wWw.GreekLeech.info
wWw.GreekLeech.info
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ Ογδόντα Ημέρες Κίτρινο Ογδόντα Ημέρες Μπλε ΤΑΡΑ ΣΟΥ ΜΙ Η Πειθήνια Ο Κυρίαρχος Η Εκπαίδευση ΟΚΤΑΒΙ ΝΤΕΛΒΟ Σεξ στην Κουζίνα
ΒΙΝΑ ΤΖΑΚΣΟΝ
ΟΓΔΟΝΤΑ ΗΜΕΡΕΣ ΚΟΚΚΙΝΟ
Μετάφραση από τα αγγλικά ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΨΑΛΗΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ
Σειρά: ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Tίτλος πρωτοτύπου: EIGHTY DAYS RED Συγγραφέας: VINA JACKSON Γλωσσική επιμέλεια: ΑΝΤΑ ΚΑΣΑΠΑΚΗ Copyright © Vina Jackson, 2012 Copyright © 2014 για την ελληνική γλώσσα: EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABE Σόλωνος 98 – 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Nόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Eλλάδα. Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ISBN 978-960-14-2838-3
1 Στο Τρέξιμο ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΜΟΥ είχαν συγχρονιστεί με τους παλμούς της καρδιάς μου. Το Σέντραλ Παρκ καλυπτόταν από ένα πέπλο χιονιού. Παρά τη σχετική ηρεμία που επικρατούσε μέσα στο πάρκο, με συνόδευε διαρκώς η αίσθηση της τεράστιας πόλης που εκτεινόταν ολόγυρά μου, σαν μια πελώρια ανοιχτή παλάμη με μια λωρίδα εξοχής πιασμένη στο μέσο, κτίρια που υψώνονταν σαν λερά γκρίζα δάχτυλα γύρω από τα πάλλευκα στρώματα του χιονιού που σκέπαζαν το γρασίδι. Το χιόνι εξακολουθούσε να είναι φρέσκο, αφράτο, κι εγώ το ένιωθα που έτριζε ελαφρά κάτω από τα βήματά μου, λειτουργώντας σαν μαξιλαράκι. Η απουσία χρώματος στο πάρκο ενίσχυε όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις μου, με τέτοιο τρόπο ώστε μπορούσα να αισθανθώ τον ξηρό, παγερό αέρα να μου χαϊδεύει την επιδερμίδα, σαν το χάδι κάποιου απόκοσμου πλάσματος. Η ανάσα μου σχημάτιζε συννεφάκια μπροστά μου, σαν να αναδυόταν καπνός από μέσα μου, και ο κρύος αγέρας μού έκαιγε το λαρύγγι. Πήγαινα για τρέξιμο κάθε μέρα, επί ένα μήνα, από τότε που ανακάλυψα το βιβλίο του Ντόμινικ στο Shakespeare &
Co., το ανεξάρτητο βιβλιοπωλείο χαμηλά στην Μπρόντγουεϊ. Το είχα διαβάσει βιαστικά, τις σπάνιες στιγμές που ξέκλεβα όταν κατάφερνα να μένω μόνη στο σπίτι, φοβούμενη μην το πάρει είδηση ο Σιμόν. Ένιωθα περίεργα που διάβαζα τη δουλειά του Ντόμινικ. Η πρωταγωνίστρια έμοιαζε πάρα πολύ με μένα. Ο Ντόμινικ είχε συμπεριλάβει στους διαλόγους ορισμένες από τις συζητήσεις που είχαμε κάνει, είχε περιγράψει σκηνές από την παιδική μου ηλικία που του είχα διηγηθεί, σχετικά με την ασφυκτική αίσθηση του να ζω και να μεγαλώνω σε μια μικρή πόλη και τη λαχτάρα μου να ξεφύγω από εκεί. Μάλιστα της είχε δώσει κόκκινα μαλλιά. Είχα αναγνωρίσει επίσης τη φωνή του Ντόμινικ σε ολόκληρο το κείμενο, δυνατά και καθαρά, σαν χτύπο καμπάνας. Τις ιδιαίτερες εκφράσεις του, αναφορές σε βιβλία που ήξερα πως είχε διαβάσει και στη μουσική που του άρεσε. Δύο χρόνια πέρασαν από το χωρισμό μας. Μια τρομερή παρεξήγηση είχε προκύψει, κι εγώ επέτρεψα στην περηφάνια μου να επικρατήσει, με αποτέλεσμα να σηκωθώ και να φύγω, κάτι που εξακολουθούσα μέχρι και σήμερα να το μετανιώνω. Επιστρέφοντας στο διαμέρισμά του, σε μια προσπάθεια το θέμα να ξεπεραστεί, διαπίστωσα πως το είχε εγκαταλείψει. Έριξα μια ματιά κάτω από την πόρτα και διέκρινα ένα άδειο δωμάτιο και στοίβες φακέλων στο πάτωμα. Από τότε, δεν είχα νέα του. Όλα αυτά μέχρι τη μέρα που είχα βγει για να αγοράσω
καινούρια αθλητικά παπούτσια στο Μανχάταν και ανακάλυψα το μυθιστόρημά του στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου. Από περιέργεια, το άνοιξα, και δοκίμασα μια δυνατή έκπληξη διαπιστώνοντας ότι, παρά τη θυελλώδη σχέση μας και τον άσχημο τρόπο με τον οποίο είχαμε χωρίσει, το είχε αφιερώσει σε μένα: «Στη Σ. Δικός σου, πάντα». Από εκείνη τη στιγμή, μου ήταν αδύνατο να σκεφτώ οτιδήποτε άλλο. Το τρέξιμο ήταν ο δικός μου τρόπος να εκτονώνω τα συναισθήματα από το σώμα μου. Ειδικά το χειμώνα, όταν το έδαφος καλυπτόταν από ένα λευκό στρώμα και οι δρόμοι ήταν πιο ήσυχοι απ’ ό,τι συνήθως. Το χειμώνα το Σέντραλ Παρκ έμοιαζε με χιονισμένη έρημο, ήταν το μοναδικό μέρος όπου μπορούσα να ξεφύγω από την κακοφωνία της πόλης, έστω για μία ώρα. Ταυτόχρονα, μου πρόσφερε την ευκαιρία να σκεφτώ, μακριά από τον Σιμόν. Εξακολουθούσε να είναι ο μαέστρος της Συμφωνικής του Γκράμερσι, της ορχήστρας όπου γνωριστήκαμε αρχικά. Είχα ενταχθεί στα έγχορδα πριν από τρία χρόνια, παίζοντας το βιολί που μου είχε χαρίσει ο Ντόμινικ. Ο Σιμόν ήταν ο διευθυντής της ορχήστρας, και υπό την καθοδήγησή του το παίξιμό μου βελτιώθηκε εντυπωσιακά. Με ενθάρρυνε να ακολουθήσω σόλο καριέρα και με σύστησε σε μια ατζέντισσα, με αποτέλεσμα το επόμενο διάστημα να
πραγματοποιήσω κάποιες περιοδείες και να κυκλοφορήσω ορισμένους δίσκους. Η σχέση μας ήταν επαγγελματική, αν και δεν κρύβω πως κάποιες στιγμές φλερτάραμε. Ήξερα ότι ο Σιμόν ήταν ερωτευμένος μαζί μου και δεν προσπάθησα ιδιαίτερα να τον αποθαρρύνω, όμως δεν είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας μέχρι τον τελικό καβγά με τον Ντόμινικ. Εκείνο το διάστημα βρισκόμουν σε περιοδεία και δεν είχα δικό μου μέρος να μείνω. Το διαμέρισμα του Σιμόν στο Λίνκολν Σέντερ, με το χώρο που διέθετε για πρόβα, φάνταζε προφανή επιλογή, ευκολότερη και πρακτικότερη απ’ ό,τι ένα ξενοδοχείο. Λίγο αργότερα όμως ο Ντόμινικ εξαφανίστηκε, κι αυτό που ξεκίνησε σαν μερικές βραδιές με τον Σιμόν γρήγορα εξελίχθηκε σε δύο χρόνια. Μπήκα αρκετά εύκολα σε αυτή τη σειρά. Ο Σιμόν ήταν ευχάριστος άνθρωπος και τον συμπαθούσα ιδιαίτερα, θα μπορούσα να πω ότι τον αγαπούσα. Οι φίλοι μας υποδέχτηκαν την είδηση ότι είχαμε γίνει ζευγάρι με φανερό ενθουσιασμό. Ήταν πολύ λογική εξέλιξη, ο νεαρός βιρτουόζος μαέστρος και η ανερχόμενη βιολονίστρια. Έχοντας περάσει χρόνια είτε πεισματικά μόνη μου είτε με κάποιο σύντροφο τον οποίο φίλοι και συγγενείς υποψιάζονταν ότι δεν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για μένα, ξαφνικά είχα ταιριάξει με τις προσδοκίες τους. Αισθανόμουν αποδεκτή. Φυσιολογική. Η ζωή κυλούσε με πρόβες, παραστάσεις και
ηχογραφήσεις, καθώς και με τον ενθουσιασμό της κυκλοφορίας του πρώτου μου άλμπουμ, και στη συνέχεια ενός δεύτερου. Όμορφα πάρτι και συγκεντρώσεις, Χριστούγεννα και δείπνα την Ημέρα των Ευχαριστιών, παρέα με φίλους και συγγενείς. Μάλιστα τα ονόματά μας εμφανίστηκαν σε κάποια δημοσιεύματα, στα οποία μας χαρακτήριζαν το χρυσό ζευγάρι της μουσικής σκηνής της Νέας Υόρκης. Είχαμε φωτογραφηθεί στο Κάρνεγκι Χολ μετά από ένα κονσέρτο, πιασμένοι χέρι χέρι, με το κεφάλι μου να γέρνει πάνω στον ώμο του Σιμόν και τα σγουρά κόκκινα μαλλιά μου να μπλέκονται με τα δικά του πυκνά και σκούρα. Φορούσα ένα μακρύ μαύρο βελούδινο φόρεμα, εξώπλατο. Ήταν το φόρεμα που είχα φορέσει για τον Ντόμινικ την πρώτη φορά που είχα παίξει γι’ αυτόν, τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι, σ’ εκείνη την εξέδρα μουσικής στο Χάμπστεντ Χιθ του Λονδίνου. Με τον Ντόμινικ είχαμε κάνει μια συμφωνία. Εκείνος θα μου αγόραζε ένα καινούριο βιολί –αυτό που είχα εκείνο το διάστημα είχε καταστραφεί σε μια συμπλοκή στο σταθμό του μετρό στο Τότεναμ Κορτ Ρόουντ– σε αντάλλαγμα για μια παράσταση σ’ εκείνη τη σαν κιόσκι εξέδρα για ορχήστρα, καθώς και μια δεύτερη, περισσότερο προσωπική, όπου είχα παίξει τελείως γυμνή. Ήταν μια θρασύτατη πρόταση από έναν άγνωστο, ωστόσο η σκέψη αυτή με ενθουσίασε, με τρόπο που δεν μπορούσα να εξηγήσω αρχικά. Ο Ντόμινικ είχε διακρίνει σε μένα κάτι που εγώ δεν είχα μέχρι τότε
συνειδητοποιήσει. Έναν ερωτισμό και ένα πάθος που δεν είχα αρχίσει ακόμη να διερευνώ. Μια πλευρά του εαυτού μου η οποία έκτοτε μου είχε χαρίσει ηδονή αλλά και πόνο. Ο Ντόμινικ κράτησε το λόγο του και αντικατέστησε το παλιό, στραπατσαρισμένο βιολί μου με το Μπαγί, το βιολί που είχα έκτοτε και εξακολουθούσα να χρησιμοποιώ σε όλες τις εμφανίσεις μου, παρότι είχα κι άλλα, εφεδρικά, για εξάσκηση. Ο Σιμόν είχε προτείνει να μου αγοράσει καινούριο. Ο ίδιος προτιμούσε τα σύγχρονα όργανα, τα οποία έβγαζαν πιο καθαρό τόνο, και θεωρούσε ότι έπρεπε να το δοκιμάσω, έτσι για αλλαγή, για να περάσω σε κάτι πιο ζωηρό. Εγώ, πάλι, υποψιαζόμουν ότι αυτό που επιδίωκε ουσιαστικά ήταν να απαλλαγώ από όλες τις αναμνήσεις του Ντόμινικ που συνέχιζαν να χρωματίζουν τη ζωή μου. Το μόνο βέβαιο είναι ότι είχα αρκετές προτάσεις από φίλους της μουσικής καθώς και από κατασκευαστές οργάνων που θα μου επέτρεπαν να είχα αντικαταστήσει το Μπαγί όχι μία, αλλά δέκα φορές. Όμως το δώρο του Ντόμινικ ήταν το λιμάνι μου. Κανένα άλλο όργανο δεν είχε τον ίδιο τόνο, το ίδιο ιδανικό βάρος έτσι όπως ακουμπούσε στο χέρι μου, την τέλεια εφαρμογή κάτω από το σαγόνι μου. Όποτε έπαιζα το Μπαγί, αναπόφευκτα θυμόμουν τον Ντόμινικ, και όποτε θυμόμουν τον Ντόμινικ, μεταφερόμουν νοερά στο χώρο όπου κατέφευγα όταν έδινα τον καλύτερό μου εαυτό· ήταν μια μορφή εξαφάνισης, το σώμα μου έπαιρνε τον έλεγχο από το
μυαλό και ο νους μου περνούσε σε μια ονειρική κατάσταση όπου η μουσική ζωντάνευε κι εγώ δε χρειαζόταν να παίζω πλέον, απλά βίωνα το όνειρό μου, την ώρα που το χέρι μου κινούσε από μόνο του το δοξάρι πάνω στις χορδές. Μια γυναίκα με κοίταξε, ξαφνιασμένη. Φορούσε ένα βαρύ μπουφάν με κουκούλα, κλεισμένη καλά γύρω από το πρόσωπό της ώστε να προστατεύεται από το κρύο ενώ έσπρωχνε ένα ζωηρό μπλε καροτσάκι μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα ζεστά τυλιγμένο παιδί. Ένας άλλος δρομέας, ντυμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια με φωτεινά κίτρινα ισοθερμικά ρούχα με αντανακλαστικές λωρίδες, μου χαμογέλασε με νόημα όταν διασταυρωθήκαμε. Ο Σιμόν μού είχε αγοράσει ρούχα για το τρέξιμο τα Χριστούγεννα, μεταξύ διάφορων άλλων δώρων. Ίσως ήταν ο τρόπος του να δείξει πως σκόπευε να πάψει να μου γκρινιάζει που δε γραφόμουν σε κάποιο γυμναστήριο. Δεν ήθελε καθόλου να πηγαίνω για τρέξιμο στο πάρκο, ειδικά νωρίς το πρωί ή αργά το βράδυ. Κατέφευγε σε στατιστικές που αφορούσαν γυναίκες οι οποίες έτρεχαν στο Σέντραλ Παρκ και πόσο πιθανό ήταν να δεχτούν επίθεση. Σύμφωνα με τα στοιχεία, τις περισσότερες πιθανότητες συγκέντρωνε μια γυναίκα αν ήταν ξανθιά, είχε τα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά και έτρεχε γύρω στις έξι το πρωί της Δευτέρας. Η περιγραφή αυτή ουσιαστικά με απέκλειε, του είχα απαντήσει, μια και εγώ είμαι κοκκινομάλλα και δε σηκώνομαι ποτέ από το κρεβάτι στις έξι, εκείνος όμως συνέχιζε να μου
μουρμουράει. Μου είχε χαρίσει ένα ζευγάρι επώνυμα ισοθερμικά γάντια και ασορτί παντελόνι και μπουφάν, καθώς και το ακριβότερο ζευγάρι παπούτσια που κυκλοφορούσε στην αγορά, κι ας είχα αγοράσει λίγο νωρίτερα ένα ζευγάρι. «Τρέχεις στους πάγους, θα γλιστρήσεις», είχε πει. Φορούσα τα παπούτσια για να είναι ευχαριστημένος, αν και αντικατέστησα τα λευκά κορδόνια με κόκκινα, για να προσθέσω λίγο χρώμα. Επίσης, φορούσα τα γάντια. Τις περισσότερες μέρες όμως άφηνα το ισοθερμικό μπουφάν στο σπίτι. Ακόμη και το χειμώνα προτιμούσα να τρέχω μ’ ένα ολόσωμο κορμάκι. Στην αρχή το κρύο ήταν τσουχτερό. Ένιωθα τον άνεμο σαν καρφιά πάνω στο σώμα μου, σύντομα όμως ζεσταινόμουν, κι επιπλέον απολάμβανα την αίσθηση του καθαρού αέρα, ενώ ο κρύος άνεμος με παρότρυνε να τρέχω γρηγορότερα. Μέχρι να επιστρέψω στο σπίτι η επιδερμίδα μου αναπόφευκτα είχε κοκκινίσει και τα δάχτυλά μου πρήζονταν, παρά τα γάντια, λες και είχαν πάθει έγκαυμα από το κρύο. Τότε ο Σιμόν με έπαιρνε στην αγκαλιά του και με φιλούσε για να με ζεστάνει, τρίβοντας τα γυμνά μπράτσα και τους ώμους μου, μέχρι που πονούσε η επιδερμίδα μου. Εκείνος ήταν θερμός στα πάντα, από την καστανή επιδερμίδα του, λόγω της καταγωγής του από τη Βενεζουέλα, μέχρι τα καστανά του μάτια, τα πυκνά σγουρά του μαλλιά και το μεγάλο του κορμί. Είχε ύψος σχεδόν ένα κι ενενήντα, κι
είχε αρχίσει πολύ σταδιακά να παίρνει βάρος από τότε που αρχίσαμε να συζούμε. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν χοντρός, όμως τα κοινά μας γεύματα και τα μπουκάλια κρασιού στον καναπέ, βλέποντας κάποιο DVD, τον είχαν μετατρέψει από νευρώδη σε γεμάτο, κι εκείνο το λεπτό στρώμα λίπους στο σώμα του του προσέδιδε μια επιπλέον αίσθηση απαλότητας.greekleech Το στήθος του κάλυπτε μια δασιά μάζα από σκούρες τρίχες, ανάμεσα στις οποίες ξετρελαινόμουν να περνώ τα χέρια μου όταν ξαπλώναμε μαζί στο κρεβάτι, έχοντας κάνει νωρίτερα έρωτα. Ήταν έντονα αρρενωπός στην εμφάνιση και πολύ τρυφερός στους τρόπους. Τα δύο χρόνια που είχαμε περάσει μαζί ήταν σαν να χαλάρωνα σε αφρόλουτρο. Η δε σχέση που ανέπτυξα μαζί του σαν να επέστρεφα στη βάση μου μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά για να φορέσω φανελένιες πιτζάμες κι ένα ζευγάρι παλιές κάλτσες. Τίποτα δε συγκρίνεται με την παρέα ενός άντρα που σε αγαπά απόλυτα και χωρίς επιφυλάξεις. Κοντά στον Σιμόν απολάμβανα φροντίδα, προστασία και παρηγοριά. Το πρόβλημα όμως ήταν πως βαριόμουν. Κατάφερα να καταπολεμήσω το υπόγειο ρεύμα της δυσαρέσκειας όσο αφορούσε τη σχέση μας μέσα από έναν καταιγισμό χόμπι. Εργαζόμουν ακατάπαυστα. Έπαιζα βιολί λες και η κάθε μου εμφάνιση θα ήταν η τελευταία. Συμμετείχα στο μαραθώνιο της Νέας Υόρκης. Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα, διαρκώς έτρεχα, αλλά πάντοτε επέστρεφα
στην αφετηρία. Μέχρι τη στιγμή που διάβασα το βιβλίο του Ντόμινικ. Από τότε άκουγα τη φωνή του Ντόμινικ στο μυαλό μου, σχεδόν συνέχεια. Πρώτα μέσα από τα λόγια του μυθιστορήματός του, λες κι αντί να το διαβάζω άκουγα την ηχογράφησή του. Στην πορεία, οι αναμνήσεις θέριεψαν, σαν κύμα. Η σχέση μας είχε χαρακτηριστεί από το σεξ, όχι όμως το συχνό, τρυφερό σεξ που έκανα με τον Σιμόν.greekleech.info Ο Ντόμινικ ήταν άντρας με σκοτεινότερες επιθυμίες απ’ ό,τι ο μέσος όρος, και η σχέση μου μαζί του ήταν σαν να εμφανίστηκε ένας φάρος στη ζωή μου. Ο Ντόμινικ είχε απολαύσει στο μέγιστο βαθμό την πραγματοποίηση φαντασιώσεων τις οποίες ως τότε δεν είχα καν ονειρευτεί. Μου είχε ζητήσει να κάνω πράγματα για εκείνον που άλλα ζευγάρια δεν είχαν ούτε ψιθυρίσει. Δεν ήταν τόσο η τολμηρότητα αυτών των καταστάσεων όσο η επιμονή του να του επιτρέψω να χρησιμοποιήσει το σώμα μου για την απόλαυσή του, να του υποταχθώ στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου παιχνιδιού περισσότερο εγκεφαλικού παρά σωματικού, το οποίο μας καθιστούσε συνεργούς, αν και στα μάτια ενός τρίτου θα έδινα την εντύπωση ότι τον άφηνα να κυριαρχεί πάνω μου. Σεξουαλικά, ο Σιμόν ήταν πρακτικά το αντίθετο του Ντόμινικ. Του άρεσε να είμαι εγώ από πάνω. Έτσι, περνούσα τις περισσότερες βραδιές μας μαζί καβαλώντας τον ενώ
προσπαθούσα να εμποδίσω το μυαλό μου από το να ξεστρατίσει σε σκέψεις για τη δουλειά ή τα ψώνια ή από το να χαζεύω το γυαλιστερό λευκό τοίχο πίσω από το κεφαλάρι. Το κινητό μου βούιξε μέσα στην τσέπη του παντελονιού μου. Τινάχτηκα αιφνιδιασμένη και παραλίγο να γλιστρήσω σε ένα παγωμένο σημείο. Ελάχιστοι άνθρωποι είχαν τον αριθμό μου, οπότε σπάνια δεχόμουν τηλεφωνήματα. Κι όταν συνέβαινε αυτό, συνήθως ήταν ο Σιμόν ή η ατζέντισσά μου, η Σούζαν – κι ο Σιμόν ήξερε πως τέτοια ώρα θα έτρεχα, άρα ήταν απίθανο να μου τηλεφωνήσει, εκτός κι αν ήθελε να πάρω επιστρέφοντας κάτι για πρωινό, ένα από εκείνα τα ζαχαρωμένα ντόνατς που τόσο του άρεσε να βουτά στον καφέ του, από το ντελικατέσεν στη συμβολή της Λέξινγκτον με την 56η Οδό. Τράβηξα βιαστικά το ένα μου γάντι. Τα δάχτυλά μου ήταν τόσο παγωμένα από το κρύο, ώστε με δυσκολία κατάφερα να πιάσω το κινητό. Στην οθόνη εμφανιζόταν ένας αριθμός από τη Νέα Ζηλανδία, όχι κάποιος από αυτούς που είχα ήδη αποθηκευμένους στη συσκευή. Πάτησα το πλήκτρο για να απαντήσω, με κάποια ανησυχία. Πολύ σπάνια μιλούσα με τους δικούς μου στο τηλέφωνο. Απλά δεν ήμασταν της συχνής επικοινωνίας και προτιμούσαμε το email ή το Skype. Άλλωστε, θα ήταν πολύ περασμένη η ώρα εκεί. «Παρακαλώ;» «Έλα, Σαμ, πώς πάει;»
«Φραν;» «Μη μου πεις ότι πέρασε τόσος καιρός που δεν αναγνωρίζεις τη φωνή μου, αδερφούλα;» «Φυσικά, απλά δεν περίμενα να ακούσω εσένα. Τι ώρα είναι εκεί κάτω;» «Δε με έπιανε ύπνος. Σκεφτόμουν». «Μην το κάνεις συνήθεια». «Θέλω να έρθω για επίσκεψη». «Στη Νέα Υόρκη;» «Θα προτιμούσα το Λονδίνο, για να είμαι ειλικρινής, αλλά στην αντάρα κάθε λιμάνι καλό είναι. Έχω αρχίσει και βαριέμαι την Τε Αρόχα». Αυτά τα λόγια δεν περίμενα ποτέ ότι θα τα άκουγα από το στόμα της μεγάλης μου αδερφής. Ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα στην Τε Αρόχα, κι ενώ δε μου φαινόταν καθόλου για άτομο φτιαγμένο για μια μικρή πόλη, είχε ζήσει εκεί όλη της τη ζωή, σχεδόν τριάντα χρόνια. Εργαζόταν στο τοπικό υποκατάστημα μιας τράπεζας, από τότε που αποφοίτησε από το λύκειο. Δώδεκα χρόνια περίπου, κάνοντας ουσιαστικά την ίδια δουλειά. Είχε ξεκινήσει ως ταμίας και είχε προαχθεί σε προϊσταμένη και αργότερα σε οικονομική σύμβουλο, παρότι δεν είχε σπουδάσει, πέρα από τα όσα πράγματα είχε μάθει μέσα στην τράπεζα. Εγώ ήμουν η μόνη στην οικογένεια που πήγε στο πανεπιστήμιο, αν και εγκατέλειψα τις σπουδές μου μετά το πρώτο έτος. Μπορούσα εύκολα να τη φανταστώ. Ήταν πρωί
Σαββάτου για μένα, επομένως για εκείνη νύχτα Σαββάτου, αργά. Θα καθόταν στο σπίτι της φορώντας τζιν σορτσάκι κι ένα φωτεινό φωσφοριζέ σκισμένο μπλουζάκι σε στιλ πανκ της δεκαετίας του ’80, νευρική όπως πάντα, να περνά την παλάμη της ανάμεσα στα κοντά βαμμένα ξανθά μαλλιά της ή τυλίγοντας μια τούφα από τη φράντζα της γύρω από το δείκτη της. Ήταν μέσα καλοκαιριού εκεί, άρα προφανώς θα έκανε ζέστη, αν και στο παλιό της σπίτι σχηματιζόταν ρεύμα, ενώ στην Τε Αρόχα διέκρινες πάντοτε μια ψύχρα, λες κι ολόκληρη η πόλη ζούσε στη σκιά του βουνού. «Πώς και σου ήρθε αυτό;» τη ρώτησα. «Εγώ νόμιζα πως θα ζούσες εκεί για πάντα». «Τίποτα δε διαρκεί παντοτινά, σωστά;» «Εντάξει, σωστά, αλλά είναι μεγάλη αλλαγή για σένα. Συνέβη κάτι;» «Δεν ξέρω αν πρέπει να σου το πω. Η μαμά μού είπε να μη μιλήσω». «Ε, μα για όνομα, τώρα πρέπει να μου πεις. Δε γίνεται να μ’ αφήσεις έτσι ξεκρέμαστη». Είχα επιβραδύνει σ’ ένα γρήγορο βάδην, και χωρίς την ταχύτητα του τρεξίματος να με βοηθά να προσπερνώ τον πάγο γλιστρούσα σε κάθε βήμα, ενώ ξύλιαζα χωρίς τη θερμότητα της έντονης άσκησης να με ζεσταίνει. Τα δάχτυλα της γυμνής παλάμης μου είχαν γίνει κατακόκκινα από το κρύο και άρχιζαν να με πονάνε. «Φραν», είπα καταμεσής του Σέντραλ Παρκ, με τη
θερμοκρασία κάτω από το μηδέν. «Πρέπει να αρχίσω να τρέχω πάλι και δε γίνεται να τρέχω και να μιλάω, γι’ αυτό πες τι έγινε και θα σε πάρω να μιλήσουμε μόλις γυρίσω στο σπίτι». «Ο κύριος Φαν ντερ Βλιτ πέθανε». Πρόφερε τα λόγια εκείνα σιγανά, σαν να προσπαθούσε να απασφαλίσει με τρόπο ένα όπλο. «Ο δάσκαλός σου στο βιολί...» πρόσθεσε, γεμίζοντας τη σιωπή ανάμεσά μας. «Ξέρω ποιος είναι!» Σταμάτησα τελείως και άφησα τον παγερό αέρα να με τυλίξει σαν ατσάλινη κουβέρτα. Στο τηλέφωνο η Φραν είχε σωπάσει. «Πότε; Τι συνέβη;» ρώτησα τελικά. «Δεν ξέρουν. Βρήκαν το πτώμα του στο ποτάμι, εκεί όπου είχε πεθάνει η γυναίκα του». Η γυναίκα του κυρίου Φαν ντερ Βλιτ είχε πεθάνει τη μέρα που γεννήθηκα. Περνούσε με το αυτοκίνητο από το φαράγγι του Καρανγκαχάκε, επιστρέφοντας στο σπίτι της από την Ταουράνγκα, όταν γλίστρησαν οι ρόδες του αυτοκινήτου της στη βροχή κι εκείνη εκτίμησε λάθος μια κλειστή στροφή, με συνέπεια να συγκρουστεί με ένα φορτηγό που κινούνταν στο αντίθετο ρεύμα. Ο οδηγός του άλλου οχήματος δεν έπαθε τίποτα, ούτε γρατσουνιά, όμως το αυτοκίνητο της κυρίας Φαν ντερ Βλιτ ανατράπηκε και έπεσε στη χαράδρα, καταλήγοντας στο ποτάμι. Πνίγηκε πριν προλάβει κάποιος να τη βοηθήσει.
«Πότε;» Η λέξη σκάλωσε στο λαρύγγι μου λες κι είχα καταπιεί βαμβάκι. «Κοντεύουν δύο μήνες τώρα», ψιθύρισε η Φραν. «Προτιμήσαμε να μη σου το πούμε. Σκεφτήκαμε πως μπορεί να ταραζόσουν, να επηρεαζόσουν στις εμφανίσεις σου. Η μαμά και ο μπαμπάς δεν ήθελαν να παρατήσεις τα πάντα για να έρθεις στην κηδεία». «Θα είχα έρθει». «Το ξέρω. Αλλά τι σημασία έχει; Αυτός νεκρός θα ήταν, είτε ήσουν εδώ είτε όχι». Η Φραν, όπως οι περισσότεροι Νεοζηλανδοί που γνώριζα, ήταν πρακτική και πραγματίστρια. Παρ’ όλα αυτά, η λογική της δεν εμπόδισε την καρδιά μου να σφιχτεί, λες και βρισκόταν σε μέγκενη. Ο κύριος Φαν ντερ Βλιτ πρέπει να είχε πατήσει τα ογδόντα, και είχα την αίσθηση ότι ποτέ του δεν ξεπέρασε το θάνατο της συζύγου του. Κι όμως, αν και άνθρωπος ήσυχος και ταπεινός, μου στάθηκε σαν βράχος στα παιδικά μου χρόνια. Η φωνή του, που εξακολουθούσε να χρωματίζεται από έντονη ολλανδική προφορά παρότι είχε ζήσει στη Νέα Ζηλανδία το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του, ήταν ευγενική και συνάμα αυστηρή όταν διόρθωνε τον τρόπο που κρατούσα το δοξάρι ή όποτε με επαινούσε για μια πετυχημένη άσκηση. Είχα αποκτήσει τις περισσότερες γνώσεις μου γύρω από το παίξιμο του βιολιού παρακολουθώντας τον. Τον τρόπο που
το ψηλό και επώδυνα λεπτό σώμα του ζωντάνευε και γέμιζε χάρη όταν έπιανε στα χέρια του ένα μουσικό όργανο. Έπαιζε λες και είχε διαβεί μια πόρτα που τον οδηγούσε σε ένα άλλο μέρος, μεταμορφωνόταν σε εντελώς άλλο άνθρωπο, δίχως το παραμικρό ίχνος από τη συνήθη αμηχανία του. Εγώ είχα προσπαθήσει να μιμηθώ τον τρόπο που έδειχνε να ζει τη μουσική και σύντομα διαπίστωσα ότι, κλείνοντας τα μάτια μου κι απορροφώντας τη μελωδία με το κορμί μου, μπορούσα να παίζω πολύ καλύτερα απ’ ό,τι αν περιοριζόμουν στην ανάγνωση μιας παρτιτούρας. Δεν ήταν ο κύριος Φαν ντερ Βλιτ ο λόγος που άρχισα να ασχολούμαι με το βιολί. Ο πατέρας μου και οι δίσκοι βινιλίου της συλλογής του ευθύνονταν γι’ αυτό. Όμως ο Χέντρικ φαν ντερ Βλιτ ήταν χωρίς αμφιβολία ο λόγος που συνέχισα να ασχολούμαι. Εξωτερικά, φαινόταν πολύ αυστηρός, κι όμως μέσα του έκρυβε μια τρυφερότητα που εκδηλωνόταν σποραδικά, κι εγώ είχα περάσει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής μου ηλικίας και των εφηβικών μου χρόνων κάνοντας ό,τι μπορούσα προκειμένου να εξασφαλίσω έναν από τους σπάνιους επαίνους του, μελετώντας με τις ώρες, ώσπου πονούσαν τα δάχτυλά μου. «Σάμερ; Έλα, με ακούς; Είσαι καλά;» Τα λόγια της ακούστηκαν σαν ηχώ. «Φραν, θα σε πάρω εγώ αργότερα, εντάξει;» Τερμάτισα την κλήση και έκλεισα το κινητό στην τσέπη του παντελονιού μου, χωρίς να περιμένω την απάντησή της.
Έβαλα τα ακουστικά στα αφτιά μου και ανέβασα την ένταση της μουσικής. Άκουγα το «Fight like a Girl» της Έμιλι Ότομ, ένα κομμάτι που δε θα άρεσε καθόλου στον κύριο Φαν ντερ Βλιτ. Εκείνος ανέκαθεν με ωθούσε στην κατεύθυνση της κλασικής μουσικής και απογοητεύτηκε όταν παράτησα τις μουσικές σπουδές μου και εγκαταστάθηκα στο Λονδίνο. Το μυαλό μου κατακλύστηκε από εικόνες του προσώπου του κάτω από το νερό. Άραγε να έγινε τυχαία; Μήπως υπέστη έμφραγμα, συμπτωματικά στο ίδιο μέρος όπου είχε πεθάνει η γυναίκα του; Αμφέβαλλα. Δε θυμόμουν τον κύριο Φαν ντερ Βλιτ ούτε να κρυολογεί, δεν μπορούσα να φανταστώ πως ήταν άρρωστος. Συνειδητά πρέπει να συνέβη, όμως δε μου φαινόταν άνθρωπος που θα έκανε κάτι τέτοιο. Μια βουτιά στο κενό φάνταζε υπερβολικά αυθόρμητη. Εκείνος θα επέλεγε έναν τρόπο καλά προετοιμασμένο, έτσι ώστε κάθε στιγμή να βρίσκεται υπό τον έλεγχό του. Μάλλον θα προτιμούσε να μπει μέσα στο νερό. Φανταζόμουν τη σκηνή σαν ταινία που εκτυλισσόταν μπροστά μου. Θα είχε βάλει τα καλά του. Ίσως το κοστούμι που είχε φορέσει στο κονσέρτο που είχα δώσει στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου μου στην Τε Αρόχα, όταν πέρασα από εκεί πριν από δύο χρόνια, στο πλαίσιο της σόλο περιοδείας μου στην Ωκεανία. Λευκό πουκάμισο με σκούρο λαδί γιλέκο, παντελόνι και σακάκι. Έμοιαζε με ακρίδα έτσι όπως είχε διπλώσει τα άκρα του προκειμένου να χωρέσει στις μικρές ξύλινες καρέκλες που είχαν τοποθετηθεί στην
αίθουσα. Η επιδερμίδα του ήταν λεπτή σαν χαρτί, θαρρείς και θα θρόιζε σαν φύλλο έτσι και φυσούσε αέρας. Θα είχε μπει μέσα στο νερό και θα είχε χαλαρώσει. Πρέπει να το είχε κάνει κάποια στιγμή αργά τη νύχτα ή νωρίς το πρωί, προτού γεμίσει το ποτάμι από τουρίστες, πεζοπόρους και παιδιά με τα φουσκωτά σωσίβιά τους, αποφασισμένα να ακολουθήσουν το ρεύμα που έφτανε μέχρι την Παερόα, εκεί όπου ο ποταμός Οχινεμούρι συναντούσε τον Γουαϊχού. Ο κύριος Φαν ντερ Βλιτ πρέπει να ήταν ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους στη Νέα Ζηλανδία που δεν ήξερε κολύμπι. Τον θυμάμαι να λέει πως ποτέ του δε θέλησε να μάθει, ανέκαθεν προτιμούσε τη σιγουριά της στεριάς, ακόμη κι όταν έκανε ζέστη. Έτσι λιπόσαρκος όπως ήταν, πρέπει να βούλιαξε στο ποτάμι σαν πέτρα. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι, δάκρυα αργοκυλούσαν στα μάγουλά μου. Με είχε λυπήσει η είδηση του θανάτου του κυρίου Φαν ντερ Βλιτ, ακόμη περισσότερο όμως με έθλιβε το γεγονός πως δεν το έμαθα εγκαίρως ώστε να παρευρεθώ στην κηδεία, που δεν είχα την ευκαιρία να τον αποχαιρετίσω και να τον ευχαριστήσω για όσα είχε κάνει για μένα. Ο Σιμόν καθόταν σε ένα από τα σκαμπό στον πάγκο όπου παίρναμε το πρωινό μας, διαβάζοντας την εφημερίδα του, με τα μακριά πυκνά μαλλιά του να περιβάλλουν το πρόσωπό του σαν κουρτίνα.greekleech.info Ήταν ντυμένος μ’ ένα παλιό σκισμένο τζιν παντελόνι κι ένα μπλουζάκι με τους Iron
Maiden, απολαμβάνοντας όπως πάντα την ευκαιρία να ντυθεί απλά, απαλλαγμένος από τους περιορισμούς του φράκου και των κοστουμιών που φορούσε ως μαέστρος, παρότι εγώ έβρισκα ότι του πήγαιναν εξαιρετικά –έτσι που έφερνε κάπου ανάμεσα σε λυκάνθρωπο και βαμπίρ–, εκείνος όμως τα απεχθανόταν, θεωρώντας τα περιοριστικά, σαν ζουρλομανδύα. Γύρισε προς το μέρος μου μόλις μπήκα στο δωμάτιο και σηκώθηκε όρθιος, πλέκοντας αμέσως τα μπράτσα του γύρω μου. «Τηλεφώνησε η Φραν», είπε. «Λυπάμαι πολύ, μωρό μου». Έγειρα πάνω του και κόλλησα το κεφάλι μου πάνω στον ώμο του. Μύριζε όπως πάντα, μοσχοκάρυδο και κανέλα, τα αρώματα που χαρακτήριζαν την κολόνια που φορούσε από τότε που τον γνώρισα. Ήταν μια πλούσια, γήινη μυρωδιά, ένα άρωμα που είχα αρχίσει να συνδέω με τη σιγουριά, όπως και με την αίσθηση της σφιχτής αγκαλιάς του. «Δεν ήξερα ότι είχε το τηλέφωνό μας στο σπίτι», είπα μουδιασμένα. «Της το έδωσα εγώ, τα Χριστούγεννα». Ο Σιμόν είχε πολύ μεγαλύτερη τάση προς τους οικογενειακούς δεσμούς απ’ ό,τι εγώ. Τσακωνόταν με τα αδέρφια του λες και συναντιόντουσαν γάτες με σκύλους, καμιά φορά ακόμη και με τους γονείς του, όμως μιλούσε με όλους τους, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Οι σχέσεις
μεταξύ των μελών της δικής μου οικογένειας ήταν αρκετά καλές, αλλά άνετα μπορούσα να περάσω έξι μήνες χωρίς να έχω νέα τους. Σήκωσα το κεφάλι και τον φίλησα. Είχε γεμάτα χείλη και, τις περισσότερες μέρες, γένια στο πιγούνι. Ανταποκρίθηκε στο άγγιγμα των χειλιών μου φιλώντας με δυνατά ενώ με τραβούσε ελαφρά προς το υπνοδωμάτιο, περνώντας στην πορεία τις παλάμες του κάτω από την μπλούζα μου και ξεκουμπώνοντας τα χοντρά κλιπ του αθλητικού μου σουτιέν. Είχε μάθει μία από τις ιδιαιτερότητές μου: τίποτα δε λαχταρούσα περισσότερο όταν ήμουν αναστατωμένη –με την προϋπόθεση ότι δεν το είχε προκαλέσει εκείνος– απ’ ό,τι το σεξ. Αυτός ήταν ένας ιδιαίτερος τρόπος ανακούφισης που χαρακτήριζε εμένα κι ενδεχομένως μια μικρή μειοψηφία του γυναικείου πληθυσμού. Το σεξ με επανέφερε στην πραγματικότητα όσο τίποτ’ άλλο και υστερούσε μονάχα απέναντι στο βιολί μου στην ικανότητα να με κάνει να αισθάνομαι γαληνεμένη. Τώρα κατέβασε το παντελόνι μου και πέρασε το δάχτυλό του μέσα μου. Μια οικεία αστραπή ηδονής διέτρεξε τη σπονδυλική μου στήλη, σαν απάντηση στο άγγιγμά του. «Να κάνω πρώτα ένα ντους», είπα. «Είμαι καταϊδρωμένη». «Τίποτα να μην κάνεις», απάντησε αποφασιστικά, σπρώχνοντάς με στο κρεβάτι. «Το ξέρεις πως μου αρέσεις έτσι».
Ήταν αλήθεια, και επιδίωκε να το επιβεβαιώνει συχνά. Ο Σιμόν με ήθελε έτσι όπως ήμουν, όπως κι αν ήμουν, γεγονός το οποίο υπογράμμιζε πολλές φορές όταν με ξυπνούσε με το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια μου ή ορμώντας μου μόλις επέστρεφα από το τρέξιμο. Ήταν ένας παθιασμένος άντρας που τρελαινόταν για το σεξ και που έκανε ό,τι μπορούσε για να με ικανοποιεί, όμως είχαμε διαφορετικά γούστα στην κρεβατοκάμαρα. Και οι δυο μας προτιμούσαμε να μην έχουμε εμείς το πάνω χέρι. Ο Σιμόν δεν ήταν άντρας κυρίαρχος, κι εμένα μου έλειπε εκείνη η υποψία πάγου, η αυστηρότητα του αγγίγματος του Ντόμινικ, και άλλων αντρών σαν κι εκείνον. Εγώ ήθελα να με δένει ο παρτενέρ μου στο κρεβάτι και να εκτονώνει τα βίτσια του πάνω μου. Ο Σιμόν το είχε μεν προσπαθήσει, αλλά δεν είχε καταφέρει ποτέ να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ενδεχομένως να με πονούσε πραγματικά. Ακόμη και στα αστεία, έλεγε, δεν μπορούσε να χτυπήσει ή να δέσει μια γυναίκα, επομένως αυτό απέκλειε τα χαστούκια στον πισινό, ένα από τα πράγματα που απολάμβανα περισσότερο. Ήταν καλός άνθρωπος. Ήξερα ότι το να με φέρνει πάνω του ταίριαζε πολύ περισσότερο στο στιλ του απ’ ό,τι το αντίθετο, την ίδια στιγμή όμως ήξερα ότι το έκανε επειδή θεωρούσε πως το προτιμούσα έτσι. Το γεγονός ότι είχα περάσει ολόκληρη τη σχέση μας με το επίμονο αίσθημα του ανικανοποίητου αποτελούσε διαρκή πηγή ενοχών, σαν τραύμα που δεν έλεγε να κλείσει, σαν μια φαγούρα σε κάποιο
σημείο που δεν μπορούσα να ξύσω. Περισσότερο από καθετί άλλο, ήθελα να είμαι το είδος της γυναίκας που θα ήταν ευτυχισμένη με όλα τα απλά πράγματα. Πόσω μάλλον όταν είχα ακόμη περισσότερα από εκείνα τα απλά πράγματα.greekleech.info Όχι μονάχα έναν καλό άντρα, αλλά έναν υπέροχο άντρα, ενώ και οι δυο μας είχαμε πιστούς φίλους, υγεία και ήμασταν πετυχημένοι στο χώρο μας. Κι όμως, μια φωνή επέμενε να μου ψιθυρίζει στο αφτί πως η ζωή που ζούσα δεν ήταν η ζωή που ήθελα ούτε η ζωή που μου ταίριαζε. Ο Σιμόν ήθελε να παντρευτούμε και να κάνουμε παιδιά, εγώ, πάλι, όχι. Ήταν το μοναδικό θέμα στο οποίο είχαμε διαφωνήσει πραγματικά και δεν καταφέραμε να το διευθετήσουμε, κι εγώ αισθανόμουν ένα περόνιασμα τρόμου κάθε φορά που τον έβλεπα να ρίχνει κλεφτές ματιές στα δαχτυλίδια αρραβώνων στις βιτρίνες των κοσμηματοπωλείων ή να χαμογελά σε κάποιο παιδάκι που είχε πέσει πάνω του στο δρόμο. Όλα τα πράγματα που θα τον γέμιζαν και θα τον έκαναν ευτυχισμένο για πάντα ήταν αυτά που εμένα με τρομοκρατούσαν. Μέσα στη νύχτα, όταν δεν είχα τη δουλειά μου ή κάποια κοινωνική υποχρέωση ή το τρέξιμο στο κρύο να με αποσπά, αισθανόμουν λες και κάποιος μου είχε δέσει ένα σιδερένιο βάρος γύρω από το λαιμό ή είχε κρεμάσει ένα φωτοστέφανο από πάνω μου, τόσο βαρύ που δεν μπορούσα να το κρατήσω στον αέρα. Υπήρχαν φορές που ένιωθα πως θα με συνέθλιβε το βάρος της ίδιας
μου της ζωής. Πέρασαν δύο εβδομάδες, και τα όνειρά μου κατακλύζονταν από τον παφλασμό του αγριεμένου νερού και τον ήχο της φωνής του Ντόμινικ. Ξυπνούσα αλαφιασμένη τα πρωινά, λες και με είχε γραπώσει εκεί που κοιμόμουν κάποιο λιοντάρι. Παρά τους φόβους και τις ανησυχίες μου, ο καιρός περνούσε, όπως συμβαίνει πάντα. Έτρεχα καθημερινά, έκανα πρόβα, παρευρισκόμουν σε σουαρέ με άλλα ζευγάρια, κυρίως άτομα από το χώρο της μουσικής. Κι όμως, αισθανόμουν πως η ζωή μου δεν είχε σκοπό, ένιωθα σαν πλοίο δίχως πηδάλιο, λες και η ζωή μου εκμηδενιζόταν σταδιακά κάθε στιγμή που έφευγε. Η Φραν συνέχισε να τηλεφωνεί σε άσχετες ώρες, πρωί και βράδυ. Είχα την εντύπωση πως προσπαθούσε να με προσέχει, με τον τρόπο της. Ανέκαθεν είχαμε στενή σχέση, όμως καμιά μας δεν ήταν ιδιαίτερα συναισθηματική και οι συζητήσεις μας διαρκούσαν λίγα μόλις λεπτά. Εξακολουθούσε να έχει σκοπό να φύγει από την Τε Αρόχα. Είχε υποβάλει την παραίτησή της από τη δουλειά, μου είχε αναφέρει, και ετοίμαζε τα χαρτιά της για έκδοση βίζας για τη Μεγάλη Βρετανία. Είχαμε προγόνους από τη Μεγάλη Βρετανία, επομένως σε αυτό το θέμα ήμασταν τυχερές. Οι παππούδες μου από τη μία πλευρά της οικογένειας ήταν Ουκρανοί, από την άλλη Άγγλοι. Ήμασταν πιονέροι, ταξιδιώτες και από τις δύο
μεριές. Η τάση αυτή κυλούσε έντονα στο αίμα μας, η επιθυμία να βρισκόμαστε σε κίνηση, προς άγνωστους προορισμούς. «Δηλαδή δε θα έρθεις στη Νέα Υόρκη;» τη ρώτησα ένα βράδυ, μετά που μου είπε πως είχε κανονίσει τα εισιτήριά της για την Αγγλία. «Νομίζω πως έχω το Λονδίνο στο αίμα μου. Άλλωστε, δεν μπορώ να βγάλω επαγγελματική βίζα για την Αμερική». «Μπορείς να μείνεις μαζί μου, δε χρειάζεται να έρθεις και να ψάχνεις για δουλειά. Βγάλε τουριστική βίζα». «Μη λες ανοησίες. Το ξέρεις πολύ καλά πως δε θα μπορούσα να αντέξω ούτε στιγμή αν δεν έβγαζα τα έξοδά μου, όπως εξάλλου κι εσύ». «Καλά. Θα έρθεις να με επισκεφτείς όμως;» «Φυσικά. Εσύ θα έρθεις να με δεις στο Λονδίνο;» «Σίγουρα. Έχω καιρό να πάω εκεί». Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο μου έλειπε. Ο κρύος καιρός, η μουντίλα των παλιών κτιρίων, οι δρόμοι που οδηγούσαν παντού και πουθενά, τα μονοπάτια που απλώνονταν σαν πλοκάμια στην πόλη, όχι τα άψογα οικοδομικά τετράγωνα που στοιχίζονταν σαν στρατιωτάκια, όπως συνέβαινε στη Νέα Υόρκη. Είχα βρεθεί στο Λονδίνο μόνο μία φορά από τότε που άρχισα να είμαι με τον Σιμόν, αλλά περαστική, καθώς είχαμε και οι δύο δουλειά. Διατηρούσα επαφή με τον Κρις, τον καλύτερό μου φίλο, τον οποίο είχα γνωρίσει τον πρώτο καιρό που ζούσα στο Λονδίνο. Το συγκρότημά του, οι Groucho
Nights, είχε μόλις αρχίσει να γίνεται γνωστό.greekleech.info Μαζί με τον ξάδερφό του, τον Τεντ, τον κιθαρίστα του συγκροτήματος, είχαν γνωριστεί με τον Βίγκο Φρανκ, τον τραγουδιστή των Holy Criminals, σε ένα πάρτι μια βραδιά, και είχαν ταιριάξει περίφημα. Στην πορεία, τους προτάθηκε να παίξουν πριν από το φημισμένο συγκρότημα στο Μπρίξτον Ακάντεμι, μια εμφάνιση που ονειρεύονταν μπάντες σαν κι αυτή του Κρις. Για την ακρίβεια, με τον Κρις είχαμε γνωριστεί στην πρώτη σειρά μιας συναυλίας των Black Keys σ’ εκείνο το χώρο. Εγώ είχα πάει μόνη μου, μια και δε γνώριζα κανέναν, και πέσαμε ο ένας πάνω στον άλλο έτσι όπως πηδήξαμε για να πιάσουμε την πένα του κιθαρίστα. Κύριος όπως πάντα, ο Κρις μού την παραχώρησε, κι εγώ μετά τη συναυλία τον κέρασα ένα ποτό για να τον ευχαριστήσω. Μας έφερε κοντά το γεγονός ότι ήμασταν και οι δύο νεοφερμένοι στο Λονδίνο, καθώς και ότι παίζαμε έγχορδα μουσικά όργανα. Εγώ έπαιζα βιολί κι εκείνος βιόλα, αν και είχε δώσει βάρος στην κιθάρα ως βασικό όργανο προκειμένου να αρέσει περισσότερο στους ροκάδες. Έπαιζα κι εγώ καμιά φορά μαζί με το συγκρότημά του, όποτε υπήρχε το κατάλληλο κλίμα για να χωρέσει ένα βιολί. Αποφάσισα να του τηλεφωνήσω. Η ώρα θα ήταν περασμένη στο Λονδίνο, όμως ο Κρις ήταν μουσικός, άρα λογικά θα ήταν ξύπνιος. Η φωνή του ακούστηκε νυσταγμένη.
«Μη μου πεις ότι κοιμάσαι; Έτσι κάνουν τα αστέρια της ροκ;» «Σάμερ;» «Το βρήκες. Τι νέα;» Άκουσα το θρόισμα από τα σκεπάσματά του καθώς ανασηκωνόταν, παραμένοντας πιθανότατα στο κρεβάτι του. «Κλείσαμε τη συμμετοχή μας». «Θα παίξετε τελικά πριν από τους Holy Criminals; Τέλεια. Για πες, χρειάστηκε να το κάνεις με τον Βίγκο Φρανκ για να συμφωνήσει;» «Μη λες βλακείες». «Λοιπόν, τι τύπος είναι;» θέλησα να μάθω. «Ο Βίγκο;» «Όχι, ο γείτονας. Ο ντράμερ του συγκροτήματος πάντως δε μου λέει τίποτα». «Μην είσαι σίγουρη, θα σου άρεσε. Σε όλες τις κοπέλες αρέσει. Να σου πω την αλήθεια, δεν καταλαβαίνω γιατί. Αλλά εντάξει, αυτό είναι το πρόβλημα όταν είσαι καλό παιδί, έτσι δεν είναι; Σε βλέπουν πάντα σαν φίλο, ποτέ σαν γκόμενο. Οι τσόγλανοι τις γλεντάνε όλες». «Ο Σιμόν είναι καλό παιδί», είπα πειραχτικά. «Ναι, μια χαρά παιδί είναι». Ξαφνικά ο τόνος του έγινε σοβαρός. «Εσύ όμως είσαι ευτυχισμένη μαζί του;» Κόμπιασα, δεν ήμουν σίγουρη πώς να απαντήσω. Πώς θα μπορούσα να ομολογήσω σ’ οποιονδήποτε ότι σκεφτόμουν να αφήσω το καλύτερο παιδί σ’ ολόκληρο τον κόσμο
ακριβώς επειδή ήταν υπερβολικά καλό; «Τι τρέχει, Σάμερ; Εσύ ποτέ δεν τηλεφωνείς για να μιλήσεις περί ανέμων και υδάτων». «Δεν ξέρω. Είμαι κάπως το τελευταίο διάστημα. Πέθανε ο παλιός μου δάσκαλος στο βιολί. Ο κύριος Φαν ντερ Βλιτ. Δεν ξέρω αν σου είχα μιλήσει γι’ αυτόν κάποια στιγμή». «Ναι, βέβαια. Όμως πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλος, έτσι δεν είναι; Την έζησε τη ζωή του. Κι ήταν περήφανος για σένα». «Υποψιάζομαι πως αυτοκτόνησε». Οι λέξεις ξέφυγαν από τα χείλη μου μεμιάς, αμήχανα. «Ω Θεέ μου. Λυπάμαι πάρα πολύ... Είσαι εντάξει;» «Δε θα το έλεγα... Δεν... Δεν ξέρω πώς είμαι. Απλά ήθελα να ακούσω τη φωνή σου». «Μπορείς να μου μιλήσεις όποτε αισθανθείς ότι το έχεις ανάγκη, το ξέρεις αυτό». «Ναι, το ξέρω. Καλή τύχη στη μεγάλη σας εμφάνιση... Σύντομα παίζετε;» «Τον άλλο μήνα. Θα μας λείψεις πάντως. Δεν είναι το ίδιο εδώ χωρίς εσένα». «Έλα, μην ακούω υπερβολές». «Όχι, αλήθεια. Πρόσθετες κάτι στην μπάντα. Πού ξέρεις, ίσως να ήμασταν ήδη όλοι μας διάσημοι αν δεν είχες φύγει». Όταν γύρισα στο σπίτι εκείνο το βράδυ, η ώρα ήταν περασμένη και ο Σιμόν ξύπνιος. Με περίμενε καθισμένος στο
σκαμπό στον πάγκο της κουζίνας, με τα μακριά του πόδια σταυρωμένα στους αστραγάλους. Ήταν σκυμμένος και κοίταζε τον πάγκο, αν και δεν είχε εφημερίδα μπροστά του. Κάτι ήταν ακουμπισμένο εκεί πάνω. Ένα βιβλίο, που όμως δεν ήταν ανοιχτό. Το βιβλίο του Ντόμινικ, συνειδητοποίησα, νιώθοντας ένα απαίσιο περόνιασμα μέσα μου πλησιάζοντας. Δεν πετάχτηκε από τη θέση του για να με υποδεχτεί, όπως έκανε συνήθως. Έμοιαζε να τον πλακώνει ένα πυκνό πέπλο κούρασης. «Γεια», είπα, θέλοντας να σπάσω τον πάγο. Σήκωσε το κεφάλι και μου χαμογέλασε αδύναμα. Το βλέμμα του ήταν θερμό, όμως είχε το ύφος άρρωστου αλόγου που βλέπει τον ιδιοκτήτη του να πλησιάζει με την καραμπίνα. «Γεια σου, μωράκι μου», είπε. «Έλα να με αγκαλιάσεις». Άνοιξε διάπλατα τα μπράτσα του κι εγώ κούρνιασα ανάμεσά τους. Έκλαιγε. Ένιωθα το τράνταγμα του στήθους του όπως περνούσε στον ώμο του και ο λαιμός μου είχε βραχεί από τα δάκρυά του. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα ήρεμα. «Είσαι ακόμη ερωτευμένη με τον Ντόμινικ». Ήταν η περιγραφή μιας πραγματικότητας, όχι ερώτηση. «Έχουμε να ιδωθούμε πάνω από δύο χρόνια», απάντησα. «Όμως δεν αρνείσαι πως είσαι ερωτευμένη μαζί του». «Δεν...» Έδειξε το βιβλίο πάνω στον πάγκο.
«Για σένα μιλάει. Ο τόπος είναι άλλος, η εποχή διαφορετική, όμως η πρωταγωνίστρια είσαι εσύ». «Το διάβασες;» «Αρκετά ώστε να καταλάβω. Με συγχωρείς, το ξέρω πως δεν έπρεπε να ψάξω στα πράγματά σου, όμως τον τελευταίο καιρό ήσουν αλλαγμένη. Ανησύχησα». «Δεν πειράζει. Κακώς το κράτησα το βιβλίο». Είχα σκεφτεί να το πετάξω, γνωρίζοντας ότι πάντοτε υπήρχε περίπτωση να το βρει ο Σιμόν. Όχι πως δεν τον εμπιστευόμουν. Όμως είχε έναν τρόπο να με αγκαλιάζει σφιχτά, σαν να ήξερε πως κατά βάθος δεν ήμουν δική του, σαν να προσπαθούσε μονίμως να βρει μια απόδειξη πως δεν τον αγαπούσα αληθινά. Τον αγαπούσα, αλλά ήταν περισσότερο μια βαθιά στοργή παρά έρωτας. Με έπιασε από το πιγούνι και παραμέρισε μια τούφα που είχε πέσει στο πρόσωπό μου. «Δεν μπορεί να λειτουργήσει όλο αυτό», είπε. «Τι εννοείς;» Ένας αμβλύς πόνος άρχισε να απλώνεται στο στήθος μου. «Γυρεύουμε διαφορετικά πράγματα, Σάμερ. Σ’ αγαπώ, όμως εσύ δεν πρόκειται να νιώσεις ευτυχισμένη μαζί μου. Κι εγώ θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου προσπαθώντας να κρατήσω κάτι που ποτέ μου δεν είχα». «Μη λες ανοησίες», διαμαρτυρήθηκα, ενώ μια υποψία πανικού χρωμάτιζε τη φωνή μου. «Ένα απλό βιβλίο είναι, δε
σημαίνει κάτι. Μπορούμε να το συζητήσουμε, να βρούμε έναν τρόπο...» «Εγώ θέλω να κάνω παιδιά, οικογένεια. Εσύ όχι. Ξέρεις τι λένε: ένα πουλί κι ένα ψάρι μπορεί να ερωτευτούν, όμως πού θα χτίσουν τη φωλιά τους;» Ψέλλισα κάτι άναρθρα, προσπαθώντας να βρω ένα επιχείρημα να του αντιτάξω, μα δεν υπήρχε κανένα. «Μίλησα με τη Σούζαν», συνέχισε. «Είπες στην ατζέντισσά μου πως χωρίζουμε πριν το πεις σε μένα;» Ένιωθα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει, το θυμό να φουντώνει μέσα μου, αφού δάκρυα δεν υπήρχαν. Έσφιξα τις γροθιές μου και τις κόλλησα πάνω στο στήθος του. Εκείνος με έπιασε από τους καρπούς και με πίεσε πάνω του. «Και βέβαια όχι. Απλώς της μετέφερα την αίσθηση που είχα ότι χρειάζεσαι ένα διάλειμμα. Το βλέπω πως έχεις αρχίσει να βαριέσαι, να εκνευρίζεσαι. Ακόμη και οι καλύτεροι μουσικοί χρειάζονται μια ανάπαυλα, μια αλλαγή». Ούτε σε αυτό μπορούσα να διαφωνήσω. Έπαιζα τα ίδια κομμάτια ξανά και ξανά καιρό τώρα, μέχρι και τα ίδια φορέματα έβαζα στα κονσέρτα μου. Είχε αρχίσει να κουράζει όλο αυτό. Όπως κι εγώ είχα αρχίσει να κουράζομαι, να μπαφιάζω. Ακόμη και στο άλμπουμ που είχαμε μόλις ηχογραφήσει, με μουσικές της Νότιας Αμερικής, δεν είχα παίξει με την καρδιά μου.greekleech.info Τα μέρη αυτά ήταν η δική του πατρίδα, όχι η δική μου, και παρότι μπορούσα να
φανταστώ τη χώρα για την οποία μου είχε πει τόσα πολλά ο Σιμόν στις μελωδίες που έπαιζα, δεν είχα το ίδιο πάθος όπως για τους Νεοζηλανδούς συνθέτες, ούτε καν για τα ροκ τραγούδια που έπαιζα παλιά με τον Κρις, την εποχή που εμφανιζόμασταν σε μπαρ και παμπ στο Κάμντεν. Φαντάζομαι πως αυτό είναι το πρόβλημα όταν κάποια στιγμή βγάζεις σταθερό εισόδημα από κάτι που αγαπάς. Η μουσική είχε εξελιχθεί στην καριέρα μου και, σταδιακά, στη δουλειά μου, και όλο αυτό με κούραζε. «Θέλεις να φύγω;» «Όχι, θέλω να σε κρατήσω πλάι μου για πάντα. Όμως κάτι τέτοιο θα ήταν αδιέξοδο, τόσο για σένα όσο και για μένα», είπε απλά. «Αποφάσισα να κάνω κι εγώ ένα διάλειμμα. Επιστρέφω στη Βενεζουέλα για ένα δεκαπενθήμερο, για να δω τους δικούς μου. Η πτήση μου αναχωρεί το πρωί. Θα σ’ αφήσω να αποφασίσεις τι θέλεις να κάνεις». Κάναμε ξανά έρωτα εκείνο το βράδυ, κι ύστερα ξανά, μέσα στη νύχτα, μετά που με ξύπνησε με ένα παθιασμένο φιλί στις τρεις τα ξημερώματα και με γάμησε με μια μανία που πρώτη φορά έβγαζε. Περάσαμε τις λίγες ώρες που απέμεναν ως την πτήση του αγκαλιασμένοι, μιλώντας και γελώντας σαν παλιοί φίλοι. «Μακάρι να ήταν πάντα έτσι», είπα όταν σηκώθηκε από την αγκαλιά μου για να ετοιμαστεί για την αναχώρησή του. «Δε νομίζω πως ταιριάξαμε ποτέ εμείς οι δύο», είπε εκείνος. «Απλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Κάποια
πράγματα δεν πρέπει να αρέσουν ακριβώς τα ίδια και στους δύο...» Τον παρακολούθησα να ντύνεται, να φοράει το σκισμένο τζιν του χωρίς να μπαίνει στον κόπο να βάλει το εσώρουχό του. Τα πυκνά καστανά μαλλιά του κάλυπταν το πρόσωπό του την ώρα που έδενε τη ζώνη του και ίσιωνε το ασημένιο κρανίο που στόλιζε την αγκράφα. Οι μύες του σφίχτηκαν ενώ περνούσε ένα στενό άσπρο μπλουζάκι πάνω από το δασύ στήθος του. Πρόσθεσε ένα ασημένιο φτερό σε μια αλυσίδα, εκείνο που του είχα κάνει δώρο πέρσι τα Χριστούγεννα, και την κούμπωσε πίσω στο λαιμό του. Λάτρευε τα ρούχα, και επομένως ήταν ο βολικότερος άντρας που γνώρισα στη ζωή μου για να του βρεις δώρο. Έπλεξα τους μηρούς μου γύρω από τη μέση του όταν κάθισε στην άκρη του κρεβατιού για να φορέσει τις χαμηλές μπότες του από δέρμα φιδιού, εκείνες με τις κόκκινες σόλες. «Δε γίνεται να μείνεις έτσι για πάντα, ξέρεις», είπε. «Πώς θα βάλω τα παπούτσια μου;» Μου έδωσε ξανά ένα δυνατό φιλί μπροστά στο ταξί που είχε καλέσει για να τον πάει στο αεροδρόμιο και συνέχισε να με αγκαλιάζει, ώσπου ο οδηγός άρχισε να δείχνει τον εκνευρισμό του. «Μην εξαφανιστείς. Παίρνε και κανένα τηλέφωνο». «Εντάξει», είπα. Ύστερα ακολούθησα με το βλέμμα το ταξί να απομακρύνεται παίρνοντας τον Σιμόν από τη ζωή μου.
Με βαριά βήματα, επέστρεψα στο διαμέρισμα και κάθισα στο σκαμπό στον πάγκο της κουζίνας. Το βιβλίο του Ντόμινικ εξακολουθούσε να στέκει εκεί, στη μέση. Το πήρα στα χέρια μου και το φυλλομέτρησα ξανά, διάβασα στα γρήγορα αράδες που περιέγραφαν την κοκκινομάλλα πρωταγωνίστρια, η οποία προφανώς δεν αντιμετώπισε δυσκολία να βρει εραστές στο Παρίσι. Ο Ντόμινικ κι εγώ δεν είχαμε καταφέρει να μείνουμε μαζί. Σε επίπεδο συμβίωσης, ήμασταν κάτι παραπάνω από αταίριαστοι. Ερωτικά όμως ήμασταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Και παρότι αυτό ήταν μια γελοία όσο και κάκιστη βάση για να οικοδομήσεις μια σχέση, τελικά ίσως να ήμουν αυτή. Μπορείς να προσπαθήσεις να ξεφύγεις από τη φύση σου, στο τέλος όμως σε βρίσκει. Στη Σ. Δικός σου, πάντα. Αναρωτήθηκα αν εξακολουθούσε να με σκέφτεται. Αν δε διέθετε αρκετή φαντασία ώστε να συλλάβει μια δική του ιστορία, οπότε αναγκάστηκε να περιοριστεί σε μια ελάχιστα συγκαλυμμένη βιογραφία προκειμένου να αποδώσει πειστικά τη γυναικεία φωνή, ή αν απλά δεν μπορούσε να με βγάλει από το μυαλό του, όπως αδυνατούσα κι εγώ να τον διώξω από τη σκέψη μου. Αχ, Ντόμινικ, πώς καταφέρνεις να επηρεάζεις τόσο τη ζωή
μου, μετά από δύο χρόνια, με τέτοια απόσταση ανάμεσά μας; Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω στα χέρια μου και άρχισα να κλαίω. Τα δάκρυα έπεφταν πάνω στο χαρτί και σύντομα το μούσκεψαν, τόσο που άρχισε να ζαρώνει. Τριάντα λεπτά αργότερα, έπιασα το κινητό μου και σχημάτισα έναν αριθμό. Κάπου στο Κάμντεν του Λονδίνου, ένα τηλέφωνο κουδούνισε. Ο Κρις απάντησε. «Σάμερ, θα με τρελάνεις, έχουμε να μιλήσουμε ούτε κι εγώ ξέρω από πότε και ξαφνικά μου τηλεφωνείς δύο φορές μέσα σε μία εβδομάδα;» «Έρχομαι στο Λονδίνο. Παίρνω το πρώτο αεροπλάνο». «Τέλεια», είπε, και ζωήρεψε αισθητά. «Θα προλάβεις να είσαι και στη συναυλία. Ποιος ξέρει, ίσως καταφέρω να σε ανεβάσω ξανά στη σκηνή». «Όπως τον παλιό καλό καιρό;» «Τώρα θα είναι καλύτερα», απάντησε. «Πολύ καλύτερα».
2 Η Απλή Τέχνη της Κωλυσιεργίας «ΛΟΙΠΟΝ, ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΣΟΥ για σήμερα;» ρώτησε η Λόραλιν. «Κωλυσιεργία φυσικά», απάντησε ο Ντόμινικ. «Καμία έκπληξη εδώ επομένως...» Η Λόραλιν έπινε γάλα από ένα ψηλό ποτήρι, όρθια, μαζεύοντας παράλληλα τα πράγματά της, καθώς ετοιμαζόταν να φύγει από το σπίτι γιατί την περίμεναν πρόβες όλη τη μέρα. Την προηγουμένη είχε αφήσει το τσέλο της στο στούντιο, όπως συνήθιζε. Ήταν μεγάλο μανίκι να το μεταφέρει από τη μία άκρη του Λονδίνου στην άλλη, με τα μέσα μεταφοράς, ενώ το κτίριο όπου έκανε πρόβες μαζί με τους υπόλοιπους μουσικούς του κουαρτέτου της φυλασσόταν σε εικοσιτετράωρη βάση. Οι μαύρες δερμάτινες μπότες της της έφταναν μέχρι το γόνατο. Το υπόλοιπο μακρύ πόδι της καλυπτόταν από ένα απόλυτα εφαρμοστό τζιν παντελόνι, το οποίο χανόταν στο ύψος της μέσης στις άνετες πτυχώσεις ενός ξεχειλωμένου γκρίζου φούτερ. Κάθε άλλο παρά μουσικό που ασχολούνταν με το κλασικό ρεπερτόριο θύμιζε, κι ακόμη λιγότερο καλλιτέχνιδα που ειδικευόταν στη μουσική δωματίου.
Ο Ντόμινικ δεν μπορούσε παρά να βρίσκει σέξι τη Λόραλιν, όπως κι αν ντυνόταν. Κάποιες γυναίκες είχαν αυτό το κάτι, άλλες όχι, κι η Λόραλιν διέθετε αυτό το κάτι σε άφθονες ποσότητες. Ήταν ικανή να στρέψει τα βλέμματα πάνω της με ένα απλό χαμόγελο. Το γεγονός ότι προτιμούσε τις γυναίκες, όταν είχε αυτή την επιλογή, την καθιστούσε ακόμη πιο συναρπαστική. Τα ατίθασα ξανθά μαλλιά της ήταν πιασμένα ώστε να χωρέσουν στο κράνος της μοτοσικλέτας της. Ένα από τα πρώτα πράγματα που είχε κάνει από τη στιγμή που ο Ντόμινικ συμφώνησε να μείνει στο σπίτι του –οπότε κι εκείνη είχε συγκροτήσει το κουαρτέτο της από το μοναδικό μέλος που απέμενε από το φοιτητικό σχήμα στο οποίο έπαιζε καθώς κι από δύο νέα μέλη– ήταν να προσφέρει στον εαυτό της ένα δώρο, μια καινούρια μηχανή. Ήταν μια εντυπωσιακή και γυαλιστερή Suzuki GSXR 750, μεταχειρισμένη. Είχε αναγκαστεί να πουλήσει την Kawasaki που είχε στο Γέιλ πριν επιστρέψει στην Αγγλία, μάλλον γιατί ήταν ασύμφορο να τη στείλει πίσω. Ο Ντόμινικ δεν ήξερε πού έβρισκε τα λεφτά, πάντως η Λόραλιν δεν έδειχνε ποτέ να αντιμετωπίζει έλλειψη μετρητών· για την ακρίβεια, είχε μια ιδιαίτερα υπεροπτική σχέση με το χρήμα. Ο Ντόμινικ δεν μπορούσε να φανταστεί πως η Λόραλιν έβγαζε τόσα πολλά από τις σποραδικές εμφανίσεις του κουαρτέτου ή τις διάφορες ηχογραφήσεις στις οποίες συμμετείχε. Του έστειλε ένα φιλί κι έφυγε τρέχοντας. Σύντομα
ακούστηκε ο βρυχηθμός του ισχυρού κινητήρα της μηχανής της, ώσπου σιγά σιγά έσβησε τελείως, καθώς η μοτοσικλέτα κατηφόριζε με ταχύτητα το λόφο. Ο Ντόμινικ έστρεψε το βλέμμα στο πιάτο του. Η τελευταία φέτα φρυγανισμένου ψωμιού έστεκε εκεί, παραπονεμένη. Αναλογίστηκε όλους εκείνους τους μήνες που είχε περάσει με τη Λόραλιν κάτω από την ίδια στέγη. Αρχικά γνωρίστηκαν όταν ο Ντόμινικ κανόνιζε μια αυστηρά προσωπική μουσική βραδιά σε μια υπόγεια κρύπτη – μια παράσταση κατά την οποία η Σάμερ έπαιξε το βιολί της τελείως γυμνή, με τη συνοδεία της Λόραλιν και του κουαρτέτου στο οποίο συμμετείχε τότε, με τα μέλη του να έχουν τα μάτια τους δεμένα. Αργότερα η Λόραλιν εμφανίστηκε στο Μανχάταν, κάποια στιγμή που η Σάμερ έλειπε σε περιοδεία, και του είχε δώσει μια ιδέα από άλλες ερωτικές προοπτικές. Τελικά ήρθε και τον βρήκε μετά την επιστροφή του στο Λονδίνο, οπότε οι ερωτικές τους ζωές διασταυρώθηκαν ξανά, κι εκείνη τον βοήθησε να ξορκίσει το φάντασμα της Σάμερ. Τώρα είχε μείνει ξανά μόνος στο πελώριο σπίτι, αντιμέτωπος με μια νέα μέρα. Απέναντί του, στην οθόνη του υπολογιστή, είχε ένα κενό έγγραφο. Ήξερε, κι ας αγανακτούσε με τον εαυτό του, πως καθώς θα περνούσαν οι ώρες θα αράδιαζε εκεί πέρα με κάθε προσοχή γύρω στις χίλιες λέξεις, τις περισσότερες από τις οποίες όμως θα κατέληγε να διαγράψει μέχρι να βραδιάσει.
Ο Ντόμινικ νοσταλγούσε τις διαλέξεις και τη διδασκαλία. Πλέον, είχε την αίσθηση ότι ήταν μεγάλο λάθος το ότι παραιτήθηκε από τη θέση του στη σχολή, μετά την απρόσμενη επιτυχία του μυθιστορήματος με επίκεντρο το Παρίσι και τις περιπέτειες μιας τραγικής ηρωίδας, ολοφάνερα επηρεασμένης από τη Σάμερ. Είχε υπογράψει συμβόλαιο για ένα νέο μυθιστόρημα, σε συνέχεια του πρώτου, όμως ήδη μετρούσε αρκετούς μήνες καθυστέρησης σε σχέση με το πρόγραμμα που είχε καρφιτσωμένο στον τοίχο του γραφείου του. Από τη μια ήταν η αναπόφευκτη πίεση που συνόδευε την ανάγκη να σκεφτεί κάτι ισάξιο του εμπνευσμένου ρομαντισμού που χαρακτήριζε το βιβλίο της Σάμερ, όπως πλέον το θεωρούσε, από την άλλη όμως υπήρχε το θλιβερό δεδομένο ότι δεν είχε καμία ουσιαστική ιδέα. Ό,τι κατάφερνε να σκεφτεί το απέρριπτε πολύ σύντομα ως επιφανειακό ή αδιάφορο. Χρειαζόταν κάτι δυνατό. Μια ιστορία. Χαρακτήρες. Σίγουρα πάντως δε θα μπορούσε να ανακυκλώνει εσαεί τα συναισθήματα που του προκαλούσε η ανάμνηση της Σάμερ. Αν μη τι άλλο, επειδή ήταν τόσο επώδυνο. Μετά το χωρισμό του από τη Σάμερ και την εσπευσμένη επιστροφή του από τη Νέα Υόρκη, ολοκλήρωσε το πρώτο μυθιστόρημα σε κατάσταση διαρκούς έξαψης. Πληκτρολογούσε μανιασμένα, με τη μουσική να παίζει στη διαπασών: ένα ειδικά συνδυασμένο σύνολο κλασικού
ρεπερτορίου από κομμάτια που την είχε ακούσει πολλές φορές να παίζει καθώς και γαλλικών chansons και αμερικανικής τζαζ από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, που αποτέλεσαν το μουσικό υπόβαθρο της εξελισσόμενης ιστορίας του βιβλίου. Τώρα είχε την πολυτέλεια να ακούει κάποια από αυτά τα κομμάτια σε ηχογραφήσεις που είχε κυκλοφορήσει η Σάμερ το διάστημα που είχε μεσολαβήσει, με την καριέρα της να απογειώνεται, όμως αυτό δεν τον βοηθούσε σε τίποτα.greekleech.info Για την ακρίβεια, έφερνε το αντίθετο αποτέλεσμα. Τις περισσότερες μέρες τού προκαλούσε μελαγχολία το να ακούει τους συναρπαστικούς, κρυστάλλινους ήχους του Μπαγί, πράγμα που αναπόφευκτα του θύμιζε τις αποχρώσεις της επιδερμίδας της, το σκούρο χρώμα των θηλών της και, βαθιά κάτω στο πηγάδι των αναμνήσεων, τη γεύση του κορμιού της. Άλλοτε οι εικόνες αυτές τον είχαν εμπνεύσει, μα τώρα το μόνο που κατάφερναν ήταν να ενισχύουν την κατάθλιψη, την οδύνη του. Είχε αποκτήσει τα CD που είχε κυκλοφορήσει η Σάμερ, το πρώτο από τα οποία ήταν μια εξαιρετική ηχογράφηση των Τεσσάρων Εποχών του Βιβάλντι, μέσα από την οποία μπορούσε να διακρίνει όλο της το πάθος, τις ξέφρενες, ακόρεστες διαθέσεις της, αλλά παράλληλα τις λεπτές ευαισθησίες της. Είχε διαβάσει σε κάποια κουτσομπολίστικη στήλη πως αυτή την εποχή συζούσε με τον Σιμόν Λόμπο, πράγμα που δεν του προκάλεσε καμία έκπληξη, αφού ήταν ο μαέστρος σε όλες τις ηχογραφήσεις της και ήδη
συνεργαζόταν μαζί του στη Νέα Υόρκη, στη διάρκεια των λίγων μηνών που έζησαν μαζί ο Ντόμινικ και η Σάμερ, σε ένα διαμέρισμα του Μανχάταν. Τα υπόλοιπα CD κάλυπταν αντίστοιχα τα κονσέρτα για βιολί των Τσαϊκόφσκι και Μέντελσον, ενώ το τελευταίο, το οποίο είχε εντοπίσει τυχαία στη βιτρίνα ενός δισκοπωλείου μόλις τον περασμένο μήνα, ήταν αφιερωμένο σε αυτοσχεδιασμούς πάνω σε παραδοσιακούς σκοπούς της Νότιας Αμερικής, επιλογή που κάθε άλλο παρά ανεξήγητη ήταν. Η θήκη εκείνου του τελευταίου άλμπουμ έστεκε ανοιχτή στην αριστερή γωνιά του γραφείου του, δίπλα σε μια στοίβα από βιβλία που είχαν σχέση με την έρευνα που έκανε για το μυθιστόρημα, αλλά και σε φακέλους γεμάτους με αποκόμματα περιοδικών και διάφορες σημειώσεις, τις περισσότερες από τις οποίες αδυνατούσε πλέον ακόμη και να αποκρυπτογραφήσει, δεδομένου ότι τα γράμματά του ήταν άτσαλα και βιαστικά. Πάνω στην επένδυση της θήκης υπήρχε μια φωτογραφία της Σάμερ, με το φακό να εστιάζει απαλά στο πρόσωπό της, αφήνοντας να φανεί μια υποψία γυμνών ώμων, ενώ οι κόκκινες φλόγες των μαλλιών της έμοιαζαν με εκκωφαντική χρωματική έκρηξη στο χιονάτο φόντο και στη λεπτή μαύρη τιράντα ενός φορέματος το οποίο δεν μπορούσε παρά να αναγνωρίσει. Ήταν εκείνο που της είχε αγοράσει στην υπαίθρια αγορά στη Γουέιβερλι Πλέις. Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του, πως σε ορισμένα καταστήματα που διέθεταν και βιβλία και μουσική κάποιος
άγνωστος αγοραστής θα μπορούσε συμπτωματικά να αγοράσει τόσο τα δικά του λόγια όσο και τη μουσική της Σάμερ, στο πλαίσιο της ίδιας συναλλαγής, χωρίς να γνωρίζει τους δεσμούς που συνέδεαν όλα αυτά τα στοιχεία. Αναστέναξε βαριά, σαν να απευθυνόταν σε κάποιο ακροατήριο. Ήξερε πως η διάθεσή του ήταν μάλλον απίθανο να βελτιωθεί αν έβαζε να ακούσει μουσική αυτή την ώρα. Υποχρεωτικά, θα αρκούνταν στη σιωπή. Ο κέρσορας πάνω στην οθόνη του αναβόσβηνε αδιάκοπα, σαν να τον ειρωνευόταν. Μετά τη Νέα Υόρκη, η Λόραλιν είχε αναθέσει στον εαυτό της την αποστολή να βάλει και πάλι τον Ντόμινικ σε μια σειρά. Χωρίς την ενθάρρυνσή της, κατά πάσα πιθανότητα δε θα είχε επιμείνει στην προσπάθειά του και δε θα είχε ολοκληρώσει το παριζιάνικο μυθιστόρημα, κι επομένως θα είχε επιστρέψει αβίαστα στην ήσυχη ρουτίνα της διδασκαλίας και των εφήμερων ερωτικών περιπετειών χωρίς δεσμεύσεις. Ήξερε ότι τον γοήτευε, έτσι δεν έχασε την ευκαιρία να τον κρατάει στην τσίτα ερωτικά, με τη χαλαρή της στάση απέναντι στη γύμνια και στο σεξ. Ήταν λες και ο ερεθισμός του, το ενδιαφέρον του αποτελούσαν το απαραίτητο καύσιμο για να μπορέσει ο Ντόμινικ να συνεχίσει να γράφει και να ολοκληρώσει το βιβλίο του χωρίς να λυπάται τον εαυτό του και να βασίζεται υπερβολικά στις αναμνήσεις της σχέσης του με τη Σάμερ, παρότι ο κεντρικός γυναικείος χαρακτήρας στο
ημιιστορικό μυθιστόρημά του βασιζόταν πέραν πάσης αμφιβολίας στην κοκκινομάλλα βιολίστρια. «Έχεις ανάγκη να σου αποσπώ την προσοχή, καλέ μου Ντόμινικ», του είχε πει ένα βράδυ, μ’ εκείνη την παιχνιδιάρικη λάμψη στα πράσινα μάτια της να προμηνύει σκανταλιές. «Τι μου λες;» Ο Ντόμινικ ήξερε πως οι προθέσεις της ήταν καλές, ωστόσο ένα κομμάτι του εαυτού του εξακολουθούσε να νιώθει σαν να βρισκόταν σε πένθος, κι ήταν υπερβολικά νωρίς να βγει για παιχνίδι. Όμως η Λόραλιν δεν είχε υποχωρήσει, μάλιστα τον είχε καταφέρει να ντυθεί καλά για την περίσταση, φτάνοντας στο σημείο να απορρίψει, αστειευόμενη, την αρχική του επιλογή ενός απλού πουκάμισου ως άκρως συντηρητική, πείθοντάς τον να φορέσει ένα μπλε πουκάμισο Tommy Hilfiger με κουμπωτό γιακά· ήταν μια επιλογή την οποία συχνά δίσταζε να κάνει ο Ντόμινικ, εκτός κι αν επρόκειτο για ιδιαίτερα επίσημη περίσταση, πράγμα που ήταν απολύτως βέβαιος ότι δεν ίσχυε για τη συγκεκριμένη βραδιά ούτε κατά διάνοια. «Δε θα το μετανιώσεις», του είχε υποσχεθεί η Λόραλιν. «Το καλό που σου θέλω». Η Λόραλιν ήταν γυναίκα οργανωτική, με προτιμήσεις το λιγότερο ιδιαίτερες. Κάποτε ο Ντόμινικ είχε αστειευτεί πως η Λόραλιν διατηρούσε ένα μικρό μαύρο καρνέ γεμάτο με ονόματα και διευθύνσεις, στο οποίο μπορούσε ένα στραφεί ανά πάσα στιγμή προκειμένου να διασκεδάσει, σαν θηλυκός Δον Ζουάν των προαστίων. Όμως η Λόραλιν, με ένα πλατύ,
πονηρό χαμόγελο, είχε απαντήσει πως δεν ήταν αλήθεια αυτό. Τα ονόματα και τις διευθύνσεις τα κρατούσε στο μυαλό της, είχε δηλώσει. «Καταχωρισμένα με τάξη σε στήλες», είχε ισχυριστεί ο Ντόμινικ. «Υποταγμένοι, σκλάβοι, πολυγαμικοί, τραβεστί, παθητικοί, εναλλαγής ρόλων και ό,τι άλλες κατηγορίες ένας αδαής σαν κι εμένα αγνοεί ακόμη και την ύπαρξή τους. Το δίχως άλλο, τα έχεις όλα προσεκτικά στη σειρά, περιμένοντας να επιλεγούν για να παίξεις μαζί τους, ε;» «Φυσικά», του είχε επιβεβαιώσει θριαμβευτικά. «Μια κοπέλα πρέπει να είναι οργανωμένη στους δύσκολους καιρούς που ζούμε...» «Λοιπόν, τι περιλαμβάνει το αποψινό μενού;» την είχε ρωτήσει εκείνη τη μέρα ο Ντόμινικ ενώ περίμεναν να φτάσει το ταξί που είχαν νωρίτερα καλέσει. Ήταν ακόμη σχετικά νωρίς, απόγευμα, και οι περιορισμοί στη στάθμευση στην πόλη θα καθιστούσαν δύσκολη τη χρησιμοποίηση της BMW του Ντόμινικ για να φτάσουν στο Γουέστ Εντ. «Περίμενε και θα δεις». Το άρωμά της απλωνόταν στο πρόσωπό του, ένας ντελικάτος συνδυασμός από πράσινες νότες και εσπεριδοειδή. Η Λόραλιν είχε πραγματικό οπλοστάσιο αρωμάτων στη διάθεσή της, το καθένα από τα οποία απευθυνόταν σε συγκεκριμένη κατηγορία θηράματος. Όταν κυνηγούσε ανοιχτά άλλες γυναίκες, επέλεγε κάτι γλυκό και βαρύ, σκοτεινά επιθετικό. Η αποψινή, περισσότερο εκλεπτυσμένη επιλογή, προοιωνιζόταν ένα διαφορετικό είδος
κυνηγιού, είχε υποθέσει ο Ντόμινικ. Η συνάντηση είχε κανονιστεί για το υπόγειο μπαρ μιας παμπ στο Κέιμπριτζ Σέρκους, στο κέντρο της πόλης. Ο Ντόμινικ ουδέποτε είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τις παμπ. Το γεγονός ότι δεν έπινε, καθαρά για λόγους γεύσης, δε βοηθούσε, όμως πέρα από αυτό ανέκαθεν οι παμπ είχαν κάτι, τις μυρωδιές, τη βαριά, πνιγηρή ατμόσφαιρα, που του προκαλούσε δυσφορία. «Δεν μπορούσες να κανονίσεις τη συνάντηση για αλλού;» ρώτησε τη Λόραλιν όπως κατέβαιναν την ξύλινη σκάλα. «Εδώ αισθάνονταν ασφαλέστεροι να βρεθούμε», απάντησε εκείνη. «Για ποιους μιλάμε τώρα;» της είπε χαλαρά, χαμογελώντας λοξά. Το δικό της χαμόγελο έγινε ακόμη πιο πλατύ. «Α, για ένα ευχάριστο παντρεμένο ζευγάρι, μάλλον μεσοαστούς, οπότε σκέφτηκα πως, αν τους πρότεινα τη λέσχη σου ή κάποιο κυριλέ μπαρ ξενοδοχείου, μπορεί να τους αποθάρρυνα». «Παντρεμένο ζευγάρι;» «Ενδιαφέρον, δε βρίσκεις;» Το υπόγειο δεν είχε ιδιαίτερο κόσμο, έτσι εντόπισαν γρήγορα τον άντρα και τη γυναίκα που κάθονταν νευρικοί σε μια γωνία και κρατούσαν μπροστά τους αντίστοιχα μια μπίρα και ένα χυμό πορτοκάλι. «Πού τους ψάρεψες αυτούς;» ψιθύρισε ο Ντόμινικ.
«Στο διαδίκτυο φυσικά. Όλος ο καλός ο κόσμος στο διαδίκτυο ψάχνεται για σεξ στην εποχή μας». Το είχε κάνει κι ο Ντόμινικ αυτό, αν και του φαινόταν πως είχε περάσει μια ολόκληρη ζωή από τότε. Ο άντρας, κατά τα φαινόμενα σαρανταπεντάρης, φορούσε γκρίζο κοστούμι και μάλλον είχε έρθει κατευθείαν από το γραφείο, ενώ η νεότερη γυναίκα του, μια καστανομάλλα με φράντζα και ωχρή επιδερμίδα, ήταν ντυμένη μ’ ένα κοντό μαύρο φόρεμα, το προβλεπόμενο για τα σαββατόβραδα, με το ντεκολτέ της πιο αποκαλυπτικό του κανονικού. Σήκωσε το κεφάλι της αντιλαμβανόμενη την παρουσία του Ντόμινικ και ένα αχνό χαμόγελο ικανοποίησης εμφανίστηκε στα χείλη της, ενώ το βλέμμα της φωτίστηκε, σαν να διαπίστωνε με ανακούφιση πως τελικά ήταν εμφανίσιμος, όταν εκείνη είχε προετοιμαστεί για κάτι χειρότερο. «Μου αρέσει το πουκάμισό σου», του είπε. «Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω», αναφώνησε η Λόραλιν, προτείνοντας το χέρι της στο ζευγάρι. Μονάχα ο άντρας ανταπέδωσε την κίνηση. Ο Ντόμινικ τον μιμήθηκε. Η χειραψία του άντρα ήταν αδύναμη και ιδρωμένη, η δε γυναίκα συνέχιζε να κάθεται στη θέση της, ελαφρώς αναψοκοκκινισμένη.greekleech.info Το βλέμμα του άντρα είχε καρφωθεί πάνω στην Λόραλιν, που φορούσε ένα λευκό μπλουζάκι μέσα από το οποίο διαγράφονταν οι σκληρές ρώγες της σε στάση προσοχής. Αντί για τζιν παντελόνι, είχε επιλέξει για την περίσταση μια κοντή εφαρμοστή φούστα. Ο
άντρας έμοιαζε ανακουφισμένος, σαν να ανησυχούσε ότι το άτομο με το οποίο είχε συνεννοηθεί μέσω διαδικτύου ήταν στην πραγματικότητα άντρας που συστηνόταν ως γυναίκα, οπότε τώρα ανέπνεε ευκολότερα βλέποντας πως η Λόραλιν ήταν γνήσιο θηλυκό και, όπως υπέθεσε ο Ντόμινικ, ολόιδια με τη φωτογραφία που θα του είχε στείλει. Γυμνή, προφανώς, λαμβάνοντας υπόψη τον έντονα σκανταλιάρικο χαρακτήρα της. Ο Ντόμινικ θεωρούσε πως η συμμετοχή του θα είχε περιγραφεί με μερικά λόγια, καθώς δεν πίστευε πως η Λόραλιν είχε αποθηκευμένες φωτογραφίες του, με ή χωρίς ρούχα, στο φορητό υπολογιστή της. Προφανώς το κυρίως δέλεαρ ήταν η ίδια κι εκείνος είχε συμπληρώσει το πακέτο. «Επίσης», είπε ο τύπος. Κάθισαν στον ξύλινο πάγκο, απέναντι από το ζευγάρι. «Λοιπόν, εσύ είσαι ο Κέβιν», είπε η Λόραλιν, «κι εσύ πρέπει να είσαι η Λιζ, σωστά;» Η νεαρή γυναίκα έγνεψε καταφατικά. Ήταν δυνατό να είχαν δώσει τα πραγματικά τους ονόματα; Ο Ντόμινικ απλώς χαμογέλασε στους δυο τους, ελπίζοντας πως η εμφάνισή του συμβάδιζε με τα όσα είχε υποσχεθεί η Λόραλιν στο ζευγάρι στη διάρκεια των διαδικτυακών τους επαφών. «Εσάς πώς σας λένε;» ρώτησε ο Κέβιν. «Δεν ανέφερες τα ονόματά σας σε κάποιο από τα μηνύματα που έστειλες». «Αχ, έχουν τόση σημασία τα ονόματα;» το προσπέρασε η
Λόραλιν, δίνοντας την απάντηση με τον τόνο της φωνής της. «Μπορείτε να μας λέτε Εκείνος κι Εκείνη, ναι;» «Γιατί όχι;» είπε ο Κέβιν. «Να φέρω κάτι να πιείτε;» Ο Ντόμινικ παρέμεινε σιωπηλός. Εξακολουθούσε να μην ξέρει τι είχε κανονίσει η Λόραλιν με το ζευγάρι. Άραγε ο Κέβιν και η Λιζ έκαναν τα πρώτα τους βήματα στην ανταλλαγή συντρόφων; Μάλλον. Ο Κέβιν πήγε στο μπαρ για να φέρει τα ποτά. «Λοιπόν, με τι ασχολείσαι, Λιζ;» ρώτησε η Λόραλιν. «Γραμματέας είμαι». «Πολύ ενδιαφέρον». Η Λόραλιν φλερτάρισε χαμογελώντας της. «Πρώτη σου φορά, αν δεν κάνω λάθος». Η νεαρή γυναίκα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά, στρέφοντας το βλέμμα της στον Ντόμινικ. «Δική του ιδέα ή δική σου;» συνέχισε η Λόραλιν. «Χμ... και των δυο μας», απάντησε εκείνη και ανακάθισε νευρικά στη θέση της. «Έλα τώρα, σοβαρά;» Η Λιζ κατένευσε, όμως ο Ντόμινικ δεν πείστηκε. Τα ποτά έφτασαν. Ακολούθησε μια σύντομη, αμήχανη σιωπή. Αργότερα η Λόραλιν είπε στον Ντόμινικ ότι αυτές οι καταστάσεις κάθε άλλο παρά ασυνήθιστες ήταν. Πολλοί άντρες φαντασιώνονταν να δουν έναν άλλο άντρα να πηδάει τις συζύγους ή τις συντρόφους τους, ωθούμενοι είτε από μια βαθιά ριζωμένη τάση προς την ηδονοβλεψία είτε από την
επιθυμία να ταπεινωθούν. Αυτό αναζητούσε ο Κέβιν στην ιστοσελίδα όπου συναντήθηκε με τη Λόραλιν.greekleech.info Ίσως το γεγονός ότι η Λόραλιν, μια άλλη γυναίκα, θα συμμετείχε και θα ήταν παρούσα να λειτουργούσε ως ασφαλιστική δικλίδα ή ενδεχομένως να επέτεινε ακόμη περισσότερο την ταπείνωση που προκαλούνταν από το όλο σκηνικό. Ο Ντόμινικ δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το τι επιδίωκε η Λιζ από αυτή τη συνάντηση. Το ζευγάρι είχε συμφωνήσει να κλείσει ένα δωμάτιο σε ένα μικρό ξενοδοχείο στο γειτονικό Μπλούμσμπερι, όπου και κατέληξαν τελικά, μετά από αρκετά ακόμη ποτά, με τη Λιζ να εγκαταλείπει το χυμό και να περνά σύντομα στο αλκοόλ. Η Λόραλιν προφανώς είχε ξεκαθαρίσει στον Κέβιν τους κανόνες εκείνης της βραδιάς προτού συμφωνήσει να συναντηθούν, και λογικά εκείνος θα είχε συζητήσει τις λεπτομέρειες με τη Λιζ. Οι χειροπέδες τις οποίες είχε φυλάξει στο συρτάρι του κομοδίνου και τις οποίες παρέδωσε με την άφιξή τους στη Λόραλιν είχαν γούνινη επένδυση. Ροζ γούνα. Η Λόραλιν έσκασε στα γέλια. «Καλά, αυτές πού τις βρήκες; Σε κανένα sex shop του Έσεξ;» Το πρόσωπό του Κέβιν κοκκίνισε. Δεν περίμενε πως η ταπείνωση θα ήταν, εκτός των άλλων, και φραστική. Η Λιζ, που είχε καθίσει στη γωνία του κρεβατιού με το που
μπήκαν στο στενό δωμάτιο του ξενοδοχείου, συνέχιζε να ρίχνει διερευνητικές ματιές στον Ντόμινικ, αποφεύγοντας παράλληλα να κοιτάξει τον κάπως φοβισμένο πλέον σύζυγό της. Ήταν ελαφρώς ξαναμμένη, μια και το είχε παρακάνει με τα τζιν με τόνικ, τα οποία κατέβαζε το ένα μετά το άλλο στην παμπ, για να πάρει θάρρος προτού μεταφερθεί η δράση στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Η Λόραλιν πέταξε από πάνω της το δερμάτινο μπουφάν της και στράφηκε στον Κέβιν, ο οποίος είχε παγώσει. «Λοιπόν, τι περιμένεις;» Εκείνος την κοίταξε απορημένος, σαν να μην καταλάβαινε τι εννοούσε. «Βγάλε τα ρούχα σου. Αυτή τη στιγμή!» απαίτησε η Λόραλιν. Το σώμα του ήταν ωχρό και λεπτό. Η Λόραλιν επέμεινε να μη βγάλει τις μαύρες κάλτσες του, που του έφταναν λίγο πάνω από τον αστράγαλο. Της φάνηκε πως έτσι έμοιαζε ακόμη πιο γελοίος. Τον διέταξε να καθίσει και του πέρασε τις χειροπέδες. Τον έδεσε στη μοναδική καρέκλα του δωματίου και τον έστριψε έτσι ώστε να βλέπει το κρεβάτι. Η Λιζ καθόταν στη γωνιά της, ολοένα και πιο ανήσυχη, νευρική. Είχε τα γόνατά της κολλημένα μεταξύ τους και μια στάλα ιδρώτα είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μέτωπό της, καθώς συνειδητοποιούσε ότι είχαν φτάσει στο σημείο χωρίς επιστροφή. «Όλη δική σου, Ντι», είπε η Λόραλιν.
Ο Ντόμινικ κοίταξε τη Λιζ. «Έλα εδώ», είπε απαλά στη νεαρή γυναίκα. Εκείνη σηκώθηκε. Της έριχνε ένα ολόκληρο κεφάλι. Την έπιασε από το πιγούνι και έφερε τα χείλη της πάνω στα δικά του. Μπορούσε ακόμη να γευτεί το τζιν στην ανάσα της. Και να μυρίσει το σαμπουάν με το οποίο πρέπει να είχε λούσει τα μαλλιά της νωρίτερα εκείνο το απόγευμα. Ένα ελαφρύ τρέμουλο διέτρεξε το σώμα της μόλις ήρθαν σε επαφή. Μαγκώθηκε για λίγο κι ύστερα μαλάκωσε, παραδομένη στο χαλαρωτικό άγγιγμα των χειλιών του. Με την άκρη του ματιού του ο Ντόμινικ μπορούσε να διακρίνει ένα πλατύ χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπο της Λόραλιν έτσι όπως στεκόταν πίσω από την καρέκλα πάνω στην οποία είχε ακινητοποιήσει τον Κέβιν και περνούσε αφηρημένα τα μακριά δάχτυλά της ανάμεσα στα μαλλιά του ανακατεύοντάς τα. Αυτό του προκαλούσε ολοφάνερα ακόμη μεγαλύτερη δυσφορία, καθώς η χωρίστρα του στο πλάι εξαφανίστηκε και ο ίδιος κατέληξε παιχνιδάκι στα χέρια της Λόραλιν, με τα μάτια γουρλωμένα. Νιώθοντας τις αντιστάσεις της Λιζ να καταρρέουν ενώ οι γλώσσες τους συναντιόντουσαν, ο Ντόμινικ κατέβασε με αργές κινήσεις τις παλάμες του στην πλάτη της σταματώντας στα οπίσθιά της, μετρώντας το σφρίγος της επιδερμίδας της και την αντίδρασή της στο άγγιγμά του. Τα στόματά τους χωρίστηκαν για λίγο κι εκείνη αναστέναξε βαθιά. Κι έκλεισε τα μάτια της.
Το αριστερό του χέρι αναζήτησε το πλαϊνό φερμουάρ που θα άνοιγε το μαύρο της φόρεμα. «Επίτρεψέ μου», είπε η Λόραλιν και πέρασε γύρω τους, αφήνοντας το δέσμιο σύζυγο, που τα αχτένιστα μαλλιά του στεφάνωναν πλέον τα χάλια του, ανήμπορο θεατή, ακινητοποιημένο στην καρέκλα του. Το φερμουάρ αποδείχτηκε πως βρισκόταν στην πλάτη του φορέματος. Η Λόραλιν πήρε θέση πίσω από τη Λιζ και άνοιξε το φόρεμα δαγκώνοντάς της συγχρόνως παιχνιδιάρικα το αφτί, με το στόμα της σε απόσταση αναπνοής από τα χείλη του Ντόμινικ. Η νεαρή παντρεμένη γυναίκα ρίγησε έτσι όπως ήταν στριμωγμένη ανάμεσά τους. Το βλέμμα του συζύγου της ήταν καρφωμένο πάνω στο τρίο. Έμοιαζε να παρακολουθεί συνεπαρμένος τη σκηνή. Πόσο τον είχε προετοιμάσει η Λόραλιν για όσα συνέβαιναν τώρα; «Χέρια;» είπε η Λόραλιν κοφτά, οπότε η Λιζ σήκωσε τα χέρια της ψηλά κι η Λόραλιν της έβγαλε το φόρεμα, έτσι που το φτηνό ύφασμα τρίφτηκε ανάμεσα στα πρόσωπα της νεαρής γυναίκας και του Ντόμινικ. Ο Ντόμινικ έκανε ένα βήμα πίσω. Η κοπέλα, με την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, στεκόταν αναψοκοκκινισμένη, μόνο με τα εσώρουχα και τις ψηλές κάλτσες της. «Για να σε δούμε ολόκληρη», τη διέταξε η Λόραλιν. Η Λιζ έλυσε το σουτιέν της κι ύστερα έσκυψε, ισορροπώντας με
κάποια δυσκολία πάνω στα ψηλά τακούνια της, για να κατεβάσει το ασορτί σλιπάκι. Έμεινε με τις λεπτές κάλτσες, και η Λόραλιν δεν επέμεινε να τις βγάλει. Ο Ντόμινικ την παρατήρησε. Γεμάτοι μηροί, αλλά λεπτός κορμός, στήθη με ερεθισμένες θηλές και ξυρισμένη ηβική χώρα, όπου μια γραμμή κατέληγε στα χείλη της, τρυπημένος αφαλός κι ένας ασημένιος σταυρός στο λαιμό της. Γκρίζα μάτια, κατακλυσμένα από ερωτήσεις. Ένα αόρατο βάρος έφυγε από τους ώμους του Ντόμινικ μόλις η Λιζ αποκαλύφθηκε. Τα σώματα των γυναικών είχαν αυτή την επίδραση πάνω του, θεριεύοντας μέσα του μια παλίρροια τρυφερότητας.greekleech.info Από νεαρή ηλικία τον επηρέαζε το θέαμα των γυναικών, από τη στιγμή που είχε ανταλλάξει δύο αυτοκινητάκια στο σχολείο για μια τράπουλα που έδειχνε χυμώδεις γυμνίστριες να παίζουν και να χαλαρώνουν στην παραλία, με τα γεννητικά τους όργανα να έχουν ρετουσαριστεί, έτσι που περισσότερο θύμιζαν αρχαία ελληνικά αγάλματα παρά γυναίκες από σάρκα και οστά. Προφανώς είχε ερεθιστεί, όμως η κυρίαρχη αίσθηση ήταν πρώτα απ’ όλα αυτή του δέους και του θαυμασμού. Κι αυτό εξακολουθούσε να ισχύει μέχρι σήμερα. Ήξερε, το ένιωσε στην ψυχή και στα λαγόνια του, πως θα έμενε για πάντα σκλάβος στη θέα του γυμνού γυναικείου σώματος. Την αναπόλησή του διέκοψε η Λόραλιν, βουτώντας τη Λιζ από τα μαλλιά για να την τραβήξει στο κρεβάτι. Πέρασε το
χέρι της ανάμεσα στους μηρούς της κοπέλας. «Είναι αρκετά υγρή, Κέβιν, οφείλω να το πω», σχολίασε, ρίχνοντας μια ματιά στον ακινητοποιημένο σύζυγό της, ο οποίος καθόταν ανήμπορος στην καρέκλα, λίγα βήματα παραπέρα. «Λοιπόν, αυτό ήθελες, έτσι δεν είναι;» Ο Κέβιν παρέμεινε σιωπηλός. Η Λόραλιν κοίταξε τον κρεμασμένο πούτσο του. «Τη γυναίκα σου θα τη γαμήσει ένας άλλος άντρας κι εσύ ούτε να καυλώσεις δεν μπορείς! Αξιοθρήνητος...» Βλέποντας το παιχνίδι της, ο Ντόμινικ αισθάνθηκε αμήχανα. Δηλαδή τώρα έπρεπε να ξεντυθεί και να αποδώσει γνωρίζοντας ότι τον παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο ο σύζυγος της γυναίκας, αλλά και το άγρυπνο μάτι της Λόραλιν; Θυμήθηκε εκείνη τη φορά με τη Σάμερ, όταν είχε την αφελή έμπνευση να καλέσει τον Βίκτορ στο σπίτι. Τον άντρα στον οποίο κακώς επέδειξε τη Σάμερ, εκείνη την τρομερή φορά, κι ο οποίος στη συνέχεια πρόδωσε την εμπιστοσύνη του και την ξελόγιασε, εκμεταλλευόμενος αυτό που ο Ντόμινικ εξακολουθούσε να θεωρεί πως ήταν ο πόνος της. Όμως, με κάποιο τρόπο, η αίσθηση ήταν διαφορετική, καθώς είχε διαγράψει από το νου του την παρουσία του άλλου άντρα – τόσο λυσσώδες ήταν το πάθος του για τη Σάμερ εκείνη τη μοιραία μέρα. Η Λόραλιν σηκώθηκε και τον πλησίασε, περνώντας τρυφερά την παλάμη της πάνω από το μάγουλό του. «Το
δώρο μου για σένα, Ντι», είπε. «Φρόντισε να μας κάνεις όλους περήφανους, εντάξει;» Ο Ντόμινικ άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του, ξέροντας πως όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω του. «Δική του ήταν η ιδέα, ε;» ρώτησε τη Λιζ. Όταν εκείνη έγνεψε καταφατικά, ο Ντόμινικ την τράβηξε προς το μέρος του, έτσι ώστε η γυναίκα να μπορεί να βλέπει το σύζυγό της ή να αντιλαμβάνεται τις αντιδράσεις του. Έμοιαζε χαμένη, κι ο Ντόμινικ κατακλύστηκε από ένα κύμα πάθους γι’ αυτή. Την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε ξανά. Αυτή τη φορά αργά, νωχελικά, λαίμαργα. Μετέτρεπε έτσι την όλη τελετουργία του πόθου σε κάτι απόλυτα προσωπικό, εξαφανίζοντας την παρουσία των άλλων από το κουκούλι μέσα στο οποίο κινούνταν οι δυο τους. Ολοκλήρωσε το γδύσιμό του. Με την άκρη του ματιού του, όπως μετακινούσε τη Λιζ πιο πάνω στο κρεβάτι, στην καλύτερη θέση για να τον πάρει μέσα της, διέκρινε φευγαλέα το χαμόγελο της Λόραλιν. Μια βουβή ενθάρρυνση από την τελετάρχισσα. Άνοιξε τα πόδια της Λιζ αποκαλύπτοντάς την και δοκίμασε γαργαλιστικά την υγρασία της με την άκρη του, προτού αρχίσει να την τρυπάει, πόντο πόντο, βασανιστικά, ατελείωτα, σε μια προσπάθεια να κάνει αυτή την κρίσιμη στιγμή να κρατήσει για πάντα, μέχρι που μπήκε ολόκληρος μέσα της. Ήταν καυτή. Σφιχτή. Ένιωθε ήδη το βογκητό της,
τον ήχο που ξεκινούσε βαθιά μέσα από τους πνεύμονές της σε κάθε του κάρφωμα ανηφορίζοντας προς το λαρύγγι της. Άκουσε κάποιον να παίρνει κοφτή ανάσα πίσω του, τη Λόραλιν ή τον Κέβιν, δεν είχε πια καμία σημασία. Τα δυνατά χέρια του άρπαξαν τη μέση της νεαρής παντρεμένης γυναίκας και την έσφιξαν γερά, ώσπου οι κινήσεις τους συγχρονίστηκαν άψογα. Η στάση της Λιζ ήταν περίεργη, παθητική, τέτοια που δεν κατόρθωνε να ερεθίζει τον Ντόμινικ. Ήταν σχεδόν το αντίθετο της υποταγής και δεν του πρόσφερε την παραμικρή αίσθηση κυριαρχίας. Έβγαζε μια αδρανή μαλθακότητα, μια έλλειψη πάθους και μια συστολή στην αντίδρασή της. Η Λόραλιν τους πλησίασε, έχοντας αντιληφθεί την έλλειψη έντασης, και πέρασε την παλάμη της πάνω από το ζεστό μάγουλο της Λιζ. «Απόλαυσέ το. Αφέσου», της ψιθύρισε στο αφτί. Το σώμα της γυναίκας χαλάρωσε για λίγο κι ύστερα τινάχτηκε, είτε εξαιτίας της ενθάρρυνσης της Λόραλιν είτε από το συνδυασμό αυτής της παρέμβασης και των συνεχιζόμενων, δυνατών κινήσεων του Ντόμινικ. Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της κι ο Ντόμινικ αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στο μαλακό κορμί της, καθώς επέτρεπε επιτέλους στον ερεθισμό της να κυριαρχήσει στο σώμα και το μυαλό της. Έχοντας διώξει ολότελα από το νου της την όλη κατάσταση, το σκηνικό και τον ανήμπορο σύζυγό της εκεί
παραδίπλα, η Λιζ τινάχτηκε πάνω στον πούτσο του Ντόμινικ προσκαλώντας τον μέσα της, καρφώνοντας λαίμαργα το κορμί της πάνω του, σχεδόν με μανία, σαν να είχε στερηθεί την ηδονή από καιρό με τον Κέβιν και τώρα ήταν αποφασισμένη να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να το απολαύσει. Τόσο η Λόραλιν όσο και ο Ντόμινικ, παρατηρώντας την αλλαγή που την κυρίευε, χαμογέλασαν. Το δωμάτιο ζεστάθηκε. Ακινητοποιημένος στην καρέκλα του, ο Κέβιν παρακολουθούσε αμίλητος τη γυναίκα του να γλυκαίνεται από τα τινάγματα του Ντόμινικ, τις κινήσεις της να γίνονται όλο και πιο φρενιασμένες έτσι όπως παλουκωνόταν πάνω του, ξανά και ξανά, με τις ανάσες της να γίνονται κοφτές και το πρόσωπό της να συσπάται στα κύματα ηδονής που τη διέτρεχαν, αυξάνοντας τη ροή της υγρασίας της. Ο αυξανόμενος ενθουσιασμός της ερέθισε τον Ντόμινικ. Την έπιασε από τη μέση και ενορχήστρωσε το ρυθμό των ανάποδων καρφωμάτων της πάνω του, νιώθοντας τον πούτσο του να σκληραίνει ακόμη περισσότερο μέσα της, να την ανοίγει, να τη γεμίζει. Ακούστηκε μια πνιχτή κραυγή, που ξεκίνησε από το βάθος του λαρυγγιού της και έσβησε στο κατώφλι των χειλιών της, καθώς τελείωνε με ένα σπασμό. Ο Κέβιν χλόμιασε. Ο Ντόμινικ αναρωτήθηκε αν αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχε δει τη γυναίκα του να φτάνει στην κορύφωση.
Αφού τελείωσε με τη σειρά του και απαλλάχτηκε από το απαραίτητο προφυλακτικό, πετώντας το στο κλασικό πλεχτό καλάθι του δωματίου, παρατήρησε πόσο απογοητευμένος έστεκε ο Κέβιν δίπλα στον τοίχο, δεμένος ακόμη στην καρέκλα του, σαν να μην ήταν σίγουρος αν αυτό που είχε παρακολουθήσει ήταν το θέαμα που ονειρευόταν (ή μήπως φοβόταν;). Κι ο Ντόμινικ αναρωτήθηκε πώς θα ζούσε το ζευγάρι με τούτη την ανάμνηση. Πεσμένη πλέον, η Λόραλιν ξεκλείδωσε τις ροζ χειροπέδες και έδωσε στον Κέβιν τα ρούχα του, την ώρα που η Λιζ ανασηκωνόταν διστακτικά στο κρεβάτι, σχεδόν ζαλισμένη, όχι τόσο ως αποτέλεσμα των περιποιήσεων του Ντόμινικ –το ήξερε κι ο ίδιος άλλωστε– όσο επειδή άρχιζε να συνειδητοποιεί τι είχε κάνει.greekleech.info Το ζευγάρι εξακολουθούσε να ντύνεται σιωπηλά όταν η Λόραλιν και ο Ντόμινικ έφυγαν από το δωμάτιο και βρέθηκαν στο μισοσκόταδο του κεντρικού διαδρόμου του μικρού ξενοδοχείου, με τους ξεθωριασμένους τοίχους και τις απροσδιόριστου χρώματος μοκέτες. Έξω, τα δέντρα δίπλα στο Βρετανικό Μουσείο θρόιζαν στο αεράκι που φυσούσε κι ο Ντόμινικ άρχισε να ψάχνει για ταξί. «Αχ, Λόραλιν», είπε, την ώρα που εκείνη έκλεινε το φερμουάρ του δερμάτινου μπουφάν της για να προφυλαχτεί από την ψύχρα της βραδιάς, «κάποια μέρα οι σκανταλιές σου θα μας βάλουν σε μπελάδες».
«Το ξέρω», συμφώνησε εκείνη. «Όμως δεν ήταν χαριτωμένη η γυναικούλα του;» «Αφού την έβρισκες χαριτωμένη, ίσως θα έπρεπε να παίξεις εσύ μαζί της», απάντησε ο Ντόμινικ. «Μου πέρασε από το μυαλό, αλλά όταν έκλεινα τη συμφωνία για το σκηνικό με τον αντρούλη της, ήταν κάθετος πως δεν έπρεπε να υπάρξει καμία γυναικεία συμμετοχή». «Αλήθεια;» «Βεβαίως. Δεν το πρόσεξες όταν πέρασα το χέρι μου ανάμεσα στα πόδια της που κόντεψε να πεταχτεί από την καρέκλα; Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο προκατειλημμένοι...» «Είσαι πραγματικός διάβολος, Λόραλιν», σχολίασε ο Ντόμινικ ενώ σταματούσε ένα ταξί μπροστά τους. «Καλύτερα διάβολος παρά βαρετή, πιστεύω». Γέλασε. Τα μικρά ιντερλούδια της Λόραλιν ήταν αρκετά ευχάριστα, όμως δεν έκαναν καμία απολύτως διαφορά όταν ο Ντόμινικ ερχόταν και πάλι αντιμέτωπος με την οθόνη του υπολογιστή, επιχειρώντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις και ιδέες χωρίς να τον πλημμυρίσουν οι αναμνήσεις της Σάμερ. Η μνήμη του έμοιαζε με σκληρό δίσκο, τόσο γεμάτο με αισθήματα και εικόνες, που κόντευε να τιγκάρει, και πλέον αδυνατούσε να επεξεργαστεί άλλα στοιχεία, να τα κατανείμει με ψύχραιμο τρόπο. Όλες οι γυναίκες που είχε γνωρίσει, η Σάμερ και όλες οι προηγούμενες, ήταν παρούσες, διεκδικούσαν την προσοχή
του, ένα ψήγμα καλοσύνης, και δεν υπήρχε τρόπος να διαγράψει καμιά τους. Αποτελούσαν πια κομμάτι του εαυτού του, ήταν τα στοιχεία που τον είχαν διαμορφώσει. Αμέσως μόλις έγραφε για κάποια από αυτές, ελπίζοντας πως μια καταγραφή των χαρακτηριστικών της, του χρώματος των ματιών της ή του τρόπου που μιλούσε ή κινούνταν, βγαλμένη ελεύθερα από το υποσυνείδητο, θα μπορούσε να μετατραπεί στο σπόρο μιας ιστορίας, εκείνη άλλαζε μορφή και γινόταν μια άλλη, κι ύστερα μια άλλη, ώσπου ο Ντόμινικ έχανε κάθε ίχνος πλοκής απ’ όπου επιχειρούσε να κρατηθεί. Πέρασε τον υπολογιστή του σε κατάσταση αναμονής, παραδίδοντας τη μισογραμμένη σελίδα στην πολύχρωμη γαλαξιακή έκρηξη του screensaver, και σηκώθηκε για να απομακρυνθεί από το γραφείο. Ρίχνοντας μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο, διαπίστωσε πως ο ουρανός σήμερα ήταν γκρίζος αλλά καθαρός, δε φαίνονταν σημάδια επικείμενης βροχής. Έτσι, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα, για να καθαρίσει το μυαλό του. Το Χιθ ήταν προφανής προορισμός. Η ώρα ήταν περασμένη και οι πρωινοί δρομείς είχαν λιγοστέψει και υστερούσαν κατά πολύ συγκριτικά με τους ενήλικες που έσπρωχναν καροτσάκια ή έσερναν πίσω τους φασαριόζικα παιδιά ή με τους συνταξιούχους που περπατούσαν χαλαρά δίπλα στις λίμνες, χάζευαν τις πάπιες και τις τάιζαν, παρά τις πινακίδες που τους ζητούσαν να μην το κάνουν. Περνώντας από τη δεύτερη λιμνούλα που
ανοιγόταν παρακάτω, ο Ντόμινικ πήρε το πρώτο μονοπάτι και τράβηξε αφηρημένος προς τη στενή γέφυρα που ένωνε τούτο το κομμάτι με τις μεγαλύτερες περιοχές του πάρκου. Αυτό ήταν που του άρεσε τόσο πολύ στο Λονδίνο: τα αμέτρητα μέρη που είχε τη δυνατότητα να ανακαλύψει κανείς σε απόσταση λίγων λεπτών από τον κεντρικό δρόμο, σχεδόν παντού, εκεί όπου μπορούσες να βρεθείς ανάμεσα στα δέντρα, αθέατος, σε ένα φιλόξενο καταφύγιο πρασινάδας και φύσης. Τα μέρη αυτά είχαν ένα σχεδόν κρυφό χαρακτήρα που τον συγκινούσε ιδιαίτερα, ανέδιδαν μια αίσθηση ησυχίας και απομόνωσης, στην καρδιά της αστικής ζούγκλας. Ένα σημείο που προσφερόταν για μυστικά. Ακολούθησε διαφορετική κατεύθυνση, επιλέγοντας ενστικτωδώς την παρηγοριά ενός στριφογυριστού, οριακά ορατού χωματόδρομου, όπου οι πυκνές φυλλωσιές των δέντρων έκρυβαν τον ουρανό. Μια δρομέας πλησίασε τρέχοντας προς το μέρος του, οπότε εκείνος παραμέρισε για να της δώσει προτεραιότητα στο στενό μονοπάτι. Εκείνη τον ευχαρίστησε με ένα κοφτό νεύμα του κεφαλιού. Ήταν μια κοπέλα με μαύρο κολάν κι έναν αταίριαστο χρωματικό συνδυασμό σμαραγδένιου σατινέ σορτς και χοντρού βαθυπράσινου φούτερ. Τα σκούρα ξανθά μαλλιά της ήταν πιασμένα σφιχτά με ένα λαστιχάκι και η αλογοουρά της αναπηδούσε πίσω της, συνοδεύοντας με υπέροχο συγχρονισμό την κίνηση του στήθους της, παρά τον προφανή περιορισμό του αθλητικού σουτιέν της. Όπως πέρασε δίπλα
του, ο Ντόμινικ άκουσε μια ψιλή μελωδία από τα ακουστικά της, προτού σβήσει τελείως όταν η γυναίκα απομακρύνθηκε τρέχοντας. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, ήθελε να μάθει τι μουσική άκουγε. Το θεωρούσε σημαντικό. Σταμάτησε και κάθισε να χαλαρώσει πάνω σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου, επιτρέποντας στη φευγαλέα ανάμνηση του στήθους της κοπέλας και στο ληθαργικό ρυθμό των κινήσεών της να τον συντροφέψουν για λίγο. Άραγε να ήταν νοσοκόμα από το γειτονικό νοσοκομείο, φοιτήτρια ίσως, ή μήπως νοικοκυρά, τραπεζικός, υπάλληλος καταστήματος ή γραφείου; Οι πιθανότητες ήταν αμέτρητες. Χιλιάδες φαντασιώσεις ξεχύθηκαν στο νου του. «Σταμάτα», «Γδύσου», «Αποκαλύψου μπροστά μου»... Όχι να τη βάλει απλώς να γδυθεί, αλλά με κάποιο τρόπο να αποκαλύψει τι υπήρχε κάτω από την επιδερμίδα της, τι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της... Όπως είχε επιχειρήσει κάποτε να κάνει με τη Σάμερ. Όλα τόσο παράλογα. Έδιωξε γρήγορα τούτες τις σκέψεις από το νου του. Σήκωσε τους ώμους, στάθηκε όρθιος και προχώρησε. Όμως οι αναμνήσεις της Σάμερ επέμεναν. Η επιφυλακτικότητά της την πρώτη φορά που συναντήθηκαν. Η πρότασή του, το κονσέρτο που είχε δώσει εδώ, μόνο για εκείνον. Η φλόγα και το πάθος που τη σάρωνε ενώ κρατούσε το βιολί της, κατακλύζοντας το Χιθ με τη μουσική της. Εκείνη η εξέδρα μουσικής. Ήθελε να βρει ξανά εκείνη την
εξέδρα. Το μέρος όπου είχε παίξει η Σάμερ, μια βαθιά ριζωμένη εικόνα που του ήταν αδύνατο να κρατήσει μακριά από τη σκέψη του. Το τοπίο, τα χρώματα του γρασιδιού και του ουρανού, η όψη του προσώπου της ενώ χανόταν στη μουσική της. Η Σάμερ να παίζει στην εξέδρα μουσικής μέσα στο πάρκο: το χαμένο του αριστούργημα. Προχώρησε μέσα στο πάρκο, διέκρινε μια αμυδρή υποψία αφύσικου χρώματος στο βάθος. Κινήσεις. Σιλουέτες, πέρα από το τείχος των δέντρων που λιγόστευαν. Βαδίζοντας προσεκτικά, φροντίζοντας ώστε τα ρούχα του να μην πιαστούν στους γύρω θάμνους, έφτασε στο ξέφωτο. Παιδιά έτρεχαν ολόγυρα, ποδήλατα κινούνταν στα γύρω μονοπάτια, και στο βάθος η σαν κιόσκι εξέδρα. Ανηφορίζοντας στο λοφίσκο που οδηγούσε στην κατασκευή από τσιμέντο και σίδερο, ένιωσε τις πρώτες σταγόνες βροχής, καθώς ο ουρανός ξεσπούσε την οργή του. Κάτω από τη στέγη της εξέδρας είχε συγκεντρωθεί μια ετερόκλητη ομάδα από νταντάδες, κουρασμένες μανάδες και άτακτα παιδιά, παρακολουθώντας αδιάφορα την καταιγίδα. Μία από τις μητέρες σε μια γωνία, με την μπλούζα της ξεκούμπωτη, πρόσφερε το στήθος της σε ένα μωρό. Το κεφαλάκι του βρέφους ήταν σχεδόν άτριχο και η επιδερμίδα του ντελικάτα ροδαλή, ενώ το προσωπάκι του είχε σφιχτεί, σε μια παρωδία είτε απόλυτης αυτοσυγκέντρωσης είτε απλώς ύπνου. Ο Ντόμινικ κάθισε και τους χάζευε, βαθιά
γοητευμένος, μέχρι τη στιγμή που η μητέρα τον αντιλήφθηκε που τους κοίταζε και του έριξε μια φαρμακερή ματιά. Αναγκάστηκε να απομακρυνθεί, να επιστρέψει στο ξέφωτο και στη βροχή, θυμωμένος με τον εαυτό του και εκνευρισμένος από το γεγονός πως πλέον ήταν υποχρεωμένος να μοιράζεται τη μαγεία αυτού του σημείου με όλους εκείνους τους ξένους. Η Λόραλιν είχε φέρει παρέα επιστρέφοντας από την έξοδό της το προηγούμενο βράδυ. Παρόλο που το υπνοδωμάτιό της βρισκόταν σε άλλο όροφο του σπιτιού, ο Ντόμινικ ξαγρύπνησε το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας από τους θορύβους που αναπόφευκτα έκαναν οι δύο γυναίκες: πνιχτά βογκητά, ξαφνικές τσιρίδες, σιγανά γουργουρητά ηδονής ή πόνου, ακατάληπτες λέξεις που έβγαιναν σαν ψίθυροι ή επιφωνήματα σε στιγμές κορύφωσης, μια ολόκληρη συμφωνία διαρκούς πάθους. Διέκρινε φευγαλέα τη συντροφιά της Λόραλιν όπως κατέβαινε να πάρει το πρωινό του την επόμενη μέρα, την ώρα που η κοπέλα έφευγε. Goth χτένισμα, μαλλιά βαμμένα κατάμαυρα και κομμένα κοντά ερασιτεχνικά με στομωμένο ψαλίδι, ένα τσόκερ απ’ όπου κρεμόταν ένα ασημένιο κρανίο, σαν κολάρο που χώριζε το κεφάλι της από το υπόλοιπο σώμα της, και διάφορα ξεθωριασμένα τατουάζ που κατηφόριζαν από πάνω μέχρι κάτω στο δεξί της πόδι. Ο Ντόμινικ χάρηκε που δεν του πρότεινε η Λόραλιν να τους
κάνει παρέα. Η Λόραλιν, αφού συνόδευσε τη φίλη της μέχρι την πόρτα, φορώντας μονάχα ένα σατινέ εσώρουχο κι ένα ξεκούμπωτο αντρικό πουκάμισο, επέστρεψε στην κουζίνα και έδωσε στον Ντόμινικ μια κούπα φρέσκου καφέ. «Καινούρια;» τη ρώτησε εκείνος όπως έπαιρνε τον καφέ. «Ναι. Την πέτυχα σε μια συναυλία», απάντησε η Λόραλιν. «Δεν την έκοψα για φίλη της κλασικής μουσικής», σχολίασε ο Ντόμινικ. «Μπα. Ροκ εν ρολ, φίλε. Έκανε παρέα με κάτι τύπους με τους οποίους είχα συνεργαστεί παλιότερα. Neo punk, ή πώς αλλιώς αυτοαποκαλούνται. Με προσκάλεσαν να τους δω να παίζουν στο Κάμντεν. Ε, ήταν κι αυτή, και, ξέρεις» –ένα πονηρό χαμόγελο απλώθηκε στα γεμάτα χείλη της– «το ένα έφερε το άλλο». «Η ποικιλία των προτιμήσεών σου δε θα πάψει ποτέ να με εντυπωσιάζει», επισήμανε εκείνος. «Είμαι πρόθυμη να δοκιμάσω τα πάντα από μία φορά», δήλωσε η Λόραλιν. «Όμως ήξερα πως δεν ήταν ο τύπος σου, οπότε δεν επιχείρησα να σε ξυπνήσω». «Και γι’ αυτό θα σου είμαι αιώνια ευγνώμων...» Παραλίγο να φτύσει τον καφέ του. Η Λόραλιν είχε ξεχάσει να προσθέσει ζάχαρη. «Πρόσεχε...» «Λοιπόν, τι κάνεις σήμερα;» τη ρώτησε. «Πρέπει να είμαι στο στούντιο στο Γουίλεσντεν από τις
δώδεκα και μετά. Είμαι κλεισμένη για την υπόλοιπη εβδομάδα. Τα παιδιά της μπάντας δε φαίνεται να έχουν αποφασίσει τι είδους ήχο γυρεύουν. Ο μόνος λόγος που χρειάζονται ένα τσέλο είναι επειδή ο μπασίστας επιμένει να υπάρχει στο κομμάτι ένα χρώμα που να θυμίζει το “Eleanor Rigby” των Beatles, τρέχα γύρευε τώρα». Ο Ντόμινικ περιορίστηκε να κατανεύσει αντιμέτωπος με τη χειμαρρώδη απάντησή της. «Εύκολα φράγκα», συνέχισε η Λόραλιν. «Δεν παραπονιέμαι. Την περισσότερη ώρα κάθομαι και διαβάζω περιοδικά, αλλά πληρώνομαι κανονικά. Εσύ; Προχωράει το καινούριο βιβλίο;» Ο Ντόμινικ είχε πάρα πολύ καιρό να ακούσει το εν λόγω κομμάτι των Beatles και στην αρχή δεν ήταν σίγουρος αν περιλάμβανε πράγματι τσέλο. Μήπως ήταν κάποιο άλλο έγχορδο; «Μπα, όχι ιδιαίτερα», παραδέχτηκε σχετικά με το βιβλίο του, με το μυαλό του ξαφνικά αλλού και μουρμουρίζοντας μέσα του το σκοπό του «Eleanor Rigby». Η Λόραλιν πήγε τις άδειες κούπες στο νεροχύτη και άφησε το νερό να τρέξει για λίγο πάνω τους προτού τις βάλει στο πλυντήριο πιάτων. «Αν έχεις τόσες αμφιβολίες γι’ αυτά που γράφεις, θα μπορούσες να με αφήσεις να τους ρίξω μια ματιά. Δε θα βοηθούσε αυτό;» πρότεινε. «Χμμμ...» έκανε ο Ντόμινικ, δήθεν πως έβρισκε την
πρόταση ενδιαφέρουσα. «Μου άρεσε το παριζιάνικο μυθιστόρημα», συμπλήρωσε η Λόραλιν. «Πολύ. Και δεν το λέω επειδή είμαστε φιλαράκια, ξέρεις». Ο Ντόμινικ δεν είχε έτοιμο κάτι που θα αισθανόταν άνετα να της δείξει, όχι ακόμη. Μονάχα μερικές ημιτελείς σκηνές, κάποιες γενικές περιγραφές τυχαίων χαρακτήρων, πληροφορίες για διάφορα μέρη και πράγματα, ερωτικές σκηνές στα όρια της χυδαιότητας, μεταξύ απρόσωπων χαρακτήρων με τους οποίους ούτε καν ο δημιουργός τους δεν μπορούσε να νιώσει κάποιο δέσιμο. Ένα μάτσο χάλια, το ήξερε πολύ καλά. Λες και ο οδικός χάρτης για τη συγγραφή του βιβλίου είχε χαθεί, το τρένο πάνω στο οποίο βρισκόταν απείχε ακόμη χιλιόμετρα από το να φτάσει στο σταθμό. «Πού χάθηκες πάλι;» Η Λόραλιν τον κοιτούσε να στέκεται εκεί αμίλητος, με το μυαλό του να ταξιδεύει αλλού. «Σύνελθε». «Συγνώμη. Αφαιρέθηκα». «Το βιβλίο σκεφτόσουν;» «Μάλλον. Ναι». «Θα μπορούσες να μου μιλήσεις γι’ αυτό, για την ιστορία που ελπίζεις να διηγηθείς. Ίσως έτσι καταφέρεις να συγκροτήσεις καλύτερα τις ιδέες σου». Ο Ντόμινικ συγκράτησε ένα κύμα εκνευρισμού. Η Λόραλιν ήταν μουσικός. Ήξερε πώς να ερμηνεύει, όχι να δημιουργεί.
Τι ήξερε από συγγραφή; Κι αμέσως συνειδητοποίησε πόσο άδικα την αντιμετώπιζε. Εκείνη μονάχα να βοηθήσει προσπαθούσε. «Δεν έχω κάποια ιστορία. Μόνο ένα αόριστο πλαίσιο, πάνω στο οποίο κρεμάω χαρακτήρες και διάφορα μέρη», ομολόγησε. «Απλά δε μου βγαίνει. Ό,τι γράφω μου φαίνεται κοινότοπο, έχει γίνει ήδη αμέτρητες φορές, και σίγουρα καλύτερα. Δυσκολεύομαι. Να βρω μια ιστορία». «Δεν έχεις βρει καν την ιστορία;» επανέλαβε εκείνη, με τα μάτια γουρλωμένα, σαν να άρχιζε μόλις τώρα να συνειδητοποιεί την έκταση της αποτυχίας του. «Ναι», ξεφύσησε εκείνος. Τον γλίτωσε το κουδούνι της εξώπορτας. Από το παράθυρο της κουζίνας διέκρινε ένα κόκκινο φορτηγάκι του ταχυδρομείου, είχε έρθει ένας ταχυδρόμος να παραδώσει κάποιο δέμα. Προφανώς κι άλλα βιβλία απ’ αυτά που είχε παραγγείλει στο πλαίσιο της ανερμάτιστης έρευνάς του. «Ανοίγω εγώ». Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια και υπέγραψε για να παραλάβει το δέμα χωρίς να μπει καν στον κόπο να κοιτάξει το πρόσωπο του άντρα που του παρέδιδε το ελαφρύ πακέτο. Επρόκειτο για έναν ταξιδιωτικό οδηγό για τη νυχτερινή ζωή του Βερολίνου και ένα μυθιστόρημα που διαδραματιζόταν εκεί τη δεκαετία του ’60, βιβλία που είχε αγοράσει με το πάτημα ενός κουμπιού, παρορμητικά, πριν από μία μόλις εβδομάδα, όταν πειραματιζόταν με τη σκέψη να τοποθετήσει
το νέο μυθιστόρημα στη γερμανική πρωτεύουσα. Πράγμα που, μέχρι την επομένη, είχε συνειδητοποιήσει πως ήταν βλακώδης ιδέα, αφού όχι μόνο δεν είχε ταξιδέψει ποτέ στο Βερολίνο, αλλά δε μιλούσε καν γερμανικά. Ακούμπησε το καφετί χαρτονένιο δέμα στο πάτωμα, δίπλα στα λασπωμένα αθλητικά παπούτσια που είχε βγάλει και παρατήσει εκεί επιστρέφοντας από το Χιθ την προηγούμενη μέρα. Η ψηλή και βαριά θήκη του βιολοντσέλου της Λόραλιν έστεκε στη γωνία του διαδρόμου, στολισμένη με ετικέτες, αναμνηστικά ταξιδιών σε ξενοδοχεία μακρινά και κοντινά, πάσα για πρόσβαση στα παρασκήνια και άλλα αυτοκόλλητα που είχε κολλήσει στην επιφάνειά της. Ένα από τα αυτοκόλλητα είχε αρχίσει να ξεκολλά, παρατήρησε ο Ντόμινικ, ένα χαρτί που διαφήμιζε τις χάρες του Royal e Golf Grand Hotel στο Κουρμαγέρ. Πού ήταν αυτό; Κάπου στην Ελβετία ή στην Ιταλία, είχε την εντύπωση. Πότε είχε πάει εκεί η Λόραλιν; Ήταν χιονοδρομικό κέντρο, άρα μάλλον απίθανο να διέθετε δραστήρια μουσική σκηνή. Μήπως να τη ρωτούσε. Με την περιέργειά του να έχει αφυπνιστεί, συνέχισε να κοιτάζει τη συλλογή από ετικέτες που στόλιζαν τη θήκη του βιολοντσέλου. Οι ιδέες πηγάζουν από το πουθενά. Δεν έχουν λογική. Σκάνε απροειδοποίητα μπροστά σου. Χωρίς αρχή, μέση και τέλος.
Ήταν λες και κάτι κούμπωσε μέσα του. Το μουσικό όργανο. Τα ταξίδια του. Η ιστορία πίσω απ’ όλα εκείνα τα αυτοκόλλητα, τα ονόματα ξενοδοχείων, τις ετικέτες και τα σκισμένα υπολείμματα από τα χαρτιά που κολλούσαν οι αεροπορικές εταιρείες. Εκεί κρυβόταν η ιστορία του. Αυτή που μέχρι εκείνη τη στιγμή του ξεγλιστρούσε. Ήταν λες κι όλο εκείνο το διάστημα είχε τυφλωθεί και δεν έβλεπε το προφανές. Δε χρειαζόταν να είναι μια ιστορία ανθρώπων. Στο βιβλίο που διαδραματιζόταν στο Παρίσι έγραφε για μια εναλλακτική, φανταστική εκδοχή της Σάμερ. Για έναν κόσμο στο παρελθόν, όταν δεν ήταν μουσικός, δεν είχε βιολί. Αυτή τη φορά θα έγραφε για το μουσικό της όργανο. Αυτό που της είχε αγοράσει ο ίδιος. Για το βιολί. Την ιστορία ενός βιολιού.
3 It’s Only Rock ’n’ Roll «ΠΑΝΤΑ ΤΟ ’ΞΕΡΑ πως ήσουν αουτσάιντερ», σχολίασε η Φραν με αυτάρεσκο τόνο. Έγερνε προς τα πίσω, πάνω στην πλάτη του καθίσματος του αυτοκινήτου, με το κεφάλι της σχεδόν να ακουμπά πάνω στον ώμο του Κρις. Διασχίζαμε με ταχύτητα το Λονδίνο μέσα σε ένα ταξί, επιστρέφοντας και οι τρεις στο διαμέρισμα στο Κάμντεν. Είχα εγκατασταθεί προσωρινά στο σπίτι του Κρις μέχρι να καταφέρω να βρω κάτι δικό μου. Η Φραν μοιραζόταν το δωμάτιό μου μέχρι να βρει κι εκείνη τα πατήματά της, οπότε τα πράγματα ήταν στριμωγμένα συγκριτικά με το διαμέρισμα όπου έμενα με τον Σιμόν στη Νέα Υόρκη, αλλά προς το παρόν τουλάχιστον είχαμε αποφύγει τους γερούς καβγάδες. Ήταν νωρίς το πρωί του Σαββάτου. Γυρνούσαμε από μια έξοδό μας που γιορτάσαμε το ότι ήμασταν εργένηδες σε ένα χορό για τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου στο Torture Garden, κάτι που, παραδόξως, ήταν ιδέα της Φραν. Με βοηθούσε να ξεπακετάρω και είχε βρει μια φωτογραφία που είχα ξεχάσει πως είχα καν μαζί μου, στην οποία πόζαρα εγώ και η παλιά μου φίλη η Σάρλοτ, στο
πρώτο κλαμπ φετιχιστών που είχα πάει. Μπορεί ο Ντόμινικ να ήταν ο πρώτος κυρίαρχος εραστής μου, αλλά η Σάρλοτ ήταν εκείνη που με είχε φέρει αρχικά σε επαφή με το χώρο του φετιχισμού και μ’ εκείνη στο πλευρό μου είχα αρπάξει τις πρώτες μου ξυλιές και είχα παρακολουθήσει άλλους φετιχιστές να κάνουν τα δικά τους. Είχαμε απομακρυνθεί μετά από ένα πάρτι που εξελίχθηκε άσχημα. Τα είχε ρίξει στον Ντόμινικ κι εγώ δεν είχα καταφέρει να συγκρατήσω τη ζήλια μου, και παρότι δεν της κρατούσα πια κακία, δεν είχα μπει στη διαδικασία να επικοινωνήσω μαζί της από τότε. Η φωτογραφία, η οποία μου έφερε στο νου όμορφες αναμνήσεις, είχε τραβηχτεί από κάποιον από τους περιφερόμενους φωτογράφους του κλαμπ. Η Σάρλοτ, σε μία από τις πιο αλτρουιστικές στιγμές της, είχε φτιάξει ένα αντίγραφο και μου το είχε δώσει. Σ’ αυτή τη φωτογραφία λοιπόν φορούσε ένα έντονα κίτρινο λάτεξ φόρεμα με κόκκινους κεραυνούς στο πλάι. Περισσότερο χιτώνα θύμιζε παρά φόρεμα, και ήταν τόσο χαμηλό στο ντεκολτέ ώστε φαίνονταν οι μισές ρώγες της. Εγώ ήμουν σεμνότερα ντυμένη, με έναν ανοιχτό μπλε σατέν κορσέ, δαντελωτό εσώρουχο και ημίψηλο. Στεκόμασταν στο κατάστρωμα του σκάφους όπου είχε διοργανωθεί το πάρτι και γελούσαμε με κάτι που λέγαμε μεταξύ μας, ενώ το ημίψηλο έπεφτε λοξά στο πρόσωπό μου, δίνοντάς μου μια σκανταλιάρικη έκφραση.
«Ωραίο πάρτι πρέπει να ήταν», σχολίασε η Φραν κοιτάζοντας τη φωτογραφία. «Α, δεν ήταν τίποτα σπουδαίο», απάντησα εγώ, διατηρώντας ουδέτερη τη φωνή μου, ελπίζοντας πως δε θα επέμενε να το συζητήσουμε, Όμως η Φραν διέθετε και αντίληψη και επιμονή, οπότε συνέχισε να μου κάνει ερωτήσεις. Έπειτα από συνεχή πίεση, της είπα για τη λέσχη, παρακάμπτοντας τις λεπτομέρειες για το πώς είχα αρπάξει τις πρώτες μου ξυλιές κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της Σάρλοτ και του υπευθύνου. «Εγώ θα πάω», μου ανακοίνωσε. Έπιασε το iPad της και κάτι έγραψε, εμφανίζοντας την ιστοσελίδα της λέσχης. «Ω», έκανε, «οργανώνουν κάτι για τον Άγιο Βαλεντίνο, αύριο το βράδυ. Κάτι σαν γιορτή κόντρα στη γιορτή. Τέλεια. Τη σιχαίνομαι τη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου». «Ειλικρινά, δε νομίζω ότι σου θα σου ταίριαζε αυτό το πάρτι». «Κι εσύ πού ξέρεις ποια πάρτι μου ταιριάζουν;» μου αντιγύρισε ενοχλημένη. «Έχουμε ιδωθεί ελάχιστα τα τελευταία πέντε χρόνια». Σούφρωσε τα χείλη της και πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα κοντά ξανθά μαλλιά της, σαν να μου έδειχνε πως δε σήκωνε αντιρρήσεις. Ο Κρις, εν τω μεταξύ, στεκόταν στην πόρτα και παρακολουθούσε τη σκηνή. «Αν πάτε, έρχομαι κι εγώ μαζί σας».
«Καλά, πρόβες δεν έχεις εσύ;» τον ρώτησα χαλαρά. Η πρώτη τους εμφάνιση με τους Holy Criminals ήταν προγραμματισμένη για το βράδυ του επόμενου Σαββάτου. «Έχουμε κανονίσει ένα σωρό πρόβες. Δεν πρόκειται να σας αφήσω να βγείτε από το σπίτι ντυμένες με τα εσώρουχά σας χωρίς να έχετε κάποιον να σας προσέχει». «Όπως θες», συμβιβάστηκα απρόθυμα. Ήξερα καλά τη Φραν και ήμουν σίγουρη πως θα πήγαινε μόνη της ακόμη κι αν έλεγα όχι. Τουλάχιστον έτσι θα μπορούσα να τους παρακολουθώ διακριτικά. Η Φραν εξαφανίστηκε την επόμενη μέρα για να βρει στολές για την ίδια και τον Κρις, στην υπαίθρια αγορά του Πορτομπέλο. Επέστρεψε με βλέμμα που γυάλιζε, φορτωμένη σακούλες με ρούχα. Στη συνέχεια έντυσε έναν εξαιρετικά διστακτικό Κρις με ένα παλιό γαμπριάτικο κοστούμι με γιλέκο, το οποίο κατόπιν κάλυψε με θεατρικό μέικ απ, για να δώσει την εικόνα κάποιου που είχε σκοτωθεί ανήμερα του γάμου του και βγήκε από τον τάφο του εκατό χρόνια αργότερα. Για την ίδια επέλεξε μια ασορτί στολή, ένα σκισμένο νυφικό φόρεμα, με τα μαλλιά της χτενισμένα με άφθονο ζελέ, προσθέτοντας μια ιδιαίτερη πανκ νότα στο look ζόμπι που έβγαζε. «Δεν αντέχω τα pin-up girls», είπε ρουθουνίζοντας όταν πρότεινα να της κάνω ένα ρετρό χτένισμα με μπούκλες. Εγώ φορούσα λάτεξ για πρώτη φορά· μια τοσοδούλα στολή ναύτη που είχα αγοράσει από μια αλυσίδα
καταστημάτων στο διαδίκτυο η οποία πρόσφερε τη δυνατότητα εξπρές παράδοσης, οπότε την παρέλαβα πάνω στην ώρα. Ντρεπόμουν τόσο, που δε βρήκα το θάρρος να ζητήσω βοήθεια για να τη φορέσω, έτσι αλείφτηκα με λιπαντικό προκειμένου να καταφέρω να κουμπώσω το στενό σακάκι και το ασορτί γαλανόλευκο ριγέ καυτό σορτσάκι, με αποτέλεσμα να αισθάνομαι πως κολλούσα. Ένιωθα άβολα και φοβόμουν πως θα σκάλωνα κάπου και θα σκιζόταν το λεπτό ελαστικό υλικό αφήνοντάς με γυμνή στην πίστα. Όταν φτάσαμε, η Φραν έδειξε να αισθάνεται πολύ άνετα από την πρώτη στιγμή. Περνούσε από το ένα δωμάτιο στο άλλο, ανυπομονώντας να εξερευνήσει κάθε γωνιά και διάδρομο ενός παλιού κινηματοθέατρου που ήταν γεμάτο με κόσμο, σε μία από τις μεγαλύτερες βραδιές της χρονιάς. Αγριοκοίταξε τον Κρις, ο οποίος παρατηρούσε το πλήθος με γουρλωμένα μάτια. «Σπουδαίος αστέρας του ροκ θα γίνεις», είπε, «αν βρίσκεις σοκαριστικές αυτές τις εικόνες. Βάζω στοίχημα πως ο Βίγκο Φρανκ έχει ένα καμαρίνι γεμάτο γυμνές γυναίκες. Και άντρες, κατά πάσα πιθανότητα». «Μην αρχίζεις», βόγκηξε ο Κρις. «Νομίζω πως κάθε γνωστή μού έχει τηλεφωνήσει από τότε που κυκλοφόρησαν οι αφίσες για να μου ζητήσει πάσο για τα καμαρίνια». «Εμένα δεν είναι ο τύπος μου», απάντησε η Φραν, «αλλά νομίζω πως μια χαρά θα ταίριαζε με τη Σάμερ. Εκείνη μια ζωή την τραβούσαν σαν μαγνήτης τα κακά παιδιά». Κοκκίνισα. Ο Βίγκο Φρανκ ήταν μισός Δανός και μισός
Ιταλός, και οι Holy Criminals, ήδη γνωστοί στην Ευρώπη, είχαν ξεπεταχτεί θαρρείς από το πουθενά στη Μεγάλη Βρετανία, γνωρίζοντας ξαφνικά τεράστια επιτυχία όταν ο τραγουδιστής του συγκροτήματος φωτογραφήθηκε την ώρα που έβγαινε παραπατώντας από ένα ξενοδοχείο στο Τσέλσι όχι με μία, αλλά με τρεις γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες την εγγονή ενός Συντηρητικού πολιτικού και μια νεαρή ηθοποιό που είχε κάνει όνομα παίζοντας σε οικογενειακές ρομαντικές κωμωδίες παραγωγής της Disney. Ο Βίγκο απέκτησε αμέσως τη φήμη θεϊκού γυναικά, την ίδια στιγμή που οι συνοδοί του κατακεραυνώνονταν από τον Τύπο, πράγμα που προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερο σάλο όταν φεμινιστικές οργανώσεις ξεσηκώθηκαν ως προς τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά που εφάρμοζαν τα μέσα ενημέρωσης. Στη συνέχεια αυτής της απρόσμενης επιτυχίας, οι Holy Criminals κατηγορήθηκαν ότι είχαν ξεπουληθεί και ότι η άλλοτε ανεξάρτητη προσέγγιση του Βίγκο είχε εγκαταλειφθεί για χάρη ενός μαζικού ακροατηρίου ικανού να γεμίζει στάδια. Σύμφωνα με τον Κρις, ο Βίγκο είχε καταφέρει να διατηρήσει το κύρος του στις τάξεις των συναδέλφων μουσικών, αποκτώντας τη φήμη του υποστηρικτή μικρών σχημάτων που προσπαθούσαν να ακουστούν. Είχε γνωρίσει τον Κρις σε ένα πάρτι, όπου έκανε παρέα με τους Black Hay, άλλο ένα μικρό συγκρότημα με το οποίο πραγματοποιούσαν κοινές εμφανίσεις κάποιες φορές και το οποίο είχε μόλις υπογράψει συμβόλαιο με τη δισκογραφική
εταιρεία των Holy Criminals. «Τέλος πάντων», είπε ο Κρις, «για εσάς τις δύο κατάφερα να εξασφαλίσω τα πολυπόθητα πάσα, επομένως φαντάζομαι πως θα ανακαλύψουμε σύντομα την αλήθεια». Η Φραν κατενθουσιάστηκε. «Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν περνάς από την πατρίδα, Σαμ», είπε. «Το Λονδίνο παραείναι διασκεδαστικό». Ένας από τους φωτογράφους του κλαμπ ρώτησε αν μπορούσε να μας βγάλει φωτογραφία. Προτού προλάβω να απομακρυνθώ, ο Κρις και η Φραν είχαν δεχτεί, παίρνοντας αμφότεροι τρομακτικές πόζες τεράτων. Εγώ κατέβασα το ναυτικό καπέλο μου για να καλύψω το πρόσωπό μου την ώρα που άναβε το φλας. Δεδομένου ότι είχε γίνει γνωστό το όνομά μου και είχα αποκτήσει ένα συντηρητικό κοινό, ανησυχούσα περισσότερο για τη δημόσια εικόνα μου. «Είσαι σίγουρη πως δεν έχεις πρόβλημα που βγήκες φωτογραφία;» με ρώτησε ο φωτογράφος, έχοντας παρατηρήσει το δισταγμό μου. Ήρθε δίπλα μου για να μου δείξει τη φωτογραφία και στάθηκε κοντά για να μη χρειαστεί να ξεκρεμάσει τη μηχανή όπως την είχε περασμένη στο λαιμό του. Είχε πλατύ χαμόγελο και φιλικά μάτια, μακιγιαρισμένα με σκούρο μολύβι, έτσι που ταίριαζε με τα ρούχα του, ένα λάτεξ μοβ πουκάμισο, τόσο σκούρο που έμοιαζε μαύρο, και περικάρπια στο ίδιο χρώμα, τα οποία έφταναν σχεδόν μέχρι τον αγκώνα
του, σε στιλ μονομάχου. «Όχι, εντάξει», είπα, κοιτάζοντας τη φωτογραφία στην οθόνη. Ήταν πετυχημένη. Η Φραν και ο Κρις ήταν αγνώριστοι με το βαρύ μέικ απ που φορούσαν κι εγώ θα μπορούσα να ήμουν μια οποιαδήποτε κοπέλα με τη ναυτική στολή μου και το καπέλο να καλύπτει σχεδόν ολόκληρο το πρόσωπό μου, μια και φαινόταν μονάχα το περασμένο με κραγιόν χαμόγελο και μια υποψία από τα κόκκινα μαλλιά μου, που έκαναν έντονη αντίθεση πάνω στο λευκό χρώμα με το οποίο είχε καλύψει η Φραν τον ώμο της. «Στείλε μου ένα email αν αλλάξεις γνώμη», είπε, δίνοντάς μου μια λιτή μαύρη επαγγελματική κάρτα πάνω στην οποία ήταν τυπωμένο το όνομά του με μια λευκή απλή γραμματοσειρά. Τζακ Γκρέισον. Το όνομα κάτι μου θύμιζε. «Τελειώνετε με το φλερτάρισμα καμιά ώρα», γκρίνιαξε η Φραν. «Θέλουμε να πάμε να χορέψουμε!» Ο Τζακ είχε προχωρήσει ήδη λίγο παρακάτω για να τραβήξει άλλη φωτογραφία, με το ψηλό κορμί του λυγισμένο ελαφρά και τη μεγάλη μηχανή να καλύπτει το ένα του μάτι και το μισό από το πλατύ χαμόγελό του. Φύγαμε για να βρούμε τη μουσική και στη διαδρομή περάσαμε από το μπουντρούμι. Η Φραν έριξε μια γρήγορη ματιά μέσα, αλλά δεν έδειξε να ενδιαφέρεται για όσα συνέβαιναν εκεί. «Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα», είπε ανασηκώνοντας τους ώμους, χωρίς να ασχοληθεί περισσότερο.
Ακούγοντας τα σιγανά βογκητά και το σφύριγμα των μαστιγίων που έβρισκαν επιδερμίδα, ευχήθηκα να μην είχα πάει εκεί με την αδερφή μου και τον καλύτερό μου φίλο. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που φόρεσα σκοινένια εξάρτυση ή ένιωσα μια παλάμη να σκάει πάνω στον κώλο μου, δυνατότερα απ’ ό,τι ένα απαλό χτύπημα στη διάρκεια της ερωτικής πράξης, και τα νοσταλγούσα. Είχα καταβάλει συνειδητή προσπάθεια να ξεκόψω από το χώρο μετά το χωρισμό μου με τον Ντόμινικ κι ύστερα ήμουν με τον Σιμόν. Δε θα ήταν δίκαιο απέναντί του να διατηρήσω ζωντανή αυτή την πτυχή της διασκέδασής μου αν ήθελα να αντέξει η σχέση μας. Έτσι, είχα παραμερίσει τέτοιου είδους σκέψεις, με την ελπίδα πως, αν κατάφερνα να τις αγνοήσω για αρκετό διάστημα, θα εξαφανίζονταν. Το ότι είχα αποτύχει στην προσπάθειά μου να ξεπεράσω το φετιχισμό και την επίδρασή του πάνω στο σώμα και το μυαλό μου ήταν προφανές. Οι ήχοι που αναδίδονταν μέσα από τις σκοτεινές γωνιές του μπουντρουμιού, το πλατάγισμα του μαστιγίου στον αέρα, ο χτύπος της παλάμης πάνω σε κάποιο γλουτό, τα βογκητά των υποταγμένων που έπαιρναν τη δόση τους έκαναν τη φαντασία μου να καλπάζει και τα χέρια μου να τρέμουν. Με ερέθιζε τρομερά το περιβάλλον και δεν ήμουν σίγουρη πως θα κατάφερνα να αντέξω την υπόλοιπη βραδιά προσποιούμενη το αντίθετο. Ήξερα πως η Φραν θα ήταν ασφαλής με τον Κρις κι εγώ αισθανόμουν απολύτως εντάξει μόνη μου, επομένως θα
μπορούσα να απομακρυνθώ διακριτικά για λίγο και να το διασκεδάσω. «Παιδιά, πάω να φέρω ποτά. Τα λέμε στην πίστα, εντάξει;» «Εντάξει», απάντησε η Φραν. «Εδώ θα είμαστε, όλη τη νύχτα!» Χάθηκαν ανάμεσα στο πλήθος, αφήνοντάς με να βρω το δρόμο μου. Σκέφτηκα να επιστρέψω στο μπουντρούμι, αλλά απέρριψα αυτή την ιδέα, καθώς όλος ο εξοπλισμός εκεί χρησιμοποιούνταν, κι άλλωστε δεν ήμουν σίγουρη πως τα ρούχα μου θα άντεχαν στο μαστίγωμα ούτε πως θα κατάφερνα να βγάλω το λάτεξ σορτσάκι μου χωρίς να το σκίσω. Έτσι, προτίμησα να ακολουθήσω μια σκάλα που οδηγούσε σε ένα μεγάλο, σκοτεινό και ανώνυμο δωμάτιο, με τα τακούνια μου να σκαλώνουν επικίνδυνα σε κάθε σκαλοπάτι και να απειλούν να με γκρεμίσουν. Τα μάτια μου χρειάστηκαν λίγη ώρα για να προσαρμοστούν στο λιγοστό φως. Βρισκόμουν στον εξώστη του παλιού σινεμά, όπου εξακολουθούσαν να υπάρχουν τα σπαστά καθίσματα. Προχώρησα σε μια σειρά και βολεύτηκα σε μια θέση, εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία να βγάλω τα άβολα ψηλά τακούνια μου. Εκεί προβαλλόταν σε συνεχή προβολή, σε λούπα, μια ταινία μικρής διάρκειας. Εικόνες γυμνών κορμιών, ορισμένες
φορές σε ακραίες ή φετιχιστικές πόζες, έκαναν την εμφάνισή τους στην οθόνη, έτσι που η λάμψη τους έπεφτε πάνω στους άλλους θαμώνες που βρίσκονταν στην αίθουσα. Λίγο μετά, μια γυναίκα κάθισε στη σειρά μπροστά μου, ακολουθούμενη από το συνοδό της. Ήταν μία από τις ομορφότερες γυναίκες που είχα δει ποτέ μου, προφανώς μοντέλο ή ηθοποιός. Είχε οβάλ πρόσωπο, ίσια κοντά ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια, τόσο ανοιχτά που πλησίαζαν στο γκρι. Το μακιγιάζ της ήταν διακριτικό και φορούσε μια λάτεξ στολή νοσοκόμας που εφάρμοζε πάνω της σαν δεύτερη επιδερμίδα και δεν ήταν καθόλου κακόγουστη. Μάλλον θα είχε φτιαχτεί ειδικά γι’ αυτή, σε αντίθεση με τη δική μου, που την πήρα από μια κρεμάστρα. Ο συνοδός της ήταν ντυμένος στα μαύρα, από την κορυφή ως τα νύχια, με τζιν παντελόνι και πουκάμισο, με το μοναδικό στοιχείο που παρέπεμπε στο φετιχισμό, παρά τον αυστηρό κώδικα, μια μάσκα που κάλυπτε τα μάτια του. Θα μπορούσε να δείχνει γελοίος αν η κορμοστασιά του δεν απέπνεε σιγουριά, δεν είχε εκείνα τα υπέροχα ατημέλητα μαλλιά και δε συνόδευε μια τόσο όμορφη γυναίκα, στοιχεία που όλα μαζί οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως δεν έδινε δεκάρα για τους κανόνες παρά πως είχε την τάση να ντύνεται χάλια. Η γυναίκα με κοίταξε που την παρατηρούσα ενώ προχωρούσε στη σειρά κι ένα λοξό χαμόγελο εμφανίστηκε στα γεμάτα χείλη της. Υπήρχαν ένα σωρό ελεύθερα καθίσματα ολόγυρα, εκείνη όμως είχε επιλέξει να καθίσει σε
ελάχιστη απόσταση. Πήρα μια κοφτή ανάσα και την κράτησα, προσπαθώντας να φανταστώ τι θα επακολουθούσε, για ποιο λόγο είχαν καθίσει τόσο κοντά. Σχεδόν αμέσως, άρχισαν να φιλιούνται, να ανταλλάσσουν απαλά, τρυφερά φιλιά. Στην αρχή έστρεψα το βλέμμα μου αλλού, καθώς η στιγμή φάνταζε πολύ προσωπική. Δεν ήταν ένα ξέσπασμα πάθους πάνω στο μεθύσι τους, αλλά μια σκηνή που είχαν επιλέξει να μοιραστούν μαζί μου. Γύρισα ξανά προς το μέρος τους και τον είδα να σκύβει το κεφάλι του κι εκείνη να γέρνει προς τα πίσω, έτσι που ξάπλωσε πάνω από αρκετά από τα μικρά σπαστά καθίσματα, με τα πόδια ανοιχτά, το ένα λυγισμένο προς τα πάνω και πλάγια, το άλλο κατεβασμένο στο πάτωμα, προσφέροντας στο σύντροφό της ελεύθερη πρόσβαση για να τη χαϊδέψει κάτω από την κοντή λάτεξ φούστα της, πράγμα που εκείνος έκανε με φανερή διάθεση, χωρίς να τον απασχολεί ποιος μπορεί να παρακολουθούσε. Εκείνη δεν την έβλεπα καθαρά, γιατί την έκρυβε κάπως το κεφάλι του, το οποίο εν τω μεταξύ χώθηκε ανάμεσα στα πόδια της, όμως στο φως από την οθόνη του σινεμά μπορούσα να διακρίνω τα γυμνά της πόδια, τις λεπτές γάμπες που ανηφόριζαν προς τους λείους, μεταξένιους μηρούς της. Χωρίς να το καταλάβω, είχα σκύψει προς το μέρος τους κι αναρωτιόμουν τι θα συνέβαινε έτσι και την άγγιζα, αν έμπαινα
κι εγώ στο παιχνίδι. Δεν ήμουν σίγουρη τι έπρεπε να κάνω. Να γείρω και να χαϊδέψω ελαφρά το μπράτσο της; Να ζητήσω την άδειά τους; Πάνω που προσπαθούσα να πάρω μια απόφαση, γύρισα για να της ρίξω μια ματιά και την είδα να με καρφώνει με το βλέμμα της, με μια έκφραση απόλυτου ερεθισμού, αν και δεν έδειχνε τόσο χαμένη στην απόλαυση όσο φανταζόμουν πως θα ήμουν εγώ στη θέση της, αλλά αντίθετα έμοιαζε να καταβάλει συνειδητή προσπάθεια να διατηρήσει την οπτική επαφή μαζί μου. Προφανώς εκείνος είχε επιταχύνει τους ρυθμούς της γλώσσας του, καθώς η γυναίκα άρχιζε να χάνει τον έλεγχο. Άρπαξε το χέρι μου, έσφιξε την παλάμη μου και με τράβηξε προς τα εμπρός, μέχρι που βρέθηκα σκυμμένη από πάνω τους, αρκετά κοντά για να τη φιλήσω, αρκετά κοντά για να αισθανθώ την απαλή επιδερμίδα της να αγγίζει τη δική μου. Βόγκηξε και τινάχτηκε από κάτω μου όταν ένας οργασμός διέτρεξε το κορμί της. Ύστερα άφησε το χέρι μου και χαλάρωσε, έμεινε ακίνητη. Ο παρτενέρ της σήκωσε το κεφάλι του και χάιδεψε το πρόσωπό της στο πλάι με το ακροδάχτυλό του. Εγώ περίμενα ήσυχα να συνέλθουν οι δυο τους, αν και με είχε ερεθίσει τόσο πολύ η όλη κατάσταση, ώστε δυσκολευόμουν να μείνω ακίνητη. Η γυναίκα στράφηκε προς το μέρος μου και χαμογέλασε. «Ευχαριστώ», είπε. «Παρακαλώ», απάντησα, παρόλο που αισθανόμουν
κάπως περίεργα, δεδομένων των συνθηκών. Δεν υπήρχαν λόγια τα οποία θα μπορούσαν να αποδώσουν την ένταση εκείνης της στιγμής που δε θα ακούγονταν τετριμμένα ή ανόητα. Εκείνος κατένευσε, σχεδόν ανεπαίσθητα, κι ήταν αδύνατο να διαβάσεις την έκφρασή του κάτω από τη μάσκα του. Το ζευγάρι σηκώθηκε και λίγο μετά χάθηκε στη νύχτα. Εγώ έμεινα εκεί, καθισμένη στη θέση μου για ένα δυο λεπτά, μέχρι να ανακτήσω πλήρως την αυτοκυριαρχία μου, κι αναρωτιόμουν τι θα έκανα στη συνέχεια. Εξακολουθούσα να είμαι τρομερά ερεθισμένη, αλλά δεν αισθανόμουν άνετα στη σκέψη πως θα άφηνα τη Φραν και τον Κρις μόνους τους για πολλή ώρα. Πάνω που ετοιμαζόμουν να αποφασίσω, άκουσα τη Φραν να ανεβαίνει τις σκάλες και να φτάνει πίσω μου. «Εδώ είσαι! Φάγαμε τον τόπο να σε βρούμε. Τι κάνεις εδώ πάνω, μόνη σου;» Η φωνή της ακουγόταν απορημένη παρά καχύποπτη. Αμφέβαλλα αν η Φραν θα μπορούσε έστω να φανταστεί τη σκηνή που είχε διαδραματιστεί μπροστά στα μάτια μου. «Κάθισα να κάνω ένα διάλειμμα. Έχει πολύ κόσμο κάτω». «Σήκω καμιά ώρα, βάζουν καταπληκτική μουσική». Τους ακολούθησα πίσω στο πάρτι, παρόλο που η μορφή της γυναίκας τη στιγμή που έφτανε σε οργασμό δεν είχε σβήσει από το μυαλό μου. Οι φαντασιώσεις μου ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο από την ερωτική ατμόσφαιρα και τους αμέτρητους όμορφους ανθρώπους που έβλεπα γύρω μου,
ειδικά τους άντρες που είχαν ντυθεί ανάλογα, με στρατιωτικά σακάκια, ή εκείνους που απέπνεαν αυτοπεποίθηση και γενικά είχαν μια στάση που μου θύμιζε τον Ντόμινικ.
wWw.GreekLeech.info Την ώρα που ξάπλωνα στο κρεβάτι μου, μετά την επιστροφή από την έξοδό μας, οι σκέψεις που κλωθογύριζαν στο μυαλό μου έγιναν ακόμη πιο επίμονες. Άντρες που φορούσαν μακριές μπότες και κρατούσαν καμτσίκια παρήλαυναν στη σκέψη μου. Όσο κυλούσαν τα λεπτά, έπαιρναν σκοτεινότερη και αυστηρότερη όψη, μέχρι που φαντάστηκα τον εαυτό μου να γονατίζει σε ένα πέτρινο δάπεδο, φιμωμένη, με τα χέρια ακινητοποιημένα πισθάγκωνα, όχι με σκοινί, αλλά με μεταλλικές χειροπέδες περασμένες σε μια μακριά χοντρή αλυσίδα που εκτεινόταν κατά μήκος του πατώματος πίσω μου και κατέληγε σε ένα χαλκά στον απέναντι τοίχο. Ήμουν τελείως γυμνή και τελείως λεία. Κάποιος με είχε ξυρίσει. Είχα δύο κρίκους στις θηλές, που με έτσουζαν, λες και είχαν τρυπηθεί λίγες μόλις ώρες νωρίτερα. Μια βαριά πόρτα άνοιξε απότομα και άκουσα βήματα, αργά, μετρημένα, να έρχονται προς το μέρος μου. Δεν μπορούσα να δω ποιος ήταν, όμως διαισθανόμουν ότι ήταν άντρας. Πλησίασε, αλλά εγώ δεν μπορούσα να τον διακρίνω στο μισοσκόταδο, έβλεπα μονάχα δυο πόδια μέσα σε μαύρο παντελόνι κοστουμιού, με άψογη τσάκιση, ακριβώς μπροστά μου. Άκουσα τον ήχο μιας ζώνης που λυνόταν κι ενός φερμουάρ που κατέβαινε.
Στο όνειρό μου, ήθελα απεγνωσμένα να νιώσω εκείνο τον πούτσο, όμως ο άντρας στεκόταν οριακά μακριά μου. Εγώ έστριβα τα χέρια μου και έτριβα τους καρπούς μου, προσπαθώντας να ελευθερωθώ, μα ήταν μάταιο. Το στόμα μου είχε ανοίξει ελαφρά, καθώς λαχταρούσα να αισθανθώ το πέος του να παραμερίζει τα χείλη μου, να χαϊδεύει τη γλώσσα μου και να με βρίσκει στο λαρύγγι. Τα χείλη μου ήταν στεγνά, τα ύγρανα με τη γλώσσα μου. Δοκίμασα να σηκωθώ, αλλά συνειδητοποίησα πως και τα πόδια μου ήταν δεμένα. «Μήπως θέλεις κάτι;» ρώτησε μια φωνή ειρωνικά. Ήταν ο Ντόμινικ. Ξύπνησα, αλαφιασμένη. Ένιωθα τα χείλη μου στεγνά, τα χέρια μου έτρεμαν όπως έκανα να πιάσω το ποτήρι με το νερό στο κομοδίνο μου για να πιω μια γουλιά, χύνοντας μια ποσότητα στο κορμάκι που φορούσα. Κανονικά, κοιμόμουν γυμνή, όχι όμως με την αδερφή μου στο ίδιο δωμάτιο. Κοιμόταν ανάσκελα, με το στόμα μισάνοιχτο, ροχάλιζε ελαφρά, ενώ το πρόσωπο και τα μαλλιά της είχαν ακόμη πάνω τους ίχνη από το λευκό μακιγιάζ, έτσι που εξακολουθούσε να μοιάζει κάπως με πτώμα. Τόσο η Φραν όσο και ο Κρις δεν ανέφεραν ξανά τη βραδινή μας έξοδο. Το γεγονός αυτό με ενόχλησε. Το πέρασμά μου για πρώτη φορά από ένα κλαμπ φετιχιστών αποτέλεσε πολύ σημαντική στιγμή στη ζωή μου, ένα ορόσημο που χώριζε το άτομο που ήμουν πριν από αυτό στο οποίο είχα εξελιχθεί. Το ότι κάποιοι άλλοι το θεωρούσαν μια
απλή έξοδο μου προκάλεσε έναν κάποιο εκνευρισμό. Εάν εκείνο το κομμάτι της ζωής μου το οποίο εγώ έβλεπα σαν «σκοτεινό μυστικό» είχε καταστεί κάτι συνηθισμένο, τότε εγώ πού κατέληγα; Χωρίς τις εμφανίσεις μου για να απασχολούμαι ή τη συχνά φρενήρη κοινωνική ζωή που είχα στη Νέα Υόρκη, στους κύκλους της κλασικής μουσικής, είχα αρχίσει να αισθάνομαι κάπως αποσυντονισμένη. Η Φραν, που από μικρή δεν μπορούσε να σταθεί στο ίδιο μέρος περισσότερα από μερικά λεπτά, είχε αρχίσει να ψάχνει δουλειά στο Λονδίνο σχεδόν με το που προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο, και ήδη έκανε μερικά μεροκάματα σε μπαρ, οπότε έλειπε τα περισσότερα βράδια και κοιμόταν τη μέρα. Ο Κρις περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας σε πρόβες με το συγκρότημά του. «Γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ;» μου πρότεινε κάποια στιγμή. «Να μας δεις να παίζουμε. Τα παιδιά ρωτάνε συνέχεια για σένα». Μου έδωσε τη διεύθυνση ενός στούντιο κοντά στη Χόλογουεϊ. Ήταν ένας προσεγμένος χώρος, με φύλακα και προηγμένο σύστημα συναγερμού, γεμάτος με εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας. Την τελευταία φορά που είχα δει το χώρο που νοίκιαζαν οι Groucho Nights ήταν ένα μουχλιασμένο υπόγειο με πόρτα που έκλεινε με λουκέτο, σε ένα ύποπτο σοκάκι κοντά στο Κάμντεν Λοκ, και με το ζόρι χωρούσες να απλώσεις τα χέρια σου εκεί μέσα, πόσω μάλλον
να βολευτεί ολόκληρο συγκρότημα. Ήξερα πως ο θείος του Κρις είχε δανείσει στο συγκρότημα ένα σημαντικό ποσό για να κάνουν τα πρώτα τους βήματα, αλλά δεν είχα καταλάβει ότι τα χρήματα ήταν αρκετά για να κλείσουν ένα τέτοιο στούντιο. «Απίθανο», είπα όταν έφτασα, «μπήκατε σε τόσα έξοδα, παιδιά, για χάρη μου». Πλησίασα τον Τεντ και του έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο, ενώ ταυτόχρονα του ανακάτευα τα μαλλιά. Με έκανε πέρα με πειραχτική διάθεση. «Άσε ήσυχο το μαλλί». «Σοβαρά, έτσι ντύνεσαι πάντα για τις πρόβες;» ρώτησα. Ο Τεντ, που έπαιζε κιθάρα και καμιά φορά φυσαρμόνικα ή καζού, καταγόταν από τη Βοστόνη. Ήταν ξάδερφος του Κρις και έμοιαζαν τόσο που θα μπορούσαν να είναι αδέρφια. Είχαν περίπου ίδιο ύψος, καστανά μάτια και πυκνά σγουρά καστανά μαλλιά. Ο Τεντ είχε αρχίσει να μακραίνει τα δικά του και να τα φριζάρει, σε σημείο που θύμιζαν άφρο, και φορούσε ένα στενό τζιν παντελόνι και μαύρο γιλέκο. Ο Κρις ήταν ντυμένος ασορτί, με τα ίδια ρούχα, αλλά σε αντίθετα χρώματα, κόκκινο γιλέκο και μαύρο εφαρμοστό τζιν. Η Έλα, στα ντραμς, είχε βάψει τα άλλοτε ξανθά μαλλιά της κόκκινα, στο χρώμα της πυροσβεστικής αντλίας, αλλά κατά τα άλλα δεν είχε αλλάξει. Καταγόταν από το Χαλ και ήταν το μόνο μέλος του συγκροτήματος από την Αγγλία. Η Έλα είχε μακριά άκρα και αγορίστικο σωματότυπο, με μυώδη
χέρια. Την τελευταία φορά που την είχα δει είχε ένα μισοτελειωμένο τατουάζ τσούχτρας στο στήθος της, το οποίο εν τω μεταξύ είχε γεμίσει με έντονες αποχρώσεις του ροζ και του μπλε, με τα πλοκάμια να ξετυλίγονται σαν γραμμές σε χάρτη κάτω από το λαιμό του ρούχου της, με τέτοιο τρόπο ώστε ήταν δύσκολο να μην κοιτάξεις το στήθος της. Ντυνόταν σαν φορτηγατζής, με αντρικά τζιν και πουκάμισα, στιλ που το έβρισκα άκρως γοητευτικό σε μια γυναίκα. «Μπορεί να περάσει αργότερα ο Βίγκο», είπε ο Κρις. «Σοβαρά; Συγχρωτίζεται με τον απλό λαό; Τι σόι αστέρας της ροκ είναι άμα κάνει έτσι;» «Μπορεί να τον βοηθά να αισθάνεται φυσιολογικός», υπέθεσε ο Τεντ. «Αν και δε θα χρησιμοποιούσα αυτή τη λέξη για να τον περιγράψω». «Δικό του είναι αυτό το μέρος», πρόσθεσε ο Κρις. «Λες να νοίκιαζα εγώ έναν τέτοιο χώρο;» Άραξα σε ένα από τα δερμάτινα πουφ που υπήρχαν διάσπαρτα στο στούντιο, ενώ εκείνοι άρχιζαν να ζεσταίνονται με μερικά από τα πιο αργά κομμάτια. Είχα φέρει το βιολί μου μαζί, σε περίπτωση που ο Κρις ήθελε να παίξουμε μαζί, για να θυμηθούμε τα παλιά, όμως για την ώρα το είχα αφήσει κατά μέρος. Είχαν μόλις ολοκληρώσει το ζέσταμα όταν άνοιξε διάπλατα η πόρτα. Είδα το χέρι του Κρις να γλιστρά στα τάστα, αλλά συνέχισε να παίζει. «Μη σταματάτε, ακούγεται πολύ καλό».
Ο Βίγκο είχε φέρει μαζί του ένα δίσκο με καφέδες, τον οποίο ισορροπούσε στο ένα του χέρι. Στο άλλο κρατούσε ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, αν κι εγώ δεν είχα δει υποψία ήλιου πάνω από μία εβδομάδα. Πετάχτηκα για να βοηθήσω ώστε η πόρτα να μείνει ανοιχτή. «Α, σ’ ευχαριστώ, κούκλα μου», είπε με μπάσα φωνή. «Θα σου έδινα το χέρι, αλλά είμαι φορτωμένος, άρα πρέπει να σε φιλήσω». Έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο, περνώντας ελαφρά τα χείλη του πάνω από το αφτί μου, σε μια κίνηση τόσο τολμηρή όσο και αταίριαστη για πρώτη συνάντηση. «Είμαι ο Βίγκο Φρανκ», μου συστήθηκε. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω». Είχε το ένα φρύδι σηκωμένο, σημάδι πως φλέρταρε. «Σάμερ Ζάχοβα», απάντησα, με ένα κοφτό νεύμα. «Να βοηθήσω;» Έγνεψα προς το δίσκο με τους καφέδες. Είχα κορακιάσει. «Φυσικά. Μην τους πιεις όλους μαζί». Τα χέρια μου έτρεμαν καθώς σήκωνα ένα από τα χάρτινα κύπελλα, χωρίς το σημάδι που έβαζαν στο πλάι σε όσα είχαν ζάχαρη. Προσπαθούσα να φερθώ φυσιολογικά, αλλά η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν συνηθισμένη να συναντώ διασημότητες. Είχα γνωρίσει κάποια γνωστά ονόματα από το χώρο της κλασικής μουσικής φυσικά, όμως αυτοί ήταν τελείως άλλη πάστα ανθρώπου, οι περισσότεροι εσωστρεφείς, όχι του χαρακτήρα μου.
Κανείς τους δεν έμοιαζε με τον Βίγκο Φρανκ. Φορούσε ένα μαύρο τζιν παντελόνι, τόσο στενό που σκέφτηκα πως μπορεί να το βρήκε στις κρεμάστρες με τα γυναικεία κολάν. Ήταν χαμηλοκάβαλο και άφηνε να φανούν δυο τρεις πόντοι σάρκας στη μία πλευρά της μέσης του, κάτω από ένα σκισμένο λευκό μπλουζάκι. Περισσότερο λεπτός παρά μυώδης ήταν, με απρόσμενα ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, δεδομένου του ότι ήταν μισός Ιταλός. Προφανώς είχε πάρει τα δανέζικα γονίδια. Είχε ψηλά ζυγωματικά και γεμάτα χείλη, γύρω από τα οποία απλωνόταν ένα περιποιημένο γενάκι, χωρίς όμως να φτάνει στα όρια κανονικής γενειάδας. Τα μαλλιά του ήταν πολύ σκούρα καστανά, σχεδόν μαύρα, και πολύ ίσια, αλλά χτενισμένα έτσι ώστε να έχουν όγκο. Κατάλαβα αμέσως για ποιο λόγο τον κυνηγούσαν οι γυναίκες. Σε κάθε του κίνηση εξέπεμπε ερωτισμό. Ακόμη και με τα γυαλιά ηλίου και τα απλά, καθημερινά ρούχα, ανήκε σε εκείνη την κατηγορία ανθρώπων που γυρνάς να τους κοιτάξεις στο δρόμο. Τουλάχιστον εγώ θα γυρνούσα. Έγειρε στον τοίχο, αφήνοντας το ένα πόδι στο πάτωμα και ακουμπώντας το άλλο πίσω του. Εγώ κάθισα ξανά στο πουφ και προσπάθησα να μην καρφώσω το βλέμμα μου πάνω του. Εν τω μεταξύ, ο Κρις και το συγκρότημα τα έδιναν όλα παίζοντας το γρηγορότερο κομμάτι τους και δεν έμοιαζαν να ασχολούνται με εμάς. Σήκωσα το κεφάλι και πέτυχα τον Βίγκο να με κοιτάζει επίμονα, χαμογελώντας λοξά. Πλησίασε χαλαρός.
«Μπορώ να καθίσω;» είπε. Αυτό έκανε, προσπαθώντας να χωρέσει στο πουφ δίπλα μου, πριν προλάβω να του πω ναι ή όχι και παρά το γεγονός ότι υπήρχε ένας διθέσιος καναπές δίπλα μας τελείως ελεύθερος. «Βέβαια», απάντησα, διατηρώντας έναν ελαφρώς ψυχρό τόνο, αν και η αλήθεια είναι πως η ζεστασιά του σώματός του δίπλα στο δικό μου και η στιγμιαία αποκάλυψη του κορμού του μου είχαν προκαλέσει ρίγος. Την επόμενη στιγμή πετάχτηκα, καθώς με πιτσίλισε καυτός καφές στο μπράτσο έτσι όπως γύρισε απότομα το κύπελλό μου στην προσπάθειά του να βολευτεί στο κάθισμα. «Γαμώτο! Συγνώμη», είπε. Επιχείρησε να τραβήξει το κάτω μέρος της μπλούζας του για να σκουπίσει τον καφέ, αλλά το ύφασμα δεν έφτανε, οπότε έβγαλε τελείως το μπλουζάκι για να καθαρίσει. Απέμεινα να κοιτάζω το στήθος του. Την επιδερμίδα του, που ήταν πολύ ανοιχτόχρωμη, με μια υποψία από σκούρες τρίχες ανάμεσα στο στέρνο του. Τις ρώγες του, μικρές και σκούρες. Τη μικρή δίπλα που είχε εμφανιστεί στο στομάχι του όταν κάθισε, αποτέλεσμα της άβολης θέσης στην οποία είχαμε διπλωθεί και οι δύο. Ήθελα να απλώσω το χέρι και να τον αγγίξω, να περάσω την παλάμη μου πάνω από το απαλό του δέρμα. «Ορίστε, όλα εντάξει», πρόσθεσε. Μετά ξαναφόρεσε την μπλούζα, αδιαφορώντας για τον αχνό λεκέ από καφέ που χρωμάτιζε πλέον το ύφασμα.
Με έκοψε με το βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω, και τελικά τα μάτια του στάθηκαν στη θήκη του βιολιού μου, η οποία ήταν ακουμπισμένη στο πλάι του πουφ. «Είσαι καινούριο μέλος του συγκροτήματος;» με ρώτησε. «Όχι. Παλιότερα έπαιζα καμιά φορά μαζί τους, αλλά τώρα πια έχω στραφεί περισσότερο στην κλασική μουσική». «Για να δούμε, θα ’θελα να δω ένα μουσικό όργανο». «Το βιολί; Φυσικά». Έσκυψα, έλυσα το Μπαγί από τη θήκη του και του το έδωσα. Πέρασε τις παλάμες του πάνω από το σώμα του βιολιού, χαϊδεύοντας ελαφρά το βερνικωμένο ξύλο. «Παίζεις;» ρώτησα με περιέργεια, βλέποντας την αντίδρασή του. Τα μάτια του, τα οποία προηγουμένως φλέρταραν και εστίαζαν πάνω μου, τώρα κοιτούσαν αποκλειστικά το βιολί. «Βιολί όχι», αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του. «Αν και, αυτό αν θες το πιστεύεις, έχω κλασική παιδεία, ξεκίνησα με πιάνο. Πού το βρήκες; Είναι πολύ όμορφο κομμάτι». Κοκκίνισα στη θύμηση του Ντόμινικ και της άγραφης συμφωνίας που είχα κλείσει μαζί του προκειμένου να κρατήσω το Μπαγί. «Μου το έδωσε ένα φιλικό πρόσωπο», είπα. «Αλήθεια;» είπε αυτός, κοιτάζοντάς με αυτή τη φορά. «Πρέπει να είναι πολύ καλός φίλος. Ξέρεις πού το βρήκε;»
«Υποθέτεις ότι είναι φί-λος, άντρας». «Ναι. Λοιπόν, πού το βρήκε;» «Δεν είμαι απολύτως σίγουρη, για να πω την αλήθεια. Από κάποιο έμπορο, νομίζω. Συνοδευόταν από πιστοποιητικό. Η προηγούμενη ιδιοκτήτρια λεγόταν Εντβίνα. Εντβίνα Κρίστιανσεν. Όμως δεν ξέρω τίποτα για εκείνη. Την έψαξα κάποτε στο διαδίκτυο, αλλά δεν κατάφερα να βρω κάτι. Είσαι συλλέκτης; Ή μήπως κοιτάζεις για κάτι καινούριο;» «Όχι, όχι. Απλή περιέργεια. Μου αρέσουν τα όμορφα πράγματα». Μου επέστρεψε το Μπαγί, αφήνοντας τα δάχτυλά του να σταθούν πάνω στα δικά μου για λίγο. «Γιατί δε μου παίζεις κάτι;» πρότεινε. «Τώρα;» Ο Κρις έφτανε εκείνη τη στιγμή στις τελευταίες νότες του τελευταίου τραγουδιού που είχε ετοιμάσει το συγκρότημα για την εμφάνισή του. «Ναι. Παίξε για μένα». Φυσικά και θα μπορούσα να είχα αρνηθεί, αφού είχα φέρει το βιολί με την ελπίδα να μου δοθεί η ευκαιρία να παίξω ένα δυο κομμάτια με τον Κρις και το συγκρότημα. Όμως ο Βίγκο στην ουσία ήταν υποστηρικτής των Groucho Nights. Ήθελα να τον ευχαριστήσω για χάρη τους. Ο Βίγκο σηκώθηκε και χειροκρότησε θερμά όταν ο Κρις και το συγκρότημα ολοκλήρωναν το τελευταίο τους τραγούδι.
«Ωραία φάση», είπε. «Λοιπόν, θέλω να ακούσω το βιολί. Πάμε άλλο ένα κομμάτι;» Ο Κρις, αν και ιδρωμένος από την προσπάθεια, χαμογέλασε πλατιά. «Ναι, βέβαια. Έλα να παίξουμε, Σαμ». Πήρα το βιολί και πήγα να σταθώ δίπλα του. «Απλά αυτοσχεδίασε», μου είπε πριν ξεκινήσει ένα από τα κομμάτια που παίζαμε παλιά μαζί. Η Έλα άφησε τα ντραμς της, για να μην πνίξει τον ήχο του βιολιού, και έπιασε δύο μαράκες. Δεν ήταν η καλύτερη ερμηνεία μου, ωστόσο θυμήθηκα το ρυθμό της μουσικής, λες και είχα παίξει μαζί τους μόλις χθες. Αρχικά αισθανόμουν κάπως αμήχανα παίζοντας για τον Βίγκο, ειδικά από τη στιγμή που τα ροκ κομμάτια ήταν έξω από το σύνηθες ρεπερτόριό μου, όμως μέσα σε λίγα λεπτά είχα ξεχαστεί τελείως, τόσο πολύ παρασύρθηκα στο ρυθμό της μουσικής. Μόνο όταν άνοιξα τα μάτια, στο τέλος, παρατήρησα πως το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω μου όσο έπαιζα. Όμως, αντί να με γδύνει με τα μάτια του, όπως είχε κάνει ο Ντόμινικ, η προσοχή του ήταν ολότελα στραμμένη στο βιολί μου, σαν να με θαύμαζε όπως θα θαύμαζε κανείς ένα έργο τέχνης. Η διαφορά μεταξύ των δύο αντρών και το βλέμμα τους ενόσω με παρακολουθούσαν να παίζω με συνόδευαν στην
επιστροφή μου στο διαμέρισμα. Ο Κρις ήταν πανευτυχής και δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται ότι ήμουν αφηρημένη. «Αυτό θέλω να κάνω κάθε μέρα για την υπόλοιπη ζωή μου», είπε με θέρμη μόλις μπήκαμε σε ένα ταξί. «Ειδικά αν είσαι κι εσύ εδώ για να πληρώνεις ώστε να κυκλοφορούμε με ταξί». Είχα συνηθίσει να κινούμαι με ταξί στη Νέα Υόρκη και είχα χάσει την ενέργεια που απαιτούνταν για να κουβαλάω μουσικά όργανα στο μετρό. Είχα αποταμιεύσει υπεραρκετά χρήματα από τις πρόσφατες περιοδείες μου και τα άλμπουμ είχαν αρχίσει πλέον να αποφέρουν ωραιότατες επιταγές για τα δικαιώματά μου. Η Σούζαν, η ατζέντισσά μου, μου είχε στείλει μερικά αυστηρά διατυπωμένα emails για να μάθει τα πλάνα μου, αν και ήμουν βέβαιη πως ο Σιμόν θα της είχε πει ότι είχα φύγει από το σπίτι του και ότι θα έκανα μια ανάπαυλα για ένα διάστημα. Η αλήθεια είναι πως είχα σκεφτεί ελάχιστα τον Σιμόν ή τη Νέα Υόρκη από τότε που έφυγα. Είχα επιστρέψει με τέτοια ευκολία στην εργένικη ζωή μου στο Λονδίνο, ώστε τα δύο προηγούμενα χρόνια έμοιαζαν σαν όνειρο. Υπήρχαν φορές που ο Σιμόν μού έλειπε, όταν καθόμουν να σκεφτώ. Μου έλειπε να έχω κάποιον δίπλα μου, στο κρεβάτι, η ασφάλεια μιας μόνιμης σχέσης, όμως τον περισσότερο καιρό αισθανόμουν ανακούφιση που ήμουν ελεύθερη. Τον Ντόμινικ τον σκεφτόμουν πολύ συχνότερα, τόσο στον
ύπνο όσο και στον ξύπνο μου. Αναρωτιόμουν αν ήταν με κάποια άλλη κι αν είχε εγκαταλείψει τις κυριαρχικές τάσεις του στο κρεβάτι προκειμένου να διατηρήσει μια πιο σταθερή σχέση, όπως είχα κάνει εγώ, ή αν είχε βρει μια γυναίκα με τάσεις υποταγής για να τη δένει τις νύχτες. Προς το τέλος της ίδιας εβδομάδας, βρεθήκαμε σε ένα άλλο ταξί, αυτή τη φορά με προορισμό το Μπρίξτον Ακάντεμι, για την πρεμιέρα. Ο Κρις, η Έλα και ο Τεντ είχαν ξεκινήσει ώρες νωρίτερα, προκειμένου να βοηθήσουν στο στήσιμο, το οποίο είχε αναλάβει το συνεργείο του συγκροτήματος του Βίγκο, αλλά και για να προλάβουν να τεστάρουν τον ήχο, οπότε είχα μείνει εγώ μόνη με τη Φραν. Ο Κρις με είχε διαβεβαιώσει πως και οι δύο ήμασταν καλεσμένες στο πάρτι που σχεδίαζε ο Βίγκο για να γιορτάσει την πρεμιέρα της περιοδείας του στο Λονδίνο. Είχε κάνει μια χαρακτηριστική γκριμάτσα όταν τον ρώτησα γι’ αυτό. «Εσύ τι νομίζεις πως απάντησε ο Βίγκο όταν του είπα πως έχει έρθει στην πόλη και η αδερφή σου;» «Καλά», είχα αποκριθεί στεγνά. «Πες του να κάνει όρεξη αν πιστεύει πως υπάρχει περίπτωση να παίξει κάτι». «Να ξέρεις, θα σας έχω από κοντά». «Μάλλον θα ’σαι απασχολημένος με τα τριακόσια μοντέλα που λογικά θα έχει κανονίσει να του φέρνουν τα ποτά του». «Κι εγώ που νόμιζα πως με ήξερες καλύτερα. Οι
σερβιτόρες με μπικίνι που λικνίζονται ηδυπαθώς δεν είναι του στιλ μου». Η Φραν είχε γελάσει κι εκείνος είχε γυρίσει να την κοιτάξει, χαμογελώντας πλατιά. Δεδομένου ότι με τον Κρις είχαμε γνωριστεί στο Ακάντεμι, είχαμε ιδιαίτερη αδυναμία σε αυτό το μέρος. Ήταν σχεδόν στενάχωρα χωρίς κόσμο και ο εσωτερικός χώρος κάπως μικρότερος απ’ ό,τι θυμόμουν. Ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς πως σε λίγες ώρες θα στριμώχνονταν εκεί μέσα τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι. Το κεκλιμένο δάπεδο ήταν γεμάτο λεκέδες και μύριζε μπίρα, όμως ακόμη κι έτσι το κτίριο είχε μια αρχοντιά, απέπνεε μια αύρα ιστορίας. Μπροστά από το κτίριο άνθρωποι που περίμεναν στην ουρά ώρες συζητούσαν ευδιάθετα, έπιναν μπίρα από κουτάκια και κάπνιζαν. Αρκετοί από αυτούς, όπως διαπίστωσα με ικανοποίηση, είχαν έρθει για να ακούσουν τους Groucho Nights. Ο Κρις είχε αποκτήσει κάμποσους οπαδούς. Κοίταξαν με απορία τη Φραν κι εμένα όταν δείξαμε τα πάσα μας στους ψωμωμένους ένστολους πορτιέρηδες που φρουρούσαν την είσοδο και μας έκαναν αμέσως νόημα να περάσουμε. Εγώ είχα επιλέξει μια σχετικά απλή εμφάνιση, με τζιν μίνι φούστα και τις παλιές μου βαθυκόκκινες αρβύλες, όμως η Φραν τράβηξε πολλά βλέμματα πάνω της, αποφασισμένη όπως ήταν να αποδείξει πως δεν επρόκειτο να τη νικήσει ο καιρός της Βρετανίας. Έτσι, παρά την παγωνιά, φορούσε το πιο κοντό τζιν σορτσάκι που είχα δει ποτέ μου. Η
επιδερμίδα της είχε γίνει σχεδόν μπλε από το κρύο. «Να σου πω», είχε σχολιάσει. «Όπου να ’ναι θα πατήσω τα τριάντα και μαθαίνω πως από εκεί και πέρα τα πράγματα παίρνουν τον κατήφορο. Ας δείξω κι εγώ τα πόδια μου όσο μπορώ ακόμη». Είχα φέρει μαζί και το βιολί, όπως μου είχε ζητήσει ο Βίγκο. Αν και δεν είχε ξεκαθαρίσει το γιατί, υπέθεσα πως ήθελε να παίξω στο πάρτι του μετά την παράσταση. Αισθανόμουν κάπως περίεργα με αυτή την ιδέα. Ο Ντόμινικ ήταν ο μοναδικός άνθρωπος για τον οποίο είχα παίξει έτσι, αλλά για χάρη του συγκροτήματος, αν μη τι άλλο, συμφώνησα. Τουλάχιστον έτσι θα κρατούσα επαφή με τη μουσική, αφού δεν είχα κανονίσει άλλες εμφανίσεις. Άφησα το Μπαγί στο Green Room, το οποίο φυλασσόταν αυστηρά, αν και άδειο επί του παρόντος, καθώς οι Holy Criminals βρίσκονταν στα καμαρίνια τους και ο Κρις, η Έλα και ο Τεντ ήταν απασχολημένοι με το τεστάρισμα του ήχου. Περάσαμε την ώρα μας στο πάνω μπαρ προτού πάρουμε θέση στο κέντρο μπροστά στη σκηνή, λίγο πριν ξεκινήσει το πρώτο μισό της βραδιάς. Ο Κρις έμοιαζε με άλλο άνθρωπο όταν εμφανίστηκε ενώπιον του πλήθους. Στην καθημερινότητά του είχε μια ντροπαλή, αγορίστικη στάση, όμως μπροστά στο μικρόφωνο φορούσε μια δεύτερη επιδερμίδα, την ιδανική εικόνα και συμπεριφορά ενός αστέρα της ροκ. Το συγκρότημα ξεκίνησε μεμιάς να παίζει ένα από τα
αγαπημένα μου κομμάτια, το «Roadhouse Blues», το οποίο κυριαρχούνταν από γλυκές συγχορδίες και μια μελαγχολική μελωδία, ενώ οι βραχνές φωνές του Κρις και του Τεντ ακολουθούσαν τον ήχο, σαν μελάσα που αργοκυλά μέσα σε βαρέλι του ουίσκι. Ο Τεντ έπιασε το μπάσο του για το δεύτερο κομμάτι, το «Fire Woman», ένα τραγούδι για τον παθιασμένο έρωτα, με πιο ζωηρό ρυθμό. Ήταν ένα κομμάτι που πάντα ξετρέλαινε τις γυναίκες στο ακροατήριο, και η αποψινή βραδιά δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Ο Κρις κρατούσε το μικρόφωνο στο ένα χέρι, σαν να χόρευε ρομαντικά με το ταίρι του, ενώ άνοιγε το στόμα διάπλατα για να πιάσει τις ψηλές νότες. «Γεια χαρά, Λονδίνο!» φώναξε στο πλήθος. «Πώς είμαστε απόψε;» Ο κόσμος απάντησε με επευφημίες και χειροκροτήματα. «Τι λέτε, να φέρουμε έναν ιδιαίτερο καλεσμένο στη σκηνή;» είπε, κοιτάζοντας εμένα στην πρώτη σειρά. Νέες επευφημίες. Ίσως ο Βίγκο είχε συμφωνήσει να εμφανιστεί νωρίς, για μια φιλική συμμετοχή. «Έχει έρθει μια πολύ καλή φίλη απόψε, από τη Νέα Υόρκη», φώναξε ο Κρις. «Πάμε, παιδιά, χειροκροτήστε τη, βοηθήστε να την ανεβάσουμε στη σκηνή!» «Τι κάνεις;» του φώναξα, όμως η φωνή μου χάθηκε μέσα στα ουρλιαχτά. Ένας από τους τεχνικούς εμφανίστηκε τρέχοντας πίσω από την αυλαία κρατώντας ένα ηλεκτρικό βιολί, το οποίο και
συνέδεσε σε έναν ενισχυτή, οπότε ακούστηκε ένας δυνατός βόμβος. Αισθάνθηκα ανακούφιση που δεν ήταν το Μπαγί, καθώς ο ήχος του θα χανόταν, ακόμη και με το μικρόφωνο, όμως είχα να παίξω ηλεκτρικό βιολί σχεδόν τρία χρόνια. Έσκυψα κάτω από το κορδόνι που χώριζε την πλατεία από τη σκηνή. Δύο πορτιέρηδες με σήκωσαν, ο Κρις με έπιασε από το χέρι και με ανέβασε πλάι του. Γύρισα για να κοιτάξω το πλήθος. Η ενέργεια πάνω στη σκηνή ήταν πολύ πιο έντονη απ’ όσο ήμουν συνηθισμένη σε σχέση με τις ήσυχες κλασικές εμφανίσεις μου. Η αίθουσα έβραζε, έσφυζε από ζωή, η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη, ηλεκτρισμένη. «Ακολούθα το ρυθμό», μου είπε ο Κρις και ξεκίνησε να παίζει ένα από τα τραγούδια που παρουσιάζαμε μαζί, το «Sugarcane», έναν παραδοσιακό σκοπό στον οποίο υπήρχε ένα σύντομο σόλο βιολιού και licks με δύο χορδές παράλληλα με το τραγούδι, ένα χοντρό, βρόμικο ήχο που δεν είχα παίξει από τότε που έφυγα από το Λονδίνο. Έμεινα και για το επόμενο τραγούδι του συγκροτήματος, απολαμβάνοντας τη ροή της μουσικής που διέτρεχε το σώμα μου σαν ρεύμα. Με το ζόρι έφυγα για να τους αφήσω μόνους τους στη σκηνή, για ένα βαρύτερο, ροκ κομμάτι, το οποίο έκλεισε με ένα βροντερό κρεσέντο των ντραμς. Η Φραν με περίμενε στα παρασκήνια όταν αποχώρησα από τη σκηνή –έχοντας ανοίξει δρόμο μέσα από το χαμό και δείξει το πάσο της στο φύλακα, στον οποίο χάρισε κι ένα χαμόγελο– ώστε να είναι εκεί για να με συγχαρεί. Χάζευε τον
Κρις την ώρα που ο κόσμος ξεσπούσε σε επευφημίες και τα φώτα περνούσαν πάνω από το συγκρότημα μια τελευταία φορά πριν τα μέλη του αποσυρθούν από τη σκηνή, πράσινες και κόκκινες φωτεινές στήλες που γυάλιζαν πάνω στο ξύλο. «Είναι καλός», μου είπε. «Ο Κρις; Ναι, το ξέρω. Λες και γίνεται άλλος άνθρωπος όταν παίζει». «Κι εσύ το ίδιο». «Αλήθεια;» «Πιο σίγουροι για τον εαυτό σας, θα έλεγα. Σας βλέπω πώς παρασύρεστε από τη μουσική, σαν να φτιάχνεστε, ξέρω ’γώ...» «Καμία σχέση. Στο θέμα αυτό είμαστε τελείως ξενέρωτοι. Ο Κρις είναι φανατικά κατά των ναρκωτικών, λέει πως δε θέλει να αλλοιώσει τη δημιουργική του ροή διαλύοντας τα κύτταρα του εγκεφάλου του». «Εντάξει...» Την άφησα να προσέχει τα μπουφάν μας στα παρασκήνια και πήγα να φέρω δύο ποτά, εκμεταλλευόμενη το σύντομο διάλειμμα. Στη Νέα Ζηλανδία δεν πραγματοποιούσαν εμφανίσεις πολλά γνωστά ανά την υφήλιο συγκροτήματα, και συνήθως όσα έρχονταν επέλεγαν πάντοτε τις μεγάλες πόλεις, το Όκλαντ ή το Γουέλινγκτον, καμιά φορά και το Κράιστσερτς. Καμιά μας δεν είχε δει πολλές συναυλίες στην πατρίδα. Η Φραν έμοιαζε να απολαμβάνει την εμπειρία, ενώ για μένα το να βλέπω τα αστέρια στην οροφή του Ακάντεμι,
ακόμη και μετά από τόσα περάσματα από το χώρο αυτό, εξακολουθούσε να με κάνει να αισθάνομαι σαν να παρακολουθούσα υπαίθρια συναυλία. Επέστρεψα πάνω στην ώρα για να δω τα φώτα της σκηνής να σβήνουν, εκτός από έναν κόκκινο προβολέα που άναψε στο κέντρο. Είχε ανοίξει μια καταπακτή και ένα κλουβί ξεπρόβαλλε αργά από εκεί, με τον Βίγκο Φρανκ μέσα, σκυμμένο, με τα χέρια περασμένα γύρω από τις μπάρες, σαν να αψηφούσε την αιχμαλωσία του. Σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε πλατιά μόλις το κλουβί έφτασε στο ύψος της σκηνής, και παραλίγο να κουφαθώ από τις τσιρίδες των γυναικών στο ακροατήριο. Ψεύτικος καπνός άρχισε να απλώνεται στην εξέδρα, κι όταν διαλύθηκε, το κλουβί είχε εξαφανιστεί κι εκείνος στεκόταν με τα πόδια σε διάταση, φορώντας σχεδόν τα ίδια ρούχα με τα οποία τον είχα δει τις προάλλες. Χαμηλοκάβαλο μαύρο τζιν, δερμάτινες μπότες, σκισμένο μπλουζάκι. Αν δεν ήταν όνομα και δεν είχε εκείνη την αύρα του Καζανόβα, θα μπορούσε να ήταν ένας οποιοσδήποτε άντρας σε μια παμπ του Λονδίνου, αν και σίγουρα όχι κάποιος που θα ήθελες να τον παρουσιάσεις στη μητέρα σου. Έμεινε στη σκηνή για περίπου μιάμιση ώρα με το συγκρότημά του, καταλήγοντας να κλείσει με ένα τραγούδι από το πρώτο του άλμπουμ με τίτλο Underground, ένα κομμάτι με πολύ δυνατό σόλο για κιθάρα, στη διάρκεια του οποίου έπεσε στα γόνατα γέρνοντας τελείως προς τα πίσω,
τόσο που το κεφάλι του ακουμπούσε στους αστραγάλους του. Ακουγόταν πως ακολουθούσε ένα πρόγραμμα μιας μεθόδου γιόγκα σε ειδική σάουνα στην έπαυλή του, κι αμέσως το μυαλό μου προσπάθησε να φανταστεί πότε αξιοποιούσε αυτή του την ευλυγισία. Η Φραν με σκούντησε πονηρά στα πλευρά μετά το τέλος της συναυλίας, όταν πηγαίναμε να βρούμε τον Κρις και τους άλλους. «Το ξέρεις πως θα γίνεις μία από τις αμέτρητες κατακτήσεις του, έτσι δεν είναι;» «Θεωρείς δεδομένο πως θα το κάνω μαζί του». «Αυτό είναι προφανές. Δεν τρέχει τίποτα, αρκεί να ξέρεις πως δεν είσαι η μόνη. Ίσως να μην είσαι καν η μόνη για σήμερα». «Λες να τον αποφύγω;» «Όχι, πλάκα μου κάνεις;» είπε χαμογελώντας πλατιά. «Πόσες ευκαιρίες έχει μια κοπέλα να πηδήξει ένα αστέρι της ροκ; Όρμα του. Απλά θύμισέ του πως στη μάχη πάμε πάντοτε με κράνος, εντάξει;» «Δεν είμαι ηλίθια...» απάντησα, ενώ θυμήθηκα πως την πρώτη φορά που το είχα κάνει με τον Ντόμινικ δεν είχαμε χρησιμοποιήσει προφυλακτικό. Ήταν ένα βλακώδες λάθος, το οποίο έκτοτε δεν είχα επαναλάβει. Με κανέναν. «Χωρίς σκουφάκι, δεν έχει παιχνιδάκι», πρόσθεσε η Φραν χαχανίζοντας, κι ένας από τους τεχνικούς που γυρόφερνε τα καμαρίνια της έριξε μια ματιά και σήκωνε το ένα φρύδι
απορημένα. Τα πράγματα στο καμαρίνι του Βίγκο ήταν πιο ήσυχα απ’ ό,τι περίμενα. Καθόταν σε ένα σκαμπό κι έπινε μπίρα από το μπουκάλι, ενώ ο Κρις με τον Τεντ χαλάρωναν πάνω σε ένα μαύρο καναπέ με επένδυση από δερματίνη, κολλημένο στον έναν τοίχο. Τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος του Βίγκο είχαν πάει να βρουν ποτά. Το δωμάτιο ήταν σχετικά γυμνό. Τοίχοι βαμμένοι άσπροι με εκτυπωμένες ανακοινώσεις σε χαρτί Α4 που απαγόρευαν το κάπνισμα – οι οποίες έρχονταν σε αντίθεση με τα τασάκια που υπήρχαν πάνω στο τραπέζι. Η Έλα έσκυβε μπροστά στον καθρέφτη και αφαιρούσε το μακιγιάζ της με υγρά μαντίλια. Χειροκρότησαν όταν μπήκαμε στο δωμάτιο. Το βλέμμα του Βίγκο στάθηκε στο κοντό σορτσάκι της Φραν. «Επ! Να και το αστέρι μας!» είπε ο Κρις. «Έσκισες». «Εσείς σκίσατε, παιδιά. Ακούστε πώς κάνει ο κόσμος». Αρκετοί θαυμαστές, στην πλειονότητά τους γυναίκες, είχαν συγκεντρωθεί απέξω και φώναζαν «Βίγκο, Βίγκο» και, καμιά φορά, «Κρις». «Το Κρις δεν είναι ιδιαίτερα σέξι όνομα», του είπα πειραχτικά. «Να το αλλάξεις». «Αυτό μου λένε όλοι», απάντησε εκείνος, «αλλά τώρα είναι πολύ αργά πια. Θα αισθανόμουν σαν βλάκας». Ο Βίγκο άφησε την μπίρα του, με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε προς το μέρος του, έτσι που στάθηκα ανάμεσα στα ανοιχτά του πόδια. Καθώς φορούσα την κοντή φούστα και
καλσόν, ένιωθα το ύφασμα του παντελονιού του να αγγίζει τα πόδια μου. Το άγγιγμά του με διέτρεξε σαν ηλεκτρισμός, σαν σαμπάνια με χτύπησε κατακέφαλα, και χρειάστηκε να καταβάλω προσπάθεια για να μην πέσω μεμιάς στην αγκαλιά του. «Λοιπόν, κούκλα μου», είπε, «έφερες το βιολί σου; Θα μας παίξεις κάτι ακόμη αργότερα;» Τράβηξε το ρο στο «αργότερα», σαν να εννοούσε κάτι πολύ πιο τολμηρό. «Ευχαρίστως», αποκρίθηκα σαν να μην έτρεχε τίποτα, ενώ αντιστεκόμουν στην παρόρμηση να κολλήσω το σώμα μου πάνω στο δικό του. Ήταν άλλο το να παιχτεί κάτι με ένα γυναικά κατ’ ιδίαν και τελείως διαφορετικό να γίνει η φάση μπροστά σε άλλους. Δεν ήθελα να με ταράξουν στο δούλεμα ο Κρις και η Φραν για την επόμενη δεκαετία. «Ε, τότε άντε», είπε, «να πηγαίνουμε». Οι τεχνικοί είχαν φορτώσει τα πάντα σε δύο φορτηγάκια που περίμεναν πίσω από το κτίριο και κανόνισαν να πάνε τα πράγματα του Κρις και του συγκροτήματος στο στούντιο, απ’ όπου θα τα παραλάμβαναν την επόμενη εβδομάδα, οπότε ήμασταν ελεύθεροι να φύγουμε με τα αυτοκίνητα του Βίγκο, δύο σχετικά διακριτικά μαύρα σεντάν με φιμέ τζάμια. Ο ίδιος οδηγούσε τον περισσότερο καιρό μια μαύρη Buick του 1987, όμως προτιμούσε να διατηρεί την ανωνυμία του μετά τις συναυλίες. Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν σε ένα περιφραγμένο συγκρότημα στο Μπελσάιζ Παρκ. Η ώρα κόντευε δύο μέχρι
να φτάσουμε εκεί και στη γειτονιά επικρατούσε νεκρική σιγή. «Ζουν ένα σωρό επώνυμοι σ’ αυτό το δρόμο», μου ψιθύρισε ο Κρις. «Δεν έχουν σέξι ονόματα, αλλά μια χαρά τα κατάφεραν». «Καταλαβαίνω τι εννοείς, αλλά είμαι σίγουρη πως πολλοί θα διαφωνούσαν». «Με τίποτα δε μένουν ευχαριστημένοι ορισμένοι», απάντησε ξεφυσώντας. Το εσωτερικό της έπαυλης του Βίγκο δεν είχε καμία σχέση με ό,τι θα περίμενα. Ούτε φίδια μέσα σε γυάλες ούτε ενυδρεία γεμάτα γυμνές γυναίκες που κολυμπούσαν, όπως έλεγαν οι φήμες. Ο χώρος ήταν κάτι παραπάνω από λιτός, σχεδόν σπαρτιάτικος, αν εξαιρούσε κανείς κάποια έργα τέχνης τοποθετημένα σε επίμαχα σημεία. Ένα γλυπτό πουλί με τα φτερά του απλωμένα κρεμόταν από το ταβάνι. Μια ελικοειδής σκάλα από ανοιχτόχρωμο ξύλο και μέταλλο υψωνόταν στο κέντρο του δωματίου. «Ντάμιεν Χιρστ είναι αυτό;» ρώτησε η Φραν, κοιτάζοντας ένα μακρύ, παραλληλόγραμμο πίνακα, ένα λευκό φόντο καλυμμένο με ολοστρόγγυλες χρωματιστές κουκκίδες. «Θεέ μου, όχι», είπε ο Βίγκο, που στάθηκε πλάι της, μια ιδέα πιο κοντά απ’ ό,τι θα αισθανόμουν άνετα. «Για τι είδους άνθρωπο με πέρασες;» Παρατήρησα τον πίνακα πιο προσεκτικά και εντόπισα κάτι μικροσκοπικά m ζωγραφισμένα στο κέντρο των χρωματιστών κουκκίδων, όπως οι καραμέλες.
«Έξυπνο», σχολίασα. «Ακριβώς», συμφώνησε ο Βίγκο. Είχε φέρει το χέρι του πάνω στη φούστα μου και χάιδευε με τα ακροδάχτυλά του τους μηρούς μου. Ανατρίχιασα. «Δε μου αρέσουν τα πράγματα που δεν είναι έξυπνα. Λοιπόν, έλα πάνω μαζί μου, το σόου δεν τελείωσε ακόμη». Ο δεύτερος όροφος θύμιζε πολύ περισσότερο την εικόνα που είχα στο μυαλό μου. Ο χώρος έμοιαζε με χαρέμι, επιπλωμένος σε τόνους βαθυκόκκινους και μοβ, με πολυελαίους να κρέμονται από το ταβάνι, ένα παχύ χαλί στο χρώμα του χρυσού και μια σειρά από μαύρους δερμάτινους καναπέδες σε ασυνήθιστα σχήματα, σχεδιασμένους, όπως υποψιαζόμουν, για δραστηριότητες που θα συναντούσε κανείς στο Κάμα Σούτρα. Στο κέντρο υπήρχε ένα σιντριβάνι, και στο μέσο του ένα ολοζώντανο γυναικείο άγαλμα. Τουλάχιστον έτσι νόμισα στην αρχή, μέχρι που η γυναίκα ξεδίπλωσε με χάρη το ένα της χέρι και τράβηξε μια φουρκέτα από τα μακριά ξανθά μαλλιά της, που έπεσαν στους ώμους της. Στράφηκε με αργές κινήσεις προς το μέρος μας, αποκαλύπτοντας το μικρό γυμνό στήθος της και τα ολότελα λεία γεννητικά της όργανα. Οι κινήσεις της ήταν διακριτικές και εντυπωσιακά εκτελεσμένες, καμία σχέση με τα στερεότυπα που συνοδεύουν τις στριπτιζέζ. Είχε πάρει θέση με τέτοιο τρόπο ώστε το νερό που πεταγόταν από το σιντριβάνι να κυλά προς τα πόδια της και να σταματά φτάνοντας στην πύλη που σχημάτιζε η σάρκα
της. Δίπλα στο μουνάκι της είχε χτυπήσει τατουάζ ένα μικρό όπλο. Μια μακρινή ανάμνηση άρχισε να αντηχεί στο βάθος του μυαλού μου. Ο κόσμος ήταν γεμάτος χορεύτριες, εγώ όμως μόνο μία ήξερα που κινούνταν έτσι, με ένα πανομοιότυπο όπλο αποτυπωμένο στην επιδερμίδα της. Ήταν η Ρωσίδα χορεύτρια που είχα δει σ’ εκείνο το πριβέ στριπ κλαμπ στη Νέα Ορλεάνη, εκεί που με είχε πάει ο Ντόμινικ. Θυμήθηκα, με ένα ξέσπασμα αμηχανίας και ερεθισμού, πώς, αφού παρακολουθήσαμε τον ασύλληπτα ερωτικό χορό της, ο Ντόμινικ με είχε διατάξει να του χορέψω πάνω στη σκηνή. Κι αυτό είχα κάνει, την επομένη, γυμνή, εκτός από δύο κόκκινους κρίκους στις θηλές κι ένα πρωκτικό βύσμα. Η Λούμπα. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Μου χαμογέλασε.
4 Το Ανζελίκ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ στην εμπορική Στοά Μπέρλινγκτον, όπου είχε αγοράσει το βιολί της Σάμερ, παρέμενε κλειστό, κι ας ήταν νωρίς το απόγευμα. Ο Ντόμινικ κοίταξε πίσω από τη γυάλινη πόρτα και παρατήρησε πως στο πάτωμα στοιβάζονταν φάκελοι που μάζευαν σκόνη, στην πίσω πλευρά της στενής σχισμής για την αλληλογραφία. Ένα σημείωμα στην πόρτα παρέπεμπε τυχόν ενδιαφερομένους σε έναν τηλεφωνικό αριθμό, τον οποίο και σημείωσε. Τηλεφώνησε αργότερα. Καμία απάντηση. Δοκίμασε ξανά, ανά μία ώρα. Γύρω στις δέκα το βράδυ ήταν έτοιμος να κατεβάσει το ακουστικό στην τελευταία του προσπάθεια για εκείνη τη μέρα, έχοντας αφήσει το τηλέφωνο να χτυπά για αρκετά λεπτά, όταν κάποιος επιτέλους απάντησε. Ο άντρας ακούστηκε ηλικιωμένος και μιλούσε σιγανά. «Τηλεφωνώ για το κατάστημα στη Στοά Μπέρλινγκτον», εξήγησε ο Ντόμινικ. «Να επικοινωνήσετε με το μεσιτικό γραφείο, κύριε», τον παρέπεμψε ο άντρας.
«Δεν τηλεφωνώ γι’ αυτό το λόγο», διευκρίνισε ο Ντόμινικ. «Ήμουν πελάτης, παλιότερα. Αγόρασα ένα βιολί εκεί. Έχω κάποιες ερωτήσεις που ήθελα να κάνω...» «Το κατάστημα έκλεισε. Αποφάσισα να βγω στη σύνταξη. Δεν άξιζε ο κόπος πια», είπε ο άντρας. «Λυπάμαι, δεν μπορώ να σας βοηθήσω». «Εσείς ήσασταν ο ιδιοκτήτης;» ρώτησε ο Ντόμινικ. Η φωνή του άντρα δε θύμιζε σε τίποτα τον υπάλληλο που του είχε πουλήσει το Μπαγί. «Εγώ ήμουν». «Δε νομίζω να συναντηθήκαμε. Ο συνεργάτης σας μου πούλησε ένα θαυμάσιο μουσικό όργανο, όμως τώρα θα με ενδιέφερε πολύ να μάθω περισσότερα πράγματα για την ιστορία του, τους προηγούμενους ιδιοκτήτες του...» «Δε σας παρέδωσε το πιστοποιητικό προέλευσης; Έπρεπε να σας είχε δώσει κάποια έγγραφα». «Βεβαίως, παρέλαβα το πιστοποιητικό. Όμως οι πληροφορίες ήταν λιγοστές». «Δε φαντάζομαι ασφαλώς να περιμένετε πως θα θυμάμαι επακριβώς την ιστορία κάθε μουσικού οργάνου που πέρασε από τα χέρια μας;» «Το καταλαβαίνω. Απλά αναρωτιόμουν...» «Γιατί;» Ο Ντόμινικ κόμπιασε για μια στιγμή. Τι θα μπορούσε να πει; Ότι έψαχνε να πιαστεί από κάπου; Ότι ήθελε να επιστρέψει στη ζωή του η Σάμερ; Ότι είχε γίνει συγγραφέας,
μόνο που δεν είχε έμπνευση για να γράψει; «Είναι δύσκολο να σας εξηγήσω. Το άτομο για το οποίο αγόρασα το βιολί είναι...» Ο άντρας τον διέκοψε. «Το Μπαγί ήταν;» ρώτησε. «Μάλιστα», απάντησε ο Ντόμινικ, ξαφνιασμένος. «Α...» «Λοιπόν...» «Κοιτάξτε, είναι περασμένη η ώρα. Γιατί δε μου κάνετε ένα τηλεφώνημα αύριο το πρωί; Όχι πολύ νωρίς όμως. Ίσως κανονίσουμε μια συνάντηση». «Βεβαίως. Πολύ θα το ήθελα». Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος έμενε κοντά στον Ντόμινικ, στο Βόρειο Λονδίνο, σ’ ένα παρατημένο κτίσμα σε έναν ιδιωτικό δρόμο, κοντά στο Χάιγκεϊτ Βίλατζ. Ο μπροστινός κήπος ήταν χορταριασμένος, το γρασίδι γεμάτο αγριόχορτα και οι τριανταφυλλιές έμοιαζαν ακλάδευτες για πολύ καιρό. Το κουδούνι της πόρτας δε λειτουργούσε, έτσι ο Ντόμινικ αναγκάστηκε να χτυπήσει αρκετές φορές, δυνατά, μέχρι να ακούσει κίνηση από μέσα. Με το που ο άντρας άνοιξε την πόρτα και τον κοίταξε, ο Ντόμινικ τον αναγνώρισε. Για κάποιο λόγο, η σιγανή φωνή στο τηλέφωνο τον είχε κάνει να υποθέσει πως ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι στην πραγματικότητα. Ήταν, στη χειρότερη περίπτωση, εξηντάρης. Τον είχε συναντήσει κι άλλοτε. Δύο φορές, για την ακρίβεια. Και οι δύο εκείνες φορές είχαν χαραχτεί βαθιά στη μνήμη του.
Ήταν παρών σε δύο από τα πιο τολμηρά πάρτι στα οποία είχε παραστεί ο Ντόμινικ στο Λονδίνο, εκείνους τους μήνες της κραιπάλης παλιότερα. Περισσότερο ηδονοβλεψίας παρά πρωταγωνιστής, ο άντρας συνήθιζε να αποχωρεί αφού πρώτα απολάμβανε τη γυναίκα που είχε προσφερθεί εθελοντικά να τεθεί στο επίκεντρο της προσοχής και περνούσε την υπόλοιπη βραδιά πίνοντας λίγο λευκό κρασί και παρακολουθώντας τους άλλους –και τον Ντόμινικ– να συνεχίζουν να παίζουν με τη γυναίκα και να τη χαίρονται. Αρχικά ο Ντόμινικ είχε βρει την όλη κατάσταση κάπως ενοχλητική, στην πορεία όμως η προσοχή του εστιαζόταν στη δράση μέσα στο δωμάτιο. Τα θολά μάτια του εμπόρου μουσικών οργάνων εστίασαν πάνω του. Δε φάνηκε να τον αναγνωρίζει. Προφανώς δε θυμόταν τον Ντόμινικ. Άλλωστε, το θέαμα που παρουσιαζόταν σ’ εκείνες τις περίφημες βραδιές σε δωμάτια ξενοδοχείων αποσπούσε την προσοχή και ξεχώριζε κυρίως για τα κορμιά και τα επιμέρους σημεία τους παρά για τα πρόσωπα. «Μιλήσαμε στο τηλέφωνο... Είμαι ο Ντόμινικ», συστήθηκε. «Τζον Λαβάλ. Περάστε μέσα». Οδήγησε τον Ντόμινικ στο καθιστικό. Στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα πελώριο πιάνο με ουρά, πάνω στο οποίο στοιβάζονταν παλιές κιτρινισμένες εφημερίδες, παρτιτούρες και βιβλία με τσακισμένες ράχες. Ο Λαβάλ τού πρότεινε μια παλιά δερμάτινη πολυθρόνα
και ο ίδιος κάθισε στο σκαμπό του πιάνου, απέναντί του. Τον ρώτησε αν θα ήθελε κάτι να πιει κι εκείνος αρνήθηκε, έτσι αυτός έβαλε λίγο ουίσκι για τον εαυτό του, από το διπλανό ντουλάπι με τα ποτά. «Με κρατάει σε εγρήγορση, καταλαβαίνετε», είπε, δείχνοντας το ποτήρι και το κεχριμπαρένιο υγρό μέσα του πριν πιει μερικές αργές γουλιές. «Δεν ήσασταν στο κατάστημα τη μέρα που απέκτησα το βιολί», παρατήρησε ο Ντόμινικ. «Όχι. Πολύ κρίμα. Ο συνεργάτης μου, ο οποίος αποχώρησε λίγο μετά, θεώρησε ότι θα μπορούσε να καταγράψει μια σημαντική πώληση στο ενεργητικό του και να με ευχαριστήσει σπρώχνοντας αυτό το κομμάτι. Η αλήθεια όμως είναι ότι εγώ δεν είχα καμία πρόθεση να πουλήσω το συγκεκριμένο μουσικό όργανο». «Α, μάλιστα. Γιατί;» «Ήταν συλλεκτικό κομμάτι. Για την ακρίβεια, η αξία του ήταν πολύ μεγαλύτερη από το ποσό που δώσατε τελικά γι’ αυτό», εξήγησε ο Λαβάλ. «Είχε έρθει στο μαγαζί πριν από λίγες μόλις εβδομάδες, μέσω ενός δικηγόρου στη Γερμανία ο οποίος είχε αναλάβει να διαθέσει τα περιουσιακά στοιχεία μιας πελάτισσάς του, χωρίς να γνωρίζει την αξία ή τη σημασία του βιολιού, κι εγώ σκεφτόμουν να το κρατήσω για μένα, να το φέρω εδώ. Θεωρούσα πως θα ήταν ασφαλέστερο κάτω από αυτή τη στέγη...» «Ασφαλέστερο;»
«Πρόκειται για ένα μουσικό όργανο το οποίο έχει την τάση να χάνεται». «Μιλήστε μου γι’ αυτό». Ο Λαβάλ αγνόησε την παράκληση. «Απ’ ό,τι γνωρίζω όμως, δε βρίσκεται πλέον στην κατοχή σας. Το αγοράσατε με σκοπό να το παραχωρήσετε σε κάποιο άλλο πρόσωπο;» «Ήταν δώρο», παραδέχτηκε ο Ντόμινικ. «Στη Σάμερ Ζάχοβα. Ιδιαίτερα ακριβό δώρο, δε συμφωνείτε;» «Πώς το γνωρίζετε αυτό;» απόρησε ο Ντόμινικ. Ο οικοδεσπότης του σηκώθηκε, έσκυψε πάνω από το πιάνο και τράβηξε μια διπλωμένη αφίσα από τη μάζα των χαρτιών που υπήρχαν εκεί. Την ξετύλιξε και, με μια θεατρινίστικη κίνηση, την έδειξε στον Ντόμινικ. Ήταν η αφίσα που είχε φτιαχτεί αρχικά για την προώθηση του πρώτου σόλο κονσέρτου της Σάμερ. Η φωτογραφία κοβόταν ακριβώς πάνω στο πιγούνι της και στο ύψος της μέσης, αφήνοντας να φανεί ένας χείμαρρος από κόκκινες μπούκλες από τον άγνωστο χώρο έξω από το κάδρο. Έδειχνε τον κορμό και το στομάχι της, με τα στήθη της να κρύβονται περίτεχνα από το βιολί, το βερνίκι του οποίου, σε μια απαλή, σχεδόν καραμελένια απόχρωση, έκανε αντίθεση με το χρώμα της επιδερμίδας της. Ήταν μια ερωτική και σαγηνευτική φωτογραφία, η οποία αναμφίβολα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάθεση όλων των εισιτηρίων για εκείνη την εμφάνιση, προσελκύοντας πλήθος
ανθρώπων στην παράσταση όπου το πρόσωπο της μυστηριώδους βιολονίστριας θα αποκαλυπτόταν. Ο Ντόμινικ συνειδητοποίησε ότι ποτέ του δεν προσπάθησε να βρει ένα αντίτυπο της συγκεκριμένης αφίσας. «Μάλιστα», είπε. «Είναι εντυπωσιακό το ότι κανείς δε φαίνεται να παρατήρησε όταν κυκλοφόρησε αυτή η αφίσα πως το βιολί στη φωτογραφία ήταν το Ανζελίκ», επισήμανε ο Λαβάλ. «Είναι τόσο χαρακτηριστικό».
Photo © www.mattchristie.com
«Το Ανζελίκ; Ο συνεργάτης σας με ενημέρωσε κατά την αγορά ότι είχε κατασκευαστεί από ένα Γάλλο οργανοποιό ονόματι Μπαγί. Το όνομά του εμφανιζόταν στον κοχλία, κάτω από τις χορδές». «Μα ναι, ο Μπαγί ήταν αυτός που κατασκεύασε το όργανο. Όμως έφτιαξε πολλά τέτοια βιολιά. Απλά το συγκεκριμένο συνοδεύεται από μια ιδιαίτερη ιστορία. Ήταν ενδιαφέρων άνθρωπος ο φίλος μας ο Μπαγί. Πολύ ενδιαφέρων. Αν και οι περισσότεροι κατασκευαστές βιολιών, οργανοποιοί, όπως είπατε, αρχικά ήταν Ιταλοί, ο Μπαγί ήταν ένας από τους ελάχιστους Γάλλους τεχνίτες που κατόρθωσε να αποκτήσει φήμη σε αυτό το απαιτητικό επάγγελμα». Ο Λαβάλ ήπιε μία ακόμη γουλιά από το ουίσκι του. «Υποθέτω ότι δεν είστε συλλέκτης παλιών μουσικών οργάνων, μια και δωρίσατε το βιολί στη δεσποινίδα Ζάχοβα, συνεπώς αναρωτιόμουν προς τι το ενδιαφέρον σας», θέλησε να μάθει. «Ασχολούμαι με τη συλλογή βιβλίων», απάντησε ο Ντόμινικ. «Μου αρκεί ως χόμπι. Από απλή περιέργεια ρωτάω. Έλεγα να γράψω κάτι σχετικά με ένα μουσικό όργανο. Ένα μυθιστόρημα. Και καθώς ήρθα σε επαφή με το συγκεκριμένο Μπαγί, ως ένα σημείο τουλάχιστον, σκέφτηκα πως θα μπορούσε να αποτελέσει μια αφετηρία για την έρευνά μου». «Πολύ ενδιαφέρον». Ο Λαβάλ έγνεψε καταφατικά. «Θα ήθελα πολύ να μάθω περισσότερα πράγματα.
Ομολογώ ότι μου κινήσατε την περιέργεια», παρατήρησε ο Ντόμινικ. «Είπατε πως το βιολί έχει την τάση να χάνεται;» «Ακριβέστερα, να κλέβεται», διόρθωσε ο Λαβάλ. «Για να καταλάβετε, στη διάρκεια του δεκαπενθημέρου που παρέμεινε το βιολί στο κατάστημα στη Στοά Μπέρλινγκτον είχαμε δύο απόπειρες διάρρηξης. Περισσότερες απ’ όσες αντιμετωπίσαμε τα προηγούμενα είκοσι χρόνια στη δουλειά. Πολύ ύποπτο. Όχι πως ήξερε κανείς ότι το βιολί βρισκόταν εκεί. Ουδέποτε το διαφημίσαμε, είτε στο κατάστημα είτε μέσω των καταλόγων μας. Μετά βίας πρόλαβα να εξακριβώσω περί τίνος πρόκειται αφότου έφτασε από τη Γερμανία. Όποιος κι αν ήταν αυτός που πείραξε το σύστημα συναγερμού, έσπασε κάποιες προθήκες και κλειδαριές, αλλά δεν κατόρθωσε να εντοπίσει το χρηματοκιβώτιο μέσα στο οποίο είχα φυλάξει το Ανζελίκ. Δυστυχώς οι διαρρήξεις επηρέασαν τα ποσά που έδινα για ασφάλεια, κι αυτό ήταν ένας επιπλέον λόγος που το κατάστημα έκλεισε λίγους μήνες αργότερα, αν και εσείς ήδη είχατε αποκτήσει το μουσικό όργανο. Είχα πάρα πολλά χρόνια στη δουλειά και είχα αρχίσει να κουράζομαι με την επιχείρηση. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να σας ζαλίζω με κουβέντες για ασφάλειες και φόρους...» «Παρακαλώ, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον». «Ελπίζω πάντως η δεσποινίς Ζάχοβα να το έχει ασφαλίσει και να το κρατά σε ασφαλές μέρος όταν δεν το χρησιμοποιεί». «Φαντάζομαι. Δε βλεπόμαστε συχνά πλέον».
«Τι κρίμα. Πρέπει να είναι εντυπωσιακή γυναίκα». «Πράγματι». «Πάντως, ξέρω ότι είστε άνθρωπος που εκτιμά βαθιά τις γυναίκες. Είναι ένα κοινό μας γνώρισμα αυτό». Χαμογέλασε στον Ντόμινικ με νόημα. Φυσικά και τον είχε αναγνωρίσει. Από την πρώτη στιγμή. «Δηλαδή ξέρατε...;» «Ποιος είστε; Εννοείται. Δεν ξεχνώ ποτέ ένα πρόσωπο». «Και γιατί δεν το είπατε;» «Όλοι έχουμε τα μυστικά μας, τις σκοτεινές μας πτυχές», είπε ο Λαβάλ, με έναν τρόπο σαν να μην είχε σημασία. «Κανείς δεν έπαθε κακό, αντίθετα πολλοί το απόλαυσαν. Ας κρίνουν οι άλλοι...» «Εξακολουθείτε να... έχετε επαφή με την ομάδα, μ’ εκείνες τις γυναίκες;» τον ρώτησε ο Ντόμινικ. «Όχι, πήρε ο καθένας διαφορετικό δρόμο μετά από ένα διάστημα. Δίχως διάθεση κακοφανισμού, η δεσποινίς Ζάχοβα θα αποτελούσε έξοχη προσθήκη στα πάρτι μας. Σκεφτήκατε κάποια στιγμή να τη φέρετε; Ανέκαθεν θεωρούσα ότι οι μουσικοί είναι ιδανικοί υποταγμένοι –δεν υπάρχει λογική, μόνο ένστικτο–, και κατά συνέπεια...» «Δεν την είχα γνωρίσει ακόμη. Συναντηθήκαμε αργότερα», έσπευσε να πει ο Ντόμινικ. «Κρίμα». «Λοιπόν», συνέχισε ο Ντόμινικ, επιχειρώντας να αλλάξει θέμα συζήτησης, «πείτε μου για το Ανζελίκ».
Γεννημένος το 1844, ο Πολ Μπαγί ήταν ένας άνθρωπος που κυριαρχούνταν έντονα από τη λαχτάρα να ταξιδέψει. Εκπαιδεύτηκε στην τέχνη της κατασκευής βιολιών στη γενέτειρά του, το Μιρκούρ, στην επαρχία της Γαλλίας, κι αργότερα στο Παρίσι, κοντά στο φημισμένο οργανοποιό ΖανΜπατίστ Βιγιόμ και το θρυλικό Ζιλ Γκαγιάρ. Ασίγαστη και ρομαντική ψυχή, ο Μπαγί είχε μια ιδιαίτερα ταραχώδη ερωτική ζωή και άλλαζε διαρκώς τόπο διαμονής στη Γαλλία και αργότερα στην Αγγλία. Στο Παρίσι γνώρισε και ερωτεύτηκε παράφορα μια νεαρή Αγγλίδα παραμάνα, τη Λόις Ελίζαμπεθ Χιου, η οποία εργαζόταν σε μια εύπορη οικογένεια Γάλλων. Ο Μπαγί ακολούθησε τη Λόις στο Λονδίνο όταν εκείνη επέστρεψε στην Αγγλία, η σχέση τους όμως δεν προχώρησε και σύντομα εκείνος βρέθηκε στο Λιντς. Εκεί εργάστηκε για λογαριασμό μιας τοπικής εταιρείας κατασκευής μουσικών οργάνων, παρόλο που δεν έχει βρεθεί ούτε ένα βιολί από αυτή την περίοδο που να φέρει την υπογραφή του, γεγονός που έχει οδηγήσει σε εικασίες ότι ασχολήθηκε με λιγότερο σημαντικές δουλειές και παραμέλησε την τέχνη του. Μετά από ένα διάστημα, τα ίχνη του Μπαγί εντοπίζονται εκ νέου στο Παρίσι, τη δεκαετία του 1880, η οποία αποτέλεσε την πλέον δημιουργική περίοδό του, κάτι που αντικατοπτρίζεται σε μια σειρά έξοχων μουσικών οργάνων πάνω στα οποία εδραιώθηκε η φήμη του. Στο Παρίσι εξάλλου γνώρισε την Ανζελίκ Σπενγκλέρ, σύζυγο ενός
περίφημου θεατρικού ιμπρεσάριου, του Ουζ Καετανό. Η Ανζελίκ ήταν πραγματική καλλονή· σε αντίθεση με τον τραχύ και αψύ σύζυγό της, ο οποίος είχε υπό τον έλεγχό του αρκετά θέατρα του Παρισιού και ο οποίος φημολογείτο ότι διατηρούσε στενές σχέσεις με το εμπόριο λευκής σαρκός στη γαλλική πρωτεύουσα. Κατά πάσα πιθανότητα, οι πολιτικές του διασυνδέσεις του επέτρεψαν να αφαιρέσει κάθε αναφορά σε παράνομη δραστηριότητα από τα αρχεία. Σε κάθε περίπτωση, είχε τη φήμη οξύθυμου και ζηλόφθονου άντρα. Ακουγόταν πως είχε πάρει την Ανζελίκ αμέσως μόλις εκείνη ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της στις καλόγριες, σε αντάλλαγμα για την τακτοποίηση ενός χρέους από στοιχήματα που βάραινε τον πάμφτωχο πατέρα της. Το πώς γνωρίστηκαν ο Μπαγί και η Ανζελίκ δεν ήταν εξακριβωμένο. Πιθανόν σε κάποιο κονσέρτο. Το βέβαιο είναι πως, όταν αυτό συνέβη, ο έρωτάς τους υπήρξε κεραυνοβόλος και σύντομα έγιναν εραστές. Δεδομένης της κτητικότητας που χαρακτήριζε το σύζυγό της και τη θέση του στην κοινωνία, ήταν αναπόφευκτο ο δεσμός τους να αποκαλυφθεί κάποια στιγμή, όπως και τελικά έγινε. Ο Μπαγί δέχτηκε επίθεση από κακοποιά στοιχεία στη δούλεψη του συζύγου και ξυλοκοπήθηκε άγρια. Λέγεται πως ο δεξιός καρπός του έσπασε και το αποτέλεσμα ήταν να μην κατασκευάσει άλλα μουσικά όργανα στη συνέχεια – και πράγματι, δεν έχει επιβεβαιωθεί η ύπαρξη κανενός βιολιού που να φέρει την υπογραφή του μετά από εκείνο το επεισόδιο.
Εξοργισμένη από τις ενέργειες του συζύγου της, η Ανζελίκ κατόρθωσε να παραβιάσει το χρηματοκιβώτιό του. Με τα χρήματα που αφαίρεσε, η ίδια και ο Μπαγί κατέφυγαν στην Αμερική. Ο Καετανό αντέδρασε αμέσως μόλις ανακάλυψε πού βρισκόταν το ζευγάρι, στέλνοντας κάποιους ανθρώπους του στη Νέα Υόρκη, όπου δεν άργησαν να εντοπίσουν την Ανζελίκ και τον Μπαγί. Η Ανζελίκ έπεσε θύμα απαγωγής την ώρα που ο Μπαγί απουσίαζε στη δουλειά. Έκτοτε, τα ίχνη της χάνονται. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι δολοφονήθηκε κι ότι το πτώμα της πετάχτηκε στον ποταμό Χάντσον, ενώ κάποιοι άλλοι περιγράφουν μια ιστορία εκδίκησης και ταπείνωσης στο πλαίσιο της οποίας η νεαρή καλλονή υποχρεώθηκε να εκπορνεύεται, αρχικά στην Τσάιναταουν και αργότερα στην Τιχουάνα στο Μεξικό. Όμως, όπως επισήμανε ο Λαβάλ, αυτού του είδους οι ιστορίες κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα και με τα χρόνια υφίστανται αλλοιώσεις, με την αλήθεια να είναι συχνά το πρώτο θύμα. Σε κάθε περίπτωση, και ίσως αυτή να ήταν μια μορφή τιμωρίας στο μυαλό του εκδικητικού Καετανό, ο Μπαγί δεν έπαθε τίποτα πέρα από το ότι αναγκάστηκε να ζει με τον τρομερό πόνο της απώλειας της Ανζελίκ και το φόβο για την τύχη της. Κάποια στιγμή επέστρεψε στη Γαλλία, αλλά δεν ασχολήθηκε ποτέ ξανά με την κατασκευή βιολιών. «Συναρπαστική ιστορία», σχολίασε ο Ντόμινικ όταν ο Λαβάλ ολοκλήρωσε την αφήγηση. «Αλλά πώς κατέληξε το
βιολί να ονομάζεται Ανζελίκ;» «Α», έκανε ο Λαβάλ. «Εδώ είναι που η ιστορία μας αποκτά πραγματικό ενδιαφέρον...» Κάποια χρόνια αργότερα, μία δεκαετία μετά την έλευση του εικοστού αιώνα, ένα βιολί στο οποίο υπήρχε η υπογραφή του Μπαγί αλλά καμία ορατή χρονολογία κατασκευής εμφανίστηκε σε δημοπρασία του οίκου Κρίστις. Οι ειδικοί βρέθηκαν μπροστά σε ένα γρίφο. Το βιολί έφερε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της τέχνης του Μπαγί, όμως το ξύλο που είχε χρησιμοποιηθεί ήταν διαφορετικής προέλευσης απ’ ό,τι στην περίπτωση όλων των άλλων μουσικών οργάνων για τα οποία ήταν υπεύθυνος. Εκτός αυτού, οι καμπύλες του εν λόγω οργάνου απειροελάχιστα διέφεραν – ήταν πιο κομψές, στρογγυλεμένες, αισθησιακές, όπως τις χαρακτήρισε ένας ειδικός, λες κι ο τρόπος που είχε σκαλιστεί το ξύλο ήταν εμπνευσμένος από το σώμα γυναίκας. Τότε κάποιος υποστήριξε πως ο λόγος γι’ αυτή τη διαφορά ήταν πως το συγκεκριμένο όργανο είχε κατασκευαστεί την περίοδο που ο Μπαγί διατηρούσε σχέση με την Ανζελίκ και είχε επηρεαστεί από τον έρωτά του για εκείνη. Ομόφωνα οι ειδικοί συμφώνησαν ότι αυτό ήταν το τελευταίο βιολί που δημιούργησε ο Πολ Μπαγί. Έτσι, ελλείψει κάποιου στοιχείου περί του αντιθέτου, γεννήθηκε ένας μύθος και το βιολί απέκτησε το όνομά του. Κι εδώ είναι που η ιστορία παίρνει μια πιο σκοτεινή τροπή. Ο συλλέκτης που κέρδισε στη δημοπρασία το Ανζελίκ
έγινε αργότερα ένας από τους πρώτους Άγγλους αξιωματικούς που σκοτώθηκαν στα χαρακώματα του Αʹ Παγκόσμιου πολέμου. Αυτό από μόνο του δε θα θεωρούνταν αξιοπερίεργο αν δεν ερχόταν να περιπλέξει τα πράγματα το γεγονός ότι οι επόμενοι δύο ιδιοκτήτες του μουσικού οργάνου, ο πρώτος κληρονόμος και ο δεύτερος αγοραστής, από την οικογένεια του νεκρού, είχαν την ίδια τύχη. Μέχρι στιγμής θα μπορούσε να πρόκειται απλώς για κακοτυχία σε μια αιματηρή περίοδο της ιστορίας. Όμως, μετά τον τερματισμό του πολέμου, το βιολί πέρασε στα χέρια μιας βρετανικής οικογένειας, της οποίας όλα τα μέλη έχασαν τη ζωή τους σε φωτιά που ξέσπασε στο εξοχικό τους – την ώρα που το βιολί παρέμενε ασφαλές στο σπίτι τους στο Λονδίνο. Όταν οι κληρονόμοι εμφανίστηκαν για να το παραλάβουν, το βιολί είχε εξαφανιστεί. Είχε κλαπεί. Τα ίχνη του Ανζελίκ εντοπίζονται αργότερα στη Γαλλία. Η αλυσίδα των συμπτώσεων αποκτά έναν ακόμη κρίκο όταν ο επόμενος ιδιοκτήτης, ένας Παριζιάνος πολιτικός και συλλέκτης, πεθαίνει στην αγκαλιά της ερωμένης του λίγες εβδομάδες αφότου απέκτησε το όργανο. Φαίνεται πως, προκειμένου να καλύψει το κενό που άφησε η απώλεια του ευεργέτη της, η εν λόγω κυρία έσπευσε να αφαιρέσει το βιολί καθώς και άλλα αντικείμενα από τη συλλογή του εραστή της, φροντίζοντας να τα απομακρύνει προτού ενημερώσει τις Αρχές. Η τύχη του βιολιού την επόμενη δεκαετία αγνοείται. Στη συνέχεια εμφανίζεται στη Γερμανία, στην κατοχή
υψηλόβαθμου αξιωματικού του στρατού που συμμετείχε σε μία από τις σπάνιες απόπειρες ανατροπής του Χίτλερ και κατέληξε κρεμασμένος από ένα τσιγκέλι για το ρόλο του σ’ εκείνη την υπόθεση. Οι Αρχές κατέσχεσαν τα υπάρχοντά του, κι έτσι το βιολί πέρασε στα χέρια των κυβερνητικών υπηρεσιών. Φυλάχθηκε σε ένα μουσείο κοντά στο Αμβούργο, το οποίο τελικά λεηλάτησε ο Κόκκινος Στρατός. Την επόμενη φορά που εντοπίζεται αναφορά στο βιολί είναι στη σχετικά ειρηνικότερη δεκαετία του ’50, οπότε και βρέθηκε στα χέρια των Κρίστιανσεν, μιας εύπορης οικογένειας του Ανόβερου της οποίας κανένα μέλος δεν κατέληξε από φυσικό θάνατο στην πορεία τριών γενιών. Το βιολί περνούσε από το ένα παιδί στο επόμενο, ώσπου βρέθηκε στην κατοχή της Εντβίνα Κρίστιανσεν. Το όνομα της τελευταίας ιδιοκτήτριας του βιολιού, σύμφωνα με το πιστοποιητικό προέλευσης που το συνόδευε, ο Ντόμινικ το θυμόταν. Η Εντβίνα ήταν το ατίθασο παιδί της μεγαλοαστικής οικογένειάς της και, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, υπήρξε μεγάλη καλλονή. Τη δεκαετία του ’60 συνδέθηκε με ένα μεγαλύτερό της άντρα, Αμερικανό, τον οποίο είχε γνωρίσει στο Σαν Φρανσίσκο. Όμως η σχέση τους ήταν αντισυμβατική και κάθε άλλο παρά αξιοπρεπής. Με δυο λόγια –«Θα μπορούσατε ενδεχομένως να το συμπεριλάβετε στο μυθιστόρημά σας», πρότεινε ο Λαβάλ–, η Εντβίνα είχε μετατραπεί σε πόρνη για χάρη του εραστή της.
«Και το βιολί;» ρώτησε ο Ντόμινικ. «Το βιολί παρέμεινε στη Γερμανία όσο η Εντβίνα βρισκόταν στην Αμερική. Τυχαία πέρασε στην κατοχή της· της το είχε κληροδοτήσει ο πατέρας της. Εκείνη δεν το έπαιξε ποτέ, ούτε γνώριζε κάποιο άλλο μουσικό όργανο». «Τι απέγινε η Εντβίνα;» Κατέληξε να σκοτώσει τον Αμερικανό εραστή της. Το τι ακριβώς συνέβη δεν ήταν ξεκάθαρο. Στη δίκη της η Εντβίνα αρνήθηκε πεισματικά να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση και τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια. Η υπόθεσή της βρέθηκε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων για μερικές εβδομάδες, λόγω της τραγικής ιστορίας που αποκάλυψε η Εισαγγελία αλλά και της αξιοσημείωτης ομορφιάς και θλίψης που χαρακτήριζαν την κατηγορούμενη. Αποκηρυγμένη από τη συντηρητική οικογένειά της και μόνη σε μια ξένη χώρα, η Εντβίνα ήταν εξαρχής καταδικασμένη. Πέθανε στη φυλακή, περίπου μία δεκαετία αργότερα. Πίσω στη Γερμανία, οι συγγενείς της, ντροπιασμένοι από όλη εκείνη την κατάσταση, αποφάσισαν να μπει μια τελεία σ’ αυτό το επεισόδιο και τα υπάρχοντα της Εντβίνα κατέληξαν σε αποθήκες, χωρίς να δοθεί καμία προσοχή στο Μπαγί. Μόνο όταν το κτίριο όπου φυλάσσονταν τα πράγματα κινδύνευσε με κατεδάφιση, μερικές δεκαετίες μετά το θάνατό της –η περιοχή στην οποία βρισκόταν επρόκειτο να αναβαθμιστεί–, κάποιοι μακρινοί συγγενείς κανόνισαν να
αναλάβει ένας δικηγόρος τη διαχείριση όλων εκείνων των αντικειμένων όπως αυτός έκρινε καλύτερα. «Κάπως έτσι πέρασε στην κατοχή μου το βιολί», ολοκλήρωσε ο Λαβάλ. «Στον κατάλογο πώλησης των περιουσιακών στοιχείων αναφερόταν απλώς ως ένα Μπαγί, χωρίς να υπάρχει κανένα άλλο στοιχείο, μια και ο δικηγόρος που ανέλαβε τη δουλειά αγνοούσε πλήρως τόσο την ιστορία όσο και την αξία του». «Κι όταν το είδατε για πρώτη φορά συνειδητοποιήσατε ότι ήταν το Ανζελίκ;» τον ρώτησε ο Ντόμινικ. «Αρχικά όχι. Είχα αποκτήσει πολλά άλλα όργανα στο πλαίσιο αυτής της συναλλαγής και γνώριζα πως είχα ήδη αγοραστές για τα περισσότερα, έτσι δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα με το Μπαγί. Όμως, όταν κάποια στιγμή το παρατήρησα, συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο για το μουσικό όργανο που τόσο πολύ συζητιόταν στο επάγγελμά μας, λόγω της ασυνήθιστης ιστορίας του. Κοιτάξτε, δεν πιστεύω σε κατάρες και δεν ξέρω τι άλλο, αλλά σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να το κρατήσω για μένα, να μην το πουλήσω, μα πριν προλάβω να πάρω τις οριστικές αποφάσεις μου, εκείνος ο ανόητος βοηθός μου, που νόμιζε πως ήταν έξυπνος, το πούλησε. Σε εσάς». «Το Ανζελίκ». «Ναι». Ο άντρας χαμογέλασε πλατιά. «Λοιπόν, θα μου επιτρέπατε να ρωτήσω αν το βιολί έφερε κακοτυχία στη δεσποινίδα Ζάχοβα;»
Ο Ντόμινικ ζύγισε προσεκτικά τα λόγια του. «Κοιτάξτε, η ίδια έκτοτε απέκτησε σημαντική φήμη. Κάποιοι άλλοι όμως ενδέχεται να επηρεάστηκαν...» Ο Λαβάλ τον κοίταξε στα μάτια. «Ελπίζω να μην είστε δεισιδαίμων. Όλα αυτά που σας είπα είναι απλές συμπτώσεις, ξέρετε. Αν και οφείλω να ομολογήσω πως αυτές οι αφελείς ιστορίες προσδίδουν στο βιολί μια ενδιαφέρουσα φήμη. Άλλωστε, τα όμορφα αντικείμενα προσελκύουν κλέφτες στην εποχή μας. Αν ήταν διατεθειμένη να το πουλήσει, είμαι βέβαιος πως θα εισέπραττε ένα ποσό το λιγότερο πέντε με έξι φορές μεγαλύτερο απ’ ό,τι πληρώσατε εσείς». «Δεν πιστεύω πως τίθεται ζήτημα χρημάτων, κύριε Λαβάλ», είπε ο Ντόμινικ καθώς σηκωνόταν. «Πάντως, ήταν μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία. Σας ευχαριστώ για το χρόνο σας». «Ελπίζω να ικανοποίησα την περιέργειά σας», είπε ο έμπορος. «Απολύτως. Μου προσφέρατε άφθονη τροφή προς σκέψη. Η αλήθεια ενίοτε αποδεικνύεται πιο περίεργη από κάθε μυθοπλασία, δε βρίσκετε;» «Το δίχως άλλο», υπερθεμάτισε ο Λαβάλ. «Κι εσείς; Έχετε αρκετό υλικό για το μυθιστόρημά σας;» «Έχω μια αφετηρία, πιστεύω». Έξω, οι σταγόνες της βροχής βομβάρδιζαν τις στέγες των σπιτιών στο Χάιγκεϊτ Βίλατζ, όμως ο Ντόμινικ ήξερε πως είχε
πλέον ανάγκη από καθαρό αέρα προκειμένου να επεξεργαστεί μέσα του αυτά που είχε ακούσει και να αποφασίσει ποιο έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα του, όπως και κατά πόσο όφειλε να προειδοποιήσει τη Σάμερ για το βιολί. Ταυτόχρονα, ήξερε πως, αν εμφανιζόταν ξαφνικά, μεταφέροντάς της αφελείς ιστορίες σχετικά με κατάρες, κλοπές και νεκρούς εραστές, ήταν μάλλον απίθανο να τη συγκινήσει και να την κάνει να τον καλωσορίσει και πάλι στη ζωή της. Τα όνειρα έφεραν σύγχυση. Την κατάσταση δε βοηθούσε η ξαφνική εκδήλωση μιας έντονης ημικρανίας, η οποία επιδεινώθηκε απότομα και απροειδοποίητα, ενώ η ιστορία του Λαβάλ είχε ανασύρει στην επιφάνεια ένα χείμαρρο αναμνήσεων σχετικών με τη Σάμερ, οπότε η νύχτα του Ντόμινικ μετατράπηκε σε ένα κουβάρι από συναισθήματα και παράλογες εικόνες. Ονειρεύτηκε τη Σάμερ ως Ανζελίκ. Με παλιομοδίτικα ρούχα, τα οποία δεν την είχε δει ποτέ του να φορά, εικόνες επηρεασμένες από παλιές ταινίες στο στιλ του Όσα Παίρνει ο Άνεμος και του Δωμάτιο με Θέα. Φορούσε ένα λευκό κρινολίνο, στενό στη μέση, και κάτι που έμοιαζε με κορσέ από κάτω και πίεζε το στήθος της σηκώνοντάς το προς τα πάνω, έτσι ώστε να μοιάζει πλουσιότερο απ’ ό,τι πραγματικά ήταν. Περπατούσε νωχελικά στο φρεσκοκομμένο γρασίδι του Χιθ με τα καλά της ρούχα και, μέσα από τα τείχη του ύπνου, ο
Ντόμινικ μπορούσε να μυρίσει ακόμη και το χαρακτηριστικό άρωμα του κομμένου χόρτου. Η επόμενη σκηνή ήταν στο ξέφωτο και στην άδεια εξέδρα για ορχήστρα, κάτω από έναν καταγάλανο ουρανό, με το λευκό στίγμα της Σάμερ μέσα στο φόρεμα της Ανζελίκ να ανεβαίνει τα πέτρινα σκαλοπάτια. Εκείνος στεκόταν κάπου εκατό μέτρα μακρύτερα, ένας αόρατος θεατής, ακίνητος λες κι είχε ριζώσει εκεί, ανήμπορος να κινηθεί. Μια μαύρη θήκη βιολιού ήταν ακουμπισμένη πάνω σε ένα σκαμπό πιάνου καλυμμένου με βελούδο στο κέντρο της εξέδρας. Στο όνειρό του, η Σάμερ ως Ανζελίκ έτρεξε προς το βιολί, όμως μέσα από ένα πέπλο σκοταδιού εμφανίστηκαν δύο άντρες για να την εμποδίσουν παίρνοντας θέσεις μπροστά της, κλείνοντάς της το δρόμο. Ήταν ντυμένοι στα μαύρα, από την κορυφή ως τα νύχια. Ο ένας είχε μουστάκι, ο άλλος μια ουλή. Μελοδραματικοί κακούργοι της οπερέτας, με όλα τα κλισέ γνωρίσματα της κατηγορίας τους. Η Σάμερ ούρλιαξε, όμως ο Ντόμινικ, κλεισμένος σε ένα κέλυφος σιωπής, ενώ προσπαθούσε απεγνωσμένα να τρέξει προς τα κει, στη Σάμερ, δεν μπορούσε να την προστατεύσει. Ο ένας από τους δύο άντρες τη χαστούκισε, ο άλλος έσκισε βίαια το πάνω μέρος του φορέματός της, απελευθερώνοντας το στήθος της, περήφανο κι ευαίσθητο, έτσι που οι σκούρες θηλές της ξεπρόβαλαν μέσα από τον κορσέ όπου φώλιαζαν. Πρέπει να ήταν ένα κρύο πρωινό, γιατί ακόμη κι από εκεί που στεκόταν ο Ντόμινικ μπορούσε να
διακρίνει την ανατριχίλα που απλωνόταν σε όλη τη γυμνωμένη επιδερμίδα της. Ο δεύτερος άντρας σήκωσε τη θήκη του βιολιού και παρέδωσε το Μπαγί στη Σάμερ. Το σώμα της τρανταζόταν από τα δάκρυα ενώ έφερνε με αργές κινήσεις το βιολί στο πιγούνι της, ίσιωνε την πλάτη της και ρύθμιζε τη θέση του. Καθώς άρχιζε να παίζει, ο πρώτος άντρας, αυτός με το μεξικάνικο μουστάκι, τράβηξε ένα μαχαίρι από το πουθενά και χωρίς δισταγμό έκοψε το φόρεμα από τη μέση της, αφήνοντας τη Σάμερ γυμνή, εκτός από τις λευκές κάλτσες εποχής που στηρίζονταν από μια αντίστοιχα λευκή ζαρτιέρα που κύκλωνε τη λεπτή της μέση. Υπό το βλέμμα των δύο αντρών που την κρατούσαν αιχμάλωτη, άρχισε να παίζει. Παρότι το όνειρο ήταν βουβό, ο Ντόμινικ φαντάστηκε τη μουσική να ξεπηδά από τα δάχτυλά της κι από το καραμελένιο ξύλο του βιολιού, να κυλά σαν σταγόνες βροχής, να χορεύει, να ζωντανεύει, να τραβά προς τα πάνω σχηματίζοντας μικροσκοπικά σύννεφα, ώσπου τελικά συμπυκνώθηκε σε ένα φωτοστέφανο πάνω από την εξέδρα, ένα ουράνιο τόξο ήχων που απλώθηκε σαν κουβέρτα πάνω από το Χάμπστεντ και τελικά ολόκληρο το Λονδίνο. Στον ύπνο του, η οπτασία της Σάμερ, γυμνής πλέον εκτός από τη λευκή ζαρτιέρα και τις κάλτσες, η φωτιά που έκαιγε ανάμεσα στα πόδια της, αδυσώπητη πάνω στο χλομό τοπίο του κορμιού της, και ο τρόπος που έπαιζε το Μπαγί με τα
μάτια κλειστά, χαμένη στη σιωπή της μουσικής, έκαναν τον Ντόμινικ να σκληρύνει. Έφερε το χέρι του πάνω στον πούτσο του για να βεβαιωθεί για τον ερεθισμό του. Σαν να αντιδρούσαν στην κίνηση αυτή, οι άντρες δίπλα στη Σάμερ κατέβασαν τα φερμουάρ των παντελονιών τους και κινήθηκαν πιο κοντά της, με τις προθέσεις τους να αντικατοπτρίζονται στο βλέμμα τους. Ο Ντόμινικ ήθελε να τρέξει κοντά της, να βοηθήσει, όμως την επόμενη στιγμή ολόκληρο το σκηνικό εξαφανίστηκε μπροστά στα μάτια του κι εκείνος βρέθηκε πίσω στο κρεβάτι του, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ξύπνιος. Το μπλουζάκι με το οποίο είχε πέσει για ύπνο ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Ήταν μονάχα ένα όνειρο. Ή εφιάλτης. Ο Ντόμινικ ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι με το νερό που είχε στο κομοδίνο. Η ώρα ήταν τρεις τα ξημερώματα και στο σκοτάδι του δωματίου του η μορφή της Σάμερ, όπως την καταδίωκαν εκείνοι οι άντρες, να είναι χαμένη, ολομόναχη, κακοποιημένη, με το πολύτιμο βιολί της να έχει γίνει κομμάτια, κατέκλυσε το μυαλό του. Ο Ντόμινικ και η Λόραλιν έπιναν καφέ στο τραπέζι της κουζίνας. «Είσαι εντάξει;» τον ρώτησε. «Γιατί να μην είμαι;» «Μου φάνηκε πως είχες παρέα χθες το βράδυ. Έκανες αρκετή φασαρία».
«Αλήθεια;» «Κάποια στιγμή θα έπαιρνα όρκο πως σε άκουσα να ουρλιάζεις», συνέχισε η Λόραλιν. «Όπως κι αν έχει, ξύπνησα. Σκέφτηκα πως θα ενοχλούσα, αλλιώς θα ερχόμουν πάνω να δω τι συμβαίνει». «Όχι, μόνος μου ήμουν, μάλλον κάποιος εφιάλτης ήταν». «Δεν ξέρω, φώναζες πολύ...» «Συγνώμη». «Πάντως, οφείλω να πω πως σήμερα δείχνεις κάπως πεσμένος». «Όχι, μωρέ, απλά δεν κοιμήθηκα καλά. Δε μου έχει περάσει ακόμη η ημικρανία». «Καημενούλη μου», του είπε ανέκφραστη. «Ευχαριστώ για τη συμπαράσταση». «Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα». Η Λόραλιν άδειασε την κούπα της, σηκώθηκε να την ξαναγεμίσει κι ύστερα ανέβηκε στο δωμάτιο όπου είχε εγκατασταθεί, αφήνοντας τον Ντόμινικ μόνο του, έρμαιο των αναμνήσεων και ενός τρομερά δυσάρεστου προαισθήματος. Είχε πει στον Λαβάλ ότι δεν ήταν δεισιδαίμονας, όμως τα υπολείμματα εκείνου του άσχημου ονείρου στις σκοτεινές γωνιές του μυαλού του, οι εικόνες που είχαν ακολουθήσει του προκαλούσαν τώρα έντονο αίσθημα ανησυχίας. Τόσο για τη Σάμερ όσο και για το βιολί. Η λογική έλεγε πως οι κατάρες υπήρχαν στα βιβλία, όχι στην πραγματικότητα. Τι θα γινόταν όμως αν της συνέβαινε κάτι; Ο Ντόμινικ
ήξερε πως θα αισθανόταν υπεύθυνος, κι αυτό δε θα μπορούσε να το αντέξει. Μήπως να την προειδοποιούσε; Να επικοινωνούσε μαζί της μετά από τόσο καιρό; Να αναστάτωνε τη ζωή της; Άκουσε το κινητό της Λόραλιν να χτυπά κάπου στο σπίτι. Ο ήχος που είχε επιλέξει ήταν ένα κομμάτι ντίσκο μουσικής με πολλά μπάσα, τελείως διαφορετικό από τη συγκρατημένη μουσική που έπαιζε στο τσέλο της. Προσπάθησε να θυμηθεί αν δούλευε σήμερα ή αν θα άραζε στο σπίτι. Θα ήθελε να έχει παρέα. Ανέβηκε στο γραφείο του, στον πάνω όροφο, για να κοιτάξει τις σημειώσεις που είχε κρατήσει πρόχειρα χθες, μετά τη συνάντησή του με τον έμπορο μουσικών οργάνων. Δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την ιστορία της Ανζελίκ, του βιολιού του Μπαγί, έτσι σε γενικές γραμμές στο μυθιστόρημά του. Έπρεπε να την εμπλουτίσει, να συγκεντρώσει πολλές ακόμη ιστορικές λεπτομέρειες και να υφάνει μια ενδιαφέρουσα σειρά από χαρακτήρες γύρω από τον κεντρικό άξονα. Πάντως, ήταν βέβαιος πως η ιστορία αυτή θα αποτελούσε τη βάση, το σκελετό του βιβλίου. Του άρεσε η έρευνα και ήξερε πως θα ήταν απαιτητική, εφόσον θα απαιτούσε την περιγραφή διάφορων εποχών, όμως ήταν κι αυτή μια πρόκληση την οποία θα απολάμβανε. Αυτό που θα έπρεπε να προσέξει να αποφύγει ήταν να δημιουργήσει κάποιο χαρακτήρα υπερβολικά παρόμοιο με
την Ελένα, το αναγνωρίσιμα λογοτεχνικό είδωλο της Σάμερ στο παριζιάνικο μυθιστόρημα. Όσο πολύ κι αν θα ήθελε να το κάνει. Το να γράφει για εκείνη δεν ήταν μονάχα μια μορφή εξορκισμού, αλλά κι ένας τρόπος να τη διατηρεί ζωντανή στο μυαλό του. Τη φλόγα της, τα χαρακτηριστικά της, την επιδερμίδα της, το άρωμά της, αναμνήσεις τις οποίες δεν μπορούσε να αφήσει πίσω του έτσι απλά. Έστω κι αν όλες τους χρωματίζονταν από τον πόνο. Αναστέναξε, έβαλε σε μια σειρά τις σημειώσεις του και τράβηξε το φορητό υπολογιστή πιο κοντά. Δημιούργησε ένα νέο αρχείο και τα δάχτυλά του πήραν θέση πάνω από το πληκτρολόγιο, περιμένοντας να δοθεί ο κατάλληλος τίτλος για το φάκελο. Μισή ώρα αργότερα, συνέχιζε να πληκτρολογεί, έχοντας αποκοπεί τελείως από τον υπόλοιπο κόσμο, όταν άκουσε έναν ελαφρύ χτύπο στην πόρτα του γραφείου του. Ανοιχτή ήταν, όμως η Λόραλιν χτύπησε από διακριτικότητα. «Ντόμινικ;» «Ναι, τι είναι;» Σήκωσε απότομα το κεφάλι του. «Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω. Απλά προέκυψε κάτι». Έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω. «Τι;» «Μόλις μου τηλεφώνησαν. Ο αδερφός μου...» «Ο στρατιώτης;» Το στομάχι του σφίχτηκε. Μετά τη χθεσινή αποκάλυψη για την ιστορία του βιολιού, τίποτα δε θα του έκανε εντύπωση
σήμερα. Από την άλλη ήξερε πως η Λόραλιν και η οικογένειά της δεν είχαν καμία σχέση με το Ανζελίκ. Υπάρχουν και συμπτώσεις. «Ναι, τραυματίστηκε. Δεν είναι και τόσο άσχημα. Μπορεί να χάσει ένα δάχτυλο, αλλά έσωσαν το χέρι του. Από αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό, στο Αφγανιστάν». «Λυπάμαι πάρα πολύ». Ο Ντόμινικ σηκώθηκε και κινήθηκε προς το μέρος της. «Πριν από λίγο τηλεφώνησε μια θεία μου. Είναι μαζί του, στο στρατιωτικό νοσοκομείο, τον έφεραν πίσω στη χώρα. Στη Βιρτζίνια βρίσκεται. Μάλιστα μπόρεσα και του μίλησα λίγο, η θεία μου ήταν δίπλα στο κρεβάτι του. Καλά τον άκουσα». «Ανακουφίστηκες, φαντάζομαι». «Βέβαια». Η Λόραλιν προχώρησε στο δωμάτιο και έγειρε πάνω στο γραφείο. «Τέλος πάντων, σκέφτομαι πως θα ήταν καλύτερα αν επέστρεφα στην Αμερική για ένα διάστημα. Άλλωστε, είναι ο μόνος στενός συγγενής που έχω». «Καταλαβαίνω, απόλυτα. Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» «Μπα, όχι. Κατάφερα να κλείσω εισιτήριο για αύριο. Αφήνω την ημερομηνία επιστροφής ανοιχτή. Μπορεί να μείνω μερικές εβδομάδες». «Θα είσαι πάντοτε καλοδεχούμενη εδώ. Δε θα παραχωρήσω το δεύτερο υπνοδωμάτιο σε κανέναν άλλο. Το υπόσχομαι». Δοκίμασε να χαμογελάσει. «Η πτήση φεύγει νωρίς από το Χίθροου. Μπορείς να με πας ως εκεί;» του ζήτησε.
«Φυσικά. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω». «Ευχαριστώ. Είσαι καλός φίλος. Θα βρω τρόπο να σου το ξεπληρώσω... Εκτός από χρήματα βέβαια». Το βλέμμα της λαμπύρισε, γεμάτο όπως πάντα από απροκάλυπτα σκανταλιάρικη διάθεση. «Είμαι βέβαιος γι’ αυτό». Εκείνη έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο. «Πρέπει να κατέβω στην πόλη τώρα, να ακυρώσω ορισμένα ραντεβού και να δω αν τα παιδιά στο κουαρτέτο μπορούν να τα καταφέρουν και χωρίς εμένα για λίγο καιρό. Δεν έχουμε κανονίσει εμφανίσεις για το προσεχές διάστημα, άρα πιστεύω πως δε θα υπάρξει θέμα». «Θα σε περιμένουμε όλοι όταν με το καλό επιστρέψεις», της είπε ο Ντόμινικ, ενώ ήδη σκεφτόταν πώς θα ένιωθε μένοντας και πάλι μόνος στο σπίτι. Δεν ήταν μια κατάσταση που την περίμενε με ανυπομονησία.
5 Ένα Πικρό Μαχαίρι ΑΙΣΘΑΝΟΜΟΥΝ ΛΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΝΤΕΣ στο δωμάτιο ήξεραν το μυστικό μου. Ο Βίγκο, η Φραν, ο Κρις. Κι ενδεχομένως να το μάθαιναν εφόσον αποφάσιζε η Λούμπα να το αναφέρει. Εκείνη ωστόσο τράβηξε το βλέμμα της από πάνω μου και συνέχισε το χορό της, επιστρέφοντας με αργές κινήσεις στην ακινησία, μέχρι που ο προβολέας έσβησε και το σιντριβάνι βυθίστηκε στο σκοτάδι, μαζί με αυτή. «Όπα», έκανε η Φραν. «Τελικά ίσως και να μην είμαι τόσο στρέιτ όσο νόμιζα. Σαν να κάνει ζέστη εδώ μέσα». Περίμενα να κάνει ο Βίγκο κάποιο σχόλιο, νόμιζα πως θα μου πρότεινε να αναλάβω τη συνέχεια της παράστασης, με κάποιου είδους ρεσιτάλ, εκείνος όμως είχε την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μας και ήδη ετοίμαζε περίτεχνα κοκτέιλ σε ένα πλούσιο μπαρ που εκτεινόταν παράλληλα με τον τοίχο σχεδόν σε ολόκληρο το μήκος του. «Κρις», ρώτησα, «είδες πουθενά το βιολί μου; Το έφερε το συνεργείο;» «Ναι, νομίζω πως είδα ένα από τα παιδιά να το βάζει στο φορτηγάκι. Και να ξέρεις, τα μουσικά όργανα τα προσέχουν λες κι είναι μωρά κι ακόμη καλύτερα. Θα είναι μαζί με όλα τα
άλλα πράγματά μας, στο στούντιο. Μην ανησυχείς». «Απλώς νιώθω παράξενα που δεν το έχω μαζί μου. Γυμνή. Σαν να φοράω παπούτσια χωρίς κάλτσες». «Πάνω που πάω να σε κατηγορήσω πως γίνεσαι μελοδραματική κοτσάρεις μια τέτοια παρομοίωση», με πείραξε ο Κρις. «Άσε που άδικα το έφερα μαζί μου». Είχα αρχίσει να αισθάνομαι μια κάποια μοναξιά χωρίς τη συντροφιά του Μπαγί. Η αίσθηση που είχα όταν έπαιξα με το ηλεκτρικό που μου έδωσαν ήταν κάπως τραχιά, δεν ήταν η ίδια. Ο ήχος ακουγόταν σχεδόν μηχανικός, του έλειπε η ζεστασιά. Ίσως να τηλεφωνούσα στη Σούζαν για να δω αν γινόταν να μου κανονίσει μερικές εμφανίσεις στο Λονδίνο. Άλλωστε, δε θα μπορούσα να λουφάρω για πάντα. «Λέγαμε να σου το φέρναμε στη σκηνή για να παίξεις, γι’ αυτό σου ζήτησα να το πάρεις μαζί. Αλλά δεν ήταν καλή ιδέα. Ο ήχος του θα χανόταν τελείως δίπλα στα άλλα όργανα, κι έτσι βρήκαμε εκείνο το ηλεκτρικό. Πάντως, τα πήγες τέλεια, ξέρεις. Θα έπρεπε να παίζεις συχνότερα μαζί μας». «Ναι, έτσι θα είχα κι εγώ κάτι να κάνω». Έριξα μια ματιά στη Φραν, η οποία είχε ξαπλώσει σε ένα μαύρο ανάκλιντρο που είχε νύχια για πόδια κι ένα μπράτσο στο σχήμα κεφαλιού πάνθηρα και είχε πιάσει κουβέντα με τον ντράμερ των Holy Criminals, τον Ντάγκουρ, που καθόταν απέναντί της. Εκείνος δεν ήταν τόσο δημοφιλής στις
θαυμάστριες του συγκροτήματος όσο ο Βίγκο, όμως έδειχνε σίγουρος για τον εαυτό του και είχε ένα έντονο βλέμμα, το οποίο έμοιαζε να έχει γοητεύσει την αδερφή μου. Ο Κρις αναστέναξε. Είχα παρατηρήσει το ενδιαφέρον του για τη Φραν και το πώς ταίριαξαν αμέσως από τη στιγμή που τους σύστησα, αν και ακόμη δεν ήμουν σίγουρη για το πώς θα έβλεπα μια τέτοια σχέση. Ο κολλητός μου και η αδερφή μου. «Ψηλά το κεφάλι», του είπα. «Υπάρχει και η Λούμπα». «Η Λούμπα;» ρώτησε απορημένος. «Η χορεύτρια», απάντησα δήθεν χαλαρά, καθώς συνειδητοποίησα αμέσως το λάθος μου. «Πώς ξέρεις το όνομά της;» Δοκίμασα να το παίξω άνετη, ενώ από μέσα μου αναθεμάτιζα τον εαυτό μου που μου είχε ξεφύγει αυτή η κουβέντα. Ξαφνικά η Λούμπα εμφανίστηκε στο κατώφλι πίσω μας. «Συναντηθήκαμε κάποια στιγμή στη Νέα Υόρκη», είπε στον Κρις, σε έναν τόνο σιγανό και χαλαρωτικό σαν νανούρισμα, με προφορά που θύμιζε γουργούρισμα. «Παρακολούθησα ένα κονσέρτο της. Με κολακεύεις που με θυμήθηκες», πρόσθεσε χαμογελώντας μου θερμά. «Ειδικά τώρα μου με είδες με τελείως διαφορετική περιβολή». Τώρα φορούσε μια ριχτή μαύρη τουαλέτα, φτιαγμένη από τόσο διάφανο υλικό ώστε κάλλιστα θα μπορούσε να είχε παραμείνει γυμνή. Κι όμως, κατάφερνε να δείχνει ακόμη πιο
σέξι έτσι, μισοντυμένη, με το ύφασμα να στρέφει την προσοχή στις λεπτές γραμμές του στήθους και των χειλιών της. Ήταν ιδιαίτερα κομψή στη στάση της, θύμιζε περισσότερο κύκνο παρά άνθρωπο. Κάθισε στον καναπέ, δίπλα μου, και σταύρωσε τα πόδια της στους αστραγάλους. Τα μαλλιά της ήταν τόσο ξανθά, που έφερναν περισσότερο στο άσπρο, και είχε ανοιχτά γαλανά μάτια στα όρια του γκρίζου. Τα φρύδια της ήταν τόσο ανοιχτόχρωμα και ντελικάτα, ώστε κατέληγαν σχεδόν αόρατα, προσδίδοντας στο πρόσωπό της μια ελαφρώς εξωγήινη όψη, αν και σε καμία περίπτωση δεν της έλειπε γοητεία. «Είμαι η Λούμπα», είπε στον Κρις, γέρνοντας από πάνω μου για να του σφίξει το χέρι. «Κρις», απάντησε εκείνος. «Αχ, συγνώμη», είπα. «Ξέχασα να σας συστήσω». Η επιδερμίδα της άγγιξε φευγαλέα τη δική μου όπως έφερνε το μπράτσο της και πάλι στο πλευρό της. Γυναίκες σαν τη Λούμπα συνήθως δε με ερέθιζαν με τον ίδιο τρόπο όπως οι άντρες. Οι προτιμήσεις μου, σε γενικές γραμμές, έτειναν σαφώς προς την τεστοστερόνη. Μου άρεσε το ύψος, τα τριχωτά και μυώδη σώματα, κι αν αποφάσιζα να πειραματιστώ, θεωρούσα πως μια ζόρικη, ανδροπρεπής κοπέλα θα ήταν περισσότερο ο τύπος μου. Η Λόραλιν, εκείνη η ψηλή ξανθιά που είχε παίξει τσέλο στο κουαρτέτο εγχόρδων που κανόνισε ο Ντόμινικ τη βραδιά που κάναμε για πρώτη φορά σεξ, αφού νωρίτερα είχα παίξει γυμνή για εκείνον
στην κρύπτη που είχε κλείσει ειδικά για την περίσταση, είχε αποτελέσει την εξαίρεση. Οι δυο μας είχαμε ένα σύντομο φλερτ, ή τουλάχιστον έτσι φανταζόμουν. Ήταν κυριαρχική, και τα άτομα που ανήκαν σε αυτή την κατηγορία, ανεξαρτήτως φύλου, είχαν περισσότερες πιθανότητες να μου κινήσουν το ενδιαφέρον. Η Λούμπα δεν έδινε την εντύπωση πως ήταν κυριαρχική με την κλασική έννοια του όρου, όμως κάτι πάνω της έκανε την επιδερμίδα μου να ανατριχιάζει και το αίμα μου να κυλά γρηγορότερα. Αισθανόμουν ξαναμμένη, ζαλιζόμουν ελαφρά. Ο Κρις δε φαινόταν να υποφέρει από τα ίδια συμπτώματα. Είχε αρχίσει να δείχνει πως βαριόταν, οπότε κατευθύνθηκε στο μπαρ, εκεί όπου ο Βίγκο συνέχιζε να δίνει μια μικρή παράσταση ετοιμάζοντας τα ποτά. Η Λούμπα έγειρε στο πλάι μου και μου ανασήκωσε τα μαλλιά για να μου ψιθυρίσει στο αφτί. Ολόκληρο το χέρι μου, από πάνω ως κάτω, ανατρίχιασε, αντιδρώντας στην εκμηδένιση της απόστασης μεταξύ μας. «Το μυστικό σου δεν κινδυνεύει», μου υποσχέθηκε. «Ευχαριστώ. Το εκτιμώ αυτό». «Ζητάω όμως ένα πράγμα σε αντάλλαγμα», συνέχισε. «Δηλαδή;» «Θέλω να ακούσω την ιστορία σου, πώς κατέληξες σε ένα τέτοιο μέρος. Και για τον άντρα που ήταν μαζί σου». Αναφερόταν σ’ εκείνο το παλιό κτίριο στη Νέα Ορλεάνη όπου είχα χορέψει γυμνή για τον Ντόμινικ τις πρώτες ώρες
της Πρωτοχρονιάς, αφού την προηγουμένη η Λούμπα είχε δώσει την επαγγελματική παράστασή της στον ίδιο χώρο. «Τον Ντόμινικ;» «Μάλλον, αν έτσι τον λένε». Μου χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα λευκά της δόντια. Οι δύο από τους κοπτήρες ήταν ελαφρώς μυτεροί, ένα ζευγάρι από πολύ διακριτικούς κυνόδοντες. Ήθελα να τους νιώσω να γδέρνουν ελαφρά την επιδερμίδα μου. «Εκείνος σου ζήτησε να του χορέψεις;» θέλησε να μάθει. «Ναι», απάντησα, «αν και το “αποφάσισε” θα ήταν πιο κοντά στην αλήθεια». Ανακάθισα στη θέση μου, επιχειρώντας να βρω τρόπο για να στρέψω αλλού τη συζήτηση. Ήταν ένα θέμα το οποίο δεν αισθανόμουν άνετα να συζητώ, ταυτόχρονα όμως δεν ήθελα να απομακρυνθώ από τη Λούμπα. Ο Βίγκο εμφανίστηκε ανάμεσά μας, κρατώντας από ένα μοχίτο σε κάθε χέρι. «Βλέπω, γνωρίστηκες με τη γατούλα μου», μου είπε, προσφέροντάς μου το ένα ποτό. Το είχε περιποιηθεί, έχοντας στολίσει το χείλος με καστανή ζάχαρη και μια φέτα μοσχολέμονο. Ήταν τόσο γεμάτο από θρυμματισμένο πάγο, ώστε δεν είχε χώρο να κουδουνίσει, και το ποτήρι, τόσο παγωμένο, ήταν σχεδόν επώδυνο στην αφή. Αμέσως το μυαλό μου πήγε στον Ντόμινικ και στο πόσο εκνευριζόταν όταν του έβαζαν πάγο στο αναψυκτικό του. Η Λούμπα έκανε έναν αλλόκοτο ήχο, σαν σιγανό
βρυχηθμό στο βάθος του λαρυγγιού της, και έτριψε το κεφάλι της πάνω στο πόδι του Βίγκο. Γεγονός ήταν πως είχε ένα ζωώδη αισθησιασμό, από τον τρόπο που κινούνταν μέχρι το πώς μιλούσε, σαν να γουργούριζε. Οι κινήσεις της κάποιες φορές θύμιζαν πουλί κι άλλοτε αιλουροειδές. «Μήπως είδες το Μπαγί μου;» τον ρώτησα ξαφνικά. Η σκέψη του Ντόμινικ έφερε αμέσως το βιολί στο μυαλό μου. «Το βιολί σου;» Επιβεβαίωσα καταφατικά με μια κίνηση του κεφαλιού. «Νομίζω πως τα παιδιά του συνεργείου το πρόσεχαν νωρίτερα». Έξυνε το πιγούνι της Λούμπα, σαν να χάιδευε γάτα. Εκείνη είχε κλείσει τα μάτια και χαμογελούσε, το απολάμβανε. «Στο στούντιο θα είναι, μην ανησυχείς. Μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα. Μπορώ να σου δανείσω ένα αν θες να παίξεις· έχω ένα σωρό μουσικά όργανα στο υπόγειο». «Όχι, δεν πειράζει, απλά ήθελα να το κρατήσω, μου έλειψε. Συνήθως εγώ το κουβαλάω. Ακόμη και στις δικές μου εμφανίσεις. Για κάποιο λόγο, δε μου αρέσει να μην ξέρω πού βρίσκεται». «Τι γλυκό», απάντησε εκείνος. «Λούμπα;» είπε, δίνοντας στη φωνή του επιτονισμό ερώτησης. Εκείνη απάντησε με ένα γουργουρητό. «Σου είναι εύκολο να βρεις τον Έρικ και να βεβαιωθείς ότι το βιολί της Σάμερ πήγε με τα υπόλοιπα πράγματα;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά, ξετυλίχτηκε από το πόδι του
και έφυγε για να βρει τον υπεύθυνο του συνεργείου που είχε αναλάβει τη μεταφορά όλου του εξοπλισμού. «Ευχαριστώ», του είπα, ενώ αισθανόμουν ανόητη και αδικαιολόγητα ανήσυχη. «Μη με ευχαριστείς», αποκρίθηκε, γέρνοντας προς το μέρος μου. «Απλά ήθελα να την ξεφορτωθώ». Πέρασε τα δάχτυλά του ελαφρά πάνω από τη βάση του λαιμού μου και συνέχισε προς τα μαλλιά μου, τυλίγοντάς τα σφιχτά γύρω από τις μπούκλες μου, οπότε με τράβηξε πάνω του. Τα χείλη του είχαν τη γεύση ζαχαρωμένου μοσχολέμονου, από τα μοχίτο που δοκίμαζε. Με αργές κινήσεις, έχωσε το ένα χέρι του μέσα από τη φούστα μου, αναζητώντας το λάστιχο του καλσόν μου. Το σώμα μου ανταποκρίθηκε αμέσως, το διέτρεχε ένα καυτό κύμα ηδονής που με έκανε να μουσκέψω από το πάθος ενώ το χέρι του ανέβαινε πιο ψηλά. Τραβήχτηκα. «Όχι μπροστά στην αδερφή μου», είπα με σφιγμένα δόντια, παρότι εκείνη έδειχνε πανευτυχής στριμωγμένη ανάμεσα στον Κρις και τον Ντάγκουρ, καθώς και οι δύο διεκδικούσαν την προσοχή της. Η Φραν ήταν απολύτως ικανή να φροντίσει τον εαυτό της, και ήξερα πως ο Κρις δε θα την άφηνε στιγμή από τα μάτια του έτσι και εξαφανιζόμουν εγώ. Η Έλα και ο Τεντ έμοιαζαν να έχουν ξεραθεί ήδη – ήταν και οι δύο ξαπλωμένοι πάνω σε ένα χαλί απομίμηση δέρματος ζώου, με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι, διακοσμημένο με φωτεινά αστέρια και πλανήτες, σαν
μικρογραφία του ηλιακού συστήματος. «Αχ, τι κρίμα», μου ψιθύρισε στο αφτί, «πάνω που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι γούσταρες τα βίτσια». Σηκώθηκε γρήγορα και με έπιασε από το χέρι τραβώντας με πίσω του και έξω από την πόρτα, απ’ όπου συνεχίσαμε σε μια σκάλα που οδηγούσε στον επόμενο όροφο, τον οποίο πρέπει να καταλάμβανε μονάχα το υπνοδωμάτιό του. Το κρεβάτι είχε το μέγεθος τεσσάρων κρεβατιών κολλημένων μαζί κι ολόκληρο το δωμάτιο ήταν διακοσμημένο σε τόνους του λευκού, από το πάτωμα ως το ταβάνι και ό,τι υπήρχε ενδιάμεσα, συμπεριλαμβανομένων των πινάκων στον τοίχο, οι οποίοι έμοιαζαν με αχρησιμοποίητους καμβάδες. Ήταν σαν να περνούσες μέσα σε όνειρο. Το μαύρο τζιν και τα μαλλιά του έκαναν παράξενη αντίθεση με την ανοιχτόχρωμη παλέτα του δωματίου. Το σώμα του ξεχώριζε με φόντο τα διάφορα έπιπλα. Στράφηκε προς το μέρος μου και μου έπιασε το πιγούνι και με τα δυο του χέρια. Ύστερα μου τράβηξε τα μαλλιά προς τα πίσω, μέχρι που βόγκηξα. «Σου αρέσει αυτό, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε, συνεχίζοντας να τραβάει, μέχρι που το κρανίο μου άρχισε να μυρμηγκιάζει ευχάριστα. «Ναι», ψιθύρισα. «Ωραία», είπε, σπρώχνοντάς με πάνω στον τοίχο και φέρνοντας ξανά το χέρι του κάτω από τη φούστα μου. «Οι κάλτσες είναι πολύ πιο βολικές για κάτι τέτοιες
καταστάσεις», είπε. «Κάνει πολύ κρύο», διαμαρτυρήθηκα. «Όταν είμαι εγώ μαζί σου, δεν κάνει. Περίμενε εδώ». Έκανε πίσω μερικά βήματα και άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου, πιάνοντας ένα μικρό αντικείμενο. Προφυλακτικό, σκέφτηκα. Έπειτα επέστρεψε δίπλα μου και έφερε το πρόσωπό του κοντά στο δικό μου, τόσο που τα χείλη του ίσα που μου άγγιξαν το αφτί. Ξεφύσησε βαθιά, η καυτή του ανάσα χάιδεψε σαν πούπουλο την επιδερμίδα μου. «Μη φοβηθείς, εντάξει;» είπε. «Δε θα σε πονέσω». Ένιωσα έναν κόμπο ανησυχίας στο στήθος. Μετά χαλάρωσα ξανά. Ο Βίγκο άνοιξε την παλάμη του αποκαλύπτοντας ένα μικρό φιλντισένιο σουγιά. Η λεπίδα ξεδίπλωσε με ένα τίναγμα του καρπού του. Γυάλισε όμορφα στο φως του κοντινού πορτατίφ. Ένιωσα το φόβο να θεριεύει μέσα μου, ετοιμάστηκα να ουρλιάξω ή να τρέξω προς την πόρτα. «Σσς», έκανε εκείνος, φέρνοντας το δείκτη του πάνω στα χείλη μου. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν ταμπούρλο μέσα στο στήθος μου, αλλά αισθανόμουν καρφωμένη πάνω στον τοίχο, δέσμια της ίδιας μου της λαχτάρας να διαπιστώσω τι θα έκανε στη συνέχεια. Ενδεχομένως να ήμουν ανόητη που τον εμπιστευόμουν, ωστόσο αυτό έκανα. Ήταν εκκεντρικός,
κομματάκι κακό παιδί, όχι όμως κι επικίνδυνος. Γονάτισε και πέρασε τη μύτη του μαχαιριού πάνω από τα πόδια μου, ξεκινώντας από κάτω χαμηλά μέχρι τον καβάλο του καλσόν μου. Εκεί πίεσε τη λεπίδα λίγο πιο δυνατά πάνω στο ύφασμα, όσο χρειαζόταν για να το σκίσει λίγο, χωρίς να τραυματίσει την επιδερμίδα από κάτω. Μια φωνούλα μέσα μου αναρωτιόταν πώς θα ήταν αν έβαζε περισσότερη δύναμη, αν άφηνε ένα σημάδι, μια γρατσουνιά ή ακόμη κι αν με μάτωνε. Φανταζόμουν το εσωτερικό των μηρών μου, τη χλομή επιδερμίδα, μαλακή, αψεγάδιαστη, πέρα από δύο μακριές, ελαφριές αμυχές, από μία κατά μήκος του κέντρου του κάθε ποδιού, μια κόκκινη λωρίδα που θα την ένιωθα για μέρες, αλλά θα έστελνε ένα κύμα από ενδορφίνες στον εγκέφαλό μου παράλληλα με τον πόνο. Ένα άλλο κομμάτι του μυαλού μου έφριξε με τις εικόνες που σχηματίζονταν στο νου μου, παρ’ όλα αυτά όμως το εσώρουχό μου είχε μουσκέψει. Ο Βίγκο έσπρωξε ένα δάχτυλο μέσα στην τρύπα, για να μεγαλώσει το σκίσιμο, κι ύστερα έπιασε το ύφασμα του καλσόν μου και το τράβηξε άγρια και με τα δυο του χέρια, σκίζοντάς το τόσο που φάνηκε το εσώρουχό μου και το πάνω μέρος των μηρών μου. Τινάχτηκα ελαφρά. Εκείνος παραμέρισε το σλιπάκι μου και πέρασε την πλατιά επιφάνεια της λεπίδας πολύ προσεκτικά πάνω από τα υγρά μου χείλη. Το άγγιγμα του μαχαιριού ήταν σαν μεταλλικό φιλί, κρύο και συμπαγές. Οι σφυγμοί μου είχαν αυξηθεί τόσο που
ένιωθα να πλησιάζω στα όρια της λιποθυμίας, παραδομένη σε ένα μεθυστικό μείγμα τρόμου και πόθου. Ήταν σαν να βρισκόμουν σε ένα τρενάκι λούνα παρκ, εκείνος ο συνδυασμός φόβου, ενθουσιασμού και αδρεναλίνης με έκανε να αισθάνομαι λες και η καρδιά μου χτυπούσε στα ακροδάχτυλά μου. Άκουσα ένα ελαφρύ θρόισμα όταν ο Βίγκο έκλεισε το σουγιά. Ακολούθησε μια κρύα αίσθηση, καθώς έβαζε τη λαβή του μαχαιριού μέσα μου. Ρίγησα κι ένα σιγανό βογκητό ξέφυγε από τα χείλη μου, όμως η λαβή ήταν πολύ μικρή για να μου προσφέρει κάτι περισσότερο από μια πρόγευση. Ήθελα κι άλλο. Βύθισα τις παλάμες μου στα μαλλιά του και μετακίνησα το κεφάλι του, σπρώχνοντάς τον πιο κοντά ανάμεσα στα πόδια μου. «Γλείψε με», είπα. Αυτό έκανε, αφήνοντας το σουγιά να πέσει, έτσι που αναπήδησε στο πάτωμα, κι άρχισε να περνά τη γλώσσα του πάνω από την κλειτορίδα μου, με μακριές, αργές κινήσεις. Ήταν η πρώτη φορά απ’ όσο μπορούσα να θυμηθώ που είχα πει σε έναν άντρα τι ήθελα από μόνη μου, χωρίς να αναγκαστώ να ικετέψω γι’ αυτό, και η χαρά αυτής της ανακάλυψης με έφτιαξε ακόμη περισσότερο από την ίδια την αίσθηση που μου χάριζε ο Βίγκο με το στόμα του. Παρότι ο ρυθμός που είχε επιλέξει ήταν σταθερός, η αίσθηση της γλώσσας του πάνω μου, καθώς αργά, ψύχραιμα
με οδηγούσε στον οργασμό, ήταν σχεδόν αφόρητη. Αντιλήφθηκε τον πόθο μου να αυξάνεται και αποτραβήχτηκε με παιχνιδιάρικη διάθεση, κάνοντάς με να περιμένω, παρατείνοντας την αναμονή. Τον σήκωσα όρθιο και τον φίλησα, βαθιά κι αργά. Είχε εξαιρετικά απαλά χείλη, μια ευχάριστη αντίθεση με το ελαφρώς αξύριστο πρόσωπό του. Η γλώσσα του πλέχτηκε με τη δική μου πολύ ήρεμα. Ο Βίγκο ήξερε να μην το παρακάνει στο φιλί. Έπιασα το κάτω χείλος του ανάμεσα στα δόντια μου και το δάγκωσα λιγάκι. «Άου», έκανε και τράβηξε το κεφάλι του. «Μου αρέσεις πολύ. Έλα στο κρεβάτι». Με έπιασε από το χέρι και με οδήγησε στο στρώμα. Έπειτα κάθισε στην άκρη του και στράφηκε προς το μέρος μου, περνώντας τις παλάμες του πάνω από τα μπράτσα και τους ώμους μου, καταλήγοντας στη μέση μου, ενώ έκλεισε τα πόδια του γύρω από τα δικά μου σαν μέγκενη. «Γδύσου για μένα». «Τι, δε θα τα κόψεις κι αυτά;» τον ρώτησα πειραχτικά. «Το τζιν είναι πολύ πιο ζόρικο ύφασμα απ’ ό,τι το νάιλον», σχολίασε, ενώ τα μάτια του μισόκλειναν, με έναν τρόπο που έδειχνε πως δε θα τον πείραζε να κάνει μια προσπάθεια τελικά. Εγώ όμως δεν είχα καμία διάθεση να γίνουν τα ρούχα μου κουρέλια, αν μη τι άλλο επειδή τα χρειαζόμουν για να γυρίσω στο σπίτι. Άρχισα να γδύνομαι βιαστικά.
«Όχι», είπε, «κάν’ το αργά. Θέλω να σε δω». Το βλέμμα του φωτίστηκε και καρφώθηκε πάνω μου, με την ίδια επιμονή που είχα παρατηρήσει και τότε που έπαιζα το Μπαγί. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά, αντιδρώντας στις εντολές του, ενώ τα δάχτυλά μου έτρεμαν τόσο που μετά βίας κατάφερα να πιάσω το κουμπί της φούστας μου και να το περάσω μέσα από τη στενή κουμπότρυπα. Χάρηκα που είχα φορέσει το ίδιο σετ εσωρούχων· ένα γαλάζιο μπλε σλιπ κι ένα ασορτί σουτιέν, αρκετά καλά ώστε να δείχνω προσεγμένη, αλλά όχι τόσο πικάντικα ώστε να είναι προφανές πως είχα φύγει από το σπίτι έχοντας το σεξ κατά νου. Ξεκούμπωσα την μπλούζα μου με αργές κινήσεις, νιώθοντας κάπως άβολα και αμήχανα στη σκέψη ότι έκανα στριπτίζ, όμως η αυτοπεποίθησή μου ενισχύθηκε βλέποντας την έκφραση του προσώπου του να γίνεται ολοένα και πιο έντονη με κάθε κουμπί που άνοιγα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την κράτησε καθώς ξεκούμπωνα το σουτιέν μου. Ύστερα, με το στήθος γυμνό, πέρασα τον αντίχειρα αργά μέσα από το καλσόν μου και άρχισα να το κατεβάζω από τους γοφούς μου. «Άσε το καλσόν», είπε. «Και τις αρβύλες. Είναι ωραία έτσι». Φορούσα τα βαθυκόκκινα χοντρά άρβυλά μου. Ο Βίγκο δεν είχε καθόλου καθρέφτες στο υπνοδωμάτιο, αν και υπέθετα πως κατά πάσα πιθανότητα θα είχε κάποια πολυτελή
κρεβατοκάμαρα τίγκα στους καθρέφτες ή ίσως ένα ολόκληρο δωμάτιο-γκαρνταρόμπα εκεί κοντά. Δεν μπορούσα να δω τον εαυτό μου, όμως φανταζόμουν πως πρέπει να έμοιαζα με μοντέλο της διαδικτυακής κοινότητας των Suicide Girls, γυμνή εκτός από ένα σκισμένο καλσόν κι ένα ζευγάρι αρβύλες. Γονάτισα στο πάτωμα για να του ξεκουμπώσω το τζιν και να του το βγάλω. Δε φορούσε εσώρουχο, όπως διαπίστωσα όταν κατάφερα να κατεβάσω το στενό παντελόνι μέχρι τους μηρούς του. Ο πούτσος του πετάχτηκε πάνω, σε πλήρη στύση. Ήταν μακρύς και λεπτός, όπως και ο υπόλοιπος, και τελείως ίσιος, σαν κάτι σκαλισμένο σε μάρμαρο. Είχε περιποιηθεί τις τρίχες στην περιοχή, έτσι ώστε το σημείο γύρω από τη βάση ήταν τελείως λείο. Αυτό με απογοήτευσε κάπως, καθώς εγώ προτιμώ τους άντρες με τρίχες. Μου αρέσει να περνώ τα δάχτυλά μου ανάμεσά τους όταν ρουφάω ένα πουλί ή να τις ψηλαφώ όπως βάζω το χέρι μου μέσα από τη ζώνη ενός άντρα, σαν να προσπαθώ να ανακαλύψω τα κρυμμένα τους μυστικά. Εγκατέλειψα την προσπάθεια να του βγάλω το τζιν. «Καλά, πώς το φοράς αυτό το πράγμα;» γέλασα, ενώ εκείνος προσπαθούσε να ανέβει στο κρεβάτι με το παντελόνι μισοκατεβασμένο. «Χοροπηδάω και τραβάω», απάντησε. «Είναι ολόκληρη τέχνη».
Με άρπαξε από τους καρπούς και με έριξε πάνω στο κρεβάτι, προτού φέρει την παλάμη του γερά στη μέση μου δείχνοντάς μου πως ήθελε να γυρίσω από την άλλη. «Στα τέσσερα», με διέταξε. Εν τω μεταξύ, λαχταρούσα τόσο να τον νιώσω μέσα μου, ώστε είχα πάρει θέση σχεδόν πριν βγει η εντολή από τα χείλη του. Κατέβηκε προς τα κάτω. Ένιωσα τη γλώσσα του υγρή, τραχιά πάνω στη γάμπα μου, χαμηλά. Άρχισε να γλείφει προς τα πάνω, με αργές, δυνατές κινήσεις. «Σσς», έκανε, καθώς άρχισα να αντιδρώ στη γαργαλιστική αίσθηση. «Χαλάρωσε». Επικεντρώθηκα στην προσπάθεια να μπλοκάρω το μυαλό μου, να παραμερίσω καθετί που μου αποσπούσε την προσοχή και απλώς να εστιάσω στις αισθήσεις που ξυπνούσαν στο σώμα μου. Οι κινήσεις του ήταν γερές και διεξοδικές. Το στόμα του πέρασε πάνω από τη γάμπα μου, κάνοντας μια στάση για να γλείψει την εσοχή στην εσωτερική πλευρά του γόνατου, κι ύστερα ανηφόρισε στο εσωτερικό του μηρού μου, όπου ήμουν βέβαιη πως θα αντιλήφθηκε την υγρασία που ένιωθα ήδη να κυλά στα πόδια μου. Η αναπνοή μου άρχισε να επιταχύνεται καθώς η γλώσσα του πλησίαζε στο μουνί μου, όπου λαχταρούσα απελπισμένα να σταθεί, εκείνος όμως, αντί να σταματήσει στο προφανές σημείο, συνέχισε και άρχισε να γλείφει την κωλοτρυπίδα μου. Ο Ντόμινικ είχε κάνει το ίδιο μια φορά, στη Νέα Ορλεάνη,
λίγο αφότου του είχα χορέψει στη σκηνή, την ίδια σκηνή που είχαμε δει το νούμερο της Λούμπα. Θυμόμουν πως είχα αισθανθεί αμήχανα με αυτή την πλέον ιδιαίτερη εξερεύνηση και πως είχα επιχειρήσει να τραβηχτώ, αλλά εκείνος είχε ακουμπήσει την παλάμη του στη βάση της σπονδυλικής μου στήλης για να με κρατήσει στη θέση μου. Έδιωξα την ανάμνηση του Ντόμινικ από το μυαλό μου. Εκείνος ανήκε προ πολλού στο παρελθόν κι ο Βίγκο ήταν εδώ, ένας καυτός άντρας με ακόμη πιο καυτό στόμα, κι από πάνω ήταν αστέρι της ροκ σκηνής. Μπορεί να ήμουν μία από τις εκατοντάδες γυναίκες στις οποίες είχε κάνει έρωτα, αλλά δε με ένοιαζε. Τουλάχιστον είχε μπόλικη εμπειρία. Τρίφτηκα λιγάκι πάνω του και άνοιξα τα γόνατά μου μια ιδέα περισσότερο. «Καλό κορίτσι», είπε. «Σου αρέσει από πίσω, αν κατάλαβα καλά;» Θυμήθηκα το σχήμα του πούτσου του: μακρύς και λεπτός, ιδανικός για πρωκτικό σεξ. «Ναι», απάντησα. «Αν ξεκινήσεις σιγά σιγά». «Θα είμαι προσεκτικός, το υπόσχομαι. Αλλά αυτό το κρατάω γι’ αργότερα». Άπλωσε το χέρι του ξανά στο συρτάρι του κομοδίνου του κι έβγαλε ένα κουτί με προφυλακτικά, ένα μπουκάλι λιπαντικό και το μεγαλύτερο δονητή που είχα δει ποτέ μου. Είχε μήκος γύρω στα τριάντα εκατοστά, άσπρος με έναν μπλε δακτύλιο γύρω από ένα εξάρτημα που έμοιαζε με μπάλα στην
άκρη, και κατέληγε σε καλώδιο με αντάπτορα. «Χριστέ μου», αναφώνησα. «Αυτό, πάλι, τι είναι;» «Δεν έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο;» Χαμογέλασε πονηρά. «Σε περιμένει μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Είναι το μαγικό ραβδί της Hitachi». «Δεν υπάρχει περίπτωση να χωρέσει αυτό το πράγμα μέσα μου», είπα, ενώ η ανησυχία περιόριζε τον ολοένα και μεγαλύτερο ερεθισμό μου. «Μη στεναχωριέσαι, κουκλίτσα μου. Δεν είναι για να μπει μέσα σου αυτό». Κατέβηκε από το κρεβάτι και το συνέδεσε με μια προέκταση. Ύστερα έβαλε την πρίζα στον τοίχο και το άνοιξε. Ο δονητής έβγαλε έναν ήχο κάπου ανάμεσα σε μοτέρ χορτοκοπτικού και μίξερ, ενώ η μπάλα στην άκρη δονούνταν τόσο έντονα που έτρεμε κανονικά. «Χαλάρωσε», είπε γελώντας, βλέποντας την αντίδρασή μου. Επέστρεψε στη θέση του πίσω μου και ακούμπησε το κεφάλι του δονητή πολύ απαλά πάνω στα χείλη μου. Ένα κύμα ηδονής διαπέρασε το κορμί μου, σαν κεραυνός. Ένιωσα λες και θα τελείωνα μέσα σε δευτερόλεπτα, κάτι που, ακόμη και με τους πιο επιδέξιους εραστές, συνήθως απαιτούσε τουλάχιστον τριάντα λεπτά προκαταρκτικών για να μου συμβεί. Μου κόπηκε η ανάσα και τινάχτηκα προς τα εμπρός σοκαρισμένη. «Είσαι καλά;» με ρώτησε, εξακολουθώντας να γελάει
πνιχτά. Γύρισα και τον κοίταξα. Είχε ακόμη το παντελόνι του κατεβασμένο γύρω από τα πόδια του, με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι κινήσεις του, και μια γερή στύση, με την οποία δεν είχε επιχειρήσει ακόμη να μου προσφέρει ηδονή. Τα μαλλιά του ήταν τραβηγμένα προς τα πίσω, άτσαλα, ενώ μερικές ίσιες τούφες έπεφταν στα μάτια του. Είχε μια πονηρή έκφραση, καλοπροαίρετη και σκανταλιάρικη. Δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι έμοιαζε τόσο άγριος πριν από λίγα μόλις λεπτά, την ώρα που άνοιγε μια τρύπα στο καλσόν μου με το σουγιά του. «Ναι, απλά μου φάνηκε πως θα τελείωνα. Δεν έρχομαι ποτέ σε οργασμό τόσο γρήγορα». «Αγαπούλα μου, δεν έχει επιβληθεί μορατόριουμ στους οργασμούς. Επιτρέπεται να έχεις περισσότερους από έναν». «Ποτέ μου δεν είχα παραπάνω από έναν. Σε μία φορά, θέλω να πω». «Τότε όλοι οι άλλοι εραστές σου θα πρέπει να ντρέπονται για τα χάλια τους». «Δεν έχω άλλους εραστές». «Μια κοπέλα σαν κι εσένα; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω». Δεν πρόλαβα να απαντήσω, γιατί άνοιξε και πάλι το δονητή και τον ακούμπησε πάνω μου. Στην αρχή τον πίεσε ελαφρά, μέχρι που χαλάρωσα στο άγγιγμά του, κι έπειτα συνέχισε αυξάνοντας την πίεση σταθερά. Αρχικά ένιωσα μια
αυξανόμενη ζεστασιά, λες και όλες οι νευρικές απολήξεις μου είχαν γίνει ραδιενεργές. Στη συνέχεια ένας οργασμός απλώθηκε στο κορμί μου σαν ανεξέλεγκτη πυρκαγιά, ένα τεράστιο κύμα ενέργειας που με διέτρεξε, από τα δάχτυλα τον ποδιών μέχρι την κορυφή του κεφαλιού. Ήταν ο πιο έντονος οργασμός που είχα βιώσει ποτέ. Ούτε να μιλήσω δεν μπορούσα. Σωριάστηκα στο κρεβάτι, παραδομένη σε μια γλυκιά αίσθηση, ενώ η επιδερμίδα μου έπιανε κάθε φύσημα του αέρα, την παραμικρή κίνηση στο δωμάτιο. «Ξεκουράσου ένα λεπτό», μου είπε ο Βίγκο, «και μετά πάμε από την αρχή». Παρέμεινα σιωπηλή για μερικές στιγμές, μέχρι να μπορέσω να βρω τη δύναμη για να απαντήσω. «Εσύ τι είσαι, ο προσωπικός μου γυμναστής;» «Αν χρειαστεί, ναι. Μου φαίνεται πως έχεις κάποια κενά που πρέπει να καλύψεις». Άρχισε να χαϊδεύει τους γλουτούς μου τρυφερά, σέρνοντας τα νύχια του πάνω στην επιδερμίδα μου. Ο Βίγκο τήρησε το λόγο του. Μέσα σε ένα λεπτό, παρότι εμένα μου φάνηκε σαν να είχαν περάσει ελάχιστα μόλις δευτερόλεπτα, το βουητό από τις δονήσεις του ραβδιού κατέκλυσε το δωμάτιο, τόσο δυνατό που νόμισα πως ο θόρυβος θα ακουγόταν στο πάρτι κάτω. Πίεσε την κεφαλή του εξαρτήματος πάνω μου, και ξανά,
μέσα σε λίγες στιγμές, και δεύτερος οργασμός συγκλόνισε το κορμί μου. Αυτή τη φορά όμως η ηδονή ήταν οριακά υποφερτή, οπότε τινάχτηκα, έτσι που παραλίγο να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο, στην προσπάθεια να ξεφύγω. «Μείνε ακίνητη. Αλλιώς θα χρειαστεί να σε δέσω». Ο τόνος του ήταν πειραχτικός, είχε πάντως και μια υποψία αυστηρότητας. «Σοβαρά», είπα ικετευτικά, «δεν αντέχω άλλο». «Μια χαρά αντέχεις. Κρατήσου από το κεφαλάρι». Έσφιξα τα δόντια και έπλεξα τα χέρια γύρω από το λευκό μεταλλικό πλαίσιο στο κεφαλάρι. Δε με έδεσε, όμως η δύναμη της εντολής κι εκείνη η ακατάβλητη περηφάνια που αρνιόταν να τον αφήσει να κερδίσει με έκαναν να μείνω στη θέση μου όσο εκείνος με οδηγούσε στον οργασμό, ξανά και ξανά. Μέχρι να μου επιτρέψει να ξεκουραστώ, το σώμα μου ριγούσε και τα χείλη μου ήταν πρησμένα και δαγκωμένα. Είχα ιδρώσει, τούφες μαλλιών κολλούσαν στο πρόσωπό μου. Με είχε σαρώσει ένα κύμα εξάντλησης. Έξω, η μέρα είχε φέξει. Ο Βίγκο δεν είχε παντζούρια στο λευκό του δωμάτιο· μάλλον του άρεσε το φως. Ένας κρεμεζής ήλιος ανέτελλε. Πρέπει να ήταν γύρω στις εφτά, υπέθεσα, πράγμα που σήμαινε ότι συμπληρώναμε κάνα πεντάωρο εδώ πάνω, απολαμβάνοντας αυτό το πάρτι για δύο. Κανείς μας δεν είχε κλείσει μάτι. Η Φραν, υπό κανονικές συνθήκες, θα είχε ξυπνήσει τέτοια ώρα –από μικρή σηκωνόταν νωρίς–, όμως από τότε που είχε
πιάσει δουλειά στο μπαρ είχε γίνει περισσότερο νυχτόβια. Τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος ήταν νυχτερίδες, έμεναν ξύπνια όλη τη νύχτα και κοιμόντουσαν τη μέρα. Επομένως, είχαμε μερικές ακόμη ώρες στη διάθεσή μας για να χαλαρώσουμε προτού μας αναζητήσουν. Ο Βίγκο είχε ξαπλώσει δίπλα μου και περνούσε το ακροδάχτυλό του από τη βάση του λοβού μου πάνω στο σαγόνι μου κι από εκεί ακολουθούσε την καμπύλη του λαιμού μου. Στάθηκε για λίγο στο λαρύγγι μου, αυξάνοντας την πίεση στην άκρη των δαχτύλων του, σαν να μου έπαιρνε το σφυγμό. Αναρίγησα, άθελά μου. Το ταξίδι των χεριών του συνεχίστηκε στα στήθη μου και γύρω από τις θηλές μου. Το άγγιγμά του ήταν τόσο ελαφρύ, που ελάχιστα ακουμπούσε την επιδερμίδα μου, όμως ήμουν τόσο πριζωμένη από τις προηγούμενες καταστάσεις ώστε και η παραμικρή επαφή με έκανε να τινάζομαι. Τελικά έφτασε στον αφαλό μου, όσο πιο χαμηλά μπορούσε να φτάσει ξαπλωμένος. Κόλλησε το κορμί του πίσω μου, με τράβηξε πάνω του και ο πούτσος του, ο οποίος παρέμενε σκληρός σαν πέτρα, τρίφτηκε χαμηλά στην πλάτη μου. Προσπάθησα να γυρίσω για να τον κοιτάξω. «Συγνώμη», είπα. «Κάτι πρέπει να κάνω γι’ αυτό». «Δεν υπάρχει λόγος βιασύνης, έχουμε χρόνο», απάντησε. «Προθέρμανση κάνω». Η φωνή του κατέληξε σε ένα στεναγμό κι ένιωσα τον πούτσο του να μαλακώνει σταδιακά όπως με ακουμπούσε. Μέσα σε ελάχιστη ώρα, είχε
αποκοιμηθεί. Λίγο μετά τον ακολούθησα κι εγώ στη χώρα των ονείρων, αφού όμως πρώτα εντόπισα, με την άκρη του ματιού του, το σουγιά που ήταν πεσμένος στο πάτωμα κοντά στην πόρτα. Η λεπίδα ήταν διπλωμένη μέσα στη λαβή και το ασημένιο κομματάκι που ξεχώριζε από την πίσω πλευρά του μαχαιριού γυάλιζε στο φως. Έμοιαζε σχεδόν άκακο, ένα χαριτωμένο όπλο παρατημένο. Παρ’ όλα αυτά, οι τελευταίες μου σκέψεις προτού με πάρει ο ύπνος ήταν άσχημες, και λίγες ώρες αργότερα ξύπνησα έχοντας την επίμονη αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το τηλέφωνό μου βούιζε μέσα στην τσέπη της τζιν φούστας μου, σωριασμένης πάνω στο σκισμένο καλσόν μου, το οποίο είχα βγάλει, μαζί με τις αρβύλες μου, πριν πέσουμε για ύπνο. Το κινητό ήταν γεμάτο γραπτά μηνύματα από τη Φραν κι από τον Κρις. Από τον Κρις: «Τι έγινε, ξυπνήσατε; Φτιάχνουμε τηγανίτες». Από τη Φραν: «Ξύπνα, ακόρεστο πλάσμα!» Και τα δύο με έκαναν να χαμογελάσω. Κατέβηκα από το κρεβάτι και άνοιξα μερικές πόρτες, μέχρι που βρήκα το μπάνιο. Ο Βίγκο εξακολουθούσε να κοιμάται βαθιά, με τα παπούτσια του και το εφαρμοστό τζιν του να αρνείται πεισματικά να κατέβει κάτω από τα μισά των ποδιών του. Τα σκούρα μαλλιά του ήταν αχτένιστα κι απλωμένα
ολόγυρα, σαν σκοτεινό φωτοστέφανο. Έχοντας μόλις βγει από το ντους, φόρεσα τα χθεσινά ρούχα, χωρίς το καλσόν αυτή τη φορά, και κατέβηκα για να βρω την κουζίνα, ακολουθώντας κυρίως τη μυρωδιά του βούτυρου που τσιγαριζόταν στο τηγάνι. Ο Ντάγκουρ στεκόταν πάνω από ένα τηγάνι και με επιδέξιες κινήσεις γύριζε το χυλό μέχρι να πάρει χρώμα κι από τις δύο πλευρές, προτού αδειάσει την τηγανίτα πάνω σε ένα πιάτο στο οποίο στοιβάζονταν ήδη κάμποσες. Δε φορούσε μπλούζα, παρά ένα τζιν παντελόνι λιγάκι σκισμένο κάτω από τον πισινό του, αφήνοντας να φανεί μια υποψία γυμνής σάρκας όπως έσκυψε, πράγμα που σήμαινε πως μάλλον ήταν γυμνός από μέσα. Είχε ένα τατουάζ στην πλάτη, ένα εντυπωσιακό και μάλλον θηλυπρεπές κεφάλι αλόγου, ένα περίτεχνα αποτυπωμένο έργο τέχνης που ερχόταν σε αντίθεση με το δεμένο, μυώδες σώμα του. Ήταν γραμμωμένος. Δεν το είχα προσέξει χθες το βράδυ.greekleech.info Διόλου παράξενο που η αδερφή μου τον είχε βρει γοητευτικό. Η Φραν χόρευε σαν ξωτικό στην κουζίνα, ολόγυρά του, ανοίγοντας ντουλάπια και συρτάρια, μέχρι που κατάφερε να βρει πιάτα, μαχαιροπίρουνα, το σιρόπι σφένδαμου και όλα τα άλλα που χρειάζονταν για να στρωθεί ο πάγκος του πρωινού. Ο Κρις, η Έλα και ο Τεντ κάθονταν πάνω στα σκαμπό, με τα πιρούνια ανά χείρας, έτοιμοι να ορμήσουν.
Φαίνονταν πολύ πιο ξεκούραστοι μετά τη χθεσινή νύχτα απ’ ό,τι ένιωθα εγώ. «Καλημέρα. Τι έγινε, βρήκατε κρεβάτι να βολευτείτε;» ρώτησα, πιέζοντας τον εαυτό μου για να ακουστώ ζωηρή, παρόλο που δεν αισθανόμουν έτσι. «Κάποιοι από εμάς ναι», είπε ο Τεντ, γελώντας πνιχτά όπως έστρεφε με νόημα το βλέμμα του στη Φραν, η οποία έδειχνε κατευχαριστημένη και τα μάγουλά της δεν κοκκίνισαν ούτε τόσο δα. Ο Κρις καθόταν με τους ώμους κυρτούς, σε μια στάση ηττημένου ανθρώπου. Δεν ήθελα να μάθω τι είχε κάνει η αδερφή μου από τη στιγμή που ήταν χαρούμενη, ούτε όμως ήθελα να βλέπω τον καλύτερό μου φίλο λυπημένο. Στάθηκα δίπλα του και πέρασα το χέρι μου γύρω από τον ώμο του, για να τον σφίξω πάνω μου. «Τι έχει το πρόγραμμα για σήμερα;» θέλησα να μάθω, ελπίζοντας πως έτσι θα τον αποσπούσα από την εικόνα της Φραν που φλέρταρε με το γοητευτικό ντράμερ. «Πίσω στο στούντιο», με ενημέρωσε. «Πρέπει να μαζέψουμε τα πράγματά μας, να συμφιλιωθούμε με την επιστροφή στην κανονική μας ζωή και να ελπίσουμε πως οι κριτικές θα είναι καλές. Ή, έστω, πως θα μας αναφέρουν κάπου». «Φυσικά και θα σας αναφέρουν. Τα πήγατε τέλεια, παιδιά, ο κόσμος ενθουσιάστηκε».
«Να ’σαι καλά, Σαμ», είπε, φέρνοντας το μπράτσο του γύρω μου. «Έχουμε κανονίσει μια εμφάνιση στο Μπράιτον την επόμενη εβδομάδα, αν θες να έρθεις». «Βέβαια. Λατρεύω το Μπράιτον». Ένα Σαββατοκύριακο είχα περάσει εκεί όλο κι όλο. Ίσως μερικές ακόμη μέρες στην παραλία να ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν για να ξεκολλήσω από το δημιουργικό τέλμα στο οποίο είχα πέσει το τελευταίο διάστημα. «Μήπως είδε κανείς τη Λούμπα; Τη χορεύτρια;» ρώτησα αφού τελειώσαμε με το πρωινό. Ήθελα να μάθω αν είχε καταφέρει να βρει τον Έρικ, τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος για τη μεταφορά του εξοπλισμού. «Σήμερα όχι», απάντησε ο Ντάγκουρ. «Νόμιζα πως θα ήταν μαζί σου, στο κρεβάτι». Κοκκίνισα μόλις συνειδητοποίησα τι εννοούσε, και ότι το έλεγε απολύτως σοβαρά. Πράγμα που σήμαινε ότι είχε αντιληφθεί την επίδραση που ασκούσε εκείνη η γυναίκα πάνω μου. «Όχι», ψέλλισα. «Από χθες έχω να τη δω». «Θα κοιτάξω εγώ να δω πού έβαλαν το βιολί σου, Σαμ», προθυμοποιήθηκε ο Κρις, προλαβαίνοντας να δώσει μια λύση στην ανησυχία μου πριν καν προλάβω να την εκφράσω. Ο Βίγκο ακόμη δεν είχε ξυπνήσει μέχρι την ώρα που τα μέλη του συγκροτήματος ξεκίνησαν για να πάρουν τα πράγματά τους και η Φραν την έκανε τρέχοντας για να προλάβει τη βάρδιά της στο μπαρ. Εγώ παραλίγο να
ακολουθήσω τον Κρις, όμως κάτι μέσα μου, μια επίμονη αίσθηση, με ανάγκασε να μείνω. Είπα στους άλλους πως δεν ήθελα να φύγω χωρίς να πω ένα αντίο στον Βίγκο, οπότε τόσο ο Κρις όσο και η Φραν με κοίταξαν καχύποπτα. «Συνήθως δεν είσαι συναισθηματικός τύπος», παρατήρησε η Φραν. «Μήπως ερωτεύτηκες;» Φυσικά, απέρριψα την περίπτωση αυτή κατηγορηματικά, όμως η αλήθεια ήταν πως μου άρεσε πολύ ο Βίγκο. Διέθετε αίσθηση του χιούμορ και έβγαζε ένα σκανταλιάρικο χαρακτήρα που τον έβρισκα γοητευτικό, για να μη σχολιάσω την ικανότητα και την προθυμία του να μου χαρίζει οργασμούς. Αυτά σε συνδυασμό με μια ιδέα υπεροψίας, που τον καθιστούσε απρόβλεπτο – κι εμένα μου άρεσε να με κρατάει ο άλλος σε εγρήγορση. Βολεύτηκα στο πελώριο άδειο καθιστικό για να δω τα emails μου και να σερφάρω στο διαδίκτυο από το κινητό μου όση ώρα θα περίμενα να ξυπνήσει ο Βίγκο ή να εμφανιστεί η Λούμπα. Βρήκα δύο μηνύματα από τη Σούζαν, στα οποία αναρωτιόταν πού είχα χαθεί και με συμβούλευε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο να επικοινωνήσω μαζί της για να σχεδιάσουμε το μέλλον μου. Ένα μήνυμα ήταν από τον Σιμόν, σε φιλικό ύφος με ενημέρωνε για το πώς πήγαιναν τα πράγματα στη ζωή του. Είχε παρατείνει την παραμονή του στη Βενεζουέλα και η ορχήστρα συνέχιζε με προσωρινό αντικαταστάτη. Αισθάνθηκα μια νοσταλγία γι’ αυτόν, για τη
Νέα Υόρκη, για τη ζωή που είχαμε μοιραστεί μαζί. Δεν κάναμε ο ένας για τον άλλο, αλλά τον αγάπησα και μου έλειπε η στοργή του, η συντροφιά του, η ενστικτώδης κατανόηση των απαιτήσεων της καριέρας μου και των δυσκολιών που αντιμετώπιζε ένας κλασικός μουσικός. Ταιριάζαμε σε τόσα πολλά ώστε κάποιες φορές αναρωτιόμουν αν θα μπορούσαμε να είχαμε βρει μια λύση αν είχαμε προσπαθήσει περισσότερο, όμως εκείνος δε μου είχε αφήσει κανένα τέτοιο περιθώριο. Κατά κάποιο τρόπο, αυτό ήταν για μένα ανακούφιση. Σήμαινε πως δεν είχα κληθεί να επιλέξω, να ομολογήσω στον εαυτό μου και σ’ εκείνον ότι το να βρω το κατάλληλο άτομο για να κάνω σεξ ήταν για μένα πιο σημαντικό απ’ ό,τι όλα τα άλλα στοιχεία που πρόσφερε στη σχέση μας. Το απλό σεξ βραχυπρόθεσμα ήταν υπέροχο και μου είχε καλύψει ένα κενό, μακροπρόθεσμα όμως δεν ήθελα να δεσμευτώ με κάποιον που αρνιόταν να μου κάνει τα πράγματα που λαχταρούσα. Σκοτεινά πράγματα, επικίνδυνα κι επώδυνα. Όλα εκείνα τα πράγματα που απολάμβανε τόσο ο Ντόμινικ. Οι σκέψεις για τον Ντόμινικ που κλωθογύριζαν στο νου μου μου προκάλεσαν αμηχανία και ανησυχία, οπότε σηκώθηκα κι άρχισα να περπατώ στο δωμάτιο, περνώντας τις παλάμες μου πάνω από τους τοίχους και τα έπιπλα, να αισθάνομαι τις υφές τους, τραχιές στην επιδερμίδα μου. Θυμήθηκα το χορό της Λούμπα, και παρά τους αμέτρητους χθεσινοβραδινούς οργασμούς και την αίσθηση των
ταλαιπωρημένων και πρησμένων χειλιών μου, ερεθίστηκα ξανά. Όμως, πάνω απ’ όλα, μου έλειπε το βιολί μου. Ήθελα να νιώσω το Μπαγί στα χέρια μου, να σβήσω τα μπερδεμένα συναισθήματα που κατέκλυζαν το μυαλό μου με μια μελωδία. Ο Βίγκο είχε αναφέρει πως είχε διάφορα μουσικά όργανα στο υπόγειο. Δεν αισθανόμουν τελείως άνετα να κατέβω και να ψάξω χωρίς να έχω πάρει την άδειά του. Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος που ψαχούλευε. Στην προκειμένη περίπτωση όμως δεν το έκανα με πονηρό σκοπό, είπα στον εαυτό μου, απλώς δανειζόμουν κάτι που ο ίδιος είχε πει πριν από δώδεκα μόλις ώρες πως ευχαρίστως θα μου παραχωρούσε. Αφού έψαξα για μερικά λεπτά, εντόπισα την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο και, κάπως διστακτικά, άρχισα να κατεβαίνω την ελικοειδή σκάλα. Θα περίμενε κανείς πως θα τον έπαιρνε να εγκαταστήσει ένα ασανσέρ, όμως δεν είχα δει κάτι τέτοιο. Κάτω από το επίπεδο της εισόδου υπήρχαν δύο ακόμη όροφοι, ένας χώρος τέχνης και η κουζίνα στην οποία είχαμε πάρει πρωινό. Ο πρώτος χώρος ήταν απρόσμενα φωτεινός και ευάερος, δεδομένου ότι ήταν υπόγειος. Πρέπει να είχε σύστημα διοχέτευσης οξυγόνου εκεί, υπέθεσα, ίσως για να βοηθά στη συντήρηση των έργων τέχνης που υπήρχαν στους τοίχους. Το δωμάτιο έμοιαζε με γκαλερί, καθώς στους τοίχους εκτίθονταν σε καλόγουστη διάταξη αρκετοί πίνακες, ενώ στο κέντρο υπήρχαν ορισμένα μοντέρνα γλυπτά, τα οποία έφερναν περισσότερο σε εγκαταστάσεις. Ελάχιστα πράγματα γνώριζα για την τέχνη, κι έτσι δεν ήμουν σε θέση
να κρίνω αν αυτά τα κομμάτια ήταν αυθεντικά ή αντίγραφα, ακριβά ή φτηνά. Κάποια, σκέφτηκα, έφερναν σε φάρσα, παραδείγματα της ιδιαίτερης αίσθησης του χιούμορ που διέθετε ο Βίγκο. Το ένα ήταν μια μικρή χρωματιστή μπάλα που έστεκε στον αέρα χάρη σε έναν ανεμιστήρα που φυσούσε από κάτω της, έτσι που έμοιαζε να αιωρείται, ελεύθερη στο χώρο. Ήταν τοποθετημένη με τέτοιο τρόπο που να βάζει σε πειρασμό το θεατή να την αρπάξει, όμως υπήρχε ένας αυστηρός, άρρητος κανόνας στο μυαλό μου, η γνώση πως θαυμάζει κανείς την τέχνη, αλλά δεν την αγγίζει, ο οποίος με έκανε να την παρατηρήσω προσεκτικά από διακριτική απόσταση χωρίς να παρέμβω στην τροχιά της. Το επόμενο επίπεδο ήταν ένας πολύ σκοτεινότερος χώρος, στο κέντρο του οποίου υπήρχε μια πισίνα. Για την ακρίβεια, περισσότερο θύμιζε εσωτερικό ρυάκι παρά πισίνα. Το νερό έμοιαζε πιο πολύ με τρεχούμενο παρά με χλωριωμένο, και αντί για το κλασικό παραλληλόγραμμο τσιμεντένιο πλαίσιο μιας κανονικής πισίνας, η συγκεκριμένη εκτεινόταν σε καμπύλη στο δωμάτιο και ήταν στρωμένη με πέτρες, ενώ γύρω υπήρχαν φτέρες και στη μία άκρη ένας καταρράκτης. Επομένως, οι φήμες που ήθελαν τον Βίγκο να έχει δεξαμενές στο σπίτι του για γυναίκες που καμώνονταν τις γοργόνες είχαν τελικά κάποια βάση. Η Λούμπα καθόταν πάνω σε μια πέτρα δίπλα στον καταρράκτη κι έμοιαζε πραγματικά με γοργόνα με το μεταλλιζέ μαγιό που φορούσε,
το οποίο γυάλιζε έτσι όπως ήταν βρεγμένο, ενώ αγκάλιαζε το σώμα της με αποτέλεσμα οι σκληρές ρώγες της να διακρίνονται καθαρά κάτω από το ύφασμα. Τα μακριά της μαλλιά ήταν επίσης βρεγμένα, κολλημένα στους ώμους της. Μου χαμογέλασε, αλλά δε μίλησε, σαν να το ήξερε πως θα την έβρισκα εδώ κάτω και δεν της έκανε την παραμικρή εντύπωση. Τα μάτια μου συνήθισαν στο πιο χαμηλό φως αυτού του χώρου και παρατήρησα πως και εδώ οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με έργα τέχνης, όμως γενικά ήταν σκόρπια ολόγυρα ή αιωρούμενα από την οροφή, φαινομενικά τυχαία, και τα κομμάτια ήταν πολύ πιο τολμηρά και σκοτεινά, έτσι μου φάνηκε. Ο Βίγκο είχε τα οστά από την κεφαλή ενός ζώου, όπου δέσποζαν δύο μακριά κέρατα, κρεμασμένα πάνω από την πόρτα. Υπήρχαν σκαλιστές μορφές από νύμφες και αλλόκοτα πλάσματα, κάποιες αισθησιακές και άλλες τρομακτικές. Σήκωσα το κεφάλι και είδα πως είχε τοποθετήσει μια σειρά από μεταλλικά γλυπτά –λογικά, συντηρημένα, για να μη σκουριάζουν– στο ταβάνι πάνω από την πισίνα, έτσι ώστε, όταν ξάπλωνε κάποιος στην πισίνα και επέπλεε στο νερό, να μπορεί να τα βλέπει. Στο βάθος υπήρχε μία ακόμη βαριά πόρτα, η πρώτη που είχα δει μέχρι στιγμής να μοιάζει κλειδωμένη. Εκεί πρέπει να φύλαγε τα πραγματικά πολύτιμα κομμάτια, υπέθεσα, και δεν μπορούσα να τον κατηγορήσω γι’ αυτό. Τα μέτρα ασφαλείας σε αυτό το χώρο μού φάνηκαν απρόσμενα περιορισμένα αν λάμβανε κανείς
υπόψη τον αριθμό των ανθρώπων που θα κυκλοφορούσαν εδώ μέσα στα περισσότερα πάρτι του. Πρέπει να πλήρωνε τεράστια ποσά στην ασφαλιστική του εταιρεία. Στον έναν τοίχο υπήρχε μια γυάλινη προθήκη, και μέσα η συλλογή των οργάνων που είχα έρθει να βρω. Ο Βίγκο είχε κιθάρες, πνευστά, βιόλες και βιολιά. Ορισμένα ήταν πιο μοντέρνα και σχετικά απρόσωπα, άλλα φάνταζαν πανέμορφα στο σχετικά μη εκπαιδευμένο μάτι μου. Ο φωτισμός δεν ήταν καλός και δεν μπορούσα να πλησιάσω αρκετά ώστε να διακρίνω τυχόν χαρακτηριστικά σημάδια ή να αναζητήσω τις υπογραφές σε κάποια από τα βιολιά. Η γυάλινη προθήκη, όπως παρατήρησα, ήταν ξεκλείδωτη. Χρειάστηκε να συγκρατήσω μια σχεδόν ακαταμάχητη επιθυμία να την ανοίξω, να πάρω ένα από τα όργανα και να παίξω κάτι, όμως η παρουσία της Λούμπα καθιστούσε μια τέτοια κίνηση από την πλευρά μου αδύνατη. Δεν μπορούσα να πάρω κάτι που δε μου ανήκε ενώ με παρακολουθούσε, έστω κι αν ο Βίγκο μού είχε πει πως δεν υπήρχε πρόβλημα. Αυτή τη στιγμή άλλωστε δεν ήξερε ότι βρισκόμουν εδώ. Η Λούμπα σηκώθηκε, τόσο χαριτωμένα σαν να ήταν φτέρη που ξεδίπλωνε τα φύλλα της, και πέρασε από την πέτρα δίπλα στον καταρράκτη στην πλευρά όπου στεκόμουν εγώ. Με πλησίασε. «Δε θα τον πειράξει, ξέρεις», είπε. «Αν θέλεις να δανειστείς κάτι». Άνοιξε το φύλλο της προθήκης όπου ήταν κρεμασμένα τα
βιολιά και έγνεψε προς το μέρος τους. «Του αρέσει να συλλέγει όμορφα αντικείμενα, αλλά δεν είναι κτητικός απέναντί τους. Θα μου παίξεις κάτι;» Αναρωτήθηκα αν κι εκείνη ήταν ένα από τα όμορφα αντικείμενα που του άρεσε να συλλέγει. Πήρα στο χέρι μου ένα από τα όργανα κι ένα δοξάρι, το έφερα στο πιγούνι μου και άρχισα να παίζω. Ο ήχος ήταν απαίσιος στην αρχή, οπότε μου πήρε μερικά λεπτά μέχρι να το κουρδίσω. Όμως ο τόνος του βιολιού ήταν καλός και η αίσθησή του στα χέρια μου ευχάριστη. Δεν ήταν ωστόσο το Μπαγί, κι η σκέψη αυτή μου θύμιζε για ποιο λόγο ήθελα να βρω τη Λούμπα. «Μίλησες με τον Έρικ;» τη ρώτησα. «Σου είπε αν πήρε το βιολί μου χθες το βράδυ;» Πριν προλάβω καλά καλά να αρθρώσω τούτες τις λέξεις, η Λούμπα ακούμπησε το δείκτη της πάνω στο στόμα μου και έσυρε το ακροδάχτυλό της κατά μήκος του κάτω χείλους μου. Το άγγιγμά της έκανε την καρδιά μου να πεταρίσει. Ήταν απαλή και λεία και μύριζε σαν ζάχαρη. Τράβηξε το δάχτυλό της και στη θέση του έφερε το στόμα της, πιέζοντας τα χείλη της πάνω στα δικά μου σε ένα αργό φιλί. Η γλώσσα μου συνάντησε τη δική της και η Λούμπα κόλλησε πάνω μου, νοτίζοντας το σώμα μου με το βρεγμένο μαγιό της. Πέρασε τις παλάμες της πίσω από το λαιμό μου, κρατώντας το κεφάλι μου καθώς με φιλούσε. Η Λούμπα ήταν μαγευτική, σαν γυμνό άγαλμα που έχει
πάρει ζωή, αλλά με όλη τη ζεστασιά ενός ανθρώπου. Το άγγιγμά της πάνω στην επιδερμίδα μου ήταν ηλεκτρικό, και για πρώτη φορά στη ζωή μου ήθελα να εξερευνήσω κάθε σημείο του σώματός της, μιας γυναίκας, όχι μονάχα από περιέργεια να δοκιμάσω την αμφιφυλοφιλία ως εμπειρία, αλλά επειδή έκανε ολόκληρο το κορμί μου να αισθάνεται ζωντανό. «Πάμε», μου ψιθύρισε στο αφτί. «Υπάρχουν πιο άνετα μέρη γι’ αυτό». Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στην έξοδο, κι από εκεί στις σκάλες, απ’ όπου ανεβήκαμε και τα πέντε επίπεδα μέχρι το δωμάτιο του Βίγκο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ευχήθηκα να υπήρχε ασανσέρ, όμως η σκέψη αυτή χάθηκε καθώς χάζευα τον κώλο της να λικνίζεται θελκτικά, πλαισιωμένος από το υγρό ύφασμα του παρτού ολόσωμου μαγιό της, το οποίο ήταν ή ένα νούμερο μικρότερο από το κανονικό ή επίτηδες σχεδιασμένο έτσι ώστε να αποκαλύπτει τα μισά οπίσθιά της. Ο Βίγκο βρισκόταν στο ντους την ώρα που φτάσαμε στον πέμπτο. «Έλα», μου είπε η Λούμπα σκανταλιάρικα, πλησιάζοντας την πόρτα του μπάνιου. «Πάμε να του πούμε μια καλημέρα». Αυτός σίγουρα έδειξε να το χαίρεται, αν όχι να εκπλήσσεται, όταν γδυθήκαμε και στη συνέχεια ανοίξαμε την πόρτα του υπερμεγέθους ντους για να του κάνουμε παρέα. Το ντους ήταν μεγάλο, αλλά και πάλι κάπως στενάχωρο με τους τρεις μας εκεί μέσα. Η Λούμπα ξεγλίστρησε από τη
μέση, κολλώντας με ανάμεσα στην ίδια και τον Βίγκο. Εκείνος με γύρισε για να τον κοιτάξω και έσκυψε το κεφάλι του για ένα φιλί, φέρνοντας τα χείλη του πάνω στα δικά μου, πλέκοντας τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μαλλιά μου, ενώ η Λούμπα περνούσε τα σαπουνισμένα χέρια της ανάμεσα στα κορμιά μας, με τα στήθη της κολλημένα στην πλάτη μου. Ο Βίγκο δεν έκανε καμία κίνηση να κλείσει το ντους, αφήνοντας το νερό να τρέχει πάνω μας, οπότε ένιωσα σαν να πνίγομαι στο φιλί του. Κατέβασε τα χέρια του και τράβηξε δυνατά τις θηλές μου κι εγώ σάστισα από τον ξαφνικό πόνο, που τόση αντίθεση έκανε με τα ανάλαφρα χάδια της Λούμπα. Η χορεύτρια γέλασε σιγανά. «Δεν είναι πάντα τρυφερός», ψιθύρισε, σκύβοντας στο αφτί μου. Απέφυγα να της πω ότι το προτιμούσα έτσι. Εν τω μεταξύ, ο πούτσος του ακουμπούσε σκληρός πάνω στο μηρό μου κι εγώ λαχταρούσα να τον νιώσω μέσα μου. Βόγκηξα, κι ήταν ένας ήχος πλημμυρισμένος από ανάγκη, μετά βίας συγκρατήθηκα για να μην τον σπρώξω μέσα μου γυμνό. Η Λούμπα ήταν που άπλωσε το χέρι της πίσω μας και έκλεισε τη βάνα, ύστερα μας έβγαλε από το ντους και μας οδήγησε στο κρεβάτι, αδιαφορώντας για τα νερά που έσταζαν στα σκεπάσματα. Έφερε το χέρι της στο κομοδίνο και του πέταξε ένα προφυλακτικό, το οποίο εκείνος έπιασε με ένα τόσο επιδέξιο τίναγμα του καρπού, ώστε αναρωτήθηκα πόσο συχνά
λειτουργούσαν σαν δίδυμο. «Μην αφήνεις άλλο την κοπέλα να βασανίζεται», του είπε με την αργή, σαγηνευτική προφορά της. «Ό,τι πείτε, κυρία μου», απάντησε εκείνος. Είχε σκοτεινιάσει όταν συνειδητοποίησα πως ακόμη δεν είχα μιλήσει στον Κρις. Ο Βίγκο κοιμόταν και πάλι, μπλεγμένος στο κρεβάτι με τη Λούμπα. Τα στεγνά πλέον, ανοιχτόξανθα μαλλιά της έκαναν έντονη αντίθεση με τα δικά του, σκούρα όπως ήταν. Αυτό πρέπει να ήταν καλό σημάδι, σκέφτηκα. Ο Κρις θα μου είχε τηλεφωνήσει αμέσως έτσι και δεν είχε βρει το βιολί μου μαζί με όλα τα άλλα πράγματα. Άδικα ανησυχούσα. Τότε θυμήθηκα, με ένα σφίξιμο στο στήθος, πως είχα αφήσει το κινητό μου στο καθιστικό με το σιντριβάνι, όταν είχα ξεκινήσει να εξερευνήσω το σπίτι, ώρες πριν. Κατέβηκα γρήγορα τη σκάλα, με ένα άσχημο προαίσθημα να με συνοδεύει σαν μαύρο σύννεφο γύρω μου. Το κινητό μου ήταν ακουμπισμένο στο μπράτσο του ανάκλιντρου σε σχήμα πάνθηρα, εκεί ακριβώς όπου το είχα αφήσει. Το πήρα στα χέρια και πέρασα τον κωδικό. Ο Κρις είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει. Τρεις αναπάντητες κλήσεις, ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή κι ένα γραπτό μήνυμα. «Το βιολί σου. Χάθηκε».
6 Η Προκυμαία του Μπράιτον ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΠΟΥ ΔΙΔΑΣΚΕ ΑΚΟΜΗ, ο Ντόμινικ μπορούσε να βασίζεται στην παρηγοριά που πρόσφερε μια μορφή ρουτίνας, ένα μοτίβο από ώρες μοιρασμένες ανάμεσα στην προετοιμασία των παραδόσεών του, τις ίδιες τις παραδόσεις, τη συμπληρωματική διδασκαλία, τη διόρθωση γραπτών και το τακτικό του προσκύνημα από τις πρασινάδες του Χάμπστεντ, παίρνοντας τη βόρεια γραμμή του μετρό, μέχρι το σημείο όπου ενωνόταν με τα βιαστικά, γκρίζα πλήθη στο κέντρο της πόλης. Τώρα που είχε εγκαταλείψει την ακαδημαϊκή κοινότητα για χάρη της συγγραφής, αισθανόταν σαν να ήταν έρμαιο της ζωής, χωρίς κάποιο σταθερό σημείο αναφοράς σε έναν ωκεανό αναποφασιστικότητας, σκλάβος του πληκτρολογίου του και της περιφρονητικής ματιάς της οθόνης του υπολογιστή του καθώς προσπαθούσε να βρει όχι τόσο έμπνευση όσο τις κατάλληλες λέξεις. Μια ατελείωτη μέρα ανοιγόταν μπροστά του, το κενό ενός βαθιού πηγαδιού πειρασμών από τη στιγμή που είχε πιάσει τον ημερήσιο στόχο σελίδων. Υπήρχαν φορές που τα πάντα έρρεαν αβίαστα, και επειδή πάντοτε ξυπνούσε νωρίς, έφτανε
σ’ εκείνο το λυτρωτικό σημείο μέχρι τα μισά του πρωινού, οπότε το γιόρταζε με ένα καθυστερημένο πρωινό, ανταμοιβή για την καλή δουλειά που είχε κάνει. Κάποιες άλλες μέρες όμως η δουλειά αποδεικνυόταν δύσκολη κι ο δρόμος ανηφορικός, γεμάτος μάλλον με διαγραφές λέξεων παρά με καινούριες αράδες. Όμως ανέκαθεν ήταν πολύ πειθαρχημένος άνθρωπος, κι έτσι επέμενε στην προσπάθεια, με την όαση στο τέρμα μιας πολύ κοπιαστικής και μακράς πορείας να είναι η προοπτική των ατελείωτων ωρών ελεύθερου χρόνου, όταν θα μπορούσε να διαβάζει, να παρακολουθεί ταινίες στο DVD χωρίς να αισθάνεται τύψεις ή, αρκετά συχνά, να εξερευνεί τις άγνωστες γωνιές του διαδικτύου, με ένα συνδυασμό αποστασιοποιημένης διασκέδασης και μιας μικρής δόσης ενδιαφέροντος για τις γυναίκες που συναντούσε εκεί. Με κάθε όνομα που εμφανιζόταν στην οθόνη, ο Ντόμινικ μπορούσε να ξαναπαίζει τα επεισόδια όπου άλλες γυναίκες, με τα ίδια ονόματα, ή διαφορετικά –όλα αυτά είχαν γίνει ένα κουβάρι στο μυαλό του–, είχαν περάσει από τη ζωή του και είχαν διαμορφώσει τον άνθρωπο που ήταν τώρα. Η Κρίστελ, η Γερμανίδα νταντά που έμενε στη σοφίτα και ήταν τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερή του κι εκείνος την ποθούσε κάθε μέρα από τότε που την είχε δει να κάνει ντους μπροστά του χωρίς να την ενοχλεί η παρουσία του (ούτε η στύση του), όπως και το Σαββατοκύριακο που είχε περάσει τρέχοντας σαν τρελός πέρα δώθε, από τη βάση του στον
τοπικό ξενώνα νέων μέχρι την κοιλάδα του Σεβρέζ, αναζητώντας τη. Ή η Κάθριν, που είχε το προνόμιο να είναι η πρώτη γυναίκα που τον πλήγωσε όταν ο Ντόμινικ ανακάλυψε πως είχε πάει με άλλον, η πρώτη μιας σαγηνευτικής σειράς γυναικών με το ίδιο όνομα ή παραλλαγές του – Κάθριν, Κατ, Κέιτ και Καταρίνα. Έπειτα ήταν και η Μαριάν, η Αμερικανίδα φοιτήτρια που είχε έρθει στο πλαίσιο ανταλλαγής φοιτητών, με την οποία μπορούσες να κάνεις ό,τι ήθελες, αρκεί να μην άγγιζες το στήθος της, ύστερα η Ντανιέλ, οι σεξουαλικές ορέξεις της οποίας αρχικά τον είχαν φοβίσει και την οποία είχε εγκαταλείψει, ξεδιάντροπα, την ώρα που τον είχε ανάγκη. Η Αΐντα, που του ρούφαγε τον πούτσο καλύτερα από κάθε άλλη, αχόρταγα. Ο κατάλογος ήταν μακρύς. Η Ρούνα, που ήθελε να τρώει ξυλιές. Η Πάρβιν, που επέμενε να είναι από πάνω γιατί ντρεπόταν για το πεταχτό της στομάχι. Η Ρεμπέκα, που έκλαιγε κάθε φορά που έφτανε σε οργασμό και μελαγχολούσε, μέχρι την επόμενη φορά που υποσχόταν πως δε θα αντιδρούσε έτσι, και φυσικά την έπαιρναν τα ζουμιά. Και, βέβαια, η δεύτερη Κάθριν. Μετά την οποία τα πάντα είχαν αλλάξει. Ο τρόπος που τα γκριζοπράσινα μάτια της τον είχαν ικετέψει να τη σφίγγει στο λαιμό την ώρα που πηδιόντουσαν. Ο τρόπος που τον παρακαλούσε να της φερθεί άγρια και να την οδηγήσει στα άκρα, να της ακινητοποιήσει τα χέρια, ώσπου τα δάχτυλά του να αφήσουν βαθιά σημάδια στους καρπούς της, να την τραβάει ανελέητα από τα μαλλιά όταν
την έπαιρνε από πίσω, να κλείσει ακόμη περισσότερο το γαργαλιστικό κράτημα των δοντιών του πάνω στις ρώγες της. Η διαρκής βουβή απαίτηση να εξερευνήσουν νέα όρια. Υπήρχε το πριν και το μετά την Κάθριν. Έτσι κι αυτός είχε αρχίσει να γίνεται περισσότερο απαιτητικός στην κρεβατοκάμαρα, ή όπου αλλού έκανε σεξ, κυριαρχώντας πάνω στις ερωμένες του χάρη στο ένστικτο, την τάση και την ανακάλυψη νέων τρόπων, προς μεγάλη αρχική του έκπληξη με το γεγονός ότι τόσες πολλές γυναίκες όχι μόνο δεν ενοχλούνταν από αυτό, αλλά, όπως στην περίπτωση της Κλαούντια, ερεθίζονταν κιόλας από τη νέα αυτή πλευρά του. Και κάπως έτσι είχε φτάσει στη Σάμερ. Ο Ντόμινικ αναστέναξε και άρχισε να πατά αφηρημένα σε κάποια από τα προφίλ χρηστών στην ιστοσελίδα επαφών, την οποία από συνήθεια είχε ανοίξει, από την ατελείωτη στήλη με σελιδοδείκτες που είχε στο φορητό υπολογιστή του. Πρόθυμα θύματα ή κυνηγοί; Ή μήπως φυσιολογικοί άνθρωποι, όπως ο ίδιος, που απλά είχαν πιαστεί στον ιστό των παρορμήσεων που αλλοίωνε τη σκέψη τους και τους ωθούσε σε ιδιαίτερες φαντασιώσεις και εμμονές; Είχε μάθει από καιρό να διακρίνει το νόημα των λέξεων και των σκέψεων που ξεπρόβαλλαν διαβάζοντας προσεκτικότερα τις περιγραφές στα προφίλ, έχοντας αποκτήσει την ικανότητα να εντοπίζει τα άτομα που δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά, που έφτιαχναν ψεύτικα προφίλ ή
έκαναν πλάκα. Είχε επίσης τη συνήθεια –υπεροπτική, το ήξερε, όμως ο κανόνας αυτός σπάνια τον είχε απογοητεύσει– να προσπερνά κάθε προφίλ ή αγγελία ανορθόγραφη ή με έντονα προβληματική σύνταξη. Προτιμούσε οι γυναίκες που γαμούσε να ξέρουν πέντε γράμματα, κι αν αυτή η ελιτίστικη πλευρά του χαρακτήρα του απέκλειε ένα σημαντικό ποσοστό γυναικών με τάσεις υποταγής που έψαχναν κυριαρχικό σύντροφο, αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να το δεχτεί και που δεν το μετάνιωνε ιδιαίτερα. Χαμένος στις σκέψεις του, ο Ντόμινικ ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει τα σκοτεινά σοκάκια του διαδικτύου, όταν άνοιξε ένα παράθυρο στην οθόνη του που τον ενημέρωνε ότι είχε λάβει μήνυμα μέσω της σελίδας του στο Facebook. Κάποια αναγνώστρια, σκέφτηκε, που της είχε αρέσει το μυθιστόρημά του και του είχε στείλει συγχαρητήρια. Αν και το βιβλίο είχε σημειώσει κάποια σχετική επιτυχία, τα μηνύματα από αναγνώστες εξακολουθούσαν να είναι κάτι το ασυνήθιστο και κέντριζαν τη ματαιοδοξία του. Το μήνυμα έγραφε τα συνήθη σχόλια για το πόσο πολύ της είχε αρέσει η ιστορία και πόσο είχε ταυτιστεί με την πρωταγωνίστρια, στην οποία διέκρινε πολλά στοιχεία του εαυτού της. Ο Ντόμινικ χαμογέλασε. Ήταν μια παρηγοριά το ότι κάποιοι εξακολουθούσαν να διαβάζουν το μυθιστόρημα. Ο ίδιος αισθανόταν σαν να είχε περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε. Στα αριστερά της οθόνης του μια πράσινη κουκκίδα
έδειχνε πως η αποστολέας όχι μόνο είχε τον ίδιο πάροχο, αλλά παρέμενε συνδεδεμένη. Ο Ντόμινικ πληκτρολόγησε ένα μήνυμα. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, Λιάνα. Η απάντηση έφτασε σχεδόν αμέσως. Παρακαλώ, ειλικρινά λάτρεψα την ιστορία. Τη βρήκα πολύ συγκινητική. Είναι απίστευτο τώρα που σου μιλάω... Η περιέργεια του Ντόμινικ κεντρίστηκε και το ένα έφερε το άλλο. Προβληματίστηκε για λίγο αναφορικά με τις ηθικές διαστάσεις της όλης κατάστασης και αποφάσισε ότι η σχέση μεταξύ ενός συγγραφέα και μιας αναγνώστριας ήταν απολύτως θεμιτή και δεν είχε καμία ομοιότητα, ηθική ή άλλη, με τη σχέση μεταξύ ενός καθηγητή και μιας φοιτήτριας. Το αντίθετο, καθησύχασε τον εαυτό του. Η Λιάνα ήταν μια νεαρή γυναίκα, εικοσιπεντάρα, κρίνοντας από τη φωτογραφία στο προφίλ της. Εφόσον η φωτογραφία ήταν πρόσφατη φυσικά. Του είπε ότι εργαζόταν σε γραφείο, στο Μπράιτον. Οι επόμενες φωτογραφίες που προσφέρθηκε να του στείλει, μετά από μερικές μέρες σχετικά αθώων μηνυμάτων, είχαν αρχίσει να κινούνται προς το φλερτ και τα υπονοούμενα, καθώς αποδεικνύονταν τολμηρές και
παράλληλα συγκρατημένες, χωρίς να γίνονται χυδαίες, παρά τον ερασιτεχνικό χαρακτήρα τους. Λίγο στήθος, μια ιδέα οπισθίων, με μια υποψία μελανιών ή σημαδιών, μια θολή, σχεδόν αφηρημένη σύνθεση που διαπιστώθηκε με προσεκτικότερη παρατήρηση ότι ήταν κοντινό της κόκκινης ηβικής της χώρας, τραβηγμένης από μια γωνία που, με μια πρώτη ματιά, της έδινε την όψη γοητευτικού εξωγήινου τοπίου. Η Λιάνα έθιγε συνέχεια το γεγονός ότι είχε πάρα πολλά κοινά στοιχεία με την Ελένα, την ηρωίδα του βιβλίου του, παρά τις διαφορές στην εθνικότητα, τις εποχές και τις καταστάσεις. Όταν ο Ντόμινικ τη ρώτησε αν όλα αυτά τα σαφή υπονοούμενα σήμαιναν ότι είχε τάσεις υποταγής στο σεξ, η απάντησή της φώτισε την οθόνη του. Ναι. Η καρδιά του πετάρισε. Μήπως ήταν αυτή η ευκαιρία να κάνει μια καινούρια αρχή; Να αποφύγει τα λάθη αυτή τη φορά; Κι εσύ; Κυριαρχικός; Δεν αποκλείεται, της είχε απαντήσει πειράζοντάς τη. Χμμμ... Συνήθως τηρούσε επιφυλακτική στάση όταν μια γυναίκα έμπαινε σε πάρα πολλές λεπτομέρειες για τις προτιμήσεις, τις
ανάγκες και τους πόθους της. Όσο περισσότερο έγραφαν για ακραίες ερωτικές πρακτικές, από τη δουλική στάση μέχρι το δέσιμο, το στραγγαλισμό, τα σκοινιά, τα κολάρα, την ταπείνωση, τον εξευτελισμό ή ό,τι άλλο ήταν της μόδας εκείνη την εποχή, τόσο περισσότερο αυτό αποτελούσε σημάδι πως ήταν απίθανο να τα κάνουν όλα αυτά όταν θα έφτανε η στιγμή. Ένα πιο περιορισμένο μενού ήταν πιο ποιοτικό, πιο αυθεντικό και ρεαλιστικό, πίστευε εκείνος. Η Λιάνα είχε ενδιαφέρον. Συνέχιζε να πετάει σαφή υπονοούμενα, τα οποία όμως συνοδεύονταν από μια δόση χιούμορ και αστεϊσμού, ενώ εκδήλωνε όλα εκείνα τα στοιχεία που κέντριζαν την προσοχή του. Συμπλήρωναν ήδη μερικές εβδομάδες ανταλλαγής τέτοιων μηνυμάτων, είτε στο διαδίκτυο είτε μέσω emails, κι ο Ντόμινικ είχε αρχίσει να βλέπει ζεστά την περίπτωση μιας περιπέτειας. Ελπίζοντας για κάποιο λόγο όχι πως θα αποδεικνυόταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, αλλά ενδεχομένως ότι θα τον βοηθούσε να ξορκίσει οριστικά το φάντασμα και τις αναμνήσεις της Σάμερ. Έχεις φωτογραφία προσώπου, παρακαλώ; Είχε αποφύγει συνειδητά να βάλει τη φωτογραφία του στο εσώφυλλο του βιβλίου, ενώ και η φωτογραφία του στο Facebook δεν ήταν ξεκάθαρη, προτιμώντας σ’ εκείνο το στάδιο μια μορφή μυστηριώδους ανωνυμίας.
Ίσως αυτό να ήταν το στάδιο που θα την έχανε. Ο Ντόμινικ ποτέ δεν ήθελε να τον συλλαμβάνει ο φωτογραφικός φακός, έτσι υπήρχαν απρόσμενα λίγες φωτογραφίες του. Ανέβασε μια τέτοια σπάνια φωτογραφία, την οποία είχε τραβήξει για να συνοδεύσει την αίτηση που είχε υποβάλει για τη θέση του επισκέπτη καθηγητή στη Νέα Υόρκη πριν από μερικά χρόνια, και πάτησε Αποστολή. Από την άλλη, τώρα υπήρχε μια πιθανότητα πενήντα πενήντα η Λιάνα να διακόψει την επικοινωνία τους αν ο Ντόμινικ δεν κάλυπτε τα κριτήριά της, για οποιονδήποτε λόγο, τον οποίο ο ίδιος δε θα μάθαινε ποτέ. Μόλις θα έβλεπε μπροστά της τον άντρα πίσω από το όνομα του συγγραφέα. Ο Ντόμινικ περίμενε, με τα δάχτυλα να στέκουν πάνω από το πληκτρολόγιο, το βλέμμα του καρφωμένο στη φωτογραφία που είχε ανοίξει με το μελανιασμένο κωλομάγουλό της, αναζητώντας αφηρημένα μοτίβα κίτρινων, καφετιών και μοβ σημείων πάνω στο μώλωπα, τον οποίο είχε μεγεθύνει ώστε να καλύπτει ολόκληρη την οθόνη, με τα χρώματα να ανακατεύονται και να ενώνονται το ένα με το άλλο. Η φωτογραφία είχε καταλήξει να μοιάζει με έργο μοντέρνας τέχνης. Αινιγματικό, τυχαίο. Σαν σύννεφο που διαλυόταν και ξανασχηματιζόταν. Σαν screensaver. Η απάντηση έφτασε.
Νόστιμος. Και πώς θέλετε να σας αποκαλώ; Κύριε; Με κολακεύεις. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να με λες Κύριο. Δεν είμαι τέτοιου είδους κυρίαρχος... δεν έχει να κάνει με τις λέξεις. Ωραία. Το βρίσκω γελοίο που τόσοι πολλοί άντρες απαιτούν να τους προσφωνείς έτσι μετά από λίγο, τη στιγμή που δεν έχετε ακόμη γνωριστεί. Ένα κορίτσι που έχει βαλθεί να μου κλέψει την καρδιά... Νομίζω πως αυτή θα μπορούσε να είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας. Ο Ντόμινικ χαμογέλασε. Το τρένο διέσχιζε με ταχύτητα τον αγγλικό Νότο. Πλησιάζοντας η αμαξοστοιχία το ατσάλινο σπήλαιο του σιδηροδρομικού σταθμού του Μπράιτον, ο Ντόμινικ μπορούσε να μυρίσει τη θάλασσα και να ακούσει τους γλάρους να πετούν από πάνω. Είχαν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκε εδώ, χρησιμοποιώντας ένα συνέδριο ως δικαιολογία. Τη μοναδική φορά που η Κάθριν είχε καταφέρει να φύγει από το σπίτι της και τον άντρα της και
να ζήσει δύο σπάνιες νύχτες μαζί του. Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που ο Ντόμινικ δεν επέστρεψε ποτέ εδώ έκτοτε. Οι αναμνήσεις. Όχι πως είχαν δει πολλά πράγματα από την πόλη –εκτός από τους περιπάτους στην προκυμαία και στα σοκάκια, καθώς και κάποια βιαστικά γεύματα σε εστιατόρια με θαλασσινά– πέρα από το μικρόκοσμο του δωματίου τους. Τώρα στην πόλη διεξαγόταν και πάλι ένα μεγάλο συνέδριο, με αποτέλεσμα τα περισσότερα κεντρικά ξενοδοχεία να είναι γεμάτα, ωστόσο είχε καταφέρει να βρει ένα δωμάτιο σε ένα ξενοδοχείο που λεγόταν Pelirocco, το οποίο συστηνόταν ως ροκ εν ρολ μπουτίκ-ξενοδοχείο, στη Ρίτζενσι Σκουέρ. Κάθε δωμάτιο είχε ξεχωριστή διακόσμηση, και σ’ εκείνον είχε δοθεί ένα που ο διάκοσμος θύμιζε μπουντουάρ, με το ροζ και το κόκκινο να είναι τα κυρίαρχα χρώματα, κι ένα πανόραμα γυναικείων εσωρούχων κάθε σχήματος, μεγέθους και υλικού να στολίζει τους τοίχους, αντικαθιστώντας τις παραδοσιακότερες επιλογές πινάκων ή λιθογραφιών. Ήταν κάπως βαρύ και αρκετά αταίριαστο, όμως το όλο σκηνικό τον έκανε να χαμογελάσει έχοντας κατά νου το σκοπό της επίσκεψής του στο Μπράιτον. Είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν σε ουδέτερο έδαφος αρχικά, σε έναν πάγκο που πουλούσε το κλασικό fish and chips, στην είσοδο της προκυμαίας. Όταν ο Ντόμινικ ρώτησε πώς θα την αναγνώριζε, μια και το πρόσωπό της δε φαινόταν πάντα καθαρά στις φωτογραφίες που του είχε στείλει, εκείνη αστειεύτηκε πως δε θα δυσκολευόταν. Φυσικά, αυτό της έδινε
τη δυνατότητα να μην έρθει σε επαφή μαζί του σε περίπτωση που η εμφάνισή του από κοντά δεν την ικανοποιούσε. Ο Ντόμινικ έφτασε λίγα λεπτά νωρίτερα και σκεφτόταν να πάρει μια μερίδα ψάρι με τηγανητές πατάτες, όταν του μίλησε μια κελαηδιστή φωνή. «Γεια σου, Ντόμινικ». «Η Λιάνα να υποθέσω;» «Γιατί, περίμενες κάποια άλλη;» Έδειχνε να το διασκεδάζει. «Έχεις και πραγματικό όνομα;» τη ρώτησε. «Λιάνα». «Ωραία». Ήταν μικροκαμωμένη, σχεδόν στέκα με μια πρώτη ματιά, όμως στεκόταν ολόισια, με το βάρος ενός πελώριου σακιδίου φορτωμένου στην πλάτη της να διατηρεί την ισορροπία της και ατίθασα καστανοκόκκινα μαλλιά, θαρρείς αγορίστικα, γύρω από τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου της. Φορούσε ένα ψιλό μεταξωτό τσόκερ στο λαιμό. Σε μια άλλη γυναίκα ενδεχομένως να έμοιαζε προσποιητό ή μια άστοχη προσπάθεια να ακολουθήσει τη μόδα· στην περίπτωσή της, υπαινισσόταν πολύ περισσότερα. Απλώς τα υπαινισσόταν. Τώρα ο Ντόμινικ καταλάβαινε τι εννοούσε με αυτά που του έλεγε. Πάντως, αντίθετα με τις προσδοκίες του, δεν ήταν ντυμένη με έντονα μαύρα δερμάτινα ή με σκισμένα τζιν, για να ενισχύσει μια πανκ εμφάνιση, αλλά με μια απρόσμενα σεμνή μπεζ βαμβακερή μπλούζα και μια πλισέ φούστα σε πιο
σκούρα καφέ απόχρωση, η οποία έφτανε λίγο κάτω από το γόνατο. Στους καρπούς της φορούσε δύο πανομοιότυπα λεπτά ασημένια βραχιόλια. Και, προφανώς δίχως ανασφάλεια για το περιορισμένο ύψος της, ίσιες μπαλαρίνες. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της θύμιζαν ξωτικό, κάνοντάς τη να μοιάζει πολύ μικρότερη απ’ ό,τι έλεγε ότι ήταν, με μια μικρή μύτη, ελαφρώς στραμμένη προς τα πάνω, σχετικά αδύναμο πιγούνι, αλλά γεμάτα, κατακόκκινα χείλη, μάτια σαν βαθυπράσινες λίμνες και φυσικούς ροδαλούς κύκλους που τόνιζαν τα έντονα ζυγωματικά της. Ο Ντόμινικ σχημάτισε την εντύπωση πως είχε ωραίο σώμα, αν και η άνετη μπλούζα της δεν άφηνε να φανούν οι καμπύλες της. Η Λιάνα σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. «Σου αρέσει αυτό που βλέπεις; Μέχρι στιγμής;» θέλησε να μάθει. «Μου αρέσει». Στη διάρκεια τον προηγούμενων ημερών ο Ντόμινικ είχε προβάρει με το μυαλό του πολλές φορές την κατάσταση αυτή, φανταζόταν ορισμένα από τα παιχνίδια που θα έπαιζαν, πώς θα κατάφερνε με τον καλύτερο τρόπο να αναδείξει το χαρακτήρα που αναμφίβολα διέθετε η Λιάνα, να την κάνει πραγματικά δική του. Γενικά, γνώριζε ελάχιστα ή μπερδευόταν ως προς το τι προέβλεπαν αυτού του είδους οι καταστάσεις. Άραγε έπρεπε να της προτείνει να πιουν κάτι, έναν καφέ ίσως, κάτι πιο δυνατό, και να της πιάσει αθώα συζήτηση προκειμένου να καθυστερήσει την αναπόφευκτη
στιγμή που θα περνούσαν σε πιο προσωπικές στιγμές; Να περπατήσουν στην προκυμαία σαν πραγματικό ζευγάρι; Ή μήπως να πάνε κατευθείαν στο ξενοδοχείο, το οποίο βρισκόταν ούτε ένα χιλιόμετρο πιο κάτω, παραλιακά, προς την κατεύθυνση του Χόουβ, της πάλαι ποτέ πόλης που πλέον είχε συνενωθεί με το Μπράιτον; Ίσως κάποια μέρα να έπρεπε κάποιος να γράψει ένα βιβλίο για τη σωστή συμπεριφορά σε τέτοιου τύπου συναντήσεις. Στο δωμάτιο. Μέσα στο στενό ασανσέρ που τους οδηγούσε στον τελευταίο όροφο, η Λιάνα ήταν κολλημένη πάνω του, με το σακίδιο στην πλάτη να περιορίζει τις κινήσεις της. «Φίλησέ με», τη διέταξε ο Ντόμινικ. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της κι εκείνος έσκυψε ώστε τα χείλη τους να συναντηθούν. Η Λιάνα είχε γεύση τσίχλας μέντας. «Δε διάλεξα ειδικά το δωμάτιο· ήταν το μόνο διαθέσιμο. Το ξέρω πως είναι κάπως φαιδρό», απολογήθηκε ο Ντόμινικ ενώ ξεκλείδωνε την πόρτα. Έπειτα συνόδευσε τη Λιάνα μέσα, όπου βρέθηκε αντιμέτωπη με το πολύ χτυπητό διάκοσμο. «Ουάου», έκανε, παρατηρώντας τα καδραρισμένα σουτιέν και στρινγκ που εκτείνονταν ολόγυρα στους τοίχους του μικρού δωματίου, σαν εκθέματα σε μουσείο. «Ωραίο. Αν και τα περισσότερα από αυτά δεν τα κόβω να είναι στο μέγεθός μου, δυστυχώς...» Κατέβασε τους ιμάντες του σακιδίου από τους ώμους της
και το άφησε να πέσει στο πάτωμα. «Τι έχεις εκεί μέσα, όλα τα υπάρχοντά σου;» τη ρώτησε ο Ντόμινικ. «Α, μπα», είπε αυτή. «Διάφορα. Μερικά παιχνιδάκια...» «Κάπως τολμηρή κίνηση από μέρους σου, δε βρίσκεις; Είπα εγώ να φέρεις τέτοια πράγματα;» «Υπέθεσα από τις συζητήσεις μας πως ήταν απίθανο να έχεις δικά σου...» «Ίσως δεν τα χρειαστούμε». «Α...» Χαμογέλασε. Ο Ντόμινικ άφησε τα κλειδιά στο κομοδίνο και γύρισε προς το μέρος της. «Έλα να σε δω. Γδύσου». «Τώρα;» «Τώρα». Του έριξε μια αβέβαιη ματιά, καθώς συνειδητοποιούσε ότι είχαν φτάσει στο σημείο δίχως γυρισμό. «Όπως συμφωνήσαμε», είπε αποφασιστικά, ξαναβρίσκοντας το θάρρος της. «Όχι μόνιμα σημάδια, εντάξει;» «Κατανοητό. Κι εσύ; Θυμάσαι τη λέξη ασφαλείας;» «Φυσικά». Η Λιάνα γδύθηκε, καταλήγοντας να μείνει μονάχα με τη λεπτή λωρίδα μεταξιού γύρω από το λαιμό της και τα ασορτί βραχιόλια στους καρπούς της. Μπορεί να ήταν λεπτή και μικροκαμωμένη, αλλά είχε θαυμάσιες αναλογίες. Η κοιλάδα που κατέληγε στο μικρό της
στήθος ήταν πασπαλισμένη με φακίδες, όπως και οι πήχεις της, οι δε θηλές της είχαν μια ελαφρώς κοκκινωπή χροιά. Οι μηροί της ήταν γαλακτεροί και, σε σχέση με τη φωτογραφία που του είχε στείλει, είχε ξυριστεί χαμηλά, έτσι ώστε τώρα ο Ντόμινικ μπορούσε να διακρίνει κάποιους κρίκους στο επίμαχο σημείο. Ένα μικροσκοπικό κρικάκι ήταν περασμένο μέσα από την κλειτορίδα της, ενώ δύο μεγαλύτεροι ατσάλινοι κρίκοι έμοιαζαν να κρατούν σε απόσταση τα χείλη της. Ο Ντόμινικ ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Ήξερε πως θα μπορούσε να στέκεται εκεί και να χαζεύει την περίτεχνη γεωμετρία του μουνιού της, το κυβερνοπάνκ τοπίο της σάρκας και του ατσαλιού, ώρες ολόκληρες, απόλυτα μαγεμένος. «Γύρνα», τη διέταξε. Εκείνη έκανε στροφή στο ένα πόδι, σαν μπαλαρίνα που προετοίμαζε τη χορογραφία της. Τα στενά οπίσθιά της ήταν καθαρά από παλιότερες μελανιές. «Σκύψε». Η Λιάνα ακολούθησε τις εντολές του, σέρνοντας τα πόδια της στη λεπτή μοκέτα του δωματίου για να σχηματίσει γωνία ενενήντα μοιρών, με το στήθος της παράλληλα στο πάτωμα, τον κώλο της τουρλωμένο και τη σκουρότερη γραμμή που χώριζε τα μάγουλά της να μοιάζει με σύνορο χαραγμένο με μαχαίρι, ολόισιο και απαράβατο. «Πόδια ανοιχτά».
Υπάκουσε. Ο Ντόμινικ την πλησίασε και πέρασε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της. Αισθάνθηκε τη ζέστη. Άπλωσε ένα δάχτυλο για να δει πόσο υγρή ήταν και το έσπρωξε μέσα της, για να πάρει μια γεύση από την κάψα της, αγγίζοντας τους κρίκους, τραβώντας ελαφρά το ένα κόσμημα των χειλιών της. Άκουσε και ένιωσε τη Λιάνα να κρατά την ανάσα της. Αισθάνθηκε την παρόρμηση να χαστουκίσει τα κωλομάγουλά της με τρομερή δύναμη, όμως αντιστάθηκε σε τούτη την επιθυμία. Είχε όσο χρόνο ήθελε. Δεν υπήρχε κανένας λόγος βιασύνης. Η Λιάνα είχε ήδη υποταχθεί. Ένα κομμάτι του εαυτού του αναρωτήθηκε γιατί· πρακτικά, εξακολουθούσε να της είναι άγνωστος. Όπως του ήταν κι εκείνη. Λαχταρούσε να ακούσει την ιστορία της, κάθε βήμα, οσοδήποτε μικρό, που την είχε οδηγήσει σε αυτό το μέρος αυτή τη στιγμή. Την ιστορία κάθε άντρα που την είχε αγγίξει, που την είχε κάνει αυτό που ήταν τώρα. Κάθε επιπλέον βαθμό υποταγής, σε μια διαδρομή με άγνωστο προορισμό. «Ανοίξου», είπε με αυστηρή, τραχιά φωνή. Συνεχίζοντας να σκύβει, η Λιάνα έφερε τα χέρια της πίσω και παραμέρισε τα κωλομάγουλά της, προσφέροντάς του ανεμπόδιστη θέα της σούφρας της, των ομόκεντρων σάρκινων γραμμών και πτυχώσεων που την κύκλωναν, σαν στόχο, και το κοραλλένιο ροζ του μουνιού της. Ήταν ένα θέαμα το οποίο ο Ντόμινικ ήξερε πως ποτέ δε θα βαριόταν.
«Τίνος είσαι τώρα;» ρώτησε τη νεαρή γυναίκα όπως έστεκε με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του, πλήρως εκτεθειμένη. «Δική σου». «Και τι θέλεις να κάνω τώρα;» συνέχισε. «Θέλω να με πάρεις, να με γαμήσεις». «Γιατί;» Για μια στιγμή, η Λιάνα κόμπιασε, σαν να μην είχε έρθει προετοιμασμένη γι’ αυτή την ερώτηση. «Γιατί έτσι αισθάνομαι πως είμαι ζωντανή», είπε τελικά. «Ζωντανή;» θέλησε να διευκρινίσει εκείνος. «Ναι», απάντησε η Λιάνα. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Απλά έτσι αισθάνομαι όποτε με θέλει με αυτό τον τρόπο ένας άντρας. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις. Νομίζω πως, τελικά, αυτή είμαι...» Η φωνή της έσβησε. «Σήκω». Η κοπέλα ίσιωσε το σώμα της, εγκαταλείποντας την ταπεινωτική στάση στην οποία βρισκόταν. Γύρισε προς το μέρος του, με τα πόδια ορθάνοιχτα. Ο Ντόμινικ την κοίταξε, κατάματα. Ήταν ο ίδιος περίεργος συνδυασμός ντροπής, πόθου, περηφάνιας και καύλας που είχε αντικρίσει τόσες φορές στα μάτια της Κάθριν. Και της Σάμερ. «Έλα». Πλησίασε κοντά του. Οι ρώγες της, σκληρές, τρίφτηκαν πάνω στο πουκάμισό του. Χαμήλωσε τα χέρια του και ζύμωσε
τον κώλο της. Η τρυφεράδα της ήταν εντυπωσιακή για μια τόσο λεπτή γυναίκα. Έφερε ξανά τα χέρια του ανάμεσα στα πόδια της, έπιασε το κρικάκι που ήταν περασμένο στην κλειτορίδα της και πίεσε με δύναμη το σάρκινο λοφάκι που τόνιζε. Η Λιάνα ρίγησε. «Πόσο καιρό έχεις αυτούς τους κρίκους;» τη ρώτησε. «Κάτι λιγότερο από ένα χρόνο». «Δική σου απόφαση;» «Όχι ακριβώς...» Κόμπιασε, σαν να δίσταζε να επιβεβαιώσει τις υποψίες του. «Τίνος;» «Ήμουν μαζί με έναν κυρίαρχο για κάποιους μήνες. Τον γνώρισα σε ένα κλαμπ φετιχιστών στο Λονδίνο». «Και;» «Αυτός μ’ έβαλε να τρυπηθώ. Πρώτα στα χείλη και τελικά στην κλειτορίδα». «Πόνεσε;» «Αυτό στην κλειτορίδα με πέθανε στον πόνο. Ο τύπος που είχε το μαγαζί με τα τατουάζ και το ανέλαβε μου είπε πως απλώς θα περνούσε τη βελόνα από την πόσθη, από ένα ανώδυνο σημείο του δέρματος, οπότε όταν με τρύπησε, έπαθα σοκ. Κόντεψα να λιποθυμήσω από τον πόνο». «Χμ...» «Ο κυρίαρχός μου ήθελε να το προχωρήσουμε κι άλλο. Ήθελε να τρυπηθώ και στο περίνεο, και στον κρίκο εκεί να περάσει μια μικρή μεταλλική ταυτότητα, ξέρεις, σαν τις
στρατιωτικές, όπου θα ήταν χαραγμένο το όνομά του, ή τέλος πάντων κάτι που θα έδειχνε πως ήμουν ιδιοκτησία του. Αλλά χωρίσαμε πριν φτάσουμε εκεί». «Τους κρίκους που είχες ήδη όμως τους κράτησες...» «Ναι. Είμαι αυτή που είμαι», είπε η Λιάνα, με φανερή περηφάνια. Σκεφτικός, ο Ντόμινικ έστρεψε το βλέμμα ψηλά στο κεφάλι της. Αυτή τη στιγμή, την ποθούσε σαν τρελός, παρότι ήξερε πως βρισκόταν στην υπηρεσία του, αρκούσε να πει μια λέξη και το σεξ θα ήταν απλώς μια επαφή μεταξύ δύο συναινούντων ενηλίκων. Όμως μια επίμονη σκέψη είχε σκαλώσει στο μυαλό του και του έλεγε πως ζητούσε κάτι περισσότερο, πέρα από το σεξ. Η Λιάνα ήταν ο τύπος της υποτασσόμενης γυναίκας που εκείνος ήθελε όχι τόσο για να την κάνει δική του ή για να τη χρησιμοποιήσει σεξουαλικά, αλλά για να την κάνει ολότελα κτήμα του, στο σώμα και το μυαλό. Να καταλάβει τι τη συγκινούσε. Για ποιο λόγο η ουσία της υποταγής της ήταν ταυτόχρονα αυτή ακριβώς η ομορφιά που τον γοήτευε. Γαμώτο! Γιατί δυσκόλευε τόσο πολύ τον εαυτό του; Τουλάχιστον υπήρχε το σεξ. Αναστέναξε. «Στα γόνατα», την πρόσταξε. Η Λιάνα γονάτισε, έχοντας αντιληφθεί το σκοπό της οδηγίας, και έφερε το χέρι της στη ζώνη του. Άρχισε να του
ξεκουμπώνει το παντελόνι. Ο Ντόμινικ έκλεισε τα μάτια. Την ένιωσε να τραβάει τον πούτσο του μέσα από το εσώρουχό του και να τον παίρνει με την πρόθυμη λάβρα του στόματός της. Η Λιάνα ήξερε τι έκανε, κι έτσι ο Ντόμινικ τελείωσε γρήγορα. Χωρίς να περιμένει άλλη εντολή, κατάπιε λαίμαργα τα χύσια του. Το κεφάλι της ταλαντευόταν μπρος στον καβάλο του, κι ακολούθησε μια θυελλώδης στιγμή σιωπής, καθώς οι δυο τους αναλογίζονταν τι επρόκειτο να συμβεί στη συνέχεια. Το παράθυρο του δωματίου ήταν μισάνοιχτο και ο ήχος των γλάρων που πετούσαν ζωηρά κατά μήκος της προκυμαίας ξέσπασε, εκκωφαντικός. «Ανέβα στο κρεβάτι. Στα τέσσερα», απαίτησε ο Ντόμινικ. Η Λιάνα σηκώθηκε από το πάτωμα. Τα γόνατά της είχαν γίνει ροζ από τη στάση στην οποία βρισκόταν. Πήγε στο κρεβάτι και στήθηκε, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του, όπως περίμενε ο Ντόμινικ, τουρλώνοντας τον κώλο της. Ο Ντόμινικ γδύθηκε, πετώντας άτσαλα τα ρούχα του στο πάτωμα. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο ροδαλό μπουμπούκι της σούφρας της. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως παραήταν χοντρός για τα μέτρα της, υπερβολικά μεγάλος, δεδομένου του πόσο μικροκαμωμένη ήταν έτσι όπως προεξείχαν τα οστά της λεκάνης της στη στάση που με τόσο θράσος παρέμενε.
Φόρεσε προφυλακτικό και ανέβηκε στο κρεβάτι, το οποίο έτριξε από το επιπλέον βάρος. Έσκυψε ακριβώς πάνω από τη Λιάνα, έτσι που ο σχεδόν σκληρός πούτσος του άγγιξε την πλάτη της χαμηλά, σε μια παρωδία ερωτικής σκηνής. Δεν είχε φέρει μαζί του λιπαντικό, οπότε, αν και θα προτιμούσε να το αποφύγει, διακινδύνευσε την ένταση εκείνης της στιγμής ρωτώντας τη μήπως της βρισκόταν κάτι σ’ εκείνο το σακίδιο με τα άγνωστα και θαυμαστά περιεχόμενα. Πράγματι, είχε μαζί της. Έβαλε μια ποσότητα στα δάχτυλά του και πάνω στο στενό της άνοιγμα και τα ακούμπησε πάνω της, για να απλώσει την ουσία ολόγυρα στο σφιγκτήρα της. Εντελώς ξαφνικά, αισθάνθηκε μια ακαταμάχητη ανάγκη να φιλήσει την κοπέλα ξανά, να νιώσει τη γεύση της ανάσας της στο στόμα του. Έσκυψε κι άλλο, όμως από τη θέση που είχε πάρει, έτοιμος να την τρυπήσει, το στόμα του βρισκόταν πολύ μακριά από τα χείλη της. Έτσι, αρκέστηκε να περάσει τη γλώσσα του πάνω από το λοβό του αριστερού αφτιού της. Ετοιμαζόταν να τον δαγκώσει ελαφρά, όταν το άρωμα των μαλλιών της έφτασε στα ρουθούνια του. Ήταν σαν μαχαιριά, κατάστηθα. Δεν είχε να κάνει με κάποιο συγκεκριμένο άρωμα, περισσότερο ήταν η βάση του σαμπουάν που είχε χρησιμοποιήσει για να λούσει τα κοντά καστανοκόκκινα μαλλιά της προτού έρθει σε αυτό το ραντεβού. Το εξασθενημένο άρωμα είχε στοιχεία από τη φυσική μυρωδιά της, ένας λεπτός συνδυασμός μπαχαρικών και λουλουδιών
μαζί με μια υποψία γυναικείας οσμής. Ήταν ένα άρωμα το οποίο θα αναγνώριζε οπουδήποτε. Το άρωμα της Σάμερ. Αμέτρητες αναμνήσεις κατέκλυσαν το νου του σαν χείμαρρος, σαρώνοντας συναισθήματα, όμορφες κι άσχημες στιγμές στο πέρασμά του. Έτσι και έκλεινε τα μάτια του τώρα, θα μπορούσε να φανταστεί ότι πηδούσε τη Σάμερ. Αλλά δεν ήθελε να προσποιείται. Εν τω μεταξύ, συνειδητοποίησε πως είχε κρεμάσει τελείως και πως το προφυλακτικό βαστιόταν με το ζόρι από το ζαρωμένο πούτσο του. Από κάτω του, ένιωσε τη Λιάνα να σφίγγεται, λες και το κορμί της είχε διαισθανθεί την αλλαγή στο σκηνικό. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. «Τίποτα», απάντησε εκείνος, όμως ήξερε πως δε θα μπορούσε να συνεχίσει άλλο. «Απλά δεν πρόκειται να μας βγει», απολογήθηκε κι απομακρύνθηκε από κοντά της. «Σε παρακαλώ...» άρχισε να λέει εκείνη ικετευτικά, ενώ παρακολουθούσε τον Ντόμινικ να ντύνεται βιαστικά αδιαφορώντας για την ερεθισμένη, ολόγυμνη γυναίκα απέναντί του. «Λυπάμαι πολύ, πάρα πολύ», ήταν το μόνο που κατάφερε να πει. Πώς θα μπορούσε να της εξηγήσει χωρίς να κάνει τα πράγματα χειρότερα;
Αργότερα, αφού κατάφερε να ηρεμήσει τη σαστισμένη Λιάνα και πλήρωσε για το ταξί που θα την πήγαινε στο σπίτι της, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να ζητήσει συγνώμη, ο Ντόμινικ αισθάνθηκε την ανάγκη να αναπνεύσει καθαρό αέρα, τουλάχιστον για να διώξει το βαρύ σύννεφο της σύγχυσης που πλάκωνε το μυαλό του, κι έτσι κατηφόρισε στην προκυμαία. Ήταν ακόμη μεσημέρι. Ο χρόνος είχε κυλήσει τόσο αργά εκείνη τη μέρα. Η θάλασσα έμοιαζε άκεφη εκτεινόμενη μέχρι τον γκρίζο ορίζοντα και λευκές γραμμές εμφανίζονταν σε πολλά σημεία της επιφάνειάς της, ενώ τα ερείπια της παλιάς Δυτικής Προβλήτας ξεπρόβαλλαν μέσα από τα νωχελικά κύματα σαν το σαθρό σκελετό προϊστορικού ζώου. Τουρίστες και σύνεδροι στον ελεύθερο χρόνο τους μοιράζονταν την περαντζάδα με παιδιά και δρομείς, αποφεύγοντας τους ποδηλάτες που κινούνταν γρήγορα στην ανεπαρκώς χαραγμένη λωρίδα τους, λες και τους ανήκε ο χώρος. Ο Ντόμινικ αισθανόταν άδειος. Το στομάχι του γουργούρισε, θαρρείς για να του υπενθυμίσει πως δεν είχε φάει τίποτα όλη τη μέρα, μια και είχε τρέξει να προλάβει το τρένο στο Γουότερλου χωρίς να πάρει πρωινό. Θυμήθηκε τον πάγκο που πουλούσε ψάρι με τηγανητές πατάτες στην είσοδο της κεντρικής προκυμαίας και στράφηκε προς τα εκεί, περνώντας με γοργό βήμα μπροστά από τα διαδοχικά ξενοδοχεία, από το Metropole, την τσιμεντένια μάζα του Συνεδριακού Κέντρου του Μπράιτον και του Old Ship, μέχρι
να φτάσει στην προκυμαία. Οι κριτσανιστές τηγανητές πατάτες ήταν μια παρηγοριά, τον ζέσταναν, σωματικά και ψυχολογικά, μια απλή αλλά απαραίτητη τροφή και στήριγμα της ψυχής. Δεν άργησε να τις φάει, μέχρι την τελευταία. Έπειτα μπήκε στον πειρασμό να πάρει τη Γουέστ Στριτ, αναζητώντας ένα μικρό μαγαζί που πουλούσε μεταχειρισμένα βιβλία, το οποίο είχε επισκεφτεί μια φορά πριν από δέκα χρόνια. Εν τω μεταξύ, είχε αποφασίσει πως θα έμενε εκεί το βράδυ, αφού το δωμάτιο του ξενοδοχείου ήταν ήδη πληρωμένο, και δεν τον πίεζε κάποια υποχρέωση να επιστρέψει στο Λονδίνο. Πάνω που ετοιμαζόταν να στρίψει σε μια γωνία, του τράβηξε την προσοχή ένα πλήθος από αφίσες, αναρτημένες μπροστά στο συνεδριακό κέντρο. Εκτός από συνέδρια και συμπόσια, εκείνο το δαιδαλώδες κτίριο φιλοξενούσε πολλές μουσικές εκδηλώσεις, ενώ το καλοκαίρι στέγαζε μέχρι και πίστα για πατινάζ στον πάγο. Κάποτε είχε δει τους Arcade Fire εδώ, καθώς είχαν εξαντληθεί τα εισιτήρια για την εμφάνισή τους στο Λονδίνο. Ίσως λίγη μουσική απόψε να βοηθούσε να ηρεμήσει το μυαλό του. Όμως καμία από τις αφίσες που υπήρχαν έξω από το συνεδριακό κέντρο δε διαφήμιζε κάτι για το ίδιο βράδυ. Πέρασε μέσα και εντόπισε τα εκδοτήρια. Ναι, υπήρχε μια συναυλία προγραμματισμένη για απόψε, αλλά δεν είχε διαφημιστεί ιδιαίτερα, πάντως υπήρχαν διαθέσιμα εισιτήρια, του είπαν. Ήταν αρκετά φτηνά, του
επισημάνθηκε, καθώς το συγκρότημα που εμφανιζόταν εκείνη τη μέρα θεωρούσε πως η βραδιά αποτελούσε κάτι σαν πρόβα για μια πιθανή περιοδεία, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια του Τύπου και των θαυμαστών τους. «Τουλάχιστον έχουν κάποιο όνομα;» ρώτησε ο Ντόμινικ την ταμία. «Α, ναι, φυσικά», απάντησε η πλαδαρή μεσήλικη γυναίκα, που πήρε ένα φυλλάδιο για να του το δώσει. Του διάβασε από εκεί. «Τους λένε Groucho Nights. Τώρα να σας πω ότι τους έχω ξανακούσει, ψέματα θα είναι. Πάντως, έχουν και μια κοπέλα μαζί τους, που παίζει κλασικό βιολί». Κοίταξε τα ψιλά γράμματα. «Έχει ένα ξενικό όνομα...» Ο Ντόμινικ πήρε στα χέρια του το λεπτό φυλλάδιο. Φιλική συμμετοχή Σάμερ Ζάχοβα Έμεινε για λίγο εκεί, άφωνος, εμβρόντητος. Groucho Nights, φιλική συμμετοχή Σάμερ Ζάχοβα. Για Μία και Μοναδική Παράσταση, Πρεμιέρα στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από την Ευρωπαϊκή Περιοδεία τους. Η Πρώτη Ολοκληρωμένη Κοινή τους Εμφάνιση. «Λοιπόν, θέλετε εισιτήριο;» Η φωνή της γυναίκας στο ταμείο τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Ναι, ναι, φυσικά». Της έδωσε τα χρήματα. Το συγκρότημα θα έβγαινε στη σκηνή στις οχτώμισι. Απέμεναν σχεδόν πέντε ώρες. Ετοιμαζόταν να ξαναβγεί στο δρόμο, όταν του πέρασε μια σκέψη από το μυαλό. Γύρισε πίσω και ρώτησε την ταμία, η οποία τώρα ξεφύλλιζε ένα περιοδικό για επωνύμους. «Μήπως ξέρετε αν έχει έρθει ήδη το συγκρότημα που παίζει απόψε; Για να τεστάρουν τον ήχο, ας πούμε;» «Πού θέλετε να ξέρω;» ήρθε η αγενής απάντησή της. «Στον πρώτο όροφο θα βρείτε τον υπεύθυνο βάρδιας. Αυτός ίσως ξέρει να σας πει». Ο Ντόμινικ έτρεξε πάνω, αναζητώντας το γραφείο όπου ενδεχομένως να έβρισκε απάντηση στην ερώτησή του. Αφού πέρασε από διάφορους άχρηστους υπαλλήλους, κατάφερε με τα πολλά να βρει έναν τύπο που έμοιαζε να ξέρει τι του γινόταν, όμως αυτός τον ενημέρωσε πως οι πρόβες δεν ήταν ανοιχτές στο κοινό. «Πάντως, οι μουσικοί βρίσκονται ήδη εδώ;» θέλησε να μάθει ο Ντόμινικ. Πάνω που ολοκλήρωνε την ερώτησή του, ο πνιχτός ήχος ενός βιολιού συνδεδεμένου με ενισχυτή, ή ίσως απλώς μιας κιθάρας, έφτασε στα αφτιά του, σαν να αναδυόταν η μουσική κάπου μέσα από τα έγκατα του κτιρίου. «Αυτοί είναι; Η πρόβα έχει αρχίσει ήδη, σωστά;»
Ο άλλος άντρας έγνεψε καταφατικά. «Είναι ανάγκη να δω ένα μέλος του συγκροτήματος, τη βιολονίστρια, τη λένε Σάμερ Ζάχοβα», επέμεινε ο Ντόμινικ. «Δε γίνεται να τους διακόψουμε», ήταν η απάντηση. «Μα είμαστε γνωστοί. Θα έρθει αν την ειδοποιήσετε, θα δείτε. Στο λόγο μου». «Άκου, φίλε, είπαμε, δε γίνεται». Νιώθοντας σαν όρθιο κλισέ, ο Ντόμινικ έβγαλε ένα χαρτονόμισμα των είκοσι λιρών από το πορτοφόλι του και το πρότεινε στον υπάλληλο του κέντρου. «Πες της ότι τη ζητάει ο Ντόμινικ και ότι είναι ανάγκη να της μιλήσει. Έτσι κι έρθει, θα έχεις άλλο ένα». Ο νεαρός τον κοίταξε στραβά, αλλά τσέπωσε τα χρήματα. «Περίμενε εδώ», είπε. «Δεν υπόσχομαι τίποτα. Ελπίζω μονάχα να μην κάνουν παράπονα τώρα που θα διακόψω την πρόβα τους. Τέλος πάντων, θα δω τι μπορώ να κάνω». Πήγε γρήγορα στις σκάλες. Ο Ντόμινικ έμεινε εκεί, σαν να είχε ριζώσει στο συγκεκριμένο σημείο, ενώ οι ήχοι της μουσικής έφταναν στα αφτιά του, δυνατοί, πνιχτοί, σπασμένοι, με το γδούπο των ντραμς και του μπάσου να κυριαρχεί και να ακυρώνει κάθε έννοια μελωδίας. Αισθάνθηκε σαν να περίμενε μια αιωνιότητα. Η μακρινή μουσική σταμάτησε, ή ίσως να μην έφτανε πια ως εκεί, πάντως οι ήχοι έσβησαν και έδωσαν τη θέση τους στη σιωπή.
Ο Ντόμινικ είχε το βλέμμα καρφωμένο στη σκάλα που οδηγούσε στο φουαγιέ του κέντρου και στους υπόγειους χώρους εκδηλώσεων, όμως δεν εμφανίστηκε κανείς. Στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη στο ασανσέρ, όταν άκουσε ένα φύσημα, καθώς ο θάλαμος έφτανε στον όροφο όπου βρισκόταν και ο ίδιος. Γύρισε προς τα εκεί. Η πόρτα άνοιξε. «Α, εδώ είσαι». Ο υπάλληλος εμφανίστηκε χαμογελώντας. Ακολουθούμενος από τη Σάμερ. Φορούσε ένα εφαρμοστό τζιν παντελόνι και μια απλή λευκή μεταξωτή μπλούζα. Τα μαλλιά της, ως συνήθως, ήταν μια ζούγκλα από πυρωμένες μπούκλες. Δεν είχε αλλάξει στο ελάχιστο. Τον κοίταξε σιωπηλή. Ο υπάλληλος κοίταζε επίσης τον Ντόμινικ, με μια έκφραση προσμονής. Εκείνος συνήλθε από τη σαστιμάρα του, θυμήθηκε την υπόσχεσή του, έφερε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και έβγαλε ένα ακόμη χαρτονόμισμα, το οποίο και πέρασε στον τύπο. «Ευχαριστώ, φίλε». Ο υπάλληλος απομακρύνθηκε, αφήνοντας τον Ντόμινικ και τη Σάμερ μόνους. Μέχρι στιγμής, κανείς τους δεν είχε αρθρώσει έστω μία λέξη. Κοιτάζονταν αμίλητοι, διστακτικοί, επιφυλακτικοί, λες και ήταν διαγωνισμός για το ποιος θα πρόφερε τις πρώτες λέξεις.
Σκέψεις έσκαγαν στο μυαλό τους, άναρχα, έξω από κάθε έλεγχο. Ο Ντόμινικ ήταν ο πρώτος που συνειδητοποίησε κάποια στιγμή ότι έπρεπε να πάρει πρωτοβουλία. «Γεια σου». «Γεια». Η φωνή της ήταν ήρεμη, ερωτηματική. «Τυχαία βρέθηκα στο Μπράιτον, κι από καθαρή σύμπτωση έμαθα πως εμφανίζεσαι εδώ απόψε...» «Ναι, δεν το διαφημίσαμε ιδιαίτερα. Το προτιμήσαμε έτσι. Για πιο ήσυχα. Να δούμε πώς μπορούμε να δέσουμε ως συγκρότημα». «Δηλαδή αποχαιρετάς την κλασική μουσική;» «Όχι, όχι, κάθε άλλο», διαμαρτυρήθηκε εκείνη, θέλοντας να μην του δώσει λάθος εικόνα και αποδοκιμάσει ο Ντόμινικ τις κινήσεις της. «Απλά κάνω ένα διάλειμμα, ξέρεις. Είχα αρχίσει να κουράζομαι κάπως και σκέφτηκα πως μια περιοδεία με το συγκρότημα του Κρις θα μου έκανε καλό». «Οι Groucho Nights είναι ο Κρις;» «Ναι. Άλλαξαν όνομα. Το Felt Brother & Cousin χτυπούσε κάπως πολύ φολκλόρ και χρειάζονταν μια αλλαγή κατεύθυνσης...» Άφησε τη φράση της στη μέση, καθώς συνειδητοποιούσε πως δεν ήταν αυτή η τροπή που ήθελε να πάρει η συζήτηση. «Μια χαρά σε βλέπω», είπε ο Ντόμινικ. «Πώς τα πας;» «Καλά είμαι. Εσύ;» «Ελπίζω να μη διακόπτω την πρόβα σας;»
«Δεν πειράζει. Κοντεύαμε να ολοκληρώσουμε τον έλεγχο του ήχου. Ήταν ώρα να κάνουμε ένα διάλειμμα. Πρέπει να επιστρέψω σε λίγο όμως. Με χρειάζονται οι τεχνικοί για να δούμε και τα φώτα». «Α... Προλαβαίνεις να πιούμε έναν καφέ τουλάχιστον;» «Φαντάζομαι πως ένα μισάωρο το έχω. Δε συμμετέχω σε ολόκληρο το πρόγραμμα με το συγκρότημα. Μόνο στο δεύτερο μισό. Πολλά από τα τραγούδια παραείναι δυνατά για να χωρέσει ένα βιολί. Τα είχαν ήδη ετοιμάσει, πολύ πριν εμφανιστώ εγώ. Όπως γράφουν άλλωστε, η συμμετοχή μου είναι φιλική. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό». «Ωραίο ακούγεται». «Νομίζω πως υπάρχει ένα μπαρ ή καφετέρια κάπου σε αυτό το κτίριο. Πάμε να το βρούμε». Ξεκίνησαν την αναζήτηση καφεΐνης. Και πάλι ένα τείχος σιωπής υψώθηκε ανάμεσά τους όπως κουτσόπιναν τους άγευστους καφέδες που είχαν προμηθευτεί από ένα αυτόματο μηχάνημα στην έρημη καφετέρια. Αυτή τη φορά ήταν η Σάμερ που επιχείρησε να συνεχίσει τη συζήτηση. «Στη Νέα Υόρκη... Λυπάμαι για ό,τι έγινε εκεί». «Κι εγώ το ίδιο», απάντησε διστακτικά ο Ντόμινικ. «Δεν έπρεπε να είχα συμφωνήσει να πάω· το ξέρω τώρα πια. Όμως συνέβη. Δε θέλω να απολογηθώ για τις πράξεις μου, Ντόμινικ». «Ναι, καμιά φορά παίζουν και στραβές. Ούτε κι εγώ έπρεπε
να βρίσκομαι εκεί». «Ήσουν όμως». «Ήμουν». «Βρισκόμουν σε κατάσταση σοκ για μερικές μέρες. Μέχρι να περάσω από το διαμέρισμα της Σπρινγκ Στριτ είχες φύγει. Είχες επιστρέψει στο Λονδίνο...» «Περίμενα για λίγο, αλλά τελικά σκέφτηκα πως αυτή ήταν η καλύτερη λύση». «Καταλαβαίνω». «Λοιπόν, πώς είναι η Νέα Υόρκη;» ρώτησε. «Διάβασα σ’ ένα περιοδικό πως πλέον είσαι με τον Σιμόν. Λογικό. Έχετε τόσα κοινά στοιχεία. Μουσικά...» «Έφυγα από τη Νέα Υόρκη», αποκρίθηκε η Σάμερ, κοιτάζοντάς τον κατάματα. «Επέστρεψα στο Λονδίνο, εδώ και μερικές εβδομάδες». «Δεν το ήξερα αυτό». «Είχα ανάγκη από μια αλλαγή παραστάσεων. Ξαναβρέθηκα με τον Κρις και το συγκρότημά του κι αποφασίσαμε να παίξουμε μαζί για ένα διάστημα. Η σημερινή εμφάνιση είναι απλώς μια ανεπίσημη προθέρμανση για μια σύντομη ευρωπαϊκή περιοδεία. Νέες πόλεις, νέα μουσική. Πειραματιζόμαστε λιγάκι». «Κι ο Σιμόν; Τι γνώμη είχε για την περιοδεία;» ρώτησε ο Ντόμινικ. «Δεν είχε. Χωρίσαμε». Ακολούθησε μια σύντομη παύση, καθώς ο Ντόμινικ
κατέγραφε τα νέα δεδομένα. Παρατηρώντας τούτη τη σιωπή, η Σάμερ αισθάνθηκε υποχρεωμένη να κρατήσει την κουβέντα ζωντανή. «Πρόσφατα γνώρισα κάποιον άλλο όμως. Καταλαβαίνεις. Δεν ψαχνόμουν να βρω κάτι, κάποιον, απλά γνωριστήκαμε και ταιριάξαμε, ας πούμε. Ο Βίγκο Φρανκ είναι. Ο τραγουδιστής και κιθαρίστας. Δεν ξέρω αν τον έχεις ακουστά;» Ο Ντόμινικ έγνεψε καταφατικά. «Κι εσύ;» συνέχισε η Σάμερ. «Είσαι με κάποια αυτό τον καιρό;» Ο Ντόμινικ ήξερε πως δεν έπρεπε να απαντήσει έτσι όπως απάντησε, αλλά αυτό έκανε. Εξακολουθούσε να ζυγίζει με το νου του την πληροφορία της εμφάνισης του Βίγκο Φρανκ στη ζωή της Σάμερ και ο διάβολος μέσα του σαν να τον έβαλε να το πει. «Η Λόραλιν ζει μαζί μου. Τη θυμάσαι, έτσι δεν είναι;» «Είναι υπέροχη κοπέλα», σχολίασε η Σάμερ, χαμογελώντας βεβιασμένα. «Τη συμπαθώ πάρα πολύ». «Ωραία», είπε. Κι ύστερα πρόσθεσε, σαρκαστικά: «Χαίρομαι που την εγκρίνεις». Η Σάμερ προσπέρασε τη σπόντα. Εν τω μεταξύ, είχαν μείνει και οι δύο να κρατάνε άδεια πλαστικά κυπελλάκια του καφέ. Κανείς τους δεν ήθελε να περάσει ξανά από τον αυτόματο πωλητή. «Λοιπόν, από πού ξεκινά αυτή η ευρωπαϊκή περιοδεία;»
ρώτησε τελικά ο Ντόμινικ. «Από το Παρίσι. Σε δύο εβδομάδες». «Φαντάζομαι, θα ανυπομονείς». «Ναι, αλλά τόσο ο Κρις όσο κι εγώ δεν είμαστε ικανοποιημένοι με τον ήχο που πετυχαίνουμε. Κάτι λείπει. Δεν μπορούμε να το προσδιορίσουμε ακριβώς. Ο Βίγκο λέει ότι χρειαζόμαστε περισσότερο νεύρο». «Είναι ο μουσικός σου σύμβουλος τώρα;» «Έχει θέσει υπό την προστασία του τον Κρις και το συγκρότημα. Κανόνισε και υπέγραψαν στη δισκογραφική του μάλιστα. Α, την ξέρεις τη Φραν;» «Την αδερφή σου, ναι. Μιλούσες συχνά γι’ αυτή». «Ήρθε κι αυτή στο Λονδίνο. Ζούμε μαζί τώρα. Μένουμε στο διαμέρισμα του Κρις, στο Κάμντεν, όσο ψάχνουμε για κάτι μονιμότερο, δικό μας. Καλά τα πάμε μέχρι στιγμής». «Πάρα πολύ ωραία», σχολίασε ο Ντόμινικ, με φανερή έλλειψη ενθουσιασμού, καθώς δεν τον συγκινούσε η κουτσομπολίστικη τροπή που έπαιρνε αυτή η συνάντηση. «Εξακολουθείς να παίζεις το Μπαγί;» τη ρώτησε μετά. Μια σκιά πέρασε από το πρόσωπό της. «Όχι». «Γιατί;» «Κλάπηκε». «Γαμώτο! Πότε; Πού;» «Μετά την επιστροφή μου στο Λονδίνο. Απλά εξαφανίστηκε από ένα καλά φυλασσόμενο καμαρίνι σε μια
άλλη συναυλία. Μου στοίχισε πολύ. Λυπάμαι. Ξέρω πως είχε και για σένα ιδιαίτερη σημασία...» Ο Ντόμινικ αναστέναξε. Δεν ήταν μόνο η είδηση της εξαφάνισης του μουσικού οργάνου, αλλά και το ότι την άκουσε να αναφέρεται στην προηγούμενη ζωή τους. Αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να ελέγξει τα λόγια του πάνω στην κουβέντα, όμως ήταν λόγια από καρδιάς. «Κι εσύ είχες ιδιαίτερη σημασία για μένα, Σάμερ...» Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Αδυνατώντας να αντέξει, η Σάμερ ήταν η πρώτη που υποχώρησε. «Το ξέρω...» Η απάντησή της δεν ήταν δυνατότερη από ψίθυρο. «Χαίρομαι που σε βλέπω πάντως. Πολλές φορές θέλησα να επικοινωνήσω, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να βρω τη δύναμη να το κάνω». «Κι εγώ το ίδιο». «Όπως και να ’χει, χαίρομαι που όλα πάνε καλά στη ζωή σου. Εκτός από το θέμα με το Μπαγί φυσικά. Πρέπει να ήταν μεγάλο το σοκ». «Ήταν απαίσια». «Το φαντάζομαι. Εν τω μεταξύ, έμαθα ένα σωρό παράξενες ιστορίες για το Μπαγί. Το ήξερες πως έχει όνομα; Το λένε Ανζελίκ». «Δεν το ’ξερα. Πώς κι έτσι;» «Αποτέλεσμα δεισιδαιμονιών και αστικών μύθων, το
δίχως άλλο. Εντόπισα αυτές τις πληροφορίες ενώ συγκέντρωνα υλικό για ένα δεύτερο μυθιστόρημα...» Καθώς έλεγε τούτα τα λόγια, ο Ντόμινικ συνειδητοποίησε πως το παριζιάνικο μυθιστόρημα δεν είχε αναφερθεί ακόμη στην κουβέντα τους, που σκάλωνε συνέχεια. «Μου άρεσε το βιβλίο σου, Ντόμινικ, ειλικρινά», είπε η Σάμερ. «Δηλαδή δε σε ενόχλησε...» «Το ότι βάσισες πάνω μου την πρωταγωνίστρια; Κάθε άλλο. Ήταν πολύ όμορφη σκέψη. Όχι πως εγώ θα έκανα όλα αυτά τα πράγματα που κάνει η Ελένα στη δική σου ιστορία όμως». Ο Ντόμινικ χαμογέλασε κι ένα κύμα ανακούφισης διέτρεξε το σώμα του. Η Έλα, η ντράμερ των Groucho Nights, ήρθε στην καφετέρια και τους διέκοψε. «Α, εδώ είσαι, Σαμ. Σε έψαχνα παντού. Σε χρειάζονται κάτω, οι τεχνικοί λένε πως δεν μπορούν να οριστικοποιήσουν τα φώτα αν δεν είσαι στη θέση σου». «Όλοι οι προβολείς πάνω σου, ε;» την πείραξε ο Ντόμινικ. Η Σάμερ σηκώθηκε από το ξεχαρβαλωμένο τραπέζι. «Να κρατήσουμε επαφή», είπε. «Το ξέρω πως οι ζωές μας έχουν πάρει άλλους δρόμους τώρα πια. Νέοι σύντροφοι, εραστές. Όμως σίγουρα μπορούμε να είμαστε φίλοι. Ξανά». «Θα το ήθελα αυτό», είπε ο Ντόμινικ. Η Σάμερ είχε αρχίσει ήδη να απομακρύνεται, όταν έκανε
μεταβολή και πρόσθεσε: «Κι ίσως μπορέσεις να με βοηθήσεις να βρω το βιολί. Πώς είπες ότι το λένε;» «Ανζελίκ». «Είπες ότι υπάρχουν διάφορες ιστορίες για το βιολί. Λες σε κάποια από αυτές να υπάρχει κάτι που να μας βοηθήσει να το εντοπίσουμε;» «Αν μπορώ να βοηθήσω, θα το κάνω. Με όποιο τρόπο μπορώ». «Έχω κάποιες υποψίες. Όμως είναι κάπως λεπτή η κατάσταση, καταλαβαίνεις. Δεν μπορώ να σου εξηγήσω αυτή τη στιγμή. Άκου... τηλεφώνησέ μου, ο αριθμός μου δεν έχει αλλάξει. Να πούμε περισσότερα». Τα κόκκινα μαλλιά της ξεθώριαζαν όπως κατέβαινε στη σκάλα, ενώ τα στρογγυλά οπίσθιά της λικνίζονταν σε απόλυτη αρμονία κλεισμένα μέσα στο τζιν παντελόνι, το άρωμά της παρέμενε στην ατμόσφαιρα. Ο Ντόμινικ πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει την ανάστατη καρδιά του. «Ciao», ψιθύρισε, παρότι ήξερε πως η Σάμερ δε θα μπορούσε να τον ακούσει. Και δεν ήταν ένα αντίο· του φάνηκε σαν το πρώτο γεια, σαν να ξεκινούσαν όλα από την αρχή.
7 Περί Βιολιών και Φωτογραφικών Μηχανών ΟΤΑΝ ΕΧΑΣΑ ΤΟ ΜΠΑΓΙ, ήταν σαν να χάθηκε η μισή ψυχή μου. Επί μέρες ολόκληρες αισθανόμουν πως δε θα κατάφερνα να παίξω την ίδια μουσική ποτέ ξανά. Δεν ήταν μόνο ο μοναδικός ήχος που κατόρθωνα να αποσπώ από τις χορδές του με τόση άνεση, αλλά και όλη η σχέση που είχε αυτό το μουσικό όργανο με το πρόσφατο παρελθόν μου στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Ο Βίγκο είπε πως ήταν έξαλλος με την απώλεια του βιολιού, κατηγορούσε τον εαυτό του που δεν είχε φροντίσει τα μέτρα φύλαξης να είναι καλύτερα στο Μπρίξτον Ακάντεμι, εκεί όπου υποθέταμε πως είχε κλαπεί το βιολί, το διάστημα που μεσολάβησε από την άφιξή μας, οπότε και βλακωδώς άφησα στο βιολί στο Green Room μαζί με τον υπόλοιπο εξοπλισμό του συγκροτήματος, και την αναχώρησή μας για να πάμε στο πάρτι του Βίγκο.greekleech.info Αισθανόμουν τεράστιες τύψεις που το είχα αφήσει εκεί και τα έβαζα με τον εαυτό μου για την απροσεξία μου. Όταν όμως η νύχτα άπλωνε τα φτερά της, τις ώρες που οι σκιές στοίχειωναν και το νου μου εκτός από την
κρεβατοκάμαρά μου, δεν μπορούσα να μην αναρωτιέμαι τι κρατούσε ο Βίγκο πίσω από εκείνη την κλειδωμένη πόρτα στο υπόγειο, το μοναδικό δωμάτιο σε ολόκληρο το σπίτι του χωρίς ελεύθερη πρόσβαση. Ως σκέψη φάνταζε εξωφρενική. Ο τύπος διέθετε αρκετά χρήματα για να αγοράσει εκατό Μπαγί. Θα μπορούσε να ντύσει όλους τους τοίχους του σπιτιού του με δαύτα αν το επιθυμούσε. Δεν μπορούσα να φανταστώ για ποιο λόγο να θέλει ειδικά το βιολί μου, έστω κι αν το συνόδευε μια ιδιαίτερη ιστορία, όπως είχε αφήσει να εννοηθεί ο Ντόμινικ. Σε κάθε περίπτωση, η σκέψη αυτή φώλιαζε στις σκοτεινές γωνιές του μυαλού μου και ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που έκανα κάτι σαν σχέση με τον αστέρα της ροκ και τη Λούμπα, τη σαγηνευτική και αιθέρια σύντροφό του. Δεν ήταν και τόσο παράξενο όσο θα φανταζόταν κανείς το να έχεις σχέση με δύο άτομα ταυτόχρονα. Περνούσαμε τον περισσότερο χρόνο μας μέσα παρά έξω, επειδή έτρεμα στη σκέψη πως θα φωτογράφιζαν τους τρεις μας μαζί και θα εμφανιζόμουν στις σελίδες των φυλλάδων ως μέλος ενός ερωτικού τριγώνου. Ο Βίγκο είχε ένα κενό πριν μπει στο στούντιο με το συγκρότημά του για το επόμενο άλμπουμ τους και ξεκινήσει νέα περιοδεία, ενώ η Λούμπα δε φαινόταν να εργάζεται κάπου συστηματικά, πέρα από το να εκτελεί κατά περίπτωση χρέη υπεύθυνης δημοσίων σχέσεων για τον Βίγκο. Ήταν μια
λιγότερο καθωσπρέπει εκδοχή της πιστής γραμματέα Πέπερ Ποτς στις ταινίες του Iron Man, έτοιμη πάντοτε να ανταποκριθεί στις ιδιοτροπίες του. Είχαν μια σχέση που δεν κατάφερνα να αντιληφθώ ακριβώς πώς λειτουργούσε. Ήταν εξαιρετικά σίγουρη για τον εαυτό της και δεν έδειχνε το παραμικρό ίχνος ζήλιας – και, παραδόξως, το ίδιο ίσχυε και για μένα. Το κρεβάτι του Βίγκο ήταν πελώριο, επομένως έτσι λυνόταν το πρώτο πρακτικό πρόβλημα, του πώς θα βολεύονταν τόσοι άνθρωποι εκεί. Το σπίτι ήταν επίσης τεράστιο, άρα ο καθένας μας είχε μπόλικο χώρο να αποτραβηχτεί αν κουραζόταν από τους άλλους ή αν το όποιο ζευγάρι ήθελε περισσότερη ησυχία. Η κατάσταση αυτή ταίριαζε ιδιαίτερα στο χαρακτήρα του Βίγκο. Εκεί που νόμιζα ότι πολλοί άντρες μπορεί να δίσταζαν μπροστά στην προοπτική να πρέπει να ικανοποιούν δύο γυναίκες, εκείνος φαινόταν να έχει μια σχεδόν ακόρεστη επιθυμία να μας οδηγεί σε αλλεπάλληλους οργασμούς και μια αξιοσημείωτη αντοχή τόσο στο γαμήσι όσο και στη χρήση διάφορων ερωτικών παιχνιδιών. Η Λούμπα θύμιζε περισσότερο παιδάκι σε ζαχαροπλαστείο· με αντιμετώπιζε σαν να ήμουν καινούριο παιχνίδι, το οποίο έπρεπε να εξερευνήσει και να ανακαλύψει, και πιθανόν να αφήσει κατά μέρος κάποια στιγμή αργότερα, όταν θα έκανε την εμφάνισή του το επόμενο μπιχλιμπίδι. Όσο για μένα, απολάμβανα την αίσθηση του να είμαι σχεδόν συνέχεια χορτασμένη. Σχεδόν συνέχεια, γιατί εξακολουθούσε να υπάρχει ένα
μικρό κομμάτι του εαυτού μου που λαχταρούσε τον Ντόμινικ. Είχε εμφανιστεί εντελώς ξαφνικά στο Μπράιτον. Το είχα παίξει ψύχραιμη, όμως μετά που έφυγε χρειάστηκε να κάνω ένα τέταρτο διάλειμμα πριν επιστρέψω στην πρόβα, γιατί τα χέρια μου έτρεμαν, τόσο που δεν μπορούσα να πιάσω το δοξάρι. Είχε σχέση με μια άλλη γυναίκα, τη Λόραλιν, εκείνη την ψηλή ξανθιά μαζί με την οποία μια φορά είχαμε βάλει κάτω έναν τύπο στο διαμέρισμά της στο Δυτικό Λονδίνο. Η Λόραλιν κι εγώ είχαμε φορέσει δονητές και είχαμε κάνει σεξ με έναν υποταγμένο άντρα στο κρεβάτι της. Και οι δυο μας ήμασταν κανονικά ντυμένες κι εκείνος γυμνός. Είχα βρει την εμπειρία αυτή ενδιαφέρουσα, αν και όχι ακριβώς ερεθιστική. Είχα αναφέρει τον Βίγκο στον Ντόμινικ χωρίς να το σκεφτώ, παρόλο που δε θεωρούσα πως οι τρεις μας είχαμε ουσιαστικά σχέση, απλά περνούσαμε καλά. Εφόσον αυτός μπόρεσε να με ξεπεράσει, το ίδιο θα έκανα κι εγώ. Αυτό όμως δε με εμπόδιζε να τον σκέφτομαι. Εκείνη την ιδιαίτερη μυρωδιά του, το άρωμα του απλού σαπουνιού, χωρίς καμία κολόνια. Τις ορισμένες φορές εξοργιστικά ευγενικές και παλιομοδίτικες εκφράσεις του. Την προφορά του, που κάποιες στιγμές ήταν δύσκολο να την προσδιορίσεις –είχε στοιχεία μιας παιδικής ηλικίας στο εξωτερικό, για την οποία ποτέ δε μιλούσε ουσιαστικά– κι άλλοτε ήταν καθαρά βρετανική, φλεγματική όσο έπρεπε. Την ολόισια κορμοστασιά του και τους φαρδείς ώμους, από τα χρόνια άθλησης, που του έδιναν μια σφριγηλότητα την οποία δεν
είχε χάσει, παρότι δε φαινόταν να καταβάλλει προσπάθεια για να διατηρήσει τη φόρμα του. Τις δυνατές γραμμές του σαγονιού του, το αισθησιακό στόμα του. Την απαλότητα της επιδερμίδας του. Τον πούτσο του, τον οποίο από την πρώτη στιγμή θεώρησα τέλειο. Τόσο ίσιο, ομοιόχρωμο και μεγάλο. Πάνω απ’ όλα, μου έλειπε η γαργαλιστική φαντασία του και ο τρόπος που είχε να με κρατά συνεχώς σε εγρήγορση, έτσι που ποτέ δεν ήξερα τι σχεδίαζε για τη συνέχεια. Κι αυτό βοηθούσε τη σχέση μας, παρά τα θέματά της, να μοιάζει τόσο ζωντανή. Ο Ντόμινικ αποτελούσε πρόκληση για μένα. Μαζί του έκανα πράγματα τα οποία πριν δεν πίστευα πως θα μπορούσα ή θα ήθελα να κάνω. Μ’ εκείνον αισθανόμουν πραγματική, κατόρθωνε να κάνει το μυαλό και το κορμί μου ένα, με έναν τρόπο που ως τότε μονάχα η μουσική είχε καταφέρει, έτσι που μαζί του ένιωθα απόλυτα την κάθε λέξη, το κάθε άγγιγμα. Εκτός αυτού, έδειχνε να με καταλαβαίνει, με έναν τρόπο που άλλοι άντρες, με τους οποίους είχα παλιότερα σχέση, δεν μπορούσαν. Ο Σιμόν ήθελε να με καταλάβει, το ήξερα αυτό, κι ενδεχομένως να με καταλάβαινε, όμως είχαμε διαφορετικά μονοπάτια και σχέδια για το μέλλον, τα οποία δεν μπορούσαν να συνδυαστούν πετυχημένα. Ο Βίγκο πιθανότατα πλησίαζε περισσότερο, όμως παρότι ήταν καλοπροαίρετος, υστερούσε σε ευαισθησία. Κάποιες φορές με κοίταζε όπως θα κοίταζε κάποιος ένα χρυσόψαρο μέσα στη γυάλα, κι αναρωτιόμουν αν με θεωρούσε πραγματικά άτομο ή
με έβλεπε όπως η Λούμπα, σαν καινούριο παιχνίδι, ένα ακόμη όμορφο αντικείμενο για να προσθέσει στη συλλογή του, να απασχοληθεί μαζί του για λίγο. Εκείνο το πρωί είχα κανονίσει να βρεθώ με τη Φραν. Καθώς εκείνη εργαζόταν νύχτα κι εγώ πλέον περνούσα τον περισσότερο χρόνο μου στο σπίτι του Βίγκο, δε βλεπόμασταν συχνά. Συναντηθήκαμε στο Verde & Co., ένα μικρό καφέ στην αγορά του Σπίταλφιλντς που έκανε τον καλύτερο καφέ στην περιοχή. Ένα στέκι οπωσδήποτε ισάξιο των λιγοστών μαγαζιών που θεωρούσα πως ήταν τα καλύτερα του Λονδίνου, παρότι οι τίτλοι αυτοί αμφισβητούνταν έντονα και αποτελούσαν θέμα επικών διαφωνιών μεταξύ των άλλων Νεοζηλανδών και Αυστραλών που ήξερα, οι οποίοι έμοιαζαν να ξεχνούν ότι οι Ιταλοί εφηύραν τον εσπρέσο πολύ πριν σκαρφιστούμε εμείς το κόλπο να προσθέτουμε αφρόγαλα. Η Φραν ήταν ήδη εκεί όταν έφτασα, καθισμένη σε ένα από τα ξύλινα σκαμπό του καφέ, και θαύμαζε τα γυάλινα βάζα με τις μαρμελάδες που ήταν αραδιασμένα μπροστά της, με το φως να πέφτει από πίσω τους έτσι ώστε το περιεχόμενο να φεγγίζει, σχηματίζοντας θερμές αποχρώσεις του κόκκινου, του πορτοκαλί και του κίτρινου, ανάλογα με το φρούτο που αποτελούσε τη βάση της καθεμιάς. Κάθε λογής προϊόντα παρατάσσονταν στις επιφάνειες του μικρού καταστήματος: σπέσιαλ ιταλικά ζυμαρικά στεγνωμένα
σε σχέδια που φάνταζαν αλλόκοτα σε μάτια μαθημένα στις πιο συνηθισμένες ποικιλίες που συναντά κανείς στα σούπερ μάρκετ, πλεκτά καλάθια γεμάτα κεράσια, ροδάκινα ή ό,τι άλλο φρούτο βρισκόταν στην εποχή του εκείνη την περίοδο, ένας ασημένιος δίσκος με κύβους ζάχαρης και μια λαβίδα για να τους πιάνεις και φυσικά η γυάλινη προθήκη όπου έπαιρναν θέση τα πιο εντυπωσιακά γλυκά, σοκολάτες Pierre Marcolini, κάθε σχήματος και γεύσης, απλωμένες με τέτοιο τρόπο που υπόσχονταν πως κάθε μπουκιά θα ήταν ακόμη πιο απολαυστική από την προηγούμενη. Ήταν ένα από τα αγαπημένα μου στέκια την προηγούμενη φορά που ζούσα στο Λονδίνο, και πάντοτε απολάμβανα να κοιτάζω τις σοκολάτες πίσω από τη βιτρίνα, όμως ποτέ δεν αγόρασα κάποια· αντλούσα χαρά από μια απόλαυση που την είχα μπροστά μου, αλλά τη στερούμουν, κι ας βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής. Μου άρεσε η αίσθηση της λαχτάρας, έστω κι αν δεν ικανοποιούνταν ποτέ. «Ωραίο μέρος», σχολίασε η Φραν. Με είχε δει να πλησιάζω και είχε ήδη παραγγείλει και πληρώσει τους καφέδες στον πάγκο. «Ευχαριστώ για το κέρασμα», είπα, «αλλά σταμάτα, σε παρακαλώ, να το κάνεις, εσύ βγάζεις ένα δεκάρικο την ώρα κι εγώ έχω ένα σκασμό λεφτά». «Το ήξερα πως αυτό θα έλεγες», απάντησε όπως τσιμπούσε τον έναν κύβο ζάχαρης μετά τον άλλο και τους έριχνε στο μικρό φλιτζάνι, έτσι που μου θύμισε τη συνήθεια
του Ντόμινικ να κάνει τα ροφήματά του πετιμέζι. Τα πάντα εκείνον μου θύμιζαν αυτό το διάστημα. «Από πότε άρχισες να βάζεις ζάχαρη στον καφέ σου;» «Από τότε που είδα αυτούς τους χαριτωμένους κύβους. Κυριλέ ζάχαρη. Δε βρίσκεις τέτοιο πράγμα στην Τε Αρόχα». «Εντάξει, ίδια γεύση έχει. Τέλος πάντων, πώς είσαι;» «Τα ίδια, όπως ήμουν και πριν από δεκαπέντε μέρες. Στο μπαρ περνάω καλά. Είναι δύσκολη δουλειά, όμως γνωρίζεις κόσμο έτσι». «Εξακολουθείς να ψάχνεις για διαμέρισμα;» «Δε θα το έλεγα. Μου αρέσει να μένω με τον Κρις... άσε που θα αναγκαζόταν να βρει κάποιον να με αντικαταστήσει αν είναι να μη γυρίσεις. Για πες, θα γυρίσεις; Πώς είναι η ζωή με το αστέρι της ροκ; Ο Κρις μού λέει ότι έχεις σχέση παράλληλα και με τη χορεύτρια; Αυτό, πάλι, πώς γίνεται;» «Παραείναι βαριά λέξη η σχέση, νομίζω. Δεν είναι να πεις πως θα τους φέρω στο πατρικό μας για τα Χριστούγεννα». «Καλά, το φαντάζεσαι; Οι γονείς μας θα φούσκωναν από περηφάνια». Χαχάνισε. «Υπάρχουν και τέτοιες καταστάσεις... Τα ερωτικά τρίγωνα δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο». «Μια χαρά ασυνήθιστο είναι στα μέρη μας». «Μην παίρνεις κι όρκο. Απλά οι άνθρωποι στις μικρές πόλεις προσπαθούν περισσότερο να κρύβονται». Η σερβιτόρα ήρθε φέρνοντας ένα μεγάλο κομμάτι κέικ λεμονιού, το οποίο είχε παραγγείλει νωρίτερα η Φραν, και το
άφησε ανάμεσά μας. «Νόστιμο φαίνεται», είπα, καθώς η άφιξη του κέικ διέκοψε τον ειρμό των σκέψεών μου. «Να φανταστώ πως δεν ανησυχείς για το φαινόμενο του Χίθροου;» Η αύξηση βάρους αποτελούσε συνηθισμένο πρόβλημα για τους ταξιδιώτες που έφταναν στη Μεγάλη Βρετανία, καθώς, λόγω του κρύου καιρού, έμπαιναν στον πειρασμό να εγκαταλείψουν τις συνήθειές τους να ασκούνται στην ύπαιθρο, προτιμώντας τις μπίρες και τα φαγητά των παμπ. Η Φραν κάγχασε. «Άσε τις θεωρίες, φάε το κέικ», είπε, σπρώχνοντας το κουταλάκι προς την πλευρά μου, «και πες μου για τη ροκ ζωή σου. Θέλω να μάθω τα πάντα. Δεν κατάλαβες ότι από σένα περιμένω να πάρω λίγη χαρά; Έλα, πες τίποτα πιπεράτο». «Από μένα περιμένεις; Γιατί, δεν το κάνεις με τον Ντάγκουρ, τον ντράμερ;» «Δυστυχώς όχι. Η αλήθεια είναι πως καταλήξαμε στο κρεβάτι μαζί, αλλά ήμασταν και οι δύο λιάρδα από τα κοκτέιλ. Ξύπνησα το επόμενο πρωί δίπλα του ντυμένη κανονικότατα». «Και δε ζήτησες το τηλέφωνό του;» «Ζήτησε εκείνος το δικό μου. Αλλά δε γουστάρω τους ροκ μουσικούς». «Σοβαρά; Ούτε καν τον Κρις;» είπα πειραχτικά. «Εντάξει, δε γουστάρω τους περισσότερους από δαύτους».
Είχε κοκκινίσει. Δεν έδωσα σημασία στον ήχο του κινητού μου όταν άρχισε να βουίζει δυνατά. Η Φραν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να αλλάξει θέμα συζήτησης, παίρνοντας το τηλέφωνο από την τσέπη μου για να μου το δώσει. «Είναι από το εξωτερικό, αυτά τα τηλεφωνήματα είναι πάντα σημαντικά. Απάντησέ το». Ήταν αριθμός από τη Νέα Υόρκη, πράγμα που σήμαινε πως μου τηλεφωνούσε είτε ο Σιμόν είτε η Σούζαν, και λογικά η δεύτερη, καθώς την τελευταία φορά που είχα νέα του Σιμόν βρισκόταν ακόμη στη Βενεζουέλα, ενώ η Σούζαν θα τα είχε πάρει άσχημα πλέον, μια και δεν είχα δεήσει να απαντήσω στα μηνύματά της για να της εξηγήσω πού βρισκόμουν. Κατέβηκα από το σκαμπό και βγήκα γρήγορα έξω, προλαβαίνοντας να απαντήσω την τελευταία στιγμή πριν προωθηθεί η κλήση στον τηλεφωνητή. «Παρακαλώ;» «Σάμερ, πού διάβολο βρίσκεσαι και τι κάνεις εκεί;» Η Σούζαν ήταν. «Στο Λονδίνο είμαι ακόμη. Κάνω ένα διάλειμμα, έτσι απλά». «Αυτό νόμιζα κι εγώ, μέχρι που ένα πουλάκι μού είπε πως οι εμφανίσεις σου με ένα ροκ συγκρότημα στο Λονδίνο και το Μπράιτον παίρνουν εξαιρετικές κριτικές. Το έμαθαν και οι δημοσιογράφοι, πρόκειται να δημοσιευτεί ένα ρεπορτάζ σε μια εφημερίδα σχετικά με την υποτιθέμενη ροκ επανάστασή
σου. Αγαπημένη καλλιτέχνιδα της κλασικής μουσικής ροκάρει και όλα τα σχετικά...» «Δεν είναι τίποτα, με ένα φίλο παίζω». «Κοίτα, πρέπει να ξέρω τι γίνεται για να μπορώ να το πλασάρω ανάλογα, εκτός κι αν θέλεις να διαβάζεις πως η καριέρα σου στην κλασική σκηνή έχει πάρει την κάτω βόλτα». «Μου κλέψαν το βιολί μου», είπα, με ψιλή φωνή, έτοιμη σχεδόν να βάλω τα κλάματα. «Λυπάμαι που το ακούω. Όμως σίγουρα έχεις αρκετά χρήματα από τα δικαιώματά σου για να αγοράσεις καινούριο, σωστά; Θα μπορούσα να σου βρω σπόνσορα αν κατάφερες να ξοδέψεις όλα σου τα λεφτά σε παπούτσια». «Δεν είναι απλό θέμα όταν μιλάμε για κλασική μουσική. Δεν αντέχω στη σκέψη να ξαναβγώ στη σκηνή χωρίς το Μπαγί». «Κοίτα, ίσως να μην είναι απαραίτητο να βγεις στη σκηνή για να παίξεις κλασική μουσική. Τι γίνεται μ’ αυτό το συγκρότημα με το οποίο συνεργάζεσαι τώρα;» «Groucho Nights τους λένε. Έπαιζαν σε συναυλίες πριν από τον Βίγκο Φρανκ και τους Holy Criminals... Φαντάζομαι, αυτόν τον έχεις ακουστά, ναι; Τους βοηθάει να οργανώσουν μια ευρωπαϊκή περιοδεία σε λίγο καιρό». «Φυσικά και τον ξέρω. Αν πιστέψω τις φυλλάδες, κοιμάται με το μισό κόσμο των επωνύμων. Εντάξει. Παίξε μαζί τους. Μονάχα σε εξορκίζω, κοίτα μη σε φωτογραφίσουν να βγαίνεις τύφλα στο μεθύσι αγκαλιά με τον Βίγκο Φρανκ από
κανένα μπαρ, τουλάχιστον όχι πριν αρχίσω να προωθώ τη μεταπήδησή σου στο χώρο της ροκ. Α, τώρα που το θυμήθηκα... Βρίσκεσαι ακόμη σε επαφή μ’ εκείνο το φωτογράφο που σου είχε βγάλει τη φωτογραφία για την εμφάνισή σου στη Νέα Υόρκη;» Είχαν περάσει περισσότερα από δύο χρόνια από τότε που ο Σιμόν είχε χρησιμοποιήσει την αφίσα στην οποία εμφανιζόμουν γυμνή, από το λαιμό και κάτω, με τα επίμαχα σημεία να καλύπτονται από το βιολί μου, με αποτέλεσμα τα εισιτήρια για το πρώτο κονσέρτο να εξαντληθούν σε χρόνο μηδέν. Η Σούζαν είχε καλή μνήμη. «Όχι... επέστρεψε στην Αυστραλία, αν δεν κάνω λάθος». Θυμήθηκα το φωτογράφο που με είχε φωτογραφήσει στο Torture Garden μαζί με τη Φραν και τον Κρις, πριν από μερικές εβδομάδες. Αυτός τουλάχιστον θα ήταν διακριτικός. «Έχω υπόψη μου κάποιον άλλο όμως». «Ωραία. Είμαστε σύμφωνες λοιπόν. Τηλεφωνώ στο μάνατζερ του Φρανκ αύριο. Άσε τις λεπτομέρειες πάνω μου. Αν θέλεις να γίνεις κι εσύ αστέρι της ροκ, πρέπει να προηγηθεί και η σωστή δουλειά». Η Σούζαν έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβω να πω το παραμικρό. Επέστρεψα στο σκαμπό μου, δίπλα στη Φραν, νιώθοντας κάπως ζαλισμένη. Τελικά ίσως να στάθηκα τυχερή που δε βρήκα δικό μου διαμέρισμα, καθώς απ’ ό,τι φαινόταν με περίμεναν περιοδείες.
«Λοιπόν, για πες. Τι έγινε;» ρώτησε η Φραν, κοιτάζοντάς με με ενδιαφέρον. «Η ατζέντισσά μου... θέλει να ξεκινήσω περιοδεία με τον Κρις και το συγκρότημά του». «Καταπληκτική ιδέα! Ο Κρις θα ήθελε πάρα πολύ να παίξεις μαζί του. Συνέχεια γι’ αυτό μιλάει. Μια χαρά τα πηγαίνει με τον Τεντ και την Έλα φυσικά, όμως εσύ είσαι η καλύτερή του φίλη, Σαμ... Πιστεύω πως πρέπει να το σκεφτείς, οπωσδήποτε». «Να το σκεφτώ; Δε νομίζω ότι εξαρτάται από μένα. Η ατζέντισσά μου έχει αρχίσει ήδη τα τηλεφωνήματα, κι η Σούζαν είναι ικανή με το μπίρι μπίρι να πείσει τον οποιονδήποτε να κάνει οτιδήποτε. Δεν ξέρω όμως, ίσως να είναι ήδη πολύ αργά, τα παιδιά φεύγουν σε λίγες μέρες. Αν αλλάξει κάτι, θα πρέπει την τελευταία στιγμή να τρέχουν για ανακοινώσεις, να κανονίσουν για το δικό μου εξοπλισμό, την προώθηση... ένα σωρό πράγματα». «Εντάξει, μωρέ, δεν είναι και οι Rolling Stones. Θα περάσουν από μερικές πόλεις της Ευρώπης, ΟΚ, αλλά δεν είναι και το τέλος του κόσμου. Είμαι βέβαιη πως κάτι μπορούν να κανονίσουν, άσε που, αν τους πει ο Βίγκο να το κάνουν, δε θα έχουν άλλη επιλογή». «Ναι, μάλλον». «Πάντως, θα ’ναι κάπως περίεργα για μένα χωρίς εσάς τους δύο εδώ. Αναρωτιέμαι τι θα κάνει ο Κρις με το διαμέρισμα».
«Θα μπορούσες να έρθεις μαζί μας. Εγώ θα χρειαστώ σίγουρα μια μάνατζερ για την περιοδεία, και απ’ όσο ξέρω και οι Groucho Nights το ίδιο χρειάζονται. Θα μπορούσαμε να σε βάλουμε στη μισθοδοσία. Άσε που είναι ευκαιρία να ταξιδέψεις στην Ευρώπη. Θα μου κάνεις και παρέα. Έχεις εμπειρία από διαχείριση οικονομικών, σε τράπεζα εργαζόσουν. Μια χαρά θα τα κατάφερνες». Το πρόσωπο της Φραν φωτίστηκε, λες και της είχα δώσει κερδισμένο λόττο, και από τη χαρά της φώναξε τόσο δυνατά, που η σερβιτόρα σάστισε. «Χριστούλη μου, τέλεια θα ήταν!» «Ηρέμησε... Καμιά φορά κάνεις λες κι είσαι κανένα εικοσάχρονο. Άσε που δεν είναι τίποτα σίγουρο ακόμη. Καταρχάς, δεν έχω καν βιολί». «Οχ, δίκιο έχεις. Δε βρέθηκε πουθενά ακόμη, ε; Και δε μου λες, γιατί δε θέλεις να το καταγγείλεις στην Αστυνομία;» «Ο Βίγκο ανησυχεί για το τι θα γίνει αν πέσουν οι υποψίες πάνω στους συνεργάτες του. Δε θέλει να τους χάσει έτσι και στραβώσουν σε περίπτωση που κατηγορηθούν για κλοπή. Χώρια που θα είχε θέμα και με την ασφάλειά του. Προτιμάει να μου δώσει τα χρήματα της αξίας του βιολιού». «Κρίμα, αλλά το βιολί δε χάθηκε από μόνο του. Κι αν υπάρχει κάποιος που δε θέλει να ψάξει το θέμα η Αστυνομία, ίσως αυτός να κρύβεται από πίσω». «Μα εμένα δε με νοιάζουν τα χρήματα. Μόνο το βιολί. Ήταν δώρο».
«Α, ναι. Μου μίλησε ο Κρις για εκείνο τον τύπο». Μου έριξε μια λοξή ματιά. «Εσείς οι δύο πολλά λέτε μεταξύ σας», παρατήρησα. «Δεν ξέρω αν μου αρέσει αυτό». «Ο τύπος που λέγαμε», συνέχισε η Φραν, «το ξέρει πως το βιολί κλάπηκε;» «Ο Ντόμινικ; Ναι. Ένα περίεργο πράγμα, τον συνάντησα τυχαία στο Μπράιτον. Είχε κατέβει στην πόλη, είδε τις αφίσες για τη συναυλία και πέρασε να πει ένα γεια. Είναι με κάποια άλλη αυτό τον καιρό. Πάντως, κάτι ανέφερε για το βιολί. Είπε πως είχε μια παράξενη ιστορία πίσω του. Συγκεντρώνει υλικό σχετικά με το βιολί, για ένα μυθιστόρημα. Του είπα να με ειδοποιήσει αν μάθει κάτι, αλλά δε νομίζω να βγει τίποτα από εκεί». «Τηλεφώνησέ του». «Τι; Τώρα;» «Τώρα. Μάθε αν γνωρίζει κάτι αυτός. Την ξέρω τη σχέση σου με τα τηλέφωνα, δεν υπάρχει περίπτωση να πάρεις αν δε σε βάλω με το ζόρι. Και μην προσπαθήσεις καν να μου πεις ότι διέγραψες το τηλέφωνό του». «Καλά». Έπιασα ξανά το κινητό, αυτή τη φορά κάπως απρόθυμα, και, ελπίζοντας πως η συζήτηση θα διαρκούσε λίγο, δεν μπήκα στον κόπο να σηκωθώ από την καρέκλα μου. Το τηλέφωνό του χτυπούσε, για ώρα. «Τηλεφωνητής», είπα, με μια υποψία ανακούφισης στη
φωνή μου. «Άφησέ του μήνυμα λοιπόν». «Γεια... εγώ είμαι. Η Σάμερ». Τα έβαλα με τον εαυτό μου που υπέθεσα πως θα αναγνώριζε αμέσως τον ήχο της φωνής μου κι ύστερα που υπέθεσα πως δε θα τον αναγνώριζε και είπα το όνομά μου. Ακολούθησε μια αμήχανη παύση, καθώς έβαζα σε μια σειρά τις σκέψεις μου για να συνεχίσω. «Είπα να τηλεφωνήσω μήπως είχες τίποτα νέα για το βιολί. Πάρε με κάποια στιγμή». Αμέσως μετά πάτησα το πλήκτρο τερματισμού της κλήσης. «Μπράβο, ωραία τα είπες». «Κόφ’ το». Μέχρι να επιστρέψουμε στο διαμέρισμα, ο Κρις είχε πληροφορηθεί ήδη τις εξελίξεις και ήταν πανευτυχής. Απ’ ό,τι φαινόταν, ούτε η Σούζαν ούτε ο Βίγκο είχαν χάσει χρόνο για να προχωρήσουν στις απαραίτητες κινήσεις ώστε να κλείσει η συμφωνία. Νωρίς το απόγευμα, είχαν ήδη ενημερώσει τους περισσότερους από τους χώρους όπου θα εμφανιζόμασταν κι είχαν αρχίσει να ετοιμάζουν το νέο διαφημιστικό υλικό. Ήταν πλέον επίσημο: θα ακολουθούσα τους Groucho Nights στην περιοδεία τους για μια σειρά φιλικών συμμετοχών. Περάσαμε τις επόμενες μέρες με ασταμάτητες πρόβες, φρεσκάροντας όλα τα κομμάτια που παίζαμε παλιά και δουλεύοντας μερικά από τα άλλα τραγούδια τους, στα οποία
ταίριαζε ο ήχος του βιολιού. Χρειάστηκε να το προσπαθήσουμε κάμποσο ώστε να έχω αρκετό χρόνο παρουσίας χωρίς να πνίγεται ο ήχος του βιολιού, αλλά και η δυναμική πάνω στη σκηνή ήταν λιγάκι περίεργη με τέσσερις μουσικούς αντί για τρεις. Προηγουμένως ο Κρις βρισκόταν στο επίκεντρο, με τον Τεντ στο πλευρό του και την Έλα φυσικά στο βάθος, πίσω από τα ντραμς. Εγώ σαν να περίσσευα κάπως την περισσότερη ώρα, ενώ και ο ήχος δεν έδενε πάντοτε ιδανικά. Μετά την τέταρτη διαδοχική βραδιά που διαθέσαμε στις πρόβες είχαμε επιστρέψει στο διαμέρισμα του Κρις, και η διάθεση ήταν ανεξήγητα υποτονική. Η Φραν βρισκόταν στην κουζίνα, έφτιαχνε πίτσα. Είχε ώρες που ασχολούνταν, είχε ετοιμάσει σπιτική ζύμη και σάλτσα ντομάτας. Το σπίτι ήταν πλημμυρισμένο από τη μυρωδιά της μαγιάς που είχε μπει στη ζύμη και του σκόρδου. Ο Κρις καθόταν απέναντί μου, στο στρογγυλό ξύλινο τραπέζι, δίπλα στην ανοιχτή κουζίνα, με τους ώμους κυρτούς, παίζοντας ασταμάτητα με ένα καπάκι από μπουκάλι μπίρας που το έφερνε βόλτα ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη του. Εγώ τον παρακολουθούσα και περίμενα υπομονετικά, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στο τραπέζι και το πιγούνι στηριγμένο στις παλάμες μου. «Κάτι λείπει», είπε σιγανά, σχεδόν μονολογώντας. Περίμενα να συνεχίσει. «Ο ήχος δεν είναι... όπως πρέπει. Δεν έχει ισορροπία».
«Αν δεν είναι σωστός ο ήχος, δεν πειράζει, Κρις. Δεν είναι αργά να αποχωρήσω, μπορείτε να πάτε εσείς οι τρεις. Δε θα προσβληθώ, ειλικρινά». Υπήρχε ένα κομμάτι του εαυτού μου το οποίο αντιδρούσε κάπως στο γεγονός ότι είχα παρασυρθεί από τα θέλω του Βίγκο και της Σούζαν. Μια ροκ φάση έμοιαζε με επανάσταση, μια σπουδαία ευκαιρία για κάτι διαφορετικό, για ένα διάλειμμα όταν ήταν δική μου ιδέα. Τώρα που είχε μετατραπεί σε ιδέα άλλων αισθανόμουν λίγο άσχημα που με ξεσήκωναν και με έστελναν ξανά σε περιοδεία, παρόλο που με ευχαριστούσε η προοπτική να περάσω περισσότερο χρόνο με τον Κρις. «Όχι, δε φταις εσύ. Το βιολί είναι τέλειο. Απλά έχω την αίσθηση πως χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω». «Περισσότερες κουδούνες;» πρότεινε η Φραν από την κουζίνα. Ο Κρις γέλασε και την κοίταξε τρυφερά. «Δεν είναι κακή ιδέα αυτή, ξέρεις», είπε, ισορροπώντας το καπάκι της μπίρας στο ένα δάχτυλο, απορροφημένος στις σκέψεις του. «Όλο αυτό το διάστημα λέγαμε πως χρειάζεται κάτι λιγότερο, αλλά ίσως να χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο». «Περισσότερο; Τι περισσότερο; Πού θα βρίσκαμε τους επιπλέον μουσικούς;» «Χρειαζόμαστε ένα ακόμη επίπεδο ήχου. Όμως, την τελευταία στιγμή που θα το επιχειρήσουμε, πρέπει να βρούμε ανθρώπους που ήδη να παίζουν μαζί».
Εξακολουθούσε να μονολογεί, με το βλέμμα στραμμένο στο κενό, χωρίς να προσπαθήσει καν να παραμερίσει τα μαλλιά που έπεφταν επίμονα στα μάτια του. Μια ιδέα άρχισε να παίρνει μορφή στο μυαλό μου. Πριν προλάβω να μετατρέψω τούτη την ιδέα σε σκέψη και λόγο, η Φραν εμφανίστηκε μπροστά μας κουβαλώντας μια αχνιστή πιατέλα με μπάλες ζυμαριού, η καθεμία πασπαλισμένη με λίγη τραγανή παρμεζάνα και ένα ελαφρώς καψαλισμένο φύλλο βασιλικού. Τα είχε αραδιάσει σε πυραμίδα. «Ω», έκανε ο Κρις, «αυτό είναι το πιο εντυπωσιακό πιάτο που είδα ποτέ μου». Κρατήθηκα για να μη ξεσπάσω στα γέλια. Η Φραν, πάλι, δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται την επίδραση που ασκούσε πάνω του. Γνώριζα τον Κρις αρκετά χρόνια, και πρώτη φορά τον έβλεπα να συμπεριφέρεται έτσι. Είχε αρχίσει να σιδερώνει τα μπλουζάκια του, ακόμη κι αν ήταν να μείνει μέσα, παρά το γεγονός ότι ελάχιστους ανθρώπους ήξερα που να ντύνονται τόσο άτσαλα όσο η Φραν, καθώς τα ρούχα της σπάνια έβρισκαν το δρόμο μέχρι την κρεμάστρα, πόσω μάλλον τη σιδερώστρα.greekleech.info «Αυτό που χρειάζεστε», απάντησε, προσπερνώντας τη φιλοφρόνηση που της έκανε, «είναι μια δυο τρομπέτες, άντε και τρεις». «Ίσως θα μπορούσα να βοηθήσω εδώ», πρόσθεσα. Εξακολουθούσα να βρίσκομαι σε επαφή με τη Μαρίγια και
τον άντρα της πλέον, τον Μπάλντο, τους συγκατοίκους μου στη Νέα Υόρκη πριν πάω να μείνω με τον Ντόμινικ. Η Μαρίγια έπαιζε τώρα φλάουτο στην ορχήστρα, όμως είχε ξεκινήσει από την τρομπέτα, και ήταν σχεδόν εξίσου καλή σε αυτή όσο κι ο Μπάλντο με τη δική του· μας έκαναν και οι δύο για τις δικές μας ανάγκες. Ίσως να μην κατάφερναν να απουσιάσουν για το διάστημα που θέλαμε εμείς ή να έρθουν εδώ αρκετά γρήγορα, όμως ήξερα πως βαριόντουσαν μετά την αποχώρηση του Σιμόν, καθώς τον είχε αντικαταστήσει ένας πολύ πιο βαρετός μαέστρος, απ’ ό,τι μάθαινα, επομένως μια συνεργασία με μια ροκ μπάντα ενδεχομένως να τους ενδιέφερε. Ο Βίγκο συμφώνησε με την προσθήκη των πνευστών και η Σούζαν αξιοποίησε τις γνωριμίες της για να αποσπάσει τη Μαρίγια και τον Μπάλντο από τις δεσμεύσεις τους στη Νέα Υόρκη. «Χρειάζεστε έναν ακόμη», μου είπε την επόμενη μέρα, «οπότε σας στέλνω και τον Άλεξ». Ο Άλεξ ήταν ο μουσικός με τον οποίο είχε προσπαθήσει να μου τα φτιάξει η Μαρίγια κάποια στιγμή, σε ένα ραντεβού το οποίο κατέληξε με εμένα να πηγαίνω στο σπίτι ενός ασφαλιστή που έμενε σε μια κυριλέ γειτονιά, σε ένα εξίσου κυριλέ διαμέρισμα που μύριζε τηγανισμένο σολομό. Ο Ντόμινικ είχε βρει την όλη ιστορία διασκεδαστική, ενώ ο Άλεξ, ευτυχώς, δεν είχε θιχτεί πάρα πολύ, καθώς είχε καταφέρει να γνωρίσει μια άλλη κοπέλα στο μπαρ όση ώρα
εγώ ήμουν στην ταράτσα του κτιρίου και φλέρταρα με τον Ντέρεκ. Οι τρεις τους θα ταξίδευαν κατευθείαν για το Παρίσι. Είχαν οριακά αρκετό περιθώριο για να συνέλθουν από την υπερατλαντική πτήση, και θα μας απέμεναν μια δυο μέρες για να προλάβουμε να κάνουμε πρόβα πριν από την πρώτη μας εμφάνιση, η οποία ήταν κλεισμένη στο La Cigale στο Μπουλβάρ ντε Ροσεσουάρ. Είχα ξαναπάει μία φορά στο Παρίσι, πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, όμως ελάχιστο χρόνο είχα για να δω τα αξιοθέατα· παρ’ όλα αυτά, είχα όμορφες αν και αμυδρές αναμνήσεις από εκείνο το μέρος. Αυτή τη φορά θα μέναμε σε μια περιοχή της πόλης που δεν είχα επισκεφτεί. Η Φραν, στο νέο ρόλο της συντονίστριας της περιοδείας, είχε κανονίσει τα της διαμονής. Το μόνο που μου έμενε ήταν να ετοιμάσω βαλίτσες και να κάνω εκείνη τη φωτογράφηση που τόσο επιθυμούσε η Σούζαν. Ήταν πολύ αργά για να ετοιμαστούν καινούριες αφίσες, γι’ αυτό σχεδίαζε να στείλει κάποιες από τις φωτογραφίες στους κριτικούς και στα περιοδικά μουσικής, ώστε τουλάχιστον να διαψευστούν τυχόν φήμες πως είχα σαλτάρει και δεν ήξερα τι μου γινόταν κι έτσι να παρουσιαστεί αυτή η αλλαγή ως μια προσωρινή, άλλη κατεύθυνση που έδινα στην καριέρα μου. Η Σούζαν ήταν της άποψης ότι η ροκ περσόνα θα μπορούσε να προσθέσει λίγο σεξαπίλ στην εικόνα μου ώστε να τονωθούν οι πωλήσεις των κλασικών δίσκων μου. Η ατζέντισσά μου ανέκαθεν έβλεπε με
ενθουσιασμό την προώθηση της σέξι πλευράς μου, και ήταν πολύ ευχαριστημένη με την πρότασή μου να αναλάβει τη φωτογράφηση ο Τζακ Γκρέισον, ο οποίος αποδείχτηκε πως είχε σχέση με τον κόσμο της μόδας και βρισκόταν πίσω από μερικές πικάντικες φωτογραφήσεις επωνύμων. Επίσης, είχε κάνει μια έκθεση με καλλιτεχνικές γυμνές φωτογραφίες σε γκαλερί του Λονδίνου, η οποία ακούστηκε πολύ όταν εμφανίστηκε εκεί η Αστυνομία, μετά την καταγγελία από κάποιον πουριτανό. Από περιέργεια, είχα αναζητήσει εκείνες τις φωτογραφίες. Ήταν όλες προσεγμένες, αν και δεν αμφέβαλλα πως κάποια πιο συντηρητικά άτομα θα τις χαρακτήριζαν σοκαριστικές. Την προσοχή μου τράβηξε μία ειδικά, όπου εμφανιζόταν μια γυναίκα να σκύβει πάνω από μια στοίβα βιβλίων με μια τέλεια φράουλα να ξεπροβάλλει από τη σούφρα της. Μια δεύτερη γυναίκα βρισκόταν πίσω της, μάλλον υπεύθυνη για την τοποθέτηση της φράουλας. Με έτρωγε η περιέργεια να ρωτήσω τον Τζακ, ή μάλλον τον Γκρέισον, όπως ήταν συνηθέστερα γνωστός, πώς κατάφερε να σταθεί εκεί η φράουλα, όμως η ερώτηση αυτή μου φάνηκε καταλληλότερη για μια άλλη περίσταση, ενδεχομένως πίνοντας μια μπίρα. Ο Γκρέισον ζούσε και εργαζόταν σε ένα τροποποιημένο παλιό σχολείο, σχετικά κοντά στον ξενώνα στο Γουάιτσαπελ, εκεί όπου έμενα όταν γνωρίστηκα αρχικά με τον Ντόμινικ. Μου πρόσφερε καφέ όταν έφτασα εκεί κι εγώ τον ήπια κοιτάζοντας
τη θέα από το μπαλκόνι του, ένα κοιμητήριο και μια εκκλησία του δέκατου έβδομου αιώνα. Η παρουσία του θανάτου και της θρησκείας προσέδιδαν ένα βαρύ τόνο στην κατά τα άλλα κοριτσίστικη διακόσμηση. Το εσωτερικό ήταν επιπλωμένο σε αποχρώσεις του κρεμ, με μια ποικιλία από περίτεχνες καρέκλες να στέκουν ολόγυρα, καθώς και ψηλά βάζα με λουλούδια. Το δωμάτιο που χρησιμοποιούσε ως κυρίως στούντιο ήταν γεμάτο φώτα, σκηνικά και διάφορα άλλα αντικείμενα, τα οποία δεν αναγνώριζα, βάσεις με μεγάλους δίσκους και επίπεδες ασημένιες επιφάνειες για να αντανακλούν το φως. Ο Τζακ έμοιαζε σχεδόν άλλος άνθρωπος χωρίς τα λάτεξ ρούχα του. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι κι ένα ασπρόμαυρο μπλουζάκι με τη μορφή μιας γυμνής γυναίκας στο στήθος ακουμπισμένης πάνω σε ένα καρότσι για ψώνια. Η βοηθός του, η Τζες, αράδιαζε τα προϊόντα μακιγιάζ και περιποίησης μαλλιών που είχε φέρει μαζί της στο τραπέζι της κουζίνας, και μου φαίνονταν αρκετά για να γεμίσουν ολόκληρο κατάστημα, αλλά πάντως υπεραρκετά για τη βαλίτσα της, την οποία είχα δει να παλεύει να ανεβάσει στις σκάλες την ώρα που ερχόμουν. Ποτέ ως τότε δεν είχα κάνει φωτογράφηση, τουλάχιστον όχι επίσημη. Κάποιοι άντρες με τους οποίους είχα σχέση με είχαν φωτογραφίσει τσίτσιδη. Ευτυχώς, κανείς τους δεν είχε επιχειρήσει να στείλει αυτές τις φωτογραφίες στις εφημερίδες από τη στιγμή που έγινα γνωστή ως σόλο καλλιτέχνιδα, ή
τουλάχιστον οι εφημερίδες δεν ενδιαφέρθηκαν. Η φωτογραφία που είχα δείξει στον Σιμόν και η οποία κατέληξε να χρησιμοποιηθεί στις αφίσες για το πρώτο μου κονσέρτο στη Νέα Υόρκη ήταν μία από εκείνες. Παλιότερα, είχα ένα σύντομο φλερτ με έναν Αυστραλό φωτογράφο, ο οποίος με είχε φωτογραφίσει σε μερικές πόζες γυμνή, να παίζω το βιολί μου ή να το κρατώ μπροστά μου, πάνω στο στήθος μου. Όμως ποτέ δεν είχα επιχειρήσει να ποζάρω κάτω από τα φώτα ενός στούντιο σε επίσημες συνθήκες όπως τώρα. Ο Γκρέισον μου είχε στείλει ένα email επιβεβαιώνοντας τη συνάντησή μας. Ήταν προφανές πως το ίδιο μήνυμα έστελνε σε όλους τους πελάτες του, καθώς σε αυτό ανέφερε τη διεύθυνση, έδινε οδηγίες και εξηγούσε τι έπρεπε να φέρω μαζί μου. Επίσης, μου είχε ζητήσει να διευκρινίσω με τι είδους φωτογράφηση θα αισθανόμουν άνετα. Ντυμένη, με εσώρουχα ή γυμνή. Στο email του ανέφερε ότι προτιμούσε αυτά να ξεκαθαριστούν εκ των προτέρων παρά να διακινδυνεύσει να κάνει το μοντέλο να αισθανθεί άβολα θέτοντας αυτή την ερώτηση τη μέρα της φωτογράφησης ή να βάλει κάποιον να πάρει μια απόφαση εκείνη τη στιγμή, την οποία ενδεχομένως να μετάνιωνε αργότερα. Δε θα μπορούσα να φέρω κάποιο φιλικό πρόσωπο στη φωτογράφηση, καθώς κάτι τέτοιο ενδεχομένως να μου αποσπούσε την προσοχή και να επηρέαζε το αποτέλεσμα, όμως η συνεργάτιδά του που αναλάμβανε το μακιγιάζ θα ήταν διαρκώς εκεί, ώστε να αισθάνομαι άνετα. Προφανώς
δεν ήταν κανένας περίεργος ή κάποιος από εκείνους τους «τύπους με τις φωτογραφικές» για τους οποίους είχα ακούσει να λένε, άτομα που προσκαλούσαν κοπέλες σε ύποπτες φωτογραφήσεις όταν στην πραγματικότητα το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να τις δουν να γδύνονται. Πλήρωνα για τη φωτογράφηση για προσωπική χρήση, ενώ η Σούζαν μού είχε ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους πως δε θα έπρεπε να υπογράψω κανένα έγγραφο που θα παραχωρούσε δικαιώματα στην εκμετάλλευση των φωτογραφιών, ώστε να μην μπορεί ο φωτογράφος να τις πουλήσει χωρίς τη ρητή μου άδεια. Απάντησα περιγράφοντας σε γενικές γραμμές το είδος των φωτογραφιών που μας ενδιέφεραν και πρόσθεσα ότι δεν είχα απολύτως κανένα θέμα με το γυμνό. Η Σούζαν είχε προτείνει να γίνει μια καλόγουστη δουλειά και να χρησιμοποιηθούν μονάχα οι πιο αθώες εικόνες στο πλαίσιο της προώθησης της περιοδείας. «Έφερες κάποια ρούχα μαζί σου;» με ρώτησε ο Γκρέισον όπως έπαιρνε την άδεια κούπα του καφέ από τα χέρια μου και την άφηνε στο νεροχύτη. «Κάτι λίγα», του απάντησα κι έψαξα στην υπερμεγέθη τσάντα που είχα φέρει μαζί μου και είχα χωρέσει τα πάντα εκεί. Είχα διαλέξει διάφορα ρούχα, δικά μου και της Φραν, τα περισσότερα από τα οποία μου έπεφταν ένα νούμερο μικρότερα, αλλά βόλευαν για την περίσταση. Ένα κολάν που έμοιαζε βρεγμένο, ένα δερμάτινο μπουφάν, κάποια φορέματα, τις μπότες της Φραν που έφταναν ως το μηρό και τα
παπούτσια για τα οποία είχα πληρώσει ένα σεβαστό ποσό ως δώρο στον εαυτό μου μετά την επιτυχία της πρώτης μου περιοδείας: ένα ζευγάρι μαύρα Louboutin καλυμμένα με ασημένια καρφάκια. Τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν πραγματικά του στιλ μου. Κοίταζα τα απλωμένα ρούχα και σκεφτόμουν «αφέντρα» αντί για «ροκ μουσικός», όμως ο Γκρέισον έδειχνε ευχαριστημένος. «Είπες πως θα ήθελες να βγάλεις και μερικές ημίγυμνες φωτογραφίες, μόνο με το βιολί». «Ναι», επιβεβαίωσα. Είχα αρχίσει ήδη να σκέφτομαι την προοπτική να γδυθώ, οπότε η φωνή μου ακούστηκε κάπως ψιλή. Από τη νευρικότητα, σκέφτηκα, αν και υπήρχε και μια υποψία επιδειξιομανίας, την οποία συγκρατούσα καιρό. Υπήρξαν φορές που γδύθηκα σε δημόσιο χώρο και είχα απολαύσει τη διαδικασία, όμως κάθε φορά ήταν αποτέλεσμα εντολής, είτε από τον Ντόμινικ είτε από τον Βίκτορ, τον κυρίαρχο άντρα με τον οποίο είχα εμπλακεί στη Νέα Υόρκη. «Ξεκινάμε πρώτα τις φωτογραφίες με τα ρούχα, για να μπεις σ’ ένα ρυθμό». Ο τρόπος του ήταν φιλικός, αλλά τόσο επαγγελματικός που κατέληγε κάπως ψυχρός, σαν να είχε περάσει την επαγγελματική του ζωή καταβάλλοντας πολύ συνειδητή προσπάθεια να μη φανεί ότι φλερτάρει, έστω και κατά λάθος. Μου φάνηκε ανούσιο να πάρω την τσάντα με τα ρούχα μου για να αλλάξω, καθώς ο καθρέφτης βρισκόταν στο καθιστικό, κοντά στο σημείο όπου είχε βάλει τα πράγματά
της η μακιγιέζ, αφού ούτως ή άλλως θα με έβλεπαν γυμνή αργότερα. Έτσι, άλλαξα μπροστά τους, βγάζοντας πρώτα την μπλούζα μου κι ύστερα τη φούστα μου. Κλότσησα και τα δύο ρούχα παραπέρα, σαν να ήταν κάτι που το έκανα καθημερινά, ενώ δε σταματούσα στιγμή να μιλάω περί ανέμων και υδάτων καθώς προσπαθούσα πολύ να φανώ χαλαρή. Κανείς τους δε μου έδωσε την παραμικρή σημασία, όμως εγώ αισθανόμουν άβολα. Φόρεσα το κολάν με τη βρεγμένη όψη, τα Louboutin και το δερμάτινο μπουφάν πάνω από ένα μαύρο σουτιέν γι’ αρχή. Με τη Φραν είχαμε κάνει μια πρόβα με τα ρούχα και είχαμε αποφασίσει πως το συγκεκριμένο στιλ ήταν το πιο ροκ. Το μακιγιάζ και το χτένισμα κράτησαν περίπου μία ώρα, κι όταν τελείωσαν, με δυσκολία αναγνώρισα τον εαυτό μου. Τα μάτια μου ήταν εντυπωσιακά, περασμένα με πυκνό μαύρο μολύβι, γκρίζες σκιές και ψεύτικες βλεφαρίδες, τόσο μακριές που, όταν άνοιξα τα μάτια μου, μου γαργαλούσαν τα φρύδια. Η Τζες μού είχε χτενίσει τα μαλλιά ψηλά και είχε τονίσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου με διάφορες πούδρες, έτσι που τα ζυγωματικά μου ξεχώριζαν λες και ήμουν γάτα. Σε συνδυασμό με το κολάν και το μπουφάν, η αλήθεια ήταν πως έμοιαζα κάπως με ζόρικη γκόμενα, με μοιραία γυναίκα. Καμία σχέση με την κοπέλα που θα ήθελε να παρουσιάσει κάποιος στη μητέρα του. «Λύγισε λίγο περισσότερο την πλάτη σου. Αυτό είναι».
Άργησα να μπω στη λογική του ποζαρίσματος, κι ο Γκρέισον, ο οποίος αρχικά έδειξε απέραντη υπομονή, κάποια στιγμή εγκατέλειψε την προσπάθεια και έστησε αυτός τα άκρα μου όπως τα ήθελε. Πάνω σε αυτή τη διαδικασία αισθάνθηκα μια οικεία, σιγανή κάψα, την υποψία μιας σκέψης καθώς αναγνώριζα τον τρόπο που αναλάμβανε εκείνος τον έλεγχο του σώματός μου, πράγμα που μετέτρεψε την αρχική σπίθα σε φλόγα και τελικά σε κανονική φαντασίωση. Χωρίς να το καταλάβω, ανταποκρινόμουν στις οδηγίες του όπως παλιότερα σε εκείνες του Ντόμινικ. Οι παλιές συνήθειες δύσκολα ξεχνιούνται. Ο Γκρέισον έκανε μια μικρή παύση για να ρίξει μια ματιά στις φωτογραφίες και να ελέγξει το αποτέλεσμα της δουλειάς του, ενώ εγώ παιδευόμουν να κρατήσω τα πόδια μου ακίνητα και την πλάτη μου λυγισμένη στην ίδια ακριβώς γωνία, ώστε να μη χρειαστεί να ξαναρυθμίσει το φωτισμό. «Για να δοκιμάσουμε χωρίς το σουτιέν», είπε. «Μου φαίνεται πως γράφει πολύ πάνω στο σώμα σου». «Α, εντάξει», απάντησα χαλαρά και πάλεψα να λύσω το σουτιέν χωρίς να μετακινηθώ πολύ από την πόζα, στην οποία ο Γκρέισον είχε κοπιάσει για να με στήσει. Προσπάθησα πολύ να κρύψω την αντίδρασή μου, γιατί δεν ήθελα να κάνω το φωτογράφο να αισθανθεί άβολα, όμως μέχρι να φτάσουμε στις γυμνές φωτογραφίες οι ρώγες μου ήταν στητές και το εσώρουχό μου υγρό. «Όχι», είπε όταν έκανα να βγάλω τα Louboutin μου,
«κράτησε τα παπούτσια». Το ίδιο ακριβώς μου είχε πει και ο Ντόμινικ κάποτε, όταν είχα παίξει γυμνή για εκείνον στην κρύπτη, με τη Λόραλιν στο τσέλο, πίσω μου, με τα μάτια της δεμένα. Η ανάμνηση αυτή προκάλεσε ένα ακόμη κύμα πάθους που κατέλαβε το σώμα μου, αν και δεν εστίαζε στον Γκρέισον. Εκείνος απλά βρισκόταν εκεί, παγιδευμένος στη σκιά των ιδιαίτερων σεξουαλικών μου προτιμήσεων και στην ανάμνηση μιας αποτυχημένης προηγούμενης σχέσης. Ξεροκατάπια, προσπάθησα να συγκεντρωθώ στη δουλειά που κάναμε ή τουλάχιστον να πείσω τις ρώγες μου να χαλαρώσουν. Δεν μπορούσα καν να δικαιολογηθώ ότι κρύωνα, μια και το καλοριφέρ δούλευε στο φουλ και το διαμέρισμα ήταν κάτι παραπάνω από ζεστό. Εν τω μεταξύ, δε βοηθούσε την κατάσταση και το ότι ήταν πραγματικά πολύ γοητευτικός, τόσο με όσο και χωρίς τα φετιχιστικά του ρούχα. Ήταν ψηλός και μυώδης, με φιλικό γκριζογάλανο βλέμμα, μάτια που χαμογελούσαν όταν μιλούσε, κι είχε έναν τρόπο να κρατάει τη φωτογραφική μηχανή σαν να ήταν προέκταση του σώματός του, έτσι όπως αισθανόμουν εγώ όταν κρατούσα ένα βιολί. Η στάση του, ο τρόπος που κινούνταν τον έκαναν να δείχνει πως είχε τον απόλυτο έλεγχο κάθε λεπτομέρειας της φωτογράφησης. Είχε στήσει ένα σκούρο φόντο και είχε απλώσει ένα μαύρο σεντόνι στο πάτωμα. Ήμουν κυκλωμένη από φώτα, ρυθμισμένα έτσι ώστε το μισό μου σώμα να είναι σκιασμένο,
για να έχουμε ένα μυστηριώδες, καλλιτεχνικό παρά πορνογραφικό αποτέλεσμα. Κάθε φορά που άναβε το φλας, ένα δυνατό λευκό φως κάλυπτε το χώρο, όχι τόσο ώστε να με τυφλώνει, αλλά αρκετά για να συμπυκνώνει την αίσθηση ότι με παρακολουθούσαν, ότι βρισκόμουν εκτεθειμένη, αντικείμενο ενός ηδονοβλεψία· έστω κι αν ο σκοπός αυτού του ηδονοβλεψία ήταν επαγγελματικός και όχι σεξουαλικός, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο πάνω μου. Χαιρόμουν που η προσοχή του Γκρέισον ήταν απόλυτα εστιασμένη στο να βγει η φωτογραφία και που, σε αυτή την κατάσταση, εγώ ήμουν ένα αντικείμενο, όπως το βιολί, που έπρεπε να έχει την κατάλληλη πόζα και φωτισμό. Ήλπιζα πως δε θα πρόσεχε ότι οι μηροί μου είχαν αρχίσει να γυαλίζουν όταν θα μεγέθυνε τις φωτογραφίες για να τις επεξεργαστεί. Κάθε τόσο, η Τζες πεταγόταν στο δωμάτιο για να μας προσφέρει ένα ακόμη φλιτζάνι τσάι, να μου πουδράρει λίγο τη μύτη ή να στρώσει μια τούφα από τα μαλλιά μου. Το άγγιγμά της ήταν πουπουλένιο και ήταν φανερό ότι είχε αντικρίσει αρκετές γυμνές γυναίκες στη ζωή της για να μην την ενδιαφέρει στο ελάχιστο το σώμα μου. Εγώ ανέκαθεν προσπαθούσα να βλέπω τα καλά του εαυτού μου και έκανα ό,τι μπορούσα για να αποφεύγω να διαβάζω περιοδικά για δίαιτες ή να προβληματίζομαι για υποτιθέμενες ατέλειες, ωστόσο δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ πώς να ήταν οι άλλες γυναίκες που φωτογράφιζε συνήθως ο Γκρέισον. Αισθανόμουν λιγάκι όπως είχα αισθανθεί όταν με είχε
διατάξει ο Ντόμινικ να του χορέψω μετά την απίθανη εμφάνιση της Λούμπα στη Νέα Ορλεάνη. Τελείως ερασιτέχνιδα, σαν να έκανα κάτι που δεν ήταν ο πραγματικός μου εαυτός. Εγώ μουσικός ήμουν, όχι μοντέλο. Όμως η σκέψη ότι βρισκόμουν σε μια κατάσταση πάνω στην οποία δεν είχα εγώ τον έλεγχο, έξω από τα νερά μου, με τα βλέμματα στραμμένα πάνω μου, στο έλεος των εντολών ενός άλλου, όλα αυτά απλά ενίσχυαν τον ερεθισμό μου. Τραβήξαμε και κάποιες φωτογραφίες σε όρθια στάση, με εμένα να κρατάω προσεκτικά το βιολί και να φέρνω παλάμες και χέρια έτσι ώστε να καλύπτονται όλα τα σημεία που δε θα μπορούσαν να δημοσιευτούν σε ένα συμβατικό περιοδικό, καθώς και μερικές καθιστές, με τα πόδια ανοιχτά και το βιολί ανάμεσα στους μηρούς μου και το κεφάλι μου ακουμπισμένο πάνω στο λαιμό του οργάνου, κοιτάζοντας κάπου στο βάθος ή με τα μάτια καρφωμένα προκλητικά στο φακό. Θυμήθηκα, επιτέλους, αυτό που μου είχε πει ο Αυστραλός φωτογράφος με τον οποίο είχα μια σύντομη σχέση σχετικά με το ποζάρισμα – δηλαδή ότι έπρεπε να προσπαθήσω να αισθανθώ το όποιο συναίσθημα επιχειρούσα να βγάλω προς τα έξω και ιδανικά να κάνω το φακό κομμάτι του. Οπότε, μου είχε πει, για να βγεις σέξι φαντάσου πως ο φακός είναι ένας φαλλός ή ό,τι τέλος πάντων σε φτιάχνει. Αυτό προσπάθησα, στρέφοντας όλη μου την προσοχή και την ένταση κατευθείαν στο φακό του Γκρέισον ενώ εκείνος τραβούσε συνεχώς λήψεις.
«Μπράβο», είπε μετά από μερικές φωτογραφίες. «Τέλεια βγαίνεις, αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσεις να τις χρησιμοποιήσεις, εξαρτάται από το είδος του περιοδικού που σκοπεύεις να τις στείλεις φυσικά... Θα μπορούσες ίσως να κλείσεις τα πόδια σου μια ιδέα;» «Μια και είμαστε εδώ, δε θα με πείραζε να έβγαζα και μερικές πιο... προσωπικές φωτογραφίες. Μόνο για μένα». Ένιωσα το πρόσωπό μου να γίνεται κατακόκκινο. «Αν και κάτι τέτοιο δεν είναι μέρος της συμφωνίας για σήμερα, δεν έχω αντίρρηση να πληρώσω εξτρά. Εφόσον δεν το αναφέρεις στην ατζέντισσά μου». «Σαν να λέμε δεν αστειεύονταν όταν έλεγαν για τη ροκ επανάστασή σου, ε;» σχολίασε γελώντας πνιχτά. «Ευχαρίστως να σε φωτογραφίσω όπως αισθάνεσαι άνετα, και μην ανησυχείς, ό,τι γίνεται εδώ μένει αυστηρά μεταξύ μας». Από εκείνο το σημείο και μετά, γινόμουν όλο και πιο τολμηρή, κι αντίστοιχα ερεθιζόμουν όλο και περισσότερο. «Πάρε πόζα σαν να κάνεις έρωτα στο βιολί», είπε, «αντί στο φακό». Έτσι, εστίασα εκεί, κι αντί να φαντάζομαι το φακό του ως το αντικείμενο της ερωτικής προσοχής μου, έβλεπα το βιολί μου όχι σαν φαλλό, αλλά σαν τράπεζα αναμνήσεων, τον πυρήνα όλων των εμπειριών οι οποίες, ενδεχομένως, δε με είχαν κάνει αυτό που ήμουν, αλλά σίγουρα είχαν αποτελέσει βήματα στο μονοπάτι που είχα επιλέξει να ακολουθήσω. Οι
αναμνήσεις του Ντόμινικ ήταν οι πρώτες που αναδύθηκαν ορμητικά, και ήταν οι πλέον έντονες, ενώ σχεδόν όλες είχαν κάποια σχέση με τη μουσική, με το Μπαγί. Το βιολί αυτό είχε χαθεί, όμως οι αναμνήσεις εξακολουθούσαν να μου ανήκουν. Εκείνη η φορά που έπαιξα για τον Ντόμινικ στην εξέδρα στο Χάμπστεντ Χιθ, η άλλη στην κρύπτη, μετά στο διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη, όταν τον περίμενα να γυρίσει στο σπίτι και να με βρει γυμνή με το βιολί στο χέρι. Ήταν ένα συμβολικό μήνυμα προς εκείνον, πως ένα κομμάτι του εαυτού μου ήταν δικό του. «Καταπληκτικό αποτέλεσμα», είπε ο Γκρέισον στο τέλος, αφού είχε ρίξει μια πρώτη ματιά στις φωτογραφίες που κατέβασε στη μεγάλη οθόνη του υπολογιστή του. «Θα κάνω τα χρώματα πιο ζωηρά, θα αφαιρέσω τη βαβούρα, θα απαλείψω τυχόν στοιχεία στο φόντο που αποσπούν την προσοχή, κάτι τέτοια ψιλοπράγματα, αλλά κατά τα άλλα δε βλέπω να χρειάζεται ιδιαίτερη επεξεργασία. Μου αρέσουν έτσι όπως τραβήχτηκαν». «Ναι. Είναι πανέμορφες. Σ’ ευχαριστώ». Αισθανόμουν μια παράξενη ευγνωμοσύνη προς το φωτογράφο, που είχε καταφέρει να αποτυπώσει κάτι τόσο προσωπικό σε μια εικόνα. Οι εκφράσεις του προσώπου μου ήταν αυτές που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση, που μου έκοψαν την ανάσα όταν εμφανίστηκαν οι φωτογραφίες στην οθόνη. Το βλέμμα μου ήταν απόλυτα ερωτικό, αλλά όχι με χυδαίο, πορνογραφικό τρόπο. Έμοιαζα με Σειρήνα, λες κι ολόκληρο το κορμί μου
ήταν πλασμένο από φερομόνες, όχι από άτομα. Και πράγματι έδινα την εντύπωση ότι έκανα έρωτα στο βιολί. Ο Γκρέισον υποσχέθηκε να μου στείλει με email όλο το υλικό, ώστε να επιλέξω εκείνες που μου άρεσαν περισσότερο για να τις επεξεργαστεί. Τον ευχαρίστησα ξανά και κατάφερα να ντυθώ παρά τα τρεμάμενα δάχτυλα και την ανάστατη καρδιά μου. Είχα ξεχάσει την αμηχανία μου που ήμουν το μοναδικό γυμνό άτομο εκεί μέσα μπροστά στο φωτογράφο και τη μακιγιέζ. Το μόνο που ήθελα ήταν να γυρίσω γρήγορα στο σπίτι, να βρω κάποιο χώρο ώστε να μπορέσω μόνη μου να αντιμετωπίσω εκείνες τις σκέψεις και της αναμνήσεις που έμοιαζαν να έχουν εγκατασταθεί μόνιμα στο μυαλό μου. Ξέροντας πως, αν πήγαινα είτε στο σπίτι του Κρις και της Φραν είτε στου Βίγκο θα ήταν κι άλλοι εκεί, τράβηξα προς το πάρκο έξω από το σπίτι του Γκρέισον, δίπλα στο κοιμητήριο. Κάθισα σ’ ένα παγκάκι και χάζεψα τις παλιές πέτρες που σχημάτιζαν τα θεμέλια της εκκλησίας, η οποία υψωνόταν ψηλά στον ουρανό. Συνήθως οι εκκλησίες με ανατριχιάζουν, όχι όμως η συγκεκριμένη. Οι πέτρες είχαν ένα αχνό γκρίζο χρώμα, έμοιαζαν σχεδόν λευκές, και δεν ήταν ετοιμόρροπες ή γεμάτες βρύα. Παρατηρώντας το προσεκτικότερα, το κτίριο εξέπεμπε μια φωτεινότητα, ένα μεγαλείο που σου προκαλούσε ανάταση παρά δυσφορία. Εντόπισα την είσοδο και μπήκα μέσα. Η κυρίως πόρτα ήταν κλειδωμένη, όμως κατάφερα να μπω σε ένα μεγάλο κυκλικό χώρο, χτισμένο από τις ίδιες ωχρές πέτρες που
υψώνονταν στον ουρανό, αρκετά πατώματα πάνω από το κεφάλι μου. Έγειρα πάνω στον τοίχο, απολαμβάνοντας τη δροσιά της επαφής, και σιγά σιγά κάθισα σε ένα στασίδι. Ήθελα τον Ντόμινικ, απελπισμένα. Όχι μονάχα για να τον πηδήξω, για πρώτη φορά στη ζωή μου. Ήθελα να του μιλήσω, να τον νιώσω να με κλείνει στην αγκαλιά του, να ακουμπήσω το κεφάλι μου στον ώμο του και να περάσω την παλάμη μου πάνω από το στήθος του. Ήθελα απλώς να είμαι μαζί του. Πλέον όμως ο Ντόμινικ ήταν με τη Λόραλιν, κι ήταν πολύ αργά για τύψεις. Έτσι όπως είχα στρώσει, έτσι έπρεπε να κοιμηθώ. Τουλάχιστον μπορούσα να ακούσω τον ήχο της φωνής του, κι ίσως να βρω έναν τρόπο να ανακτήσω το Μπαγί: το βιολί μου κατά κάποιο τρόπο με συνέδεε μαζί του. Έβγαλα το κινητό από την τσάντα μου.
8 Παριζιάνικες Μελωδίες ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΧΤΥΠΗΣΕ. Ήταν η Σάμερ. Ο Ντόμινικ περίμενε εδώ και μέρες, από τη στιγμή που ήπιαν μαζί εκείνο τον καφέ στο Μπράιτον. Προσπαθούσε να τα βρει με τον εαυτό του, να αποφασίσει αν έπρεπε να της τηλεφωνήσει ή όχι. Λαχταρούσε να ακούσει τη φωνή της, να τη νιώσει και πάλι κοντά του. Παρ’ όλα αυτά, κάθε φορά αισθανόταν πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Το ότι τη συνάντησε στο Μπράιτον ήταν πράγματι μια σύμπτωση, αν όμως της τηλεφωνούσε τώρα, φοβόταν ότι, ενδεχομένως, θα γινόταν ενοχλητικός. Πάρα πολλές φορές είχε σχηματίσει τον αριθμό του τηλεφώνου της, αλλά οι αμφιβολίες και οι ενδοιασμοί δεν του είχαν επιτρέψει να τον καλέσει τελικά.greekleech.info Εν τω μεταξύ, είχε επικοινωνήσει με τον Λαβάλ και τον είχε ενημερώσει για την κλοπή του Μπαγί. Ήθελε να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με το αν θα μπορούσε κάπου να απευθυνθεί για κλεμμένα μουσικά όργανα. Ο Λαβάλ τού είχε δώσει το όνομα ενός μεσάζοντα που ζούσε στα προάστια του Παρισιού και που σε κάποιες περιπτώσεις, όταν δεν επρόκειτο για εντελώς νόμιμη συναλλαγή,
διευκόλυνε τα πράγματα. Ο έμπορος φάνηκε να το διασκεδάζει μόλις άκουσε πως το διαβόητο βιολί εξακολουθούσε να δημιουργεί αναστάτωση, λες και η αρπαγή του ενίσχυε ακόμη περισσότερο το θρύλο του Ανζελίκ. Ο Ντόμινικ ήθελε να συζητήσει την εξέλιξη αυτή με τη Σάμερ. Ήδη δύο φορές σήμερα είχε δοκιμάσει να πιάσει το τηλέφωνο στο γραφείο του, διστακτικά, σαν να ήταν πυρακτωμένο κάρβουνο. Είχε πάει για έναν περίπατο στο Χιθ, προκειμένου να ξελαμπικάρει το μυαλό του, κι επιστρέφοντας βρήκε ένα μήνυμα από εκείνη. Μετά από τόση αγωνία, δεν ήταν εκεί όταν του τηλεφώνησε! Πόση ώρα έπρεπε να αφήσει να περάσει μέχρι να την πάρει εκείνος; Η δόνηση του κινητού του, όπως αναπηδούσε πάνω στο γραφείο του, διέκοψε απότομα τις σκέψεις του. «Ντόμινικ;» Η φωνή της ακούστηκε σαν να ήταν δίπλα του. «Ναι». «Εγώ είμαι, η Σάμερ». «Ήλπιζα πως θα μου τηλεφωνούσες». «Αλήθεια;» Δεν μπόρεσε να κρύψει τη χαρά της όταν άκουσε την απάντησή του. «Φυσικά. Κανένα νέο από το Μπαγί;» «Όχι». Η απογοήτευση που συμπυκνωνόταν σε εκείνη τη μία λέξη ήταν σπαρακτική. «Βρήκα το όνομα κάποιου που ενδεχομένως θα μπορούσε
να βοηθήσει. Όμως ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται στο Παρίσι...» «Στο Παρίσι;» αναφώνησε η Σάμερ. «Εκεί θα είμαστε την επόμενη εβδομάδα. Για την περιοδεία. Ξεκινάμε τις εμφανίσεις μας από το La Cigale». «Θαυμάσια», είπε ο Ντόμινικ. «Αν κανόνιζες να βρίσκεσαι εκεί το ίδιο διάστημα, θα μπορούσες να έρθεις να μας δεις, τέλεια θα ήταν. Θα σε βάλω στη λίστα των προσκεκλημένων μας, εννοείται. Μπορείς να το κάνεις; Σε παρακαλώ;» «Θα ήταν χαρά μου», αποκρίθηκε ο Ντόμινικ. «Μετά την παράσταση, θα μπορούσαμε να βρεθούμε για έναν καφέ. Να τα πούμε αναλυτικότερα. Πολύ θα το ήθελα αυτό, Ντόμινικ...» «Πάντα ήθελα να σε πάω στο Παρίσι...» «Το ξέρω, αλλά δε μας βγήκε τελικά, έτσι δεν είναι;» «Κάπως αργά δεν είναι τώρα όμως;» είπε μαγκωμένα ο Ντόμινικ, προσπαθώντας να διώξει τη στεναχώρια που τον έπιασε ξαφνικά. «Θα είναι και ο Βίγκο Φρανκ εκεί;» «Μπορεί», απάντησε η Σάμερ. «Αλλά είναι... χαλαρά τα πράγματα μεταξύ μας, ξέρεις». «Χαλαρά;» «Τέλος πάντων, ας βρεθούμε, να θυμηθούμε τα παλιά. Είμαι σίγουρη πως η Λόραλιν δε θα έχει αντίρρηση, καλά δε λέω; Μπορείς να τη φέρεις κι αυτή μαζί αν αισθάνεσαι πως χρειάζεσαι κηδεμόνα», αστειεύτηκε.
«Η Λόραλιν βρίσκεται στην Αμερική αυτό τον καιρό. Οικογενειακές υποθέσεις». «Α». Ακολούθησε μια αμήχανη σιωπή, καθώς και οι δύο ζύγιζαν την κατάσταση. Του φάνηκε πως άκουσε τη Σάμερ να παίρνει μια βαθιά ανάσα μέσα στο ακουστικό, σαν να προσπαθούσε να βρει το θάρρος να πει κάτι. «Έλα στο Παρίσι», του είπε ψύχραιμα. Ο Ντόμινικ χαμογέλασε. «Ποιος δίνει τις εντολές τώρα», σχολίασε, κι η φωνή του φανέρωνε πως το διασκέδαζε. Την άκουσε να γελά πνιχτά. «Ίσως θα μπορούσα να αναλάβω και πάλι την πρωτοβουλία των κινήσεων», πρότεινε ο Ντόμινικ. «Ποια πρωτοβουλία;» «Να δίνω εγώ τις εντολές...» Για μια φευγαλέα στιγμή, του φάνηκε πως το είχε παρακάνει, πως το σχόλιό του ήταν υπερβολικό. Ο καιρός είχε περάσει, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Εκείνο το παιχνίδι είχε λήξει. «Μήπως να τις έδινες;» Η φωνή της Σάμερ ήχησε παράξενα σιγανή. Ήταν φωνή κρεβατοκάμαρας. Η φωνή που χαρακτήριζε τις προσωπικές της στιγμές, εκείνη που συνόδευε το πιο σκούρο κραγιόν που έβαζε τις νύχτες. «Χμμμ...» έκανε ο Ντόμινικ σκεφτικός. «Δε νομίζω ότι το να σου ζητήσω να εμφανιστείς γυμνή σε μια παριζιάνικη
σκηνή είναι φρόνιμο σε αυτή τη φάση», επισήμανε. «Καταρχάς, θα είναι ένα σωρό Γάλλοι στην πλατεία». Η Σάμερ γέλασε. «Ίσως να φτάσαμε στο σημείο όπου δε χρειάζεται πια να δέχομαι εντολές ή υποδείξεις», είπε. «Το οποίο σημαίνει;» «Έλα στο Παρίσι, Ντόμινικ. Θα έχω το όνομά σου στον κατάλογο. Εμφανιζόμαστε στο La Cigale, στο Μπουλβάρ ντε Ροσεσουάρ. Στις 19 του μήνα. Οι διοργανωτές μάς λένε ότι είναι καλός χώρος, έχει τέλεια ατμόσφαιρα». «Εντάξει», είπε εκείνος. «Κι εγώ κάτι θα σκεφτώ», πρόσθεσε η Σάμερ. «Είμαι βέβαιος γι’ αυτό», απάντησε ο Ντόμινικ, με την ανακούφιση να ξεχειλίζει στις φλέβες του. Το τρένο που συνέδεε το Λονδίνο με το Παρίσι έφτασε στο Γκαρ ντι Νορ έχοντας αντιμετωπίσει κάποιες καθυστερήσεις στη διαδρομή, λόγω άγνωστων τεχνικών προβλημάτων. Τα χρώματα του ηλιοβασιλέματος απλώνονταν στον παριζιάνικο ουρανό την ώρα που ο Ντόμινικ αποβιβαζόταν και κατευθυνόταν στην πιάτσα των ταξί. Άφησε το σάκο που είχε πάρει μαζί του στο ξενοδοχείο όπου κατέλυε συνήθως, στη Ρι Μεσιέ-λε-Πρενς, κοντά στο Odéon, και ξεκίνησε για να βρει κάτι να φάει. Ολόκληρη η περιοχή είχε γεμίσει τα τελευταία χρόνια από μοντέρνα ιαπωνικά εστιατόρια, οπότε δε χρειάστηκε να περπατήσει
περισσότερα από μερικά λεπτά από την είσοδο του ξενοδοχείου του. Ήξερε ότι οι διοργανωτές της περιοδείας είχαν κανονίσει να μείνουν η Σάμερ και οι Groucho Nights στην απέναντι όχθη του Σηκουάνα, αλλά οι παλιές συνήθειες δύσκολα αλλάζουν, καθώς ο ίδιος αισθανόταν πιο άνετα να μένει στο διάσημο Καρτιέ Λατέν, μια περιοχή όπου είχε περάσει μεγάλο μέρος των νεανικών του χρόνων. Το δωμάτιό του ήταν μικρό και λιτό, όμως το μόνο που χρειαζόταν ήταν ένα κρεβάτι και μια στέγη πάνω από το κεφάλι του· οτιδήποτε άλλο θα ήταν περιττό. Ο Ντόμινικ σχεδίαζε να επικοινωνήσει με το μεσάζοντα, τον άντρα που του είχε υποδείξει ο Λαβάλ, νωρίς το επόμενο πρωί. Στην αρχή ο άντρας, ο οποίος του συστήθηκε ως Καβαλιέ –Καβαλάρης–, ακούστηκε καχύποπτος. Μόλις όμως ο Ντόμινικ του εξήγησε πως οι ερωτήσεις του είχαν να κάνουν με το υλικό που συγκέντρωνε για ένα νέο μυθιστόρημα και του εξήγησε ποιος ήταν, ο συνομιλητής του έδειξε ξαφνικά να βλέπει το θέμα πιο ζεστά. «Α, συγγραφέας. Συμπαθώ τους συγγραφείς!» Δεν είχε διαβάσει το βιβλίο του Ντόμινικ, αλλά το είχε υπόψη του. Η ειρωνεία ήταν πως η Γαλλία ήταν μία από τις χώρες όπου, μεταφρασμένο, το παριζιάνικο μυθιστόρημά του δεν είχε σημειώσει ιδιαίτερες πωλήσεις, λες και οι αναγνώστες εκεί είχαν ενοχληθεί από το θράσος ενός ξένου
συγγραφέα να γράψει για την πατρίδα τους. Ο Καβαλιέ είχε ραντεβού στην πόλη εκείνο το απόγευμα, οπότε συμφώνησε να συναντηθούν εκεί ώστε να αποφύγει ο Ντόμινικ το ταξίδι με το τρένο μέχρι το «καλύβι» του στο Νοζάν-σιρ-Μαρν, στα ανατολικά της πρωτεύουσας. Πρότεινε να βρεθούν για καφέ στο Μπουλβάρ Σεν Ζερμέν, στο Les Editeurs, ένα στέκι με λογοτεχνική χροιά, όπου, όπως ανέφερε, «έχουν ράφια γεμάτα βιβλία ολόγυρα στους τοίχους. Διασκεδαστικό, δε βρίσκετε; Λέτε να έχουν και το δικό σας;». Το μέρος αυτό βρισκόταν σε απόσταση λίγων λεπτών με τα πόδια από το ξενοδοχείο του Ντόμινικ, άρα ήταν πολύ βολικό. Αισθανόταν παράξενα ξέροντας ότι βρισκόταν στην ίδια πόλη με τη Σάμερ. Ότι εκείνη τη στιγμή αυτή ήταν κάπου στην απέναντι πλευρά του ποταμού ζώντας την καθημερινότητά της. Το γεγονός ότι νωρίτερα στο Λονδίνο βρισκόταν, χωρίς να το γνωρίζει εκείνος, πέντε βήματα παρακάτω, στο Κάμντεν, αρκετές εβδομάδες τώρα, για κάποιο λόγο δεν είχε την ίδια συναισθηματική αμεσότητα. Το Παρίσι έδινε στην κατάσταση μια πραγματική όσο και σουρεαλιστική διάσταση, άφηνε μια γλυκόπικρη αίσθηση στην καρδιά του. «Οι συλλέκτες είναι κάθε λογής άνθρωποι, ξέρετε», είπε ο Καβαλιέ. Ήταν μικρότερος απ’ ό,τι περίμενε ο Ντόμινικ. Ένας μικροκαμωμένος άντρας λεπτός σαν στέκα, με κατάμαυρα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, τα οποία είχε πιασμένα σε
μια αλογοουρά που εξείχε κάτω από μια μάγκικη τραγιάσκα. Φορούσε καρό σακάκι και σκούρο, άψογα σιδερωμένο παντελόνι, με τσάκιση ξυράφι. «Στο ίδιο συμπέρασμα έχω καταλήξει κι εγώ», απάντησε ο Ντόμινικ, θέλοντας να ανοίξει τη συζήτηση με μια μπλόφα. «Δεν είναι ζήτημα χρημάτων, ξέρετε, δεν είναι αυτός ο λόγος που μπλέκουν με κλοπές και κάθε λογής παράνομες δραστηριότητες. Από τη στιγμή που αποκτούν κάτι δεν τους ενδιαφέρει να το πουλήσουν, ακόμη κι αν βγάλουν κέρδος». «Το ξέρω». «Το κάνουν για την ομορφιά. Πολύ απλά. Μάλιστα έχω υπόψη μου ορισμένους συλλέκτες βιβλίων οι οποίοι σωρεύουν σπάνιες εκδόσεις απλώς και μόνο γιατί είναι αυτό που είναι. Δε διαβάζουν βιβλία, ούτε καν αυτά που τους ανήκουν». «Προσωπικά θα με ενδιέφερε περισσότερο η υπόγεια αγορά μουσικών οργάνων». «Μουσικά όργανα, βιβλία, έργα τέχνης, κοσμήματα, χαλιά, το ίδιο είναι γι’ αυτούς», συνέχισε ο Καβαλιέ. «Μιλάμε για απληστία, καθαρή απληστία, αν θέλετε τη γνώμη μου. Οι πιο εύποροι συλλέκτες μάλιστα κανονίζουν ακόμη και την κλοπή κάποιων αντικειμένων προκειμένου να...» «Και κάπου εδώ εμπλέκεστε εσείς;» τον διέκοψε ο Ντόμινικ. «Δεν ξέρω να σας πω», απάντησε ο Καβαλιέ κι ένα πλατύ
χαμόγελο χρωμάτισε τα χείλη του. «Εγώ ασχολούμαι απλώς με την παροχή πληροφοριών. Βοηθώ όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, κατά το δυνατόν». Ήπιε μια γουλιά από το λικέρ του. Μύριζε απαίσια στον Ντόμινικ, ο οποίος πρόσθεσε κι άλλο νερό και ζάχαρη στο δικό του citron pressé, τη λεμονάδα που είχε παραγγείλει. «Λοιπόν, έχει κανείς τη φήμη φανατικού συλλέκτη σπάνιων βιολιών;» «Α, μπήκατε στο θέμα! Αφήστε με να μαντέψω, έχει να κάνει με το περίφημο Μπαγί του μεσιέ Λαβάλ, το Ανζελίκ;» «Πράγματι». «Πολύ ενδιαφέρον. Ένα μουσικό όργανο το οποίο συνοδεύεται από μια άκρως συναρπαστική ιστορία. Δεν είναι παράξενο πώς, καμιά φορά, οι ιστορίες έχουν τον τρόπο να αυτοεπαληθεύονται;» «Όντως. Κάτι τέτοια θέματα απασχολούν τα μυθιστορήματα. Ή και την ίδια τη ζωή...» «Ακριβώς». «Από την πείρα σας, θεωρείτε πως υπάρχει περίπτωση να επιχειρούσε κανείς ενεργά να εντοπίσει το συγκεκριμένο μουσικό όργανο; Αυτή την εντύπωση μου έδωσε ο κύριος Λαβάλ». «Ποτέ δε θα πάψουν να υπάρχουν συλλέκτες που γοητεύονται από μια ενδιαφέρουσα ιστορία», τόνισε. «Όμως αντιλαμβάνεστε ότι δεν μπορώ να σας δώσω κάποιο συγκεκριμένο όνομα. Δεσμεύομαι λόγω εχεμύθειας,
καταλαβαίνετε». «Φυσικά, απολύτως κατανοητό αυτό, αλλά...» «Θα μπορούσα να πω το εξής όμως...» «Ναι;» «Υπάρχει ένας συγκεκριμένος κύριος, αξιόλογος συλλέκτης, όχι μόνο μουσικών οργάνων, καθώς ασχολείται περιστασιακά και με τα έργα τέχνης, ο οποίος πρόσφατα αφαίρεσε το αντικείμενο που σας ενδιαφέρει από τη λίστα του. Ενδεχομένως να διασταυρώθηκαν οι πορείες τους και έκρινε απαραίτητο να εξαφανίσει κάθε αναφορά στο προηγούμενο ενδιαφέρον του...» «Αλήθεια;» «Κοιτάξτε, δε θα ήταν φρόνιμο να διατηρηθεί ένα συγκεκριμένο αντικείμενο στη λίστα με τα αντικείμενα του ενδιαφέροντος από τη στιγμή που αυτό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πέρασε στην κατοχή κάποιου. Δε θα θέλατε κάποιος δραστήριος ερευνητής να έρθει και να το κλέψει από εσάς, περιπλέκοντας έτσι την κατάσταση, σωστά;» «Μάλλον όχι», συμφώνησε ο Ντόμινικ. Ήξερε πως ο Καβαλιέ δεν υπήρχε περίπτωση να αποκαλύψει ονόματα· ούτε περίμενε κάτι τέτοιο. Όμως ο άνθρωπος αυτός έβγαζε μια ματαιοδοξία, μια περηφάνια για το θησαυρό γνώσεων που κατείχε, κι αυτό καθιστούσε το εγώ του ευάλωτο εφόσον δεχόταν την κατάλληλη δόση κολακείας, όπως υπολόγιζε ο Ντόμινικ. «Το όνομα Βίγκο Φρανκ, ο μουσικός, μήπως σας λέει
κάτι;» Τα μάτια του Καβαλιέ φωτίστηκαν φευγαλέα, σαν να αναγνώριζε το όνομα. Πολύ γρήγορα όμως ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του και είπε: «Σαφώς, έχω διαβάσει γι’ αυτόν στις εφημερίδες. Σημειώνει επιτυχία στις γυναίκες, έτσι δεν είναι;» «Και είναι ενεργός συλλέκτης;» «Απ’ ό,τι πληροφορούμαι, ναι». «Άνθρωπος με οικονομική επιφάνεια;» «Αναντίρρητα». Ο Ντόμινικ ανακάτεψε τη ζάχαρη που είχε κατακάτσει στον πάτο του ψηλού ποτηριού με το συμπυκνωμένο χυμό λεμονιού μέχρι να διαλυθεί. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν για λίγο, αμίλητοι, χαμένοι στις σκέψεις τους. «Αν δεν ήξερα ότι γράφετε βιβλία», έσπασε ο Γάλλος τη σιωπή, «θα έλεγα ότι έχετε τα προσόντα για να γίνετε ένας αξιόλογος ιδιωτικός ντετέκτιβ, μεσιέ Ντόμινικ». «Με κολακεύετε». Ο Ντόμινικ γνώριζε ότι δεν επρόκειτο να αποσπάσει άλλες πληροφορίες από τον Καβαλιέ, όμως το ένστικτό του του έλεγε πως βρισκόταν στο σωστό μονοπάτι. Αν και η Σάμερ ήταν εκείνη που του είχε προτείνει να στρέψει τις ερωτήσεις του προς αυτή την κατεύθυνση, ήξερε πως δε θα την ευχαριστούσε όταν θα την ενημέρωνε ότι η διαίσθησή της επιβεβαιωνόταν από ανεξάρτητες πηγές και
ότι πιθανότατα πλάγιαζε με τον άντρα που είχε άμεση συμμετοχή στην κλοπή του πολύτιμου βιολιού της. Του βιολιού τους, όπως το αισθανόταν ο Ντόμινικ. Τα φώτα στη μεγάλη αίθουσα του La Cigale χαμήλωσαν και μπορούσε κανείς να διακρίνει τις σκοτεινές σιλουέτες των πελώριων ενισχυτών, πάνω στη γεμάτη μουσικά όργανα σκηνή, καθώς και τους μουσικούς που έπαιρναν τις θέσεις τους. Μικρά κόκκινα φωτάκια αναβόσβηναν στις κονσόλες και το ακροατήριο περίμενε ανυπόμονα την έναρξη. Δύο προβολείς εστίασαν πάνω στις ψηλόλιγνες σιλουέτες του Κρις και του ξαδέρφου του καθώς έπαιρναν θέση πίσω από τα δύο κεντρικά μικρόφωνα στη σκηνή. «Και ένα, και δύο, και τρία, και τέσσερα...» ακούστηκε η φωνή της Έλα να μετράει αντίστροφα. Το πρώτο κομμάτι της εμφάνισης των Groucho Nights εκείνη τη βραδιά ήταν μια μπαλάντα, την οποία τραγούδησαν α καπέλα οι δύο μουσικοί. Επρόκειτο για ελεύθερη διασκευή μιας παλιάς αγγλικής μελωδίας στην οποία είχε δοθεί πιο ρυθμική διάσταση. Το κομμάτι κατόρθωνε κάθε φορά να κερδίζει την προσοχή του κοινού αμέσως με τη γοητευτική μελωδικότητα και την απλότητά του. Η μεστή ηρεμία που χαρακτήριζε αυτό το πρώτο μέρος της συναυλίας, σε συνδυασμό με το λιτό φωτισμό που εστίαζε στους δύο άντρες, σχηματίζοντας μια φωτεινή νησίδα μέσα στο σκοτάδι, αποτελούσε εντυπωσιακή εισαγωγή στη μουσική
του συγκροτήματος, θέτοντας τον τόνο για τη συνέχεια. Όταν οι φωνές άρχισαν να χαμηλώνουν, και χωρίς να δοθεί χρόνος στο ακροατήριο να χειροκροτήσει, το μπάσο ξεκίνησε να δίνει το ρυθμό του δεύτερου τραγουδιού. Ολόκληρη η σκηνή φωτίστηκε και τα ντραμς μπήκαν στο κομμάτι, με τους Groucho Nights να είναι συγκλονιστικοί.greekleech.info Η κιθάρα του Κρις έπαιζε μια λεπτή μελωδία, με το μπάσο του ξαδέρφου του να προσφέρει την αντίστιξη, και η μουσική απογειώθηκε. Οι πρώτες σειρές του ακροατηρίου, το δίχως άλλο ήδη εξοικειωμένες με μερικά από τα τραγούδια της μπάντας, τώρα χτυπούσαν παλαμάκια ρυθμικά. Καθισμένος στον εξώστη, ο Ντόμινικ παρακολουθούσε κεφάλια να ανεβοκατεβαίνουν και κορμιά να λικνίζονται στο ρυθμό της μουσικής. Η συναυλιακή αίθουσα ήταν γεμάτη, μέχρι και στους διαδρόμους υπήρχε κόσμος. Όλες οι ηλικίες και οι τάξεις εκπροσωπούνταν εκεί: η δημοκρατία του ροκ εν ρολ. Αναρωτήθηκε ποιοι να βρίσκονταν εκεί για τους Groucho Nights και ποιοι είχαν έρθει λόγω της εμφάνισης της Σάμερ, από περιέργεια για εκείνο τον ασυνήθιστο συνδυασμό ροκ και κλασικής μουσικής που θα ξεκινούσε σε λίγο. Μετά τα πρώτα τέσσερα τραγούδια, ο Κρις πλησίασε στο μικρόφωνο, ξεσηκώνοντας τις επευφημίες του πλήθους, αποσύνδεσε από τον ενισχυτή την Gibson του και έπιασε μια άλλη κιθάρα, μια πιο μακρόστενη ασημένια Gretsch, γεγονός που προκάλεσε ακόμη πιο έντονα χειροκροτήματα από
ορισμένους γνώστες στο κοινό. «Και τώρα περνάμε στους πρώτους ξεχωριστούς καλεσμένους μας...» Το πλήθος ξεσηκώθηκε. Όμως, προς έκπληξη του Ντόμινικ, δεν ήταν η σειρά της Σάμερ να κάνει την εμφάνισή της. Από τα παρασκήνια, εμφανίστηκαν στη σκηνή τρεις μουσικοί με πνευστά, κρατώντας τα μουσικά τους όργανα ψηλά. Δύο άντρες και μία γυναίκα. Πήραν θέση στην πίσω πλευρά της σκηνής, στα δεξιά των ντραμς της Έλα. Μόλις αυτή τους έδωσε το σύνθημα, έφεραν τα γυαλιστερά μουσικά όργανα πάνω στο στόμα τους και, ταυτόχρονα με το υπόλοιπο συγκρότημα, ξεκίνησαν να παίζουν ένα ζωηρό κομμάτι. Με την προσθήκη των νεοφερμένων πνευστών, το συγκρότημα ακουγόταν δέκα φορές πιο δυνατό, δυναμικό, ο ενθουσιασμός που έβγαζαν αποδεικνυόταν μεταδοτικός, η μουσική απλωνόταν σαν σύννεφο στην ψηλοτάβανη αίθουσα του παριζιάνικου συναυλιακού χώρου, ανεβάζοντας την ένταση ακόμη περισσότερο με κάθε νέα νότα. Ο Ντόμινικ όφειλε να παραδεχτεί πως το αποτέλεσμα ήταν μαγευτικό.greekleech.info Πώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα η Σάμερ με ένα τέτοιο μπαράζ ήχων και συναισθήματος, έχοντας μόνο ένα ευαίσθητο βιολί; Εν τω μεταξύ, ο Κρις ούρλιαζε στο μικρόφωνο, για να ακουστεί μέσα στους οργιαστικούς ήχους της ενισχυμένης μπάντας, τόσο που οι στίχοι κατέληγαν κι αυτοί αφηρημένοι.
Πίσω από τα ντραμς της η Έλα ίδρωνε ασταμάτητα, τα φωνητικά της σχεδόν δεν ακούγονταν, τα χέρια της ανεβοκατέβαιναν ασταμάτητα, την ίδια ώρα που ο Τεντ έστεκε ακίνητος στα δεξιά, ένα σταθερό σημείο ακλόνητης ηρεμίας, άγκυρα μέσα στην καταιγίδα, με τον αντίχειρά του να επιτίθεται στις χορδές του μπάσου του με μετρονομική ακρίβεια. Ολόκληρη η αίθουσα παλλόταν από ενθουσιασμό. Το τραγούδι έφτανε στο τέλος του με μια ύστατη κορύφωση, καθώς οι μουσικοί στα πνευστά διατήρησαν τις νότες τους μέχρι που κόντεψαν να μείνουν από ανάσα, και ο Ντόμινικ διαπίστωσε πως ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης απλωνόταν στο πρόσωπο του Κρις, που προφανώς συνειδητοποιούσε πως είχε καταφέρει να κρέμεται το κοινό από την κάθε του κίνηση. Από το παρατηρητήριό του πάνω στον εξώστη και όπως έβλεπε τη σκηνή από τα πλάγια, ο Ντόμινικ μπορούσε να διακρίνει διάφορους στα παρασκήνια να χειροκροτούν ρυθμικά παρακολουθώντας το συγκρότημα· ήταν μέλη του συνεργείου, φίλοι, καλεσμένοι. Η Σάμερ δε φαινόταν πουθενά, αν και κάποια στιγμή νόμισε πως το μάτι του πήρε τον Βίγκο Φρανκ, με το χαρακτηριστικό στενό παντελόνι του και την επιμελώς ατημέλητη μποέμικη εμφάνισή του. Ακολούθησε μια σύντομη παύση μεταξύ των τραγουδιών, ώστε τόσο το πλήθος όσο και οι μουσικοί στη σκηνή να πάρουν τις απαραίτητες ανάσες, με τον Κρις και την Έλα να
πίνουν λίγο νερό και να σκουπίζονται, τον δε Τεντ να παραμένει σταθερά αμετακίνητος. Στη συνέχεια ο Κρις επέστρεψε στην αρχική Gibson και ξεκίνησε να παίζει έναν ντελικάτο σκοπό, ενώ τα φώτα χαμήλωσαν. Τότε η Σάμερ εμφανίστηκε στη σκηνή, από την απέναντι πλευρά. Ένας προβολέας έπεσε πάνω της καθώς κινούνταν ντυμένη στα λευκά, με ένα αεράτο φόρεμα που της έφτανε ως τα γόνατα, κρατώντας ένα βιολί σε μια απόχρωση του σκούρου πορτοκαλί, η οποία σχεδόν συνέπιπτε με τις αμέτρητες μπούκλες των μαλλιών της. Φορούσε γυαλιστερές βαριές μαύρες μπότες, μια εσκεμμένη αντίθετη με το αέρινο φόρεμά της. Το ακροατήριο σώπασε για λίγο, όσο η Σάμερ συνέδεε το βιολί με έναν από τους πελώριους ενισχυτές Marshall που ήταν τοποθετημένοι ολόγυρα στη σκηνή. Το δοξάρι της εμφανίστηκε στο χέρι της και με αργές κινήσεις πέρασε πάνω στο βιολί. Η πρώτη, συγκινητικά καθάρια νότα ακούστηκε, απηχώντας τη μελωδία της κιθάρας του Κρις. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να μπει στο κομμάτι και το υπόλοιπο συγκρότημα, με τη γλυκιά μελωδία να ξετυλίγεται αρχικά μόνο μέσα από το βιολί και την κιθάρα, παρότι ο Κρις ήταν κρυμμένος ακόμη στο μισοσκόταδο αφού ο μοναδικός προβολέας παρέμενε στραμμένος πάνω στη Σάμερ, με τη λεπτοκαμωμένη μορφή της να κυριαρχεί στην απεραντοσύνη
της σκοτεινής σκηνής. Ο Ντόμινικ ένιωσε την καρδιά του να πεταρίζει. Ήταν λες και, για μία ακόμη φορά, έπαιζε μονάχα για εκείνον. Κάτω από το λευκό φόρεμα μπορούσε να φανταστεί το αξέχαστο σχήμα του κορμιού της. Ήταν μια εικόνα χαραγμένη ανεξίτηλα στις βαθύτατες μνήμες του εγκεφάλου του. Με το βλέμμα καρφωμένο πάνω στη Σάμερ, παραδόθηκε στη μουσική της και στο θέαμα των κινήσεών της πάνω στη σκηνή καθώς έπαιζε, χάιδευε και ημέρευε το νέο ηλεκτρικό βιολί, με τις νότες της να υψώνονται πάνω από τους ήχους της υπόλοιπης μπάντας κι αμέσως μετά, με μοναδική ακρίβεια, να γίνονται ένα μαζί τους, προτού ξεφύγουν και πάλι όταν δινόταν ολόψυχα σε ένα από τα φλογερά σόλο της. Πολύ σύντομα, το κομμάτι έφτασε στο τέλος του κάτω από διαρκή χειροκροτήματα, ενώ η σκηνή λούστηκε από αμέτρητα πολύχρωμα φώτα. Ο Κρις τής έκανε νόημα και μαζί ξεκίνησαν νέο τραγούδι, το οποίο ο Ντόμινικ θυμόταν να είχε ακούσει κι άλλοτε: οι νότες του αναδύονταν μέσα από τα έγκατα του συνεδριακού κέντρου στο Μπράιτον, εκεί που είχαν κάνει πρόβα. Ο σκοπός γινόταν ολοένα και πιο γρήγορος και η Σάμερ έκανε μικρά χορευτικά βήματα όπως έπαιζε. Το λευκό της φόρεμα έμοιαζε να αιωρείται γύρω της σε κάθε της κίνηση. Ο Ντόμινικ τη θυμήθηκε όταν του χόρεψε σ’ εκείνη τη σκηνή της Νέας Ορλεάνης, λίγο μετά την αλλαγή του καινούριου χρόνου, τον
καιρό που ήταν μαζί. Ένιωθε σαν να είχε περάσει ένας αιώνας από τότε. Έκλεισε τα μάτια του, ανασύροντας με το ζόρι εικόνες από εκείνο τον καιρό στην επιφάνεια του νου του. Ξαφνικά αισθάνθηκε ένα ελαφρύ χτύπημα στον ώμο. «Γεια σου». Έντονη ξενική προφορά. Γυναικεία φωνή. Ο Ντόμινικ γύρισε για να δει ποιος καθόταν στη σειρά πίσω του και προσπαθούσε να του τραβήξει την προσοχή. Την αναγνώρισε αμέσως μόλις έστρεψε το βλέμμα του προς τα εκεί. Η χορεύτρια από τη Νέα Ορλεάνη. Ευτυχής συγκυρία ή κάτι άλλο; «Ξέρω ποιος είσαι», του είπε, την ώρα που αυξανόταν η ένταση του «Roadhouse Blues», του επόμενου κομματιού που ερμήνευαν οι Groucho Nights με ζωντάνια κάτω στη σκηνή. Ο Ντόμινικ χαμογέλασε στην αινιγματική καλλονή. «Κι εγώ ξέρω ποια είσαι». Η ένταση του ήχου έγινε εκκωφαντική κι η γυναίκα τού έκανε νόημα ότι δεν μπορούσε πια να τον ακούσει. Ανασήκωσε τους ώμους της και έστρεψε ξανά την προσοχή της στη σκηνή. Παραξενεμένος από τη σύντομη συνομιλία τους, ο Ντόμινικ στράφηκε με τη σειρά του στη μουσική. Τώρα η Έλα έδινε το ρυθμό με φρενιασμένη ένταση, τα χέρια της ανεβοκατέβαιναν ασταμάτητα προς κάθε κατεύθυνση, τα ντραμς της ανέβαζαν την μπάντα ολοένα και
πιο ψηλά ενώ ο Κρις τραγουδούσε, ο Τεντ έπαιζε σε αντίστιξη και η Σάμερ μελωδούσε ακίνητη στον τρομερό παλμό που δημιουργούσαν τα μέλη των Groucho Nights. Οι τρεις μουσικοί με τα πνευστά έστριβαν αριστερά δεξιά, χρωματίζοντας το ρυθμό με τη δική τους ζωντάνια. Ο ήχος έφτασε σε ένα βροντερό κρεσέντο καθώς το κομμάτι άγγιζε την κορύφωσή του, με την τελευταία νότα να βγαίνει από την κιθάρα του Κρις και το ηλεκτρικό βιολί της Σάμερ προτού σβήσει ξαφνικά, οπότε το ακροατήριο ξέσπασε σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Θριαμβευτές, ο Μπάλντο, η Μαρίγια και ο Άλεξ σήκωσαν τα μουσικά τους όργανα ψηλά την ώρα που τα βασικά μέλη του συγκροτήματος υποκλίνονταν. Ο Ντόμινικ όφειλε να αναγνωρίσει ότι ο τρόπος που είχαν ενσωματώσει το βιολί της Σάμερ αλλά και τα νεοαφιχθέντα πνευστά έστελνε τη μουσική τους σε μια άλλη, ασύγκριτα πιο συναρπαστική διάσταση. Απολαμβάνοντας τη λατρεία του κοινού, οι μουσικοί άφησαν κάτω τα όργανά τους και, με τον Τεντ και την Έλα να χαιρετούν το πλήθος ευχαριστώντας το, άρχισαν να αποχωρούν στη σειρά προς τα παρασκήνια. Τα σταθερά χειροκροτήματα συνεχίστηκαν και μετά που έφυγαν οι μουσικοί. Ο Ντόμινικ, όπως και οι περισσότεροι θεατές, συνέχιζε να χειροκροτεί, όρθιος. Έριξε μια ματιά προς τα πίσω, αλλά η Λούμπα είχε φύγει. Ολόκληρη η αίθουσα παλλόταν από τα διαρκή κύματα
των ασταμάτητων επευφημιών. Και οι επευφημίες έγιναν βρυχηθμός μόλις η Έλα επέστρεψε στη σκηνή. Είχε αλλάξει το μπλουζάκι της, που είχε μουσκέψει στον ιδρώτα, και τώρα φορούσε ένα άλλο, σκισμένο, με το όνομα των Holy Criminals. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν, με τη Σάμερ να εμφανίζεται τελευταία. Ο Ντόμινικ ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Η Σάμερ εξακολουθούσε να φορά εκείνο το αέρινο λευκό φόρεμα με το οποίο εμφανίστηκε και προηγουμένως, όμως τώρα είχε βάλει έναν κορσέ από πάνω. Ο συνδυασμός ήταν εντυπωσιακά αποτελεσματικός. Η εικόνα του νέου ρούχου, έτσι όπως φυλάκιζε τη στενή της μέση και τόνιζε το σχήμα της, αλλά και η έντονη αντίθεση ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, ήταν σαν κανονιά που αντήχησε στα αφτιά του, φέρνοντας μαζί της πάρα πολλές αναμνήσεις που ανήκαν αποκλειστικά στους δυο τους. Αναγνώρισε αμέσως τον κορσέ που της είχε χαρίσει κάποτε και τον οποίο είχε φορέσει η Σάμερ σε στιγμές απόλυτα προσωπικές. Πλέον ο Ντόμινικ καταλάβαινε τι εννοούσε με αυτό που του είπε στο τηλέφωνο. Ήταν ένα σημάδι. Προορισμένο αποκλειστικά για εκείνον. Κάτι πολύ πιο ξεκάθαρο από ένα κλείσιμο του ματιού. Οι μουσικοί συνέδεσαν ξανά τα όργανά τους και τα χειροκροτήματα του πλήθους καταλάγιασαν τώρα που το μπιζάρισμα είχε πετύχει το σκοπό του. Η Έλα έδωσε το σήμα και ο ήχος του βιολιού της Σάμερ
διαπέρασε την ηλεκτρισμένη σιωπή, με μια χαρακτηριστική μελωδία η οποία σύντομα συνοδεύτηκε από το ρυθμό του μπάσου. Βιβάλντι. Η εισαγωγή ενός από τα μέρη των Τεσσάρων Εποχών. Ήταν σαν να του μιλούσε, μόνο σ’ εκείνον. Τα υπόλοιπα μουσικά όργανα σύντομα μπήκαν κι αυτά στη μουσική και ο συλλογικός αυτοσχεδιασμός έσβησε τον καθάριο ήχο της Σάμερ, με το κομμάτι να μετατρέπεται σε μια διαδοχική σειρά από σόλο, ώσπου η Σάμερ, με μια κοφτή κίνηση του καρπού της, επέβαλε και πάλι την κεντρική μελωδία και την πρωτοκαθεδρία της. Χτυπώντας κάτω το αριστερό της πόδι, με τρόπο μάλλον ξένο στην κλασική μουσική, έκλεισε το πρώτο μπιζάρισμα. Ο Κρις αμέσως πέρασε στο «Sugarcane», όμως το μυαλό του Ντόμινικ ήδη ταξίδευε αλλού. Οι πρώτοι άνθρωποι που συνάντησε ο Ντόμινικ στα παρασκήνια, συνοδευόμενος από ένα μέλος του συνεργείου στα καμαρίνια, ήταν ο Έντουαρντ και η Κλαρίσα. Πριν προλάβει να αναρωτηθεί αν όλο αυτό ήταν κάποιου είδους επανένωση της σαδομαζοχιστικής σκηνής και να κάνει υποθέσεις αν ο παλιός αντίπαλός του, ο Βίκτορ, βρισκόταν επίσης στο Παρίσι για κάποιο σκοτεινό σκοπό, το ζευγάρι των Αμερικανών τον χαιρέτησε με θέρμη, σαν να ήταν συγγενής που είχαν καιρό να δουν. Βλέποντας την
απορία που αποτυπωνόταν στο πρόσωπό του για τη συνάντηση αυτή, έσπευσαν να του εξηγήσουν ότι ο γιος τους, ο Άλεξ, συμμετείχε στα πνευστά και ότι είχαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία προκειμένου να τον δουν, καθώς συμπτωματικά βρίσκονταν σε διακοπές εκείνο το διάστημα στην Ευρώπη. «Τίποτα το πονηρό, καλέ μου», τόνισε η Κλαρίσα, παρατηρώντας τη διστακτικότητά του. «Βρισκόμαστε εδώ ως απλοί πολίτες. Στηρίζουμε την οικογένεια, ας πούμε». «Φεύγουμε για την Ιταλία το πρωί. Πάντα θέλαμε να δούμε το Κάπρι. Στο Παρίσι ήρθαμε για μια σύντομη στάση», πρόσθεσε ο Έντουαρντ, χαμογελώντας καλοσυνάτα. Το καμαρίνι του συγκροτήματος ήταν ασφυκτικά γεμάτο από καλεσμένους και άσχετους. Ο Ντόμινικ είδε τον Βίγκο Φρανκ σε μια γωνία να κρατά ένα κουτάκι μπίρα και να είναι απορροφημένος στη συζήτησή του με τον Κρις. Κρεμασμένη από το μπράτσο του ήταν η Λούμπα. Δίπλα τους, υπέθεσε, ήταν η Φραν, η αδερφή της Σάμερ. Διέκρινε μια χαρακτηριστική ομοιότητα, παρότι στα μάτια του φάνταζε σαν προκαταρκτικό σκίτσο παρά το αυθεντικό κομμάτι, όμως είχαν την ίδια μύτη και πιγούνι και το γέλιο τους τον ίδιο βαθύ ήχο. Ωστόσο, τα κοντύτερα μαλλιά της είχαν ένα αδιάφορο ξανθό χρώμα, απόχρωση βαφής, και τους έλειπε η φλόγα και η λάμψη των μαλλιών της Σάμερ. Δεν έβλεπε εκεί μέσα τη Σάμερ. Μήπως βρισκόταν ακόμη κάπου στα παρασκήνια, για να αλλάξει ή να κάνει ντους μετά την κοπιαστική εμφάνιση;
Όσο την περίμενε να εμφανιστεί, ο Ντόμινικ έπιασε τυπική κουβέντα με τον Έντουαρντ και την Κλαρίσα και σύντομα ήρθαν κοντά τους ο Κρις και η Φραν. Βλέποντας τον Ντόμινικ εκεί, το βλέμμα του Κρις πήρε μια αποδοκιμαστική χροιά, αλλά πολύ γρήγορα του πέρασε, μια και η αδρεναλίνη από την παρουσία του στη σκηνή, το αλκοόλ και τα χέρια της Φραν, που όλο πάνω του ξεστράτιζαν έτσι όπως έστεκε δίπλα του, σύντομα τον χαλάρωσαν κι έγινε πιο μαλακός. Παρόλο που ήταν τουλάχιστον μία γενιά μεγαλύτεροι απ’ ό,τι οποιοσδήποτε άλλος στο πολύβουο δωμάτιο και σε καμία περίπτωση ροκάδες, ούτε στην εμφάνιση ούτε στη στάση ζωής, θα έλεγε κανείς ότι ο Έντουαρντ και η Κλαρίσα ανήκαν εκεί μέσα, καθώς περνούσαν με άνεση από τη μία συζήτηση στην επόμενη, σύστηναν κοινούς τους γνωστούς και γενικά είχαν αναλάβει το ρόλο καλοσυνάτων συντονιστών που ήταν αποφασισμένοι να διασφαλίσουν πως η διάθεση όλων των παρισταμένων θα διατηρούνταν στο καλύτερο δυνατό επίπεδο. Αφού κατάφερε να αποφύγει τις ερωτήσεις δύο νεαρών Γάλλων δημοσιογράφων, ντυμένων με δερμάτινα μπουφάν, οι οποίοι είχαν μόλις ενημερωθεί από τον Έντουαρντ ότι ήταν πραγματικός συγγραφέας, ο Ντόμινικ παρατήρησε, με την άκρη του ματιού του, τη Φραν να ψιθυρίζει κάτι στο αφτί του Κρις, με μια σκανταλιάρικη λάμψη να φωτίζει το βλέμμα της. Σχεδόν αμέσως μετά, οι δυο τους ζήτησαν συγνώμη από τους άλλους στο αυθόρμητο πάρτι και έφυγαν μαζί από το
δωμάτιο. Λίγο μετά εμφανίστηκε η Σάμερ. Είχε αλλάξει ρούχα, έχοντας επιλέξει ένα λευκό μπλουζάκι και ένα προσεκτικά ταλαιπωρημένο τζιν παντελόνι. Τα μαλλιά της εξακολουθούσαν να είναι βρεγμένα από το ντους, πιο σγουρά από κάθε άλλη φορά. Αντιλήφθηκε την παρουσία του Ντόμινικ και τον χαιρέτησε από μακριά, όμως τη φώναξε κοντά του ο Βίγκο, ο οποίος της έδωσε ένα ποτό και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε ανάμεσα στη Σάμερ και την αρχοντικά ψηλή Λούμπα. Έμοιαζε με μονάρχη ο οποίος επιδείκνυε περήφανα τις δύο συζύγους του. Ο Ντόμινικ μόρφασε. Πέρα από τις υποψίες που είχε σχετικά με την εξαφάνιση του βιολιού της Σάμερ, είχε ήδη αντιπαθήσει έντονα τον αστέρα της ροκ. Ζήτησε συγνώμη από τον Έντουαρντ και την Κλαρίσα, από τους ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί γύρω τους κι από τους μουσικούς τους οποίους έμοιαζαν να έχουν θέσει υπό την αιγίδα τους και πέρασε στο μπαρ –το οποίο είχε στηθεί στη μία άκρη του δωματίου, πάνω σε μια τάβλα–, αναζητώντας κάτι χωρίς αλκοόλ. Αφού έριξε μια ματιά στα διάφορα μπουκάλια, κουτάκια και πλαστικά ποτήρια που έστεκαν ανάκατα πάνω στο τραπέζι, έπιασε ένα μισογεμάτο μπουκάλι με ανθρακούχο νερό και το έφερε κατευθείαν στο στόμα του, καθώς δεν κατάφερε να βρει καθαρό ποτήρι.
«Δε θα προτιμούσες κάτι πιο δυνατό;» του πρότεινε μια φωνή δίπλα στο αφτί του. Εκείνη η γνώριμη προφορά. Ήταν η Λούμπα, που είχε αποσπαστεί από το τρίπτυχο του Βίγκο. «Όχι, μια χαρά είναι αυτό για μένα», απάντησε ο Ντόμινικ. Η Λούμπα φορούσε ένα λεπτό μεταξωτό φόρεμα που λαμπύριζε στην κάθε κίνηση του σώματός της και που μετά βίας της έφτανε ως τα γόνατα. Αγκάλιαζε τη σιλουέτα της λες και ήταν ζωγραφισμένο πάνω της. «Πολύ πειθαρχημένος», σχολίασε εκείνη. «Ο φίλος μου ο Βίγκο δε λέει ποτέ όχι σε κάποιο ποτό... ή ναρκωτικό». Έγνεψε προς το μέρος του Βίγκο Φρανκ. Ο τραγουδιστής είχε περασμένο το μπράτσο του γύρω από τη μέση της Σάμερ, ενώ χειρονομούσε και κάτι έλεγε στους θαυμαστές που είχαν συγκεντρωθεί γύρω του. «Είναι μεγάλη η απόσταση από τη Νέα Ορλεάνη», άλλαξε συζήτηση ο Ντόμινικ. «Για λίγο βρέθηκα εκεί», του εξήγησε η Λούμπα. «Τη μία μέρα Νέα Ορλεάνη, μετά Σιάτλ. Έχεις πάει ποτέ εκεί; Βρέχει πολύ, αλλά είναι πολύ ζωντανό μέρος. Έπειτα Λονδίνο. Ποιος ξέρει πού θα είμαι αύριο;» «Σου αρέσει να ταξιδεύεις;» «Βλέπεις πάντα κάτι καινούριο, γνωρίζεις καινούριους ανθρώπους. Η ζωή θα ήταν πολύ βαρετή αν ήσουν κολλημένος μονάχα σε ένα πράγμα, σε ένα άτομο. Δε συμφωνείς;» Η ανάσα της μύριζε βότκα. Το δίχως άλλο, αυθεντική ρωσική βότκα: τούτη η κοπέλα σού έδινε την
εντύπωση πως θα δοκίμαζε μόνο ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει η ζωή. «Είσαι μαζί με τον Βίγκο Φρανκ;» «Μαζί; Ναι και όχι... Είναι βολικός, ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή. Έτσι πάει το πράγμα», είπε, σαν να βαριόταν την προοπτική τυχόν επόμενων ερωτήσεων προσωπικού χαρακτήρα. «Κι εσύ; Εξακολουθείς να είσαι φίλος με τη μικρή μας βιολονίστρια;» «Μπορεί». «Δε μου ακούγεται για ναι αυτό...» «Και τι κάνεις όταν δε χορεύεις;» τη ρώτησε ο Ντόμινικ, επιχειρώντας να στρέψει την κουβέντα αλλού. «Ζω». «Πού;» «Αυτό τον καιρό στο σπίτι του Βίγκο, στο Λονδίνο. Στο Μπελσάιζ Παρκ». «Εκεί κοντά μένω κι εγώ», είπε ο Ντόμινικ. «Και γράφεις βιβλία», συνέχισε εκείνη. «Αυτό πώς το ήξερες;» Ο Ντόμινικ φάνηκε έκπληκτος. «Έχω το βιβλίο σου. Δεν υπήρχε φωτογραφία σου στο κάλυμμα, αλλά είχα την περιέργεια, από τη στιγμή που μου άρεσε, οπότε σε έψαξα στο διαδίκτυο. Επειδή είμαι χορεύτρια, δεν πάει να πει ότι δε διαβάζω», επισήμανε. «Σε αναγνώρισα από εκείνη τη νύχτα στη Νέα Ορλεάνη. Ποτέ δεν ξεχνώ ένα πρόσωπο». Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βροντερά ομαδικά γέλια
από την παρέα όπου στέκονταν ο Έντουαρντ και η Κλαρίσα κι όπου εν τω μεταξύ είχαν ενταχθεί ο Βίγκο και η Σάμερ. Η Σάμερ έδειχνε απορροφημένη στη συζήτηση που είχε με το ζευγάρι των Κροατών που έπαιζαν πνευστά, ενώ ο Βίγκο χαχάνιζε δυνατά με κάτι που μόλις είχε πει ο Έντουαρντ. Με την άκρη του ματιού του, όπως ήταν στραμμένος προς την αγαλμάτινη Λούμπα, ο Ντόμινικ παρατήρησε ότι η Σάμερ τον κάρφωνε με μια λοξή ματιά. «Πάρτι!» φώναξε ο Βίγκο. Κάποιοι επανέλαβαν την κραυγή του. Ο Ντόμινικ ένιωσε την παλάμη της Λούμπα να περνά ξυστά από τη δική του και ένα μικρό διπλωμένο χαρτί άλλαξε χέρια. Γύρισε και την κοίταξε, με απορία. Εκείνη τον κοίταξε για λίγο στα μάτια, σταθερά, και καθώς απομακρυνόταν για να ενωθεί με την κυρίως παρέα, είπε: «Είσαι ενδιαφέρων. Μου αρέσουν οι ενδιαφέροντες άντρες», και πήγε παρακάτω. Ο Ντόμινικ ξεδίπλωσε διακριτικά το χαρτί και του έριξε μια ματιά. Ήταν ένας αριθμός τηλεφώνου. Βλέποντας τη Λούμπα να επιστρέφει στο πλευρό του, ο Βίγκο χαμογέλασε πλατιά και την αγκάλιασε, ενώ το άλλο του χέρι εξακολουθούσε να κινείται κοντά στη μέση της Σάμερ. «Αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι εδώ», ανακοίνωσε, δείχνοντας τους κομψά ντυμένους Έντουαρντ και Κλαρίσα, «πρότειναν να πάμε όλοι μαζί να το διασκεδάσουμε. Ποιο
ήταν το όνομα του κλαμπ που προτείνατε να επισκεφτούμε;» «Les Chandelles», είπε ο Έντουαρντ, με άψογη γαλλική προφορά. «Δεν είναι μακριά αν πάρουμε ταξί. Λίγο πιο κάτω από τα Ηλύσια Πεδία. Είμαστε από παλιά μέλη εκεί· δεν πιστεύω πως θα υπάρξει πρόβλημα να περάσουμε όλοι μέσα». «Όσο περισσότεροι, τόσο το καλύτερο, σωστά;» είπε εύθυμα ο Βίγκο. Ο Ντόμινικ είχε ακουστά το μέρος αυτό. Ήταν πραγματικά περιβόητο, ένα άκρως εκλεκτικό club échangiste, δηλαδή λέσχη ανταλλαγής συντρόφων, όπου έπαιζαν τα πάντα. Το δίχως άλλο, υπό τους ήχους φελλών σαμπάνιας και γενικά επίδειξης πλούτου, αρχικά τουλάχιστον, πριν βγουν τα ρούχα. Ο Βίγκο ρώτησε τριγύρω: «Λοιπόν, ποιος είναι μαζί μου;» Κάποιοι από τους παριστάμενους βρήκαν την ευκαιρία να αποχωρήσουν σε αυτό το σημείο, μεταξύ των οποίων ο Άλεξ, ο κάπως συντηρητικός γιος του Έντουαρντ και της Κλαρίσα, αλλά και ο Τεντ και το ζευγάρι των Κροατών, με τους τελευταίους να είναι προφανώς αρκετά απασχολημένοι ο ένας με τον άλλο. Οι επιζώντες από το πάρτι στο καμαρίνι άρχισαν να βγαίνουν στο διάδρομο που οδηγούσε στην κύρια είσοδο του La Cigale.greekleech.info Μερικοί θαυμαστές στέκονταν στο κρύο εκεί έξω, ελπίζοντας να εξασφαλίσουν αυτόγραφα, τα οποία ο Βίγκο ευχαρίστως μοίρασε. Η ειρωνεία ήταν πως κανείς τους δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στα μέλη των Groucho Nights ή στη Σάμερ.
Σκοτεινά σύννεφα απλώνονταν στο νυχτερινό ουρανό του Παρισιού. Μια μακριά λιμουζίνα περίμενε μπροστά στο πεζοδρόμιο. Δε θα μπορούσε να χωρέσει όλη η παρέα εκεί, οπότε γύρω στα έξι άτομα έμειναν εκτός, μεταξύ των οποίων και ο Ντόμινικ, ο οποίος είχε ακολουθήσει τους υπόλοιπους, αλλά χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Η Κλαρίσα φώναξε τη διεύθυνση του κλαμπ στους άλλους, για να πάρουν ταξί και να τους συναντήσουν εκεί. Όπως έφευγε η λιμουζίνα, ο Ντόμινικ παρατήρησε πως η Σάμερ δεν είχε επιβιβαστεί, αλλά είχε μείνει πίσω, με κάποια πρόφαση, και τώρα βρισκόταν δίπλα του. Δεν είχε φέρει σακάκι ή παλτό μαζί της και τουρτούριζε. Γύρισε και τον κοίταξε, κι έτσι όπως αντίκρισε τα μάτια της τόσο κοντά και πάλι, ο Ντόμινικ αισθάνθηκε σαν να είχε μεθύσει. «Θέλεις στ’ αλήθεια να πας εκεί πέρα; Να βρεις τους άλλους και ό,τι ήθελε προκύψει;» τον ρώτησε ενώ κάποιοι από τους υπόλοιπους ξέμπαρκους σταματούσαν διερχόμενα ταξί. «Δε θα το έλεγα», απάντησε ο Ντόμινικ. «Ωραία». Πέρασαν μπροστά από τους άλλους και επιβιβάστηκαν στο πρώτο ταξί που σταμάτησε. Καθώς το ταξί διέσχιζε τον Σηκουάνα, στο ύψος του Μουσείου Ορσέ η Σάμερ κόλλησε το σώμα της πάνω στον
Ντόμινικ. Το αυτοκίνητο έστριψε απότομα προς τα αριστερά, για να πιάσει ένα μονόδρομο που θα τους οδηγούσε στο Μπουλβάρ Σεν Ζερμέν. Ακολουθώντας την κίνησή του, η Σάμερ έγειρε το κεφάλι της πάνω στον ώμο του Ντόμινικ. Ο ανελκυστήρας ήταν ο πλέον ανεπαρκής που είχε χρησιμοποιήσει ποτέ του ο Ντόμινικ, με αποτέλεσμα να χρειαστεί μαζί με τη Σάμερ να στριμωχτούν για να χωρέσουν και οι δύο. Το δωμάτιο ήταν μικρό. Και το κρεβάτι στενό. «Μίλησα σε κάποιον σχετικά με το Μπαγί», της είχε πει όταν, αφού διέσχισαν το δρόμο από το σημείο όπου τους είχε αφήσει το ταξί, πατούσαν το κουδούνι για να τους ανοίξει ο υπάλληλος του ξενοδοχείου που εκτελούσε τη νυχτερινή βάρδια. «Σου είπε κάτι για το πού θα μπορούσε να βρίσκεται;» αμέσως θέλησε να μάθει η Σάμερ. «Όχι, αλλά...» «Τότε δε θέλω να μου πεις», τον διέκοψε. «Μπορεί να περιμένει ως το πρωί. Δε θέλω να ξέρω αυτή τη στιγμή». Πλησίασε ακόμη πιο κοντά του. Το βλέμμα της ήταν διστακτικό, το δικό του την έλκυε πάνω του· και οι δύο δεν ήταν σίγουροι για το τι έπρεπε να πουν ή να κάνουν στη συνέχεια. Θαρρείς και τους παρέσυρε μια δύναμη πάνω στην
οποία δεν είχαν τον παραμικρό έλεγχο. Σαν μαγνήτες που ενώνονταν. Ο Ντόμινικ ένιωθε τη θερμότητα που αναδιδόταν από μέσα της. Άκουσε τον ήχο της κοφτής ανάσας της, λες και περνούσε μέσα από ενισχυτή κάθε χτύπος της καρδιάς της. Κινήθηκε ελαφρά προς το μέρος της. Η συνέχεια ήταν αναπόφευκτη. Φιλήθηκαν. Αισθάνθηκε σαν να επέστρεφε στον τόπο του. Ούτε μία μέρα μετά τη Νέα Υόρκη δεν είχε περάσει χωρίς να σκέφτεται πως κρατούσε και πάλι τη Σάμερ στην αγκαλιά του, και στην αρχή η κίνηση αυτή του φάνηκε σαν ψέμα. Το δωμάτιο στον τελευταίο όροφο ήταν ακόμη κρυμμένο στο σκοτάδι, ενώ το κλειστό παράθυρο έβλεπε προς τις στέγες των γειτονικών κτιρίων· δεν ήταν δωμάτιο με θέα. Ο Ντόμινικ αφέθηκε στην οικεία και αβίαστη απόλαυση της μεθυστικής απαλότητας των χειλιών της Σάμερ και στην καθησυχαστική αίσθηση του να την κρατά και πάλι στην αγκαλιά του κι άρχισε να παρασύρεται από την άνεση με την οποία ταίριαζαν οι δυο τους. Οι παλάμες του πέρασαν από το πιγούνι στα πλευρά της και κάτω από το λεπτό ύφασμα της μπλούζας της. Ένιωσε τις γραμμές και την αντίσταση του κορσέ που είχε φορέσει για λίγο η Σάμερ πάνω στη σκηνή. Δεν τον είχε βγάλει «Χέρια ψηλά», τη διέταξε. Η Σάμερ σήκωσε τα χέρια της κι εκείνος της έβγαλε το μπλουζάκι.
«Παντελόνι», επέμεινε. Η Σάμερ κατέβασε το φερμουάρ και, με μερικά τινάγματα, κατέβασε το τζιν, το οποίο έπεσε γύρω από τους αστραγάλους της. Στεκόταν εκεί, με τον κορσέ να είναι το μοναδικό ρούχο που της απέμενε. Όποιος την είχε βοηθήσει να τον σφίξει όταν τον φόρεσε στα καμαρίνια ανάμεσα στην κυρίως εμφάνιση και το μπιζάρισμα –η Έλα, ίσως– τον είχε δέσει πολύ σφιχτά, έτσι που έκλεινε γύρω από τη μέση της με άγρια αποτελεσματικότητα, τονίζοντας τη λεπτή σιλουέτα της και πλαισιώνοντας τα στήθη της, με τις ρώγες στραμμένες προς τα πάνω, σε στάση προσοχής, σκληρές και σκούρες. Ο Ντόμινικ χαμήλωσε τα χείλη του προς το ακάλυπτο πάνω μισό του στήθους της. Πήρε τη μία θηλή στο στόμα του, διαβάζοντας την εύπλαστη υφή της με την αεικίνητη γλώσσα του, υγραίνοντάς τη, λιπαίνοντάς τη. Ύστερα την έπιασε γερά ανάμεσα στα δόντια του, δοκιμάζοντας την πυκνότητά της, προτού τη δαγκώσει, στην αρχή ελαφρά κι έπειτα πιο δυνατά. Η Σάμερ βόγκηξε σιγανά, καθώς ολόκληρο το σώμα της καρφωνόταν από ένα κύμα ηδονής και πόνου. Απόλαυσε την κορύφωση της αίσθησης αυτής, με τα δόντια σφιγμένα, μέχρι που οι ενδορφίνες στον οργανισμό της πήραν μπροστά και η δυσφορία άρχισε να μετατρέπεται σε ευχαρίστηση καθώς τα κοφτερά δόντια του Ντόμινικ συνέχιζαν να βυθίζονται στην κατάστικτη, τραχύτερη
επιδερμίδα των θηλών της, αν και σε κανένα σημείο τόσο δυνατά ώστε να τη ματώσουν. Έμεινε εκεί για ένα διάστημα που έμοιαζε με αιωνιότητα, ισορροπώντας ανάμεσα στον πόνο και την ηδονή, με ολόκληρο το σώμα της να ξυπνά, η μία περιοχή μετά την άλλη, ξεκινώντας από τα σωθικά της, τα βάθη του μουνιού της, ώσπου το παλιρροϊκό κύμα έφτασε στον εγκέφαλό της και ένιωσε τον εαυτό της να πνίγεται πρόθυμα σε μια πηχτή θάλασσα ζεστασιάς, κινούμενη στον ασταθή πυθμένα της με πυξίδα το πρωτόγονο ένστικτο. Πάνω που ήταν έτοιμη να αφεθεί απόλυτα στις μεθυστικές αισθήσεις που αντλούσε με γαργαλιστική μαεστρία ο Ντόμινικ από τα βάθη της μνήμης της, τα δόντια του αποτραβήχτηκαν ξαφνικά και τα χείλη του πέρασαν στο αφτί της, παίζοντας αλύπητα με την ακόμη πιο ευαίσθητη σάρκα του λοβού της, οπότε το γαϊτανάκι του πόνου και της ηδονής ξεκίνησε από την αρχή. Η Σάμερ τινάχτηκε, άρχισε να τρέμει ανεξέλεγκτα καθώς οι αισθήσεις θέριευαν μέσα της, η πλάτη της έχασε για λίγο τη διάθεση να στέκει ίσια και σταθερή. Ένιωσε τον Ντόμινικ να την πιάνει κάτω από τα μπράτσα, να τη στηρίζει, να αποτρέπει την πτώση της. Τώρα μπορούσε να αισθανθεί τη λυσσασμένη σκληράδα του καυλιού του που πιεζόταν πάνω της μέσα από το τραχύ ύφασμα του μαύρου παντελονιού του όπως τριβόταν πάνω στο σγουρό θάμνο της. Η προσμονή της αυξήθηκε νιώθοντας την υγρασία που απλωνόταν ανάμεσα στους
μηρούς της, το πηγάδι του πάθους να γεμίζει, μία στάλα τη φορά, να την ετοιμάζει, να μεταμορφώνει την ίδια της τη φύση. Τελικά ο Ντόμινικ τράβηξε τα χείλη του και μια βαθιά αίσθηση δέους και απόλαυσης έσκασε πάνω της, σαν χαστούκι στο πρόσωπο, η ξαφνική συνειδητοποίηση πως αυτό θα μπορούσε να ήταν το τέλος της κυκλικής τακτικής του «σταμάτα ξεκίνα» με την οποία είχε αρχίσει την επίθεσή του πάνω που εκείνη είχε βολευτεί στις φλόγες της επανάληψης. Κοιτάχτηκαν αμίλητοι για ένα με δύο δευτερόλεπτα, και τότε τα χείλη του επέστρεψαν στο αφτί της, αυτή τη φορά παίζοντας με το κέντρο του, υγραίνοντάς το, γλείφοντας αυτό το άκρως προσωπικό σημείο, ταξιδεύοντας στο μικρό λάκκο του, και η αίσθηση ήταν σαρωτική, αλλεπάλληλες μικρές σεισμικές δονήσεις ξεσπούσαν μέσα της, στο ναρκοπέδιο των αισθήσεών της. Η Σάμερ συνειδητοποίησε πως, για μία ακόμη φορά, πλησίαζε το σημείο χωρίς επιστροφή, ένα μέρος στο οποίο μονάχα ο Ντόμινικ ήξερε πώς να εισβάλλει και να κυριαρχεί, σαν άρχοντας όλων όσων έβλεπε γύρω του. Μέχρι στιγμής είχε περιοριστεί σε μερικές δαγκωνιές, και μάλιστα τρυφερές, όμως η ψυχή της λαχταρούσε παραπάνω, την προκαλούσε να ξεκινήσει μια ξέφρενη κούρσα προς τον πραγματικό πόνο. Και τη φόβιζε το ότι αυτό το τόσο συχνά απροσπέλαστο σημείο εκείνη το ένιωθε τόσο οικείο, σαν να ανήκε πραγματικά εκεί.
Αυτή τη στιγμή το μόνο που ήθελε η Σάμερ ήταν τον Ντόμινικ μέσα της, όμως ήξερε πως εκείνος επίτηδες δε θα βιαζόταν, θα έπαιζε με το κορμί και το μυαλό της σαν να ήταν μουσικό όργανο πριν της χαρίσει εκείνη τη γλυκιά λύτρωση. Μια επωδός επαναλαμβανόταν στο μυαλό της, Ανάθεμά σε, ανάθεμά σε, σε θέλω, σε μισώ, σ’ αγαπώ, ξανά και ξανά, σε ατελείωτους κύκλους. Ντόμινικ. Ντόμινικ. Κάνε μου άσχημα πράγματα. Ήθελε να το πει δυνατά, αλλά ήξερε πως εκείνος φτιαχνόταν με τη σιωπή, αυτή του έδινε δύναμη, κι εκείνη το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να λιώσει στην αγκαλιά του. Δάγκωσε το χείλος της. Δυνατά. Ένιωσε μια μικρή σταγόνα αίμα να σχηματίζεται πάνω στη μικρή τομή που είχε μόλις σχηματίσει και είδε τον Ντόμινικ να ορμάει με δίψα, σαν βαμπίρ μέσα από το σκοτάδι, για να τη γλείψει, την ώρα που ένα τρυφερό χαμόγελο φώτιζε το πρόσωπό του. Πιέζοντάς την ελαφρά στους ώμους, την οδήγησε στο κρεβάτι. Η Σάμερ αφέθηκε στη γλυκιά αγκαλιά του, τον κοίταξε και άνοιξε τα πόδια της, με υπέροχη προσμονή. Ο χρόνος πάγωσε για μια στιγμή καθώς οι δυο τους κοιτάζονταν και αμέτρητες αράδες βουβού διαλόγου ξετυλίγονταν. Τότε ο Ντόμινικ γδύθηκε, ενώ η Σάμερ τον παρακολουθούσε. Το σώμα του εξακολουθούσε να είναι λευκό, όπως το θυμόταν, η αγγλική επιδερμίδα τόσο ξένη στον ήλιο. Η απολαυστική σκέψη να καθίσει ένα διάστημα σε κάποια
καυτή μεσογειακή παραλία μαζί του πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό της. Γυμνός πλέον, ο Ντόμινικ σήκωσε το μαύρο παντελόνι του από το πάτωμα, εκεί που το είχε αφήσει να πέσει, και τράβηξε τη χοντρή δερμάτινη ζώνη του προτού ανέβει στο κρεβάτι, παίρνοντας θέση από πάνω της, με το δυνατό του πούτσο γαργαλιστικά κοντά στο μισάνοιχτο στόμα της. Την έπιασε από τα χέρια, τα ακινητοποίησε πάνω από το κεφάλι της και τα έδεσε με τη ζώνη στα κάγκελα του κρεβατιού. Η καρδιά της Σάμερ πετάρισε κι εκείνη έκλεισε τα μάτια της. Στάθηκε πελώριος από πάνω της, έστρεψε το πέος του στο στόμα της και το πέρασε ξυστά στα χείλη της. Ενστικτωδώς, εκείνη άνοιξε το στόμα της, όμως αυτός, πειραχτικά, αρνήθηκε να έρθει μέσα της, οπότε η Σάμερ αναγκάστηκε να σηκώσει το κεφάλι της για να συναντήσει τον πούτσο του όπως αιωρούνταν, σκληρός και καυτός, ελάχιστα εκατοστά πιο ψηλά. Τη στιγμή που η γλώσσα της τεντώθηκε αρκετά για να ταξιδέψει πάνω στη λεία επιφάνεια της βαλάνου του ένα ηλεκτροσόκ θαρρείς πως διαπέρασε την ψυχή και το κορμί της. Αν και εκείνη ήταν η βιολονίστρια, ο Ντόμινικ ήξερε ακριβώς πώς να παίζει μαζί της. Κάθε του άγγιγμα, κάθε προσποίηση ενορχήστρωνε τη διαδρομή της προς την απόλυτη υποταγή. Τελικά η Σάμερ άφησε το κεφάλι της να πέσει, να σωριαστεί στο μαξιλάρι που το στήριζε, κι αυτή τη
φορά ο υπέροχος πούτσος του την ακολούθησε, ανοίγοντας οριακά το στόμα της, στερώντας της για λίγο ακόμη την απόλαυση, ώσπου εκείνη δεν άντεξε άλλο και η γλώσσα της του όρμησε, άρχισε να τον γλείφει, να λειαίνει το μονοπάτι του, να λιπαίνει την κτηνώδη δύναμή του. «Ναι», είπε ο Ντόμινικ. Η Σάμερ βόγκηξε. «Κατάπιε με ολόκληρο», ψιθύρισε. «Μμμ...» έκανε η Σάμερ όπως τινάχτηκε ξαφνικά ο Ντόμινικ προς τα εμπρός. Άρχισε να της γαμάει το στόμα. Τρυφερά, λυσσασμένα, βαθιά, γεμάτα, στοργικά, άγρια. Έτσι ακριβώς όπως τον ήθελε εκείνη. Παραιτούμενη από κάθε έλεγχο, ολοκληρωνόταν. Η νύχτα ήταν σεξ. Το Παρίσι ήταν σεξ. Κι έτσι, ο κόσμος ήρθε στην κατάσταση που έπρεπε. Τουλάχιστον για απόψε, η Σάμερ ανήκε ολοκληρωτικά στον Ντόμινικ. Όταν ξύπνησαν το πρωί, ταλαιπωρημένοι και εξουθενωμένοι συναισθηματικά και σωματικά και οι δυο τους, η Σάμερ συνειδητοποίησε αλαφιασμένη ότι μετά βίας προλάβαινε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο της για να μαζέψει τα πράγματά της ενόψει της επόμενης στάσης στην ευρωπαϊκή περιοδεία του συγκροτήματος. Δεν μπορούσε να αφήσει τους άλλους να την περιμένουν. Τέτοια ώρα όλος ο εξοπλισμός θα είχε
φορτωθεί στο ειδικά ναυλωμένο λεωφορείο. Όμως εξακολουθούσε να εκκρεμεί η κουβέντα τους για το κλεμμένο βιολί. «Κάποια άλλη φορά», συμφώνησαν και άρχισαν να ντύνονται βιαστικά. Η Σάμερ βγήκε τρέχοντας από το κτίριο, γυρίζοντας για να του στείλει ένα πεταχτό φιλί, κι ο Ντόμινικ αισθάνθηκε απαίσια που δεν είχαν βρει την ευκαιρία να μιλήσουν πραγματικά αυτό το πρωί. Γι’ αυτό που είχε συμβεί τη νύχτα. Και τότε έριξε μια ματιά στο ρολόι του και αντιλήφθηκε πως του απέμενε σκάρτα μία ώρα περιθώριο πριν από την αναχώρηση του δικού του τρένου για το ταξίδι της επιστροφής στο Λονδίνο.
9 Κορίτσια Μαζί ΠΡΟΛΑΒΑ ΝΑ ΦΤΑΣΩ στο λεωφορείο του συγκροτήματος την τελευταία στιγμή. «Επιτέλους, Σαμ, φοβηθήκαμε ότι δε θα τα κατάφερνες», είπε ο Κρις μόλις ανέβηκα λαχανιασμένη. Η Φραν μού έριξε μια ανήσυχη ματιά κι εγώ της απάντησα με ένα σχεδόν ανεπαίσθητο νεύμα, μια βουβή κίνηση για να της δείξω πως ήμουν εντάξει, παρακαλώντας την ταυτόχρονα να μην το κάνει θέμα. Καθόταν δίπλα στον Κρις. Είχε κουλουριαστεί πάνω στο κάθισμα, με το κεφάλι ακουμπισμένο στον ώμο του. Και οι δύο αποκοιμήθηκαν λίγη ώρα αφότου ξεκινήσαμε. Η Έλα και ο Τεντ κοιμόνταν ήδη, όπως και η Μαρίγια. Ο Μπάλντο και ο Άλεξ μού χαμογέλασαν και μου έγνεψαν φιλικά, όμως και οι δύο έδειχναν τόσο ταλαιπωρημένοι όσο αισθανόμουν κι εγώ. Πρέπει να ήταν κουραστική νύχτα για όλους μας. Αναρωτήθηκα πώς να την είχαν περάσει. Δεν ήθελα να σκέφτομαι τα ενδιαφέροντα της αδερφής μου, και δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ο Κρις ήταν τύπος που θα έκανε τράμπα συντρόφους. Ήταν μονογαμικός χαρακτήρας. Η Έλα και ο Τεντ ήταν αρκετά φιλικοί, αλλά δεν έπιαναν κουβέντα
για τα προσωπικά τους και δεν ήξερα καν αν ήταν ετεροφυλόφιλοι, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι, αν τα είχαν μεταξύ τους ή αν ήταν ασεξουαλικοί. Η Μαρίγια και ο Μπάλντο ήταν σίγουρα πλάσματα του πάθους. Την εποχή που συγκατοικούσαμε σπάνια περνούσε νύχτα ή πρωινό που δεν είχα αποκοιμηθεί ή ξυπνήσει με τους ήχους των περιπτύξεών τους. Το κατά πόσο θα αισθάνονταν άνετα να εκδηλώσουν τα αμοιβαία αισθήματά τους τόσο δημόσια όσο θα μπορούσε να συμβεί στο Les Chandelles, το περίφημο γαλλικό κλαμπ ανταλλαγής συντρόφων, ήταν κάτι που δεν μπορούσα καν να υποθέσω. Όσο για τον Άλεξ, φανταζόμουν πως είχε επιστρέψει στη βάση μας νιώθοντας το λιγότερο αμήχανα στη σκέψη πως οι γονείς του το γλεντούσαν έτσι, αλλά μπορεί να ήταν περισσότερο ανοιχτόμυαλος απ’ ό,τι νόμιζα εγώ. Ήταν κάτι που θα με ενδιέφερε να το συζητήσω, ίσως με τη Μαρίγια ή με τον Έντουαρντ και την Κλαρίσα. Όχι αυτή τη στιγμή πάντως. Εξακολουθούσα να φοράω τα χθεσινά ρούχα. Δεν είχα προλάβει καν να μπω στο ντους, πόσω μάλλον να χτενιστώ ή να μακιγιαριστώ. Είχα αργήσει να κοιμηθώ, γαληνεμένη, απολαμβάνοντας την αίσθηση του να πλαγιάζω δίπλα στον Ντόμινικ. Ελάχιστα είχαμε μιλήσει. Δεν είχαμε προλάβει. Περάσαμε τη νύχτα στο κρεβάτι μαζί, και ήταν πραγματικά υπέροχα, όπως πάντα. Ταιριάξαμε λες και δεν είχαμε χωρίσει στιγμή, ζήσαμε τη δική μας, απόλυτα προσωπική μορφή έρωτα χωρίς
να χρειαστεί να πούμε λέξη. Όμως δε μου είχε δοθεί η ευκαιρία να του πω πώς αισθανόμουν. Ούτε καν να καταλήξω στο τι ακριβώς ένιωθα. Τελικά έπρεπε να ντυθώ, να τον αποχαιρετίσω με ένα φιλί στον αέρα και να φύγω τρέχοντας για να προλάβω το λεωφορείο, σαν κυνηγημένη. Τώρα με περίμενε η μεγάλη διαδρομή ως τις Βρυξέλλες, έχοντας ελάχιστα πράγματα να με βοηθήσουν να ξεχνιέμαι, πέρα από τις σποραδικές κουβέντες με τα άλλα μέλη του συγκροτήματος, όποτε άνοιγαν τα μάτια τους, τα τοπία που περνούσαν και χάνονταν μπροστά από τα παράθυρα καθώς ταξιδεύαμε μέσα από πόλεις μεγάλες και μικρές, κι εγώ δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο πέρα από τον Ντόμινικ. Τα χείλη μου ήταν ακόμη πονεμένα από την αψάδα των φιλιών του, για να μη σχολιάσω καν τις ρώγες μου, οι οποίες, εκτός από πονεμένες, ήταν και πρησμένες και μελανιασμένες στα σημεία όπου τα δόντια του είχαν χαράξει την επιδερμίδα μου. Εξακολουθούσα να είμαι υγρή, αφού είχα αρχίσει να σκέφτομαι την επιστροφή στο κρεβάτι του με το που σηκώθηκα από αυτό, και πέρα από το σωματικό πόνο και τη λύπη, με είχε καταλάβει η ανάγκη να είμαι μαζί του, μια ανάγκη που αμφέβαλλα αν επρόκειτο κάποια στιγμή να καλυφθεί, τουλάχιστον όσο ήμασταν χώρια. Ήθελα να βρω κάποιο τρόπο να διώξω τις σκέψεις αυτές από το μυαλό μου, ας πούμε να πέσω σε μια πισίνα και να αρχίσω να κολυμπώ ασταμάτητα ή να φορέσω τα αθλητικά
μου και να ξεχυθώ στα μονοπάτια μέχρι ο πόνος του σώματος να ακυρώσει τον πόνο της καρδιάς.greekleech.info Αλλά ήταν ανώφελες τούτες οι σκέψεις. Ήμουν υποχρεωμένη να μείνω σε εκείνο το βολικό κάθισμα για τις επόμενες πέντε ώρες. Δεν ήταν αρκετός χρόνος για να κοιμηθώ, μα ήταν πάρα πολύς για να καθίσω αμίλητη, χωρίς να έχω κάτι να απασχολούμαι. Ευχήθηκα να είχα σκεφτεί να φορέσω σφιχτά τον κορσέ μου κάτω από το μπλουζάκι μου, όπως χθες. Η δυσφορία αυτή κάπως θα μετρίαζε την τρομερή λαχτάρα που σάρωνε το είναι μου σαν αδιάκοπη κραυγή. Δεν είχα προλάβει καν να τον ρωτήσω για το Μπαγί. Για να είμαι ειλικρινής, περισσότερο με ενδιέφερε να ξαναβρώ τον Ντόμινικ παρά το βιολί. Ευχαρίστως θα έχανα το Μπαγί χίλιες φορές για να κερδίσω μία ακόμη ευκαιρία μαζί του. Αν ήταν δυνατό να κλείσω συμφωνία με το διάβολο εκείνη τη στιγμή, θα του παραχωρούσα την ψυχή μου και θα κατέστρεφα το βιολί με τα ίδια μου τα χέρια αν ήταν έτσι να γυρίσει κοντά μου ο Ντόμινικ. Όμως όλα αυτά ήταν μάταια. Είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής στο Λονδίνο, στη Λόραλιν. Απ’ όσο τους γνώριζα και τους δύο, σίγουρα θα είχαν ανοιχτή σχέση. Δεν μπορούσα να φανταστώ τη Λόραλιν να νοικοκυρεύεται και, παρά το γεγονός πως ο Ντόμινικ ποτέ δεν έδειχνε ικανός να ξεφύγει τελείως από τη ζήλια του, ήταν ιδιαίτερα ανεξάρτητος άνθρωπος. Αμφέβαλλα για το κατά πόσο θα συμφωνούσε σε μια μονογαμική σχέση με οποιαδήποτε
σύντροφο. Ακόμη κι έτσι όμως, εγώ ευχόμουν να ήξερα τι σήμαινε για εκείνον η νύχτα που περάσαμε μαζί. Η Λόραλιν δεν είχε ίχνος υποταγής μέσα της, επομένως ίσως να ήταν φυσικό για τον Ντόμινικ να πάει με κάποια που εκτιμούσε αυτή τη στάση. Να το διασκεδάσει με μια παλιά παρτενέρ του, τίποτα περισσότερο. Αναρωτήθηκα αν θα το έλεγε στη Λόραλιν, αν θα γελούσαν μαζί μου και αν θα έφερναν στο νου τους σκηνές με την αφελή οργανοπαίχτρια που γνώρισαν κάποτε και που γούσταρε το ζόρικο σεξ ενώ δεν είχε ίχνος ρομαντισμού μέσα της. Ε, λοιπόν, η αλήθεια ήταν πως έτσι μου άρεσε το σεξ, αλλά μονάχα με τον κατάλληλο άνθρωπο, και ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Ντόμινικ. Χωρίς αυτόν, πιθανόν να κατέληγα για την υπόλοιπη ζωή μου σε σχέσεις σαν κι εκείνη που είχα με τον Σιμόν. Σχέσεις βασισμένες στη φιλία και τίποτα παραπάνω. Δεν ήθελα να πληγώσω ποτέ ξανά κάποιον έτσι όπως είχα πληγώσει τον Σιμόν, συνεπώς δε σχεδίαζα να δοκιμάσω την τύχη μου στα ραντεβού. Η Λούμπα, πάλι, είχε δείξει να ενδιαφέρεται πολύ για τον Ντόμινικ, κι εγώ αισθάνθηκα τεράστια ευγνωμοσύνη που δε θέλησε να ασχοληθεί περισσότερο μαζί της ή να πάει στο κλαμπ ανταλλαγής συντρόφων. Το να τον μοιραστώ με κάποια άλλη ήταν το τελευταίο που ήθελα τη δεδομένη στιγμή, όσο η όποια σχέση εξακολουθούσαμε να έχουμε φάνταζε τόσο αβέβαιη, τόσο εύθραυστη. Ακόμη κι αν δεν είχε θελήσει να περάσουμε χρόνο μαζί, αν τον έβλεπα να πηγαίνει με κάποια άλλη, θα με τσάκιζε.
Είχαμε προγραμματισμένη εμφάνιση για εκείνο το βράδυ· νέα συναυλία, νέα πόλη. Φόρεσα τα αθλητικά μου με το που μπήκαμε στο ξενοδοχείο, κατέβηκα με το μετρό στο κέντρο της πόλης και έτρεξα λίγο στο Πάρκο των Βρυξελλών, μπροστά από τα ανάκτορα και τις πρεσβείες, διοχετεύοντας στα μονοπάτια όλη την ένταση που είχε συσσωρευτεί στη διάρκεια του ταξιδιού. Όταν τηλεφώνησε ο Ντόμινικ, παραλίγο να μην απαντήσω. Όχι πως δεν ήθελα να του μιλήσω. Το αντίθετο. Ευχόμουν να μπορούσα να συλλάβω τον ήχο της φωνής του για να τον ακούω ξανά και ξανά με το νου μου, όμως φοβόμουν το τι μπορεί να μου έλεγε και τι θα του απαντούσα εγώ. Είχαμε τόσα πολλά να συζητήσουμε κι εγώ ποτέ μου δεν τα πήγα και πολύ καλά με τα τηλέφωνα – η απόσταση έκανε τις σκέψεις μου να σκορπίζουν σαν τα φύλλα στον άνεμο, μου ήταν δύσκολο να εκφράσω τα συναισθήματά μου. Και οι δύο μαζί ζήτημα ήταν αν μιλήσαμε περισσότερα από πέντε λεπτά, και τίποτα απ’ όσα ειπώθηκαν δεν ξεκαθάριζε κάτι ούτε υπονοούσε πώς θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε τη σχέση μας ή έστω αν απέμενε κάποια σχέση για να συνεχιστεί. Σύντομα θα ταξίδευε στην Ισπανία, για να προωθήσει το βιβλίο του με πρωταγωνίστρια την Ελένα. Είχε κάποια νέα να μου πει σχετικά με το βιολί, πληροφορίες οι οποίες άφηναν να εννοηθεί ότι ο Βίγκο ενδεχομένως να κρυβόταν πίσω από την κλοπή. Κατά κάποιο τρόπο, δε μου έκανε εντύπωση αυτό. Από την αρχή είχα την υποψία. Όμως
στεναχωριόμουν τόσο πολύ για τον Ντόμινικ, ώστε η απώλεια του βιολιού απλώς ερχόταν να συνδυαστεί με την απώλεια εκείνου, και η λαχτάρα μου τόσο γι’ αυτόν όσο και για το Μπαγί σχημάτιζε μια συμπυκνωμένη οργή μέσα μου, μια κατάθλιψη που μου ήταν αδύνατο να αποτινάξω. Δεν ήξερα πώς να χειριστώ την κατάσταση με τον Βίγκο. Απ’ όπου κι αν το έπιανα, ήταν ένα πρόβλημα από το οποίο δε θα μπορούσα να απεμπλακώ εύκολα. Αν τον έθιγα, ίσως απέσυρε την υποστήριξή του προς τους Groucho Nights, και τότε θα ήμουν υπεύθυνη για το γκρέμισμα των ονείρων του Κρις. Αν δεν έκανα κάτι, το πιθανότερο ήταν να χάσω οριστικά το Μπαγί. Κι αν συνέχιζα να ζητάω τη βοήθεια του Ντόμινικ, θα ήταν σαν να του υπενθύμιζα διαρκώς ότι πλάγιαζα με τον τύπο που είχε κλέψει το δώρο που εκείνος μου είχε κάνει. Δεν έκλεισα μάτι εκείνη τη νύχτα. Έμεινα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, να κοιτάζω τους αδιάφορους τοίχους του δωματίου στο ξενοδοχείο, ελπίζοντας πως θα μου ερχόταν κάποια ιδέα ικανή να με απαλλάξει από όλα μου τα προβλήματα. Μάταια. Σηκώθηκα πολύ νωρίς το πρωί, φόρεσα τα αθλητικά παπούτσια μου και βγήκα για να εκτονώσω τον εκνευρισμό μέσα από τα πόδια μου, επιβραδύνοντας το ρυθμό και συνεχίζοντας με περπάτημα όταν άρχισαν να πονάνε τα καλάμια μου. Δε με ενοχλούσε ο πόνος, με βοηθούσε να μη σκέφτομαι τον Ντόμινικ, αλλά ο φόβος μήπως πάθω ζημιά στα πόδια και αναγκαστώ να ξεκουραστώ για ένα μήνα ή και
περισσότερο περιόρισε τις προσπάθειές μου σε πιο φρόνιμα επίπεδα. Αυτή τη φορά θυμήθηκα να φορέσω τον κορσέ για το ταξίδι. Άλλες οχτώ ώρες δρόμο με το λεωφορείο, με προορισμό το Βερολίνο. Ήταν νωρίς το βράδυ όταν φτάσαμε στο Βερολίνο. Θα μέναμε στο μητροπολιτικό διαμέρισμα Νόικελν, κοντά στο Festaal Kreuzberg, όπου θα κάναμε την πρώτη μας εμφάνιση το επόμενο βράδυ. Το Βερολίνο ήταν η πρώτη πόλη όπου είχαμε κλεισμένες εμφανίσεις για δύο διαδοχικές βραδιές. Η Σούζαν κατάφερε με κάποιο τρόπο να στείλει μία από τις φωτογραφίες του Γκρέισον σε μερικά γνωστά γερμανικά μουσικά περιοδικά, μια φωτογραφία τόσο πικάντικη όσο έπρεπε, με εμένα να κρατάω το βιολί σαγηνευτικά, ντυμένη με το κολάν της Φραν, το δερμάτινο μπουφάν και τις Louboutin γόβες μου. Η σόλο μουσική μου ήταν ήδη δημοφιλής εδώ και οι Groucho Nights υπόσχονταν ένα συνδυασμό κλασικής μουσικής, σεξ και ροκ εν ρολ – με το συνδυασμό να αποδεικνύεται πετυχημένος, δεδομένου ότι τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί. Το αποτέλεσμα ήταν να έχει η μπάντα καλή διάθεση, οπότε κανονίσαμε ένα μικρό διάλειμμα και μερικές επιπλέον νύχτες παραμονής στο Βερολίνο. Ήταν η πρώτη φορά στη διάρκεια της περιοδείας που θα είχαμε την ευκαιρία να κυκλοφορήσουμε στην πόλη σαν πραγματικοί τουρίστες αντί
απλώς να παίξουμε και στη συνέχεια να αναχωρήσουμε για τον επόμενο προορισμό μας. Η Φραν, προσεκτική με τα χρήματα όπως πάντα, μας είχε κλείσει δωμάτια σε ένα οικονομικό ξενοδοχείο, το οποίο διέθετε και ασφαλή χώρο φύλαξης για τον εξοπλισμό, που δεν μπορούσαμε να αφήσουμε στο λεωφορείο τη νύχτα. Το ξενοδοχείο βρισκόταν σε ένα σχετικά ήσυχο δρόμο, με κατοικίες κυρίως, απέναντι από ένα στριφογυριστό κανάλι όπου έπλεαν ήσυχα κύκνοι και ζευγάρια περπατούσαν πιασμένα χέρι χέρι κάτω από τα δέντρα. Η μυρωδιά ζύμης, κρέατος και μπαχαριών αναδιδόταν σαν σύννεφο από το τουρκικό εστιατόριο δίπλα μας. Έπεσα στο κρεβάτι με το που φτάσαμε στο ξενοδοχείο και κοιμήθηκα κανονικά εκείνη τη νύχτα, για πρώτη φορά έπειτα από μέρες. Ίσως αυτό που με βοήθησε να χαλαρώσω ήταν η ανάμνηση της φωνής του Ντόμινικ ή ακόμη κι η σκέψη πως μπορεί να τον ξανάβλεπα, μπορεί να καταφέρναμε τουλάχιστον να μείνουμε φίλοι. Ο χώρος στον οποίο θα παίζαμε βρισκόταν σε ένα δρόμο κάτω από μια σιδηροδρομική γέφυρα, απέναντι από μια αντιπροσωπία αυτοκινήτων. Απέξω δεν έλεγε κάτι ιδιαίτερο, υπήρχε μονάχα μια μικρή επιγραφή με το όνομά του. Όμως, μέχρι να έρθει η ώρα που θα ανεβαίναμε στη σκηνή, ολόκληρο το μαγαζί παλλόταν. Ο χώρος ήταν αποκλειστικά για όρθιους, και ήταν τόσοι πολλοί οι άνθρωποι που είχαν καταφέρει να στριμωχτούν στον εξώστη, ώστε ανησυχούσα
μήπως μας έρθει όλη η κατασκευή στο κεφάλι. Νωρίτερα είχαμε αντιμετωπίσει κάποια θέματα με τον ήχο και καθυστερήσαμε κάπως να ξεκινήσουμε. Μέχρι να εμφανιστούμε στη σκηνή ο κόσμος χτυπούσε τα πόδια κάτω και ούρλιαζε. Ήταν η πρώτη βραδιά που ξεμείναμε από τα προγραμματισμένα τραγούδια για το μπιζάρισμα, και χρειάστηκε να παίξουμε ένα ακόμη χωρίς να το έχουμε δουλέψει για να μας αφήσουν να κατέβουμε από τη σκηνή. Είχαμε μαζέψει όλα μας τα πράγματα και σχεδιάζαμε να πάμε στην πόλη, όταν άκουσα μια γνώριμη φωνή να με φωνάζει στο προαύλιο. «Χαθήκαμε, φιλενάδα». Γύρισα αμέσως στο άκουσμα της χαρακτηριστικής, νεοϋορκέζικης προφοράς. Ήταν η Λόραλιν, η οποία στεκόταν μπροστά μου ντυμένη με στενό τζιν παντελόνι, σήμα κατατεθέν της, ένα απλό άσπρο μπλουζάκι και γόβες στιλέτο. Προφανώς δε φορούσε σουτιέν. Πρέπει να ήταν η μόνη γυναίκα που ήξερα ότι κυκλοφορούσε χωρίς σουτιέν, αλλά απ’ ό,τι φαινόταν εκεί που εγώ απολάμβανα το αντίθετο άκρο, το σφίξιμο του κορσέ, η Λόραλιν προτιμούσε την ελευθερία που πρόσφερε η απουσία κάθε περιορισμού, όπως επίσης τις αντιδράσεις των περαστικών που έβλεπαν καθαρά τις τρυπημένες ρώγες της. Το στήθος της ήταν από εκείνα που έδειχναν όμορφα ακόμη και χωρίς τη στήριξη ενός σουτιέν, κι εγώ τη ζήλευα λιγάκι γι’
αυτό. Αρχικά ενθουσιάστηκα που ένα οικείο πρόσωπο είχε ταξιδέψει τόσο μακριά για να μας δει να παίζουμε, όμως η χαρά μου μετατράπηκε σε σαστιμάρα και φόβο όταν θυμήθηκα πως είχε σχέση με τον Ντόμινικ, στο πλευρό του οποίου είχα περάσει τη νύχτα στο ξενοδοχείο του Παρισιού, πριν από λίγες μέρες. Η έκφραση του προσώπου της οπωσδήποτε δεν έδειχνε πως είχε έρθει εδώ πέρα θυμωμένη, να με κατηγορήσει ότι πήγα να της φάω τον άντρα. Αν μη τι άλλο, έμοιαζε καταχαρούμενη που με έβλεπε. Εγώ, πάλι, δεν ήξερα τι να πω ή τι να κάνω, οπότε απέμεινα να στέκομαι εκεί, με το στόμα ανοιχτό, να την κοιτάζω σαν χάνος. «Ποπό», έκανε, «εντάξει, το ήξερα πως είσαι κομματάκι ψυχρή, αλλά θα καθίσεις έτσι, σαν ξύλο, να με κοιτάς;» «Συγνώμη», είπα, «με αιφνιδίασες. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες να παρακολουθήσεις τη συναυλία». Η Λόραλιν έπλεξε τα χέρια της γύρω μου και με έσφιξε πάνω της, έτσι που ένιωσα το στήθος της να πιέζεται πάνω στο δικό μου. «Ήσουν καταπληκτική», συνέχισε. «Ποιος να το φανταζόταν πως το κορίτσι του Ντόμινικ που έπαιζε κλασική μουσική θα μετατρεπόταν σε ροκ γκόμενα, ε;» «Το κορίτσι του Ντόμινικ;» «Αυτός πού βρίσκεται, για να ’χουμε καλό ρώτημα; Εγώ περίμενα να τον δω μπροστά μπροστά, να σε χειροκροτεί. Τον
έψαχνα όλο το βράδυ». «Νόμιζες πως θα ήταν εδώ, μαζί μου; Εγώ υπέθεσα πως θα ήταν στο Λονδίνο, με σένα», πρόσθεσα σαστισμένη. «Μπα, όχι. Έλειπα στο εξωτερικό. Γύρισα και βρήκα το σπίτι άδειο κι είπα να έρθω να τον βρω. Ποτέ δε μου άρεσε να μένω μόνη», είπε, σφίγγοντας ξανά το μπράτσο μου, σαν να ήθελε να βεβαιωθεί πως ήμουν αληθινή. «Μη μου πεις ότι έφτασε μέχρι το Παρίσι και δε σου είπε ότι είναι τρελά ερωτευμένος μαζί σου;» «Τι είναι αυτά που λες; Δεν είστε ζευγάρι εσείς οι δύο;» «Μην ακούω κουλά. Δυο καλοί φίλοι είμαστε... εντάξει, όχι μόνο φίλοι. Δεν έχω θέμα με τους άντρες, ξέρεις, κάποιες φορές είναι πολύ γοητευτικοί, κι ο Ντόμινικ σαφώς διαθέτει ορισμένα πολύ χρήσιμα ταλέντα». Μου έκλεισε με νόημα το μάτι όταν έκανε εκείνο το τελευταίο σχόλιο. «Μακροπρόθεσμα όμως δεν είναι ο τύπος μου. Εκτός κι αν κάτι τέτοιοι βρίσκονται κάτω από τα τακούνια μου. Μπορούν να γίνουν ωραία κατοικίδια αν τους εκπαιδεύσεις σωστά, αλλά δε νομίζω πως θα κρατούσα έναν δίπλα μου για πάντα». Η πληροφορία αυτή έκανε τα γόνατά μου να λυγίσουν. Κάθισα αδύναμα σε ένα από τα εξωτερικά τραπέζια, την ώρα που η Λόραλιν έσκυβε για να με κοιτάξει στα μάτια, έτσι που τα μακριά της πόδια δίπλωσαν, σαν ακρίδας. «Σοβαρά νόμιζες ότι είχαμε σχέση;» ρώτησε, πιο καλοσυνάτα αυτή τη φορά, απομακρύνοντας τα μαλλιά που
είχαν πέσει στο πρόσωπό μου για να με κοιτάξει στα μάτια. «Ναι, έτσι μου είπε ο Ντόμινικ». «Να φανταστώ ότι κι εσύ του είπες πως είσαι μαζί μ’ εκείνο τον αστέρα της ροκ, με τον οποίο μαθαίνω πως κάνεις παρέα τον τελευταίο καιρό;» «Ναι, αυτό του είπα». «Εσείς οι δύο έχετε βαλθεί να μου σπάσετε να νεύρα, να το ξέρεις. Περήφανοι κι οι δυο σας, αλλά δε βλέπετε την τύφλα σας. Όταν έμαθα πως θα πήγαινε στο Παρίσι για να παρακολουθήσει την πρεμιέρα σου, σκέφτηκα πως επιτέλους λογικεύτηκε, αλλά μάλλον κακώς πίστεψα πως ήταν ικανός να αλλάξει μυαλά». Η Λόραλιν δεν ήταν ζευγάρι με τον Ντόμινικ. Αυτό άλλαζε τα πάντα. Τότε γιατί στην ευχή μου είχε πει εκείνος το αντίθετο; Επειδή του είχα πει πρώτα εγώ ότι περνούσα τις νύχτες μου με τον Βίγκο Φρανκ, αν δεν το είχε διαβάσει ήδη στα κουτσομπολίστικα περιοδικά. Αναθεμάτισα για μία ακόμη φορά τον εαυτό μου, για εκείνο το πείσμα μου που μια ζωή με έβαζε σε μπελάδες και την πλήρη αδυναμία μου να δώσω στους ανθρώπους να καταλάβουν πόσο πολύ τους νοιαζόμουν. Γιατί δεν μπόρεσα να του πω, πολύ απλά, πώς ένιωθα; Έγειρα το κορμί μου ακόμη περισσότερο, ακουμπώντας το κεφάλι στις παλάμες μου, λες και θα μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω αν συγκεντρωνόμουν αρκετά. «Μάλιστα», είπε η Λόραλιν. Την είδα να μισοκλείνει τα
μάτια, αναγνώρισα τον τόνο της φωνής της. Είχε περάσει στο ρόλο της αφέντρας. Τη ζήλευα και γι’ αυτό το κομμάτι του εαυτού της, για το ότι ήταν πάντοτε τόσο ασφαλής, συμφιλιωμένη με τον εαυτό της και τις επιθυμίες της. Δεν έδειχνε να προβληματίζεται καθόλου για το είδος του ανθρώπου στο οποίο είχε εξελιχθεί ούτε για τους λόγους που είχε συμβεί αυτό. Απλώς το απολάμβανε. «Πρέπει να συνέλθεις και να μπεις σε μια σειρά, αλλιώς θα το κάνω εγώ για σένα, και δε γίνεται να μείνουμε εδώ πέρα όλη τη νύχτα. Πού έχουν πάει τα άλλα μέλη του συγκροτήματος;» «Το πιθανότερο είναι να έχουν στήσει πάρτι στα καμαρίνια, αλλιώς θα έχουν γυρίσει στο ξενοδοχείο. Δε θα τους λείψω όμως». «Πάψε να λυπάσαι τόσο τον εαυτό σου. Πες τους ότι συνάντησες τυχαία μια παλιά σου φίλη, για να μη νομίσουν ότι σε απήγαγε κανένας τρελαμένος θαυμαστής, κι έλα να πιούμε κάτι, να μου πεις τα βάσανά σου». Έπλεξε το μπράτσο μου γύρω από το δικό της και με έβγαλε στους δρόμους του Κρόιτσμπεργκ. Ήταν ακόμη σχετικά νωρίς, για τα μέτρα της Βόρειας Ευρώπης. Αντίθετα με τους Λονδρέζους, οι Βερολινέζοι δεν έτρεχαν για να προλάβουν τα τελευταία δρομολόγια του μετρό τα μεσάνυχτα, ούτε είχαν παμπ που έκλειναν στις έντεκα, επομένως τα περισσότερα πάρτι δεν ξεκινούσαν καν πριν από τις δώδεκα, το νωρίτερο, και για να ανέβουν οι ρυθμοί η ώρα
πήγαινε δύο. Εγώ, πάλι, το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να πάω στο ξενοδοχείο και να κοιμηθώ, να κουλουριαστώ και να αφεθώ στη δυστυχία μου. «Πρώτα», είπε η Λόραλιν, «φαγητό. Είναι πολύ δυσκολότερο να αισθάνεσαι μίζερη με γεμάτο στομάχι». Πήγαμε σε ένα μαγαζί που έμενε ανοιχτό μέχρι αργά, στη γωνία δίπλα στο κανάλι, και η Λόραλιν παράγγειλε πίτσα, δύο λουκάνικα με κάρι και μία μερίδα τηγανητές πατάτες. «Μη μου ζαρώνεις τη μύτη», είπε, καθώς έπιασε την κρυφή σκέψη μου κατά πόσο ήταν φρόνιμο να προσθέτεις σάλτσα κάρι πάνω σε λουκάνικο, «είναι πεντανόστιμα». Είχε δίκιο. Το φαγητό ήταν καλό, θερμαντικό και βελτίωσε αρκετά τη διάθεσή μου. «Λοιπόν», είπα. «Πες μου τα πάντα. Πώς και βρέθηκες εδώ, στο Βερολίνο; Έκανες τόσο ταξίδι για να με δεις;» «Χρειάστηκε να φύγω άρον άρον από το Λονδίνο. Ο αδερφός μου είχε κάποιο θέμα, κι έτσι επέστρεψα στη Νέα Υόρκη για μερικές εβδομάδες». «Α. Λυπάμαι που το ακούω». Η Λόραλιν ανασήκωσε τους ώμους της. Έπιανε τις τηγανητές πατάτες τρεις τρεις και τις χρησιμοποιούσε για να σκουπίζει τη σάλτσα κάρι που απέμενε στο πιάτο της. Εγώ ήμουν τόσο ταραγμένη, που δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη, πάντως κατάφερα να φάω το περισσότερο από το λουκάνικό μου. Η σάλτα ήταν ένας περίεργος συνδυασμός κάρι και γλύκας, περισσότερο ζάχαρη παρά μπαχαρικά είχε, όμως τελικά το
αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό. «Οικογενειακές υποθέσεις. Όλα είναι εντάξει πλέον. Έλαβα μερικά μηνύματα από τον Ντόμινικ το διάστημα που έλειπα. Εσείς οι δύο μοιάζετε πάρα πολύ, ξέρεις, έτσι και δεν έχετε κάποιον να σας συνεφέρει, κόβετε φλέβα, οπότε τον έχω από κοντά». Με κοίταζε επίμονα με τα διαπεραστικά γαλάζια μάτια της, προσπαθώντας να διαβάσει την αντίδρασή μου. Εγώ, πάλι, κρεμόμουν από την κάθε της λέξη, ευχόμουν να μπει στο θέμα και να μάθω περισσότερα για τον Ντόμινικ. Η Λόραλιν ήπιε μια γερή γουλιά από το αναψυκτικό της, αφήνοντας την άκρη από το καλαμάκι κατακόκκινη από το κραγιόν της, και συνέχισε. «Μου ανέφερε κάποιο θέμα που είχε προκύψει με το βιολί σου και μου μίλησε για το μυθιστόρημα που δουλεύει αυτό τον καιρό.greekleech.info Αντιμετώπιζε τεράστιες δυσκολίες και με αυτό, ξέρεις. Το πρώτο το έγραψε νεράκι, όταν περιέγραφε εσένα. Τώρα που έχει καθίσει να γράψει για το βιολί σου είναι σαν να έβγαλε ξανά φτερά. Αυτό δε σου λέει κάτι;» Είχα απομείνει να την κοιτάζω απορημένη. «Εγώ νόμιζα πως απλώς χρειαζόταν ένα γυναικείο χαρακτήρα για να του βγει η πλοκή και πως ήμουν η πρώτη που του ήρθε στο μυαλό». «Ακριβώς. Ήσουν η πρώτη που του ήρθε στο μυαλό. Έχει περάσει δύο χρόνια να σε σκέφτεται, κάθε μέρα. Κι ακόμη δεν έχει καταφέρει να σε βγάλει από το μυαλό του».
«Ούτε κι εγώ έπαψα να τον σκέφτομαι», παραδέχτηκα αποκαρδιωμένη, και μπούκωσα μια χούφτα πατάτες, παρότι είχα πάψει να πεινάω μετά τις πρώτες μπουκιές. Οι πατάτες αυτές έμοιαζαν με ροδέλες κρεμμυδιού, μονάχα που ήταν πιο κόκκινες, λες κι είχαν πασπαλιστεί με πάπρικα. «Εξήγησέ μου ένα πράγμα τότε», είπε η Λόραλιν, σκουπίζοντας τα δάχτυλά της προσεκτικά με μια χαρτοπετσέτα. Είχε βάψει τα νύχια της κατακόκκινα, για να ταιριάζουν με το κραγιόν της. «Ναι;» «Γιατί δεν ανοίγεις το στοματάκι σου να του το πεις; Να του πεις ότι είσαι ερωτευμένη μαζί του;» «Δεν ξέρω... Απλά... Να, ξέρω πως του αρέσει να έχει αυτός τον έλεγχο. Δεν ήθελα να το πω εγώ πρώτη». «Μαλακίες. Εδώ δε μιλάμε για το ποιος έχει τον έλεγχο. Άσε που πρέπει να είσαι η λιγότερο υποταγμένη υποτακτική που έχω γνωρίσει ποτέ. Περισσότερο σε από κάτω φέρνεις». «Από κάτω;» «Ναι. Γουστάρεις όταν είναι ο άλλος από πάνω, όταν κυριαρχεί πάνω σου, με ή χωρίς τη συναισθηματική επαφή. Απλά έτσι θες το σεξ». «Μάλλον. Όμως δεν είναι το ίδιο με κανέναν άλλο παρά μόνο με τον Ντόμινικ. Με τους άλλους είναι απλώς... σεξ. Με τον Ντόμινικ είναι κάτι περισσότερο». «Έτσι είναι όταν πηδάς κάποιον με τον οποίο είσαι ερωτευμένη. Καλά, δεν είχες ερωτευτεί ποτέ;»
Σκέφτηκα την ερώτησή της. Έφερα στο νου μου τον Βίγκο, τον Σιμόν, τον Ντάρεν, τον Γουίλ, έναν τύπο που τα είχα στη Νέα Ζηλανδία, προτού ταξιδέψω στο εξωτερικό. Το περισσότερο που θα μπορούσα να πω ήταν ότι τους είχα μια ιδιαίτερη συμπάθεια. Τον Σιμόν θεωρούσα πως τον είχα αγαπήσει πραγματικά. Σεξουαλικά όμως δεν είχαμε το ίδιο δέσιμο, και υπήρχαν φορές που τον ένιωθα περισσότερο σαν αδερφό παρά σαν εραστή. «Όχι, δεν το νομίζω». Κούνησε το κεφάλι της σαν να μην πίστευε στα αφτιά της. «Διόλου παράξενο που συναισθηματικά έχεις παραμείνει κομματάκι ανώριμη, φαντάζομαι», είπε αναστενάζοντας. Κοίταξε το άδειο της πιάτο απογοητευμένη και μετά το φαγητό που είχε απομείνει στο δικό μου. «Αμαρτία να πάει χαμένο», αποφάσισε και κάρφωσε το υπόλοιπο λουκάνικο με το πιρούνι της. «Πόσο θα μείνεις στο Βερολίνο;» τη ρώτησα, ελπίζοντας πως έτσι θα παύαμε να συζητάμε την ερωτική μου ζωή. «Δεν ξέρω», απάντησε. «Δεν έχω κανονίσει ακόμη ξενοδοχείο. Μπήκα στο πρώτο αεροπλάνο που βρήκα διαθέσιμα εισιτήρια όταν γύρισα και βρήκα το σπίτι στο Χάμπστεντ άδειο. Δεν άντεχα να μείνω μόνη. Υπέθεσα πως ο Ντόμινικ θα σε είχε ακολουθήσει εδώ. Έλεγα να βολευτώ εκεί που θα έμενε η μπάντα σας ή να περάσω το βράδυ γλεντώντας, να γλιτώσω τα έξοδα. Τη χθεσινή νύχτα την πέρασα με μια κοπέλα που πέτυχα στο Roses, ωραία ήταν,
αλλά δεν κράτησα το τηλέφωνό της». Σήκωσε το κεφάλι και μου έκλεισε το μάτι, μασώντας την τελευταία μπουκιά λουκάνικου. «Τώρα που είδα σε τι κατάσταση βρίσκεσαι δεν μπορώ να σε αφήσω μοναχούλα σου εδώ, μπορώ;» «Δε χρειάζομαι κηδεμόνα», απάντησα κοφτά, καθώς είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι. «Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά σου, Σάμερ, είσαι υπερβολικά περήφανη και υπερβολικά πρόθυμη να τα βγάλεις πέρα μόνη σου. Πρέπει να μάθεις να αφήνεις τους ανθρώπους να σε πλησιάσουν. Είμαι σίγουρη πως πίσω από αυτή τη σκληρή όψη κρύβεται ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος». «Κοίτα, μπορείς να μείνεις μαζί μου, έχω διπλό κρεβάτι, σ’ ένα ξενοδοχείο εδώ παρακάτω». «Μια χαρά βολεύει αυτό», δέχτηκε, χαμογελώντας πονηρά. «Αλλά δε νομίζω πως είναι ανάγκη να πάμε από τώρα στο κρεβάτι. Το Βερολίνο είναι ένα ατελείωτο πάρτι. Έχω περάσει απ’ όλα τα μπαρ σε αυτή την πλευρά της πόλης, όμως είναι ένα ακόμη που θέλω να δοκιμάσω, εδώ κοντά, αν πάρουμε ταξί». «Φοβάμαι πως δεν έχω όρεξη για διασκέδαση». «Τα ίδια χάλια με τον Ντόμινικ είσαι κι εσύ. Ούτε κι αυτός θέλει να βγαίνει, κι όταν με τα πολλά ξεκουνιέται, πίνει αναψυκτικό. Κάνε μου τη χάρη. Μη φανταστείς πως θα το ξενυχτήσουμε. Λίγο χορό, ένα ποτάκι, ίσα για να ξεχάσεις τις
στεναχώριες σου». Η Λόραλιν δεν είχε σταματημό έτσι κι έπαιρνε μπροστά, κι εγώ δεν είχα τη δύναμη να την αποτρέψω. Έτσι, συμφώνησα να την ακολουθήσω, παρόλο που η ώρα κόντευε ήδη μία. «Θα χορτάσεις ύπνο όταν πεθάνεις», μου απάντησε όταν της θύμισα τι ώρα ήταν. Η Λόραλιν δεν καθόταν να το συζητήσει, διέταζε, κι εγώ ένιωθα τις άμυνές μου να υποχωρούν υπό το βάρος των εντολών της. «Δεν έχω τίποτα να βάλω», της κλαύτηκα. Μισόκλεισε τα μάτια της, σαν να με ακτινογραφούσε, κόβοντάς με από πάνω μέχρι κάτω. «Κορσέ φοράς κάτω από το φόρεμα;» «Ναι, αλλά δε θέλω να τον φορέσω δημόσια». Αγνόησε την απάντησή μου. «Κι οι μπότες σου; Φτάνουν ως τους μηρούς;» Έγνεψα καταφατικά, αποκαρδιωμένη. «Τέλεια λοιπόν». Με οδήγησε στην απέναντι πλευρά του δρόμου και σταμάτησε ένα ταξί. Δεν άκουσα τη διεύθυνση που έδωσε στον οδηγό, μονάχα το όνομα του μπαρ: Insomnia. «Ξέρεις γερμανικά;» «Κάτι λίγα. Μια χαρά πάντως για να κυκλοφορώ. Συμμετείχα σ’ ένα πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών και πέρασα λίγους μήνες στο Βερολίνο, όταν πήγαινα στο λύκειο... Δεν ήμουν αρκετά μεγάλη για να μπω στα καλά
μπαρ τότε, όμως ήμουν αρκετά ψηλή και κατάφερνα να ξεγελάω κάποιους πορτιέρηδες». Είκοσι λεπτά αργότερα, σταματήσαμε σε ένα δρομάκι, σκοτεινό και ήσυχο, εκτός από την κόκκινη επιγραφή με το όνομα του κλαμπ και δύο πορτιέρηδες στην είσοδο, οι οποίοι έκοβαν με το βλέμμα τα ζευγάρια που έφταναν εκεί το ένα μετά το άλλο. Μας καλωσόρισε θερμά στην πόρτα η ξανθιά κοπέλα που εισέπραττε το εισιτήριο. Μας κόζαρε από πάνω μέχρι κάτω, για να δει πώς ήμασταν ντυμένες, οπότε η Λόραλιν της είπε μερικές κουβέντες στα γερμανικά. Η κοπέλα μάς έκανε νόημα να περάσουμε. Ο διάδρομος της εισόδου ήταν διακοσμημένος στα κόκκινα, παντού, το πανανθρώπινο χρώμα του έρωτα, απ’ ό,τι φαινόταν. Στα δεξιά υπήρχε μια γυάλινη προθήκη, όπου ήταν τοποθετημένα δύο πορνό DVD και ένα μοβ λάτεξ μπολερό, με λευκό τελείωμα, προς πώληση. Μια αφίσα διαφήμιζε μια επικείμενη ειδική βραδιά, με τον τίτλο «Πάρτι με Ούζα». Η Λόραλιν εν τω μεταξύ είχε καθίσει σε έναν κόκκινο βελούδινο πάγκο που εκτεινόταν κατά μήκος του ενός τοίχου κι έβγαζε τα ψηλοτάκουνά της. Μετά έκανε την κίνηση να κατεβάσει το παντελόνι της. «Λόραλιν», της είπα αυστηρά, με σφιγμένα δόντια. « Είναι ΟΚ, δεν υπάρχει πρόβλημα», απάντησε. «Κανονικά, πρέπει να φοράς κάτι σε φετίχ, αλλά είναι αρκετά
χαλαροί στο ενδυματολογικό κομμάτι. Μπορείς να αλλάξεις εδώ». Είχε βγάλει το μπλουζάκι της και πατούσε ξανά στα ψηλοτάκουνά της, φορώντας μονάχα ένα μαύρο στρινγκ. «Ειλικρινά, δεν έχω όρεξη για τέτοιο πάρτι». Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να κάνω σεξ ή να παρακολουθήσω άλλους να κάνουν σεξ. Ή να χορεύουν, έστω, πόσω μάλλον από τη στιγμή που θα χόρευαν γυμνοί. Αν η Λόραλιν είχε σκοπό να με κάνει να αισθανθώ ακόμη χειρότερα, δε θα μπορούσε να είχε σκεφτεί κάτι καλύτερο. Ίσως να με άφηνε να χωθώ στην γκαρνταρόμπα και να κουλουριαστώ στην εμβρυϊκή στάση όση ώρα εκείνη θα το διασκέδαζε χωρίς εμένα. «Εμπιστέψου με», είπε, «και βγάλε τα ρούχα σου». Είχε έναν αυστηρό τρόπο να μιλάει που δε σήκωνε αντιρρήσεις, ακόμη κι αν βρισκόμουν σε θέση να της αντισταθώ. Μιλούσε πάλι σαν αφέντρα, φαντάζομαι, και στις αφέντρες, από την εμπειρία μου, είναι ακόμη δυσκολότερο να πεις όχι απ’ ό,τι στους αντίστοιχους άντρες. Έβγαλα το φόρεμά μου, ένα υποτονικό λεοπάρ ρούχο, αποκαλύπτοντας ένα ζευγάρι μακριές μπότες, μαύρο εσώρουχο και το μαύρο κορσέ μου, που έφτανε κάτω από το στήθος μου, εκείνον που μου είχε κάνει δώρο ο Ντόμινικ κι ο οποίος με ακολουθούσε στα ταξίδια μου και συνοδευόταν από περισσότερες αναμνήσεις, τόσο επώδυνες όσο και ευχάριστες, απ’ όσες θα ήθελα να θυμάμαι.
Η Λόραλιν με έπιασε από το χέρι και με οδήγησε στο κόκκινο χαλί της σκάλας κι από εκεί στο μπαρ. Μου έδωσε ένα σφηνάκι τεκίλα, χωρίς να με ρωτήσει τι ήθελα να πιω. «Άσπρο πάτο», είπε. «Θα σε βοηθήσει να χαλαρώσεις». Δεν ασχολήθηκα καν με το λεμόνι και το αλάτι, απλώς κατέβασα με τη μία το σφηνάκι και ακούμπησα το ποτήρι στην μπάρα. Κοίταξα ολόγυρα στο χώρο, για να δω σε τι καταστάσεις σκόπευε να με μπλέξει απόψε, κι όλα αυτά στο όνομα της βελτίωσης του κεφιού μου. Δίπλα στο μπαρ βρισκόταν η πίστα του χορού, όπου τα πράγματα ήταν σχετικά ήσυχα, παρότι η ώρα ήταν περασμένη. «Η κοπέλα στην πόρτα είπε πως τα αίματα ανάβουν μετά τις δύο, όταν ανοίγουν τον πάνω χώρο», με πληροφόρησε η Λόραλιν. Είχε τελειώσει το σφηνάκι της και τώρα έγλειφε το αλάτι και τη ζάχαρη που είχαν απομείνει στα δάχτυλά της. Κάτι τύποι παραδίπλα μας κοίταζαν ξελιγωμένοι, κλασικές περιπτώσεις μόνων αντρών –οι περισσότεροι ντυμένοι με στολές, μαύρα πουκάμισα και παντελόνια– που κυκλοφορούσαν σε κάτι τέτοια μέρη, απ’ ό,τι φαινόταν σε κάθε γωνιά του κόσμου. Τουλάχιστον επί του παρόντος βρίσκονταν σε απόσταση ασφαλείας. Η Λόραλιν ακολούθησε το βλέμμα μου και τη νευρική μου έκφραση όταν πλησίασα ασυναίσθητα κοντά της έχοντας απόλυτη αίσθηση του γυμνού στήθους μου. Προσπαθούσα να αντισταθώ στην έντονη επιθυμία να πλέξω τα χέρια μου
γύρω από το σώμα μου για να κρύψω τα στήθη μου, πράγμα που απλώς θα τραβούσε ακόμη περισσότερα βλέμματα πάνω μου. «Αγνόησέ τους», μου είπε, ρίχνοντας μια περιφρονητική ματιά στους ξέμπαρκους άντρες, λες και δεν άξιζε να ασχοληθεί μαζί τους περισσότερο απ’ ό,τι με κάτι σιχαμερό που θα εντόπιζε στις σόλες των παπουτσιών της. «Πάμε να ρίξουμε μια ματιά τριγύρω». Περάσαμε σε ένα δωμάτιο στα δεξιά. Ήταν σκοτεινά εκεί, τόσο σκοτεινά ώστε με δυσκολία κατάφερα να διακρίνω μερικά σώματα κουλουριασμένα πάνω σε ένα κρεβάτι, στη γωνία. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί έμοιαζαν μονάχα να χαϊδεύονται, αλλά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη, κι έτσι απέστρεψα γρήγορα το βλέμμα. Δεν είχα καμία τέτοια διάθεση απόψε. Χρειάστηκα λίγη ώρα για να αντιληφθώ ότι τα φωσφορίζοντα έργα τέχνης στους τοίχους αναπαριστούσαν γεννητικά όργανα, τόσο αντρικά όσο και γυναίκεια. Κοντά στην είσοδο υπήρχε ένα ογκώδες γλυπτό, το οποίο φέγγιζε στο σκοτάδι, σε σχήμα κόλπου· ξεχώριζε μέσα από τον τοίχο, φωσφορίζον και τρισδιάστατο. Ένας μεγάλος πράσινος κρίκος ήταν περασμένος στην κλειτορίδα. Σε άλλους τοίχους, παρόμοια γλυπτά απεικόνιζαν έναν τεράστιο φαλλό, καθώς και άντρες και γυναίκες σε διάφορες στάσεις ερωτικών περιπτύξεων. Υπήρχε ένας μικρός χιαστός σταυρός, καθώς και ένας πάγκος για ξυλιές, και οι δύο παραμερισμένοι στην άκρη. Στο
διπλανό δωμάτιο κυριαρχούσε μια κούνια του σεξ, καθώς και μερικά ακόμη κρεβάτια. Εδώ είδα κι άλλα ζευγάρια, όμως τα μάτια μου ακόμη δεν είχαν συνηθίσει στο λιγοστό φωτισμό, οπότε διέκρινα μονάχα κάποιες σκόρπιες εικόνες, ένα στήθος εδώ, ένα παπούτσι με ψηλό κόκκινο τακούνι εκεί, μια γυναίκα που βογκούσε από ηδονή, περιτριγυρισμένη από άντρες που την παρακολουθούσαν. Η Λόραλιν παρατηρούσε τριγύρω με ενδιαφέρον, το απολάμβανε. Εγώ ούτε να κοιτάξω δεν άντεχα. «Πρέπει να φύγω από εδώ μέσα», της είπα, ανοίγοντας κιόλας δρόμο προς την έξοδο, για να επιστρέψω στην πίστα του χορού. Έπαιζε μια τσόντα σε λούπα εκεί δίπλα. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα ήταν πως όλες οι γυναίκες είχαν τρίχες στην ηβική χώρα και καμιά τους δεν ήταν ξανθιά. Η πολιτισμική γλώσσα του σεξ. Ο DJ έπαιζε χορευτική μουσική, ενώ στο χώρο έπεφταν δυνατά φώτα. Οι άνθρωποι στην πίστα έμοιαζαν χαμένοι στη μουσική, απόλυτα ανεπηρέαστοι από το σεξ ολόγυρά τους. Μια γυναίκα, ντυμένη όπως η Λόραλιν, μονάχα με ένα στρινγκ, χόρευε με τον παρτενέρ της, ο οποίος ήταν αντίστοιχα ντυμένος, μόνο με το εσώρουχό του. Αν εξαιρούσε κανείς το γεγονός της γύμνιας τους, θα μπορούσε να ήταν ένα οποιοδήποτε μεσήλικο ζευγάρι που χόρευε σε κάποιο γάμο. Τουλάχιστον δεν είχα δει ακόμη κρεμασμένους πούτσους να τινάζονται πέρα δώθε ούτε άντρες να
χαϊδεύονται. Κάτι ήταν κι αυτό. Η Λόραλιν με έπιασε ξανά από το χέρι και με τράβηξε πίσω της, πέρα από το μπαρ, σε δύο βελούδινες κουρτίνες που κρέμονταν στην είσοδο ενός άλλου δωματίου, στην πίσω πλευρά. Γκρίνιαξα και πάλι, εκείνη όμως ούτε που γύρισε να με κοιτάξει, πόσω μάλλον να σταθεί και να με ακούσει. «Εδώ είμαστε», είπε μόλις παραμερίσαμε τις κουρτίνες και στρίψαμε στα δεξιά. «Γι’ αυτό σ’ έφερα εδώ. Τίποτα δε συγκρίνεται με ένα μπάνιο για να σου φτιάξει τη διάθεση». Στεκόμασταν δίπλα σε ένα τζακούζι, το οποίο εξακολουθούσε να είναι ελεύθερο. Καθαρές, αφράτες λευκές πετσέτες στοιβάζονταν παραδίπλα, και μια πινακίδα έδειχνε την κατεύθυνση προς ένα μεγάλο δωμάτιο με ντους, στην επόμενη γωνία, ζητώντας από τους θαμώνες να περάσουν πρώτα από εκεί πριν χρησιμοποιήσουν το τζακούζι. Η Λόραλιν είχε βγάλει ήδη το στρινγκ της, είχε πάρει πετσέτα κι είχε ανοίξει το νερό. Έτρεξα πίσω της, για να αποφύγω να μείνω δίπλα στο τζακούζι μόνη μου περισσότερες από μερικές στιγμές, σε περίπτωση που κάποιος ξέμπαρκος άντρας εκλάμβανε τη στάση μου ως πρόσκληση. Προσπάθησα να μην κοιτάζω τα νερά που κυλούσαν πάνω στις καμπύλες του κορμιού της Λόραλιν. Παλιότερα την είχα δει με τα ασπρόμαυρα ρούχα που φορούσε στην ορχήστρα, τα χαρακτηριστικά κολλητά τζιν της, καθώς και μια λάτεξ ολόσωμη στολή, τόσο εφαρμοστή
που θα νόμιζες ότι ήταν ζωγραφισμένη πάνω της. Γυμνή, φανέρωνε όλα αυτά που υποσχόταν εκείνη η ολόσωμη στολή, ψηλή και χυμώδης, με ατελείωτα πόδια. Ο τρόπος της ήταν που τη μετέτρεπε σε πραγματική σεξοβόμβα, το βλέμμα της, που ενώ τραβούσε πάνω της την προσοχή ταυτόχρονα ξεκαθάριζε σε αυτόν που τη θαύμαζε πως δεν είχε καμία πιθανότητα μαζί της. Διόλου παράξενο που οι άντρες ήθελαν να τη λατρεύουν. Απλά, το θέμα ήταν ότι υπό άλλες συνθήκες ούτε που θα γύριζε να ασχοληθεί μαζί τους, αλλά συγχρόνως είχε κάτι στον τρόπο της που με έκανε να θέλω να πέσω στα πόδια της για να αποσπάσω μισό της χαμόγελο. Είχε κάτι το βασιλικό πάνω της. Την ακολούθησα στους ατμούς του ντους, ξεπλένοντας από πάνω μου τις στεναχώριες της τελευταίας μέρας και νύχτας, αφήνοντας το καυτό νερό να τις παρασύρει. Μπήκαμε μαζί στο τζακούζι και χαλαρώσαμε εκεί, μουλιάσαμε για μία ακόμη ώρα, σχεδόν χωρίς να πούμε κουβέντα. Όσες φορές επιχείρησε κάποιος να μας κάνει παρέα, η Λόραλιν τον έστειλε από εκεί που ήρθε, με ένα παγερό της βλέμμα. Είχα χαλαρώσει πλήρως και κόντευε να με πάρει ο ύπνος, μέχρι τη στιγμή που άρχισε να ξετυλίγεται από τη θέση της για να σκουπιστεί. Οι ήχοι που ακούγονταν από γειτονικές γωνιές και δωμάτια κοντά στα ντους οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως το πάρτι είχε ανάψει για τα καλά. Εξακολουθούσε να μη με
ενδιαφέρει να συμμετάσχω στο παιχνίδι, αλλά είχαν πάψει να με ενοχλούν οι αναστεναγμοί ηδονής και τα σποραδικά βογκητά. Η ώρα είχε πάει τρεις όταν σταματήσαμε ένα ταξί για να επιστρέψουμε στη βάση μας. Τα μπαρ κατά μήκος της Οράνιενστρασε παρέμεναν ανοιχτά, γεμάτα κόσμο. Ακόμη και στο IchOrya, το καφέ όπου είχα περάσει την περισσότερη μέρα χθες, τα φώτα ήταν ανοιχτά και κάποιοι κάθονταν έξω καπνίζοντας. Το Βερολίνο ήταν πραγματικά μια πόλη που δεν κοιμόταν ποτέ. Πάτησα το κουδούνι του ξενοδοχείου για να μας ανοίξουν. Όλοι μέναμε στον ίδιο όροφο, τα δωμάτιά μας βρίσκονταν γύρω από έναν έρημο διάδρομο. Οι υπόλοιποι ήταν είτε ακόμη έξω είτε στα κρεβάτια τους, αν και μάλλον το πρώτο, καθώς είχαμε μετατραπεί όλοι σε νυχτόβια πλάσματα, ξεκουραζόμασταν τη μέρα και τη νύχτα δίναμε τις παραστάσεις μας και γλεντούσαμε. Η Λόραλιν γδύθηκε και πάλι, με τη μία, κι έκανα κι εγώ το ίδιο. Είχαμε περάσει ήδη τη μισή βραδιά γυμνές, η μία μπροστά στην άλλη, κι ήμουν πολύ κουρασμένη για να σκεφτώ να βρω τις πιτζάμες που είχα στη βαλίτσα μου, για την περίπτωση που προέκυπτε πλατωνική παρέα στο δωμάτιο. Είχε μεσημεριάσει μέχρι να σαλέψουμε στο κρεβάτι. Ξύπνησα και συνειδητοποίησα ότι είχα κουλουριαστεί στην αγκαλιά
της Λόραλιν, με το μάγουλο ακουμπισμένο πάνω στο στήθος της και τη γλυκιά μυρωδιά του σαμπουάν της να πλημμυρίζει τα ρουθούνια μου. Ήταν πάρα πολύ βολικό σημείο, και για μια στιγμή σκέφτηκα πως μπορεί και να καταλάβαινα πώς θα ένιωθε ένας άντρας ξυπνώντας στο πλευρό μιας γυναίκας. Η Λόραλιν ήταν ψηλότερη από μένα, και εκείνη που με παρηγορούσε, οπότε υπό την έννοια αυτή δεν ήταν και τόσο διαφορετικό, ωστόσο ήταν πολύ πιο απαλή και η μυρωδιά του σώματός της είχε μια αλλιώτικη νότα. Πέρασε τα δάχτυλά της ανάμεσα στα μαλλιά μου όταν ξύπνησε, σαν να ήμασταν ερωμένες, και με αγκάλιασε. Αναρωτήθηκα για μια στιγμή πώς θα ήταν αν τη φιλούσα, όμως ακόμη κι αν είχα την αυτοπεποίθηση για να το επιχειρήσω, δε μου φαινόταν σωστό. Δεν μπορούσα να τα ρίξω σε μια φίλη του Ντόμινικ, ή ερωμένη, ό,τι του ήταν τέλος πάντων, έστω κι αν, τυπικά, εξακολουθούσε να μην υπάρχει κάποια επίσημη δέσμευση ανάμεσά μας. «Μου φαίνεται πως θα πεθάνω αν δεν πάρω λίγη καφεΐνη», είπε. wWw.GreekLeech.info Απ’ το στόμα μού το πήρε. Ντυθήκαμε γρήγορα, ανυπομονώντας να βγούμε για λίγο καθαρό αέρα και φαγητό. Δεν είχα φάει πολύ το προηγούμενο βράδυ και η Λόραλιν είχε πάντα μια όρεξη που θύμιζε καμίνι που χρειαζόταν διαρκώς να το τροφοδοτείς. Στο δρόμο σταμάτησα για να ακούσω έναν πλανόδιο μουσικό που έπαιζε το «I’m on Fire» του Μπρους
Σπρίνγκστιν, ενώ η Λόραλιν δίπλα μου γκρίνιαζε πως θα λιποθυμούσε από στιγμή σε στιγμή έτσι και δεν έτρωγε γρήγορα πρωινό. Πάντοτε έβλεπα με συμπάθεια τους πλανόδιους μουσικούς, καθώς θυμόμουν πως κι εγώ ανήκα κάποτε στις τάξεις τους, έτσι άφησα ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ στη θήκη του, σε αντάλλαγμα για ένα CD μέσα σε ένα εξώφυλλο που ισορροπούσε ανάμεσα στο αυτοσχέδιο και το επαγγελματικό. Έγραφε «Γκούνα Κρόνιν, Feathers». Χαμογέλασα στον καλλιτέχνη, ο οποίος ανταπέδωσε αγγίζοντας το καπέλο του, με τη Λόραλιν να ανυπομονεί να τελειώνουμε. «Δεν μπορείς να φλερτάρεις μετά το φαγητό;» με ρώτησε γκρινιάρικα την ώρα που έβαζα το CD στην τσάντα μου. Ήπιαμε καφέ, μαζί με ένα πιάτο με ψωμί, λεπτές φέτες κρέας και τυρί, στο Matilda’s. Ο Κρις και η Φραν βρίσκονταν ήδη εκεί, αλλά κόντευαν να τελειώσουν το φαγητό τους και σχεδίαζαν να πάνε στο διπλανό δισκοπωλείο για να ψάξουν κάτι ενδιαφέρον.greekleech.info Εκείνο το βράδυ θα παίζαμε ξανά στο ίδιο μέρος, οπότε είχαμε μονάχα το απόγευμα και τις πρώτες βραδινές ώρες να σκοτώσουμε. Η Φραν έριξε μια εξεταστική ματιά στη Λόραλιν και με κοίταξε με νόημα, σηκώνοντας το φρύδι. «Κοιμήθηκες καλά;» Τους σύστησα τη Λόραλιν, ως καλή φίλη ενός φίλου. Λίγο μετά η Φραν και ο Κρις έφυγαν, με υποσχέσεις πως θα βρισκόμασταν ξανά αργότερα.
«Η αδερφή σου;» με ρώτησε η Λόραλιν. «Ναι». «Μοιάζετε. Είστε διαφορετικές, αλλά ίδιες κατά βάθος. Έχει την ίδια λάμψη στο βλέμμα». «Ούτε να το σκέφτεσαι. Είναι φανερό πως ο Κρις την έχει βάλει στο μάτι, και το ότι παίζει κάτι με ένα φίλο μου και την αδερφή μου μου είναι αρκετό, δε νομίζω πως θα αντέξω και δεύτερο». Παραγγείλαμε κι άλλο καφέ και καθίσαμε για λίγο έξω, στις ροζ κουβέρτες που κάλυπταν τους ξύλινους πάγκους, χαζεύοντας το δρόμο και τους περαστικούς. Η Λόραλιν ήταν ευχάριστη παρέα. Δεν έδειχνε να χρειάζεται την προσοχή μου, της αρκούσε να κάθεται ήσυχα δίπλα μου. Ήταν όμορφα να βρίσκομαι στο πλευρό της, μου πρόσφερε μια αίσθηση ελπίδας. Ήταν άνθρωπος που μονάχα σταράτα ήξερε να μιλάει, όσο κι αν μπορεί να με πλήγωνε αυτό, επομένως εφόσον θεωρούσε πως ο Ντόμινικ κι εγώ εξακολουθούσαμε να έχουμε κάποια ελπίδα, τότε έτσι ήταν. Κάποια στιγμή έσπασε τη σιωπή. «Πάμε να εξερευνήσουμε». «Εντάξει», είπα, ανασηκώνοντας τους ώμους. Θα φεύγαμε από το Βερολίνο σε δύο μέρες, και παρότι είχα τις καλύτερες προθέσεις, είχα περάσει περισσότερο χρόνο να κοιμάμαι παρά να περιπλανιέμαι στην πόλη. Στη συνέχεια της περιοδείας θα μέναμε από μια βραδιά εδώ κι εκεί και δε θα είχαμε άλλο διάλειμμα μέχρι να επιστρέψουμε στο Λονδίνο.
Νοικιάσαμε ποδήλατα και κατηφορίσαμε στο Φλόμαρκτ, την υπαίθρια αγορά, στο Μάουερπαρκ. Γινόταν χαμός από κόσμο. Ο μισός πληθυσμός του Βερολίνου πρέπει να είχε μαζευτεί εκεί, ψάχνοντας στους πάγκους για ψιλοαντικείμενα, παλιά ρούχα και έπιπλα από δεύτερο χέρι. Το μάτι μου έπεσε σε ένα ζευγάρι μποτάκια ως τον αστράγαλο, στο σχέδιο της ζέβρας, που όμως ήταν ένα νούμερο μικρότερα απ’ ό,τι φοράω. Τα αγόρασα για τη Φραν. Πήραμε φρέσκο χυμό πορτοκάλι και προχωρήσαμε μέσα από το πλήθος μέχρι το πάρκο στην απέναντι πλευρά της αγοράς. Επρόκειτο για ένα σχετικά γυμνό μέρος συγκριτικά με κάποια άλλα πάρκα που είχα δει στην πόλη, είχε μονάχα λίγο ταλαιπωρημένο γρασίδι και μερικά δέντρα, όμως ήταν κι αυτό γεμάτο από ανθρώπους, ξαπλωμένους στο χορτάρι ή καθιστούς γύρω από μια ομάδα μουσικών, οι οποίοι τραγουδούσαν σε μια συσκευή καραόκε. Το τηλέφωνό μου χτύπησε ξανά. Έσπευσα να απαντήσω, συνειδητοποιώντας τη στιγμή που πατούσα το κουμπί ότι δεν αναγνώριζα τον αριθμό. Αυτή τη φορά δεν ήταν ο Ντόμινικ. «Γεια σου, Σάμερ. Ο Γκρέισον είμαι. Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι, σχετικά με τις φωτογραφίες σου...»
10 Η Χορεύτρια Η ΜΙΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΒΡΑΔΙΑ στο Παρίσι με τη Σάμερ είχε αποδειχτεί υπερβολικά σύντομη. Δεν είχαν βρει καν την ευκαιρία να μιλήσουν κανονικά για την απώλεια του βιολιού, για τους πραγματικούς λόγους που είχαν απομακρυνθεί στη Νέα Υόρκη. Ήξερε πως κανείς τους δεν είχε την παραμικρή διάθεση να αρχίσει να αποδίδει ευθύνες· του ήταν σαφές πια ότι αυτές οι ευθύνες βάραιναν εξίσου και τους δύο. Έφταιγε το ποιοι ήταν, οι σκοτεινές καταστάσεις που τους συγκινούσαν. Αν δεν υπήρχε εκείνο το υπόγειο ρεύμα πάνω στο οποίο έπλεαν οι ζωές τους για να τους παρασύρει, κατά πάσα πιθανότητα δε θα είχαν συναντηθεί ποτέ, επομένως ήταν ανούσιο να αναλύονται οι λεπτομέρειες. Ήταν αυτό που ήταν: απόλυτα ατελείς και απίθανο να αλλάξουν. Πλέον, το ζήτημα είχε να κάνει με το κατά πόσο μπορούσαν να ζήσουν με το παρελθόν και να ελπίζουν ότι θα κατόρθωναν να συμβιβάσουν τους πόθους, τις ορέξεις και τις συναισθηματικές απαιτήσεις των χαρακτήρων τους. Στον τηλεφωνητή βρήκε μήνυμα από τη Λόραλιν, στο οποίο τον ενημέρωνε ότι υπολόγιζε να επιστρέψει στο Λονδίνο μέχρι το τέλος της εβδομάδας. Η επανένωσή της με
τον αδερφό της είχε στεφθεί από σχετική επιτυχία, κάποιοι δεσμοί είχαν αποκατασταθεί και τα τραύματά του δεν ήταν τόσο σοβαρά ώστε να τον σημαδέψουν ανεξίτηλα. Η Λόραλιν ανυπομονούσε να γυρίσει. Παρόλο που απολάμβανε τη ζωντάνια της, ο Ντόμινικ αισθανόταν πλέον κάπως αβέβαιος, υπό το πρίσμα της επανασύνδεσής του με τη Σάμερ, για το κατά πόσο θα ήταν φρόνιμο να συνεχίσουν να ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Γνώριζε ότι η Σάμερ και η Λόραλιν είχαν περάσει ένα διάστημα μαζί κάποια στιγμή, όμως δεν ήξερε πόσο στενή ήταν η σχέση τους. Κι αυτό περιέπλεκε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Το μυαλό του προσπαθούσε ακόμη να συνέλθει από την ανάμνηση της Σάμερ στο παριζιάνικο ξενοδοχείο, τους ήχους και τις μυρωδιές της γαλλικής πρωτεύουσας, που πλέον ήξερε πως ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι μαζί της. Από το μεθυστικό άρωμα των φρεσκοψημένων γλυκισμάτων που τον υποδέχτηκε στο δρόμο, όπως περνούσε την πόρτα του ξενοδοχείου μέχρι να φτάσει στο μετρό κι από εκεί στη σύντομη διαδρομή μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό. Από την τοπογραφική ερημιά των γκράφιτι, στους συχνά παρατημένους και ετοιμόρροπους τοίχους και στις στοές απ’ όπου περνούσε το τρένο καλύπτοντας τη νεκρή ζώνη μεταξύ του Παρισιού και των προαστίων του. Τη λάμψη των ματιών της όταν ερχόταν σε οργασμό, με τον πούτσο του βαθιά μέσα της, να πνίγεται στη λάβρα της. Τους πνιχτούς ήχους που ξέφευγαν από το λαρύγγι της σε
κάθε διαδοχικό κάρφωμα. Τον τρόπο που κρατούσε την ανάσα της, βουβά, περιμένοντας το χειρότερο, ελπίζοντας το χειρότερο, κάθε φορά που εκείνος επιβράδυνε τις κινήσεις του και σταματούσε, όταν εκείνη ανέμενε το νέο αυτοσχεδιασμό για τη συνέχεια της επίθεσής του, της κυριαρχίας του, με τα επίπεδα του ερεθισμού της να πηγαινοέρχονται, ένα βήμα πίσω, χείμαρρος τρομερός, και δύο μπροστά, μια υπέροχη, ανεξέλεγκτη καταιγίδα, καθώς ο Ντόμινικ έφερνε το κορμί της σε νέες στάσεις, ένα δάχτυλο εδώ, η παλάμη του εκεί, κι η Σάμερ σαν πανέμορφο ζώο να καθοδηγείται στο δάμασμά της, όλο περηφάνια, ηδονή και τη σταθερή εισβολή του πέτρινου πούτσου του. Το πρόσωπό της ήρεμο, όταν κοιμόταν αργότερα, μ’ ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα να έχει στεγνώσει στην επιφάνεια της λευκής επιδερμίδας της κι ένα σπασμό να διατρέχει ασυναίσθητα το κορμί της, περνώντας με την ταχύτητα του φωτός υποδόρια, σαν το μετασεισμό μιας εστιασμένης δόνησης. Τη γαλήνη. Την ομορφιά της παρουσίας της, τόσο κοντά. Τη γαλήνια αποδοχή της εμπιστοσύνης που του είχε. Ο Ντόμινικ αισθανόταν και πάλι ζωντανός, σαν να ξυπνούσε από βαθύ λήθαργο, μια θλιβερή διακοπή στη ροή της ζωής του. Και το μόνο που είχε χρειαστεί για να συμβεί αυτό ήταν μία ακόμη νύχτα με τη Σάμερ. Απρογραμμάτιστη, αυθόρμητη, αβίαστη. Θα της τηλεφωνούσε το πρωί, αποφάσισε. Τώρα
αισθανόταν αποκαμωμένος, όμως ήταν μια ευχάριστη μορφή κόπωσης, λες και οι αισθήσεις του είχαν κατακλυστεί, σαν να είχαν υπερφορτιστεί οι μπαταρίες του και του χρειαζόταν ένα περιθώριο για να ολοκληρώσει τη μεταμόρφωσή του. Ταυτόχρονα όμως ήξερε πως δεν ήταν πραγματικά κουρασμένος, και η επερχόμενη νύχτα θα αποδεικνυόταν δύσκολη, ασίγαστη, καθώς το μυαλό του βρισκόταν σε ήπια αναταραχή, με όλη αυτή τη συναρπαστική αίσθηση να εξακολουθεί να ελέγχει το κορμί του. Ανέβηκε στο γραφείο του. Εμφάνισε τις σημειώσεις για το καινούριο μυθιστόρημα στην οθόνη του υπολογιστή του. Άνοιξε καινούριο φάκελο και άρχισε να γράφει στο αυτόματο, για τις αισθήσεις και τις εντυπώσεις που ξυπνούσε μέσα του η νύχτα στο Παρίσι με τη Σάμερ, μέχρι που ένιωσε να καίγεται μέσα του, να φοβάται πως η ένταση αυτής της εμπειρίας ίσως έσβηνε πολύ γρήγορα, στερώντας του εικόνες που θα μπορούσε να κανιβαλίσει, αναζητώντας συναισθήματα για να ζωντανέψει τις σελίδες του. Η αίσθηση αυτή θύμιζε κάπως τα συναισθήματα που διαπερνούν το τείχος του ύπνου και που αισθάνεσαι πως πρέπει να τα σημειώσεις, γιατί ξέρεις πως το πρωί θα έχουν χαθεί και δε θα τα θυμηθείς ποτέ ξανά. Το μόνο πρόβλημα, όπως συνειδητοποιούσε ο Ντόμινικ από την εμπειρία του, είναι πως κάθε φορά που το επιχειρείς αυτό οι σημειώσεις με τις οποίες έρχεσαι αντιμέτωπος την επόμενη μέρα είναι σκόρπιες λέξεις και σπάνια βγάζουν κάποιο νόημα.
Η επιδερμίδα της. Τα μάτια της. Οι καθάριες, καμπύλες γραμμές του κορμιού της. Οι δυνατές, στρογγυλεμένες γωνίες των απόκρυφων σημείων της. Ο Ντόμινικ αναστέναξε. Κάποιες φορές οι λέξεις δεν ήταν αρκετές. wWw.GreekLeech.info Αναστέναξε και συνειδητοποίησε πως δεν είχε κοιτάξει καν τα μηνύματα στον υπολογιστή του από τη στιγμή που επέστρεψε από το Παρίσι, νωρίτερα εκείνο το απόγευμα. Χαρακτηριστικό σημάδι αφηρημάδας. Άνοιξε το φάκελο με τα εισερχόμενα. Ευτυχώς ελάχιστα ήταν τα σημαντικά μηνύματα. Μία ακόμη απόδειξη πως ο κόσμος δεν περιστρεφόταν γύρω από τον ίδιο και τα ερωτικά του θέματα. Τα γνωστά διαφημιστικά μηνύματα, ενημερωτικά δελτία, προσκλήσεις για ομιλίες. Υπήρχε όμως και μια υπενθύμιση ότι τον περίμεναν στη Βαρκελώνη το επόμενο Σαββατοκύριακο για μια σειρά προωθητικών εμφανίσεων, με την ευκαιρία της γιορτής του Σαν Ζόρντι, για λογαριασμό των εκεί εκδοτών του. Ήταν μια δέσμευση την οποία είχε κοντέψει να ξεχάσει μέσα στην αναστάτωση που είχε προηγηθεί. Αναρωτήθηκε αν η πρωτεύουσα της Καταλονίας συμπεριλαμβανόταν στο πρόγραμμα της περιοδείας των Groucho Nights. Θα παραήταν μεγάλη σύμπτωση κάτι τέτοιο, σωστά; Τελικά, όταν πια δυσκολευόταν να κρατήσει τα μάτια του
ανοιχτά, τράβηξε απρόθυμα προς το υπνοδωμάτιό του. Το επόμενο πρωί, φροντίζοντας να μην τηλεφωνήσει πολύ νωρίς, καθώς γνώριζε άριστα πόσο πολύ άρεσε στη Σάμερ το πρωινό χουζούρι, της τηλεφώνησε στις Βρυξέλλες, όπου θα εμφανίζονταν οι Groucho Nights πριν συνεχίσουν για το Βερολίνο. Την πέτυχε έξω, είχε πάει για τρέξιμο. «Είσαι εντάξει;» «Μια χαρά». Ελαφρώς λαχανιασμένη. «Πότε ανεβαίνετε ξανά στη σκηνή;» «Τέλος της εβδομάδας, Σάββατο και μετά Κυριακή. Θα εμφανιστούμε δύο φορές. Τα εισιτήρια για την πρώτη βραδιά εξαντλήθηκαν τόσο γρήγορα ώστε μας πρότειναν από το μαγαζί να πάμε και δεύτερη. Θα μείνουμε στην πόλη για λίγες μέρες προτού συνεχίσουμε». «Πού πάτε μετά;» «Άμστερνταμ, και μετά έχουμε μερικές στάσεις στη Σκανδιναβία, Κοπεγχάγη, Όσλο, Μάλμε, Στοκχόλμη και Ελσίνκι, αν και δεν είμαι σίγουρη με ποια σειρά, πρέπει να δω πρώτα το πρόγραμμα. Ύστερα κατεβαίνουμε Αυστρία και Βαλκάνια. Θα περάσουμε μέχρι κι από Σαράγιεβο και Λιουμπλιάνα». «Ωραία θα είναι». «Ναι», συμφώνησε εκείνη, με φανερό ενθουσιασμό. «Δεν έχω ξαναπάει σε κανένα από αυτά τα μέρη». «Δεν προλάβαμε να μιλήσουμε, έτσι δεν είναι;»
«Το ξέρω». «Άκουσε», είπε ο Ντόμινικ, προσπαθώντας να δώσει την πρέπουσα βαρύτητα στη φωνή του. «Συναντήθηκα με έναν τύπο, τον οποίο μου υπέδειξαν από εδώ. Στο Παρίσι. Αυτός είναι μπασμένος στη σκοτεινή πλευρά της αγοράς μουσικών οργάνων. Είχες δίκιο. Ο Βίγκο έχει τη φήμη συλλέκτη στο χώρο και, απ’ ό,τι φαίνεται, είχε σαφώς υπόψη του την περίπτωση του Μπαγί. Εδώ και αρκετό καιρό. Το είχε συμπεριλάβει στη λίστα με τα κομμάτια που τον ενδιέφεραν...» «Γαμώτο», βλαστήμησε η Σάμερ. «Ειλικρινά, δεν ήθελα να είναι αυτός». «Δε σημαίνει απαραιτήτως πως είχε κάποια συμμετοχή», είπε ο Ντόμινικ, θέλοντας να την καθησυχάσει, «πάντως είναι περίεργη σύμπτωση». «Συμφωνώ. Αχ, δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Να τον πιάσω και να του μιλήσω μήπως;» «Δεν ξέρω αν θα ήταν σκόπιμο αυτό. Συνεχίζει να σας ακολουθεί στην περιοδεία;» «Όχι, επέστρεψε στο Λονδίνο σήμερα. Μαζί με τη Λούμπα. Πρέπει να βρίσκεται εκεί για κάποιες ηχογραφήσεις, μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Είπε πως θα προσπαθούσε να έρθει να μας συναντήσει και πάλι στη Στοκχόλμη. Μάλιστα έδωσε στον Κρις να καταλάβει πως μπορεί και να ανέβει στη σκηνή για λίγο. Να μας δώσει κι επίσημα την έγκρισή του, ας πούμε».
«Εγώ μπορώ να κάνω κάτι;» ρώτησε ο Ντόμινικ. «Να σκεφτώ λίγο». Ακολούθησε μια παύση. Ο Ντόμινικ άκουγε τον ήχο των αυτοκινήτων πίσω της. Πρέπει να έτρεχε δίπλα σε κάποιο πολυσύχναστο δρόμο. «Δε φαντάζομαι να περάσετε κάποια στιγμή από Βαρκελώνη, ε;» «Σε αυτό το σκέλος της περιοδείας όχι», απάντησε η Σάμερ. «Κάποια στιγμή αργότερα δεν αποκλείεται. Θα περνούσαμε πρώτα από το Λονδίνο, φαντάζομαι. Γιατί ρωτάς;» «Πρέπει να πάω εκεί, αυτή την εβδομάδα. Για μια προώθηση του βιβλίου. Το είχα κλείσει εδώ και καιρό». «Καλά θα είναι». «Απλά έλεγα μήπως συνέπιπταν οι ημερομηνίες μας...» «Χμ...» Δεν μπορούσε να καταλάβει την έκφρασή της από τη φωνή της. «Όχι αυτή τη φορά». «Κοίτα, τις προάλλες...» «Ξέρω, Ντόμινικ... ίσως θα μπορούσαμε να συζητήσουμε το θέμα όταν γυρίσω στο Λονδίνο. Θα το ήθελα αυτό». «Καταλαβαίνω». «Και κάτι ακόμη», του είπε. «Ναι». «Η Ρωσίδα χορεύτρια από τη Νέα Ορλεάνη...» Η Σάμερ άφησε τη φράση της στη μέση. «Η Λούμπα. Ναι, ήξερε ποιος ήμουν. Την είχα
αναγνωρίσει κι εγώ άλλωστε». «Είναι με τον Βίγκο». «Το παρατήρησα. Όμως... εσείς οι δύο... και αυτός;» «Είναι μπερδεμένη ιστορία». «Έτσι φαίνεται. Αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι πλέον μιλάμε ο ένας στον άλλο». «Εγώ θα έλεγα πως κάνουμε κάτι περισσότερο από το να μιλάμε», σχολίασε η Σάμερ, κι αυτή τη φορά υπήρχε μια υποψία χαμόγελου στη φωνή της. Ο Ντόμινικ όμως διέκρινε και μια κούραση. Ποτέ της δεν είχε καλές σχέσεις με τα τηλέφωνα. Είχε ανάγκη την αμεσότητα την ανθρώπινης παρουσίας προκειμένου να επικοινωνήσει πλήρως, να εκφραστεί. «Θα σ’ αφήσω να συνεχίσεις το τρέξιμό σου», είπε ο Ντόμινικ. «Θα μπορούσα να σου τηλεφωνήσω αργότερα, μέσα στην εβδομάδα;» «Φυσικά». Η μέρα του Σαν Ζόρντι ήταν για την Καταλονία το αντίστοιχο της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου, κι ας είχε ονομαστεί έτσι από τον Άγιο Γεώργιο. Γιορταζόταν κάθε χρόνο πάντα Κυριακή και το κέντρο της Βαρκελώνης μεταμορφωνόταν σε μια πελώρια υπαίθρια αγορά, βόρεια της Πλάθα δε Καταλούνια μέχρι την Ντιαγκονάλ, με τα εντυπωσιακά λουλούδια κάτω από τέντες και τα αμέτρητα βιβλία πάνω σε πάγκους, τραπέζια που έτριζαν κάτω από το βάρος
εκατοντάδων καινούριων και παλιών εκδόσεων. Ήταν μια γιορτή της φύσης και της ανάγνωσης, με πάμπολλους συγγραφείς να περνούν από τον έναν πάγκο στον άλλο για να υπογράψουν τα βιβλία τους, τα οποία πωλούνταν στη συνέχεια στο κοινό. Οι πάγκοι στήνονταν τόσο από τοπικά βιβλιοπωλεία όσο και από εκδότες. Η παράδοση ήθελε τις γυναίκες να αγοράζουν βιβλία για τους συντρόφους τους και τους άντρες να επιλέγουν λουλούδια, κατά προτίμηση τριαντάφυλλα, για τις αγαπημένες τους. Έτσι, μια ηλιόλουστη μέρα, η μισή πόλη ανεβοκατέβαινε τη Ράμπλα Καταλούνια φορτωμένη με βιβλία και λουλούδια. Ήταν ένα θέαμα που έκανε τον Ντόμινικ να χαμογελάει όπως σταματούσε από τον έναν πάγκο στον άλλο, με την παρότρυνση των συνοδών του. Έτσι και βρισκόταν εκεί η Σάμερ, σκεφτόταν, ποιο βιβλίο θα του αγόραζε; Αν και η αλήθεια ήταν πως, από τη στιγμή που η πλειονότητα των προσφερόμενων τίτλων ήταν στα ισπανικά, ελάχιστη διαφορά θα έκανε. Όμως μια σκέψη θρονιάστηκε στο μυαλό του: τα βιβλία είναι για πάντα, ενώ τα λουλούδια μαραίνονται και πεθαίνουν, και τι έλεγε αυτό για την ισορροπία των πραγμάτων ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες; Είχε φτάσει στον τελευταίο πάγκο για εκείνη τη μέρα και πλέον δεν είχε κάτι να κάνει, παρότι οι ντόπιοι συγγραφείς που κάθονταν στο ίδιο τραπέζι ήταν ακόμη απασχολημένοι με το να υπογράφουν αυτόγραφα και να συνομιλούν
ευδιάθετοι με φίλους και αγοραστές, όταν ένα μακρύ, λεπτό, λευκό χέρι τού πρότεινε ένα αρκετά φθαρμένο αντίτυπο της αρχικής έκδοσης του βιβλίου του στα αγγλικά. Ο Ντόμινικ σήκωσε το κεφάλι του. Η περιπατητική Λούμπα. Εντυπωσιακά ντυμένη, όπως πάντα, με το ψηλόλιγνο σώμα της να φωλιάζει μέσα σε ένα άκρως εφαρμοστό κατακόκκινο μάλλινο φόρεμα του σχεδιαστή Ρολάν Μουρέ. «Εσύ;» Ο Ντόμινικ δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή του. «Δε φαντάζομαι να αρνηθείς σε μια φίλη την υπογραφή σου, ε;» «Φίλη ή διώκτρια;» Το γέλιο της Λούμπα ήταν κρυστάλλινο. «Κοίτα, σου έδωσα το τηλέφωνό μου και δε με πήρες. Τι άλλο να κάνει μια γυναίκα;» Ο Ντόμινικ πήρε το βιβλίο, το άνοιξε στη σελίδα του τίτλου και της το υπέγραψε. Άρα αλήθεια έλεγε όταν του είπε πως το είχε διαβάσει. Σε μια πριβέ χορεύτρια, έγραψε. Είχε σηκωθεί απογευματινός άνεμος που σάρωνε τη Ράμπλα, έτσι που τα λευκόξανθα μαλλιά της Λούμπα ανέμιζαν σαν μεταξωτό πέπλο, παρασυρμένα από αόρατα ρεύματα, καθώς στεκόταν μπροστά στο τραπέζι και διάβαζε την αφιέρωση. «Πετυχημένο», σχολίασε. «Ευχαρίστησή μου».
«Βλέπω πως κοντεύεις να τελειώσεις από εδώ», είπε. «Τι λες να πίναμε κάτι, έναν καφέ έστω, ή να τσιμπούσαμε μερικά τάπας;» Η υπάλληλος του εκδοτικού οίκου που τον συνόδευε τον ενημέρωσε πως η διαδικασία είχε ολοκληρωθεί και δεν είχε αντίρρηση να φύγει. Ο Ντόμινικ την ευχαρίστησε, όπως και τους ανθρώπους που εργάζονταν στον πάγκο, και σηκώθηκε. «Λοιπόν, πώς ήξερες ότι θα βρισκόμουν στη Βαρκελώνη; Και μη μου πεις ότι συμπτωματικά περνούσες από εδώ, Λούμπα». «Μα είναι απλούστατο, καλέ μου Ντόμινικ. Σε έψαξα στο διαδίκτυο... Κι ο Ισπανός εκδότης σου είχε μια λίστα με όλους τους συγγραφείς που θα βρίσκονταν σήμερα εδώ αναρτημένη στην ιστοσελίδα του. Ήταν μάλλον εύκολο». Το χαμόγελό της ήταν αφοπλιστικό. Ο Ντόμινικ δεν μπορούσε να φανταστεί ένα τόσο αιθέριο και ερωτικό πλάσμα όσο η Λούμπα να κάθεται μπροστά σε έναν υπολογιστή, όμως η εξήγηση ήταν λογική. Στη σύγχρονη εποχή ήταν αδύνατο να κρυφτείς. «Δηλαδή έκανες ολόκληρο ταξίδι ως τη Βαρκελώνη για να εξασφαλίσεις μια υπογραφή για το βιβλίο σου;» «Όχι. Ήρθα και για δουλειά. Για χορό». «Α...» «Πριβέ εμφάνιση». «Όπως στη Νέα Ορλεάνη;» ρώτησε ο Ντόμινικ. «Όχι ακριβώς», είπε εκείνη.
«Κι ο Βίγκο; Δεν έχει αντίρρηση γι’ αυτές τις... εμφανίσεις;» «Δεν του πέφτει λόγος», απάντησε απλά η Λούμπα. «Δεν του ανήκω». «Χαίρομαι». Ανηφόρισαν το Πασέιτζ δε Γκράσια και βρήκαν ένα μπαράκι, στο βάθος μιας μικρής πέτρινης σκάλας, χαμηλοτάβανο, ημιυπόγειο, όπου τα αρώματα του καφέ, του καπνού και του καπνιστού χοιρινού αναδίδονταν στην ατμόσφαιρα και έκαναν τα σάλια να τρέχουν. Κανείς τους δε μιλούσε καλά ισπανικά, οπότε περιορίστηκαν να δείξουν τα κυκλικά πιατάκια τα φορτωμένα με λαχταριστές μπουκιές που ήταν αραδιασμένα πάνω στο μπαρ και να επιλέξουν ποια προτιμούσαν. Όλα τα αντρικά βλέμματα στο μαγαζί στράφηκαν πάνω στη Λούμπα. Ξεχώριζε εκεί μέσα, λεπτή, γεμάτη χάρη, αρχοντική, σχεδόν τέλεια, ενώ το κόκκινο φόρεμά της φέγγιζε σαν φάρος στο φως της μέρας που έσβηνε. «Θα στείλουν αυτοκίνητο να με παραλάβει, απόψε στις δέκα», είπε η Λούμπα. «Οι πελάτες σου;» «Ναι. Μάλιστα νομίζω πως κι αυτοί Ρώσοι είναι. Πλούσιοι. Γέμισε ο τόπος από δαύτους στις μέρες μας. Δεν ήταν έτσι όταν ήμουν μικρότερη. Σε σκάφος θα πάω. Να χορέψω». «Έχεις μεγάλη φήμη, βλέπω. Είσαι διεθνώς περιζήτητη».
«Μπορεί», είπε, χαμογελώντας σεμνά. Δάγκωσε ένα από τα τάπας, ένα μικροσκοπικό τετράγωνο πατάτας, το οποίο ξεχείλισε γιαούρτι καρυκευμένο με πάπρικα. «Πολύ νόστιμο», σχολίασε. «Να δοκιμάσεις κι εσύ». Ο Ντόμινικ κατέβασε μερικές πράσινες ελιές γεμιστές με αντζούγιες. Η ισορροπία των γεύσεων ήταν λεπτή και εθιστική. Με το που έτρωγε τη μία, ήθελε κι άλλη. Οι καφέδες που τους είχαν φέρει ήταν καυτοί και έντονα αρωματικοί. Ζήτησε από τον μπάρμαν λίγο μεταλλικό νερό. «Μου άρεσε το βιβλίο σου», του είπε η Λούμπα. «Η Ελένα, η γυναίκα στο Παρίσι, μοιάζει τόσο αληθινή. Πολύ αυτοκαταστροφική όμως θα έλεγα». «Και γι’ αυτό θέλησες να με συναντήσεις», είπε ο Ντόμινικ. «Είναι πολύ αργά για να την αλλάξω, ξέρεις. Το βιβλίο έκλεισε, να ’ταν κι άλλο». «Άλλο;» «Μια έκφραση είναι. Έχει τελειώσει, θέλω να πω. Τώρα δουλεύω πάνω σε ένα καινούριο. Διαφορετική ιστορία, άλλοι χαρακτήρες». «Απλά πάντα πίστευα πως οι συγγραφείς πρέπει να είναι σύνθετοι άντρες, αυτό είναι όλο. Μου προκαλεί περιέργεια». «Μακάρι να ίσχυε για όλους αυτό...» «Και τι θέμα έχει το καινούριο βιβλίο; Επιτρέπεται να ρωτήσω;» «Το θέμα του είναι τα μουσικά όργανα. Για την ακρίβεια, η
ιστορία ενός συγκεκριμένου οργάνου, ενός βιολιού, και των ανθρώπων που το κράτησαν στα χέρια τους... Είναι μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην πορεία αρκετών αιώνων». «Α, εξαιρετική ιδέα», θεώρησε η Λούμπα, χτυπώντας τις παλάμες της. «Μου φαίνεται πως ξέρω πώς σου ήρθε ίσως». «Τη Σάμερ εννοείς;» «Βιολί παίζει κι εκείνη... Αλλά ήθελα επίσης να γνωρίσω τον άντρα που ζήτησε από τη γυναίκα που συνόδευε να χορέψει εκείνη τη βραδιά στη Νέα Ορλεάνη». «Χαίρομαι που διαπιστώνω πως μας βρίσκεις ενδιαφέροντες». «Οι ζωές των άλλων πάντοτε μου ασκούσαν γοητεία», συνέχισε εκείνη. «Σαν να λέμε, δεν είσαι απλώς μια γυμνή χορεύτρια, αλλά και μια ηδονοβλεψίας, με το δικό σου τρόπο». «Γιατί όχι; Τα πάντα, αρκεί να αποκτήσει η ζωή μεγαλύτερη ποικιλία, δε συμφωνείς;» «Μίλησέ μου για το... φίλο σου, τον Βίγκο». «Τι θες να μάθεις;» «Ακούγεται πως συλλέγει διάφορα. Έργα τέχνης αλλά και μουσικά όργανα, σωστά;» Η Λούμπα χαμογέλασε αινιγματικά. «Α, τώρα καταλαβαίνω γιατί ενδιαφέρεσαι κι εσύ». «Ακριβώς. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα. Λοιπόν;» «Ρώτα με ό,τι νομίζεις», είπε. «Θα προσπαθήσω να σου δώσω απαντήσεις».
Η Λούμπα συμφώνησε όταν ο Ντόμινικ είπε πως θα τον ενδιέφερε να την έβλεπε να χορεύει ξανά. Θα τη συναντούσε στο λόμπι του ξενοδοχείου της, λίγο πριν από τις δέκα εκείνο το βράδυ, όταν θα περνούσε η λιμουζίνα να την παραλάβει. Έμενε στο Condal, μακριά από το πολύβουο κέντρο της Βαρκελώνης, ένα πολυτελές αλλά διακριτικό ξενοδοχείο έξω από τα συνηθισμένα. Οι υπάλληλοι στη ρεσεψιόν –όλοι τους ντυμένοι με πανομοιότυπες μαύρες στολές, που άνετα διεκδικούσαν θέση στις πασαρέλες της μόδας– τον κοίταξαν με νόημα όταν τους είπε πως θα περίμενε εκεί την εκθαμβωτική ξανθιά ένοικο του ξενοδοχείου. Η Λούμπα πρόβαλε από το ασανσέρ, μια λευκή οπτασία, με τη μακριά της σιλουέτα να αγκαλιάζεται από εκρού μετάξι και τα ατελείωτα πόδια της να φαντάζουν ακόμη μακρύτερα χάρη στα πανύψηλα ασημένια τακούνια της, ενώ τα πλούσια, ατίθασα ξανθά μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα και οι ώμοι αποκαλύπτονταν γυμνοί, αλαβάστρινοι. Τα μάτια της αναδεικνύονταν με την πλούσια μάσκαρα που τα πλαισίωνε, και η διαφορά ανάμεσα στο έντονο μακιγιάζ τους και το υπόλοιπο πρόσωπό της ήταν μια περίτεχνα περασμένη πινελιά ανοιχτού κόκκινου κραγιόν και ρουζ στα ψηλά ζυγωματικά της, μια ζωντανή μελέτη πάνω στις αντιθέσεις. Η λιμουζίνα τούς περίμενε έξω. Ο ανέκφραστος σοφέρ με τη γκρίζα στολή και το καπέλο τούς άνοιξε την πόρτα για να επιβιβαστούν. Ο Ντόμινικ είχε ενημερωθεί από τη Λούμπα ότι όφειλε να
φορέσει κοστούμι. Ευτυχώς, είχε πάρει μαζί του ένα, για κάθε ενδεχόμενο, πριν αναχωρήσει από το Λονδίνο, αν και δεν είχε φέρει γραβάτα, οπότε είχε περάσει την περισσότερη ώρα του μετά τη στάση τους στο καφέ αναζητώντας μια αξιοπρεπή στο κατάστημα Corte Inglés στην Πλάθα δε Καταλούνια. Καθώς το μεγάλο αυτοκίνητο απομακρυνόταν από το πεζοδρόμιο, με τον κινητήρα του να γουργουρίζει διακριτικά, ο Ντόμινικ, απομονωμένος από τον οδηγό χάρη στο χοντρό γυάλινο διαχωριστικό, ρώτησε τη Λούμπα πού πήγαιναν. «Ποτέ δε ρωτάω», απάντησε εκείνη και δεν επιχείρησε να επεκταθεί. Η λιμουζίνα σύντομα άφησε πίσω της την πόλη, παίρνοντας τον αυτοκινητόδρομο που οδηγούσε στο Νότο. Συνέχισαν έτσι για μισή ώρα, ενώ στα αριστερά τους η πανσέληνος λαμπύριζε πάνω από τη νυχτερινή θάλασσα. Περνούσαν μέσα από διαδοχικές σήραγγες που διέσχιζαν τους λόφους στη διαδρομή. Λίγο μετά, ξεπρόβαλαν τα μικρά ψαροχώρια ή θέρετρα που εκτείνονταν κατά μήκος της ακτής. Στη διάρκεια εκείνης της σύντομης διαδρομής η Λούμπα είχε παραμείνει σιωπηλή, περνώντας ήρεμα σε μια κατάσταση αυτοσυγκέντρωσης, διαλογισμού, σαν να προετοίμαζε την παράστασή της, σαν να έμπαινε στην κατάλληλη διάθεση. Ακολουθώντας μια οδική πινακίδα προς την κατεύθυνση της Σίτζες, το αυτοκίνητο βγήκε από τον κεντρικό δρόμο και πέρασε μέσα από τη μικρή πόλη, αποφεύγοντας τα στενά σοκάκια των γοτθικών συνοικιών, για να φτάσει σε νέους
λόφους, γεμάτους με μεγάλα πολυτελή ξενοδοχεία. Στη συνέχεια διέσχισε τις γραμμές του τρένου και κατηφόρισε προς μια κατάφωτη μαρίνα. Υπήρχε μια πύλη που οδηγούσε προς τη ζώνη ελεγχόμενης πρόσβασης. Ο οδηγός σχημάτισε έναν κωδικό στο πληκτρολόγιο και η πύλη σηκώθηκε. Το γιοτ, ένα κολοσσιαίο ναυπήγημα με διαδοχικά επίπεδα που έβγαιναν το ένα μέσα από το άλλο από ένα πλέγμα ξύλου και ατσαλιού, θυμίζοντας γιγάντια μπάμπουσκα, ήταν δεμένο στην άκρη της μεγάλης μαρίνας, απομονωμένο από τα υπόλοιπα σκάφη, με τα φώτα του χαμηλωμένα, έτσι ώστε η πολυτέλειά του να αναδεικνύεται έξυπνα, χωρίς να επιδεικνύεται χτυπητά. Ένας γεροδεμένος φύλακας βεβαιώθηκε πως το όνομα της Λούμπα συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο που κρατούσε στα χέρια του και υπέδειξε στους δύο να προχωρήσουν στο κάτω κατάστρωμα, εκεί όπου ένα πλήθος καλοντυμένων ανθρώπων περιφερόταν, πίνοντας και συνομιλώντας. Ο Ντόμινικ άκουγε αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ρωσικά, πιθανότατα, καθώς και διάφορες ακόμη γλώσσες να μιλιούνται εκεί. Μια μεσήλικη γυναίκα που φορούσε μια σκουρόχρωμη βραδινή τουαλέτα αντιλήφθηκε την άφιξη της Λούμπα και της έκανε νόημα. Η Λούμπα πρότεινε στον Ντόμινικ να κυκλοφορήσει ανάμεσα στους καλεσμένους και να περάσει καλά, ενώ εκείνη απομακρύνθηκε, συνοδευόμενη από τη
γυναίκα, προς ένα καμαρίνι όπου θα προετοιμαζόταν για την εμφάνισή της. Ο Ντόμινικ κατευθύνθηκε στο μπαρ, διατηρώντας τη φρούδα ελπίδα ότι θα κατάφερνε να μην ξεχωρίσει, με το οικονομικό, αγοραστό μαύρο κοστούμι του, σε αυτό το πέλαγος απροκάλυπτου πλούτου. Ο φαλακρός μπάρμαν τού πρόσφερε ένα ψηλό ποτήρι με σαμπάνια, το οποίο ο Ντόμινικ αρνήθηκε, προτιμώντας ένα Perrier ή San Pellegrino. Όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο, ο μπάρμαν διέθετε και τις δύο ετικέτες μεταλλικού νερού. Όπως και σχεδόν κάθε άλλο ποτό που υπήρχε σε αυτό τον κόσμο. Ο Ντόμινικ προσπάθησε να κυκλοφορήσει ανάμεσα στους καλεσμένους όσο καλύτερα μπορούσε, παρότι δε γνώριζε κανέναν εκεί, περνώντας ανάμεσα από παρέες, συγκατανεύοντας, ακούγοντας μερικές κουβέντες από τις συζητήσεις, συχνά σε γλώσσες που δεν καταλάβαινε. Κανένας από τους καλεσμένους δεν έμοιαζε να απορεί με την παρουσία του εκεί, παρόλο που ο ίδιος αισθανόταν εντελώς παρείσακτος. Τουλάχιστον το γιοτ ήταν αγκυροβολημένο και δεν ταξίδευε στη θάλασσα· ο Ντόμινικ είχε μια τάση προς τη ναυτία και θα παρουσίαζε θλιβερό θέαμα σε περίπτωση που το σκάφος κινούνταν, το ήξερε αυτό. Η ίδια γυναίκα που είχε συνοδεύσει τη Λούμπα νωρίτερα επέστρεψε στο κατάστρωμα και άρχισε να κατευθύνει τους καλεσμένους προς κάποιο από τα χαμηλότερα επίπεδα του σκάφους. Ο Ντόμινικ ακολούθησε υπάκουα το πλήθος.
Οδηγήθηκαν σε ένα πολυτελές σαλόνι, όπου είχε στηθεί μια μικρή σκηνή, απέναντι από σειρές σπαστών καθισμάτων και, προς το βάθος του δωματίου, δίπλα στις τζαμαρίες που έβλεπαν προς τα νερά της μαρίνας από τη μία πλευρά και την ανοιχτή θάλασσα από την άλλη, μια σειρά από γυαλιστερούς δερμάτινους καναπέδες. Πάνω σε αυτούς ήταν καθισμένοι κάποιοι ακριβά ντυμένοι θεατές, οι οποίοι, όπως υπέθεσε ο Ντόμινικ, πρέπει να ήταν οι ιδιοκτήτες της θαλαμηγού, οι αποψινοί οικοδεσπότες· Ρώσοι ολιγάρχες και οι συνοδοί τους, κρίνοντας από τα σλαβικά χαρακτηριστικά των προσώπων τους. Σερβιτόροι, ντυμένοι με πανομοιότυπες στολές, κυκλοφορούσαν ανάμεσα στα καθίσματα, προσφέροντας και πάλι σαμπάνια στους καλεσμένους. Ο Ντόμινικ επέλεξε ένα κάθισμα σε μια άκρη της αίθουσας. Όταν όλοι οι καλεσμένοι είχαν βολευτεί, οι συζητήσεις σώπασαν και ένα αισθητό κύμα προσμονής διέτρεξε το χώρο. Ο ήδη χαμηλός φωτισμός του σαλονιού περιορίστηκε ακόμη περισσότερο. Δύο βοηθοί που στέκονταν δίπλα στις καρέκλες μετέφεραν ισάριθμους βαρείς προβολείς, τους οποίους τοποθέτησαν πάνω σε τρίποδα και τους άναψαν. Η αυτοσχέδια σκηνή λούστηκε σε ένα δυνατό φως και ο Ντόμινικ, μέσα από το βουητό δύο ηχείων, αναγνώρισε τη φωνή, την κασέτα που φαίνεται πως χρησιμοποιούσε πάντοτε στο νούμερό της. «Ονομάζομαι Λούμπα...», κι ύστερα οι απαλές μελωδίες της μουσικής του Ντεμπισί, καθώς η
Λούμπα, φορώντας τη λευκή βαμβακερή ρόμπα της, ανέβηκε νωχελικά στη σκηνή και στάθηκε, ακίνητη σαν άγαλμα, με το τέλειο σώμα της να διαγράφεται ανελέητα στη βάναυση λάμψη των προβολέων. Ο Ντόμινικ την είχε δει ήδη να χορεύει εκείνη τη φορά στη Νέα Ορλεάνη, όμως για δεύτερη φορά δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει τη χάρη και τη σοβαρότητα των κινήσεών της, πιο αργών κι από αργές, σαγηνευτικών, αρχοντικών, αισθησιακών, καθώς κάθε σπιθαμή σταδιακά γυμνωνόταν και αποκαλυπτόταν, γυμνότερη κι από γυμνή, ενώ το πρόσωπό της παρέμενε ολότελα απαθές, λες και ήταν χαμένη στις σκέψεις της, σαν να βρισκόταν σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, μακριά από τη θαλαμηγό και τη μαρίνα. Τα στήθη της έστεκαν ψηλά και σφριγηλά, ανεπηρέαστα από το λικνιστικό ρυθμό του κορμιού της. Όπως έστριψε, με τη λεία ηβική χώρα σε πλήρη θέα πλέον, μπροστά σε όλους τους βουβούς θεατές, ο Ντόμινικ διέκρινε το μικρό μπλε τατουάζ με το όπλο, σε απόσταση ενός νυχιού από το άνοιγμά της. Γαργαλιστικό, προκλητικό, σαν να ήταν ο απόλυτος τρόπος αποτύπωσης της γοητείας της, συμπληρώνοντας την αντισυμβατική περσόνα της. Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να την είχε ρωτήσει για τη σημασία, για το λόγο ύπαρξης εκείνου του τατουάζ όταν του δόθηκε η ευκαιρία. Αισθανόταν τους άντρες –και τις γυναίκες– στο ακροατήριο να κρατούν την ανάσα τους όσο η Λούμπα συνέχιζε να χορεύει, ευλύγιστη, ακολουθώντας σαν
ερπετό την αργή, ιμπρεσιονιστική ροή της μουσικής, με κάθε απόκρυφο σημείο του σώματός της να αποκαλύπτεται, ακόμη και να επιδεικνύεται. Οι τελικές νότες της μουσικής έσταξαν μία προς μία από τα ηχεία και η Λούμπα σταδιακά επέστρεψε στη θέση της, σαν ζωντανό άγαλμα. Όμως, αυτή τη φορά, τα φώτα έμειναν ανοιχτά και ένα νέο μουσικό κομμάτι άρχισε να παίζει. Ένα τανγκό. Μια καυτή, αισθησιακή, μακρόσυρτη μελωδία, η οποία διαπερνούσε τη σιωπή που είχε απλωθεί στην αίθουσα μετά το χορό της γυναίκας. Ένας άντρας ανέβηκε στη σκηνή, απέναντι από τη Λούμπα. Ήταν κι αυτός γυμνός, νέος, μάλλον εικοσάρης με εικοσιπεντάρης. Η επιδερμίδα του θύμιζε στιλβωμένο μπρούντζο. Σε κάποιο άλλο περιβάλλον ενδεχομένως να φάνταζε υπερβολικό, σαν να είχε περάσει μέρες ολόκληρες κάτω από μια λάμπα μαυρίσματος, όμως εδώ η λάμψη αυτή τον έκανε να μοιάζει με θεό των Νοτίων Θαλασσών, αθλητικό, με δυνατά πόδια και γραμμωμένους κοιλιακούς, με το στήθος του να πάλλεται σε κάθε ανάσα. Τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα προς τα πίσω, τονίζοντας το δυναμισμό και την αρρενωπότητα του σαγονιού του. Ο πούτσος του, που η μαλακότητά του χανόταν ανάμεσα στη σκληρότητα του υπόλοιπου σώματός του, άρχισε να μεγαλώνει όσο περισσότερο βρισκόταν μπροστά στη Λούμπα. Ο νεαρός απολάμβανε τον πλούτο της γύμνιας της
ενώ περίμενε την επόμενη κίνηση του χορού της. Η Λούμπα άνοιξε τα μάτια. Θεατρικά, πετάρισε τις βλεφαρίδες της, λες και η οπτασία αυτή ήταν μια έκπληξη και όχι προγραμματισμένο στοιχείο της αποψινής παράστασης. Με μια απότομη στροφή, ο χορευτής τής έπιασε το χέρι και την τράβηξε πάνω του, έτσι που τα γυμνά κορμιά τους ήρθαν σε επαφή. Με το άλλο χέρι, την έπιασε από το πιγούνι, με τα δάχτυλά του να στέκονται με νόημα πάνω στην απαλή επιδερμίδα του λαιμού της. Το σύμπλεγμα αγαλμάτων που σχηματίστηκε στάθηκε για μια στιγμή εκεί, να κοιτιέται κατάματα, να στέκει κατάσαρκα, ώσπου η κύρια μελωδία του τανγκό ξετυλίχτηκε και οι δυο τους άρχισαν να χορεύουν μαζί, με τα πόδια να διασταυρώνονται, τα κορμιά τους να πλέκονται. Ο Ντόμινικ παρακολούθησε το ζευγάρι να κινείται ηδυπαθώς πάνω στην περιορισμένη σκηνή, προσπαθώντας να φανταστεί ποιο μέρος αυτής της χορογραφίας είχε προβαριστεί και πού. Ο παρτενέρ της οδηγούσε τη Λούμπα στην ακατάπαυστη ηχώ της μουσικής ενώ εκείνη αφηνόταν στη βαρύτητα και τη δυναμική αγκαλιά του, πόδια και σώμα σε τέλεια αρμονία, προτού το σχήμα τσακιστεί, ξανά και ξανά, θυσία στο βωμό των απαιτήσεών του. Η θερμοκρασία στην αίθουσα ανέβαινε σταθερά μπροστά στο θέαμα των αγκαλιασμένων κορμιών των χορευτών και τον προκλητικό τρόπο που η Λούμπα τεντωνόταν, εκτιθόταν, μετακινούνταν πέρα δώθε από το
μαυρισμένο, μυώδες, σχεδόν θεϊκό πλάσμα, του οποίου τα χαρακτηριστικά του προσώπου δεν άλλαζαν ποτέ, αυστηρά, κυρίαρχα. Τα πόδια της άνοιξαν για μια στιγμή σε ακραία γωνία, αποκαλύπτοντάς τη. Ύστερα εκείνος την τράβηξε πάνω του, καθώς ο πούτσος του ήταν πλέον σκληρός όπως το υπόλοιπο σώμα του και πιέστηκε ανάμεσα στα κορμιά τους, που αγκαλιάζονταν σφιχτά. Ήταν σοκαριστικό, αλλά εντυπωσιακό, όφειλε να ομολογήσει ο Ντόμινικ. Ένας χορός ατόφιου πάθους, κινδύνου, με τη Λούμπα να χαλαρώνει στα χέρια του παρτενέρ της και να του επιτρέπει να τη μετακινεί εδώ, εκεί, παντού, ανάλογα με τις επιθυμίες του, σαν να είχε παραιτηθεί από κάθε δική της θέληση. Ήταν αδύνατο να μην παρατηρήσει κάποιος τη γυαλάδα που κάλυπτε πλέον το σώμα τόσο της Λούμπα όσο και του χορευτή, την πορνογραφική εικόνα της στύσης του άντρα σε τόσο μικρή απόσταση από το θεσπέσιο κορμί της Ρωσίδας χορεύτριας. Ο Ντόμινικ παρακολουθούσε τον τρόπο που ο πούτσος του περνούσε ξυστά από τη μέση της, τη μακριά γέφυρα των ποδιών της σε απόλυτη ευθεία, τα πέλματά της σε έκταση, σαν εκπαιδευμένης μπαλαρίνας, το κεφάλι της γερμένο προς τα πίσω, ακίνητο, ανεπηρέαστο. Η ένταση της μουσικής ανέβηκε μια ιδέα και ο χορευτής έστειλε τη Λούμπα στο πάτωμα, εκεί όπου εκείνη ξεδίπλωσε το κορμί της, άνοιξε τα πόδια της σε άψογη γεωμετρική στάση. Εκείνος έσκυψε από πάνω της, την έπιασε από το χέρι
και την τράβηξε ξανά πάνω του, με κάθε κίνηση των γυμνών κορμιών τους να είναι μια τελετουργία, μια παράσταση πάθους. Κάθετη και πάλι, η Λούμπα σήκωσε το πόδι της, φέρνοντάς το σε τέλεια γωνία, και υπό τα πνιχτά επιφωνήματα των θεατών ο άντρας την κάρφωσε με μια γρήγορη κίνηση, με το σκληρό πούτσο του να βυθίζεται μεμιάς μέσα στο πρόσφορο μουνί της. Χάθηκε μέσα της μέχρι τη ρίζα, αφήνοντας το ζευγάρι ενωμένο, να ριγεί στους ήχους της μουσικής. Οι χορευτικές τους κινήσεις συνεχίστηκαν, με τον μπηγμένο πούτσο του να την οδηγεί παράλληλα με τα χέρια του, καθώς συνέχιζαν το τανγκό τους. Ούτε μια στιγμή δεν τραβήχτηκε από μέσα της, παρατήρησε ο Ντόμινικ, ούτε οι κινήσεις του χορού έχασαν την αβίαστη ροή τους. Στις καρέκλες μπροστά του είδε τα χέρια μιας γυναίκας να σφίγγουν το μηρό του διπλανού της. Για κάποιο λόγο οι χορευτές δεν έδιναν την εικόνα ότι το έκαναν. Εξακολουθούσε να είναι ένας χορός, ένας αρχέγονος χορός, κάτι όμορφο που είχε οδηγηθεί σε ένα άλλο επίπεδο, εκεί όπου η εγγενής χάρη των σωμάτων τους υπερέβαινε τη χυδαιότητα της στιγμής. Ο Ντόμινικ ένιωσε να σκαλώνει η ανάσα του. Το βλέμμα του στάθηκε στη γυαλιστερή, σφριγηλή επιφάνεια των γλουτών της Λούμπα, όπως χόρευε γύρω από τον παρτενέρ της, με το πέος του να αποτελεί πλέον προέκταση της
σπονδυλικής της στήλης, λες και, έτσι και αποτραβιόταν ξαφνικά εκείνος, η Λούμπα θα κατέρρεε, σαν πάνινη κούκλα, χωρίς στήριγμα. Η μουσική άρχισε να χαμηλώνει και ταυτόχρονα ο χορός να επιβραδύνει, ώσπου σταμάτησε. Η Λούμπα με το γοητευτικό χορευτή έμειναν να στέκονται εκεί, συνδεδεμένοι ακόμη, σαν σάρκινα αγάλματα, με την τέλεια ακινησία τους να προδίδεται μόνο από τον τρόπο που ανεβοκατέβαινε το στήθος του στην προσπάθειά του να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του κι από το ροζ της έξαψης που απλωνόταν ανάμεσα στο λαιμό της και την κοιλάδα του στήθους της. Δεν ακουγόταν κιχ στην αίθουσα. Μόλις τους έκανε νόημα η γυναίκα που νωρίτερα είχε ενορχηστρώσει την παράσταση, οι βοηθοί στις δύο πλευρές της σκηνής έσβησαν τους προβολείς. Ο Ντόμινικ ήπιε μια γερή γουλιά μεταλλικού νερού· ήξερε πως ορισμένες από τις αποψινές σκηνές θα παρέμεναν ανεξίτηλα χαραγμένες στην οθόνη του μυαλού του. Παρακινημένος από το φλογερό θέαμα της Λούμπα και των ενωμένων γεννητικών οργάνων των χορευτών, ο εγκέφαλός του παραδινόταν στην έντονη θέρμη που βίωνε κάθε φορά που βρισκόταν ο ίδιος μέσα στη Σάμερ, στον τρόπο που το σώμα της ανταποκρινόταν στο δικό του, στην τελειότητα της σύμπτωσης των επιθυμιών τους, στη συνάντηση του εσωτερικού σκοταδιού τους σε κάποιο αόρατο σταυροδρόμι της ψυχής. Ήταν αρκετά ντόμπρος ώστε να συνειδητοποιήσει
πόσο ατελείς ήταν και οι δυο τους, σε αντίθεση με τη Λούμπα, η γαλήνια ευτυχία της οποίας είχε κάτι το απόκοσμο. Κι όμως, οι δυο τους αλληλοσυμπληρώνονταν. Ολοκληρώνονταν μαζί. Η λιμουζίνα τούς παρέλαβε για να τους μεταφέρει στα ξενοδοχεία τους στη Βαρκελώνη. Η μεσογειακή πανσέληνος φέγγιζε ψηλά πάνω από τη θάλασσα καθώς το αυτοκίνητο κινούνταν με ταχύτητα στον άδειο παραλιακό αυτοκινητόδρομο. «Ήταν πανέμορφο», είπε ο Ντόμινικ στη Λούμπα. «Ήταν καλοπληρωμένο», απάντησε εκείνη. «Το φαντάζομαι. Ο χορευτής που είδα ήταν ο συνήθης... παρτενέρ σου;» «Υπάρχουν διάφοροι. Εξαρτάται από το πρόγραμμα των εμφανίσεων. Απαιτείται μια κάπως... εξειδικευμένη προσέγγιση», εξήγησε. «Λατινοαμερικάνος έμοιαζε, ίσως όμως να σχημάτισα αυτή την εντύπωση επειδή χορέψατε τανγκό. Πώς τον λένε;» «Δεν ξέρω. Δε με απασχολεί ποτέ αυτό». Απέστρεψε το βλέμμα της, κάρφωσε τα μάτια της στο σκοτάδι έξω. «Σοβαρά;» «Ποιος ο λόγος; Εγώ είμαι διαθέσιμη, ο χορευτής κατευθύνει τα βήματα, εγώ ακολουθώ. Αυτό είναι όλο». Γύρισε ξανά προς το μέρος του. «Αλλά για πες μου κάτι, Ντόμινικ».
«Τι;» «Πρέπει να υποσχεθείς να μη με βάλεις ποτέ σε κάποιο από τα βιβλία σου. Εντάξει;» Ο Ντόμινικ δίστασε. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής προσπαθούσε να βρει τρόπο να μεταφράσει εκείνη την έξοχη, αν και τολμηρή, εμπειρία σε λέξεις. Ήταν μεγάλος ο πειρασμός. Η Λούμπα παρατήρησε το φανερό δισταγμό του. «Υποσχέσου μου», επανέλαβε. «Εντάξει». Ο Ντόμινικ συμφώνησε με την απαίτησή της. Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε στην καμπίνα, ενώ η λιμουζίνα έφτανε στα προάστια της πόλης και ερχόταν αντιμέτωπη με τους φωτεινούς σηματοδότες. «Έτσι γνώρισα τον Βίγκο», είπε η Λούμπα, εντελώς ξαφνικά. «Συμμετείχα σε μια τέτοια παράσταση, με ζωντανό σεξ. Με διαφορετικό παρτενέρ. Ήταν Ουκρανός, όπως κι εγώ. Στο Άμστερνταμ». «Και έτσι γίνατε... φίλοι;» «Ναι, αργότερα ο Βίγκο μού ζήτησε να είμαι μαζί του. Είπε ότι συνέλεγε όμορφα πράγματα κι ότι θα ήμουν το κορυφαίο στολίδι της συλλογής του. Είναι ανόητος τρόπος να πλησιάσεις μια γυναίκα, όμως ήταν πλούσιος, χαρισματικός, αστείος, κι εγώ είχα ανάγκη από ένα διάλειμμα από τη χορευτική ζωή». «Κι έτσι τον ακολούθησες στο Λονδίνο;» «Ναι, μάλιστα νοίκιασε ιδιωτικό τζετ για το ταξίδι της
επιστροφής. Του αρέσει να με κακομαθαίνει, και φυσικά τον εαυτό του. Αλλά κατά βάθος είναι καλός άνθρωπος. Και ενδιαφέρων εραστής». «Έτσι αξιολογείς τους άντρες... ανάλογα με το πόσο ενδιαφέροντες είναι;» «Γιατί όχι;» Χαμογέλασε, κι η παιχνιδιάρικη διάθεσή της έμοιαζε να ξεπερνά τώρα την κούραση από την πρόσφατη παράστασή της. «Αποφάσισες όμως να επιστρέψεις στο χορό;» «Είχα αρχίσει να βαριέμαι», αποκρίθηκε. «Τέλος πάντων, ποιος χρειάζεται λόγο για να κάνει κάτι; Είμαι ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω. Με τον Βίγκο δε μιλάμε για γάμο, αλλά για μια φιλία μεταξύ ισότιμων ατόμων. Δεν είναι ζηλιάρης». «Μάλιστα», είπε ο Ντόμινικ. «Θέλεις να μου μιλήσεις για τις συλλογές του τότε;» Ο Βίγκο Φρανκ αισθανόταν ιδιαίτερα περήφανος για τη συλλογή μουσικών οργάνων που είχε δημιουργήσει. Είχε στην κατοχή του δύο ηλεκτρικές κιθάρες τις οποίες είχε χρησιμοποιήσει ο Τζίμι Χέντριξ, μια ακουστική ισπανική κιθάρα την οποία υποτίθεται πως είχε παίξει ο Τζον Λένον, μια ταλαιπωρημένη τρομπέτα του Λούις Άρμστρονγκ, ένα αυθεντικό βιολί του Παγκανίνι, καθώς και διάφορα άλλα σπάνια μουσικά όργανα που σχετίζονταν με πολλούς καλλιτέχνες, από το χώρο είτε της κλασικής είτε της ροκ σκηνής. Δεδομένου ότι δεν του αρκούσε ένας τέτοιος θησαυρός, είχε αποκτήσει διάφορα σκίτσα του Πικάσο, ένα
αυθεντικό πρώιμο έργο του Γουόρχολ, έναν Χίρστ, αλλά και μεγάλης αξίας λιθογραφίες και γκραβούρες περιορισμένων εκδόσεων. Εκτός αυτού, διέθετε μια πλήρη συλλογή πρώτων εκδόσεων όλων των έργων των Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Γουίλιαμ Φόκνερ και Χέμινγουεϊ, με τα αυθεντικά τους καλύμματα, και μάλιστα ορισμένα από αυτά υπογεγραμμένα από τους συγγραφείς. Το σύνολο αυτής της συλλογής ήταν κατανεμημένο σε διάφορα δωμάτια με ελεγχόμενη θερμοκρασία στην έπαυλή του στο Μπελσάιζ Παρκ. «Εντυπωσιακό μου φαίνεται», σχολίασε ο Ντόμινικ. «Δηλαδή δε φυλάει κάποια από τα πιο πολύτιμα κομμάτια κάπου αλλού;» Υπήρχε ένα κλειδωμένο δωμάτιο στο υπόγειο, στο οποίο η Λούμπα δεν είχε μπει ποτέ, και ήταν γεγονός πως ο Βίγκο δεν ήθελε να μιλά για το περιεχόμενό του. Το μόνο που είχε αποκαλύψει ήταν ότι φύλαγε τα σπάνια βινίλιά του εκεί, πράγμα που δεν ακουγόταν και πολύ πιστευτό. Σε κάθε περίπτωση, ούτε η Λούμπα ούτε το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον του Βίγκο έδειχναν ενδιαφέρον για εκείνο το συγκεκριμένο κομμάτι της συλλογής. «Μήπως επειδή τα κομμάτια που φυλάει εκεί μέσα είναι πιο ευαίσθητα;» είκασε η Λούμπα. «Δεν αποκλείεται», κατένευσε ο Ντόμινικ, που για την ώρα δεν ήθελε να επιμείνει περισσότερο σε αυτό το θέμα. Κινούνταν ήδη στην Ντιαγκονάλ και σύντομα έφτασαν στο
ξενοδοχείο όπου είχαν κλείσει δωμάτιο για τη Λούμπα οι ολιγάρχες. Ο Ντόμινικ πρότεινε να επιστρέψει περπατώντας στο ξενοδοχείο του, το οποίο βρισκόταν σε απόσταση σκάρτων δέκα λεπτών με τα πόδια από εκείνο το σημείο, όμως η Λούμπα ζήτησε και πάλι από τον αμίλητο σοφέρ να κάνει μια στάση εκεί, μετά το ξενοδοχείο της. Συμφώνησαν να τα ξαναπούν κάποια στιγμή στο Λονδίνο. Ο Ντόμινικ επέστρεψε στην Αγγλία δύο μέρες αργότερα. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε, φτάνοντας στο σπίτι του στο Χάμπστεντ, ήταν τη μεγάλη βαλίτσα της Λόραλιν, παρκαρισμένη δίπλα στην πόρτα, μαζί με μια μεγάλη πλαστική σακούλα από τα καταστήματα αφορολογήτων ειδών. Ο Ντόμινικ τη φώναξε, αλλά δεν πήρε απάντηση. Ανέβηκε στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε η Λόραλιν και χτύπησε διακριτικά την πόρτα, σε περίπτωση που εξακολουθούσε να κοιμάται, αν και ήταν αργά το πρωί. Το δωμάτιο ήταν άδειο και το κρεβάτι στρωμένο. Ολόγυρα υπήρχαν σκόρπια ρούχα και παπούτσια, πάνω στη μοκέτα, λες και είχε βιαστεί – όχι τόσο να ξεπακετάρει όσο να μαζέψει ξανά μερικά πράγματα. Ξαφνικά θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει να της αφήσει σημείωμα πως θα πήγαινε στη Βαρκελώνη για λίγες μέρες. Ίσως, γυρίζοντας και βρίσκοντας το σπίτι άδειο, η Λόραλιν να αποφάσισε να περάσει κι εκείνη μερικές μέρες αλλού, με
κάποια άλλη παρέα. Ο Ντόμινικ αισθανόταν συναισθηματικά εξουθενωμένος. Αποφάσισε να αφήσει το σάκο του στο διάδρομο, να κάνει συντροφιά στη βαλίτσα της Λόραλιν, και τράβηξε γραμμή για το υπνοδωμάτιό του, αποφασισμένος να απαλλαγεί από τις στεναχώριες του με τη βοήθεια του ύπνου. Είχε αναγκαστεί να βρίσκεται στο αεροδρόμιο της Βαρκελώνης από τις έξι εκείνο το πρωί. Αφήνοντας τα ρούχα του να πέφτουν όπως τα έβγαζε, σωριάστηκε αποκαμωμένος στο κρεβάτι, χωρίς να βρει το κουράγιο να τραβήξει τα σκεπάσματα πάνω του. Σύντομα είχε αποκοιμηθεί. Ξύπνησε αργά το απόγευμα, από το χάδι μιας θερμής ανάσας πάνω στη γυμνή επιδερμίδα των ξεσκέπαστων οπισθίων του. «Καλώς τον...» Μισάνοιξε τα μάτια, προσπαθώντας να διώξει τον ύπνο, έστριψε το κεφάλι του και είδε τη Λόραλιν να στέκεται από πάνω του, με ένα ύφος σαν να το διασκέδαζε αφάνταστα. Συνειδητοποιώντας πως ήταν γυμνός και ερεθισμένος, επιχείρησε να τραβήξει ένα σεντόνι πάνω του, πράγμα που την έκανε να γελάσει. «Αχ, Ντόμινικ, ό,τι ήταν να δω το έχω δει», του είπε. «Προς τι αυτές οι ξαφνικές ντροπές;» «Ναι, σωστά», μουρμούρισε εκείνος. Η Λόραλιν φορούσε ένα μπλουζάκι με το όνομα ενός
συγκροτήματος που ούτε ακουστά δεν το είχε εκείνος, άσπρο τζιν και δερμάτινες μπότες που έφταναν μέχρι τη μέση της γάμπας. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, του έμοιαζε ψηλότερη από κάθε άλλη φορά. «Καλώς όρισες», της είπε, τραβώντας τη στο κρεβάτι, έτσι που κάθισαν σαν δυο καλοί φίλοι, δίπλα δίπλα. «Επίσης. Δεν είχες πει πως θα έλειπες». «Το ξέρω. Συγνώμη». «Νόμιζα πως ήσουν στο Βερολίνο. Οπότε πήγα εκεί, ελπίζοντας πως θα σου έκανα έκπληξη». «Στο Βερολίνο;» «Ναι. Υπέθεσα πως είχες μάθει ότι η Σάμερ θα εμφανιζόταν εκεί με τον Κρις και το συγκρότημά του. Ήταν η τελευταία σελίδα που επισκέφτηκες, όπως είδα στο ιστορικό του υπολογιστή σου. Αλλά δεν ήσουν εκεί. Σπουδαία ντετέκτιβ θα γινόμουν, τι λες κι εσύ;» «Στη Βαρκελώνη ήμουν. Για την προώθηση του βιβλίου, το είχαν κανονίσει οι εκδότες μου εκεί». «Στη Βαρκελώνη!» Η Λόραλιν έσκασε στα γέλια. «Τελείως αλλού για αλλού τράβηξα δηλαδή». «Πώς ήταν το Βερολίνο;» τη ρώτησε ο Ντόμινικ. «Η Βαρκελώνη πώς ήταν;» «Ενδιαφέρουσα», απάντησε. «Αυτό θα πεις μόνο;» «Ναι». Ένα λεπτό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του Ντόμινικ, καθώς έφερνε στο νου του τη Λούμπα και την
παράσταση, τους πάγκους των βιβλίων στη Ράμπλα, τα ολάνθιστα τριαντάφυλλα. «Βρέθηκα με τη Σάμερ», του είπε η Λόραλιν. «Και;» Προσπάθησε να ακουστεί αδιάφορος. «Γούστο είχε...» «Γούστο;» «Άκου, μου αρέσει. Πολύ». Είδε το βλέμμα του να σκοτεινιάζει, φευγαλέα. «Όχι, δεν το εννοούσα έτσι», έσπευσε να διευκρινίσει. «Απλώς σαν φίλη, κολλητή». «Εντάξει». «Με την ευκαιρία, είσαι ηλίθιος, Ντόμινικ. Τελείως ηλίθιος. Τι κέρατο σκεφτόσουν όταν την άφησες να νομίζει ότι εμείς οι δύο είμαστε ζευγάρι; Το ξέρεις πολύ καλά πως δεν παίζει τέτοια περίπτωση». Ο Ντόμινικ χλόμιασε. «Έμαθα πως τα είχε μπλέξει με τον Βίγκο Φρανκ. Διαισθανόμουν όμως πως εξακολουθούσε να αισθάνεται κάτι για μένα. Δεν ήθελα να νιώσει άσχημα. Πάντως, ποτέ δεν είπα ότι είμαστε μαζί, κανονικά», πρόσθεσε. «Απλώς ανέφερα ότι έμενες εδώ». «Σοβαρά, τι συμπέρασμα περίμενες να βγάλει όταν πήγες και της είπες κάτι τέτοιο; Τι έπρεπε να καταλάβει δηλαδή; Αχ, είστε και οι δύο μεγάλοι μπουμπούνες». «Και οι δύο;» «Ναι, λες και το έχετε βάλει πείσμα να παιδεύεστε άδικα. Πεισματάρηδες, περήφανοι... όχι, κάτσε, έχω κι άλλα να
πω...» «Δηλαδή της είπες πώς έχουν τα πράγματα μ’ εμάς τους δύο;» «Εννοείται πως της το είπα. Της το ξεκαθάρισα απόλυτα, κάτι που έπρεπε να είχες κάνεις εσύ, από την πρώτη στιγμή, όταν βρεθήκατε στο Μπράιτον. Σαν παιδιά κάνετε, έτσι που παίζετε με τα αισθήματά σας, μα την αλήθεια». «Κι ο Βίγκο;» «Έλα τώρα, δεν το καταλαβαίνεις; Μια λύση ανάγκης είναι. Γιατί, τον κόβεις για τύπο που θα δεσμευτεί σε μια σχέση; Άλλωστε, έχει κι εκείνη τη Ρωσίδα, σωστά;» «Τη Λούμπα». «Α, έτσι τη λένε; Μεγάλη σουρτούκω κι αυτή. Δεν την κόβω για ζηλιάρα». «Τη συνάντησα τις προάλλες». «Μπράβο σου». «Είναι καλός χαρακτήρας», είπε. «Νομίζω πως θα τη συμπαθούσες, ειλικρινά». «Κοίτα να μας συστήσεις τότε». «Αυτό θα κάνω». «Είναι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις για να εξιλεωθείς». «Και ποια ήταν η αντίδραση της Σάμερ όταν της είπες όλα αυτά για μένα;» «Θυμός, κατάπληξη, ανακούφιση. Δεν ξέρω. Το μόνο βέβαιο είναι πως της ήρθε κεραμίδα».
«Και τώρα τι κάνουμε;» «Τηλεφώνησέ της, βλάκα. Τέρμα τα παιχνιδάκια. Είστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Όμως πλέον εξαρτάται από εσάς να βάλετε τα πράγματα σε μια σειρά, να βρείτε μια λύση». Ο Ντόμινικ ρίγησε. Το παράθυρο του δωματίου ήταν μισάνοιχτο και έξω είχε αρχίσει να σουρουπώνει, τα δέντρα στο Χιθ θρόιζαν όπως δυνάμωνε ο βραδινός άνεμος. «Και ρίξε κάτι πάνω σου», του είπε, στρέφοντας το βλέμμα της προς τα κάτω. «Αλλιώς αυτός ο λαχταριστός πούτσος θα ζαρώσει και είναι κρίμα να χάσει τις γοητευτικές διαστάσεις του».
11 Γυμνά σε Τοίχους Ο ΒΙΓΚΟ ΚΑΙ Η ΛΟΥΜΠΑ ήταν αγκαλιασμένοι σαν δυο φτέρες, τα μπράτσα του πλεγμένα γύρω από την πλάτη της, τα μακριά της πόδια απλωμένα πάνω στα δικά του. Εγώ είχα ξυπνήσει λίγο παραδίπλα, σχεδόν στο χείλος του κρεβατιού, είχα σηκωθεί αθόρυβα από τα σκεπάσματα και ακροπατώντας είχα πάει στο μπάνιο, προσέχοντας να μην τους ξυπνήσω. Ο Βίγκο ξεραινόταν στον ύπνο, όμως η Λούμπα είχε αντανακλαστικά αιλουροειδούς, τόσο που περίμενα πως από στιγμή σε στιγμή θα έβλεπα τις μακριές βλεφαρίδες της να πεταρίζουν. Δεν ήθελα να της εξηγήσω για ποιο λόγο είχα σηκωθεί τόσο νωρίς ούτε τι έκανα. Οι μέρες που κοιμόμασταν και οι τρεις αγκαλιασμένοι είχαν περάσει προ πολλού. Πλέον, ασφυκτιούσα που μοιραζόμουν τα σεντόνια μαζί τους. Όμως ο τερματισμός της σχέσης μας ενδεχομένως να σήμαινε το τέλος της καριέρας του Κρις, και την οριστική απώλεια του Μπαγί μου, επομένως για την ώρα δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Η περιοδεία είχε σημειώσει επιτυχία, τόσο για μένα όσο και για τους Groucho Nights. Ο Κρις, η Έλα και ο Τεντ είχαν
καταπιαστεί ήδη με την ηχογράφηση του πρώτου τους άλμπουμ. Η Μαρίγια, ο Μπάλντο και ο Άλεξ είχαν επιστρέψει στη Νέα Υόρκη, προκειμένου να ενταχθούν και πάλι στη συμφωνική ορχήστρα και στο συμβατικότερο χώρο της κλασικής μουσικής, ωστόσο δεν είχε αποκλειστεί η περίπτωση να επιστρέψουν αργότερα, για μια νέα συνεργασία. Ο Βίγκο είχε συμφωνήσει να αναλάβει αυτός τα έξοδα όταν θα έφτανε εκείνη η ώρα. Κι εγώ ετοιμαζόμουν για ένα ραντεβού με τον Ντόμινικ. Τουλάχιστον ήλπιζα ότι επρόκειτο για ραντεβού. Είχαμε καταστρώσει ένα σχέδιο οι δυο μας, προκειμένου να ανακτήσουμε το Μπαγί, το οποίο ήμασταν πεπεισμένοι ότι ήταν φυλαγμένο κάπου στην έπαυλη του Βίγκο. Θα συναντιόμασταν λοιπόν για να οριστικοποιήσουμε κάποιες λεπτομέρειες. Είχα ακολουθήσει τις οδηγίες του Ντόμινικ κατά γράμμα: είχα βγάλει αντικλείδια των κλειδιών του μεγάρου και είχα κανονίσει έξοδο για τον Βίγκο και τη Λούμπα, ώστε να λείπουν από το σπίτι. Επίσης, του είχα ετοιμάσει ένα χάρτη με όλα τα δωμάτια, καθώς και σημειώσεις που έδειχναν πού βρισκόταν το υπόγειο και η κλειδωμένη πόρτα όπου θεωρούσα ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν κρυμμένο το βιολί μου. Το μόνο πράγμα που δεν είχα καταφέρει να βρω ήταν το συνδυασμό του συναγερμού στη θωρακισμένη πόρτα. Δεν είχα δει ποτέ τον Βίγκο να την ανοίγει, ούτε καν να κατεβαίνει
στο υπόγειο. Σπάνια έριχνε μια ματιά στη συλλογή του, φαινόταν να αρκείται στο να έχει όλα αυτά τα πράγματα στην κατοχή του. Βεβαιώθηκα πως είχα ελέγξει όλους τους χώρους, έψαξα στις γωνίες κάθε δωματίου για τυχόν κάμερες ασφαλείας που μου είχαν ξεφύγει, συμβουλευόμουν τους χάρτες μου για να σιγουρευτώ ότι δεν είχα παραλείψει το παραμικρό, ωστόσο εξακολουθούσα να αισθάνομαι ανησυχία. Έτσι, είχα περάσει όλη την εβδομάδα βηματίζοντας νευρικά στην έπαυλη, διχασμένη ανάμεσα στο φόβο να συλλάβουν τον Ντόμινικ επ’ αυτοφώρω, οπότε το φταίξιμο θα ήταν όλο δικό μου, και τον ενθουσιασμό μου που θα τον ξανασυναντούσα. Είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο μερικές φορές μετά τη νύχτα που περάσαμε μαζί στο Παρίσι, κυρίως σχετικά με το Μπαγί και τις προσπάθειές του να συλλέξει πληροφορίες, ποτέ για εμάς τους δύο. Εξακολουθούσα να μην είμαι σίγουρη ότι η Λόραλιν είχε δίκιο, ότι ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Δεν ήμουν καν βέβαιη κατά πόσο ήμουν εγώ ερωτευμένη μαζί του. Περισσότερο αισθανόμουν ότι με συμπλήρωνε, ότι ήταν το άλλο μου μισό. Κανείς μας δεν μπορούσε να λειτουργήσει σωστά χωρίς τον άλλο. Κι αν αυτό ήταν έρωτας, τότε φαντάζομαι πως θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήμασταν ερωτευμένοι, όμως αμφέβαλλα κατά πόσο θα ζούσαμε κάποτε κάτι που θα θύμιζε εκείνα τα παραμυθένια ρομάντζα που περιγράφουν τα βιβλία και οι ταινίες. Κάποια στιγμή θα βαριόμουν, σκεφτόμουν, αν η ζωή μου ακολουθούσε τη
σοροπιασμένη διαδρομή που υπόσχονταν οι σελίδες των ροζ βιβλίων, με τους καλλιγραφικούς τους τίτλους, εκείνων των βιβλίων που πάντοτε απέφευγα όπως ο διάολος το λιβάνι, ίσως από φόβο μήπως παρασυρθώ από τη μαγεία τους. Μου άρεσε ο Ντόμινικ, πιθανόν για όλους τους λάθος λόγους. Η σχέση μου μαζί του ήταν μια ισορροπία σε τεντωμένο σκοινί. Ήταν ό,τι ήθελα από τη ζωή μου· απρόβλεπτος και όσο έπρεπε επικίνδυνος. Εξακολουθούσα όμως να μην ξέρω πώς ένιωθε για μένα. Είχε προτείνει να συναντηθούμε στο καφέ στις Αποβάθρες της Αγίας Αικατερίνης, εκεί όπου είχαμε την πρώτη μας κανονική συνάντηση πριν από κάτι λιγότερο από τρία χρόνια. Δεν ήμουν σίγουρη αν το είχε προτείνει για συναισθηματικούς λόγους ή επειδή εξυπηρετούσε καλύτερα. Παραλίγο να φορέσω τζιν παντελόνι κι ένα άσπρο μπλουζάκι, ένα συνδυασμό που σπάνια επέλεγα αλλά που εκείνος έδειχνε πάντοτε να εκτιμά, ίσως επειδή ήξερε πως ήταν μια εμφάνιση που προτιμούσα χωρίς προσποίηση, σε περιπτώσεις όπου αισθανόμουν πραγματικά χαλαρή και άνετη. Την τελευταία στιγμή όμως κατέληξα σε μια μακριά φούστα, ελπίζοντας πως θα μου τη σήκωνε και θα ξεσπούσε τις ορμές του πάνω μου σε κάποια γειτονική τουαλέτα, σοκάκι ή στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του. Θα ήταν δύσκολο να τον ενθαρρύνω να ακουμπήσει έστω την παλάμη του πάνω στο μηρό μου αν φορούσα παντελόνι. Έβρεχε καθώς κατευθυνόμουν στις αποβάθρες, στο
σημείο όπου βρισκόταν το καφέ. Έκανε ζέστη την ώρα που έφυγα από το σπίτι, έτσι δε σκέφτηκα να πάρω ομπρέλα και φορούσα ανοιχτά παπούτσια. Η μπλούζα μου είχε βραχεί και κολλούσε πάνω μου, ενώ το νερό έτρεχε ποτάμι στα πόδια μου. Χρειάστηκα λίγη ώρα για να ανοίξω την πόρτα του καφέ, επειδή τα χέρια μου έτρεμαν τόσο που δεν μπορούσα ούτε να πιάσω το χερούλι. Με κατέκλυζε ένα μεθυστικό μείγμα ενθουσιασμού και προσμονής στη σκέψη πως θα τον έβλεπα ξανά. Ήλπιζα πως θα έφτανα πρώτη, ώστε να προλάβω να περάσω από το μπάνιο για να στεγνώσω κάπως, ή τουλάχιστον να σουλουπώσω τα μαλλιά μου που κολλούσαν στους ώμους μου, όμως ο Ντόμινικ με περίμενε ήδη στη γωνία, κάτω από τις σκάλες, στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου είχε καθίσει στο πρώτο μας ραντεβού. Είχε κιόλας παραγγείλει. Ένας σερβιτόρος πλησίαζε με ένα δίσκο, πάνω στον οποίο υπήρχε ένας εσπρέσο για εκείνον και ένας καπουτσίνο για μένα, μαζί με μια γεμάτη ζαχαριέρα. Κάθισα απέναντί του, νιώθοντας τους βρεγμένους μηρούς μου να γλιστράνε πάνω στο ξύλο της καρέκλας. «Ξέχασες την ομπρέλα σου;» είπε, με ένα πειραχτικό χαμόγελο. «Όχι, επίτηδες έγινα μούσκεμα», απάντησα απότομα. Αναψοκοκκίνισα μόλις το είπα. Δεν ήμουν σίγουρη τι με είχε κάνει να του μιλήσω έτσι τη στιγμή που είχα έρθει με
σκοπό να του καταστήσω σαφές ότι ήθελα να είμαι μαζί του. Εγώ για αστείο το προόριζα, όμως τα λόγια ακούστηκαν πιο θυμωμένα απ’ ό,τι σκόπευα. Ήμουν μέσα στα νεύρα και το μόνο που ήθελα ήταν να πάψουμε να μιλάμε και να τον αγγίξω. Εκείνος με κοίταξε, με βλέμμα που γυάλιζε, από κάτι ανείπωτο. Πόθο ίσως. Ένιωσα τις ρώγες μου να σκληραίνουν κάτω από το υγρό ύφασμα της μπλούζας μου, και δεν μπορούσα να τα φορτώσω στο κρύο. Αισθανόμουν πως είχε υγρασία, ίσως επειδή η παρουσία του Ντόμινικ με έκανε να ανάβω. Ρίγησα, παρά τη ζέστη. «Πήγαινε να στεγνώσεις», είπε εκείνος. «Θα αρπάξεις κανένα κρύωμα. Έχουμε πολλά να πούμε, δε θα βοηθήσει αν αισθάνεσαι άβολα». Αναρωτήθηκα, νιώθοντας ένα σφίξιμο, για ποιο λόγο δε με είχε προσκαλέσει στο σπίτι του στο Χάμπστεντ. Θα είχα πάει ευχαρίστως, άρα θα ήταν εύκολο να ζεσταθούμε και να στεγνώσουμε, στο κρεβάτι του. Ίσως το ότι μου πρότεινε να βρεθούμε έξω ήταν σημάδι πως δεν επιθυμούσε ένα τέτοιο μπέρδεμα, πως από τη στιγμή που θα ανακτούσε το Μπαγί για λογαριασμό μου θα παραμέναμε απλοί φίλοι και τίποτα περισσότερο. Ένα κομμάτι του εαυτού μου ήλπιζε πως δε θα έβρισκε το βιολί αμέσως, για να έχω περισσότερες δικαιολογίες να τον συναντήσω. Ένα άλλο κομμάτι μου αποζητούσε την
επιστροφή του Μπαγί, απεγνωσμένα, έτσι ώστε η αίσθησή του στα χέρια μου και ο ήχος που θα έβγαζα από μέσα του να μου θυμίζει εκείνον, παντοτινά. Έβγαλα τα ρούχα μου στην τουαλέτα και τα κράτησα κάτω από το στεγνωτήρα, όρθια μπροστά στον καθρέφτη, μόνο με τα εσώρουχα. Δε σταμάτησα στιγμή να ελπίζω πως θα τον έβλεπα να ανοίγει την πόρτα, εκείνος όμως δεν το έκανε. Το σεξ στις τουαλέτες δεν ήταν στο στιλ του Ντόμινικ. Θα το έβρισκε απαράδεκτο για έναν κύριο, ή πολύ λαϊκό, με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζε τους κρίκους στον αφαλό, τα τατουάζ του συρμού και τα πασπατέματα στο πίσω κάθισμα των ταξί. Είχε παραγγείλει καινούριους καφέδες μέχρι να επιστρέψω, στεγνή, αφού το πρώτο φλιτζάνι είχε παγώσει όση ώρα έμεινα στην τουαλέτα. «Σάμερ...» άρχισε. «Πριν το ξεχάσω», τον πρόλαβα, «εδώ σου έχω τα κλειδιά. Και τις σημειώσεις που ζήτησες». Ήταν έτοιμος να πει κάτι για εμάς τους δύο, ήμουν σίγουρη γι’ αυτό, όμως η πονεμένη έκφραση του προσώπου του με έκανε να σκεφτώ πως δε θα ήταν κάτι καλό, και δεν άντεχα να τον αφήσω να ολοκληρώσει την πρότασή του αν ήταν να μου ανακοινώσει ότι δε με έβλεπε παρά μόνο σαν φίλη. «Λυπάμαι για τον Βίγκο», είπε. «Ξέρω πως τον... νοιάζεσαι». Ανασήκωσα τους ώμους, ξέροντας και πάλι ότι δε
συμπεριφερόμουν με τον τρόπο που σχεδίαζα, αλλά δεν ήμουν σίγουρη πώς να εκφράσω αυτά που αισθανόμουν. Είχα ανάγκη να κρατήσω το Μπαγί στα χέρια μου, για να του δείξω, να τον κάνω να ακούσει, να τον κάνω να δει όλα εκείνα τα πράγματα που ήθελα να του πω. Χωρίς αυτό, ήμουν μουγκή, το τραγούδι της καρδιάς μου παρέμενε εγκλωβισμένο στη μέγκενη του μυαλού μου. Τότε συνοφρυώθηκα, ζάρωσα το μέτωπό μου, θέλοντας να προσπαθήσω περισσότερο και να μη φύγω από αυτή τη συνάντηση με εκείνη την ασφυκτική αίσθηση πως, για μία ακόμη φορά, είχα χειριστεί λάθος την κατάσταση. «Η αλήθεια είναι πως τον νοιάζομαι. Όχι όμως έτσι όπως το εννοείς. Κι αν πράγματι αυτός έχει το βιολί μου... τότε... δεν του οφείλω το παραμικρό». Δεν μπορούσα να διαβάσω την έκφραση στο πρόσωπό του. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, μα δε διέκρινα καμία αντίδραση. Ακολούθησα την καμπύλη του σαγονιού του ως το στόμα του. Παρέμενε σιωπηλός, έτσι συνέχισα να μιλάω εγώ – θα έκανα τα πάντα για να αποφύγω μια αμήχανη παύση ανάμεσά μας. «Λατρεύω το Μπαγί. Ειλικρινά. Αλλά δεν αξίζει το ρίσκο... Δεν είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις αυτό». Η φωνή μου τσάκισε λέγοντας εκείνες τις τελευταίες λέξεις. Κρεμόμουν από την κάθε του κίνηση, ήθελα να δω αν είχε καταλάβει τι εννοούσα, αν ήξερε πως δεν ήθελα να τον χάσω για κανένα απολύτως λόγο. Έτρεμα στη σκέψη πως θα
γινόταν αντιληπτός και θα τον έπιαναν και πως ο Βίγκο θα επιχειρούσε να εκδικηθεί με κάποιο τρόπο. Όμως ο Ντόμινικ προσπέρασε τις αντιρρήσεις μου και άλλαξε θέμα συζήτησης, επιστρέφοντας στην έρευνά του. Τελικά ίσως αυτό να ήμουν για εκείνον και τίποτα περισσότερο· ένας τρόπος για να γράφει μυθιστορήματα, ένα σημείο γύρω από το οποίο να υφαίνει μια ιστορία, γιατί δεν του ερχόταν κάποια καλύτερη ιδέα. Καθίσαμε στην καφετέρια για μία ακόμη ώρα, όμως και πάλι δεν κατάφερα να αρθρώσω τίποτα από όλα όσα είχα σχεδιάσει ή ονειρευόμουν να εκμυστηρευτώ. Όσο για εκείνον, μιλιά για εμάς τους δύο. Αν ήθελε να πει κάτι και δεν κατάφερε να βρει τα λόγια ή, πολύ απλά, δεν τον ενδιέφερε να πει κάτι, δεν ήμουν σίγουρη. Ίσως να γύρισε τρέχοντας στο σπίτι του για να κρατήσει σημειώσεις από όσα είχαν προηγηθεί, να καταγράψει επιπλέον συναισθηματικά καύσιμα για το καινούριο ζευγάρι των πρωταγωνιστών του, όποιοι κι αν ήταν αυτοί. Άραγε όλοι οι συγγραφείς κανιβάλιζαν τις ζωές τους; Όταν τελικά φύγαμε, είχαμε οριστικοποιήσει το πώς θα προχωρούσε το σχέδιο, μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια. Εγώ θα απομάκρυνα τον Βίγκο από το σπίτι τη συμφωνημένη ώρα, και τότε ο Ντόμινικ θα έμπαινε κρυφά και με κάποιο τρόπο θα έβρισκε τον κωδικό του θησαυροφυλακίου. Εκεί σκάλωνα εγώ: ήμουν πεπεισμένη ότι, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ο συναγερμός θα άρχιζε να
ουρλιάζει και μια ειδική ομάδα της Αστυνομίας θα κατέφθανε και θα τον συλλάμβανε, εκείνος όμως ήταν βέβαιος ότι ο κωδικός θα ήταν κάτι προφανές, για παράδειγμα η ημερομηνία των γενεθλίων του ή μια ακολουθία αριθμών στο στιλ του 1-2-3-4. Δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τη φαντασία των ροκ τραγουδιστών. Αφού συμφωνήθηκε το σχέδιό μας, έβαλε τα αντικλείδια του σπιτιού του Βίγκο στην τσέπη του τζιν παντελονιού του, δίπλωσε το χάρτη μου και τον φύλαξε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και με συνόδευσε μέχρι το σταθμό στο Τάουερ Χιλ. Με αποχαιρέτισε με ένα φιλί στο μέτωπο, κι εγώ αντιστάθηκα στην παρόρμηση να πλέξω τις παλάμες μου ανάμεσα στα μαλλιά του, να τον τραβήξω προς το μέρος μου ώστε τα χείλη μας να συναντηθούν. Απέμεναν λίγες μέρες μέχρι την προγραμματισμένη διάρρηξη, κι εγώ τις πέρασα προσπαθώντας μάταια να μην τη σκέφτομαι. Έβγαινα συχνά, για να μη με βλέπουν ο Βίγκο και η Λούμπα να φέρομαι παράξενα και υποψιαστούν κάτι. Έπαιρνα το τρένο από το Μπελσάιζ Παρκ και κατηφόριζα στο Ιστ Εντ, στα παλιά μου στέκια, και παρακολουθούσα ταινίες στον κινηματογράφο RichMix. Κατέβαινα στο μπαρ κάτω από το σινεμά για να ακούσω μουσικούς παντελώς άγνωστους, καθόμουν στο βάθος με ένα ποτήρι κρασί, άφηνα τη μουσική να πλημμυρίζει το μυαλό μου και να παρασέρνει όλες μου τις έγνοιες. Συχνά πρότεινα στη Φραν
να έρθει μαζί μου, εκείνη όμως πάντοτε έβρισκε κάποια δικαιολογία και το απέφευγε. Αναρωτιόμουν αν αφιέρωνε το χρόνο της στον Κρις. Τα λεπτά πέρασαν σαν παλίρροια, κύλησαν και χάθηκαν το ένα μετά το άλλο, ώσπου τελικά έφτασε το απόγευμα που είχαμε προγραμματίσει να γίνει η διάρρηξη. Εγώ είχα αναλάβει να απασχολήσω τον Βίγκο και τη Λούμπα, να τους κρατήσω μακριά από την έπαυλη, μέχρι να μου τηλεφωνήσει ο Ντόμινικ πως ήταν όλα εντάξει, πως είχε φύγει από το σπίτι και μπορούσαμε να επιστρέψουμε, είτε είχε καταφέρει να βρει το Μπαγί και να το ανακτήσει είτε όχι. «Είσαι εντάξει, μωρό;» με ρώτησε ο Βίγκο, την ώρα που ετοιμαζόμασταν να βγούμε. Προσπαθούσα να περάσω τη χτένα στα μπερδεμένα μαλλιά μου, πιο νευρικά απ’ ό,τι συνήθως. «Αγχωμένη;» «Τρέμω». «Μην ανησυχείς, είμαι σίγουρος πως όλα θα πάνε καλά», με καθησύχασε, παίρνοντας τη χτένα από τα χέρια μου. «Κάθισε», μου είπε, ενώ εκείνος βολεύτηκε στο χείλος του κρεβατιού και έδειξε το χώρο μπροστά του. Γονάτισα στο πάτωμα, χαλαρώνοντας πάνω στα καλάμια του, αφήνοντάς τον να αναλάβει εκείνος το ξεμπέρδεμα των ανάκατων μαλλιών μου λες κι ήμουν παιδί. Η αίσθηση ήταν ευχάριστη και τουλάχιστον έτσι δεν ήμουν αναγκασμένη να τον κοιτάζω. «Είμαι βέβαιος πως θα τα πας περίφημα». Απομάκρυνε τα μαλλιά από το πρόσωπό μου, τρυφερά, κι
εγώ αφέθηκα στο χάδι του, απόλυτα διχασμένη απ’ όλη αυτή την κατάσταση. Αισθανόμουν σαν τον Ιούδα, ετοιμαζόμουν να τον προδώσω, αν και ήταν γελοίο να σκέφτομαι κάτι τέτοιο, δεδομένων των συνθηκών. Αν πράγματι αυτός είχε το Μπαγί, και ήμουν βέβαιη πως αυτός το είχε, κανονικά έπρεπε να είμαι έξω φρενών, να βράζω από οργή. Απλά δεν ήταν άνθρωπος που μπορούσες εύκολα να μισήσεις. Ο Βίγκο ήταν εκκεντρικός και παράτολμος, αλλά δεν είχε στάλα κακίας μέσα του. Έμοιαζε με κακομαθημένο παιδί, τόσο μαθημένος να αποκτά ό,τι ήθελε που δεν καθόταν να αναλογιστεί τις συνέπειες του να αρπάζει ό,τι του γυάλιζε. Μου ήταν δύσκολο να μισήσω κάποιον για το χαρακτήρα του, πέραν του ότι ήταν υποκριτικό, μια και γνώριζα πάρα πολύ καλά πόσο ατελής ήμουν κι εγώ. Η Λούμπα βγήκε από το ντους, μέσα από ένα σύννεφο ατμού, γυμνή και βρεγμένη ακόμη. Είχε τη συνήθεια να στεγνώνει έτσι, αφήνοντας νερά πίσω της, παρά να χρησιμοποιεί πετσέτα. Της άρεσε η αίσθηση της υγρασίας, κι αυτός ήταν ο λόγος που χανόταν με τις ώρες στο υπόγειο, πλατσουρίζοντας στα νερά σαν γοργόνα. Γονάτισε και κόλλησε τα χείλη της πάνω στα δικά μου, περνώντας τη γλώσσα της ελαφρά ανάμεσα από τα δόντια και το πάνω χείλος μου. Αναστέναξα από ηδονή κι άρχισα να ανταποδίδω το φιλί. Άλλωστε, ο Ντόμινικ είχε πει πως έπρεπε να φροντίσω ώστε να συμπεριφέρομαι κατά το δυνατόν φυσιολογικά, και
τα φιλιά της Λούμπα ήταν μεθυστικά. Υπήρχαν φορές που αναρωτιόμουν αν ήταν πράγματι άνθρωπος ή μήπως κάποια μάγισσα στη δούλεψη του Βίγκο, που τον βοηθούσε να κλέβει ό,τι επιθυμούσε. Ο Βίγκο, η Λούμπα κι εγώ είχαμε ξεκινήσει για την πρώτη παρουσίαση της φωτογραφικής έκθεσης του Γκρέισον. Ήταν η πρώτη φορά που βγαίναμε δημόσια ως τριάδα, όμως είχα αποφασίσει να διακινδυνεύσω να εξοργίσω τη Σούζαν, σε περίπτωση που μας εντόπιζαν οι παπαράτσι, αφού μεγαλύτερη σημασία είχε να βγάλω και τους δύο από το σπίτι για αρκετές ώρες. Την έκθεση θα μπορούσαν να δουν ορισμένοι καλεσμένοι κάποιες ώρες πριν ανοίξει και επίσημα τις πόρτες της στο κοινό. Ο χώρος θα κατακλυζόταν από συλλέκτες, μοντέλα και περίεργους. Η Λούμπα θα ταίριαζε άψογα με τις αμέτρητες εντυπωσιακές γυναίκες που περίμενα πως θα ήταν παρούσες, ο Βίγκο ήταν γνωστός συλλέκτης κι εγώ είχα ποζάρει στο φακό του Γκρέισον, επομένως θεώρησα ότι η παρουσία μας εκεί δε θα προκαλούσε τόσα σχόλια όσα αν πηγαίναμε σε κάποιο εστιατόριο και ζητούσαμε τραπέζι για τρεις. Για την ακρίβεια, η προοπτική να εκμεταλλευτώ την έκθεση για να παρασύρω τον Βίγκο από το σπίτι ήταν και ο λόγος που είχα συμφωνήσει να συμπεριληφθούν οι φωτογραφίες μου στην έκθεση. Όταν μου τηλεφώνησε ο Γκρέισον, το διάστημα που
βρισκόμουν στο Βερολίνο και συγκεκριμένα στην υπαίθρια αγορά στο Μάουερπαρκ μαζί με τη Λόραλιν, ήταν για να μου μιλήσει για τις φωτογραφίες. Αρχικά είχα κολακευτεί όταν μου είπε πως η φωτογράφισή μου με το βιολί τον είχε εμπνεύσει να κάνει μία ακόμη σειρά γυμνών, στην οποία θα συμμετείχαν μοντέλα των καλών τεχνών που θα ποζάριζαν ως μουσικοί με τα όργανά τους – μια πραγματεία πάνω στη σεξουαλικότητα και τη μουσική. Όμως η αίσθηση της κολακείας μετατράπηκε σε φόβο όταν ζήτησε την άδειά μου να συμπεριλάβει σημαντικό αριθμό των περισσότερο τολμηρών φωτογραφιών μου στην έκθεσή του. Η πρώτη μου αντίδραση, και παρά την ενθάρρυνση της Λόραλιν, ήταν να αρνηθώ. Ο Γκρέισον με διαβεβαίωσε ότι θα τις επεξεργαζόταν με τέτοιο τρόπο ώστε να μη με αναγνωρίσει κανείς, κόβοντας μέχρι και τα κόκκινα μαλλιά μου από τις τελικές εκτυπώσεις· επιπλέον, κατά τη φωτογράφηση είχε ρυθμίσει το φωτισμό έτσι ώστε ούτως ή άλλως το πρόσωπό μου να βγει σκιασμένο. Παρ’ όλα αυτά, έκρινα πως ήταν ριψοκίνδυνο, έχοντας κατά νου το ακροατήριο στο οποίο απευθυνόμουν όταν έπαιζα κλασική μουσική. Ήξερα ότι το σεξ πουλάει, και είχε λειτουργήσει στην περίπτωσή μου, όμως η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του τι θεωρούσαν σέξι οι περισσότεροι και τι προσβλητικό ήταν λεπτή, και οι φωτογραφίες του Γκρέισον πιθανότατα την ξεπερνούσαν. Όταν συνειδητοποίησα πως το να πάρω μαζί μου τον
Βίγκο και τη Λούμπα στην εκδήλωση εξυπηρετούσε ιδανικά το σχέδιο για τη διάρρηξη από τον Ντόμινικ, άλλαξα γνώμη. Τηλεφώνησα στον Γκρέισον και του έδωσα την άδεια να χρησιμοποιήσει ορισμένες από τις φωτογραφίες. Εκτός αυτού, υπήρχε κι ένα κομμάτι του εαυτού μου που ενθουσιαζόταν στη σκέψη ενός χώρου γεμάτου ανθρώπους να κοιτάζουν γυμνές μου φωτογραφίες σε φυσικό μέγεθος. Δεν ήταν θέμα ματαιοδοξίας, μάλλον αντιστροφής του πρίσματος του ηδονοβλεψία. Μου χάριζε την ίδια εκείνη αίσθηση, το συνδυασμό φόβου και αναστάτωσης που είχα όταν έπαιζα γυμνή για τον Ντόμινικ στα ρεσιτάλ που κανόνιζε ή όταν γδυνόμουν σε πριβέ πάρτι. Ο Γκρέισον φορούσε τζιν παντελόνι, ένα επώνυμο φανταχτερό πουκάμισο κι ένα μαλακό σακάκι στο χρώμα της άμμου. Τα μαλλιά του ήταν χτενισμένα με ζελέ προς τα πίσω και το πλάι, όπως το συνήθιζε. Με υποδέχτηκε φιλώντας με σταυρωτά. Υπήρχε μια αμυδρή χημεία ανάμεσά μας, όμως το βλέμμα του ήταν φιλικό και ελαφρώς απόμακρο, όπως θα περίμενε κανείς από ένα συνάδελφο ή έναν απλό γνωστό. Το βλέμμα του έπεσε στη Λούμπα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά μάλλον την παρατηρούσε υπό το πρίσμα ενός πιθανού μοντέλου. Ήταν πανέμορφη φυσικά, όμως το εκφραστικό πρόσωπο και οι γεμάτες χάρη κινήσεις της, τα χρόνια πείρας ως χορεύτρια, αυτά που της είχαν δώσει την ικανότητα να ποζάρει, και ο τρόπος που η επιδερμίδα της έμοιαζε να φεγγίζει σχεδόν απόκοσμα στο φως την
καθιστούσαν δυνάμει ιδανικό μοντέλο για ένα φωτογράφο. Ο Βίγκο είχε ήδη ξεμακρύνει, για να εντοπίσει φωτογραφίες που τον ενδιέφεραν, ελπίζοντας να βρει και να κλείσει άμεσα εκείνες που θα ήθελε να προσθέσει στη συλλογή του ενδεχομένως.greekleech.info Αφού σύστησα τη Λούμπα στον Γκρέισον, τους άφησα να τα πουν και προχώρησα ανάμεσα στον κόσμο για να δω την έκθεση. Βρισκόμασταν στον προτελευταίο όροφο ενός κτιρίου όπου στεγάζονταν γραφεία, στο Σάουθγουορκ, κοντά στο μουσείο μοντέρνας τέχνης Τέιτ. Κάποτε είχα συμμετάσχει σε ένα σεξ πάρτι στη σουίτα στο ρετιρέ ενός ξενοδοχείου εκεί κοντά, λίγο καιρό μετά τη γνωριμία μου με τον Ντόμινικ, όταν με ενθάρρυνε να συνεχίσω τις ερωτικές μου εξερευνήσεις. Η θέα πίσω από το χοντρό τζάμι των παραθύρων, ανάμεσα στους τοίχους όπου εκτίθονταν οι φωτογραφίες, δε διέφερε πολύ από την εικόνα του Λονδίνου που είχα εκείνη τη νύχτα, όταν κοίταζα έξω από το παράθυρο του ξενοδοχείου απολαμβάνοντας τους ήχους των ζευγαρωμάτων πίσω μου. Τα φώτα του Τροχού του Λονδίνου λαμπύριζαν στα αριστερά μου, όπως γυρνούσαν και αναβόσβηναν, στη σχεδόν ανεπαίσθητη περιστροφή τους. Τα νερά του Τάμεση γυάλιζαν σαν όνυχας, σαν μαύρο βέλος που χώριζε την πόλη σε δίπολα, Βορρά και Νότο, μέρα και νύχτα, συμβατικό και πικάντικο, υποτακτικός και κυριαρχικός... Σάμερ και Ντόμινικ ενδεχομένως, αν η αποψινή βραδιά εξελισσόταν θετικά. Ο Ντόμινικ και το Μπαγί είχαν ενωθεί στο μυαλό μου, έτσι που
δεν μπορούσα να φανταστώ πως θα είχα το ένα χωρίς το άλλο, κι αισθανόμουν μια βεβαιότητα η οποία κανονικά έχει θέση σε παράλογα προαισθήματα· εφόσον η αποψινή βραδιά μού έφερνε πίσω το Μπαγί, τότε μαζί της θα έφερνε και τον Ντόμινικ. «Φοβάσαι να κοιτάξεις τις φωτογραφίες σου, κουκλίτσα μου;» είπε μια βραχνή φωνή πίσω μου. Ο Βίγκο είχε εμφανιστεί ξαφνικά, σαν σκιά. Η φωνή του ακούστηκε υπνωτιστική στο αφτί μου. Έγειρα προς τα πίσω, πάνω του, χωρίς καν να το σκεφτώ, καθώς αφηνόμουν νωχελικά στα λόγια του, όπως ανταποκρίνεται η κόμπρα στο γητευτή της. Αισθανόμουν ανακούφιση που υπήρχαν οι φωτογραφίες σαν δικαιολογία για το τρέμουλο των χεριών μου, για τις ιδρωμένες παλάμες και το επίμονο πετάρισμα της καρδιάς μου. Ακόμη δεν είχα κανένα νέο του Ντόμινικ, κι η αναμονή του μηνύματος που περίμενα από στιγμή σε στιγμή, για να μου πει πως όλα είχαν πάει όπως τα είχαμε σχεδιάσει, με είχε καταστήσει έρμαιο της νευρικότητάς μου. Ένευσα σαν να συμφωνούσα, κάτι ανάμεσα σε ζάρωμα των ώμων και προσπάθεια να κρυφτώ, να μαζευτώ, σαν τη χελώνα που τρυπώνει στο καβούκι της, προσποιούμενη πως η έκθεση της γύμνιας μου ολόγυρα με τάραζε περισσότερο απ’ ό,τι ίσχυε στην πραγματικότητα. «Είσαι πανέμορφη», είπε εκείνος, σιγανά. «Τις αγόρασα όλες. Έλα να δεις».
Οι φωτογραφίες ήταν τοποθετημένες στη σειρά περιμετρικά του χώρου, με ένα βέλος να υποδεικνύει το σημείο απ’ όπου θα έπρεπε να ξεκινήσει ο θεατής έτσι ώστε να ακολουθήσει το αφηγηματικό νήμα από την αρχή ως το τέλος. Ο Γκρέισον είχε φωτογραφίσει τόσο άντρες όσο και γυναίκες, κάποια μοντέλα ντυμένα και κάποια γυμνά. Ορισμένοι ήταν πράγματι μουσικοί, ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση έδιναν, κρίνοντας από τον τρόπο που είχαν ποζάρει και αλληλεπιδρούσαν με τα μουσικά όργανα στη φωτογραφία. Δεν αναγνώρισα κανέναν όμως, είτε ντυμένο είτε γυμνό. Η πρώτη φωτογραφία παρουσίαζε ένα γοητευτικό ξανθό άντρα ντυμένο με κοστούμι να παίζει σαξόφωνο, με τη γραβάτα του χαλαρωμένη και το πουκάμισό του ελαφρώς ξεκούμπωτο. Έμοιαζε πλήρως χαμένος στη μουσική, με μάτια κλειστά, το κεφάλι γερμένο πίσω, το μουσικό όργανο στραμμένο ψηλά. Ένας δεύτερος άντρας, γυμνός, ήταν γονατιστός κι έμοιαζε να παίρνει πίπα στο σαξοφωνίστα, παρόλο που ούτε το πέος ούτε το στόμα φαίνονταν στη λήψη. Ένα φλάουτο ήταν το επίκεντρο της φωτογραφίας, μια ασημένια νότα πάνω στο πάτωμα, κοντά στα γόνατά του. Η επόμενη ήταν μια φωτογραφία δύο αγκαλιασμένων γυναικών, η μία καθισμένη σε καρέκλα και η άλλη πάνω της ιππαστί, με τα κορμιά τους σε τόσο κοντινή επαφή ώστε οι καμπύλες του στήθους τους μετά βίας διακρίνονταν. Η μία έπαιζε τρομπέτα και η άλλη είχε το βλέμμα στραμμένο κάπου
στο βάθος, με τις παλάμες της χωμένες στα μαλλιά της παρτενέρ της. Περνούσαμε μπροστά από τις διαδοχικές φωτογραφίες, ορισμένες απλά όμορφες, άλλες εντυπωσιακές. Ο Βίγκο στάθηκε για αρκετή ώρα μπροστά σε μια σειρά φωτογραφιών που παρουσίαζαν πανέμορφες γυναίκες να κάνουν έρωτα στα μουσικά τους όργανα: φλάουτα, δοξάρια, ακόμη κι ένα κλαρινέτο είχαν βρει θέση μέσα τους. Σε κάθε περίπτωση, το πρόσωπο και το βλέμμα του μοντέλου αποτελούσαν το επίκεντρο της φωτογραφίας, με τις εκφράσεις τους να κυμαίνονται από τη λαγνεία μέχρι μια ιδιαίτερη πνευματικότητα. Σε μια άλλη φωτογραφία, μια γυναίκα ήταν στημένη στα τέσσερα, με τα πλούσια γυμνά στήθη της να κρέμονται και το πρόσωπο τελείως χαλαρό, ανέκφραστο σαν έπιπλο, την ώρα που ένας άντρας, κανονικά ντυμένος, έπαιζε ντραμς στην πλάτη της. Οι δικές μου φωτογραφίες ήταν συγκεντρωμένες στο τέλος και όλες είχαν από κάτω τους μικρές άσπρες καρτελίτσες που έγραφαν «Επωλήθη». Αποδείχτηκε πως ο Βίγκο είχε πει την αλήθεια, τις είχε αγοράσει όλες. Διέφεραν από τις υπόλοιπες, καθώς ήμουν το μοναδικό μοντέλο που είχε ζητήσει να παραμείνει ανώνυμο, επομένως εστίαζαν μόνο στο σώμα μου, χωρίς το πρόσωπό μου. Επειδή του είχα τονίσει να μη φαίνονται τα χαρακτηριστικά, αναγνωρίσιμα κόκκινα μαλλιά μου, δεν είχε καταφέρει να συμπεριλάβει ούτε υποψία από το πιγούνι ή τα χείλη μου στα κάδρα, οπότε σε
όλες ήμουν τελείως ακέφαλη. Ακόμη κι έτσι όμως, ο Γκρέισον είχε καταφέρει να αποδώσει την αίσθηση της σεξουαλικότητας μέσα από την πόζα του κορμιού μου, στον τρόπο που τα χέρια μου έκλειναν κτητικά γύρω από το λαιμό του βιολιού, στο πώς έσφιγγα τις καμπύλες του μουσικού οργάνου πάνω στην επιδερμίδα μου. Στην πιο εντυπωσιακή φωτογραφία ήμουν καθιστή, γερμένη ελαφρώς προς τα πίσω, με τα πόδια ορθάνοιχτα και το βιολί πάνω στον κόλπο μου, σαν να το είχα μόλις γεννήσει. Τα χέρια μου βρίσκονταν σε απόλυτη ευθεία, τα δάχτυλά μου ήταν πλεγμένα σφιχτά, σαν μέγκενη, σαν να κράδαινα ένα όπλο, όμως δεν ήταν σαφές αν ετοιμαζόμουν να κατεβάσω το βιολί για να αυτοτραυματιστώ ή αν το κρατούσα σαν ασπίδα. Σε μια άλλη ήμουν ξαπλωμένη στο πλάι και αγκάλιαζα το βιολί όπως θα χάιδευα έναν εραστή. Το σώμα μου ήταν τελείως χαλαρό, πέρα από τα πόδια μου, τα οποία έστεκαν στις μύτες, σαν μπαλαρίνα, λες και, παρότι ξαπλωμένη, ήμουν έτοιμη να πεταχτώ στον αέρα ανά πάσα στιγμή. Νόμιζα πως η επίσκεψη στην γκαλερί παρουσία τρίτων θα με ερέθιζε. Κανείς δεν ήξερε ποια ήμουν, δε συνειδητοποιούσαν πως βρισκόμουν ανάμεσά τους, σαν ένα οποιοδήποτε άτομο, την ώρα που εκείνοι παρατηρούσαν τα πιο απόκρυφα σημεία του σώματός μου. Αντίθετα όμως βρήκα την εμπειρία στενάχωρη. Χωρίς κεφάλι, η ύπαρξή μου είχε περιοριστεί σε ένα σώμα, σεξ και τίποτ’ άλλο, χωρίς
μυαλό ή καρδιά. Και τότε συνειδητοποίησα για ποιο λόγο είχε επιλέξει ο Γκρέισον αυτές τις φωτογραφίες για να τις παρουσιάσει στο τέλος της έκθεσης. Ήταν οι πλέον σοκαριστικές, κι ας μην αποτύπωναν κανενός είδους διείσδυση ή σεξουαλική δραστηριότητα, όπως οι άλλες. Ήταν οι μοναδικές φωτογραφίες χωρίς μάτια, χωρίς έκφραση, χωρίς έρωτα, συναίσθημα ή ανθρώπινη επαφή. Άρχισα να τρέμω από ένα κύμα δυστυχίας που θέριευε μέσα μου. Ο Βίγκο με γύρισε προς το μέρος του. «Ε, τι σε πείραξε, αγαπούλα μου;» Δεν μπορούσα να του απαντήσω, γιατί δεν είχα απάντηση, μα ακόμη κι αν είχα, αμφέβαλλα κατά πόσο θα μπορούσα να την αρθρώσω ανάμεσα στους βουβούς λυγμούς μου. «Ησύχασε...» είπε, κλείνοντάς με στην αγκαλιά του. «Έλα να βρούμε κάπου να καθίσουμε, να μου πεις τι έγινε».
12 Ένα Σκίτσο του Ντεγκά ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΕΚΛΕΙΣΕ την εξώπορτα πίσω του, ο Ντόμινικ πλησίασε το πληκτρολόγιο του συναγερμού και, με τρεμάμενα χέρια κι ένα ρίγος ταραχής, σχημάτισε τον κωδικό του συστήματος, αφού πρώτα, νωρίτερα, είχε περιμένει πέντε ολόκληρα λεπτά για να δει αν θα απαντούσε κανείς στα επίμονα χτυπήματα του κουδουνιού. Η Σάμερ τον είχε διαβεβαιώσει ότι δε θα ήταν κανείς εκεί για το υπόλοιπο της μέρας, όμως μια και οι διαρρήξεις σπιτιών δεν ήταν κάτι που συνήθιζε να κάνει, αισθανόταν νευρικότητα και προτίμησε να το διαπιστώσει μόνος του. Τα αντικλείδια που του είχε ετοιμάσει η Σάμερ αποδείχτηκαν τέλεια, με τις κλειδαριές να γυρίζουν αβίαστα και την πόρτα να ανοίγει χωρίς την παραμικρή αντίσταση. Μέχρι στιγμής ήταν εύκολο. Σχεδόν υπερβολικά εύκολο. 3.3.1.3.R.P.M. Με κάθε ψηφίο και γράμμα που εισαγόταν στο πληκτρολόγιο η μικρή οθόνη υγρών κρυστάλλων μετακινούνταν από το κόκκινο στο πράσινο, τελείως αθόρυβα, ώσπου το σύστημα του έδωσε το σήμα πως όλα ήταν εντάξει.
Ο Ντόμινικ χαμογέλασε. Να που ο Βίγκο Φρανκ, ένας μουσικός της εποχής των CD και του κατεβάσματος μουσικής από το διαδίκτυο, είχε έναν κωδικό εμπνευσμένο από την ταχύτητα με την οποία περιστρέφονταν οι περισσότεροι δίσκοι βινιλίου: 33⅓ RPM, Στροφές Ανά Λεπτό. Ήταν μια ειρωνική επιλογή, την οποία πολλοί δε θα αντιλαμβάνονταν, όμως τουλάχιστον ήταν περισσότερο πρωτότυπο απ’ ό,τι μια ημερομηνία γενεθλίων ή μια σημαντική στιγμή της ιστορίας, όπως επέλεγαν οι περισσότεροι. Το μεγάλο σπίτι ήταν βυθισμένο στη σιωπή. Ακουγόταν μονάχα η πνιχτή ανάσα του κλιματισμού, που έμοιαζε να θροΐζει στα έρημα δωμάτια. Κατευθύνθηκε στην ελικοειδή σκάλα που του είχε περιγράψει η Σάμερ και προσεκτικά κατηφόρισε τα στριφογυριστά σκαλοπάτια προς τους υπόγειους χώρους της έπαυλης. Εντόπισε την ευάερη αίθουσα, γεμάτη στο κέντρο της από γλυπτά και εγκαταστάσεις, σαν χώρο μουσείου, με τις σειρές των φώτων να φωλιάζουν στο λευκό ταβάνι και το καθένα από αυτά στραμμένο επιδέξια έτσι ώστε να φωτίζει ένα συγκεκριμένο πίνακα, λιθογραφία ή κατασκευή, να το αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο, ανεξάρτητα από ποια γωνία θα το παρατηρούσε ο θεατής. Καθαρό οπτικό πεδίο ανάμεσα σε γλυπτά κάθε μεγέθους και χρώματος, με τους πίνακες στους τοίχους ολόγυρα τοποθετημένους στο ίδιο
ύψος, ένα μπαλέτο χρωμάτων και συνθέσεων. Ο Ντόμινικ αναγνώρισε τα βιομηχανικού ύφους έργα του Γουόρχολ καθώς και μερικά ερωτικά σκίτσα ταύρων και γυμνών νυμφών, βγαλμένα απευθείας από τη μαεστρική πένα του Πικάσο. Υπήρχαν επίσης πιο κλασικές εικόνες: νεαρές χορεύτριες του κλασικού χορού, στο ύφος του Ντεγκά, τοπία με λουλούδια σε στιλ Βαν Γκογκ, αφηρημένες γεωμετρικές μορφές, που η μοντέρνα όψη τους υστερούσε στα μάτια του, και πολλά ακόμη. Ήταν μια πινακοθήκη θαυμάτων, κι ο Ντόμινικ μόνο εικασίες μπορούσε να κάνει για την αξία των εκτιθέμενων έργων. wWw.GreekLeech.info Ήξερε πως θα μπορούσε να περάσει ώρες ατελείωτες εκεί μέσα θαυμάζοντας την ομορφιά ορισμένων κομματιών της συλλογής του Βίγκο, όμως τώρα δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Άφησε πίσω του το δωμάτιο και κατέβηκε στο επόμενο επίπεδο των υπόγειων χώρων της έπαυλης, φτάνοντας τελικά στη χαμηλοτάβανη πισίνα, στο μέρος που του είχε προτείνει η Σάμερ να εστιάσει την προσοχή του. Το σμαραγδένιο-μπλε στραφτάλισμα του νερού σε ηρεμία τράβηξε την προσοχή του, και ο Ντόμινικ, για μια στιγμή, δεν μπόρεσε να μη φανταστεί την ανοιχτόχρωμη γυμνή ομορφιά της Σάμερ να σκίζει δυναμικά τη στενή καμπύλη πισίνα που εκτεινόταν εκεί σαν ρυάκι, με τα πόδια της να ανοιγοκλείνουν κάτω από τη λεπτή επιφάνεια σαν σελίδες βιβλίου και τη φλογερή της χαίτη να απλώνεται πίσω της, μια δόση χρώματος που διαλυόταν στο νερό και το ζωντάνευε.
Και, φυσικά, η σμιλευτή τελειότητα του κορμιού της Λούμπα, να χαλαρώνει σαν βασίλισσα των γοργόνων δίπλα στον τεχνητό καταρράκτη και στις λείες, υγρές, γκρίζες πέτρες ολόγυρα. Α, τι ιστορίες θα είχε να αφηγηθεί αυτό το δωμάτιο, το δίχως άλλο... Συνήλθε γρήγορα από την ονειροπόλησή του και, στρέφοντας το βλέμμα στην πιο σκοτεινή γωνιά του δωματίου, αναζήτησε τη γυάλινη προθήκη, εκεί όπου είχε μάθει ότι εκτίθονταν πολλά από τα μουσικά όργανα του Βίγκο. Υπήρχε, εκτός από το πλήθος των μικρότερων γλυπτών, τεχνουργημάτων, ξυλόγλυπτων νυμφών και καλικάντζαρων, μια μεγάλη ατσάλινη κατασκευή με γυάλινη πρόσοψη, στερεωμένη στον τοίχο, η οποία καταλάμβανε το μισό μήκος του μικρότερου τοίχου του δωματίου. Από εκεί που στεκόταν ο Ντόμινικ μπορούσε να το δει, παράλληλα επίπεδα από ράφια, το καθένα φορτωμένο με διάφορα μουσικά όργανα, στριμωγμένα όλα μαζί, χωρίς χώρο να αναπνεύσουν, αδρανή, παρατημένα ανέγγιχτα, πόσω μάλλον άπαιχτα, εδώ και χρόνια. Στη μία πλευρά υπήρχε ολόκληρη σειρά από ηλεκτρικές κιθάρες, ορισμένες γυαλιστερές και λείες, έτσι που τραβούσαν πάνω τους την αντανάκλαση του φωτός από το νερό παραδίπλα, κι άλλες ματ και πιο στρογγυλεμένες, άλλες όρθιες, αραδιασμένες στην προθήκη σαν παρέλαση στρατιωτών. Κάτω από τις διάφορες ηλεκτρικές κιθάρες, σε ένα χαμηλότερο ράφι, αναπαύονταν μερικά ακορντεόν και πιο wWw.GreekLeech.info
πέρα διάφορα πνευστά, τρομπέτες, ένα τρομπόνι κι ένα σαξόφωνο, τα περισσότερα σε κακή κατάσταση, με το μέταλλο χτυπημένο και βαθουλωμένο σε κάποια σημεία, σαν τους επιζώντες ναυαγίου. Τέλος, δίπλα, δύο ράφια με βιολιά. Ο Ντόμινικ πλησίασε την ψηλή γυάλινη προθήκη, περνώντας γύρω από το νοτισμένο χείλος της πισίνας. Στην προθήκη εκτίθονταν μόλις τέσσερα βιολιά, τα οποία παρατήρησε στα γρήγορα, το ένα μετά το άλλο. Κανένα δεν ήταν το Μπαγί. Όλα τους ήταν αναντίρρητα όμορφα, είχαν παλαιωμένη πατίνα, έστεκαν ντελικάτα, με το ξύλο των ηχείων τους να παίρνει σπάνιες αποχρώσεις του καφέ και του πορτοκαλί, κάποια με νερά, άλλα ομοιόμορφα, με τα στοιχεία των υλικών τους να αποτυπώνονται στη μορφή τους. Ο Ντόμινικ δε γνώριζε πολλά για τα βιολιά-αντίκες, πέρα από το Μπαγί και τις ιστορίες που έσερνε πίσω του, όμως ήταν φανερό πως επρόκειτο για σπάνια κομμάτια, έργα τέχνης. Τούτη η σειρά μουσικών οργάνων είχε μια αναμφισβήτητη ευαισθησία, σαν να ήταν τόσο πολύτιμα που δεν έπρεπε να παιχτούν, όμως ο Ντόμινικ ήταν βέβαιος πως, στα κατάλληλα χέρια, ο ήχος τους θα αναδεικνυόταν απόλυτα θερμός και καθάριος. Παρατήρησε πως η προθήκη δεν ήταν καν κλειδωμένη, καθώς το ένα φύλλο της έστεκε ελαφρώς ανοιχτό. Μπήκε στον πειρασμό να πιάσει ένα από τα σπάνια βιολιά στα χέρια του, μα θα ήταν ανώφελο, αφού δεν ήξερε καν να παίζει. Ένα κύμα ανησυχίας σάρωσε το μυαλό του. Μήπως είχε
κάνει λάθος εξαρχής κι ο Βίγκο δεν είχε καμία σχέση με την εξαφάνιση του Μπαγί; Τότε θυμήθηκε τη Σάμερ να του μιλά για τη γυάλινη προθήκη: αν βρισκόταν εκεί το Μπαγί, θα το είχε αναγνωρίσει. Ναι, το θησαυροφυλάκιο. Η πόρτα που είχε αναφέρει η Λούμπα. Ο χώρος όπου υποτίθεται πως ο Βίγκο φύλαγε τους δίσκους βινιλίου. Ο Ντόμινικ προσπέρασε την προθήκη κι εντόπισε την εσοχή στον τοίχο και την ατσάλινη πόρτα που φώλιαζε εκεί. Ίσως οι αρχικοί ιδιοκτήτες του σπιτιού, εκείνοι που είχαν σκάψει αυτά τα υπόγεια επίπεδα, να το προόριζαν για κάποιου είδους δωμάτιο πανικού. Έπιασε με μισή καρδιά το χερούλι της πόρτας και δοκίμασε να το ανοίξει, αυτό όμως δε σάλεψε προς καμία κατεύθυνση. Όχι πως περίμενε κάτι διαφορετικό. Από εδώ και πέρα ήταν μόνος του. Δίπλα στην πόρτα υπήρχε ένα ηλεκτρονικό αριθμητικό πληκτρολόγιο. Είχε προετοιμαστεί όσο καλύτερα μπορούσε γι’ αυτή την κατάσταση. Είχε αναζητήσει στο διαδίκτυο κάθε πληροφορία σχετικά με τη ζωή του Βίγκο Φρανκ. Την ημερομηνία γέννησης του ίδιου, των γονιών του, της αδερφής του, τις σημαντικές ημερομηνίες της μέχρι τώρα ζωής του, τον πρώτο του γάμο, τις κυκλοφορίες των πρώτων του τραγουδιών και άλμπουμ και ούτω καθεξής. Ο Ντόμινικ πληκτρολόγησε την ημερομηνία γέννησης του Βίγκο, χωρίς αποτέλεσμα. Καμία έκπληξη κι εδώ. Κανονικά, τα συστήματα αυτά απαιτούσαν ένα συνδυασμό γραμμάτων και αριθμών. Χωρίς να ελπίζει
ιδιαίτερα, δοκίμασε τα αρχικά του ονόματος του Βίγκο, μαζί με μια ακολουθία αριθμών, ξεκινώντας από το 1. Ύστερα το 2-3-4-5, όμως δεν ακούστηκε εκείνος ο χαρακτηριστικός ήχος που θα του έδειχνε πως είχε βάλει το σωστό κωδικό. Έριξε μια ανώφελη κλοτσιά στην πόρτα, χωρίς να παρατηρήσει την παραμικρή μετατόπιση. Είχε φτάσει ως εκεί άδικα. Τότε θυμήθηκε τον κωδικό της εξώπορτας που του είχε δώσει η Σάμερ. Και πάλι καμία αντίδραση από το σύστημα. Η αλήθεια ήταν πως θα αποτελούσε σοβαρό λάθος να χρησιμοποιούνταν ο ίδιος κωδικός και στις δύο πόρτες. Μια σκέψη σχηματίστηκε στο μυαλό του. Το θησαυροφυλάκιο των βινιλίων. Δίσκοι. Ο κωδικός της εξώπορτας ήταν 3.3.1.3.R.P.M. Ένα λεπτό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του. Βίγκο ο χιουμορίστας. Πληκτρολόγησε μια νέα ακολουθία. 4.5.R.P.M. Ακολούθησε ένα δυνατό βουητό κι ο Ντόμινικ άκουσε το μηχανισμό στο εσωτερικό της βαριάς πόρτας να ξεκλειδώνει. Κρατώντας την ανάσα του, έφερε τα δάχτυλά του γύρω από τη μεταλλική λαβή της πόρτας. Αυτή τη φορά δε συνάντησε την παραμικρή αντίσταση. Η κλειδαριά είχε πάψει να του φράζει το δρόμο. Αισθάνθηκε ένα κύμα καθαρής αδρεναλίνης να
απλώνεται στις φλέβες του. Έσπρωξε ελαφρά την πόρτα κι αυτή άνοιξε αθόρυβα, σαν να πατούσε πάνω σε στρώμα αέρα. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο, βυθισμένο στο σκοτάδι. Ο Ντόμινικ προχώρησε προσεκτικά, ψηλαφώντας με την παλάμη του τον τοίχο, μάταια, καθώς αναζητούσε ένα διακόπτη. Δεν κατάφερε να εντοπίσει κανέναν σε λογική απόσταση από την πόρτα, όμως, ξαφνικά, μια λάμπα φθορισμού ενεργοποιήθηκε –μάλλον με χρονοδιακόπτη συνδεδεμένο με το άνοιγμα της πόρτας– και σταδιακά ο φωτισμός δυνάμωσε. Ο χώρος ήταν τετράγωνος, χωρίς παράθυρα, με τον τοίχο στο βάθος να καλύπτεται από ράφια, ενώ στο κέντρο του υπήρχαν μερικά τραπέζια έκθεσης, στους υπόλοιπους τοίχους ήταν κρεμασμένοι πέντ’ έξι πίνακες και καδραρισμένες λιθογραφίες σε άτακτα διαστήματα. Για μια στιγμή ο Ντόμινικ αναρωτήθηκε για ποιο λόγο βρίσκονταν εδώ μέσα αυτά τα έργα τέχνης και όχι στον εξωτερικό χώρο. Μήπως επειδή ήταν περισσότερο πολύτιμα; Όμως, καθώς τα μάτια του στρέφονταν ολόγυρα στο δωμάτιο, αφήνοντας τους τοίχους, η προσοχή του δεν άργησε να εστιάσει πάνω στα κοντόχοντρα, βαριά έπιπλα με τις γυάλινες επιφάνειες, εκεί όπου εκτιθόταν το Μπαγί. Αναστέναξε, βαθύτατα ανακουφισμένος. Θα αναγνώριζε το συγκεκριμένο βιολί ακόμη κι αν ήταν κρυμμένο στην καρδιά ενός ολόκληρου σωρού από παρόμοια
μουσικά όργανα. Ήταν μοναδικό. Το βιολί που είχε οδηγήσει τα βήματά του εδώ έμοιαζε ανέπαφο. Το βερνίκι του αντανακλούσε το φως κι εξέπεμπε ζεστασιά στο μικρό δωμάτιο. Ο Ντόμινικ πλησίασε το τραπέζι, ακούμπησε τα δάχτυλά του πάνω στις χορδές του βιολιού, διαπιστώνοντας πως ανταποκρίνονταν στο άγγιγμά του, σφιχτές. Η ηχώ αμέτρητων μελωδιών που του είχε παίξει η Σάμερ αναδύθηκε από μέσα τους, όπως κι οι εικόνες των περιστάσεων κάτω από τις οποίες είχε ακούσει την καθεμιά τους. Ξεφύσησε. Το Ανζελίκ. Ένα απλό μουσικό όργανο, με τέσσερις χορδές κουρδισμένες σε άψογα πέμπτα. Σκαλισμένο σε ξύλο και περασμένο με έντερα, κολλημένο, σε σχήμα κλεψύδρας, θύμιζε γυναίκα που οι χυμώδεις καμπύλες της ξυπνούσαν πρωτόγονες μορφές πάθους. Ταυτόχρονα όμως ήταν ένα μουσικό όργανο με πολύ ιδιαίτερη σημασία στη ζωή του. Ήταν αυτό που είχε φέρει κοντά τον ίδιο και τη Σάμερ, είχε σταθεί μάρτυρας συναντήσεων, ρήξεων και χωρισμών. Ήταν παρόν στις χαρές και στις λύπες τους, στο πάθος και στην οδύνη τους. Ένα βιολί με τη δική του ιστορία. Άραγε ο Ντόμινικ και η Σάμερ ήταν μονάχα ένα ακόμη κεφάλαιο στη συνεχιζόμενη ιστορία του; Ποιος θα ακολουθούσε τα βήματά τους, ποιος θα ήταν ο επόμενος που θα ανέβαινε στη σκηνή;
Όμως ο Ντόμινικ ήξερε πως το συγκεκριμένο κεφάλαιο δεν είχε φτάσει ακόμη στο κανονικό τέλος του. Το κλεμμένο βιολί ήταν εδώ. Το δοξάρι του όμως πού ήταν; Δεν είχε τοποθετηθεί μαζί με το μουσικό όργανο στην ίδια προθήκη. Ο Ντόμινικ δεν ήταν καν βέβαιος αν το δοξάρι ανήκε πράγματι στο Μπαγί, αν είχε κατασκευαστεί την ίδια εποχή, πάνω από έναν αιώνα πριν, κι αν είχε συνοδεύσει το βιολί στις απρόσμενες περιπέτειές του όλα αυτά τα χρόνια. Το βλέμμα του στράφηκε και πάλι ολόγυρα στο δωμάτιο. Κάποιοι από τους πίνακες και τις λιθογραφίες στον τοίχο πιο κοντά στην πόρτα κάτι του θύμιζαν, σαν να τους είχε δει αμέτρητες φορές στις σελίδες βιβλίων τέχνης ή σε καταλόγους εκθέσεων, όμως ούτε ένας τίτλος δεν του ερχόταν στο μυαλό. Όπως παρατηρούσε τα ράφια, πάνω στα οποία ήταν αραδιασμένες διάφορες μικρές πέτρες, παλιά αυτοκινητάκια και πορσελάνινες κούκλες, κατάφερε τελικά να εντοπίσει το δοξάρι, αφημένο σε μια γωνιά. Πλησίασε για να το πάρει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άκουσε ένα σιγανό σφύριγμα, σαν να άδειαζαν δύο δυνατά πνευμόνια από τον αέρα που βαστούσαν μέσα τους. Ο Ντόμινικ γύρισε, προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή του ήχου. Ήταν η πόρτα του δωματίου. Έκλεινε. Συνειδητοποιώντας τι συνέβαινε, πετάχτηκε προς τα εκεί, αφήνοντας να πέσει το δοξάρι, με τα χέρια απλωμένα, σε μια απόπειρα να πιάσει την πόρτα προτού κλείσει το ολοένα και μικρότερο κενό ανάμεσα σε αυτή και το φανερά
θωρακισμένο πλαίσιό της. Δεν πρόλαβε, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. «Γαμώτο!» Επιχείρησε απεγνωσμένα να στρίψει το χερούλι. Καμία απόκριση. Είχε κλειδωθεί μέσα. «Σκατά, σκατά, σκατά». Βλαστημούσε χαμηλόφωνα, θυμωμένος με τον εαυτό του, με τη βλακεία του. Έπρεπε να είχε κρατήσει την πόρτα ανοιχτή με κάτι, να την είχε μαγκώσει. Τεράστια ανοησία του. Ένας γελοίος ερασιτέχνης, αυτό ήταν. Σε αυτή τη μεριά της πόρτας δεν υπήρχε πληκτρολόγιο για να σχηματίσει τον κωδικό ή να προσπαθήσει να σκεφτεί κάποιο άλλο συνδυασμό που θα λειτουργούσε από την αντίστροφη πλευρά. Το μυαλό του βρισκόταν σε συναγερμό, προσπαθούσε να πιαστεί από κάπου, να σκεφτεί ψύχραιμα, όμως οι σκέψεις του είχαν γίνει ένα κουβάρι που έφερνε βόλτες ξέφρενα, καθώς δεν υπήρχε καμία προφανής λύση στο δεινό πρόβλημα που αντιμετώπιζε. Στράφηκε στο κινητό του, αλλά όπως ήταν φυσικό, στα έγκατα της έπαυλης, και μάλιστα πίσω από τη βαριά μεταλλική πόρτα, δεν είχε σήμα. Όταν κάπως ηρέμησε και άρχισε να σκέφτεται πιο λογικά, συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε καμία μαγική λύση που θα μπορούσε να δώσει. Ήταν υποχρεωμένος να περιμένει υπομονετικά την άφιξη του επόμενου επισκέπτη στο υπόγειο της έπαυλης. Του Βίγκο,
κατά πάσα πιθανότητα. Θα ερχόταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και μάλλον θα κατέληγε στα χέρια της Αστυνομίας. Ο Ντόμινικ φανταζόταν ήδη τους τίτλους των ρεπορτάζ. Θαμμένους σε κάποια από τις τελευταίες σελίδες, εννοείται, αφού εκείνη η φαιδρή διάρρηξη δεν υπήρχε περίπτωση να εξασφαλίσει ούτε μισή αράδα στα πρωτοσέλιδα. «Ξεπεσμένος συγγραφέας συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω να έχει διαρρήξει σπίτι γνωστού καλλιτέχνη», «Από καθηγητής ελαφροχέρης». Όπως κι αν το παρουσίαζαν, το αποτέλεσμα θα ήταν βαθύτατα ταπεινωτικό. Το μόνο θετικό που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πως ίσως κατάφερνε να ενημερώσει τη Σάμερ για το πού βρισκόταν το βιολί της. Εφόσον μπορούσε να της μιλήσει, σκέφτηκε, όμως εν τω μεταξύ ο Βίγκο σίγουρα θα είχε μεταφέρει το μουσικό όργανο χωρίς δεύτερη σκέψη σε άλλο, ασφαλέστερο μέρος. Τι μπλέξιμο! Εξακολουθούσε να βάζει σε μια σειρά τις σκόρπιες, μπερδεμένες σκέψεις του, όταν παρατήρησε πως η λάμπα φθορισμού που φώτιζε το δωμάτιο άρχισε να σβήνει, η δύναμή της χανόταν κάθε στιγμή που περνούσε. Βλαστήμησε. Ο χρονοδιακόπτης ήταν συνδεδεμένος με το άνοιγμα και το κλείσιμο της πόρτας. Πολύ γρήγορα θα κατέληγε παγιδευμένος στο σκοτάδι. Κι ενώ συνειδητοποιούσε τι θα συνέβαινε, ένας ακόμη φόβος άρχισε να ριζώνει μέσα του. Τι θα γινόταν με τον αέρα στο δωμάτιο, με το οξυγόνο; Μήπως χανόταν κι αυτό; Δεν
είχε δει κανένα εξαερισμό ή κλιματισμό σε εμφανές σημείο, όσο ήταν ακόμη αναμμένο το φως. Η κατάσταση είχε αρχίσει να παίρνει πολύ πιο σοβαρές διαστάσεις απ’ ό,τι είχε υποθέσει αρχικά. Για πόσο ακόμη θα είχε αέρα; Ο Βίγκο έβγαλε το δερμάτινο μπουφάν του και το πέρασε γύρω από τους ώμους μου συνοδεύοντάς με από το χώρο της έκθεσης στο μπαρ που είχε στηθεί για τους καλεσμένους της κλειστής παρουσίασης. Ήταν ήσυχα εκεί μέσα, οι περισσότεροι έπαιρναν τα ποτά τους και επέστρεφαν στον κυρίως χώρο. Ένας άντρας ντυμένος με επαγγελματικό κοστούμι, σαν να είχε έρθει εκεί απευθείας από τη δουλειά, στεκόταν μόνος στο μπαρ, πίνοντας κάποιο διαυγές ποτό από ένα χαμηλό ποτήρι με μικρό καλαμάκι, προφανώς τζιν με τόνικ. Μας έριξε μια ματιά με περιέργεια, μάλλον επειδή αναγνώρισε τον Βίγκο ή απλώς αναρωτιόταν γιατί έδειχνα τόσο ταραγμένη, και επέστρεψε στο ποτό του. Δύο γυναίκες που φορούσαν βραδινά φορέματα στέκονταν δίπλα σε ένα ψηλό τραπέζι στη γωνία και έριχναν κλεφτές ματιές στον άντρα με το κοστούμι· ίσως να σκεφτόντουσαν αν ήταν ελεύθερος και αν έπρεπε να τον πλησιάσουν για να μάθουν την απάντηση. Η μία ήταν ντυμένη στα ροζ και η άλλη στα κίτρινα, έτσι που θύμιζαν ζευγάρι ζωηρόχρωμων πουλιών, μετακινώντας το βάρος τους πότε στο ένα και πότε στο άλλο πόδι για να ανακουφιστούν από την πίεση των
ψηλοτάκουνων παπουτσιών τους. Ο Βίγκο με κάθισε σε ένα σεπαρέ, στην πιο απόμακρη γωνιά, και κατευθύνθηκε στο μπαρ. Επέστρεψε λίγο μετά με δύο χαμηλά ποτήρια του ουίσκι μέχρι τη μέση με κεχριμπαρένιο υγρό και ένα κύπελλο γεμάτο πάγο. «Πιες αυτό», είπε, «θα σε βοηθήσει να ηρεμήσεις». Ήπια μια γουλιά και παραλίγο να τη φτύσω. Το αλκοόλ με έκαψε στο λαιμό και η επίγευση ήταν σαν να είχα κάνει γαργάρα με υγρό αναπτήρων, όμως μετά από μερικά δευτερόλεπτα άρχισα να αισθάνομαι τα άκρα μου ευχάριστα ζεστά. Έχοντας απομακρυνθεί από την γκαλερί και την παρουσία των φωτογράφων, χαλάρωσα. Ο Βίγκο έγειρε προς το μέρος μου και πέρασε τον αντίχειρά του τρυφερά πρώτα κάτω από το ένα μου μάτι κι ύστερα κάτω από το δεύτερο, σκουπίζοντας ό,τι είχε απομείνει από τα δάκρυά μου. Όπως έκανε αυτή την κίνηση, διέκρινα το καντράν του ρολογιού του. Είχε περάσει πάνω από μία ώρα αφότου ήρθαμε κι ακόμη δεν είχα νέα του Ντόμινικ. Είχε υποσχεθεί πως θα μου έστελνε γραπτό μήνυμα όταν θα ολοκλήρωνε, ή θα εγκατέλειπε, την αποστολή του, ώστε να ξέρω πως ήταν ασφαλής και δεν είχε ενεργοποιήσει τους συναγερμούς ή, ακόμη χειρότερα, συλληφθεί. Ο Βίγκο δεν είχε σκύλουςφύλακες στο σπίτι και ο Ντόμινικ θα έμπαινε από την κύρια είσοδο, οπότε δεν είχε επικίνδυνους τοίχους να σκαρφαλώσει ή παράθυρα να παραβιάσει, κι εγώ κανένα λόγο να ανησυχώ για την ασφάλειά του.
Ακόμη κι έτσι όμως ο φόβος μέσα μου συνέχιζε να σιγοκαίει, το ένα έφερε το άλλο και τελικά με έπιασε ξανά τρέμουλο. Τα νεύρα μου είχαν γίνει κουρέλια, δεν είχα καμία σχέση με τον κανονικό μου εαυτό. Ο Βίγκο έγειρε πιο κοντά μου και μ’ έπιασε από το χέρι. Οι παλάμες του ήταν μεγάλες, τραχιές, τα νύχια του φαγωμένα. Ποτέ του δεν εκδήλωνε την παραμικρή υποψία στρες ή νευρικότητας πέρα από τη συνήθειά του να τρώει τα νύχια του. «Πες μου τι συμβαίνει. Ξέρω πως δεν έχει να κάνει με τις φωτογραφίες. Μετά την περιοδεία έχεις αλλάξει. Έχει κάποια σχέση με εκείνο τον άντρα που συνάντησες;» «Τον Ντόμινικ;» Τα μάτια μου γούρλωσαν, από έκπληξη και τρόμο. «Πώς ήξερες γι’ αυτόν;» ρώτησα, με το φόβο μου μη φανερωθώ να δίνει στη φωνή μου επικριτικό τόνο. «Δεν υπάρχει λόγος να κάνεις έτσι, κουκλίτσα μου. Ήδη μοιραζόμαστε τρεις το ίδιο κρεβάτι, επομένως δεν είναι να πεις πως θα σε περνούσα για μονογαμικό τύπο. Ούτε φαντάζομαι πως η Λούμπα θα κάθεται μόνη κι έρημη όταν ταξιδεύει για δουλειές. Αυτή τη στιγμή είναι εκεί έξω και ξελογιάζει το φωτογράφο σου. Όμως αν αυτός ο τύπος σε πλήγωσε με κάποιο τρόπο...» «Όχι, καμία σχέση. Είχαμε κι εμείς κάποια θέματα, σύμφωνοι, αλλά δεν ήταν ποτέ μονόπλευρο το πρόβλημα. Κανείς δεν είναι τέλειος, και πάντως σίγουρα όχι εγώ». Ο Βίγκο γέλασε. «Έτσι και καθόμασταν να περιμένουμε
τον τέλειο άντρα ή την ιδανική γυναίκα, θα περιμέναμε μια ολόκληρη ζωή. Αν θες να ξέρεις, γι’ αυτό ακριβώς προτιμώ να έχω παραπάνω από μία συντρόφους. Άλλα πράγματα παίρνεις από το ένα άτομο, διαφορετικά από το άλλο. Μια χαρά βολεύει έτσι. Εμένα τουλάχιστον. Και τη Λούμπα. Ίσως κι εσένα, δεν ξέρω». «Πολύ ώριμη αντιμετώπιση αυτή. Μόνο που τα ανθρώπινα συναισθήματα δεν είναι απλά μαθηματικά, πολλές φορές ένα κι ένα δεν κάνει δύο... ειδικά αν μιλάμε για αγάπη». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Τα πάντα είναι ζήτημα συμβιβασμών. Κι η αγάπη είναι ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους συμβιβασμούς». «Κι εγώ που νόμιζα πως οι αστέρες της ροκ δε χρειάζεται να συμβιβάζονται σε τίποτα», είπα δύσθυμα. «Εντάξει, η αλήθεια είναι πως έχω ένα πλεονέκτημα σε σχέση με το μέσο άνθρωπο. Ό,τι θελήσω το έχω». Χαμογελούσε πονηρά και η φωνή του, όπως πάντα, χρωματιζόταν από μια υποψία χιούμορ. Όμως τα λόγια του αποτέλεσαν για μένα ψυχρολουσία. Αυτός είχε το Μπαγί, το δώρο που μου είχε κάνει ο Ντόμινικ και που ήταν τόσο πολύτιμο για μένα, το μουσικό όργανο μέσα από το οποίο είχα εκφράσει όλα μου τα συναισθήματα. Δεν ήταν το ίδιο να παίζω μουσική χωρίς αυτό και ήθελα να το κρατήσω ξανά στα χέρια μου. «Εσύ έβαλες να μου κλέψουν το βιολί, έτσι δεν είναι;»
Διατήρησα τον τόνο της φωνής μου ήρεμο, ουδέτερο. Εξέφραζα ένα γεγονός, όχι μια κατηγορία. Έδειξε να αιφνιδιάζεται, αλλά όχι να ταράζεται. Το γεγονός πως δεν το αρνήθηκε ούτε φάνηκε να σαστίζει εδραίωσε τη βεβαιότητά μου πως το Μπαγί βρισκόταν στην κατοχή του. Ούτε μια στάλα απορίας ή έκπληξης δεν αποτυπώθηκε στο πρόσωπό του. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς», απάντησε ψύχραιμα, ενώ το πρόσωπό του παρέμενε ήρεμο κι ο ίδιος η προσωποποίηση της αθωότητας. «Εννοώ ότι εσύ πήρες το Μπαγί μου, το βιολί με το οποίο με είχες δει να παίζω όταν γνωριστήκαμε, και το πρόσθεσες στη συλλογή σου. Βρίσκεται στο θησαυροφυλάκιό σου. Μαζί με τα άλλα αντικείμενα που επιλέγεις να μην εκθέτεις. Τα υπόλοιπα κλεμμένα πράγματα. Στο υπόγειο. Εκεί όπου υποτίθεται πως φυλάς τη συλλογή των δίσκων σου». Αφού είχα αποφασίσει να μιλήσω, θα τα έλεγα όλα. Τότε ο Βίγκο έκανε κάτι που δεν το περίμενα, δεν το είχα φανταστεί καν. Άρχισε να κλαίει. Βλέποντας την ταραχή του, όλος ο θυμός εκτονώθηκε από μέσα μου, σαν ομίχλη που σκόρπιζε. Ελάχιστους άντρες είχα δει να κλαίνε ως τότε και δεν ήμουν σίγουρη τι έπρεπε να κάνω. Πλησίασα πιο κοντά και τον χάιδεψα ελαφρά στο μπράτσο. Εκείνος πήρε το ποτό του και κατέβασε μια γερή γουλιά
από το ουίσκι του στραγγίζοντας το ποτήρι του. Έτριξε τα δόντια του όπως κατάπιε. «Συγνώμη», είπε σιγανά. «Δε φαντάστηκα πως θα σε πείραζε». «Δε φαντάστηκες πως θα με πείραζε;» επανέλαβα, κατάπληκτη. «Πώς στην ευχή σκέφτηκες ότι δε θα με πείραζε;» «Το είχες μαζί σου στην πρόβα, σ’ εκείνη την απλή θήκη. Σκέφτηκα πως δεν είχες ιδέα τι ήταν, πως δεν μπορεί να είχε και τόση σημασία για σένα αφού το είχες φέρει μαζί σε μια απλή πρόβα. Θα ήταν ένα από τα βιολιά που είχες για να προετοιμάζεσαι. Ή ίσως σου το είχε δανείσει κάποιος χορηγός. Μάλλον θα είχες καμιά δεκαριά ακόμη να σε περιμένουν. Άλλωστε, λένε πως είναι καταραμένο. Ποιος ξέρει, μπορεί και να σου έκανα χάρη που σε απάλλασσα από αυτό. Κι εγώ απλώς θα το κοίταζα καμιά φορά, θα το κρατούσα, δε θα του έκανα κακό. Θα ήταν ασφαλές, στο θησαυροφυλάκιό μου, θα το φρόντιζα, θα το νοιαζόμουν...» Μιλούσε ασταμάτητα, σαν παλαβός, και οι ώμοι του άρχισαν να τραντάζονται, λες και ήταν έτοιμος να ξεσπάσει και πάλι σε λυγμούς. Έριξα μια κλεφτή ματιά προς το μπαρ, κανείς όμως δεν ασχολούνταν μαζί μας· πιθανότατα δεν μπορούσαν να μας δουν καν έτσι χωμένοι όπως ήμασταν στη σκοτεινή γωνία. «Βίγκο», είπα, με όσο πιο καθησυχαστική φωνή μπορούσα, σαν να μιλούσα σε μικρό παιδί, «το βιολί ήταν
δώρο. Του Ντόμινικ. Το αγαπούσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Όπως αγαπώ εκείνον», πρόσθεσα, με τις τελευταίες λέξεις να αποτελούν αποκάλυψη και για μένα, όπως ενδεχομένως ήχησαν και στα αφτιά του Βίγκο. Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε, παραμερίζοντας τα σκούρα μαλλιά που είχαν πέσει στο πρόσωπό του. «Εντάξει λοιπόν», είπε, χαμογελώντας ξανά, παρότι είχαν κοκκινίσει τα μάτια του. «Αυτό είναι κάτι που διορθώνεται εύκολα. Θα σου το επιστρέψω». «Αυτό θα ήταν πολύ ευγενικό». Ο ευφημισμός του αιώνα, αν υπάρχει τέτοιος τίτλος, όμως η πρότασή του ήταν τόσο εύθραυστη, ώστε δεν ήθελα να αντιδράσω απότομα, διακινδυνεύοντας να αλλάξει γνώμη. «Μόνο που...» «Ναι;» με προέτρεψε να συνεχίσω με λαχτάρα. «Ο Ντόμινικ το ξαναέκλεψε ήδη. Ή τουλάχιστον το κλέβει αυτή τη στιγμή». «Τι εννοείς;» απόρησε, με τη νέα ταραχή να σταματά στη στιγμή τα δάκρυά του. «Σου πήρα τα κλειδιά», εξήγησα. «Έφτιαξα αντικλείδια. Συγνώμη, αλλά το ήθελα τόσο πολύ, και δεν πίστευα πως θα μου το επέστρεφες έτσι απλά...» «Και ο λόγος που μας έφερες εδώ, εμένα και τη Λούμπα, είναι για να μπορέσει να μπει αυτός στο σπίτι;» «Ναι».
«Μα δεν ξέρεις τον κωδικό για το συναγερμό του θησαυροφυλακίου». «Ο Ντόμινικ σκέφτηκε πως θα ήταν η ημερομηνία των γενεθλίων σου. Ή κάτι τέτοιο. Πρέπει να είναι ακόμη εκεί κάτω, δεν έχει σήμα στο υπόγειό σου. Κανονικά, ήταν να μου στείλει μήνυμα, είτε κατάφερνε να μπει μέσα είτε αποφάσιζε να τα παρατήσει». Καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς έριχνα κλεφτές ματιές στο κινητό μου κάθε φορά που ο Βίγκο γυρνούσε αλλού, σε περίπτωση που δεν είχα αντιληφθεί το βόμβο που συνόδευε τη λήψη ενός γραπτού μηνύματος. Ο Βίγκο έπλεξε τα δάχτυλά του και πλησίασε προς το μέρος μου, ακούμπησε το πιγούνι του πάνω στα χέρια του, προβληματισμένος. Σκεφτόταν ενδεχομένως τα βήματα που θα έπρεπε να ολοκληρώσει ο Ντόμινικ προκειμένου να στεφθεί με επιτυχία η απόπειρα διάρρηξης. «Δεν πρόκειται να τα καταφέρει. Το υπόλοιπο σπίτι είναι αρκετά εύκολο, δεν υπάρχουν ούτε κάμερες ούτε κρυφοί συναγερμοί, τίποτα τέτοιο. Οι γείτονες δεν μπορούν να δουν ποιος μπαίνει από την κύρια είσοδο, αλλά ακόμη κι αν μπορούσαν, δε θα υποψιάζονταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά αν έβλεπαν κάποιον άγνωστο να μπαίνει μέσα με κλειδί. Υποθέτω εδώ ότι δεν είναι καμιά περίεργη μούρη ο φίλος σου. Δε φαντάζομαι να τα έμπλεξες με κανένα μούτρο; Ποιος ξέρει, ίσως να μπήκε μέσα, να πήρε το βιολί και βάλε με το νου σου τι άλλο και να ’κοψε ρόδα μυρωμένα».
Κούνησα επίμονα το κεφάλι μου αρνητικά. «Αποκλείεται. Ο Ντόμινικ είναι συγγραφέας... είχε αρχίσει να μελετά το θέμα, για ένα μυθιστόρημα που γράφει. Μονάχα γι’ αυτό ενδιαφέρεται για το Μπαγί. Γι’ αυτό και για μένα μάλλον. Το ελπίζω». «Πίστεψέ με, κουκλίτσα μου, ένας άντρας δεν κάθεται να στήσει ολόκληρη διάρρηξη για μια γυναίκα με την οποία δεν είναι ερωτευμένος. Πρέπει να σε νοιάζεται πάρα πολύ για να μπει σε τόσους μπελάδες». «Το ελπίζω. Υποθέτω πως θα το μάθουμε σύντομα». Κοίταξα ξανά το κινητό μου. Η οθόνη παρέμενε κενή, κανένα σημάδι επικοινωνίας. «Καλύτερα να γυρίσουμε τότε και να του ανοίξουμε. Δε φαντάζομαι να οπλοφορεί; Δε θέλω να φάω καμιά σφαίρα έτσι και νομίσει πως τον τσάκωσα στα πράσα». «Ο Ντόμινικ ποτέ δε θα...» «Μη λες ποτέ όταν μιλάς για ερωτευμένο άντρα. Ο έρωτας έχει περίεργη επίδραση στον εγκέφαλο. Τηλεφώνησέ του και πες του ότι ερχόμαστε κι ότι ευχαρίστως θα παραδώσω το βιολί. Αν θες, θα σε αφήσω να διαλέξεις κι ένα δεύτερο, για αποζημίωση. Αν δε με καταγγείλεις στην Αστυνομία...» «Δε θα σε καταγγείλω. Ούτε χρειάζομαι άλλο βιολί. Αυτό το ένα μού αρκεί». «Ίσως κάτι άλλο τότε». Τσίμπησα το κινητό από την τσάντα μου και σχημάτισα
βιαστικά τον αριθμό του Ντόμινικ. Το νούμερό του ήταν το μόνο που ήξερα από μνήμης, τα ψηφία είχαν χαραχτεί ανεξίτηλα στον εγκέφαλό μου. Η κλήση πέρασε με τη μία στον τηλεφωνητή. Ο γνώριμος ήχος της φωνής του, ακόμη και σ’ εκείνο το σύντομο ηχογραφημένο μήνυμα, γέμισε την καρδιά μου με λαχτάρα. Άφησα μήνυμα, εξηγώντας του πως δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσει, ο Βίγκο είχε ομολογήσει τα πάντα, κι εγώ το ίδιο, όλα ήταν εντάξει και ερχόμασταν στο σπίτι για να ανοίξουμε το δωμάτιο, επομένως δεν έπρεπε να κάνει καμιά ανοησία. Το πιθανότερο όμως ήταν πως δε θα λάμβανε το μήνυμα, εκτός κι αν εγκατέλειπε τη διάρρηξη και ανέβαινε σε κάποιον από τους πάνω ορόφους για να πιάσει σήμα. Ακόμη κι έτσι, μπορεί να χρειαζόταν κάποια ώρα για να φτάσει το μήνυμα. Η απουσία απάντησης με έκανε να πανικοβληθώ κάπως. Δεν ήμουν προληπτική –γελούσα με τα ωροσκόπια και χαμογελούσα όταν περνούσε από μπροστά μου μαύρη γάτα–, θα αισθανόμουν όμως καλύτερα όταν θα έβλεπα τον Ντόμινικ με τα ίδια μου τα μάτια και βεβαιωνόμουν πως δεν είχε συμβεί κάτι κακό, αλλά πολύ απλά δεν υπήρχε σήμα εκεί που ήταν ή ίσως είχε ξεχάσει να φορτίσει την μπαταρία και το κινητό είχε κλείσει. Η Λούμπα είχε έρθει στο κέφι μέχρι να πάμε πίσω στην γκαλερί, κρατούσε από ένα κοκτέιλ σε κάθε χέρι και έπινε εναλλάξ, πότε από το ένα και πότε από το άλλο. «Αν δε σε πειράζει», μου ψιθύρισε στο αφτί ο Βίγκο, «θα
προτιμούσα η αποψινή περιπέτεια να μείνει μεταξύ μας». Της ζήτησε να μας συγχωρέσει που θα φεύγαμε νωρίς και αποχωρήσαμε με τη δικαιολογία πως είχε πονοκέφαλο. Η Λούμπα είχε πιάσει κουβέντα με τη γυναίκα με το κίτρινο φόρεμα που είχαμε δει στο μπαρ νωρίτερα και δεν έδειχνε να ενοχλείται καθόλου που την αφήναμε μόνη με την καινούρια φίλη της. Εν τω μεταξύ, ο Γκρέισον ήταν απασχολημένος, συζητώντας στην απέναντι πλευρά της αίθουσας. Αποφάσισα να φύγω χωρίς να τον χαιρετήσω. Δεν είχα συνέλθει τελείως από το θέαμα εκείνων των φωτογραφιών μου και δεν ήμουν σίγουρη τι θα μπορούσα να του πω. «Μην ανησυχείς», είπε ο Βίγκο, διακρίνοντας εκείνα τα ανάμεικτα συναισθήματα να περνούν και να χάνονται από το πρόσωπό μου. «Θα τον πληρώσω εξτρά για να τις αφαιρέσει από την έκθεση, αν το επιθυμείς. Και θα τις κλειδώσω στο θησαυροφυλάκιό μου, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα». «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου», απάντησα. «Θα το σκεφτώ». Περιμέναμε στη σκιά του κτιρίου, να περάσει ένα από τα αυτοκίνητα του Βίγκο για να τον παραλάβει. Είχα προτείνει να μην οδηγήσει την Buick του, ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες να φωτογραφίσουν τους τρεις μας μαζί. Το είχε θεωρήσει υπερβολικό, αλλά είχε δεχτεί. Ο κρύος νυχτερινός αέρας συνάντησε την επιδερμίδα μου κάνοντάς με να ανατριχιάσω, παρά τη ζεστασιά και το βάρος
του μπουφάν του Βίγκο που είχε ρίξει στους ώμους μου. Έβγαλα ξανά το κινητό από την τσάντα μου, με τρεμάμενα δάχτυλα. Καμία απάντηση ακόμη. Πού είχε εξαφανιστεί ο Ντόμινικ; Όσο περισσότερο κοίταζε το ρολόι του μέσα στο σκοτάδι και προσπαθούσε να δει την ώρα, τόσο μικρότερο αποδεικνυόταν το διάστημα που είχε μεσολαβήσει από την τελευταία ματιά. Ο χρόνος είχε αρχίσει να επιβραδύνεται, να σταματά. Ο Ντόμινικ ήξερε πως ήταν ψυχολογικό το θέμα και προσπάθησε να μην πανικοβληθεί. Στην αρχή η ποσότητα του αέρα δε μεταβλήθηκε, σύντομα όμως η θερμοκρασία στο κλειστό δωμάτιο άρχισε να ανεβαίνει και χρειάστηκε να ξεκουμπώσει το πουκάμισό του. Μετά, όταν αισθάνθηκε την πλάτη του ιδρωμένη, το έβγαλε και το ακούμπησε στο πέτρινο πάτωμα. Προσπάθησε να παραμείνει σε εγρήγορση, έτοιμος να διακρίνει τυχόν ήχους που θα ακούγονταν κάπου στο σπίτι, από την άλλη πλευρά της χοντρής μεταλλικής πόρτας. Όμως η σιωπή εκεί έξω ήταν απόλυτη και το μόνο που άκουγε ήταν τον τραχύ ήχο της δικής του αναπνοής καθώς ξεκινούσε νευρικά μια αντίστροφη μέτρηση προς κάποιο σημείο χωρίς επιστροφή. Μόνος, σε ένα σκοτεινό χώρο, αυτός κι οι αναμνήσεις του. Άραγε έτσι να ήταν ο θάνατος; Αναμνήσεις γυναικών, χαμόγελων, ματιών, χείμαρροι
λέξεων που ακούστηκαν, ειπώθηκαν, γράφτηκαν, όλα αυτά να περνούν αστραπιαία στη διαδρομή προς το λευκό φως. Κορμιά, πρόσωπα, στήθη, αρώματα, χρώματα, συναισθήματα. Και τύψεις. Τόσες που ήταν ανώφελο να τις μετρήσει ή να τις αναφέρει. Πράγματα που είχε κάνει. Πράγματα που δεν είχε κάνει. Ο Ντόμινικ καθόταν σκυφτός στο πάτωμα, νιώθοντας τη ζέστη να αυξάνεται, με το πολύτιμο Μπαγί δίπλα του, ενώ προσπαθούσε να προσανατολιστεί μέσα στο σκοτάδι που τον κύκλωνε. Λιγόστευε πράγματι ο αέρας ή ήταν η ιδέα του; Μπήκε στον πειρασμό να κλείσει τα μάτια και να αποκοιμηθεί, όμως ήξερε πως αυτό ήταν κάτι που δεν έπρεπε με τίποτα να κάνει. Πώς θα τον θυμόταν η Σάμερ τα χρόνια που θα έρχονταν, όταν εκείνος δε θα βρισκόταν πια στη ζωή; αναρωτήθηκε. Σαν έναν άγιο βλάκα που τα είχε κάνει μαντάρα; Ήξερε πως, αν ήταν να πεθάνει τώρα, η ανάμνησή της θα τον συνόδευε μέχρι την τελευταία στιγμή, θα έπαιζε στην οθόνη του μυαλού του. Χαμογέλασε αδύναμα. Ο καλύτερος θάνατος, σκέφτηκε, με τη Σάμερ στο νου του, την εικόνα του κορμιού της στα μάτια του, εκεί, για μία αιωνιότητα. Έτσι όπως πετάριζαν τα βλέφαρά του, ο Ντόμινικ νόμισε πως άκουσε έναν ήχο, κάπου μακριά, αμυδρό, ακαθόριστο.
Τέντωσε τα αφτιά του, αλλά δεν άκουσε κάτι άλλο. Και τότε έπιασε ξανά μια μακρινή ηχώ. Το όνομά του. Κάποιος τον φώναζε. Για μια στιγμή φοβήθηκε πως ήταν παραίσθηση, βέβαιο σημάδι πως είχε πάρει την κάτω βόλτα, όμως τότε ο ήχος δυνάμωσε. Η φωνή της Σάμερ, και μαζί της, σαν ηχώ, μια αντρική. Του Βίγκο. Μάλλον κατέβαιναν από τη σκάλα. Ο Ντόμινικ περίμενε να φτάσουν οι φωνές τους στο κάτω επίπεδο και ξανά ο ήχος αντήχησε στο χαμηλοτάβανο δωμάτιο όπου βρισκόταν η πισίνα, οπότε φώναξε κι εκείνος με τη σειρά του. «Εδώ είμαι. Μέσα». Ακούστηκαν γοργά βήματα: οι δυο τους έτρεχαν προς την κλειδωμένη πόρτα του θησαυροφυλακίου. Λίγο μετά, η πόρτα άνοιξε επιτέλους, με ένα δυνατό φύσημα... Το φως εισέβαλε ορμητικό απέξω, τυφλώνοντας τον Ντόμινικ για μια στιγμή, όμως κατάφερε να διακρίνει τη θολή σιλουέτα της Σάμερ και τη μακρυκάνικη φιγούρα του Βίγκο πίσω της. Τα πρόσωπά τους δεν τα έβλεπε ακόμη. «Ντόμινικ!» αναφώνησε η Σάμερ. «Καλά είμαι», είπε εκείνος. «Είσαι σίγουρος πως είσαι εντάξει;» «Σίγουρος. Απλά ζεστάθηκα κάπως». Συνειδητοποίησε πως είχε μείνει χωρίς πουκάμισο. Το φως του δωματίου άναψε και πάλι, όταν
ενεργοποιήθηκε από το χρονοδιακόπτη της πόρτας. Η Σάμερ τον πλησίασε, με βλέμμα πανικόβλητο, καθώς συνειδητοποιούσε τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. «Λυπάμαι πάρα πολύ, ειλικρινά... Δε φαντάστηκα πως...» Ο Βίγκο πέρασε στο δωμάτιο πίσω από τη Σάμερ και κοίταξε ολόγυρα. Όταν διαπίστωσε πως η συλλογή του παρέμενε ανέπαφη, χαμογέλασε. «Μου φαίνεται πως ρεζιλεύτηκες κομματάκι, φίλε, τι λες κι εσύ;» Κόντευε να σκάσει στα γέλια, ενώ με το στενό τζιν και τις μπότες ως το γόνατο που φορούσε έμοιαζε με σκιάχτρο. «Αυτό είναι το μόνο βέβαιο», συμφώνησε ο Ντόμινικ. «Μάλιστα», είπε ο Βίγκο. «Τέλος πάντων, για όλα αυτά εγώ φταίω, έτσι κι αλλιώς. Δεν έπρεπε να είχα κανονίσει να βουτήξουν το Ανζελίκ από τα καμαρίνια στο Ακάντεμι. Απλά το είδα κι έπαθα. Το έχω μετανιώσει. Ποτέ μου δε φαντάστηκα πως θα επηρέαζε τόσο πολύ τη Σάμερ... Δεν το σκέφτηκα σωστά...» Ο Ντόμινικ ξαναφορούσε το πουκάμισό του, με τη Σάμερ να στέκει σιωπηλή ανάμεσα στους δύο άντρες. «Δηλαδή δε σε πειράζει που μπήκα σαν τον κλέφτη στο σπίτι σου;» ρώτησε ο Ντόμινικ τον Βίγκο. «Τι να με πειράξει;» είπε ο μουσικός. «Τα ’θελα και τα ’παθα. Η Σάμερ μού εξήγησε τα πάντα. Και ποιος λέει πως μπήκες σαν τον κλέφτη;» Χαμογέλασε πονηρά. «Αφού είχες κλειδί. Καλεσμένος μου είσαι». Με ένα βαρύ αναστεναγμό, ανακουφισμένος, ο Ντόμινικ
πέρασε από δίπλα του και άρχισε να διασχίζει το χώρο της πισίνας. Η Σάμερ τον ακολούθησε. «Μήπως ξεχάσατε κάτι;» φώναξε ο Βίγκο. Γύρισαν και οι δύο τα κεφάλια προς το μέρος του. Ο Βίγκο κρατούσε το Μπαγί και το δοξάρι του στα απλωμένα χέρια του. Η Σάμερ γύρισε πίσω τρέχοντας και τα παρέλαβε. Του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Επέστρεψε στο σημείο όπου στεκόταν ο Ντόμινικ, μισό μέτρο από το χείλος της πισίνας, και τον έπιασε από το χέρι με την ελεύθερη παλάμη της. «Νομίζω πως εσείς οι δύο χρειάζεστε ένα ντους μετά από όλη αυτή την τρεχάλα και το ακούσιο κλείδωμα. Να χαλαρώσετε λιγάκι», τους είπε ο Βίγκο. «Είστε καλεσμένοι μου. Mi casa es su casa...» «Νομίζω πως είναι πολύ καλή ιδέα», είπε η Σάμερ στον Ντόμινικ, ενώ είχαν φτάσει στη βάση της ελικοειδούς σκάλας. «Έλα», συνέχισε. «Υπάρχει μια σουίτα για φιλοξενούμενους στον τελευταίο όροφο». Και προς τη μεριά του Βίγκο φώναξε: «Δε θα σε πειράξει, Βίγκο, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά και όχι», είπε αυτός. Η Σάμερ ακούμπησε το Μπαγί πάνω σε μια ψηλή συρταριέρα αμέσως μόλις έφτασαν στον ξενώνα κι ύστερα στάθηκε και το παρατήρησε αμίλητη, με ένα βλέμμα ονειροπόλο. Πέρασε τα δάχτυλά της πάνω από το βιολί, σαν να το χάιδευε,
επαναφέροντάς το και επίσημα στη ζωή, τη δική της ζωή. Ο Ντόμινικ έκλεισε πίσω τους την πόρτα και έμεινε να παρατηρεί τη Σάμερ. Ένιωθε μια ελαφριά ζαλάδα, κάπως άδειος. Ήξερε πως ήταν η αναπόφευκτη αποκλιμάκωση μετά τις τραυματικές ώρες που είχαν μόλις βιώσει οι δυο τους. Τελικά η Σάμερ άφησε το ανακτημένο μουσικό όργανο και στράφηκε προς το μέρος του. «Σ’ ευχαριστώ, Ντόμινικ. Για όλα όσα έκανες. Καταλαβαίνω πως ανέλαβες τεράστιο ρίσκο. Κι όλα αυτά για μένα. Θα σου είμαι πάντοτε ευγνώμων...» «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες να με σώσεις», απάντησε εκείνος. «Πρέπει να έμοιαζα τελείως γελοίος όπως καθόμουν εκεί μέσα στα σκοτάδια κλειδωμένος. Τουλάχιστον την επόμενη φορά θα ξέρεις να βρεις έναν επαγγελματία κλέφτη κι όχι έναν άσχετο ερασιτέχνη, σαν και του λόγου μου». Η Σάμερ χαμογέλασε. Το βλέμμα της χρωματιζόταν από μια υποψία θλίψης, όπως πάντα, όμως υπήρχε και μια νέα λάμψη εκεί. Αγαλλίαση; Ανακούφιση; Προσμονή; Ο Ντόμινικ ένιωσε τις χορδές της καρδιάς του να σφίγγονται. «Δικό μου ήταν το λάθος τελικά», είπε η Σάμερ. «Έπρεπε να ήμουν πιο προσεκτική με το βιολί». «Ναι, μάλλον», συμφώνησε ο Ντόμινικ. «Μήπως μου αξίζει κάποια τιμωρία;» πρότεινε εκείνη, με τη σκανταλιάρικη χροιά της φωνής της να του φανερώνει
όλα όσα είχε κατά νου. «Μάλλον σου αξίζει. Για αυτή την τρομερή αμέλεια. Για τη γνωστή αφροσύνη που επιδεικνύεις». «Για το ότι είμαι αυτή που είμαι», πρόσθεσε εκείνη. «Για το ότι είσαι αυτή που είσαι». Ακολούθησε μια σύντομη παύση. «Λοιπόν, τιμώρησέ με», τον παρότρυνε. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα να κάνουμε εκείνο το ντους που λέγαμε». Ο Ντόμινικ χαμογέλασε, τραβώντας τη δυνατά προς την πόρτα. Το νερό από την μπαταρία του ντους έπεφτε με δύναμη πάνω στο κεφάλι της Σάμερ, ισιώνοντας τις κόκκινες μπούκλες της, μακραίνοντας τα μαλλιά της, έτσι που έφταναν χαμηλά στην πλάτη της, ανοίγοντάς τα σαν νωπή κουρτίνα πάνω στη βρεγμένη επιδερμίδα της. Ο Ντόμινικ παρακολουθούσε το νερό να πνίγει τη χαίτη της, να ξαναβγαίνει μέσα από την μπερδεμένη μάζα και να χωρίζεται σε μικρότερες γραμμές όπως κυλούσε στην πλάτη της και απλωνόταν ξανά περνώντας από την ντελικάτη ράμπα των οπισθίων της. «Γύρνα», της είπε. Σαπούνισε τα χέρια του και τα πέρασε πάνω από το στήθος της. Οι ρώγες της ήταν ήδη πέτρα. Χαμήλωσε το κεφάλι του και τις έπιασε ανάμεσα στα δόντια και τη γλώσσα του, δαγκώνοντάς τες ελαφρά. Η Σάμερ σφίχτηκε. Ο Ντόμινικ ίσιωσε το σώμα του και συνέχισε να σαπουνίζει την
μπροστινή πλευρά. Το στόμα της ήταν μισάνοιχτο, τα χείλη της σαγηνευτικά ανοιγμένα· πίσω τους διακρινόταν μια γαργαλιστική υποψία του λευκού τείχους των δοντιών της. Ο Ντόμινικ άπλωσε τη σαπουνάδα πάνω στους ώμους και στο υπόλοιπο σώμα της, μάλαξε τον αφρό στην επιδερμίδα της, την ώρα που ο πούτσος του την άγγιζε ψύχραιμα, μέσα στον περιορισμένο χώρο της ντουζιέρας, ενώ το νερό έτρεχε ασταμάτητα γύρω τους έτσι όπως έστριβαν. Ύστερα, με ένα λεπτό ύφασμα, απομάκρυνε τους αφρούς, αφήνοντας την επιδερμίδα της να γυαλίζει. Ατμός σηκωνόταν ολόγυρά τους, κι αυτός έπαιζε χαλαρά τα δάχτυλά του ανάμεσα στα πόδια της, δοκίμαζε την κάψα της, χώνοντας μέσα της πρώτα ένα δάχτυλο, μετά άλλα δύο, πιέζοντάς τη. Η Σάμερ χαμήλωσε το σώμα της μια ιδέα, ώστε να χωρέσουν τα μακριά του δάχτυλα, να υποδεχτεί το άγγιγμά του, την εξερεύνηση των απόκρυφών της, το γνώριμο τρόπο με τον οποίο ο Ντόμινικ την έκανε και πάλι δική του. «Σειρά σου τώρα», την παρότρυνε, δίνοντάς της το γλιστερό σαπούνι που είχε χρησιμοποιήσει πάνω της. Η Σάμερ το πήρε και με τη σειρά της άρχισε να το σέρνει πάνω στο σώμα του, αργά, αισθησιακά, προσεκτικά· πρώτα στο στήθος του, ύστερα στην πλάτη του αφού γύρισε από την άλλη, έπειτα στους γλουτούς και στην πίσω πλευρά των ποδιών του. Τελικά ο Ντόμινικ στράφηκε και πάλι προς το μέρος της, οπότε εκείνη έπιασε τη στύση του στα χέρια της και έτριψε το σαπούνι πάνω στη σκληράδα του, νιώθοντάς τη
να μεγαλώνει με τις περιποιήσεις της, να σκληραίνει, να χοντραίνει, να γίνεται ακόμη πιο επιβλητική. Η Σάμερ στάθηκε για λίγο εκεί, ενορχηστρώνοντας τον καταλύτη του πλήρους ερεθισμού του, παρατηρώντας κάθε ρίγος, ακούγοντας την ανάσα του να σκαλώνει από πάνω της όπως γονάτιζε και τον μάλαζε, τον καθάριζε, έπαιζε μαζί του. Στο τέλος έπιασε το φανελένιο γάντι και σκούπισε τα σαπούνια. Ο πούτσος του Ντόμινικ είχε έρθει πια σε απόλυτη στάση προσοχής. Ρίχνοντας στον Ντόμινικ μια γρήγορη ματιά, σαν να ζητούσε την έγκρισή του, πλησίασε το στόμα της και πήρε το πουλί του μέσα της, κλείνοντας τους όρχεις του στην παλάμη της ενώ τον κατάπινε. Αν και τον είχε καθαρίσει προσεκτικά, εξακολουθούσε να μυρίζει σαπούνι και η αρωματισμένη υγρασία πλημμύριζε τις αισθήσεις της σαν βροχή. Τα δόντια της πέρασαν ξυστά πάνω από την πρησμένη μάζα του, τη μεθυστικά λεία επιφάνεια της αποκαλυμμένης βαλάνου, την υφή της ραφής του όπως περνούσε τη γλώσσα της κατά μήκος της, σε μια παρωδία λαιμαργίας και πείνας. Ο Ντόμινικ πλέον γέμιζε το στόμα της. Λίγο μετά, το νερό σταμάτησε να τρέχει στο πρόσωπό της, καθώς άκουσε τον Ντόμινικ να κλείνει το ντους. Τα χέρια του άγγιξαν τα μαλλιά της, τα έσφιξαν γερά, τραβώντας την πάνω του, έτσι ώστε να αλλάξει τη γωνία της διείσδυσής του, για να περάσει βαθύτερα μέσα στο λαρύγγι της. Η Σάμερ πήρε μια βαθιά ανάσα, ενώ τα γόνατά της είχαν
αρχίσει πλέον να αισθάνονται τη σκληράδα του πέτρινου πατώματος του ντους. Έκανε ό,τι μπορούσε για να συγκρατήσει την αντίδραση στον πνιγμό. Ο Ντόμινικ την παρατηρούσε, με τον πούτσο του να συνεχίζει να προχωρά μέσα στα χείλη της, και απολάμβανε την τρομερή εγγύτητα της Σάμερ. Ήταν λες και οι μήνες που είχαν μεσολαβήσει είχαν διαγραφεί.greekleech.info Μόλις ένιωσε ότι τον είχε πάρει ολόκληρο, με το στήθος της από κάτω του να ανεβοκατεβαίνει ελαφρά, σαν να το κινούσαν τα αόρατα χέρια μιας άστατης αύρας, ξεκίνησε μια σειρά από ολοένα και δυνατότερες κινήσεις, ανοίγοντάς την περισσότερο, τεντώνοντάς τη, εξακολουθώντας να την κρατά από την τούφα των μαλλιών που έσφιγγε στη γροθιά του και μέσα από την οποία έλεγχε τις κινήσεις της. Ο υπόλοιπος κόσμος έσβησε, ολόκληρο το σύμπαν περιορίστηκε στη στενή ντουζιέρα, ενώ το γυάλινο κουβούκλιο θάμπωνε προστατεύοντάς τους απ’ ό,τι υπήρχε παραπέρα. Ξανά και ξανά βρήκε το λαρύγγι της, κι εκείνη προσπάθησε να ελέγξει τους σπασμούς της, δεν ήθελε να σταματήσει ποτέ, ανέπνεε όσο αέρα μπορούσε από τη μύτη για να γεμίζει τα πνευμόνια της, σε κάθε του τράβηγμα. Απολάμβανε τη βάναυση εισβολή του, τον καλωσόριζε μέσα στο σώμα της, στην ψυχή της. Προσευχόταν να κρατήσει για πάντα. Ξέχειλη. Δική του.
Αργότερα, αφού είχαν σκουπιστεί με τις μαλακές πετσέτες που υπήρχαν σε αφθονία στο μπάνιο του ξενώνα του Βίγκο, ο Ντόμινικ οδήγησε τη Σάμερ στο κρεβάτι. Τράβηξε το απαίσιο σκουρόχρωμο σενίλ σκέπασμα και το πέταξε στο πάτωμα. Η Σάμερ άφησε την πετσέτα της να πέσει στη μοκέτα. Στράφηκε προς τον Ντόμινικ. Του παρουσιάστηκε. Θυμόταν τις προτιμήσεις του, τις ιδιαιτερότητές του, τον τρόπο που του άρεσε, όταν η ζωή ήταν ακόμη καλή. Ανέβηκε με το πλάι πάνω στο ξέστρωτο κρεβάτι και στήθηκε στα τέσσερα, περιμένοντας πως ο Ντόμινικ θα την έπαιρνε από πίσω, όπως συνήθιζε. Ποτέ δεν είχε δείξει ιδιαίτερη προτίμηση στο ιεραποστολικό, καθώς δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις ηδονοβλεπτικές τάσεις του, απολάμβανε το θέαμα του πούτσου του να μπαινοβγαίνει μέσα της. «Όχι». Γύρισε και τον κοίταξε, για να συναντήσει το σκληρό, αυστηρό βλέμμα του. «Πες μου τι θέλεις», της ζήτησε. Η Σάμερ γύρεψε απαντήσεις στη στάση του. Ο Ντόμινικ την κοίταζε ουδέτερα, ανέκφραστος. Τι διάβολο περίμενε να του πει; Ότι τον ήθελε, ότι την έκαιγε η ασυγκράτητη λαχτάρα να γίνει και πάλι δική του, πέρα από κάθε λογική και προηγούμενη εμπειρία; Ότι ήθελε να υποταχθεί στη βούλησή του, στην περηφάνια του;
«Αυτή τη στιγμή το μόνο που θέλω είναι να με γαμήσεις», είπε τελικά η Σάμερ. Η όψη του δεν άλλαξε. «Θέλω να είμαι μαζί σου... Ακόμη κι αν πονέσει». Κάτι τέτοιες στιγμές ήταν που αισθανόταν ανήμπορη και οι λέξεις δεν ήταν αρκετές για να εκφράσουν τη θύελλα που μαινόταν μέσα της. Της ήρθε να ουρλιάξει. «Πάρε με, γάμησέ με, πόνεσέ με, σημάδεψε την ψυχή μου, γράψε στην καρδιά μου με ανεξίτηλο μελάνι, κάνε με δική σου και διώξε για πάντα το κενό μέσα μου που με τυραννά». Όπως το είχε σκεφτεί, είχε κάποια λογική, όμως μόλις το πρόφερε, ακούστηκε γελοίο. Υποτιμητικό, αν όχι ταπεινωτικό. Εκείνος εξακολουθούσε να μην απαντά, συνέχιζε να στέκεται απαθής, να την παρατηρεί, να μεταφράζει τα άρρητα λόγια της σε μια γλώσσα την οποία μπορούσε να κατανοήσει. «Σε θέλω μέσα μου. Τώρα». Είχε καταντήσει να ικετεύει; Ένιωσε λες κι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Μήπως τη δοκίμαζε; Έπαιζε μαζί της; «Κι εγώ σε θέλω», της είπε τελικά. Πλησίασε στο κρεβάτι, πέρασε τα δάχτυλά του πάνω από τα μάτια της με μια τρυφερότητα που πρώτη της φορά βίωνε, σαν να έκλεινε με απόλυτο σεβασμό τα μάτια μιας νεκρής, και παρότρυνε τη Σάμερ να ξαπλώσει. Προσεκτικά, της άνοιξε τα πόδια και στάθηκε από πάνω της, έτσι που η σκιά του
απλωνόταν στο ταβάνι του δωματίου, την ώρα που η νύχτα έξω κάλυπτε τα πάντα σαν γκρίζο πέπλο. Πήρε θέση ανάμεσα στα πόδια της κι εκείνη τον έπιασε και τον οδήγησε. «Απλά δέξου με όπως είμαι», του είπε. Ο Ντόμινικ τη γέμισε, υπέροχα. «Σσς...» της ψιθύρισε. Η Σάμερ ρίγησε. Ο Βίγκο έκλεισε την οθόνη κι ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης απλώθηκε στο πρόσωπό του. Το ζευγάρι που παρακολουθούσε είχε επιτέλους χωριστεί, είχε πάψει να είναι μία οντότητα, ένα πλάσμα με δύο πλάτες, που η κάθε του κίνηση συνδύαζε τη χάρη των πουλιών σε πτήση με τη βάναυση σκληρότητα σαρκοβόρων θηρίων. Ένας φρενήρης και συνάμα εκστατικός χορός σωμάτων, που έβγαζε όλη εκείνη την ξέφρενη ένταση δύο αιλουροειδών που μάχονταν μέχρι θανάτου. Τώρα είχαν σταματήσει για να πάρουν ανάσα. Είχαν ξαναγίνει δύο. Η Σάμερ και ο Ντόμινικ. Φυσικά και ήταν ηδονοβλεψίας, ο Βίγκο δεν έτρεφε αυταπάτες. Από την άλλη, ποιος ήταν τέλειος; Ήταν ένας άντρας που αναγνώριζε την ομορφιά όταν την αντίκριζε και συχνά ήθελε να την κρατήσει, να τη φυλάξει, να τη βάλει μέσα σε μια γυάλα. Να τη συλλέξει. Αν η ομορφιά διέθετε μια ουσία η οποία ήταν εφικτό να
εμφιαλωθεί, θα ήταν ο πρώτος που θα έσπευδε να στηθεί στην ουρά για να την αποκτήσει, με το καρνέ επιταγών στο χέρι. Ήταν αλήθεια, είχε πλαγιάσει με τη Σάμερ. Μόνος του και με τη Λούμπα. Παρ’ όλα αυτά, όπως την παρακολουθούσε να το κάνει με τον Ντόμινικ, ήρθε αντιμέτωπος με μια άλλη έκφανση της ομορφιάς. Την είχε δει να ζωντανεύει, είχε παρατηρήσει τη λάμψη που απλωνόταν στο σώμα της, τον τρόπο που κάθε ίχνος αντίδρασης και αγωνίας που κουβαλούσε μέσα της έλιωσε όταν πήρε τον έλεγχο ο Ντόμινικ, τον τρόπο που η Σάμερ είχε συνωμοτήσει με το πνεύμα της απόλυτης παράδοσης, το πώς το είχε αγκαλιάσει. Οι άντρες ποτέ δε συγκίνησαν τον Βίγκο, όμως η εικόνα του Ντόμινικ, έτσι όπως είχε ταιριάξει μέσα στη Σάμερ, δίπλα της, ήταν εντυπωσιακή. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Πήρε ένα μπουκάλι παλαιωμένο μπέρμπον από το μπαρ και έβαλε μια γενναία ποσότητα σε ένα ποτήρι. «Θαυμάσιο», μονολόγησε μουρμουριστά, τόσο για τη γλυκόπιοτη ένταση του υγρού που κυλούσε στο λαρύγγι του όσο και για την ανάμνηση των δύο εραστών που πλέον είχαν σβήσει από την κρυφή οθόνη του. Η τοποθέτηση της μικροσκοπικής κάμερας στο υπνοδωμάτιο του ξενώνα ήταν κατά κάποιο τρόπο μια πλάκα που στήθηκε πριν από χρόνια, όταν αγόρασε την έπαυλη και ένας φίλος αρχιτέκτονας είχε ετοιμάσει τα σχέδια και είχε
αναλάβει τη μετατροπή της. Του είχε φανεί «ροκ εν ρολ», κάτι που θα συντηρούσε τη φήμη του ως κακού παιδιού. Και τελικά είχε ξεχάσει την εγκατάσταση για χρόνια. Η αντισυμβατική Λούμπα, αυτή η μυστηριώδης γυναίκα, η γυμνή χάρη, ήταν εκείνη που του πρότεινε μια νύχτα να την παρακολουθήσει στον έρωτα και στα παιχνίδια της με μια νεαρή γυναίκα που είχε γνωρίσει σε ένα κλαμπ – μια πανκ με ένα διακριτικό τατουάζ σε σχήμα δακρύου κάτω από το ένα μάτι, όπως θυμόταν ο Βίγκο. Αναστέναξε καθώς ανέσυρε την ανάμνηση αυτή, τη μαγευτική εικόνα των δύο γυναικών μαζί, των καμπυλών τους, του πάθους των φιλιών και των κινήσεών τους, της ερωτικής πείνας, της τέλειας γεωμετρικής σύμπτωσης πόθου και πάθους. Δεν ήταν η ίδια η διαδικασία του σεξ αυτό που τον έφτιαχνε, αλλά η αργή κίνηση, η βουβή χάρη των κορμιών που χόρευαν μαζί, και η εικόνα των δύο γυναικών ήταν πολύ πιο ισχυρή απ’ ό,τι τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια που είχε παρακολουθήσει μαζί με φίλους του στη διάρκεια ξέφρενων πάρτι στην έπαυλη, όταν είχαν διανυκτερεύσει καλεσμένοι εκεί ή είχαν ενθαρρυνθεί να περάσουν μια βόλτα από τον ξενώνα χωρίς να ξέρουν ότι ο Βίγκο και άλλοι τους παρακολουθούσαν με σκανταλιάρικη διάθεση. Όμως κανένα από τα παρασυρμένα ζευγάρια δεν είχε την άγρια χάρη της Σάμερ και του Ντόμινικ, αναλογίστηκε. Αυτοί οι δύο είχαν μια ξέφρενη όρεξη ο ένας για τον άλλο, ένα πάθος το οποίο σχεδόν ζήλευε ο Βίγκο, μια σφοδρή επιθυμία που φλέρταρε
με τον κίνδυνο. Σε πολλές περιπτώσεις είχε κρατήσει την ανάσα του, καθώς είτε εκείνη είτε εκείνος περνούσαν σε δυσοίωνα εδάφη, έκανε μια χειρονομία, μια κίνηση, ένα τίναγμα που ξέφευγε σχεδόν υπερβολικά, ισορροπούσε στο όριο προτού επιστρέψει σε στέρεο έδαφος. Πρώτη του φορά είχε δει ο Βίγκο έναν άντρα και μια γυναίκα να πηδιούνται με τέτοιο πάθος· υπήρξαν στιγμές που ανατρίχιασε. Μετά το ιλαροτραγικό περιστατικό στο θησαυροφυλάκιο τους είχε προτείνει να πάνε πάνω γνωρίζοντας πως θα κατέληγαν στο κρεβάτι, υπό το βλέμμα της κρυφής του κάμερας, κι ο πειρασμός να ενεργοποιήσει το σύστημα παρακολούθησης αποδείχτηκε πολύ μεγάλος. Κόντεψε να εγκαταλείψει την προσπάθεια, επειδή είχαν περάσει ασυνήθιστα πολύ χρόνο στο μπάνιο, κάνοντάς τον να σκεφτεί πως είχε χάσει το καλύτερο. Τελικά όμως εμφανίστηκαν, τυλιγμένοι με άσπρες πετσέτες, κι άρχισαν να γυροφέρνουν ο ένας τον άλλο, σχεδόν σαν πεινασμένα αρπακτικά, έτοιμοι να ορμήσουν και να ριχτούν σ’ εκείνη την υπέροχη τρέλα. Ο Βίγκο δε μετάνιωνε που τους είχε παρακολουθήσει. Δε θα το μάθαιναν. Δε θα πληγώνονταν. Το μόνο για το οποίο μετάνιωσε φευγαλέα ήταν που δεν είχε εγκαταστήσει μικρόφωνο στο δωμάτιο, εκτός της κρυφής κάμερας. Σκεφτόταν πως έπρεπε να απεγκαταστήσει το σύστημα πλέον. Τίποτα δε θα μπορούσε να συγκριθεί με τη Σάμερ και τον Ντόμινικ. Οι επόμενοι δε θα μπορούσαν με τίποτα να
φτάσουν τα επίπεδα της έντασης που είχε παρακολουθήσει. Καλύτερα να έβαζε ένα τέλος στην κορυφαία στιγμή. Σηκώθηκε και επανέφερε τη συρτή βιβλιοθήκη στη θέση της, κρύβοντας τη μικρή οθόνη. Ο Ντόμινικ και η Σάμερ λογικά θα κοιμόντουσαν τώρα, υπέθεσε. Ίσως έπρεπε να κάνει κι εκείνος το ίδιο, ξαναζώντας τις αναμνήσεις των περιπτύξεών τους, απολαμβάνοντάς τες. Η Λούμπα θα επέστρεφε σύντομα από την γκαλερί, συνειδητοποίησε. Την πρώτη φορά που την είχε δει να χορεύει είχε βιώσει παρόμοια αίσθηση. Κατάλαβε πως έπρεπε να την αποκτήσει. Εκείνη δεν άργησε να δεχτεί, παρότι ο Βίγκο ήξερε πως ήταν μια γυναίκα που δε θα ανήκε ποτέ σε κανέναν και πως ο ίδιος ήταν για εκείνη μονάχα μια στάση στην πορεία της, βολική και ευχάριστη, αλλά πάντως όχι κάτι περισσότερο από μια σύντομη στάση. Χμ... κάπου εκεί μέσα κρυβόταν ο σπόρος ενός τραγουδιού, σκέφτηκε. Κατευθύνθηκε στο στούντιό του και άνοιξε το ηλεκτρικό πιάνο. Ένα περίεργο πράγμα πώς εμφανίζονταν η έμπνευση, οι λέξεις, η γενική ιδέα μιας μελωδίας. Από το πουθενά, απρόσκλητες. Ο Ντόμινικ ξύπνησε, έτριψε τα μάτια του, έδιωξε από πάνω του τον αποπροσανατολισμό της παρουσίας του σε ένα άγνωστο δωμάτιο. Είχαν ξεχάσει να κατεβάσουν τα στόρια χθες και τώρα το υπνοδωμάτιο λουζόταν στο φως ενός
υπέρλαμπρου ήλιου. Ο απαλός πισινός της Σάμερ φώλιαζε γλυκά πάνω στο στομάχι του. Κοιμόταν ακόμη, και το ντελικάτο μουρμουρητό της ανάσας της ίσα που ακουγόταν. Τη φίλησε στο λαιμό κι εκείνη σάλεψε. Φορούσε ακόμη το ρολόι του, οπότε έριξε μια ματιά στην ώρα. Μέσα του πρωινού ακόμη. Του φαινόταν πως ήταν πιο αργά. Μόλις άνοιξε η Σάμερ τα μάτια της και του χαμογέλασε, τη ρώτησε: «Έχεις πολλά πράγματα εδώ;» «Όχι ιδιαίτερα. Κάτι λίγα», του απάντησε. «Τα περισσότερα πράγματά μου βρίσκονται ακόμη στο διαμέρισμα του Κρις». «Μόλις σηκωθούμε, θέλω να τα συγκεντρώσεις όλα. Και από εδώ και από εκεί. Θα περάσουμε να τα πάρουμε. Έρχεσαι στο σπίτι μου. Θα ζήσουμε μαζί». «Σοβαρά;» «Απολύτως». Ήταν πέρα για πέρα ειλικρινής. Η Σάμερ έγνεψε καταφατικά. Για την ώρα αυτό θα έκανε. Η προηγούμενη απόπειρα στη Νέα Υόρκη δεν είχε πετύχει. Όμως ήταν διατεθειμένη να το προσπαθήσει ξανά. Χασμουρήθηκε και έστριψε στο πλάι. «Ποπό, έχω μια πείνα... Περισσότερο όμως χρειάζομαι τη δόση μου σε καφεΐνη». «Κι εγώ πεινάω, σαν λύκος», υπερθεμάτισε ο Ντόμινικ. Το τελευταίο πράγμα που είχε φάει ήταν ένα μικρό κρουασάν
σοκολάτας από την Patisserie Valerie, το προηγούμενο πρωί, όταν προετοιμαζόταν για την «επίσκεψή» του στο σπίτι του Βίγκο, με τα γεγονότα που ακολούθησαν να ανατρέπουν τα όποια σχέδιά του. Τεντώθηκε, αποσπώντας το σώμα του από την ευχάριστη ζεστασιά του γυμνού κορμιού της Σάμερ, και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Γύρισε και την κοίταξε, ανάμεσα στα ανάκατα σεντόνια, εκείνη τη βεντάλια από κόκκινα μαλλιά που απλωνόταν πάνω στη μαξιλαροθήκη της. Ο πούτσος του ρίγησε. Η Σάμερ τού χαμογέλασε. Φόρεσε το μαύρο παντελόνι του και της έδωσε το λευκό της μπλουζάκι που φορούσε χθες. Η Σάμερ το έβαλε, καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού. Περίμενε να της περάσει κάτι άλλο, το εσώρουχο ή το τζιν της, όμως εκείνος δεν το έκανε, μονάχα την κοίταξε, με ένα γλυκό, πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο. Η Σάμερ σηκώθηκε από το κρεβάτι. Το τσαλακωμένο μπλουζάκι έφτανε λίγο κάτω από τον αφαλό της, αφήνοντας τον κώλο και το μουνί της τελείως ακάλυπτα. Ήταν μια ιδιαίτερα γαργαλιστική μορφή γύμνιας, φυσική αλλά και αισθησιακή, έτσι όπως θα κυκλοφορούσε μια γυναίκα στο σπίτι της, χωρίς το φόβο μήπως τη δει κάποιος. «Έλα». Ο Ντόμινικ τής έγνεψε να τον ακολουθήσει. «Πάμε να βρούμε την κουζίνα». «Τι, έτσι;» απόρησε η Σάμερ. «Ναι», της είπε.
«Μπορεί να είναι ο Βίγκο εκεί έξω. Κάποιος άλλος...» «Το ξέρω», είπε εκείνος. «Μου αρέσεις έτσι. Άλλωστε, ό,τι ήταν να δει ο Βίγκο το έχει δει, έτσι δεν είναι; Δεν έχω πρόβλημα και να σε δει όποιος άλλος. Δε με πειράζει». Ήταν βέβαιος πως πλέον η Σάμερ ήταν δική του, αν και αυτό απέφυγε να το πει. Βγήκαν από το δωμάτιο, εκείνος γυμνός από τη μέση και πάνω, εκείνη από τη μέση και κάτω, και η Σάμερ κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Ένα τρέμουλο δισταγμού την κατέλαβε στη σκέψη ότι άφηνε για μία ακόμη φορά το Μπαγί μόνο του. Τότε συνειδητοποίησε πως ήταν ασφαλές. Ο κεραυνός δε χτυπά δεύτερη φορά στο ίδιο σημείο. Ο Βίγκο καθόταν μπροστά στον πάγκο και τσιμπολογούσε μια φέτα φρυγανισμένου ψωμιού όταν έφτασαν εκεί. Τους έριξε μια ματιά και σφύριξε πονηρά. «Βρε, τα πιτσουνάκια μας! Καλώς ορίσατε σε μία ακόμη ηλιόλουστη μέρα, παιδιά». Ήταν κι αυτός γυμνός από τη μέση και πάνω κι ο λιπόσαρκος, άτριχος κορμός του θύμιζε λευκή σελίδα. «Καφέ;» «Ναι, παρακαλώ». «Ολόφρεσκος, κοπιάστε να τον απολαύσετε». Έγνεψε θεατρινίστικα, δείχνοντας στο ζευγάρι το γυαλιστερό ατσάλινο μηχάνημα που έμοιαζε βγαλμένο από τα εργαστήρια της NASA και κυριαρχούσε πάνω στο γρανιτένιο πάγκο.
Καθώς η Σάμερ και ο Ντόμινικ σερβίρονταν, ο Βίγκο, χωρίς να αποφύγει να ρίξει μια νοσταλγική ματιά στα γυμνά οπίσθια της κοπέλας, σηκώθηκε ξαφνικά και έφυγε από την κουζίνα. «Μη φύγετε, παιδιά. Σας έχω μια έκπληξη». Επέστρεψε δέκα λεπτά αργότερα, κρατώντας μια μικρή κορνίζα στα χέρια του, την οποία και παρέδωσε ευλαβικά στη Σάμερ, υπό το βλέμμα του Ντόμινικ. «Αντί άλλης συγνώμης. Ένα δώρο. Ελπίζω να με συγχωρέσετε». Μέσα στην κορνίζα υπήρχε ένα ασπρόμαυρο σκίτσο. Αρκετά παλιό, κρίνοντας από την όψη του. Στην πάνω αριστερή γωνία του σκίτσου αποτυπωνόταν μια μπαλαρίνα και ο παρτενέρ της, με τέτοιο τρόπο ώστε διακρίνονταν μόνο τα σώματά τους, τα κεφάλια τους βρίσκονταν έξω από την επιφάνεια του σχεδίου. Δεξιότερα υπήρχε ο λαιμός ενός βιολιού κι ένα δοξάρι και το πρόσωπο ενός άντρα με περούκα κι ένα καπέλο εποχής. Χαμηλότερα, οριακά σκιτσαρισμένες, κάτι καμινάδες εργοστασίου που κάπνιζαν, μαζί με μερικά αμυδρά σχεδιασμένα ιστιοφόρα.
Eντγκάρ Ντεγκά, Πρόγραμμα Ενός Καλλιτεχνικού Σουαρέ «Τι είναι αυτό;» ρώτησε η Σάμερ. «Έργο του Ντεγκά», απάντησε ο Βίγκο. «Ονομάζεται Πρόγραμμα Ενός Καλλιτεχνικού Σουαρέ. Σπάνιο κομμάτι. Λόγω του βιολιού, σκέφτηκα πως θα ήταν ταιριαστό να το πάρεις. Είναι γνήσιο, όχι αντίγραφο». «Δεν ξέρω τι να πω», είπε η Σάμερ. «Να θυμάσαι κάτι όμως», τη σταμάτησε ο Βίγκο. «Ναι;»
«Μην το δείχνεις αριστερά δεξιά. Μόνο σε ανθρώπους που εμπιστεύεσαι». «Εννοείς ότι είναι κλεμμένο;» θέλησε να διευκρινίσει ο Ντόμινικ. «Ναι», ομολόγησε ο Βίγκο, χαμογελώντας λοξά. «Τα ίχνη του έχουν χαθεί εδώ και χρόνια. Είναι μεγάλη ιστορία, αλλά κάποια στιγμή πέρασε στα χέρια μου. Συμβαίνουν τέτοια, ξέρετε. Τέλος πάντων, μετά από όσα σας έκανα, θεώρησα πως εσένα, Σάμερ, σου άξιζε περισσότερο απ’ ό,τι σε μένα». Αυτό εξηγούσε για ποιο λόγο ορισμένα κομμάτια της συλλογής του παρέμεναν κλεισμένα στο δωμάτιο πανικού, συμπέρανε ο Ντόμινικ. Ήταν κλεμμένα. «Σ’ ευχαριστώ, Βίγκο. Θα είναι κάτι πολύτιμο για εμάς. Ειλικρινά», τον διαβεβαίωσε η Σάμερ. «Δε μου κρατάτε κακία λοιπόν;» ρώτησε ο Βίγκο. Ο Ντόμινικ δεν άκουσε την απάντησή της. Το μόνο που είχε σημασία για εκείνον ήταν το γεγονός πως η Σάμερ είχε μιλήσει στον πληθυντικό.
13 Ο Άνεμος θα μας Πάρει Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ μού πήρε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι θα έπρεπε κανονικά. Είχα περάσει το πρωινό με τη Σούζαν, την ατζέντισσα και ντε φάκτο μάνατζέρ μου, σε ένα κατάστημα Starbucks κοντά στο σταθμό Βικτόρια, συζητώντας τα σχέδιά μου για το μέλλον. Η Σούζαν είχε την έδρα της στην Αμερική, όμως είχε εμφανιστεί αιφνιδιαστικά στο Λονδίνο, εκνευρισμένη μαζί μου, καθώς συνέχιζα να μη δίνω σημασία στα μηνύματα που μου έστελνε. Είχα φτάσει καθυστερημένη, έχοντας σηκωθεί την τελευταία στιγμή από το πλευρό του Ντόμινικ στο σπίτι του στο Χάμπστεντ. Δεν ήθελα να σπαταλήσω ούτε στιγμή μακριά του, έτσι είχαμε περάσει όλο το πρωί σε γενικές γραμμές όπως είχαμε περάσει και την προηγούμενη νύχτα, όπως και την προπροηγούμενη και την αμέσως προηγούμενη. Αγκαλιασμένοι, κάνοντας σεξ όσο πιο συχνά αντέχαμε. Κάποιες φορές, κάναμε έρωτα, κι εκείνος ήταν γεμάτος στοργή και τρυφερότητα, εγώ ξεχείλιζα από ευχαρίστηση, απολάμβανα την αίσθηση του να βρίσκομαι από κάτω του, ευχόμουν να μπορούσα να παγώσω το χρόνο
και να χωρέσω τη ζωή μου σ’ εκείνη τη στιγμή, ακούγοντας το βαθύ, μπάσο γέλιο του, συναντώντας το βλέμμα του, περιμένοντας πότε τα μάτια του από γλυκά και θερμά να πάρουν σκληρή και ψυχρή όψη, πότε θα βουτούσε τον καρπό που λίγο πριν χάιδευε απαλά για να με ακινητοποιήσει στο κρεβάτι ψιθυρίζοντάς μου χυδαία λόγια. Εικόνες των δυο μας ανάμεσα στα σεντόνια κλωθογύριζαν ασταμάτητα στο μυαλό μου όταν φορούσα τα πρώτα ρούχα που βρήκα μπροστά μου και όταν έτρεχα στο σταθμό του μετρό, ξέροντας πως η Σούζαν μάλλον θα ήταν ήδη στο ραντεβού μας και με περίμενε. Ήταν ίδια με την τελευταία φορά που την είχα δει, άψογη. Είτε ντυνόταν για έξοδο στην πόλη είτε για καφέ με κάποια πελάτισσα, η Σούζαν ήταν πάντοτε υποδειγματικά ντυμένη. Το αμάνικο φόρεμά της ήταν υπέροχα ραμμένο, στο πράσινο της θάλασσας, για να κάνει αντίθεση με τα καστανοκόκκινα μαλλιά της, και το είχε συνδυάσει με ένα ογκώδες χρυσό περιδέραιο Chanel. Τη βρήκα απορροφημένη στο Blackberry της, τα δάχτυλά της να χορεύουν πάνω στα πλήκτρα σαν να ήταν πιανίστας. «Μας πήρε ο ύπνος λιγάκι, ε;» σχολίασε, κάπως καυστικά, ενώ έπαιρνα θέση στο σκαμπό δίπλα της. Μου είχε παραγγείλει ήδη καφέ. Είχε κρυώσει, αλλά τον ήπια. «Συγνώμη», απολογήθηκα αναψοκοκκινισμένη. Δεν είχα καμία δικαιολογία να της πω. «Χαίρομαι που σε βλέπω, κυρία Ροκ Σταρ», συνέχισε,
χαμογελώντας μου πλατιά αυτή τη φορά και φιλώντας με σταυρωτά. «Μαθαίνω μάλιστα ότι ξαναβρήκες το βιολί σου». «Ναι!» είπα με ενθουσιασμό. «Λοιπόν, είσαι έτοιμη να παίξεις;» «Ποτέ δεν ήμουν περισσότερο έτοιμη». «Χαίρομαι πολύ που το ακούω. Τουλάχιστον θα μπορώ να διαβάζω την εφημερίδα χωρίς να ανησυχώ σε ποια σελίδα θα σε πετύχω την επόμενη φορά». Οι Groucho Nights ήταν πλέον σκέτοι Groucho Nights, χωρίς φιλικές συμμετοχές, και παρότι δε θα απέκλεια μια μελλοντική επανένωση, για την ώρα ανυπομονούσα να επιστρέψω στο κλασικό ρεπερτόριο. Έριξα την ιδέα για ένα άλμπουμ με έργα Νεοζηλανδών συνθετών και η Σούζαν συμφώνησε αμέσως. Η αγορά του εξωτερικού ήταν σημαντική, όπως εξήγησε. Ήχοι της πατρίδας μου. Ένιωθα πως αυτό ήταν το σωστό. Είχα περάσει τα τελευταία χρόνια ταξιδεύοντας ασταμάτητα, περνώντας από τη μία κατάσταση στην άλλη, λες και ήμουν η μπίλια μέσα σε κάποιο φλιπεράκι. Τώρα είχα τον Ντόμινικ, και το βιολί μου, και για πρώτη φορά στη ζωή μου αισθανόμουν πως είχα βρει τα πατήματά μου. Ήταν καιρός να στρέψω το βλέμμα στις ρίζες μου, όπως είχα επιχειρήσει να κάνω όταν ήμουν με τον Σιμόν, με τη μουσική της Βενεζουέλας. Όμως αυτή τη φορά θα επιχειρούσα στροφή στη δική μου ιστορία κι όχι κάποιου άλλου, θα σχημάτιζα την
εικόνα του τόπου μου και θα την απέδιδα μέσα από τη μουσική. Το Μπαγί θα ήταν ιδανικό γι’ αυτή την απόπειρα. Αισθάνθηκα μια γλυκιά ζάλη μόλις το σκέφτηκα. Η αρχική χαρά για την επιστροφή μου είχε αποδειχτεί φευγαλέα. Είχα ξεχάσει το βιολί μόλις βρέθηκε και πάλι ο Ντόμινικ στο πλευρό μου, είχα παραδοθεί στην αίσθηση του αγγίγματός του, στην αυστηρότητα των εντολών του, στον ήχο της φωνής του. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη που είχε γυρίσει κοντά μου, που τον ένιωθα μέσα μου και πάλι, κι έτσι το βιολί απέμεινε μόνο του, ξεχασμένο για μία ολόκληρη μέρα και νύχτα, καθώς εμείς εξερευνούσαμε ξανά ο ένας τον άλλο. Όταν κάποια στιγμή αποκάμαμε, όρμησα στο βιολί κι άρχισα να παίζω αμέσως. Ο Ντόμινικ γέλασε με την έκφραση που είχα, σαν παιδί που κρατούσε το χριστουγεννιάτικο δώρο του, όταν έβγαζα το Μπαγί από τη θήκη, περνούσα τα δάχτυλα πάνω από το βερνικωμένο, καραμελένιο ξύλο και κούρδιζα τις χορδές, προτού ριχτώ σε όλη εκείνη τη μουσική που ήταν πλέον δική μας, το φόντο της σχέσης μας. Βιβάλντι φυσικά. Ενώ έπαιζα τις νότες των διαδοχικών εποχών, σκεφτόμουν το χρόνο που είχε περάσει και το χρόνο που απλωνόταν μπροστά μας. Τον τρόπο που η ζωή προχωρούσε και κυλούσε ασταμάτητα, αλλάζοντας διαρκώς μορφή, επιφυλάσσοντας πάντοτε κάτι καινούριο κι όμορφο στην επόμενη στροφή. Έκλεισα με τις ανάλαφρες νότες της «Άνοιξης».
Η βαλίτσα μου ήταν μόλις μισογεμάτη, και δεν είχα πιάσει καν τις κούτες ακόμη, όταν άκουσα το τρίξιμο της εξώπορτας. Χρειάστηκα μερικές στιγμές για να σηκωθώ, καθώς είχα ξαπλώσει στο πάτωμα και χασομερούσα νοσταλγώντας, αγγίζοντας το καθετί μια τελευταία φορά προτού το μαζέψω, χαμογελώντας με όλες τις αναμνήσεις που είχα κουβαλήσει μαζί μου από τη μία χώρα στην άλλη. Ο Κρις και η Φραν είχαν επιστρέψει στο σπίτι και δεν είχαν αντιληφθεί πως είχα μπει με το κλειδί που μου είχε δώσει ο Κρις όταν ήρθα για να μείνω στο διαμέρισμά του. Δεν το είχα επιστρέψει, αφού τυπικά εξακολουθούσα να ζω εδώ, παρότι, μέχρι πρόσφατα, περνούσα όλα μου τα βράδια στο σπίτι του Βίγκο. Έτσι όπως ήμουν καθισμένη στο πάτωμα, έβλεπα το διάδρομο έξω από την πόρτα και είχα τέλεια θέα προς τους δυο τους, που αγκαλιάζονταν σφιχτά και φιλιόντουσαν λες και το τέλος του κόσμου θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή. Έκλεισα τα μάτια, όταν όμως τα άνοιξα ξανά, οι δυο τους ήταν ακόμη εκεί, μόνο που τώρα ο Κρις περνούσε το χέρι του πάνω στο πόδι της αδερφής μου, πλησιάζοντας το σορτς της, κι εκείνη είχε σηκώσει τα χέρια πάνω από το κεφάλι της, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να απαλλαγεί από το στενό μπλουζάκι της. Ξερόβηξα δυνατά, για να τους δείξω πως ήμουν κι εγώ εκεί, πριν δω κάτι που θα προτιμούσα να μην ξέρω. Ο Κρις τινάχτηκε, αιφνιδιασμένος, και κοίταξε ολόγυρα,
επιχειρώντας να εντοπίσει τον εισβολέα. «Εδώ είμαι», φώναξα. «Αμάν, ρε Σάμερ, δε σε μάθανε στο σπίτι σου να χτυπάς την πόρτα;» «Ποια πόρτα; Αφού ήμουν ήδη εδώ! Καλά, τα μηνύματα στο κινητό σου τα διαβάζεις καμιά φορά;» «Ήμουν... απασχολημένος», είπε, χαμογελώντας αμήχανα. «Το βλέπω». Η Φραν είχε γίνει κόκκινη σαν το παντζάρι. Κανονικά, δεν την ένοιαζε καθόλου αν την έβλεπε κάποιος με τα σύντομα φλερτ της, ούτε και θυμόμουν ποτέ να έρχεται σε δύσκολη θέση όταν την τσάκωνες στα πράσα. Εκείνο το πρωί, με τον Ντάγκουρ τον ντράμερ, κυκλοφορούσε χαλαρή και άνετη, και μάλιστα μπροστά σε πολύ μεγαλύτερο κοινό. Επομένως, εδώ τα πράγματα ήταν σοβαρά. «Εσείς οι δύο τα πάτε... μια χαρά». Η Φραν πλησίασε στο σημείο όπου στεκόταν ο Κρις, στο κατώφλι του υπνοδωματίου που μοιραζόμασταν οι δύο αδερφές, και τον έπιασε από το χέρι. «Είμαστε μαζί», είπε. «Θέλω να πω, επίσημα». Ο Κρις χαμογέλασε πλατιά. «Η αδερφή σου είναι η κοπέλα μου». Του πέταξα μια κάλτσα. Την έπιασε άνετα με το ελεύθερο χέρι του και συνέχισε να μου χαμογελά αυτάρεσκα. «Έτσι εξηγείται γιατί μου φάνηκε τακτοποιημένο το
δωμάτιο. Έλεγα κι εγώ, πώς και δεν είχες σκορπίσει τα ρούχα σου παντού, ως συνήθως, Φραν. Τα πήρες και τα πήγες στο δωμάτιό του. Κι εγώ που νόμιζα πως είχες αλλάξει σελίδα στη ζωή σου». «Μπορεί και να άλλαξα», απάντησε εκείνη. «Απλά όχι στην κατεύθυνση που περίμενες εσύ». Χαμογέλασα. Χαιρόμουν πραγματικά για εκείνη. Και για τον Κρις. Πραγματικά, ήταν ωραίο ζευγάρι, κι ας έτριζα τα δόντια στη σκέψη πως ο καλύτερός μου φίλος τα είχε με την αδερφή μου. Η Λόραλιν είχε επιστρέψει κατενθουσιασμένη από μια ηχογράφηση σε ένα στούντιο στο Δυτικό Λονδίνο. «Δε θα μαντέψεις για ποιον ήταν», είπε στον Ντόμινικ, αφού κρέμασε το δερμάτινο μπουφάν της, ακούμπησε τη βαριά θήκη του τσέλου της στο δωμάτιό της και έσπευσε στην κουζίνα, η οποία είχε μετατραπεί, εκ των πραγμάτων, στο κοινόχρηστο καθιστικό τους. «Άσε με να μαντέψω. Ο μακαρίτης ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν ηχογραφεί μια συμφωνική σουίτα εμπνευσμένη από τα τραγούδια των Rolling Stones με θέμα τα ναρκωτικά και χρειαζόταν ένα εκτενές ψυχεδελικό σόλο από τσέλο για να δέσει το γλυκό». «Κοροϊδεύεις, αλλά δεν πέφτεις και τόσο έξω...» του είπε εκείνη. «Κι έτσι κατέβηκε μέχρι το Σέπερντς Μπους, αφήνοντας
την κρυψώνα του όπου περίμενε τα τελευταία τριάντα χρόνια να έρθει η κατάλληλη στιγμή, ώστε να γίνει η δουλειά...» συνέχισε ο Ντόμινικ. «Κόψε τις σαχλαμάρες. Όχι, την ηχογράφηση έκλεισαν ο Βίγκο Φρανκ και οι Holy Criminals. Ετοιμάζουν καινούρια τραγούδια και χρειάζονταν ένα τσέλο σε κάποιο κομμάτι τους. Ο παραγωγός τους μου είπε μάλιστα πως, αν το τραγούδι συμπεριληφθεί τελικά στο άλμπουμ, θα μπει και το όνομά μου». Ο Ντόμινικ χαμογέλασε λοξά. «Θαυμάσια», είπε. «Χαίρομαι για σένα». «Υπόψη, ακόμη να γνωρίσω τον περίφημο Βίγκο Φρανκ. Δεν ήταν παρών στην ηχογράφηση. Μονάχα κάτι συνεργάτες του. Έπαιζα με το υλικό που είχε ήδη ηχογραφήσει». Παρατήρησε καλύτερα το φίλο της. Έμοιαζε αλλαγμένος, ευδιάθετος, αλλά κάπως αφηρημένος. Δεν είχαν ιδωθεί πολύ τις εβδομάδες που μεσολάβησαν μετά την επιστροφή της από την Αμερική. Εκείνος είτε ήταν απασχολημένος πάνω, στον υπολογιστή του, γράφοντας μάλλον, είτε έφευγε σαν τον κλέφτη από το σπίτι κάτι περίεργες ώρες, αποφεύγοντας την παρέα της και ξεγλιστρώντας από τις ερωτήσεις της. Η Λόραλιν εργαζόταν βράδυ εδώ και αρκετό καιρό, και υπέθετε πως οι δικές του νύχτες ήταν κλεισμένες με τη Σάμερ. Είχε δει παπούτσια και άλλα πράγματα της Σάμερ στο σπίτι, σε διάφορα άσχετα σημεία.
«Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω;» τον ρώτησε. «Δεν είσαι ιδιαίτερα ομιλητικός τον τελευταίο καιρό, ξέρεις». «Κοίτα...» Ο Ντόμινικ κόμπιασε. «Συμβαίνουν διάφορα». «Με τη Σάμερ». «Ναι. Για να μην πολυλογώ, βλεπόμαστε πολύ αυτό το διάστημα. Θα προσπαθήσουμε ξανά, νομίζω». Η Λόραλιν χαμογέλασε πλατιά. «Ωραία». «Καταλήξαμε επιτέλους σε μια απόφαση. Ελπίζω πως αργότερα θα μετακομίσει εδώ. Με τα πράγματά της. Εύχομαι να πάνε όλα καλά αυτή τη φορά. Είμαστε και οι δύο κάπως νευρικοί, εννοείται, αλλά καταφέραμε να βρούμε το βιολί της, οπότε πιστεύω πως αυτό είναι καλός οιωνός». «Τέλεια. Αξίζετε ο ένας στον άλλο, το ήξερα από την πρώτη στιγμή. Άλλωστε...» «Ναι;» «Σκεφτόμουν εδώ και κάποιο καιρό να φύγω, Ντόμινικ. Εμείς οι δύο είμαστε καλοί φίλοι, αλλά η κατάσταση αυτή δεν ήταν η ιδανική, δε συμφωνείς;» «Μάλλον». «Επομένως, ήρθαν όλα όπως πρέπει. Είμαι σίγουρη πως δε θέλεις να κυκλοφορώ κι εγώ εδώ μέσα όταν μετακομίσει η Σάμερ, σωστά;» «Θα ήταν κάπως παράξενα», συμφώνησε. «Έχεις κάπου να πας;» ρώτησε με ενδιαφέρον. «Δε θα ήθελα να σε αναγκάσω να πάρεις τους δρόμους». «Χμμμ...» Το βλέμμα της Λόραλιν λαμπύριζε,
περισσότερο σκανταλιάρικο απ’ ό,τι συνήθως. «Τι τρέχει;» «Νομίζω πως κάπου θα βρω να πάω». «Άψογα». «Γνώρισα κάποια στο στούντιο. Η ηχογράφηση τελείωσε νωρίς, πιάσαμε το αποτέλεσμα που θέλαμε μετά από κάνα δυο προσπάθειες. Είναι φίλη του συγκροτήματος, πέρασε νομίζοντας πως ο Βίγκο θα ήταν στο στούντιο χθες το βράδυ, όμως εκείνος είχε συναντήσεις με ανθρώπους της δισκογραφικής. Πιάσαμε την κουβέντα. Πέρασα τη νύχτα μαζί της». Κοκκίνισε ελαφρά. Εκείνη η βραδιά πρέπει να της έκανε μεγάλη εντύπωση, σκέφτηκε ο Ντόμινικ. «Σειρά μου να χαρώ για σένα», είπε. «Ευχαριστώ», απάντησε, χαχανίζοντας σαν έφηβη. «Το ξέρω πως ήταν μια νύχτα μόνο, αλλά νομίζω πως είναι ξεχωριστή περίπτωση. Ξέρεις πώς πάει, κάποιες φορές αρκεί μονάχα μια ματιά». «Ή και περισσότερες», σχολίασε ο Ντόμινικ. «Πολύ περισσότερες», συμφώνησε η Λόραλιν. «Μένει στη σπιταρόνα του Βίγκο Φρανκ, στο Μπελσάιζ Παρκ, λέει πως έχουν πολλά ελεύθερα δωμάτια κι εκείνος δε θα είχε αντίρρηση». «Εννοείς τη Ρωσίδα;» είπε ο Ντόμινικ, με μια περίεργη αίσθηση να απλώνεται στο σώμα του, λες και πολλά διαφορετικά κομμάτια του γρίφου έπαιρναν τις θέσεις τους.
«Ναι, τη Λούμπα. Εκείνη που σκόπευες να μου γνωρίσεις, θυμάσαι;» «Ε, ναι, τη μία και μοναδική Λούμπα». «Δεν είναι υπέροχη;» «Ναι, σίγουρα. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο». Η Σάμερ είχε ραντεβού στην πόλη εκείνο το πρωί με τη Σούζαν, η οποία είχε ζητήσει να συναντηθούν προκειμένου να συζητήσουν περαιτέρω τα σχέδια της κοπέλας για την επάνοδό της στην κλασική σκηνή μέσα από μια επιστροφή στις ρίζες της, με την επιπλέον πιθανότητα της κυκλοφορίας ενός άλμπουμ με ζωντανές ηχογραφήσεις από την εμφάνιση των Groucho Nights στο Σαράγιεβο, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τους περιοδείας.greekleech.info Η Σάμερ δεν υπολόγιζε να ξεμπερδέψει πριν από το απόγευμα, αργά, οπότε και σκόπευε να περάσει για να πάρει τα υπόλοιπα πράγματά της που είχε στο διαμέρισμα του Κρις στο Κάμντεν και στη συνέχεια να έρθει στο σπίτι του Ντόμινικ. Ο Ντόμινικ προσφέρθηκε να πάει τη Λόραλιν και τα πράγματά της στο σπίτι του Βίγκο, λίγο παρακάτω. Χτυπούσε το κουδούνι της έπαυλης με τη σκέψη πως, πριν από μία εβδομάδα σκάρτα, είχε χρησιμοποιήσει αντικλείδια για να μπει εκεί μέσα. Εν τω μεταξύ, είχε παραδώσει αυτά τα κλειδιά στον Βίγκο. Η Λούμπα ήταν αυτή που τους άνοιξε την πόρτα. Έσπευσε να αγκαλιάσει με θέρμη τη Λόραλιν και να
φιλήσει τον Ντόμινικ σταυρωτά για να τους καλωσορίσει. Δεδομένων των διάφορων ερωτικών συνδυασμών στους οποίους είχαν συμμετάσχει ή παρακολουθήσει ο ένας τον άλλο, ο Ντόμινικ εξεπλάγη από το πόσο απόλυτα φυσιολογικό ήταν το κλίμα. Σαν μια ιστορία που όδευε προς τη φυσική κατάληξή της. Μια ιστορία η οποία ενδεχομένως να υπαγορεύτηκε από μακριά, από την υποτιθέμενη κατάρα του Ανζελίκ, σκέφτηκε χαμογελώντας. «Ο Βίγκο κάπου εδώ γύρω είναι. Μάλλον θα κατέβει σε λίγο», είπε η Λούμπα. Κοιτάζοντας τις δύο γυναίκες μαζί, ο Ντόμινικ εντυπωσιάστηκε από τις ομοιότητές τους. Δεν τις είχε παρατηρήσει ως τότε. Ήταν και οι δύο ψηλές και ξανθές, με κορμί αμαζόνας. Η Λούμπα ήταν λιγότερο χυμώδης, όμως, λόγω της εκπαίδευσής της ως χορεύτριας αναμφισβήτητα, έστεκε πιο ευθυτενής, κρατούσε το στήθος της ψηλά, με περηφάνια, ενώ η στάση της Λόραλιν ήταν πιο χαλαρή, πιο άνετη, με τους δυνατούς της ώμους, σαν κολυμβήτριας, να πλαισιώνουν το σώμα και τις καμπύλες της. Ήταν φανερό πως ταίριαζαν. Αχ, και να ήμουν από μια μεριά σ’ εκείνο το υπνοδωμάτιο, σκέφτηκε ο Ντόμινικ. Μαζί με τη Λόραλιν έφεραν μέσα τις δύο βαριές βαλίτσες της κι ο Ντόμινικ επέστρεψε στο ανοιχτό πορτ μπαγκάζ της BMW για να κουβαλήσει κάτι μεγάλες κούτες, μέσα στις οποίες η Λόραλιν είχε ρίξει βιαστικά τα βιβλία της και
διάφορα σκόρπια αντικείμενα. Μια απρόσμενα νοικοκυρεμένη Λούμπα τούς πρόσφερε καφέ και κεκάκια, όμως ο Ντόμινικ διαισθάνθηκε πως είχε αρχίσει να περισσεύει εκεί μέσα, οι δύο γυναίκες ήταν φανερό πως περίμεναν να τις αποχαιρετίσει και να τις αφήσει να συνεχίσουν μόνες τους. Κι αυτό ακριβώς ετοιμαζόταν να κάνει, όταν εμφανίστηκε στο δωμάτιο ο Βίγκο. Φορούσε κολλητό τζιν παντελόνι, όπως πάντα, λες και είχε περάσει ένα επιπλέον μισάωρο κάτω από το ντους ή σε καμιά σάουνα προκειμένου να κάνει το ύφασμα να κολλήσει ακόμη περισσότερο πάνω στο ψηλόλιγνο κορμί του. Το μπλουζάκι του είχε δει και καλύτερες μέρες, ενώ με τις άφθονες τρύπες που είχαν σχηματιστεί επίτηδες πάνω του θύμιζε φέτα από ευρωπαϊκό τυρί. «Γεια χαρά, φίλε», χαιρέτησε τον Ντόμινικ, με το συνήθη χαλαρό τρόπο του. Ύστερα έστρεψε την προσοχή του στη νεοφερμένη. «Από εδώ η Λόραλιν», τη σύστησε η Λούμπα. Ο ροκ μουσικός έκοψε από πάνω μέχρι κάτω την αγαλμάτινη ξανθιά. Το βλέμμα του μετακινήθηκε αρκετές φορές από τη Λόραλιν στη Λούμπα και αντίστροφα. «Καλώς όρισες, κούκλα μου. Έχω ακούσει πολλά για σένα». «Εννοείς την ηχογράφηση με το τσέλο για το καινούριο σου τραγούδι;» τον ρώτησε η Λόραλιν. «Ε, ναι», είπε ο Βίγκο χαμογελώντας πλατιά. «Είναι κι
αυτό...» Διασκεδάζοντας με τις επιθετικές διαθέσεις του Βίγκο, η Λούμπα έπιασε τη Λόραλιν από το χέρι και την οδήγησε προς το διάδρομο, στην κατεύθυνση των πάνω ορόφων του σπιτιού. «Θα σου δείξω το δωμάτιο που θα σου δώσουμε, έλα», της είπε. Η Λόραλιν χαιρέτησε τον Ντόμινικ. Τα μάτια του Βίγκο ακολουθούσαν τις σιλουέτες των δύο γυναικών όπως ξεμάκραιναν. Το αγορίστικο χαμόγελό του είχε απλωθεί διάπλατα στο πρόσωπό του. «Είναι καλή μου φίλη», σχολίασε ο Ντόμινικ. «Ωραίος χαρακτήρας. Όμως οφείλω να σε προειδοποιήσω...» «Ναι;» «Δε γουστάρει ιδιαίτερα τους άντρες». Το χαμόγελο του Βίγκο έγινε ακόμη πιο πλατύ. «Ποτέ μη λες ποτέ, φίλε». Άρχισα να πανικοβάλλομαι μόλις εμφανίστηκαν τα έπιπλα. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που αποκτούσα κάτι δικό μου το οποίο φάνταζε τόσο μόνιμο. Είχα αγοράσει μια μεγάλη ντουλάπα, μια συρταριέρα και έναν ολόσωμο καθρέφτη μέσω διαδικτύου, από ένα μαγαζί στο Ιστ Σάσεξ το οποίο κατασκεύαζε έπιπλα από ανακυκλωμένο ξύλο, κι ήταν όλα μασίφ, καθόλου καπλαμάς. Ο Νιλ, ο υπεύθυνος του καταστήματος που μου τα είχε
πουλήσει, είχε τονίσει ιδιαίτερα πως ήταν έπιπλα φτιαγμένα για μια ζωή, κι όλα αυτά επέτειναν τον πανικό μου, την αίσθηση πως ήμουν παγιδευμένη στο σπίτι του Ντόμινικ, χωρίς τρόπο να ξεφύγω στα γρήγορα, με μια βαλίτσα στο χέρι, όπως είχα κάνει την προηγούμενη φορά που τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλά με μας τους δύο. Την ντουλάπα χρειάστηκε να την πιάσουν τέσσερις άντρες για να την ανεβάσουν από τη στενή σκάλα στο υπνοδωμάτιο, και όπως τους έβλεπα να παιδεύονται για να κουμαντάρουν το έπιπλο, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πώς θα κατάφερνα να μετακομίσω από εκεί πέρα. Προσπάθησα να ηρεμήσω, λέγοντας στον εαυτό μου πως ήταν απλώς έπιπλα και πως αν έφτανε ο κόμπος στο χτένι θα μπορούσα να τα περιλάβω με ένα τσεκούρι και να τα κατεβάσω από τη σκάλα σε κομμάτια. Η σκέψη αυτή μου προκάλεσε αμέσως ενοχές, κι έτσι ήμουν ιδιαίτερα καλή με τον Ντόμινικ για την υπόλοιπη εβδομάδα. Δεν είχα επηρεαστεί μόνο εγώ από την αλλαγή στη σχέση μας, αλλά εκείνος αντιμετώπιζε την κατάσταση με εξαιρετική ψυχραιμία, αφού με παρακολουθούσε ατάραχος να αραδιάζω βιβλία εφηβικής λογοτεχνίας με βαμπίρ στα ράφια του, δίπλα στις σπάνιες εκδόσεις που είχε ο ίδιος. Εκεί που ξέκοψε κάθε συζήτηση ήταν όταν έριξα την ιδέα να πάρουμε γάτα, ωστόσο συμφώνησε να εξετάσει το ενδεχόμενο να αποκτήσουμε ένα χρυσόψαρο αν υποσχόμουν πως θα το φρόντιζα εγώ.
Στη Νέα Υόρκη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ήξερα από την αρχή πως η συγκατοίκησή μας θα ήταν προσωρινή, καθώς ο Ντόμινικ νοίκιαζε το διαμέρισμα για λίγους μήνες προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του ως επισκέπτης καθηγητής στη Δημόσια Βιβλιοθήκη. Αντιμετώπιζα εκείνο το διαμέρισμα σαν δωμάτιο ξενοδοχείου, κι ίσως να ήταν κι αυτό μέρος του προβλήματος. Ακόμη κι όταν πήγα να ζήσω με τον Σιμόν, παρόλο που μείναμε μαζί δύο χρόνια, δεν είχα αλλάξει τίποτα εκεί, εκτός του να κρεμάσω τα ρούχα μου στο μισό της πελώριας ντουλάπας του και να αφήσω κάποια καλλυντικά στο μπάνιο. Δεν είχα προσθέσει ούτε μια κορνίζα στο σπίτι του, και πάντοτε το θεωρούσα δικό του διαμέρισμα, όχι δικό μας. Η νέα μου, νοικοκυρεμένη ζωή υπογραμμίστηκε ακόμη περισσότερο όταν έλαβα ένα email από την παλιά μου φίλη τη Σάρλοτ, την κοπέλα με την οποία είχα στενή σχέση την εποχή που γνώρισα τον Ντόμινικ και η οποία με συνόδευσε στα πρώτα μου βήματα στη φετιχιστική σκηνή του Λονδίνου. Είχα να τη συναντήσω ή έστω να έχω νέα της πάνω από δύο χρόνια, από τότε που έφυγα για πρώτη φορά από το Λονδίνο τόσο βιαστικά και εγκαταστάθηκα στη Νέα Υόρκη. Είχε διαβάσει μια κριτική για την εμφάνιση των Groucho Nights στο La Cigale και μου έγραφε πως, όταν έμαθε ξανά νέα μου, μετά από τόσο καιρό, αισθάνθηκε την ανάγκη να επικοινωνήσει μαζί μου. Πλέον ζούσε στο Παρίσι και είχε
παντρευτεί τον Τζάσπερ –το συνοδό με τον οποίο διατηρούσε μια χαλαρή σχέση τον καιρό που κάναμε παρέα στο Λονδίνο– αφότου έμεινε έγκυος στο πρώτο τους παιδί, το οποίο ήδη ήταν δεκαοχτώ μηνών. Μόλις ένα χρόνο αργότερα, είχε ακολουθήσει και δεύτερο παιδί. Ο Τζάσπερ ήταν ένας από τους ελάχιστους άντρες που είχα γνωρίσει με την ικανότητα να καλύπτουν τις αβυσσαλέες ερωτικές ορέξεις της Σάρλοτ. Όμως, απ’ ό,τι φαινόταν, η χαλαρή σχέση τους είχε εξελιχθεί σε κάτι βαθύτερο και ο Τζάσπερ είχε πάψει να εργάζεται ως συνοδός, έμενε στο σπίτι για να προσέχει τα παιδιά και σπούδαζε ψυχολογία, ενώ εκείνη εργαζόταν στις οικονομικές υπηρεσίες της βρετανικής πρεσβείας. Της απάντησα. Της έγραψα ότι πλέον ήμουν και πάλι με τον Ντόμινικ, οπότε ξεκινήσαμε με τη Σάρλοτ μια αλληλογραφία, συζητώντας τα πώς και τα γιατί των σχέσεων και πώς ήταν να νοικοκυρεύεσαι εκεί που δεν είχες σχεδιάσει ποτέ κάτι τέτοιο. Από τότε που τη γνώρισα η Σάρλοτ παρέμενε πεισματικά εργένισσα, προτιμώντας μάλιστα να καταφεύγει στις υπηρεσίες κάποιου επαγγελματία συνοδού παρά να γνωρίσει κάποιον σε ένα μπαρ για ένα εφήμερο φλερτ. Τότε έλεγε πως αυτό της φαινόταν απλούστερο και περισσότερο ειλικρινές, και τελικά το ότι ερωτεύτηκε τον Τζάσπερ, το συνοδό που είχε μετατραπεί σε σταθερό εραστή της, ήταν απλώς μια ευτυχής σύμπτωση. «Ο έρωτας», έγραψε η Σάρλοτ, «έρχεται και σου βάζει
τρικλοποδιά εκεί που δεν το περιμένεις». Οι Παριζιάνοι όμως ήταν πολύ πιο ανοιχτοί σε σχέση με τους Βρετανούς ως προς την ερωτική φύση τους, και παρότι στους τρίτους εμφανίζονταν απόλυτα αξιοσέβαστοι, η Σάρλοτ και ο Τζάσπερ κάποιες φορές κανόνιζαν να τους κρατήσει κάποια κυρία τα παιδιά προκειμένου να επισκεφτούν το Les Chandelles ή το Καπ ντ’ Αγκντ, το περίφημο θέρετρο γυμνιστών. «Τίγκα στις τράμπες συντρόφων. Θα το σιχαινόσουν. Καλά είσαι εκεί, με το Torture Garden», μου απάντησε όταν τη ρώτησα πώς είναι τα πράγματα εκεί. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον Ντόμινικ να πείθεται να φορέσει στρατιωτική στολή ή τίποτα λάτεξ ρούχα, παρόλο που ξετρελαινόμουν στη σκέψη να τον δω με μπότες ιππασίας και καμτσίκι στο χέρι. Ποτέ δεν έδειξε να συγκινείται από τη φετιχιστική σκηνή, προτιμούσε να ζει τις φαντασιώσεις του με το βάρος του αγγίγματος και των λέξεών του μόνο. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν μια συζήτηση για μια άλλη φορά, όμως αμφέβαλλα αν σε αυτή θα έβρισκε ποτέ θέση κάποιο ειδικό σεντόνι ή κανενός είδους χειροπέδες, είτε από εκείνες τις φουντωτές ροζ είτε τις χοντρές, τις δερμάτινες. Πάντως, είχαμε μια νέα προσθήκη στη συλλογή των παιχνιδιών μας. Ο Βίγκο μάς είχε στείλει ένα δώρο για την αρχή της συγκατοίκησής μας. Ένα μαγικό ραβδί Hitachi. Ο Ντόμινικ το είχε βγάλει από τη συσκευασία του και το κοίταζε
απορημένος, οπότε εγώ ευχαρίστως του έκανα μια επίδειξη για το πώς λειτουργούσε. Ο Σιμόν έμαθε, μέσω της Σούζαν, ότι ο Ντόμινικ κι εγώ ήμασταν και πάλι μαζί, και είχε τηλεφωνήσει, εντελώς απρόσμενα. Πάντα τον διασκέδαζε το γεγονός ότι εγώ απεχθανόμουν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, γι’ αυτό τον καιρό που ήμασταν ζευγάρι φρόντιζε να μου τηλεφωνεί συνέχεια, δε μου έστελνε ποτέ γραπτά μηνύματα ή emails, ακόμη κι αν με ήθελε για κάτι απλό, να επιβεβαιώσει τι ώρα θα περνούσα από το σπίτι για να φάμε ή να ρωτήσει αν θα μπορούσα να αγοράσω γάλα από το κορεάτικο παντοπωλείο της γειτονιάς. Απάντησα στην κλήση πριν προλάβω να το σκεφτώ, υποθέτοντας ότι ήταν η Σούζαν που τηλεφωνούσε για να δει πώς τα πήγαινα με το στούντιο. Ο Βίγκο με βοηθούσε να στήσω το δικό μου χώρο για την ηχογράφηση του άλμπουμ με μουσικές της Νέας Ζηλανδίας. Περνούσα από εκεί κάθε μέρα, έκανα πρόβες με το Μπαγί, επανερχόμουν στους ρυθμούς της κλασικής μουσικής μετά το ροκ διάλειμμά μου. Μου ήταν αδύνατο με άλλα βιολιά, όμως το δώρο του Ντόμινικ μου ταίριαζε τόσο καλά ώστε ήταν λες και τραγουδούσε το μουσικό όργανο με το που το άγγιζα. «Όλα καλά;» είπε ο Σιμόν μόλις απάντησα. Έτσι με χαιρετούσε κάθε φορά, μ’ εκείνες τις δύο λέξεις να αποτελούν έναν κώδικα μεταξύ μας, μια ολόκληρη εισαγωγή που σήμαινε «Γεια σου, πώς είσαι, γύρισα στο σπίτι» και πολλά
ακόμη πράγματα ενδιάμεσα. «Σιμόν;» «Δε φαντάζομαι να με ξέχασες κιόλας;» «Πώς είσαι;» ρώτησα. «Έχεις επιστρέψει στη Νέα Υόρκη; Δουλεύεις πάλι με την ορχήστρα;» «Σχεδόν. Περαστικός είμαι. Θα γυρίσω στη Βενεζουέλα όμως, οριστικά». «Βρήκες θέση μαέστρου στο Καράκας;» «Καμία σχέση. Θα δουλέψω για το κράτος, όσο απίστευτο κι αν σου ακούγεται. Υπουργός Πολιτισμού». «Απίστευτο! Συγχαρητήρια. Δηλαδή θα παρακολουθείς ένα σωρό ροντέο με την επίσημη ιδιότητά σου;» «Κάθε εβδομάδα. Και θα παχαίνω, με επιδόρπια καρύδας και καραμέλας». «Μια χαρά δουλειά μου ακούγεται». «Να έρθεις κάποια στιγμή, θα χαρώ να σε δω. Φέρε και τον Ντόμινικ», έσπευσε να προσθέσει. «Η Σούζαν μού είπε ότι είστε και πάλι μαζί. Εννοείται πως παρακολουθούσα όλες τις μουσικές περιπέτειές σου». «Ναι, ήταν μια ιδιαίτερη ιστορία». «Θα γινόταν ωραίο θέμα για βιβλίο». Χαμογέλασα με τη σύμπτωση. «Γράφει ένα ο Ντόμινικ. Δεν έχει να κάνει με μένα αυτή τη φορά, το υποσχέθηκε. Πρωταγωνιστής είναι το Μπαγί». «Το φαντάστηκα πως κάτι τέτοιο θα έκανε. Σαν να λέμε, αυτός σου προσφέρει τη μουσική κι εσύ του χαρίζεις τις
λέξεις». «Δεν το είχα σκεφτεί αυτό, αλλά θα μπορούσες να το πεις κι έτσι». «Το ήξερα πως εσείς οι δύο ήσασταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Εμείς, πάλι, ήμασταν καμένοι από χέρι». Είπε εκείνα τα λόγια με θέρμη και χιούμορ, οπότε γέλασα. Ο Σιμόν είχε τη συνήθεια να πέφτει μέσα στις εκτιμήσεις του. Ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που χωρίσαμε. Η κουβέντα μαζί του με βοήθησε να κλείσω αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου. Χάρηκα που τον άκουσα ευτυχισμένο και, παρότι εκείνος είχε τερματίσει τη σχέση μας, εγώ αισθανόμουν πως το σφάλμα ήταν δικό μου. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο φοβόμουν πως η συγκατοίκηση με τον Ντόμινικ ήταν λάθος, ακριβώς όπως ήταν λάθος η μετακόμισή μου στο διαμέρισμα του Σιμόν. Πολύ απλά, δεν ήμουν ο τύπος που νοικοκυρευόταν. Με τον Σιμόν είχα αισθανθεί παγιδευμένη, και έτρεμα στη σκέψη πως το ίδιο θα ένιωθα και με τον Ντόμινικ, μέσα σε ελάχιστους μήνες συγκατοίκησης σε καθημερινή βάση. Αν τα καταφέρναμε, η συμβίωση με τον Ντόμινικ θα ήταν ευτυχία, η απάντηση σε όλα, η σχέση που πάντοτε ήλπιζα πως θα μπορούσα να έχω. Αν δεν προχωρούσε η κατάσταση όμως, τότε όλα όσα είχαμε θα καταστρέφονταν.
Στο μυθιστόρημά του ο Ντόμινικ είχε αποτυπώσει ήδη τη σφαγή και την παράνοια του Βʹ Παγκόσμιου πολέμου και είχε φτάσει στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν η Εντβίνα Κρίστιανσεν ήρθε να προστεθεί στη λίστα των άτυχων, καταδικασμένων κατόχων και ιδιοκτητών του καταραμένου βιολιού. Η Εντβίνα ήταν Γερμανίδα, ανύπαντρη μητέρα από το Ανόβερο. Το αγοράκι της ήταν καρπός μιας ατυχούς ερωτικής σχέσης στο χίπικο μονοπάτι που ακολούθησε τα πρώτα χρόνια της τρίτης δεκαετίας της ζωής της. Μετά την επιστροφή της στη Γερμανία, είχε παντρευτεί τον Χέλμουτ Κρίστιανσεν, έναν έμπορο εξοπλισμού σκαφών στο Αμβούργο, όμως ο γάμος δεν είχε διαρκέσει πολύ, καθώς οι παγιωμένες συνήθειές του και η σημαντική διαφορά ηλικίας αποδείχτηκαν αφόρητα για τον ατίθασο χαρακτήρα της. Έτσι, είχαν επιστρέψει με το μικρό γιο της στο Ανόβερο, όπου εργαζόταν ως τεχνική προϊσταμένη και εκπρόσωπος του συνδικάτου των εργαζομένων σε μια αυτοκινητοβιομηχανία. Το βιολί, το οποίο δεν ήξερε καν να παίζει, είχε περάσει στην κατοχή της μετά το θάνατο ενός μακρινού συγγενή και κανένας άλλος στην οικογένειά της δεν το είχε διεκδικήσει. Τώρα βρισκόταν καταχωνιασμένο σε μια ντουλάπα της, ενώ η ίδια αγνοούσε παντελώς την πραγματική αξία του. Στο μυαλό του Ντόμινικ η Εντβίνα έμοιαζε κάπως με την Κλαούντια, τη φοιτήτρια με την οποία διατηρούσε σχέση λίγο καιρό πριν γνωρίσει τη Σάμερ. Πάντοτε τον βοηθούσε να έχει
στο μυαλό μου μια εικόνα των χαρακτήρων, και δεν υπήρχε καλύτερη έμπνευση από το να κλέβει στοιχεία από την πραγματικότητα. Τα μαλλιά της Κλαούντια στο φυσικό τους χρώμα ήταν ανοιχτά καστανά, εκείνη όμως τα έβαφε έντονα κόκκινα, ένα πολύ χτυπητό, αφύσικο χρώμα, το οποίο άφηνε αχνά σημάδια στα σεντόνια και στα μαξιλάρια του και την έκανε να αποφεύγει τη βροχή όπως ο διάολος το λιβάνι προκειμένου να μην τρέξει η βαφή στο πρόσωπό της, καθώς ήταν ευαίσθητη στην παρατεταμένη επαφή με το νερό. Ο Ντόμινικ είχε μείνει ξύπνιος όλη τη νύχτα, γράφοντας, και μια ευχάριστη κούραση απλωνόταν τώρα στα άκρα του, ένιωθε τα δάχτυλά του βαριά σαν μολύβι καθώς αναζητούσε τις κατάλληλες λέξεις για να περιγράψει τον τρόπο που οι μηροί της Κλαούντια ενώνονταν στην κατάληξη του ξυρισμένου δέλτα της. Είχε αφήσει τη Σάμερ πάνω, στο κρεβάτι, λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Είχαν κάνει ξέφρενο έρωτα, ώσπου εκείνη κουλουριάστηκε σαν μπάλα, εξουθενωμένη, χορτασμένη, κι έτσι την πήρε ο ύπνος, με ένα παιδικό χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό της. Ο Ντόμινικ είχε προσπαθήσει να κοιμηθεί, όμως το μυαλό και το σώμα του βρίσκονταν ακόμη σε υπερδιέγερση, οπότε έφυγε από το υπνοδωμάτιο και κατέβηκε στο γραφείο του για να διαπιστώσει αν ο ηλεκτρισμός που εξακολουθούσε να διατρέχει το σώμα του θα μπορούσε να διοχετευτεί στα κείμενά του. Έτσι κι έγινε, και η νύχτα πέρασε χωρίς να το καταλάβει. Τώρα όμως το ξενύχτι έκανε αισθητά
τα σημάδια του και ο Ντόμινικ ήξερε πως η ώρα της ανάπαυσης δε θα καθυστερούσε για πολύ ακόμη. Έβαλε τον υπολογιστή σε κατάσταση αναμονής, έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω και ετοιμαζόταν να επιστρέψει στον πάνω όροφο, όταν άκουσε το μεταλλικό ήχο της σχισμής για την αλληλογραφία στην πόρτα. Κοίταξε το ρολόι του. Ο ταχυδρόμος είχε πιάσει δουλειά από νωρίς. Από συνήθεια, έσυρε τα βήματά του ως την εξώπορτα για να μαζέψει την αλληλογραφία. Το σύνηθες σύνολο από περιοδικά στα οποία ήταν συνδρομητής, διαφημιστικά έντυπα και μία καρτ ποστάλ. Από το Μπαλί. Τη γύρισε από την άλλη. Την είχαν στείλει εκείνοι οι αμετανόητοι έκφυλοι, ο Έντουαρντ και η Κλαρίσα. Του εύχονταν να ήταν εκεί, για «το πάρτι που δεν τελειώνει ποτέ». Ο Ντόμινικ χαμογέλασε. Κάποιοι άνθρωποι δεν αλλάζουν με τίποτα, απ’ ό,τι φαινόταν. Αυτοί οι τύποι ήταν αποφασισμένοι να ταξιδεύουν στον πλανήτη αναζητώντας την ηδονή μέχρι το τέλος του κόσμου, αν μπορούσαν. Ήταν συμπαθητική η στάση τους, υπό μία έννοια. Όπως ακουμπούσε την υπόλοιπη αλληλογραφία στο τραπεζάκι του τηλεφώνου, παρατήρησε πως το Μπαγί της Σάμερ μέσα στην ταλαιπωρημένη θήκη του δε βρισκόταν στη συνηθισμένη θέση, στη γωνία, εκεί όπου το άφηνε πάντα. Ήταν βέβαιος πως εκεί το είχε δει το προηγούμενο βράδυ. Η καρδιά του πετάρισε.
Πήγε τρέχοντας στο υπνοδωμάτιο, ανεβαίνοντας τα σκαλιά δυο δυο πάνω στη βιασύνη του, ελπίζοντας πως για κάποιο λόγο η Σάμερ είχε πάρει το βιολί εκεί. Όχι ότι έκανε ποτέ πρόβα εκεί πάνω, καθώς λίγο μετά την άφιξή της είχε μετακινήσει τα περισσότερα έπιπλα στο βοηθητικό δωμάτιο του ισογείου που έβγαζε στον κήπο προκειμένου να το μετατρέψει σε αυτοσχέδιο στούντιο. Ένα σωρό σενάρια καταστροφής άρχισαν να περνούν από το μυαλό του. Η Σάμερ ήταν ασυνήθιστα ήσυχη τις τελευταίες μέρες και αρκετές φορές την είχε πιάσει να κοιτάζει αφηρημένη στο βάθος, σκεφτική. Μήπως είχε αρχίσει να έχει αμφιβολίες για την απόφασή της; Μετά από όλα όσα είχαν συμβεί, δεν πίστευε πραγματικά ότι η σχέση τους θα μπορούσε να λειτουργήσει; Άνοιξε την πόρτα και τα μάτια του άρχισαν να προσαρμόζονται στο σκοτάδι εκεί μέσα. Κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο. Πουθενά η θήκη του βιολιού. Στράφηκε στο κρεβάτι, περιμένοντας να διακρίνει κάτω από τα σκεπάσματα το σώμα της Σάμερ. Όμως τα σεντόνια ήταν ριγμένα στο πλάι και το κρεβάτι άδειο. Ο κόσμος σταμάτησε. Κατέρρευσε γύρω του. Πανικόβλητος, ο Ντόμινικ άρχισε να τρέχει στο σπίτι, να περνά από όλα τα δωμάτια, ενώ το αίμα τού ανέβαινε στο κεφάλι.
Η Σάμερ είχε γίνει άφαντη. Επέστρεψε στο διάδρομο του ισογείου, εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει την αναζήτησή του. Ακούμπησε την παλάμη του στην πόρτα για να στηριχτεί. Ήξερε, το γνώριζε από την πρώτη στιγμή, πως η Σάμερ ήταν ελεύθερο πνεύμα. Ότι το να δεθεί σε μια συμβατική σχέση το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να την ωθήσει μακριά. Ο Ντόμινικ είχε φερθεί εγωιστικά, ανόητα, και για μία ακόμη φορά την είχε χάσει. Κάθισε αποκαρδιωμένος κάτω, με την πλάτη ακουμπισμένη στην πόρτα. Τα χέρια του κρέμασαν στα πλευρά του, και τότε ένιωσε κάτι μακρύ και λείο κάτω από τα δάχτυλά του. Ήταν ένα από τα δοξάρια της Σάμερ, πεσμένο στο χαλάκι. Πρέπει να της είχε πέσει πάνω στη βιασύνη της να φύγει. Δεν το είχε παρατηρήσει νωρίτερα, καθώς η αλληλογραφία είχε πέσει πάνω του και το είχε κρύψει, και δεν το πρόσεξε όπως έσκυψε αφηρημένα για να μαζέψει τους διάφορους φακέλους και τα περιοδικά. Πέρασε τα δάχτυλά του από πάνω του και συλλογίστηκε τη Σάμερ. Πανέμορφη, ευαίσθητη, περήφανη. Τη γυναίκα που αγαπούσε. Τη γυναίκα που είχε χάσει για μία ακόμη φορά. Κι εκείνη τη στιγμή, σφίγγοντας στα δάχτυλά του το μοναδικό κομμάτι της Σάμερ που του απέμενε, μια σκέψη έκανε την καρδιά του να αναθαρρήσει. Συνειδητοποίησε αμέσως πως το δοξάρι δε βρισκόταν στην κανονική θέση του. Ήταν στραμμένο έτσι ώστε να δείχνει την πόρτα.
Σημάδι; Άνοιξε την εξώπορτα. Ο δρόμος ήταν ήσυχος, χωρίς κίνηση, τόσο νωρίς το πρωί. Κοίταξε το ρολόι του. Μόλις εφτά. Πάνω στο στενό πεζοδρόμιο, λίγο παρακάτω από την εξώπορτά του, εντόπισε μια σκούρα καφέ πλαστική πένα κιθάρας. Έσκυψε και τη μάζεψε. Πάνω της ήταν χαραγμένο το σήμα των Groucho Nights, ένα καβαλιστικό σύμβολο, το οποίο είχε βρει η αδερφή της Σάμερ, η Φραν, σε ένα βιβλίο εσωτερισμού και το οποίο είχε κεντρίσει τη φαντασία του Κρις και των υπόλοιπων μελών του συγκροτήματος. Είχαν φτιάξει μερικές χιλιάδες τέτοιες πένες, τις οποίες συνήθιζαν να πετάνε στον κόσμο όταν κορυφωνόταν το τελικό μπιζάρισμα. Επρόκειτο για οικονομικό και αποτελεσματικό διαφημιστικό τέχνασμα. Στην άλλη μεριά του σπιτιού, η πλευρά που οδηγούσε προς τα βάθη του Χιθ έμοιαζε με σκοτεινό θύλακα. Ο Ντόμινικ εντόπισε μία ακόμη από εκείνες τις πένες, στο απέναντι πεζοδρόμιο, λίγα μόλις βήματα από το κράσπεδο, στην κατεύθυνση του πελώριου Νοσοκομείου του Ρόγιαλ Φρι που υψωνόταν στα ριζά του απότομου λόφου. Διέσχισε το δρόμο, αφήνοντας πίσω του την πόρτα του σπιτιού ανοιχτή, ενώ εξακολουθούσε να φορά τις σαγιονάρες που είχε στα πόδια του όλη τη νύχτα. Μετά από δύο λεπτά στο δρόμο,
βρήκε και τρίτη πένα. Ήταν ένα μονοπάτι. Μήπως κάποιο μήνυμα από τη Σάμερ; Επέστρεψε γρήγορα στο σπίτι, φόρεσε ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια, έπιασε το πρώτο φούτερ που βρήκε σε ένα από τα δωμάτια του ισογείου, το πέρασε πάνω από το κεφάλι του, βούτηξε τα κλειδιά του και κλείδωσε πίσω του, φεύγοντας για να αναζητήσει κι άλλες πένες, σκορπισμένες στο κατηφορικό μονοπάτι του λόφου. Όπως προχωρούσε, η μνήμη του δούλευε υπερεντατικά. Προσπαθούσε να θυμηθεί το παραμύθι, αν υπήρχε κάποιο τέτοιο, την Κοκκινοσκουφίτσα ή τον Πινόκιο ή το Χάνσελ και Γκρέτελ ή ίσως κάποιο άλλο, όπου μια σειρά από πετραδάκια –ή μήπως ήταν σπόροι;– είχε οδηγήσει ένα χαρακτήρα στη σωστή κατεύθυνση. Στην αρχή σκέφτηκα πως ήταν φαιδρή ιδέα. Καλύτερα να του άφηνα ένα σημείωμα, στον πάγκο της κουζίνας: «Πήγα βόλτα. Έλα να με βρεις», μαζί με ένα χάρτη πάνω στον οποίο θα είχα σημειώσει πού σκόπευα να καταλήξω. Όμως, όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο πιο πολύ ρίζωνε η ιδέα στο μυαλό μου, σαν βλαστάρι που αναπτυσσόταν γρήγορα. Είχα ξυπνήσει μέσα στη νύχτα και είχα διαπιστώσει πως δεν ήταν εκεί, η πλευρά του στο κρεβάτι ήταν κρύα και τα σκεπάσματα ξέστρωτα, σαν να είχε σηκωθεί βιαστικά. Ο
Ντόμινικ ήταν πάντα τακτικός και υπό κανονικές συνθήκες θα είχε στρώσει έστω πρόχειρα τη δική του μεριά του σεντονιού. Αμέσως ένιωσα ένα σφίξιμο. Σκέφτηκα πως μπορεί να είχε ξυπνήσει, να με βρήκε δίπλα του και να αισθάνθηκε πως το κρεβάτι παραήταν γεμάτο κι ήθελε να μείνει μόνος. Κάποιες φορές εγώ έτσι αισθανόμουν, καθώς δεν είχα συνηθίσει ακόμη τη συγκατοίκησή μας. Ίσως να είχε αναζητήσει καταφύγιο σε κάποιο ξενοδοχείο ή σε φιλικό σπίτι, ενδεχομένως να ζήτησε από τη Λόραλιν να τον αφήσει να περάσει τη νύχτα σε κάποιον από τους ξενώνες του Βίγκο. Το υπνοδωμάτιο, χωρίς εκείνον, έμοιαζε να με πλακώνει. Πέταξα τα σκεπάσματα από πάνω μου και κατέβηκα ξυπόλυτη τη σκάλα. Τότε ήταν που είδα το φως στο γραφείο του και, πλησιάζοντας, άκουσα τους σιγανούς χτύπους των δαχτύλων του πάνω στα πλήκτρα. Έγραφε. Η πόρτα ήταν ανοιχτή μια ιδέα κι εγώ την έσπρωξα λίγο περισσότερο. Του μίλησα σιγανά, για να δω μήπως ήθελε κάτι να πιει, ένα ποτήρι νερό, εκείνος όμως δεν απάντησε. Είχε εκείνη τη γνώριμη έκφραση στο πρόσωπό του, ένα συνδυασμό χαράς και έντονης συγκέντρωσης, έτσι όπως κάνει όποτε του έρχεται μια καινούρια ιδέα, όπως ακριβώς τη θέλει, σαν την ξαφνική επίσκεψη κάποιας απρόβλεπτης μούσας, επομένως σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα να μην τον διακόψω.
Έβαλα ένα ποτήρι γάλα για μένα και επέστρεψα στο κρεβάτι, όμως και πάλι δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Ξαγρύπνησα την υπόλοιπη νύχτα, σκεφτόμουν το μέλλον και τι θα μπορούσε να μας επιφυλάσσει. Αν θα καταφέρναμε να είμαστε μαζί. Αν η τόσο γρήγορη συγκατοίκησή μας αποδεικνυόταν λάθος. Ήταν ένα ερώτημα που μόνο στην πορεία θα έβρισκε απάντηση. Τα μάτια μου είχαν πέσει πάνω στο Μπαγί, το οποίο είχα αφήσει στο διάδρομο το προηγούμενο βράδυ. Τα δάχτυλά μου συσπάστηκαν ασυναίσθητα, λαχταρώντας να το κρατήσουν και να το παίξουν, μέχρι να αποκάμω και να έρθει επιτέλους η κούραση σαν βαρύς μανδύας να απλωθεί στους ώμους μου και να με σύρει ξανά στον ύπνο. Όμως, ακόμη και με την πόρτα κλειστή, φοβόμουν πως η μουσική θα διέκοπτε το δημιουργικό οίστρο του Ντόμινικ και πως σαν το τραγούδι των Σειρήνων θα τον παρέσερνε ξανά στον πάνω όροφο. Κάποιες φορές αισθανόμουν σαν τον κάτοχο του Μαγικού Αυλού, γιατί ο Ντόμινικ πάντοτε ακολουθούσε τις νότες του Μπαγί. Χρησιμοποιούσε τον ήχο του βιολιού μου σαν βαρόμετρο της διάθεσής μου, κι είχα παρατηρήσει πως, από συνήθεια πλέον, του έριχνε μια κλεφτή ματιά κάθε φορά που το άφηνα, για να βεβαιωθεί πως ήταν ασφαλές, καλά φυλαγμένο στη θήκη του, προτού σβήσει το φως. Είχα ακούσει την ιστορία του Ανζελίκ, την οποία έπαιρνε ως βάση για το μυθιστόρημά του. Ανέκαθεν με ενδιέφερε η
ιστορία των μουσικών οργάνων που βρίσκονταν στην κατοχή μου. Ήθελα να μαθαίνω από ποια χέρια είχαν περάσει και τι ιστορίες είχαν αφηγηθεί πριν φτάσουν σε εμένα. Όμως δεν έβλεπα το όλο θέμα τόσο ρομαντικά όσο ο Ντόμινικ, κι επιπλέον τον πείραζα για τις προλήψεις του. Το άτομο που κρατούσε το βιολί είχε περισσότερη δύναμη απ’ ό,τι το ίδιο το μουσικό όργανο, σωστά; Ακόμη και ο κύριος Φαν ντερ Βλιτ, ο μακαρίτης δάσκαλός μου στο βιολί, πάντοτε μου έλεγε πως ο κατάλληλος μουσικός μπορούσε να δημιουργήσει μουσική από τα πάντα, ακόμη κι αν έσερνε ένα ξύλο πάνω σε ένα πριόνι. Όμως αυτό με έκανε να αρχίσω να σκέφτομαι, για το Μπαγί, για ρομαντικά παραμύθια και θρύλους, και από τη στιγμή που έπιασε μέσα μου ο σπόρος εκείνης της ιδέας, δεν μπόρεσα να της ξεφύγω. Σύντομα είχα καταστρώσει κανονικό σχέδιο. Ντύθηκα γρήγορα, επιλέγοντας το παλιό μου βελούδινο φόρεμα που εξακολουθούσα να φορώ μερικές φορές σε παραστάσεις, εκείνο που είχα αγοράσει από την Μπρικ Λέιν πριν από χρόνια, αυτό που είχα φορέσει για τον Ντόμινικ στο πρώτο μας ρεσιτάλ. Το θεώρησα ποιητικό. Στη συνέχεια πήρα το Μπαγί και ήρθα αντιμέτωπη με το πρώτο εμπόδιο στο σχέδιό μου. Έπρεπε να του αφήσω κάποιο στοιχείο για να με ακολουθήσει. Όμως τι; Άνοιξα τη θήκη και πέρασα τα δάχτυλά μου πάνω από το καραμελένιο ξύλο, θερμό σαν ηλιοβασίλεμα, ελπίζοντας πως
το βιολί θα μου έδινε μια απάντηση. Το βιολί δε βοήθησε, αλλά το έκανε η θήκη. Η εσωτερική τσέπη φούσκωνε, έτσι έφερα το χέρι μέσα και βρήκα κάμποσες πένες για κιθάρα, με το σήμα των Groucho Nights, τις οποίες πετούσαμε στο ακροατήριο, που συχνά εκστασιαζόταν με αυτό το δώρο. Τέλεια. Σαν ένα μονοπάτι σπαρμένο με ψίχουλα, θα τις άφηνα πίσω μου στο δρόμο προς το Χιθ και θα τον οδηγούσαν σε μένα αντί για το ζαχαρένιο σπίτι του παραμυθιού. wWw.GreekLeech.info Για να είμαι διπλά σίγουρη πως θα είχε τουλάχιστον μια ευκαιρία να βρει την απάντηση, άφησα ένα εφεδρικό δοξάρι πάνω στο χαλάκι της πόρτας, στραμμένο προς την κατεύθυνση που θα ακολουθούσα, εκεί όπου θα εντόπιζε την πρώτη πένα. Η αυγή είχε αρχίσει να χαράζει όταν έπιασα να κατηφορίζω το δρόμο που οδηγούσε στα ανοιχτά μέρη του Χιθ. Ο ήλιος, πυρακτωμένο κάρβουνο, άρχιζε να ξεμυτίζει πάνω από το δεντρόφυτο ορίζοντα, απλώνοντας ρόδινες γραμμές στον ουρανό σαν κορδέλες. Σπάνια ξυπνούσα τόσο νωρίς και, καθώς είχα κοιμηθεί ελάχιστα, ένιωθα λες και είχα βρεθεί σε ένα όνειρο, σε μια ομίχλη όπου η ατμόσφαιρα χρωματιζόταν από τα τιτιβίσματα των πουλιών και το σιγανό φύσημα του ανέμου όπως περνούσε ανάμεσα από τα δέντρα. Πρόσεχα να αφήνω πίσω μου τις πένες όπως προχωρούσα, σε σημεία που θα αναγνώριζε ο Ντόμινικ.
Ακολούθησα την ίδια διαδρομή στην οποία με είχε φέρει εκείνος την πρώτη φορά που διάβηκα τούτο το μονοπάτι. Και πάλι ήμουν ξυπόλυτη, και χαμογέλασα νιώθοντας το έδαφος να υποχωρεί σαν σφουγγάρι κάτω από τα πέλματά μου. Πέρα από τις λιμνούλες, πάνω από τη μικρή γέφυρα δίπλα στην υπαίθρια πισίνα, και από εκεί ανηφορικά στο μονοπάτι. Μόρφασα καθώς τα αιχμηρά πετραδάκια πίεζαν τα πόδια μου και φρόντισα να ακουμπήσω μια πένα πάνω σε μια μεγάλη μαύρη πέτρα η οποία ξεχώριζε ανάμεσα στις μικρότερες ανοιχτόχρωμες γύρω της, ώστε να τη βρει ο Ντόμινικ. Εν τω μεταξύ, θα είχε καταλάβει σίγουρα πού τον οδηγούσα. Δεν είχα κάνει αυτή τη διαδρομή από εκείνη τη μέρα, πριν από τόσο καιρό, όταν του είχα παίξει Βιβάλντι για πρώτη φορά εδώ, όμως ο δρόμος είχε εντυπωθεί στο νου μου, ανεξίτηλα σαν χάρτης θησαυρού. Κάποια στιγμή πάτησα ξανά στο μαλακό χορτάρι κι αναστέναξα με ανακούφιση όταν η πάχνη δρόσισε τα πληγωμένα από τα πετραδάκια πέλματά μου. Λίγο μετά, βρέθηκα κάτω από τις φυλλωσιές των δέντρων που έκρυβαν το φως σαν πέπλο, προτού περάσω στο ξέφωτο, έχοντας μπροστά μου εκείνη τη σαν κιόσκι εξέδρα για ορχήστρα, που έστεκε στην κορυφή ενός υπέροχα πράσινου λοφίσκου, λες και είχε ξεφυτρώσει μέσα από τη γη, σαν δέντρο φτιαγμένο από στήλες σφυρήλατου σίδερου αντί για χώμα και ξύλο. Στα τελευταία μέτρα δεν ασχολήθηκα άλλο με τις πένες. Ο Ντόμινικ θα μπορούσε ήδη να με ακούσει.
Αν ερχόταν. Κι ήμουν σίγουρη πως θα ερχόταν. Πάτησα προσεκτικά στα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη μικρή σκηνή, γύρισα κι αντίκρισα το ξέφωτο και τα δέντρα ανάμεσα από τα οποία θα ξεπρόβαλλε σύντομα ο Ντόμινικ. Ήμουν μόνη μου εκεί, συντροφιά με το Μπαγί, τα πουλιά και το Χιθ. Το δίχως άλλο, σύντομα θα εμφανίζονταν κάποιοι πρωινοί δρομείς, ταράζοντας τη μοναξιά μου, κι η σκέψη αυτή παραλίγο να με αποτρέψει από το επόμενο βήμα του σχεδίου μου, αλλά τελικά αποφάσισα να το επιχειρήσω. Ποια η αξία να δώσω ένα ρεσιτάλ για τον Ντόμινικ σε τούτη την εξέδρα στο Χιθ αν δεν ήμουν γυμνή; Αυτή ήταν η κατακλείδα του μηνύματός μου προς εκείνον. Ίσως να έφταιγε η αϋπνία, όμως μέχρι να φτάσω στο Χιθ είχα πάρει την απόφασή μου. Έτσι και εμφανιζόταν, έτσι και παρατηρούσε πως το βιολί, μαζί του κι εγώ, είχαμε εξαφανιστεί, κι ακολουθούσε τα ίχνη μου μέχρι εδώ, τότε θα το εκλάμβανα ως σημάδι ότι ήταν γραφτό να είμαστε μαζί, θα διέγραφα κάθε αμφιβολία από το νου μου και θα έβαζα τα δυνατά μου να τα καταφέρουμε. Κι αν δε συνέβαιναν όλα αυτά, αν συνέχιζε να γράφει την υπόλοιπη μέρα ή αν καταλάβαινε πως έλειπα αλλά υπέθετε πως είχα πάει για τρέξιμο και με άφηνε στην ησυχία μου, τότε κι εγώ θα έφευγα, αφήνοντας πίσω μου όλη αυτή την ιστορία. Θα ξεκινούσα από την αρχή. Μόνη μου.
Μια τελευταία ζαριά. Άφηνα την τύχη μας στα χέρια της τύχης. Φάνταζε με κίνηση πολύ ταιριαστή για τον Ντόμινικ, κάτι που κι ο ίδιος θα αναγνώριζε και θα επικροτούσε. Όμως αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που θεωρούσα πως θα έφερνε αποτέλεσμα, επειδή του πρότεινα να τον συναντήσω στα μισά της απόστασης, παίζοντας γυμνή, παίζοντας Βιβάλντι. Ακριβώς όπως την πρώτη φορά. Έβγαλα το φόρεμα, έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα στη μελωδία του δεύτερου κονσέρτου, του «Καλοκαιριού». Δεν είχα πιάσει το έργο από την αρχή, όμως σχεδίαζα να ολοκληρώσω με την «Άνοιξη», επειδή άφηνε την αίσθηση μιας αφετηρίας, κι αυτό ταίριαζε στο σκοπό μου. Αν έκλεινα με το «Χειμώνα», το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ καταθλιπτικό. Οι νότες αναδύθηκαν μέσα από το Μπαγί αμέσως μόλις άγγιξα το δοξάρι μου πάνω στις χορδές, κι εγώ ταξίδεψα μαζί τους, πέταξα πάνω από το Χιθ, με τα φτερά της μουσικής. Έπαιζα τις τελευταίες νότες του «Φθινοπώρου» όταν θυμήθηκα το σκοπό μου, οπότε άνοιξα και πάλι τα μάτια μου, αναζητώντας κάποιο σημάδι του στην κατεύθυνση των δέντρων. Ίσως να μην ερχόταν τελικά, κι όλο αυτό να ήταν μια ανόητη ιδέα. Ίσως να είχαμε κάνει λάθος και να προσπαθούσε η μοίρα να μου πει πως έπρεπε να φύγω, να τρέξω μακριά όσο προλάβαινα ακόμη, προτού πληγωθεί ανεπανόρθωτα κάποιος από τους δυο μας. Εγώ όμως
συνέχισα να παίζω, ήξερα πως μέσα μου βαθιά ήθελα να τον δω να έρχεται κοντά μου. Το χέρι με το οποίο κρατούσα το δοξάρι έτρεμε ελαφρά καθώς το διέτρεχε η βαρύτητα των συναισθημάτων μου, κι εγώ ψιθύρισα μια σιωπηλή προσευχή στον Ντόμινικ. Βρες με. Έλα κοντά μου. Μην πάψεις να πιστεύεις σε εμάς. Ένιωσα ένα δάκρυ να ξεφεύγει, να κυλά στο μάγουλό μου και να καταλήγει στη λεία επιφάνεια του βιολιού. Κι ήξερα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, την ώρα που οι μελωδίες του Βιβάλντι ταξίδευαν στην πρωινή ομίχλη, πως δεν μπορούσα να ζήσω μακριά του. Διέκρινα μια σιλουέτα, να ξεπροβάλλει ανάμεσα από τα δέντρα, κάπου εκατό μέτρα πιο κάτω. Ήταν αδύνατο να καταλάβω ποιος ήταν από αυτή την απόσταση. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά ξέφρενα, καθώς μου φάνηκε πως αναγνώρισα το παλιό φούτερ της ομάδας στίβου του πανεπιστημίου, όμως έδιωξα τη σκέψη αυτή από το μυαλό μου, έκλεισα και πάλι τα μάτια κι άφησα το βιολί να με οδηγήσει. Μου φάνηκε πως αισθάνθηκα την παρουσία του κάπου εκεί δίπλα, σχεδόν ανεπαίσθητες μεταβολές στην ατμόσφαιρα γύρω μου, καθώς ξεκινούσα να παίζω την «Άνοιξη», την αυλαία του ρεσιτάλ μου, το πρώτο κομμάτι. Με παρακολουθούσε, σχεδίαζε την επόμενη κίνησή του ή ίσως απλώς άκουγε τη μουσική.
Στο τέλος δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την ανυπομονησία μου. Αρχικά αισθάνθηκα την καυτή του ανάσα πάνω στο λαιμό μου έτσι όπως έγειρε για να με φιλήσει. Όμως δεν το έκανε. Αντίθετα, καθώς έφτανα στην τελευταία νότα, η παλάμη του τράβηξε απαλά το βιολί από τα χέρια μου και με κάθισε στη δροσερή πέτρινη σκηνή. wWw.GreekLeech.info Άνοιξα τα μάτια μου. Ο Ντόμινικ στεκόταν μπροστά μου, χαμογελώντας πλατιά, μ’ εκείνη τη γνώριμη, πονηρή λάμψη στο βλέμμα του. «Μα δεν τελείωσα», ψιθύρισα. «Ο Βιβάλντι θα μας συγχωρέσει», μου απάντησε. Κι ύστερα κάναμε έρωτα. Με το δικό μας τρόπο.
Ευχαριστίες Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε την ατζέντισσά μας Sarah Such, του λογοτεχνικού πρακτορείου Sarah Such Literary Agency, η οποία έκανε εξαιρετική δουλειά στην προώθηση της σειράς Ογδόντα Ημέρες. Ένα βαθύτατο ευχαριστώ οφείλουμε επίσης στους Jon Wood, Jemima Forrester, Susan Lamb, Emma Dowson και σε όλα τα στελέχη του εκδοτικού οίκου Orion, που τόσο πολύ μας βοήθησαν να φτάσουμε στις λίστες με τα ευπώλητα. Ευχαριστούμε επίσης την Tina Pohlman και την Allison Underwood της Open Road Integrated Media. Ένα πολύ θερμό ευχαριστώ στη Rosemarie Buckman της Buckman Agency, για όλες τις πωλήσεις στο εξωτερικό, καθώς και στους αμέτρητους εκδότες μας σε ολόκληρο τον κόσμο που αγκάλιασαν αυτή τη σειρά, όπως και στους Hamish και Junzo της English Agency στην Ιαπωνία και στην Carrie Kania της Conville & Walsh. Τέλος, ευχαριστούμε τους επιμελητές, τους διορθωτές και τους μεταφραστές μας, οι οποίοι εργάστηκαν ακούραστα και με wWw.GreekLeech.info εξαιρετική ταχύτητα. Μεγάλο μέρος αυτών των βιβλίων γράφηκε εκτός έδρας, γι’ αυτό θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε από καρδιάς τους συντρόφους, τους συγγενείς και τους φίλους μας, τους οποίους αναγκαστήκαμε να παραμελήσουμε καθώς
αφιερώναμε το χρόνο μας στη Σάμερ και στον Ντόμινικ, ταξιδεύοντας αδιάκοπα στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Μπρίστολ, τη Ρώμη, το Βερολίνο, το Εδιμβούργο, τη Νέα Ορλεάνη, τη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, την Αβινιόν και τη Σίτζες, με τους φορητούς υπολογιστές και τα iPad να χτυπούν υπερωρίες. Τέλος, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον Matt Christie για τις φωτογραφίες, την εργοδότρια της Βίνα για τη στήριξη και την ενθάρρυνσή της, παρά τις πολλές απουσίες από τη δουλειά, καθώς και όλες τις πολύτιμες ανώνυμες πηγές που μας βοήθησαν στην έρευνά μας. Ήταν μια συναρπαστική διαδρομή...