιζα πιο νέα, κυρά». «Σου πήρε πολύ καιρό να τελειώσεις αυτό που σε πλήρωσα να κάνεις», του είπε θυμωμένα, αγνοώντας την παρατήρησή του. «Την είχα για πεθαμένη, μέχρι που με έφερε εδώ ο Γκάρικ και μας έβαλε πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν θα ξαναγυρίσει, γι’ αυτό να ‘σαι σίγουρη, κυρά». «Σε έφερε εδώ ο Γκάρικ! Πού είναι τώρα;» ρώτησε περιχαρής η Γιάρμιλ. «Τον σκότωσες;» «Όχι, τον άφησα ζωντανό. Δεν έχω άλλο χρόνο για ερωτήσεις. Δεν θα μείνει για πολύ ακόμα αναίσθητος».
«Μη φοβάσαι, Μπόργκσεν», απάντησε γελώντας η Γιάρμιλ. «Θα τον κανονίσω εγώ και τον Γκάρικ και τον γιο του. Δεν πρόκειται να σε ακολουθήσει». «Όχι, κυρά. Θα κατηγορήσουν εμένα». «Ανόητε!» ξέσπασε εκείνη. «Αυτή θα κατηγορήσουν! Είναι γνωστό ότι μισεί και τον πατέρα και το γιο. Ο Άνσελμ Χάαρντραντ θα την έπαιρνε μαζί του σαλπάροντας το πρωί, μακριά από την οικογένειά του, πριν τους εξοντώσει όλους!» «Λέει ψέματα, Σέντρικ!» φώναξε η Μπρένα. «Το πραγματικό όνομά της είναι Γιάρμιλ. Ο γιος της είναι εξώγαμο παιδί του Άνσελμ». «Ναι, και τους μισώ όσο κι αυτή! Αλλά ο δικός μου γιος, όχι ο δικός της, θα διαδεχτεί τον Άνσελμ!» «Ο Χιου είναι ο διάδοχος και έχει γιο. Θα τους σκοτώσεις κι αυτούς;» «Ο Χιου δεν έχει γιο ούτε θα αποκτήσει ποτέ. Όταν αρρώστησε μικρός με πυρετό, έμεινε μισός άντρας. Η αδερφή σου λέει ψέματα – το είπα στον Άνσελμ, αλλά δεν με πίστεψε. Οπότε ναι, θα πεθάνουν κι αυτοί. Όλοι οι γιοι του Άνσελμ και μαζί μ’ αυτούς κι οι γιοι τους. Όλοι εκτός από τον δικό μου!» Κ αι μ’ αυτό, η Γιάρμιλ έφυγε καλπάζοντας για το σπίτι της Μπρένα. «Πρέπει να τη σταματήσεις!» φώναξε εκείνη απελπισμένα. «Δεν έχουμε χρόνο, κοπελιά». «Εσένα θα κυνηγήσουν για το έγκλημά της!» «Άφησα τον Γκάρικ να ζήσει, κι ας ήξερα ότι θα με κυνηγήσει. Δεν έχει διαφορά. Θα σαλπάρω για
την Έριν4 ή για τη Φινλανδία, μακριά από δω». «Πάει να σκοτώσει τον γιο μου!» στρίγκλισε η Μπρένα, εκτός εαυτού από τον φόβο. Προσπάθησε να γυρίσει το άλογό της στην αντίθετη κατεύθυνση, αλλά ο Σέντρικ της άρπαξε τα γκέμια. Παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει τώρα, εκτός από τον θάνατο. Πήδηξε από το άλογό της κι άρχισε να τρέχει προς τα πίσω, προς τον γιο της και τον Γκάρικ. Έπρεπε να σταματήσει τη Γιάρμιλ πάση θυσία! Ο Σέντρικ την πλησίασε από πίσω και την ανέβασε στο άλογό του. Εκείνη πάλεψε σαν παγιδευμένη τίγρη, ώσπου ένα χτύπημα στο κεφάλι έφερε το σκοτάδι κι ένα τρομακτικό τέλος στην αντίστασή της.
4
«Η γη της Δύσης» στα κελτικά, παλιά ονομασία της Ιρλανδίας.
Κεφάλαιο 48 Τα νερά του φιόρδ ήταν τρικυμισμένα, το ρεύμα δυνατό. Η Μπρένα συνήλθε από το ταρακούνημα μιας μικρής βάρκας. Ο φόβος δεν την είχε αφήσει στιγμή, και ξύπνησε ανεμίζοντας τα μπράτσα της, παλεύοντας ακόμα να ελευθερωθεί. Αλλά δεν ήταν δεμένη, και ο Σέντρικ καθόταν με την πλάτη προς το μέρος της, κωπηλατώντας μακριά από την προβλήτα του Γκάρικ. Η απελπισία της Μπρένα αψήφησε τη λογική. Μόνη της έγνοια ήταν να γυρίσει πίσω στη στεριά, να βρει τη Γιάρμιλ πριν να είναι πολύ αργά. Χωρίς να λάβει υπόψη της ότι δεν ήξερε να κολυμπάει, πήδηξε στο νερό πριν καν καταλάβει ο Σέντρικ ότι είχε ανακτήσει τις αισθήσεις της. Βούλιαξε αμέσως, αλλά πάλεψε να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Άκουσε τον Σέντρικ να της φωνάζει πριν βουλιάξει ξανά. Το ρεύμα την παρέσυρε με ορμή, μέχρι που τη χτύπησε στις σανίδες κάτω από την προβλήτα. Ξαναβγήκε στην επιφάνεια και γαντζώθηκε σε μια ξύλινη σανίδα, και τότε είδε το Σέντρικ να έρχεται προς το μέρος της με τη βάρκα. Για όνομα του Θεού, γιατί δεν σηκωνόταν να φύγει;
Η Μπρένα προσπάθησε να βγει στην όχθη, απ’ όπου μπορούσε εύκολα να φτάσει στο μονοπάτι που οδηγούσε πάνω στον γκρεμό. Αλλά ο Σέντρικ ήταν πολύ κοντά. Θα την άρπαζε πριν προλάβει να βγει από το νερό. Προσπάθησε να βρει καταφύγιο κάτω από την προβλήτα, πιάνοντας τη μία σανίδα μετά την άλλη, μέχρι που έφτασε στην άλλη άκρη της. Ο Σέντρικ αναγκάστηκε να κάνει τον γύρο, δίνοντάς της πολύτιμο χρόνο. Εδώ υπήρχαν μόνο απότομα βράχια για πολλά μέτρα που της έκλειναν τον δρόμο για το μονοπάτι. Παρέκαμψε τον βράχο, σκίζοντας τα δάχτυλά της όπως πάλευε να γαντζωθεί πάνω του. Τελικά έφτασε σε ένα σημείο απ’ όπου μπορούσε να συρθεί έξω από το νερό. Δεν είχε σημασία που ήταν ήδη εξαντλημένη, γιατί ο Σέντρικ πλησίαζε γοργά, κωπηλατώντας σαν δαιμονισμένος. Η Μπρένα σκαρφάλωνε στην όχθη όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γαντζωμένη από ρίζες, κλωνάρια, προεξοχές βράχου και ό,τι άλλο έβρισκε για στήριγμα. Γλιστρούσε αργά αλλά σταθερά προς την προβλήτα, σίγουρη ότι ο Σέντρικ δεν μπορούσε να κινηθεί γρηγορότερα από εκείνη, άρα τουλάχιστον δεν θα είχε το πλεονέκτημα. Αλλά εκείνος είχε παρατήσει τη βάρκα και μείωνε την απόσταση που τους χώριζε κραυγάζοντας ότι θα τη σκότωνε. Κ αι ξαφνικά, δεν υπήρχε πουθενά να πιαστεί, μόνο λείος βράχος. Δεν μπορούσε να προχωρήσει ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα αριστερά. Κ ι ο Σέντρικ ήταν ακριβώς από κάτω της. Όταν τα δάχτυλά του άγγιξαν τον αστράγαλό
της, ούρλιαξε από απόγνωση για το μάταιο των προσπαθειών της. Τον κλώτσησε στα τυφλά, αλλά εκείνος συνέχισε να αγωνίζεται να την αρπάξει. Τελικά τον πέτυχε στο κεφάλι με το πόδι της, αλλά, παρότι γλίστρησε, εκείνος βρήκε κάποια στηρίγματα και ξανάρχισε να σκαρφαλώνει. Πόσο μπορούσε να κρατήσει αυτό; Η Μπρένα ήταν τόσο κοντά στην άκρη του μονοπατιού, αλλά δεν είχε τον τρόπο να φτάσει εκεί. Ούρλιαξε πάλι όταν τα δάχτυλα του Σέντρικ τεντώθηκαν προς το μέρος της. Κ αι τότε άκουσε να φωνάζουν το όνομά της, αν και από πολύ μακριά, η φωνή να πνίγεται από τον παφλασμό του νερού και τη βαριά αναπνοή της. Στην αρχή νόμιζε πως ήταν ένα παιχνίδι της φαντασίας της, μια ψευδαίσθηση ελπίδας εκεί που δεν υπήρχε καμιά. Κ αι τότε άκουσε ξανά τη φωνή, πιο δυνατά, κι αυτή τη φορά την αναγνώρισε. «Γκάρικ! Γρήγορα, γρήγορα!» Ακούγοντάς τον, ο Σέντρικ παράτησε επιτέλους τις προσπάθειες να την αρπάξει. Η Μπρένα τον παρακολούθησε να κατεβαίνει τον γκρεμό και να πηδάει πανικόβλητος στη βάρκα του. Η πρόσκρουση αναποδογύρισε τη βάρκα, κι ο Σέντρικ έπεσε στο νερό, όπου άρχισε να τον παρασέρνει το ρεύμα. Η Μπρένα τον είδε να παλεύει ενάντια στα ορμητικά νερά, να αγωνίζεται να κολυμπήσει. Το κεφάλι του βούλιαξε μία φορά, μια δεύτερη, και τελικά δεν ξαναβγήκε στην επιφάνεια. Ο Γκάρικ τη βρήκε να κοιτάζει με απλανές βλέμμα
τα σκοτεινά νερά του φιόρδ. Της άπλωσε το χέρι, με τα δάχτυλά τους ίσα να αγγίζονται, και την τράβηξε γύρω από έναν λείο ογκόλιθο πάνω στο μονοπάτι. Εκείνη έπεσε στην αγκαλιά του και δεν διαμαρτυρήθηκε όταν τη μετέφερε αγκαλιά στην κορυφή του γκρεμού, στο σπίτι του. Την άφησε δίπλα στο αναμμένο τζάκι στη σάλα και της έφερε κρασί. «Πρέπει να βγάλεις αμέσως τα μουσκεμένα ρούχα, Μπρένα». «Άσε με να πάρω μια ανάσα πρώτα». Εκείνος δεν επέμεινε, αλλά κάθισε μαζί της πάνω στα γούνινα χαλιά. Είχε το κεφάλι του σκυφτό, οι ώμοι του ήταν κυρτοί από την αγωνία. Η Μπρένα ήξερε το γιατί. «Θα μπορέσεις ποτέ να με συγχωρήσεις;» Η Μπρένα του άγγιξε το μάγουλο. «Πάει, τέλειωσε τώρα». «Όχι. Σου προκάλεσα απίστευτη οδύνη. Σχεδόν σου κόστισα τη ζωή όταν έφερα εδώ τον Σέντρικ για να εξακριβώσω την αλήθεια, ενώ θα έπρεπε να σε έχω πιστέψει». «Δε σε κατηγορώ, Γκάρικ. Φτάνει να με εμπιστεύεσαι τώρα. Πες μου, έχω την εμπιστοσύνη σου;» «Ναι, και θα την έχεις για πάντα», ψιθύρισε και τη φίλησε τρυφερά. «Θα με παντρευτείς;» «Αν με θέλεις ακόμα». «Αν σε θέλω;» φώναξε έκπληκτος. «Πώς είναι δυνατό να αμφιβάλλεις, γυναίκα;» Εκείνη γέλασε και χώθηκε στην αγκαλιά του.
«Έχουμε τόσους λόγους να είμαστε ευγνώμονες, Γκάρικ. Εσύ, εγώ, ο Σέλιγκ – θα μπορούσαμε να έχουμε πεθάνει όλοι». Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του. «Πού είναι ο Σέλιγκ;» «Είναι ασφαλής». Η Μπρένα χαλάρωσε ξανά. «Τρέμω στη σκέψη τι θα είχε γίνει αν δεν ερχόσουν τη στιγμή που ήρθες. Ο Σέντρικ ήθελε να με εκδικηθεί, επειδή παραλίγο να τον σκοτώσω. Όταν σε άκουσε να με φωνάζεις, προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά έπεσε στο νερό και πνίγηκε». Έτρεμε σύγκορμη λέγοντάς το. «Ευτυχώς που το άλογό σου είναι πιο γρήγορο από τα δικά μου. Έφτασα εδώ μέσα σε λίγα λεπτά». «Θα σε έσπρωχνε ο άνεμος», είπε χαμογελώντας εκείνη. «Αλλά δοξάζω τον Θεό που συνήλθες εγκαίρως». Ο Γκάρικ γέλασε. «Μπορείς να ευχαριστείς τον γιο μας γι’ αυτό. Με ξύπνησε κοπανώντας με στο στήθος με τα χεράκια του, μάλλον θεωρώντας ότι ανακάλυψε ένα καινούριο παιχνίδι για να διασκεδάσει». «Πού τον άφησες; Με τον Έριν;» «Όχι. Την ώρα που έφευγα από το σπίτι σου μαζί του, ήρθε η Γιάρμιλ να σε αποχαιρετήσει, μου είπε. Της ζήτησα να τον πάρει στο σπίτι των γονιών μου». Η Μπρένα ένιωσε τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της. «Όχι, Γκάρικ, όχι! Πες μου ότι αστειεύεσαι!» «Τι συμβαίνει;»
Πετάχτηκε όρθια. «Αυτή η μέγαιρα θα τον σκοτώσει! Πήγε εκεί για να σας σκοτώσει και τους δυο!» Ο Γκάρικ δεν έχασε στιγμή να αμφισβητήσει τα λεγόμενά της. Έτρεξαν μαζί στον στάβλο για ξεκούραστα άλογα και κάλπασαν ξέφρενα για το σπίτι της Μπρένα. Πίσω από το σπίτι της, ο Γκάρικ βρήκε χνάρια του αλόγου της Γιάρμιλ να οδηγούν προς το δάσος, όχι το σπίτι των γονιών του. Ακολούθησαν αμίλητοι τα ίχνη. Η Μπρένα σχεδόν δεν έβλεπε μπροστά της από τα δάκρυα. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να συμβαδίζει με τον Γκάρικ, αναπέμποντας ένθερμες προσευχές σε κάθε βήμα. Όταν ο Γκάρικ έχασε τα ίχνη μέσα στα χαμόδεντρα, η Μπρένα νόμιζε ότι θα πέθαινε από τον τρόμο. Τι ελπίδες είχε ο μικρούλης τους ενάντια στη Γιάρμιλ; Είχε περάσει τόσος χρόνος… Ο Γκάρικ προσπάθησε να την πείσει να πάει να φέρει βοήθεια, αλλά εκείνη δεν άντεχε στη σκέψη να φύγει, ενώ ο Σέλιγκ μπορεί να ήταν τόσο κοντά. Έτσι, συνέχισαν στα τυφλά, ψάχνοντας κάποιο ίχνος της Γιάρμιλ. Όταν η Μπρένα την είδε να έρχεται αργά προς το μέρος τους, ξεχύθηκε μπροστά από τον Γκάρικ και την έφτασε πρώτη. Η μεγαλύτερη γυναίκα ήταν μόνη. «Πού είναι;» ούρλιαξε η Μπρένα. Η Γιάρμιλ κούνησε το κεφάλι της κοιτώντας τις ανοιχτές παλάμες της. «Δεν μπορούσα να το κάνω. Είμαι κι εγώ μάνα. Δεν μπορούσα». Η Μπρένα πήδηξε κάτω από το άλογό της,
τραβώντας και τη Γιάρμιλ μαζί. Την τράνταξε άγρια. «Πού είναι ο γιος μου;» Εκείνη έδειξε το δάσος πίσω της. «Απλά τον άφησα». Ο Γκάρικ πλησίασε πίσω τους. «Πού ακριβώς, Γιάρμιλ;» ρώτησε με αδιανόητη πραότητα. «Όχι μακριά». Σήκωσε το βλέμμα, κι υπήρχε μια αλλόκοτη γυαλάδα στα μάτια της. «Εκεί, τον ακούτε να κλαίει. Ο Φέρφαξ πάντα έκλαιγε πιο δυνατά απ’ όλα τα μωρά. Πρέπει να πάω κοντά του». Ο Γκάρικ προπορεύτηκε, κι η Μπρένα καβάλησε το άλογό της και τον ακολούθησε. Δεν μισούσε τη Γιάρμιλ για τη φρικτή προδοσία της, γιατί προφανώς ήταν τρελή. Αλλά ούτε να τη συμπονέσει μπορούσε. Βρήκαν τον Σέλιγκ κάτω από ένα ψηλό πεύκο, να κλαψουρίζει επειδή δεν μπορούσε να μπουσουλήσει χωρίς να τον τρυπούν οι πευκοβελόνες. Όταν ο Γκάρικ τον έδωσε στην Μπρένα, επιτέλους ξεχύθηκαν δάκρυα χαράς από τα μάτια της. Σίγουρα θα περνούσε πολύς καιρός πριν ξαναφήσει στιγμή αυτό το αγοράκι από τα μάτια της. Περνώντας από το σημείο όπου είχαν συναντήσει τη Γιάρμιλ, είδαν ότι είχε φύγει. «Αυτή τα σχεδίασε όλα, Γκάρικ», είπε η Μπρένα όπως επέστρεφαν με αργό τριποδισμό. «Η Γιάρμιλ ήταν αυτή που πλήρωσε τον Σέντρικ να με αρπάξει. Κ αι αναγνώρισα το άλογό της. Είναι η γυναίκα που προσπάθησε να με σκοτώσει στο δάσος».
«Γιατί εσένα, Μπρένα; Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνω». «Φοβόταν το παιδί, όχι εμένα. Ο Σέλιγκ ήταν ο μόνος διάδοχος του Άνσελμ που θα έπρεπε να ξεφορτωθεί για να πάρει σειρά ο γιος της». «Πρέπει να παραφρόνησε εδώ και πολλά χρόνια, για να πιστεύει ότι μπορούσε να πετύχει τέτοιο σχέδιο». «Έπρεπε να έχω καταλάβει ότι αυτή κρυβόταν πίσω απ’ όλα. Ήξερα ότι μισούσε την οικογένειά σου, αλλά η ζήλια μου με ώθησε να πιστέψω ότι υπεύθυνη ήταν η Μόρνα». «Η Μόρνα;» «Σε θέλει δικό της. Εξάλλου… σ’ αυτήν γύρισες το διάστημα που μείναμε μακριά». «Το πίστεψες, λοιπόν», είπε σκυθρωπιάζοντας εκείνος. «Γιατί μέσα στον θυμό μου, ήθελα να το πιστέψεις. Αλλά δεν είναι αλήθεια, Μπρένα. Μπορεί να παντρευόμασταν πριν από χρόνια, αλλά για λόγους εντελώς άσχετους από την αγάπη. Εγώ την ήθελα για την ομορφιά της, κι εκείνη με ποθούσε μόνο επειδή ήμουν γιος του αρχηγού της φατρίας. Τώρα πια το ξέρω». «Κ αι δεν σημαίνει τίποτα πια για σένα;» «Απολύτως τίποτα. Μου θυμίζει μόνο τι βλάκας ήμουν που πήρα τόσο κατάκαρδα την απόρριψή της. Αλλά πάλι, ήμουν βλάκας από πολλές απόψεις. Θα με συγχωρήσεις για όλο τον πόνο που σου προκάλεσα;» «Κ αι βέβαια», απάντησε χαμογελώντας. «Από εδώ
και πέρα, μόνο ευτυχία θα μου δίνεις».
•
Αργότερα, η Γιάρμιλ κρίθηκε από τους πρεσβύτερους της φατρίας και αποπέμφθηκε από τη γη των Χάαρντραντ. Ο γιος της ο Φέρφαξ επέλεξε να πάει μαζί της, μια και δεν ήταν πια σε θέση να φροντίζει τον εαυτό της. Εκείνος δεν είχε καμία ανάμειξη στις δολοπλοκίες της και σοκαρίστηκε όσο όλοι όταν έμαθε την αλήθεια. Η Μπρένα θεώρησε την ποινή πολύ βαριά, αλλά η οικογένειά της προηγούνταν απ’ όλους και, με τη Γιάρμιλ μακριά, έσβησαν οι φόβοι της.
Κεφάλαιο 49 «Κ οιμήθηκε ο Σέλιγκ;» «Ναι, αγάπη μου», αποκρίθηκε η Μπρένα και χώθηκε στο κρεβάτι για να στριμωχτεί στην αγκαλιά του Γκάρικ. «Ξύπνησε από κοιλόπονο, σίγουρα από τα πολλά γλυκά που του έδωσε νωρίτερα ο πατέρας σου». «Τον κακομαθαίνει υπερβολικά». «Σ’ αυτό δεν μπορώ να διαφωνήσω», είπε χαμογελώντας. «Κ αι γιατί, κοπελιά, θα ήθελες να διαφωνήσεις σε οτιδήποτε μαζί μου;» τη ρώτησε τάχα εμβρόντητος. Εκείνη τραβήχτηκε λίγο από την αγκαλιά του, παριστάνοντας τη θιγμένη. «Μη νομίζεις ότι, επειδή παντρευτήκαμε, η θέλησή σου θα είναι και δική μου, Βίκινγκ!» Ο Γκάρικ γέλασε και την τράβηξε πάνω του. «Είσαι ισχυρογνώμων και πεισματάρα. Το πήρα απόφαση πια. Σάμπως δεν επέμεινες τη μέρα του γάμου μας να χαρίσω την ελευθερία της στην Τζέινι, για να τη διεκδικήσει ο Πέριν όπως διεκδίκησα εγώ εσένα; Με έχεις κάνει του χεριού σου».
«Χάρηκες όσο κι εγώ βλέποντας την ευτυχία τους», τον μάλωσε. «Ναι, δεν το αρνούμαι», παραδέχτηκε χαμογελώντας. «Ακόμα απορώ πώς γίνεται να μην πήρα χαμπάρι τι περνούσαν. Γιατί δεν μου μίλησε ποτέ ο Πέριν για εκείνη; Είχαμε τις διαφωνίες μας για ένα διάστημα, αλλά πήραν τέλος μετά τη γέννηση του Σέλιγκ». «Ήθελε να αγοράσει την Τζέινι, αλλά δίσταζε να σου τη ζητήσει μήπως και αρνιόσουν. Δεν ήσουν ποτέ για πολύ σε καλή διάθεση». «Ναι. Η αλήθεια είναι ότι, ακόμα και μετά τη γέννηση του Σέλιγκ και όλη τη χαρά και την περηφάνια που αντλούσα απ’ αυτόν, υπέφερα ακόμα εξαιτίας σου… Να σε θέλω σαν τρελός όλους αυτούς τους μήνες, κι ωστόσο να τρέμω ότι θα με απέρριπτες. Κ αταλαβαίνω γιατί ο Πέριν δίσταζε να με προσεγγίσει με το αίτημά του». «Ώστε πάλι σ’ εμένα ρίχνεις την ευθύνη, ε;» «Η αλήθεια είναι ότι παραήσουν πεισματάρα, κοπελιά!» Η Μπρένα χαμογέλασε και του έσκασε ένα ηχηρό φιλί. «Υποθέτω ότι αυτό δεν θ’ αλλάξει ποτέ. Αλλά εσύ μ’ αγαπάς έτσι κι αλλιώς». «Λες, ε;» «Γκάρικ!» Εκείνος γέλασε και ήρθε από πάνω της. «Μην αμφιβάλλεις ποτέ γι’ αυτό, Μπρένα. Ποτέ. Είσαι δική μου τώρα, είτε το παραδέχεσαι είτε όχι». «Το παραδέχομαι – μετά χαράς!»
Τα πορτόφυλλα του μπαλκονιού ήταν διάπλατα ανοιχτά για να αφήνουν να μπαίνει το φως του μεταμεσονύχτιου ήλιου. Οι πορτοκαλιές του αχτίδες έλουζαν σε μια γλυκιά μαρμαρυγή το ζευγάρι που έσμιγε στο κρεβάτι. Ήταν παντρεμένοι εδώ και τέσσερις εβδομάδες. Η παγανιστική τελετή ήταν υπέροχη, αλλά η Μπρένα ήθελε ακόμα την ευλογία του Κ υρίου, και ήταν αποφασισμένη να κάνει και χριστιανικό γάμο μια μέρα. Δε σκεφτόταν πια να επιστρέψει στη γη που είχε μεγαλώσει. Εδώ ήταν το σπίτι της τώρα, μαζί με τον άντρα και τον γιο της. Το αγόρι που προσπαθούσε κάποτε να είναι είχε πεθάνει. Ήταν γυναίκα πλέον, γνήσια και ολοκληρωμένη. ΤΕΛΟΣ