Τίτλος πρωτοτύπου: The Viking’s Touch © Joanna Fulford 2011. All rights reserved. © 2012 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.à.r.l. ISSN 1108-4324 Μ ετάφραση: Μ αρία Γεωργιάδου Επιμέλεια: Σωτηρούλα Παπαδοπούλου Διόρθωση: Σωτηρία Αποστολάκη Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 293 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα. M ade and printed in Greece.
Πρόλογος Νορθούμπρια, 889 μ.Χ. Πύρινες γλώσσες ξεπηδούσαν από τη σκεπή και ανέβαιναν στο νυχτερινό ουρανό. Η ζέστη ήταν τόσο έντονη, που οι παρατηρητές αναγκάστηκαν να τραβηχτούν πίσω. Μ ε πρόσωπα σκυθρωπά, παρακολουθούσαν τις φλόγες να καταβροχθίζουν δοκάρια και σανίδια χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα. Ένας πυκνός, πνιγηρός καπνός αναδυόταν από τους τοίχους και ξεχυνόταν από την εξώπορτα. Η κόκκινη λάμψη από μέσα φάνταζε απόκοσμη. Κανείς δε μιλούσε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το τρίξιμο των ξύλων και το βουητό της φωτιάς. Ο Βούλφγκαρ στεκόταν ακίνητος και έβλεπε να καταστρέφεται αυτό που κάποτε αποκαλούσε σπίτι του, τη νεκρική πυρά των πιο αγαπημένων του προσώπων. Το φως από τις φλόγες έβαφε το πρόσωπό του άλικο και πρόσδιδε στο βλέμμα του μια τρομακτική έκφραση. Η θλίψη και ο θυμός του ήταν πολύ βαθιά για να εκφραστούν με λόγια. Οι συμπολεμιστές του
στέκονταν λίγο πιο πίσω με τους υπόλοιπους και παρακολουθούσαν σιωπηροί μέσα στην απέραντη σκοτεινιά. Ο χρόνος έχασε κάθε νόημα. Αδιαφορώντας για την κούραση και το κρύο, ο Βούλφγκαρ έμεινε εκεί μέχρι που το γκρίζο της αυγής πρόβαλε ανάμεσα στα δέντρα. Το ωχρό φως της αποκάλυψε ένα μαυρισμένο ερείπιο που κάπνιζε. Δεν πρόσεξε τον απαλό ήχο από οπλές στο χώμα, ούτε το τρίξιμο της σέλας καθώς ο αναβάτης ξεπέζευε. Μ όνο όταν ήρθε δίπλα του γύρισε το κεφάλι του και, σαν να ξυπνούσε από βαθύ ύπνο, επανήλθε αργά στην πραγματικότητα. Το ζωηρό γαλάζιο των ματιών που τον κοίταξαν θα μπορούσε να είναι καθρέφτης του δικού του. Το πρόσωπο, ρυτιδιασμένο πια από τα χρόνια, έμοιαζε επίσης εντυπωσιακά με το δικό του. Μ όνο που τα μαλλιά του πατέρα του ήταν περισσότερο γκρίζα παρά μαύρα. Ήταν ψηλός και επιβλητικός, το γεροδεμένο κορμί του ανέδιδε μια αύρα δύναμης. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν για λίγο δίχως να μιλούν.
Ο Βούλφγκαρ ήταν ο πρώτος που αποτράβηξε το βλέμμα του. «Έπρεπε να ήμουν εδώ», είπε. Ο Βούλφρουμ κούνησε το κεφάλι του. «Δε θ’ άλλαζε τίποτα». «Τους παράτησα ενώ με χρειάζονταν». «Δεν μπορούσες να το προβλέψεις». «Μ ε παρακαλούσε να μη φύγω, αλλά δεν της έδωσα σημασία. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι το έκανα για εκείνη και το παιδί». Η φωνή του Βούλφγκαρ έτρεμε. «Απ’ το δικό μου εγωισμό έπαθαν ό,τι έπαθαν». «Όσο μπορούσες να σώσεις τους άλλους που πέθαναν, άλλο τόσο θα μπορούσες να σώσεις κι αυτούς». «Θα προσπαθούσα». «Ναι, αλλά το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Ο πυρετός δεν κάνει διακρίσεις. Σκοτώνει τόσο ευγενείς όσο και ταπεινούς». «Αυτό δε με παρηγορεί».
«Όχι, μόνο ο χρόνος μπορεί». «Μ πορεί;» Ο Βούλφρουμ έκανε μια παύση. «Τι θα κάνεις τώρα;» «Δεν ξέρω». «Μ πορείς να γυρίσεις για λίγο στο Ράβενσγουντ». Τα λόγια ειπώθηκαν σε αδιάφορο τόνο, αλλά το νόημά τους ήταν πολύ πιο βαθύ. «Πάντα θα υπάρχει εκεί μια θέση για σένα». «Η θέση μου ήταν εδώ, όμως δεν υπάρχει επιστροφή». «Δηλαδή θα ξαναπάς με τον Γκούθρουμ;» «Ο Γκούθρουμ γερνάει και οι μέρες που πολεμούσε πλησιάζουν στο τέλος τους. Δε νομίζω να ζήσει πολύ ακόμα». «Τότε τι σκέφτεσαι να κάνεις;» «Δεν ξέρω. Κάτι άλλο». «Δε χρειάζεται ν’ αποφασίσεις αμέσως. Σκέψου το λίγο». «Θυμάσαι τι είχες πει κάποτε; ‘‘Οι αποφάσεις μας μας
καθορίζουν’’». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε σαρκάζοντας τον εαυτό του. «Ε, λοιπόν, οι δικές μου αποφάσεις έγιναν στάχτη, και φταίω εγώ γι’ αυτό». Γύρισε και κοίταξε τον πατέρα του. «Αν υπάρχει για μένα μέλλον, σίγουρα δε βρίσκεται πια εδώ». Κεφάλαιο 1 Ανατολική Αγγλία, έξι χρόνια μετά Ο Βούλφγκαρ στεκόταν στην πλώρη του καραβιού. Το αετίσιο βλέμμα του σάρωνε την κίτρινη αμμουδιά και τους αμμόλοφους στο βάθος, αλλά, εκτός από τους γλάρους που πετούσαν από πάνω τους, ο μικρός κόλπος έδειχνε έρημος. Βαριά σύννεφα σκοτείνιαζαν τον ουρανό, απομεινάρια της καταιγίδας της προηγούμενης νύχτας. Οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν ο παφλασμός των κυμάτων στην ακτή. «Το μέρος είναι καλό», είπε. «Εδώ θα αράξουμε». Δίπλα του, ο Χέρμουντ έγνεψε καταφατικά. «Πού νομίζεις ότι
βρισκόμαστε;» «Σε κάποια ακτή της Αγγλίας, αλλά δεν είμαι βέβαιος». «Πάντως φαίνεται αρκετά ήσυχη, αρχηγέ». «Καλού κακού, θα στείλουμε μια ομάδα να ελέγξει». «Πολύ σωστά». Ο Βούλφγκαρ έδωσε την εντολή και λίγα λεπτά αργότερα η καρίνα του καραβιού όργωνε την άμμο. Το πλήρωμα μάζεψε τα κουπιά και εκείνος με άλλους έξι πήδησαν από την κουπαστή στο νερό, βγήκαν στην ακτή και ανέβηκαν στους αμμόλοφους. Πίσω τους υπήρχε ένας χερσότοπος με σκληρό γρασίδι και συστάδες από ασπαλάθους. Στο βάθος φαίνονταν καλλιεργημένα χωράφια και δέντρα. «Μ ας κάνει», είπε ο Βούλφγκαρ. Ο Χέρμουντ έλεγξε το τοπίο σκεφτικός. Τίποτα δεν ξέφευγε από τα γκρίζα μάτια του. Στα τριάντα τρία του, ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερος από το σύντροφό του και τα καστανά μαλλιά του είχαν αποκτήσει
μερικές γκρίζες πινελιές, αλλά ο σεβασμός με τον οποίο αντιμετώπιζε τον τελευταίο φανέρωνε τη θέση του καθενός στην κοινωνία. «Ναι. Όμως αυτά τα χωράφια σε κάποιον θα ανήκουν». «Θα βάλουμε φρουρούς». «Οι ντόπιοι μπορεί να είναι φιλικοί, βέβαια». «Μ πορεί. Αν και δε σκοπεύω να μείνουμε εδώ αρκετά ώστε να τους γνωρίσουμε. Κάποιος μας περιμένει». «Ο Ρόλο δεν κάνει παραχωρήσεις. Χρειάζεται πολεμιστές και θέλει τους καλύτερους». «Θα τους έχει. Και θα πληρώσει αδρά για το προνόμιο». Ο Χέρμουντ χαμογέλασε. «Φυσικά». Γύρισαν και προχώρησαν προς το πλοίο που οι άντρες είχαν αρχίσει ήδη να τραβούν πιο έξω στην παραλία. «Καλά τα πήγαμε τα τελευταία έξι χρόνια», είπε ο Χέρμουντ. «Αν
η τύχη συνεχίσει να είναι με το μέρος μας, θα μπορέσουμε να αποσυρθούμε σύντομα». Ο Βούλφγκαρ δεν απάντησε. Όχι επειδή δεν τον πρόσεξε, αλλά επειδή ήξερε πως είχε δίκιο. Είχε υπό τις διαταγές του μια ομάδα φημισμένων πολεμιστών που όποια αμοιβή κι αν ζητούσαν θα την έπαιρναν χωρίς αντιρρήσεις. Όσο για την τύχη, σίγουρα ήταν με το μέρος τους. Κάποιοι έλεγαν ότι τον αρχηγό τους τον προστάτευαν οι θεοί, γιατί έβγαινε αλώβητος από κάθε μάχη. Δε φοβόταν το θάνατο. Για ένα διάστημα τον προκαλούσε, μάλιστα. Αλλά για κάποιο λόγο ο θάνατος τον περιγελούσε, τον πλησίαζε σε απόσταση αναπνοής στην έξαρση της μάχης και μετά τον ξεχνούσε. Ο Βούλφγκαρ είχε αποδεχτεί πια τη μοίρα του και έβλεπε με κυνισμό τα πλούτη του να αυξάνονται. Ανυποψίαστος για τις σκέψεις του αρχηγού του, ο Χέρμουντ επιθεώρησε τις ζημιές του πλοίου. «Σκισμένο πανί, σπασμένο κατάρτι, ραγισμένο πηδάλιο. Φτηνά τη γλιτώσαμε, αν το καλοσκεφτείς.
Μ όνο τρεις άντρες τραυματίστηκαν». «Ναι, θα μπορούσε να είναι χειρότερα». «Κάποιες στιγμές νόμιζα πως θα γίνουμε τροφή για τα ψάρια». «Αν δε διορθώσουμε τις ζημιές, θα γίνουμε σύντομα. Φτιάξε μια ομάδα να επιδιορθώσει τις ζημιές και εγώ πάω να δω τους τραυματίες». «Θραντ! Μ πιορν! Άσουλφ! Κατεβάστε το πανί!» ακούστηκε λίγα λεπτά αργότερα η φωνή του Χέρμουντ. «Νταγκ και Φρόντι, βοηθήστε τους να ελευθερώσουν το κατάρτι! Οι υπόλοιποι ελάτε εδώ...» Το καράβι άρχισε να σφύζει από δραστηριότητα καθώς οι άντρες έσπευδαν να εκτελέσουν τις εντολές του. Ο Βούλφγκαρ τους παρακολούθησε για λίγο και μετά πήγε να δει τους τραυματίες. Αφού τους καθησύχασε λέγοντάς τους ότι, τώρα που είχαν βγει στην ακτή θα μπορούσαν να τους φροντίσουν καλύτερα, γύρισε στους άλλους. Τους περίμεναν αρκετές μέρες σκληρής δουλειάς, αλλά δεν τον
πείραζε. Μ ε τη σκληρή δουλειά θα ξεχνούσε και θα εστίαζε τη σκέψη του στο παρόν. Ο χρόνος απάλαινε τον πόνο, αλλά δεν εξασθενούσε τη μνήμη. Μ όνο η δουλειά το πετύχαινε αυτό, τουλάχιστον για λίγο. * «Έρχονται καβαλάρηδες, αρχηγέ», φώναξε περίπου μια ώρα αργότερα ένας από τους σκοπούς. Ο Βούλφγκαρ σήκωσε το κεφάλι του και στένεψε τα μάτια του για να προστατευτεί από τον αέρα. Τους είδε αμέσως. Έξι καβαλάρηδες προχωρούσαν στην άκρη του νερού, καμιά τρακοσαριά μέτρα μακριά. Η προσοχή τους ήταν στραμμένη στο πλοίο. «Ανάθεμα!» μουρμούρισε σιγανά. Όμως ο Χέρμουντ τον άκουσε. «Τι θέλεις να κάνουμε;» «Εξαρτάται απ’ αυτούς. Θα περιμένουμε να δούμε τι προθέσεις έχουν. Μ πορεί να είναι απλώς περίεργοι». «Μ πορεί».
«Δεν πάμε γυρεύοντας μπελάδες. Πες στους άντρες να έχουν τα όπλα τους πρόχειρα, αλλά να μην τα χρησιμοποιήσει κανείς αν δε δώσω εντολή». «Εντάξει». Ο Χέρμουντ κοίταξε πάλι τους καβαλάρηδες. «Είναι τουλάχιστον έξι». «Απ’ ό,τι φαίνεται». «Κατάλαβα». Οι καβαλάρηδες προχωρούσαν στην ακτή με ελαφρύ τροχασμό. Όταν ήρθαν πιο κοντά, ο Βούλφγκαρ είδε πως όλοι ήταν οπλισμένοι, αλλά κρατούσαν επιδεικτικά τα χέρια τους μακριά από τις λαβές των σπαθιών τους. Σταμάτησαν σε μικρή απόσταση από τα μέλη του πληρώματος που ήταν πιο κοντά τους. Ο αρχηγός τους, ένας γεροδεμένος άντρας γύρω στα τριάντα, έσκυψε στο μπροστάρι της σέλας και κοίταξε γύρω. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, το παγερό βλέμμα του παρατηρούσε τα πάντα. Το πλήρωμα
σώπασε. Για λίγα λεπτά η μία ομάδα αξιολογούσε την άλλη. «Μ έλη της πολεμικής ομάδας κάποιου, αν δεν πέφτω έξω», μουρμούρισε ο Χέρμουντ. Ο Βούλφγκαρ κατένευσε ανεπαίσθητα. «Συμφωνώ. Το ερώτημα είναι: πού βρίσκονται οι υπόλοιποι και πόσοι είναι;» Ο επικεφαλής των καβαλάρηδων έσπασε τη σιωπή. «Ποιος είναι ο αρχηγός αυτού του συρφετού;» «Εγώ», απάντησε ο Βούλφγκαρ και προχώρησε μπροστά. «Θέλεις κάτι;» Ο άγνωστος μόρφασε ειρωνικά. «Καταπατάς ξένο έδαφος». «Η ακτή δεν ανήκει σε κανέναν», απάντησε ο Χέρμουντ. «Όχι αυτή εδώ η ακτή». «Δυστυχώς το πλοίο μου υπέστη ζημιές από τη χτεσινή καταιγίδα. Πρέπει να τις διορθώσουμε», εξήγησε ο Βούλφγκαρ. «Πηγαίνετε αλλού. Δεν είσαι ευπρόσδεκτος εδώ, Βίκινγκ». Ο Βούλφγκαρ συγκράτησε το θυμό του. «Οι επισκευές δε θα μας πάρουν πολύ καιρό. Μ όλις
τελειώσουμε θα φύγουμε». «Θα φεύγατε αμέσως, αν ξέρατε ποιο είναι το καλό σας. Ο άρχοντας Ίνγκβαρ δε συμπαθεί τους εισβολείς, και ειδικά τους πειρατές». «Κρίμα». «Κρίμα για εσάς». Ο άντρας χαμογέλασε μοχθηρά και οι πέντε σύντροφοί του τον μιμήθηκαν. «Αυτό θα το δούμε». «Θες να πεις ότι δε θα φύγετε;» Ο Βούλφγκαρ έγνεψε καταφατικά. «Ακριβώς». Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν επίμονα. Ύστερα ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους του και έστριψε το άλογό του. «Πάντως μην πεις ότι δε σε προειδοποίησα». Και μ’ αυτό οι καβαλάρηδες γύρισαν κι έφυγαν. «Ωραία», είπε ο Χέρμουντ. «Κάτι μου λέει ότι θα ξανάρθει σύντομα, και μάλιστα με ενισχύσεις». «Ίσως θέλει να μας παραπλανήσει», αποκρίθηκε ο Θραντ.
«Αποκλείεται», τον αντέκρουσε ο Χέρμουντ. «Δε θα πετούσε τέτοιες απειλές αν δεν μπορούσε να τις υποστηρίξει». «Ο Χέρμουντ έχει δίκιο», είπε ο Βούλφγκαρ. Ο Θραντ χαμογέλασε. «Δηλαδή ετοιμαζόμαστε για μάχη, αρχηγέ;» «Ακριβώς». Οι άντρες γύρω τους αντάλλαξαν ματιές όλο νόημα. Τα δάχτυλα του Θραντ τυλίχτηκαν στη λαβή του στιλέτου του. «Ανυπομονώ να κάνω τον Φαφλατά να σωπάσει». «Μ η βιάζεσαι», είπε ο Χέρμουντ. «Δεν ξέρουμε ακόμα πόσους φίλους έχει ο Φαφλατάς». «Ακριβώς», παρενέβη ο Βούλφγκαρ. «Γι’ αυτό, πρέπει να είμαστε έτοιμοι. Πάρτε τα όπλα σας». Κεφάλαιο 2 Η Άνγουιν κρατούσε το βηματισμό του αλόγου της σταθερό. Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στον
ορίζοντα, όπου η γκρίζα θάλασσα δημιουργούσε μια σκούρα κηλίδα στον ουρανό. Αφρισμένα κύματα κυνηγιόνταν στον κόλπο και, ακόμα κι από τόση απόσταση, τα άκουγε να σκάνε στην ακτή με βουή. Ο κρύος αέρας μύριζε αλμύρα και νοτισμένο χώμα, θυμίζοντας την καταιγίδα της προηγούμενης νύχτας. Έστω κι έτσι, χαιρόταν που έβγαινε πάλι έξω. Που μπορούσε να βγει έξω ξανά. «Τα σύννεφα θα διαλυθούν γρήγορα, κυρά μου». Η Άνγουιν κοίταξε την κοπέλα που ίππευε δίπλα της και χαμογέλασε. «Το ελπίζω, Τζόντις». Η Τζόντις την είχε ακολουθήσει πριν πέντε χρόνια, όταν ο πατέρας της την έστειλε να παντρευτεί τον άρχοντα Τόρσταϊν. Εκείνον το δύσκολο καιρό είχε παίξει περισσότερο το ρόλο της φίλης και έμπιστης παρά της προσωπικής υπηρέτριας. Στα είκοσί της, ήταν σχεδόν συνομήλικη με την κυρία της, αλλά πιο ψηλή και γεροφτιαγμένη. Τώρα έδειξε προς ένα μεγαλύτερο άντρα και ένα παιδί που προχωρούσαν λίγο
πιο μπροστά. «Ο Έιβαν έμαθε να ιππεύει καλά», παρατήρησε. «Ναι», συμφώνησε η Άνγουιν. «Ήταν πολύ μαζεμένο παιδί, αλλά πήρε θάρρος από τότε που...» Η Τζόντις σταμάτησε απότομα. «Τώρα έχει περισσότερη αυτοπεποίθηση», αποτελείωσε. «Δεν πειράζει, μπορείς να το πεις ελεύθερα. Ξεθάρρεψε από τότε που πέθανε ο πατέρας του». Τα πράσινα μάτια της Άνγουιν σκούρυναν από τη συγκίνηση. «Τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να βγαίνει απ’ το καβούκι του». Η Τζόντις κατένευσε. «Ναι». «Ο Ίνα έπαιξε σπουδαίο ρόλο σ’ αυτό. Είναι καλός καθοδηγητής για το παιδί. Ο Έιβαν κρέμεται από τα χείλη του. Σχεδόν κάθε του πρόταση ξεκινάει με το ‘‘Ο Ίνα λέει...’’». «Ω, ναι. Νομίζω πως αν ο Ίνα του έλεγε να χώσει το κεφάλι του στο σωρό με την κοπριά θα το έκανε».
«Δεν αμφιβάλλω. Παρά τους αυστηρούς τρόπους του, ο Ίνα ήταν πάντα για τον Έιβαν το πατρικό πρότυπο που δεν υπήρξε ποτέ ο Τόρσταϊν». «Τώρα είστε και οι δύο ελεύθεροι, κυρά μου. Ο Τόρσταϊν δεν μπορεί να σας κάνει πια κακό». « Αυτός όχι». «Αλλά ο άρχοντας Ίνγκβαρ θα μπορούσε...» «Η φήμη του είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο». «Και έχουμε αποδείξεις ότι την έχει κερδίσει επάξια». «Όχι αδιάσειστες αποδείξεις. Είναι πολύ έξυπνος για να εκτεθεί. Η απώλεια ενός κοπαδιού ή το κάψιμο μιας σιταποθήκης μπορεί να οφείλονται σε άλλους λόγους». «Υπάρχουν πολλές ανεξήγητες κακοτυχίες». «Πάρα πολλές. Αλλά δεν τολμώ να τον κατηγορήσω ευθέως. Εξάλλου οι άντρες του κάνουν τέτοια πράγματα, όχι ο ίδιος. Μ πορεί ακόμα να ισχυριστεί πως είναι αθώος. Νομίζει ότι στο τέλος θα υποκύψω, αν συνεχίσει να ασκεί πίεση».
«Πώς τολμάει να σε κοιτάζει στα μάτια;» «Ο Ίνγκβαρ είναι αρπακτικό. Δε χρειάζεται να μείνει κανείς πάνω από δέκα λεπτά μαζί του για να το καταλάβει». Η Τζόντις σήκωσε απότομα το κεφάλι της. «Δε φαντάζομαι να παραξεθάρρεψε μαζί σου, κυρά μου;» «Δεν είναι τόσο κουτός. Κρύβει τη σκληρότητά του πίσω από τις ευγένειες και τα ωραία λόγια. Ποτέ δε θα άφηνα τον εαυτό μου ή το γιο μου στα νύχια του. Ούτε το λαό μου». «Κανείς δε θα σε κατηγορούσε γι’ αυτό. Ωστόσο, γίνεται όλο και πιο πιεστικός». Η Άνγουιν αναστέναξε. «Λες να μην το ξέρω;» Το πρόσωπο του άρχοντα Ίνγκβαρ πρόβαλε ολοζώντανο στο μυαλό της. Μ ε τα αριστοκρατικά χαρακτηριστικά και τα κατάξανθα μαλλιά, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ωραίος, μόνο που τα λεπτά χείλη του και τα λοξά, χρυσοκάστανα μάτια του της θύμιζαν αιλουροειδές που παραμόνευε το θήραμά
του. Λίγο πιο ψηλός από το μέσο όρο, είχε επίσης και το λυγερό κορμί αιλουροειδούς. Τα λόγια από την τελευταία τους συζήτηση είχαν αποτυπωθεί στη μνήμη της... «Σκέψου το, Άνγουιν. Το Μ πέρανχολντ συνορεύει με τα εδάφη σου. Τι θα ήταν πιο πρακτικό ή πιο λογικό απ’ το να ενώσουμε τις δύο εκτάσεις; Η πολεμική ομάδα μου είναι ισχυρή. Δέξου την προστασία μου». «Ευχαριστώ, άρχοντά μου, αλλά η προστασία που έχω μου αρκεί». «Α, ναι. Ο Τόρσταϊν σε φρουρούσε καλά, έτσι δεν είναι; Δεν τον κατηγορώ. Ακριβώς το ίδιο θα έκανα κι εγώ». Η Άνγουιν ανατρίχιασε. «Είμαι βέβαιη». Η φωνή του Ίνγκβαρ έγινε απαλή, σχεδόν τρυφερή. «Δεν προτιμάς ν’ αφήσεις έναν άντρα να επωμιστεί τα βάρη σου;» «Τα καταφέρνω πολύ καλά μόνη μου».
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είσαι γενναία. Αλλά η χηρεία είναι θλιβερή κατάσταση και μοναχική, ειδικά για μια τόσο όμορφη γυναίκα». Ο Ίνγκβαρ άγγιξε απαλά την άκρη της πλεξούδας της. «Δε λαχταράς να μοιραστείς πάλι το κρεβάτι σου με έναν άντρα – ειδικά με έναν άντρα που εκτιμά την ομορφιά και ξέρει πώς να ευχαριστεί μια γυναίκα;» Το στομάχι της Άνγουιν σφίχτηκε. «Δεν είμαι έτοιμη να ξαναπαντρευτώ». «Έτσι λες τώρα, αλλά ξέρω να κάνω υπομονή». «Μ ην τρέφεις ελπίδες για μένα, άρχοντά μου». «Όταν βάλω ένα στόχο, χρησιμοποιώ κάθε μέσο για να τον πετύχω». Η Άνγουιν ρίγησε καθώς θυμόταν τα λόγια του. «Αρνήθηκα την πρότασή του εδώ και πολύ καιρό», είπε στην Τζόντις, «αλλά δεν περνάει βδομάδα χωρίς να με επισκεφτεί με τη μία ή την άλλη πρόφαση». «Είναι πολύ γοητευμένος». «Γοητευμένος μάλλον με τη γη και τα πλούτη».
Η Τζόντις κούνησε το κεφάλι της. «Μ ια γυναίκα μόνη είναι ευάλωτη. Δε θα μπορέσεις να τον κρατήσεις για πολύ σε απόσταση, εκτός αν...» «Εκτός αν;» «Αν αποφασίσεις να βρεις άλλο σύζυγο». «Δε θέλω να παντρευτώ ξανά». «Αν δε διαλέξεις εσύ κάποιον, θα σου διαλέξει ο πατέρας σου». «Ήδη το υπαινίχθηκε –ή μάλλον το υπαινίχθηκε ο αδερφός μου την τελευταία φορά που ήρθε να με δει. Ο Τόρσταϊν δεν είχε πεθάνει ούτε τρεις μήνες! Ο Όσρικ είναι εξίσου αποφασισμένος με τον πατέρα μου να αυξήσει τα πλούτη και την περιουσία της οικογένειας». «Και οι δύο είναι αποφασισμένοι, κυρά μου, και σε βλέπουν σαν το κλειδί για μελλοντική επιτυχία». «Άλλος ένας γάμος για μένα, άλλο ένα σκαλοπάτι στην κλίμακα της δύναμης γι’ αυτούς. Ένας πλούσιος ηγεμόνας του Βορρά, είπε ο Όσρικ». Η Άνγουιν μόρφασε. «Αλλά δε θα ανεχτώ να μου κάνουν
κι άλλο προξενιό». «Μ άλλον δε θα έχεις επιλογή, κυρά μου. Ο πατέρας σου είναι ισχυρός και φιλόδοξος». «Έχει ήδη εκπληρώσει τις φιλοδοξίες του εις βάρος μου». «Όμως παραμένεις μια πολύτιμη σύζυγος-τρόπαιο». «Ίσως, αλλά και μόνο η σκέψη του γάμου μού προκαλεί απέχθεια». «Δεν εννοούσα ένα σύζυγο σαν τον άρχοντα Τόρσταϊν, αλλά έναν καλό, ευγενικό άνθρωπο». « Και καλό και ευγενικό; Πολλά ζητάς». Πριν κάποια από τις δύο γυναίκες προλάβει να πει κάτι παραπάνω, ακούστηκε η φωνή του παιδιού. «Μ ητέρα, μπορούμε να καλπάσουμε τώρα;» Το αγόρι και ο ηλικιωμένος σύντροφός του είχαν συγκρατήσει τα άλογά τους, περιμένοντάς τη να τους πλησιάσει. Τα πράσινα μάτια του αγοριού ήταν γεμάτα ανυπομονησία, ικεσία. «Ο Ίνα λέει ότι μπορούμε, αν μας το επιτρέψεις». Η Άνγουιν κοίταξε το συνοδό του αγοριού. Παρά τα πενήντα
χρόνια του, τα ψαρά μαλλιά και τα γένια, ο έμπειρος πολεμιστής είχε ακόμα το περήφανο παράστημα που φανέρωνε γενναιότητα στη μάχη. Το μυαλό του ήταν κοφτερό, από τα σκούρα μάτια του δεν ξέφευγε τίποτα. Ανέδιδε έναν αέρα ήρεμης δύναμης. Μ ετά το θάνατο του Τόρσταϊν, είχε αποδειχτεί πολύτιμος σύμμαχος και τον εμπιστευόταν. «Εντάξει, αλλά μόνο μέχρι τους αμμόλοφους», απάντησε. «Και φρόντισε να κρατιέσαι γερά». Ο Έιβαν δε χρειαζόταν περισσότερη ενθάρρυνση. Γύρισε το πόνι του και χτύπησε με τις φτέρνες του τα πλευρά του. Το στιβαρό, μικρόσωμο άλογο άρχισε να καλπάζει. Δίπλα του, ο Ίνα συγχρόνισε το δικό του πιο μεγαλόσωμο ζώο στο ρυθμό του. Η Άνγουιν χαμογέλασε και κοίταξε την Τζόντις. «Πάμε κι εμείς;» Λίγα λεπτά αργότερα, τα άλογά τους κάλπαζαν πίσω από των άλλων. Η απόσταση μέχρι τους αμμόλοφους ήταν περίπου τριακόσια πενήντα μέτρα, αλλά ο γρήγορος ρυθμός ήταν απολαυστικός και η
Άνγουιν μπήκε στον πειρασμό να αφήσει το ζώο της να καλπάσει. Ήταν υπέροχο να μπορεί να ιππεύει πάλι χωρίς περιορισμούς, να αισθάνεται τον άνεμο στο πρόσωπό της, να νιώθει σχεδόν ελεύθερη. Όταν τελικά σταμάτησαν, έπιασε τον εαυτό της να γελάει. Έσκυψε και χτύπησε το λαιμό του αλόγου. Ο Έιβαν την κοίταξε με ελπίδα. «Μ πορούμε να συνεχίσουμε κατά μήκος της ακτής, μητέρα;» Εκείνη δεν άντεξε να του αρνηθεί. Εξάλλου, δεν ήθελε να γυρίσουν ακόμα στο σπίτι. «Γιατί όχι;» Διέσχισαν ο ένας πίσω από τον άλλο τους αμμόλοφους, αφήνοντας τα άλογα να διαλέξουν μόνα την πορεία τους, ώσπου έφτασαν στον κόλπο. Ο Ίνα και ο Έιβαν σταμάτησαν απότομα. «Μ ητέρα, κοίτα!» Η Άνγουιν κοίταξε προς τα εκεί που έδειχνε ο γιος της και είδε έκπληκτη το καράβι που ήταν τραβηγμένο στην παραλία και το πλήρωμα που ήταν μαζεμένο μπροστά του. Υπολόγισε πως ήταν
τουλάχιστον εβδομήντα άντρες. «Είναι πολεμικό πλοίο», είπε ο Ίνα. Η προηγούμενη ευδιαθεσία της μετατράπηκε σε ανησυχία. «Γιατί το έβγαλαν εδώ;» «Έχει πάθει ζημιές. Βλέπεις το πανί που είναι απλωμένο εκεί;» Η Άνγουιν κατένευσε. «Έτσι εξηγείται η παρουσία τους». Κοιτάζοντας πιο προσεκτικά, εξέτασε το πλήρωμα. Αν και φαινομενικά είχαν στραμμένη όλη τους την προσοχή στο πανί και στο κατάρτι που ήταν πεσμένο στην άμμο, πρόσεξε ότι όλοι ήταν οπλισμένοι με ξίφη ή τσεκούρια και ότι είχαν τις ασπίδες τους και τα δόρατά τους σε σημείο που θα μπορούσαν να τα πιάσουν εύκολα. Δεν ήταν η μόνη που το πρόσεξε. «Σίγουρα είναι επαγγελματίες», είπε ο Ίνα. «Αλλά προφανώς δεν έχουν σκοπό να επιτεθούν». «Όχι. Αυτοί που έχουν σκοπό να επιτεθούν έρχονται τώρα». Ο Ίνα έδειξε την ομάδα που μόλις είχε
εμφανιστεί στη μακρινή πλευρά του κόλπου. Η Άνγουιν συνοφρυώθηκε. «Τι στην ευχή...;» «Πολεμιστές του Ίνγκβαρ, αρχόντισσά μου». «Είσαι βέβαιος;» «Απόλυτα. Αυτός μπροστά είναι ο Γκρίμαρ». «Μ α δεν έχουν καμιά δουλειά εδώ. Ο κόλπος συνορεύει με τα εδάφη μου». «Τα οποία πρέπει να διέσχισαν για να έρθουν ως εδώ». «Πώς τολμάει!» «Ακόμα και ο Γκρίμαρ δε θα τολμούσε να το τραβήξει τόσο πολύ, αν δεν είχε τη συγκατάθεση κάποιου πιο ισχυρού». «Παίρνει εντολές κατευθείαν από τον Ίνγκβαρ». «Ακριβώς, αρχόντισσά μου». Ο υπαινιγμός ήταν ανησυχητικός. Υπό την εποπτεία του Ίνα, οι άντρες του μακαρίτη του συζύγου της περιπολούσαν και φρουρούσαν το Ντράκενσμπουρκ, δε
χρειάζονταν βοήθεια από τον Ίνγκβαρ. Το γεγονός ότι είχε πάρει την πρωτοβουλία να στείλει οπλισμένους άντρες στα εδάφη της είχε προεκτάσεις που η Άνγουιν δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί. Ο Ίνγκβαρ φερόταν σαν να είχε ήδη ενδυθεί το μανδύα του άρχοντα προστάτη, μια ιδιότητα που δε σκόπευε να του παραχωρήσει. «Αυτό είναι άσχημο προμήνυμα», είπε. Ο Ίνα κούνησε το κεφάλι του. «Όπου εμπλέκεται ο Γκρίμαρ, ποτέ δεν προμηνύεται κάτι άλλο. Θα έκοβε ακόμα και το λαρύγγι της γιαγιάς του απλώς για να διασκεδάσει». «Πρέπει να κάνει επίδειξη δύναμης. Δεν μπορεί να σκέφτεται σοβαρά να επιτεθεί». Η Άνγουιν δίστασε. «Ή μπορεί;» «Έχω το προαίσθημα πως αυτό ακριβώς σκοπεύει να κάνει, αρχόντισσά μου». *
Ο Βούλφγκαρ παρακολουθούσε την ομάδα των πολεμιστών, υπολογίζοντας νοερά τον αριθμό τους. Το σαγόνι του σφίχτηκε. Πρέπει να ήταν περίπου πενήντα. Η δική του δύναμη ήταν μεγαλύτερη και είχε εμπιστοσύνη στις ικανότητες των αντρών του, αλλά κάθε αναμέτρηση θα ήταν αιματηρή και θα κόστιζε ακριβά. Κοίταξε τον Χέρμουντ. «Συγκέντρωσε τους άντρες». «Μ άλιστα, αρχηγέ». Παρατάχτηκαν δίπλα στον Βούλφγκαρ και περίμεναν. «Ας ξεκινήσουν πρώτοι, αν θέλουν, αλλά μετά θα το μετανιώσουν», είπε ο Βούλφγκαρ. Τα λόγια του έγιναν δεκτά με βλοσυρά χαμόγελα καθώς οι άντρες του αναμετρούσαν με σκληρό βλέμμα τους αντιπάλους που πλησίαζαν. Οι γροθιές τους ήταν σφιγμένες γύρω απ’ τις λαβές σπαθιών και ασπίδων. *
Η Άνγουιν ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται από αποστροφή. Ακόμα και από μακριά καταλάβαινε τι επρόκειτο να συμβεί. Στράφηκε στον Ίνα. «Δε θα ανεχτώ αιματοχυσίες στα εδάφη μου επειδή το θέλει ο Ίνγκβαρ!» «Και τι θα κάνεις;» «Θα τους σταματήσω, φυσικά». «Αξιέπαινος στόχος, αλλά θα πρόσεξες ότι όλοι μαζί ξεπερνούν τους εκατό, ενώ εμείς...» «Ναι, το ξέρω. Όμως αυτός ο κόλπος συνορεύει με τα εδάφη μου, όχι με τα δικά τους». «Πράγματι, αλλά δε βλέπω πώς...» «Έχουμε το δίκιο με το μέρος μας, Ίνα». «Ω, ναι. Αυτό φυσικά τα αλλάζει όλα». «Ακριβώς». Η Άνγουιν γύρισε στη σέλα της. «Τζόντις, μείνε εδώ να προσέχεις τον Έιβαν. Ίνα, έλα μαζί μου».
Και μ’ αυτό κέντρισε με τις φτέρνες της το άλογό της και άρχισε να καλπάζει στην άμμο. Ο Ίνα την κοίταξε κατάπληκτος. Ύστερα έσφιξε τα δόντια του και την ακολούθησε. * Ο Χέρμουντ έσμιξε τα φρύδια του καθώς παρακολουθούσε την ομάδα των πολεμιστών να πλησιάζει. «Μ ήπως βρεθήκαμε κατά τύχη στη μέση κάποιου τοπικού πολέμου;» «Μ πορεί». Ο Βούλφγκαρ ακολούθησε το βλέμμα του. «Απ’ ό,τι φαίνεται, μπήκαμε στο ρουθούνι κάποιου». «Μ α τον Νίντχογκουρ, πως γίνεται να έχει ο Φαφλατάς τόσους φίλους;» μουρμούρισε ο Θραντ. Ο Μ πιορν κούνησε το κεφάλι του. «Είναι ν’ απορείς». Ο Βούλφγκαρ δεν απάντησε. Προσπαθούσε να υπολογίσει την απόσταση ανάμεσα σ’ εκείνους και στους πολεμιστές που ζύγωναν. Εβδομήντα μέτρα... πενήντα μέτρα... σαράντα. Είδε τη γραμμή από τα
δόρατά τους να μετακινείται από την κατακόρυφη στην οριζόντια θέση. «Ετοιμαστείτε», μουρμούρισε ο Χέρμουντ. Ο Βούλφγκαρ τράβηξε το σπαθί του. «Εντάξει, παιδιά...» Άφησε την πρότασή του στη μέση, όταν έπιασε μια κίνηση με την άκρη του ματιού του. Η αδιόρατη θολούρα μεταμορφώθηκε σε άλογο που κάλπαζε. Σε λίγο ο αναβάτης τραβούσε τα γκέμια και το άλογο σταματούσε ανάμεσα στις δύο αντίπαλες ομάδες. Ταυτόχρονα ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. «Σταματήστε αμέσως! Όλοι!» Οι πολεμιστές σταμάτησαν και όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω της. Ο Βούλφγκαρ μελέτησε τη λεπτοκαμωμένη γυναίκα με το σκούρο μπλε φόρεμα. Το μισόκρυβε μια γκρίζα κάπα, απ’ όπου μια χοντρή χρυσοκόκκινη πλεξούδα ξεχυνόταν σαν πύρινο ποτάμι. Έπειτα η γυναίκα στράφηκε προς το μέρος του και για μια στιγμή του κόπηκε η ανάσα.
«Μ α το αίμα του Θορ!» μουρμούρισε ο Θραντ. Ο Μ πιορν κοιτούσε κατάπληκτος. «Πραγματικά βλέπω ό,τι βλέπω;» «Όχι, ονειρεύεσαι, αδερφέ». «Τότε, σας παρακαλώ, μη με ξυπνήσετε». Ο Βούλφγκαρ τον κατανοούσε, όμως η γυναίκα που στεκόταν μπροστά τους ήταν αληθινή πέρα για πέρα. Πριν προλάβει να εκφράσει τη σκέψη του, εκείνη μίλησε ξανά. «Δε θα επιτρέψω να χυθεί αίμα εδώ». Ο Χέρμουντ στηρίχτηκε στο δόρυ του και στο τραχύ πρόσωπό του απλώθηκε ένα χαμόγελο. «Μ όνο ο Φριγκ ξέρει πού βρισκόμαστε, αλλά άξιζε να έρθουμε και μόνο γι’ αυτό». Τα μάτια του Βούλφγκαρ άστραψαν και τα δάχτυλά του χαλάρωσαν στη λαβή του σπαθιού του. «Είναι ό,τι πιο αληθινό είπες ποτέ, φίλε μου». Ταυτόχρονα το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς. Ποια ήταν αυτή
η γυναίκα; Γιατί είχε παρέμβει; Ποια γυναίκα θα τολμούσε να μπει ανάμεσα σε δυο αντίπαλες ομάδες; Και όχι μόνο αυτό, αλλά περίμενε να υπακούσουν στις διαταγές της. Η περιέργειά του φούντωσε. * Η Άνγουιν αγνόησε τα βλέμματα που ήταν στραμμένα πάνω της και απευθύνθηκε στον Γκρίμαρ. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» Εκείνος γύρισε το κεφάλι του προς το πλήρωμα του πλοίου. «Οι άντρες μου κι εγώ ετοιμαζόμαστε να ξεφορτωθούμε αυτούς τους άθλιους εισβολείς, αρχόντισσά μου». «Μ ε τίνος διαταγές;» «Του άρχοντα Ίνγκβαρ». «Αυτά τα εδάφη είναι δικά μου. Ο άρχοντας Ίνγκβαρ δεν έχει καμιά δικαιοδοσία εδώ». «Θέλει να σε προστατέψει, αρχόντισσά μου». «Καλοσύνη του, αλλά έχω προστασία». Η Άνγουιν έδειξε τον Ίνα. «Η βοήθειά σας δε μου είναι
απαραίτητη». «Αυτό το χούφταλο; Ούτε τα πόδια του δεν μπορεί να πάρει», είπε ειρωνικά ο Γκρίμαρ. «Δοκίμασε, χοντροκέφαλε, και θα δεις αν μπορώ να την υπερασπιστώ», γρύλισε ο Ίνα. «Δε θέλω να εκμεταλλευτώ την αδύναμη θέση σου». «Θα ήταν κουτό να δοκιμάσεις», είπε η Άνγουιν, «ειδικά όταν περιμένουν πίσω από τους αμμόλοφους σαράντα άντρες μου». Ένα νεύρο πετάρισε στο μάγουλο του Ίνα, αλλά ο Γκρίμαρ δεν το πρόσεξε. Έριξε μια ματιά προς τα εκεί που έλεγε η Άνγουιν. Το μέρος ήταν ήσυχο, μόνο το ψηλό γρασίδι κουνιόταν στο φύσημα του ανέμου. Την κοίταξε καχύποπτα. «Δεν είναι κανείς εκεί». Ο Ίνα ύψωσε το φρύδι του. «Αποκαλείς την κυρά μου ψεύτρα;» Ο Γκρίμαρ κοκκίνισε. «Δεν είπα τέτοιο πράγμα. Εννοούσα ότι δε βλέπω κανέναν».
«Επειδή είναι κρυμμένοι». «Όπως και να ’ναι, αυτοί οι άθλιοι είναι εισβολείς». «Το ίδιο κι εσείς», είπε ο Ίνα, «όμως αν φύγετε θα το παραβλέψουμε –αυτή τη φορά». Το βλέμμα του Γκρίμαρ έσταζε δηλητήριο. «Αυτό δε θ’ αρέσει καθόλου στον άρχοντα Ίνγκβαρ». «Ω, τι τρομερό». Η Άνγουιν έριξε ένα προειδοποιητικό βλέμμα στον Ίνα. Ο Ίνγκβαρ ήταν ισχυρός και επικίνδυνος. Έπρεπε να συνεχίσει να τον έχει σύμμαχο, αλλά ταυτόχρονα να του δείξει ότι δε θα ανεχόταν τέτοιου είδους παρεμβάσεις στις υποθέσεις της. «Ο άρχοντας Ίνγκβαρ ήταν πάντα καλός γείτονας», απάντησε. «Δε θα επιδοκίμαζε τέτοιες βίαιες πράξεις». Ο Ίνα κατένευσε. «Έχεις δίκιο, αρχόντισσά μου. Πιστεύω ότι ο Γκρίμαρ κινήθηκε με δική του πρωτοβουλία από υπερβάλλοντα ζήλο».
Εκείνη είδε την ευκαιρία και την άδραξε. «Ναι, έτσι θα είναι. Η Εξοχότητά του θα θυμώσει πολύ όταν μάθει τι συνέβη». Ο Γκρίμαρ έσμιξε τα φρύδια του. Γνώριζε αρκετά για τις φιλοδοξίες του κυρίου του ώστε να καταλάβει ότι θα τον δυσαρεστούσε μια ανοιχτή ρήξη με την αρχόντισσα Άνγουιν. Και η ευθύνη έμοιαζε να βαραίνει τώρα τους δικούς του ώμους. «Αν σε πρόσβαλα, αρχόντισσά μου, ζητώ συγνώμη». Η Άνγουιν τον κοίταξε υπεροπτικά. «Και βέβαια με πρόσβαλες. Πάρε τους άντρες σου και φύγε». Ο Γκρίμαρ κοίταξε πάλι με απέχθεια το πλήρωμα του πλοίου, γύρισε το άλογό του και πέταξε μια διαταγή στην ομάδα του. Σε μερικά λεπτά, το λεφούσι του απομακρυνόταν. Η Άνγουιν αναστέναξε ανακουφισμένη. «Στα τσακίδια», μουρμούρισε. Ο Ίνα μόρφασε. «Στα τσακίδια κι ακόμα πιο πέρα».
«Δεν πρόκειται να ξανάρθουν». «Όχι, αλλά αυτοί είναι ακόμα εδώ». Ο Ίνα έδειξε με το κεφάλι του το πλήρωμα που παρακολουθούσε. «Και τώρα έχουμε την αμέριστη προσοχή τους». Κεφάλαιο 3 Η Άνγουιν έριξε μια ματιά στη σιωπηρή ομάδα των πολεμιστών και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν είχε κάνει ένα τεράστιο λάθος, αλλά δεν άργησε να ξαναβρεί την αυτοπεποίθησή της. Γύρισε το άλογό της και κάλυψε τα τελευταία μέτρα που τους χώριζαν. Εκείνοι την άφησαν να πλησιάσει, κι αυτό που είδε επιβεβαίωσε την εκτίμηση του Ίνα. Ήταν επαγγελματίες, είχαν την ήρεμη σιγουριά ανθρώπων που δεν είχαν να αποδείξουν τίποτα. Η έκφρασή τους δε φανέρωνε εχθρότητα, παρά μόνο ενδιαφέρον και ευθυμία. Για κάποιο λόγο, αυτό την ανησύχησε. Ύψωσε το πιγούνι της και πήρε
μια βαθιά εισπνοή. «Ποιος είναι ο αρχηγός σας;» ρώτησε. Ένας άντρας έκανε μπροστά. «Εγώ». Για μερικά δευτερόλεπτα μελέτησαν ο ένας τον άλλο δίχως να μιλούν. Η Άνγουιν παρατηρούσε τον άντρα με το λεπτό, γεροδεμένο κορμί και το σιδηρόπλεκτο θώρακα πάνω από το δερμάτινο πουκάμισο και το παντελόνι. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα έξοχο ξίφος και από τη ζώνη του κρεμόταν ένα στιλέτο. Στο άλλο του χέρι είχε μια ασπίδα από ξύλο φλαμουριάς ενισχυμένη με σίδερο. Το μισό πρόσωπό του κρυβόταν από ένα κράνος που το πάνω μέρος του είχε τη μορφή λύκου, αλλά μπορούσε να διακρίνει τις δυνατές γραμμές του σαγονιού και του στόματός του. Ανεπηρέαστος από το επίμονο βλέμμα της, ο άντρας γύρισε και έδωσε την ασπίδα του σε έναν από τους συμπολεμιστές του. Ύστερα έβγαλε το κράνος και το έδωσε κι αυτό. Όταν στράφηκε πάλι προς το μέρος της, της κόπηκε η ανάσα. Το
πρόσωπο με τα σμιλεμένα χαρακτηριστικά ήταν πανέμορφο. Δυο έντονα γαλάζια μάτια καρφώθηκαν στα δικά της. Η Άνγουιν είδε στο βλέμμα του την ίδια αμυδρή ευθυμία που είχε διακρίνει και στα μάτια των συντρόφων του. Ύψωσε το πιγούνι της περισσότερο. «Έχεις όνομα;» τον ρώτησε. «Εσύ έχεις;» της απάντησε. «Εγώ ρώτησα πρώτη». Στα χείλη του σχηματίστηκε ένα λοξό χαμόγελο. «Πλοίαρχος Βούλφγκαρ, στις υπηρεσίες σου». «Είμαι η Άνγουιν, αρχόντισσα του Ντράκενσμπουρκ». «Ζητώ συγνώμη που εισβάλαμε στα εδάφη σου, αρχόντισσά μου. Το καράβι μου υπέστη ζημιές κατά τη διάρκεια της χτεσινοβραδινής καταιγίδας και αναζητούσαμε ένα ήσυχο λιμάνι για να κάνουμε τις επισκευές». «Ήσυχο λιμάνι; Μ όνο ήσυχο δεν είναι αυτό το λιμάνι».
«Ναι, αλλά τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα αν δεν παρέμβαινες. Γιατί το έκανες;» «Επειδή δεν ήθελα να χυθεί αίμα χωρίς σοβαρό λόγο». «Οι γείτονές σου δε συμμερίζονται την άποψή σου». «Δεν έχουν δικαίωμα να έχουν άποψη στο συγκεκριμένο θέμα. Αλλά οι υποψίες τους μπορεί να μην είναι αβάσιμες». «Δε σκοπεύουμε να σας βλάψουμε, αν αυτό εννοείς. Έχουμε δουλειές αλλού και θα φύγουμε μόλις τελειώσουν οι επισκευές». «Κατάλαβα. Μ πορώ να ρωτήσω τι είδους δουλειές έχετε;» «Μ ας περιμένει ο Ρόλο». «Ο Ρόλο; Μ α αυτός είναι διαβόητος πειρατής». «Σωστά». Η Άνγουιν χλόμιασε. «Δηλαδή είστε μισθοφόροι». «Και πάλι σωστά». Η ωμή απάντησή του την αναστάτωσε, ειδικά επειδή δεν μπορούσε
να καταλάβει τι κρυβόταν πίσω από τους φαινομενικά ευγενικούς τρόπους του. «Ωστόσο αυτό που προέχει είναι να επισκευάσουμε το σκάφος μας», συνέχισε εκείνος. «Το καταλαβαίνω». «Μ ας επιτρέπεις να μείνουμε και να κάνουμε τις απαραίτητες επισκευές;» «Δε νομίζω ότι έχετε επιλογή, από τη στιγμή που το καράβι σας δεν μπορεί να φύγει αν δε γίνουν». «Θα μπορούσαμε να φύγουμε με τα κουπιά, αλλά το πιθανότερο είναι να βυθιστούμε με το πρώτο μεγάλο κύμα». «Πόσο θα σας πάρει να το φτιάξετε;» «Μ ε λίγη τύχη, μόνο μερικές μέρες». Η Άνγουιν έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Μ πορείτε να μείνετε για να κάνετε τις επισκευές σας». «Ευχαριστώ». Ο Βούλφγκαρ σταμάτησε. «Θα ήθελα να σου ζητήσω ένα πράγμα ακόμα».
«Τι;» «Να χρησιμοποιήσουμε ένα σιδηρουργείο, αν υπάρχει, και ένα ξυλουργείο». «Αυτά είναι δύο πράγματα». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε. «Ναι, αλλά, δεδομένου ότι είμαι μισθοφόρος, δεν πρέπει να εκπλήσσεσαι που προσπαθώ να πετύχω την καλύτερη δυνατή συμφωνία». Τα λόγια του έκαναν την Άνγουιν να χαμογελάσει απρόθυμα. Αναρωτήθηκε αν μπορούσε να τον εμπιστευτεί ή αν αυτό ήταν κάποιου είδους κόλπο, αλλά, έτσι κι αλλιώς, ο μόνος τρόπος να τον ξεφορτωθεί ήταν να τον βοηθήσει. «Έχουμε κι απ’ τα δύο», του απάντησε. «Στείλε μερικούς άντρες αύριο στο Ντράκενσμπουρκ και θα τους δείξουμε πού είναι». Έδειξε προς τους αμμόλοφους. «Είναι προς τα κει, περίπου τρία χιλιόμετρα προς τα δυτικά». «Και πάλι σ’ ευχαριστώ, αρχόντισσά μου».
Η Άνγουιν κατένευσε και έστριψε το άλογό της. Ύστερα εκείνη και ο Ίνα γύρισαν εκεί που περίμεναν η Τζόντις και ο Έιβαν. Ο Βούλφγκαρ την κοιτούσε με κάποια έκπληξη καθώς απομακρυνόταν. Ήταν τόσο απορροφημένος με τα γεγονότα, που δεν είχε προσέξει τους άλλους δύο. Ποιοι ήταν; Και τι σχέση είχαν με την αρχόντισσα Άνγουιν; Τους είδε να ανταλλάσσουν μερικές κουβέντες και μετά να χάνονται στους αμμόλοφους. * «Ωραία γυναίκα», είπε ο Χέρμουντ, όταν τους έχασαν πια από τα μάτια τους. «Και θαρραλέα». «Ναι, είναι», απάντησε ο Βούλφγκαρ. Ο σύντροφός του γέλασε κοφτά. «Νόμιζα ότι ο Γκρίμαρ θα έσκαγε. Δε θα ήθελα να είμαι ούτε ψύλλος στον κόρφο του όταν γυρίσει». «Ούτε εγώ». «Ο αφέντης του δεν ακούγεται πολύ καλύτερος».
«Ο Ίνγκβαρ; Δεν έχει σημασία. Έτσι κι αλλιώς, δεν πρόκειται να τον συναντήσουμε». «Ευτυχώς, ε;» «Ναι, ευτυχώς». «Πάντως, τώρα που αποκαταστάθηκε η ειρήνη, πρέπει να τελειώνουμε με τις επισκευές». Ο Βούλφγκαρ έγνεψε καταφατικά. Ύστερα άφησε τα όπλα του, γύρισε στους άντρες του και στρώθηκε στη δουλειά. Ωστόσο, αν και τα χέρια του ήταν απασχολημένα, το μυαλό του επέστρεφε στα πρόσφατα γεγονότα. Χαμογέλασε. Ο Χέρμουντ είχε δίκιο. Η γυναίκα ήταν θαρραλέα. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ άλλη σαν αυτή. Άνγουιν. Δε θα ξεχνούσε ποτέ το όνομα ούτε το πρόσωπό της. Όμως εκείνο που θυμόταν πιο καθαρά ήταν τα μάτια της. Πράσινα σαν τη θάλασσα το καλοκαίρι και τόσο βαθιά που μπορούσες να πνιγείς μέσα τους... Στο νου του ήρθε απρόσκλητη η ανάμνηση δύο άλλων ματιών, γαλάζιων, που έλαμπαν από δάκρυα. Η
Φρέγια. Χρυσά μαλλιά, ευγενική, ήρεμη... Η ομορφιά της τον είχε μαγέψει όταν ήταν ακόμα πολύ νέος. Για λίγο τουλάχιστον. Δεν ήταν καλός σύζυγος για εκείνη. Ο σύζυγος της Άνγουιν σίγουρα θα ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να εκτιμά αυτό που είχε: μια φλογερή γυναίκα με μυαλό αντίστοιχο της ομορφιάς και της γενναιότητάς της. Αλλά... πού ήταν ο σύζυγός της; Αν είχε αναγκαστεί να χειριστεί την κατάσταση μόνη της, τότε ο άντρας της πρέπει να έλειπε. Σίγουρα θα πολεμούσε κάπου. Ήταν κάτι που συνέβαινε πολύ συχνά. Αυτό δεν έκανε κι ο ίδιος; Αναστέναξε. Ήταν αργά για μετάνοια ή τύψεις, παρ’ όλο που τα είχε βιώσει και τα δύο. Οι αποφάσεις μας μας καθορίζουν. Ήταν αλήθεια. Γι’ αυτό και είχε καταλήξει να περιπλανιέται με ένα τσούρμο μισθοφόρους, να πολεμάει, να ζει την κάθε στιγμή. Δεν ήταν άσχημη ζωή. Εξάλλου, τι άλλο τον περίμενε τώρα πια; Βέβαια, στο τέλος θα τον εγκατέλειπε η τύχη του και θα σκοτωνόταν σε καμιά μάχη. Δεν τον ένοιαζε, αρκεί να πέθαινε με το σπαθί στο χέρι και να
έπαιρνε τη θέση του στα παλάτια του Όντιν. Ο χρόνος και ο τόπος του θανάτου του δεν είχε σημασία. Αυτό που μετρούσε ήταν η ετοιμότητα. * Η μεσημεριανή συνάντηση προβλημάτιζε και ανησυχούσε την Άνγουιν μέχρι το βράδυ. Ο Ίνγκβαρ θα είχε μάθει για το περιστατικό και θα είχε δυσαρεστηθεί πολύ. Ήταν σίγουρη ότι θα την επισκεπτόταν σύντομα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχαν κατασκηνώσει στα εδάφη της μισθοφόροι. Αναρωτιόταν αν η απόφασή της να τους επιτρέψει να μείνουν ήταν σωστή. Αναστέναξε. Ήταν πολύ αργά πια. Αν αποφάσιζαν να επωφεληθούν από την κατάσταση, θα βρισκόταν παγιδευμένη μεταξύ σφύρας και άκμονος. Ωστόσο ο αρχηγός τους δεν της είχε φανεί ύπουλος. Το αντίθετο μάλιστα. Δεν είχε γνωρίσει άλλον σαν αυτόν. Είχε όλα τα γνωρίσματα του πολεμιστή και ανέδιδε έναν αέρα δύναμης, όμως δεν τον είχε αισθανθεί σαν απειλή. Δεν την είχε
κάνει να νιώσει όπως ο Ίνγκβαρ ή ο Τόρσταϊν. Στην πραγματικότητα, όταν είχε φύγει από εκεί η αίσθηση ήταν τελείως διαφορετική, σχεδόν σαν να είχε χάσει κάτι. Ανίκανη να κοιμηθεί, σηκώθηκε από το κρεβάτι, έριξε πάνω της μια κάπα και πήγε στο διπλανό δωμάτιο που κοιμόταν ο γιος της. Κάθισε και τον παρακολούθησε για λίγο. Ήταν το μόνο καλό πράγμα που είχε βγει από το γάμο της. Η γέννησή του ήταν πολύωρη και οδυνηρή, όμως ο Έιβαν την αποζημίωνε για όλα. Ήταν ο λόγος που έμενε ζωντανή, ο λόγος που υπέκυπτε στη θέληση του Τόρσταϊν. Ρίγησε και τυλίχτηκε πιο σφιχτά με την κάπα της. Ο Τόρσταϊν ήταν νεκρός. Ο γιος του δεν κινδύνευε απ’ αυτόν. Έσκυψε πάνω από το παιδί και του φίλησε το μέτωπο. Ο Έιβαν αναδεύτηκε, αλλά δεν ξύπνησε. Καθώς τον κοιτούσε, την κυρίεψε μια έντονη προστατευτικότητα. Κανείς δε θα τον πείραζε όσο εκείνη ζούσε και ανάσαινε. Δε θα ήταν εύκολο, γιατί η
οικογένειά της ήταν φιλόδοξη και, όπως είχε πει η Τζόντις, μια γυναίκα μόνη ήταν ευάλωτη. Γύρισε στο κρεβάτι της και σκεπάστηκε με την κουβέρτα. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε το σώμα της να χαλαρώσει, προσπαθώντας να βγάλει από το μυαλό της τα γεγονότα της μέρας. Σιγά σιγά το κρεβάτι ζεστάθηκε και τελικά αποκοιμήθηκε. Αλλά ο ύπνος ήρθε με τα ίδια ανησυχητικά όνειρα... Μια πόρτα άνοιξε, βαριά βήματα ακούστηκαν στην έξω κάμαρα, ένα χέρι τράβηξε την κουρτίνα και στο αμυδρό φως που ερχόταν από πίσω διαγράφηκε η σιλουέτα του συζύγου της. Στα σαράντα του, ο Τόρσταϊν είχε τα διπλά της χρόνια. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός, ο όγκος του τον έκανε να μοιάζει με αρκούδα. Το πάνω μέρος του κεφαλιού του ήταν φαλακρό και τα λιγοστά μαλλιά του ήταν πλεγμένα σε αμέτρητες λεπτές κοτσίδες που κρέμονταν στους ώμους του σαν ουρές ποντικών. Ένα μουστάκι και ένα πυκνό γκρίζο γένι έκρυβαν τα λεπτά χείλη του και το
ρυτιδιασμένο πρόσωπό του, ενώ τα μικρά μαύρα μάτια του κοιτούσαν τον κόσμο με ψυχρό, υπολογιστικό βλέμμα. Τώρα κοιτούσαν εκείνη και άστραφταν. Πλησίασε στο κρεβάτι και πέταξε το μανδύα του στο πάτωμα. Ξεκούμπωσε τη ζώνη του, έβγαλε το αμπέχονό του και την έριξε πάνω στο μανδύα. Ακολούθησε το πουκάμισό του, αποκαλύπτοντας το στέρνο με τις μαύρες τρίχες. Η Άνγουιν ζάρωσε όταν ένιωσε το στρώμα να υποχωρεί κάτω από το βάρος του. Άνοιξε το παντελόνι του και την έπιασε. Εκείνη προσπάθησε να τον αποφύγει, αλλά τα δυνατά χέρια του την τράβηξαν και μια βρομερή ανάσα τη χτύπησε στο πρόσωπο. Αηδιασμένη, γύρισε το κεφάλι της από την άλλη. «Τόρσταϊν, είναι αργά και είμαι κουρασμένη». «Θα κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις». Έπιασε το χιτώνα της και τον τράβηξε προς τα πάνω, αφήνοντάς
τη γυμνή από τη μέση και κάτω. Εκείνη ρίγησε άθελά της. Καθώς έσκυβε πιο κοντά της, η τριχωτή κοιλιά του τρίφτηκε στη δική της, το αρκουδίσιο πρόσωπο με το μοχθηρό βλέμμα βρέθηκε μόνο λίγους πόντους μακριά από το δικό της. «Νόμιζα ότι σε είχα μάθει να υπακούς», της είπε, «αλλά μάλλον έκανα λάθος». Εκείνη συγκράτησε την απάντηση που της ήρθε να ξεστομίσει. «Αφέντη μου, δεν κάνεις λάθος». «Ναι; Για να δούμε τότε». Η Άνγουιν ξύπνησε απότομα. Ανάσαινε λαχανιασμένα, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, τα μάτια της κοιτούσαν αλαφιασμένα τις γωνίες του δωματίου. Δεν κουνιόταν τίποτα. Κοίταξε το κρεβάτι. Η μεριά δίπλα της ήταν άδεια. Ήταν μόνη. Αναστέναξε ανακουφισμένη. Ο Τόρσταϊν δε θα ξαναρχόταν ποτέ. Καθώς τα λεπτά περνούσαν, ο τρόμος έδινε τη θέση του σε μια ανακούφιση τόσο βαθιά που την έκανε να τρέμει. Ξεροκατάπιε και ακούμπησε πάλι το κεφάλι της στο
μαξιλάρι, περιμένοντας να ηρεμήσει το χτυποκάρδι της. Ο Τόρσταϊν δε θα ξαναρχόταν ποτέ. Τώρα ο Ίνγκβαρ περίμενε σαν το αρπακτικό που παραμόνευε το θήραμά του. «Ποτέ», μουρμούρισε. «Ποτέ όσο ζω». Κάποτε, σε μια άλλη ζωή, ονειρευόταν να παντρευτεί κάποιον που θα την αγαπούσε. Χαμογέλασε μελαγχολικά. Πόσο αφελής ήταν που πίστευε ότι ο γάμος και η αγάπη πήγαιναν μαζί. Όλες οι κοριτσίστικες φαντασιώσεις της είχαν ξεχαστεί από καιρό. Αν υπήρχε στον κόσμο αγάπη μεταξύ δύο συζύγων, αυτό ήταν για άλλους, όχι για εκείνη. Κεφάλαιο 4 Το επόμενο πρωί ο Βούλφγκαρ άφησε τον Χέρμουντ να επιβλέπει το καράβι και ξεκίνησε για το Ντράκενσμπουρκ με τον Θραντ, τον Μ πιορν και τον Άσουλφ. Το Ντράκενσμπουρκ ήταν χτισμένο σε ένα χαμηλό λόφο και περικυκλωμένο από μια βαθιά τάφρο και
ψηλούς, μυτερούς ξύλινους πασσάλους. «Μ α τα νύχια του Μ πάλντερ!» φώναξε ο Θραντ. «Αυτό είναι φρούριο. Όποιος κι αν μένει εδώ είναι σημαντικός». «Είναι καλή ιδέα να πάμε, αρχηγέ;» ρώτησε ο Μ πιορν. «Μ πορεί να μας έχουν στήσει παγίδα». Οι τρεις άντρες κοίταξαν τον Βούλφγκαρ. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δε νομίζω, αλλά καλού κακού ας προσέχουμε. Πάμε». Έφτασαν στην ξύλινη γέφυρα που εκτεινόταν πάνω από την τάφρο και είπαν ποιοι ήταν όταν τους το ζήτησε ο φρουρός. Απ’ ό,τι φάνηκε, τους περίμεναν. Ακούστηκε ο ήχος μιας μπάρας που τραβιόταν κι έπειτα η πύλη άνοιξε για να περάσουν. Από εκεί τους συνόδευσαν σε έναν τεράστιο χώρο με διάφορα κτίσματα. Ο Βούλφγκαρ πρόσεξε ένα στάβλο, αποθήκες, εργαστήρια και μικρές κατοικίες, ώσπου τελικά έφτασαν σε μια μεγάλη αίθουσα. Υπέροχα σκαλισμένες κολόνες πλαισίωναν τη δίφυλλη πόρτα από
ξύλο βελανιδιάς, ωστόσο η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό ήταν καταθλιπτική. Το μοναδικό φως ερχόταν από την ανοιχτή πόρτα και από ένα άνοιγμα στη σκεπή πάνω από την τετράγωνη εστία στο πάτωμα, όπου τα απομεινάρια μιας φωτιάς ψυχορραγούσαν σ’ ένα στρώμα στάχτης. Παρά το μισοσκόταδο, ο Βούλφγκαρ διέκρινε ξύλα μαυρισμένα απ’ τον καπνό, στολισμένα με κέρατα ελαφιών και τομάρια λύκων. Τρίποδα και πάγκοι ήταν αραδιασμένα κατά μήκος των τοίχων και σ’ ένα βάθρο στη μακρινή πλευρά του δωματίου υπήρχε μια τεράστια σκαλιστή πολυθρόνα. Ο αέρας μύριζε καπνιά, μπίρα και μπαγιάτικο φαγητό. «Περιμένετε εδώ», είπε ο φρουρός. Όταν έφυγε και έμειναν μόνοι, οι τέσσερις άντρες κοίταξαν τριγύρω. «Σκοτεινό λαγούμι», μουρμούρισε ο Άσουλφ. Ο Θραντ κούνησε το κεφάλι του. «Εσύ δεν αναρωτιόσουν τι είδους άνθρωπος μένει εδώ;»
«Όποιος και να είναι, σίγουρα είναι ισχυρός. Η πολυθρόνα μοιάζει περισσότερο με θρόνο». «Ας ελπίσουμε ότι ο ιδιοκτήτης της θα είναι τόσο καλός όσο η κυρία του». * Εντέλει εκείνη που ήρθε να τους υποδεχτεί μετά από λίγο ήταν η Άνγουιν. Ο Βούλφγκαρ ένιωσε ένα ευχάριστο συναίσθημα όταν την είδε. Τη συνόδευε ο ηλικιωμένος πολεμιστής που είχε δει την προηγούμενη μέρα. Μ αζί τους ήταν ένα μικρό αγόρι. Παρ’ όλο που δεν έμοιαζαν πολύ, τα πυρρόξανθα μαλλιά του και τα πράσινα μάτια του έδειχναν πως ήταν γιος της. Για μια στιγμή του θύμισαν ένα άλλο παιδί σ’ έναν άλλο χώρο, και ο λαιμός του έκλεισε. Έδιωξε γρήγορα την ανάμνηση και συγκεντρώθηκε στην οικοδέσποινά τους που πλησίαζε. Όταν την ειδοποίησαν ότι έφτασαν οι άντρες, η Άνγουιν αναρωτήθηκε αν θα ήταν μαζί τους ο πλοίαρχος Βούλφγκαρ. Ενώ κατά βάθος το ευχόταν,
αναστατώθηκε μόλις τον είδε. «Καλημέρα, αρχόντισσά μου». Συμμάζεψε τις σκέψεις της και του ανταπέδωσε το χαιρετισμό. «Ήρθατε να χρησιμοποιήσετε το σιδηρουργείο». «Και το ξυλουργείο, αν δεν έχεις αντίρρηση». «Καμία αντίρρηση. Αυτά θέλετε μόνο;» «Θα χρειαστούμε καινούριο κατάρτι και υπάρχει ένα σπάσιμο στο πηδάλιο που χρειάζεται ενίσχυση. Αν μπορούσαμε να βρούμε μερικά φύλλα σιδήρου και πίρους, θα τα καταφέρουμε. Μ ε το αζημίωτο, φυσικά». «Φυσικά». Ο Βούλφγκαρ είδε στα μάτια της Άνγουιν κάτι σαν ευθυμία, αλλά χάθηκε τόσο γρήγορα που δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Σήμερα φορούσε ένα μενεξεδί φόρεμα που τόνιζε το ρόδινο στα μάγουλά της και τη λευκότητα της επιδερμίδας της. Το χρώμα του ήταν ιδανικό φόντο για την πλεξούδα της.
Προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ήταν με τα μαλλιά της ελεύθερα, την αίσθηση που θα είχαν στα δάχτυλά του. Αντιλαμβανόμενη ότι τη μελετούσε αλλά ανίκανη να μαντέψει τι σκεφτόταν, η Άνγουιν ένιωσε αμηχανία και απέστρεψε το βλέμμα της. «Θα σου δείξω το σιδηρουργείο», του είπε. Ήξερε ότι δεν ήταν ανάγκη να πάει μαζί τους. Θα μπορούσε να πάει ο Ίνα. Από την άλλη, ήταν επισκέπτες και η ευγένεια απαιτούσε να τους συνοδεύσει. Πήρε το βλέμμα της από το πρόσωπο του Βούλφγκαρ. Η ευγένεια δεν είχε σχέση μ’ αυτό που συνέβαινε. Στην πραγματικότητα, δεν ήθελε να στερηθεί ακόμα τη συντροφιά αυτού του άντρα. Βγήκαν από το δωμάτιο και προχώρησαν στον ανοιχτό χώρο. Ο Βούλφγκαρ προχωρούσε δίπλα της, ενώ οι υπόλοιποι ακολουθούσαν. Παρά την απόσταση που τους χώριζε, η Άνγουιν ένιωθε έντονα την παρουσία του. Της προκαλούσε μια ασυνήθιστη αναστάτωση, αλλά
δεν ήξερε για ποιο λόγο. Για λίγη ώρα κανείς τους δε μίλησε. Ύστερα εκείνος κοίταξε προς το μέρος του παιδιού. «Γιος σου είναι;» «Ναι. Ο Έιβαν». «Όμορφο αγόρι. Ο πατέρας του θα είναι περήφανος». «Ο πατέρας του έχει πεθάνει». «Λυπάμαι. Πρόσφατα;» «Πριν δέκα μήνες». «Δε θα είναι εύκολο για μια γυναίκα να είναι μόνη». «Τα καταφέρνω αρκετά καλά». «Το φαντάζομαι, αν κρίνω από τα χτεσινά». Κάτι στον τόνο του έκανε την Άνγουιν να κοκκινίσει και ν’ αλλάξει γρήγορα θέμα. «Δεν είσαι από τα μέρη μας, πλοίαρχε Βούλφγκαρ». «Όχι. Μ εγάλωσα στη Νορθούμπρια».
«Έχεις συγγενείς εκεί;» «Μ ερικούς». Ο Βούλφγκαρ δεν είπε τίποτα περισσότερο και η Άνγουιν δεν επέμεινε. Εξάλλου, δεν την αφορούσε. «Και τώρα ζεις τη ζωή ενός τυχοδιώκτη». «Ακριβώς». «Πρέπει να είναι συναρπαστικό». «Έχει και τα καλά του». Πριν η Άνγουιν προλάβει να πει κάτι παραπάνω, έφτασαν στο σιδηρουργείο. Ο σιδεράς σήκωσε το κεφάλι του από εκεί που δούλευε, είδε ποιος ήταν και υπέβαλε τα σέβη του. «Αρχόντισσά μου;» Κοίταξε με φανερή περιέργεια αυτούς που τη συνόδευαν. Εκείνη χαμογέλασε. «Έθελβαλντ, χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου...» Αφού έκανε τις συστάσεις, του εξήγησε εν συντομία την κατάσταση. Ο σιδηρουργός άκουγε
προσεκτικά. «Δεν είναι δύσκολη δουλειά, αλλά πρέπει να τελειώσω πρώτα αυτή που έχω. Δεν μπορώ να ξεκινήσω άλλη πριν από αύριο». «Και πόσο θα πάρει η δική μας;» ρώτησε ο Βούλφγκαρ. «Όχι παραπάνω από λίγες μέρες». «Πρέπει να πάμε κάπου. Δε γίνεται πιο γρήγορα;» «Όχι. Πρέπει να τηρήσω τη συμφωνία που έκανα πριν έρθετε. Μ ετά θα κάνω ό,τι μπορώ για σας». Τον άφησαν και πήγαν να βρουν τον ξυλουργό. Και ο Τσαντ ήταν απασχολημένος, αλλά, όταν άκουσε ότι οι νεοφερμένοι ήθελαν μόνο τα εργαλεία του, δέχτηκε να τους αφήσει να χρησιμοποιήσουν το ξυλουργείο του. «Ωραία. Σας αφήνω να μιλήσετε». Η Άνγουιν έπιασε τον Έιβαν από το χέρι και γύρισε να φύγει, όμως εκείνος αντιστάθηκε. «Μ ητέρα, μπορώ να μείνω και να βλέπω; Δε θα τους ενοχλήσω, σου το υπόσχομαι».
Βλέποντάς τη να διστάζει, ο Ίνα παρενέβη. «Θα τον προσέχω εγώ». Κοίταξε τους επισκέπτες. «Θα φροντίσω να μην του συμβεί τίποτα». «Εντάξει». Το πρόσωπο του παιδιού φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. «Σου υπόσχομαι να είμαι φρόνιμος». Η Άνγουιν του ανταπόδωσε το χαμόγελο και του έσφιξε τρυφερά τους ώμους. «Φρόντισε να κρατήσεις το λόγο σου». Για μια στιγμή το βλέμμα της συναντήθηκε με το βλέμμα του Βούλφγκαρ. Τα γαλάζια μάτια του είχαν μια λάμψη ευθυμίας. «Όλοι θα είμαστε φρόνιμοι», της είπε. «Έχεις το λόγο μου». Η Άνγουιν συγκράτησε την επιθυμία να γελάσει. Το ανέκφραστο πρόσωπό του ήταν προκλητικό και αινιγματικό ταυτόχρονα. Ανίκανη να σκεφτεί μια κατάλληλη απάντηση και πολύ ταραγμένη από εκείνο το διαπεραστικό βλέμμα, αποφάσισε ότι το καλύτερο ήταν να
αποχωρήσει με αξιοπρέπεια. * Οι άντρες δούλευαν σκληρά, αλλά η δουλειά ήταν δύσκολη και έκανε ζέστη. Χάρηκαν αφάνταστα όταν ύστερα από καμιά ώρα εμφανίστηκε ένας υπηρέτης με μια κανάτα μπίρα. Ο Βούλφγκαρ απογοητεύτηκε προς στιγμήν που δεν την έφερε η Άνγουιν. Αλλά γιατί να το κάνει; Είχε κρατήσει το λόγο της και τους είχε επιτρέψει να χρησιμοποιήσουν τα εργαστήρια. Δεν μπορούσαν να απαιτήσουν περισσότερο από τον πολύτιμο χρόνο της. Η επισκευή αποδείχτηκε πιο χρονοβόρα, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό. Ο Ρόλο έπρεπε να περιμένει. Σίγουρα θα επανόρθωναν για το χαμένο χρόνο με μια σειρά από επιτυχημένες επιδρομές. Όχι πως τους έλειπαν τα πλούτη. Οι προηγούμενες αποστολές ήταν αρκετά προσοδοφόρες. Θα μπορέσουμε να αποσυρθούμε σύντομα. Ο Χέρμουντ είχε δίκιο. Η απομάκρυνση από τον
τυχοδιωκτισμό σήμαινε ότι θα ρίζωνε πάλι σ’ ένα μέρος. Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε αυτοσαρκαστικά. Αυτό δεν επρόκειτο να συμβεί. Ήταν ήδη είκοσι επτά ετών, είχε περάσει προ πολλού την ηλικία που θα έπρεπε να ξαναπαντρευτεί. Όχι πως είχε νιώσει ποτέ την ανάγκη να το κάνει. Οι επιλογές του τώρα δεν είχαν ολέθριες συνέπειες σε αθώους. Οι αποφάσεις που έπαιρνε ήταν ως ένα βαθμό επικίνδυνες, αλλά στο τέλος ωφελούσαν το πλήρωμά του. Οι ώριμοι άντρες δεν ήταν τόσο ευάλωτοι όσο οι γυναίκες και τα παιδιά –ένα μάθημα που είχε πάρει πολύ αργά. Η αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν τον έβγαλε απότομα από τις σκέψεις του. Σήκωσε το κεφάλι του και το βλέμμα του συναντήθηκε με του παιδιού. Το αγόρι κοίταξε αμέσως αλλού. Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε, αλλά δε μίλησε. Το παιδί ήταν περίεργο, αλλά και ντροπαλό. Δε θα κέρδιζε τίποτα αν το πίεζε για να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Πόσων χρονών ήταν; Τεσσάρων; Πέντε; Πάντως ήταν ακόμα
πολύ μικρό για να ξεκινήσει στρατιωτική εκπαίδευση. «Έχεις ένα πλοίο, ε;» Ο Βούλφγκαρ πήρε μια βαθιά εισπνοή όταν άκουσε τη φωνή του αγοριού. «Ναι. Το λένε Θαλασσόλυκο». «Τι έπαθε;» «Έπαθε ζημιά στην καταιγίδα. Το κατάρτι και το τιμόνι θέλουν φτιάξιμο». Ο Έιβαν άκουγε προσεκτικά. «Είναι γρήγορο;» «Πολύ. Τα πολεμικά καράβια πρέπει να είναι γρήγορα». «Πολέμησες σε πολλές μάχες;» «Σε αρκετές». «Πληγώθηκες;» «Μ ερικές φορές». «Σκότωσες ανθρώπους;» «Ναι, όταν προσπάθησαν να με σκοτώσουν».
Ο Έιβαν κούνησε το κεφάλι του αργά. Ύστερα κοίταξε πέρα από τον Βούλφγκαρ και χαμογέλασε. Εκείνος γύρισε και χάρηκε όταν είδε την Άνγουιν να στέκεται πίσω του. «Σας έφερα κι άλλη μπίρα. Και ένα δίσκο με ψωμί και κρέας. Θα έχετε πεινάσει». Μ όλις είδε το φαγητό, ο Βούλφγκαρ κατάλαβε πως πράγματι πεινούσε. Οι άντρες του πρέπει να αισθάνονταν το ίδιο. «Ευχαριστούμε. Το χρειαζόμαστε». Η Άνγουιν άφησε το δίσκο και την κανάτα σ’ έναν πάγκο κι ύστερα άπλωσε το χέρι της στον Έιβαν. «Έλα». Εκείνος το έπιασε και μετά γύρισε και κοίταξε τον Βούλφ-γκαρ. «Μ πορώ να έρθω να δω το καράβι σου;» «Και βέβαια. Αλλά καλύτερα να ρωτήσεις πρώτα τη μητέρα σου». Ο μικρός σήκωσε το κεφάλι του. «Μ πορώ; Σε παρακαλώ;» Η Άνγουιν δίστασε. Αυτοί οι άντρες ήταν ξένοι και, παρ’ ότι δεν
είχαν δείξει κακές προθέσεις, δεν ήξερε αν μπορούσε να τους εμπιστευτεί. Ο δισταγμός της δεν πέρασε απαρατήρητος. Ο Βούλφγκαρ συνάντησε το βλέμμα της και την κοίταξε επίμονα. «Θα ήθελες να έρθεις μαζί, αρχόντισσά μου; Μ ε όσους άντρες θέλεις για συνοδεία σου», πρόσθεσε με μια λάμψη στα γαλάζια μάτια του. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Δεν ξέρω». «Τι δεν ξέρεις;» «Μ όλις γνωριστήκαμε και... και...» «Υποψιάζεσαι ότι μπορεί να κρατήσω το παιδί όμηρο για λύτρα; Ή να απαγάγω εσένα;» Την κοίταξε και η λάμψη στα μάτια του έγινε πιο έντονη. «Τώρα που το σκέφτομαι, θα ήταν πολύ ευχάριστο». «Ευχάριστο για ποιον;» «Για μένα φυσικά». «Και αργότερα θα με πουλούσες για σκλάβα;»
«Ω, όχι, δε θα σε πουλούσα. Αλλά δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, αφού δεν είμαι σε θέση να το κάνω. Επομένως είσαι απόλυτα ασφαλής». Εκείνη τη στιγμή η Άνγουιν δε θα επέλεγε τη λέξη «ασφαλής». Ούτε ήταν σίγουρη πόσα απ’ αυτά που είπε ο Βούλφγκαρ είχαν ειπωθεί στ’ αστεία. Η έκφραση στα μάτια του ήταν αρκετή για να της προκαλέσει πάλι τη γνωστή ταραχή. Εκείνος είδε το δισταγμό της και χαμογέλασε αχνά. «Δε θα με απαλλάξεις λόγω αμφιβολιών;» Η Άνγουιν δε μίλησε. Προσπαθούσε να συμμαζέψει τις άτακτες σκέψεις της. Ήταν ένας μισθοφόρος, ένας πειρατής. Τον ήξερε λιγότερο από μια μέρα. Πόσο μπορούσε να τον εμπιστευτεί; Ο Έιβαν την κοιτούσε με προσμονή. «Σε παρακαλώ, μητέρα;» «Νομίζω ότι μειοψηφείς», είπε ο Βούλφγκαρ. Εκείνη σήκωσε τα χέρια της. «Εντάξει. Παραδίνομαι».
Ο Έιβαν άρχισε να χοροπηδάει από τη χαρά του. «Μ πορούμε να πάμε τώρα;» «Γιατί όχι;» είπε ο Βούλφγκαρ. «Τώρα είναι η καταλληλότερη στιγμή». * Παρ’ όλο που ο Βούλφγκαρ της είχε προτείνει να πάει με μεγάλη συνοδεία, η Άνγουιν αρκέστηκε στον Ίνα και σε άλλους έξι. Έδωσαν στον Βούλφγκαρ ένα άλογο και γύρισαν στην ακτή. Όταν έφτασαν, το μέρος αντηχούσε από τα σφυριά και τα κοπανήματα. Άντρες έτρεχαν στο κατάστρωμα και στην άμμο όπου ήταν απλωμένο το πανί. Ο Έιβαν κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα. Δίπλα του η Άνγουιν μελετούσε τις κομψές γραμμές του πλοίου. Φτιαγμένο για ταχύτητα και ευελιξία, μπορούσε να επιτεθεί στον εχθρό σαν γεράκι στο θήραμά του. Και το πλήρωμά του ήταν επίσης κυνηγοί σαν τον άνθρωπο που τους οδηγούσε τώρα, τον ξένο που προχωρούσε δίπλα της. Η σκέψη την έκανε ν’ ανατριχιάσει.
«Ωραίο καράβι», παρατήρησε. «Θέλεις να το δεις από πιο κοντά;» ρώτησε ο Βούλφγκαρ. Ο Έιβαν τον κοίταξε με λαχτάρα. «Μ πορώ ν’ ανέβω επάνω;» «Φυσικά». Το παιδί γύρισε στη μητέρα του και περίμενε. «Πήγαινε», είπε εκείνη και κοίταξε τον Ίνα. «Να τον έχεις από κοντά». Ο ηλικιωμένος πολεμιστής ξεπέζεψε και κατέβασε το αγόρι από το άλογό του. Ο Βούλφγκαρ φώναξε τον Χέρμουντ. «Πήγαινε να ξεναγήσεις τους επισκέπτες μας». «Πολύ ευχαρίστως». Ο Χέρμουντ έδειξε προς το καράβι και οι τρεις τους ξεκίνησαν για εκεί. Ο Βούλφγκαρ γύρισε στην Άνγουιν. «Κυρία μου;» Βλέποντας ότι δεν είχε άλλη επιλογή, η Άνγουιν κατέβηκε από το άλογό της. Εκείνος τη μιμήθηκε και για άλλη μια φορά η Άνγουιν θαύμασε το στιβαρό κορμί και τις
δυναμικές κινήσεις του. «Πάμε;» της είπε κοιτάζοντας προς το σκάφος. Η Άνγουιν έγνεψε καταφατικά και ξεκίνησαν. Αν και ο Βούλφγκαρ δεν την άγγιζε, η παρουσία του τόσο κοντά της της προκάλεσε ανατριχίλα. Αλλά δεν αισθανόταν φόβο. Ήταν ένα παράξενο μείγμα προσμονής και έξαψης. «Πόσων χρονών είναι ο Έιβαν;» τη ρώτησε. «Πέντε». «Θα ήταν σκληρό για εκείνον να χάσει τον πατέρα του». «Έχει τον Ίνα». Δεν ήταν αυτό που περίμενε ν’ ακούσει ο Βούλφγκαρ. Την κοίταξε λοξά, όμως η προσοχή της ήταν στραμμένη στους τρεις που προχωρούσαν μπροστά. «Μ ια γυναίκα μόνη είναι ευάλωτη», της είπε. «Έχω προστασία». «Καμιά δωδεκαριά άντρες;»
«Είναι πολύ περισσότεροι». Τα μάτια του Βούλφγκαρ άστραψαν. «Α, ναι, ξέχασα. Άλλοι σαράντα... κρυμμένοι στους αμμόλοφους». Εκείνη χαμογέλασε θλιμμένα. «Εντάξει, είπα ψέματα, αλλά όντως είναι περισσότεροι από μια ντουζίνα». «Χαίρομαι που το ακούω, αν σκεφτεί κανείς ότι οι γείτονές σου είναι πολεμοχαρείς». «Ο Γκρίμαρ ενήργησε αυθαίρετα». «Είσαι πολύ επιεικής». «Δεν είμαι σε θέση να έρθω σε αντιπαράθεση με τον κύριό του». «Τον άρχοντα Ίνγκβαρ;» «Ναι». «Τόσο ισχυρός είναι;» «Αρκετά ώστε να θέλω να διατηρήσω την ειρήνη μεταξύ μας». Μ ιλούσε ανέμελα, αλλά ο Βούλφγκαρ κατάλαβε πόσο σοβαρό
ήταν το θέμα. Εκείνη δεν είπε περισσότερα. Έστρεψε την προσοχή της στο πλοίο. Το θέαμα ήταν συναρπαστικό. Είχε μήκος περίπου είκοσι μέτρα και πλάτος πέντε. Ήταν καλοφτιαγμένο, η ξυλοδεσιά του ήταν από ανθεκτικά μαδέρια βελανιδιάς ενωμένα με ξυλόκαρφα και σιδερένιους πίρους και καλαφατισμένα με πλεγμένο μαλλί ζώου. Το βλέμμα της σάρωσε το κατάστρωμα, το ψηλό κατάρτι, τους πάγκους των κωπηλατών και τους αποθηκευτικούς χώρους, τους κυλινδρικούς σκαρμούς και τα μεγάλα κουπιά – δεκαέξι σε κάθε πλευρά. Αλλά εκείνο που πυροδότησε τη φαντασία της ήταν η μεγαλόπρεπη πλώρη και η ξυλόγλυπτη μορφή ενός λύκου που έδειχνε τα δόντια του που την κοσμούσε. «Είναι πανέμορφο», είπε. «Δεν είναι το μεγαλύτερο πλοίο που υπάρχει, όμως είναι αρκετά γρήγορο και ευέλικτο». «Πόσο καιρό το έχεις;» «Τρία χρόνια περίπου. Ήταν λάφυρο πολέμου».
«Ω». Κοιτάζοντας ξανά το ξυλόγλυπτο της πλώρης, η Άνγουιν αναγκάστηκε να θυμηθεί με ποιον είχε βρεθεί να κάνει παρέα. «Θα έχεις μαζέψει πολλά λάφυρα με τα χρόνια». «Αρκετά». Ο τόνος του Βούλφγκαρ ήταν αδιάφορος, αλλά την έκανε να ριγήσει. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν κατά κάποιο τρόπο εξίσου επικίνδυνοι με τους πολεμιστές του Ίνγκβαρ. Αν και δεν είπε τίποτα, εκείνος ένιωσε την ανησυχία της. «Τι φοβάσαι, Άνγουιν;» τη ρώτησε. Κοκκίνισε ακούγοντας το όνομά της, αλλά η συμπεριφορά του δε φανέρωνε υπερβολική οικειότητα. «Ω... τίποτα». «Κι όμως, κάτι φοβάσαι». «Δεν ξέρω. Ίσως είναι το ότι δεν έχω βρεθεί άλλη φορά τόσο κοντά σε πολεμικό πλοίο». «Τότε ας διώξουμε τους φόβους σου». Ο Βούλφγκαρ προχώρησε
με άνεση στη σανίδα που είχε τοποθετηθεί για ν’ ανεβαίνουν πιο εύκολα από την άμμο κι ύστερα γύρισε προς το μέρος της. «Έλα». Ήταν ταυτόχρονα πρόσκληση και προσταγή. Εκείνη πήρε μια βαθιά εισπνοή και τον ακολούθησε. Γύρω τους η αρμύρα ανακατευόταν με μυρωδιά από σκοινιά, ξύλο και πίσσα. Ο αέρας βούιζε από αντρικές φωνές και γέλια. Όταν έφτασαν στο τέλος της σανίδας, κοντοστάθηκε και κοίταξε το σκαλί που οδηγούσε στον πάγκο των κωπηλατών και από εκεί στο κατάστρωμα. Ο Βούλφγκαρ το πρόσεξε. «Επίτρεψέ μου», της είπε. Δυο δυνατά χέρια την έπιασαν από τη μέση και η Άνγουιν ένιωσε να αιωρείται, πριν την αφήσει δίπλα του. Για μια στιγμή ανάσανε την οσμή του μαλλιού από το αμπέχονό του και την αντρίκεια μυρωδιά του. Ήταν απρόσμενα ερεθιστικό, όπως και η ζεστασιά των χεριών του.
«Καλώς όρισες στο Θαλασσόλυκο». Η Άνγουιν πήγε να τραβηχτεί από κοντά του, αλλά παραπάτησε στο επικλινές κατάστρωμα. Το μπράτσο του Βούλφγκαρ τυλίχτηκε στη μέση της και τη συγκράτησε. «Ω! Ε... ευχαριστώ». Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που ήταν σίγουρη ότι ακουγόταν. Εκείνος δεν έδειξε να πρόσεξε την αμηχανία της. «Πρόσεχε. Δε θέλω να σπάσεις κανέναν αστράγαλο». «Ναι. Όχι. Εννοώ... θα προσέχω». Τραβήχτηκε απαλά από το κράτημά του και ένιωσε ανακούφιση όταν εκείνος δεν προσπάθησε να τη σταματήσει. Αντίθετα, άρχισε να της μιλάει για το πλοίο. Η Άνγουιν χαλάρωσε λίγο. Μ προστά τους άκουγε τον Χέρμουντ να απαντάει υπομονετικά στις ερωτήσεις του Έιβαν. Ο Βούλφγκαρ κοίταξε για μια στιγμή τον άντρα και το παιδί. «Ο μικρός έχει μεγάλη περιέργεια», παρατήρησε.
«Όσο δέκα παιδιά μαζί». Η Άνγουιν χαμογέλασε κοιτάζοντας το γιο της. «Βγήκε επιτέλους απ’ το καβούκι του». «Δεν ήταν πάντα τόσο εξωστρεφής;» «Όχι. Ο πατέρας του ήταν υπερβολικά αυστηρός μαζί του. Τον έκανε να είναι ντροπαλός και φοβισμένος». Ο Βούλφγκαρ διέκρινε κάποιο θυμό πίσω από τον ήρεμο τόνο της και κεντρίστηκε η περιέργειά του. «Λίγη αυστηρότητα είναι απαραίτητη, αλλά ένα παιδί δεν πρέπει να φοβάται τον πατέρα του». «Ο σύζυγός μου δεν ήταν υπομονετικός άνθρωπος». «Κατάλαβα». Η Άνγουιν δεν είχε διάθεση να μιλήσει περισσότερο για τον Τόρσταϊν. Ήταν ένα κομμάτι της ζωής της που προτιμούσε να ξεχάσει. Άλλαξε θέμα. «Εσύ έχεις γιους;» Ο Βούλφγκαρ θα έπρεπε να το περιμένει, αλλά η ερώτηση τον αιφνιδίασε. «Όχι».
«Σύζυγο;» «Όχι». Δεν είπε περισσότερα και κάτι στις κοφτές απαντήσεις του δεν επέτρεπε άλλες ερωτήσεις. Ίσως η ζωή ενός μισθοφόρου ήταν ασύμβατη με τους οικογενειακούς δεσμούς. Τέτοιου είδους άντρες ζούσαν την απόλαυση όπου την έβρισκαν. Η Άνγουιν ρίγησε ελαφρά. Είχε πάρει ποτέ μια γυναίκα με τη βία; Απέρριψε την ιδέα σχεδόν αμέσως –ένας άντρας σαν αυτόν δε θα είχε ποτέ πρόβλημα να πείσει μια γυναίκα να μοιραστεί το κρεβάτι του. Βέβαια, η εμπειρία της ήταν περιορισμένη, αλλά υπέθετε ότι οι περισσότερες γυναίκες δε θα είχαν αντίρρηση. Αυτή η σκέψη οδήγησε σε άλλες, απρόσμενες και ανησυχητικές. «Αρκετά καταχραστήκαμε το χρόνο σου. Πρέπει να φύγουμε», είπε στον Βούλφγκαρ. «Νομίζω ότι εμείς είμαστε οι καταχραστές», απάντησε εκείνος. «Αλλά δε λυπάμαι γι’ αυτό».
Η Άνγουιν χαμογέλασε. «Ούτε ο γιος μου». «Εσύ, αρχόντισσά μου;» «Όχι βέβαια». Όταν έφτασαν στη σανίδα, ο Βούλφγκαρ μπήκε μπροστά και για άλλη μια φορά της πρόσφερε το χέρι του. Τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν γύρω από τα δικά της. Το άγγιγμά του προκάλεσε ένα μούδιασμα στο κορμί της. Όταν βγήκαν στην ακτή, η Άνγουιν φώναξε τον Ίνα και τον Έιβαν. Εκείνοι πήγαν κοντά της και όλοι μαζί γύρισαν στα άλογα. Περίμενε ότι ο Βούλφγκαρ θα έμενε εκεί, όμως έκανε λάθος. «Πρέπει να δω πώς προχωρούν οι εργασίες», της είπε. Η Άνγουιν κατένευσε. «Φυσικά. Σε καθυστερήσαμε πολύ». «Ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα». «Είμαι σίγουρη ότι ο Έιβαν δε θα μιλάει για τίποτε άλλο για μέρες». Ανέβηκαν στα άλογα και γύρισαν αργά στο σπίτι. Η ένταση που ένιωθε νωρίτερα η Άνγουιν είχε
εξαφανιστεί, και τώρα ντρεπόταν για την καχυποψία της. Υποψιάζεσαι ότι μπορεί να σε απαγάγω; Η ιδέα θα έπρεπε να ήταν αποκρουστική. Οι πειρατές έπαιρναν σκλάβες για να τις πουλήσουν. Δε θα σε πουλούσα. Αυτό που υπονοούσαν τα λόγια του θα έπρεπε να είναι επίσης αποκρουστικό, αλλά οι σκέψεις που της προκάλεσε έκαναν το κορμί της να πάρει φωτιά. Μ άλωσε τον εαυτό της, λέγοντάς του ότι ο Βούλφγκαρ διασκέδαζε εις βάρος της. Επιπλέον, αν σκόπευε να τη βλάψει, θα το είχε κάνει ήδη. Παρ’ ότι δήλωνε μισθοφόρος, κάτι στη συμπεριφορά του δεν ταίριαζε με τη συμβατική εικόνα του μισθοφόρου. Κάτι αινιγματικό, όπως ο ίδιος ο Βούλφγκαρ. Κεφάλαιο 5 Η καλή της διάθεση κράτησε μέχρι που έφτασαν στο προαύλιο και είδε τα άλογα που περίμεναν έξω από τη σάλα. Τα αναγνώρισε αμέσως και η καρδιά της μαύρισε. «Ο Ίνγκβαρ», μουρμούρισε.
Εκείνη και οι συνοδοί της μόλις που πρόλαβαν να ξεπεζέψουν, πριν έξι άντρες με επικεφαλής τον Ίνγκβαρ βγουν από τη μεγάλη αίθουσα. Ο Ίνγκβαρ έτρεξε προς το μέρος της. «Αρχόντισσα Άνγουιν. Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα». «Συμβαίνει κάτι, άρχοντά μου;» ρώτησε εκείνη. Εκείνος σάστισε προς στιγμήν. «Αναφέρομαι σ’ αυτό που συνέβη χτες. Σου ζητώ συγνώμη». «Το έκανε ήδη ο Γκρίμαρ». «Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει. Του έδειξα πολύ καθαρά τη δυσαρέσκειά μου». «Το κατάλαβα ότι έκανε κατάχρηση εξουσίας». «Και το μετάνιωσε πικρά. Φυσικά είχε καλές προθέσεις. Ξέρει πόσο νοιάζομαι για την ασφάλειά σου». «Δεν κινδύνευσα ποτέ, άρχοντά μου». «Τότε δεν το ήξερε. Όταν είδε ένα πολεμικό πλοίο και το πλήρωμά του, φοβήθηκε το χειρότερο». «Οι φόβοι του ήταν αβάσιμοι. Το πλοίο υπέστη ζημιές και άραξε
για επισκευές. Όταν ολοκληρωθούν, θα φύγει». «Τους έδωσες την άδειά σου γι’ αυτό;» «Ασφαλώς». «Ήταν συνετή κίνηση, αρχόντισσά μου;» «Δε θα το έκανα αν δεν πίστευα ότι είναι συνετό». «Ναι, βέβαια. Ωστόσο...» Εκείνη τη στιγμή παρενέβη ο Βούλφγκαρ. «Η αρχόντισσα Άνγουιν δεν έχει να φοβάται τίποτα από εμένα ή τους άντρες μου». Ο Ίνγκβαρ κοίταξε πάνω από τον ώμο της Άνγουιν σαν να τον πρόσεχε για πρώτη φορά. Ακολούθησε σιωπή καθώς οι δύο άντρες αξιολογούσαν ο ένας τον άλλο. «Δικό σου είναι το πλοίο;» ρώτησε ο Ίνγκβαρ. «Ναι». «Από δω ο πλοίαρχος Βούλφγκαρ», πετάχτηκε η Άνγουιν. «Αυτός και οι άντρες του θα μείνουν εδώ μερικές μέρες».
«Σοβαρά;» «Όπως βλέπεις, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας». «Χαίρομαι που το ακούω. Ξέρεις πόσο ανησυχώ για σένα». «Ναι, το ξέρω». Ο Ίνγκβαρ γύρισε στον Βούλφγκαρ. «Ελπίζω να συγχωρήσεις το χτεσινό ατυχές περιστατικό, πλοίαρχε». «Δεν έγινε τίποτα κακό, άρχοντά μου». «Οι άντρες μου επέδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο, επειδή γνωρίζουν πόσο ενδιαφέρομαι για την κυρία». Ο Ίνγκβαρ πήρε το χέρι της Άνγουιν και το έφερε στα χείλη του. Ένας μυς τρεμόπαιξε στο σαγόνι του Βούλφγκαρ. «Ίσως θα έπρεπε να τους ελέγχεις καλύτερα». «Όπως ελπίζω ότι θα κάνεις εσύ με τους δικούς σου». «Οι δικοί μου άντρες δε συνηθίζουν να φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν». Ο Βούλφγκαρ γύρισε στην Άνγουιν. «Τώρα με συγχωρείτε. Πρέπει να γυρίσω στις δουλειές μου».
«Α, ναι», είπε ο Ίνγκβαρ. «Είμαι βέβαιος ότι θα θέλετε να φύγετε το συντομότερο δυνατό». «Θα φύγουμε όταν θα είμαστε έτοιμοι, άρχοντά μου». «Πες μου αν μπορώ να κάνω κάτι για να πετύχετε νωρίτερα το στόχο σας». Ο Βούλφγκαρ κοίταξε τον Ίνγκβαρ επίμονα. «Αν χρειαστώ τη βοήθειά σου, θα σου τη ζητήσω». Και μ’ αυτό υποκλίθηκε στην Άνγουιν και έφυγε. Ο Ίνγκβαρ τον παρακολούθησε για λίγο καθώς απομακρυνόταν. «Καλύτερα να φύγω κι εγώ», είπε στην Άνγουιν. «Δε θέλω να καταχραστώ το χρόνο σου». Μ άζεψε τους συνοδούς του, ανέβηκε στο άλογό του και σταμάτησε δίπλα της. «Όταν ξανάρθω, περιμένω να έχει φύγει ο πλοίαρχος Βούλφγκαρ». * Το περιεχόμενο της συζήτησης είχε μαθευτεί ήδη όταν ο Βούλφγκαρ έφτασε στο ξυλουργείο. «Όλα καλά, πλοίαρχε;» ρώτησε ο Θραντ.
Εκείνος κατένευσε. «Αρκετά καλά». «Ο άρχοντας Ίνγκβαρ ήταν αυτός;» «Ναι». «Και τι ήθελε;» «Να μας ξαποστείλει μια ώρα αρχύτερα». Οι τρεις άντρες κοίταξαν για λίγο τον Βούλφγκαρ έκπληκτοι, ύστερα ο Άσουλφ ξεφύσηξε περιφρονητικά. «Ας προσπαθήσει». «Μ πορεί να προσπαθήσει», είπε ο Θραντ. «Πάντα υπάρχει ελπίδα, ε;» Οι υπόλοιποι έβαλαν τα γέλια. Ύστερα γύρισαν ο καθένας στη δουλειά του. Ενώ δούλευε, ο Βούλφγκαρ σκεφτόταν την πρόσφατη συνάντηση. Είχε μάθει να καταλαβαίνει τους ανθρώπους και δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει τον Ίνγκβαρ. Ούτε τις φιλοδοξίες του για την Άνγουιν. Μ ια γυναίκα μόνη
ήταν εκτεθειμένη, ειδικά μια πλούσια και όμορφη γυναίκα. Όμως αυτό δεν τον αφορούσε. Σε μια δυο μέρες εκείνος και οι άντρες του θα είχαν φύγει. Ωστόσο, δε σκόπευε να επισπεύσει την αναχώρησή του για χάρη κανενός. * Η Άνγουιν πηγαινοερχόταν με πρόσωπο κάτωχρο από θυμό καθώς μιλούσε στην Τζόντις για την επίσκεψη του Ίνγκβαρ. «Τι ανυπόφορος άνθρωπος! Ποιος νομίζει ότι είναι;» «Παίρνει όλο και περισσότερο θάρρος, κυρά μου». «Δεν έχει δικαίωμα να ξεθαρρεύει μαζί μου. Το Ντράκενσ-μπουρκ είναι τώρα δικό μου, και εγώ θα πω ποιος είναι ευπρόσδεκτος και ποιος όχι». «Ίσως είναι καλύτερα να μη μείνουν πολύ οι επισκέπτες μας. Από την άλλη, φοβάμαι και να φύγουν». Η Άνγουιν αναστέναξε και κάθισε σε μια καρέκλα. «Το ίδιο κι εγώ».
Δεν ήθελε να σκεφτεί τι θα γινόταν όταν θα έπαυε να υπάρχει η ανασταλτική παρουσία τους. Της ήρθε στο μυαλό το πρόσωπο του Βούλφγκαρ. Και εκείνος την αναστάτωνε, αλλά τα συναισθήματα που της προκαλούσε ήταν τελείως διαφορετικά. Τον γνώριζε μόνο μια μέρα, αλλά ήξερε ότι δε θα τον ξεχνούσε ποτέ. Εκείνη τη στιγμή τον ζήλεψε. Πώς θα ήταν να ανέβει σ’ ένα πλοίο, να φύγει από το Ντράκενσμπουρκ και να μη γυρίσει ποτέ; Πόσο συχνά το ονειρευόταν στο παρελθόν! Ο Τόρσταϊν δε θα της επέτρεπε ούτε να μιλήσει με έναν ξένο, πόσω μάλλον να πλησιάσει ένα καράβι. Κάποτε είχε την αφέλεια να πιστεύει ότι θα μπορούσε να φύγει, να βρει το κουράγιο να ζητήσει διαζύγιο. Δεν ήταν ασυνήθιστο. Αλλά πιθανότατα ο άντρας της είχε μαντέψει τις προθέσεις της και την είχε αποκόψει από κάθε ανθρώπινη επαφή, με εξαίρεση τις υπηρέτριες. Ουσιαστικά ήταν φυλακισμένη. Αν δεν υπήρχε ο Ίνα, η ζωή της θα ήταν πολύ πιο δύσκολη.
Η φιλία της με τον Ίνα είχε εδραιωθεί τον πρώτο χειμώνα της στο Ντράκενσμπουρκ, όταν εκείνος είχε αρρωστήσει από ελονοσία. Μ ε τη σωστή περιποίηση και τα κατάλληλα φάρμακα είχε συνέλθει γρήγορα και δεν είχε ξεχάσει την καλοσύνη της. Μ ετά το θάνατο του Τόρσταϊν, την είχε βοηθήσει να επιβληθεί στους άντρες και την υποστήριζε με κάθε τρόπο. Παρ’ όλα αυτά, η Άνγουιν βρισκόταν σε δύσκολη θέση, και το ήξερε. Η κοινή λογική έλεγε ότι έπρεπε να παντρευτεί ξανά, αλλά, αν έπαιρνε κάποιον σαν τον Ίνγκβαρ, θα ήταν σαν να έπεφτε από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη. Καθώς σκεφτόταν τώρα τη δυσάρεστη συνάντηση, αναρωτήθηκε τι μπορεί να είχε σκεφτεί ο πλοίαρχος Βούλφγκαρ. Δε θα έπρεπε να τη νοιάζει, αλλά την ένοιαζε. Ο Ίνγκβαρ δεν είχε κρύψει το θυμό και την κτητικότητά του. Αυτό με τη σειρά του είχε φουντώσει το δικό της θυμό. Είχε κάνει μια ειρηνική συμφωνία με τους επισκέπτες και ήταν εκνευριστικό να αμφισβητεί κάποιος την απόφασή της, ειδικά
κάποιος που δεν του έπεφτε λόγος. Τώρα αισθανόταν την ανάγκη να ξαναβάλει τα πράγματα στη θέση τους. Άφησε τον Έιβαν με την Τζόντις, βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς το ξυλουργείο. * Ο θόρυβος από τα πριόνια και τα σφυριά έπνιγε τον ήχο των βημάτων της και στην αρχή ο Βούλφγκαρ δεν αντιλήφθηκε την παρουσία της. Αλλά, καθώς γύριζε να πάρει ένα σκεπάρνι, σήκωσε το κεφάλι του και την είδε. Οι άντρες του κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με νόημα. Εκείνος σταμάτησε και την κοίταξε ανέκφραστα. Αν ήταν οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, μπορεί να αναρωτιόταν γιατί τον αναζητούσε ξανά και, δεδομένου ότι κάτι παρόμοιο είχε συμβεί στο παρελθόν, θα δεχόταν την πρόσκλησή της. Ποιος θερμόαιμος άντρας δε θα τη δεχόταν; Ωστόσο η Άνγουιν διέφερε από τις άλλες όσο η μέρα με τη νύχτα. Η συμπεριφορά της δεν είχε τίποτα προκλητικό, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τον σαγηνεύσει.
Επιπλέον, έδειχνε να μην καταλαβαίνει πόσο επιτυχημένη ήταν αυτή η τακτική –εκτός αν έπαιζε κάποιο παιχνίδι. Άφησε τους συντρόφους του και πήγε κοντά της. «Κυρία μου;» «Πρέπει να μιλήσουμε, πλοίαρχε». Η Άνγουιν δίστασε. «Ιδιαιτέρως». Εκείνος κατένευσε. «Όπως επιθυμείς». Όταν απομακρύνθηκαν από τους άλλους, γύρισε και τον κοίταξε. Ο Βούλφγκαρ τη μελετούσε και περίμενε. Η Άνγουιν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη γι’ αυτό που έγινε νωρίτερα». «Γιατί; Δεν έφταιγες εσύ». «Ο Ίνγκβαρ δεν έπρεπε να μιλήσει όπως μίλησε». «Φαινομενικά παρερμήνευσε την κατάσταση». «Αυτό πιστεύω κι εγώ». «Υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον μεταξύ σας;»
«Όχι. Τουλάχιστον όχι από την πλευρά μου». «Από τη δική του σίγουρα, θα έλεγα». «Μ πορεί, αλλά δεν τον έχω ενθαρρύνει». Ο Βούλφγκαρ ύψωσε το φρύδι του. «Τότε παίρνει πολλές πρωτοβουλίες». «Είδες τι έγινε στον κόλπο». «Γιατί μου τα λες όλα αυτά;» «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω, εκτός απ’ το ότι δε θέλω να σκεφτείς ότι...» «Τι;» «Ότι ο Ίνγκβαρ μίλησε έχοντας τη σιωπηρή συγκατάθεσή μου». «Μ ε τιμά η εμπιστοσύνη σου, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί με αφορά». Τα μάγουλα της Άνγουιν κοκκίνισαν. «Μ ε συγχωρείς, δεν ήθελα να σε εμπλέξω στις υποθέσεις μου. Ήθελα απλώς να... να σου εξηγήσω». Ο Βούλφγκαρ την κοίταξε για λίγο επίμονα. «Ξέρεις, φυσικά, ότι
κάποιος σαν τον Ίνγκβαρ δεν παραιτείται εύκολα». «Ναι, το ξέρω». «Η ζωή μιας χήρας είναι μοναχική. Είναι ισχυρός και μπορεί να σε προστατέψει. Ίσως πρέπει να σκεφτείς την προσφορά του». «Μ οναχική ή όχι, δε σκοπεύω να του παραχωρήσω τη συζυγική εξουσία». «Δηλαδή, τόσο έντονα αποδοκιμάζεις τη συζυγική εξουσία;» «Αποδοκιμάζω οποιαδήποτε εξουσία βασίζεται στην τυραννία. Ο Ίνγκβαρ είναι τύραννος και ποτέ δε θα άφηνα τον εαυτό μου ή το γιο μου να πέσει στα χέρια του. Ούτε θα ανάγκαζα το λαό μου να υποστεί την ανελέητη συμπεριφορά του Γκρίμαρ και των αντρών του». «Καταλαβαίνω τις επιφυλάξεις σου, αλλά τέτοιοι άνθρωποι συνηθίζουν να παίρνουν αυτό που θέλουν». «Δεν πρόκειται να πάρει το Ντράκενσμπουρκ. Ήδη του έχω δώσει την απάντησή μου, και επιμένω σ’
αυτή». Ο Βούλφγκαρ την κοίταξε επίμονα στα μάτια. «Όταν φτάνει η κρίσιμη στιγμή, τα λόγια δε μετράνε. Μ όνο τα ξίφη και η αριθμητική υπεροχή σταματούν ανθρώπους σαν τον Ίνγκβαρ». * Η Άνγουιν σκεφτόταν αργότερα τη συζήτησή τους και παραδέχτηκε ότι ο Βούλφγκαρ είχε δίκιο. Μ ετά το θάνατο του συζύγου της, κάποιοι άντρες είχαν αποφασίσει να φύγουν. Αυτοί που είχαν μείνει ήταν περίπου τριάντα, δεν έφταναν για να σταματήσουν τον Ίνγκβαρ, αν αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του για να πετύχει το στόχο του. Και προφανώς δεν ήταν η μόνη που το σκεφτόταν. «Μ ακάρι να είχε το Ντράκενσμπουρκ περισσότερους οπλισμένους άντρες», είπε αργότερα η Τζόντις όταν οι δυο τους βρέθηκαν μόνες στα διαμερίσματα της Άνγουιν. «Δε θα χρειαζόταν να ανεχόμαστε ανθρώπους σαν τον Γκρίμαρ και τους ομοίους του».
Η υπηρέτρια άφησε τη ρόκα της και κοίταξε την Άνγουιν σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά δίσταζε. «Τι είναι, Τζόντις;» τη ρώτησε εκείνη. «Συγχώρα με, κυρά μου, αλλά μου φαίνεται ότι τώρα μπορείς να το κάνεις». Η Άνγουιν την κοίταξε στην αρχή με απορία, όμως τελικά κατάλαβε. «Εννοείς τον πλοίαρχο Βούλφγκαρ και το πλήρωμά του». «Ναι, κυρά μου. Αν οι δυνάμεις του ενωθούν με τις δικές μας...» «Θα είμαστε ασφαλείς;» «Δε θα είμαστε;» «Ίσως. Αλλά υπάρχει μια δυσκολία σ’ αυτό το σχέδιο». «Τι δυσκολία;» «Δε θα δεχτούν να μείνουν». «Μ πορεί να δεχτούν... αν πληρωθούν καλά». Η Άνγουιν κούνησε το κεφάλι της. «Είναι τρελή ιδέα». «Ίσως, αλλά είναι και η ιδανική λύση στο πρόβλημα. Ο άρχοντας
Ίνγκβαρ θα φύγει για πάντα από τη ζωή σου». «Μ ακάρι να ήταν τόσο απλό». «Δεν καταλαβαίνω». «Δε θα τα παρατήσει τόσο εύκολα». «Δε θα έχει άλλη επιλογή, αν διακινδυνεύει πάρα πολλά». «Ίσως πάρει πολύ καιρό για να πειστεί. Και οι υπηρεσίες των μισθοφόρων πληρώνονται αδρά». «Ναι, αλλά ο άρχοντας Τόρσταϊν ήταν πλούσιος». Η Άνγουιν έμεινε για λίγο σιωπηλή καθώς το σκεφτόταν. Ο σύζυγός της είχε αρκετό χρυσάφι, αν και εκείνη ποτέ δεν είχε μάθει πόσο. «Τα χρήματα μπορούν να βρεθούν», είπε τελικά, «αλλά είναι παρακινδυνευμένο να προσλάβουμε αυτούς τους άντρες». «Γιατί, κυρά μου;» «Δεν ξέρουμε αν μπορούμε να εμπιστευτούμε τον πλοίαρχο
Βούλφγκαρ». «Έκανε κάτι που σε έβαλε σε υποψίες;» «Όχι, αλλά δε θέλει να προκαλέσει προβλήματα εδώ. Το Ντράκενσμπουρκ είναι για εκείνον μόνο ένα μέσο για να πετύχει το σκοπό του». «Μ πορεί να λειτουργήσει ξανά σαν μέσο, αυτή τη φορά για να βγάλει χρήματα από μια επαγγελματική συμφωνία». «Μ ια επαγγελματική συμφωνία που θα του έδινε τεράστια δύναμη». «Καταλαβαίνω γιατί διστάζεις, κυρά μου, αλλά δεν μπορείς να κρίνεις όλους τους άντρες με τα μέτρα του άρχοντα Τόρσταϊν ή του άρχοντα Ίνγκβαρ». «Μ πορεί να έχεις δίκιο. Δεν ξέρω». Η Άνγουιν αναστέναξε. «Όμως το παρελθόν δεν αλλάζει. Λυτρώθηκα από το κτήνος που με πάντρεψε ο πατέρας μου και δε σκοπεύω να παντρευτώ ένα άλλο». Η Τζόντις φάνηκε πληγωμένη. «Αν πίστευα ότι ο πλοίαρχος
Βούλφγκαρ είναι κτήνος, δε θα σου πρότεινα κάτι τέτοιο». «Ξέρω ότι το είπες καλοπροαίρετα. Αλλά δεν έχει σημασία. Ο πλοίαρχος δεν πρόκειται να δεχτεί. Είναι άνθρωπος της περιπέτειας και του αρέσει η ελευθερία του. Δε θα ήθελε να δεσμευτεί». «Ίσως όχι». Η Τζόντις αναστέναξε και ξανάπιασε τη ρόκα της. «Ήταν απλώς μια ιδέα». Ύστερα απ’ αυτό έμειναν σιωπηλές, αλλά, παρ’ όλο που η Άνγουιν προσπαθούσε να το ξεχάσει, η ιδέα συνέχιζε να στριφογυρίζει στο μυαλό της. Τι θα γινόταν αν προσλάμβανε τους μισθοφόρους; Πόσο καιρό θα ήταν διατεθειμένοι να μείνουν; Και το κυριότερο, για πόσο καιρό θα μπορούσε να τους πληρώνει; Αρκετό ώστε να παραιτηθεί ο Ίνγκβαρ και να βρει μια άλλη πλούσια σύζυγο; Ή τουλάχιστον να πάψει να ελπίζει ότι θα αποκτούσε το Ντράκενσμπουρκ; Σίγουρα το πλήρωμα του Θαλασσόλυκου θα ζητούσε τεράστια αμοιβή για τις υπηρεσίες του.
Έπειτα ήταν ο πλοίαρχος Βούλφγκαρ. Την αναστάτωνε σε απίστευτο βαθμό και δεν ήξερε γιατί. Ήταν γεμάτος αντιφάσεις. Κάτι πάνω του φώναζε κίνδυνο, αλλά όχι με τη συνηθισμένη έννοια του όρου. Ήταν ευθύς και σίγουρος για τον εαυτό του, χωρίς να είναι απροκάλυπτα επιθετικός. Αλλά η Άνγουιν ήξερε ενστικτωδώς ότι θα ήταν λάθος να προκαλέσει κανείς το θυμό του. Μ όνο ένας ανόητος θα το έκανε, και μόνο μια φορά. Αν δεχόταν να τη βοηθήσει, εκείνη σίγουρα δε θα έκανε αυτό το λάθος. Δεν ήθελε να γίνει εχθρός της. Εξάλλου, αν τον πλήρωνε για τις υπηρεσίες του, θα έπαιρνε εντολές από εκείνη. Χαμογέλασε ειρωνικά. Ήταν κουταμάρα να αφήνει τη φαντασία της να καλπάζει. Μ όνο ένας ανόητος θα φανταζόταν ότι ένας άντρας σαν αυτόν θα εμπλεκόταν ποτέ στις υποθέσεις μιας γυναίκας. Και μόνο ένας δειλός θα απέφευγε να τον βολιδοσκοπήσει. Κεφάλαιο 6 Ο Βούλφγκαρ την άκουγε σιωπηλός και ανέκφραστος, αλλά
τουλάχιστον δεν την ειρωνεύτηκε όταν η Άνγουιν του έκανε την πρότασή της. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά από την ταραχή, όμως η φωνή της ήταν σταθερή. Στέκονταν στο σαλόνι, ένα δωμάτιο το οποίο η Άνγουιν απέφευγε όποτε μπορούσε, επειδή της θύμιζε τον Τόρσταϊν. Κι όμως, η παρουσία αυτού του ξένου ήταν σαν να έδιωχνε τις βαριές σκιές. Δέσποζε στο χώρο και τον έκανε δικό του. Η Άνγουιν είχε προστάξει ν’ ανάψουν το τζάκι, και το ζεστό φως από τις φλόγες διέλυε τη μελαγχολία της ατμόσφαιρας. Αλλά δεν κατάφερνε να διαλύσει την εσωτερική ταραχή της. Θα σκεφτόταν ο Βούλφγκαρ την πρότασή της; Όταν τελικά σταμάτησε να μιλάει, εκείνος συνέχισε να την κοιτάζει σιωπηλός. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Θα αρνιόταν, και τώρα έψαχνε τρόπο να της το πει ευγενικά. «Δεν μπορώ να πάρω τέτοια απόφαση μόνος μου», είπε τελικά. «Πρέπει να μιλήσω με τους άντρες
μου». Εκείνη αναθάρρησε. Δεν απέρριπτε κατηγορηματικά την ιδέα. Η λάμψη ελπίδας στα μάτια της δεν πέρασε απαρατήρητη. «Σου είπα ότι πηγαίναμε να συναντήσουμε τον Ρόλο όταν μας χτύπησε η καταιγίδα», συνέχισε εκείνος. «Ναι». «Η συμμαχία με τον Ρόλο υπόσχεται πολλά κέρδη». «Το καταλαβαίνω». «Τότε θα καταλαβαίνεις και ότι το πλήρωμά μου πρέπει να βεβαιωθεί πως θα ανταμειφθεί ικανοποιητικά για την αλλαγή του σχεδίου. Αυτό θα κοστίσει ακριβά». «Το ξέρω, αλλά είμαι σε θέση να πληρώσω για τις υπηρεσίες που χρειάζεται το Ντράκενσμπουρκ». «Δε θα δεχτούν για λιγότερο από δέκα χρυσά νομίσματα κατά άτομο». Η Άνγουιν ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Το ποσό ήταν πολύ μεγάλο,
όμως άξιζε το έξοδο αν πετύχαινε το στόχο της. «Πολύ καλά», απάντησε. Ο Βούλφγκαρ κούνησε αργά το κεφάλι του. «Πρέπει επίσης να καταλάβεις τι σημαίνει να ξεκινήσεις κάτι τέτοιο. Ο Ίνγκβαρ δε θα το δει με καλό μάτι. Μ πορεί να υπάρξουν δυσάρεστες εξελίξεις». «Το καταλαβαίνω». «Το καταλαβαίνεις; Αναρωτιέμαι». «Ξέρω τι είναι ο Ίνγκβαρ». «Ωραία, γιατί σε διαβεβαιώνω ότι το πρόσχημα της συμπαράστασης θα καταρρεύσει σαν να μην υπήρξε ποτέ». «Δε σκοπεύω να παίξω το ρόλο του επιτιθέμενου. Το μόνο που θέλω είναι μια εκπαιδευμένη ομάδα αρκετά δυνατή ώστε να αποφευχθεί μια εισβολή». «Ευσεβείς πόθοι».
«Πιστεύεις ότι δε θα πετύχει». «Δεν είπα αυτό, αλλά υπάρχει σοβαρός κίνδυνος αυτή η ομάδα να δοκιμαστεί τουλάχιστον μια φορά πριν ο εχθρός καταλάβει τη δύναμή της και υποχωρήσει». «Η αιματοχυσία πρέπει να είναι η έσχατη λύση». «Φυσικά. Αλλά, ακόμα κι έτσι, το πιθανότερο είναι η υπόθεση να τραβήξει σε μάκρος». «Είναι ένα ρίσκο που είμαι διατεθειμένη να πάρω». «Εγώ όμως όχι». Η Άνγουιν απογοητεύτηκε. «Γιατί;» «Δεσμεύομαι να εκπαιδεύσω μια ομάδα που θα είναι σε θέση να προστατεύει το Ντράκενσμπουρκ. Μ πορεί ν’ αφήσω και μερικούς άντρες μου να επιβλέπουν την κατάσταση, αν είναι πρόθυμοι να μείνουν». «Θα πληρωθούν καλά». «Πρέπει να πληρωθούν». Ο Βούλφγκαρ έκανε μια παύση.
«Ύστερα είναι και το ζήτημα των αντρών του συζύγου σου». «Τι εννοείς;» «Αν μείνω, θα παίρνουν εντολές από εμένα». Η Άνγουιν δίστασε. «Αυτό μπορεί να μην τους αρέσει». «Είτε τους αρέσει είτε όχι, έτσι θα γίνει. Χωρίς μια δύναμη ενωμένη υπό τις διαταγές ενός αρχηγού, δεν υπάρχει ελπίδα να επικρατήσεις απέναντι σε κάποιους σαν τον Ίνγκβαρ και τα παλικάρια του. Αυτό δεν το διαπραγματεύομαι». Η Άνγουιν συνοφρυώθηκε. Αν δεχόταν τον όρο του Βούλφ-γκαρ, ουσιαστικά θα παρέδιδε το Ντράκενσμπουρκ στην εξουσία του. Ωστόσο χρειαζόταν τη βοήθειά του, και για να την έχει έπρεπε να τον εμπιστευτεί. «Αν συμφωνήσω, θέλω να μου λες τι σχέδια έχεις πριν τα πραγματοποιήσεις». «Το δικαιούσαι».
«Πολύ καλά, τότε. Είμαστε σύμφωνοι. Θα διατάζεις και τις δύο δυνάμεις. Οι άντρες εδώ σέβονται πολύ τον Ίνα. Για να τους κερδίσεις, πρέπει πρώτα να κερδίσεις αυτόν». «Θα ακολουθήσω τη συμβουλή σου». Ο σοβαρός τόνος του ερχόταν σε εμφανή αντίθεση με τη λάμψη στα μάτια του και η Άνγουιν αναρωτήθηκε αν την περιγελούσε. «Σε εκνευρίζει να σου δίνει συμβουλές μια γυναίκα;» «Καθόλου, αν η συμβουλή είναι καλή». Τα γαλάζια μάτια του καρφώθηκαν στο πρόσωπό της και η καρδιά της χτύπησε ακόμα πιο δυνατά. Πιέζοντας τον εαυτό της να πάρει ήρεμη έκφραση, ανταπέδωσε το βλέμμα με την ελπίδα ότι εκείνος δε θα μάντευε τις μπερδεμένες σκέψεις της. «Δηλαδή θα μιλήσεις στους άντρες σου;» «Ναι, όμως δεν υπόσχομαι ότι θα δεχτούν». «Αφού είσαι αρχηγός τους».
«Είμαι, αλλά οι αποφάσεις παίρνονται από κοινού». Η Άνγουιν ξαφνιάστηκε. Οι περισσότεροι αρχηγοί δε συμβουλεύονταν τους κατώτερούς τους. Σκέφτηκε για άλλη μια φορά ότι ο πλοίαρχος Βούλφγκαρ δεν έμοιαζε με κανέναν απ’ όσους γνώριζε. Και για άλλη μια φορά είχε την αίσθηση ενός αδιόρατου κινδύνου. «Θα τους μιλήσω αργότερα», συνέχισε εκείνος. «Και θα σου δώσω την απάντησή μου μόλις αποφασίσουμε». Ύστερα την άφησε και εκείνη έμεινε εκεί που ήταν, χαμένη στις σκέψεις της. Ήταν σωστό το ένστικτό της; Μ πορούσε να τον εμπιστευτεί; Ή έκανε ένα τεράστιο λάθος που θα της κόστιζε πολύ ακριβά από κάθε άποψη; * Ο Βούλφγκαρ περίμενε την ώρα του βραδινού για να θίξει το ζήτημα. Οι άντρες του άκουγαν προσεκτικά όσο τους μιλούσε για την πρόταση της Άνγουιν, αν και
κάποιοι έδειξαν να εκπλήσσονται και άλλοι αντάλλασσαν ματιές γεμάτες νόημα. «Σε καταλαβαίνω, αρχηγέ», είπε κάποιος. «Η κυρά είναι όμορφη». «Το παιχνίδι είναι έντιμο;» ρώτησε ένας άλλος. Οι υπόλοιποι έβαλαν τα γέλια. Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε μελαγχολικά. «Η κυρά είναι και όμορφη και έντιμη, αλλά δεν είναι για τα δόντια σου, Νταγκ». Ακολούθησαν κι άλλα γέλια. Ο Νταγκ κατσούφιασε. «Η ιστορία της ζωής μου», μουρμούρισε. «Τη θέλεις για τον εαυτό σου, αρχηγέ;» ρώτησε ο Θραντ. «Και να την ήθελα, δε θα έβγαινε τίποτα», απάντησε ο Βούλφγκαρ. «Είναι άτρωτη απέναντι στη γοητεία μου». Τα άσεμνα σχόλια που ακολούθησαν αφορούσαν κυρίως τη φύση της γοητείας του, όμως εκείνος τα αντιμετώπισε καλοδιάθετα και στο τέλος τον άφησαν στην ησυχία του.
«Και τι θα γίνει με τον Ρόλο;» ρώτησε ο Μ πιορν. «Θα πάμε να τον βρούμε μόλις τελειώσουν οι επισκευές, αν αποφασίσετε κάτι τέτοιο. Ή αργότερα». «Μ πορεί να εκνευριστεί με την καθυστέρηση, αρχηγέ». «Δε μας ενδιαφέρει πώς θα αισθανθεί. Η βάση της συμφωνίας μας ήταν το αμοιβαίο όφελος. Αν δεν υπάρχει αυτό, η συμφωνία παύει να ισχύει. Στο μεταξύ, αν αποφασίσουμε να βγάλουμε κάτι παραπάνω, αυτό δεν τον αφορά». Τα λόγια του έγιναν δεκτά με μουρμουρητά επιδοκιμασίας. «Και για πόσα μιλάμε;» ρώτησε ο Μ πιορν. «Δέκα νομίσματα για τον καθένα, συν φαγητό και στέγαση, φυσικά». Ακολούθησε σιωπή καθώς οι άντρες το σκέφτονταν. Ύστερα μίλησε ο Χέρμουντ. «Γιατί όχι; Δουλειά είναι κι αυτή. Ο Ρόλο θα είναι ακόμα εκεί όταν τελειώσουμε, σωστά;» «Σωστά», είπε ο Θραντ. «Άλλωστε δε θα είναι και κάτι τόσο δύσκολο».
Ο Χέρμουντ τον κοίταξε. «Μ ην υποτιμάς τον αντίπαλο. Απ’ ό,τι είδαμε, η δύναμη του Ίνγκβαρ δεν είναι μικρή». «Ίσως όχι, αλλά είμαστε κάτι παραπάνω από ισάξιοί τους. Εκτός αυτού, ανυπομονώ να ξανασυναντήσω τον Γκρίμαρ τον Φαφλατά. Και τότε μιλάμε για καταπάτηση ξένων εδαφών». Ο Βούλφγκαρ κοίταξε επίμονα τους συντρόφους του. «Εντάξει λοιπόν, ας καταλήξουμε κάπου. Όσοι θέλουν να μείνουμε εδώ για λίγο να υψώσουν τα χέρια τους...» Ψήφισαν ομόφωνα υπέρ της παραμονής τους. Ο Βούλφγκαρ δεν εξεπλάγη. Οι περισσότεροι δε θα έβγαζαν τόσα χρήματα σε όλη τους τη ζωή. Παρ’ όλα αυτά, ένιωσε μια ανησυχία που δεν είχε σχέση με τη φύση της αποστολής ή με την αμοιβή τους, αλλά με τα προσωπικά του κίνητρα. Θυμήθηκε τα προηγούμενα πειράγματά τους και άρχισε ν’ αναρωτιέται. Σίγουρα το κίνητρό του δεν
ήταν μια όμορφη γυναίκα, αν και η Άνγουιν ήταν όμορφη. Και όχι μόνο. Ήταν από τις γυναίκες που μπορούσαν να κάνουν έναν άντρα να ξεχάσει οτιδήποτε άλλο. Νωρίτερα, μαζί της, είχε παραμείνει ανέκφραστος, από φόβο μήπως εκείνη μάντευε τις σκέψεις του. Ήξερε ότι ένιωθε μοναξιά. Το συναίσθημα του ήταν γνώριμο, και το είχε παραδεχτεί κι η ίδια. Μ ήπως δεν ήταν πρόθυμη να βρει παρηγοριά όταν της προσφερόταν, όπως είχε κάνει κι ο ίδιος σε ανάλογες περιπτώσεις, και μάλιστα χωρίς το φόβο ότι θα υπέφερε την τυραννία ενός συζύγου; Αν είχε δει σημάδια αμοιβαίου ενδιαφέροντος... Αλλά η Άνγουιν δεν είχε δείξει τέτοια σημάδια. Ούτε και θα έδειχνε. Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε μελαγχολικά. Και ίσως είχε δίκιο. Οτιδήποτε άλλο θα οδηγούσε σε επιπλοκές που κανείς απ’ τους δύο δε χρειαζόταν. * Την επόμενη μέρα ο Βούλφγκαρ γύρισε στο Ντράκενσμπουρκ με
δώδεκα άντρες του. Τους είπε να περιμένουν έξω, μπήκε στη σάλα και έστειλε μια υπηρέτρια να βρει την Άνγουιν. Όταν η γυναίκα έφυγε, κοίταξε γύρω του. Η φωτιά ήταν αναμμένη και ο χώρος μύριζε όμορφα από τα καθαρά βούρλα που ήταν στρωμένα στο πάτωμα. Η σκαλιστή πολυθρόνα πάνω στο βάθρο μπορεί να μην ήταν θρόνος, ήταν όμως ένα σύμβολο δύναμης. Τι είδους άνθρωπος ήταν ο προηγούμενος κάτοχός της; Η Άνγουιν δεν του είχε πει πολλά για το σύζυγό της, όμως είχε καταλάβει ότι δεν ήταν ευτυχισμένη μαζί του. Ίσως γι’ αυτό ήταν επιφυλακτική. Άκουσε ανάλαφρα βήματα να πλησιάζουν, κι όταν γύρισε, είδε το αντικείμενο τον σκέψεών του. Αμέσως κάθε άλλη σκέψη έφυγε από το μυαλό του. Τη σάρωσε με το βλέμμα του. Το χρώμα του φορέματός της του θύμιζε τα φύλλα των δέντρων το καλοκαίρι, μια απόχρωση που της ταίριαζε πολύ. Παρά τη θέλησή του, η φαντασία του της έβγαλε το φόρεμα για να αποκαλύψει τη σιλουέτα που
κρυβόταν από κάτω. Το αποτέλεσμα ήταν ένα καυτό κύμα πόθου στις λαγόνες του. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και πίεσε το μυαλό του να στραφεί σε λιγότερο επικίνδυνα μονοπάτια. Αφού αντάλλαξαν τις τυπικές αβρότητες, μπήκε κατευθείαν στο θέμα. Εκείνη τον άκουγε σιωπηλή, με μια έκφραση που έδειχνε έκπληξη, ανακούφιση και τρόμο. Έκπληξη και ανακούφιση που οι άντρες του είχαν δεχτεί να μείνουν, αλλά τρόμο γι’ αυτό που έκανε. Τα συναισθήματά της φάνηκαν στο πρόσωπό της. «Δεν είναι αργά ν’ αλλάξεις γνώμη», της είπε ο Βούλφγκαρ. «Δε σκοπεύω ν’ αλλάξω γνώμη». «Φρόντισε να είσαι σίγουρη, γιατί μόλις ξεκινήσει αυτό δε θα υπάρχει γυρισμός». «Το ξέρω». «Τότε είμαστε σύμφωνοι». Η καρδιά της σφυροκοπούσε, αλλά αντιμετώπισε το βλέμμα του
ατάραχη. «Ναι». «Πολύ καλά». «Τι γίνεται τώρα;» «Τώρα οι άντρες μου κι εγώ θα εγκατασταθούμε στο Ντράκενσμπουρκ». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε αχνά. «Ωστόσο, πρώτα θ’ ακούσω τη συμβουλή σου και θα μιλήσω στον Ίνα». «Θα στείλω κάποιον να τον φωνάξει». Η Άνγουιν ετοιμάστηκε να γυρίσει, όμως εκείνος την έπιασε από το χέρι και την εμπόδισε. «Σε λίγο. Πρώτα πρέπει να συζητήσουμε κάτι». Εκείνη έμεινε ακίνητη, προσπαθώντας να αγνοήσει τη σωματική εγγύτητα και τη ζεστασιά του χεριού του. «Τι;» τον ρώτησε. «Τις επόμενες μέρες μπορεί να μη συμφωνούμε σε όλα, αλλά θα κρατήσω το λόγο μου και θα σου λέω τι έχω στο μυαλό μου. Σε αντάλλαγμα, θέλω να συζητάμε ιδιαιτέρως τις όποιες αντιρρήσεις σου».
«Ενιαίο μέτωπο;» «Ακριβώς». Η Άνγουιν κατένευσε. «Εντάξει». «Ωραία». Αν και θα μπορούσε να την αφήσει, συνέχισε να την κρατάει. «Και κάτι ακόμα. Περιμένω οι άντρες μου να τρέφονται και να στεγάζονται καλά, αλλά για όσο θα μείνουμε εδώ θα είμαι υπεύθυνος για τη συμπεριφορά τους». «Δηλαδή οι γυναίκες του Ντράκενσμπουρκ είναι ασφαλείς». Τα γαλάζια μάτια του έλαμψαν. «Αν το θέλουν». «Είμαι βέβαιη ότι θα ανακουφιστούν όταν το μάθουν. Αλλά δεν πρέπει να μιλήσεις με τον Ίνα;» Αυτή τη φορά, όταν η Άνγουιν γύρισε να φύγει, δεν την εμπόδισε, αν και θα ήθελε. Την παρακολούθησε καθώς πήγαινε στην πόρτα στην άλλη άκρη του δωματίου να καλέσει έναν υπηρέτη. Ακολούθησαν μερικά ψιθυριστά λόγια και μετά ακούστηκαν βήματα που απομακρύνονταν.
Η Άνγουιν πήρε μια βαθιά εισπνοή προσπαθώντας να συνέλθει. Δεν ήταν εύκολο, όταν ένιωθε ακόμα το άγγιγμα του Βούλφγκαρ στο χέρι της. Δεν την είχε πονέσει, αλλά η δύναμή του ήταν ανησυχητική. Όπως και η παρουσία του. Μ πορεί να μην κινδύνευε από εκείνον, όμως κινδύνευε από τις ίδιες της τις σκέψεις. Την αναστάτωνε με έναν τρόπο που την τρόμαζε. Ευτυχώς, ο Ίνα εμφανίστηκε ύστερα από λίγο. Κοίταξε τον Βούλφγκαρ με απορία και έπειτα στράφηκε σ’ εκείνη. «Μ ε ζήτησες, αρχόντισσά μου;» «Ναι. Υπάρχουν κάποια θέματα που πρέπει να μάθεις...» Καθώς του εξηγούσε το σχέδιό της, ο Ίνα την άκουγε προσεκτικά με πρόσωπο ανέκφραστο. Αλλά η Άνγουιν τον ήξερε αρκετά καλά ώστε να καταλάβει πως είχε επιφυλάξεις. «Χρειάζομαι τη βοήθειά σου», του είπε τελικά. «Οι άντρες θα σε ακούσουν».
«Ακούνε επειδή είσαι η αρχόντισσα του Ντράκενσμπουρκ και οφείλουν να σου είναι αφοσιωμένοι. Στον πλοίαρχο Βούλφ-γκαρ δεν οφείλουν τίποτα». Ο Βούλφγκαρ έγνεψε καταφατικά. «Έχεις δίκιο. Αλλά, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τον Ίνγκβαρ, πρέπει να είναι αφοσιωμένοι και σ’ εμένα». «Δε θα είναι τόσο εύκολο να τους κερδίσεις». «Ίσως, αλλά σκοπεύω να τα καταφέρω». Ο Ίνα κατένευσε αργά. «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» «Να τους μιλήσω. Να τους δώσω το δικαίωμα της επιλογής». «Να σε υπηρετήσουν ή να φύγουν;» «Κάτι τέτοιο». «Μ πορεί να πάνε στον Ίνγκβαρ». «Θα το διακινδυνεύσω». Η Άνγουιν έδειχνε σκεπτική. «Δεν υπάρχει συμπάθεια ανάμεσα στους άντρες του συζύγου μου και σ’ αυτούς που έχει στις διαταγές του ο Γκρίμαρ».
«Σ’ αυτό υπολογίζω», είπε ο Βούλφγκαρ. «Πότε σκοπεύεις να τους μιλήσεις;» «Όσο πιο σύντομα, τόσο το καλύτερο. Πρέπει να ξέρω πόσοι θα είμαστε». Ενώ ο Ίνα έφυγε για να μαζέψει τους άντρες του Ντράκενσμπουρκ, ο Βούλφγκαρ φώναξε τους δικούς του στο δωμάτιο. Ύστερα γύρισε στην Άνγουιν και της άπλωσε το χέρι του. «Έλα», της είπε. Εκείνη άγγιξε διστακτικά τα δάχτυλά της στα δικά του και τα ένιωσε να κλείνουν γύρω από το χέρι της. Το άγγιγμά του ήταν ζεστό και δυνατό –και, παραδόξως, καθησυχαστικό. Την οδήγησε στη μεγάλη σκαλιστή πολυθρόνα. Η Άνγουιν τον κοίταξε έκπληκτη. «Θέλεις να καθίσω εδώ;» «Ναι. Πρέπει να καταλάβουν ποιος κυβερνά το Ντράκενσμπουρκ». Η Άνγουιν δεν το περίμενε, ωστόσο κατάλαβε ότι ο Βούλφ-γκαρ
είχε δίκιο. Αλλά η σκέψη να καθίσει στην πολυθρόνα του Τόρσταϊν την τρόμαζε. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Όταν κάθισε, η μεγάλη πολυθρόνα τής φάνηκε ακόμα μεγαλύτερη. Ο Βούλφγκαρ πρέπει να μάντεψε τις σκέψεις της, γιατί της έσφιξε το χέρι καθησυχαστικά. «Μ η φοβάσαι. Όλα θα πάνε καλά». Ύστερα την άφησε και στάθηκε λίγα μέτρα πιο μακριά στα αριστερά της, με τους άντρες του παραταγμένους πίσω του. Σε λίγο ο Ίνα επέστρεψε. Το κοφτερό βλέμμα του έπιασε αμέσως τη σκηνή. «Οι άντρες έρχονται», είπε. «Ωραία». Ο Βούλφγκαρ του έδειξε με ένα γνέψιμο τη μεριά στο δεξί χέρι της Άνγουιν. Ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Ίνα, όμως εξαφανίστηκε αμέσως και πήρε τη θέση του χωρίς αντιρρήσεις. Όταν άρχισαν να μαζεύονται οι υπερασπιστές του
Ντράκενσμπουρκ, οι συζητήσεις σταμάτησαν και όλοι έστρεψαν τα βλέμματά τους στην ομάδα που περίμενε. Οι πρώτοι στάθηκαν με σεβασμό σε λίγη απόσταση από το βάθρο. Η έκφρασή τους φανέρωνε έκπληξη ανάμεικτη με περιέργεια. Κοιτάζοντάς τους από ψηλά, η Άνγουιν κατάλαβε τι σκόπευε να πετύχει ο Βούλφγκαρ. Μ έσα σε λίγα λεπτά είχε δημιουργήσει μια ισχυρή οπτική εικόνα εξουσίας. Της δικής της εξουσίας, με την υποστήριξη του Ίνα και του εαυτού του. Κάποιοι άρχισαν να μουρμουρίζουν και να ανταλλάσουν ματιές. Ο Ίνα έκανε μπροστά. «Ησυχία!» πρόσταξε, και τα μουρμουρητά σταμάτησαν αμέσως. «Η αρχόντισσα Άνγουιν θέλει να σας μιλήσει». Όλοι στράφηκαν προς εκείνη. Οι παλάμες της ίδρωσαν, αλλά δεν έπρεπε να δείξει αδυναμία. Αποφασίζοντας ότι η καλύτερη μέθοδος ήταν η ευθύτητα, μπήκε αμέσως στο θέμα.
«Πρόσφατες εχθρικές ενέργειες από την πολεμική ομάδα του άρχοντα Ίνγκβαρ επέβαλαν μια αλλαγή στη σχέση που υπήρχε ανάμεσα σ’ εκείνον και το θανόντα σύζυγό μου. Παρενέβησαν αδικαιολόγητα σε υποθέσεις του Ντράκενσμπουρκ. Αυτό δε θα το επιτρέπω». Σταμάτησε και κοίταξε το πλήθος θαρρετά, ύστερα ύψωσε το πιγούνι της και συνέχισε: «Η Εξοχότητά του εξέφρασε επίσης την επιθυμία να ενώσει τα εδάφη του με τα δικά μας», αυτό προκάλεσε κάποια πλάγια βλέμματα και μερικά πονηρά χαμόγελα. «Μ ια επιθυμία που σκοπεύει να πραγματοποιήσει με κάθε τρόπο». Τα χαμόγελα έσβησαν. «Ωστόσο η πολεμική ομάδα του άρχοντα Ίνγκβαρ είναι ισχυρή και προς το παρόν οι δυνάμεις του Ντράκενσμπουρκ, παρά το σθένος τους, είναι πολύ μικρές για να την αντιμετωπίσουν σε περίπτωση ανάγκης. Για το λόγο αυτό κατέφυγα στις υπηρεσίες του πλοιάρχου Βούλφγκαρ και των αντρών του». Και πάλι ακούστηκαν μουρμουρητά, αυτή τη φορά έκπληξης. «Και κάτι ακόμα». Η Άνγουιν περίμενε να
σταματήσουν πριν συνεχίσει. «Για να μπορέσουμε να αποκρούσουμε τις δυνάμεις του Ίνγκβαρ, πρέπει να υπάρχει μόνο ένας στρατιωτικός διοικητής. Αυτός θα είναι ο πλοίαρχος Βούλφγκαρ». Τα μουρμουρητά έγιναν πιο έντονα και ανάμεσα στα έκπληκτα πρόσωπα είδε μερικά θυμωμένα βλέμματα. «Ο Ίνα θα είναι υποδιοικητής του». Ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας με σκούρα επιδερμίδα έκανε μπροστά. Ήταν ο Θόρκιλ, ένας από τους πιο πιστούς οπαδούς του συζύγου της. «Γιατί να παίρνουμε εντολές από τον πλοίαρχο Βούλφγκαρ; Δεν του έχουμε ορκιστεί αφοσίωση». Ακούστηκε ένα ομαδικό μουρμουρητό συμφωνίας. Η Άνγουιν το άφησε να σβήσει. «Όχι, αλλά οφείλετε αφοσίωση σ’ εμένα. Και εγώ επιθυμώ να αναλάβει τη διοίκηση της συνδυασμένης δύναμης». «Μ όνο ο Ίνα έχει αυτό το δικαίωμα», αποκρίθηκε ο Θόρκιλ. Εκείνη τον κάρφωσε με ένα παγερό, ευθύ βλέμμα. «Μ όνο εγώ έχω το δικαίωμα να παίρνω αποφάσεις
για το Ντράκενσ-μπουρκ. Κανένας άλλος». Ο Θόρκιλ συνοφρυώθηκε, αλλά, πριν προλάβει να πει τίποτε άλλο, μίλησε ο Ίνα. «Η αρχόντισσα Άνγουιν έχει δίκιο. Ο λόγος της είναι νόμος εδώ. Και μην τον αμφισβητήσεις ξανά». Ο Θόρκιλ κατσούφιασε αλλά έμεινε σιωπηλός, ανταλλάσσοντας εύγλωττα βλέμματα με τους διπλανούς του. Η Άνγουιν συνέχισε. «Ο πλοίαρχος Βούλφγκαρ θα σας εξηγήσει πώς έχει η κατάσταση». Ο Βούλφγκαρ συγκατένευσε και προχώρησε μπροστά. «Μ πορώ να καταλάβω πολύ καλά γιατί ορισμένοι θα δυσκολευτούν να αποδεχτούν αυτή την κατάσταση. Οι αλλαγές δεν είναι πάντα ευπρόσδεκτες. Μ ερικοί τις βλέπουν σαν απειλή». Για μια στιγμή κοίταξε τον Θόρκιλ. «Αλλά η απειλή που αντιμετωπίζει το Ντράκενσμπουρκ δεν είμαι εγώ, είναι ο Ίνγκβαρ. Μ όνο μια ενωμένη δύναμη έχει ελπίδες να τον αποκρούσει και, όπως ξέρει κάθε πολεμιστής, μια δύναμη μπορεί
να έχει μόνο ένα διοικητή. Δε θα αναγκάσω κανένα να μου ορκιστεί αφοσίωση. Όσοι θέλουν να φύγουν μπορούν να το κάνουν χωρίς τύψεις. Αλλά όσοι επιλέξουν να μείνουν θα σεβαστούν την εξουσία που η αρχόντισσα Άνγουιν έκρινε σωστό να μου παραχωρήσει». Σταμάτησε και περίμενε. Κανένας δεν κουνήθηκε ούτε μίλησε. «Υποθέτω ότι είμαστε όλοι σύμφωνοι», είπε ο Βούλφγκαρ. Και πάλι κανείς δεν αμφισβήτησε τα λόγια του. Η Άνγουιν άφησε να βγει από μέσα της η ανάσα που κρατούσε. «Αύριο το βράδυ οι δύο δυνάμεις μας θα δειπνήσουν μαζί σε ένδειξη φιλίας. Μ έχρι τότε, πορευτείτε εν ειρήνη», είπε. Αμέσως ξέσπασε ένα βουητό συζητήσεων, αλλά, προς μεγάλη της ανακούφιση, πρόσεξε ελάχιστα συνοφρυωμένα πρόσωπα. Οι περισσότεροι είχαν δεχτεί τη νέα τάξη πραγμάτων. Κοίταξε γύρω, συνάντησε το βλέμμα του Βούλφγκαρ και εκείνος κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά.
«Συγχαρητήρια. Ήσουν υπέροχη», της είπε. Ο έπαινός του την ευχαρίστησε απίστευτα. «Ευχαριστώ. Κι εσύ δεν ήσουν κακός». Εκείνος χαμογέλασε. «Φαίνεται πως τους πείσαμε, αρχόντισσά μου. Τους περισσότερους, τουλάχιστον». «Ναι, έτσι πιστεύω. Αλλά ο Θόρκιλ θέλει προσοχή». «Α, αυτός που διαφώνησε». «Ναι. Φοβάμαι πως θα μας δημιουργήσει πρόβλημα». «Θα τον προσέχω εγώ», είπε ο Ίνα. «Ωραία. Δε μας χρειάζονται εσωτερικές διαμάχες τώρα». Ο Ίνα υποκλίθηκε και έφυγε. Η Άνγουιν σηκώθηκε και κοίταξε γύρω. Οι άντρες του Βούλφγκαρ συζητούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους, αλλά ο αρχηγός τους κοιτούσε εκείνη με μια ζεστασιά που δεν είχε ξαναδεί. Η έκφρασή του την ευχαρίστησε και την ανησύχησε ταυτόχρονα. «Τι θα κάνεις τώρα;» τον ρώτησε.
«Θα δημιουργήσω μια ενωμένη πολεμική δύναμη». «Μ εγάλη πρόκληση». «Πάντα απολάμβανα τις προκλήσεις –σε οποιαδήποτε μορφή». «Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ακόμα κι εσύ θα απολάμβανες μια πρόκληση με τη μορφή του Γκρίμαρ». «Είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε. «Μ ια πρόκληση με αποκρουστικό πρόσωπο». Η Άνγουιν γέλασε. «Ωμή, αλλά ακριβής περιγραφή». Ο Βούλφγκαρ δεν την είχε δει να γελάει. Το γέλιο φώτιζε το πρόσωπό της και έδινε λάμψη στα μάτια της, τονίζοντας την ήδη εκτυφλωτική ομορφιά της. Τα χείλη της ήταν φτιαγμένα για φιλιά, σχεδόν τα προκαλούσαν. Τώρα που στεκόταν κοντά της, εισέπνεε το άρωμα που ανέδιδε το φόρεμά της. Ήταν ανάλαφρο αλλά αισθησιακό και αναπάντεχα ερεθιστικό, όπως η απαλή καμπύλη που σχημάτιζε ο λαιμός
της με τον ώμο της. Αν ήταν μόνοι, μπορεί να επιχειρούσε να επαληθεύσει τη θεωρία του... Έβαλε φρένο στη φαντασία του. Δεν ήταν μόνοι και δεν έπρεπε να σκέφτεται τέτοια πράγματα. Η δουλειά του ήταν ο πόλεμος, μια ερωμένη που δεν ανεχόταν αντίζηλους. «Πλοίαρχε;» Τα πράσινα μάτια της τον κοιτούσαν τώρα με απορία. «Συμβαίνει κάτι;» «Ε... όχι. Μ ε συγχωρείς, σκεφτόμουν κάποια πολεμικά θέματα». «Φυσικά. Εγώ πρέπει να ζητήσω συγνώμη που σε καθυστερώ». Χαμογέλασε. «Επίτρεψέ μου να πάω να οργανώσω το δείπνο». Και μ’ αυτό έφυγε. Ο Βούλφγκαρ αναστέναξε βαθιά. Έπειτα, ξαναβρίσκοντας το συνηθισμένο αυτοέλεγχό του, γύρισε και πλησίασε τους άντρες του. Κεφάλαιο 7 Η Τζόντις την κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. «Τα κατάφερες, κυρά μου;» «Ναι. Ας ελπίσουμε μόνο πως πήρα τη σωστή απόφαση, αν και,
ειλικρινά, δε νομίζω ότι είχα άλλη επιλογή». «Ο άρχοντας Ίνγκβαρ θα δυσαρεστηθεί». Έκανε μια παύση. «Και ο πλοίαρχος Βούλφγκαρ είναι πολύ ωραίος, δε συμφωνείς;» «Ναι, είναι». «Κρίμα που δεν είναι άρχοντας του Ντράκενσμπουρκ». Η Άνγουιν την αγριοκοίταξε. Η υπηρέτρια κοκκίνισε. «Συγνώμη, κυρά μου. Δεν ήθελα να σε προσβάλω. Απλώς σκεφτόμουν δυνατά». «Κακή συνήθεια, Τζόντις». Στην πραγματικότητα, το σχόλιο, αντί να την προσβάλει, είχε στρέψει τις σκέψεις της προς τελείως διαφορετική κατεύθυνση. Αν ο Βούλφγκαρ ήταν άρχοντας του Ντράκενσμπουρκ... Η Άνγουιν το σκέφτηκε για λίγο και ένιωσε ένα παράξενο φτερούγισμα στο στομάχι της. Πώς θα ήταν να μοιραζόταν
το κρεβάτι του; Η ιδέα δεν της προκάλεσε την αποστροφή που θα έπρεπε. Αυτό που αισθάνθηκε έμοιαζε περισσότερο με λαχτάρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Τέτοιου είδους σκέψεις ήταν ανόητες και επιπόλαιες. Δε σκόπευε να γίνει πόρνη και είχε μάθει με οδυνηρό τρόπο τι σήμαινε να είσαι σύζυγος. Δε θα ξανάδινε ποτέ τέτοια εξουσία σ’ έναν άντρα. Συγκεντρώθηκε ξανά στο θέμα της επικείμενης γιορτής και πέρασε το υπόλοιπο μεσημέρι συζητώντας με τους υπηρέτες. Αν όλα πήγαιναν καλά, οι δύο πλευρές μπορεί να συμφιλιώνονταν. Ακόμα και ο Θόρκιλ και οι φίλοι του μπορεί να άλλαζαν γνώμη ύστερα από μερικές κούπες μπίρα. * Ο Βούλφγκαρ και ο Ίνα είχαν αναλάβει τον καθορισμό των θέσεων στη γιορτή. Είχαν κανονίσει να είναι ανάμεικτες οι παρέες, ώστε να δώσουν στις δύο πλευρές την ευκαιρία να γνωριστούν και να μιλήσουν. Η Άνγουιν τους είχε αφήσει ελεύθερους να κάνουν ό,τι ήθελαν.
Εκείνη θα φρόντιζε απλώς να υπάρχει άφθονο φαγητό και ποτό. Η συνεισφορά του Βούλφ-γκαρ στο γλέντι ήταν κάμποσα βαρέλια υδρόμελι από τα αποθέματα του πλοίου. Και έδειχνε να έπιανε τόπο, γιατί οι συζητήσεις κυλούσαν αβίαστα, με διαλείμματα ευχάριστων γέλιων. Ο Βούλφγκαρ χαιρόταν ακούγοντάς τα. Αν όλα πήγαιναν καλά, η αποστολή που είχε αναλάβει θα γινόταν πιο εύκολη. Μ ια κίνηση στην πόρτα τού τράβηξε την προσοχή. Κοίταξε προς τα εκεί και του κόπηκε η ανάσα. Το βλέμμα του καρφώθηκε στη γυναίκα που στεκόταν στην είσοδο. Όχι πως ήταν ο μόνος. Αρκετά βλέμματα στράφηκαν προς την είσοδο και έμειναν να κοιτάζουν με θαυμασμό. Η Άνγουιν δεν έδειξε να το πρόσεξε. Αφού κοίταξε γύρω της με φανερή ικανοποίηση, άρχισε να τον πλησιάζει. Εκείνος πήρε μια ανάσα και βρήκε το κουράγιο να σηκωθεί για να την υποδεχτεί. Για να τιμήσει την περίσταση, η Άνγουιν είχε φροντίσει ιδιαίτερα την εμφάνισή της. Το μπλε φόρεμά
της ήταν στολισμένο στο λαιμό και στα μανίκια με φύλλα και λουλούδια κεντημένα με χρυσή και πράσινη κλωστή. Κορδέλες στο ίδιο χρώμα στόλιζαν τα μαλλιά της. Πρόθεσή της ήταν να τιμήσει τους νέους συμμάχους του Ντράκενσμπουρκ, αλλά τη στιγμή που μπήκε στην αίθουσα κατάλαβε ότι μόνο ενός η γνώμη την ενδιέφερε πραγματικά. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά όταν ο Βούλφγκαρ σηκώθηκε να την υποδεχτεί. Τα μάτια του τη μελέτησαν επιδοκιμαστικά από την κορφή μέχρι τα νύχια, με μια ζεστασιά στα γαλάζια βάθη τους. Μ ετά υποκλίθηκε μπροστά της. Κι εκείνος είχε αλλάξει. Τώρα φορούσε λεπτό πουκάμισο, σκούρο μπλε μάλλινο αμπέχονο και μαύρο παντελόνι. Τα παπούτσια του ήταν από καλό δέρμα και από τη ζώνη του κρεμόταν το εκπληκτικό στιλέτο του. Το σύνολο ήταν απλό και κομψό ταυτόχρονα. Η Άνγουιν σκέφτηκε ότι η Τζόντις είχε δίκιο. Ήταν πολύ ωραίος άντρας. Επικίνδυνα ωραίος.
Την κοίταξε στα μάτια. «Μ οιάζεις με βασίλισσα», της είπε. Εκείνη κοκκίνισε από ευχαρίστηση. Την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε στην καρέκλα που ήταν δίπλα στη δική του. Το άγγιγμά του την έκαψε. Για να κρύψει την ταραχή της, έκανε πως κοιτάζει την αίθουσα. Ένας υπηρέτης ήρθε να της γεμίσει το κύπελλο. Μ ε φαινομενική ηρεμία, η Άνγουιν ήπιε μια γουλιά. Η γλυκιά, απαλή γεύση του υδρόμελου την ηρέμησε. «Η ατμόσφαιρα φαίνεται αρκετά ευχάριστη», είπε. «Είναι. Ήταν καλή ιδέα αυτή η συγκέντρωση». «Ελπίζω να δημιουργηθούν δεσμοί φιλίας ανάμεσά μας». «Κι εγώ ελπίζω σ’ ένα στενότερο δεσμό ανάμεσά μας». Ο υπαινιγμός ήταν ξεκάθαρος και αμέσως το φάντασμα του πειρασμού πρόβαλε το κεφάλι του. Ένας πειρασμός στον οποίο η Άνγουιν δεν έπρεπε να ενδώσει. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένας μισθοφόρος και τον πλήρωνε για τις υπηρεσίες του. Δεν έπρεπε να το ξεχνάει, αν ήθελε να διατηρήσει τον έλεγχο στη
σχέση τους. Ευτυχώς οι υπηρέτες έφεραν εκείνη τη στιγμή το φαγητό, και έτσι γλίτωσε από μια συζήτηση που μπορεί να την έφερνε σε δύσκολη θέση. Οι άντρες άρχισαν να τρώνε με όρεξη, αλλά για κάποιο λόγο εκείνη προτιμούσε να τσιμπολογάει και να τους παρακολουθεί με ικανοποίηση. Το βλέμμα της πήγε στον Βούλφγκαρ. Έδειχνε χαλαρός. Καθόταν στο πλάι της σαν να ήταν γεννημένος γι’ αυτή τη θέση. Σαν να ήταν ο άρχοντας του Ντράκενσμπουρκ. Η Άνγουιν αναστέναξε νοερά. Αν ήταν εκείνος και όχι ο Τόρσταϊν, μπορεί να συμβιβαζόταν πιο εύκολα με την κατάστασή της. Αλλά, έτσι όπως είχαν τα πράγματα, ήταν γραφτό οι δρόμοι τους να διασταυρωθούν μόνο για λίγο. Αυτή η σκέψη της προκάλεσε μια απρόσμενη μελαγχολία. Ανυποψίαστος για τις σκέψεις της, ο Βούλφγκαρ έσκυψε προς το μέρος της. «Θαυμάσιο δείπνο», της είπε. «Σου αξίζουν συγχαρητήρια, αρχόντισσά μου».
Εκείνη χαμογέλασε. «Ευχαριστώ. Άξιζε τον κόπο». «Πράγματι. Αν είναι μια πρόγευση για ό,τι ακολουθήσει, οι άντρες μου δε θα θέλουν να φύγουν ποτέ». «Αν είναι έτσι, τότε αληθεύει ότι ο δρόμος για την καρδιά ενός άντρα περνάει από το στομάχι του». «Αμφιβάλλεις;» «Γνωρίζω εκ πείρας ότι οι άντρες δεν έχουν καρδιά». Ο Βούλφγκαρ στένεψε τα μάτια του. «Ούτε ο δικός σου;» Το χαμόγελο της Άνγουιν έσβησε. «Ειδικά αυτός». «Σου ζητώ συγνώμη. Δεν ήθελα να φανώ αδιάκριτος». «Δεν πειράζει. Το γάμο μας τον κανόνισε ο πατέρας μου επειδή εξυπηρετούσε το σκοπό του. Εγώ δεν είχα λόγο». «Καταλαβαίνω». «Καταλαβαίνεις;» Ο Βούλφγκαρ διέκρινε το σαρκασμό στη φωνή της, αλλά, παρ’ όλο που ήξερε ότι έπρεπε να
σταματήσει, τον έτρωγε η περιέργεια. «Πόσων χρονών ήσουν;» «Δεκαπέντε. Ο Τόρσταϊν ήταν σαράντα». «Δεν είναι ο ιδανικός συνδυασμός, αλλά με καλή θέληση και απ’ τις δυο πλευρές μπορεί να πετύχει. Δεν είναι κάτι ασυνήθιστο». «Μ πορεί να είναι κι έτσι. Πάντως εγώ δεν το έζησα». «Λυπάμαι που το ακούω». «Κι εγώ λυπόμουν. Την κάθε μέρα που ήμουν μαζί του». Ο τόνος της ήταν ασυνήθιστα πικρόχολος. Συμμάζεψε τον εαυτό της και χαμογέλασε. «Όμως ας μη μιλάμε για δυσάρεστα πράγματα. Απόψε έχουμε γιορτή». Ο Βούλφγκαρ έπιασε το υπονοούμενο και άλλαξε θέμα. Παρ’ όλα αυτά, τα λόγια της του έδωσαν άφθονη τροφή για σκέψεις. Ταυτόχρονα εξηγούσαν το σχόλιο που είχε κάνει περί συζυγικής τυραννίας. Αναρωτήθηκε ξανά τι άνθρωπος ήταν ο Τόρσταϊν για να φέρεται τόσο άξεστα σε μια όμορφη γυναίκα.
Οι περισσότεροι άντρες θα έκαναν τα πάντα για να την έχουν δική τους. Ύστερα σκέφτηκε πως δεν είχε δικαίωμα να κρίνει. Δεν είχε κι εκείνος κάποτε μια όμορφη γυναίκα που δεν της φερόταν καλά; Δυστυχώς, μάλλον είχε περισσότερα κοινά με τον Τόρσταϊν. Η Άνγουιν άδειασε την κούπα της, ενοχλημένη με τον εαυτό της που είχε αποκαλύψει τόσα πράγματα για το γάμο της. Τώρα ο Βούλφγκαρ ήξερε ακόμα περισσότερα για εκείνη, ενώ εκείνη δεν ήξερε σχεδόν τίποτα γι’ αυτόν. «Δεν αισθάνεσαι μοναξιά χωρίς σύζυγο;» τη ρώτησε. «Έχω πολλές δουλειές για να με κρατούν απασχολημένη». «Οι δουλειές δεν κρατούν όλο το εικοσιτετράωρο». «Όντως. Κάποιες φορές κοιμάμαι». «Μ όνο κάποιες φορές;» «Τους πρώτους μήνες μετά το θάνατο του Τόρσταϊν δυσκολευόμουν να κοιμηθώ». «Και τώρα;»
«Τώρα λιγότερο, γιατί ξέρω ότι δεν πρόκειται να γυρίσει». «Σκέφτηκες ποτέ να βρεις έναν πιο ταιριαστό σύντροφο;» «Δε θέλω να ξαναπαντρευτώ». «Δεν εννοούσα κάτι τέτοιο». Η Άνγουιν τον κοίταξε με μάτια που άστραφταν. «Ούτε σκοπεύω να βρω εραστή, πλοίαρχε». «Κρίμα». Για μια στιγμή έμεινε άφωνη με το τολμηρό σχόλιό του, όμως δεν είδε στο πρόσωπό του κάποιο σημάδι μεταμέλειας. Αντίθετα, η λάμψη στα μάτια του φανέρωνε ευθυμία. «Έχεις ιδέα πόσο προκλητικός είσαι;» του είπε αυστηρά. «Έχω την αίσθηση ότι θέλεις να μου πεις». «Θα το έκανα, αν ήμαστε μόνοι». «Θέλεις να πεις ότι στέρεψε η τύχη μου;» «Άσ’ τα αυτά. Δε θα τσιμπήσω το δόλωμα». «Απ’ το κακό στο χειρότερο. Πρέπει να προσπαθήσω
περισσότερο». «Νομίζω ότι προσπαθείς αρκετά, πλοίαρχε». Ο Βούλφγκαρ γέλασε. Δεν ήταν αυτό που περίμενε η Άνγουιν. Την ξάφνιασαν ο τρόπος που το γέλιο μεταμόρφωσε το πρόσωπό του και η έκφραση που είχαν πάρει τα μάτια του. Ανίκανη να αντέξει το διαπεραστικό βλέμμα του, χαμήλωσε το δικό της για να κρύψει τις σκέψεις της. * Καθώς οι ώρες περνούσαν και οι άντρες συνέχιζαν να πίνουν, τα γέλια γίνονταν πιο δυνατά και τα αστεία πιο άσεμνα. Η Άνγουιν άρχιζε να αισθάνεται την επίδραση από το υδρόμελι που είχε πιει. Ήταν γλυκόπιοτο, αλλά προφανώς πιο δυνατό απ’ ό,τι νόμιζε. Απόψε είχε παίξει καλά το ρόλο της και όλα είχαν πάει καλά. Ήταν ώρα να φύγει. Όταν σηκώθηκε, το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει. Έκλεισε τα μάτια της και κρατήθηκε από την πλάτη της
καρέκλας. Όταν τα ξανάνοιξε, είδε ότι είχε σηκωθεί και ο Βούλφγκαρ. «Θα σε συνοδεύσω στα διαμερίσματά σου», της είπε. «Είμαι καλά. Δε... δε χρειάζεται». Εκείνος κοίταξε πρώτα εκείνη και μετά τον κόσμο. «Νομίζω πως χρειάζεται». Η Άνγουιν δεν επέμεινε. Ο Βούλφγκαρ είχε πάρει την απόφασή του. Περπατώντας με ιδιαίτερη προσοχή, η Άνγουιν κατευθύνθηκε προς την κοντινότερη έξοδο, μια μικρή πλαϊνή πόρτα. Ο Βούλφγκαρ την άνοιξε και παραμέρισε για να την αφήσει να περάσει. Ο κρύος αέρας της νύχτας τη χτύπησε στο πρόσωπο, αλλά ύστερα από τη ζέστη και την μπόχα του δωματίου ήταν αναζωογονητικός. Είχε σκοτεινιάσει τελείως και στο τρεμάμενο φως των πυρσών μόλις που κατάφερε να βρει το δρόμο για τα διαμερίσματά της. Γύρισε στο συνοδό της. «Δεν είναι ανάγκη να συνεχίσεις, πλοίαρχε. Η απόσταση δεν είναι μεγάλη από δω και πέρα». Έκανε ένα
βήμα, αλλά παραπάτησε. Ένα δυνατό μπράτσο την έπιασε από τη μέση και τη συγκράτησε. «Το υδρόμελι είναι δυνατό, ε;» της είπε ο Βούλφγκαρ. Η Άνγουιν κούνησε το κεφάλι της. «Μ ια χαρά είμαι». Το χέρι του παρέμεινε γύρω από τη μέση της. Ήταν τόσο κοντά της, που ένιωθε τη ζεστασιά του κορμιού του, την ένταση του βλέμματός του στο πρόσωπό της. Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο. Το άλλο χέρι του τυλίχτηκε στους ώμους της, την τράβηξε στην αγκαλιά του κι έπειτα τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της. Όταν συνάντησε αντίσταση, πίεσε το στόμα της λίγο πιο δυνατά, μέχρι που τα χείλη της άνοιξαν. Η Άνγουιν ρίγησε, αλλά όχι από το κρύο. Το στόμα του είχε τη γεύση του υδρόμελου και ήταν το ίδιο μεθυστικό με το γλυκόπιοτο κρασί. Το κορμί της φλογίστηκε, λες και κάπου βαθιά μέσα της είχε φουντώσει μια σβησμένη φωτιά. Το φιλί έγινε πιο βαθύ, πιο επίμονο, απαιτώντας ανταπόκριση. Το κορμί της, σαν να είχε δική του βούληση, χαλάρωσε και
παραδόθηκε στην αγκαλιά του. Στο βάθος του μυαλού της άκουγε ένα σήμα κινδύνου. Αυτό ήταν τρέλα. Ήταν επικίνδυνο. Τραβήχτηκε πίσω και γύρισε το κεφάλι της στο πλάι, ανασαίνοντας λαχανιασμένα. «Σε παρακαλώ...» «Πες μου τι θέλεις, Άνγουιν». Τα χείλη του χάιδεψαν το μάγουλό της και το αυτί της, στέλνοντας ένα ηδονικό ρίγος στον πυρήνα της ύπαρξής της. Εκείνη τη στιγμή η Άνγουιν ήθελε να ενδώσει, να παραδοθεί σ’ εκείνη την εσωτερική φωτιά. Αλλά το σήμα κινδύνου ηχούσε ακόμα στο μυαλό της. «Δεν μπορώ...» Προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά τα πόδια της δεν την κρατούσαν. Ο Βούλφγκαρ τη σήκωσε στα χέρια του και τη μετέφερε στα διαμερίσματά της. Άνοιξε την πόρτα με τον ώμο του, προχώρησε στο διάδρομο και τελικά έφτασε στο δωμάτιο που υπέθεσε ότι ήταν η κάμαρά
της. Κάποιος είχε ανάψει μια λάμπα και ο χώρος ήταν λουσμένος σ’ ένα απαλό φως. Ο Βούλφγκαρ απόθεσε το φορτίο του στο κρεβάτι. Για μια στιγμή έμεινε ακίνητος, κοιτάζοντας το πρόσωπό της. Τα πράσινα μάτια της ήταν τεράστια, το χρώμα τους πιο σκούρο, τα χείλη της μισάνοιχτα. Μ πήκε στον πειρασμό να συνεχίσει το φιλί. Την ήθελε όσο δεν είχε θελήσει μια γυναίκα εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ήθελε να της λύσει τα μαλλιά, να της βγάλει τα ρούχα ένα ένα ώσπου να μείνει γυμνή. Ήθελε να της κάνει έρωτα όλη τη νύχτα. Έκλεισε τα μάτια του και πήρε βαθιές ανάσες για να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχό του. Ναι, την ήθελε, αλλά όχι υπό την επήρεια του ποτού. Όταν θα την έκανε δική του –και θα την έκανε– η Άνγουιν θα είχε απόλυτη επίγνωση αυτού που θα γινόταν και θα συναινούσε. Όταν θα την έκανε δική του, ήθελε εκείνη να θυμάται την κάθε στιγμή.
Έσκυψε, της έβγαλε τα παπούτσια και τα άφησε δίπλα στο κρεβάτι. Ύστερα τη σκέπασε και τη φίλησε στο μέτωπο. «Καληνύχτα, Άνγουιν». Μ ισοκοιμισμένη, εκείνη χαμογέλασε και μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο. Ο Βούλφγκαρ αναστέναξε, βγήκε από το δωμάτιο και έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του. * Όταν η Άνγουιν ξύπνησε, το στόμα της ήταν ξερό και το κεφάλι της σφυροκοπούσε. Από το φως που έπεφτε στα μάτια της κατάλαβε πως ήταν ήδη αργά. Πόσο είχε πιει το προηγούμενο βράδυ; Στηρίχτηκε στον αγκώνα της και κοίταξε γύρω. Και τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν ντυμένη. Δε θυμόταν πώς είχε φτάσει μέχρι το κρεβάτι. Σηκώθηκε, ήπιε λίγο κρύο νερό κι έπειτα γέμισε το λαβομάνο με νερό και βύθισε μέσα το πρόσωπό της. Το κεφάλι της καθάρισε κάπως και άρχισε να θυμάται στιγμές της προηγούμενης νύχτας. Είχε φύγει
από τη σάλα, όμως όχι μόνη. Αμέσως ξεπήδησαν στο μυαλό της κι άλλες λεπτομέρειες και χλόμιασε. Ο Βούλφγκαρ την είχε συνοδεύσει μέχρι τα διαμερίσματά της. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Την είχε πάρει στη αγκαλιά του και την είχε φιλήσει, κι εκείνη τον είχε αφήσει. Ένας θεός μόνο ήξερε τι άλλο σκόπευε να της κάνει. Ή μάλλον όχι, η ίδια ήξερε ποιος ήταν ο σκοπός του. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ποιος την είχε βάλει στο κρεβάτι. Τα μάγουλά της έγιναν από χλομά κατακόκκινα. Μ ήπως...; Προσπάθησε να θυμηθεί, όμως δεν τα κατάφερε. Έβγαλε το φόρεμά της, ανασήκωσε το χιτώνα της και κοιτάχτηκε, αλλά στο κορμί της δεν υπήρχαν σημάδια ερωτικής πράξης. Άφησε το εσώρουχο να ξαναπέσει και κάθισε ανακουφισμένη στην άκρη ενός μπαούλου. Τι ανόητα που είχε φερθεί! Ο Βούλφγκαρ θα μπορούσε να είχε εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Για μια στιγμή ξεπήδησε στο μυαλό της το πρόσωπο του Τόρσταϊν, και το
στομάχι της ανακατεύτηκε. Εκείνος δε θα είχε διστάσει. Ξαφνικά η ανακούφισή της αναμείχθηκε με την ντροπή. Τι θα είχε σκεφτεί για εκείνη; Πώς θα τον αντίκριζε ξανά μετά απ’ αυτό; Άλλαξε ρούχα, έφτιαξε τα μαλλιά της και πήγε να βρει τον Έιβαν. Το παιδί ήταν με τον Ίνα και παρακολουθούσε τον πεταλωτή να πεταλώνει ένα άλογο. Ο Ίνα την είδε και της χαμογέλασε. «Θα τον προσέχω εγώ αν έχεις άλλη δουλειά, αρχόντισσά μου», της είπε. Εκείνη τον ευχαρίστησε και έφυγε. Κοίταξε γύρω και είδε πολλούς από το πλήρωμα του Θαλασσόλυκου, αλλά ο καπετάνιος του δε φαινόταν πουθενά. Είδε τον Χέρμουντ και αποφάσισε να τον ρωτήσει. «Πήγε στο πλοίο με μερικούς άλλους, αρχόντισσά μου». Δεν ήξερε αν έπρεπε να αισθανθεί ανακούφιση ή απογοήτευση. «Καλά, δεν πειράζει. Θα του μιλήσω
αργότερα». «Να του πω ότι τον ψάχνεις;» «Μ ην μπεις στον κόπο. Σίγουρα θα συναντηθούμε αργότερα». Τη στιγμή που άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά, άκουσε ήχο βημάτων. Ακολούθησαν χαιρετισμοί κι έπειτα οι πύλες άνοιξαν για να περάσουν έξι καβαλάρηδες. Μ όλις είδε τον πρώτο, η καρδιά της κόντεψε να σπάσει. Ο Ίνγκβαρ! Σταμάτησε απότομα και προσπάθησε να σκεφτεί καθαρά. Οι καβαλάρηδες σταμάτησαν έξω από τη σάλα και είδε τον Ίνγκ-βαρ να κοιτάζει γύρω προσεκτικά. Μ ετά είπε κάτι στο συνοδό του και κατέβηκαν από τα άλογα. Η Άνγουιν αναστέναξε και προχώρησε προς το μέρος τους. Ο Ίνγκβαρ την είδε να πλησιάζει και υποκλίθηκε, αλλά δε χαμογελούσε όπως συνήθως και το βλέμμα του ήταν καχύποπτο. Για να κερδίσει χρόνο, η Άνγουιν προσκάλεσε αυτόν και το συνοδό του στη σάλα.
«Θα θέλατε να πιείτε κάτι δροσιστικό, άρχοντά μου;» «Ευχαριστώ, όχι. Θα ήθελα να μιλήσουμε ιδιαιτέρως». Ο τόνος του ήταν κοφτός, σχεδόν προστακτικός, και η Άνγουιν ένιωσε το πρώτο τσίμπημα ενόχλησης. Παρ’ όλα αυτά, έγνεψε καταφατικά. «Όπως επιθυμείς». Τον οδήγησε στη σάλα, κι όταν απομακρύνθηκαν αρκετά από τους άλλους, γύρισε και τον κοίταξε, περιμένοντας. Εκείνος την αγριοκοίταξε. «Μ πορώ να μάθω τι συμβαίνει εδώ, αρχόντισσά μου;» «Τι συμβαίνει;» «Μ ε τις επισκευές στο πλοίο». «Ω. Νομίζω ότι προχωρούν ικανοποιητικά». Ο Ίνγκβαρ έδειξε να χαλαρώνει. «Χαίρομαι που το ακούω. Πόσο θα κρατήσουν ακόμα;» «Όχι πολύ... Μ ια δυο μέρες». «Είμαι σίγουρος ότι θα χαρείς να ξεφορτωθείς τους μισθοφόρους».
«Αντιθέτως. Δεν έχω κανένα παράπονο απ’ αυτούς». «Φέρονται σωστά;» «Πολύ πιο σωστά από κάποιους άλλους». Ο Ίνγκβαρ δεν προσποιήθηκε πως δεν κατάλαβε. «Ο Γκρίμαρ δε θα ξανακάνει το ίδιο λάθος. Έχεις το λόγο μου». «Η κυρία θα έχει κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό», είπε μια φωνή πίσω τους. Η Άνγουιν γύρισε και της κόπηκε η ανάσα όταν είδε τον Βούλφγκαρ. «Τι εννοείς;» ρώτησε ο Ίνγκβαρ. «Εννοώ ότι το Ντράκενσμπουρκ θα έχει στο εξής πρόσθετη προστασία». «Δεν καταλαβαίνω». «Τότε να το πω πιο απλά: οι άντρες μου κι εγώ θα προσφέρουμε αυτή την προστασία». Το πρόσωπο του Ίνγκβαρ έγινε μια μάσκα παγερής οργής. «Το Ντράκενσμπουρκ δε χρειάζεται τις
υπηρεσίες σας». «Η κυρία έχει άλλη άποψη», απάντησε ο Βούλφγκαρ. «Κι απ’ ό,τι είδα τις προάλλες, συμφωνώ μαζί της». «Αυτό ήταν μια ατυχής παρεξήγηση». «Σίγουρα, αλλά δε νομίζω ότι θα μπορούσε να παρερμηνευθεί». «Ανακατεύεσαι σε θέματα που δε σε αφορούν». «Μ ε αφορούν τώρα». Ο Ίνγκβαρ αγριοκοίταξε τον Βούλφγκαρ και στράφηκε στην Άνγουιν. «Πραγματικά σκοπεύεις να επιτρέψεις σ’ αυτούς τους πειρατές να παραμείνουν εδώ;» «Σε πειρατές, όχι», αποκρίθηκε εκείνη. «Αλλά σκοπεύω να επιτρέψω στον πλοίαρχο Βούλφγκαρ και στους άντρες του να μείνουν». Για μια στιγμή εκείνος την κοίταξε με βλέμμα ψυχρό. «Λυπάμαι που το ακούω. Νόμιζα πως ήσουν πιο λογική».
«Είμαι πολύ λογική». «Πιστεύω ότι πήρες μια ανόητη απόφαση και σύντομα θα μετανιώσεις». «Ωστόσο επιμένω στην απόφασή μου». «Κατάλαβα». «Το ελπίζω», είπε ο Βούλφγκαρ. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν για λίγο χωρίς να μιλούν. Η προσποιητή ευγένεια είχε χαθεί από το πρόσωπο του Ίνγκβαρ και η έκφρασή του αποκάλυπτε τώρα καθαρό μίσος. «Δε θα επιτρέψω σε κανένα να ανακατευτεί στις υποθέσεις μου ή να κλέψει αυτό που μου ανήκει», είπε. Η Άνγουιν φούντωσε ακούγοντάς τον, αλλά συγκράτησε το θυμό της. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ που να σου ανήκει, άρχοντά μου. Ούτε πρόκειται να υπάρξει». «Κάνεις λάθος, Άνγουιν. Το μόνο που κάνεις είναι να καθυστερείς το αναπόφευκτο. Πάντα παίρνω αυτό που θέλω, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο».
Το χέρι του Βούλφγκαρ ακούμπησε απαλά στη λαβή του στιλέτου του. «Σε συμβουλεύω να ξεχάσεις ό,τι σκέφτεσαι για το Ντράκενσμπουρκ και την αρχόντισσά του». «Τα θέλεις για τον εαυτό σου, Βίκινγκ;» «Και να τα θέλω, δε σε αφορά». Ο Βούλφγκαρ αγνόησε το οργισμένο βλέμμα της Άνγουιν και συνέχισε. «Δεν έχεις να κάνεις τίποτε άλλο εδώ, άρχοντά μου. Μ πορείς να φύγεις». Ο Ίνγκβαρ τον αγριοκοίταξε. «Φεύγω. Προς το παρόν». Και μ’ αυτό, γύρισε και απομακρύνθηκε. Η Άνγουιν αναστέναξε βαθιά. «Δεν είπε ακόμα τον τελευταίο του λόγο». «Φυσικά και όχι». «Δε σε προβληματίζει αυτό;» «Γιατί να με προβληματίσει; Ξέρω τι άνθρωπος είναι». «Κι αν ξεκινήσει εχθροπραξίες;» «Όχι ‘‘αν’’. Όταν».
«Το θεωρείς αναπόφευκτο;» «Είναι αναπόφευκτο. Κι όταν το κάνει, θα τον σκοτώσω». Τα μάτια της Άνγουιν άστραψαν από θυμό. «Δε συμφωνήσαμε κάτι τέτοιο. Σου είπα ότι δε θέλω αιματοχυσίες». «Δεν παίρνουμε πάντα αυτό που θέλουμε». «Κάναμε μια συμφωνία, Βούλφγκαρ». «Ναι. Αλλά αν πρέπει να διαλέξω ανάμεσα στο δικό μου θάνατο και στο δικό του;» Ο θυμός έδωσε τη θέση του σε κάτι τελείως διαφορετικό. Εκείνη τη στιγμή η Άνγουιν κατάλαβε πως, αν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στους δυο τους, ο Ίνγκβαρ θα ήταν ο χαμένος. «Τότε θα πρέπει να τον σκοτώσεις». «Ακριβώς». Η Άνγουιν ένιωσε τύψεις καθώς συνειδητοποιούσε τις πραγματικές επιπτώσεις του σχεδίου της. «Οπότε αρχίσαμε».
«Ναι, αρχίσαμε, όμως ήξερες ότι θ’ αρχίζαμε». «Ήλπιζα να είχαμε περισσότερο χρόνο». «Καλύτερα έτσι. Τώρα ο καθένας ξέρει πού πατάει». «Υποθέτω πως ναι». Ξαφνικά η Άνγουιν θυμήθηκε κάτι από την προηγούμενη συζήτηση. «Τι σήμαινε αυτό που είπες στον Ίνγκβαρ;» «Ποιο;» «Ξέρεις ποιο». «Όχι, διαφώτισέ με». «Του είπες ότι δεν τον αφορά αν θέλεις το Ντράκενσμπουρκ για τον εαυτό σου». «Α, αυτό». «Ναι. Τι εννοούσες;» «Ό,τι ακριβώς είπα». «Δεν έχεις δικαίωμα να λες τέτοια πράγματα, εκτός αν...» «Εκτός αν τι;»
«Τον προκαλούσες σκόπιμα». «Ασφαλώς και τον προκαλούσα σκόπιμα. Κόντεψε να σκάσει από τη ζήλια του». «Δεν έχει να ζηλέψει τίποτα». Ο Βούλφγκαρ ύψωσε το φρύδι του. «Όχι; Όποιος έχει μάτια βλέπει... και δεν ήταν εδώ χτες το βράδυ». Τα μάγουλα της Άνγουιν έγιναν κατακόκκινα. Εκείνος χαμογέλασε και την πλησίασε. «Τώρα θυμήθηκες, Άνγουιν;» τη ρώτησε. Εκείνη τον αγριοκοίταξε. «Το θυμήθηκα εδώ και πολλή ώρα, παλιάνθρωπε. Νόμιζες πως δε θα καταλάβαινα ότι με εκμεταλλεύτηκες;» «Το μόνο που πήρα ήταν ένα φιλί, κυρία μου, αν και τα υπόλοιπα θα ήταν αρκετά εύκολο να τα πάρω». «Πώς τολμάς!» «Όταν πηγαίνω μια γυναίκα στο κρεβάτι, προτιμώ να είναι νηφάλια, βλέπεις». «Για να θυμάται;» είπε περιφρονητικά η Άνγουιν.
«Αλλιώς η απόλαυση είναι μονόπλευρη». «Η απόλαυση έτσι κι αλλιώς είναι μονόπλευρη». Ο Βούλφγκαρ την κοίταξε με περιέργεια. «Τότε κοιμόσουν με λάθος άντρα». «Δεν ήταν δική μου επιλογή το να κοιμάμαι μαζί του». «Μ όνο ένας ανόητος θα σ’ έπαιρνε στο κρεβάτι του μια φορά και δε θα σ’ έπειθε να επιστρέφεις εκεί πρόθυμα και συχνά». Κάτι στην έκφρασή του έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά και η ανάμνηση εκείνου του φιλιού επέστρεψε ολοζώντανη. Ανίκανη να αντέξει το έντονο βλέμμα του, κοίταξε αλλού. «Δεν καταλαβαίνω τι λες, και έτσι κι αλλιώς είναι άσχετο». «Δε θα το έλεγα άσχετο. Αντίθετα, μου φαίνεται πολύ σχετικό». «Είχα πιει πολύ». «Το κρασί λέει την αλήθεια». «Απλώς εξαφανίζει τις αναστολές, κάτι για το οποίο τώρα
μετανιώνω». «Μ ετανιώνεις; Κοίταξέ με, Άνγουιν». Η Άνγουιν γύρισε αργά προς το μέρος του. «Το χτεσινό περιστατικό ήταν ατυχές και δεν πρόκειται να επαναληφθεί». «Λυπάμαι που το ακούω». «Κι εγώ λυπάμαι που σ’ έκανα να σκεφτείς ότι εγώ... ότι εμείς...» «Δε νομίζω. Το πάθος του φιλιού δεν ήταν προσποιητό και το ξέρουμε κι οι δύο». «Έστω κι έτσι, τα πράγματα δεν μπορούν να προχωρήσουν. Σίγουρα το καταλαβαίνεις». «Προφανώς οι απόψεις μας διαφέρουν». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε θλιμμένα. «Αλλά μάλλον έχεις δίκιο». «Ξέρεις ότι έχω δίκιο. Πρέπει να ξεχάσουμε ό,τι έγινε». «Κάποια πράγματα δεν ξεχνιούνται τόσο εύκολα». «Η σχέση μας είναι επαγγελματική, πλοίαρχε. Τίποτα παραπάνω.
Λυπάμαι που σ’ έκανα να σκεφτείς ότι θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Ήταν πολύ επιπόλαιο εκ μέρους μου». «Και τώρα τι κάνουμε;» «Γυρίζουμε εκεί που ήμαστε». «Αν αυτό θέλεις». Η Άνγουιν έγνεψε καταφατικά. «Σ’ ευχαριστώ. Και πάλι λυπάμαι πολύ για ό,τι έγινε χτες το βράδυ». «Μ ακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο», μουρμούρισε ο Βούλφγκαρ καθώς εκείνη έφευγε. Κεφάλαιο 8 Τις επόμενες μέρες ο Βούλφγκαρ φρόντισε να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε για το Ντράκενσμπουρκ. Μ ια πιο λεπτομερής εξερεύνηση των εγκαταστάσεων άμυνας επιβεβαίωσε την αρχική του εκτίμηση ότι μπορούσαν να το υπερασπιστούν εύκολα. Αυτό που έπρεπε να κάνει στη συνέχεια ήταν να ενώσει τις δύο ανόμοιες ομάδες αντρών σε μία ικανή πολεμική
δύναμη. Έτσι, οργάνωσε μια σειρά εκπαιδευτικών ασκήσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων ξαφνιάστηκε ευχάριστα. Όποια ελαττώματα κι αν είχε ο άρχοντας Τόρσταϊν, σίγουρα ήξερε να διαλέγει ικανούς πολεμιστές. Είχε δει ελάχιστα την Άνγουιν από τη βραδιά της γιορτής. Συναντιόνταν μόνο στο τραπέζι του δείπνου. Η συμπεριφορά της απέναντί του ήταν ευγενική αλλά απόμακρη. Ήταν σίγουρος ότι τον απέφευγε, και το χειρότερο ήταν πως υποψιαζόταν ότι δεν το έκανε για να του κινήσει το ενδιαφέρον. Μ ια δυο φορές την είχε δει με το παιδί, αλλά δεν είχε κοιτάξει προς το μέρος του. Τα αναψυκτικά και τα φαγητά τα έφερναν σ’ εκείνον και τους άντρες του υπηρέτες. Η Άνγουιν είχε σηκώσει έναν τοίχο γύρω της και σκόπευε να μείνει κρυμμένη πίσω απ’ αυτόν. * Και είχε δίκιο. Η Άνγουιν τον απέφευγε όσο μπορούσε, φροντίζοντας να είναι συνεχώς απασχολημένη
με δουλειές του σπιτιού ή με τις ανάγκες του Έιβαν. Κι όμως, παρά τις καλές προθέσεις της, έπιανε τον εαυτό της να ανυπομονεί να τον δει στο δείπνο. Τότε τον ρωτούσε πώς τα πήγαιναν οι άντρες με την εκπαίδευση κι εκείνος της έλεγε πώς είχε περάσει τη μέρα του. Τον άκουγε προσεκτικά και του έκανε ερωτήσεις που αποκάλυπταν ένα κοφτερό μυαλό και εξαιρετική αντίληψη αυτού που προσπαθούσε να πετύχει «Θα γινόσουν σπουδαίος διοικητής», της είπε ένα βράδυ όταν είχαν τελειώσει πια το φαγητό τους. Εκείνη έγνεψε αρνητικά. «Ένας σπουδαίος διοικητής πρέπει να ξέρει τι να κάνει στη μάχη. Φοβάμαι πως δεν έχω τα προσόντα». «Το δύσκολο δεν είναι να μάθεις να χειρίζεσαι το σπαθί, αλλά το να κατακτήσεις την τέχνη της στρατηγικής». «Σοβαρά;»
«Ναι, κι εσύ καταλαβαίνεις πάντα αυτά που σου λέω». «Δίνω προσοχή». «Το ξέρω. Και είναι ασυνήθιστο για γυναίκα». «Προσπαθείς να με προκαλέσεις;» «Ακριβώς. Τα καταφέρνω;» Η Άνγουιν γέλασε απρόθυμα. «Ναι, παλιάνθρωπε». Το χέρι του Βούλφγκαρ που κρατούσε την κούπα με το κρασί έμεινε μετέωρο. «Είμαι παλιάνθρωπος;» «Εσύ το ξέρεις καλύτερα». «Χμμ. Επικίνδυνο έδαφος, το παραδέχομαι. Ας αλλάξουμε θέμα». « Αυτό είναι ασυνήθιστο για άντρα». Τα μάτια του έλαμψαν. «Γιατί;» «Απ’ ό,τι ξέρω, στους άντρες αρέσει να μιλούν για τον εαυτό τους. Πολύ». «Είμαστε τόσο πληκτικοί;» «Πόσο ειλικρινής θέλεις να είμαι;»
«Θα ήθελα να είσαι πάντα ειλικρινής μαζί μου». Η Άνγουιν δεν περίμενε τέτοια απάντηση και για μια στιγμή σάστισε. «Θα προσπαθήσω να είμαι», του είπε. «Ωραία. Η επιτυχία μιας επαγγελματικής συμφωνίας βασίζεται στην ειλικρίνεια». «Ναι, φυσικά». Η Άνγουιν ένιωσε ανακούφιση που η συζήτηση είχε γίνει πάλι επαγγελματική. Ήταν πολύ πιο ασφαλές. «Μ ια που μιλάμε για δουλειές, πρέπει να εξοικειωθώ με το Ντράκενσμπουρκ γενικότερα. Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσες να με συνοδεύσεις αύριο με το άλογο». «Ε... Δεν ξέρω... Δεν είμαι σίγουρη...» «Θα μου ήταν πολύ χρήσιμο να έχω μια σφαιρική εικόνα». «Αλήθεια;» «Φυσικά. Έχω ελέγξει ήδη τις εσωτερικές άμυνες, αλλά δε θέλω ν’ αφήσω τίποτα στην τύχη».
«Καταλαβαίνω». «Είναι θέμα στρατηγικής σημασίας για την ασφάλεια όλων μας. Φυσικά, αν είσαι πολύ απασχολημένη...» «Όχι... ναι... Δηλαδή, είμαι απασχολημένη, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορώ να βρω λίγο χρόνο». «Ευχαριστώ. Μ πορεί να θέλει να έρθει μαζί και ο Έιβαν. Μ ε τον Ίνα, ασφαλώς». Η Άνγουιν χαμογέλασε. «Είμαι σίγουρη ότι θα θέλει». «Τότε κανονίστηκε». Όταν εκείνη τον καληνύχτισε μετά από λίγο, ο Βούλφγκαρ αναστέναξε βαθιά. Ο Χέρμουντ τον κοίταξε λοξά. «Τι άλλο θ’ ακούσω!» μουρμούρισε. «Θέμα στρατηγικής σημασίας, ε;» «Εντάξει, παραδέχομαι ότι υπερέβαλλα». «Υπερέβαλλες; Δεν έχω ξαναδεί πιο απελπισμένο τέχνασμα στη ζωή μου».
Ο Βούλφγκαρ ύψωσε το φρύδι του. «Απελπισμένο; Καθόλου». «Τώρα μ’ έπεισες». * Οι δώδεκα καβαλάρηδες ξεκίνησαν νωρίς το επόμενο πρωί. Ο Βούλφγκαρ ήθελε όντως να εξοικειωθεί με τα εδάφη του Ντράκενσμπουρκ, οι πληροφορίες θα ήταν χρήσιμες και στους άντρες του, και δεν ήθελε να πιαστεί στον ύπνο. Ο Ίνγκβαρ είχε ξαναστείλει ομάδα του στα σύνορα. Τώρα που οι σχέσεις δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικές, κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι θα έκανε ο Ίνγκβαρ στο μέλλον, και ο Βούλφγκαρ δε σκόπευε να θέσει την Άνγουιν και το γιο της σε κίνδυνο. Το παιδί ήταν κατενθουσιασμένο, αλλά και κάπως επιφυλακτικό απέναντι στους υπόλοιπους. Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε όταν ο Ίνα το ανέβασε στο πόνι του. Ύστερα γύρισε στην Άνγουιν. «Έτοιμη;»
«Φυσικά». Τα λόγια βγήκαν αβίαστα από τα χείλη της, παρά το χάος που επικρατούσε στο μυαλό της. Είχε μείνει σχεδόν ξάγρυπνη όλη τη νύχτα, διερωτώμενη αν είχε κάνει καλά που είχε δεχτεί να τον συνοδεύσει σ’ αυτή την εξόρμηση. Η παρουσία των συνοδών την καθησύχασε, αλλά στο μυαλό της στροβιλίζονταν ανεπιθύμητες αναμνήσεις. Τι της συνέβαινε; Και μόνο με τη σκέψη του Βούλφγκαρ ο σφυγμός της κάλπαζε. Ο Βούλφγκαρ κράτησε τα χαλινάρια του αλόγου της για να ανέβει και περίμενε μέχρι να βολευτεί. Ύστερα ανέβηκε κι εκείνος στο δικό του άλογο, ένα στιβαρό ζώο που πριν ανήκε στον Τόρσταϊν. «Πάμε;» Προχώρησαν για λίγο χωρίς να μιλούν. Η Άνγουιν κοιτούσε ίσια μπροστά της, απρόθυμη έστω και να τον κοιτάξει. Καθώς έμπαιναν στην ενδοχώρα, τα ρείκια και η χαμηλή βλάστηση έδιναν τη θέση τους σ’
ένα πιο ήρεμο τοπίο. Ερχόταν η άνοιξη. Τα δέντρα είχαν βγάλει καινούρια φύλλα και τα λιβάδια όπου βοσκούσαν πρόβατα και αγελάδες ήταν γεμάτα αγριολούλουδα. «Ωραίο κτήμα», είπε ο Βούλφγκαρ. «Καταλαβαίνω γιατί ο Ίνγκβαρ το έχει βάλει στο μάτι». Η Άνγουιν του έριξε μια λοξή ματιά. «Δε θα το πάρει ποτέ όσο ζω». «Θα ήταν ανόητος αν προσπαθούσε τώρα». «Δεν είναι ειρωνικό; Μ ισούσα το Ντράκενσμπουρκ όταν πρωτοήρθα. Τώρα αγωνίζομαι να το κρατήσω». «Το Ντράκενσμπουρκ ήταν αυτό που μισούσες στην πραγματικότητα;» «Μ ισούσα όλα όσα είχαν σχέση με τον Τόρσταϊν». «Εκτός από το γιο σου». «Ναι, εκτός από το γιο μου. Για χάρη του πρέπει να κρατήσω το Ντράκενσμπουρκ». «Έχεις πολλή δουλειά μπροστά σου».
«Το ξέρω. Ελπίζω ο Ίνγκβαρ να καταλάβει πόσο μάταιες είναι οι φιλοδοξίες του και να ψάξει για άλλη σύζυγο». «Δε θα τα παρατήσει. Στη θέση του ούτε εγώ θα τα παρατούσα». Η καρδιά της Άνγουιν φτερούγισε. Μ η ξέροντας πώς να ερμηνεύσει το σχόλιό του, τον κοίταξε περιπαικτικά. «Ένας τυχοδιώκτης δεν επιδιώκει να αποκτήσει κτήματα, ούτε την ευθύνη μιας συζύγου και ενός παιδιού». Ένας μυς σφίχτηκε στο σαγόνι του. «Δεν ήμουν πάντα τυχοδιώκτης. Είχα κι εγώ κάποτε κτήματα, σύζυγο και ένα γιο». Η Άνγουιν τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Τι έπαθαν;» «Πέθαναν από πυρετό. Εκείνο το καλοκαίρι είχε ξεσπάσει επιδημία και χάθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι». «Λυπάμαι πολύ». Ο Βούλφγκαρ αναστέναξε. «Πάει καιρός από τότε και η ζωή συνεχίζεται». Για μια στιγμή φάνηκε στα
μάτια του κάτι που έμοιαζε με πόνο, αλλά εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως. «Τα βγάζουμε πέρα όσο καλύτερα μπορούμε, στη δική μου περίπτωση με τη ζωή του τυχοδιώκτη». «Τι απέγινε το σπίτι σου;» «Δεν άντεχα να το βλέπω όταν πέθαναν, κι έτσι το έκαψα». «Καταλαβαίνω». «Λειτούργησε σαν νεκρική πυρά». Η Άνγουιν πάσχισε να χωνέψει την πληροφορία. Αποκάλυπτε μια εντελώς διαφορετική πλευρά αυτού του ανθρώπου, μια πλευρά που δε θα φανταζόταν ποτέ. «Πόσων χρονών ήταν ο γιος σου;» «Τριών». «Πώς τον έλεγαν;» «Τόκι». «Και τη σύζυγό σου;» «Φρέγια».
«Ήταν όμορφη;» «Πολύ όμορφη». Για άλλη μια φορά οι κοφτές απαντήσεις του της έδωσαν να καταλάβει ότι έμπαινε σε ξένα χωράφια και σταμάτησε αμέσως. «Μ ε συγχωρείς, δεν ήθελα να σκαλίσω παλιές πληγές». «Δεν πειράζει. Οι πληγές έχουν κλείσει». «Έχουν κλείσει, αλλά δεν έχουν γιατρευτεί τελείως». Η παρατήρησή της τον αιφνιδίασε. Ο τόνος της ήταν ευγενικός, αλλά η επίδραση των λόγων της ήταν σαν γροθιά στο στομάχι. Το άλογο ένιωσε την ξαφνική ένταση του αναβάτη του και όρμησε μπροστά. Ο Βούλφγκαρ χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να το ελέγξει και στο μεταξύ είχε ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. «Όλα καλά, αρχηγέ;» ρώτησε ο Θραντ. «Ναι. Μ άλλον το τσίμπησε αλογόμυγα».
«Τις άτιμες! Θυμάμαι μια φορά που...» Ο Θραντ συνέχισε να μιλάει και η συζήτηση πήρε άλλο δρόμο. Η Άνγουιν μόλις που άκουγε τους άντρες να συζητούν. Το μυαλό της ταξίδευε αλλού. Η απώλεια ενός παιδιού ήταν από μόνη της τεράστιο πλήγμα, αλλά σε συνδυασμό με την απώλεια μιας συζύγου... Η Φρέγια πρέπει να ήταν εκπληκτική γυναίκα για να κερδίσει τόσο απόλυτα την καρδιά του Βούλφγκαρ. Χαμογέλασε θλιμμένα. Μ ια τέτοια αγάπη ονειρευόταν κάποτε να βρει κι εκείνη. Τώρα δε θα την έβρισκε ποτέ. Και χαιρόταν που είχε ακούσει το ένστικτό της και είχε αποφύγει την παγίδα που αντιπροσώπευε ο Βούλφγκαρ. * «Καπνός, αρχηγέ!» φώναξε ένας από τους άντρες τη στιγμή που ετοιμάζονταν να γυρίσουν στο σπίτι. Όλοι γύρισαν αμέσως να κοιτάξουν προς τα εκεί που έδειχνε. Στο βάθος, πυκνός μαύρος καπνός ανέβαινε πίσω από μια συστάδα δέντρων.
Ο Βούλφγκαρ γύρισε το άλογο και απευθύνθηκε στους άντρες. «Μ πορεί να μην είναι τίποτα κακό, αλλά να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά. Προσέχετε τη γυναίκα και το παιδί». Οι άντρες μαζεύτηκαν αμέσως γύρω της και ξαφνικά η Άνγουιν βρέθηκε στο κέντρο ενός κύκλου μαζί με τον Έιβαν. Το παιδί την κοίταξε με έξαψη και αγωνία. «Τι είναι, μητέρα; Τι συμβαίνει;» «Δεν είμαι σίγουρη. Φαίνεται σαν μεγάλη φωτιά». Καθώς πλησίαζαν, η μυρωδιά του καμένου ξύλου ερχόταν προς το μέρος τους με τον αέρα και άκουγαν το βουητό από τις φλόγες. Η πηγή της ήταν μια μεγάλη αποθήκη που καιγόταν απ’ άκρη σ’ άκρη. Άντρες από τα κοντινά κτήματα είχαν σχηματίσει μια αλυσίδα από το κτίσμα μέχρι το ποτάμι και περνούσαν ο ένας στον άλλο κουβάδες με νερό. Η Άνγουιν κοίταξε τη σκηνή με θλίψη. «Είναι μάταιο. Δεν μπορούν να τη σώσουν πια». «Όχι», συμφώνησε ο Βούλφγκαρ. «Ευτυχώς που δεν ήταν κοντά σε άλλα κτίρια, αλλιώς θα καίγονταν
όλα». «Ελπίζω να μην έπαθε κανείς τίποτα». Άφησαν τον Έιβαν με τον Ίνα και οδήγησαν τα άλογά τους προς τους άντρες που προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά. «Τι συνέβη;» ρώτησε η Άνγουιν. Ένας άντρας έκανε μπροστά και κούνησε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω, αρχόντισσά μου. Στην αρχή δεν προσέξαμε τίποτα περίεργο, μέχρι που είδαμε τον καπνό. Αλλά ήταν αργά». «Έπαθε κανείς τίποτα;» ρώτησε ο Βούλφγκαρ. «Όχι, κύριε, αλλά θα πάθει. Στην αποθήκη ήταν φυλαγμένο το τελευταίο απόθεμα σταριού του χωριού. Δε θα έχουμε άλλο μέχρι το θερισμό». Ο Βούλφγκαρ κοίταξε την Άνγουιν. Ήξεραν και οι δύο ότι ο άντρας δεν υπερέβαλλε. Οι μήνες πριν απ’ το καλοκαίρι ήταν πάντα οι πιο φτωχοί, ακόμα και μια καλή χρονιά.
«Θα φροντίσω να έχετε αρκετό ώστε να τα καταφέρετε», είπε εκείνη. Ο άντρας ανοιγόκλεισε τα μάτια του έκπληκτος, αλλά έσπευσε να την ευχαριστήσει. Εκείνη γύρισε στον Βούλφγκαρ. «Θα φροντίσεις το θέμα, πλοίαρχε;» «Ευχαρίστως. Θα μαζέψω αμέσως τους άντρες μου και μέχρι αύριο το πρόβλημα θα έχει λυθεί». Ο χωρικός κοίταξε τον Βούλφγκαρ με περιέργεια και συγκρατημένη επιδοκιμασία. Ύστερα γύρισε στους άλλους, που τώρα στέκονταν και κοιτούσαν τη φωτιά σιωπηλοί. «Πολύ γενναιόδωρη η χειρονομία σου», είπε ο Βούλφγκαρ στην Άνγουιν. «Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Αυτοί οι άνθρωποι καταστράφηκαν». «Μ πορεί να ήταν ατύχημα», είπε ο Θραντ, που στο μεταξύ είχε πλησιάσει. Ο Βούλφγκαρ κοίταξε πρώτα εκείνον και μετά τη φωτιά.
«Μ πορεί». «Στο κάτω κάτω, κανείς δεν είδε κάτι. Σίγουρα θα έβλεπαν αν η φωτιά μπήκε σκόπιμα». «Όχι απαραίτητα. Εδώ γύρω υπάρχουν πολλά σημεία για να κρυφτεί κάποιος. Πάρε δυο άντρες και έλεγξε την περιοχή, ειδικά εκείνα εκεί τα δέντρα». Ο Θραντ κατένευσε και φώναξε δύο από τους συντρόφους του. Η Άνγουιν γύρισε στον Βούλφγκαρ. «Πιστεύεις ότι ήταν εμπρησμός;» «Δεν ξέρω ακόμα». Δε χρειάστηκε να περιμένουν πολύ για την απάντηση. Δέκα λεπτά αργότερα ο Θραντ και οι άλλοι επέστρεψαν. «Κάποιοι ήταν στα δέντρα, αρχηγέ. Δυο άντρες. Βρήκαμε αποτυπώματα από πόδια και πατημένο γρασίδι». Ο Θραντ έδειξε με τον αντίχειρά του πάνω από τον ώμο του. «Τα ίχνη οδηγούν βορειοδυτικά. Θέλεις να τα ακολουθήσουμε;»
«Όχι. Οι δράστες θα έχουν εξαφανιστεί. Εξάλλου, νομίζω ότι ξέρω πού οδηγούν τα ίχνη». «Στο Μ πέρανχολντ», μουρμούρισε η Άνγουιν. Ο Θραντ συνοφρυώθηκε. «Γιατί να κάψει ο Ίνγκβαρ την αποθήκη ενός χωρικού;» «Για να στείλει μια προειδοποίηση», αποκρίθηκε ο Βούλφγκαρ. * Στο δρόμο της επιστροφής ήταν σιωπηλοί. Η Άνγουιν ανησυχούσε πολύ για τις επιπτώσεις που θα είχε το περιστατικό και δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Μ ια ματιά στο πρόσωπό της ήταν αρκετή για να καταλάβει ο Βούλφγκαρ ό,τι ήθελε να ξέρει. Όταν έφτασαν στον περίβολο του κάστρου και οι ιπποκόμοι πήραν τα άλογά τους, την τράβηξε παράμερα. «Μ η φοβάσαι. Θα στείλουμε περισσότερες περιπόλους. Δε θα αιφνιδιαστούμε ξανά». «Νόμιζα ότι η επίθεση θα γινόταν εδώ, όταν γινόταν», απάντησε η Άνγουιν.
«Αυτό είναι το πιο ισχυρό σημείο. Ο Ίνγκβαρ θα αναζητήσει πιο ευάλωτους στόχους». «Αυτή τη φορά ήταν μόνο μια αποθήκη. Θα σκοτώσει κόσμο την επόμενη;» «Όταν ξεκινάει κάποιος κάτι τέτοιο, κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί, παρά μόνο ότι θα είναι δυσάρεστο». «Είναι αυτό για το οποίο με προειδοποίησες». «Ναι. Προς το παρόν θα ήταν καλύτερα να μείνεις στα στενά όρια του κάστρου». Τα πράσινα μάτια της Άνγουιν άστραψαν. «Για πέντε ολόκληρα χρόνια ο Τόρσταϊν με είχε σαν φυλακισμένη! Δε θα επιτρέψω στον Ίνγκβαρ να μου στερήσει την ελευθερία!» «Τότε πρέπει να έχεις μαζί σου ένοπλη συνοδεία όταν βγαίνεις έξω». Η Άνγουιν γύρισε το πρόσωπό της απ’ την άλλη, προσπαθώντας να συγκρατήσει το θυμό της. Ο Βούλφγκαρ στένεψε τα μάτια του. «Αρχόντισσά μου;»
«Ναι, σε άκουσα». Έκανε μια αόριστη χειρονομία. «Παράξενο δεν είναι; Όταν πέθανε ο Τόρσταϊν, νόμιζα ότι ήμουν επιτέλους ελεύθερη, αλλά τελικά δεν άλλαξε τίποτα». «Δεν είναι μέρος του σχεδίου μου να παριστάνω το δεσμοφύλακα. Ό,τι λέω είναι μόνο για την προστασία σου». «Το ξέρω». «Τότε θα κάνεις αυτό που σου είπα;» Η Άνγουιν κούνησε το κεφάλι της. «Εντάξει». Ο Βούλφγκαρ χαλάρωσε λίγο. Για μια στιγμή είχε σκεφτεί ότι εκείνη θα αρνιόταν. Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν ήξερε τι θα έκανε. Μ πορούσε να την αναγκάσει να τον υπακούσει, αλλά τότε εκείνη θα αποξενωνόταν εντελώς απ’ αυτόν, πράγμα που δεν το ήθελε. «Ευχαριστώ», της είπε και της έσφιξε απαλά το μπράτσο. «Είναι για το καλό σου, πίστεψέ με». Τον πίστευε, αυτό ήταν το πρόβλημα. Αν της έδινε διαταγές, θα ήξερε πώς να αντιδράσει, αλλά μ’ αυτό
δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα –την αίσθηση του χεριού του στο μπράτσο της, τον τρόπο που την κοιτούσε. Εκείνη τη στιγμή ήθελε να την τραβήξει πιο κοντά του, να την αγκαλιάσει, να ακουμπήσει το κεφάλι της στο στέρνο του και να ξεχάσει τα πάντα. Όμως δε γινόταν. Ο Βούλφγκαρ ήταν μια καθησυχαστική παρουσία, αλλά έκανε απλώς τη δουλειά για την οποία τον πλήρωνε. Ουσιαστικά ήταν τόσο μόνη όσο ήταν πάντα. Έκανε πίσω και το χέρι του έπεσε από το μανίκι της. «Μ ε συγχωρείς, αλλά πρέπει να φύγω, αν θέλουμε να φάμε το βράδυ», του είπε. Δεν ήταν πρωτότυπη δικαιολογία, ωστόσο είχε το πλεονέκτημα να είναι εν μέρει αληθινή. Το σημαντικότερο ήταν ότι εξυπηρετούσε το σκοπό της, και το ήξεραν και οι δύο. Κεφάλαιο 9 Η Άνγουιν φρεσκαρίστηκε βιαστικά μετά την πρωινή ιππασία κι έπειτα πήγε να επιβλέψει τις
προετοιμασίες για το γεύμα. Μ ε τόσους επιπλέον άντρες, έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική. Οι απαιτήσεις σε κρέας ήταν τεράστιες. Καταλάβαινε πως σε λίγο θα έπρεπε να στείλει μια ομάδα για κυνήγι. Καθώς έβγαινε από τη σάλα, η κλαγγή των όπλων την ξάφνιασε προς στιγμήν. Όταν σήκωσε το κεφάλι της, είδε ότι οι άντρες ασκούνταν στη μάχη. Ο Έιβαν στεκόταν πιο πέρα και παρακολουθούσε, αλλά ο Ίνα και ο Βούλφγκαρ ήταν κοντά του και συζητούσαν, οπότε ήταν απίθανο να πάθει κάτι. Χαμογέλασε και συνέχισε το δρόμο της. * Η άσκηση είχε τελειώσει και οι άντρες είχαν μαζευτεί σε μικρές ομάδες και συζητούσαν. Ο Έιβαν κοίταξε τον Βούλφγκαρ. «Θέλω να μάθω να πολεμάω. Ο Ίνα λέει ότι θα με μάθει κάποτε». Ο Βούλφγκαρ έγνεψε καταφατικά. «Οι άντρες πρέπει να ξέρουν
να πολεμούν». Το παιδί κοίταξε το σπαθί και το στιλέτο που κρέμονταν από τη ζώνη του. «Πώς τα λες;» «Το σπαθί Αποκεφαλιστή και το στιλέτο Δάγκωμα του Φιδιού». «Μ πορώ να τα δω;» «Ναι, αλλά να προσέχεις». Ο Βούλφγκαρ τράβηξε το στιλέτο και το κράτησε στην παλάμη του. «Είναι πολύ κοφτερό». Ο Έιβαν κατένευσε και το κοίταξε με σεβασμό. Ύστερα, ανίκανος να αντισταθεί, το σήκωσε σαν σπαθί, το γύρισε από δω κι από κει κι ύστερα κατάφερε μερικά χτυπήματα σε έναν φανταστικό αντίπαλο. «Κάποτε θα έχω κι εγώ ένα στιλέτο σαν αυτό», δήλωσε. «Είμαι σίγουρος». Το παιδί έδωσε απρόθυμα το στιλέτο στον Βούλφγκαρ. Εκείνος το έβαλε στη θήκη του και έβγαλε το σπαθί. «Μ πορώ να το κρατήσω κι αυτό;» ρώτησε ο Έιβαν.
«Ναι, αλλά κράτα το γερά. Είναι βαρύ». Ο Έιβαν έπιασε τη λαβή και με τα δυο του χέρια, αλλά το σπαθί ήταν πολύ βαρύ. Ο Βούλφγκαρ τον βοήθησε να το κρατήσει. Ο Έιβαν αναστέναξε και τον κοίταξε απογοητευμένος. Εκείνος χαμογέλασε. «Κάποτε θα είσαι πολύ δυνατός και θα μπορείς να κρατάς ένα τέτοιο όπλο». «Ο Ίνα λέει ότι πρέπει να ξεκινάμε με ξύλινα σπαθιά». «Έχει δίκιο». «Μ α το ξύλινο σπαθί δεν κόβει». «Όχι, αλλά σε μαθαίνει πώς να χρησιμοποιείς το αληθινό». «Είχες κι εσύ ξύλινο σπαθί;» «Ναι». «Ο πατέρας σου σου έδωσε τον Αποκεφαλιστή;» «Όχι, το παρήγγειλα ειδικά για μένα». «Το σπαθί του πατέρα μου θάφτηκε μαζί του, αλλά δεν πέθανε στη μάχη».
«Ω». Ο Βούλφγκαρ αιφνιδιάστηκε. «Πώς πέθανε;» «Έπαθε επιληξία... Όχι, αποληξία...» «Αποπληξία», είπε μια φωνή πίσω τους. Γύρισαν και είδαν τον Ίνα. Εκείνος κοίταξε τον Βούλφγκαρ. «Ένα βράδυ κατέρρευσε στο δείπνο. Όλα τέλειωσαν σε δευτερόλεπτα». «Εγώ δε θα πεθάνω στο φαγητό», είπε ο Έιβαν. «Θα πεθάνω στη μάχη». «Πολύ ένδοξος θάνατος», απάντησε ο Ίνα. Άρχισαν να προχωρούν προς τη σάλα. «Δεν ήξερα ότι ο άρχοντας πέθανε με τέτοιο τρόπο», είπε ο Βούλφγκαρ. «Νόμιζα ότι σκοτώθηκε σε μάχη». «Λογικό συμπέρασμα», αποκρίθηκε ο Ίνα. «Και θα μπορούσε να είχε γίνει έτσι. Ήταν αριστοτέχνης στο σπαθί». «Ήξερε επίσης να διαλέγει πολεμιστές».
«Πράγματι». «Ήσουν καιρό στις υπηρεσίες του;» «Αρκετό». Ο Ίνα μόρφασε. «Ήταν πολύ οξύθυμος». «Σκληρό αφεντικό, δηλαδή». «Ναι, αλλά οι μεγάλοι άνθρωποι αντέχουν. Για τη γυναίκα και το παιδί στενοχωριόμουν –ειδικά για εκείνη. Ουσιαστικά την κρατούσε φυλακισμένη». Ο Βούλφγκαρ θυμήθηκε την κουβέντα του με την Άνγουιν και συνοφρυώθηκε. «Την κακοποιούσε;» «Πολλές φορές, αλλά δεν κατάφερε να υποτάξει το πνεύμα της. Του όρθωνε το παράστημά της». Ο Βούλφγκαρ σχημάτισε μια πιο σαφή εικόνα του Τόρσταϊν. Και μόνο η σκέψη ότι ένας άντρας χρησιμοποιούσε τη δύναμή του ενάντια σε μια γυναίκα του προκαλούσε αποστροφή. Όταν αυτή η γυναίκα ήταν η Άνγουιν... Η αποστροφή μετατράπηκε σε άγριο θυμό. Η συζήτηση τον διαφώτισε επίσης για την απροθυμία της να ξαναπαντρευτεί. Τώρα εξηγούνταν
πολλά απ’ αυτά που του είχε πει. «Της αξίζει κάτι καλύτερο», συνέχισε ο Ίνα. «Και του παιδιού». «Ναι, σίγουρα τους αξίζει κάτι καλύτερο». «Κάποτε θα βρεθεί ο σωστός άντρας. Κάποιος που θα την προστατεύει και θα της φέρεται καλά». Ο Ίνα έκανε μια παύση. «Ένας άντρας τον οποίο ίσως μπορέσει ν’ αγαπήσει». Ο Βούλφγκαρ συνοφρυώθηκε. «Μ πορεί, αλλά προς το παρόν την ευθύνη για την προστασία της την έχω εγώ». «Το ξέρω». «Δεν έχεις λόγο να φοβάσαι ότι θα αποτύχω στην αποστολή μου». «Ω, δε φοβάμαι αυτό». Και μ’ αυτό το αινιγματικό σχόλιο ο Ίνα ακολούθησε το παιδί μέσα στο σπίτι. Ο Βούλφγκαρ τον παρακολούθησε με μια ανεξήγητη αίσθηση ανησυχίας. Ένας άντρας τον οποίο ίσως μπορέσει ν’
αγαπήσει; Ποιος; Σίγουρα όχι ο Ίνγκβαρ. Υπήρχε κι άλλος θαυμαστής της στην περιοχή; Το συνοφρύωμά του βάθυνε. Αλλά, όσο κι αν προβληματιζόταν, υπήρχαν κι άλλα πράγματα που απαιτούσαν την προσοχή του. Καταρχήν, το πρόβλημα των επιπλέον περιπολιών. Βρήκε τον Χέρμουντ και το συζήτησε. «Καλή ιδέα», απάντησε εκείνος. «Θα το φροντίσω». «Οι άντρες θα περιπολούν νύχτα και μέρα, αρχίζοντας αμέσως. Πιάστηκα μια φορά στον ύπνο, αλλά είναι η τελευταία». «Δε θα μπορούσες να προβλέψεις τέτοια ύπουλη κίνηση». «Μ ετά την προειδοποίηση του Ίνγκβαρ, περιμένω κι άλλες τέτοιες κινήσεις. Αλλά μπορούμε να τον δυσκολέψουμε». «Ασφαλώς και μπορούμε. Οι άντρες θα το απολαύσουν». Ο Χέρμουντ σταμάτησε για λίγο. «Κι αν πιάσουμε κάποιον;»
«Θα στείλουμε το κεφάλι του στον Ίνγκβαρ». «Σωστά. Τέτοιες δόλιες πράξεις δεν ταιριάζουν σε πολεμιστές. Ας φέρει τις δυνάμεις του να πολεμήσουμε σώμα με σώμα». «Δεν πιστεύω ότι θα το κάνει. Θα προσπαθήσει να πετύχει τους σκοπούς του με άλλα μέσα». Ο Χέρμουντ έγνεψε καταφατικά. «Αν σκεφτείς τι έχει να κερδίσει, σίγουρα δε θα τα παρατήσει εύκολα». «Σωστά», συμφώνησε ο Βούλφγκαρ. * Το βράδυ στο δείπνο ενημέρωσε την Άνγουιν. «Πότε ξεκινούν οι καινούριες περιπολίες;» τον ρώτησε εκείνη. «Ξεκίνησαν ήδη». «Δε χασομεράς καθόλου, ε;» «Αν χασομερούσα, θα ήμουν νεκρός από καιρό». Η Άνγουιν χαμογέλασε. «Η ζωή ενός μισθοφόρου απαιτεί
επαγρύπνηση, έτσι;» «Φυσικά». «Ωστόσο απολαμβάνεις αυτή τη ζωή». «Έχει τα πλεονεκτήματά της». «Και τα μειονεκτήματά της. Κάθε μάχη μπορεί να είναι η τελευταία σου». «Το διακινδυνεύω». «Δε σε ανησυχεί αυτό;» «Όχι, γιατί να με ανησυχεί; Το νήμα της ζωής ενός ανθρώπου κόβεται όταν το αποφασίσουν οι Νόρνιρ. Τι νόημα θα είχε ν’ ανησυχώ;» «Κανένα, αλλά καλύτερα να μην τις προκαλείς». «Τις έχω προκαλέσει πολλές φορές, αλλά δεν ενδιαφέρθηκαν. Αντιθέτως, είχα μεγάλη τύχη. Πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι μου αξίζει». Η Άνγουιν διέκρινε την πικρία στη φωνή του και κατάλαβε πού οφειλόταν. «Μ άλλον δεν ήρθε η ώρα
σου να πεθάνεις. Ίσως πρέπει να κάνεις περισσότερα πράγματα σ’ αυτό τον κόσμο πριν περάσεις στον επόμενο». «Κάποιος σκοπός για τον οποίο προορίζομαι;» Ο Βούλφγκαρ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν υπάρχει σκοπός, Άνγουιν. Γεννιόμαστε, πολεμάμε και μετά πεθαίνουμε». «Ο πόλεμος είναι το άλφα και το ωμέγα;» «Ένας άντρας που πολεμάει υποφέρει λιγότερο από κάποιον που δεν το κάνει. Έτσι είναι η ζωή». «Τι θλιβερή άποψη για τη ζωή!» «Παρ’ όλα αυτά, είναι σωστή». «Όμως δε σκεφτόσουν πάντα έτσι». «Όχι, αλλά τώρα ξέρω καλύτερα. Θα δίνω τις μάχες μου και κάποια μέρα θα συναντήσω τον πολεμιστή που το σπαθί του θα είναι πιο δυνατό απ’ το δικό μου». «Ο θάνατός σου δεν πρόκειται ν’ αλλάξει το παρελθόν». Η φωνή της ήταν απαλή, αλλά τα λόγια της τον αιφνιδίασαν και η
ακρίβειά τους τον διαπέρασε σαν μαχαιριά. Έσφιξε την κούπα του και τα μάτια του γέμισαν θυμό. Θυμό προς τον εαυτό του. Οι συνθήκες που επέλεγε να πολεμάει θα έπρεπε να τον έχουν σκοτώσει πενήντα φορές. Αντί γι’ αυτό, είχε αποκτήσει πλούτη και φήμη. Σχεδόν άκουγε τους θεούς να γελούν. Η Άνγουιν ρίγησε όταν είδε την έκφραση που είχε πάρει το βλέμμα του. Για λίγη ώρα δε μίλησε κανείς και κατάλαβε πως έπρεπε ν’ αλλάξουν θέμα συζήτησης. «Αρέσει στους άντρες σου να κυνηγούν;» τον ρώτησε. «Φυσικά. Γιατί ρωτάς;» «Θα χρειαστούμε φρέσκο κρέας και υπάρχουν πολλοί αγριόχοιροι στο δάσος». «Θα το φροντίσω». «Θα μπορούσα να πάω μαζί τους;» «Όχι βέβαια!» Μ ε το που το είπε, ο Βούλφγκαρ το μετάνιωσε. Είχε ακουστεί πολύ αλαζόνας και
αυταρχικός. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και συνέχισε σε πιο ήπιο τόνο. «Μ ε συγχωρείς. Δεν ήθελα να ακουστώ αυταρχικός. Εννοούσα πως είναι πολύ επικίνδυνο προς το παρόν. Στα δάση δεν υπάρχουν μόνο αγριόχοιροι, όπως αποδείχτηκε πρόσφατα. Θα ήσουν εύκολος στόχος εκεί». Η ενόχληση της Άνγουιν μετατράπηκε σε απογοήτευση. «Ω, ναι, καταλαβαίνω». Ο Βούλφγκαρ άδραξε την ευκαιρία. «Αλλά, αν θέλεις, μπορείς να πας για κυνήγι με γεράκια. Στον ανοιχτό χώρο ο εχθρός φαίνεται από μακριά και αντιμετωπίζεται εύκολα. Και θα απολαύσεις τον καθαρό αέρα». Τα πράσινα μάτια της έλαμψαν. «Θα μου άρεσε αυτό». «Ωραία. Πάμε αύριο αν θέλεις». «Ω, ναι. Θα είναι υπέροχα». Αμέσως η συνηθισμένη επιφυλακτικότητά της εξαφανίστηκε και το πρόσωπό της φωτίστηκε από ένα
χαμόγελο που έκανε το χτυποκάρδι του Βούλφγκαρ να επιταχυνθεί επικίνδυνα. Σκέφτηκε ότι το στόμα της ήταν για φίλημα. Και η ανάμνηση του φιλιού τους ξύπνησε τον πόθο του. Μ ε μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να τον ελέγξει. «Πρέπει να βρούμε ένα γεράκι», είπε. «Ο σύζυγός μου είχε πολλά. Σίγουρα θα βρούμε κάποιο που θα σου κάνει». Καθώς συνέχιζαν τη συζήτηση για το κυνήγι με γεράκια, αποδείχτηκε ότι η Άνγουιν ήταν πολύ καλά πληροφορημένη. Είχε χαλαρώσει και μιλούσε χωρίς επιφυλάξεις, άκουγε, έκανε ερωτήσεις. «Πού τα έμαθες όλα αυτά;» τη ρώτησε. «Ο πατέρας και οι αδερφοί μου ήταν φανατικοί κυνηγοί και με έμαθαν πολλά. Αλλά και ο Τόρσταϊν ήταν ικανός κυνηγός. Φυσικά, δε με έπαιρνε συχνά μαζί του». Ο Βούλφγκαρ κατάπιε το σχόλιο που του ήρθε στο μυαλό. Ο Τόρσταϊν μπορεί να ήξερε πολλά για τα
γεράκια, όμως κατά τ’ άλλα ήταν ηλίθιος. * Ήταν αργά, αλλά η Άνγουιν δεν έδειχνε να το έχει προσέξει ούτε να σκοπεύει να φύγει. Ο Βούλφγκαρ δεν τολμούσε να σκεφτεί ότι είχε αρχίσει να τον συμπαθεί, παρ’ όλο που απόψε έδειχνε να απολαμβάνει περισσότερο τη συντροφιά του. Ήταν τουλάχιστον μια αρχή. Ποτέ δεν είχε κοπιάσει τόσο για να κερδίσει μια γυναίκα, αλλά από την άλλη η Άνγουιν αντιπροσώπευε μια πρόκληση που σπάνια συναντούσε στη ζωή του ένας άντρας. Οι συνθήκες δεν τους επέτρεπαν κάτι περισσότερο από μια σύντομη ερωτική σχέση, αλλά την ποθούσε όσο δεν είχε ποθήσει ποτέ άλλη γυναίκα. * Το επόμενο πρωί ξεκίνησαν νωρίς μαζί με άλλους έξι άντρες. Στον ανοιχτό χώρο η Άνγουιν αισθανόταν υπέροχα και έπιασε τον εαυτό της να χαμογελάει χωρίς προφανή λόγο. Κάθε σκέψη για τον Ίνγκβαρ είχε
σβήσει και απολάμβανε τη συντροφιά που λαχταρούσε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Κοίταξε ασυναίσθητα τον Βούλφγκαρ, που εκείνη τη στιγμή χάιδευε ένα σπάνιο αρκτικό γεράκι. Το χέρι του ήταν δυνατό και σταθερό, αλλά το άγγιγμά του απίστευτα τρυφερό. Έτσι θα χάιδευε μια γυναίκα, σκέφτηκε. Αυτή η σκέψη της ξανάφερε στο μυαλό την ανάμνηση που αγωνιζόταν να ξεχάσει και το κορμί της πλημμύρισε από ένα κύμα πόθου. Σαν να ένιωσε ότι τον κοιτούσε, ο Βούλφγκαρ σήκωσε το κεφάλι του και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Της χαμογέλασε μ’ εκείνο το γνωστό, ζεστό χαμόγελο που έκανε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Ένας από τους άντρες φώναξε. Η Άνγουιν κοίταξε προς τα εκεί που έδειχνε και είδε το περιστέρι. Διαισθανόμενο τον κίνδυνο, το πουλί πέταξε γοργά για να κρυφτεί στα δέντρα. Ο Βούλφγκαρ έβγαλε την κουκούλα από το κεφάλι του γερακιού και άνοιξε τον κρίκο που συγκρατούσε τα πόδια του. Ύστερα του μίλησε σιγανά και το άφησε. Το γεράκι ανέβηκε ψηλά και τα
χρυσαφένια μάτια του εντόπισαν το θήραμα. Τη στιγμή που βουτούσε προς τα κάτω, η Άνγουιν κράτησε την ανάσα της. Το χτύπημα συνοδεύτηκε από μια διαπεραστική κραυγή και δυνατό φτεροκόπημα. Ο Βούλφγκαρ σφύριξε για να γυρίσει το γεράκι στο χέρι του, αφήνοντας έναν από τους άντρες του να μαζέψει το περιστέρι. «Ωραίο χτύπημα», είπε η Άνγουιν. «Ναι», συμφώνησε ο Βούλφγκαρ. «Αλλά το επόμενο περιστέρι που θ’ αφήσουμε είναι δικό σου». * Μ έχρι το μεσημέρι ο αριθμός των θηραμάτων ήταν εντυπωσιακός. Η Άνγουιν με τον Βούλφγκαρ έδεσαν τα άλογά τους, απομακρύνθηκαν λίγο από τους άλλους και άπλωσαν τις κάπες τους στο γρασίδι για να γευματίσουν ελαφρά με ψωμί, τυρί και κρύο κρέας. Η Άνγουιν έτρωγε πεινασμένα, καθώς ο καθαρός αέρας της είχε ανοίξει την όρεξη. Τα μάγουλά της είχαν ροδίσει και τα μάτια της έλαμπαν. Αρκετά
τσουλούφια είχαν ξεφύγει από την πλεξούδα της και σχημάτιζαν ένα σαγηνευτικό φωτοστέφανο γύρω από το πρόσωπό της. Ο Βούλφγκαρ κοίταξε την κορδέλα που συγκρατούσε τα μαλλιά της. Έμπαινε στον πειρασμό να τη λύσει και να αφήσει το μεταξένιο καταρράκτη ελεύθερο. Πώς θα αντιδρούσε εκείνη αν το έκανε; Χαμογέλασε νοερά. Αν ήταν μόνοι... Αλλά δεν ήταν. Ευτυχώς. Δεν ήξερε αν θα μπορούσε να σταματήσει στο λύσιμο των μαλλιών της. Χωρίς να έχει αντιληφθεί την πορεία που είχαν πάρει οι σκέψεις του, η Άνγουιν τέλειωσε το φαγητό της, τίναξε τα ψίχουλα από τη φούστα της και σηκώθηκε. «Έχει ένα ρυάκι λίγο πιο κάτω. Πάω να πιω νερό». «Όχι μόνη σου». Η Άνγουιν κοίταξε γύρω. «Δεν υπάρχει κίνδυνος». «Ας μην υπάρχει. Θα πάμε μαζί». Ο τόνος του ήταν επιτακτικός και το γεγονός ότι την είχε συνέχεια από κοντά θα έπρεπε να την ενοχλεί, όμως δεν την ενοχλούσε.
«Όπως θέλεις», του απάντησε. Προχώρησαν μαζί χωρίς να μιλούν. Παρ’ όλο που η σιωπή ήταν συντροφική, ήταν επίσης φορτισμένη με ένταση. Όταν έφτασαν στο ρυάκι, η Άνγουιν έσκυψε και γέμισε τις χούφτες της με καθαρό, κρύο νερό. Ο Βούλφγκαρ την παρατήρησε για λίγο κι ύστερα τη μιμήθηκε. Το προφίλ του ήταν τώρα στραμμένο προς το μέρος της και η Άνγουιν ρούφηξε κάθε λεπτομέρεια, απομνημονεύοντας κάθε γραμμή. Εκείνος χόρτασε τη δίψα του και σηκώθηκε αργά. Για μια στιγμή την κοίταξε σιωπηλός, έπειτα άπλωσε το χέρι του. Μ ετά από ένα μικρό δισταγμό, η Άνγουιν το πήρε. Τα δάχτυλά του έκλεισαν γύρω από τα δικά της και την τράβηξε απαλά για να σηκωθεί. Ύστερα, αντί να την αφήσει, έφερε το χέρι της στα χείλη του, το γύρισε και απόθεσε ένα τρυφερό φιλί στην παλάμη της. Το φιλί του την έκαψε σαν πυρωμένο σίδερο. Ένα ρίγος ηδονής διαπέρασε το κορμί της και το
μυαλό της ξεστράτισε σε άλλες, πιο επικίνδυνες σκέψεις. Ο Βούλφγκαρ της χαμογέλασε. «Έλα. Πρέπει να γυρίσουμε στους άλλους». Η Άνγουιν άφησε την ανάσα που κρατούσε ασυναίσθητα, νιώθοντας να την πλημμυρίζει ανακούφιση, μαζί με ένα άλλο συναίσθημα που δεν τόλμησε να αναλύσει. Πήραν το δρόμο της επιστροφής διατηρώντας το βηματισμό των αλόγων σε αργό ρυθμό, απολαμβάνοντας τη λιακάδα. Οι άντρες της συνοδείας τους γελούσαν, αστειεύονταν και μιλούσαν για το κυνήγι. Η Άνγουιν άκουγε χαμογελώντας. «Πέρασες ευχάριστα σήμερα;» τη ρώτησε ο Βούλφγκαρ. «Ειλικρινά, δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που πέρασα τόσο καλά». «Ωραία. Πρέπει να οργανώσουμε κι άλλη έξοδο, και σύντομα». «Θα το ήθελα πολύ». Μ άλλον δεν ήταν συνετό, αλλά δεν την ένοιαζε. Αισθανόταν σαν να μαράζωνε για χρόνια σ’ ένα
σκοτεινό μπουντρούμι και ξαφνικά την είχαν αφήσει ελεύθερη στη λιακάδα. Κεφάλαιο 10 Καθώς περνούσαν την πύλη, το χαμόγελο της Άνγουιν έσβησε. Ο Βούλφγκαρ το πρόσεξε και, ακολουθώντας το βλέμμα της, είδε τα άλογα έξω από τη σάλα. Λίγο πιο πέρα στέκονταν μερικοί άντρες. Τα ενδύματά τους φανέρωναν πως ήταν συνοδοί κάποιου αριστοκράτη. Για μια στιγμή ο Βούλφγκαρ σκέφτηκε πως είχε γυρίσει ο Ίνγκβαρ, αλλά καθώς πλησίαζαν οι άντρες στράφηκαν προς το μέρος τους και βρέθηκε να κοιτάζει πρόσωπα που του ήταν τελείως άγνωστα. Αλλά την επόμενη στιγμή διαπίστωσε ότι η Άνγουιν τους αναγνώρισε. «Ο Όσρικ», μουρμούρισε. Ο Βούλφγκαρ της έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα. «Ο Όσρικ;» «Ο μεγάλος αδερφός μου». Η έκφρασή της πρόδιδε την ίδια έκπληξη που ένιωθε κι εκείνος, αλλά και κάποια ανησυχία. Η
περιέργεια του Βούλφγκαρ κεντρίστηκε. Σταμάτησαν τα άλογα, ξεπέζεψαν, και η Άνγουιν πήγε να χαιρετήσει τους νεοφερμένους. Ανάμεσά τους ήταν ένας άντρας γύρω στα είκοσι πέντε, λεπτός και δεμένος. Έμοιαζε με την Άνγουιν στα ψηλά ζυγωματικά και στο σχήμα του στόματος, αλλά οι ομοιότητες σταματούσαν εκεί. Τα μαλλιά του ήταν ανοιχτά καστανά και τα μάτια του γαλάζια. «Όσρικ! Τι έκπληξη!» Τον αγκάλιασε και τον φίλησε στα μάγουλα, όμως ο Βούλφ-γκαρ πρόσεξε ότι η εγκαρδιότητα δεν ήταν αμοιβαία. «Μ ια χαρά σε βλέπω, αδερφή. Και όμορφη όπως πάντα». «Τι κάνεις εδώ;» «Ήμουν περαστικός, πηγαίνω βόρεια». Ο Βούλφγκαρ ύψωσε ελαφρά το φρύδι του. Αν κατευθυνόταν βόρεια, ήταν πολύ έξω από το δρόμο του. Ή είχε κακή αίσθηση προσανατολισμού ή έλεγε ψέματα.
«Χαίρομαι που ήρθες να με δεις», είπε η Άνγουιν. «Σου είχα πει ότι θα ερχόμουν». «Ναι, μου το είχες πει». Ο Όσρικ χαμογέλασε βεβιασμένα. «Βλέπω ότι το Ντράκενσμπουρκ ευημερεί». «Ναι, ευημερεί». «Οι τελευταίοι μήνες πρέπει να ήταν δύσκολοι για σένα». «Τα καταφέρνω αρκετά καλά. Έχω καλούς ανθρώπους να με βοηθούν». «Α». «Δεν έχεις γνωρίσει τον πλοίαρχο Βούλφγκαρ». «Όχι». Ο Όσρικ έδειξε να προσέχει για πρώτη φορά τον Βούλφγκαρ και τον κοίταξε με κριτικό βλέμμα. «Είναι υπεύθυνος για την αμυντική δύναμη του Ντράκενσμπουρκ», του εξήγησε η Άνγουιν. «Μ άλιστα». Ο Όσρικ τίμησε τον Βούλφγκαρ με ένα νεύμα. «Είμαι
σίγουρος ότι κάνεις καλή δουλειά». Ο Βούλφγκαρ αγνόησε τον συγκαταβατικό τόνο του και ανταπέδωσε το νεύμα. «Γι’ αυτό πληρώνομαι». Για μια στιγμή ο Όσρικ σάστισε και κοίταξε την Άνγουιν ερωτηματικά. Εκείνη το αγνόησε. «Θα είστε κουρασμένοι ύστερα από τόσο δρόμο, αδερφέ. Θα θέλατε κάτι δροσιστικό εσύ και οι άντρες σου;» «Ναι, ευχαριστούμε». Η Άνγουιν στράφηκε στον Βούλφγκαρ. «Μ ας συγχωρείς. Ο αδερφός μου κι εγώ πρέπει να μιλήσουμε», του είπε. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του και εκείνη οδήγησε τον αδερφό της και τους συντρόφους του μέσα. Ο Βούλφγκαρ τους παρατηρούσε σκεφτικός. Η ένταση ανάμεσα στα δύο αδέρφια ήταν σχεδόν απτή. «Δεν τα πάνε και πολύ καλά, αρχηγέ», είπε μια φωνή πίσω του.
Γύρισε και είδε τον Άσουλφ, που είχε πλησιάσει χωρίς να τον καταλάβει. «Έτσι φαίνεται», παρατήρησε. «Απόψε στο δείπνο δε θα έχουμε γέλια». «Κάτι τέτοιο υποψιάζομαι». * Αφού πρόσφερε στους επισκέπτες της μπίρα, η Άνγουιν πήρε τον αδερφό της παράμερα. «Και τώρα πες μου γιατί ήρθες πραγματικά, Όσρικ». «Σου είπα. Είμαστε...» «Περαστικοί; Αποκλείεται». «Άλλαξες πολύ από την τελευταία φορά που σε είδα, Άνγουιν. Είσαι πιο...» «Μ εγάλη;» «Ναι, αλλά και πιο... αεράτη, πιο σίγουρη για τον εαυτό σου». «Πιο ώριμη, για την ακρίβεια». «Ναι». «Πίστεψέ με, Όσρικ, μεγάλωσα γρήγορα».
«Όλοι μεγαλώνουμε, αδερφή». «Τι ήρθες να μου πεις;» «Φέρνω νέα από το σπίτι». Η Άνγουιν τσιτώθηκε. «Είναι όλοι καλά;» «Τα αδέρφια μας είναι πολύ καλά». «Χαίρομαι που το ακούω». «Η μητέρα σού στέλνει τους πιο θερμούς χαιρετισμούς της». «Ο πατέρας;» «Α, ναι, ο πατέρας». Το στομάχι της Άνγουιν σφίχτηκε. Τώρα έμπαιναν στο θέμα. «Δεν ήταν καλά τους τελευταίους μήνες». «Λυπάμαι που το ακούω». «Έχω αναλάβει πολλές από τις ευθύνες που είχε παλιά». «Σίγουρα θα σε ευγνωμονεί για τη βοήθειά σου». «Καθήκον μου είναι». Ο Όσρικ σταμάτησε. «Και μια που το συζητάμε, σκέφτηκες καθόλου το θέμα
που θίξαμε την προηγούμενη φορά που ήρθα;» «Τον πλούσιο άρχοντα του Βορρά;» «Ακριβώς». «Φυσικά». Ο Όσρικ παρερμήνευσε την απάντησή της και κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά. «Αυτή η συμμαχία θα αύξανε σημαντικά το κύρος της οικογένειάς μας, για να μην πω τον πλούτο της». «Δεν αμφιβάλλω. Μ όνο που υπάρχει ένα πρόβλημα». «Τι πρόβλημα;» «Δεν πρόκειται να τον παντρευτώ». Ο Όσρικ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά!» «Ποτέ στη ζωή μου δε μίλησα πιο σοβαρά». «Κοίτα, Άνγουιν. Ξέρω ότι ο πρώτος σου γάμος δεν ήταν ευτυχισμένος, αλλά...» «Ο πρώτος μου γάμος ήταν σκέτος εφιάλτης, ένας εφιάλτης στον
οποίο συνέβαλες κι εσύ». «Είχα τις καλύτερες προθέσεις. Ο Τόρσταϊν...» «Ο Τόρσταϊν ήταν κτήνος και το ήξερες. Κι όμως, πήρες το μέρος του πατέρα! Σε ικέτευα, αλλά εσύ με αγνοούσες». «Ο πατέρας θα επέμενε ούτως ή άλλως στο γάμο. Δε θα άλλαζε τίποτα αν παρενέβαινα. Εξάλλου, ό,τι έγινε, έγινε. Δε μπορούμε ν’ αλλάξουμε το παρελθόν». «Αυτό είναι αλήθεια, αλλά μπορούμε να σχεδιάσουμε το μέλλον. Δεν είμαι πια παιδί και δε δέχομαι να με αντιμετωπίζουν σαν περιουσιακό στοιχείο. Αν παντρευτώ ξανά, θα επιλέξω εγώ το σύζυγό μου, όχι εσείς». «Μ η γίνεσαι ανόητη, Άνγουιν. Είναι μια θαυμάσια ευκαιρία. Δεν μπορείς να την πετάξεις». «Περίμενε και θα δεις». Ο Όσρικ έμεινε για λίγο σιωπηλός, κοιτάζοντάς τη με αγανάκτηση. «Το εννοείς, έτσι;»
«Μ ην αμφιβάλλεις καθόλου». «Αυτό δε θ’ αρέσει στον πατέρα». «Λυπάμαι. Πρέπει να το αποδεχτεί». «Θα σε αναγκάσει να υπακούσεις». «Όχι, κανείς από τους δυο σας δε θα με αναγκάσει. Στην ανάγκη, θα κλειστώ στο Ντράκενσμπουρκ με έναν ολόκληρο στρατό». * Ο Βούλφγκαρ έστειλε το κυνήγι στην κουζίνα και μετά πήγε στο ξυλουργείο. Το καινούριο κατάρτι ήταν σχεδόν έτοιμο. Η επισκευή του πηδαλίου είχε ολοκληρωθεί. Αν δεν είχε κάνει τη συμφωνία με την Άνγουιν, εκείνος και το πλήρωμά του θα έφευγαν την επόμενη μέρα. Οι άντρες του έδειχναν αρκετά ευχαριστημένοι. Η ζωή εκεί ήταν εύκολη και προς το παρόν τους ικανοποιούσε, όμως δε συγκρινόταν με τη γοητεία της θάλασσας ή την αίσθηση του καραβιού κάτω από τα πόδια τους.
«Λοιπόν, ποιος ήταν αυτός με την αρχόντισσα Άνγουιν;» τον ρώτησε ο Χέρμουντ. Ο Βούλφγκαρ γύρισε απότομα στην πραγματικότητα. «Ο αδερφός της, κάποιος Όσρικ». «Αδερφός, ε; Και τι θέλει εδώ;» «Ήρθε να τη δει. Λέει ότι πηγαίνει βόρεια». «Βόρεια; Δεν είναι πολύ έξω από το δρόμο του;» «Το ίδιο ακριβώς σκέφτηκα κι εγώ. Είναι κάτι περισσότερο από απλή επίσκεψη». «Μ άλλον». «Θα το μάθουμε σύντομα, υποθέτω». «Ναι, σίγουρα...» Ο Χέρμουντ σταμάτησε απότομα όταν του τράβηξε κάτι την προσοχή. Ο Βούλφγκαρ γύρισε τη στιγμή που η Άνγουιν έβγαινε από την πύλη καλπάζοντας. «Δεν πρέπει να βγαίνει μόνη», είπε ο Χέρμουντ. «Δεν είναι ασφαλές». «Της το είπα».
«Α, τότε θα έχει σοβαρό λόγο που αγνόησε τη συμβουλή σου». Ο Βούλφγκαρ έσμιξε τα φρύδια του. «Το καλό που της θέλω». Άφησε τον Χέρμουντ και έτρεξε στους στάβλους. Λίγο αργότερα ξεκινούσε καλπάζοντας για να κυνηγήσει την Άνγουιν. * Η Άνγουιν δεν ήξερε πού πήγαινε. Ήξερε μόνο ότι ήθελε να φύγει για λίγο από το Ντράκενσμπουρκ. Έβραζε από θυμό και αποστροφή όσο θυμόταν τη συζήτηση με τον αδερφό της. Δε θα γλίτωνε ποτέ από τους άντρες που ήθελαν να διαφεντεύουν τη ζωή της; Πραγματικά πίστευαν ότι θα τους υπάκουγε πάλι πειθήνια; Αν ναι, τους περίμενε μια έκπληξη. Δάκρυα οργής πλημμύρισαν τα μάτια της. Έσκυψε μπροστά και άφησε το άλογο να καλπάσει. Ήξερε πως αυτό που έκανε ήταν παράτολμο, αλλά δεν την ένοιαζε. Το άλογο ήταν νέο και έξυπνο, ο αέρας στο πρόσωπό της την αναζωογονούσε και της έδινε μια
αίσθηση ελευθερίας. Είχαν τρέξει παραπάνω από ένα χιλιόμετρο, όταν επιβράδυνε το ρυθμό της για ν’ αφήσει το ζώο ν’ ανασάνει. Μ όνο τότε άκουσε τον πνιχτό ήχο από οπλές πίσω της. Γύρισε και είδε έναν καβαλάρη να την πλησιάζει. Για μια στιγμή θορυβήθηκε, αλλά η ανησυχία της καταλάγιασε όταν πρόσεξε ότι ήταν μόνος. Όταν έφτασε αρκετά κοντά της, τον αναγνώρισε. «Ο Βούλφγκαρ», μουρμούρισε. Η έκπληξή της μετατράπηκε σε ανησυχία μόλις είδε την έκφραση στο πρόσωπό του. «Συμβαίνει κάτι, πλοίαρχε;» τον ρώτησε. Εκείνος την κοίταξε παγερά. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» Ο αυταρχικός τόνος του φούντωσε ξανά το θυμό της. «Εσύ τι λες ότι κάνω;» «Ότι αψηφάς την κοινή λογική. Ανόητη. Δεν ξέρεις πως δεν πρέπει να φεύγεις μόνη;» Η Άνγουιν ύψωσε το πιγούνι της. «Θα πηγαίνω όπου θέλω!»
«Όχι όσο είμαι υπεύθυνος για την προστασία σου». «Εγώ είμαι αυτή που δίνει διαταγές στο Ντράκενσμπουρκ, όχι εσύ». «Δεν είναι αυτό το θέμα». «Δεν είναι;» «Κάναμε μια συμφωνία, το ξέχασες; Αν δε σκοπεύεις να την τηρήσεις, τη διαλύουμε αμέσως». Η Άνγουιν σάστισε. «Τη διαλύουμε;» «Ακριβώς. Νομίζεις ότι θα κάθομαι να χάνω τον καιρό μου οργανώνοντας αμυντική δύναμη, για να υποσκάπτει τις προσπάθειές μου μια ξεροκέφαλη, επιπόλαιη γυναίκα που αλλάζει τους όρους όπως τη βολεύουν;» «Δεν άλλαξα τους όρους». «Ω, αλήθεια;» Ο Βούλφγκαρ έδειξε γύρω. «Τότε τι κάνεις εδώ ολομόναχη;» «Δεν είχα κακή πρόθεση. Δε σκέφτηκα...»
«Όχι, δε σκέφτηκες. Αλλιώς θα έβλεπες τον κίνδυνο». Η Άνγουιν κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μην απαντήσει στον ίδιο αλαζονικό τόνο. Ήξερε ότι ο Βούλφγκαρ είχε δίκιο. «Δε θέλω να διαλύσουμε τη συμφωνία μας», είπε. «Αυτή την εντύπωση έδωσες». «Εγώ... απλώς...» «Απλώς τι;» Εκείνη τη στιγμή ο Βούλφγκαρ πρόσεξε τα σημάδια από δάκρυα στο πρόσωπό της και έσμιξε τα φρύδια του. «Άνγουιν;» Η Άνγουιν ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν ξανά. «Μ ε συγχωρείς», μουρμούρισε. Αν ήταν οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, ο Βούλφγκαρ θα υποψιαζόταν ότι προσπαθούσε να προκαλέσει τη συμπόνια του, αλλά προφανώς η θλίψη της οφειλόταν σε κάτι που είχε συμβεί νωρίτερα. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και ο θυμός του υποχώρησε. «Θέλεις να μου πεις τι συνέβη;»
Εκείνη κατένευσε. Ξεπέζεψαν, προχώρησαν λίγο και κάθισαν σ’ έναν πεσμένο κορμό. «Λοιπόν...» Η Άνγουιν πήρε μια ανάσα για να ηρεμήσει και μετά του επανέλαβε τη συζήτηση με τον αδερφό της. Εκείνος την άκουγε χωρίς να τη διακόπτει, αλλά ο θυμός του φούντωνε ξανά για εντελώς διαφορετικό λόγο. «Αν βρίσκεις την ιδέα αυτού του γάμου τόσο αποκρουστική, καλά κάνεις και αρνείσαι», της είπε όταν τελείωσε. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Δεν είναι τόσο απλό. Ο πατέρας μου είναι ισχυρός...» «Δεν μπορεί να σε αναγκάσει να ξαναπαντρευτείς». «Δεν τον ενδιαφέρει τι θέλω εγώ. Δε θα διστάσει να χρησιμοποιήσει ακόμα και βία, αν δεν τον υπακούσω. Αυτό είπε ο αδερφός μου πριν φύγω». Η αγωνία της ήταν φανερή, παρ’ όλο που προσπαθούσε να την
κρύψει. Ο Βούλφγκαρ συγκινήθηκε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι περίμενε, περισσότερο απ’ ό,τι αν εκείνη είχε βάλει τα κλάματα. Ταυτόχρονα συνειδητοποίησε πόσο ευάλωτη ήταν. «Μ πορεί να προσπαθήσει, αλλά δε θα τα καταφέρει», της είπε. «Το Ντράκενσμπουρκ είναι δυνατό. Θα είσαι ασφαλής». «Αναρωτιέμαι αν θα είμαι ποτέ πραγματικά ασφαλής». «Δε θα επιτρέψω σε κανένα να σε πάρει με τη βία». Η Άνγουιν ηρέμησε κάπως. «Δηλαδή δε θα διαλύσεις τη συμφωνία μας;» «Όχι». «Σ’ ευχαριστώ». «Αλλά θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα με ακούς στο συγκεκριμένο θέμα». «Σου το υπόσχομαι. Και σου ζητώ συγνώμη που σε ανησύχησα. Δε θα το ξανακάνω».
Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε μελαγχολικά. «Φρόντισε να μην το ξανακάνεις. Ακόμα κι αν δεν καραδοκούν γύρω άντρες του Ίνγκβαρ για να σε απαγάγουν, θα σκοτωθείς αν τρέχεις έτσι με το άλογο». «Συνήθως δεν τρέχω. Αλλά ήμουν πολύ θυμωμένη και ήθελα να φύγω όσο πιο μακριά γινόταν από τον Όσρικ». «Υποθέτω ότι πρέπει να είμαι ευγνώμων που δε χρειάστηκε να σε κυνηγήσω μέχρι τα σύνορα». «Θα σκεφτόσουν πως δεν άξιζε τον κόπο και θα τα παρατούσες γρήγορα». «Ποτέ δεν τα παρατάω όταν βάλω ένα στόχο, γλυκιά μου, και στο τέλος θα σ’ έβρισκα. Μ όνο που τότε θα ήμουν πολύ πιο θυμωμένος». «Και με το δίκιο σου». «Ναι. Αν και νομίζω ότι θα δυσκολευόμουν να μείνω για πολύ θυμωμένος μαζί σου». Η έκφραση στα γαλάζια μάτια του ήταν πολύ εύγλωττη και η Άνγουιν ένιωσε να την κυριεύει ένα κύμα
έξαψης. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνοι μέσα στην ερημιά. Δεν υπήρχε τίποτα για να τον σταματήσει. Κι αν το έκανε; Κατάπληκτη από την απάντηση που της έδωσε η καρδιά της, απέφυγε το βλέμμα του για να κρύψει τα συναισθήματά της. «Τρέμεις. Τι φοβάσαι, Άνγουιν;» Ο Βούλφγκαρ σταμάτησε για λίγο. «Εμένα;» «Όχι. Όχι βέβαια». Ήταν αλήθεια. Δε φοβόταν εκείνον. «Τότε κοίταξέ με». Η Άνγουιν αναστέναξε και γύρισε να τον κοιτάξει. «Δε θα σου κάνω κακό. Ούτε θα επιτρέψω να σου συμβεί κάτι». «Το ξέρω». Τα πράσινα μάτια της εξέφραζαν εμπιστοσύνη, ίσως το τελευταίο συναίσθημα που περίμενε να δει εκείνη τη στιγμή ο Βούλφγκαρ. Ήταν τόσο δυνατό, που τον ξάφνιασε και εμπόδισε τη φαντασία του να
συνεχίσει τον ηδονικό δρόμο που είχε πάρει. Της έσφιξε απαλά το χέρι. Ύστερα σηκώθηκε απρόθυμα και τη βοήθησε να σηκωθεί κι εκείνη. «Καλύτερα να γυρίσουμε, πριν στείλει ο Χέρμουντ κανένα απόσπασμα να μας αναζητήσει». Η Άνγουιν απλώς συγκατένευσε, φοβούμενη ότι αν μιλούσε θα αποκάλυπτε τα συναισθήματά της. Το άγγιγμά του ήταν ζεστό και δυνατό, καθησυχαστικό και ερεθιστικό ταυτόχρονα. Χαιρόταν που ο Βούλφγκαρ δεν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις της. Δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι ένας άντρας θα την έβαζε σε τέτοιο πειρασμό. Προχώρησαν μέχρι εκεί που είχαν αφήσει τα άλογα, ανέβηκαν και έφυγαν, αυτή τη φορά με πολύ πιο αργό ρυθμό. * Εκείνο το βράδυ το δείπνο έμοιαζε εξωπραγματικό. Ο Όσρικ δεν έκρυβε τη δυσαρέσκειά του απέναντι
στην Άνγουιν και της φερόταν με παγερή ευγένεια. Αν σκόπευε να την πιέσει ή να της δημιουργήσει ενοχές, είχε αποτύχει. Εκείνη δεν το πρόσεξε καν, πόσω μάλλον να νοιαστεί. Το μυαλό της ήταν αλλού. Ο Βούλφγκαρ έδειχνε επίσης πιο σκεφτικός απ’ ό,τι συνήθως, παρ’ όλο που το πρόσωπό του δεν αποκάλυπτε το παραμικρό απ’ όσα σκεφτόταν. Μ ια δυο φορές η Άνγουιν κοίταξε προς το μέρος του ελπίζοντας να καταλάβει, όμως ήταν άσκοπο. Τώρα ντρεπόταν για την απερίσκεπτη πράξη της και για το γεγονός ότι τον είχε κάνει να θυμώσει. Αν ακύρωνε τη συμφωνία τους, ήταν χαμένη. Αν συνέχιζε να έχει υπό την προστασία του το Ντράκενσμπουρκ, εκείνη και οι άνθρωποι για τους οποίους ήταν υπεύθυνη θα ήταν ασφαλείς. Δεν έδινε την εντύπωση ανθρώπου που θα αθετούσε μια υπόσχεση, αλλά ούτε θα ανεχόταν οποιαδήποτε παραβίαση των όρων που είχε θέσει. Όροι που η Άνγουιν παραδεχόταν τώρα ότι ήταν απαραίτητοι, όχι
αυταρχικοί. «Θα φύγω νωρίς το πρωί, αδερφή. Οι σύντροφοί μου κι εγώ έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας». Η φωνή του Όσρικ την έβγαλε από τις σκέψεις της. Όταν τον κοίταξε, είδε πως ήταν αποδοκιμαστικός και σκυθρωπός. «Όπως επιθυμείς», του είπε. «Θα πω να σας ετοιμάσουν φαγητό για το δρόμο». «Ευχαριστώ». «Παρακαλώ, ευχαρίστησή μου». Ο Όσρικ στένεψε τα μάτια του. «Κάνεις ένα σοβαρό λάθος, Άνγουιν, το ξέρεις; Ο πατέρας δε θα το αφήσει να περάσει έτσι». «Νομίζω ότι έχεις γίνει φερέφωνό του, Όσρικ. Αλλά έχω πάρει την απόφασή μου και δεν πρόκειται να υποχωρήσω». «Είσαι ανόητη».
«Δεν το νομίζω». «Η ευθύνη θα είναι όλη δική σου». Ο Όσρικ έγειρε πιο κοντά της. «Δεν τελειώσαμε ακόμα. Θα ξανάρθω, αυτή τη φορά με πολύ μεγαλύτερη δύναμη». Της Άνγουιν δεν της διέφυγε η απειλή που έκρυβαν τα λόγια του. Ήπιε μια γουλιά μπίρα και κοίταξε αλλού, απρόθυμη να συνεχίσει τη συζήτηση. Το βλέμμα της συνάντησε το βλέμμα του Βούλφγκαρ. «Ο αδερφός σου δείχνει λίγο αναστατωμένος», είπε εκείνος. «Θα του περάσει». «Σίγουρα. Αλλά εσύ τι θα κάνεις;» «Δεν τον φοβάμαι». «Ούτε θα έπρεπε. Δεν μπορεί να σε βλάψει τώρα πια». Τα λόγια του ήταν γεμάτα υπαινιγμούς που της προκάλεσαν αντικρουόμενα συναισθήματα. Παρ’ όλο που τυπικά εκείνη διοικούσε το Ντράκενσμπουρκ, η εξουσία του ήταν σημαντική –ουσιαστικά
μεγαλύτερη από τη δική της. Έτσι που είχε βρεθεί παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο ισχυρούς άντρες, το ένστικτό της της έλεγε να τον εμπιστευτεί. Απλώς ήλπιζε να ήταν σωστό το ένστικτό της, για το καλό του λαού του Ντράκενσμπουρκ και το δικό της. * Εκείνο το βράδυ αποσύρθηκε νωρίς για να σκεφτεί. Παρά τις γενναίες δηλώσεις της στον Βούλφγκαρ, ήξερε πολύ καλά ότι δεν μπορούσε να αγνοήσει τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν ο πατέρας της και ο αδερφός της. Τα λόγια του Όσρικ δεν ήταν κούφιες απειλές. Δε θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν βία, προκειμένου να κερδίσουν αυτό που ήθελαν. Θα τους αντιστεκόταν όσο μπορούσε, αλλά αντίσταση σήμαινε αιματοχυσία. Η ελευθερία κόστιζε ακριβά, πιο ακριβά κι απ’ το χρυσάφι. Αυτή η σκέψη οδήγησε σε άλλες. Για την ώρα είχε αρκετό χρυσάφι για να εξαγοράσει την αφοσίωση των μισθοφόρων, όμως τι θα γινόταν αν η κατάσταση εξελισσόταν σε σύγκρουση σε δύο μέτωπα; Αυξημένος κίνδυνος μπορεί να σήμαινε αυξημένες χρηματικές απαιτήσεις. Το χρυσάφι δεν ήταν
ανεξάντλητο και δεν μπορούσε να ξέρει πόσο θα διαρκούσε μια σύγκρουση. Αναστέναξε. Αισθανόταν παγιδευμένη μεταξύ σφύρας και άκμονος. Μ ια γυναίκα μόνη ήταν αιχμάλωτη της μοίρας. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος ανήκε στους άντρες. Ή τον άγνωστο ηγεμόνα του Βορρά θα παντρευόταν ή τον Ίνγκβαρ. Δεν υπήρχε τρίτος δρόμος. Έβγαλε το φόρεμά της, έλυσε τα μαλλιά της και πήρε τη χτένα. Αν μπορούσε να εξασφαλίσει την προστασία των μισθοφόρων σε μόνιμη βάση, θα ήταν αήττητη. Αλλά πώς; Ξαφνικά σκέφτηκε κάτι και το χέρι της που κρατούσε τη χτένα έμεινε μετέωρο. Ίσως υπήρχε τρίτος δρόμος. Η καρδιά της χτύπησε τόσο δυνατά που τρόμαξε. «Αυτό είναι γελοίο. Είναι τρέλα», μουρμούρισε. «Καθαρή τρέλα». Το μυαλό της άρχισε να αραδιάζει τους λόγους για τους οποίους το θεωρούσε τρελό, όμως μέσα της συνέχιζε να υπάρχει μια αμυδρή ελπίδα. Μπορούσε να πετύχει. Η ελπίδα μεγάλωσε, ενθαρρυμένη από
την αλλαγή στον τρόπο σκέψης της, μια αλλαγή που είχε συντελεστεί χωρίς να το καταλάβει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Άφησε τη χτένα με δάχτυλα που έτρεμαν. Μ ια τόσο μεγάλη απόφαση δεν έπρεπε να παρθεί βιαστικά. Έπρεπε να το σκεφτεί πολύ καλά. Κεφάλαιο 11 Ο Όσρικ και οι σύντροφοί του έφυγαν νωρίς το επόμενο πρωί. Επικρατούσε ένα κλίμα ψυχρότητας και το κυρίαρχο συναίσθημα της Άνγουιν καθώς τους παρακολουθούσε να φεύγουν ήταν ανακούφιση. Δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι το θέμα είχε λήξει, όμως θα περνούσε λίγος καιρός ώσπου να μπορέσει ο πατέρας της να κάνει κάποια κίνηση. Μ έχρι τότε θα... Ξεροκατάπιε. Ύστερα μάζεψε το κουράγιο της και πήγε να βρει τον Βούλφγκαρ. Τον βρήκε στο ξυλουργείο με τον Χέρμουντ. Οι δύο άντρες της χαμογέλασαν και τη χαιρέτησαν ευγενικά. Τους ανταπέδωσε το χαιρετισμό και κοίταξε τον Βούλφγκαρ.
«Συγνώμη για τη διακοπή, αλλά πρέπει να σου μιλήσω». «Πολύ καλά». Εκείνος κοίταξε το σύντροφό του. Ο Χέρμουντ πήρε το μήνυμα. «Ωραία, σας αφήνω». Όταν έφυγε, έπεσε σιωπή. Η καρδιά της Άνγουιν χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα πεταγόταν από το στήθος της. Ο Βούλφγκαρ είχε ακουμπήσει στην άκρη του πάγκου και περίμενε. «Αρχόντισσά μου;» «Το θέμα αφορά αυτά που συζητούσαμε χτες». «Τον αδερφό σου;» Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Δε θα είμαι ποτέ ασφαλής, ούτε οι άνθρωποί μου, εκτός αν γίνω για πάντα απρόσιτη για εκείνον και τον Ίνγκβαρ». «Και πώς σκοπεύεις να το πετύχεις;» Η Άνγουιν πήρε μια βαθιά εισπνοή. «Πρέπει να παντρευτώ». Ο Βούλφγκαρ ξαφνιάστηκε. «Μ α είπες...» «Να παντρευτώ κάποιον που θα διαλέξω εγώ». Πήρε άλλη μια
βαθιά ανάσα. «Θέλω να με παντρευτείς εσύ». Ο Βούλφγκαρ έμεινε άφωνος. Κάτω από άλλες συνθήκες, θα είχε βάλει τα γέλια με τη γελοιότητα του πράγματος. «Ένας εικονικός γάμος», συνέχισε εκείνη, «που θα τους κόψει τη φόρα μια για πάντα». Ο Βούλφγκαρ ξαναβρήκε τη μιλιά του. «Μ ια ιερή θυσία». «Δε σκοπεύω να γίνω θύμα». «Χαίρομαι που το ακούω. Δε σου πηγαίνει αυτός ο ρόλος». «Σοβαρολογώ». «Κι εγώ. Ζητάς από εμένα μόνιμη προστασία... με ποιο αντάλλαγμα;» «Την κυριότητα του Ντράκενσμπουρκ». «Δελεαστική ανταμοιβή». «Φυσικά δε θα έχω την απαίτηση να μένεις συνέχεια εδώ. Ξέρω ότι ζεις τυχοδιωκτική ζωή. Το μόνο
που θα σου ζητήσω είναι να αφήνεις αρκετούς άντρες για να προστατεύουν το μέρος». «Το οποίο θα κυβερνάς όσο θα λείπω». «Ναι». «Όχι». «Δηλαδή... εννοείς ότι θα μείνεις;» «Εννοώ ότι η ιδέα είναι τρελή. Εκτός αυτού, δεν είμαι φτιαγμένος για σύζυγος, γλυκιά μου». «Δε θα έχω απαιτήσεις». Ο Βούλφγκαρ σηκώθηκε και την πλησίασε. «Πώς ξέρεις ότι δε θα έχω εγώ; Πώς ξέρεις ότι, προσπαθώντας να γλιτώσεις από τον Ίνγκβαρ και τον άρχοντα του Βορρά, δε θα βρεθείς σε πολύ χειρότερη θέση;» «Αν πίστευα κάτι τέτοιο, δε θα σου μιλούσα τώρα». «Κολακεύομαι». «Δεν το λέω για να σε κολακέψω». «Μ ε συγχωρείς, έχεις δίκιο. Ωστόσο με τιμά η εμπιστοσύνη σου».
«Μ η με κοροϊδεύεις, Βούλφγκαρ». «Δε σε κορόιδεψα». «Δηλαδή... θα με βοηθήσεις;» «Άνγουιν, μακάρι να μπορούσα, αλλά...» «Δεν έχω σε κανέναν άλλο να απευθυνθώ. Κανέναν». «Μ η με βάζεις στο ρόλο του ήρωα». «Σου ζητώ μόνο να το σκεφτείς». Ο Βούλφγκαρ έμεινε για λίγο σιωπηλός. Στο μυαλό του στριφογύριζαν δεκάδες δυσάρεστες αναμνήσεις. Δεν ήταν φτιαγμένος για σύζυγος. Τα τελευταία έξι χρόνια ζούσε μ’ αυτή την επίγνωση. Φυσικά, τότε ήταν πολύ πιο νέος, ατίθασος, απείθαρχος, ανίκανος να ελέγξει τον ανήμερο χαρακτήρα του. Όμως είχε διδαχτεί από τα λάθη του και είχε ωριμάσει. Αν το έβλεπε αντικειμενικά, το Ντράκενσμπουρκ δεν τον αφορούσε. Θα μπορούσε να φύγει. Αλλά τι θα γινόταν αν έφευγε; Δε θα
έπρεπε να τον νοιάζει, αλλά για κάποιο λόγο τον ένοιαζε. Εκείνη τον είχε βοηθήσει όταν είχε χρειαστεί βοήθεια. Μ πορούσε να την εγκαταλείψει τώρα που η κατάσταση είχε αντιστραφεί; Μ πορούσε να εγκαταλείψει άλλη μια γυναίκα όπως είχε κάνει τότε; Οι συνθήκες μπορεί να ήταν εντελώς διαφορετικές, όμως η ανάγκη ήταν η ίδια. Ανίκανη να διαβάσει τις σκέψεις πίσω από το ανέκφραστο πρόσωπό του, η Άνγουιν περίμενε με αγωνία. « Αν δεχτώ», της είπε τελικά, «θα το κάνω με την προϋπόθεση να συμφωνήσεις με τους όρους μου». Μ ια σπίθα ελπίδας άναψε μέσα της. Ο Βούλφγκαρ δεν απέρριπτε την πρότασή της ασυζητητί. «Πες μου τους όρους σου». «Έχεις το λόγο μου ότι θα φροντίσω να είναι πάντα προστατευμένο το Ντράκενσμπουρκ. Αλλά δε θα μείνω για πάντα. Έχω ένα καθήκον απέναντι στους άντρες μου και το πλοίο μου, για να μην αναφέρω τη συμφωνία με τον Ρόλο».
«Το ξέρω». «Μ πορεί να λείπω πολύ καιρό, ίσως χρόνια». «Το καταλαβαίνω». «Και κάτι ακόμα». Τα γαλάζια μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της. «Όταν θα είμαστε μαζί... Είσαι ωραία γυναίκα και θα ήταν ψέματα αν έλεγα ότι δε σε θέλω στο κρεβάτι μου». Η καρδιά της σταμάτησε και κάθε λογική σκέψη εξαφανίστηκε, μαζί με την ικανότητά της να μιλάει. Παρερμηνεύοντας τη σιωπή της, ο Βούλφγκαρ προσπάθησε να πάρει ατάραχη έκφραση και συνέχισε. «Αλλά αυτό θα το αποφασίσεις εσύ. Δε θα απαιτήσω κάτι που δεν είσαι πρόθυμη να προσφέρεις. Ούτε θα σου υποσχεθώ αιώνια αγάπη». Τα λόγια του την πλήγωσαν αναπάντεχα, αλλά τουλάχιστον ήταν ειλικρινής απέναντί της. «Κι αυτό το καταλαβαίνω». «Πολύ καλά λοιπόν».
«Εννοείς ότι δέχεσαι;» Ο Βούλφγκαρ κατένευσε. «Μ ε αυτούς τους όρους». Η ανακούφιση ανακατεύτηκε με κάποια άλλα συναισθήματα που η Άνγουιν δεν μπόρεσε να προσδιορίσει. «Δέχομαι τους όρους σου». Εκείνος την κοίταξε για λίγο επίμονα. «Τότε θα επισφραγίσεις τη συμφωνία μας, Άνγουιν;» «Ορίστε;» Κατάλαβε τι εννοούσε και το αίμα κύλησε καυτό στις φλέβες της όταν ο Βούλφγκαρ την τράβηξε πάνω του και την κοίταξε κατάματα με βλέμμα ερωτηματικό. Το συνετό θα ήταν να κάνει πίσω, αλλά δεν μπορούσε. Εκείνος έσκυψε και τα χείλη του χάιδεψαν τα δικά της. Στην αρχή το φιλί ήταν ανάλαφρο και διστακτικό, όμως όταν την ένιωσε να χαλαρώνει έγινε πιο βαθύ, πιο τολμηρό. Ύστερα από λίγο τραβήχτηκε πίσω, αλλά δεν την άφησε από την αγκαλιά του. «Πότε θα οριστικοποιηθεί η συμφωνία;» τη ρώτησε.
Εκείνη κατάφερε να συμμαζέψει τις σκέψεις της με κόπο. «Όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο». «Τότε αύριο, αν θέλεις κι εσύ». Η Άνγουιν δεν ήξερε τι ακριβώς περίμενε, αλλά ο Βούλφγκαρ είχε δίκιο. Αν σκόπευαν να δεσμευτούν, καλύτερα να μην είχαν πολύ χρόνο να το σκεφτούν. «Θα είναι κλειστός γάμος», του είπε. «Σε πειράζει;» «Όχι. Εξάλλου, θα έχουμε άφθονο χρόνο να το πούμε σε όλους μετά». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε αχνά. «Φαντάζομαι ότι θα υπάρξουν ενδιαφέρουσες αντιδράσεις». «Ναι, κι εγώ το φαντάζομαι». «Δε θα είναι όλες φιλικές. Είσαι προετοιμασμένη γι’ αυτό;» «Προετοιμασμένη όσο ποτέ». «Ποτέ δε σου έλειψε το θάρρος». Και πάλι δεν ήταν αυτό που περίμενε η Άνγουιν, αλλά τα λόγια του ακούστηκαν ειλικρινή. Το επιβεβαίωνε και η έκφραση στα μάτια του.
«Θα προσπαθήσω να σε κάνω περήφανο, κύριέ μου». «Ήδη με έχεις κάνει». * Λίγο αργότερα ο Χέρμουντ γύρισε και βρήκε τον Βούλφγκαρ βυθισμένο σε σκέψεις. «Όλα καλά, αρχηγέ;» «Μ ια χαρά. Αλλά υπάρχει κάτι που πρέπει να σου πω...» Ενημέρωσε τον Χέρμουντ για το αντικείμενο της πρόσφατης συζήτησής του και εκείνος έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Παντρεύεσαι;» «Ναι. Και προς το παρόν είναι εμπιστευτικό». «Δε θα βγάλω τσιμουδιά. Αλλά οφείλω να σου αναγνωρίσω ότι είσαι πολύ γρήγορος. Όχι πως σε κατηγορώ, φυσικά. Είναι όμορφη... και πλούσια». «Δική της ήταν η ιδέα, όχι δική μου». «Ξέρεις, υποψιάζομαι ότι της αρέσεις. Όχι πως θ’ απορούσε κανείς
γι’ αυτό. Θα γίνετε ωραίο ζευγάρι». «Για τ’ όνομα του Όντιν, μπορείς να ξεχάσεις τα ειδύλλια και να μείνεις στα πρακτικά ζητήματα;» «Καλά, εντάξει. Πότε θα γίνει ο γάμος;» «Αύριο». «Πολύ βιαστική δεν είναι;» Ύστερα ο Χέρμουντ σκέφτηκε και κάτι άλλο. «Και ο Ρόλο;» «Τι έγινε με τον Ρόλο;» «Φαντάζομαι πως άλλαξε το σχέδιο». «Καθόλου». Ο Χέρμουντ ξαφνιάστηκε για μια στιγμή. «Α». «Ο γάμος γίνεται μόνο για λόγους σκοπιμότητας. Φυσικά, θα φροντίσω να είναι καλά προστατευμένο το Ντράκενσμπουρκ». «Μ ήπως ξεχνάς τον Ίνγκβαρ;» «Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Ίνγκβαρ;» «Καταλαβαίνεις τι εννοώ. Δε θα του αρέσει καθόλου».
«Δε μ’ ενδιαφέρει η γνώμη του. Πρέπει να καταλάβει ότι το Ντράκενσμπουρκ είναι δικό μου, το ίδιο και η Άνγουιν». Ο Χέρμουντ κούνησε το κεφάλι του. «Είμαι βέβαιος ότι θα τον κάνεις να το καταλάβει». «Ναι. Και μάλιστα σύντομα». «Μ ετά απ’ αυτό, δε θα μπαίνει στα χωράφια σου». «Το καλό που του θέλω». «Κανένας λογικός άνθρωπος δε θα το έκανε». Ο Χέρμουντ δίστασε. «Αλλά δε σ’ ενοχλεί η σκέψη ότι θα την αφήνεις συνέχεια μόνη; Θέλω να πω, μπορεί να λείπεις χρόνια». Το σαγόνι του Βούλφγκαρ σφίχτηκε. «Ήταν μέρος της συμφωνίας. Το ήξερε από την αρχή». «Κατάλαβα». «Θα έχει τον Ίνα. Εκτός αυτού, είναι έξυπνη και άξια, απόλυτα ικανή να διαχειριστεί την κατάσταση όσο θα λείπω».
«Ασφαλώς. Αλλά...» «Τι;» «Δε θα νιώθει μοναξιά;» «Θα έχει να κάνει πολλά όσο θα λείπω». «Α... Τότε όλα καλά». Ο Βούλφγκαρ κοίταξε τον Χέρμουντ επίμονα, αλλά το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. Παρ’ όλα αυτά, τα λόγια του του άφησαν μια παράξενα πικρή γεύση. «Και πότε θα το πεις στους άλλους;» «Όχι ακόμα, αλλά το συντομότερο δυνατό». Ο Χέρμουντ χαμογέλασε. «Ανυπομονώ. Στο μεταξύ, χρειάζεσαι κάτι... για αύριο;» «Δε νομίζω. Όχι, περίμενε. Υπάρχει κάτι...» * Μ ετά τη συζήτηση με τον Βούλφγκαρ, η Άνγουιν γύρισε στα διαμερίσματά της. Έτρεμε λίγο και η καρδιά της βροντοχτυπούσε. Ανίκανη να καθίσει σε μια μεριά,
πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο προσπαθώντας να συμμαζέψει τις σκέψεις της. Μ όλις είχε αποθέσει το μέλλον της στα χέρια κάποιου που γνώριζε ελάχιστα, αλλά το ένστικτό της της έλεγε ότι μπορούσε να τον εμπιστεύεται. Το Ντράκενσμπουρκ θα ήταν ασφαλές και ο κόσμος δε θα κινδύνευε από λεηλασίες ανθρώπων σαν τον Ίνγκβαρ. Θα έβλεπε το γιο της να μεγαλώνει χωρίς να κρέμεται από πάνω του μια διαρκής απειλή. Και εκείνη... Χαμογέλασε μελαγχολικά. Ο Βούλφγκαρ είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του. Μ πορεί να είχε δεχτεί να τη βοηθήσει, αλλά δεν μπορούσε να περιμένει τίποτε άλλο από εκείνον. * Όταν η Τζόντις μπήκε λίγο αργότερα, της είπε τα πάντα, ή τουλάχιστον όσα χρειαζόταν να ξέρει. «Το έκανες τελικά, κυρά μου;» αναφώνησε εκείνη κατάπληκτη. «Ναι, το έκανα τελικά».
Το πρόσωπο της Τζόντις φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. «Πιστεύω ότι ο πλοίαρχος Βούλφγκαρ είναι έντιμος άνθρωπος. Θα φερθεί καλά στον κόσμο... και σ’ εσένα». «Ελπίζω να έχεις δίκιο. Το ένστικτό μου μου λέει ότι πήρα τη σωστή απόφαση, αλλά τρέμω σαν βρεγμένη γάτα». «Τι σου λέει η καρδιά σου;» «Αυτό δεν είναι ζήτημα καρδιάς, Τζόντις. Είναι ζήτημα δουλειάς». Η υπηρέτρια χαμήλωσε το βλέμμα της. «Φυσικά, κυρά μου». Η Άνγουιν πήγε στο μπαούλο και σήκωσε το καπάκι. «Θα με βοηθήσεις να βρω κάτι να φορέσω αύριο;» * Τις επόμενες ώρες εξέταζαν και απέρριπταν φορέματα. Στο τέλος η Άνγουιν διάλεξε ένα σκούρο μπλε κεντημένο με χρυσή κλωστή. Από μέσα θα φορούσε ένα λινό χιτώνα και η εμφάνιση θα ολοκληρωνόταν
με ένα πέπλο που θα στηριζόταν στο κεφάλι της με λεπτό, χρυσό φιλέ. Το σύνολο ήταν κομψό και ήλπιζε ότι θα τιμούσε την περίσταση και τον μελλοντικό σύζυγό της. Η λέξη τής προκάλεσε ρίγος. Αν και θα ήταν ένας γάμος σκοπιμότητας, ο Βούλφγκαρ δε θα έπαυε να είναι σύζυγός της. Ήταν δικαίωμά του να κοιμηθεί μαζί της αν το ήθελε, αλλά είχε αφήσει σ’ εκείνη την επιλογή. Δάγκωσε το χείλι της. Πώς θα ήταν να μοιραζόταν το κρεβάτι του; Τώρα πια τον γνώριζε αρκετά καλά ώστε να ξέρει πως δε θα της φερόταν βάναυσα, αλλά ακόμα κι έτσι το σμίξιμό τους δε θα ήταν για εκείνον τίποτα παραπάνω από σεξουαλική ικανοποίηση. Η γυναίκα που είχε αγαπήσει ήταν νεκρή. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά είχε πεθάνει νέα. Στη μνήμη του η ομορφιά της θα παρέμενε πάντα αλώβητη από το χρόνο. Ίσιωσε τους ώμους της. Δεν είχε νόημα να σκέφτεται τέτοια πράγματα. Είχε πάρει μια απόφαση και θα
δεχόταν τις συνέπειες. Στο μεταξύ έπρεπε να μιλήσει στον Ίνα. Την άκουγε σιωπηλός, με πρόσωπο ανέκφραστο. Μ όνο όταν η Άνγουιν τελείωσε αποφάσισε να μιλήσει. «Σου εύχομαι κάθε ευτυχία, αρχόντισσά μου». «Σ’ ευχαριστώ. Αλλά δε μου είπες τη γνώμη σου». «Δεν ταιριάζει στη θέση μου να εκφέρω γνώμη. Κάνεις ό,τι πιστεύεις πως είναι καλό για το Ντράκενσμπουρκ». «Το ελπίζω, Ίνα. Πιστεύω ότι ο πλοίαρχος Βούλφγκαρ θα είναι έντιμος και δίκαιος με τον κόσμο». «Μ έχρι στιγμής δεν έχει κάνει κάτι που να προκαλεί υπόνοιες για το αντίθετο, αλλά ο χρόνος θα δείξει». «Μ πορώ να βασίζομαι ακόμα στη βοήθειά σου;» «Αυτό είναι δεδομένο, αρχόντισσά μου. Νόμιζα ότι το ήξερες». «Μ ε συγχωρείς. Απλώς τα πράγματα έχουν γίνει περίπλοκα τώρα
τελευταία και δεν ήξερα αν θα ενέκρινες την κίνησή μου. Οι επιπτώσεις θα είναι σημαντικές για όλους μας». «Ναι, θα είναι. Θα συνεχίσω να φυλάω τα νώτα σου». * Η Άνγουιν γύρισε στα διαμερίσματά της και πήγε να βρει τον Έιβαν. Κατά βάθος φοβόταν να του μιλήσει για την τεράστια αλλαγή που θα γινόταν στη ζωή του. Δεν ήταν δεμένος με τον πατέρα του, τον φοβόταν. Η προοπτική να αποκτήσει έναν άλλον πατέρα, και μάλιστα σχεδόν άγνωστο, μπορεί να μην του άρεσε. Ο μικρός την κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα καθώς του εξηγούσε όσο πιο απλά μπορούσε τι επρόκειτο να συμβεί. Ήταν προετοιμασμένη για κλάματα και διαμαρτυρίες, αλλά τίποτα από τα δύο δε συνέβη. Ο Έιβαν έμενε σιωπηλός. «Θα σου άρεσε να έχεις για πατέρα τον πλοίαρχο Βούλφ-γκαρ;»
τον ρώτησε τελικά. Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του και ανασήκωσε τους ώμους του. Η στάση του δεν εξέφραζε αποστροφή ή απόρριψη, αλλά επιφυλακτικότητα. «Δε θα είναι εδώ συνέχεια», συνέχισε η Άνγουιν. «Αυτός και οι άντρες του έχουν δουλειές που τους αναγκάζουν να πηγαίνουν σε άλλα μέρη». «Μ ε το πλοίο;» «Ναι, με το πλοίο». «Θα με πάρει στο πλοίο;» «Κάποια μέρα ίσως, όταν μεγαλώσεις». Ο Έιβαν κατένευσε αργά. Εκείνη τον τράβηξε στην αγκαλιά της και τον φίλησε στα μαλλιά. Ευχήθηκε να μεγάλωνε μέσα σε ειρήνη και ασφάλεια. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο για να του το εξασφαλίσει. Κεφάλαιο 12
Ο γάμος ήταν μια μικρή ιδιωτική τελετή. Η Τζόντις είχε φέρει τον Έιβαν και παρευρέθηκαν επίσης ο Ίνα και ο Χέρμουντ. Οι μελλόνυμφοι κοιτάχτηκαν για λίγο σιωπηλοί. Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε για μια στιγμή στον Έιβαν και μετά τα γαλάζια μάτια του καρφώθηκαν ξανά στα μάτια της Άνγουιν. «Είσαι υπέροχη», της είπε. «Νόμιζα πως δε θα μπορούσες να γίνεις πιο όμορφη, όμως έκανα λάθος». Η Άνγουιν ήταν σίγουρή ότι το είχε πει απλώς από ευγένεια, αλλά και πάλι ένιωσε μια ζεστασιά να απλώνεται μέσα της. Η επιδοκιμασία του Τόρσταϊν για την εμφάνισή της ήταν συνήθως ένα γρύλισμα. Πόσο διαφορετικά ήταν όλα αυτή τη φορά. Στον πρώτο γάμο της έτρεμε από φόβο. Τώρα ένιωθε ένα τρέμουλο μέσα της, αλλά για πολύ διαφορετικούς λόγους. Μ πορεί να παντρεύονταν για λόγους σκοπιμότητας, αλλά ο Βούλφγκαρ ήταν ένας επικίνδυνα ωραίος άντρας. Την έπιασε απ’ το χέρι. «Πάμε;»
Καθώς έμπαιναν στο μικρό ναό, η Άνγουιν συνειδητοποίησε ότι δε γνώριζε τίποτα για την πίστη του μελλοντικού συζύγου του και δεν τον είχε ρωτήσει. Βλέποντας την έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπό της, εκείνος της έσφιξε ελαφρά τα δάχτυλα. «Όταν δίνω το λόγο μου, τον τηρώ», της είπε. Ένιωσε να την πλημμυρίζει ανακούφιση καθώς προχωρούσαν προς τον ιερέα. Νωρίτερα είχε βγάλει το δαχτυλίδι της, μια κίνηση συμβολική αλλά και πρακτική. Υπέθετε ότι ο Βούλφ-γκαρ δε θα είχε σκεφτεί ότι έπρεπε να το αντικαταστήσει. Ή, και να το είχε σκεφτεί, δε θα μπορούσε να βρει άλλο. Είχε κάνει λάθος. Όχι μόνο είχε βρει, αλλά ήταν ένα υπέροχο χρυσό δαχτυλίδι, χαραγμένο περίτεχνα με σχέδια λουλουδιών και φύλλων. Ταίριαξε τέλεια στο δάχτυλό της. Κι όταν έδινε τους όρκους του, η φωνή του ήταν σταθερή και καθαρή, σε αντίθεση με τις δικές της διστακτικές απαντήσεις. Όταν τελείωσε η τελετή, την αγκάλιασε και της έδωσε το καθιερωμένο
φιλί, κάνοντάς τη να λιώσει. Ύστερα η Τζόντις και ο Χέρμουντ τους πλησίασαν για να τους συγχαρούν. Ο Έιβαν στεκόταν ήσυχα πιο πίσω με τον Ίνα και παρακολουθούσε. Ο Βούλφγκαρ κοίταξε για μια στιγμή το παιδί κι έπειτα το βλέμμα του διασταυρώθηκε με του Ίνα. Ο ηλικιωμένος πολεμιστής έφερε το αγόρι κοντά τους. Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε και του άπλωσε το χέρι του. «Έλα μαζί μας». Λίγο διστακτικά, ο Έιβαν προχώρησε και ο Βούλφγκαρ τον έβαλε να σταθεί ανάμεσα σ’ εκείνον και τη μητέρα του. Ήταν μια απλή αλλά ευγενική χειρονομία. Η καρδιά της Άνγουιν πλημμύρισε ζεστασιά. Κοίταξε τον άντρα που στεκόταν δίπλα της. Ό,τι κι αν συνέβαινε μεταξύ τους από δω και πέρα, θα το υπέμενε αν φερόταν καλά στο παιδί της. Όταν τελικά βγήκαν στη λιακάδα, ο Βούλφγκαρ σταμάτησε και κοίταξε έντονα τη σύζυγό του. «Τώρα πρέπει να κοινοποιήσουμε το γεγονός», είπε.
«Ναι, όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο». «Πρέπει να μιλήσω στους άντρες μου ιδιαιτέρως. Υπάρχουν κάποια πράγματα που αφορούν μόνο αυτούς. Χέρμουντ, θα συναντηθούμε στο καράβι σε μια ώρα». «Σύμφωνοι». «Στους υπόλοιπους θα μιλήσω απόψε μετά το δείπνο». Κοίταξε τον Ίνα. «Φρόντισε να είναι όλοι παρόντες». «Όπως επιθυμείς, άρχοντά μου». Ο Ίνα έφυγε και η Τζόντις πήρε τον Έιβαν στα διαμερίσματα της μητέρας του. Ο Βούλφγκαρ γύρισε στην Άνγουιν. «Θα είσαι καλά;» τη ρώτησε. «Φυσικά». Εκείνος χαμογέλασε. «Ανόητη ερώτηση. Λυπάμαι που σε αφήνω, αλλά δε γίνεται αλλιώς». «Το ξέρω. Πήγαινε και κάνε ό,τι πρέπει. Θα σε δω αργότερα στο
τραπέζι». «Ωραία». Πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. «Προς το παρόν σε χαιρετώ». Η Άνγουιν τον παρακολούθησε να απομακρύνεται νιώθοντας ξαφνικά στερημένη. Το φιλί του έκαιγε το χέρι της. * Οι άντρες του Βούλφγκαρ τον άκουγαν έκπληκτοι, αλλά δεν έλειψαν τα επιφωνήματα θαυμασμού και ευθυμίας. «Είναι απίστευτο, αν σκεφτεί κανείς πόσο λίγο καιρό είμαστε εδώ», είπε ο Θραντ. «Ναι», συμφώνησε ο Άσουλφ. «Δώσε μας μερικές συμβουλές για να βρούμε κι εμείς όμορφες και πλούσιες συζύγους». «Σ’ εσένα θα πάνε χαμένες οι συμβουλές», του είπε ο Μ πιορν. «Μ όνο μια τυφλή θα δεχόταν να σε παντρευτεί».
Τρανταχτά γέλια ακολούθησαν το σχόλιό του. «Τελικά θα πάμε να βρούμε τον Ρόλο;» ρώτησε ο Θραντ. «Ναι», απάντησε ο Βούλφγκαρ. «Αλλά πρώτα πρέπει να φροντίσουμε το θέμα του Ίνγκβαρ». Ο Άσουλφ χαμογέλασε. «Μ ην ανησυχείς, θα το φροντίσω εγώ. Θα του κόψω το λαρύγγι, θα του κάψω το κάστρο...» «Σωστά», συμφώνησε ο Θραντ. «Και ταυτόχρονα θα φροντίσουμε τον Γκρίμαρ τον Φαφλατά». Ακούστηκαν μουρμουρητά επιδοκιμασίας. Ο Βούλφγκαρ σήκωσε το χέρι του για να σταματήσουν. «Πριν κάνουμε οτιδήποτε απ’ αυτά, θέλω να προσπαθήσω να τον αντιμετωπίσω ειρηνικά. Έχω δώσει το λόγο μου». «Κρίμα», μουρμούρισε ο Χέρμουντ. «Αλλά, όταν υπόσχεσαι κάτι σε μια γυναίκα, δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς». «Είπα ότι θα προσπαθήσω. Μ πορεί να μην τα καταφέρω».
«Το πιθανότερο είναι να μην τα καταφέρεις. Δε νομίζω ότι ο Ίνγκβαρ είναι από εκείνους που δέχονται εύκολα την ήττα». «Τότε θα το ξανασκεφτώ». Οι άντρες αντάλλαξαν μοχθηρά χαμόγελα. Όταν διαλύθηκε η συγκέντρωση και έμειναν μόνοι, ο Χέρμουντ κοίταξε τον Βούλφγκαρ. «Καλά πήγαν τα πράγματα». «Ναι, αλλά μένει να δούμε αν θα το δεχτούν εξίσου καλά και οι υπερασπιστές του Ντράκενσμπουρκ». «Και μετά;» «Μ ετά θα ζητήσω να μου ορκιστούν αφοσίωση». «Οι περισσότεροι έχουν αποδεχτεί την παρουσία μας εδώ. Μ άλλον θα συμμορφωθούν και οι υπόλοιποι». «Ίσως. Αλλά καλού κακού έχε το νου σου το βράδυ». «Μ είνε ήσυχος».
* Παρά τον περιορισμένο χρόνο, η Άνγουιν είχε ετοιμάσει ένα ξεχωριστό δείπνο εκείνο το βράδυ. Όχι μόνο για να τιμήσει την περίσταση, αλλά και με τη σκέψη ότι, αν οι άντρες έτρωγαν καλά και έπιναν μπόλικη μπίρα, θα δέχονταν πιο καλά το νέο. Εκείνη, ωστόσο, έφαγε ελάχιστα, γιατί το στομάχι της ήταν σφιγμένο. Κοίταξε τον Βούλφγκαρ, αλλά, όπως πάντα, έκρυβε καλά τις σκέψεις του. Πρόσεξε ότι έπινε με μέτρο, προφανώς για να μείνει νηφάλιος. Τελικά, όταν έκρινε ότι είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή, τράβηξε πίσω την καρέκλα του, σηκώθηκε και χτύπησε το τραπέζι με τη γροθιά του. Οι συζητήσεις σταμάτησαν και όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω του. Η ανακοίνωση έγινε δεκτή με σιωπηρή κατάπληξη και για μερικά δευτερόλεπτα το μόνο που ακουγόταν ήταν το τριζοβόλημα της φωτιάς στην εστία.
«Ελπίζω να συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε με ομόνοια», συνέχισε ο Βούλφγκαρ. «Χρειάζομαι ικανούς άντρες. Το Ντράκενσμπουρκ χρειάζεται ικανούς άντρες. Ως νέος άρχοντάς του, θα δεχτώ όρκους αφοσίωσης απ’ όσους θέλουν να τους δώσουν». «Κι αν δε θέλουμε;» Ο Θόρκιλ σηκώθηκε τρικλίζοντας από τη θέση του. «Τότε είστε ελεύθεροι να φύγετε». «Δεν έχασες καθόλου χρόνο, ε, Βίκινγκ; Αλλά, βέβαια, μια πλούσια χήρα είναι σπουδαίο τρόπαιο». Ο Σίγκουρντ και ένας δυο άλλοι συμφώνησαν μουρμουρίζοντας. Η Άνγουιν τους κοίταξε με μάτια που άστραφταν από θυμό. «Μ ην αμφισβητείς τις αποφάσεις μου, Θόρκιλ», είπε. «Αυτός ο γάμος ήταν δική μου, ελεύθερη επιλογή». «Επειδή σε επηρέασε ένα ωραίο πρόσωπο». «Επειδή το Ντράκενσμπουρκ χρειάζεται έναν δίκαιο και ισχυρό
άντρα να το κυβερνάει». «Είναι ένας τυχοδιώκτης Βίκινγκ, τίποτα παραπάνω. Τέτοιος άνθρωπος θα μας διατάζει;» «Ναι, τέτοιος», απάντησε ο Βούλφγκαρ, «όταν είναι γιος ενός άρχοντα. Είμαι ο μεγαλύτερος γιος του Βούλφρουμ Ράγκναρσον. Η καταγωγή μου είναι ισάξια του προηγούμενου αφέντη σας, οι ικανότητές μου στη μάχη είναι αποδεδειγμένες». Κοίταξε τους άντρες ψυχρά. «Κι αν παραμείνετε στο Ντράκενσμπουρκ, θα μου ορκιστείτε αφοσίωση». Βαριά σιωπή ακολούθησε τα λόγια του. Οι περισσότεροι χαμήλωσαν τα βλέμματά τους. Ο Θόρκιλ κοίταξε γύρω του αβέβαιος. Τα γαλάζια μάτια του Βούλφγκαρ καρφώθηκαν πάνω του. «Και κάτι τελευταίο. Θα παραβλέψω την ελεεινή συμπεριφορά σου στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά, αν ξαναμιλήσεις έτσι στην αρχόντισσα Άνγουιν, θα σου κόψω τη γλώσσα». Γύρισε στον Ίνα. «Πετάξτε τον έξω». Ο Ίνα κατένευσε και κοίταξε παγερά τον Θόρκιλ. «Μ άλιστα,
αφέντη. Σίγουρα θα τον ξεμεθύσει μια βουτιά στη γούρνα με το παγωμένο νερό». Μ ίλησε σιγανά στους άντρες που ήταν κοντά του. Εκείνοι σηκώθηκαν, έπιασαν τον Θόρκιλ που διαμαρτυρόταν και τον έσυραν έξω. Κανείς δεν προσπάθησε να τους σταματήσει. «Πού είχαμε μείνει;» είπε ο Ίνα. «Αύριο θ’ ακούσω τους όρκους απ’ όσους σκοπεύουν να μείνουν». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε αχνά. «Στο μεταξύ, ας συνεχιστεί η γιορτή». Οι συζητήσεις ξανάρχισαν και οι άντρες έπιασαν πάλι τις κούπες τους. Η Άνγουιν ξεφύσηξε ανακουφισμένη και κοίταξε τον άντρα που καθόταν δίπλα της. «Το εννοούσες ότι θα κόψεις τη γλώσσα του Θόρκιλ;» «Ποτέ δεν απειλώ για πλάκα», της απάντησε. «Δε θα ήθελα να ήμουν εχθρός σου». «Δεν είσαι εχθρός μου, Άνγουιν. Είσαι σύζυγός μου».
Ένα παγωμένο ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της στο άκουσμα της λέξης «σύζυγος». Την απασχολούσε τόσο πολύ η αντίδραση των αντρών στην ανακοίνωση του γάμου τους, που δεν είχε σκεφτεί μέχρι τώρα τις άλλες επιπτώσεις. «Δε μου είχες πει ότι είσαι γιος ευγενούς». «Δε με ρώτησες». Ξαφνικά η Άνγουιν συνειδητοποίησε πόσο λίγα γνώριζε γι’ αυτό τον άντρα. Της κινούσε την περιέργεια όσο κανένας άλλος, αλλά θα έμεναν μαζί αρκετά ώστε να πάρει απαντήσεις στα ερωτήματά της; * Καθώς η ώρα περνούσε και η φασαρία στη σάλα δυνάμωνε, η Άνγουιν σηκώθηκε να φύγει. Ο Βούλφγκαρ τη μιμήθηκε. Γύρισε να του πει κάτι, όμως τα λόγια πνίγηκαν στα χείλη της όταν την έπιασε από τη μέση και τη σήκωσε στα χέρια του. Προχώρησε προς την
πόρτα και βγήκε έξω υπό τον ήχο γέλιων και ζητωκραυγών. Η Άνγουιν προσπαθούσε να του ξεφύγει, αλλά δεν τα κατάφερε. Σε λίγο έφτασαν στα διαμερίσματά της. Ο Βούλφγκαρ τη μετέφερε μέσα, έκλεισε την πόρτα και την άφησε να πατήσει κάτω. Ύστερα την έπιασε από το χέρι, την οδήγησε στην κάμαρά της και τράβηξε την κουρτίνα που τη χώριζε από το διάδρομο. Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν χωρίς να μιλούν. Μ ετά ο Βούλφ-γκαρ χαμογέλασε μελαγχολικά. «Μ ε συγχωρείς για τη βιαστική αποχώρηση, αλλά έπρεπε να τους πείσω ότι ανυπομονώ». Η Άνγουιν τον κοίταξε επίμονα. «Σίγουρα τους έπεισες». «Ωραία. Αλλιώς θα τους παραξένευε». «Τι πράγμα;» «Το ότι σε άφησα να φύγεις μόνη». «Έχεις δίκιο».
«Απόψε πρέπει να κοιμηθούμε στην ίδια κάμαρα». Το απαλό φτερούγισμα στο στομάχι της έγινε άγριο φτεροκόπημα. «Μ α κάναμε μια συμφωνία». «Ισχύει ακόμα. Δε θα πάρω τίποτα που δε θα μου προσφερθεί με τη θέλησή σου». Για μια στιγμή η Άνγουιν σάστισε, αλλά κατάλαβε ότι ο Βούλφγκαρ το εννοούσε. «Δε με πιστεύεις», της είπε. «Δεν έχω συνηθίσει να λογαριάζει ένας άντρας τις επιθυμίες μου στο συγκεκριμένο θέμα». «Μ η φοβάσαι. Οι επιθυμίες σου θα γίνουν σεβαστές». Η Άνγουιν χαλάρωσε λίγο. Ο Βούλφγκαρ κοίταξε γύρω και το βλέμμα του σταμάτησε στο κρεβάτι. «Σε ποια πλευρά σου αρέσει να κοιμάσαι;» τη ρώτησε. Η ερώτησή του την αιφνιδίασε. «Ε... στη δεξιά». Κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να γδύνεται. Η Άνγουιν τον είδε να ξεκουμπώνει τη ζώνη του κι ύστερα να βγάζει το αμπέχονο και το πουκάμισό του,
αποκαλύπτοντας το σκληρό στέρνο του. Το απαλό φως της λάμπας έλαμψε πάνω στα ασημένια περιβραχιόνια που έκρυβαν σημάδια από παλιά τραύματα. Υπήρχαν κι άλλα σημάδια στα πλευρά και στο στήθος του, όπου μια γραμμή σκούρου τριχώματος οδηγούσε το βλέμμα στη λεπτή μέση του και στα μακριά, μυώδη πόδια του. Όταν ετοιμάστηκε να βγάλει το παντελόνι του, η Άνγουιν απέστρεψε το βλέμμα της. Λίγο αργότερα άκουσε το κρεβάτι να τρίζει κάτω απ’ το βάρος του κι έπειτα τον ανεπαίσθητο ήχο των σκεπασμάτων που σηκώνονταν. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και άρχισε να λύνει τη ζώνη της. Ο Βούλφγκαρ βολεύτηκε στο κεφαλάρι του κρεβατιού και την παρακολουθούσε. Την είδε να απλώνει προσεκτικά το φόρεμα και το χιτώνιό της σ’ ένα ξύλινο μπαούλο. Είχε μείνει μόνο η λεπτή καμιζόλα, κάτω από την οποία διαγράφονταν οι καμπύλες της. Το κοντό εσώρουχο άφηνε ακάλυπτο ένα τμήμα τον ποδιών της, τα οποία ο Βούλφγκαρ κοίταξε χωρίς ντροπή. Μ ετά, προς μεγάλη του απογοήτευση, εκείνη
πλησίασε τη λάμπα και την έσβησε. Το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Λίγο αργότερα ένιωσε το στρώμα να βουλιάζει δίπλα του. Ύστερα έπεσε σιωπή. Χαμογέλασε μελαγχολικά. «Καληνύχτα, Άνγουιν». «Καληνύχτα, κύριέ μου». Η Άνγουιν έκλεισε τα μάτια της και περίμενε. Παρά τις διαβεβαιώσεις του, δεν μπορούσε να πιστέψει πως θα κρατούσε το λόγο του. Στο κάτω κάτω, ήταν σύζυγός της. Είχε το δικαίωμα να την κάνει δική του όποτε ήθελε. Την κυρίεψε έξαψη. Αν αποφάσιζε να το κάνει, δε θα μπορούσε να τον σταματήσει. Ήταν μεγαλόσωμος και τρομακτικά δυνατός. Από την άλλη, το ήθελε. Ξεροκατάπιε. Ήταν τρέλα να σκέφτεται τέτοια πράγματα. Ο γάμος τους ήταν μια επαγγελματική συμφωνία, τίποτα παραπάνω. Ήδη της είχε πει ότι δεν μπορούσε να την αγαπήσει, ότι δε θα έμενε εκεί για πάντα. Αν άφηνε τον πόθο να εξουσιάσει το μυαλό της, οι επιπτώσεις θα ήταν
ολέθριες. Η καρδιά της ήξερε ήδη ότι αυτός ο άνθρωπος είχε τη δύναμη να την πληγώσει βαθιά. Τα λεπτά περνούσαν χωρίς να συμβαίνει τίποτα. Μ ετά από λίγο, στα τεντωμένα αυτιά της έφτασε ο ήχος μιας ήρεμης, ρυθμικής ανάσας. Η έντασή της άρχισε να καταλαγιάζει. Ο Βούλφγκαρ είχε κρατήσει το λόγο του. Θα έπρεπε να αισθάνεται ανακούφιση, όμως αυτό που ένιωθε έμοιαζε περισσότερο με θλίψη. Κεφάλαιο 13 Όταν ξύπνησε το επόμενο πρωί, το κρεβάτι δίπλα της ήταν άδειο. Άγγιξε τα στρωσίδια και διαπίστωσε ότι ήταν κρύα. Ο Βούλφγκαρ είχε φύγει από ώρα. Ήταν φυσικό. Δεν είχε λόγο να μείνει. Η Άνγουιν αναστέναξε και σηκώθηκε. Πλύθηκε, ντύθηκε και πήγε να βρει τον Έιβαν. Ο γιος της έπαιζε με το ξύλινο σπαθί που του είχε φτιάξει ο Ίνα. Την κοίταξε, της χαμογέλασε και συνέχισε το παιχνίδι του. Μ ίλησε για λίγο με την Τζόντις και στη συνέχεια πήγε στη
σάλα για να ελέγξει πώς προχωρούσαν οι δουλειές. «Ξέρεις πού βρίσκεται ο άρχοντας Βούλφγκαρ;» ρώτησε έναν υπηρέτη. «Όχι, αρχόντισσά μου. Έφυγε το πρωί με καμιά δεκαριά άντρες. Από τότε δεν τον ξανάδα». «Δεν πειράζει». Η Άνγουιν γύρισε κι έφυγε. Ο Βούλφγκαρ δεν της είχε πει τι σκόπευε να κάνει, αλλά, από την άλλη, κοιμόταν όταν εκείνος είχε φύγει. Έβγαλε το θέμα από το μυαλό της και ασχολήθηκε με τις δουλειές του σπιτιού. * Ο Βούλφγκαρ έγνεψε στη συνοδεία του και σταμάτησαν όλοι μπροστά από την πύλη του κάστρου του Ίνγκβαρ στο Μ πέρανχολντ. Λίγο αργότερα ακούστηκε η φωνή του σκοπού. «Πες στον κύριό σου ότι ο άρχοντας Βούλφγκαρ επιθυμεί να του μιλήσει. Θα τον περιμένω εδώ», φώναξε εκείνος. Καθώς ο σκοπός εξαφανιζόταν από το οπτικό τους πεδίο, ο
Χέρμουντ γύρισε και τον κοίταξε. «Μ πορεί να αρνηθεί». «Όχι, δε θα αρνηθεί», απάντησε ο Βούλφγκαρ. «Πώς είσαι τόσο σίγουρος;» «Θα υπερισχύσει η περιέργειά του». Και αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο, γιατί λίγο αργότερα η πύλη άνοιξε για να βγει μια ομάδα καβαλάρηδων με επικεφαλής τον ο Ίνγκβαρ. «Ο φρουρός είπε ότι θέλεις να μου μιλήσεις», είπε ο Ίνγκβαρ μόλις πλησίασαν. «Ναι, θέλω». Ο Ίνγκβαρ χαμογέλασε. «Είμαι περίεργος ν’ ακούσω τι έχεις να μου πεις». «Θα σου τα πω εν συντομία. Χτες η αρχόντισσα Άνγουιν μου έκανε την τιμή να γίνει σύζυγός μου». Το χαμόγελο έσβησε και ο Ίνγκβαρ στένεψε τα μάτια του. «Τι απάτη είναι αυτή;»
«Δεν είναι απάτη. Είναι μια απόφαση που πήρε με δική της θέληση». «Παραμύθια!» «Σου λέω την αλήθεια». «Όχι! Χρησιμοποίησες δόλο για να εισβάλεις στο Ντράκενσμπουρκ και μετά πήρες τον έλεγχο». Ο Βούλφγκαρ κοίταξε τον Ίνγκβαρ ψυχρά. «Κρίνεις τους άλλους με τα δικά σου μέτρα. Δε χρησιμοποίησα δόλο. Δεν τον έχω ανάγκη». «Λέει αλήθεια». Ο Ίνα προχώρησε μπροστά. «Η αρχόντισσα Άνγουιν τον παντρεύτηκε με τη θέλησή της». Τα χρυσοκάστανα μάτια του Ίνγκβαρ έλαμψαν, αλλά προφανώς τα λόγια του ηλικιωμένου πολεμιστή βρήκαν το στόχο τους. «Σοβαρά;» «Ναι, σοβαρά. Ο άρχοντας Βούλφγκαρ είναι τώρα κύριος του Ντράκενσμπουρκ». «Κινήθηκες γρήγορα, άρχοντά μου», είπε ο Ίνγκβαρ. «Αλλά,
βέβαια, το τρόπαιο ήταν σπουδαίο». «Το τρόπαιο είναι δικό μου», αποκρίθηκε ο Βούλφγκαρ. «Και σκοπεύω να το κρατήσω». Το βλέμμα του πήγε στον Γκρίμαρ, που στεκόταν λίγο πιο πέρα. «Και οποιαδήποτε επιθετική συμπεριφορά θα γίνει δεκτή με επιθετική αντιμετώπιση». Ο Γκρίμαρ τον αγριοκοίταξε και έπιασε τη λαβή του ξίφους του. Ο Ίνγκβαρ τον σταμάτησε υψώνοντας το χέρι του. «Ποτέ δε θέλησα να έχω εχθρικές σχέσεις με το Ντράκενσμπουρκ. Δε θα ξεκινήσω τώρα». Ο Βούλφγκαρ κατένευσε. «Τότε καταλαβαινόμαστε». «Έτσι πιστεύω. Ελπίζω μόνο να μην το μετανιώσει η αρχόντισσα Άνγουιν». «Δε θα της δώσω λόγο να το μετανιώσει». Ο Ίνγκβαρ χαμογέλασε λοξά. «Αυτό θα το δούμε». Έπειτα γύρισε το άλογό του και έφυγε, με τη συνοδεία του να τον ακολουθεί. Οι άλλοι έμειναν να τον
παρακολουθούν. «Βρομοδουλειά», μουρμούρισε ο Χέρμουντ. «Αλλά τώρα ξέρει πού πατάει». «Ναι, ξέρει», απάντησε ο Βούλφγκαρ. «Πίστεψες τον ισχυρισμό του ότι δε θέλει προβλήματα;» «Όχι, αλλά τα πράγματα άλλαξαν και το ξέρει». «Τότε μπορεί να υποχωρήσει και να δεχτεί την ήττα του». «Αν έχει μια σταλιά μυαλό, θα το κάνει». * Γύρισαν μετά από μια ώρα περίπου. Ο Βούλφγκαρ άφησε τους άντρες του και πήγε να βρει την Άνγουιν. Τη βρήκε στη σάλα να μιλάει με έναν υπηρέτη. Όταν τον είδε, έδιωξε τον υπηρέτη και του χαμογέλασε. «Απόλαυσες τον περίπατό σου, κύριέ μου;» τον ρώτησε. «Όχι ιδιαίτερα. Ήταν ανάγκη να φύγω, αλλιώς δε θα σε άφηνα. Πήγα να δω τον Ίνγκβαρ». «Οπότε τώρα ξέρει. Δε θα ρωτήσω πώς το πήρε».
«Σ’ ενδιαφέρει;» «Μ όνο αν ο θυμός του έχει επιπτώσεις στο Ντράκενσμπουρκ». «Δε θα έχει... πια». Η Άνγουιν τον κοίταξε τρομαγμένη. «Βούλφγκαρ, δε φαντάζομαι να...» «Να τον σκότωσα; Όχι». Η Άνγουιν αναστέναξε ανακουφισμένη. «Θα σε πείραζε αν τον είχα σκοτώσει;» «Ναι, αλλά όχι για τους λόγους που νομίζεις. Δε θα ήθελα ο γάμος μας να επισφραγιστεί με αιματοχυσία». «Τότε χαίρομαι που αντιστάθηκα στον πειρασμό». «Και τώρα τι σκέφτεσαι να κάνεις;» «Να ακούσω τους άντρες να μου δίνουν όρκο πίστης». Της χαμογέλασε. «Και μετά είμαι στη διάθεσή σου». *
Αφού κάλεσε τους άντρες στη μεγάλη αίθουσα, ο Βούλφγκαρ κάθισε στη σκαλιστή πολυθρόνα που συμβόλιζε την εξουσία του άρχοντα. Καθισμένη δίπλα του, η Άνγουιν σκέφτηκε πως έδειχνε σαν να ήταν γεννημένος γι’ αυτόν το ρόλο. Ήταν επιβλητικός από κάθε άποψη και ανέδιδε μια αύρα εξουσίας. Όταν μαζεύτηκαν όλοι, σηκώθηκε και ένας ένας οι πολεμιστές του Ντράκενσμπουρκ έρχονταν μπροστά, ακουμπούσαν τα χέρια τους στα χέρια του νέου κυρίου τους και του ορκίζονταν αφοσίωση. Ο Θόρκιλ και οι φίλοι του δε φαίνονταν πουθενά. Η απουσία τους υπονοούσε ότι είχαν φύγει, γεγονός που επιβεβαίωσε αργότερα ο Ίνα. «Στα τσακίδια», είπε. «Καλύτερα θα είμαστε χωρίς αυτούς». Η Άνγουιν κατένευσε. Τα πράγματα είχαν πάει πιο καλά απ’ ό,τι περίμεναν. Κοίταξε στην άλλη άκρη του δωματίου, όπου ο Βούλφγκαρ συζητούσε με μερικούς άντρες του Ντράκενσ-μπουρκ. Πρέπει να είπε κάτι αστείο, γιατί τα λόγια του ακολούθησε μια έκρηξη γέλιων που
επιβεβαίωσε την αίσθησή της ότι είχε ηγετικές ικανότητες. Ο Ίνα ακολούθησε το βλέμμα της. «Νομίζω ότι μας περιμένουν καλύτερες μέρες, αρχόντισσά μου». Εκείνη τον κοίταξε κατάπληκτη. Τέτοια λόγια βγαλμένα από το στόμα του ήταν μεγάλος έπαινος. «Το ελπίζω», είπε. Σαν να ένιωσε ότι τον παρακολουθούσαν, ο Βούλφγκαρ κοίταξε γύρω του. Ύστερα ζήτησε συγνώμη από τους άντρες και πήγε κοντά της. «Και τώρα, κυρία μου, τι θα ήθελες να κάνουμε;» «Θα ήθελα να βγω για ιππασία, αλλά έχεις βγει ήδη». «Για λόγους καθήκοντος. Αυτή τη φορά θα είναι για ευχαρίστηση». Η καρδιά της Άνγουιν χτύπησε δυνατά. Ο Ίνα κοίταξε μια τον έναν και μια τον άλλον και χαμογέλασε λοξά. «Πάω να πω να σελώσουν τα άλογα, άρχοντά μου», είπε.
* «Έτοιμη;» ρώτησε ο Βούλφγκαρ την Άνγουιν όταν ανέβηκαν στ’ άλογά τους. «Έτοιμη». «Τότε πάμε, σύζυγέ μου». Η προσφώνηση έκανε τα μάγουλά της να κοκκινίσουν. Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε και εκείνη κατάλαβε ότι το απολάμβανε. Τον κοίταξε αυστηρά και έστρεψε το άλογό της προς την πύλη. Όταν βγήκαν, άφησε το ζώο της να καλπάσει. Λίγο αργότερα ο Βούλφγκαρ την πρόλαβε. Εκείνη χαμογέλασε. Προσπέρασαν τα ρεικοτόπια και έφτασαν στους αμμόλοφους. Η θάλασσα ήταν ήρεμη, τα κύματα έσκαγαν απαλά στην ακτή όπου περίμενε ο Θαλασσόλυκος. Η χαρά της διαλύθηκε μόλις είδε το καράβι, γιατί θυμήθηκε τα λόγια του. Δε θα μείνω για πάντα... Έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό της. Τώρα ο Βούλφγκαρ ήταν εκεί. Δε θα χαλούσε τη μέρα με φόβους
για το μέλλον. Οι άντρες που φυλούσαν σκοπιά φώναξαν ένα χαιρετισμό και ο Βούλφγκαρ τον ανταπέδωσε. «Όλα καλά εδώ;» ρώτησε σταματώντας δίπλα στον Νταγκ. «Ναι, αρχηγέ. Μ έχρι στιγμής δεν έχουμε προσέξει τίποτα περίεργο». «Ωραία». «Φαντάζομαι ότι ο Γκρίμαρ πήρε το μήνυμα». «Ας το ελπίσουμε». Ο Βούλφγκαρ γύρισε στην Άνγουιν και συνέχισαν. «Πιστεύεις ότι πήραν το μήνυμα ο Ίνγκβαρ και η παρέα του;» τον ρώτησε εκείνη. «Ναι, εκτός αν είναι ηλίθιοι». «Δεν ξέρω αν είναι ηλίθιοι, αλλά πιστεύω ότι είναι εκδικητικοί». «Δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς πια. Ξέχασέ τους». «Η αλήθεια είναι ότι δεν τους βρίσκω ιδιαίτερα ευχάριστο θέμα συζήτησης».
«Ούτε εγώ». Της έδειξε προς την παραλία. «Αυτή η έκταση άμμου είναι προκλητική. Τι θα έλεγες να καλπάσουμε;» «Θα έλεγα ότι είναι υπέροχη ιδέα!» Τα άλογα άρχισαν να καλπάζουν, με τις οπλές να πετούν στην υγρή άμμο και τις χαίτες να ανεμίζουν στον αέρα. Ο γρήγορος ρυθμός ήταν απολαυστικός και η Άνγουιν ενθουσιάστηκε. Κάποια στιγμή κοίταξε τον Βούλφγκαρ και τον είδε να χαμογελάει. Συνέχισαν να καλπάζουν δίπλα δίπλα και τελικά σταμάτησαν στην άκρη του κόλπου. «Ήταν υπέροχα», είπε η Άνγουιν χαϊδεύοντας το λαιμό του αλόγου της. «Ναι, ήταν», συμφώνησε εκείνος. «Ιππεύεις καλά». «Κι εσύ». «Ο πατέρας μου με έμαθε. Είναι εξαιρετικός ιππέας». «Και σπουδαίος πολεμιστής, φαντάζομαι».
«Πού το ξέρεις;» «Κατά μάνα κατά κύρη, λέει η παροιμία». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε θλιμμένα. «Θα ήθελα πολύ να το πιστέψω, αλλά είναι δύσκολο να τον φτάσω». Το είχε πει αδιάφορα, αλλά τα λόγια του υπαινίσσονταν πολύ περισσότερα και η περιέργειά της κεντρίστηκε. «Ζει;» «Ναι, ζει. Και η μητέρα μου επίσης». «Σε ποιον μοιάζεις πιο πολύ;» «Σίγουρα στον πατέρα μου». «Βούλφρουμ Ράγκναρσον... ένας ευγενής». «Ήταν υιοθετημένος, αν και ο Ράγκναρ ήταν σαν πραγματικός πατέρας του. Όταν ο βασιλιάς Έλλα αιχμαλώτισε και εκτέλεσε τον Ράγκναρ, οι γιοι του πήραν εκδίκηση».
Η Άνγουιν είχε ακούσει την ιστορία της μεγάλης εισβολής των Βίκινγκ, αν και δεν είχε γεννηθεί ακόμα. «Ο πατέρας σου παντρεύτηκε πριν έρθει στην Αγγλία;» «Όχι. Πήρε τη μητέρα μου ως λάφυρο πολέμου». Η Άνγουιν τον κοίταξε κατάπληκτη. «Την έκανε σκλάβα του;» «Όχι ακριβώς. Ο άρχοντας Χάλφνταν του έδωσε το Ράβενσ-γουντ σαν αμοιβή για τις υπηρεσίες του. Μ έχρι τότε ανήκε στη μητέρα μου, μετά το θάνατο του πατέρα της και των αδερφών της. Από αυτή την άποψη πήγαινε μαζί του, οπότε ο πατέρας μου την παντρεύτηκε. Εκείνη δεν είχε λόγο στο θέμα». «Τη λυπάμαι». «Θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα. Ο πατέρας μου ήταν ερωτευμένος μαζί της, βλέπεις». «Σοβαρά;» «Στα νιάτα της ήταν πολύ όμορφη και πολύ πεισματάρα. Δυσκολεύτηκε να την κατακτήσει, αλλά δεν τα παρατάει εύκολα όταν βάλει κάτι στο μυαλό του. Ήταν
αποφασισμένος να την κερδίσει και το πέτυχε. Τελικά τον ερωτεύτηκε κι εκείνη». «Αίσιο τέλος και για τους δυο τους». «Ναι, κάπως έτσι». «Δηλαδή ο γάμος τους ήταν ευτυχισμένος». «Πολύ ευτυχισμένος. Ακόμα είναι». «Εγώ ποτέ δεν ήμουν δεμένη με τον πατέρα μου. Ενδιαφερόταν μόνο για τους γιους του. Οι κόρες ήταν χρήσιμες μόνο σαν μέσο για την απόκτηση δύναμης». «Γι’ αυτό σε πάντρεψε με τον Τόρσταϊν;» «Ναι». Η Άνγουιν έκανε μια παύση. «Έχεις αδέρφια;» «Δύο αδερφούς και μία αδερφή, όλοι παντρεμένοι». «Τα πηγαίνετε καλά;» «Συνήθως ναι». «Ωραία θα είναι». Ο Βούλφγκαρ διέκρινε στον τόνο της θλίψη. Την καταλάβαινε.
Παρά τις αναπόφευκτες διαμάχες με τους αδερφούς του, τα παιδικά του χρόνια ήταν ευτυχισμένα. Τότε νόμιζε ότι το ίδιο συνέβαινε σε όλους. Αργότερα είχε εκπλαγεί ανακαλύπτοντας ότι είχε κάνει λάθος. Για λίγη ώρα έμειναν σιωπηλοί. Η Άνγουιν δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν, αλλά δεν την ένοιαζε. Όταν ήταν μαζί του ξεχνούσε το παρελθόν. Όλα τ’ άλλα της φαίνονταν ασήμαντα και κάθε μόριο της ύπαρξής της παλλόταν για εκείνον. Κατά πάσα πιθανότητα δε θα έμεναν μαζί για πολύ, αλλά ίσως δεν είχε σημασία. Είχε περάσει σχεδόν δυο χιλιάδες μέρες με τον Τόρσταϊν, ατέλειωτες εφιαλτικές μέρες που η μία ανακατευόταν με την άλλη μέχρι που δε θυμόταν τίποτα απ’ αυτές. Οι μέρες που περνούσε με τον Βούλφγκαρ δε θα ξεχνιούνταν τόσο εύκολα. * Περίπου μια ώρα αργότερα σταμάτησαν σ’ ένα ποτάμι. Ξεπέζεψαν και άφησαν τα άλογά τους να πιουν
νερό. Μ ετά περπάτησαν για λίγο. Στην όχθη ορθώνονταν σημύδες και ιτιές, και συστάδες από κίτρινες ίριδες πρόσθεταν πινελιές χρώματος. Μ πλε λιβελούλες πετούσαν ανάμεσα στα δέντρα και κοπάδια από κυπρίνους κολυμπούσαν στα ρηχά. «Ωραίο μέρος», είπε ο Βούλφγκαρ. «Θέλεις να καθίσουμε λίγο;» Αφού έδεσαν τα άλογα, κάθισαν στη χορταριασμένη όχθη απολαμβάνοντας το τοπίο. Η Άνγουιν δε θεωρούσε όμορφο το Ντράκενσμπουρκ μέχρι τώρα, όμως ήταν. Όχι πως είχε δει πολλά –και όσα είχε δει επηρεάζονταν από την παρουσία του Τόρσταϊν. Τώρα όλα αυτά της φαίνονταν σαν να είχαν συμβει σε μια προηγούμενη ζωή. Κοίταξε τον άντρα δίπλα της και πρόσεξε ότι την παρατηρούσε προσεκτικά. «Ξέρεις ότι έχεις υπέροχα μαλλιά; Το σκέφτηκα από την πρώτη φορά που σε είδα». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε. «Τη μέρα που ήρθες στην παραλία καλπάζοντας, στην αρχή νόμιζα ότι έβλεπα μια Βαλκυρία».
Η Άνγουιν γέλασε κάπως μελαγχολικά. «Θυμάμαι ότι ήμουν οργισμένη. Η οργή πάει με το χρώμα των μαλλιών, βλέπεις». «Το πρόσεξα». «Είναι ένα ελάττωμα που μου το θυμίζουν συχνά». «Δεν είναι ελάττωμα. Σου ταιριάζει ο θυμός». Η Άνγουιν δεν ήξερε πώς να το πάρει και υποψιαζόταν ότι ο Βούλφγκαρ την πείραζε. Πριν προλάβει να το σκεφτεί, εκείνος άλλαξε θέση και πήγε από πίσω της. «Μ ην κουνιέσαι», της είπε. Έπιασε την κορδέλα που έδενε την άκρη της πλεξούδας της και την έλυσε. «Τι κάνεις;» «Αυτό που ήθελα να κάνω από την πρώτη στιγμή». Άρχισε να ξεπλέκει αργά την πλεξούδα της, κι όταν εκείνη διαμαρτυρήθηκε, της πίεσε τον ώμο. «Κάτσε ακίνητη». Τα χέρια του άγγιζαν πού και πού την πλάτη και τους ώμους της, προκαλώντας της ένα ρίγος που δεν
είχε καμιά σχέση με φόβο ή κρύο. Όταν τελείωσε, πέρασε τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά της, τα κράτησε για λίγο κι έπειτα τα άφησε να πέσουν στην πλάτη της σαν πύρινος μανδύας. Χαμογέλασε. «Έτσι είναι καλύτερα». Εκείνη τον κοίταξε τάχα αγανακτισμένη. «Πώς θα τα ξαναπλέξω;» «Δε θα τα ξαναπλέξεις». «Μ α δε γίνεται να τα αφήσω έτσι. Είναι άπρεπο. Μ πορεί να με δει κανείς». «Μ όνο εγώ είμαι εδώ για να σε δω». «Ναι, αλλά...» «Κι αφού είμαι σύζυγός σου, δεν μπορεί να είναι άπρεπο». Η Άνγουιν κοίταξε γύρω της, κι όταν είδε πως δεν υπήρχε κανένας άλλος, χαλάρωσε λίγο. Ήταν άπρεπο να έχει λυτά τα μαλλιά της μια παντρεμένη γυναίκα. Μ όνο τα κορίτσια μπορούσαν να το κάνουν. Ταυτόχρονα ήταν παράξενα απελευθερωτικό. Ο Τόρσταϊν θα πάθαινε αποπληξία. Έπνιξε ένα γέλιο. Ο
Τόρσταϊν είχε πάθει αποπληξία. Γι’ αυτό εκείνη καθόταν τώρα με έναν άλλον άντρα στην όχθη του ποταμού με τα μαλλιά της λυτά. Το γέλιο ξεπήδησε τελικά από τα χείλη της. Έκρυψε το πρόσωπό της ανάμεσα στα γόνατά της, τα αγκάλιασε και οι ώμοι της άρχισαν να τρέμουν. Ο Βούλφγκαρ την κοίταξε σαστισμένος. «Τι συμβαίνει;» Ανίκανη να μιλήσει, κούνησε το κεφάλι της. Όταν ξαναβρήκε τον αυτοέλεγχό της, σκούπισε τα μάτια της με το μανίκι της και γύρισε προς το μέρος του. «Μ ε συγχωρείς. Δεν μπορούσα να κρατηθώ». «Δε θα μου πεις τι βρήκες τόσο αστείο;» «Μ ακάρι να μπορούσα, αλλά αφού δε γνώριζες τον Τόρσταϊν δε θα το βρεις αστείο». «Τον Τόρσταϊν;» «Ναι. Φαντάστηκα την έκφραση στο πρόσωπό του αν μ’ έβλεπε τώρα». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε. «Ναι, θα ήταν ενδιαφέρον».
«Δεν έχεις ιδέα πόσο ενδιαφέρον θα ήταν». «Καλύτερα που δεν είναι εδώ. Ή ο αδερφός σου». «Ο Όσρικ θα σε σκότωνε». «Ας προσπαθούσε». «Θα τον σκότωνες εσύ;» «Αν χρειαζόταν, ναι, αλλά δε θέλω να γίνω εχθρός σου». «Δεν ξέρω αν θα γινόσουν». «Όταν σας είδα μαζί, κατάλαβα ότι δεν ήσαστε δεμένοι». «Δεν ήμαστε. Ο Όσρικ πήρε το μέρος του πατέρα μου στο θέμα του γάμου μου με τον Τόρσταϊν». «Κατάλαβα». «Δε θα τον άφηνα να το κάνει δεύτερη φορά». «Ούτε την πρώτη έπρεπε να το κάνει». «Τέλος πάντων, τώρα έφυγε και ο Τόρσταϊν είναι νεκρός». «Οπότε τα πράγματα μπορεί να είναι χειρότερα». Η Άνγουιν έπιασε το βλέμμα του και έβαλαν κι οι δυο τα γέλια. Ο
Βούλφγκαρ σκέφτηκε ότι της πήγαινε να γελάει, όπως της πήγαιναν και τα λυτά μαλλιά. Αν περνούσε από το χέρι του, θα συνέβαιναν και τα δύο πιο συχνά. Έγειρε προς το μέρος της και το γέλιο της έσβησε. Για μια στιγμή έδειξε να διστάζει. Ύστερα σήκωσε το πρόσωπό της και τον άφησε να τη φιλήσει. Το φιλί του ήταν απαλό, αργό, συγκλονιστικό. Επιστρατεύοντας όλη τη δύναμη της θέλησής του, ο Βούλφ-γκαρ τραβήχτηκε. Το αίμα του έβραζε. Την ήθελε εδώ και τώρα, ήθελε να του ανήκει ολοκληρωτικά. Αλλά πάνω απ’ όλα ήθελε τη συναίνεσή της. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν βιασμός. Την κοίταξε στα μάτια και είδε στα βάθη τους αβεβαιότητα. Ήταν καλύτερο από το φόβο που είχε δει νωρίτερα, αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετό. Σηκώθηκε, της άπλωσε το χέρι του και την τράβηξε πίσω του. «Έλα». Προχώρησαν στην όχθη του ποταμιού ανάμεσα στα δέντρα πιασμένοι χέρι χέρι. Μ ια αλκυόνη βούτηξε
στο νερό, έπιασε ένα ψάρι και μετά πέταξε μακριά, ένα φωτεινό βέλος από μπλε και πορτοκαλί ανάμεσα στις φυλλωσιές. Η Άνγουιν χαμογέλασε. «Το πουλί είναι σοφό. Εδώ είναι καλό μέρος για ψάρεμα», είπε ο Βούλφγκαρ. «Κοίτα! Βλέπεις την πέστροφα;» Εκείνη κοίταξε προς τα εκεί που της έδειχνε. Στη μέση του ποταμιού αρκετά μεγάλα ψάρια κολυμπούσαν αντίθετα με το ρεύμα. Ξαφνικά εκείνος την έπιασε απ’ τη μέση και την έσπρωξε προς τα μπρος. Η Άνγουιν στρίγκλισε, αλλά την τελευταία στιγμή τη συγκράτησε. Γύρισε και τον κοίταξε αγανακτισμένη. «Τέρας!» «Σου ζητώ ταπεινά συγνώμη, κυρία μου». «Αν θέλεις να σε συγχωρήσω, σταμάτα να χαμογελάς!» «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ».
«Αυτό θα το δούμε». Έκοψε ένα κλαδί ιτιάς και προχώρησε προς το μέρος του. Εκείνος την άφησε να πλησιάσει, και μετά την άρπαξε, τη σήκωσε και άρχισε να κατευθύνεται προς το ποτάμι. «Βούλφγκαρ, μη!» στρίγκλισε η Άνγουιν, προσπαθώντας να του ξεφύγει. «Το παγωμένο νερό μπορεί να κατευνάσει το θυμό σου». «Αν το κάνεις, ορκίζομαι να μη σου ξαναμιλήσω ποτέ». Ο Βούλφγκαρ κοντοστάθηκε και χαμογέλασε. «Δεν ξέρω αν θα το αντέξω. Πρέπει να σκεφτώ άλλη τιμωρία». Εκείνη τον αγριοκοίταξε. «Δε θα τολμήσεις!» «Έτσι λες; Αλλά θα μου πάρει λίγο χρόνο». «Άσε με κάτω!» «Δεν τολμάω, φοβάμαι τα αντίποινα». «Θα σου άξιζαν».
Ο Βούλφγκαρ προχώρησε αργά στην όχθη. Κουβαλούσε την Άνγουιν με απίστευτη ευκολία, παρ’ όλο που αγωνιζόταν να του ξεφύγει, γεγονός που την εξόργιζε ακόμα περισσότερο. «Ω, ναι, σου πάει ο θυμός. Πάντα το πίστευα», της είπε. Για μια στιγμή εκείνη σάστισε. Ύστερα γέλασε κοφτά. «Ξέρεις ότι είσαι ανυπόφορος;» του είπε. «Δεν είσαι η πρώτη που μου το λες». «Είμαι σίγουρη, και θα ήταν όλες γυναίκες αυτές που σου το είπαν». «Δεν μπορώ να το αρνηθώ». «Δε θα ρωτήσω πόσες ήταν». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε. «Ζηλεύεις;» «Όχι βέβαια!» «Κρίμα. Πραγματικά ήλπιζα ότι θα ζήλευες». Η Άνγουιν προσπάθησε να συγκρατήσει το γέλιο της, αλλά δεν τα κατάφερε. Εκείνος χαμογέλασε και
την κοίταξε τρυφερά. «Ο θυμός σού πάει, αλλά το γέλιο σού πάει περισσότερο». Μ η ξέροντας πώς να αντιδράσει στο σχόλιό του, η Άνγουιν δεν είπε τίποτα. Κάτι στο βλέμμα του έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πιο δυνατά. Αυτή η επιβεβλημένη επαφή ήταν άλλος ένας λόγος να θυμώσει, αλλά τώρα ο θυμός στρεφόταν προς τον εαυτό της επειδή την απολάμβανε. Ο Βούλφγκαρ τη μετέφερε μέχρι τα άλογα κι έπειτα την άφησε. Η Άνγουιν κοκκίνισε όταν τον είδε να την κοιτάζει με ένα χαμόγελο επιδοκιμασίας για την ατημέλητη εμφάνισή της. «Πρέπει να φτιάξω τα μαλλιά μου. Δεν μπορώ να γυρίσω έτσι». «Πώς έτσι;» «Σαν ασυγκράτητο θηλυκό». «Ασυγκράτητο θηλυκό; Υπέροχη ιδέα!» Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε. Το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ όταν η Άνγουιν τον αγριοκοίταξε. «Γύρνα», της είπε. «Γιατί;»
«Πρέπει πάντα να διαφωνείς;» Την έπιασε από τους ώμους και τη γύρισε. Ύστερα από λίγο εκείνη ένιωσε να της τραβάει τα μαλλιά πίσω. «Τι κάνεις;» «Φροντίζω να μη δείχνεις σαν ασυγκράτητο θηλυκό όταν γυρίσουμε». Έβγαλε από την τσέπη του αμπέχονού του την κορδέλα της. Έπειτα χώρισε τα μαλλιά της σε τρία μέρη και άρχισε να τα πλέκει μαζί με την κορδέλα με εκπληκτική δεξιοτεχνία. «Πού έμαθες να φτιάχνεις πλεξούδες;» τον ρώτησε εκείνη. «Έχω κάνει πολλή εξάσκηση», της απάντησε. «Ω; Τι είδους εξάσκηση;» «Μ ε χαίτες αλόγων». Η Άνγουιν γέλασε δυνατά. «Ψεύτη!» «Τόσο πρόστυχο με θεωρείς;» «Όχι, σε θεωρώ πολύ πονηρό».
«Αυτό είναι ανησυχητικό. Τόσο εύκολα με καταλαβαίνεις;» «Στην πραγματικότητα, όχι. Δεν ξέρω καν τι σκέφτεσαι». «Αυτό μπορεί να είναι καλό». Η Άνγουιν δεν απάντησε, αποφασίζοντας πως ήταν πιο ασφαλές να μην επιμείνει. Ο Βούλφγκαρ τελείωσε την πλεξούδα της, έδεσε την κορδέλα και κοίταξε το έργο του με κριτικό μάτι. «Θα την έφτιαχνα καλύτερα αν είχα χτένα, αλλά καλή είναι», είπε τελικά. Η Άνγουιν έμεινε κατάπληκτη όταν κοίταξε την κοτσίδα της. Είχε κάνει εξαιρετική δουλειά. «Ευχαριστώ», του είπε. «Ευχαρίστησή μου», της απάντησε. Ανέβηκαν στα άλογά τους και πήραν το δρόμο του γυρισμού. Καθώς προχωρούσαν, ο Βούλφγκαρ αναρωτιόταν για μια ακόμη φορά τι είδους άνθρωπος ήταν ο Τόρσταϊν. Λίγες ώρες μαζί της ήταν αρκετές για να βγάλουν στην επιφάνεια την παιχνιδιάρικη πλευρά
της. Ποιος άντρας, βλέποντας το γέλιο της, δε θα ήθελε να το βλέπει πιο συχνά; Ποιος άντρας δε θα απολάμβανε τη ζωντάνια και την ευστροφία της; Ούτε μία φορά δεν είχε πλήξει με την παρέα της. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερο την είχε, τόσο πιο πολύ την ήθελε. Τον συνάρπαζε από πολλές απόψεις. Η Άνγουιν δεν ήθελε να διακόψει τις σκέψεις του, έτσι έμενε σιωπηλή. Χαιρόταν να είναι μαζί του. Δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα απολάμβανε τη συντροφιά ενός άντρα, όμως αυτός ο άντρας διέφερε από τους υπόλοιπους. Δυσκολευόταν να πιστέψει ότι ήταν σύζυγός της, τυπικά τουλάχιστον. Είχε αποδειχτεί αξιόπιστος από πολλές απόψεις. Τα απογευματινά γεγονότα δεν της είχαν αφήσει καμιά αμφιβολία ότι την ποθούσε ή ότι θα μπορούσε να την πάρει με τη βία. Αλλά θα ήταν εξαναγκασμός, όταν ακόμα και το φιλί του εξασθενούσε την αποφασιστικότητά της σε βαθμό που δεν αναγνώριζε τον εαυτό της; Ρίγησε ενδόμυχα. Αν ενέδιδε στην παρόρμηση, σίγουρα θα πληγωνόταν.
Κεφάλαιο 14 Εκείνο το βράδυ έφυγε νωρίς από το τραπέζι, λέγοντας ότι ήταν κουρασμένη. Και ήταν αλήθεια. Τα γεγονότα της μέρας την είχαν εξαντλήσει για ένα σωρό λόγους, και το μόνο που ήθελε ήταν να ξαπλώσει στο κρεβάτι της. Ο Βούλφγκαρ την κοίταξε επίμονα και πρόσεξε ότι τα μάτια της είχαν μαύρους κύκλους. «Πήγαινε να κοιμηθείς, Άνγουιν», της είπε. «Θα έρθω αργότερα». Τα λόγια του της θύμισαν πως ούτε αυτή τη νύχτα θα κοιμόταν μόνη. «Όπως θέλεις, κύριέ μου», του απάντησε. Καληνύχτισε τον Ίνα και τον Χέρμουντ και έφυγε. Η κάμαρά της ήταν ένα ήσυχο καταφύγιο μετά τη φασαρία της σάλας. Ξάπλωσε, αφήνοντας τη λάμπα αναμμένη για τον Βούλφγκαρ. Δεδομένου ότι δεν είχε εξοικειωθεί ακόμα με το χώρο, δε θα χαιρόταν ιδιαίτερα αν αναγκαζόταν να παραπατάει στο
σκοτάδι. Η προηγούμενη ανησυχία της για αυτή την καινούρια οικειότητα είχε εξαφανιστεί. Αν σκόπευε να αθετήσει το λόγο του, του είχε δοθεί η ευκαιρία να το κάνει. Χασμουρήθηκε, τράβηξε το σκέπασμα πιο ψηλά και άφησε το κορμί της να χαλαρώσει. Καθώς το κρεβάτι ζεσταινόταν, αποκοιμήθηκε. Και ξαφνικά δεν ήταν πια μόνη... Ο Τόρσταϊν πίεζε βίαια τα χείλη του στα δικά της, αναγκάζοντας τα σαγόνια της ν’ ανοίξουν. Η γλώσσα του χώθηκε στο στόμα της. Μισοπνιγμένη από την μπόχα των σάπιων δοντιών του και τη μυρωδιά του κρασιού, η Άνγουιν έσφιξε τις γροθιές της στα πλάγια και το υπέμεινε, ξέροντας πολύ καλά ποια θα ήταν η τιμωρία αν αντιστεκόταν. Ο Τόρσταϊν μούγκρισε και το φιλί έγινε πιο άγριο, γδέρνοντας τα χείλη της, τρίβοντας το στόμα του στο δικά της. Τελικά τραβήχτηκε για να πάρει αέρα και χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα κιτρινισμένα δόντια του. «Γύρνα».
Το στομάχι της ανακατεύτηκε. «Σε παρακαλώ, μη...» «Μήπως θέλεις να σε χτυπήσω πρώτα με τη ζώνη μου;» «Όχι, αφέντη μου». «Τότε πέσε στα τέσσερα. Αμέσως!» Η Άνγουιν ανακάθισε λαχανιασμένη, με την καρδιά της να χτυπά ξέφρενα και τα μάτια της καρφωμένα στις σκοτεινές γωνιές του δωματίου. «Άνγουιν; Τι συμβαίνει;» Στο άκουσμα της αντρικής φωνής έβγαλε ένα βογκητό τρόμου. «Ησύχασε. Κανείς δεν είναι εδώ για να σε πειράξει, γλυκιά μου. Ήταν μόνο ένα άσχημο όνειρο». Τελικά η φωνή διαπέρασε την ομίχλη του μυαλού της και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι αφήνοντας μια μακρόσυρτη ανάσα. Τελικά δεν ήταν ο Τόρσταϊν. Ήταν ο Βούλφγκαρ. Εκείνος κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και την κοίταξε. «Μ α εσύ τρέμεις. Τι όνειρο ήταν αυτό που σε
τρόμαξε τόσο;» «Ονειρεύτηκα... ότι ήταν εδώ ο Τόρσταϊν. Ότι με...» Σταμάτησε αηδιασμένη. «Ότι τι;» Κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε. «Ένα όνειρο ήταν. Δεν έχει σημασία». Ο Βούλφγκαρ δεν την πίεσε να πει περισσότερα. «Ένα όνειρο δεν μπορεί να σε βλάψει». Της χαμογέλασε καθησυχαστικά, πήγε στην άλλη άκρη του δωματίου και άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. Ύστερα έσβησε τη λάμπα και ξάπλωσε. Η Άνγουιν έμεινε ακίνητη, με κάθε μυ σφιγμένο και την καρδιά της να βροντοχτυπά ακόμα. Κάθε σκέψη για ύπνο είχε σβήσει και τη θέση του είχαν πάρει αναμνήσεις πέντε εφιαλτικών χρόνων. Σχεδόν όλες ήταν αποκρουστικές. Σε κανέναν δεν είχε μιλήσει γι’ αυτές εκτός από την Τζόντις, αλλά ακόμα και σ’ εκείνη δεν είχε πει τα πάντα. Όμως για κάποιο λόγο, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη, αισθάνθηκε μια
ασυγκράτητη ανάγκη να μιλήσει. Ίσως το σκοτάδι να το έκανε πιο εύκολο. Πήρε μια βαθιά εισπνοή. «Ονειρεύτηκα ότι γύρισε ο Τόρσταϊν». Ο Βούλφγκαρ έμεινε ακίνητος και περίμενε. Αργά, διστακτικά, του αφηγήθηκε το όνειρό της. Εκείνος την άκουγε προσεκτικά, νιώθοντας το στομάχι του να ανακατεύεται. Είχε καταλάβει ήδη ότι η Άνγουιν ήταν δυστυχισμένη στον προηγούμενο γάμο της, αλλά δεν είχε φανταστεί την έκταση της δυστυχίας της. «Τον μισούσα», συνέχισε εκείνη. «Και το ήξερε. Γι’ αυτό τον ευχαριστούσε να παρατείνει την ένωσή μας και ιδιαίτερα να... να προκαλεί πόνο. Τον ερέθιζε, ξέρεις». Ο Βούλφγκαρ ήξερε. Και μαζί με τη γνώση ήρθε η κατανόηση και μια αίσθηση θλίψης ανάμεικτη με βαθύ θυμό. Εκείνη τη στιγμή θα χαιρόταν αν ο Τόρσταϊν είχε γυρίσει, για να έχει απλώς την ευχαρίστηση να τον ξανασκοτώσει. «Τον πρώτο καιρό του γάμου μας έβρισκα κάθε είδους δικαιολογία για να αποφύγω τα υποτιθέμενα
συζυγικά μου καθήκοντα. Μ έχρι που προσπάθησα να του αρνηθώ...» Σταμάτησε για λίγο. «Μ ια γεύση από τη ζώνη του μου έδειξε ότι ήταν καθαρή ανοησία. Και αφού με χτύπησε, με πήρε. Τον ευχαριστούσε να με ακούει να ουρλιάζω». «Λυπάμαι πάρα πολύ, Άνγουιν». «Γιατί λυπάσαι; Δεν το έκανες εσύ». Υπήρχαν ένα σωρό τρόποι για να απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση, υπήρχαν πάρα πολλοί λόγοι για να λυπάται. Τώρα περισσότερο από ποτέ χαιρόταν που δεν είχε επιτρέψει στην επιθυμία του να επισκιάσει τη λογική του. Και μόνο η σκέψη να τον εξομοιώνει η Άνγουιν νοερά με τον Τόρσταϊν ήταν ανάθεμα. «Όχι, δεν το έκανα εγώ», συμφώνησε, «αλλά σαν άντρας δεν μπορώ να μην αισθάνομαι ντροπή». «Δεν έχεις κάνει τίποτα για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεσαι. Αντιθέτως, σου χρωστάω πολλά». Το σαγόνι του Βούλφγκαρ σφίχτηκε. Τίποτα για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται; Οποιαδήποτε άλλη
στιγμή μπορεί να είχε γελάσει. «Δε μου χρωστάς τίποτα», είπε. Τα λόγια βγήκαν από τα χείλη του πιο τραχιά απ’ ό,τι σκόπευε. Η Άνγουιν αναδεύτηκε και εκείνος περισσότερο την ένιωσε παρά την είδε να γυρίζει προς το μέρος του. «Κι όμως, αν δεν ήσουν εσύ, θα είχα πέσει στα νύχια του Ίνγκβαρ». «Χαίρομαι γι’ αυτό». «Κι εγώ». Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε τον ώμο του. Ήταν μια απαλή, διστακτική χειρονομία που τον έκανε να μουδιάσει ολόκληρος. «Σ’ ευχαριστώ». «Ο Τόρσταϊν δεν μπορεί να σου κάνει πια κακό». «Το ξέρω, αλλά οι αναμνήσεις μένουν». «Μ ε τον καιρό θα ξεθωριάσουν, τα όνειρα θα σταματήσουν». Ανασηκώθηκε προσεκτικά και πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της. Αμέσως την ένιωσε να σφίγγεται. «Μ η φοβάσαι. Δεν πρόκειται να σου κάνω τίποτα. Μ όνο θα σε κρατήσω για λίγο», της είπε
ήρεμα. Της φίλησε τα μαλλιά. Εκείνη δεν κουνήθηκε, αλλά καθώς τα λεπτά περνούσαν και δε συνέβαινε τίποτα δυσάρεστο η ένταση άρχισε να φεύγει από μέσα της. Η ζεστασιά του ήταν παρηγορητική, καθησυχαστική. Αργά, διστακτικά, ακούμπησε το κεφάλι της στο στέρνο του. Εισέπνευσε την αντρίκεια μυρωδιά στην επιδερμίδα του, άκουσε το ρυθμό της καρδιάς του. Αισθάνθηκε το χέρι του να χαϊδεύει τα μαλλιά της, ένα ανάλαφρο χάδι που έδιωξε το φόβο της. Αναστέναξε και έκλεισε τα μάτια της. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, της φαινόταν σωστό να είναι εκεί. Σωστό και ασφαλές. * Όταν ξύπνησε η Άνγουιν, ένιωσε να την πλημμυρίζει μια αίσθηση ζεστασιάς και ευεξίας. Χαμογέλασε νοερά και κοίταξε τον άντρα που μοιραζόταν τώρα το κρεβάτι της. Κοιμόταν ακόμα, το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο. Γύρισε προσεκτικά για να μην τον ξυπνήσει, στηρίχτηκε στον αγκώνα της και σάρωσε με
το βλέμμα της το πρόσωπό του. Όσο περισσότερο τον κοιτούσε, τόσο πιο αινιγματικό τον έβρισκε. Η τρυφερότητά του της ζέσταινε την καρδιά. Απείχε πολύ απ’ όσα είχε ζήσει. Τη γοήτευε και την αναστάτωνε περισσότερο απ’ ό,τι φανταζόταν. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πόσο εύκολο θα ήταν να αγαπήσει έναν τέτοιον άντρα. Αναστέναξε. Ο Βούλφγκαρ ήταν χαρισματικός από πολλές απόψεις, όμως κατά βάθος παρέμενε τυχοδιώκτης. Κάποια μέρα, όχι στο μακρινό μέλλον, θα έφευγε όπως της είχε πει, ίσως για χρόνια. Η φύση της δουλειάς του ήταν τέτοια που μπορεί να μη γύριζε ποτέ. Ξεροκατάπιε. Η παρουσία του κυριαρχούσε ήδη τόσο στη ζωή της, που δυσκολευόταν να φανταστεί έναν κόσμο χωρίς αυτόν. Αναστατωμένη από την πορεία των σκέψεών της, σηκώθηκε, πήρε τη χτένα, κάθισε και άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά της. Είχε περάσει αρκετή ώρα όταν ένιωσε ότι την παρακολουθούσαν. Γύρισε και είδε
τον Βούλφγκαρ να την κοιτάζει χαμογελώντας. «Καλημέρα, κυρία μου», της είπε. Του ανταπέδωσε το χαιρετισμό και συνέχισε να χτενίζεται, νιώθοντας έντονα την παρουσία του. Για κάποιο λόγο, όταν ήταν κοντά της, ακόμα και η πιο απλή προσωπική κίνηση αποκτούσε μια παράξενη οικειότητα και ξυπνούσε αισθήσεις που προτιμούσε να μην εξερευνήσει. Εκείνος την παρακολούθησε λίγο ακόμα, κι έπειτα σηκώθηκε και πήρε τα ρούχα. Για να μην τη φέρει σε δύσκολη θέση, φόρεσε το παντελόνι του πριν διασχίσει το δωμάτιο για να πλύνει το πρόσωπό του. Όταν τελείωσε, έβαλε τα υπόλοιπα ρούχα του και τα παπούτσια του και μέσα σε λίγη ώρα ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τη μέρα του. «Λυπάμαι που σε αφήνω, Άνγουιν, αλλά πρέπει να μιλήσω με τον Χέρμουντ και τον Ίνα για την εκπαίδευση των αντρών», της είπε.
«Φυσικά». «Θα τα πούμε αργότερα». Όταν έφυγε, η Άνγουιν αναστέναξε βαθιά. * Μ ε τη βοήθεια του Ίνα, ο Βούλφγκαρ ασχολήθηκε όλο το πρωί με την εκπαίδευση των αντρών σε μια σειρά από δύσκολες στρατιωτικές ασκήσεις. Ο Χέρμουντ είχε αναλάβει να οργανώσει τις περιπολίες της μέρας. Το γεγονός ότι ο Ίνγκβαρ γνώριζε τώρα πώς είχαν τα πράγματα στο Ντράκενσμπουρκ δε σήμαινε ότι θα τους άφηνε ήσυχους, έτσι ο Βούλφγκαρ είχε στείλει άντρες να περιπολούν σε διάφορα σημεία. Συζήτησε επίσης με τον Ίνα την ανάγκη να στρατολογήσει κι άλλους άντρες από τον ντόπιο πληθυσμό. Όταν θα ερχόταν η ώρα να φύγει, ήθελε να είναι σίγουρος πως θα υπήρχε αρκετή δύναμη για να υπερασπιστεί το μέρος κατά την απουσία του. «Νομίζω πως δε θα δυσκολευτούμε να βρούμε εθελοντές», είπε ο
Ίνα. «Το πρόβλημα θα είναι να μετατρέψουμε αυτό το ακατέργαστο υλικό σε ικανή αμυντική δύναμη». «Έχουμε αρκετούς πεπειραμένους άντρες για να τους εκπαιδεύσουν. Μ ετά από μια περίοδο εντατικών ασκήσεων θα είναι έτοιμοι». Ο Έιβαν, που παρακολουθούσε τις ασκήσεις, γύρισε και τους κοίταξε κραδαίνοντας το ξύλινο σπαθί του. «Θέλω να πολεμήσω», ανακοίνωσε. «Μ ια μέρα θα πολεμήσεις», αποκρίθηκε ο Βούλφγκαρ. «Αλλά πρώτα πρέπει να μάθεις πώς». Πήγε και στάθηκε δίπλα στο παιδί. «Πρέπει να κρατάς το σπαθί σου έτσι... Ναι, έτσι. Ωραία. Ας δοκιμάσουμε τώρα μερικές βασικές κινήσεις...» * Όταν η Άνγουιν πήγε λίγο αργότερα να βρει το γιο της, τον είδε να ασκείται με το μεγαλόσωμο δάσκαλό του. Ο Έιβαν μιμούνταν κάθε κίνηση του Βούλφγκαρ και
κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη του. Ο Ίνα στεκόταν πιο πέρα και παρακολουθούσε με άγρυπνο μάτι. «Δεν είναι πολύ μικρός ο Έιβαν γι’ αυτό;» τον ρώτησε. Ο ηλικιωμένος πολεμιστής χαμογέλασε. «Ανυπομονεί να μάθει, αρχόντισσά μου». «Ναι. Από τότε που του έδωσες το ξύλινο σπαθί, όλο γι’ αυτό μιλάει». «Δε θα τον βλάψει να μάθει μερικές απλές κινήσεις». «Υποθέτω πως όχι». Η Άνγουιν κοίταξε τους άντρες που ασκούνταν ανά δύο κάπως επιφυλακτικά. Ο Ίνα το πρόσεξε. «Δεν πρόκειται να πάθει τίποτα». Εκείνη αισθάνθηκε ανόητη. «Έχεις δίκιο», είπε. Εκείνη τη στιγμή ο Βούλφγκαρ σήκωσε το κεφάλι του, την είδε και χαμογέλασε. Ο Έιβαν ακολούθησε το βλέμμα του και χαμογέλασε κι αυτός με ένα χαμόγελο που φώτισε όλο του το πρόσωπο. Βλέποντάς το, η Άνγουιν ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της. Πόσα πράγματα είχαν αλλάξει από τότε που είχε έρθει
ο Βούλφγκαρ –αλλαγές προς το καλύτερο και με τελείως αναπάντεχους τρόπους. * Ύστερα από δέκα λεπτά ο Βούλφγκαρ σταμάτησε. «Αρκετά για σήμερα. Μ πορείς να εξασκηθείς σ’ αυτά που σου έμαθα». Το παιδί κατένευσε. «Θα εξασκηθούμε πάλι αύριο;» «Φυσικά». Ο Βούλφγκαρ του ανακάτεψε τα μαλλιά. Ύστερα πήγαν κοντά στην Άνγουιν και τον Ίνα. Ο Έιβαν άρχισε να μιλάει στον Ίνα με ενθουσιασμό και εκείνη κοίταξε τον Βούλφγκαρ απολογητικά. «Ελπίζω να μη σ’ ενόχλησε», του είπε. «Καθόλου. Είναι ανυπόμονος και μαθαίνει γρήγορα». Τα λόγια του ακούστηκαν ειλικρινή και η Άνγουιν χαμογέλασε ευχαριστημένη. Πάντα χαιρόταν όταν κάποιος επαινούσε το γιο της, αλλά ο έπαινος του Βούλφγκαρ σήμαινε πολύ περισσότερα. «Έχει αλλάξει τον τελευταίο καιρό. Δεν τον αναγνωρίζω».
«Δε δείχνεις να σε στεναχωρεί». «Όχι. Είναι φυσιολογικό». Προς στιγμήν ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι της στη σκέψη ότι ο Έιβαν θα έφευγε κάποτε για να γίνει πολεμιστής. Η παιδική ηλικία τέλειωνε γρήγορα. Ήταν ένας από τους λόγους που χαιρόταν για τις επιρροές που δεχόταν τώρα ο γιος της. Ο Βούλφγκαρ την κοίταξε με περιέργεια. Ήταν ολοφάνερο ότι αγαπούσε πολύ το γιο της, παρ’ όλο που ήταν παιδί του Τόρσταϊν. «Δεν έκανες ποτέ άλλο παιδί;» τη ρώτησε. «Όχι». Μ ’ αυτή τη μονολεκτική απάντηση η ατμόσφαιρα άλλαξε, γέμισε ένταση. Ο Βούλφγκαρ βλαστήμησε νοερά τον εαυτό του. Οι γυναίκες έχαναν συχνά μωρά και βρέφη, απώλειες που άφηναν βαθιά τραύματα. «Μ ε συγχωρείς. Δεν ήθελα να γίνω αδιάκριτος».
«Δεν πειράζει». Γύρισε και τον κοίταξε κατάματα. «Ο Έιβαν είναι το μοναδικό παιδί μου, επειδή εγώ το επέλεξα». «Εννοείς ότι...» «... φρόντισα να μην υπάρξουν άλλες εγκυμοσύνες. Σε ξαφνιάζει αυτό;» Τον Βούλφγκαρ τον ξάφνιαζε, αλλά δεν το έδειξε. «Θα είχες τους λόγους σου», αποκρίθηκε. «Η γέννα του Έιβαν ήταν δύσκολη. Νόμιζα ότι θα πέθαινα, αλλά ζήσαμε και οι δύο. Ο Τόρσταϊν απέκτησε το διάδοχό του και εγώ ορκίστηκα να μην κάνω άλλο παιδί με έναν άνθρωπο που μισούσα». «Μ α πώς...; Θέλω να πω, δεν του αρνήθηκες το κρεβάτι σου». «Όχι. Αυτό ήμουν αναγκασμένη να το υπομένω, αλλά υπάρχουν τρόποι για να αποφύγει μια γυναίκα να συλλάβει». «Κατάλαβα. Όμως πήρες μεγάλο ρίσκο. Αν το ανακάλυπτε...» «Θα με σκότωνε, αν και τότε δε μ’ ενδιέφερε καθόλου».
«Ωστόσο αγαπάς το γιο σου». «Δε φταίει αυτός που γεννήθηκε». Ο Βούλφγκαρ την κοίταξε επίμονα. «Γιατί μου τα λες όλα αυτά;» «Επειδή ρώτησες και επειδή...» «Επειδή;» «Δε θέλω να σου λέω ψέματα». «Δηλαδή είσαι αποφασισμένη να μην κάνεις άλλα παιδιά;» «Ήμουν αποφασισμένη να μην κάνω άλλα παιδιά με τον Τόρσταϊν». «Μ όνο δικά του;» «Δε... δε σκέφτηκα ποτέ πέρα από εκείνον, δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα απαλλαγώ απ’ αυτόν». «Και τώρα;» «Η ερώτηση δεν έχει νόημα υπό τις παρούσες συνθήκες, σωστά;» Μ έχρι εκείνη τη στιγμή ο Βούλφγκαρ δεν είχε δει το θέμα από αυτή τη σκοπιά, αλλά τώρα ξανάρθαν στο μυαλό του οι όροι της συμφωνίας τους. Τα πρόσφατα γεγονότα
τον είχαν κάνει να ξεχάσει ότι ο γάμος τους ήταν μια επαγγελματική συμφωνία. Όταν κοιτούσε τον Έιβαν, δεν του ήταν και τόσο δύσκολο να φανταστεί άλλους γιους, τους γιους του. Όταν κοιτούσε τη γυναίκα που στεκόταν δίπλα του, η επιθυμία που είχε θάψει μέσα του ερχόταν στην επιφάνεια με οδυνηρή σφοδρότητα. Τώρα βλαστήμησε τον εαυτό του που είχε αφήσει τη φαντασία του να επισκιάσει την κοινή λογική. Η Άνγουιν τον είχε προσγειώσει έγκαιρα στην πραγματικότητα. Τα παιδιά θα πρόσθεταν κι άλλες επιπλοκές σε μια ήδη περίπλοκη κατάσταση. Θα έπρεπε να νιώθει ανακούφιση που γλίτωνε από μια τέτοια πιθανότητα. Στο κάτω κάτω, είχε συμφωνήσει με τους όρους της και εκείνη με τους δικούς του. «Ναι, δεν έχει νόημα υπό τις παρούσες συνθήκες», συμφώνησε. Κεφάλαιο 15 Τις επόμενες μέρες κατέφταναν νεοσύλλεκτοι απ’ όλη την περιοχή, νεαροί άντρες που ανυπομονούσαν
να μάθουν την τέχνη του πολέμου. Ο Βούλφγκαρ είχε το γενικό πρόσταγμα, αλλά όπου μπορούσε κατέφευγε στη βοήθεια του Ίνα και του Χέρμουντ. Εκτός από το πρωί και το βράδυ, έβλεπε ελάχιστα την Άνγουιν. Φυσικά, είχε δικές της δουλειές και έπρεπε να επιβλέπει τους υπηρέτες. Έμενε πολύ λίγο στη σάλα μετά το δείπνο, κι όταν εκείνος πήγαινε στην κάμαρά της, είχε ήδη αποκοιμηθεί. Παρ’ όλο που ήταν ευγενική όποτε ήταν μαζί, οι στιγμές της οικειότητας που είχαν μοιραστεί τώρα έλαμπαν διά της απουσίας τους. Κι αυτό ο Βούλφγκαρ το έβρισκε παράξενα ενοχλητικό. Είχε την εντύπωση ότι η Άνγουιν τον απέφευγε. Ο Έιβαν, από την άλλη, ήταν πιο εκδηλωτικός. Είχε μάθει όσα του είχε διδάξει και εξασκούνταν φιλότιμα. Ο παραμικρός έπαινος του έδινε θάρρος και τον έκανε να κοκκινίζει από ικανοποίηση. Ο Βούλφγκαρ άρχιζε να αναρωτιέται αν ο Τόρσταϊν ασχολιόταν καθόλου μαζί του.
«Ελάχιστα», απάντησε ο Ίνα όταν του εξέφρασε την απορία του. «Δε συμπαθούσε τα παιδιά. Δεν είχε υπομονή και, όπως σου είπα, ήταν οξύθυμος». «Μ α είχε ένα γιο που κάθε πατέρας θα ήταν περήφανος γι’ αυτόν». «Αν ήταν περήφανος για το αγόρι, το έκρυβε καλά». Τα λόγια του Ίνα θύμισαν στον Βούλφγκαρ τη συζήτησή του με την Άνγουιν. Δεν ήταν παράξενο που δεν ήθελε να χαρίσει στο σύζυγό της άλλα παιδιά. Από μια άποψη ήταν θλιβερό, γιατί παιδιά σαν τον Έιβαν ήταν ευλογία για έναν πατέρα. Η σκέψη τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι θα ήθελε να είναι ο πατέρας των παιδιών της Άνγουιν. Αμέσως μετά σκέφτηκε ότι η πατρότητα ήταν ιερή ευθύνη, μια ευθύνη στην οποία είχε ήδη αποτύχει. Ο Τόκι ήταν τριών ετών όταν πέθανε. Τι είδους άντρας θα ήταν αν είχε μεγαλώσει; Αναστέναξε. Όταν έλεγε στην Άνγουιν ότι δεν ήταν φτιαγμένος για σύζυγος, έλεγε αλήθεια.
Άλλο ένα μάθημα με τον Έιβαν τον βοήθησε να βγάλει αυτές τις σκέψεις απ’ το μυαλό του. Το παιδί χτυπούσε ανελέητα την ασπίδα του, όμως δεν κατάφερνε να τον πετύχει. Ύστερα από καμιά δεκαριά λεπτά, ο Βούλφγκαρ είδε με την άκρη του ματιού του ένα μοβ φόρεμα. Γύρισε ενστικτωδώς, και η στιγμιαία αφηρημάδα του επέτρεψε στον Έιβαν να τον καρφώσει στα πλευρά με το ξύλινο σπαθί του. «Σε πέτυχα!» φώναξε υψώνοντας το όπλο του. «Πέθανες!» Ο Βούλφγκαρ βόγκησε δυνατά και έπιασε το πλευρό του. Ύστερα άρχισε να παραπατάει σαν να είχε τραυματιστεί θανάσιμα και σωριάστηκε στο χώμα. Το παιδί γέλασε. «Ο άρχοντας Βούλφγκαρ είναι νεκρός! Τον σκότωσα!» Ο Έιβαν ύψωσε τις γροθιές του θριαμβευτικά, αλλά μόλις γύρισε την πλάτη του ο «νεκρός» ζωντάνεψε ξαφνικά και τον άρπαξε. Εκείνος τσίριξε από έκπληξη καθώς δυο δυνατά χέρια τον σήκωσαν στον αέρα. Οι τσιρίδες έγιναν γέλια όταν τα ίδια χέρια τον γύρισαν ανάποδα.
«Αυτό να σου γίνει μάθημα, μικρέ», είπε ο Ίνα. «Να σιγουρεύεσαι ότι ο εχθρός σου έχει πεθάνει πριν του γυρίσεις την πλάτη σου». «Σωστά. Αλλιώς θα πεθάνεις εσύ». Ο Βούλφγκαρ γύρισε το παιδί κανονικά και το κράτησε στην αγκαλιά του. «Ωστόσο με πέτυχες, κι αυτό είναι πολύ καλό». Ο Έιβαν χαμογέλασε ντροπαλά. Ύστερα κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του δασκάλου του και το χαμόγελό του έγινε πιο φωτεινό. «Μ ητέρα!» Η καρδιά του Βούλφγκαρ φτερούγισε παράξενα όταν γύρισε και είδε την Άνγουιν να τους παρακολουθεί με μια έκφραση που δεν είχε ξαναδεί στο πρόσωπό της. Ήταν χαρά, περηφάνια και κάτι άλλο που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. «Μ ε είδες που κάρφωσα τον άρχοντα Βούλφγκαρ;» «Ναι, σε είδα». Στην πραγματικότητα, η Άνγουιν είχε παρακολουθήσει όλη τη σκηνή και ένιωθε να την πλημμυρίζει
ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Δε φανταζόταν ότι ο Βούλφγκαρ θα έδινε τόση προσοχή σ’ ένα παιδί που δεν ήταν καν δικό του. Ο Βούλφγκαρ άφησε το γιο της κάτω, ύστερα πήρε την πεσμένη ασπίδα και την έδωσε στον Ίνα. Αφού συμβούλεψε τον Έιβαν να συνεχίσει την εξάσκησή του, πήγε κοντά της. «Μ αθαίνει γρήγορα», της είπε. «Δε φανταζόμουν ότι θα έκανε τέτοια πρόοδο. Κι αυτό χάρη σ’ εσένα. Σ’ ευχαριστώ», αποκρίθηκε εκείνη. Η έκφρασή της τον αναστάτωσε. Όλη η προηγούμενη επιφυλακτικότητά της είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας να φανεί η τρυφερότητα και η ευαισθησία της. Μ ε τα χρόνια είχε μάθει να τα κρύβει, αλλά ήταν εκεί, αν ενδιαφερόταν κάποιος να κοιτάξει. Πόσο την είχαν πληγώσει τα γεγονότα του παρελθόντος; Εκείνη τη στιγμή ο Βούλφγκαρ θα ήθελε να την πάρει στην αγκαλιά του και να σβήσει τις πληγές της με φιλιά, αλλά συγκρατήθηκε. Πιθανότατα εκείνη θα αντιδρούσε αρνητικά και ο ίδιος δεν
ήθελε να της επιβάλει το ενδιαφέρον του. Άλλωστε, το παρελθόν δεν έσβηνε με φιλιά. «Είναι χαρά μου», της απάντησε με σοβαρότητα. Κάτω από άλλες συνθήκες, θα έκανε το ίδιο με τον Τόκι. Ξαφνικά ο λαιμός του έκλεισε και έδιωξε αυτή τη σκέψη από το μυαλό του. Η Άνγουιν χαμογέλασε. «Και για τον Έιβαν είναι χαρά». Κοίταξε γύρω τους άντρες που ασκούνταν. «Η εκπαίδευση πηγαίνει τόσο καλά όσο ήλπιζες;» «Ω, ναι. Ο Ίνα είναι ανεκτίμητος. Είχες δίκιο γι’ αυτόν». «Μ ου στάθηκε σαν βράχος από τότε που πέθανε ο Τόρσταϊν». «Το πιστεύω». «Πρέπει να σου έχει μεγάλη εκτίμηση, αλλιώς δε θα δεχόταν τόσο εύκολα να συνεργαστεί μαζί σου». «Τιμή μου». Ακούστηκε απόλυτα ειλικρινής και η Άνγουιν χάρηκε περισσότερο απ’ ό,τι περίμενε. Συνειδητοποίησε επίσης ότι απολάμβανε τη συντροφιά του περισσότερο απ’ όσο
ήλπιζε. Δεν μπορούσε να αρνηθεί την έλξη που αισθανόταν για εκείνον, όμως δεν έπαυε να αποτελεί κίνδυνο. Αυτός ήταν ο λόγος που προσπαθούσε να κρατηθεί μακριά του τις προηγούμενες μέρες. Ωστόσο, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της, της είχε λείψει. «Πρέπει να φύγω για να ελέγξω τις περιπόλους», είπε εκείνος διακόπτοντας τις σκέψεις της. «Έλα μαζί μου». Τα λόγια του την αιφνιδίασαν. «Εγώ... δεν είχα προγραμματίσει...» μουρμούρισε. «Το ξέρω ότι δεν το είχες προγραμματίσει. Μ όλις τώρα σου το ζήτησα». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε. «Υπάρχει κάτι που λέγεται αυθορμητισμός». «Ναι, αλλά δε θα... Εννοώ, δεν είναι...» «Τι δεν είναι;» «Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία».
«Ωραία. Τότε έλα». Την κοίταξε κατάματα. «Παρεμπιπτόντως, αυτό είναι απαίτηση». «Ξέρεις πόσο αυταρχικός γίνεσαι μερικές φορές;» «Όχι, αλλά θα μου πεις το μεσημέρι. Τα άλογα θα είναι έτοιμα μόλις τελειώσει η εκπαίδευση». Της έκανε ένα νεύμα και της γύρισε την πλάτη του. Η Άνγουιν έπνιξε ένα χαμόγελο. «Ανυπόφορε άνθρωπε». * Εκείνο το βράδυ η Άνγουιν δε βιάστηκε να φύγει από τη σάλα μετά το δείπνο. Άκουγε τις συζητήσεις, συμμετείχε όπου μπορούσε, κι όταν η ώρα πέρασε αρκετά, ανακοίνωσε ότι αποσυρόταν. Περίμενε ότι ο Βούλφγκαρ θα την καληνύχτιζε και θα έμενε με τους άντρες του, αλλά έκανε λάθος. «Ήταν κουραστική μέρα», της είπε. «Ανυπομονώ να πέσω στο κρεβάτι». Εκείνη κατένευσε. Όταν βγήκαν έξω, κοντοστάθηκε. Οι πυρσοί ήταν αναμμένοι και, παρ’ ότι είχε σκοτεινιάσει τελείως, η βραδιά ήταν ζεστή, ο αέρας ευωδίαζε. Η
ατμόσφαιρα ήταν πολύ ευχάριστη ύστερα από το στρίμωγμα στη σάλα. Προχώρησαν σιωπηλοί προς τα διαμερίσματά της. Δεν είχαν κάνει παραπάνω από δεκαπέντε βήματα, όταν μια σιλουέτα πετάχτηκε από το σκοτάδι και ρίχτηκε στον Βούλφ-γκαρ. Η Άνγουιν είδε το υψωμένο στιλέτο και έβγαλε μια προειδοποιητική κραυγή. Εκείνος γύρισε απότομα στο πλάι και η λεπίδα που στόχευε την καρδιά του καρφώθηκε στο μπράτσο του. Όρμησε στον επιτιθέμενο και τον χτύπησε με τη γροθιά του. Οι δύο άντρες έπεσαν στο έδαφος. Ο αντίπαλός του γύρισε και η μύτη του στιλέτου αιωρήθηκε πάνω από το λαιμό του Βούλφγκαρ. Εκείνος τον χτύπησε δυνατά με το γόνατό του και ο άντρας βόγκησε από τον πόνο. Το στιλέτο γλίστρησε από το χέρι του. Ο Βούλφγκαρ το άρπαξε τη στιγμή που ένα χέρι του έσφιγγε το λαιμό. Μ ε κομμένη την ανάσα, σήκωσε το στιλέτο και το κάρφωσε στα πλευρά του άντρα. Τα δάχτυλα στο λαιμό του χαλάρωσαν και ο Βούλφγκαρ, παίρνοντας μια λαχανιασμένη ανάσα, πέταξε το
ογκώδες σώμα από πάνω του. Ύστερα σηκώθηκε με δυσκολία, σφίγγοντας με το χέρι του το τραυματισμένο μπράτσο του. Αίμα κυλούσε ανάμεσα από τα δάχτυλά του. Η Άνγουιν βρέθηκε αμέσως δίπλα του. «Βούλφγκαρ, πληγώθηκες!» φώναξε. «Μ ια γρατζουνιά είναι μόνο». Οι άντρες βγήκαν τρέχοντας από τη σάλα φωνάζοντας και κραδαίνοντας σπαθιά. «Τι έγινε;» ρώτησε ο Χέρμουντ. Έπειτα είδε τον άντρα που κείτονταν στο έδαφος. «Είσαι καλά, αρχηγέ;» Ο Βούλφγκαρ κατένευσε. «Σχετικά». «Ποιος ήταν;» Ο Ίνα πλησίασε με έναν πυρσό. Το φως του αποκάλυψε ένα γνώριμο πρόσωπο. «Ο Θόρκιλ», μουρμούρισε η Άνγουιν. «Τι προδοσία είναι αυτή;» Ο Βούλφγκαρ συνοφρυώθηκε. «Ψάξτε το μέρος. Μ πορεί να έχει συνεργούς. Αν βρείτε κάποιον, να μου
τον φέρετε ζωντανό». Καθώς οι άντρες έσπευδαν να εκτελέσουν τη διαταγή του, στράφηκε στην Άνγουιν. Το πρόσωπό της ήταν κατάχλομο και η καρδιά του κόντεψε να σταματήσει. «Δε σε χτύπησε, γλυκιά μου, έτσι;» τη ρώτησε. «Όχι, δε με χτύπησε». «Δοξασμένοι να ’ναι οι θεοί». Την αγκάλιασε από τη μέση. «Μ α εσύ τρέμεις!» Εκείνη κόλλησε πάνω του, αντλώντας παρηγοριά από τη ζεστασιά του. Από κάπου μακριά ακούστηκαν φωνές και μετά χαρακτηριστικοί ήχοι συμπλοκής. «Κάποιον βρήκαν», μουρμούρισε. Λίγο αργότερα οι άντρες γύρισαν φέρνοντας μαζί τους τον αιχμάλωτο. Τα σκισμένα ρούχα του και το μελανιασμένο πρόσωπό του έδειχναν πως είχε προβάλει μεγάλη αντίσταση. Τον έσυραν με τα χέρια δεμένα μπροστά στον Βούλφγκαρ. Παρά τα αίματα και τις λάσπες, η Άνγουιν τον αναγνώρισε. «Ο Σίγκουρντ! Ένας από τους συντρόφους του Θόρκιλ».
«Τον βρήκαμε κρυμμένο πίσω από το σιδηρουργείο», είπε ο Χέρμουντ. «Βρήκατε στοιχεία που να δείχνουν ότι υπάρχουν κι άλλοι;» ρώτησε ο Βούλφγκαρ. «Όχι ακόμα, αλλά κάποιοι συνεχίζουν να ψάχνουν». Ο Χέρμουντ πίεσε την άκρη του σπαθιού του στο λαιμό του Σίγκουρντ. «Στο μεταξύ, αυτό το σκουλήκι θα μας πει τι ξέρει». Ο αιχμάλωτος τον κοίταξε με αποστροφή. «Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνω. Γιατί να μιλήσω;» «Εξαρτάται από το αν θέλεις να πεθάνεις γρήγορα ή αργά και βασανιστικά». Η Άνγουιν ξεροκατάπιε. Οι χαμογελαστοί, πρόσχαροι άντρες που ήξερε μέχρι τώρα είχαν εξαφανιστεί. Τα πρόσωπα γύρω της ήταν σαν φτιαγμένα από πέτρα. Ο Βούλφγκαρ κοίταξε τον αιχμάλωτο επίμονα. «Λοιπόν;» Ο Σίγκουρντ έριξε μια ματιά γύρω του και έγλειψε τα ξερά χείλη του. «Καλά», απάντησε. «Τότε μίλα».
«Ο Θόρκιλ σκόπευε να σε σκοτώσει απόψε». «Αυτό το κατάλαβα. Ποιος τον έβαλε να με σκοτώσει;» «Ο Ίνγκβαρ». Οι άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, ακούστηκαν μερικά επιφωνήματα θυμού και αποστροφής. «Τι πρόσφερε για αντάλλαγμα, κοπρόσκυλο;» φώναξε ο Χέρμουντ. «Μ ια θέση ανάμεσα στους πολεμιστές του. Και ασήμι». «Και εσύ τι ρόλο θα έπαιζες;» ρώτησε ο Βούλφγκαρ. «Θα τον βοηθούσα να μπει στο Ντράκενσμπουρκ και θα τέλειωνα τη δουλειά, αν αποτύχαινε». Ακούστηκαν κι άλλα οργισμένα μουρμουρητά. Η Άνγουιν πάγωσε όταν αναλογίστηκε τι μπορεί να είχε χάσει εκείνο το βράδυ. «Και πώς μπήκατε;» συνέχισε ο Βούλφγκαρ. «Χρησιμοποιήσαμε γάντζο και σκοινί για ν’ ανέβουμε στον τοίχο. Ύστερα κρυφτήκαμε και περιμέναμε την ευκαιρία».
«Αλλά τη χάσατε, άθλιο υποκείμενο», γρύλισε ο Χέρμουντ. Πίεσε περισσότερο την άκρη του ξίφους του και στο λαιμό του Σίγκουρντ εμφανίστηκε μια λεπτή γραμμή αίματος. Τα μάτια του Σίγκουρντ άστραψαν. «Μ πορείς να με σκοτώσεις, αλλά δε θα κερδίσεις τίποτα. Ο Ίνγκβαρ θα σας σφάξει και θα κάνει στάχτη τούτο το μέρος». Ο Βούλφγκαρ ύψωσε το φρύδι του. «Και πώς σκοπεύει να το κάνει;» «Σχεδιάζει επίθεση». «Πότε;» «Δεν ξέρω». Το ξίφος κινήθηκε ανεπαίσθητα και ο Σίγκουρντ έσφιξε τα δόντια του. «Αν ήξερα θα σου έλεγα». Ο Χέρμουντ κοίταξε γύρω. «Τι λες, να τον ξεκάνω;» Ο Βούλφγκαρ περίμενε, αλλά όταν ο αιχμάλωτος δεν είπε τίποτα περισσότερο κούνησε το κεφάλι του. «Όχι ακόμα. Ας τον αφήσουμε να το σκεφτεί. Αλυσοδέστε τον
στην παράγκα με τα σκυλιά». Ο Σίγκουρντ ξεροκατάπιε. Η Άνγουιν έφερε στο μυαλό της τα τέρατα και ρίγησε. Κάποτε ήταν το καμάρι του Τόρσταϊν. Ήταν δώδεκα τεράστια άγρια σκυλιά, που ζύγιζαν περισσότερο από έναν άντρα. Μ πορούσαν να ρίξουν κάτω ένα ελάφι ή έναν αγριόχοιρο εκατόν είκοσι κιλών με μεγάλη ευκολία. «Μ ετά χαράς», απάντησε ο Χέρμουντ. «Κρίμα που τάισα νωρίτερα τα ζώα. Το πιθανότερο είναι να τη γλιτώσει με μερικές δαγκωνιές». Οι άντρες άκουγαν σιωπηλοί. Η έκφρασή τους έδειχνε κάτι μεταξύ θυμού και απογοήτευσης. Ο Άσουλφ αναστέναξε. «Ε, ποτέ δεν ξέρεις». «Εξάλλου, μπορεί να πεινάνε ακόμα», συμπλήρωσε ο Θραντ. «Δεν πάμε να δούμε;» Οι δυο τους έπιασαν τον Σίγκουρντ από τα μπράτσα και τον έσυραν, ακολουθούμενοι από καμιά δεκαριά άλλους. Ο Βούλφ-γκαρ τους παρακολούθησε για λίγο κι ύστερα γύρισε στους υπόλοιπους
συντρόφους του. «Θα διπλασιάσουμε τη φρουρά και θα αυξήσουμε τις περιπολίες», ανακοίνωσε. «Σωστά». Ο Χέρμουντ έδειξε με ένα νεύμα το πληγωμένο μπράτσο του. «Στο μεταξύ, καλύτερα να φροντίσεις το τραύμα σου». Η Άνγουιν έκανε μπροστά. «Έχει δίκιο, κύριέ μου». Έδειξε προς τα διαμερίσματά της. «Πάμε». Εκείνος δε διαφώνησε και έφυγαν. Όταν μπήκαν μέσα, ο Βούλφγκαρ μαντάλωσε την πόρτα και την ακολούθησε στην κάμαρά τους. Καθώς εκείνη ετοίμαζε νερό και πανιά για να τον περιποιηθεί, το αρχικό σοκ υποχωρούσε και άρχισε να συνειδητοποιεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. Η ιδέα μιας κρυμμένης απειλής ανάμεσά τους ήταν αρκετά άσχημη, αλλά οι πιθανές συνέπειες ήταν ακόμα χειρότερες. Μ όνο όταν είδε το μαχαίρι του δολοφόνου να σημαδεύει την καρδιά του Βούλφ-γκαρ κατάλαβε τι υπήρχε στη δική της.
Άφησε κάτω τη λεκάνη και τα πανιά και κοίταξε το ματωμένο μανίκι του. Παραλίγο να τον χάσει. «Πρέπει να το βγάλεις, κύριέ μου», του είπε. Εκείνος κατένευσε. Μ ε το γερό χέρι του ξεκούμπωσε τη ζώνη του και την άφησε στην άκρη. Ύστερα, με τη βοήθειά της, έβγαλε το αμπέχονο και το πουκάμισό του. Το τραύμα αποδείχτηκε επιφανειακό, παρ’ ότι αιμορραγούσε ακατάσχετα. «Θα μπορούσε να ήταν χειρότερο», είπε ο Βούλφγκαρ. «Είναι αρκετά σοβαρό. Κάθισε εδώ να σου το καθαρίσω όπως πρέπει». Εκείνος και πάλι δε διαμαρτυρήθηκε. Αφέθηκε στις φροντίδες της, παρακολουθώντας τις σίγουρες κινήσεις των χεριών της. «Το έχεις ξανακάνει», παρατήρησε. «Μ ια δυο φορές». Σκούπισε το αίμα, καθάρισε την πληγή και άπλωσε λίγη αλοιφή. «Αυτό θα αποτρέψει τη μόλυνση». Ο Βούλφγκαρ βόγκηξε, αλλά δε διαμαρτυρήθηκε. Στην πραγματικότητα, η αίσθηση των δαχτύλων της
στην επιδερμίδα του ήταν ευχάριστη και οι σκέψεις του πήραν έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο. Η Άνγουιν κάλυψε το τραύμα με ένα καθαρό πανί και το τύλιξε με έναν επίδεσμο. «Πρέπει να μείνει δεμένο για μια δυο μέρες», είπε. «Αλλά νομίζω ότι η πληγή θα γιατρευτεί γρήγορα». «Είμαι σίγουρος. Σ’ ευχαριστώ». Η Άνγουιν τον κοίταξε ανήσυχα. «Πιστεύεις πως ο Σίγκουρντ είπε αλήθεια για την επίθεση στο Ντράκενσμπουρκ;» «Πολύ πιθανό». «Θα μπορούσαν να μας νικήσουν;» «Μ ε κατά μέτωπο επίθεση, όχι». «Μ ε προδοσία;» «Δεν μπορώ να το προβλέψω, αλλά θα είμαστε σε επαγρύπνηση». «Ο Ίνγκβαρ σε θέλει νεκρό, αυτό είναι βέβαιο. Μ άλλον βρήκε τον Θόρκιλ εύκολο μέσο για να πετύχει
το σκοπό του». «Φαντάζομαι πως ναι. Ο Θόρκιλ ήταν θερμοκέφαλος και μνησίκακος». «Φέρθηκε ύπουλα και πλήρωσε το τίμημα για το έγκλημά του. Ωστόσο στάθηκες τυχερός απόψε». «Εσύ μου έφερες τύχη». «Νόμιζα... Νόμιζα ότι θα σε σκότωνε». Η φωνή της Άνγουιν έτρεμε από ταραχή και ο Βούλφγκαρ ξαφνιάστηκε ακούγοντάς τη. «Δεν είναι τόσο εύκολο να με σκοτώσουν, γλυκιά μου», της είπε. «Αλλά θα στενοχωριόσουν αν με είχε σκοτώσει;» «Φυσικά και θα στενοχωριόμουν». «Μ ε το χρυσάφι σου θα έβρισκες άλλο προστάτη». «Δε θέλω άλλο προστάτη». Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ντροπιασμένη, προσπάθησε να γυρίσει το κεφάλι της, αλλά ο
Βούλφγκαρ την έπιασε απαλά από τους ώμους, τη γύρισε προς το μέρος του και την κοίταξε κατάματα. Αυτό που είδε έκανε το σφυγμό του να χτυπήσει πιο δυνατά. Εκείνη έγειρε μπροστά. Την επόμενη στιγμή τα χείλη του σφράγισαν τα δικά της. Ένιωσε τα χέρια της να τυλίγονται στο λαιμό του, το κορμί της να κολλάει στο δικό του. Και μετά τον φίλησε κι εκείνη. Η καρδιά του σχεδόν σταμάτησε. Το φιλί έγινε πιο βαθύ, πιο τολμηρό. Ο πόθος του φούντωσε. Της έβγαλε το φόρεμα και το άφησε να πέσει στο πάτωμα. Ύστερα σήκωσε την πλεξούδα της, έλυσε την κορδέλα και την ξέπλεξε αργά. Τα μαλλιά της απλώθηκαν στα χέρια του σαν φωτιά από μετάξι. Εισέπνευσε το άρωμά τους κι αμέσως αισθάνθηκε τη σάρκα του να σκληραίνει. Την αγκάλιασε πιο σφιχτά και το φιλί έγινε καυτό. Εκείνη το ανταπέδιδε πεινασμένα. Κάθε άλλη σκέψη ξεχάστηκε, καθώς ο πόθος σκόρπιζε την επιφυλακτικότητα στον αέρα. Ο Βούλφγκαρ σταμάτησε ίσα για να τη μεταφέρει στο κρεβάτι.
Συνέχισε να της βγάζει τα ρούχα χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Ξάπλωσε δίπλα της, έπιασε το χιτώνιο και της το έβγαλε αργά. Άφησε για λίγο το βλέμμα του να απολαύσει το πανέμορφο κορμί της πριν συνεχίσει από εκεί που είχε σταματήσει. Τα χέρια του τη χάιδευαν απαλά και καθησυχαστικά, φέρνοντάς την κοντά του και φουντώνοντας τις φλόγες του αμοιβαίου πόθου. Δε βιάστηκε, γιατί δεν ήθελε να κάνει κάτι που θα την τρόμαζε ή θα της προκαλούσε αποστροφή. Οι εμπειρίες του παρελθόντος έπρεπε να εξαλειφθούν και οι καινούριες να της προσφέρουν ευχαρίστηση και επιθυμία για περισσότερα. Τα χείλη του κατέβηκαν από το στόμα της στο λαιμό της και από εκεί στα στήθη της, παίζοντας με την ορθωμένη θηλή, νιώθοντας το υπέροχο τρέμουλο της ανταπόκρισής της, ενώ το χέρι του κινήθηκε πιο χαμηλά, χαϊδεύοντας την καμπύλη της μέσης και των γοφών της, πριν βρει το ευαίσθητο σημείο
ανάμεσα στους μηρούς της. Τη χάιδεψε απαλά. Άκουσε το βογκητό της και ένιωσε την επιδερμίδα της να ιδρώνει. Η μυρωδιά της τον μέθυσε. Συγκρατώντας τον πειρασμό να ικανοποιήσει το δικό του πόθο, συνέχισε, προκαλώντας της ένα πιο έντονο ρίγος, κι ύστερα άλλο ένα. Όταν μπήκε μέσα της δε βρήκε αντίσταση, μόνο υγρή και πρόθυμη ζεστασιά. Κινήθηκε αργά, ελέγχοντας το πάθος του, κάνοντάς τη να περιμένει. Εκείνη σάλεψε ανυπόμονα. Την άκουσε να ψιθυρίζει το όνομά του ικετευτικά. Της χάιδεψε τα μαλλιά και χαμογέλασε. «Σσς, μη βιάζεσαι. Θα πάρεις αυτό που θέλεις, γλυκιά μου». Επιτάχυνε σταδιακά το ρυθμό του, οι ωθήσεις του έγιναν πιο δυνατές. Ένιωσε το ρίγος της, το σώμα της να καμπυλώνει κάτω από το δικό του. Τα μάτια της είχαν σκουρύνει, τα χείλη της ήταν πρησμένα από τα φιλιά του. Ανίκανος να συγκρατηθεί κι αυτός περισσότερο, άφησε τον εαυτό του ελεύθερο και έφτασε στην κορύφωση με μια κραυγή τόσο άγριας χαράς, που νόμιζε ότι θα έσπαγε την καρδιά του με τη δύναμή της. Σχεδόν μεθυσμένος, κατέρρευσε στο στρώμα
ανασαίνοντας λαχανιασμένα, νιώθοντας κάθε κομμάτι του εαυτού του υπέροχα ζωντανό. Περίμενε ότι θα το απολάμβανε, αλλά τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει για τέτοια υπέροχη εμπειρία. Η Άνγουιν ήταν ξαπλωμένη δίπλα του, με την καρδιά της να βροντοχτυπάει, το σώμα της να πάλλεται ακόμα από την ηδονή. Είχε ακούσει ότι ένας άντρας μπορούσε να κάνει την εμπειρία απολαυστική για μια γυναίκα, αλλά ποτέ δεν είχε φανταστεί το μέγεθος της απόλαυσης. Τώρα ο Βούλφγκαρ ήταν σύζυγός της με όλη τη σημασία της λέξης, και δεν την ενδιέφερε πια αν αυτό που έκανε ήταν ανοησία. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να ζήσει τη στιγμή. Εκείνος γύρισε το κεφάλι του, της χαμογέλασε και χάιδεψε το λαιμό της. «Ήταν υπέροχο», είπε σιγανά. Εκείνη του ανταπόδωσε το χαμόγελο. «Ναι, ήταν». «Ήθελα να το κάνω από την πρώτη στιγμή που σε είδα». «Ευτυχώς που δεν το έκανες, αν σκεφτείς πόσοι μας έβλεπαν».
«Ναι, θα γινόταν σούσουρο». «Ο Ίνγκβαρ θα πάθαινε αποπληξία». «Ο Ίνγκβαρ ας πάει να ψηθεί στην Κόλαση. Δε με νοιάζει». Η Άνγουιν ύψωσε το φρύδι της. «Ζηλεύεις;» «Σαν τρελός. Δεν αντέχω ούτε να τον σκέφτεσαι». «Τότε τον ξεχνάω αμέσως». «Ωραία». Την τράβηξε κοντά του. «Αλλιώς θα αναγκαζόμουν να σε κάνω να τον ξεχάσεις με άλλο τρόπο». Εκείνη τον κοίταξε πονηρά. «Μ ε τι τρόπο, κύριέ μου;» «Δεν ξέρεις;» Ναι, ήξερε, και μια φούντωση απλώθηκε στο κορμί της. «Είσαι τελείως ξεδιάντροπος!» Εκείνος χαμογέλασε. «Ναι, είμαι». Κεφάλαιο 16 Η Άνγουιν κοιμήθηκε βαθιά και ξύπνησε λίγο πριν το ξημέρωμα. Στην αρχή δεν κατάλαβε τι την είχε
ξυπνήσει, μέχρι που ένιωσε στον ώμο της το χάδι από τα χείλη ενός άντρα. Χαμογέλασε και τεντώθηκε νωχελικά, ύστερα γύρισε και τον κοίταξε. «Καλημέρα, γυναίκα μου», ψιθύρισε ο Βούλφγκαρ. «Καλημέρα, άντρα μου», του απάντησε. Εκείνος έσκυψε και πιπίλισε το λοβό του αυτιού της. Η γλώσσα του ακολούθησε το περίγραμμά του, κάνοντάς τη να ανατριχιάσει από ηδονή. «Ακόμα έχεις διάθεση για παιχνίδια;» μουρμούρισε η Άνγουιν χαμογελώντας. «Δε φαντάζεσαι πόση». Μ ετακινήθηκε λίγο και τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της. Τη φίλησε αργά, ενώ τα χέρια του εξερευνούσαν όλο της το κορμί, ξυπνώντας μέσα της τον πόθο. Συνέχισε την εξερεύνηση με αργές, έμπειρες κινήσεις. Λαχταρώντας το άγγιγμά του, η Άνγουιν ανταποκρίθηκε αμέσως, θέλοντας να του προσφέρει ευχαρίστηση. Το χάδι της έγινε πιο τολμηρό. Ο Βούλφγκαρ κράτησε την ανάσα του και κάθε κομμάτι του κορμιού
του ζωντάνεψε στο άγγιγμά της. Γύρισε να την κοιτάξει, όμως εκείνη τον έσπρωξε απαλά πίσω στο κρεβάτι. Η γλυκιά προσμονή του κορυφώθηκε όταν η Άνγουιν κάθισε καβαλικευτά επάνω του, τον πήρε μέσα της και άρχισε να κινεί αργά τους γοφούς της. Άπλωσε τα χέρια του και την τράβηξε για να μπει πιο βαθιά. Ο ρυθμός τους έγινε πιο γρήγορος, η φωτιά που τους έκαιγε δυνάμωνε όλο και περισσότερο, μέχρι που έφτασαν και οι δύο στην κορύφωση. Μ ετά έμειναν ξαπλωμένοι για λίγο. Ο Βούλφγκαρ την κοίταζε καθώς λαγοκοιμόταν, χαϊδεύοντας αργά τα μαλλιά της. Πάντα πίστευε ότι ήταν μια γυναίκα με πάθος, αλλά η ένταση του πάθους της τον ξάφνιαζε και τον ευχαριστούσε. Όταν ονειρευόταν να την κατακτήσει, δε φανταζόταν ότι η παράδοσή της θα ήταν τόσο συγκλονιστική. Εκτός από πόθο, του δημιουργούσε συναισθήματα που δεν περίμενε να νιώσει ξανά. Οι σχέσεις που έκανε μέχρι τώρα βασίζονταν στην ικανοποίηση της σαρκικής επιθυμίας. Έπαιρνε από τις γυναίκες αυτό που ήθελε και μετά τις ξεχνούσε.
Αλλά κανένας άντρας δε θα ξεχνούσε αυτή τη γυναίκα –εκτός αν ήταν νεκρός. Η μία σκέψη έφερε την άλλη, ώσπου θυμήθηκε τη συμμαχία που σκόπευε να συνάψει με τον Ρόλο και τις περιπέτειες που τον περίμεναν. Υπόσχονταν τεράστια πλούτη, αλλά, φυσικά, το αντίτιμο γι’ αυτά ήταν ο κίνδυνος. Οι θεοί μπορεί να τον είχαν ευλογήσει με ασυνήθιστη καλοτυχία, όμως η τύχη του δε θα κρατούσε για πάντα. Ήταν είκοσι επτά χρονών. Πόσα χρόνια του απέμεναν πριν οι Νόρνιρ κόψουν το νήμα της ζωής του; Πόσο απ’ αυτόν το χρόνιο θα τον περνούσε με την Άνγουιν; Πιθανότατα ελάχιστο. Αυτή ήταν η πραγματικότητα, αλλά δε θα ήταν εύκολο να την αφήσει –ειδικά τώρα. Την ήθελε από την αρχή και ήταν αποφασισμένος να την κατακτήσει. Περίμενε ότι η ένωσή τους θα ήταν συγκλονιστική. Αυτό που δεν είχε προβλέψει ήταν η συναισθηματική του εμπλοκή. Συναισθήματα που νόμιζε από καιρό πεθαμένα είχαν ξυπνήσει και τον είχαν βρει απροετοίμαστο.
Αναστέναξε και σηκώθηκε προσεκτικά από το κρεβάτι για να μην την ξυπνήσει. Καθώς ντυνόταν, ο επίδεσμος στο μπράτσο του του θύμισε τα σημαντικά ζητήματα που έπρεπε να φροντίσει. * Όταν η Άνγουιν ξύπνησε, ο Βούλφγκαρ είχε φύγει από ώρα. Πλύθηκε και ντύθηκε βιαστικά, νιώθοντας κάπως ανήσυχη. Αυτό που είχε συμβεί είχε προκαλέσει μια αλλαγή τόσο βαθιά, της είχε δώσει τόση ευτυχία, που ήταν σίγουρη ότι θα το καταλάβαιναν όλοι. Ωστόσο κανένας υπηρέτης δεν έδειξε να πρόσεξε κάτι ασυνήθιστο στην εμφάνισή της. Μ όνο η Τζόντις είδε τη λάμψη στα μάτια της κυράς της. «Φαίνεσαι χαρούμενη σήμερα», σχολίασε. «Είμαι χαρούμενη. Δεν είναι ένα υπέροχο πρωινό;» Η υπηρέτρια χαμογέλασε. «Ναι, είναι». «Πού είναι ο Έιβαν;»
«Βγήκε έξω νωρίτερα με τον Ίνα, για να ασκηθεί με το σπαθί». «Δε σκέφτεται τίποτε άλλο τον τελευταίο καιρό. Και ο Βούλφγκαρ τον ενθαρρύνει». «Κρίμα που ο άρχοντας Βούλφγκαρ δε θα μείνει αρκετά για να τον βοηθήσει να τελειώσει την εκπαίδευσή του». Η Άνγουιν θυμήθηκε τα λόγια του Βούλφγκαρ και η χαρά της εξανεμίστηκε. Δε θα μείνω για πάντα... ούτε θα σου υποσχεθώ αιώνια αγάπη. Έστρεψε πάλι την προσοχή της στα ρούχα που μπάλωνε, αλλά, ενώ τα χέρια της δούλευαν, στο μυαλό της στριφογύριζαν οι αναμνήσεις. Αυτό που είχε μοιραστεί με τον Βούλφγκαρ ήταν υπέροχο, αλλά δε θα κρατούσε. Κανείς από τους δυο τους δεν περίμενε να είναι ο γάμος τους κάτι παραπάνω από μια επαγγελματική συμφωνία. Το γεγονός ότι είχε γίνει κάτι περισσότερο δεν άλλαζε τα πράγματα. Ίσως αυτό το σύντομο διάλειμμα να ήταν το μοναδικό. Η σκέψη τής έφερε μελαγχολία, γιατί τώρα πια δεν
μπορούσε να φανταστεί το μέλλον χωρίς εκείνον. Τις μέρες που είχαν περάσει μαζί αισθανόταν πιο ζωντανή από ποτέ. Ο πόνος του αποχωρισμού θα ήταν αβάσταχτος, αλλά δε μετάνιωνε για τίποτα. * Οι πρώτοι που συνάντησε ο Βούλφγκαρ εκείνο το πρωί ήταν ο Χέρμουντ και ο Θραντ. Είχαν ερευνήσει σχολαστικά την περιοχή, αλλά τίποτα δεν έδειχνε ότι οι επίδοξοι δολοφόνοι είχαν κι άλλους συνεργούς. «Πραγματικά ανέβηκαν από τα τείχη. Βρήκαμε το σκοινί και το γάντζο», είπε ο Θραντ. «Και κανένας από τους φρουρούς δεν άκουσε κάτι;» «Όχι. Τους ανακρίναμε». «Οι προδότες επέλεξαν την κατάλληλη στιγμή για να μπουν. Εκτός αν είχαν βοήθεια από μέσα». Ο Χέρμουντ κούνησε το κεφάλι του. «Κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα, όμως, αν τους βοήθησε κάποιος, θα ήταν από τους άντρες του Ντράκενσμπουρκ, όχι απ’ το πλήρωμά μας».
«Δεν έχουμε ακόμα καμιά απόδειξη και δε σκοπεύω να δημιουργήσω άσχημο κλίμα με απλές εικασίες», είπε ο Βούλφγκαρ. Προς το παρόν μην πείτε τίποτα. Παρ’ όλα αυτά, θέλω πιο ισχυρή φρουρά στα τείχη και στην πύλη. Κανείς δε θα μπαίνει χωρίς να του γίνεται σωματικός έλεγχος και να επιβεβαιώνεται ο λόγος που ήρθε». «Θα το φροντίσω, αρχηγέ». Ο Θραντ γύρισε να φύγει, αλλά θυμήθηκε κάτι ακόμα. «Τι θέλεις να κάνουμε το πτώμα του Θόρκιλ;» «Στείλτε το κεφάλι του στον Ίνγκβαρ και το υπόλοιπο θάψτε το». Ο Θραντ έφυγε για να εκτελέσει τις διαταγές του Βούλφγκαρ. Ο Χέρμουντ χαμογέλασε βλοσυρά. «Θα ήθελα να ήμουν από μια μεριά όταν ο Ίνγκβαρ καταλάβει ότι το σχέδιό του απέτυχε, αλλά δε θ’ αργήσει να καταστρώσει καινούριο». «Γι’ αυτό πρέπει να τον καθυστερήσουμε». «Μ ε τι τρόπο;»
«Πρέπει να μάθω τι σχεδιάζει να κάνει και πότε». «Καιρός να ξαναμιλήσουμε με τον Σίγκουρντ, λοιπόν». «Ακριβώς». Μ ια νύχτα με τα σκυλιά του Τόρσταϊν ήταν προφανώς εφιαλτική εμπειρία, αν έκρινε κανείς από την ταλαιπωρημένη εμφάνιση του Σίγκουρντ. Παρ’ όλα αυτά, ο αιχμάλωτος εξακολουθούσε να προβάλλει κάποια αντίσταση. «Θα πεθάνω είτε σας μιλήσω είτε όχι». «Ναι, αλλά, όπως σου είπα, υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι για να πεθάνεις», είπε ο Χέρμουντ. Ένα νεύρο τρεμόπαιξε στο μάγουλο του Σίγκουρντ, αλλά δεν απάντησε. Ο Βούλφγκαρ τον μελέτησε για λίγο σιωπηρός και μετά ανασήκωσε τους ώμους του. «Όπως θέλεις. Πήγαινέ τον πάλι στα σκυλιά», είπε στον Χέρμουντ. «Αλλά σήμερα άφησέ τα νηστικά».
Ο Σίγκουρντ γούρλωσε τα μάτια του. «Όχι, σε παρακαλώ...» «Έχεις να μου πεις κάτι;» τον ρώτησε ο Βούλφγκαρ. Ο αιχμάλωτος έγνεψε καταφατικά. «Ο Ίνγκβαρ σκοπεύει να σε βγάλει από το Ντράκενσμπουρκ με τέχνασμα». «Τι τέχνασμα;» «Θα χωρίσει τις δυνάμεις του. Μ ια μικρή ομάδα θα κάψει έναν οικισμό και θα σφάξει τους κατοίκους. Ενώ εσύ και οι άντρες σου θα ασχολείστε μ’ αυτό, η υπόλοιπη δύναμη του Ίνγκβαρ θα σας περικυκλώσει. Θα σε σκοτώσουν και θα πάρει το Ντράκενσμπουρκ». «Κατάλαβα. Και πότε σχεδιάζει να το κάνει;» «Όταν δε θα έχει φεγγάρι». Ο Χέρμουντ συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή σε λίγες μέρες». «Ποιον οικισμό θα κάψει;» ρώτησε ο Βούλφγκαρ. «Αυτόν που είναι πιο κοντά στο Μ πέρανχολντ».
«Αν λες ψέματα...» Ο Χέρμουντ έπιασε τη λαβή του στιλέτου του. «Σας λέω αλήθεια, τ’ ορκίζομαι». Ο Βούλφγκαρ κούνησε το κεφάλι του. «Θα τον κρατήσουμε ζωντανό μέχρι να διαπιστώσουμε αν λέει αλήθεια. Αν λέει ψέματα, θα τον φάνε τα σκυλιά. Αν λέει αλήθεια, θα του κάνουμε τη χάρη να έχει ένα γρήγορο θάνατο». «Στο μεταξύ, τι θέλεις να τον κάνουμε;» ρώτησε ο Χέρμουντ. «Δέσ’ τον σ’ εκείνο τον πάσσαλο για να τον βλέπουμε». Έδειξε ένα μεγάλο πάσσαλο λίγα μέτρα πιο μακριά. Όταν ο Χέρμουντ τελείωσε, τον πήρε παράμερα. «Ο χρόνος είναι λίγος, αλλά σκοπεύω να είμαι έτοιμος για τον Ίνγκβαρ». «Έχεις κανένα σχέδιο, αρχηγέ;» «Όχι ακόμα, αλλά θα έχω». * Όταν ο Χέρμουντ έφυγε, ο Βούλφγκαρ πήγε να παρακολουθήσει
τις ασκήσεις, γυροφέρνοντας στο μυαλό του διάφορες εκδοχές. Δεν μπορούσε να αγνοήσει την πιθανότητα, όσο μικρή κι αν ήταν, να υπήρχε ανάμεσα στους άντρες του Ντράκενσ-μπουρκ κάποιος προδότης. Η εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων πήγαινε καλά. Αν είχε χρόνο, θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν αξιόλογο στρατό για να προστατεύσει την περιοχή. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε πια χρόνο. Στο μεταξύ, υπήρχαν και κάποιοι άλλοι που έπρεπε να μάθουν τι συνέβαινε. Έπρεπε να το πει το συντομότερο δυνατό στον Ίνα και, φυσικά, στην Άνγουιν. Θα προτιμούσε να τη γλιτώσει από αυτή την ανησυχία, αλλά είχαν κάνει μια συμφωνία και έπρεπε να την τηρήσει. * Ένας υπηρέτης πήγε λίγο αργότερα στα διαμερίσματα της Άνγουιν με το μήνυμα ότι ο άρχοντας Βούλφγκαρ ήθελε να τη συναντήσει στη σάλα.
«Σου είπε περί τίνος πρόκειται;» τον ρώτησε εκείνη. «Όχι, αρχόντισσά μου. Μ όνο ότι θέλει να σου μιλήσει». Η Άνγουιν άφησε στην άκρη αυτό που έραβε. «Έρχομαι αμέσως». Όταν πήγε στη σάλα, εκείνος ήταν ήδη εκεί. «Μ ε συγχωρείς για τη διακοπή», της είπε, «αλλά πρόκειται για κάτι σημαντικό». «Τι συμβαίνει;» Χωρίς προεισαγωγές, ο Βούλφγκαρ επανέλαβε όσα είχε μάθει από τον Σίγκουρντ. Το πρόσωπο της Άνγουιν φανέρωνε ανησυχία, αλλά κράτησε την ψυχραιμία της. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» τον ρώτησε. «Θα παίξω το παιχνίδι του Ίνγκβαρ». «Ήλπιζα ότι θα αποφεύγαμε την αιματοχυσία, αλλά φαίνεται πως δε γίνεται αλλιώς». «Όχι, δε γίνεται αλλιώς». «Μ ε είχες προειδοποιήσει». «Ναι, αλλά κι εγώ ήλπιζα να μη φτάσουμε ως εδώ». Ο Βούλφ-γκαρ
μόρφασε. «Φρούδα ελπίδα, όταν ο εχθρός είναι κάποιος σαν τον Ίνγκβαρ. Τα πράγματα δε θα ηρεμήσουν μέχρι ο ένας από τους δυο μας να πέσει νεκρός. Και δε σκοπεύω να είμαι εγώ αυτός», πρόσθεσε όταν είδε την έκφρασή της. Εκείνη χαμογέλασε αδύναμα. «Το εύχομαι». Ο Βούλφγκαρ την τράβηξε κοντά του. «Το κίνητρό μου να ζήσω είναι ισχυρότερο από το δικό του». «Να προσέχεις πολύ, Βούλφγκαρ. Είδαμε πόσο πανούργος είναι». «Τον κυβερνάνε η ζήλια και ο θυμός. Στο τέλος θα θολώσουν την κρίση του». «Ελπίζω να έχεις δίκιο». «Ξέρω ότι έχω δίκιο». Έσκυψε και τη φίλησε απαλά. «Έχω αυτό που θέλει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο». «Αυτό δε θα το αποκτούσε ποτέ». «Δεν τον λυπάμαι καθόλου».
«Ούτε θα έπρεπε. Προσπάθησε να σε σκοτώσει και δε θα τον συγχωρήσω ποτέ». Ο Βούλφγκαρ διέκρινε στον τόνο της θυμό και ειλικρίνεια. Όταν έκαναν αρχικά τη συμφωνία, δεν περίμενε ότι εκείνη θα κατέληγε να τρέφει τόσο βαθιά συναισθήματα για εκείνον, ούτε ότι ο ίδιος θα ανταποκρινόταν. Αυτό τον χαροποιούσε και τον προβλημάτιζε ταυτόχρονα. Δεν ήθελε να την πληγώσει και εκείνη ήξερε από την αρχή ότι θα έφευγε μακριά της μια μέρα. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η αυξανόμενη έλξη ήταν μια πρόσθετη επιπλοκή. Αλλά μπορούσε ν’ αλλάξει τα πράγματα; Αναρωτήθηκε αν θα του έλειπαν αυτά που μοιράζονταν τώρα και δεν άργησε να βρει την απάντηση. «Όχι, τελικά τον λυπάμαι», είπε. «Σοβαρολογούσα, Βούλφγκαρ», είπε η Άνγουιν. «Κι εγώ». Έφερε το χέρι της στα χείλη του. «Μ ην ανησυχείς για μένα, γλυκιά μου. Το πρόβλημα θα λυθεί και το Ντράκενσ-μπουρκ θα θριαμβεύσει».
* Η Άνγουιν σκεφτόταν τη συζήτησή τους αρκετή ώρα αφότου έφυγε ο Βούλφγκαρ. Παρ’ ότι έπαιρνε τα πράγματα αψήφιστα, το ζήτημα ήταν σοβαρό. Ο Ίνγκβαρ ήταν ισχυρός και ύπουλος. Θα χρησιμοποιούσε κάθε μέσο για να πετύχει το σκοπό του. Μ ε εξαίρεση την εξωτερική εμφάνιση, δεν ήταν διαφορετικός από τον Τόρσταϊν. Ένα ωραίο πρόσωπο δεν μπορούσε να κρύψει μια μοχθηρή καρδιά. * Ο Βούλφγκαρ περπάτησε για λίγο θέλοντας να σκεφτεί. Ως το μεσημέρι είχε καταστρώσει ένα σχέδιο που πίστευε ότι θα πετύχαινε. Ήξερε πού βρισκόταν ο οικισμός που είχε υποδείξει ο Σίγκουρντ σαν το δόλωμα για την παγίδα του Ίνγκβαρ, όμως ακόμα δεν είχε εξοικειωθεί με την περιοχή. Έτσι, φώναξε τον Χέρμουντ, τον Θραντ και τον Άσουλφ και πήγαν να την εξερευνήσουν μαζί. Ο οικισμός ήταν χτισμένος δίπλα σ’ ένα ποτάμι. Πιο πέρα υπήρχε
ένα μικρό δάσος που λειτουργούσε σαν σύνορο με το Μ πέρανχολντ. Τα υπόλοιπα ήταν ανοιχτά λιβάδια και χαμηλοί λόφοι. Ο Βούλφγκαρ έγειρε στο κεφαλάρι της σέλας του και μελέτησε το τοπίο. «Υποψιάζομαι ότι η κύρια δύναμη του Ίνγκβαρ θα χρησιμοποιήσει το δάσος», είπε. «Ξέρει ότι οι άντρες μας που περιπολούν θα έρθουν να δουν τι συμβαίνει όταν πάρει φωτιά το πρώτο σπίτι και ότι θα τους πάρει λίγο χρόνο να γυρίσουν για να αναφέρουν την επίθεση». «Μ έχρι τότε θα έχει κάψει όλο το μέρος και θα έχει σφάξει τους χωρικούς», πρόσθεσε ο Χέρμουντ. «Θα κανονίσουμε να μεταφερθούν κάπου αλλού οι χωρικοί. Κανείς δεν πρόκειται να πάθει κακό. Το πιθανότερο είναι να κάψουν τα σπίτια οι άντρες του Ίνγκβαρ, όμως αυτό είναι αναπόφευκτο». «Τουλάχιστον θα έχουμε αρκετό φως για να τους βλέπουμε», είπε ο Θραντ. «Θα χρησιμοποιήσουμε για δόλωμα μια ομάδα από τη δική μας
δύναμη», συνέχισε ο Βούλφγκαρ, «και θα τους στείλουμε να αντεπιτεθούν. Όταν ο Ίνγκβαρ πέσει στην παγίδα και στείλει την κύρια δύναμή του, θα φέρουμε τους υπόλοιπους άντρες μας και θα τους περικυκλώσουμε». Ο Θραντ χαμογέλασε. «Θα πιαστούν σαν τα ποντίκια». Ο Βούλφγκαρ έδειξε ένα λόφο που απείχε περίπου οκτακόσια μέτρα. «Η ομάδα μας θα κρυφτεί εκεί. Είναι αρκετά μακριά για να μην την προσέξει ο εχθρός, αλλά αρκετά κοντά στη σκηνή της δράσης, ώστε να υποστηρίξουν τους δικούς μας όταν χρειαστεί». «Το σχέδιό σου είναι καλό», είπε ο Άσουλφ. «Ναι, είναι», συμφώνησε ο Χέρμουντ. «Αν και οι άντρες που θα λειτουργήσουν σαν δόλωμα θα πιεστούν πολύ μέχρι να φτάσει εδώ η κύρια δύναμη». «Σωστά», είπε ο Βούλφγκαρ. «Οπότε χρειαζόμαστε μια ομάδα από έμπειρους πολεμιστές, για να τους καθυστερήσουν ώσπου να φέρουμε τους άντρες του Ίνγκβαρ εκεί
που τους θέλουμε». Τα μάτια του Θραντ άστραφταν καθώς κοιτούσε τον Άσουλφ. «Μ ου φαίνεται πως η δουλειά είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μας. Εσύ τι λες;» τον ρώτησε. «Λέω ότι γράφει τα ονόματά μας πάνω», απάντησε εκείνος και γύρισε στον Βούλφγκαρ. «Άφησέ μας να διαλέξουμε άντρες και θα κρατήσουμε τις δυνάμεις του Ίνγκβαρ όσο θες, αρχηγέ». Ο Χέρμουντ χαμογέλασε λοξά. «Μ ήπως ανάμεσα στους άντρες που θα διαλέξετε θα είναι ο Νταγκ ή ο Φρόντι ή ο Σνόρι ή ο Μ πιορν;» «Πώς το κατάλαβες;» είπε ο Άσουλφ. «Ας πούμε ότι το μάντεψα». Ο Θραντ κοίταξε τον Βούλφγκαρ. «Λοιπόν, τι λες;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, είναι δικοί σας. Θα αποτελέσουν τη βάση για να φτιάξετε μια καλή ομάδα».
«Όλα τα τρελά παλιοτόμαρα», μουρμούρισε ο Χέρμουντ. Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε αχνά. «Χρειαζόμαστε τρελά παλιοτόμαρα γι’ αυτή τη δουλειά». «Τότε είναι οι άνθρωποί σου». Ο Θραντ και ο Άσουλφ χαμογέλασαν. «Κάτι ακόμα», είπε ο Βούλφγκαρ. «Εκτός από τους άντρες της ομάδας σας, κανείς δεν πρέπει να μάθει τίποτα μέχρι να έρθει η ώρα. Δε θέλω να φτάσει τίποτα στ’ αυτιά του Ίνγκβαρ». «Δε θα βγάλουμε τσιμουδιά», απάντησε ο Άσουλφ. «Αλλά σταμάτα να χαμογελάς έτσι», είπε ο Χέρμουντ. «Είσαι σαν τη γάτα που μόλις έφαγε το καναρίνι. Θα προδοθείς». * Ο Βούλφγκαρ περίμενε μέχρι να βρεθούν μόνοι στην κάμαρά του πριν μιλήσει στην Άνγουιν για τα σχέδιά του. Εκείνη τον άκουσε προσεκτικά.
«Είναι παρακινδυνευμένο», του είπε τελικά. «Το έχω σταθμίσει. Έχουμε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού». «Θα τα καταφέρουν οι νεοσύλλεκτοι;» «Έχουν πάρει καλές βάσεις. Τώρα πρέπει να εφαρμόσουν όσα διδάχτηκαν. Επιπλέον, σε πέντε λεπτά μάχης θα μάθουν περισσότερα απ’ όσα θα μάθαιναν σε έξι μήνες εκπαίδευσης». «Η πρώτη τους δοκιμασία ήρθε νωρίτερα απ’ ό,τι περίμεναν». «Θα έχουν κοντά τους τους άντρες μου και τους έμπειρους πολεμιστές του Ντράκενσμπουρκ». Η Άνγουιν χαμογέλασε σφιγμένα. «Αυτό είναι αλήθεια». Ο Βούλφγκαρ γδύθηκε, ξάπλωσε δίπλα της στο κρεβάτι και στηρίχτηκε στον αγκώνα του. «Μ η φοβάσαι, γλυκιά μου. Όλα θα πάνε καλά». «Αν κάποιος μπορεί να νικήσει τον Ίνγκβαρ, αυτός είσαι εσύ. Από την άλλη, δεν μπορώ να μην αγωνιώ στη σκέψη μιας μάχης».
«Αν όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο, θα είναι η τελευταία που θα δώσουμε, τουλάχιστον με το συγκεκριμένο εχθρό». «Θα τον σκοτώσεις;» «Αν μπορέσω. Εκείνος θα ξαναπροσπαθήσει σίγουρα να με σκοτώσει». Η Άνγουιν ρίγησε. «Μ η λες τέτοια πράγματα». Ο Βούλφγκαρ άπλωσε το χέρι του και την τράβηξε κοντά του. «Σου είπα, το κίνητρό μου να ζήσω είναι ισχυρότερο από το δικό του». Έσκυψε και τη φίλησε, εξερευνώντας τις καμπύλες του κορμιού της με ένα αργό χάδι που τη φλόγισε σύγκορμη. Σφίχτηκε πάνω του. Είχε ανάγκη το καθησυχαστικό άγγιγμά του, τον ποθούσε. Ο Βούλφγκαρ την καταλάβαινε, γιατί έτσι αισθανόταν κι εκείνος. Ταυτόχρονα ξύπνησε ξανά μέσα του το συναίσθημα της ενοχής. Ήξερε ότι η Άνγουιν τον νοιαζόταν. Κάθε χάδι ισχυροποιούσε αυτό το
συναίσθημα. Εκείνη θα πληγωνόταν όταν θα έφευγε μακριά της, όμως τώρα πια ήταν αναπόφευκτο. Το πιο σωστό θα ήταν να μην είχαν μοιραστεί ποτέ αυτές τις τόσο προσωπικές στιγμές, όμως δεν το μετάνιωνε. Όταν της έκανε έρωτα, ο πόθος του γινόταν πιο έντονος και οι αισθήσεις του έπαιρναν φωτιά. Ακόμα κι όταν ήταν μακριά της, η ανάμνησή της έμενε στο μυαλό του, ζωντανή και σαγηνευτική. Παρ’ όλο που δε θα έμεναν μαζί για πολύ, θα φρόντιζε να της προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Έτσι της έκανε έρωτα αργά, χρησιμοποιώντας όλη τη δεξιοτεχνία του. Ύστερα την κράτησε στην αγκαλιά του και έμεινε να την κοιτάζει καθώς κοιμόταν. Κεφάλαιο 17 Ο Βούλφγκαρ στεκόταν με τον Χέρμουντ στην κορυφή του λόφου και αφουγκράζονταν κάθε ήχο που μπορεί να πρόδιδε την παρουσία του εχθρού. Ο αέρας ήταν δροσερός και το ελαφρό αεράκι έφερνε τη μυρωδιά καπνού ξύλων, ζώων και ξερού χόρτου. Κατά τ’ άλλα,
τίποτα δεν έσπαζε τη σιγαλιά, λες και η γη κρατούσε την ανάσα της. Ο Βούλφγκαρ ένιωσε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά του. «Μ πορεί να μην έρθουν απόψε», μουρμούρισε ο Χέρμουντ. «Για μια δυο βραδιές ακόμα δε θα έχει φεγγάρι». «Έρχονται», αποκρίθηκε εκείνος. «Το αισθάνομαι». Κοίταξε προς τα εκεί που ήταν κρυμμένοι οι άντρες του, στην πλαγιά του λόφου. Ένιωθε την ετοιμότητά τους, τη σιωπηρή ένταση γύρω του. «Εκεί!» είπε ο Χέρμουντ. Ο Βούλφγκαρ ακολούθησε το βλέμμα του και είδε τη λάμψη ενός πυρσού. Υπολόγισε ότι ήταν στο τέλος του δάσους. Λίγο αργότερα είδε κι άλλο, ύστερα άλλο, ώσπου καμιά δεκαριά πυρσοί κατευθύνονταν προς τον οικισμό. «Ας ελπίσουμε ότι οι δικοί μας είναι στη θέση τους», συνέχισε ο Χέρμουντ.
«Θα είναι». Τα φώτα πλησίασαν κι έπειτα ένα αναμμένο ξύλο τινάχτηκε στον αέρα. Ο Βούλφγκαρ ακολούθησε την τροχιά του και το είδε να πέφτει. Σταμάτησε αρκετά πιο πάνω από το έδαφος. Σχεδόν αμέσως η μικρή λάμψη τρεμόπαιξε και μεγάλωσε. «Το πέταξαν σε κάποια στέγη», είπε ο Χέρμουντ. Ο Βούλφγκαρ κατένευσε. «Ξεκινάμε». Γύρισε, ύψωσε το ξίφος του και όλη η ομάδα κινήθηκε προς τα εμπρός, οδηγημένη από το φως της φωτιάς. Δυο ακόμα στέγες τυλίχτηκαν στις φλόγες. Ο Βούλφγκαρ έσφιξε τα δόντια του. Αυτό ήταν άλλο ένα έγκλημα για το οποίο ο Ίνγκβαρ θα πλήρωνε όταν ερχόταν η ώρα. Τουλάχιστον είχαν εκκενώσει τον οικισμό και τώρα οι κάτοικοι βρίσκονταν ασφαλείς στο Ντράκενσμπουρκ. Η Άνγουιν θα τους φρόντιζε. Για μια στιγμή η εικόνα της πλημμύρισε το μυαλό του. Αμέσως μετά διαλύθηκε και η
νύχτα γέμισε από μακρινές κραυγές και κλαγγές όπλων. Η ομάδα με τον Θραντ και τον Άσουλφ είχε κάνει την αιφνιδιαστική επίθεσή της. Ο Βούλφγκαρ σταμάτησε τους άντρες του καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά από το σημείο της σύγκρουσης. Το σκοτάδι πύκνωνε και ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει από τον καπνό που έκρυβε τ’ αστέρια. Έβλεπε τις σιλουέτες των αντρών του, μαύρες μέσα στην κοκκινωπή λάμψη, να μάχονται σώμα με σώμα. Ήδη στο έδαφος κείτονταν πτώματα. «Μ α τον Θορ, πού είναι τα υπόλοιπα γουρούνια;» φώναξε ο Χέρμουντ. Πριν ο Βούλφγκαρ προλάβει να απαντήσει, ο θόρυβος της μάχης πνίγηκε από τις κραυγές των υπολοίπων της δύναμης του Ίνγκβαρ, που πετάχτηκαν από το δάσος για να μπουν στη μάχη. Ο Θραντ και οι σύντροφοί του σχημάτισαν ένα σφηνοειδές αμυντικό τείχος μπροστά σ’ ένα από τα σπίτια που είχαν απομείνει. Οι αντίπαλοι τους πίεζαν ασφυκτικά, αλλά ο
χώρος για επίθεση ήταν περιορισμένος, έτσι, αν και μειονεκτούσαν αριθμητικά, κατάφερναν να προκαλούν περισσότερη ζημιά από τους εχθρούς τους. Βλέποντας ότι όλη η προσοχή των εχθρών τους ήταν στραμμένη εκεί, ο Βούλφγκαρ ύψωσε το σπαθί του. «Τώρα!» Οι άντρες του όρμησαν σαν παλιρροϊκό κύμα, τρέχοντας στο ανοιχτό έδαφος για να επιτεθούν από πίσω. Στο σύνθημά του, οι άλλες δύο ομάδες του Ντράκενσμπουρκ πλησίασαν από τα πλάγια. Οι πολεμιστές του Ίνγκβαρ δεν αντιλήφθηκαν αμέσως τον κίνδυνο, κι όταν πια κατάλαβαν τι συνέβαινε, δέχονταν επίθεση απ’ όλες τις πλευρές. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή. Ο Βούλφγκαρ προχωρούσε περνώντας πάνω από πεσμένα κορμιά. Το σπαθί του έσταζε αίμα, τα μάτια του ήταν μισόκλειστα, αναζητώντας ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Και ξαφνικά το είδε. «Ίνγκβαρ!» Η οργισμένη κραυγή ακούστηκε καθαρά μέσα στον ορυμαγδό και ο
Ίνγκβαρ γύρισε, κοιτάζοντας γρήγορα γύρω του. Έπειτα είδε τον εχθρό του και τα μάτια του άστραψαν. «Την περίμενα αυτή τη στιγμή, Βίκινγκ!» φώναξε. Και μ’ αυτό όρμησε να τον χτυπήσει. Ο Βούλφγκαρ τραβήχτηκε σβέλτα και η άκρη του σπαθιού χτύπησε στην ασπίδα του. Σχεδόν αμέσως σήκωσε το σπαθί του και χτύπησε τον αντίπαλό του στο πλευρό. Προστατευμένος από το σιδηρόπλεκτο θώρακα, ο Ίνγκβαρ έκανε ένα βήμα πίσω και μετά αντεπιτέθηκε. Τα σπαθιά τους συναντήθηκαν. Ο Ίνγκβαρ γύμνωσε τα δόντια του σ’ ένα μοχθηρό χαμόγελο μπροστά στο πρόσωπο του εχθρού του. «Νόμιζες στ’ αλήθεια ότι θα μου την πάρεις;» «Έχεις χάσει ήδη τη μάχη», γρύλισε ο Βούλφγκαρ. «Κάθε άλλο, η μάχη μόλις αρχίζει». «Δεν έχει σημασία. Θα κρατήσω ασφαλή την Άνγουιν από σένα».
Ο Βούλφγκαρ απώθησε τον αντίπαλό του και ακολούθησε μια σφοδρή ανταλλαγή χτυπημάτων. Η ζέστη γύρω τους ήταν αφόρητη και ο Βούλφγκαρ ανοιγόκλεισε τα μάτια του για να διώξει τον ιδρώτα. Τα ρουθούνια του ήταν γεμάτα από τη μυρωδιά αίματος και καπνού, το χέρι του σηκωνόταν και κατέβαινε ενστικτωδώς αποκρούοντας τον εχθρό, αναζητώντας ένα άνοιγμα. Ο Ίνγκβαρ χτυπούσε και περιστρεφόταν, χωρίς το μοχθηρό χαμόγελο να σβήσει στιγμή από τα χείλη του. «Ποτέ δε θα είναι ασφαλής από μένα, Βίκινγκ! Ξέρω να είμαι υπομονετικός, βλέπεις. Κάποια μέρα θα γίνεις απρόσεκτος. Και τότε θα πάρω αυτό που μου ανήκει δικαιωματικά». «Δεν ήταν ποτέ δική σου, ούτε θα γίνει ποτέ». «Μ πορεί να μη σε σκοτώσω αμέσως. Μ πορεί να σε αφήσω να με βλέπεις ενώ θα την παίρνω. Θα είναι το τελευταίο που θα δεις πριν σου βγάλω τα μάτια!» Ο Βούλφγκαρ μόρφασε. «Μ εγάλα λόγια, καυχησιάρη».
«Θα το κάνω, πίστεψέ με. Και θα την έχω πιο περιορισμένη απ’ ό,τι την είχε ο Τόρσταϊν. Μ ια βραδιά στο κρεβάτι μου, και θα ξεχάσει ακόμα και τ’ όνομά σου». «Και μόνο η σκέψη του κρεβατιού σου θα αρρώσταινε κάθε γυναίκα». Τα μάτια του Ίνγκβαρ άστραφταν κατακόκκινα στο φως της φωτιάς. «Θα έρχεται στο κρεβάτι μου, και συχνά μάλιστα. Οι ορέξεις μου απαιτούν ικανοποίηση και απολαμβάνουν την ποικιλία». «Δεν πρόκειται να τις ικανοποιήσεις μαζί της». «Θα κάνει ό,τι την προστάζω. Αλλιώς ο γιος της θα πληρώσει ακριβά για την ανυπακοή της μητέρας του». Ο Βούλφγκαρ φαντάστηκε τη μοίρα που περίμενε την Άνγουιν και τον Έιβαν αν έπεφταν στα χέρια του Ίνγκβαρ, και το στομάχι του ανακατεύτηκε. Όσο ζούσε και είχε ένα σπαθί στα χέρια του, κανείς δε θα τους έκανε κακό.
Μ ’ αυτή τη σκέψη, επιτέθηκε ξανά, πιέζοντας τον αντίπαλό του, αναγκάζοντάς τον να οπισθοχωρεί κάτω από μια βροχή άγριων χτυπημάτων. Ο Ίνγκβαρ απέκρουε γρήγορα και υποχωρούσε. Γύρω τους οι άντρες του λιγόστευαν. Ο Βούλφγκαρ το πρόσεξε και συνέχισε να πιέζει τον αντίπαλό του. Κάποια στιγμή το πόδι του Ίνγκβαρ γλίστρησε στη λάσπη και τότε η λεπίδα του Βούλφγκαρ βρήκε το άνοιγμά της. Ο Ίνγκβαρ παραπάτησε, βλαστήμησε και έπιασε το μηρό του. Ανασαίνοντας με δυσκολία, κοίταξε απειλητικά τον αντίπαλό του και άρχισε να οπισθοχωρεί. Πριν προλάβει ο Βούλφγκαρ να πλησιάσει για να του δώσει το τελειωτικό χτύπημα, του έκλεισαν το δρόμο δύο απ’ τους άντρες του Ίνγκβαρ. Καθώς τον σφυροκοπούσαν και από τις δυο πλευρές, μόλις που πρόλαβε να δει τον Ίνγκβαρ να εξαφανίζεται τρέχοντας στο σκοτάδι. Βλέποντας τον αρχηγό τους να το βάζει στα πόδια και αποθαρρυμένοι από τις απώλειες, οι άντρες του
εγκατέλειψαν τη μάχη και τον ακολούθησαν. Οι άντρες του Ντράκενσμπουρκ τους κυνήγησαν. Η μάχη συνεχίστηκε στις παρυφές του δάσους, μέχρι που ο Βούλφγκαρ φώναξε να σταματήσουν. «Αρκετά! Εκεί μέσα το σκοτάδι είναι πιο μαύρο και από τα φτερά του Όντιν. Δε θέλω να χαθούν άντρες μου». «Έτσι κι αλλιώς έμειναν ελάχιστοι από τους άντρες του Ίνγκβαρ», είπε ο Χέρμουντ. «Τώρα πάνε να γλείψουν τις πληγές τους». «Δυστυχώς, το χτύπημα που κατάφερα στον Ίνγκβαρ δεν τον σκότωσε». Όλοι γύρισαν προς τον οικισμό που καιγόταν. Οι φλόγες φώτιζαν τους νεκρούς και τους τραυματισμένους. Οι περισσότεροι ήταν από το αντίπαλο στρατόπεδο. Ο Βούλφγκαρ εντόπισε την ομάδα που είχε λειτουργήσει σαν δόλωμα στην παγίδα και χτύπησε τον Θραντ στον ώμο. «Τα καταφέρατε καλά απόψε. Είχαμε απώλειες;»
«Όχι, αρχηγέ. Αυτά τα καθάρματα δεν μπόρεσαν να σπάσουν το αμυντικό τείχος μας». Ο Άσουλφ χαμογέλασε. «Αμφιβάλλω αν θα ξανάρθουν». «Όχι, αν ξέρουν ποιο είναι το καλό τους», είπε ο Μ πιορν. «Το ξέρουν», είπε ο Άσουλφ. «Δεν τους είδες πως έτρεχαν;» Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε και γύρισε στον Χέρμουντ. «Ας πάμε τους τραυματίες στο Ντράκενσμπουρκ. Θα γυρίσουμε να θάψουμε τους νεκρούς αργότερα». «Τα πιο πολλά σπίτια καταστράφηκαν», είπε εκείνος. «Τα σπίτια ξαναφτιάχνονται», αποκρίθηκε ο Βούλφγκαρ. * Είχε πια ξημερώσει όταν οι άντρες γύρισαν. Η Άνγουιν τους άκουσε και έτρεξε να τους συναντήσει. Το βλέμμα της έψαχνε με αγωνία τον Βούλφγκαρ. Εντέλει τον είδε, βρόμικο αλλά ζωντανό, και ανάσανε ανακουφισμένη. Οι σύντροφοί του άφησαν τα όπλα τους και άρχισαν να πλένονται. Ο Βούλφγκαρ, αφού
διέταξε να φροντίσουν τους πληγωμένους, πήγε κοντά τους στο πηγάδι. Όταν έβγαλε το αμπέχονο και το πουκάμισό του, η Άνγουιν είδε ότι εκείνος δεν είχε τραυματιστεί πουθενά και πήρε μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Αφού πλύθηκε, σκουπίστηκε με το πουκάμισό του και σήκωσε το κεφάλι του σαν να ένιωσε ότι κάποιος τον παρακολουθούσε. Το βλέμμα του γλύκανε μόλις την είδε. Άρχισε να προχωρά προς το μέρος της. Στο μυαλό του ηχούσαν ακόμα οι χλευασμοί του Ίνγκβαρ. Τον πλημμύρισε ένας άγριος, κτητικός θυμός και μια έντονη επιθυμία να την προστατέψει. Πίσω απ’ αυτά υπήρχε η σαρκική ανάγκη, το οικείο γήινο πάθος που ένιωθαν οι πολεμιστές μετά τη μάχη. Για μια στιγμή κανείς από τους δύο δε μίλησε. Ύστερα η Άνγουιν χαμογέλασε και το αίμα του πήρε φωτιά. Της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Να συμπεράνω ότι κατατροπώσατε τις δυνάμεις του Ίνγκ-βαρ;» τον ρώτησε.
«Ολοσχερώς». «Ω, Βούλφγκαρ, ανησυχούσα αφάνταστα». «Δεν υπήρχε λόγος, γλυκιά μου». «Θα πεινάς. Στη σάλα έχει φαγητό και ποτά». «Σε λίγο». Τα γαλάζια μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της με μια έκφραση ανεξιχνίαστη, όμως κάτι στα βάθη τους έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά. «Μ ου διαφεύγει κάτι;» τον ρώτησε. Αντί να της απαντήσει, την αγκάλιασε από τη μέση και την τράβηξε πάνω του. Την επόμενη στιγμή το στόμα του σφράγισε το δικό της με ένα καυτό φιλί που έδιωξε από το μυαλό της κάθε άλλη σκέψη. Όταν τραβήχτηκε πίσω, εκείνη δε δυσκολεύτηκε καθόλου να ερμηνεύσει την έκφρασή του. Χωρίς να της πει τίποτε άλλο, τη σήκωσε στα χέρια του. Αρκετά κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος τους και η
Άνγουιν είδε χαμογελαστά πρόσωπα. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Βούλφγκαρ, μας κοιτάζουν», μουρμούρισε. «Άσ’ τους να κοιτάζουν». Άρχισε να προχωρεί προς τα διαμερίσματά της. Εκείνη προσπαθούσε να ξεφύγει, όμως την κρατούσε γερά. «Βούλφγκαρ! Άσε με κάτω!» «Μ ην κουνιέσαι. Δε θα πας πουθενά». «Δεν μπορείς...» Μ όλις έφτασαν στον προορισμό τους, ο Βούλφγκαρ έκλεισε την πόρτα με το πόδι του και συνέχισε να προχωρεί. Όταν βρέθηκαν στην κάμαρά τους, την πέταξε στο κρεβάτι, έπεσε από πάνω της και έπνιξε τις διαμαρτυρίες της με άλλο ένα φιλί. Εκείνη παραδόθηκε και ανταποκρίθηκε. Τα χέρια της σύρθηκαν στα μπράτσα του, έψαξαν τα κουμπώματα των ρούχων του, τα άνοιξαν. Τα δάχτυλά της έκλεισαν γύρω από
την ερεθισμένη σάρκα του. Εκείνος πήρε μια απότομη εισπνοή και την κοίταξε στα μάτια. «Σε θέλω, αλλά φοβάμαι ότι δεν μπορώ να είμαι τρυφερός». Αντί να απαντήσει, τράβηξε το πρόσωπό του κοντά στο δικό της και του έδωσε ένα γλυκό, παθιασμένο φιλί. Ύστερα από λίγο οι φούστες βρέθηκαν γύρω από τη μέση της. Αυτό που ακολούθησε δεν ήταν τρυφερό, αλλά ένα καυτό, άγριο ζευγάρωμα που έκανε το κορμί της να τρέμει από ηδονή. Ο Βούλφγκαρ συνέχισε τις άγριες ωθήσεις του, μέχρι που έφτασε κι αυτός στην κορύφωση με μια δυνατή, θριαμβευτική κραυγή. Έπειτα κατέρρευσε δίπλα της ανασαίνοντας βαριά. Η Άνγουιν γύρισε και τον κοίταξε κατάπληκτη. «Ήταν απίστευτο», είπε μετά. «Είναι κάτι που λέγεται πόθος μετά τη μάχη». «Αξίζει να το ξαναζήσει κανείς». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε και άγγιξε τα χείλη της με τα δικά του. Μ ετά άρχισε να της βγάζει το
φόρεμά της. «Δεν τέλειωσε ακόμα, γλυκιά μου. Ούτε κατά διάνοια». Κεφάλαιο 18 Το επόμενο πρωί ο Βούλφγκαρ είπε να του φέρουν τον αιχμάλωτο. «Τι θέλεις να τον κάνουμε, αρχηγέ;» ρώτησε ο Χέρμουντ. «Φέρτε ένα άλογο και δέστε τον. Ύστερα στείλτε τον στον Ίνγκβαρ. Είμαι σίγουρος ότι ο αφέντης του θα χαρεί να τον δει. Μ πορεί να θέλει να τον ρωτήσει γιατί υπέστη τέτοια πανωλεθρία από τα χέρια μας». Ο Σίγκουρντ πανικοβλήθηκε και άρχισε να αντιστέκεται στα χέρια που τον τραβούσαν προς το άλογο. «Λυπάμαι μόνο που δε θα είμαι μπροστά στην ανάκριση», είπε ο Χέρμουντ. «Φρόντι, Νταγκ, φροντίστε να γυρίσει σώος». «Μ ετά χαράς», απάντησε ο Φρόντι. Όταν ο Σίγκουρντ δέθηκε στο άλογο και οι τρεις τους ετοιμάστηκαν να φύγουν, ο Άσουλφ σήκωσε το χέρι του σε αποχαιρετισμό.
«Χαιρετίσματα στον Ίνγκβαρ», φώναξε στον αιχμάλωτο. Η απάντηση ήταν μια ματιά γεμάτη θυμό και μίσος. * Οι δουλειές που έπρεπε να γίνουν μετά τη μάχη ήταν πολλές. Ο Βούλφγκαρ έφτιαξε μια ομάδα για να θάψει τους σκοτωμένους που, με εξαίρεση τρεις άντρες, ήταν όλοι πολεμιστές του Ίνγκβαρ. «Αν η μάχη είχε γίνει στα χωράφια, θα έμπαινα στον πειρασμό να τους αφήσω στα τσακάλια και στα κοράκια», είπε ο Χέρμουντ. «Κι εγώ», απάντησε ο Βούλφγκαρ. «Αλλά τώρα δε γίνεται, εκτός αν θέλουμε να πεθάνουμε από πανούκλα». «Έχεις δίκιο, αν και δεν τους αξίζει αυτή η τιμή». Ο Χέρμουντ κοίταξε το σωρό με τα όπλα και τους σιδηρόπλεκτους θώρακες. «Το καλό είναι ότι η εξάρτυσή τους ανήκει πια σ’ εμάς». Ο Θραντ, που μελετούσε τα πτώματα, τους πλησίασε με μια
έκφραση απογοήτευσης. «Ο Γκρίμαρ ο Φαφλατάς δεν είναι ανάμεσά τους. Θα έτρεξε στο δάσος με τους άλλους». «Μ άλλον», απάντησε ο Βούλφγκαρ. «Αν μη τι άλλο, ξέρει να επιβιώνει». Ο Θραντ αναστέναξε. «Κάποτε θα τον βρω». «Στο μεταξύ έχουμε να σκεφτούμε πιο σημαντικά πράγματα», είπε ο Χέρμουντ. «Ας ξεκινήσουμε με το θάψιμο». «Αργότερα θα στείλουμε κάποιους να καθαρίσουν τα ερείπια», είπε ο Βούλφγκαρ. «Το χτίσιμο πρέπει ν’ αρχίσει το συντομότερο δυνατό. Αρκετά έχασαν αυτοί οι άνθρωποι». «Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Να ήταν καταχείμωνο, ας πούμε». «Θα μπορούσε. Παρ’ όλα αυτά, τώρα που έρχονται οι δύσκολοι μήνες ήταν δυσάρεστο να χάσουν οι άνθρωποι και τα σπίτια τους».
«Κάτι μου λέει ότι θα έχουμε μπόλικη δουλειά για λίγο καιρό», είπε ο Χέρμουντ. «Θα βάλουμε όσο περισσότερους μπορούμε να δουλέψουν. Θέλω ο οικισμός να έχει ξαναφτιαχτεί μέχρι την επόμενη πανσέληνο». * Αργότερα ο Βούλφγκαρ ενημέρωσε την Άνγουιν για τα σχέδιά του. Εκείνη εξέφρασε την επιθυμία να πάει αμέσως μαζί του για να δει τι καταστροφές είχαν γίνει, όμως της το απέκλεισε μέχρι να ταφούν οι νεκροί. «Δεν είναι θέαμα για τα μάτια μιας γυναίκας», της είπε. «Κι όμως, αυτοί οι άντρες πέθαναν εξαιτίας μιας γυναίκας». «Ήταν πολεμιστές. Ξέρουν τι γίνεται σε μια μάχη. Εσύ δεν ξέρεις και δε σκοπεύω να σε αφήσω να μάθεις». Ο τόνος του ήταν ήπιος, όμως η Άνγουιν κατάλαβε ότι δε θα άλλαζε γνώμη. Και ίσως είχε δίκιο.
«Όταν τελειώσει η ταφή, θα πάμε μαζί», της υποσχέθηκε. Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια της. «Ναι, κύριέ μου». Εκείνος χαμογέλασε λοξά. «Πολύ ευχάριστη αυτή η συζυγική υποταγή», σχολίασε. Γέλασε κοφτά όταν η Άνγουιν τον κοίταξε με μάτια που πετούσαν φωτιές. «Το φαντάστηκα ότι θα αντιδρούσες έτσι», πρόσθεσε. Η Άνγουιν συνέχισε να τον αγριοκοιτάζει, όμως δεν άντεξε για πολύ. Χαμογέλασε μελαγχολικά. «Θα ήθελες να ήμουν δια-φορετική;» Ο Βούλφγκαρ την αγκάλιασε και την τράβηξε πάνω του. «Σε καμία περίπτωση». * Κράτησε το λόγο του και το επόμενο πρωί πήγαν μαζί στον κατεστραμμένο οικισμό. Εκεί που κάποτε ήταν τα σπιτικά των ανθρώπων, τώρα υπήρχαν μαυρισμένα συντρίμμια που κάπνιζαν. Η Άνγουιν ένιωσε να την πλημμυρίζει μια απέραντη θλίψη, που γρήγορα μετατράπηκε σε θυμό. Το βλέμμα της πήγε στους
χωρικούς που στέκονταν σιωπηλοί λίγο πιο πέρα. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει γι’ αυτούς ήταν να τους διαβεβαιώσει ότι τα σπίτια τους θα ξαναχτίζονταν. «Θα το φροντίσω αμέσως», είπε ο Βούλφγκαρ. «Αν βοηθήσουν όλοι, δε θα πάρει πολύ καιρό». Οι χωρικοί τον κοίταξαν με ολοφάνερη κατάπληξη, αλλά και με ελπίδα. Η Άνγουιν το πρόσεξε και χάρηκε. Αν και οι νεκροί είχαν ταφεί, μεγάλα κομμάτια γης ήταν βαμμένα με αίμα. Καθώς προχωρούσε ανάμεσα στα ερείπια, η Άνγουιν κατάλαβε γιατί ο Βούλφγκαρ ήθελε να την προστατέψει από το θέαμα. Εκείνη τη στιγμή θα σκότωνε με μεγάλη της χαρά τον Ίνγκβαρ, και το είπε. «Σε καταλαβαίνω», απάντησε ο Βούλφγκαρ. «Τουλάχιστον γλίτωσε ο κόσμος από την οργή του». «Ναι, δε θα δίσταζε να τους σφάξει όλους». Η Άνγουιν κοίταξε γύρω. «Πόσος καιρός θα χρειαστεί για να
ξαναχτιστεί ο οικισμός;» «Όχι πολύς. Έχουμε υλικό και πολλούς ικανούς άντρες». «Ωραία». Το βλέμμα της πήγε προς το δάσος. Η μακρινή πλευρά του ήταν το όριο ανάμεσα στο Ντράκεσμπουρκ και στο Μ πέρανχολντ. Ένα όριο που τώρα της φαινόταν πολύ κοντινό. Ο Βούλφγκαρ διάβασε τις σκέψεις της. «Δεν πρόκειται να το ξανακάνει, εκτός αν είναι εντελώς ανόητος». «Δεν είναι ανόητος, και είναι επίσης ανελέητος και εκδικητικός». «Γι’ αυτό, πρέπει να πάρω τους άντρες μου και να τελειώσουμε αυτό που αρχίσαμε». Η Άνγουιν ξαφνιάστηκε. «Εννοείς ότι θα πας να τον βρεις;» «Εννοώ ότι θα τον βρω, θα τον σκοτώσω μαζί με τους υπόλοιπους πολεμιστές του και θα κάψω συθέμελα το κάστρο του. Ύστερα θα ενώσω τα εδάφη του Μ πέρανχολντ με του Ντράκενσμπουρκ». «Σκοπεύεις να καταλάβεις τα εδάφη του;»
«Είναι ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσω το μέλλον». Η Άνγουιν ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται όταν συνειδητοποίησε τα λόγια του. «Αυτό δεν ήταν μέρος του σχεδίου μου. Εκτός αυτού, δε θέλω άλλες αιματοχυσίες». «Εδώ που φτάσαμε, δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω». «Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν κάναμε τίποτε άλλο από το να υπερασπιστούμε ό,τι μας ανήκει». «Αν σταματήσουμε τώρα, θα θεωρηθεί αδυναμία. Ο Ίνγκβαρ μας προκάλεσε με το χειρότερο τρόπο. Η προσβολή δεν μπορεί να ξεχαστεί ούτε να συγχωρηθεί». Στα γαλάζια μάτια του δεν υπήρχε τώρα ίχνος τρυφερότητας, μόνο ψυχρότητα και τρομακτικός θυμός. Η Άνγουιν ρίγησε. Ξαφνικά είχε την αίσθηση ότι τα πράγματα ξέφευγαν τελείως από τον έλεγχό της. «Είπες ότι δε θα ξανακάνει το ίδιο λάθος». «Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα δοκιμάσει κάτι άλλο. Πρέπει να χτυπήσουμε τώρα, όσο είναι ακόμα
αδύναμος». Εκείνη χλόμιασε. «Θέλω ειρήνη, Βούλφγκαρ». «Η ειρήνη έχει πολλές μορφές. Κάποιες τις εξασφαλίζεις με πόλεμο». «Κάναμε μια συμφωνία». «Ναι. Είπα ότι δε θα κάνω τίποτα χωρίς να σου πω πρώτα τις προθέσεις μου». «Δηλαδή είσαι αποφασισμένος;» Η Άνγουιν ξεροκατάπιε. «Σε παρακαλώ να το ξανασκεφτείς». «Είμαι υπεύθυνος για την προστασία του Ντράκενσμπουρκ και δε θέλω να φυλάω για πάντα τα νώτα μου». Έκανε μια μικρή παύση. «Και μη γελιέσαι, Άνγουιν. Αυτό θα κάνουμε από δω και πέρα, αν αφήσουμε τον Ίνγκβαρ να ζήσει». «Πόσοι άλλοι πρέπει να πεθάνουν μαζί του;» Εκείνος την κοίταξε ατάραχος. «Όσοι χρειαστεί». Το σφίξιμο στο στομάχι της έγινε πιο έντονο. «Ανάμεσά τους κι εσύ, Βούλφγκαρ;»
«Όχι. Ο Ίνγκβαρ δεν είναι τόσο ικανός». «Δεν μπορώ να συμφωνήσω μ’ αυτή την επίθεση». «Κρίμα». « Δε θα συμφωνήσω, και είμαι ακόμα αφέντρα του Ντράκενσμπουρκ!» «Κι εγώ είμαι αφέντης του –και δικός σου». Τα μάτια της Άνγουιν πετούσαν τώρα φωτιές. «Ναι. Και άξιος διάδοχος του Τόρσταϊν!» Ύστερα γύρισε κι έφυγε. Αιφνιδιασμένος, ο Βούλφγκαρ της φώναξε να γυρίσει πίσω. Τον αγνόησε και συνέχισε να προχωρεί. Δάκρυα οργής κυλούσαν στα μάγουλά της. Δεν ήξερε πού πήγαινε. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει από κοντά του. Εκτός από θυμό, ένιωθε ένα βαθύ πόνο. Τον είχε εμπιστευτεί... Τώρα έβλεπε πόσο μεγάλες ήταν οι φιλοδοξίες του, αλλά ήταν πολύ αργά. Ξαφνικά ένα μεγάλο χέρι την άρπαξε από το μπράτσο και τη γύρισε. Ο Βούλφγκαρ την κοίταξε με
μάτια που έκαιγαν. «Μ πορείς να μου εξηγήσεις το τελευταίο σχόλιό σου;» «Θα έλεγα ότι είναι αυτονόητο». «Γιατί το είπες;» «Μ πα; Θίχτηκες, Βούλφγκαρ;» «Ξέρεις ότι θίχτηκα. Τέτοια γνώμη έχεις για μένα;» «Γιατί σ’ ενδιαφέρει η γνώμη μου; Είσαι ο αφέντης του Ντράκενσμπουρκ και θα γίνεις και του Μ πέρανχολντ». Ο Βούλφγκαρ χλόμιασε. «Αυτό πιστεύεις ότι μ’ ενδιαφέρει;» Η Άνγουιν προσπάθησε να του ξεφύγει. «Τι άλλο να πιστέψω;» «Η έννοια μου δεν είναι να είμαι αφέντης ή να σου επιβάλλω την εξουσία μου! Είναι η ασφάλειά σου και η ασφάλεια του γιου σου. Μ πορείς να το βάλεις αυτό μέσα στο ευέξαπτο κεφάλι σου;» Ο λαιμός της έκλεισε και από τα μάτια της άρχισαν να αναβλύζουν δάκρυα. Σε λίγο έκλαιγε με
λυγμούς. Ο Βούλφγκαρ σάστισε, ο θυμός του εξαφανίστηκε όσο γρήγορα είχε φουντώσει. Αναστέναξε και την τράβηξε στο στήθος του. «Σώπα, γλυκιά μου. Μ ην κλαις. Όλα θα πάνε καλά». Πέρασε λίγη ώρα μέχρι η Άνγουιν να σταματήσει να κλαίει και να ξαναβρεί τον αυτοέλεγχό της. «Μ ε συγχωρείς», ψιθύρισε και σκούπισε τα δάκρυα με το μανίκι της. «Αυτό που είπα νωρίτερα για τον Τόρσταϊν δεν το εννοούσα». «Το ξέρω». «Μ ιλούσε ο θυμός». «Το έχω κι εγώ αυτό το ελάττωμα». Τραβήχτηκε λίγο πίσω και την κοίταξε στα μάτια. «Αφού δε συμφωνείς με το σχέδιό μου να σκοτώσω τον Ίνγκβαρ, θα το εγκαταλείψω, αν και πιστεύω ότι είναι λάθος. Δε θέλω να σε κάνω να κλαις». Η Άνγουιν χαμογέλασε αδύναμα. «Χαίρομαι, αν και τα δάκρυα δεν
ήταν μέσο για να σε μεταπείσω». «Αν σκεφτόμουν ότι ήταν, δε θα τα κατάφερνες». «Νομίζω ότι η καρδιά σου δεν είναι τόσο σκληρή όσο προσποιείσαι πως είναι». «Σε ό,τι αφορά την καρδιά μου, δεν προσποιούμαι ποτέ». «Εύχομαι από τα βάθη της δικής μου καρδιάς να μη χρειαζόταν να φύγεις απ’ το Ντράκενσμπουρκ». Βλέποντάς τον να ετοιμάζεται να μιλήσει, συνέχισε βιαστικά. «Μ ε συγχωρείς. Δεν έπρεπε να το πω αυτό. Ξέρω ότι πρέπει να φύγεις. Άλλωστε, με προειδοποίησες από την αρχή». «Σε προειδοποίησα επίσης ότι δεν είμαι φτιαγμένος για σύζυγος». «Δεν έχω κανένα παράπονο». «Κι όμως, δεν μπορώ να γίνω ο σύζυγος που θέλεις, όπως δεν μπόρεσα να γίνω και για τη Φρέγια». «Δεν έφταιγες εσύ γι’ αυτό που συνέβη στη Φρέγια». Ξαφνικά το πρόσωπο του Βούλφγκαρ έμεινε ανέκφραστο. «Μ ιλάς για κάτι που δεν ξέρεις».
«Ξέρω ότι δεν ήσουν υπεύθυνος για την επιδημία πυρετού. Μ ου είπες ότι πέθαναν εκατοντάδες. Και να ήσουν εκεί, δε θα άλλαζε τίποτα. Μ πορεί να πέθαινες κι εσύ». «Δε φαντάζεσαι πόσες φορές ευχήθηκα να είχε γίνει». «Δεν μπορείς να τους φέρεις πίσω». «Το ξέρω πολύ καλά». «Τότε ίσως είναι καιρός να συγχωρήσεις τον εαυτό σου, Βούλφγκαρ». «Όταν θελήσω τη γνώμη σου για το συγκεκριμένο θέμα, θα σου τη ζητήσω». «Δεν ήθελα να φανώ αγενής». «Τότε μη μου λες τι πρέπει να κάνω». «Δεν το εννοούσα έτσι. Ήθελα μόνο να...» «Άσ’ το. Είναι κάτι που έχει τελειώσει». Η Άνγουιν τον κοίταξε κατάματα. «Έχει;» «Τι εννοείς;» «Δεν μπορείς να συνεχίσεις τη ζωή σου αν δεν αντιμετωπίσεις
πρώτα το παρελθόν». «Σου είπα, άσ’ το». Η σιωπή που ακολούθησε παλλόταν από την ένταση. Ο Βούλφγκαρ πήρε μια βαθιά εισπνοή και μέτρησε από μέσα του μέχρι το δέκα. Είχε μιλήσει απότομα, αλλά είχε αιφνιδιαστεί. Δεν ήθελε να τσακώνεται, αλλά ούτε σκόπευε να σκαλίσει αναμνήσεις που ήθελε να ξεχάσει. Το πιο ανησυχητικό ήταν ότι εκείνη δενόταν όλο και πιο πολύ μαζί του. Όταν είχε ξεκινήσει αυτή τη σχέση, δεν περίμενε ότι θα εξελισσόταν σε κάτι περισσότερο από ένα γάμο σκοπιμότητας. Κι όμως, αυτό είχε γίνει. Και το δέσιμο δεν ήταν μόνο από τη δική της πλευρά. Αν έμενε περισσότερο, τα πράγματα θα χειροτέρευαν. «Είδες αρκετά;» τη ρώτησε. «Ναι». «Τότε γυρίζουμε στο Ντράκενσμπουρκ». Προχώρησαν προς τα άλογα που περίμεναν, αμίλητοι. Μ ια φορά η
Άνγουιν τον κοίταξε, αλλά το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. Τους χώριζαν μόνο λίγα εκατοστά, όμως είχε την αίσθηση ότι τώρα υπήρχε ανάμεσά τους ολόκληρο χάσμα. Κεφάλαιο 19 Αν και ο Βούλφγκαρ ήθελε να την ξεχάσει, η συζήτηση με την Άνγουιν στριφογύριζε στο μυαλό του τις επόμενες μέρες. Δεν ήταν ο σύζυγος που χρειαζόταν ή της άξιζε να έχει, αλλά τουλάχιστον μπορούσε να της προσφέρει μια άλλου είδους ασφάλεια. Όταν θα έφευγε από το Ντράκενσμπουρκ, θα ήταν σίγουρος ότι εκείνη θα ήταν ασφαλής, με μια ισχυρή αμυντική δύναμη στη διάθεσή της. Οι νεοσύλλεκτοι, μετά την αιματηρή μάχη, είχαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αντίστοιχα είχε μεγαλώσει η αφοσίωση και η αποφασιστικότητά τους. «Τα πάνε πολύ καλά», είπε ο Χέρμουντ καθώς εκείνος και ο Βούλφγκαρ παρακολουθούσαν τις
ασκήσεις από απόσταση. «Ναι. Θα είναι ικανοί να υπερασπιστούν το Ντράκενσμπουρκ όταν φύγουμε». «Έχεις αποφασίσει πότε θα γίνει αυτό; Κάποιοι άντρες με ρωτούσαν». «Είναι φυσικό. Θα το σκεφτώ». Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε λόγος να μη σαλπάρει ο Θαλασσόλυκος στο άμεσο μέλλον. Θα ήταν οδυνηρό να αφήσει την Άνγουιν και τον Έιβαν, αλλά όσο περισσότερο έμενε τόσο το χειρότερο. Ήταν καλύτερα για όλους να φύγει το συντομότερο δυνατό. Εκτός αυτού, είχε μια υποχρέωση απέναντι στους άντρες του και η δουλειά με τον Ρόλο περίμενε. Έπρεπε να μιλήσει με την Άνγουιν και να της πει τι συνέβαινε. Της το όφειλε, όσο κι αν δεν το ήθελε. Όχι επειδή θα του έκανε σκηνή, αλλά επειδή ήξερε ότι αυτό που θα της έλεγε θα την πλήγωνε. Το ζήτημα τον απασχολούσε διαρκώς. Η Άνγουιν ήταν η πρώτη που πρόσεξε την αφηρημάδα του. Αν
και συνέχιζε να είναι περιποιητικός και να της φέρεται με τρυφερότητα, έδειχνε απόμακρος. Στην αρχή αναρωτήθηκε αν έφταιγε η τελευταία διαφωνία τους, όμως εκείνος δεν είχε αναφερθεί σ’ αυτή άλλη φορά. Η διάθεσή του την προβλημάτιζε και της προκαλούσε ανησυχία. Δεν ήθελε να τον πιέσει να της μιλήσει, έτσι ήλπιζε ότι ήταν μια φάση που θα περνούσε. Κάποιες φορές πήγαινε μαζί του για να δουν πώς προχωρούσε το χτίσιμο των καινούριων σπιτιών. «Θα είναι έτοιμα στα τέλη του επόμενου μήνα, όπως είχαμε προγραμματίσει», είπε μια φορά ο Βούλφγκαρ. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της και χαμογέλασε, αλλά τα λόγια του της έφεραν στο μυαλό κάτι άλλο. Η τελευταία περίοδός της δεν είχε έρθει. Μ ετά το θάνατο του Τόρσταϊν είχε σταματήσει να παίρνει αντισυλληπτικά μέτρα και δεν τα είχε ξεκινήσει πάλι όταν παντρεύτηκε τον Βούλφγκαρ. Δεν το είχε κάνει σκόπιμα. Το είχε ξεχάσει τελείως. Επειδή δεν ήταν σίγουρη,
δεν του είχε αναφέρει την πιθανότητα να είναι έγκυος. Τώρα, έτσι κακόκεφος που ήταν, αναρωτιόταν πώς θα αντιδρούσε αν του το έλεγε. «Είσαι καλά, Άνγουιν;» Η φωνή του την επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα. «Μ ε συγχωρείς, κάτι σκεφτόμουν». «Ήσουν τελείως αφηρημένη». Την κοίταξε με περιέργεια. «Τι σε απασχολεί;» Εκείνη χαμογέλασε βεβιασμένα. «Πολλά πράγματα, αλλά τίποτα συγκεκριμένο». Εκείνος δεν επέμεινε και η συζήτηση στράφηκε σε άλλα θέματα. Έμειναν εκεί περίπου μισή ώρα ακόμα και ετοιμάστηκαν να γυρίσουν. Δεν είχαν καλύψει τη μισή απόσταση για το Ντράκεσμπουρκ, όταν ο Βούλφγκαρ έστριψε το άλογό του και συνέχισε κατά μήκος του ποταμού. Η Άνγουιν κοίταξε γύρω και αναγνώρισε το μέρος αμέσως. Είχαν πάει εκεί μαζί όταν ο Βούλφγκαρ είχε πρωτοέρθει. «Θέλεις να περπατήσουμε λίγο;» τη ρώτησε.
«Φυσικά». Κατέβηκαν από τα άλογά τους, πιάστηκαν χέρι χέρι και προχώρησαν. Εκείνος άπλωσε το μανδύα του στο γρασίδι και κάθισαν πάνω του, όμως η διάθεσή του ήταν πολύ διαφορετική από την προηγούμενη φορά που είχαν καθίσει εκεί. Το βλέμμα του ήταν σοβαρό και η Άνγουιν ανησύχησε. «Συμβαίνει κάτι;» τον ρώτησε. «Όχι κάτι κακό, αλλά πρέπει να μιλήσουμε». «Έχεις να μου πεις κάτι;» «Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να το πω, έτσι θα σου μιλήσω ευθέως. Η αμυντική δύναμη του Ντράκενσμπουρκ είναι έτοιμη και πολύ σύντομα οι άντρες μου κι εγώ θα φύγουμε». Είχε έρθει λοιπόν η ώρα. Φυσικά, της το είχε πει εξαρχής. Ήταν μέρος της συμφωνίας τους. Παρ’ όλα αυτά, η Άνγουιν αισθάνθηκε σαν να δέχτηκε γροθιά στο στομάχι. Πήρε μια βαθιά εισπνοή για να διώξει
την ξαφνική ναυτία. «Κατάλαβα». Ξαφνιάστηκε όταν άκουσε πόσο σταθερή ήταν η φωνή της. «Τους έχω δώσει το λόγο μου εδώ και καιρό. Έπειτα είναι και η συμφωνία με τον Ρόλο». Έκανε μια παύση. «Αλλά εσύ θα είσαι καλά προστατευμένη. Οι άντρες όχι μόνο εκπαιδεύτηκαν σωστά, αλλά δοκιμάστηκαν και στη μάχη». «Ναι». «Για να είμαι ακόμα πιο σίγουρος, θα αφήσω μερικά επίλεκτα μέλη του πληρώματός μου πίσω. Θα έχεις και τον Ίνα. Είναι σπουδαίος άνθρωπος». «Ναι». «Θα φροντίζει καλά τα πράγματα όσο θα λείπω». Η Άνγουιν πήρε κι άλλη βαθιά εισπνοή. «Πότε πρέπει να φύγεις;» «Μ άλλον σε λίγες βδομάδες, μόλις τελειώσουμε τη δουλειά με τα σπίτια και ανεφοδιάσουμε το
καράβι». «Θα λείψεις καιρό;» «Αρκετό, νομίζω. Δεν μπορώ να ξέρω με βεβαιότητα». «Θα μου λείψεις». «Κι εσύ θα μου λείψεις. Αλλά περάσαμε ωραία μαζί, έτσι δεν είναι;» Η Άνγουιν αγκάλιασε τα λυγισμένα γόνατά της. «Ωραιότερα δε θα μπορούσε να είναι». «Χαίρομαι που συμφωνείς». «Πώς να μη συμφωνήσω; Μ αζί σου βρήκα μια ευτυχία που δεν ήξερα ότι υπήρχε». «Κι εγώ ήμουν... ευτυχισμένος». Η Άνγουιν μάζεψε το κουράγιο της κι έκανε την επόμενη ερώτηση. «Θα σε ξαναδώ ποτέ;» Για μια στιγμή στο πρόσωπο του Βούλφγκαρ φάνηκε κάτι που έμοιαζε με πόνο. «Αν το θελήσουν οι θεοί».
«Εύχομαι να το θελήσουν». «Μ ακάρι να μπορούσα να σου υποσχεθώ ότι θα γυρίσω, αλλά ο πόλεμος είναι αβέβαιη υπόθεση». Την αγκάλιασε από τους ώμους, την τράβηξε πάνω του και φίλησε τα μαλλιά της. «Αλλά ποτέ δε θα ξεχάσω τις στιγμές που μοιραστήκαμε». Εκείνη τον έσφιξε και έκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να μη σκέφτεται τα χρόνια που θα ζούσε χωρίς εκείνον. * Όταν γύρισαν, ο Βούλφγκαρ πήγε να μιλήσει στον Ίνα, ενώ η Άνγουιν αποσύρθηκε στα διαμερίσματά της, προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της. Καθώς θυμόταν τη συζήτησή τους, ένιωσε ζαλάδα. Το στομάχι της ανακατεύτηκε και μια λεπτή στρώση ιδρώτα κάλυψε το μέτωπό της. Ξαφνικά το δωμάτιο της φαινόταν πνιγηρό. Πέταξε την κάπα της, έτρεξε στο λαβομάνο και έκανε εμετό.
Για μια στιγμή νόμισε ότι θα έχανε τις αισθήσεις της, αλλά τελικά συνήλθε. Έπιασε με χέρια που έτρεμαν ένα πανί, το βούτηξε στο νερό και ξέπλυνε το πρόσωπό της. Κάποια στιγμή άκουσε στο διάδρομο βήματα και φοβήθηκε ότι θα ήταν ο Βούλφγκαρ, αλλά ήταν η Τζόντις. Η υπηρέτρια χαμογέλασε και πήγε να πει κάτι, αλλά όταν είδε ότι η Άνγουιν ήταν κατάχλομη κατάπιε τα λόγια της. «Κυρά μου, είσαι άρρωστη», είπε. «Δεν είναι τίποτα. Μ ια στιγμιαία αδιαθεσία μόνο. Σε λίγο θα είμαι μια χαρά». «Σε παρακαλώ, έλα να ξαπλώσεις μέχρι να συνέλθεις». Η Άνγουιν άφησε την υπηρέτρια να την οδηγήσει στο κρεβάτι και κάθισε βαριά στην άκρη του στρώματος. «Τι το προκάλεσε αυτό;» ρώτησε η Τζόντις. «Κάτι που έφαγες;» «Όχι, δεν είναι από κάτι που έφαγα».
«Τότε είναι κάποια αρρώστια». «Που φοβάμαι ότι δεν έχει γιατρειά». Η Άνγουιν είδε την έκπληκτη έκφραση της υπηρέτριάς της και πρόσθεσε: «Φεύγει, Τζόντις». Η υπηρέτρια δεν προσποιήθηκε πως δεν κατάλαβε. «Πότε φεύγει;» «Σύντομα. Σε μερικές βδομάδες». «Λυπάμαι πολύ. Ήλπιζα...» «Όλοι ελπίζαμε. Περισσότερο απ’ όλους εγώ». «Αλλά θα γυρίσει μια μέρα». «Μ πορεί. Αν δεν τον σκοτώσουν ή δεν τον φυλακίσουν». Η Τζόντις κάθισε δίπλα της και την κοίταξε ανήσυχα. «Θα γυρίσει, είμαι σίγουρη». «Μ ακάρι να μπορούσα να πω το ίδιο». «Είναι άρχοντας του Ντράκενσμπουρκ. Δε θα το ξεχάσει. Ούτε εσένα θα ξεχάσει». «Πάντως εγώ δε θα τον ξεχάσω». Τα δάκρυα που συγκρατούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή πλημμύρισαν τα
μάτια της. «Τον αγαπώ, Τζόντις. Πάντα ήλπιζα ότι μπορεί κάποια μέρα να μ’ αγαπούσε κι εκείνος». «Νοιάζεται για σένα πάρα πολύ, πίστεψέ με». «Ναι, αλλά όχι τόσο ώστε να μείνει». «Δεν έφυγε ακόμα. Μ πορεί ν’ αλλάξει γνώμη». «Όχι, δε θ’ αλλάξει γνώμη. Ήξερα από την αρχή ότι θα έφευγε, αλλά δεν περίμενα ότι θα πονούσα τόσο πολύ». «Αν το ήξερε, μπορεί να το ξανασκεφτόταν». «Έτσι θα αθετούσε το λόγο του στους άντρες του». «Και ο λόγος του σ’ εσένα;» «Δε μου έδωσε ποτέ κάποια υπόσχεση που δεν ήταν διατεθειμένος να τηρήσει». Η Τζόντις αναστέναξε. «Γιατί είναι τόσο ανόητοι οι άντρες; Γιατί δεν μπορούν να δουν αυτό που είναι κάτω από τη μύτη τους;» «Κι εμείς οι γυναίκες είμαστε ανόητες, γιατί βλέπουμε αυτό που
θέλουμε να δούμε και όχι την πραγματικότητα. Όταν το καταλαβαίνουμε, είναι πια πολύ αργά και δεν υπάρχει γυρισμός». «Το μετάνιωσες;» «Όχι. Αυτό είναι το χειρότερο». Η Άνγουιν σκούπισε τα δάκρυά της με το μανίκι της. «Έκανα μια συμφωνία και είμαι αναγκασμένη να υποστώ τις συνέπειες». Η Τζόντις έμεινε εντελώς ακίνητη. Ύστερα κοίταξε μια την κυρά της, μια το λαβομάνο στην άλλη άκρη του δωματίου, κι έπειτα πάλι εκείνη. Γούρλωσε τα μάτια της. «Ω! Δε φαντάζομαι να είσαι...;» «Υπάρχει πιθανότητα. Δεν είμαι ακόμα σίγουρη. Θα ξέρω σε μια δυο βδομάδες». «Του έχεις πει τίποτα;» «Ακόμα δεν υπάρχει κάτι να του πω». «Μ α...» Η Άνγουιν ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο της Τζόντις. «Και
ούτε εσύ θα πεις τίποτα». * Οι ελάχιστες αμφιβολίες της διαλύθηκαν όταν και η επόμενη περίοδός της δεν εμφανίστηκε. Επιπλέον, αυξήθηκαν οι αδιαθεσίες της. Μ έχρι τότε κατάφερνε να το κρύβει από τον Βούλφγκαρ, αλλά η επίγνωση της κατάστασής της ήταν μια πρόσθετη ανησυχία. Ήθελε τόσο πολύ αυτό το παιδί, που ακόμα και η πιθανότητα ενός ακόμα δύσκολου τοκετού δε μείωνε την επιθυμία της. Το μωρό που μεγάλωνε μέσα της ήταν κάτι δικό του που θα κρατούσε και θ’ αγαπούσε όταν εκείνος θα έφευγε. Ήξερε ότι έπρεπε να του το πει. Το θέμα ήταν να βρει την κατάλληλη στιγμή. * Ο Βούλφγκαρ αντιλήφθηκε την ανησυχία της, αλλά όχι την αιτία. Υπέθετε ότι οφειλόταν στην ανακοίνωση της επικείμενης αναχώρησής του. Η σκηνή ήταν ακόμα ολοζώντανη στο μυαλό του. Η αλήθεια ήταν ότι τον πονούσε περισσότερο απ’ όσο ήθελε να
παραδεχτεί. Όταν είπε ότι θα του έλειπε, δεν το έκανε απλώς για να την παρηγορήσει. Ο αποχωρισμός τους θα ήταν οδυνηρός και για εκείνον περισσότερο απ’ ό,τι είχε φανταστεί στο ξεκίνημα αυτής της σχέσης. «Κοντεύουμε να τελειώσουμε», είπε ο Χέρμουντ καθώς κοιτούσε τους άντρες που τελείωναν τις αχυροσκεπές στα δύο τελευταία σπίτια. «Σε μια μέρα θα είμαστε έτοιμοι». Ο Βούλφγκαρ του έριξε μια ματιά κι ύστερα έστρεψε την προσοχή του στους εργάτες. «Ναι, θα είμαστε». «Και η αμυντική δύναμη του Ντράκενσμπουρκ είναι έτοιμη και άριστα εκπαιδευμένη». «Ναι, είναι». «Λοιπόν, τι κάνουμε τώρα;» «Θα τηρήσουμε τη συμφωνία που είχαμε κάνει. Θα πάμε να βρούμε τον Ρόλο». «Τότε θ’ αρχίσω τον εφοδιασμό του πλοίου».
«Κάν’ το. Και θα το βγάλουμε μια δοκιμαστική βόλτα, για να βεβαιωθούμε πως όλα είναι εντάξει». Ο Χέρμουντ χαμογέλασε. «Ωραία θα είναι να ξαναβγούμε στη θάλασσα». «Εγώ είμαι ήδη στη θάλασσα», απάντησε ο Βούλφγκαρ. * Το νέο δεν άργησε να διαδοθεί. Όταν ο Έιβαν έμαθε για τη δοκιμαστική βόλτα, τα μάτια του έλαμψαν. «Μ πορώ να έρθω μαζί σας;» Ο Βούλφγκαρ ήταν έτοιμος να αρνηθεί, αλλά όταν κοίταξε το ανυπόμονο πρόσωπο του παιδιού η έκφρασή του γλύκανε. «Γιατί όχι;» Γύρισε στην Άνγουιν. «Δε θα πάμε μακριά. Θα είναι ασφαλής», της είπε. Εκείνη συγκράτησε την παρόρμηση να διαμαρτυρηθεί. Δεν μπορούσε να έχει το γιο της για πάντα δεμένο στη φούστα της, και από τότε που είχε έρθει ο Βούλφγκαρ είχε ξεθαρρέψει. «Εντάξει», αποκρίθηκε.
Τα μάγουλα του παιδιού κοκκίνισαν από ενθουσιασμό. Βγήκαν μαζί στο προαύλιο που τους περίμενε το πλήρωμα. Ο Βούλφγκαρ πήρε το παιδί στους ώμους του, ξέροντας ότι δε θα μπορούσε να ακολουθήσει το βήμα των αντρών. «Θα έρθεις μέχρι την ακτή;» ρώτησε την Άνγουιν. «Θα σας καθυστερούσα». «Αν πίστευα κάτι τέτοιο, δε θα το πρότεινα». «Τότε θα έρθω». Ο Βούλφγκαρ άφησε τους άντρες του να προχωρήσουν και προσαρμόστηκε στο βηματισμό της Άνγουιν. Μ ιλούσαν ελάχιστα, αλλά η σιωπή ήταν συντροφική και την Άνγουιν δεν την πείραζε. Της αρκούσε που ήταν οι τρεις τους μαζί. Τέτοιες στιγμές δε θα έρχονταν ξανά και θα ζούσε με την ανάμνησή τους για πολύ καιρό. Το χέρι της πήγε αυθόρμητα στην κοιλιά της. Η γνώση ότι μέσα της μεγάλωνε ένα μωρό ήταν γλυκόπικρη. Ταυτόχρονα ένιωσε την
πιεστική ανάγκη να το πει στον Βούλφγκαρ. Δεν άντεχε να σκέφτεται ότι εκείνος μπορεί να πέθαινε σε κάποιον ξένο τόπο χωρίς να γνωρίζει για το παιδί του. Έπρεπε να του μιλήσει σύντομα. * Όταν έφτασαν στον κόλπο, η παραλία έσφυζε από δραστηριότητα. Η Άνγουιν είδε με ανακούφιση ότι τα νερά ήταν ήρεμα. Ο Βούλφγκαρ άφησε κάτω τον Έιβαν και τον παρακολούθησαν καθώς έτρεχε προς τους άντρες που ετοίμαζαν το πλοίο. Ύστερα ο Βούλφγκαρ γύρισε προς την Άνγουιν. «Θα τον προσέχω». «Το ξέρω». Εκείνος χαμογέλασε και έσκυψε να τη φιλήσει. Η Άνγουιν έγειρε πάνω του και τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό του. Ο Βούλφγκαρ την αγκάλιασε από τη μέση και το φιλί έγινε πιο βαθύ. Όταν τελικά τραβήχτηκε, η έκφρασή του ήταν θλιμμένη.
«Θα ήθελα να μπορούσα να μείνω και να το συνεχίσω», μουρμούρισε. Η Άνγουιν κοίταξε το πλήρωμά του. «Αν έμενες, θα δημιουργούσες απορίες». «Ναι, ειδικά μ’ αυτό που έχω στο μυαλό μου». Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Δε θα ρωτήσω τι είναι». «Θα σου πω αργότερα». Την κοίταξε τρυφερά. «Το ‘‘θα σου πω’’ είναι σχήμα λόγου». «Είσαι αδιόρθωτος». «Σε ό,τι έχει σχέση μ’ εσένα, ναι, είμαι». Πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. «Θα τα πούμε αργότερα». Γύρισε και προχώρησε προς την ακτή. Η Άνγουιν έμεινε εκεί που ήταν και τον είδε να ενώνεται με τους υπόλοιπους. Λίγο αργότερα το πλοίο γλιστρούσε στην άμμο και μετά στο νερό. Ο Έιβαν στεκόταν στην πλώρη δίπλα στον Βούλφγκαρ. Όταν την είδε, κούνησε το χέρι του ενθουσιασμένος. Εκείνη πίεσε τον
εαυτό της να χαμογελάσει και του ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Άκουσε αδιόρατα τις προσταγές και είδε τα μεγάλα κουπιά να υψώνονται και να βυθίζονται. Ο Θαλασσόλυκος γύρισε αργά και άρχισε να πλέει κατά μήκος της ακτής. Η Άνγουιν παρακολούθησε το πλοίο μέχρι που χάθηκε απ’ τα μάτια της. * Ο Βούλφγκαρ στεκόταν ακόμα στην πλώρη με το βλέμμα του καρφωμένο στη σιλουέτα στην ακτή. Έδειχνε μικρή και πολύ ευάλωτη, πιο μόνη από ποτέ. Η εικόνα της άγγιξε μέσα του κάτι που ήταν θαμμένο πολύ καιρό. Ευχήθηκε να την είχε πάρει μαζί τους. Μ πορεί να το απολάμβανε. Εκείνος σίγουρα θα απολάμβανε τη συντροφιά της. Δεν την είχε χάσει ακόμα από τα μάτια του, αλλά του έλειπε ήδη. Δεν τόλμησε να σκεφτεί πώς θα αισθανόταν αν έλειπε από κοντά της χρόνια. Κεφάλαιο 20 Οι άντρες γύρισαν νωρίς το απόγευμα. Η Άνγουιν τους άκουσε και
πήγε να τους προϋπαντήσει. Καθώς πλησίαζαν, είδε ότι ο Βούλφγκαρ είχε πάλι τον Έιβαν στους ώμους του. Όταν τελικά τον άφησε κάτω, το παιδί έτρεξε κοντά της ξαναμμένο από χαρά. Άρχισε να της περιγράφει με λεπτομέρειες όλα όσα είχε ζήσει και εκείνη το άκουγε προσεκτικά. Όταν ο Έιβαν τελείωσε, έτρεξε να βρει την Τζόντις. Η Άνγουιν κοίταξε τον Βούλφγκαρ. «Ήταν φρόνιμος;» «Δε δημιούργησε κανένα πρόβλημα. Για την ακρίβεια, νομίζω ότι θα γίνει σπουδαίος ναυτικός κάποια μέρα». «Σ’ ευχαριστώ που τον πήρες μαζί σου σήμερα. Είναι ολοφάνερο ότι το απόλαυσε». «Ω, ναι. Είναι υπέροχο παιδί». «Κι εσύ ήσουν υπέροχος μαζί του». «Τυχαίνει ν’ αγαπώ τα παιδιά». Η καρδιά της Άνγουιν χτύπησε δυνατά. «Αλήθεια;»
«Φυσικά». Η Άνγουιν κοίταξε τους άντρες γύρω τους. Ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος ήταν κατάλληλος. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και χαμογέλασε. «Πήγε καλά η δοκιμή;» «Ναι, δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα». «Ωραία». «Και τώρα θα μπορούσα να φάω ολόκληρο βόδι!» «Ευτυχώς που το φαγητό είναι έτοιμο». Εκείνος την αγκάλιασε από τη μέση και μπήκαν στη σάλα. * Εκείνο το βράδυ η ατμόσφαιρα στη σάλα ήταν χαρούμενη, ο αέρας παλλόταν από γέλια και χωρατά. Η Άνγουιν αισθανόταν μια παράξενη ικανοποίηση. Ο Βούλφγκαρ έδειχνε πιο χαλαρός και εύθυμος απ’ όσο είχε να τον δει εδώ και αρκετό καιρό. Αργότερα, όταν θα έμεναν μόνοι, ίσως κατάφερνε να του πει τα νέα. Πώς θα αντιδρούσε; Θα χαιρόταν μαθαίνοντας ότι ήταν
έγκυος στο παιδί του; Ξαφνιάστηκε κάπως όταν δεν έμεινε να πιει με τους άντρες του. Αντίθετα, έδειχνε να ανυπομονεί να αποσυρθεί. Η καρδιά της Άνγουιν χτύπησε πιο δυνατά όταν θυμήθηκε αυτά που της είχε πει το πρωί. Βέβαια, η ανυπομονησία του να αποσυρθεί μπορεί απλώς να οφειλόταν στην κούραση. Ωστόσο δεν άργησε να ανακαλύψει τις προθέσεις του. Μ όλις έμειναν μόνοι, της έβγαλε τα ρούχα, ύστερα γδύθηκε κι εκείνος και την πήρε στο κρεβάτι. Της έκανε έρωτα με πάθος και τρυφερότητα, και η Άνγουιν παραδόθηκε τελείως, θέλοντας να αποτυπώσει στη μνήμη και την καρδιά της κάθε λεπτομέρεια, κάθε αίσθηση. Αργότερα έμειναν ξαπλωμένοι στο σκοτάδι. Η Άνγουιν γύρισε και έσυρε το δάχτυλό της στο στέρνο του. «Βούλφγκαρ;» «Μ μμ;» «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι».
«Τι, γλυκιά μου;» «Θέλησες ποτέ να αποκτήσεις άλλους γιους;» Ο Βούλφγκαρ έμεινε για λίγο σιωπηλός. «Η ζωή του μισθοφόρου δε συμβαδίζει με την ανατροφή παιδιών. Είναι ένας δεσμός που περιορίζει έναν άντρα», είπε τελικά. Εκείνη ξεροκατάπιε. «Δηλαδή δε θέλεις παιδιά για να συνεχίσουν τ’ όνομά σου και τη γενιά σου;» «Η φήμη ενός άντρα ζει και μετά το θάνατό του». «Κι αυτό είναι αρκετό;» «Για μένα είναι». «Κατάλαβα». Την κοίταξε, προσπαθώντας να καταλάβει τι σκεφτόταν. «Δε χρειάζεται να ανησυχείς μήπως σου ζητήσω να μου κάνεις γιους. Μ ου ξεκαθάρισες τη θέση σου σ’ αυτό το θέμα». «Το ξέρω, αλλά...»
«Δεν πειράζει. Δε σου θυμώνω που παίρνεις προφυλάξεις. Κανείς από τους δυο μας δε χρειάζεται περιπλοκές υπό τις παρούσες συνθήκες». Η Άνγουιν έκλεισε τα μάτια της, ευγνώμων που το σκοτάδι έκρυβε το πρόσωπό της. «Ό,τι πεις». «Εξάλλου, εσύ ήδη έχεις έναν υπέροχο γιο». «Ναι». «Μ η σκοτίζεις το μυαλό σου με τέτοια πράγματα. Σε διαβεβαιώ ότι εγώ δε σκοτίζομαι». Τη φίλησε στο μάγουλο. «Και τώρα πρέπει να κοιμηθούμε, γλυκιά μου. Είναι αργά». Η Άνγουιν ένιωσε το στρώμα να βουλιάζει καθώς εκείνος γύριζε στο πλάι. Λίγο αργότερα άκουσε τη βαθιά, ρυθμική αναπνοή του. Εκείνη έμεινε ξύπνια, κοιτώντας το σκοτάδι. * Ο Βούλφγκαρ ξύπνησε νωρίς και, βλέποντας ότι η Άνγουιν κοιμόταν, σηκώθηκε αθόρυβα και άρχισε να
ντύνεται. Καθώς ντυνόταν, αναλογίστηκε τη συζήτησή τους την προηγούμενη νύχτα. Είχε προσέξει ότι ήταν σκεφτική τελευταία, οπότε μάλλον η ανησυχία της οφειλόταν σ’ αυτό το θέμα. Της είχε δώσει τη μόνη απάντηση που μπορούσε να της δώσει, αν και δεν ήταν απόλυτα ειλικρινής. Δεν ήθελε να της δημιουργήσει ενοχές. Από μια μεριά τον τιμούσε έστω και το ότι είχε σκεφτεί να φέρει στον κόσμο τα παιδιά του, γιατί ήξερε πόσο φοβόταν τον τοκετό. Δεν την κατηγορούσε. Πάντα υπήρχε κίνδυνος να πεθάνει μια γυναίκα ή ένα παιδί στον τοκετό. Για μια στιγμή του ήρθε στο μυαλό το πρόσωπο του Τόκι, ύστερα του Έιβαν. Οι τύψεις και οι ευχές δεν άλλαζαν τίποτα. Κοίταξε την κοιμισμένη φιγούρα και ένιωσε να τον πλημμυρίζουν ανάμεικτα συναισθήματα. Η σύντομη σχέση τους τον είχε κάνει ευτυχισμένο περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ. Γι’ αυτό και μόνο θα την ευγνωμονούσε για πάντα. Αν την είχε γνωρίσει κάτω από άλλες συνθήκες, μπορεί να ζούσαν μαζί, να έφτιαχναν οικογένεια. Ήταν μια δελεαστική σκέψη. Αν οι θεοί του
το επέτρεπαν, θα γύριζε μια μέρα και τότε ίσως... Αναστέναξε. Έσκυψε, τη φίλησε απαλά και μετά έφυγε. Τώρα που τα καινούρια σπίτια είχαν τελειώσει, μπορούσε να επικεντρώσει την προσοχή του στο επικείμενο ταξίδι, αλλά για κάποιο λόγο δεν ένιωθε τη συνηθισμένη προσμονή. Πιέζοντας τον εαυτό του να συγκεντρωθεί, άρχισε να κάνει ένα νοερό κατάλογο των πραγμάτων που θα χρειάζονταν. Όταν τελείωσε, πήγε να βρει τον Χέρμουντ. «Κανένα πρόβλημα», τον διαβεβαίωσε εκείνος. «Μ πορούμε να βρούμε τα περισσότερα εδώ –ψωμί, μπίρα, μπέικον και τα λοιπά». «Πρέπει να βρούμε αλλού καπνιστές ρέγγες και χέλια», είπε ο Βούλφγκαρ. «Υπάρχει ένα καλό μέρος λίγο πιο κάτω. Το βρήκαμε με τον Άσουλφ μια μέρα που περιπολούσαμε». «Και τα δοκιμάσατε, βέβαια». «Κάποιος έπρεπε να το κάνει. Για μελλοντική χρήση, φυσικά».
«Φυσικά». «Μ πορώ να παραγγείλω τώρα ό,τι χρειαζόμαστε και να κανονίσω να τα παραλάβουμε καθώς θα φεύγουμε». «Σωστά. Κάν’ το». «Ωραία. Πάω». Ο Χέρμουντ έφυγε και ο Βούλφγκαρ πήγε στο σιδηρουργείο για να αναθέσει στον Έθελβαλντ μια μικρή αλλά σημαντική αποστολή. Ύστερα πήγε να βρει τον Ίνα. Τον βρήκε να μαθαίνει στον Έιβαν μερικές βασικές κινήσεις στην ξιφασκία. Τους παρακολούθησε για λίγο, και ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο θα του έλειπαν και οι δύο. Εκτιμούσε τη σύνεση και το κοφτερό μυαλό του Ίνα. Χωρίς τη στήριξή του, τα πράγματα στο Ντράκενσμπουρκ θα ήταν πολύ πιο δύσκολα. Όσο για τον Έιβαν... Αναστέναξε. Πόσων χρονών θα ήταν όταν θα τον έβλεπε ξανά; Θα τον θυμόταν το παιδί; Ξαφνικά η όλη υπόθεση της αναχώρησης
μεταμορφώθηκε σε ανησυχία με απροσδόκητες προεκτάσεις. Έδιωξε τη σκέψη από το μυαλό του και προχώρησε προς το μέρος τους. Πρώτος τον είδε ο Έιβαν και του χαμογέλασε. Ο Ίνα γύρισε να τον κοιτάξει. Την επόμενη στιγμή το ξύλινο σπαθί άγγιξε τα πλευρά του. «Σε χτύπησα! Σε χτύπησα!» φώναξε το παιδί. «Ναι, με χτύπησες, κατεργαράκο», απάντησε ο Ίνα. «Και καλά να πάθω». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε. «Δεν έπρεπε να την πατήσεις, ειδικά ύστερα απ’ αυτό που είδες να συμβαίνει σ’ εμένα». «Το ξέρω, άρχοντά μου». Ο ηλικιωμένος πολεμιστής κοίταξε με περηφάνια το μαθητή του. «Μ ια μέρα θα γίνει σπουδαίος». «Ήδη είναι πολύ καλός. Έχει χτυπήσει και τους δυο μας, έτσι δεν είναι;» Ο Ίνα γέλασε κοφτά. Ύστερα χτύπησε απαλά τον Έιβαν στον ποπό
και τον έδιωξε. Όταν το παιδί έφυγε, γύρισε στον Βούλφ-γκαρ και τον κοίταξε διαπεραστικά. «Θέλεις να μου πεις κάτι, άρχοντά μου;» «Ναι». Σταμάτησε, ψάχνοντας να βρει τα κατάλληλα λόγια. «Σε λίγες μέρες πρέπει να φύγω. Δεν μπορώ να ξέρω πόσο καιρό θα λείψω. Θα ήμουν πιο ήσυχος αν ήξερα ότι θα προσέχεις το παιδί και τη μητέρα του». «Τους προσέχω από τότε που πέθανε ο άρχοντας Τόρσταϊν. Και αφού δε θα υπάρχει άλλος προστάτης, θα συνεχίσω να το κάνω». Ο Βούλφγκαρ διέκρινε στον τόνο του αποδοκιμασία και παραδέχτηκε ενδόμυχα ότι ήταν δικαιολογημένη. Ωστόσο, αυτό δεν τον έκανε να νιώσει καλύτερα. «Θα υπάρχουν αρκετοί άντρες για να προστατεύουν το Ντράκενσμπουρκ». «Είμαι σίγουρος ότι θα υπάρχουν. Παρ’ όλα αυτά, μια γυναίκα και ένα παιδί μόνοι είναι ευάλωτοι». «Δε θα είναι μόνοι».
«Ό,τι πεις, άρχοντά μου». Ο Ίνα έκανε μια παύση. «Το παιδί σε έχει συμπαθήσει. Θα του λείψεις». «Κι εμένα θα μου λείψει». «Και η αρχόντισσα Άνγουιν θα αισθανθεί έντονα την απουσία σου». «Κι εγώ τη δική της». «Φυσικά. Πώς να μην την αισθανθείς;» Ο Ίνα είχε μιλήσει ήρεμα, όμως τα λόγια του έκρυβαν κάποιο βαθύτερο νόημα. Ο Βούλφγκαρ έσφιξε τα χείλη του. «Αυτή η απόφαση δεν πάρθηκε επιπόλαια». «Το ξέρω, άρχοντά μου». Ο Βούλφγκαρ πίεσε τον εαυτό του να κοιτάξει τον Ίνα κατάματα, όμως δεν ήταν τόσο εύκολο όσο παλιότερα. Για κάποιο λόγο ένιωθε πως έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο και καταλάβαινε ότι, όσο πιο πολύ προσπαθούσε να δικαιολογήσει τις πράξεις του, τόσο λιγότερο πειστικός ακουγόταν. Από την άλλη, δεν ήξερε γιατί προσπαθούσε να δικαιολογηθεί.
«Κάποια μέρα θα γυρίσω», είπε. «Θα χαρούν γι’ αυτό. Στο μεταξύ, μη φοβάσαι. Θα τους προσέχω – όπως δεν μπορείς να τους προσέχεις εσύ». Ο Ίνα έκανε μια υπόκλιση κι έφυγε. Ο Βούλφγκαρ έμεινε να τον παρακολουθεί άφωνος, διχασμένος ανάμεσα στην ενόχληση και τη δυσπιστία, καθώς και ένα άλλο συναίσθημα που έμοιαζε δυσάρεστα με ενοχή. * Ξαπλωμένη στο κρεβάτι κοιτάζοντας τα δοκάρια της οροφής, η Άνγουιν περίμενε να της περάσει η ανακατωσούρα. Ευτυχώς που δεν ήταν εκεί ο Βούλφγκαρ, αλλιώς μπορεί να υποπτευόταν την αλήθεια. Αν πρόσεχε, εκείνος δε θα καταλάβαινε τίποτα. Δυο δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Πόσο ανόητη ήταν που πίστευε πως μπορεί να τον ευχαριστούσε η ιδέα να αποκτήσει παιδί! Αν και ήταν καλός με τον Έιβαν, δεν ήθελε να επωμιστεί τις ευθύνες που σήμαινε ο ερχομός ενός παιδιού. Ένας εικονικός γάμος.
Αυτή ήταν η συμφωνία τους. Όμως είχε εξελιχθεί σε κάτι πολύ περισσότερο, και το φταίξιμο ήταν αποκλειστικά δικό της. Εκείνος ήταν ειλικρινής μαζί της, ποτέ δεν της είχε προσφέρει την αγάπη του. Και εκείνη τον είχε κάνει να πιστέψει πως η σχέση τους δε θα είχε επιπλοκές. Οι σκέψεις της διακόπηκαν όταν η Τζόντις μπήκε κρατώντας μια κούπα χαμομήλι. «Θα βοηθήσει να ηρεμήσει το στομάχι σου». «Ευχαριστώ». Η Άνγουιν ανακάθισε προσεκτικά. «Είμαι λίγο καλύτερα τώρα». «Ωραία». Η Τζόντις άφησε κάτω το φλιτζάνι και την κοίταξε ερωτηματικά. «Του το είπες;» «Δεν μπορώ». «Γιατί δεν μπορείς;» Η Άνγουιν έβαλε τα κλάματα. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να συνέλθει και να μπορέσει να εξηγήσει στην Τζόντις τους λόγους. Εκείνη την άκουγε με αυξανόμενη ανησυχία.
«Κάναμε μια συμφωνία και δεν μπορώ να έχω την απαίτηση να την αλλάξει», συνέχισε. «Είτε σας αρέσει είτε όχι, έχει ήδη αλλάξει», αποκρίθηκε η πιστή υπηρέτριά της. «Ναι, και φταίω εγώ γι’ αυτό». «Εγώ νομίζω ότι η ευθύνη είναι μοιρασμένη». Η Άνγουιν κούνησε το κεφάλι της. «Τον έκανα να πιστέψει πως δε θα υπήρχαν επιπτώσεις. Δεν ήξερε τίποτα. Αν ήξερε, μπορεί ο γάμος να παρέμενε εικονικός». Η Τζόντις ξεφύσηξε περιφρονητικά. «Εμένα μου λες! Έχω δει πώς σε κοιτάζει. Δεν έχω ξαναδεί άντρα τόσο γοητευμένο». «Θα πάψει να είναι γοητευμένος όταν μάθει αυτό». «Ποιος άντρας δε θα χαιρόταν αν μάθαινε ότι η σύζυγός του είναι έγκυος στο παιδί του;» «Είπε ότι τα παιδιά περιορίζουν έναν άντρα. Τι θα γίνει αν του το πω και αισθανθεί υποχρεωμένος να μείνει;»
«Νόμιζα πως ήθελες να μείνει». «Θέλω, αλλά όχι αναγκαστικά. Αλλιώς θα μισήσει κι εμένα και το παιδί. Προτιμώ να τον χάσω παρά να συμβεί κάτι τέτοιο». Ο χρόνος που τους έμενε ήταν ελάχιστος και μια τέτοια ανακοίνωση θα έμοιαζε σαν τέχνασμα για να τον κρατήσει ή για να του δημιουργήσει ενοχές που έφευγε. Η Άνγουιν δεν ήθελε να συμβεί τίποτα από τα δύο. Εκείνη ήταν υπεύθυνη για την κατάσταση και εκείνη έπρεπε να την αντιμετωπίσει. Μ πορεί να μην είχε κερδίσει την αγάπη του, αλλά θα είχε το παιδί του και θα φρόντιζε να είναι ασφαλές. Κεφάλαιο 21 Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και η Άνγουιν έπιασε τον εαυτό της να εύχεται να συνέβαινε κάτι που θα καθυστερούσε την αναχώρηση του πλοίου, αλλά οι ελπίδες της αποδείχτηκαν μάταιες. Της ερχόταν να ξεμοναχιάσει τον Βούλφγκαρ, να του πει την αλήθεια και να τον παρακαλέσει να μείνει, όμως δεν το
έκανε. Ήθελε η τελευταία του ανάμνηση από εκείνη να είναι ευχάριστη. Τότε ίσως ανυπομονούσε να γυρίσει κάποια μέρα. Τη νύχτα πριν την αναχώρησή τους οργάνωσε μια γιορτή προς τιμήν του πληρώματος του Θαλασσόλυκου. Φόρεσε το καλύτερο φόρεμά της, κάθισε δίπλα στον Βούλφγκαρ και προσπάθησε να παίξει το ρόλο της καλής οικοδέσποινας. Ο Βούλφγκαρ διαισθάνθηκε την έντασή της και την κατανοούσε. Ο αποχωρισμός θα ήταν δύσκολος και για τους δυο τους και ευγνωμονούσε την Άνγουιν, που δεν έκανε τα πράγματα πιο δύσκολα. Ήταν πανέμορφη με το πράσινο φόρεμα που αναδείκνυε το χρώμα των μαλλιών και των ματιών της. Πιθανότατα είχε ντυθεί σκόπιμα έτσι. Η Άνγουιν ήταν πανέξυπνη. Η ομορφιά, το χιούμορ και η εξυπνάδα ήταν ένας μεθυστικός συνδυασμός. Θα του έλειπε. Ξαφνικά δυσκολευόταν να φανταστεί τη ζωή του χωρίς εκείνη.
«Είσαι πανέμορφη», της είπε. «Μ ε κάνεις περήφανο, όπως πάντα». Τα λόγια του της ζέσταναν την καρδιά. «Το ελπίζω». «Έχεις το φυσικό χάρισμα». «Ευχαριστώ για τη φιλοφρόνηση». «Το εννοώ. Πώς θα μπορούσα να μην το εννοώ, όταν ενσαρκώνεις όλα όσα θα επιθυμούσε ένας άντρας;» «Όλα όσα θα επιθυμούσε κάθε άντρας;» «Δε σ’ ευχαριστεί αυτή η σκέψη;» Η Άνγουιν έγνεψε αρνητικά. «Θα προτιμούσα να ήμουν τα πάντα για έναν άντρα». «Δηλαδή έχεις κάποια συγκεκριμένη προτίμηση». «Δε θα μπορούσα να κάνω διαφορετικά». «Η αλήθεια είναι πως για μένα είσαι πιο σημαντική από κάθε άλλη γυναίκα». Η καρδιά της Άνγουιν χτύπησε δυνατά. Αν και ο Βούλφγκαρ δεν
είχε μιλήσει για αγάπη, δεν περίμενε ν’ ακούσει από εκείνον κάτι τέτοιο. Την πλήγωνε η σκέψη ότι δε θα είχε ποτέ την αγάπη του, όμως χαιρόταν που δεν της είχε πει ψέματα. Η ευγένεια, η καλοσύνη και η τρυφερότητα ήταν πολύτιμα χαρίσματα και αρκετά σπάνια. Της τα είχε προσφέρει απλόχερα. Δεν είχε λόγο να παραπονιέται. * Ο Βούλφγκαρ δε σκόπευε να μείνει στη σάλα μέχρι αργά εκείνο το βράδυ. Ήταν το τελευταίο τους και ήθελε να το αφιερώσει στην Άνγουιν. Άφησε τους άλλους να τρώνε και να πίνουν και την οδήγησε στην κάμαρά τους. Της έβγαλε τα ρούχα με σεβασμό και την πήρε στο κρεβάτι. Αυτή τη φορά δεν έσβησε τη λάμπα. Ήθελε να τη βλέπει και να αποτυπώσει την εικόνα της στη μνήμη του. Στο απαλό φως της έκανε έρωτα με τρυφερότητα και πάθος. Και εκείνη του δόθηκε με το ίδιο πάθος, απομνημονεύοντας την υφή της επιδερμίδας του, τη γεύση του, τη μυρωδιά του.
Η ώρα ήταν περασμένη όταν η Άνγουιν κοιμήθηκε. Ο Βούλφ-γκαρ έμεινε να την κοιτάζει για λίγο, ρουφώντας την κάθε λεπτομέρεια του προσώπου της, κάθε γραμμή, κάθε καμπύλη. Ο ύπνος είχε σβήσει την ένταση από τα χαρακτηριστικά της. Έδειχνε γαλήνια, σχεδόν σαν παιδί, και παράξενα ευάλωτη. Αναστέναξε. Είχε φροντίσει ο ίδιος να μην είναι ευάλωτη. Το Ντράκενσμπουρκ θα ήταν καλά προστατευμένο. Για κάποιο λόγο, αυτή η επίγνωση δεν τον έκανε να νιώσει καλύτερα ούτε έδιωξε τη μελαγχολία που τον είχε κυριέψει για άλλη μια φορά. Μ αζί με τη μελαγχολία υπήρχε κι ένα άλλο συναίσθημα που του ήταν γνωστό και δυσάρεστο. Τότε οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, όμως οι ενοχές ήταν οι ίδιες –όπως και ο πόνος που του ρήμαζε την καρδιά. * Το γκρίζο φως της αυγής άρχισε να περνάει από τις χαραμάδες στα παραθυρόφυλλα. Η Άνγουιν έπνιξε την αίσθηση του τρόμου που της έσφιγγε το στομάχι. Είχε
αποφασίσει να αποχαιρετήσει τον Βούλφγκαρ και το πλήρωμά του στο Ντράκενσ-μπουρκ, γιατί δεν άντεχε να τον βλέπει να σαλπάρει. Όταν ο Έιβαν της το ζήτησε, του είπε ότι μπορούσε να πάει με τον Ίνα να παρακολουθήσει την αναχώρηση του πλοίου. Το παιδί μιλούσε ελάχιστα για το θέμα και ήταν ασυνήθιστα σιωπηλό τις τελευταίες μέρες. Ήξερε ότι και σ’ εκείνο θα έλειπε ο Βούλφ-γκαρ και χαιρόταν για τη σταθερή, καθησυχαστική παρουσία του Ίνα. Θα ήταν το στήριγμά τους, όπως πριν. Πήγαν μαζί στη σάλα και πήραν πρωινό με τους άντρες του. Η ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη και τα πρόσωπα των πολεμιστών γύρω τους έλαμπαν. Αν και η έκφρασή του δεν πρόδιδε τίποτα, η Άνγουιν υπέθετε ότι και ο Βούλφγκαρ χαιρόταν. Η περιπέτεια τον καλούσε. Η θάλασσα ήταν στο αίμα αυτών των αντρών και όριζε την καρδιά τους. Δε θα μπορούσε ποτέ να την ανταγωνιστεί και η επίγνωση την πίκραινε.
* Αργότερα μαζεύτηκαν έξω, κάθε άντρας με τον εξοπλισμό του. Μ ερικοί υπηρέτες και τεχνίτες βγήκαν να παρακολουθήσουν, ανάμεσά τους ο Έθελβαλντ και ο Τσαντ. Ο ξυλουργός κοιτούσε βλοσυρός. «Θα μας λείψει ο άρχοντας Βούλφγκαρ», μουρμούρισε. Ο Έθελβαλντ έγνεψε καταφατικά. «Σίγουρα, και περισσότερο στην αρχόντισσά μας. Ήταν για όλους μας μια ευχάριστη αλλαγή από τον προηγούμενο σύζυγό της». «Το ίδιο και για εκείνη, να είσαι σίγουρος». «Ξέρεις ότι επέβλεψε το χτίσιμο των σπιτιών που κάηκαν;» «Ναι. Ο Τόρσταϊν δε θα το έκανε σε καμιά περίπτωση». «Όχι, αλλά η μοίρα δεν κάνει πάντα αφέντες τους σωστούς ανθρώπους». * Ο Βούλφγκαρ πήρε την Άνγουιν παράμερα ώστε να μην τους ακούει κανείς, την έπιασε από τους ώμους
και την έσφιξε απαλά. «Ήρθε η ώρα», της είπε. «Ναι». Ήθελε να της πει πολλά, αλλά περιορίστηκε σε μια απλή αλήθεια. «Θα μου λείψεις, Άνγουιν». Αλλά όχι αρκετά, σκέφτηκε εκείνη. Η επίγνωση της προκάλεσε κάτι σαν αποστροφή, αλλά την απώθησε. «Κι εμένα θα μου λείψεις. Θα προσεύχομαι να γυρίσεις σώος κι αβλαβής». «Θα γυρίσω. Εδώ είναι το σπίτι μου». «Είναι;» «Αμφιβάλλεις; Όταν πρωτοήρθα, δε φανταζόμουν πως θα μου ήταν τόσο δύσκολο να φύγω». Τα λόγια του την αναστάτωσαν και η θλίψη που έκρυβε τόσο καιρό μετατράπηκε σε θυμό. «Τι πειστικά που το λες!» του πέταξε.
Εκείνος την κοίταξε σαστισμένος. «Μ α το εννοώ». «Αν εδώ ήταν το σπίτι σου, αν νοιαζόσουν πραγματικά για εμένα και τον Έιβαν, δε θα έφευγες». «Ήξερες από την αρχή ότι θα συμβεί, Άνγουιν». «Οπότε τώρα απαλλάσσεσαι». «Δε σε κορόιδεψα ποτέ». «Όχι, κοροϊδεύεις τον εαυτό σου». «Γιατί το λες αυτό;» είπε επιτακτικά ο Βούλφγκαρ. «Ξέρεις πολύ καλά. Τα βαρύγδουπα λόγια περί ευθύνης απέναντι στο πλήρωμά σου δεν είναι τίποτε άλλο από δικαιολογίες για να κρύβεσαι». «Να κρύβομαι από τι;» «Από τη δέσμευση». «Δεσμεύτηκα να οργανώσω την άμυνα του Ντράκενσμπουρκ και τήρησα την υπόσχεσή μου». Η Άνγουιν τον κοίταξε κατάματα. «Συνεχίζεις να αποφεύγεις το θέμα».
«Ποιο θέμα;» «Το ίδιο που απέφευγες όταν άφησες την Φρέγια και τον Τόκι». Ο Βούλφγκαρ χλόμιασε. «Δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτό». «Ω, νομίζω ότι ξέρω. Τι δικαιολογίες τους ξεφούρνισες;» «Σταμάτα αμέσως». «Γιατί; Σε πονάει η αλήθεια;» «Η απώλειά τους ποτέ δεν έπαψε να με πονάει, αν αυτό σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα». «Εκείνο που σε πονάει είναι οι ενοχές. Απέφυγες τη συναισθηματική δέσμευση που αντιπροσώπευαν, για χάρη κάποιας αμφίβολης περιπέτειας». «Και το μετάνιωσα πικρά». «Κι όμως, ετοιμάζεσαι να το ξανακάνεις». Ο Βούλφγκαρ πήρε μια κοφτή εισπνοή. «Δεν είναι αυτός ο λόγος που φεύγω». «Δεν είναι; Δεν είναι αυτός ο πραγματικός λόγος που φοβάσαι να μείνεις;» Η Άνγουιν τον
αγριοκοίταξε. «Επειδή αν έμενες θα αναγκαζόσουν να δώσεις όλο σου τον εαυτό, όχι μόνο συναισθηματικά δωράκια πού και πού για να καθησυχάσεις τη συνείδησή σου». Το πρόσωπο του Βούλφγκαρ έγινε ακόμα πιο άσπρο, αλλά πριν προλάβει να απαντήσει του φώναξε ο Χέρμουντ. «Πρέπει να φύγουμε αμέσως, αν θέλουμε να επωφεληθούμε από την πλημμυρίδα». Εκείνος γύρισε το κεφάλι του. «Έρχομαι». Οι άντρες άρχισαν να προχωρούν προς την πύλη. Ο Βούλφ-γκαρ κοίταξε την Άνγουιν και για μερικές στιγμές έμειναν αμίλητοι. Μ ετά εκείνη κοίταξε τους άλλους. «Καλύτερα να φύγεις. Θα χάσετε την πλημμυρίδα». «Δε θέλω να χωρίσουμε έτσι». «Φύγε». Ένα νεύρο πετάρισε στο μάγουλο του Βούλφγκαρ. «Αντίο, Άνγουιν».
«Αντίο, Βούλφγκαρ». Μ ε πόνο στην καρδιά, τον παρακολούθησε να πλησιάζει τους άντρες του, πνίγοντας την παρόρμηση να του φωνάξει να γυρίσει πίσω. Έτσι κι αλλιώς δε θα ερχόταν. Ακόμα κι αν δεν ανυπομονούσε να φύγει πριν, τα λόγια της θα τον έδιωχναν. Σκόπευε να ελέγξει τα συναισθήματά της, όμως δεν τα είχε καταφέρει. Το πιθανότερο ήταν εκείνος να μη γύριζε ποτέ, και έφταιγε η ίδια. Μ ια φορά στράφηκε και την κοίταξε, μα δε χαμογελούσε. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ανέβηκε τρέχοντας στον προμαχώνα και είδε ένα ετερόκλητο πλήθος να ακολουθεί το πλήρωμα μέχρι την ακτή για να δει το Θαλασσόλυκο να σαλπάρει. Ανάμεσά τους διέκρινε τον Έιβαν και τον Ίνα. Το παιδί κοίταξε πίσω, την πρόσεξε και της κούνησε το χέρι του. Εκείνη δεν του ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Το βλέμμα της βρήκε την ψηλή σιλουέτα στην αρχή της πομπής και στάθηκε εκεί.
«Αντίο, αγάπη μου», μουρμούρισε. «Να είσαι καλά». Το πλήθος είχε εξαφανιστεί από ώρα όταν έφυγε από τον προμαχώνα. * Ο Βούλφγκαρ δε θυμόταν πώς είχαν φτάσει στο πλοίο, ούτε μίλησε με κανέναν στη διαδρομή. Στο μυαλό του στριφογύριζε η συζήτηση με την Άνγουιν λίγο πριν χωρίσουν. Η επίθεσή της ήταν τόσο ξαφνική, που τον είχε κλονίσει. Τώρα η αρχική έκπληξη είχε περάσει και στη θέση της υπήρχε μόνο θλίψη και θυμός. Πραγματικά δεν ήθελε να χωρίσουν έτσι, όμως το φταίξιμο δεν ήταν δικό του. Εκείνη το είχε επιλέξει. Παρακολούθησε τους άντρες του να επιβιβάζονται στο καράβι και μετά γύρισε στον Έιβαν. Το παιδί τον κοίταξε σοβαρά. «Μ πορώ να έρθω μαζί σου;» τον ρώτησε. «Όχι», του απάντησε ο Βούλφγκαρ. «Λυπάμαι».
«Θα μπορέσω όταν μεγαλώσω;» «Ναι, τότε θα μπορέσεις». Ο Έιβαν ξεροκατάπιε. «Θα γυρίσεις;» «Θα γυρίσω. Στο μεταξύ, θέλω να ασκείσαι στην ξιφασκία και να ακούς προσεκτικά ό,τι σου λέει ο Ίνα». «Εντάξει. Σου το υπόσχομαι». «Ωραία. Αφού τώρα ξέρεις περισσότερα για τα όπλα, είσαι έτοιμος να πάρεις αυτό». Ο Βούλφγκαρ έβγαλε από το μανίκι του ένα μικρό στιλέτο, μια όμορφη μινιατούρα, απομίμηση του δικού του στιλέτου, σε δερμάτινη θήκη. Ο Έιβαν το κοίταξε, ύστερα κοίταξε απορημένος τον άντρα που το κρατούσε. «Πάρ’ το», του είπε ο Βούλφγκαρ. Προσεκτικά, λες και θα εξαφανιζόταν αμέσως μόλις το έπιανε, το παιδί πήρε το στιλέτο. Το έβγαλε
αργά από τη θήκη και το εξέτασε με μάτια που έλαμπαν. «Τι ωραίο που είναι! Αλήθεια είναι για μένα;» ρώτησε. «Ναι. Το παρήγγειλα στο σιδηρουργό ειδικά για σένα. Η λεπίδα κόβει πολύ, γι’ αυτό πρόσεχε». Τα μάγουλα του Έιβαν κοκκίνισαν από χαρά. «Ευχαριστώ, πατέρα. Είναι υπέροχο». Ο Βούλφγκαρ κοίταξε πάνω από το κεφάλι του παιδιού τον Ίνα, αλλά το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. Ανυποψίαστο για την παραδρομή της γλώσσας του, το παιδί στριφογύρισε το στιλέτο στα χέρια του και θαύμασε τη λάμψη του ήλιου στο γυαλισμένο μέταλλο. Ύστερα το ξανάβαλε στη θήκη του. «Θα με βοηθήσεις να το δέσω στη ζώνη μου;» είπε στον Βούλφγκαρ. Εκείνος ξερόβηξε. «Φυσικά». Περίμενε ώσπου να βγάλει το παιδί το ξύλινο σπαθί και να το δώσει στον Ίνα να το φυλάξει. Έπειτα
κάθισε στις φτέρνες του και έδεσε το στιλέτο στη ζώνη του. «Ωραίο δείχνει», παρατήρησε ο Έιβαν. «Ναι», συμφώνησε ο Βούλφγκαρ. «Θα το φοράω πάντα». Το παιδί γύρισε στον Ίνα. «Κοίτα! Δεν είναι όμορφο;» «Πολύ όμορφο», αποκρίθηκε εκείνος. «Είναι πολύ ξεχωριστό δώρο. Είσαι τυχερός». «Τώρα μπορούμε να προστατεύουμε και οι δύο το Ντράκενσμπουρκ, έτσι δεν είναι;» «Ναι, αγόρι μου». Ο Έιβαν ξαναπήρε το ξύλινο σπαθί του και το πρόσφερε στον Βούλφγκαρ. «Είναι για σένα, για να μην ξεχάσεις την υπόσχεσή σου να γυρίσεις». Εκείνος το πήρε και το πέρασε στη δική του ζώνη. Ο λαιμός του είχε κλείσει από τη συγκίνηση, αλλά κατάφερε να χαμογελάσει. «Δε θα την ξεχάσω», αποκρίθηκε. Πριν προλάβει να πει κάτι άλλο, κάποιος τον φώναξε.
«Είμαστε έτοιμοι, πλοίαρχε». «Έρχομαι». Ο Βούλφγκαρ έσφιξε για λίγο τους ώμους του Έιβαν και κούνησε το κεφάλι του στον Ίνα. «Να είσαι καλά», του είπε. Ύστερα γύρισε και προχώρησε προς το πλοίο που περίμενε. * Ο ηλικιωμένος πολεμιστής και το παιδί παρακολούθησαν το πλήρωμα να επιβιβάζεται. Έπειτα τα κουπιά άρχισαν να βυθίζονται και να σηκώνονται, το πλοίο γύρισε και απομακρύνθηκε από την ακτή. Αφού του έριξαν μια τελευταία ματιά, ο Ίνα και ο Έιβαν ακολούθησαν τον κόσμο που γύριζε στο Ντράκενσμπουρκ. Κανείς δεν πρόσεξε την ομάδα των έφιππων πολεμιστών που συγκεντρώνονταν στη μακρινή πλευρά του χερσότοπου. Η πρώτη ένδειξη της παρουσίας τους ήταν ο πνιχτός ήχος από οπλές στο χώμα. Ο Ίνα κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Οι καβαλάρηδες πλησίαζαν γρήγορα. Ο ήλιος
άστραφτε στα κράνη και στους σιδηρόπλεκτους θώρακές τους. Συνοφρυώθηκε. Ύστερα είδε τα υψωμένα ξίφη και τα προτεταμένα δόρατα. Βλαστήμησε. Έσπρωξε τον Έιβαν από πίσω του, φώναξε στους υπόλοιπους για να τους προειδοποιήσει και τράβηξε το στιλέτο του. Σχεδόν όλοι οι σύντροφοί του ήταν άοπλοι. Κάποιοι άρχισαν να τρέχουν. Οι ελάχιστοι που είχαν όπλα στράφηκαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό. Έπειτα τα πρώτα άλογα βρέθηκαν από πάνω τους και ο αέρας γέμισε από κραυγές πανικού και τρόμου. Η σφαγή ήταν γρήγορη και ανελέητη, σε λίγα λεπτά ο τόπος ήταν σπαρμένος με πεσμένα κορμιά. Ο Ίνα πάλευε με δύο άντρες, όταν πλησίασαν άλλοι τρεις. Αντιστάθηκε γενναία, αλλά δεν είχε άλογο. Το πρώτο χτύπημα τον βρήκε στο μπράτσο, το δεύτερο στο πλευρό. Παραπάτησε και αγριοκοίταξε τους εχθρούς του. Τότε αναγνώρισε τον αρχηγό τους. «Έπρεπε να το φανταστώ», μούγκρισε.
Ο Γκρίμαρ χαμογέλασε μοχθηρά. «Ξεκούτιανες, γέρο». «Καλύτερα ξεκούτης παρά προδότης, δειλό σκουλήκι!» Το χαμόγελο του Γκρίμαρ εξαφανίστηκε. «Μ όλις ξεστόμισες την τελευταία σου προσβολή». Όρμησε με το σπαθί του υψωμένο. Ο Ίνα προσπάθησε να αποφύγει το χτύπημα, αλλά ο πόνος και η αιμορραγία τον είχαν εξασθενίσει. Η λεπίδα βρήκε το στόχο της. Ο Έιβαν στρίγκλισε και, αδιαφορώντας για τα άλογα και τα σπαθιά που ανέμιζαν γύρω του, έτρεξε και γονάτισε δίπλα στον ηλικιωμένο άντρα. «Ίνα! Ίνα!» Εκείνος δεν απάντησε. Ο Έιβαν έβαλε τα κλάματα. Ύστερα ένα μεγάλο χέρι τον άρπαξε από το γιακά και τον σήκωσε. Καθώς κλοτσούσε και πάλευε, ο άντρας που τον είχε αρπάξει τον χαστούκισε δυνατά. Σε λίγο τον πετούσε μπρούμυτα στη σέλα του. Ο Γκρίμαρ φώναξε στους συντρόφους του και οι καβαλάρηδες έφυγαν καλπάζοντας.
Κεφάλαιο 22 Καθώς ο Θαλασσόλυκος περιέπλεε το βραχώδες ακρωτήριο, ο κόλπος εξαφανίστηκε από το οπτικό του πεδίο. Ο Βούλφγκαρ έσφιξε τα δόντια του και το βλέμμα του στράφηκε προς την ακτή που τώρα απλωνόταν στο πλάι του καραβιού. Η θέα ήταν όμορφη και κανονικά θα την απολάμβανε, όπως θα απολάμβανε και την αψιά μυρωδιά της αλμύρας και την κίνηση του πλοίου κάτω από τα πόδια του. Το πράσινο νερό είχε το χρώμα των ματιών της Άνγουιν. Αυτή η σκέψη οδήγησε σε άλλες, πιο προσωπικές και αισθησιακές, και για μια στιγμή τον κυρίεψε μια αίσθηση απώλειας. Αμέσως την ακολούθησε ο θυμός και η θλίψη για τον πικρό χωρισμό τους. Πήρε μια βαθιά εισπνοή προσπαθώντας να ξαναβρεί την ψυχική ισορροπία του και τη συγκέντρωση που τον καθοδηγούσε τα προηγούμενα πέντε χρόνια, αλλά δεν τα κατάφερε. Η σύγχυση που ένιωθε ήταν ανησυχητική και του δημιούργησε ένα συναίσθημα που
έμοιαζε πολύ με αποστροφή προς τον εαυτό του. «Καλή μέρα για ταξίδι, αρχηγέ». Ο Βούλφγκαρ κοίταξε τον Χέρμουντ, που χειριζόταν τη λαγουδέρα δίπλα του. «Αρκετά καλή», συμφώνησε. «Αν κρατήσει η καλοκαιρία, θα είμαστε τυχεροί». «Σίγουρα». Ο Χέρμουντ έδειξε έναν όρμο λίγο πιο κάτω. «Από κει θα πάρουμε τις καπνιστές ρέγγες». «Α, ωραία». «Ο τύπος είπε ότι τις έχει έτοιμες». «Εντάξει». «Σε μισή ώρα θα τις έχουμε πάρει και θα φεύγουμε πάλι». Ο Βούλφγκαρ γρύλισε, αλλά δεν απάντησε. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στον όρμο, όμως στην πραγματικότητα δεν έβλεπε τίποτα. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ο πόνος στο πρόσωπο της Άνγουιν καθώς γύριζε να φύγει. Η ανάμνηση ήταν σαν μαχαιριά
στην καρδιά του, τον πονούσε πολύ, αλλά όχι όσο τον είχαν πονέσει τα λόγια της. Αν νοιαζόσουν πραγματικά, δε θα έφευγες. Ρίγησε και ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του. Ο όρμος εμφανίστηκε ξανά μπροστά του. Ο Χέρμουντ τον κοίταζε με φανερή ανησυχία. «Είσαι καλά, πλοίαρχε;» «Φυσικά. Γιατί να μην είμαι;». «Έχεις μια παράξενη έκφραση». Ο Βούλφγκαρ έσμιξε τα φρύδια του. «Μ η σε νοιάζει η έκφρασή μου. Απλώς κουμαντάρισε το αναθεματισμένο πλοίο». Τα λόγια βγήκαν από το στόμα του πριν το καταλάβει, αλλά μετάνιωσε αμέσως. Αναστέναξε και άφησε τον αέρα να βγει αργά από τα πνευμόνια του. «Μ ε συγχωρείς, Χέρμουντ. Είμαι λίγο κακόκεφος, αυτό είν’ όλο». «Ξέχνα το. Δεν πειράζει». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε μελαγχολικά. «Δεν ξέρω κανέναν άλλο
που θα ανεχόταν τις παραξενιές μου όσο εσύ». «Σε καταλαβαίνω», αποκρίθηκε ο Χέρμουντ. «Ποτέ δεν είναι εύκολο να αφήνεις πίσω μια γυναίκα». Το σχόλιό του βρήκε το στόχο του και ο Βούλφγκαρ είχε την παράξενη αίσθηση ότι είχε ξαναζήσει αυτή τη σκηνή. Μ όνο που τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Η γυναίκα που άφηνε πίσω του ήξερε ποιος ήταν. Την είχε προειδοποιήσει τι μπορούσε να περιμένει από εκείνον. «Έτσι ήμουν κι εγώ», συνέχισε ο σύντροφός του, «αλλά ένας καλός καβγάς πάντα με έφερνε στα συγκαλά μου». Ο Βούλφγκαρ κοίταξε τη θάλασσα που απλωνόταν μπροστά τους, αλλά όσο κι αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να νιώσει το αίσθημα της προσμονής που του ενέπνεε παλιότερα. Θα έπρεπε να τον ενθουσιάζει η προοπτική του να βρουν τον Ρόλο, όμως δεν τον ενθουσίαζε και τον ενοχλούσε η σκέψη
ότι μπορεί να πέθαινε στη μάχη κάποιου άλλου. Ο θάνατός σου δεν πρόκειται ν’ αλλάξει το παρελθόν. Η Άνγουιν είχε δίκιο, αλλά δεν ευχόταν να πεθάνει για ν’ αλλάξει το παρελθόν. Αυτό που ήθελε ήταν να απαλλαγεί από το τωρινό βάρος των τύψεων. Ίσως είναι καιρός να συγχωρήσεις τον εαυτό σου... Ο λαιμός του έκλεισε. Ήταν πολύ αργά για να ζητήσει συγνώμη από τη Φρέγια και τον Τόκι. Τι δικαιολογίες τους ξεφούρνισες; Έκανε ένα μορφασμό. Εκείνο που σε πονάει είναι οι ενοχές. Η περιφρόνηση στον τόνο της ήταν οδυνηρή, όμως τα λόγια της ήταν πέρα για πέρα αληθινά. Δεν μπορούσε να προσποιηθεί ότι τα πράγματα ήταν διαφορετικά αυτή τη φορά. Μ όνο οι δικαιολογίες άλλαζαν. Όταν την παντρευόταν, δεν είχε προετοιμάσει ήδη τη στρατηγική της αποχώρησής του χρησιμοποιώντας σαν πρόσχημα την ειλικρίνεια και την ευθύτητα; Αυτό είμαι διατεθειμένος να
προσφέρω και τίποτα παραπάνω. Δεν αναλαμβάνω καμία άλλη ευθύνη. Όμως η Άνγουιν δεν είχε κρατήσει τίποτα για τον εαυτό της. Του είχε δώσει τα πάντα. Τον είχε εμπιστευτεί. Και δεν ήταν η μόνη. Τα δάχτυλά του έκλεισαν γύρω από τη λαβή του μικρού ξύλινου σπαθιού που ήταν περασμένο στη ζώνη του. Για να μην ξεχάσεις την υπόσχεσή σου. Η αίσθηση της αποστροφής προς τον εαυτό του έγινε πιο έντονη. Ήταν είκοσι εφτά χρονών, αλλά ουσιαστικά δε διέφερε από τον εγωιστή, ξεροκέφαλο νέο που ήταν κάποτε. Εκείνον που νοιαζόταν μόνο για τις δικές του επιθυμίες, που θεωρούσε την αγάπη των άλλων δεδομένη, σαν να τη δικαιούνταν. Ήταν γενναίος στη μάχη, αλλά δειλός σε πράγματα σημαντικά. Δε σου υπόσχομαι αιώνια αγάπη... επειδή τότε, όπως πολύ σωστά είχε πει η Άνγουιν, θα έπρεπε να προσφέρει όλο του τον εαυτό, ανεπιφύλακτα και για πάντα, και δεν ήταν αρκετά γενναίος για να το κάνει. Η αγάπη σε κάνει ευάλωτο, το ρίσκο πονάει περισσότερο από οποιοδήποτε τραύμα στη μάχη, γι’
αυτό και τη φοβόταν. Έσφιξε τις γροθιές του μέχρι που άσπρισαν οι κόμποι των δαχτύλων του. Αντί να αντιμετωπίσει το φόβο του, είχε εγκαταλείψει εκείνους που τον χρειάζονταν περισσότερο και είχε αφήσει άλλους να επωμιστούν τις ευθύνες του. Η συνειδητοποίηση τον κάρφωσε σαν μαχαιριά. Μ ήπως ήταν καιρός να συγχωρήσει τον εαυτό του; Αν υπήρχε συγχώρεση, έπρεπε να την κερδίσει. Κοίταξε τον Χέρμουντ. «Στρίψε το πλοίο. Γυρίζω πίσω». * Η Άνγουιν προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στο σκισμένο μανίκι που μπάλωνε, αλλά το μυαλό της αρνιόταν να συνεργαστεί. Σκεφτόταν συνέχεια τον Βούλφγκαρ. Τα τελευταία λόγια τους είχαν ειπωθεί με θυμό, λόγια για τα οποία ήδη είχε μετανιώσει πικρά. Η απουσία του είχε αφήσει ένα τεράστιο κενό που τίποτα δεν μπορούσε να το καλύψει. Φανταζόταν ήδη τα ατέλειωτα χρόνια μοναξιάς που την
περίμεναν. Τώρα η μοναδική παρηγοριά της θα ήταν ο Έιβαν. Ο φρουρός που μπήκε στο δωμάτιο την έβγαλε από τους μελαγχολικούς συλλογισμούς της. «Αρχόντισσά μου, ο άρχοντας Ίνγκβαρ είναι στην πύλη». Τον κοίταξε με δυσπιστία. «Ο Ίνγκβαρ εδώ;» «Μ άλιστα». Η δυσπιστία μετατράπηκε σε ανησυχία. «Έχει μαζί του πολεμιστές;» «Όχι, μόνο μια μικρή συνοδεία. Πέντ’ έξι άντρες». «Τι θέλει;» «Λέει ότι επιθυμεί να σας μιλήσει. Να τον αφήσω να περάσει;» «Μ όνο αυτόν. Οι άντρες του να περιμένουν έξω». «Μ πορεί να σκοπεύει να σας κάνει κακό». «Τότε να επιμείνεις να παραδώσει πρώτα τα όπλα του». Ο φρουρός υποκλίθηκε και γύρισε βιαστικά στην πύλη. Η Τζόντις κούνησε το κεφάλι της. «Ύστερα απ’ όσα έγιναν, δε θα τολμούσε να έρθει άοπλος και
μόνος». «Παίρνει μεγάλο ρίσκο», απάντησε η Άνγουιν. «Πρέπει να υπάρχει σοβαρός λόγος. Σε λίγο θα μάθουμε ποιος είναι». * Λίγο αργότερα η πύλη άνοιξε για να περάσει ένας καβαλάρης. Ήταν άοπλος. Προφανώς περίμενε ότι θα του ζητούσαν να παραδώσει τα όπλα του αν ήταν οπλισμένος. Η Άνγουιν στεκόταν μόνη μπροστά στη σάλα και τον παρακολουθούσε να πλησιάζει. Προχωρούσε αργά και έδειχνε χαλαρός, λες και ερχόταν για κοινωνική επίσκεψη. Η ανησυχία της έγινε πιο έντονη. Ο Ίνγκβαρ σταμάτησε μερικά μέτρα μακριά της και για μια στιγμή αναμετρήθηκαν αμίλητοι. Μ ετά εκείνος χαμογέλασε. «Στις ομορφιές σου είσαι, Άνγουιν», είπε. «Τι θέλεις, Ίνγκβαρ; Γιατί ήρθες εδώ;»
«Άμεση όπως πάντα. Μ πορεί να έχεις δίκιο. Υπό τις παρούσες συνθήκες, ίσως μπορούμε να παρακάμψουμε τις τυπικότητες». «Για μια φορά συμφωνούμε». Ο Ίνγκβαρ χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελο δεν άγγιξε τα μάτια του. «Πρόσεξα ότι ο Θαλασσόλυκος σάλπαρε το πρωί. Αν ο Βίκινγκ νοιαζόταν στ’ αλήθεια για σένα, δε θα έφευγε». «Πώς τολμάς να τον κρίνεις!» «Δεν του αξίζει η αφοσίωσή σου». «Την αφοσίωσή μου την προσφέρω εκεί που κρίνω ότι είναι σωστό», απάντησε ψυχρά η Άνγουιν. «Δεν του αξίζεις καθόλου. Όπως δεν του άξιζε και η πομπή που τον συνόδευε για να τον αποχαιρετήσει. Ήταν και ο γιος σου ανάμεσα στον κόσμο». Το στομάχι της ανακατεύτηκε. «Τι σ’ ενδιαφέρει τι κάνει ο γιος μου;» «Σε διαβεβαιώνω ότι μ’ ενδιαφέρει. Τώρα είναι υπό την προστασία
μου, βλέπεις». Η Άνγουιν έχασε το χρώμα της. «Πού είναι; Τι του έκανες;» «Μ η φοβάσαι. Είναι απόλυτα ασφαλής». «Τι θέλεις, Ίνγκβαρ; Πες μου». «Αυτό που ήθελα πάντα, Άνγουιν». «Μ ίλα καθαρά. Τι αντάλλαγμα θέλεις για τη ζωή του Έιβαν;» «Εσένα». «Τη ζωή μου για τη δική του; Τη δίνω ευχαρίστως». «Μ εγαλόψυχη αντίδραση και ταιριάζει στο χαρακτήρα σου. Ωστόσο δε θέλω αυτό». «Τότε τι θέλεις;» «Να ακυρώσεις το γάμο σου με τον Βίκινγκ και να με παντρευτείς. Ύστερα τα εδάφη του Ντράκενσμπουρκ θα ενωθούν με τα δικά μου». Η Άνγουιν πάγωσε ολόκληρη. «Κι αν αρνηθώ;» «Τότε δε θα ξαναδείς ζωντανό το γιο σου».
«Κι αν δώσω διαταγή, δε θα βγεις από δω ζωντανός». Ο Ίνγκβαρ κούνησε το κεφάλι του. «Πιθανόν, αλλά ο θάνατός μου θα επισπεύσει το δικό του». Η Άνγουιν συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να το είχε προβλέψει. «Γι’ αυτό ήρθες με τόση αυτοπεποίθηση». «Ακριβώς. Ωστόσο δε χρειάζεται να πεθάνει κανείς». «Σε παρακαλώ, Ίνγκβαρ. Σε ικετεύω, άφησέ τον». «Έχεις μια ώρα για ν’ αποφασίσεις». Την κοίταξε επίμονα. Τα καστανόχρυσα μάτια του έκαιγαν. «Θα έρθεις μόνη στο Μ πέρανχολντ και θα παρουσιαστείς στην πύλη μου. Αν δεν το κάνεις...» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Δεν μπορεί να είσαι τόσο σκληρός». «Δε συνηθίζω να αστειεύομαι. Αν δεν έρθεις, θα σου στείλω μια απόδειξη για το πόσο σοβαρά μιλάω. Ένα δάχτυλο του Έιβαν ή ένα αυτί. Ο θάνατός του δε θα είναι γρήγορος». Σταμάτησε όταν είδε να
κυλούν δάκρυα στα μάγουλά της. «Αλλά, αν κάνεις αυτό που σου λέω, δεν πρόκειται να πάθει κακό. Η επιλογή είναι δική σου». «Ποια επιλογή;» Ο Ίνγκβαρ έπιασε τα χαλινάρια του αλόγου του. «Μ ια ώρα, Άνγουιν. Θα περιμένω». Και μ’ αυτό γύρισε και προχώρησε προς την πύλη. Η πύλη άνοιξε και εκείνος βγήκε. Λίγο αργότερα η Άνγουιν άκουσε ήχο από οπλές καθώς ξεμάκραινε με τη συνοδεία του. * Ο Βούλφγκαρ και το πλήρωμά του πλησίαζαν στην ακτή όταν πρωτοείδαν τα όρνια να κόβουν κύκλους στον ουρανό. «Τι να τα τράβηξε εκεί;» είπε ο Θραντ. «Κανένα ψόφιο πρόβατο ή καμιά αγελάδα», απάντησε ο Άσουλφ. «Πρέπει να ψόφησε ξαφνικά».
«Γιατί το λες;» Ο Θραντ αναστέναξε. «Δεν ήταν εκεί όταν φεύγαμε, αλλιώς θα είχαμε προσέξει τα πουλιά». Ο Βούλφγκαρ δεν είπε τίποτα, όμως το δυσοίωνο προαίσθημά του έγινε πιο έντονο και περίμενε ανυπόμονα να πλησιάσουν στην ακτή. «Λέω να έρθουμε μαζί σου να το ερευνήσουμε», είπε ο Χέρμουντ. Άφησαν έξι άντρες να φυλάνε το καράβι, προχώρησαν στους αμμόλοφους και λίγο αργότερα έφτασαν στο χερσότοπο. Τότε κατάλαβαν για ποιο λόγο είχαν μαζευτεί τα όρνια. Η περιοχή ήταν σπαρμένη με πτώματα. Μ ια γρήγορη ματιά στο πρώτο τα είπε όλα. Και το χειρότερο ήταν ότι τα πρόσωπα ήταν γνωστά. Ο Μ πιορν συνοφρυώθηκε. «Είναι από το Ντράκενσμπουρκ. «Και ήταν άοπλοι», πρόσθεσε ο Χέρμουντ. «Τα περισσότερα χτυπήματα είναι από πίσω. Τους αιφνιδίασαν και τους πετσόκοψαν ενώ προσπαθούσαν να
γλιτώσουν». Ο Βούλφγκαρ κούνησε το κεφάλι του βλοσυρός. «Έτσι δείχνουν τα πράγματα». Συνέχισαν να επιθεωρούν. Κάποια στιγμή ο Άσουλφ σταμάτησε απότομα και φώναξε στους άλλους. «Ελάτε εδώ!» Οι υπόλοιποι έτρεξαν κοντά του και κοίταξαν το πτώμα μπροστά στα πόδια τους. «Είναι ο Ίνα!» αναφώνησε ο Θραντ. Οι άλλοι αντάλλαξαν βλέμματα κατάπληξης και θυμού. Η ματιά του Βούλφγκαρ σκλήρυνε καθώς κοιτούσε το άψυχο σώμα και μελετούσε τα άγρια τραύματά του. Λίγο πιο πέρα υπήρχαν τα πτώματα δύο οπλισμένων αντρών. Ήταν φανερό ότι ο ηλικιωμένος πολεμιστής είχε αντισταθεί γενναία πριν τον σκοτώσουν. Τον πλημμύρισε θυμός. «Ήταν ένας γενναίος και άξιος άντρας και κέρδισε τη θέση του στα παλάτια του Όντιν», είπε.
«Κάτι που δε θα μπορούσε ποτέ να πει κανείς για τα άθλια υποκείμενα που έκαναν αυτό», μουρμούρισε ο Άσουλφ κοιτάζοντας γύρω. «Οι υπαίτιοι θα το πληρώσουν ακριβά», απάντησε ο Βούλφ-γκαρ. Ο Θραντ συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι του. «Κι έτσι πρέπει να γίνει. Ούτε οι χειρότεροι εφιάλτες τους δε θα συγκρίνονται μ’ αυτά που θα πάθουν όταν τους βρούμε». Τα λόγια του έγιναν δεκτά με μουγκρητά συγκατάθεσης. Ύστερα ο Μ πιορν κοίταξε γύρω. «Αν ο Ίνα είναι εδώ, πού βρίσκεται το παιδί;» Ξαφνικά έπεσε σιωπή. Όλα τα πρόσωπα σκυθρώπιασαν και μετά σκοτείνιασαν από οργή. Οι κλειδώσεις του Βούλφγκαρ άσπρισαν καθώς έσφιγγε τη λαβή του σπαθιού του. «Ο Έιβαν», μουρμούρισε κοιτάζοντας ολόγυρα. «Βρείτε τον. Βρείτε το γιο μου». Συνέχισαν να ψάχνουν σχολαστικά την υπόλοιπη περιοχή. Ο Βούλφγκαρ ένιωθε την καρδιά του βαριά
σαν μολύβι καθώς πήγαινε από το ένα πτώμα στο άλλο. Μ όνο μια φορά είχε ξανανιώσει τόσο βαθύ πόνο. Ξεροκατάπιε. Ήξερε η Άνγουιν τι είχε συμβεί; Τη φαντάστηκε να θρηνεί και του κόπηκε η ανάσα. Σίγουρα θα έριχνε την ευθύνη σ’ εκείνον, και θα είχε δίκιο. Δεν υπήρχε συγχώρεση γι’ αυτό. Εξέτασαν όλα τα πτώματα, όμως η έρευνα αποδείχτηκε άκαρπη. «Το παιδί δεν είναι εδώ», είπε ο Χέρμουντ. Ο Βούλφγκαρ ξεφύσηξε αργά και ο τρόμος που του έσφιγγε το στομάχι υποχώρησε κάπως. «Είσαι σίγουρος;» «Απόλυτα σίγουρος. Όλοι είναι ενήλικες». «Μ πορεί να το έσκασε μέσα στη σύγχυση», είπε ο Θραντ. «Ναι, μπορεί», απάντησε ο Βούλφγκαρ. «Όπως και να ’χει το πράγμα, μόνο ένας τρόπος υπάρχει να το μάθουμε. Συνεχίζουμε προς το Ντράκενσμπουρκ». *
Κάλυψαν την υπόλοιπη απόσταση με γρήγορο βήμα κι έπειτα από λίγη ώρα έφτασαν στην πύλη. Ο φρουρός τους κοίταξε κατάπληκτος και άνοιξε την πύλη για να περάσουν. Ο Βούλφ-γκαρ σταμάτησε ίσα για να πληροφορηθεί τα πρόσφατα γεγονότα και μετά έτρεξε να βρει την Άνγουιν. Όταν μπήκε στα διαμερίσματά της, βρήκε μόνο την Τζόντις με μάτια πρησμένα από το κλάμα. Ακούγοντας τα βήματά του σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε σαν να έβλεπε φάντασμα. Την έπιασε από τους ώμους. «Πού είναι η κυρά σου; Πού είναι ο Έιβαν;» «Έ... έφυγε, άρχοντά μου». «Πού πήγε;» Πέρασε λίγη ώρα ώσπου να ηρεμήσει η κοπέλα και να μπορέσει να μιλήσει. Καθώς την άκουγε, το πρόσωπό του άσπρισε και η καρδιά του πλημμύρισε ξανά οργή και τρόμο.
«Πότε έφυγε;» «Δεν είναι πολλή ώρα, άρχοντά μου». Ο Βούλφγκαρ την άφησε και έτρεξε στους στάβλους. Μ ετά από πέντε λεπτά κάλπαζε προς το Μ πέρανχολντ. Ευχήθηκε σε όποιο θεό ήξερε να προλάβει την Άνγουιν πριν φτάσει στον προορισμό της. Στη σκέψη του φόβου και της θλίψης της, ο θυμός του στράφηκε προς τον εαυτό του. Αυτό που είχε κάνει ήταν ασυγχώρητο και αυτό που είχε συμβεί το έκανε ακόμα χειρότερο. Όταν έφτασε στην κορφή του επόμενου λόφου, σταμάτησε για να προσανατολιστεί και σάρωσε με το βλέμμα του τη γύρω περιοχή. Η Άνγουιν δε φαινόταν πουθενά. Μ ετά, πάνω που ήταν έτοιμος να χάσει κάθε ελπίδα, πρόσεξε στο βάθος μια κίνηση. Έσφιξε τα δόντια του και ξεκίνησε πάλι. Δεν ήταν πολύ αργά. Θα την πρόφταινε. *
Βουτηγμένη στη θλίψη, η Άνγουιν δεν αντιλήφθηκε ότι κάποιος την κυνηγούσε, μέχρι που το άλλο άλογο την έφτασε. Βγήκε απότομα από τις σκοτεινές σκέψεις της, νομίζοντας ότι ήταν άντρες του Ίνγκβαρ. Έσκυψε μπροστά και πίεσε το άλογό της να τρέξει, αλλά ο καβαλάρης του άλλου αλόγου άρπαξε τα χαλινάρια του δικού της και το ανάγκασε να σταματήσει. Μ όνο τότε είδε ποιος ήταν ο αναβάτης. «Βούλφγκαρ!» Το ξαφνιασμένο χαμόγελό της τον πόνεσε περισσότερο απ’ ό,τι θα είχαν κάνει τα δάκρυά της. «Άνγουιν, λυπάμαι. Λυπάμαι πάρα πολύ». «Ο Ίνγκβαρ πήρε τον Έιβαν». «Το ξέρω. Μ ου το είπε η Τζόντις». Η Άνγουιν ξεροκατάπιε. «Νόμιζα πως δε θα σε ξανάβλεπα ποτέ». «Θα με συγχωρήσεις που έφυγα;»
«Δεν υπάρχει τίποτα να σου συγχωρήσω, Βούλφγκαρ. Έκανες αυτό που πίστευες πως έπρεπε να κάνεις». «Φέρθηκα ανόητα. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Έχω χάσει ήδη μια σύζυγο και ένα παιδί από τον ανόητο εγωισμό μου. Δε θα ξανακάνω το ίδιο λάθος». «Κάποτε μου είπες ότι δε θα έμενες για πάντα». «Ύστερα απ’ ό,τι έγινε τότε, φρόντιζα να αποφεύγω τις συναισθηματικές δεσμεύσεις. Τις φοβόμουν. Και μετά μπήκες εσύ στη ζωή μου και όλα άλλαξαν. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου πως δεν είχε αλλάξει τίποτα, αλλά, όταν έφυγα σήμερα, κατάλαβα ότι με κυβερνούσε το μυαλό μου αντί για την καρδιά μου». «Πάντα ευχόμουν να κερδίσω μια θέση στην καρδιά σου». «Την έχεις, Άνγουιν. Κι εσύ και ο Έιβαν». «Χαίρομαι. Οι μέρες που πέρασα μαζί σου ήταν οι πιο ευτυχισμένες της ζωής μου. Κι όχι μόνο για
μένα. Και ο Έιβαν σε αγάπησε». Ο Βούλφγκαρ ένιωσε τις ελπίδες του να αναπτερώνονται. Του πήρε λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσει ότι είχε χρησιμοποιήσει αόριστο. «Θα τον πάρουμε πίσω, σου το υπόσχομαι». «Τώρα πια μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να είναι ασφαλής». «Δεν μπορεί να εννοείς ότι θα υπακούσεις στη διαταγή του Ίνγκβαρ;» «Μ ου έδωσε μια ώρα προθεσμία, Βούλφγκαρ. Ο χρόνος κοντεύει να τελειώσει». «Δε θα σε αφήσω να πας». «Πρέπει να με αφήσεις». «Ποτέ!» «Αν δεν εμφανιστώ, ο Ίνγκβαρ θα ακρωτηριάσει και θα σκοτώσει το γιο μου». Τα μάτια της ήταν γεμάτα τρόμο. «Κι αν εμφανιστείς;»
«Τότε ο Έιβαν θα ζήσει». Το βλέμμα του Βούλφγκαρ έγινε ψυχρό σαν πάγος. «Και ποιοι ακριβώς είναι οι όροι της συμφωνίας;» Η Άνγουιν πήρε μια βαθιά εισπνοή. «Να ακυρώσω το γάμο μου μ’ εσένα και να παντρευτώ εκείνον». Έπεσε για λίγο σιωπή. «Δε θα σ’ αφήσω να το κάνεις», είπε ο Βούλφγκαρ όταν ξαναβρήκε τη φωνή του. «Είναι πολύ αργά». «Όχι, δεν είναι. Θα βρω κάποιο τρόπο». «Αυτός είναι ο μόνος τρόπος». «Δε θα σε χάσω εξαιτίας του Ίνγκβαρ». «Δε θα με χάσεις ποτέ, αλλά αν νοιάζεσαι καθόλου για μένα θα με αφήσεις να πάω». Το πρόσωπο του Βούλφγκαρ άσπρισε. «Αυτό θέλεις;» Η Άνγουιν βρήκε το κουράγιο να τον κοιτάξει στα μάτια. «Το θέμα δεν είναι τι θέλω, αλλά τι πρέπει να
γίνει. Πρέπει να πάω στον Ίνγκβαρ κι εσύ πρέπει να γυρίσεις στο πλοίο σου». «Δηλαδή να το βάλω στα πόδια;» «Πρέπει να φύγεις για χάρη μου και για χάρη του Έιβαν. Και για όλο το πλήρωμά σου. Ο Ίνγκβαρ θα δείξει έλεος στον υπόλοιπο κόσμο που ζει στο Ντράκενσμπουρκ, αν το κάνεις». «Όπως έδειξε έλεος στον Ίνα;» Τώρα ήταν η Άνγουιν εκείνη που άσπρισε. «Τι εννοείς;» «Πρέπει να προσπαθούσε να προστατέψει τον Έιβαν και οι άντρες του Ίνγκβαρ τον σκότωσαν». «Σκότωσαν αυτό τον καλό, αξιολάτρευτο άνθρωπο;» «Ναι, μαζί με όλους τους άοπλους που ήταν μαζί του». «Τότε δεν πρόκειται να λυπηθεί κανέναν». «Άνθρωποι σαν τον Ίνγκβαρ δεν ξέρουν τι θα πει έλεος». «Έχεις δίκιο. Γι’ αυτό πρέπει να πάω. Τώρα είναι η μόνη μου ελπίδα να σώσω τον Έιβαν».
Η αποφασιστικότητα στη φωνή της τον πάγωσε και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τη μεταπείσει. Καθώς σκεφτόταν τις συνέπειες, η αγάπη, ο φόβος και ο τρόμος του αναμείχθηκαν με το θαυμασμό για το κουράγιο και τη γενναιότητά της. Μ αζεύοντας τα απομεινάρια του δικού του κουράγιου, άφησε τα χαλινάρια του αλόγου της. «Τότε ο καθένας μας θα κάνει αυτό που πρέπει», της είπε. Εκείνη κατάφερε να χαμογελάσει αδύναμα. «Αντίο, Βούλφ-γκαρ. Δε θα ξεχάσω ποτέ ότι γύρισες». Ύστερα, πριν την εγκαταλείψει η αποφασιστικότητά της, κέντρισε με τις φτέρνες της το άλογό της και έφυγε. Ο Βούλφ-γκαρ την παρακολούθησε ακίνητος, μέχρι που εξαφανίστηκε πίσω από την κορυφή του επόμενου λόφου. Τον έπνιγε η απελπισία. Έριξε πίσω το κεφάλι του και από μέσα του βγήκε μια κραυγή οργής και πόνου για την αβάσταχτη απώλειά του. Κεφάλαιο 23 Η Άνγουιν προχωρούσε αργά προς το κάστρο του Μ πέρανχολντ,
κοιτάζοντας τις σκοπιές πάνω από την είσοδο και τον ψηλό τοίχο από μυτερούς πασσάλους που εκτεινόταν προς τις δύο πλευρές του. Πάνω από την πύλη ανέμιζε το λάβαρο του Ίνγκβαρ –μια μαύρη αρκούδα με γυμνωμένα δόντια σε κόκκινο φόντο. Έσφιξε τα χαλινάρια του αλόγου της. Κάπου εκεί μέσα βρισκόταν ο Έιβαν. Μ όνο αυτό είχε σημασία. Σταμάτησε λίγα μέτρα πριν την είσοδο. Ακούστηκαν αντρικές φωνές και μετά η πόρτα άνοιξε. Πήρε μια βαθιά εισπνοή, προέτρεψε το άλογό της να συνεχίσει και προχώρησε κάτω από τα βλέμματα των φρουρών που χαμογελούσαν ειρωνικά. Τους αγνόησε και εστίασε την προσοχή της στη σάλα που έβλεπε μπροστά της. Πίσω της άκουσε την πύλη να κλείνει και για μια στιγμή αισθάνθηκε όπως τότε που πήγαινε να παντρευτεί τον Τόρσταϊν. Μ όνο που ο άνθρωπος που αντίκριζε τώρα ήταν ο Ίνγκβαρ, περιστοιχισμένος από τον Γκρίμαρ και μερικούς άλλους. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, τα μάτια της
έψαχναν τον Έιβαν. Δεν τον είδε πουθενά. Ο Ίνγκβαρ άφησε τους συντρόφους του και πήγε να την υποδεχτεί. «Καλώς όρισες, Άνγουιν». Ο τόνος του ήταν ευγενικός, αλλά τον διέψευδε το κοροϊδευτικό χαμόγελό του. «Δε θα κατέβεις από το άλογό σου;» Η Άνγουιν ξεπέζεψε και στάθηκε απέναντί του. «Πού είναι ο γιος μου;» «Κάθε πράγμα στην ώρα του». Της έδειξε με ένα νεύμα τη σάλα. «Πάμε;» Ενώ προχωρούσαν, οι άντρες τούς παρακολουθούσαν με περιέργεια και τα χαμόγελα πλάτυναν. Ο Γκρίμαρ έκανε μια εξωφρενικά βαθιά υπόκλιση. Η Άνγουιν ύψωσε το πιγούνι της και ακολούθησε τον Ίνγκβαρ στη σάλα. Αμέσως την τύλιξε η αποπνικτική μυρωδιά κλεισούρας, ψητού κρέατος και βούρλων, ανακατεμένη με την μπόχα σκύλων, ούρων και αντρικού ιδρώτα. Το στομάχι της ανακατεύτηκε. Δύο τεράστια κυνηγόσκυλα σηκώθηκαν από τη
θέση τους δίπλα στο τζάκι και άρχισαν να πλησιάζουν γρυλίζοντας. Τα γρυλίσματα μετατράπηκαν σε ουρλιαχτά πόνου όταν ο Ίνγκβαρ τα κλότσησε στα πλευρά με την μπότα του. Η Άνγουιν ξεροκατάπιε, προσπαθώντας να ελέγξει την απέχθεια και το φόβο της. Ο Ίνγκβαρ στράφηκε προς το μέρος της. «Θα ήθελες ένα ποτήρι κρασί, αρχόντισσά μου;» «Όχι». «Τότε ας μπούμε κατευθείαν στο θέμα μας». Η Άνγουιν τον κοίταξε στα μάτια με μια αυτοπεποίθηση που δεν ένιωθε καθόλου. «Δεν κάνω τίποτα πριν δω ότι ο γιος μου είναι ασφαλής». Ο Ίνγκβαρ έμεινε για λίγο σιωπηλός και για μια στιγμή εκείνη φοβήθηκε ότι θα αρνιόταν, όμως τελικά τον είδε να κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. «Πολύ καλά. Πάμε», της είπε.
Κρατώντας τη γερά από το μπράτσο, την οδήγησε έξω από μια πίσω πόρτα. Ο καθαρός αέρας ήταν μεγάλη ανακούφιση ύστερα από την πνιγηρή ατμόσφαιρα της σάλας και η Άνγουιν τον ανάσαινε με ευγνωμοσύνη καθώς προσπαθούσε να συντονίσει το βήμα της με το βήμα του Ίνγκβαρ. Εκείνος την οδήγησε όχι σε κάποιο άλλο κτίριο όπως περίμενε, αλλά σε έναν ανοιχτό χώρο. Στη μέση υπήρχε ένα μεγάλο ξύλινο κλουβί και σε μια γωνιά η Άνγουιν διέκρινε μια μικροσκοπική σιλουέτα. Η καρδιά της πήγε να σπάσει. «Έιβαν;» Γύρισε και κοίταξε τον Ίνγκβαρ οργισμένη. «Πώς τολμάς να φέρεσαι έτσι στο γιο μου;» Εκείνος δεν έδειξε να ενοχλείται. «Από σένα εξαρτάται να σταματήσει αυτό», της απάντησε με θράσος. Η μικροσκοπική σιλουέτα στο κλουβί κοίταξε προς τα πάνω και έπειτα σηκώθηκε. «Μ ητέρα;» Η Άνγουιν ξέφυγε από τον Ίνγκβαρ, έτρεξε στο κλουβί και γονάτισε μπροστά στα κάγκελα. Ο Έιβαν
όρμησε προς το μέρος της, της έπιασε τα χέρια και τα κράτησε σφιχτά. Το πρόσωπό του είχε σημάδια από δάκρυα, ήταν βρόμικος και αναμαλλιασμένος, όμως κατά τ’ άλλα έδειχνε καλά. «Μ ητέρα, είσαι στ’ αλήθεια εσύ!» Εκείνη συγκράτησε τα δάκρυά της. «Ναι, εγώ είμαι, αγάπη μου. Είσαι καλά; Σου έκαναν τίποτα;» Ο μικρός έγνεψε αρνητικά. «Σκότωσαν τον Ίνα. Τον έσφαξαν». Η Άνγουιν έκλεισε για λίγο τα μάτια της προσπαθώντας να ελέγξει τα συναισθήματά της. «Το ξέρω, αγάπη μου. Και λυπάμαι πολύ». «Ήρθες να με πάρεις σπίτι;» «Έιβαν, εγώ...» Σταμάτησε και σήκωσε το βλέμμα της όταν η σκιά του Ίνγκβαρ έπεσε πάνω τους. «Τώρα εδώ είναι το σπίτι σου, μικρέ». Κοίταξε την Άνγουιν με νόημα. «Το πόσο θα ζήσεις ακόμα εξαρτάται από τη μητέρα σου». Και μ’ αυτό έσκυψε, την ξανάπιασε από το μπράτσο και τη σήκωσε. Η καρδιά της χτυπούσε
μανιασμένα, όμως η οργή νίκησε το φόβο της. «Άφησέ τον ελεύθερο, Ίνγκβαρ». «Μ όνο αν δεχτείς τους όρους μου». «Ξέρω τους όρους σου και δε θα βρισκόμουν εδώ αν δε σκόπευα να τους δεχτώ». «Υπάρχει και ένας ακόμα που δε σου είπα». «Τι εννοείς;» «Σε λίγο οι υπηρέτριές μου θα σε ετοιμάσουν για το γάμο μας. Ύστερα, μπροστά σε όλους τους άντρες μου, θα ακυρώσεις τον προηγούμενο γάμο σου και θα με δεχτείς ως σύζυγό σου. Απόψε θα έρθεις πρόθυμα στο κρεβάτι μου και...» Ανίκανη να συγκρατήσει την οργή της, η Άνγουιν τον διέκοψε. «Μ πορεί να με πάρεις στο κρεβάτι σου, Ίνγκβαρ, αλλά ποτέ δε θα με βρεις πρόθυμη!» Ο Ίνγκβαρ συνέχισε απτόητος. «Και θα συνεχίσεις να έρχεσαι όποτε θέλω». «Θα αντισταθώ με όλες μου τις δυνάμεις».
«Αν διακρίνω το παραμικρό ίχνος απροθυμίας, το παιδί θα μαστιγωθεί. Αν δω ότι συνεχίζεις να είσαι ανυπάκουη, θα μαστιγωθεί και πάλι. Αν μου υψώσεις τη φωνή σου ή μου μιλήσεις ή με κοιτάξεις χωρίς σεβασμό, θα μαστιγωθεί ξανά. Αν σκεφτείς να δώσεις τέλος στη ζωή σου, να ξέρεις από τώρα ότι θα πεθάνει αμέσως κι αυτός». Η Άνγουιν έγινε κατάχλομη. Εκείνη τη στιγμή ευχήθηκε να είχε κανένα στιλέτο κρυμμένο στο μανίκι της για να το χρησιμοποιήσει την κατάλληλη στιγμή. Αλλά ο Ίνγκβαρ είχε όλα τα όπλα και δεν τόλμησε να του εναντιωθεί περισσότερο. Εκείνος έκανε μια παύση. «Έγινα σαφής;» Χαμήλωσε τα μάτια της για να μη δει την έκφρασή της. «Απόλυτα σαφής, κύριέ μου». «Το ελπίζω». Ο Ίνγκβαρ κοίταξε τον Έιβαν. «Εξαρτώνται πολλά απ’ αυτό». *
Ο Βούλφγκαρ γύρισε με αργό καλπασμό στο Ντράκενσμπουρκ, κυριευμένος από το συναισθηματικό χάος που του είχε προκαλέσει ο αποχωρισμός του με την Άνγουιν. Είχε τραυματιστεί πολλές φορές σε μάχες, όμως τίποτα δε συγκρινόταν με τον πόνο που ένιωθε τώρα. Μ όνο άλλη μια φορά είχε νιώσει έτσι. Είχε αφήσει αβοήθητους τη Φρέγια και τον Τόκι και τους είχε χάσει, αλλά ποτέ στη ζωή του δε θα δεχόταν να χάσει ξανά μια γυναίκα και ένα παιδί. Αν δεν ήταν τόσο ανόητος, η Άνγουιν και ο Έιβαν θα ήταν τώρα μαζί του. Ποιος λογικός άνθρωπος χρειαζόταν να χάσει δυο φορές κάτι πολύτιμο πριν καταλάβει την αξία του; Εκείνη τη στιγμή αναγνώρισε το συναίσθημα που προσπαθούσε να αποφύγει με τόσο πείσμα. Τώρα καταλάβαινε ότι αγαπούσε την Άνγουιν. Μ αζί της είχε βρει αυτό που πίστευε ότι δε θα ξανάβρισκε ποτέ. Κι όμως την είχε εγκαταλείψει τη στιγμή που τον χρειαζόταν. Κι όχι μόνο εκείνη, αλλά και τον Έιβαν.
Θα γυρίσεις; Ο Βούλφγκαρ έσφιξε τα δόντια του. «Εδώ είμαι», μουρμούρισε, «και θα έρθω να σε πάρω. Το ορκίζομαι». Μ ε αυτή την απόφαση, το χάος άρχισε να διαλύεται και να δίνει τη θέση του σε πιο λογικές σκέψεις. Ας τους έσωζε πρώτα, και μετά θα έκανε ό,τι ήθελε η Άνγουιν. Δεν περίμενε να τον συγχωρήσει, αλλά θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να επανορθώσει. Καθώς άρχιζε να καταστρώνει τα σχέδιά του, η θλίψη μετατράπηκε σε ψυχρή αποφασιστικότητα. Υπήρχε μια πιθανότητα να τους γλιτώσει και θα τα κατάφερνε μόνο αν σκεφτόταν καθαρά. * Όταν έφτασε στο Ντράκενσμπουρκ, μάζεψε όλους τους άντρες στη σάλα και άρχισε να τους εξιστορεί τα γεγονότα. Τα νέα έγιναν δεκτά με κατάπληξη και παγερή σιγή. Για λίγη ώρα έπεσε σιωπή. Ύστερα μίλησε ένας άντρας ονόματι Ρόρικ.
«Αυτό το κάθαρμα σκότωσε τον Ίνα;» «Ναι. Και τώρα κρατάει την αρχόντισσα Άνγουιν και το παιδί». «Τότε πρέπει να πάμε να τους πάρουμε». Το δωμάτιο βούιξε από θυμωμένα μουγκρητά συναίνεσης. Ο Βούλφγκαρ σήκωσε το χέρι του για να σταματήσουν. «Θα τους πάρουμε πίσω, αλλά δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε κάνοντας επίδειξη ισχύος. Μ όλις ο Ίνγκβαρ καταλάβει ότι κινδυνεύει, θα σκοτώσει τον Έιβαν. Πρέπει να ελευθερώσουμε το παιδί και την Άνγουιν πριν αντιμετωπίσουμε αυτόν και τους υπόλοιπους». «Και πώς θα το κάνουμε;» «Έχω σκεφτεί κάτι που πιστεύω ότι θα πετύχει». Ο Χέρμουντ τον κοίταξε έντονα. «Τι έχεις στο μυαλό σου;» τον ρώτησε. Εκείνος άρχισε να εξηγεί. Καθώς τον άκουγαν, τα μάτια των αντρών έλαμψαν.
«Και αφού τους σώσουμε;» ρώτησε ο Θραντ. «Ύστερα όλες οι προσβολές θα ξεπλυθούν με αίμα». * Η Άνγουιν καθόταν απαθής όσο οι υπηρέτριες την έντυναν και τη χτένιζαν. Τίποτα στην έκφρασή της δεν αποκάλυπτε τον τρόμο της. Θα υπάκουε τον Ίνγκβαρ επειδή δεν είχε άλλη επιλογή, όμως ήξερε πως ό,τι και να έκανε θα ήταν απλώς μια παράταση στη θανατική καταδίκη του Έιβαν. Σε λίγο η κοιλιά της θα φαινόταν καθαρά και ο Ίνγκβαρ θα καταλάβαινε πως το παιδί δεν ήταν δικό του. Η εικόνα του Βούλφγκαρ τρύπωσε στο μυαλό της, προκαλώντας το γνώριμο πόνο στην καρδιά της. Δε θα ξεχνούσε ποτέ το βλέμμα του όταν τον έδιωχνε. Ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που είχε κάνει στη ζωή της, όμως η γνώση ότι τη νοιαζόταν αρκετά ώστε να γυρίσει της έδινε κουράγιο να αντέξει τις δοκιμασίες που την περίμεναν.
Οι υπηρέτριες τέλειωσαν τη δουλειά τους, τραβήχτηκαν πίσω με σεβασμό και κράτησαν μπροστά της ένα δίσκο από γυαλισμένο μέταλλο για να κοιταχτεί. Η γυναίκα που την κοιτούσε ήταν όμορφη, μεγαλόπρεπη, αλλά κατά έναν παράξενο τρόπο δεν είχε καμιά σχέση μ’ εκείνη. Κοίταξε το δαχτυλίδι που φορούσε και το έβγαλε απρόθυμα. Ύστερα πήρε ένα κορδόνι, πέρασε το δαχτυλίδι, έδεσε τις άκρες του, το κρέμασε στο λαιμό της και το έκρυψε στις πτυχές του μπούστου της. Δεν άντεχε να αποχωριστεί το μόνο πράγμα που την έδενε πια με τον Βούλφ-γκαρ. Αργότερα θα έβρισκε άλλη κρυψώνα, αλλά προς το παρόν αρκούσε αυτό. Στο διάδρομο ακούστηκαν βήματα και μετά ένα χτύπημα στην πόρτα. «Ήρθε η ώρα», είπε μια αντρική φωνή. Η Άνγουιν πήρε μια βαθιά εισπνοή και προχώρησε προς την πόρτα. Μ ια υπηρέτρια έτρεξε να την ανοίξει. Έξω περίμεναν τέσσερις φρουροί. Στάθηκαν δεξιά κι αριστερά της και τη συνόδευσαν στη
σάλα, όπου την περίμενε ο Ίνγκβαρ. * Αφού η πολεμική ομάδα δε θα έφευγε πριν το σούρουπο, ο Βούλφγκαρ είπε στους υπηρέτες να τους φέρουν φαγητό και μπίρα, αλλά σε περιορισμένη ποσότητα. Κάθισε μαζί τους, μα έφαγε ελάχιστα. Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τι μπορεί να συνέβαινε στην Άνγουιν εκείνη τη στιγμή, αλλά δεν ήταν εύκολο. Τρελαινόταν στη σκέψη του Ίνγκβαρ να απλώνει τα χέρια του πάνω της. Τι θα της έκανε αν εκείνη αντιστεκόταν; Έσφιξε την κούπα του τόσο δυνατά που κόντεψε να τη σπάσει. Σηκώθηκε και βγήκε έξω να πάρει λίγο αέρα για να καθαρίσει το μυαλό του. Μ όνο με καθαρό μυαλό μπορούσε να πετύχει το στόχο του. Ξαφνικά άκουσε τη φωνή του σκοπού. «Επισκέπτες, άρχοντά μου. Είναι περίπου εκατό άντρες». Στην αρχή ο Βούλφγκαρ σκέφτηκε πως ήταν άντρες του Ίνγκβαρ. Ύστερα επικράτησε η κοινή λογική.
Ο Ίνγκβαρ είχε ήδη ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα, δε χρειαζόταν να κάνει επίδειξη ισχύος. «Κρατάνε λάβαρο;» φώναξε. «Ναι, άρχοντά μου, αλλά δεν το διακρίνω ακόμα καθαρά». Ο σκοπός στένεψε τα μάτια του και κοίταξε στο βάθος. «Μ ια στιγμή! Μ οιάζει με το οικόσημο του άρχοντα Όσρικ». «Μ α τα φτερά του Όντιν», μουρμούρισε ο Βούλφγκαρ. «Τι κάνουμε τώρα;» Ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά του προμαχώνα. Η ομάδα σταμάτησε σε απόσταση μιας σαϊτιάς από την πύλη. Έπειτα έξι καβαλάρηδες ξέκοψαν από την εμπροσθοφυλακή και πλησίασαν. Δε δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει τον επικεφαλής τους. Συνοφρυώθηκε. Ο φρουρός τον κοίταξε ερωτηματικά. «Ανοίγουμε την πύλη, άρχοντά μου;» «Την ανοίγετε». Κατέβηκε και πήγε να περιμένει μπροστά στη σάλα.
«Τι στην οργή θέλει πάλι αυτό το φίδι;» είπε πίσω του μια φωνή. Γύρισε και είδε τον Χέρμουντ. «Καλή ερώτηση». Ο Όσρικ σταμάτησε, ξεπέζεψε και πέταξε τα χαλινάρια σ’ έναν υπηρέτη. Μ ετά χαιρέτησε τον Βούλφγκαρ με ένα κοφτό νεύμα. «Ήρθα να μιλήσω με την αδερφή μου. Σε παρακαλώ, πήγαινε να της το πεις». «Η αρχόντισσα Άνγουιν δεν είναι εδώ». «Μ η με κοροϊδεύεις. Πήγαινε να τη φέρεις αμέσως». «Σου είπα ότι δεν είναι εδώ». «Και πού στο δαίμονα είναι;» Ο Όσρικ άκουσε αμίλητος και κατάπληκτος τον Βούλφγκαρ να του λέει περιληπτικά όσα είχαν συμβεί. «Δηλαδή μου λες ότι αυτός ο Ίνγκβαρ κρατάει αιχμάλωτη την αδερφή μου και τον ανιψιό μου;» είπε τελικά. «Ακριβώς».
«Αν με άκουγε, δε θα συνέβαινε αυτό. Τώρα θα ήταν παντρεμένη και ασφαλής, όπως θα έπρεπε να είναι. Ήρθα για να τη φέρω σε επαφή με τον υποψήφιο σύζυγό της». Ο Βούλφγκαρ συγκρατήθηκε με δυσκολία. «Το σφάλμα δεν ήταν δικό της, ήταν δικό μου, επειδή δεν πρόβλεψα την έκταση της δολιότητας του Ίνγκβαρ». «Είσαι αφοσιωμένος άνθρωπος. Η αδερφή μου είναι πολύ πεισματάρα και την ξέρω καλά. Αλλά δεν παύει να είναι αδερφή μου και δε θα επιτρέψω να ατιμαστεί από ένα γάμο που δεν αρμόζει στη θέση της. Θα ντροπιαστεί όλη η οικογένεια». Ο Βούλφγκαρ έβαλε τα χέρια του πίσω από την πλάτη του για να μην πνίξει τον Όσρικ. «Οι άντρες μου κι εγώ ετοιμαζόμαστε να πάμε να τη σώσουμε όταν ήρθες, άρχοντά μου». «Έχεις κάποιο σχέδιο;» «Ναι». Ο Βούλφγκαρ κοίταξε το στρατό έξω από την πύλη. «Δε θα έβλαπτε να προστεθούν στις
δυνάμεις μας μερικοί άντρες ακόμα». «Πολύ καλά. Τι θέλεις να κάνουμε;» ρώτησε ο Όσρικ. Κεφάλαιο 24 Ένα κάρο που το οδηγούσαν δύο χωρικοί ντυμένοι με βρόμικα ρούχα σταμάτησε έξω από την πύλη του Μ πέρανχολντ. «Ποιοι είστε και τι θέλετε;» φώναξε ο ένας από τους δύο φρουρούς από πάνω. «Έθελβιν και Έλγουι. Φέρνουμε από το χωριό την μπίρα και το υδρόμελι του άρχοντα Ίνγκβαρ», είπε ο ένας. Ο σκοπός κοίταξε τα βαρέλια κι έπειτα τους δύο άντρες. «Ο άρχοντας Ίνγκβαρ δε μας είπε ότι περιμένει κάτι». «Είναι για τη γιορτή». «Η γιορτή έχει αρχίσει ήδη, κουτορνίθι. Αργήσατε πολύ». «Δε φταίμε εμείς. Χρειάστηκε ν’ αλλάξουμε έναν τροχό», είπε ο
οδηγός του κάρου. Ο σύντροφός του συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι του. «Δεν αλλάζει τίποτα», αποκρίθηκε ο φρουρός. «Ο άρχοντας Ίνγκβαρ δε χρειάζεται ούτε εσάς ούτε την μπίρα σας». Ο οδηγός χαμογέλασε. «Το γλεντάει για τα καλά, ε;» «Έτσι νομίζω. Αλλά εσένα τι σε νοιάζει;» «Δε με νοιάζει». «Τότε εξαφανιστείτε από δω». «Όπως θες». Ο οδηγός έπιασε τα γκέμια. «Αλλά, αν ξεμείνετε από μπίρα, θα πεις στον άρχοντα ότι περάσαμε;» Έκανε μια παύση. «Ελπίζω μόνο να μην ξεσπάσει το θυμό του πάνω σου». Ο φρουρός συνοφρυώθηκε. Ύστερα, καθώς το κάρο ξεκινούσε, φώναξε ξανά: «Περιμένετε! Τελικά μπορεί να χρειαστεί η μπίρα». Ο οδηγός αναστέναξε. «Θα αποφασίσεις καμιά φορά; Έχουμε να
κάνουμε καλύτερα πράγματα από το να καθόμαστε εδώ όλη νύχτα». «Ναι», γρύλισε ο σύντροφός του. «Εμένα με περιμένει το κορίτσι μου». Ο φρουρός τους αγριοκοίταξε. «Καλά, καλά. Περάστε». Ακούστηκαν βαριά βήματα σε ξύλινα σκαλιά και μετά η αμπάρα που σηκωνόταν. Η πύλη άνοιξε αργά. Το κάρο πέρασε και σταμάτησε λίγο πιο πέρα. Ο οδηγός έδειξε με το κεφάλι του το φορτίο πίσω του. «Πού θες να το αφήσω;» «Εκεί, στην αποθήκη». Ο σκοπός γύρισε στο σύντροφό του. «Μ είνε εδώ. Θα γυρίσω σε λίγο». Εκείνος κατένευσε και γύρισε από την άλλη. Το κάρο ξεκίνησε πάλι με το μοναχικό συνοδό του να προχωρεί στο πλάι του. Στο πρόσταγμά του σταμάτησε μπροστά στο κτίριο που είχε υποδείξει. Οι δύο άντρες κατέβηκαν. «Θέλεις να τα βάλουμε και μέσα;» ρώτησε ο οδηγός.
«Όχι, αφήστε τα εδώ. Θα είναι πιο εύκολο να πάρουν τα βαρέλια αν τα χρειαστούν στη σάλα». «Ό,τι πεις». Οι δύο χωρικοί πήγαν στο πίσω μέρος του κάρου και άρχισαν να κατεβάζουν τα βαρέλια. Ο σκοπός τούς κοιτούσε για λίγο βλοσυρός. «Εμπρός, άχρηστοι! Κουνηθείτε πιο σβέλτα. Πρέπει να γυρίσω στη θέση μου». Ο οδηγός τον κοίταξε ενοχλημένος. «Θα κάναμε πιο γρήγορα αν έβαζες ένα χεράκι». Ο σύντροφός του κούνησε το κεφάλι του. «Ναι. Τότε θα προλάβαινα να πάω και στο κορίτσι μου». Ο φρουρός βλαστήμησε σιγανά, αλλά πήγε να τους βοηθήσει. Καθώς γύριζε να πιάσει ένα βαρέλι, ένα μεγάλο χέρι του έκλεισε το στόμα και τον τράβηξε προς τα πίσω. Από μέσα του βγήκε ένας πνιχτός ήχος και γούρλωσε τα μάτια του όταν το στιλέτο του Θραντ καρφώθηκε στο πλευρό του. Ο Άσουλφ πλησίασε και ψιθύρισε στο αυτί του ενώ πέθαινε: «Δεν έπρεπε να
τον πεις άχρηστο». Ο Θραντ χαμογέλασε μοχθηρά και έσυρε το πτώμα στη σκιά κοντά στον τοίχο. Έπειτα σκούπισε το στιλέτο του στο αμπέχονο του φρουρού. Ο Άσουλφ χτύπησε το κοντινότερο βαρέλι. Το σκέπασμα ανασηκώθηκε κι ύστερα τραβήχτηκε προς τα κάτω. Ο Βούλφγκαρ έπιασε το χείλος του βαρελιού και πήδησε έξω. Αμέσως μετά ακολούθησαν ο Μ πιορν και άλλοι έξι. Ο Βούλφγκαρ τράβηξε το σπαθί του και οι άλλοι τον μιμήθηκαν. «Θραντ, Άσουλφ, γυρίστε με το κάρο στην πύλη και τακτοποιήστε τον άλλο φρουρό», είπε. «Έπειτα ανοίξτε να μπει ο Χέρμουντ με τους άλλους. Οι υπόλοιποι ελάτε μαζί μου». Προχώρησαν σαν φαντάσματα από σκιά σε σκιά, ελέγχοντας κάθε κτίσμα. Δεν είδαν κανέναν άλλο εκτός από μερικούς υπηρέτες που μετέφεραν πράγματα από την κουζίνα στη σάλα που γινόταν το γλέντι. «Πολλή ηρεμία δεν επικρατεί;» μουρμούρισε ο Θραντ.
«Ο Ίνγκβαρ νομίζει ότι έχουμε φύγει», απάντησε ο Βούλφ-γκαρ. «Και αφού κρατάει την Άνγουιν και τον Έιβαν, πιστεύει ότι έβαλε το Ντράκενσμπουρκ στο χέρι». «Κι εγώ ανυπομονώ να βάλω στο χέρι τον Φαφλατά». «Όλα στην ώρα τους. Πρώτα πρέπει να βρούμε τον Έιβαν». Ο Βούλφγκαρ σκεφτόταν πως, αν ο Ίνγκβαρ είχε το παιδί στη σάλα, οι πιθανότητες να το βγάλουν από εκεί ζωντανό ήταν ελάχιστες. Εκείνη τη στιγμή ο Μ πιορν τον χτύπησε στον ώμο και του έδειξε κάτι στον ανοιχτό χώρο μπροστά τους. Έμοιαζε με ξύλινο κλουβί που στην αρχή του φάνηκε άδειο, μέχρι που είδε τη μικρή σιλουέτα στη γωνία. «Ο Έιβαν», ψιθύρισε. Άφησε τους άλλους να παρακολουθούν και έτρεξε προς το κλουβί. Το παιδί κοιμόταν. Κοίταξε την πόρτα και αποκαρδιώθηκε. Ήταν κλεισμένη με χοντρή αλυσίδα και λουκέτο. Δοκίμασε να το ανοίξει, όμως δεν τα κατάφερε. Αναστέναξε και γύρισε στους συντρόφους του για να τους πει τα νέα. Τον
άκουσαν σιωπηλοί. Ύστερα ο Φρόντι ψαχούλεψε στη θήκη της ζώνης του και έβγαλε αυτό που έψαχνε. «Μ ην ανησυχείς», είπε στον Βούλφγκαρ. «Θα τον βγάλουμε σύντομα». Οι δύο άντρες πήγαν στο κλουβί και κάτω από το παραξενεμένο βλέμμα του Βούλφγκαρ ο Φρόντι άνοιξε το λουκέτο. «Αυτό θα σου το χρωστάω», μουρμούρισε ο Βούλφγκαρ. Άνοιξε την πόρτα του κλουβιού, μπήκε μέσα και πλησίασε τον Έιβαν. Το παιδί ξύπνησε και άρχισε να αντιστέκεται όταν ένιωσε την παλάμη του στο στόμα του, αλλά, όταν αναγνώρισε την ψιθυριστή φωνή στο αυτί του, τα μάτια του γούρλωσαν από χαρά και έκπληξη. Το χέρι τραβήχτηκε από το στόμα του. «Μ η φοβάσαι, Έιβαν». «Πατέρα;» «Δε σου υποσχέθηκα ότι θα γυρίσω;» «Ήξερα ότι θα ερχόσουν».
Ο Βούλφγκαρ έβγαλε το παιδί από το κλουβί και γύρισαν στους άλλους. Οι άντρες χαμογέλασαν βλέποντάς τους. «Πάρτε τον Έιβαν από δω», είπε ο Βούλφγκαρ. Το παιδί κόλλησε πάνω του. «Θέλω να μείνω μαζί σου». «Θα πάω να πάρω τη μητέρα σου για να επιστρέψουμε στο σπίτι όλοι μαζί, αλλά δε θα τα καταφέρω αν δεν πας με τους άλλους». Χαμογέλασε. «Μ ε εμπιστεύεσαι;» Ο Έιβαν κούνησε το κεφάλι του σοβαρός. «Θα σε δω σύντομα». Έδωσε το αγόρι στον Μ πιορν. «Φύγετε». * Η Άνγουιν σκεφτόταν ότι έβλεπε έναν εφιάλτη από τον οποίο δε θα ξυπνούσε ποτέ. Μ όνο η σκέψη του Έιβαν και του αγέννητου παιδιού της της έδιναν πια κουράγιο. Δίπλα της ο Ίνγκβαρ σηκώθηκε, την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε προς την έξοδο της σάλας. Γύρω τους οι άντρες είχαν σηκωθεί κι αυτοί και φώναζαν
επιδοκιμαστικά. Οι φωνές τούς συνόδευσαν μέχρι ένα κοντινό κτίριο. Η Άνγουιν υπέθεσε ότι ήταν τα προσωπικά διαμερίσματα του Ίνγκβαρ. Εκείνος σταμάτησε στην πόρτα, την αγκάλιασε και τη φίλησε, σίγουρα προς χάρη των θεατών. Έπειτα την τράβηξε στο σπίτι, έκλεισε την πόρτα πίσω του και την κλείδωσε. «Δε θέλω να μας ενοχλήσει κανείς απόψε», δήλωσε. Έπιασε ξανά την Άνγουιν από το μπράτσο και την οδήγησε σε μια κάμαρα. Οι γωνιές του δωματίου ήταν σκοτεινές, αλλά το φως μιας λάμπας αποκάλυπτε μία καρέκλα, δύο ξύλινα μπαούλα και ένα κρεβάτι σκεπασμένο με αρκουδοτόμαρο. Ο Ίνγκβαρ τη γύρισε προς το μέρος του, έπιασε το μπούστο του φορέματός της με τα δυο του χέρια και το έσκισε. Το βλέμμα του σταμάτησε λίγο πιο πάνω από τα στήθη της. Συνοφρυώθηκε. Έβαλε το δάχτυλό του κάτω από το κορδόνι και κοίταξε το αντικείμενο που κρεμόταν από εκεί.
«Μ ε απογοητεύεις, Άνγουιν», είπε δυσαρεστημένος. Έβγαλε το στιλέτο του. Η κρύα λεπίδα άγγιξε την επιδερμίδα της. Η Άνγουιν έκλεισε τα μάτια της, η καρδιά της βροντοχτυπούσε. Θα με χτυπήσει; αναρωτήθηκε. Μ ήπως σκοπεύει να με ακρωτηριάσει; Ο Ίνγκβαρ έκοψε το κορδόνι και πέταξε το δαχτυλίδι μακριά. «Μ η δοκιμάσεις ξανά την υπομονή μου», της είπε. Το στόμα της ξεράθηκε. «Συγχώρεσέ με, άρχοντά μου». «Αυτό θα εξαρτηθεί από το πόσο θα με ευχαριστήσεις». Χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της, έβγαλε το πουκάμισό του, την πλησίασε και ετοιμάστηκε να ανοίξει το παντελόνι του. «Γονάτισε», την πρόσταξε. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της τρομοκρατημένη. «Όχι, σε παρακαλώ...» «Αν δε με υπακούσεις, αύριο θα δώσω το γιο σου στον Γκρίμαρ και θα σε βάλω να κοιτάζεις καθώς θα τον μαστιγώνει». «Δεν το νομίζω», είπε μια φωνή από την άλλη άκρη του δωματίου. Ο Ίνγκβαρ βλαστήμησε και γύρισε. Μ ια ψηλή σιλουέτα στεκόταν
στην πόρτα, με το σπαθί στο χέρι. Η καρδιά της Άνγουιν κόντεψε να σπάσει. «Βούλφγκαρ;» «Ναι, γλυκιά μου. Εδώ είμαι». «Είσαι πιο βλάκας απ’ ό,τι νόμιζα», είπε περιφρονητικά ο Ίνγκβαρ. «Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ». «Ήρθα να πάρω ό,τι είναι δικό μου». «Η Άνγουιν δεν είναι πια δική σου, Βίκινγκ. Σε αρνήθηκε και πήρε εμένα για σύζυγό της». «Την έπεισες να δεχτεί με τον ίδιο τρόπο που σε άκουσα να χρησιμοποιείς μόλις τώρα;» «Θα την παίρνω όλο το βράδυ μπροστά σου και μετά θα σε σκοτώσω. Αργά», είπε σαρκαστικά ο Ίνγκβαρ. «Και πάλι δεν το νομίζω», του απάντησε ο Βούλφγκαρ. Εκείνος τράβηξε το σπαθί του. «Αυτό θα το δούμε». Οι δύο άντρες πλησίασαν ο ένας τον άλλο και οι λεπίδες τους διασταυρώθηκαν. Η Άνγουιν πήρε μια
απότομη εισπνοή και έτρεξε προς το κρεβάτι. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν απ’ έξω ποδοβολητά, φωνές και κλαγγή όπλων. «Δεν ήρθα μόνος», είπε ο Βούλφγκαρ. Ο Ίνγκβαρ τον αγριοκοίταξε και επιτέθηκε ξανά. Ο Βούλφ-γκαρ έκανε λίγο πίσω και αντεπιτέθηκε. Καθώς συνέχιζαν να ξιφομαχούν, η κλαγγή όπλων απ’ έξω εντάθηκε, διανθισμένη από φωνές, βρισιές και κραυγές τραυματισμένων αντρών. «Μ όλις καταδίκασες το αγόρι σε θάνατο», είπε ο Ίνγκβαρ. Χαμογέλασε όταν άκουσε την πνιχτή κραυγή της Άνγουιν. «Κρίμα». «Το παιδί είναι ασφαλές. Το ελευθέρωσα πριν από λίγο». «Λες ψέματα! Μ όνο εγώ έχω το κλειδί της φυλακής του». «Ναι, η φυλακή. Κάτι ακόμα που θέλω να συζητήσουμε». Το σπαθί του Βούλφγκαρ διαπέρασε την άμυνα του Ίνγκβαρ και τον χτύπησε στα πλευρά. Εκείνος
παραπάτησε και έπιασε το τραύμα. Αίμα κύλησε ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Δε μου άρεσε καθόλου αυτή η κακομεταχείριση», συνέχισε ο Βούλφγκαρ. «Επίσης δε μου άρεσε το ότι τόλμησες να αγγίξεις τη γυναίκα μου». Το ξίφος του βρήκε τον Ίνγκβαρ στο μπράτσο. Εκείνος τον κοίταξε με μίσος και οργή. «Τώρα είναι δική μου». Επιτέθηκε ξανά, αλλά κάθε φορά η λεπίδα του αστοχούσε. «Κι όχι μόνο την άγγιξες, αλλά την ανάγκασες να ταπεινωθεί δημόσια και να ντροπιαστεί μπροστά σου». «Η ντροπή είναι δική σου, Βίκινγκ! Αν δεν μπορείς να προστατέψεις μια γυναίκα, δεν πρέπει να εκπλήσσεσαι αν τη βλέπει κάποιος άλλος γυμνή». «Και μόνο γι’ αυτό που είπες, θα σου ξεριζώσω την καρδιά και θα την πετάξω στα όρνια». Ο Ίνγκβαρ άρπαξε μια καρέκλα και την πέταξε στον Βούλφ-γκαρ.
Εκείνος έσκυψε και η καρέκλα τσακίστηκε στον τοίχο. Ο Ίνγκβαρ βούτηξε στο κρεβάτι, έπιασε την Άνγουιν και τύλιξε το χέρι του γύρω από το λαιμό της. «Ένα βήμα ακόμα, Βίκινγκ, και πέθανε!» Ο Βούλφγκαρ σταμάτησε απότομα. «Άφησέ τη να φύγει». «Δε σου είπα ότι είναι δική μου;» «Ποτέ δε θα γίνω δική σου», είπε πνιχτά η Άνγουιν. «Αυτό θα το δούμε». Ο Ίνγκβαρ κοίταξε τον Βούλφγκαρ άγρια. «Πέτα το σπαθί. Αμέσως. Αλλιώς θα τη σκοτώσω». Ο Βούλφγκαρ υπάκουσε. «Δε θα κερδίσεις τίποτα». Ο Ίνγκβαρ προχώρησε προς την πόρτα σέρνοντας την Άνγουιν μαζί του. Εκείνη προσπάθησε να αντισταθεί. «Μ η με αναγκάσεις να σε τραυματίσω, Άνγουιν», της είπε χαμογελώντας σαρδόνια. Τα μάτια του Βούλφγκαρ άστραψαν από οργή. «Άφησέ τη να φύγει, δειλέ!»
Ξαφνικά η Άνγουιν έσκυψε και δάγκωσε τον Ίνγκβαρ στο μπράτσο. Εκείνος βλαστήμησε. Η λαβή του χαλάρωσε και κατάφερε να του ξεφύγει. Ο Βούλφγκαρ ξανάπιασε το σπαθί του και χτύπησε τον Ίνγκβαρ στο πόδι. Εκείνος ούρλιαξε και παραπάτησε μέχρι που κόλλησε στον τοίχο. Βλέποντας ότι ο Βούλφγκαρ ετοιμαζόταν να του επιτεθεί ξανά, τον κοίταξε με τρόμο και πέταξε το όπλο του. «Παραδίνομαι. Μ η με σκοτώσεις!» φώναξε. Ο Βούλφγκαρ μόρφασε. «Θα καθαρίσει ο κόσμος από τη βρόμα σου, κάθαρμα», είπε και ύψωσε το σπαθί του. «Όχι!» ακούστηκε η φωνή της Άνγουιν. Η λεπίδα του Βούλφγκαρ σταμάτησε λίγους πόντους απ’ το λαιμό του αντιπάλου του. «Τρελάθηκες, Άνγουιν;» της είπε. «Παραδόθηκε, Βούλφγκαρ. Δεν μπορείς να τον σκοτώσεις. Αν το κάνεις, δε θα είσαι καλύτερος απ’ αυτόν».
«Δεν μπορεί να περιμένει έλεος ύστερα απ’ όσα έκανε». «Κι όμως, πρέπει να δείξεις έλεος». «Για να συνέλθει το φίδι και να επιτεθεί πάλι;» «Όχι. Θα ορκιστεί ότι θα φύγει και δε θα ξαναγυρίσει». «Νομίζεις ότι θα τηρήσει μια τέτοια συμφωνία;» «Θα την τηρήσω», είπε ο Ίνγκβαρ. «Ορκίζομαι». Το μέτωπό του είχε ιδρώσει και μόρφαζε από τον πόνο. Ο Βούλφγκαρ τον κοίταξε περιφρονητικά, αλλά χαμήλωσε το σπαθί του. «Ζήσε λοιπόν, σκουλήκι, αλλά αν σε ξαναδώ μπροστά μου θα είναι και η τελευταία σου φορά». Ο Ίνγκβαρ κούνησε το κεφάλι του και κοίταξε την Άνγουιν. «Είσαι συμπονετική, αρχόντισσά μου. Δε θα το ξεχάσω». «Δίνε του», τον πρόσταξε ο Βούλφγκαρ. Εκείνος προχώρησε κουτσαίνοντας προς την πόρτα, βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς την
εξώπορτα. Ο Βούλφ-γκαρ γύρισε στην Άνγουιν. Εκείνη του χαμογέλασε αδύναμα. «Σ’ ευχαριστώ», ψιθύρισε. Εκείνος αναστέναξε. «Είσαι κακή επιρροή, γλυκιά μου». «Ήταν αλήθεια αυτό που είπες πριν; Είναι ασφαλής ο Έιβαν;» «Ναι, είναι ασφαλής». «Έτρεμα στη σκέψη του τι μπορεί να πάθαινε». «Είναι μια χαρά και ανυπομονεί να σε δει». «Κι εγώ ανυπομονώ να τον δω. Σ’ ευχαριστώ από τα βάθη της...» Η Άνγουιν σταμάτησε βγάζοντας μια κραυγή. «Βούλφ-γκαρ, πρόσεχε!» Εκείνος γύρισε, σηκώνοντας ενστικτωδώς το σπαθί του. Μ ε τη φόρα που είχε πάρει για να του επιτεθεί, ο Ίνγκβαρ δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η λεπίδα χώθηκε βαθιά στο στήθος του. Το πρόσωπό του είχε μια έκφραση έκπληξης καθώς σωριαζόταν στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Ο Βούλφγκαρ τον κοίταξε για λίγο σιωπηλός ανασαίνοντας βαριά,
ύστερα γύρισε στην Άνγουιν. Εκείνη ξεροκατάπιε. «Συγνώμη, Βούλφγκαρ. Δε φαντάστηκα ότι...» Εκείνος έτρεξε κοντά της, την αγκάλιασε και σφράγισε τα χείλη της με ένα καυτό φιλί. «Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη», της είπε όταν διέκοψε το φιλί. «Ήμουν τόσο ανόητος, που δεν έβλεπα αυτό που ήταν μπροστά στα μάτια μου. Σ’ αγαπώ περισσότερο κι απ’ την ίδια μου τη ζωή. Μ όνο όταν σκέφτηκα ότι σε είχα χάσει κατάλαβα πόσο σ’ αγαπώ». Η Άνγουιν δεν μπορούσε να μιλήσει από τη συγκίνηση. Ο Βούλφγκαρ αναστέναξε. «Δεν εκπλήσσομαι που αμφιβάλλεις ύστερα από τον τρόπο που φέρθηκα, αλλά μετά χαράς θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου επανορθώνοντας, αν πιστεύεις ότι υπάρχει πιθανότητα να με συγχω...» Εκείνη τον έκοψε μ’ ένα φιλί που έκανε την καρδιά του να χτυπήσει δυνατά από ελπίδα. «Σ’ αγαπώ, Βούλφγκαρ. Πάντα σ’ αγαπούσα», του είπε. «Δηλαδή δε θα σε πειράξει αν μείνω;»
«Να με πειράξει; Αυτό ονειρευόμουν πάντα, αλλά... είσαι σίγουρος;» «Ποτέ δεν ήμουν πιο σίγουρος για κάτι. Οι θεοί μου έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία και δε σκοπεύω να τη χαραμίσω». «Οι θεοί μας χάρισαν κάτι περισσότερο απ’ αυτό». «Τι εννοείς, αγάπη μου;» Η Άνγουιν πήρε μια βαθιά εισπνοή. «Σε λίγους μήνες η οικογένειά μας θα αποκτήσει κι άλλο μέλος». Πέρασαν μερικές στιγμές ώσπου να καταλάβει ο Βούλφγκαρ τι εννοούσε. Ύστερα την κοίταξε εμβρόντητος. «Ένα παιδί;» «Το παιδί μας». Στο πρόσωπό του απλώθηκε αργά ένα χαμόγελο. «Αυτό είναι υπέροχο!» «Δε σε πειράζει;» «Γιατί να με πειράζει ένα τόσο υπέροχο νέο;»
«Είχες πει ότι δεν ήθελες άλλους γιους. Σκέφτηκα ότι το νέο μπορεί να σε δυσαρεστούσε». Ο Βούλφγκαρ πάγωσε. Είχε σχεδόν ξεχάσει εκείνη τη συζήτηση και για πρώτη φορά κατάλαβε τι νόημα είχε. «Το ήξερες από τότε». «Απλώς το υποψιαζόμουν». «Κι εγώ σε άφησα να πιστεύεις ότι δεν ενδιαφέρομαι για τέτοια πράγματα. Το είπα μόνο επειδή νόμιζα ότι δεν ήθελες άλλα παιδιά. Η κατάσταση ήταν αρκετά περίπλοκη –κυρίως εξαιτίας μου– και σκεφτόμουν ότι δεν είχα δικαίωμα να σε κάνω να αισθάνεσαι ενοχές για το συγκεκριμένο ζήτημα. Εξάλλου, πίστευα ότι έπαιρνες προφυλάξεις». «Μ ε τον Τόρσταϊν. Ποτέ μ’ εσένα». «Δηλαδή δε σε απωθεί η ιδέα να γεννήσεις τους γιους μου;» «Ποτέ δε με απώθησε, Βούλφγκαρ».
«Τι ανόητος που ήμουν! Θα μπορέσεις να με συγχω...» Εκείνη του έκλεισε το στόμα με τα δάχτυλά της. «Σ’ αγαπώ. Πάντα θα σ’ αγαπώ, όμως δε θα προσπαθήσω να σε κρατήσω εδώ, αν θελήσεις να φύγεις. Είπες από την αρχή πως δε σκοπεύεις να μείνεις για πάντα». «Μ ου φαίνεται πως έχω πει πολλές κουταμάρες. Λόγια ενός ανθρώπου που από το φόβο του ν’ αγαπήσει δεν τολμά να δια-κινδυνεύσει την καρδιά του. Όμως η καρδιά μου είναι δική σου, Άνγουιν. Αν τη θέλεις». «Αμφιβάλλεις ότι τη θέλω;» «Όχι. Για τη δική μου σταθερότητα αμφέβαλλα». «Δεν υπάρχει πιο σταθερός άνθρωπος από σένα». «Και σκοπεύω να είμαι. Τώρα εσύ είσαι το σπίτι μου και δε θα σ’ αφήσω ξανά». «Δε θέλω να φύγεις, αλλά πρέπει να σκεφτείς τους άντρες σου».
«Θα τα καταφέρουν μια χαρά με την καθοδήγηση του Χέρμουντ. Κι αν κάποτε βαρεθούν τις περιπέτειες, υπάρχει πάντα χώρος γι’ αυτούς στο Ντράκενσμπουρκ». «Είσαι σίγουρος για την απόφασή σου;» «Απόλυτα σίγουρος». Την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Θέλω ένα μέλλον. Και θέλω να το μοιραστώ μαζί σου». Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν φωνές και χτυπήματα από τσεκούρι στην ξύλινη εξώπορτα. Ο Βούλφγκαρ αναστέναξε. «Νομίζω ότι είναι οι άντρες μου». Άφησε την Άνγουιν απρόθυμα. «Πάω να τους πω ότι είμαστε εδώ». Πήγε στο διπλανό δωμάτιο και φώναξε στους άντρες που ήταν απ’ έξω. Τα χτυπήματα σταμάτησαν. Ύστερα σήκωσε την αμπάρα και άνοιξε την πόρτα. Ο Χέρμουντ και άλλοι έξι μπήκαν και κοίταξαν γύρω τους.
«Όλα καλά, αρχηγέ;» Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε. «Ναι, όλα καλά». «Η αρχόντισσα Άνγουιν;» «Σώα και αβλαβής». «Δοξασμένοι να είναι οι θεοί». Ο Χέρμουντ σταμάτησε. «Πού είναι ο Ίνγκβαρ;» «Είναι νεκρός». «Χαίρομαι που το ακούω». «Τι έγινε όσο έλειπα;» «Ό,τι είχαμε σχεδιάσει. Τα περισσότερα καθάρματα ήταν μαζεμένα στη σάλα, όπως ελπίζαμε, και μισομεθυσμένα. Ώσπου να καταλάβουν τι συνέβαινε, τους είχαμε καθαρίσει. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν και καμιά σπουδαία μάχη, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Τώρα πάμε να τους αποτελειώσουμε». Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν κι άλλα μέλη του πληρώματος του Θαλασσόλυκου. Ανάμεσά τους ήταν
ο Άσουλφ και ο Θραντ. Ο τελευταίος κρατούσε στη μύτη του σπαθιού του ένα κατεστραμμένο κράνος και χαμογελούσε. «Για λέγε λοιπόν», τον προέτρεψε ο Βούλφγκαρ. «Βρήκα τον Γκρίμαρ τον Φαφλατά». Ο Χέρμουντ γέλασε σιγανά. «Εξαιρετικός άνθρωπος». «Αυτός σκότωσε τον Ίνα», συνέχισε ο Θραντ. «Μ ας το είπε το παιδί». Ο Βούλφγκαρ κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος. «Τότε ο Ίνα πήρε τη δίκαιη εκδίκησή του». «Ακριβώς», είπε ο Άσουλφ. «Δεν αφήσαμε κανένα ζωντανό». «Και οι υπηρέτες;» «Τους αφήσαμε να φύγουν, όπως πρόσταξες. Δε χρειάστηκε να τους το πούμε δεύτερη φορά. Έδειχναν χαρούμενοι που έφευγαν από δω». «Τους καταλαβαίνω». «Αδειάσαμε και τις σιταποθήκες του Ίνγκβαρ», είπε ο Θραντ.
Παραδόξως, ο Γκρίμαρ προσπάθησε να μας εμποδίσει, αλλά στο τέλος τον έπεισα. Τώρα υπάρχουν αρκετές προμήθειες για να θρέψουν το Ντράκενσμπουρκ μέχρι το θερισμό κι ακόμα πιο πέρα». «Υπέροχα. Βρήκατε τίποτε άλλο αξίας;» «Ναι, πολλά. Οι άντρες τα πήραν κι αυτά». «Τώρα τα εδάφη του Μ πέρανχολντ ανήκουν στο Ντράκενσμπουρκ», είπε ο Βούλφγκαρ. «Το μόνο που απομένει είναι να κάψουμε τη φωλιά των αρουραίων». Ο Χέρμουντ κοίταξε τους συντρόφους του. «Ακούσατε τι είπε. Τι καθόμαστε;» Οι άντρες έσπευσαν να εκτελέσουν τη διαταγή του και ο Βούλφγκαρ γύρισε στην Άνγουιν. «Τα άκουσες όλα;» τη ρώτησε. Εκείνη κατένευσε. «Και χαίρομαι. Ο κόσμος στη γύρω περιοχή θα κοιμάται πιο ήσυχος ξέροντας ότι αυτά τα κοράκια δε θα μπορούν πια να κατακλέβουν το βιος τους».
«Θα ξαναφτιάξουμε ό,τι κατέστρεψαν. Αν δεν είχα φύγει, μπορεί να μην είχε συμβεί τίποτα». «Κι αν εγώ δεν είχα επέμβει, θα είχες αντιμετωπίσει προ πολλού την απειλή. Μ ε συγχωρείς, Βούλφγκαρ». «Έκανες αυτό που θεωρούσες σωστό εκείνη τη στιγμή». «Επέτρεψα στην καρδιά μου να ορίσει το μυαλό μου». «Και για μια φορά εγώ έκανα το αντίστροφο. Ήταν ένα λάθος που κόστισε ακριβά, αλλά δε θα το επαναλάβω». Από την ανοιχτή εξώπορτα ήρθε μυρωδιά καπνού. Ο Βούλφ-γκαρ κοίταξε προς τα έξω. «Οι άντρες μου πήραν τα λόγια μου τοις μετρητοίς. Πρέπει να φύγουμε». Άπλωσε το χέρι του στην Άνγουιν για να την οδηγήσει έξω από το δωμάτιο, αλλά εκείνη κοντοστάθηκε. «Περίμενε. Θέλω να πάρω κάτι». Έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα κι εκείνος την ακολούθησε. Την είδε να ψάχνει ανάμεσα στα βούρλα που ήταν στρωμένα στο πάτωμα, να βρίσκει κάτι και να το σηκώνει.
«Τι είναι αυτό, αγάπη μου;» τη ρώτησε. «Κάτι που πέταξε ο Ίνγκβαρ», του απάντησε. Άνοιξε την παλάμη της και ο Βούλφγκαρ είδε το δαχτυλίδι. «Θα το ξαναβάλεις στη θέση του;» του είπε. Εκείνος έβγαλε το δαχτυλίδι του Ίνγκβαρ και φόρεσε το δικό του πάλι στο δάχτυλό της. Ύστερα έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα στο πτώμα και πέταξε πάνω του το ανεπιθύμητο δαχτυλίδι. Η Άνγουιν ρίγησε και κοίταξε αλλού. Ο Βούλφγκαρ της έσφιξε το τρυφερά χέρι. «Τελείωσε, αγάπη μου. Δεν μπορεί να σου κάνει πια κακό». «Σε κανένα δεν μπορεί να κάνει κακό, αν και όχι χάρη σ’ εμένα». «Ξέχνα τον. Έχουμε να σκεφτούμε πιο σημαντικά πράγματα». «Θέλω να δω το γιο μου, να σιγουρευτώ ότι είναι καλά». «Είναι». Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε. «Χάρη στον Φρόντι. Εκείνος άνοιξε το λουκέτο». Όταν έφτασαν στην εξωτερική είσοδο, η Άνγουιν τον κοίταξε ερωτηματικά. «Ο Ίνγκβαρ την ασφάλισε
όταν με έφερε εδώ. Πώς μπήκες;» «Ήμουν εδώ πριν έρθετε. Οι σκιές στις γωνίες είναι βαθιές και εκείνος ήταν πολύ απασχολημένος για να το προσέξει». Τα μάγουλα της Άνγουιν κοκκίνισαν. «Δηλαδή άκουσες τα πάντα;» «Ναι. Και γι’ αυτό η ικανοποίησή μου ήταν μεγαλύτερη όταν τον σκότωσα». Όταν βγήκαν έξω, η μυρωδιά του καπνού ήταν πιο έντονη και αρκετά κτίρια φλέγονταν ήδη. Ο Βούλφγκαρ την έπιασε απ’ το χέρι. «Έλα». Την οδήγησε προς την πύλη που τώρα ήταν ανοιχτή. Μ ια ομάδα από άντρες στεκόταν και τους παρακολουθούσε καθώς πλησίαζαν. Τα πρόσωπά τους φωτίζονταν από τις φλόγες που είχαν τυλίξει το κάστρο. «Ο Όσρικ;» μουρμούρισε η Άνγουιν. «Τι στην ευχή κάνει εδώ;» «Έφτασε πάνω στην ώρα για να παίξει κι αυτός το ρόλο του στην
απελευθέρωσή σου», αποκρίθηκε ο Βούλφγκαρ. «Αλήθεια;» Πριν προλάβουν να πουν οτιδήποτε άλλο, ο Όσρικ τους πλησίασε. Για μια στιγμή κοίταξε την Άνγουιν παγερά. «Χαίρομαι που είσαι καλά, αδερφή, αλλά η ίδια σου η επιπολαιότητα σε έφερε τόσο κοντά στην καταστροφή. Αν δεν ήταν ο άρχοντας Βούλφγκαρ...» Εκείνη συγκράτησε το θυμό της. «Ξέρω τι του χρωστώ». «Είμαι βέβαιος». «Αλλά και πάλι δεν καταλαβαίνω πώς βρέθηκες εδώ». «Σου είπα ότι θα γυρίσω. Ήρθα να σε συνοδεύσω στη χώρα του Βορρά». «Έχει καμιά σχέση με τον άγνωστο ηγεμόνα και το εξαιρετικό προξενιό που έλεγες την προηγούμενη φορά;»
Ο Όσρικ κοκκίνισε. «Κάποιος πρέπει να φροντίσει τα συμφέροντά σου, αν δεν τα φροντίσεις εσύ». «Τα δικά μου συμφέροντα ή τα δικά σου;» «Το ίδιο κάνει. Δε θα σου επιτρέψω να πετάξεις αυτή την εξαιρετική ευκαιρία. Αν δεν έρθεις με τη θέλησή σου, θα αναγκαστώ να σε πάρω με τη βία». Η Άνγουιν έριξε μια βιαστική ματιά στον Βούλφγκαρ, αλλά η έκφρασή του έδειχνε μόνο ευγενικό ενδιαφέρον. Ωστόσο το βλέμμα του ήταν πιο εύγλωττο, όπως και το χέρι που ακουμπούσε νωχελικά στη λαβή του στιλέτου του. Πνίγοντας ένα γέλιο, γύρισε ξανά στον αδερφό της. «Μ ε τη βία;» «Έχει στρατό μαζί του», της είπε ο Βούλφγκαρ σε εμπιστευτικό τόνο. «Πρέπει να είναι καμιά εκατοστή άντρες». Ο Όσρικ τον κοίταξε λοξά. «Ακριβώς». «Δε χρειαζόταν, αδελφέ», είπε εκείνη. «Σκεφτόμουν συχνά τα
λόγια σου από τότε που έφυγες και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι είχες απόλυτο δίκιο». Ο Όσρικ την κοίταξε για μια στιγμή κατάπληκτος. Μ ετά η έκφρασή του μαλάκωσε. «Χαίρομαι που έβαλες τελικά μυαλό». Η Άνγουιν αναστέναξε. «Παραδέχομαι ότι άργησα λίγο, αλλά κατόπιν ωρίμου σκέψεως κατάλαβα ότι η μόνη λύση ήταν να παντρευτώ έναν ευγενή». «Σου το είπα». «Ναι. Και ελπίζω να με συγχωρήσεις που δεν άκουσα από την αρχή τη συμβουλή σου». «Ξέρεις ότι δεν πρόκειται να σου κρατήσω κακία. Στην πραγματικότητα, χαίρομαι πολύ με την απόφασή σου». «Είχα τόσες τύψεις αφότου έφυγες, ώστε ορκίστηκα να τακτοποιήσω το θέμα αμέσως». «Δε σε καταλαβαίνω».
«Βρήκα έναν ευγενή και τον παντρεύτηκα». Ο Όσρικ στένεψε τα μάτια του. «Τι κόλπο είναι αυτό, Άνγουιν; Ποιον ευγενή;» «Τον άρχοντα του Ντράκενσμπουρκ και του Μ πέρανχολντ». Χαμογέλασε και πέρασε το χέρι της στο μπράτσο του Βούλφ-γκαρ. «Νομίζω ότι γνωρίζεστε ήδη». Για μια στιγμή ο Όσρικ έμεινε εμβρόντητος. Ύστερα γύρισε και αγριοκοίταξε τον Βούλφγκαρ. «Εννοείς ότι αυτός ο τυχοδιώκτης Βίκινγκ είναι σύζυγός σου;» Το βλέμμα του Βίκινγκ έγινε ακόμα πιο ψυχρό, αλλά ο τόνος του ήταν ήρεμος. «Είμαι ο Βούλφγκαρ, γιος του Βούλφρουμ Ράγκναρσον και απόγονος Δανών ευγενών. Η οικογένειά μου έχει πλούτη και κτήματα που ξεπερνούν κατά πολύ την αξία οποιασδήποτε ηγεμονίας αυτής της χώρας. Και σπαθιά για να τα υπερασπιστούν, αν χρειαστεί». Ο Όσρικ έμεινε για λίγο άφωνος. Ύστερα ξερόβηξε. «Το... χμμ... ένδοξο όνομα των Ράγκναρσον μου είναι γνωστό, φυσικά».
«Είναι γνωστό σε πολλούς, και όχι άδικα. Κι εσύ θα το ακούς πιο συχνά, άρχοντά μου. Θα προτιμούσα να είναι σε φιλικές συνθήκες». «Δε σκόπευα να φανώ ασεβής. Τα πλούτη και η κοινωνική θέση της οικογένειάς σου είναι αναμφισβήτητα. Η προηγούμενη αντίδρασή μου ήταν απλώς... έκπληξη για την απρόσμενη καλοτυχία της αδερφής μου». Η Άνγουιν χαμογέλασε. «Πραγματικά, είμαι η πιο τυχερή γυναίκα του κόσμου». Ο αδερφός της κατένευσε. «Τώρα το καταλαβαίνω». «Το ελπίζω», είπε ο Βούλφγκαρ. «Γιατί την αγαπώ βαθιά και δεν την παραχωρώ σε κανέναν άλλον άντρα». «Αν ήξερα νωρίτερα πώς έχουν τα πράγματα, άρχοντά μου, δε θα έλεγα τέτοιες κουβέντες. Ελπίζω να μην παρεξήγησες τα κίνητρά μου». «Ω, όχι. Τα καταλαβαίνω απόλυτα».
«Χαίρομαι. Ποτέ δε θα ήθελα να προκαλέσω διχόνοια στην οικογένεια». Ο Βούλφγκαρ κοίταξε την Άνγουιν. «Τώρα που το ξέρουμε, η καρδιά μας ξαλάφρωσε». «Οι άντρες μου κι εγώ θα φύγουμε αύριο», συνέχισε ο Όσρικ. «Αν είχατε την ευγενή καλοσύνη να μας προσφέρετε κατάλυμα για απόψε...» «Η παραμονή σας θα κάνει διπλή τη χαρά μας». «Είσαι πολύ γενναιόδωρος, άρχοντά μου». «Καθόλου γενναιόδωρος». Ο Βούλφγκαρ χάρισε στον κουνιάδο του ένα κακό χαμόγελο. «Εξάλλου, ξέρω ότι θα κάνουμε πολύ καιρό να σε ξαναδούμε». Ύστερα έπιασε την Άνγουιν από το χέρι και απομακρύνθηκαν. Εκείνη τον κοίταξε και έβαλε τα γέλια. «Να πάρει η οργή», μουρμούρισε εκείνος. «Πρώτη φορά μπαίνω σε τέτοιο πειρασμό να πετσοκόψω κάποιον». «Δεν είναι σωστό να πετσοκόβεις τους συγγενείς σου».
«Κρίμα. Από την άλλη, ποτέ δε φαντάστηκα πόσο πλεονεκτική είναι η θέση μου χάρη στην καταγωγή μου». Όταν βγήκαν από την πύλη, μια μικροσκοπική φιγούρα ξέκοψε από τους υπόλοιπους που περίμεναν και έτρεξε προς το μέρος τους. «Μ ητέρα!» Η Άνγουιν άνοιξε τα χέρια της για να υποδεχτεί το γιο της. Τον αγκάλιασε σφιχτά, ανίκανη να μιλήσει από τον κόμπο που της έκλεινε το λαιμό. Ο Βούλφγκαρ τους παρακολουθούσε με την καρδιά του πλημμυρισμένη από ευτυχία. Αυτή τη φορά οι Νόρνιρ που ύφαιναν τη μοίρα είχαν σταθεί καλές μαζί του. Του είχαν δώσει μια δεύτερη ευκαιρία και δε σκόπευε να την πετάξει. Ο Θαλασσόλυκος θα σάλπαρε ξανά, το πλήρωμά του θα αναζητούσε καινούριες περιπέτειες, αλλά χωρίς εκείνον. Αρκετά είχε πολεμήσει για λογαριασμό άλλων. Αν χρειαζόταν να πολεμήσει στο μέλλον, θα το έκανε για να
προστατέψει τους αγαπημένους του. Χαμογέλασε. Ύστερα έσκυψε, έπιασε τον Έιβαν και τον κράτησε στην αγκαλιά του. Το άλλο του χέρι τυλίχτηκε στη μέση της γυναίκας του. «Έλα», είπε. «Γυρίζουμε στο σπίτι μας». Επίλογος Δώδεκα μήνες μετά «Κοίτα! Έρχονται!» Καθισμένος στους ώμους του Βούλφγκαρ, ο Έιβαν έδειξε τους καβαλάρηδες που πλησίαζαν. «Ναι, έρχονται». Ο Βούλφγκαρ τον άφησε κάτω. «Τρέξε να πεις στον Ρόρικ ν’ ανοίξει την πύλη». «Ναι, πατέρα». Καθώς το παιδί έτρεχε, η Άνγουιν έστρωσε μια ανύπαρκτη ζάρα στο φόρεμά της και ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε. «Είσαι πανέμορφη», της είπε.
Εκείνη είχε φροντίσει ιδιαίτερα την εμφάνισή της προς τιμήν των επισκεπτών τους, αλλά ήταν λίγο νευρική. Της έσφιξε το χέρι καθησυχαστικά. «Όλα θα πάνε καλά». «Το ελπίζω». «Έλα». Η Άνγουιν πήρε μια βαθιά εισπνοή και κατέβηκαν μαζί τα σκαλιά του προμαχώνα. Οι καβαλάρηδες πέρασαν την πύλη, ο επικεφαλής τους ξεπέζεψε κι έπειτα από λίγο αυτός και ο Βούλφγκαρ αγκαλιάστηκαν θερμά. Ύστερα ο άγνωστος κοίταξε πάνω από τον ώμο του Βούλφγκαρ και τα διαπεραστικά γαλάζια μάτια του συνάντησαν το βλέμμα της Άνγουιν. «Εσύ θα είσαι η Άνγουιν», είπε. «Άρχοντα Βούλφρουμ, καλώς ορίσατε», απάντησε εκείνη. Ο Βούλφρουμ χαμογέλασε και έσκυψε να τη φιλήσει στο μάγουλο. «Πάντα ήξερα ότι ο γιος μου είχε
καλό γούστο, αλλά φαίνεται πως βελτιώθηκε με τα χρόνια». Η Άνγουιν κοκκίνισε από ικανοποίηση. Η αρχόντισσα Ελτζίβα αγκάλιασε το γιο της κι έπειτα ήρθε κοντά τους. Ο χρόνος δεν είχε αλλοιώσει την αλλοτινή ομορφιά της. Κοίταξε την Άνγουιν επίμονα, ύστερα το πρόσωπό της φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο. «Ο σύζυγός μου έχει δίκιο», παρατήρησε. Ο Βούλφγκαρ χαμογέλασε. «Σ’ εκείνον έμοιασα από αυτή την άποψη». «Χαίρομαι που τελικά έβαλε μια στάλα μυαλό», είπε ο Βούλφρουμ. Ύστερα το βλέμμα του πήγε στο παιδί που στεκόταν δίπλα στην Άνγουιν. «Και ο νεαρός ποιος είναι;» Ο Βούλφγκαρ ακούμπησε απαλά το χέρι του στον ώμο του παιδιού. «Ο προγονός μου, ο Έιβαν». «Όμορφο αγόρι. Πόσων χρονών είσαι, Έιβαν;» «Έξι και τριών μηνών, άρχοντά μου».
«Αλήθεια; Έχεις αρχίσει να εκπαιδεύεσαι;» «Μ άλιστα, άρχοντά μου». «Τότε αργότερα θα μου δείξεις τι έχεις μάθει». Ο Έιβαν κοκκίνισε από ευχαρίστηση. Η καρδιά της Άνγουιν πλημμύρισε από χαρά. Δεν περίμενε τόση ευγένεια και καλοσύνη. «Πάμε μέσα;» πρότεινε. «Θα είστε κουρασμένοι». «Όχι τόσο κουρασμένη ώστε να περιμένω κι άλλο για να δω το καινούριο εγγόνι μου», απάντησε η Ελτζίβα. «Εγγόνια», τη διόρθωσε ο γιος της. «Δίδυμα». «Μ α ο αγγελιαφόρος είπε...» «Την αλήθεια όπως την ήξερε. Το δεύτερο μωρό γεννήθηκε αφού είχε φύγει. Μ ας έπιασε απροετοίμαστους. Αντί να στείλουμε κι άλλον αγγελιαφόρο, αποφασίσαμε να σας κάνουμε έκπληξη». Ο Βούλφρουμ γέλασε. «Ω, θεοί! Δίδυμα είπες;»
«Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Ο Βούλφχαρ και η Άστα». «Αυτό είναι υπέροχο!» είπε η Ελτζίβα. Ύστερα κοίταξε την Άνγουιν. «Αλλά θα δυσκολεύτηκες, καλή μου». «Ο τοκετός ήταν πολύ πιο εύκολος από τον πρώτο μου». «Χαίρομαι που το ακούω. Αργότερα θα καθίσουμε να μιλήσουμε και θα μου τα πεις όλα». «Μ ε μεγάλη μου χαρά, αρχόντισσά μου». Ο Βούλφγκαρ έδειξε προς τη σάλα. «Πάμε λοιπόν». Τα μωρά είχαν αφεθεί στη φροντίδα της Τζόντις και προς το παρόν ήταν ξαπλωμένα σ’ ένα χαλί μπροστά στη φωτιά. Κοίταξαν τους επισκέπτες με μάτια γεμάτα απορία. Σε λίγα λεπτά τα είχαν σηκώσει και είχαν γίνει το επίκεντρο της προσοχής. «Κοίτα πόσο δυνατά με γράπωσε!» είπε ο Βούλφρουμ όταν η μικροσκοπική γροθιά του Βούλφχαρ τυλίχτηκε γύρω από το μικρό δάχτυλό του. «Μ ια μέρα θα γίνει φοβερός πολεμιστής, να το θυμάστε».
«Και η αδερφή του μια καλλονή», πρόσθεσε η Ελτζίβα. «Σαν τη μητέρα της». Η Άνγουιν χαμογέλασε. «Ελπίζω να μην κληρονομήσει και τα ελαττώματα της μητέρας της». «Ω, μην ανησυχείς. Θα έχει τα δικά της». Και μ’ αυτό η Ελτζίβα άρχισε να μιλάει για τα δικά της παιδιά όταν ήταν μικρά. Ο Βούλφγκαρ παρακολουθούσε τη συζήτηση με την καρδιά του γεμάτη περηφάνια. Κάποτε, καθώς στεκόταν ανάμεσα στα συντρίμμια της προηγούμενης ζωής του, είχε σκεφτεί πως ήταν καταραμένος. Τώρα όσα πίστευε πως είχαν χαθεί αναπληρώνονταν και με το παραπάνω. Του είχε δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία και σκόπευε να την αξιοποιήσει. Θα έβλεπε το Ντράκενσμπουρκ να ευημερεί, τα παιδιά του να μεγαλώνουν. Και πάνω απ’ όλα, του είχε δοθεί η ευκαιρία να αγαπήσει ξανά. Ναι, οι θεοί είχαν φανεί γενναιόδωροι μαζί του. Και δε θα το μετάνιωναν, γιατί είχε μάθει να εκτιμά τα δώρα τους.
Περιεχόμενα Πρόλογος Κεφάλαιο 1 Κεφάλαιο 2 Κεφάλαιο 3 Κεφάλαιο 4 Κεφάλαιο 5 Κεφάλαιο 6 Κεφάλαιο 7 Κεφάλαιο 8 Κεφάλαιο 9 Κεφάλαιο 10 Κεφάλαιο 11 Κεφάλαιο 12 Κεφάλαιο 13
Κεφάλαιο 14 Κεφάλαιο 15 Κεφάλαιο 16 Κεφάλαιο 17 Κεφάλαιο 18 Κεφάλαιο 19 Κεφάλαιο 20 Κεφάλαιο 21 Κεφάλαιο 22 Κεφάλαιο 23 Κεφάλαιο 24 Επίλογος
Document Outline Πρόλογος Κεφάλαιο 1 Κεφάλαιο 2 Κεφάλαιο 3 Κεφάλαιο 4 Κεφάλαιο 5 Κεφάλαιο 6 Κεφάλαιο 7 Κεφάλαιο 8 Κεφάλαιο 9 Κεφάλαιο 10 Κεφάλαιο 11 Κεφάλαιο 12 Κεφάλαιο 13 Κεφάλαιο 14 Κεφάλαιο 15 Κεφάλαιο 16 Κεφάλαιο 17 Κεφάλαιο 18 Κεφάλαιο 19 Κεφάλαιο 20 Κεφάλαιο 21 Κεφάλαιο 22 Κεφάλαιο 23
Κεφάλαιο 24 Επίλογος