ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟ «ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ» ΚΑΙ TON DENNIS LEHANE
«Γεμάτος αγριόχορτα και μυστικά, ο Μίστικ Ρίβερ χωρίζει τη Βοστόνη από τις θλιβερές ερημιές των προαστίων. Η σκοτεινή, σαν της Στύγας, παρουσία του κυκλώνει δυσοίωνα το νέο συναρπαστικό μυ θιστόρημα του Λεχέιν, την ιστορία τριών παιδικών φίλων από μια ερ γατική γειτονιά, που οι δρόμοι τους διασταυρώνονται όλο και πιο πε ρίπλοκα -και τελικά μοιραία... Ο Λεχέιν συνδυάζει την ένταση ενός θρίλερ με τη δραματική νομοτέλεια της αρχαίας τραγωδίας. Όπως ή ταν αναμενόμενο από έναν ολοκληρωμένο συγγραφέα μυστηρίου του δικού του ύψους, η περιγραφή της αστυνομικής έρευνας είναι άψογη, το σασπένς και ο ρυθμός αδιάπτωτα... Ένα βιβλίο-σταθμός στη σί γουρη πορεία που έχει χαράξει ο Λεχέιν προς την κορυφή». People «Χωρίς να χάνει τον έλεγχο ούτε σε μία παράγραφο, ο Λεχέιν κινεί ται στο εύφορο έδαφος ανάμεσα στη λακωνική αστυνομική περιγρα φή και τη λιτή λογοτεχνική γλώσσα. Το Σκοτεινό Ποτάμι, το πιο δύ σκολο ως τώρα εγχείρημά του, έχει το λυρισμό μιας μπαλάντας του Σπρίνγκστιν και την κοφτερή σαν λεπίδα σαφήνεια ενός άλλου συγ γραφέα μυστηρίου που υπερέβη τα όρια του είδους, του Ρος Μακντόναλντ». Entertainment Weekly «Ο Λεχέιν περιγράφει τις σιωπηλές αλλά βαθιές ανδρικές φιλίες, τον αγώνα των ηρώων του να βγάλουν κάτι καλό από τις καταδικασμένες ζωές τους και την αίσθηση ότι η αποτυχία τους είναι προδιαγεγραμμέrp /Λ ί / * r νη... Το αποτελεσμα είναι απίστευτα εντυπωσιακό: συναρπαστικό αλ λά βαθύ, συγκινητικό μέσα στη σκυθρωπή νομοτέλειά του. Ένα εξαι ρετικό βιβλίο -από τα καλύτερα που διάβασα εδώ και χρόνια». Peter Guttridge, The Observer «Όχι μόνο ένα υποδειγματικό θρίλερ, αλλά κι ένα συνταρακτικό πορτραίτο σημαδεμένων ανθρώπων, εγκλωβισμένων σ ’ ένα δίχτυ ο δύνης, δοσμένο με μια λυρική πρόζα που αποδίδει τις κατεστραμμέ νες ζωές και τις παρατημένες συνοικίες με μοναδικό σφρίγος και χω ρίς ίχνος ψεύτικου συναισθηματισμού». The Guardian
«Ένα μυθιστόρημα-καταπέλτης... Αιχμηρό, διεισδυτικό... Η περιγρα φή ίων χαρακτήρων των τριών πρώην φίλων είναι η ψυχή αυτής της ιστορίας... Αν θέλετε να μάθετε πότε πεθαίνει η αθωότητα, απλώς κοιτάξτε αυτούς τους ανθρώπους στα μάτια». The New York Times Book Review «Ο Nτένις Λεχέιν είναι ένας από τους κορυφαίους νέους συγγραφείς μυστηρίου». Esquire «Ο Λεχέιν γράφει σπουδαία μυθιστορήματα». The Wall Street Journal «Τα έξοχα αστυνομικά μυθιστορήματα του Ντένις Λεχέιν υπήρξαν για μένα πολύτιμα σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής μου». Stephen K.ing «Διαβάστε το Σκοτεινό Ποτάμι του Ντένις Λεχέιν. Αυτός ο άνθρω πος ξέρει να γράφει». Elmore Leonard «Ο Λεχέιν είναι ένας γενναίος νέος συγγραφέας μυστηρίου που δεν φοβάται να αντιμετωπίσει τη μεγάλη παράδοση του είδους». Washington Post Book World «Ο Λεχέιν είναι ο πιο άξιος διάδοχος του Χάμετ και του Τσάντλερ». «Η φωνή του Λεχέιν, αυθεντική, βασανιστική, βγαλμένη κατευθεί αν από την καρδιά, τον κατατάσσει στην υψηλότερη βαθμίδα των συγγραφέων που δίνουν νέα πνοή στο σύγχρονο μυθιστόρημα μυ στηρίου». «Το μυθιστόρημα του Λεχέιν βομβαρδίζει τον αναγνώστη με τις οδυ νηρές του εικόνες, το καλοστημένο του σκηνικό και την τρομακτική του κατάληξη». Publishers Weekly «Αν δεν έχετε ανακαλύψει ακόμη αυτό τον προικισμένο νέο συγγρα φέα, καλύτερα βιαστείτε». Kirkus Reviews «Ο Ντένις Λεχέιν είναι ο διάδοχος του θρόνου της μεγάλης παράδο σης του μυθιστορήματος μυστηρίου. Διαβάζεις τα βιβλία του και φαντάζεσαι τους μεγάλους -Τσάντλερ, Μακντόναλντ, Πάρκερ- να στέκονται πάνω απ’ το κεφάλι του και να τον κοιτάζουν καθώς γρά
φει την κάθε του σελίδα. Αλλά η φωνή του είναι αυθεντική. Μετάμορφώνει το αστυνομικό μυθιστόρημα σε μια ελεγειακή πραγματεία της διεφθαρμένης ψυχής». Michael Connelly «Κάνει το στομάχι του αναγνώστη να σφίγγεται... Ο Λεχέιν συναρπ άζει... Ένα μοναδικό μυθιστόρημα που διαπνέεται από βαθύτητα και φλογερό πάθος. Η επιδεξιότητά του να δημιουργεί ανθρώπινα πορτραίτα κρυστάλλινης καθαρότητας και να τα τοποθετεί στις πιο σκοτεινές γωνιές της ζωής, αποτελεί αληθινό χάρισμα για ένα συγ γραφέα». USA Today «Ένα βιβλίο γραμμένο με στυλ και κομψότητα... Το Σκοτεινό Ποτάμι είναι το καλύτερο βιβλίο του Λεχέιν... Έξοχοι διάλογοι και μια πολυ σύνθετη θεώρηση του κόσμου». Newsweek «Ο Ντένις Λεχέιν είναι ίσως ο καλύτερος Αμερικανός συγγραφέας μυστηρίου της εποχής μας». Boston Magazine «Ο Λεχέιν είναι ένας μαιτρ του μυθιστορήματος μυστηρίου... Ένα α γωνιώδες, διεισδυτικό, συγκλονιστικό βιβλίο». New York Post «Ο Λεχέιν είναι ένας από τους καλύτερους συγγραφείς μυστηρίου της εποχής μας». Booklist «Ο Λεχέιν αποδεικνύεται για άλλη μια φορά απαράμιλλος στην περι γραφή της σκοτεινής πλευράς της ανθρώπινης φύσης... Άλλο ένα α πόλυτα επιτυχημένο μυθιστόρημα». Library Journal «Ένα δυναμικό, σπαρακτικό μυθιστόρημα, από έναν συγγραφέα που γνωρίζει κάθε γωνιά της γειτονιάς και κάθε τρίχα της κεφαλής των χαρακτήρων του». Kirkus Reviews
Έργα του συγγραφέα που εκδόθηκαν στη σειρά Bell Best Seller: Σκοτεινό Ποτάμι Το Νησί των Καταραμένων
DENNIS
LEHANE ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς
ΕΚΔΟΣΕΙΣ BELL IΠΠOKPATOYΣ 57, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210.360.9438 - 210.362.9723 www.bell.gr
I S B N 9 6 0 -4 5 0 - 7 5 2 - 4
Τίτλος πρωτοτύπου: «Mystic River» Copyright © 2001 by Dennis Lehanc Ail rights reserved Για την ελληνική γλώσσα: © 2003 Χ Α Ρ Λ Ε Ν Ι Κ Ε Λ Λ Α Σ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε.
Ειδική έκδοση για το ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ - Ιούλιος 2006 Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς Επιμέλεια: Κυριάκος Αθανασιάδης Διόρθωση: Ευαγγελία Χατζηευστρατίου Χρυσούλα Γραμμένου Σχεδιασμός εξωφύλλου: Αγγελος Αναστασιάδης ΤΕΥΧΟΣ 752
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μεσο, χωρίς την άδεια του έκδοτη. Το βιβλίο αυτό είναι έργο της φαντασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, τα τοπωνύμια, οι οργανώσεις και τα συμβάντα που αναφέρονται είτε είναι επινοήσεις του συγγραφέα είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστο ρηματικό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα, οργανώσεις και ποόσωπα που Couv η ένουν πεθάνει είναι εντελώς συαπτωαατική. /
*
»ο
Ο *
Για τον συγγρα φ έα Ο Ντένις Λεχέιν, γιος Ιρλανδών μεταναστών, μεγάλωσε στο Ντόρτσεστερ, μια εργατική γειτονιά της Βοστόνης. Αλλαξε δύο σχολές και δεκάδες επαγγέλματα, μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι ήθελε μόνο ένα πράγμα: να γίνει συγγραφέας. Σπούδασε με υποτροφία δημιουργική γραφή στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Φλόριντα και, επιστρέφοντας στη Βοστόνη, άρχισε να γράφει δουλεύοντας πα ράλληλα ως παρκαδόρος για να ζήσει. Το 1994 ήταν ακόμη ο «σοφέρ με το μάστερ», όταν το A Drink Before the War απέσπασε το βραβείο Shamus πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, προκαλώντας μεγάλη αίσθηση και εκτινάσσοντας τον κατευθείαν στην πρώτη γραμμή των συγγραφέων μυστηρίου. Λκολούθησαν τα Darkness Take My Hand, Sacred, Gone Baby Gone και Prayers for Rain (που τα κινηματογραφικά δικαιώματα τους αγοράστηκαν από την Paramount Pictures). Ο τριανταπεντάρης σήμερα συγγραφέας έχει χαρακτηριστεί ο πιο άξιος διάδοχος του Χάμετ και του Τσάντλερ. Η αυθεντική, ε λεγειακή φωνή του, η πολυσύνθετη θεώρηση του κόσμου και η βαθύτητά του τον κατατάσσουν στους νέους δημιουργούς που α ναγέννησαν το αστυνομικό μυθιστόρημα, αξιοποιώντας τα κλασι κά χαρακτηριστικά και τη δομή του για να γράψουν λογοτεχνία α ξιώσεων. Το Σκοτεινό Ποτάμι, το έκτο βιβλίο του, έμεινε για εβδομάδες στις λίστες των μπεστ σέλερ των εγκυρότερων εντύπων, απέσπα σε διθυραμβικά σχόλια από το σύνολο της κριτικής, τιμήθηκε με το βραβείο Dilys, ήταν υποψήφιο για το Pen/Winship Award το 2001 και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Κλιντ Ίστγουντ, με πρωταγωνιστές τους Σον Πεν, Τιμ Ρόμπινς και Κέβιν Μπέικον. Η ταινία ψηφίστηκε ως η καλύτερη της χρονιάς από την Αμερικανική Ένωση Κριτικών και από το Rolling Stone, μία από τις δέκα καλύτερες από το Newsweek και το Αμερικανικό Ινστι τούτο Κινηματογράφου και απέσπασε τόσο τις Χρυσές Σφαίρες ό σο και τα Όσκαρ α ' και β' ανδρικού ρόλου (Σον Πεν και Τιμ Ρόμπινς αντιστοίχως). Το Νησί των Καταραμένων, το έβδομο μυθιστόρημά του, μπή κε αμέσως στη λίστα των μπεστ σέλερ των New York Times και χαρακτηρίστηκε ως «ευφυέστατο» (Kirkus Reviews) και «σπου δαίο λογοτεχνικό επίτευγμα» (Publishers Weekly).
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστώ τον αρχιφύλακα Μάικλ Λον, όπως πάντα, της Αστυνο μίας του Γουότερταουν· τον δημοτικό σύμβουλο της Βοστόνης Μπράιαν Χόναν· τον Ντέιβιντ Μέιερ, επικεφαλής της Μονάδας Ανθρωποκτονιών της Εισαγγελίας της Κομητείας Σάφολκ· την Τερέζα Αίοναρντ και την A w Γκάντεν, που ξετρύπωσαν τα λάθη μου· και τον Τομ Μέρφι, του Γραφείου Τελετών Τζέιμς Α. Μέρφι και Υιός, στο Ντόρτσεστερ. Ο φείλω ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη στον αστυφύλακα Ρόμπερτ Μάνινγκ, της Πολιτειακής Αστυνομίας της Μασαχουσέτης, που έ βαλε τα πράγματα στη θέση τους και απάντησε σε όλες μου τις ε ρωτήσεις, όσο ανόητες κι αν ήταν, χωρίς να βάλει τα γέλια. Θ ερμές ευχαριστίες στην εξαιρετική λογοτεχνική πράκτορα Aνν Ρίτενμπεργκ και στην ευφυή επιμελήτρια Κλερ Βάχτελ, για την καθοδήγηση.
Για τη σύζυγό μου, Σίλα
Τις γυναίκες δεν τις καταλάβαινε. Ό χι όπως δεν τις καταλαβαί νουν οι μπάρμαν και οι κωμικοί ηθοποιοί, αλλά έτσι όπως οι φτω χοί δεν καταλαβαίνουν τα Οικονομικά. Μπορεί να στέκεσαι κάθε μέρα, για όλη σου τη ζωή, έξω από το κτίριο της Τράπεζας Τζιράρντ και να μην πάρεις ποτέ είδηση τι γίνεται εκεί μέσα. Γι’ αυτό και πάντα θα διάλεγαν να ληστέψουν ένα μικρό σουπερμάρκετ. Πιτ Ντέξτερ, G o d ’s Pocket
Δεν υπάρχει δρόμος με βουβές πέτρες ούτε σπίτι χωρίς αντίλαλο. Γκόνγκορα
1 ΤΟ ΠΟΪΝΤ ΚΑΙ ΤΟ ΦΛΑΤΣ
Ο ΤΑΝ ο ΣΟΝ ΝΤΙΒΑΪΝ κι ο Τζίμι Μάρκους ήταν παιδιά, οι πα τεράδες τους δούλευαν στη Σοκολατοποιία Κόλμαν και γυρίζοντας σπίτι απ’ τη δουλειά κουβαλούσαν πάνω τους τη βαριά μυρωδιά της ζεστής σοκολάτας. Είχε ποτίσει τα ρούχα τους, τα κρεβάτια που ξάπλωναν να κοιμηθούν, τα πλαστικά καθίσματα των αυτοκι νήτων τους. Η κουζίνα στο σπίτι του Σον μύριζε παγωτό σοκολάτα και το μπάνιο του γκοφρέτα Κόλμαν. Μέχρι να κλείσουν τα έντε κα, ο Σον και ο Τζίμι είχαν αναπτύξει ένα μίσος για τα γλυκά τόσο απόλυτο, που για όλη την υπόλοιπη ζωή τους έπιναν τον καφέ τους σκέτο και δεν έτρωγαν ποτέ μα ποτέ επιδόρπιο. Τα Σάββατα, ο πατέρας του Τζίμι περνούσε από το σπίτι των Ντιβάιν για μια μπίρα με τον πατέρα του Σον. Έπαιρνε μαζί του τον Τζίμι και, ενώ η μία μπίρα γινόταν έξι -συν δυο τρία σφηνάκια ουίσκι Ντιούαρς-, ο Τζίμι και ο Σον έπαιζαν στην πίσω αυλή, μερικές φορές έχοντας στην παρέα τους και τον Ντέιβ Μπόιλ, ένα παιδί με λεπτούς, κοριτσίστικους καρπούς και άτολμο βλέμμα· του άρεσε να λέει διαρκώς ανέκδοτα που τα ’χε ακούσει από τους θεί ους του. Πίσω από τη σήτα της κουζινόπορτας μπορούσαν ν ’ ακούν το φσσστ που έκαναν τα δαχτυλίδια από τις μπίρες που άνοιγαν α φρίζοντας, τα ξαφνικά ξεσπάσματα αντρικού γέλιου και τον μεταλ
λικό ήχο από αναπτήρες Ζίπο καθώς ο κύριος Ντιβάιν και ο κύριος Μάρκους άναβαν τα Λάκι Στράικ τους. Ο πατέρας του Σον ήταν επιστάτης· είχε την καλύτερη δουλειά από τους δύο. Ή ταν ψηλός και ξανθός, με χαλαρό, άνετο χαμόγε λο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Σον είχε δει αυτό το χαμόγελο να καταπραΰνει το θυμό της μητέρας του, να τον σβήνει λες και γύ ριζε μέσα της ένα διακόπτη. Ο πατέρας του Τζίμι ήταν φορτωτής. Ή ταν μικροκαμωμένος, με μια τούφα μαύρα μαλλιά να πέφτει στο μέτωπό του και κάτι αεικίνητο στο βλέμμα του. Οι κινήσεις του ήταν εξαιρετικά γρήγορες. Ώσπου ν ’ ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, είχε κιόλας βρεθεί στην άλλη άκρη του δωματίου. Ο Ντέιβ Μπόιλ δεν είχε πατέρα, μόνο πολλούς θείους, και ο μοναδικός λόγος που βρισκόταν εκεί τα περισσότερα Σάββατα ήταν επειδή είχε το τα λέντο να προσκολλάται στον Τζίμι όπως το χνούδι πάνω στο ύφα σμα. Όταν τον έβλεπε να φεύγει από το σπίτι του μαζί με τον πα τέρα του, εμφανιζόταν δίπλα στο αυτοκίνητό τους και, περίλυπος, γεμάτος κρυφή ελπίδα, ρωτούσε ξέπνοα: «Τι χαμπάρια, Τζίμι;» Έ μεναν όλοι τους στη συνοικία του Ανατολικού Μπάκιγχαμ, στα δυτικά περίχωρα του κέντρου, μια γειτονιά όλο κατάφορτα μαγαζάκια στις γωνίες των δρόμων, μικρές παιδικές χαρές και χασά πικα όπου το κρέας, κόκκινο ακόμα από το αίμα, κρεμόταν στις βιτρίνες. Τα μπαρ είχαν ιρλανδέζικα ονόματα και αυτοκίνητα Ντοτζ Νταρτ παρκαρισμένα στα πεζοδρόμια. Οι γυναίκες φορούσαν μα ντίλες δεμένες στο πίσω μέρος του κεφαλιού και φύλαγαν τα τσι γάρα τους σε αυτόματες ταμπακέρες από δερμάτινη. Πριν από δύο χρόνια, τα μεγαλύτερα αγόρια είχαν απαχθεί από τους δρόμους σαν από διαστημόπλοιο λες- κι είχαν σταλεί στο μέτωπο. Αλλα γύ ρισαν μαραζωμένα και μελαγχολικά ένα χρόνο αργότερα, άλλα δεν γύρισαν καθόλου. Την ημέρα, οι μανάδες έψαχναν στις εφημερί δες για κουπόνια προσφορών. Τη νύχτα, οι πατεράδες έβγαιναν στα μπαρ. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Κανείς δεν έφευγε ποτέ - ε κτός α π’ αυτά τα μεγαλύτερα αγόρια. Ο Τζίμι και ο Ντέιβ έμεναν στο Φλατς, δίπλα από το Πενιτένσιαρι Τσάνελ, στη νότια πλευρά της λεωφόρου Μπάκιγχαμ. Το Φλατς απείχε μόνο δώδεκα οικοδομικά τετράγωνα από το δρόμο του Σον, αλλά το σπίτι των Ντιβάιν βρισκόταν στα βόρεια της λε ωφόρου, σχεδόν στο Πόιντ, και το Πόιντ δεν είχε πολλά πάρε δώσε με το Φλατς. Αυτό δεν συνέβαινε επειδή οι δρόμοι του Πόιντ ήταν στρωμένοι
με ασήμι και οι κάτοικοι εκει έτρωγαν με χρυσά κουτάλια. Το Πόιντ δεν ήταν παρά μια εργατική συνοικία ·όσοι ζούσαν εκεί φορού σαν εργατικές φόρμες και οδηγούσαν Σεβρολέτ, Φορντ και Ντοτζ, που τις πάρκαραν μπροστά από σπιτάκια με κεραμίδια ή, το πολύ πολύ, μικρές βικτοριανού ρυθμού κατοικίες. Αλλά οι άνθρωποι στο Πόιντ ζούσαν σε ιδιόκτητα σπίτια. Οι άνθρωποι του Φλατς έμεναν στο νοίκι. Οι οικογένειες του Πόιντ πήγαιναν στην εκκλησία, παρεμεναν δεμενες, και στις προεκλογικές περιόδους στέκονταν στις γωνιές των δρόμων κρατώντας πλακάτ. Στο Φλατς, αντίθετα, ένας Θεός ξέρει πώς τα έφερναν βόλτα, ζώντας συχνά σαν τα ζώα, δέκα δέκα σ ’ ένα διαμέρισμα, με τους δρόμους γεμάτους σκουπίδια -ο Σον και οι φίλοι του από το γυμνάσιο Σεντ Μάικ αποκαλούσαν το Φλατς κοροϊδευτικά Γαλοτσούπολη , τις οικογένειες να τη βγάζουν με τα επιδόματα ανεργίας, vα στέλνουν τα παιδιά το υς σε δημόσια σχολεία, να χωρίζουν... Ενόσω, λοιπόν, ο Σον φοιτούσε στο Ενοριακό Γυμνάσιο Σεντ Μάικ και φορούσε μαύρο παντελόνι, μαύρη γραβάτα και γαλάζιο πουκάμισο, ο Τζίμι και ο Ντέιβ πήγαιναν στο δημόσιο γυμνάσιο Λιούις Μ. Ντιούι στο Μπλάξτον. Οι μαθητές του Λιούι & Ντιούι δεν πήγαιναν στο σχολείο φορώντας στολή, πράγμα καθόλου άσχημο, αλλά συνήθως φορούσαν τα ίδια ρούχα τρεις στις πέντε μέρες, πράγμα καθόλου καλό. Έμοιαζαν να με ταφέρουν μονίμως μια αίσθηση λίγδας επάνω τους -είχαν λιγδια σμένα μαλλιά, λιγδιασμένο δέρμα, λιγδιασμένους γιακάδες και μανικέτια. Πολλά αγόρια είχαν σημάδια από ακμή και παρατούσαν το σχολείο νωρίς. Στην τελετή της αποφοίτησης, μερικά κορίτσια φο ρούσαν ρούχα εγκυμοσύνης. Αν δεν ήταν, λοιπόν, οι πατεράδες τους, ίσως και να μην είχαν γίνει ποτέ φίλοι. Δεν έβγαιναν τις καθημερινές, παρά μόνο τα Σάβ βατα, αλλά τις ημέρες εκείνες που χάζευαν στην αυλή, που περι πλανιόνταν στους σκουπιδότοπους πέρα από την οδό Χάρβεστ ή έ παιρναν τον Υπόγειο για ένα ταξίδι στο κέντρο της πόλης -ό χι για να δουν κάτι συγκεκριμένο, απλώς για να περάσουν μέσα από τις σκοτεινές σήραγγες και ν ’ ακούσουν το κροτάλισμα και το ουρ λιαχτό των φρένων από τα βαγόνια καθώς έστριβαν πάνω στις ράγες τους με τα φώτα ν ’ αναβοσβήνουν-, ο Σον ένιωθε σαν να βαστούσε την αναπνοή του. Οταν ήσουν με τον Τζίμι, τα πάντα μπο ρούσαν να συμβούν. Ακόμα κι αν γνώριζε ότι υπάρχουν κανόνες στον Υπόγειο, στους δρόμους ή σε μια αίθουσα κινηματογράφου-, δεν το έδειχνε ποτέ.
Κάποτε βρίσκονταν στην αποβάθρα του Νότιου Σταθμού του Υπογείου κι έπαιζαν με μια πορτοκαλί μπάλα του στριτ-χόκεϊ. Ο Τζίμι έχασε τη βολή του Συν και η μπάλα κατέληξε αναπηδώντας στις γραμμές του τρένου. Προτού περάσει από το μυαλό του Σον ότι ο Τζίμι θα μπορούσε καν να το διανοηθεί, εκείνος σάλταρε από την αποβάθρα στις γραμμές -εκ εί κάτω, μαζί με τα ποντίκια, τους αρουραίους και την ηλεκτροφόρο τρίτη ράγα. Ό σ οι βρίσκονταν στην αποβάθρα πήγαν να τρελαθούν. Έ μπηξαν τις φωνές. Μια γυναίκα γονάτισε και, με το πρόσωπό της σταχτί από την αγωνία, φώναξε στον Τζίμι: «Ανέβα πάνω, ανέβα πάνω τώρα, που να σε πάρει!» Ο Σον άκουσε ένα βαρύ, υπόκωφο μπουμπουνητό -θ α μπορούσε να είναι κάποιο τρένο που εκείνη τη στιγμή εμπαινε στο τούνελ της οδού Ουάσιγκτον ή τα φορτηγά που περνούσαν στο δρόμο από πάνω τους- και οι άνθρωποι στην απο βάθρα το άκουσαν κι αυτοί. Άρχισαν να χειρονομούν και να τινά ζουν το κεφάλι τους δεξιά αριστερά αναζητώντας κάποιον αστυνο μικό. Έ νας άντρας σκέπασε με το χέρι του τα μάτια της κόρης του. Ο Τζίμι, με σκυμμένο το κεφάλι, έψαχνε την μπάλα στο σκο τάδι κάτω από την αποβάθρα. Κάποια στιγμή, τη βρήκε. Καθάρισε με το μανίκι του τη μαύρη γλίτσα από πάνω της και αγνόησε τους ανθρώπους που είχαν γονατίσει πάνω στην κίτρινη λωρίδα και τέ ντωναν τα χέρια τους προς τις ράγες. Ο Ντέιβ σκούντησε τον Σον μ ’ ένα στεναγμό ανακούφισης και αμφιβολίας μαζί: «Ουφφφ!» Ο Τζίμι άρχισε να προχωράει ανάμεσα στις ράγες προς τη σκά λα, στην άλλη άκρη της αποβάθρας, εκεί όπου η σήραγγα έχασκε ορθάνοιχτη και σκοτεινή. Ο σταθμός δονήθηκε από ένα ακόμα, πιο δυνατό, μπουμπουνητό. Οι άνθρωποι τώρα κυριολεκτικά πηδούσαν πάνω κάτω και χτυπούσαν τους γοφούς τους με τα χέρια γροθιές. Ο Τζίμι προχωρούσε χωρίς να χολοσκάει -γ ια την ακρίβεια, περπα τούσε σέρνοντας τα βήματά το υ - και μια στιγμή γύρισε πίσω το κεφάλι, έπιασε το βλέμμα του Σον και χαμογέλασε. «Χαμογελάει», είπε ο Ντέιβ. «Είναι θεόμουρλος. Το έχεις κατα λάβει;» Ό ταν ο Τζίμι πάτησε στο πρώτο σκαλοπάτι της τσιμεντένιας σκάλας, κάμποσα χέρια απλώθηκαν και τον τράβηξαν επάνω. Ο Σον είδε τα πόδια του φίλου του να αιωρούνται προς τα έξω και α ριστερά, και το κεφάλι του να συστρέφεται και να γέρνει προς τα
δεξιά. Ο Τζίμι έδειχνε τόσο μικροσκοπικός και ανάλαφρος στα χέ ρια του μεγαλόσωμου άντρα που τον είχε αρπάξει, ώστε νόμιζες ότι ήταν παραγεμισμένος με άχυρο· όμως κρατούσε σφιχτά την μπάλα στο στήθος του ακόμα και τη στιγμή που οι άνθρωποι τον άρπαζαν από τους αγκωνές και τα καλάμια του χτυπούσαν το κρά σπεδο της αποβάθρας. Ο Σον αισθάνθηκε τον Ντέιβ να τρέμει δί πλα του, χαμένος. Κοιτάζοντας τους ανθρώπους που τράβηξαν τον Τζίμι, δεν έβλεπε πια στο πρόσωπό τους ανησυχία ή φόβο, ούτε ί χνος από την απελπισία που είχε δει πριν από ένα λεπτό. Έβλεπε οργή, οργή που σημάδευε πρόσωπα τερατώδη, με τα χαρακτηρι στικά τους αλλοιωμένα κι εξαγριωμένα, έτσι καθώς ήταν έτοιμοι να χιμήξουν και να κόψουν με μια δαγκωνιά ένα κομμάτι από τον Τζίμι κι έπειτα να τον ξυλοκοπήσουν μέχρι θανάτου. Αφού ανέβασαν τον Τζίμι στην αποβάθρα, τον κράτησαν εκεί, σφίγγοντας τα δάχτυλά τους στους ώμους του και γυρεύοντας κά ποιον να τους πει τι να κάνουν. Το τρένο εμφανίστηκε από τη σή ραγγα και κάποιος ούρλιαξε, αλλά έπειτα κάποιος άλλος γέλασε - μ ’ ένα στριγκό κακάρισμα που θύμισε στον Σον μάγισσες γύρω απο καζάνι-, επειδή το τρένο ξεχύθηκε με ορμή απο την πέρα άκρη του σταθμού, με κατεύθυνση βόρεια, κι ο Τζίμι σήκωσε το βλέμμα του στα πρόσωπα των ανθρώπων που τον κρατούσαν, σαν να ’θελε να τους πει, Είδατε πον είχα δίκιο; Πλάι στον Σον, ο Ντέιβ ξέσπασε σ ’ ένα διαπεραστικό χαχανητό και τίναξε τα χέρια του στον αέρα. Ο Σον έστρεψε αλλού το βλέμμα του και αναρωτήθηκε ποια ήταν η δική του θέση σε όλ’ αυτά.
ΤΟ ΙΔΙΟ ΒΡΑΔΥ ο πατέρας του Σον τον πήρε μαζί του στο υπόγειο εργαστήριό του και τον έβαλε να καθίσει απέναντι του. Το εργα στήριο ήταν ένα μικρό δωμάτιο, ασφυκτικά γεμάτο με μαύρες μέγκενες, κουτιά του καφέ όλο καρφιά και βίδες, στοίβες κούτσουρα τοποθετημένα τακτικά κάτω από τον χαρακωμένο ξύλινο πάγκο που χώριζε το δωμάτιο στα δύο, και σφυριά που κρέμονταν περα σμένα σε ζώνες εργαλείων όπως τα περίστροφα στις θήκες τους. Στον τοίχο υπήρχε ένα αλυσοπρίονο πιασμένο από ένα τσιγκέλι. Ο πατέρας του Σον, που συχνά καταπιανόταν με διάφορα μερεμέτια της γειτονιάς, κατέβαινε εδώ κάτω για να κατασκευάσει κλουβιά για πουλιά και ξύλινα ράφια για τα περβάζια των παραθύρων, όπου
η γυναίκα του τοποθετούσε τις γλάστρες με τα λουλούδια της. Εδώ είχε σχεδιάσει και την πίσω βεράντα, που την έστησε μαζί με τους φίλους του ένα ανυπόφορα καυτό καλοκαίρι, όταν ο Σον ήταν πέ ντε χρονών · εδώ κατέβαινε όταν αναζητούσε γαλήνη και ηρεμία, και μερικές φορές όταν ήταν θυμωμένος -το ήξερε αυτό ο Σ ονμαζί του, με τη μητέρα του ή με τη δουλειά του. Τα κλουβιά - μ ι νιατούρες κτιρίων σε ρυθμό Τυδώρ, αποικιακό, βικτοριανό ή ελβε τικών σαλέ- κατέληγαν σωρός κουβάρι σε μια γωνιά του κελαριού, τόσο πολλά, που θα ’πρεπε να ζουν στον Αμαζόνιο αν ήθελαν να βρουν αρκετά πουλιά για όλα τους. Ο Σον καθόταν στητός στο φθαρμένο κόκκινο σκαμπό και ψη λαφούσε αμήχανα το εσωτερικό της βαριάς μαύρης μέγκενης, νιώ θοντας σ τ’ ακροδάχτυλά του το μείγμα από γράσο και πριονίδι, οταν ο πατέρας του είπε: «Σον, πόσες φορές πρέπει να σ τ ο πω;» Ο Σον τράβηξε το δάχτυλό του από τη μέγκενη και σκούπισε το γράσο από την παλάμη του. Ο πατέρας του μάζεψε μερικά σκόρπια καρφιά από τον πάγκο και τα ’ριξε σ ’ ένα κίτρινο κουτί του καφέ. «Ξέρω ότι συμπαθείς τον Τζίμι Μάρκους, αλλά από δω κι εμπρός, αν θέλετε να ξαναπαίξετε μαζι, δεν πρεπει να απομακρύνεστε απο το σπίτι. Το δικό μας σπίτι, όχι το δικό του». Ο Σον κούνησε το κεφάλι του. Ή ξερε πως δεν είχε νόημα να φέρει αντίρρηση στον πατέρα του όταν εκείνος μιλούσε όπως τώρα, προφέροντας την κάθε λέξη ήρεμα και μαλακά, λες και είχε στο στόμα του ένα χαλίκι. «Καταλαβαινόμαστε;» Ο πατέρας του έσπρωξε προς τα δεξιά το κουτί του καφέ πάνω στον πάγκο και κοίταξε τον Σον. Ο Σον έγνεψε. Κοίταξε τον πατέρα του να τρίβει το πριονίδι από τα χοντρά του ακροδάχτυλα. «Για πόσο;» Ο πατέρας του άπλωσε το χερι του κι επιασε μια τούφα σκόνη απο ενα τσιγκέλι καρφωμένο στο ταβανι. Την επλασε στα οαχτυλα του κι έπειτα την πέταξε στο καλάθι των αχρήστων κάτω από τον πάγκο. «Ω, για μπόλικο καιρό, θαρρώ. Και κάτι ακόμα, Σον». «Μάλιστα, πατέρα». «Μην τολμήσεις να το συζητήσεις με τη μητέρα σου. Δε θέλει να ξαναδείς τον Τζίμι μετά τα σημερινά ακροβατικά». «Δεν είναι τόσο κακός. Θ α ...»
«Δεν είπα ότι είναι κακός. Αλλά είναι σκέτο αγρίμι, και η μη τέρα σου έχει ζήσει τόσες άγριες καταστάσεις στη ζωή της, που της φτάνουν και της περισσεύουν». Ο Σον πρόσεξε μια λάμψη στα μάτια του πατέρα του καθώς έ λεγε «αγρίμι» και κατάλαβε ότι για μια στιγμή είχε μπροστά του τον άλλο Μπίλι Ντιβάιν, αυτόν που είχε συνθέσει κομμάτι κομμάτι κρυφακούγοντας τις συζητήσεις των θείων του. Ή ταν ο Παλιός Μπίλι, όπως τον αποκαλούσαν, ο Μπίλι Ντιβάιν που είχε εξαφα νιστεί λίγο καιρό προτού γεννηθεί ο Σον, αφήνοντας στη θέση του αυτό τον πράο, μετρημένο άνθρωπο με τα χοντρά αλλά επιδέξια δάχτυλα που έχτιζαν πιο πολλά κλουβιά απ’ όσα χρειαζόταν. «Μην ξεχάσεις για τι πράγμα μιλήσαμε», είπε στον Σον ο πα τέρας του και τον χτύπησε μαλακά στον ώμο, σαν να του έλεγε ότι ήταν ελεύθερος. Ο Σον βγήκε από το εργαστήριο και, διασχίζοντας το δροσερό υπόγειο, αναρωτήθηκε αν αυτό που τον έκανε να απολαμβάνει τη συντροφιά του Τζιμι ήταν το ίδιο μ αυτο που εκανε τον πατέρα του να κάνει παρέα με τον κύριο Μάρκους, πίνοντας μαζί όλο το βράδυ του Σαββάτου μέχρι το πρωί της Κυριακής, γελώντας δυ νατά και με ξαφνικά ξεσπάσματα. Αναρωτήθηκε ακόμη αν αυτό α κριβώς ήταν που τρόμαζε τη μητέρα του.
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΑ ΣΑΒΒΑΤΑ, ο Τζίμι και ο Ντέιβ Μπόιλ επισκέφθηκαν το σπίτι των Ντιβάιν δίχως τον πατέρα του Τζίμι. Χτύ πησαν την πίσω πόρτα την ώρα που ο Σον τελείωνε το πρωινό του, και ο Σον άκουσε τη μητέρα του ν ’ ανοίγει την πόρτα και να λέει, «Καλή σου μέρα, Τζίμι. Καλημέρα, Ντέιβ», μ’ εκείνο τον ευγενικό τόνο που είχε η φωνή της όταν απευθυνόταν σε ανθρώπους που δεν ήταν σίγουρη ότι ήθελε να δει. Σήμερα ο Τζίμι ήταν ήσυχος. Όλη αυτή η τρελή ενεργητικότητά του έλειπε, έμοιαζε να έχει συσπειρωθεί μέσα του. Ο Σον θα έπαιρνε όρκο ότι την άκουγε να χτυπάει πάνω στα τοιχώματα του στήθους του Τζίμι ενόσω αυτός αγωνιζόταν να την τιθασεύσει. Σή μερα ο Τζίμι του φαινόταν μικρότερος από το κανονικό, πιο βλο συρός, έτοιμος λες να εκραγεί με το τσίμπημα μιας βελόνας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Σον τον έβλεπε έτσι. Ο Τζίμι ήταν πάντα λίγο κυκλοθυμικός. Ωστόσο, ο Σον αναρωτιόταν κάθε φορά αν ο
Τζίμι μπορούσε με κάποιον τρόπο να ελέγξει αυτές τις αλλαγές της διάθεσής του, ή αν ήταν σαν τον πονόλαιμο ή τα ξαδέρφια της μη τέρας του, που έκαναν την εμφάνισή τους χωρίς να ρωτάνε αν είχες διάθεση να τους δεις. Ο Ντέιβ Μπόιλ έκανε τα πράγματα χειρότερα κάθε φορά που ο Τζίμι ήταν σ ’ αυτή την κατάσταση. Φαινόταν να θεωρεί δική του υπόθεση να είναι όλοι τους χαρούμενοι, κάτι που συνήθως έπειτα από λίγο άρχιζε να γίνεται εκνευριστικό. Έ τσι όπως στέκονταν στο πεζοδρόμιο, προσπαθώντας ν ’ αποφα σίσουν τι θα κάνουν, με τον Τζίμι χαμένο στις σκέψεις του και τον Σον ακόμη αγουροξυπνημένο, ανυπομονώντας και οι τρεις τους να γευτούν τη μέρα που ξανοιγόταν μπροστά τους, αλλά μέσα στα όρια του δρόμου του Σον, ο Ντέιβ είπε: «Έι, γιατί ένα σκυλί γλεί φει τα παπάρια του;» Ούτε ο Σον ούτε ο Τζίμι απάντησαν. Είχαν ξανακούσει το ανέκ δοτο χιλιάδες φορές. «Επειδή μπορεί!» στρίγκλισε ο Ντέιβ Μπόιλ κι έπιασε την κοι λιά του, λες κι αυτό που είχε πει ήταν τόσο αστείο, που τον πόνεσε από τα γέλια. Ο Τζίμι προχώρησε μέχρι τα τρίποδα των συνεργείων του δή μου που δούλευαν εκεί τις καθημερινές, αντικαθιστώ ντας ένα r y· Λ / f ' Ο' 9 9 * τμήμα του πεζοδρομίου. Οι εργάτες είχαν δεσει απο τεσσερα τρί ποδα μια κίτρινη ταινία που έγραφε ΠΡΟΣΟΧΗ - ΕΡΓΑ, σχηματίζο ντας ένα τετράγωνο που περιέφραζε τις φρεσκοστρωμένες πλάκεςαλλά ο Τζίμι δεν σταμάτησε να βαδίζει όταν έφτασε στην ταινίααπλώς την έκοψε. Κάθισε στους αστραγάλους του, με τα αθλητικά παπούτσια του να πατούν στο παλιό πεζοδρόμιο, και μ ’ ένα κλαδί άρχισε να χαράζει πάνω στο φρέσκο τσιμέντο λεπτές γραμμές που θύμισαν στον Σον δάχτυλα ηλικιωμένων. «Ο πατέρας μου δε δουλεύει πια με τον δικό σου». «Πώς κι έτσι;» Ο Σον κάθισε κι αυτός δίπλα στον Τζίμι. Θα ή θελε να είχε κι αυτός ένα ξύλο στα χέρια του. Ήθελε να κάνει αυτό που έκανε ο Τζίμι, παρ’ όλο που δεν ήξερε γιατί και ο πατέρας του θα του τις έβρεχε αν το έκανε. Ο Τζίμι ανασήκωσε τους ώμους του. «Ήταν πιο έξυπνος απ’ τους άλλους στο εργοστάσιο. Ήξερε τόσα πράγματα, που τους τρό μαζε». «Έξυπνα πράγματα!» είπε ο Ντέιβ Μπόιλ. «Σωστά, Τζίμι;»
Ο Σον αναρωτήθηκε πόσα ήταν δυνατόν να γνωρίζει κάποιος για τις σοκολάτες και τα ζαχαρωτά, και γιατί οι πληροφορίες αυτές ήταν τόσο σημαντικές. «Τι είδους πράγματα;» «Πώς να διευθύνει το εργοστάσιο καλύτερα». Ο Τζίμι δεν ακουγόταν και τόσο σίγουρος. Ανασήκωσε τους ώμους του, δήθεν α διάφορα. «Διάφορα πράγματα, ξέρω κι εγώ; Σπουδαία πράγματα». «Μ μμ...» «Πώς να διευθύνει το εργοστάσιο καλύτερα. Σωστά, Τζίμι;» Ο Τζίμι έσκαψε λίγο ακόμα το τσιμέντο. Ο Ντέιβ Μπόιλ βρήκε κι αυτός ένα ξύλο και, σκύβοντας πάνω από το μαλακό τσιμέντο, άρχισε να σχεδιάζει έναν κύκλο. Συνοφρυωμένος, ο Τζίμι πέταξε μακριά το δικό του ξύλο. Ο Ντέιβ σταμάτησε να ζωγραφίζει και γύρισε και κοίταξε τον Τζίμι με ύφος που έλεγε, «Μα τι έκανα πάλι;» «Ξέρετε τι θα ήταν πρώτη φάση;» Η φωνή του Τζίμι έγινε ε λάχιστα πιο διαπεραστική, κάνοντας το αίμα του Σον να παγώσει, ισως επειδή η αντίληψη του Τζιμι για το τι ήταν πρώτη φαση α πείχε συνήθως έτη φωτός από οποιουδήποτε άλλου.
«Τι;» «Να κάναμε μια βόλτα με αμαξι». «Μάλιστα», είπε ο Σον αργά. «Μόνο μια βόλτα στο τετράγωνο, έτσι για πλάκα», είπε ο Τζίμι αναποδογυρίζοντας τις παλάμες του. Το κλαδί και το φρέσκο τσι μέντο ήταν πια παρελθόν. «Μια βόλτα στο τετράγωνο», επανέλαβε ο Σον με δυσπιστία. «Δε θα ήταν πρώτη φάση;» είπε ο Τζίμι με πλατύ χαμόγελο. Ο Σον ένιωσε ένα χαμόγελο να διστάζει αρχικά κι έπειτα να α πλώνεται σ ’ όλο του το πρόσωπο. «Ναι, θα ήταν πρώτη φάση». «Θα ήταν η πιο πρώτη φάση απ’ όλες». Ο Τζίμι αναπήδησε σχε δόν μισό μέτρο από το έδαφος. Κοίταξε τον Σον με ανασηκωμένα φρύδια και πήδηξε ξανά. «Θα ήταν πολύ καλό». Ο Σον μπορούσε από τώρα να νιώσει στα χέρια του το μεγάλο τιμόνι. «Ναι, ναι, ναι!» έκανε ο Τζίμι και χτύπησε με τη γροθιά του τον ώμο του Σον. «Ναι, ναι, ναι!» Ο Σον χτύπησε κι αυτός με τη σειρά του τον ώμο του Τζίμι, νιώθοντας μέσα του κάτι να σαλεύει, να στροβιλί ζεται, και όλα γύρω του να γίνονται πιο γρήγορα και πιο λαμπερά.
«Ναι, ναι, ναι!» είπε και ο Ντέιβ, επιχειρώντας να χτυπήσει κι αυτός με τη γροθιά του τον ώμο του Τζίμι, αλλά αστοχώντας. Για μια στιγμή ο Σον είχε ξεχάσει ότι βρισκόταν εκεί και ο Ντέ ιβ. Αυτό συνέβαινε συχνά με τον Ντέιβ. Δεν ήξερε γιατί. «Πιο σοβαρή και πρώτη φάση δε γίνεται!» Ο Τζίμι γέλασε και αναπήδησε άλλη μια φορά. Κι ο Σον έβλεπε πως η φάση είχε αρχίσει ήδη να συμβαίνει. Φαντάστηκε τους δυο τους στις μπροστινές θέσεις ενός αυτοκινή του εν κινήσει (αν ήταν μαζί τους, ο Ντέιβ θα καθόταν στο πίσω κάθισμα), δύο εντεκάχρονα αγόρια να βολτάρουν στους δρόμους του Μ πάκιγχαμ, κορνάροντας στους φίλους τους, κάνοντας κόντρες με τα μεγαλύτερα παιδιά στη λεωφόρο Ντάνμποϊ, με τους τροχούς να στριγκλίζουν στην άσφαλτο, αφήνοντας πίσω τους κα μένο λάστιχο και σύννεφα καπνού. Σχεδόν μπορούσε να μυρίσει τον αέρα να μπαίνει ορμητικός από το παράθυρο, να του χαϊδεύει τα μαλλιά. Ο Τζίμι σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το δρόμο. «Ξέρεις κανέναν στο δρόμο εδώ ν ’ αφήνει τα κλειδιά σ τ’ αμάξι του;» Ο Σον ήξερε. Τον κύριο Γκρίφιν που τα άφηνε κάτω από το κά θισμα, την Ντότι Φιόρι που τα άφηνε στο ντουλαπάκι του ταμπλό και το γερο-Μακόφσκι, το μεθύστακα, που άκουγε μέρα νύχτα δί σκους του Σινάτρα στο τέρμα και τ ’ άφηνε τις περισσότερες φορές πάνω στο διακόπτη της μίζας. Αλλά, καθώς ακολουθούσε το βλέμμα του Τζίμι ξεδιαλέγοντας με το μυαλό του τα αυτοκίνητα που ήξερε ότι είχαν επάνω τους κλειδιά, ο Σον αισθάνθηκε έναν βουβό πόνο μέσα του να δυναμώ νει και, κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου που καθρεφτι ζόταν στα πορτμπαγκάζ και στις οροφές των αυτοκινήτων, ένιωσε το βάρος του δρόμου όπου έμενε, των σπιτιών του, ολόκληρου του Πόιντ και των προσδοκιών που έτρεφαν γ ι’ αυτόν. Δεν ήταν παιδί που έκλεβε αμάξια. Κάποια μέρα θα πήγαινε στο κολέγιο, θα γινόταν κάποιος... κι αυτο θα ήταν καλύτερο απο το να γίνει επιστατης ή φορτωτής. Ετσι ελεγε το σχέδιο, και ο Σον πίστευε οτι τα σχέδια γίνονταν πραγματικότητα αν ήσουν προσεκτικός, συνετός. Ή ταν σαν κινηματογραφική ταινία: όσο βαρετή ή μπερδεμένη κι αν ήταν, εμενες να τη δεις μέχρι το τέλος. Επειδή στο τέλος καποια πράγματα έβρισκαν την εξήγησή τους ή το ίδιο το τέλος ήταν τόσο
έξυπνο, που σ ’ έκανε να νιώθεις ότι άξιζε τον κόπο που έμεινες να δεις όλα αυτά τα βαρετά πράγματα. Προσπάθησε να το πει αυτό στον Τζίμι, αλλά εκείνος είχε αρ χίσει ήδη να προχωράει στο δρόμο κοιτάζοντας μέσα από τα παρά θυρα των αυτοκινήτων, με τον Ντέιβ να τρέχει στο πλάι του. «Τι λες γ ι’ αυτό;» είπε ο Τζίμι ακουμπώντας την Μπελ Αιρ του κυρίου Κάρλτον. Η φωνή του ακούστηκε υπερβολικά δυνατή μέσα στο ξηρό αεράκι. «Έι, Τζίμι!» Ο Σον προχώρησε προς το μέρος του. «Δεν τ ’ αφή νουμε για καμιά άλλη φορά; Ε, τι λες;» Το πρόσωπο του Τζίμι σκυθρώπιασε και τα χαρακτηριστικά του σφίχτηκαν. «Τι θες να πεις; Θα το κάνουμε. Θα ’χει πλάκα. Θα εί ναι πρώτη φάση. Το ξέχασες;» «Πρώτη φάοη». είπε κι ο Ντέιβ «Δε θα φτάνουμε να βλέπουμε από το παρμπρίζ». «Θα καθίσουμε πάνω σε τηλεφωνικούς καταλόγους», είπε ο Τζίμι χαμογελώντας κάτω από το φως του ήλιου. «Θα τους πά ρουμε απ’ το σπίτι σου». «Ναι! Τηλεφωνικούς καταλόγους», είπε ο Ντέιβ. Ο Σον άπλωσε τα χέρια του. «Έλα τώρα, Τζίμι, ας το αφήσουμε καλύτερα». Το χαμόγελο του Τζίμι έσβησε στα χείλη του. Κοίταξε τα χέρια του Σον σαν να ήθελε να του τα κόψει από τους αγκώνες. «Γιατί δεν κάνεις ποτέ κάτι για πλάκα, ε;» Πάλεψε για λίγο με το πόμολο της Μπελ Αιρ, αλλά ήταν κλειδωμένη. Για μια στιγμή τα μάγουλα του Τζίμι συσπάστηκαν, το κάτω χείλι του τρεμόπαιξε κι έπειτα κοίταξε καταπρόσωπο τον Σον με μια άγρια μοναξιά στο βλέμμα που έκανε τον Σον να νιώσει οίκτο. Το βλέμμα του Ντέιβ πήγε από τον Τζίμι στον Σον. Το χέρι του τινάχτηκε άγαρμπα και χτύπησε τον Σον στον ώμο. «Ναι, ρε, γιατί δεν κάνεις ποτέ κάτι για πλάκα;» Ο Σον δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Ντέιβ τον είχε μόλις χτυ πήσει. Ποιος; Ο Ντέιβ. Χτύπησε με τη γροθιά του τον Ντέιβ στο στήθος κι εκείνος γο νάτισε. Ο Τζίμι έσπρωξε τον Σον. «Τι στο διάβολο κάνεις;» «Με βάρεσε», είπε ο Σον. «Όχι, δε σε βάρεσε», είπε ο Τζίμι.
Ο Σον γούρλωσε τα μάτια του με δυσπιστία και ο Τζίμι τον μιμήθηκε ειρωνικά. «Με βάρεσε». «Με βάρεσε», είπε ο Τζίμι με κοριτσίστικη φωνή κι έσπρωξε ξανά τον Σον. «Είναι φίλος μου, γαμώτο!» «Εγώ δεν είμαι;» είπε ο Σον. «Εγώ δεν είμαι;» επανέλαβε ο Τζίμι. «Εγώ δεν είμαι; Εγώ δεν είμαι; Εγώ δεν είμαι;» Ο Ντέιβ Μπόιλ σηκώθηκε και γέλασε. «Κόφ’ το», είπε ο Σον. «Κόφ’ το, κόφ’ το, κόφ’ το!» Ο Τζίμι έσπρωξε ξανά τον Σον, χτυπώντας τον στα πλευρά με τη ράχη των χεριών του. «Χτύπα με. Γουστάρεις να με χτυπήσεις;» «Γουστάρεις να τον χτυπήσεις;» Ο Ντέιβ έσπρωξε τώρα κι αυ τός τον Σον. Ο Σον δεν καταλάβαινε πώς είχαν φτάσει εδώ τα πράγματα. Δεν μπορούσε πια να θυμηθεί τι είχε τσατίσει τον Τζίμι ή για ποιο λόγο ο Ντέιβ είχε κάνει τη βλακεία να τον βαρέσει. Πριν από ένα δευτε ρόλεπτο στέκονταν δίπλα στο αμάξι. Τώρα βρίσκονταν στη μέση του δρόμου και ο Τζίμι τον έσπρωχνε, με το πρόσωπό του στραβω μένο και σφιγμένο και τα μάτια του μισόκλειστα από το θυμό, ενώ ο Ντέιβ είχε αρχίσει να τον σπρώχνει κι αυτός. «Έλα. Βάρα με». «Δε θέλω ...» Άλλο ένα σπρώξιμο. «Άντε, κοπέλα μου». «Τζίμι, δεν μπορούμε να ;...» «Όχι. Δεν μπορούμε. Σαν γκόμενα κάνεις, Σον, το ξέρεις;» Πήγε να τον σπρώξει και πάλι, αλλά σταμάτησε, κι αυτή η ά γρια (και κουρασμένη, ο Σον ξαφνικά το έβλεπε κι αυτό) μοναξιά σφυροκοπούσε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του καθώς κοί ταζε πίσω από την πλάτη του Σον βλέποντας κάτι να ανεβαίνει το δρόμο. Ή ταν ένα σκούρο αμάξι, τετράγωνο και μακρύ, σαν κι αυτά που οδηγούσαν οι ντετέκτιβ της αστυνομίας, μια Πλίμουθ, ή κάτι τέτοιο, που ο προφυλακτήρας του σταμάτησε δίπλα στα πόδια τους και δυο αστυνομικοί επιασαν να τους κοιτάζουν πισω απο το παρμπρίζ, με πρόσωπα θολά από την αντανάκλαση των δέντρων πάνω στη γυάλινη επιφάνεια.
Ο Σον ένιωσε το πρωινό να παραπαίει, την τρυφερή του υφή να λιώνει και να χάνεται. Ο οδηγός βγήκε από το αυτοκίνητο. Έμοιαζε με αστυνομικό ειχε ξανθα κοντά μαλλια, στρατιωτικό κούρεμα, κοκκινο πρόσωπό, λευκό πουκάμισο, χρυσή και μαύρη νάιλον γραβάτα και κοιλιά που ξεχείλιζε πάνω από την αγκράφα της ζώνης του σαν παραφουσκω μένο κέικ. Ο άλλος έδειχνε άρρωστος. Ή ταν κοκαλιάρης, έμοιαζε κουρασμένος κι έμεινε στο κάθισμά του, με το ένα του χέρι να χου φτώνει το κεφάλι του μέσα από τα λιγδωμένα μαύρα του μαλλιά και με το βλέμμα καρφωμένο στον πλαϊνό καθρέφτη καθώς τα τρία αγόρια πλησίαζαν την πόρτα του οδηγού. χοντρος τύπος τους εγνεψε με το δάχτυλο του να πλησιάσουν Ο και τα παιδια πήγαν κοντά του. «Για να σας ρωτήσω κατι, ναι;» Εσκύψε πανω απο τη μεγάλη κοιλιά του, μέχρι που το πελώριο κε φάλι του κάλυψε το οπτικό πεδίο του Σον. «Πείτε μου, το βρίσκετε σωστό να τσακώνεστε στη μέση του δρόμου;» Ο Σον πρόσεξε ένα χρυσό σήμα πάνω από τον δεξιό γοφό του μεγαλόσωμου άντρα, καρφιτσωμένο στην αγκράφα της ζώνης του. «Δεν άκουσα καλά». Ο αστυνομικός έβαλε την παλάμη του πίσω από τ ’ αυτί του. «Όχι, κύριε». «Οχι. κύριε».
«Όχι, κύριε». «Μια παρεούλα αλητάμπουρες, ε;» Τίναξε τον μεγάλο του αντίχειρα προς τον άντρα που καθόταν στη θέση του συνοδηγού. «Εγώ κι ο συνεργάτης μου τους έχουμε σιχαθεί τους αλητάμπουρες απ’ το Ανατολικό Μπάκι που τρομοκρατούν τους φιλήσυχους πολίτες στους δρόμους. Το ξέρετε αυτό;» Ο Σον και ο Τζίμι δεν είπαν κουβέντα. «Συ-συγνώμη», είπε ο Ντέιβ Μπόιλ, έτοιμος να βάλει τα κλά ματα. «Εδω, σ αυτόν το ορομο μενετε;» ρώτησε ο μεγαλόσωμος α στυνομικός. Τα μάτια του έψαξαν τα σπίτια στην αριστερή πλευρά του δρόμου, λες και γνώριζε όλους τους ενοίκους και θα τους τσου βάλιαζε έτσι και του έλεγαν ψέματα. «Μ άισ’», είπε ο Τζίμι και έδειξε με το βλέμμα του το σπίτι του Σον, πίσω από την πλάτη του αστυνομικού. «Μάλιστα, κύριε», είπε και ο Σον.
Ο Ντέιβ δεν έβγαλε τσιμουδιά. Ο αστυνομικός κοίταξε προς το μέρος του. «Ε; Τι είπες, μικρέ;» «Ορίστε;» Ο Ντέιβ κοίταξε τον Τζίμι. «Μην κοιτάς αυτόν. Εμένα κοίτα». Ο μεγαλόσωμος αστυνομι κός ανάσαινε βαριά μέσα από τα ρουθούνια του. «Μένεις εδώ κο ντά, μικρέ;» «Εγώ; Οχι». «Όχι;» Ο αστυνομικός έσκυψε πάνω από τον Ντέιβ. «Πού μέ νεις, παιδί μου;» «Στην οδό Ρέστερ». Συνέχιζε να κοιτάζει τον Τζίμι. «Τι γυρεύει στο Πόιντ ένας αλήτης από το Φλατς;» Τα κατακόκκινα χείλη του αστυνομικού αργοσάλεψαν λες και απολάμβανε γλειφιτζούρι. «Αυτό δε μου φαίνεται και πολύ σόι, έτσι δεν είναι;» «Μάλιστα, κύριε...» «Η μάνα σου είναι σπίτι;» «Μάλιστα, κύριε». Έ να δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Ντέιβ, και ο Σον με τον Τζίμι γύρισαν αλλού το βλέμμα. «Λοιπόν, θα πάμε να πούμε δυο κουβέντες μαζί της, να μάθει τι καπνό φουμάρει το αλητάκι ο γιόκας της». «Δ ε... δ εν...» έκανε κλαψουρίζοντας ο Ντέιβ. «Μπες μέσα», είπε ο μπάτσος. «Ή μήπως προτιμάς να σου πε ράσω χειροπέδες;» «Ε γώ ...» «Λεν το ’πιασα;» Τώρα ο αστυνομικός ακουγόταν πραγματικά τσατισμένος. Χτύπησε το πάνω μέρος της ανοιχτής πόρτας. «Σάλτα μέσα, αυτή τη στιγμή!» Ο Ντέιβ σκαρφάλωσε στο πίσω κάθισμα, με τα δάκρυα να τρέ χουν ποτάμι. Ο αστυνομικός πρότεινε το κοντόχοντρο δάχτυλό του προς τον Τζίμι και τον Σον. «Πηγαίνετε να πείτε στους γονείς σας τι κάνατε. Και μη σας ξαναπιάσω να τσακώνεστε στους δρόμους μου, σκατόπαιδα». Ο Τζίμι και ο Σον έκαναν ένα βήμα προς τα πίσω, ο αστυνο μικός κάθισε στη θέση του και το αυτοκίνητο ξεκίνησε μαρσάρο ντας. Το είδαν να φτάνει μέχρι τη γωνία κι έπειτα να στρίβει δεξιά· ο Ντέιβ, θολός από την απόσταση και τη σκιά των δέντρων, γύρισε το κεφάλι του και τους κοίταξε. Κι έπειτα ο δρόμος άδειασε ολότελα ξανά, λες και ο γδούπος που έκανε κλείνοντας η πόρτα του
αυτοκινήτου μπόρεσε και τον βούβανε. Ο Τζίμι και ο Σον στέκο νταν εκεί όπου πριν από λίγο βρισκόταν το αυτοκίνητο, κοιτάζο ντας τα παπούτσια τους, κοιτάζοντας πάνω κάτω το δρόμο, κοι τάζοντας οπουδήποτε αλλού, μα αποφεύγοντας πάντως ο ένας το βλέμμα του άλλου. Ο Σον ένιωσε ξανά εκείνη την αίσθηση του κλονισμού, αυτή τη φορά μαζί με μια γεύση από βρόμικα κέρματα στη γλώσσα του. Έ νιωθε λες και του είχαν σκάψει το στομάχι με το κουτάλι. Τότε, ο Τζίμι το είπε: «Εσύ άρχισες». «Αυτός άρχισε». «Εσύ. Και τώρα την έχει βαμμένη. Η μάνα του είναι ζαβή. Ας μην πούμε καλύτερα τι θα του κάνει έτσι και της τον πάνε δυο μπασκίνες στο σπίτι». «Δεν το ξεκίνησα εγώ». Ο Τζίμι τον έσπρωξε, όμως αυτή τη φορά ο Σον του ανταπέ δωσε το σπρώξιμο και την επόμενη στιγμή κυλιόνταν στο έδαφος, χτυπώντας ο ένας τον άλλο. «Έι!» Ο Σον άφησε τον Τζίμι και σηκώθηκαν όρθιοι και οι δυο, περιμένοντας να δουν ξανά τους δύο αστυνομικούς- αντί γι’ αυτούς, όμως, είδαν τον κύριο Ντιβάιν να κατεβαίνει τα σκαλιά της εξώ πορτας και να έρχεται προς το μέρος τους. «Τι στο διάτανο κάνετε εκεί;» «Τίποτα». «Το βλέπω». Ο πατέρας του Σον έφτασε σκυθρωπός στο πεζο δρόμιο και φώναξε: «Φύγετε αμέσως απ’ τη μέση του δρόμου». Πήγαν δίπλα του στο πεζοδρόμιο. «Δεν ήσαστε τρεις;» Ο κύριος Ντιβάιν κοίταξε το δρόμο. «Πού είναι ο Ντέιβ;» «Ο ποιος;» «Ο Ντέιβ». Ο πατέρας του Σον κοίταξε τον Σον και τον Τζίμι. «Δεν ήταν μαζί σας ο Ντέιβ;» «Μαλώναμε στο δρόμο». «Τι;» «Μαλώναμε στο δρόμο και ήρθαν κάτι αστυνομικοί». «Πότε έγινε αυτό;» «Πριν από πέντε λεπτά περίπου».
«Εντάξει.Ή ρθαν οι αστυνομικοί... και;» «Και πήραν μαζί τους τον Ντέιβ». Ο πατέρας του Σον κοίταξε πάνω κάτω στο δρόμο. «Τι έκαναν, λέει; Τον πήραν μαζί τους;» «Για να τον πανε σπίτι του. Εγω ειπα ψέματα. Ειπα οτι μενω εδώ. Ο Ντέιβ είπε ότι μένει στο Φλατς κ α ι...» «Τι ’ν ’ αυτά που λέτε; Σον, πώς ήταν οι αστυνομικοί;» «Ε;» «Φορούσαν στολές;» «Όχι. Φ ορούσαν...» «Τότε, πώς καταλάβατε ότι ήταν αστυνομικοί;» «Είχαν...» «Τι είχαν;» «Ο ένας τους είχε ένα σήμα», είπε ο Τζίμι. «Περασμένο στη ζώνη του». «Τι είδους σήμα;» «Χρυσό, νομίζω». ; «Καλά, χρυσό. Αλλά τι έγραφε πάνω;» «Τι έγραφε;» «Τις λέξεις. Μπορούσατε να διαβάσετε κάποιες λέξεις;» «Όχι. Δεν ξέρω». «Μπίλι, τι συμβαίνει;» Γύρισαν κι οι τρεις και κοίταξαν τη μητέρα του Σον που στεκό ταν στη βεράντα της εξώπορτας, με το πρόσωπό της σφιγμένο και με περιέργεια να μάθει. «Αγάπη μου, τηλεφώνησε στο αστυνομικό τμήμα. Μάθε αν κά ποιοι ντετέκτιβ έπιασαν κάποιο παιδί επειδή μάλωνε στο δρόμο μας». «Κάποιο παιδί;» «Τον Ντέιβ Μπόιλ». «Ω, Θεέ μου, η μητέρα του θα τρελαθεί!» «Ας το αφήσουμε αυτό για την ώρα, ναι; Ας δούμε τι έχει να πει η αστυνομία. Εντάξει;» Η μητέρα του Σον ξαναμπήκε στο σπίτι. Ο Σον κοίταξε τον πα τέρα του. Ή ταν τόσο αμήχανος, που φαινόταν να μην ξέρει τι να κάνει τα χέρια του. Τα έβαλε στις τσέπες του, έπειτα τα έβγαλε πάλι, και τέλος τα σκούπισε στο παντελόνι του. «Που να πάρει...» είπε πολύ σιγανά και κοίταξε στο τέλος του δρόμου, λες και στη
γωνία τριγύριζε ο Ντέιβ, σαν μια οπτασία που τρεμόπαιζε πέρα από το οπτικό πεδίο του Σον. «Ήταν σκούρο», είπε ο Τζίμι. «Έλα;» «Το αυτοκίνητο. Ή ταν σκούρο καφέ. Πλίμουθ, νομίζω». «Τίποτ’ άλλο;» Ο Σον προσπάθησε να το ξαναφέρει στο μυαλό του, αλλά του ήταν αδύνατον. Μπορούσε μόνο να το δει σαν κάτι που εμπόδιζε το πεδίο της όρασής του, χωρίς ομως να εισερχεται σ αυτο. Η σκια του είχε πέσει πάνω στην πορτοκαλί Πίντο της κυρίας Ράιαν και στη βάση του φράχτη της, αλλά ο Σον δεν μπορούσε να δει το ίδιο το αυτοκίνητο. «Μύριζε μήλα», είπε. «Τι;» «Μύριζε μήλα. Το αυτοκίνητο μύριζε μήλα». «Μάλιστα. Μύριζε μήλα...» είπε ο πατέρας του.
ΜΙΑ ΩΡΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ, στην κουζίνα του σπιτιού του, δύο άλλοι α στυνομικοί έκαναν στον Σον και στον Τζίμι μερικές ερωτήσεις κι έπειτα εμφανίστηκε ένας τρίτος άντρας, μ ’ ένα μπλοκ ζωγραφικής στα χέρια, κι έκανε τα σκίτσα των ανθρώπων στο σκούρο αυτοκί νητο με βάση την περιγραφή του Σον και του Τζίμι. Ο μεγαλόσω μος ξανθός αστυνομικός έμοιαζε στο σκίτσο πιο κακός και το πρό σωπό του ακόμα μεγαλύτερο, αλλά κατά τα άλλα ήταν ολόιδιος. Ο δεύτερος τύπος, αυτός που κοιτούσε τον πλαϊνό καθρέφτη, δεν έ μοιαζε με τίποτε ιδιαίτερα, ήταν μια μουντζούρα με μαύρα μαλλιά, επειδή ο Σον και ο Τζίμι δεν τον θυμόνταν τόσο καλά. Ο πατέρας του Τζίμι ήρθε και στάθηκε στη γωνία της κουζίνας ταραγμένος και ανήσυχος, με τα μάτια του υγρά, τρεκλίζοντας ελα φρά, λες και ο τοίχος πίσω του σάλευε. Δεν είπε κουβέντα στον πατερα του Σον και κάνεις δεν του μίλησε. Τωρα που η έμφυτη ικα νότητά του για άξαφνες κινήσεις είχε μαραθεί από την περίσταση, φαινόταν στον Σον κάπως μικρότερος, λιγότερο αληθινός θα έλεγε κανείς, λες και αν ο Σον κοιτούσε αλλού κι έπειτα και πάλι αυτόν Οα είχε εξαφανιστεί, θα είχε απορροφηθεί από την ταπετσαρία του τοίχου. Αφού επανέλαβαν όσα ήξεραν τέσσερις πέντε φορές, έφυ
γαν όλοι από το σπίτι, οι αστυνομικοί, ο άντρας που σχεδίαζε στο μπλοκ, ο Τζίμι και ο πατέρας του. Η μητέρα του Σον μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, έκλεισε πίσω της την πόρτα και λίγα λεπτά αργό τερα ο Σον άκουσε τα πνιχτά της αναφιλητά. Βγήκε και κάθισε στη βεράντα της εισόδου και ο πατέρας του ήρθε για να του πει ότι δεν είχε κάνει τίποτε κακό, ότι εκείνος και ο Τζίμι είχαν φερθεί πολύ έξυπνα που δεν μπήκαν σ ’ εκείνο το αυτοκινητό. Του χτύπησε χαιόευτικα το γονατο και ειπε οτι ολα θα πανε καλά. Ο Ντέιβ θα γυρίσει σπίτι απόψε, θα δεις. Κι έπειτα ο πατέρας του σταμάτησε να μιλάει. Συνέχισε να ρου φάει την μπίρα του καθισμένος δίπλα στον Σον, αλλά ο Σον τον αι σθανόταν αλλού, ίσως στην πίσω κρεβατοκάμαρα μαζί με τη μη τέρα του Σον ή κάτω στο κελάρι παρέα με τα κλουβιά του. Ο Σον κοίταξε τις σειρές απ’ τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα στο δρόμο. Είδε την εκτυφλωτική τους λάμψη. Προσπάθησε να πεί σει τον εαυτό του ότι όλ’ αυτά ήταν μέρος ενός σχεδίου που είχε κάποιο νόημα, κάποιο νόημα που εκείνος απλώς δεν μπορούσε α κόμα να καταλάβει. Όμως κάποια μέρα θα το καταλάβαινε. Η α δρεναλίνη που έτρεχε στις φλέβες του αφότου είδε να παίρνουν τον Ντέιβ και μετά που κυλίστηκε στο δρόμο με τον Τζίμι είχε τελικά ξεχειλίσει από τους πόρους του σαν ξένο σώμα. Κοίταξε το σημείο δίπλα στην Μπελ Αιρ, εκεί όπου ο Τζίμι, ο Ντέιβ Μπόιλ και ο ίδιος είχαν αρπαχτεί, και περίμενε τα κενά που είχε αφήσει η αδρεναλίνη εγκαταλείποντας το σώμα του να γεμί σουν ξανά. Περίμενε το σχέδιο να πάρει νέα μορφή· περίμενε να προκυψει κάποιο νόημα. Περίμενε, κοιταζοντας το ορομο και νιώ θοντας τον αχό του. Και περίμενε κι άλλο, ώσπου ο πατέρας του σηκώθηκε από δίπλα του και γύρισαν μαζί μέσα στο σπίτι.
Ο ΤΖΙΜΙ ΓΎΡΙΣΕ στο Φλατς περπατώντας πίσω από τον πατέρα του. Ο πατέρας του βάδιζε τρεκλίζοντας ελαφρά, καπνίζοντας τα τσιγάρα του μέχρι τέλος, ώσπου να μην μπορεί να τα πιάσει καλά καλά με τα δάχτυλά του, και μουρμούριζε μόνος του χαμηλόφωνα. Ό Τζίμι σκέφτηκε πως, όταν θα έφταναν στο σπίτι, ίσως ο πατέρας του να του έδινε ένα γερό χέρι ξύλο, ίσως όμως και όχι, δεν μπο ρούσε να είναι σίγουρος. Όταν έχασε τη δουλειά του, είχε πει στον Τζίμι να μην ξαναπατήσει στο σπίτι των Ντιβάιν, και ο Τζίμι φα
νταζόταν ότι θα έπρεπε να τιμωρηθεί εφόσον παρέβη τον κανόνα. Αλλά ίσως όχι απόψε. Απόψε ο πατέρας του είχε βουλιάξει σ ’ αυτή τη νυσταγμένη μέθη που συνήθως σήμαινε πως, όταν θα γύριζαν στο σπίτι, θα καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και θα έπινε ώσπου ν’ αποκοιμηθεί με το κεφάλι ακουμπισμένο στα μπράτσα του. Ωστόσο, καλού κακού, ο Τζίμι τον ακολουθούσε λίγα βήματα παραπίσω και έπαιζε πετώντας μια μπάλα στον αέρα και ξαναπιάνοντάς τη με το γάντι του μπέιζμπολ, εκείνο το γάντι που είχε κλέ ψει από το σπίτι του Σον την ώρα που οι αστυνομικοί καληνύχτιζαν τους Ντιβάιν κι ενώ κανείς δεν είχε πει λέξη στον Τζίμι και στον πατέρα του καθώς περνούσαν απ’ το χολ για να φτάσουν στην εξώπορτα. Η πόρτα του δωματίου του Σον ήταν μισάνοιχτη και ο Τζίμι είχε δει το γάντι πεσμένο στο πάτωμα, τυλιγμένο γύρω από την μπάλα, είχε απλώσει το χέρι του, το ’χε μαζέψει και έπειτα ε κείνος κι ο πατέρας του είχαν διαβεί την εξώπορτα. Δεν είχε ιδέα γιατί ειχε κλεψει το γάντι. Δεν ήταν μονο για το έκπληκτο και μαζι περήφανο βλέμμα που είχε δει στα μάτια του πατέρα του. Δεκάρα δεν έδινε για κείνο το βλέμμα. Μήτε καν και για τον ίδιο του τον πατέρα. Ο λογος που εκλεψε το γάντι ειχε καποια σχέση με το γεγονος ότι ο Σον είχε χτυπήσει τον Ντέιβ Μπόιλ και είχε φοβηθεί να κλέ ψουν το αυτοκίνητο, όπως και με άλλα πράγματα που είχε δει όλ’ αυτά τα χρόνια που ήταν φίλοι, όπως και με την αίσθηση του Τζίμι πως ό,τι κι αν του έδινε ο Σον -κάρτες με παίκτες του μπέιζμπολ, μισή πλάκα σοκολάτα, οτιδήποτε- είχε τη μορφή ελεημοσύνης. Όταν ο Τζίμι είχε σηκώσει το γάντι και το είχε πάρει μαζί του, ειχε πεταξει απο χαρα. Ειχε νιώσει υπεροχα. Αιγο αργότερα, κα θώς διέσχιζαν τη λεωφόρο Μπάκιγχαμ, αισθάνθηκε το γνώριμο αίσθημα ντροπής και απογοήτευσης, όπως κάθε φορά που έκλεβε κάτι, μια οργή προς οτιδήποτε ή οποιονδήποτε τον ανάγκαζε να κάνει τέτοιες πράξεις. Έπειτα, λίγο αργότερα, καθώς κατηφόριζαν την οδό Κρέσεντ για να μπουν στο Φλατς, αισθάνθηκε ένα τσί μπημα περηφάνιας κοιτάζοντας πρώτα τις άθλιες τριώροφες κατοι κίες κι έπειτα το γάντι που φορούσε στο χέρι του. Ο Τζίμι αισθανόταν άσχημα που πήρε το γάντι επειδή θα έλειπε από τον Σον. Την ίδια στιγμή αισθανόταν πολύ καλά για τον ίδιο α κριβώς λόγο. Ο Τζίμι κοίταξε τον πατέρα του που προχωρούσε τρεκλίζοντας
Σον. Μισούσε τον Σον, και είχε φανεί τόσο βλάκας πιστεύοντας ότι θα μπορούσαν να είναι φίλοι, και ήξερε ότι αυτό το γάντι θα το κρατούσε μέχρι να πεθάνει, θα το φρόντιζε, δεν θα το έδειχνε ποτέ, σε κανέναν και ποτέ, ούτε μία φορά, ούτε θα το χρησιμοποιούσε το παλιόπραμα. Θα προτιμούσε να πεθάνει παρά ν ’ αφήσει να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Τζίμι κοίταξε το Φλατς που απλωνόταν μπροστά του καθώς περπατούσε με το γέρο του κάτω από τη βαριά σκιά των γραμμών του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, πλησιάζοντας εκεί όπου η Κρέσεντ έφτανε στο χαμηλότερο της σημείο και τα βαγόνια της εμπορικής αμαξοστοιχίας περνούσαν με θόρυβο μπροστά από το παλιό, άθλιο ντράιβ-ιν και το Πενιτένσιαρι Τσάνελ πιο πέρα, και ήξερε -βαθιά βαθιά μέσα του- ότι δεν θα ξανάβλεπε τον Ντέιβ Μπόιλ. Εκεί όπου έμενε ο Τζίμι, στην οδό Ρέστερ, οι κλοπές ήταν σε ημερήσια δι άταξη. Όταν ο Τζίμι ήταν τεσσάρων χρονών του είχαν κλέψει το παιχνίδι του, μια ρόδα που είχε και την τσουλούσε, και όταν ήταν οχτώ το ποδήλατό του. Ο γέρος του είχε χάσει ένα αυτοκίνητο. Και η μητέρα του είχε αρχίσει να απλώνει τα ρούχα μέσα στο σπίτι για να στεγνώσουν, έπειτα από όλα όσα της είχαν κλέψει από την αυλή. Όταν σου έκλεβαν κάτι, αισθανόσουν διαφορετικά απ’ ό,τι όταν είχες ξεχάσει πού το είχες βάλει. Το ένιωθες στο στήθος σου ότι δεν θα το ξανάβλεπες ποτέ. Έ τσι αισθανόταν και για τον Ντέιβ. Ίσως, αυτή τη στιγμή, ο Σον να αισθανόταν το ίδιο για το γάντι του μπέιζμπολ, καθώς στεκόταν πάνω από τον κενό χώρο στο πάτωμα όπου βρισκόταν προηγουμένως, γνωρίζοντας, πέρα από κάθε λογι κή, ότι δεν θα το ξανάβλεπε ποτέ. Κρίμα, γιατί του Τζίμι του άρεσε ο Ντέιβ, αν και τις περισσό τερες φορές δεν μπορούσε να πει με σιγουριά γιατί ακριβώς. Ή ταν κάτι που είχε αυτό το παιδί, ίσως ο τρόπος με τον οποίο βρισκόταν πάντα δίπλα σου, χωρίς τις μισές φορές να τον έχεις πάρει χαμπάρι.
2 ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΜΕΡΕΣ
Ο π ω ς ΑΠΟΔΕΙΧΤΗΚΕ, ο Τζίμι έκανε λάθος. Ο Ντέιβ Μπόιλ γύρισε στη γειτονιά τέσσερις ημέρες μετά την εξαφάνιση του. Γύρισε καμαρωτός καμαρωτός στο μπροστινό κά θισμα ενός περιπολικού. Οι δυο αστυνομικοί που τον έφεραν τον άφησαν να παίξει με τη σειρήνα και να ψηλαφίσει το κοντάκι της καραμπίνας που είχαν στερεωμένη κάτω από το ταμπλό. Του χάρι σαν επίσης ένα τιμητικό σήμα της αστυνομίας, και, όταν τον παρέ δωσαν στη μητέρα του στο σπίτι του, στην οδό Ρέστερ, υπήρχαν εκεί δημοσιογράφοι από τις εφημερίδες και την τηλεόραση για να καλύψουν το γεγονός. Ο ένας από τους αστυνομικούς, ο αστυφύ λακας Γιουτζίν Κουμπιάκι, έπιασε τον Ντέιβ από τις μασχάλες, τον έβγαλε απ’ το περιπολικό και τον κράτησε για μια στιγμή ψηλά με τα πόδια στον αέρα, προτού τον αφήσει στο πεζοδρόμιο μπροστά στη μητέρα του, η οποία έκλαιγε, χαχάνιζε και έτρεμε. Εκείνη τη μέρα στην οδό Ρέστερ είχε μαζευτεί πλήθος ολό κληρο -γονείς, παιδιά, ένας ταχυδρόμος της γειτονιάς, οι δυο χο ντρομπαλάδες αδερφοί που είχαν το σαντουιτσάδικο στη γωνία Ρέστερ και Σίντνεϊ, μέχρι και η δεσποινίς Πάουελ, η δασκάλα του Ντέιβ και του Τζίμι στην πέμπτη τάξη του δημοτικού σχολείου Λιούι & Ντιούι. Ο Τζίμι στεκόταν δίπλα στη μάνα του κι εκείνη
του κρατούσε ακίνητο το κεφάλι στη μέση της, έχοντας κολλημένη στο μέτωπό του την ιδρωμένη της παλάμη, σαν να ’θελε να εί ναι σίγουρη ότι ο γιος της δεν είχε κολλήσει αυτό -ό ,τ ι κι αν ήταν αυτό- που είχε ο Ντέιβ, και ο Τζίμι αισθάνθηκε ένα δάγκωμα ζή λιας την ώρα που ο αστυφύλακας Κουμπιάκι κρατούσε τον Ντέιβ πάνω από το πεζοδρόμιο και γελούσαν σαν παλιόφιλοι οι δυο τους, ενώ η όμορφη δεσποινίς Πάουελ χτυπούσε παλαμάκια. Παρά τρίχα να έμπαινα κι εγώ σ ’ εκείνο το αυτοκίνητο, ήθελε να πει σε κάποιον ο Τζίμι, και πιο πολύ απ’ όλους ήθελε να το πει στη δεσποινίδα Πάουελ, που ήταν πανέμορφη και πεντακάθαρη, και όταν γελούσε έβλεπες ότι ένα από τα επάνω δόντια της ήταν κάπως στραβό, κάτι που στα μάτια του Τζίμι την έκανε ακόμη πιο όμορφη. Ο Τζίμι ήθελε να της πει ότι κόντεψε να μπει κι αυτός σ’ εκείνο το αυτοκίνητο, για να διαπιστώσει αν το πρόσωπό της θα έ παιρνε την έκφραση που είχε όταν κοιτούσε τον Ντέιβ. Ή θελε να της πει ότι τη σκεφτόταν αδιάκοπα κι ότι στη σκέψη του ήταν με γαλύτερος, μπορούσε να οδηγεί και να την πηγαίνει σε διάφορα μέρη, όπου εκείνη του χαμογελούσε συνέχεια, ότι έβγαιναν για πικνίκ και κάθε του κουβέντα την έκανε να γελάει, να δείχνει το στραβό της το δοντάκι και να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Ωστόσο, ο Τζίμι καταλάβαινε ότι η δεσποινίς Πάουελ ένιωθε κάπως άβολα εδώ. Αφού είπε δυο λόγια στον Ντέιβ, τον χάιδεψε και τον φίλησε στο μάγουλο -δύο φορές μάλιστα-, κάποιοι άλλοι μπήκαν στη μέση και η δεσποινίς Πάουελ παραμέρισε και στάθηκε στο ραγισμένο πεζοδρόμιο, κοιτάζοντας τα γερτά τριώροφα με το πισσόχαρτο που ξέφτιζε στις γωνίες αφήνοντας να φανεί το ξύλο απο κατω. Στον Τζιμι φαινόταν νεότερη κι ωστοσο πιο σκληρή, λες και ξαφνικά υπήρχε κάτι επάνω της, κάτι σαν από καλογριά... έτσι που χάιδευε τα μαλλιά της από συνήθειο, με τη μικρή της μύτη να σαλεύει, έτοιμη να κρίνει. Ο Τζίμι ήθελε να πάει κοντά της, αλλά η μητέρα του τον κρα τούσε ακόμη σφιχτά αγνοώντας τις νευρικές του κινήσεις, ενώ η δεσποινίς Πάουελ προχώρησε τώρα μέχρι τη γωνία Ρέστερ και Σίντνεϊ και ο Τζίμι την είδε να κάνει απεγνωσμένα νόημα σε κά ποιον. Ένας τύπος με χίπικη εμφάνιση ήρθε και σταμάτησε κοντά της μέσα σε ένα ξεσκέπαστο χίπικο αμάξι με ξεβαμμένα λουλούδια ζωγραφισμένα στις ψημένες απ’ την κάψα του ήλιου πόρτες του.
και η δεσποινίς Πάουελ μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγαν μαζί, ενώ ο Τζίμι σκεφτόταν, Ω, Θεέ μου, όχι... Τελικά, κατάφερε να ξεφύγει από τη λαβή της μητέρας του. Στάθηκε στο κέντρο του δρόμου κοιτάζοντας το πλήθος που είχε περικυκλώσει τον Ντέιβ και ευχήθηκε να είχε μπει ο ίδιος σ ’ εκείνο το αμάξι, αν μόνο έτσι μπορούσε να εισπράξει ένα μέρος του θαυ μασμού που απολάμβανε τώρα ο Ντέιβ, να δει όλα αυτά τα μάτια να τον κοιτάζουν λες και ήταν ξεχωριστός. Η συγκέντρωση στην οδό Ρέστερ μεταμορφώθηκε σε μια μεγαλη γιορτή, με τους παντες να τρέχουν απο καμερα σε καμερα, ελπίζοντας να τους δείξει η τηλεόραση, ή να δουν έστω τη φωτο γραφία τους στις πρωινές εφημερίδες -ναι, τον γνωρίζω κι εγώ τον Ντέιβ, είναι ο καλύτερός μου φίλος, μεγαλώσαμε μαζί, ξέρετε, εί ναι σπουδαίο παιδί, δόξα τω Θεώ που είναι καλά. Κάποιος άνοιξε έναν κρουνό της Πυροσβεστικής. Το νερό ανέβλυσε στην οδό Ρέστερ σαν στεναγμός ανακούφισης και τα παιδιά πέταξαν τα παπούτσια τους στη σχάρα του υπονόμου, σήκωσαν τα μπατζάκια τους κι άρχισαν να χορεύουν κάτω από τον υδάτινο πί δακα. Σε λίγο κατέφθασε το φορτηγάκι του παγωτατζή και ο Ντέιβ πήγε να διαλέξει ό,τι ήθελε, κερασμένα από το κατάστημα, κι α κόμα και ο κύριος Πάκινο -ένα ς στριμμένος γερο-χήρος που σημά δευε με μια καραμπίνα τους σκίουρους (κάπου κάπου και τα παι διά, όταν δεν έβλεπαν οι γονείς τους) και ούρλιαζε όλη την ώρα στους ανθρώπους να κάνουν ησυχία-, ακόμα και ο κύριος Πάκινο άνοιξε τα παράθυρα του σπιτιού του, έστησε τα ηχεία του μπροστά στις σήτες και την επόμενη στιγμή ο Ντιν Μάρτιν τραγουδούσε το «Memories Are Made o f This» και το « Volare» και διάφορες άλλες σαχλαμάρες, που υπό κανονικές συνθήκες ο Τζίμι ξερνούσε όταν τα άκουγε, αλλά στην παρούσα περίσταση κολλούσαν μια χαρά. Σήμερα η μουσική πλημμύριζε την οδό Ρέστερ σαν λαμπερή λω ρίδα από χρωματιστό κρεπ χαρτί και μπερδευόταν με τον δυνατό θόρυβο του νερού που ανέβλυζε από τους κρουνούς. Κάποιοι από τους τύπους που έπαιζαν χαρτιά στο πίσω μέρος του μαγαζιού των Χοντρομπαλάδων έφεραν από το σαντουιτσάδικο των δύο α δερφών ένα πτυσσόμενο τραπέζι και μια μικρή ψησταριά, και σε λίγο κάποιος άλλος έφερε μερικά ψυγεία από φελιζόλ γεμάτα μπί ρες Σλιτζ και Ναραγκάνσετ, και ο αέρας γέμισε τσίκνα από τα χοτ ντογκ και τα ιταλικά λουκάνικα που ψήνονταν, αναδίδοντας τη μυ
ρωδιά του καμένου καπνιστού και την ελαφριά οσμή της μπίρας, φέρνοντας στο μυαλό του Τζίμι το πάρκο Φένγουεϊ τις Κυριακές του καλοκαιριού κ α ι τ η ν τρελή χαρά που ένιωθες να φουσκώνει στο στήθος σου όταν οι μεγάλοι χαλάρωναν και φέρονταν πιο πολύ σαν παιδιά, και όλοι γελούσαν, όλοι έμοιαζαν πιο νέοι, πιο ανάλα φροι και πιο χαρούμενοι που ήταν μια παρέα. Αυτό ακριβώς έκανε τον Τζίμι να λατρεύει τη γειτονιά όπου μεγάλωνε, ακόμα κι όταν ένιωθε να βουλιάζει στον μαύρο λάκκο του μίσους επειτα απο ενα χερι ξύλο απ τον πατέρα του ή απο την κλοπή κάποιου αγαπημένου του αντικειμένου: ο τρόπος που οι άν θρωποι μπορούσαν να διώξουν απ’ την καμπούρα τους μια ολό κληρη χρονιά γεμάτη γκρίνια, κακολογίες, επαγγελματικά προβλή ματα και παλιές διαμάχες, και να χαλαρώσουν λες και τίποτε κακό δεν τους είχε συμβεί ποτέ. Τη μέρα της γιορτής του Αγίου Πατρι κίου ή τη μέρα της γιορτής του Μπάκιγχαμ, μερικές φορές και την 4η Ιουλίου, ή όταν οι Σοξ νικούσαν στα ματς του Σεπτεμβρίου ή, όπως τώρα, όταν κάτι κοινό χανόταν για να ξαναβρεθεί έπειτα από λίγο -τότε αυτή εδώ η γειτονιά ξεσπούσε σε γλεντια που θύμιζαν ξέφρενο ντελίριο. Δεν συνέβαιναν τέτοια πράγματα στο Πόιντ. Εντάξει, και στο Πόιντ γίνονταν γλέντια στους δρόμους, αλλά ήταν πάντα προσχεδιασμένα, είχαν εξασφαλίσει τις απαραίτητες άδειες, ο καθένας ήταν σίγουρος ότι όλοι οι υπόλοιποι πρόσεχαν τα αυτοκίνητα, πρόσεχαν το γρασίδι κ α ι... -Επ! το νου σου, μόλις έβαψα το φράχτη. Στο Φλατς, τα μισά σπίτια δεν είχαν γρασίδι στις αυλές τους και οι φράχτες ήταν έτσι κι αλλιώς ετοιμόρροποι, οπότε και τι έγινε; Όταν ήθελες να γιορτάσεις, γιόρταζες, επειδή, κολλητέ, το άξιζες, κι αυτό ήταν όλο. Χωρίς αφεντικά πάνω απ’ το κεφάλι σου. Χω ρίς ελεγκτές της Πρόνοιας ή μπράβους των τοκογλύφων. Όσο πάλι για τους μπασκίνες, εντάξει, υπήρχαν βέβαια κι εδώ, μόνο που εδώ γλεντούσαν κι εκείνοι μαζί με όλους τους υπόλοιπους. Ο αστυφύ λακας Κουμπιάκι μασουλούσε ένα πικάντικο λουκάνικο που μόλις είχε βγει από την ψησταριά και ο συνεργάτης του είχε χώσει στην τσέπη του ένα κουτάκι μπίρα για αργότερα. Οι δημοσιογράφοι εί χαν πια φύγει όλοι και ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει, χαρίζοντας στο δρόμο τη λάμψη που λέει ότι έφτασε η ώρα του δείπνου· αλλά καμια νοικοκυρά δεν μαγείρευε και κάνεις δεν ελεγε να παει σπίτι. Εκτός από τον Ντέιβ. Ο Ντέιβ έλειπε, συνειδητοποίησε ο Τζίμι
μόλις βγήκε από τον πίδακα του κρουνού, κι αφού έστυψε τα μπατζάκια του παντελονιού του, ξαναφόρεσε το φανελάκι του και στή θηκε στην ουρά για χοτ ντογκ. Το πάρτι προς τιμήν του Ντέιβ βρι σκόταν στο απόγειό του, αλλά ο ίδιος ο Ντέιβ μάλλον είχε γυρίσει σπίτι μαζί με τη μητέρα του, κι όταν ο Τζίμι κοίταξε τα παράθυρα του διώροφού τους, είδε τα στόρια κατεβασμένα και μοναχικά. Για κάποιον παράξενο λόγο, αυτά τα κατεβασμένα στόρια τού έφεραν στο μυαλό τον τρόπο που η δεσποινίς Πάουελ είχε μπει στο χίπικο αμάξι κι ένιωσε βρόμικος και θλιμμένος καθώς θυμήθηκε τον τρόπο που λύγισε τον δεξιό της αστράγαλο και τη γάμπα της για να μπει στο αυτοκίνητο προτού κλείσει την πόρτα. Αραγε που να πήγαινε; Ίσως τώρα να έτρεχαν στον αυτοκινητόδρομο, με τον άνεμο να ρέει ανάμεσα στα μαλλιά της όπως η μουσική έρεε στην οδό Ρέστερ. Ίσως η νύχτα τούς αγκάλιαζε ενώ εκείνοι ταξίδευαν με το χίπικο αυτοκίνητο για ... για πού άραγε; Ο Τζίμι ήθελε να ξέρει, αλλά και δεν ήθελε. Αύριο, όταν θα την έβλεπε στην τάξη -εκτός κι αν είχαν δώσει σε όλους μια μέρα ρεπό για να γιορτάσουν την ε πιστροφή του Ντέιβ-, θα ήθελε να τη ρωτήσει, αν και δεν θα το έ κανε. Ο Τζίμι πήρε το χοτ ντογκ του και κάθισε στο κράσπεδο απένα ντι από το σπίτι του Ντέιβ για να το φάει με την ησυχία του. Όταν είχε φτάσει στα μισά, είδε τα στόρια ενός παραθύρου να ανεβαί νουν και τον Ντέιβ να στέκεται όρθιος εκεί, κοιτάζοντάς τον. Ο Τζίμι του έκανε νόημα σηκώνοντας το μισοφαγωμένο χοτ ντογκ ίου, όμως ο Ντέιβ δεν του έδειξε ότι τον έβλεπε, ούτε όταν το ξανάκανε. Ο Ντέιβ απλώς κοιτούσε. Κοιτούσε τον Τζίμι και, παρ’ όλο που ο Τζιμι δεν μπορούσε να δει τα μάτια του, μπορούσε να νιώσει μέσα τους το κενό. Το κενό και την κατηγορία. Η μητέρα του Τζίμι ήρθε και κάθισε δίπλα του στο κράσπεδο και ο Ντέιβ χάθηκε από το παράθυρο. Ή ταν μια μικρόσωμη λεπτή γυναίκα με ξανθά μαλλιά. Παρ’ όλο που ήταν τόσο αδύνατη, οι κι νήσεις της έμοιαζαν λες και κουβαλούσε στους ώμους της σωρούς ολόκληρους από τούβλα, και αναστέναζε συχνά και με τέτοιο τρό πο, που ο Τζίμι δεν ήταν σίγουρος αν είχε επίγνωση του ήχου που έβγαινε από μέσα της. Είχε δει φωτογραφίες της από την εποχή πριν μείνει έγκυος και του φαινόταν λιγοτερο αδύνατη και πολυ νε ότερη, σαν έφηβο κορίτσι (και, όταν υπολόγισε τα χρόνια που εί χαν περάσει, διαπίστωσε ότι αυτό ακριβώς ήταν). Στις φωτογρα
φίες το πρόσωπό της ήταν πιο στρογγυλό, χωρίς ρυτίδες στα μά τια ή στο μέτωπο, κι είχε κι αυτό το όμορφο, γεμάτο χαμόγελο που ο Τζιμι δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν του φαινόταν κάπως τρομαγμένο, ή, μάλλον, περίεργο. Ο πατέρας του είχε πει χιλιάδες φορές ότι η γέννηση του Τζίμι λίγο έλειψε να τη στείλει στον άλλο κόσμο, ότι είχε τέτοια αιμορραγία, που οι γιατροί φοβήθηκαν ότι δεν θα σταματούσε ποτέ. Την είχε ξεκάνει, έτσι είχε πει ο πατέρας του. Και, βέβαια, δεν θα ξανάκανε ποτέ παιδιά. Κανείς δεν θα ’θελε να ξαναπεράσει κάτι τέτοιο. Ακούμπησε το χέρι της στο γόνατο του Τζίμι και είπε: «Πώς τα πας, Τζι Άι Τζο;» Η μητέρα του τον φώναζε πάντα με διάφορα πα ρατσούκλια που πολλές φορές σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή, και τις μισές φορές ο Τζίμι δεν ήξερε σε ποιον αναφερόταν το όνομα. Ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Ξέρεις». «Δε μίλησες καθόλου με τον Ντέιβ». «Δε μ’ άφησες να το κουνήσω ρούπι, μαμά». Η μητέρα του τράβηξε το χέρι της από το γόνατό του και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω της για να προστατευτεί από την ψύχρα που δυνάμωνε όσο έπεφτε το σκοτάδι. «Εννοώ αργότερα. Όταν ήταν α κόμα έξω». „ «.Θα τα πούμε αύριο στο σχολείο». Η μητέρα του έψαξε στην τσέπη του τζιν της, έβγαλε ένα πακετο τσιγαρα Κεντ και αναψε ενα, φυσώντας νευρικά τον καπνό. «Δε νομίζω ότι θα έρθει αύριο ο Ντέιβ στο σχολείο». Ο Τζίμι αποτελείωσε το χοτ ντογκ του. «Δε θα αργήσει όμως να ’ρθει, ψέματα;» Η μητέρα του έγνεψε καταφατικά και φύσηξε κι άλλο λίγο κα πνό από το στόμα της. Χούφτωσε την παλάμη της και τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά, κρατώντας το τσιγάρο ανάμεσα στον παρά μεσο και στο μικρό της δάχτυλο. Έπειτα κοίταξε το παράθυρο του Ντέιβ. «Εσύ πώς τα πήγες σήμερα στο σχολείο;» είπε, μόλο που ήταν ολοφάνερο ότι η απάντηση δεν την ενδιέφερε πραγματικά. Ο Τζίμι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Οκέι». «Γνώρισα τη δασκάλα σας. Ωραία κοπέλα». Ο Τζίμι δεν είπε τίποτα. «Πολύ ωραία κοπέλα», επανέλαβε η μητέρα του πίσω από μια γκρίζα τολύπη καπνού. Ο Τζίμι εξακολουθούσε να μη λέει κουβέντα. Τις περισσότερες
φορές που μιλούσε με τους γονείς του δεν είχε τι να τους πει. Η μη τέρα του ήταν συνέχεια τόσο κουρασμένη, το βλέμμα της χανόταν σε μέρη άγνωστα που ο Τζίμι δεν μπορούσε να τα δει, κάπνιζε α σταμάτητα και τις μισές φορές που της μιλούσε έπρεπε να της επα ναλάβει αρκετές φορές αυτό που ήθελε να πει για να τον ακούσει. Ο πατέρας του είχε συνήθως τα νεύρα του, αλλά, όποτε δεν τα ’χε και θα μπορούσε να κάνει και λίγη πλάκα, ο Τζίμι ήξερε ότι μέσα σε μια στιγμή μπορούσε να μεταμορφωθεί σε έναν τσατισμένο μέ θυσο και να ρίξει στον Τζίμι ένα χέρι ξύλο με αφορμή κάτι που πριν από μία ώρα ίσως θα τον είχε κάνει να γελάσει. Κι όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ήξερε καλά ότι κουβαλούσε μέσα του και τους δυο του γονείς -τις μακριές σιωπές της μητέρας του και τις ξαφνικές εκρήξεις οργής του πατέρα του. Όταν ο Τζίμι δεν ονειρευόταν ότι ήταν το αγόρι της δεσποινίδος Πάουελ, ονειρευόταν ότι ήταν γιος της. Τώρα, η μητέρα του τον κοίταζε με μισόκλειστα μάτια και ε ρευνητικό βλέμμα, κρατώντας το τσιγάρο δίπλα σ τ’ αυτί της. «Τι;» είπε εκείνος, χαμογελώντας της αμήχανα. «Έχεις υπέροχο χαμόγελο, Κάσιους Κλέι». Του χαμογέλασε κι εκείνη. «Αλήθεια;» «Αλήθεια. Θα γίνεις μεγάλος καρδιοκατακτητής». «Ου, σίγουρα», είπε ο Τζίμι κι έβαλαν κι οι δυο τα γέλια. «Θα μπορούσες πάντως να μιλάς λίγο περισσότερο». Κι εσύ επίσης, ήθελε να της πει ο Τζίμι. «Δεν πειράζει όμως. Οι σιωπηλοί τύποι έχουν πέραση στις γυ ναίκες». Ο Τζίμι κοίταξε πίσω από την πλάτη της μητέρας του και είδε τον πατέρα του να βγαίνει από το σπίτι τρεκλίζοντας, με ρούχα τσαλακωμένα και πρόσωπο πρησμένο από τον ύπνο ή το πιοτό, ή κι από τα δύο μαζί. Ο πατέρας του κοίταξε το γλέντι που συνεχι ζόταν μπροστά του σαν να μην μπορούσε να φανταστεί από πού κατέβηκε. Η μητέρα του ακολούθησε το βλέμμα του Τζίμι και όταν τον ξανακοίταξε έδειχνε ξανά κουρασμένη. Το χαμόγελο είχε χαθεί από το πρόσωπό της κι αν κάποιος την έβλεπε εκείνη τη στιγμή για πρώτη φορά θα πίστευε ότι δεν ξέρει να χαμογελάει. «Έι, Τζιμ».
Λάτρευε να την ακούει να τον λέει «Τζιμ». Τον έκανε να αισθά νεται ότι είχαν αναλάβει κάτι μαζί, οι δυο τους. «Ναι;» «Είμαι πολυ χαρούμενη που δεν μπήκες σ εκείνο το αυτοκίνη το, μωρό μου». Τον φίλησε στο μέτωπο και ο Τζίμι είδε τα μάτια της να γυαλίζουν, κι έπειτα σηκώθηκε και πήγε εκεί όπου ήταν με ρικές άλλες μητέρες, με την πλάτη γυρισμένη στον άντρα της. Ο Τζίμι σήκωσε το βλέμμα του και είδε τον Ντέιβ στο παρά θυρο να τον κοιτάζει ξανά, μ’ ένα απαλό κίτρινο φως αναμμένο στο δωμάτιο πίσω του. Αυτή τη φορά ο Τζίμι δεν δοκίμασε καν να τον χαιρετήσει. Τώρα που η αστυνομία και οι ρεπόρτερ είχαν όλοι φύ γει και το πάρτι βρισκόταν σε τέτοια έξαρση, που μάλλον κανένας δεν θυμόταν για ποιο λόγο είχε αρχίσει, ο Τζίμι ένιωσε τη μονα ξιά του Ντέιβ εκεί πάνω στο διαμέρισμα, έχοντας δίπλα του μόνο την τρελή του τη μανα, περικυκλωμενος απο σκουρους τοίχους και χλομά κίτρινα φώτα, ενώ κάτω στο δρόμο το πάρτι έσφυζε από ζωντάνια. Και χαιρόταν κι αυτός, για μια ακόμη φορά, που δεν είχε μπει σ’ εκείνο το αμάξι. Κατεστραμμένος. Έ τσι είχε πει ο πατέρας του Τζίμι στη μητέρα του το προηγούμενο βράδυ. «Ακόμα κι αν βρεθεί ζωντανός, ο μι κρός είναι κατεστραμμένος. Δε θα ’ναι ποτέ ξανά ο εαυτός του». Ο Ντέιβ σήκωσε το ένα του χέρι. Το έφερε εκεί δίπλα στον ώμο του και το κράτησε ακίνητο για ώρα, και καθώς ο Τζίμι του αντι γύριζε το χαιρετισμό, ένιωσε τη θλίψη να σκαρφαλώνει μέσα του όπως ο κισσός, να χώνεται βαθιά κι έπειτα ν ’ απλώνεται σε μικρά κύματα. Δεν ήξερε αν η θλίψη είχε κάποια σχέση με τον πατέρα του, τη μητέρα του, τη δεσποινίδα Πάουελ, αυτή εδώ τη γειτονιά, ή με το γεγονός ότι ο Ντέιβ κρατούσε το χέρι του τόσο σταθερό έτσι όπως στεκόταν στο παράθυρο, αλλά, ό,τι κι αν την είχε προκαλέσει -κα τι απ αυτα ή ολα μαζι-, ήταν σίγουρος οτι δεν θα την άφηνε ποτέ μα ποτέ να έρθει στην επιφάνεια. Ο Τζίμι, καθισμένος εκεί στο κράσπεδο, ήταν έντεκα χρονών, αλλά δεν αισθανόταν πια παι δί. Έ νιωθε γερασμένος. Γερασμένος όπως οι γονείς του, όπως αυ τός ο δρόμος. Κατεστραμμένος, σκέφτηκε ο Τζίμι κι άφησε το χέρι του να πέ σει στα γόνατά του. Είδε τον Ντέιβ να του γνέφει κι έπειτα να κα τεβάζει τα στόρια για να ξαναγυρίσει στο βουβό του διαμέρισμα,
με τους σκούρους τοίχους και τα ρολόγια που χτυπούσαν ασταμά τητα, κι ένιωσε τη θλίψη να ριζώνει μέσα του, να φωλιάζει στα εσώψυχά του, σαν να βρήκε ένα θαλπερό σπίτι, και δεν είχε καμιά επιθυμία να τη διώξει, επειδή ένα μέρος του καταλάβαινε ότι κάτι τέτοιο δεν ειχε κανένα απολύτως νόημα. Σηκώθηκε από το κράσπεδο, χωρίς να ξέρει για μια στιγμή τι σκόπευε να κάνει. Αισθάνθηκε μια λαίμαργη, επιτακτική ανάγκη να χτυπήσει κατι ή να κάνει κατι που δεν ειχε ξαναεπιχειρήσει μέ χρι τώρα, κάτι παλαβό. Αλλά εκείνη τη στιγμή άκουσε το στομάχι του να γουργουρίζει, θυμίζοντάς του ότι πεινούσε ακόμη, κι έτσι λοιπόν ξαναπήγε για άλλο ένα χοτ ντογκ, ελπίζοντας ότι έχει μείνει κανένα.
ΓΙΑ ΛΙΓΕΣ ΗΜΕΡΕΣ, ο Ντέιβ Μπόιλ έγινε ένας μικρός διάσημος όχι μόνο για τη γειτονιά αλλά και για ολόκληρη την Πολιτεία. Το επόμενο πρωινό, ο πρωτοσέλιδος τίτλος της Ρέκορντ Αμέρικαν ήταν: ΒΡΕΘΗΚΕ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΑΓΟΡΙ. Η φωτογραφία πάνω από το σημείο όπου δίπλωνε η εφημερίδα έδειχνε τον Ντέιβ καθισμένο στους αστραγάλους του, με τα λεπτά μπράτσα της μητέρας του τυ λιγμένα γύρω από το στήθος του κι ένα τσούρμο πιτσιρικάδες του Φλατς να στριμώχνονται γύρω τους για μια θέση στο κάδρο. Όλοι έδειχναν αφάνταστα χαρούμενοι, εκτός από τη μητέρα του Ντέιβ, που έμοιαζε λες και μόλις είχε χάσει το λεωφορείο μια κρύα χειμω νιάτικη ημέρα. Τα ίδια παιδιά που ήταν μαζί τους στη φωτογραφία της πρώτης σελίδας μέσα σε μια εβδομάδα άρχισαν να τον φωνάζουν «ανώμα λο» στο σχολείο. Κοιτάζοντάς τα, ο Ντέιβ έβλεπε στα μάτια τους μια μοχθηρία που δεν ήταν σίγουρος ότι εκείνα καταλάβαιναν πε ρισσότερο απ’ όσο ο ίδιος. Η μητέρα του είπε ότι αυτή τη μοχθη ρία μάλλον την κληρονόμησαν απ’ τους γονείς τους κι ότι δεν θα ’πρεπε να τους δίνει σημασία, γιατί σύντομα θα βαριόνταν και θα το ξεχνούσαν, και του χρόνου θα ήταν και πάλι φίλοι του. Ο Ντέιβ έγνεψε και αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάτι επάνω του κάποιο σημάδι στο πρόσωπό του που ο ίδιος δεν μπορούσε να το δει- που έκανε τους πάντες να θέλουν να του κάνουν κακό. Όπως εκείνοι οι τύποι στο αυτοκίνητο. Γιατί είχαν διαλέξει εκείνον; Πώς ηςεραν οτι εκείνος θα εμπαινε στο αμαξι, ενω ο Τζιμι και ο Σον
ποτέ τους δεν θα έκαναν κάτι τέτοιο; Έ πειτα από πολλή σκέψη, να πώς το έβλεπε το θέμα ο Ντέιβ: Εκείνοι οι δύο άντρες (ήξερε τα ονόματά τους, ή τουλάχιστον τα ονόματα που χρησιμοποιούσαν με ταξύ τους, αλλά δεν μπορούσε να αναγκάσει τον εαυτό του να τα χρησιμοποιήσει) ήξεραν και παραήξεραν ότι ο Σον και ο Τζίμι δεν θα ’μπαιναν στο αυτοκίνητο χωρίς να προβάλουν αντίσταση. Ο Σον θα το ’βαζε στα πόδια και θα έτρεχε σπίτι του, ουρλιάζοντας ίσως, και ο Τζίμι -α , τον Τζίμι θα χρειαζόταν να τον ρίξουν αναί σθητο για να τον βάλουν μέσα. Ο Μεγάλος Λύκος το είχε πει λίγες ώρες αργότερα, όταν βρίσκονταν ακόμα μέσα στο αυτοκίνητο: «Το είδες εκείνο το αγόρι με το άσπρο τι-σερτ; Με κοίταζε, και στα μά τια του δεν υπήρχε ίχνος φόβου. Αυτό το παιδί να δεις που θα σκο τώσει κανέναν κάποια μέρα και δε θα πολυσκοτιστεί». Ο σύντροφός του, ο Λιγδιάρης Λύκος, είχε χαμογελάσει. «Εμέ να, πάλι, μου αρέσει να αντιστέκονται και λιγάκι». Ο Μεγάλος Λύκος είχε κουνήσει το κεφάλι του. «Θα σου ’κοβε το λαρύγγι άμα πήγαινες να το βάλεις στο αμάξι. Θα σε καθάριζε το βρομιάρικο». Μεγάλος Λύκος, Λιγδιάρης Λύκος. Τα ψεύτικα ονόματα βοη θούσαν τον Ντέιβ να τους βλέπει σαν δημιουργήματα της φαντα σίας του, λύκους μασκαρεμένους κάτω από ανθρώπινο δέρμα, και τον εαυτό του σαν ήρωα του παραμυθιού: Ή ταν το αγόρι που πή ραν οι λύκοι, το αγόρι που ξέφυγε από τους λύκους και μέσα από το υγρό δάσος βρήκε το δρόμο του για ένα βενζινάδικο. Το αγόρι που παρέμεινε ψύχραιμο και πολυμήχανο, χωρίς να πάψει στιγμή να αναζητά έναν τρόπο για ν ’ αποδράσει. Ωστόσο, στο σχολείο ήταν το Κλεμμένο Αγόρι, και όλοι άφηναν τη φαντασία τους να οργιάσει σχετικά με όσα είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια εκείνων των τεσσάρων ημερών. Κάποιο πρωί, στις τουα λέτες του σχολείου, ένα παιδί του γυμνασίου που το έλεγαν Τζούνιορ Μακάφερι γλίστρησε δίπλα στον Ντέιβ στα ουρητήρια και του είπε, «Σ’ έβαλαν να τους τον γλείψεις;» και όλοι οι συμμαθητές του άρχισαν να γελάνε και να μιμούνται με τα χείλη τους τον ήχο του φιλιού. Ο Ντέιβ σήκωσε το φερμουάρ του με τρεμάμενα δάχτυλα και κατακόκκινο πρόσωπο και στράφηκε να αντικρίσει τον Τζούνιορ Μακάφερι. Προσπάθησε να πάρει άγρια έκφραση και τότε ο Τζού νιορ έσμιξε τα φρύδια του και τον χαστούκισε στο πρόσωπο.
Το χαστούκι αντήχησε στις τουαλέτες. Ένας μαθητής του γυ μνασίου έβγαλε ένα κοριτσίστικο αγκομαχητό. «Τρέχει τίποτα, παλιαδερφάρα;» είπε ο Τζούνιορ. «Ε; Θες να με κάνεις να σε ξαναχτυπήσω, παλιοπούστη;» «Κλαίει», είπε κάποιος. «Ναι, κλαίει», στρίγκλισε ο Τζούνιορ Μακάφερι, και τα δάκρυα του Ντέιβ κύλησαν πιο δυνατά. Αισθανόταν το μούδιασμα στο πρόσωπό του να γίνεται τσούξιμο, αλλά δεν ήταν ο πόνος που τον πείραζε. Ο πόνος ποτέ δεν τον είχε πειράξει τόσο πολύ ούτε είχε κλάψει ποτέ από πόνο, ακόμα και τότε που είχε πέσει από το ποδήλατο, ειχε σκίσει τον αστραγαλο του στο πετάλι πέφτοντας και ειχε χρειαστεί να του κάνουν ένα σωρό ράμματα. Αυτό που του τάραζε την ψυχή ήταν το φάσμα των συναισθημάτων που ένιωθε να ξε χύνεται από τα άλλα παιδιά εκεί μέσα στις τουαλέτες. Μίσος, αη δία, οργή, καταφρόνια. Στραμμένα όλα καταπάνω του. Και δεν κα ταλάβαινε το γιατί. Δεν είχε βλάψει ποτέ κάποιον στη ζωή του. Κι όμως, να που τον μισούσαν. Και αυτό το μίσος τον έκανε να νιώθει πεντάρφανος. Τον έκανε να νιώθει ρυπαρός, ένοχος και μηδαμινός, και έκλαιγε επειδή δεν ήθελε να νιώθει έτσι. Ο λοι γελούσαν με τα δάκρυά του. Ο Τζούνιορ άρχισε να χο ρεύει γύρω του για ένα λεπτό κάνοντας γκριμάτσες, σε μια παρω δία του γοερού κλαψουρίσματος του Ντέιβ. Οταν τελικά ο Ντέιβ κατάφερε να ελέγξει το κλάμα του, να το ελαττώσει σε λίγα ρουθουνίσματα, ο Τζούνιορ τον χαστούκισε ξανά, στο ίδιο σημείο, με την ίδια δύναμη. «Κοίταξέ με», είπε ο Τζούνιορ καθώς ο Ντέιβ αισθάνθηκε ένα νέο φορτίο από δάκρυα να αναβλύζει από τις κόγχες των ματιών του. «Κοίταξέ με!» Ο Ντέιβ κοίταξε τον Τζούνιορ, ελπίζοντας να δει στο πρόσωπό του κάποιο ίχνος συμπόνιας ή ανθρωπιάς, ή ακόμα και οίκτου - ε κείνη τη στιγμή θα μπορούσε να δεχτεί ακόμα και τον οίκτο-, όμως το μόνο που είδε ήταν ένα γελαστό αλλά οργισμένο και αμείλικτο βλέμμα. «Ν αι», είπε ο Τζούνιορ. «Τους τον έγλειψες. Φ αίνεται στο βλέμμα σου». Προσποιήθηκε ότι θα χαστουκίσει ξανά τον Ντέιβ κι εκείνος έ ριξε το κεφάλι του στο πλάι και ζάρωσε φοβισμένος, όμως ο Τζού-
νιορ έκανε μεταβολή κι έφυγε από τις τουαλέτες, γελώντας δυνατά μαζί με τους φίλους του. Ο Ντέιβ θυμήθηκε κάτι που του είχε πει κάποτε ο κύριος Πίτερς, ενας φίλος της μητέρας του, που μερικες νύχτες κοιμοταν στο σπίτι τους: «Δύο πράγματα να μην ανεχτείς ποτέ από άλλον άντρα: να σε φτύσει ή να σε χαστουκίσει. Και τα δύο είναι χειρότερα από το να σε χτυπήσει με τη γροθιά του, κι αν ποτέ κάποιος σου φερθεί έτσι, να προσπαθήσεις να τον σκοτώσεις άμα μπορείς». Ο Ντέιβ κάθισε στο πάτωμα της τουαλέτας και ευχήθηκε να το είχε μέσα του αυτό -τη θέληση να σκοτώσει κάποιον. Θα ξεκι νούσε μάλλον από τον Τζούνιορ Μακάφερι και θα συνέχιζε με τον Μεγάλο Λύκο και τον Λιγδιάρη Λύκο, αν τους συναντούσε ξανά. Όμως η αλήθεια ήταν ότι δεν πίστευε πως μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν ήξερε γιατί οι άνθρωποι μπορούσαν να κάνουν κακό ο ένας στον άλλο. Δεν το καταλάβαινε. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Μετά το επεισόδιο στις τουαλέτες, τα νέα άρχισαν να διαδίδο νται από τις μεγαλύτερες τάξεις σε ολόκληρο το σχολείο, μέχρι που ολα τα παιοια απο την τρίτη ταξη κι επάνω έμαθαν τι ειχε κάνει ο Τζούνιορ Μακάφερι στον Ντέιβ και πώς είχε αντιδράσει εκείνος. Ή ταν σαν να είχε εκδοθεί μια ετυμηγορία, κι ο Ντέιβ δεν άργησε να ανακαλύψει ότι ακόμα και μερικοί συμμαθητές του που τους έ νιωθε κάπως σαν φίλους του άρχισαν μετά την επιστροφή του στο σχολείο να του φέρονται σαν σε λεπρό. Δεν μουρμούριζαν όλοι τους «αδερφή» όταν περνούσαν δίπλα του στους διαδρόμους ούτε έσπρωχναν τη γλώσσα τους μέσα στα μάγουλά τους. Στην πραγματικότητα, αρκετοί φίλοι και συμμαθη τές του Ντέιβ απλώς τον αγνοούσαν. Aλλά αυτή η σιωπή ήταν που τον έκανε να νιώθει σαν εξόριστος. Κάποιες φορές που έπεφτε πάνω στον Τζίμι Μάρκους, καθώς έβγαιναν τα πρωινά από τα σπίτια τους, ο Τζίμι περπατούσε σιω πηλός στο πλάι του μέχρι το σχολείο -επειδή θα φαινόταν πολύ ά γαρμπο να μην το κάνει- κι έλεγε «Γεια» όταν περνούσε δίπλα του στους διαδρόμους ή όταν σκουντουφλούσε πάνω του μπαίνοντας στην τάξη. Τις φορές που τα βλέμματά τους συναντιόνταν, ο Ντέιβ έβλεπε ένα αλλόκοτο μείγμα λύπησης και απογοήτευσης στο πρό σωπο του Τζίμι, λες και ήθελε να πει κάτι, αλλά δεν μπορούσε να το εκφράσει με λόγια -στην καλύτερη περίπτωση, ποτέ δεν ήταν ι διαίτερα ομιλητικός, εκτός κι αν τον βασάνιζε κάποια παρανοϊκή
ιδέα, όπως να πηδήξει ας πούμε στις γραμμές του τρένου ή να κλέ ψει κανένα αυτοκίνητο. Αλλά ο Ντέιβ ένιωθε λες και η φιλία τους (αν και, κατά βάθος, δεν ήταν σίγουρος ότι είχαν υπάρξει ποτέ αλη θινοί φίλοι· με κάποια δόση ντροπής, θυμόταν όλες εκείνες τις φο ρές που είχε αναγκαστεί να πιέσει τον Τζίμι να δεχτεί τη συντροφιά του) είχε πεθάνει τη στιγμή που ο Ντέιβ είχε μπει σ ’ εκείνο το αυτοκινητο κι ο Τζιμι ειχε μείνει στήλη αλατος στο δρομο. Τελικά ο Τζίμι δεν έμεινε για πολύ στο ίδιο σχολείο με τον Ντέ ιβ, οπότε ακόμα κι αυτοί οι κοινοί περίπατοι μπορούσαν τελικά να αποφευχθούν. Στο σχολείο ο Τζίμι έκανε παρέα μόνο με τον Βαλ Σάβατζ, έναν μικροκαμωμένο ψυχοπαθή με μυαλό πιθήκου που ειχε μείνει δυο χρονιές στην ιδια ταξη και μπορούσε να μεταμορ φωθεί σ ’ έναν ανεμοστρόβιλο ωμής βίας που τρόμαζε το ίδιο δα σκάλους και μαθητές. Το ανέκδοτο που κυκλοφορούσε για τον Βαλ (αν και κανείς δεν τολμούσε να το πει μπροστά του) ήταν ότι οι γονείς του έκαναν οικονομίες για να του πληρώσουν όχι το κολέ γιο αλλά την εγγύηση για να βγει από τη φυλακή. Ακόμα και πριν μπει ο Ντέιβ σ ’ εκείνο το αυτοκίνητο, ο Τζίμι έκανε παρέα με τον Βαλ όταν τον έφτασε στην ίδια τάξη. Μ ερικές φορές άφηνε και τον Ντέιβ να τους ακολουθεί στις επιδρομές τους στο κυλικείο του σχολείου για να τσιμπήσουν κάτι για κολατσιό ή όταν έβρι σκαν κάποια καινούρια σκεπή για να σκαρφαλώσουν, αλλά μετά το περιστατικό με το αυτοκίνητο ο Ντέιβ αποκλείστηκε ακόμα κι απ’ αυτά τα στοιχειώδη. Τις στιγμές που δεν τον μισούσε για την ξαφνική εξορία του, ο Ντέιβ παρατηρούσε ότι το σκοτεινό σύννεφο που έμοιαζε να αιωρείται μερικές φορές πάνω από τον Τζίμι είχε γίνει πλέον μόνιμο, σαν αντεστραμμένο φωτοστέφανο. Τελευταία ο Τζίμι έδειχνε μεγαλύτερος, και πιο θλιμμένος. Τελικά ο Τςίμι ειχε καταφερει να κλεψει ενα αυτοκίνητο, σχεδον ενα χρονο μετα την πρώτη του απόπειρα στο δρομο του Σον, και η κλοπή αυτή του είχε στοιχίσει την αποβολή του από το Λιούι & Ντιούι. Τώρα ήταν αναγκασμένος να παίρνει το λεωφορείο για την άλλη άκρη της πόλης, εκεί όπου βρισκόταν το σχολείο Κάρβερ, για να μάθει τι σημαίνει για ένα λευκό αγόρι από το Ανατο λικό Μπάκιγχαμ να πηγαίνει σ ’ ένα σχολείο όπου η πλειονότητα των μαθητών ήταν μαύροι. Ωστόσο, μαζί του στο λεωφορείο ήταν ο Βαλ, και ο Ντέιβ είχε ακούσει ότι οι δυο τους δεν άργησαν να γί
νουν ο φόβος και ο τρόμος του Κάρβερ -δυο λευκά αγόρια τόσο τρελαμένα, που δεν ήξεραν τι θα πει φόβος. Το αμάξι που έκλεψαν ήταν ένα κάμπριο. Ο Ντέιβ είχε ακούσει ότι ανήκε σε κάποιον καθηγητή, αν και δεν έμαθε ποτέ σε ποιον. Ο Τζίμι και ο Βαλ το έκλεψαν από το πάρκινγκ του σχολείου την ώρα που οι καθηγητές γλεντούσαν μαζί με συζύγους και φίλους τους στη γιορτή για το τέλος της χρονιάς που δινόταν στο εστιατόριο του διδακτικού προσωπικού, μετά το σχόλασμα. Ο Τζίμι ήταν αυ τός που οδηγούσε και μαζί με τον Βαλ ξεκίνησαν μια κολασμένη βόλτα στο Μπάκιγχαμ, κορνάροντας, χαιρετώντας τα κορίτσια και γκαζώνοντας, μέχρι που τους πήρε χαμπάρι ένα περιπολικό και η βόλτα κατέληξε πάνω σ ’ έναν κάδο σκουπιδιών πίσω από το Ζέιρες, στο Ρόουμ Μπέιζιν. Βγαίνοντας από το αμάξι, ο Βαλ στρα μπούλιζε τον αστράγαλό του και ο Τζίμι, ήδη στα μισά του δρό μου προς μια άδεια αλάνα, γύρισε για να τον βοηθήσει. Ο Ντέιβ το έβλεπε στη φαντασία του σαν απόσπασμα από κάποια πολεμική ταινία - ο θαρραλέος στρατιώτης που επιστρέφει για να σώσει τον πεσμένο του σύντροφο, με τις σφαίρες να σφυρίζουν γύρω τους (αν και ο Ντέιβ δεν έκοβε και το χέρι του ότι οι αστυνομικοί είχαν πράγματι πυροβολήσει, οι πυροβολισμοί έκαναν σίγουρα τη φάση πιο συναρπαστική). Οι αστυνομικοί τούς συνέλαβαν και τους δύο επ’ αυτοφώρω και πέρασαν μία νύχτα στα Κρατητήρια Ανηλίκων. Τους επέτρεψαν να τελειώσουν την πρώτη γυμνασίου, μια και απέ μεναν μόνο λίγες μέρες μέχρι τη λήξη της χρονιάς, κι έπειτα είπαν στους γονείς τους ότι έπρεπε να αναζητήσουν κάποιο άλλο σχολείο για τη μόρφωση των παιδιών τους. Έ πειτα απ’ αυτό ο Ντέιβ είδε ελάχιστες φορές τον Τζίμι - ίσως μία ή δύ ο - μέχρι να μπουν στην εφηβεία. Η μητέρα του Ντέιβ δεν τον άφηνε να βγαίνει πια από το σπίτι, παρά μόνο για να πάει στο σχολείο. Δεν της έβγαζες από το μυαλό ότι εκείνοι οι άντρες ήταν ακόμη κάπου έξω και περίμεναν τον Ντέιβ μέσα σ τ’ αμάξι που μύ ριζε μήλα, ακολουθώντας τον σαν πύραυλοι με ανιχνευτή θερμότη τας. Ο Ντέιβ ήξερε ότι δεν ήταν έτσι. Στο κάτω κάτω, εκείνοι οι δύο ήταν λύκοι, και οι λύκοι οσμίζονταν τον αερα της νύχτας για το κο ντινότερο, το πιο δυσκίνητο θήραμα... κι έπειτα το κυνηγούσαν. Τώρα ο Μεγάλος Λύκος και ο Λιγδιάρης Λύκος πλήθαιναν τις επι σκέψεις τους στο μυαλό του, μαζί με οράματα όσων του είχαν κά
νει. Αυτά τα οράματα σπάνια εφορμούσαν στα όνειρα του Ντέιβ. Ομως σκαρφάλωναν πάνω του μέσα στη φρικτη σιγαλιά του σπι τιού της μητέρας του τα μακριά διαστήματα σιωπής που στη διάρκειά τους προσπαθούσε να διαβάζει κόμικς, να βλέπει τηλεόραση ή να κοιτάζει έξω από το παράθυρο στην οδό Ρέστερ. Όταν έρχο νταν, ο Ντέιβ πάσχιζε να τα κρατάει μακριά κλείνοντας τα μάτια του, προσπαθούσε να μη θυμηθεί ότι το όνομα του Μεγάλου Λύ κου ήταν Χένρι και Τζορτζ του Λιγδιάρη Λύκου. Χένρι και Τζορτζ, ούρλιαζε μια φωνή μέσα στην πλημμύρα από εικόνες στο μυαλό του Ντέιβ. Χένρι και Τζορτζ, Χένρι και Τζορτζ, Χένρι και Τζορτζ, σκατόπαιδο. Και ο Ντέιβ έλεγε στη φωνή μέσα στο κεφάλι του ότι δεν ήταν σκατόπαιδο. Ήταν το Αγόρι Που Ξέφυγε Α π’ Τους Λύκους. Και υ πήρχαν φορές που, για να κρατήσει μακριά τα οράματα, ξανάβλεπε στο μυαλό του την απόδρασή του με κάθε λεπτομέρεια -τη χαρα μάδα που είχε προσέξει στο μεντεσέ της πόρτας του διαχωριστικού, τον ήχο του αυτοκινήτου που απομακρυνόταν όταν οι δυο άντρες πήγαιναν να τα πιουν, τη βίδα χωρίς κεφάλι που χρησιμοποίησε για να κάνει τη χαραμάδα όλο και μεγαλύτερη, ώσπου ο σκουριασμέ νος μεντεσές υποχώρησε μαζί με ένα κομμάτι ξύλο σε σχήμα λεπί δας. Και τότε, το Αγόρι Που Φάνηκε Έξυπνο βγήκε από το διαχωριστικό κι άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα στο δάσος ακολουθώντας τον ήλιο του δειλινού, ώσπου ύστερα από ένα μίλι έφτασε σ ’ ένα πρατήριο της Έσο. Ένιωσε σοκ στη θέα της στρογγυλής μπλε και λευκής ταμπέλας του που ήταν ήδη αναμμένη κι ας μην είχε υποχωρήσει ακόμη εντελώς το φως της μέρας. Αυτό το λευκό φως από νέον ήταν σαν μαχαιριά για τον Ντέιβ. Τον έ κανε να πέσει στα γόνατα στο σημείο όπου τελείωνε το δάσος και άρχιζε η παμπάλαιη γκρίζα άσφαλτος. Έτσι, πεσμένο στα γόνατα και με τα μάτια καρφωμένα στην ταμπέλα, τον βρήκε ο Ρον Πιερό, ο ιδιοκτήτης του πρατηρίου. Ο Ρον Πιερό ήταν ένας λεπτός, νευ ρώδης άντρας, με χέρια που έμοιαζαν ικανά να κάνουν κόμπο έναν μολυβένιο σωλήνα, και ο Ντέιβ σκεφτόταν συχνά τι θα συνέβαινε αν το Αγόρι Που Ξέφυγε Α π’ Τους Λύκους ήταν στην πραγματικό τητα ήρωας σε ταινία του σινεμά. Γιατί τότε αυτός και ο Ρον θα εί χαν γίνει κολλητοί, ο Ρον θα του είχε μάθει όλα όσα μαθαίνουν οι πατεράδες στους γιους τους και θα σέλωναν τα άλογα, θα γέμιζαν τις καραμπίνες τους και θα ξεκινούσαν για την ατέλειωτη περιπέ
τεια. Θα περνούσαν τόσο καλά ο Ρον και το Αγόρι! Θα ήταν δυο ήρωες που ζούσαν στην άγρια φύση κυνηγώντας λύκους.
ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΣΟΝ, ο δρόμος σάλευε. Κοιτούσε την ανοιχτή πόρτα ενός αυτοκινήτου που μύριζε μήλα και ο δρόμος τον είχε αρ πάξει σφιχτά από τα πόδια και τον έκανε να γλιστράει προς τα κει. Μέσα ήταν ο Ντέιβ, ζαρωμένος πάνω στην πόρτα, στην άλλη άκρη του καθίσματος, με το στόμα του ανοιχτό σ ’ ένα βουβό ουρλιαχτό καθώς ο δρόμος έσερνε τον Σον στο αυτοκίνητο. Το μόνο που μπο ρούσε να δει στο όνειρο ήταν εκείνη η ανοιχτή πόρτα και το πίσω κάθισμα. Δεν έβλεπε πουθενά τον τύπο που έμοιαζε με αστυνομικό ούτε και τον Τζίμι, παρ’ όλο που ο Τζίμι βρισκόταν συνέχεια δίπλα του. Δεν έβλεπε τίποτ’ άλλο εκτός απ’ αυτό το κάθισμα, τον Ντέιβ και τα σκουπίδια στο πάτωμα του αυτοκινήτου. Και αντιλήφθηκε ότι αυτό ήταν το κουδούνι του συναγερμού που δεν είχε ακούσει. Στο πάτωμα του αυτοκινήτου υπήρχαν σκουπίδια. Συσκευασίες από φαστφουντάδικα, τσαλακωμένα σακουλάκια από τσιπς, άδεια κουτάκια από σόδες και μπίρες, πλαστικά ποτήρια και μια βρόμικη πράσινη μπλούζα. Μόνο αφού ξύπνησε και συλλογίστηκε το ό νειρο συνειδητοποίησε ότι το πάτωμα στο όνειρό του ήταν ολόιδιο με το πάτωμα στην πραγματικότητα και ότι μέχρι τώρα δεν είχε θυ μηθεί τα σκουπίδια. Ακόμα κι όταν ήρθαν σπίτι του οι αστυνομικοί και του ζήτησαν να σκεφτεί -να σκεφτεί στ’ αλήθεια- κάποια λε πτομέρεια που μπορεί να είχε ξεχάσει, δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι το πάτωμα του αυτοκινήτου ήταν βρόμικο, γιατί δεν το θυμόταν. Αλλά στο όνειρό του αυτή η λεπτομέρεια είχε επιστρέψει, και ήταν ο λόγος -π ιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο- που είχε αντιληφθεί, χωρίς με κάποιον τρόπο να το αντιλαμβάνεται πραγματικά, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον «αστυνομικό», το «συνεργάτη» του και το αμάξι τους. Ο Σον δεν είχε ξαναδεί το πίσω κάθισμα α στυνομικού αυτοκινήτου στην πραγματική ζωή, τουλάχιστον όχι από τόσο κοντά, αλλά ένα κομμάτι του εαυτού του ήξερε ότι δεν ήταν γεματο σκουπίδια. Ισως κατω απο ολ’ αυτα τα σκουπίδια να υπήρχαν μισοφαγωμένα μήλα και γ ι’ αυτό το αυτοκίνητο μύριζε έτσι. Έ να χρόνο μετά την απαγωγή του Ντέιβ, ο πατέρας του θα πή γαινε στο δωμάτιό του για να του πει δυο πράγματα. Το πρώτο ήταν ότι ο Σον είχε γίνει δεκτός στο σχολείο Λάτιν
και ότι το Σεπτέμβριο θα ξεκινούσε εκεί την πέμπτη τάξη. Ο πατέρας του ειπε οτι εκείνος και η μητέρα του Σον ήταν πραγματικα περήφανοι γι αυτόν. To Λατιν ήταν το ιδανικό σχολείο για κάποιον που ήθελε πραγματικά να τα καταφέρει στη ζωή του. Το δεύτερο πράγμα το είπε στον Σον διατακτικά, την ώρα που έβγαινε από την πόρτα: «Έπιασαν τον έναν, Σον».
«Τι;» «Έναν από τους τύπους που πήραν τον Ντέιβ. Τον έπιασαν. Εί ναι νεκρός. Αυτοκτόνησε στο κελί του». «Αλήθεια;» Ο πατέρας του γύρισε και τον κοίταξε. «Ναι. Τώρα μπορείς να σταματήσεις να έχεις εφιάλτες». Όμως ο Σον είπε: «Ο άλλος;» «Ο τύπος που συνέλαβαν», απάντησε ο πατέρας του, «είπε στην αστυνομία ότι ο άλλος είναι κι αυτός νεκρός. Πέθανε σε τρο χαίο πέρυσι. Εντάξει;» Ό πατέρας του τον κοίταξε με τέτοιο τρόπο, που ο Σον κατάλαβε ότι δεν θα ξανασυζητούσαν γ ι’ αυτό το θέμα. «Πλύσου να φάμε για βράδυ, φιλαράκο». Ο πατέρας του έφυγε και ο Σον ανακάθισε στο κρεβάτι του, με το στρώμα να φουσκώνει εκεί όπου είχε αφήσει το νέο γάντι του μπέιζμπολ, σφιγμένο γύρω από μια μπάλα, με τα χοντρά κόκκινα λάστιχα τυλιγμένα γύρω της. Ο άλλος ήταν κι αυτός νεκρός. Είχε σκοτωθεί σε τροχαίο. Ό Σον ευχόταν να οδηγούσε εκείνο το αμάξι, το αμάξι που μύριζε
II ΟΙ ΣΙΝΑΤΡΑ ΜΕ ΤΑ ΘΛΙΜΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ (2000)
3 ΔΑΚΡΥΑ ΣΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ
Ο ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΧΑΡΙΣ ΑΓΑΠΟΥΣΕ την Κέιτι Μάρκους σαν τρε λός, την αγαπούσε όπως στις ταινίες, με μια ορχήστρα να λυσσομανάει στο αίμα του και να πλημμυρίζει τ ’ αυτιά του. Την αγα πούσε όταν ξυπνούσε, όταν έπεφτε για ύπνο, την αγαπούσε κάθε μέρα και κάθε στιγμή. Ο Μπρένταν Χάρις θα αγαπούσε την Κέιτι Μάρκους ακόμα κι αν ήταν παχιά και άσχημη. Θα την αγαπούσε α κόμα κι αν είχε σπυράκια, ακόμα κι αν είχε στήθος σανίδα, ακόμα κι αν είχε μουστάκι. Θα την αγαπούσε ακόμα και ξεδοντιάρα. Α κόμα και καραφλή. Κέιτι. Το άκουσμα και μόνο της μελωδίας του ονόματος της έ φτανε στον Μπρένταν για να νιώσει τα άκρα του γεμάτα νιτρικό οξείδιο, εφτανε για να του δώσει τη δύναμη να περπατήσει πανω στο νερό, να σηκώσει μια νταλίκα ξαπλωμένος σε πάγκο γυμνα στικής και, μόλις ξεμπερδέψει μαζί της, να την πετάξει στην άλλη πλευρά του δρόμου. Αυτό τον καιρό ο Μπρένταν Χάρις αγαπούσε όλο τον κόσμο ε πειδή αγαπούσε την Κέιτι κι επειδή η Κέιτι τον αγαπούσε κι εκεί νη. Ο Μπρένταν αγαπούσε το πήξιμο της κυκλοφορίας, το καυσαέ ριο και τους ήχους των κομπρεσέρ. Αγαπούσε τον ακαμάτη πατέρα του, μόλο που δεν του είχε στείλει ούτε μια κάρτα στα γενέθλιά
του ή για τα Χριστούγεννα, από τότε που παράτησε αυτόν και τη μητέρα του όταν ο Μπρένταν ήταν έξι χρονών. Αγαπούσε τα πρω ινά της Δευτέρας, τις κωμικές σειρές της τηλεόρασης που δεν έκα ναν ούτε καθυστερημένο να γελάσει και την ουρά στην τράπεζα. Αγαπούσε ακόμα και τη δουλειά του, παρ’ όλο που δεν θα ξαναπήγαινε ποτέ. Αύριο το πρωί ο Μπρένταν θα έφευγε απ’ αυτό το σπίτι, θα ά φηνε τη μητέρα του, θα περνούσε τη σαραβαλιασμένη πόρτα, θα κατέβαινε τα ραγισμένα σκαλοπάτια και θα έπαιρνε τον μεγάλο, φαρδύ δρόμο που είχε παντού διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα και που όλοι κάθονταν στις μικρές βεράντες μπροστά στις εξώ πορτές τους, θα τα άφηνε όλα πίσω του σαν ήρωας ενός καταρα μένου τραγουδιού του Μπρους Σπρίνγκστιν, όχι του Σπρίνγκστιν τού Ghost-of-Tom-Joad από το Nebraska αλλά του Σπρίνγκστιν τού Two-Hearts-Are-Better-Than-One-Rosalita-(Won’t-You-ComeOut-Tonight) από το Bom-to-Run -το υ Μπρους των ύμνων. Ναι, ένας ύμνος. Αυτό ακριβώς θα ήταν καθώς θα προχωρούσε καταμε σής της ασφάλτου χωρίς να νοιάζεται αν οι προφυλακτήρες έγδερ ναν τις φτέρνες του και οι κόρνες των αυτοκινήτων ούρλιαζαν θα έπαιρνε αυτόν το δρόμο που οδηγεί στην καρδιά του Μπάκιγχαμ για να κρατήσει το χέρι της Κέιτι, και τότε θα τα άφηναν όλα πίσω τους μια και καλή, θα πηδούσαν σε ένα αεροπλάνο για το Λας Βέγκας, όπου θα παντρεύονταν με τα δάχτυλά τους μπλεγμένα κι ένα σωσία του Έλβις να διαβάζει τη Βίβλο και να τον ρωτάει αν δέχε ται αυτή τη γυναίκα για σύζυγό του, και την Κέιτι να λέει ότι ναι, δέχεται αυτό τον άντρα για σύζυγό της και μετά -μετά, ξέχασέ το καλύτερα, θα ήταν παντρεμένοι. Ναι, θα την έκαναν απ’ αυτό το μέρος και δεν θα ξαναγύριζαν με τίποτα. Θα υπήρχαν μόνο αυτός, η Κέιτι και η υπόλοιπη ζωή τους, που θ ’ απλωνόταν μπροστά τους ορθάνοιχτη και άσπιλη σαν μια γραμμή της ζωής χωρίς παρελθόν, χωρίς κόσμο γύρω της. Κοίταξε τριγύρω το δωμάτιό του. Τα ρούχα του, βαλμένα στο σάκο. Οι ταξιδιωτικές επιταγές της Αμέρικαν Εξπρές, επίσης. Τα αθλητικά του παπούτσια, το ίδιο. Οι φωτογραφίες του με την Κέιτι, το φορητό CD πλέιερ, τα κόμπακτ ντισκ του, τα είδη προσωπικής υγιεινής -ό λα πακεταρισμένα. Κοίταξε αυτά που άφηνε πίσω. Ένα πόστερ με τον Μπερντ και τον Πάρις. Έ να πόστερ του Φισκ με το χέρι σηκωμένο, από τους
πανηγυρισμούς της νίκης του ’75. Έ να πόστερ της Σάρον Στόουν (το οποίο είχε τυλίξει και κρύψει κάτω από το κρεβάτι του από την πρώτη νύχτα που είχε έρθει η Κέιτι στο δωμάτιό τυυ, αλλά όμ ω ς...). Τα μισά του κόμπακτ ντισκ. Δεν πάνε στο διάολο; Τα περισσότερα δεν τα είχε ακούσει πάνω από δυο φορές. Εμ-Σι Χάμερ, δεν είμα στε καλά! Μπίλι Ρέι Σάιρους, Χριστέ και Παναγία! Έ να ζευγάρι φοβερά και τρομερά ηχεία Σόνι που συμπλήρωναν ένα στερεοφω νικό Γένσεν, ισχύος διακοσίων βατ, αγορασμένο με τα χρήματα που είχε βγάλει επισκευάζοντας στέγες με το συνεργείο του Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ. Έ τσι είχε καταφέρει να βρεθεί για πρώτη φορά αρκετά κοντά στην Κέιτι ώστε να πιάσουν κουβέντα. Χριστέ μου! Μόλις πριν από ένα χρόνο. Μερικές φορές του φαινόταν σαν να είχε περάσει μία δεκαετία, με την καλή την έννοια, κι άλλες σαν να ’χε περάσει μόλις ένα λεπτό. Κέιτι Μάρκους. Ή ξερε για αυτήν βέβαια. Όλη η γειτονιά ήξερε για την Κέιτι. Τόσο όμορφη ήταν. Όμως ελάχιστοι άνθρωποι τη γνώριζαν πραγματικά. Το έχει αυτό η ομορφιά, πανικοβάλλει τους ανθρώπους, τους κάνει να την κρατούν σε απόστα ση. Δεν είναι όπως στις ταινίες, στις οποίες η κάμερα κάνει την ο μορφιά να μοιάζει με κάτι που σε προσκαλεί. Στον αληθινό κόσμο, η ομορφιά είναι σαν φράχτης που σε κρατάει απέξω, σε αποθαρρύνει. Αλλά, φίλε μου, η Κέιτι, από εκείνη την πρώτη ημέρα που είχε περάσει με τον Μπόμπι θ ’ Ντόνελ κι εκείνος την είχε παρατήσει εκεί που δούλευαν στο εργοτάξιο για να πεταχτεί με μερικούς δι κούς του στην άλλη άκρη της πόλης για να φροντίσουν κάποιες έ κτακτες εργασίες, αφήνοντας πίσω την Κέιτι λες και ξέχασαν πως την είχαν μαζι τους, απο εκείνη την πρώτη μερα ήταν τοσο απλή και κανονική■είχε πιάσει κουβέντα στον Μπρένταν, ενώ εκείνος έστρωνε τη στέγη με μονωτικό, σαν να ήταν άλλο ένα παιδί της παρέας. Ή ξερε το όνομά του και του είχε πει: «Πώς κι ένα καλό παιδί σαν εσένα, Μ πρένταν, δουλεύει για τον Μ πόμπι Ο ’ Ντό νελ;» Μπρένταν. Είχε προφέρει το όνομά του λες και το έλεγε κάθε μέρα, με τον Μπρένταν γονατιστό εκεί πάνω στην άκρη της στέ γης, έτοιμο να λιποθυμήσει και να πέσει. Να λιποθυμήσει. Χωρίς πλάκα. Έ τσι τον έκανε να νιώθει. Και αύριο, αμέσως μόλις του τηλεφωνούσε, θα έφευγαν. Θα έ φευγαν μαζί. Θα έφευγαν για πάντα. Ο Μπρένταν ξάπλωσε στο κρεβάτι του και φαντάστηκε το πρό
σωπό της να αιωρείται πάνω του, σαν το φεγγάρι. Ή ξερε ότι δεν θα τον έπαιρνε ο ύπνος. Τα νεύρα του παραήταν τεντωμένα για να κοι μηθεί. Δεν τον ένοιαζε όμως. Έμεινε ξαπλωμένος εκεί, με την Κέιτι να αιωρείται και να χαμογελάει, τα μάτια της να λάμπουν στο σκο τάδι πίσω από τα δικά του μάτια.
ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ, μετά τη δουλειά, ο Τζίμι Μάρκους πήγε για μια μπίρα με το γαμπρό του Κέβιν Σάβατζ στο μπαρ Γουόρεν Ταπ και κάθισαν να την πιουν μπροστά στο παράθυρο, χαζεύοντας μια παρέα παιόιων που έπαιζαν χοκει εξω στο δρομο. Ηταν εξι αγόρια, και μάχονταν το σκοτάδι που, καθώς νύχτωνε, αφαιρούσε τα χαρα κτηριστικά από το πρόσωπό τους. Το Γουόρεν Ταπ ήταν χωμένο σε μια πάροδο στην παλιά γειτονιά με τις μάντρες των σιδερικών, κι αυτό το έκανε να αποτελεί ιδανικό μέρος για χόκεϊ λόγω της περιο ρισμένης κυκλοφορίας, αλλά ακατάλληλο για νυχτερινά παιχνίδια, μια και τα φώτα του δρόμου είχαν κοντά μία δεκαετία ν ’ ανάψουν. Ο Κέβιν ήταν καλή παρέα επειδή γενικά δεν μιλούσε πολύ, όπως κι ο Τζίμι άλλωστε, οπότε κάθονταν και ρουφούσαν ήσυχα ήσυχα τις μπίρες τους, ακούγοντας τη φασαρία από τα συρσίματα των παπουτσιών και των ξύλινων μπαστουνιών μαζί με τους ξαφνι κούς μεταλλικούς χτύπους της σκληρής λαστιχένιας μπάλας πάνω στις ζάντες των αυτοκινήτων. Στα τριάντα έξι του, ο Τζίμι Μάρκους είχε φτάσει να λαχταράει την ηρεμία τα σαββατόβραδα. Δεν έτρεφε πια κανένα ενδιαφέρον για τα φασαριόζικα, ασφυκτικά μπαρ και τις μεθυσμένες εξομολο γήσεις. Δεκατρία χρόνια μετά την αποφυλάκισή του, ήταν ιδιοκτή της καφέ, είχε γυναίκα και τρεις κόρες που τον περίμεναν σπίτι και πίστευε ότι τη θέση του αεικίνητου αγοριού που είχε υπάρξει την είχε καταλάβει ένας άντρας που εκτιμούσε τις απλές, καθημερινές χαρές της ζωής -μ ια μπίρα που πίνεται γουλιά γουλιά, έναν πρωινό περίπατο, έναν αγώνα μπέιζμπολ στο ραδιόφωνο. Κοίταξε έξω, στο δρόμο. Τέσσερα από τα παιδιά τα είχαν παρα τήσει και είχαν γυρίσει σπίτι, τα άλλα δύο όμως εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο δρόμο, παλεύοντας ακόμα με την μπάλα και το μισοσκόταδο. Ο Τζίμι τα διέκρινε με δυσκολία, αλλά μπορούσε να αισθανθεί τη μανιασμένη ζωτικότητά τους από τον τρόπο που χτυ
πούσαν την μπάλα με τα μπαστούνια τους κι απ’ το τρελό ποδοβο λητό τους. Όλη αυτή η συσσωρευμένη ενέργεια της νιότης έπρεπε κάπου να διοχετευθεί. Ό ταν ο Τζίμι ήταν παιδί -διάβολε, μέχρι περίπου τα είκοσι τρια του-, αυτή η ενεργητικότητα υπαγόρευε καθε του κίνηση. Κι έπειτα... έπειτα μάλλον μάθαινες απλώς να την περιο ρίζεις σε κάποια γωνιά του εαυτού σου. Να τη συμμαζεύεις, να την κρύβεις... Η μεγαλύτερη κόρη του, η Κέιτι, βρισκόταν τώρα στο μέσο αυ τής της διαδικασίας. Ή ταν δεκαεννιά χρονών, πανέμορφη, με όλες τις ορμόνες της σε επίπεδα συναγερμού. Αλλά τελευταία παρατηρουσε οτι η κορη του αποκτούσε ολο και περισσότερη χαρη. Δεν ήταν σίγουρος για την προέλευσή της -υπήρχαν κορίτσια που αυτή η χάρη τα μεταμόρφωνε σε γυναίκες, ενώ άλλα παρέμεναν κορί τσια σ ’ όλη τους τη ζωή-, αλλά εντελώς ξαφνικά υπήρχε στην Κέιτι μια ηρεμία, μέχρι και γαλήνη θα μπορούσε να πει. Το απόγευμα, φεύγοντας από το μαγαζί, η κόρη του είχε φιλή σει τον Τζίμι στο μάγουλο λέγοντάς του, «Τα λέμε αργότερα, μπα μπά», και ύστερα από πέντε λεπτά ο Τζίμι συνειδητοποίησε ότι ε ξακολουθούσε να νιώ θει τη φωνή της στο στήθος του. Ή ταν η φωνή της μητέρας της, σκέφτηκε, λίγο πιο μπάσα και πιο σίγουρη από τη φωνή της κόρης του όπως τη θυμόταν, κι ο Τζίμι αναρω τήθηκε πότε ακριβώς αυτή η φωνή εγκαταστάθηκε στις φωνητικές χορδές της Κέιτι* και πώς δεν το είχε προσέξει νωρίτερα. Η φωνή της μητέρας της. Η μητέρα της, νεκρή εδώ και δεκα τέσσερα σχεδόν χρόνια, επέστρεφε τώρα στον Τζίμι μέσα από την κόρη τους, λέγοντάς του, Είναι γυναίκα πια, Τζίμι. Μεγάλωσε. Γυναίκα. Μάλιστα. Και πώς στο καλό έγινε αυτό; r
/
f
r
r
'
f
t
r \
t
t
' f\
r
a
Ο ΝΤΕΙΒ ΜΠΟΪΛ δεν είχε καν προγραμματίσει να βγει εκείνο το βράδυ. Βέβαια ήταν σαββατόβραδο, κι έπειτα μάλιστα από μια εξοντω τική βδομάδα στη δουλειά, είχε όμως φτάσει πια σε μια ηλικία που τα Σάββατα δεν διέφεραν και πολύ από τις Τρίτες, και το να τα πιει σ ενα μπαρ δεν του φαινόταν πολυ πιο οιασκεοαστικο απο το να τα πιει στο σπίτι. Στο σπίτι, τουλάχιστον, άλλαζες εσύ τα κανάλια στην τηλεόραση.
ιΕχε πει λοιπον στον εαυτό του, οταν ολα είχαν τελειώσει, οτι η Μοίρα είχε βάλει το χέρι της. Η Μοίρα είχε ξαναβάλει το χέρι της στη ζωή του Ντέιβ Μ πόιλ -ή τουλάχιστον η τύχη, και μάλλον η κακιά-, αλλά δεν είχε αισθανθεί ποτέ κάποιο χέρι καθοδηγητικό, περισσότερο το αισθανόταν σαν ένα χέρι θυμωμένο και κακόκεφο. Η Μοίρα καθόταν κάπου ψηλά στα σύννεφα και κάποιος της έλε γε, Βαριέσαι σήμερα, Μοίρα; Και η Μοίρα έλεγε, Λιγάκι. Λέω να σβουρίξω κάνα χαστούκι στον Ντέιβ Μπόιλ, να το ρίξω έξω μια στάλα. Εσύ τι λες να κάνεις; Έτσι, λοιπόν, ο Ντέιβ ήξερε καλά τι σημαίνει Μοίρα. Ίσως, εκείνο το Σάββατο, η Μοίρα να είχε πάρτι γενεθλίων, ή κάτι τέτοιο, γιατί αποφάσισε επιτέλους ν ’ αφήσει ήσυχο το γεροΝτέιβ, να τον αφήσει να ξαλαφρώσει χωρίς να υποστεί τις συνέ πειες. Η Μοίρα τού είπε: Δοκίμασε κι εσύ μια ριξιά, Ντέιβ. Αντε, υπόσχομαι ότι δεν θα σου βγει ξινό αυτή τη φορά. Λες και η Λούσι αποφάσισε για πρώτη φορά να επιτρέψει στον Τσάρλι Μπράουν να κλοτσήσει την μπάλα με επιτυχία, χωρίς να του κάνει τα γνωστά της κολπάκια. Επειδή δεν ήταν προσχεδιασμένο. Όχι, δεν ήταν. Τις νύχτες που ακολούθησαν, ο Ντέιβ, μόνος, άπλωνε τα χέρια του σαν να απευθυνόταν σε δικαστήριο και έλεγε σιγανά στην άδεια κουζί να: Πρέπει να το καταλάβεις. Δεν ήταν προσχεδιασμένο. Εκείνη τη νύχτα, αφού καληνύχτισε μ ’ ένα φιλί το γιο του τον Μάικλ, κατέβηκε τη σκάλα και πηγαίνοντας στο ψυγείο για μια μπίρα άκουσε τη Σελέστ, τη γυναίκα του, να του υπενθυμίζει ότι α πόψε ήταν Νύχτα Γυναικών. «Πάλι;» «Πέρασαν τέσσερις βδομάδες απ’ την τελευταία φορά», είπε η Σελέστ με τον παιχνιδιάρικο τραγουδιστό τρόπο που μερικές φορές του έδινε στα νεύρα. «Πλάκα μου κάνεις». Ο Ντέιβ στηρίχτηκε στο πλυντήριο των πιάτων κι άνοιξε την μπίρα του. «Τι έχει γ ι’ απόψε το πρόγραμμα;» «Τη Μητριά», είπε η Σελέστ με μάτια που έλαμπαν και χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Μια φορά το μήνα, η Σελέστ και τρεις συναδέλφισσές της από το Κομμωτήριο Όζμα μαζεύονταν στο διαμέρισμα του Ντέιβ και της Σελέστ Μπόιλ για να διαβάσει η μία στην άλλη κάρτες Ταρό, να πιουν πολύ κρασί και να μαγειρέψουν ένα φαγητό για πρώτη φορά. Η βραδιά έκλεινε με την προβολή κάποιας ταινίας για γυναί
κες με θέμα συνήθως κάποια ανήσυχη αλλά μοναχική ύπαρξη που κυνηγούσε την καριέρα και τελικά έβρισκε την αληθινή αγάπη και τυ μεγάλο καυλί στυ πρόσωπο κάποιου γερο-καουμπόι με σακουλιασμένα παπάρια -ή , αλλιώς, ήταν για δυο τύπισσες που ανακάλυ πταν την ουσία της γυναικείας φύσης και το πραγματικό βάθος της φιλίας τους λιγο πριν η μια απο τις δυο παθει μια ανίατη αρρώστια στην τρίτη πράξη και πεθάνει πανέμορφη και άψογα χτενισμένη σ ’ ένα κρεβάτι μεγάλο σαν το Περού. Ο Ντέιβ είχε τρεις επιλογές για τη Νύχτα Γυναικών: μπορούσε να την περάσει καθισμένος στο δωμάτιο του Μάικλ, παρακολου θώντας το γιο του να κοιμάται· μπορούσε να κρυφτεί στην κρεβα τοκάμαρα που μοιράζονταν με τη Σελέστ και να ψάξει τα καλω διακά κανάλια· ή να την κάνει από το σπίτι και να βρει ένα μέρος όπου δεν θα ’χε ν ’ ακούει τέσσερις γυναίκες να μυξοκλαίνε επειδή ο μίστερ Σακουλαρχίδης αποφάσισε ότι δεν μπορούσε πια να ζει στο κλουβί και ξαναγύριζε καλπάζοντας στους λόφους προς αναζή τηση της απλής ζωής. Ο Ντέιβ συνήθως επέλεγε την κουρτίνα νούμερο τρία. Κι απόψε τα πράγματα δεν ήταν διαφορετικά. Τελείωσε την μπίρα του και φίλησε τη Σελέστ, νιώθοντας μια ελαφριά αναγούλα καθώς εκείνη του χούφτωνε τον πισινό και του ανταπέδιδε το φιλί δυνατά. Έπειτα πέρασε την πόρτα, κατέβηκε τις σκάλες περνώντας μπροστά από το διαμέρισμα του κυρίου Μακάλιστερ και βγήκε από την εξώπορτα της πολυκατοικίας. Σαββατόβραδο στο Φλατς. Αρχικά σκέφτηκε να περπατήσει μέχρι το ΜπάκΓς, ακόμα και μέ χρι το Ταπ, στάθηκε για λίγο μπροστά από το σπίτι του αναποφάσι στος, όμως τελικά διάλεξε να πάρει το αυτοκίνητο. Ίσως ανέβαινε μέχρι το Πόιντ, για να χαζέψει τα κολεγιοκόριτσα και τους γιάπηδες που σύχναζαν τελευταία εκεί κατά αγέλες -στην πραγματικότη τα, στο Πόιντ διαγκωνίζονταν τόσο πολλοί, που τώρα είχαν αρχίσει να ξεχειλίζουν και στο Φλατς. Έψηναν τους ιδιοκτήτες να τους πουλήσουν τα τριώροφα κτί ρια από τούβλο, που τώρα δεν ήταν πια τριώροφα αλλά κατοικίες σε ρυθμό Κουίν Ανν. Τα φάσκιωναν με σκαλωσιές, και οι εργάτες άρχιζαν να δουλεύουν μέρα νύχτα, ώσπου, τρεις μήνες αργότερα, οι κυριλέδες πάρκαραν μπροστά τα Βόλβο τους κουβαλώντας μέσα στο σπίτι χαρτόκουτα από το Πότερι Μπαρν. Πίσω από τις σήτες των παραθύρων τους ακουγόταν τζαζ μουσική, ψώνιζαν διάφορες
μαλακίες -όπω ς κρασί πορτό απ’ την κάβα Ιγκλ Λίκερς-, έβγαζαν βόλτα στο τετράγωνο τα μικρά ποντικόσκυλά τους και φρόντιζαν τους μικροσκοπικούς τους κήπους. Μέχρι τώρα είχαν δείξει ενδι αφέρον μόνο για τα τρίπατα από τούβλο της οδού Γκάλβιν και της λεωφόρου Τούμι, αλλά, αν η εξέλιξη του Πόιντ ήταν ενδεικτική, τα Σάαμπ και οι σακούλες των ντελικατέσεν δεν θ ’ αργούσαν να φτάσουν κατά ντουζίνες μέχρι το Πεν Τσάνελ, ίσα στην καρδιά του Φλατς. Την προηγούμενη εβδομάδα κιόλας, ο κύριος Μακάλιστερ, ο σπιτονοικοκύρης του Ντέιβ, του είχε πει δήθεν αδιάφορα: «Οι α ξίες των ακινήτων ανεβαίνουν. Ανεβαίνουν κατακόρυφα». «Κάτσε λοιπόν και περίμενε», του είχε πει ο Ντέιβ κοιτάζοντας το σπίτι οπου εμενε εδω και δεκα χρονιά, «και καποια στιγμή θ α ...» «Κάποια στιγμή;» Ο Μακάλιστερ τον κοίταξε. «Ντέιβ, τα τέλη κοντεύουν να με πνίξουν. Έχω πάγια εισοδήματα, για όνομα του θεού. Αν δεν πουλήσω γρήγορα, σε δυο τρία χρόνια θα μου τα ’χει φάει η εφορία». «Και πού θα πήγαινες να μείνεις;» είπε ο Ντέιβ, ενώ σκεφτόταν, Κι εγώ πού θα πήγαινα να μείνω; Ο Μ ακάλιστερ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Δεν ξέρω. Ισ ω ς στο Γουέιμουθ. Έχω μερικούς φίλους στο Λιομίνστερ». Το είπε λες και είχε ήδη κάνει μερικά τηλέφωνα, λες και είχε ήδη επισκεφθεί κάποια σπίτια προς ενοικίαση. Καθώς το Χόντα Ακόρντ του Ντέιβ μπήκε στο Πόιντ, προσπά θησε να θυμηθεί αν ήξερε κάποιον στην ηλικία του, ή νεότερο, που εξακολουθούσε να μένει εδώ. Χαζεύοντας σ ’ ένα κόκκινο φανάρι, είδε δυο γιάπηδες με αθλητικά φανελάκια και χακί βερμούδες να κάθονται στο πεζοδρόμιο έξω από το κατάστημα που κάποτε ήταν το Πίτσα Πρίμο’ς. Τώρα λεγόταν Καφέ Σοσάιετι και οι δυο γιάπηδες, άφυλοι και δυνατοί, φτυαριζαν κουταλιες παγωτό ή παγωμένο γιαούρτι στο στόμα τους, με τα μαυρισμένα τους πόδια απλωμένα στο πεζοδρόμιο και διπλωμένα στους αστραγάλους, ενώ τα αστρα φτερά μάουντεν ποδήλατά τους στηρίζονταν στη βιτρίνα, κάτω από εναν λαμπερό καταρρακτη απο λευκό νεον. Ο Ντέιβ αναρωτήθηκε πού στο διάβολο θα πήγαινε να μείνει αν η αντίληψη περί ορίων της συνοικίας έσπρωχνε τα αναθεματι σμένα όρια να περάσουν από πάνω του. Με όσα έβγαζαν εκείνος και η Σελέστ, αν τα μπαρ και οι πιτσαρίες συνέχιζαν να μετατρέ-
πονται σε καφε, θα ήταν τυχεροί ετσι και είχαν τη δυνατότητα να νοικιάσουν ένα δυάρι στο Οικιστικό Συγκρότημα Πάρκερ Χιλς. Θα αναγκάζονταν να περάσουν δεκαοχτώ μήνες στη λίστα αναμονής για να μπορεσουν στο φινάλε να μετακομίσουν σ ενα μέρος οπου οι σκάλες θα μύριζαν κατουρλιό και η μπόχα από τα πτώματα των ποντικών που σάπιζαν θα περνούσε μέσα από τους μουχλιασμέ νους τοίχους, ενώ στους διαδρόμους θα περιφέρονταν πρεζόνια και μάγοι της φαλτσέτας, περιμένοντας τον ασπρουλιάρη να πέσει για ύπνο. Από τότε που ένας μάγκας από το Πάρκερ Χιλς είχε επιχειρήσει να βουτήξει το αυτοκίνητό του ενώ ήταν μέσα με τον Μάικλ, ο Ντέιβ είχε κρυμμένο ένα εικοσιδυάρι κάτω από το κάθισμά του. Ποτέ δεν είχε πυροβολήσει μ’ αυτό, ούτε καν για εξάσκηση, αλλά συχνά το έβγαζε και το κρατούσε, κοιτάζοντας μέσα στην κάννη του. Επέ τρεψε στον εαυτό του την πολυτέλεια να αναρωτηθεί πώς θα αντιδρούσαν αυτοί οι δυο ασορτί γιάπηδες αν βρίσκονταν μπροστά από αυτή την κάννη και χαμογέλασε. Αλλά το φανάρι είχε ανάψει πράσινο κι εκείνος δεν έλεγε να το κουνήσει, και πίσω του ξέσπασαν κορναρίσματα και οι γιάπηδες σήκωσαν τα μάτια τους και κοίταξαν το στραπατσαρισμένο του αμάξι για να δουν ποιος ήταν ο λόγος όλης αυτής της οχλαγωγίας στην καινούρια τους γειτονιά. Ο Ντέιβ κινήθηκε στη διασταύρωση ασφυκτιώντας κάτω από τα ξαφνικά τους βλέμματα, τα ξαφνικά, αναίτια βλέμματά τους.
ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ η Κέιτι Μάρκους βγήκε με τις δύο καλύτερες φίλες της, την Νταϊάν Σέστρα και την Ιβ Πίτζον, για να γιορτάσουν την τελευταία νύχτα της Κέιτι στο Φλατς, ίσως και την τελευταία νύχτα της στο Μπάκιγχαμ. Να γιορτάσουν λες και οι μάγισσες τις είχαν ράνει με χρυσή βροχή και τους είχαν πει οτι ολα τους τα ό νειρα θα έβγαιναν αληθινά. Λες και είχαν κερδίσει το λαχείο και την ίδια μέρα είχαν μάθει τα αρνητικά αποτελέσματα από τα τεστ εγκυμοσύνης. Ακούμπησαν με δύναμη τα πακέτα των μεντόλ τσιγάρων τους σε ένα τραπέζι στο πίσω μέρος της παμπ Σπάιρς και άρχισαν να κα τεβάζουν σφηνάκια καμικάζι και μπίρες Μιτς Λάιτ, χαχανίζοντας μέχρι δακρύων κάθε φορά που κάποιος καλοφτιαγμένος τύπος τούς
έριχνε το Βλέμμα που Σκοτώνει. Πριν από μια ώρα είχαν φάει ένα δολοφονικό δείπνο στο Ιστ Κόουστ Γκριλ, έπειτα είχαν γυρίσει στο Μπάκιγχαμ και, προτού μπουν στο μπαρ, είχαν μοιραστεί ένα τσι γαριλίκι στο πάρκινγκ. Ό λα ήταν αστεία -ο ι παλιές ιστορίες που είχε πει εκατοντάδες φορές η μία στην άλλη, η αφήγηση της Νταϊάν για τον τελευταίο ξυλοδαρμό από το μαλακισμένο αγόρι της, το ξαφνικό πασάλειμμα της Ιβ με κραγιόν, οι δυο στρουμπουλοί τύποι που περπατούσαν άγαρμπα γύρω από το τραπέζι του μπιλιάρδου. Όταν η παμπ γέμισε τόσο πολύ, που για να πάρεις ένα ποτό έ πρεπε να στριμωχτείς για είκοσι λεπτά στο μπαρ, αποφάσισαν να συνεχίσουν τη νύχτα στο Κ έρλι’ς Φόλι στο Πόιντ, καπνίζοντας άλλο ένα τσιγαριλίκι στο αυτοκίνητο, με την Κέιτι να νιώθει τα α γκαθωτά θραύσματα της παράνοιας στις παρυφές του μυαλού της. «Μας παρακολουθεί ένα αυτοκίνητο». Η Ιβ κοίταξε τα φώτα στον καθρέφτη. «Μπα, λάθος κάνεις». «Είναι πίσω μας από τότε που φύγαμε απ’ το μπαρ». «Ελα τώρα, Κέιτι, αυτό έγινε πριν από τριάντα δευτερόλεπτα, γαμώτο». «Ω!» «Ω!» τη μιμήθηκε η Νταϊάν κι έπειτα έβγαλε ένα γέλιο-λόξιγκα και έδωσε ξανά το τσιγαριλίκι στην Κέιτι. Η φωνή της Ιβ ακούστηκε πιο βαθιά. «Είναι ήσυχα». Η Κέιτι κατάλαβε πού το πήγαιναν. «Σκάσε». «Πολύ ήσυχα». «Πολύ ήσυχα», συμφώνησε η Νταϊάν και ξέσπασε σε γέλια. «Σκύλες», είπε η Κέιτι, προσπαθώντας να δώσει ενοχλημένο τόνο στη φωνή της, αλλά καταφέρνοντας μόνο να φτάσει σ ’ έναν παροξυσμό χαχανητού. Ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα, χαμένη στο κενό, ακουμπώντας το κεφάλι της στο μπράτσο του καθίσματος και νιώθοντας χιλιάδες καρφίτσες να τσιμπούν τα μάγουλά της, οπως καθε φορα, απο τις λίγες, που ειχε καπνίσει μαριχουανα. Τα χαχανητα καταλαγιασαν κι ενιωσε να πλεει σ ενα ονειρο, εστιά ζοντας την προσοχή της στο χλομό φως της οροφής, ενώ σκεφτόταν οτι αυτο είναι, αυτή είναι ζωή, να χαχανίζεις σαν ανόητη μαζι με τις καλύτερες σου φίλες που χαχανίζουν κι αυτές, τη νύχτα πριν παντρευτείς τον άντρα που αγαπάς. (Εστω, στο Βέγκας. Έστω, με
το κεφάλι σου βαρύ από το μεθύσι της προηγούμενης βραδιάς.) Όμως, αυτή ήταν η ουσία. Αυτό ήταν το όνειρο.
ΤΈΣΣΕΡΑ ΜΠΑΡ, τρία σφηνάκια και κάνα δυο τηλέφωνα πάνω σε χαρτοπετσέτες αργότερα, η Κέιτι και η Νταϊάν ήταν τόσο μεθυσμέ νες, που στο Μακ Γκιλς σκαρφάλωσαν στο μπαρ και χόρεψαν το «Brown Eyed Girl», παρ’ όλο που το τζουκμπόξ ήταν κλειστό. Η Ιβ τραγουδούσε τα λόγια, «Γλιστράς και λικνίζεσαι, γλιστράς και λικνίζεσαι», ενώ η Κέιτι και η Νταϊάν γλιστρούσαν και λικνίζο νταν σαν καταρράκτης που χύνεται δίπλα σου, κουνώντας ρυθμικά τους γοφούς τους, τινάζοντας τα μαλλιά τους, μέχρι που έπεφταν στο πρόσωπό τους. Στο Μακ Γκιλς, οι θαμώνες το είχαν γλεντήσει, αλλά είκοσι λεπτά αργότερα, στο Μπράουν, δεν μπορούσαν καλά καλά να τα καταφέρουν μέχρι την πόρτα. Σ ’ εκείνη τη φάση η Νταϊάν και η Κέιτι είχαν ανάμεσά τους την Ιβ, που τις στήριζε τραγουδώντας ακόμη (το «Ι Will Sumive» της Γκλόρια Γκέινορ), κάτι που ήταν ένα πρόβλημα. Έ να δεύτερο, ήταν ότι πήγαινε πέρα δώθε σαν μετρονόμος. Έτσι, λοιπόν, τις πέταξαν έξω με τις κλοτσιές προτού ακόμα μπουν στο Μπράουν, πράγμα που σήμαινε ότι μόνο σε ένα μέρος υπήρχε περίπτωση να σερβίρουν τρία μεθυσμένα κορίτσια από το Ανατολικό Μπάκιγχαμ: στο Λαστ Ντροπ, ένα ψυχρό αχούρι στη χειρότερη συνοικία του Φλατς, μια φρικιαστική έκταση τριών τε τραγώνων, όπου οι πρεζωμένες πόρνες ζευγάρωναν με τους πελά τες τους και κάθε αυτοκίνητο χωρίς συναγερμό βαστούσε για περί που ενάμισι λεπτό μάξιμουμ. Και εκεί εμφανίστηκε ο Ρόμαν Φάλοου με την τελευταία του χαζογκόμενα· έτσι τις προτιμούσε ο Ρόμαν τις γυναίκες: μικροκαμωμένες, ξανθές και με μεγάλα μάτια. Η εμφάνιση του Ρόμαν χα ροποίησε ιδιαίτερα τους μπάρμαν, επειδή ο Ρόμαν άφηνε στα μα γαζιά της γειτονιάς το μισό λογαριασμό για φιλοδώρημα, αλλά δεν χαροποίησε καθόλου την Κέιτι, γιατί ο Ρόμαν ήταν φίλος του Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ. «Είσαι στουπί στο μεθύσι, έτσι, Κέιτι;» είπε ο Ρόμαν. Η Κέιτι χαμογέλασε επειδή ο Ρόμαν τη φόβιζε. Ο Ρόμαν φόβιζε σχεδόν τους πάντες. Ή ταν όμορφο παιδί και ξύπνιο, κι όταν είχε τα κέφια του γινόταν τρομερά αστείος, αλλά, να, υπήρχε ένα κενό
μέσα του, μια ολοκληρωτική έλλειψη από οτιδήποτε θα μπορούσε να θυμίζει αληθινό συναίσθημα- κι αυτή η έλλειψη κρεμόταν στα μάτια του σαν ταμπέλα σε πόρτα ξενοδοχείου. «Είμαι λιγάκι ζαλισμένη», παραδέχτηκε. Αυτό φάνηκε να διασκεδάζει τον Ρόμαν. Χασκογέλασε αφήνο ντας να φανεί η τέλεια οδοντοστοιχία του και ήπιε μια γουλιά Τάνκερεϊ. «Λιγάκι ζαλισμένη, ε; Εντάξει, Κέιτι. Να σε ρωτήσω κάτι;» είπε ευγενικά. «Νομίζεις ότι θα άρεσε στον Μπόμπι να μάθει ότι απόψε στο Μακ Γκιλς γίνατε ρεζίλι των σκυλιών; Τι λες, νομίζεις ότι θα του άρεσε να το μάθει;» «Όχι». «Γιατί ούτε εμένα μου άρεσε που το ’μαθα. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» «Ναι». Ο Ρόμαν έφερε τη χούφτα του πίσω από τ ’ αυτί του. «Δεν το ’πιασα;» «Ναι». Ο Ρόμαν άφησε το χέρι του εκεί που ήταν και έγειρε προς το μέρος της. «Συγνώμη, δεν άκουσα. Πες το πάλι». «Πάω σπίτι αμέσως», είπε η Κέιτι. Ο Ρόμαν χαμογέλασε. «Είσαι σίγουρη; Δε θέλω να σ ’ αναγκάσω να κάνεις κάτι που δε σ ’ αρέσει». «Όχι, όχι. Αρκετά ως εδώ». «Α, γεια σου. Να πληρώσω εγώ το λογαριασμό σας;» «Όχι, Ρόμαν, να ’σαι καλά. Πληρώσαμε ήδη». Ο Ρόμαν κρέμασε το μπράτσο του γύρω από την ξανθιά του. «Να τηλεφωνήσω για ταξί;» Παραλίγο να της ξεφύγει ότι είχε έρθει με αυτοκίνητο, αλλά συ γκρατήθηκε. «Οχι, όχι. Τέτοια ώρα; Θα βρούμε αμέσως». «Σίγουρα θα βρείτε. Εντάξει, λοιπόν, Κέιτι, θα τα πούμε». Η Ιβ και η Νταϊάν στέκονταν ήδη δίπλα στην πόρτα' στην πραγ ματικότητα, βρίσκονταν εκεί από τη στιγμή που αντίκρισαν τον Ρό μαν. Έ ξω στο πεζοδρόμιο, η Νταϊάν είπε: «Ω, Θεέ μου, λες να τηλε φωνήσει στον Μπόμπι;» Η Κέιτι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, αν και δεν ήταν σί γουρη. «Όχι. Ο Ρόμαν δε μεταφέρει ποτέ κακές ειδήσεις. Τις φροντιζει ο ίδιος». Εφερε το χερι της στο πρόσωπό της για μια στιγμή /V *
* c*
/ 1— >
t*
κι εκεί, μέσα στο σκοτάδι, ένιωσε το αλκοόλ μαζί με το βάρος της μοναξιάς της να γίνονται ένας τοξικός πολτός στο αίμα της. Πάντα αισθανόταν μόνη από τότε που είχε πεθάνει η μητέρα της -κ α ι η μητέρα της ειχε πεθάνει πριν απο παρα πολυ καιρό. Στο πάρκινγκ, η Ιβ έκανε εμετό, πιτσιλίζοντας τους πίσω τρο χούς του μπλε Τογιότα της Κέιτι. Όταν τελείωσε, η Κέιτι έβγαλε ένα μικρό μπουκάλι με υγρό για πλύσεις στόματος από την τσάντα της και το έδωσε στην Ιβ. «Μπορείς να οδηγήσεις;» ρώτησε η Ιβ. Η Κέιτι έγνεψε. «Πόσο μακριά είναι; Καμιά δεκαριά τετράγω να; Δεν έχω πρόβλημα». «Άλλος ένας λόγος να φύγω», είπε η Κέιτι καθώς έβγαιναν από το πάρκινγκ. «Αλλος ένας λόγος να ξεκουμπιστώ από αυτή την κωλογειτονιά». «Ναι», είπε η Νταϊάν με μισή καρδιά. Πήγαιναν προσεκτικά στους δρόμους του Φλατς, με την Κέιτι να ακολουθεί τη δεξιά λωρίδα, κρατώντας τη βελόνα του κο ντέρ σταθερή στα σαράντα χιλιόμετρα, προσηλωμένη στην οδήγη ση. Έμειναν στην Ντάνμποϊ για δέκα τετράγωνα πάνω κάτω κι έ πειτα έστριψαν στην Κρέσεντ, όπου οι δρόμοι ήταν πιο σκοτεινοί, πιο ήσυχοι. Στη διάρκεια της διαδρομής, η Νταϊάν αποφάσισε να κοιμηθεί στον καναπέ της Ιβ αντί να πάει στο σπίτι του Ματ, του αγοριού της, όπου θα έτρωγε ένα γερό χέρι ξύλο επειδή θα εμφανι ζόταν στουπί, κι έτσι κατέβηκε μαζί με την Ιβ κάτω από ένα σπα σμένο φανάρι στην οδό Σίντνεϊ. Στο μεταξύ, είχε αρχίσει να βρέχει και η Κέιτι έβλεπε τις πρώτες σταγόνες να πιτσιλίζουν σαν φτυσιές το παρμπρίζ της, αν και η Νταϊάν και η Ιβ δεν έδειχναν να δίνουν ι διαίτερη σημασία στο θέμα. Έσκυψαν και οι δυο και κοίταξαν την Κέιτι μέσα από το ανοι χτό παράθυρο του συνοδηγού. Η άσχημη τροπή που είχε πάρει η βραδιά μέσα στην τελευταία ώρα είχε αφήσει τα ίχνη της στο καταπτοημένο πρόσωπό τους και στους κρεμασμένους τους ώμους, και η Κέιτι ένιωθε τη θλίψη τους στο πλάι του προσώπου της, παρ’ όλο που κοίταζε μπροστά, τις σταγόνες της βροχής πάνω στο παρ μπρίζ. Ένιωθε το υπόλοιπο απ’ τη ζωή των δύο κοριτσιών να βα ραίνει στην πλάτη τους, προβλέψιμο και γεμάτο δυστυχία. Ή ταν οι καλύτερές της φίλες από το νηπιαγωγείο, και ίσως να μην τις ξανά βλεπε ποτέ πια. /
·
Λ /
/
/
Λ *
§
«Σίγουρα δεν έχεις πρόβλημα;» Η φωνή της Νταϊάν είχε έναν οξύ, ζωηρό τόνο. Η Κέιτι έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος τους κι έβαλε τα δυνατά της να χαμογελάσει, παρ’ όλο που ένιωθε το σαγόνι της να σκίζεται στα δύο από την προσπάθεια. «Ναι. Βέβαια. Θα σας τηλεφωνήσω από το Βέγκας. Θα έρθετε να μας δείτε, έτσι;» «Τα αεροπορικά εισιτήρια είναι φτηνά», είπε η Ιβ. «Πολύ φτηνά». «Πολύ φτηνά», συμφώνησε και η Νταϊάν, με τη φωνή της να ξεστρατίζει καθώς κοίταζε κάτω, το χιλιοφθαρμένο πεζοδρόμιο. «Εντάξει», είπε η Κέιτι, με τη λέξη να ξεφεύγει από το στόμα της σαν λαμπερή έκρηξη. «Φεύγω προτού μας πάρουν τα κλάμα τα». Η Ιβ και η Νταϊάν άπλωσαν τα χέρια τους μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, η Κέιτι τράβηξε αργά το καθένα προς το μέρος της κι έ πειτα οι δυο κοπέλες απομακρύνθηκαν από το αυτοκίνητο κουνώ ντας τα χέρια τους σε χαιρετισμό. Η Κέιτι τον ανταπέδωσε, πάτησε την κόρνα και ξεκίνησε. Η Ιβ και η Νταϊάν απέμειναν εκεί, στο πεζοδρόμιο, να κοιτάζουν για πολλή ωρα αφοτου τα πισω φωτα του αυτοκινήτου της Κέιτι κοκκίνισαν κι έπειτα χάθηκαν, όταν έστριψε στη μέση της οδού Σίντνεϊ. Ένιωθαν πως είχαν κι άλλα να πουν. Μπορούσαν να μυρίσουν τη βροχή και τη μυρωδιά του αλουμινόχαρτου του Πενιτένσιαρι Τσάνελ, του καναλιού που κυλούσε σκοτεινό και σιωπηλό στην άλλη πλευρά του πάρκου. Για όλη την υπόλοιπη ζωή της, η Νταϊάν θα ευχόταν να μην είχε βγει ποτέ από εκείνο το αυτοκίνητο. Σε λιγότερο από ένα χρόνο θα έφερνε στον κόσμο ένα γιο, στον οποίο θα έλεγε, όταν θα ήταν μικρός (πριν γίνει σαν τον πατέρα του, πριν χαλάσει, πριν με θύσει ένα βράδυ και πέσει με το αυτοκίνητο πάνω σε μια γυναίκα που περίμενε να περάσει ένα δρόμο του Πόιντ), ότι πίστευε πως εκείνη σκόπευε να μείνει σ εκείνο το αμαξι και, αποφασίζοντας να βγει, από ένα καπρίτσιο, αισθάνθηκε λες και είχε αλλάξει κάτι στη μοίρα της, λες και είχε περάσει ξυστά από κάποια γωνία του χρό νου. Κι αυτό θα το κουβαλούσε διαρκώς μέσα της, μαζί με την κυ ρίαρχη αίσθηση ότι είχε ξοδέψει τη ζωή της παρατηρώντας παθη τικά τις παρορμήσεις των άλλων ανθρώπων, παρορμήσεις που ποτέ δεν προσπάθησε να χαλιναγωγήσει όσο έπρεπε. Αυτά θα επανα V »
ΛΛ '
/
/
*
'
e
9
\
t
9
r γ
9
*γ
λάμβανε στο γιο της όταν θα τον επισκεπτόταν στη φυλακή κι ε κείνος θα έγερνε δεξιά αριστερά τους ώμους του και θα σάλευε ά βολα στην καρέκλα του και θα τη ρωτούσε: «Μαμά, μου τα ’φερες τα τσιγάρα που σου ’πα;» Η Ιβ έμελλε να παντρευτεί έναν ηλεκτρολόγο και να μετακομί σει σε ένα ράντσο στο Μπρέιντρι. Μερικές φορές, αργά τη νύχτα, θα ακουμπούσε την παλάμη της στο φαρδύ, ευγενικό του στέρνο και θα του μιλούσε για την Κέιτι, για εκείνη τη νύχτα, κι εκείνος θα άκουγε και θα της χάιδευε τα μαλλιά, αλλά δεν θα έλεγε πολ λά, γιατί θα ήξερε ότι δεν μπορούσε να πει τίποτα. Μερικές φορές η Ιβ θα ένιωθε την ανάγκη να προφέρει απλώς και μόνο το όνομα της φίλης της, να νιώσει το βάρος του στη γλώσσα της... Θα έκα ναν παιδιά. Η Ιβ θα πήγαινε να τα βλέπει να παίζουν ποδόσφαιρο, θα στεκόταν στην άκρη του γηπέδου, και κάπου κάπου τα χείλη της θα άνοιγαν και θα πρόφερε το όνομα της Κέιτι, σιωπηλά, για να το ακούσει μόνο η ίδια, μπροστά στα νοτερά γήπεδα του Απρίλη. Αλλά εκείνη τη νύχτα ήταν ακόμη δυο μεθυσμένα κορίτσια από το Ανατολικό Μπάκιγχαμ και η Κέιτι τις παρακολουθούσε να χάνο νται στον πίσω καθρέφτη ενώ έστριβε στη Σίντνεϊ και κατευθυνόταν για το σπίτι της. Τις νύχτες επικρατούσε νέκρα, καθώς τα περισσότερα σπίτια που έβλεπαν στο πάρκο του Πεν Τσάνελ είχαν καεί πριν από τέσ σερα χρόνια σε μια πυρκαγιά που τα είχε αφήσει ξεκοιλιασμένα, μαύρα και με σανίδες καρφωμένες στα παράθυρά τους. Η Κέιτι ή θελε μόνο να φτάσει σπίτι, να συρθεί στο κρεβάτι της, να σηκωθεί το πρωί και να ’χει φύγει προτού ο πατέρας της ή ο Μπόμπι σκεφτούν να τη γυρέψουν. Ή θελε να βγάλει από πάνω της αυτή τη γει τονιά όπως βγάζει κανείς τα ρούχα που φορούσε σε μια νεροποντή. Να την τυλίξει στη χούφτα της και να την πετάξει μακριά, χωρίς δεύτερη ματιά. Και θυμήθηκε κάτι που είχε χρόνια να σκεφτεί. Θυμήθηκε μια βόλτα στον ζωολογικό κήπο με τη μητέρα της, όταν ήταν πέντε χρόνων. Τη θυμήθηκε χωρίς ιδιαίτερο λογο, έκτος ισως απο το οτι τα κρεμασμένα κλαδιά της ξεθυμασμένης μαριχουάνας και του αλ κοόλ στο μυαλό της έπεσαν επάνω στα κύτταρα όπου φυλάσσεται η μνήμη. Η μητέρα της την κρατούσε από το χέρι καθώς κατηφόρι ζαν την οδό Κολούμπια προς τον ζωολογικό κήπο και η Κέιτι μπο ρούσε να νιώσει τα κόκαλα του χεριού της μητέρας της να τρεμοf
rr>
Λ
f Α
'
Ο
'
Λ '
*
*
*
*
\
/> /
t
r
t
r
O* #
1 -ί r
t
παίζουν φευγαλεα καίω απο το δέρμα του καρπού της. Ειχε γυρίσει και είχε κοιτάξει το λεπτό πρόσωπο της μητέρας της, τα βαθουλωμένα μάτια και τη μύτη που από την αδυναμία θύμιζε ράμφος γερα κιού, το σαγόνι της που έμοιαζε με μυτερό κόμπο. Και η Κέιτι, με την περιέργεια των πέντε χρόνων, την είχε ρωτήσει: «Μαμά, πώς γίνεται να είσαι συνέχεια τόσο κουρασμένη;» Το εύθραυστο, σκληρό πρόσωπο της μητέρας της είχε ζαρώσει σαν στεγνό σφουγγάρι. Έσκυψε δίπλα στην Κέιτι, έφερε τα δυο της χέρια στα μάγουλά της και την κοίταξε με κόκκινα μάτια. Η Κέιτι νόμισε ότι ήταν τρελή, αλλά την επόμενη στιγμή η μητέρα της χα μογέλασε, αν και το χαμόγελο αμέσως βάρυνε και χάθηκε από το πρόσωπό της, και το πιγούνι της άρχισε να τρεμει. «Ω, μωρο μου», είπε και τράβηξε την Κέιτι κοντά της. Έκρυψε το πιγούνι της στον ώμο της Κέιτι και είπε ξανά, «Ω, μωρό μου» κι έπειτα η Κέιτι αισθάνθηκε τα δάκρυά της στα μαλλιά της. Μπορούσε να αισθανθεί και τώρα αυτό το μαλακό ψιχάλισμα των δακρύων στα μαλλιά της, και προσπαθούσε να θυμηθεί το χρώμα των ματιών της μητέρας της, όταν είδε το σώμα ξαπλωμένο καταμεσής του δρόμου. Ή ταν ξαπλωμένο σαν σακί μπροστά στις ρόδες της και έστριψε απότομα δεξιά, νιώθοντας τον αριστερό της τροχό να χτυπάει κάτι, ενώ σκεφτόταν, Ιησού Χριστέ, δεν είναι δυ νατόν, πες μου ότι δεν τον χτύπησα, σε παρακαλώ, Χριστέ μου, σε παρακαλώ. Έριξε το Τογιότα πάνω στο δεξί πεζοδρόμιο, το πόδι της άφησε το ντεμπραγιάζ και το αυτοκίνητο κλυδωνίστηκε προς τα εμπρός, κλότσησε και μετά έσβησε. Κάποιος της φώναξε. «Γεια, τι κάνεις;» Η Κέιτι τον είδε να έρχεται προς το μέρος της και άρχισε να χα λαρώνει επειδή έδειχνε φιλικός και ακίνδυνος, μέχρι που πρόσεξε το πιστόλι στο χέρι του. *
r
*
/
/
/-ν
r
ΣΤΙΣ ΤΡΕΙΣ ΤΟ ΠΡΩΙ, ο Μπρένταν Χάρις αποκοιμήθηκε τελικά. Αποκοιμήθηκε χαμογελώντας, με την Κέιτι να αιωρείται από πάνω του, λέγοντάς του ότι τον αγαπά, ψιθυρίζοντας το όνομά του, με την απαλή της ανάσα σαν φιλί στο αυτί του.
4 ΔΕΝ ΠΟΛΥΒΓΑΙΝΩ ΕΞΩ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ
Ντέιβ Μ πόιλ κατέληξε τελικά στο Μακ Γκιλς και κάθισε μαζί με τον Στάνλεϊ το Γίγαντα στην άκρη του μπαρ, παρακολουθώντας στην τηλεόραση τους Σοξ να δίνουν ένα ματς εκτός έδρας. Ο Πέδρο Μαρτίνες κυριαρχούσε στο τερέν και οι Σοξ είχαν κάνει κομμάτια τους Έιντζελς, με τον Πέδρο να χτυ πάει την μπάλα με τέτοια διαβολεμένη δύναμη, που την έκανε να μοιάζει με δίσκο ώσπου να περάσει τη γραμμή. Μέχρι το τρίτο μέ ρος του παιχνιδιού οι επιθετικοί των Έιντζελς έδειχναν τρομαγμέ νοι. Μέχρι το έκτο, έμοιαζαν λες και ήθελαν να πάνε σπίτι, έχοντας μάλιστα αρχίσει να σκέφτονται τι θα φάνε. Όταν ο Γκάρετ Άντερσον απέκρουσε μια ασθενική βολή του Πέδρο, κάθε ελπίδα για α πολαυστικό παιχνίδι έσβησε και ο Ντέιβ συνέλαβε τον εαυτό του να προσέχει μάλλον τα φώτα και τους οπαδούς του σταδίου Άναχαϊμ παρά το ίδιο το παιχνίδι. Παρατηρούσε περισσότερο τις κερκίδες -τη ν αηδία, την κό πωση και τη ματαίωση στο πρόσωπο των οπαδών, που έδειχναν να παίρνουν την ήττα πιο προσωπικά από τους παίκτες στο γήπεδο. Και ίσως έτσι να ήταν. Ο Ντέιβ σκέφτηκε ότι, για κάποιους απ’ αυ τούς, θα ήταν το μοναδικό παιχνίδι που θα παρακολουθούσαν φέ τος. Είχαν πάρει μαζί γυναίκα και παιδιά, ξεκινώντας απ’ τα σπίτια Ε
κ
ΕΙΝ Η ΤΗ Ν Υ Χ Τ Α
ο
τους στην Καλιφόρνια νωρίς το απόγευμα, φορτωμένοι με ψυγειάκια για το παρτι μετα τη λήξη του αγώνα και πεντε εισιτήρια των τριάντα δολαρίων στην τσέπη, για να καθίσουν στις φτηνές κερκιδες, ν αγορασουν καπελακια των είκοσι πεντε δολαρίων για τα παιδιά, να καταναλώσουν άθλια χάμπουργκερ για έξι δολάρια και χοτ ντογκ για τεσσεράμισι, ξεθυμασμένη Πέπσι Κόλα και λιωμένο παγωτό που κυλούσε στις τρίχες των καρπών τους. Ο Ντέιβ ήξερε ότι βρίσκονταν εκεί για να νιώσουν χαρά και περηφάνια, να υπερβούν την καθημερινή τους ζωή μέσα από τη σπάνια εμπειρία της νίκης. Να γιατί τα στάδια και τα γήπεδα του μπέιζμπολ είχαν ατμό σφαιρα καθεδρικού ναού -βομβούσαν από φως και μουρμουριστές προσευχές, κι από σαράντα χιλιάδες καρδιές που όλες μαζί χτυπού σαν το ίδιο τύμπανο συλλογικής ελπίδας. Νίκησε για μένα. Νίκησε για τα παιδιά μου. Νίκα για τη γυ ναίκα μου, ώστε να μπορέσω να πάρω τη νίκη σου στο αμάξι μαζί μου και να καθίσω στη λάμψη της μαζί με την οικογένειά μου κα θώς θα γυρίζουμε πίσω στη ζωή μας, που κατά τα άλλα δεν γνωρί ζει τι θα πει νίκη. Νίκησε για μένα. Νίκησε, νίκησε, νίκα. Όμως, όταν η ομάδα έχανε, αυτή η συλλογική ελπίδα κατέληγε θρύψαλα και όποια ψευδαίσθηση ενότητας είχες νιώσει με τους συνεκκλησιαζομένους κατέρρεε μαζί της. Η ομάδα σου σε είχε προδώσει και υπήρχε μόνο για να σου θυμίζει ότι, συνήθως, κάθε φορά που προσπαθούσες, σε περίμενε η αποτυχία. Κάθε φορά που ήλπιζες, η ελπίδα πέθαινε. Κι εσύ έμενες εκεί, μέσα στα σκουπίδια, στα πλαστικά σακουλάκια του ποπκόρν και στα μαλακά, μουλια σμένα κύπελλα από φελιζόλ, πεταμένος στο ναρκωμένο ερείπιο της ζωής σου, έχοντας μπροστά σου ένα μακρύ, θλιβερό περίπατο σε ένα μακρύ, θλιβερό πάρκινγκ μαζί με ορδές μεθυσμένων, οργισμέ νων ξένων, με μια σιωπηλή σύζυγο που καταχώριζε την τελευταία σου αποτυχία και με τρία πιτσιρίκια με ξινισμένα μούτρα. Έτσι, λοιπόν, έμπαινες στ’ αμάξι σου και γυρνούσες σπίτι, στο ίδιο μέ ρος απ’ όπου είχε υποσχεθεί να σε απομακρύνει ο καθεδρικός ναός. Ο Ντέιβ Μπόιλ, πρώην αστέρας στόπερ ανάμεσα στη δεύτερη και στην τρίτη θέση, στα ένδοξα χρόνια της ομάδας του Τεχνικού Λυκείου Ντον Μπόσκο από το ’78 μέχρι το ’82, ήξερε ότι ελάχιστα πράγματα στον κόσμο ήταν πιο κυκλοθυμικά από έναν φανατικό ο παδό. Ή ξερε τι σήμαινε να τους έχεις ανάγκη, να τους μισείς, να /
' C*
ί
'
*
Λ ' V *
Λ
t
'
r
t
/
r
Ο
'
πέφτεις στα γόνατα και να τους εκλιπαρείς για άλλη μια ομαδική κραυγή επιδοκιμασίας -ή να κρεμάς το κεφάλι σου απογοητευμέ νος, έχοντας κάνει τη μία, κοινή, οργισμένη καρδιά τους κομμάτια. «Αυτά τα γκομενάκια είναι και γαμώ!» είπε ο Στάνλεϊ ο Γίγα ντας και ο Ντέιβ σήκωσε το βλέμμα του και είδε δύο κορίτσια που ξαφνικά είχαν σκαρφαλώσει πάνω στο μπαρ και χόρευαν, ενώ μια τρίτη φίλη τους τραγουδούσε το «Brown Eyed Girl» με φάλτσα φωνή, με τις δύο πάνω στο μπαρ να κουνάνε τον πισινό τους και να λικνίζουν τους γοφούς τους. Αυτή που χόρευε στα δεξιά ήταν πα χουλή κι είχε δυο γυαλιστερά γκρίζα μάτια που έμοιαζαν να λένε: «Πήδηξέ με». Ο Ντέιβ υπολόγισε ότι βρισκόταν στο απόγειο της σύντομης νεότητάς της και ανήκε στο είδος εκείνο της κοπέλας που κατά πάσα πιθανότητα θα έκανε πολύ καλό κρεβάτι για περί που έξι μήνες ακόμη. Όμως, σε δύο χρόνια από τώρα, θα είχε πάρει την κάτω βόλτα -φαινόταν ήδη στο πιγούνι της-, θα γινόταν παχιά και πλαδαρή, και βλέποντάς τη με τη ρόμπα δύσκολα θα μπορού σες να φανταστείς ότι πριν από λίγο καιρό είχε αποτελέσει αντικεί μενο πόθου. Όμως η άλλη... Ο Ντέιβ την ήξερε από μικρό κορίτσι -ήταν η Κέιτι Μάρκους, η κόρη του Τζίμι και της άτυχης, μακαρίτισσας Μαρίτα, τώρα προγονή της ξαδέρφης της γυναίκας του, της Άναμπεθ, και βρισκό ταν σε πλήρη ανάπτυξη, με κάθε εκατοστό της σάρκας της σφιχτό, φρέσκο και τσιτωμένο. Κοιτάζοντάς τη να χορεύει, να λικνίζεται, να στριφογυρίζει και να γελάει, με τα ξανθά μαλλιά της να πέφτουν σαν χείμαρρος στο πρόσωπό της κι έπειτα να πετούν ξανά πίσω μ ’ ένα τίναγμα του κεφαλιού της, αποκαλύπτοντας το λευκό τόξο του λαιμού της, ο Ντέιβ αισθάνθηκε ένα σκοτεινό κύμα προσδοκίας και λαχτάρας να φουντώνει μέσα του σαν να ’ριχνες λάδι στη φωτιά, και ήξερε ότι δεν ερχόταν από το πουθενά. Ερχόταν από αυτήν, ξεκιr t / / ^ · Λ' C f νουσε απο το κορμί της κι εφτανε στο όικο του, καθώς το ιδρωμενο πρόσωπό της τον αναγνώρισε όταν τα βλέμματά τους συναντήθη καν κι εκείνη του χαμογέλασε, κάνοντάς του ένα σκέρτσο με το δάχτυλό της, που ο Ντέιβ νόμισε ότι πέρασε πάνω από τα κόκαλα του στέρνου του και γαργάλισε την καρδιά του. Έριξε ένα βλέμμα στους τύπους στο μπαρ, που χάζευαν με ζα λισμένα βλέμματα τα δυο κορίτσια να χορεύουν σαν όραμα σταλ μένο από το Θεό. Ο Ντέιβ έβλεπε στο πρόσωπό τους την ίδια λα
χτάρα που είχε δει στα μάτια των οπαδών των Έιντζελς στην αρχή του παιχνιδιού, μια θλιμμένη λαχτάρα ανάμεικτη με την παθητική αποδοχή της βεβαιότητας πως θα γυρνούσαν σπίτι τους ανικανο ποίητοι. Για να χαϊδέψουν το πουλί τους στις τρεις τη νύχτα στην τουαλέτα, με τη σύζυγο και τα παιδιά να ροχαλίζουν στα επάνω δωμάτια. Ο Ντέιβ κοίταξε την Κέιτι που έλαμπε πάνω στο μπαρ και θυ μήθηκε τη Μόρα Κίβενι ξαπλωμένη στο πλάι του γυμνή, με τον ιδρώτα να σταλάζει στα φρύδια της, τα μάτια της γλαρά και ξέ χειλα από αλκοόλ και πόθο. Πόθο γ ι’ αυτόν, τον Ντέιβ Μπόιλ. Τον αστέρα του μπέιζμπολ. Το καμάρι του Φλατς για τρία φευγαλέα χρόνια. Κανείς δεν αναφερόταν πια σ ’ αυτόν σαν το αγόρι που το είχαν απαγάγει στα δέκα του. Οχι* ήταν ένας τοπικός ήρωας. Είχε τη Μόρα στο κρεβάτι του και τη Μοίρα στο πλευρό του. Ο Ντέιβ Μπόιλ. Ο Ντέιβ Μπόιλ που, τότε, δεν ήξερε πόσο λίγο θα κρατούσε αυτό* πόσο σύντομα θα χανόταν, αφήνοντας πίσω του μόνο ένα σκοτεινό παρόν χωρίς εκπλήξεις, χωρίς κάποιο λόγο για να ελπίζει, τίποτε εκτός από ημέρες που μάτωναν η μία μετά την άλλη τόσο αδιάφορα, που, προτού το πάρει χαμπάρι, άλλη μια χρο νιά είχε περάσει και το ημερολόγιο της κουζίνας έδειχνε ακόμα Μάρτιο. Δεν θα ονειρευτώ ποτέ ξανά, έλεγες. Δεν θ ’ αφήσω τον εαυτό μου να πονέσει. Αλλά η ομάδα σου περνούσε στα πλέι-οφ ή έβλε πες μια ταινία, ή ένα φυλλάδιο που ρόδιζε μ ’ ένα πορτοκαλί χρώμα του δειλινού διαφημίζοντας ταξίδια στην Αρούμπα, ή χάζευες ένα κορίτσι που χόρευε πάνωθέ σου με μάτια που σπιθοβολούσαν, κι αυτό το κορίτσι ήταν ίδιο σχεδόν με την κοπέλα που έβγαινες στο γυμνάσιο -μ ια γυναίκα που αγαπούσες κι εχασες-, και τοτε ελεγες, Ας ονειρευτώ ξανά, ας ονειρευτώ άλλη μια φορά ακόμα. *
9
/
r
t
/ Λ
ΟΤΑΝ Η ΡΟΖΜΑΡΙ Σάβατζ Σαμάρκο ήταν στα τελευταία της (την πέμπτη από τις δέκα φορές που συνέβη αυτό), είχε πει στην κόρη της, τη Σελέστ Μπόιλ: «Σου ορκίζομαι στο Χριστό ότι τη μόνη ευ χαρίστηση σ ’ αυτή τη ζωή την πήρα όταν έστυβα τα παπάρια του πατέρα σου σαν βρεγμένη πετσέτα». Η Σελέστ της είχε χαμογελάσει κάπως απόμακρα και είχε προ σπαθήσει να απομακρυνθεί, όμως τα δάχτυλα της μητέρας της,
e
r
a
f
9
r·
t γ
*
r
r
γαμψα απο την αρθρίτιδα, την είχαν αρπαξει, σφίγγοντας γυρω απο ίο κόκαλο του καρπού της. «Άκυυσέ με καλά, Σελέστ. Πεθαίνω και μιλάω όσο πιο σοβαρά γίνεται. Απ αυτη τη ζωή παίρνεις κατι -α ν είσαι τυχερή- , και δεν είναι πολύ, έτσι κι αλλιώς. Αύριο θα πεθάνω και θέλω η κόρη μου να το καταλάβει καλά: Έ να πράγμα παίρνεις μόνο. Μ ’ ακούς; Ένα πράγμα απ’ όλο τον κόσμο σού δίνει ευχαρίστηση. Για μένα ήταν να τη σπάω στον μπάσταρδο τον πατέρα σου κάθε φορά που έβρι σκα την ευκαιρία». Τα μάτια της σπίθιζαν και στο κάτω χείλι της γυάλιζαν σταγόνες σάλιου. «Πίστεψέ με, ύστερα από λίγο το απο λάμβανε κι αυτός». Η Σελέστ σκούπισε το μέτωπο της μητέρας της με μια πετσέτα. Γης χαμογέλασε και της είπε «Μαμά», με απαλή, καθησυχαστική φωνή. Σκούπισε τα σάλια από τα χείλη της και της χάιδεψε την πα λάμη, ενώ σκεφτόταν διαρκώς ότι έπρεπε να φύγει από δω χάμω. Να φύγει απ’ αυτό το σπίτι, απ’ αυτή τη γειτονιά, απ’ αυτό το τρε λάδικο όπου τα μυαλά των ανθρώπων σάπιζαν απ’ τη φτώχεια, τον κρυφό θυμό και την ανημπόρια να κάνουν κάτι για όλ’ αυτά, εδώ και πολύ καιρό. Ωστόσο η μητέρα της έζησε. Επέζησε από την κολίτιδα, τις κρί σεις σακχάρου, τη νεφρική ανεπάρκεια, επέζησε από δύο εμφράγ ματα, απ’ τον καρκίνο στο στήθος κι α π’ τον καρκίνο στο παχύ της εντερο. Καποια μερα, μαλιστα, το παγκρεας της τα παρατησε, σταματώντας στα καλά καθούμενα να λειτουργεί, για να ξαναπιάσει όμως δουλειά ξαφνικά μια βδομάδα αργότερα, γεμάτο ενθου σιασμό, και οι γιατροί ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν τη Σελέστ αν θα μπορούσαν να κρατήσουν για μελέτη το σώμα της μητέρας της μετά θάνατον. Τις πρώτες φορές η Σελέστ ρωτούσε: «Ποια όργανα;» «Όλα». Η Ρόζμαρι Σάβατζ Σαμάρκο είχε έναν αδερφό στο Φλατς που τον μισούσε, δύο αδερφές που έμεναν στη Φλόριντα που δεν της μιλούσαν, και είχε σπάσει τα νεύρα του συζύγου της με τόση επι τυχία, που ο τύπος προτίμησε να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα για να γλιτώσει από δαύτη. Η Σελέστ ήταν το μοναδικό της παιδί έπειτα από εφτά αποβολές. Οταν ήταν μικρή, η Σελέστ φανταζόταν όλα αυτά τα παραλίγο αδέρφια της να ίπτανται εκεί όπου πάνε οι ψυχές τ
A
r
r
?
| *
*
y
t
f
*
9
f
/ ' Λ*t t
των αβάφτιστων παιδιών κι έλεγε μέσα της, Εσείς τουλάχιστον τη γλιτώσατε. Όταν η Σελέστ περνούσε την εφηβεία της, ήταν σίγουρη ότι κά ποιος θα ερχόταν να την πάρει μακριά απ’ ό λ ’ αυτά. Δεν ήταν και για πέταμα. Δεν ήταν πικροχολη, ειχε ευχάριστη προσωπικότητα, ήξερε να γελάει. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, έτσι θα συ νέβαινε. Το πρόβλημα ήταν πως, μολονότι είχε συναντήσει μερι κούς υποψηφίους, κανείς δεν την είχε συγκλονίσει. Όι πιο πολλοί ήταν από το Μπάκιγχαμ, αληταράδες από το Πόιντ ή το Φλατς του Ανατολικού Μπάκι, λίγοι από το Ρόουμ Μπέιζιν, κι ένας τύπος που είχε γνωρίσει όταν πήγαινε στη Σχολή Κομμωτικής Μπλέιν ήταν ο μοφυλόφιλος, κι ας μην το είχε πάρει μυρωδιά ακόμα ο ίδιος. Η ασφάλεια ζωής της μητέρας της ήταν για τα πανηγύρια, και πολύ σύντομα η Σελέστ βρέθηκε να δουλεύει μόνο και μόνο για να πληρώνει τις ελάχιστες δόσεις των τερατωδών εξόδων νοσηλείας για τερατώδεις ασθένειες, που δεν ήταν όμως αρκετά τερατώδεις ώστε να απαλλάξουν τη μάνα της από τη δυστυχία της. Ό χι ότι η μητέρα της δεν απολάμβανε αυτή τη δυστυχία. Κάθε κρίση ασθέ νειας ήταν ένας καινούριος άσος στο μανίκι της, που τον χρησι μοποιούσε επιδέξια σ ’ αυτό που ο Ντέιβ αποκαλούσε Η Ζωή Της Ρόζμαρι Είναι Χειρότερη Από Τα Αποτελέσματά Σου Στο Στοίχημα Ιπποδρομιών. Όταν έβλεπαν στις ειδήσεις κάποια μητέρα που έκλαιγε και θρηνούσε στο πεζοδρόμιο έπειτα από μια πυρκαγιά που είχε κάψει το σπίτι της μαζί με τα δυο της παιδιά, η Ρόζμαρι πλα τάγιζε τα χείλη της και έλεγε: «Παιδιά κάνεις όποτε θες. Για δοκί μασε να ζήσεις με κολίτιδα και κατεστραμμένο πνεύμονα την ίδια χρονιά, και τα λέμε». Ο Ντέιβ χαμογελούσε σφιγμένα και πήγαινε να φέρει άλλη μια μπίρα. Η Ρόζμαρι, ακούγοντας την πόρτα του ψυγείου ν ’ ανοίγει, έλεγε στη Σελέστ: «Είσαι η ερωμένη του, καλή μου. Η πραγματική του σύζυγος λέγεται Μπαντβάιζερ». Η Σελέστ έλεγε: «Μαμά, κόφ’ το». Η μητέρα της έλεγε: «Τι είπες;» Όμως τελικά η Σελέστ είχε αποφασίσει -ίσω ς να ήταν κι ένας συμβιβασμός αυτό- να μείνει με τον Ντέιβ. Ήταν νόστιμος, ευχά ριστος και έδειχνε να τον ταράζουν ελάχιστα πράγματα. Όταν παντρευτηκαν, ειχε καλή δουλειά· ήταν προϊστάμενος στο ταχυδρο f
r
A
t
*
λ
/
^
t
y
λ
/
t
f
t
·.
t
/
r»
μείο του Ρέιθιον, και, παρ’ όλο που είχε μείνει άνεργος λόγω πε ρικοπών στο προσωπικό, είχε τελικά καταφέρει να βρει άλλη δου λειά στη φορτωτική υπηρεσία ενός ξενοδοχείου στο κέντρο (με τον μισό μισθό απ’ ό,τι στην προηγούμενη θέση του), και δεν παραπονέθηκε ποτέ γΓ αυτό. Στην πραγματικότητα, ο Ντέιβ δεν παραπο νιόταν ποτέ και για τίποτα, και σχεδόν ποτέ δεν μιλούσε για τα παι δικά του χρόνια πριν από το γυμνάσιο, κάτι που είχε αρχίσει να της φαίνεται παράξενο μόνο μετά το θάνατο της μητέρας της. Τελικά τη δουλειά την είχε κάνει ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Η Σελέστ είχε γυρίσει μια μέρα από το σουπερμάρκετ και είχε βρει τη μητέρα της νεκρή στην μπανιέρα, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και τα χείλη της σουφρωμένα στη δεξιά πλευρά του προσώ που της, λες και είχε δαγκώσει κάτι υπερβολικά ξινό. Τους μήνες που ακολούθησαν μετά την κηδεία, η Σελέστ έβρι σκε παρηγοριά στη σκέψη ότι τουλάχιστον τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα τώρα χωρίς τις συνεχείς μομφές της μητέρας της και τους ανελέητους μονολόγους της. Όμως τα πράγματα δεν εξελίχθη καν σύμφωνα με τις προσδοκίες της. Ο Ντέιβ κέρδιζε από τη δου λειά του όσα και η Σελέστ, δηλαδή ένα δολάριο την ώρα παραπάνω απ’ όσα έδιναν στα Μακντόναλντ’ς, και παρ’ όλο που τα χρέη νο σηλείας που είχε συσσωρεύσει η Ρόζμαρι όσο ζούσε δεν μεταφέρ θηκαν, ευτυχώς, στην κόρη της, δεν συνέβη το ίδιο και με τα έξοδα κηδείας και ταφής. Η Σελέστ αναλογιζόταν το οικονομικό ναυάγιο της ζωής τους -τους λογαριασμούς που θα ξεπλήρωναν για χρόνια, τα πενιχρά έσοδα, τα τεράστια έξοδα, τις καινούριες στοίβες λογα ριασμών που αντιπροσώπευε ο Μάικλ και τα δίδακτρα των επερχόμενων σπουδών του, την ανύπαρκτη πίστωσή τους- και ένιωθε λες και ήταν αναγκασμένη να ζήσει όλη την υπόλοιπη ζωή της με κρα τημένη την ανάσα. Κανείς από τους δυο τους δεν είχε πάει στο κο λέγιο, ούτε είχαν ποτέ προοπτικές για κάτι τέτοιο, και παρ’ όλο που όποτε άνοιγες την τηλεόρασή σου κάποιος φώναζε για τους χαμη λούς δείκτες ανεργίας και την εθνική αίσθηση εργασιακής ασφάΛ fΛ < Κ / / / * "i f λείας, ολοι φαίνονταν να ξεχνούν οτι αναφερονταν ως επι το πλειστον σε ειδικευμένους εργάτες και ανθρώπους διατεθειμένους να δουλέψουν προσωρινά χωρίς ιατρική ή οδοντιατρική περίθαλψη και με μηδαμινές προοπτικές σταδιοδρομίας. Μερικές φορές η Σελέστ έπιανε τον εαυτό της να κάθεται στη λεκάνη της τουαλέτας, δίπλα στην μπανιέρα όπου είχε βρει νε-
κρή τη μητέρα της. Καθόταν στο σκοτάδι. Καθόταν εκεί και προ σπαθούσε να μην κλάψει και να μην αναρωτηθεί πώς είχε φτάσει τρεις, με τη δυνατή βροχή να σφυροκοπάει τα παράθυρα, όταν ο Ντέιβ μπήκε στο μπάνιο γεμάτος αίματα. Έ δειξε να ξαφνιάζεται που τη βρήκε να κάθεται εκεί. Αναπή δησε όταν εκείνη σηκώθηκε όρθια. «Αγάπη μου, τι συνέβη;» του είπε. Εκείνος αναπήδησε ξανά προς τα πίσω και το πόδι του χτύπησε στο κούφωμα της πόρτας. «Κόπηκα». «Ντέιβ! Θεέ και Κύριε, τι συνέβη;» Σήκωσε την μπλούζα του και η Σελέστ αντίκρισε ένα βαθύ, με γάλο κόψιμο κατά μήκος των πλευρών του, που ανέβλυζε κόκκινο αίμα. «Χριστέ μου! Αγάπη μου, πρέπει να πας στο νοσοκομείο». «Όχι, όχι», είπε. «Σιγά, δεν είναι τόσο βαθύ. Απλώς τρέχει πολύ αίμα». Είχε δίκιο. Με μια δεύτερη ματιά, πρόσεξε ότι η πληγή ήταν επιφανειακή. Όμως ήταν μεγάλη. Και αιμορραγούσε. Ό χι τόσο όμως, ώστε να ευθύνεται για όλο αυτό το αίμα στην μπλούζα και στο λαιμό του. «Ποιος το έκανε αυτό;» «Έ νας ψυχοπαθής αράπης πρεζάκιας», είπε και έβγαλε την μπλούζα του, πετώντας τη στο νιπτήρα. «Αγάπη μου, την έχω βαμ μένη». «Τι; Π ώ ς... πώς έγινε;» Την κοίταξε, με τα μάτια του να πηγαίνουν πέρα δώθε σαν τρε λά. «Ένας τύπος πήγε να με ληστέψει. Εγώ του ρίχτηκα. Κι εκείνος με χαράκωσε». «Ντέιβ, ρίχτηκες σ ’ έναν τύπο που κρατούσε μαχαίρι;» Ανοιξε τη βρύση κι έχωσε το κεφάλι του στο νεροχύτη, καταπί νοντας λίγο νερό. «Δεν ξέρω γιατί. Φρικάρισα. Γαμώτο μου, φρι κάρισα σ τ’ αλήθεια, μωρό μου. Τον ξέσκισα τον τύπο». «Τι έκανες;...» «Τον πετσόκοψα, Σελέστ. Τρελάθηκα όταν ένιωσα το μαχαίρι στα πλευρά μου. Καταλαβαίνεις; Τον έριξα κάτω, έπεσα πάνω του και βγήκα εκτός εαυτού, μωρό μου». «Ηταν αυτοάμυνα, άρα».
Έκανε μια χειρονομία σαν να ήθελε να της πει «έτσι κι έτσι». «Να σου πω την αλήθεια, δε νομίζω ότι στο δικαστήριο θα το δουν έτσι». «Δεν το πιστεύω... Αγάπη μου». Έ πιασε τους καρπούς του με τα δυο της χέρια. «Πες μου ακριβώς τι συνέβη». Και η Σελέστ για ένα τέταρτο του δευτερολέπτου, έτσι όπως τον κοιτούσε καταπρόσωπο, αισθάνθηκε ναυτία. Και -αυτό το διαισθάνθηκε περισσότερο παρά το είδ ε- υπήρχε στο βλέμμα του κάτι λάγνο, κάτι ξαναμμένο και αυτάρεσκο. Αποφάσισε ότι έφταιγε το φως, αυτή η φτηνή λάμπα φθορίου που φώτιζε πάνω από το κεφάλι του, επειδή, όταν το πιγούνι του έ γειρε στο στήθος του και της χάιδεψε τα χέρια, το αίσθημα ναυτίας χάθηκε και το πρόσωπό του ξανάγινε φυσιολογικό -τρομαγμένο αλλά φυσιολογικό. «Όπως περπατούσα για το αμάξι μου», είπε, και η Σελέστ ξανακάθισε στο κλειστό καπάκι της λεκάνης ενώ εκείνος γονάτισε μπροστά της, «ο τύπος ήρθε προς το μέρος μου και μου ζήτησε φωτιά. Του είπα δεν καπνίζω. Ο ύτ’ εγώ, μου είπε ο τύπος». «Ούτε αυτός. Μάλιστα». Ο Ντέιβ έγνεψε. «Η καρδιά μου λοιπόν άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Γιατί δεν υπήρχε κάνεις τριγύρω έκτος απο μενα κι απ αυ τόν. Και τότε είδα το μαχαίρι, κι εκείνος μου λέει, “Το πορτοφόλι σου ή τη ζωή σου, βρομιάρη. Δε φεύγω χωρίς ένα απ’ τα δυο”». «Ετσι σου είπε;» Ο Ντέιβ άφησε τους ώμους του να πέσουν κι έγειρε στο πλάι το κεφάλι του. «Γ ιατί;» «Τίποτα». Η Σελέστ σκέφτηκε ότι για κάποιο λόγο τής φαινό ταν πολύ αστείο, ίσως πολύ εξυπνακίστικο, όπως στις ταινίες. Από την άλλη, όμως, οι πάντες έβλεπαν ταινίες στην εποχή μας, και μά λιστα τώρα με την καλωδιακή ακόμα περισσότερο. Ίσως λοιπόν ο ληστής να είχε ξεσηκώσει τις ατάκες του από κάποιο ληστή του σινεμά και να περνούσε τις νύχτες ξάγρυπνος προβάροντάς τες σ ’ έναν καθρέφτη, ώσπου είχε πιστέψει πραγματικά ότι ήταν ίδιος ο Γουέσλι Σνάιπς ή ο Ντένζελ Ουάσιγκτον. «Τότε... τότε λοιπόν», είπε ο Ντέιβ, «τότε του λέω, ‘Έ λ α τώρα, φίλε. Ασε με να μπω σ τ’ αμάξι να πάω σπίτι μου", πράγμα ηλίθιο, γιατί τώρα ήθελε και τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Δεν ξέρω τι μ ’ έπιασε, αγάπη μου. Αντί να φοβηθώ, παρανόησα. Μπορεί και να A r
γ»
/
^
#
/
r
r
9
·
«
’ταν το κουράγιο που σου δίνει το ουίσκι, δεν είμαι σίγουρος, αλλά προσπάθησα να τον κάνω πέρα, και τότε ήταν που με χαράκωσε». «Νόμιζα ότι είπες ότι εκείνος σου ρίχτηκε πρώτος». «Σελεστ, μπορώ να πω ολη την ιστορία, γαμωτο;» Του χάιδεψε το μάγουλο. «Συγνώμη, μωρό μου». Εκείνος φίλησε την παλάμη της. «Με έσπρωξε λοιπόν πάνω στο αμάξι και μου όρμησε κι εγώ απλώς απέφυγα τη γροθιά του, και τότε ο κερατάς με χαράκωσε κι αισθάνθηκα το μαχαίρι να κόβει το δέρμα μου, και τότε, να, βγήκα εκτός εαυτού. Του έριξα μια γρο θιά στο πλάι του κεφαλιού του, κάτι που δεν περίμενε. Είπε, “Οχ, γαμιόλη” κι εγώ του ρίχτηκα ξανά και τον χτύπησα στο λαιμό. Και τότε έπεσε και το μαχαίρι πετάχτηκε μακριά κι εγώ πήδηξα πάνω του και, και, και...» Ο Ντέιβ κοιτούσε την μπανιέρα, με το στόμα ακόμα μισάνοιχτο και τα χείλη του ελαφρά σουφρωμένα. «Και μετά;» είπε η Σελέστ, που προσπαθούσε ακόμη να φαντα στεί το ληστή να ρίχνεται στον Ντέιβ με το ένα χέρι του γροθιά και με το αλλο να κραταει ενα μαχαίρι, έτοιμος να τον χτυπήσει και μ αυτο. «Τι εκανες μετα;» Ο Ντέιβ γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τα γόνατά της. «Ε βγαλα όλη την τρέλα μου επάνω του, μωρό μου. Δεν ξέρω, αλλά μπορεί και να τον σκότωσα. Του κοπανησα το κεφάλι στο τσιμέ ντο του πάρκινγκ και του ’ριξα τόσες γροθιές στα μούτρα, που του τσάκισα τη μύτη - κ ι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Ή μουν έξαλλος και τρομαγμένος, και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήσουν εσύ και ο Μάικλ και ότι ίσως να μην έφτανα ζωντανός στο αμάξι, ίσως να ειχα πεθάνει σε ενα τιποτένιο πάρκινγκ μονο και μονο επειδή κάποιο πρεζόνι βαριόταν να δουλέψει για να ζήσει». Την κοίταξε ξανά στα μάτια και το είπε πάλι: «Μπορεί και να τον σκότωσα, μωρό μου». Έδειχνε τόσο νέος με τα μάτια ορθάνοιχτα, το πρόσωπο χλομό και ιδρωμένο, τα μαλλιά κολλημένα στο κεφάλι του απ’ τον ιδρώτα και τον τρόμο και... τι ήταν αυτό; Αίμα; Ναι, αίμα ήταν. AIDS, σκέφτηκε για μια στιγμή. Κι αν ο τύπος είχε AIDS; Ομως όχι, ξανασκέφτηκε. Προσπάθησε να δεις τη θετική πλευ ρά. Προσπάθησε. Ο Ντέιβ τη χρειαζόταν. Κι αυτό δεν συνέβαινε κάθε μέρα. Κι ε κείνη τη στιγμή η Σελέστ συνειδητοποίησε το λόγο που είχε αρχί Τ-Ι
f
/
^
r
r
A
rp
t
/
r
t
r
»
r
*
/
/
/
»
/
A /
r
rp
f
f
t
/A
r
/
t
o '
σει να την ενοχλεί το γεγονός ότι ο Ντέιβ ποτέ του δεν παραπονιό ταν για τίποτε. Όταν έκανες παράπονα σε κάποιον, κατά μία έννοια ζητούσες βοήθεια, ζητούσες από εκείνον να διορθώσει αυτό που σ ’ ενοχλούσε. Αλλά ο Ντέιβ δεν την είχε χρειαστεί ποτέ πριν, και γ ι’ αυτό δεν της είχε παραπονεθεί ποτέ, ούτε όταν έχασε τη δουλειά του ούτε όσο ζούσε η Ρόζμαρι. Αλλά τώρα, γονατιστός μπροστά της, της έλεγε με απόγνωση ότι μπορεί να είχε σκοτώσει έναν άν θρωπο και της ζητούσε να του πει ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Και θα πήγαιναν. Δεν θα πήγαιναν; Προσπάθησες να ληστέ ψεις ένα φιλήσυχο πολίτη, ε; Κρίμα που τα πράγματα <5εν εξελίχθη καν όπως τα είχες προβλέψει. Κρίμα που μπορεί να πέθανες. Κρίμα, (V ia για στασου μια στιγμή: Επαιξες κι έχασες, σκεφτηκε η Σελεστ. Φίλησε το μέτωπο του άντρα της. «Μωρό μου», ψιθύρισε, «κάνε εσύ ένα ντους κι εγώ θα φροντίσω για τα ρούχα σου». «Αλήθεια;» «Αλήθεια» foZArtvf:ir&' «Τι θα τα κάνεις;» Δεν είχε ιδέα. Έπρεπε να τα κάψει; Ναι, σωστά, αλλά πού; Σί γουρα όχι μέσα στο διαμέρισμά τους. Έμενε μόνο η πίσω αυλή. Όμως αμέσως σκέφτηκε ότι σίγουρα κάποιος θα την έβλεπε να καίει τα ρούχα στην αυλή στις τρεις τα χαράματα. Ή οποιαδήποτε άλλη ώρα. «Θα τα πλύνω». Το είπε πριν καλά καλά το σκεφτεί. «Θα τα πλύνω ν ’ αστράψουν κι έπειτα θα τα βάλω σε μια σακούλα σκουπιδιών και θα τη θάψουμε». «Θα τη θάψουμε;» «Καλά, να πάμε να τα πετάξουμε στη χωματερή. Ή , μάλλον, περίμενε. Μισο λεπτό». Τωρα η σκέψη της ετρεχε πιο γρήγορα απο τα λόγια της. «Θα κρύψουμε την τσάντα μέχρι την Τρίτη το πρωί. Είναι η μέρα που μαζεύουν τα σκουπίδια, έτσι;» «Σω στά...» Ανοιξε το ντους κοιτάζοντάς την, περιμένοντας να ζεστάνει το νερό, με την πληγή στο πλευρό του να σκουραίνει, κάνοντάς την ξανά να φοβάται για AIDS ή για ηπατίτιδα, για τους πολλούς τρόπους που το αίμα μπορεί να σε σκοτώσει ή να σε δη λητηριάσει. «Ξέρω πότε περνάνε. Στις εφτά και τέταρτο ακριβώς, κάθε βδο μάδα, εκτός από την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου, τότε που αρχί ι ι
r
»
9
m
Κ
/
9
Λ
»
' y
9
'ρ
y
r
9
/
9
λ
9
t
9
ζουν οι διακοπές για τα παιδιά του κολεγίου και γεμίζουν τον κό σμο σκουπίδια. Τότε συνήθως αργούν λιγάκι, αλλά...» «Σελέστ, γλύκα μου, στο θέμα». «Οταν ακούσω λοιπόν το φορτηγό, θα κατέβω και θα τρέξω πίσω τους τάχα ότι ξέχασα μια σακούλα, και θα την πετάξω ίσια μέσα στο σκουπιδιάρικο. Μέσα σ ’ αυτό το μηχάνημα που τα ζου λάει. Σωστά;» Χαμογέλασε, χωρίς όμως να το νιώθει πραγματικά. Έβαλε το ένα του χέρι κάτω από το νερό του ντους, με το υ πόλοιπο σώμα του ακόμα γυρισμένο προς το μέρος της. «Εντάξει, λοιπόν. Ά κου...» «Τι;» «Εσύ δεν έχεις κανένα πρόβλημα μ ’ αυτή την υπόθεση;» «Κανένα». Ηπατίτιδα A, Β και C, σκέφτηκε. Έμπολα. Ομάδες πληθυσμού υψηλού κινδύνου. Ξανά, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. «Ισως έχω σκοτώσει κά ποιον, γλύκα μου. Ω, Θεέ μου...» Ή θελε να πάει κοντά του και να τον αγγίξει. Ή θελε να φύγει από το μπάνιο. Ή θελε να χαϊδέψει το λαιμό του, να του πει ότι όλα θα πήγαιναν μια χαρά. Ήθελε να το βάλει στα πόδια μέχρι να σκε φτεί ό,τι συνέβη με την ησυχία της. Ό μως δεν έκανε τίποτε απ’ όλα αυτά. Έ μεινε εκεί που ήταν. «Θα πλύνω τα ρούχα». «Εντάξει», της είπε. «Ναι». Έ βγαλε ένα ζευγάρι πλαστικά γάντια κάτω α π ’ το νεροχύτη, αυτά που χρησιμοποιούσε για να καθαρίζει την τουαλέτα, τα φό ρεσε και έψαξε για σκισίματα στο πλαστικό. Όταν διαπίστωσε ικα νοποιημένη ότι δεν υπήρχε ούτε ένα, έβγαλε την μπλούζα του από το νιπτήρα και σήκωσε το τζιν του από το πάτωμα. Είχε κι αυτό σκουρύνει από το αίμα, αφήνοντας μια κηλίδα στα λευκά πλακάκια. «Πώς γέμισε το παντελόνι σου;» «Τι;» «Με αίματα». Το κοίταξε που κρεμόταν από το χέρι της. Έπειτα κοίταξε το πατωμα. «Ειχα γονατίσει επάνω του». Ανασήκωσε τους ωμούς του. «Δεν ξέρω. Μάλλον πιτσιλίστηκε, όπως και η μπλούζα». «Οχ!» Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της. «Ναι. Οχ!» 9
Γ * '
9
9
Α.
9
9
«Οπότε;» είπε εκείνη. «Οπότε, τι;» «Οπότε, θα ... θα τα πλύνω στο νεροχύτη της κουζίνας». «Οκέι». «Οκέι», είπε κι αυτή και απομακρύνθηκε από το μπάνιο, αφήνοντάς τον να στέκεται εκεί όρθιος, με το ένα του χέρι να πλατσου ρίζει κάτω από το νερό, περιμένοντας ακόμα να ζεσταθεί. Στην κουζίνα, πέταξε τα ρούχα στο νεροχύτη και άνοιξε τη βρύση για να τρέξει το νερό, παρατηρώντας το αίμα και τα μεμ βρανώδη κομμάτια σάρκας και... -ω , Θεέ μου!- ήταν σίγουρη ότι αυτό που κύλησε μαζί με το νερό στην τρύπα του νεροχύτη ήταν μυαλό. Πάντα την εξέπληττε το πόσο αίμα μπορούσε να τρέξει από ένα ανθρώπινο σώμα. Έλεγαν ότι κουβαλάς μέσα σου τρία λίτρα, αλλά στη Σελέστ φαινόταν πάντα πολύ περισσότερο. Όταν πήγαινε στην τετάρτη δημοτικού, είχε παραπατήσει τρέχοντας με τις φίλες της σ ’ ένα πάρκο. Στην προσπάθειά της να αποφύγει την πτώση, είχε στηριχτεί με την παλάμη της πάνω σε ένα σπασμένο μπουκάλι μισοκρυμμένο κάτω από το γρασίδι. Είχε κόψει κάθε κύρια φλέβα και αρτηρία του χεριού της και ο μόνος λόγος που είχε σταδιακά θεραπευτεί μέσα στη δεκαετία που ακολούθησε ήταν η μικρή της ηλικία. Ωστόσο, έπρεπε να περιμένει μέχρι τα είκοσι ώσπου να α ποκατασταθεί η αίσθηση της αφής στα τέσσερα δάχτυλά της. Αυτό που θυμόταν όμως πιο έντονα απ’ όλα ήταν το αίμα. Όταν είχε ση κώσει το χέρι της από το γρασίδι, με τον αγκώνα της να μυρμη γκιάζει λες κι είχε χτυπήσει την κλείδωσή του, το αίμα είχε τιναχτεί από τη σκισμένη της παλάμη και δύο από τις φίλες της είχαν μπή ξει τα ουρλιαχτά. Στο σπίτι, είχε γεμίσει έναν ολόκληρο νεροχύτη μέχρι η μητέρα της να καλέσει ασθενοφόρο. Στη διαδρομή για το νοσοκομείο, της είχαν τυλίξει το χέρι με επιδέσμους χοντρούς σαν το πόδι της και η γάζα κοκκίνισε σε λιγότερο από δύο λεπτά. Όταν έφτασαν στο δημοτικό νοσοκομείο, την έβαλαν να ξαπλώσει σ ’ ένα λευκό φορείο και παρατηρούσε τις πτυχές του σεντονιού να σχη ματίζουν μικρές χαράδρες που γέμιζαν από το κόκκινο υγρό. Και όταν το φορείο είχε πλημμυρίσει πια για τα καλά, το αίμα της άρ χισε να στάζει στο πάτωμα σχηματίζοντας λιμνούλες, ώσπου η μη τέρα της άρχισε να ουρλιάζει όσο δυνατά και επίμονα χρειαζόταν ώστε ένας από τους γιατρούς του Τμήματος Επειγόντων Περιστατι
κών να αποφασίσει ότι έπρεπε να περάσει στην αρχή της ουράς. Κι ολο αυτο το αιμα απο ενα μονο χερι. Και τώρα, όλο αυτό το αίμα από ένα μόνο κεφάλι. Από τις γρο θιές τόυ Ντέιβ στο πρόσωπο ενός άλλου ανθρώπινου πλάσματος, από τα χτυπήματα του κεφαλιού του στο πλακόστρωτο. Είχε βρε θεί σε υστερική κατάσταση -ήταν σίγουρη γ ι’ αυτό- από το φόβο του. Κράτησε τα γαντοφορεμένα της χέρια κάτω από το νερό και τα έψαξε και πάλι για τυχόν τρύπες. Ούτε μία. Έχυσε υγρό για τα πιάτα πάνω σ ’ όλη την μπλούζα και την έτριψε με σύρμα για τις κατσαρόλες, έπειτα την έστυψε και επανέλαβε τη διαδικασία όσες φορές χρειαζόταν, ωσπου απο την μπλούζα το νερο εσταζε οχι πια ροζ αλλά διάφανο. Έκανε το ίδιο με το παντελόνι και στο μεταξύ ο Ντέιβ, που είχε βγει από το ντους, καθόταν στο τραπέζι της κουζί νας με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση του, καπνίζοντας ένα από τα μακριά λευκά τσιγάρα που είχε αφήσει στην ντουλάπα η μητέρα της, πίνοντας μια μπίρα και παρακολουθώντας την. «Ολα πήγαν κατά διαόλου!» -, Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «11ες μου, το καταλαβαίνεις;» ψιθύρισε. «Βγαίνεις, έχοντας άλλα στο μυαλό σου, Σάββατο βράδυ, με ωραίο καιρό, και ξαφ νικά...» Σηκώθηκε όρθιος και πήγε κοντά της, στηρίχτηκε στην ηλεκτρική κουζίνα και την παρατηρούσε που έστυβε το αριστερό μπατζάκι του παντελονιού του. «Γιατί δε χρησιμοποιείς το πλυντή ριο που έχουμε στο πλυσταριό;» Γύρισε και τον κοίταξε, βλέποντας ότι μετά το ντους το κόψιμο στο πλευρό του είχε αρχίσει ν ’ ασπρίζει και να ζαρώνει. Ένιωσε την ανάγκη να ξεσπάσει σε νευρικά γέλια. Συγκρατήθηκε ξεροκα ταπίνοντας και είπε: «Αποδεικτικά στοιχεία, αγάπη μου». «Αποδεικτικά στοιχεία; Τι εννοείς;» «Να, δεν ξέρω στα σίγουρα, αλλά φαντάστηκα ότι το αίμα και τα υπόλοιπα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να κολλήσουν στο μη χανισμό ενός πλυντηρίου παρά στο σωλήνα ενός νεροχύτη. Ξεφύσηξε σιγανά. «Αποδεικτικά στοιχεία». «Αποδεικτικά στοιχεία», του είπε, αφήνοντας ένα πλατύ χαμό γελο να λάμψει στο πρόσωπό της, νιώθοντας μέρος μιας επικίνδυ νης συνωμοσίας, μιας σημαντικής διαδικασίας που έπρεπε οπωσ δήποτε να γίνει πραγματικότητα. «Να πάρει, μωρό μου», είπε. «Είσαι μεγαλοφυΐα». ψ
rλ
f
r
y t
f
r
t
*
t
/
Λ
t y
*
r
y
9
Η Σελέστ τελείωσε το στύψιμο του παντελονιού και έκλεισε το νερό με μια μικρή υπόκλιση. Ή ταν τέσσερις τυ πρωί, αλλά είχε να αισθανθεί τέτοια εγρή γορση πάρα πολλά χρόνια. Ή ταν τόσο ξύπνια όσο κι ένα οχτά χρονο παιδί τη μέρα των Χριστουγέννων. Λες και στις φλέβες της κυλούσε καφεΐνη αντί για αίμα. Σε όλη σου τη ζωή ευχόσουν κρυφά να σου συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν το ομολογούσες στον εαυτό σου, αλλά το ευχόσουν. Ευχόσουν να έχεις ανάμειξη σε ένα δράμα. Όχι το γνωστό δράμα των απλή ρωτων λογαριασμών και των ασήμαντων συζυγικών καβγάδων που καταλήγουν σε στριγκλιές. Αυτό που συνέβη απόψε ήταν μέρος της αληθινής ζωής, αλλά ταυτόχρονα την ξεπερνούσε. Ή ταν υπερ-αληΟινό. Ίσως ο άντρας της να είχε σκοτώσει έναν κακοποιό. Κι αν αυ τός ο κακοποιός ήταν όντως νεκρός, η αστυνομία θα ήθελε να μά θει ποιος τον σκότωσε. Κι αν το μονοπάτι οδηγούσε πράγματι εδώ, στον Ντέιβ, οι αστυνομικοί θα χρειάζονταν αποδείξεις. Τους έβλεπε κιόλας καθισμένους στο τραπέζι της κουζίνας, με τα σημειωματάριά τους ανοιχτά, αναδίδοντας τη μυρωδιά του καφέ και των μπαρ της προηγούμενης νύχτας, να κάνουν ερωτήσεις σ ’ εκείνη και στον Ντέιβ. Θα ήταν ευγενικοί αλλά τρομακτικοί. Και αυτή κι ο Ντέιβ θα τους απαντούσαν επίσης ευγενικά και ατάραχα. Επειδή τελικά όλα είχαν να κάνουν με τα αποδεικτικά στοιχεία. Κι εκείνη είχε μόλις ξεπλύνει τα αποδεικτικά στοιχεία στο νερο χύτη της κουζίνας κι από κει στους σκοτεινούς υπονόμους. Το πρωί Οα αφαιρούσε το σιφόνι του νεροχύτη για να το πλύνει κι αυτό, για να ξεπλύνει το εσωτερικό του με χλωρίνη και να το ξαναβάλει στη θέση του. Θα έβαζε την μπλούζα και το τζιν σε μια πλαστική σα κούλα σκουπιδιών και θα την έκρυβε μέχρι το πρωί της Τρίτης, οπότε θα την πετούσε στην καρότσα του απορριμματοφόρου για να μασηθεί και να καταλήξει ένας συμπαγής όγκος μαζί με σάπια αβγά, αποφάγια από κοτόπουλο και μπαγιάτικο ψωμί. Μόλις το έ κανε αυτό θα ένιωθε μεγαλύτερη, θα ξεπερνούσε τον εαυτό της. «Σε κάνει να νιώθεις μόνος», είπε ο Ντέιβ. «Ποιο πράγμα;» «Το να κάνεις κακό σε κάποιον», είπε μαλακά. «Δεν είχες άλλη επιλογή όμως». Εκείνος εγνεψε καταφατικα. Η σαρκα του ήταν γκρίζα στο ημί φως της κουζίνας. Τώρα έμοιαζε ακόμα πιο νέος, λες και μόλις είχε τ· *
/
f
>
ι ι
/
f
*y
*
βγει από την κοιλιά της μάνας του και πάλευε να πάρει ανάσα. «Το ξέρω. Αλήθεια το ξέρω. Όμως, παρ’ όλ’ αυτά, σε κάνει να νιώθεις μόνος. Σε κάνει να νιώ θεις...» Εκείνη άγγιξε το πρόσωπό του και το μήλο του Αδάμ στο λαιμό του φούσκωσε καθώς ξεροκατάπινε. «Ξένος», είπε.
5 ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΚΟΥΡΤΙΝΕΣ
Σ τ ις ΕΞΙ ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, τεσσερισήμισι ώρες πριν από την Πρώτη Μετάληψη της κόρης του Ναντίν, ο Τζίμι Μάρκους δέ χτηκε ένα τηλεφώνημα του Πιτ Γκιλιμπιόφσκι από το μαγαζί, που του έλεγε ότι δεν είχε προλάβει ακόμα να βγάλει τα σκουπίδια. «Τα σκουπίδια;» Ο Τζίμι ανακάθισε στο κρεβάτι του και κοί ταζε το ρολόι. «Για το Θεό, Πιτ, η ώρα είναι μόνο έξι. Αν η Κέιτι κι εσύ δεν μπορείτε να τα βγάλετε πέρα στις έξι, πώς θα τα βγάλετε πέρα στις οχτώ, όταν θα πλακώσει η πρώτη φουρνιά από την εκ κλησία;» «Αυτό είναι το θέμα, Τζιμ. Η Κέιτι δεν είναι εδώ». «Τι έκανε λέει;» Ο Τζίμι πέταξε από πάνω του τα σκεπάσματα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Δεν είναι εδώ. Υποτίθεται ότι έπρεπε να είχε έρθει από τις πεντεμισι, ετσι; Εχω εδω το παιδί για τα ντονατ να κορναρει και δεν έχω καφέ γιατί...» Ο Τζίμι έκανε «Αχά» και προχώρησε στο διάδρομο προς το δω μάτιο της Κέιτι, νιώθοντας τα ψυχρά ρεύματα του σπιτιού στα πό δια του, μια και νωρίς τα πρωινά του Μαΐου έκανε τόση ψύχρα όση και τα απογεύματα του Μαρτίου. « ...μ ια παρέα από μαστουρωμένους οικοδόμους που πλάκω
σαν εδώ μετά τα μπαρ στις πεντέμισι μας άφησαν χωρίς κολομβιανό και γαλλικό καφέ φίλτρου. Και η βιτρίνα με τα σάντουιτς έχει τα μαύρα της τα χάλια. Πόσα δίνεις σ ’ αυτά τα παιδιά για να δου λεύουν τα σαββατόβραδα, Τζιμ;» O Τζιμι εκανε παλι «Αχα» και, επειτα απο ενα σύντομο χτύπο, άνοιξε την πόρτα του δωματίου της Κέιτι με μια σπρωξιά. Το κρε βατι της ήταν άδειο και, κατι ακόμα χειρότερό, στρωμένο, πραγμα που σήμαινε ότι δεν είχε κοιμηθεί σπίτι το βράδυ. «Γιατί νομίζω πως ή πρέπει να τους κάνεις αύξηση ή να τους ρί ξεις ένα χέρι ξύλο», είπε ο Πιτ. «Έχω μια ώρα συμμάζεμα ακόμα προτού μπορέσω να ... Πώς είστε, κυρία Κάρμοντι; Ο καφές θα εί ναι έτοιμος σε ένα λεπτό». «Έρχομαι αμέσως», είπε ο Τζίμι. «Και εκτός των άλλων, δεν έχω προλάβει να λύσω τα δέματα με τις κυριακάτικες εφημερίδες, μαζί και μ’ ένα σωρό φυλλάδια, και είναι μες στη μέση». «Σου είπα ότι έρχομαι» foZArfifirfr' «Αλήθεια; Ευχαριστώ, Τζίμι». «Πιτ; Τηλεφώνησε στον Σαλ και δες αν μπορεί να έρθει στις οχτώμισι αντί για τις δέκα». «Πώς;» Από την άλλη άκρη της γραμμής ο Τζίμι άκουγε τον παρατεταμένο ήχο μιας κόρνας αυτοκινήτου που ένα χέρι είχε κολλήσει ε πάνω της. «Και κάτι άλλο, Πιτ: Ανοιξε την πόρτα στο παιδί του Ισέρ, δεν μπορεί να περιμένει όλη μέρα για να παραδώσει τα ντόνατ». Ο Τζίμι κατέβασε το ακουστικό και ξαναγύρισε στο υπνοδωμά τιο. Η Αναμπεθ είχε ξυπνήσει. Καθόταν στο κρεβάτι, με τα σκεπά σματα να έχουν πέσει από πάνω της, και χασμουριόταν. «Από το μαγαζί ήταν;» ρώτησε ανάμεσα σε άλλο ένα παρατεταμένο χασμουρητό. Εκείνος έγνεψε. «Η Κέιτι δεν έχει φανεί». «Σήμερα;» είπε η Αναμπεθ. «Την ημέρα της Πρώτης Μετάλη ψης της Ναντίν και δεν πάει στη δουλειά της; Κι αν δεν έρθει ούτε στην εκκλησία;» «Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρει». «Δεν ξέρω, Τζίμι. Αν μέθυσε τόσο πολύ χτες βράδυ και ξέχασε το μαγαζί, δεν ξέρεις τι μπορεί να γίνει...» r-§ -«y ✓
π
»
*
r Λ
f
/ c*
λ
ψ
*
*
r
t tf
t
r
*
*
Ο Τζίμι ανασήκωσε τους ώμους του. Δεν μπορούσες να μιλή σεις με την Αναμπεθ όταν η κουβέντα έφτανε στην Κέιτι. Η Ανα μπεθ είχε μόνο δύο τρόπους συμπεριφοράς απέναντι στην προγονή της: Ηταν ή ευεςαπτη και ψυχρή μαζι της ή πανευτυχής που ήταν οι καλύτερες φίλες. Δεν υπήρχε μέση οδός, και ο Τζίμι ήξερε -μ ε κάποια μικρή δόση ενοχής- ότι η σύγχυση ξεκινούσε βασικά από ίο γεγονός ότι η Αναμπεθ ήρθε στη ζωή τους όταν η Κέιτι ήταν εφτά χρονών: μόλις είχε αρχίσει να γνωρίζει τον πατέρα της και δεν είχε ακόμα ξεπεράσει εντελώς το χαμό της μητέρας της. Η Κέιτι ήταν ειλικρινά ευγνώμων για τη γυναικεία παρουσία στο μονα χικό διαμέρισμα όπου ζούσε με τον πατέρα της. Όμως, είχε επίσης πληγωθεί από το θάνατο της μητέρας της -α ν όχι ανεπανόρθωτα, τουλάχιστον βαθύτατα, ο Τζίμι το γνώριζε καλά α υ τό - και όλα τούτα τα χρόνια, κάθε φορά που αυτή η απώλεια γλιστρούσε σαν ύπουλη μαχαιριά στην καρδιά της, η Κέιτι ξεσπούσε πιο εύκολα στην Αναμπεθ, εφόσον η Αναμπεθ, σαν αληθινή μητέρα, ποτέ δεν εκπλήρωσε πλήρως όλα όσα θα μπορούσε ή δεν θα μπορούσε να είχε υπάρξει το φάντασμα της Μαρίτα. «Για όνομα του Θεού, Τζίμι», είπε η Αναμπεθ ενώ ο Τζίμι φο ρούσε μια μακρυμάνικη μπλούζα πάνω από το τι-σερτ με το οποίο είχε πέσει για ύπνο και άρχιζε να ψάχνει το τζιν του, «δε θα πας Γ,σύ, έτσι;» «Μ όνο για καμιά ωρίτσα». Ο Τζίμι βρήκε το παντελόνι του κουλουριασμένο γύρω από το πόδι του κρεβατιού. «Δύο, το πολύ. Έτσι κι αλλιώς, ο Σαλ υποτίθεται ότι θα ερχόταν να βοηθήσει την Κέιτι στις δέκα. Ο Πιτ του τηλεφωνεί τώρα για να του πει να έρθει νωρίτερα». foZATAfire' «Ο Σαλ είναι γύρω στα εβδομήντα πέντε». «Αυτό θέλω να πω. Αποκλείεται να κοιμάται. Ο προστάτης του μάλλον θα τον έχει ξυπνήσει από τις τέσσερις κι από τότε θα βλέ πει διαφημιστικά προγράμματα στην τηλεόραση». «Να πάρει!» Η Αναμπεθ πέταξε από πάνω της τα σκεπάσματα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Γαμώτο, η Κέιτι θα καταφέρει να καταστρέψει κι αυτή τη μέρα;» Ο Τζίμι ένιωσε ένα κάψιμο στο λαιμό του. «Ποια άλλη μέρα έχει καταστρέψει τώρα τελευταία;» Η Αναμπεθ του έδειξε την ανάστροφη της παλάμης της μόλις έ φτασε στο μπάνιο. «Ξέρεις πού μπορεί να βρίσκεται;» r-w γ
*
r γ
f
γ r
*
rf
«Στης Νταϊάν ή στης Ιβ», είπε ο Τζίμι, έχοντας γυρισμένη α κόμα την πλάτη του στην περιφρονητική χειρονομία της. Η Αναμπεθ -χω ρίς αμφιβολία, ο έρωτας της ζωής το υ- δεν είχε ιδέα πόσο ψυχρή γινόταν ώρες ώρες, δεν είχε ιδέα (κι αυτό αποτελούσε χα ρακτηριστικό γνώρισμα ολόκληρης της οικογένειας Σάβατζ) πόσο διαβρωτικό αποτέλεσμα μπορούσαν να έχουν οι αρνητικές στιγμές και διαθέσεις της πάνω στους άλλους. «Η μπορεί να κοιμήθηκε σε κανένα φίλο της». «Ναι; Με ποιον βγαίνει τώρα τελευταία;» Η Αναμπεθ άνοιξε το ντους, επειτα γύρισε πισω στο νιπτήρα και περίμενε λιγη ωρα μέ χρι να ζεσταθεί το νερό. «Πίστευα ότι εσύ ήταν πιο πιθανό να ξέρεις». Η Αναμπεθ έψαχνε την οδοντόκρεμα στο ντουλαπάκι του μπά νιου κουνώντας το κεφάλι της. «Σταμάτησε να βγαίνει με τον Μι κρό Καίσαρα το Νοέμβριο. Αυτό μου ήταν αρκετό». Ο Τζίμι χαμογέλασε, καθώς φορούσε τα παπούτσια του. Η Ανα μπεθ αποκαλούσε τον Μπόμπι θ ’ Ντόνελ «Μικρό Καίσαρα», εκτός από τις φορές που τον αποκαλούσε κάτι πολύ χειρότερο, όχι μόνο επειδή ήταν ένας εκκολαπτόμενος γκάνγκστερ με ψυχρό βλέμμα αλλά και επειδή ήταν κοντός και παχουλός, σαν τον Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον. Οι τελευταίοι μήνες υπήρξαν ιδιαίτερα έντονοι από τότε που η Κέιτι άρχισε να βγαίνει μαζί του πέρυσι το καλοκαί ρι. Οι αδερφοί Σάβατζ είχαν δηλώσει στον Τζίμι πως θα έκοβαν το πουλί του Μπόμπι αν χρειαζόταν, κι αυτός δεν ήταν σίγουρος ότι ένιωθαν ηθική αποστροφή επειδή ένα τέτοιο ρεμάλι έβγαινε με την ανιψιά τους ή επειδή ο Μπόμπι θ ’ Ντόνελ είχε αρχίσει να αποτελεί σοβαρό ανταγωνιστή. Ωστόσο, η Κέιτι είχε δώσει τέλος στη σχέση από μόνη της, και εκτός από κάμποσα μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα και την εμφά νιση, ένα βράδυ γύρω στα Χριστούγεννα, του Μπόμπι και του Ρό μαν Φάλοου στη βεράντα της εισόδου, που κόντεψε να καταλήξει σε λουτρό αίματος, τα επακόλουθα του χωρισμού τους ήταν σχε τικά ανώδυνα. Η απέχθεια της Αναμπεθ προς τον Μπόμπι Ο’ Ντόνελ διασκέ δαζε τον Τζίμι. επειδή μερικές φορές σχεδόν αναρωτιόταν σ τ’ αλή θεια αν η Αναμπεθ σιχαινόταν τον Μπόμπι όχι μόνο επειδή έμοιαζε με τον Έντουαρντ Τζ. και είχε κοιμηθεί με την προγονή της αλλά ε πίσης και επειδή ήταν ερασιτέχνης κακοποιός, σε αντίθεση με τους /
/
/
/
r
A
r
w
r
επαγγελματίες που υπέθετε ότι ήταν τα αδέρφια της και γνώριζε, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ήταν κι ο άντρας της τα χρόνια πριν (ΐπό το θάνατο της Μαρίτα. Η Μαρίτα είχε πεθάνει πριν από δεκατέσσερα χρόνια, όταν ο Τζίμι εξέτιε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων στη φυλακή του Ντιρ Λιλαντ στο Γουίνθροπ. Έ να Σάββατο, την ώρα του επισκεπτηρίου, με την πεντάχρονη Κέιτι να σαλεύει στην αγκαλιά της, η Μαρίτα είπε στον Τζίμι ότι τελευταία μια κρεατοελιά στο χέρι της είχε αρχισει να σκουραίνει και επροκειτο να δει ενα γιατρό στο δημοτικο νοσοκομείο. Για καλό και για κακό, του είχε πει. Τέσσερα Σάββατα αργότερα είχε αρχίσει χημειοθεραπεία. Έ ξι μήνες από τη στιγμή που του μίλησε για την κρεατοελιά ήταν νεκρή κι ο Τζίμι είχε α ναγκαστεί να παρακολουθήσει το σώμα της γυναίκας του να λιώνει και να μετατρέπεται σε κιμωλία σε μια σειρά από διαδοχικά Σάβ βατα πίσω από ένα σκούρο ξύλινο τραπέζι σημαδεμένο από τσιγά ρα, ιδρώτα και σταγόνες σπέρματος και γεμάτο χαραγμένες ανοη σίες και οιμωγές κρατουμένων συνολικής ηλικίας ενός αιώνα. Τον τελευταίο μήνα της ζωής της η Μαρίτα ήταν πολύ άρρωστη για να έρθει και πολύ αδύναμη για να γράψει, οπότε ο Τζίμι έπρεπε να αρκεστει σε τηλεφωνήματα, στη οιαρκεια των οποίων ήταν ειτε πολυ εξαντλημένη είτε ναρκωμένη είτε και τα δύο. Συνήθως και τα δύο. «Ξέρεις τι ονειρεύομαι όλη την ώρα;» του είπε ψευδίζοντας κά ποτε. «Τι, μωρό μου;» «Πορτοκαλί κουρτίνες. Μεγάλες, χοντρές πορτοκαλί κουρτίνες που...» -έκανε έναν ήχο με τα χείλη της και ο Τζίμι την άκουσε να καταπίνει νερό- «...που κυματίζουν στον αέρα ενώ κρέμονται από αυτά τα ψηλά σκοινιά για το άπλωμα, Τζίμι. Μονάχα κυματίζουν. Δεν κάνουν τίποτ’ άλλο. Φλαπ, φλαπ, φλαπ. Εκατοντάδες κουρτί νες σε ένα μεγάλο, μεγάλο λιβάδι. Να κυματίζουν...» Περίμενε λίγο ακόμη, αλλά αυτό ήταν όλο κι όλο, και δεν ήθελε η Μαρίτα να του αποκοιμηθεί στη μέση της συνομιλίας τους όπως είχε κάνει αρκετές φορές μέχρι τώρα1 έτσι, λοιπόν, είπε: «Τι κάνει η Κέιτι;» «Ε ;...» «Τι κάνει η Κέιτι, γλυκιά μου;» «Η μαμά σου μας φροντίζει και τις δύο. Είναι λυπημένη». «Ποιος; Η μαμά μου ή η Κέιτι;» r
ι
r
/
r
C »
ο
/
/
/
r
t
c
r
/
A /
«Και οι δύο. Ακούσε, Τζίμι. Πρέπει να κλείσω. Α ισθάνομαι ναυτία. Είμαι κουρασμένη». «Οκέι, μωρό μου». «Σ’ αγαπώ». «Κι εγώ σ ’ αγαπώ». «Τζίμι, πες μου κάτι. Ποτέ δεν είχαμε πορτοκαλί κουρτίνες, εί χαμε;» «Όχι, Μαρίτα μου». «Παράξενο», είπε κι έπειτα έκλεισε. 9 Αυτο ήταν και το τελευταίο πραγμα που ακούσε απο το στόμα της: Παράξενο. Ναι, ήταν παράξενο, αλήθεια. Μια κρεατοελιά που έχεις στο χέρι σου από τότε που ήσουν μωρό ξαπλωμένο στην κούνια και χά ζευες τις κουδουνίστρες σου άρχιζε ξαφνικά να σκουραίνει και, εί κοσι τέσσερις εβδομάδες αργότερα, σχεδόν δύο ολόκληρα χρόνια από την τελευταία φορά που πλάγιασες με τον άντρα σου και τύ λιξες το πόδι σου πάνω από τα δικά του, σε έριχναν σ ’ ένα ξύλινο κουτί και σ ’ έθαβαν κάτω από τη γη, με τον άντρα σου να στέκεται πενήντα μέτρα μακριά, ανάμεσα σε ένοπλους φρουρούς, με αλυσί δες στους καρπούς και στους αστραγάλους του. Ο Τζίμι αποφυλακίστηκε δυο μήνες μετά την κηδεία και βρέ θηκε στην κουζίνα του σπιτιού του, φορώντας τα ίδια ρούχα που φορούσε όταν είχε φύγει από κει, να χαμογελάει στο ξένο παιδί του. Αυτός ίσως θυμόταν τα τέσσερα πρώτα χρόνια της ζο>ής της, εκείνη όμως όχι. Θυμόταν μόνο τα δύο τελευταία, ίσως κάποιες σκόρπιες μνήμες από τον άντρα που ζούσε κάποτε σ ’ αυτό το σπίτι, προτού της επιτραπεί να τον βλέπει μόνο τα Σάββατα, καθισμένο στην πέρα πλευρά ενός παλιού τραπεζιού σε ένα υγρό, βρομερό μέ ρος χτισμένο πάνω σε ένα στοιχειωμένο ινδιάνικο νεκροταφείο, όπου οι άνεμοι λυσσομανούσαν, οι τοίχοι έσταζαν και τα ταβάνια ήταν πολύ χαμηλά. Έ τσι όπως στεκόταν σ ’ αυτή την κουζίνα, κοιτάζοντάς τον να την κοιτάζει, ο Τζίμι δεν είχε νιώσει ποτέ του πιο άχρηστος. Ποτε δεν ειχε νιώσει ουτε κατα διανοια τοσο μονος ή φοβισμένος όσο τότε που κάθισε στις φτέρνες του δίπλα στην Κέιτι και κράτησε τα μικρά της χέρια μέσα στα δικά του και με τα μάτια του μυαλου του ειοε και τους ουο τους απο ψηλα ενω πετουσε στο δωμάτιο. Και ο αιωρούμενος εαυτός του σκέφτηκε: Φίλε, νιώθω ά σχημα γ ι’ αυτούς τους δύο. Δύο ξένοι σε μια βρόμικη κουζίνα, να »
t
t
·\
•
■■
Λ
t
r
ο
» Ο
r
9
t
f
t
Ο»
f
f
ς»
/
/
r
/
t
9
t
9
/
ζυγίζουν ο ένας τον άλλο προσπαθώντας να μη νιώσουν μίσος, γιατί εκείνη είχε πεθάνει και τους είχε αφήσει τόσο στενά δεμένους και χωρίς να ξέρουν τι στο διάβολο έπρεπε να κάνουν στη συνέ χεια. Αυτή η κόρη του -αυτό το πλάσμα που ζούσε και ανέπνεε και σχηματιζόταν λίγο λίγο με τόσο πολλούς τρό π ο υς- εξαρτιόταν τώρα από εκείνον, ανεξάρτητα από το αν αυτό άρεσε στον καθένα τους. «Μας κοιτάζει από τον παράδεισο και χαμογελάει», είπε ο Τζίμι στην Κέιτι. «Είναι περήφανη για μας. Στ’ αλήθεια περήφανη». «Πρέπει να ξαναγυρίσεις πίσω σ ’ αυτό το μέρος;» ρώτησε η Κέιτι. «Όχι. Ποτέ ξανά». «Θα πας κάπου αλλού;» Εκείνη τη στιγμή ο Τζίμι θα προτιμούσε ευχαρίστως να περάσει άλλα έξι χρόνια φυλακισμένος σε μια ποντικότρυπα σαν το Ντιρ Αιλαντ, ή κάπου ακόμα χειρότερα, παρά να αντιμετωπίσει την προ οπτική άλλων είκοσι τεσσάρων ωρών στην κουζίνα του σπιτιού του μ’ αυτή την ξένη κόρη του, αυτό το τρομακτικό, άγνωστο μέλλον, αυτόν το φελλό -κυριολεκτικά- όσων είχαν απομείνει από τη ζωή του ως νέου άντρα. «Με τίποτα», είπε. «Θα μείνω μαζί σου». «Πεινάω». Κι αυτό το τελευταίο χτύπησε τον Τζίμι κατακούτελα -Ω , Θεέ μου, θα πρέπει να ταΐζω αυτό το κορίτσι κάθε φορά που πεινάει. Για όλη την υπόλοιπή μας ζωή. Ιησού Χριστέ. «Εντάξει, τότε», είπε, νιώθοντας το χαμόγελο να τρεμοπαίζει στο πρόσωπό του. «Άντε να φάμε».
ΟΤΑΝ Ο ΤΖΙΜΙ ΕΦΤΑΣΕ γύρω στις έξι και μισή στο Κότατζ Μάρκετ, το καφέ που διατηρούσε, ανέλαβε την ταμειακή μηχανή και τη μηχανή του Λόττο όσο ο Πιτ γέμιζε τον πάγκο με ντόνατ από το Ισέρ Γκασουάμι Ντάνκιν Ντόνατς στο Κίλμερ και με γλυκίσμα τα, γαλλικά σου και μικρά κέικ από το φούρνο του Τόνι Μπούκα. Στα διαστήματα που η δουλειά έκοβε, ο Τζίμι γέμιζε με καφέ από την καφετιέρα τα τεράστια θερμός πάνω στον πάγκο, ενώ κάποια στιγμή έκοψε και το σπάγκο που συγκρατούσε το πάκο με τις εφη μερίδες Σάντεϊ Γκλόονμπ, Χέραλντ Τρίμπιουν και Νιου Γ\ορκ Τάιμς.
Απέθεσε τα περιοδικά και τα κόμικς στη μέση του μαγαζιού κι έ πειτα τα στοίβαξε όλα τακτικά τακτικά μπροστά από τα ράφια με τις καραμέλες, κάτω από την ταμειακή. «Σου είπε ο Σαλ τι ώρα θα έρθει;» «Το νωρίτερο που μπορούσε ήταν στις εννέα και μισή», είπε ο Πιτ. «Το αμάξι του έχει πάθει τέτοια ζημιά, που πρέπει να το πάρει με το γερανό. Αυτό σημαίνει ότι έχει ν ’ αλλάξει δύο γραμμές του Υπογείου και ένα λεωφορείο μέχρι να φτάσει εδώ, και στο τηλέ φωνο μου είπε ότι δεν είχε καν ντυθεί ακόμα». «Να πάρει!» Γύρω στις εφτά και τέταρτο, εξυπηρέτησαν μια σύντομη επι δρομή από παρέες εργαζομένων που σχολούσαν από τη νυχτερινή τους βάρδια -κυρίω ς ήταν αστυνομικοί του Ενάτου, μερικές νοσο κόμες από το Σεντ Ρετζίνα και λίγα εργαζόμενα κορίτσια που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στα παράνομα μεταμεσονύκτια κλαμπ στην άλλη πλευρά της λεωφόρου Μπάκιγχαμ, στο Φλατς και πέρα ψηλά, στο Ρόουμ Μπέιζιν. Όλοι τους ήταν εξαντλημένοι αλλά εύ θυμοι και γεμάτοι ζωντάνια, αποπνέοντας μια αίσθηση ανακούφισης, λες και μόλις είχαν αποχωρήσει μαζι απο το πεδίο της ίδιας μάχης, λασπωμένοι, καταματωμένοι αλλά όρθιοι και αρτιμελείς. Στη διάρκεια μιας πεντάλεπτης ανάπαυλας, λίγο πριν το εκκλη σίασμα της πρωινής λειτουργίας κατακλύσει το μαγαζί, ο Τζίμι τη λεφώνησε στον Ντρου Πίτζον και τον ρώτησε αν είχε δει την Κέιτι. «Ναι, νομίζω ότι εδώ είναι», είπε ο Ντρου. «Αλήθεια;» Ο Τζίμι άκουσε την ελπίδα στη φωνή του και μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι ήταν πιο ανήσυχος απ’ ό,τι άφηνε τον ε αυτό του να παραδεχτεί. «Έτσι νομίζω», είπε ο Ντρου. «Κάτσε να πάω να κοιτάξω». «Σ’ ευχαριστώ, Ντρου». Ακούσε τον απόηχο από τα βαριά βήματα του Ντρου που απο μακρύνονταν στο διάδρομο από νοβοπάν, ενώ ταυτόχρονα εξαργύ ρωνε δύο ξυστά λαχεία στη γριά κυρία Χάρμοντ, προσπαθώντας να μη φτερνιστεί από την αιφνιδιαστική επίθεση της γεροντίστικης κολόνιας της. Ακούσε τον Ντρου να επιστρέφει στο τηλέφωνο και ένιωσε την καρδιά του να πεταρίζει ελαφρά στο στήθος του καθώς έδινε στη γριά κυρία Χάρμοντ τα δεκαπέντε της δολάρια και τη χαιρετούσε με μια κίνηση του χεριού. «Τζίμι...» Λ
/ Λ
/
/
γ t
/
n ^
r
«Έλα, Ντρου». «Συγνώμη, έκανα λάθος. Αυτή που κοιμήθηκε εδώ ήταν η Νταϊάν Σέστρα. Είναι ξαπλωμένη στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας της Ιβ, αλλά η Κέιτι δεν είναι πουθενά». Το πετάρισμα στο στήθος του Τζίμι διακόπηκε απότομα, σαν να 'χε σφίξει μια τανάλια την καρδιά του. «Εντάξει, δεν υπάρχει πρό βλημα». «Η Ιβ είπε ότι η Κέιτι τις άφησε γύρω στη μία. Όμως δεν είπε πού πήγαινε». «Έγινε, φίλε». Ο Τζίμι προσπάθησε να δώσει έναν χαρούμενο τόνο στη φωνή του. «Θα την εντοπίσω». «Μήπως βγαίνει με κανέναν;» «Δεκαεννιάχρονα κορίτσια, Ντρου. Ποιος μπορεί να κρατήσει μαντρωμένη μια αλεπουδίτσα;» «Αυτή είναι η πικρή αλήθεια», είπε ο Ντρου μ’ ένα χασμουρη τό. «Έτσι και με την Ιβ. Με όλους αυτούς τους νεαρούς που τηλε φωνούν, βάζω στοίχημα ότι χρειάζεται ένα οργανόγραμμα δίπλα στο τηλέφωνο για να τα φέρει βόλτα». Ο Τζίμι χασκογέλασε βεβιασμένα. « Σ ’ ευχαριστώ και πάλι, Ντρου». «Τίποτε, Τζίμι. Τα λέμε». Ο Τζίμι έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε το πληκτρολόγιο της ταμειακής μηχανής λες και μπορούσε να τον διαφωτίσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Κέιτι δεν γυρνούσε το βράδυ σπίτι. Η αλή θεια είναι ότι θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον η δέκατη. Ούτε ήταν η πρώτη φορά που δεν ερχόταν στη δουλειά, μολονότι και στις δύο περιπτώσεις συνήθως τηλεφωνούσε. Ό μως, αν είχε συναντήσει έναν τύπο με εμφάνιση κινηματογραφικού αστέρα και γοητεία α γοριού του δρόμου... Ο Τζίμι δεν είχε αποστασιοποιηθεί τόσο πολύ από την ηλικία των δεκαεννέα χρονών, ώστε να μην μπορεί να θυ μηθεί πώς ήταν. Και, παρ’ όλο που ποτέ δεν έκανε την Κέιτι να πι στέψει ότι το παρέβλεπε, δεν μπορούσε να φανεί τόσο βαθιά υπο κριτικός ώστε να το καταδικάσει. Το καμπανάκι που κρεμόταν από μια κορδέλα πάνω από την πόρτα του μαγαζιού κουδούνισε και ο Τζίμι, σηκώνοντας το βλέμ μα, είδε την πρώτη ομάδα ηλικιωμένων κυριών με γαλάζια μαλλιά από το εκκλησίασμα να ορμά στο μαγαζί, φλυαρώντας ακατάσχετα
για το ψυχρό πρωινό, το κήρυγμα του ιερέα και τα σκουπίδια στους δρόμους. Ο Πιτ ξεπρόβαλε από το πάγκο των σάντουιτς και σκούπισε τα χέρια του με την πετσέτα που χρησιμοποιούσε για να καθαρίσει το πάσο. Πέταξε ένα γεμάτο κουτί με χειρουργικά γάντια πάνω στον πάγκο κι έπειτα πήγε και στάθηκε πίσω από τη δεύτερη ταμειακή μηχανή. Έσκυψε προς το μέρος του Τζίμι και του είπε, «Καλώς ήρ θατε στην Κόλαση», καθώς μια δεύτερη ομάδα από ζηλωτές ακο λούθησε την πρώτη χωρίς καθυστέρηση. Ο Τζίμι είχε κοντά δύο χρόνια να δουλέψει Κυριακή πρωί και είχε ξεχάσει σε τι τρελοκομείο μπορούσε να καταλήξει η κατάστα ση. Ο Πιτ είχε δίκιο. Οι θρησκόληπτες κυρίες με τα γαλάζια μαλλιά που γέμιζαν ασφυκτικά την πρωινή λειτουργία των εφτά στο ναό της Αγίας Καικιλίας, την ώρα που οι φυσιολογικοί άνθρωποι κοιμόνταν, μετέφεραν τη βιβλική καταναλωτική τους μανία στο μα γαζί του Τζίμι, ξεκληρίζοντας τους δίσκους με τα γλυκίσματα και τα ντόνατ, στραγγίζοντας τις κανάτες του καφέ, αδειάζοντας το ψυ γείο με τα παγωτά και εξαφανίζοντας τις μισές εφημερίδες. Σκόνταφταν πάνω στα ράφια με τα προϊόντα και πατούσαν στα πλαστικά σακουλάκια των τσιπς και στις συσκευασίες των φουντουκιών που έπεφταν στο πάτωμα. Έδιναν φωναχτά παραγγελίες για σάντουιτς, δελτία Λόττο και ξυστά λαχεία, τσιγάρα Πολ-Μολ και Τσέστερφιλντ, τηρώντας με ευλάβεια τη θέση τους στην ουρά. Κι όταν έ φταναν στον πάγκο, με μια θάλασσα από μπλε, λευκά και καραφλά κεφάλια να σαλεύει νευρικά πίσω τους, χασομερούσαν ρωτώντας τον Τζίμι και τον Πιτ τι κάνουν οι οικογένειές τους, ενώ έψαχναν στα πορτοφόλια τους το ακριβές αντίτιμο σε ψιλά -μέχρι και το τε λευταίο σκοροφαγωμένο σ εντς- και έκαναν αιώνες ολόκληρους ώ σπου να πάρουν τα ψώνια τους από τον πάγκο και να φύγουν ανοί9 γοντας δρομο μεσα απο την αλλοφροσύνη που μαινόταν πισω απ την πλάτη τους. Τζιμι ειχε να δει τέτοιο χαος απο την τελευταία φορα που ειχε παρευρεθεί σε ιρλανδέζικο γάμο με δωρεάν ποτά, και όταν κοίταξε το ρολόι του καθώς ο τελευταίος πιστός έβγαινε από το καφέ η ώρα ήταν ήδη εννέα παρά τέταρτο. Έ νιω θε τον ιδρώτα να μου σκεύει την μπλούζα του και να ποτίζει το δέρμα του. Κοίταξε το βομβαρδισμένο του μαγαζί, έπειτα γύρισε προς τον Πιτ κι αισθάνθηκε ένα ξαφνικό κύμα αλληλεγγύης και αδελφοσύνης γ ι’ αυτόν C
'
*
'
'
Ο
*
'
ΛΛ
9
9
/
9
Λ
/
r
t
*
κάτι που του έφερε στο μυαλό το τσούρμο των εφτά και τέταρτο από αστυνομικούς, νοσοκόμες και πόρνες, λες και η φιλία του με τον Πιτ είχε αναβαθμιστεί μόνο και μόνο επειδή είχαν επιζήσει από Ο Πιτ του χαμογέλασε κουρασμένα. «Το επόμενο μισάωρο η κίνηση κόβει. Σε πειράζει να πάω λίγο πίσω στο δρόμο ν ’ ανάψω ένα τσιγάρο;» Ο Τζίμι γέλασε. Τώρα ένιωθε καλά, ένιωθε να φουσκώνει από περηφάνια γ ι’ αυτή τη μικρή επιχείρηση που είχε καταφέρει να την κάνει να αποτελεί συνοικιακό θεσμό. «Πιτ, κάπνισε και ολόκληρο πακέτο αν θες». Είχε βάλει τάξη στους διαδρόμους, είχε γεμίσει τα ράφια του ψυγείου με τα γαλακτοκομικά και αντικαθιστούσε τους δίσκους με τα ντόνατ και τα γλυκίσματα, όταν το κουδούνι χτύπησε και, γυρνώντας, είδε τον Μπρένταν Χάρις και τον μικρό αδερφό του, τον Αλαλο Ρέι, να περνούν μπροστά από τον πάγκο και να πηγαίνουν πίσω, προς το μέρος του μαγαζιού όπου υπήρχαν το ψωμί, τα καθαριστικά, τα μπισκότα και τα διάφορα είδη τσαγιού. Ο Τζίμι έπιασε να καλύπτει με σελοφάν τα γλυκίσματα και τα ντόνατ κι ευχήθηκε να μην είχε δώσει στον Πιτ την εντύπωση ότι μπορούσε να κάνει μίνι διακοπές πίσω από το μαγαζί κι ότι θα τσακιζόταν να έρθει α μέσως. Έριξε άλλη μια ματιά τριγύρω και πρόσεξε ότι ο Μπρένταν κοι τούσε πάνω από τους διαδρόμους των σταντ προς τις ταμειακές μηχανές, σαν να ετοιμαζόταν να κάνει ληστεία ή ελπίζοντας να τον προσέξει κάποιος. Για ένα δευτερόλεπτο παραλογισμού, ο Τζίμι α ναρωτήθηκε αν έπρεπε να απολύσει τον Πιτ επειδή πουλούσε μα ριχουάνα έξω από το μαγαζί του. Ομως συγκρατήθηκε, γιατί θυμή θηκε ότι ο Πιτ τον είχε κοιτάξει στα μάτια και του είχε ορκιστεί ότι δεν θα έβαζε ποτέ σε κίνδυνο το έργο ζωής του Τζίμι πουλώντας μαριχουάνα στην ίδια την έδρα της επιχείρησής του. Και ο Τζίμι ή ξερε ότι του έλεγε την αλήθεια, επειδή ήταν σχεδόν αδύνατον να πεις ψέματα στον Τζίμι όταν σε κοιτούσε κατάματα και σου απηύΟυνε μια ερώτηση χωρίς περιστροφές, εκτός κι αν ήσουν ο Μέγας Μάγιστρος Όλων των Ψευτών. Καταλάβαινε κάθε σύσπαση του προσώπου, κάθε κίνηση των ματιών που θα μπορούσε να σε προδώσει, όσο ανεπαίσθητη κι αν ήταν. Κάτι που είχε μάθει παρατη ρώντας τον πατέρα του να δίνει μεθυσμένος υποσχέσεις που ποτέ
δεν κρατούσε -τ ο είχε δει να συμβαίνει πολλές φορές, μπορούσε να αναγνωρίσει ίο κτήνος κάθε φορά που έβγαινε στην επιφάνεια. Ο Τζίμι θυμήθηκε το βλέμμα του Πιτ όταν τον κοιτούσε στα μάτια και ορκιζόταν ότι ποτέ, μα ποτέ, δεν θα πουλούσε μαριχουάνα έξω α π’ αυτό το μαγαζί, και ήξερε ότι του έλεγε την αλήθεια. Ποιον έψαχνε, λοιπόν, ο Μπρένταν; Άραγε ήταν τόσο ηλίθιος, που σκεφτόταν να κλέψει κάτι; Ο Τζίμι γνώριζε τον πατέρα ίου Μπρένταν, τον Τζαστ Ρέι Χάρις, επομένως ήξερε ότι ένα ποσοστό βλακείας είχε σίγουρα μεταφερθεί μέσα από τα γονίδια, αλλά κα νείς δεν ήταν τόσο βλάκας, ώστε να δοκιμάσει να κλέψει ένα κα τάστημα στην περιοχή του Ανατολικού Μπάκιγχαμ, στο Φλατς ή στο Πόιντ, σέρνοντας μαζί τον δεκατριάχρονο μουγκό αδερφό του. Εκτός αυτού, ο Τζίμι παραδεχόταν απρόθυμα ότι, αν κάποιος από τούτη την οικογενεια ειχε λιγο μυαλό στο κεφάλι του, αυτός ήταν ο Μπρένταν. Ή ταν ντροπαλό παιδί αλλά πολύ όμορφο. Και ο Τζίμι είχε μάθει από καιρό τη διαφορά ανάμεσα σε κάποιον που μένει σιωπηλός επειδή δεν ξέρει τη σημασία πολλών λέξεων και σε κάποιον που δεν προτιμά παρα να μενει κλεισμενος στον εαυτό του, παρατηρώντας, ακούγοντας και καταλαβαίνοντας τα πάντα. Και ο Μπρένταν είχε αυτά τα χαρακτηριστικά: Αισθανόσουν ότι κατα λάβαινε τους ανθρώπους λίγο περισσότερο απ’ όσο έπρεπε και ότι αυτή η επίγνωση τον έκανε νευρικό. Γύρισε προς τον Τζίμι και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Το παιδί τού χαμογέλασε φιλικά αλλά νευρικά, σαν να προσπαθούσε να κρύψει ότι άλλα πράγματα είχε στο μυαλό του. «Μπορώ να σε βοηθήσω, Μπρένταν;» ρώτησε ο Τζίμι. «Ω, όχι, κύριε Μάρκους, ήρθα να πάρω λίγο ιρλανδέζικο τσάι απ αυτο που αρεσει στη μαμα μου». «Το Μ πάρι’ς;» t
t
f
Γ »
%
r
«Ναι. αυτό».
f
r
Λr
Λ ^
f
t
'Λ
Λ
f
r
/
*
t
fo Z A r a fi r fr '
«Στον διπλανό διάδρομο». «Ευχαριστώ». Ο Τζίμι ξαναγύρισε πίσω από τις ταμειακές μηχανές ακριβώς τη στιγμή που ο Πιτ έμπαινε στο μαγαζί, κουβαλώντας πάνω του την ξεθυμασμένη μυρωδιά ενός τσιγάρου που καπνίστηκε στα πεταχτά. «Τι ώρα είπαμε ότι έρχεται ο Σαλ;» ρώτησε ο Τζίμι. «Όπου να ’ναι». Ο Πιτ έγειρε στο συρόμενο ράφι με τα τσιγάρα
κάτω από το ρολό με τα ξυστά λαχεία και αναστέναξε. «Είναι πολύ αργός, Τζίμι». «Ποιος, ο Σαλ;» Ο Τζίμι παρατηρούσε τον Μπρένταν και τον Αλαλο Ρέι που στέκονταν στη μέση του κεντρικού διαδρόμου και συνεννοούνταν με νοήματα. Ο Μπρένταν είχε μια μεγάλη συσκευασία τσάι Μπάρι’ς κάτω από τη μασχάλη του. «Κοντεύει τα ογδό ντα, φίλε». «Ξέρω γιατί είναι αργός», είπε ο Πιτ. «Απλώς σ ’ το λέω. Αν είχα αυτόν αντί για σένα μαζί μου σήμερα στις οχτώ, μάγκα μου, Οα βγάζαμε ακόμη τα σκουπίδια». «Γ ι’ αυτό τον βάζω να δουλεύει σε βάρδιες που δεν έχουν πολλή κίνηση. Όπως και να ’χει, υποτίθεται ότι σήμερα το πρωί δε θα ήμαστε οι δυο μας στο μαγαζί, ούτε εσύ με τον Σαλ. Υποτίθεται ότι θα ήσουν εσύ και η Κέιτι». Ο Μπρένταν και ο Αλαλος Ρέι είχαν φτάσει στον πάγκο και ο Τζίμι είδε μια λάμψη στο πρόσωπο του Μπρένταν όταν άκουσε το όνομα της κόρης του. Ο Πιτ παράτησε το ράφι με τα τσιγάρα. «Θες κάτι άλλο, Μπρέ νταν;» «Έ να... αυτό... ένα ...» ψέλλισε ο Μπρένταν κι έπειτα κοίταξε τον μικρό του αδερφό. «Για να δω αν ο Ρέι θέλει κάτι άλλο». Τα χέρια τους αρχισαν ξανα να πετουν, επικοινωνώντας οι δυο τους με τέτοια ταχύτητα, που ο Τζίμι θα ήταν δύσκολο να τους πα ρακολουθήσει ακόμα κι αν έβγαζαν ήχους. Ωστόσο, παρ’ όλο που τα χέρια του Άλαλου Ρέι ήταν ηλεκτρισμένα και ζωντανά, το πρόσωπο του ήταν σαν πέτρινη μασκα. Ο Τζιμι ειχε τη γνώμη οτι ήταν ένα αλαφροΐσκιωτο παιδί που έμοιαζε περισσότερο στη μητέρα του παρά στον πατέρα του, κουβαλώντας την κενότητα στο πρόσωπό του σαν πράξη ανυπακοής. Το είχε αναφέρει κάποτε στην Αναμπεθ κι εκείνη τον είχε κατηγορήσει ότι ήταν αναίσθητος προς τα άτομα με ειδικές ανάγκες· αλλά ο Τζίμι δεν το πίστευε -σ το κενό πρό σωπο και στο βουβό στόμα του Ρέι είχε φωλιάσει κάτι που σε έ κανε να θέλεις να το διώξεις από κει με κλοτσιές. Σταμάτησαν να τινάζουν τα χέρια τους μπρος πίσω και ο Μπρέ νταν έσκυψε πάνω από το ράφι με τις σοκολάτες και γύρισε με μια σοκολάτα Κόλμαν, κάτι που θύμισε στον Τζίμι τον πατέρα του, τη βαριά μυρωδιά που κουβαλούσε εκείνη τη χρονιά που δούλευε στη σοκολατοποιία. rp
f
r
γ
/
r
r
e
t
e
'
r
r
C *
*
τ
«Και μία Γκλόουμπ», είπε ο Μπρένταν. ' r-« r «Εγινε, μικρέ», ειπε ο Πιτ και χτύπησε το ποσο στην ταμειακή μηχανή. «Νόμιζα ότι δουλεύει εδώ η Κέιτι τις Κυριακές», είπε ο Μπρέ νταν κι έδωσε στον Πιτ ένα δεκαδόλαρο. Ο Πιτ έσμιξε τα φρύδια του καθώς χτύπησε το κλειδί της τα μειακής μηχανής και το συρτάρι πετάχτηκε πάνω στο στομάχι του. «Κάνεις τα γλυκά μάτια στην κόρη του αφεντικού μου, Μ πρέ νταν;» Ο Μπρένταν δεν έλεγε να κοιτάξει τον Τζίμι. «Όχι, όχι, όχι». Ά φησε ένα γέλιο που έσβησε βγαίνοντας από το στόμα του. «Απλώς αναρωτήθηκα, ξέρεις, επειδή συνήθως τη βλέπω εδώ». «Σήμερα η μικρή της αδερφή θα λάβει την Πρώτη της Μετάλη ψη», είπε ο Τζίμι. «Α, η Ναντίν;» Ο Μπρένταν κοίταξε τον Τζίμι με μάτια πιο ορ θάνοιχτα τώρα και χαμόγελο πιο πλατύ απ’ όσο έπρεπε. «Ναι, η Ναντίν», είπε ο Τζίμι, παραξενεμένος που ο Μπρένταν είχε θυμηθεί τόσο εύκολα το όνομα. «Πείτε της συγχαρητήρια από μένα και τον Ρέι». «Έγινε, Μπρένταν». Ο Μπρένταν έριξε το βλέμμα του στον πάγκο και έγνεψε επα νειλημμένα καθώς ο Πιτ έβαζε σε μια σακούλα το τσάι και τη σο κολάτα. «Εντάξει, λοιπόν, παιδιά. Χάρηκα που σας είδα. Πάμε, Ρέι». Ο Ρέι δεν κοιτούσε τον αδερφό του καθώς μιλούσε, όμως, όταν ξεκίνησε να φύγει, ο Τζίμι θυμήθηκε ξανά αυτό που οι άνθρωποι ξεχνούσαν συνήθως για τον Ρέι: Δεν ήταν κουφός, μόνο μουγκός, και λίγοι άνθρωποι στη γειτονιά -ο Τζίμι ήταν σίγουρος γ ι’ αυτόείχαν συναντήσει κάτι τέτοιο στη ζωή τους. «Έι, Τζίμι», είπε ο Πιτ όταν τα δυο αδέρφια έφυγαν, «μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» «Πες το». «Για ποιο λόγο μισείς τόσο πολύ αυτό το παιδί;» Ο Τζίμι ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω αν πρόκει ται για μίσος, φίλε. Απλώς, να... Έ λα τώρα, δε βρίσκεις κι εσύ ότι αυτό το μουγκό παιδί είναι λίγο τρομακτικό;» «Ποιο, αυτό;» είπε ο Πιτ. «Ναι. Είναι παράξενο αυτό το πιτσι ρίκι, πάντα σε κοιτάζει λες και βλέπει στο πρόσωπό σου κάτι που
θέλει να το ξεριζώσει. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Δε μιλούσα όμως γ ι’ αυτόν. Μιλούσα για τον Μπρένταν. Μου φαίνεται καλό παιδί. Λιγάκι ντροπαλό αλλά αξιοπρεπές. Πρόσεξες ότι μιλάει στον αδερφό του με τη γλώσσα των κωφαλάλων ακόμα κι όταν δε χρει άζεται; Λες και θέλει να κάνει τον μικρό να νιώσει ότι δεν είναι μό νος. Είναι καλό παιδί. Αλλά εσύ, ρε Τζίμι, τον κοιτούσες λες και ή σουν έτοιμος να του κόψεις το λαρύγγι». «Όχι δα». η «Ναι σου λεω». ' «Αλήθεια;» «Ναι». Ο Τζίμι κοίταξε έξω από το σκονισμένο παράθυρο πάνω από τη μηχανή του Λόττο και είδε τη λεωφόρο Μπάκιγχαμ να απλώνεται γκρίζα και υγρή κάτω από τον πρωινό ουρανό. Αισθάνθηκε το κα ταραμένο ντροπαλό χαμόγελο του Μπρένταν Χάρις να κυλάει στις φλέβες του προκαλώντας του φαγούρα. «Τζίμι; Πλάκα σου έκανα, εντάξει; Ή θελα μονάχα να πω ό τι...» «Ερχεται ο Σαλ», είπε ο Τζίμι χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το παράθυρο, με γυρισμένο το κεφάλι του από τον Πιτ, καθώς παρακολουθούσε τον ηλικιωμένο άντρα να σέρνει τα βήματά του στη λεωφόρο και να κατευθύνεται προς το μέρος τους. «Αντε, και ρός ήταν».
6 ΕΠΕΙΔΗ ΕΧΕΙ ΣΠΑΣΕΙ
Η
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΣΟΝ ΝΤΙΒΑΙΝ -η πρώτη του μέρα στη δουλειά έπειτα από μια βδομάδα σε διαθεσιμότητα- ξεκίνησε με το βόμβο του ξυπνητηριού που τον έβγαλε από ένα όνειρο, αποκόπτοντάς τον βίαια, για να ακολουθήσει η ξαφνική επίγνωση -σ α ν μωρό που εγκαταλείπει τη μήτρα- πως δεν επρόκειτο ποτέ να του επιτρέψουν να ξαναγυρίσει εκεί. Δεν θυμόταν πολλά συγκεκριμένα πράγματα, μόνο μερικές ασύνδετες λεπτομέρειες, και είχε την αίσθηση πως έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχε αξιόλογη αφηγηματική ροή. Ωστόσο, η ακατέργαστη υφή του είχε βουλιάξει σαν κοψιές από ξυράφι στο βάθος του μυαλού του, κάνοντάς τον να νιώθει ευαίσθητος όλο το υπόλοιπο πρωινά.
fo Z A r fo ftr fr '
Στο όνειρο, έπαιρνε μέρος η γυναίκα του η Λόρεν, και μπο ρούσε ακόμα να μυρίσει το δέρμα της. Είχε μπερδεμένα μαλλιά στο χρώμα της υγρής άμμου, πιο σκουρόχρωμα και μακριά απ’ ό,τι στην πραγματικότητα, και φορούσε ένα υγρό λευκό μαγιό. Ή ταν r r r * πολυ μαυρισμενη απ τον ήλιο κι ενα απαλό στρώμα άμμου κάλυ πτε τους γυμνούς αστραγάλους της και τους μηρούς της. Μοσχοβο λούσε λιακάδα και θάλασσα, και καθισμένη στην αγκαλιά του Σον του φιλούσε τη μύτη και γαργαλούσε το λαιμό του με τα μακριά της δάχτυλα. Βρίσκονταν στο ξύλινο κατώφλι ενός παραθαλάσΛ
%
\
/
Λ
^
9
9
'Λ
/
V "1
/
/
ΛΛ '
f
C *
C *
σιου σπιτιού και ο Σον ακουγε το κυμα, αλλα όεν μπορούσε να οει τον ωκεανό. Στη θέση του υπήρχε μια κενή τηλεοπτική οθόνη δια στάσεων ποδοσφαιρικού γηπέδου. Οταν εστίαζε στο κέντρο, ο Σον μπορούσε να διακρίνει μονο το δικο του είδωλο, οχι της Λορεν, λες και στην αγκαλιά του κρατούσε αέρα. Αλλά κρατούσε σάρκα στα χέρια του, θερμή σάρκα. Το επόμενο πράγμα που θυμόταν ήταν ο εαυτός του να στέκε ται στη στέγη του σπιτιού, με τη σάρκα της Λόρεν να έχει αντικα τασταθεί από έναν λείο μεταλλικό ανεμοδείκτη. Αρπάχτηκε από αυτόν, και κάτω του, στα θεμέλια του σπιτιού, άνοιξε διάπλατα μια τεράστια τρύπα, με ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος αραγμένο στον πυθμένα της. Την επόμενη στιγμή βρισκόταν γυμνός σ ’ ένα κρε βάτι χαϊδεύοντας μια γυναίκα που έβλεπε για πρώτη φορά, έχοντας την αίσθηση -σύμφωνα με την παράξενη λογική των ονείρων- ότι η Λόρεν βρισκόταν σε κάποιο άλλο δωμάτιο του σπιτιού και τους παρακολουθούσε στο βίντεο, ενώ ένας γλάρος τσακίστηκε στο πα ράθυρο, τα γυαλιά πετάχτηκαν πάνω στο κρεβάτι σαν παγάκια και ο Σον, ντυμένος και πάλι, στάθηκε από πάνω του. Ο γλάρος ανέπνεε με δυσκολία. «Πονάει ο λαιμός μου», είπε και ο Σον ξύπνησε προτού προλάβει να του πει: «Επειδή έχει σπάσει». Ξύπνησε νιώθοντας το όνειρο να χύνεται πηχτό από το πίσω μέ ρος του εγκεφάλου του, ενώ η χνουδάτη υφή και ο απόηχός του επέ μεναν πίσω από τα βλέφαρα και πάνω στη γλώσσα του. Αρνήθηκε ν ’ ανοίξει τα μάτια του, ενώ το ξυπνητήρι συνέχισε να χτυπά, ελπίζο ντας ότι δεν ήταν παρά ένα καινούριο όνειρο, ότι συνέχιζε να κοιμά ται και ο βόμβος ηχούσε μόνο μέσα στο μυαλό του. Τελικά άνοιξε τα μάτια του, με την αίσθηση της σκληρής σάρκας της άγνωστης γυναίκας στο σώμα του και τη μυρωδιά της θάλασσας από το κορμί της Λόρεν προσκολλημένες στα εγκεφαλικά του κύτ ταρα, και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν όνειρο, δεν ήταν ταινία, δεν ήταν ένα λυπητερό τραγούδι. Ή ταν τα ίδια σεντόνια, η ίδια κρεβατοκάμαρα, το ίδιο κρεβάτι. Ήταν το άδειο κουτί της μπίρας στο περβάζι και ο ίδιος ήλιος στα μάτια του, κι αυτό που άκουγε ήταν το ξυπνητήρι στο κομοδίνο του. Ήταν η βρύση που έσταζε κι όλο ξεχνούσε να τη φτιάξει. Ή ταν η ζωή του, όλη δική του. Έκλεισε το ξυπνητήρι, αλλά δεν σηκώθηκε αμέσως από το κρε βάτι. Δεν ήθελε ακόμα να σηκώσει το κεφάλι του, επειδή δεν ήθελε *
Ο »
·
*
^
r
rΟ
Λ
#
*
/
Λ
να μάθει αν είχε πονοκέφαλο από το χθεσινοβραδινό μεθύσι. Αν συ νέβαινε κάτι τέτοιο, η πρώτη μέρα στη δουλειά θα του φαινόταν δι πλή σε διάρκεια, παρ’ όλο που, και χωρίς τον πονοκέφαλο, με όλες στεία εις βάρος του που έπρεπε να υποστεί, η πρώτη μέρα στη δου λειά έπειτα από την περίοδο διαθεσιμότητας θα ήταν ανυπόφορη έτσι κι αλλιώς. Έμεινε ξαπλωμένος ακούγοντας το βουητό του δρόμου, το βου* f f ητο απο τους κοκαϊνομανείς του διπλανού διαμερίσματος που είχαν τέρμα την τηλεόραση από την ώρα του Μάπιπ Σόου μέχρι την ώρα του Σέσαμι Στριτ, το βουητό από τον ανεμιστήρα του ταβανιού, το βουητό του φούρνου μικροκυμάτων, των ανιχνευτών καπνού και του ψυγείου. Στη δουλειά, οι υπολογιστές βούιζαν. Τα κινητά τηλέφωνα και οι υπολογιστές τσέπης βούιζαν, και η κουζίνα του βούιζε, και το καθιστικό του επίσης, και το βουητό τους μπλεκόταν με το συνεχές βουητό του δρόμου, και του αστυνομικού τμήματος, και των κατοι κιών Φανλ Χάιτς, και των διαμερισμάτων του Φλατς στο Ανατολικό Μπάκι. Όλα βομβούσαν αυτές τις μέρες, όλα βούιζαν. Ολα ήταν γρήγορα και ρευστά, φτιαγμένα για να βρίσκονται σε κίνηση. Όλοι τα έβγα ζαν πέρα σ ’ αυτό τον κόσμο ακολουθώντας την κίνησή του. Μεγα λώνοντας. Πότε στην ευχή είχε αρχίσει να συμβαίνει αυτό; Αυτό ήθελε να μάθει όλο κι όλο, για να είναι ειλικρινής. Πότε ο κόσμος είχε ανοίξει το βήμα του, αφήνοντάς τον να κοιτάζει την πλάτη των άλλων; Έκλεισε τα μάτια του. Όταν έφυγε η Λόρεν. Τότε συνέβη. ··
r
C*
Λ
'
C*
9
Ο ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΧΑΡΙΣ ΚΟΙΤΑΞΕ το τηλέφωνο προσπαθώντας να το κάνει με τη θέλησή του να χτυπήσει. Κοίταξε το ρολόι του. Είχε αρ γήσει δύο ώρες. Δεν ήταν ακριβώς έκπληξη, μια και η Κέιτι δεν είχε και την καλύτερη σχέση με το χρόνο, αλλά, φίλε μου, σήμερα βρήκε; Ό Μπρένταν ήθελε απλώς να φύγουν. Και πού να ήταν, άραγε, αφού δεν ήταν στη δουλειά; Σύμφωνα με το σχέδιο, θα τηλεφωνούσε στον Μπρένταν την ώρα της βάρδιάς της στο Κότατζ Μάρκετ, θα πήγαινε στην Πρώτη Μετάληψη της ετεροθαλούς αδερφής της κι έπειτα θα
τον συναντούσε. Όμως δεν είχε φανεί στη δουλειά. Ούτε είχε τηλε φωνήσει. Εκείνος δεν μπορούσε να της τηλεφωνήσει. Αυτό ήταν μία από χτα που τα είχαν μπλέξει. Η Κέιτι συνήθως βρισκόταν σε ένα από τα τρία παρακάτω μέρη -στο σπίτι του Μπόμπι θ ’ Ντόνελ τον πρώτο καιρό της σχέσης τους, στο διαμέρισμα της λεωφόρου Μπάκιγχαμ οπου ειχε μεγαλώσει και ζουσε μαζι με τον πατέρα της, τη μητριά της και τις δύο ετεροθαλείς αδερφές της, ή στο διαμέρισμα του ε πάνω ορόφου όπου έμενε το τσούρμο των τρελών θείων της, δύο από τους οποίους, ο Νικ και ο Βαλ, ήταν θρυλικοί για την ψυχωτική τους συμπεριφορά και την πλήρη αδυναμία τους να ελέγξουν τα έν στικτά τους. Και υπήρχε και ο πατέρας της, ο Τζίμι Μάρκους, που μισούσε βαθιά τον Μπρένταν χωρίς λογική αιτία, απ’ όσο τουλάχι στον μπορούσαν να ξέρουν εκείνος και η Κέιτι. Όμως η Κέιτι δεν έ τρεφε αυταπάτες -ό λ ’ αυτά τα χρόνια, ο πατέρας της είχε κάνει όσο πιο σαφή γινόταν την επιθυμία του: Μακριά από τους Χάρις. Αν φέ ρεις ποτέ σπίτι κανέναν από δαύτους, θα σε αποκληρώσω. Σύμφωνα με την Κέιτι, ο πατέρας της ήταν συνήθως λογικός άν θρωπος, αλλά μια νύχτα, κλαίγοντας στο στήθος του Μπρένταν, του είπε: «Γίνεται έξαλλος όταν η κουβέντα φτάνει σ ’ εσάς. Έξαλλος. Ενα βράδυ που ήταν σκνίπα στο μεθύσι, άρχισε να μιλάει για τη μάνα μου, να μου λέει πόσο με αγαπούσε και τέτοια, κι έπειτα είπε: “Κέιτι, αυτοί οι γαμημένοι οι Χάρις είναι καθάρματα”». Καθάρματα. Ο ήχος της λέξης κάθισε στο στήθος του Μπρένταν σαν κόμπος από φλέμα. «“Μείνε μακριά τους. Μόνο αυτό σου ζητάω, Κέιτι. Σε παρακα λώ”». «Πώς έγινε, λοιπόν, και κατέληξες μαζί μου;» ρώτησε ο Μπρέ νταν. Είχε κυλήσει στην αγκαλιά του και του είχε χαμογελάσει θλιμμέ να. «Δεν ξέρεις;» Για να πούμε την αλήθεια, ο Μπρένταν δεν είχε ιδέα. Η Κέιτι ήταν τα πάντα γι’ αυτόν, μια θεά. Ο Μπρένταν... ήταν απλώς ο Μπρένταν... «'Όχι, δεν ξέρω». «Είσαι ευγενικός». «Είμαι;» «
/
Λ /
ν
f
w/
r
r
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Σε βλέπω πώς φέρεσαι στον Ρέι και στη μητέρα σου, ακόμη και σε όσους συναντάς κάθε μέρα στο δρόμο, και είσαι τόσο ευγενικός, Μπρένταν». «Υπάρχουν πολλοί ευγενικοί άνθρωποι». Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «'Οχι· υπάρχουν πολλοί καλοί άνθρωποι. Δεν είναι το ίδιο πράγμα». Κι ο Μπρένταν, όταν το καλοσκέφτηκε, παραδέχτηκε ότι σε ολόκληρη τη ζωή του δεν ειχε συναντήσει κάποιον που να μην τον ειχε συμπαθήσει -όχι με τον τρόπο του νικητή σε διαγωνισμό δημοτικό τητας, αλλά με έναν απλό τρόπο που έκανε τους ανθρώπους να λένε: «Αυτός ο μικρός ο Χάρις είν’ εντάξει παιδί». Δεν είχε ποτέ του ε χθρούς, είχε να μπλέξει σε καβγά από το δημοτικό και δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε ακούσει να του απευθύνει κάποιος βαριά κουβέντα. Ίσως όλα αυτά να συνέβαιναν επειδή ήταν πράγματι ευγενικός. Και ίσως, όπως έλεγε η Κέιτι, να ήταν σπάνιο αυτό. Ή , απλώς, ίσως δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που έκανε τους άλλους έξαλλους. Εντάξει, εκτός από τον πατέρα της Κέιτι. Κι αυτό ήταν μεγάλο μυστήριο. Και δεν μπορούσε να το αρνηθεί: Ή ταν καθαρό μίσος. Μόλις πριν από μισή ώρα, ο Μπρένταν είχε νιώσει μέσα στο καφέ του κυρίου Μάρκους εκείνο το σιωπηλό, τυφλό μίσος που ανέβλυζε από τον άνθρωπο αυτόν σαν μεταδοτική αρρώστια. Τον είχε κάνει να χάσει τη διάθεσή του, να τρεκλίζει κάτω από το βάρος του. Σε όλο το δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι δεν μπορούσε να κοι τάξει τον Ρέι εξαιτίας αυτού του μίσους -το ν είχε κάνει να νιώθει βρόμικος, λες και τα μαλλιά του ήταν γεμάτα κόνιδα και τα δόντια του σκεπασμένα με γλίτσα. Και το γεγονός ότι το μίσος αυτό δεν είχε λογική βάση - ο Μπρένταν δεν είχε κάνει ποτέ κακό στον κύ ριο Μάρκους και, διάβολε, ίσα που τον γνώριζε τον άνθρωπο- έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Κάθε φορά που ο Μπρένταν κοι τούσε τον Τζίμι Μάρκους, έβλεπε έναν άνθρωπο που δεν θα άπλωνε το χέρι του να τον πιάσει ακόμα κι αν τον έβλεπε να πνίγεται. Ο Μπρένταν δεν μπορούσε να τηλεφωνήσει στην Κέιτι σε κά ποιον από τους δύο αριθμούς και να διακινδυνεύσει πιθανή αναγνώ ριση της κλήσης του, γεγονός που θα τους έκανε να αναρωτηθούν τι δουλειά είχε ο μισητός Μπρένταν Χάρις να τηλεφωνεί στο κορίτσι τους. Είχε φτάσει πολύ κοντά στο να το κάνει πολλές φορές, αλλά η σκέψη και μόνο του κυρίου Μάρκους, του Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ ή Λ
γ
9
Ο
/
*
'
f
κάποιου από τους ψυχοπαθείς αδερφούς Σάβατζ να απαντάει στην άλλη άκρη της γραμμής έφτανε για να κάνει το ιδρωμένο του χέρι να κατεβάσει το ακουστικό. Ο Μπρένταν δεν ήξερε ποιον έπρεπε να φοβάται περισσότερο. Ο κύριος Μάρκους ήταν ένας κανονικός άνθρωπος, αλλά υπήρχε κάτι πάνω του -πέρα από το ολοφάνερο μίσος του για τον Μπρέντανπου μπορούσε να ταράξει τους ανθρώπους· μια ικανότητα για κάτι ο Μπρένταν δεν ήξερε τ ι- που σε ανάγκαζε να χαμηλώνεις τη φωνή και ν ’ αποφεύγεις το βλέμμα του όταν βρισκόσουν μπροστά του. Ο Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ ήταν ένας από τους τύπους που κανείς δεν ήξερε πώς έβγαζε τα προς το ζην, αλλά, αν τον συναντούσες στο δρόμο, άλλαζες πεζοδρόμιο για να τον αποφύγεις έτσι κι αλλιώς. Το ίδιο και οι αδερφοί Σάβατζ, που ανήκαν σε διαφορετικό σύμπαν απ’ ό,τι οι υπόλοιποι άνθρωποι όσον αφορά τη φυσιολογική, κοινώς αποδεκτή συμπεριφορά. Οι πιο τρελοί, παρανοϊκοί, φρενοβλαβείς, πωρωμένοι μπάσταρδοι που είχε ποτέ βγάλει το Φλατς, οι αδερφοί Σάβατζ, είχαν γερακισιο ματι και ήταν τοσο ευεξαπτοι, που θα μπορούσες να γεμί σεις χιλιάδες σελίδες μ ’ αυτά που προκαλούσαν την έκρηξή τους. Ο πατέρας τους, με τον τρόπο του σαδιστής και αγύριστο κεφάλι, είχε ξεπετάξει, μαζί με την αδύνατη, μακαρίτισσα μητέρα τους, τ ’ αδέρ φια το ένα μετά το άλλο, με διαφορά έντεκα μηνών μεταξύ τους, λες και είχαν βάλει σκοπό να κερδίσουν το βραβείο πολυτέκνων. Τα παιf r γ r i\ f δια είχαν μεγαλώσει μεσα στο στριμωξίδι, στην ψωρα και στο θυμο, σε μια κρεβατοκάμαρα μεγέθους γιαπωνέζικου ραδιοφώνου δίπλα στις γραμμές του ηλεκτρικού, που παλιότερα αιωρούνταν θαμπώνο ντας τον ήλιο πάνω από το Φλατς, πριν τις γκρεμίσουν όταν ο Μπρέ νταν ήταν ακόμα παιδί. Το πάτωμα στο διαμέρισμά τους είχε έντονη κλίση προς τα ανατολικά, και τα τρένα περνούσαν με εκκωφαντικό θόρυβο μπροστά από το παράθυρο των αδερφών κάθε μέρα, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, κάνοντας το ετοιμόρροπο τρίπατο να τρεμει τοσο ουνατα, που τα περισσότερα πρωινά τα αγόρια ξυπνουσαν το ενα πανω στο αλλο έχοντας πεσει απο τα κρεβατια τους και άρχιζαν τη μέρα τους ευερέθιστοι σαν ποντικοί του λιμανιού, δέρνοντας ο ένας τον άλλο για να πάρουν μπροστά. Όταν ήταν παιδιά, οι άλλοι άνθρωποι δεν τους αναγνώριζαν ως άτομα. Ή ταν απλώς οι Σάβατζ, τα Αγρίμια, το μπουλούκι, η αγέλη, ο σωρός από πόδια, χέρια, γόνατα και μπερδεμένα μαλλιά που έμοιαζε να μετακινείται μέσα σ ’ ένα σύννεφο σκόνης, όπως ο Διάβολος της f
Ο
t
f
*
^
/
w
#
t
t
/ γ
»
r
/\
/
/ c*
c
9
7
t
Μ
>
*
r
t
*
t
γ
Τασμανίας. Αν έβλεπες το σύννεφο να έρχεται καταπάνω σου, παρα μέριζες για να το αφήσεις να περάσει, ελπίζοντας να βρουν κάποιον άλλο να ασχοληθούν προτού φτάσουν σ ’ εσένα ή απλώς να περά σουν στροβιλίζοντας δίπλα σου, χαμένοι στις ψυχωτικές, βρόμικες εμμονές τους. Διάβολε, πριν αρχίσει να βγαίνει στα κρυφά με την Κέιτι, ο Μπρένταν δεν ήταν σίγουρος πόσοι από δαύτους υπήρχαν, κι ας ήταν κι ο ίδιος γέννημα θρέμμα του Φλατς. Η Κέιτι του ξεκαθάρισε τα πράγματα: Ο Νικ ήταν ο μεγαλύτερος, κι έλειπε από τη γειτονιά t * * > εδω και εξι χρονιά, εκτιοντας τη δεκαετή ποινή του στις φυλακές του Γουόλπολ. Ο Βαλ ήταν ο επόμενος και, σύμφωνα με την Κέιτι, ο πιο χαριτωμένος. Ακολουθούσαν ο Τσακ, ο Κέβιν και ο Αλ (τον οποίο συνήθως μπέρδευαν με τον Βαλ), ο Τζέραρντ, άρτι αποφυλακισθείς κι αυτός από το Γουόλπολ, και τέλος ο Σκοτ, το στερνοπούλι της οι κογένειας και η αδυναμία της μητέρας του όσο ζούσε, ο οποίος ήταν επίσης ο μοναδικός με πτυχίο κολεγίου και ο μόνος που δεν κατοι κούσε σε κάποιο από τα διαμερίσματα του πρώτου και του τρίτου ο ρόφου, αυτά που οι υπόλοιποι αδερφοί Σάβατζ είχαν οικειοποιηθεί τρομοκρατώντας τους προηγούμενους ενοίκους, με τέτοια επιτυχία μάλιστα, που οι άνθρωποι είχαν μετακομίσει σε άλλη Πολιτεία. «Ξέρω τη φήμη που έχουν», είπε η Κέιτι στον Μπρένταν, «αλλά στην πραγματικότητα είναι καλά παιδιά. Εκτός ίσως από τον Σκοτ. Αυτός, ναι, είναι λιγάκι ψυχρός». Ο Σκοτ. Ο «φυσιολογικός». Ο Μπρένταν κοίταξε ξανά το ρολόι στον καρπό του κι έπειτα το ρολόι που κρεμόταν στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι του. Κοίταξε το τηλέφωνο. Κοίταξε το κρεβάτι του, όπου πριν από μερικά βράδια κιόλας είχε αποκοιμηθεί με το βλέμμα του στο πίσω μέρος του λαιμού της Κέιτι, μετρώντας τις λεπτές ξανθές τρίχες εκεί, με το χέρι του περα σμένο πάνω από το γοφό της έτσι που η παλάμη του να ακουμπάει τη ζεστή της κοιλιά, με τη μυρωδιά των μαλλιών της, του αρώματος της, μαζί με μια ελαφριά οσμή ιδρώτα στα ρουθούνια του. Κοίταξε ξανά το τηλέφωνο. Χτύπα, καταραμένο. Χτύπα. ς*
;
/ ι»
^
C*
Λ
ΤΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΤΗΣ το βρήκαν δυο παιδιά. Πήραν το 100, κι αυτό που μίλησε στο τηλέφωνο ακουγοταν ξέπνοο, λες και ειχε μπλεξει /Λ
f
t
V* /
Λ
τ
|\
r γ
σε κάτι που ξεπερνούσε τις δυνάμεις του, φτύνοντας τις λέξεις κα θώς μιλούσε: «Είν’ ένα αυτοκίνητο που μέσα έχει αίμα και... και η πόρτα είναι ανοιχτή, και...» Ο τηλεφωνητής τον διέκοψε ρωτώντας: «Πού βρίσκεται το αυτο κίνητο;» «Στο Φλατς», είπε το παιδί. «Δίπλα στο πάρκο Πεν. Το βρήκα μαζί μ’ ένα φίλο μου». «Ποια είναι η ακριβής διεύθυνση;» «Οδος Σιντνει», ειπε το παιοι στο τηλέφωνο. « Εχει αιματα μεσα και η πόρτα είναι ανοιχτή». «Πώς λέγεσαι, παιδί μου;» «Με ρωτάει το όνομά της», είπε το παιδί στο φίλο του. «Με είπε παιδί του». «Παιδί μου;» είπε ο τηλεφωνητής. «Εσένα ρώτησα πώς σε λένε. Πώς λέγεσαι;» «Ασε, φίλε, δεν είμαστε για τέτοια τώρα», είπε το παιδί. «Καλή τύχη». Μόλις το παιδί έκλεισε το τηλέφωνο, ο τηλεφωνητής είδε στην 9 9 99 οθονη του υπολογιστή του οτι το τηλεφώνημα ειχε γίνει απο εναν τηλεφωνικό θάλαμο στη γωνία Κίλμερ και Νόσετ στο Φλατς του Α νατολικού Μπάκιγχαμ, περίπου ένα χιλιόμετρο από την είσοδο του πάρκου Πενιτένσιαρι στην οδό Σίντνεϊ. Πέρασε την πληροφορία στο Κέντρο Διαβιβάσεων και το Κέντρο έστειλε επιτόπου ένα περιπο λικό. Σε λίγο, ο ένας αστυνομικός από το περιπολικό κάλεσε το Κέ ντρο και ζήτησε ενισχύσεις, έναν τεχνικό της Σήμανσης και ίσως κά ποιον από το Ανθρωποκτονιών, αν γίνεται. Έτσι, για να υπάρχει. «Έχετε βρει πτώμα, Τριάντα-Τρία; Όβερ». «Όχι, Κέντρο. Αρνητικό». «Τριαντα-Τρια, αφου δεν υπάρχει πτώμα, γιατί ζητάτε κάποιον από το Ανθρωποκτονιών;» «Από την κατάσταση του αυτοκινήτου, Κέντρο, πιστεύω ότι δε θ ’ αργήσουμε να βρούμε κάπου εδώ γύρω και το πτώμα». /Ν Ο
Λ
/
ν »/
f
/
t
Λ
rp
t
nr
Ο /
t
t
Λ
r
t
C *
Λ
*
'
9 1- '
9
9
9
9
9
*
V9
9
Ο ΣΟΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕ την πρώτη του μέρα στη δουλειά παρκάροντας το αυτοκίνητό του στην οδό Κρέσεντ και παρακάμπτοντας τα γαλάζια
τρίποδα της αστυνομίας στη διασταύρωση με τη Σίντνεϊ. Τα απαγο ρευτικά τρίποδα είχαν επάνω τους το σήμα της Αστυνομίας της Βοστόνης, επειδή σ ’ αυτήν ανήκε το πλήρωμα του περιπολικού που είχε φτάσει πρώτο στον τοπο του εγκλήματος, αλλα απ οσα ειχε ακούσει καθ’ οδόν από τον ασύρματο ο Σον υπέθετε ότι η υπόθεση θα κατέ ληγε στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Πολιτειακής Αστυνομίας, την υπηρεσία του. Απ’ ό,τι είχε καταλάβει, το αυτοκίνητο είχε βρεθεί στην οδό Σίντνεϊ, που βρισκόταν εντός των διοικητικών ορίων της πόλης, αλλά τα ίχνη του αίματος οδηγούσαν στο πάρκο Πενιτένσιαρι, το οποίο ως τμήμα του ινδιάνικου καταυλισμού ανήκε στη δικαιοδοσία της Πολιτείας. Ο Σον κατηφόρισε την οδό Κρέσεντ παράλληλα με το πάρκο και το πρώτο που πρόσεξε ήταν ένα βαν της Σήμανσης παρκαρισμένο στα μισά του τετραγώνου. Πλησιάζοντας, είδε τον προϊστάμενό του, τον αρχιφύλακα Γουάιτι Πάουερς, να στέκεται σε απόσταση λίγων μέτρων από ένα αυτο κίνητο με την πόρτα του οδηγού μισάνοιχτη. Οι Σόουζα και Κόνολι, που μόλις την περασμένη εβδομάδα είχαν ξεβραστεί στο Τμήμα Αν θρωποκτονιών, ερευνούσαν τα αγριόχορτα έξω από την είσοδο του πάρκου, κρατώντας στα χέρια τους ποτήρια με καφε, ενω δυο πε ριπολικά μαζί με ένα βαν της Σήμανσης ήταν παρκαρισμένα στην άκρη του δρόμου, με τους τεχνικούς της υπηρεσίας να ρίχνουν δο λοφονικές ματιές στον Σόουζα και στον Κόνολι επειδή κατά πάσα πιθανότητα ποδοπατούσαν πιθανά ευρήματα και άφηναν πίσω τους άχρηστα κύπελλα από φελιζόλ. «Έι, κακέ». Τα φρύδια του Γουάιτι Πάουερς σηκώθηκαν, δείχνο ντας έκπληξη. «Σε ειδοποίησαν κιόλας;» «Ναι», είπε ο Σον. «Όμως δεν έχω συνεργάτη, αρχιφύλακα. Ο λ ντολφ λείπει με άδεια». Ο Γουάιτι Πάουερς έγνεψε. «Χτυπάς εσύ το χέρι σου κι ο παλιογερμαναράς ζητάει αναρρωτική». Έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους του Σον. «Τώρα θα είσαι μαζί μου, μικρέ. Για όσο διάστημα θα βρίσκεσαι υπό επιτήρηση». Έτσι, λοιπόν, θα πήγαινε το πράγμα: Ο Γουάιτι θα πρόσεχε τον Σον ώσπου οι γαλονάδες ν ’ αποφασίσουν αν τηρούσε τις απαραίτη τες προϋποθέσεις. «Κι εγώ ήθελα να περάσω ένα ήσυχο Σαββατοκύριακο!» είπε ο Γουάιτι, οδηγώντας τον Σον προς το αυτοκίνητο με την ανοιχτή r
t
r
t
t
A f
t
ΛΛ /
r
%/
r
/
*
/
ο /
πόρτα. «Σον, χτες βράδυ η Κομητεία ήταν πιο ήσυχη κι από νε κροταφείο. Είχαμε ένα μαχαίρωμα στο Πάρκερ Χιλ, άλλο ένα στο Μπρόμλι Χιθ κι ένα φοιτητή κολεγίου που τραυματίστηκε από σπα σμένο μπουκάλι μπίρας στο Όλστον. Κανένα θανατηφόρο, και όλα μέσα στα όρια της πόλης. Ακου και το πιο ωραίο: Το θύμα του Πάρ κερ Χιλ έφτασε μόνο του στα Επείγοντα του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης μ ’ ένα χασαπομάχαιρο χωμένο στο λαιμό του και ρώτησε τη νοσοκόμα στην υποδοχή πού διάολο βρίσκεται το μηχά νημα των αναψυκτικών σ ’ αυτό το μπουρδέλο». «Του είπε;» ρώτησε ο Σον. Ο Γουάιτι χαμογέλασε. Ή ταν από τα πιο ξύπνια παιδιά του Αν θρωποκτονιών. εξ ου και χαμογελούσε πολύ. Θα πρέπει να δέχτηκε την κλήση πηγαίνοντας για τη βάρδιά του, γιατί φορούσε βαμβακερό σορτς, μια μπλούζα για χόκεϊ του γιου του, ένα καπέλο του μπέιζ μπολ ανάποδα στο κεφάλι του και πολύχρωμες σαγιονάρες στα γυ μνά του πόδια, ενώ το χρυσάφι ίου σήμα κρεμόταν από το λαιμό του μ’ ένα νάιλον κορδόνι. «Ψώνιο μπλούζα», είπε ο Σον και ο Γουάιτι του χάρισε άλλο ένα πλατύ αλλά αυτή τη φορά νωθρό χαμόγελο, καθώς ένα πουλί εμφα*
f Λ
1
/
/
y>
/Λ
κεφάλι τους, αφήνοντας εναν κρωγμο που εμοιαζε με κροταλισμα και έκανε τον Σον να νιώσει ότι του δάγκωσε τη ραχοκοκαλιά. «Φιλαράκι, πριν από μια ώρα βρισκόμουν στον καναπέ μου». «Και τι έβλεπες; Κινούμενα σχέδια;» «Κατς». Ο Γουάιτι έδειξε τα αγριόχορτα και το πάρκο που α πλωνόταν πίσω τους. «Πιστεύω ότι θα τη βρούμε κάπου εκεί πίσω. Αλλά, ξέρεις, μόλις αρχίσαμε να ψάχνουμε και ο Φριλ είπε ν ’ αναφέ ρουμε το περιστατικό ως εξαφάνιση ώσπου να βρούμε το πτώμα». Το πουλί έκανε άλλον έναν κύκλο από πάνω τους, λίγο πιο χα μηλά τώρα, και το οξύ κροτάλισμά του αγκιστρώθηκε αυτή τη φορά στη βάση του εγκεφάλου του Σον, αρχίζοντας να τη ροκανίζει. «Είναι δικό μας, έτσι;» Ο Γουάιτι έγνεψε. «Εκτός κι αν το θύμα ξαναγύρισε τρέχοντας εόω και τη σκότωσαν σ αυτο το οικοοομικο τετράγωνο». Ο Σον σήκωσε το βλέμμα του. Το πουλί είχε μεγάλο κεφάλι και κοντά πόδια, κολλημένα κάτω από τον λευκό του θώρακα, με μια γκρίζα λωρίδα στο κέντρο. Ο Σον δεν αναγνώριζε τα διάφορα είδη '■•r
/
%
t
O
'
'
πτηνών, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν κυκλοφορούσε και πολύ στην ύπαι θρο. «Τι μέρος του λόγου είν’ αυτό;» «Ραβδωτή αλκυόνα», είπε ο Γουάιτι. «Βλακείες». Σήκωσε το χέρι του. «Σου τ ’ ορκίζομαι, φιλαράκι». «Έβλεπες πολύ Θαυμαστό Κόσμο των Ζώων όταν ήσουν παιδί, έτσι;» Το πουλί άφησε ξανά το σκληρό του κροτάλισμα και ο Σον αισθάνθηκε μια έντονη επιθυμία να το πυροβολήσει. «Θέλεις να ρίξουμε μια ματιά στο αυτοκίνητο;» είπε ο Γουάιτι. «Γιατί είπες τη σκότωσαν;» ρώτησε ο Σον καθώς έσκυβαν για να περάσουν κάτω από τις κίτρινες απαγορευτικές ταινίες της αστυνο μίας, πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο. «Η Σήμανση βρήκε την άδεια στο ντουλαπάκι. Ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου είναι κάποια Κάθριν Μάρκους». «Γαμώτο!» έκανε ο Σον. «Την ήξερες;» ^ ^ ^ zA rrfire' «Ίσως είναι κόρη ενός γνωστού μου». «Κολλητός σου;» Ο Σον κούνησε το κεφάλι του. «Όχι· μόνο ένα γεια έχουμε όταν τον πετυχαίνω στη γειτονιά». «Σίγουρα;» Ο Γουάιτι τον ρωτούσε αν ήθελε να περάσουν αμέ σως στην έρευνα της υπόθεσης. «Ναι», είπε ο Σον. «Άλλο που δε θέλω». Μόλις έφτασαν στο αυτοκίνητο, ο Γουάιτι έδειξε την ανοιχτή πόρτα του οδηγού και μια τεχνικός της Σήμανσης εκανε πισω και τεντώθηκε, κάμπτοντας την πλάτη της, με τα χέρια πλεγμένα ψηλά πάνω από το κεφάλι της. «Μονάχα μην αγγίξετε το παραμικρό, παι διά. Ποιος είναι υπεύθυνος;» «Εγώ. Το πάρκο ανήκει στη δικαιοδοσία της Πολιτείας», είπε ο Γουάιτι. «Όμως το αυτοκίνητο βρίσκεται εντός των διοικητικών ορίων της πόλης». Ο Γουάιτι έδειξε προς τις συστάδες με τα αγριόχορτα. «Οι κηλίδες του αίματος έπεσαν σε έδαφος της Πολιτείας». «Δεν ξέρω», είπε η τεχνικός της Σήμανσης μ’ έναν αναστεναγμό. «Ο εισαγγελέας υπηρεσίας βρίσκεται καθ’ οδόν», είπε ο Γουάιt
C *
r
r
f
*
r
r
τι. «Αυτός μπορεί να το διεκδικήσει για λογαριασμό της Αστυνομίας της Βοστόνης. Μέχρι τότε, ανήκει στη δικαιοδοσία της Πολιτείας». Ο Συν κοίταξε τα αγριόχορτα που οδηγούσαν στο πάρκο και κα τάλαβε πως, αν υπήρχε πτώμα, θα το έβρισκαν σίγουρα εκεί μέσα. «Τι έχουμε μέχρι τώρα;» Η τεχνικός χασμουρήθηκε. «Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη όταν το βρήκαμε. Τα κλειδιά ήταν στη μηχανή και οι προβολείς αναμμένοι. Αες και ήταν προσχεδιασμένο, η μπαταρία τα έφτυσε δέκα δευτερό λεπτα αφότου φτάσαμε». Ο Σον πρόσεξε μια κηλίδα αίματος πάνω από το ηχείο της πόρ τας του οδηγού. Αίγες σταγόνες είχαν στάξει, μαύρες και πηχτές, πάνω στο ίδιο το ηχείο. Κάθισε στις φτέρνες του και, στρέφοντας το κεφάλι, είδε άλλη μια μαύρη κηλίδα πάνω στο τιμόνι. Ένας τρί τος λεκές από αίμα, πιο μεγάλος από τους άλλους δύο, μούσκευε μια τρύπα από σφαίρα στο πλαστικό κάθισμα του οδηγού, στο ύψος των ώμων. Ο Σον γύρισε ξανά, κοιτάζοντας τα αγριόχορτα πέρα από την 1 πόρτα, στ αριστερα του αυτοκίνητου, επειτα τεντωσε το κεφάλι του για να εξετάσει την εξωτερική πλευρά της πόρτας του οδηγού και είδε εκεί ένα πρόσφατο βαθούλωμα. Κοίταξε τον Γουάιτι και εκείνος έγνεψε. «Ο δράστης μάλλον στεκόταν έξω από το αυτοκίνητο. Η Μάρκους -α ν οδηγούσε αυτήτον χτύπησε με την πόρτα. Ο γαμιόλης πυροβολεί, τη χτυπάει, δεν ξέρω πού, στους ώμους ή στα μπράτσα. Όπως και να ’χει, το κορίτσι το βάζει στα πόδια». Έδειξε μερικά αγριόχορτα που είχαν πρόσφατα ποδοπατηθεί. «Καθώς έτρεχαν προς το πάρκο, πάτησαν τα χόρτα. Το \ f t τραύμα δε θα πρεπει να ήταν πολυ άσχημο, επειδή στα αγριοχορτα βρήκαμε μόνο μερικές στάλες εδώ κι εκεί». Ο Σον ρώτησε: «Έχουμε στείλει άντρες στο πάρκο;» «Δύο, για την ώρα». Η τεχνικός της Σήμανσης ρουθούνισε. «Ελπίζω να είναι πιο έξυ πνοι απ’ αυτούς τους δύο». Ό Σον και ο Γουάιτι ακολούθησαν το βλέμμα της και είδαν ότι ο Κόνολι είχε χύσει κατά λάθος τον καφέ του στα αγριόχορτα και τώρα στεκόταν από πάνω και έβριζε το κύπελλο. «Έλα τώρα», είπε ο Γουάιτι. «Καινούριοι είναι, δείξε λίγη κατα νόηση». «Πάω να πάρω κάνα αποτύπωμα, παιδιά». r
ψ
/
Γ»
Λ
/
f
/
t
r
r
ρ
f
/
Ο Σον παραμέρισε για να περάσει η γυναίκα. «Βρήκατε κάποιο αλλο στοιχείο ταυτότητας έκτος απο την αόεια του αυτοκίνητου;» «Ναι. Ένα πορτοφόλι κάτω από το κάθισμα και ένα δίπλωμα ο δήγησης στο όνομα της Κάθριν Μάρκους. Πίσω από τη θέση του συνοδηγού υπήρχε ένα σακίδιο. Αυτή τη στιγμή ο Μπίλι ερευνά το περιεχόμενό του». Ο Σον κοίταξε, πάνω από τη σκεπή του αυτοκινήτου, τον τύπο που τους είχε δείξει η γυναίκα με ένα νεύμα. Ή ταν γονατισμένος μπροστά στο αυτοκίνητο και σκυμμένος πάνω από ένα σκούρο μπλε σακίδιο. «Ποια είναι η ηλικία που αναφέρεται στο δίπλωμα;» ρώτησε ο I ουάιτι. «Δεκαεννέα, αρχιφύλακα». «Δεκαεννέα χρονών», είπε ο Γουάιτι στον Σον. «Και είπες ότι γνωρίζεις τον πατέρα της; Έχει να περάσει μεγάλο πόνο. Ο φουκα ράς δεν πρέπει να έχει ιδέα». Ο Σον γύρισε το κεφάλι του και είδε το μοναχικό πουλί που κρο τάλιζε να πετάει σκληρίζοντας προς το κανάλι, ενώ μια σκληρή α κτίνα του ήλιου περνούσε μέσα από τα σύννεφα. Ο Σον αισθάνθηκε την κραυγή να εισχωρεί μέσα από τον ακουστικό του πόρο και να φτάνει στον εγκέφαλό του, και για μια στιγμή κατακλύστηκε από την ανάμνηση της άγριας μοναξιάς που είχε δει στο πρόσωπο του εντεκάχρονου Τζίμι Μάρκους όταν κόντεψαν να κλέψουν εκείνο το αμάξι. Ο Σον μπορούσε να τη νιώσει τώρα, ενώ στεκόταν δίπλα στα αγριόχορτα μπροστά από το πάρκο Πενιτένσιαρι, λες και τα είκοσι πέντε χρόνια που μεσολάβησαν είχαν περάσει με την ταχύτητα τη λεοπτικής διαφήμισης· μπορούσε να νιώσει αυτή τη νικημένη, ορy r γ f t » r γισμενη, παρακλητικη μοναξια που ειχε γεμίσει την ψυχη του Τζιμι Μάρκους σαν ψίχα σε κουφάλα δέντρου. Για να τη διώξει, σκέφτηκε τη Λόρεν, τη Λόρεν με τα μακριά μαλλιά στο χρώμα της άμμου που είχε πλημμυρίσει το όνειρό του το ίδιο πρωί με τη θαλασσινή μυρω διά της. Σκέφτηκε τη Λόρεν των ονείρων του και ευχήθηκε να μπο ρούσε να σκαρφαλώσει ξανά πίσω στη σήραγγα του ονείρου και να το αφήσει να τον καλύψει ολόκληρο εξαφανίζοντάς τον. 9
7 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΙΜΑ
Τ Ο ΠΡΩΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ η Ναντίν Μάρκους, η μικρότερη κόρη του Τζίμι και της Αναμπεθ Μάρκους, μετείχε για πρώτη φορά στη ζωή της στο ιερό μυστήριο της Θείας Μετάληψης, στο ναό της Α γίας Καικιλίας στο Φλατς του Ανατολικού Μπάκι. Με τις παλάμες της ενωμένες από τους καρπούς μέχρι τα δάχτυλα και φορώντας λευκό βέλο και λευκό φόρεμα που την έκαναν να μοιάζει με παράνυφη ή νεράιδα του χιονιού, προχώρησε στο διάδρομο της εκκλη σίας, μέλος μιας πομπής σαράντα παιδιών, με το βήμα της ανάλα φρο αλλά σταθερό, σε αντίθεση με το άχαρο περπάτημα των άλλων παιδιών. Ή , τουλάχιστον, έτσι φαινόταν στον Τζίμι* και μολονότι τις πε ρισσότερες φορές δεν είχε πρόβλημα να παραδεχτεί ότι ήταν κάπως προκατειλημμένος υπέρ των παιδιών του, ήταν επίσης κάτι παρα πάνω από σίγουρος ότι καλά έκανε και ήταν. Τα άλλα παιδιά αυτό τον καιρό μιλούσαν ή ξεφώνιζαν όποτε τους έκανε κέφι, βλαστη μούσαν μπροστά στους γονείς τους, απαιτούσαν το ένα ή το άλλο, χωρίς να δείχνουν κανέναν απολύτως σεβασμό για τους μεγαλύτε ρους, και είχαν τα θολά, πυρετώδη μάτια εξαρτημένων που περ νούν πάρα πολλές ώρες μπροστά σε μια τηλεόραση, σε μια οθόνη υπολογιστή, ή και στα δυο. Θύμιζαν στον Τζίμι ασημένιες μπάλες
του φλίπερ -που τη μια στιγμή ήταν νωθρές και την άλλη έπεφταν πάνω σε ό,τι έβρισκαν μπροστά τους με υπερβολικό σαματά, πη γαίνοντας πέρα δώθε. Όταν ζητούσαν κάτι, συνήθως το αποκτού σαν. Αλλιώς φώναζαν ακόμα πιο δυνατά. Και αν η απάντηση ήταν ένα διστακτικό όχι, τότε φώναζαν ακόμα περισσότερο. Και οι γο νείς τους -όλοι τους επιδειςίες του πλούτου, απ’ όσο ήξερε ο Τζί μ ι- συνήθως υπέκυπταν. Ό Τζίμι και η Αναμπεθ καμάρωναν για τα κορίτσια τους. Εργά ζονταν σκληρά για να είναι ευτυχισμένα, χαρούμενα και σίγουρα για την αγάπη των γονιών τους. Όμως, υπήρχε μια λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ ’ αυτό και στο να τους κάνουν τη ζωή τους ποδήλατο, και ο Τζίμι ήθελε να είναι σίγουρος ότι τα κορίτσια τους ήξεραν πού βρισκόταν αυτή η γραμμή. Να, κοίτα αυτά τα δύο κωλόπαιδα που ήρθαν και στάθηκαν δί πλα στο στασίδι του Τζίμι κατά τη διάρκεια της λιτανείας, δύο αγό ρια που σπρώχνονταν, γελούσαν δυνατά αγνοώντας τις παρατηρή σεις των καλογριών που τους έλεγαν να σωπάσουν κι αρχίζοντας να παίζουν ανάμεσα στον κόσμο -μάλιστα, μερικοί ενήλικοι τους χαμογελούσαν επιδοκιμαστικά! Την εποχή που ο Τζίμι ήταν παιδί, οι γονείς τους θα είχαν βγει από το πλήθος, θα τα είχαν αρπάξει και τα δύο από το μαλλί, θα τα είχαν σηκώσει στον αέρα και θα τους είχαν ρίξει ένα χέρι ξύλο, ψιθυρίζοντάς τους στο αυτί, πριν τ ’ αφήσουν, ότι στο σπίτι τα περιμένει και δεύτερο χέρι. Ο Τζίμι, που είχε μισήσει τον πατέρα του, ήξερε ότι χωρίς αμφι βολία οι συνήθειες του παλιού καιρού ήταν κι αυτές για κλάματα, αλλά, διάβολε, κάπου έπρεπε να υπάρχει και μια ενδιάμεση λύση, που η πλειονότητα των ανθρώπων έδειχνε να την αγνοεί επιδεικτικα. Μια χρυσή τομή, οπου ενα παιδί ήξερε μεν οτι οι γονείς του το αγαπούσαν, αλλά παρέμεναν ταυτόχρονα τα αφεντικά, όπου οι κα νόνες είχαν τεθεί για συγκεκριμένους λόγους, όπου το όχι ήταν όχι και το οτι ήσουν χαριτωμένος όεν σήμαινε οτι άξιζες κιολας. Βέβαια, μπορούσες να τους τα διδάξεις όλα αυτά, να αναθρέψεις ένα καλό παιδί και παρ’ όλ’ αυτά να σε κάνει δυστυχισμένο. Όπως σήμερα η Κέιτι. Ό χι μόνο δεν είχε πατήσει το πόδι της στη δουλειά αλλά τώρα την έβλεπε να τινάζει στον αέρα και την Πρώτη Μετά ληψη της ετεροθαλούς αδερφής της. Τι στο διάολο έτρεχε μέσα στο μυαλό της; Μάλλον τίποτε, κι αυτό ήταν το πρόβλημα. Αλλά, όταν γύρισε και είδε τη Ναντίν να προχωράει στο διά /
*
&ι
f
/
*
>
*
'
ς*'
C
9
>y
*
/
'
* γ
γ
' Λ
_
δρομο, ο Τζίμι ήταν τόσο περήφανος, που ένιωσε το θυμό του (και, ναι, κάποια ανησυχία, μια μικρή, αν και επίμονη ακίδα ανησυχίας) για την Κέιτι να καταλαγιάζει λίγο, αν και ήξερε ότι δεν θα τον εγκατέλειπε. Η Πρώτη Μετάληψη ήταν ένα σπουδαίο γεγονός στη ζωή ενός καθολικού παιδιού -εκείνη τη μέρα φορούσε τα καλά του, όλοι τού έδειχναν τη λατρεία τους, το κανάκευαν και μετά τη Μετάληψη το πήγαιναν για φαγητό στο Τσακ I. Τσιζ- και ο Τζίμι, που πίστευε ότι μερικά γεγονότα στη ζωή ενός παιδιού ήταν πολύ σημαντικά, φρόντιζε να τα κάνει όσο γινόταν πιο λαμπερά και α ξιομνημόνευτα. Και γ ι’ αυτό η απουσία της Κέιτι τον εκνεύριζε τόσο. Εντάξει, ήταν δεκαεννέα χρονών πια και το παιδικό σύμπαν των μικρών της αδερφών δεν μπορούσε να συγκριθεί με τ ’ αγόρια, τα ρούχα και τη λαθραία είσοδο σε μπαρ στα οποία δεν ζητούσαν ταυτότητα. Ο Τζίμι το καταλάβαινε αυτό κι επέτρεπε λοιπόν συνή θως στην Κέιτι ελευθερία κινήσεων, αλλά το να την κοπανάς από ένα τέτοιο γεγονός, ειδικά ύστερα από όλα όσα είχε κάνει ο Τζίμι όταν η Κέιτι ήταν μικρότερη για να κάνει αξέχαστα τα σημαντικά γεγονότα της όικής της ζωής -ε, αυτό ήταν απαίσιο. Αισθάνθηκε ξανά το θυμό να φουσκώνει μέσα του, ξέροντας ότι αμέσως μόλις την έβλεπε θα είχαν μία από αυτές τις «διαφωνίες τους» όπως τις έλεγε η Αναμπεθ, συχνό φαινόμενο τα δύο τελευ ταία χρόνια. Τέλος πάντων. Άσ’ το καλύτερα. Γιατί τώρα η Ναντίν είχε πλησιάσει· βρισκόταν σχεδόν δίπλα στο στασίδι του Τζίμι. Η Αναμπεθ είχε βάλει την κόρη της να της υποσχεθεί ότι δεν θα κοιτούσε τον πατέρα της όταν περνούσε από μπροστά του, για να μη χαλάσει τη σοβαρότητα του μυστηρίου με κάτι τόσο παιδιάστικο και ανόητο, παρ’ όλ’ αυτά η Ναντίν του έγ < Λ / / / t t I ριξε μια ματια στα κλεφτά -ήταν σύντομη, εφτανε ομως για να κά νει τον Τζίμι να καταλάβει ότι διακινδύνευε την οργή της μητέρας της για να του δείξει την αγάπη της. Δεν καμάρωσε για τον παπ πού της τον Θίο και τους έξι θείους της που γέμιζαν τα στασίδια πίσω από τον Τζίμι, και ο Τζίμι το σεβάστηκε αυτό: Πλησίαζε τα όρια χωρίς να τα ξεπερνά. Ο Τζίμι έπιασε το λοξό της βλέμμα πίσω από το βέλο και τη χαιρέτησε κουνώντας ελαφρά τρία δάχτυλα στο ύψος της μέσης του, ενώ τα χείλη του κινήθηκαν σ ’ ένα παρατεταμένο, σιωπηλό «Γεια σ ο υ ...» Το πρόσωπο της Ναντίν άνθισε σε ένα χαμόγελο πιο λευκό κι
από το βέλο, το φόρεμα ή τα παπούτσια της, κι ο Τζίμι το ένιωσε ν ’ ανθίζει στην καρδιά, στα μάτια και στα γόνατά του. Οι γυναίκες της ζωής του -η Αναμπεθ, η Κέιτι, η Ναντίν και η αδερφή της η Σ άρα- τον έκαναν να νιώθει έτσι χωρίς προσπάθεια, έκαναν τα γόνατα του να λυγίζουν με ενα τους χαμόγελο ή με μια σκέτη ματια, αφήνοντάς τον αδύναμο. Η Ναντίν χαμήλωσε το βλέμμα της και τα χαρακτηριστικά του μικρού της προσώπου σφίχτηκαν για να πνίξει ένα χαμόγελο, αλλά η Αναμπεθ είχε προλάβει να το δει. 'Εχωσε τον αγκώνα της στα πλευρά του Τζίμι. Εκείνος γύρισε προς το μέρος της, νιώθοντας το πρόσωπό του να κοκκινίζει, και είπε: «Τι;» Η Αναμπεθ του έριξε ένα βλέμμα που έλεγε πως όταν γύριζαν στο σπίτι θα τον κρεμούσε ανάποδα. Έπειτα κοίταξε κατευθείαν μπροστά της, με σφιγμένα χείλη, ελαφρά κυρτωμένα στις άκρες. Ο Τζίμι ήξερε ότι το μόνο που έπρεπε να πει ήταν «Υπάρχει πρόβλη μα;» δίνοντας στη φωνή του τόνο αθώου αγοριού, και η Αναμπεθ θα άρχιζε αμέσως να μαλακώνει, επειδή για κάποιο λόγο όταν βρί σκεσαι στην εκκλησία πάντα θες να ξεσπάσεις σε νευρικά γέλια. Αυτό ήταν πάντα ένα από τα μεγάλα χαρίσματα του Τζίμι: Μπο ρούσε να κάνει τις γυναίκες του να γελάσουν, ό,τι και να συνέβαι νε. Ύστερα απ’ αυτό δεν ξανακοίταξε για λίγη ώρα την Αναμπεθ, μονάχα παρακολούθησε τη λειτουργία και κατόπιν το μυστήριο της Μετάληψης, βλέποντας το κάθε παιδί να κάνει χούφτες τα χέρια του και να λαμβάνει για πρώτη φορά στη ζωή του την όστια. Το τυλιγμένο φυλλάδιο του προγράμματος της λειτουργίας υγράνθηκε στο χέρι του καθώς το χτυπούσε ρυθμικά στο μηρό του, βλέποντας τη Ναντίν να σηκώνει την όστια από την παλάμη της, να την α φήνει στη γλώσσα της κι έπειτα να κάνει το σταυρό της, ενώ η Α ναμπεθ έγειρε προς το μέρος του και ψιθύρισε στο αυτί του: «Το μωρό μας. Θεέ μου, Τζίμι, το μωράκι μας». Ο Τζίμι πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της και την έσφιξε δίπλα του, ενώ ευχόταν να μπορούσε να παγώσει μερικές στιγμές της ζωής του σαν φωτογραφικα στιγμιότυπα και να μείνει μέσα τους, σταματώντας το χρόνο, μέχρι να βγει ξανά μονάχα όταν θα ένιωθε έτοιμος γ ι’ αυτό, έπειτα από όσες ώρες ή ημέρες χρεια ζόταν. Γύρισε και φίλησε την Αναμπεθ στο μάγουλο, εκείνη έγειρε λίγο περισσότερο πάνω του και τα μάτια και των δύο έμειναν καρ f
/ /
r
ν»
t
*
/
f
Λ
f
/
r
t
r
φωμένα στη θυγατέρα τους, αυτό το μικρό κορίτσι που έμοιαζε με άγγελο. foZATMwer' Ο ΤΥΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ των σαμουράι στεκόταν στις παρυφές του πάρκου με την πλάτη στραμμένη προς το Πεν Τσάνελ. Το ένα του πόδι ήταν σηκωμένο από το έδαφος ενώ έστριβε αργά αργά με το άλλο, κρατώντας το σπαθί σε μια αλλόκοτη γωνία πάνω από το κεφάλι του. Ο Σον, ο Γ ουάιτι, ο Σόουζα και ο Κόνολι τον πλησία σαν αργά, ανταλλάσσοντας βλέμματα που ήθελαν να πουν «Τι στο διάβολο;...» Ο τύπος συνέχισε την αργή του περιστροφή, αγνοώ ντας τους τέσσερις άντρες που τον πλησίαζαν σε χαλαρή παράταξη πάνω στο γρασίδι. Σήκωσε το σπαθί πάνω από το κεφάλι του κι άρ χισε να το κατεβάζει μπροστά στο στήθος του. Τώρα απείχαν περί που έξι μέτρα, ο τύπος είχε κάνει στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, έχοντάς τους τώρα πίσω του, και ο Σον είδε τον Κόνολι να φέρνει το χέρι του στον δεξιό του μηρό, να ξεκουμπώνει τη θήκη του ό πλου του και ν ’ απιθώνει το χέρι του πάνω στη λαβή του Γκλοκ. Προτού το πράγμα ξεφύγει από τα όρια και φάει κάποιος καμιά σφαίρα ή ο τύπος δοκιμάσει να κάνει χαρακίρι επάνω τους, ο Σον ξερόβηξε και είπε: «Με συγχωρείτε, κύριε. Με συγχωρείτε». Ακούγοντας τον Σον, ο άντρας έγειρε στο πλάι το κεφάλι του, συνεχίζοντας την προμελετημένη του περιστροφή και γυρίζοντας αργά προς το μέρος τους. «Κύριε, πρέπει να αφήσετε το όπλο σας στο γρασίδι». Ο τύπος κατέβασε το πόδι του και γύρισε για να τους αντικρί σει, με τα μάτια του να ανοίγουν διάπλατα, φωτογραφίζοντας τον καθένα τους ξεχωριστά -ένα, δύο, τρία, τέσσερα όπλα-, και τους πρότεινε το σπαθί, χωρίς ο Σον να καταλαβαίνει αν το έστρεφε ε ναντίον τους ή τους το παρέδιδε. «Κουφός είσαι, γαμώτο μου; Ά σ’ το κάτω!» είπε ο Κόνολι. Ο Σον έκανε «Σστ!» κι έμεινε ακίνητος, σε απόσταση τριών μέ τρων από τον τύπο, με το μυαλό του στις σταγόνες αίματος που είχαν βρει κατά μήκος του μονοπατιού, περίπου εξήντα μέτρα πιο πίσω, σταγόνες που ήξεραν και οι τέσσερις τους τι μπορεί να σήμαιναν, όμως σηκώνοντας το βλέμμα τους είχαν δει μπροστά τους αυτόν εδώ τον Μπρους Λη να κραδαίνει ένα σπαθί διαστάσεων μι κρού αεροπλάνου. Μόνο που ο Μπρους Λη ήταν Ασιάτης, κι αυ r
»
γ
ν'
τός ο τύπος ήταν στα σίγουρα λευκός, νεαρός -γύρω στα είκοσι πέ ντε-, με σγουρά μαύρα μαλλιά, καλοξυρισμένος, και με μια λευκή Λ ' V* 9 9 9 9ν' Λ' 9 μπλούζα χωμένη μεσα σε ενα γκρίζο φανελενιο σορτσακι. Τώρα είχε παγώσει, και ο Σον ήταν σίγουρος ότι αυτό που κρα τούσε το σπαθί στραμμένο καταπάνω τους ήταν φόβος, καθώς ο εγκέφαλός του ζύγιζε την κατάσταση ανίκανος να κατευθύνει το σώμα. «Κύριε», είπε ο Σον αρκετά δυνατά ώστε ο τύπος να τον κοιτά ξει, «κάνε μου τη χάρη. Άφησε το σπαθί στο έδαφος. Απλώς άνοιξε τα δάχτυλά σου κι άφησέ το να πέσει». «Ποιοι στο διάβολο είστε;» «Είμαστε αστυνομικοί». Ο Γουάιτι Πάουερς έδειξε το σήμα του. «Βλέπετε; Πιστέψτε μας, κύριε, και πετάξτε το σπαθί». «Εντάξει», είπε ο τύπος και αμέσως το σπαθί εγκατέλειψε τα δάχτυλά του και έπεσε στο γρασίδι μ ’ έναν πνιχτό γδούπο. Ο Σον ένιωσε τον Κόνολι στ’ αριστερά του έτοιμο να ορμήσει στον τύπο. Πρότεινε το χέρι του χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τα μάτια του άντρα και είπε: «Πώς σε λένε;» «Τι; Κεντ». «Τι γίνεται, Κεντ; Είμαι ο νιετέκτιβ Ντιβάιν, της Πολιτειακής Αστυνομίας. Θέλω να απομακρυνθείς λίγα βήματα από το όπλο». «Το όπλο;» «Το σπαθί, Κεντ. Κάνε δυο βήματα πίσω. Ποιο είναι το επίθετό σου, Κεντ;» «Μπρούερ», είπε εκείνος οπισθοχωρώντας, με τα χέρια του ση κωμένα ψηλά και τις παλάμες του γυρισμένες προς τα έξω, σαν να ήταν σίγουρος ότι από στιγμή σε στιγμή θα τραβούσαν όλοι μαζί τα Γκλοκ τους και θα τα άδειαζαν επάνω του. Ο Σον χαμογέλασε, γνέφοντας φευγαλέα προς τον Γ ουάιτι. «'Ει, Κεντ, τι ήταν αυτά που έκανες εδώ έξω; Μου θύμισες κλασικό μπαλέτο». Ανασήκωσε τους ώμους του «Το χορό των σπαθιών, για να πω την αλήθεια, α λ λ ά ...» Ο Κεντ είδε τον Γουάιτι να σκύβει δίπλα στο σπαθί και να το σηκώνει απαλά από το γρασίδι πιάνοντάς το με ένα χαρτομάντιλο. «Κέντο». «Τι είναι αυτό, Κεντ;» «Κέντο», είπε ο Κεντ. «Ανατολίτικη πολεμική τέχνη. Κάνω μα
θήματα κάθε Τρίτη και Πέμπτη και τα πρωινά προπονούμαι μόνος μου. Αυτό έκανα και τώρα, προπόνηση. Αυτό είναι όλο». Ο Κόνολι αναστέναξε. Ο Σόουζα κοίταξε τον Κόνολι. «Με δουλεύεις, έτσι;» Ο Γ ουάιτι πλησίασε τη λεπίδα του σπαθιού στον Σον για να τη δει καλύτερα. Ή ταν φρεσκολαδωμένη και γυαλιστερή και τόσο κα θαρή, λες και μόλις είχε βγει από την πρέσα. «Κοίτα». Ο Γουάιτι γλίστρησε τη λεπίδα πάνω στην ανοιχτή του παλάμη. «Τα κουτάλια στο σπίτι μου είναι πιο κοφτερά». «Δεν έχει ακονιστεί ποτέ», είπε ο Κεντ. Ο Σον ένιωσε ξανά το πουλί μέσα στο μυαλό του να κροταλίζει. «Πόση ώρα βρίσκεσαι εδώ, Κεντ;» Ο Κεντ κοίταξε προς το πάρκινγκ, καμιά εκατοστή μέτρα πίσω τους. «Το πολύ ένα τέταρτο. Περί τίνος πρόκειται;» Η φωνή του τώρα κέρδιζε αυτοπεποίθηση, μαζί με έναν ανεπαίσθητο τόνο αγα νάκτησης. «Δεν είναι παράνομο να ασκείται κανείς στο κέντο σε ενα δημόσιό πάρκο, ετσι δεν είναι, κύριε αστυνομικέ;» «Αυτό ψάχνουμε κι εμείς, ξέρεις», είπε ο Γουάιτι. «Και ο κύ ριος είναι αρχιφύλακας, Κεντ». «Μπορείς να μας πεις πού ήσουν χθες αργά τη νύχτα και νωρίς σήμερα το πρωί;» ρώτησε ο Σον. Ο Κεντ έδειχνε ξανά νευρικός, βασανίζοντας το μυαλό του, κρατώντας την αναπνοή του. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του κι έπειτα εξέπνευσε. «Ναι. Ναι, χθες το βράδυ ήμουν σε ένα πάρτι με κάτι φίλους. Γύρισα σπίτι με την κοπέλα μου. Πέσαμε για ύπνο γύρω στις τρεις. Ή πια καφέ μαζί της σήμερα το πρωί κι έπειτα ήρθα εδώ». Ο Σον τσίμπησε την άκρη της μύτης του και έγνεψε. «Το σπαθί κατάσχεται, Κεντ, κι αν δε σε πειράζει, θα θέλαμε να πεταχτείς μέ χρι τα κεντρικά μαζί με έναν αστυφύλακα για να απαντήσεις σε με ρικές ερωτήσεις». «Τα κεντρικά;» «Το αστυνομικό τμήμα», είπε ο Σον. «Απλώς του έχουμε δώσει διαφορετικό όνομα». «Για ποιο λόγο;» «Κεντ, μπορείς, σε παρακαλώ, να ακολουθήσεις τον αστυφύ λακα στο Τμήμα;» « Ε \ί άξε ι». foZArAfirer' r
0
r
*
^
t
r
ψ
Ο Σον κοίταξε τον Γουάιτι, ο οποίος έκανε μια γκριμάτσα. Ή ξεραν ότι ο Κεντ παραήταν τρομαγμένος για να πει οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια, και ήξεραν ότι το σπαθί θα επέστρεφε κα θαρό από τα εργαστήρια, αλλά έπρεπε να ερευνήσουν όλες τις πι θανότητες και να συντάξουν άλλη μία αναφορά μέχρι το χαρτομάνι να ξεχειλίσει στα γραφεία τους. «Παίρνω τη μαύρη ζώνη», είπε ο Κεντ. Έκαναν μεταβολή και τον κοίταξαν. «Πώς είπες;» «Το Σάββατο», είπε ο Κεντ, με το πρόσωπό του να λάμπει κάτω από σταγόνες ιδρώτα. «Μου πήρε τρία χρόνια, αλλά γ ι’ αυτό ήρθα εδω σήμερα το πρωι. Για να σιγουρευτώ οτι είμαι σε καλή φόρμα». «Αχά», έκανε ο Σον. «Έι, Κεντ;» είπε ο Γουάιτι και ο Κεντ του χαμογέλασε. «Εντά ξει, τίποτε δε γίνεται για το τίποτε σ ’ αυτό τον κόσμο -αλλά ποια νού του καίγεται καρφάκι για τις ζώνες σου;» f
/
t
f —»
r
r
r
λ
/
/
ΜΕΧΡΙ Η ΝΑΝΤΙΝ και τα άλλα τα παιδιά να ξεχυθούν στο προαύ λιο από την πίσω πόρτα της εκκλησίας, ο Τζίμι ένιωθε πια λιγότερο θυμό και περισσότερο ανησυχία για την Κέιτι. Παρά τις νύχτες που αργούσε να γυρίσει σπίτι και τα πάρε δώσε της με αγόρια που ε κείνος δεν γνώριζε, ο Τζίμι ήξερε ότι η Κέιτι ποτέ δεν θα στενοχω ρούσε μία από τις ετεροθαλείς αδερφές της. Τη λάτρευαν κυριολε κτικά, κι αυτή με τη σειρά της τις καμάρωνε τις πήγαινε στον κι νηματογράφο, για πατινάζ ή για παγωτό. Τώρα τελευταία τους είχε πάρει τα μυαλά για την παρέλαση της ερχόμενης Κυριακής, λες και η γιορτή του Μπάκιγχαμ ήταν εθνική αργία, σαν τη γιορτή του Α γίου Πατρικίου και τα Χριστούγεννα. Το βράδυ της Τετάρτης είχε γυρίσει σπίτι νωρίς και είχε ανεβάσει τα κορίτσια στο επάνω πά τωμα για να διαλέξουν τα ρούχα που θα φορούσαν, στήνοντας μια μικρή παράσταση μ ’ όλα τούτα, με την ίδια καθισμένη στο κρεβάτι της και με τα κορίτσια να πηγαινοέρχονται στο δωμάτιο προβάρο ντας τις φορεσιές τους, ρωτώντας τη για τα μαλλιά τους, για το βά ψιμο των ματιών τους, για το βάδισμά τους. Όπως ήταν επόμενο, το δωμάτιο των δύο κοριτσιών μετατράπηκε σε έναν κυκεώνα από σκόρπια ρούχα, αλλά τον Τζίμι δεν τον πείραζε -η Κέιτι βοηθούσε τα κορίτσια να καταγράψουν άλλο ένα σημαντικό γεγονός της ζωής τους, χρησιμοποιώντας μέχρι και τα κολπα που της ειχε διδάξει ο ι-
διος για να κάνει ακόμα και τα πιο ασήμαντα πράγματα να φαίνο νται σπουδαία και μοναδικά. Γιατί, λοιπόν, τίναξε στον αέρα την Πρώτη Μετάληψη της Να ντίν; Ίσω ς είχε γνωρίσει τον άντρα με τα θρυλικά προσόντα. Ίσως είχε σ τ’ αλήθεια γνωρίσει αυτό τον καινούριο τύπο με την εμφά νιση αστέρα του κινηματογράφου και τους γοητευτικούς τρόπους. Ίσως το είχε απλώς ξεχάσει... Ο Τζίμι σηκώθηκε από το στασίδι και προχώρησε στο διάδρομο μαζί με την Αναμπεθ και τη Σάρα, με τη γυναίκα του να του κρατάει σφιχτά το χέρι και να διαβάζει το σφιγμένο του σαγόνι και το απόμακρο βλέμμα του. «Είμαι σίγουρη πως είναι καλά. Ίσω ς έχει πονοκέφαλο από το μεθύσι, αλλά είναι καλά». Ο Τζίμι χαμογέλασε και της έγνεψε, σφίγγοντας με τη σειρά του το χέρι της. Η Αναμπεθ, με την ικανότητα να διαβάζει τις σκέψεις του, να του σφίγγει το χέρι τις κατάλληλες στιγμές και την τρυφερή της πρακτικότητα, ήταν με μια κουβέντα το μόνιμο στήριγμα του Τζίμι. Ή ταν γ ι’ αυτόν σύζυγος, μητέρα, κολλητή, αδερφή, ερω μένη και εξομολογήτρια. Χωρίς αυτήν, ο Τζίμι ήξερε -πέρα από κάθε αμφιβολία- ότι θα είχε καταλήξει ξανά στο Ντιρ Αιλαντ ή, α κόμα χειρότερα, σε μία από τις φυλακές υψίστης ασφαλείας, όπως το Νόρφολκ ή το Σίνταρ Τζάνκσον, ένας βαρυποινίτης με σάπια δόντια. Όταν είχε γνωρίσει την Αναμπεθ, ένα χρόνο μετά την αποφυλάκισή του, και έχοντας άλλα δύο μπροστά του με αναστολή, η σχέση 1 του με την Κειτι ειχε μόλις αρχίσει να δυναμώνει. Εκείνη φαινόταν να έχει συνηθίσει τη συνεχή του παρουσία δίπλα της -όντας λίγο αδέξια ακόμα αλλά στοργική-, και ο Τζίμι είχε συνηθίσει να εί ναι διαρκώς κουρασμένος -κουρασμένος από τις δέκα ώρες δου λειάς την ημέρα κι απ’ το αδιάκοπο τρέξιμο σ ’ όλη την πόλη για να πάρει την Κειτι απο κάπου ή να την αφήσει στο σπίτι της μητέ ρας του, στο σχολείο ή στον παιδικό σταθμό. Ή ταν κουρασμένος και τρομαγμένος, αυτές ήταν οι δυο σταθερες της ζωής του εκείνη την εποχή, κι έπειτα από λίγο το είχε θεωρήσει δεδομένο ότι αυτή η κούραση δεν θα τον εγκατέλειπε ποτέ. Ξυπνούσε τρομαγμένος τρομαγμένος που η Κέιτι τα είχε καταφέρει να γυρίσει μπρούμυτα στον ύπνο της με κίνδυνο να πνιγεί, τρομαγμένος που η οικονομία /
ι
/
r
ι/
!
/
t
rλ
/
*
/
»
r
r*
■ — ι
e
f
/
Γ·/
Λ
/
t
/
γ
f
f
t
θα συνέχιζε την κατρακύλα μέχρι να βρεθεί άνεργος, τρομαγμένος που η Κέιτι είχε πέσει και είχε χτυπήσει παίζοντας στο διάλειμμα, τρομαγμένος επειδή θα χρειαζόταν κάτι που δεν θα μπορούσε να της το αγοράσει, τρομαγμένος που η ζωή του θα συνέχιζε εγκλω βισμένη, μαγκωμένη σ ’ αυτή τη μυλόπετρα του φόβου, της αγάπης και της εξάντλησης για πάντα. Ο Τζίμι κουβαλούσε αυτή την εξάντληση στην εκκλησία τη μέρα που ένας από τους αδερφούς της Αναμπεθ, ο Βαλ Σάβατζ, πα ντρεύτηκε την Τερέζα Χίκι. Η νύφη κι ο γαμπρός ήταν και οι δύο άσχημοι, άγριοι και κοντοί. Ο Τζίμι τους φαντάστηκε να φέρνουν στον κοσμο σκουπίδια αντι για παιόια, ανατρεφοντας μια αγέλη από πανομοιότυπα λυσσασμένα κουτάβια με πλακουτσωτές μύ τες, που θ ’ αλώνιζαν στη λεωφόρο Μπάκιγχαμ τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, παίρνοντας φωτιά με το τίποτα. Ο Βαλ ανήκε στη συμμορία του Τζίμι την εποχή που ο Τζίμι είχε δική του συμμορία 9 και του χρωστούσε ευγνωμοσυνη επειδή ο Τζιμι ειχε φαει όυο χρο νιά στη στενή, συν άλλα τρία με αναστολή, για λογαριασμό όλης της συμμορίας, όταν όλοι ήξεραν πως ο Τζίμι θα μπορούσε να τους είχε καρφώσει και να τη σκαπουλάρει. Ο Βαλ, κοντοπόδαρος και κοντόθωρος, θα είχε κάνει είδωλο και θεό του τον Τζίμι ολοκλη ρωτικά αν ο Τζίμι δεν είχε παντρευτεί Πορτορικανή γυναίκα, και μάλιστα από άλλη γειτονιά. Μετά το θάνατο της Μαρίτα, τα κουτσομπολιά της γειτονιάς έ λεγαν: «Τα βλέπεις; Αυτά παθαίνει κανείς άμα πηγαίνει κόντρα στα πράγματα». Όμως η Κέιτι θα γινόταν κούκλα. Έτσι συνέβαινε με τις μιγάδες. Όταν ο Τζίμι βγήκε από το Ντιρ Αιλαντ, άρχισαν οι προτάσεις. Ο Τζίμι ήταν επαγγελματίας, ένας από τους καλύτερους διαρρή κτες που βγήκε από μια γειτονιά που διέθετε μακρύ κατάλογο με λαμπρούς επαγγελματίες του είδους. Ακόμα κι όταν ο Τζίμι έλεγε, «Όχι, ευχαριστώ, τώρα πια είμαι τίμιος -καταλαβαίνεις, για το παι δί», οι άνθρωποι κουνούσαν το κεφάλι τους χαμογελώντας, επειδή ήξεραν πως θα ξαναγύριζε για τη δουλειά αμέσως μόλις τα πράγ ματα θα σκούραιναν κι όταν θα έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε μια δόση του αυτοκινήτου και στο χριστουγεννιάτικο δώρο της Κέιτι. Όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ο Τζίμι Μάρκους, ιδιοφυία της όιαρρηκτικής τέχνης, ενας τύπος που ειχε δικη του συμμορία προ τού φτάσει σε νόμιμη ηλικία για να πίνει αλκοόλ, ο άνθρωπος πίσω r
$
t
Ο
9
9
*
9
9
Ο
9
'
C * 9
*
' Τ'
Ο
r
9Λ
9
'
f
t
C *
9
από την κλοπή στο Κέλνταρ Τέκνικς κι από ένα σωρό άλλες τέ τοιες δουλειές, έμεινε τόσο μακριά από το έγκλημα, που οι άλλοι νόμιζαν ότι τους δούλευε ψιλό γαζί. Οι φήμες έλεγαν ότι ο Τζίμι μέχρι που συζητούσε να αγοράσει το καφέ του Αλ ντε Μάρκο, α φήνοντας το γέρο να βγει στη σύνταξη ως επίτιμος ιδιοκτήτης και δίνοντάς του ένα μέρος από τα χρήματα που, όπως λεγόταν, είχε κρύψει ο Τζίμι μετά τη δουλειά στο Κέλνταρ. Τι; Ο Τζίμι μαγαζά τορας, με ποδιά; Εντάξει, τι να κάνουμε; είχαν πει. Στη γαμήλια δεξίωση του Βαλ και της Τερέζ στο Κέι-οφ-Σι στην Ντάνμποϊ, ο Τζίμι ζήτησε την Αναμπεθ σε χορό και οι φίλοι και οι συγγενείς που ήταν εκεί κατάλαβαν ότι κάτι έτρεχε ανάμεσά τους από την πρώτη κιόλας στιγμή -στην καμπύλη των κορμιών τους όταν άφησαν τη μουσική να τους παρασύρει, στη γωνία των κεφαλιών τους καθώς κοιτάζονταν στα μάτια άφοβοι σαν ταύροι, στον τρόπο που η παλάμη του χάιδευε απαλά τη μέση της κι εκείνη στηριζόταν επάνω της. Κάποιος είπε ότι γνωρίζονταν από παιδιά, αν κι εκείνος ήταν κάποια χρόνια μεγαλύτερος της. Ίσως ένιωθαν ανέκαθεν κάτι ο ένας για τον άλλο και περίμεναν την Πορτορικανή να τα μαζέψει, ή το Θεό να τα μαζέψει γΓ αυτήν. Χόρεψαν ένα τραγούδι της Ρίκι Αη Τζόουνς, που για κάποιον περίεργο λόγο ο Τζίμι θυμόταν πάντα μερικούς στίχους του -«Αντε γεια, παιδιά/γεια σας, φιλαράκια,/Σινάτρα μου, με τα θλιμμένα μά τια...» Το σιγοτραγούδησε στην Αναμπεθ καθώς λικνίζονταν, νιώ θοντας χαλαρός και άνετος για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, σιγοτραγούδησε το ρεφρέν, συνοδεύοντας τον μελαγχολικό ψίθυρο από τη φωνή της Ρίκι, «Γεια σου, μοναχική λεωφόρε», και είχε χαμο γελάσει στην Αναμπεθ κοιτάζοντας τα κρυστάλλινα πράσινα μά τια της, κι εκείνη του είχε ανταποδώσει το χαμόγελο με έναν α παλό, κρυφό τρόπο, που έκανε την καρδιά του κομμάτια, κι οι δυο τους φέρονταν σαν να μην ήταν η πρώτη φορά που χόρευαν αλλά η εκατοστή. Έφυγαν τελευταίοι από τη δεξίωση* κάθισαν έξω στην πλατιά βεράντα της εισόδου, πίνοντας ελαφριά μπίρα, καπνίζοντας και χαιρετώντας τους άλλους καλεσμένους που πήγαιναν προς τα αυ τοκίνητά τους. Έμειναν εκεί μέχρι που η καλοκαιρινή νύχτα άρχισε να ψυχραίνει. Τοτε ο Τζίμι γλίστρησε το σακακι του πανω στους ώμους της και της μίλησε για τη ζωή στη φυλακή, την Κέιτι και τις πορτοκαλί κουρτίνες που έβλεπε η Μαρίτα στα όνειρά της, κι ε ί
rr *
' Τ’ V **
r
*
*
κείνη του είπε τι σημαίνει να είσαι το μοναδικό κορίτσι που μεγα λώνει σε ένα σπίτι γεμάτο μανιακούς αδερφούς, για τον μοναδικό χειμώνα που πέρασε κάνοντας μαθήματα χορού στη Νέα Υύρκη, προτού καταλάβει ότι δεν ήταν αρκετά καλή, για τη σχολή αδερ φών νοσοκόμων. Όταν τους έδιωξαν από τη βεράντα του Κέι-οφ-Σι, πήγαν στο πάρτι των νεονύμφων πάνω στην ώρα που ο Βαλ και η Τερέζα ξε κινούσαν τον πρώτο καβγά του έγγαμου βίου τους. Πήραν μερι κές μπίρες από το ψυγείο του Βαλ κι έφυγαν από το σπίτι, έκαναν μια βόλτα στο σκοτεινό ντράιβ-ιν της οδού Χάρλεϊ και κάθισαν δί πλα στο κανάλι, ακούγοντας τους ξαφνικούς του κυματισμούς. Το ντράιβ-ιν είχε κλείσει πριν από τέσσερα χρόνια και ολόκληρες φά λαγγες από κίτρινους κοντόχοντρους εκσκαφείς και ανατρεπόμενα φορτηγά της Υπηρεσίας Πάρκων και Τόπων Αναψυχής και του Ε θνικού Οργανισμού Τουρισμού έφταναν εδώ κάθε πρωί μετατρέποντας ολόκληρη την περιοχή δίπλα στο Πεν σε μια κόλαση σκόνης και σπασμένου τσιμέντου. Οι φήμες έλεγαν ότι θα γινόταν πάρκο, αλλά προς το παρόν δεν ήταν παρά ένα διαλυμένο ντράιβ-ιν, με την οθόνη του να στέκει ακόμη όρθια πίσω από βουνά σκούρας σκόνης και μαυρόγκριζα κομμάτια ανασκαμμένης ασφάλτου. «Λένε ότι το έχεις στο αίμα σου», είπε η Αναμπεθ. «Τι πράγμα;» «Την κλοπή, το έγκλημα». Ανασήκωσε τους ώμους της. «Ξέ ρεις». Ο Τζίμι της χαμογέλασε πίσω από το μπουκάλι της μπίρας του και ήπιε μια γουλιά. «Ετσι είναι;» «Ίσως». Ή ταν η σειρά του να ανασηκώσει τους ώμους του. « Εχω πολλά πραγματα στο αιμα μου. Δε σημαίνει οτι πρεπει να τ αφήνω να βγαίνουν και παραέξω». «Πίστεψε με, δε σε κρίνω». Χωρίς ο Τζίμι να μπορεί ακόμα να διαβάσει το πρόσωπο και τη φωνή της, διερωτήθηκε τι ήθελε να α κούσει απ’ αυτόν -ό τι ήταν ακόμα στην παρανομία ή ότι είχε ξεφύγει απ’ αυτήν; Ό τι θα την έκανε πλούσια; Ότι δεν θα παρέβαινε ποτέ το νόμο στη ζωή του; Από κάποια απόσταση το πρόσωπο της Αναμπεθ ήταν ήρεμο, σχεδόν κοινότοπο, αλλά όταν πλησίαζες περισσότερο έβλεπες σ ’ αι>τό πολλά πράγματα που πριν δεν είχες καταλάβει ότι υπήρχαν, ' Γ -*
Α Λ
»
f
Ρ
*
Ρ
Ρ
Ψ
y
όπως την αίσθηση ενός μυαλού που εργάζεται πυρετωδώς, χωρίς ανάπαυλα. «Κι εσύ έχεις το χορό στο αίμα σου, έτσι δεν είναι;» «Δεν ξέρω. Μπορεί». «Αλλά τώρα που σου έχουν πει ότι δεν μπορείς πια να χορέψεις έχεις σταματήσει, έτσι δεν είναι; Μπορεί να σε πονάει αυτό, αλλά έχεις συμβιβαστεί με την ιδέα». «Ναι, αλλά...» «Ναι», της είπε ο Τζίμι, βγάζοντας ένα τσιγάρο από το πα κέτο που υπήρχε ακουμπισμένο ανάμεσά τους στο πέτρινο παγκά κι. «Ναι, λοιπόν, ήμο\>ν καλός σ ’ αυτό που έκανα. Αλλά κάποτε με τσίμπησαν, η γυναίκα μου πέΟανε, κι αυτό έκανε μεγάλη ζη μιά στην κόρη μου». Αναψε το τσιγάρο και φύσηξε αργά τον κα πνό, καθώς προσπάθησε να το εκφράσει ακριβώς όπως το είχε σκε φτεί εκατοντάδες φορές. «Δεν έχω σκοπό ν ’ αφήσω την κόρη μου να ξαναπάθει ζημιά, Αναμπεθ. Καταλαβαίνεις; Δεν μπορεί να πε ράσει άλλα δύο χρόνια μ ’ εμένα στη φυλακή. Η μητέρα μου δεν εί ναι καλά στην υγεία της. Τι γίνεται αν πεθάνει όσο εγώ είμαι πίσω απ’ τα σίδερα; Θα μου πάρουν την κόρη μου, θα τη θέσουν υπό την κηδεμονία της Πολιτείας και θα την κλείσουν σε κάποιο Ντιρ Άιλαντ για παιδάκια. Δε θα το άντεχα. Αυτό είναι, λοιπόν. Το ’χω δεν το ’χω στο αίμα μου, όπως στο διάβολο και να ’χει, σκοπεύω να μείνω τίμιος». Ο Τζίμι έπιασε το βλέμμα της να περιεργάζεται το πρόσωπό του. Καταλάβαινε ότι έψαχνε για κενά στις εξηγήσεις του, μια ελα φριά μυρωδιά ψέματος, ελπίζοντας ότι με κάποιον τρόπο είχε κα ταφέρει να κάνει τα λόγια του να ακουστούν πειστικά. Το δούλευε πολύ καιρό στο μυαλό του, προετοιμαζόταν για μια τέτοια στιγμή. Και η αλήθεια είναι ότι όσα είχε πει ήταν στο μεγαλύτερο μέρος τους αληθινά. Είχε παραλείψει μόνο ένα πράγμα, αυτό που είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι δεν θα ξεστόμιζε ποτέ σε κάποια άλλη ψυχή, όποιον κι αν είχε απέναντι του. Κοίταξε, λοιπόν, την Άναμπεθ στα μάτια περιμένοντας να πάρει την απόφασή της και προ σπάθησε να διώξει απ’ το μυαλό του τις εικόνες από εκείνη τη νύ χτα στον Μίστικ Ρίβερ -τον τύπο πεσμένο στα γόνατα, τα σάλια που έσταζαν στο πιγούνι του, τις παρακλητικές στριγκλιές του-, ει κόνες που συνέχιζαν να τρυπανίζουν το μυαλό του παλεύοντας για μια θέση εκεί.
Η Αναμπεθ πήρε ένα τσιγάρο. Της το άναψε κι εκείνη είπε: «Παλιότερα ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί σου, το ξέρεις;» Ο Τζίμι κράτησε σταθερό το κεφάλι του και το βλέμμα του ή ρεμο, παρ’ όλο που η ανακούφιση έτρεχε στις φλέβες του με ταχύ τητα αεριωθούμενου. Να που είχαν πιστέψει τη μισή του αλήθεια. Αν τα πράγματα με την Αναμπεθ εξελίσσονταν καλά, δεν θα χρεια ζόταν να προσπαθήσει ξανά. «Πλάκα μου κάνεις; Εσύ μ’ εμένα;» Έγνεψε. «Θυμάσαι τότε που είχες περάσει από το σπίτι μας για να δεις τον Βαλ; Θεέ μου, ήμουν δεν ήμουν δεκαπέντε τότε! Τζίμι, 4 9 ασ τα να πανε. Ανατρίχιαζα μονο και μονο επειδή ακουγα τη φωνή σου μέσα απ’ την κουζίνα». «Να πάρει». Αγγιξε το μπράτσο της. «Τώρα δεν έχεις ανατρι χιάσει». «Ναι, Τζίμι, έχω ανατριχιάσει». Και ο Τζίμι ένιωσε τον Μίστικ Ρίβερ να κυλάει ξεμακραίνοντας πάλι, να διαλύεται στα βρόμικα βάθη του Πεν, να φεύγει από κοντά του, να κυλάει πέρα, μακριά, εκεί όπου ανήκε. t
%
r
f
u
f
/
#
/
ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ο Σον στο μονοπάτι του τζόκινγκ, η γυ ναίκα από τη Σήμανση βρισκόταν κιόλας εκεί. Ο Γουάιτι Πάουερς ειδοποίησε με τον ασύρματο όλους τους άντρες να καταφθάσουν ε πιτόκου και να προχωρήσουν σε επιχείρηση-σκούπα, θέτοντας υπό κράτηση όλους τους αλήτες του πάρκου, και έπειτα κάθισε στις φτέρνες του δίπλα στον Σον και τη γυναίκα από τη Σήμανση. «Το αίμα οδηγεί προς τα εκεί», είπε η γυναίκα της Σήμανσης, δείχνοντας βαθύτερα μέσα στο πάρκο. Το μονοπάτι του τζόκινγκ περνούσε πάνω από μια μικρή ξύλινη γέφυρα κι έπειτα προχω ρούσε φιδογυριστό για να καταλήξει σε ένα πυκνό τμήμα του δά σους, κάνοντας κύκλο γύρω από την οθόνη του παλιού ντράιβ-ιν στην άλλη του άκρη. «Εδώ υπάρχει κι άλλο». Έδειξε με το στιλό της και ο Σον κι ο Γ ουάιτι γύρισαν πίσω και είδαν μικρές πιτσιλιές πάνω στο γρασίδι, πίσω από το μονοπάτι του τζόκινγκ και δίπλα στη μικρή ξύλινη γέφυρα, εκει οπου το φύλλωμα ενος ψηλού σφε νταμιού είχε προφυλάξει τις σταγόνες από τη χθεσινοβραδινή βρο χή. «Νομίζω ότι έτρεξε προς τη ρεματιά». r
Κ
'
Λ
*
'
*
Μ
Λ
r
A
/
Ο ασύρματος του Γουάιτι έβηξε κι εκείνος τον έφερε κοντά στα χείλη του. «Πάουερς». «Αρχιφύλακα, σε χρειαζόμαστε εδώ δίπλα στον κήπο». «Έρχομαι αμέσως». Ο Σον κοίταξε τον Γ ουάιτι να τρέχει στο μονοπάτι του τζόκινγκ κι έπειτα να προχωράει προς την αποθήκη με τα εργαλεία του κήr Λ f y F 9Ψ f που, με το στρίφωμα της μπλούζας χοκει του γιου του να ανεμιζει γύρω από τη μέση του. Ο Σον σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε το πάρκο· το ένιωσε σε όλη του την έκταση, κάθε θάμνο, κάθε ύψωμα και όλο αυτό το νερό. Γύρισε και κοίταξε τη μικρή ξύλινη γέφυρα που οδηγούσε πανω απο μια μικροσκοπική ρεματια, οπου το νερο ήταν δυο φορές πιο σκούρο και πιο μολυσμένο α π ’ ό,τι στο κανάλι. Καλυμμένο από μια μόνιμη λιπαρή μεμβράνη, το καλοκαίρι βούιζε από τα πολλά κουνούπια. Ο Σον πρόσεξε μια κόκκινη κηλίδα στη συστάδα από λεπτά, χλωρά δέντρα που βλάσταιναν στην όχθη της ρεματιάς και προχώρησε προς τα εκεί, με τη γυναίκα της Σήμανσης ξαφνικά στο πλάι του, καθώς είχε δει κι εκείνη την κηλίδα. «Πώς σε λένε;» «Κάρεν», του είπε εκείνη. «Κάρεν Χιουζ». Ο Σον της έσφιξε το χέρι και οι δυο τους διέσχισαν το μονοπάτι του τζόκινγκ με τα μάτια τους καρφωμένα στην κόκκινη κηλίδα, χωρίς ν ’ ακούν τον Γουάιτι Πάουερς, ώσπου εκείνος τους έφτασε τρέχοντας, με κομμένη την ανάσα. f
r
9
r
w
f
/
r*
r
« Β ρ ή κ α μ ε ένα παπούτσι», είπε ο Γουάιτι.
«Πού;» ' Ο Γουάιτι έκανε μεταβολή και έδειξε πέρα από το μονοπάτι του τζόκινγκ, στο σημείο που έστριβε γύρω από την αποθήκη του κή που. «Εκεί, στον κήπο. Είναι γυναικείο. Νούμερο έξι». «Μην το αγγίξεις», είπε η Κάρεν Χιουζ. «Μπα, τι μας λες;» είπε ο Γουάιτι και η Κάρεν Χιουζ του έριξε ένα από αυτά τα βλέμματα που μπορούν να παγώσουν τα πάντα μέσα σου. «Συγνώμη, ήθελα να πω, μπα, τι μας λες, κυρία μου». Ο Σον στράφηκε ξανά προς τα δέντρα και την κόκκινη κηλί δα, που είχε πάψει πια να είναι κηλίδα και είχε γίνει ένα σκισμένο τριγωνικό κομμάτι ύφασμα που κρεμόταν από ένα λεπτό κλαδί σε ύψος περίπου ενάμισι μέτρου. Στάθηκαν μπροστά του και οι τρεις
ώσπου η Κάρεν Χιουζ έκανε πίσω και, αφού έβγαλε αρκετές φωτο γραφίες από διαφορετικές γωνίες, έψαξε στην τσάντα της Ή ταν νάιλον, ο Σον ήταν σίγουρος γ ι’ αυτό, προερχόταν ίσως απο κάποιο τζάκετ, και ήταν στιλπνό απο το αιμα. Η Κάρεν το ξεκόλλησε από το κλαδί με μια λαβίδα και το κοί ταξε για ένα λεπτό πριν το ρίξει σε μια πλαστική σακούλα. Ο Σον έσκυψε και σήκωσε το κεφάλι του, κοιτάζοντας τη ρεμα τιά. Έπειτα κοίταξε στην άλλη όχθη και είδε κάτι που θα μπορούσε να είναι ένα ίχνος στο μαλακό χώμα. Σκούντησε τον Γουάιτι και του το έδειξε, μέχρι που ο Γουάιτι το είδε κι εκείνος. Η Κάρεν Χιουζ έριξε μια ματιά κι αμέσως άρ χισε να βγάζει φωτογραφίες με μία Νίκον, ειδικό μοντέλο για την αστυνομία. Ισιωσε την πλάτη της, διέσχισε τη γέφυρα, κατέβηκε στο ανάχωμα της όχθης και τράβηξε μερικές ακόμα φωτογραφίες. Ο Γουάιτι κάθισε στις φτέρνες του και κοίταξε ερευνητικά κάτω από τη γέφυρα. «Θα έλεγα ότι ίσως κρύφτηκε εδώ για λίγο. Μόλις εμφανίστηκε ο δολοφόνος, πήδηξε στην άλλη όχθη και το έβαλε ξανά στα πόδια». «Γιατί όμως χωνόταν όλο και πιο βαθιά στο πάρκο;» είπε ο Σον. «Οσο ήταν εδώ, είχε τα νώτα της καλυμμένα από το νερό, αρχιφύ λακα. Γιατί να μην τρέξει πίσω προς την είσοδο;» «Μπορεί να είχε χάσει τον προσανατολισμό της. Ή ταν σκοτάδι και είχε ήδη φάει μια σφαίρα». Ο Γουάιτι ανασήκωσε τους ώμους του και άνοιξε τον ασύρματό του για να καλέσει το Κέντρο. «Εδώ αρχιφύλακας Πάουερς. Οι ενδείξεις οδηγούν σε πιθανό ένα-ογδόντα-εφτά, Κέντρο. Θα χρειαστούμε όλους τους διαθέσι μους αστυνομικούς για εξονυχιστική έρευνα του πάρκου Πεν. Δες αν μπορείς να βρεις μερικούς δύτες. Ίσως τους χρειαστούμε». «Δύτες;» «Θετικό. Θα χρειαστούμε επίσης στον τόπο του εγκλήματος τον ντετέκτιβ υπαστυνόμο Φριλ και κάποιον από το γραφείο του εισαγ γελέα. Το συντομότερο». «Ο ντετέκτιβ υπαστυνόμος είναι καθ’ οδόν. Το γραφείο του ει σαγγελέα έχει ήδη ειδοποιηθεί. Ελήφθη;» «Θετικό. Κλείνω, Κέντρο». Ο Σον κοίταξε το ίχνος της φτέρνας στο χώμα λίγο πιο πέρα και πρόσεξε μερικά ίχνη από γρατσουνίσματα στ’ αριστερά του. Προ f
t
%* r
r
λ
r
t
/
φανώς το θύμα προσπάθησε να κρατηθεί από εκεί με τα δάχτυλά του σκαρφαλώνοντας στην όχθη. «Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι στο διάβολο συνέβη εδώ χθες βράδυ, αρχιφύλακα;» «Χωρίς μεγάλη προσπάθεια», είπε ο Γουάιτι. /··
ΛΠΟ ΓΗΝ ΚΟΡΥΦΗ της σκάλας της εκκλησίας όπου στεκόταν, ο Τζίμι μπορούσε να διακρίνει με δυσκολία το Πενιτένσιαρι Τσάνελ. Ή ταν μια μουντή μοβ λωρίδα πίσω από την ανισόπεδη διά βαση του αυτοκινητοδρόμου ταχείας κυκλοφορίας, με το πάρκο, με το οποίο συνόρευε, να αποτελεί τη μοναδική απόδειξη ύπαρ ξης πρασίνου στην από δω πλευρά του καναλιού. Ο Τζίμι κοίταξε προσεκτικά το λευκό πανί της οθόνης του ντράιβ-ιν, στο μέσο του πάρκου, που ξεπρόβαλλε πάνω από την ανισόπεδη διάβαση. Εξα κολουθούσε να στέκει όρθια πολύ καιρό αφότου το Δημόσιο είχε αρπάξει την έκταση για ψίχουλα στη δημοπρασία που ακολούθησε την πτώχευση της επιχείρησης και την είχε μεταβιβάσει στην Υπη ρεσία Πάρκων και Τόπων Αναψυχής. Την επόμενη δεκαετία η υ πηρεσία ασχολήθηκε με τον εξωράίσμό της περιοχής, ξηλώνοντας τους στύλους των μεγαφώνων του ντράιβ-ιν, διαμορφώνοντας και δεντροφυτεύοντας την έκταση, ανοίγοντας δρόμους για τα ποδή λατα και για τζόκινγκ δίπλα στο κανάλι, χτίζοντας μια περιφραγ μένη αποθήκη για τα εργαλεία των κηπουρών, φτιάχνοντας μέχρι και υπόστεγο για τις βάρκες μαζί με μία ράμπα για όσους έκαναν κανό, οι οποίοι έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσαν να φτάσουν και πολύ μακριά προτού τους γυρίσουν πίσω απ’ τις δύο άκρες του λιμενο βραχίονα. Π αρ’ όλ’ αυτά η οθόνη παρέμενε στη θέση της και ξε πρόβαλλε στην άκρη ενός αδιεξόδου που είχαν δημιουργήσει φυ τεύοντας μια ομάδα ήδη σχηματισμένων δέντρων που είχαν έρθει από τη Βόρεια Καλιφόρνια. Τα καλοκαίρια, μια τοπική θεατρική ομάδα ερμήνευε μπροστά στην οθόνη έργα του Σαίξπηρ, ζωγρα φίζοντας επάνω της μεσαιωνικά φόντα, πηδώντας πέρα δώθε στη σκηνή με ψεύτικα σπαθάκια και λέγοντας όλη την ώρα λέξεις όπως «Αφουγκρασθείτε» και «Αληθώς» και άλλες τέτοιες μαλακίες. Ο Τζίμι είχε ήδη πάει εκεί με την Αναμπεθ και τα κορίτσια πριν από δύο καλοκαίρια, και η Αναμπεθ, η Ναντίν και η Σάρα είχαν όλες τους αποκοιμηθεί πριν από το τέλος της πρώτης πράξης. Μόνο η Κέιτι είχε μείνει ξύπνια, γέρνοντας πάνω στην κουβέρτα της, με
τον αγκώνα στο γόνατο και το πιγούνι στην ανοιχτή της παλαμη, στην ίδια ακριβώς στάση με τον Τζίμι. Εκείνη τη νύχτα έπαιζαν τη Στρίγκλα που Έγινε Αρνάκι και ο Τζίμι δεν μπορούσε να το παρακολουθήσει στο μεγαλύτερο μέρος του -ήταν για κάποιον τύπο που χαστούκιζε τη μνηστή του για να τη βάλει σε σειρά, μέχρι που εκείνη έγινε μια νοικοκυρούλα με κα λούς τρόπους-, αδυνατώντας να δει πού ακριβώς βρισκόταν η υ ψηλή τέχνη σ ’ αυτό, αλλά υποθέτοντας ότι έχανε πολλά στη μετά φραση. Ωστόσο, η Κέιτι το παρακολουθούσε με κομμένη την ανά σα. Γέλασε κάνα δυο φορές, απέμεινε σιωπηλή και γοητευμένη με ρικές άλλες, και μόλις τελείωσε είπε στον Τζίμι ότι ήταν «μαγικό». Ο Τζίμι δεν ήξερε τι στην ευχή εννοούσε μ ’ αυτό, και η Κέιτι δεν μπορούσε να του το εξηγήσει. Απλώς είπε ότι ένιωσε να τη «μεταφερει», ενω για τους επομενους εξι μήνες ελεγε συνεχεία οτι μόλις έπαιρνε το απολυτήριό της σκεφτόταν να μετακομίσει στην Ιταλία. Ο Τζίμι, κοιτάζοντας την άκρη του Φ λατς του Ανατολικού Μπάκι από τις σκάλες της εκκλησίας, σκέφτηκε: Ιταλία. Ναι, ο πωσδήποτε... «Μπαμπά, μπαμπά!» Η Ναντίν ξέκοψε από μια παρέα με φί λους και έτρεξε προς τον Τζίμι μόλις έφτασε στο τελευταίο σκα λί, πέφτοντας μ ’ όλη της τη δύναμη πάνω στα πόδια του, χωρίς να σταματήσει να λέει: «Μπαμπά, μπαμπά!» Η Ναντίν έβγαλε το βέλο από το πρόσωπό της με την ίδια κί νηση με την οποία η μητέρα της συνήθιζε να διώχνει τα μαλλιά από τα μάτια της, χρησιμοποιώντας την ανάστροφη των δύο δαχτύλων της. «Αυτό το φουστάνι μού φέρνει φαγούρα». «Εδώ φέρνει φαγούρα σ ’ εμένα, που δεν το φοράω καν». «Θα ήσουν αστείος με φουστάνι, μπαμπά». «Όχι αν ήταν στο νούμερό μου». Η Ναντίν έκανε μια χαριτωμένη γκριμάτσα αποδοκιμασίας κι έπειτα έξυσε το κάτω μέρος του πιγουνιού του με την αλύγιστη στέκα του βέλου της. «Γαργαλιέσαι;» Ο Τζίμι κοίταξε την Αναμπεθ και τη Σάρα πάνω από τη Να ντίν, νιώθοντας και τις τρεις τους να αναπνέουν μέσα από το στή θος του, να τον γεμίζουν περηφάνια και να τον κάνουν σκόνη την ίδια στιγμή. Αν μια βροχή από σφαίρες τον γέμιζε τρύπες εκείνη τη στιγμή. /
*
r
r
t
*
ι
r
δεν θα τον ένοιαζε. Ή ταν ευτυχισμένος. Όσο ευτυχισμένος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος. Εντάξει, σχεδόν. Έψαξε στο πλήθος για την Κέιτι, ελπίζοντας ότι θα εμφανιζόταν, έστω και την τελευταία στιγμή. Αντί γ ι’ αυτήν, ειδε ενα περιπολικο της αστυνομίας να φρενάρει στη γωνία της λε ωφόρου Μπάκιγχαμ κι έπειτα να εμφανίζεται ξανά στην αριστερή λωρίδα της οδού Ρόουζκλερ, με το αριστερό του λάστιχο να ξύνει το παρτέρι της διαχωριστικής νησίδας και τη σειρήνα του να βελάζει και να στριγκλίζει, κομματιάζοντας την πρωινή ατμόσφαιρα. Ο Τζιμι ειδε τον οδηγο του να το σανιδώνει κι ακούσε το μαρσαρισμα του μεγάλου κινητήρα καθώς το περιπολικό εκσφενδονίστηκε στην οδό Ρόουζκλερ προς το Πεν Τσάνελ. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ακολούθησε ένα μαύρο αστυνομικό αυτοκίνητο χωρίς διακριτικά, με τη σειρήνα του βουβή, αλλά χωρίς να κρύβει την παρουσία του, καθώς ο οδηγός έπαιρνε την απότομη στροφή των ενενήντα μοι ρών που έβγαζε στη Ρόουζκλερ με εκατό χιλιόμετρα την ώρα και με τον κινητήρα του να βρυχάται. Και καθώς ο Τζίμι άφηνε κάτω τη Ναντίν, αισθάνθηκε στο αίμα του μια ξαφνική, δυσοίωνη βεβαιότητα, μια αίσθηση ότι, δυστυ χώς, το κάθε κομμάτι του παζλ έβρισκε τη θέση του. Είδε τα δύο αυτοκίνητα της αστυνομίας να περνούν με ταχύτητα κάτω από την ανισόπεδη διάβαση και να στρίβουν απότομα στο δρόμο που οδη γούσε στην είσοδο του πάρκου Πεν. Και τότε αισθάνθηκε την Κέιτι στο αίμα του μαζί με το μουγκρητό του κινητήρα και τον ήχο από τα λάστιχα στο δρόμο, κι ένιωσε τα τριχοειδή αγγεία και τα κύτ ταρα που κυλούσαν. # Κέιτι, είπε σχεδόν φωναχτά. Ιησού Χριστέ. Κέιτι. foZAr&fire' '
Λ
'
f
*
'
Λ
8 Ο ΓΕΡΟ-ΜΑΚΝΤΟΝΑΛΝΤ
1 1 ΣΕΛΕΣΤ ΞΥΠΝΗΣΕ το πρωί της Κυριακής με τη σκέψη της στους σωλήνες -ολόκληρο δίκτυο σωληνώσεων που ακολουθού σαν την πορεία τους ανάμεσα σε σπίτια και εστιατόρια, μούλτιπλεξ κινηματογράφους και εμπορικά κέντρα, πελώριους σκελετόμορ φους σχηματισμούς που βυθίζονταν κάθετα από τις κορυφές σαρανταώροφων ουρανοξυστών, όροφο τον όροφο, βουλιάζοντας προς ένα ακόμη πιο μεγαλειώδες δίκτυο υπονόμων και υδρορροών που απλωνόταν κάτω από πόλεις και χωριά, συνδέοντας τους ανθρώ πους με μεγαλύτερη λειτουργικότητα απ’ ό,τι οι λέξεις και η γλώσ σα, ένα δίκτυο που είχε μοναδικό του σκοπό να ξεπλύνει όλα όσα είχαμε καταναλώσει και απορρίψει από το σώμα μας, τη ζωή μας, τα πιάτα μας και τους πλαστικούς μας δίσκους. Πού κατέληγαν όλ’ αυτά; Υπέθεσε ότι είχε αναρωτηθεί και στο παρελθόν για το ίδιο θέμα, με έναν ασαφή τρόπο, όπως αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν ένα αεροπλάνο να μένει στον αέρα χωρίς να κουνάει τα φτερά του, αλλά τώρα ήθελε σ τ’ αλήθεια να ξέρει. Ανακάθισε στο άδειο της κρεβάτι, αγχωμένη και περίεργη, ακούγοντας τον ήχο από το μπέ ιζμπολ με πλαστική μπάλα που έπαιζαν ο Ντέιβ και ο Μάικλ στην πίσω αυλή, τρία πατώματα χαμηλότερα. Πού; αναρωτήθηκε ξανά.
Έπρεπε να πηγαίνουν κάπου. Ό λο αυτό το νερό από τα καζανά κια, όλα αυτά τα σαπούνια για τα χέρια, τα σαμπουάν, τα απολυ μαντικά και τα χαρτιά τουαλέτας, οι εμετοί από τις τουαλέτες των μπαρ, οι λεκέδες από καφέ, αίμα, ιδρώτα, η σκόνη από τα μπατζάκια των παντελονιών και η λίγδα από τα κολάρα, τα κρύα λαχανικά που κάποιος εςυσε απο το πιάτο του κι εριξε στο σκουπιδοφαγο, τα αποτσίγαρα, το κάτουρο και οι σκληρές τρίχες από πόδια, μάγου λα, βουβώνες και πιγούνια - ό λ ’ αυτά ενώνονταν με εκατοντάδες, ή χιλιάδες παρόμοιες ή πανομοιότυπες οντότητες κάθε νύχτα και χύ νονταν, όπως υπέθετε, σε υγρούς διαδρόμους όπου τα παράσιτα έ χτιζαν το βασίλειό τους, για να καταλήξουν σε τεράστιες κατακόμ βες όπου ανακατεύονταν με το τρεχούμενο νερό που κυλούσε ορ μητικό προς... προς τα πού, άραγε; Δεν τα άδειαζαν πλέον στους ωκεανούς, έτσι; Δεν μπορούσαν πια. Κάτι θυμόταν σχετικά με τον βιολογικό καθαρισμό και τη σύν θεση στερεών βοθρολυμάτων, αλλά θα πρέπει να το είχε δει σε κά ποια ταινία, και οι ταινίες πολύ συχνά έλεγαν μπούρδες. Αν, λοι πόν, δεν κατέληγαν στον ωκεανό, τότε πού στο καλό; Κι αν τα άδειαζαν πράγματι στον ωκεανό, γιατί το έκαναν; Θα έπρεπε να υ πάρχει κάποιος καλύτερος τρόπος, σωστά; Αλλά έπειτα είδε μπρο στά της την εικόνα όλων αυτών των σωλήνων και όλων αυτών των αποβλήτων κι έμεινε με την απορία. Ακούσε τον κούφιο ήχο του μπαστουνιού που ερχόταν σε επαφή με την πλαστική μπάλα. Ακούσε τον Ντέιβ να φωνάζει, «Ουόαί», έπειτα ένα ξεφωνητό του Μάικλ και ένα σκυλί να γαβγίζει - ο ήχος του τόσο ξεκάθαρος όσο το χτύπημα της μπάλας στο μπαστούνι. Η Σελέστ γύρισε και ξάπλωσε ανάσκελα, συνειδητοποιώντας μόνο τότε ότι ήταν γυμνή και ότι η ώρα ήταν περασμένες δέκα. Τί ποτε απ’ τα δύο δεν συνέβαινε συχνά από τότε που ο Μάικλ είχε αρχίσει να περπατάει κι αισθάνθηκε ένα μικρό ρυάκι ενοχής να κυ λάει στο στήθος της κι έπειτα να ξεψυχάει στον πάτο του στομα χιού της, καθώς θυμήθηκε τον εαυτό της να φιλάει τη σάρκα γύρω από τη φρέσκια ουλή του Ντέιβ στην κουζίνα στις τέσσερις τα ξη μερώματα, να γεύεται γονατιστή το φόβο και την αδρεναλίνη μέσα στους πόρους του, χωρίς να την απασχολεί το AIDS ή η ηπατίτιδα, κυριευμένη από την ξαφνική ανάγκη της να τον γευτεί, να κολλήσει το σωμα της οσο πιο κοντά στο δικο του γινόταν. Ειχε αφήσει το μπουρνούζι να γλιστρήσει από τους ώμους του, με τη γλώσσα t
t γ
/
t
/
t
t
/
γ*
γ
t
C *
t
ι —* t
'
*
της να εξερευνά το κορμί του, πεσμένη στα γόνατα, φορώντας ένα κοντό μπλουζάκι και ένα μαύρο εσώρουχο, νιώθοντας τη νύ χτα να μπαίνει γλιστρώντας κάτω από την εξώπορτα, παγώνοντας τους αστραγάλους και τα γόνατά της. Ο φόβος είχε προσδώσει στη σάρκα του Ντέιβ μια γλυκόπικρη γεύση, και πέρασε τη γλώσσα της πάνω στην ουλή του φτάνοντας ίσαμε τη βάση του λαιμού του, χούφτωσε τα χέρια της ανάμεσα στα σκέλια του, τον αισθάνθηκε να σκληραίνει και άκουσε την αναπνοή του να γίνεται πιο κοφτή. Ή θελε αυτή η στιγμή να κρατήσει όσο πιο πολύ γινόταν -η γεύση του, η δύναμη που ξαφνικά κυρίευσε το σώμα της-, γ ι’ αυτό ση κώθηκε και τον έκρυψε με το σώμα της. Γλίστρησε τη γλώσσα της πανω στη δική του κι εσφιξε τα δάχτυλά της μεσα στα μαλλια του, ενώ φανταζόταν ότι έδιωχνε από πάνω του τον πόνο από το συναπάντημά του στο πάρκινγκ ρουφώντας τον μέσα της. Κράτησε στα χέρια της το κεφάλι του και πίεσε το κορμί της πάνω του ώσπου ε κείνος της έβγαλε την μπλούζα κι έβαλε το στόμα του στο στήθος της, κι εκείνη άρχισε να κουνιέται πάνω του, ακούγοντάς τον να βογκάει. Ήθελε να καταλάβει ο Ντέιβ ότι αυτό ήταν στην πραγμα τικότητα οι δυο τους, αυτή η πίεση της σάρκας, το σφιχταγκάλιασμα και η μυρωδιά των σωμάτων, η αγαπη, ναι, η αγαπη, επειδή τον αγαπούσε πιο βαθιά από ποτέ, τώρα που ήξερε ότι λίγο έλειψε να τον χάσει. Τα δόντια του δάγκωσαν το στήθος της, προκαλώντας της πόνο, ρουφώντας τη βίαια, κι εκείνη το έσπρωχνε πιο βαθιά μέσα στο στόμα του, καλωσορίζοντας τον πόνο. Δεν θα την ένοιαζε ακόμα κι αν έβγαζε αίμα, επειδή τη βύζαινε, τη χρειαζόταν, με τα δά χτυλά του να σκάβουν την πλάτη της, απελευθερώνοντας το φόβο του πάνω και μέσα στο κορμί της. Κι εκείνη ήταν πρόθυμη να τον δεχτεί, να τον φτύσει από μέσα της για εκείνον, κάνοντας και τους δυο τους να νιώσουν πιο δυνατοί από ποτέ. Ή ταν σίγουρη γ ι’ αυτό. Ό ταν είχαν αρχίσει να βγαίνουν με τον Ντέιβ, τη σεξουαλική τους ζωή τη χαρακτήριζε η πλήρης έλλειψη φραγμών. Γυρνούσε στο διαμέρισμα όπου έμενε με τη Ρόζμαρι γεμάτη μελανιές, σημάόια απο ρουφήγματα, γρατσουνιες στην πλάτη και γοαρσιματα μέ χρι το κόκαλο, νιώθοντας την επιτακτική εξάντληση που φανταζό ταν ότι ένιωθε ένας εξαρτημένος στα διαστήματα ανάμεσα στις δό σεις του. Από τότε που γεννήθηκε ο Μάικλ -ή , καλύτερα, από τότε που η Ρόζμαρι είχε έρθει να μείνει μαζί τους μετά τον πρώτο καρ /
O
'
r
ζ»
ι·»
ί
/
/
Φ *
k/
»
*
*
ΛΛ
*
r
r
Λ
'
C*
r
Λ /
*
t
κίνο-, η Σελέστ και ο Ντέιβ είχαν κατρακυλήσει σταδιακά στην ά χρωμη καθημερινότητα των παντρεμένων ζευγαριών που συνήθως αποτελούσε αγαπημένο θέμα των κωμικών σκετς, καθώς συνήθως είτε ήταν πολύ κουρασμένοι είτε δεν διέθεταν τον απαραίτητο προ σωπικό χρόνο για κάτι περισσότερο από ελάχιστα λεπτά πρόκαγ f r ταρκτικου παιχνιδιού ή λιγο στοματικο σεξ, προτού προχωρήσουν στην κυρίως πράξη, που με τα χρόνια θύμιζε όλο και λιγότερο κυρίως πράξη και όλο και περισσότερο κάτι που γινόταν για να περάσει η ώρα ανάμεσα στο δελτίο καιρού και στο αγαπημένο μας σίριαλ. Αλλά η χθεσινή νύχτα -η χθεσινή νύχτα ήταν ένας σταθμός, ένα παθιασμένο αποκορύφωμα που την έκανε να νιώθει συντετριμ μένη, ακόμα και τώρα που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Τότε, άκουσε ξανά τη φωνή του Ντέιβ έξω από το παράθυρο να λέει στον Μάικλ, «Συγκεντρώσου, συγκεντρώσου, συγκεντρώ σου, γαμώτο», και θυμήθηκε τι ήταν αυτό που την ενοχλούσε πριν ακόμη σκεφτεί τους σωλήνες, πριν από την ανάμνηση του τρελού σεξ στην κουζίνα, ίσως πριν ακόμα συρθεί στο κρεβάτι τους τα ξη μερώματα: Ο Ντέιβ της είχε πει ψέματα. Το είχε καταλάβει στο μπάνιο, μόλις εκείνος είχε γυρίσει σπί τι, αλλά είχε αποφασίσει να το αγνοήσει. Έπειτα, ξαπλωμένη στο λινοταπητα, σηκώνοντας την πλάτη και τη λεκάνη της απο το πά τωμά για να τον δεχτεί, το κατάλαβε πάλι. Παρατηρούσε τα μάτια του, λίγο γυάλινα, καθώς έμπαινε μέσα της κι εκείνη έφερνε τις γά μπες της πάνω από τους γοφούς του, για να αισθανθεί τις πρώτες του διεισδύσεις, έχοντας μια πρωτοφανή βεβαιότητα ότι η ιστορία του δεν έστεκε. Κατ’ αρχάς, κανείς δεν έλεγε πράγματα όπως «Το πορτοφόλι σου ή τη ζωή σου, βρομιάρη. Δε φεύγω χωρίς ένα απ’ τα δυο». Ή ταν για γέλια. Ατάκα από κάποια ταινία, όπως είχε σκεφτεί στο μπάνιο. Και αν ακόμα ο ληστής είχε προετοιμάσει τη φράση, δεν υπήρχε περίπτωση να την έλεγε όταν θα έφτανε η κρίσιμη στιγμή. Με κανέναν τρόπο. Κάποτε, πριν κλείσει τα είκοσι, η Σελέστ είχε πέσει θύμα ληστείας στο Κόμον. Ο ληστής, ένας ωχρός μαύρος με επίπεδους, λεπτούς καρπούς και θολά καστανά μάτια, είχε εμφα νιστεί μπροστά της στα τελειώματα ενός ψυχρού, παρατεταμένου δειλινού, της είχε βάλει ένα μαχαίρι στο μηρό και την είχε αφήσει /
\
»
Ο
*
*
*
Λ
'
/
Λ ·
Λ
r
f
f
να ρίξει ένα γρήγορο βλέμμα στα χειμωνιάτικα μάτια του προτού ψιθυρίσει, «Τι έχεις;» r t r f · Γυρω τους δεν υπήρχε τίποτε έκτος απο τα γυμνά δέντρα του Δεκεμβρίου, ενώ ο πιο κοντινός άνθρωπος ήταν ένας μπίζνεσμαν που γύριζε βιαστικός στο σπίτι του, βαδίζοντας στην οδό Μπίκον πίσω από ένα φράχτη από συρματόπλεγμα, σε απόσταση είκοσι μέ τρων περίπου. Ο ληστής είχε σπρώξει το μαχαίρι λίγο πιο δυνατά πανω στο τζιν της, οχι για να την τραυματίσει αλλα για να την πι έσει, κι εκείνη είχε μυρίσει στην ανάσα του τερηδόνα και σοκο λάτα. Του είχε δώσει το πορτοφόλι της, προσπαθώντας να αποφύ γει τα θολά καστανά μάτια του μαζί με την παράλογη αίσθηση ότι ειχε περισσότερα χέρια απ οσα φαίνονταν, καθώς εκείνος το γλι στρούσε σε μια τσέπη του πανωφοριού του λέγοντάς της, «Είσαι τυχερή που βιάζομαι» και απομακρυνόταν με αργά βήματα προς την οδό Παρκ, χωρίς βιασύνη, χωρίς φόβο. Είχε ακούσει ανάλογες ιστορίες από πολλές γυναίκες. Οι ά ντρες, τουλάχιστον σ ’ αυτή την πόλη, σπάνια έπεφταν θύματα ληστειων, έκτος κι αν πήγαιναν γυρευοντας, οι γυναίκες ομως πολυ συχνά. Σε όλες τις περιπτώσεις ενυπήρχε η απειλή του βιασμού, είτε ως υπαινιγμός είτε ως απειλητική διαίσθηση, και σε καμιά από όλες αυτές τις ιστορίες δεν είχε ακούσει για ληστή που έλεγε εξυ πνάδες. Δεν είχαν χρόνο για τέτοια. Έπρεπε να είναι όσο πιο λακω νικοί γίνεται. Ν’ αρχίσουν και να τελειώσουν τη δουλειά προτού κάποιος βάλει τις φωνές. Υπήρχε επίσης το θέμα της γροθιάς που του έριξε ο ληστής την ώρα που στο άλλο χέρι του κρατούσε μαχαίρι. Αν υποθέσουμε ότι το χέρι που κρατούσε το μαχαίρι ήταν το καλό του, ποιος θα δοκί μαζε να χτυπήσει γροθιά με το χέρι που δεν έβαζε την υπογραφή του; Ναι, πίστευε ότι ο Ντέιβ είχε μπλέξει σε μια φρικτή συγκυρία κι αναγκάστηκε να υποκύψει στη νοοτροπία τού «σκότωσε πριν σε σκοτώσουν». Βέβαια, δεν ήταν ο τύπος που θα πήγαινε γυρεύο ντας, α λ λ ά ... Η ιστορία του είχε ψεγάδια, κενά. Ή ταν σαν να προ σπαθούσες να εξηγήσεις πώς βρέθηκε ένα σημάδι από κραγιόν στη μέσα πλευρά του πουκαμίσου σου -ίσ ω ς δεν είχες απατήσει κα/ ·\ r t r γ r ψ r 9 νεναν. αλλα καλύτερα για σενα η εξήγησή σου, οσο γελοία κι αν ήταν, να έβγαζε νόημα. Φαντάστηκε δύο ντετέκτιβ να τους ανακρίνουν στην κουζίνα Ο*
*
γ
'
t
t
*
'
t
'
r
♦
f
λ
/
/
f
C* '
< 1Λ /
9
A '
t
Λ
f
t
του σπιτιού τους καν ένιωσε παραπάνω από σίγουρη ότι ο Ντέιβ θα έσπαγε. Η ιστορία του θα γινόταν κομμάτια κάτω από τα απρό σωπα βλέμματα και τις επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις τους. Θα αντιδρούσε όπως όταν τον ρωτούσε για την παιδική του ηλικία... Είχε ακούσει τις φήμες, βέβαια. Το Φλατς δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια κωμόπολη μέσα σε μια μεγάλη πόλη και οι ψίθυροι έδιναν κι έπαιρναν. Έτσι, ένα βράδυ είχε ρωτήσει τον Ντέιβ αν του είχε συμβεί κάτι τρομερό όταν ήταν παιδί, κάτι για το οποίο ένιωθε ότι δεν θα μπορούσε να μιλήσει σε κανέναν, λέγοντάς του ότι θα μπο ρούσε να μιλήσει σ ’ αυτήν, τη γυναίκα του, που εκείνη την εποχή ήταν έγκυος στο παιδί του. Την είχε κοιτάξει λες και βρισκόταν σε σύγχυση. «Α, αυτό λες». «Ποιο αυτό;» «Επαιζα με τον Τζίμι και ένα άλλο παιδί, τον Σον Ντιβάιν. Έλα τώρα, τον ξέρεις. Πρέπει να τον έχεις κουρέψει μια δυο φορές, έτσι;» Η Σελέστ τον θυμόταν πράγματι. Δούλευε σε κάποιο σώμα α σφαλείας, αλλά όχι στην αστυνομία της πόλης. Ή ταν ψηλός, με σγουρά μαλλιά και κεχριμπαρένια φωνή που γλιστρούσε απαλά μέσα σου. Απέπνεε την ίδια αβίαστη αυτοπεποίθηση με τον Τζίμι, κάτι που συνήθως διέθεταν οι πολύ όμορφοι άντρες ή όσοι σπάνια επέτρεπαν στην αμφιβολία να φωλιάσει εντός τους. Δεν μπορούσε να φανταστεί τον Ντέιβ να κάνει παρέα μ ’ αυ9 Γ» / / Τ 9 9 9 τους τους ουο άντρες, ακόμα και οταν ήταν παιοια. «Ναι, αμέ», του είχε πει. «Σταμάτησε λοιπόν ένα αμάξι, μπήκα μέσα και ύστερα από λίγο δραπέτευσα». «Δραπέτευσες». Έγνεψε. «Δεν ήταν τίποτε σοβαρό, αγάπη μου». «Μα, Ντέιβ...» Έβαλε το δάχτυλό του στα χείλη της. «Αυτό είναι όλο, εντά ξει;» Χαμογελούσε, αλλά η Σελέστ μπορούσε να διακρίνει ένα -τ ι ήταν άραγε;- είδος ελαφριάς υστερίας στα μάτια του. «Εντάξει δηλαδή, και τι έγινε;... Θυμάμαι που παίζαμε μπάλα και κυνηγητό», είπε ο Ντέιβ, «και όταν πηγαίναμε σχολείο, εκεί στο Λιούι & Ντιούι, προσπαθούσαμε να μη μας πάρει ο ύπνος την
ώρα του μαθήματος. Θυμάμαι μερικά πάρτι γενεθλίων και διάφορα τέτοια. Αλλά ήταν βαρετή εποχή. Ενώ στο γυμνάσιο...» Εκείνη το είχε προσπεράσει, όπως όταν άκουγε τα ψέματα που της έλεγε σχετικά με το πώς είχε χάσει τη δουλειά του στο ταχυ δρομείο (ο Ντέιβ της είχε πει ότι τον είχαν απολύσει εξαιτίας των συνεχών περικοπών προσωπικού, όμως τις επόμενες εβδομάδες πολλοί άντρες στη γειτονιά είχαν βρει δουλειά χωρίς δυσκολία) ή όταν της έλεγε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει στα καλά καθούμενα από καρδιακή προσβολή, παρ’ όλο που όλη η γειτονιά το ’χε τού μπανο ότι ο Ντέιβ είχε γυρίσει μια μέρα από το σχολείο -πήγαινε τότε στην τελευταία τάξη- και την είχε βρει στην κουζίνα να κάθε ται δίπλα στο φούρνο, με τις πόρτες κλειστές, τις χαραμάδες στου μπωμένες με πετσέτες και το δωμάτιο φίσκα στο γκάζι. Είχε φτάσει στο σημείο να πιστεύει ότι ο Ντέιβ χρειαζόταν τα ψέματά του, ότι ήθελε να ξαναγράψει την ιστορία της ζωής του από την αρχή μετασχηματίζοντάς τη σε κάτι με το οποίο θα ήταν πιο εύκολο να ζήσει, κρατώντας το σε κάποια κρυφή γωνιά του εαυτού του. Και αν αυτό τον έκανε καλύτερο άνθρωπο -έναν τρυφερό, αν και μερικές φορές απόμακρο σύζυγο και στοργικό πατέρα-, ποιος μπορούσε να τον κρίνει; Αλλά αυτό το ψέμα, σκεφτόταν η Σελέστ καθώς φορούσε ένα τζιν και ένα πουκάμισο του Ντέιβ, ήταν ικανό να τον θάψει. Να θά ψει και τους δυο τους τώρα που είχε κι εκείνη συμμετάσχει σε συ νωμοσία παρεμπόδισης του έργου της δικαιοσύνης πλένοντας τα ρούχα του. Αν ο Ντέιβ δεν της έλεγε την αλήθεια, δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Και όταν ερχόταν η αστυνομία (και θα ερχόταν η ζωή δεν ήταν τηλεόραση- ακόμα και ο πιο χαζός, και ο πιο μέθυσος ντετέκτιβ ήταν πιο έξυπνος από τον καθένα τους όταν είχε να κάνει με έγκλημα), θα έσπαγαν την ιστορία του Ντέιβ σαν αβγά για ομε λέτα. foZAr&firer' ΤΟ ΔΕΞΙ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΝΤΕΙΒ τον τρέλαινε στον πόνο. Οι αρθρώσεις του είχαν πρηστεί, είχαν γίνει διπλάσιες σε μέγεθος, ενώ ένιωθε τα κόκαλα κοντά στον καρπό του έτοιμα να πεταχτούν έξω από το δέρμα του. Θα μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό του, λοι πόν, που οι μπαλιές του στον Μάικλ ήταν για κλάματα, όμως εκεί νος αρνιόταν να το κάνει. Αν το παιδί δεν μπορούσε να αποκρούσει
φάλτσα και αδύναμες βολές με μια πλαστική μπάλα, πώς θα μπο ρούσε να αποκρούσει μια κανονική μπάλα του μπέιζμπολ που θα ερχόταν καταπάνω του με τη διπλή ταχύτητα, χτυπώντας τη με ένα μπαστούνι δέκα φορές πιο βαρύ; 9 9 9 9 0 γιος του ήταν μικροκαμωμενος για τα εφτα του χρονιά και υ περβολικά καλοπροαίρετος για τούτο τον κόσμο. Το καταλάβαινες από την ειλικρίνεια του προσώπου του κι από τη λάμψη της ελπί δας στα γαλάζια του μάτια. Ο Ντέιβ το λάτρευε αυτό στο γιο του, αλλά και το μισούσε ταυτόχρονα. Δεν ήξερε αν είχε τη δύναμη να του το διώξει από πάνω του, αλλά ήξερε ότι σύντομα θα αναγκαζό ταν να το κάνει, αλλιώς θα φρόντιζε να του το διώξει ο κόσμος στη θέση τού. Αυτό το τρυφερό, εύθραυστο χαρακτηριστικό του γιου του ήταν η κατάρα των Μπόιλ, το ίδιο που έκανε τον Ντέιβ, στα τριάντα πέντε του, να περνιέται επανειλημμένα για φοιτητής ή να πρέπει να δείξει την ταυτότητά του για να μπει στα εκτός συνοι κίας μπαρ. Τα μαλλιά του δεν είχαν αλλάξει από τότε που είχε τα χρόνια του Μάικλ, οι ρυτίδες δεν είχαν σημαδέψει το πρόσωπό του και τα γαλανά του μάτια ήταν ζωηρά και αθώα. Ο Ντέιβ είδε τον Μ άικλ να σκάβει το έδαφος με το πόδι του όπως του είχε μάθει, να φτιάχνει το καπέλο του και να σηκώνει το 9 Λ / Ο/ Λ * A' Λ' ' * μπαστούνι ψηλα δίπλα στον ωμο του. Αυγισε για λιγο τα γόνατα του, ένα συνήθειο που ο Ντέιβ προσπαθούσε να του κόψει, αλλά αυτό επανερχόταν συνέχεια, σαν τικ, κι εκείνη τη στιγμή ο Ντέιβ πέταξε την μπάλα με δύναμη, ελπίζοντας να εκμεταλλευτεί την α δυναμία που ένιωθε εκσφενδονίζοντάς την πριν απλώσει εντελώς το χέρι του, με την παλάμη του να τον πεθαίνει στον πόνο όπως έ πιανε την μπάλα. Ό μως ο Μάικλ σταμάτησε να λυγίζει τα γόνατά του αμέσως μό λις ο Ντέιβ άρχισε την κίνησή του και, καθώς η μπάλα έφυγε κι έ φτασε στην περιοχή του, το αγόρι έσκυψε και τη χτύπησε με όλη του τη ουναμη, λες και απο αυτη την αποκρουση κρινοταν ολη του η ζωή. Ο Ντέιβ είδε τη λάμψη της ελπίδας στο χαμόγελο του Μά ικλ, μαζί με μια μικρή έκπληξη για τις ικανότητές του, και η μπάλα λίγο έλειψε να του ξεφύγει, όμως την τελευταία στιγμή την έπιασε, την άφησε να κυλήσει στο έδαφος κι ο Ντέιβ αισθάνθηκε κάτι να γίνεται κομμάτια στο στήθος του βλέποντας το χαμόγελο να σκορ πίζει από το πρόσωπο του γιου του. «Έι! Έι!» είπε ο Ντέιβ, αποφασίζοντας ν ’ αφήσει το γιο του να Λ
/
f
r
/
/
*
απολαύσει την ικανοποίηση μιας καλής απόκρουσης. «Σπουδαία α πόκρουση, Γιαζ». Ο Μάικλ προσπαθούσε ακόμα να μάθει πώς να δείχνει κατσούφης. «Τότε, πώς μπόρεσες να την πιάσεις;» Ο Ντέιβ σήκωσε την μπάλα από το γρασίδι. «Δεν ξέρω. Μάλ λον επειδή είμαι πολύ ψηλότερος απ’ ό,τι τα παιδιά στο παιδικό πρωτάθλημα». Το χαμόγελο του Μάικλ ήταν διστακτικό, περιμένοντας να ξε σπάσει ξανά. «Ναι;» «Να σε ρωτήσω κάτι; Ξέρεις πολλά παιδιά της δευτέρας δημο τικού να έχουν ύψος ένα κι εβδομήντα οχτώ;» «Οχι». «Και αναγκάστηκα να πηδήξω κιόλας». «Ναι». «Ναι. Άντε βάλ’ τα τότε εσύ μ’ ένα θηρίο στο μπόι μου». Ο Μάικλ γέλασε. Ή ταν το κυματιστό γέλιο της Σελέστ. «Εντά ξει...» «Όμως λύγισες τα γόνατά σου». fo Z A rtfirl·' «Το ξέρω, το ξέρω». «Από τη στιγμή που σκάβεις και παίρνεις τη θέση σου, σταμα τάς να κουνιέσαι». «Μα ο Ν όμαρ...» «Ξέρω τι κάνει ο Νόμαρ. Όπως και ο Ντέρεκ Τζέτερ. Εντάξει, είναι οι αγαπημένοι σου. Αλλά, όταν βγάζεις δέκα εκατομμύρια σε κάθε αγώνα, έχεις την πολυτέλεια να κάνεις νευρικές κινήσεις. Μέ χρι τότε όμω ς...» Ο Μάικλ ανασήκωσε τους ώμους του και κλότσησε το γρασίδι. «Μέχρι τότε τι γίνεται;» Ο Μάικλ αναστέναξε. «Μέχρι τότε, συγκεντρώνομαι στα βασι κά». Ο Ντέιβ χαμογέλασε και πέταξε την μπάλα πάνω από το κεφάλι του παιδιού, που την έπιασε χωρίς να την κοιτάξει. «Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν καλή προσπάθεια». «Αλήθεια;» «Μεγάλε, αυτή η μπάλα πήγαινε γραμμή για το Πόιντ. Πήγαινε για πάνω». «Πήγαινε για πάνω», είπε ο Μάικλ και άφησε άλλο ένα από τα κυματιστά γέλια της μητέρας του.
«Ποιος πήγαινε για πάνω;» Γύρισαν και οι δυο τους και είδαν τη Σελεστ να στέκεται στην πίσω βεράντα, με τα μαλλιά πιασμένα, ξυπόλυτη και με ένα ξεκού μπωτο πουκάμισο του Ντέιβ πάνω από το ξεβαμμένο της τζιν. «Γεια σου, μαμά». «Γεια σου, ομορφούλη. Σκοπεύεις να πας πάνω με τον πατέρα σου;» Ο Μ άικλ κοίταξε τον Ντέιβ. Ξαφνικά είχαν αποκτήσει ένα κρυφό αστείο οι δυο τους. Γέλασε, συγκρατημένα αυτή τη φορά. «Όχι, μαμά». «Ντέιβ;» «Μιλούσαμε για τη βολή που απέκρουσε, αγάπη μου. Η μπάλα πήγαινε για πάνω». AsZArttfirfr' «Α, η μπάλα». «Έπαιξα φοβερά, μαμά. Ο μπαμπάς την έπιασε και τη χτύπησε στο χώμα μόνο και μόνο επειδή είναι τόσο ψηλός». Ό Ντέιβ ένιωθε το βλέμμα της επάνω του ακόμα κι όταν τα μάτια της ήταν στραμμένα στον Μάικλ. Τον παρακολουθούσε, περίμενε, ήθελε να τον ρωτήσει κάτι. Θυμήθηκε τη βραχνή φωνή της στο αυτί του την προηγούμενη νύχτα, καθώς σηκωνόταν απο το πατωμα της κουζίνας, όταν άρπαξε το λαιμό του, κόλλησε τα χείλη της στο αυτί 5 του και του ειπε: «Τωρα εγω ειμ εσυ. Κι εσυ εισ εγω». Ο Ντέιβ δεν καταλάβαινε τι στην ευχή σήμαινε αυτό, αλλά του άρεσε ο ήχος του, και η βραχνάδα της φωνής της τον είχε κάνει να φτάσει πιο γρήγορα στο αποκορύφωμα. Όμως, τώρα, είχε την εντύπωση ότι η Σελέστ προσπαθούσε ξανά να τρυπώσει στο μυαλό του, να ρίξει μια ματιά εκεί μέσα, να σκαλίσει τις σκέψεις του -κ ι αυτό του την έδινε. Επειδή κάθε φορά που κάποιος έμπαινε εκεί μέσα, αυτό που έβλεπε δεν του άρεσε κα θόλου και έφευγε τρέχοντας. «Τι συμβαίνει, αγάπη μου;» «Τίποτε». Αγκάλιασε τα μπράτσα της, παρ’ όλο που η μέρα ζέ σταινε γρήγορα. «Έι, Μάικλ, έχεις φάει τίποτα;» «Όχι ακόμα». Η Σελέστ κοίταξε συνοφρυωμένη τον Ντέιβ, λες και το ότι είχε ρίξει μερικές μπαλιές προτού γεμίσει το στομάχι του με ζάχαρη και τα κόκκινα δημητριακά που συνήθιζε να τρώει ήταν το έγκλημα του αιώνα. Ψ
»
f
γτ^
t
t
A /
r
f
r
\7
9
t
9
y
t
9
«Το μπολ σου είναι γεμάτο και το γάλα σε περιμένει πάνω στο τραπέζι». «Ωραία. Έχω τρελαθεί στην πείνα». Ο Μάικλ πέταξε το μπαστούνι και ο Ντέιβ αισθάνθηκε μια μικρή προδοσία στον τρόπο που τον πα ράτησε στη στιγμή και έτρεξε προς τις σκάλες. Πεινούσες; Και γιατί δεν μου το ’λεγες, γαμώτο; Δεν σου φορέσαμε και φίμωτρο. Ο Μάικλ πέρασε τρέχοντας μπροστά από τη μητέρα του και όρμησε στις σκάλες που οδηγούσαν στο τρίτο πάτωμα, λες και φοβό ταν ότι θα εξαφανίζονταν αν δεν τις ανέβαινε αρκετά γρήγορα. «Την κοπανάμε τώρα από το πρωινό, Ντέιβ;» «Κοιμόμαστε τώρα μέχρι το μεσημέρι, Σελέστ;» «Είναι δέκα και τέταρτο», είπε η Σελέστ, και ο Ντέιβ ένιωσε όλη την καλή θέληση που είχαν εμφυσήσει στο γάμο τους το προη γούμενο βράδυ να γίνεται καπνός και να χάνεται στις άλλες αυλές, πέρα από τη δική τους. Πίεσε τον εαυτό του να χαμογελάσει. Φρόντιζε το χαμόγελό σου να φαίνεται αρκετά αληθινό και κανείς δεν πρόκειται να το α γνοήσει. «Τι γίνεται λοιπόν, γλύκα μου;» Η Σελέστ κατέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην αυλή, με τα γυμνά της πόδια μια απαλή καφέ πινελιά πάνω στο γρασίδι. «Τι α πέγινε το μαχαίρι;»
«Τι; «Το μαχαίρι», ψιθύρισε ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά πίσω της, στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας των Μακάλισον. «Αυτό που είχε ο ληστής. Τι απέγινε, Ντέιβ;» Ο Ντέιβ πέταξε την μπάλα στον αέρα και την έπιασε πίσω από την πλάτη του. «Πάει». «Πάει;» Έ σφιξε τα χείλη της και κοίταξε κάτω στο γρασίδι. «Σκατά, Ντέιβ». «Τι είναι σκατά, αγάπη μου;» «Πού πήγε;» «Πάει». «Είσαι σίγουρος;» Ο Ντέιβ ήταν σίγουρος. Χαμογέλασε και την κοίταξε στα μά τια. «Θετικόν!» «Έχει επάνω του το αίμα σου, το γενετικό σου αποτύπωμα, Ντέιβ. “Πάει” τόσο πολύ, που δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ ξανά;»
Ο Ντέιβ δεν είχε απάντηση γ ι’ αυτό, οπότε συνέχισε απλώς να κοιτάζει τη γυναίκα του μέχρι που εκείνη άλλαξε θέμα. «Κοίταξες την εφημερίδα σήμερα το πρωί;» «Ναι, βέβαια», είπε εκείνος. «Είδες τίποτα;» «Σχετικά με τι;» «Σχετικά με τι;» είπε η Σελέστ ψιθυριστά. «Α ... α, ναι». Ο Ντέιβ κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, δεν υ πήρχε τίποτα. Καμία αναφορά. Αγάπη μου, ήταν αργά, θυμάσαι η r που σ το ειπα;» «“Ή ταν αργά” . Έ λα τώρα! Ούτε στην εφημερίδα ίου μετρό; Κλείνουν ύλη πάντα την τελευταία στιγμή περιμένοντας το αστυ νομικό δελτίο». «Μπας και δουλεύεις σε εφημερίδα;» «Δεν είναι αστείο, Ντέιβ». «Όχι, αγάπη μου, δεν είναι. Απλώς λέω ότι δεν υπάρχει τίποτε στην πρωινή εφημερίδα. Αυτό είναι όλο. Γιατί; Μακάρι να ’ξερα. Το μεσημέρι θα παρακολουθήσουμε τις ειδήσεις, να δούμε αν θα πουν κάτι». Η Σελέστ χαμήλωσε ξανά το βλέμμα της, κοιτάζοντας το γρα σίδι και κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι της επανειλημμένα. «Α ραγε θα πουν κάτι, Ντέιβ;» Ο Ντέιβ απομακρύνθηκε ένα βήμα από κοντά της. «Εννοώ, θα πουν για κάποιον μαύρο που βρέθηκε μισοπεθαμέf f r y rrr * νος απο το ξυλο σε ενα πάρκινγκ εξω απο τ ο ... που ήταν, είπες;» «Έξω από τ ο ... εεε... το Λαστ Ντροπ». «Έξω από τ ο ... εεε... το Λαστ Ντροπ;» «Ναι, Σελέπτ». «Εντάξει, Ντέιβ», είπε. «Βέβαια». Και τον άφησε εκεί. Του γύρισε την πλάτη και ανέβηκε τα σκα λιά της βεράντας, μπήκε μέσα, ενώ ο Ντέιβ άκουσε τον μαλακό ήχο από τα γυμνά της πέλματα καθώς σκαρφάλωναν στη σκάλα. Αυτό έκαναν όλοι. Τον άφηναν. Ίσω ς όχι πάντα σωματικά. Αλλά συναισθηματικά, πνευματικά, ποτέ δεν ήταν στη θέση τους όταν τους είχε ανάγκη. Το ίδιο συνέβαινε και με τη μητέρα του. Ε κείνο το πρωινό που η αστυνομία τον είχε φέρει σπίτι, η μητέρα του ετοίμασε πρωινό και, με γυρισμένη την πλάτη, σιγοτραγουδούσε το «Γερο-Μακντόναλντ», ώσπου τελικά στράφηκε προς αυ /
V> r λ
τόν, τον κοίταξε και του χαμογέλασε νευρικά, σαν να ήταν ένας νοικάρης για τον οποίο είχε τις αμφιβολίες της. Ακούμπησε μπροστά του το δίσκο με τα μελάτα αβγά, το μαύρο μπέικον και τις άψητες και υγρές φρυγανιές, ρωτώντας τον αν ή θελε χυμό πορτοκάλι. «Μαμά», είχε πει, «ποιοι ήταν εκείνοι οι άντρες; Γιατί;...» «Ντέιβι», του είχε ξαναπεί εκείνη, «θες χυμό πορτοκάλι; Δε σ ’ άκουσα». «Ναι, βέβαια, μαμά, δεν ξέρω γιατί με πήραν...» «Ορίστε». Ακούμπησε το χυμό μπροστά του. «Φάε το πρωινό σου κι εγώ θα ...» Κούνησε τα χέρια της αμήχανα, δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει. « θ α ... θα πλύνω τα ρούχα σου. Εντάξει; Και μετά, Ντέιβ, θα πάμε σινεμά. Πώς σου φαίνεται αυτό;» Ο Ντέιβ κοίταξε τη μητέρα του, έψαξε πάνω της για κάτι που τον περίμενε ν’ ανοίξει το στόμα του και να της μιλήσει, να της μι λήσει για το αμάξι, για το σπίτι στο δάσος και για τη μυρωδιά του άφτερ σέιβ που είχε ο πιο μεγαλόσωμος από τους δύο άντρες. Αντί γ ι’ αυτό είδε μια λαμπερή, σκληρή ευθυμία, την όν/η που έπαιρνε με ρικές φορές όταν ετοιμαζόταν να βγει τα βράδια της Παρασκευής, προσπαθώντας να βρει τι να φορέσει, γεμάτη ελπίδα που την πλημ μύριζε η αγωνία. Ο Ντέιβ χαμήλωσε το κεφάλι του κι άρχισε να τρώει τα αβγά του. Ακούσε τη μητέρα του να φεύγει από την κουζίνα και να σιγοτραγουδάει το «Γψο-Μακντόναλντ» διασχίζοντας το χολ. Έ τσι όπως στεκόταν στην αυλή με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του να πονούν, άκουγε ξανά αυτό το τραγούδι. Ο γερο-Μακντόναλντ είχε ένα κτήμα. Και όλα πήγαιναν καλά. Καλλιεργούσε, όργωνε, θέριζε, έσπερνε και όλα πήγαιναν πρίμα. Ό λοι τα πήγαι ναν μια χαρά μεταξύ τους, ακόμα και τα κοτόπουλα και οι αγελάδες, κάνεις δεν χρειαζόταν να μιλήσει για οτιδήποτε, επειδή ποτε δεν συνεβαινε κατι, και κάνεις δεν ειχε μυστικά, επειδή τα μυστικά ήταν για τους κακούς ανθρώπους, αυτούς που δεν έτρωγαν τ ’ αβγά τους, αυτους που έμπαιναν σε αυτοκίνητα που μύριζαν μήλα μαζι με παράξενους άντρες κι εξαφανίζονταν για τέσσερις μέρες, και γυ ρίζοντας σπίτι διαπίστωναν ότι όλοι όσοι γνώριζαν είχαν εξαφανιστει κι αυτοί, και τη θεση τους είχαν πάρει πανομοιοτυπα χαμογε λαστό πρόσωπα που έκαναν τα πάντα σχεδόν, εκτός από το να σε ακούν. Τα πάντα σχεδόν εκτός από αυτό. ο
»
Ο
/ Λ
r
/
r
t
γ
ς*
Λ '
I
Ο
»
'
φ
r
Λ /
ο '
'
t
/
C *'
/
t
γ
*
f Α
γ t
9 ΒΑΤΡΑΧΑΝΘΡΩΠΟΙ ΣΤΟ ΠΕΝ
Τ 0 ΠΡΩΤΟ Π Ρ Α Γ Μ Α που είδε ο Τζίμι πλησιάζοντας στην είσοδο του πάρκου απο την οδο Ροουζκλερ ήταν ενα κλειστό φορτηγάκι της Υπηρεσίας Αστυνομικών Σκύλων παρκαρισμένο στην οδό Σίντνεϊ, με την πίσω του πόρτα ορθάνοιχτη και δυο αστυνομικούς που πάσχιζαν να φέρουν βόλτα έξι αλσατικούς ποιμενικούς, κρα τώντας τους από μακριά δερμάτινα λουριά. Είχε περπατήσει όλη τη Ρόουζκλερ ξεκινώντας από την εκκλησία, καταβάλλοντας προ σπάθεια για να μην αρχίσει να τρέχει, ώσπου κατέφθασε ένα μικρό πλήθος περίεργων δίπλα στην ανισόπεδη διάβαση πάνω από την οδό Σίντνεϊ. Στέκονταν εκεί όπου η Ρόουζκλερ αρχίζει να παίρνει κλίση για να συνεχίσει την πορεία της εναέρια πάνω από το δρόμο ταχείας κυκλοφορίας και στη συνέχεια πάνω από το Πεν Τσάνελ, αλλάζοντας στην άλλη όχθη το όνομά της σε λεωφόρο Βάλενζ, κα θώς άφηνε πίσω της το Μπάκιγχαμ για να μπει στο Σόματ. Στο σημείο όπου είχε συγκεντρωθεί το πλήθος, μπορούσες να σταθείς στην κορυφή ενός τοίχου τριών μέτρων από χυτό τσιμέντο που μετέτρεπε την οδό Σίντνεϊ σε αδιέξοδο και υψωνόταν πάνω από τον τελευταίο δρόμο με κατεύθυνση από βορρά προς νότο στο Φλατς του Ανατολικού Μπάκι, με ένα σκουριασμένο προστατευ τικό κιγκλίδωμα στο ύψος του γονάτου. Λίγα μέτρα ανατολικότερα
από το παρατηρητήριο, το κιγκλίδωμα τελείωνε και άρχιζε μια σκάλα από μαβή πωρόλιθο. Όταν ήταν παιδιά, μερικές φορές έρχο νταν εδώ για ραντεβού και κάθονταν στο σκοτάδι πίνοντας μπίρα Μίλερ από μπουκάλια του ενός λίτρου, κοιτάζοντας τις εικόνες που τρεμόπαιζαν στη λευκή οθόνη του ντράιβ-ιν της οδού Χάρλεϊ. Έ παιρναν μαζί τους τον Ντέιβ Μπόιλ, όχι επειδή τον συμπαθούσαν αλλά επειδή είχε δει σχεδόν όλες τις ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, και μερικές φορές, όταν ήταν μαστουρωμένοι, έβαζαν τον Ντέιβ να λ ΐε ι τις ατάκες ενώ εκείνοι κοιτούσαν τη σιωπηλή οθόνη. Με ρικές φορές ο Ντέιβ έμπαινε τόσο πολύ στο πετσί του ρόλου του, που άλλαζε τη χροιά της φωνής του για να ταιριάζει με τους διά φορους χαρακτήρες του έργου. Έπειτα, ο Ντέιβ έγινε ξαφνικά άσος του μπέιζμπολ κι έφυγε για το Ντον Μπόσκο, για να κάνει καριέρα στο κολεγιακό πρωτάθλημα, οπότε δεν μπορούσαν πια να τον έ χουν μαζί τους για να σπάνε πλάκα. Ο Τζίμι δεν είχε ιδέα γιατί όλα αυτά πλημμύρισαν ξαφνικά το μυαλό του ή για ποιο λόγο στεκόταν ακίνητος πίσω από το κιγκλί δωμα κοιτάζοντας την οδό Σίντνεϊ με απλανές βλέμμα, εκτός κι αν είχε κάποια σχέση με τα λυκόσκυλα, με τον τρόπο που κορδώνο νταν νευρικά μόλις πήδηξαν από το βαν και άρχισαν να ξύνουν με τα πόδια τους την άσφαλτο. Ένας από τους εκπαιδευτές τους έφερε τον ασύρματο στα χείλη του, καθώς ένα ελικόπτερο εμφανίστηκε στον ουρανό πάνω από το κέντρο της πόλης και κατευθύνθηκε προς το μέρος τους σαν παχιά μέλισσα, που έδειχνε πιο μεγάλη κάθε φορά που ο Τζίμι ανοιγόκλεινε τα μάτια του. Έ νας αστυνομικός με παιδικό πρόσωπο έφραζε την είσοδο της μοβ σκάλας και λίγο πιο πάνω, στη Ρόουζκλερ, δύο περιπολικά και μερικοί ακόμα αστυνομικοί φρουρούσαν το δρόμο που οδηγούσε μέσα στο πάρκο. Τα σκυλιά δεν γάβγισαν ούτε μια φορά. Ο Τζίμι γύρισε πίσω το κεφάλι του αποκτώντας επίγνωση αυτού που τον ενοχλούσε από την πρώτη κιόλας στιγμή που τα είδε. Παρ’ όλο που τα σκληρά δά χτυλα από τα είκοσι τέσσερα πόδια τους πήγαιναν νευρικά μπρος πίσω πάνω στην άσφαλτο, αυτό δεν ήταν παρά μια σφιχτή, ομοα ξονική ταραχή που θύμιζε στρατιώτες να κάνουν επιτόπιο τροχά δην, και ο Τζίμι αισθάνθηκε την τρομερή αποτελεσματικότητα των μαύρων τους σαγονιών, των λιγνών πλευρών τους και των μαύρων ματιών τους που θύμιζαν κάρβουνα.
Η υπόλοιπη οδός Σίντνεϊ έμοιαζε εν αναμονή ταραχών. Οι α στυνομικοί είχαν πλημμυρίσει το δρόμο και κινούνταν προσε κτικά ανάμεσα στα αγριόχορτα που οδηγούσαν στο πάρκο. Από κει ψηλά, ο Τζίμι είχε μια μερική άποψη του πάρκου και μπορούσε κι εκεί να δει αστυνομικούς να διασχίζουν το γρασίδι με τις γαλάζιες στολές ή τα σπορ σακάκια τους σε γήινα χρώματα, κρυφοκοιτάζοντας από την άκρη του Πεν, φωνάζοντας ο ένας τον άλλο. Στην οδό Σίντνεϊ, οι αστυνομικοί ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από κάτι που υπήρχε πίσω από το φορτηγό της Υπηρεσίας Αστυ νομικών Σκύλων και μερικοί ντετέκτιβ με πολιτικά στηρίζονταν σε αυτοκίνητα της αστυνομίας με συμβατικές πινακίδες, παρκαρισμένα στο απέναντι πεζοδρόμιο, κι έπιναν καφέ, χωρίς κανείς τους όμως να χαζεύει όπως κάνουν συνήθως οι αστυνομικοί, σπάζοντας ο ένας τα νεύρα του άλλου με ιστορίες από πρόσφατες βάρδιες. Ο Τζίμι αισθανόταν διάχυτη γύρω του τη νευρικότητα -στα σκυλιά, στους σιωπηλούς αστυνομικούς που στηρίζονταν στα αυτοκίνητά τους, στο ελικόπτερο που δεν έμοιαζε πια με μέλισσα και σάρωνε μουγκρίζοντας τον ουρανό πάνω από την οδό Σίντνεϊ, πετώντας χα μηλά για να εξαφανιστεί μετά κάπου στο πάρκο, πίσω από τα δέ ντρα εισαγωγής και την οθόνη του ντράιβ-ιν. «Έι, Τζίμι». Ο Εντ Ντεβό, ανοίγοντας ένα πακέτο καραμέλες Μ&Μ με τα δόντια του, σκούντησε τον Τζίμι με τον αγκώνα του. «Πώς πάει, Εντ;» Ο Ντεβό ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι το δεύτερο ελι κόπτερο που στέλνουν. Το πρώτο έκοβε βόλτες πάνω από το σπίτι μου πριν απο καμία ωρα περίπου και ειπα στη γυναίκα μου, Α γάπη, μετακομίσαμε στο Γουότς και δεν το ’μαθα;”» Έριξε μερι κές καραμέλες στο στόμα του και ανασήκωσε ξανά τους ώμους. «Ήρθα, λοιπόν, μια και δυο ως εδώ για να δω τι είναι όλη αυτή η φασαρία». «Και τι μαθαίνεις;» Ο Ντεβό σήκωσε το χέρι του στον αέρα. «Τίποτα. Τα στόματά τους είναι πιο κλειστά κι απ’ το πορτοφόλι της μάνας μου. Αλλά το ’χουν πάρει στα σοβαρά, Τζίμι. Δες, έχουν αποκλείσει τη Σίντνεϊ από παντού -υπάρχουν μπάτσοι και απαγορευτικά τρίποδα στην Κρέσεντ, στο Χάρμπορβιου, στη Σούνταν, στη Ρόμσεϊ, μέχρι και στην Ντάνμποϊ, όπως μαθαίνω. Οι άνθρωποι που μένουν στο δρόμο δεν μπορούν να βγουν έξω από τα σπίτια τους και τα ’χουν r
t
f
t
f
f
LL A
πάρει. Α π’ ό,τι ακούω, έχουν μέχρι και ταχύπλοα που κόβουν βόλ τες στο κανάλι. Και ο Μπου Μπέαρ Ντάρκιν τηλεφώνησε και είπε ότι είδε από το παράθυρό του βατραχάνθρωπους να βουτάνε στο νερό». Ο Ντεβό έδειξε. «Να, κοίτα τι συμβαίνει εκεί». Ο Τζίμι ακολούθησε το δάχτυλο του Ντεβό και είδε τρεις αστυ νομικούς να σέρνουν ένα μεθύστακα έξω από κάποιο απ’ τα καμενα τριώροφα στην αλλη ακρη της Σιντνει, κατι που δεν άρεσε καθόλου στο μεθύστακα κι άρχισε να τους αντιστέκεται, ώσπου ένας αστυνομικός τον χτύπησε και τον έριξε με τη μούρη στα υ πόλοιπα καπνισμένα σκαλοπάτια, ενώ τα λόγια του Εντ είχαν κολ λήσει στο μυαλό του Τζίμι: Βατραχάνθρωποι. Δεν θα έστελναν βα τραχάνθρωπους σε έναν υδάτινο όγκο αν έψαχναν για κάτι καλό, κάτι ζωντανό. «Δε χωρατεύουν», σφύριξε ο Ντεβό κι έπειτα κοίταξε τα ρούχα του Τζίμι. «Εσύ, πάλι, για πού το ’βαλές με τα καλά σου;» «Σήμερα είναι η Πρώτη Μετάληψη της Ναντίν». Ο Τζίμι είδε έναν αστυνομικό να σηκώνει το μεθύστακα από τα σκαλιά και να του σφυρίζει κάτι σ τ’ αυτί προτού τον χώσει σε ένα λαδί σεντάν με μια σειρήνα κολλημένη στην άκρη της οροφής του, πάνω από την πόρτα του οδηγού. «Συγχαρητήρια, φίλε», είπε ο Ντεβό. Ο Τζίμι χαμογέλασε αντί για ευχαριστώ. «Οπότε τι δουλειά έχεις εδώ;» Ο Ντεβό γύρισε και κοίταξε πέρα τη Ρόουζκλερ, προς την εκ κλησία της Αγίας Καικιλίας, και ο Τζίμι ξαφνικά αισθάνθηκε γελοί ος. Αλήθεια, τι δουλειά είχε εκεί με τη μεταξωτή του γραβάτα και το κοστούμι του των εξακοσίων δολαρίων, να χαλάει τα παπούτσια του πανω στ αγριοχορτα που φύτρωναν κατω απο το προστατευ τικό κιγκλίδωμα; Η Κέιτι, θυμήθηκε ξαφνικά. Αλλά το πράγμα συνέχιζε να του φαίνεται γελοίο. Η Κέιτι την είχε κοπανήσει από την Πρώτη Μετάληψη της αδερφής της για να κοιμηθεί ύστερα από κάποιο γερό μεθύσι ή για ν’ ακούσει μερικά γλυκόλογα παραπάνω από το αγόρι της. Γιατί να έρθει στην εκκλη σία, εκτός κι αν την έσερναν μέχρι εκεί με το ζόρι; Πριν από τη βάπτιση της Κέιτι, ο ίδιος ο Τζίμι είχε δέκα χρόνια να πατήσει σε εκ κλησία. Και, στη συνέχεια, χρειάστηκε να γνωρίσει την Αναμπεθ για να ξαναρχίσει να πηγαίνει τακτικά. Και τι έγινε αν, βγαίνοντας /
/
f
/ Λ
\
r
Λ
»
^
r
'
* »'
*
r
Λ
από την εκκλησία και βλέποντας τα περιπολικά να στρίβουν στην οδό Ρόουζκλερ, είχε αισθανθεί ένα -π ώ ς το λένε; προαίσθημα; φόβο; Του είχε συμβεί μόνο και μόνο επειδή ανησυχούσε για την Κέιτι -κ α ι είχε θυμώσει μαζί της, επίσης-, και το ίδιο ένιωθε και τώρα, βλέποντας μερικούς αστυνομικούς να προχωρούν με αργά βήματα προς το πάρκο Πεν. Τώρα αισθανόταν βλάκας, ένας βλάκας ντυμένος με τα καλά του, που είχε φανεί τόσο ανόητος, ώστε να πει στην Αναμπεθ να πάει με τα κορίτσια στο Τσακ !. Τσιζ, όπου θα τις συναντούσε και ο ίδιος αργότερα, και η Αναμπεθ τον είχε κοιτάξει κατάματα με ένα μείγμα οργής, σύγχυσης και θυμού στο βλέμμα της, έτοιμη να εκραγεί. Ο Τζίμι στράφηκε προς τον Ντεβό. «Είμαι απλώς περίεργος, t w r οπως ολοι εδω». Τον χτύπησε φιλικά στον ωμο. «Εφυγα, ομως, Εντ», είπε, ενώ κάτω στη Σίντνεϊ ένας αστυνομικός πέταξε σε κά ποιον άλλο μια αρμαθιά κλειδιά αυτοκινήτων και ο δεύτερος μπήκε στο βαν της Υπηρεσίας Αστυνομικών Σκύλων. «Εντάξει, Τζίμι. Να προσέχεις». «Κι εσύ», είπε ο Τζίμι αργά, με το βλέμμα ακόμα στο δρόμο. Το βαν της Υπηρεσίας Αστυνομικών Σκύλων έκανε όπισθεν και σταμάτησε για ν ’ αλλάξει ταχύτητα, στρίβοντας τους τροχούς του προς τα αριστερά, και ο Τζίμι αισθάνθηκε ξανά αυτή την ενοχλη τική βεβαιότητα. Την αισθανόσουν βαθιά στην ψυχή σου, πουθενά αλλού. Με ρικές φορές αισθανόσουν εκεί την αλήθεια -πέρα από κάθε λογι κ ή - και είχες συνήθως δίκιο· ήταν μια αλήθεια που δεν την ήθελες, δεν ήσουν σίγουρος ότι μπορούσες να την παραδεχθείς. Γι’ αυτό και προσπαθούσες να την αγνοήσεις, γ ι’ αυτό πήγαινες στους ψυχιατρους και περνούσες τοση ωρα στα μπαρ και νάρκωνες το μυαλό σου μπροστά από τις λυχνίες της τηλεόρασης -για να κρυφτείς από τις ανελέητες, άσχημες αλήθειες που η ψυχή σου αναγνώριζε πολύ πριν από το νου σου. Αυτή η ενοχλητική βεβαιότητα τον έκανε να νιώθει άβολα, τον κρατούσε ακίνητο, παρ’ όλο που πιο πολύ απ’ όλα ήθελε να τρέt γ r t r t r ' ξει, να τρεξει πιο γρήγορα απο ποτε, να κάνει οτιδήποτε περα απο το να στέκεται εκεί και να κοιτάζει το βαν να βγαίνει στο δρόμο. Μια πυκνή, ψυχρή ομοβροντία από καρφιά βρήκε το στήθος του, λες και είχαν εκτοξευτεί από κανόνι, και ήθελε να κλείσει τα μά »
/
w
/ *\
Ο
ι
r p
f
Λ
ψ
r
>
/
t
/
O
'
τια του, αλλά τα βλέφαρά του ήταν κι αυτά καρφωμένα, καταδικα σμένα να μείνουν ορθάνοιχτα καθώς το βαν έφτανε στη μέση του δρόμου και ο Τζίμι μπορούσε πια να δει το αυτοκίνητο που έκρυβε τόση ώρα πίσω του, το αυτοκίνητο όπου γύρω του ήταν συγκε ντρωμένοι οι πάντες, ξεσκονίζοντάς το με βούρτσες, φωτογραφίζοντάς το από κάθε μεριά, κοιτάζοντας στο εσωτερικό του, βγάζοντας από μέσα του διάφορα αντικείμενα και δίνοντάς τα στους αστυνο μικούς που στέκονταν στο δρόμο και στο πεζοδρόμιο. Ή ταν το αυτοκίνητο της Κέιτι. Ό χι μόνο το ίδιο μοντέλο. Όχι ένα αυτοκίνητο που του έμοιαζε. Ή ταν το δικό της αυτοκίνητο. Δικό της μέχρι και στο βαθούλωμα του δεξιού φτερού, μέχρι και στο τζάμι που ελειπε απο τον δεξιό του προβολέα. «Τζίμι! Τζίμι! Κοίταξέ με! Είσαι καλά;» Ο Τζίμι σήκωσε το βλέμμα του και είδε τον Εντ Ντεβό, χωρίς να ξέρει πώς είχε καταλήξει εδώ, πεσμένος στα τέσσερα, με τις πα λάμες του στο έδαφος κι από πάνω του όλ’ αυτά τα στρογγυλά ιρ λανδέζικα πρόσωπα να τον κοιτάζουν. «Τζίμι;» Ο Ντεβό του πρόσφερε το χέρι του για να τον σηκώ σει. «Είσαι καλά;» Ο Τζίμι κοίταξε το χέρι και δεν είχε ιδέα τι να του απαντήσει. Βατραχάνθρωποι, σκέφτηκε. Στο Πεν Τσάνελ. ο
r
κ
/
/
ν /
/ι\
t
c'
κ
'
Ο ΓΟΥΑΪΤΙ ΒΡΗΚΕ τον Σον κοντά στα δέντρα, εκατό περίπου μέ τρα από τη ρεματιά. Είχαν χάσει το ματωμένο μονοπάτι, καθώς και οποιαδήποτε ένδειξη από ίχνη στις πιο ακάλυπτες περιοχές του πάρκου, αφού η χθεσινοβραδινή βροχή έχει εξαφανίσει όλα όσα δεν είχε καλύψει η φύση. «Τα σκυλιά μύρισαν κάτι κοντά στην οθόνη του παλιού ντράιβιν. Θέλεις να έρθεις μια βόλτα μέχρι εκεί;» Ό Σον έγνεψε, αλλά τότε ο ασύρματός του βέλαξε. «Ντετέκτιβ Ντιβάιν». «Έχουμε έναν τύπο εδ ώ ...» «Σε ποιο σημείο;» «Στην οδό Σίντνεϊ, ντετέκτιβ». «Συνέχισε». «Ο τύπος λεει οτι είναι ο πατέρας του χαμένου κοριτσιού». r
A t
t
t
*
r
*
«Και τι διάολο γυρεύει στον τόπο του εγκλήματος;» Ο Σον αισθάνθηκε το πρόσωπό του να γεμίζει αίμα, να γίνεται καυτό και κόκκινο. «Μας γλίστρησε, ντετέκτιβ... Τι να πω;» «Κρατήστε τον εκεί πίσω. Έχει έρθει ο ψυχολόγος;» «Είναι καθ’ οδόν». Ο Σον έκλεισε τα μάτια του. Οι πάντες ήταν καθ’ οδόν, λες και είχαν όλοι κολλήσει στο ίδιο αναθεματισμένο μποτιλιάρισμα. «Κρατήστε τον ήρεμο μέχρι να φτάσει ο ψυχολόγος. Ξέρετε τη διαδικασία». «Ναι, αλλά ζητάει να δει εσάς, ντετέκτιβ». «Εμένα;» «Λέει ότι σας γνωρίζει. Ό τι κάποιος του είπε πως είστε εδώ». «Οχι, όχι, άκου με μια στιγμή...» «Έχει και κάτι τύπους μαζί του». «Τι τύπους;...» «Ένα τσούρμο από τύπους που τρομάζεις που τους βλέπεις. Οι μισοί από δαύτους μοιάζουν νάνοι, και όλοι είναι φτυστοί μεταξύ τους». Οι αδερφοί Σάβατζ. Αυτοί έλειπαν τώρα. «Έρχομαι», είπε ο Σον.
Ο ΒΑΛ ΣΑΒΑΤΖ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΕ ανά πάσα στιγμή τη σύλληψή του εδώ που βρισκόταν. Ίσως και ο Τσακ, μια και το αίμα των Σά βατζ -π ο υ σπάνια ήταν ήρεμο- τώρα έβραζε έτοιμο να εκραγεί, οι άντρες φώναζαν στους αστυνομικούς και οι αστυνομικοί φαίνονταν έτοιμοι να βγάλουν τα κλομπ τους και ν ’ αρχίσουν να βαράνε. Ο Τζίμι στεκόταν δίπλα στον Κέβιν Σάβατζ, έναν από τους πιο λογικούς της παρέας, λίγα μέτρα πίσω από την απαγορευτική ται νία της αστυνομίας, όπου ο Βαλ και ο Τσακ έδειχναν συνέχεια με το δάχτυλο κι έλεγαν, «Εκεί μέσα είναι η ανιψιά μας, ρε παλιομαλάκες». Ο Τζίμι αισθανόταν μια ελεγχόμενη υστερία, μια ανάγκη να ε κραγεί, που με δυσκολία τη συγκρατούσε, νιώθοντας περισσότερο μουδιασμένος παρά ταραγμένος. Εντάξει, λοιπόν, αυτό το αυτοκί νητο που βρισκόταν τρία μέτρα μπροστά του ήταν δικό της. Ναι, κανείς δεν την είχε δει από το προηγούμενο βράδυ. Και πράγματι,
αυτό που είχε δει στο κάθισμα του συνοδηγού ήταν αίμα. Οκέι, σί γουρα τα πράγματα δεν ήταν καλά. Ό μως αυτή τη στιγμή υπήρχε μια ολόκληρη ταξιαρχία από μπάτσους που έψαχναν το πάρκο, και μέχρι στιγμής δεν είχαν κάνει την εμφάνιση τους σακούλες για πτώματα. Έτσι είχε η κατάσταση. Ο Τζίμι είδε έναν κάπως μεγαλύτερο αστυνομικό να ανάβει τσι γάρο και ήθελε να του το τραβήξει από το στόμα, να του χώσει την καύτρα μέσα στα ρουθούνια και να του πει, Τσακίσου εκεί πίσω να ψάξεις για την κόρη μου. Μέτρησε ανάποδα αρχίζοντας από το δέκα, ένα κόλπο που είχε μάθει στο Ντιρ Άιλαντ, μετρώντας αργά, βλέποντας τους αριθμούς να αιωρούνται γκρίζοι στο σκοτάδι του μυαλού του. Αν άρχιζε να ουρλιάζει, θα τον απομάκρυναν από τον τόπο του συμβάντος. Ο ποιαδήποτε έκφραση οδύνης, άγχους, φόβου ή ταραχής θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα. Και αυτό θα έκανε τους Σάβατζ να εκραγούν σαν ατομικές βόμβες και να περάσουν όλη τη μέρα τους στο κρατητήριο αντί για το δρόμο όπου είδαν για τελευταία φορά την κόρη του. «Βαλ», φώναξε. Ο Βαλ Σάβατζ πήρε το χέρι του από την απαγορευτική ταινία της αστυνομίας και το απειλητικό δάχτυλό του από το παγερό πρό σωπο του αστυνομικού και γύρισε και κοίταξε τον Τζίμι. Ο Τζίμι κούνησε το κεφάλι του. «Ηρέμησε». Ο Βαλ όρμησε προς το μέρος του. «Μας πουλάνε παραμύθια για να μας κρατήσουν απέξω, Τζιμ. Δε μας αφήνουν να πλησιάσου με». «Τη δουλειά τους κάνουν». «Την κωλοδουλειά τους; Με το συμπάθιο, Τζιμ, αλλά το μαγαζί για τα ντόνατ είναι λίγο παρακάτω». «Θέλετε να με βοηθήσετε;» είπε ο Τζίμι καθώς ο Τσακ ήρθε και στάθηκε δίπλα στον αδερφό του. Είχε το διπλάσιο ύψος από κεί νον, αλλά ήταν επικίνδυνος κατά το ήμισυ, όμως ακόμα κι έτσι πα ρέμενε πιο επικίνδυνος από το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού. «Αμέ», είπε ο Τσακ. «Πες μας τι να κάνουμε». «Βαλ, εσύ μ’ ακούς;» «Τι;» είπε ο Βαλ, με μάτια που πήγαιναν πέρα δώθε μέσα στις κόγχες τους και με οργή τόσο έντονη, που σχεδόν μπορούσες να τη μυρίσεις. «Θες να βοηθήσεις;» t
r
ο·
f
*
*
r
f Λ
«Ναι, ναι, ναι, θέλω να βοηθήσω, Τζίμι. Ιησού Χριστέ, το ξέ ρεις πόσο θέλω». «Το ξέρω», είπε ο Τζίμι ξεροκαταπίνοντας, προσπαθώντας να χαμηλώσει τον τόνο της φωνής του. «Το ξέρω καλά, Βαλ. Εκεί μέσα βρίσκεται η κόρη μου. Καταλαβαίνεις τι σου λέω;» Ο Κέβιν ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Τζίμι κι ο Βαλ έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, κοιτάζοντας για λίγο τα παπούτσια του. «Συγνώμη, Τζίμι. Εντάξει τώρα, φίλε; Απλώς έχω φρικάρει. Εί μαι σκατά, γαμώτο μου». Ο Τζίμι ανέκτησε την ηρεμία στη φωνή του κι έβαλε το μυαλό του να δουλέψει. «Βαλ, πηγαίνετε με τον Κέβιν στο σπίτι του Ντρου Πίτζον, εδώ παρακάτω. Πείτε του τι τρέχει». «Του Ντρου Πίτζον; Για ποιο λόγο;» «Αυτό σου εξηγώ, Βαλ. Μιλήστε με την κόρη του την Ιβ και με την Νταϊάν Σέστρα, αν είναι ακόμη εκεί. Ρωτήστε τες πότε είδαν για τελευταία φορά την Κέιτι. Τι ώρα ακριβώς, Βαλ. Μάθετε αν εί χαν πιει, αν η Κέιτι σκόπευε να συναντήσει κάποιον, και με ποιον έβγαινε αυτό τον καιρό. Μπορείς να το κάνεις αυτό, Βαλ;» ρώτησε ο Τζίμι, κοιτάζοντας όμως τον Κέβιν, αυτόν που ήλπιζε να κρατή σει υπό έλεγχο τον Βαλ. Ο Κέβιν έγνεψε. «Το πιάσαμε, Τζιμ». «Εσύ, Βαλ;» Ο Βαλ κοίταξε πίσω από τον Τζίμι τα αγριόχορτα μπροστά στο πάρκο κι έπειτα ξανακοίταξε τον Τζίμι, κουνώντας νευρικά πάνω κάτω το μικρό του κεφάλι. «Ναι, ναι». «Αυτά τα κορίτσια είναι φίλες. Δε χρειάζεται να φανείς σκλη ρός μαζί τους, αλλά έχουμε ανάγκη αυτές τις πληροφορίες. Εντά ξει;» «Εντάξει», είπε ο Κέβιν, δίνοντας στον Τζίμι να καταλάβει ότι θα κρατούσε ήρεμο τον Βαλ. Χτύπησε τον μεγαλύτερο αδερφό του στην πλάτη. «Έλα, Βαλ, φύγαμε». Ο Τζίμι τους είδε να ανηφορίζουν την οδό Σίντνεϊ κι ένιωσε δί πλα του τον Τσακ, νευρικό, έτοιμο να σκοτώσει άνθρωπο. «Πώς τα πας;» «Α σ’ τα καλύτερα», είπε ο Τσακ. «Τέλος πάντων, καλά. Για σένα ανησυχώ».
«Μην ανησυχείς. Για την ώρα είμαι ήρεμος. Δεν έχω κι άλλη ε πιλογή. Ή μήπως έχω και δεν το ξέρω;» Ο Τσακ δεν απάντησε και ο Τζίμι κοίταξε στην άλλη πλευρά της Σίντνεϊ, πέρα από το αυτοκίνητο της κόρης του, και είδε τον Σον Ντιβάιν να βγαίνει από το πάρκο διασχίζοντας την έκταση με τα αγριόχορτα, με το βλέμμα του καρφωμένο στον Τζίμι. Ο Σον ήταν ψηλός και βάδιζε γρήγορα, αλλά παρ’ όλ’ αυτά ο Τζίμι μπο ρούσε να δει στο πρόσωπό του αυτό που πάντα μισούσε, την έκ φραση ενός τύπου που όλα σ ’ αυτό τον κόσμο δούλευαν για λογα ριασμό του, μια έκφραση που ο Σον φορούσε πάντα όλο καμάρι στο πρόσωπό του σαν σήμα μεγαλύτερο από αυτό που είχε καρφι τσωμένο στη ζώνη του, εκνευρίζοντας τους ανθρώπους ακόμη και εν αγνοία του. «Τζίμι», είπε ο Σον και κούνησε το χέρι του «Γεια σου, φίλε». «Γεια, Σον. Το έμαθα ότι ήσουν εδώ». «Από νωρίς το πρωί». Ο Σον γύρισε και κοίταξε πίσω του κι έ πειτα στράφηκε ξανά προς τον Τζίμι. «Δεν μπορώ να σου πω τί ποτε αυτή τη στιγμή, Τζίμι». «Εκει μεσα είναι;» Ο Τζιμι μπορούσε ν ακούσει ενα τρεμού λιασμα στην ίδια του τη φωνή. «Δεν ξέρω, Τζιμ. Δεν την έχουμε βρει ακόμα. Μόνο αυτό μπορώ να σου πω». «Ασε μας να μπούμε μέσα τότε», είπε ο Τσακ. «Μπορούμε κι ε μείς να βοηθήσουμε στην έρευνα. Στις ειδήσεις έχω δει ένα σωρό φορές απλούς πολίτες που ψάχνουν για χαμένα παιδιά και τέτοια». Ο Σον απάντησε χωρίς να πάρει το βλέμμα του από τον Τζίμι, λες και ο Τσακ δεν ήταν παρών. «Το πραγμα είναι λιγο πιο περί πλοκο, Τζίμι. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε την είσοδο εκεί μέσα σε μη εξουσιοδοτημένο προσωπικό μέχρι να ψάξουμε και την τε λευταία σπιθαμή του τόπου του συμβάντος». «Και ποιος είν’ αυτός;» «Για την ώρα, ολόκληρο το κωλοπάρκο. Ακούστε», είπε ο Σον χτυπώντας ενθαρρυντικά τον ώμο του Τζίμι, «βγήκα για να σας πω ότι για την ώρα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε. Λυπάμαι. Στ’ αλή θεια λυπάμαι. Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Αμέσως μόλις μάθουμε οτιδήποτε, Τζίμι, θα σ’ το πω αμέσως. Δε σου λέω μαλακίες». Ο Τζίμι έγνεψε και άγγιξε τον αγκώνα του Σον. «Μπορούμε να τα πούμε για λίγο οι δυο μας;» /
λ
f
f
ο
r
/ \
r
t
»-|->
%
/
r
t
r
·\ t
t
/
«Βέβαια». Άφησαν τον Τσακ Σάβατζ στο πεζοδρόμιο και πήγαν λίγα μέ τρα παρακάτω στο δρόμο. Ο Σον κάθισε στις φτέρνες του, προετοι μάζοντας τον εαυτό του για όσα περίμενε ν ’ ακούσει. Ο Τζίμι είδε ένα ζευγάρι μάτια να τον κοιτάζουν αυστηρά επαγγελματικά, χωρίς ίχνος οίκτου. «Αυτό είναι το αυτοκίνητο της κόρης μου», είπε ο Τζίμι. «Το ξέρω, θα ...» Ο Τζίμι σήκωσε το χέρι του. «Ακόυσες τι σου είπα, Σον; Αυτό είναι το αυτοκίνητο της κόρης μου. Υπάρχει αίμα εκεί μέσα. Δεν ήρθε για δουλειά το πρωί ούτε φάνηκε στην Πρώτη Μετάληψη της αδερφής της. Κανείς δεν την έχει δει από χτες το βράδυ. Εντάξει; Μιλάμε για την κόρη μου, Σον. Δεν έχεις παιδιά και γ ι’ αυτό δεν περιμένω να το καταλάβεις στο σύνολό του, αλλά, σκέψου το λιγά κι, φίλε. Μιλάμε για την κόρη μου». Τα μάτια μπάτσου του Σον παρέμεναν μάτια μπάτσου* ο Τζίμι δεν είχε καταφέρει να τα συγκινήσει στο ελάχιστο. «Τι θέλεις να σου πω, Τζίμι; Αν θες να μου πεις με ποιους βγήκε χτες το βράδυ, θα στείλω μερικούς αστυνομικούς να τους μιλή σουν. Αν είχε εχθρούς, θα τους στριμώξω. Θ έλεις...» «Εχουν φέρει σκυλιά, Σον. Σκυλιά για την κόρη μου. Σκυλιά και βατραχάνθρωπους». «Ναι, έτσι είναι. Και έχουμε φωνάξει εδώ τη μισή αστυνο μική δύναμη, Τζίμι. Τόσο της Πολιτειακής όσο και της Αστυνομίας της Βοστόνης. Συν δύο ελικόπτερα, συν δύο ταχύπλοα. Κι έχουμε σκοπό να τη βρούμε. Αλλά δεν υπάρχει τίποτε που να μπορείς να κανείς εσυ -τουλάχιστον οχι αυτή τη στιγμή, φιλε. Γιποτε. Είναι ξεκάθαρο αυτό;» Ο Τζίμι γύρισε και κοίταξε τον Τσακ που στεκόταν στο πεζο δρόμιο, με το βλέμμα στα αγριόχορτα έξω από το πάρκο και το σώμα του ελαφρά γερμένο προς τα εμπρός, λες και ήταν έτοιμος να πεταχτει εξω απο το ιοιο του το οερμα. «Γιατί στείλατε βατραχάνθρωπους να ψάξουν για την κόρη μου, Σον;» «Καλύπτουμε όλα τα ενδεχόμενα, Τζίμι. Έχουμε ένα υδάτινο σώμα και το ερευνούμε». «Είναι μέσα στο νερό;» «Είναι απλώς αγνοούμενη, Τζίμι. Τίποτε περισσότερο». f
>
r
t γ
Λ
*
f
r
/
t ο
*
r
tΛ
rn ^
ρ
^
Ο Τζίμι πήρε το βλέμμα του από πάνω του για μια στιγμή, νιώ θοντας το μυαλό του να μη δουλεύει και τόσο καλά, να γίνεται μαύρο και με κολλώδη υφή. Ή θελε να βρεθεί μες στο πάρκο. Ή θελε να πάρει το μονοπάτι του τζόκινγκ και να δει την Κέιτι να έρ χεται προς το μέρος του. Δεν μπορούσε να σκεφτεί. Έπρεπε να μπει εκεί μέσα. «Μήπως πας γυρεύοντας για έναν εφιάλτη δημοσίων σχέσεων;» ρώτησε ο Τζίμι. «Θέλεις να με συλλάβεις μαζί με όλους τους αδερ φούς Σάβατζ καθώς προσπαθούσαμε να μπούμε μέσα στο πάρκο και να ψάξουμε για την αγαπημένη μας;» Αμέσως μόλις σταμάτησε να μιλάει, ο Τζίμι κατάλαβε ότι η α πειλή του ήταν κούφια, ένα σωσίβιο για να αρπαχτεί, και δεν του άρεσε καθόλου που ο Σον το ήξερε κι αυτός. Ο Σον έγνεψε. «Δεν το θέλω, όχι. Πίστεψέ με. Αλλά, αν χρεια στεί, Τζίμι, ναι, θα το κάνω. Θα το κάνω, φίλε». Ο Σον άνοιξε ένα σημειωματάριο. «Άκου, πες μου με ποιους ήταν χτες το βράδυ, τι έκανε, κι εγώ ...» O Τζιμι ειχε ήοη αρχίσει να απομακρύνεται οταν το γουοκι τοκι του Σον έβγαλε έναν δυνατό και οξύ ήχο. Στράφηκε πίσω καθώς ο Σον το έφερε στα χείλη του και είπε: «Ακούω». «Κάτι βρήκαμε, ντετέκτιβ». «Πες το ξανά». Ο Τζίμι πλησίασε τον Σον κι άκουσε τη συναισθηματική φόρ τιση στη φωνή του συνομιλητή του στο γουόκι τόκι. «Είπα ότι βρήκαμε κάτι. Ο αρχιφύλακας Πάουερς είπε να έρ θετε εδώ ... χ μ ... όσο πιο γρήγορα γίνεται, ντετέκτιβ. Αυτή τη στιγ μή, αν είναι δυνατόν». «Πού βρίσκεστε;» «Στην οθόνη του ντράιβ-ιν, ντετέκτιβ. Κι αυτό που έχουμε μπροστά μας έχει τα χάλια του». rri^f
/
/ Ο
/
f
t
»
/
10 ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η
ΣΕΛΕΣΤ ΕΒΛΕΓΙΕ ΤΙΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ των δώδεκα από μια μικρή τηλεόραση πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Σιδέρωνε καθώς παρα κολουθούσε, έχοντας επίγνωση ότι αν την έβλεπε κάποιος θα την περνούσε για νοικοκυρά της δεκαετίας του ’50, που έκανε τις δου λειές του σπιτιού και μεγάλωνε το παιδί, ενώ ο σύζυγος είχε φύ γει για τη δουλειά κουβαλώντας το μεταλλικό κουτί με το κολατσιό του, ξέροντας ότι το απόγευμα, γυρίζοντας στο σπίτι, τον περί μενε ένα ποτό στο χέρι και το φαγητό έτοιμο στο τραπέζι. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Ο Ντέιβ, παρ’ όλα του τα λάθη, δεν είχε πρόβλημα με τις δουλειές του σπιτιού. Ξεσκόνιζε, έβαζε την ηλεκτρική σκούπα και έπλενε τα πιάτα, ενώ η Σελέστ προτι μούσε το πλύσιμο, το στέγνωμα, το δίπλωμα και το σιδέρωμα των ρούχων, την υγρή μυρωδιά του πλυμένου και τεζαρισμένου υφά σματος. Χρησιμοποιούσε ακόμη το σίδερο της μητέρας της, ένα κειμή λιο από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ή ταν βαρύ σαν τούβλο και σφύριζε αδιάκοπα, αφήνοντας απροειδοποίητα σύννεφα ατμού, όμως ήταν δυο φορές πιο λειτουργικό α π’ ό,τι αυτά τα σημερινά, που η Σελεστ τα είχε δοκιμάσει όλα αυτά τα χρόνια, παρασυρμένη από τις διαφημίσεις περί διαστημικής τεχνολογίας. Το σίδερο της
μητέρας της άφηνε τέτοια τσάκιση, που πάνω της μπορούσες να κόψεις ψωμί σε φέτες, και εξαφάνιζε τις χοντρές ζάρες των ρούχων ρ t r r r y f * με ενα απαλό πέρασμα, ενω με ενα πλαστικό σίδερο θα επρεπε να τις περάσει πάνω από δέκα φορές. Υπήρχαν φορές που η Σελέστ θύμωνε στη σκέψη ότι στις μέ ρες μας τα πάντα -τ α βίντεο, τα αυτοκίνητα, οι υπολογιστές, τα α σύρματα τηλέφωνα- ήταν προορισμένα να καταρρεύσουν σύντο μα, ενώ τα εργαλεία της εποχής του πατέρα της ήταν φτιαγμένα για να αντέξουν. Εκείνη και ο Ντέιβ χρησιμοποιούσαν ακόμα το σί δερο και το μπλέντερ της μητέρας της, και δίπλα στο κρεβάτι τους είχαν ακόμη το μεγάλο, κοντόχοντρο μαύρο τηλέφωνο με το κα ντράν. Επιπλέον, τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί είχαν πετάξει στα σκουπίδια αρκετές συσκευές που είχαν παραδώσει το πνεύμα πολύ νωρίτερα απ’ όσο θα περίμενε κανείς -τηλεοράσεις που οι λυχνίες τους καίγονταν, μια ηλεκτρική σκούπα που γέμιζε τον τόπο γαλαζιο καπνό, μια καφετιερα που εφτιαχνε ενα ζουμί λιγο πιο ζε στό από το χλιαρό νερό της βρύσης του μπάνιου. Ό λα αυτά είχαν καταλήξει στα σκουπίδια μαζί με πολλές άλλες συσκευές, επειδή σχεδόν στοίχιζε λιγότερο να αγοράσεις μια καινούρια παρά να επισκευασεις την παλια. Σχεδόν. Γιατι ετσι εδινες παντα κατι παρα πάνω για το τελευταίο μοντέλο, κάτι στο οποίο υπολόγιζαν και οι κατασκευαστές - γ ι’ αυτό ήταν σίγουρη. Μερικές φορές η Σελέστ προσπαθούσε συνειδητά να αποφύγει τη σκέψη ότι δεν ήταν μόνο τα αντικείμενα της ζωής αλλά και η ίδια της η ζωή που ήταν γρα φτό να μην έχει βάρος ή διάρκεια, αλλά ήταν προγραμματισμένη να γίνει κομμάτια με την πρώτη ευκαιρία, έτσι που ελάχιστα εξαρτήματά της θα μπορούσαν να ανακυκλωθούν για κάποιον άλλο, ενώ τα υπόλοιπα μέρη της θα εξαφανίζονταν. Σιδέρωνε, λοιπόν, και σκεφτόταν το ότι ήταν αναλώσιμη, όταν, δέκα λεπτά μετά την έναρξη των ειδήσεων, ο παρουσιαστής κοί ταξε με βλοσυρό ύφος την κάμερα και ανακοίνωσε ότι η αστυνο μία αναζητούσε το δράστη μιας βάρβαρης επίθεσης έξω από ένα συνοικιακό μπαρ. Η Σελέστ πλησίασε την τηλεόραση για να δυνα μώσει την ένταση, ενώ ο παρουσιαστής έλεγε: «Περισσότερα γ ι’ αυτό, μαζί με το δελτίο καιρού από τον Χάρβεϊ, αμέσως μετά τις διαφημίσεις». 'Γην επόμενη στιγμή η Σελέστ έβλεπε τα δάχτυλα με τα περιποιημένα νύχια μιας γυναίκας να τρίβουν ένα δίσκο φαγη τού που έμοιαζε βουτηγμένος σε λιωμένη καραμέλα, ενώ μια φωνή διαλαλούσε τα πλεονεκτήματα ενός νέου απορρυπαντικού πιάτων με βελτιωμένη σύνθεση, και η Σελέστ ήθελε να ουρλιάξει. Οι ει A
Λ ' ν’
*
'
t
α
/
*
c* f
Γ'
*
*
*
'Ο
Ϋ
*
*
Λ*
Κ
*
δήσεις ήταν σαν αυτές τις αναλώσιμες συσκευές -φτιαγμένες για να σε βάζουν στον πειρασμό και για να σε παρασέρνουν, φτιαγμέ νες για να σε κάνουν να πιστέψεις, χασκογελώντας με την ευπιστία σου παρ’ όλ’ αυτά, ότι θα εκπλήρωναν τις υποσχέσεις τους. Δυνάμωσε την ένταση της τηλεόρασης, αφού αντιστάθηκε στον πειρασμό να ξηλώσει το κουμπί από τη φτηνή συσκευή, και ξαναγύρισε στη σιδερώστρα. Εδώ και μισή ώρα ο Ντέιβ είχε πάει τον Μάικλ για να του αγοράσει επιγονατίδες και προστατευτική μάσκα του μπέιζμπολ και όταν, φεύγοντας, της είχε πει ότι θα φρόντιζε ν ’ ακούσει τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο η Σελέστ δεν είχε μπει στον κόπο να τον κοιτάξει για να δει αν της έλεγε ψέματα. Ο Μάικλ, μικροκαμωμένος και αδύνατος όπως ήταν, είχε αποδειχτεί προικισμέ νος κάτσερ, παιδί-θαύμα τον είχε αποκαλέσει ο προπονητής του, ο κύριος Έβανς, με ένα χερι-πύραυλο για παιδί της ηλικίας του. Η Σελέστ σκέφτηκε τα παιδιά που μεγαλώνοντας είχε γνωρίσει να παίζουν σ ’ αυτή τη θέση -συνήθω ς ήταν μεγαλόσωμα, με στραπατσαρισμένες μύτες και χωρίς μπροστινά δόντια- και είχε μιλήσει για τους φόβους της στον Ντέιβ. «Αγάπη μου, οι σημερινές μάσκες είναι σαν κλουβιά για καρχα ρίες. Αντέχουν και σε σύγκρουση με φορτηγό». Της είχε πάρει μια ολόκληρη μέρα για να το σκεφτεί και να γυ ρίσει στον Ντέιβ με τους όρους της. Ο Μάικλ δεν θα έπαιζε στη θέση του κάτσερ, ή σε οποιαδήποτε άλλη θέση στο μπέιζμπολ, αν δεν είχε τον κατάλληλο εξοπλισμό και, εδώ ήταν το ατού της, δεν θα έπαιζε ποτέ μα ποτέ του ράγκμπι. Ο Ντέιβ, που δεν ήταν ποτέ του ο ίδιος παίκτης του ράγκμπι, συμφώνησε ύστερα από μόνο δέκα λεπτά τυπικής διαφωνίας. Έτσι, τώρα είχαν βγει για να αγοράσει ο Ντέιβ τον κατάλληλο εξοπλισμό στον Μάικλ, ώστε να γίνει ίδιος με τον πατέρα του, και καθώς η Σελέστ κοιτούσε την τηλεόραση με το σίδερο στηριγμένο στη βάση του, λίγα εκατοστά πάνω από ένα βαμβακερό πουκάμι σο, ένα διαφημιστικό για σκυλοτροφή τελείωσε και οι ειδήσεις ξα νάρχισαν. «Χθες τη νύχτα στο Όλστον», είπε ο παρουσιαστής και η Σε λέστ ένιωσε την καρδιά της να φτεροκοπά στο στήθος της, «ένας δευτεροετής φοιτητής του κολεγίου της Βοστόνης δέχθηκε επί θεση από δύο άνδρες έξω από δημοφιλές νυχτερινό στέκι. Οι πλη ροφορίες λένε ότι το θύμα, ονόματι Κάρεί Γουίτακερ, χτυπήθηκε
/
r Λ
9
Λ
'
'
9
με σπασμένο μπουκάλι μπίρας και νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατασταση στο...» Και τότε κατάλαβε, νιώθοντας μικρές συμπαγείς μάζες υγρής άμμου μέσα στο στήθος της σαν ψιχάλες βροχής, ότι δεν υπήρχε περίπτωση ν ακούσει κατι σχετικό με την επίθεση ή τη δολοφονία κάποιου άντρα έξω από το Λαστ Ντροπ. Και μόλις άρχισε το δελ τίο καιρού, αναγγέλλοντας ότι ακολουθούν οι αθλητικές ειδήσεις, το ήξερε πέρα από κάθε αμφιβολία. Θα έπρεπε να τον είχαν βρει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αν είχε πεθάνει (θυμήθηκε τα λόγια του: «Μπορεί και να τον σκότωσα, μωρό μου»), οι δημοσιογράφοι θα το είχαν μάθει από τις πηγές τους στο Τμήμα, από το αστυνομικό δελτίο ή απλώς παρακολουθώντας τη συχνότητα των ασυρμάτων. Ίσω ς λοιπόν ο Ντέιβ είχε υπερεκτιμήσει τη βιαιότητα του ξε σπάσματος του πάνω στο ληστή. Ίσως ο ληστής -ή όποιος άλλος ή ταν- είχε συρθεί κάπου για να γλείψει τις πληγές του μόλις έφυγε ο Ντέιβ. Ίσω ς αυτά που είδε τη χτεσινή νύχτα να τα καταπίνει ο νεροχύτης δεν ήταν κομμάτια μυαλού. Από πού προερχόταν όμως f rr ολο αυτο το αιμα; Πως ήταν όυνατον κάποιος να χάσει ολο αυτο το αίμα από το κεφάλι του και να επιζήσει, πόσο μάλλον να φύγει περπατώντας;... Μόλις σιδέρωσε και το τελευταίο παντελόνι και τακτοποίησε όλα τα ρούχα στην ντουλάπα του Μάικλ και στη δική τους, επέ στρεψε στην κουζίνα και στάθηκε στο κέντρο της, χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Η τηλεόραση έδειχνε γκολφ- οι μαλακοί γδούποι της μπάλας και τα στεγνά, άφωνα χειροκροτήματα που θύμιζαν κακαρίσματα γαλήνευαν μέσα στην ψυχή της ένα συναίσθημα που την έτρωγε όλο το πρωί. Δεν είχε άμεση σχέση με τα προβλήματά της με τον Ντέιβ και τα κενά στην ιστορία του, ωστόσο είχε να κάνει κάτι και μ’ αυτό, με τη χτεσινή νύχτα και τον τρόπο που εμφανί στηκε στην πόρτα του μπάνιου γεμάτος αίμα που μούσκευε το πα ντελόνι του, έσταζε στα πλακάκια, άφριζε πάνω στην πληγή του και ρόδιζε καθώς το κατάπινε ο σωλήνας του νεροχύτη. Ο νεροχύτης. Αυτό ήταν. Να τι είχε ξεχάσει. Χτες τη νύχτα είχε πει στον Ντέιβ ότι θα έπλενε με χλωρίνη το εσωτερικό του σω λήνα στο νεροχύτη, για να εξαφανίσει και τα τελευταία αποδει κτικά στοιχεία. Πήγε αμέσως εκεί, γονάτισε στο πάτωμα της κου ζίνας και άνοιξε το ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη, βλέποντας τις λ
προμήθειες της σε απορρυπαντικά και το σωρό με τα κουρέλια, ώ σπου διέκρινε το γαλλικό κλειδί στο πίσω μέρος. Απλωσε το χέρι της προσπαθώντας να αγνοήσει τη φοβία της ότι κάτω α π ’ τα παλιά κουρέλια κρυβόταν πάντα ένας αρουραίος που οσμιζόταν τη μυρω διά της σάρκας της, σηκώνοντας το μουσούδι του και κουνώντας σπασμωδικά τα μουστάκια το υ... Αρπαξε σβέλτα το γαλλικό κλειδί κι έπειτα ανασκάλεψε μ ’ αυτό ία κουρέλια, καθώς και τα κουτιά των απορρυπαντικών, για σιγου ριά, καταλαβαίνοντας το παράλογο του φόβου της, αλλά παρ’ όλ’ αυτά αποφασισμένη να το κάνει - γ ι ’ αυτό τις έλεγαν φοβίες στο κάτω κάτω. Δεν άντεχε να χώνει το χέρι της σε χαμηλά, σκοτεινά σημεία. Η Ρόζμαρι φοβόταν τα ασανσέρ. Ο πατέρας της ήταν υψοφοβικός. Τον Ντέιβ τον έλουζε κρύος ιδρώτας όποτε έπρεπε να κατέβει στο κελάρι. Έβαλε έναν κουβά κάτω' από το σωλήνα του νεροχύτη για να μαζέψει τα νερά που θα έτρεχαν. Ξάπλωσε ανάσκελα και, απλώνο ντας τα χέρια της, χαλάρωσε το επιστόμιο με το κλειδί κι έπειτα το έστριψε ώσπου ξεβιδώθηκε, ενώ μαζί μ ’ αυτό πετάχτηκε και νερό, που έπεσε παφλάζοντας στον πλαστικό κουβά. Για μια στιγμή φο βήθηκε ότι ο κουβάς θα ξεχείλιζε, αλλά πολύ γρήγορα η ροή ελατ τώθηκε και είδε μια σκούρα τούφα μαλλιών και μικρά σπυριά κα λαμποκιού να πέφτουν μαζί με τις τελευταίες σταγόνες. Σειρά είχε το περικόχλιο που ήταν κοντά στον πίσω τοίχο του ντουλαπιού, κι αυτό της πήρε λίγη ώρα, καθώς το παξιμάδι δεν έλεγε να χαλαρώ σει και η Σελέστ έφτασε να σπρώχνει με το πόδι της τη βάση του ντουλαπιού και ταυτόχρονα να τραβάει προς το μέρος της το γαλ λικό κλειδί τόσο δυνατά, που φοβήθηκε πως ένα από τα δύο θα έ σπαγε. Και τότε, το παξιμάδι σάλεψε ένα κλάσμα του χιλιοστού στριγκλίζοντας, και η Σελέστ άλλαξε θέση στο γαλλικό κλειδί και τράβηξε ξανά, και το παξιμάδι γύρισε τώρα δυο φορές περισσό τερο απ’ ό,τι προηγουμένως, προβάλλοντάς της ωστόσο σθεναρή αντίσταση ακόμη. Αίγα λεπτά αργότερα, είχε μπροστά της, σε κομμάτια στο πάτω μα, ολόκληρο το σωλήνα του νεροχύτη. Τα μαλλιά και η μπλούζα της ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, αλλά αισθανόταν μια αίσθηση εκπλήρωσης κάποιου σκοπού που άγγιζε το θρίαμβο, λες και τα είχε βάλει με γυμνά χέρια με κάτι ατίθασο και αναμφίβολα αρσε νικό, και είχε νικήσει. Στο σωρό με τα κουρέλια βρήκε μια παλιά
μπλούζα του Μάικλ και την έστριψε ώσπου να χωράει μέσα στο ικανοποιημένη είδε ότι δεν περιείχε πια τίπυτ’ άλλο εκτός από πα λιά σκουριά, κι έπειτα έβαλε την μπλούζα σε μια μικρή πλαστική τσάντα παντοπωλείου. Πήρε το σωλήνα και ένα μπουκάλι απορρυ παντικό, βγήκε στην πίσω αυλή και καθάρισε το εσωτερικό του, α φήνοντας τα απόνερα να χύνονται από το άλλο άκρο στο στεγνό, ξεραμένο χώμα της γλάστρας ενός φυτού που είχε πεθάνει το πε ρασμένο καλοκαίρι και περίμενε όλο το χειμώνα στη βεράντα τη μέρα που θα αποφάσιζαν να το πετάξουν. Όταν τελείωσε, προσάρμοσε στη θέση του το σωλήνα, βρίσκο ντας πολύ πιο εύκολο το να τον βάλει πίσω απ’ ό,τι το να τον λύσει, και ξανατοποθέτησε το επιστόμιο. Βρήκε την κόκκινη πλαστική σακούλα με τα ρούχα του Ντέιβ από την προηγούμενη νύχτα και έ βαλε μέσα της την τσάντα με το κουρελιασμένο τι-σερτ του Μάικλ, έχυσε το περιεχόμενο του πλαστικού κουβά μέσα από ένα σουρω τήρι στην τουαλέτα, σκούπισε το σουρωτήρι με μια χαρτοπετσέτα και πέταξε την πετσέτα στη σακούλα μαζί με όλα τα υπόλοιπα. Πάνε, λοιπόν, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία. Ή , τουλάχιστον, αυτά για τα οποία μπορούσε να κάνει κάτι ε κείνη. Αν ο Ντέιβ της είχε πει ψέματα -για το μαχαίρι, για τα αποτυπώματά του, για τυχόν μάρτυρες σ ’ αυτό το... έγκλημα; Αυτοά μυνα; Τι ήταν ά ρ α γε;...- τότε σ ’ αυτό δεν μπορούσε να τον βοη θήσει. Όμως είχε ανταποκριθεί στην πρόκληση εδώ, μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Είχε δεχτεί όλα όσα είχαν πέσει στους ώμους της από τη στιγμή που εκείνος γύρισε σπίτι το προηγούμενο βράδυ, και τα είχε αντιμετωπίσει. Τα είχε κατακτήσει. Αισθάνθηκε ξανά τον ίλιγr t f Λ rγ r r rγ γο, ενιωσε πιο γερή, ευαίσθητη και αξια απο ποτε και ήξερε με μια ξαφνική, αναζωογονητική βεβαιότητα ότι ήταν ακόμα νέα και δυ νατή, και σίγουρα δεν ήταν τοστιέρα για πέταμα ή σπασμένη ηλε κτρική σκούπα. Είχε δει και τους δυο γονείς της να πεθαίνουν, είχε ζήσει χρονιές οικονομικών κρίσεων και τον πανικό από την πνευ/ 9 9 9ψ 9 O f / Ο* μονιά του γιου της οταν ήταν εξι μηνών, και δεν ειχε χάσει τη δύ ναμή της, είχε μονάχα γίνει λιγάκι πιο βαριά, είν’ η αλήθεια, αλλά αυτό θα άλλαζε τώρα που είχε θυμηθεί ποια ήταν πραγματικά. Και ήταν -πέρα από κάθε αμφιβολία- μια γυναίκα που δεν λύγιζε μπροστά στις μάχες, αλλά ορμούσε σ ’ αυτές χωρίς δισταγμό, και έ λεγε, Ωραία, λοιπόν, ας έρθει κι αυτό. Ας έρθει και το χειρότερο.
Θ ’ αντέξω. Κάθε φορά, θ’ αντέχω. Δεν θα μαραθώ, δεν θα πεθάνω. Το νου σου, λοιπόν. Σήκωσε την πράσινη σακούλα των σκουπιδιών από το πάτωμα και την έστριψε με τα χέρια της, μέχρι που έμοιαζε με κοκαλιάρικο λαιμό γέρου ανθρώπου, κι έπειτα έδεσε έναν κόμπο στην κορυφή 9 9 της. Για μια στιγμή σταματησε και σκεφτηκε οτι ήταν παραξενο που της θύμισε λαιμό γέρου. Πώς το σκέφτηκε; Και πρόσεξε ότι η οθόνη της τηλεόρασης δεν έδειχνε τίποτα. Τη μια στιγμή ο Τάιγκερ Γουντς παραμόνευε πίσω από τα δέντρα, την επόμενη η οθόνη είχε μαυρίσει. Επειτα εμφανίστηκε μια λευκή γραμμή και η Σελεστ ήξερε οτι, άπαξ και είχε καεί η λυχνία κι αυτής της τηλεόρασης, θα την πετούσε στα σκουπίδια. Θα την πετούσε αυτή τη στιγμή, χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες. Αλλά η λευκή γραμμή έδωσε τη θέση της σε ένα στούντιο ει δήσεων και η παρουσιάστρια, με ύφος προβληματισμένο και τα ραγμένο, είπε: «Διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για να σας μετα φέρουμε μια έκτακτη είδηση. Η Βάλερι Κοράπι βρίσκεται αυτή τη στιγμή στον τόπο του συμβάντος, έξω από το πάρκο Πενιτένσιαρι στο Ανατολικό Μπάκιγχαμ, όπου βρίσκεται σε εξέλιξη εκτεταμένη έρευνα της αστυνομίας για τον εντοπισμό αγνοούμενης γυναίκας. Βάλερι;» Η Σελέστ παρακολουθούσε καθώς η εικόνα του στούντιο έδινε με τη σειρά της τη θέση της σε μια λήψη από ελικόπτερο -μ ια α ποσπασματική εναέρια άποψη της οδού Σίντνεϊ, του πάρκου Πενιτένσιαρι και ολόκληρου στρατού από αστυνομικούς συγκεντρωμέ νους στην είσοδό του. Είδε δεκάδες μικροσκοπικές σιλουέτες, που από μακριά θύμιζαν μαύρα μυρμήγκια, να περιφέρονται στο πάρ κο, και στο κανάλι πλοιάρια της αστυνομίας να επιπλέουν. Είδε μια γραμμή από μυρμηγκόμορφες σιλουέτες να κινείται αργά προς το αλσύλλιο γύρω από την οθόνη του παλιού ντράιβ-ιν. Ξαφνικά το ελικόπτερο παρασύρθηκε από τον αέρα, η κάμερα άλλαξε γωνία και για μια στιγμή η Σελέστ έβλεπε την έκταση στην άλλη όχθη του καναλιού, τη λεωφόρο Σόματ και το βιομηχανικό πάρκο. «Βρισκόμαστε στο Ανατολικό Μπάκιγχαμ, όπου η αστυνομία διεξάγει από το πρωί εκτεταμένη έρευνα για τον εντοπισμό αγνο ούμενης γυναίκας, η οποία συνεχίζεται μέχρι τώρα, τις πρώτες α πογευματινές ώρες. Ανεπίσημες πηγές δήλωσαν στο Νιουζ Φορ ότι στο εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο της γυναίκας βρέθηκαν εν γ —ι
/■■■■>
9
9
9
/
9
9
Λ
r
*
f
Υ
ν»
*
δείξεις που παραπέμπουν σε δολοφονία. Αυτό είναι, Βιρτζίνια, δεν ξέρω αν μπορείτε να το δείτε ακόμη...» Η κάμερα στο ελικόπτερο εγκατέλειψε το βιομηχανικό πάρκο του Σόματ και με μια άγαρμπη στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών εστιασε σε ενα σκούρο μπλε αυτοκίνητο με την πόρτα του οδηγού ανοιχτή πάνω στην οδό Σίντνεϊ, που έδειχνε θλιμμένο και έρημο σαν σκυλί καθώς οι αστυνομικοί το έδεναν στο γερανό. «Ναι», συνέχισε η ρεπόρτερ, «αυτό που βλέπετε τώρα είναι σύμφωνα με πληροφορίες το αυτοκίνητο της αγνοούμενης γυναί κας. Η αστυνομία το βρήκε σήμερα το πρωί και αμέσως ξεκίνησε η έρευνα. Βέβαια, για την ώρα, Βιρτζίνια, κανείς δεν μπορεί να ε πιβεβαιώσει το όνομα της αγνοούμενης γυναίκας ή τους λόγους που δικαιολογούν αυτή τη μάλλον ισχυρή -ό π ω ς είμαι σίγουρη ότι μπορείτε να διαπιστώσετε και μόνοι σ α ς- αστυνομική παρου σία. Ωστόσο, πηγές του Νιουζ Φορ επιβεβαίωσαν ότι η έρευνα επι κεντρώνεται γύρω από την οθόνη του παλιού ντράιβ-ιν, όπου βρί σκεται και το τοπικό θερινό θέατρο. Αλλά το δράμα που παίζεται σήμερα μπροστά στα μάτια μας δεν είναι ψεύτικο. Είναι αληθινό. Βιρτζίνια;» Η Σελέστ προσπαθούσε να αποσαφηνίσει αυτό που μόλις της είχαν πει. Δεν ήταν σίγουρη αν ειχε μάθει κατι περισσότερό απο το ότι η αστυνομία είχε επιδράμει στη γειτονιά λες και ήθελε να την καταλάβει. Η παρουσιάστρια έδειχνε κι αυτή λίγο μπερδεμένη, λες και κάποιος της μιλούσε από το κοντρόλ ρουμ του σταθμού σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε. «Θα σας κρατάμε ενήμερους για τις εξελίξεις... καθώς θα τρέχει το ρεπορτάζ. Τώρα, επιστρέφουμε στο πρόγραμμά μας», είπε. Η Σελέστ άλλαξε κανάλι κάμποσες φορές, αλλά κανένας άλλος σταθμός δεν φαινόταν να καλύπτει ακόμη το θέμα, γ ι’ αυτό επέ στρεψε στο Νιουζ Φορ χωρίς να χαμηλώσει την ένταση. Στο Φλατς κάποιος ήταν αγνοούμενος. Το αυτοκίνητο μιας γυ ναίκας είχε βρεθεί εγκαταλελειμμένο στην οδό Σίντνεϊ. Όμως η α στυνομία δεν θα εξαπέλυε αυτή τη γιγαντιαία επιχείρηση -κα ι ήταν πράγματι γιγαντιαία, εκεί κάτω στη Σίντνεϊ είχε δει άντρες τόσο της Αστυνομίας της Βοστόνης όσο και της Πολιτειακής-, εκτός κι αν οι ενδείξεις οδηγούσαν μακρύτερα από την εξαφάνιση μιας γυ ναίκας. Πρέπει να υπήρχε κάτι σ ’ αυτό το αυτοκίνητο, κάτι που να υποδήλωνε χρήση βίας. Τι είχε πει γ ι’ αυτό η ρεπόρτερ; f
/
t
χ
·
t
t
Λ
f
t
t
* f\
r
/
t
Ενδείξεις που παραπέμπουν σε δολοφονία. Αυτό είχε πει. Αίμα, ήταν σίγουρη. Θα πρέπει να βρήκαν αίμα. Αποδεικτικό στοιχείο. Κοίταξε τη στριμμένη τσάντα που κρατούσε και σκέ φτηκε: Ντέιβ.
11 ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΡΟΧΗ
0 ΤΖΙΜΙ ΣΤΑΘΗΚΕ πίσω από την απαγορευτική κίτρινη ταινία μαζί με τους υπόλοιπους πολίτες, απέναντι από μια χαλαρή παράγ r t r * f ταξη αστυνομικών, ενω ο Σον εφευγε προς τα αγριοχορτα, χωρίς να κοιτάξει πίσω του ούτε μία φορά. «Κύριε Μάρκους», είπε ένας πολιτειακός αστυνομικός, ο Τζέφερτς, «να σας φέρω έναν καφέ; Τι θέλετε;» Ο αστυνομικός κοι τούσε το μέτωπο του Τζίμι και ο Τζίμι αισθάνθηκε κάποια περι φρόνηση μαζί με οίκτο στο αδιάφορο βλέμμα και στον τρόπο που ο αστυνομικός έξυνε την κοιλιά του με τον αντίχειρά του. Ο Σον τους είχε συστήσει λέγοντας στον Τζίμι ότι ήταν ο αστυφύλακας Τζέφερτς, καλός άνθρωπος, και λέγοντας στον Τζέφερτς ότι ο Τζίμι ήταν ο πατέρας της γυναίκας στην οποία ανήκε το εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο. Δώστε του ό,τι χρειαστεί και φέρτε τον σε επαφή με τον Τάλμποτ όταν έρθει. Και ο Τζίμι φαντάστηκε ότι ο Τάλμποτ θα ήταν κανένας ψυχίατρος με σήμα της αστυνομίας ή κάποιος ξε μαλλιάρης κοινωνικός λειτουργός με ένα σωρό φοιτητικά δάνεια στην πλάτη του κι ένα αυτοκίνητο που μύριζε χάμπουργκερ απ’ το Μπέργκερ Κινγκ. Αγνόησε την προσφορά του Τζέφερτς και διέσχισε το δρόμο, πηγαίνοντας στον Τσακ Σάβατζ. c -«
«Τι τρέχει, Τζιμ;» Ο Τζίμι κούνησε το κεφάλι του, απολύτως σίγουρος ότι, αν επι χειρούσε να εκφράσει τα συναισθήματά του με λέξεις, θα ξερνούσε πάνω του και πάνω στον Τσακ. «Εχεις κινητό;» «Ναι, βέβαια». Ο Τσακ έψαξε τις τσέπες του αντιανεμικού μπου φάν του. Έβαλε το τηλέφωνο στην ανοιχτή παλάμη του Τζίμι κι ο Τζίμι πήρε τις Πληροφορίες, άκουσε μια ηχογραφημένη φωνή που τον ρωτούσε την πόλη και την Πολιτεία απ' όπου τηλεφωνούσε και δίστασε για μια στιγμή προτού απαντήσει στον τηλεφωνητή, ενώ φα νταζόταν τις λέξεις του να ταξιδεύουν μέσα σε ατελείωτα μίλια χάλ κινου καλωδίου προτού πέσουν στο στρόβιλο της ψυχής ενός υπολο γιστή μυθικών διαστάσεων με κόκκινα φωτάκια αντί για μάτια. «Ποιο είναι το όνομα του συνδρομητή;» ρώτησε ο υπολογιστής. «Τσακ I. Τσιζ». Ο Τζίμι αισθάνθηκε ένα ξαφνικό κύμα πικρού τρόμου επειδή πρόφερε ένα τόσο γελοίο όνομα δημόσια, λίγα μέ τρα από το άδειο αυτοκίνητο της κόρης του. Ήθελε να βάλει το τη λεφωνο αναμεσα στα δόντια του, να το δαγκώσει και να το ακούσει να σπάει. Μόλις έμαθε τον αριθμό και σχημάτισε το νούμερο, αναγκά στηκε να περιμένει μέχρι να φωνάξουν την Αναμπεθ από τα μεγάφω να. Όποιος είχε απαντήσει στο τηλέφωνο δεν τον είχε βάλει στην α ναμονή, απλώς είχε ακουμπήσει το τηλέφωνο πάνω στον πάγκο και ο Τζίμι άκουγε τώρα τη μεταλλική αντήχηση του ονόματος της γυ ναίκας του: «Η Αναμπεθ Μάρκους παρακαλείται να έρθει στη ρεσε ψιόν. Αναμπεθ Μάρκους». Στ’ αυτιά του Τζίμι έφταναν τα κουδου νίσματα της ταμειακής μηχανής και η φασαρία από ογδόντα με ενε νήντα πιτσιρίκια που έτρεχαν πέρα δώθε σαν μανιακά, τραβώντας το ένα τα μαλλιά του άλλου και ουρλιάζοντας, μαζί με φωνές ενηλίκων που προσπαθούσαν να ακουστούν πάνω από το πανδαιμόνιο, και έ πειτα άκουσε ξανά το όνομα της γυναίκας του να αντηχεί. Ο Τζίμι τη φαντάστηκε να σηκώνει το βλέμμα της ακούγοντας τον ήχο, μπερ δεμένη και κουρασμένη, με την ταξιαρχία της Πρώτης Μετάληψης από την εκκλησία της Αγίας Καικιλίας γύρω της να δίνει μάχες για ένα κομμάτι πίτσα. Τότε άκουσε τη φωνή της, πνιχτή και γεμάτη περιέργεια: «Εμένα φωνάξατε;» Για μια στιγμή, ο Τζίμι ήθελε να κλείσει το τηλέφωνο. Τι να της πει; Τι νόημα ειχε το τηλεφώνημα, τη στιγμή που οεν ειχε στα χέρια Λ f
ψ
r p
t
O '
t
C
t
9
r
t
ο
t
r
του συγκεκριμένα γεγονότα, παρά μόνο τους φόβους της τρελής του φαντασίας; Δεν θα ήταν καλύτερα ν’ αφήσει και τη γυναίκα του και τα κορίτσια για λίγο ακόμα στη γαλήνια άγνοιά τους; Αλλά ήξερε ότι αρκετοί άνθρωποι είχαν πληγωθεί σήμερα έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, και σίγουρα η Αναμπεθ θα πληγωνόταν αν την άφηνε στην αγνοια οσο εκείνος οδυροταν στην οοο Σιντνεϊ δίπλα στο αυτοκίνητο της Κέιτι. Θα θυμόταν πάντα αυτές τις στιγμές μακαριότητας με τα κορίτσια σαν κάτι αδικαιολόγητο -ή , α κόμα χειρότερα, σαν προσβολή, σαν ψεύτικη υπόσχεση. Και θα μι σούσε τον Τζίμι γ ι’ αυτό. Ακουσε ξανα την πνιχτή φωνη της, «Αυτο;» και επειτα το συρσιμο του τηλεφώνου πάνω στον πάγκο καθώς εκείνη το σήκωνε: «Ε μπρός;» «Μωρό μου», κατάφερε να πει ο Τζίμι προτού αναγκαστεί να βή ξει για να καθαρίσει το λαιμό του. «Τζίμι;» Η φωνή της ακούστηκε διαπεραστική. «Πού είσαι;» «Είμαι... άκου... είμαι στην οδό Σίντνεϊ». «Τι τρέχει;» «Βρήκαν το αυτοκίνητό της, Αναμπεθ». «Ποιανής βρήκαν το αυτοκίνητο;» «Της Κέιτι». «Ποιοι, η αστυνομία; Αυτοί το βρήκαν;» «Ναι. Είναι... αγνοούμενη. Κάπου στο πάρκο Πεν». «Ιησού Χριστέ. Όχι, δεν είναι δυνατόν, όχι, όχι, Τζίμι». Ο Τζίμι αισθάνθηκε να γεμίζει τώρα από τον τρόμο, τη δυσοίωνη βεβαιότητα, τις φρικτές σκέψεις που κρατούσε κλειδωμένες σε κά ποιο κρυφό ράφι του μυαλού του. «Δεν ξέρουμε τίποτε ακόμα. Αλλά το αυτοκίνητό της ήταν εδώ όλη νύχτα και οι μπάτσοι...» «Θεέ μου, Τζίμι!» «...ψάχνουν στο πάρκο να τη βρουν. Στρατός ολόκληρος. Ο πότε...» «Εσυ που είσαι τωρα;» «Είμαι στη Σίντνεϊ. Ά κου...» «Εκει εξω στο δρομο, γαμωτο; Γιατί δεν είσαι μεσα στο πάρκο;» «Δε μ ’ αφήνουν να μπω». «Ποιοι είναι αυτοί που δε σ ’ αφήνουν; Μήπως είναι και δική τους κόρη;» «Όχι, άκου...» /
fA
/
l·*
Γ’
■—ι
»
*
t
/ γ
'
f
»
*
'
t
ο
A
t
/
C* '
*
f
/
r*
t
/
τ —\
r
c*
/
ν* *
fr
«Μπες μέσα. Θεέ μου. Μπορεί να είναι πληγωμένη. Να έχει πέ σει κάπου, να κρυώνει και να είναι πληγωμένη». «Το ξέρω, αλλά...» «Έρχομαι αμέσως». «Εντάξει». «Μπες μέσα, Τζίμι. Για όνομα του Θεού, τα ’χεις χάσει;» Και έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Τζίμι έδωσε τη συσκευή πίσω στον Τσακ, αναγνωρίζοντας ότι η Αναμπεθ είχε δίκιο. Είχε τόσο απόλυτο δίκιο, που ο Τζίμι πονούσε στη σκέψη ότι σ ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό του για την αδυναμία του αυτά τα τελευταία σαράντα πέντε λεπτά της ζωής του και θα τα σκεφτόταν προσπαθώντας να ξεφύγει από την ντροπή μέσα στο μυαλό του. Πότε άλλοτε είχε γίνει αυτό το πράγμα -ένα ς άντρας που έλεγε, «Μάλιστα, κύριε, όχι, κύριε, έχετε δίκιο, κύριε», στους μπάτσους τη στιγμή που η πρωτότοκη κόρη του είχε εξαφανιστεί; Πότε άλλοτε είχε συμβεί αυτό; Πότε άλλοτε είχε σταθεί μπροστά από κάποιον πάγκο, ανταλλάσσοντας τον ανδρισμό του με τον τίτλο του «νομοταγούς πολίτη»; Γύρισε και κοίταξε τον Τσακ. «Έχεις ακόμα εκείνους τους κόφτες στο πορτμπαγκάζ, κάτω από τη ρεζέρβα;» Ο Τσακ πήρε μια έκφραση λες και τον είχαν πιάσει στα πράσα. «Κάπως πρέπει να ζήσουμε κι εμείς, Τζιμ». «Πού ’ναι τ’ αμάξι σου;» «Λίγο πιο πάνω, στη γωνία με την Ντόους». Ο Τζίμι ξεκίνησε και ο Τσακ άρχισε να τρέχει πίσω του. «Θα μπουκάρουμε κόβοντας τα σύρματα;» Ο Τζίμι κούνησε το κεφάλι του και τάχυνε το βήμα του.
ΟΤΑΝ Ο ΣΟΝ ΕΦΤΑΣΕ εκεί όπου το μονοπάτι του τζόκινγκ έκανε κύκλο γύρω από το φράχτη της αποθήκης του κήπου, έγνεψε σε με ρικούς αστυνομικούς που έψαχναν για ίχνη στα λουλούδια και στο χώμα και μπόρεσε να διακρίνει μια έντονη προσμονή στα περισσότερα πρόσωπα -κατι που του ελεγε οτι είχαν ήόη μάθει τα νεα. Στην ατμόσφαιρα του πάρκου κυριαρχούσε μια αίσθηση που την είχε ξα νανιώσει σε πολλούς τόπους εγκλημάτων όλα αυτά τα χρόνια, μια αίσθηση που εμπεριείχε ένα είδος μοιρολατρίας, μια πικρή αποδοχή του χαμού κάποιου άλλου. r ί\ r r r i t t t Γνώριζαν καθώς έμπαιναν στο πάρκο οτι ήταν νεκρή, ομως ο Σον r
/
ν '
fΛ
/
r n
/
ήξερε καλά ότι ένα απειροελάχιστο κομμάτι μέσα τους αρνιόταν να το παραδεχτεί. Αυτό έκανες -έφτανες επιτόπου γνωρίζοντας την α λήθεια και έπειτα περνούσες όσο περισσότερο χρόνο μπορούσες με την ελπίδα ότι έκανες λάθος. Πέρυσι ο Σον είχε αναλάβει μια υπό θεση κατά την οποία ένα ζευγάρι ανέφερε ότι το μωρό του είχε εξα φανιστεί. Οι δημοσιογράφοι έσπευσαν κατά αγέλες επειδή οι γονείς ήταν λευκοί και καθωσπρέπει, αλλά ο Σον και όλοι οι υπόλοιποι αστυνομικοι ήξεραν οτι η ιστορία του ζευγαριου ήταν παραμύθι, ή ξεραν ότι το παιδί ήταν νεκρό ακόμα και όταν παρηγορούσαν τα δυο καθάρματα, διαβεβαιώνοντάς τους ότι κατά πάσα πιθανότητα το μωρό τους ήταν μια χαρά, ακόμα και όταν έκαναν άσκοπες προ σαγωγές ύποπτων εγχρώμων που κάποιοι τούς είχαν δει στην περι οχή το ίδιο πρωί, μόνο και μόνο για να ανακαλύψουν το μωρό το ίδιο βράδυ μέσα σε μια σακούλα ηλεκτρικής σκούπας, παραχωμένο *
9 %*
t
f
ν
t
r
* A
/
ο Σον ειχε δει ενα νεοσύλλεκτο αστυνομικο να κλαίει- ο πιτσιρίκας στηριζόταν πάνω στο περιπολικό του και έτρεμε σύγκορμος, αλλά οι υπόλοιποι αστυνομικοί έδειχναν θυμωμένοι μα καθόλου έκπληκτοι, σαν να είχαν περάσει τη νύχτα βλέποντας για μια φορά ακόμα το ίδιο σκατένιο όνειρο. Αυτό κουβαλούσες μαζί σου στο σπίτι, στα μπαρ και στις ιματι οθήκες των αστυνομικών τμημάτων ή διευθύνσεων: την εξοργιστική παραδοχή ότι οι άνθρωποι δεν άξιζαν δεκάρα, ότι ήταν βλάκες, μι κρόψυχοι και κακοί, πολλές φορές με τρόπο δολοφονικό, ότι κάθε φορά που άνοιγαν το στόμα τους έλεγαν ψέματα και όταν εξαφανί ζονταν χωρίς προφανή λόγο της προκοπής συνήθως βρίσκονταν νε κροί. .. ή κάτι πολύ χειρότερο. Και, πιο συχνά, το χειρότερο απ’ όλα δεν ήταν τα θύματα -στο t Ρ * Λ/ tf Γ κατω κατω της γραφής, τα θύματα ήταν νέκρα και δεν μπορούσαν να πονέσουν άλλο. Το χειρότερο ήταν εκείνοι που τους αγαπούσαν και έμεναν πίσω. Συχνά γίνονταν ζωντανοί-νεκροί, παραπαίοντας σε κατάσταση σοκ, με την καρδιά τους ρημαγμένη ανάμεσα στα χα λάσματα της ζωής τους, μη έχοντας πια μέσα τους άλλο τίποτε από όργανα και αίμα, απροσπέλαστοι στον πόνο, χωρίς κάποιο άλλο μάθημα απο τη ζωή έκτος απο το οτι, που και που, τα χειρότερα γίνο νταν πραγματικότητα. Όπως ο Τζίμι Μάρκους. Ο Σον δεν ήξερε πώς στην ευχή θα μπο ρούσε να κοιτάξει αυτό τον τύπο στα μάτια και να του πει, Ναι, εί ναι νεκρή. Η κόρη σου είναι νεκρή, Τζίμι. Κάποιος την έστειλε στον /\
*
y
r
r
t
t
/
ρ
*
I
/ Λλ
/
r n y· r
r
r r*
*
r
* V *
αλλο κοσμο. Στον Τζιμι, που ειχε ήδη χάσει μια συζυγο. Ει, που να σ ’ τα λέω, Τζίμι, ο Θεός λέει ότι του χρωστάς άλλο ένα σημάδι. Έχει έρθει για την είσπραξη. Ας ελπίσουμε ότι έχει κάτι στο μυαλό του. Τα ξαναλέμε. Ο Σον διέσχισε τη μικρή σανιδένια γέφυρα και ακολούθησε το μονοπάτι που οδηγούσε στην κυκλική συστάδα των δέντρων που στέκονταν απέναντι από την οθόνη του παλιού ντράιβ-ιν σαν θεα τές παγανιστικής τελετής. Όλοι βρίσκονταν στα σκαλιά που οδηγού σαν σε μια πόρτα στο πλάι της οθόνης. Ο Σον είδε την Κάρεν Χιουζ να τραβάει φωτογραφίες, τον Γουάιτι Πάουερς σκυμμένο πάνω στο κούφωμα της πόρτας να κοιτάζει μέσα και να κρατάει σημειώσεις, το βοηθό ιατροδικαστή γονατιστό δίπλα στην Κάρεν Χιουζ, μια ο λόκληρη διμοιρία από ένστολους άντρες της Πολιτειακής και της Α στυνομίας της Βοστόνης να συνωστίζονται πίσω τους, τον Κόνολι και τον Σόουζα να εξετάζουν κάτι στα σκαλοπάτια και τους γαλο νάδες -τον Φρανκ Κράουζερ της Αστυνομίας της Βοστόνης, και δι οικητή του Σον, και τον Μάρτιν Φριλ της Πολιτειακής Αστυνομίαςνα στέκονται λίγο πιο πέρα, στη σκηνή που υπήρχε μπροστά στην ο θόνη, και να μιλούν από πολύ κοντά, με σκυμμένα τα κεφάλια. Αν ο βοηθός ιατροδικαστής αποφάσιζε ότι είχε πεθάνει εδώ στο πάρκο, η υπόθεση ενέπιπτε στη δικαιοδοσία της Πολιτειακής Αστυ νομίας και θα την αναλάμβαναν ο Σον και ο Γουάιτι. Αρα θα ήταν δουλειά του Σον να το πει στον Τζίμι. Θα ήταν δουλειά του Σον να μάθει τις λεπτομέρειες της ζωής του θύματος και να του γίνουν εμ μονές. Ήταν δουλειά του Σον να ασχοληθεί με την υπόθεση και να δώσει σε όλους την ψευδαίσθηση, τουλάχιστον, ότι είχε κλείσει. Παρ’ όλ’ αυτά, η Αστυνομία της Βοστόνης μπορούσε να διεκδικήσει την υπόθεση. Και ήταν θέμα του Φριλ να τους την παραχωρή σει, μια και το πάρκο βρισκόταν περικυκλωμένο από την περιοχή ε λέγχου της αστυνομίας και η πρώτη απόπειρα κατά της ζωής του θύ ματος είχε διαπραχθεί εντός των ορίων δικαιοδοσίας της Αστυνομίας της Βοστόνης. Κάτι τέτοιο θα τραβούσε την προσοχή της κοινής γνώμης -ο Σον ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Η δολοφονία είχε γίνει μέσα σε ένα πάρκο της πόλης, το θύμα είχε βρεθεί κοντά ή μέσα σε μια περιοχή που εξελισσόταν ραγδαία σε ορόσημο της τοπικής και ποπ κουλτούρας. Δεν υπήρχε εμφανές κίνητρο. Ούτε δολοφόνος, εκτός κι αν είχε πέσει ξερός δίπλα στην Κέιτι Μάρκους, πράγμα μάλλον αμφίβολο, αλλιώς ο Σον θα το είχε μάθει. Αν το σκεφτείς, η υπόθεση ήταν κομμένη και ραμμένη για τα μέσα ενημέρωσης, εφόσον άλλω
στε τα δύο τελευταία χρόνια δεν είχαν συμβεί ανάλογα περιστατικά. Προτιμούσε να μην το σκέφτεται. Τα σάλια των δημοσιογράφων θα γέμιζαν το Πεν Τσάνελ. Ο Σον απευχόταν μια τέτοια εξέλιξη, παρ’ όλο που, κρίνοντας από την προηγούμενη εμπειρία του, δεν θα μπορούσε να την απο φύγει. Κατηφόρισε με προσοχή την πλαγιά που οδηγούσε στη βάση της οθόνης του ντράιβ-ιν, με το βλέμμα του καρφωμένο στον Κράουζερ και στον Φριλ, προσπαθώντας να μαντέψει την απόφαση από τις πιο ανεπαίσθητες κινήσεις των κεφαλιών τους. Αν η Κέιτι Μάρ κους βρισκόταν εκεί κάτω -κ α ι ο Σον δεν αμφέβαλλε πια-, το Φλατς θα τιναζόταν στον αέρα. Ασε τον Τζίμι· το πιθανότερο ήταν ότι μέ χρι τότε θα είχε πέσει σε κατατονία. Όμως οι αδερφοί Σάβατζ; Στο Τμήμα Οργανωμένου Εγκλήματος είχαν για τον καθένα απ’ αυτούς τους τρελούς φακέλους πάχους τηλεφωνικού καταλόγου. Και αυτά, μόνο από τα πάρε δώσε τους με την Πολιτειακή Αστυνομία. Ο Σον ήξερε τύπους στην Αστυνομία της Βοστόνης που έλεγαν ότι σαββα τόβραδο χωρίς έναν από δαύτους στο κρατητήριο ήταν σαν έκλειψη ηλίου -ο ι υπόλοιποι αστυνομικοί κατέβαιναν να το δουν με τα μάτια τους για να το πιστέψουν. Στη σκηνή μπροστά στην οθόνη, ο Κράουζερ έγνεψε μια φορά και ο Φριλ έστρεψε το κεφάλι του ώσπου το βλέμμα του να συναντησει αυτο του Σον -κ ι εκείνος κατάλαβε οτι, απο εκείνη τη στιγμή, η υπόθεση ανήκε σ ’ αυτόν και στον Γουάιτι. Ο Σον είδε λίγο αίμα πάνω σε μερικά φύλλα κοντά στη βάση της οθόνης κι έπειτα άλλο λίγο στα σκαλιά που οδηγούσαν στην πόρτα. Ο Κόνολι και ο Σόουζα σήκωσαν το βλέμμα τους από το αίμα στα σκαλιά, έγνεψαν σκυθρωποί στον Σον και ξανάρχισαν να εξε τάζουν τις χαραμάδες των σκαλοπατιών. Η Κάρεν Χιουζ σηκώθηκε όρθια και ο Σον άκουσε το βουητό της φωτογραφικής της μηχανής καθώς πάτησε ένα κουμπί και το φιλμ τυλίχτηκε στο καρούλι του. Έψαξε στην τσάντα της για καινούριο και άνοιξε την πλάτη της μη χανής της, ενώ ο Σον παρατήρησε ότι τα ανοιχτόξανθα μαλλιά της είχαν αρχίσει να σκουραίνουν στο μέτωπο και στους κροτάφους. Ε κείνη του πέταξε ένα ανέκφραστο βλέμμα, έριξε το χρησιμοποιη μένο φιλμ στην τσάντα της κι έβαλε το καινούριο στη μηχανή. Ο Γουάιτι είχε γονατίσει δίπλα στο βοηθό ιατροδικαστή και ο Σον τον άκουσε να λέει, «Τι;» με έναν οξύ ψίθυρο. «Αυτό που σου είπα». «Είσαι σίγουρος, έτσι;» t
9
r
t
τ -«
r
*
*
C\
r
*
*
f
9
9
■ — «
«Οχι εκατό τοις εκατό, αλλά προς τα εκεί κλίνω». «Σκατά!» 0 Γουάιτι κοίταξε πίσω του καθώς πλησίαζε ο Σον και, αφού κούνησε το κεφάλι του, έκανε ένα νεύμα με τον αντίχειρα προς το βοηθό ιατροδικαστή. Το οπτικό πεδίο του Σον διευρύνθηκε καθώς σκαρφάλωσε πίσω τους κι εκείνοι χαμήλωσαν τους ώμους τους για να κοιτάξει κάτω, στο άνοιγμα της πόρτας, και να δει το σώμα που βρισκόταν στριμωγμένο εκεί. Η απόσταση ανάμεσα στους δύο τοίχους δεν ήταν με γαλύτερη από ένα μέτρο και το πτώμα ήταν πεσμένο με την πλάτη στον αριστερό τοίχο και το πόδι του να σπρώχνει δυνατά τον δεξιό, έτσι που η πρώτη εντύπωση του Σον ήταν ενός εμβρύου σε οθόνη υπερηχογράφου. Το αριστερό της πόδι ήταν γυμνό και λασπωμένο. Το απομειναρι της καλτσας της κρεμόταν γυρω απο τον αστραγαλο της, ζαρωμένο και ξεσκισμένο. Στο δεξί της πόδι φορούσε ένα απλό παπούτσι με επίπεδη σόλα, καλυμμένο από ξεραμένη λάσπη. Εξακο λουθούσε να το φοράει, παρ’ όλο που το άλλο είχε χαθεί στον κήπο. Ο δολοφόνος της πρέπει να την ακολουθούσε διαρκώς από πολύ κο ντά. Κι όμως, εκείνη είχε έρθει εδώ για να κρυφτεί. Για μια στιγμή λοιπόν θα πρέπει να του είχε ξεγλιστρήσει, πράγμα που σήμαινε ότι κάτι τον είχε καθυστερήσει. «Σόουζα», φώναξε. «Μάλιστα». «Φέρε μερικούς αστυφύλακες να ψάξουν το μονοπάτι μέχρι εδώ. Ψάξτε στους θάμνους και γύρω από τους θάμνους για σκισμένα ρού χα, γδαρμένο δέρμα, οτιδήποτε». «Έχουμε ήδη έναν τύπο που φτιάχνει καλούπια από τα ίχνη». «Δε φτάνει. Χρειαζόμαστε κι άλλους. Θα το αναλάβεις;» «Θα το αναλάβω». Ο Σον κοίταξε ξανά το σώμα της νεκρής κοπέλας. Φορούσε σκούρο παντελόνι από μαλακό ύφασμα και μπλε μπλούζα με ανοι χτή λαιμόκοψη. Η ζακέτα της ήταν κόκκινη και σκισμένη, και ο Σον υπολόγισε ότι ήταν ρούχα του σαββατόβραδου, πολύ καλά για καθη μερινά μιας κοπέλας από το Φλατς. Είχε βγει· είχε πάει κάπου για να περάσει όμορφα, ίσως σε κάποιο ραντεβού. Και, κάπως, είχε καταλήξει χωμένη σε αυτόν εδώ τον στενό διά δρομο, κι αυτοί οι μουχλιασμένοι τοίχοι ήταν το τελευταίο πράγμα που είδε, ίσως το τελευταίο πράγμα που μύρισε. Ή ταν λες και είχε έρθει εδώ για να γλιτώσει από μια κόκκινη βροχή: Η νεροποντή υπήρχε ακόμα στα μαλλιά και στα μάγουλά της, Π Ρ
f
* Λ
*
είχε πιτσιλίσει τα ρούχα της με υγρές κλωστές. Τα γόνατά της πίεζαν το στήθος της, ο δεξιός της αγκώνας ήταν στηριγμένος στο δεξί της γόνατο και η γροθιά της ήταν σφιγμένη δίπλα στο αυτί της, με τρόπο που θύμισε ξανά στον Σον περισσότερο παιδί παρά γυναίκα, που είχε κουλουριαστεί προσπαθώντας να ξεφύγει από έναν φρικιαστικό ήχο. Σταματα, σταματα, σταματα, φαινόταν να λεει η στάση του σώματος της. Σταμάτα, σε παρακαλώ. Ο Γουάιτι παραμέρισε και ο Σον κάθισε στις φτέρνες του ακρι βώς μπροστά στο άνοιγμα της πόρτας. Παρά το αίμα που είχε επάνω r Ar 1# » / Ρ / r λ του το σωμα και λίμναζε γυρω του, παρα τη μυρωδιά της μούχλας που κυριαρχούσε τριγύρω στο τσιμέντο, ο Σον μπορούσε να μυρίσει ένα ίχνος από το άρωμά της, ελαφρά γλυκερό, ελαφρά αισθησιακό, έναν ανεπαίσθητο υπαινιγμό που τον έκανε να σκεφτεί εφηβικά ρα ντεβού και σκοτεινά αμάξια, πανικόβλητα δάχτυλα που ψαχουλεύ ουν κάτω από το ύφασμα και ηλεκτρισμένη αφή της σάρκας. Κάτω από την κόκκινη βροχή, ο Σον μπορούσε να δει μερικές μελανιές στον καρπό, στο βραχίονα και στους αστραγάλους της, και κατάλαβε ότι σ ’ αυτά τα σημεία την είχαν χτυπήσει με κάτι. «Τη χτύπησε;» είπε ο Σον. «Έτσι φαίνεται. Βλέπεις το αίμα στην κορυφή του κεφαλιού της; Προέρχεται από συντριπτικό τραύμα του κρανίου. Ο τύπος μάλλον έσπασε αυτό με το οποίο τη χτυπούσε, τόσο δυνατά ήταν τα χτυπή ματα». Στοιβαγμένες πέρα από την κοπέλα, μπλοκάροντας τον στενό δι άδρομο πίσω από την οθόνη, υπήρχαν ξύλινες παλέτες και αντικεί μενα που θύμιζαν σκηνικά -ξύλινες γαλέρες, τρούλοι καθεδρικών ναών και ένα τοξωτό κομμάτι ξύλο που έμοιαζε με βενετσιάνικη γόνδολα. Δεν θα μπορούσε να κινηθεί. Από τη στιγμή που μπήκε εδώ μέσα, είχε φρακάρει. Αν αυτός που την κυνηγούσε την έβρισκε εδώ, τότε εκείνη θα πέθαινε. Και την είχε βρει. Είχε ανοίξει την πόρτα κι εκείνη είχε κουλουριαστεί ακόμα πιο σφιχτά, προσπαθώντας να προφυλάξει το σώμα της με κάτι τόσο λίγο σθεναρό όπως οι γοφοί της. Ο Σον τέντωσε το λαιμό του και κοίταξε προσεκτικά τις σφιγμένες της γροθιές, το πρόσωπό της. Ήταν κι αυτό πιτσιλισμένο με αίμα και τα μάτια της είχαν κλείσει τόσο σφιχτά όσο και η γροθιά της, σε μια προσπάθεια να τα διώξει όλα μακριά με μια ευχή, με βλέφαρα σφαλισμένα, πρώτα από φόβο και τώρα εξαιτίας της νεκρικής ακαμψίας. «Αυτή είναι;» ρώτησε ο Γ ουάιτι Πάουερς. f
r
r
r
r
r
«Ε;» «Η Κάθριν Μάρκους», είπε ο Γ ουάιτι. «Αυτή είναι;» «Ναι», είπε ο Σον. Είχε μια μικρή ουλή που χάραζε απαλά τη δε ξιά πλευρά του πιγουνιού της, δυσδιάκριτη πια και σβησμένη από το χρόνο, αλλά την πρόσεχες επάνω της όταν την έβλεπες στο δρόμο, τοσο άσπιλη ήταν. Το πρόσωπό της ήταν μια αψεγαδιαστη αναμνηση της σκοτεινής, αδρής ομορφιάς της μητέρας της, σε συνδυα σμό με την κάπως πιο ατίθαση ομορφιά του πατέρα της, τα ανοιχτόχρωμα μάτια και μαλλιά του. «Είσαι σίγουρος εκατό τοις εκατό;» ρώτησε ο βοηθός ιατροδικα στής. «Ενενήντα εννέα», είπε ο Σον. «Θα φέρουμε τον πατέρα στο νε κροτομείο για αναγνώριση. Όμως, ναι, νομίζω ότι αυτή είναι». «Βλέπεις το πίσω μέρος του κεφαλιού της;» Ο Γουάιτι έσκυψε /
/
Λ
f
rp
r
r
/
/ r%
/
Ο Σον κοίταξε εκεί με προσοχή και είδε ότι ένα μικρό κομμάτι απο το κατω μέρος του κρανίου της ελειπε και ο αυχένας της ειχε σκουρύνει από το αίμα. «Θες να πεις ότι την πυροβόλησαν;» Κοίταξε τον ιατροδικαστή. Εκείνος συμφώνησε γνέφοντας. «Μου φαίνεται σαν τραύμα από σφαίρα». Ο Σον σηκώθηκε και βγήκε από το πεδίο δράσης του αρώματος της, του αίματος, του μουχλιασμένου τσιμέντου και του νοτισμένου ξύλου. Για μια στιγμή μόνο, ευχήθηκε να μπορούσε να τραβήξει τη σφιγμένη γροθιά της Κέιτι Μάρκους από το αυτί της, και όλες αυτές οι μελανιές που έβλεπε μαζί μ ’ αυτές που θα έβρισκε σίγουρα κάτω από τα ρούχα της να εξαχνώνονταν, η κόκκινη βροχή να εξατμιζό ταν από το σώμα και τα μαλλιά της και να σηκωνόταν από τούτο τον ταφο ανοιγοκλεινοντας τα νυσταγμένα ματια της, λιγο πιασμένη μόνο από τον άβολο ύπνο. Στα δεξιά του άκουσε φασαρία, πολλούς ανθρώπους να φωνά ζουν ταυτόχρονα, δυνατά ποδοβολητά και τα σκυλιά της αστυνομίας να γρυλίζουν και να γαβγίζουν σαν λυσσασμένα. Γυρίζοντας, είδε τον Τζίμι Μάρκους και τον Τσακ Σάβατζ να ορμάνε μέσα από τα δέ ντρα στην άλλη άκρη του αλσυλλίου, εκεί όπου τα φυτά ήταν περι ποιημένα και η γη πρασίνιζε κατηφορίζοντας ήπια προς την οθόνη, το μέρος όπου τα καλοκαίρια οι άνθρωποι άπλωναν τις κουβέρτες τους και κάθονταν στο γρασίδι για να δουν τις θεατρικές παραστά σεις. ψ
*
»
t
t
Λ
'
t
y
t
/
*
*
Λ'
'
rp
λ
t
/
r
Λ
r
c+ r
y
/
r
Τουλάχιστον οχτω αστυνομικοί με στολή και δυο με πολίτικα ετρεξαν να προϋπαντήσουν τον Τζίμι και τον Τσακ, και ο Τσακ έπεσε κάτω εξαρχής, αλλά ο Τζίμι ήταν σβέλτος και ξέφευγε από τις λαβές τους. Κατάφερε να ξεγλιστρήσει μέσα από την παράταξη των αστυ νομικών με μια σειρά από γρήγορα, φαινομενικά παράλογα πηδήμα τα, που άφηναν τους διώκτες τους ν’ αγκαλιάζουν το κενό, και αν δεν είχε παραπατήσει κατηφορίζοντας στην πλαγιά θα είχε φτάσει στην οθόνη χωρίς κανείς να τον εμποδίσει εκτός από τον Κράουζερ και τον Φριλ. Όμως παραπάτησε όταν το πόδι του γλίστρησε στο υγρό γρασίδι και το βλέμμα του συνάντησε το βλέμμα του Σον καθώς έπεφτε με την κοιλιά και το πιγούνι του χτυπούσε στο χώμα. Ένας νεαρός αστυνομικος με τετράγωνο κεφάλι και νεανικό σφιχτοόεμενο σωμα προσγειώθηκε πάνω στον Τζίμι σαν να ήταν έλκηθρο και οι δυο τους κατρακύλησαν για μερικά ακόμη μέτρα στην πλαγιά. Ο αστυνομιr * y t r y t κος εφερε το οεξι χερι του Τζιμι πισω απο την πλάτη του και πηγε να βγάλει τις χειροπέδες του. Ο Σον βγήκε γρήγορα στη σκηνή και φώναξε: «Έι! Έι! Είναι ο πατέρας. Μονάχα κράτησέ τον εκεί». Ό νεαρός αστυνομικός γύρισε και τον κοίταξε τσατισμένος και καταλασπωμένος. «Μονάχα κρατήστε τους εκεί», είπε ο Σον. «Και τους δυο τους». Γύρισε ξανά προς την οθόνη και τότε ο Τζίμι φώναξε το όνομά του με βραχνή φωνή, λες και τα ουρλιαχτά μέσα στο μυαλό του εί χαν βρει το δρόμο τους για τις φωνητικές του χορδές, γδύνοντάς τες: «Σον!» Ό Σον σταμάτησε κι ένιωσε επάνω του το βλέμμα του Φριλ. «Κοίτα με, Σον». Ό Σον γύρισε και είδε το σώμα του Τζίμι να σχηματίζει καμπύλη κάτω από το βάρος του νεαρού αστυνομικού. Στο πιγούνι του υ πήρχε ένας σκούρος λεκές από χώμα, απ’ όπου κρέμονταν μουστά κια από γρασίδι. «Τη βρήκατε; Αυτή είναι;» ούρλιαξε ο Τζίμι. «Αυτή είναι;» Ο Σον παρέμεινε ακίνητος, με το βλέμμα του καρφωμένο στα μάτια του Τζίμι, μέχρι που το ταραγμένο βλέμμα του Τζίμι είδε αυτό 9 9 *y » 9 που ειχε δει ο Σον πριν απο λιγο, οτι ολα είχαν τελειώσει, οτι οι χει ρότεροι φόβοι είχαν γίνει πραγματικότητα. Ό Τζίμι άρχισε να ουρλιάζει και από το στόμα του πετάχτηκαν σάλια. Αλλος ένας αστυνομικός κατηφόρισε την πλαγιά για να βο /
*
9
/
'
C*
τ -»
9
9
Γ*
9
9
9
9
ηθήσει αυτόν που είχε πέσει πάνω στον Τζίμι, και ο Σον γύρισε απ’ 9 Λ Λ Λ 9 *τ ι / λ την άλλη. Το ουρλιαχτο του Τζιμι εσκισε τον αερα, μια μπασα, λαρυγγικη κραυγή, χωρίς κατι οςυ η διαπεραστικό, σαν το πρώτο στά διο της αναμέτρησης ενός ζώου με τη θλίψη. Όλα αυτά τα χρόνια, ο Σον είχε ακούσει πολλούς γονείς θυμάτων να ουρλιάζουν. Υπήρχε πάντα ένας θρηνώδης χαρακτήρας, μια ικεσία προς το Θεό ή ένας λόγος για να επιστρέψει ο αγαπημένος τους, να τους πει ότι ήταν όλα ένα όνειρο. Αλλά το ουρλιαχτό του Τζίμι δεν έκρυβε κάτι τέτοιο, αλλα μονο αγαπη και οργη, σε ισες ποσοτητες, που έδιωξαν τα πουλιά από τα δέντρα αντηχώντας παντού στο Πεν Τσάνελ. Ο Σον κατέβηκε ξανά τις σκάλες και κοίταξε την Κέιτι Μάρκους. Ό Κόνολι, το νεότερο μέλος της μονάδας του, ήρθε και στάθηκε δί πλα του και για λίγο κοιτούσαν και οι δυο αμίλητοι, ενώ το ουρλια χτό του Τζίμι Μάρκους γινόταν όλο και πιο δυνατό, βραχνό και τρα χύ, λες και σε κάθε ανάσα του ρουφούσε γυαλιά. Ό Σον κοίταξε την Κέιτι, μέσα στην κόκκινη πλημμύρα, με τη σφιγμένη της γροθιά στο πλάι του κεφαλιού της, κι έπειτα τα ξύλινα σκηνικά πίσω από το σώμα της που την εμπόδισαν να φτάσει στην άλλη πλευρά. Στα δεξιά τους, ο Τζίμι εξακολουθούσε να ουρλιάζει καθώς τον ανέβαζαν στην πλαγιά και ένα ελικόπτερο έκοβε σε φέτες τον αέρα πάνω από το αλσύλλιο, ενώ επιχειρούσε ένα δύσκολο πέρασμα, με τον κινητήρα του να μουγκρίζει, φτάνοντας μέχρι την όχθη και γυ ρίζοντας πίσω, και ο Σον υπέθεσε ότι θα ήταν κάποιου καναλιού της τηλεόρασης. Ο ήχος του ήταν λιγότερο βαρύς από των ελικοπτέρων της αστυνομίας. «Έχεις ξαναδεί τέτοιο πράγμα;» είπε ο Κόνολι με το πλάι των χειλιών του. Ο Σον ανασήκωσε τους ώμους του. Δεν είχε και τόση σημασία. Κάποτε έφτανες σ ’ ένα σημείο όπου σταματούσες να συγκρίνεις. «Εννοώ, αυτό το πράγμα είναι...» Ο Κόνολι πετούσε σάλια, προ σπαθώντας να βρει τις λέξεις. «Είναι...» Απέστρεψε το βλέμμα του από το πτώμα, με μάτια γουρλωμένα από την απίστευτη σπατάλη που έβλεπαν, και φάνηκε να προσπαθεί να ξαναμιλήσει. Έπειτα έκλεισε το στόμα του και έπαψε να προσπαθεί να του βρει ένα όνομα. y r
/
Λ Α /
/
t
/
/
Ψ
γ
f
»
/
*
e
Ο
t
*
t
f
9 ^
*
Υ
12 ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΣΟΥ
Ο ΣΟΝ ΣΤΗΡΙΧΤΗΚΕ πάνω στη σκηνή, μπροστά από την οθόνη του ντράιβ-ιν, μαζί με το αφεντικό του, τον ντετέκτιβ υπαστυνόμο Μάρτιν Φριλ, και παρακολουθούσαν τον Γουάιτι Πάουερς να κα θοδηγεί το βαν της ιατροδικαστικής υπηρεσίας που κατηφόριζε την πλαγιά προς το άνοιγμα της πόρτας όπου είχε βρεθεί το πτώμα της Κέιτι Μάρκους. Ο Γουάιτι βάδιζε προς τα πίσω. έχοντας τα χέρια του στον αέρα και τινάζοντάς τα δεξιά ή αριστερά, μαζί με απότο μα, σφυριχτά παραγγέλματα που ξέφευγαν από τα κάτω δόντια του σαν γαβγίσματα κουταβιού. Το βλέμμα του πηγαινοερχόταν στην απαγορευτική ταινία που υπήρχε δεξιά και αριστερά του στους τροχούς του φορτηγού κι από εκεί στα νευρικά μάτια του οδηγού στον πλαϊνό καθρέφτη, λες και τον δοκίμαζαν για μια θέση σε εται ρεία μετακομίσεων και ήθελε να είναι σίγουρος ότι τα χοντρά λά στιχα δεν θα ξέφευγαν ούτε χιλιοστό από το σημείο όπου τα ήθελε. «Λίγο ακόμα. Κράτα το ίσια. Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα. Σωστός». Όταν το βαν είχε έρθει εκεί όπου το ήθελε, έκανε ένα βήμα στο πλάι και χτύπησε με την παλάμη του την πίσω πόρτα. «Καλά είσαι». Ο Γουάιτι άνοιξε διάπλατα την πίσω πόρτα, ώστε τα φύλλα της να εμποδίζουν το θέαμα του χώρου πίσω από την οθόνη και ο Σον 9 σκεφτηκε οτι οεν του ειχε περάσει απο το μυαλό να κρεμάσει προt
^
Ο
*
r
Λ
/
/
στατευτικα παραπετασματα γυρω απο το άνοιγμά της πόρτας οπου είχε πεθάνει η Κέιτι Μάρκους» και θύμισε στον εαυτό του ότι ο Γουάιτι είχε περάσει πολύ περισσότερες ώρες σε τόπους συμβά ντων α π ’ όσες ο ίδιος. Ο Γουάιτι ήταν παλιά καραβάνα όταν ακόμα ο Σον προσπαθούσε να βάλει χέρι στα κοριτσάκια στους χορούς του γυμνασίου και να μη σπάει τα σπυράκια του. Οι δύο υπάλληλοι της ιατροδικαστικής υπηρεσίας είχαν σχεδόν βγει από το αυτοκίνητο όταν ο Γ ουάιτι τους φώναξε: «Δεν πρόκει ται να τα καταφέρετε έτσι, παιδιά. Πρέπει να ’ρθετε από πίσω». Έκλεισαν τις πόρτες τους κι εξαφανίστηκαν πίσω από την καρότσα του βαν για να ανασύρουν το πτώμα και ο Σον ένιωσε κάτι αμετάκλητο στην εξαφάνισή τους, μια βεβαιότητα ότι τώρα έπρεπε να ασχοληθεί εκείνος με την υπόθεση. Οι υπόλοιποι αστυνομικοί και οι ομάδες των τεχνικών και των δημοσιογράφων που πετούσαν με τα ελικόπτερά τους πάνω τους ή βρίσκονταν πίσω από τις απα γορευτικές ταινίες που κύκλωναν το πάρκο θα έβρισκαν κάποια στιγμή σύντομα κάτι άλλο να ασχοληθούν, όμως αυτός μαζί με τον Γουάιτι θα σήκωναν μόνοι το μεγαλύτερο βάρος του θανάτου της Κέιτι Μάρκους, θα συμπλήρωναν τις αναφορές, θα προετοίμαζαν τις ένορκες καταθέσεις, θα δούλευαν πάνω στο θάνατό της πολύ καιρό αφότου οι περισσότεροι απ’ όσους βρίσκονταν εδώ θα ασχο λούνταν με κάτι άλλο -τροχαία ατυχήματα, κλοπές, αυτοκτονίες σε δωμάτια με ατμόσφαιρα βαριά από τον ανακυκλωμένο αέρα και τα ξέχειλα σταχτοδοχεία. Ο Μάρτιν Φριλ ανέβηκε στη σκηνή και κάθισε εκεί, με τα κο ντά του πόδια να αιωρούνται πάνω από το χείλος της. Για να έρθει εδώ είχε διακόψει ένα παιχνίδι γκολφ στο Τζορτζ Ράιτ λίγο πριν από το τέλος του, και κάτω από το γαλάζιο πόλο μπλουζάκι του και το χακί παντελόνι του μύριζε αντηλιακό. Χτύπησε τα τακούνια του στο πλάι της σκηνής και ο Σον ένκοσε έναν υπαινιγμό ηθικής μομ φής στον τόνο της φωνής του. «Έχεις δουλέψει ξανά με τον αρχιφύλακα Πάουερς, αν δεν κάνω λάθος». «Μάλιστα», είπε ο Σον. «Είχες κάποιο πρόβλημα;» «Οχι». Ο Σον είδε τον Γουάιτι να παίρνει παράμερα έναν πολιτειακο αστυνομικο με στολή και να του δείχνει προς το αλσυλλιο »
/
Λ '
^
^Λ ^
πίσω από την οθόνη του ντράιβ-ιν. «Δουλέψαμε μαζί πέρυσι, στην υπόθεση της δολοφονίας της Ελίζαμπεθ Πίτεκ». «Της γυναίκας που είχε απαγορευτεί στον άντρα της να την πλησιάζει;» είπε ο Φριλ. «Αυτός που είχε πει κάτι σχετικό με κά ποια έγγραφα;» «Ειπε: Τα έγγραφα διαφεντεύουν τη ζωή της αλλα οχι απαραί τητα και τη δική μου”». «Εφαγε είκοσι χρόνια, έτσι;» «Ναι, είκοσι χρόνια κάθειρξη». Ο Σον ευχόταν να της είχε δώ σει κάποιος ένα πιο ισχυρό έγγραφο. Το παιδί της μεγάλωνε τώρα σε ορφανοτροφείο, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί, σε ποιον στο διάβολο ανήκε τώρα. Ο αστυνομικός απομακρύνθηκε από τον Γουάιτι, πήρε μαζί του μερικούς ακόμη ένστολους και όλοι μαζί κατευθύνθηκαν προς τα δέντρα. «Εχω ακούσει ότι πίνει», είπε ο Φριλ και, σηκώνοντας το ένα του πόδι πάνω στη σκηνή, έφερε το γόνατο στο στήθος του. «Δεν το έχω δει να συμβαίνει σε ώρα υπηρεσίας, κύριε», είπε ο 9 Σον, ενω αναρωτιόταν ποιος βρισκόταν υπο επιτήρηση στα ματια του Φριλ - ο ίδιος, άραγε, ή ο Γουάιτι; Είδε τον Γουάιτι να σκύβει και να περιεργάζεται το γρασίδι κοντά στον πίσω τροχό του βαν, σηκώνοντας το σορτς του λες και φορούσε κοστούμι Μπρουκς Μπράδερς. «Ο συνεργάτης σου βρίσκεται σε άδεια λόγω αυτής της δήθεν αναπηρίας, έπαθε κάτι στη μέση του και τώρα αναρρώνει κάνοντας τζετ-σκι και αλεξίπτωτο στη Φλόριντα, απ’ ό,τι μαθαίνω», είπε ο Φριλ. «Ο Πάουερς ζήτησε να δουλέψει μαζί σου όταν θα γυρνούσες. Τώρα γύρισες. Θα έχουμε άλλα τέτοια περιστατικά σαν το τε λευταίο;» Ο Σον περίμενε κατσάδα, ειδικά από τον Φριλ, φρόντισε λοιπόν να δώσει έναν τόνο συντριβής στη φωνή του. «Όχι, κύριε. Ή ταν α πλώς μια παροδική απώλεια σύνεσης». «Όχι μόνο μία», είπε ο Φριλ. «Μάλιστα, κύριε». «Η προσωπική σου ζωή είναι ένα μάτσο χάλια, ντετέκτιβ, κι αυτό είναι το πρόβλημα. Μην την αφήσεις να επηρεάσει τη δου λειά σου». Ο Σον κοίταξε τον Φριλ και είδε στα μάτια του μια λάμψη φορτισμένου ηλεκτρόδιου που είχε ξαναδεί, μια λάμψη που ■ — *r
4£^Γ*
*
Ο
t
Υ
'
r\
r
9
r
\
f
\
*
*
*
σήμαινε ότι ο Φριλ βρισκόταν σε ένα σημείο στο οποίο δεν μπο ρούσες να διαφωνήσεις μαζί του. Ο Σον έγνεψε άλλη μια φορά, καταπίνοντας την παρατήρηση. Ο Φριλ του χαμογέλασε ψυχρά και παρακολούθησε το ελικό πτερο ενός σταθμού να διαγράφει κύκλο πάνω από την οθόνη, πετώντας πιο χαμηλά από το προσυμφωνημένο ύψος, και το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση λες και ήταν έτοιμος να δώσει σε κάποιον τα παπούτσια στο χέρι πριν από το δειλινό. «Γνωρίζεις την οικογένεια, έτσι;» είπε ο Φριλ, ακολουθώντας με το βλέμμα του την τροχιά του ελικοπτέρου. «Μεγάλωσες εδώ». «Μεγάλωσα στο Πόιντ». «Δηλαδή εδώ». «Εδώ είναι το Φλατς. Υπάρχει κάποια διαφορά, κύριε». Ο Φριλ έκανε μια χειρονομία, σαν να ήθελε να δώσει ένα τέλος στη διχογνωμία. «Τέλος πάντων. Μεγάλωσες εδώ. Ή σουν ένας από τους πρώτους που έφτασαν στον τόπο του συμβάντος και γνωρίζεις την οικογένεια». Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του. «Κάνω λάθος;» «Σχετικά με τι;» «Σχετικά με την ικανότητά σου να χειριστείς την υπόθεση». Χαμογέλασε στον Σον με το χαμόγελο ενός προπονητή της καλο καιρινής ομάδας σόφτμπολ. «Είσαι ένας από τους πιο έξυπνους άντρες μου, σωστά; Εξέτισες την ποινή σου, είσαι άραγε έτοιμος τώρα να ξαναμπείς στο παιχνίδι;» «Μ άλιστα, κύριε», είπε ο Σον. Πάω στοίχημα, κύριε, ότι θα κάνω ό,τι χρειάζεται για να μη χάσω αυτή τη δουλειά, κύριε. Κοίταξαν και οι δύο το βαν, καθώς από το εσωτερικό του ακού στηκε ένας γδούπος και το αμάξωμά του βυθίστηκε πάνω στους τροχούς. Το αμάξωμα επέστρεψε στη θέση του και ο Φριλ είπε: «Εχεις προσέξει ότι πάντα τούς πετάνε;» Έ τσι έκαναν πάντα. Η Κέιτι Μάρκους ήταν τώρα κλεισμένη με φερμουάρ στη σκοτεινή, πλαστική ζέστη μιας σακούλας για πτώ ματα. Πεταμένη μέσα σ ’ ένα βαν, με τα μαλλιά της να κολλάνε στο πλαστικό, τα εσωτερικά της όργανα σιγά σιγά να μαλακώνουν. «Ντετέκτιβ», είπε ο Φριλ, «ξέρεις τι μου αρέσει ακόμα λιγότερο από το ότι δεκάχρονα αγόρια πεθαίνουν από αδέσποτες σφαίρες σε ηλίθιες ανταλλαγές πυρών μεταξύ συμμοριών;» Ο Σον ήξερε την απάντηση, αλλά δεν είπε τίποτα. «Το ότι δεκαεννιάχρονα λευκά κορίτσια δολοφονούνται στα
πάρκα της δικαιοδοσίας μου. Σ ’ αυτές τις περιπτώσεις οι άνθρωποι δε λένε, “Ω, είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης” . Γι’ αυτούς η θλίψη τους δεν έχει καμία ρομαντική χροιά. Απλώς θυμώνουν και θέλουν να δουν κάποιον με χειροπέδες στις ειδήσεις των έξι». Ο Φριλ σκούντησε τον Σον. «Σωστά;» «Σωστά». «Αυτό θέλουν, κι επειδή κι εμείς στην ίδια ομάδα παίζουμε, αυτό θέλουμε κι εμείς». Ο Φριλ άρπαξε τον ώμο του Σον, ώστε ο Σον ν’ αναγκαστεί να τον κοιτάξει. «Μάλιστα, κύριε», είπε ο Σον, επειδή στα μάτια του Φριλ υποιοι άλλοι άνθρωποι πίστευαν στο Θεό ή στο δείκτη NASDAQ ή στο παγκόσμιο χωριό του Ίντερνετ. Ο Φριλ ήταν φανατικός Ανα γεννημένος Χριστιανός, αν και ο Σον δεν ήξερε ακριβώς τι σήμαινε αυτό το Αναγεννημένος, μόνο ότι ο Φριλ είχε μέσα από τη δουλειά του ανακαλύψει κάτι που ο Σον με δυσκολία αναγνώριζε, αλλά που έδινε σ ’ εκείνον παρηγοριά, πίστη ίσως, μια βεβαιότητα στις κινήσεις του. Είναι αλήθεια ότι υπήρχαν φορές που ο Σον πί στευε ότι ο προϊστάμενός του ήταν ένας ηλίθιος και μισός, που ρη τόρευε με βλακώδεις κοινοτοπίες για τη ζωή και το θάνατο και για το πώς μπορείς να διορθώσεις τα πάντα, να θεραπεύσεις τον καρ κίνο και να γίνεις μέρος της μεγάλης συλλογικής καρδιάς, αρκεί να σε άκουγαν όλοι. Ό μως υπήρχαν άλλες φορές που ο Φριλ θύμιζε στον Σον τον πατέρα του, με όλα αυτά τα κλουβιά στο υπόγειο όπου δεν πετούσαν ποτέ πουλιά, και ο Σον λάτρευε την ιδέα που έκρυβε μέσα του. Ο Μάρτιν Φριλ είχε κλείσει κάνα δυο προεδρικές θητείες στη θέση του υπαστυνόμου ντετέκτιβ της Έ κτης Αστυνομικής Διεύ θυνσης, κι απ’ όσο ήξερε ο Σον κανείς δεν τον φώναζε «Μάρτι» ή «φίλε» ή «γέρο». Αν τον έβλεπες στο δρόμο, θα τον περνούσες για λογιστή, ή, μάλλον, για εισπράκτορα ασφαλιστικής εταιρείας. Είχε μειλίχια φωνή που ταίριαζε με το μειλίχιο πρόσωπό του και από τα μαλλια του απεμενε μονο ενα καστανοχρωμο πέταλο στο πισω μέ ρος του κεφαλιού του. Ή ταν μικροκαμωμένος, ειδικά για κάποιον που είχε αναρριχηθεί στην κορυφή της ιεραρχίας της Πολιτειακής Αστυνομίας, και μπορούσε εύκολα να χαθεί μέσα στο πλήθος ε πειδή το βάδισμά του δεν είχε κάτι χαρακτηριστικό. Λάτρευε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά, ξεχνούσε να βγάλει την ετικέτα ΛΛ
t
r
t
f
t
' Λ
/
/
του καθαριστηρίου από το πανωφόρι του το χειμώνα, ήταν ενεργό μέλος της ενορίας του και οικονομικά και κοινωνικά έκλινε προς τους συντηρητικούς. Αλλά αυτό που η μειλίχια φωνή και το μειλίχιο πρόσωπό του δεν μπορούσαν να υπαινιχθούν ήταν το μυαλό του -ένα ς σφιχτός, ανενδοίαστος συνδυασμός πρακτικής και ηθικής. Στην κρίση του Μάρτιν Φριλ διέπραττε κανείς μόνο ένα μεγάλο έγκλημα - κ ι αυτή η κρίση ήταν δική του και να πάει να γαμηθεί όποιος δεν την κατα λάβαινε- και το έπαιρνε πολύ, μα πάρα πολύ προσωπικά. «Θέλω να είσαι δραστήριος, να είσαι στην πρίζα», είχε πει στον Σον την πρώτη μέρα του στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών. «Δε θέλω να είσαι φανερά οργισμένος, γιατί η οργή είναι συναίσθημα, και τα συναισθήματα ποτέ δεν πρέπει να είναι φανερά. Θέλω όμως να σε ενοχλούν τα παντα - να σ ενοχλεί που οι καρεκλες εοω μεσα είναι πολύ σκληρές και όλοι οι φίλοι σου από το κολέγιο οδηγούν Άουντι. Να σ ’ ενοχλεί η χαζομάρα των δραστών, που νομίζουν ότι μπο ρούν να κάνουν τα στυγερά τους εγκλήματα μέσα στη δική μας δι καιοδοσία. Να είσαι τόσο ενοχλημένος, Ντιβάιν, που να δίνεις ση μασία στις λεπτομέρειες των υποθέσεών σου, ώστε να μην καταρρεύσουν στο δικαστήριο λόγω ασαφών ενταλμάτων και έλλειψης προφανούς κινήτρου. Να είσαι αρκετά ενοχλημένος για να κλείνεις κάθε υπόθεση όπως πρέπει και να χώνεις αυτούς τους βρομερούς μπάσταρδους σε βρομερά κελιά για όλη την υπόλοιπη βρομερή ζωή τους». Στα κεντρικά αποκαλούσαν τα παραπάνω «το τροπάρι του Φριλ» και κάθε καινούριος πολιτειακός αστυνομικός το άκουγε την πρώτη μέρα στη δουλειά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Όπως τα περισσότερα απ’ όσα έλεγε ο Φριλ, δεν είχες ιδέα αν τα πίστευε πραγματικά ή αν ήταν συνηθισμένες ενθουσιώδεις ρητορείες περί επιβολής του νόμου. Όμως έπρεπε να τις πιστέψεις κι εσύ. Αλλιώς, έπαιρνες πόδι. Ο Σον ήταν δύο χρόνια στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Πο λιτειακής Αστυνομίας και, παρ’ όλο που σ ’ αυτό το διάστημα είχε τον υψηλότερο δείκτη εςιχνιάσεων στην ομάδα του Γουάιτι Πάου ερς, ο Φριλ εξακολουθούσε κάπου κάπου να τον κοιτάζει με αμφι βολία. Έ τσι ακριβώς τον κοιτούσε και τώρα, σαν να ζύγιαζε κάτι μέσα του, σαν να έκρινε κατά πόσο είχε καταλάβει αυτό που του έ λεγε: Έ να κορίτσι είχε δολοφονηθεί στο δικό του πάρκο. Λ
r
»
%
Λ
/
'
Λ
Ο * t
t
f
Ο Γουάιτι Πάουερς τους πλησίασε αργά, ξεφυλλίζοντας το μπλοκ του ενώ έγνεφε στον Φριλ. «Υπαστυνόμε». «Αρχιφύλακα Πάουερς», είπε ο Φριλ. «Πού βρισκόμαστε μέχρι στιγμής;» «Οι πρώτες ενδείξεις τοποθετούν την ώρα του θανάτου γύρω στις δυο και τέταρτο με δυο και μισή μετα τα μεσάνυχτά. Δεν υ πάρχουν ίχνη σεξουαλικής κακοποίησης. Η αιτία θανάτου ήταν κατά πάσα πιθανότητα το τραύμα από σφαίρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, αλλά δεν αποκλείουμε κάποιο θανατηφόρο πλήγμα από αμβλύ όργανο, από όλα αυτά τα χτυπήματα που δέχτηκε. Βρή καμε μια σφαίρα καρφωμένη σε μια παλέτα αριστερά από το σώμα του θύματος. Πρέπει να είναι τριανταοχτάρι Σμιθ & Γουέσον, αλλά θα το εξακριβώσουμε στα σίγουρα μόλις το δει και η βαλλιστική υπηρεσία. Τώρα οι δύτες ψάχνουν για το όπλο στο κανάλι. Ελπί ζουμε ότι ο δράστης έχει πετάξει εκεί το περίστροφο, ή τουλάχι στον αυτό με το οποίο τη χτύπησε, το οποίο μπορεί να ήταν κά ποιου είδους ρόπαλο -ίσ ω ς κάποιο μπαστούνι». «Μπαστούνι;» είπε ο Φριλ. «Δύο αστυνομικοί της Αστυνομίας της Βοστόνης στην έρευνα που έκαναν στα σπίτια της οδού Σίντνεϊ μίλησαν με μια γυναίκα που λέει ότι άκουσε ένα αυτοκίνητο να χτυπάει πάνω σε κάτι και να σταματάει στις δύο παρά τέταρτο, πάνω κάτω δηλαδή μία ώρα πριν από την ώρα θανάτου». «Τι ευρήματα υπάρχουν από τον τόπο του εγκλήματος;» «Η βροχή μάς τα χάλασε, κύριε. Έχουμε μερικά αμελητέα ίχνη από πόδια που ενδεχομένως ανήκουν στο δράστη και μερικά που σίγουρα ανήκουν στο θύμα. Πήραμε τουλάχιστον είκοσι πέντε δι αφορετικά σχεδόν αφανή αποτυπώματα από την πόρτα πίσω από την οθόνη. Μπορεί να ανήκουν στο θύμα ή σε είκοσι πέντε άλλους ανθρώπους που δεν έχουν καμία ανάμειξη με την υπόθεση κι έρ9 χονται εδω τις νύχτες για να τα κοπανήσουν ή για να παρουν μια ανάσα όταν κάνουν τζόκινγκ. Έχουμε αίμα δίπλα στην πόρτα και στο εσωτερικό της μέρος -ίσ ω ς κάποια ποσότητα α π’ αυτό να ανήC* 9 9 9Λ 9 ΤΗ 9 \9 β κει στο δράστη, ισως παλι οχι. Στα σίγουρα, το μεγαλύτερο μέρος του προέρχεται από το θύμα. Έχουμε κάμποσα εμφανή αποτυπώ ματα στην πόρτα του αυτοκινήτου του θύματος. Αυτά έχουμε για την ώρα από ευρήματα στον τόπο του εγκλήματος». Ο Φριλ έγνεψε. «Κάτι ιδιαίτερο που θα μπορούσα να αναφέρω Γ» 9
/
ο* r
Ο »/
e
9
9
r
r
9
fk
στον εισαγγελέα όταν θα μου τηλεφωνήσει σε δέκα με είκοσι λε πτά;» Ο Πάουερς ανασήκωσε τους ώμους του. «Πείτε του ότι η βροχή μάς τα χάλασε, κύριε, και κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε». Ο Φριλ έφερε τη γροθιά του στο στόμα του και χασμουρήθηκε. «Υπάρχει κάτι άλλο που θα ’πρεπε να ξέρω;» Ο Γουάιτι γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε το μονοπάτι που ο δηγούσε στην πόρτα πίσω από την οθόνη, το τελευταίο έδαφος που είχαν αγγίξει τα πόδια της Κέιτι Μάρκους. «Η ανυπαρξία ιχνών μού τη δίνει στα νεύρα». «Κάτι είπες για τη βροχή...» Ο Γουάιτι εγνεψε. «Εκείνη ομως άφησε μερικά ιχνη. Στοιχημα τίζω το σπίτι μου ότι είναι δικά της, γιατί είναι πρόσφατα και σε μερικά σημεία έσκαβε με τα τακούνια της ενώ σε άλλα έστριβε το πόδι της. Βρήκαμε τρία με τέσσερα τέτοια και είμαι σχεδόν εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι ανήκουν στην Κάθριν Μάρκους. Αλλά ο δράστης; Ούτε ένα ίχνος». «Πάλι η βροχή», είπε ο Σον. «Σύμφωνοι, ίσως η βροχή να ευθύνεται για το ότι βρήκαμε μόνο τρία δικά της. Αλλά ούτε ένα του τύπου μέχρι στιγμής;» Ο Γουάιτι κοίταξε πρώτα τον Σον, έπειτα τον Φριλ και ανασήκωσε τους ώμους του. «Τέλος πάντων. Μου τη δίνει στα νεύρα». Ο Φριλ πήδηξε από τη σκηνή και τίναξε τη σκόνη από τις πα λάμες του. «Εντάξει, παιδιά, ακούστε: Έχετε στη διάθεσή σας μια επιχειρησιακή ομάδα από έξι ντετέκτιβ. Έ χετε άμεση προτεραιό τητα στις εργαστηριακές εξετάσεις. Θα έχετε όσους άντρες χρεια στείτε για δουλειά δρόμου. Πες μου λοιπόν, αρχιφύλακα, πώς σκο πεύετε να χρησιμοποιήσετε όλο αυτό το ανθρώπινο δυναμικό που σας εξασφαλίσαμε εν τη μεγαθυμία μας;» «Υποθέτω ότι θα μιλήσουμε πρώτα με τον πατέρα του θύματος για να μάθουμε τι γνωρίζει για τις χθεσινοβραδινές της κινήσεις, με ποιους ήταν, με ποιους μπορεί να καβγάδισε. Στη συνέχεια θα μιλήσουμε μ ’ αυτούς τους ανθρώπους, όπως και με τη γυναίκα που είπε ότι άκουσε το αυτοκίνητο να σταματάει στην οδό Σίντνεϊ. Θα ανακρίνουμε όλους τους μεθύστακες που μαζέψαμε από το πάρκο και την οδό Σίντνεϊ και ας ελπίσουμε ότι η Σήμανση θα μας δώσει εμφανή αποτυπώματα ή τρίχες προς αξιοποίηση. Ίσως κάτω από τα νύχια της κοπέλας υπάρχουν κομμάτια του δέρματος του δράστη. Γ<
r
ι
ρ
t
r
r
t
r
Ίσω ς πάνω σ ’ αυτή την πόρτα υπάρχουν και τα αποτυπώματά του. Ή , ίσως, ήταν το αγόρι της και τσακώθηκαν». Ο Γουάιτι ολοκλή ρωσε με ένα χαρακτηριστικό ανασήκωμα των ώμων και κλότσησε λίγο χώμα. «Αυτά, πάνω κάτω». Ο Φριλ κοίταξε τον Σον. «Θα τον πιάσουμε, κύριε». Ο Φριλ φάνηκε να περίμενε κάτι καλύτερο απ’ αυτό, κούνησε όμως μια φορά το κεφάλι του και χτύπησε ενθαρρυντικά τον αγκωνα του Σον προτού φύγει απο τη σκηνή και προχωρήσει στην πλατεία του θεάτρου, όπου ο υπαστυνόμος Κράουζερ της Αστυνο μίας της Βοστόνης στεκόταν και μιλούσε με τον προϊστάμενό του, τον αστυνόμο Γκίλις του Έκτου Αστυνομικού Τμήματος. Όλοι τους κοιτούσαν τον Σον και τον Γουάιτι με βλέμματα που έλεγαν, «Μην τα σκατώσετε». 1 «Θα τον πιασουμε;» ειπε ο Γουάιτι. «Τεσσερα χρονιά στο κολέ γιο κι αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσες να σκεφτείς;» Το βλέμμα του Σον συναντήθηκε ξανά για μια στιγμή με του Φριλ και του έκανε ένα νεύμα που ήλπιζε ότι εξέφραζε ικανότητα και σιγουριά. «Το γράφει το εγχειρίδιο», είπε στον Γουάιτι. «Αμέ σως μετά το “Θα τον δέσουμε τον μπάσταρδο” και πριν από το “Υ μνείτε τον Κύριο” . Δεν το έχεις διαβάσει;» Ο Γουάιτι κούνησε το κεφάλι του. «Έλειπα εκείνη τη μέρα. Ή μουν άρρωστος». Γύρισαν καθώς ο υπάλληλος της ιατροδικαστικής υπηρεσίας έ κλεινε τα φύλλα της πίσω πόρτας του βαν και, κάνοντας το γύρο του, ερχόταν στην πλευρά του οδηγού. «Έχεις καμιά θεωρία;» είπε ο Σον. «Πριν από δέκα χρόνια», είπε ο Γουάιτι, «θα το θεωρούσα τε λετουργία μύησης σε κάποια συμμορία. Τώρα; Ξέχνα το καλύτερα. Το έγκλημα μειώνεται και τα πραγματα γίνονται ολο και λιγοτερο προβλέψιμα. Εσύ;» «Ζηλιάρης φίλος, αλλά μονάχα επειδή έτσι λένε οι στατιστι κές». «Που την τσακίζει με ρόπαλο; Τότε, το αγόρι θα πρέπει να έχει ιστορικό προβληματικής συμπεριφοράς». «Όλοι τους έχουν». Ο υπάλληλος της ιατροδικαστικής υπηρεσίας άνοιξε την πόρτα του οδηγού και κοίταξε τον Γουάιτι και τον Σον. «Ακόυσα ότι κά ποιος ήθελε να μας συνοδεύσει στην έξοδο». «Θα το κάνουμε εμείς», είπε ο Γουάιτι. «Προσπεράστε μας r
*
/* Ύ
r p
r
τ-»
r
A
r
*
r
f
“ *
r
'
*
r
t
r p
r
ea t
t Α
Λ/
όταν βγούμε από το πάρκο, αλλά, προσοχή, σε λίγο θα φέρουμε κάποιο στενό συγγενή για την αναγνώριση. Μην την παρατήσετε λοιπόν στο διάδρομο όταν φτάσετε. Καλώς;» Ο τύπος κατένευσε και μπήκε στο βαν. Ο Γουάιτι και ο Σον χώθηκαν σ ’ ένα περιπολικό και ο Γουάιτι πέρασε μπροστά απ’ το βαν. Κατηφόρισαν την πλαγιά ανάμεσα σε ένα χείμαρρο από κίτρινες ταινίες της αστυνομίας και ο Σον κοι τούσε τον ήλιο που άρχιζε την κάθοδό του ανάμεσα στα δέντρα, βάφοντας το κανάλι με το χρυσάφι χρώμα της σκουριάς και προ σθέτοντας μια κόκκινη λάμψη στις δεντροκορφές -κ α ι ο Σον σκέ φτηκε πως, όταν πέθαινε, ένα από τα πράγματα που θα του έλειπαν περισσότερο θα ήταν τα χρώματα που ξεπηδούσαν απ’ το πουθενά και σε ξάφνιαζαν, αν και μερικές φορές σε έκαναν να νιώθεις και ε λαφρά θλιμμένος, μικρός, λες και δεν ανήκες σε τούτο τον κόσμο.
ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ που είχε περάσει ο Τζίμι στη φυλακή του Ντιρ Αιλαντ, είχε μείνει ξάγρυπνος, από τις εννιά το βράδυ ως τις έξι το πρωί, να λογαριάζει αν ο συγκρατούμενός του θα του χιμούσε. Ο τύπος ήταν ένας μηχανόβιος από το Νιου Χαμσάιρ, ονόματι Γούντρελ Ντάνιελς, που ένα βράδυ είχε περάσει τα σύνορα της Μασαχουσέτης διακινώντας αμφεταμίνες, είχε σταματήσει σ ’ ένα μπαρ για μερικά ποτηράκια ουίσκι και σ ’ έναν καβγά επάνω κατέ ληξε να τυφλώσει κάποιον τύπο με μια στέκα του μπιλιάρδου. Ο Γούντρελ Ντάνιελς ήταν ένας μεγάλος κρεάτινος όγκος καλυμμέ νος με τατουάζ και ουλές από μαχαιριές, και μόλις ο Τζίμι μπήκε στο κελί τον κοίταξε αφήνοντας ένα χαιρέκακο ψιθυριστό γελάκι που είχε διαπεράσει την καρδιά του Τζίμι σαν σιδερένιος σωλήνας. «Θα τα πούμε αργότερα με σένανε», είπε ο Γούντρελ όταν έ σβησαν τα φώτα. «Θα τα πούμε αργότερα», επανέλαβε, με άλλο ένα από τα ψιθυριστά του γελάκια. Ο Τζίμι, λοιπόν, πέρασε όλη τη νύχτα ξύπνιος, να αφουγκράζεται τα ξαφνικά τριξίματα στην πάνω κουκέτα, ξέροντας ότι θα έπρεπε να χτυπήσει τον Γούντρελ στην τραχεία αν εκείνος έκανε την κίνηση, και να αναρωτιέται αν ήταν ικανός να ρίξει έστω και μια γερή γροθιά ανάμεσα από τα τεράστια μπράτσα του Γούντρελ. Χτύπα το λαιμό του, έλεγε στον εαυτό του. Χτύπα στο λαιμό, χτύπα στο λαιμό... Ω, Θεέ μου, να τος, έρχεται...
Αλλά ο Γούντρελ είχε απλώς αλλάξει πλευρό, κάνοντας τα ελα τήρια να τρίξουν, και το βαρύ σώμα του βούλιαξε στο στρώμα, μέ χρι που κρέμασε πάνω από τον Τζίμι σαν κοιλιά ελέφαντα. Εκείνη τη νύχτα ο Τζίμι άκουσε τη φυλακή όπως ακούς ένα ζω ντανό πλάσμα. Μια μηχανή που ανέπνεε. Ακουσε ποντίκια να μά χονται και να μασούν και να στριγκλίζουν με παρανοϊκή, διαπερα στική απόγνωση. Ακουσε ψιθύρους, βογκητά και τριξίματα που θύμιζαν ήχους αλυσοπρίονων, από σομιέδες που πήγαιναν πάνω κάτω, πάνω κάτω. Νερό να στάζει και ανθρώπους να παραμιλούν και τα βήματα ενός φρουρού να αντηχούν σ ’ ένα μακρινό διάδρο μο. Στις τέσσερις, άκουσε ένα ουρλιαχτό -μόνο ένα-, κι αυτό έ σβησε τόσο γρήγορα, που διήρκεσε περισσότερο σαν αντήχηση και μνήμη παρά σαν πραγματικό γεγονός, κι εκείνη τη στιγμή ο Τζίμι σκέφτηκε να πάρει το μαξιλάρι που είχε κάτω από το κεφάλι του, να σκαρφαλώσει πίσω από τον Γούντρελ Ντάνιελς και να τον πνί ξει μ ’ αυτό. Αλλά τα χέρια του θα γλιστρούσαν από τον ιδρώτα και ποιος ήξερε αν ο Γούντρελ κοιμόταν σ τ’ αλήθεια ή υποκρινόταν, άσε που έτσι κι αλλιώς μπορεί ο Τζίμι να μη διέθετε τη σωματική δύναμη που χρειαζόταν για να κρατήσει το μαξιλάρι στη θέση του όταν τα τεράστια χέρια του άντρα θα άρπαζαν το κεφάλι του, θα έ γδερναν το πρόσωπό του, θα ξεκολλούσαν κομμάτια σάρκας από τους καρπούς του, θα ξέσκιζαν τους χόνδρους των αυτιών του κα θώς θα τα σφυροκοπούσαν με τις γροθιές του. Η τελευταία ώρα ήταν η χειρότερη. 'Ενα γκρίζο φως ξεπρόβαλε πίσω από τα χοντρά ψηλά παράθυρα και πλημμύρισε τη φυλακή με μια μεταλλική παγωνιά. Ο Τζίμι άκουσε άντρες να ξυπνούν και να περπατούν στα κελιά τους. Ακουσε βραχνά, ξερά βηξίματα. Είχε την αίσθηση μιας κρύας μηχανής που έπαιρνε μπροστά ανυπομονώντας να καταναλώσει, μιας μηχανής που ήξερε ότι θα πέθαινε χωρίς βία, χωρίς τη γεύση του ανθρώπινου δέρματος. Ο Γούντρελ πήδηξε από την κουκέτα του στο πάτωμα, με μια κίνηση τόσο ξαφνική, που ο Τζίμι δεν πρόλαβε ν ’ αντιδράσει. Έ κανε τα μάτια του δυο σχισμές, βάθυνε το ρυθμό της αναπνοής του και περίμενε τον Γούντρελ να έρθει αρκετά κοντά, ώστε να τον χτυπήσει στο λαιμό. Όμως ο Γούντρελ Ντάνιελς δεν του έριξε ούτε μια ματιά. Α πλώς πήρε ένα βιβλίο από το ράφι πάνω από το νεροχύτη, το ά νοιξε γονατίζοντας κι άρχισε να προσεύχεται.
Προσευχόταν και διάβαζε εδάφια από τις επιστολές του Παύλου και ξαναπροσευχόταν, και πού και πού του ξέφευγε ένα ψιθυριστό γελάκι, χωρίς όμως να διακόπτει τη ροή του λόγου του, μέχρι που ο Τζίμι συνειδητοποίησε ότι ήταν ένα είδος νευρικού τικ, σαν τους αναστεναγμούς που άφηνε η μητέρα του Τζιμι οταν ήταν μικρός. Ο Γούντρελ μάλλον δεν είχε πια επίγνωση αυτών των θορύβων. Μέχρι να γυρίσει ο Γούντρελ και να τον ρωτήσει αν είχε σκε φτεί ποτέ να δεχτεί τον Ιησού Χριστό ως σωτήρα της ψυχής του, ο Τζιμι ήξερε οτι η πιο μακρια νύχτα της ζωής του ειχε τελειώσει. Στο πρόσωπο του Γ ούντρελ έβλεπε να καίει το φως του αμαρτωλού που αναζητούσε το δρόμο προς τη σωτηρία, με τόσο φανερή λάμ ψη, που ο Τζίμι δεν μπορούσε να καταλάβει πώς και δεν είχε κατα φέρει να τη διακρίνει από την πρώτη φορά που κοίταξε τον άντρα. Ο Τζίμι δεν μπορούσε να πιστέψει αυτή την ανέλπιστη καλή του τύχη -είχε καταλήξει στο λάκκο των λεόντων, μόνο που το δικό του λιοντάρι ήταν χριστιανός, και ο Τζίμι θα δεχόταν ως σω τήρα του τον Ιησού Χριστό, τον Μπομπ Χόουπ, την Ντόρις Ντέι, ή όποιον άλλο λάτρευε ο Γούντρελ με το φλογισμένο μυαλό του ζη λωτή, αν αυτό σήμαινε ότι το θηρίο θα έμενε τη νύχτα στο κρεβάτι του και θα καθόταν δίπλα στον Τζίμι στην τραπεζαρία. «Είχα χάσει το δρόμο μου», είπε ο Γούντρελ Ντάνιελς στον Τζί μι, «αλλά τώρα, δόξα τω Θεώ, η ψυχή μου έχει βρει έναν προορι σμό». Του Τζίμι παραλίγο να του ξεφύγει, Αυτό ξαναπές το, Γούντρελ, γαμώ το κέρατό σου. Μέχρι σήμερα, ο Τζίμι έκρινε όλες τις δοκιμασίες της υπομονής με κριτήριο εκείνη την πρώτη του νύχτα στο Ντιρ Άιλαντ. Έλεγε στον εαυτό του ότι μπορούσε να έμενε στη θέση του για όσο χρει αζόταν -μία, δύο μέρες- μέχρι να πάρει αυτό που ήθελε, επειδή τί ποτε δεν συγκρινόταν μ ’ εκείνη την ατέλειωτη πρώτη νύχτα στη ζωντανή μηχανή της φυλακής που βροντούσε υπόκωφα και αγκομαχούσε γύρω του, ενώ τα ποντίκια στρίγκλιζαν, οι σομιέδες έτρι ζαν και τα ουρλιαχτά έσβηναν προτού καλά καλά υπάρξουν. Μέχρι σήμερα. Ο Τζίμι και η Αναμπεθ στέκονταν στην οδό Ρόουζκλερ, έξω από την είσοδο του πάρκου Πεν, περιμένοντας. Βρίσκονταν ανάμεσα στα δύο φράγματα που είχαν υψώσει οι πολιτειακοί στο δρόμο της εισόδου. Τους είχαν δώσει φλιτζάνια καφέ και πτυσσόμενες καρέ r
Τ'· ν' *
r γ
t
*
f
r
rp yr f
r
u
t
/
t
»/-
/
κλες για να καθίσουν και οι αστυνομικοί ήταν ευγενικοί μαζί τους. Ωστόσο, ακόμα κι έτσι, έπρεπε να περιμένουν, και όταν τους ζήτη σαν πληροφορίες τα πρόσωπα των αστυνομικών έγιναν κάπως πα γερά και θλιμμένα και ζήτησαν συγνώμη, λέγοντας ότι δεν ήξεραν κάτι περισσότερο από όλους τους άλλους που βρίσκονταν έξω από το πάρκο. Ο Κέβιν Σάβατζ είχε γυρίσει σπίτι με τη Ναντίν και τη Σάρα, αλλά η Αναμπεθ είχε μείνει. Καθόταν δίπλα στον Τζίμι, με το φό ρεμά της στο χρώμα της λεβάντας που είχε διαλέξει για την Πρώτη Μετάληψη της Ναντίν, ένα γεγονός που έμοιαζε ήδη να έχει συμ βεί εδώ κι εβδομάδες ολόκληρες, σιωπηλή και σφιγμένη, ισορρο πώντας ανάμεσα στην απελπισία και στην ελπίδα. Ελπίδα ότι ο Τζιμι ειχε παρερμηνευσει αυτο που ειχε δει στο πρόσωπό του Σον Ντιβάιν. Ελπίδα ότι το εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο, η απουσία της Κέιτι και οι αστυνομικοί στο πάρκο Πεν δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους. Ελπίδα ότι όσα ίσως γνώριζε ως αλήθεια ήταν -κ ά πως, κάπως, κάπως- ένα ψέμα. «Να σου φέρω άλλο καφέ;» είπε ο Τζίμι. Του χαμογέλασε ανεπιτήδευτα, απόμακρα. «Όχι, όχι, είμαι ε ντάξει». «Είσαι σίγουρη;» «Ναι». Αν δεν τη δεις νεκρή - ο Τζίμι το ήξερε καλά αυτό-, δεν εί ναι σ τ’ αλήθεια νεκρή. Έ τσι εκλογίκευε τη δική του ελπίδα τις λί γες ώρες αφότου έσυραν αυτόν και τον Τσακ Σάβατζ από το λόφο πάνω από την πλατεία. Ίσως ήταν κάποιο κορίτσι που της έμοιαζε. Ίσως είχε πέσει σε κώμα. Ίσω ς είχε σφηνώσει εκεί πίσω απ’ την ο θόνη και δεν μπορούσαν να τη βγάλουν. Πονούσε, ίσως πονούσε πολύ, αλλά ήταν ζωντανή. Αυτή ήταν η ελπίδα -μ ια αιχμηρή ακίδα λεπτότερη κι από τρίχα - που τρεμόπαιζε μέσα του ελλείψει απόλυ της επιβεβαίωσης. Και, παρ’ όλο που ήξερε ότι ήταν ανόητη, ένα κομμάτι μέσα στον Τζίμι δεν έλεγε να παραιτηθεί. «Κανείς δε σου είπε κάτι συγκεκριμένο», του είχε πει η Ανα μπεθ όταν άρχιζε η σκοπιά τους έξω από το πάρκο. «Έτσι δεν εί ναι;» «Κανείς δε μου είπε κάτι συγκεκριμένο». Ο Τζίμι της χάιδεψε το χέρι, ξέροντας ότι δεν χρειάζονταν άλλη επιβεβαίωση από το γε rr« ν»t
r
t
r
r
ο
/
ι
γονός ότι τους είχε επιτραπεί να περάσουν το φράγμα της αστυνο μ ία ς ·
,
,
,
,
,
Κι όμως, ίο μικρόβιο της ελπίδας upvi0iuv να πεθάνει χωρίς να ρίξει πρώτα μια ματιά σε ένα νεκρό σώμα και να πει, «Ναι, αυτή είναι. Η Κέιτι είναι. Η κόρη μου». Ο Τζίμι κοιτούσε τους αστυνομικούς να στέκονται δίπλα στην καγκελωτή αψίδα που βρισκόταν πάνω από την είσοδο του πάρ κου. Η αψίδα ήταν το μοναδικό απομεινάρι των φυλακών που υ πήρχαν στην περιοχή πριν γίνει πάρκο, πριν από το ντράιβ-ιν, πριν γεννηθούν όλοι όσοι βρίσκονταν εδώ σήμερα. Η πόλη είχε χτιστεί γύρω από τις φυλακές, αντί να συμβεί το αντίθετο. Οι δεσμοφύλα κες είχαν εγκατασταθεί στο Πόιντ, ενώ οι οικογένειες των καταδί κων είχαν φωλιάσει στο Φλατς. Η κοινωνική διαστρωμάτωση της πόλης άρχισε ν’ αλλάζει όταν οι δεσμοφύλακες μεγάλωσαν κι άρχι σαν να κατέχουν αξιώματα. Το γουόκι τόκι του πολιτειακού αστυνομικού που βρισκόταν κοντύτερα στην αψίδα έκρωξε κι εκείνος το έφερε κοντά στα χείλη του. Η Αναμπεθ έσφιξε το χέρι της γύρω από του Τζίμι τόσο δυνατά, που άκουσε τα κόκαλά του να τρίζουν. «Εδώ Πάουερς. Βγαίνουμε», «Θετικό». «Ο κύριος και η κυρία Μάρκους είναι εκεί;» Ο πολιτειακός αστυνομικός έριξε μια ματιά στον Τζίμι κι έπειτα χαμήλωσε το βλέμμα του. «Θετικό», ξανάπε. «Οκέι. Βγαίνουμε». «Τζίμι! Χριστέ μου! Χριστέ μου!» είπε η Αναμπεθ. Ο Τζίμι άκουσε λάστιχα να στριγκλίζουν και είδε κάμποσα α μάξια και βαν να εμφανίζονται έξω από το φράγμα στη Ρόουζκλερ. Τα βαν είχαν δορυφορικά πιάτα στις σκεπές τους και ο Τζίμι είδε μπουλούκια από δημοσιογράφους και οπερατέρ να κατακλύζουν το δρόμο, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλο, σηκώνοντας κάμερες, ξετυλίγοντας καλώδια μικροφώνων. «Πάρτε τους από δω!» ούρλιαξε ο αστυνομικός δίπλα στην αψί δα. « Τώρα! Πάρτε τους από δω!» Οι πολιτειακοί αστυνομικοί δίπλα στο πρώτο φράγμα συνάντη σαν τους ρεπόρτερ και οι φωνές πήραν μπρος.
Ο πολιτειακός αστυνομικός δίπλα στην αψίδα μίλησε στο γουόκι τόκι του: «Εδώ Ντάγκαϊ. Αρχιφύλακα Πάουερς;» «Εδώ Πάουερς». «Εχουμε συμφόρηση εδώ έξω. Οι δημοσιογράφοι». «Διώξ’ τους». «Αυτό προσπαθούμε, κύριε». Περίπου είκοσι μέτρα από την αψίδα, στο δρόμο της εισόδου, ο Τζίμι είδε ένα περιπολικό της Πολιτειακής Αστυνομίας να στρί βει κι έπειτα να σταματά απότομα. Πίσω από το τιμόνι είδε έναν τύπο με ένα γουόκι τόκι στα χείλη και δίπλα του τον Σον Ντιβάιν. Ο προφυλακτήρας ενος άλλου αυτοκίνητου σταματησε πισω απο το περιπολικό και ο Τζίμι ένιωσε το στόμα του να στεγνώνει. «Κράτα τους μακριά, Ντάγκαϊ. Δε με νοιάζει αν χρειαστεί να πυροβολήσεις κάποιον απ’ αυτούς στον πισινό. Κράτα μακριά αυ τές τις βδέλλες». «θετικό». Ό Ντάγκαϊ και τρεις άλλοι αστυνομικοί πέρασαν τρέχοντας μπροστά από τον Τζίμι και την Αναμπεθ, και ο Ντάγκαϊ φώναζε καθώς προχωρούσε, με το δάχτυλό του προτεταμένο: «Παραβιά-1 9 9 ζετε ελεγχόμενη περιοχή. Γυρίστε αμέσως στα οχήματα σας. Δεν έχετε άδεια πρόσβασης στο χώρο. Γυρίστε αμέσως στα οχήματά σας». «Γαμώτο!» είπε η Αναμπεθ και ο Τζίμι αισθάνθηκε το μουγκρητό του ελικοπτέρου προτού ακόμα το δει. Κοίταξε ψηλά, κα θώς εκείνο πετούσε πάνω από το κεφάλι τους, κι έπειτα ξανακοί ταξε το περιπολικό που ανέβαινε αργά στο δρόμο. Μπορούσε να δει τον οδηγό να ουρλιάζει στο γουόκι τόκι του κι έπειτα άκουσε μια κακοφωνία από σειρήνες, και ξαφνικά μπλε και ασημί περιπο λικά κατέφθασαν φουριόζικα απ’ όλες τις πλευρές της Ρόουζκλερ και οι δημοσιογράφοι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι προς τα αυτοκίνητά τους ενώ το ελικόπτερο έκανε απότομη στροφή κι έ φυγε προς το πάρκο. «Τζίμι», είπε η Αναμπεθ με την πιο λυπημένη φωνή που ο Τζίμι είχε ακούσει να βγαίνει από μέσα της. «Τζίμι, σε παρακαλώ, σε πα ρακαλώ». «Γιατί με παρακαλείς, αγάπη μου;» Ο Τζίμι την έσφιξε κοντά του. «Τι;» «Ω, Τζίμι, σε παρακαλώ. Οχι, όχι». Λ
ν'
Λ
/
9
ί
f A A
9
Τ
/
9
9
f
t
f
Α
Ό λος αυτός ο θόρυβος - ο ι σειρήνες και τα λάστιχα που στρί γκλιζαν, τα ουρλιαχτά και ο απόηχος από τα πτερύγια του έλικα... Λυτός ο θόρυβος ήταν η Κέιτι, η νεκρή Κέιτι, που ούρλιαζε σ τ’ αυ τιά του κάνοντας την Αναμπεθ να ζαρώσει στην αγκαλιά του Τζίμι. Ο Ντάγκαϊ ξαναπέρασε τρέχοντας από μπροστά τους, μετακί νησε τα τρίποδα κάτω από την αψίδα και, πριν ο Τζίμι συνειδητο ποιήσει ότι είχε καν κινηθεί, το περιπολικό σταμάτησε απότομα δί πλα του, ένα λευκό βαν το παρέκαμψε από δεξιά, ξεχύθηκε στην οδό Ρόουζκλερ κι έπειτα πήρε μια απότομη στροφή αριστερά. Ο Τζίμι διάβασε τις λέξεις ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΟ ΜΗΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΣΑΦΟΛΚ στο πλάι του βαν και αισθάνθηκε όλες τις αρθρώσεις του σώματός του -αστραγάλους, ώμους, γόνατα και γο φούς- να θρυμματίζονται κι έπειτα να υγροποιούνται. «Τζίμι». Ο Τζίμι κοίταξε τον Σον Ντιβάιν. Ο Σον τον κοιτούσε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο της πόρτας του συνοδηγού. «Τζίμι. Έλα. Σε παρακαλώ. Μπες μέσα». Ο Σον βγήκε από το αυτοκίνητο και άνοιξε την πίσω πόρτα κα θώς το ελικόπτερο ξαναγύρισε, πετώντας πιο ψηλά αυτή τη φορά, αλλά συνεχίζοντας να μαστιγώνει τον αέρα αρκετά κοντά στον Τζίμι ώστε να το νιώθει στα μαλλιά του. «Κυρία Μάρκους», είπε ο Σον. «Τζίμι, ρε φίλε, έλα μπες στο αυτοκίνητο». «Είναι νεκρή;» είπε η Αναμπεθ και οι λέξεις της μπήκαν μέσα στον Τζίμι και έγιναν όξινες. «Σας παρακαλώ, κυρία Μάρκους. Μπείτε, σας παρακαλώ, στο αυτοκίνητο». Μία φάλαγγα από περιπολικά είχε σχηματίσει μια διπλή σειρά συνοδείας στη Ρόουζκλερ, με τις σειρήνες τους να λυσσομανούν. Η Αναμπεθ ούρλιαξε και η φωνή της σκέπασε το θόρυβο. «Η κόρη μου;...» Ο Τζίμι τη μετακίνησε γιατί δεν μπορούσε να ακούσει ξανά αυτή τη λέξη. Την τράβηξε ελαφρά μέσα από το θόρυβο και μπή• r r t r καν στο πισω μέρος του αυτοκινήτου, και ο Σον εκλεισε την πόρτα και κάθισε μπροστά, ενώ ο αστυνομικός στο τιμόνι πάτησε γκάζι και τη σειρήνα ταυτόχρονα. Διέσχισαν σαν βολίδα το δρόμο της εισόδου, συνάντησαν τα αυτοκίνητα της συνοδείας και όλοι μαζί κινήθηκαν στην οδό Ρόουζκλερ, ένας στόλος από οχήματα με κι ^
Λ
νητήρες και σειρήνες που ούρλιαζαν, που τα ουρλιαχτά τους ταξί δευαν στον αέρα προς τον αυτοκινητόδρομο σε μια παράξενη κακοφωνία.
ΗΤΑΝ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ σ ’ ένα μεταλλικό τραπέζι. Τα μάτια της ήταν κλειστά και της έλειπε ένα παπούτσι. Το δέρμα της είχε σκούρο μενεξελί χρώμα, μια απόχρωση που ο Τζίμι δεν είχε ξαναδεί. Μπορούσε να μυρίσει το άρωμά της, μια ελαφριά νύξη του, κάτω από την μπόχα της φορμαλδεΰδης που πότιζε το ψυχρό δω μάτιο. Ο Σον έβαλε το χέρι του πάνω στη ράχη του Τζίμι και ο Τζίμι μίλησε, χωρίς καλά καλά να νιώθει τις λέξεις, σίγουρος ότι αυτή τη στιγμή ήταν το ίδιο νεκρός με το πτώμα που είχε μπροστά του: «Ναι, αυτή είναι», είπε. «Είναι η Κέιτι», είπε. «Η κόρη μου».
ΦΩΤΑ
«Ε χΕΙ ΕΝΑ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ επάνω», είπε ο Σον στον Τζίμι. «Γιατί ο
»
/
r
t
*
δεν παμε για εναν καφε;» Ο Τζίμι εξακολουθούσε να στέκεται πάνω από το νεκρό σώμα της κόρης του. Έ να σεντόνι το κάλυψε ξανά και ο Τζίμι σήκωσε το επάνω μέρος του και κοίταξε το πρόσωπο της κόρης του λες και την κοίταζε από το χείλος ενός πηγαδιού και ήθελε να βουτήξει κι αυτός στο πηγάδι με τη σειρά του. «Υπάρχει εστιατόριο στο ίδιο κτίριο με το νεκροτομείο;» «Ναι. Είναι μεγάλο κτίριο». «Παράξενο», είπε ο Τζίμι με άχρωμη φωνή. «Ν ομίζεις πως όταν μπαίνουν εκεί μέσα οι ιατροδικαστές, όλοι οι υπόλοιποι κάθο νται στην άλλη πλευρά της σάλας;» Ο Σον αναρωτήθηκε αν αυτό που άκουσε ήταν προμήνυμα σοκ. «Δεν ξέρω, Τζιμ». «Κύριε Μάρκους», είπε ο Γουάιτι, «ελπίζουμε να σας κάνουμε μερικες ερωτήσεις, ^.ερω οτι είναι μια δύσκολη ωρα, α λ λ α ...» Ο Τζίμι ξανακατέβασε το σεντόνι πάνω στο πρόσωπο της κό ρης του, με τα χείλη του να κινούνται, χωρίς όμως να παράγουν κάποιον ήχο. Κοίταξε τον Γουάιτι λες και ξαφνιάστηκε από την πα t
/
/
C *'
Λ
f
λ
/
ρουσία του στην αίθουσα, με τη μύτη του μολυβιού του κολλημένη πάνω στο μπλοκ που κρατούσε. Γύρισε και κοίταξε τον Σον. «Έχεις σκεφτεί ποτέ συυ», είπε ο Τζίμι, «ότι η πιο ασήμαντη α πόφαση μπορεί ν ’ αλλάξει ολόκληρη την πορεία της ζωής σου;» Ο Σον δεν πήρε το βλέμμα του. «Τι εννοείς;» Το πρόσωπο του Τζίμι ήταν χλομό και ανέκφραστο και τα μά τια του γυρισμένα, λες και προσπαθούσε να θυμηθεί πού είχε αφή σει τα κλειδιά του αυτοκινήτου του. «Κάποτε άκουσα ότι η μητέρα του Χίτλερ παραλίγο να κάνει έ κτρωση, αλλά το μετάνιωσε την τελευταία στιγμή. Ακόυσα ότι ε κείνος έφυγε από τη Βιέννη επειδή δεν μπορούσε να πουλήσει τους / ι ι / r A/ / / f Γη 9 πίνακες του. Αν ομως ειχε πουλήσει εστω κι εναν πίνακα, Σον, ή η μητέρα του την έκανε τελικά την έκτρωση, τότε ο κόσμος θα ήταν τελείως αλλιώτικος. Καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω; Ή , ας πού με, ένα πρωί χάνεις το λεωφορείο σου για τη δουλειά, πίνεις λοι πόν άλλον έναν καφέ και αγοράζεις κι ένα Ξυστό για να περάσει η ώρα. Το Ξυστό κερδίζει. Ξαφνικά δε χρειάζεται πια να πάρεις το λεωφορείο. Πας στη δουλειά σου μέσα σε μία Αίνκολν. Αλλά τότε σου συμβαίνει τροχαίο δυστύχημα και πεθαίνεις. Κι όλα αυτά μόνο και μόνο επειδή ένα πρωί έχασες το λεωφορείο». Ο Σον κοίταξε τον Γουάιτι. Ο Γουάιτι ανασήκωσε τους ώμους του. «Όχι», είπε ο Τζίμι, «μην το κάνεις αυτό. Μην το βλέπεις λες κι έχω τρελαθεί. Δεν έχω τρελαθεί. Δε βρίσκομαι σε κατάσταση σοκ». «Εντάξει, Τζίμι». «Θέλω απλώς να πω ότι στη ζωή μας υπάρχουν νήματα, με πιά νεις; Αν τραβήξεις ένα, όλα τα υπόλοιπα επηρεάζονται. Ας πούμε ότι εκείνη την ημέρα έβρεχε στο Ντάλας και ο Κένεντι δε χρήσιμοποιούσε ξεσκεπαστο αμαξι. Ας πούμε οτι ο Σταλιν ειχε μείνει στο ιεροδιδασκαλείο. Ας πούμε ότι εγώ κι εσύ, Σον, είχαμε μπει σ ’ ε κείνο τ ’ αμάξι μαζί με τον Ντέιβ Μπόιλ». «Τι;» είπε ο Γουάιτι. «Για ποιο αμάξι μιλάει;» Ο Σον σήκωσε το χέρι του και είπε στον Τζίμι: «Εδώ δε σε πιά νω». «Αλήθεια; Αν είχαμε μπει εμείς σ ’ εκείνο το αυτοκίνητο, η ζωή μας θα ήταν τελείως διαφορετική. Θυμάσαι την πρώτη μου γυ ναίκα, τη Μαρίτα, τη μητέρα της Κέιτι; Ή ταν τόσο όμορφη. Είχε βασιλική ομορφιά. Ξέρεις πόσο όμορφες μπορούν να είναι μερι f
V*
/
'
V*
Λ
9
9
9 Λ
9
0
κές Λατίνες. Ή ταν υπέροχη, και το ήξερε. Και για να την πλησι άσει κάποιος έπρεπε να έχει μεγάλα αρχίδια. Κι εγώ είχα. Στα δεκάξι μου ήμουν ο βασιλιάς των υπονόμων. Ή μουν άφοβος. Και την πλησίασα- της ζήτησα να βγούμε. Κι ένα χρόνο αργότερα -Θ εέ και Κύριε, ήμουν δεκαεφτά χρονών, παιδί ακόμα-, όταν παντρευτήκα με, εκείνη ήταν έγκυος στην Κέιτι». 9 9 Ο Τζιμι εκανε εναν κύκλο γυρω απο το νεκρό σωμα της κόρης του με αργά, σταθερά βήματα. «Να τι θέλω να πω, Σον: Αν είχαμε μπει εμείς σ ’ εκείνο το αυτοκινητο, αν εκείνα τα δυο κολομπαραοικα τέρατα μας είχαν παει ένας Θεός ξέρει πού και μας είχαν κάνει ένας Θεός ξέρει τι για τέσσερις μερες οταν ήμαστε ποσο, εντεκα χρόνων; Δε νομίζω οτι θα είχα τέτοια αρχίδια στα δεκάξι μου. Νομίζω ότι θα ήμουν για δέ σιμο -τίγκα στο Ριταλίν, ή κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο. Ξέρω ότι ποτέ δε θα είχα ό,τι χρειάζεται για να ζητήσεις σε μια γυναίκα τόσο αυ τάρεσκη όσο η Μαρίτα να βγείτε. Κι έτσι δε θα φέρναμε ποτέ στον κόσμο την Κέιτι. Κι έτσι η Κέιτι δε θα είχε δολοφονηθεί. Όμως δο λοφονήθηκε. Μόνο και μόνο επειδή δεν μπήκαμε σ ’ εκείνο τ ’ αμά ξι, Σον. Καταλαβαίνεις τώρα τι θέλω να πω;» Ο Τζίμι κοίταξε τον Σον λες και περίμενε απ’ αυτόν μια επιβε βαίωση, αλλά ο Σον δεν είχε ιδέα τι ακριβώς του ζητούσε να επιβε βαιώσει. Έδειχνε λες και ζητούσε εξιλέωση -εξιλέωση επειδή δεν μπήκε σ εκείνο το αυτοκίνητο οταν ήταν παιδί, εςιλεωση επειδή έφερε στον κόσμο ένα παιδί που θα γνώριζε το θάνατο από δολο φονία. Μερικές φορές, όταν έκανε τζόκινγκ, ο Σον περνούσε από την οόο Γκανον, στεκόταν στη μεση του ορομου -εκ ει οπου ο ίδιος, ο Τζίμι και ο Ντέιβ Μπόιλ είχαν κυλήσει παλεύοντας- και, σηκώνο ντας το βλέμμα του, έβλεπε εκείνο το αυτοκίνητο να τους περιμέ νει. Αλλοτε ο Σον μπορούσε να νιώσει τη μυρωδιά των μήλων που ανέδιδε το αυτοκίνητο. Και, αν γυρνούσε γρήγορα το κεφάλι του, έβλεπε τον Ντέιβ Μπόιλ στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου καθώς εκείνος έστριβε στη γωνία, να τους κοιτάζει καθώς χανόταν από το οπτικό τους πεδίο, παγιδευμένος. Κάποτε ο Σον είχε σκεφτεί - σ ’ ένα γερό γλέντι πριν από δέκα χρόνια περίπου, παρέα με κάτι φίλους κι ένα μπουκάλι μπέρμπον να του δημιουργεί φιλοσοφική διάθεση- ότι ίσως είχαν μπει τελικά σ ’ εκείνο το αυτοκίνητο. Και αυτό που θεωρούσαν τώρα ζωή τους nr* y r
*
»
r
t
9
9
ς*
9
f —ι
9
Λ
^
9
*
9
/
/ ο
9
9
9
r
/
t
9
9
ψ
/
ο /
9
%
t
/
£»
Λ
f ι/
Ο 1#
/
1*
9
\
9
/
/
Α
'
δεν ήταν παρά ένα όνειρο. Ότι στην πραγματικότητα και οι τρεις τεινύ κελάρι και φαντάζονταν ιι θα γίνονταν αν ποτέ κατάφερναν να δραπετεύσουν και να μεγαλώσουν. To θεμα με τούτη τη σκέψη ήταν οτι, παρ ολο που ο Σον πί στευε ότι το πρωί θα την είχε ξεχάσει, εκείνη είχε φωλιάσει στο μυαλό του σαν πετραδάκι μπηγμένο στη σόλα του παπουτσιού σου. Κι έτσι, πού και πού βρισκόταν στην οδό Γκάνον μπροστά στο παλιό του σπίτι, να ρίχνει κλεφτές ματιές στον Ντέιβ Μπόιλ με την άκρη του ματιού του, και με τη μυρωδιά των μήλων στα ρουθούνια του, και να σκέφτεται, Όχι, σε παρακαλώ, γύρνα πίσω. Το βλέμμα του συνάντησε τη θρηνητική ματιά του Τζίμι. Ή θελε να πει κάτι. Ήθελε να του πει ότι είχε κι αυτός σκεφτεί τι θα συνέ βαινε αν είχαν ανέβει σ ’ εκείνο το αμάξι. Ό τι η σκέψη τού πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή του σ αυτή την περίπτωση μερικες φορές τον στοίχειωνε, ενέδρευε πίσω από γωνίες, ερχόταν μαζί με το δρο σερό αεράκι σαν αντήχηση ονόματος που κάποιος φωνάζει από ένα ανοιχτό παράθυρο. Ή θελε να πει στον Τζίμι ότι μερικές φορές ξυ πνούσε ιδρωμένος από τον παλιό του εφιάλτη, εκείνο τον εφιάλτη όπου ο δρόμος τον άρπαζε από τα πόδια και τον έσερνε προς μια ανοιχτή πόρτα. Ή θελε να του πει ότι από εκείνη τη μέρα και μετά δεν ήξερε αληθινά τι δρόμο να πάρει στη ζωή του, ότι ήταν ένας άνθρωπος που συχνά αισθανόταν ελαφρύς από τη δική του έλλειψη βάρους, την άυλη πλευρά του χαρακτήρα του. Ό μως βρίσκονταν σ ’ ένα νεκροτομείο έχοντας ανάμεσά τους την κόρη του Τζίμι ξαπλωμένη σε ένα ατσάλινο τραπέζι και τη μύτη του στιλό του Γουάιτι καρφωμένη πάνω στο χαρτί, κι έτσι το μόνο που βρήκε να απαντήσει στη χαραγμένη ικεσία πάνω στο πρόσωπό του Τζιμι ήταν ενα, «Ελα, Τζιμ. ΙΙαμε γι αυτο τον καφε που λέγαμε». rp
r
/
t
Λ /
r
r
Τ * y f
y
/
w
t
«
f
/ 1—» Λ
r
/
/
/
r p y
1—j
t
r
+
r
r
t
Ο ΣΟΝ ΕΙΧΕ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ότι η Αναμπεθ Μάρκους ήταν μια πραγ ματικά σκληρή γυναίκα. Καθόταν, αργά απόγευμα Κυριακής, στο ψυχρό δημοτικό εστιατόριο που μύριζε ξαναζεσταμένο σελοφάν, εφτά πατώματα πάνω από το νεκροτομείο, και μιλούσε για την προγονή της με ψυχρούς ανθρώπους της αστυνομίας, κάτι που ο
Σον ένιωθε ότι την έκανε να υποφέρει, αλλά παρ’ όλ’ αυτά αρνούμενη να ξεσπάσει. Τα μάτια της ήταν κόκκινα, αλλά έπειτα από λίγα λεπτά ο Σον κατάλαβε ότι δεν θα έκλαιγε. Τουλάχιστον, όχι μπροστά τους. Ούτε για πλάκα. Καθώς μιλούσαν, η Αναμπεθ αναγκαζόταν να σταματάει μερι κές φορές για να ξαναβρεί την ανάσα της. Ο λαιμός της έκλεινε στη μέση της πρότασης, λες και μια γροθιά είχε τρυπώσει στο στέρνο της πιέζοντας τα εσωτερικά της όργανα. Έ φερνε την πα λάμη της στο στήθος της και άνοιγε λίγο περισσότερο το στόμα της ώσπου έπαιρνε το οξυγόνο που χρειαζόταν για να συνεχίσει. «Το Σάββατο γύρισε σπίτι από τη δουλειά στο μαγαζί γύρω στις τέσσερις και μισή το απόγευμα». «Τι μαγαζί ήταν αυτό, κυρία Μάρκους;» Έ δειξε προς τον Τζίμι. «Ο άντρας μου έχει το Κότατζ Μάρκετ». «Στη γωνία της Ιστ Κότατζ και Μπάκιγχαμ;» ρώτησε ο Γουάιτι. «Φτιάχνει τον καλύτερο καφέ της πόλης». «Μόλις γύρισε, πήγε κατευθείαν στο ντους», είπε η Αναμπεθ. «Έπειτα βγήκε και φάγαμε βραδινό -όχι, ψέματα, εκείνη δεν έφα γε. Είπε ότι θα έτρωγε έξω με την Ιβ και την Νταϊάν». «Τις κοπέλες με τις οποίες βγήκε, έτσι;» ρώτησε ο Γουάιτι τον Τζίμι. Ο Τζίμι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ώστε δεν έφαγε...» είπε ο Γουάιτι. «Όχι, αλλά πέρασε την ώρα της με τα κορίτσια, τα κορίτσια μας, τις αδερφές της», είπε η Αναμπεθ. «Μίλησαν για την παρέ λαση της άλλης εβδομάδας και για την Πρώτη Μετάληψη της Ν α ντίν. Έπειτα πήγε στο δωμάτιό της και μίλησε για λίγο στο τηλέ φωνο και μετά, γύρω στις οχτώ, έφυγε». «Ξέρετε με ποιον μίλησε στο τηλέφωνο;» Η Αναμπεθ κούνησε το κεφάλι της. «Το τηλέφωνο είναι στο δωμάτιο της», ειπε ο Γουάιτι. «Εχει δική της γραμμή;» «Ναι». «Έχετε αντίρρηση να ζητήσουμε εισαγγελική άδεια για να μά θουμε τις τελευταίες κλήσεις της από την τηλεφωνική εταιρεία;» Η Αναμπεθ κοίταξε τον Τζίμι κι εκείνος είπε: «Όχι, καμία α ντίρρηση». rp
Λ '
*
f*
f
/
r
■ — *
/
f f— *
«Έφυγε, λοιπόν, στις οχτώ. Α π’ όσο ξέρετε, για να συναντήσει τις φίλες της. Την Ιβ και την Νταϊάν;» «Ναι». «Κι εκείνη την ώρα εσείς ήσαστε ακόμα στο μαγαζί, κύριε Μάρκους;» «Ναι. Έκανα την κυλιόμενη βάρδια του Σαββάτου. Οχτώ με δώδεκα». Ο Γουάιτι γύρισε μια σελίδα στο σημειωματάριό του και χαμογελασε αμυδρα και στους δυο. «ιιερω πως αυτο που κάνετε είναι δύσκολο, αλλά τα πάτε μια χαρά». Η Αναμπεθ κούνησε το κεφάλι της και γύρισε προς τον άντρα της. «Τηλεφώνησα στον Κέβιν». «Αλήθεια; Μίλησες με τα κορίτσια;» «Μίλησα με τη Σάρα. Της είπα ότι θα γυρίσουμε σύντομα σπίτι. Τίποτ’ άλλο». «Ρώτησε για την Κέιτι;» Η Αναμπεθ έγνεψε. «Τι της είπες;» «Της είπα μονάχα ότι θα γυρίσουμε σύντομα», είπε η Αναμπεθ και ο Σον άκουσε τη φωνή της να ραγίζει ελαφρά στη λέξη «σύ ντομα». Η Αναμπεθ και ο Σον κοίταξαν τον Γουάιτι κι εκείνος τους χα μογέλασε πάλι αχνά, καθησυχαστικά. «Θα ήθελα να σας διαβεβαιώσω -κ α ι αυτό ξεκινάει κατευ θείαν από το γραφείο του δημάρχου- ότι η υπόθεση αποτελεί για μας πρώτη προτεραιότητα. Δεν πρόκειται να γίνουν λάθη. Ο ντετέκτιβ Ντιβάιν από δω ανέλαβε μαζί μου την υπόθεση επειδή είναι φίλος της οικογένειας, και ο προϊστάμενός μας ξέρει ότι αυτό θα τον κάνει να δουλέψει ακόμα πιο σκληρά. Θα βρίσκεται δίπλα μου σε κάθε βήμα και θα βρούμε εντέλει τον άνθρωπο που έκανε κακό στην κόρη σας». Η Αναμπεθ κοίταξε τον Σον με αινιγματικό βλέμμα. «Φίλος της οικογένειας; Δε σας γνωρίζω». Ο Γουάιτι σκυθρώπιασε, βλέποντας τον πρόλογό του να πέφτει στο κενό. «Ο σύζυγός σας κι εγώ ήμαστε φίλοι, κυρία Μάρκους», είπε ο Σον. «Πριν από πολλά χρόνια», είπε ο Τζίμι. /Λ
O
/
C *r
^
*
r
t
f
«Οι πατεράδες μας δούλευαν μαζί». Η Αναμπεθ έγνεψε, λίγο μπερδεμένη. «Κύριε Μάρκους, περάσατε αρκετές ώρες το Σάββατο με την κόρη σας στο μαγαζί, αν δεν κάνω λάθος», είπε ο Γ ουάιτι. «Και ναι και οχι», ειπε ο Τζιμι. «Την περισσότερη ωρα εγω ή μουν πίσω. Η Κέιτι καθόταν στις ταμειακές μηχανές, στον μπρο στινό χώρο». «θυμ άσ τε κάτι ασυνήθιστο; Μήπως φερόταν παράξενα, νευ ρικά ή φοβισμένα; Μήπως είχε κάποια αντιπαράθεση με κάποιον πελάτη;» «Όχι όσο ήμουν εγώ εκεί. Θα σας δώσω το τηλέφωνο του φίλου με τον οποίο δούλεψε μαζί το πρωί. Ίσως εκείνος θυμάται κάτι που συνέβη πριν έρθω εγώ». « θ α το εκτιμούσαμε ιδιαίτερα, κύριε Μάρκους. Ό σο όμως ήσα στε εκεί;» «Ήταν όπως πάντα.Ή ταν χαρούμενη. Ίσω ς λιγάκι...» «Τι;» «Ω, τίποτε». «Κύριε Μάρκους, αυτή τη στιγμή και το παραμικρότερο γεγο νός έχει σημασία». Η Αναμπεθ έγειρε μπροστά. «Τζίμι;» Ο Τζίμι τους κοίταξε με μια σαστισμένη γκριμάτσα στο πρό σωπό του. «Τίποτε, α π λ ώ ς... Να, κάποια στιγμή σήκω σα το βλέμμα μου από τον πάγκο και την είδα που στεκόταν στην πόρτα. Στεκόταν έτσι εκεί, πίνοντας μια Κόκα Κόλα με καλαμάκι, και με κοιτούσε». «Σας κοιτούσε;» «Ναι. Και για μια στιγμή μου φάνηκε όπως τότε που ήταν πέ ντε χρονών, όταν την άφηνα για λίγο μόνη στο αυτοκίνητο και πε ταγόμουν στο μπακάλικο για τα ψώνια. Μια φορά είχε βάλει τα κλάματα επειδή τότε είχα μόλις αποφυλακιστεί και η μητέρα της είχε πεθάνει πρόσφατα, και νομίζω ότι εκείνη την εποχή πίστευε πως κάθε φορά που την άφηνες μόνη της δε θα ξαναγύριζες. Τέ τοια έκφραση έπαιρνε, καταλαβαίνετε; Ίσω ς τελικά έβαζε τα κλά ματα, ίσως όχι, έπαιρνε όμως μια έκφραση λες και προετοιμαζόταν για να μη σε ξαναδεί ποτέ». Ο Τζίμι καθάρισε το λαιμό του και ά φησε έναν βαθύ αναστεναγμό που έκανε τα μάτια του ν ’ ανοίξουν περισσότερο. «Τέλος πάντων, είχα κάποια χρόνια να δω αυτή την Τ r
!*
έκφραση στο πρόσωπό της, ίσως από τότε που ήταν εφτά ή οχτώ χρονών, αλλά νομίζω ότι το Σάββατο, για λίγα δευτερόλεπτα, με κοίταξε μ ’ αυτό τον τρόπο». «Λες και προετοιμαζόταν για να μη σας ξαναδεί ποτέ». «Ναι». Ο Τζίμι είδε τον Γουάιτι να γράφει κάτι στο μπλοκ του. «Μην το κάνετε θέμα. Ή ταν μόνο ένα βλέμμα». «Δε θα το κάνω θέμα, κύριε Μ άρκους, σας διαβεβαιώ. Δεν παύει όμως να είναι μια πληροφορία. Αυτό κάνω· συλλέγω πληροφοριες, ωσπου δυο ή τρια στοιχεία να ταιριαξουν μεταξύ τους. Εί πατε ότι ήσαστε στη φυλακή;» «Ω, Θεέ μου», είπε η Αναμπεθ πολύ σιγά και κούνησε το κε φάλι της. Ο Τζίμι έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Αντε πάλι». «Μια ερώτηση έκανα», είπε ο Γουάιτι. «Θα την κάνατε αν σας έλεγα ότι πριν από δεκαπέντε χρόνια δούλευα στο Σίαρς;» είπε ο Τζίμι χασκογελώντας. «Πήγα μέσα για κλοπή. Έκανα δύο χρόνια στο Ντιρ Άιλαντ. Γράψτε το στο σημει ωματάριό σας. Αυτή η πληροφορία θα σας βοηθήσει άραγε να πιάσετε το φονιά της κόρης μου, αρχιφύλακα; Κι εγώ μια ερώτηση κάνω». Ο Γ ουάιτι έριξε ένα βλέμμα προς τον Σον. «Τζίμι, κανείς εδώ δεν έχει διάθεση για προσβολές», είπε ο Σον. «Ας το αφήσουμε να περάσει έτσι και ας επιστρέφουμε στο θέμα μας». «Το θέμα μ ας...» είπε ο Τζίμι. «Εκτός απ1 αυτό το βλέμμα της Κέιτι», είπε ο Σον, «θυμάσαι κάτι άλλο ασυνήθιστο;» Ο Τζίμι έριξε ένα βλέμμα καταδίκου στο προαύλιο της φυλακής στον Γουάιτι και ήπιε λίγο καφέ. «Όχι, τίποτε. Μισό λεπτό... αυτό το παιδί, ο Μπρένταν Χ άρις... Αλλά όχι, αυτό έγινε το πρωί». «Τι τρέχει μ ’ αυτόν;» «Τίποτα, είναι ένα παιδί της γειτονιάς. Ή ρθε σήμερα και ρώ τησε αν η Κέιτι ήταν στο μαγαζί, λες και περίμενε να τη δει εκεί. Αλλά οι δυο τους ίσα που γνωρίζονταν. Ή ταν κάπως παράξενο. Δε σημαίνει τίποτε». Καλού κακού, ο Γουάιτι σημείωσε το όνομα του παιδιού. «Υπάρχει περίπτωση να έβγαιναν μαζί;» ρώτησε ο Σον. «Όχι». /
/
Ο· /
f
*
t
r
γ
γ
r
| —ν r
«Ποτέ δεν ξέρεις, Τζιμ», είπε η Αναμπεθ. «Ξέρω», είπε ο Τζίμι. «Δε θα έβγαινε ποτέ μ ’ αυτό το παιδί». «Όχι;» ρώτησε ο Σον. «Όχι». «Γιατί είσαι τοσο σίγουρος;» «Έι, Σον, τι γουστάρεις τώρα; Εμένα θ ’ ανακρίνεις;» «Δε σε ανακρίνω, Τζιμ. Απλώς σε ρωτάω πώς μπορείς να είσαι τοσο σίγουρος οτι η κορη σου δεν εβγαινε μ αυτόν το νεαρό, τον Μπρένταν Χάρις». Ο Τζίμι φύσηξε τον αέρα από το στόμα του προς το ταβάνι. «Ένας πατέρας ξέρει. Εντάξει;» Ο Σον αποφάσισε να το αφήσει για την ώρα. Πέταξε το μπα λάκι στον Γουάιτι με ένα νεύμα. «Ωραία, λοιπόν, με ποιον έβγαινε;» είπε ο Γουάιτι. «Με κανέναν, αυτή την εποχή», είπε η Αναμπεθ. «Α π’ όσο ξέ ρουμε, τουλάχιστον». «Τα πρώην αγόρια της; Υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε να της κρατάει κακία; Κάποιος που τον παράτησε;» Η Αναμπεθ και ο Τζίμι αντάλλαξαν ματιές και ο Σον αισθάνθηκε μια κοινή επίγνωση ανάμεσά τους -ένας ύποπτος. «Ο Μπόμπι θ ’ Ντόνελ», είπε τελικά η Αναμπεθ. Ο Γουάιτι άφησε το στιλό πάνω στο μπλοκ του και τους κοίταξε πάνω από το τραπέζι. «Μιλάμε για τον ίδιο Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ;» «Δεν ξέρω», είπε ο Τζίμι. «Είναι έμπορος κοκαΐνης και μαστροπός; Γύρω στα είκοσι εφτά;» «Αυτός», είπε ο Γουάιτι. «Τον έχουμε υποπτευθεί για πολλά στραβά που έγιναν στη γειτονιά σας τα δύο τελευταία χρόνια». «Και ακόμα δεν τον έχετε κατηγορήσει, όμως, για κάτι». «Πρώτα απ’ όλα, κύριε Μάρκους, εγώ ανήκω στην Πολιτειακή Αστυνομία. Αν αυτό το έγκλημα δεν είχε γίνει στο πάρκο Πεν, δε θα βρισκόμουν εδώ. Το μεγαλύτερο μέρος του Ανατολικού Μπά κιγχαμ υπάγεται στη δικαιοδοσία της Αστυνομίας της Βοστόνης και δεν μπορώ να μιλήσω για λογαριασμό της». «Αυτό θα το πω στη φίλη μου την Κόνι», είπε η Αναμπεθ. «Ο Μπόμπι και η παρέα του έβαλαν βόμβα στο ανθοπωλείο της». «Γιατί;» ρώτησε ο Σον. «Επειδή δεν τους πλήρωνε», αποκρίθηκε η Αναμπεθ. «Για ποιο πράγμα;» ι—<
f
t
/
t
t
t
t
r
c*
in
y
*
f
«Για να μη βάλουν βόμβα στο ανθοπωλείο της», είπε η Αναμπεθ και ήπιε ακόμη μια γουλιά καφέ, ενώ ο Σον σκέφτηκε για άλλη μια φορά ότι αυτή η γυναίκα ήταν πολύ σκληρή. Όποιος την ενοχλούσε έβρισκε τον μπελά του. «Ώστε, λοιπόν, η κόρη σας έβγαινε μαζί του», είπε ο Γουάιτι. Η Αναμπεθ έγνεψε. «Όχι για πολύ. 'Ισως για λίγους μήνες -έτσι, Τζίμι; Τα χάλασαν τον περασμένο Νοέμβριο». «Πώς το πήρε ο Μπόμπι;» ρώτησε ο Γουάιτι. Οι Μ άρκους κοιτάχτηκαν ξανά κι έπειτα ο Τζίμι είπε: «Ένα βράδυ έγινε φασαρία. Ή ρθε στο σπίτι με το πρωτοπαλίκαρό του, τον Ρόμαν Φάλοου». «Και;» «Κι εμείς του καταστήσαμε σαφές ότι έπρεπε να φύγει». «Ποιοι εσείς;» «Μερικοί από τους αδερφούς μου μένουν στο από πάνω και στο από κάτω διαμέρισμα», είπε η Αναμπεθ. «Προστατεύουν την Κέιτι». «Οι Σάβατζ», είπε ο Σον στον Γουάιτι. Ο Γουάιτι άφησε ξανά το στιλό του στο μπλοκ και πίεσε τις ά κρες των ματιών του με το δείκτη και τον αντίχειρά του. «Οι αδερ φοί Σάβατζ;» «Ναι. Γιατί;» «Με όλο το σεβασμό, κυρία μου, ανησυχώ λιγάκι ότι μπορεί να έχουμε άσχημη κατάληξη». Ο Γουάιτι κράτησε το κεφάλι του σκυμμένο, τρίβοντας τον αυχένα του. «Δε θα ήθελα να σας προ σβάλω, αλλά...» «Αυτό συνήθως λέγεται από κάποιον που σκοπεύει να πει κάτι προσβλητικό». Ο Γουάιτι σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε με έκπληκτο χαμόγελο. «Πιστεύω ότι ξέρετε πως τους αδερφούς σας τους ακο λουθεί μια ορισμένη φήμη». Η Αναμπεθ δεν δίστασε να κοιτάξει άγρια τον Γουάιτι. «Ξέρω τι άνθρωποι είναι, αρχιφύλακα Πάουερς. Δε χρειάζεται να τα λέτε με περικοκλάδες». «Ένας φίλος μου από το Τμήμα Οργανωμένου Εγκλήματος μου είπε πριν από μερικούς μήνες πως ο θ ’ Ντόνελ έλεγε σ ’ όλο το σινάφι του ότι σχεδιάζει να περάσει στους χώρους της τοκογλυφίας
και της ηρωίνης. Δραστηριότητες οι οποίες αποτελούν αποκλει στική επικράτεια των Σάβατζ». «Όχι όμως στο Φλατς», είπε ο Τζίμι σφίγγοντας το χέρι της γυναικας του με το δικο του. «Δεν κανουν τετοιες μαλακιες στην ιδια τη γειτονιά τους». «Το κάνουν στη γειτονιά κάποιου άλλου», είπε ο Γουάιτι, αφή νοντας την κουβέντα του να αιωρηθεί για λίγο στην ατμόσφαιρα. «Ούτως ή άλλως, αυτό αφήνει ένα κενό στο Φλατς. Έ να κενό προς εκμετάλλευση. Το οποίο, αν οι πληροφορίες μου είναι σωστές, σκοπεύει να εκμεταλλευτεί ο Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ». «Και;» είπε ο Τζίμι, ενώ ανασηκωνόταν λιγάκι από την καρέ κλα του. «Κ αι... τι;» «Και τι σχέση έχει αυτό με την κόρη μου, αρχιφύλακα;» «Μεγάλη», είπε ο Γ ουάιτι, ανοίγοντας τα χέρια του. «Μεγάλη, γιατί το μόνο που έλειπε κι από τις δύο πλευρές ήταν μια αφορμή που θ ’ ανάψει τον πόλεμο. Και τώρα την έχουν». O Τζιμι κούνησε το κεφάλι του, με ενα πικρό, ειρωνικό χαμό γελό στις άκρες των χειλιών του. «Δεν πιστεύετε κάτι τέτοιο, κύριε Μάρκους;» Ο Τζίμι σήκωσε το κεφάλι του. «Αρχιφύλακα, νομίζω ότι η γειτονιά μου δε θ’ αργήσει να εξα φανιστεί. Και το έγκλημα θα εξαφανιστεί μαζί της. Κι αυτό δε θα γίνει εξαιτίας των Σάβατζ ή των Ο ’ Ντόνελ ή εξαιτίας σας, επειδή τους κυνηγάτε. Θα γίνει επειδή τα επιτόκια είναι χαμηλά και οι φό ροι ακίνητης περιουσίας γίνονται όλο και μεγαλύτεροι, και όλοι θέ λουν να μετακομίσουν πίσω στην πόλη επειδή τα εστιατόρια στα προάστιά έχουν τα χαλια τους. Κι αυτοί που έρχονται να μείνουν στην πολη δεν ανήκουν στο είδος που εχει αναγκη απο ηρωίνη ή από στοματικό σεξ των δέκα δολαρίων. Η ζωή τους είναι μια χαρά. Οι δουλειές τους τους αρέσουν. Έχουν όλο το μέλλον μπροστά τους, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ασφάλισης και ωραία γερμανικά αυτοκίνητα. Όταν λοιπόν έρθουν να μείνουν εδώ, και όπου να ’ναι έρχονται, το έγκλημα θα πάρει δρόμο, μαζί με τη μισή γειτονιά. Δεν ανησυχώ λοιπόν και πολύ για το αν ο Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ και οι γαμπροί μου θα ανοίξουν πόλεμο. Για ποιο λόγο να το κάνουν;» «Μόνο και μόνο για το σήμερα», είπε ο Γουάιτι. t
f>
»
A
t
t
Λ
9C *
'
rp γ t
f
t t
t
*
r
C*
9
1/
Ό
f
9
t
t
9
*
*
t
«Πιστεύεις ειλικρινά πως ο θ ’ Ντόνελ σκότωσε την κόρη μου;» ρώτησε ο Τζίμι. «Πιστεύω ότι οι Σάβατζ μπορεί να τον θεωρήσουν ύποπτο. Και πιστεύω ότι κάποιος πρέπει να τους πείσει να μη σκέφτονται έτσι μέχρι να κάνουμε εμείς τη δουλειά μας». Ο Σον προσπαθούσε να διαβάσει το πρόσωπο του Τζίμι και της Αναμπεθ στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, αλλά δεν του έδιναν κανένα στοιχείο. «Τζίμι», είπε ο Σον, «αν μας αφήσουν απερίσπαστους, μπορούμε να κλείσουμε γρήγορα την υπόθεση». «Αλήθεια;» είπε ο Σον. «Έχω το λόγο σου γ ι’ αυτό, Σον;» «Τον έχεις. Και θα την κλείσουμε σωστά, ώστε να μη βρεθεί κανένα εμπόδιο μπροστά μας στο δικαστήριο». «Πόσο καιρό;» «Τι;» «Πόσο καιρό θα έλεγες ότι θα χρειαστείς μέχρι να ρίξεις το δο λοφόνο της στη φυλακή;» Ο Γουάιτι σήκωσε το χέρι του. «Για μισό λεπτό, κύριε Μάρ κους. Κάνεις παζάρια μαζί μας;» «Παζάρια;» Το πρόσωπο του Τζίμι είχε ξανά την αδιαφορία του καταδίκου. «Ναι», είπε ο Γ ουάιτι. «Επειδή διακρίνω ...» «Διακρίνεις;» «... μία έμμεση απειλή σ ’ αυτή τη συζήτηση». «Αλήθεια;» Τώρα υπήρχε μια αθωότητα στο βλέμμα του, αλλά τα μάτια του παρέμεναν νεκρά. «Σαν να μας δίνεις μια προθεσμία», είπε ο Γουάιτι. «Ο ντετέκτιβ Ντιβάιν δήλωσε ότι θα βρει το δολοφόνο της κό ρης μου. Εγώ ζητάω απλώς το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα συμβεί αυτό». «Ο ντετέκτιβ Ντιβάιν», είπε ο Γουάιτι, «δεν είναι επικεφαλής της έρευνας σ ’ αυτή την υπόθεση. Εγώ είμαι. Και θα φορτώσουμε με κατηγορίες όποιον το έκανε, κύριε και κυρία Μάρκους. Δε θέλω όμως να περάσει από το μυαλό οποιουδήποτε ότι ένας ενδεχόμενος πόλεμος ανάμεσα στους Σάβατζ και στον Ο ’ Ντόνελ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν μοχλός πίεσης εναντίον μας. Αν καταλάβω κάτι τέτοιο, θα τους συλλάβω όλους για διατάραξη κοινής ειρήνης και θα χάσω τη δικογραφία μέχρι να κλείσει η υπόθεση». Δύο καθαρίστριες πέρασαν από μπροστά τους, κρατώντας στα χέρια τους δίσκους με λασπωμένο φαγητό που άφηνε έναν γκρίζο
αχνό. Ο Σον έπιασε στην ατμόσφαιρα μια μυρωδιά μούχλας καθώς η νύχτα έπεφτε γύρω τους. «Εντάξει, λοιπόν», είπε ο Τζίμι με λαμπερό χαμόγελο. «Τι εντάξει;» «Βρείτε το δολοφόνο της. Δε θα σταθώ εμπόδιο στο δρόμο σας». Στράφηκε προς τη γυναίκα του καθώς σηκωνόταν και της πρόσφερε το χέρι του. «Αγάπη μου, πάμε;» «Κύριε Μάρκους», είπε ο Γουάιτι. Ο Τζίμι τον κοίταξε καθώς η γυναίκα του έπιανε το χέρι του και σηκωνόταν. «Ενας αστυφύλακας θα σας συνοδεύσει στο σπίτι σας», είπε ο Γουάιτι κι έβγαλε το πορτοφόλι του. «Αν σκεφτείτε κάτι, κάντε μας ένα τηλεφώνημα». Ο Τζίμι πήμε την κάρτα του Γουάιτι και την έχωσε στην πίσω τσέπη του παντελονιού του. Τώρα που ήταν όρθια, η Αναμπεθ δεν έδειχνε τόσο σταθερή, λες και τα πόδια της ήταν γεμάτα υγρό. Έσφιξε το χέρι του άντρα της και το δικό της άσπρισε. «Ευχαριστούμε», ψιθύρισε στον Σον και στον Γουάιτι. Ο Σον είδε τον όλεθρο της ημέρας να βαραίνει πια το πρόσωπο και το σώμα της. Το σκληρό φως του χώρου έπεφτε στο πρόσωπό της και ο Σον μπορούσε να δει πώς θα ήταν όταν γερνούσε -μ ια ό μορφη γυναίκα, σημαδεμένη από τη σοφία που ποτέ δεν γύρεψε. Ο Σον δεν είχε ιδέα από πού ήρθαν αυτές οι λέξεις· δεν είχε καν επίγνωση ότι μιλούσε, μέχρι που άκουσε τον ήχο της φωνής του να εισβάλλει στο ψυχρό εστιατόριο: «Θα μιλήσουμε για λογαριασμό της, κυρία Μάρκους. Αν δε σας πειράζει, θα το κάνουμε». Το πρόσωπο της Αναμπεθ συσπάστηκε στιγμιαία κι έπειτα πήρε μια εισπνοή και κούνησε μερικές φορές το κεφάλι της, τρεκλίζοντας ελαφρά και γέρνοντας προς τον άντρα της. «Ναι, κύριε Ντιβάιν. Δε μας πειράζει. Δε μας πειράζει καθό λου».
ΚΑΘΩΣ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ μέσα από την πόλη στην επιστροφή, ο Γουάιτι είπε: «Τι ήταν αυτή η ιστορία με το αυτοκίνητο;» «Τι;» είπε ο Σον.
«Ο Μάρκους είπε πως όταν ήσαστε παιδιά παραλίγο να μπείτε σε κάποιο αυτοκίνητο». «Ν α...» Ο Σον άπλωσε το χέρι του δίπλα από το ταμπλό και διόρθωσε τον πλαϊνό καθρέφτη, ώστε να βλέπει το χείμαρρο από προβολείς που φεγγοβολούσε πίσω τους, θαμπές κίτρινες κηλίδες που χοροπηδούσαν ελαφρά μέσα στη νύχτα λαμπυρίζοντας. «Να, ήρθε ένα αμάξι. Εγώ, ο Τζίμι και ένα παιδί που το έλεγαν Ντέιβ Μ πόιλ παίζαμε μπροστά στο σπίτι μου. Ή μαστε γύρω στα έντε κα. Και, τέλος πάντων, ένα αυτοκίνητο εμφανίστηκε στο δρόμο και πήρε τον Ντέιβ». «Απαγωγή;» Ο Σον έγνεψε, με το βλέμμα του καρφωμένο στα κίτρινα φώτα που λαμπύριζαν. «Οι τύποι παρίσταναν τους αστυνομικούς. Έ πει σαν τον Ντέιβ να μπει στο αυτοκίνητο. Εγώ κι ο Τζίμι δεν μπήκα με. Τον κράτησαν για τέσσερις μέρες. Κατάφερε να δραπετεύσει. Τώρα μένει στο Φλατς». «Τους έπιασαν;» «Ο ένας πέθανε, τον άλλο τον έπιασαν έπειτα από ένα χρόνο και κρεμάστηκε στο κελί του». «Φίλε μου», είπε ο Γουάιτι, «μακάρι να υπήρχε ένα νησί για ό λους αυτούς. Θυμάσαι εκείνη την ταινία με τον Στιβ Μακ Κουίν που έκανε το Γάλλο, όμως όλοι οι άλλοι μιλούσαν με γαλλική προ φορά εκτός απ’ τον ίδιο; Είναι ο γνωστός Στιβ Μακ Κουίν αλλά με γαλλικό ονομα. Αυτη που στο τέλος πηδάει απο εναν γκρεμό με μια σχεδία φτιαγμένη από καρύδες;» «Όχι». «Ωραία ταινία. Σκέφτεσαι λοιπόν να υπήρχε ένα νησί για βι αστές παιδιών και ανώμαλους; Να τους ρίχνουν φαγητό με αερο πλάνο μερικές φορές την εβδομάδα και να βάλουν γύρω γύρω στη θάλασσα νάρκες, ώστε να μην μπορεί να φύγει κανείς; Και όσους πιάνουν για πρώτη φορά να τους λένε, να πάτε να γαμηθείτε, θα φάτε ισόβια στο νησί. Δε διακινδυνεύουμε να σας αφήσουμε ελεύ θερους και να δηλητηριάσετε κι άλλους. Επειδή είναι μεταδοτική ασθένεια, το ξέρεις; Την κολλάς μόλις το κάνει κάποιος σ ’ εσένα, κι εσύ με τη σειρά σου την κολλάς σε κάποιον άλλο. Όπως τη λέ πρα. Υποθέτω πως, αν τους βάλουμε όλους σ’ αυτό το νησί, θα υ πάρχουν λιγότερες ευκαιρίες να μεταδοθεί. Έτσι, σε κάθε γενιά, θα υπάρχουν όλο και λιγότεροι. Ύστερα από λίγους αιώνες, θα κά -ν λ
r
t
I
f
Μ
C */
r
r
r
νουμε το νησί Κλαμπ Μεντιτερανέ, ή κάτι τέτοιο. Τα παιδιά θ ’ ακούν γ ι’ αυτά τα τέρατα όπως ακούν τώρα για τα φαντάσματα, κάτι που η εξέλιξη του ανθρώπινου γένους το έχει ξεπεράσει». «Έι, αρχιφύλακα, τι έπαθες ξαφνικά, έγινες συναισθηματικός;» είπε ο Σον. Ο Γ ουάιτι χαμογέλασε δείχνοντας τα δόντια του και έστριψε στην ανισόπεδη διάβαση που οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο τα χείας κυκλοφορίας. «Από την πρώτη στιγμή που είδα τον κολλητό σου τον Μάρ κους», είπε, «κατάλαβα ότι έχει κάνει φυλακή. Ποτέ δε χάνουν την ένταση, το ξέρεις; Φαίνεται περισσότερο στους ώμους τους. Ύστερα από δυο χρόνια που περνάς έχοντας συνέχεια το νου σου t f t ! t f t πισω απο την πλάτη σου, η ένταση συσσωρεύεται σε κάποιο μέρος του σώματός σου». «Μόλις έχασε την κόρη του, φίλε. Ίσω ς αυτό να έχει συσσω ρευτεί στους ώμους του». Ο Γουάιτι κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, αυτό που λες τώρα βρίσκεται στο στομάχι του. Θυμάσαι τις γκριμάτσες του; Είναι από την απώλεια, που του έχει καθίσει στο στομάχι και του φέρνει ξινί λα. Το έχω δει εκατομμύρια φορές. Όμως οι ώμοι -είνα ι από τη φυ λακή». Ο Σον πήρε το βλέμμα του από τον πλαϊνό καθρέφτη και κοί ταξε για λίγο τα φώτα στην απέναντι λωρίδα του αυτοκινητοδρό μου. Έρχονταν προς το μέρος τους σαν φωτεινές σφαίρες, περνού σαν με ταχύτητα δίπλα τους σαν θαμπές λωρίδες που μπερδεύο νταν η μία μέσα στην άλλη. Ένιωθε την πόλη να τους ζώνει με τα ψηλά κτίρια, τις πολυκατοικίες, τους ουρανοξύστες, τα πολυώροφα γκαράζ, τα στάδια, τα κλαμπ και τις εκκλησίες της, και ήξερε πως, αν ένα από αυτά τα φώτα έσβηνε, κανείς δεν θα έδινε σημασία. Κι όμως, πάλλονταν, έλαμπαν, φεγγοβολούσαν, τρεμόπαιζαν και σε κοιτούσαν -όπω ς κοιτούσαν τώρα τα δικά τους φώτα καθώς τρεμόπαιζαν στον αυτοκινητόδρομο, μια ακόμη ομάδα από κόκκινα και κυριακάτικο απόγευμα σαν όλα τ ’ άλλα. Τρεμόπαιζαν πηγαίνοντας προς τα πού; Προς τα σβησμένα φώτα, βλάκα. Προς το σπασμένο γυαλί. ***
ΜΕΤΑ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ, όταν πια η Αναμπεθ και τα κορίτσια πή γαν τελικά για ύπνο και η ξαδέρφη της Αναμπεθ, η Σελέστ -που είχε φτάσει αμέσως μόλις το έμαθε-, είχε αρχίσει να ροχαλίζει στον καναπέ, ο Τζίμι πήγε και κάθισε στην μπροστινή βεράντα του τριώροφου που μοιραζόταν με τους αδερφούς Σάβατζ. Ειχε μαζι του το γάντι του Σον και γλίστρησε μεσα το χερι του, παρ’ όλο που ο αντίχειράς του δεν χωρούσε πια και το γάντι άφηνε ακάλυπτη τη μισή του παλάμη. Καθόταν κοιτάζοντας τις τέσσερις λωρίδες της λεωφόρου Μπάκιγχαμ, και όταν έριξε μια μπάλα στο γάντι ένιωσε κάτι να γαληνεύει μέσα του με τον μαλακό γδούπο του δέρματος. Στον Τζίμι πάντα άρεσε να κάθεται εδώ έξω τη νύχτα. Οι προ σόψεις των καταστημάτων στη λεωφόρο ήταν κλειστές και οι πε ρισσότερες σκοτεινές. Τη νύχτα, η περιοχή όπου διεξάγονταν οι ε μπορικές συναλλαγές ησύχαζε, και η ησυχία αυτή δεν έμοιαζε με καμιά άλλη. Ο θόρυβος που κυριαρχούσε την ημέρα υπό φυσιολο γικές συνθήκες δεν είχε φύγει, απλώς είχε απορροφηθεί σαν από ανθρώπινα πνευμόνια και βαστιόταν εκεί μέσα για να αφεθεί ξανά ελεύθερος καποια στιγμή. Την εμπιστευόταν αυτή την ησυχία, επαιρνε θάρρος απ’ αυτήν επειδή έκρυβε την υπόσχεση του θορύ βου, ακόμα και την ώρα που τον κρατούσε αιχμάλωτο. Ο Τζίμι δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του να ζει στην ύπαιθρο, εκεί όπου η ησυχία ήταν ο θόρυβος, όπου η σιωπή ήταν εύθραυστη και κατέρρεε στο πρώτο άγγιγμα. Ομως του άρεσε αυτή η ησυχία, αυτή η υπόκωφη ακινησία. Μέχρι τώρα, η βραδιά έμοιαζε τόσο θορυβώδης, τόσο βίαιη, γε μάτη από φωνές κι από τους θρήνους της γυναίκας του και των θυ γατέρων του. Ο Σον Ντιβάιν είχε στείλει στο σπίτι δύο ντετέκτιβ, τους Μπράκετ και Ρόζενταλ, για να ψάξουν το δωμάτιο της Κέιτι, κι αυτοί έψαξαν με αμήχανα, χαμηλωμένα βλέμματα στα συρτάρια και κάτω από το κρεβάτι και το στρώμα, ψιθυρίζοντας συγνώμες στον Τζίμι, ενώ ο Τζίμι ευχόταν να κάνουν γρήγορα και να πάψουν να του μιλάνε. Στο τέλος, δεν βρήκαν τίποτε άξιο λόγου εκτός από εφτακόσια δολάρια σε καινούρια χαρτονομίσματα, μέσα στο συρ τάρι με τις κάλτσες της Κέιτι. Τα έδειξαν στον Τζίμι μαζί με το βι βλιάριο καταθέσεών της -που είχε μηδενικό υπόλοιπο, ενώ η τε λευταία ανάληψη είχε γίνει το απόγευμα της Παρασκευής. Ο Τζίμι δεν είχε κάποια εξήγηση γι’ αυτό. Το γεγονός, βέβαια, Λ
■ — »r
ν*r
r f\
f
»
Λ*
/
*
f
r
f
r
r
του προκάλεσε έκπληξη. Αλλά, με όλες αυτές τις εκπλήξεις της η μέρας, είχε ελάχιστη επίδραση πάνω του. Απλώς έκανε πιο έντονο το γενικό μούδιιισμα. «Μπορούμε να τον σκοτώσουμε». Ο Βαλ ξεπρόβαλε στη βεράντα κι έδωσε μια μπίρα στον Τζίμι. Κάθισε δίπλα του, με τα πόδια του γυμνά στα σκαλοπάτια. «Τον θ ’ Ντόνελ;» Ο Βαλ έγνεψε καταφατικά. «Θα το ήθελα. Καταλαβαίνεις, Τζί μι». «Πιστεύεις ότι αυτός σκότωσε την Κέιτι». Ο Βαλ έγνεψε. «Ή ότι έχει κάποια σχέση με το φόνο. Γιατί, εσύ δεν το πιστεύεις; Οι φίλες της κόβουν το κεφάλι τους. Αένε ότι πέτυχαν τον Ρόμαν σ ’ ένα μπαρ κι εκείνος απείλησε την Κέιτι». «Την απείλησε;» «Να, της έτριξε τα δόντια τέλος πάντων, λες και ήταν ακόμη το κορίτσι του Ο ’ Ντόνελ. Έ λα τώρα, Τζίμι, πρέπει να ήταν ο Μπόμπι». «Δεν είμαι ακόμα σίγουρος γι αυτο», ειπε ο Τζιμι. «Τι θα κάνεις άμα το μάθεις;» Ο Τζίμι άφησε το γάντι του μπέιζμπολ στο σκαλοπάτι μπροστά του και άνοιξε την μπίρα του. Ή πιε μια παρατεταμένη, αργή γου λιά. «Ούτε αυτό το ξέρω». λ
/
t
/
/
r
«γ* ι / r
14 ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΝΙΩΣΩ ΠΟΤΕ ΕΤΣΙ
ΔοΥΛΕΨΑΝ ΟΛΗ ΝΥΧΤΑ
και ένα μέρος του πρωινού - ο Σον, ο Γουάιτι Πάουερς, ο Σόουζα και ο Κόνολι, μαζί με άλλους δύο αξιω ματικούς του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Πολιτειακής Αστυνο μίας, τους Μπράκετ και Ρόζενταλ, και μαζί τους μια λεγεώνα από πολιτειακούς αστυνομικούς και τεχνικούς της Σήμανσης, φωτογρά φους και ιατροδικαστές-, και έπεσαν πάνω στην υπόθεση χτυπώ ντας τη σαν ένα ατσάλινο κουτί που ήθελαν να τ’ ανοίξουν. Έξυσαν και το τελευταίο φύλλο του πάρκου ψάχνοντας για αποδει κτικά στοιχεία. Γέμισαν ολόκληρα μπλοκ με σχεδιαγράμματα και αναφορές από τον τόπο του εγκλήματος. Οι πολιτειακοί αστυνομι κοί μίλησαν με τους κατοίκους όλων των σπιτιών που βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση απο το πάρκο και γέμισαν ενα ραν με άστε γους από το Πεν και τα καμένα κτίρια της οδού Σίντνεϊ. Έψαξαν το σακίδιο που είχε βρεθεί στο αυτοκίνητο της Κέιτι Μάρκους και δεν είχαν βρει παρά συνηθισμένα μόνο πράγματα, ώσπου ανακάλυψαν έναν ταξιδιωτικό οδηγό του Λας Βέγκας κι έναν κατάλογο με τα ξενοδοχεία της πόλης τυπωμένο σε ριγέ κίτρινο χαρτί. Ο Γουάιτι έδειξε τον οδηγό στον Σον με ένα σφύριγμα. «Αυτό στη δουλειά μας λέγεται σοβαρή ένδειξη. Πάμε να μιλήσουμε με τις φίλες της». t
r
f
t
f
*
C\
'
Η Ιβ Πίτζον και η Νταϊάν Σέστρα, ίσως οι δύο τελευταίοι κα θωσπρέπει άνθρωποι που είδαν ζωντανή την Κέιτι Μάρκους, σύμ φωνα με τον πατέρα της τελευταίας, έμοιαζαν λες και τις είχε πα τήσει ο ίδιος οδοστρωτήρας. Ο Γ ουάιτι και ο Σον τις ρωτούσαν μα λακά ανάμεσα στους ποταμούς δακρύων που κυλούσαν στο πρό σωπό τους. Τα κορίτσια τούς έκαναν μια περιγραφή των κινήσεων της Κέιτι Μάρκους την τελευταία νύχτα της ζωής της και τους έ δωσαν τα ονόματα των μπαρ που είχαν επισκεφτεί, μαζί και με τις ώρες άφιξης και αναχώρησης κατά προσέγγιση, όταν όμως η συζήτηση εφτασε σε προσωπικά ζητηματα, τοσο ο Σον οσο και ο Γουαιτι κατάλαβαν ότι κάτι τους έκρυβαν, καθώς άρχισαν να ανταλλάσ σουν βλέμματα πριν απαντήσουν, και οι απαντήσεις τους γίνονταν αόριστες, ενώ προηγουμένως ήταν σαφέστατες. «Έβλεπε κάποιον;» «Όχι σε μόνιμη βάση...» «Αραιά και πού;» «Ξέρετε...» «Ναι;» «Δε μας κρατούσε ενήμερες για τέτοια ζητήματα». «Ελάτε, κορίτσια, μη μας δουλεύετε. Είστε κολλητές από το νη πιαγωγείο και δεν ξέρετε με ποιον έβγαινε;» «Δε μιλούσε πολύ γ ι’ αυτά. Ή ταν πολύ κλειστή». «Ναι, ήταν κλειστή. Έ τσι ήταν η Κέιτι, κύριε». Ο Γουάιτι προσπάθησε να τρυπώσει από αλλού. «Δεν υπήρχε λοιπόν τίποτε ιδιαίτερο στη χτεσινή νύχτα; Τίποτε ασυνήθιστο;» «Όχι». «Δε σχεδίαζε να φύγει από την πόλη;» «Τι; Όχι». «Όχι; Νταϊάν, στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου της υπήρχε το σακίδιό της. Μέσα είχε έναν ταξιδιωτικό οδηγό του Βέγκας. Υπάρ χει περίπτωση, λες, να τον κουβαλούσε για λογαριασμό κάποιου άλλου;» «Ίσως. Δεν ξέρω». Ο πατέρας της Ιβ μπήκε στη μέση. «Γλυκιά μου, αν ξέρεις κάτι που μπορεί να βοηθήσει, άρχισε καλύτερα να μιλάς. Για όνομα του Θεού, η Κέιτι δολοφονήθηκε». Αυτό είχε προκαλέσει νέους ποταμούς δακρύων και τα δυο κο ρίτσια, στις πύλες της υστερίας, άρχισαν να ολοφύρονται, να αγκα /
9
y*
9
t
^
9
0
λιάζονται και να τρέμουν, με το στόμα τους ανοιχτό σε σχήμα οβάλ και ελαφρά σκεβρωμένο, σαν μάσκα τραγωδίας, την οποία ο Σον είχε δει τόσες και τόσες φορές, τις στιγμές που, όπως το έθετε ο Μάρτιν Φριλ, η δεξίωση τελείωνε και η μονιμότητα της απώλειας θρονιαζόταν για τα καλά. Κάτι τέτοιες στιγμές, δεν μπορούσες να κάνεις τίποτ’ άλλο εκτός από το να κοιτάζεις απλώς -ή να σηκω θείς και να φύγεις. Εκείνοι κοιτούσαν και περίμεναν. Η Ιβ Πίτζον* θύμιζε σ τ’ αλήθεια πουλί, σκέφτηκε ο Σον. Το πρόσωπό της ήταν πολύ αδρό, η μύτη της πολύ λεπτή. Σχεδόν της πήγαινε ομως. Ειχε επάνω της μια χαρη που εδινε στην αδυναμία της μια χροιά σχεδόν αριστοκρατική. Ο Σον σκέφτηκε ότι ανήκε στο είδος των γυναικών που έδειχναν πιο όμορφες φορώντας βρα δινά φορέματα παρά καθημερινά ρούχα και απέπνεε μια αίσθηση αξιοπρέπειας και ευφυΐας που ο Σον σκέφτηκε ότι θα τραβούσε μόνο σοβαρούς άντρες, διώχνοντας τα παλιόμουτρα και τους Δον Ζουάν. Η Νταϊάν, από την άλλη, ξεχείλιζε από ηττημένη ηδυπάθεια. Ο Σον παρατήρησε μια παλιά μελανιά δίπλα στο δεξί της μάτι και του φάνηκε λίγο πιο αργόστροφη από την Ιβ, λίγο πιο επιρρεπής στο συναίσθημα, και ίσως και στο γέλιο. Μια ελπίδα που ξεθώριαζε σπίθιζε και στα δυο της μάτια, κάνοντάς τα να μοιάζουν με δίδυμα ψεγάδια, μια ένδεια που ο Σον ήξερε ότι σπάνια προσέλκυε άλλο είδος αντρα έκτος απο το αρπακτικο. Ο Σον σκεφτηκε οτι στα επό μενα χρόνια θα γινόταν το επίκεντρο αρκετών κλήσεων για διατά ραξη οικιακής γαλήνης, και μέχρι οι αστυνομικοί να φτάσουν στην πόρτα της αυτή η ελπίδα, που τώρα αργοπέθαινε, θα είχε χαθεί από καιρό απ’ τα μάτια της. «Ιβ», είπε ευγενικά ο Γουάιτι όταν επιτέλους σταμάτησαν να κλαίνε, «πρέπει να μάθω για τον Ρόμαν Φάλοου». Η Ιβ κούνησε το κεφάλι της σαν να περίμενε την ερώτηση, αλλά δεν μίλησε αμέσως. Μάσησε τα πετσάκια γύρω από το νύχι του αντίχειρά της και κάρφωσε το βλέμμα της στα ψίχουλα πάνω στο τραπέζι. «Αυτό το μαλακισμένο που σέρνει μαζί του ο Μπόμπι Ο ’ Ντό νελ;» είπε ο πατέρας της. /
t
»
t
/ ς»
* Pigeon: περιστέρι. (Σ.τ.Μ.)
t
>^
C*
f
t *r r
Ο Γουάιτι σήκωσε το χέρι του για να τον κάνει να σωπάσει και έριξε μια ματιά στον Σον. «Ιβ», είπε ο Σον, καταλαβαίνοντας ότι η Ιβ ήταν αυτή με την ο ποία έπρεπε να ασχοληθούν. Θα έσπαγε πιο δύσκολα απ’ την Νταϊάν, αλλά θα τους έδινε σοβαρές λεπτομέρειες. Τον κοίταξε. «Δε θα υπάρξει κανενός είδους αντεκδίκηση, αν αυτό σε ανη συχεί. Ό,τι και να μας πεις για τον Ρόμαν Φάλοου ή τον Μπόμπι, θα μείνει μεταξύ μας. Ποτέ δε θα μάθουν ότι το είπες εσύ». «Και τι γίνεται αν η υπόθεση φτάσει στο δικαστήριο, ε; Τι γίνε ται τότε;» ρώτησε η Νταϊάν. Ο Γουάιτι κοίταξε τον Σον με ένα βλέμμα που έλεγε: Τώρα βγάλ’ τα πέρα μόνος σου. Ο Σον προσηλώθηκε στην Ιβ. «Εκτός κι αν είδες τον Ρόμαν ή τον Μπόμπι να βγάζει την Κέιτι από το αυτοκίνητό της». «Όχι». 9 «Τοτε, ο εισαγγελεας οεν μπορεί να αναγκασει καποια απ τις δυο σας να καταθέσει ως μάρτυρας μπροστά σε ακροατήριο, Ιβ. Όχι. Ίσω ς το ζητήσει πιεστικά, αλλά δεν μπορεί να σε αναγκάσει». «Δεν τους ξέρετε καλά», είπε η Ιβ. «Τον Μπόμπι και τον Ρόμαν; Και βέβαια τους ξέρω. Έκλεισα εννιά μήνες μέσα τον Μπόμπι όταν δούλευα σε υποθέσεις ναρκω τικών». Ο Σον άπλωσε το χέρι του και το ακούμπησε στο τραπέζι, σε απόσταση λίγων εκατοστών από το δικό της. «Και με απείλησε. Αλλά έτσι είναι ο Μπόμπι και ο Ρόμαν -μ όνο κούφια λόγια». Η Ιβ κοίταξε το χέρι του Σον με ένα πικρό χαμόγελο στα σφιγ μένα της χείλη. «Μ αλα.,.κίες», είπε, και η λέξη βγήκε με δυσκο λία. 1 «Δε μιλάνε ετσι σ αυτο το σπίτι», ειπε ο πατέρας της. «Κύριε Πίτζον», είπε ο Γουάιτι. «Όχι», είπε ο Ντρου. «Είναι το σπίτι μου κι εγώ φτιάχνω τους κανόνες εδώ μέσα. Δε θ ’ αφήσω την κόρη μου να μιλάει σ α ν...» «Ο Μπόμπι ήταν», είπε η Ιβ και απ’ την Νταϊάν ξέφυγε ένα πνι χτό αγκομαχητό, και κοίταξε τη φίλη της λες κι είχε χάσει τα μυαλά της. Ο Σον είδε τα φρύδια του Γουάιτι να διαγράφουν ένα τόξο. «Τι ήταν ο Μπόμπι;» είπε ο Σον. rp r
Λ
\
Λ 9
9
9
/
9
f
*
9
f
/
«Αυτός με τον οποίο έβγαινε η Κέιτι. Ο Μπόμπι ήταν, όχι ο Ρό μαν». «Το ξέρει αυτό ο Τζίμι;» ρώτησε ο Ντρου την κόρη του. Η Ιβ έκανε ένα απ’ αυτά τα κακοδιάθετα τινάγματα των ώμων που ο Σον είχε αποφασίσει ότι ήταν ενδημικά στα παιδιά της ηλι κίας της, ένα αργό τίναγμα του σώματος που έλεγε ότι δύσκολα θα έμπαινε στον κόπο να προσπαθήσει για κάτι. «Ιβ;» είπε ο Ντρου. «Το ήξερε;» «Και ναι και όχι», είπε η Ιβ. Αναστέναξε και έγειρε πίσω το κε φάλι της, κοιτάζοντας το ταβάνι με τα σκοτεινά της μάτια. «Οι γονεις της νόμιζαν οτι είχαν χωρίσει, επειδή για λιγο το ιδιο νόμιζε κι εκείνη. Ο μόνος που δεν το νόμιζε ήταν ο Μπόμπι. Δεν έλεγε να το παραδεχτεί. Δεν την άφηνε ήσυχη. Μια νύχτα πήγε να την πετάξει από το τρίτο πάτωμα». «Το είδες με τα μάτια σου αυτό;» ρώτησε ο Γ ουάιτι. Κούνησε το κεφάλι της. «Μου το είπε η Κέιτι. Την πέτυχε σ ’ ένα πάρτι πριν από έξι βδομάδες, ένα μήνα, κάτι τέτοιο. Την έπεισε να βγει μαζί του στο χολ για να μιλήσουν. Μόνο που το διαμέρι σμα όπου γινόταν το πάρτι ήταν στον τρίτο, καταλαβαίνετε;» Η Ιβ σκούπισε το πρόσωπό της με την ανάστροφη της παλάμης της, παρ’ όλο που δεν έδινε την εντύπωση ότι έκλαιγε. «Η Κέιτι μου είπε πως προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι τα είχαν χαλάσει, αλλά ο Μπόμπι δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει, και τελικά έγινε τόσο έ ξαλλος, που την άρπαξε από τους ώμους και τη σήκωσε πάνω από την κουπαστή. Τρία πατώματα ψηλά, ο ψυχάκιας. Και είπε ότι, αν τα χαλούσε μαζί του, τότε αυτός θα χαλούσε εκείνη. Θα ήταν το κορίτσι του για όσο θα γουστάριζε εκείνος, κι αν δεν της άρεσε, θα την άφηνε να φάει τα μούτρα της εκείνη τη στιγμή». «Θεέ και Κύριε!» είπε ο Ντρου Πίτζον έπειτα από μια σύντομη σιωπή. «Γνωρίζεις τέτοιους ανθρώπους;» «Λοιπόν, Ιβ, τι της είπε στο μπαρ ο Ρόμαν το βράδυ του Σαββά του;» ρώτησε ο Γουάιτι. Η Ιβ δεν είπε τίποτε για λίγο. «Γιατί δε μας λες εσύ, Νταϊάν;» είπε ο Γουάιτι. Η Νταϊάν έμοιαζε να έχει ανάγκη από ένα ποτό. «Το είπαμε στον Βαλ. Αυτό αρκεί». «Στον Βαλ;» είπε ο Γουάιτι. «Στον Βαλ Σάβατζ;» «Ήρθε εδώ σήμερα το απόγευμα», είπε η Νταϊάν. t
/
y
/
r
t
c* t
λ /
t
y·
«Και του είπατε αυτό που είπε ο Ρόμαν, αλλά δεν το λες σ ’ εμάς». «Είναι η οικογένειά της», είπε η Νταϊάν και δίπλωσε τα χέρια της μπροστά στο στήθος της, παίρνοντας όσο πιο καλά μπορούσε μια γκριμάτσα που έλεγε, «Άντε γαμήσου, μπάτσε». « θ α σας πω εγώ», είπε η ϊβ. «Χριστέ μου... Είπε πως είχε μά θει ότι μεθύσαμε και γίναμε ρεζίλι, και αυτό δεν του άρεσε και σί γουρα ούτε ο Μπόμπι θα χαιρόταν όταν το άκουγε, κι ότι ίσως θα έπρεπε να γυρίσουμε στα σπίτια μας». «Έτσι, λοιπόν, φύγατε». «Έχετε μιλήσει ποτέ με τον Ρόμαν;» είπε η κοπέλα. «Έχει έναν τρόπο να κάνει τις ερωτήσεις να μοιάζουν με απειλές». «Κι αυτό ήταν...» είπε ο Γουάιτι. «Δεν τον είδες να σας ακο λουθεί όταν βγήκατε από το μπαρ, ή κάτι τέτοιο;» Κούνησε το κεφάλι της. Κοίταξαν την Νταϊάν. Η Νταϊάν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Ήμαστε πολύ μεθυσμένες». «Δεν είχατε άλλη επαφή μαζί του εκείνη τη νύχτα; Καμία από τις δυο σας;» «Η Κέιτι μας έφερε σπίτι μου με το αυτοκίνητο», είπε η Ιβ. «Μας πέταξε μέχρι εδώ. Κι από τότε δεν την ξαναείδαμε». Είπε την τελευταία λέξη δαγκώνοντας το κάτω χείλι της, σφίγγοντας το πρόσωπό της σαν γροθιά καθώς τίναζε το κεφάλι της πίσω ξανά, και κοίταξε ψηλά, εισπνέοντας δυνατά. «Με ποιον σχεδίαζε να πάει στο Λας Βέγκας;» ρώτησε ο Σον. «Με τον Μπόμπι;» Η Ιβ κοίταξε για λίγο το ταβάνι, με την αναπνοή της να γίνεται υγρή. «Όχι με τον Μπόμπι», είπε τελικά. «Με ποιον, τότε, Ιβ;» ρώτησε ο Σον. «Με ποιον θα πήγαινε στο Βέγκας;» «Με τον Μπρένταν». «Τον Μπρένταν Χάρις;» ρώτησε ο Γουάιτι. «Ναι. Τον Μπρένταν Χάρις», είπε. Ο Γ ουάιτι και ο Σον κοιτάχτηκαν. «Το γιο του Τζαστ Ρέι;» είπε ο Ντρου Πίτζον. «Αυτόν με τον μουγκό αδερφό;»
Η Ιβ έγνεψε και ο Ντρου στράφηκε προς τον Σον και τον Γουάιτι. «Καλό παιδί. Άκακο». Ο Σον έγνεψε. Άκακο. Μάλιστα. «Έχετε τη διεύθυνση του;» ρώτησε ο Γουάιτι.
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΧΑΡΙΣ δεν βρήκαν κανέναν, έτσι ο Σον επικοινώνησε με το Κέντρο και ζήτησε δύο πολιτειακούς α στυνομικούς για να καλύψουν το σημείο και να τους ειδοποιήσουν όταν επέστρεφε ο Χάρις. Στη συνέχεια πήγαν στο σπίτι της κυρίας Πράιορ και κάθισαν για τσάι και μπαγιάτικα κουλουράκια, με το Άγγιγμα Ενός Αγγέλου σε τόσο δυνατή ένταση, που ο Σον συνέχισε ν ’ ακούει τη φωνή της Ντέλα Ριζ για μια ώρα αργότερα να ουρλιάζει «Αμήν» και να μι λάει για τη σωτηρία της ψυχής. Η κυρία Ιΐράιορ είπε ότι είχε κοιτάξει από το παράθυρό της γύρω στη μία και μισή την προηγούμενη νύχτα και είχε δει δύο παιδιά που έπαιζαν στο δρόμο, δύο μικρά παιδιά, τέτοια ώρα, να πετάνε το ένα στο άλλο άδεια τενεκεδάκια, χτυπώντας τα με μπαστουνια του χοκει και μιλώντας με κακές λεξεις. Σκεφτηκε να τους πει κάτι, οι γριές όμως όφειλαν να είναι προσεκτικές. Τα παιδιά εί ναι τρελά στις μέρες μας, πυροβολούν στα σχολεία, φοράνε φαρδιά ρούχα και μιλάνε μ ’ αυτές τις κακές λέξεις. Εκτός αυτού, τα παιδιά τελικά έφυγαν κυνηγώντας το ένα το άλλο κι έγιναν πρόβλημα κό f
r
··
Λ
'
*
\
* Υ
ν '
*
πος αυτός για να ζει κανείς; «Ο αστυφύλακας Μεντέιρος μας είπε ότι ακούσατε ένα αυτοκί νητο γύρω στις δύο παρά τέταρτο», είπε ο Γουάιτι. Η κυρία Πράιορ κοίταξε την Ντέλα να εξηγεί το δρόμο του Θεού στη Ρόμα Ντάουνι, με τη Ρόμα να δείχνει σοβαρή και βουρ κωμένη και ξέχειλη από το Χριστό μέχρι τα μπούνια. Η κυρία Πράιορ έγνεψε επιδοκιμαστικά μερικές φορές προς την τηλεόραση κι έπειτα γύρισε και κοίταξε τον Γουάιτι και τον Σον. «Ακόυσα ένα αυτοκίνητο να χτυπάει κάτι». «Να χτυπάει τι;» «Όπως οδηγούν σήμερα οι άνθρωποι, είναι ευτύχημα που δεν
έχω πια δίπλωμα. Θα φοβόμουν να οδηγήσω σ ’ αυτούς τους δρό μους. Ό λοι οδηγούν σαν παρανοϊκοί». «Μάλιστα, κυρία μου», είπε ο Σον. «Ακούστηκε σαν αυτοκί νητο που χτύπησε κάποιο άλλο αυτοκίνητο;» «Ω, όχι». «Χτύπησε κάποιον άνθρωπο;» «Χριστέ κι Απόστολε, πώς ακούγεται αυτό; Δε θα ’θελα καν να ξέρω». «Δεν ήταν, λοιπόν, δυνατός ήχος, έτσι;» «Παρακαλώ;» Ο Γ ουάιτι επανέλαβε τα λόγια του, γέρνοντας προς το μέρος της γυναίκας. «Όχι», είπε η κυρία Πράιορ. «Φάνηκε περισσότερο σαν να χτύ πησε σε μια πέτρα ή σε ένα κράσπεδο. Και έπειτα η μηχανή έσβησε και κάποιος είπε, “Γεια”». «Κάποιος είπε, “Γ εια”;» «Γεια. Και τότε ένα μέρος του αυτοκινήτου έκανε κρακ». Ο Σον και ο Γ ουάιτι κοιτάχτηκαν. Ο Γουάιτι είπε: «Ένα μέρος του αυτοκινήτου έκανε κρακ;» Η κυρία Πράιορ κούνησε το μικρό μπλε κεφάλι της. «Όταν ζούσε ο Λ ίο μου, είχε σπάσει τον άξονα της Πλίμουθ μας. Τι θό ρυβο είχε κάνει! Κρακ!» Τα μάτια της έλαμπαν. «Κρακ!» είπε. «Κρακ!» «Αυτό λοιπόν ακούσατε αμέσως αφότου ακούσατε κάποιον να λέει, “Γ εια”;» Έγνεψε. «Γεια και κρακ». «Και όταν κοιτάξατε τότε από το παράθυρό σας τι είδατε;» «Όχι, όχι, όχι», είπε η κυρία Πράιορ. «Δεν κοίταξα από το πα ράθυρό μου. Είχα ήδη φορέσει το νυχτικό μου. Ήμουν στο κρεβά τι. Δε θα κοιτούσα ποτέ από το παράθυρο φορώντας το νυχτικό μου. Μπορεί να με έβλεπαν». «Όμως, πριν από δεκαπέντε λεπτά, είχατε...» «Νεαρέ, πριν από δεκαπέντε λεπτά δε φορούσα το νυχτικό μου. Μόλις είχα σταματήσει να βλέπω τηλεόραση, ένα υπέροχο φιλμ με τον Γκλεν Φορντ. Ω, μακάρι να μπορούσα να θυμηθώ πώς το έλε γαν!...» «Κλείσατε, λοιπόν, την τηλεόρασή σ α ς...» «Και είδα αυτά τα ορφανά παιδιά στο δρόμο. Έπειτα ανέβηκα
επάνω και φόρεσα το νυχτικό μου κι έπειτα, αγαπητέ μου νεαρέ, έ κλεισα τα παντζούρια μου». «Η φωνή που είπε “Γεια”» είπε ο Γουάιτι, «ήταν αντρική ή γυ ναικεία;» «Νομίζω γυναικεία», είπε η κυρία Πράιορ. «Ήταν ψιλή φωνή. Όχι σαν τις δικές σας», είπε ζωηρά. «Έχετε και οι δύο ωραίες, αρ ρενωπές φωνές. Όι μητέρες σας πρέπει να είναι περήφανες». «Ω, ναι, κυρία μου. Όσο δε φαντάζεστε», είπε ο Γ ουάιτι. Καθώς έφευγαν από το σπίτι, ο Σον είπε: «Κρακ!» Ο Γουάιτι χαμογέλασε. «Της άρεσε που το έλεγε, το κατάλαβες; Ο σφυγμός του κοριτσιού μας ανέβηκε λιγάκι». «Νομίζεις ότι ήταν άξονας που έσπαγε ή πυροβολισμός;» «Πυροβολισμός», είπε ο Γουάιτι.«Αυτό το “Γεια” είναι που με μπερδεύει». «Για να του πει “Γεια”, σημαίνει ότι γνώριζε αυτόν που την πυ ροβόλησε». «Το υπονοεί, αλλά δεν το εγγυάται». Έ πειτα απ’ αυτό δούλεψαν στα μπαρ, αλλά δεν έβγαλαν τίποτε εκτός από μεθυσμένες μαρτυρίες που έλεγαν ότι ίσως είχαν δει τα κορίτσια εδώ αλλά ίσως και όχι, και απρόθυμες λίστες με τους πε λάτες που βρίσκονταν εκεί τις κρίσιμες ώρες. Στο Μακ Γ κιλς, ο Γ ουάιτι άρχισε να εκνευρίζεται. «Δύο νέα κορίτσια -κ α ι ήταν πράγματι νέα, ανήλικα για την α κρίβεια- σκαρφαλώνουν πάνω στο μπαρ κι αρχίζουν να χορεύουν κι εσύ μου λες ότι δεν τις θυμάσαι;» Ο μπάρμαν άρχισε να γνέφει προτού ο Γουάιτι τελειώσει την ε ρώτησή του. «Α, μάλιστα, μιλάτε γ ι’ αυτά τα κορίτσια. Εντάξει, ε ντάξει, τις θυμάμαι. Βέβαια. Θα πρέπει να είχαν ταυτότητες, γιατί τους τις ζητήσαμε, ντετέκτιβ». «Είμαι αρχιφύλακας», είπε ο Γουάιτι. «Ισα που θυμόσουν ότι πέρασαν από δω, αλλά τώρα θυμήθηκες ότι τους ζήτησες και ταυ τότητα. Μήπως θυμάσαι και τι ώρα έφυγαν; Ή μήπως η μνήμη σου θα λειτουργήσει κι εδώ επιλεκτικά;» «Έφυγαν;» είπε ο μπάρμαν, ένας νεαρός με γυαλιά τόσο μεγά λα, που έμοιαζαν να εμποδίζουν την κυκλοφορία του αίματος στον εγκέφαλό του. «Αναχώρησαν, όπως λέμε». «Δ εν...» «Ήταν λίγο προτού σπάσει το ρολόι ο Κρόσμπι», είπε ένας τύ πος που καθόταν σ ’ ένα σκαμπό.
Ο Σον γύρισε και τον κοίταξε -ένα ν παλιό θαμώνα των μπαρ, με τη Χέραλντ απλωμένη στο μπαρ ανάμεσα σ ’ ένα μπουκάλι Μπαντ κι ένα σφηνάκι ουίσκι, και την καύτρα του τσιγάρου του να βαραίνει στο σταχτοδοχείο. «Ήσουν κι εσύ εδώ;» ρώτησε ο Σον. «Ναι. Ο Μόρτον Κρόσμπι ήθελε να γυρίσει στο σπίτι του οδη γώντας. Οι φίλοι του προσπάθησαν να του πάρουν τα κλειδιά. Ο βλάκας τούς τα πέταξε. Αστόχησε. Και χτύπησε το ρολόι». Ο Σον γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε το ρολόι πάνω από το άνοιγμα της πόρτας που οδηγούσε στην κουζίνα. Το τζάμι είχε ρα γίσει και οι δείκτες είχαν σταματήσει στις 12:52. «Και είχαν φύγει πριν απ’ αυτό;» ρώτησε ο Γουάιτι τον παλιό θαμώνα του μπαρ. «Τα κορίτσια, εννοώ». «Περίπου πριν από πέντε λεπτά», είπε ο τύπος. «Μόλις τα κλει διά χτύπησαν στο ρολόι, σκέφτηκα, Πάλι καλά που έφυγαν τα κο ρίτσια. Δεν υπήρχε λόγος να δουν αυτές τις χαζομάρες». Στο αυτοκίνητο, ο Γουάιτι ρώτησε: «Εχεις καταρτίσει χρονοδι άγραμμα;» Ο Σον έγνεψε και ξεφύλλισε τις σημειώσεις του. «Φεύγουν από το Κέρλι’ς Φόλι στις εννιάμισι, περνούν απ’ το Μπάνσι, το μπαρ του Ντικ Ντόιλ, και το Σπάιρς, μένοντας από λίγο στο καθένα. Έ πειτα, γύρω στις εντεκάμισι, καταλήγουν στο Μακ Γκιλς, και στη μία και δέκα βρίσκονται μέσα στο Λαστ Ντροπ». «Και περίπου μισή ώρα αργότερα το αυτοκίνητό της χτυπάει με κάτι». Ο Σον κούνησε το κεφάλι του. «Βλέπεις κανένα οικείο όνομα στη λίστα του μπάρμαν;» Ο Σον έριξε μια ματιά στον κατάλογο των πελατών του σαββα τόβραδου που είχε γράψει βιαστικά ο μπάρμαν του Μακ Γκιλς. «Τον Ντέιβ Μπόιλ», είπε δυνατά όταν διάβασε από μέσα του το όνομα. «Είναι ο τύπος που κάνατε παρέα όταν ήσαστε παιδιά;» «Μπορεί», είπε ο Σον. «Ισως πρέπει να του μιλήσουμε», είπε ο Γουάιτι. «Σε θεωρεί φίλο του, δε θα μας φερθεί όπως σε μπάτσους, αν δεν έχει λόγο να το κάνει». «Και βέβαια». «Ας τον βάλουμε στη λίστα μ’ αυτούς που πρέπει να δούμε αύ ριο». Τ '
*
*
Γ
f Τ” *
/
Ο
***
ΒΡΗΚΑΝ ΤΟΝ ΡΟΜΑΝ ΦΑΑΟΟΥ να ρουφάει ένα λάτε στο Καφέ Σοσάιετι, στο Πόιντ. Καθόταν με μια γυναίκα που έμοιαζε με φω τομοντέλο, με επιγονατίδες αιχμηρές όσο και τα ζυγωματικά της και μάτια που σακούλιαζαν ελαφρά γιατί το δέρμα του προσώ που της ήταν τόσο τραβηγμένο, που έμοιαζε σαν να είχε κολλήσει πανω στα κόκαλα της -ενα ωραίο λευκό καλοκαιρινο αγαλμα με λεπτές τιράντες που την έκαναν να δείχνει σέξι και σκελετωμένη ταυτόχρονα. Ο Σον αναρωτήθηκε πώς τα κατάφερνε και αποφά σισε ότι γ ι’ αυτό ευθυνόταν η μαργαριταρένια λάμψη της τέλειας επιδερμίδας της. Ο Ρόμαν φορούσε μια μεταξωτή μπλούζα χωμένη μέσα στο λινό παντελόνι του με τις πιέτες κι έμοιαζε σάμπως μόλις να είχε γυρίσει από το πλατό όπου γυριζόταν μια από αυτές τις παλιές α σπρόμαυρες ταινίες που διαδραματίζονταν στη Χαβάη ή στο Κι Γουέστ. Ρουφούσε το λάτε του και διάβαζε εφημερίδα μαζί με το κορίτσι του -ο Ρόμαν τις οικονομικές σελίδες και το φωτομοντέλο του χαζεύοντας τις σελίδες της μόδας. Ο Γουάιτι τράβηξε μια καρέκλα δίπλα τους και είπε: «Έι, Ρόf t f t μαν, πουλάνε αντρικα ρούχα εκει που πήρες την μπλούζα σου;» Ο Ρόμαν δεν σήκωσε τα μάτια του από την εφημερίδα του κι έ χωσε ένα κομμάτι κρουασάν στο στόμα του. «Αρχιφύλακα Πάου ερς, τι κάνεις; Πώς πάει το Χιουντάι σου, καλά;» Ο Γουάιτι χαχάνισε καθώς ο Σον καθόταν δίπλα του. «Ρόμαν, τώρα που σε ξαναβλέπω σ ’ αυτό το μέρος θα έπαιρνα όρκο ότι εί σαι άλλος ένας γιάπης, έτοιμος να ξυπνήσει το πρωί και ν ’ αρχίσει να πουλάει μετοχές με το Μάκιντός του». «Έχω PC, αρχιφύλακα». Ο Ρόμαν έκλεισε την εφημερίδα του και κοίταξε τον Γουάιτι και τον Σον για πρώτη φορά. «Ω, γεια χαρά», είπε στον Σον. «Κάπου σε ξέρω εσένα». «Σον Ντιβάιν, Πολιτειακή Αστυνομία». «Μάλιστα, μάλιστα», είπε ο Σον. «Βέβαια, σε θυμήθηκα. Σ ’ έχω δει κάποτε στο δικαστήριο να καταθέτεις εις βάρος κάποιου φίλου μου. Ωραίο κοστούμι. Έχουν ανέβει τώρα τελευταία στο Σίαρς, ε; Έχουν και μοντέρνα πράγματα». r
f
Λ
/
"y
r
/
f
Λ
r
r
Λ
Λ
^
r
V**
y
Ο Γ ουάιτι έριξε μια ματιά στο φωτομοντέλο. «Να σου φέρω μία μπριζόλα, γλυκιά μου;» «Τι;» έκανε το φωτομοντέλο. «Ίσως έναν ορό γλυκόζης; Είναι η σπεσιαλιτέ μας». «Κ όφ’ το», είπε ο Ρόμαν. «Για δουλειές ήρθατε, έτσι; Ας τις κρατήσουμε μεταξύ μας». «Ρόμαν, δεν καταλαβαίνω», είπε το φωτομοντέλο. Ο Ρόμαν χαμογέλασε. «Δεν πειράζει, Μικαέλα. Αγνόησέ μας». «Μικαέλα», είπε ο Γουάιτι. «Στυλάτο όνομα». Η Μικαέλα συνέχισε να κοιτάζει την εφημερίδα της. «Τι σε φέρνει κατά δω, αρχιφύλακα;» «Τα κέικ», είπε ο Γουάιτι. «Μου αρέσουν τα κέικ που φτιά χνουν εδώ. Και, α, ναι, ήξερες μια κοπέλα με το όνομα Κάθριν Μάρ κους, Ρόμαν;» «Και βέβαια». Ο Ρόμαν κατέβασε μια μικρή γουλιά από το λάτε του, σκούπισε το πάνω χείλι του με τη χαρτοπετσέτα κι έπειτα την άφησε να πέσει στα γόνατά του. «Βρέθηκε νεκρή σήμερα το από γευμα, νομίζω». «Έτσι είναι», είπε ο Γουάιτι. «Δεν είναι καλό για τη φήμη της γειτονιάς να συμβαίνουν τέ τοια πράγματα». Ο Γουάιτι σταύρωσε τα μπράτσα του και κοίταξε τον Ρόμαν. Ο Ρόμαν μάσησε άλλο ένα κομμάτι κρουασάν και ήπιε ακόμα λίγο λάτε. Σταύρωσε τα πόδια του, σκούπισε το στόμα του με τη χαρτοπετσέτα και ανταπέδωσε για λίγο το βλέμμα του Γ ουάιτι, ενώ ο Σον σκεφτόταν ότι αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που βαριόταν περισσότερο σ’ αυτή τη δουλειά -όλοι αυτοί οι διαγωνισμοί για το ποιος τον έχει μεγαλύτερο, όπου ο καθένας κοιτάζει τον άλλο στα ίσια, χωρίς να κάνει ρούπι πίσω. «Μάλιστα, αρχιφύλακα», είπε ο Ρόμαν. «Τη γνώριζα την Κάθριν Μάρκους. Ή ρθατε μέχρι εδώ για να με ρωτήσετε αν τη γνώ ριζα;» Ο Γουάιτι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Τη γνώριζα, και μάλιστα χθες το βράδυ την είδα σε ένα μπαρ». «Και μιλήσατε», είπε ο Γουάιτι. «Ναι. Μιλήσαμε». «Τι είπατε;» ρώτησε ο Σον. Ο Ρόμαν εξακολουθούσε να έχει το βλέμμα του καρφωμένο
στον Γουάιτι, λες και ο Σον δεν άξιζε περισσότερη προσοχή απ’ αυτήν που ήδη του ειχε οωσει. «Έβγαινε με ένα φίλο μου. Ή ταν μεθυσμένη. Της είπα ότι γινό ταν ρεζίλι και ότι θα έπρεπε να πάρει τις δυο φίλες της και να πάνε στα σπίτια τους». «Ποιος είναι αυτός ο φίλος σου;» είπε ο Γ ουάιτι. Ο Ρόμαν χαμογέλασε. «Έλα τώρα, αρχιφύλακα. Ξέρεις πολύ καλά ποιος είναι». «Πες το να σ ’ ακούσω». «Ο Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ», είπε ο Ρόμαν. «Ευχαριστήθηκες τώρα; Έβγαινε με τον Μπόμπι». «Επί του παρόντος;» «Συγνώμη, δεν κατάλαβα». «Επί του παρόντος;» επανέλαβε ο Γουάιτι. «Έβγαινε μαζί του επί του παρόντος; Ή έβγαινε μαζί του κάποτε;» «Επί του παρόντος», είπε ο Ρόμαν. Ο Γουάιτι σκάλισε κάτι στο σημειωματάριό του. «Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες μας, Ρόμαν». «Αλήθεια;» «Ναι. Ακούσαμε ότι πριν από εφτά μήνες του έδωσε τα παπού τσια στο χέρι, αλλά αυτός ο χοντρομπαλάς δεν έλεγε να το πάρει χαμπάρι». «Ξέρεις πώς είναι οι γυναίκες, αρχιφύλακα». Ο Γ ουάιτι κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, Ρόμαν, γιατί δε μου το λες εσύ να το μάθω;» Ο Ρόμαν έκλεισε την εφημερίδα που διάβαζε. «Εκείνη και ο Μπόμπι πήγαιναν μπρος πίσω. Τη μια στιγμή ήταν ο άντρας της ζωής της και την επόμενη του εψηνε το ψαρι στα χείλη». «Του εψηνε το ψαρι στα χείλη;» ειπε ο Γουάιτι στον Σον. «Σου θυμίζει καθόλου αυτό τον Μπόμπι θ ’ Ντόνελ που ξέρουμε;» «Όχι, καθόλου», είπε ο Σον. «Όχι, καθόλου», είπε ο Γουάιτι στον Ρόμαν. Ο Ρόμαν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Σας λέω ό,τι ξέρω. Αυτό είναι όλο». «Καλώς». Ο Γουάιτι έγραψε κάτι στο σημειωματάριό του. «Ρό μαν, πού πήγες χθες το βράδυ μόλις έφυγες από το Λαστ Ντροπ;» «I Ιήγαμε στο πάρτι κάποιου φίλου στο κέντρο, σε ένα λοφτ». «Όύουου! Πάρτι σε λοφτ», είπε ο Γουάιτι. «Πάντα ήθελα να βρεθώ κι εγώ σ’ ένα πάρτι σε λοφτ. Συνθετικά ναρκωτικά, μανεκέν y»
r
/
Τ<
»
t
τ
t
t *\
f
ρ»
/
’ C — '
κι ένα σωρό λευκοί που ακούν ραπ και προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους ότι είναι “παιδιά του δρόμου” . Ρόμαν, λέγοντας πήγα με, εννοείς τον εαυτό σου και την Άλι Μακμπίλ από δω;» «Μικαέλα», είπε ο Ρόμαν. «Μικαέλα Ντάβενπορτ, αν το γρά ψεις ολόκληρο». «Ω, το γράφω», είπε ο Γουάιτι. «Αυτό είναι το πραγματικό σου όνομα, γλύκα μου;» «Τι;» «Το πραγματικό σου όνομα», είπε ο Γουάιτι, «είναι Μικαέλα Ντάβενπορτ;» «Ναι». Οι σακούλες κάτω από τα μάτια του φωτομοντέλου φούσκωσαν κι άλλο. «Γιατί;» «Μήπως η μαμά σου έβλεπε πολλές σαπουνόπερες πριν γεννη θείς;» «Ρόμαν», είπε η Μικαέλα. Ο Ρόμαν σήκωσε το χέρι του και κοίταξε τον Γουάιτι. «Θυμά1 σαι οτι ειπα πως πρεπει να μείνει μεταξύ μας; Ε;» «Π ροσβάλλεσαι, Ρόμαν; Πας να μου το παίξεις Κ ρίστοφερ Γουόκεν; Πας να μου τη βγεις; Αυτό έχεις κατά νου; Ξέρεις, θα μπορούσαμε να πάμε μια βόλτα μέχρι να ξεκαθαρίσει το άλλοθι σου. Θα μπορούσαμε να το κάνουμε μια χαρά. Τι σχέδια έχεις για αύριο;» Ο Ρόμαν έτρεξε να κρυφτεί εκεί όπου ο Σον είχε δει τους περισ σότερους κακοποιούς να καταφεύγουν όταν κάποιος μπάτσος γινό ταν σκληρός μαζί τους: Αποσύρονταν τόσο ολοκληρωτικά μέσα στον εαυτό τους, που θα ορκιζόσουν ότι σταματούσαν να ανασαί νουν, και σε κοιτούσαν με μάτια σκοτεινά, αδιάφορα και μισόκλειστα. «Κανένα πρόβλημα, αρχιφύλακα», είπε ο Ρόμαν με επίπεδη φωνή. «Θα χαιρόμουν να σου δώσω τα ονόματα όλων όσοι με εί δαν στο πάρτι. Και είμαι σίγουρος ότι ο μπάρμαν του Λαστ Ντροπ, ο Τοντ Λέιν, θα πιστοποιήσει ότι δεν έφιη^α από το μπαρ πριν από τις δύο». «Μπράβο, αγόρι μου», είπε ο Γουάιτι. «Τώρα. πες μας πού μπο ρούμε να βρούμε το φίλο σου τον Μπόμπι». Ο Ρόμαν επέτρεψε στον εαυτό του ένα πλατύ χαμόγελο. «Πολύ θα σου αρέσει αυτό». «Τι, Ρόμαν;» /
/
β
r
y
r
— *
«Αν προσπαθείς να φορτώσεις στον Μπόμπι το θάνατο της Κάθριν Μάρκους, πολύ θα σου αρέσει αυτό που θ ’ ακούσεις». Ο Ρόμαν κοίταξε με κάλπικο βλέμμα αρπακτικυύ τον Σον και ο Σον ένιωσε την έξαψη που είχε νιώσει από τότε που η Ιβ Πίτζον είχε αναφέρει τον Ρόμαν και τον Μπόμπι να εξανεμίζεται. «Ο Μπόμπι, ο Μπόμπι, ο Μπόμπι». Ο Ρόμαν αναστέναξε κι έ κλεισε το μάτι στο κορίτσι του πριν γυρίσει ξανά προς το μέρος τους. «Τον Μπόμπι τον έπιασαν να οδηγεί μεθυσμένος την Παρα σκευή το βράδυ». Ο Ρόμαν ήπιε άλλη μια γουλιά από το λάτε του και είπε, απολαμβάνοντάς το: «Ήταν όλο το Σαββατοκύριακο στη φυλακή, αρχιφύλακα». Κούνησε το δάχτυλό του δεξιά αριστερά α νάμεσα στους δυο τους. «Δεν τα ψάχνετε αυτά τα πράγματα, παι διά;»
Ο ΣΟΝ ΕΝΙΩΘΕ τη μέρα στα κόκαλά του να του ρουφάει το μεδού λι, μέχρι που οι πολιτειακοί αστυνομικοί τού είπαν από τον ασύρ ματο ότι ο Μπρένταν Χάρις είχε επιστρέψει στο διαμέρισμά του με τη μητέρα του. Ο Σον και ο Γ ουάιτι έφτασαν εκεί στις έντεκα, κάθισαν στην κουζίνα με τον Μπρένταν και τη μητέρα του την Έ στερ, ενώ ο Σον σκεφτόταν, Ευτυχώς που δεν φτιάχνουν πια τέ τοια διαμερίσματα. Ή ταν σαν να είχε ξεπηδήσει από κάποιο παλιό σίριαλ της τηλεόρασης, ίσως το Χάνιμουνερς, γιατί το εκτιμούσες πραγματικά μόνο αν το έβλεπες μέσα από μια οθόνη ασπρόμαυ ρης τηλεόρασης δεκατριών ιντσών που έτριζε από τον ηλεκτρισμό και η λήψη της ήταν τίγκα στα χιόνια. Ή ταν ένα διαμέρισμα-σιδηρόδρομος. Είχαν ανοίξει την πόρτα της εισόδου ακριβώς στο κέ ντρο του κυρίως χώρου, έτσι που περνούσες κατευθείαν από τη σκάλα της πολυκατοικίας στο καθιστικό. Στα δεξιά του καθιστικού υπήρχε μια μικρή τραπεζαρία που η Έστερ Χάρις τη χρησιμοποι ούσε σαν υπνοδωμάτιο, στοιβάζοντας τις βούρτσες και τις χτένες της και τις ασορτί πούδρες της σε μια παρατημένη αποθηκούλα. Πέρα α π ' αυτό, ήταν το υπνοδωμάτιο που μοιραζόταν ο Μπρένταν με τον μικρό του αδερφό, τον Ρέιμοντ. Αριστερά από το καθιστικό υπήρχε ένας μικρός διάδρομος με ένα ασύμμετρο μπάνιο στα δεξιά και ακολουθούσε η κουζίνα, χω μένη σε τέτοιο σημείο, που το φως έφτανε μόνο για περίπου σαρά ντα λεπτά την ημέρα, αργά το απόγευμα. Η κουζίνα ήταν βαμμένη
σε αποχρώσεις του ανοιχτού πράσινου και του λιπαρού κίτρινου, και ο Σον, ο Γουάιτι, ο Μπρένταν και η Έστερ κάθονταν σε ένα μι κρό τραπέζι με μεταλλικά πόδια, α π’ τις γωνίες του οποίου έλειπαν όλες οι βίδες. Η επιφάνεια του τραπεζιού ήταν καλυμμένη με ένα κιτρινοπράσινο λουλουδάτο αυτοκόλλητο ξεφτισμένο στις άκρες, που από το κέντρο του είχαν φύγει κομμάτια μεγέθους νυχιών. Η Έστερ έδειχνε απολύτως ταιριαστή με το περιβάλλον. Ή ταν μικρόσωμη και απότομη, και θα μπορούσε να είναι γύρω στα σα ράντα, ίσως σαράντα πέντε. Μύριζε σαπούνι και τσιγαρίλα, και τα άγρια μπλε μαλλιά της ήταν ασορτί με τις σκληρές γαλάζιες φλέβες στους πήχεις και στα μπράτσα της. Φορούσε ξεβαμμένη ροζ βαμ βακερή μπλούζα, τζιν παντελόνι και γούνινες μαύρες παντόφλες. Κάπνιζε τσιγάρα Πάρλιαμεντ το ένα μετά το άλλο και κοίταζε τον Γουάιτι και τον Σον να μιλούν στο γιο της λες και οι αστυνομικοί δεν θα μπορούσαν να γίνουν πιο βαρετοί ακόμα και αν προσπαθού σαν, αλλά δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει. «Πότε είδες την Κέιτι Μάρκους;» ρώτησε ο Γουάιτι τον Μπρέ νταν. «Ο Μπόμπι τη σκότωσε, έτσι δεν είναι;» είπε ο Μπρένταν. «Ο Μπόμπι θ ’ Ντόνελ;» είπε ο Γουάιτι. «Ναι». Ο Μπρένταν χτύπησε τα δάχτυλά του στο τραπέζι. Φαι νόταν να βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. Η φωνή του ήταν μονότο νη, αλλά ξαφνικά έπαιρνε βαθιές ανάσες, με τη δεξιά πλευρά του προσώπου του να συσπάται λες και τον μαχαίρωναν στο μάτι. «I ιατί το λες αυτό;» «Τον φοβόταν. Έβγαινε μαζί του και πάντα έλεγε ότι, αν μά θαινε για μας, θα μας σκότωνε και τους δύο». Ο Σον κοίταξε τη μητέρα, περιμένοντας κάποια αντίδραση, όμως εκείνη συνέχισε να καπνίζει μακαρίως, ξεφυσώντας τόσο κα πνό, που τύλιγε όλο το τραπέζι σε ένα γκρίζο σύννεφο. «Φαίνεται ότι ο Μπόμπι έχει άλλοθι», είπε ο Γουάιτι. «Εσύ, Μπρένταν; Έχεις;» «Δεν τη σκότωσα εγώ», είπε ο Μπρένταν μουδιασμένα. «Δε θα έκανα ποτέ κακό στην Κέιτι. Ποτέ». «Πάμε, λοιπόν, από την αρχή», είπε ο Γουάιτι. «Πότε την είδες για τελευταία οορά;» «Το βράδυ της Παρασκευής». «Τι ώρα;» «Γύρω στις οχτώ, ας πούμε».
«Γύρω στις οχτώ, ας πούμε, ή στις οχτώ;» «Δεν ξέρω». Το πρόσωπο του Μ πρένταν είχε παραμορφωθεί από ένα άγχος που ο Σον μπορούσε να νιώσει ολοζώντανο στο τρα πέζι ανάμεσά τους. Έσφιξε τα χέρια του και κουνήθηκε λιγάκι στην καρέκλα του. «Ναι, στις οχτώ. Φάγαμε πίτσα στο Χάι-Φάι κι έπει τ α ... έπειτα έπρεπε να φύγει». Ο Γουάιτι σημείωσε πρόχειρα στο μπλοκ του, Χάι-Φάι, 8 μ.μ., Παμ. «Έπρεπε να πάει πού;» «Δεν ξέρω», είπε ο Μπρένταν. Η μητέρα έσβησε άλλο ένα τσιγάρο στο σωρό που είχε δημι ουργήσει στο σταχτοδοχείο, βάζοντας φωτιά σε ένα από τα σβησμένα, με αποτέλεσμα μια στήλη καπνού να υψωθεί χορεύοντας και να καταλήξει στο δεξί ρουθούνι του Σον. Η Έστερ Χάρις άναψε αμέσως αλλο ενα τσιγάρο και ο Σον σχημάτισε στο μυαλό του την εικόνα των πνευμονών της -γεμάτοι οζους και μαύροι σαν έβενος. «Μπρένταν, πόσων χρονών είσαι;» «Δεκαεννέα». «Και πότε αποφοίτησες από το γυμνάσιο;» «Αποφοίτησε...» είπε η Έστερ. «Πέρυσι πήρα το ενδεικτικό επαρκούς φοίτησης», είπε ο Μπρέ νταν. «Ώστε, λοιπόν, Μπρένταν», είπε ο Γουάιτι, «δεν έχεις ιδέα πού πήγε η Κέιτι την Παρασκευή το βράδυ μόλις έφυγε από το ΧάιΦάι». «Όχι», είπε ο Μπρένταν, με τη λέξη να σβήνει υγρή στο λα ρύγγι του και μάτια που άρχιζαν να κοκκινίζουν. «Έβγαινε με τον Μπόμπι, εκείνος ήταν τρελός μαζί της, ενώ για κάποιο λόγο ο πα τέρας της δε με γουστάρει, κι έτσι ήμαστε αναγκασμένοι να κραταμε τη σχέση μας κρυφή. Μερικες φορές δε μου ελεγε που πή γαινε επειδή μπορεί να συναντούσε τον Μπόμπι, μάλλον για να τον πείσει οτι είχαν χωρίσει. Δεν ξερω. Εκείνη τη νύχτα ειπε οτι θα πή γαινε στο σπίτι της». «Ο Τζίμι Μάρκους δε σε γουστάρει;» είπε ο Σον. Ο Μπρένταν ανασήκωσε τους ώμους του. «Ξέρω κι εγώ; Είπε πάντως στην Κέιτι ότι δεν ήθελε να με βλέπει». «Τι; Αυτός ο κλέφτης νομίζει ότι είναι καλύτερος από την οικογένειά μου;» είπε η μητέρα. «Δεν είναι κλέφτης», είπε ο Μπρένταν. «Ηταν στ’αλήθεια κλέφτης», είπε η μητέρα του. «Δεν το ξέρεις / Λ «\
t
t
t
t
r
t
/
/
/
Τ -*
f
t
t
t
*
*
Υ
9
r
r
*
f
Λ
9
y
/
f
9Λ
C *
9
9
9
9
9
9
αυτό, ε, παρά το ενδεικτικό επαρκούς φοίτησης; Ή ταν κλέφτης και λωποδύτης από πολύ παλιά. Η κόρη του μάλλον είχε τα γονίδιά του. Θα μπορούσε να είχε καταλήξει το ίδιο κακή. Τυχερός είσαι, γιε μου». Ο Σον και ο Γουάιτι κοιτάχτηκαν. Η Έστερ Χάρις ήταν πιθα νότατα η πιο αξιοθρήνητη γυναίκα που είχε γνωρίσει ποτέ ο Σον. Ή ταν κακιά, με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Μπρένταν Χάρις άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι στη μη τέρα του, αλλά έπειτα το έκλεισε ξανά. «Η Κέιτι είχε στο σακίδιό της έναν ταξιδιωτικό οδηγό του Λας Βέγκας», είπε ο Γουάιτι. «Α π’ ό,τι μαθαίνουμε, σχεδίαζε να πάει εκεί. Μαζί σου, Μπρένταν». «Θα πηγαίναμε...» είπε ο Μπρένταν κρατώντας σκυμμένο το κεφάλι του. «Ναι, θα πηγαίναμε στο Βέγκας. Για να παντρευτούμε. Σήμερα». Σήκωσε το κεφάλι του και ο Σον είδε τα δάκρυα να φου σκώνουν στα κόκκινα ματοτσίνορά του. Ο Μπρένταν τα σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης του πριν πέσουν και είπε: «Τουλά χιστον, αυτό ήταν το σχέδιο, έτσι;» «Θα με άφηνες μονάχη;» είπε η Έστερ Χάρις. «Θα με παράτα γες χωρίς να μου πεις λέξη;» «Μαμά, θα...» «Όπως ο πατέρας σου; Έ τσι ακριβώς; Θα με άφηνες με τον μι κρό σου αδερφό που δε βγάζει μιλιά; Αυτό σκόπευες να κάνεις, Μπρένταν;» «Κυρία Χάρις», είπε ο Σον, «ας επικεντρωθούμε στο θέμα που έχουμε στα χέρια μας. Ο Μπρένταν θα έχει άφθονο χρόνο να σας εξηγήσει τα πάντα αργότερα». Η Έστερ Χάρις έριξε στον Σον ένα βλέμμα που ο Σον είχε δει σε πολλούς πρώην καταδίκους και παθολογικά αντικοινωνικούς χαρακτήρες, ένα βλέμμα που έλεγε ότι δεν άξιζες μεν την προσοχή της εκείνη τη στιγμή, αλλά, αν το παρατραβούσες, θα αποφάσιζε να ασχοληθεί μαζί σου με τρόπο που θα αργούσες πολύ να τον ξε χώσεις. Γύρισε και κοίταξε ξανά το γιο της. «Θα έκανες τέτοιο πράγμα; Ε;» «Μαμά, κοίτα...» «Τι να κοιτάξω; Τι να κοιτάξω, ε; Τι έκανα που ήταν τοσο κακο; Τι έκανα εκτός από το να σε μεγαλώνω και να σε ταΐζω, και να σου «Τ «
0 u
r-f-«
r
y
r p
t
t
r
r
αγοράσω κι εκείνο το σαξόφωνο για τα Χριστούγεννα που δεν έμα θες ποτέ να το φυσάς; Είναι ακόμα στην ντουλάπα, Μπρένταν». «Μ αμά...» «Οχι, τράβα φ έρ’ το. Δείξε σ ’ αυτούς τους ανθρώπους πόσο καλά παίζεις. Τράβα φέρ’ το». Ο Γουάιτι κοίταξε τον Σον λες και δεν πίστευε τις βλακείες που έβλεπε να εκτυλίσσονται μπροστά του. «Κυρία Χάρις», είπε, «δεν είναι απαραίτητο...» Η μητέρα άναψε άλλο ένα τσιγάρο, με το κεφάλι του σπίρτου να χοροπηδάει από την οργή της. «Το μόνο που έκανα ήταν να τον ταΐζω», είπε. «Να του αγοράζω ρούχα. Να τον μεγαλώνω». «Μάλιστα, κυρία μου», είπε ο Γουάιτι καθώς η εξώπορτα ά νοιξε και δύο παιδιά λίγο πάνω από τα δώδεκα μπήκαν μέσα, με σκέιτμπορντ κάτω απ’ τις μασχάλες τους. Το ένα ήταν πραγματικό αντίγραφο του Μπρένταν σε μικρότερη ηλικία -είχε την ομορφιά του και τα σκούρα του μαλλιά, αλλά στα μάτια του υπήρχε και κάτι από τη μάνα του, μια κάπως τρομακτική έλλειψη συγκέντρωσης. «Γεια», είπε το άλλο παιδί μπαίνοντας στην κουζίνα. Όπως και ο αδερφός του Μπρένταν, έμοιαζε μικρότερος από την ηλικία του και κουβαλούσε την κατάρα ενός προσώπου μακρόστενου και κατσούφικου, ενός προσώπου κακού γέρου σε σώμα παιδιού, που ξε πρόβαλλε κάτω από τα μαλλιά του που θύμιζαν σκοινιά. Ο Μπρένταν Χάρις σήκωσε το χέρι του. «Γεια, Τζόνι. Αρχιφύ λακα Πάουερς, ντετέκτιβ Ντιβάιν, αυτός είναι ο Ρέι, το αδερφάκι μου, και ο φίλος του, ο Τζόνι Ο ’ Σι». «Γ εια σας, παιδιά», είπε ο Γ ουάιτι. «Γεια», είπε ο Τζόνι θ ’ Σι. Ο Ρέι χαιρέτησε με ένα νεύμα. «Δε μιλάει», είπε η μητέρα του. «Ο πατέρας του δεν έλεγε να το βουλώσει, αλλά ο γιος του δε βγάζει μιλιά. Η ζωή ξέρει τι θα πει δικαιοσύνη...» Ο Ρέι έκανε μια χειρονομία προς τον Μπρένταν και ο Μπρέ νταν είπε: «Ναι, για την Κέιτι ήρθαν». «Πήγαμε στο πάρκο για σκέιτ. Το ’χουν κλείσει», είπε ο Τζόνι Ο ’ Σι. «Αύριο θα είναι πάλι ανοιχτό», είπε ο Γουάιτι. «Αύριο είπαν ότι θα βρέξει», είπε το παιδί, λες κι έφταιγαν εκεί νοι που δεν μπορούσε να κάνει σκέιτμπορντ στις έντεκα το βράδυ
καθημερινής, και ο Σον αναρωτήθηκε από πότε οι γονείς άρχισαν ν ’ αφήνουν τα λουριά των παιδιών τους τόσο λάσκα. Ο Γουάιτι στράφηκε προς τον Μπρένταν. «Μ πορείς να σκεφτείς κάποιους που ήθελαν το κακό της; Εκτός βέβαια από τον Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ, που μπορεί να ήταν θυμωμένος μαζί της;» Ο Μπρένταν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ήταν καλό κο ρίτσι, κύριε αστυνομικέ. Όλοι τη συμπαθούσαν. Δεν ξέρω τι να σας πω». «Μπορούμε να φύγουμε τώρα;» είπε ο θ ’ Σι. Ο Γουάιτι του απάντησε με ανασηκωμένο φρύδι: «Είπε κανείς ότι δεν μπορείτε;» Ό Τζόνι Ο ’ Σι και ο Ρέι Χάρις βγήκαν από την κουζίνα και τους άκουσαν να πετούν τα σκέιτμπορντ τους στο πάτωμα του καθιστι κού και να ξαναγυρίζουν στο δωμάτιο του Ρέι και του Μπρένταν, κοπανώντας τα πάντα στο πέρασμά τους, όπως κάνουν τα δωδεκά χρονα παιδιά. Ο Γ ουάιτι ρώτησε τον Μπρένταν: «Πού ήσουν ανάμεσα στη μιάμιση και στις τρεις σήμερα το πρωί;» «Κοιμόμουν». Ο Γουάιτι κοίταξε τη μητέρα του. «Μπορείτε να το επιβεβαιώ σετε;» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Δεν μπορώ να επιβεβαιώσω ότι δε σκαρφάλωσε από το παράθυρο και δεν έφυγε από τη μεταλλική σκάλα εξόδου. Μπορώ μόνο να επιβεβαιώσω ότι πήγε στο δωμάτιό του στις δέκα το βράδυ και έπειτα τον ξαναείδα στις εννέα το πρωί». Ο Γουάιτι τεντώθηκε στην καρέκλα του. «Εντάξει, Μπρένταν. Θα πρέπει να έρθεις μαζί μας για μια κατάθεση. Τι λες, φεύγουμε;» «Με συλλαμβάνετε;» «Όχι. Απλώς θέλω να δώσεις μια κατάθεση». Ο Μπρένταν ανασήκωσε τους ώμους του. «Ό,τι θέλετε, κανένα πρόβλημα». «Πάρε και την κάρτα μου». Ο Μπρένταν κοίταξε την κάρτα. Συνέχισε να την κοιτάζει και όταν είπε: «Την αγαπούσα τόσο... Δε θα ξανανιώσω ποτέ έτσι. Μια φορά συμβαίνει, έτσι δεν είναι;» Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον Γουάιτι και τον Σον. Τα μάτια του ήταν στεγνά, αλλά ο πόνος που έκρυβαν ήταν κάτι που ο Σον ήθελε να το αποφύγει. «Συνήθως δε συμβαίνει ούτε μία φορά», είπε ο Γ ουάιτι.
*** ΑΦΗΣΑΝ ΤΟΝ ΜΠΡΕΝΤΑΝ στο σπίτι του γύρω στη μία, αφού το παιδί είχε περάσει χωρίς πρόβλημα τέσσερις φορές από ανιχνευτή ψεύδους, κι έπειτα ο Γουάιτι πέταξε τον Σον στο διαμέρισμά του, λέγοντάς του να κοιμηθεί καλά γιατί αύριο θα έπιαναν δουλειά από νωρίς. Ο Σον μπήκε στο άδειο διαμέρισμά του, άκουσε την εκκωφαντική του σιωπή και αισθάνθηκε τη λάσπη από όλους τους κα φέδες και το τζανκ φουντ στο αίμα του να ανεβαίνει ως τη σπονδυ λική του στήλη. Άνοιξε το ψυγείο κι έβγαλε μια μπίρα, κάθισε στον πάγκο να την πιει, με τους θορύβους και τα φώτα της νύχτας να σφυροκοπούν τα τοιχώματα του κρανίου του, κάνοντάς τον να α ναρωτιέται μήπως ήταν πια πολύ μεγάλος για όλ’ αυτά, αν είχε πια μπουχτίσει το θάνατο και τα ανόητα κίνητρα και τους χαζούς δρά στες, αν είχε πια μπουχτίσει τη χωματίλα που μύριζαν όλ’ αυτά. Ό μως, τώρα τελευταία, ένιωθε γενικά κουρασμένος. Κουρα σμένος από τους ανθρώπους. Κουρασμένος από τα βιβλία και την τηλεόραση και τις βραδινές ειδήσεις και τα τραγούδια στο ραδιό φωνο που ακούγονταν απαράλλαχτα με άλλα τραγούδια που είχε ακούσει στο ραδιόφωνο εδο') και χρόνια, και έτσι κι αλλιώς δεν του άρεσαν ούτε και τότε. Ή ταν κουρασμένος με τα ρούχα του και τα μαλλιά του, όπως και με τα ρούχα και τα μαλλιά των άλλων αν9 9 99 9 θρωπων. Ειχε κουραστεί να εύχεται τα πραγματα να είχαν κάποιο νόημα. Είχε κουραστεί από τις ίντριγκες της ιεραρχίας και τις τρι κλοποδιές που έβαζε ο ένας στον άλλο, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά. Ένιωθε ότι είχε φτάσει σε σημείο να γνωρίζει εκ των προτέρων όσα είχε να πει οποιοσδήποτε πάνω σε οποιοδήποτε ζή τημα, κι έτσι του φαινόταν ότι περνούσε τον καιρό του ακούγοντας παλιές ηχογραφήσεις από πράγματα που δεν του είχαν φανεί πρω τότυπα ακόμα και την πρώτη φορά που τα άκουσε. Ίσω ς απλώς τον είχε κουράσει η ζωή, η απόλυτη προσπάθεια που κατέβαλλε για να σηκώνεται κάθε πρωί και να προχωράει μέσα στην ίδια γαμημένη μέρα που ξανοιγόταν μπροστά του ίδια κι απαράλλαχτη με την προηγούμενη, με μερικές ανεπαίσθητες μόνο αλλαγές στον καιρό και στο φαγητό. Ή ταν πολύ κουρασμένος για να νοιάζεται για ένα ακόμα δολοφονημένο κορίτσι, επειδή ήξερε ότι θα ακολουθούσε κι άλλο. Κι έπειτα κι άλλο. Και το να στέλνει τους δολοφόνους στη φυλακή -ακόμα κι αν έτρωγαν ισόβια- δεν του έδινε πια την ίδια ικανοποίηση* επειδή, πηγαίνοντας στη φυλα Λ
/
Γ * '
κή, απλώς γυρνούσαν στο σπίτι τους, εκεί όπου κατευθύνονταν σε όλη την ηλίθια, αξιοθρήνητη ζωή τους -ενώ οι νεκροί παρέμεναν νεκροί και τα θύματα ληστειών και βιασμών παρέμεναν θύματα ληστειών και βιασμών. Αναρωτήθηκε αν αυτό που αισθανόταν ήταν κλινική περίπτωση κατάθλιψης, ένα συνολικό μούδιασμα, μια πληκτική έλλειψη ελπί δας. Ναι, η Κέιτι Μάρκους ήταν νεκρή. Τραγωδία. Το κατανοούσε διανοητικά, αλλά δεν μπορούσε να το νιώσει. Γι’ αυτόν ήταν άλλο ένα πτώμα, άλλο ένα σπασμένο φως. Και ο γάμος του, άλλωστε, τι άλλο ήταν εκτός από άλλο ένα σπασμένο γυαλί; Ω, Θεέ μου, την αγαπούσε τόσο, αλλά ήταν όσο αταίριαστοι μπορούσαν να είναι δυο άνθρωποι εξακολουθώντας να θεωρούνται πλάσματα του ίδιου είδους. Στη Λόρεν άρεσε το θέα τρο, το διάβασμα και οι ταινίες που ο Σον δεν μπορούσε να τις κα ταλάβει είτε είχαν υπότιτλους είτε όχι. Ή ταν ομιλητική και συναι σθηματική και λάτρευε να μιλάει με πολύπλοκα λεκτικά σχήματα που σκαρφάλωναν αδιάκοπα προς ένα γλωσσικό πύργο στον οποίο ο Σον μπορούσε να ανέβει το πολύ ίσαμε τον τρίτο όροφο. Την είχε πρωτοδεί στη σκηνή του θεάτρου, στο κολέγιο, να υ ποδύεται ένα παρατημένο κορίτσι σε μια εφηβική φαρσοκωμω δία, αν και κανείς από τους θεατές δεν μπορούσε να πιστέψει ότι υπήρχε άντρας που θα παρατούσε ποτέ γυναίκα με τέτοια ζωτικό τητα και ακτινοβολία, με τέτοια φλόγα για τα πάντα -εμπειρία, όρεξη, περιεργεια. Ακόμα και τοτε ήταν αταίριαστο ζευγάρι - ο Σον πράος και πρακτικός και πάντα επιφυλακτικός, εκτός από τις στιγ μές που ήταν μαζί της, και η Λόρεν το μοναδικό παιδί ενός ζευγα ριού ηλικιωμένων πρώην χίπηδων χωρίς αναστολές, με τους οποί ους είχε γυρίσει όλο τον κόσμο όταν δούλευαν για τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, γεμίζοντας το αίμα της με την ανάγκη να δει, ν ’ αγγίξει και να γνωρίσει τους καλύτερους ανθρώπους. Ο κόσμος του θεάτρου τής πήγαινε γάντι· ξεκίνησε ως ηθοποιός στη θεατρική ομάδα του κολεγίου, έπειτα έγινε σκηνοθέτρια σε το πικούς πρωτοποριακούς θιάσους και τελικά διευθύντρια σκηνής σε μεγαλύτερους, περιοδεύοντες θιάσους. Ωστόσο, δεν έφταιγαν τα ταξίδια για τη φθορά του γάμου τους. Να πάρει, ο Σον δεν ήταν σίγουρος τι έφταιγε, πα ρ’ όλο που υποπτευόταν ότι είχε κάποια σχέση μ ’ εκείνον και με τις σιωπές του, με το σταδιακό ξύπνημα ν-
f
A
r
/
r
*
Ϋ
t
της καταφρόνιας που αναπτύσσει κάθε μπάτσος· μια καταφρόνια για το ανθρώπινο είδος, μια αδυναμία να πιστέψει στα υψηλά κίνη τρα και στον ανθρωπισμό. Οι φίλες της, που κάποτε τις έβρισκε γοητευτικές, άρχισαν να του φαίνονται ξεμωραμένες, υπάρξεις χαμένες στα ροζ συννεφάκια καλ λιτεχνικών θεωριών και ανεφάρμοστων απόψεων. Ο Σον περνούσε τα βράδια του στις τσιμεντένιες αρένες της θλίψης όπου οι άνθρωποι βίαζαν, λήστευαν και σκότωναν επειδή μόνο και μόνο τρώγονταν να κάνουν κάτι τέτοιο, και έπειτα ήταν αναγκασμένος να υποφέρει όλη τη νύχτα σε κάποιο κοκτέιλ πάρτι, όπου κεφάλια με αλογοουρές (ανάμεσά τους και η γυναίκα του) διαφωνούσαν σχετικά με τα κίνητρα της ανθρώπινης αμαρτίας. Το κίνητρο ήταν απλό: Οι άνθρωποι ήταν απλώς ηλίθιοι· ήταν χιμπαντζήδες. Ή κάτι χειρότερο, αφού οι χιμπαντζήδες δεν σκοτώνονταν μεταξύ τους για ένα ξυστό λαχείο. Του έλεγε ότι γινόταν σκληρός, ανεξιχνίαστος, ότι αποτραβιόταν στις σκέψεις του. Κι εκείνος δεν αποκρινόταν, επειδή δεν είχε κάτι να της αντιπαραθέσει. Το ερώτημα γι’ αυτόν δεν ήταν αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, αλλά κατά πόσο μια τέτοια εξέλιξη ήταν θετική ή αρνητική. Όμως, παρ’ όλ’ αυτά, αγαπιόνταν. Με τον δικό τους τρόπο συ νέχιζαν την προσπάθεια - ο Σον να σπάσει το καβούκι του και η Λόρεν να εισβάλει μέσα σ ’ αυτό. Όπως κι αν λεγόταν αυτή η ολο κληρωτική, χημική ανάγκη δύο ανθρώπων να βρίσκονται κοντά, την είχαν. Πάντα. Όμως, θα ’πρεπε να είχε προβλέψει την εςωσυζυγική της σχέ ση. Ίσως και να το έκανε. Και ίσως αυτό που τον ενοχλούσε πραγ ματικά να μην ήταν η σχέση καθαυτή, αλλά η εγκυμοσύνη που α κολούθησε. Κάθισε στο πάτωμα της κουζίνας, με τη γυναίκα του να λεί πει, στήριξε το μέτωπό του με τις παλάμες του και προσπάθησε για πολλοστή φορά τον τελευταίο χρόνο να κοιτάξει ξεκάθαρα το ναυ άγιο του γάμου του. Αλλά το μόνο που είδε ήταν κομμάτια και θρύ ψαλα, σκορπισμένα στις αίθουσες του μυαλού του. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, ήξερε -ακόμα και προτού το σηκώσει από τον πάγκο της κουζίνας και πατήσει το κουμπί- ότι ήταν εκείνη. «Σον, σας ακούω». Από την άλλη άκρη της γραμμής ακουγόταν το συγκρατημένο μουγκρητό ενός τρακτέρ που προχωρούσε αργά και ο μαλακός θό ρυβος των αυτοκινήτων που περνούσαν με ταχύτητα στον αυτοκι
νητόδρομο. Είδε στο μυαλό του τη σκηνή -έν α πάρκινγκ με καφέ στον αυτοκινητόδρομο, με τις αντλίες της βενζίνης στο κέντρο, με ρικούς τηλεφωνικούς θαλάμους ανάμεσα στο Ρύι Ρύτζερς και στυ Μακντόναλντ’ς. Και τη Λόρεν να στέκεται εκεί και να ακούει. «Λόρεν», είπε, «το ξέρω ότι είσ’ εσύ». Κάποιος πέρασε δίπλα από το θάλαμο κουδουνίζοντας τα κλει διά του. «Λόρεν, πες κάτι». Το τρακτέρ κατέβασε ταχύτητα και ο τόνος της μηχανής άλλαξε καθώς διέσχιζε το πάρκινγκ. «Τι κάνει εκείνη;» είπε ο Σον. Παραλίγο να πει, «Τι κάνει η κορη μου;» Αλλα, παλι, δεν ήξερε αν ήταν δική του, μονο οτι ήταν της Λόρεν. Έτσι, είπε ξανά: «Τι κάνει;» Έ να φορτηγό έβαλε δευτέρα και ο ήχος από τα λάστιχά του πάνω στο χαλίκι έσβησε καθώς προχώρησε προς την έξοδο της πλατείας και το δρόμο παρακάτω. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με πονάς έτσι που κάνεις», είπε ο Σον. «Σου είναι αδύνατον να μου μιλήσεις;» Θυμήθηκε τι είχε πει ο Γουάιτι στον Μπρένταν για την αγάπη, ότι σε πολλούς ανθρώπους δεν συμβαίνει ούτε μία φορά, και μπο ρούσε να δει τη γυναίκα του να στέκεται εκεί, κοιτάζοντας το φορ τηγό να ξεκινάει, με το ακουστικό κολλημένο στο αυτί της άλλα όχι στο στόμα της. Ή ταν μια αδύνατη και ψηλή γυναίκα, με μαλ λιά στο χρώμα ξύλου κερασιάς. Όποτε γελούσε, έκρυβε το στόμα της με τα δάχτυλα. Όταν ήταν στο κολέγιο, είχαν κάποτε διασχίσει τρέχοντας όλη την πανεπιστημιούπολη σε μια καταιγίδα και τον φί λησε για πρώτη φορά κάτω από την αψίδα της εισόδου της βιβλιο θήκης όπου είχαν βρει καταφύγιο, κι ο Σον είχε νιώσει κάτι στο στήθος του να χαλαρώνει καθώς το μουσκεμένο της χέρι άγγιξε τον αυχένα του, κάτι που ήταν σφιγμένο και δεν είχε πάρει ανάσα από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Του είπε ότι είχε την πιο ό μορφη φωνή που είχε ακούσει, ότι ακουγόταν σαν ουίσκι και κα πνός από ξύλα. Αφότου έφυγε, το τυπικό τελετουργικό της επικοινωνίας τους ήταν οτι εκείνος μιλούσε ωσπου εκείνη αποφασιζε να το κλείσει. Δεν είχε μιλήσει ποτέ, ούτε μία φορά, σε όλα τα τηλεφωνήματα που του είχε κάνει από τότε που τον άφησε, τηλεφωνήματα από στάσεις σε δρόμους, από μοτέλ και σκονισμένους τηλεφωνικούς t
t
t
Λ
/
t
t
/
y
Λ
'
θαλάμους στις άκρες γυμνών αυτοκινητοδρόμων, από εδώ μέχρι τα σύνορα του Τέξας με το Μεξικό, κι έπειτα πάλι από κάποιο ση μείο της διαδρομής ως εκεί. Ωστόσο, αν και συνήθως το μόνο που ακουγόταν ήταν τα παράσιτα της κενής γραμμής, πάντα καταλά βαινε ότι ήταν αυτή. Την ένιωθε μέσα από το τηλέφωνο. Μερικές φορές, μπορούσε να τη μυρίσει. Οι συζητήσεις -α ν μπορούσε να τις πει κανείς έτσι- διαρκούσαν μέχρι και δεκαπέντε λεπτά, ανάλογα με το πόσα έλεγε εκεί νος, αλλά απόψε ο Σον ήταν ολοκληρωτικά εξουθενωμένος και ε ξαντλημένος από την έλλειψη μιας γυναίκας που είχε εξαφανιστεί ένα πρωί όταν ήταν έγκυος εφτά μηνών και είχε βαρεθεί τα αισθήματά του γ ι’ αυτή να είναι τα μοναδικά αισθήματα που είχε για ο τιδήποτε. «Δεν μπορώ να το κάνω απόψε», είπε. «Είμαι κουρασμένος όσο δεν παει αλλο και ποναω, κι εσυ όε νοιαζεσαι για μενα τοσο ωστε να μ αφήσεις ν ακούσω τη φωνή σου». Ορθιος στην κουζίνα, της έδωσε τριάντα απεγνωσμένα δευτε ρόλεπτα να του αποκριθεί. Μπορούσε ν ’ ακούσει το κουδούνισμα από την καμπάνα της αντλίας καθώς κάποιος φούσκωνε ένα λά στιχο με αέρα. «Γεια σου, μωρό μου», είπε, με τις λέξεις να παλεύουν με το φλέμα στο λαιμό του· κι έπειτα έκλεισε το τηλέφωνο. Για μια στιγμή στάθηκε εντελώς ακίνητος, ακούγοντας τον α πόηχο του κουδουνίσματος από την αεραντλία να μπλέκεται με την εκκωφαντική σιωπή που κυριαρχούσε στην κουζίνα, κάνοντας την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Ή ταν σίγουρος ότι αυτό που έκανε θα τον βασάνιζε. Ισως όλη νύχτα και την αυριανή μέρα. Ίσως όλη την εβδομάδα. Είχε σπάσει το τελετουργικό. Της είχε κλείσει το τηλέφωνο. Κι αν, την ώρα που το έκανε, την ώρα που της το έκλεινε, εκείνη είχε ανοίξει τα χείλη της για να μιλήσει, για να πει τ ονομα του; Χριστέ μου. Αυτή η εικόνα τού ήρθε καθώς προχωρούσε προς το ντους -α χ και να μπορούσε να ξεφύγει απ’ αυτό, από την εικόνα της, να στέ κεται δίπλα σ ’ εκείνα τα τηλέφωνα, με το στόμα της ν ’ ανοίγει και τις λέξεις ν ’ ανεβαίνουν στο λαιμό της. Μπορεί να ετοιμαζόταν να του πει, Σον, γυρίζω στο σπίτι. Ο
/
I
f
' ΛΛ
f
)
Λ
f
*
>
f y
Ο
/
Ι
Α
»
t
t
t
I ll
ΑΓΓΕΛΟΙ ΤΩΝ Σ Ι Ω Π Ω Ν
15 ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Το
ΠΡΩΙ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ η Σελέστ βρισκόταν με την ξαδέρφη της την Αναμπεθ στην κουζίνα τους σπιτιού της, που ήταν ασφυ κτικά γεμάτο από τεθλιμμένους συγγενείς. Η Αναμπεθ στεκόταν όρθια πάνω από την ηλεκτρική κουζίνα, μαγειρεύοντας με αποστασιοποιημενη υπερενταση, οταν ο Τζιμι, που μόλις ειχε ργει απο το ντους, πρόβαλε από την πόρτα για να τη ρωτήσει αν χρειαζόταν τί ποτα. Όταν ήταν παιδιά, η Σελέστ και η Αναμπεθ ήταν πιο πολύ α δερφές παρά πρώτες ξαδέρφες. Η Αναμπεθ ήταν το μοναδικό κορί τσι σε μια οικογένεια αντρών και η Σελέστ το μοναδικό παιδί δύο γονιών που δεν άντεχαν ο ένας τον άλλο, οπότε περνούσαν πολύ χρόνο μαζί, ενώ, όταν πήγαιναν στο γυμνάσιο, μιλούσαν σχεδόν κάθε βράδυ στο τηλέφωνο. Αυτό είχε αλλάξει με τα χρόνια σε κά ποιο βαθμό, καθώς η απόσταση ανάμεσα στη μητέρα της Σελέστ και στον πατέρα της Αναμπεθ μεγάλωνε, περνώντας από εγκαρδιό τητα σε ψυχρότητα κι έπειτα σε εχθρότητα. Και, με κάποιον τρόπο, χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, αυτή η απο ξένωση είχε περάσει από τα δυο αδέρφια στα παιδιά τους, ώσπου η Σελέστ και η Αναμπεθ βρίσκονταν μόνο σε πιο τυπικές περιστά σεις -σ ε γάμους, ύστερα από τοκετούς και στα βαφτίσια που ακο t
t
t
rT ' i * r
'Λ
f
Cl
f
λουθούσαν, και περιστασιακά κάποια Χριστούγεννα και Πάσχα. Τη Σελεστ τη βασάνιζε πιο πολύ η έλλειψη ξεκάθαρης αιτίας και την πλήγωνε το γεγονός ότι μια σχέση που κάποτε έμοιαζε ακλό νητη μπορούσε να ξεφτίσει τόσο εύκολα μόνο και μόνο εξαιτίας του χρόνου, των οικογενειακών προστριβών και των εκρήξεων της εφηβείας. Η κατάσταση είχε βελτιωθεί μετά το θάνατο της μητέρας της. Το περασμένο καλοκαίρι μάλιστα, τα δυο ζευγάρια -εκείνη, ο Ντέ ιβ, η Αναμπεθ κι ο Τ ζίμι- είχαν μαγειρέψει ένα βράδυ σπίτι και το χειμώνα είχαν βγει δυο φορές για φαγητό και ποτό. Κάθε φορά η συζήτηση γινόταν όλο και πιο εύκολη, και η Σελέστ είχε αισθανθεί δέκα χρόνια μπερδεμένης αποξένωσης να καταρρέουν, βρίσκοντας ένα όνομα: Ρόζμαρι. Η Αναμπεθ είχε σταθεί στο πλευρό της όταν πέθανε η Ρόζμαρι. Για τρεις ημέρες, ερχόταν στο σπίτι της κάθε πρωί και έμενε εκεί μέχρι που έπεφτε το σκοτάδι. Τη βοήθησε στην κουζίνα όπως και στα τυπικά της κηδείας και στήριξε τη Σελέστ όσο εκείνη θρη νούσε τη μητέρα της, που δεν της είχε δείξει και πολλή αγάπη, αλλά, όπως και να ’χε, μάνα της ήταν. Και τώρα η Σελέστ θα στεκόταν στο πλευρό της Αναμπεθ, αν και η σκέψη ότι θα χρειαζόταν στήριγμα κάποιος άνθρωπος τόσο αυτάρκης όσο η Αναμπεθ δεν περνούσε από το μυαλό των περισ σοτέρων, ούτε βέβαια κι από το μυαλό της Σελέστ. Στάθηκε όμως στο πλευρό της ξαδέρφης της και την άφησε να μαγειρέψει και να της φέρει το φαγητό από το ψυγείο όταν της το ζήτησε, και να απαντήσει στα περισσότερα τηλεφωνήματα. Και τώρα, λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες αφότου είχε μάθει οτι η κορη του ήταν νεκρή, ο Τζιμι ρωτούσε τη γυναίκα του αν χρειαζόταν κάτι. Τα μαλλιά του ήταν ακόμα βρεγμένα και αχτένι στα και η υγρή μπλούζα του κολλούσε στο στήθος του. Ή ταν ξυπό λυτος, κάτω από τα μάτια του κρέμονταν σακούλες από τη θλίψη και την αϋπνία και το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί η Σελέστ βλέποντας τον ήταν, Για ονομα του Θεου, Τζιμι, εσυ, δεν χρειαζεσαι τίποτα εσυ; Δεν σκεφτεσαι ποτε τον εαυτό σου; Ό λοι οι υπόλοιποι άνθρωποι που γέμιζαν το σπίτι εκείνη τη στιγμή -το καθιστικό, την τραπεζαρία και την είσοδο του διαδρό μου, αφήνοντας τα πανωφόρια τους στα κρεβάτια της Ναντίν και της Σ ά ρα ς- κοιτούσαν τον Τζίμι χωρίς να τους περνάει από το t
λ
t
*
/
•
*
9
A
Τ '
r
r
r
Τ'
r
y~\
9
9
r p w f
9
'
f
ς»
t y
μυαλό να κοιτάξουν για τον Τζίμι. Λες και ήταν ο μόνος που μπο ρούσε να τους εξηγήσει αυτό το βάρβαρο αστείο, να καταλαγιάσει το θυμό στο μυαλό τους, να τους στηρίξει όταν το σοκ θα υποχω ρούσε και το σώμα τους θα βούλιαζε κάτω από καινούρια κύματα πόνου. Ο Τζίμι μπορούσε να διατηρεί την αίσθηση ισχύος που απέ πνεε χωρίς προσπάθεια και η Σελέστ συχνά αναρωτιόταν αν ο Τζίμι το αντιλαμβανόταν αυτό ή αν το έβλεπε ως ένα παραπάνω βάρος, ειδικά μια τέτοια στιγμή. «Τι είπες;» ρώτησε η Αναμπεθ, με τα μάτια της καρφωμένα στο μπέικον που τσιτσίριζε μπροστά της σ ενα μαύρο τηγάνι. «Χρειάζεσαι κάτι;» ρώτησε ο Τζίμι. «Μπορώ να καθίσω εγώ στην κουζίνα για λίγο, αν θέλεις». Η Αναμπεθ χαμογέλασε φευγαλέα, αδύναμα, στην κουζίνα και κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, είμαι μια χαρά». Ο Τζίμι κοίταξε τη Σελέστ σαν να τη ρωτούσε, Λέει αλήθεια; Η Σελέστ κούνησε το κεφάλι της. «Τα φέρνουμε βόλτα εδώ, Τζί μι». Ο Τζίμι κοίταξε ξανά τη γυναίκα του και η Σελέστ ένιωσε στο βλέμμα του την τρυφερότητα του πόνου του* μπορούσε να νιώσει αλλο ενα κομμάτι της καρδιας του Τζιμι να γίνεται σταγόνα και να ακολουθεί ελεύθερη πτώση μέσα στο στήθος του. Ο Τζίμι έσκυψε μπροστά, άπλωσε το χέρι του πάνω από την κουζίνα και σκούπισε με το δείκτη του ένα μαργαριτάρι ιδρώτα από το μάγουλο της Αναμπεθ. «Μη», είπε η Αναμπεθ. «Κοίταξέ με», ψιθύρισε ο Τζίμι. Η Σελέστ σκέφτηκε να φύγει από την κουζίνα, αλλά φοβήθηκε οτι και η παραμικρή κίνηση της θα ράγιζε κατι στην επικοινωνία της ξαδέρφης της με τον Τζίμι, κάτι πολύ εύθραυστο. «Δεν μπορώ», είπε η Αναμπεθ. «Τζίμι, αν σε κοιτάξω θα τα χάσω, και δε θέλω να τα χάσω μπροστά σε τόσους ανθρώπους. Σε παρακαλώ». Ο Τζίμι έγειρε πίσω από την κουζίνα. «Εντάξει, γλυκιά μου. Ε ντάξει». Η Αναμπεθ ψιθύρισε, με το κεφάλι σκυμμένο: «Δε θέλω να τα χάσω ξανά, καταλαβαίνεις;» «Καταλαβαίνω». Για μια στιγμή, η Σελέστ αισθάνθηκε λες και στέκονταν γυμνοί μπροστά της, λες και ήταν μάρτυρας στιγμών ανάμεσα σε έναν ά t
/ ΛΛ
/
f
/
/
w
·
C *
»
/
9
+
r
r
'TV' 9
'
£\
#
9
4*
/
/
*
/
ντρα και σε μια γυναίκα τόσο προσωπικών όσο οι στιγμές που έκα ναν έρωτα. Η πόρτα στην άλλη άκρη του χολ άνοιξε και ο πατέρας της Ανα μπεθ, ο Θίο Σάβατζ, μπήκε στο σπίτι και προχώρησε στο διάδρομο κουβαλώντας από μια κούτα μπίρες σε κάθε ώμο του. Ή ταν ένας ά ντρας διαστάσεων πολικής αρκούδας, κοτσονάτος και ανθηρός, που με απροσδοκητη χαρη χορευτή στριμωχνοταν στο στενό χολ με δυο κούτες με μπίρες στους στιβαρούς του ώμους. Η Σελέστ ένιωθε πά ντα έκπληξη όταν σκεφτόταν ότι αυτό το βουνό είχε φέρει στον κό σμο τόσο πολλούς κοντούς αρσενικούς απογόνους -ο Κέβιν και ο Τσακ ήταν οι μοναδικοί γιοι που είχαν πάρει λίγο από το ύψος και τον όγκο του. Και η Αναμπεθ ήταν το μοναδικό παιδί που είχε κλη ρονομήσει τη σωματική του χάρη. «Πρόσεχε πίσω σου, Τζιμ», είπε ο Θίο και ο Τζίμι παραμέρισε καθώς ο Θίο τον παρέκαμπτε με μια αεράτη κίνηση και έμπαινε στην κουζίνα. Φίλησε τη Σελέστ στο μάγουλο, της είπε μαλακά, «Τι κά νεις, γλυκιά μου;» κι έπειτα άφησε τις δύο κούτες πάνω στο τραπέζι της κουζίνας και τύλιξε τα χέρια του γυρω απο την κοιλία της κόρης του, πιέζοντας το πιγούνι του στον ώμο της. «Αντέχεις, γλύκα μου;» «Προσπαθώ, πατέρα», είπε η Αναμπεθ. Τη φίλησε στο πλάι του λαιμού της -«Κοπέλα μου...» - κι έπειτα στράφηκε προς τον Τζίμι. «Αν έχετε τίποτε άδεια ψυγεία, μπορούμε να τα γεμίσουμε». Γέμισαν τα ψυγεία που βρίσκονταν στο πάτωμα δίπλα στην αποθηκούλα και η Σελέστ επέστρεψε στο ξετύλιγμα όλων εκείνων των φαγητών που είχαν φέρει συγγενείς και φίλοι, οι οποίοι είχαν αρχίσει να ξανάρχονται στο σπίτι από νωρίς το πρωί. Υπήρχαν τόσο πολλά φαγητά -ιρλανδέζικα ψωμάκια σόδας, πίτες, κρουασάν, μικρά κέικ, γλυκά και τρία διαφορετικά πιάτα με πατατοσαλάτα· σακούλες με κουλουράκια, πιάτα με αλλαντικά, ένα τεράστιο μπολ κεφτέδες, δύο βραστά χοιρομέρια και μία τεράστια γαλοπούλα τυλιγμένη με τσα λακωμένο αλουμινόχαρτο. Η Αναμπεθ δεν είχε κανένα λόγο να μα γειρεύει -όλοι το έβλεπαν αυτό-, αλλά επίσης όλοι το καταλάβαι ναν: Το είχε ανάγκη. Τηγάνιζε λοιπόν μπέικον, λουκανικάκια και δύο τεράστιες κατσαρόλες με χτυπητά αβγά, και η Σελέστ σερβίριζε το φαγητό σε ένα τραπέζι κολλητά στον τοίχο της τραπεζαρίας. Αναρω τήθηκε αν όλα αυτά τα φαγητά ήταν μια προσπάθεια να παρηγορή σει τους αγαπημένους της νεκρής ή αν ήλπιζε με κάποιον τρόπο ότι CW
W
/
/ Λ
?
/
Υ
r
/
*
/
Λ
Λ
t
Ο
/
έτσι θα έτρωγαν τη θλίψη, θα μπουκώνονταν με δαύτη και θα την κατάπιναν μαζί με αλκοόλ και Κόκα Κόλα, καφέ και τσάι, μέχρι που θα γέμιζαν όλοι σε σημείο ύπνωσης. Αυτό έκανες στις πένθιμες συ9 9 Γ* * * γκεντρωσεις -στις αγρυπνίες, στις κηδείες, στα μνημόσυνα και σε ανάλογες περιστάσεις. Έτρωγες, έπινες και μιλούσες μέχρι που δεν μπορούσες να φας, να πιεις ή να μιλήσεις άλλο. Ξεχώρισε τον Ντέιβ μέσα από το πλήθος στο καθιστικό. Καθό ταν στον καναπέ δίπλα στον Κέβιν Σάβατζ και μιλούσαν, όμως κα νείς τους δεν έδειχνε ιδιαίτερα πρόθυμος ή χαλαρός, και έτσι όπως εγερναν και οι δυο οσο πιο μπροστά γινόταν στον καναπέ ήταν λες και συναγωνίζονταν ποιος θα πέσει πρώτος. Η Σελέστ αισθάνθηκε μια σουβλιά οίκτου για τον άντρα της -για την ανεπαίσθητη αλλά μόνιμη ατμόσφαιρα αποξένωσης που μερικές φορές έμοιαζε να αιωρείται γύρω του, ειδικά ανάμεσα σ ’ όλο αυτό το πλήθος. Στο κάτω κάτω, όλοι τον γνώριζαν. Όλοι ήξεραν τι του είχε συμβεί όταν ήταν παιδί και, παρ’ όλο που δεν είχαν κανένα πρόβλημα μ’ αυτό και δεν τον έκριναν (ενώ ίσως θα μπορούσαν), ο Ντέιβ δεν μπορούσε να χαλαρώσει, ή να αισθανθεί θαλπωρή ανάμεσα σε ανθρώπους που τον γνώριζαν μια ζωή. Όποτε εκείνος και η Σελέστ έβγαιναν με μι κρες παρεες συνάδελφων ή φίλων απο άλλες συνοικίες της πόλης, ο Ντέιβ ήταν απίστευτα φιλικός και σίγουρος για τον εαυτό του, ο πιο εύκολος άνθρωπος για να κάνεις παρέα μαζί του. (Οι φίλες της και οι άντρες τους από το κομμωτήριο Όζμα λάτρευαν τον Τζίμι.) Αλλά εδώ, σ ’ αυτή τη γειτονιά όπου είχε μεγαλώσει και είχε απλώσει τις ρίζες του, πάντα ήταν μισή πρόταση πίσω σε κάθε συζήτηση, μισό βήμα πίσω από το ρυθμό των υπολοίπων και ο τελευταίος που θα έ πιανε ένα αστείο. Προσπάθησε να τον κοιτάξει στα μάτια και να του χαμογελάσει, να του πει ότι όσο εκείνη βρισκόταν σ ’ αυτό το διαμέρισμα δεν ήταν ποτέ ολομόναχος. Αλλά ένα σμάρι από ανθρώπους πέρασε από την καμάρα που χώριζε το καθιστικό από την τραπεζαρία και η Σελέστ τον έχασε. Συνήθως, όταν βρισκόσουν ανάμεσα σε πλήθος, καταλάβαινες πόσο λίγο έβλεπες ή επικοινωνούσες πραγματικά με τον άνθρωπο που αγαπούσες και ζούσες μαζί του. Δεν είχε δει και πολύ τον Ντέιβιντ την τελευταία εβδομάδα, εκτός από το σαββατόβραδό τους στο πάτωμα της κουζίνας, όταν γύρισε σπίτι, τότε που παραλίγο να τον ληστέψουν. Και τον είχε δει ελάχιστα από χθες, όταν ο Θίο Σάβατζ ο
/
*
9
'
Ο 'Λ
f
r
' ΛΛ
f
*
f
\
'Λ
f
t γ
/
/τί
η
^
/
της ειχε τηλεφωνησει στις εξι για να της πει, «Ει, γλυκια μου, εχουμε άσχημα νέα. Η Κέιτι είναι νεκρή». Η αρχική αντίδραση της Σελέστ ήταν; «Όχι, θείε, δεν είναι». «Γλυκιά μου, υποφέρω που σ ’ το λέω. Όμως είναι. Το κοριτσάκι μας βρέθηκε δολοφονημένο». «Δολοφονημένο;...» «Στο πάρκο Πεν». Η Σελέστ κοίταξε την τηλεόραση πάνω στον πάγκο και είδε το πρώτο θέμα στις ειδήσεις των έξι, που το κάλυπταν ζωντανά -μ ια λήψη από ελικόπτερο ενός πλήθους αντρών της αστυνομίας στην άκρη της οθόνης του ντράιβ-ιν. Οι δημοσιογράφοι δεν γνώριζαν α κόμα την ταυτότητα του θύματος, επιβεβαίωσαν όμως ότι είχε βρε θεί το πτώμα κάποιας νεαρής γυναίκας. Ό χι η Κέιτι. Όχι, όχι, όχι. Η Σελέστ είπε στον Θίο ότι θα πήγαινε αμέσως στο σπίτι της Α ναμπεθ, κι εκεί ακριβώς βρισκόταν από τη στιγμή του τηλεφωνή ματος, εκτός από τις τρεις μέχρι τις έξι το πρωί, όταν πήγε μέχρι το σπίτι της για έναν υπνάκο στα πεταχτά. Κι ακόμη δεν μπορούσε να το πιστέψει. Παρ’ όλα τα δάκρυα που είχε χύσει μαζί με την Αναμπεθ, τη Ναντίν και τη Σάρα. Παρ’ όλο που είχε κρατήσει την Αναμπεθ στο πάτωμα του καθιστικού εκείνα τα πέντε δύσκολα λεπτά που η ξαδέρφη της ταραζόταν από βίαιους σπασμούς. Παρ’ όλο που είχε βρει τον Τζίμι να στέκεται στο σκο τάδι στο δωμάτιο της Κέιτι, με το μαξιλάρι της κόρης του στο πρό σωπό του. Δεν έκλαιγε ούτε παραμιλούσε ούτε έκανε οποιονδήποτε θόρυβο. Απλώς στεκόταν με το μαξιλάρι κολλημένο στο πρόσωπό του, ανασαίνοντας τη μυρωδιά των μαλλιών και των παρειών της κό ρης του, ξανά και ξανά και ξανά. Εισπνέοντας, εκπνέοντας. Εισπνέοντας, εκπνεοντας. Εισπνέοντας, εκπνεοντας... Ακόμα και έπειτα απ’ όλα αυτά, πάλι δεν το είχε χωνέψει εντε λώς. Αισθανόταν ότι από στιγμή σε στιγμή η Κέιτι θα εμφανιζόταν στην πόρτα, θα έμπαινε χοροπηδώντας στην κουζίνα και θα έκλεβε ένα κομμάτι μπέικον από την πιατέλα πάνω στον πάγκο. Η Κέιτι δεν μπορούσε να είναι νεκρή. Αυτό δεν γινόταν. Και δεν γινόταν ίσως μόνο και μόνο επειδή υπήρχε αυτή η πα ράλογη σκέψη που είχε γαντζωθεί στις πιο σκοτεινές πτυχές του μυαλού της Σελέστ, αυτό που αισθάνθηκε όταν είδε το αυτοκίνητο r
τ-ι
r
t
της Κέιτι στις ειδήσεις και σκέφτηκε -παράλογα και πάλι-, αίμα = Ντέιβ. Όμως και τώρα ένιωθε τον Ντέιβ, πίσω απύ τυ πλήθος, στο καθι στικό. Ένιωθε την απομόνωσή του και ήξερε ότι ο άντρας της ήταν καλός άνθρωπος. Βασανισμένος αλλά καλός. Τον αγαπούσε, κι αφού τον αγαπούσε ήταν καλός* και εφόσον ήταν καλός, τότε το αίμα στο αυτοκίνητο της Κέιτι δεν είχε καμία σχέση με το αίμα που ξέπλυνε από τα ρούχα του Ντέιβ το βράδυ του Σαββάτου. Οπότε η Κέιτι ο φείλε, με κάποιον τρόπο, να είναι ζωντανή. Επειδή όλες οι άλλες πι θανότητες ήταν τρομακτικές. Και παράλογες. Ολότελα παράλογες -κ α ι η Σελέστ αισθάνθηκε σίγουρη γ ι’ αυτό πηγαίνοντας προς την κουζίνα για να φέρει κι άλλο φαγητό. Παραλίγο να πέσει πάνω στον Τζίμι και στον Θίο που κουβα λούσαν ένα φορητό ψυγείο με μπίρες από την κουζίνα στο καθιστι κό, αλλά ο Θίο την απέφυγε με ένα πήδημα και είπε: «Πρόσεχέ την αυτή, Τζίμι. Είναι διάβολος μοναχός». Η Σελέστ χαμογέλασε σεμνότυφα, έτσι όπως έπρεπε να χαμογε λούν οι γυναίκες κατά το θείο Θίο, και κατάπιε την αίσθηση που υ πέμενε από τότε που ήταν δώδεκα χρονών -ό τι οι ματιές του Θίο αρ γούσαν να ξεκολλήσουν από πάνω της. Πέρασαν από μπροστά της το ψυγείο με μανούβρες κι έμοια ζαν αταίριαστο ζευγάρι -ο θείος Θίο ροδοκόκκινος και τεράστιος στο σώμα και στη φωνή· ο Τζίμι ήσυχος και κοκκινομάλλης, και με σωμα τοσο στερημενο απο λίπος και οτιδήποτε περιττό, που εμοιαζε πάντα λες και μόλις είχε βγει από στρατόπεδο συγκέντρωσης. Ανοι ξαν δρόμο ανάμεσα στο πλήθος που γέμιζε το κούφωμα της πόρτας, σέρνοντας το ψυγείο πανω στο τραπέζι μπροστά στον τοίχο της τρα πεζαρίας, και η Σελέστ παρατήρησε ότι όλοι οι άνθρωποι στο δωμά τιο γύρισαν και τους κοίταξαν λες και αυτό που κουβαλούσαν δεν ήταν πια ενα μεγάλο ψυγείο απο σκληρό κοκκινο πλαστικό αλλα η κόρη που ο Τζίμι θα έθαβε αυτή την εβδομάδα, η κόρη που τους είχε φέρει εδώ όλους να ιδωθούν, να φάνε και να δουν αν είχαν το κου ράγιο να ψελλίσουν το όνομά της. Βλέποντάς τους να τοποθετούν τα ψυγεία το ένα δίπλα στο άλλο κι έπειτα ν ’ ανοίγουν δρόμο, μαζί οι δυο τους, ανάμεσα στους αν θρώπους στο καθιστικό και στην τραπεζαρία - ο Τζίμι ταλαιπωρημέ νος, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά σταματώντας για να ευχάριστήf
t
ι
/
t
t
r
t y
*
r
f
t
t y
t
t
λ
r
r
r
t
y
t
λ
»
* i 1
*
σει κάθε καλεσμένο που συναντούσε με μια σχεδόν αριστοκρατική χειραψία με τα δύο χέρια, και ο Θίο με τη συνηθισμένη του κοτσο νάτη παρουσία-, μερικοί γνωστοί σχολίασαν πόσο κοντά φαίνονταν 9 να έχουν ερθει ολ αυτα τα χρονιά, ετσι οπως κινούνταν στο δωμάτιο σχεδόν σαν πατέρας και γιος. Κανείς δεν θα το φανταζόταν όταν ο Τζίμι παντρεύτηκε την Α ναμπεθ. Εκείνη την εποχή, ο Θίο δεν είχε και πολλούς φίλους. Ή ταν μεθύστακας και καβγατζής, ένας άντρας που συμπλήρωνε το πενιχρό του εισόδημα ως παρκαδόρος ταξί δουλεύοντας μπράβος τις νύχτες, παίρνοντας μέρος σε διάφορες αιματοχυσίες, και πραγματικά απολαμβάνοντάς το. Ή ταν εξωστρεφής και πάντα έτοιμος να γελάσει, αλλά υπήρχε πάντα πρόκληση στις εγκάρδιες χειραψίες του και α πειλή στους καγχασμούς του. Ο Τζίμι, αντίθετα, από τότε που είχε γυρίσει από το Ντιρ Άιλαντ ήταν ήσυχος και σοβαρός. Ήταν φιλικός αλλά ταυτόχρονα κάπως ε πιφυλακτικός, και στις συγκεντρώσεις προτιμούσε να μένει στο περι θώριο, να μη γίνεται ποτέ το επίκεντρο. Ή ταν από τους τύπους που, όποτε έλεγε κάτι, τον άκουγες. Και μιλούσε τόσο σπάνια, ώστε πά ντα, πριν ακούσεις τη φωνή του, σχεδόν αναρωτιόσουν αν θα βγει εντέλει κάτι από το στόμα του. Ο Θίο ήταν διασκεδαστικός αλλά όχι ιδιαίτερα συμπαθητικός. Ο Τζίμι ήταν συμπαθητικός αλλά όχι ιδιαίτερα διασκεδαστικός. Το τε λευταίο που θα περίμενε κάποιος απ’ αυτούς τους δύο ήταν να γί νουν φίλοι. Αλλά τώρα ο Θίο πρόσεχε τα νώτα του Τζίμι, έτοιμος κάθε στιγμή να απλώσει το χέρι του για να τον πιάσει, ώστε να μην t r r * t r πεσει και χτυπήσει το κεφάλι του στο πατωμα, και ο Τζιμι σταμα τούσε πού και πού για να πει κάτι στο τεράστιο φιλέτο που είχε ο Θίο για αυτί, και συνέχιζαν μαζί το δρόμο τους ανάμεσα στο πλήθος. Πρώτα φιλαράκια, έλεγαν οι άνθρωποι. Έτσι μοιάζουν, πρώτα φιλα ράκια. •
ί
Λ
r ^
»
/
f
/
r
<■*
f
ΚΑΘΩΣ ΠΛΗΣΙΑΖΕ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ -για την ακρίβεια, ήταν έντεκα, αλλά σύντομα θα μεση μέριαζε-, οι περισσότεροι από τους ανθρώ πους που περνούσαν από το σπίτι έφερναν μαζί τους αλκοόλ αντί για t 9 9 Λ 9 / 9 T-IV*' καφε και κρεατικα αντι για γλυκά. Οταν το ψυγείο γεμισε, ο Τζιμι και ο Θίο Σάβατζ ανέβηκαν για να φέρουν φορητά ψυγεία και πάγο από το διαμέρισμα των Σάβατζ στον τρίτο όροφο, αυτό που ο Βαλ
μοιραζόταν με τον Τσακ, τον Κέβιν και τη γυναίκα του Νικ, την Ιλέιν, η οποία φορούσε μόνο μαύρα, είτε γιατί θεωρούσε τον εαυτό της χήρα μέχρι υ Νικ να επιστρεψει απο τη φυλακή ειτε, οπως ελεγαν μερικοί, επειδή απλώς της πήγαιναν τα μαύρα. Ο Θίο και ο Τζίμι βρήκαν δύο φορητά ψυγεία στην αποθηκούλα δίπλα στο στεγνωτήριο και αρκετές σακούλες με πάγο στο ψυγείο. Γέμισαν πάγο τα ψυγεία, πέταξαν τις πλαστικές σακούλες στα σκου πίδια και έφευγαν από την κουζίνα, όταν ο Θίο είπε: «Έι, Τζιμ, στάσου ένα λεπτό». Ο Τζίμι κοίταξε τον πεθερό του. Ο Θίο έδειξε μια καρέκλα με ένα νεύμα. «Ασ’ το κάτω μια στιγ μή». Ο Τζίμι έκανε όπως του είπε. Ακούμπησε το ψυγείο δίπλα στην καρέκλα και κάθισε, περιμένοντας τον Θίο να μπει στο θέμα. Ο Θίο Σάβατζ είχε μεγαλώσει εφτά παιδιά σ ’ αυτό το διαμέρισμα, ένα μι κρό τριάρι με πατώματα που έγερναν και σωλήνες που έτριζαν. Κά ποτε ο Θίο είχε πει στον Τζίμι ότι αυτό σήμαινε πως δεν είχε να απολογηθεί για τίποτε και σε κανέναν για όλη την υπόλοιπη ζωή του. «Εφτα παιοια», ειχε πει στον Τζιμι, «το ενα το πολυ δυο χρονιά μετα το άλλο, να ουρλιάζουν όσο άντεχαν τα πνευμόνια τους σ ’ αυτό το σκατένιο διαμέρισμα. Ο κόσμος λέει ότι τα παιδιά είναι χαρά, έτσι; Εγω γύριζα απ τη δουλειά μεσα σ ολο αυτόν το σαματα και ελεγα, “Εμένα μου λες;” Δεν είχα καμιά χαρά. Αντίθετα, είχα πολλούς πονο κεφάλους, πάρα πολλούς!» Η Αναμπεθ είχε πει στον Τζίμι πως, όταν ο πατέρας τους γύριζε στο σπίτι και τον έπιαναν αυτοί οι πονοκέφαλοι, συνήθως έμενε μόνο όσο χρειαζόταν για να φάει κι έπειτα ξανάβγαινε έξω. Και ο Θιο ειχε πει στον Τζιμι οτι ποτε δεν τον ειχε απασχολήσει ιδιαίτερα η ανατροφή των παιδιών του. Τα περισσότερα ήταν αγόρια, και τα αγόρια ήταν απλή υπόθεση για τον Θίο. Τα τάιζες, τα μάθαινες να παλευουν και να παίζουν μπαλα και ήταν λιγο πολυ έτοιμα να τρα βήξουν το δρόμο τους. Ό,τι χάδεμα χρειάζονταν το έπαιρναν από τη μάνα τους και έρχονταν στο γέρο όταν ήθελαν χρήματα για ν ’ αγο ράσουν αμάξι ή κάποιον να τους πληρώσει την εγγύηση. Αυτές που κακομάθαινες, είπε στον Τζίμι, ήταν οι κόρες. «Έτσι το λέει τώρα;» είχε πει η Αναμπεθ στον Τζίμι όταν της το είχε αναφέρει. Τον Τζίμι δεν θα τον ένοιαζε τι πατέρας είχε υπάρξει ο Θίο, αν ο 9
9
9
Γ *
Τ '
9
/ \ /
t
Λ
Ο
9
f
9
ΧΤ
9
f
»
r
Ρ
Λ
r p i //
* V»
'
9
r
*
'
Ρ
\
/
1
9
Λ
f
9
9<\
*
ρ
/
' Λ
/
t Λ
9
99' Λ
t
f
Λ
Λ
*
Λ
9
/
r
θ
'
Θίο δεν έχανε ευκαιρία να επικρίνει τον Τζίμι και την Αναμπεθ ως α νεπαρκείς γονείς κι αν δεν τους έλεγε με χαμόγελο, με το συμπάθιο, ότι εκείνος δεν θ’ άφηνε ένα παιδί να τη βγάλει καθαρή με κάτι τέτοιο. Ο Τζίμι συνήθως κουνούσε το κεφάλι του, έλεγε ευχαριστώ και τον αγνοούσε. Τώρα ο Τζίμι έβλεπε τη λάμψη του γερο-σοφού στα μάτια του Θίο καθώς ο Θίο κάθισε στην καρέκλα απέναντι του και κοίταξε το πάτω μα. Χαμογέλασε συμπονετικά στην οχλαγωγία από φωνές και βήματα που ερχόταν από το κάτω διαμέρισμα. «Φαίνεται ότι τελικά την οικοf t r f r γενεια σου τη βλέπεις μονο σε γαμους και κηδείες. Ετσι δεν είναι, Τζιμι;» «Ναι», είπε ο Τζίμι, προσπαθώντας ακόμη να διώξει το συναί σθημα που είχε από τις τέσσερις την προηγούμενη ημέρα, ότι ο αληθι νός του εαυτός πετούσε πάνω από το σώμα του, πατώντας στον αέρα με ελαφρά παρανοϊκά τινάγματα, προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να γυρίσει πίσω στο πετσί του προτού κουραστεί απ’ όλο αυτό το φτερούγισμα και βουλιάξει σαν πέτρα στον μαύρο πυρήνα της γης. Ο Θίο έβαλε τα χέρια του στα γόνατά του και κοίταξε τον Τζίμι, μέχρι που ο Τζίμι σήκωσε το κεφάλι του και συνάντησε το βλέμμα του. «Πώς τα πας μέχρι τώρα;» Ο Τζίμι ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν το έχω χωνέψει ακόμα εντελώς». «Θα πονέσεις πολύ όταν το χωνέψεις, Τζιμ». «Το φαντάζομαι». «Πάρα πολύ, σ ’ το εγγυώμαι». Ο Τζίμι ανασήκωσε ξανά τους ώμους του και αισθάνθηκε την αμυδρή υποψία κάποιου συναισθήματος -ήταν άραγε θυμός;- να φουσκώνει και να κοχλάζει στον πάτο του στομαχιού του. Αυτό του έλειπε τώρα: μία διάλεξη περί πόνου από τον Θίο Σάβατζ. Σκατά. Ο Θίο έγειρε μπροστά. «Όταν πέθανε η καλή μου η Τζέινι, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή της, Τζιμ, για έξι μήνες πήρα τον f r r στραβό δρομο. Τη μια μερα η ομορφη γυναίκα μου ήταν εδω και την επόμενη είχε φύγει». Κροτάλισε τα χοντρά του δάχτυλα. «Ο Θεός κέρδισε έναν άγγελο εκείνη την ημέρα κι εγώ έχασα μία αγία. Αλλά τα παιδιά μου είχαν πια μεγαλώσει τότε, δόξα τω Θεώ. Καταλαβαί νεις τι εννοώ' εγώ είχα τη δυνατότητα να την πενθήσω για έξι μήνες. Την είχα αυτή την πολυτέλεια. Όμως εσύ, εσύ δεν την έχεις». Ο Θίο έγειρε πίσω στην καρέκλα του και ο Τζίμι ένιωσε ξανά /
/
Λ /■ f*
ΛΛ
r
rp
Ο
'
n
O
/
rp v f
Λ
/
το στομάχι του να κοχλάζει. Η Τζέινι Σάβατζ είχε πεθάνει πριν από δέκα χρόνια και ο Θίο είχε γλιστρήσει σ ’ ένα μπουκάλι και έκανε πολύ περισσότερο από έξι μήνες να βγει. Τα δύο χρόνια πλησίαζαν περισσότερο την πραγματικότητα. Ή ταν το ίδιο μπουκάλι που νοί κιαζε για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, απλώς όταν η Τζέινι πέθανε το ξεχρέωσε. Όσο ήταν ζωντανή, ο Θίο της έδινε τόση σήμασία όση σε μια μπαγιάτικη φραντζόλα ψωμί. Ο Τζίμι ανεχόταν τον Θίο επειδή ήταν αναγκασμένος να τον ανέ χεται -στο κάτω κάτω, ήταν πατέρας της γυναίκας του. Κοιτάζοντάς τους απέξω, ίσως έμοιαζαν πιο πολύ με φίλους. Ίσως μάλιστα ο Θίο να πίστευε ότι ήταν πράγματι φίλοι. Και ο χρόνος είχε μαλακώσει τον Θίο σε σημείο που αγαπούσε ανοιχτά την κόρη του και κακομά θαινε τα εγγόνια του. Όμως άλλο πράγμα να αποφεύγεις να κρίνεις έναν άνθρωπο για τις παλιές του αμαρτίες και άλλο να δέχεσαι συμ βουλές απ’ αυτόν. «Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» είπε ο Θίο. «Πρόσεξε η θλίψη σου να μη γίνει απόλαυση, Τζίμι, και να μη σε απομακρύνει από τις οικογενειακές σου υποχρεώσεις». «Τις οικογενειακές μου υποχρεώσεις», είπε ο Τζίμι. «Ναι. Ξέρεις, πρέπει να φροντίσεις την κόρη μου κι αυτά τα μι κρά κορίτσια. Τώρα, αυτές πρέπει να είναι η προτεραιότητά σου». «Αχά», είπε ο Τζίμι. «Φοβήθηκες ότι θα μου διέφευγε, Θίο;» «Δεν είπα ότι θα σου διέφευγε, είπα ότι μπορεί. Τίποτα παραπά νω». Ο Τζίμι κοίταξε προσεκτικά την αριστερή επιγονατίδα του Θίο και την είδε να εκρήγνυται μέσα σ’ ένα κόκκινο σύννεφο. «Θ ίο...» «Ναι, Τζίμι». Ο Τζίμι είδε και την άλλη επιγονατίδα να εκρήγνυται και μετατό πισε το βλέμμα του προς τους αγκώνες του Θίο. «Δε νομίζεις ότι θα μπορούσαμε να περιμενουμε λιγο πριν κάνουμε αυτη τη συζήτηση;» «Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή από το παρόν». Ο Θίο άφησε ένα βροντερό γέλιο, που έκρυβε μέσα του μια προειδοποίηση. «Αύριο, ας πούμε;...» Τα μάτια του Τζίμι άφησαν τους αγκώ νες του Θίο και σηκώθηκαν για να συναντήσουν το βλέμμα του. «Θαρρώ πως αύριο δε θα υπήρχε πρόβλημα, έτσι δεν είναι, Θίο;» «Τι είπα για το παρόν, Τζίμι;» Ο Θίο έδειχνε ενοχλημένος. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άντρας με βίαιους τρόπους κι ο Τζίμι ήξερε ότι τρόμαζε μερικούς ανθρώπους. Ο Θίο είχε δει το φόβο στο πρόσωπό !
*
Λt
t
t
L·* r
τους στο δρόμο, τον είχε συνηθίσει πια και τον μπέρδευε με το σεβα σμό. «Κοίτα δω, έτσι όπως το βλέπω εγώ το όλο πράγμα, δεν υπάρ χω κατάλληλη στιγμή για τέτοιου είδους συζήτηση. Έχω άδικο; Σκέφτηκα λοιπόν να τη βγάλω από τη μέση. Να την κάνω με την πρώτη ευκαιρία, όπως κι έγινε». «Ω, βέβαια», είπε ο Τζίμι. «Οπως είπες, δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή από το παρόν. Σωστά;» «Σωστά. Καλό παιδί». Ο Θίο χτύπησε φιλικά το γόνατο του Τζίμι και σηκώθηκε όρθιος. «Θα το ξεπεράσεις, Τζίμι. Θα προχωρήσεις. Θα πονέσεις, αλλά θα προχωρήσεις. Επειδή είσαι άντρας. Το είπα στην Αναμπεθ τη νύχτα του γάμου σας -θυμάσαι;- “Γλύκα μου, διά λεξες άντρα της παλιάς σχολής. Τον τέλειο τύπο”, είπα. “Έ ναν πρω ταθλητή. Έναν τύπο που...”» «Λες και την είχαν βάλει στο σακί». «Τι είπες;» Ο Θίο τον κοίταξε από ψηλά. «Έτσι έμοιαζε η Κέιτι χτες το βράδυ στο νεκροτομείο, όταν πήγα για την αναγνώριση. Λες και κάποιος την είχε βάλει σ ’ ένα σακί και το είχε χτυπήσει αυτό το σακί με σωλήνες». «Ναι, αλλά μην το αφήσεις...» «Δεν μπορούσες να καταλάβεις ούτε σε ποια φυλή ανήκε, Θίο. Θα μπορούσε να είναι μαύρη, θα μπορούσε να είναι Πορτορικανή, σαν τη μάνα της. Θα μπορούσε να είναι κι από την Αραβία. Πάντως για λευκή δεν έμοιαζε». Ο Τζίμι κοίταξε τα χέρια του, που τα ’χε σταυρώσει στα γόνατα του, και προσεςε μερικες πιτσιλιές στο πά τωμά της κουζίνας, μία καφετιά κοντά στο αριστερό του πόδι, μου στάρδα δίπλα στο πόδι του τραπεζιού. «Η Τζέινι πέθανε στον ύπνο της, Θίο. Μ ’ όλο το σεβασμό και όλα τα σχετικά, αλλά πάει. Πέθανε στο κρεβάτι της, δεν ξύπνησε ποτέ. Ειρηνικά». «Δε σου επιτρέπω να μιλάς για την Τζέινι. Συνεννοηθήκαμε;» «Όμως εμένα η κόρη μου δολοφονήθηκε. Υπάρχει κάποια διαφο ρά». Για μια στιγμή η κουζίνα ήταν σιωπηλή, βουίζοντας από τη σιψ t t r ; γ» f r * /o c* ' ωπη ετσι οπως ακουγεται σε ενα όωματιο μονο οταν το ιόιο δωμάτιο του κάτω ορόφου είναι γεμάτο ανθρώπους -κ ι ο Τζίμι αναρωτήθηκε αν ο Θίο μπορούσε να είναι τόσο ανόητος ώστε να συνεχίσει να μι λάει. Έλα, Θίο, πες κάτι ηλίθιο. Είμαι σε τέτοια διάθεση, που θέλω να πάρω αυτό το πράγμα που κοχλάζει μέσα μου και να το σπρώξω σι: κάποιου άλλου τα σωθικό. r
ι
/
f
Υ
r
\
f
r
«Κοίταξε, σε καταλαβαίνω», είπε ο Θίο και ο Τζίμι άφησε έναν αναστεναγμό από τα ρουθούνια του. «Ειλικρινά, σε καταλαβαίνω. Όμως, Τζιμ, δε χρειάζεται να γίνεσαι...» «Τι;» είπε ο Τζίμι. «Δε χρειάζεται να γίνομαι τι; Κάποιος βάζει ένα πιστόλι στο σβέρκο της κόρης μου και της τινάζει τα μυαλά στον αέρα κι εσύ θέλεις να είσαι σίγουρος ότι θα βάλω -α ν είναι δυνα τόν!- τις σωστές προτεραιότητες μέσα στη θλίψη μου; Πες μου, σε παρακαλώ. Πες μου, το έχω καταλάβει καλά; Θες να κόβεις βόλτες εόω μεσα και να το παίζεις ο μέγας πατριαρχης;» Ο Θίο κοιτούσε τα παπούτσια του και ανάσαινε βαριά μέσα απ’ τα ρουθούνια του, ανοιγοκλείνοντας τις γροθιές του. «Δε νομίζω ότι μου αξίζει τέτοια συμπεριφορά». Ο Τζίμι σηκώθηκε και κόλλησε την πλάτη της καρέκλας του πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Σήκωσε το ένα ψυγείο από το πάτω μα. Κοίταξε προς την πόρτα. «Μπορούμε να γυρίσουμε πίσω τώρα, Θίο;» είπε. «Και βέβαια», είπε ο Θίο. Άφησε την καρέκλα του εκεί που ήταν f Μ / y r y/ και σήκωσε το αλλο ψυγείο απο το πατωμα. «Εντάξει, εντάξει, ήταν κακή ιδέα να διαλέξω ειδικά αυτό το πρωινό για να προσπαθήσω να σου μιλήσω. Δεν είσαι έτοιμος ακόμη. Ό μω ς...» «Θίο; Άσ’ το καλύτερα. Μη λες κουβέντα. Τι λες; Εντάξει;» Ο Τζίμι ζύγιασε στο χέρι του το ψυγείο και άρχισε να κατεβαί νει. Αναρωτήθηκε αν είχε πληγώσει τον Θίο κι έπειτα αποφάσισε ότι δεν του καιγόταν καρφί αν είχε γίνει κάτι τέτοιο. Ας πάει να γαμηθεί. Όπου να ’ναι 6α άρχιζαν τη νεκροτομή της Κέιτι. Ο Τζίμι μπορούσε ακόμα να μυρίσει την κούνια της, αλλά κάτω στην αίθουσα της νε κροψίας άπλωναν τα νυστέρια τους, ετοίμαζαν τους διαστολείς τους και λάδωναν τα πριόνια τους που σπάνε τα κόκαλα. Ο
/
/
/ y
t
9
ΑΡΓΌΤΕΡΑ, ο κόσμος είχε κάπως αραιώσει. Ό Τζίμι βγήκε έξω, στην πίσω αυλή, και κάθισε κάτω από τα απλωμένα ρούχα που ανέμιζαν στα σκοινιά της βεράντας απ’ το απόγευμα, ακόμα, του Σαββάτου. Κάθισε εκεί με τον ήλιο να τον ζεσταίνει και μία φόρμα της Ναντίν να πηγαίνει μπρος πίσω χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά. Η Αναμπεθ και τα κορίτσια είχαν περάσει τη νύχτα κλαίγοντας, είχαν γεμίσει το δια μέρισμα με το θρήνο τους, και ο Τζίμι είχε φανταστεί ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε κι αυτός. Αλλά δεν το είχε κάνει. Είχε ουρλιάξει σ ’ εκείνη την πλαγιά όταν είχε διαβάσει στο βλέμμα του Σον
Ντιβάιν ότι η κόρη του ήταν νεκρή. Αλλά, εκτός απ’ αυτό, δεν ήταν σε θέση να νιώσει οτιδήποτε. Κάθισε, λοιπόν, στην πίσω βεράντα και προσκάλεσε τα δάκρυα να έρθουν. Βασάνισε τον εαυτό του με στιγμιότυπα από την παιδική ηλικία της Κέιτι. Είδε την Κέιτι απέναντι του, πίσω απ’ το φθαρμένο τρα πέζι στο Ντιρ Αιλαντ, την Κέιτι να κλαίει και να κλαίει μέχρι να την πάρει ο ύπνος στην αγκαλια του εξι μήνες μετα την αποφυλακιση του, την Κέιτι να τον ρωτάει πότε θα ξαναγύριζε η μαμά της. Είδε τη μικρή Κέιτι να τσιρίζει μπροστά από την τηλεόραση και την Κέιτι οχτώ χρονών να γυρίζει στο σπίτι από το σχολείο πάνω στο πο δήλατό της. Είδε την Κέιτι να χαμογελάει και την Κέιτι να γκρινιάζει και την Κέιτι να σουφρώνει το πρόσωπό της από θυμό και να το σουφρώνει ξανά από σύγχυση καθώς τη βοηθούσε να καθαρίσει το τραπέζι της κουζίνας. Είδε την Κέιτι μεγαλύτερη, να κάθεται στην κούνια τής πίσω αυλής μαζί με την Νταϊάν και την ϊβ, να τεμπελιά ζουν μια καλοκαιρινή ημέρα, ασουλούπωτες όπως είναι τα κορίτσια λίγο πριν από την εφηβεία, με σιδεράκια στα δόντια και πόδια που μεγάλωναν και μάκραιναν πιο γρήγορα απ’ το υπόλοιπο σώμα τους. Είδε την Κέιτι ξαπλωμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι της, με τη Σάρα και τη Ναντίν σκαρφαλωμένες επάνω της. Την είδε με το όμορφο φόρεμά της στο χορό αποφοίτησης του γυμνασίου. Την είδε καθι σμένη δίπλα του, στην Γκραντ Μαρκί του, με το πιγούνι της να τρέ μει καθώς της πρωτομάθαινε να οδηγεί. Την είδε να ουρλιάζει και να είναι οξύθυμη και να του βγάζει γλώσσα τα πρώτα χρόνια της εφη βείας της -κ ι όμως, αυτές τις εικόνες τις έβρισκε συχνά πιο ελκυστι κές από τις χαριτωμένες εικόνες, τις εικόνες της χαράς. Την είδε και την ξαναείδε και την ξαναείδε, μα δεν μπορούσε να κλάψει. Θα έρθει και το κλάμα, ψιθύρισε μια γαλήνια οωνή μέσα του. Α πλώς βρίσκεσαι ακόμα σε κατάσταση σοκ. Αλλά το σοκ υποχωρεί σιγά σιγά, απάντησε στη φωνή μέσα του. Αρχισε να υποχωρεί από τότε που ο Θίο άρχισε να μου σπάει τα νεύρα εκεί πάνω. Και μόλις υποχωρήσει θα αισθανθείς κάτι. Αισθάνομαι ήδη κάτι. Αυτό είναι θλίψη, είπε η φωνή. Είναι λύπη. Δεν είναι θλίψη. Δεν είναι λύπη. Είναι οργή. Θα νιώσεις και λίγη οργή. Αλλά θα το ξεπεράσεις. Δ ε θέλω να το ξεπεράσω. r
r
A
r
t γ
r
t
r
t
16 ΚΙ ΕΓΩ ΧΑΡΗΚΑ ΠΟΥ ΣΕ ΕΙΔΑ
Σ τΡ ΙΒ Ο Ν Τ Α Ι ΣΤΗ Γ Ω Ν ΙΑ , ο Ντέιβ, που έφερνε τον Μάικλ στο σπίτι από το σχολείο με τα πόδια, είδε τον Σον Ντιβάιν και άλλο έναν τύπο να στηρίζονται πάνω στο πορτμπαγκάζ ενός μαύρου σεντάν παρκαρισμένου μπροστά στο σπίτι των Μπόιλ. Το μαύρο σεντάν είχε πολιτειακές πινακίδες, ενώ από το πορτμπαγκάζ του ξεπηοούσαν τόσες κεραίες, που έδειχνε ικανό να εκπέμψει μέχρι τον πλανήτη Αφροδίτη -χώ ρια που ο Ντέιβ, βλέποντας το σύντροφο του Σον από δεκαπέντε μέτρα μακριά, καταλάβαινε ότι ο τύπος ήταν αναμφίβολα μπάτσος, σαν τον Σον. Είχε χαρακτηριστικό πι γούνι μπάτσου που πετούσε προς τα έξω και προς τα πάνω, μαζί με έναν ιδιαίτερο τρόπο να γέρνει πίσω πάνω στις φτέρνες του, ενώ την ίδια στιγμή είχες την εντύπωση ότι έσκυβε μπροστά. Και αν αυτο δεν αρκουσε, το κούρεμα πεζοναύτη και τα γυαλια πιλοτου με τον χρυσό σκελετό ήταν αναμφίβολα το κερασάκι στην τούρτα. Έσφιξε το χέρι του Μάικλ στο δικό του κι ένιωσε στο στήθος του την αίσθηση ενός μαχαιριού που βυθίστηκε πρώτα σε παγω μένο νερό κι έπειτα η λεπίδα του ακούμπησε με την πλατιά της όψη πάνω στα πνευμόνια του. Σχεδόν σταμάτησε να προχωράει, καθώς τα πόδια του προσπαθούσαν να καρφωθούν στο πεζοδρόμιο, αλλά κάτι τον έσπρωξε να συνεχίσει, ευχόμενος από μέσα του να δείχνει f
Ο
t
t
f
t
\
\
*
φυσιολογικός, χαλαρός. Το κεφάλι του Σον στράφηκε προς το μέρος του με μάτια εύθυμα και άδεια στην αρχή, που έπειτα μισόκλεισαν μόλις συνάντησε το βλέμμα του Ντέιβ, αναγνωρίζοντάς τον. Και οι δύο άντρες χαμογέλασαν ταυτόχρονα. Ο Ντέιβ πρόσφερε το πιο πλατύ του χαμόγελο κι ο Σον ανταποκρίθηκε με την ίδια έντα ση, ξαφνιάζοντας τον Ντέιβ με την ικανοποίηση που μπορούσε να δει στο πρόσωπό του. «Ντέιβ Μπόιλ», είπε ο Σον. ξεκολλώντας από το αυτοκίνητο με το χέρι προτεταμένο. «Τι γίνεσαι;» Ο Ντέιβ έσφιξε το χέρι του Σον κι ένιωσε άλλη μια μικρή έκ πληξη όταν ο Σον τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Έχουμε να ιδωθούμε από τότε στο Ταπ», είπε ο Ντέιβ. «Πόσα χρόνια πάνε, έξι;» «Τόσα, πάνω κάτω. Καλά κρατιέσαι, φίλε». «Πώς τα πας, Σον;» Και ο Ντέιβ ένιωσε μέσα του να απλώνεται μια ζεστασιά από την οποία το μυαλό του του έλεγε να φύγει τρέχοντας. Γιατί όμως; Δεν είχαν μείνει πια και πολλοί από τους παλιούς. Και δεν ήταν μονο τα γνωστά και τετριμμενα -φυλακή, ναρκωτικα ή το αστυνομικό σώ μα- που τους είχαν διεκδικήσει. Άλλοι τόσοι είχαν φύγει για τα προάστια, όπως και για άλλες Πολιτείες ακόμα, κυνη γώντας το δέλεαρ του να ταιριάζεις παντού, να είσαι ίδιος με όλους τους άλλους -ωσότου καταλήξουμε όλοι μια μεγάλη χώρα από παί κτες του γκολφ, πελάτες εμπορικών κέντρων και μικρομεσαίους επι χειρηματίες με ξανθές συζύγους και τηλεοράσεις με γιγαντοοθόνη. Όχι, δεν είχαν μείνει πια και πολλοί από τους παλιούς... Και ο Ντέιβ αισθάνθηκε ένα κύμα περηφάνιας και παράταιρης θλίψης σφίγγοντας το χέρι του Σον, ενώ θυμόταν εκείνη τη μέρα στην α ποβάθρα που ο Τζίμι είχε πηδήξει στις γραμμές, και μαζί εκείνα τα Σάββατα που ένιωθες ότι τα πάντα μπορούν να συμβούν. «Τα πάω καλά», είπε ο Σον, και ακούστηκε σαν να το εννοούσε, αν και ο Ντέιβ διέκρινε ένα ανεπαίσθητο ράγισμα στο χαμόγελό του. «Και τούτος εδώ, πάλι, ποιος είναι;» Ο Σον έσκυψε δίπλα στον Μάικλ. «Αυτός είναι ο γιος μου», είπε ο Ντέιβ. «Ό Μάικλ». «Γεια σου, Μάικλ. Χαίρομαι που σε γνωρίζω». «Γεια». «Είμαι ο Σον, ενα παλιό, παμπαλαιο φιλαρακι του πατέρα σου». Ο Ντέιβ κατάλαβε ότι η φωνή του Σον δεν άφησε ασυγκίνητο 17
C*
§ — *»
'
^
/
*
9
Λ
*
^Λ
Λ
Λ
^
'
*
*
t
τον Μάικλ. Ο Σον διέθετε αναμφίβολα μοναδική χροιά στη φωνή του -σ α ν των εκφωνητών στον κινηματογράφο που διαφήμιζαν τα προσεχώς- κι ο Μάικλ ζωντάνεψε στο άκουσμά της, φτιάχνοντας ίσως με τη φαντασία του κάποια θρυλική σκηνή όπου πρωταγωνι στούσε ο πατέρας του κι αυτός ο ψηλός, γεμάτος αυτοπεποίθηση ξέ νος, που σαν παιδιά έπαιζαν μαζί στους ίδιους δρόμους, κάνοντας τα ίδια όνειρα με τον Μάικλ και τους δικούς του φίλους. «Χαίρω πολύ», είπε ο Μάικλ. «Η χαρά είναι όλη δική μου, Μάικλ». Ο Σον έσφιξε το χέρι του Μάικλ κι έπειτα ορθώθηκε και αντίκρισε κατάματα τον Ντέιβ. «Ό μορφο αγόρι, Ντέιβ. Τι κάνει η Σελέστ;» «Μια χαρά, μια χαρά». Ό Ντέιβ προσπάθησε να θυμηθεί το ό νομα της γυναίκας που είχε παντρευτεί ο Σον, αλλά το μόνο που θυ μήθηκε ήταν ότι την είχε γνωρίσει στο κολέγιο. Πώς την έλεγαν; Λόρα; Έριν; «Μετάφερέ της τους χαιρετισμούς μου». «Και βέβαια. Είσαι ακόμα στην Πολιτειακή Αστυνομία;» Ο Ντέιβ μισόκλεισε τα μάτια καθώς ο ήλιος βγήκε πίσω από ένα σύν νεφο, με τη σκληρή του λάμψη να καθρεφτίζεται πάνω στο γυαλί στερο πορτμπαγκαζ του υπηρεσιακου σενταν. «Ναι», είπε ο Σον. «Και αυτός είναι ο αρχιφύλακας Πάουερς, Ντέιβ. Ο προϊστάμενός μου στην Πολιτειακή Αστυνομία, στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών». Ο Ντέιβ έσφιξε το χέρι του αρχιφύλακα Πάουερς, με τη λέξη ε κείνη να συνεχίζει να αιωρείται μεταξύ τους: Ανθρωποκτονιών. «Τι κάνετε;» «Καλά, κύριε Μπόιλ. Εσείς;» «Ωραία». «Ντέιβ», είπε ο Σον, «αν έχεις λίγο χρόνο, θα θέλαμε να σου κά νουμε κάνα δυο ερωτήσεις στα γρήγορα». «Ω, και βέβαια. Τι συμβαίνει;» «Δεν πάμε μέσα καλύτερα, κύριε Μπόιλ;» Ο αρχιφύλακας Πάου ερς έδειξε με το κεφάλι του την εξώπορτα του σπιτιού του Ντέιβ. «Ναι, φυσικά». Ο Ντέιβ έπιασε ξανά το χέρι του Μάικλ. «Ελάτε μαζί μου». Πηγαίνοντας προς τις σκάλες, μπροστά από το σπίτι του Μακά λιστερ, ο Σον είπε: «Απ’ ό,τι ακούω, τα νοίκια ανεβαίνουν ακόμη κι εδώ». *
f V "
r
ψ
«Ακόμη κι εδώ», επανέλαβε ο Ντέιβ. «Πάνε να μας κάνουν Πό~ ιντ -ένα παλαιοπωλείο κάθε πέντε γωνίες». «Ναι, Πόιντ», είπε ο Σον μ ’ ένα ξερό γέλιο. «Θυμάσαι το πατρικό μου; Το έκαναν συγκρότημα με μεζονέτες». «Πλάκα μου κάνεις; Ή ταν φοβερό σπίτι!» «Και φυσικά εμείς το πουλήσαμε πριν ανέβει η αξία». «Και τώρα είναι μεζονέτες;» είπε ο Ντέιβ, με τη φωνή του να α ντηχεί δυνατά στη στενή σκάλα. Κούνησε το κεφάλι του. «Οι γιάπηδες που το αγόρασαν ίσως έβγαλαν από κάθε διαμέρισμα όσα πήρε ο πατέρας σου για ολόκληρο το σπίτι». «Κάπως έτσι», είπε ο Σον. «Τι να κάνεις;» «Δεν ξέρω, φίλε, αλλά έχω φτάσει να σκέφτομαι ότι θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τροπος να τους σταματήσει κάποιος. Να τους στεί λει από κει που ’ρθαν, μαζί με τα καταραμένα τους τα κινητά. Ξέρεις /Λ #ΛΛ ν' Γ-* U'A τι ειπε ενας φίλος τις προαλλες, Σον; Ειπε: Αυτο που χρειαζεται τούτη η κωλογειτονιά είναι ένα ξεγυρισμένο κύμα εγκληματικότη τας”». Ο Ντέιβ γέλασε. «Για να στείλει τις τιμές των ακινήτων εκεί που θα έπρεπε να είναι. Μαζί με τα νοίκια. Σωστός;» «Στο πάρκο Πεν δολοφονούνται κορίτσια, κύριε Μπόιλ, αν κάτι τέτοιο εκπληρώνει την ευχή σας», είπε ο αρχιφύλακας Πάουερς. «Ω, δεν είναι ευχή μου», είπε ο Ντέιβ. Ο αρχιφύλακας Πάουερς είπε: «Βέβαια». «Είπες κακιά λέξη, μπαμπά», είπε ο Μάικλ. «Συγνώμη, Μάικλ. Δε θα ξανασυμβεί». Καθώς άνοιγαν την πόρτα του διαμερίσματος, έκλεισε το μάτι στον Σον πίσω από την πλάτη του μικρού. «Η σύζυγός σας είναι εδώ, κύριε Μπόιλ;» είπε ο αρχιφύλακας Πάουερς μπαίνοντας. «Ορίστε; Όχι. Όχι, δεν είναι εδώ. Έι, Μάικ, πήγαινε να γράψεις τα μαθήματά σου για αύριο. Εντάξει; Αργότερα θα πάμε στο σπίτι του θείου Τζίμι και της θείας Αναμπεθ». «Έλα, μπαμπά...» «Μάικ!» είπε ο Ντέιβ σκύβοντας για να κοιτάξει το γιο του. «Πή γαινε επάνω. Πρέπει να μιλήσω με τους κυρίους». Το πρόσωπό του Μαικλ πηρε την οψη εγκατάλειψης που παίρ νει συνήθως το πρόσωπο των μικρών παιδιών όταν τα αποκλείουν r
/
9
ι- ρ
*
^
·
>
\
9
/
ft
J
/
Λ
/
Τ
r
γ
99V*
f Α
/
λες με τους ώμους κρεμασμένους και τα πόδια του να σέρνονται, λες
και είχε μεγάλα κομμάτια πάγου δεμένα στους αστραγάλους του. Α ναστέναξε με τον τρόπο της μητέρας του κι άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. «Πρέπει να είναι νόμος του συμπαντος», είπε ο αρχιφύλακας Πά ουερς καθώς έπαιρνε μια θέση στον καναπέ του καθιστικού. «Τι πράγμα;» «Αυτη η κίνηση που κάνει με τους ωμούς του. Το παιδί μου εκανε ακριβώς το ιδιο σ αυτη την ηλικία οταν το στελναμε για υπνο». «Αλήθεια;» είπε ο Ντέιβ και κάθισε στον διθέσιο καναπέ, στην άλλη πλευρά του χαμηλού τραπεζιού. Για ένα λεπτό περίπου ο Ντέιβ κοιτούσε τον Σον και τον αρχιφύ λακα Πάουερς, και ο Σον και ο αρχιφύλακας Πάουερς τον κοιτούσαν / rο /λ r *λ ο» f επίσης, με τα φρύδια ολων ανασηκωμένα, ολο αδημονία. «Θα έχεις μάθει για την Κέιτι Μάρκους», είπε ο Σον. «Και βέβαια», είπε ο Ντέιβ. «Ήμουν στο σπίτι σήμερα το πρωί. Η Σελέστ βρίσκεται ακόμη εκεί. Θεέ και Κύριε! Σον, τι ’ν ’ αυτά τα πράγματα; Είναι τρομερό έγκλημα». «Αυτό το έπιασες σωστά», είπε ο αρχιφύλακας Πάουερς. «Τον συλλάβατε;» ρώτησε ο Ντέιβ. Έτριψε την πρησμένη δεξιά του γροθιά με την αριστερή του παλάμη κι έπειτα κατάλαβε τι έκανε. Εγειρε πισω και γλίστρησε και τα δυο του χέρια στις τσεπες του, προσπαθώντας να φανεί χαλαρός. «Αυτό προσπαθούμε, κύριε Μπόιλ, πιστέψτε μας». «Πώς τα πάει ο Τζίμι;» ρώτησε ο Σον. «Ξέρω κι εγώ;...» Ο Ντέιβ κοίταξε τον Σον, χαρούμενος που πήρε το βλέμμα του από τον αρχιφύλακα Πάουερς ■στο πρόσωπο αυτού του άντρα υ πήρχε κάτι που δεν του άρεσε καθόλου -ο τρόπος που σε κοιτούσε εξεταστικα, σαν να μπορούσε να δει ολα τα ψέματα που είχες πει ποτέ σου, ακόμα και το πρώτο ψέμα της ζωής σου. «Ξέρεις πώς είναι ο Τζίμι», είπε ο Ντέιβ. «Όχι στ’ αλήθεια. Όχι πια». «Να, τα κρατάει όλα μέσα του», είπε ο Ντέιβ. «Δεν υπάρχει περί πτωση να σου πει τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του». Ο Σον έγνεψε. «Ο λόγος που ήρθαμε εδώ, Ντέιβ...» «Την είδα», είπε ο Ντέιβ. «Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε». Κοίταξε τον Σον, και ο Σον άνοιξε τα χέρια του περιμένονιας. «Εκείνη τη νύχτα», συνέχισε ο Ντέιβ, «υποθέτω ότι ήταν η νύχτα που πέθανε, την είδα στο Μακ Γκιλς». Λ
9
9
Γ ι'
t γί
to
Ό
r
/
*
9
ϊ
9
Λ
λ /
9
9
ο
r
ο
Τ»
9Λ
/
9Λ
ο /
9
/
9
f
9
Ο Σον και ο αστυνομικός κοιτάχτηκαν κι έπειτα ο Σον έγειρε ε μπρός και κάρφωσε τον Ντέιβ με ένα φιλικό βλέμμα. «Ναι, Ντέιβ, για να πω την αλήθεια, γι’ αυτό είμαστε εδώ. Το όνομά σου εμφα νίστηκε σε μία λίστα ανθρώπων που βρίσκονταν στο Μακ Γκιλς ε κείνο το βράδυ, απ’ όσο τουλάχιστον μπορούσε να θυμηθεί ο μπάρ μαν. Ακούσαμε ότι η Κέιτι έδωσε ολόκληρη παράσταση». Ο Ντέιβ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ανέβηκε μαζί με τη φίλη της πάνω στο μπαρ και χόρεψαν». «Ηταν πολύ μεθυσμένες, έτσι;» είπε ο αστυνομικός. «Ναι, αλλά...» «Τι αλλά;» «Αλλά ήταν αθώο μεθύσι. Χόρευαν, μα δεν έκαναν στριπτίζ, ή κάτι τέτοιο. Ήταν τόσο... δεν ξέρω... να, δεκαεννιάχρονα κορίτσια. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω;» «Το μπαρ που σερβίρει δεκαεννιάχρονα κορίτσια χάνει για ένα χρονικό διάστημα την άδεια λειτουργίας του», είπε ο αρχιφύλακας Πάουερς. «Εσείς δεν το κάνατε ποτέ;» «Τι πράγμα;» «Να πιείτε σε ένα μπαρ όταν ήσαστε ανήλικος». Ο αρχιφύλακας Πάουερς χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο που τρύ πωσε στο μυαλό του Ντέιβ όπως ακριβώς και τα μάτια του, λες και κάθε εκατοστό του αστυνομικού τον κοιτούσε ερευνητικά -σαν μα τάκιας. .. «Τι ώρα θα λέγατε ότι φύγατε από το Μακ Γκιλς, κύριε Μπόιλ;» Ο Ντέιβ απάντησε με ένα ανασήκωμα των ώμων του. «Γύρω στη μία πάνω κάτω». Ο αρχιφύλακας Πάουερς το σημείωσε σε ένα σημειωματάριο που είχε ακουμπισμένο πάνω στο γόνατό του. Ο Ντέιβ κοίταξε τον Σον. «Απλώς κάνουμε μια τυπική έρευνα, Ντέιβ», είπε ο Σον. «Ήσουν παρέα με τον Στάνλεϊ Κεμπ, έτσι; Τον Στάνλεϊ το Γίγαντα, όπως τον λένε». «Ναι». «Τι κάνει, μια και το ’φερε η κουβέντα; Ακόυσα ότι το παιδί του έπαθε καρκίνο». «Λευχαιμία», είπε ο Ντέιβ. «Πάνε δυο χρόνια τώρα. Πέθανε. Τεσσάρων χρονών». «Φίλε», είπε ο Σον, «δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα. Μαλακίες. Νοτέ δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Τη μια στιγμή κόβεις βόλτες με
τις μηχανές στο φουλ και την άλλη στρίβεις σε μια γωνία, κολλάς κάποια μυστήρια αρρώστια στο στήθος και ύστερα από πέντε μήνες πεθαίνεις. Φοβερός κόσμος, φίλε», «Φοβερός», συμφώνησε ο Ντέιβ. «Όμως ο Σταν είν’ εντάξει, μι λώντας πάντα σχετικά. Βρήκε μια καλή δουλειά στην Έντισον. Κι ακόμα παίζει μπασκετ με την ομαδα του πάρκου καθε Τρίτη και Τε τάρτη βράδυ». «Παραμένει ο φόβος και ο τρόμος κάτω από τα καλάθια;» είπε ο Σον χασκογελώντας. Ο Ντέιβ χασκογέλασε κι αυτός. «Ξέρει να δουλεύει τους αγκώνες του μια χαρά». «Τι ώρα θα έλεγες ότι έφυγαν από το μπαρ τα κορίτσια;» είπε ο Σον, προτού το γέλιο του σβήσει εντελώς. «Δεν ξέρω», είπε ο Ντέιβ. «Πρέπει να τελείωνε το παιχνίδι των Σοξ». Πώς την είχε φτάσει την κουβέντα εκεί ο Σον; Θα μπορούσε να τον είχε ρωτήσει στα ίσια, αλλά είχε επιχειρήσει να τον αποκοιμίσει λέγοντας ανοησίες για τον Στανλει το Γιγαντα. Ετσι δεν ειχε κάνει; Η απλώς του εκανε μια ερώτηση που μόλις την ειχε σκεφτεί; Ειτε έτσι είτε αλλιώς, ο Ντέιβ δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Τι έγινε -το ν θεωρούσαν ύποπτο; Ή ταν στ’ αλήθεια ΰποτπος για το θάνατο της Κέιτι; «Και το παιχνίδι άρχισε αργά, αν δεν κάνω λάθος», είπε ο Σον. «Έπαιζαν στην Καλιφόρνια». «Τι; Ναι, άρχισε στις έντεκα παρά είκοσι πέντε. Θα έλεγα, λοι πόν, ότι τα κορίτσια έφυγαν περίπου ένα τέταρτο πριν από μένα». «Ας πούμε, λοιπον, στις δώδεκα και σαραντα πεντε», ειπε ο άλ λος αστυνομικός. «Δεν πρέπει να πέφτετε πολύ έξω». «Έχετε καμιά ιδέα πού πήγαν τα κορίτσια;» Ο Ντέιβ κούνησε το κεφάλι. «Δεν τις ξαναείδα». «Όχι;» Το στιλό του αρχιφύλακα Πάουερς έμεινε αιωρούμενο πάνω από το μπλοκ στο γόνατό του. Ο Ντέιβ έγνεψε. «Όχι». Ο αρχιφύλακας Πάουερς έγραψε κάτι βιαστικά στο σημειωματά ριο, με το στιλό του να ξύνει το χαρτί σαν μικρό γαμψό νύχι. «Ντέιβ, θυμάσαι έναν τύπο που πέταξε τα κλειδιά του σε κάποιον άλλο;» «Τι;» •
Λ
ίο »
/
f
\
t
*\
Λ
f
ν '*
t
t
/
'
Λ
t
/ Γ*
*
Λ
··
r Λ
ι —«·
C*
f
Ο *
f
ρ ρ
rp
*
*
t
r
r
9
*
¥—* t
'Λ
«Κάποιος τύπος», είπε ο Σον ξεφυλλίζοντας το δικό του σημειω ματάριο, «ονόματι... χμ μ ... Τζο Κρόσμπι. Οι φίλοι του προσπάθησαν να του παρουν τα κλειδιά του αυτοκίνητου του. Εκείνος τα πεταξε πάνω σε κάποιον. Ξέρεις, ήταν όλοι στουπί στο μεθύσι. Ήσουν εκεί όταν έγινε;» «Όχι. Γιατί;» «Η ιστορία έχει γέλιο», είπε ο Σον. «Ο τύπος πάλεψε για να μην του πάρουν τα κλχιδιά του, αλλά στο τέλος τούς τα πέταξε. Η λογική του μεθυσμένου, έτσι;» «Μάλλον». «Δεν παρατήρησες τίποτε ασυνήθιστο εκείνη τη νύχτα;» «Τι εννοείς;» «Ας πούμε, κάποιον στο μπαρ που κοιτούσε τις κοπέλες με όχι και τόσο φιλικό τρόπο. Θα έχεις δει κάτι τύπους που κοιτάζουν τις νεαρές γυναίκες με αβυσσαλέο μίσος, γιατί δεν έχουν ξεπεράσει α κόμα την τσατίλα τους επειδή τη νύχτα της αποφοίτησης εκείνοι κά θισαν σπίτι και, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η ζωή τους είναι ακόμη κομμάτια. Κοιτάζουν τις γυναίκες λες κι εκείνες φταίνε γι’ αυτό. Ξέ ρεις για τι τύπους σού μιλάω;» «Εχω γνωρίσει μερικούς, σίγουρα». «Θυμάσαι κάποιον τέτοιο τύπο εκείνη τη νύχτα στο μπαρ;» «Απ’ όσο είδα, όχι. Έτσι κι αλλιώς, την περισσότερη ώρα παρα κολουθούσα το παιχνίδι. Δεν είχα καν προσέξει τα κορίτσια, Σον, μέ χρι ν ’ ανέβουν στο μπαρ». Ο Σον έγνεψε. «Ωραίο παιχνίδι», είπε ο αρχιφύλακας Πάουερς. «Πώς να μην είναι», είπε ο Ντέιβ, «αφού έπαιζε ο Πέδρο; Θα μπορούσε να μην ειχε αποκρούσει ουτε μια μπαλια αν δεν υπήρχε ε κείνη στο όγδοο μέρος». «Έτσι είναι. Ο άνθρωπος τα βγάζει τα λεφτά του, σωστά;» «Είναι ο καλύτερος σήμερα». Ο αρχιφύλακας Πάουερς στράφηκε προς τον Σον και οι δυο τους σηκώθηκαν ταυτόχρονα. «Αυτό ήταν;» είπε ο Ντέιβ. «Μάλιστα, κύριε Μπόιλ». Έσφιξε το χέρι του Ντέιβ. «Ευχαρι στούμε πολύ για τη συνεργασία». «Κανένα πρόβλημα. Χαρά μου». /
r
Λ
f
9
'
t
f
f
ι— <
Λ
t
Γ*
t
·
«Να πάρει», είπε ο αρχιφύλακας Πάουερς. «Παραλίγο να το ξεχάσω: Πού πήγατε όταν φύγατε από το Μακ Γκιλς, κύριε Μπόιλ;» Η λέξη ξεπήδησε από το στόμα του Ντέιβ προτού το καταλάβει: «Εδώ». «Σπίτι;» «Ναι». Ο Ντέιβ κράτησε το βλέμμα του σταθερό και τη φωνή του αταλάντευτη. Ο αρχιφύλακας Πάουερς ξεφύλλισε ξανά το μπλοκ του. «Σπίτι στη μία και τέταρτο». Καθώς έγραφε, κοίταξε τον Ντέιβ. «Σωστό ακούγεται;» «Πάνω κάτω, ναι. Σωστό». «Εντάξει τότε, κύριε Μπόιλ. Σας ευχαριστούμε και πάλι». Ο αρχιφύλακας Πάουερς προχώρησε προς τις σκάλες, αλλά ο Σον σταμάτησε στην πόρτα. «Χάρηκα που τα είπαμε, Ντέιβ». «Κι εγώ το ίδιο», είπε ο Ντέιβ, προσπαθώντας να θυμηθεί τι ήταν αυτο που δεν του άρεσε πανω στον Σον οταν ήταν παιδια. Ομως η α πάντηση δεν έλεγε να ’ρθει. «Κάποια μέρα να πάμε για καμιά μπίρα», είπε ο Σον. «Σύντομα». «Πολύ θα το ’θελα». «Εντάξει. Να ’σαι καλά, Ντέιβ». Αντάλλαξαν χειραψία και ο Ντέιβ προσπάθησε να μη φανεί στο πρόσωπό του ο πόνος από το πρησμένο του χέρι. «Να ’σαι καλά κι εσύ, Σον». Ο Σον κατέβηκε τις σκάλες, ενώ ο Ντέιβ στεκόταν ψηλά, στο κε φαλόσκαλο. Ο Σον κούνησε μια φορά το χέρι του πάνω απ’ τον ώμο του και ο Ντέιβ του ανταπέδωσε το χαιρετισμό, παρ’ όλο που ήξερε ότι ο Σον δεν τον έβλεπε πια. t
C·
f
*
τ
f
C*
'
ry v
ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΠΙΕΙ μια μπίρα στην κουζίνα πριν ξεκινήσει πάλι για το σπίτι του Τζίμι και της Αναμπεθ. Ευχόταν να μην κατέβει τρέχοντας ο Μάικλ τώρα που είχε ακούσει τον Σον και τον άλλο αστυ νομικό να φεύγουν, επειδή ο Ντέιβ χρειαζόταν λίγα λεπτά γαλήνης, λίγο χρόνο να βάλει τα πράγματα μέσα στο κεφάλι του σε μια τάξη. Δεν ήταν εντελώς σίγουρος για το τι είχε μόλις εκτυλιχθεί στο κα θιστικό. Ο Σον και ο άλλος αστυνομικός τού έκαναν ερωτήσεις σαν να ήταν μάρτυρας ή ύποπτος, και η έλλειψη σταθερού ύφους στον τρόπο τους είχε αφήσει τον Ντέιβ αβέβαιο σχετικά με τον πραγμα τικό λόγο της επίσκεψής τους. Όποτε ο Ντέιβ ήταν αβέβαιος για μια
κατάσταση, όποτε το έδαφος έμοιαζε να σαλεύει και να γλιστράει κάτω από τα πόδια του, ο εγκέφαλός του είχε την τάση να ανοίγει σε δύο μισά, λες και κάποιος έσκαβε το κρανίο του με μια σμίλη. Αυτό του προκαλούσε πονοκέφαλο και, περιστασιακά, κάτι χειρότερο. Γιατί μερικές φορές ο Ντέιβ δεν ήταν ο Ντέιβ. Ή ταν το Αγόρι. Ή ταν το Αγόρι Που Ξέφυγε Απ’ Τους Λύκους. Αλλά όχι μόνο αυτό. Ή ταν το Αγόρι Που Ξέφυγε Απ’ Τους Λύκους και Είχε Πια Μεγαλώ σει. Μία εντελώς διαφορετική προσωπικότητα από τον καθημερινό Ντέιβ Μπόιλ. Το Αγόρι Που Ξέφυγε Α π’ Τους Λύκους και Είχε Πια Μεγαλώσει ήταν ένα αγρίμι του δειλινού που έτρεχε μέσα στα δάση, αθόρυβο και αόρατο. Ζούσε σ ’ έναν κόσμο που οι άλλοι δεν είχαν δει, δεν εί χαν αντικρίσει ποτέ μα ποτέ τους, δεν είχαν μάθει, ή δεν ήθελαν να t · t ψ ζερουν, οτι υπήρχε -εναν κοσμο που κυλουσε σαν σκοτεινος ποτα μός δίπλα στον δικό μας κόσμο, γεμάτο γρύλους και πυγολαμπίδες, ορατές μόνο σαν μια λάμψη που κρατούσε ένα κλάσμα του δευτερο λέπτου στην άκρη του ματιού σου, πυγολαμπίδες που μόλις γύριζες το κεφάλι σου είχαν ήδη εξαφανιστεί. Σ ’ αυτό τον κόσμο ζούσε για πολύ καιρό ο Ντέιβ. Εκεί δεν ήταν ο Ντέιβ μα το Αγόρι. Και το Αγόρι δεν είχε μεγαλώσει καλά. Είχε γί νει οργισμένο, παρανοϊκό, ικανό για πράγματα που ο αληθινός Ντέιβ δεν θα μπορούσε ούτε να φανταστεί. Συνήθως το Αγόρι ζούσε μόνο στον ονειρικό κόσμο του Ντέιβ κι εκτινασσόταν εξαγριωμένο μέσα από πυκνά σύδεντρα, προσφέροντας στιγμιαίες μόνο αναλαμπές του εαυτού του. Και όσο ζούσε στα δάση των ονείρων του Ντέιβ, δεν μπορούσε να βλάψει κανέναν. Όμως, από παιδί κιόλας, ο Ντέιβ υπέφερε από περιοδικές κρίσεις αϋπνίας. Τον επισκέπτονταν υπουλα επειτα απο πολλούς μήνες γα λήνιου ύπνου και, ξαφνικά, βρισκόταν πίσω σ ’ αυτό τον ταραγμένο, τεταμένο κόσμο με τη διαρκή εγρήγορση και την πλήρη έλλειψη ύ πνου. Έπειτα από λίγες μέρες σαν κι αυτές, ο Ντέιβ άρχιζε να βλέ πει διάφορα πράγματα με τις άκρες των ματιών του -ποντίκια, συνή θως, που έτρεχαν με ταχύτητα στα πατώματα και πάνω σε γραφεία· μερικές φορές, πάλι, μαύρες μύγες που ξεπετάγονταν από τις γωνίες και πετούσαν στα άλλα δωμάτια. Έβλεπε τον αέρα μπροστά του να εκρήγνυται σε μικροσκοπικές μπάλες θερμότητας και λάμψης. Οι άνθρωποι, τότε, γίνονταν σαν λαστιχένιοι. Και το Αγόρι σήκωνε το πόδι του και διάβαινε το κατώφλι που χώριζε τον κόσμο των ονείρων από τον κόσμο του ξύπνου. Συνήθως ο Ντέιβ ήταν σε θέση να το ε y
___________ r
;
·.
*
*-t~>
Λ
f
/
Λ
'
r
*
Λ
'
*
λέγξει, αλλά υπήρχαν και φορές που το Αγόρι τον τρόμαζε. Το Αγόρι ούρλιαζε μέσα στ’ αυτιά του. Το Αγόρι είχε τη συνήθεια να γελάει σε ακατάλληλες στιγμές. Το Αγόρι απειλούσε να ξεπροβάλει πίσω από τη μάσκα που φορούσε ο Ντέιβ και να δείξει το πρόσωπό του στους ανθρώπους της άλλης πλευράς. Ο Ντέιβ δεν είχε κοιμηθεί πολύ τις τελευταίες τρεις μέρες. Είχε μείνει ξάγρυπνος παρακολουθώντας τη γυναίκα του να κοιμάται, ενω το Αγόρι χόρευε μεσα στη σπογγώδη υφή του εγκεφαλικού του ιστού και έβλεπε λαμπερές σπείρες να εκρήγνυνται μπροστά στα μά τια του. «Το μόνο που χρειάζομαι είναι να βάλω το μυαλό μου σε μια τάξη», ψιθύρισε και ήπιε μια γουλιά μπίρα. Το μόνο που χρειάζομαι είναι να βάλω το μυαλό μου σε μια τάξη και όλα θα πάνε καλά, είπε στον εαυτό του ακούγοντας τον Μάικλ να κατεβαίνει τις σκάλες. Α πλώς χρειάζεται να το κρατήσω στα συγκαλά του για όσο πρέπει, / f r · r\ tν / f r μέχρι να ηρεμήσει η κατασταση, κι επειτα θα ριξω εναν ωραίο υπνο και το Αγόρι θα ξαναγυρίσει πίσω στο δάσος του, και οι άνθρωποι θα σταματήσουν να είναι από λάστιχο, και τα ποντίκια θα γυρίσουν πίσω στις τρύπες τους, και οι μαύρες μύγες θα τα ακολουθήσουν κι αυτές. 9
a
r
r
r
r
t
Λ
'
στο σπίτι του Τζίμι και της Αναμπεθ μαζί με τον Μάικλ, ήταν περασμένες τέσσερις. Το σπίτι είχε αδειάσει κάπως και υπήρχε μια αίσθηση ότι τα πάντα μπαγιάτευαν -ο ι μισοάδειοι δίσκοι με τα ντόνατ και τα κέικ, ο αέρας στο καθιστικό όπου οι άνθρωποι κάπνιζαν όλη μέρα, ο θάνατος της Κέιτι. Όλο το πρωί και νωρίς το απόγευμα υπήρχε μια γαλήνια και αλληλέγγυα αίσθηση πένθους και αγάπης, μα όταν ο Ντέιβ ξαναγύρισε η αίσθηση αυτή είχε γίνει πιο ψυχρή, μ’ ένα είδος εγκατάλειψης να ’ναι διάχυτο πα ντού -το αίμα είχε αρχίσει να ερεθίζεται πια από το αδιάκοπο σύρσιμο των καθισμάτων στο πάτωμα, και από το χολ είχαν αρχίσει ν ’ ακούγονται χαμηλόφωνοι αποχαιρετισμοί. Όπως του είπε η Σελέστ, ο Τζίμι είχε περάσει τις περισσότερες ώρες του απογεύματος στην πίσω βεράντα. Είχε μπει μερικές φορές στο σπίτι για να δει πώς ήταν η Αναμπεθ και να δεχτεί μερικά ακόμα συλλυπητήρια, αλλά αμέσως ξεγλιστρούσε στην πίσω βεράντα, για να καθίσει κάτω από τα απλωμένα στο σκοινί ρούχα που ήταν στε Ο Τ Α Ν Ο Ν Τ Ε ΪΒ Ε Π Ε Σ Τ ΡΕ Ψ Ε
γνά και ξυλιασμένα από καιρό. Ο Ντέιβ ρώτησε την Αναμπεθ αν μπορούσε να κάνει οτιδήποτε, αν ήθελε να της φέρει κάτι, όμως ε κείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά πριν εκείνος προλάβει να ο λοκληρώσει την προσφορά του και ο Ντέιβ σκέφτηκε πόσο ηλίθια θα πρέπει να ακούστηκε η ερώτησή του. Αν η Αναμπεθ χρειαζόταν κάτι, υπήρχαν τουλάχιστον δέκα, αν όχι δεκαπέντε, άνθρωποι στους οποίους θα στρεφόταν πριν φτάσει στον Ντέιβ, και προσπάθησε να θυμίσει στον εαυτό του για ποιον ακριβώς λόγο βρισκόταν εκεί, ώστε να μην ενοχληθεί. Γ ενικά, ο Ντέιβ ήξερε πως δεν ήταν από τους ανθρώπους στους οποίους προσέτρεχαν οι άλλοι όταν είχαν κά ποια ανάγκη. Έμοιαζε λες και μερικές φορές δεν ανήκε καν σε τούτο τον πλανήτη και ήξερε, με μια βαθιά και καρτερική θλίψη, ότι ήταν κάποιος που θα ξόδευε όλη του τη ζωή αποτρέποντας τους άλλους από το να βασιστούν πάνω του. Βγήκε στη βεράντα της εισόδου κουβαλώντας αυτή την πικρή δι απίστωση. Πλησίασε από πίσω τον Τζίμι, που καθόταν σε μια παλιά σεζλόνγκ κάτω από τα ρούχα που ανέμιζαν, με το κεφάλι του ελα φρά ανασηκωμένο καθώς άκουγε τώρα τον Ντέιβ να πλησιάζει. «Σ’ ενοχλώ, Τζιμ;» «Ντέιβ;» Ο Τζίμι χαμογέλασε καθώς ο Ντέιβ έκανε το γύρο της σεζλόνγκ και ήρθε μπροστά του. «Όχι, φίλε, αστειεύεσαι; Κάθισε». Ο Ντέιβ κάθισε σ ’ ένα πλαστικό καφάσι από γάλα μπροστά στον Τζίμι. Από το διαμέρισμα πίσω από τον Τζίμι ερχόταν ένα βουητό από φωνές που μόλις και ακούγονταν, μαζί με κουδουνίσματα από κουζινικά: ο συριγμός της ζωής. «Δε βρήκα ευκαιρία να σου μιλήσω όλη μέρα», είπε ο Τζίμι. «Πώς τα πας;» «Εσύ πώς τα πας;» είπε ο Ντέιβ. «Σκατά». Ο Τζίμι ανακλαδίστηκε και χασμουρήθηκε. «Ξέρεις ότι οι άν θρωποι με ρωτάνε συνέχεια αυτό το πράγμα; Καλά, επόμενο είναι». Κατέβασε τα χέρια του και ανασήκωσε τους ώμους του. «Φαίνεται ν ’ αλλάζει, ξέρεις, από ώρα σε ώρα. Αυτή τη στιγμή, ας πούμε, είμαι εντάξει. Μπορεί ν ’ αλλάξει όμως. Μάλλον θ ’ αλλάξει». Έκανε ξανά μια κίνηση με τους ώμους του και κοίταξε τον Ντέιβ. «Τι έπαθε το χέρι σου;» Ο Ντέιβ το κοίταξε. Είχε όλη τη μέρα για να σκεφτεί μια δικαι ολογία και όλο το ξεχνούσε. «Αυτό; Βοηθούσα ένα φίλο να κουβά-
Λ »
r
»
t
ψ
y
r
r
Λ
λήσει εναν καναπέ στο σπίτι του και το χτύπησα σ ενα πομολο προ σπαθώντας να τον ανεβάσουμε από τη σκάλα». Ο Τζίμι έγειρε το κεφάλι του και κοίταξε τις πρησμένες αρθρώ σεις των δάχτυλων του Ντέιβ, τη μελανιασμένη σάρκα ανάμεσα στα δάχτυλα.«Α, οκέι». Ο Ντέιβ κατάλαβε ότι δεν είχε γίνει πιστευτός και αποφάσισε ότι χρειαζόταν ένα καλύτερο ψέμα για τον επόμενο που θα τον ρωτούσε. «Μια απ’ αυτές τις ηλίθιες φάσεις», είπε. «Τι τρόπους βρίσκει κα νείς για να πληγώσει τον εαυτό του!» Ο Τζίμι τον κοιτούσε τώρα καταπρόσωπο, ξεχνώντας το χέρι και το πρήξιμό του, και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν μα λακώσει. «Χαίρομαι που σε βλέπω, φίλε», είπε. Ο Ντέιβ παραλίγο να πει, Σοβαρά; Στα είκοσι πέντε χρόνια που γνώριζε τον Τζίμι, ο Ντέιβ δεν μπο ρούσε να θυμηθεί μία φορά που είχε αισθανθεί ότι ο Τζίμι χαιρόταν που τον έβλεπε. Μερικές φορές είχε αισθανθεί ότι απλώς δεν τον πείραζε που συναντιόνταν, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Ακόμα και αφού είχαν ξαναβρεθεί ο ένας κοντά στη ζωή του άλλου, όταν είχαν πα ντρευτεί πρώτες ξαδέρφες, ο Τζίμι δεν είχε δώσει ποτέ κάποια έν δειξη ότι η σχέση του με τον Τζίμι ήταν κάτι περισσότερο από τυπι κή. Έπειτα από λίγο καιρό, ο Ντέιβ είχε αρχίσει πλέον να δέχεται ως τετελεσμένο γεγονός την άποψη του Τζίμι για τη σχέση τους. Αες και δεν είχαν ποτέ υπάρξει φίλοι. Αες και δεν είχαν παίξει ποτέ ξυλίκι και κυνηγητό στην οδό Ρέστερ. Λες και για έναν ολό κληρο χρόνο δεν περνούσαν τα Σάββατα χαζολογώντας με τον Σον Ντιβάιν, παίζοντας πόλεμο στις χαλικόστρωτες αλάνες πέρα από την οδό Χάρβεστ, πηδώντας πάνω στις στέγες των υπαίθριων γκαράζ κο ντά στο πάρκο Πόουπ. Λες και δεν είχαν δει παρέα τα Σαγόνια του Καρχαρία, ουρλιάζοντας κουλουριασμένοι στις θέσεις τους. Λες και δεν είχαν ποτε κάνει γλιστρες με τα ποδήλατα τους μαζι ή δεν είχαν μαλώσει για το ποιος θα ήταν ο Στάρσκι και ποιος θα ήταν ο Χατς και ποιος θα την πατούσε κάνοντας τον Κόλτσακ από το Νάιτ Στόκερ. Λες και δεν είχαν σπάσει τα έλκηθρά τους στην ίδια τυφλή κα τάβαση του Σόμερσετ Χιλ τις πρώτες μέρες μετά τη χιονοθύελλα του 1975. Λες και εκείνο το αυτοκίνητο που μύριζε μήλα δεν είχε φανεί ποτέ στην οδό Γκάνον. Όμως, να τώρα που ο Τζίμι Μάρκους, μια μέρα αφότου η κόρη του είχε βρεθεί νεκρή, του έλεγε, Χαίρομαι που σε βλέπω, Ντέιβ, και γ*
/
f
t
Λ
/
ο
/ ·\
/
y /
/
ο
r
ο Ντέιβ -όπω ς πριν από δύο ώρες με τον Σ ον- ένιωθε ότι του έλεγε αλήθεια. «Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Τζιμ». «Πώς τα πάνε τα κορίτσια μας;» είπε ο Τζίμι κι ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του, φτάνοντας σχεδόν μέχρι τα μάτια του. «Εντάξει, μια χαρά. Πού είναι η Ναντίν και η Σάρα;» «Με τον Θίο.Έι, φίλε, ευχαρίστησε τη Σελέστ από μένα, εντάξει; Ο Θεός την έστειλε σήμερα». «Τζίμι, δε χρειάζεται να ευχαριστείς κανέναν, φίλε. Ο,τι κι αν κά νουμε εγώ και η Σελέστ, το κάνουμε με χαρά». «Το ξέρω». Ο Τζίμι άπλωσε το χέρι του κι έσφιξε το μπράτσο του Ντέιβ. «Και σ’ ευχαριστώ πολύ». Εκείνη τη στιγμή, ο Ντέιβ θα μπορούσε να σηκώσει ένα σπίτι οα/ λ f ΗΓ'Ϋ* 9 Λ' r λοκληρο για χαρη του Τζιμι, να το κρατήσει στην πλάτη του μέχρι ο Τζίμι να του πει να το κατεβάσει. Παραλίγο να ξεχάσει τον αρχικό λόγο για τον οποίο είχε έρθει εδώ έξω στη βεράντα. Έπρεπε να πει στον Τζίμι ότι είχε δει την Κέιτι το βράδυ του Σαββάτου στο Μακ Γκιλς. Έπρεπε να βγάλει από μέσα του αυτή την πληροφορία, αλλιώς θα το ανέβαλλε συνέχεια και συνέχεια -και, όταν θα το έλεγε τελικά, ο Τζίμι θα αναρωτιόταν γιατί 1 αραγε δεν του το ειχε πει νωρίτερα. Επρεπε να το πει προτού ο Τζιμι το ακούσει από κάποιον άλλο. «Ξέρεις ποιον είδα σήμερα;» «Ποιον;» είπε ο Τζίμι. «Τον Σον Ντιβάιν», είπε ο Ντέιβ. «Τον θυμάσαι;» «Φυσικά και τον θυμάμαι», είπε ο Τζιμ. «Ακόμα το έχω το γάντι του». «Ποιο;» Ο Τζίμι άλλαξε θέμα με μια κίνηση του χεριού του. «Τώρα είναι αστυνομικός. Μάλιστα, ερευνά την ιστορία με την Κέιτι. Έχει ανα λάβει την υπόθεση, όπως λένε». «Ναι», είπε ο Ντέιβ. «Πέρασε από το σπίτι μου». «Αλήθεια;» είπε ο Τζιμ. «Τι γύρευε στο σπίτι σου, Ντέιβ;» Ο Ντέιβ προσπάθησε να δώσει έναν αυθόρμητο, καθημερινό τόνο στη φωνή του. «Το βράδυ του Σαββάτου ήμουν στο Μακ Γ κιλς. Ή ταν και η Κέιτι εκεί. Είδαν το όνομά μου σε έναν κατάλογο ανθρώποιν που βρίσκονταν στο μπαρ εκείνο το βράδυ». f
Ο
t
t
/
-ι
r
Τ'
r
«Ήταν και η Κέιτι εκεί;» είπε ο Τζίμι, με μάτια που στένευαν κοι τάζοντας πέρα από τη βεράντα. «Είδες την Κέιτι το Σάββατο το βρά δυ; Τη δίκιά μου την Κέιτι;» «Ναι, Τζίμι. Ήμαστε στο ίδιο μπαρ. Έπειτα εκείνη έφυγε με δυο φίλες της...» «Την Νταϊάν και την Ιβ;» «Ναι, τα κορίτσια που έκανε συνέχεια παρέα. Έφυγαν, κι αυτό ήταν όλο». «Αυτό ήταν όλο», επανέλαβε ο Τζιμ, κοιτάζοντας κάπου μακριά. «Θέλω να πω, δεν την ξαναείδα από τότε. Αλλά, όπως καταλα βαίνεις, ήμουν στη λίστα». «Μάλιστα, ήσουν στη λίστα». Ο Τζίμι χαμογέλασε, όχι όμως στον Ντέιβ, μα σε κάτι που πρέπει να είδε σ ’ εκείνη τη μακρινή, μα κρινή ματιά του. «Της μίλησες καθόλου εκείνη τη νύχτα;» «Της Κέιτι; Όχι, Τζιμ. Έβλεπα το παιχνίδι μαζί με τον Στάνλεϊ το Γίγαντα. Απλώς τη χαιρέτησα με ένα νεύμα. Μόλις ξανακοίταξα, είχε φύγει». Ο Τζίμι έμεινε σιωπηλός για λίγο, ρουφώντας αέρα απ’ τα ρου θούνια του, γνέφοντας μερικές φορές στον εαυτό του. Τελικά, κοί ταξε τον Ντέιβ και χαμογέλασε, μ’ ένα ραγισμένο χαμόγελο. «Είναι ωραία». «Ποιο πράγμα;» είπε ο Ντέιβ. «Που καθόμαστε εδώ έξω. Να, έτσι που καθόμαστε. Είναι ω ραία». «Ναι;» «Να, έτσι· να κάθεσαι μονάχα και να κοιτάζεις τη γειτονιά», είπε ο Τζίμι. «Είσαι συνέχεια δραστήριος σ’ όλη σου τη ζωή, με τη δουλεια, με τα παιδια, μ ολα αυτα, χωρίς λιγο χρονο για να ηρεμήσεις μια σταλα, έκτος απο τις ωρες που κοιμασαι. Αλλα σήμερα, ε; Σήμερα, αν μη τι αλλο, δεν είναι μια μερα σαν ολες τις άλλες -κ ι ομως πρέπει να ασχοληθώ με τις λεπτομέρειες. .. Πρέπει να τηλεφωνήσω στον Πιτ και στον Σαλ για να είμαι βέβαιος ότι θα φροντίσουν το μαγαζί. Πρέπει να σιγουρευτώ ότι τα κορίτσια είναι πλυμένα και ντυμένα όταν ξυπνήσουν. Πρέπει να προσέχω τη γυναίκα μου, να δω αν τα βγάζει πέρα, καταλαβαίνεις...» Χαμογέλασε στον Ντέιβ μ’ ένα στρεβλό χαμόγελο και έγειρε προς τα μπροστά, κουνώντας ελαφρά την καρέκλα του μπρος πίσω, μπρος πίσω, με τα χέρια του σφιγμένα σε μια μεγάλη γροθιά. «Πρέπει να χαιρετάω ανθρώπους, να δέχομαι Α
/
>
f
λ
ί
f
/
/ ΛΛ
Ο
'Λ
'
'
r
/
*
'
f
/
ι
t \
/
λ
;
# ΛΑ
» -«
»
/
συλλυπητήρια, να βρω χώρο στο ψυγείο για όλ’ αυτά τα φαγητά και τις μπίρες, ν ’ ανεχτώ τον πεθερό μου, κι έπειτα πρέπει να τηλεφω νήσω και στο γραφείο του ιατροδικαστή για να δω πότε θα μου πα ραδώσουν το σώμα του παιδιού μου, επειδή πρέπει να συνεννοηθώ με το Γραφείο Τελετών Ριντ και τον πάτερ Βίρα στην εκκλησία της Αγίας Καικιλίας, να βρω και μια εταιρεία κέτερινγκ για την αγρυπνία και μια αίθουσα για μετά την τελετή, και...» «Τζίμι», είπε ο Ντέιβ, «μπορούμε να αναλάβουμε κι εμείς μερικά απ’ αυτά τα πράγματα». Αλλά ο Τζίμι συνέχισε λες και ο Ντέιβ δεν βρισκόταν εκεί. «...δεν μπορώ να μην προσέξω κάποια απ’ όλες αυτές τις δου λειές, δεν μπορώ ν ’ αφήσω απέξω ακόμα και την παραμικρή λεπτο μέρεια, γιατί αλλιώς θα είναι σαν να την ξανασκοτώνω, Ντέιβ, και το μόνο που θα θυμούνται όλοι από τη ζωή της ύστερα από δέκα χρόνια θα είναι ότι η κηδεία της ήταν μαύρο χάλι, και δεν μπορώ, δε γίνεται ν ’ αφήσω να είναι αυτό η μόνη ανάμνηση που θα έχουν οι άνθρω ποι από την Κέιτι -γιατί αν μπορείς να πεις κάτι για την Κέιτι, φίλε, από τότε που ήταν έξι χρονών, είναι ότι ήταν τακτικό κορίτσι, ότι τα κτοποιούσε πάντα τα ρουχαλάκια της, οπότε είναι σωστό, είναι καλό που βγήκα εδώ έξω και μοναχά κάθομαι, μοναχά κάθομαι και κοι τάζω τη γειτονιά και προσπαθώ να θυμηθώ κάτι σχετικό με την Κέιτι που θα με κάνει να κλάψω, γιατί, τ’ ορκίζομαι, Ντέιβ, έχει αρχίσει να μου τη δίνει που δεν εχω κλαψει ακόμα γι αυτήν, έχασα την ιδια μου την κορη και δεν μπορώ να κ?.αψω, το κέρατο μου». «Τζιμ». «Τι;» «Κλαις τώρα». «Με κοροϊδεύεις;» «Αγγιξε το πρόσωπό σου, φίλε». Ο Τζίμι σήκωσε το χέρι του ψηλαφίζοντας τα δάκρυα στα ζυ γωματικά του. Έπειτα κατέβασε το χέρι του και κοίταξε για λίγο τα υγρά του δάχτυλα. «Να πάρευ>, είπε. «Θες να σ ’ αφήσω μόνο;» «Όχι, Ντέιβ, όχι. Κάθισε δω για λίγο. Είναι καλή φάση». «Είναι καλή φάση, Τζιμ. Ναι. Είναι καλή φάση». c·/
t
c
Ο
f
ή /
*
f
' ' r ) ' r' C *
17 ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΜΑΤΙΑ
Μ , Α ΩΡΑ ΠΡΙΝ
από την προγραμματισμένη τους σύσκεψη στο γραφείο του Μάρτιν Φριλ, ο Σον και ο Γουάιτι έκαναν στάση στο σπίτι του τελευταίου, για να αλλάξει ο Γουάιτι το πουκάμισό του που το είχε λερώσει τρώγοντας. Ο Γουάιτι ζούσε με το γιο του, τον Τέρανς, σε μια πολυκατοικία από λευκό τούβλο λίγο έξω από τα νότια όρια της πόλης. Το διαμέ ρισμα είχε μπεζ μοκέτα από τοίχο σε τοίχο, κιτρινισμένους τοίχους και τη μυρωδιά στάσιμου αέρα που συναντάς συνήθως σε δωμάτια μοτέλ και διαδρόμους νοσοκομείων. Όταν μπήκαν, η τηλεόραση ήταν ανοιχτή στο κανάλι με τα αθλητικά και με την έντασή της χα μηλωμένη, παρ’ όλο που κανείς δεν ήταν στο διαμέρισμα, ενώ στη μοκέτα, μπροστά από ένα τεράστιο μαύρο σύστημα χόουμ σίνεμα, ήταν απλωμένα τα εξαρτήματα ενός παιχνιδιού Σέγκα. Απέναντι από το χόουμ σίνεμα βρισκόταν ένας πατικωμένος καναπές φουτόν, και ο Σον φαντάστηκε περιτυλίγματα από το Μ ακντόναλντ’ς στο σκουπιδοτενεκέ και έτοιμα εργένικα γεύματα στο ψυγείο. «Πού είναι ο Τέρι;» ρώτησε ο Σον. ri r m · r T"> r γτι / r / «Στο χοκει, νομίζω», ειπε ο Γουάιτι. «Τέτοια εποχή μπορεί να παίζει και μπέιζμπολ, αν και η μεγάλη του αγάπη είναι το χόκεϊ. Παίζει όλο το χρόνο».
Ο Σον είχε συναντήσει μια φορά τον Τέρι. Στα δεκατέσσερά του ήταν σωστός γίγαντας, ένα τεράστιο παιδί-ογκόλιθος, και ο Σον τον φανταστηκε δυο χρονιά αργότερα, όπως και τον τρομο που θα έπαιρναν τα άλλα παιδιά βλέποντάς τον να χιμάει καταπάνω τους γλιστρώντας σαν δαίμονας στον πάγο. Ο Γουάιτι είχε την κηδεμονία του Τέρι επειδή η γυναίκα του δεν τον ήθελε. Τους ειχε παρατήσει και τους δυο πριν απο μερικά χρο νιά για ένα δικηγόρο του αστικού δικαίου εθισμένο στο κρακ, πρό βλημα που τελικά είχε οδηγήσει σε αφαίρεση της άδειάς του και μήνυση για υπεξαίρεση χρημάτων. Ωστόσο είχε μείνει με τον τύπο, ή, τουλάχιστον, έτσι είχε μάθει ο Σον, διατηρώντας ταυτόχρονα στενές σχέσεις και με τον Γ ουάιτι. Μερικές φορές, όταν τον άκουγες να μιλάει γι’ αυτήν, ξεχνούσες ότι είχαν πάρει διαζύγιο. Το ίδιο έκανε και τώρα, οδηγώντας τον Σον στο καθιστικό. Κοί ταξε το Σέγκα στο πάτωμα ξεκουμπώνοντας το πουκάμισό του. «Η Σουζάν λέει ότι εγώ και ο Τέρι έχουμε στήσει το ιδανικό εργένικο τσαρδί. Ξινίζει τα μούτρα της όταν έρχεται, αλλά κατά βάθος νο μίζω ότι ζηλεύει λίγο. Να σου φέρω μια μπίρα;» Ο Σον θυμήθηκε τι είχε πει ο Φριλ για το πρόβλημα του Γουάιτι με το ποτό και φαντάστηκε την έκφρασή του αν πήγαινε στη σύ σκεψη βρομοκοπώντας μέντες για την αναπνοή και μπίρα Μπαντβάιζερ. Επιπλέον, απ’ όσο ήξερε τον Γουάιτι, η πρόταση ίσως ήταν μια δοκιμασία για τον ίδιο, αφού αυτό τον καιρό όλοι είχαν τα μά τια τους στραμμένα επάνω του. «Θα πιω ένα ποτήρι νερό», είπε. «Η καμιά Κόκα Κόλα». «Μπράβο το αγόρι μου», είπε ο Γουάιτι μ ’ ένα χαμόγελο, λες και στ’ αλήθεια δοκίμαζε τον Σον, αλλά ο Σον έβλεπε την ανάγκη στα λιγωμένα μάτια του Γ ουάιτι και στον τρόπο που γλιστρούσε η γλώσσα του στις άκρες των χειλιών του. «Δύο Κόκα Κόλες. Έ φτα σαν!» Ο Γουάιτι επέστρεψε από την κουζίνα με τα δύο αναψυκτικά κι έδωσε το ένα στον Σον. Μπήκε στο μικρό μπάνιο ακριβώς δίπλα από τον προθάλαμο του καθιστικού και ο Σον τον άκουσε να βγά ζει το πουκάμισό του και ν ’ ανοίγει τη βρύση. «Είναι σαν να βαδίζουμε τελείως στα κουτουρού», φώναξε από το μπάνιο. «Δεν έχεις κι εσύ αυτή την αίσθηση;» «Λιγάκι», είπε ο Σον. ;
* Λ
Α
ς*
ρ τι
/
t
r
f
r
r
r
Ο
/
λ
t
r
«Όπως φαίνεται, ο Φάλοου και ο θ ’ Ντόνελ έχουν γερά άλλο θι». «Δεν αποκλείεται όμως να είναι και στημένα». «Συμφωνώ. Όμως το πιστεύεις πραγματικά;» «Όχι. Μου φαίνεται πολύ μπερδεμένη η υπόθεση για να της την είχαν στημένη». «Δεν αποκλείεται όμως». «Όχι, δεν αποκλείεται». «Πρέπει να κάνουμε άλλη μια βόλτα από τον πιτσιρικά τον Χά ρις, μόνο και μόνο επειδή δεν έχει άλλοθι -αλλά, φίλε, δεν τον έχω για τέτοιο. Αυτό το παιδί είναι σκέτο αρνί, με πιάνεις;» «Όμως, έχει κίνητρο», είπε ο Σον. «Αν, ας πούμε, ζήλευε όλο και πιο πολύ τον Ό ’ Ν τόνελ... ξέρω κι εγώ;» Ο Γουάιτι βγήκε από το μπάνιο, σκουπίζοντας το πρόσωπό του με μια πετσέτα. Τη λευκή του κοιλιά κοσμούσε μια φιδίσια ουλή, που διέσχιζε σαν χαμόγελο τη σάρκα από τη μια άκρη των πλευ ρών του ως την άλλη. «Ναι, αλλά τέτοιο παιδί;» Για λίγο, χάθηκε σε ένα υπνοδωμάτιο στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο Σον προχώρησε στο χολ. «Ούτε εγώ τον έχω ικανό, όμως πρέπει να σιγουρευτούμε πρώτα πριν τον αποκλείσου με». «Υπάρχει βέβαια και ο πατέρας και οι θεοπάλαβοι οι θείοι της, κι έχω ήδη βάλει άντρες να μιλήσουν με τους γείτονες. Όμως, για να σου πω την πάσα αλήθεια, δε βλέπω να πηγαίνει προς τα κει το πράγμα». Ο Σον έγειρε πάνω στον τοίχο και ρούφηξε μια γουλιά από την Κόκα Κόλα που κρατούσε στο χέρι του. «Αν ήταν τυφλό έγκλημα, αρχιφύλακα, από κανέναν άσχετο, τότε άσ ’ τα να π ά νε...» «Εμένα μου λες;» Ο Γουάιτι εμφανίστηκε στο διάδρομο, φορώ ντας ένα καθαρό πουκάμισο καθώς προχωρούσε. «Αυτή η κυρία Πράιορ», είπε αρχίζοντας να το κουμπώνει, «δεν άκουσε κανένα ουρλιαχτό...» «Ακουσε όμως πυροβολισμό». «Εμείς λέμε ότι ήταν πυροβολισμός. Αλλά, ναι, μάλλον έχουμε δίκιο. Όμως ουρλιαχτό δεν άκουσε». «Ίσως το κορίτσι δεν πρόλαβε να ουρλιάξει επειδή προσπα θούσε να χτυπήσει τον τύπο με την πόρτα του αυτοκινήτου της και να του ξεφύγει».
«Ας πούμε ότι είναι έτσι. Πότε όμως τον είδε για πρώτη φορά; Ο τύπος πήγαινε άραγε προς το αυτοκίνητό της;» Ο Γ ουάιτι προσπέρασε τον Σον και μπήκε στην κουζίνα. Ο Σον ξεκόλλησε από τον τοίχο και τον ακολούθησε. «Πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον τον γνώριζε. ΓΥ αυτό και τον χαιρέτησε». «Ναι». Ο Γουάιτι έγνεψε καταφατικά. «Για ποιον άλλο λόγο θα σταματούσε;» «Όχι», είπε ο Σον. «Όχι;» Ο Γουάιτι έγειρε πάνω στον πάγκο και κοίταξε τον Σον. «Όχι», επανέλαβε ο Σον. «Το αυτοκίνητο συγκρούστηκε με κάτι και οι τροχοί του χτύπησαν στο κράσπεδο». «Δε βρέθηκαν ίχνη φρεναρίσματος όμως». Ο Σον έγνεψε. «Οδηγούσε με τριάντα περίπου χιλιόμετρα την ώρα και κάτι την ανάγκασε να ντεραπάρει στη στροφή». «Τι;» «Πού στην ευχή θες να ξέρω; Εσύ είσαι τ ’ αφεντικό». Ο Γ ουάιτι χαμογέλασε και άδειασε την Κόκα Κόλα του με μια παρατεταμένη γουλιά. Ανοιξε το ψυγείο για να πάρει άλλη μία. «Τι κάνει κάποιον να ντεραπάρει χωρίς να πατήσει φρένο;» «Κάτι που υπάρχει στο δρόμο», είπε ο Σον. Ο Γουάιτι έκανε μια βουβή πρόποση με την καινούρια του Κόκα Κόλα συμφωνώντας με αυτό που είχε πει ο Σον. «Ομως, όταν φτάσαμε εκεί, δεν υπήρχε τίποτε στο δρόμο». «Φτάσαμε εκεί το επόμενο πρωί». «Κάποιο τούβλο, λοιπόν; Κάτι τέτοιο;» «Το τούβλο είναι πολύ μικρό, δε νομίζεις; Και μέσα στη νύ χτα;» «Ένας τσιμεντόλιθος, ίσως;» «Αυτό είναι πιο πιθανό». «Κάτι, τέλος πάντων», είπε ο Γ ουάιτι. «Κάτι», συμφώνησε και ο Σον. «Στρίβει λοιπόν απότομα, χτυπάει στο κράσπεδο, το πόδι της α φήνει το συμπλέκτη και το αυτοκίνητο σταματάει απότομα». «Και εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο δράστης». «Τον οποίο γνωρίζει. Κι έπειτα τι; Ο τύπος προχωράει και την πυροβολεί;» «Κι εκείνη τον χτυπάει με την πόρτα κ α ι...» «Σ’ έχουν χτυπήσει ποτέ με πόρτα αυτοκινήτου;» Ο Γουάιτι α
νασήκωσε το γιακά του, γλίστρησε γύρω του τη γραβάτα κι άρχισε να δένει τον κόμπο. «Δεν είχα την τύχη μέχρι τώρα». «Είναι σαν γροθιά. Αν στέκεσαι πολύ κοντά και μια γυναίκα που ζυγίζει εξήντα κιλά σπρώξει πάνω σου την πόρτα ενός μικρού Τογιότα, δε θα σου κάνει και τίποτα σοβαρό. Η Κάρεν Χιουζ είπε ότι αυτός που την πυροβόλησε απείχε περίπου δεκαπέντε εκατοστά όταν τράβηξε για πρώτη φορά τη σκανδάλη. Δεκαπέντε εκατοστά». Ο Σον κατάλαβε τι ήθελε να του πει. «Εντάξει. Αλλά ίσως η Κέιτι να έγειρε προς τα πίσω και να κλότσησε την πόρτα. Αυτό θα ήταν πιο αποτελεσματικό». «Μα η πόρτα θα πρέπει να ήταν ανοιχτή. Αν ήταν κλειστή, όσο και να την κλοτσούσε, δε θα γινόταν τίποτε. Έπρεπε να την ανοί ξει με το χέρι και να τη σπρώξει με το μπράτσο της. Είτε, λοιπόν, ο δολοφόνος έκανε πίσω κι έφαγε την πόρτα όταν δεν το περίμενε είτε...» «Είτε δεν πρέπει να είναι πολύ βαρύς». Ο Γουάιτι κατέβασε το γιακά του πάνω από τη γραβάτα του. «Κάτι που μας οδηγεί πάλι στα ίχνη». «Τα κωλο-ίχνη!» είπε ο Σον. «Ναι!» φώναξε ο Γουάιτι. «Τα κωλο-ίχνη». Κούμπωσε το τε λευταίο κουμπί και γλίστρησε τον κόμπο πάνω στο λαιμό του. «Σον, ο δράστης κυνηγάει τη γυναίκα στο πάρκο. Εκείνη τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί κι εκείνος ακολουθεί ξοπίσω της σαν πί θηκος που κάθισε και τον βίασαν. Τρέχει σαν κολασμένος μέσα στο πάρκο. Και μου λες ότι δεν αφήνει ούτε ένα χνάρι;» «Έβρεχε όλη νύχτα». «Όμως βρήκαμε τρία ίχνη δικά της. Έ λα τώρα. Κάτι βρομάει εδώ πέρα». Ο Σον ακούμπησε το κεφάλι του στην ντουλάπα πίσω του και προσπάθησε να φανταστεί τη σκηνή -η Κέιτι Μάρκους με τα χέρια της απλωμένα στο σκοτάδι να κουτρουβαλάει στην πλαγιά μπρο στά από την οθόνη του ντράιβ-ιν, με το δέρμα της γδαρμένο από τους θάμνους, τα μαλλιά της μούσκεμα από τη βροχή και τον ι δρώτα, και το αίμα να κυλά στο μπράτσο και στο στήθος της. Και ο δολοφόνος -σκοτεινός και απρόσωπος όπως τον φανταζόταν ο Σον- να εμφανίζεται στο ύψωμα λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τρέχοντας κι αυτός, με τα μηνίγγια του να πάλλονται από τη δίψα του
αίματος. Ο Σον τον είχε στο μυαλό του μεγαλόσωμο, ένα τέρας της φύσης. Έ να τέρας, όμως, που δεν του έλειπε η εξυπνάδα. Αν μη τι άλλο, διέθετε αρκετή για να τοποθετήσει ένα εμπόδιο στη μέση του δρόμου, αναγκάζοντας την Κέιτι Μάρκους να χτυπήσει με το αυτοκίνητό της σ ’ εκείνο το κράσπεδο, και για να διαλέξει ένα ση μείο της Σίντνεϊ όπου λίγοι άνθρωποι ήταν πιθανό να ακούσουν ή να δουν το παραμικρό. Το γεγονός ότι η κυρία Πράιορ είχε πράγ ματι ακούσει κάτι ήταν απλώς μία παρέκκλιση από το σχέδιο, κάτι που δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει ο δολοφόνος, αφού και ο ίδιος ο Σον είχε ξαφνιαστεί όταν έμαθε πως υπήρχαν ακόμη άνθρω ποι που ζούσαν σ ’ αυτό το ετοιμόρροπο τετράγωνο. Κατά τα άλλα, όμως, ο δολοφόνος ήταν έξυπνος. «Τουλάχιστον φάνηκε αρκετά ξύπνιος ώστε να καλύψει τα ίχνη του, δε νομίζεις;» είπε ο Σον. «Τι;» «Ο δράστης. Ίσως τη σκότωσε πρώτα κι έπειτα ξαναγύρισε και σκέπασε τα ίχνη του κλοτσώντας πάνω τους λάσπες». «Πιθανόν, αλλά πώς ήταν δυνατόν να θυμάται όλα τα σημεία που πάτησε; Ήταν πίσσα σκοτάδι. Ωραία, ας υποθέσουμε ότι κου βαλούσε φακό μαζί του. Και πάλι θα είχε μεγάλη έκταση να καλύ ψει, πολλά χνάρια να ανακαλύψει και να εξαφανίσει». «Όμως η βροχή...» «Ναι». Ο Γουάιτι αναστέναξε. «Θα συμφωνήσω για τη βροχή, αν πρώτα όμως καταλήξουμε να ψάχνουμε για έναν τύπο που ζυγί ζει λιγότερο από εβδομήντα κιλά. Α λλιώ ς...» «Ο Μπρένταν Χάρις δε μου φαίνεται να ξεπερνάει κατά πολύ αυτό το όριο». Ο Γουάιτι μούγκρισε. «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι ο πιτσιρικάς το έχει μέσα του;» «Όχι». «Ο ύτ’ εγώ. Τι λες για το φίλο σου, όμως; Είναι πετσί και κόκα λο». «Ποιος;» «Ο Μπόιλ». Ο Σον σηκώθηκε από τον πάγκο. «Πότε φτάσαμε σ ’ αυτόν;» «Μόλις τώρα». «Όχι, έλα -στάσου μισό λεπτό!» Ο Γουάιτι σήκωσε το χέρι του. «Λέει ότι έφυγε από το μπαρ γύρω στη μία, έτσι; Μας δουλεύει. Τα κλειδιά έσπασαν εκείνο το
κωλορόλογο δέκα λεπτά πριν. Η Κάθριν Μάρκους έφυγε από το μπαρ στη μία παρά τέταρτο. Αυτό είναι σίγουρο, Σον. Το άλλοθι του τύπου έχει ένα κενό δεκαπέντε λεπτών, απ’ όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα. Και πώς ξέρουμε ότι μετά πήγε στο σπίτι του; Ότι α λήθεια πήγε στο σπίτι του;» Ο Σον γέλασε. «Γουάιτι, δεν είναι παρά ένας άνθρωπος που βρισκόταν στο μπαρ». «Ήταν το τελευταίο μέρος στο οποίο πήγε. Το τελευταίο μέρος. Το είπες και μόνος σου». «Τι είπα;» «Ότι μπορεί να ψάχνουμε για έναν άντρα που έμεινε σπίτι τη νύχτα του χορού της αποφοίτησης». «Όταν...» «Δε λέω ότι το ’κανε αυτός, φίλε. Ούτε καν το υπονοώ. Ακόμη. Αλλά κάτι <5εν πάει καλά μ’ αυτό τον τύπο. Ακόυσες τις σαχλαμά/Λ / ' Λ ρες που ελεγε, οτι η πολη χρειαζεται ενα γερο κυμα εγκληματικό τητας; Μιλούσε σοβαρά». Ο Σον έβαλε το άδειο κουτάκι της Κόκα Κόλα πάνω στον πά γκο της κουζίνας. «Τα ανακυκλώνεις;» Ο Γουάιτι συνοφρυώθηκε. «Όχι». «Ούτε για πέντε σεντς το κουτάκι;» «Σον...» Ο Σον πέταξε το κουτάκι της Κόκα Κόλα στο σκουπιδοτενε κέ, «Μου λες, λοιπόν, πως πιστεύεις ότι ένας τύπος σαν τον Ντέιβ Μπόιλ θα σκότωνε την ανιψιά της γυναίκας του επειδή είναι τσατισμένος με την ανάπλαση της περιοχής;» «Κάποτε συνέλαβα έναν τύπο που σκότωσε τη γυναίκα του επειδή του κατηγορούσε τη μαγειρική του». «Αλλά ήταν στο πλαίσιο ενός γάμου, φίλε. Αυτές οι μαλακίες α ναπτύσσονται ανάμεσα στα ζευγάρια επί χρόνια ολόκληρα. Τώρα όμως μιλάς για έναν άνθρωπο που είπε: “Διάβολε, δεν μπορώ ν ’ αντέξω τόσο υψηλά νοίκια. Λέω να βγω να κάνω κάνα δυο φόνους, μέχρι να πέσουν στο φυσιολογικό επίπεδο”». Ο Γ ουάιτι γέλασε. «Τι;» είπε ο Σον. «Αν το θέτεις έτσι», είπε ο Γουάιτι, «εντάξει. Είναι ηλίθιο. Ω στόσο, αυτός ο τύπος έχει κάτι αλλόκοτο. Αν δεν υπήρχαν κενά στο άλλοθι του, θα το άφηνα να περάσει. Κι αν δε συναντούσε το θύμα μία ώρα μόλις προτού πεθάνει, πάλι θα το άφηνα να περάσει. Αλλά 9
C *f
f Κ*
·
*
r
*
*
το άλλοθι του έχει πράγματι κενά και ο τύπος έχει επάνω του κάτι που με απωθεί. Λέει ότι πήγε κατευθείαν σπίτι, έτσι; Λοιπόν, θέλω να το επιβεβαιώσει και η γυναίκα του. Θέλω ν ’ ακούσω το γείτονά 9 9 9 Λ9 9 9 * η 9 του που μενει στον πρώτο οροφο να λεει οτι τον ακουσε ν ανεβαί νει τις σκάλες στη μία καν πέντε. Κατάλαβες; Κι έπειτα θα τον ξεχάσω. Το δεξί του χέρι το πρόσεξες;» Ο Σον δεν έβγαλε μιλιά. «Ήταν σχεδόν διπλό από τ’ αριστερό. Αυτός ο τύπος κάπου έ μπλεξε τώρα τελευταία. Θέλω να μάθω πού. Μόλις μάθω ότι ήταν κάνας καβγάς στο μπαρ, ή ό,τι και να ’ταν, θα είμ’ εντάξει. Θα το αφήσω να περάσει». Ο Γ ουάιτι στράγγιξε τη δεύτερη Κόκα Κόλα του και πέταξε το άδειο κουτί στο σκουπιδοτενεκέ. «Ο Ντέιβ Μ πόιλ...» είπε ο Σον. «Σοβαρά τώρα, θέλεις να ρί ξουμε μια ματιά στον Ντέιβ Μπόιλ;» «Μια ματιά», είπε ο Γουάιτι. «Μόνο μια ματιά».
Η ΣΥΣΚΕΨΗ ΕΓΙΝΕ στην αίθουσα συνεδριάσεων του τρίτου ορό φου, που τη χρησιμοποιούσε τόσο το Τμήμα Ανθρωποκτονιών όσο και το Τμήμα Οργανωμένου Εγκλήματος του γραφείου του εισαγ γελέα, επειδή ο Φριλ πάντα προτιμούσε να πραγματοποιεί εδώ τις συσκέψεις με τους συνεργάτες του, γιατί ήταν ψυχρή και λειτουρ γική, με σκληρές καρέκλες, κατάμαυρο τραπέζι και ανθρακί τοί χους. Δεν ήταν μια αίθουσα προορισμένη για ευφυολογήματα, α νακολουθίες και φληναφήματα. Κανείς δεν χάζευε εδώ μέσα- όλοι έκαναν τις δουλειές τους και ξαναγύριζαν πάλι εδώ. Σήμερα υπήρχαν εφτά καρέκλες γύρω από το τραπέζι και ήταν όλες τους πιασμένες. Ο Φριλ είχε πιάσει την κεφαλή του τραπεζιού. Δεξιά του καθόταν η υποδιευθύντρια του Τμήματος Ανθρωποκτο νιών της Περιφερειακής Εισαγγελίας της Κομητείας του Σάφολκ, η Μάγκι Μέισον, και αριστερά του ο αρχιφύλακας Μπερκ, επικεφα λής της δεύτερης ομάδας του Τμήματος Ανθρωποκτονιών. Ο Γουάιτι και ο Σον κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλο και ακολουθού σαν ο Τζο Σόουζα, ο Κρις Κόνολι και οι άλλοι δύο ντετέκτιβ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Πολιτειακής Αστυνομίας, ο Πέιν Μπράκετ και ο Σίρα Ρόζενταλ. Ολοι είχαν μπροστά τους στοίβες με αναφορές ή φωτοαντίγραφα αναφορών, φωτογραφίες από τον
τόπο του εγκλήματος, ιατροδικαστικές εκθέσεις, αναφορές της Σή μανσης, μαζί με τα δικά τους μπλοκ, τα σημειωματάρια, αλλά και χαρτοπετσέτες ακόμα με ονόματα γραμμένα επάνω τους, όπως και μερικά πρόχειρα σχεδιαγράμματα από τον τόπο του εγκλήματος. Ο Γ ουάιτι και ο Σον ξεκίνησαν παρουσιάζοντας τις προανακριτικές καταθέσεις της Ιβ Πίτζον και της Νταϊάν Σέστρα, της κυρίας Πράιορ, του Μπρένταν Χάρις, του Τζίμι και της Αναμπεθ Μάρ κους, του Ρόμαν Φάλοου και του Ντέιβ Μπόιλ, στον οποίο ο Γουάιτι -προς μεγάλη ανακούφιση του Σ ον- αναφέρθηκε αόριστα ως «ένας από τους μάρτυρες στο μπαρ». Ακολούθησαν ο Μπράκετ και ο Ρόζενταλ, με τον Μπράκετ να μιλάει πιο πολύ, αλλά τον Ρόζενταλ να έχει κάνει την περισσότερη χαμαλοδουλεια -ο Σον, κρίνοντας απο την προηγούμενη εμπειρία του, δεν είχε καμιά αμφιβολία γΓ αυτό. «Οι συνάδελφοί της στο μαγαζί του πατέρα της έχουν όλοι γερά άλλοθι και κανένα προφανές κίνητρο. Όλοι, μέχρι και τον τελευ ταίο, δήλωσαν ότι, απ’ όσο ήξεραν τουλάχιστον, το θύμα δεν είχε φανερούς εχθρούς ούτε απλήρωτα χρέη ή εξάρτηση από τα ναρκω τικά. Κατά την έρευνα στο δωμάτιο του θύματος δε βρέθηκε κά ποιο ημερολόγιο ή απαγορευμένες ουσίες, μόνο εφτακόσια δολά ρια σε μετρητά. Μια έρευνα των τραπεζικών στοιχείων της έδειξε ότι οι καταθέσεις της ήταν ανάλογες με τα χρήματα που έβγαζε από τη δουλειά της. Δεν υπήρχαν καταθέσεις ή αναλήψεις μεγάλων πο σών μέχρι το πρωί της Παρασκευής στις πέντε του μηνός, όταν και έκλεισε το λογαριασμό. Αυτά τα χρήματα βρέθηκαν στο συρτάρι της ντουλάπας του δωματίου της, γεγονός που συμφωνεί με τη δι απίστωση του αρχιφύλακα Πάουερς ότι σχεδίαζε να φύγει από την πόλη την Κυριακή. Οι συνομιλίες με τους γείτονες δεν απέφεραν κάτι που να στηρίζει την εκδοχή των οικογενειακών προστριβών». Ο Μπράκετ τακτοποίησε τη στοίβα με τα φύλλα του χτυπώντας τη στο τραπέζι για να δείξει ότι είχε τελειώσει και ο Φριλ στρά φηκε στον Σόουζα και στον Κόνολι. «Εξετάσαμε τις λίστες των πελατών που μας έδωσαν τα μπαρ στα οποία εμφανίστηκε το θύμα τη νύχτα που δολοφονήθηκε. Μέ χρι τώρα έχουμε ανακρίνει είκοσι οχτώ πελάτες σε σύνολο εβδομή ντα πέντε, εκτός από τους δύο που ανέλαβαν ο αρχιφύλακας Πάου ερς και ο ντετέκτιβ Ντιβάιν, τον Φάλοου και κάποιον Ντέιβ Μπόιλ. Οι αστυνομικοί Χιούλετ, Ντάρτον, Γουντς, Σέκι, Μάρεϊ καΓΙστμαν Λ
C*
Λ
7
f
t
f
r
ανέλαβαν τους υπόλοιπους σαράντα πέντε και σύντομα θα έχουμε και από αυτούς προανακριτικό υλικό». «Τι γίνεται με τον Φάλοου και τον Ο ’ Ντόνελ;» ρώτησε ο Φριλ τον Γ ουάιτι. «Είναι καθαροί. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε θα μπορούσαν να προσλάβουν κάποιον άλλο για να κάνει τη δουλειά». Ο Φριλ έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Έχω συναντήσει αρ κετά πληρωμένα συμβόλαια θανάτου όλ’ αυτά τα χρόνια, και το συγκεκριμένο δε μου μοιάζει για τέτοιο». «Αν πρόκειται για πληρωμένο χτύπημα», είπε η Μάγκι Μέισον, «γιατί να μην την πυροβολήσουν στο αυτοκίνητο;» «Μα αυτό ακριβώς έκαναν», είπε ο Γουάιτι. «Εννοεί πάνω από μία φορά, αρχιφύλακα. Γιατί να μην αδειά σει επάνω της το πιστόλι του;» «Μπορεί να έπαθε εμπλοκή», είπε ο Σον. Κι έπειτα, βλέποντας τη δυσπιστία στα μάτια των παρευρισκομένων, πρόσθεσε: «Είναι κάτι που δεν έχουμε σκεφτεί. Το πιστόλι παθαίνει εμπλοκή, η Κάθριν Μάρκους αντιδρά... Χτυπάει τον τύπο και το βάζει στα πό δια». Αυτό προκάλεσε μια μικρή σιωπή στην αίθουσα και ο Φριλ συ νέχισε να σκέφτεται, με τους δείκτες του να σχηματίζουν ένα πα ραλληλόγραμμο πάνω στο μέτωπό του. «Πιθανόν», είπε τελικά. «Πιθανόν. Αλλά γιατί να τη χτυπήσει με ρόπαλο ή με μπαστούνι, ή με ο,τι κι αν ήταν αυτο; Αυτο εμένα δε μου φαίνεται και πολυ ε παγγελματικό». «Δεν ξέρω αν ο θ ’ Ντόνελ και ο Φάλοου έχουν επαφές με α ληθινούς επαγγελματίες», είπε ο Γ ουάιτι. «Μπορεί να πλήρωσαν κάποιον πρεζάκια με δυο τρία βραχάκια κρακ κι έναν αναπτήρα Μπικ». «Είπατε όμως ότι αυτή η ηλικιωμένη κυρία άκουσε τη Μάρκους να χαιρετάει το δολοφόνο. Θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο αν ένας πρεζάκιας πλησίαζε το αυτοκίνητό της, τρελαμένος από τη μαστού ρα;» Ο Γουάιτι έκανε μια κίνηση που θα μπορούσε να είναι και νεύ μα. «Σωστό κι αυτό», είπε. Η Μάγκι Μέισον έσκυψε πάνω στο τραπέζι. «Οδηγούμαστε, ε πομένως, στο συμπέρασμα ότι γνώριζε το δολοφόνο της. Έ τσι δεν είναι;» f
t
/
/
a
»
f
t
\
t
Ο Σον και ο Γ ουάιτι κοιτάχτηκαν, έπειτα γύρισαν προς την κε φαλή του τραπεζιού και συμφώνησαν γνέφοντας. «Λοιπόν, όχι ότι στο Ανατολικό Μπάκι, και ειδικά στο Φλατς, δεν υπάρχουν αρκετά πρεζόνια, αλλά γιατί ένα κορίτσι σαν την Κάθριν Μάρκους να έχει σχέσεις μαζί τους;» «Και σ ’ αυτό έχεις δίκιο». Ο Γουάιτι αναστέναξε. «Ναι». «Μ ακάρι για όλους μας να είναι συμβόλαιο θανάτου, τελικά. Αλλά τα χτυπήματα; Αυτό προδίδει οργή. Προδίδει έλλειψη ελέγ χου», είπε ο Φριλ. Ο Γουάιτι κούνησε το κεφάλι του. «Δεν μπορούμε όμως να το αποκλείσουμε εντελώς. Αυτό λέω μόνο». «Σύμφωνοι, αρχιφύλακα». Ο Φριλ γύρισε και κοίταξε τον Σόουζα, που έδειχνε λίγο απογο ητευμένος από την τροπή που είχε πάρει η συζήτηση. Ο Σόουζα καθάρισε το λαιμό του και κοίταξε τις σημειώσεις του χωρίς να βιάζεται. «Λοιπόν, μιλήσαμε με έναν τύπο -λέγεται Τόμας Μ ολντανάντο-, ο οποίος καθόταν και τα ’πινε στο Λαστ Ντροπ, το τελευταίο μπαρ που πήγε η Κάθριν Μάρκους πριν μπει στο αυτοκίνητο με τις φίλες της. Απ’ ό,τι φαίνεται, το μαγαζί πρέ πει να έχει μόνο μία τουαλέτα, γιατί ο Μολντανάντο θυμάται ότι είχε ουρά τη στιγμή που είδε τα κορίτσια να φεύγουν. Βγήκε, λοι πόν, κι αυτός έξω στο πάρκινγκ για να ξαλαφρώσει και είδε κά ποιον τύπο να κάθεται μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο με τα φώτα σβησμένα. Ο Μολντανάντο λέει ότι ήταν μία και μισή ακριβώς. Το ρο λόι του, λέει, ήταν καινούριο και το κοίταξε για να δει αν φωσφο ρίζει στο σκοτάδι». «Φωσφόριζε;» «Προφανώς». «Όμως ο τύπος στο αυτοκίνητο», είπε ο Ρόμπερτ Μπερκ, «θα μπορούσε να ήταν και κάποιος μεθυσμένος που είχε βγει για να πά ρει έναν υπνάκο». «Η ταν η πρώτη σκέψη που κάναμε κι εμείς, αρχιφύλακα. Ο Μολντανάντο είπε ότι αυτό σκέφτηκε κι εκείνος μόλις τον πρωτοείδε, αλλά, όχι, ο άντρας καθόταν στητός, με τα μάτια του ορθάνοι χτα. Ο Μολντανάντο είπε ότι θα τον είχε περάσει για αστυνομικό, αλλά ο τύπος οδηγούσε ένα μικρό αυτοκίνητο ξένης κατασκευής, Χόντα ή Σουμπαρού».
«Λίγο τρακαρισμένο», είπε ο Κόνολι. «Μ ε ένα χτύπημα στο φτερό του συνοδηγού». «Σωστά», είπε ο Σόουζα. «Έτσι, ο Μολντανάντο σκέφτηκε ότι μπορεί να είναι πελάτης... Μας είπε ότι η περιοχή είναι γνωστό στέκι για πόρνες. Αλλα, αν είναι ετσι, τι γυρευε ο τύπος στο παρκινγκ; Γιατί δεν πήγαινε καμιά βόλτα στη λεωφόρο;» «Εντάξει, οπότε...» είπε ο Γ ουάιτι. Ο Σόουζα σήκωσε την παλάμη του. «Μισό λεπτό, αρχιφύλα κα». Κοίταξε τον Κόνολι με μάτια που έλαμπαν ζωηρά. «Κάναμε άλλη μια βόλτα στο πάρκινγκ και βρήκαμε αίμα». «Αίμα;» Έγνεψε. «Αν περνούσες από πάνω του, θα νόμιζες ότι ήταν λά δια αυτοκινήτου που κάποιος άλλαξε στο πάρκινγκ -τόσ ο πηχτό ήταν. Και μάλιστα, σε ένα σημείο λίμναζε. Αρχίσαμε να ψάχνουμε τριγύρω και βρήκαμε μια σταγόνα εδώ, μια εκεί, όλες τους όμως μακριά από το συγκεκριμένο σημείο. Βρήκαμε μερικές ακόμα στα γόνες στους τοίχους και στο σοκάκι πίσω από το μπαρ». «Ντετέκτιβ», είπε ο Φριλ, «πού στην ευχή το πας;» «Εκείνη τη νύχτα, κάποιος άλλος τραυματίστηκε έξω από το Λαστ Ντροπ». «Πως ξέρεις οτι ήταν η ιδια νύχτα;» ειπε ο Γουαιτι. «Το επιβεβαίωσε η Σήμανση. Έ νας νυχτοφύλακας παρκάρισε το αυτοκίνητό του στο πάρκινγκ εκείνη τη νύχτα πάνω ακριβώς από το αίμα, προφυλάσσοντάς το έτσι από τη δυνατή βροχή. Κοιτάξτε, όποιο κι αν ήταν το θύμα, πρόκειται για σοβαρό τραυματισμό. Και ο τύπος που του επιτέθηκε πρέπει να τραυματίστηκε κι αυτός. Βρή καμε δύο ομάδες αίματος στο πάρκινγκ. Τώρα ελέγχουμε τα νοσο κομεία, καθώς και τις εταιρείες ταξί, σε περίπτωση που το θύμα έ φυγε με ταξί. Βρήκαμε ματωμένες τρίχες, δέρμα και ίχνη από οστά κρανίου. Περιμένουμε να μας τηλεφωνήσουν από τα Επείγοντα έξι νοσοκομείων. Στα υπόλοιπα δεν είχαμε αποτέλεσμα, στοιχηματίζω όμως ότι θα βρούμε κάποιο θύμα που πήγε στο Τμήμα Επειγόντων Π εριστατικών κάποιου νοσοκομείου με θλαστικά τραύματα το βράδυ του Σαββάτου με ξημερώματα της Κυριακής». Ο Σον σήκωσε το χέρι του ζητώντας την άδεια να μιλήσει. «Μας λες δηλαδή ότι, την ίδια νύχτα που η Κάθριν Μάρκους βγήκε από το Λαστ Ντροπ, κάποιος έσκαψε το κρανίο κάποιου άλλου στο πάρκινγκ του ίδιου μπαρ;» /
/
Π
t
γ* r
i
f
t
Λ Λ
#
/
ί Λ
/
t
/
f
/
r
f
Ο Σόουζα χαμογέλασε. «Ακριβώς». Ο Κόνολι πήρε την πάσα. «Η Σήμανση βρήκε ξεραμένο αίμα ο μάδων Α και Β, ρέζους αρνητικό. Πολύ περισσότερο Α, μάλιστα, απ’ ό,τι Β. Υποθέτουμε, λοιπόν, ότι το αίμα του θύματος ανήκει στην ομάδα Α». «Το αίμα της Κάθριν Μάρκους είναι ομάδας Ο», είπε ο Γουάιτι. Ο Κόνολι έγνεψε. «Η ιστολογική εξέταση έδειξε ότι το θύμα ήταν άντρας». «Τι σκέψεις υπάρχουν για περαιτέρω δράση;» είπε ο Φριλ. «Καμία για την ώρα. Απλώς γνωρίζουμε ότι, τη νύχτα που η Κέιτι Μάρκους δολοφονήθηκε, στο πάρκινγκ του τελευταίου μπαρ στο οποίο πήγε κάποιου του έδωσαν το κεφάλι στα χέρ ια ...» «Έγινε λοιπόν ένας καβγάς στο πάρκινγκ κάποιου μπαρ. Ωραία, και λοιπόν;» είπε η Μάγκι Μέισον. «Κανείς από τους θαμώνες του Λαστ Ντροπ δε θυμάται καβγά -μ εσ α ή εξω απο το μαγαζί. Αναμεσα στη μια και μιση και στις δυο παρά δέκα, οι μόνοι άνθρωποι που έφυγαν από το μπαρ ήταν η Κάθριν Μάρκους, οι δύο φίλες της κι αυτός ο μάρτυρας, ο Μολντα νάντο, ο οποίος ξαναγύρισε στο μπαρ μόλις τελείωσε με το κατού ρημά του. Κανείς άλλος δεν μπήκε. Ο Μολντανάντο, τώρα, βλέπει κάποιον να παραφυλάει στο πάρκινγκ γύρω στη μία και μισή, έναν τύπο που τον περιγράφει σαν “κανονικό”, περίπου γύρω στα τριά ντα πέντε, με σκούρα μαλλιά. Ο τύπος είχε φύγει όταν ο Μολντα νάντο ξαναβγήκε από το μπαρ στις δύο παρά δέκα». «Ενώ εκείνη τη στιγμή η Μάρκους έτρεχε στο πάρκο Πεν». Ο Σόουζα έγνεψε. «Δεν υποστηρίζουμε ότι τα δύο περιστατικά συνδέονται άμεσα. Ίσως και να μη συνδέονται καθόλου. Αλλά η σύμπτωση βγάζει μάτια». «Ούτως ή άλλως», είπε ο Φριλ, «ποια είναι τα σχέδια για περαι τέρω δράση;» Ο Σόουζα ανασήκωσε τους ώμους του. «Δε γνωρίζω, κύριε υπαστυνόμε. Ας υποθέσουμε ότι ήταν πληρωμένο χτύπημα -κάποιο συμβόλαιο, εντάξει; Ο τύπος στο πάρκινγκ κάθεται και παρακο λουθεί πότε θα φύγει η Μάρκους. Μόλις τη βλέπει να φεύγει, τηλεφωνει στο δράστη. Απο εκείνη τη στιγμή κι επειτα, ο δράστης τής στήνει καρτέρι». «Κι έπειτα;» «Τι κι επειτα; Επειτα τη σκοτώνει». r
t
f
*
r p
'
r
*
i
t
*
t
#
λ
t τ-*
f
/
#
t
t
t
c* ;
r
t
C * #
*
«Όχι, μιλάω για τον τύπο στο αυτοκίνητο. Αυτόν που την παρα κολουθεί. Τι κάνει αυτός; Του ’ρθε έτσι ξαφνικά να κοπανήσει έναν τύπο με μια πέτρα, ή κι εγώ δεν ξέρω με τι; Έτσι, για πλάκα;» «Ίσως κάποιος ήρθε σ'αυτόν». «Για να κάνει τι;» είπε ο Γουάιτι. «Για να του ζητήσει να τηλε φωνήσει από το κινητό του; Σκατά. Δεν ξέρουμε κατά πόσο αυτό έχει σχέση με τη δολοφονία της Μάρκους». «Αρχιφύλακα», είπε ο Σόουζα, «θέλεις να το παρατήσουμε; Να πούμε άσ’ το καλύτερα, δε βγάζουμε τίποτα με δαύτο;» «Είπα εγώ κάτι τέτοιο;» «Ν α...» «Είπα εγώ κάτι τέτοιο;» επανέλαβε ο Γουάιτι. «Όχι». «Και βέβαια δεν είπα. Δείξε λίγο σεβασμό στους μεγαλυτέρους σου, Τζόζεφ, γιατί αλλιώς μπορεί να σε στείλουμε να δουλέψεις ξανά εκεί κάτω στο διάδρομο της αμφεταμίνης, στο Σπρίνγκφιλντ, και να κάνεις παρέα σε μηχανόβιους και γκόμενες που βρομοκοπάνε και τρώνε χοιρινό μέσα α π ’ την κονσέρβα». Ο Σόουζα προσπάθησε να συγκρατηθεί εκπνέοντας αργά. «Απλως νομίζω οτι κατι υπάρχει εοω. Αυτο είναι ολο». «Δε διαφωνώ, ντετέκτιβ. Αλλά λέω ότι πρέπει να μας φέρεις πρώτα κάποιο στοιχείο πριν κατευθύνουμε το προσωπικό σε κάτι που ενδέχεται να είναι ένα μεμονωμένο, άσχετο περιστατικό. Επι πλέον, το Λαστ Ντροπ βρίσκεται εντός των ορίων δικαιοδοσίας της Αστυνομίας της Βοστόνης». «Έχουμε ήδη έρθει σε επαφή μαζί τους», είπε ο Σόουζα. «Σου είπαν ότι είναι δική τους υπόθεση;» Ο Σόουζα έγνεψε. Ο Γουάιτι άνοιξε τα χέρια του. «Ορίστε. Μείνε σε επαφή με τους ντετέκτιβ που το έχουν αναλάβει και κράτα μας ενήμερους κι εμάς, αλλά εσύ μην το ψάχνεις άλλο για την ώρα». «Μια και βρισκόμαστε στο στάδιο των θεωριών, αρχιφύλακα, ποια είναι η δική σου θεωρία;» είπε ο Φριλ. Ο Γ ουάιτι ανασήκωσε τους ώμους του. «Έχω κάνα δυο, αλλά αυτές είναι όλες κι όλες. Αιτία θανάτου της Κάθριν Μάρκους είναι ένα τραύμα από πυροβόλο όπλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Κανένα από τα υπόλοιπα τραύματα, συμπεριλαμβανομένου του τραύματος από πυροβόλο όπλο στον αριστερό της δικέφαλο, δε θε Λ/
fy
r
t
t
O
f
A
*
*
*Λ
ωρήθηκε θανατηφόρο. Τα χτυ7τήματα έγιναν με ένα ξύλινο πλακέ όργανο -κάποιο είδος ραβδιού ή σανίδας. Ο ιατροδικαστής είναι κατηγορηματικός -σεξουαλική κακοποίηση δεν υπήρξε. Από τις έρευνές μας, γνωρίζουμε ότι είχε σκοπό να το σκάσει με ένα αγόρι που το λένε Χάρις. Το πρόβλημα είναι ότι ο Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ, ο πρώην φίλος της, δεν έλεγε να το χωνέψει αυτό. Ο πατέρας της δε συμπαθούσε ιδιαίτερα ούτε τον Ο ’ Ντόνελ ούτε τον Χάρις». «Γιατί όχι τον Χάρις;» «Δεν ξέρουμε». Ο Γ ουάιτι κοίταξε για μια στιγμή τον Σον. «Ω στόσο, συνεχίζουμε να το ψάχνουμε. Απ’ όσα ξέρουμε πάντως, η κοπέλα σχεδιάζει να την κοπανήσει από την πόλη το πρωί. Κάνει ένα ψευτομπάτσελορ πάρτι εκείνη τη βραδιά με τις δυο φίλες της, αναγκάζεται να φύγει από ένα μπαρ εξαιτίας του Ρόμαν Φάλοου και πάει τις φίλες της σπίτι με το αυτοκίνητο. Έ χει αρχίσει να βρέ χει, οι υαλοκαθαριστήρες της είναι χάλια και το παρμπρίζ βρόμικο. Είτε δεν υπολογίζει καλά τη θέση του κράσπεδου επειδή είναι με θυσμένη, και για τον ίδιο λόγο την παίρνει για μια στιγμή ο ύπνος, είτε στρίβει απότομα για να αποφύγει κάποιο εμπόδιο στο δρόμο. Σύμφωνα με την ηλικιωμένη κυρία που είναι μάρτυρας, η Κάθριν Μάρκους λέει. “Γεια”. Τότε νομίζω ότι έριξε τον πρώτο πυροβο λισμό ο δράστης -ίσ ω ς το όπλο του να έπαθε πράγματι εμπλοκή, ίσως πάλι όχι- κι εκείνη άρχισε να τρέχει προς το πάρκο. Μεγά λωσε στην περιοχή, οπότε μπορεί να θεώρησε ότι στο πάρκο είχε περισσότερες πιθανότητες να του ξεφύγει. Από την άλλη, δεν μπο ρούμε να είμαστε πέρα για πέρα σίγουροι γιατί διάλεξε να τρέξει προς το πάρκο, εκτός από το ότι βρίσκεται κατευθείαν μπροστά από τη Σίντνεϊ, στα δεξιά και στα αριστερά της, και δεν υπάρχουν πολλοί γείτονες να τη βοηθήσουν σε απόσταση τουλάχιστον τεσ σάρων οικοδομικών τετραγώνων. Αν είχε βγει στο άνοιγμα, ο δρά στης θα μπορούσε να την κυνηγήσει με το ίδιο της το αυτοκίνητο ή να την πυροβολήσει με ευκολία. Τέλος πάντων, αρχίζει να τρέχει στο πάρκο. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα ακολουθεί περισσότερο νοτιοανατολική κατεύθυνση, κόβοντας δρόμο μέσα από την απο θήκη του κήπου, επιχειρώντας να κρυφτεί κάτω από το γεφυράκι της ρεματιάς, κι έπειτα ακολουθώντας μια ευθεία γραμμή προς την οθόνη του ντράιβ-ιν...» «Και κατά συνέπεια ο δρόμος που ακολουθεί την οδηγεί όλο και πιο βαθιά μέσα στο πάρκο», είπε η Μάγκι Μέισον.
«Μάλιστα, κυρία μου». «Γιατί;» «Γίατί;» «Ναι, αρχιφύλακα». Έβγαλε τα γυαλιά της και τα ακούμπησε πά νω στο τραπέζι μπροστά της. «Αν είμαι γυναίκα και με κυνηγάνε μεσα σ ενα πάρκο, το οποίο μαλιστα γνωρίζω καλα, μπορεί να αρ χίσω να τρέχω εκεί μέσα για να παρασύρω το διώκτη μου ελπίζο ντας να τον κάνω να χάσει τα ίχνη μου. Αλλά, τη στιγμή που Οα μπορέσω, θα τρέξω προς την έξοδο. Γιατί δεν τράβηξε βόρεια προς τη Ρόουζκλερ ή δε γύρισε πίσω προς τη Σίντνεϊ; Γιατί συνέχισε να μπαίνει όλο και πιο βαθιά στο πάρκο;» «Ίσως από σοκ. Και φόβο. Ο φόβος κάνει τους ανθρώπους να μη σκέφτονται σωστά. Ας μην ξεχνάμε ότι το επίπεδο του αλκοόλ στο αίμα της ήταν αρκετά υψηλό. Ή ταν μεθυσμένη». Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν το πιστεύω. Και υπάρχει και κάτι άλλο ακόμα· από τις αναφορές σας, μπορώ να υποθέσω ότι η δε σποινίς Μάρκους στην πραγματικότητα έτρεχε πιο γρήγορα από τους διώκτες της;» Ο Γ ουάιτι μισάνοιξε το στόμα του, αλλά φάνηκε να ξεχνάει τι ήθελε να πει. «Αρχιφύλακα, από την αναφορά σας προκύπτει ότι τουλάχι στον σε δύο περιπτώσεις η δεσποινίς Μάρκους προτίμησε να κρυ φτεί παρά να τρέξει. Πρώτα κρύφτηκε στην αποθήκη του κήπου κι έπειτα κρύφτηκε κάτω από τη γέφυρα. Αυτό μας λέει δύο πράγμα τα: Πρώτον, ότι ήταν ταχύτερη από το διώκτη της, αλλιώς δε θα είχε τον απαραίτητο χρόνο για να επιχειρήσει να κρυφτεί* και, δεύ τερον, ότι κατά παράδοξο τρόπο σκέφτηκε ότι το να διατηρεί μια απόσταση από το διώκτη της δεν ήταν αρκετό. Αν προσθέσουμε σ ’ t ' f Λ · f r r t αυτο το οτι δεν προσπάθησε να φύγει τρεχοντας απο το πάρκο, που οδηγούμαστε;» Σ ’ αυτό κανείς δεν είχε απάντηση. Τελικά, ο Φριλ είπε: «Εσένα τι σου λέει, Μάγκι;» «Για μένα, εισάγει την πιθανότητα να ένιωσε περικυκλωμένη». «Από μια συμμορία, ή κάτι τέτοιο;» είπε ο Γουάιτι. «Κάτι τέτοιο», είπε εκείνη. «Δεν ξέρω, αρχιφύλακα. Απλώς α κολουθώ τις κατευθύνσεις της αναφοράς σας. Δεν μπορώ να κατα λάβω γιατί στην ευχή αυτή η γυναίκα, που ήταν προφανώς πιο γρή γορη από τον άνθρωπο που της επιτέθηκε, δε θα διάλεγε να φύγει r
y e
*
e
* Λ
' V
Λ '
*
τρέχοντας από το πάρκο, εκτός κι αν σκέφτηκε ότι μπορεί να την πλαγιοκοπήσουν». Ο Γουάιτι κρέμασε το κεφάλι του. «Με όλο το σεβασμό, κυρία μου, σε μια τέτοια περίπτωση θα είχαμε πολύ περισσότερα στοι χεία από τον τόπο του εγκλήματος». «Εσείς ο ίδιος αναφέρατε επανειλημμένως τη βροχή στην ανα φορά σας». «Ναι», είπε ο Γουάιτι. «Αλλά αν υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων -αποτελούμενη, έστω, και από δύο μόνο άτομα- που κυνηγού σαν την Κάθριν Μάρκους, θα βρίσκαμε πολύ περισσότερα απ’ όσα βρήκαμε. Τουλάχιστον λίγο περισσότερα ίχνη. Κάτι, τέλος πάντων, κυρία μου». Η Μάγκι Μέισον ξαναφόρεσε τα γυαλιά της και κοίταξε την αf t / np *\ t r * r » ναφορα που ειχε στα χέρια της. Τελικά ειπε: «Δεν είναι παρα μια θεωρία, αρχιφύλακα. Την οποία νομίζω ότι αξίζει να την κοιτάξου με, αν λάβουμε υπόψη την αναφορά σας». Ο Γουάιτι συνέχισε να έχει το κεφάλι του σκυμμένο, αν και ο Σον μπορούσε να νιώσει την περιφρόνηση να συσσωρεύεται στους ώμους του σαν φωταέριο. «Τι σκέφτεστε γ ι’ αυτό, αρχιφύλακα;» Ο Γουάιτι σήκωσε το κεφάλι του και τους χαμογέλασε με ένα ε ξουθενωμένο χαμόγελο. «Εντάξει, θα το έχω στο μυαλό μου. Αλήθεια. Αλλά η δράση συμμοριών σ ’ αυτή τη γειτονιά βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο που βρέθηκε ποτέ. Αν το δεχτούμε, τότε έχουμε δύο δράστες, κάτι που μας ξαναφέρνει στην πιθανότητα του πληρωμένου χτυπήμα τος». «Εντάξει...» «Αλλά, αν έχουν έτσι τα πράγματα, και σήμερα όλοι συμφωνή σαμε εν κατακλείδι ότι επρόκειτο για επιχείρηση μεγάλου ρίσκου, τότε ο δεύτερος οπλοφόρος θα έπρεπε να έχει αδειάσει το πιστόλι του τη στιγμή που η Κέιτι Μάρκους χτύπησε το σύντροφό του με την πόρτα. Ο μόνος τρόπος που το όλο θέμα βγάζει νόημα είναι αν υπάρχει ένας οπλοφόρος και ένα μεθυσμένο κορίτσι σε κατάσταση πανικού που κοντεύει να λιποθυμήσει από την αιμορραγία, ένα κο ρίτσι που δε σκέφτεται καθαρά και δεν έχει καθόλου μα καθόλου τύχη». «Αλλά θα έχετε βέβαια στο μυαλό σας τη θεωρία μου, έτσι;»
είπε η Μάγκι Μέισον με ένα πικρό χαμόγελο και με τα μάτια της καρφωμένα στο τραπέζι. « θ α την έχω», είπε ο Γουάιτι. «Αυτή τη στιγμή μπορώ να δε χτώ τα πάντα. Γνώριζε το δολοφόνο της. Εντάξει. Οποιοσδήποτε είχε κάποιο λογικό κίνητρο κάθε άλλο παρά έχει αγνοηθεί μέχρι στιγμής. Με κάθε λεπτό που περνάω σ ’ αυτή την υπόθεση, μου φαίνεται όλο και πιο πιθανό η επίθεση να είναι τυφλή. Η βροχή κατέστρεψε τα δύο τρίτα των φυσικών αποδεικτικών στοιχείων, η Μάρκους δεν είχε κανέναν εχθρό, ούτε είχε κρυφές οικονομι κές δοσοληψίες ούτε ήταν εξαρτημένη από ναρκωτικά ούτε είχε υ πάρξει μάρτυρας σε κάποιο έγκλημα που έχει καταγραφεί. Ο φόνος της, απ’ όσο ξέρω, δεν ωφέλησε κανέναν». «Εκτός από τον Ο ’ Ντόνελ», είπε ο Μπερκ, «που δεν ήθελε κα θόλου να φύγει η Μάρκους από την πόλη». «Εκτός από τον Ο ’ Ντόνελ», συμφώνησε ο Γουάιτι. «Αλλά το άλλοθι του είναι γερό, και ούτως ή άλλως δε μου φαίνεται για πλη ρωμένο χτύπημα. Άρα, ποιος εχθρός απομένει; Κανείς». «Κι όμως, είναι νεκρή», είπε ο Φριλ. «Κι όμως, είναι νεκρή», επανέλαβε ο Γουάιτι. «Και γ ι’ αυτό σκέφτομαι ότι ήταν τυχαίο. Αν αφαιρέσεις τα χρήματα και την α γάπη ή το μίσος από τα πιθανά κίνητρα, δε σου απομένουν και πολλά. Σου μένει μόνο κάποιος παρανοϊκός κυνηγός που μπορεί να έχει φτιάξει και καμιά ιστοσελίδα αφιερωμένη στο θύμα, ή κάτι άλλο τόσο ηλίθιο». Ο Φριλ έσμιξε τα φρύδια του. Ο Σίρα Ρόζενταλ μπήκε στη μέση: «Ήδη το ψάχνουμε αυτό, κύ ριε. Για την ώρα, ηαάα». «Δεν ξέρεις για τι ψάχνουμε, λοιπόν;» ρώτησε ο Φριλ. «Και βέβαια ξέρω», είπε ο Γουάιτι. «Για έναν τύπο με όπλο. Α, ναι. Κι ένα μπαστούνι».
18 ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΗΞΕΡΕ ΚΑΠΟΤΕ
Α-ΦΗΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΤΕΪΒ στη βεράντα, με το πρόσωπο και τα ματια του στεγνά ςανα, ο Τζιμι εκανε το δεύτερο ντους της ημέρας. Αισθανόταν ακόμα μέσα του την ανάγκη να κλάψει. Την ένιωθε να φουσκώνει στο στήθος του σαν μπαλόνι ώσπου δεν μπορούσε πια να αναπνεύσει. Είχε καταφύγει στο ντους γιατί ήθελε να βρίσκεται μόνος σε περίπτωση που ο πόνος ξεχείλιζε από μέσα του ανεξέλεγκτος, σε αντίθεση με τα λίγα δάκρυα που είχαν γλιστρήσει στα μάγουλά του έξω στη βεράντα. Φοβόταν ότι θα μεταμορφωνόταν σε ένα λάκκο δακρύων που θα ριγούσε, ότι θα κατέληγε να κλάψει όπως τότε στο σκοτάδι του υπνοδωματίου του όταν ήταν παιδί, βέβαιος ότι η γέν νησή του κόντεψε να σκοτώσει τη μητέρα του κι ότι αυτό ήταν ο λόγος που ο πατέρας του τον μισούσε. Στο ντους, το ένιωσε ξανά -αυτό το παλιό κύμα θλίψης, αυτή την αρχέγονη αίσθηση που κουβαλούσε μέσα του από τότε που θυ μόταν τον εαυτό του, μια βαθιά επίγνωση ότι κάπου στο μέλλον παραμόνευε η τραγωδία, μια τραγωδία βαριά σαν τσιμεντόπλακα. Αες και ένας άγγελος του είχε πει το μέλλον του ενόσω βρισκόταν ακόμα στη μήτρα και ο Τζίμι είχε ξεπροβάλει από το σώμα της μη r
t
ν*
/
rpy/ r
t
O
'
9
τέρας του με τα λόγια του αγγέλου φυτεμένα σε κάποια γωνιά του μυαλού του αλλά ξεχασμένα από τα χείλη του. Ο Τζίμι σήκωσε τα μάτια του στον πίδακα του ντους. Είπε χω ρίς να μιλάει: Γνωρίζω βαθιά στην ψυχή μου ότι συνέβαλα στο θά νατο αυτού του παιδιού. Μπορώ να το νιώσω. Αλλά δεν ξέρω πώς. Και η γαλήνια φωνή είπε, Θα μάθεις. Πες μου. Οχι. Άντε χάσου από δω πέρα! Δεν τελείωσα ακόμη. Ω! Η γνώση θα έρθει. Και θα με καταδικάσει; Αυτό είναι δική σου επιλογή. Ο Τζίμι χαμήλωσε το κεφάλι του και σκέφτηκε τον Ντέιβ να βλέπει την Κέιτι λίγη ώρα πριν πεθάνει. Την Κέιτι ζωντανή, να χο ρεύει μεθυσμένη. Να χορεύει ευτυχισμένη. Αυτή η επίγνωση -ό τι κάποιος άλλος είχε μία εικόνα της Κέιτι πιο πρόσφατη απο τη δικη του- ήταν εκείνο που του επετρεψε αρ χικά να κλάψει. Ο Τζίμι είχε δει για τελευταία φορά την Κέιτι όταν εκείνη έ βγαινε από το μαγαζί του στο τέλος της σαββατιάτικης βάρδιάς της. Η ώρα ήταν τέσσερις και πέντε κι ενώ ο Τζίμι μιλούσε στο τηλέφωνο με τον προμηθευτή προτηγανισμένων πατατών, αφηρημένος καθώς έδινε την παραγγελία του, η Κέιτι έγειρε, τον φίλησε στο μάγουλο και του είπε: «Τα λέμε αργότερα, μπαμπά». «Τα λέμε αργότερα», της είχε πει κι εκείνος, βλέποντάς τη να βγαίνει από την πίσω πόρτα. Όμως, όχι. Ανοησίες. Δεν την είχε δει. Την είχε ακούσει να βγαί νει, αλλά δεν είχε σηκώσει τα μάτια του από το χαρτί με τις παραγ γελίες που υπήρχε μπροστά του, πάνω στο γραφείο του. Οπότε, στην πραγματικότητα, η τελευταία εικόνα που είχε από την κόρη του ήταν το πλάι του προσώπου της καθώς έπαιρνε τα /λ β / A* Λ* r Λ* 9 χείλη της απο το μάγουλο του λέγοντας του, «Τα λεμε αργότερα, μπαμπά». Τα λέμε αργότερα, μπαμπά. Ο Τζίμι συνειδητοποίησε ότι αυτό το «αργότερα» -το τελευταίο κομμάτι της βραδιάς, τα τελευταία λεπτά της ζωής τη ς- ήταν που τον βασάνιζε περισσότερο. Αν είχε βρεθεί εκεί, αν είχε καταφέρει f
r
r*
r
*
r
r
να μοιραστεί λίγο χρόνο ακόμα από την υπόλοιπη βραδιά με την κόρη του, ίσως είχε συγκρατήσει μια πιο πρόσφατη εικόνα της. Όμως, όχι. Ο Ντέιβ είχε συγκρατήσει μια πιο πρόσφατη εικόνα της. Η Ιβ και η Νταϊάν, επίσης. Μ έχρι και ο δολοφόνος τη ς... Αν έπρεπε να πεθάνεις, σκέφτηκε ο Τζίμι, αν αυτά τα πράγματα ήταν στ’ αλήθεια προδιαγεγραμμένα, τότε μακάρι να είχες πεθάνει κοιτάζοντάς με στα μάτια. Θα με πλήγωνε να σε βλέπω να πεθαί νεις, Κέιτι, όμως τουλάχιστον θα ήξερα ότι θα ένιωθες λιγότερο μόνη καθώς θα κοίταζες εμένα στα μάτια. Σ ’ αγαπώ. Σ ’ αγαπώ τόσο πολύ. Σ ’ αγαπώ πιο πολύ απ’ όσο αγαπησα τη μητέρα σου, πιο πολυ απ οσο αγαπώ τις αδερφες σου, πιο πολύ απ’ όσο αγαπώ την Αναμπεθ “ Θεέ μου, συγχώρα με. Τις αγαπώ βαθιά, όμως εσένα σ ’ αγαπώ πιο πολύ επειδή, όταν βγήκα από τη φυλακή και κάθισα μαζί σου σ ’ εκείνη την κουζίνα, ήμαστε οι τελευταίοι άνθρωποι πάνω στη Γη. Ξεχασμένοι κι ανεπιθύμητοι. Και ήμαστε και οι δυο τόσο φοβισμένοι, τόσο μπερδεμένοι και δυ στυχισμένοι. Αλλά τα καταφέραμε και σταθήκαμε στα πόδια μας, έτσι; Χτίσαμε τη ζωή μας και τη μεταμορφώσαμε σε κάτι τόσο καλό, που κάποια μέρα δεν φοβόμαστε πια, δεν ήμαστε πια δυστυ χισμένοι. Και δεν θα μπορούσα να το είχα κάνει αυτό χωρίς εσένα. Δεν θα μπορούσα. Δεν είμαι τόσο δυνατός. Θα γινόσουν όμορφη γυναίκα όταν μεγάλωνες. Μια όμορφη σύζυγος, ίσως. Μια θαυματουργή μητέρα. Ή σουν φίλη μου, Κέιτι. Είδες το φόβο μου και δεν έφυγες τρέχοντας. Σ’ αγαπώ πιο πολύ κι απ’ την ίδια τη ζωή. Και η απώλειά σου θα είναι ο καρκίνος μου. Θα με σκοτώσει. Και, για μια στιγμή μόνο, όπως στεκόταν εκεί όρθιος στο ντους, ο Τζίμι ένιωσε την παλάμη της στην πλάτη του. Να, λοιπόν, τι είχε ξεχάσει από τις τελευταίες στιγμές που πέρασε μαζί της. Σκύβοντας να τον φιλήσει στο μάγουλο, είχε ακουμπήσει το χέρι της στην πλάτη του. Είχε ακουμπήσει την παλάμη της στη ραχοκοκαλιά του, ανά μεσα στα κόκαλα της ωμοπλάτης του, και είχε νιώσει τη θέρμη της. Στεκόταν όρθιος στο ντους, με το άγγιγμα του χεριού της στη μουσκεμένη του πλάτη, και αισθάνθηκε την ανάγκη να κλάψει να περνάει. Αισθάνθηκε ξανά δυνατός μέσα στη θλίψη του. Αισθάνθηκε την αγάπη της κόρης του. t
r
Λ /
)
/
^
γ>
/
Ο ΓΟΥΑΙΤΙ ΚΑΙ Ο ΣΟΝ βρήκαν χώρο για παρκάρισμα μια γωνία δρόμο από το σπίτι του Τζίμι και ανηφόρισαν τη λεωφόρο Μπάκιγ-
χαμ με τα πόδια. Το δειλινό γύρω τους γινόταν όλο και πιο ψυχρό, ο ουρανός σκοτείνιαζε προς το μπλε της θάλασσας και ο Σον ανα ρωτήθηκε τι να έκανε άραγε εκείνη τη στιγμή η Λόρεν -α ν ήταν κοντά σε κάποιο παράθυρο, αν έβλεπε τον ίδιο ουρανό που έβλεπε κι αυτός, αν ένιωθε την ψύχρα που μεγάλωνε. Λίγο πριν φτάσουν στο τριώροφο όπου έμενε ο Τζίμι, στριμωγμένος ανάμεσα σε διάφορους παρανοϊκούς Σάβατζ, τις συζύ γους τους και τις φιλενάδες τους, είδαν τον Ντέιβ Μπόιλ να σκύβει μέσα από το δεξί παράθυρο ενός Χόντα παρκαρισμένου μπροστά στο σπίτι. Ο Ντέιβ άπλωσε το χέρι του στο ντουλαπάκι του ταμπλό κι έπειτα το έκλεισε δυνατά, και ο Σον με τον Γ ουάιτι πρόσεξαν ότι κρατούσε ένα πορτοφόλι στα χέρια του. Τους είδε καθώς κλείδωνε την πόρτα του αυτοκινήτου και τους χαμογέλασε. «Εσείς οι δύο πάλι». «Είμαστε σαν τη γρίπη», είπε ο Γουάιτι. «Πάντα ξαναχτυπάμε». «Πώς τα πας, Ντέιβ;» είπε ο Σον. «Δεν έχουν αλλάξει και πολλά μέσα σε τέσσερις ώρες. Στου Τζίμι πηγαίνετε;» Έγνεψαν. «Καταφέρατε να βγάλετε κάποια άκρη με την υπόθεση;» Ο Σον κούνησε το κεφάλι του. «Λέμε να κάνουμε μια επίσκεψη για να τους πούμε συλλυπητήρια και για να όουμε τι κανουν». «Τώρα είναι εντάξει. Κάπως εξαντλημένοι, θαρρώ. Α π ’ όσο ξέρω, ο Τζίμι δεν έχει κοιμηθεί λεπτό από χτες. Η Αναμπεθ θέλει να καπνίσει σαν τρελή, προσφέρθηκα λοιπόν να βγω εγώ για να της αγοράσω, αλλά ξέχασα το πορτοφόλι μου στο αμάξι». Το κράτησε στο πρησμένο του χέρι κι έπειτα το γλίστρησε στην τσέπη του. Ο Γ ουάιτι έβαλε κι αυτός τα χέρια του στις τσέπες κι έγειρε πίσω, πάνω στα τακούνια του, μ’ ένα σφιγμένο χαμόγελο στο πρό σωπό του. «Θα πρέπει να πόνεσε πολύ, ε;» είπε ο Σον. «Αυτό;» Ο Ντέιβ σήκωσε ξανά το χέρι του και το κοίταξε συλ λογισμένος. Ο Σον έγνεψε και πρόσθεσε το δικό του σφιγμένο χαμόγελο σ ’ αυτό του Γουάιτι· και οι δυο τους στέκονταν και κοίταζαν τον Ντέιβ. «Τις προάλλες έπαιζα μπιλιάρδο», είπε ο Ντέιβ. «Το ξέρεις το τραπέζι που έχουν στο Μακ Γ κιλς, Σον, δεν το ξέρεις; Το μισό εί ναι κολλημένο στον τοίχο και για να παίξεις πρέπει να χρησιμοποι ήσεις αυτή τη σκατένια κοντή στέκα». /
ΛΛ
*
Ο
/
r
«Βέβαια», είπε ο Σον. «Η μπίλια μου λοιπόν βρίσκεται σχεδόν κολλητά στην άκρη του τραπεζιού κι αυτή που θέλω να χτυπήσω είναι στην άλλη του άκρη. Τραβάω πίσω το χέρι μου για να τη χτυπήσω με δύναμη, ξεχνώ ντας ότι βρίσκομαι κολλητά στον τοίχο, και ξαφνικά, μπαμ! Το χέρι μου σκάει με δύναμη στον τοίχο». «Οχ!» έκανε ο Σον. «Τα κατάφερες;» είπε ο Γ ουάιτι. «Τι πράγμα;» «Να τη χτυπήσεις». Ο Ντέιβ συνοφρυώθηκε. «Παρά τρίχα. Βέβαια, έπειτα απ’ αυτό, έπαιξα χάλια μέχρι το τέλος του παιχνιδιού». «Λογικό είναι», είπε ο Γουάιτι. «Ναι», είπε ο Ντέιβ. «Μεγάλη ατυχία, γιατί μέχρι τότε νικού σα». Ο Γουάιτι έγνεψε και κοίταξε το αυτοκίνητο του Ντέιβ. «Έι, έ χεις κι εσύ το ίδιο πρόβλημα που είχα κι εγώ με το δικό μου;» Ο Ντέιβ γύρισε και κοίταξε το αυτοκίνητό του. «Ποτέ δεν είχα κάποιο πρόβλημα με το αμάξι μου». «Ά σ’ τα! Η καδένα του Ακόρντ μου χτύπησε στις εξήντα πέ ντε χιλιάδες χιλιόμετρα. Ανακάλυψα ότι κι ένας φίλος μου έπαθε το ίδιο. Για να το φτιάξεις, πρέπει να πληρώσεις σχεδόν την αξία του αυτοκινήτου. Το ξέρεις;» «Όχι», είπε ο Ντέιβ. «Το δικό μου δεν έχει κανένα πρόβλη μα». Γύρισε και κοίταξε πίσω του, έπειτα πάλι τους αστυνομικούς. «Πάω να πάρω τα τσιγάρα. Τα λέμε στο σπίτι, παιδιά;» «Ναι, αμέ», είπε ο Σον και χαιρέτησε τον Ντέιβ με μια ελαφριά κίνηση του χεριού του πριν ο Ντέιβ κατέβει από το πεζοδρόμιο και διασχίσει τη λεωφόρο. Ό Γουάιτι κοίταξε το Χόντα. «Υπάρχει ένα ωραιότατο τρακάρι σμα στο μπροστινό φτερό του συνοδηγού». «Να πάρει, αρχιφύλακα, δεν ήμουν σίγουρος ότι θα το πρόσε χες», είπε ο Σον. «Και η ιστορία με τη στέκα του μπιλιάρδου;» Από τα χείλη του Γουάιτι ξέφυγε ένα σφύριγμα. «Τι ήθελε να μας πει, ότι κρατούσε το πίσω μέρος της στέκας με την παλάμη του;» «Όμως, έχουμε ένα πρόβλημα», είπε ο Σον καθώς κοιτούσαν τον Ντέιβ να μπαίνει στο Ιγκλ Λίκερς.
«Τι πρόβλημα, Υπερμπάτσε;» «Αν νομίζεις ότι ο Ντέιβ ήταν εκείνος ο τύπος που είδε ο μάρ τυρας στο πάρκινγκ του Ααστ Ντροπ, τότε κλοτσούσε το κεφάλι κάποιου άλλου την ώρα που σκότωναν την Κέιτι Μάρκους». Ο Γουάιτι έκανε μια γκριμάτσα απογοήτευσης. «Έτσι λες; Να σου πω πραγματικά τι νομίζω; Νομίζω ότι ήταν ο τύπος που κα θόταν στο πάρκινγκ όταν ένα κορίτσι που θα πέθαινε ύστερα από μισή ώρα έφευγε από το ίδιο μπαρ. Νομίζω ότι ήταν ο τύπος που δεν ήταν στο σπίτι του στη μία και τέταρτο, όπως είπε». Πίσω από τη γυάλινη βιτρίνα, μπορούσαν να δουν τον Ντέιβ, μπροστά από τον πάγκο, να μιλάει με τον υπάλληλο. «Το αίμα που βρήκε η Σήμανση στο πάρκινγκ μπορεί να είχε πέσει εκεί από μέρες», είπε ο Γουάιτι. «Δεν έχουμε αποδείξεις βέ βαια ότι συνέβη ποτέ στο πάρκινγκ κάτι περισσότερο από έναν κα βγά. Αφού οι τύποι στο μπαρ είπαν ότι δεν έγινε κάτι τέτοιο εκείνη τη νύχτα, θα μπορούσε να είχε συμβεί την προηγούμενη, θ α μπο ρούσε να συμβεί το απόγευμα. Δεν υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα στο αίμα που βρέθηκε στο πάρκινγκ και στον Ντέιβ Μπόιλ που κα θόταν στο αυτοκίνητό του στη μία και μισή. Υπάρχει όμως ανά μεσα σ ’ αυτόν που καθόταν στο αυτοκίνητο όταν η Κέιτι Μάρκους έφευγε από το μπαρ». Χτύπησε τον Σον στον ώμο. «Έλα, πάμε». Ο Σον έριξε μια τελευταία ματιά στην άλλη πλευρά της λεωφό ρου, τη στιγμή που ο Ντέιβ πλήρωνε τον υπάλληλο της κάβας. Ό,τι κι αν είχε κάνει, ο Ντέιβ το προκαλούσε πάντα αυτό στους ανθρώ πους: οίκτο, ακατέργαστο και λίγο αποκρουστικό οίκτο -πο υ έκοβε σαν ξυράφι.
ΚΑΘΙΣΜΕΝΗ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ της Κέιτι, η Σελέστ άκουσε πίσω από τον τοίχο τα βαριά βήματα των αστυνομικών που ανέβαιναν τα πα λιά σκαλοπάτια. Πριν από λίγα λεπτά η Αναμπεθ την είχε στείλει να φέρει ένα φόρεμα της Κέιτι για να το πάει ο Τζίμι στο Γραφείο Τελετών, ζητώντας της συγνώμη που δεν είχε τη δύναμη να μπει η ίδια στο δωμάτιο. Ή ταν ένα μπλε φόρεμα με παρτούς ώμους, και η Σελέστ θυμήθηκε την Κέιτι να το φοράει στο γάμο της Κάρλα Έιγκεν, μ’ ένα μπλε και κίτρινο λουλούδι μπηγμένο στα ανασηκω μένα της μαλλιά, δίπλα στο αυτί. Εκείνη τη μέρα είχε αφήσει ένα σο>ρό κόσμο με το στόμα ανοιχτό. Η Σελέστ ήξερε πως η ίδια δεν
είχε υπάρξει ποτέ τόσο όμορφη στη ζωή της, αν και η Κέιτι αγνο ούσε πόσο εκθαμβωτική ήταν η ομορφιά της. Μόλις η Αναμπεθ της είχε αναφέρει το μπλε φόρεμα, η Σελέστ ήξερε ποιο ακριβώς εννο ούσε. Ή ρθε λοιπόν εδώ, όπου το προηγούμενο βράδυ είχε δει τον Τζίμι με το μαξιλάρι της Κέιτι στο πρόσωπό του να οσφραίνεται το άρωμά της, και άνοιξε τα παράθυρα για να καθαρίσει το δωμά τιο από τη νοτερή μυρωδιά της απώλειας. Βρήκε το φόρεμα μέσα σε μια νάιλον θήκη στο πίσω μέρος της ντουλάπας, το έβγαλε και κάθισε για μια στιγμή στο κρεβάτι. Από το ανοιχτό παράθυρο άκουγε τους θορύβους της λεωφόρου -κρότους από πόρτες αυτοκι νήτων που έκλειναν, σκόρπιες, απόμακρες κουβέντες των ανθρώ πων που περπατούσαν στα πεζοδρόμια, το σφύριγμα ενός λεωφο ρείου καθώς άνοιγε τις πόρτες του στη γωνία της Κ ρέσεντ- και κοίταξε μια φωτογραφία της Κέιτι και του πατέρα της πάνω στο κομοδίνο. Ή ταν τραβηγμένη πριν από μερικά χρόνια, και η Κέιτι, ανεβασμένη στους ώμους του πατέρα της, χαμογελούσε σφίγγο ντας τα χείλη γύρω από τα σιδεράκια της. Ο Τζίμι έσφιγγε τους α στραγάλους της και κοιτούσε το φακό με το υπέροχο, ανοιχτό του χαμόγελο, ένα χαμόγελο που πάντα σε ξάφνιαζε, επειδή τόσο λίγα πράγματα γύρω από τον Τζίμι έμοιαζαν ανοιχτά, ενώ το χαμόγελό του ήταν το μοναδικο κομμάτι που δεν μπορούσε ν αγγίξει η επιφυλακτικότητά του. Έπαιρνε τη φωτογραφία από το κομοδίνο όταν άκουσε τη φωνή του Ντέιβ από το πεζοδρόμιο. «Εσείς οι δύο πάλι». Είχε καθίσει στο κρεβάτι, πεθαίνοντας λίγο λίγο καθώς άκουγε τον Ντέιβ να μιλάει με τους αστυνομικούς, κι έπειτα ακούγοντας τι είχαν πει ο Σον Ντιβάιν και ο συνεργάτης του μόλις ο Ντέιβ πέ ρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο για ν ’ αγοράσει τα τσιγάρα της Ανα μπεθ. Για δέκα δώδεκα φρικτά δευτερόλεπτα, παραλίγο να ξεράσει πάνω στο μπλε φόρεμα της Κέιτι. Το διάφραγμά της συγκλονιζό ταν από σπασμούς, ο λαιμός της είχε κλείσει και το περιεχόμενο του στομαχιού της κόχλαζε. Διπλώθηκε στα δύο, πασχίζοντας να το κρατήσει μέσα της. Μια βραχνή, πνιχτή κραυγή ξέφυγε αρκετές φορές απ’ τα χείλη της - αλλά δεν έκανε εμετό. Και πέρασε. Εξακολουθούσε όμως να αισθάνεται ναυτία. Ναυτία και μια γλοιώδη αίσθηση σε όλο της το σώμα, και τον εγκέφαλό της να β
Γ »
/
*
ο
'
Λ
*V
έχει πάρει φωτιά. Την έκαιγε, κάτι λυσσομανούσε εκεί μέσα, χα μηλώνοντας τα φώτα, γεμίζοντας το ιγμόρειό της και το χώρο πίσω από τα μάτια της. Ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι καθώς ο Σον και ο συνεργά της του ανέβαιναν τις σκάλες, ενώ ευχόταν να τη χτυπήσει κεραυ νός, να πέσει το ταβάνι να την πλακώσει ή κάποια άγνωστη δύ ναμη να τη σηκώσει και να τη ρίξει έξω από το ανοιχτό παράθυρο. Όλα αυτά τα σενάρια ήταν προτιμότερα απ’ αυτό που αντιμετώπιζε τώρα. Όμως ίσως απλώς ο Ντέιβ να προστάτευε κάποιον άλλο ή να είχε δει κάτι που δεν έπρεπε και γ ι’ αυτό να είχε νιώσει εκείνη την απειλή. Ίσως το ότι οι αστυνομικοί τού είχαν κάνει εκείνες τις ερω τήσεις να σήμαινε μόνο ότι τον θεωρούσαν ύποπτο. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν σήμαινε, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι ο σύζυγός της είχε πράγματι δολοφονήσει την Κέιτι Μάρκους. Η ιστορία του με το ληστή, βέβαια, ήταν ψέμα ευθύς εξαρχής. Τις τελευταίες ημέρες είχε δοκιμάσει πολλές φορές να ξεφύγει απ’ αυτή την πραγματικότητα, να τη διαλύσει από το μυαλό της όπως ο ήλιος διαλύει τα σύννεφα. Αλλά ήξερε, από κείνη τη νύχτα ακόμη που της το είπε, ότι οι ληστές δεν χτυπάνε κάποιον με τη γροθιά τους με το ελεύθερο χέρι τους, όταν με το άλλο μπορούν να τον μαχαιρώσουν -κα ι δεν χρησιμοποιούν εξυπνακίστικες ατάκες του στυλ, «Το πορτοφόλι σου ή τη ζωή σου, βρομιάρη. Δε φεύγω χω ρίς το ένα απ’ τα δυο». Και δεν αφοπλίζονται τόσο εύκολα ούτε τις τρώνε από άντρες σαν τον Ντέιβ, που είχε να παίξει ξύλο από το δημοτικό. Θα ήταν διαφορετικά αν την ίδια ιστορία την είχε πει ο Τζίμι. Ο Τζίμι, όσο αδύνατος κι αν ήταν, φαινόταν ότι μπορούσε να σκοτώ σει άνθρωπο. Φαινόταν ότι ήξερε να μάχεται και ότι πλέον είχε α πλώς ωριμάσει, ξεπερνώντας τη φάση που η βία ήταν απαραίτητη στη ζωή του. Αλλά μπορούσες ακόμη να μυρίσεις πάνω του τον κίνδυνο, την ικανότητα για καταστροφή. Η μυρωδιά του Ντέιβ ήταν αλλιώτικη. Μέσα του αυτός ο ά ντρας έκρυβε μυστικά, ζοφερούς τροχούς που γυρνούσαν σε ένα ζοφερο μερικες φορές μυαλό, μια φανταστική ζωή που εξελισσό ταν πίσω από τα ασάλευτα μάτια του, όπου κανείς δεν μπορούσε να εισχωρήσει. Ή ταν οχτώ χρόνια παντρεμένη με τον Ντέιβ και πάντα πίστευε ότι αυτός ο μυστικός κόσμος θα της άνοιγε κάποτε τις πύλες του -όμω ς κάτι τέτοιο δεν είχε γίνει. Ο Ντέιβ ζούσε στον κόσμο της φαντασίας του περισσότερο απ’ όσο ζούσε στον κόσμο το>ν υπόλοιπων ανθρώπων, οπότε ίσως αυτοί οι δύο κόσμοι να εί ν'
f
»
t
Λ *
Ψ
y
ψ
γ
t
χαν διαρρεύσει πια ο ένας μέσα στον άλλο και το σκοτάδι μες στο κεφάλι του Ντέιβ να είχε ξεχειλίσει στους δρόμους του Ανατολικού Μπάκιγχαμ. Θα μπορούσε ο Ντέιβ να είχε σκοτώσει την Κέιτι; Πάντα τη συμπαθούσε. Έ τσι δεν είναι; Και, πραγματικά, θα μπορούσε ο Ντέιβ - ο άντρας τη ς- να εί ναι ικανός για φόνο; Να κυνηγήσει την κόρη του παλιού του φί λου μέσα σε ένα σκοτεινό πάρκο; Να τη χτυπήσει και ν ’ ακούσει τα ουρλιαχτά και τις ικεσίες της; Ή να τραβήξει τη σκανδάλη ενός όπλου που σημάδευε το κεφάλι της; Γιατί; Γιατί οποιοσδήποτε να κάνει κάτι τέτοιο; Και να δεχόσουν οτι πραγματι κάποιος θα μπορούσε, ήταν λογικο να συμπερανει ότι αυτό το πρόσωπο ήταν ο Ντέιβ; Ναι, παραδέχτηκε, ο άντρας της όντως ζούσε σ ’ έναν μυστικό κόσμο. Ίσω ς ποτέ του δεν θα μπορούσε να νιώσει ολοκληρωμένος λόγω των ανομημάτων που διαπράχθηκαν επάνω του όταν ήταν παιδί. Ναι, είχε πει ψέματα για το ληστή, αλλά ίσως υπήρχε τελικά κάποια λογική εξήγηση για το ψέμα του. Ό πω ς;... Η Κέιτι δολοφονήθηκε στο πάρκο Πεν λίγο αφότου έφυγε από το Ααστ Ντροπ. Ο Ντέιβ ισχυριζόταν ότι είχε χτυπήσει ένα ληστή στο πάρκινγκ του ίδιου μπαρ. Ισχυριζόταν ότι είχε αφήσει το ληστή αναίσθητο εκεί, αλλά κανείς δεν τον είχε βρει. Όμως οι αστυνομι κοί είχαν αναφέρει κάτι για αίμα που ανακάλυψαν στο πάρκινγκ. Έτσι, ίσως ο Ντέιβ να έλεγε την αλήθεια. Ίσως. Σκεφτόταν ξανά και ξανά τη χρονική σειρά των γεγονότων. Ο Ντέιβ της είχε πει ότι βρισκόταν στο Λαστ Ντροπ. Προφανώς, είχε πει ψέματα γ ι’ αυτό στην αστυνομία. Η Κέιτι είχε δολοφονηθεί α νάμεσα στις δύο και στις τρεις το πρωί. Ο Ντέιβ είχε γυρίσει στο διαμέρισμά τους στις τρεις και δέκα, γεμάτος αίματα κάποιου άλ λου και με μια διόλου πειστική εξήγηση γ ι’ αυτό. Κι αυτό ήταν η πιο περίεργη σύμπτωση από όλες -η Κέιτι δο λοφονείται και ο Ντέιβ γυρίζει σπίτι γεμάτος αίματα. Αν δεν ήταν γυναίκα του, θα αμφισβητούσε άραγε το προφανές συμπέρασμα; Η Σελέστ έσκυψε ξανά εμπρός, προσπαθώντας να κρατήσει τα σωθικά της στη θέση τους και να διώξει τη φωνή που εξακολου θούσε να μιλάει μέσα της με έναν σφυριχτό ψίθυρο. t
f
*
Λ
/
»
Λ
/
t
Ο Ντέιβ σκότωσε την Κέιτι. Θεέ μου, Θεέ μου, Θεέ μου. Ο Ντέιβ σκότωσε την Κέιτι. Ω, Θεέ μου. Ο Ντέιβ σκότωσε την Κέιτι, κι εγώ θέλω να πεθάνω.
«ΕΧΕΤΕ ΛΟΙΠΟΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΕΙ από τους υπόπτους τον Μ πόμπι και τον Ρόμαν;» είπε ο Τζίμι. Ο Σον κούνησε το κεφάλι του. «Όχι πέρα για πέρα. Δεν απο κλείουμε την πιθανότητα να πλήρωσαν κάποιον για να το κάνει». «Όμως, απ’ ό,τι μπορώ εγώ να δω στο πρόσωπό σας, δεν το θε ωρείτε πιθανό», είπε η Αναμπεθ. «Όχι, κυρία Μάρκους, δεν το θεωρούμε πιθανό». «Ποιον υποψιάζεστε λοιπόν; Κανέναν;» είπε ο Τζίμι. Ο Γουάιτι και ο Σον κοιτάχτηκαν, και τότε στην κουζίνα μπήκε ο Ντέιβ, ξετυλίγοντας το σελοφάν από ένα πακέτο τσιγάρα και δίνοντάς τα στην Αναμπεθ. «Ορίστε, Αναμπεθ». «Σ’ ευχαριστώ». Κοίταξε τον Τζίμι με μια ελαφριά αμηχανία στο πρόσωπό της. «Ξαφνικά το λαχτάρησα». Της χαμογέλασε μαλακά και της χάιδεψε το χέρι. «Γλυκιά μου, ο,τι κι αν χρειαζεσαι αυτη τη στιγμή είναι δικαιολογημένο. Δεν πει ράζει». Άναψε το τσιγάρο της γυρνώντας προς τον Γουάιτι και τον Σον. «Το έχω κόψει εδώ και δέκα χρόνια». «Κι εγώ», είπε ο Σον. «Να πάρω ένα;» Η Αναμπεθ γέλασε, με το τσιγάρο να κρέμεται ανάμεσα στα χείλη της, και ο Τζίμι σκέφτηκε ότι ήταν ίσως ο πρώτος όμορφος ήχος που άκουγε εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες. Είδε το πλατύ χαμογελο στο πρόσωπό του Σον καθώς επαιρνε ενα τσιγάρο απο τη γυναίκα του κι ένιωσε την ανάγκη να τον ευχαριστήσει που την έ κανε να χαμογελάσει. «Είσαι κακό παιδί, ντετέκτιβ Ντιβάιν», είπε η Αναμπεθ ανάβοντας το τσιγάρο του. Ο Σον τράβηξε μια ρουφηξιά. «Αυτό το έχω ξανακούσει». «Αν θυμάμαι καλά», είπε ο Γουάιτι, «το άκουσε την περασμένη βδομάδα από το διοικητή μας». «Αλήθεια;» είπε η Αναμπεθ, τοποθετώντας τον Σον στη θαλ πωρή του ενδιαφέροντος της. Η Αναμπεθ ήταν ένας από τους ελά t y
/
/
λ
/
f
/
γ»
Λ '
f
f
O
'
*
A
*
·
χιστους ανθρώπους που επένδυαν τόση προσπάθεια στο να ακούν όση και στο να μιλούν. Το χαμόγελο του Σον έγινε πιο πλατύ καθώς ο Ντέιβ έπαιρνε μια καρέκλα, και ο Τζίμι μπορούσε να νιώσει την ατμόσφαιρα στην κουζίνα να χαλαρώνει. «Μόλις βγήκα από διαθεσιμότητα», παραδέχτηκε ο Σον. «Χτες ήταν η πρώτη μου μέρα στη δουλειά». «Τι έκανες;» είπε ο Τζίμι σκύβοντας μπροστά. «Είναι εμπιστευτικό», είπε ο Σον. «Αρχιφύλακα Πάουερς;» ρώτησε η Αναμπεθ. «Λοιπόν, ο ντετέκτιβ Ντιβάιν από δ ω ...» Ο Σον γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε. «Μην ξεχνάς ότι έχω κι εγώ μερικές ιστορίες για σένα». «Καλά λες. Συμπαθάτε με, κυρία Μάρκους», είπε ο Γουάιτι. «Ω, ελάτε τώρα». «Με τίποτα. Να με συμπαθάτε». «Σον», είπε ο Τζίμι και, όταν ο Σον τον κοίταξε, ο Τζίμι προ σπάθησε να του πει με το βλέμμα του ότι αυτό ήταν πολύ καλό, ήταν ό,τι ακριβώς χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή. Μια ανάσα. Μια κουβέντα που δεν είχε καμιά σχέση με τις ανθρωποκτονίες ή με το Γ ραφείο Τελετών... ή με την απώ λεια... Το πρόσωπο του Σον μαλάκωσε, μέχρι που κάποια στιγμή έ μοιαζε με το πρόσωπό του όταν ήταν έντεκα χρονών, και κούνησε το κεφάλι του. Στράφηκε ξανά προς την Αναμπεθ και είπε: «Έστειλα σε κά ποιον ένα τσουβάλι ψεύτικες κλήσεις». «Τι έκανες λέει;» Ο Σον έγειρε πίσω το κεφάλι του, τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του και φύσηξε τον καπνό προς το ταβάνι. «Υπήρχε ένας τύπος που δε γούσταρα, δεν έχει σημασία γιατί. Τέλος πάντων, πριν από ένα μήνα πέρασα τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινή του του στον υπολογιστή της Τροχαίας για παράνομο παρκάρισμα. Ξέρεις, τα μπέρδευα -το ν ένα μήνα ήταν για μη πληρωμή παρκό μετρου, τον επόμενο για παρκάρισμα σε πεζόδρομο, και τα λοιπά και τα λοιπά. Για να μην τα πολυλογώ, ο τύπος είχε μπει στον υπο λογιστή χωρίς να το ξέρει». «Επειδή φυσικά ποτέ του δεν είχε λάβει ούτε μία κλήση», είπε η Αναμπεθ.
«Ποτέ του. Και κάθε είκοσι μία μέρες χρωστούσε άλλα πέντε δολάρια λόγω ληξιπρόθεσμης οφειλής, και τα πρόστιμα όλο και φούσκωναν, μέχρι που κάποια μέρα έλαβε μια κλήτευση σε δίκη». «Και ανακάλυψε ότι χρωστάει στην εφορία περίπου χίλια δια κόσια δολάρια», είπε ο Γουάιτι. «Χίλια εκατό», είπε ο Σον. «Αλλά, ναι, κάτι τέτοιο. Είπε ότι δεν έλαβε ποτέ τις κλήσεις, όμως το δικαστήριο δεν τον πίστεψε. Το ακούν συνέχεια, ξέρεις. Έτσι, λοιπόν, ο τύπος την πάτησε για τα καλα. Στο κατω κατω, ήταν περασμενος στον υπολογιστή, και οι υ πολογιστές δεν κάνουν ποτέ τους λάθη». «Καταπληκτικό! Το κάνεις συχνά αυτό;» είπε ο Ντέιβ. «Όχι!» είπε ο Σον και η Αναμπεθ κι ο Τζίμι γέλασαν. «Όχι, δεν το κάνω, Ντέιβιντ». «Τώρα σε λέει Ντέιβιντ», είπε ο Τζίμι. «Το νου σου». «Το έκανα μία φορά σε έναν τύπο». «Πώς σε τσάκωσαν, λοιπόν;» «Η θεία του τύπου που λέμε δούλευε στην Υπηρεσία Κλήσεων της Τροχαίας», είπε ο Γουάιτι. «Το πιστεύεις;» «Όχι», είπε η Αναμπεθ. Ο Σον έγνεψε. «Ποιος άλλος θα το καταλάβαινε; Ο τύπος πλή ρωσε βέβαια τα πρόστιμα, αλλά έπειτα έβαλε τη θεία του ν ’ ασχο ληθεί κι εκείνη έφτασε μέχρι το γραφείο μου στα κεντρικά. Και μια και είχα ανοιχτούς λογαριασμούς με τον εν λόγω κύριο, ήταν εύ κολο για το διοικητή μου να προσθέσει το κίνητρο στην υπόθεση και να μειώσει τους υπόπτους. Κι έτσι, λοιπόν, με τσουβάλιασαν». «Πόσα ακριβώς σκατά σ ’ έβαλαν να φας γ ι’ αυτό που έκανες;» ρώτησε ο Τζίμι. «Σακιά ολόκληρα», παραδέχτηκε ο Σον, κι αυτή τη φορά γέλα σαν και οι τέσσερις. «Μεγάλα, τεράστια σακιά σε μέγεθος σκουπι δοτενεκέ». Ο Σον έπιασε τη λάμψη στα μάτια του Τζίμι κι άρχισε να γελάει κι ο ίδιος. «Δεν ήταν και η καλύτερη χρονιά για τον καημένο τον Ντιβάιν», είπε ο Γουάιτι. «Πάλι καλά που η ιστορία δεν έφτασε στις εφημερίδες», είπε η Αναμπεθ. «Προσέχουμε τους δικούς μας», είπε ο Γουάιτι. «Μπορεί να 9 του ρίξαμε μερικες καρπαζιές, αλλα το μονο που ειχε στα χέρια της r f t r Y t η κυρία απο την Τροχαία ήταν η υπηρεσία απ οπου ξεκινούσαν οι ·\
»
·
ν '
/ ν»
t
*
/
rnp
τ
t
ν* r
>
^
Λ
f
#
f
*
«
κλήσεις, όχι ο αριθμός του αστυνομικού. Αν θυμάμαι καλά, το ρί ξαμε σε γραφειοκρατικό λάθος». «Αστάθεια του υπολογιστή», είπε υ Συν. «Ο διοικητής με έ βαλε να πληρώσω ολόκληρη την αποζημίωση συν τους τόκους, και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά, και με έθεσε σε διαθεσιμότητα μίας εβδομάδας άνευ αποδοχών, συν μία τρίμηνη επιτήρηση. Θα μπορούσε να είναι και πολύ χειρότερα, όμως». «Θα μπορούσαν να του ρίξουν στέρηση βαθμού». «Γιατί δεν το έκαναν;» ρώτησε ο Τζίμι. Ο Σον έσβησε το τσιγάρο του κι άνοιξε διάπλατα τα χέρια του. «Επειδή είμαι ο Υπερμπάτσος. Δε διαβάζεις εφημερίδες, Τζιμ;» «Αυτό που προσπαθεί να σας πει αυτός ο εγωίσταρος από δω είναι ότι έχει οδηγήσει σε λύση αρκετές πολύ σοβαρές υποθέσεις τους τελευταίους μήνες», είπε ο Γ ουάιτι. «Εχει το υψηλότερο πο σοστό εξιχνιάσεων στην ομάδα μου. Πρέπει να περιμένουμε να πέ σει πρώτα ο μέσος όρος του προτού τον πετάξουμε με τις κλοτσιές απ’ το Σώμα». r r «Ειδα το ονομα σου μια φορα στην εφημερίδα γι αυτή την ι στορία της “οργής των δρόμων”», είπε ο Ντέιβ. «Ο Ντέιβ διαβάζει», είπε ο Σον στον Τζίμι. «Όχι όμως βιβλία για μπιλιάρδο», είπε ο Γ ουάιτι με χαμόγελο. «Πώς πάει το χέρι, Ντέιβ;» Ο Τζίμι κοίταξε τον Ντέιβ πιάνοντας το βλέμμα του ακριβώς τη στιγμή που το κατέβαζε και μια ισχυρή διαίσθηση του είπε ότι ο μεγαλόσωμος αστυνομικός στρίμωχνε τον Ντέιβ, τον πίεζε. Ο Τζιμι ειχε ζήσει για αρκετό καιρό κατω απο αυτή την πίεση ωστε να ξέρει τον τόνο της. Και έπειτα συνειδητοποίησε ότι ο μπάτσος ειρωνευόταν τον Ντέιβ για το χέρι του. Τι εννοούσε όμως μιλώντας για μπιλιάρδο; Ο Ντέιβ άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει, αλλά το πρόσωπό του συγκλονίστηκε από κάτι που είδε πίσω από τον ώμο του Σον. Ο Τζίμι ακολούθησε το βλέμμα του κι ένιωσε και τον τελευταίο μυ του σώματός του να σφίγγεται. Ο Σον γύρισε το κεφάλι του και είδε τη Σελεστ Μπόιλ που κρα τούσε ένα σκούρο μπλε φόρεμα, με την κρεμάστρα στο ύψος του ώμου της, έτσι που το φόρεμα ανέμιζε λες και κάλυπτε ένα σώμα που κανείς δεν έβλεπε. ^ Γ*
m i/r
r
f
ν /
/
/
rr»
/
f
t
»
^
e
t
Η Σελέστ είδε την έκφραση στο πρόσωπο του Τζίμι και είπε: «Θα το πάω εγώ στο Γ ραφείο Τελετών, Τζιμ. Εγώ θα τους το πάω». Ο Τζίμι έμοιαζε λες και είχε ξεχάσει πώς να κινείται. «Δε χρειάζεται να το κάνεις», είπε η Αναμπεθ. «Θέλω να το κάνω», είπε η Σελέστ με ένα αλλόκοτο, απελπι σμένο γέλιο. «Αλήθεια. Θα το ήθελα πολύ. Θα βγω για λίγα λεπτά. Με μεγάλη μου χαρά». «Είσαι σίγουρη;» είπε ο Τζίμι, με τη φωνή του να βγαίνει με ένα μικρό κρώξιμο. «Ναι, ναι», είπε η Σελέστ. Ο Σον δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε δει ένα άτομο να θέλει τόσο απεγνωσμένα να φύγει από ένα δωμά τιο. Σηκώθηκε από την καρέκλα του προς το μέρος της, με το χέρι προτεταμένο. «Εχουμε συναντηθεί μερικές φορές. Σον Ντιβάιν». «Ω, βέβαια». Η παλάμη της Σελέστ ήταν υγρή από τον ιδρώτα καθώς τη γλιστρούσε στο χέρι του Σον. «Κάποτε με είχες κουρέψει», είπε ο Σον. «Το ξέρω, το ξέρω. Θυμάμαι». «Μ άλιστα...» είπε ο Σον. «Μάλιστα». «Να μη σε κρατάω». Η Σελέστ γέλασε ξανά μ ’ εκείνο το απεγνωσμένο γέλιο. «Όχι, όχι. Λοιπόν, χάρηκα που σε ξαναείδα. Πρέπει να πηγαίνω». «Γεια». «Γεια». «Γεια σου, αγάπη μου», είπε ο Ντέιβ, όμως η Σελέστ βρισκόταν κιόλας στο διάδρομο, βαδίζοντας προς την εξώπορτα λες και είχε μυρίσει διαρροή γκαζιού. «Γαμώτο», είπε ο Σον και κοίταξε πίσω από τον ώμο του τον Γουάιτι. «Τι;» είπε ο Γουάιτι. «Αφησα το μπλοκ μου στο περιπολικό». «Αντε να πας να το φέρεις». Καθώς ο Σον προχωρούσε στο διάδρομο, άκουσε τον Ντέιβ να λέει: «Δεν μπορεί να δανειστεί μια σελίδα απ’ το δικό σου;» Δεν έμεινε για ν ’ ακούσει τις ανοησίες που θα ξεφούρνιζε ο Γουάιτι, επειδή είχε περάσει πια από την πόρτα και κατέβαινε τις
σκάλες, βγαίνοντας στη βεράντα της εισόδου τη στιγμή που η Σε λεστ ετοιμαζόταν να μπει στο αυτοκίνητό της. Έβαλε το κλειδί της στην κλειδαριά και άνοιξε την πόρτα, έπειτα άπλωσε το χέρι της μέσα και ξεκλείδωσε την πίσω πόρτα. Την άνοιξε και ακούμπησε με προσοχή το φόρεμα στο πίσω κάθισμα. Κλείνοντας την πόρτα, κοίταξε πάνω από την οροφή του αυτοκινήτου και είδε τον Σον να κατεβαίνει τις σκάλες, ενώ ο Σον είδε πεντακάθαρα στο πρόσωπό της τον τρόμο, την έκφραση κάποιου που περιμένει να τον χτυπή σει ένα λεωφορείο την αμέσως επόμενη στιγμή. Θα μπορούσε να είναι πλάγιος ή ευθύς, κι ένα βλέμμα στο πρό σωπό της τον έπεισε ότι μόνο η ευθύτητα του άφηνε κάποια ελπίδα. «Σελεστ», είπε, «θα ήθελα μόνο να σου κάνω μια ερώτηση στα γρήγορα». «Εμένα;» Έγνεψε καθώς έφτασε στο αυτοκίνητο. Στηρίχτηκε επάνω του και έβαλε τα χέρια του στην οροφή. «Τι ώρα γύρισε σπίτι ο Ντέιβ τη νύχτα του Σαββάτου;» «Τι;» Επανέλαβε την ερώτηση, κοιτάζοντάς την επίμονα. «Από πού κι ως πού ενδιαφέρεσαι για το τι έκανε ο Ντέιβ το σαββατόβραδο;» τον ρώτησε εκείνη. «Είναι μια μικρή λεπτομέρεια μόνο, Σελέστ. Σήμερα κάναμε με ρικές ερωτήσεις στον Ντέιβ επειδή ήταν στο Μακ Γκιλς την ίδια ώρα με την Κέιτι. Κάποιες απαντήσεις του Ντέιβ δεν ταίριαζαν με ταξύ τους κι αυτό ενοχλεί το συνεργάτη μου. Εγώ απλώς πιστεύω ότι ο Ντέιβ ήπιε κάνα δυο ποτηράκια παραπάνω εκείνο το βράδυ και δεν μπορεί να θυμηθεί λεπτομέρειες, αλλά ο συνεργάτης μου μπορεί να σου σπάσει τα νεύρα. ΓΓ αυτό, λοιπόν, πρέπει να μάθω με ακρί βεια την ώρα που γύρισε σπίτι, ώστε να μ’ αφήσει ήσυχο και να επι κεντρωθούμε επιτέλους στην αναζήτηση του δολοφόνου της Κέιτι». «Νομίζεις ότι το έκανε ο Ντέιβ;» Ο Σον ξεκόλλησε από το αυτοκίνητο και την κοίταξε με αναση κωμένο πιγούνι. «Δεν είπα κάτι τέτοιο, Σελέστ. Διάβολε, γιατί να μου περάσει κατι τέτοιο απο το μυαλό;» «Να, δεν ξέρω». «Όμως εσύ το είπες». «Τι;» είπε η Σελέστ. «Για τι πράγμα μ Λούσαμε; Μπερδεύτηκα». Ο Σον της χάρισε το πιο καλοπροαίρετο χαμόγελό του. «Όσο ψ
r
r
t
λ
r
πιο γρήγορα μάθω πότε γύρισε σπίτι ο Ντέιβ τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσω να πείσω το συνεργάτη μου να προχωρήσουμε σε άλλα πράγματα, πέρα από τα κενά της ιστορίας του άντρα σου». Για μια στιγμή έδειχνε έτοιμη να ριχτεί στα αυτοκίνητα που περνούσαν στο δρομο πισω της. Τοσο έρημη, τοσο μπερδεμενη εμοιαζε, και ο Σον αισθάνθηκε γ ι’ αυτήν τον ίδιο ακατέργαστο οίκτο που αισθανόταν συχνά για τον άντρα της. «Σελέστ», είπε, ξέροντας ότι, αν ο Γουάιτι άκουγε αυτό που ε τοιμαζόταν να της πει, θα του έβαζε μηδέν στο φύλλο προόδου του, «δεν πιστεύω ότι ο Ντέιβ έκανε οτιδήποτε κακό. Σ ’ το ορκί ζομαι. Όμως ο συνεργάτης μου το νομίζει, και είναι ανώτερος μου. Εκείνος αποφασίζει για την πορεία της έρευνας. Αν μου πεις τι ώρα γύρισε σπίτι ο Ντέιβ, θα σταματήσουμε εδώ. Κι ο Ντέιβ δε θα χρει άζεται να ανησυχήσει ξανά για μας». «Μα είδατε το αυτοκίνητό του», είπε η Σελέστ. «Τι εννοείς;» «Σας άκουγα που μιλούσατε προηγουμένως. Κάποιος είδε το αυτοκίνητό του παρκαρισμένο έξω από το Λαστ Ντροπ τη νύχτα που σκοτώθηκε η Κέιτι. Ο συνεργάτης σου πιστεύει ότι ο Ντέιβ σκότωσε την Κέιτι». Αλλο πάλι και τούτο. Ο Σον δεν πίστευε σ τ’ αυτιά του. «Ο συνεργάτης μου θέλει να ρίξει μια πιο καλή ματιά στον Ντέ ιβ. Δεν είναι το ίδιο. Δεν τον θεωρούμε ύποπτο, Σελέστ, εντάξει; Δεν τον θεωρούμε ύποπτο. Πιστεύουμε μόνο ότι υπάρχουν μερικά κενά στην ιστορία του Ντέιβ. Αν κλείσουν κι αυτά, όλα θα τελειώ σουν. Τέρμα οι έγνοιες». Έπεσε θύμο. ληστείας, ήθελε να πει η Σελέστ. Γύρισε σπίτι γεμά τος αίματα, αλλά μόνο επειδή κάποιος προσπάθησε να τον ληστέψει. Δεν το έκανε αυτός. Παρ ’όλο που εγώ νομίζω ότι μπορεί να το έχει κάνει, ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μου ξέρει ότι ο Ντέιβ δεν είναι τέτοιος τύπος. Κάνουμε έρωτα οι δυο μας. Τον έχω παντρευτεί. Και δε θα μπορούσα να παντρευτώ ένα δολοφόνο, ηλίθιε μπάτσε. Προσπάθησε να θυμηθεί τον τρόπο με τον οποίο σκόπευε να μείνει ψύχραιμη όταν θα έφταναν οι αστυνομικοί για να κάνουν ε ρωτήσεις. Εκείνη τη νύχτα, ενώ ξέπλενε τα ρούχα του από το αίμα, ήταν σίγουρη ότι είχε ένα σχέδιο για το πώς θα αντιδρούσε. Όμως τότε δεν γνώριζε ότι η Κέιτι ήταν νεκρή και ότι οι αστυνομικοί θα την ανέκριναν για την ανάμειξη του Ντέιβ στη δολοφονία της. Πώς θα μπορούσε να είχε προβλέψει κάτι τέτοιο; Κι αυτός ο αστυνοt
ο
t
*
»τ /
·
*
ο
r
f
r
t
f
r
t
f
ι
»
r
μικος ήταν τοσο ευγενικός, αγέρωχος και γοητευτικος! Δεν ήταν ο κοιλαράς, γκριζομάλλης μεθύστακας που περίμενε. Ή ταν παλιός φίλος του Ντέιβ. Ο Ντέιβ τής είχε πει ότι αυτός εδώ ο άντρας, ο Σον Ντιβάιν, ήταν στο δρόμο μαζί του και με τον Τζίμι Μάρκους όταν τον είχαν απαγάγει. Και μεγαλώνοντας είχε γίνει αυτός ο ψη λός, έξυπνος, όμορφος τύπος, με μια φωνή που θα μπορούσες ν ’ ακούς όλη νύχτα και με μάτια που έμοιαζαν να σε γδύνουν. Θεέ και Κύριε! Πώς να τα βγάλει πέρα μ ’ αυτό; Είχε ανάγκη από χρόνο. Χρόνο για να σκεφτεί, να βρεθεί μόνη με τον εαυτό της και να κοιτάξει την κατασταση λογικά. Δεν ειχε αναγκη απο το φό ρεμα ενός νεκρού κοριτσιού να την κοιτάζει από το πίσω κάθισμα κι από έναν μπάτσο στην άλλη πλευρά του αυτοκινήτου της να της πετάει εκείνα τα δηλητηριώδη, πρόστυχα βλέμματά του. Κάποια σπγμή είπε: «Κοιμόμουν.,. u eA rafirt«Ορίστε;» ; «Κοιμόμουν», επανέλαβε. «Το Σάββατο το βράδυ, όταν ο Ντέιβ γύρισε σπίτι. Είχα ήδη πέσει για ύπνο». Ο αστυνομικός έγνεψε. Έγειρε ξανά πάνω στο αυτοκίνητο και χτύπησε τις παλάμες του στην οροφή. Έδειχνε ικανοποιημένος. Έ δειχνε λες και όλα τα ερωτήματά του είχαν απαντηθεί. Η Σελέστ θυμήθηκε ότι τα μαλλιά του ήταν πολύ σκληρά και ότι είχε τούφες στο χρώμα της καραμέλας στην κορυφή του κεφαλιού του ανάμεσα στις ανοιχτές καστανές. Θυμήθηκε που σκεφτόταν ότι δεν χρειαζό ταν ν ’ ανησυχεί αν θα χάσει ποτέ τα μαλλιά του. «Σελέστ», της είπε με την απαλή, κεχριμπαρένια φωνή του, «νομίζω ότι είσαι τρομαγμένη». Η Σελέστ αισθάνθηκε λες και ένα βρόμικο χέρι τής είχε χου φτώσει την καρδιά. «Νομίζω ότι είσαι τρομαγμένη και νομίζω ότι ξέρεις κάτι. Θέλω να καταλάβεις ότι είμαι στο πλευρό σου. Και είμαι στο πλευρό και του Ντέιβ. Αλλά στέκομαι πιο πολύ στο πλευρό σου επειδή, όπως είπα, είσαι τρομαγμένη». «Όχι, δεν είμαι τρομαγμένη», κατάφερε να του πει και άνοιξε την πόρτα του οδηγού. «Κι όμως, είσαι», είπε ο Σον και άφησε με ένα βήμα προς τα πίσω το αυτοκίνητο καθώς εκείνη μπήκε μέσα και βγήκε στη λεω φόρο. f γ
r
Λ
r
λ
w
r
/
/
19 ΕΤΣΙ ΣΚΟΠΕΥΑΝ ΝΑ ΕΙΝΑΙ
ΓΥΡ1ΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ, ο Σον βρήκε τον Τζίμι στο διά δρομο, να μιλάει σε ένα ασύρματο τηλέφωνο. «Εντάξει, δε θα ξεχάσω τις φωτογραφίες. Σας ευχαριστώ», είπε ο Τζίμι και έκλεισε. Κοίταξε τον Σον. «Ήταν από το Γ ραφείο Τελε τών Ριντ», είπε. «Πήραν το σώμα της από το γραφείο του ιατροδι καστή και τους είπα ότι θα περάσω από εκεί με τα πράγματά της». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ξέρεις, να τακτοποιήσουμε τις τε λευταίες λεπτομέρειες... τέτοια πράγματα». Ο Σον έγνεψε. «Έφερες το μπλοκ σου;» Ο Σον χούφτωσε την τσέπη του. «Εδώ το ’χω». Ο Τζίμι χτύπησε ελαφρά το ασύρματο τηλέφωνο στο πόδι του μερικές φορές. «Καλύτερα να ξεκινήσω για το γραφείο τελετών». «Καλό θα σου ’κανε πρώτα λίγος ύπνος, φίλε». «Όχι, κρατιέμαι». «Εντάξει». Καθώς ο Σον έκανε να φύγει, ο Τζίμι είπε: «Αναρωτιόμουν αν μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη». Ο Σον σταμάτησε. «Το συζητάς;» «Ο Ντέιβ μάλλον θα φύγει σε λίγο για να γυρίσει σπίτι τον Μάικλ.
Δεν ξέρω το πρόγραμμά σου, αλλά μακάρι να μπορούσες να κά νεις λίγη παρέα στην Αναμπεθ. Για να μη μείνει ολομόναχη, εντά ξει; Όπου να ’ναι θα γυρίσει και η Σελέστ, οπότε δε θα χρειαστεί να μείνεις για πολύ. Ο Βαλ και τ ’ αδέρφια του πήγαν τα κορίτσια σινεμα κι ετσι στο σπίτι οεν υπάρχει κάνεις -και, απ ο,τι ξερω, η Αναμπεθ δε θέλει να έρθει ακόμα στο γραφείο τελετών. Οπότε, να, σκέφτηκα μήπως...» «Δε νομίζω ότι υπάρχει πρόβλημα», είπε ο Σον. «Πρέπει να ρω τήσω και τον αρχιφύλακα βέβαια, αλλά η κανονική μας βάρδια εχει τελειώσει εδω και δυο ωρες περίπου. Παω να του μιλήσω. Ε ντάξει;» «Μου κάνεις μεγάλη εξυπηρέτηση». «Αστειεύεσαι». Ο Σον άρχισε να βαδίζει προς την κουζίνα, αλλά έπειτα σταμάτησε και κοίταξε τον Τζίμι. «Αλήθεια, Τζιμ, θέλω να σε ρωτήσω κάτι». «Έλα, πες το», είπε ο Τζίμι, παίρνοντας το ύφος επιφυλακτικού κακοποιού. Ο Σον προχώρησε στο διάδρομο. «Έχουμε κάτι αναφορές που λένε ότι είχες κάποιο πρόβλημα με το παιδί για το οποίο μας μίλη σες σήμερα το πρωί, τον Μπρένταν Χάρις». Ο Τζίμι ανασήκωσε τους ώμους του. «Όχι ακριβώς πρόβλημα. Απλώς δε μου καίγεται καρφί γ ι’ αυτό το παιδί». «Γ ιατί;» «Δεν ξέρω». Ο Τζίμι έβαλε το ασύρματο τηλέφωνο στην μπρο στινή του τσέπη. «Μερικοί άνθρωποι δε σε εμπνέουν. Καταλαβαί νεις;» Ο Σον έκανε ένα βήμα προς το μέρος του Τζίμι κι έβαλε το χέρι του στον ώμο του. «Έβγαινε με την Κέιτι, Τζιμ. Σχέδιαζαν να το σκάσουν μαζί». «Βλακείες», είπε ο Τζίμι κοιτάζοντας το πάτωμα. «Βρήκαμε έναν ταξιδιωτικό οδηγό του Βέγκας στο σακίδιό της, Τζιμ. Κάναμε μερικά τηλέφωνα και μάθαμε ότι είχαν γίνει κρατή σεις στα δύο ονόματα με την TWA. Το επιβεβαίωσε και ο Μπρέ νταν Χάρις». Ο Τζίμι έδιωξε το χέρι του Σον με ένα τίναγμα των ώμων του. «Αυτός σκότωσε την κόρη μου;» «Όχι». «Ακούγεσαι σίγουρος εκατό τοις εκατό». f
*
/
*\
r
' c
Ο '
*
*
*
r
>
Ί— Γ'
*
y
*
Λ r Γ*
«Περίπου. Πέρασε από τον ανιχνευτή ψεύδους χωρίς κανένα πρόβλημα, φίλε. Εκτός αυτού, το παιδί δε μου φαίνεται ικανό για κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι αγαπούσε πραγματικά την κόρη σου». «Να πάρει», είπε ο Τζιμ. Ο Σον έγειρε στον τοίχο πίσω του και περίμενε, δίνοντας στον Τζίμι χρόνο για να αφομοιώσει όσα είχε ακούσει. «Να το σκάσουν;» είπε ο Τζίμι έπειτα από λίγο. «Ναι. Τζιμ, σύμφωνα με τον Μπρένταν Χάρις και τις δύο φί λες της Κέιτι, ήσουν κατηγορηματικά αντίθετος στη γνωριμία τους. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι το γιατί. Το παιδί δε μου φάνηκε προβληματικό. Καταλαβαίνεις; Ίσω ς λιγάκι άχρωμο, οκέι. Αλλά φαίνεται καθωσπρέπει, καλό παιδί. Έχω μπερδευτεί». «Εσύ έχεις μπερδευτεί;» είπε ο Τζίμι χασκογελώντας. «Σον, μό λις έμαθα ότι η κόρη μου - η οποία, όπως ξέρεις, είναι νεκρή- σκό πευε να το σκάσει για το Λ ας Βέγκας». «Το ξέρω», είπε ο Σον χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του, με την ελπίδα ότι και ο Τζίμι θα έκανε το ίδιο, αφού έδειχνε τόσο ταραγμένος όσο το προηγούμενο απόγευμα δίπλα στην οθόνη του ντράιβ-ιν. «Είμαι απλώς περίεργος, φίλε. Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο ήσουν τόσο κάθετος στο να μην ξαναδεί η κόρη σου αυτό το παιδί». Ο Τζίμι έγειρε στον τοίχο δίπλα στον Σον και πήρε μερικές βα θιές ανάσες, εκπνέοντας αργά. «Ήξερα τον πατέρα του. Τον έλεγαν Τζαστ* Ρέι». «Γιατί, δικαστής ήταν;» Ο Τζίμι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Εκείνη την εποχή υ πήρχαν στη γειτονιά τόσοι τύποι με το όνομα Ρέι -ξέρεις, ο ΤρελοΡέι Μπάτσεκ, ο Ψυχάκιας Ρέι Ντόριαν και ο Ρέι Αέιν ο Μαρμότας-, που του Ρέι Χάρις του κόλλησε το Τζαστ Ρέι επειδή δεν είχαν μεί νει άλλα ωραία παρατσούκλια». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Τέ λος πάντων, ποτέ δε γούσταρα ιδιαίτερα αυτό τον τύπο. Και μετά μάλιστα παράτησε και τη γυναίκα του, όταν ήταν έγκυος στο μου γκό παιδάκι που έχει τώρα και ο Μπρένταν ήταν μόνο έξι χρονών, οπότε μάλλον σκέφτηκα, “το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει” και, γαμώτο, δεν ήθελα να βγαίνει με την κόρη μου». Ο Σον κούνησε το κεφάλι του, αλλά δεν το έχαψε. Υπήρχε κάτι * Just: σκέτος, αλλά και δίκαιος. (Σ.τ.Μ.)
στραβό στον τρόπο που ο Τζίμι είχε πει ότι ποτέ δεν γούσταρε ι διαίτερα αυτό τον τύπο -ένα μικρό σκάλωμα στη φωνή του-, και ο Σον είχε ακούσει αρκετές ψεύτικες ιστορίες όλ' αυτά τα χρόνια ώστε να τις ξεχωρίζει από μακριά, όσο ευλογοφανείς κι αν ακούγονταν. «Αυτό είναι όλο κι όλο;» είπε ο Σον. «Αυτό είναι ο μόνος λόγος;» «Αυτό», είπε ο Τζίμι, ξεκόλλησε μ ’ ένα σπρώξιμο από τον τοίχο κι άρχισε να βαδίζει ξανά στο διάδρομο.
«ΚΑΛΗ ΙΔΕΑ μού φαίνεται», είπε ο Γουάιτι καθώς στέκονταν έξω από το σπίτι με τον Σον. «Μείνε κοντά στην οικογένεια για λίγο, για να δεις τι άλλο μπορείς να βγάλεις. Αλήθεια, τι είπες στη γυ ναίκα του Μπόιλ;» «Της είπα ότι έδειχνε τρομαγμένη». «Επιβεβαίωσε το άλλοθι του;» Ο Σον κούνησε το κεφάλι του. «Είπε ότι κοιμόταν». «Νομίζεις όμως ότι φοβάται;» Ο Σον κοίταξε πίσω στα παράθυρα που έβλεπαν στο δρόμο. Έ κανε μια χειρονομία στον Γουάιτι στρέφοντας απότομα το κεφάλι του προς το δρόμο και ο Γουάιτι ακολούθησε το νεύμα του μέχρι τη γωνία. «Μας άκουσε που μιλούσαμε για το αυτοκίνητο». «Γ αμώτο», είπε ο Γ ουάιτι. «Αν το πει στον άντρα της, μπορεί να την κοπανήσει». «Και πού να πάει; Είναι μοναχοπαίδι, η μητέρα του έχει πεθάνει, έχει χαμηλό εισόδημα και ελάχιστους φίλους. Δεν είναι από τους τύπους που θα έφευγαν από τη χώρα για να ζήσουν στην Ου ρουγουάη». «Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να το επιχειρήσει». «Αρχιφύλακα», είπε ο Σον, «δεν έχουμε τίποτε στα χέρια μας για να τον κατηγορήσουμε». Ο Γουάιτι έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε τον Σον κάτω από τη λάμψη της λάμπας του δρόμου πάνω τους. «Υπερασπίζεσαι τα φιλαράκια σου από τη γειτονιά, Υπερμπάτσε;» «Απλώς δεν τον θεωρώ ικανό για κάτι τέτοιο, φίλε. Πρώτ’ απ’ όλα, μας λείπει το κίνητρο». «Το άλλοθι του είναι για κλάματα, Ντιβάιν. Οι ιστορίες του έ
χουν τόσες τρύπες, που αν ήταν βάρκες τώρα θα σέρνονταν στον πάτο του ωκεανού. Είπες ότι η γυναίκα του ήταν τρομαγμένη. Όχι ενοχλημένη. Τρομαγμένη». «Ναι, εντάξει. Σίγουρα κάτι έκρυβε». «Νομίζεις, λοιπόν, ότι κοιμόταν σ τ’ αλήθεια όταν εκείνος γύ ρισε σπίτι;» Ο Σον είδε τον Ντέιβ όταν ήταν μικρά παιδιά, να μπαίνει ανα λυμένος στα δάκρυα σ ’ εκείνο το αυτοκίνητο. Τον είδε θολό και μακρινό στο πίσω κάθισμα καθώς το αυτοκίνητο έστριβε στη γω νία. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο πίσω του για να διώξει αυτές τις εικόνες ευθύς αμέσως. «Όχι. Νομίζω ότι ξέρει πότε γύρισε σπίτι. Και, τώρα που ά κουσε τι λέγαμε, ξέρει ότι εκείνη τη νύχτα ο Ντέιβ βρισκόταν στο Λαστ Ντροπ. Επομένως, ίσως είχε στο κεφάλι της όλα αυτά τα πράγματα για κείνη τη νύχτα που δεν κολλούσαν μεταξύ τους και τώρα βάζει τα κομμάτια της ιστορίας στη θέση τους». «Και τα κομμάτια αυτά την τρομάζουν;» «Ισω ς. Δεν ξέρω». Ο Σον κλότσησε μια χαλαρή πέτρα στη βάση ενός τοίχου. «Νιώθω σ α ν...» «Πώς;» «Νιώθω σαν να έχουμε κι εμείς στα χέρια μας όλα αυτά τα κομ μάτια που συγκρούονται μεταξύ τους, αλλά που δεν κολλάνε τελι κά. Νιώθω ότι κάτι μας λείπει». «Στ’ αλήθεια δεν πιστεύεις ότι το έκανε ο Μπόιλ;» «Δεν τον αποκλείω. Όχι. Θα πίστευα ότι το έκανε αν μπορούσα έστω και για μια στιγμή να σκεφτώ κάποιο κίνητρο». Ο Γουάιτι έκανε ένα βήμα πίσω, σήκωσε τη φτέρνα του και την ακούμπησε πάνω σε ένα στύλο του δρόμου. Κοίταξε τον Σον με τον τρόπο που ο Σον είχε δει να κοιτάζει μάρτυρες που δεν ήταν καθόλου μα καθόλου σίγουρος ότι θα άντεχαν στο δικαστήριο. «Εντάξει», είπε. «Η έλλειψη κινήτρου με ενοχλεί κι εμένα. Όμως όχι πολύ, Σον. Ό χι πολύ. Νομίζω ότι υπάρχει κάτι που τον συνδέει με το φόνο. Αλλιώς, για ποιο λόγο να μας πει ψέματα;» «Ελα τώρα», είπε ο Σον. «Επειδή είμαστε αστυνομικοί. Οι άν θρωποι μας λένε ψέματα μόνο και μόνο για να δουν πώς είναι να λες ψέματα στην αστυνομία. Το οικοδομικό τετράγωνο γύρω από το Λαστ Ντροπ έχει πολλή κίνηση τις νύχτες -πόρνες, τραβεστί, παραστρατημένα παιδιά, όλοι μαζί σ ’ αυτό το κύκλωμα δουλεύουν.
Ίσως ο Ντέιβ να έριχνε ένα στα γρήγορα εκείνη τη νύχτα μέσα στ’ αμάξι του και δε θέλει να το μάθει η γυναίκα του. Ίσως υπάρχει κι άλλη γυναίκα στη ζωή του. Ποιος να ξέρει; Όμως, μέχρι στιγμής, τίποτε δεν τον συνδέει με τη δολοφονία της Κάθριν Μάρκους». «Τίποτε εκτός από ένα σωρό ψέματα και τη διαίσθησή μου που μου λέει ότι ο τύπος δεν είναι καθαρός». «Τη διαίσθησή σου. Μάλιστα», είπε ο Σον. «Σον», είπε ο Γουάιτι κι άρχισε να μετράει με τα δάχτυλά του, «ο τύπος μάς είπε ψέματα για την ώρα που έφυγε από το Μακ Γ κιλς. Μας είπε ψέματα για την ώρα που γύρισε σπίτι του. Είχε παρκάρει έξω από το Λαστ Ντροπ όταν το θύμα έφυγε από το μπαρ. Βρέθηκε σε δύο μπαρ μαζί της κι ωστόσο προσπαθεί να το κρύψει. Το χέρι του έχει τα χάλια του και η εξήγησή του είναι για κλάματα. Ο δο λοφόνος γνώριζε το θύμα, έχουμε ήδη καταλήξει σ ’ αυτό, το ίδιο κι ο ύποπτος. Ταιριάζει στην περιγραφή -μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια- του τυπικού δολοφόνου που σκοτώνει για τη συγκί νηση και μόνο. Είναι λευκός, γύρω στα τριάντα πέντε, υποαπασχο λούμενος και, απ’ όσα μου είπες χθες, έχει πέσει θύμα σεξουαλικής 1 κακοποίησης οταν ήταν παιοι. Πλακα μου κάνεις τωρα; Στα χαρτια, ο τύπος θα ’πρεπε να βρίσκεται κιόλας στη φυλακή». «Το είπες κι ο ίδιος: Έχει πέσει θύμα κακοποίησης. Όμως η Κάθριν Μάρκους δεν έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά. Αυτό δεν ταιριά ζει, αρχιφύλακα». «Ίσως να αυνανίστηκε μοναχά πάνω της». «Δε βρέθηκε σπέρμα στον τόπο του εγκλήματος». «Έβρεξε». «Όχι στο σημείο όπου βρέθηκε το θύμα. Στον τυχαίο φόνο που γίνεται για σεξουαλική ευχαρίστηση, ενενήντα εννέα φορές στις ε κατό υπάρχει εκσπερμάτωση. Πού βρίσκεται όμως σ ’ αυτή την πε ρίπτωση;» Ό Γουάιτι χαμήλωσε το κεφάλι του κι άρχισε να χτυπάει ρυθ μικά τις παλάμες του στις πλευρές του στύλου. «Εσύ, ο πατέρας του θύματος και ο πιθανός ύποπτος κάνατε παρέα...» «Ω, έλα τώρα!» «...όταν ήσαστε παιδιά. Είσαι εκτεθειμένος, γαμώτο. Είσαι υ πόλογος». «Τι είπες ότι είμαι;» Ο Σον χαμήλωσε τη φωνή του και ξεσταύ*
*
*
K? r
ΓΊΛ
9
f
'
V
'
ρωσε τα χέρια του. «Άκου», είπε. «Δε διαφωνώ μαζί σου σχετικά με το προφίλ του δολοφόνου. Δε λέω ότι αν βρούμε στον Ντέιβ Μπόιλ κάτι περισσότερο από μερικές αντιφάσεις δε θα του περά σουμε μαζί χειροπέδες. Αυτό το ξέρεις. Αλλά, αν αυτή τη στιγμή πας στον εισαγγελέα με τα στοιχεία που έχεις στα χέρια σου, τι νο μίζεις ότι θα κάνει;» Ο Γ ουάιτι χτύπησε τις παλάμες του λίγο πιο δυνατά πάνω στο στύλο. «Ελα, σοβαρά σου μιλάω», είπε ο Σον. «Τι νομίζεις ότι θα κά νει;» Ο Γουάιτι έφερε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του και χα σμουρήθηκε δυνατά. Κοίταξε τον Σον στα μάτια και στο πρόσωπό του φάνηκε μια γκριμάτσα πλήξης. «Κατάλαβα πού το πας», είπε σηκώνοντας το δείκτη του. «Αλλά πρόσεχε, δικηγόρε του καφενεί ου, γιατί θα βρω το μπαστούνι με το οποίο τη χτύπησαν ή το όπλο ή κάποια ματωμένα ρούχα. Δεν ξέρω ακριβώς τι, αλλά κάτι θα βρω. Και όταν το βρω, θα τον τσουβαλιάσω τον κολλητό σου». «Δεν είναι κολλητός μου», είπε ο Σον. «Αν αποδειχτεί ότι έχεις δίκιο, θα του έχω φορέσει εγώ τις χειροπέδες πριν προλάβεις να τις βγάλεις εσύ απ’ την τσέπη σου». Ο Γουάιτι άφησε το στύλο και πλησίασε τον Σον. «Μην εκτί θεσαι, Ντιβάιν. Αν το κάνεις αυτό, θα βρεθώ κι εγώ εκτεθειμένος, και τότε θα σε κάψω. Θα σε στείλω στο παγωμένο Μπερκσάιρς να κόβεις κλήσεις στα έλκηθρα». Ο Σον πέρασε τα δυο του χέρια από το πρόσωπό του και μέσα α π’ τα μαλλιά του, προσπαθώντας να διώξει από πάνω του την κούραση. «Τα αποτελέσματα της βαλλιστικής εξέτασης θα πρέπει να είναι έτοιμα», είπε. Ο Γουάιτι έφυγε από κοντά του. «Ναι, εκεί πηγαίνω. Θα πρέπει να έχουν στείλει στον υπολογιστή μου και τις εργαστηριακές εξε τάσεις από τα αποτυπώματα. Πάω να τα δω, ελπίζω να είμαστε τυ χεροί. Έ χεις το κινητό σου πάνω σου;» Ο Σον χτύπησε την τσέπη του. «Ναι». «Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα». Ο Γουάιτι απομακρύνθηκε από τον Σον, προχώρησε προς την Κρέσεντ για να πάρει το περιπο λικό και ο Σον ένιωσε παγιδευμένος από τη δυσπιστία του συνερ γάτη του. Η περίοδος της επιτήρησής του φαινόταν ξαφνικά πολύ πιο αληθινή απ’ ό,τι το πρωί.
Αρχισε να ανηφορίζει την Μπάκιγχαμ προς το σπίτι του Τζίμι την ίδια ώρα που ο Ντέιβ κατέβαινε τα σκαλιά της εξώπορτας μαζί με τον Μάικλ. «Γυρίζετε σπίτι;» Ο Ντέιβ σταμάτησε. «Ναι. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η Σελέστ δε γύρισε με το αυτοκίνητο να μας πάρει». «Είμαι σίγουρος ότι είναι καλά», είπε ο Σον. «Ω, βέβαια», είπε ο Ντέιβ. «Αλλά πρέπει να περπατήσω, και δεν έχω καθόλου όρεξη». Ο Σον γέλασε. «Πόσο μακριά είναι, πέντε τετράγωνα;» Ο Ντέιβ χαμογέλασε. «Κοντά έξι, φίλε, αν το καλοσκεφτείς». «Τότε, καλύτερα να ξεκινήσετε τώρα που έχει ακόμα λίγο φως», είπε ο Σον. «Να ’σαι καλά, Μάικ». «Γεια», είπε ο Μάικλ. «Να ’σαι καλά κι εσύ», είπε ο Ντέιβ και άφησαν τον Σον δίπλα στα σκαλιά, με τον Ντέιβ να τρεκλίζει ελαφρά από τις μπίρες που είχε κατεβάσει στο σπίτι του Τζίμι. Ο Σον σκέφτηκε, Αν το έχεις κάνει εσύ, Ντέιβ, καλύτερα να το κόψεις το πιοτό με το μαχαίρι. Έ τσι κι έρθουμε να σε συλλάβουμε ο Γουάιτι κι εγώ, θα χρειαστείς μέχρι και το τελευταίο κύτταρο του εγκεφάλου σου. Μέχρι και το τελευταίο. Ο
9
/
*
ήταν ασημένιο αυτή την ώρα του δειλινού, με τον ήλιο να έχει δύσει, αλλά αφήνοντας ακόμα λίγο φως στον ου ρανό. Οι κορυφές των δέντρων στο πάρκο είχαν μαυρίσει κι από εδώ ψηλά η οθόνη του ντράιβ-ιν δεν ήταν παρά μια σκληρή σκιά. Η Σελέστ καθόταν στο αυτοκίνητό της από τη μια μπάντα του Σόματ, κοιταζοντας κατω το καναλι και το πάρκο και, πιο περα, το Α νατολικό Μπάκιγχαμ, ν ’ απλώνεται πίσω του σαν μια τεράστια χω ματερή. Το πάρκο έκρυβε σχεδόν εντελώς το Φλατς, εκτός από τα μοναχικά καμπαναριά και τις πιο ψηλές στέγες. Ωστόσο, τα κτίρια του Πόιντ ξεπερνούσαν σε ύψος αυτά του Φλατς και το κοιτούσαν αφ’ υψηλού μέσα από πλακόστρωτους δρόμους και ήπιες πλαγιές. Η Σελέστ δεν μπορούσε να θυμηθεί πώς είχε φτάσει εδώ. Είχε αφήσει το φόρεμα σε έναν από τους γιους του Μπρους Ριντ, έναν νεαρό που φορούσε μαύρο κοστούμι για κηδείες, αλλά είχε τόσο καλοξυρισμένα μάγουλα και τόσο νεανικά μάτια, που έμοιαζε πε ΤΟ ΠΕΝ Τ Σ Α Ν Ε Λ
r y
r
f Λ
e
/
ι
ρισσότερο σαν να είχε ντυθεί για κάποιο χορό. Είχε φύγει από ίο γραφείο τελετών -κ α ι το επόμενο που θυμόταν ήταν να στρίβει πίσω από το εγκαταλελειμμένο μηχανουργείο Άιζακ Άιρονγουορκς, να περνάει μπροστά από τα πελώρια άδεια υπόστεγα και να παρκά ρει στην άκρη του πάρκινγκ, με τον προφυλακτήρα του αυτοκινή του της να ακουμπάει τους σαπισμένους πασσάλους και τα μάτια της να ακολουθούν το νωθρό ρεύμα του Πεν που κυλούσε απαλά προς τους υδατοφράκτες του λιμανιού. 9 Απο τη στιγμή που ακουσε τους δυο αστυνομικούς να μιλούν για το αυτοκίνητο του Ντέιβ -τ ο δικό τους αυτοκίνητο, αυτό που μέσα του καθόταν αυτή εδώ τη σ τιγμ ή- ένιωθε σαν μεθυσμένη. Δεν ήταν όμως καλό μεθύσι, απ’ αυτά που νιώθεις χαλαρός, άνετος και μια στάλα ζαλισμένος. Όχι* ένιωθε λες και έπινε φτηνό κρασί όλη νύχτα και γυρνώντας στο σπίτι είχε χάσει τις αισθήσεις της, για να ξυπνήσει με το κεφάλι της βαρύ και τη γλώσσα της πρησμένη και τώρα ένιωθε ποτισμένη απ’ το δηλητήριο, απαθής, αργόστροφη και ανίκανη να συγκεντρώσει τις σκέψεις της. «Είσαι τρομαγμένη», της είχε πει ο αστυνομικός, εισβάλλοντας μέσα της τόσο απόλυτα, που η μόνη αντίδρασή της ήταν μια αυ θόρμητη, εριστική άρνηση. «Όχι, δεν είμαι τρομαγμένη», λ ε ς και ήταν παιδί. Όχι, δεν είμαι. Ναι, είσαι. Όχι, δεν είμαι. Ναι, είσαι. Το ξέρω ότι είσαι, αλλά εγώ τι είμαι; Και μπλα-μπλα-μπλα-μπλα... Ήταν τρομαγμένη. Ή ταν τρομοκρατημένη. Ένιωθε να συνθλί βεται κάτω από το βάρος του φόβου. Θα του μιλούσε, είπε στον εαυτό της. Στο κάτω κάτω, ήταν ο Ντέιβ. Έ νας καλός πατέρας. Έ νας άντρας που, ό λ ’ αυτά τα χρό νια που τον γνώριζε, δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι πάνω της ούτε είχε δείξει κάποια τάση προς τη βία. Που δεν είχε ποτέ κλοτσήσει μια πόρτα, δεν ειχε ρίξει ποτε του μπουνιά σ εναν τοίχο. Ηταν σί γουρη ότι μπορούσε ακόμα να του μιλήσει. Θα του έλεγε, Ντέιβ, τίνος ήταν το αίμα που ξέπλυνα από τα ρούχα σου; Θα του έλεγε, Τι συνέβη πραγματικά τη νύχτα του Σαββάτου; Σ ’ εμένα μπορείς ν ’ ανοίξεις την καρδιά σου. Η γυναίκα σου εί μαι. Μπορείς να μου πεις τα πάντα. Αυτό θα έκανε. Θα του μιλούσε. Δεν είχε λόγο να τον φοβάται. Ή ταν ο Ντέιβ. Τον αγαπούσε, την αγαπούσε κι εκείνος, κι αυτό θα λειτουργούσε με κάποιον τρόπο. Ή ταν σίγουρη γι’ αυτό. Λ
*
'
/
Ο
'
*
Ο
*
*
ι
Λ
/ ι
ι
'
/
Κι όμως, παρέμενε εκεί, ανίσχυρη, στην απέναντι όχθη του Πεν Τσάνελ, δίπλα σ ’ ένα εγκαταλελειμμένο μηχανουργείο, αγορασμένο πρόσφατα από κάποιον επενδυτή που υποτίθεται ότι σκόπευε να το κάνει πάρκινγκ εάν χτιζόταν το στάδιο στην άλλη όχθη του ποτα μού. Κοιτούσε πέρα από το πάρκο όπου είχε δολοφονηθεί η Κέιτι Μάρκους. Περίμενε κάποιον να της πει πώς να κινηθεί ξανά.
Ο ΤΖΙΜΙ ΚΑΘΟΤΑΝ με το γιο του Μπρους Ριντ, τον Αμπροουζ, στο γραφείο του πατέρα Ριντ και τακτοποιούσαν τις τελευταίες λεπτο μέρειες. Ευχόταν να είχε απέναντι του τον Μπρους αντί γ ι’ αυτό το παιοι που εμοιαζε λες και μόλις ειχε αποφοιτήσει απο το κολέ γιο. Πιο εύκολα τον φανταζόσουν να παίζει φρίσμπι στην παραλία παρά να σηκώνει φέρετρα, και ο Τζίμι δεν μπορούσε να φανταστεί αυτά τα μαλακά, άσπιλα χέρια ν ’ αγγίζουν τους νεκρούς στην αί θουσα ταρίχευσης. Είχε δώσει στον Αμπροουζ την ημερομηνία γέννησης της Κέιτι και τον αριθμό της κοινωνικής της ασφάλισης, και το παιδί είχε συμπληρώσει τα στοιχεία με μία χρυσή πένα σε ένα έγγραφο από κάποιο ντοσιέ. Κι έπειτα είπε με τη βελούδινη φωνή του, που ήταν μια νεότερη έκδοση της φωνής του πατέρα του: «Ωραία, ωραία, κύριε Μάρκους. Θα γίνει παραδοσιακή καθολική τελετή; Με αγρυ πνία και λειτουργία;» «Ναι». «Τότε, θα σας πρότεινα να αναβάλουμε την αγρυπνία μέχρι την Τετάρτη». Ο Τζίμι έγνεψε καταφατικά. «Η εκκλησία έχει κλειστεί ήδη για το πρωί της Πέμπτης στις εννέα». «Στις εννέα ακριβώς», είπε το παιδί και το σημείωσε. «'Εχετε σκεφτεί κάποια ώρα για την αγρυπνία;» «Θα κάνουμε δύο», είπε ο Τζίμι. «Η πρώτη από τις τρεις μέχρι τις πέντε. Και η δεύτερη από τις εφτά μέχρι τις εννέα». «Από τις εφτά μέχρι τις εννέα», επανέλαβε το παιδί καθώς το σημείωνε. «Βλέπω ότι φέρατε τις φωτογραφίες. Ωραία, ωραία». Ο Τζίμι κοίταξε τη στοίβα με τις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες της Κέιτι. Η Κέιτι τη μέρα της αποφοίτησής της. Η Κέιτι με τις α δερφές της στην παραλία. Η Κέιτι κι ο ίδιος στα εγκαίνια του Κό τατζ Μάρκετ, όταν εκείνη ήταν οχτώ χρονών. Η Κέιτι με την Ιβ και cw
*
y
y
* y
f
t
t
y
*
την Νταϊάν. Η Κέιτι, η Αναμπεθ, ο Τζίμι, η Ναντίν και η Σάρα στο Σιξ Φλαγκς. Η Κέιτι στα δέκατα έκτα γενέθλιά της. Αφησε τη στοίβα με τις φωτογραφίες στην καρέκλα δίπλα του και αισθάνθηκε ένα μικρό κάψιμο στο λαιμό, που έφυγε καταπίνο ντας. «Έχετε σκεφτεί κάτι ιδιαίτερο για τον ανθοστολισμό;» είπε ο Α μπροουζ Ριντ. «Σήμερα το απόγευμα κάναμε παραγγελία στον Νόπφλερ», είπε ο Τζίμι. «Και η αγγελία;» Ο Τζίμι κοίταξε για πρώτη φορά το παιδί στα μάτια. «Ποια αγ γελία;» «Ναι», είπε το παιδί και κοίταξε το μπλοκ του. «Τι θα πρέπει να γράφει η αγγελία στην εφημερίδα; Μπορούμε να το φροντίσουμε εμείς, βέβαια, αν μας δώσετε τις βασικές κατευθύνσεις. Αν προτι μάτε δωρεές αντί για στεφάνια, επί παραδείγματι, τέτοια πράγμα τα». Ο Τζίμι πήρε το βλέμμα του από τα παρηγορητικά μάτια του παιδιού και κοίταξε το πάτωμα. Κάτω τους, κάπου στο υπόγειο του λευκού βικτοριανού κτιρίου, βρισκόταν η Κέιτι, ξαπλωμένη στην αίθουσα ταρίχευσης. Ολόγυμνη μπροστά στον Μπρους Ριντ, μπρο στά σ ’ αυτό το παιδί και στους δύο αδερφούς του, οι οποίοι όπου να ’ναι θα έπιαναν δουλειά πάνω της, καθαρίζοντάς την, αγγίζοντας την, συντηρώντας την. Τα ψυχρά, περιποιημενα χέρια τους θα άγγιζαν το σώμα της. Θα σήκωναν τα μέλη της. Θα έπιαναν το πι γούνι της ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείκτη και θα το έστρε φαν. Θα χτένιζαν με βούρτσες τα μαλλιά της. Σκέφτηκε το παιδί του γυμνό και εκτεθειμένο, με το χρώμα στραγγισμένο από τη σάρκα του, περιμένοντας να την αγγίξουν για τελευταία φορά αυτοί οι ξένοι -μ ε φροντίδα και προσοχή, ίσως, αλλά με τρόπο σχολαστικό, κλινικό. Και έπειτα θα έβαζαν σατέν μαξιλάρια πίσω από το κεφάλι της στο φέρετρο και θα κυλούσαν το φορείο στο παρεκκλήσι, με το παγωμένο πρόσωπο μιας κούκλας κολλημένο πάνω στο δικό της και με το αγαπημένο της μπλε φόρε μα. Θα την κοιτούσαν όλοι με λαχτάρα, θα έλεγαν προσευχές από πάνω της, θα μιλούσαν γ ι’ αυτήν, θα τη θρηνούσαν -κ α ι τελικά θα την έθαβαν. Θα κατέβαινε σ ’ ένα λάκκο που θα είχαν ανοίξει άν θρωποι που δεν τη γνώριζαν... κι ο Τζίμι άκουγε κιόλας το χώμα /
t
rr-i
f
t
t
A
να πέφτει με έναν υπόκωφο γδούπο, λες και βρισκόταν ο ίδιος στο εσωτερικό του φερετρου μαζι της. Και θα έμενε ξαπλωμένη εκεί, μες στο σκοτάδι, με δυο μέτρα χώμα πάνωθέ της, κι έπειτα το γρασίδι, κι έπειτα τον ανοιχτό ου ρανό που δεν θα τον έβλεπε, χωρίς να νιώθει, χωρίς να μυρίζει, χω ρίς να αισθάνεται. Θα έμενε ξαπλωμένη εκεί για χίλια χρόνια, ανή μπορη ν ’ ακούσει τα βήματα των ανθρώπων που θα επισκέπτονταν τον τάφο της, ανήμπορη ν ’ ακούσει κάτι από τον κόσμο που άφησε εξαιτίας όλου αυτού του χώματος που τη χώριζε απ’ αυτόν. Θα τον σκοτώσω, Κέιτι. Δεν ξέρω με ποιο τρόπο, αλλά θα τον βρω πριν από την αστυνομία και θα τον σκοτώσω. Θα τον χώσω σε μια τρύπα πολύ χειρότερη απ’ αυτήν που θα μπεις εσύ. Δεν θ ’ αφήσω τίποτε απο οαυτον για να ταριχευτεί, τίποτε για να κλαφτει. Θα τον εξαφανίσω λες και δεν έζησε ποτέ, λες και το όνομά του και όλα όσα υπήρξε ή νομίζει ότι εξακολουθεί να είναι αυτή τη στιγμή C* * f r r \ » όεν ήταν παρα ενα ονειρο που περασε απο το μυαλό κάποιου για μια στιγμή και ξεχάστηκε προτού ξυπνήσει. Θα βρω αυτόν που σε ξάπλωσε σε τούτο το τραπέζι του υπο γείου και θα τον σβήσω. Και οι αγαπημένοι του -α ν είχε ποτέ- θα νιώσουν μεγαλύτερη οδύνη απ’ αυτήν που νιώθουν οι δικοί σου, Κέιτι. Επειδή ποτέ δεν θα είναι βέβαιοι για το τι του συνέβη. Και μην ανησυχείς για το αν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο, μωρό μου. Ο μπαμπάς μπορεί. Ποτέ δεν το ήξερες αυτό, αλλά ο μπαμπάς έχει ξανασκοτώσει στη ζωή του. Ο μπαμπάς έχει κάνει αυτό που έ πρεπε να κάνει. Και μπορεί να το ξανακάνει. Στράφηκε ξανά στο γιο του Μπρους, ο οποίος ήταν πολύ και νούριος στη δουλειά ώστε να πτοείται από τις μακριές σιωπές. Ο Τζίμι είπε: «Θα ήθελα να γράφει “Μάρκους Κάθριν Χουανίτα, αγαπημένη κόρη του Τζέιμς και της Μαρίτα, νεκρής, προγονή της Αναμπεθ και αδερφή της Σάρας και της Ν αντίν.. f
f
t
y r
»
/ O
f
f
f
t
Λ
'
»
foZAr&firfr' Ο ΣΟΝ ΚΑΘΟΤΑΝ στην πίσω βεράντα με την Αναμπεθ Μάρκους. Εκείνη έπινε μικρές γουλιές από ένα ποτήρι λευκό κρασί και κά πνιζε τα τσιγάρα της μέχρι τη μέση, ενώ το πρόσωπό της φωτιζό ταν από τον γυμνό γλόμπο που κρεμόταν από πάνω τους. Ή ταν ένα πρόσωπο που απέπνεε δύναμη, ίσως δεν είχε υπάρξει ποτέ όμορφο, αλλά ήταν πάντα εντυπωσιακό. Δεν ήταν ασυνήθιστη στο να συ
γκεντρώνει τα βλέμματα, φαντάστηκε ο Σον, και ωστόσο φαινόταν να μη γνωρίζει γιατί κάτι τέτοιο άξιζε τον κόπο. Θύμιζε λιγάκι στον Σον τη μητέρα του Τζίμι, αλλά χωρίς τον αέρα της παραίτησης και της ήττας, καθώς και τη δική του μητέρα με την ολοκληρωτική και αβίαστη αυτοκυριαρχία της -και, έτσι, του θύμιζε και λίγο τον ίδιο τον Τζίμι. Μπορούσε να καταλάβει ότι η Αναμπεθ ήταν μια γυ ναίκα εύθυμη, ποτέ όμως επιπόλαιη. «Λοιπόν», είπε στον Σον καθώς της άναβε ένα τσιγάρο, «τι θα κάνεις το βράδυ, όταν δε θα είσαι πια υποχρεωμένος να με παρηγορείς;» «Δ εν...» Το άφησε να περάσει με μια κίνηση του χεριού της. «Το εκτιμώ. Αλήθεια. Τι θα κάνεις, λοιπόν;» «Θα πάω να δω τη μητέρα μου». «Σοβαρά;» Της έγνεψε. «Έχει τα γενέθλιά της. Θα τα γιορτάσω μαζί της και με τον πατέρα μου». «Αχά», είπε. «Και πόσο καιρό είσαι διαζευγμένος;» «Φαίνεται;» «Το φοράς σαν κοστούμι». «Οχ... Βρίσκομαι σε διάσταση λίγο πάνω από χρόνο». «Μένει εδώ;» «Οχι πια. Ταξιδεύει». «Το είπες με άχτι. “Ταξιδεύει”». «Αλήθεια;» Ο Σον ανασήκωσε τους ώμους του. Α πλω σε το χέρι της. «Σιχαίνομαι αυτό που κάνω αυτή τη στιγμή -διώχνω από πάνω μου τη σκέψη της Κέιτι εις βάρος σου. Δε χρειάζεται να έχεις κάποια απάντηση για τις ερωτήσεις μου. Εί μαι απλώς περίεργη, κι εσύ φαίνεσαι ενδιαφέρων τύπος». Χαμογέλασε. «Όχι, δεν είμαι. Στην πραγματικότητα είμαι πολύ βαρετός, κυρία Μάρκους. Έ ξω από τη δουλειά μου, είμαι ένα μη δενικό». «Αναμπεθ», είπε. «Λέγε με Αναμπεθ, σε παρακαλώ». «Εντάξει». «Μου φαίνεται δύσκολο να πιστέψω ότι είσαι βαρετός, ντετέκτιβ Ντιβάιν. Ωστόσο, ξέρεις τι είναι αλλόκοτο;» «Τι;» Έκανε μια στροφή πάνω στην καρέκλα της, γύρισε και τον κοί
ταξε. «Δε μου φαίνεσαι ο τύπος που θα έδινε σε κάποιον ψεύτικες κλήσεις». «Και γιατί παρακαλώ;» «Μου φαίνεται παιδιάστικο», είπε. «Και δε δείχνεις για άντρας που κάνει παιδιάστικα πράγματα». Ο Σον ανασήκωσε τους ώμους του. Α π’ όσο ήξερε, όλοι φέρο νταν παιδιάστικα κάποια στιγμή στη ζωή τους. Ή ταν ένα καταφύ γιο, ειδικά όταν ήσουν χωμένος μέχρι το λαιμό στα σκατά. Για πάνω από ένα χρόνο δεν είχε μιλήσει σε κανέναν για τη Λό ρεν -ούτε στους γονείς του ούτε στους λίγους σκόρπιους φίλους του ούτε καν στον ψυχολόγο της αστυνομίας, στον οποίο ο διοικη τής είχε κάνει μια σύντομη αναφορά, λέγοντάς του ότι το φευγιό της Λόρεν είχε γίνει κοινό μυστικό στα κεντρικά. Αλλά τώρα είχε μπροστά του την Αναμπεθ, μια ξένη που υπέφερε από μια απώλεια, και ο Σον μπορούσε να την αισθανθεί να εμβαθύνει στη δική τον απώλεια, μια ξένη που είχε ανάγκη να την καταλάβει ή να τη μοιραστει, ή οτιδήποτε, γιατί ειχε αναγκη, οπως φανταζόταν ο Σον, να μάθει ότι δεν ήταν η μόνη. «Η γυναίκα μου είναι διευθύντρια σκηνής σε θεατρικές παραt ψ r * στάσεις», ειπε γαλήνια. «Σε περιοδευουσες παραστασεις, καταλα βαίνεις; Θυμάσαι την περιοδεία που έκανε πέρυσι το Lord o f the Dance σε όλη τη χώρα; Η γυναίκα μου ήταν διευθύντρια σκηνής. Τέτοια πράγματα. Τώρα, νομίζω ότι ανεβάζει το Annie Get Your Gun, ή κάτι τέτοιο, δεν είμαι σίγουρος. Ό ,τι ανακυκλώσιμο ανεβαί νει φέτος, τέλος πάντων. Είμαστε παράξενο ζευγάρι. Τα επαγγέλματά μας δε θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικά». «Την αγαπούσες, όμως», είπε η Αναμπεθ. «Ναι. Ακόμα την αγαπώ». Πήρε μια βαθιά ανάσα, γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του. «Ο τύπος λοιπόν στον οποίο έστειλα τις κλήσεις ήταν...» Το στόμα του Σον στέγνωσε και κούνησε το κε φάλι του, κι αισθάνθηκε μια ξαφνική παρόρμηση να φύγει τρέχοντας από τούτη τη βεράντα και να εξαφανιστεί. «Ήταν αντίζηλος;» είπε η Αναμπεθ με απαλή φωνή. Ο Σον έβγαλε ένα τσιγάρο από το πακέτο και το άναψε γνέφοντας. «Αυτή είναι μάλλον όμορφη λέξη. Αντίζηλος. Ας πούμε. Η γυναίκα μου κι εγώ περάσαμε δύσκολα για κάποιο διάστημα. Κα νείς από τους δυο μας δεν έμενε πολλή ώρα στο σπίτι, καταλαβαί νεις. Κι αυτός ο ... χ μ μ ... αντίζηλος, ήθελε να μείνει μαζί της». «Κι εσύ αντέδρασες άσχημα», είπε η Αναμπεθ. Ή ταν δήλωση, όχι ερώτηση. t
*
ο
'
·
A
*
^
'
t
Ο
/
ν» f
V "1
Λ
Ο Σον γύρισε τα μάτια του προς το μέρος της. «Ξέρεις κάποιον που δε θα αντιδρούσε άσχημα;» Η Αναμπεθ του έριξε μια σκληρή ματιά, που δεν είχε μεγάλη σχέση με σαρκασμό, δείχνοντας να επιδοκιμάζει τη στάση του Σον. «Όμως εξακολουθείς να την αγαπάς, έτσι;» «Και βέβαια. Διάβολε, νομίζω ότι κι εκείνη με αγαπάει». Έ σβησε το τσιγάρο του. «Μου τηλεφωνάει όλη την ώρα. Μου τηλε φωνεί και δε μιλάει». «Περίμενε. Θες να πεις ό τι...» «Ακριβώς». «Ότι σου τηλεφωνεί και δε σου λέει κουβέντα;» «Ναι. Κι αυτό συνεχίζεται επί οχτώ μήνες». Η Αναμπεθ γέλασε. «Χωρίς παρεξήγηση, αυτό είναι το πιο πα ράξενο πράγμα που έχω ακούσει εδώ και πολύ καιρό». «Δε σε παρεξηγώ». Κοίταξε μια μύγα που πλησίασε το γλόμπο και έπειτα τινάχτηκε μακριά. «Μια α π ’ αυτές τις μέρες, φαντάζο μαι, θα μου μιλήσει. Αυτό περιμένω». Ακουσε το απρόθυμο γέλιο του να σβήνει μέσα στη νύχτα και ο απόηχός του τον έκανε να αισθανθεί αμήχανα. Κάθισαν σιωπηλοί για λίγο, καπνίζοντας, ακούγοντας το βόμβο της μύγας που συνέ χιζε τις τρελές της εφορμήσεις προς το γλόμπο. «Πώς τη λένε;» ρώτησε η Αναμπεθ. «Όλη αυτή την ώρα δεν εί πες ούτε μια φορά το όνομά της». «Λόρεν», είπε εκείνος. «Τη λένε Λόρεν». Το όνομά της αιωρήθηκε στον αέρα για λίγο σαν μισοφτιαγμένος ιστός αράχνης. «Και την αγαπούσες από τότε που ήσαστε παιδιά;» «Από το πρώτο έτος του κολεγίου», είπε. «Ναι, μάλλον παιδιά ήμαστε τότε». Θυμήθηκε κάποια νοεμβριάτικη καταιγίδα, και τους δυο τους να φιλιούνται για πρώτη φορά κάτω από μια πόρτα, τη σάρκα της ν ’ ανατριχιάζει και τα κορμιά τους να τρέμουν. «Ίσως αυτό είναι το πρόβλημα», είπε η Αναμπεθ. Ο Σον την κοίταξε. «Ότι δεν είμαστε πια παιδιά;» «Ο ένας από τους δυο σας, τουλάχιστον», είπε. Ο Σον δεν ρώτησε ποιος απ’ τους δυο. «Ο Τζίμι μου είπε ότι του ανέφερες πως η Κέιτι σκόπευε να το σκάσει με τον Μπρένταν Χάρις». Ο Σον έγνεψε καταφατικά.
«Αυτό είναι όλο, δηλαδή;» Στράφηκε προς το μέρος της. «Τι;» Φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου της προς τα άδεια σκοινιά του απλώματος. «Τέτοια ηλίθια όνειρα κάνεις όταν είσαι νέος. Είναι δυνατόν η Κέιτι και ο Μπρένταν Χάρις να κατάφερναν να ζήσουν στο Λας Βέγκας; Πόσο θα διαρκούσε ο μικρός τους παράδεισος; Ίσως μέχρι το δεύτερο κάμπινγκ για τροχόσπιτα ή το δεύτερο παι δί1 αργά ή γρήγορα, όμως, θα το έπαιρναν χαμπάρι ότι η ζωή δεν είναι αυτοί έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα όπως γίνεται στα πα ραμύθια με τα χρυσά δειλινά κι όλες αυτές τις χαζομάρες. Η ζωή χρειάζεται δουλειά. Το πρόσωπο που αγαπάς συνήθως σπάνια αξί ζει όλη την αγάπη που του δίνεις. Επειδή κανείς δεν το αξίζει πραγ ματικά και σε κανέναν δεν αξίζει ένα τέτοιο βάρος. Θα προδοθείς, θα απογοητευτείς και η εμπιστοσύνη σου θα γίνει κομμάτια, και θα περάσεις ένα σωρό μέρες που θα έχουν τα χάλια τους. Χάνεις πε ρισσότερα απ’ όσα κερδίζεις. Μισείς το πρόσωπο που αγαπάς όσο ακριβώς το αγαπάς. Αλλά, γαμώτο, ανασκουμπώσου καλύτερα και στρώσου στη δουλειά -σ τα πάντα-, γιατί αυτό ακριβώς σημαίνει να μεγαλώνεις και να γερνάς». «Αναμπεθ», είπε ο Σον, «σου έχουν πει ποτέ ότι είσαι σκληρή γυναίκα;» Γύρισε προς το μέρος του, με τα μάτια κλειστά και ένα ονειρικό χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Όλη την ώρα». foZAT&firB' ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ο Μπρένταν Χάρις μπήκε στο δωμάτιό του και αντίκρισε τη βαλίτσα κάτω από το κρεβάτι του. Ή ταν ασφυκτικά γεμάτη με σορτς και χαβανέζικα πουκάμισα, ένα μπουφάν και δύο τζιν, όχι όμως πουλόβερ ή μάλλινα παντελόνια. Είχε πακετάρει αυτά που πίστευε ότι φορούσαν στο Λας Βέγκας, χωρίς ούτε μισό χειμωνιάτικο ρούχο, επειδή είχαν συμφωνήσει με την Κέιτι ότι δεν ήθελαν να ξαναδούν άλλο στη ζωή τους βιτρίνα με χειμωνιάτικα ρούχα στο Κέι Μαρτ ή παρμπρίζ με κρουσταλλιασμένο πάγο. Έτσι, λοιπόν, άνοιξε τη βαλίτσα κι αυτό που είδε μπροστά του ήταν μια φωτεινή παρέλαση από παστέλ χρώματα και λουλουδάτα μοτίβα μια έκρηξη καλοκαιρινή. Έτσι σκόπευαν να είναι. Μαυρισμένοι και χαλαροί, με το σώμα τους απαλλαγμένο από μπότες, πανωφόρια, ή τις προσδοκίες κά
ποιου άλλου. Θα έπιναν ποτά με χαζά ονόματα σε ψηλά ποτήρια περνώντας τα απογεύματά τους στις πισίνες των ξενοδοχείων και το δέρμα τους θα μύριζε αντηλιακό και χλώριο. Θα έκαναν έρωτα σ’ ένα δωμάτιο που θα το πάγωνε το αιρκοντίσιον και θα το ζέ σταινε ο ήλιος που θα γλιστρούσε ανάμεσα από τα στόρια. Και τη νύχτα, όταν όλα θα δρόσιζαν, θα έβαζαν τα πιο καλά τους ρούχα και θα έβγαιναν βόλτα στο Στριπ. Εβλεπε από ψηλά, σαν από την κορυφή κάποιου ουρανοξύστη, δύο ερωτευμένους να σουλατσά ρουν αργά κάτω από την πλημμύρα του νέον, με τα φώτα να σαρώ νουν τη μαύρη άσφαλτο με υδαρείς κόκκινες, κίτρινες και μπλε α νταύγειες. Ή ταν ο Μπρένταν και η Κέιτι, που περπατούσαν τεμπέ λικα στη μέση της φαρδιάς λεωφόρου, νιώθοντας μικροσκοπικοί κάτω από τα τεράστια κτίρια, με τα κουδουνίσματα από τα καζίνα να ακούγονται πίσω από τις κλειστές πόρτες. Σε ποιο θέλεις να πάμε απόψε, γλυκιά μου; Διάλεξε. Εσύ διάλεξε. Έ λα τώρα, εσύ διάλεξε. Εντάξει. Τι λες γ ι’ αυτό; Καλό φαίνεται. Πάμε σ ’ αυτό, λοιπόν. Σ ’ αγαπώ, Μπρένταν. Σ ’ αγαπώ, Κέιτι. Και θα ανέβαιναν τα στρωμένα με μοκέτα σκαλιά, θα περνού σαν ανάμεσα από τους λευκούς κίονες και θα έμπαιναν στην οχλο βοή του γεμάτου καπνούς, βουερού ανακτόρου. Θα δήλωναν σύζυ γοι, και το Ανατολικό Μπάκιγχαμ θα φαινόταν χιλιάδες μίλια πίσω τους, και θα ξεμάκραινε άλλα χίλια με κάθε τους βήμα. Έ τσι θα γινόταν. Ο Μπρένταν κάθισε στο πάτωμα. Ένιωσε την ανάγκη να καθί σει για λίγο, για ένα δευτερόλεπτο μόνο. Μόνο για λίγο. Έσμιξε τις σόλες των αθλητικών του παπουτσιών και χούφτωσε τους αστρα γάλους του σαν μικρό παιδί. Κουνήθηκε για λίγο μπρος πίσω και ένιωσε για μια στιγμή τον πόνο να μαλακώνει. Αισθάνθηκε το σκο τάδι και την κίνηση να τον γαληνεύουν. Κι έπειτα αυτή η στιγμή πέρασε κι ένιωσε τη φρίκη του θανά του της Κέιτι -τη ν ολοκληρωτική της απουσία- να επιστρέφει στο αίμα του κονιορτοποιώντας τον. Στο σπίτι υπήρχε ένα όπλο. Ή ταν του πατέρα του και η μητέρα του το είχε αφήσει πίσω από ένα συρόμενο πηχάκι στην αποθηκού-
λα, εκεί όπου το φύλαγε πάντα ο πατέρας του. Αν καθόσουν στον πάγκο της αποθηκούλας και άπλωνες το χέρι σου κάτω από την ξύ λινη κορνίζα, μπορούσες ν ’ αγγίξεις τα τρία πηχάκια που υπήρχαν εκεί μέχρι να νιώσεις το βάρος του όπλου. Έπειτα, το μόνο που εί χες να κάνεις ήταν να σπρώξεις το χέρι σου για να το πιάσεις και να τυλίξεις γύρω του τα δάχτυλά σου. Βρισκόταν εκεί από τότε που ο Μπρένταν θυμόταν τον εαυτό του, και μια από τις πρώτες ανα μνήσεις του ήταν όταν, αργά κάποια νύχτα, βγήκε παραπατώντας από το μπάνιο και είδε τον πατέρα του να τραβάει το χέρι του κάτω από το πηχάκι. Ο ίδιος ο Μπρένταν είχε μάλιστα βγάλει κάποτε το όπλο για να το δείξει στο φίλο του τον Τζέρι Ντιβέντα, όταν ήταν δεκατριών χρονών, και ο Τζέρι το είχε κοιτάξει με γουρλωμένα μά τια και είχε πει, «Βάλ’ το πίσω, βάλ’ το πίσω». Ή ταν καλυμμένο με σκόνη και πολύ πιθανόν να μην είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ, αλλά ο Μπρένταν ήξερε πως, αν το καθάριζε, θα δούλευε. Απόψε θα μπορούσε να βγάλει το όπλο από την κρυψώνα του. Θα μπορούσε να πάει με τα πόδια στο Καφέ Σοσάιετι, όπου σύ χναζε ο Ρόμαν Φάλοου, ή στο Ατλάντικ Ό το Γκλας, του οποίου ο Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ ήταν ιδιοκτήτης και που στο πίσω γραφείο, σύμφωνα με την Κέιτι, έκανε όλες του τις βρομοδουλειές. Θα μπο ρούσε να πάει σε ένα από αυτά τα δύο μέρη -ή , ακόμα καλύτερα, και στα δύ ο - και να χώσει το όπλο του πατέρα του στα μούτρα τους και να τραβήξει τη σκανδάλη, ξανά και ξανά και ξανά, ώσπου ν ’ ακούσει το κλικ της άδειας θαλάμης -κ α ι ο Ρόμαν και ο Μπόμπι να μην ξανασκοτώσουν ποτέ κάποια γυναίκα. Θα μπορούσε να το κάνει. Δεν θα μπορούσε; Έτσι έκαναν στις ταινίες. Φίλε, αν κάποιος σκότωνε τη γυναίκα που αγαπούσε ο Μπρους Γουίλις, εκείνος δεν θα καθόταν στο πάτωμα, κρατώντας τους αστραγάλους του, πηγαίνοντας μπρος πίσω σαν αυτιστικός. Θα γέμιζε το όπλο του. Σωστά; Ο Μπρένταν φαντάστηκε το παχουλό πρόσωπο του Μπόμπι να τον εκλιπαρεί: Όχι, σε παρακαλώ, Μπρένταν. Όχι! Σε παρακαλώ! Και ο Μπρένταν θα του έχωνε το όπλο στα μούτρα και θα του έλεγε κάτι μάγκικο, όπως, «Παρακάλα αυτό, γαμιόλη. Παρακάλα το μέχρι να φτάσεις στην κόλαση». Και τότε, άρχισε να κλαίει, εξακολουθώντας να κουνιέται μπρος πίσω, επειδή ήξερε ότι rfev ήταν ο Μπρους Γουίλις, ότι ο Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ ήταν αληθινό πρόσωπο και όχι κινηματογραφικός χαρα κτήρας, ότι το όπλο ήθελε καθάρισμα, σοβαρό καθάρισμα, και δεν
ψ y
r
r
r
O
9
O
r Y
r
r
ήξερε αν ειχε σφαίρες μεσα, επειδή δεν ήξερε ουτε πως να το α νοίξει το διαβολεμένο, και, εδώ που τα λέμε, δεν θα έτρεμε το χέρι του; Δεν θα έτρεμε και δεν θα αναπηδούσε όπως η γροθιά του όταν ήταν παιδί και ήξερε ότι δεν υπήρχε διέξοδος, ότι δεν μπορούσε να αποφύγει τον καβγά; Η ζωή δεν ήταν κωλοταινία, φίλε, ήταν... ήταν κωλοζωή. Δεν εξελισσόταν όπως όταν ο «καλός» έπρεπε να νικήσει μέσα σε δύο ώρες και ήξερες ότι θα νικούσε. Ο Μπρένταν δεν ήξερε αν έκρυβε έναν ήρωα μέσα του, ήταν δεκαεννέα χρο νών και ποτέ στη ζωή του δεν είχε αντιμετωπίσει τέτοια πρόκληΓ* f 9 t F f t ση. Ομως δεν ήταν σίγουρος οτι μπορούσε να μπει στο μέρος οπου ένας τύπος κάνει τις βρομοδουλειές του -α ν βέβαια όλες οι πόρτες ήταν ξεκλείδωτες και δεν υπήρχαν όλοι αυτοί οι άλλοι τύποι που συνήθως υπάρχουν εκ εί- και να τον πυροβολήσει στο πρόσωπο. Δεν ήταν σίγουρος. Αυτό μόνο... Ό μως εκείνη του έλειπε. Του έλειπε αβάσταχτα, και ο πόνος και το αμετάκλητο της απουσίας της έκαναν τα δόντια του να πονούν τόσο πολύ, που ένιωσε ότι έπρεπε να κάνει κάτι, οτιδήποτε, μόνο και μόνο για να σταματήσει να νιώθει έτσι για ένα γαμημένο δευ τερόλεπτο αυτής της φρεσκοκατεστραμμένης ζωής του. Εντάξει, αποφάσισε. Εντάξει. Αύριο θα καθαρίσω το όπλο. Α πλώς θα το καθαρίσω και θα δω αν έχει σφαίρες. Αυτό θα κάνω. Θα καθαρίσω το όπλο. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο Ρέι, φορώντας ακόμη στα πόδια του τα πατίνια του, χρησιμοποιώντας το καινούριο μπα στούνι του χόκεϊ σαν μαγκούρα καθώς προχωρούσε τρεκλίζοντας. Ο Μπρένταν σταμάτησε απότομα και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά του. Ο Ρέι έβγαλε τα Ρολερμπλέιντ του παρατηρώντας τον αδερφό του κι έπειτα είπε με χειρονομίες: «Είσαι καλά;» Ο Μπρένταν απάντησε: «Όχι». Ο Ρέι ένευσε. «Μπορώ να κάνω κάτι;» Ο Μπρένταν απάντησε: «Είμαι εντάξει, Ρέι. Όχι, δεν μπορείς. Αλλά μην ανησυχείς». «Η μαμά λεει ότι είναι καλύτερα έτσι». , Ο Μπρένταν ρώτησα: «Δκν κατάλαβα» Ο Ρέι το επανέλαβε. «Αλήθεια;» είπε ο Μπρένταν. «Πώς έτσι;»
Τα χέρια του Ρέι άρχισαν να πετούν ξανά. «Αν έφευγες, η μαμά θα στενοχωριόταν». «Θα το ξεπερνούσε». «Ισως. Ίσως και όχι». Ο Μπρένταν κοίταξε τον αδερφό του που καθόταν στο κρεβάτι, καρφώνοντας το βλέμμα του στο πρόσωπό του. «Μη με τσατίζεις τώρα, Ρέι. Εντάξει;» Έσκυψε μπροστά, ενώ σκεφτόταν το όπλο. «Την αγαπούσα». Ο Ρέι του ανταπέδωσε το βλέμμα με πρόσωπο άδειο σαν λαστι χένια μάσκα. «Ξέρεις πώς είναι, Ρέι;» Ο Ρέι κούνησε το κεφάλι του. «Είναι σαν να ξέρεις όλες τις απαντήσεις για ένα διαγώνισμα τη στιγμή που κάθεσαι στο θρανίο. Είναι σαν να ξέρεις ότι όλα θα πάνε καλά για την υπόλοιπη ζωή σου. Ό τι θα γράψεις άριστα. Οτι θα είσαι μια χαρά. Ότι θα κάνεις βόλτες για πάντα, νιώθοντας ανα κούφιση, γιατί θα έχεις κερδίσει». Πήρε το βλέμμα του από τον α δερφό του. «Έτσι είναι». Ο Ρέι χτύπησε την κολόνα του κρεβατιού (όστε να τον κοιτάξει κι έπειτα είπε με χειρονομίες: «Θα το νιώσεις ξανά». Ο Μπρένταν έπεσε στα γόνατα κι έφερε το πρόσωπό του μπρο στά στου Ρέι. «Όχι, δεν πρόκειται να το νιώσω. Το πιάνεις, γαμώτο σου; Δεν πρόκειται να το νιώσω ποτέ». Ο Ρέι ανέβασε τα πόδια του στο κρεβάτι και πισωκάθισε, και ο Μπρένταν ένιωσε ντροπιασμένος αλλά ακόμη οργισμένος, επειδή έτσι γινόταν πάντα με τους βωβούς - μπορούσαν να σε κάνουν να νιώθεις ηλίθιος που μίλησες. Όλα όσα έλεγε ο Ρέι εκφέρονταν πε ριληπτικά, κι αυτή ήταν η πρόθεσή του. Δεν ήξερε πώς είναι να ψάχνεις για τις κατάλληλες λέξεις ή να μπερδεύεσαι επειδή τα λό για σου τρέχουν πιο γρήγορα από τη σκέψη σου. Ο Μπρένταν ήθελε να τα πει όλα μεμιάς, ήθελε οι λέξεις να βγουν από το στόμα του σαν ένας χείμαρρος παθιασμένης, οργι σμένης, παράλογης, αλλά απολύτως ειλικρινούς διαθήκης προς την Κέιτι, για όσα σήμαινε γι’ αυτόν και όσα τον είχε κάνει να νιώσει όταν έκρυβε το πρόσωπό του στο λαιμό της σε τούτο εδώ το κρε βάτι, ή όταν τύλιγε το δάχτυλό της γύρω από ένα δικό του, ή όταν σκούπιζε παγωτό από το πιγούνι της, ή όταν καθόταν δίπλα της στο αυτοκίνητο κι έβλεπε τα μάτια της να ζωντανεύουν καθώς πλησία-
y
9
C *
9
*
9
\
*
9
ζαν στις διασταυρώσεις, η οταν την ακουγε να μιλάει η να κοιμαται ή να ροχαλίζει ή ... Ή θελε να συνεχίσει για ώρες. Ή θελε κάποιος να τον ακούσει και να καταλάβει ότι ο λόγος δεν υπήρχε μόνο για την ανταλλαγή ιδεών ή απόψεων. Μερικές φορές, υπήρχε για να μεταφέρει ολό κληρες ανθρώπινες ζωές. Κι ενώ ήξερες ακόμα και πριν ανοίξεις το στόμα σου οτι θα αποτύγχανες, με κάποιον τροπο αυτο που ειχε σημασία ήταν η προσπάθεια. Η προσπάθεια ήταν το μόνο που σου απέμενε. Ωστόσο, ο Ρέι δεν είχε τρόπο να το καταλάβει αυτό. Οι λέξεις, για τον Ρέι, δεν ήταν παρά οι ανάλαφρες κινήσεις των δαχτύλων, τα σβέλτα τινάγματα, τα σηκώματα και τα σαρώματα των χεριών του. Με τον Ρέι, οι λέξεις δεν πήγαιναν χαμένες. Η επικοινωνία μαζί του δεν ήταν κάτι σχετικό. Έ λεγες ακριβώς αυτά που εννο ούσες, και είχες τελειώσει. Το να ξεφορτώσει τη θλίψη του και να εκτονωθεί μπροστά στον αδερφό του, που τον κοιτούσε με κενό πρόσωπο, θα είχε κάνει τον Μπρένταν απλώς να ντραπεί. Δεν θα τον είχε βοηθήσει. Κοίταξε τον τρομαγμένο μικρό του αδερφό, που στεκόταν με την πλάτη στον τοίχο, κοιτάζοντάς τον με ορθάνοιχτα μάτια, και του πρότεινε το χέρι του. «Με συγχωρείς», είπε, και άκουσε τη φωνή του να σπάει. «Λυ πάμαι, Ρέι. Εντάξει; Δεν ήθελα να σε τρομάξω». Ο Ρέι έπιασε το χέρι του και σηκώθηκε όρθιος. «Εντάξει, λοιπόν;» είπε στη νοηματική, με τα μάτια καρφωμένα στον Μπρένταν σαν να ήταν έτοιμος να πηδήξει έξω απ’ το παρά θυρο στην επόμενη έκρηξή του. «Εντάξει», απάντησε ο Μπρένταν, επίσης στη γλώσσα των νοη μάτων. «Ναι, εντάξει». r
9
*
9
r
t
r
20 ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΕΙ ΣΠΙΤΙ
Ο ΐ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ ΣΟΝ έμεναν στο οικιστικό συγκρότημα Γουίνγκεϊτ, μια περιφραγμένη κοινότητα από προκατασκευασμένα τσιμεντενια δυαρια, τριαντα μιλιά νοτιά της πόλης. Τριαντα κατοικίες σχηματιζαν μια πτέρυγα, και καθε πτέρυγα ειχε όικη της πισίνα και δικό της κέντρο ψυχαγωγίας, όπου τα σαββατόβραδα δίνονταν χο ροί. Έ να μικρό γήπεδο γκολφ εκτεινόταν γύρω από την εξωτερική πλευρά του συγκροτήματος σαν ξαπλωμένο μισοφέγγαρο και από τα τέλη της άνοιξης μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου κυριαρχούσε ο βόμβος από τους κινητήρες των μικρών αμαξιών για το γκολφ. Ο πατέρας του Σον δεν έπαιζε γκολφ. Είχε αποφασίσει εδώ και καιρό ότι ήταν παιχνίδι για πλούσιους και, αν το υιοθετούσε, θα πρόδιδε κατά κάποιον τρόπο την εργατική του καταγωγή. Ωστόσο, η μητέρα του Σον το είχε δοκιμάσει για λίγο, αλλά το παράτησε ε πειδή πίστευε ότι οι συμπαίκτες της κρυφογελούσαν με τη φυσική της κατάσταση, την ελαφρώς ιρλανδική προφορά της και τα ρούχα της. r/ * Λ / Οr \ 9 9 9 Ζουσαν, λοιπον, εδω ήσυχα και ως επι το πλειστον χωρίς φί λους, αν και ο Σον ήξερε ότι ο πατέρας του είχε ανοίξει φιλίες με έναν μικρόσωμο Ιρλανδό που τον έλεγαν Ράιλι, ο οποίος επί σης ζούσε σε κάποια μικρή γειτονιά της πόλης πριν καταλήξει στο /
C
/
I*
f
f
f
fΛ
9f ' f \ 9
'
C
'
t
'
Γουίνγκεϊτ. Ο Ράιλι, που ούτε αυτός είχε σε μεγάλη εκτίμηση το γκολφ, βρισκόταν συνήθως με τον πατέρα του Σον για κανένα ποτό στο μπαρ Γκράουντ Ράουντ, στην άλλη πλευρά του Αυτοκινητο δρόμου 28. Και η μητέρα του Σον, που είχε από φυσικού της και μάλλον σε παθολογικό βαθμό την τάση να φροντίζει τους άλλους, περιέθαλπε συχνά ηλικιωμένους με προβλήματα υγείας. Τους πή γαινε με το αυτοκίνητο στο φαρμακείο για να αγοράσουν φάρμακα ή στο γιατρό τους, έτσι ώστε νέα φάρμακα να βρίσκουν διαρκώς θέση στο ντουλαπάκι τους, δίπλα στα παλιά. Η μητέρα του, που κόντευε τα εβδομήντα, αισθανόταν νέα και γεμάτη ενεργητικότητα σ ’ αυτές τις διαδρομές και, δεδομένου ότι οι περισσότεροι άνθρω ποι που βοηθούσε ήταν χήροι, θεωρούσε επίσης την καλή υγεία που απολάμβανε συντροφιά με τον άντρα της ευλογία εξ ουρανού. «Είναι μόνοι», είχε πει κάποτε στον Σον για τους άρρωστους φίλους της, «και, παρ’ όλο που οι γιατροί τούς το κρύβουν, α π ’ αυτό είναι που πεθαίνουν». Συχνά, περνώντας μπροστά από το οίκημα του φύλακα και μπαίνοντας με το αυτοκίνητό του στον κεντρικό δρόμο, με τα κί τρινα σαμαράκια ανά δέκα μέτρα που έκαναν τους άξονες να τρί ζουν, ο Σον σχεδόν έβλεπε μπροστά του τους δρόμους-φαντάσματα, τις γειτονιές-φαντάσματα και τις ζωές-φαντάσματα που είχαν αφήσει πισω τους οι κάτοικοι του Γουινγκειτ, λες και τα διαμερί σματα χωρίς ζεστό νερό, τα θαμπά λευκά ψυγεία πάγου, οι έξοδοι κινδύνου από συρματόπλεγμα και τα παιδιά που στρίγκλιζαν παρέ μεναν στο τοπίο με τα σπίτια από έτοιμο σκυρόδεμα και τις γεμά τες αγριάγκαθα εκτάσεις από γρασίδι σαν πάχνη στις παρυφές της περιφερειακής του όρασης. Μέσα του φώλιαζε μια παράλογη ενο χή, η ενοχή του γιου που έχει ξαποστείλει τους γονείς του σε γηρο κομείο. Παράλογη, επειδή το οικιστικό συγκρότημα Γουίνγκεϊτ δεν ήταν στα χαρτιά κοινότητα για ανθρώπους άνω των εξήντα (αν και ο Σον ειλικρινά δεν είχε δει ποτέ κάποιον νεότερο κάτοικο) και οι γονείς του είχαν μετακομίσει με καθαρά δική τους πρωτοβουλία, σπρωγμένοι από παράπονα δεκαετιών για το θόρυβο, την εγκλημα τικότητα και το μποτιλιάρισμα της πόλης, και είχαν καταλήξει εδώ, όπου όπως το έθετε ο πατέρας του, «Μπορούσες να περπατάς τη νύχτα χωρίς να κοιτάς πίσω σου». Π αρ’ όλ’ αυτά ο Σον αισθανόταν ότι τους είχε προδώσει, ότι περίμεναν να προσπαθήσει πιο επίμονα να τους κρατήσει κοντά του. f
’
ι— »
r
··
Λ
Ο Σον έβλεπε πάντα σ ’ αυτό το οικιστικό συγκρότημα το θάνατο, 9 9 η, τουλάχιστον, εναν υπαινιγμό του, οχι μονο επειδή μισούσε τη σκέψη οτι οι γονείς του βρίσκονταν εδω -σκοτώνοντας το χρονο 9 9 τους μέχρι να φτάσει η μερα που θα χρειαζονταν εκείνοι κάποιον να τους παει στο γιατρό- αλλα και επειδή μισούσε τη σκέψη του ε αυτού του εδώ, ή σε κάποιο ανάλογο μέρος. Ωστόσο ήξερε ότι είχε λίγες ελπίδες να καταλήξει κάπου αλλού· και μάλιστα, όπως εί χαν τώρα τα πράγματα, χωρίς παιδιά ή σύζυγο να τον φροντίσουν. Ή ταν τριάντα έξι χρονών, ήδη λίγο μετά τα μισά του δρόμου προς ένα Γουίνγκεϊτ, με το δεύτερο μισό πιο πιθανό να περάσει σε έναν πολύ πιο αγωνιώδη ρυθμό απ’ ό,τι το πρώτο. Η μητέρα του έσβησε τα κεράκια στην τούρτα της στο τραπε ζάκι της μικρής τραπεζαρίας, που ήταν στριμωγμένη σε μια εσοχή του τοίχου ανάμεσα στη μικρή κουζίνα και στο κάπως πιο ευρύ χωρο καθιστικό. Έφαγαν στα γρήγορα κι έπειτα ήπιαν το τσάι τους ακούγοντας τους χτύπους του ρολογιού στον τοίχο και το βόμβο του κλιματιστικού. Όταν τελείωσαν, ο πατέρας του σηκώθηκε όρθιος και είπε: «Θα μαζέψω τα πιάτα». «Όχι, θα τα μαζέψω εγώ». f
'
*
*
*
*
t
r\
r
»
ς*
9
t
9
c* *
f
r
f \
Λ Λ
Γ
γ
C
*
*
f
'
«Εσύ να καθίοκις κάτω».
r
r
9
foZArfijtrB'
«Όχι, άφησε με». «Κάθισε κάτω, κορίτσι μου, εσύ σήμερα έχεις τα γενέθλιά σου». Η μητέρα του κάθισε στην καρέκλα της με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη και ο πατέρας του Σον στοίβαξε τα πιάτα και τα πήγε στην κουζίνα. «Πρόσεχε μην πέσουν ψίχουλα», είπε η μητέρα του. «Προσέχω». «Αν δεν τα ξεπλύνεις στο νεροχύτη, θα μαζευτούν ξανά μυρμή γκια». «Ενα μυρμήγκι είχαμε. Ενα και μοναόικο». «Όχι, είχαμε περισσότερα από ένα», είπε στον Σον η μητέρα του. «Πριν από έξι μήνες», είπε ο πατέρας του φωναχτά για ν ’ ακου στεί πάνω από το τρεχούμενο νερό της βρύσης. «Και ποντίκια». «Δεν είχαμε ποτέ ποντίκια». 9 Έ~~·
9
9
9 | —ι
Γ»
/
«Είχε η κυρία Φέινγκολντ. Δύο, για την ακρίβεια. Αναγκάστηκε να βάλει ποντικοπαγίδες». «Εμείς δεν έχουμε ποντίκια». «Επειδή προσέχω και δεν αφήνω ψίχουλα στο νεροχύτη». «Χριστέ μου», είπε ο πατέρας του Σον. Η μητέρα του Σον ρούφηξε το τσάι της και κοίταξε τον Σον πίσω από το φλιτζάνι. «Έκοψα από την εφημερίδα ένα άρθρο για τη Λόρεν», του είπε αφήνοντας το φλιτζάνι της στο δίσκο. «Κάπου εδώ το έχω». Η μητέρα του Σον είχε τη συνήθεια να κόβει άρθρα από εφημε ρίδες και να του τα δίνει όποτε τους επισκεπτόταν. Αλλιώς, του τα ταχυδρομούσε σε στοίβες των εννέα ή των δέκα, και ανοίγοντας το φάκελο ο Σον τα έβλεπε τακτικά διπλωμένα σαν μια υπενθύμιση του χρόνου που είχε περάσει από την τελευταία του επίσκεψη. Τα άρθρα είχαν διάφορα θέματα, ανήκαν όμως όλα στις κατηγορίες των συμβουλών νοικοκυριού ή μαστορεμάτων -π ώ ς να αποφύ γετε την ανάφλεξη των λινών στο στεγνωτήριό σας, πώς να διατη ρήσετε με επιτυχία τα τρόφιμα στο ψυγείο σας, τα συν και τα πλην των ανθρώπων με θέληση, πώς να αποφύγετε τους πορτοφολάδες στις διακοπές, συμβουλές υγείας για άντρες με δουλειές υψηλού στρες («Βγάλτε περίπατο την καρδιά σας μέχρι τα 100!»). Ο Σον ήξερε ότι αυτός ήταν ο τρόπος της μητέρας του για να του στείλει την α γάπη της και ισοδυναμούσε με το κούμπωμα του παλτού του ή το φτιάξιμο του κασκόλ πριν ξεκινήσει για το σχολείο κάποιο κρύο γεναριάτικο πρωινό, και ο Σον ακόμη χαμογελούσε όταν σκεφτό ταν το απόκομμα που είχε λάβει δύο μέρες πριν φύγει η Λόρεν «Μη φοβάστε την τεχνητή γονιμοποίηση!» Οι γονείς του δεν κατά λαβαν ποτέ πως το γεγονός ότι ο Σον και η Λόρεν δεν είχαν παιδιά ήταν, αν μη τι άλλο, επιλογή τους, που πήγαζε από τον κοινό -α ν και ανομολόγητο- φόβο τους ότι θα γίνονταν φρικτοί γονείς. Οταν τελικά έμεινε έγκυος, το είχαν κρατήσει μυστικό από τους γονείς του, κι ενώ προσπαθούσαν ν ’ αποφασίσουν αν θα κρατού σαν το μωρό με το γάμο τους να καταρρέει, ο Σον ανακάλυψε τη σχέση της με έναν ηθοποιό -α ν είναι δυνατόν!- κι άρχισε να τη 9 ρωτάει, «Τίνος είναι το παιδί, Λορεν;» και η Λορεν του απαντούσε, «Αν σε ανησυχεί τόσο πολύ, κάνε τεστ πατρότητας». Τα δείπνα στους γονείς του είχαν αραιώσει, πρόβαλλαν δικαι ολογίες για την απουσία τους από το σπίτι κάθε φορά που εκείνοι /
r p i
t
Ο #
ι
/
λ
r
αποφάσιζαν να κατέβουν στην πόλη για να τους δουν, και ο Σον έ νιωθε το μυαλό του να γίνεται κομμάτια από το φόβο ότι το παιδί δεν ήταν δικό του, αλλά κι από εκείνο τον άλλο φόβο -ότι, ακόμα κι αν ήταν, δεν το ήθελε. Από τότε που έφυγε η Λόρεν, η μητέρα του Σον αναφερόταν στην απουσία της λέγοντας, «Έχει πάρει λίγο χρόνο για να ξεκα θαρίσει», και όλα τα αποκόμματα ήταν τώρα μόνο γ ι’ αυτήν, όχι για εκείνον, λες και, όταν κάποια μέρα το συρτάρι θα ξεχείλιζε πια από δαύτα στον ύψιστο βαθμό, εκείνος και η Λόρεν θα έπρεπε να τα ξαναβρούν μεταξύ τους μόνο και μόνο για να μπορέσουν να το κλείσουν. «Της μίλησες πρόσφατα;» ρώτησε ο πατέρας του Σον από την κουζίνα, με το πρόσωπό του κρυμμένο πίσω από τον βαμμένο στο πράσινο χρώμα της μέντας τοίχο που τους χώριζε. «Ποιανής, της Λόρεν;» «Ν αι...» «Της Λόρεν, ποιανής άλλης;» είπε η μητέρα του ζωηρά καθώς έψαχνε κάτι σε ένα συρτάρι του μπουφέ. «Μου τηλεφωνεί. Δε λέει τίποτα». «Ίσως προσπαθεί να σου πιάσει κουβεντούλα επειδή...» «Όχι, μπαμπά. Δε μιλάει καθόλου». «Καθόλου;» foZAr&fire' «Τίποτα». «Τότε, πώς το ξέρεις ότι είναι αυτή;» «Το ξέρω». «Πώς όμως;» «Χριστέ μου!» απάντησε ο Σον. «Ακούω την ανάσα της. Εντά ξει;» «Τι παράξενο...» είπε η μητέρα του. «Εσύ όμως της μιλάς, Σον;» «Μερικές φορές. Όλο και λιγότερο». «Τουλάχιστον επικοινωνείτε με κάποιον τρόπο», είπε η μητέρα του και άφησε μπροστά του το τελευταίο απόκομμα. «Πες της ότι σκέφτηκα πως αυτό εδώ θα το έβρισκε ενδιαφέρον». Κάθισε και ίσιωσε μια ζάρα στο τραπεζομάντιλο με τις άκρες των δαχτύλων της. «Όταν γυρίσει σπίτι», είπε, κοιτάζοντας τη ζάρα που εξαφανιζό ταν κάτω από τα χέρια της. «Όταν γυρίσει σπίτι», επανέλαβε, με τη
φωνή της έναν ελαφρύ ψίθυρο, σαν φωνή καλογριάς, σίγουρη για τη θεμελιώδη τάξη των πραγμάτων.
«Ο ΝΤΕΪΒ ΜΠΟΪΑ», είπε ο Σον στον πατέρα του μία ώρα αργό τερα, ενώ κάθονταν σε ένα απ’ τα ψηλά τραπέζια του Γκράουντ Ράουντ. «Θυμάσαι τότε που εξαφανίστηκε μπροστά από το σπίτι μας;» Ο πατέρας του έσμιξε τα φρύδια του και συγκεντρώθηκε στο άδειασμα ενός μπουκαλιού μπίρας Κίλιαν στο παγωμένο ποτήρι του. Καθώς ο αφρός πλησίαζε το χείλος του ποτηριού και η ροή της μπίρας κατέληξε σε μια σειρά από χοντρές σταγόνες, ο πατέρας του είπε: «Δεν μπορούσες να βρεις την είδηση σε τίποτε παλιές ε φημερίδες;» «Όμως θα...» «Γιατί με ρωτάς; Το είχε δείξει και η τηλεόραση». «Δεν έδειξε τίποτε όταν βρέθηκε ο απαγωγέας του», είπε ο Σον, ελπίζοντας ότι αυτό θα αρκούσε, ότι ο πατέρας του δεν θα τον πί εζε να μάθει το λόγο που είχε καταφύγει σ ’ αυτόν, γιατί ο Σον δεν είχε ακόμα ξεκάθαρη απάντηση γι’ αυτό. Είχε σίγουρα κάποια σχέση με την ανάγκη που ένιωθε να τον καθοδηγήσει ο πατέρας του στο σωστό πλαίσιο των γεγονότων, να τον βοηθήσει ίσως να ξαναδεί το γεγονός από μια οπτική γωνία που έλειπε από τις εφημερίδες ή τους παλιούς φακέλους της υπόθε σης. Και ίσως είχε επίσης σχέση με την ελπίδα του να μιλήσει με τον πατέρα του για κάτι περισσότερο από τις καθημερινές ειδήσεις ή τους Ρεντ Σοξ που είχαν ανάγκη από έναν αριστερόχειρα στο γή πεδο. Μερικές φορές, ο Σον είχε την εντύπωση πως εκείνος και ο πα τέρας του μπόρεσαν να μιλήσουν τουλάχιστον μία φορά για κάτι πιο σημαντικό από εντελώς δευτερεύοντα πράγματα (όπως του φαινόταν ότι έκαναν συνέχεια εκείνος και η Λόρεν), αλλά, εκτός κι αν ήταν για τη ζωή του, ο Σον δεν μπορούσε να φανταστεί για τι θα είχαν μιλήσει. Μέσα στην ομίχλη των παιδικών του αναμνήσεων, φοβόταν ότι εφεύρισκε στιγμές οικειότητας και επικοινωνίας ανά μεσα στον πατέρα του και στον ίδιο, που, αν και με τα χρόνια είχαν πάρει μυθικές διαστάσεις στο μυαλό του, δεν είχαν πραγματοποιη θεί ποτέ.
Ο πατέρας του ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε τις σιωπές και που οι μισές προτάσεις του ξεστράτιζαν στο πουθενά, και ο Σον w r r t ειχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ερμηνεύοντας τού τες τις σιωπές, γεμίζοντας τα κενά που άρχιζαν μ ’ αυτές τις ελλεί ψεις, φτιάχνοντας ο ίδιος μια ιδέα αυτού που ήθελε να πει ο πατέ ρας του. Και τελευταία ο Σον αναρωτιόταν αν και ο ίδιος τελείωνε τις προτάσεις του όπως νόμιζε ότι τις τελειώνει ή αν ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος των σιωπών, των σιωπών που είχε δει και στη Λό ρεν και που δεν είχε κάνει ποτέ αρκετά γι’ αυτές -ώ σπου η σιωπή της ήταν το μόνο κομμάτι της πια που του είχε απομείνει· αυτό, και το σφύριγμα του αέρα στο ακουστικό όταν του τηλεφωνούσε. «Γιατί τ ’ ανακατεύεις όλ’ αυτά;» είπε τελικά ο πατέρας του. «Ξέρεις ότι η κόρη του Τζίμι Μάρκους δολοφονήθηκε;» Ο πατέρας του τον κοίταξε. «Ηταν το κορίτσι που βρήκαν στο πάρκο Πεν;» λ
f
»
u
r
Ο Σ ον έ γ ν ε ψ ε
«Είδα το όνομα», είπε ο πατέρας του, «και φαντάστηκα ότι μπορεί να είναι συγγενής του - αλλά η κόρη του;» «Ναι». «Ο Τζίμι έχει τα χρόνια σου. Είχε κόρη δεκαεννιά χρονών;» «Την εκανε οταν ήταν περίπου δεκαεφτα, ενα δυο χρονιά προ τού τον στείλουν στο Ντιρ Λιλαντ». «Αααχ, Χριστέ μου», είπε ο πατέρας του. «Τον καημένο τον Τζίμι. Ο γέρος του είναι ακόμη φυλακή;» «Έχει πεθάνει, μπαμπά». Ο Σον κατάλαβε ότι η απάντηση πλήγωσε τον πατέρα του, τον ταξίδεψε πίσω στην κουζίνα της οδού Γκάνον, όπου μαζί με τον πατέρα του Τζίμι ζαλίζονταν από τις μπίρες τα απογεύματα του Σαββάτου, με τα βροντερά τους γέλια ν ’ ακούγονται δυνατά, ενώ οι γιοι τους έπαιζαν στην πίσω αυλή. «Σκατά», είπε ο πατέρας του. «Τουλάχιστον πέθανε έξω από τη φυλακή;» Ο Σον σκέφτηκε να πει ψέματα, αλλά ήδη κουνούσε το κεφάλι του. «Μέσα. Στο Γουόλπολ. Από κίρρωση». «Πότε;» «Λίγο αφότου μετακόμισες. Πάνε έξι χρόνια τώρα, μπορεί κι εφτά». Το στόμα του πατέρα του πλάτυνε γύρω από ένα σιωπηλό rp
t
*
f
r
Γ »
/
/
f »
f
«εφτά». Ρούφηξε την μπίρα του και οι ηπατικές κηλίδες στη ράχη της παλάμης του φάνηκαν πιο έντονες κάτω από το κίτρινο φως που κρεμόταν πάνω τους. «Είναι τόσο εύκολο να χάσεις την επα φή. Να χάσεις χρόνο». «Λυπάμαι, μπαμπά». Ο πατέρας του έκανε μια γκριμάτσα. Ή ταν η μόνη του αντα πόκριση στη συμπόνια ή στα κομπλιμέντα. «Γιατί; Δε φταις εσύ. Διάβολε, ο Τιμ καταστράφηκε μόνος του όταν σκότωσε τον Σόνι Τοντ». «Πάνω σε μια παρτίδα μπιλιάρδου, αν δεν κάνω λάθος». Ο πατέρας του ανασήκωσε τους ώμους του. «Ήταν και οι δυο μεθυσμένοι. Ποιος ξέρει τώρα πια; Ή ταν μεθυσμένοι, και ήταν και οι δυο τους ευέξαπτοι. Ο Τιμ ήταν περισσότερο από τον Σόνι Τοντ». Ο πατέρας του ρούφηξε λίγη μπίρα ακόμη. «Τι σχέση μπο ρεί να έχει η εξαφάνιση του Ντέιβ Μπόιλ με τη ν ... πώς την έλεγαν την κοπέλα; Κάθριν; Κάθριν Μάρκους;» «Ναι». «Πώς συνδέεται το ένα με το άλλο;» foZArfifirfr' «Δε λέω ότι συνδέονται». «Ούτε όμως ότι δε συνδέονται». Ο Σον χαμογέλασε παρά τη θέλησή του. Αν είχε για ανάκριση έναν σκληρό μαφιόζο, κάποιον τύπο που προσπαθούσε να ξεφύγει με δικηγορίστικα τερτίπια και ήξερε τους νόμους καλύτερα από πολλούς δικαστές, ο Σον θα τον είχε κάνει φύλλο και φτερό. Αλλά αυτούς τους παλιούς, σκληρούς σαν πέτρα, δύσπιστους μπάσταρ δους της γενιάς του πατέρα του -δουλευταράδες, γεμάτους περη φάνια και χωρίς ίχνος σεβασμού για οποιαδήποτε πολιτειακή ή ο μοσπονδιακή Α ρχή- μπορούσες να τους ανακρίνεις όλη νύχτα και, άμα δεν ήθελαν να σου πουν τίποτα, το πρωί θα ήσουν ακόμα εκεί, με τα ίδια αναπάντητα ερωτήματα στο κεφάλι. «Α σ’ τα, μπαμπά, ας μην προχωρήσουμε ακόμα στις συνδέ σεις». «Γιατί όχι;» Ο Σον σήκωσε το χέρι του. «Σε παρακαλώ, εντάξει; Απλώς κάνε μου το χατίρι». «Ω, βέβαια, αυτό με κρατάει στη ζωή - ο ι ευκαιρίες που έχω να κάνω τα χατίρια του γιου μου». Ο Σον αισθάνθηκε το χέρι του να σφίγγει γύρω από τη λαβή
του γυάλινου ποτηριού του. «Έψαξα το φάκελο της υπόθεσης για την απαγωγή του Ντέιβ. Ο υπεύθυνος αξιωματικός έχει πεθάνει. Κανείς άλλος δε θυμάται το περιστατικό, και η υπόθεση θεωρείται μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστη». «Λοιπόν;» «Λοιπόν, θυμάμαι ότι περίπου ένα χρόνο μετά την επιστροφή του Ντέιβ ήρθες στο δωμάτιό μου και μου είπες: ‘Ό λ α τελείωσαν. Τους έπιασαν”». Ο πατέρας του ανασήκωσε τους ώμους του. «Έπιασαν τον έναν». «Γιατί λοιπόν δεν;...» «Στο Όλμπανι», είπε ο πατέρας του. «Είδα τη φωτογραφία στην εφημερίδα. Ο τύπος είχε ομολογήσει δύο περιπτώσεις κακοποίησης στη Νέα Υόρκη και έλεγε ότι είχε κάνει μερικές ακόμα στη Μασαχουσέτη και στο Βερμόντ. Κρεμάστηκε στο κελί του προτού προ χωρήσει η υπόθεση. Αλλά αναγνώρισα το πρόσωπο του τύπου από το σκίτσο που είχε ζωγραφίσει ο αστυνομικός στην κουζίνα μας». «Είσαι σίγουρος;» Έγνεψε καταφατικά. «Εκατό τοις εκατό. Ο ντετέκτιβ που ανέ λαβε την υπόθεση -κάτσε να δεις πώς τον έλεγαν...» «Φλιν», είπε ο Σον. Ο πατέρας του έγνεψε. «Μάικ Φλιν, σωστά. Ξέρεις, κράτησα κάποια μικρή επαφή μαζί του. Του τηλεφώνησα λοιπόν όταν είδα τη φωτογραφία στην εφημερίδα κι εκείνος είπε ότι, ναι, ήταν ο ί διος τύπος. Τον αναγνώρισε ο ίδιος ο Ντέιβ». «Π οιον;»
AyZArivfir^
«Έ λα;...» «Ποιον από τους δύο;» «Α, αυτόν. Π ώ ς... πώς να τον περιγράψω; Τον λιγδιάρη που έ μοιαζε νυσταγμένος». Οι παιδικές κουβέντες του Σον ακούγονταν παράξενα από το στόμα του πατέρα του που καθόταν απέναντι του στο τραπέζι. «Το συνεπιβάτη». «Ναι». «Και ο συνένοχός του;» ρώτησε ο Σον. Ο πατέρας του κούνησε το κεφάλι του. «Σκοτώθηκε σε τροχαίο. Ή , τουλάχιστον, έτσι είπε ο άλλος. Αυτά ξέρω όλα κι όλα, αλλά
δε θα ’βαζα και το χέρι μου στη φωτιά. Διάβολε, έπρεπε να μου το ’χεις πει ότι ο Τιμ Μάρκους έχει πεθάνει». Ο Σον στράγγιξε το ποτήρι του κι έδειξε το άδειο ποτήρι του πατέρα του. «Αλλο ένα;» Ο πατέρας του κοίταξε σκεφτικός για λίγο το ποτήρι του. «Τι στο διάβολο. Βέβαια». Όταν ο Σον επέστρεψε από το μπαρ με καινούριες μπίρες, ο πα τέρας του παρακολουθούσε το Τζέπαρντι! που εξελισσόταν βουβό σε μία από τις τηλεοράσεις πάνω από το μπαρ. Μόλις ο Σον κάθισε, ο πατέρας του είπε, «Ποιος είναι ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ;» χωρίς να πάρει τα μάτια του από την τηλεό ραση. «Χωρίς ήχο», είπε ο Σον, «πώς ξέρεις ότι το έχεις ακούσει σω στά;» «Επειδή το έχω ακούσει σωστά», είπε ο πατέρας του και έβαλε μπίρα στο ποτήρι του, σμίγοντας τα φρύδια του με την ανόητη ε ρώτηση του Σον. «Εσείς, πάλι, το κάνετε όλη την ώρα. Ποτέ δε θα το καταλάβω». «Τι κάνουμε; Ποιοι εμείς;» Ο πατέρας του τον έδειξε με το ποτήρι του. «Τα αγόρια στην ηλικία σου. Κάνετε ένα σωρό ερωτήσεις δεξιά κι αριστερά, χωρίς καν να μπείτε στον κόπο να δείτε ότι η απάντηση κάνει μπαμ από ένα χιλιόμετρο, αρκεί μονάχα να καθίσετε μια στιγμή σοβαρά και να τη σκεφτείτε». «Α, εντάξει τώρα», είπε ο Σον. «Περίφημα». «Καλή ώρα τώρα με τον Ντέιβ Μπόιλ», είπε ο πατέρας του. «Τι σημασία έχει τι συνέβη στον Ντέιβ είκοσι πέντε χρόνια πριν; Ξέ ρεις τι του συνέβη. Εξαφανίστηκε για τέσσερις μέρες με δύο παι δεραστές. Συνέβη αυτό ακριβώς που φαντάζεσαι ότι συνέβη. Αλλά να που το ανασκαλεύεις, επειδή...» Ο πατέρας του ήπιε μια γουλιά. «Διάβολε, δεν ξέρω για τί...» Ο πατέρας του χάρισε στον Σον ένα αινιγματικό χαμόγελο και ο Σον του το ανταπέδωσε. MZArfifire'
« Έ ι , πα τέρ α».
«Ναι». «Μου λες ότι δε σου έχει συμβεί κάτι στο παρελθόν που δεν το σκεφτεσαι, ή δεν τριγυρίζει στο μυαλό σου συχνά;» Ο πατέρας του αναστέναξε. «Δεν είναι αυτό το θέμα». *
ψ
ς*
r ί*
Λ /
f
«Και βέβαια είναι». «Όχι, δεν είναι. Σε όλους συμβαίνουν άσχημες καταστάσεις, Σον. Σε όλους. Αλλά όλοι εσείς της γενιάς σου τρώγεστε με τα ρούχα σας. Δεν μπορείτε να καθίσετε στ’ αβγά σας. Έ χεις στοιχεία που να συνδέουν τον Ντέιβ με το θάνατο της Κάθριν Μάρκους;» Ο Σον γέλασε. Ο γέρος τον είχε παραπλανήσει, πατώντας τα κουμπιά του Σον με προσβολές όπως «η γενιά σας», ενώ αυτό που ήθελε να μάθει εξαρχής ήταν αν ο Ντέιβ ήταν μπλεγμένος στη δο λοφονία της Κέιτι. «Ας πούμε οτι υπαρχουν ενα δυο τυχαία πραγματα που κανουν τον Ντέιβ κάποιον τον οποίο θα πρέπει να έχουμε στο νου μας». «Και το λες αυτό απάντηση;» «Το λες εσύ αυτό ερώτηση;» Το υπέροχο χαμόγελο του πατέρα του έλαμψε στο πρόσωπό του κάνοντάς τον να δείχνει δεκαπέντε χρόνια νεότερος, και ο Σον θυ μόταν πως, όταν ήταν μικρός, αυτό το χαμόγελο μπορούσε να γεμί σει με φως ολόκληρο το σπίτι. «Γι’ αυτό λοιπόν μου κολλάς για τον Ντέιβ. επειδή θέλεις να μάθεις αν αυτό που έκαναν εκείνοι οι τύποι στον Ντέιβ θα μπο ρούσε να τον μεταμορφώσει σε κάποιον που θα σκότωνε ένα κορί τσι». Ο Σον ανασήκωσε τους ώμους του. «Κάτι τέτοιο». Ο πατέρας του το σκέφτηκε για λίγο καθώς ανακάτευε τα φιστί κια στο μπολ που βρισκόταν ανάμεσά τους και ήπιε κι άλλη λίγη μπίρα. «Δε νομίζω». Ο Σον χασκογέλασε. «Τον ξέρεις τόσο καλά;» «Όχι. Απλώς τον θυμάμαι όταν ήταν παιδί. Δεν το είχε μέσα του». «Πολλά καλά παιδιά μεγαλώνοντας γίνονται ενήλικοι που κά νουν απίστευτες βλακείες...» Ο πατέρας του σήκωσε το φρύδι του. «Τώρα, τι προσπαθείς; Να μου κάνεις μαθήματα για την ανθρώπινη φύση;» Ο Σον κούνησε το κεφάλι του. «Μόνο για τη δουλειά της αστυ νομίας». Ο πατέρας του έγειρε πίσω στην καρέκλα του και κοίταξε ζυ γιάζοντας τον Σον, με μια υποψία χαμόγελου να τρεμοπαίζει στις άκρες των χειλιών του. «Έλα τώρα. Διαφώτισε με». α
/
/
;
/
c*
*
e
ψ
Ο Σον αισθάνθηκε το πρόσωπό του να κοκκινίζει λιγάκι. «Ε, όχι, μόνο που...» «Σε παρακαλώ». Ο Σον αισθάνθηκε σαν ηλίθιος. Ή ταν εκπληκτικό το πόσο εύ κολα μπορούσε να του το προκαλέσει αυτό ο πατέρας του, να τον κάνει να αισθανθεί ότι αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι θεω ρούσαν μια σειρά παρατηρήσεων στα μάτια του πατέρα του ήταν κουβέντες ενός παιδιού που προσπαθούσε να το παίξει μεγάλος και που το μόνο που κατάφερνε ήταν να ακούγεται φαφλατάς. «Δείξε μου λίγη εμπιστοσύνη. Νομίζω ότι γνωρίζω μερικά πράγματα για τους ανθρώπους και το έγκλημα. Είναι η δουλειά μου, ξέρεις». «Νομίζεις λοιπόν, Σον, ότι ο Ντέιβ θα μπορούσε να μακελέψει ένα δεκαεννιάχρονο κορίτσι; Ποιος; Ο Ντέιβ, που παίζατε μαζί στην πίσω αυλή. Αυτό το παιδί;» «Νομίζω ότι όλοι είναι ικανοί για τα πάντα». «Θα μπορούσα λοιπόν να το είχα κάνει κι εγώ». Ο πατέρας του έφερε το χέρι του στο στήθος του. «Ή η μητέρα σου». «Οχι». AsZAra/ira' «Καλύτερα να ελέγξεις τα άλλοθι μας». «Δεν είπα κάτι τέτοιο. Χριστέ μου». «Και βέβαια το είπες. Είπες ότι όλοι είναι ικανοί για τα πάντα». «Με κάποια αιτία». «Ω», είπε ο πατέρας του δυνατά. «Με συγχωρείς, αυτό δεν το άκουσα». Το ξανάκανε -τύλιγε τον Σον και τον έκανε κόμπο, έπαιζε μαζί του οπως ο Σον επαιζε με οσους ανεκρινε. Δεν ήταν να απορεί κανεις που ο Σον ήταν τοσο καλός στις ανακρίσεις. Ειχε πάρει μαθή ματα από έναν αριστοτέχνη του είδους. Κάθισαν για λίγο σιωπηλοί και τελικά ο πατέρας του είπε: «Ξέ ρεις, ισως εχεις δίκιο τελικά». Ο Σον τον κοίταξε και περίμενε το δίδαγμα. «Ισως ο Ντέιβ θα μπορούσε να έχει κάνει αυτό που νομίζεις ότι έκανε. Δεν ξέρω. Απλώς τον θυμάμαι όταν ήταν παιδί. Δεν τον ξέρω σαν άντρα». Ο Σον προσπάθησε για άλλη μια φορά να δει πίσω από τα μά τια του πατέρα του. Διερωτήθηκε αν αυτό που έβλεπε ο πατέρας r
#
f
χ— ι
f
ν»
/
r
f
λ
;
*
r
t
/
Γ "» ι
/
Λ t
του κάθε φορά που κοίταζε το γιο του ήταν το παιδί, όχι ο άντρας. Ίσως του ήταν δύσκολο να κάνει αλλιώς. Θυμήθηκε τον τρόπο που οι θείες του μιλούσαν για τον πατέρα του, τον μικρότερο αδερφό σε μια οικογένεια με δώδεκα παιδιά που είχε μεταναστεύσει από την Ιρλανδία όταν ο πατέρας του ήταν πέντε χρονών. Ο «γερο-Μπίλι», έλεγαν όταν αναφέρονταν στον Μπιλ Ντιβάιν που είχε πεθάνει προτού γεννηθεί ο Σον. Ο «καβγα τζής». Μόνο τώρα, που είχε μεγαλώσει, ο Σον μπορούσε να κατα λάβει στα λόγια τους το δικαίωμα καθοδήγησης που μια πρεσβύτερη γενιά νιώθει ότι έχει πάνω σε μια νεότερη, αφού οι περισσό τεροι θείοι του Σον είχαν διαφορά δώδεκα ή δεκαπέντε χρόνων από τον μικρότερο αδερφό τους. Και τώρα πια είχαν όλοι τους πεθάνει. Και οι έντεκα αδερφοί και αδερφές του πατέρα του. Και το μωρό της οικογένειας, που κό ντευε τα εβδομήντα πέντε, ζούσε στα προάστια δίπλα σ ’ ένα γή πεδο γκολφ που δεν το χρησιμοποιούσε ποτέ του. Ο τελευταίος που είχε απομείνει, και ωστόσο ακόμα ο νεότερος, έτοιμος να δώ σει μάχη ανά πάσα στιγμή ενάντια στην παραμικρή νύξη συγκατά βασης από τους πάντες, ειδικά μάλιστα από το γιο του. Κρατώντας εξω ολοκληρο τον κοσμο, αν ήταν απαραίτητο, προτού υπομεινει κάτι τέτοιο, ή ακόμα και την απλή επίγνωσή του. Επειδή όλοι οι άλλοι που είχαν το δικαίωμα να του φέρονται έτσι είχαν αποχωρή σει εδώ και καιρό από τη Γη. Ο πατέρας του κοίταξε την μπίρα του Σον και άφησε μερικά ψιλά στο τραπέζι για φιλοδώρημα. «Τελείωσες;» ρώτησε. ψγ
λ
W
τ
t
t
r
ι
ΓΥΡΙΣΑΝ ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ στο πλάι του Αυτοκινητοδρόμου 28 και έφτασαν στο δρόμο της εισόδου με τα κίτρινα σαμαράκια και την τεχνητή βροχή. «Ξέρεις τι αρέσει στη μητέρα σου;» είπε ο πατέρας του. «Τι;» «Να της γράφεις. Ξέρεις, να της στέλνεις πού και πού καμιά ψ r r t f r ·\ καρτα χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λογος. Λεει οτι στελνεις πολυ γουστοζικες κάρτες και οτι της αρεσει πολυ ο τροπος που γράφεις. Τις φυλάει σ ’ ένα συρτάρι στην κρεβατοκάμαρα. Έχει κάρτες σου από τότε που πήγαινες στο κολέγιο». c«
t yt
t
/
/
λ
I
λ
f
>\
t
λ
f
t
/
«Εντάξει». «Πού και πού ρίχνε καμιά στο κουτί, εντάξει;» «Έγινε». Όταν έφτασαν στο αυτοκίνητο του Σον, ο πατέρας του σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τα σκοτεινά παράθυρα του σπιτιού ίου. «Έπεσε για ύπνο;» ρώτησε ο Σον. Ο πατέρας του κατένευσε. «Αύριο το πρωί έχει να πάει την κυρία Κάφλιν για φυσιοθεραπεία». Ο πατέρας του άπλωσε από τομα το χέρι του και έσφιξε την παλάμη του Σον. «Χάρηκα που σε είδα». «Κι εγώ». « Θ α ξαναγυρίπει;»
μ ζατα&τ
Β'
Ο Σον δεν χρειαζόταν να ρωτήσει ποια. «Δεν ξέρω. Αλήθεια δεν ξέρω». Ο πατέρας του τον κοίταξε κάτω από το χλομό κίτρινο της λά μπας του δρόμου και για μια στιγμή ο Σον μπορούσε να δει ότι κάτι τον έτρωγε στη σκέψη ότι ο γιος του πονούσε, ξέροντας πως είχε εγκαταλειφθεί, πως είχε προδοθεί και πως αυτό σου αφήνει κάτι μό νιμο, αφαιρεί από μέσα σου ένα σου κομμάτι που δεν πρόκειται να βρεις ποτέ ξανά. «Λοιπόν», είπε ο πατέρας του, «καλά φαίνεσαι. Φροντίζεις τον εαυτό σου. Μήπως πίνεις πολύ;» Ο Σον κούνησε το κεφάλι του. «Απλώς δουλεύω πολύ». «Η δουλειά κάνει καλό», είπε ο πατέρας του. «Ναι», είπε ο Σον και αισθάνθηκε κάτι πικρό και έρημο να σκαρφαλώνει στο λαιμό του. «Λ οιπόν...» «Λ οιπόν...» Ο πατέρας του τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Λοιπόν, εντάξει. Μην ξεχάσεις να τηλεφωνήσεις στη μητέρα σου την Κυριακή», είπε και άφησε τον Σον δίπλα στο αυτοκίνητο, πηγαίνοντας προς την εξώπορτα με βήμα ανθρώπου δέκα χρόνια νεότερου. «Να προσέχεις», είπε ο Σον και ο πατέρας του τον διαβεβαίωσε με ένα σήκωμα του χεριού. Ο Σον ξεκλείδωσε το αυτοκίνητό του με το τηλεκοντρόλ και ά πλωνε το χέρι του προς το πόμολο, όταν άκουσε τον πατέρα του να λέει, «Έι!» «Ναι;» Κοίταξε πίσω και είδε τον πατέρα του να στέκεται δίπλα
στην εξώπορτα, με το πάνω μέρος του σώματός του να χάνεται στο σκοτάδι. «Έκανες πολύ καλά που δεν μπήκες τότε σ ' εκείνο τ ' αμάξι. Να το θυμάσαι αυτό». Ο Σον έγειρε πάνω στο αυτοκίνητό του με τις παλάμες του στην οροφή και προσπάθησε να διακρίνει το πρόσωπο του πατέρα του στο σκοτάδι. «Έπρεπε, όμως, να είχαμε προστατεύσει τον Ντέιβ, μπαμπά». «Ήσαστε παιδιά», είπε ο πατέρας του. «Πώς μπορούσατε να ξέ ρετε; Κι αν ακόμα ξέρατε, Σον, τι θα μπορούσατε να κάνετε;» Ο Σον δεν απάντησε αμέσως. Χτύπησε τα δάχτυλά του στην ο ροφή κι έψαξε στο σκοτάδι για τα μάτια του πατέρα του. «Αυτό λέω κι εγώ στον εαυτό μου». «Λοιπόν;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ακόμα νομίζω ότι θα έπρεπε να το ξέρουμε. Με κάποιον τρόπο. Δε νομίζεις κι εσύ;» Για ένα γεμάτο λεπτό, κανείς τους δεν είπε τίποτα, και ο Σον μπορούσε ν ’ ακούσει τους γρύλους ανάμεσα στο σύριγμα της τε χνητής βροχής. «Καληνύχτα, Σον», είπε ο πατέρας του μέσα από το σύριγμα. «Καληνύχτα», είπε ο Σον και περίμενε ώσπου ο πατέρας του να μπει μέσα πριν μπει κι αυτός στο αυτοκίνητό του για να γυρίσει σπίτι.
21 ΞΩΤΙΚΑ
H ΣΕΛΕΣΤ ΒΡΗΚΕ τον Ντέιβ στο καθιστικό όταν γύρισε σπίτι. Καθόταν στη γωνία του ξεφτισμένου δερμάτινου καναπέ με δύο πυργους απο αδεια κουτακια μπίρας δίπλα στο μπράτσο, αλλο ενα γεμάτο στα χέρια του και το τηλεκοντρόλ να στηρίζεται στο πόδι του. Παρακολουθούσε μια ταινία στην οποία όλοι, όπως έδειχναν τα πράγματα, ούρλιαζαν. Η Σελέστ έβγαλε το πανωφόρι της στο χολ και είδε το φως της οθόνης να τρεμοπαίζει πάνω στο πρόσωπο του Ντέιβ, ενώ τα ουρ λιαχτά ακούγονταν πιο δυνατά και πανικόβλητα καθώς μπλέκονταν με χολιγουντιανά ηχητικά εφέ και κάτι που δεν θα μπορούσε να εί ναι παρά μόνο ανθρώπινα μέλη που γίνονταν πολτός. «Τι βλέπεις;» τον ρώτησε. «Μια ταινία με βρικόλακες», είπε ο Ντέιβ, με το βλέμμα στην οθόνη, ενώ έφερνε την Μπαντβάιζερ στα χείλη του. «Ο αρχιβρικόλακας σκοτώνει τους πάντες σ ’ αυτό το πάρτι που κάνουν οι κυνη γοί βρικολάκων. Είναι όργανα του Βατικανού». «Ποιοι;» «Οι κυνηγοί βρικολάκων. Ω! κοίτα», είπε ο Ντέιβ, «μόλις ξερί ζωσε το κεφάλι ενός τύπου». Η Σελέστ μπήκε στο καθιστικό και κοίταξε την οθόνη. Έ νας t
>
e Q>
/
f
Ο
/
Λ
/
Μ
Λ
f
μαυροντυμένος τύπος διέσχιζε το δωμάτιο πετώντας και άρπαζε μια τρομοκρατημένη γυναίκα από το πρόσωπο τσακίζοντάς της το λαιμό. «Για όνομα του Θεού, Ντέιβ, τι είναι αυτά που βλέπεις;» «Όχι, έχει πλάκα, επειδή τώρα ο Τζέιμς Γουντς έχει τσατιστεί». «Ποιος είναι ο Τζέιμς Γ ουντς;» «Ο αρχηγός των κυνηγών βρικολάκων. Είναι πάρα πολύ ζόρικος». Τώρα τον είδε -ο Τζέιμς Γουντς με μαύρο πέτσινο και στενό τζιν σημάδευε το βρικόλακα με κάποιο είδος βαλλίστρας. Αλλά ο βρικόλακας ήταν πολύ γρήγορος. Έστειλε μ ’ ένα χτύπημα τον Τζέ ιμς Γ ουντς στην άλλη άκρη του δωματίου, λες και ήταν έντομο, κι έπειτα ένας άλλος τύπος μπήκε τρέχοντας στην αίθουσα πυροβο λώντας το βρικόλακα μ’ ένα αυτόματο πιστόλι. Οι πυροβολισμοί δεν φάνηκαν να του κάνουν και τίποτα, αλλά την επόμενη στιγμή οι δυο άντρες περνούσαν τρέχοντας μπροστά του, λες και είχε ξεχάσει ότι βρίσκονταν εκεί. «Αυτός δεν είναι ένας από τους αδερφούς Μπάλντουιν;» ρώ τησε η Σελέστ. Κάθισε στο μπράτσο του καναπέ, στη γωνία που σχημάτιζε με την πλάτη, και έγειρε το κεφάλι της πίσω στον τοίχο. «Έτσι νομίζω», ς τι ο u υ ς «Δεν ξέρω. Έχω χάσει το λογαριασμό». Τους έβλεπε να τρέχουν σε ένα δωμάτιο μοτέλ σπαρμένο με πε ρισσότερα πτώματα α π ’ όσα η Σελέστ πίστευε ότι χωρούσαν σε έναν τόσο μικρό χώρο και ο άντρας της είπε: «Φίλε, μου φαίνεται ότι το Βατικανό θα πρέπει να εκπαιδεύσει καινούρια ομάδα κυνη γών βρικολάκων». «Γιατί να νοιαστεί ξανά για βρικόλακες το Βατικανό;» Ο Ντέιβ χαμογέλασε και την κοίταξε με το παιδικό του πρό σωπο και τα όμορφά του μάτια. «Είναι μεγάλο πρόβλημα, αγάπη μου. Είναι διαβόητοι κλέφτες δισκοπότηρων». «Κλέφτες δισκοπότηρων;» είπε και αισθάνθηκε μια παρόρμηση ν ’ απλώσει το χέρι της και να του χαϊδέψει τα μαλλιά, με ολόκληρη τη φρικτή μέρα να καταλήγει σ ’ αυτή την ηλίθια συζήτηση. «Δεν το ήξερα». «Ω, ναι, μεγάλο πρόβλημα», είπε ο Ντέιβ και στράγγιξε την μπίρα του καθώς ο Τζέιμς Γουντς, ένας αδερφός Μπάλντουιν και
ένα κορίτσι που φαινόταν μαστουρωμένο έτρεχαν δαιμονιωδώς σε κάποιον άδειο δρόμο μέσα σε ένα ημιφορτηγό, με το βρικόλακα τώρα να ίπταται πίσω τους. «Πού ήσουν;» «Πέρασα ν ’ αφήσω το φόρεμα στου Ριντ». «Αυτό έγινε πριν από ώρες», είπε ο Ντέιβ. «Επειτα ένιωσα την ανάγκη να καθίσω κάπου για να σκεφτώ. Καταλαβαίνεις;» «Να σκεφτείς», είπε ο Ντέιβ. «Βέβαια». Σηκώθηκε από τον κα ναπέ, πήγε προς την κουζίνα κι άνοιξε το ψυγείο. «Θέλεις μια μπί ρα;» Δεν ήθελε σ τ’ αλήθεια, αλλά είπε: «Ναι, εντάξει». Ο Ντέιβ ξαναγύρισε στο δωμάτιο και της έδωσε την μπίρα. Συ χνά μπορούσε να καταλάβει τη διάθεσή του από το αν της άνοιγε το κουτάκι της μπίρας. Το κουτάκι τώρα είχε ανοίξει, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν αυτο ήταν καλο ή κακο. Δεν μπορούσε να εκτιμή σει τις αντιδράσεις του. «Τι σκεφτόσουν, λοιπόν;» Ανοιξε και τη δική του μπίρα και ο ήχος ακούστηκε δυνατότερα από τα λάστιχα που στρίγκλιζαν στην οθόνη καθώς το ημιφορτηγό ντεραπάριζε. «Ξέρεις». foZAr&firfr' «Όχι, Σελέστ, δεν ξέρω σ τ’ αλήθεια». «Διάφορα πράγματα», είπε πίνοντας μια γουλιά μπίρα. «Όλη τη σημερινή ημέρα -το ότι η Κέιτι βρέθηκε νεκρή, τον καημένο τον Τζίμι και τη φουκαριάρα την Αναμπεθ, τέτοια πράγματα». «Τέτοια πράγματα, μάλιστα», είπε ο Ντέιβ. «Σελέστ, ξέρεις τι σκεφτόμουν εγώ καθώς γυρνούσα σπίτι με τον Μάικλ; Πόσο ά σχημα θα ένιωσε βλέποντας τη μητέρα του να φεύγει χωρίς να πει σε κανέναν πού πήγαινε ή πότε θα ξαναγυρνούσε. Το σκέφτηκα πολύ αυτό». «Μόλις σου είπα, Ντέιβ». «Τι μου είπες;» Σήκωσε το βλέμμα του, την κοίταξε και χαμο γέλασε ξανά* αλλά αυτή τη φορά το χαμόγελό του δεν ήταν αγορί στικο. «Τι μου εξήγησες, Σελέστ;» «Ήθελα να μείνω λίγο μόνη για να σκεφτώ. Συγνώμη που δε σου τηλεφώνησα. Αλλά οι τελευταίες μέρες ήταν δύσκολες. Δεν εί μαι ο εαυτός μου». «Κανείς δεν είναι ο εαυτός του». «Τι;» 9
r
9
Ψ
Λ
f
#
>
*
r
*
«Να, όπως στην ταινία», είπε. «Κανείς δεν ξέρει ποιοι είναι οι κανονικοί άνθρωποι και ποιοι οι βρικόλακες. Την έχω ξαναδεί πα λιά. Βλέπεις τον αδερφό Μπάλντουιν; Θα ερωτευτεί την ξανθιά, παρ’ όλο που ξέρει ότι την έχουν δαγκώσει. Εκείνη, λοιπόν, θα γί νει βρικόλακας, αλλά εκείνον δεν τον νοιάζει, έτσι; Γιατί; Επειδή την αγαπάει. Κι όμως, αυτή τρέφεται με αίμα. Θα του ρουφήξει λοιπόν το αίμα και θα τον κάνει κι αυτόν ζωντανό-νεκρό. Αυτό εί ναι και η ουσία του βαμπιρισμού, Σελέστ, ότι κρύβει κάτι πολύ ελ κυστικό. Ακόμα κι αν ξέρεις ότι θα σε σκοτώσει και θα καταδικάσει την ψυχή σου στην αιωνιότητα και οτι θα πρεπει ολη την ωρα να κυνηγάς ανθρώπους, να τους δαγκώνεις στο λαιμό και να κρύ βεσαι από τον ήλιο και τις ομάδες κρούσης του Βατικανού. Ίσως κάποια μέρα ξυπνάς έχοντας ξεχάσει πώς είναι να είσαι άνθρωπος. Ίσως, έπειτα απ’ αυτό, όλα να είναι μια χαρά. Έ χεις δηλητηριαστεί, αλλά το δηλητήριο δεν είναι και τόσο κακό τώρα που έχεις μάθει να ζεις μ ’ αυτό». Στήριξε το πόδι του στο τραπεζάκι και ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το κουτάκι της μπίρας. «Αυτή τη γνώμη έχω εγώ, τουλάχιστον». Η Σελέστ παρέμενε ακίνητη, καθισμένη στο μπράτσο του κανα πέ, κοιτάζοντας τον άντρα της. «Ντέιβ, για τι πράγμα μιλάς;» «Για βρικόλακες, γλυκιά μου. Για λυκάνθρωπους». «Για λυκάνθρωπους; Δε βγάζω νόημα απ’ όσα λες». «Αλήθεια; Πιστεύεις ότι εγώ σκότωσα την Κέιτι, Σελέστ. Αυτό είναι το νόημα που βγαίνει από τη σχέση μας αυτές τις μέρες». «Ό χι... Πώς σου ήρθε κάτι τέτοιο;» Σήκωσε το καπάκι της μπίρας με το νύχι του μικρού του δαχτύλου. «Όταν ήμαστε στην κουζίνα του σπιτιού του Τζίμι, δε μου έρι ξες σχεδόν ούτε ένα βλέμμα. Κρατούσες το φόρεμα λες και ακόμα το φορούσε εκείνη και δεν μπορούσες ούτε να με κοιτάξεις. Και τότε, άρχισα να το σκέφτομαι. Σκέφτηκα, για ποιο λόγο απωθώ την ίδια μου τη γυναίκα; Και τότε, μου κατέβηκε - ο Σον φταίει. Σου ειπε κατι, ετσι δεν είναι; Αυτός μαζί με το αλλο το φιδι το συνερ γάτη του σου έκαναν ερωτήσεις». «Όχι». AsZArttfirfr' «Όχι; Άσε τις μαλακίες». Η Σελέστ δεν ήξερε πόσο ήρεμος ήταν πραγματικά. II μπίρα μπορεί να έκρυβε ένα μέρος της οργής του -ο Ντέιβ πάντα μαλά r
/
#
/
ψ
C*
*
*
t
*
y *
Γ\
' Λ Λ
r
r
Ό
/
κωνε όταν μεθούσε-, αλλά τώρα υπήρχε κάτι άσχημο στην ηρεμία του -μ ια αίσθηση από κάτι πολύ σφιχτά κουλουριασμένο. «Ντέιβιντ...» «Μπα, τώρα γίναμε “Ντέιβιντ”;» «...δεν πιστεύω τίποτα. Είμαι μονάχα μπερδεμένη». Την κοίταξε στα μάτια. «Ωραία, ας μιλήσουμε λοιπόν γ ι’ αυτό, αγάπη μου. Αυτό είναι το κλειδί για μια καλή σχέση - η επικοινω νία χωρίς κενά». Είχε στο λογαριασμό της εκατόν σαράντα εφτά δολάρια και όριο πεντακοσίων στην πιστωτική της κάρτα, από τα οποία είχε ήδη ξοδέψει τα διακόσια πενήντα. Ακόμα κι αν μπορούσε να πάρει τον Μάικλ και να φύγουν, δεν θα έφταναν μακριά. Θα περνούσαν δύο ή τρεις νύχτες σε κάποιο μοτέλ κι έπειτα ο Ντέιβ θα τους ανα κάλυπτε. Δεν ήταν ανόητος. Μπορούσε να τους εντοπίσει, ήταν σί γουρη γ ι’ αυτό. Η τσάντα. Θα μπορούσε να δώσει την τσάντα στον Σον Ντιβάιν κι εκείνος οπωσδήποτε θα έβρισκε το αίμα στα ρούχα του Ντέιβ. Η τεχνολογία γύρω από το D N A είχε κάνει θαύματα. Θα έβρισκαν το αίμα της Κέιτι στα ρούχα του και θα έπιαναν τον Ντέιβ. «Ελα τώρα», είπε ο Ντέιβ. «Ας μιλήσουμε, αγάπη μου. Ας το συζητήσουμε. Σοβαρολογώ. Θέλω να καθησυχάσω τους φόβους σου». «Δε φοβάμαι». «Έτσι δείχνεις». «Δε φοβάμαι». «Εντάξει». Κατέβασε τις φτέρνες του από το τραπεζάκι. «Πες μου, λοιπόν, αγάπη μου, τι... χμμ... τι σ ’ ενοχλεί;» «Είσαι μεθυσμένος». Έγνεψε. «Ναι, είμαι. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορώ ν ’ ανοίξω μια συζήτηση». Στην τηλεόραση ο βρικόλακας αποκεφάλιζε ξανά κάποιον, αυτή τη φορά έναν ιερέα. Η Σελέστ είπε: «Ο Σον δε με ρώτησε τίποτε. Τους άκουσα άθελά μου να μιλάνε όταν εσύ πήγες να φέρεις τσιγάρα στην Ανα μπεθ. Δεν ξέρω τι τους είπες νωρίτερα, Ντέιβ, αλλά δε σε πίστε ψαν. Ξέρουν ότι ήσουν στο Ααστ Ντροπ όταν πήγε εκεί για τελευ ταία φορά η Κέιτι». «Τι άλλο ξέρουν;»
«Κάποιος είδε το αυτοκίνητό μας στο πάρκινγκ την ώρα που έ φευγε η Κέιτι. Ούτε πιστεύουν την ιστορία που τους είπες για το πώς χτύπησες το χέρι σου». Ο Ντέιβ σήκωσε το χέρι του κι άρχισε να το λυγίζει μπροστά του για να το ξεμουδιάσει. «Αυτά μόνο;» «Δεν άκουσα κάτι άλλο». «Και τι σε έκανε να σκεφτείς αυτό;» Παραλίγο να τον χαϊδέψει και πάλι. Για μια στιγμή, η απειλή έμοιαζε να έχει εγκαταλείψει το κορμί του, δίνοντας τη θέση της στην αποδοχή της ήττας. Το έβλεπε στους ώμους του και στην πλάτη του, και θέλησε ν ’ απλώσει το χέρι της και να τον αγγίξειαλλά συγκρατήθηκε. «Ντέιβ, μίλησέ τους για το ληστή». «Το ληστή;» «Ναι. Ίσως χρειαστεί να πας στο δικαστήριο. Και λοιπόν; Είναι πολύ καλύτερο από το να σου φορτώσουν ένα φόνο». Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή, σκέφτηκε. Πες ότι δεν το έ κανες εσύ. Πες ότι ποτέ δεν είδες την Κέιτι να φεύγει από το Λαστ Ντροπ. Πες το, Ντέιβ. Αντί γ ι’ αυτό, ο Ντέιβ είπε: «Κατάλαβα πώς σκέφτεσαι. Κατά λαβα. Γύρισα σπίτι γεμάτος αίματα, περίπου την ίδια ώρα που δο λοφονήθηκε η Κέιτι. Αρα, θα πρέπει να τη σκότωσα εγώ». Από τη Σελέστ ξέφυγε ένα, «Λοιπόν;» Ο Ντέιβ άφησε την μπίρα του κι έβαλε τα γέλια. Κατέβασε τα πόδια του στο πάτωμα, βούλιαξε στα μαξιλάρια του καναπέ και άρ χισε να γελάει ασταμάτητα. Γελούσε λες και είχε πάθε κρίση, κάθε ανάσα που έπαιρνε αγκομαχώντας κατέληγε σε ένα νέο ξεκάρδισμα. Γελούσε τόσο δυνατά, που από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, ενώ ταυτόχρονα έτρεμε σύγκορμος. «Ε χω ... έχω ... έχω ...» Δεν μπορούσε να ολοκληρώσει αυτό που ήθελε να πει -τόσ ο δυνατά γελούσε. Το γέλιο τον είχε κατακλύσει, ξεχείλιζε από μέσα του, και σκληρά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα και στο ανοιχτό του στό μα, σχηματίζοντας φουσκάλες στα χείλη του. Η Σελέστ δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή της μεγαλύτερο τρόμο. «Χα-χα-χα-Χένρι», είπε ο Ντέιβ τελικά, με το γέλιο του να σβή νει σε χαχανητά. «Τι;» «Χένρι», είπε. «Χένρι και Τζορτζ, Σελέστ. Έ τσι τους έλεγαν.
Δεν είναι για γέλια, γαμώτο; Άκου κι αυτό: ο Τζορτζ, κι αν ήταν πε ρίεργος. Ο Χένρι, όμως, ήταν πέρα για πέρα κακός». «Για ποιους μιλάς;» «Για τον Χένρι και τον Τζορτζ», είπε εκείνος γελαστά. «Μιλάω για τον Χένρι και τον Τζορτζ. Αυτούς που με πήγαν βόλτα. Μια βόλτα που κράτησε τέσσερις μέρες. Μ ’ έθαψαν ζωντανό σε ένα κε λάρι με ένα ελεεινό σλίπινγκ μπαγκ πάνω στο πέτρινο πάτωμα και, διάβολε, Σελέστ, έκαναν την πλάκα τους. Κανείς δεν ήρθε τότε να βοηθήσει το γερο-Ντέιβ. Ο Ντέιβ έπρεπε να υποκρίνεται ότι όλ’ αυτά συνέβαιναν σε κάποιον άλλο. Έπρεπε να φανεί τόσο δυνατός στο μυαλό, ώστε να κοπεί σε δύο κομμάτια. Αυτό έκανε ο Ντέιβ. Διάβολε, ο Ντέιβ πέθανε. Το παιδί που βγήκε απ’ αυτό το κελάρι δεν ξέρω ποιος διάβολο ήταν -σ τη ν πραγματικότητα, είμ ’ εγώ -, αλλά σίγουρα δεν ήταν ο Ντέιβ. Ο Ντέιβ μας άφησε χρόνους». Η Σελέστ δεν μπορούσε να μιλήσει. Αυτά τα οχτώ χρόνια, ο Ντέιβ δεν της είχε μιλήσει ποτέ γ ι’ αυτό που όλοι ήξεραν ότι του r t f f r t t / y ειχε συμβει. Της ειχε πει οτι τον είχαν απαγαγει ενω επαιζε με τον Σον και τον Τζίμι κι ότι είχε δραπετεύσει· κι αυτό ήταν όλο. Δεν ειχε ακούσει ποτε τα ονοματα των δυο άντρων. Δεν ειχε ακούσει ποτέ για το σλίπινγκ μπαγκ. Δεν είχε ακούσει τίποτε απ’ όλα αυτά. Ή ταν σαν να ξυπνούσαν αυτή ακριβώς τη στιγμή από τα ληθαργικά όνειρα της κοινής τους ζωής και να αντίκριζαν μπροστά τους όλες τις εκλογικεύσεις, όλες τις μισές αλήθειες, τις καταπιεσμένες επιθυμίες και τους κρυφούς εαυτούς που πάνω τους την είχαν οι κοδομήσει. Και τώρα έβλεπαν την κοινή τους ζωή να καταρρέει κάτω από τη χιονοστιβάδα της επίγνωσης ότι ποτε δεν είχαν γνωρί σει πραγματικά ο ένας τον άλλο, απλώς ήλπιζαν ότι αυτό ήταν κάτι που θα γινόταν από μόνο του κάποια μέρα. «Το θέμα είναι...» είπε ο Ντέιβ. «Το θέμα είναι ότι συμβαίνει όπως με τους βρικόλακες, Σελέστ. Το ίδιο πράγμα. Το ίδιο καταρα μένο πράγμα». «Τι είναι το ίδιο πράγμα;» ψιθύρισε εκείνη. «Δε βρίσκει διέξοδο. Από τη στιγμή που μπαίνει μέσα σου, μέ νει εκεί για πάντα». Κοιτούσε το τραπεζάκι του καθιστικού ξανά κι εκείνη μπορούσε να νιώσει ότι έφευγε, ότι της ξεγλιστρούσε μα κριά. Άγγιξε το μπράτσο του. «Ντέιβ, τι είναι αυτό που δε βρίσκει δι έξοδο; Τι είναι το ίδιο πράγμα;» Ο
9
β
- -ρ »
r
/
ο»
r
»
λ
9
r
Ο Ντέιβ κοίταξε το χέρι της λες κι ετοιμαζόταν να μπήξει μ ’ ένα γρύλισμα τα δόντια του και να το κόψει από τον καρπό. «Δεν έχω πια εμπιστοσύνη στο μυαλό μου, Σελέστ. Σε προειδοποιώ. Δεν έχω πια εμπιστοσύνη στο μυαλό μου». Τράβηξε το χέρι της από πάνω του κι ένιωσε ένα μυρμήγκιασμα στο σημείο που είχε αγγίξει το δέρμα του. Ο Ντέιβ σηκώθηκε όρθιος παραπαίοντας. Τίναξε το κεφάλι του / γ t t f t και την κοίταξε σαν να μην ηταν σίγουρος για το ποια ήταν και πως βρέθηκε στο μπράτσο του καναπέ. Κοίταξε την τηλεόραση καθώς ο Τζέιμς Γουντς χτυπούσε με τη βαλλίστρα κάποιον στο θώρακα και ψιθύρισε: «Διάλυσέ τους, Σλέιερ. Διάλυσέ τους». Γύρισε ξανά προς τη Σελέστ, με ένα μεθυσμένο χαμόγελο. «Πάω έξω». «Εντάξει», είπε εκείνη. «Πάω έξω να σκεφτώ». «Ναι», είπε η Σελέστ. «Εντάξει». «Αν καταφέρω να βάλω τις σκέψεις μου σε μια τάξη, πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά. Το μόνο που χρειάζομαι είναι να βάλω τις σκέψεις μου γύρω απ’ όλο αυτό που συμβαίνει σε μια τάξη». Η Σελέστ δεν ρώτησε τι ήταν αυτό που συνέβαινε. «Εντάξει, λοιπόν», είπε ο Ντέιβ και προχώρησε προς την εξώ πορτα. Την άνοιξε, και είχε περάσει το κατώφλι της, όταν η Σε λέστ είδε την παλάμη του να τυλίγεται στο κούφωμα και το κε φάλι του να εμφανίζεται ξανά στο άνοιγμα. Μόνο το κεφάλι του. Έγειρε πίσω και της είπε: «Α, ξέχασα να σου πω ότι φρόντισα για τα σκουπίδια».
«Τι;» «Έβγαλα τη σακούλα των σκουπιδιών», είπε. «Εκείνη που είχες βάλει τα ρούχα μου κι όλα τα υπόλοιπα. Βγήκα νωρίτερα και την πέταξα». «Ω», έκανε η Σελέστ και αισθάνθηκε ξανά την ανάγκη να κάνει εμετό. «Τα λέμε, λοιπόν». «Ναι», του απάντησε, καθώς ο Ντέιβ έσκυψε το κεφάλι του ξανά κι άρχισε να βαδίζει προς το πλατύσκαλο. «Τα λέμε». Ακολούθησε με τ ’ αυτιά της τα βήματά του στις σκάλες, μέχρι που εκείνος έφτασε στο πλατύσκαλο της εισόδου. Ακουσε την ε ξώπορτα να ανοίγει με ένα τρίξιμο, τον Ντέιβ να βγαίνει στη βερά
ντα της εισόδου και να κατεβαίνει ία σκαλιά. Πλησίασε τις σκάλες προς το δωμάτιο του Μάικλ και τον άκουσε να κοιμάται, με την α νάσα του βαριά. Έπειτα πήγε στο μπάνιο κι έκανε εμετό.
Ο ΝΤΕΙΒ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΕ να βρει πού είχε παρκάρει το αυτοκί νητο η Σελέστ. Μερικές φορές, ειδικά στις χιονοθύελλες, ήσουν α ναγκασμένος να οδηγήσεις οχτώ τετράγωνα μέχρι να βρεις χώρο για παρκάρισμα, και, απ’ όσο ήξερε ο Ντέιβ, η Σελέστ θα μπο ρούσε να είχε αφήσει το αυτοκίνητο μέχρι και στο Πόιντ, τόσο μακριά, παρ’ όλο που παρατήρησε ότι σε μικρή απόσταση από το σπίτι υπήρχαν κενοί χώροι για παρκαρισμα. Δε βαριέσαι, ετσι κι αλλιώς μάλλον ήταν πολύ πιωμένος για να οδηγήσει. Ίσω ς ένας καλός περίπατος τον βοηθούσε να καθαρίσει το μυαλό του. Ανηφόρισε την Κρέσεντ μέχρι τη λεωφόρο Μπάκιγχαμ και έ στριψε αριστερά, ενώ αναρωτιόταν τι στο διάβολο συνέβαινε μέσα στο κεφάλι του από τότε που είχε προσπαθήσει να εξηγήσει την κατάσταση στη Σελέστ. Χριστέ μου, είχε φτάσει να της πει τα ονό ματα -Χ ένρι και Τζορτζ. Αν είναι δυνατόν, της είχε μιλήσει για λυ κάνθρωπους. Σκατά. Και τώρα ήταν επιβεβαιωμένο -η αστυνομία τον υποπτευόταν. Τον είχαν στο μάτι. Δεν θα ξανάβλεπε ποτέ τον Σον σαν παλιό του φίλο. Τα είχαν ξεπεράσει αυτά πια. Και ο Ντέιβ θυμήθηκε τι τον ενοχλούσε στον Σον όταν ήταν παιδιά: η αίσθηση αρχής που τον χαρακτήριζε, η αίσθηση ότι ήταν πάντα σίγουρος πως είχε δίκιο, όπως τα περισσότερα παιδιά που είχαν την τύχη -γιατί αυτό ήταν, καθαρή τύχη- να μεγαλώσουν και με τους δυο γονείς τους σε ένα ωραίο σπίτι, με καθαρά ρούχα και καινούριο αθλητικό εξοπλισμό. Ας πάει στο διάβολο ο Σον. Μαζί με τα όμορφα μάτια του και την ωραία του τη φωνή, που έκαναν όλες τις γυναίκες να βρέξουν τα βρακάκια τους μόλις μπήκε στην κουζίνα. Ας πάει στο διάβολο κι αυτός και η ωραία του εμφάνιση. Μαζί με τους καθωσπρέπει τρόπους του, τις τόσο διασκεδαστικές και ενδιαφέρουσες ιστορίες του, το μπάτσικο κόρδωμά του και τα όσα έγραφαν για δαύτον οι βρομοφυλλάδες. Ό μως ούτε ο Ντέιβ ήταν ανόητος. Θα απαντούσε στην πρό κληση -α ρ κεί μονάχα να έβαζε τις σκέψεις του σε μια τάξη. Δεν χρειαζόταν τίποτ’ άλλο. Αν αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ξεβιδώσει t
t
r
/
r
*
Λ
/
t
το κεφάλι του κι έπειτα να το ξαναβιδώσει στη θέση του, θα έβρι σκε τρόπο να το κάνει ακόμα και αυτό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτη τη στιγμή ήταν ότι το Αγόρι Που Ξέφυγε Α π’ Τους Λύκους και Είχε Πια Μεγαλώσει έδειχνε πολύ συχνά το πρόσωπό του. Ο Ντέιβ είχε ελπίσει πως ό,τι είχε κάνει το σαββατόβραδο θα έλυνε το ζήτημα, θα έκανε το βρομιάρικο να το βουλώσει και να γυρίσει πίσω στο δάσος μέσα στο μυαλό του Ντέιβ. Το Αγόρι ήθελε αίμα ε κείνη τη νύχτα, ήθελε να προκαλέσει πόνο. Και ο Ντέιβ είχε υποκύψει. Στην αρχή ήταν κάτι ασήμαντο -μερικές γροθιές, μια κλοτσιά. Αλλά έπειτα το πράγμα είχε βγει εκτός ελέγχου, και ο Ντέιβ αισθάνθηκε τη μανία να αναβλύζει από μέσα του καθώς το Αγόρι έ παιρνε στα χέρια του τα ηνία. Και το Αγόρι ήταν δύσκολος πελά της. Το Αγόρι δεν θα έμενε ικανοποιημένο αν δεν έβλεπε κομμάτια από μυαλό. Μόλις τελείωσε, το Αγόρι είχε αποσυρθεί. Είχε φύγει, αφήνο ντας μονάχο τον Ντέιβ να τα βγάλει πέρα. Και ο Ντέιβ τα είχε κα ταφέρει. Και είχε κάνει καλή δουλειά. (Ισω ς όχι τόσο καλή όσο ήλπιζε, καλή πάντως μια φορά.) Και το είχε κάνει -συνειδη τά- ώστε να μπορέσει να κρατήσει το Αγόρι μακριά για λίγο. Αλλά το Αγόρι ήταν μεγάλο μαρτύριο. Τώρα χτυπούσε ξανά την πόρτα του Ντέιβ και του έλεγε πως όπου να ’ναι θα έβγαινε { ;ξω χωρίς να ρωτάει αν εκείνος ήταν έτοιμος. Εχουμε πραγματα να κάνουμε, Ντέιβ. Η λεωφόρος φαινόταν κάπως θολή μπροστά του και γλιστρούσε πέρα δώθε με κάθε του βήμα, αλλά ο Ντέιβ ήξερε ότι πλησίαζαν στο Λαστ Ντροπ. Σ ’ αυτό το χαμαιτυπείο έκτασης δύο τετραγώ νων, με όλους τους ανώμαλους και τις πόρνες, όπου οι πάντες που λούσαν με μεγάλη τους χαρά αυτό το κομμάτι της ψυχής που κά ποιοι άλλοι είχαν ξεριζώσει από μέσα του με τη βία. Από μένα το ξερίζωσαν, είπε το Αγόρι. Μεγάλωσες πια. Σταμάτα να κουβαλάς το σταυρό μου. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν τα παιδιά. Ή ταν σαν ξωτικά. Εμφα νίζονταν ξαφνικά πίσω από πόρτες ή από κουβούκλια αυτοκινήτων και σου προσφεραν στοματικο σεξ. Σου προσφεραν πηοημα για εί κοσι δολάρια. Και τα έκαναν όλα. Το πιο μικρό, αυτό που είχε δει ο Ντέιβ το βράδυ του Σαββά του, ήταν δεν ήταν έντεκα χρονών. Είχε βρόμικους κύκλους γύρω r γ
»
t
/
r
t
»
t
γ
r ι-^
r
/
r Γ*
t
από τα μάτια, κατάλευκο δέρμα και στο κεφάλι του έναν μεγάλο θάμνο από μπερδεμένα κόκκινα μαλλιά, που το έκαναν να μοιάζει ακόμα περισσότερο με ξωτικό. Κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται στο σπίτι του και να βλέπει κωμικές σειρές στην τηλεόραση -αυτό όμως ήταν εδώ έξω στους δρόμους, προσφέροντας στοματικό σεξ στους ανώμαλους. Ο Ντέιβ το είχε δει στο απέναντι πεζοδρόμιο βγαίνοντας από το Λαστ Ντροπ και πηγαίνοντας στο αυτοκίνητό του. Το παιδί είχε γείρει πάνω σ ’ ένα στύλο του δρόμου καπνίζοντας κι όταν κάρ φωσε τα μάτια του στο βλέμμα του Ντέιβ, ο Ντέιβ ένιωσε τη δι έγερση· τη λαχτάρα να λιώσει* να πάρει το χέρι του παιδιού με τα κόκκινα μαλλιά και να βρει ένα ήσυχο μέρος για τους δυο τους. Θα ήταν τόσο εύκολο, τόσο χαλαρωτικό, τόσο ευπρόσδεκτο να παραοοθει, να ενόωσει σ αυτο που λαχταρούσε εοω και πανω απο μια δεκαετία. Ναι, είπε το Αγόρι. Κάν’ το. Όμως (και πάντα σ ’ αυτό το σημείο το μυαλό του Ντέιβ γινό ταν δύο κομμάτια) ήξερε, βαθιά μέσα στην ψυχή του ήξερε, ότι αυτό θα ήταν η χειρότερη αμαρτία απ’ όλες. Ή ξερε ότι έτσι και περνούσε τη διαχωριστική γραμμή -άσχετα με το πόσο δελεαστικό μπορεί να ήταν αυτό το βήμα-, δεν θα μπορούσε να ξαναγυρίσει πίσω. Ή ξερε ότι, έτσι και διάβαινε αυτή τη γραμμή, δεν θα μπο ρούσε ποτέ να ξανανιώσει ολόκληρος, θα ήταν σαν να είχε μείνει σ ’ εκείνο το υπόγειο παρέα με τον Χένρι και τον Τζορτζ για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Αυτό έλεγε στον εαυτό του τις στιγμές του πειρασμού, όταν περνούσε μπροστά από στάσεις σχολικών λεωφο ρείων και παιδικές χαρές, ή, τα καλοκαίρια, μπροστά από δημόσια κολυμβητήρια. Έλεγε στον εαυτό του ότι δεν θα γινόταν Χένρι και Τζορτζ. Αξιζε κάτι καλύτερο. Μεγάλωνε ένα γιο. Θα φαινόταν δυ νατός. Αυτό έλεγε στον εαυτό του όλο και πιο συχνά με κάθε χρόνο που περνούσε. Αλλά αυτό δεν τον βοήθησε το βράδυ του Σαββάτου. Εκείνο το βράδυ, η λαχτάρα του ήταν πιο δυνατή παρά ποτέ. Το κοκκι νομάλλικο παιδί που στηριζόταν στο στύλο έμοιαζε να το καταλα βαίνει. Χαμογέλασε στον Ντέιβ καθώς ρουφούσε το τσιγάρο του και ο Ντέιβ ένιωσε μια δύναμη να τον τραβάει προς το πεζοδρό μιο. Ένιωσε σαν να στεκόταν ξυπόλυτος σε μια κατηφορική πλαγιά φτιαγμένη από σατέν. C*
/Λ
'
f»
f
)
/
*\
*
Ο
*
*
r
f
Και τότε, ένα αυτοκίνητο εμφανίστηκε στο δρόμο κι έπειτα από λίγες κουβέντες το παιδί μπήκε μέσα, αφού πρώτα έριξε στον Ντέιβ ένα παιχνιδιάρικο βλέμμα πάνω από την οροφή. Ο Ντέιβ είδε το αυτοκίνητο -μ ια δίχρωμη, σκούρα μπλε και άσπρη, Κάντιλακ- να διασχίζει τη /Ucocpopo και να έρχεται προς το μέρος του στο πίσω μέρος του πάρκινγκ του Λαστ Ντροπ. Ο Ντέιβ μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητό του και η Κάντιλακ σταμάτησε πίσω από τα αφρόντι στα δέντρα που ξεχείλιζαν πάνω από τον χαλασμένο φράχτη. Ο ο δηγός έσβησε τα φώτα, αλλά άφησε τη μηχανή αναμμένη, και το Αγόρι ψιθύρισε στο αυτί του, Χένρι και Τζορτζ, Χένρι και Τζορτζ. Όμως, απόψε, ο Ντέιβ έκανε μεταβολή πριν φτάσει στο Λαστ Ντροπ, παρ’ όλο που το Αγόρι ούρλιαζε μέσα στο αυτί του. Το Α γόρι ούρλιαζε, Είμαι εσύ, είμαι εσύ. Και ο Ντέιβ ήθελε να σταματήσει και να κλάψει. Ή θελε να στη ρίξει το χέρι του στον πιο κοντινό τοίχο και να κλάψει, γιατί ήξερε ότι το Αγόρι Που Ξέφυγε Α π’ Τους Λύκους και Είχε Πια Μεγαλώ σει είχε γίνει και το ίδιο Λύκος. Είχε γίνει ο Ντέιβ. Ο Ντέιβ ο Λύκος. Κι αυτό θα πρέπει να συνέβη πρόσφατα, επειδή ο Ντέιβ δεν μπορούσε να θυμηθεί κάποια καταλυτική περίσταση που να είχε νιώσει την ψυχή του ν ’ αλλάζει και να εξατμίζεται για να κάνει χώρο για τη νέα οντότητα. Όμως, είχε συμβεί. Ίσως την ώρα που κοιμόταν. Λλλά δεν μπορούσε να σταματήσει εδώ. Λυτό το κομμάτι της λεωφόρου ήταν πολύ επικίνδυνο, πιθανό καταφύγιο πρεζάκηδων που σίγουρα θα έβλεπαν τον Ντέιβ, μεθυσμένος όπως ήταν, σαν εύκολο στόχο. Ορίστε, στην άλλη πλευρά του δρόμου μπορούσε να δει ένα αυτοκίνητο να προχωράει αργά, παράλληλα με τον Ντέιβ, παρακολουθώντας τον, περιμένοντας απ’ αυτόν να εκπέμψει τη μυ ρωδιά του θύματος. Πήρε μια βαθιά ανάσα και εξομάλυνε το βήμα του, προσπαθώ ντας να δείχνει σίγουρος και ατρόμητος. Ανασήκωσε λιγάκι τους ώμους του, πήρε ένα βλέμμα που έλεγε «άντε γαμήσου» κι άρχισε να προχωράει προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που είχε έρθει, προς το σπίτι, αν και όχι με πιο καθαρό κεφάλι -αφ ού το Α γόρι εξακολουθούσε να ουρλιάζει μέσα στ’ αυτί του-, αλλά τουλά χιστον αποφασισμένος να το αγνοήσει. Μπορούσε να το κάνει. Και ήταν δυνατός. Ήταν ο Ντέιβ ο Λύκος.
Και η ένταση της φωνής του Αγοριού μειώθηκε. Τώρα μιλούσε περισσότερο παρά φώναζε καθώς ο Ντέιβ περπατούσε πίσω, μέσα από το Φλατς. Είμαι εσύ, έλεγε το Αγόρι με φωνή φίλου. Είμαι εσύ.
ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ με τον Μάικλ στον ώμο της, η Σε λέστ ανακάλυψε ότι ο Ντέιβ είχε πάρει το αυτοκίνητο. Το είχε παρκάρει μισό τετράγωνο πιο πάνω, έκπληκτη που είχε βρει χώρο τόσο αργά βράδυ καθημερινής, αλλά τώρα στη θέση του υπήρχε ένα μπλε τζιπ. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί. Φανταζόταν ότι θα έβαζε τον Μάικλ να καθίσει στη θέση του συνοδηγού, θα πέταγε τις τσάντες τους στο πίσω κάθισμα και θα οδηγούσε τα τρία μίλια μέχρι το Ικόνο Αοτζ, πάνω στον αυτοκινητόδρομο. «Να πάρει!» είπε δυνατά, πνίγοντας μέσα της μια παρόρμηση να ουρλιάξει. «Μαμά;» μουρμούρισε ο Μάικλ. «Δεν τρέχει τίποτα, Μάικ». Και ισως ετσι να ήταν, αφου γυρίζοντας το κεφάλι της ειδε ενα ταξί να στρίβει από την οδό Πέρθσιρ στη λεωφόρο Μπάκιγχαμ. Η Σελέστ σήκωσε το χέρι με το οποίο κρατούσε την τσάντα με τα πράγματα του Μάικλ και το ταξί σταμάτησε ακριβώς μπροστά της τη στιγμή που σκεφτόταν ότι άντεχε να ξοδέψει τα έξι δολάρια που στοίχιζε η κούρσα μέχρι το μοτέλ Ικόνο Αοτζ. Θα πλήρωνε και ε κατό, αρκεί να την έπαιρνε αμέσως μακριά από κει, τόσο μακριά, ώστε να μπορέσει να σκεφτεί τα πράγματα χωρίς να περιμένει το γύρισμα ενός πόμολου ή την επιστροφή ενός άντρα που, ίσως, είχε ήδη αποφασίσει ότι εκείνη ήταν βρικόλακας, ένας βρικόλακας που δεν του άξιζε τίποτε περισσότερο από μια σφήνα στην καρδιά και κατόπιν ένας αποκεφαλισμός στα γρήγορα, έτσι για σιγουριά. «Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε ο ταξιτζής καθώς η Σελέστ έβαζε τις τσάντες της στο κάθισμα και γλιστρούσε πίσω, ανάμεσά τους, με τον Μάικλ στην αγκαλιά της. Οπουδήποτε, ήθελε να πει. Οπουδήποτε, μόνο μακριά από δω. τ /
^
t
*
f
/ y
/ λ
/ C ·
'
IV ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ
22 ΤΟ ΨΑΡΙ-ΚΥΝΗΓΟΣ
« 1 ΐΗ ΡΕ Σ ΤΟ ΑΜΑΞΙ του με το γερανό;» «Λάθος* π ήραν το αμάξι του με το γερανό», είπε ο Γουάιτι. «Δεν είναι το ίδιο». Καθώς έστριβαν προς την έξοδο του Ανατολικού Μ πάκιγχαμ αφήνοντας πίσω τους το πρωινό μποτιλιάρισμα στον αυτοκινητό δρομο, ο Σον ρώτησε, «Για ποιο λόγο;» «Ήταν εγκαταλελειμμένο», είπε ο Γουάιτι, σφυρίζοντας ανάλα φρα μέσα από τα δόντια του ενώ έστριβε στην οδό Ρόουζκλερ. «Πού;» είπε ο Σον. «Μπροστά από το σπίτι του;» «Ω, όχι, όχι», είπε ο Γουάιτι. «Το αμάξι βρέθηκε στο Ρόουμ Μπέιζιν, πάνω στον περιφερειακό του πάρκου. Είμαστε τυχεροί που ο περιφερειακός ανήκει στη δικαιοδοσία της Πολιτειακής Α στυνομίας, έτσι; Προφανώς κάποιος το έκλεψε, το πήρε για μια βόλτα και μετά το παράτησε. Συμβαίνουν αυτά, ξέρεις». Ο Σον είχε ξυπνήσει από ένα όνειρο (στο οποίο κρατούσε την κόρη του και την έλεγε με το όνομά της, παρ’ όλο που δεν το ήξερε και δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ακριβώς της είχε πει στ’ όνειρό του), γ ι’ αυτό και ήταν λιγάκι ζαλισμένος. «Βρήκαμε αίμα», είπε ο Γουάιτι. «Πού;»
«Στο μπροστινό κάθισμα του αυτοκινήτου του Μπόιλ». «Πόσο;» Ο Γουάιτι κράτησε τον αντίχειριχ και το δείκτη του σε από σταση μόλις μιας τρίχας. «Λιγάκι. Βρήκαμε κι άλλο λίγο στο πορ τμπαγκάζ». «Στο πορτμπαγκάζ;» είπε ο Σον. «Για την ακρίβεια, πολύ περισσότερο». «Και λοιπόν;» «Και λοιπόν, το έστειλα στα εργαστήρια». «Δεν κατάλαβες», είπε ο Σον. «Εννοούσα, και λοιπόν τι έγινε που βρήκατε αίμα στο πορτμπαγκάζ; Η Κέιτι Μάρκους δεν μπήκε σε κανένα πορτμπαγκάζ». «Η αλήθεια είναι ότι αυτό μου κόβει λιγάκι τη μαγιονέζα». «Αρχιφύλακα, η έρευνα στο αυτοκίνητο θα κριθεί παράτυπη». «Όχι». «Όχι;» «Όχι, γιατί το αυτοκίνητο κλάπηκε και εγκαταλείφθηκε σε περι οχή δικαιοδοσίας της Πολιτειακής Αστυνομίας. Αποκλειστικώς για λόγους ασφαλείας και, μπορώ να προσθέσω, προς το έννομο συμ φέρον του ιδιοκτήτου...» «Ενήργησες αυτοψία και συνέταξες αναφορά». «Πιάνεις πουλιά στον αέρα, αγόρι μου». Σταμάτησαν μπροστά από το σπίτι του Ντέιβ Μπόιλ και ο Γουάιτι έβαλε όπισθεν και πάρκαρε. Έσβησε τη μηχανή. «Έχω αρκετά στοιχεία πια για να τον καλέσω για μια κουβεντούλα. Προς το πα ρόν, αυτό χρειάζομαι μόνο». Ο Σον έγνεψε, ξέροντας ότι δεν είχε νόημα να διαφωνήσει μαζί του. Ο Γουάιτι είχε καταφέρει να γίνει αρχιφύλακας στο Τμήμα Αν θρωποκτονιών επειδή ακολουθούσε τη διαίσθησή του με σκυλίσια επιμονή. Δεν μπορούσες να τον πείσεις να παραιτηθεί από κάποιο προαίσθημά του: Έφτανε πάντα μέχρι το τέλος. «Τι έδειξε η βαλλιστική εξέταση;» είπε ο Σον. «Κι αυτό είναι παράξενο, επίσης», είπε ο Γουάιτι, ενώ παρέ μεναν καθισμένοι μέσα στο αυτοκίνητο απέναντι από το σπίτι του Ντέιβ, χωρίς ο Γ ουάιτι να κάνει κάποια κίνηση για να βγει από το αμάξι. «Το όπλο ήταν τριανταοχτάρι Σμιθ & Γουέσον, όπως φα νταστήκαμε. Ανήκε σε μια παρτίδα που κλάπηκε από έναν έμπορο όπλων στο Νιου Χαμσάιρ το ’81. Το ίδιο όπλο που σκότωσε την
Κάθριν Μάρκους έχει χρησιμοποιηθεί και στη ληστεία μιας κάβας το ’82. Εδώ, στο Μπάκιγχαμ». «Στο Φλατς;» Ο Γουάιτι κούνησε το κεφάλι του. «Στο Ρόουμ Μπέιζιν, σ ’ ένα μαγαζί που λεγόταν Λούνι Λίκερς. Τη δουλειά την έκαναν δύο τύ ποι που φορούσαν λαστιχένιες μάσκες. Μπούκαραν από πίσω μό λις ο ιδιοκτήτης έκλεισε την είσοδο και ο πρώτος από τους δυο που μπήκε στο μαγαζί έριξε μια προειδοποιητική βολή που χτύπησε ένα μπουκάλι μπέρμπον και καρφώθηκε μετά στον τοίχο. Το υπόλοιπο κομμάτι της ληστείας εξελίχθηκε ήρεμα, αλλά η σφαίρα βρέθηκε. Η βαλλιστική εξέταση έδειξε ότι προέρχεται από το ίδιο όπλο που σκότωσε την Κέιτι Μάρκους». «Αυτό στρέφει τις έρευνες προς διαφορετική κατεύθυνση, δε νομίζεις;» είπε ο Σον. «Το χίλια εννιακόσια ογδόντα δύο ο Ντέιβ ήταν περίπου δεκαεφτά χρονών και ξεκινούσε να δουλεύει στο Ρέιθιον. Δε νομίζω να λήστευε κάβες». «Αυτό δε σημαίνει ότι το όπλο δεν μπορεί να κατέληξε τελικά στα χέρια του. Έλα, μικρέ, ξέρεις πώς αλλάζουν χέρια τα όπλα». Ο Γουάιτι όμως δεν ακουγόταν τόσο σίγουρος όσο το προηγούμενο βράδυ. «Πάμε να τον βρούμε», είπε και άνοιξε την πόρτα με ένα σπρώξιμο. Ο Σον βγήκε από τη θέση του συνοδηγού και προχώρησαν προς το σπίτι του Ντέιβ, με το χέρι του Γουάιτι να παίζει ταμπούρλο στις χειροπέδες που είχε στη μέση του, λες και έψαχνε ευκαιρία να τις χρησιμοποιήσει.
Ο ΤΖΙΜΙ ΠΑΡΚΑΡΙΣΕ το αυτοκίνητό του και μετέφερε ένα χαρτονένιο δίσκο με καφέδες και μια σακούλα με ντόνατ περπατώντας πάνω στη ραγισμένη άσφαλτο ενός πάρκινγκ δίπλα στον Μίστικ Ρίβερ. Ακριβώς από πάνω του, στα μεταλλικά ελάσματα της γέ φυρας Τόμπιν, τα αυτοκίνητα περνούσαν με θόρυβο, ενώ η Κέιτι είχε γονατίσει δίπλα στην όχθη μαζί με τον Τζαστ Ρέι Χάρις, με το βλέμμα και των δυο τους ριγμένο στο νερό, σαν να έψαχναν κάτι εκεί μέσα. Ο Ντέιβ Μπόιλ ήταν κι αυτός εκεί, με το πρησμένο χέρι του σε μέγεθος γαντιού του μποξ. Ο Ντέιβ καθόταν σε μια βου λιαγμένη πολυθρόνα κήπου δίπλα στη Σελέστ και την Αναμπεθ. Η Σελΐστ είχε ένα μαραφέτι με φερμουάρ που της έκλχινε το στόμα και η Αναμπεθ κάπνιζε δύο τσιγάρα ταυτόχρονα. Φορούσαν και οι
τρεις τους μαύρα γυαλιά ηλίου χωρίς να κοιτάζουν τον Τζίμι. Αγνάντευαν την κάτω πλευρά της γέφυρας κι έδιναν την αίσθηση ότι το μόνο που ήθελαν σ ’ αυτό τον κόσμο ήταν να τους αφήσουν ήσυ χους στις πολυθρόνες τους. Ο Τζίμι ακούμπησε τους καφέδες και τα ντόνατ στο έδαφος, δί πλα στην Κέιτι, και γονάτισε ανάμεσα σ ’ αυτή και στον Τζαστ Ρέι. Κοίταξε το νερό και είδε εκεί το είδωλό του, μαζί με τα είδωλα της Κέιτι και του Τζαστ Ρέι, και, καθώς γύρισαν προς το μέρος του, ο Ρέι κρατούσε στα δόντια του ένα μεγάλο κόκκινο ψάρι που σπαρ ταρούσε. «Μου έπεσε το φόρεμα στο ποτάμι», είπε η Κέιτι. «Δεν το βλέπω», είπε ο Τζίμι. Το ψάρι ξέφυγε μ’ ένα σάλτο από το στόμα του Τζαστ Ρέι κι έ πεσε στο νερό, έμεινε στην επιφάνεια κι έφυγε σπαρταρώντας. «Θα το φέρει. Είναι ψάρι-κυνηγός», είπε η Κέιτι. «Είχε ίδια γεύση με κοτόπουλο», είπε ο Ρέι. Ο Τζίμι ένιωσε στην πλάτη του το θερμό χέρι της Κέιτι, έ πειτα αισθάνθηκε το χέρι του Ρέι στον αυχένα του και η Κέιτι είπε: «Γιατί δεν πας να το πιάσεις, μπαμπά;» Και τότε, τον έσπρωξαν από την όχθη και ο Τζίμι είδε το μαύρο νερό και το ψάρι που σπαρταρούσε να ανεβαίνει για να τον συνα ντήσει και ήξερε ότι θα πνιγόταν. Ανοιξε το στόμα του για να ουρλιάξει και το ψάρι χώθηκε μέσα του μ ’ ένα πήδημα, στερώντας του το οξυγόνο, και το νερό είχε την υφή μαύρης μπογιάς όταν το πρό σωπό του βούτηξε εκεί μέσα. Ανοιξε τα μάτια και, γυρίζοντας το κεφάλι του, είδε το ρο λόι του που έλεγε εφτά και δεκαέξι, μα δεν μπορούσε να θυμηθεί ποτε επεσε για υπνο. Θα πρεπει να εγινε καποια στιγμή ομως, γιατί τώρα βρισκόταν εδώ, με την Αναμπεθ να κοιμάται στο πλάι του... Και ο Τζίμι ξύπνησε έχοντας μπροστά του μια καινούρια μέρα, κι ένα ραντεβού για να διαλέξει ταφόπλακα για την κόρη του σε κάτι παραπάνω από μία ώρα από τώρα, και τον Τζαστ Ρέι Χάρις και τον Μίστικ Ρίβερ να του χτυπούν την πόρτα. 9
t
/- V
t
t
t
9
*
t
t
ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ για μια επιτυχημένη ανάκριση ήταν να εξασφαλίσεις όσο περισσότερο χρόνο μπορούσες προτού ο ύποπτος ζητήσει δικηγορο. Οι σκληρές περιπτώσεις -έμποροι ναρκωτικων, συμμορί τες, μηχανόβιοι και μαφιόζοι- συνήθως ζητούσαν συνήγορο αμέ t
/* \
t
t
9
r
9
σως μετά τη σύλληψή τους. Μπορούσες να τους πιέσεις για λίγο, να προσπαθήσεις να τους κάνεις να κελαηδήσουν προτού εμφανι στεί ο δικηγόρος, αλλά κατά κύριο λόγο έπρεπε να βασιστείς στα ευρήματα από τον τόπο του εγκλήματος για να στηρίξεις την εκ δοχή σου. Σπανια ο Σον ειχε ανακρίνει εναν σκληρό τυπο και είχαν προκύψει αποτελέσματα. Όταν είχες όμως να κάνεις με συνηθισμένους πολίτες, ή ανθρώ πους με λευκό ποινικό μητρώο, οι περισσότερες υποθέσεις έκλει ναν στη διάρκεια της προανάκρισης. Στην υπόθεση της «οργής των δρόμων», της μεγαλύτερης επιτυχίας στην καριέρα του Σον μέχρι στιγμής, ένας τύπος γύριζε στο σπίτι του ένα βράδυ στο Μίντλσεξ και ο μπροστινός τροχός του τζιπ του αποσπάστηκε ενώ έτρεχε με εκατόν τριάντα χιλιόμετρα. Απλώς ξεκόλλησε από τη θέση του και κύλησε πάνω στον αυτοκινητόδρομο. Το τζιπ πήρε καμιά δεκαριά τούμπες και ο οδηγός, ονόματι Έντουιν Χάρκα, σκοτώθηκε επιτόπου. Ό πω ς αποδείχτηκε, τα μπουλόνια και στους δύο μπροστινούς του τροχούς ήταν ξεβιδωμένα. Έτσι, άρχισαν να ψάχνουν την υπό θεση έχοντας στο μυαλό τους την ανθρωποκτονία εξ αμελείας στην 9 καλύτερη περίπτωση, αφου η κυρίαρχη άποψη ήταν οτι επροκειτο για λάθος κάποιου μεθυσμένου μηχανικού. Ο Σον με το συνεργάτη του, τον Αντολφ, ανακάλυψαν ότι πριν από λίγο καιρό το θύμα είχε αλλάξει λάστιχα. Όμως ο Σον είχε βρει επίσης στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του θύματος ένα κομμάτι χαρτί που δεν του καθόταν καλά. Ή ταν ο αριθμός κυκλοφορίας κάποιου αυτοκινήτου γραμμέ νος βιαστικά κι όταν ο Σον τον πέρασε μέσα από τον υπολογιστή της Τροχαίας, προέκυψε το όνομα Αλαν Μπαρνς. Πήγε στο σπίτι του Μπαρνς και ρώτησε τον τύπο που άνοιξε την πόρτα αν ήταν ο Αλαν Μπαρνς. Ό τύπος, με τα νεύρα του τεντωμένα όσο δεν πή γαινε, είπε, «Ναι, γιατί;» κι ο Σον, νιώθοντας με όλο του το σώμα ότι είχε κάνει διάνα, είπε: «Θα ήθελα να μιλήσουμε για κάτι μπου λόνια». Ο Μπαρνς είχε σπάσει επιτόπου, εκεί, στην εξώπορτα του σπι·\
*
*
r
r
t
f
f
τοκίνητο του τύπου για να τον τρομάξει λιγάκι, επειδή είχε τσακω θεί μαζί του πριν από μια βδομάδα στον αυτοκινητόδρομο, στη λω ρίδα που οδηγούσε στη σήραγγα του αεροδρομίου, και ο Μπαρνς τσατίστηκε τόσο, που στο τέλος αποφάσισε να δώσει συνέχεια στο γεγονός, δεν πήγε στη δουλειά του, ακολούθησε τον Έντουιν
Χάρκα μέχρι το σπίτι του, περίμενε μέχρι ο τύπος να σβήσει όλα τα φώτα του σπιτιού του, έβγαλε το σταυρό για τα μπουλόνια κι έ πιασε δουλειά. Οι άνθρωποι ήταν ηλίθιοι. Σκότωναν ο ένας τον άλλο για τις πιο ηλίθιες αιτίες, έκαναν βόλτες ένα γύρο με την ελπίδα να τους πιάσουν κι έπειτα στο δικαστήριο διακήρυσσαν την αθωότητά τους αφού πρώτα είχαν δώσει σε κάποιον αστυνομικό μια τετρα σέλιδη, υπογεγραμμένη ομολογία. Και, ως γνωστόν, η ηλιθιότητά τους ήταν το πιο αποτελεσματικό οπλο της αστυνομίας. Τους άφη νες να μιλήσουν. Πάντα. Τους άφηνες να εξηγήσουν. Τους άφηνες να απαλλαχτούν από τις ενοχές τους μιλώντας, ενώ τους κερνούσες καφέ και το μαγνητόφωνο έγραφε. Κι όταν ζητούσαν δικηγόρο -κ α ι ο μέσος πολίτης σχεδόν πάντα ζητούσε-, κατσούφιαζες και τους ρωτούσες αν ήταν σίγουροι ότι το ήθελαν πραγματικά αυτό, αφήνοντας μια εχθρική διάθεση να πλα νηθεί στην ατμόσφαιρα, ώσπου αποφάσιζαν ότι, οκέι, ήθελαν να μείνετε φίλοι, κι έτσι ίσως μιλούσαν λίγο ακόμη προτού έρθει ο δι κηγόρος και καταστρέψει τη φιλική ατμόσφαιρα. Ω στόσο ο Ντέιβ δεν ζήτησε δικηγόρο. Ούτε γ ι’ αστείο. Κα θόταν σε μια καρέκλα, έτοιμη να διαλυθεί κάθε φορά που έγερνε πίσω, και έδειχνε ζαλισμένος από το μεθύσι, ενοχλημένος και τσατισμένος, ειδικά με τον Σον, όχι όμα>ς φοβισμένος ή νευρικός -και, απ’ ό,τι μπορούσε να καταλάβει ο Σον, αυτό έδινε στα νεύρα του Γ ουάιτι. «Άκου με, κύριε Μπόιλ», είπε ο Γουάιτι. «Ξέρουμε ότι έφυγες από το Μακ Γ κιλς νωρίτερα από την ώρα που μας είπες. Ξέρουμε ότι εμφανίστηκες στο πάρκινγκ του Λαστ Ντροπ μισή περίπου ώρα αργότερα, περίπου την ιοια ωρα που εφυγε η οεσποινις Μάρκους. Και είμαστε κάτι παραπάνω από σίγουροι ότι το χέρι σου δεν πρήστηκε ετσι οπως πρήστηκε επειδή το χτύπησες στον τοίχο παίζο ντας μπιλιάρδο». Ο Ντέιβ μούγκρισε. «Μπορώ να έχω μια Σπράιτ, μια γκαζόζα;» είπε. «Σε λίγο», του είπε ο Γουάιτι για τέταρτη φορά την τελευταία μισή ώρα που βρίσκονταν εκεί. «Πες μας τι συνέβη πραγματικά ε κείνη τη νύχτα, κύριε Μπόιλ». «Μα σας είπα». «Μας είπες ψέματα». Ο Ντέιβ ανασήκωσε τους ώμους του. «Κατά τη γνώμη σας». «Όχι», είπε ο Γ ουάιτι. «Είναι γεγονός. Μας είπες ψέματα σχε r
*
Λ
r
ί
Φ
t
f C *
9
f
r
f
Λ
t
ο ^
O
*
*
*τ«
;
11^
/
/
Ο
»
τικά με την ώρα που έφυγες από το Μακ Γ κιλς. Το ρολόι είχε στα ματήσει πέντε λεπτά πριν από την ώρα που ισχυρίζεσαι ότι έφυγες, κύριε Μπόιλ». «Πέντε ολόκληρα λεπτά;» «Το βρίσκεις αστείο;» Ο Ντέιβ έγειρε για μια στιγμή πίσω στην καρέκλα του και ο Σον περίμενε ν’ ακούσει το προδοτικό κρακ λίγο πριν τα πόδια της λυγίσουν, αλλά δεν το άκουσε. Ο Ντέιβ έφτανε στα άκρα, μα δεν τα ξεπερνούσε. «Όχι, αρχιφύλακα, δεν το βρίσκω αστείο. Είμαι κουρασμένος. Χθες το βράδυ μέθυσα. Και όχι μόνο μου έκλεψαν το αυτοκίνητό μου, αλλά τώρα μου λέτε κι από πάνω ότι δε θα μου το δώσετε πίσω. Λέτε ότι έφυγα από το Μακ Γ κιλς πέντε λεπτά πριν από την ώρα που σας είπα;» «Τουλάχιστον». «Εντάξει. Να το πιστέψω. Μπορεί και να ’ναι αλήθεια. Ξέρετε, παιδια, εγω δεν κοιτάζω τοσο συχνά το ρολοι μου οσο εσείς. Λοι πόν, αν λέτε ότι έφυγα από το Μακ Γκιλς στη μία και πέντε αντί στη μία και δέκα, σύμφωνοι. Ίσω ς έτσι έγινε. ΓΤοπό! έκανα λάθος, έλεος... Αλλά αυτό είναι όλο. Έπειτα γύρισα κατευθείαν στο σπίτι μου. Δεν πήγα σε κανένα άλλο μπαρ». «Σε είδαν στο πάρκινγκ το ύ ...» «Όχι», είπε ο Ντέιβ. «Είδαν ένα Χόντα με το μπροστινό φτερό του τρακαρισμένο, αν δε με απατά η μνήμη μου. Ξέρεις μήπως πόσα Χόντα υπάρχουν σ ’ αυτή την πόλη; Έ λα τώρα, άνθρωπέ μου». «Πόσα όμως είναι τρακαρισμένα στο ίδιο σημείο με το δικό σου, κύριε Μπόιλ;» Ο Ντέιβ ανασήκωσε τους ώμους του. «Όχι και λίγα, υποθέτω». Ο Γουάιτι κοίταξε τον Σον, και ο Σον μπορούσε να νιώσει ότι έχαναν τη μάχη. Ο Ντέιβ είχε δίκιο -θ α έβρισκαν περίπου είκοσι Χόντα με τρακαρισμένο το δεξί μπροστινό τους φτερό. Τουλάχι στον. Και αν ο Ντέιβ μπορούσε να τους προβάλει αυτό το επιχεί ρημα με τόση ευκολία, ο δικηγόρος του θα έβρισκε πολύ περισσό τερα να τους πει. Ο Γουάιτι πήγε πίσω από την καρέκλα του Ντέιβ και είπε: «Πες μας πώς βρέθηκε το αίμα στο αυτοκίνητό σου». «Ποιο αίμα;» C*
·
r
c*
> w
*
*
«\
*
/
/
*
«Το αίμα που βρήκαμε στο μπροστινό σου κάθισμα. Ας αρχί σουμε από κει». «Τι θα γίνει μ ’ αυτή τη Σπράιτ, Σον;» είπε ο Ντέιβ. «Θα σ ’ τη φέρω εγώ», είπε ο Σον. Ο Ντέιβ χαμογέλασε. «Εντάξει, το ’πιασα. Εσύ είσαι ο καλός μπάτσος της υπόθεσης. Μπορείς να μου φέρεις τότε κι ένα σάντου ιτς με μπιφτέκι μια και πας;» Ο Σον, που είχε μισοσηκωθεί από την καρέκλα του, ξανακάθισε. «Δεν είμαι το σκυλάκι σου, Ντέιβ. Μου φαίνεται ότι πρέπει να περιμένεις λιγάκι». «Είσαι όμως το σκυλάκι κάποιων άλλων, έτσι δεν είναι, Σον;» Το είπε με παρανοϊκό βλέμμα γεμάτο καμαρωτή αναίδεια, και ο Σον άρχισε να σκέφτεται ότι ο Γ ουάιτι μπορεί και να είχε δίκιο τε λικά. Αναρωτήθηκε αν ο πατέρας του, βλέποντας τώρα τον Ντέιβ Μπόιλ, θα είχε την ίδια γνώμη με το προηγούμενο βράδυ. «Το αίμα, Ντέιβ», είπε ο Σον. «Το αίμα στο μπροστινό σου κά θισμα. Απάντησε στον αρχιφύλακα». Ο Ντέιβ έστρεψε ξανά το βλέμμα του προς τον Γουάιτι. «Στην πίσω αυλή μας έχουμε ένα φράχτη από συρματόπλεγμα. Ξέρεις, απ’ αυτούς που το συρματόπλεγμα γυρίζει προς τα μέσα στην κο ρυφή. Λοιπόν, τις προάλλες έκανα κάτι δουλειές στην αυλή. Ο σπι τονοικοκύρης μας είναι γέρος. Εγώ αναλαμβάνω τέτοιες μικροδουλειές κι αυτός κρατάει το νοίκι σε λογική τιμή. Την ώρα λοιπόν που έκοβα αυτά τα καλαμένια πράγματα, σαν μπαμπού, που έχει φυτέψει εκεί πίσω...» Ο Γουάιτι αναστέναξε, αλλά ο Ντέιβ δεν φάνηκε να δίνει σημα σία. «...γλίστρησα κι έπεσα. Είχα στο χέρι μου το ηλεκτρικό ψαλίδι για φράχτες και δεν ήθελα να το αφήσω, κι έτσι όταν γλίστρησα έ πεσα στο συρματόπλεγμα και κόπηκα». Χτύπησε τα πλευρά του. «Ακριβώς εδώ. Δεν ήταν βαθύ κόψιμο, αλλά έτρεξε πολύ αίμα. Δέκα λεπτά αργότερα, έπρεπε να πάρω το γιο μου από την προπόνηση των τσικό. Θα πρέπει να αιμορραγούσα ακόμα όταν κάθισα στη θέση του οοηγου. Αυτο είναι το καλύτερο που μπορώ να σκεφτω». «Ώστε το αίμα στο μπροστινό κάθισμα είναι δικό σου, έτσι;» είπε ο Γ ουάιτι. «Όπως σας είπα, αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να σκε φτώ». ο
?
jl
t
f
Λ
t
r
r
«Και ποια είναι η ομάδα αίματός σου;» «Β ρέζους αρνητικό». Ο Γ ουάιτι του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο καθώς έκανε τον κύ κλο της καρέκλας και πήγαινε να κουρνιάσει στην άκρη του τρα πεζιού. «Περίεργο. Σ ’ αυτήν ακριβώς την ομάδα αίματος ανήκει το αίμα που βρήκαμε στο μπροστινό κάθισμα». Ο Ντέιβ σήκωσε τα χέρια του. «Ορίστε, λοιπόν». Ο Γουάιτι μιμήθηκε την κίνηση του Ντέιβ. «Όχι ακριβώς. Μή πως θέλεις να μας εξηγήσεις τι τρέχει με το αίμα στο πορτμπαγκάζ; Αυτό το αίμα δεν είναι Β αρνητικό». «Δεν έχω ιδέα για το αίμα στο πορτμπαγκάζ μου». Ο Γουάιτι χασκογέλασε. «Δεν έχεις ιδέα πώς βρέθηκε μισό κιλό αίμα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου σου;» «Όχι», είπε ο Ντέιβ. Ο Γουάιτι έγειρε μπροστά και ακούμπησε φιλικά τον ώμο του Ντέιβ. «Κύριε Μπόιλ, θα ήθελα να σου πω ότι ο δρόμος που έχεις πάρει δε θα σε βγάλει σε καλό. Αν πεις στους δικαστές ότι δεν ξέ ρεις πώς βρέθηκε στο αυτοκίνητό σου το αίμα κάποιου άλλου, πώς νομίζεις ότι θα τους φανεί;» «Μια χαρά θα τους φανεί». «Μιλάς σοβαρά;» Ο Ντέιβ έγειρε πίσω ξανά και το χέρι του Γ ουάιτι έπεσε από τον ωμο του. «Εσυ τη συνεταξες την αναφορα, αρχιφύλακα». «Ποια αναφορά συνέταξα;» είπε ο Γουάιτι. Ο Σον κατάλαβε πού το πήγαινε ο Ντέιβ και σκέφτηκε, Να πά ρει, τώρα μας έχει στο χέρι για τα καλά. «Την αναφορά για την κλοπή του αυτοκινήτου μου», είπε ο Ντέιβ. «Και λοιπόν;» «Τι και λοιπόν;» είπε ο Ντέιβ. «Το αυτοκίνητο δε βρισκόταν στην κατοχή μου τη χτεσινή νύχτα. Δεν ξέρω για τι το χρησιμοποί ησαν οι κλέφτες, αλλά ίσως θα πρέπει να το μάθετε, επειδή εμένα δε μου φαίνεται να ήταν για καλό σκοπό». Για τριάντα ατελείωτα δευτερόλεπτα, ο Γουάιτι έμεινε εντελώς ακίνητος και ο Σον ένιωσε ότι άρχισε να το πιάνει -είχε πάει να το παίξει έξυπνος και την είχε πατήσει. Ό,τι κι αν έβρισκαν στο αυτο κίνητο δεν θα είχε απολύτως καμία ισχύ στο δικαστήριο, γιατί ο δι *
-τ~ \
*
f
V »
r
/ Λ
κηγόρος του Ντέιβ θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το είχαν βάλει εκεί οι κλέφτες του αυτοκινήτου. «Το αίμα ήταν παλιό, κύριε Μ πόιλ. Πιο παλιό από μερικές ώρες». «Σοβαρά;» είπε ο Ντέιβ. «Είσαι σε θέση να το αποδείξεις, αρ χιφύλακα; Θέλω να πω, αναμφισβήτητα ; Είσαι σίγουρος ότι δε στέ γνωσε γρήγορα; Η χτεσινή νύχτα δεν ήταν ιδιαίτερα υγρή». «Είμαστε σε θέση να το αποδείξουμε», είπε ο Γουάιτι, αλλά ο Σον μπορούσε να διακρίνει την αμφιβολία στη χροιά της φωνής του, κι έτσι ήταν σίγουρος ότι και ο Ντέιβ μπορούσε να τη διακρίνει. Ο Γουάιτι σηκώθηκε από το τραπέζι και γύρισε την πλάτη ίου στον Ντέιβ. Έφερε τα δάχτυλά του στο στόμα και τα έπαιξε στο πάνω χείλι του καθώς βάδιζε κατά μήκος του τραπεζιού προς την πλευρά όπου καθόταν ο Σον, με τα μάτια του καρφωμένα στο πά τωμα. «Έχω άραγε τώρα μεγαλύτερες ελπίδες για εκείνη τη Σπράιτ που λέγαμε;» είπε ο Ντέιβ. foZAT&rirB' «ΘΑ ΦΕΡΟΥΜΕ αυτό το παιδί με το οποίο μίλησε ο Σόουζα, τον νεαρο που ειδε το αυτοκίνητο. Τον Τομι... χμ μ ...» «Μολντανάντο», είπε ο Σον. «Ναι», είπε ο Γουάιτι γνέφοντας, με φωνή κάπως αδύναμη και με το πρόσωπό του σφιγμένο σαν γροθιά. Είχε την έκφραση αν θρώπου που μόλις του είχαν τραβήξει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια και είχε βρεθεί με τον πισινό στο πάτωμα, χωρίς να μπορεί να βά λει με το νου του πώς διάολο έγινε αυτό. «Θα βάλουμε τον Μπόιλ με μερικούς άλλους για να δούμε αν θα τον αναγνωρίσει ο Μολ ντανάντο». «Κάτι είναι κι αυτό», είπε ο Σον. Ο Γουάιτι στηρίχτηκε στον τοίχο του διαδρόμου καθώς τους προσπερνούσε μια γραμματέας που φορούσε το ίδιο άρωμα με τη Λόρεν, και ο Σον σκέφτηκε ότι ίσως της τηλεφωνούσε κάποια στιγμή αυτός στο κινητό της, να δει πώς τα πήγαινε κι αν θα του μιλούσε τώρα που θα είχε κάνει εκείνος την πρώτη κίνηση. «Ψύχραιμο τον βλέπω», είπε ο Γουάιτι. «Ο τύπος είναι πρώτη φορά στο κρατητήριο κι ούτε καν ιδρώνει». r
r C*
f
'Τ '
Τ ' #
«Αρχιφύλακα, η ιστορία δε μου φαίνεται εντάξει, καταλαβαί νεις τι θέλω να πω;» είπε ο Σον. «Αυτό ξαναπές το». «Όχι, δεν κατάλαβες. Θέλω να πω ότι, ακόμα κι αν η θεωρία μας για το αυτοκίνητο αντέξει στο δικαστήριο, το αίμα δεν ανήκει στη Μάρκους. Τίποτε δεν τον συνδέει με το φόνο της». Ο Γουάιτι έκανε μεταβολή και κοίταξε την πόρτα της αίθουσας ανακρίσεων. «Μπορώ να τον κάνω να ομολογήσει». «Μας έβγαλε νοκ άουτ εκεί μέσα προηγουμένως», είπε ο Σον. «Δεν έχω καν αρχίσει». Ωστόσο ο Σον μπορούσε να δει στο πρόσωπό του την αμφιβο λία, ένα πρώτο δείγμα κατάρρευσης του αρχικού του προαισθήμα τος. Ο Γουάιτι γινόταν ξεροκέφαλος -ακόμα και κακός- όταν πί στευε ότι είχε δίκιο, αλλά είχε την εξυπνάδα να μη σπάσει τα μού τρα του πάνω σε ένα προαίσθημα που αντιμετώπιζε σοβαρά προ βλήματα τεκμηρίωσης. «Ακου», είπε ο Σον, «ας τον αφήσουμε να ιδρώσει λιγάκι εκεί μέσα». « Δ ε ν ιδρώνει τ ' αιιιί τοη».
fo z /w fo fir f r '
«Μπορεί ν ’ αρχίσει να ιδρώνει αν τον αφήσουμε μόνο με τις σκέψεις του». Ο Γουάιτι κοίταξε την πόρτα λες και ήθελε να της βάλει φωτιά. «Ίσως». «Το όπλο», είπε ο Σον. «Νομίζω ότι το όπλο θα μας οδηγήσει στη λύση». Ο Γουάιτι μάσησε το εσωτερικό του στόματός του και τελικά είπε γνέφοντας: «Καλό θα ήταν να μάθουμε περισσότερα για το ρημάδι το όπλο. Θες να το αναλάβεις;» «Η κάβα έχει ακόμη τον ίδιο ιδιοκτήτη;» «Δεν ξέρω», είπε ο I ουάιτι. «Ο φάκελος ήταν από το ’82, αλλά ο ιδιοκτήτης τότε ήταν κάποιος ονόματι Λόουελ Αούνι». Ο Σον χαμογέλασε ακούγοντας το όνομα. «Γουστόζικο όνομα, έτσι;» «Γιατί δεν πας μια βόλτα από κει;» είπε ο Γουάιτι. «Εγώ θα πα ρακολουθώ το μαλάκα πίσω από το γυαλί, για να δω μήπως αρχίσει να τραγουδάει για τίποτα νεκρά κορίτσια στα πάρκα». ***
Ο ΛΟΟΥΕΛ ΛΟΥΝΙ ήταν περίπου ογδόντα χρόνων και έδειχνε σαν να μπορούσε να νικήσει τον Σον σε αγώνα δρόμου εκατό μέτρων. Φορούσε πορτοκαλί μπλουζάκι του Γυμναστηρίου Πόρτερ, μπλε παντελόνι φόρμας με λευκό σιρίτι στο πλάι και ολοκαίνουρια α θλητικά παπούτσια Ρίμποκ, ενώ οι κινήσεις του είχαν τέτοια άνε ση, που φαινόταν έτοιμος να πηδήξει για να πιάσει και το ψηλό«Εδώ ακριβώς», είπε στον Σον, δείχνοντάς του μια σειρά από φιάλες ουίσκι πίσω από τον πάγκο. «ΓΙέρασε μέσα από ένα μπου κάλι και σφηνώθηκε στον τοίχο από πίσω». «Επικίνδυνα πράγματα, ψέματα;» είπε ο Σον. Ο ηλικιωμένος άντρας ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ήταν και παίξε γέλασε. Μερικές νύχτες εδώ, όμως, είναι πολύ χειρότε ρες. Πριν από δέκα χρόνια ένα τρελαμένο παιδί μου κόλλησε μια καραμπίνα στη μούρη, και είχε το βλέμμα του λυσσασμένου σκύ λου -ανοιγόκλεινε συνέχεια τα μάτια του από τον ιδρώτα. Καταλα βαίνεις τι σου λεω; Αυτό ήταν επικίνδυνο, γιόκα μου. Οι τύποι που έριξαν τη σφαίρα στον τοίχο ήταν επαγγελματίες. Με τους επαγγελματίες μπορώ να τα βγάλω πέρα. Αυτοί θέλουν το χρήμα, δεν τα ’χουν μ ’ όλο τον κόσμο». «Ώστε αυτοί οι δύο τύποι;...» «Έλα από πίσω», είπε ο Λόουελ Αούνι, φτάνοντας αστραπι αία στην άλλη άκρη του πάγκου, όπου μια μαύρη κουρτίνα κρε μόταν πάνω από την είσοδο μιας αποθήκης. «Εκεί πίσω υπάρχει μια πόρτα που οδηγεί στην αποβάθρα φόρτωσης. Εκείνη την εποχή είχα προσλάβει ένα παιδί για να κουβαλάει τα σκουπίδια και κά που κάπου έβγαινε έξω να φουμάρει κανένα τσιγαριλίκι. Τις μισές φορές ξεχνούσε να κλειδώσει την πόρτα όταν ξανάμπαινε μέσα. Ή αυτό συνέβη ή είχαν παρακολουθήσει αρκετά το μαγαζί ώστε να πάρουν χαμπάρι ότι ο πιτσιρικάς ήταν εντελώς κολλημένος. Εκείνη τη νύχτα μπήκαν από την ξεκλείδωτη πόρτα, έριξαν μια προειδο ποιητική βολή για να μ ’ εμποδίσουν να πιάσω το δικό μου όπλο και πήραν αυτό που είχαν έρθει να πάρουν». «Πόσα σου βούτηξαν;» «Έξι χιλιάδες δολάρια». «Δεν είναι και λίγα», είπε ο Σον. «Κάθε Τρίτη εξαργύρωνα επιταγές. Δεν το κάνω πια, αλλά πα λιά ήμουν βλάκας. Βέβαια, αν οι κλέφτες ήταν λιγάκι πιο έξυπνοι, θα με είχαν ληστέψει το πρωί, προτού εξαργυρώσω κάμποσες επι
ταγές». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ήταν επαγγελματίες αλλά όχι και οι πιο έξυπνοι της πιάτσας, υποθέτω». «Το παιδί που άφησε ανοιχτή την πόρτα;» είπε ο Σον. «Τον έλεγαν Μάρβιν Έλις», είπε ο Αόουελ. «Διάβολε, μπορεί να ήταν μπλεγμένος κι αυτός. Το θέμα είναι πως ο μοναδικός λόγος που έριξαν αυτη τη βολή ήταν επειδή ήξεραν οτι κατω απο τον πά γκο είχα φυλαγμένο ένα όπλο. Και δεν ήταν κοινό μυστικό, εντά ξει; Οπότε, είτε τους το είπε ο Μάρβιν είτε ένας απ’ αυτούς τους δύο δούλευε παλιότερα σ ’ εμένα». «Το είπες αυτό στην αστυνομία τότε;» «Ω, βέβαια». Ο γέρος έκανε μια χειρονομία καθώς πήγαινε πίσω με το μυαλό του. «Έψαξαν τα παλιά μου αρχεία, ανέκριναν όλους οσοι είχαν δουλεψει εδω -ή ετσι είπαν, τουλάχιστον, μα ποτε τους δε συνέλαβαν κανέναν. Και λες ότι το ίδιο όπλο χρησιμοποιή θηκε και σε άλλο έγκλημα;» «Ναι», είπε ο Σον. «Κύριε Λ ούνι...» «Λέγε με Αόουελ, για το Θεό». «Αόουελ», είπε ο Σον, «έχεις ακόμα τις παλιές καταστάσεις ερ γαζομένων;» •
Λ
γ
t
r
*
Λ '
Ο
"\
f
'
ο
ς*
r
r
r
'
9
f
'
r
Λ
/
'
*
w
Ο ΝΤΕΪΒ ΚΟΙΤΟΥΣΕ το τζάμι-καθρέφτη της αίθουσας ανακρίσεων, ξέροντας ότι ο συνεργάτης του Σον, ίσως κι ο ίδιος ο Σον, του αντι γύριζε το βλέμμα. Ωραία. Πώς πάει; Απολαμβάνω τη Σπράιτ μόνος μου. Τι βάζουν μέσα; Χυμό λεμονιού; Πολύ ωραία. Απολαμβάνω το λεμονάκι μου, αρχι φύλακα. Μμμ, πολύ ωραίο. Μάλιστα, κύριε. Δε βλέπω την ώρα για άλλη μία. Ο Ντέιβ κοιτούσε κατευθείαν στο κέντρο του καθρέφτη από την άλλη άκρη του μακριού τραπεζιού και αισθανόταν απίστευτα καλά. Εντάξει, δεν ήξερε πού είχε πάει η Σελέστ με τον Μάικλ, και μαζί με την άγνοια φώλιασε μέσα του κι ένας τρόμος που δηλητηρίαζε r f t r το μυαλό του πολυ χειρότερα απ ο,τι οι δεκαπεντε περίπου μπίρες που είχε κατεβάσει την προηγούμενη νύχτα. Όμως θα ξαναγύριζε. Θυμήθηκε ότι θα πρέπει να την τρόμαξε χτες το βράδυ -σίγουρα δεν έβγαζε κανείς νόημα απ’ όσα έλεγε για τους βρικόλακες και τα πράγματα που έμπαιναν μέσα σου για να μην ξαναβγούν ποτέ-, ίσως, λοιπόν, να είχε πανικοβληθεί. Λ
Λ
*
ι
/
c*
r
Δεν την κατηγορούσε. Ή ταν δικό του λάθος που άφησε το Α γόρι να κυριαρχήσει, δείχνοντας το απεχθές, νεκρικό του πρόσωπο. Πέρα όμως από το γεγονός της φυγής της Σελέστ και του Μά ικλ, αισθανόταν δυνατός. Δεν ένιωθε ίχνος από τη διστακτικότητά του των τελευταίων ημερών. Διάβολε, μέχρι που χτες τη νύχτα είχε καταφέρει να κοιμηθεί έξι ώρες. Είχε ξυπνήσει βέβαια με το στόμα του στεγνό και πρησμένο, και με το κεφάλι του να ζυγίζει σαν γρα νίτης, αλλά, με κάποιον τρόπο, ξεκάθαρο. Ή ξερε ποιος ήταν. Ή ξερε ότι είχε κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει. Και το ότι είχε σκοτώσει κάποιον (ο Ντέιβ δεν έριχνε πια το φταίξιμο στο Αγόρι· ήταν αυτός, ο Ντέιβ, που είχε διαπράξει το φόνο) τον είχε κάνει δυνατότερο τώρα που το ξανασκεφτόταν. Κάπου είχε ακούσει για αρχαίους πολιτισμούς που οι άνθρωποι έ τρωγαν τις καρδιές των σκοτωμένων. Έτρωγαν την καρδιά, ενσω9 9 ματώνοντας τους νεκρούς μεσα τους. Αυτο τους εδινε δύναμη -τη δύναμη δύο ανθρώπων, το 7τνεύμα δύο ανθρώπων. Έ τσι ένιωθε κι ο Ντέιβ. 'Οχι, δεν είχε φάει κανενός την καρδιά. Είχε όμως δολο9 * *Τ / 9 9 Γί ft t Λ / φονησει κάποιον. Και ειχε κάνει καλά. Γιατί ετσι ειχε γαληνεψει το θηρίο μέσα του, το θηρίο που λαχταρούσε ν ’ αγγίξει το χέρι ενός μικρού αγοριού και να λιώσει στην αγκαλιά του. ■— 1 Εκείνο το τέρας ειχε φύγει τωρα για την κόλαση, μαζι με το θύμα του Ντέιβ. Σκοτώνοντας κάποιον, είχε σκοτώσει το αδύναμο κομμάτι του εαυτού του: το τέρας που είχε φωλιάσει μέσα του όταν ήταν έντεκα χρονών και στεκόταν στο παράθυρο κοιτάζοντας το πάρτι που δινόταν στην οδό Ρέστερ προς τιμήν της επιστροφής του. Πόσο αδύναμος, πόσο εκτεθειμένος είχε αισθανθεί σ ’ εκείνη τη γιορτή! Είχε νιώσει ότι οι άνθρωποι γελούσαν μαζί του, ότι οι γονείς των άλλων παιδιών χαμογελούσαν με το πιο ψεύτικο χαμό γελό τους, και πίσω από τα δήθεν χαρούμενα πρόσωπα μπορούσε να δει ότι στην πραγματικότητα αισθάνονταν γι’ αυτόν οίκτο, ότι τον φοβόνταν και τον μισούσαν -κ α ι είχε αναγκαστεί να φύγει από το παρτι τους για να δραπετεύσει απ ολο αυτο το μίσος επειδή τον έκανε να νιώθει σαν μια λιμνούλα κατουρλιό. Τώρα όμως το μίσος κάποιου άλλου θα τον έκανε δυνατό, ε πειδή τώρα είχε ένα άλλο μυστικό που ήταν πολύ καλύτερο από το παλιό, θλιβερό μυστικό του, αυτό που οι περισσότεροι άνθρω ποι έτσι κι αλλιώς φαίνονταν να μαντεύουν. Τώρα είχε ένα μυστικό που τον έκανε να νιώθει ψηλός, όχι μικρός. *
Λ
/
Ρ
f
/
Γ *
r
'
f Ο
r
/
Ο
r
i
>Λ
Γ
/
y *
f
C **
Ελάτε πιο κοντά, ήθελε να πει στους ανθρώπους τώρα, έχω ένα μυστικό. Ελάτε πιο κοντά και θα σας το ψιθυρίσω: Σκότωσα έναν άνθρωπο. Ο Ντέιβ κάρφωσε το βλέμμα του στον χοντρό μπάτσο πίσω από τον καθρέφτη: Σκότωσα έναν άνθρωπο. Και εσύ δεν μπορείς να το αποδείξεις. Ποιος είναι τώρα ο αδύναμος;
Ο ΣΟΝ ΒΡΗΚΕ τον Γουάιτι στο γραφείο πίσω από το τζάμι-καθρέφτη που έβλεπε από ψηλά την Αίθουσα Ανακρίσεων Γ. Ο Γ ουάιτι στεκόταν εκεί, με το ένα πόδι πάνω σε μια παλιά δερμάτινη πολυ θρόνα, κοιτάζοντας τον Ντέιβ και ρουφώντας τον καφέ του. «Τους στήσατε για την αναγνώριση;» «Όχι ακόμα», είπε ο Γουάιτι. Ο Σον πήγε και στάθηκε δίπλα του. Ο Ντέιβ τους ανταπέδιδε το βλέμμα στα ίσια, με μάτια που έμοιαζαν καρφωμένα πάνω στα μάτια τους. Σαν να τους έβλεπε. Και, κάτι ακόμα πιο παράξενο, ο Ντέιβ χαμογελούσε. Ή ταν ένα αδιόρατο χαμόγελο, αλλά υπήρχε. «Νιώθεις άσχημα, έτσι;» είπε ο Σον. Ο Γουάιτι σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. «Έχω νιώσει και καλύτερα». Ο Σον έγνεψε. Ο Γουάιτι σήκωσε το φλιτζάνι του καφέ του προς το μέρος του. «Έχεις κάτι. Το καταλαβαίνω, παλιοκερατά. Ρίξ’ το». Ο Σον ήθελε να το τραβήξει λίγο περισσότερο, να του σπάσει λίγο τα νεύρα με την αναμονή, αλλά στο τέλος δεν του πήγαινε άλλο η καρδιά. «Κάποιος που μας ενδιαφέρει δούλευε παλιότερα στο Λούνι Λίκερς». Ο Γουάιτι άφησε τον καφέ του στο τραπέζι πίσω του και κατέ βασε το πόδι του από την καρέκλα. «Ποιος;» «Ο Ρέι Χάρις». «Ο Ρ έι;...» Ο Σον αισθάνθηκε το χαμόγελο να απλώνεται σε όλο του το πρόσωπο. «Ο πατέρας του Μπρένταν Χάρις, αρχιφύλακα. Και έχει λερωμένο ποινικό μητρώο».
23
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΒΙΝΣ
Ο ΓΟΥΑΙΤΙ ΚΑΘΙΣΕ στο άδειο γραφείο απέναντι από το γραφείο του Σον, κρατώντας ανοιχτό στα χέρια του το αστυνομικό δελτίο ε πιτήρησης. «Ρέιμοντ Μάθιου Χάρις. Γεννηθείς την 6η Σεπτεμβρίου 1955. Μεγάλωσε στον αριθμό 12 της οδού Μέιχιου, στο Φλατς του Ανατολικού Μπάκιγχαμ. Η μητέρα του, Ντελόρες, ήταν νοικοκυ ρά. Ο πατέρας του, Σέιμους, εργάτης το επάγγελμα, εγκατέλειψε την οικογένεια το 1967. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ αναμενόμενη, αφού το 1973 ο πατέρας του συλλαμβάνεται για μικροκλοπές στο Μ πρίτζπορτ του Κονέτικατ. Ακολουθούν μια σειρά από συλλή ψεις σε κατάσταση μέθης και άλλα μικροπαραπτώματα. Ο πατέρας του πεθαίνει από στεφανιαία νόσο στο Μπρίτζπορτ το 1979. Τον ίδιο χρόνο, ο Ρέιμοντ παντρεύεται την Έστερ Σκάνελ - ο τυχερός μπάσταρδος!- και προσλαμβάνεται στον υπόγειο σιδηρόδρομο ως μηχανοδηγός. Το πρώτο παιδί, ο Μπρένταν Σέιμους, γεννιέται το 1981. Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Ρέιμοντ βρέθηκε μπλεγμένος σε μια υπόθεση κατάχρησης είκοσι χιλιάδων δολαρίων από εισιτήρια του Υπογείου. Οι κατηγορίες τελικά αποσύρθηκαν, αλλά ο Ρέιμοντ απολύθηκε από τη δουλειά του. Ύστερα απ’ αυτό δουλεύει σε διά φορες δουλειές του ποδαριού -εργάτης σε ένα συνεργείο επισκευής κτιρίων, υπεύθυνος αποθήκης στην κάβα Αούνι Λίκερς, μπάρμαν,
χειριστής ανυψωτικού. Την τελευταία δουλειά την έχασε όταν από το ταμείο χάθηκαν κάποια ψιλά. Και πάλι απαγγέλθηκαν κατηγο ρίες, για να αποσυρθούν έπειτα από λίγο, και ο Ρέιμοντ απολύεται. Ανακρίνεται το 1982 για τη ληστεία στην κάβα Αούνι και αφήνεται ελεύθερος ελλείψει στοιχείων. Την ίδια χρονιά, ανακρίνεται για τη ληστεία στην κάβα Μπλάνσαρντ Αίκερς στην Κομητεία Μίντλσεξ. Για μια ακόμη φορά, αφήνεται ελεύθερος ελλείψει στοιχείων». «Αρχίζει να γίνεται γνωστός όμως, έτσι;» «Έχει γίνει δημοφιλής», συμφώνησε ο Γουάιτι. «Ένας πληρο φοριοδότης μας, κάποιος Έ ντμουντ Ριζ, αναφέρει ότι ο Ρέιμοντ βρίσκεται πίσω από την κλοπή μιας συλλογής σπάνιων κόμικς από ένανπωλητή στο...» «Κόμικς; Κόμικς;» Ο Σον γέλασε. «Ρέιμοντ, είσαι για κλάμα τα». «Μιλάμε για κόμικς αξίας πενήντα χιλιάδων δολαρίων», είπε ο Γ ουάιτι. «Ω, με συγχωρείτε». «Αοιπόν, ο Ρέιμοντ επιστρέφει άθικτα τα εν λόγω έντυπα και τρώει τέσσερις μήνες με ένα χρόνο αναστολή, αφού πρώτα εκτίει δύο μήνες από την ποινή του. Προφανώς στη φυλακή πρέπει να α πέκτησε ένα μικρό πρόβλημα εξάρτησης από χημικές ουσίες». «Ω, συμφορά μου!» «Κοκαΐνη, βεβαίως, μιλάμε για τη δεκαετία του ογδόντα. Και από δω και πέρα ο φάκελός του αρχίζει να φουσκώνει. Ο Ρέιμοντ, φαίνεται, είναι αρκετά έξυπνος ώστε να κρατάει κρυφό ό,τι κάνει για να εξασφαλίσει τις δόσεις του, αλλά όχι τόσο έξυπνος ώστε να μην τον τσιμπήσουν στην προσπάθειά του να προμηθευτεί το ναρ κωτικό που λέμε. Παραβιάζει τους όρους της αποφυλάκισής του και κάνει έναν ολόκληρο χρόνο στη φυλακή». «Όπου συνειδητοποιεί ότι είχε πάρει λάθος δρόμο». «Σιγά μην το συνειδητοποίησε. Συλλαμβάνεται από μια κοινή ομάδα του FBI και του Σώματος Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος για διακίνηση προϊόντων εγκλήματος μεταξύ Πολιτειών. Αν σου πω τι έκλεψε, θα τον λατρέψεις. Σκέψου ότι μιλάμε για το 1984. Μάντεψε». «Μπορείς να με βοηθήσεις λιγάκι;» «Αφησε το ένστικτό σου να μιλήσει»
«Φωτογραφικές μηχανές».
Ο Γουάιτι του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα. «Φωτογραφικές μηχανές; Τράβα να μου φέρεις μια κούπα καφέ. Δεν είσαι πια α στυνομικός». «Τι έκλεψε τότε;» «Τρίβιαλ Περσούτ», είπε ο Γουάιτι. «Σιγά μη σου περνούσε από το μυαλό, έτσι;» «Κόμικς και Τρίβιαλ Ιίερσούτ. Το αγόρι μας έχει στυλ». «Και πολλή δυστυχία μέσα του, όμως. Έκλεψε το φορτηγό από το Ρόουντ Αιλαντ και έφτασε μ1 αυτό στη Μασαχουσέτη». «Εξ ου και το ομοσπονδιακό ένταλμα». «Ακριβώς», είπε ο Γουάιτι, ρίχνοντας άλλο ένα βλέμμα στον Σον. «Βασικά, τον έχουν στριμώξει για τα καλά, αλλά φυλακή μια φορά δεν μπήκε». Ο Σον ανακάθισε, παίρνοντας το πόδι του από το γραφείο. «Κάρφωσε κάποιον;» «Έτσι φαίνεται», είπε ο Γουάιτι. «Ύστερα απ’ αυτό, τίποτ’ άλλο δεν εμφανίζεται στο φάκελό του. Ο επιτηρητής του Ρέιμοντ υπο γραμμίζει ότι παρουσιαζόταν κανονικά στο αστυνομικό τμήμα μέ χρι τη λήξη της αναστολής του στο τέλος του ’86. Τα αρχεία εργα σίας του;» Ο Γουάιτι κοίταξε τον Σον πάνω από το φάκελο. «Ω, μπορώ να μιλήσω κι εγώ τώρα; Ευχαριστώ», είπε ο Σον. Ανοιξε το φάκελό του. «Καταστάσεις εργασίας, αρχεία εφορίας, πληρωμές ταμείου κοινωνικής ασφάλισης -όλο. σταματούν από τομα τον Αύγουστο του 1987. Εξαφανίζεται ως διά μαγείας». «Το έχεις ελέγξει σε εθνικό επίπεδο;» «Αυτή τη στιγμή που μιλάμε επεξεργάζονται την αίτησή μας, α γαπητέ κύριε». «Τι πιθανότητες έχουμε;» Ο Σον στήριξε ξανά τις σόλες των παπουτσιών του πάνω στο γραφείο του και έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Πρώτον, είναι νε κρός. Δεύτερον, βρίσκεται σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων. Τρίτον, κρύφτηκε στα βάθη του υποκόσμου και απλώς εμφανί στηκε στη γειτονιά του για να πάρει το όπλο του και να σκοτώσει τη δεκαεννιάχρονη φίλη του γιου του». · Ο Γουάιτι πέταξε το φάκελο στο άδειο γραφείο. «Δεν ξέρουμε καν αν πρόκειται για το όπλο του. Δεν ξέρουμε τίποτα. Τι γυρεύ ουμε εδώ, Ντιβάιν;» «Μπαίνουμε στο χορό, αρχιφύλακα. Έλα. Μην ξεσπάς επάνω
μου έτσι εύκολα. Έχουμε έναν τύπο που ήταν ο βασικός ύποπτος σε μια ληστεία πριν από δεκαοχτώ χρόνια -μ ια ληστεία στην ο ποία είχε χρησιμοποιηθεί το όπλο τυυ φόνου. Ο τύπος έχει φάκε λο. Θέλω να τον εξετάσω, Γουάιτι, και θέλω να εξετάσω και το γιο του. Θυμάσαι, αυτόν που δεν έχει άλλοθι». «Αυτόν που έχει δώσει κατάθεση και για τον οποίο συμφωνήσαμε και οι δυο οτι δεν εχει τα κοτσια να κάνει κατι τέτοιο». «Ίσως πέσαμε έξω». Ο Γουάιτι έτριψε τα μάτια του με τις παλάμες του. «Φίλε, έχω βαρεθεί να πέφτω έξω». «Λες, λοιπόν, ότι κάναμε λάθος με τον Μπόιλ;» Τα χέρια του Γ ουάιτι έμειναν πάνω στα μάτια του καθώς κουνουσε το κεφάλι του. «Δε λεω κατι τέτοιο. Ακόμα πιστεύω οτι ο τύπος έχει κάνει κάποια μαλακία, αλλά το κατά πόσο μπορώ να τον συνδέσω με το φόνο της Κάθριν Μάρκους είναι άλλο θέμα». Κατέβασε τα χέρια του και οι σακούλες κάτω από τα μάτια του ήταν τώρα κατακόκκινες. «Όμως ούτε αυτή η άκρη με τον Ρέιμοντ Χάρις δείχνει να υπόσχεται πολλά. Εντάξει, ας πούμε λοιπόν ότι α σχολούμαστε για άλλη μια φορά με το γιο του. Και προσπαθούμε παράλληλα να βρούμε και τα ίχνη του πατέρα. Μετά τι κάνουμε;» «Συνδέουμε κάποιον μ ’ αυτό το όπλο», είπε ο Σον. «Αυτή τη στιγμή το όπλο θα μπορούσε να βρίσκεται στον πάτο του ωκεανού. Εγιό αυτό θα έκανα». Ο Σον έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος του. «Το ίδιο θα έ κανες και πριν από δεκαοχτώ χρόνια μετά τη ληστεία στην κάβα». «Σωστό κι αυτό». «Ο φίλος μας, όμως, δεν το έκανε. Πράγμα που σημαίνει ότι...» «Δεν είναι τόσο έξυπνος όσο εγώ», είπε ο Γουάιτι. «Ή εγώ». «Όμως δεν τον έχουμε βρει ακόμα». Ο Σον τεντώθηκε στην καρέκλα του, μπλέκοντας τα δάχτυλά του, σηκώνοντας τα χέρια του πάνω απ’ το κεφάλι του και σπρώχνοντάς τα προς το ταβάνι, ώσπου ένιωσε τους μυς του να τανύζονται για τα καλά. Άφησε ένα ατελείωτο χασμουρητό κι έπειτα κα τέβασε το κεφάλι και τα χέρια του. «Γουάιτι», είπε, προσπαθώντας να καθυστερήσει όσο γινόταν την ερώτηση που ήθελε να κάνει όλο το πρωί. «Τι;» ^
t
r
f
f Λ
^
t
#
h.
Λ
*
*
*
r
t
A
f
t
*
*
«Υπάρχει στο φάκελο καμία αναφορά σε γνωστούς συνεργάτες του;» Ο Γουάιτι σήκωσε το φάκελο από το γραφείο του, τον άνοιξε και γύρισε τις πρώτες του σελίδες. Άρχισε να διαβάζει: «“Γνωστοί συνεργάτες στις εγκληματικές του ενέργειες: Ρέτζιναλντ Νιλ (επί σης γνωστός ως Ρέτζι Ντιουκ), Πάτρικ Μόραχαν, Κέβιν “Γουάκτζομπ” Σιράκι, Νίκολας Σάβατζ.. χμ μ ... “Άντονι Γουάξμαν...”» Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον Σον, και ο Σον κατάλαβε τι θα ακολουθούσε. «“Τζέιμς Μάρκους”», είπε ο Γουάιτι, «“επίσης γνωστός ως Τζίμι Φλατς” . Φέρεται ως αρχηγός μιας συμμορίας κακοποιών η οποία αναφερόταν και με το όνομα “Τα Παιδιά της Οδού Ρέστερ”». Ο Γουάιτι έκλεισε το φάκελο. «Και τα χτυπήματα πέφτουν βροχή, έτσι;» είπε ο Σον.
Η ΤΑΦΟΠΛΑΚΑ που διάλεξε ο Τζίμι ήταν απέριττη και ολόλευ κη. Ο πωλητής μιλούσε με μπάσα, σεβάσμια φωνή, λες και θα προτιμούσε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού εκτός από εδώ, παρ’ όλ’ αυτά προσπαθούσε να σπρώξει τον Τζίμι προς πιο ακριβές τα φόπλακες, με αγγέλους και χερουβείμ, ή με τριαντάφυλλα σκαλι σμένα στο μάρμαρο. «Ίσως ένας κέλτικος σταυρός», είπε ο πωλη τής. «Μια επιλογή που συνήθως προτιμάται από...» Ο Τζίμι περί μενε να ακούσει «από ανθρώπους της καταγωγής σας», αλλά ο πω λητής συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή και είπε: «...από πάρα πολλούς ανθρώπους τελευταία». Ο Τζίμι θα ξόδευε χρήματα για ολόκληρο μαυσωλείο αν ήξερε ότι κάτι τέτοιο θα έκανε ευτυχισμένη την Κέιτι, αλλά ήξερε ότι στην κόρη του ποτέ δεν άρεσε η φιγούρα ή οι εκδηλώσεις υπερβο λικής λατρείας. Προτιμούσε απλά ρούχα και απλά κοσμήματα, κα θόλου χρυσό, και σπάνια χρησιμοποιούσε μέικαπ -εκτός από ειδι κές περιπτώσεις. Στην Κέιτι άρεσαν τα καθαρά πράγματα, με ελαφρούς μόνο υ παινιγμούς του στυλ, και γ ι’ αυτό ο Τζίμι διάλεξε το λευκό και πα ρήγγειλε να χαραχτεί η επιτύμβια επιγραφή με καλλιγραφικούς χα ρακτήρες, ενώ ο πωλητής τον προειδοποίησε ότι η τελευταία του ε πιλογή θα διπλασίαζε την αμοιβή του χαράκτη, και ο Τζίμι γύρισε το κεφάλι του για να κοιτάξει το μικρό αρπακτικό, κάνοντας ταυτό
χρονα μερικά βήματα μακριά του καθώς τον άκουγε να λέει: «Με τρητά ή επιταγή;» Ο Τζίμι είχε ζητήσει από τον Βαλ να τον πάει μέχρι εκεί με το αυτοκίνητο και φεύγοντας από το γραφείο κάθισε ξανά στη θέση του συνοδηγού στο Μιτσουμπίσι 3000 GT του Βαλ, ενώ αναρωτή θηκε για δέκατη ίσως φορά πώς είναι δυνατόν ένας τύπος που έχει πατήσει τα τριάντα πέντε να οδηγεί ένα τέτοιο αμάξι και να μην καταλαβαίνει πόσο βλάκας κατάφερνε να δείχνει. «Πού πάμε τώρα, Τζιμ;» «Πάμε να πιούμε κανέναν καφέ». Συνήθως το στερεοφωνικό στο αυτοκίνητο του Βαλ έπαιζε ανό ητη ραπ μουσική σε εκκωφαντική ένταση, με το μπάσο να κάνει τα φιμέ τζάμια να τρίζουν καθώς κάποιο μαύρο παιδί της μεσαίας τά ξης ή κάποιος επίδοξος λευκός λωποδύτης τραγουδούσε για σκύ λες και μάγκες και απειλούσε ότι θα τραβήξει το πιστόλι του, μαζί με ένα σωρό αναφορές σ ’ όλ’ αυτά τα κοριτσάκια του M TV για τα οποία ο Τζίμι δεν θα είχε ιδέα έτσι και δεν είχε κρυφακούσει την Κέιτι να αναφέρει τα ονόματά τους μιλώντας με τις φίλες της στο τηλέφωνο. Ωστόσο αυτό το πρωινό ο Βαλ είχε κλειστό το στερεο φωνικό του και ο Τζίμι ήταν ευγνώμων γ ι’ αυτό. Ο Τζίμι σιχαινό ταν τη ραπ όχι επειδή ήταν μουσική των μαύρων και ερχόταν από το γκέτο -διάβολε, από εκεί ξεπήδησαν οι Πάρλιαμεντ με τους Φανκαντέλικ, και η σόουλ, και όλα αυτά τα καταπληκτικά μπλουζαλλά επειδή, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να διακρίνει ίχνος ταλέντου σ ’ αυτή τη μουσική. Κολλούσες μεταξύ τους με ρικά πεντάστιχα της συμφοράς, έβαζες έναν ντι-τζέι να κάνει με ρικά σκρατς κι έβγαζες τα λυσσακά σου μπροστά σ ’ ένα μικρόφω νο. Ω, ναι, βέβαια, ήταν ωμό, ήταν του δρόμου, ήταν η αλήθεια, μαδερφάκερ. Το ίδιο και το να γράφεις το όνομά σου κατουρώντας στο χιόνι ή το να ξερνάς. Κάποτε είχε ακούσει έναν ηλίθιο μουσικοκριτικό στο ραδιόφωνο να λέει ότι το σάμπλινγκ ήταν «μορφή τέχνης», και ο Τζίμι, που δεν καταλάβαινε και πολλά από τέχνη, ή θελε να χα>σει το χέρι του μέσα στο ηχείο και να χαστουκίσει τον προφανώς λευκό, προφανώς μορφωμένο, προφανώς ανίκανο ηλί θιο. Αν το σάμπλινγκ ήταν μορφή τέχνης, τότε οι περισσότεροι άν θρωποι της πιάτσας που είχε γνωρίσει ο Τζίμι μεγαλώνοντας ήταν κι αυτοί καλλιτέχνες. Μόνο που δεν τους είχε περάσει ποτέ από το μυαλό.
Ή , ίσως, απλώς γερνούσε... Ή ξερε ότι ένα από τα πρώτα ση μάδια πως η γενιά σου είχε παραδώσει τη σκυτάλη του μοντέρνου ήταν ότι δεν μπορούσες να καταλάβεις τη μουσική της νεότερης γενιάς. Ωστόσο, βαθιά μέσα του ήταν πολύ σίγουρος ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Η ραπ μουσική είχε τα χάλια της, ένα κι ένα κάνουν δύο, και η προτίμηση του Βαλ για δαύτην ήταν σαν την προτίμησή του για το αυτοκίνητο που οδηγούσε. Μια προσπάθεια να κρατηθεί από κάτι που εξαρχής δεν άξιζε μία. Σταμάτησαν σε ένα Ντάνκιν Ντόνατς και, αφού πέταξαν τα κα πάκια των χάρτινων φλιτζανιών τους στα σκουπίδια βγαίνοντας από το μαγαζί, ρούφηξαν τους καφέδες τους στηριγμένοι πάνω στην αεροτομή που ήταν προσαρμοσμένη στο πορτμπαγκάζ του σπορ αυτοκινήτου. «Χτες βράδυ βγήκαμε και κάναμε πολλές ερωτήσεις, όπως μας ζήτησες», είπε ο Βαλ. Ο Τζίμι χτύπησε τη γροθιά του πάνω στη γροθιά του Βαλ. «Ευ χαριστώ, φίλε». Ο Βαλ του ανταπέδωσε το χαιρετισμό. «Δεν είναι μόνο επειδή έκανες μέσα δυο χρόνια για μένα, Τζιμ. Ούτε επειδή μου έχει λείψει ο τρόπος που κανόνιζες πάντα τα πράγματα με το μυαλό σου. Η Κέιτι ήταν ανιψιά μου, φίλε». «Το ξέρω». «Μπορεί να μην ήταν αίμα μου, αλλά την αγαπούσα». Ο Τζίμι έγνεψε. «Ήσαστε οι καλύτεροι θείοι που θα μπορούσε να έχει ένα παιδί». «Χωρίς πλάκα;» «Χωρίς πλάκα». Ο Βαλ ρούφηξε λίγο καφέ ακόμη και έμεινε σιωπηλός για λίγο. «Εντάξει λοιπόν, να τι βγήκε: Φαίνεται ότι οι μπάτσοι είχαν δίκιο για τον θ ’ Ντόνελ και τον Φάλοου. Ο θ ’ Ντόνελ βρισκόταν στις φυλακές της Κομητείας. Ο Φάλοου ήταν σ ’ ένα πάρτι, και μιλή σαμε εμείς οι ίδιοι σε δέκα τύπους πάνω κάτω που τον είδαν εκεί». «Είναι αξιόπιστοι;» «Τουλάχιστον οι μισοί α π ’ αυτούς», είπε ο Βαλ. «Επίσης, το ψάξαμε και λιγάκι παραπέρα και βρήκαμε ότι δεν υπάρχουν συμ βόλαια για πληρωμένα χτυπήματα στην πιάτσα εδώ και κάμποσο καιρό. Και, Τζιμ, πάει ενάμισης χρόνος από τότε που θυμάμαι να
’γινε πληρωμένο χτύπημα, ή, τουλάχιστον, έτσι ξέρουμε εμείς. Κα ταλαβαίνεις;» Ο Τζίμι έγνεψε και ήπιε λίγο καφέ. «Τώρα οι μπάτσοι έχουν χωθεί στην ιστορία και ψάχνουν για τα καλά», είπε ο Βαλ. «Έχουν γεμίσει τα μπαρ, τα στέκια γύρω από το Λαστ Ντροπ -κ α ι πού δε βρίσκονται. Έχουν ανακρίνει και την τε λευταία πόρνη που μίλησα. Έχουν ανακρίνει και το τελευταίο ά τομο που πέρασε εκείνο το βράδυ από το Μακ Γκιλς ή το Λαστ Ντροπ. Έ χει πλακώσει ο νόμος, Τζιμ. Έτσι έχουν τα πράγματα εκεί έξω. Όλοι προσπαθούν να θυμηθούν κάτι». «Μίλησες με κάποιον που θυμήθηκε;» Ο Βαλ σήκωσε δύο δάχτυλα καθώς έπινε άλλη μια γουλιά. «Με κάποιον τύπο, ν α ι... Τον ξέρεις τον Τόμι Μολντανάντο;» Ο Τζίμι κούνησε το κεφάλι του. «Μ εγάλωσε στο Μπέιζιν, είναι μπογιατζής. Τέλος πάντων, ο Τομι λεει οτι ειδε κάποιον να παραφυλαει στο πάρκινγκ του Λαστ Ντροπ λίγο πριν φύγει η Κέιτι. Κόβει το κεφάλι του, λέει, ότι ο τύ πος δεν ήταν μπάτσος. Οδηγούσε ένα ξένο αμάξι με τρακαρισμένο μπροστινό φτερό στην πλευρά του συνοδηγού». «Εντάξει». «Κάτι άλλο παράξενο βγήκε όταν μίλησα εγώ με τη Σάντι Γκριν. Τη θυμάσαι από το Λιούι;» Ο Τζίμι τη θυμήθηκε στην τάξη, με καφέ κοτσιδάκια και χαλα σμένα δόντια, να μασάει πάντα τα μολύβια της μέχρι που έσπαγαν στο στόμα της κι αναγκαζόταν να φτύνει το γραφίτη. «Ναι. Τι κάνει σήμερα;» «Πεζοδρόμιο», είπε ο Βαλ. «Κι έχει τα χάλια της, φίλε. Έ χει τα χρόνια μας, αλλά η μάνα μου ήταν πιο όμορφη στο φέρετρό της. Τέλος πάντων, είναι η πιο μεγάλη στο επάγγελμα, στην πιάτσα γύρω από το Λαστ Ντροπ. Λέει ότι πήγαινε να υιοθετήσει ένα παι δί. Έ να παιδί που το είχε σκάσει από το σπίτι του κι έχει περάσει πια στο κύκλωμα». «Παιδί;» «Έντεκα δώδεκα χρονών, κάπου τόσο». «Θεέ και Κύριε». «Τι να κάνουμε, ετσι ειν η ζωή. Τέλος πάντων, νομίζει οτι το πραγματικό όνομα του παιδιού είναι “Βίνσεντ”. Ολοι τον φώναζαν ο “Μικρός Βινς” εκτός από τη Σάντι. Είπε ότι προτιμούσε το “Βίνp in
r
e
'
»
r
·
ν*
r
* -w -i * Λ
r
w l#
w
r t c*r r
σεντ”. Και ο Βίνσεντ είναι πολύ μεγαλύτερος από δώδεκα, έτσι; Ο Βίνσεντ είναι επαγγελματίας. Η Σάντι λέει ότι σ ’ έχει κάνει κομμά τια προτού σκεφτείς καν να του κάνεις κάτι, έχει φυλαγμένο ένα ξυράφι κάτω από το Σουότς του, τέτοια πράγματα. Είν’ εκεί έξι νύ χτες τη βδομάδα. Δηλαδή ήταν, μέχρι το περασμένο Σάββατο». «Τι του συνέβη το Σάββατο». «Κανείς δεν ξέρει. Αλλά εξαφανίστηκε. Η Σάντι είπε ότι μερι κές φορές πήγαινε και κοιμόταν στο διαμέρισμά της. Ό ταν γύρισε το πρωί της Κυριακής, όλα τα πράγματά του έλειπαν. Την έκανε απ’ την πόλη». «Την έκανε απ’ την πόλη, ε; Καλό θα του κάνει. Ίσως έτσι ξεφύγει απ αυτή τη χαμοζωή». «Αυτό είπα κι εγώ. Η Σάντι όμως μου είπε πως, όχι, το παιδί το απολάμβανε. Είπε πως, όταν θα γινόταν άντρας, θα γινόταν τρομα κτικός άντρας, καταλαβαίνεις; Αλλά τώρα ήταν ακόμη παιδί, και γούσταρε τη δουλειά. Είπε ότι μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να τον αναγκάσει να την κοπανήσει από την πόλη: ο φόβος. Η Σάντι νομίζει ότι το παιδί είδε κάτι και είπε ότι αυτό το κάτι θα πρέπει να ήταν πολύ άσχημο, γιατί ο Μικρός Βινς δεν τρομάζει εύκολα». «Έχεις βγάλει άτομα στη γύρα για να τον ψάξουν;» «Ναι, είναι δύσκολο όμως. Η παιδική πορνεία δεν είναι, πώς να σου πω, οργανωμένη. Τα παιδιά ζουν στο δρόμο, βγάζουν κάνα δολαριο οποτε μπορούν και την κοπανανε απο την καθε πολη οποτε γουστάρουν. Έχω όμως βάλει ανθρώπους να ψάξουν. Αν βρούμε αυτό τον Βίνσεντ, υπολογίζω ότι ίσως μάθουμε κάτι και για τον τύπο που καθόταν στο πάρκινγκ του Λαστ Ντροπ. Ίσως είδε, ξέ ρεις, το φόνο της Κέιτι». «Εφοσον ο τύπος στο αυτοκίνητο ειχε καποια σχέση μ αυτο». «Ό Μολντανάντο λέει ότι ο τύπος έστελνε κακές δονήσεις. Υ πήρχε κάτι επάνω του που, αν και ήταν σκοτάδι και δεν μπορούσε να δει καλα τον τυπο, τον εκανε να πει οτι απο το αμαξι ερχόταν μια δόνηση». Μια δόνηση, σκέφτηκε ο Τζίμι. Ωραία, φοβερή βοήθεια... «Και αυτό έγινε λίγο προτού φύγει η Κέιτι;» «Ναι, λίγο πριν. Τη Δευτέρα το πρωί η αστυνομία σφράγισε το πάρκινγκ κι έστειλε ολόκληρη μονάδα κι άρχισαν να ξύνουν την ά σφαλτο». Ο Τζίμι ένευσε. «Ώστε συνέβη κάτι στο πάρκινγκ». %
/
"
i
f
γ
f
f
Λ
r
t
t
^
/
f
»
/
A
/
t
t
f
·
t
r
·
*
t
f
%
t γ
t
r
«Ναι. Αυτό όμως εγώ δεν το πιάνω. Την Κέιτι την έφαγαν στη • • ' Λ α ' 9 9 Σιντνει, φιλε. Δεκα τετράγωνά μακρια». Ο Τζίμι ήπιε και την τελευταία σταγόνα του καφέ του. «Κι άμα ξαναγύρισε εκεί;» «Ε;» «Κι αν ξαναγύρισε στο Λαστ Ντροπ; Την ξέρω την επίσημη εκ δοχή, ότι άφησε την Ιβ και την Νταϊάν, ανέβηκε τη Σίντνεϊ και τότε συνέβη ό,τι συνέβη. Αλλά αν πρώτα ξαναγύρισε με το αυτοκίνητο στο Λαστ Ντροπ; Αν ξαναγύρισε κι έπεσε πάνω στον τύπο; Αν εκεί νος την απήγαγε, την ανάγκασε να ξαναγυρίσει στο πάρκο Πεν και έπειτα όλα εξελίχτηκαν όπως τα λένε οι μπάτσοι;» Ο Βαλ έπαιζε το άδειο φλιτζάνι του καφέ του μπρος πίσω ανά μεσα στα δάχτυλά του. «Δεν είναι απίθανο... Γιατί όμως να ξαναγυρίσει στο Λαστ Ντροπ;» «Δεν ξέρω». Περπάτησαν μέχρι το βαρέλι με τα σκουπίδια, πέταξαν τα άδεια κύπελλά τους και ο Τζίμι είπε: «Κι αυτό το παιδί, ο γιος του Τζαστ Ρέι; Μάθατε τίποτε γ ι’ αυτόν;» «Ναι, ρωτήσαμε γενικά και γ ι’ αυτόν. Σύμφωνα με όλες τις περιγραφες που μας έκαναν, το παιδί είναι ακακο σαν αρνι. Δεν ενο χλεί ποτέ κανέναν. Αν δεν ήταν τόσο όμορφο αγόρι, κανείς δε θα θυμόταν ότι τον συνάντησε. Η Ιβ και η Νταϊάν είπαν και οι δύο ότι την αγαπούσε την Κέιτι, Τζιμ. Την αγαπούσε μ ’ έναν τρόπο που συμβαίνει μια φορά στη ζω ή... Αν θες, μπορώ να του πω δυο λογάκια». «Ας το αφήσουμε για την ώρα», είπε ο Τζίμι. «Έχε το νου σου και περίμενε πότε θα φτάσει η μπάλα και σ ’ αυτόν. Προσπάθησε να εντοπίσεις τώρα το άλλο το παιδί, τον Βίνσεντ». «Εντάξει». Ο Τζίμι άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και είδε τον Βαλ να τον κοιτάζει πάνω από την οροφή* τον είδε να του κρύβει κάτι, να διστάζει να του το πει. «Τι;» Ο Βαλ ανοιγόκλεισε τα μάτια του στη λιακάδα και χαμογέλα σε. «Ε;» «Θέλεις να βγάλεις κάτι από μέσα σου, Βαλ. Τι ’ν ’ αυτό; Πες μου». Ο Βαλ χαμήλωσε το πιγούνι του για ν ’ αποφύγει τον ήλιο και ά ν*'
r
t
& r
r
r
r
*
πλωσε τα χέρια του πάνω στην οροφή. «Ακόυσα κάτι σήμερα το πρωί. Λίγο πριν φύγουμε». «Ναι;» «Ναι», είπε ο Βαλ και κοίταξε για μια στιγμή το κατάστημα με τα ντόνατ. «Ακόυσα ότι εκείνοι οι δύο μπάτσοι πήγαν πάλι στο σπίτι του Ντέιβ Μπόιλ. Ξέρεις, ο Σον από το Πόιντ και ο συνεργά της το υ ,ο χοντρός». «Ναι, ήταν κι ο Ντέιβ εκείνο το βράδυ στο Μακ Γκιλς. Ίσως ξέχασαν να τον ρωτήσουν κάτι κι έπρεπε να ξαναγυρίσουν», είπε ο Τζίμι. Το βλέμμα του Βαλ άφησε το κατάστημα με τα ντόνατ και συ ναντήθηκε με το βλέμμα του Τζίμι. «Τον πήραν μαζί τους φεύγο ντας, Τζιμ. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Τον έβαλαν στο πίσω κά θισμα».
Ο ΜΑΡΣΑΑ ΜΠΕΡΝΤΕΝ ΕΦΤΑΣΕ στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών την ώρα του μεσημεριανού και μπήκε σπρώχνοντας τη μικρή περιστρε φόμενη πόρτα δίπλα στον πάγκο της ρεσεψιόν. «Εσείς είστε που με ψάχνετε;» «Ναι, εμείς. Έ λα μέσα», είπε ο Γουάιτι. Ο μάρσαλ Μπέρντεν ήταν ένα χρόνο πριν από τη σύνταξη, και του φαινόταν. Είχε θολά, υγρά μάτια ανθρώπου που είχε δει περισ σότερα για τον κόσμο και τον εαυτό του απ’ όσα θα ήθελε να δει οποιοσδήποτε και κουβαλούσε την ψηλή, πλαδαρή κορμοστασιά του έτσι που νόμιζες ότι θα προτιμούσε να κινηθεί προς τα πίσω και όχι προς τα εμπρός, λες και οι γοφοί του είχαν ανοίξει πόλεμο με τον εγκέφαλό του, ο οποίος ήθελε να δραπετεύσει από την όλη ιστορία. Τα τελευταία εφτά χρόνια ήταν διευθυντής του Τμήματος Προμηθειών, αλλά πριν απ’ αυτό ήταν ένας από τους καλύτερους αξιωματικούς σε ολόκληρη την Πολιτειακή Αστυνομία· είχε βάλει πλώρη για συνταγματάρχης, περνώντας από τη Δίωξη Ναρκωτικών στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών κι από κει στο Τμήμα Οργανωμένου Εγκλήματος χωρίς ούτε μια στραβοτιμονιά -μέχρι που μια μέρα, όπως λέει η ιστορία, απλώς φοβήθηκε. Ή ταν μια ασθένεια που συ νήθως προσέβαλλε τους τύπους που δούλευαν με πολιτικά και, κά ποιες φορές, τους άντρες της Τροχαίας Εθνικών Οδών, οι οποίοι ξαφνικά δεν μπορούσαν να σταματήσουν άλλο αμάξι, γιατί ήταν
r
t
^
»
Λ
f
/
'
Λ
*
*
σίγουροι οτι ο οοηγος θα ειχε ενα οπλο στο χερι του και τίποτε να χάσει. Ο μάρσαλ Μπέρντεν την κόλλησε κι αυτός μία ωραία πρωία κι άρχισε να είναι ο τελευταίος άντρας που περνούσε την πόρτα στις επιδρομές, να σέρνεται μέχρι να φτάσει στο σημείο κλήσης και να στέκει πετρωμένος στα σκαλιά ενώ όλοι οι άλλοι συνέχιζαν να ανε βαίνουν. Πήρε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα στο γραφείο του Σον, μεταφέροντας μια αίσθηση σάπιου φρούτου, κι άρχισε να ξεφυλλί ζει ένα ημερολόγιο των Σπόρτινγκ Νιουζ που είχε εκεί ο Σον, μέχρι που έφτασε στις σελίδες του Μαρτίου. «Είσαι ο Ντιβάιν, έτσι;» είπε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του. «Ναι», είπε ο Σον. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Στην Ακαδημία διδαχτήκαμε ενα μέρος απο το εργο σου, φιλε». Ο μάρσαλ ανασήκωσε τους ώμους του, λες και η θύμηση του παλιού του εαυτού τον έκανε να νιώθει αμήχανα. Ξεφύλλισε λίγες σελίδες ακόμη. «Τι τρέχει, λοιπόν, παιδιά; Σε μισή ώρα πρέπει να είμαι πίσω». Ο Γ ουάιτι έσπρωξε την κυλιόμενη καρέκλα του μέχρι τον μάρ σαλ Μπέρντεν. «Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 συμμετείχες σε μια επιχειρησιακή ομάδα μαζί με τους ομοσπονδιακούς, σωστά;» Ο Μπέρντεν έγνεψε καταφατικά. «Έπιασες έναν μικροκακοποιό ονόματι Ρέιμοντ Χάρις, που είχε κλέψει ένα φορτηγό γεμάτο Τρίβιαλ Περσούτ από ένα πάρκινγκ για νταλίκες στο Κράνστον του Ρόουντ Αιλαντ». Ο Μπέρντεν χαμογέλασε διαβάζοντας ένα από τα αποφθέγματα του Γιόγκι Μπέρα στο ημερολόγιο. «Ναι. Ο φορτηγατζής πήγε για κατούρημα, δεν ήξερε ότι του την είχαν στημένη. Ο Χάρις άρπαξε το φορτηγό και έφυγε, αλλά ο οδηγός τηλεφώνησε αμέσως στην α στυνομία, ο αριθμός κυκλοφορίας δόθηκε με τη μία στους ασυρμά τους κι έτσι το σταματήσαμε στο Νίνταμ». «Όμως ο Χάρις τη σκαπούλαρε», είπε ο Σον. Ο Μπέρντεν σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε για πρώτη φορά. Ο Σον είδε το φόβο και το μίσος σ’ εκείνα τα θολά μάτια και ευχήθηκε, ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε κολλήσει ο Μπέρντεν, να μην το πάθαινε ποτέ ο ίδιος. «Δεν τη σκαπούλαρε», είπε ο Μπέρντεν. «Κελάηδησε. Κάρ φωσε τον τύπο που τον είχε προσλάβει για τη δουλειά με το φορτη γό, κάποιον ονόματι Στίλσον, νομίζω. Ναι. Μέγιερ Στίλσον». C * Ο *
'
r
1
*
*
'Λ
Ο Σον κάτι είχε ακούσει για τη μνήμη του Μπέρντεν -υποτίθε ται φωτογραφική-, αλλά το να βλέπει τον άνθρωπο εκείνο να γυρί ζει δεκαοχτώ χρόνια πίσω kui να ανασύρει ονόματα μέσα από την ομίχλη λες και μιλούσε μαζί τους μόλις χτες ήταν ταπεινωτικό και μαζί καταθλιπτικό. Ο τύπος θα μπορούσε να είναι επικεφαλής του Σώματος, για όνομα του Θεού. «Κατέδωσε, λοιπόν, το συνεταίρο του κι αυτό ήταν;» είπε ο Γουάιτι. Ο Μπέρντεν συνοφρυώθηκε. «Ο Χάρις είχε λερωμένο ποινικό μητρώο. Δεν τη γλίτωσε μόνο και μόνο επειδή μας έδωσε το όνομα του αφεντικού του. Όχι* το Σώμα Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήμα τος της Αστυνομίας της Βοστόνης μπήκε κι αυτό στην υπόθεση για να πάρει πληροφορίες για μια άλλη ιστορία, και τότε ο τύπος κε λάηδησε ξανά». «Γ ια ποιον;» «Για τον τύπο που ήταν επικεφαλής της συμμορίας των Παι διών της Οδού Ρέστερ, τον Τζίμι Μάρκους». Ο Γ ουάιτι γύρισε και κοίταξε τον Σον, με το ένα φρύδι σηκω μένο. «Αυτό έγινε μετά τη ληστεία στην αίθουσα καταμέτρησης, έτσι;» είπε ο Σον. «Ποια ληστεία στην αίθουσα καταμέτρησης;» ρώτησε ο Γουάιτι. «Γι’ αυτό μπήκε φυλακή ο Τζίμι», είπε ο Σον. Ο Μπέρντεν έγνεψε. «Ένα βράδυ Παρασκευής, αυτός και άλ λος ένας τύπος λήστεψαν την αίθουσα καταμέτρησης της υπηρε σίας υπόγειων σιδηροδρόμων. Μπήκαν και βγήκαν μέσα σε δυο λεπτά. Ή ξεραν ακριβώς τι ώρα άλλαζαν βάρδια οι φρουροί. Ή ξε ραν ακριβώς πότε έβαζαν στα σακιά τα μετρητά. Είχαν άλλους δύο έξω στο δρόμο, που ακινητοποίησαν το φορτηγό του Μπρινκς όταν ήρθε για την παραλαβή. Ή ταν τέρατα ψυχραιμίας και παραήξεραν αρκετά για να μην έχουν κάποιον από μέσα -ή , τουλάχιστον, κά ποιον που να είχε δουλέψει στον Υπόγειο κάποια στιγμή τα προη γούμενα χρόνια». «Τον Ρέι Χάρις», είπε ο Γουάιτι. «Ναι. Έδωσε σ ’ εμάς τον Στίλσον κι έδωσε στην Αστυνομία της Βοστόνης τα Παιδιά της Οδού Ρέστερ». «Όλους;» Ο Μπέρντεν κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, μόνο τον Μάρκους -
αλλά ο Μάρκους ήταν ο εγκέφαλος. Αν κόψεις το κεφάλι, το σώμα πεθαίνει, έτσι; Η αστυνομία τον τσίμπησε την ώρα που έβγαινε από μια αποθήκη το πρωί της γιορτής του Αγίου Πατρικίου. Ή ταν η μέρα που σκόπευαν να κάνουν τη μοιρασιά κι έτσι ο Μάρκους είχε στα χέρια του μια τσάντα γεμάτη χρήμα». «Μισό λεπτό», είπε ο Σον. «Ο Ρέι Χάρις κατέθεσε ποτέ στο δι καστήριο;» «Όχι. Ο Μάρκους ήρθε σε συμφωνία πολύ πριν η υπόθεση φτά σει στο ακροατήριο. Αρνήθηκε να καταδώσει τους συνεργάτες του και το πήρε όλο πάνω του. Δεν μπορούσαν να αποδείξουν όλες τις ιστορίες που οι πάντες ήξεραν ότι βρισκόταν ο ίδιος από πίσω. Το παιδί θα ήταν τότε δεκαεννέα ή είκοσι χρονών. Ή ταν επικεφαλής αυτής της συμμορίας από τα δεκαεφτά του και δεν είχε συλληφθεί ποτέ. Ο εισαγγελέας συμφώνησε να κάνει δύο χρόνια μέσα συν τρία με αναστολή, επειδή ήξερε ότι σε ανοιχτή ακροαματική δια δικασία υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην καταδικαστεί καν. Α κόυσα ότι οι τύποι από το Σώμα Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήμα τος έγιναν έξαλλοι, αλλά τι να κάνεις;» «Ώστε, λοιπόν, ο Τζίμι Μάρκους ποτέ δεν έμαθε ότι ο Ρέι Χάρις ήταν αυτός που τον έδωσε;» Ο Μπέρντεν σήκωσε ξανά το βλέμμα του από το ημερολόγιο. «Σε διάστημα τριών ετών, ο Μάρκους διέπραξε περίπου δεκαέξι κλοπές με σημαντική λεία. Σε μια περίπτωση, μάλιστα, χτύπησε δώδεκα διαφορετικά κοσμηματοπωλεία στο κτίριο Τ ζούελερ’ς Εξτσέιντζ στην οδό Ουάσιγκτον. Ακόμα και τώρα, κανείς δεν ξέ ρει πώς στην ευχή τα κατάφερε. Έπρεπε να βραχυκυκλώσει κο ντά στους είκοσι συναγερμούς -συναγερμούς που λειτουργούσαν με συμβατικές τηλεφα>νικές γραμμές, με δορυφορικές, ακόμα και με ψηφιακές, εντελώς καινούρια τεχνολογία για εκείνη την εποχή. Ή ταν δεκαοχτώ χρονών. Το πιστεύεις αυτό; Δεκαοχτώ χρονών και έσπαγε κωδικούς που ακόμη και σαραντάρηδες επαγγελματίες δεν τα κατάφερναν. Τη θυμάσαι τη δουλειά στο Κέλνταρ Τέκνικς; Αυτος και οι οικοι του μπήκαν απ τη στέγη, μπλοκαραν τις συχνότη τες της Πυροσβεστικής κι έπειτα άνοιξαν το αντιπυρικό σύστημα ψεκασμού. Το καλύτερο που μπορεί να σκεφτεί κανείς είναι ότι έ μειναν κρεμασμένοι από το ταβάνι μέχρι που το σύστημα ψεκα σμού εξουδετέρωσε το συναγερμό. Ο τύπος, μιλάμε, ήταν ιδιοφυ ία. Αν δούλευε για τη NASA κι όχι για την πάρτη του, θα πηγαίναμε με τη γυναίκα μας και τα παιδιά μας διακοπές στον Πλούτωνα. Νο μίζεις ότι ένας τύπος τόσο έξυπνος δε θα μπορούσε να καταλάβει t
C*
f
*
ί
^
Λ
»
t
ποιος τον κάρφωσε; Ο Ρέι Χάρις εξαφανίστηκε από προσώπου γης δύο μήνες αφότου ο Μάρκους επέστρεψε στην ελεύθερη ζωή. Τι σας λέει αυτό;» «Μου λέει ότι πιστεύεις πως ο Τζίμι Μάρκους δολοφόνησε τον Ρέι Χάρις», είπε ο Σον. «Η ότι έβαλε αυτόν το νάνο, τον Βαλ Σάβατζ, να το κάνει. Α κούστε, καλύτερα να τηλεφωνήσετε στον Εντ Φόλαν από το Έ βδομο Αστυνομικό Τμήμα. Τώρα είναι διοικητής εκεί, αλλά παλιότερα δούλευε στο Σώμα Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος. Μπο ρεί να σας πει τα πάντα για τον Μάρκους και για τον Ρέι Χάρις. Και ο τελευταίος αστυφύλακας που δούλεψε στο Ανατολικό Μπά κιγχαμ τη δεκαετία του ’80 θα σου πει το ίδιο πράγμα. Αν ο Τζίμι Μάρκους δεν έφαγε τον Ρέι Χάρις, τότε εγώ θα γίνω ο πρώτος Ε βραίος Πάπας». Έσπρωξε το ημερολόγιο με το δάχτυλό του, σηκώ θηκε όρθιος και έφτιαξε το παντελόνι του. «Τώρα, πρέπει να πη γαίνω. Καλή τύχη με την υπόθεση, παιδιά». Διέσχισε την κεντρική αίθουσα του Τμήματος και, κοιτάζοντας ενα γυρο, ειόε τα παντα -ισω ς το γραφείο οπου καθόταν, τον πί νακα ανακοινώσεων όπου υπήρχαν αναρτημένες οι υποθέσεις του δίπλα σ ’ εκείνες των υπολοίπων, το άτομο που είχε υπάρξει ο ίδιος μέσα σ ’ αυτόν το χώρο προτού πάρει την κάτω βόλτα και καταλή ξει στο Τμήμα Προμηθειών, περιμένοντας με λαχτάρα την ημέρα που θα χτυπούσε επιτέλους κάρτα για τελευταία φορά, για να πάει κάπου αλλού, κάπου όπου κανείς δεν θα θυμόταν ποιος θα μπο ρούσε να ήταν. Ο Γουάιτι στράφηκε προς τον Σον. «Ο Πάπας Μάρσαλ ο απολωλώς;» AsZAraftrfr' ✓
/
r< *
t
ΟΣΟ ΠΕΡΝΟΥΣΕ Η ΩΡΑ και συνέχιζε να βρίσκεται καθισμένος στην ετοιμόρροπη καρέκλα της ψυχρής αίθουσας τόσο αντιλαμβα νόταν ο Ντέιβ ότι αυτό που το πρωί πίστευε πως ήταν ένα επακό λουθο του χτεσινού μεθυσιού δεν ήταν παρά το ίδιο το μεθύσι που συνεχιζόταν. Τα πραγματικά επακόλουθα άρχισαν να εμφανίζο νται κοντά στο μεσημέρι -ν α σέρνονται ολόγυρά του σαν στρατιά από τερμίτες, κυριεύοντας πρώτα το αίμα του κι έπειτα ολόκληρο το κυκλοφορικό του, να σφίγγουν την καρδιά του και να τσιμπολογάνε το μυαλό του. Το στόμα του είχε στεγνώσει, ο ιδρώτας ύ γραινε τα μαλλιά του και ξαφνικά μπορούσε να μυρίσει την απο
φορά του σώματός του καθώς το αλκοόλ γλιστρούσε προς τα έξω μέσα από τους πόρους του. Τα πόδια και τα χέρια του γέμισαν λά σπη. Το στήθος του πονούσε. Και μια βροχή από πούπουλα έπεσε από το κρανίο του και κάθισε πίσω από τα μάτια του. Δεν αισθανόταν γενναίος πια. Ούτε δυνατός. Η διαύγεια που, μόλις δύο ώρες πριν, φάνταζε μόνιμη σαν ουλή είχε πια εγκατα λείψει το σώμα του, είχε φύγει πετώντας από την αίθουσα, και τη θέση της είχε πάρει ένας τρόμος πολύ χειρότερος από οποιονδή ποτε είχε βιώσει ποτέ. Αισθανόταν σίγουρος ότι σύντομα θα πέθαινε, και μάλιστα από θάνατο άσχημο. Ίσως πάθαινε εγκεφαλικό εκεί επιτόπου, πάνω στην καρέκλα του, ίσως χτυπούσε το πίσω μέ ρος του κεφαλιού του στο πάτωμα, καθώς το κορμί του θα σπαρτα ρούσε από σπασμούς κι από τα μάτια του θα έτρεχε αίμα, ίσως να κατάπινε τη γλώσσα του τόσο βαθιά, που κανείς δεν Οα μπορούσε να του την τραβήξει έξω. Ίσως πέθαινε από έμφραγμα -η καρδιά του ήδη χτυπουσε πανω στα τείχη του στήθους του σαν αρουραιος κλεισμένος σε ατσάλινο κουτί. Ίσως, μόλις τον άφηναν ελεύθερο από δω (αν τον άφηναν ποτέ) κι έβγαινε έξω στο δρόμο, να άκουγε μια κόρνα πίσω του και να σωριαζόταν ανάσκελα, ενώ οι χοντροί τροχοί ενός λεωφορείου θα κυλούσαν πάνω στα ζυγωματικά του πριν συνεχίσουν το δρόμο τους. Πού βρισκόταν η Σελέστ; Ή ξερε άραγε ότι τον είχαν πιάσει και τον είχαν φέρει εδώ; Την ένοιαζε καθόλου; Και ο Μάικλ; Του έ λειπε καθόλου ο πατέρας του; Αν πέθαινε, το χειρότερο θα ήταν ότι η Σελέστ και ο Μάικλ Οα συνέχιζαν κανονικά τη ζωή τους. Ω, μπο ρεί να τους πλήγωνε για ένα μικρό διάστημα, αλλά θα άντεχαν και θα ξεκινούσαν τη ζωή τους από την αρχή, επειδή αυτό έκαναν κάθε φορά οι άνθρωποι. Μόνο στις ταινίες οι άνθρωποι έλιωναν για τον νεκρό και η ζωή τους πάγωνε σαν χαλασμένο ρολόι. Στην πραγμα τική ζωή, ο θάνατός σου δεν ήταν παρά ένα επίγειο γεγονός που όλοι οι άλλοι το λησμονούσαν, εκτός από σένα τον ίδιο. Υπήρχαν φορές που ο Ντέιβ αναρωτιόταν αν οι νεκροί συνέχι ζαν να βλέπουν από ψηλά αυτούς που είχαν αφήσει πίσω τους κι αν έκλαιγαν βλέποντας τους αγαπημένους τους να τα βγάζουν τόσο εύκολα πέρα χωρίς αυτούς. Οπως το παιδί του Στάνλεϊ του Γίγα ντα, ο Γιουτζίν. Μη τυχόν και βρισκόταν κάπου εκεί έξω στον αι θέρα, με το μικρό καραφλό κεφαλάκι του και τη λευκή νυχτικιά του νοσοκομείου, κοιτάζοντας τον πατέρα του να γελάει σ ’ ένα r C*
*
*
*
* Λ
/
μπαρ, και σκεφτόταν, Έι, μπαμπά, τι γίνεται μ’ εμένα; Με θυμάσαι; Κάποτε έζησα κι εγώ. Ο Μάικλ θ’ αποκτούσε καινούριο πατέρα, και ίσως και να πή γαινε στο κολέγιο, και κάποτε θα έλεγε στο κορίτσι του για εκείνο τον πατέρα που του έμαθε να παίζει μπέιζμπολ, αυτόν που καλά καλά δεν τον θυμόταν. Πάει τόσος καιρός από τότε, θα έλεγε. Α, τόσος καιρός... Και η Σελέστ ήταν σίγουρα αρκετά ελκυστική ώστε να μη δυ σκολευτεί να βρει άλλον άντρα. Θα έπρεπε. Η μοναξιά, θα έλεγε στις φίλες της. Δεν άντεχα τη μοναξιά. Και είναι καλό παιδί. Είναι καλός με τον Μάικλ. Και οι φίλες της θα πρόδιδαν τη μνήμη του Ντέιβ στο λεπτό. Θα έλεγαν, Καλά έκανες, γλυκιά μας. Είναι υγιής αντίδραση. Πρέπει να ξανανέβεις στο τρένο και να συνεχίσεις τη ζωή σου. Και ο Ντέιβ θα ήταν εκεί ψηλά με τον Γιουτζίν, και οι δυο τους θα κοιτούσαν κάτω, φωνάζοντας τους αγαπημένους τους με φωνές που κανείς ζωντανός δεν θα μπορούσε ν ’ ακούσει. Χριστέ μου. Ο Ντέιβ ήθελε να κουλουριαστεί στη γωνιά του και ν ’ αγκαλιάσει σφιχτά τον εαυτό του. Κατέρρεε. Ήξερε ότι, αν αυτοί οι μπάτσοι ξαναγύριζαν τώρα, θα έσπαγε στη στιγμή. Θα τους έλεγε όλα όσα ήθελαν να μάθουν εάν απλώς και μόνο του έδι ναν λίγη θαλπωρή και του έφερναν άλλη μία Σπράιτ. Και τότε, η πόρτα της αίθουσας ανακρίσεων άνοιξε διάπλατα για τον Ντέιβ και την ανάγκη του για ανθρώπινη θαλπωρή, και ο πολι τειακός αστυνομικός που μπήκε εν πλήρη εξαρτύσει ήταν νεαρός, και φαινόταν δυνατός, κι είχε αυτό το συνηθισμένο βλέμμα των πο λιτειακών αστυνομικών, το απρόσωπο και ταυτόχρονα υπεροπτικό. «Κύριε Μπόιλ, ακολουθήστε με, παρακαλώ». Ο Ντέιβ σηκώθηκε όρθιος και βάδισε προς την πόρτα με τα χέ ρια του να τρέμουν ελαφρά, καθώς το αλκοόλ συνέχιζε να μάχεται για να βρει μια έξοδο από τον οργανισμό του. «Πού;» «Θα συμμετάσχετε σε διαδικασία αναγνώρισης υπόπτων, κύριε Μπόιλ. Θέλουν να σας εξετάσουν». faz/irafe'fr' Ο ΤΟΜΙ ΜΟΛΝΤΑΝΑΝΤΟ φορούσε τζιν και ένα πράσινο τι-σερτ πιτσιλισμένο με μπογιά. Υπήρχαν ακόμη πιτσιλιές απο μπογιές στα f
9
r
f
9
\
9
9
9
κατσαρά καστανά μαλλιά του, μερικές σταγόνες στις μαύρες του γαλότσες και ξεραμένα κομμάτια στο σκελετό των χοντρών γυα λιών του. Αυτά τα γυαλιά έβαλαν σε σκέψεις τον Σον. Όποιος μάρτυρας έμπαινε στο δικαστήριο φορώντας γυαλιά, ήταν σαν να είχε κρε μασμένο στο στήθος του ένα στόχο για το συνήγορο υπεράσπισης. Όσο για τους ενόρκους, ξέχνα το καλύτερα. Ειδήμονες όλοι τους στη σχέση γυαλιών και νόμου, χάρη σε σειρές όπως το Matlock και το The Practice, κοιτούσαν τους διοπτροφόρους μάρτυρες να α νεβαίνουν στο έδρανο όπως θα κοιτούσαν εμπόρους ναρκωτικών, μαύρους χωρίς γραβάτα και καταδότες κρατουμένους που έκαναν συμφωνίες με τον εισαγγελέα. Ο Μολντανάντο πίεσε τη μύτη του πάνω στο τζάμι της αίθου σας παρακολούθησης και κοίταξε τους πέντε άντρες στη γραμμή αναγνώρισης. «Δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν δεν τους κοιτάξω από μπροστά. Μπορούν να γυρίσουν αριστερά;» Ο Γουάιτι γύρισε ένα διακόπτη στην κονσόλα που είχε μπροστά του και μίλησε στο μικρόφωνο. «Παρακαλώ, γυρίστε προς τα αρι στερά». Οι πέντε άντρες έκαναν στροφή προς τα αριστερά. Ο Μολντανάντο ακούμπησε τις παλάμες του πάνω στο τζάμι και μισόκλεισε τα μάτια. «Το νούμερο δύο. Μάλλον είναι το νού μερο δύο. Μπορείτε να του πείτε να πλησιάσει;» «Το νούμερο δύο;» είπε ο Σον. Ο Μολντανάντο γύρισε το κεφάλι του, τον κοίταξε και έγνεψε καταφατικά. Ο δεύτερος άντρας στη γραμμή ήταν ένας πράκτορας της Δί ωξης Ναρκωτικών ονόματι Σκοτ Πέιζνερ, που κανονικά δούλευε στην Κομητεία Νόρφολκ. «Νούμερο δύο», είπε ο Γουάιτι αναστενάζοντας. «Κάνε δυο βή ματα εμπρός». Ο Σκοτ Πέιζνερ ήταν κοντός, μουσάτος και ολοστρόγγυλος, με προχωρημένη τριχόπτωση. Έμοιαζε με τον Ντέιβ Μπόιλ όσο και ο Γουάιτι. Γύρισε ανφάς, πλησίασε το όιαχωριστικό τζάμι και ο Μολ ντανάντο είπε: «Ναι, ναι. Αυτός είναι ο άνθρωπος που είδα». «Είσαι σίγουρος;» «Ενενήντα πέντε τοις εκατό», είπε. «Ηταν νύχτα, καταλάβατε; Δεν υπάρχουν φώτα στο πάρκινγκ και, να, ήμουν και λιγάκι ζαλι
σμένος. Κατά τα άλλα, είμαι σχεδόν απολύτως σίγουρος ότι αυτός είναι ο τύπος που είδα». «Δεν ανέφερες τίποτε για γενειάδες στην κατάθεσή σου», είπε ο Σον. «Όχι, αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι, ναι, ο τύπος ίσως είχε γενειάδα». «Υπάρχει σ ’ αυτή τη γραμμή κάποιος άλλος που μοιάζει με τον τύπο;» είπε ο Γουάιτι. «Μπα, όχι», είπε. «Ούτε καν πλησιάζουν. Τι είναι, αστυνομι κοί;» Ο Γ ουάιτι έσκυψε το κεφάλι του προς την κονσόλα και μουρ μούρισε: «Για ποιο λόγο, γαμώτο μου, κάνω αυτή τη δουλειά;» Ο Μολντανάντο κοίταξε τον Σον. «Τι; Τι;» Ο Σον άνοιξε την πόρτα πίσω του. «Σας ευχαριστούμε που ήρ θατε, κύριε Μολντανάντο. Θα μείνουμε σε επαφή». «Έκανα καλή δουλειά, έτσι; Θέλω να πω, βοήθησα». «Βέβαια», είπε ο Γουάιτι. «Θα σου στείλουμε το παράσημο με κούριερ». Ο Σον αποχαιρέτισε τον Μολντανάντο μ ’ ένα χαμόγελο κι ένα νεύμα και έκλεισε την πόρτα πίσω του αμέσως μόλις βγήκε στο κατώφλι. «Ουδε ίς μάρτυς». είπε ο Σον.
foZArtvfirfr'
«Μη μου πεις». «Τα ευρήματα απο το αυτοκίνητο δεν πρόκειται ν αντεξουν στο δικαστήριο». «Το γνωρίζω αυτό». Ο Σον παρακολουθούσε τον Ντέιβ που μισόκλεινε τα μάτια του από το φως. Έμοιαζε λες και είχε να κοιμηθεί ένα μήνα. «Έλα τώρα, αρχιφύλακα...» Ο Γ ουάιτι γύρισε από το μικρόφωνο και τον κοίταξε. Η εξά ντληση είχε αρχίσει ν ’ αφήνει κι επάνω του τα σημάδια της- τα α σπράδια των ματιών του είχαν κατακοκκινίσει. «Ά σ’ τον να φύγει», είπε. «Διώξ’ τον από δω χάμω».
24
ΜΙΑ ΕΞΟΡΙΣΤΗ ΦΥΛΗ
H ΣΕΛΕΣΤ ΚΑΘΟΤΑΝ δίπλα στο παράθυρο του Καφέ Νέιτ & Νάνσι στη λεωφόρο Μπάκιγχαμ, απέναντι από το σπίτι του Τζίμι Μάρκους, την ώρα που ο Τζίμι και ο Βαλ Σάβατζ πάρκαραν το αυ τοκίνητο του Βαλ μισό τετράγωνο πιο πάνω και άρχισαν να βαδί ζουν προς το σπίτι. Αν σκόπευε να το κάνει σ τ’ αλήθεια, έπρεπε να σηκωθεί αυτή τη στιγμή από την καρέκλα και να τους πλησιάσει. Σηκώθηκε όρ θια με πόδια που έτρεμαν και το χέρι της χτύπησε το κάτω μέρος του τραπεζιού. Το κοίταξε. Έτρεμε κι αυτό και είχε γδαρθεί στην τελευταία φάλαγγα του αντίχειρά της. Το έφερε στα χείλη της και στράφηκε προς την πόρτα. Ακόμα δεν ήταν σίγουρη ότι μπορούσε να το κάνει, ότι μπορούσε να πει τα λόγια που είχε προβάρει σή μερα το πρωί στο μοτέλ. Είχε αποφασίσει να πει στον Τζίμι μόνο όσα ήξερε -τις λεπτομέρειες της συμπεριφοράς του Ντέιβ από τα ξημερώματα της Κυριακής, χωρίς ερμηνείες- αφήνοντας εκείνον να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Χωρίς τα ρούχα που φο ρούσε ο Ντέιβ εκείνη τη νύχτα, δεν είχε ιδιαίτερο νόημα να πάει στην αστυνομία. Έτσι έλεγε στον εαυτό της. Έτσι έλεγε στον εαυτό της επειδή δεν ήταν σίγουρη αν η αστυνομία μπορούσε να την προψ ^-1 0 t r t c* t £ t στατευσει. Στο κατω κατω, ήταν αναγκασμένη να ζήσει εδω, και το
μόνο που μπορούσε να σε προστατεύσει από κάποιον κίνδυνο στη γειτονιά ήταν η ίδια η γειτονιά. Και, αν το έλεγε στον Τζίμι, τότε όχι μόνο αυτός αλλά και οι Σάβατζ θα μπορούσαν να σχηματίσουν γύρω της ένα είδος προστατευτικής τάφρου που δεν θα τολμούσε ποτέ του να διαβεί ο Ντέιβ. Βγήκε από την πόρτα καθώς ο Τζίμι και ο Βαλ πλησίαζαν τα σκαλοπάτια της εισόδου. Σήκωσε το χτυπημένο της χέρι. Φώναξε το όνομα του Τζίμι καθώς πάτησε τη λεωφόρο, σίγουρη ότι έμοιαζε με τρελή έτσι όπως ήταν, με τα μαλλιά της ξέπλεκα και με τα μάτια της πρησμένα και κατάμαυρα από το φόβο. «Έι! Τζίμι! Βαλ!» Καθώς έφταναν στο πρώτο σκαλί, γύρισαν να την κοιτάξουν. Ο Τζίμι της χάρισε ένα φευγαλέο, σαστισμένο χαμόγελο, κι εκείνη πρόσεξε ξανά πόσο ανοιχτό, πόσο όμορφο ήταν το χαμόγελό του. Αβίαστο, δυνατό και αληθινό. Έλεγε, Είμαι φίλος σου, Σελέστ, μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι; Έ φτασε στο πεζοδρόμιο και ο Βαλ τη φίλησε στο μάγουλο. «Γεια σου, ξαδερφούλα». «Γεια σου, Βαλ». Ο Τζίμι της έδωσε κι αυτός ένα φιλί στα πεταχτά, που όμως της φάνηκε ότι πέρασε τη σάρκα της και τρεμόπαιξε στη βάση του λαι μού της. «Η Αναμπεθ σε έψαχνε σήμερα το πρωί», είπε. «Δε σ ’ έβρισκε ούτε στο σπίτι ούτε στη δουλειά». Η Σελέστ έγνεψε. «Ή μουν... αχ...» Πήρε το βλέμμα της από το περίεργο, μπασμένο πρόσωπο του Βαλ, που κοίταζε ερωτηματικά το δικο της. «Τζιμι, μπορώ να σου μιλήσω ιδιαιτέρως για ενα δευ τερόλεπτο;» «Βέβαια», είπε ο Τζίμι και το σαστισμένο χαμόγελο επέστρεψε στο πρόσωπό του. Στράφηκε προς τον Βαλ. «Θα μιλήσουμε αργό τερα για όλ’ αυτά, έτσι;» «Εννοείται. Τα λέμε, ξαδερφούλα». «Ευχαριστώ, Βαλ». Ο Βαλ μπήκε στο σπίτι και ο Τζίμι κάθισε στο τρίτο σκαλί, κά νοντας χώρο για τη Σελέστ δίπλα του. Εκείνη κάθισε ακουμπώντας στην ποδιά της το πονεμένο της χέρι και προσπάθησε να βρει τα κατάλληλα λόγια. Ο Τζίμι την κοίταξε για λίγο περιμένοντας κι έ c*
f
rT,fr/
*
Λ r
Ο
9
*
πειτα φάνηκε να αντιλαμβάνεται ότι ήταν μπλοκαρισμένη και ανή μπορη να πει αυτά που είχε στο μυαλό της. Με ανάλαφρη φωνή τής είπε: «Ξέρεις τι θυμήθηκα τις προάλλες;» Η Σελέστ κούνησε το κεφάλι της. «Στεκόμουν σ ’ εκείνες τις παλιές σκάλες πάνω από την οδό Σίντνεϊ. Ξέρεις, εκεί που πηγαίναμε όλοι για να δούμε τσάμπα τις ταινίες του ντράιβ-ιν και να καπνίσουμε κανένα τσιγαριλίκι...» Η Σελέστ χαμογέλασε. «Εσύ έβγαινες με...» «Ω, μην το πεις». « ...με την Τζέσικα Λούτζεν και την υπερκορμάρα της κι εγώ έ βλεπα τον Ντάκι Κούπερ». «Τον Ντάκστερ», είπε ο Τζίμι. «Τι απέγινε;» «Ακόυσα ότι κατατάχτηκε στους πεζοναύτες, κόλλησε κάποια περίεργη δερματική αρρώστια στο εξωτερικό και τώρα μένει στην Καλιφόρνια». «Μάλιστα». Ο Τζίμι τίναξε το πιγούνι του προς τα πάνω και η ματιά του χάθηκε πίσω στο χρόνο, στα μισά χρόνια της ζωής του, και η Σελέστ τον είδε ξαφνικά να κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα δε καοχτώ χρόνια πριν, όταν είχε λίγο πιο ξανθά μαλλιά και πολύ πε ρισσότερη τρέλα, τότε που ανέβαινε στις κολόνες του τηλεφώνου μέσα στην καταιγίδα και όλα τα κορίτσια προσεύχονταν να μην πέ σει. Αλλά ακόμα και στις πιο τρελές εποχές υπήρχε πάνω του μια ακινησία, οι ξαφνικές στιγμές που έμενε σκεφτικός και αμίλητος, μια αίσθηση που έπαιρνε κάποιος βλέποντάς τον, από παιδί ακόμα, να υπολογίζει με μεγάλη προσοχή τα παντα έκτος απο το το μάρι του. Τζιμι γύρισε και χτύπησε ελαφρα το γονατο της με την ανα στροφή της παλάμης του. «Τι τρέχει λοιπόν, κορίτσι μου; Δείχνεις...» «Μπορείς να το πεις». «Τι; Όχι, όχι, δείχνεις λίγο κουρασμένη, αυτό είναι όλο». Έ γειρε πίσω στο σκαλί και αναστέναξε. «Να πάρει, μάλλον όλοι έτσι δείχνουμε, ψέματα;» «Χτες κοιμήθηκα σ ’ ένα μοτέλ. Μαζί με τον Μάικλ». Ο Τζίμι συνέχισε να κοιτάζει μπροστά. «Οκέι». «Δεν ξέρω, Τζίμι. Ίσως έφυγα από τον Ντέιβ για πάντα». Πρόσεξε μια αλλαγή στο πρόσωπό του, ένα σφίξιμο του σαγοt γ
Λ
f
* *\
r
r
/
f\
t
t
*
r
t
f
t
γ
f
t
/
Λ
/
r p ν' f
t Y
*
νιου του* ξαφνικα ειχε την αίσθηση οτι ο Τζιμι ήξερε τι σκόπευε να του πει. «Έφυγες από τον Ντέιβ». Τώρα η φωνή του ήταν επίπεδη και το βλέμμα του καρφωμένο στη λεωφόρο. «Ναι. Φέρεται... να ... τώρα τελευταία φέρεται σαν τρελός. Δεν είναι ο εαυτός του, Τζιμι. Εχει αρχίσει να με τρομάζει». Ο Τζίμι στράφηκε προς το μέρος της και το χαμόγελο στο πρό σωπό του ήταν τόσο παγωμένο, που παραλίγο να το χαστουκίσει με το χέρι της. Στη ματιά του, μπορούσε να δει το αγόρι που σκαρ φάλωνε στις κολόνες του τηλεφώνου μέσα στη βροχή. «Γιατί δεν τα πιάνεις από την αρχή;» είπε. «Πότε άρχισε ο Ντέιβ να φέρεται αλλιώτικα;» 9 f γ r r wy y r Εκείνη ειπε: «Τι ςερεις, Γζιμι;» «Σαν τι να ξέρω;» «Ξέρεις κάτι. Δεν ξαφνιάστηκες». Το παγωμένο χαμόγελο έσβησε και ο Τζίμι έσκυψε μπροστά, με τα δάχτυλά του μπλεγμένα. «Ξέρω ότι σήμερα το πρωί τον πήρε η αστυνομία. Ξέρω ότι έχει γιαπωνέζικο αμάξι, τρακαρισμένο στο μπροστινο δεξιό φτερό, ϋερω οτι αλλη ιστορία ειπε σ εμενα για το χέρι του και άλλη στην αστυνομία. Και ξέρω επίσης ότι είδε την Κέιτι τη νύχτα του θανάτου της, αλλά δε μου το είπε παρά μόνο αφού τον ανέκρινε η αστυνομία γ ι’ αυτό». Ξέμπλεξε τα χέρια του και τα άπλωσε μπροστά του. «Δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνουν όλ’ αυτά, αλλά έχουν αρχίσει να με ενοχλούν, ναι». Η Σελέστ πλημμύρισε ξαφνικά από οίκτο για το σύζυγό της κα θώς τον φαντάστηκε σε κάποια αίθουσα ανακρίσεων της αστυνο μίας, δεμένο ίσως με χειροπέδες από ένα τραπέζι και με το σκληρό φως του γλόμπου πάνω στο χλομό του πρόσωπο. Έ πειτα είδε το κεφάλι του Ντέιβ να ξεπροβάλλει από την πόρτα το προηγούμενο βράδυ και να την κοιτάζει, και ο φόβος νίκησε τον οίκτο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και το άφησε να βγει: «Στις τρεις τα ξη μερώματα της Κυριακής, ο Ντέιβ γύρισε στο διαμέρισμά μας γεμά τος απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια με το αίμα κάποιου άλλου». Το είχε πει. Οι λέξεις είχαν φύγει από το στόμα της και είχαν περάσει στην ατμόσφαιρα. Σχημάτισαν μπροστά σ ’ αυτήν και στον Τζίμι έναν τοίχο, απ’ αυτό τον τοίχο ξεπήδησε μια οροφή κι έπειτα άλλος ένας τοίχος, κι έτσι βρέθηκαν ξαφνικά εγκλωβισμένοι σ ’ ένα μικροσκοπικό κελί χτισμένο από μία και μοναδική πρόταση. Οι θό »
t
rri f '
t j— »
t
ψ ι»
γτ*
»
ο
γ
r
f
/
r
Μ ^
r
t
+
r
ρυβοι της λεωφόρου έσβησαν, το αεράκι εξαφανίστηκε και το μόνο που μπορούσε να μυρίσει η Σελέστ ήταν η κολόνια του Τζίμι και ο λαμπερός μαγιάτικος ήλιος που έψηνε τα σκαλοπάτια κάτω από τα πόδια της. Όταν μίλησε, ο Τζίμι ακουγόταν λες και ένα χέρι τού έσφιγγε το λαιμό. «Τι είπε ότι συνέβη;» Του είπε. Του είπε τα πάντα, μέχρι και την τελευταία χτεσινοβραδινή τρέλα του με τους βρικόλακες. Του είπε, κι εκείνος είδε κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα της να γίνεται άλλη μια λέξη από την οποία ήθελε να κρυφτεί. Γιατί οι λέξεις της τον έκαιγαν. Τρυπούσαν το δέρμα του σαν βέλη. Το στόμα του και τα μάτια του κουλουριάζονταν προσπαθώντας να τις αποφύγουν και το δέρμα τσίτωσε στο πρόσωπό του, μέχρι που εκείνη μπορούσε να δει τα κόκαλα κάτω από το δέρμα του, ενώ η θερμοκρασία του σώματός της έπεσε μόλις είδε μια εικόνα του Τζίμι ξαπλωμένου σε ένα φέ ρετρο, με μακριά, μυτερά νύχια, σαγόνι που έτρεμε και μια μάζα από βρύα αντί για μαλλιά. Κι όταν τα δάκρυα άρχισαν να πέφτουν σιωπηλά στα μάγουλά του, αντιστάθηκε στην επιθυμία να κρύψει το κεφάλι του στο λαιμό της, να νιώσει τα δάκρυά του να κυλούν κάτω από την μπλούζα της κι από κει στην πλάτη της. Η Σελέστ συνέχιζε να μιλάει επειδή ήξερε πως, έτσι και στα ματούσε, θα σταματούσε για πάντα -κα ι δεν μπορούσε να σταμαf Ο ' Ρ Ο^ ν» / τήσει, δεν μπορούσε να σταματήσει επειδή χρειαζόταν να πει σε / Ρ Ρ Ρ Λ/ t Ργ Ρ κάποιον για ποιο λογο ειχε φύγει, για ποιο λογο ειχε τρεξει μακρια από έναν άντρα που είχε ορκιστεί ότι θα σταθεί δίπλα του και στις καλές και στις άσχημες εποχές, έναν άντρα που είχε γίνει πατέρας / #Λ Ρf Ρ του παιδιού της, που της ελεγε αστεία, που της χαΐδευε το χερι και της πρόσφερε το στήθος του για ν ’ αποκοιμηθεί· έναν άντρα που ποτέ δεν είχε παραπονεθεί και ποτέ δεν την είχε χτυπήσει, έναν θαυμάσιο πατέρα και καλό σύζυγο. Χρειαζόταν να πει σε κάποιον πόσο μπερδεμένη είχε νιώσει όταν αυτός ο άντρας φάνηκε να εξα φανίζεται, λες και η μάσκα που είχε για πρόσωπο έπεσε στο πάτω μα, αποκαλύπτοντας μια πρόστυχη τερατωδία που την κοιτούσε α διάντροπα. Τελείωσε λέγοντας: «Δεν ξέρω ακόμα τι έκανε πραγματικά, Τζί μι. Ακόμα δεν ξέρω ποιανού αίμα ήταν αυτό. Δεν ξέρω. Ό χι σίγου ρα. Απλώς δεν ξέρω. Αλλά είμαι τόσο μα τόσο τρομαγμένη!»
Ο Τζίμι γύρισε πάνω στο σκαλοπάτι και έγειρε το πάνω μέρος του σώματός του στα κάγκελα της κουπαστής. Τα δάκρυα είχαν στεγνώσει στο πρόσωπό του και το στόμα του σχημάτιζε ένα μικρό οβάλ από το σοκ. Κοιτούσε τη Σελέστ μ ’ ένα βλέμμα που έμοιαζε να περνάει από μέσα της, να καταλήγει στη λεωφόρο και να εστιά ζεται σε κάτι που υπήρχε αρκετά τετράγωνα μακριά, μα που κανείς δεν μπορούσε να το δει. «Τζίμι», είπε η Σελέστ, αλλά εκείνος της έκανε νόημα να στα ματήσει και έκλεισε σφιχτά τα μάτια του. Χαμήλωσε το κεφάλι του και ρούφηξε οξυγόνο. Το κελί που υπήρχε γύρω τους εξανεμίστηκε και η Σελέστ έ γνεψε στην Τζόαν Χάμιλτον, που, καθώς περνούσε από μπροστά τους, έριξε ένα συμπονετικό και αδιόρατα καχύποπτο βλέμμα, πριν απομακρυνθεί με τα τακούνια της να χτυπούν το πεζοδρόμιο. Οι ήχοι της λεωφόρου επέστρεψαν, με τις κόρνες, τα τριξίματα που έ καναν οι πόρτες και τα ονόματα που φώναζαν μακριά. Όταν η Σελέστ μπόρεσε να ξανακοιτάξει τον Τζίμι, η ματιά της παγιδεύτηκε από την όψη του. Το βλέμμα του ήταν καθαρό, το στόμα του κλειστό και είχε φέρει τώρα τα γόνατα στο στήθος του. Είχε ακουμπήσει πάνω τους τα χέρια του και η Σελέστ αισθανόταν μια σκληρή, εριστική ευφυΐα να πηγάζει απο μεσα του, το μυαλό του να δουλεύει πιο γρήγορα και με μεγαλύτερη ευρηματικότητα απ’ όση οι περισσότεροι άνθρωποι θα μπορούσαν να αντλήσουν σε όλη τη ζωή τους. «Είπες ότι τα ρούχα που φορούσε δεν υπάρχουν πια», της είπε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Το έλεγξα. Έ τσι είναι». Ακούμπησε το μάγουλό του στα γόνατά του. «Πόσο τρομαγ μένη είσαι; Ειλικρινά». Η Σελέστ καθάρισε το λαιμό της. «Τζίμι, χτες το βράδυ πίστεψα ότι θα με δάγκωνε. Και δε θα σταματούσε». Ο ηρν»/ r r r » r / Τζιμι εγειρε το πρόσωπό του ετσι που το αριστερό του μά γουλο να ακουμπήσει στα γόνατά του κι έκλεισε τα μάτια. «Σε λέστ», ψιθύρισε. «Ναι;» «Νομίζεις ότι ο Ντέιβ σκότωσε την Κέιτι;» Η Σελέστ ένιωσε την απάντηση ν ’ ανεβαίνει με τραντάγματα στο κορμί της, σαν τον χτεσινοβραδινό της εμετό. Ένιωσε το καυτό πόδι εκείνης της απάντησης να πατάει βαρύ πάνω στην καρδιά της. Λ
t
/
/ V»
t
r
m.
f
«Ναι», είπε. Τα μάτια του Τζίμι άνοιξαν διάπλατα. Η Σελέστ είπε: «Τζίμι; Ο Θεός να με βοηθήσει, Τζίμι!»
Ο ΣΟΝ ΚΟΙΤΑΞΕ τον Μπρένταν Χάρις που καθόταν απέναντι του στο γραφείο του. Το παιδί έδειχνε μπερδεμένο, κουρασμένο και τρομαγμένο, έτσι όπως ακριβώς το ήθελε ο Σον. Είχε στείλει δύο πολιτειακούς αστυνομικούς να τον φέρουν εδω απο το σπίτι του, κι έπειτα είχε αφήσει τον Μπρένταν να κάθεται μπροστά από το γρα φείο του όσο εκείνος διάβαζε στην οθόνη του κομπιούτερ όλα τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει για τον πατέρα του παιδιού, δίχως να βιάζεται, αγνοώντας τον, αφήνοντάς τον να κάθεται σε αναμ μένα κάρβουνα σ ’ εκείνη την καρέκλα. Κοίταξε ξανά την οθόνη, χτύπησε ελαφρά ένα πλήκτρο με το μολύβι του για να τραβήξει την προσοχή του παιδιού και είπε: «Μίλησέ μου για τον πατέρα σου, Μπρένταν». «Τι;» «Για τον πατέρα σου. Τον Ρέιμοντ τον πρεσβύτερο. Τον θυμά σαι;» «Αμυδρά. Ή μουν έξι χρονών περίπου όταν μας παράτησε». «Δεν τον θυμάσαι, λοιπόν, καθόλου;» Ο Μπρένταν ανασήκωσε τους ώμους του. «Θυμάμαι ασήμα ντα πράγματα. Τον θυμάμαι να έρχεται σπίτι μεθυσμένος, τραγου δώντας. Κάποτε με πήγε στο πάρκο της λίμνης Κανόμπι και μου α γόρασε μαλλί της γριάς κι εγώ έφαγα το μισό και ξέρασα πάνω στο καραβάκι. Δεν τον έβλεπα και πολύ, αυτό το θυμάμαι στα σίγουρα. Γιατί;» Τα μάτια του Σον είχαν ξαναγυρίσει στην οθόνη. «Τι άλλο θυμάσαι;» «Δεν ξέρω... ότι μύριζε μπίρα Σλιτζ και τσίχλα Ντεντίν και συ νήθιζε...» Ο Σον άκουσε μια υποψία χαμόγελου στη φωνή του Μπρένταν και, σηκώνοντας το βλέμμα του, το είδε να απλώνεται αργά στο πρόσωπο του παιδιού. «Τι συνήθιζε, Μπρένταν;» Ο Μπρένταν σάλεψε πάνω στην καρέκλα του, με το βλέμμα του καρφωμένο σε κάτι που δεν βρισκόταν στην κεντρική αίθουσα του αστυνομικού τμήματος, ούτε καν στον παρόντα χρόνο. «Συνήθιζε λ
/
/
/
Ο '
'
#
να κουβαλάει ένα σωρό ψιλά, που βάραιναν στις τσέπες του κι έ καναν ολόκληρο σαματά όταν περπατούσε. Θυμάμαι, όταν ήμουν παιδί, καθόμουν στο καθιστικό στο μπροστινό μέρος του σπιτιού. Ή ταν διαφορετικό μέρος α π ' αυτό που μένουμε τώρα, ήταν όμορ φο. Κι εγώ καθόμουν εκεί, γύρω στις πέντε το απόγευμα, κρατώ ντας τα μάτια μου κλειστά, μέχρι που άκουγα αυτόν και τα κέρ ματά του ν ’ ανεβαίνουν το δρόμο. Τότε πεταγόμουν έξω για να τον συναντήσω, κι αν μπορούσα να μαντέψω το ποσο που ειχε σε καθε του τσέπη -α ν πλησίαζα εστω και λιγο-, μου τα εδινε». Το χαμό γελό του Μπρένταν έγινε πιο πλατύ και κούνησε το κεφάλι του. «Ο άνθρωπος είχε πολλά ψιλά». «Μήπως ο πατέρας σου είχε κι ένα όπλο;» Το χαμόγελο πάγωσε και τα μάτια του Μπρένταν στένεψαν κοι τάζοντας τον Σον λες και του μιλούσε σε κάποια γλώσσα που δεν την καταλάβαινε. «Τι;» «Ο πατέρας σου. Είχε όπλο;» «Όχι». Ο Σον έγνεψε και είπε: «Δείχνεις πολύ σίγουρος για κάποιον που ήταν μόνο έξι χρονών όταν την κοπάνησε ο πατέρας του». Ο Κόνολι μπήκε στην κεντρική αίθουσα του τμήματος κουβαλώ ντας ένα χαρτόκουτο. Πλησίασε τον Σον και άφησε το κουτί πάνω στο γραφείο του Γουάιτι. «Τι ’ν ’ αυτό;» ρώτησε ο Σον. «Διάφορα πράγματα», είπε ο Κόνολι κοιτάζοντας το εσωτερικό του χαρτόκουτου. «Αναφορές της Σήμανσης, βαλλιστικές εκθέσεις, αναλύσεις δακτυλικών αποτυπωμάτων, η κασέτα του τηλεφωνικού κέντρου -διάφορα πράγματα». «Μου το είπες αυτό. Τι έδειξαν τα αποτυπώματα;» «Δεν ταιριάζουν με τα καταχωρισμένα στο κομπιούτερ». «Τα έστειλες για έρευνα εθνικής εμβέλειας;» «Και στην Ιντερπόλ», είπε ο Κόνολι. «Τίποτε. Υπάρχει ένα μόνο σχεδόν αφανές αποτύπωμα στην πόρτα. Είναι από αντίχειρα. Αν ανήκει στο δράστη, τότε είναι κοντός». «Κοντός», είπε ο Σον. «Ναι. Κοντός. Ό μως θα μπορούσε να ανήκει σε οποιονδήποτε. Βγάλαμε έξι αρκετά καθαρά, και δεν ταιριάζει με κανένα τους». «Ακόυσες την κασέτα από το τηλεφωνικό κέντρο;» «Όχι, γιατί; Θα ’πρεπε;» r
/
f
λ
r
ικ
r
/
Λr
t
t
; ι»
* f\
r
«Κόνολι, θα πρέπει να εξοικειωθείς με όλα όσα αφορούν την υ πόθεση, φίλε». Ο Κόνολι έγνεψε. «Θα την ακούσεις εσύ;» Π αυτο εχουμε εσενα», απαντησε ο Σον. Γύρισε προς τον Μπρένταν Χάρις. «Λοιπόν, σχετικά με το όπλο του πατέρα σου». «Ο πατέρας μου δεν είχε όπλο», είπε ο Μπρένταν. «Αλήθεια;» «Ναι». «Ω!» έκανε ο Σον, «τότε υποθέτω ότι πρέπει να είχαμε λάθος πληροφορίες. Πες μου, Μ πρένταν, μιλάς συχνά με τον πατέρα σου;» Ο Μπρένταν κούνησε το κεφάλι του. «Ποτέ. Είπε ότι θα πή γαινε για ένα ποτό κι έφυγε, αφήνοντας πίσω εμένα και τη μητέρα μου, έγκυο μάλιστα». Ο Σον έγνεψε λες και μπορούσε να νιώσει τον πόνο του. «Αλλά η μητέρα σου ποτέ δεν ανέφερε την εξαφάνισή του». «Επειδή δεν εξαφανίστηκε», είπε ο Μπρένταν, με τα μάτια του να φανερώνουν ένα είδος εσωτερικής πάλης. «Είπε στη μητέρα * r r * γ 9 μου οτι δεν την αγαπούσε. Της ειπε οτι τον επρηζε. Δυο μερες αρ γότερα, έφυγε». «Ποτέ της δεν τον αναζήτησε; Τίποτα;» «Οχι. Στέλνει κάτι λεφτά, οπότε ας το αφήσουμε καλύτερα». Ο Σον πήρε το μολύβι από το πληκτρολόγιο και το άφησε στο γραφείο του. Κοίταξε τον Μπρένταν Χάρις, προσπάθησε να διαβά σει τα μάτια του παιδιού, αλλά δεν είδε τίποτε μέσα τους, εκτός από μελαγχολία και υπολείμματα οργής. «Στέλνει λεφτά;» Ο Μπρένταν έγνεψε. «Μια φορά το μήνα, τακτικός σαν ρολόι». «Από πού;» «Ε;» «Τ' ' Λ Α / / «Τι γράφει ο φάκελος απ οπου έρχονται τα χρήματα; Απο που στέλνονται;» «Από τη Νέα Υόρκη». «Πάντα;» «Ναι». «Μετρητά;» «Ναι. Τις περισσότερες φορές πεντακόσια δολάρια. Τα Χρι στούγεννα πιο πολλά». *
f
r
Ο
r
r
r
Γ~ι t
'Τ '
r
*
9
9
9
'
«Σας έχει γράψει ποτέ κάποιο σημείωμα;» είπε ο Σον. «Όχι». «Τότε πώς ξέρεις ότι είναι αυτός;» «Ποιος άλλος δηλαδή θα μας έστελνε χρήματα κάθε μήνα; Εί ναι ένοχος. Η μαμά λέει ότι πάντα έτσι ήταν -έκανε μια ζωή χα ζομάρες και πίστευε ότι, επειδή και καλά ένιωθε άσχημα κατόπιν, αυτό του έδινε άφεση αμαρτιών. Καταλαβαίνετε;» «Θέλω να δω έναν από αυτούς τους φακέλους με τους οποίους έρχονται τα χρήματα», είπε ο Σον. «Η μητέρα μου τους πετάει». «Σκατά», είπε ο Σον, και έστρεψε την οθόνη του κομπιούτερ έξω από το οπτικό του πεδίο. Τα πάντα σχετικά με την υπόθεση τον ενοχλούσαν -ότι ο Ντέιβ Μπόιλ ήταν ύποπτος, ότι ο Τζίμι Μ άρ κους ήταν ο πατέρας του θύματος, ότι το ίδιο το θύμα είχε βρει το θάνατο από το όπλο του πατέρα του φίλου της. Και έπειτα σκέ φτηκε κάτι άλλο που τον ενοχλούσε, αν και δεν είχε καμιά σχέση με την υπόθεση. «Μπρένταν», είπε, «αφού ο πατέρας σου σας εγκατέλειψε όταν του;» Η ματιά του Μπρένταν πλανήθηκε στην κεντρική αίθουσα του τμήματος. «Η μαμά μου δεν είναι εντελώ ς... δεν είναι εντελώς στα κα).ά της, καταλαβαίνετε;... Προσπαθεί, αλλά...» «Οκέι». «Λέει ότι τον έβγαλε Ρέι για να μην ξεχνάει». «Τι πράγμα;» Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Τους άντρες. Πως, αν τους δώσεις και την παραμικρή ευκαιρία, θα σε γαμήσουν μόνο και μόνο για να αποδείξουν ότι μπορούν». «Πώς όμως ένιωσε η μητέρα σου όταν κατάλαβε ότι ο αδερφός σου ήταν μουγκός;» «Τσατίστηκε», είπε ο Μπρένταν, και ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο έπαιξε στα χείλη του. «Κατά κάποιον τρόπο όμως ένιωσε και δικαι ωμένη. Τουλάχιστον στο μυαλό της». Αγγιξε ένα ντοσιέ στην άκρη του γραφείου του Σον και το ανε παίσθητο χαμόγελό του εξαφανίστηκε. «Γιατί με ρωτάς αν ο πατέρας μου είχε όπλο;»
Ο Σον βαρέθηκε ξαφνικά τα παιχνίδια, την ευγενική και επιφυ λακτική του στάση. «Ξέρεις γιατί, μικρέ». «Όχι», είπε ο Μπρένταν. «Δεν ξέρω». Ο Σον έγειρε πάνω στο γραφείο του, συγκροτώντας με δυσκο λία μια παράλογη επιθυμία να ορμήσει στον Μπρένταν Χάρις και να τον αρπάξει απ’ το λαιμό. «Το όπλο που σκότωσε την κοπέλα σου, Μπρένταν, ήταν το ίδιο όπλο που χρησιμοποίησε ο πατέρας σου σε μια ληστεία δεκαοχτώ χρόνια πριν. Μήπως θέλεις να μου μιλήσεις γ ι’ αυτό;» «Ο πατέρας μου δεν είχε όπλο», είπε ο Μπρένταν, αλλά ο Σον t t r r μπορούσε να δει οτι κατι ειχε αρχίσει να δουλευει στο μυαλό του παιδιού. «Δεν είχε; Ψέματα!» Χτύπησε το γραφείο του αρκετά δυνατά ώστε το παιδί να αναπηδήσει τρομαγμένο στην καρέκλα του. «Λες ότι λάτρευες την Κέιτι Μάρκους, ναι; Θα σου πω τι λατρεύω εγώ, Μπρένταν. Λατρεύω τις λυμένες υποθέσεις μου. Λατρεύω την ικα νότητά μου να εξιχνιάζω υποθέσεις μέσα σε εβδομήντα δύο ώρες. Και τώρα μου λες ψέματα». «Όχι, δε λέω ψέματα». «Ναι, μικρέ, λες ψέματα. Το ξέρεις ότι ο πατέρας σου ήταν κλέ φτης;» «Δούλευε στον υπόγειο...» «Ή ταν κλέφτης, γαμώτο! Έ κανε δουλειές μαζί με τον Τζίμι Μάρκους. Ο οποίος ήταν επίσης κλέφτης. Και τώρα η κόρη του Μάρκους δολοφονείται με το όπλο του πατέρα σου. Τι σου λέει αυτό;» «Ο πατέρας μου δεν είχε όπλο». «Χάσου από μπροστά μου!» ούρλιαξε ο Σον και ο Κόνολι πετάχτηκε από την καρέκλα του και κοίταξε προς το μέρος τους. «Γου στάρεις να κοροϊδεύεις, μικρέ; Κοροΐδεψε το κελί σου». Ο Σον έβγαλε τα κλειδιά από τη ζώνη του και, σηκώνοντας το χέρι του πάνω από το κεφάλι του, τα πέταξε στον Κόνολι. «Κλείσ’ το μέσα το σκουλήκι!» Ο Μπρένταν σηκώθηκε όρθιος. «Δεν έκανα τίποτα». Ο Σον είδε τον Κόνολι να πηγαίνει και να στέκεται πίσω από το παιδί, βαδίζοντας με άκαμπτο βήμα. «Δεν έχεις άλλοθι, Μπρένταν, και είχες σχέση με το θύμα, και ο
r
^
/
«%
/
το θύμα πυροβολήθηκε με το όπλο του πατέρα σου. Μέχρι να βρω κάτι καλύτερο, αποφάσισα να σε θέσω υπό κράτηση. Ξεκουράσου και σκέψου αυτά που μόλις μου δήλωσες». «Δεν μπορείς να με κλείσεις μέσα». Ο Μπρένταν κοίταξε τον Κόνολι πίσω του. «Δεν μπορείς». Ο Κόνολι κοίταξε τον Σον με γουρλωμένα μάτια, επειδή το παιδί είχε δίκιο. Τυπικά, δεν μπορούσαν να τον κλείσουν μέσα, ε κτός κι αν του απήγγελλαν κατηγορίες. Και η αλήθεια ήταν πως 1 δεν είχαν τίποτε στα χέρια τους για να τον κατηγορήσουν. Σ αυτή την Πολιτεία ήταν παράνομο να κατηγορήσεις κάποιον ως ύποπτο. Αλλά ο Μπρένταν δεν το ήξερε αυτό, και ο Σον κοίταξε τον Κόνολι με βλέμμα που έλεγε, Καλώς όρισες στο Ανθρωποκτονιών, πρωτάρα. «Αν δε μου πεις κάτι αυτή τη στιγμή, μικρέ, θα το κάνω», είπε ο Σον. Ο Μπρένταν άνοιξε το στόμα του και ο Σον είδε μια σκοτεινή διαπίστωση να περνάει από μέσα του, λες και τον χτύπησε ηλε κτρικό ρεύμα. Έπειτα το στόμα του έκλεισε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Είναι ύποπτος φόνου πρώτου βαθμού», είπε ο Σον στον Κόνολι. «Χώσ’ τον μέσα». r
Ο
/
r
t
t
ΟΤΑΝ Ο ΝΤΕΙΒ γύρισε στο διαμέρισμά του, ήταν προχωρημένο α πόγευμα και πήγε κατευθείαν στο ψυγείο για μια μπίρα. Δεν είχε φάει τίποτα κι ένιωθε το στομάχι του άδειο και πρησμένο από τον αέρα. Δεν ήταν και στην καλύτερη δυνατή κατάσταση για να κατε βάσει άλλη μια μπίρα, αλλά ο Ντέιβ τη χρειαζόταν. Τη χρειαζόταν για να αμβλύνει τις γωνίες του κεφαλιού του και να διώξει το πιά σιμο από το λαιμό του -για να ηρεμήσει από τα χτυπήματα του ά γριου ποντικού πάνω στα τείχη της καρδιάς του. Την πρώτη την κατεβασε στα γρήγορα περπατώντας πανω κατω στο άδειο διαμέρισμα. Μπορεί η Σελέστ να είχε γυρίσει σπίτι όσο 9 9* Ψ 9 9 t εκείνος ελειπε και τωρα να ειχε παει στη δουλειά, οποτε σκεφτηκε να τηλεφωνήσει στο κομμωτήριο Όζμα για να δει αν ήταν τώρα εκεί, κουρεύοντας κεφάλια, φλυαρώντας με τις κυρίες και φλερτά ροντας με τον Πάολο, τον ομοφυλόφιλο συνάδελφό της που δού λευε τις ίδιες ώρες μ ’ εκείνη και τη φλέρταρε μ ’ εκείνο τον χαλαρό rp
/
f
Λ
f
r
C*
Λ
f
ψ
»
t
αλλά όχι εντελώς αθώο τρόπο των ομοφυλόφιλων. Ή μπορεί να πήγαινε μέχρι το σχολείο του Μάικλ, να τον περιμένει απέξω μέχρι το σχόλασμα, να τον αγκαλιάσει κι έπειτα να τον συνοδεύσει στο σπίτι, κάνοντας πρώτα μια στάση για σοκολατούχο γάλα. Αλλά ο Μάικλ δεν ήταν στο σχολείο ούτε η Σελέστ στη δου λειά. Ο Ντέιβ κατάλαβε με κάποιον τρόπο ότι του κρύβονταν κι έτσι τελείωσε και τη δεύτερη μπίρα του καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας, νιώθοντάς τη ν ’ ανοίγει δρόμο μέσα στο σώμα του, ηρεμώντας τα πάντα, μεταμορφώνοντας τον αέρα μπροστά του σε έναν ασημένιο στρόβιλο. Θα έπρεπε να της το είχε πει. Από την πρώτη στιγμή, θα έπρεπε να είχε πει στη γυναίκα του τι είχε πραγματικά συμβεί. Θα έπρεπε να είχε πίστη σ’ αυτήν. Δεν υπήρχαν και πολλές γυναίκες που στέ κονταν στο πλευρό ενός πρώην γυμνασιακού άσου του μπέιζμπολ που είχε κακοποιηθεί στην παιδική του ηλικία και που δεν μπο ρούσε να στεριώσει σε μια δουλειά της προκοπής. Ό μως η Σελέστ το είχε κάνει. Και μόνο η σκέψη της εκείνο το βράδυ, πάνω από το νεροχύτη, να πλένει τα ρούχα λέγοντας ότι φρόντιζε τα «αποδει κτικά στοιχεία» -Χ ριστέ μου, αυτό σήμαινε τόσο πολλά! Πώς είχε πάψει ο Ντέιβ να βλέπει; Πώς είχε φτάσει στο σημείο να βρίσκεται τόσο κοντά σε κάποιον για τόσο καιρό που να μην τον βλέπει πια; Ο Ντέιβ έβγαλε την τρίτη και τελευταία μπίρα α π ’ το ψυγείο και περπάτησε για λίγο ακόμη στο δωμάτιο, με το σώμα του να γε μίζει από αγάπη για τη γυναίκα του και το γιο του. Ή θελε να κουλουριαστεί πάνω στο γυμνό σώμα της γυναίκας του καθώς εκείνη θα του χάιδευε τα μαλλιά και να της πει πόσο του είχε λείψει σ ’ ε κείνη την κρύα αίθουσα ανακρίσεων με την ετοιμόρροπη καρέκλα. Νωρίτερα, είχε σκεφτεί ότι είχε ανάγκη από ανθρώπινη θαλπωρή, αλλά η αλήθεια ήταν ότι ήθελε τη θαλπωρή της Σελέστ. Ή θελε να τυλίξει το σωμα της γυρω απο το δικο του, να την κάνει να χαμο γελάσει, να φιλήσει τα βλέφαρά της, να της χαϊδέψει την πλάτη και να πνιγεί απ’ αυτήν. Δεν είναι αργά, Οα της έλεγε όταν θα γύριζε σπίτι. Το μυαλό μου κάτι έχει πάθει τώρα τελευταία και είναι λίγο μπερδεμένο. Αυτή η μπίρα στο χέρι μου δεν βοηθάει και πολύ τα πράγματα, υ ποθέτω, αλλά τη χρειάζομαι μέχρι να ξανάρθεις. Και τότε θα το κόψω. Θα κόψω το ποτό και θα πάρω μαθήματα κομπιούτερ, ή κάτι τέτοιο, θα βρω μια καλή δουλειά γραφείου. Η Εθνοφρουρά \
·
r
r
Q
'
f
προσφέρει επιδοτούμενα σεμινάρια επιμόρφωσης με δυνατότητα μελλοντικής αποκατάστασης, κι αυτό είναι κάτι που μπορώ να το κάνω. Μπορώ να ξεκινήσω με ένα Σαββατοκύριακο το μήνα και κάνα δυο μήνες το καλοκαίρι, για την οικογένεια μου. Για την οικογένειά μου, μπορώ να το κάνω με το κεφάλι ανάποδα. Θα με βο ηθήσει να ξαναβρώ τη φόρμα μου, να χάσω τα παραπανίσια κιλά από τις μπίρες, να καθαρίσω το μυαλό μου. Και όταν πιάσω αυτή τη δουλειά γραφείου, θα μετακομίσουμε, θα φύγουμε α π ’ αυτή τη γειτονιά με τα νοίκια που ανεβαίνουν συνέχεια, τις συμφωνίες για ανεγέρσεις σταδίων και την οικιστική αναβάθμιση. Γιατί να αντι στέκεσαι; Αφού, έτσι κι αλλιώς, αργά ή γρήγορα θα μας διώξουν. Θα μας διώξουν και θα φτιάξουν έναν κόσμο για τους ίδιους και για τις επώνυμες φίρμες τους, έναν κόσμο στον οποίο θα μιλούν για τα εξοχικά τους στα καφέ και στους διαδρόμους των καταστη μάτων υγιεινών τροφών. Όμως εκεί που θα πάμε θα είναι όμορφα, θα έλεγε στη Σελέστ. Εκεί που θα πάμε θα είναι καθαρά και θα μπορούμε να μεγαλώ σουμε το γιο μας. Θα ξεκινήσουμε από την αρχή. Και θα σου πω τι συνέβη, Σελέστ. Δεν είναι ωραίο, αλλά ούτε τόσο άσχημο όσο νοfu y-\ * r r ' O 9 9 μιζεις. Θα σου πω οτι εχω μερικά τρομακτικα, διεστραμμένα πραγματα στο μυαλό μου, και ίσως πρέπει να δω και κάποιον για να με βοηθήσει με δαύτα. Έχω επιθυμίες που με αηδιάζουν, αλλά προ σπαθώ, γλύκα μου. Προσπαθώ να είμαι καλός άνθρωπος. Προ σπαθώ να θάψω το Αγόρι. Ή , τουλάχιστον, να του μάθω τι σημαί νει συμπόνια. Ίσω ς αυτό έψαχνε κι ο τύπος στην Κάντιλακ: λίγη συμπόνια. Αλλά το Αγόρι Που Ξέφυγε Α π’ Τους Λύκους δεν ήθελε ν ’ ακούσει για συμπόνια εκείνο το σαββατόβραδο. Είχε ένα όπλο στα χέρια του και είχε χτυπήσει τον τύπο μέσα από το ανοιχτό παράθυρο της Κάντιλακ κι ο Ντέιβ άκουσε το κόκαλο να σπάει καθώς το παιδί με τα κόκκινα μαλλιά άνοιγε πανικόβλητο την πόρτα του συνοδηγού, έβγαινε στο δρόμο και στεκόταν εκεί με το στόμα ανοιχτό κοιτώ ντας τον Ντέιβ να χτυπάει τον τύπο ξανά και ξανά και ξανά. Είχε τεντώσει τα χέρια του και τον είχε βγάλει από το παράθυρο τρα βώντας τον απ’ τα μαλλιά, κι ο τύπος δεν ήταν τόσο αδύναμος όσο υποκρινόταν. Έκανε την πάπια, και ο Ντέιβ είδε το μαχαίρι μόνο όταν του έσκισε το πουκάμισο και χώθηκε στη σάρκα του. Ή ταν ένας αυτόματος σουγιάς που τον έσπρωχνε ένα χέρι αδύναμο, αλλά
αρκετά μυτερός για να χαρακώσει τον Ντέιβ προτού χτυπήσει δυ νατά τον καρπό του τύπου με το γόνατό του και παγιδέψει το χέρι του πάνω στην πόρτα του αυτοκινήτου. Κι όταν το μαχαίρι έπεσε στο έδαφος, ο Ντέιβ το κλότσησε κάτω από το αυτοκίνητο. Το κοκκινομάλλικο παιδί έδειχνε τρομαγμένο αλλά ταυτόχρονα ξαναμμένο, και ο Ντέιβ, φρενιασμένος πέρα από κάθε λογική, κα τέβασε το πίσω μέρος του πιστολιού του στο κεφάλι του τύπου με τόση δύναμη, που η λαβή έσπασε. Ο τύπος έπεσε μπρούμυτα και ο Ντέιβ πήδηξε στην πλάτη του νιώθοντας το λύκο μέσα του, μισώ ντας αυτό τον άνθρωπο, αυτό τον ανώμαλο, αυτό τον έκφυλο παι δεραστή, αρπάζοντας δυνατά τα μαλλιά του παλιοπούστη, σηκώ νοντας το κεφάλι του και χτυπώντας το με βία πάνα) στην κόχη του πεζοδρομίου. Χτυπώντας το ξανά και ξανά και ξανά, πολτοποιώ ντας αυτό τον τύπο, αυτό τον Χένρι, αυτό τον Τζορτζ, αυτό τον, ω Χριστέ μου, αυτό τον Ντέιβ, αυτό τον Ντέιβ. Πέθανε, γαμιόλη. Πέθανε, πέθανε, πέθανε. Τότε το κοκκινομάλλικο παιδί το είχε βάλει στα πόδια και γυ ρίζοντας το κεφάλι του ο Ντέιβ συνειδητοποίησε ότι από το στόμα του έβγαιναν λέξεις: «Πέθανε, πέθανε, πέθανε, πέθανε, πέθανε». Ο Ντέιβ κοίταξε το παιδί που έφευγε τρεχάτο από το πάρκινγκ και χύθηκε ξοπίσω του, με το αίμα του τύπου να στάζει από τα χέρια του. Ή θελε να πει στο κοκκινομάλλικο παιδί ότι το είχε κάνει για χάρη του. Το είχε σώσει. Και θα το προστάτευε για πάντα, αν αυτό ήταν που ήθελε. Στάθηκε στο σοκάκι πίσω από το μπαρ ξέπνοος, ξέροντας ότι το παιδί ειχε φύγει απο ωρα. Σήκωσε τα ματια του και κοίταξε τον νυχτερινό ουρανό. «Γιατί;» είπε. Γιατί μ ’ έφερες ως εδώ; Γιατί μου ’δωσες αυτή τη ζωή; Γιατί μου ’δωσες αυτή την αρρώστια, μια αρρώστια που τη σιχαίνομαι, εγώ ειδικά περισσότερο από κάθε άλλον; Γιατί φέρνεις τη σύγχυση στο μυαλό μου με εκλάμψεις ομορφιάς, τρυφερότητας και αγάπης για το παιόι και τη γυναίκα μου -που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά φευγαλέες εικόνες μιας ζωής που θα μπορούσε να είναι δικη μου αν αυτο το αυτοκίνητο δεν ειχε εμφανιστεί στην οδο Γκάνον και δεν με είχαν πάρει σ ' εκείνο το υπόγειο; Γιατί; Απάντησέ μου, σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, απάντησέ μου. Αλλά, βέβαια, καμία απάντηση δεν ερχόταν. Καμία, εκτός από C *t
t
ψ
r
^ r
/
Γ
*
/
ψ
r
r
r
/
r
/
'
C *
r
γ
/
*
Ο /
τη σιωπή, τις σταγόνες στους υπονόμους και το ψιχάλισμα που δυ νάμωνε. Ξαναβγήκε από το δρομάκι λίγα λεπτά αργότερα και βρήκε τον άντρα ξαπλωμένο δίπλα στο αυτοκίνητό του. Οπα, σκέφτηκε ο Ντέιβ. Τον σκότωσα. Αλλά τότε ο τύπος είχε κυλήσει στο πλάι, βαριανασαίνοντας σαν ψάρι. Είχε ξανθά μαλλιά, ένα μαξιλάρι αντί για κοιλιά και, κατά τα άλλα, λεπτό κορμί. Ο Ντέιβ προσπάθησε να θυμηθεί το πρόσωπό του πριν χώσει το χέρι του από το ανοιχτό παράθυρο και τον χτυπήσει με το όπλο. Θυμόταν μόνο ότι τα χείλη του του είχαν φανεί πολύ κόκκινα και πολύ πλατιά. Ομως τώρα το πρόσωπο του τύπου ήταν παρελθόν. Έμοιαζε λες και το είχαν χώσει σε μια τουρμπίνα, και ο Ντέιβ ένιωσε ένα κύμα ναυτίας βλέποντας εκείνο το ματωμένο πράγμα να βυζαίνει τον αέρα, αγκομαχώντας. Ο τύπος δεν έδειχνε να καταλαβαίνει ότι ο Ντέιβ στεκόταν από πάνω του. Κύλησε στα γόνατα κι άρχισε να σέρνεται. Σύρθηκε προς τα δέντρα πίσω από το αυτοκίνητο. Ανέβηκε στο μικρό ανά χωμα κι έβαλε τα χέρια του στο φράχτη από συρματόπλεγμα που χώριζε το πάρκινγκ από την αποθήκη με τα παλιοσίδερα. Ο Ντέιβ έβγαλε το φανελένιο πουκάμισο που φορούσε πάνω από το τι-σερτ του. Το τύλιξε γύρω από το όπλο του και πλησίασε το απρόσωπο πλάσμα. Το απρόσωπο πλάσμα άπλωσε άλλη μια φορά το χέρι του προς το φράχτη κι έπειτα η ζωτικότητά του το εγκατέλειψε. Έπεσε ανά σκελα, έγειρε προς τα δεξιά, και κατέληξε καθισμένο με την πλάτη στο φράχτη, με τα πόδια λοξά και το απρόσωπο πρόσωπό του να κοιτάζει τον Ντέιβ που πλησίαζε. «Οχι», ψιθύρισε. «Όχι». Αλλά ο Ντέιβ καταλάβαινε ότι δεν το εννοούσε. Ή ταν τόσο αποκαμωμένος απ’ αυτό που είχε καταντήσει όσο κι ο ίδιος ο Ντέιβ. Το Αγόρι γονάτισε μπροστά στον τύπο κι έβαλε το τυλιγμένο σε μπογο φανελενιο του πουκάμισο πανω στον κορμο του, λιγο πιο πάνω απ’ την κοιλιά, και ο Ντέιβ πετούσε τώρα πάνωθέ τους, πα ρακολουθώντας. «Σε παρακαλώ», είπε ο τύπος με φωνή βατράχου. «Σσσ», έκανε ο Ντέιβ και το Αγόρι τράβηξε τη σκανδάλη. Το σώμα του απρόσωπου πλάσματος τινάχτηκε αρκετά δυνατά /
Λ
*
/
t
'
Λ
'
ώστε να κλοτσήσει τον Ντέιβ στον αγκώνα κι έπειτα ο αέρας το εγκατέλειψε με ένα σφύριγμα χύτρας. Και ίο Αγόρι είπε: Ωραία. Μόνο αφού κατάφερε να βάλει τον τύπο στο πορτμπαγκάζ του Χόντα συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει την Κάντιλακ του τύπου. Είχε ήδη ανεβάσει τα παράθυρα, είχε σβήσει τη μηχανή κι έπειτα είχε σκουπίσει με το φανελένιο πουκάμισο το μπροστινό κάθισμα και ό,τι άλλο είχε αγγίξει. Αλλά τι νόημα είχε να κυκλοφορήσει με το Χόντα και τον τύπο στο πορτμπαγκάζ, προσπαθώντας να βρει ένα μέρος να τον αδειάσει, όταν η απά ντηση βρισκόταν μπροστά στα μάτια του; Έτσι, λοιπόν, ο Ντέιβ έβαλε όπισθεν κι έφτασε δίπλα στην Κάντιλακ, με το βλέμμα του στην πλαϊνή πόρτα του μπαρ, που είχε ώρα ν ’ ανοίξει Άνοιξε το πορτμπαγκάζ του, έπειτα άνοιξε το πορ τμπαγκάζ της Κάντιλακ και μετέφερε το πτώμα από το ένα αυτοκί νητο στο άλλο. Έκλεισε και τα δύο πορτμπαγκάζ, τύλιξε το μαχαίρι και το πιστόλι στο φανελένιο πουκάμισο, τα πέταξε στο μπροστινό κάθισμα του Χόντα κι έφυγε από εκεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πέταξε το πουκάμισο με το μαχαίρι και το όπλο από τη γέφυρα της οδού Ρόουζκλερ στο Πενιτένσιαρι Τσάνελ, συνειδητοποιώντας αργότερα ότι, τη στιγμή που το έκανε, η Κέιτι Μάρκους έχανε τη ζωή της στο πάρκο, ακριβώς κάτω από τη γέφυρα. Κι έπειτα είχε γυρίσει στο σπίτι του, σίγουρος ότι ανά πάσα στιγμή κάποιος θα έ βρισκε το αυτοκίνητο και το πτώμα στο πορτμπαγκάζ. Είχε περάσει από το Λαστ Ντροπ το απόγευμα της Κυριακής και δίπλα στην Κάντιλακ υπήρχε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, αλλά κατά τα άλλα το πάρκινγκ ήταν άδειο. Όμως αναγνώρισε το άλλο αυτοκίνητο, που ανήκε στον Ρέτζι Ντέιμον, έναν από τους μπάρμαν. Η Κάντιλακ έμοιαζε αθώα, ξεχασμένη. Αργότερα την ίδια μέρα είχε ξαναγυρίσει και παραλίγο να πάθει συγκοπή βλέπο ντας άδεια τη θέση της Κάντιλακ. Συνειδητοποίησε ότι δεν μπο ρούσε να ρωτήσει με αδιάφορο ύφος, «Έι, Ρέτζι, αν ένα αυτοκί νητο είναι παρκαρισμένο για πολλή ώρα στο πάρκινγκ σας, τηλε φωνείτε για να το πάρει ο γερανός;», κι έπειτα αντιλήφθηκε πως, ό,τι κι αν είχε συμβεί, δεν υπήρχε πια το παραμικρό που να τον συνδέει μ 1αυτό. Το παραμικρό, εκτός από το κοκκινομάλλικο παιδί. Αλλά, καθώς είχε περάσει η ώρα, σκέφτηκε ότι, αν και το παιδί
είχε τρομάξει, είχε επίσης νιώσει ικανοποίηση, έξαψη. Ή ταν με το μέρος του Ντέιβ. Δεν χρειαζόταν ν ’ ανησυχεί γι’ αυτό. Και τώρα οι αστυνομικοί δεν είχαν τίποτε στα χέρια τους. Ούτε ενα μαρτυρα. Δεν είχαν αποδεικτικά στοιχεία απο το αυτοκίνητο του Ντέιβ -τουλάχιστον όχι τέτοια που να μπορούν να τα χρησι μοποιήσουν στο δικαστήριο. Έτσι, ο Ντέιβ μπορούσε να είναι ήρε μος. Μπορούσε να μιλήσει στη Σελέστ, να εξαγνιστεί, κι ας γινό ταν ό,τι ήθελε -μπορούσε να προσφέρει τον εαυτό του στη γυναίκα του ελπίζοντας ότι θα τον δεχτεί ως αμαρτωλό που όμως προσπαθεί ν ’ αλλάξει. Σαν έναν καλό άνθρωπο που προσπαθούσε με όλη του τη δύναμη να σκοτώσει το βρικόλακα μέσα του. Θα σταματήσω να περνάω έξω από πάρκα και δημόσια κολυμ βητήρια, είπε ο Ντέιβ στον εαυτό του καθώς στράγγιζε την τρίτη μπίρα του. Σήκωσε ψηλά το άδειο κουτάκι. Θα το σταματήσω κι αυτό, επίσης. Όχι, όμως, σήμερα. Σήμερα είχε ήδη πιει τρεις μπίρες και, τι στο διάβολο, η Σελέστ δεν φαινόταν να γυρίζει νωρίς σπίτι. Ίσως αύριο. Αυτό θα ήταν καλό. Θα έδινε και στους δυο τους λίγο χώρο, λίγο χρόνο για να γιατρέψουν τις πληγές τους και να επανορθώ σουν. Γυρίζοντας σπίτι θα έβρισκε έναν νέο άνθρωπο, έναν βελτι ωμένο Ντέιβ χωρίς άλλα μυστικά. «Επειδή τα μυστικά είναι δηλητήριο», είπε δυνατά στην κουζί να, όπου είχε κάνει τελευταία φορά έρωτα με τη γυναίκα του. «Τα μυστικά είναι τοίχοι». Κι έπειτα, με ένα χαμόγελο: «Και μου σώ θηκε και η μπίρα». Αισθάνθηκε καλά, κεφάτος σχεδόν, καθώς έβγαινε από το σπίτι για να πεταχτεί μέχρι το Ιγκλ Αίκερς. Ή ταν μια υπέροχη μέρα, ο ή λιος έλουζε τους δρόμους. Όταν ήταν παιδιά, από δω περνούσαν οι γραμμές του ηλεκτρικού, χωρίζοντας την Κρέσεντ στα δύο, γεμίζοντάς την καπνιά και κρύβοντας τον ουρανό. Έκανε απλώς πιο έ ντονη την εντύπωση που αποκόμιζε κανείς από το Φλατς, ότι ήταν ενα μέρος αποκομμένο απο τον υπολοιπο κοσμο, χωμένο κατω απ αυτόν σαν τόπος μιας εξόριστης φυλής, ελεύθερης να ζήσει με ό ποιον τρόπο προτιμούσε, αρκεί να το έκανε στην εξορία. Ό ταν κάποια στιγμή πήραν από κει τις γραμμές, το Φλατς ανα δύθηκε στο φως, και για λίγο το είχαν δει σαν κάτι καλό. Πολύ λιγοτερη καπνια, πολυ περισσότερός ήλιος, το δέρμα των κατοίκων έδειχνε πιο υγιές. Αλλά, χωρίς το μανδύα, όλοι μπορούσαν να τους f
t
f
t
»
a
'
f
t
*
t
C
t
t Λ
t
*
'
f
r
t \
'
t
C *'
t
·
/
βλέπουν, να εκτιμούν τα ομοιόμορφα σπίτια τους με τα τούβλα, τη θέα της περιοχής προς το Πενιτένσιαρι Τσάνελ και το πόσο λίγο α πείχε η περιοχή από το κέντρο της πύλης. Ξαφνικά το Φλατς δεν ήταν μια υπόγεια φυλή. Ή ταν πρώτης τάξεως ακίνητα. Ο Ντέιβ θα έπρεπε να το σκεφτεί όταν γύριζε σπίτι, θα έπρεπε να διατυπώσει μια θεωρία με το δωδεκάρι κιβώτιο τις μπίρες που κουβαλούσε. Ή θα μπορούσε να βρει ένα δροσερό μπαρ, να καθί σει στο σκοτάδι αυτή την ηλιόλουστη μέρα, να παραγγείλει ένα χά μπουργκερ, να κουβεντιάσει με τον μπάρμαν, να διαπιστώσει αν οι δυο τους μπορούσαν να θυμηθούν πότε το Φλατς άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα, πότε ολόκληρος ο κόσμος είχε αρχίσει να τους α φήνει πίσω. Αυτό θα έκανε. Βέβαια! Θα έβρισκε ένα δερμάτινο σκαμπό κολλητά σ ’ ένα μαονένιο μπαρ και θ ’ άφηνε το απόγευμα να κυ λήσει. Θα σχεδίαζε το μέλλον της οικογένειάς του. Θα σκεφτόταν όλους τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να εξιλεωθεί. Ή ταν εκπληκτικό το πόσο καλοδεχούμενες μπορούσαν να είναι τρεις μπίρες έπειτα από μια δύσκολη, ατέλειωτη ημέρα. Ο Ντέιβ ένιωθε λες και τον είχαν πάρει από το χέρι και ανηφόριζαν παρέα το λόφο προς τη λεωφόρο Μπάκιγχαμ. Έλεγαν, Έι, δεν είναι υπέ ροχο να είμαστε εμείς; Δεν είναι ωραία ν ’ αφήνεις πίσω σου τα τε ρατώδη ψέματα και να γυρίζεις νέα σελίδα, απαλλαγμένος από τα θαμμένα μυστικά, έτοιμος να ανανεώσεις τους όρκους σου προς τους αγαπημένους σου και να γίνεις ο άντρας που ήξερες πάντα ότι μπορούσες να είσαι; Και δες ποιον έχουμε μπροστά μας να χαζεύει στη γωνία μέσα στο γυαλιστερό σπορ αμαξάκι του. Είναι ο Βαλ Σάβατζ αυτός που μας χαμογελάει, γνέφοντάς μας. Έλα. Πάμε να πούμε ένα γεια. «Ο μάγκας ο Ντέιβ Μπόιλ!» είπε ο Βαλ καθώς ο Ντέιβ πλησί αζε το αυτοκίνητο. «Πώς πάει, αδερφέ;» «Πάντα ανάποδα», είπε ο Ντέιβ και κάθισε λυγίζοντας τα γό νατα δίπλα στο αυτοκίνητο. Ακούμπησε τα χέρια του στο στενό α νοιχτό παράθυρο και κοίταξε τον Βαλ. «Τι τρέχει;» Ο Βαλ ανασήκωσε τους ώμους του. «Τίποτα ιδιαίτερο, φίλε. Έψαχνα κάποιον για να πιω καμιά μπιρίτσα και ίσως για να τσι μπήσω κάτι». Ο Ντέιβ δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο πράγμα. «Αλήθεια;»
«Τι, ψέματα;» Στην πραγματικότητα, ο Ντέιβ είχε κάπως ξαφνιαστεί. Τα πή γαινε καλά με τον Τζίμι και τον αδερφό τού Βαλ, τον Κέβιν, μερι κές φορές ακόμα και με τον Τσακ, αλλά ποτέ δεν θυμόταν να φα νερώνει ο Βαλ κάτι άλλο εκτός από πλήρη απάθεια στην παρουσία του. Θα πρέπει να ήταν εξαιτίας της Κέιτι, σκέφτηκε. Με το θά νατό της, τους έφερνε όλους πιο κοντά. Ή ταν ενωμένοι στην απώλειά τους, σφυρηλατώντας τους δεσμούς τους μέσα από τη μοιρα σιά της τραγωδίας. «Έμπα μέσα», είπε ο Βαλ. «Θα πάμε σ ’ ένα μέρος στην άλλη άκρη της πόλης. Καλό μπαρ. Το έχει ένας κολλητός μου». «Στην άλλη άκρη της πόλης;» Ο Ντέιβ κοίταξε πίσω, τον άδειο δρόμο που είχε μόλις κατέβει. «Μα κάποια στιγμή θα πρέπει να γυ ρίσω σπίτι». «Βέβαια, βέβαια, μην ανησυχείς», είπε ο Βαλ. «Θα σε γυρίσω πίσω όποτε θέλεις. Σάλτα μέσα. Έ λα ν ’ απολαύσουμε οι δυο μας μια νυχτερινή έξοδο για αγόρια μέσα στη μέρα». Ο Ντέιβ χαμογέλασε και πήρε μαζί του αυτό το χαμόγελο κα θώς έκανε τον κύκλο του αυτοκινήτου του Βαλ προς την πόρτα του συνοδηγού. Νυχτερινή έξοδος για αγόρια μέσα στη μέρα. Ακριβώς ό,τι γύρευε. Αυτός και ο Βαλ, να βολτάρουν σαν παλιόφιλοι. Αυτό ήταν ένα από τα πιο σπουδαία πράγματα που υπήρχαν στο Φλατς, και φοβόταν ότι θα χανόταν, έτσι όπως τα συναισθήματα της πα λιάς εποχής και παρελθόντα ολόκληρα έσβηναν σιγά σιγά, ενώ εσύ μεγάλωνες, για να συνειδητοποιήσεις πως όλα γύρω σου είχαν αλ λάξει και το μόνο που παρέμενε ίδιο ήταν οι άνθρωποι με τους ο ποίους είχες μεγαλώσει και το μέρος απ’ όπου προερχόσουν. Η γει τονιά. Μακάρι να ζήσει για πάντα, σκέφτηκε ο Ντέιβ καθώς άνοιγε την πόρτα, αν όχι πουθενά αλλού, τουλάχιστον στην ψυχή μας.
25 ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΣΤΟ ΠΟΡΤΜΠΑΓΚΑΖ
Ο ΓΟΥΑΙΤΙ ΚΑΙ Ο ΣΟΝ έφαγαν ένα αργοπορημένο μεσημεριανό στο Π ατ’ς Ντάινερ, μία έξοδο μετά τα κεντρικά. Το Πατ’ς έστεκε εκεί από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν από τόσο πα λιά στέκι των πολιτειακών αστυνομικών, που στον Πατ τον Τρίτο άρεσε να λέει ότι η δική του μπορεί να ήταν η μοναδική οικογένεια εστιατόρων που είχαν ευτυχήσει να περάσουν τρεις ολόκληρες γε νιές χωρίς να τους ληστέψουν ούτε μία φορά. Ο Γ ουάιτι έβαλε στο στόμα του ένα τεράστιο κομμάτι τσίζμπεργκερ και το βοήθησε να κατέβει με λίγη σόδα. «Δεν πιστεύεις ούτε στ’ αστεία, βέβαια, ότι το έκανε το παιδί, έτσι δεν είναι;» Ο Σον έκοψε μια μπουκιά από το σάντουιτς με τόνο που έτρω γε. «Αυτό που πιστεύω στα σίγουρα είναι ότι μου έλεγε ψέματα. Νομίζω ότι ξέρει κάτι γ ι’ αυτό το όπλο. Και νομίζω ότι - κ ι όσο πάει μου φαίνεται ακόμη πιο πιθανό αυτό-, νομίζω ότι ο πατέρας του πρέπει να είναι ακόμα ζωντανός». Ο Γ ουάιτι βούτηξε μια ροδέλα κρεμμυδιού σε λίγη σάλτσα ταρτάρ. «Τα πεντακόσια το μήνα από τη Νέα Υόρκη, ε;» «Ναι. Ξέρεις για πόσα χρήματα μιλάμε όλ’ αυτά τα χρόνια; Σχε δόν για ογδόντα χιλιάδες. Ποιος θα έστελνε τόσα χρήματα αν όχι ο πατέρας;»
Ο Γ ουάιτι σκούπισε τα χείλη του με μια χαρτοπετσέτα κι έπειτα όρμησε ξανά στο τσίζμπεργκέρ του· ο Σον αναρωτήθηκε πώς την είχε σκαπουλάρει ο τύπος μία καρδιακή προσβολή μέχρι τώρα έτσι όπως έτρωγε και έπινε, δουλεύοντας συχνά εβδομήντα ώρες την ε βδομάδα όταν κάποια υπόθεση του αντιστεκόταν. «Έστω, ας πούμε ότι είναι ζωντανός», είπε ο Γουάιτι. «Ας το πούμε». «Τι έχουμε, λοιπόν; Κάποιος σκοτεινός εγκέφαλος συνωμοτεί για να εκδικηθεί, δήθεν, τον Τζίμι Μάρκους για κάτι, δολοφονώ ντας την κόρη του; Τι κάνουμε τώρα, Σον, αρχίζουμε να γράφουμε σενάριο για κινηματογραφική ταινία;» Ο Σον χασκογέλασε. «Ποιος θα έπαιζε το ρόλο σου, λες;» Ο Γουάιτι ρούφηξε τη σόδα του μ ’ ένα καλαμάκι, ώσπου ο ήχος πρόδωσε ότι είχε φτάσει στον πάγο. «Γιατί, απίθανο το βρίσκεις; Θα μπορούσε να συμβεί, αν τη λύναμε την υπόθεση, Υπερμπάτσε. Το Φάντασμα από τη Νέα Υόμκη, κάπως έτσι θα πήγαινε. Θα βλέ παμε τους εαυτούς μας στη μεγάλη οθόνη. Και ο Μπράιαν Ντένεχι θα έβαζε λυτούς και δεμένους για να παίξει το ρόλο μου». Ο Σον έδειξε να συλλογίζεται τα λόγια του. «Ξέρω κι εγώ, δε ραγε και δεν τον είχε ξαναφανταστεί έτσι. «Δεν είσαι τόσο ψηλός, αρχιφύλακα, αλλά τα κότσια τα έχεις». Ο Γουάιτι έγνεψε κι έσπρωξε μακριά το πιάτο του. «Και, τώρα που το λες, κάποια απ’ αυτές τις αδερφάρες που παίζουν στα Φι λαράκια θα μπορούσε, πιστεύω, να παίξει μια χαρά εσένα. Ξέρεις, ένας απ’ αυτούς τους τύπους που περνάνε μια ώρα κάθε πρωί κου ρεύοντας τις τρίχες της μύτης τους και βγάζοντας τα φρύδια τους, και κάνουν πεντικιούρ μια φορά την εβδομάδα ανυπερθέτως. Ναι, σε έναν από δαύτους ο ρόλος θα ταίριαζε γάντι». «Ζηλεύεις». «Όμως έτσι έχουν τα πράγματα», είπε ο Γουάιτι. «Αυτή η θεω ρία με τον Ρέι Χάρις είναι σκέτη απάτη. Έ χει μία πιθανότητα, πόσο να σου π ω ;... Μία πιθανότητα στις έξι να είναι πραγματικότητα». «Μήπως μία στις δέκα;» «Μία στις χίλιες. Ας πάμε λίγο προς τα πίσω, ναι; Ο Ρέι Χά ρις καρφώνει τον Τζίμι Μάρκους. Ο Μάρκους το ανακαλύπτει και, μόλις ηρεμούν τα πράγματα και βγαίνει από τα δύσκολα, χτυπάει τον Ρέι. Τέλος πάντων, ο Χάρις τη σκαπουλάρει με κάποιον τρόπο,
πάει στη Νέα Υόρκη και βρίσκει μια αρκετά σταθερή δουλειά ώστε να στέλνει πεντακόσια δολάρια κάθε μήνα για τα επόμενα δεκατρία χρόνια. Έπειτα, μια ωραία πρωία, ξυπνάει και λέει: “Οκέι, ήρθε η ωρα να παρω το αιμα μου πισω , παίρνει ενα λεωφορείο, ερχεται εδώ και ξεπαστρεύει την Κέιτι Μάρκους. Και όχι με κανέναν κοινό τρόπο, αλλά την ξεπαστρεύει με απίστευτη αγριότητα -εκεί κάτω στο πάρκο είδαμε την οργή κάποιου ψυχοπαθούς, Σον. Και τότε, ο γερο-Ρέι -κ α ι το εννοώ όταν λεω “γέρος” , θα πρέπει να είναι κοντά στα σαράντα πέντε-, ο γερο-Ρέι, παρ’ όλ’ αυτά, τρέχει ξοπίσω της στο πάρκο, σαλτάρει μετά σ ’ ένα λεωφορείο και ξαναγυρίζει πάλι στη Νέα Υόρκη με το όπλο του στην τσέπη. Ειδοποίησες μήπως τη Νέα Υόρκη;» Ο Σον έγνεψε. «Δεν υπάρχει στα μητρώα κοινωνικής ασφάλι σης, δεν έχει πιστωτικές κάρτες στο όνομά του ούτε υπάρχει κα νένα δελτίο πρόσληψης για έναν τύπο με το όνομα και την ηλικία του. Ούτε η Αστυνομία της Νέας Υόρκης ούτε η Πολιτειακή έχουν συλλάβει ποτέ κάποιον που να ταιριάζουν τα αποτυπώματά του». «Και όμως εσύ πιστεύεις ότι αυτός σκότωσε την Κάθριν Μάρ κους». Ο Σον κούνησε το κεφάλι του. «Όχι* θέλω να πω, όχι σίγουρα. Δεν ξέρω καν αν είναι ακόμα ζωντανός. Απλώς λέω ότι Οα μπο ρούσε να είναι. Και είναι πραγματικά πιθανό το όπλο του φόνου να ήταν το πιστόλι του. Και πιστεύω ότι ο Μπρένταν γνωρίζει κάτι, και σίγουρα δεν έχει κανέναν που να μπορεί να βεβαιώσει ότι βρι σκόταν πράγματι στο σπίτι του όταν δολοφονήθηκε η Κέιτι Μάρ κους. Ελπίζω, λοιπόν, ότι θα του τη βαρέσει κάποια στιγμή μέσα σ ’ εκείνο το κελί και θα μας πει κάνα δυο πραγματάκια». Ο Γουάιτι άφησε ένα μακρόσυρτο ρέψιμο. «Είσαι αληθινός πρίγκιπας, αρχιφύλακα». Ο Γουάιτι ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρουμε ούτε αν ο Ρέι Χάρις λήστεψε πράγματι εκείνη την κάβα πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Δεν ξέρουμε αν ήταν το όπλο του. Όλα αυτά είναι σκέτες εικασίες. Στην καλύτερη περίπτωση, συμπτώσεις. Δε θα άντεχε στο δικαστήριο, Σον. Διάβολε, ένας καλός εισαγγελίας δε θα παρέπεμπε καν την υπόθεση στο ακροατήριο». «Το ξέρω, αλλά συμφωνεί με το προαίσθημά μου». «Το προαίσθημά σου... Τώρα μάλιστα». Κοίταξε πάνω από τον •
·
t
t
««
ψ
t
Λ
r
*
ώμο του Σον καθώς η πόρτα πίσω του άνοιγε. «Ω, Χριστέ μου, το δίδυμο της χαζομάρας». Ο Σόουζα πλησίασε το τραπέζι τους από το πλάι, με τον Κόνολι λίγα βήματα πιο πίσω. «Και είπες ότι δεν ήταν τίποτε, ε, αρχιφύλακα;» Ο Γουάιτι έφερε την παλάμη του πίσω από το αυτί του και σή κωσε το βλέμμα του στον Σόουζα. «Τι είπες, αγόρι μου; Είμαι λίγο περήφανος στ’ αυτιά, ξέρεις». «Ψάξαμε τα αρχεία των αυτοκινήτων που πήραν με το γερανό από το Λαστ Ντροπ», είπε ο Σόουζα. «Αυτό ανήκει στη δικαιοδοσία της Αστυνομίας της Βοστόνης», είπε ο Γουάιτι. «Σας το ’πα, δε σας το ’πα;» «Βρήκαμε πάντως ένα αυτοκίνητο που δεν το έχει ζητήσει κα νείς μέχρι στιγμής, αρχιφύλακα». «Και;» «Βάλαμε τον υπάλληλο να πάει να ελέγξει αν ήταν ακόμη εκεί. Όταν γύρισε στο τηλέφωνο, μας είπε ότι κάτι στάζει από το πορ τμπαγκάζ». «Τι στάζει;» είπε ο Σον. «Δεν ξέρω, αλλά είπε ότι βρομάει απίστευτη σαπίλα».
Η ΚΑΝΤΙΛΑΚ ΗΤΑΝ ΔΙΧΡΩΜΗ, με λευκή οροφή πάνω από ένα βαθυγάλαζο σασί. Ο Γ ουάιτι έσκυψε στο παράθυρο του συνοδηγού με τις παλάμες του δεξιά κι αριστερά από τα μάτια του. «Θα έλεγα ότι υπάρχει μια ύποπτη καφετιά κηλίδα πάνω στο χερούλι της πόρ τας του οδηγού». Ο Κόνολι, καθισμένος δίπλα στο πορτμπαγκάζ, είπε: «Χριστέ μου, το μύρισες αυτό; Ζέχνει σαν τη θάλασσα του Γόλαστον όταν έχει άμπωτη». Ο Γουάιτι ήρθε στο πίσω μέρος καθώς ο υπάλληλος της υπηρε σίας φύλαξης έβαλε το λοστό για την κλειδαριά στο χέρι του Σον. Ο Σον πλησίασε δίπλα στον Κόνολι, παραμερίζοντάς τον, κα θώς έλεγε: «Με τη γραβάτα σου». «Τι;» «Κλείσε τη μύτη και το στόμα, φίλε, χρησιμοποιώντας τη γρα βάτα σου». «Εσύ τι χρησιμοποιείς;»
Ο Γουάιτι έδειξε το γυαλιστερό του πάνω χείλι. «Βάλαμε Βικς στη διαδρομή. Συγνώμη, παιδιά, όλοι έξω». Ο Σον τοποθέτησε το άκρο του λοστού στη σχισμή του πορ τμπαγκάζ της Κάντιλακ. Ένιωσε το μέταλλο να γλιστράει πάνω σε μέταλλο, μέχρι που έφτασε κι αγκάλιασε ολόκληρο τον κύλινδρο της κλειδαριάς. «Μπήκαμε;» είπε ο Γουάιτι. «Τα καταφέρνεις;» «Τα καταφέρνω». Ο Σον τράβηξε το λοστό με δύναμη προς τα πίσω, πετώντας από τη θέση του τον κύλινδρο, και πρόλαβε να ρί ξει μια ματιά στην τρύπα που είχε ανοίξει πριν ανοίξει το λουκέτο, πριν σηκωθεί η πόρτα του πορτμπαγκάζ και η μυρωδιά της άμπω της αντικατασταθεί από κάτι απείρως χειρότερο -έν α συνδυασμό μεθανίου και βραστού κρέατος που είχε αφεθεί να σαπίσει πάνω σε μια λίμνη χτυπητά αβγά. «Χριστέ μου». Ο Κόνολι πίεσε τη γραβάτα του πάνω στο πρό σωπό του και οπισθοχώρησε από το αυτοκίνητο. «Σάντουιτς κανείς;» είπε ο Γουάιτι, και ο Κόνολι έγινε πράσι νος. Ωστόσο ο Σόουζα παρέμεινε ψύχραιμος. Πλησίασε το πορτμπα γκάζ κλείνοντας με το χέρι τη μύτη του και είπε: «Πού είναι το πρόσωπο αυτού του τύπου;» «Αυτό είναι το πρόσωπό του», είπε ο Σον. Ο άντρας ήταν κουλουριασμένος σε εμβρυακή στάση, με το κε φάλι γερμένο προς τα πίσω, σάμπως ο λαιμός του να ήταν σπασμέ νος, ενώ το υπόλοιπο σώμα του ήταν κουλουριασμένο αντίθετα. Το κοστούμι που φορούσε ήταν πρώτης τάξεως, τα παπούτσια του το ιοιο, και ο Σον τον υπολογισε γυρω στα πενήντα επειτα απο μια σύντομη ματιά στα χέρια και στα μαλλιά του. Πρόσεξε μια τρύπα στην πλάτη του σακακιού του και σήκωσε με ένα μολύβι το ύφα σμα σ ’ εκείνο το σημείο. Ο ιδρώτας και η ζέστη είχαν κιτρινίσει το λευκό πουκάμισο που φορούσε, αλλά ο Σον βρήκε μια αντίστοιχη τρύπα μ ’ αυτή στο σακάκι, στο μέσο περίπου της πλάτης, εκεί όπου το πουκάμισο ζάρωνε μέσα στη σάρκα. «Είναι διαμπερές τραύμα, αρχιφύλακα. Σίγουρα από πιστόλι». Κοίταξε ερευνητικά για λίγο το πορτμπαγκάζ. «Μου λείπει το βλή μα, όμως». Ο Γ ουάιτι στράφηκε προς τον Κόνολι καθώς ο αστυνομικός άρ χισε να παραπαίει. «Μπες στο αμάξι σου και ξαναγύρισε αμέσως t ς*
r -ι
Λ
'
'
»
/
r
πίσω στο πάρκινγκ του Λαστ Ντροπ. Πρώτα απ’ όλα ενημέρωσε την Αστυνομία της Βοστόνης. Δεν είμαστε για ν ’ ανοίξουμε πόλεμο εδαφών. Αρχισε να ψάχνεις από τυ σημείο που βρήκες το περισσό τερο αίμα στο πάρκινγκ. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες να υπάρχει και μια σφαίρα κάπου εκεί κοντά, αστυφύλακα. Με πιάνεις;» Ο Κόνολι κατένευσε, καταπίνοντας αέρα. «Η σφαίρα μπήκε από το στέρνο, στο χαμηλότερο τεταρτημό ριό του, σχεδόν στο κέντρο του κορμού», είπε ο Σον. Ο Γουάιτι είπε στον Κόνολι: «Κάλεσε τη Σήμανση και όσους περισσότερους πολιτειακούς αστυνομικούς μπορείς, χωρίς να τσατίσεις την Αστυνομία της Βοστόνης. Αν βρεις τη σφαίρα, πήγαινέ την ο ίδιος στο εργαστήριο». Ο Σον έσκυψε το κεφάλι του στο πορτμπαγκάζ και κοίταξε προ σεκτικά το πολτοποιημένο πρόσωπο. «Κρίνοντας από τα χαλίκια, κάποιος του κοπάνησε το πρόσωπό στο πεζοορομιο μέχρι που δε γινόταν να το κοπανήσει άλλο». Ο Γ ουάιτι έβαλε το χέρι του στον ώμο του Κόνολι. «Πες στην Α στυνομία της Βοστόνης ότι θα χρειαστεί να φέρουν εδώ ολό κληρο συνεργείο ανθρωποκτονιών -τεχνικούς της Σήμανσης, φω τογράφους, τον εισαγγελέα υπηρεσίας και τον ιατροδικαστή. Πες τους ότι ο αρχιφύλακας Πάουερς χρειάζεται κάποιον που θα του βρει την ομάδα αίματος του θύματος επιτόπου. Έφυγες». Ο Κόνολι χάρηκε μόνο και μόνο επειδή θα ξεκουμπιζόταν απ’ αυτή τη δυσωδία. Μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό είχε τρέξει στο περιπολικό του, είχε βάλει πρώτη και είχε φύγει σπινάροντας από το πάρκινγκ. Ο Γουάιτι έβγαλε ένα φιλμ φωτογραφίες του εξωτερικού του α μαξιού από όλες τις πλευρές κι έπειτα έγνεψε στον Σόουζα. Ο Σό ουζα γλίστρησε στα χέρια του ένα ζευγάρι χειρουργικά γάντια και χρησιμοποίησε ένα αντικλείδι για να διαρρήξει την κλειδαριά της πόρτας του συνοδηγού. «Βρήκες κάποιο στοιχείο ταυτότητας;» ρώτησε ο Γουάιτι τον Σον. «Στην κωλότσεπη έχει ένα πορτοφόλι. Τράβα εσύ φωτογραφίες όσο φοράω εγώ τα γάντια μου». Ο Γουάιτι φωτογράφισε το πτώμα από κάθε δυνατή γωνία κι έ πειτα άφησε την κάμερα να κρέμεται από το λαιμό του με το λουρί, r
t
/
ν*
Ο
/
»
^
καθώς σχεδίαζε βιαστικά ένα σχεδιάγραμμα του τόπου του εγκλή ματος στο μπλοκ του. Ο Σον έβγαλε το πορτοφόλι από την πίσω τσέπη του πτώματος και το άνοιγε τη στιγμή που ο Σόουζα φώναζε από το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου: «Η άδεια έχει εκδοθεί στο όνομα κάποιου Όγκαστ Λάρσον, οδός Σάντι Πάιν 323 στο Γουέστον». Ο Σον κοίταξε το δίπλωμα οδήγησης. «Ο ίδιος άνθρωπος». Ο Γουάιτι κοίταξε πίσω από την πλάτη του. «Μήπως έχει κάποια καρτα δωρητή σώματος εκει μεσα, ή κατι τέτοιο;» Ο Σον έψαξε τις πιστωτικές κάρτες του νεκρού και μερικές κάρ τες μέλους διάφορων βιντεοκλάμπ, την κάρτα μέλους ενός γυμνα στηρίου, την κάρτα μέλους της Αμερικανικής Εταιρείας Αυτοκινη τιστών, και τελικά βρήκε την ταυτότητα μέλους του 1Ιρογράμματος Υγείας Ταφτς. Τη σήκωσε ψηλά για να τη δει ο Γουάιτι. «Ομάδα αίματος Α». «Σόουζα», είπε ο Γουάιτι. «Τηλεφώνησε στο Κέντρο. Να εκδο θεί ένταλμα σύλληψης για τον Ντέιβ Μπόιλ, οδός Κρέσεντ 15, Α νατολικό Μπάκιγχαμ. Είναι λευκός, με καστανά μαλλιά και γαλά ζια μάτια, περίπου ένα ογδόντα και γύρω στα ογδόντα κιλά. Θεω ρείται οπλισμένος κι επικίνδυνος». «Οπλισμένος κι επικίνδυνος;» είπε ο Σον. «Αμφιβάλλω, αρχι φύλακα». «Πες το και στον τυπάκο στο πορτμπαγκάζ», του είπε ο Γουάιτι. *
c*
t
r
f
r
t
/
f
foZAr&fire' ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ της Αστυνομίας της Βοστόνης απείχαν μόλις οχτο') τετράγωνα από το πάρκινγκ της υπηρεσίας φύλαξης αυτοκινήτων, και έτσι, πέντε λεπτά μετά την αναχώρηση του Κόνολι, μία ταξιαρχία από περιπολικά και συμβατικά αυτοκίνητα της αστυνομίας πέρασαν τις πύλες του, ακολουθούμενα από το βαν του ιατροδικαστή της πόλης και ένα φορτηγάκι της Σήμανσης. Μόλις τους είδε, ο Σον έβγαλε τα γάντια του και απομακρύνθηκε από το πορτμπαγκαζ. Απο δω και στο εξής η παρασταση ήταν δική τους. Αν ήθελαν να κάνουν στον Σον μερικές ερωτήσεις δεν υπήρχε πρό βλημα, αλλά, κατά τα άλλα, δεν είχε πλέον καμία σχέση. Ο πρώτος ντετέκτιβ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών που ξεπρό βαλε από μια ανοιχτή καφέ Κράουν Βικτόρια ήταν ο Μπερτ Κόριγκαν, μια παλιά καραβάνα της γενιάς του Γουάιτι, με παρόμοιο ι ^
f
C
K *
r
9
O
f
στορικό διαλυμένων σχέσεων και κακής διατροφής. Έσφιξε το χέρι του Γουάιτι, αφού οι δυο τους ήταν τακτικοί τα βράδια της Τρίτης στο Τζέι-Τζέι Φόλι’ς και μέλη της ίδιας λέσχης νταρτ. «Του κόψατε κλήση;» είπε ο Μπερτ στον Σον. «Ή σκέφτεστε να το κάνετε μετά την κηδεία;» «Καλό», είπε ο Σον. «Ποιον έχεις και σ ’ τα γράφει τώρα τελευ ταία, Μπερτ;» Ο Μπερτ τον χτύπησε ελαφρά στον ώμο καθώς έκανε τον κύ κλο για να βρεθεί στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Έριξε μια μα τιά στο εσωτερικό, εισέπνευσε μία και μόνη φορά και είπε: «Σού περ...» Ο Γουάιτι πλησίασε στο πορτμπαγκάζ. «Πιστεύουμε ότι ο φό νος έγινε στο πάρκινγκ του μπαρ Λαστ Ντροπ στο Ανατολικό Μπάκι, νωρίς το πρωί της Κυριακής». Ο Μπερτ έγνεψε. «Ένα συνεργείο της ιατροδικαστικής υπηρε σίας δε συνάντησε κάποιους δικούς σας εκεί το απόγευμα της Δευ τέρας;» Ο Γουάιτι έγνεψε. «Ναι, για την ίδια υπόθεση. Στείλατε τους δι κούς σας εκεί σήμερα;» «Πριν από λίγα λεπτά. Υποτίθεται για να συναντήσουν έναν α στυνομικό, κάποιον Κόνολι, και να ψάξουν για τη σφαίρα». «Ναι». «Βγάλατε κι ένα όνομα στον αέρα, αν δεν κάνω λάθος;» «Ντέιβ Μπόιλ», είπε ο Γουάιτι. Ο Μπερτ κοίταξε το πρόσωπο του νεκρού. «Θα χρειαστούμε όλες τις σημειώσεις σας για την υπόθεση, Γουάιτι». «Κανένα πρόβλημα. Θα έρθω μαζί σου αν δεν έχεις αντίρρηση, για να δω πώς θα εξελιχθεί». «Έ κανκς μπάνιο π ή μ κ ρ α ;»
M Z JW fofirer'
«Με το που σηκώθηκα από το κρεβάτι». «Εντάξει, τότε». Κοίταξε τον Σον. «Εσύ;» «Έχω έναν τύπο στο κρατητήριο και θέλω να του μιλήσω», είπε ο Σον. «Η υπόθεση είναι δική σας τώρα. Θα πάρω μαζί μου τον Σόουζα». Ο Γουάιτι έγνεψε και τον συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητο. «Αν συνδέσουμε τον Μπόιλ μ ’ αυτό, ίσως του φορτώσουμε και το φόνο της Μάρκους. Μ ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια». «Διπλή ανθρωποκτονία σε απόσταση δέκα τετραγώνων;» είπε ο Σον.
«Ίσως η Μάρκους να το είδε να συμβαίνει καθώς έβγαινε από το μπαρ». Ο Σον κούνησε το κεφάλι του. «Η χρονική σειρά είναι άλλ’ αντ’ άλλων. Αν ο Μπόιλ σκότωσε αυτό τον τύπο, θα πρέπει να το έκανε αναμεσα μιάμιση και δυο παρα πεντε. Θα επρεπε τοτε να οδηγήσει δέκα ολόκληρα τετράγωνα για να πετύχει την Κέιτι Μάρκους, που κατεβαινε με το αυτοκίνητο της το όρομο στις δυο παρα τέταρτο. Δεν το πιστεύω». Ο Γουάιτι στηρίχτηκε στο πλάι του αμαξιού του. «Ούτ’ εγώ». «Συν την τρύπα που βγήκε από την πλάτη του τύπου. Ή ταν μι κρή. Πολύ μικρή για τριανταοχτάρι, αν θες τη γνώμη μου. Διαφοr > * f ρετικα οπλα, διαφορετικοί δράστες». Ο Γουάιτι έγνεψε, κοιτάζοντας τα παπούτσια του. «Θα ανακρί νεις ξανά τον Χάρις;» «Η υπόθεση επιστρέφει στο όπλο του πατέρα του». «Ίσως μία φωτογραφία του πατέρα του βοηθούσε, τι λες; Βάλε κάποιον να σου φτιάξει μια εικόνα του σ ’ αυτή την ηλικία. Κυκλοφόρησέ την. Μάθε αν κάποιος τον έχει δει». Ο Σόουζα έκανε τον κύκλο του αμαξιού και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. «Έρχομαι μαζί σου, Σον;» Ο Σον έγνεψε κι έπειτα γύρισε πίσω στον Γουάιτι. «Είναι κάτι πολύ μικρό». «Τι θες να πεις;» «Αυτό που μας λείπει. Είναι μια μικρή λεπτομέρεια. Αν τη βρω, η υπόθεση έχει κλείσει». Ο Γουάιτι χαμογέλασε. «Ποια είναι η τελευταία ανεξιχνίαστη δολοφονία στο φάκελό σου, μικρέ;» Το όνομα πετάχτηκε από τη γλώσσα του Σον. «Α'ίλίν Φιλντς. Οχτώ μήνες παγωμένη. Τζίφος». «Καιρός είναι να πάρεις αμπάριζα, Σον», είπε ο Γουάιτι κι άρ χισε να βαδίζει πίσω, προς την Κάντιλακ. «Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;» t
t
n r
r Ο
/
*
Λ
Ψ
/
/~\
Ρ
r
t
/
Ρ f
o
*
f
·
Ο»
foZAr&firfr' Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ ο Μπρένταν στο κελί δεν είχε σταθεί ευγενικός μαζι του. Εμοιαζε πιο μικροκαμωμενος και πιο νεος τωρα, αλλά και πιο κακός, σαν να είχε δει εκεί μέσα πράγματα που θα προτιμούσε να μην ξέρει ότι υπάρχουν. Αλλά ο Σον είχε φροντίσει να τον ρίξουν σε ένα άδειο κελί, μακριά από τα αποβράσματα και t
y r
r·-'
V »
r
t
r
τους πρεζάκηδες, κι έτσι δεν είχε ιδέα τι θα μπορούσε να του είχε φανεί τόσο τρομερό, εκτός κι αν πράγματι δεν μπορούσε να αντέςει την απομονωση. «Πού είναι ο πατέρας σου;» είπε ο Σον. Ο Μπρένταν μάσησε ένα νύχι και είπε: «Στη Νέα Υόρκη». «Δεν τον έχεις δει;» Ο Μπρένταν έπιασε δουλειά σε άλλο νύχι. «Όχι, από τότε που ήμουν έξι χρονών». «Εσύ σκότωσες την Κάθριν Μάρκους;» Ο Μπρένταν άφησε το δάχτυλο να πέσει από το στόμα του και κοίταξε τον Σον. « Α π άντησε μου...
az W tr*·
«Οχι». 1 «Πού είναι το όπλο του πατέρα σου;» «Δεν ήξερα καν ότι ο πατέρας μου είχε όπλο». Αυτή τη φορά δεν ανοιγόκλεινε τα μάτια του. Δεν απέστρεφε το βλέμμα του από τον Σον. Κοιτούσε το πρόσωπο του αστυνομι κού με ένα είδος αγέρωχης και ηττημένης εξάντλησης, που έκανε τον Σον να διακρίνει ένα δυναμικό βίας σ ’ αυτό το παιδί για πρώτη φορά από τότε που το είχε γνωρίσει. Τι στην ευχή είχε συμβεί μέσα σ ’ αυτό το κελί; «Για ποιο λόγο ο πατέρας σου να ήθελε να σκοτώσει την Κέιτι Μάρκους;» είπε ο Σον. «Ο πατέρας μου δε σκότωσε κανέναν», είπε ο Μπρένταν. «Κάτι ξέρεις, Μπρένταν. Κάτι ξέρεις και δε μου το λες. Να σου πω κάτι; Για να δούμε αν ο ανιχνευτής ψεύδους είναι ελεύθερος. Θα σου κάνουμε μερικές ερωτήσεις ακόμα εκεί πέρα». «Θέλω να μιλήσω σε δικηγόρο», είπε ο Μπρένταν. «Σε μισό λεπτό. Α ς...» Ο Μ πρένταν το επανέλαβε. «Θέλω να μιλήσω σε δικηγόρο. Το')ρα». Ο Σον χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. «Βέβαια. Έ χεις κανέ ναν κατά νου;» «Η μαμά μου ξέρει κάποιον. Αφήστε με να κάνω ένα τηλεφώ νημα». «Ακου, Μ πρένταν...» είπε ο Σον. «Τώρα!» είπε ο Μπρένταν.
Ο Σον αναστέναξε κι έσπρωξε το τηλέφωνο πάνω στο τραπέζι. «Πάρε το εννέα πρώτα».
Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΜΠΡΕΝΤΑΝ ήταν ένας γερο-Ιρλανδός φαφλα τάς που έτρεχε πίσω από τ ’ ασθενοφόρα από τότε που τα ’σερναν άλογα, αλλά είχε αρκετά χρόνια στην πιάτσα ώστε να ξέρει ότι ο Σον δεν είχε κανένα δικαίωμα να θέσει τον πελάτη του υπό κρά τηση μόνο και μόνο επειδή δεν είχε άλλοθι. «Εγώ να τον θέσω υπό κράτηση; Τι ’ν ’ αυτά που λες;» είπε ο Σον. «Έβαλες τον πελάτη μου σε κελί», είπε ο δικηγόρος. «Δεν το κλειδώσαμε όμως», είπε ο Σον. «Το παιδί ήθελε να ρί ξει μια ματιά για να δει πώς είναι». Ο δικηγόρος έκανε μια γκριμάτσα σάμπως ο Σον να τον είχε α πογοητεύσει κι έπειτα προχώρησαν με τον Μπρένταν και βγήκαν από την κεντρική αίθουσα του Τμήματος χωρίς να κοιτάξουν ούτε μια φορά πίσω τους. Ο Σον διάβασε μερικούς φακέλους, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Έκλεισε τους φακέλους, έγειρε πίσω στην καρέκλα του, έκλεισε και τα μάτια, και είδε με τα μάτια του μυαλού του τη Λόρεν των ονείρων του, μαζί με το παιδί των ονεί ρων του. Μπορούσε να τις μυρίσει. Στ’ αλήθεια μπορούσε. Άνοιξε το πορτοφόλι του, έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί με το νού μερο της Λόρεν, το ακούμπησε στο γραφείο του και ίσιωσε τις τσαλακωμένες του άκρες με το χέρι του. Ποτέ του δεν ήθελε παι διά. Εκτός από τις θέσεις προτεραιότητας στα αεροπορικά ταξίδια, δεν μπορούσε να δει σε τι άλλο σε ωφελούσαν. Σου έκλεβαν τη ζωή και σε γέμιζαν τρόμο και κούραση, κι ας έκαναν οι άνθρωποι λες και ο ερχομός τους ήταν ευλογία, κι ας μιλούσαν γ ι’ αυτά με τον σεβάσμιο τόνο που αρμόζει μονάχα στους θεούς. Ωστόσο, αν το καλοσκεφτόσουν, όλ’ αυτά τα κωλόπαιδα που έμπαιναν μπρο στά σου στην κυκλοφορία και σουλατσάριζαν στους δρόμους και φώναζαν στα μπαρ και ανοιγαν τη μουσική στη διαπασών και σε εκλεβαν και σε βίαζαν και σου πουλούσαν ναρκωτικά - ό λ ’ αυτά τα ρεμάλια ήταν απλώς παιδιά που είχαν μεγαλώσει. Δεν υπήρχε κα νένα θαύμα σ ’ αυτό. Καμία ιερότητα. Εκτός αυτού, δεν ήταν καν σίγουρος ότι ήταν δικό του. Δεν θα έκανε ποτέ τεστ πατρότητας, επειδή η περηφάνια του έλεγε, Σο *
yr
r
ψ
C*
r
*
βαρά μιλάς; Να κάνω τεστ για να αποδείξω ότι είμαι πατέρας; Υ πάρχει στον κόσμο τίποτε πιο αναξιοπρεπές απ’ αυτό; Ω, με συγ χωρείτε, πρέπει να μου πάρουν λίγο αίμα επειδή η γυναίκα μου πη διόταν με κάποιον άλλο και γκαστρώθηκε. Να λείπει το βύσσινο. Ναι, την είχε πεθυμήσει. Ναι, την αγα πούσε. Και, ναι, ονειρευόταν ότι κρατούσε το παιδί του στην αγκα λιά του. Ε, και λοιπόν; Η Λόρεν τον είχε προδώσει κι έπειτα τον είχε εγκαταλείψει και είχε γεννήσει όσο ήταν μακριά του, και, παρ’ όλ’ αυτά, δεν είχε ζητήσει ποτέ της συγνώμη. Δεν είχε πει ποτέ, Έ κανα λάθος, Σον, λυπάμαι που σε πλήγωσα. Την είχε πληγώσει κι ο Σον; Ναι, σίγουρα· ν α ι... Ό ταν είχε πρωτομάθει για το δεσμό της παραλίγο να τη χτυπήσει -τη ν τελευ ταία μόλις στιγμή είχε τραβήξει πίσω τη γροθιά του και την είχε χώσει στην τσέπη του-, όμως η Λόρεν είχε δει τη βία στο πρόσωπό του. Και όλες αυτές οι βρισιές που της είχε εκτοξεύσει... Θεέ και Κύριε. Όμως, ούτως ή άλλως, η οργή του, η απέχθειά του προς αυτή δεν ήταν άλλο από μια αντίδραση. Εκείνος είχε αδικηθεί. Όχι αυτή. Έ τσι δεν ήταν; Το σκέφτηκε για λίγα λεπτά ακόμη. Έ τσι ήταν. Έβαλε το νούμερο πίσω στο πορτοφόλι του, έκλεισε ξανά τα μάτια και για λίγο τον πήρε ο ύπνος έτσι όπως ήταν καθισμένος στην καρέκλα του. Τον ξύπνησαν βήματα στο διάδρομο κι άνοιξε τα μάτια του τη στιγμή που ο Γουάιτι έμπαινε αθόρυβα στην κε ντρική αίθουσα του Τμήματος. Ο Σον μπορούσε να δει το αλκοόλ στα μάτια του πριν το μυρίσει στην ανάσα του. Ο Γουάιτι σωριά στηκε στην καρέκλα και τίναξε τα πόδια του πάνω στο γραφείο, κλοτσώντας παραδίπλα το κουτί με τα διάφορα αποδεικτικά στοι χεία που είχε αφήσει ο Κόνολι το ίδιο απόγευμα. # «Απίστευτα κουραστική μέρα», είπε AZATAfire' «Τον βρήκατε;» «Τον Μπόιλ;» Ο Γουάιτι κούνησε το κεφάλι του. «Όχι. Ο σπι τονοικοκύρης του είπε ότι τον είδε να βγαίνει γύρω στις τρεις, αλλα δεν ξαναγύρισε απο τοτε. Ειπε οτι τελευταία δεν εχει δει ουτε τη γυναίκα του ούτε το παιδί του. Τηλεφωνήσαμε στη δουλειά του. Δουλεύει Τετάρτη με Κυριακή, οπότε ούτε εκεί τον έχουν δει». Ρεύτηκε μαλακά. «Πού θα πάει, θα φανεί». «Τι έγινε με τη σφαίρα;» «Βρήκαμε μία στο Λαστ Ντροπ. Το πρόβλημα είναι ότι χτύπησε λ
»
ζ*
w
f
r
r
in 9
9
Λ
r
Ο
#
ο
ψ
πάνω σε μια μεταλλική πινακίδα πίσω από το σημείο στο οποίο πυροβολήθηκε ο τύπος. Η βαλλιστική υπηρεσία λέει ότι ίσως καταφέρουν να την ταυτοποιήσουν, αλλα ισως και οχι». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ο πιτσιρικάς ο Χάρις;» «Τον πήρε ο δικηγόρος του και έφυγαν». «Σοβαρά;» Ο Σον πλησίασε το γραφείο του Γ ουάιτι κι άρχισε να σκαλίζει το κουτί. «Δεν υπαρχουν ιχνη», ειπε. «Τα αποτυπώματα δεν είναι καταχωρισμένα. Το όπλο χρησιμοποιήθηκε τελευταία φορά πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Δεν πάνε όλα στο διάολο, λέω γω;» Έριξε τη βαλλιστική έκθεση πίσω στο κουτί. «Ο μόνος τύπος χωρίς άλ λοθι είναι κι ο μόνος που δεν υποπτεύομαι». «Άντε σπίτι σου να ξεκουραστείς», είπε ο Γουάιτι. «Σοβαρά σου μιλάω». «Ναι, ναι». Έβγαλε από το κουτί την κασέτα του κέντρου τηλε φωνικών κλήσεων. «Τι ’ναι αυτό;» είπε ο Γουάιτι. «Σνουπ Ντόγκι Νιογκ». «Νόμιζα ότι είχε πεθάνει». «Ο Τούπακ έχει πεθάνει». «Πού να τα ξέρεις ό λα ...» Ο Σον έβαλε την κασέτα στο μαγνητόφωνο στη γωνία του γρα φείου του και πάτησε το κουμπί για να παίξει. «Εννέα ένα ένα, αστυνομική υπηρεσία. Ποια είναι η φύση της κλήσης σας;» Ο Γουάιτι τέντωσε ένα λαστιχάκι στο δάχτυλό του και το εκ σφενδόνισε στον ανεμιστήρα του ταβανιού. «Ε ίν’ένα αυτοκίνητο που μέσα έχει αίμα, και, και η πόρτα είναι ανοιχτή, και...» «Πού βρίσκεται το αυτοκίνητο;» «Στο Φλατς. Δίπλα στο πάρκο Πεν. Το βρήκα μαζί μ ’ ένα φίλο μου». «Ποια είναι η ακριβής διεύθυνση;» Ο Γ ουάιτι έφερε τη γροθιά στο στόμα του, χασμουρήθηκε και άπλωσε το χέρι του να πάρει άλλο ένα λαστιχάκι. Ο Σον σηκώθηκε και τεντώθηκε, και αναρωτήθηκε τι να είχε το ψυγείο για βραδινό. «Οδός Σίντνεϊ. Έχει αίματα μέσα και η πόρτα είναι ανοιχτή». «Πώς λέγεσαι, παιδί μου;» »
*
a
f
\
/
y
*
f
r
9
τ-»
*
A
f
ο
*
«Με ρωτάει το όνομά της», είπε το παιδί στο φίλο του. «Με είπε παιδί του». «Παιδί μου; Εσένα ρώτησα πώς σε Αενε. Πώς λέγεσαι;» «Άσε, φίλε, δεν είμαστε για τέτοια τώρα. Καλή τύχη». Η σύνδεση διακόπηκε, ο τηλεφωνητής κάλεσε το κέντρο διαβι βάσεων της αστυνομίας και ο Σον έκλεισε το κασετόφωνο. «Ήμουν ανέκαθεν της γνώμης ότι ο Τούπακ είχε καλύτερο ρυθ μό», είπε ο Γ ουάιτι. «Ήταν ο Σνουπ, σ ’ το είπα». Ο Γ ουάιτι χασμουρήθηκε ξανά. «Άντε να κοιμηθείς, φίλε. Εντά ξει;» Ο Σον κούνησε το κεφάλι του κι έβγαλε την κασέτα από το κα σετόφωνο. Την έβαλε στη θήκη της και την πέταξε πάνω από το κεφάλι του Γουάιτι μέσα στο κουτί. Έβγαλε το Γκλοκ του και τη θήκη του από το πάνω συρτάρι του γραφείου του και φόρεσε τη θήκη στη ζώνη του. , «Της», είπε. A/ZAr&flre' «Έλα;» Ο Γ ουάιτι σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. «Το παιδί στην κασέτα. Είπε, “το όνομά της”. “Με ρωτάει το ό νομά της”. Μιλούσε για τη Μάρκους». «Σωστά», είπε ο Γουάιτι. «Αναφέρθηκε στο νεκρό κορίτσι, τι να πει;» «Μα πώς ήταν δυνατόν να το ξέρει;» «Ποιος;» «Το παιδί που τηλεφώνησε. Πώς ήξερε ότι το αίμα στο αυτοκί νητο προερχόταν από γυναίκα;» Το πόδι του Γουάιτι κατέβηκε από το γραφείο και κοίταξε το κουτί. Άπλωσε το χέρι του κι έβγαλε την κασέτα. Τίναξε τον καρπό του και ο Σον άρπαξε την κασέτα στον αέρα. «Βάλ’ τη ξανά να παίξει», είπε ο Γουάιτι.
26 ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ
0 ΝΤΕΪΒ ΚΑΙ Ο ΒΑΛ διέσχισαν την πόλη και έφτασαν μέχρι τον Μίστικ Ρίβερ, για να καταλήξουν σε ένα καταγώγιο, στο Τσέλσι, με φτηνή, παγωμένη μπίρα και ελάχιστους πελάτες. Οι μόνοι που έπιναν εκείνη την ώρα εκεί ήταν μερικοί μόνιμοι θαμώνες, που έ μοιαζαν να δουλεύουν στην αποβάθρα όλη τους τη ζωή, και τέσ σερις εργάτες οικοδομών που είχαν μια διαφωνία σχετικά με κά ποια Μπέτι, μια κοπέλα με απίθανα βυζιά αλλά παλιοχαρακτήρα. Το μπαρ ήταν χωμένο κάτω από τη γέφυρα Τόμπιν, με την πίσω πλευρά του να βλέπει στον Μίστικ Ρίβερ· φαινόταν να έχει αρκετές δεκαετίες στην καμπούρα του. Ολοι γνώριζαν εκεί μέσα τον Βαλ και τον χαιρέτησαν. Ο ιδιοκτήτης, ένας σκελετωμένος τύπος με κατάμαυρα μαλλιά και κατάλευκο δέρμα, λεγόταν Χιούι. Δούλευε πίσω από τον πάγκο και τους κέρασε τους δύο πρώτους γύρους. Ο Ντέιβ και ο Βαλ έπαιξαν μπιλιάρδο για λίγο κι έπειτα κάθι-
ουίσκι. Τα μικρά τετράγωνα παράθυρα που έβλεπαν στο δρόμο εί χαν πάρει πια μια μενεξελιά απόχρωση από χρυσαφιά που ήταν -η νύχτα είχε πέσει τόσο απότομα, που ο Ντέιβ ένιωσε σχεδόν να τον απειλεί. Όταν τον γνώριζες, λοιπόν, καλύτερα, ο Βαλ ήταν μάλλον καλόβολος τύπος. Έ λεγε ιστορίες για τη φυλακή και για κλοπές
που είχαν πάει στραβά, και μολονότι όλες τους ήταν λιγάκι τρομα κτικές ο Βαλ τις έκανε να φαίνονται αστείες. Ο Ντέιβ έπιασε τον εαυτό του να αναρωτιέται πώς θα ήταν άραγε να είσαι ένας τύ πος σαν τον Βαλ, τόσο άφοβος και σίγουρος για τον εαυτό του, και ταυτόχρονα μια πιθαμή άνθρωπος. «Θυμάμαι μια εποχή -πα λιά , μ ιλά μ ε- που ο Τζίμι είχε μπει στη στενή κι εμείς πασχίζαμε να κρατήσουμε ζωντανή τη συμμο ρία μας. Δεν είχαμε υπολογίσει όμως ότι ο μόνος λόγος που είχαμε συμμορία και που όλα πήγαιναν μια χαρά ήταν επειδή ο Τζίμι σχεδίαζε τα πάντα για πάρτη μας κι εμείς το μόνο που είχαμε να κά νουμε ήταν να τον ακούμε και ν ’ ακολουθούμε τις εντολές του. Χωρίς αυτόν, βλέπεις, ήμαστε ένα μάτσο ηλίθιοι. Μια φορά, που λες, χτυπήσαμε ένα φιλοτελιστή, ξέρεις, με γραμματόσημα κι έτσι. Τον δένουμε στο γραφείο του κι εγώ μαζί με τον αδερφό μου τον Νικ κι ένα παιδί που το έλεγαν Κάρσον Λέβερτ και δεν μπορούσε ούτε τα κορδόνια του να δέσει πήραμε το ασανσέρ, κουλαριστοί και καθωσπρέπει, με τις κουστουμιές μας για το ξεκάρφωμα και με τα πάντα. Ξαφνικά, μπαίνει μια κυρά στο ασανσέρ και της κόβεται η ανάσα. Και μπήζει τις φωνές. Δυνατά. Δεν ξέρουμε τι συμβαίνει. Τρελαθήκαμε. Ή μαστε κύριοι, δεν ήμαστε; Γυρνάω προς τον Νικ και τον βλέπω να κοιτάζει τον Κάρσον Λέβερτ επειδή ο ηλίθιος ε ξακολουθούσε να φοράει τη μάσκα του». Ο Βαλ χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι σκασμένος στα γέλια. «Το πιστεύεις; Φορούσε μια μάσκα του Ρόναλντ Ρίγκαν - α π ’ αυτές τις μεγάλες που πουλούσαν παλιά, ξέρεις, τις χαμογελαστές». «Και, καλά, εσείς δεν το ’χατε προσέξει;» «Όχι. Εδώ είναι το θέμα», είπε ο Βαλ. «Αμέσως μόλις βγήκαμε από το γραφείο εγώ και ο Νικ τις βγάλαμε τις δικές μας τις μάσκες. Και το ίδιο, υποθέσαμε, θα είχε κάνει και ο Κάρσον. Τέτοιες μικροαναποδιές, ξέρεις, συμβαίνουν συνέχεια στις δουλειές, επειδή είσαι νευρικός και δε σκέφτεσαι καθαρά, γιατί θες να την κοπα νήσεις όσο πιο γρήγορα γίνεται. Μερικές φορές σου διαφεύγουν λεπτομέρειες που βγάζουν μάτι. Τις έχεις μπροστά σου, αλλά δεν τις βλέπεις». Γέλασε συγκρατημένα και κατέβασε το σφηνάκι του. «Γι’ αυτό μας έλειψε τόσο ο Τζίμι. Σκεφτόταν μέχρι και την τελευ ταία λεπτομέρεια. Έχεις ακούσει που λένε ότι ένας καλός αμυντι κός βλέπει όλο το γήπεδο; Σε κάθε δουλειά, ο Τζίμι έβλεπε όλο το
γήπεδο. Έβλεπε όλα όσα μπορούσαν να πάνε στραβά. Ή ταν γαμώ τις ιδιοφυίες». «Όμως, μπήκε στον ίσιο δρόμο». «Ναι, αμέ», είπε ο Βαλ ανάβοντας τσιγάρο. «Για την Κέιτι. Κι έπειτα για την Αναμπεθ. Μεταξύ μας, δε νομίζω ότι το κάνει με την καρδιά του, αλλά τι να πεις; Μερικές φορές οι άνθρωποι μεγαλώr r t t r r r r H πρώτη μου γυναίκα μου ειπε κάποτε οτι αυτο ήταν το πρό βλημά μου -δεν μπορούσα να μεγαλώσω. Γουστάρω τη νύχτα όσο δεν παίρνει. Η μέρα είναι μόνο για ύπνο». «Κι εγώ πάντα πίστευα ότι θα ήταν διαφορετικά», είπε ο Ντέιβ. «Τι πράγμα;» «Το να μεγαλώνεις. Τάχα θα ένιωθες διαφορετικά, με πιάνεις; Θα ένιωθες μεγάλος. Άντρας». «Γιατί, εσύ δε νιώθεις άντρας;» Ο Ντέιβ χαμογέλασε. «Ίσως, κάπου κάπου. Κάτι φευγαλέες στιγμές. Αλλά την περισσότερη ώρα δε νιώθω πολύ διαφορετικά απ’ όταν ήμουν δεκαοχτώ χρονών. Συχνά ξυπνάω τις νύχτες και λέω, “Έ χω γυναίκα; Έχω παιδί ” Πώς έγινε αυτό το πράγμα;» Ο Ντέιβ ένιωθε τη γλώσσα του να πρήζεται από το αλκοόλ και το κε φάλι του να αποκτά την οικεία του ρευστή αίσθηση, γιατί τελικά ακόμα δεν τα 'χε καταφέρει να βάλει μια μπουκιά στο στόμα του. Αισθανόταν την ανάγκη να εξηγηθεί. Να κάνει τον Βαλ να δει τι τύπος ήταν, να του αρέσει. «Νομίζω ότι ανέκαθεν φανταζόμουν πως κάποια μέρα θα ήταν μόνιμο. Καταλαβαίνεις; Ότι μια μέρα θα ξυπνούσες και θα ένιωθες μεγάλος. Θα ένιωθες ότι μπορείς να κουμαντάρεις τις καταστάσεις όπως έκαναν εκείνοι οι πατεράδες στις παλιές σειρές της τηλεόρασης». «Σαν τον Γουόρντ Κλίβερ, έτσι;» είπε ο Βαλ. «Μπράβο. Ή ακόμα και σαν αυτούς τους σερίφηδες, ξέρεις, τύ ποι ας πούμε σαν τον Τζέιμς Αρνες. Εκείνοι ήταν άντρες. Ασυζητη τί». Ο Βαλ έγνεψε και ρούφηξε λίγη μπίρα. «Ένας τύπος στη φυΛ t t r r /if » / / r r λακή μου ειπε κάποτε: Η ευτυχία ερχεται μεσα σε μια στιγμή, και μέχρι να ξανάρθει φεύγει. Μπορεί να περάσουν και χρόνια. Αλλά η θλίψη”», είπε ο Βαλ κοιτώντας τον Ντέιβ με νόημα, «“η θλίψη έρχεται και παλουκώνεται”». Έλιω σε τη γόπα του τσιγάρου του. «Μου άρεσε εκείνος ο τύπος. Έλεγε πάντα σωστά πράγματα. Θα πιω άλλο ένα σφηνάκι. Εσύ;» Ο Βαλ σηκώθηκε όρθιος. Ο
«Λ
Ο Ντέιβ κούνησε το κεφάλι του. «Ούτε αυτό δεν ήπια». «Αντε», είπε ο Βαλ. «Ασπρο πάτο». Ο Ντέιβ κοίταξε το ζαρωμένο, χαμογελαστό πρόσωπο και είπε: «Οκέι, έγινε». «Είσαι πρώτος». Ο Βαλ τον χτύπησε φιλικά στον ώμο, σηκώ θηκε και πήγε προς το μπαρ. Ο Ντέιβ τον κοιτούσε να στέκεται μπροστά από τον πάγκο, κουβεντιάζοντας με έναν από τους γέρους λιμενεργάτες καθώς περιμενε τα ποτα τους, και σκεφτηκε οτι οι τύποι εδω μεσα ήξεραν να είναι άντρες. Αντρες χωρίς δισταγμούς, άντρες που ποτε τους δεν αμφέβαλλαν για το δίκαιο των πράξεών τους, που ποτέ τους δεν σάστιζαν μπροστά στον κόσμο ή εξαιτίας όσων περίμενε ο κό σμος απ’ αυτούς. Ο φόβος έκανε τη διαφορά, σκέφτηκε. Αυτό είχε ανέκαθεν ο Ντέιβ, αυτό που εκείνοι ποτέ τους δεν είχαν. Ο φόβος είχε φωλιάσει μεσα του απο παρα πολυ νωρίς -μόνιμα, οπως ο φίλος του Βαλ από τη φυλακή έλεγε ότι φωλιάζει η θλίψη. Ο οόβος είχε παλουκωθεί μέσα στον Ντέιβ, δεν έφευγε στιγμή, κι έτσι ο Ντέιβ φοβό ταν διαρκώς ότι θα κάνει λάθος, φοβόταν ότι θα τα κάνει σκατά, φοβόταν ότι δεν θα φανόταν αρκετά έξυπνος, ότι δεν θα ήταν κα λός σύζυγος ή καλός πατέρας ή όσο άντρας έπρεπε. Ο φόβος υ πήρχε μέσα του εδώ και τόσο καιρό, που δεν θυμόταν πια πώς εί ναι να ζεις χωρίς αυτόν. Έ νας περαστικός προβολέας έπεσε πάνω στην εξώπορτα και το λευκό του φως άστραψε πάνω στο πρόσωπο του Ντέιβ αναγκάζοντας τον ν ανοιγοκλεισει καμποσες φορές τα ματια, διακρινοντας μόλις τη σιλουέτα ενός άντρα που έμπαινε, ταυτόχρονα, από την πόρτα. Είχε γεροδεμένο κορμί και φορούσε κάτι σαν δερμάτινο τζάκετ. Έμοιαζε λιγάκι με τον Τζίμι, αλλά ήταν πιο μεγαλόσωμος και είχε πιο φαρδιούς ώμους. Και ήταν πράγματι ο Τζίμι, συνειδητοποίησε ο Ντέιβ καθώς η πόρτα έκλεισε ξανά και άρχισε να βλέπει πιο καθαρά. Ο Τζίμι, που φορούσε ένα μαύρο δερμάτινο τζάκετ, μαύρο ζιβάγκο και στρατιω τικό παντελόνι, που χαιρέτησε με ένα νεύμα τον Ντέιβ και πλησί ασε τον Βαλ στο μπαρ. Του είπε κάτι, εκεί, σ τ’ αυτί κι ο άλλος γύ ρισε το κεφάλι του, κοίταξε τον Ντέιβ και είπε κι αυτός με τη σειρά του κάτι στον Τζίμι. Ο Ντέιβ άρχιζε να νιώθει ζαλάδα. Σίγουρα έφταιγε όλο αυτό το /
9
9
*
^
9Κ
9
r
9
9
%
r
Λ
\
»
9
/
9
Ο
9
9
Ο*
9
/
9
9
9 Υ
9
9
η
9
/
»
Λ
f
Λ
αλκοόλ στο άδειο του στομάχι. Αλλά ήταν επίσης και κάτι που είχε να κάνει με τον Τζίμι -κάτι στον τρόπο που του έγνεψε, κάτι στο α νέκφραστο, αποφασιστικό πρόσωπό το υ ... Γιατί στην ευχή έμοιαζε έτσι ογκώδης, λες και είχε πάρει πέντε κιλά από χτες; Και τι γύρευε εδώ στο Τσέλσι, το βράδυ της αγρυπνίας της κόρης του; Ο Τζίμι πλησίασε και γλίστρησε στη θέση του Βαλ, απέναντι απ’ τον Ντέιβ. «Πώς πάει;» είπε. «Ε ίμαι λιγάκι μεθυσμένος», παραδέχτηκε ο Ντέιβ. «Π ήρες κιλά;» Ο Τζίμι τον κοίταξε με αινιγματικό χαμόγελο. «Όχι». «Δείχνεις πιο γεμάτος». Ο Τζίμι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Τι γυρεύεις εδώ πέρα;» ρώτησε ο Ντέιβ. «Έρχομαι συχνά εδώ. Εγώ και ο Βαλ γνωριζόμαστε με τον Χιουι απο χρονιά. Απο πολυ παλια. Γιατι δεν πίνεις το ουίσκι σου, Ντέιβ;» Ο Ντέιβ σήκωσε το σφηνάκι του. «Είμαι ήδη ψιλομεθυσμένος». «Τι πειράζει;» είπε ο Τζίμι, και ο Ντέιβ συνειδητοποίησε ότι ο Τζιμι κρατούσε ενα δικο του ποτήρι στο χερι. Το σήκωσε και τσού γκρισε με τον Ντέιβ. «Στα παιδιά μας», είπε ο Τζίμι. «Στην υγειά τους». «Στην υγειά τους», κατάφερε να πει κομπιάζοντας και ο Ντέιβ, νιώθοντας πραγματικά άρρωστος πια, λες και είχε δραπετεύσει από τη μέρα, λες και είχε εισχωρήσει στην αγκαλιά της νύχτας, μέσα σε ένα όνειρο - σ ’ ένα όνειρο στο οποίο όλα τα πρόσωπα φαίνονταν σχεδόν να τον ακουμπάνε, αν και οι φωνές τους έμοιαζαν σάμπως να έρχονταν από τον πάτο ενός υπονόμου. Ο Ντέιβ κατέβασε το ποτό του μορφάζοντας από τη δυνατή του γεύση, την ίδια στιγμή που ο Βαλ ερχόταν να καθίσει δίπλα του στον καναπέ. Ο Βαλ έβαλε το χέρι του στην πλάτη του Ντέιβ και ήπιε μια γουλιά μπίρα κατευθείαν από την κανάτα. «Πάντα μου ά ρεσε αυτό το μέρος». «Είναι ωραίο μπαρ», είπε ο Τζίμι. «Κανείς δε σ ’ ενοχλεί». «Το σημαντικότερο σ ’ αυτή τη ζωή», είπε ο Βαλ, «είναι να μη σ ’ ενοχλεί κανείς. Κανείς να μην πειράζει εσένα, τους αγαπημένους σου ή τους φίλους σου. Τα λέω καλά, Ντέιβ;» «Άψογα», είπε ο Ντέιβ. ■tf
Τ) V »'
r
*
f
i
ι
/
^
Ο
^
*
/
Λ
'
f
P
;
C 1
9
f
# ΤΙ
'
*
*
«Αυτός ο τύπος είναι πολύ μπαγάσας», είπε ο Βαλ. «Μπορεί να σου φτιάξει τη διάθεση». «Αλήθεια;» είπε ο Τζίμι. «Α, βέβαια», είπε ο Βαλ και αγκάλιασε τους ώμους του Ντέιβ. «Ο Ντέιβ είναι δικός μου άνθρωπος».
Η ΣΕΛΕΣΤ ΚΑΘΟΤΑΝ στα πόδια του κρεβατιού ενός μοτέλ, ενώ ο Μάικλ έβλεπε τηλεόραση. Είχε το τηλέφωνο στην ποδιά της και την παλάμη της πάνω στο ακουστικό. Τις ώρες του απογεύματος που είχε περάσει με τον Μάικλ στις σκουριασμένες καρέκλες δίπλα στη μικροσκοπική πισίνα είχε αρ χίσει σταδιακά να νιώθει μικρή και εκτεθειμένη, σαν να την παρα κολουθούσαν από ψηλά, παραπεταμένη, ανόητη και -κάτι χειρότε ρο - άπιστη. Τον άντρα της. Είχε προδώσει τον άντρα της. Ίσως ο Ντέιβ να είχε πράγματι σκοτώσει την Κέιτι. Ίσως. Αλλά για ποιο λόγο εκείνη είχε διαλέξει να το μαρτυρήσει στον Τζίμι; r r t t Γιατί δεν ειχε προτιμήσει να περιμενει, γιατί όεν το ειχε σκεφτεί περισσότερο; Γιατί δεν είχε εκτιμήσει κάθε άλλη πιθανή διέξοδο; Επειδή φοβόταν τον Ντέιβ; Ό μως αυτός ο νέος Ντέιβ που είχε δει τις τελευταίες ημέρες ήταν μια παρέκκλιση από το κανονικό, ένας Ντέιβ που τον είχε γεννήσει το στρες. Και ίσως τελικά να μην την είχε σκοτώσει την Κέιτι. Ίσως. Το θέμα ήταν ότι χρειαζόταν το πλεονέκτημα της αμφιβολίας μέχρι που το ζήτημα να εξομαλυνθεί. Δεν ήταν σίγουρη ότι μπο ρούσε να ζήσει μαζί του, θέτοντας ενδεχομένως σε κίνδυνο και τον Μάικλ, αλλά ήξερε, τώρα, ότι θα έπρεπε να έχει πάει στην αστυνο μία, όχι στον Τζίμι Μάρκους. Ή θελε άραγε να πληγώσει τον Ντέιβ; Περίμενε, μήπως, να προκύψει κάτι περισσότερο όταν κοιτούσε τον Τζίμι στα μάτια και του μιλούσε για τις υποψίες της; Και αν ναι, τι ήταν αυτό; Γιατί απ’ ό λους τους ανθρώπους είχε διαλέξει να το πει στον Τζίμι; Η ερώ τηση αυτή είχε πολλές πιθανές απαντήσεις, και δεν της άρεσε κα μία. Σήκωσε το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του σπιτιού του Τζίμι. Το έκανε με τρεμάμένους καρπούς, ενώ σκεφτόταν, Σας παρακαλώ, ας απαντήσει κάποιος. Απαντήστε. Σας ικετεύω. ι —ι
»
n
r
< \
/
r
f
t
ι
;
^
t
*** ΤΩΡΑ, ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΓΛΙΣΤΡΟΥΣΕ στο πρόσω πο του Τ ζίμι -μ πρ ο ς πισω, δεξιά αριστερα, κι επειτα πάλι απ την αρχή-, και ο Ντέιβ προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα του στον πάγκο, όμως κι αυτός γλιστρούσε, σαν μπαρ πλοίου που ταξίδευε σε αγριεμένη θά λασσα. «Θυμάσαι τότε που φέραμε εδώ τον Ρέι Χάρις;» είπε ο Βαλ. «Βέβαια», είπε ο Τζίμι. «Τον παλιόφιλο τον Ρέι». «Ο Ρ έι!...» είπε ο Βαλ και χτύπησε την παλάμη του στο τραπέζι μπροστά στον Ντέιβ. «Έβγαζε πολύ γέλιο ο μάγκας». «Ναι», είπε σιγά ο Τζίμι. «Ο Ρέι ήταν πολύ αστείος. Γελούσαμε πολύ με τον Ρέι». «Οι περισσότεροι τον έλεγαν Τζαστ Ρέι», είπε ο Βαλ, ενώ ο Ντέιβ προσπαθούσε να καταλάβει για ποιον στο διάβολο του μι λούσαν, «αλλά εγώ τον έλεγα Ρέι Ντιν-Ντιν». Ο Τζίμι κροτάλισε τα δάχτυλά του κι έδειξε τον Βαλ λέγοντας: «Σωστά. Επειδή κουβαλούσε ένα σωρό ψιλά». Ο Βαλ έσκυψε προς τον Ντέιβ και του ψιθύρισε στ’ αυτί: «Μ ι λάμε ότι βρέξει χιονίσει κουβαλούσε δέκα δολάρια σε ψιλά στις τσέπες του. Κανείς δεν ήξερε γιατί. Γούσταρε να έχει τόσα κέρ ματα στις τσέπες του, μη τυχόν κι έπρεπε να κάνει κάνα τηλεφώ νημα στη Λιβύη ή σε κανέναν άλλο τόπο στου διαόλου τη μάνα. Ποιος ξέρει; Περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες και κουδούνιζε τα ψιλά όλη μέρα. Ο τύπος ήταν κλέφτης, έτσι; Του λέγαμε, “Θα σε πάρουν πρέφα όλοι, Ρέι”. Αλλά, φαίνεται, θ ’ άφηνε τα ψιλά στο σπίτι όταν κάναμε τις δουλειές». Ο Βαλ αναστέναξε. «Είχε πολλή πλάκα, σου λέω». Ο Βαλ τράβηξε το χέρι του από τον ώμο του Ντέιβ κι άναψε άλλο ένα τσιγάρο. Ο καπνός έφτασε στο πρόσωπο του Ντέιβ και τον ένιωσε να σκαρφαλώνει στα μάγουλά του και να φωλιάζει στα μαλλιά του. Πίσω από τον καπνό έβλεπε τον Τζίμι να τον κοιτάζει μ αυτη την επίπεδη έκφρασή του. Υπήρχε κατι γνώριμο στα ματια του Τζίμι που δεν του άρεσε καθόλου. Ναι, ήταν το βλέμμα του μπάτσου, συνειδητοποίησε ξαφνικά. Το βλέμμα του αρχιφύλακα Πάουερς. Αυτή η αλλόκοτη αίσθηση ότι έβλεπε κατευθείαν μέσα στο μυαλό του Ν τέιβ... Το χαμόγελο < ■
%
t
c*
/
Κ
ο
r
'
'
'
f
\
r
^λ
/
ι
/
r
*
f
ξαναγύρισε στο πρόσωπο του Τζίμι, πηγαίνοντας πάνω κάτω σαν βαρκούλα, κι ο Ντέιβ ένιωσε το στομάχι του να το ακολουθεί, σκα μπανεβάζοντας λες κι είχε καβαλήσει ένα κύμα. Ξεροκατάπιε κάμποσες φορές και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά αέρα στα πνευμόνια του. «Είσαι ’ντάξει;» είπε ο Βαλ. Ο Ντέιβ σήκωσε το χέρι του. Αν το βούλωναν κι οι δυο τους, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. «Ναι, ναι». t r r T'V'' rI-1 T fΛ «Είσαι σίγουρος;» ειπε ο Τζιμι. «Εχεις πρασινίσει, ρε φιλε». Έ να κύμα ναυτίας φούσκωσε μέσα του κι ένιωσε την τραχεία του να κλείνει σαν γροθιά κι έπειτα ν ’ ανοίγει ξανά, και σταγόνες ιδρωτα να σκανε στο μέτωπο του. «Α, γαμωτο μου...» «Ντέιβ;» «Θα κάνω εμετό», είπε, νιώθοντας ξανά το κύμα μέσα του. «Δεν μπορώ». «Εντάξει, εντάξει», είπε ο Βαλ και γλίστρησε σβέλτα από τον καναπέ. «Μόνο βγες απ’ την πίσω πόρτα. Ο Χιούι δε γουστάρει κα θόλου να καθαρίζει εμετούς απ’ τη λεκάνη της τουαλέτας. Έγινε;» Ο Ντέιβ πετάχτηκε όρθιος από τη γωνιά του και ο Βαλ άρπαξε τους ώμους του και τον γύρισε, ώστε να δει ο Ντέιβ την πόρτα στην άλλη άκρη του μπαρ, πέρα από το τραπέζι του μπιλιάρδου. Ο Ντέιβ πήγε προς την πόρτα, προσπαθώντας να κρατήσει ίσια τα βήματά του, φέρνοντας το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, αλλά η πόρτα έγερνε λιγάκι έτσι κι αλλιώς. Ήταν μια σκουρόχρωμη, μικρή πόρτα από ξύλο βαλανιοιας, βαμμένη μαύρη, χαραγμένη και ξεφτισμενη απο το χρονο. Ξαφνικά ο Ντέιβ αισθάνθηκε τη ζέστη του μπαρ. Ή ταν υγρή και αποπνικτική, και την ένιωσε να τον κατακλύζει καθώς ορμούσε προς την πόρτα, απλώνοντας το χέρι του για να πιάσει το μπρού ντζινο πόμολο, ευγνώμων για τη δροσιά που χάρισε στην παλάμη του καθώς το γύριζε ανοίγοντας διάπλατα την πόρτα με ένα και μόνο σπρώξιμο. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν τα αγριόχορτα. Έπειτα, νερό. Παραπάτησε βγαίνοντας, ξαφνιασμένος με το πόσο σκοτεινά ήταν εκεί πίσω, και, σαν κάποιος να διάβασε τη σκέψη του, ένα φως ά ναψε πάνω από την πόρτα κι έλουσε τη ραγισμένη πίσσα μπροστά του. Ακουγε τις κόρνες και τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων που περνούσαν στη γέφυρα πάνω του και ξαφνικά ένιωσε εκείνο το C*
9
C *
*
^
Λ
/
/
r
Α
/
/
9
γ
/
f
r
κύμα της ναυτίας να φεύγει και να χάνεται. Μπορεί να μην έκανε ε μετό, τελικά. Πήρε μια βαθιά γουλιά από τον αέρα της νύχτας. Στα αριστερά του κάποιος είχε στοιβάξει σωρούς από ξύλινες παλέτες που αργοσάπιζαν και σκουριασμένες αστακοπαγίδες, που μερικές τους είχαν ακανόνιστες τρύπες, λες και τις είχε δαγκώσει καρχα ρίας. Ο Ντέιβ αναρωτήθηκε τι στο διάβολο γύρευαν οι αστακοπα γίδες τόσο μακριά από τη θάλασσα, και μάλιστα σε ποτάμι, αλλά αποφάσισε ότι ήταν πολύ μεθυσμένος για να βρει την απάντηση. Πίσω από τους σωρούς υπήρχε ένας φράχτης από συρματόπλεγμα, σκουριασμένος όπως και οι αστακοπαγίδες και πνιγμένος στα αγρι όχορτα. Στα δεξιά του απλωνόταν μια επίπεδη έκταση γεμάτη ψη λούς θάμνους, που εισχωρούσε καμιά εικοσαριά μέτρα μέσα στη στρωμένη πίσσα που είχε αρχίσει να ραγίζει. Το στομάχι του Ντέιβ τραντάχτηκε και πάλι από ένα νέο κύμα ναυτίας -το ισχυρότερο μέχρι τώ ρα- που αναζητούσε διέξοδο από το σώμα του. Προχώρησε τρεκλίζοντας μέχρι την όχθη, έσκυψε το κεφάλι του και ο φόβος, η Σπράιτ και οι μπίρες ξεχύθηκαν από μέσα του και έπεσαν στον πηχτό Μίστικ Ρίβερ. Ή ταν σκέτο υγρό. Τίποτ’ άλλο δεν υπήρχε μέσα του. Ειλικρινά, δεν μπορούσε να θυ μηθεί πότε είχε φάει για τελευταία φορά. Αλλά από τη στιγμή που ο εμετός έφυγε από το στόμα του και έπεσε στο νερό αισθάνθηκε καλύτερα. Ένιωσε τη δροσιά του δειλινού στις ρίζες των μαλλιών του. Μια ελαφριά αύρα σηκώθηκε από το ποτάμι. Περίμενε, γο νατιστός, να δει αν είχε τίποτ’ άλλο να βγάλει, αν και αμφέβαλλε. Ή ταν σαν να είχε εξαγνιστεί. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το κάτω μέρος της γέφυρας, όλους εκείνους που μάχονταν να μπουν ή να βγουν από την πόλη, εκνευρισμένοι και βιαστικοί, γνωρίζοντας ίσως πως, όταν έφταναν επιτέλους στο σπίτι τους, δεν επρόκειτο να αισθανθούν καλύτερα. Οι μισοί απ’ αυτούς θα έβγαιναν από το σπίτι αμέσως μόλις έφτα ναν -για να ψωνίσουν κάτι που είχαν ξεχάσει, για να πάνε σε κά ποιο μπαρ, ή σε κάποιο βιντεοκλάμπ, ή σε ένα εστιατόριο όπου θα ήταν αναγκασμένοι να περιμένουν ξανά στην ουρά. Και γιατί; Γιατί στηνόμαστε συνεχεία στην ουρα; Που περιμενουμε να φτάσου με; Και γιατί μόλις καταφέρνουμε να φτάσουμε εκεί δεν νιώθουμε ποτέ τη χαρά που περιμέναμε να νιώσουμε; Ο Ντέιβ πρόσεξε μια μικρή βάρκα με μια εξωλέμβια μηχανή στο δεξί πίσω μέρος της. Ή ταν δεμένη από μια επίπεδη σανίδα t
9
/
Τ ~Τ
r
t
*
τόσο μικροσκοπική και λογισμένη, που δεν μπορούσες να την ονο μάσεις αποβάθρα. Η βάρκα του Χιούι, σκέφτηκε και φαντάστηκε αυτόν το θανατερό τύπο που θύμιζε στέκα ν ’ αρμενίζει σ ’ αυτά τα πηχτά νερά με τον αέρα να του φυσάει τα κατάμαυρα μαλλιά του. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τριγύρω τις παλέτες και τα α γριόχορτα. Δεν του έκανε εντύπωση που οι άνθρωποι έρχονταν εδώ για να ξεράσουν. Το σημείο ήταν τόσο απομονωμένο, που δεν φαι νόταν από πουθενά, εκτός και αν κοιτούσες από την απέναντι όχθη του ποταμού με κιάλια. Ή ταν κλειστό και από τις τρεις πλευρές, κι έτσι ήταν ήσυχο, με τον ήχο των αυτοκινήτων ν ’ ακούγεται πνιγμέ νος από την απόσταση και με τα αγριόχορτα να εμποδίζουν ν ’ α' Ο r > γ * κουστει οτιδήποτε αλλο έκτος απο τα κρωξιματα των γλάρων και τον παφλασμό του νερού. Αν ο Χιούι ήταν έξυπνος, θα είχε καθαρισει το μέρος απο τα αγριοχορτα και τις παλετες και θα ειχε χτίσει έναν εξώστη, προσελκύοντας έτσι μερικούς από τους γιάπηδες που είχαν κατακλύσει το Αντμιραλ Χιλ και προσπαθούσαν να μετατρέ ψουν το Τσέλσι στο νέο πεδίο μάχης της αναβάθμισης μόλις τελεί ωναν με το Ανατολικό Μπάκιγχαμ. Ο Ντέιβ έφτυσε μερικές φορές και σκούπισε το στόμα του με την ανάστροφη της παλάμης του. Σηκώθηκε κι αποφάσισε να πει στον Βαλ και στον Τζίμι ότι έπρεπε να βάλει κάτι στο στόμα του προτού πιει άλλο. Ό χι τίποτε σπουδαίο, μόνο κάτι για να τον κρα τήσει. Και, γυρίζοντας, τους είδε να στέκονται δίπλα στην κλειστή μαύρη πόρτα, τον Βαλ στ’ αριστερά και τον Τζίμι στα δεξιά της, και ο Ντέιβ σκέφτηκε ότι έμοιαζαν λιγάκι αστείοι, σαν να ετοιμά ζονταν να παραδώσουν έπιπλα, και δεν μπορούσε να δει πού θα τα άφηναν μέσα σε όλα αυτά τα αγριόχορτα. «Έι, παιδιά, φοβηθήκατε ότι έπεσα μέσα;» είπε ο Ντέιβ. Ο Τζίμι άφησε τον τοίχο και προχώρησε προς το μέρος του, και το φως που κρεμόταν πάνω από την πόρτα έσβησε. Ο Τζίμι, κατάμαυρος μες στο σκοτάδι, πλησίασε αργά, με το λευκό του πρό σωπο να φωτίζεται από τα φώτα της γέφυρας και να κρύβεται από τις σκιές. «Θα σου πω δυο κουβέντες για τον Ρέι Χάρις», του είπε ο Τζί μι, μιλώντας τόσο σιγά, που ο Ντέιβ αναγκάστηκε να σκύψει για να τον ακούσει. «Ό Ρέι Χάρις ήταν φιλαράκος μου, Ντέιβ. Ερχό ταν και μ ’ έβλεπε στη φυλακή. Πρόσεχε τη Μαρίτα, την Κέιτι και τη μητέρα μου, τις φρόντιζε όταν χρειάζονταν κάτι. Νόμιζα ότι τα '
r
/
/
Λ
Λ
/
/
Λ
Λ
'
'
'
*
f
/ Λ*
f
Of
*
"\
r
*.
w
r
εκανε ολ αυτα επειδή ήταν φίλος μου, ο πραγματικός λογος ομως ήταν ότι τα έκανε επειδή ένιωθε ένοχος. Κι ένιωθε ένοχος επειδή, όταν τον στρίμωξαν, με κάρφωσε στην αστυνομία. Ή ταν να πέσει να πεθάνει από τις ενοχές. Παρ’ όλ’ αυτά, κι αφού συνέχισε να έρ χεται στη φυλακή για μερικούς μήνες, συνέβη κάτι παράξενο». Ο Τζίμι είχε φτάσει τώρα κοντά στον Ντέιβ. Σταμάτησε και κοίταξε το πρόσωπο του Ντέιβ, με το κεφάλι του ελαφρά ανασηκωμένο. «Ανακάλυψα ότι συμπαθούσα τον Ρέι. Απολάμβανα ειλικρινά τη συντροφιά του. Μιλούσαμε για αθλητικά, για το Θεό, για βιβλία, για τις γυναίκες μας, για τα παιδιά μας, για την πολιτική κατάσταση -ό ,τι κάνεις κέφι. Τέτοιος τύπος ήταν ο Ρέι, μπορούσες να μιλήσεις μαζί του για τα πάντα. Τον ενδιέφεραν τα πάντα. Αυτό είναι σπά νιο πράγμα. Τότε η γυναίκα μου πέθανε. Καταλαβαίνεις; Κι όταν πέθανε, έστειλαν ένα φρουρό στο κελί μου να μου πει, “Λυπάμαι, κρατούμενε, η γυναίκα σου κατέληξε χθες το βράδυ στις οχτώ και τέταρτο. Πάει” . Και ξέρεις κάτι; Ξέρεις τι με πείραξε περισσότερο από το θάνατο της γυναίκας μου, Ντέιβ; Ό τι αναγκάστηκε να το περάσει μόνη. Ξέρω τι σκέφτεσαι, όλοι μόνοι μας πεθαίνουμε. Α λήθεια είναι αυτό. Τις τελευταίες στιγμές, όταν περνάς από τη ζωή στο θάνατο, συμφωνώ, είσαι ολομόναχος. Αλλά η γυναίκα μου είχε καρκίνο του δέρματος. Πέθαινε επί έξι ολόκληρους μήνες. Και εγώ θα μπορούσα να ήμουν εκεί για να τη βοηθήσω. Θα μπορούσα να την είχα βοηθήσει όσο πέθαινε. Όχι στο θάνατό της, αλλά όσο πέθαινε. Όμως, δεν ήμουν εκεί. Ο Ρέι, ένας τύπος που συμπαθούσα, το στέρησε αυτό από τη γυναίκα μου». Ο Ντέιβ μπορούσε να δει μια στενή μελανή λωρίδα νερού που γυάλιζε από τα φώτα της γέφυρας να καθρεφτίζεται στις κόρες των ματιών του Τζίμι. «Γιατί μου τα λες αυτά, Τζίμι;» είπε. Ό Τζίμι έδειξε κάτι πάνω από τον ώμο του Ντέιβ. «Έβαλα τον Ρέι να γονατίσει εκεί και τον πυροβόλησα δύο Φορές. Μία στο στή θος και μία στο λαιμό». Ο Βαλ άφησε κι αυτός τον τοίχο δίπλα στην πόρτα και ήρθε στα αριστερά του Ντέιβ, χωρίς να βιάζεται. Ο λαιμός του Ντέιβ έκλεισε και τα σωθικά του στέγνωσαν. r- ^ «Ρε Τζίμι, δεν ξέρω τ ι...» είπε ο Ντέιβ. ' ' «Ο Ρέι με ικέτευσε», είπε ο Τζίμι. «Είπε ότι ήμαστε φίλοι. Είπε ότι είχε ένα γιο. Είπε ότι είχε γυναίκα. Είπε ότι η γυναίκα του ήταν έγκυος. Είπε ότι θα έφευγε μακριά. Είπε ότι ποτέ δε θα μ ’ ενο χλούσε ξανά. Με ικέτευσε να του χαρίσω τη ζωή ώστε να δει το
παιδί του να γεννιέται. Είπε ότι με ήξερε, ήξερε ότι ήμουν καλός άνθρωπος και ήξερε ότι δεν ήθελα να το κάνω σ τ’ αλήθεια». Ο Τζίμι σήκωσε το βλέμμα του προς τη γέφυρα. «Ήθελα κι εγώ να του πω κάτι για όλα αυτά. Ή θελα να του πω ότι αγαπούσα τη γυ ναίκα μου και ότι πέθανε και ότι τον θεωρούσα υπεύθυνο γ ι’ αυτό και, εκτός αυτού, από θέμα αρχής, ποτέ δεν καρφώνεις τους φίλους σου αν θέλεις να ζήσεις πολλά χρόνια. Όμως δεν είπα τίποτα, Ντέ ιβ. Μόνο έκλαιγα, έκλαιγα μ’ όλη μου τη δύναμη. Τόσο αξιολύπη τος ήμουν. Κλαψούριζε εκείνος, κλαψούριζα κι εγώ. Με δυσκολία τον έβλεπα». «Τότε, γιατί τον σκότωσες;» είπε ο Ντέιβ, και η φωνή του ακού στηκε διαπεραστική σαν μοιρολόι. «Μα μόλις σου είπα», είπε ο Τζίμι, λες και εξηγούσε κάτι σε δεκατετράχρονο. «Ήταν θέμα αρχής. Ή μουν είκοσι δύο χρονών και χήρος, με κόρη πέντε χρονών. Έλειπα τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της γυναίκας μου. Και ο γαμημένος ο Ρέι ήξερε πολύ καλά τον υπ’ αριθμόν ένα κανόνα στη δουλειά μας: ποτέ δεν καρφώνεις τους κολλητούς σου στην αστυνομία». «Τι νομίζεις ότι έκανα, Τζίμι; Πες μου», είπε ο Ντέιβ. «Όταν σκότωσα τον Ρέι», είπε ο Τζίμι, «αισθάνθηκα, δεν ξέρω πώς, αισθάνθηκα μια πλήρη έλλειψη του εαυτού μου. Αισθάνθηκα ότι ο Θεός με κοιτούσε από ψηλά καθώς σήκωνα τον Ρέι και τον πετούσα στο νερό. Και ο Θεός κουνούσε το κεφάλι του. Δεν μπορώ να πω ότι ήταν έξαλλος. Ή ταν μονάχα αηδιασμένος αλλά καθόλου έκπληκτος, θα έλεγα -όπως νιώθεις όταν ένα κουτάβι κατουράει στο χαλί σου. Στεκόμουν ακριβώς πίσω από κει που στέκεσαι εσύ τώρα και έβλεπα τον Ρέι να βουλιάζει, καταλαβαίνεις; Το κεφάλι του βούλιαξε τελευταίο, και θυμάμαι ότι σκεφτόμουν πως, όταν ήμουν παιδί, νόμιζα ότι, αν κολυμπούσες ως το βυθό οποιουδή ποτε υδάτινου σώματος, θα έφτανες στον πάτο και τότε το κεφάλι σου θα έβγαινε στο διάστημα. Έτσι είχα την υδρόγειο σφαίρα στο μυαλό μου. Θα κατέληγα, λοιπόν, με το κεφάλι μου να ξεπροβάλ λει από τη σφαίρα, με τα αστέρια και τον μαύρο ουρανό γύρω μου, και μονάχα θα έπεφτα και θα έπεφτα. Θα έπεφτα στο διάστημα και θα συνέχιζα να αιωρούμαι, να αιωρούμαι συνέχεια για ένα εκατομ μύριο χρόνια, έξω - σ ’ αυτή την παγωνιά. Κι όταν ο Ρέι βούλια ξε, αυτό σκέφτηκα. Ό τι θα βούλιαζε μέχρι να ξεπροβάλει από μια
τρύπα στην άλλη πλευρά της Γης* κι έπειτα θα συνέχιζε να βουλιά ζει στο διάστημα για ένα εκατομμύριο χρόνια» . «Ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου, Τζίμι, αλλά κάνεις λάθος», είπε ο Ντέιβ. «Νομίζεις ότι εγώ σκότωσα την Κέιτι, έτσι; Αυτό δεν εί ναι;» «Μη μιλάς, Ντέιβ», είπε ο Τζίμι. «Όχι, όχι, όχι», είπε ο Ντέιβ, προσέχοντας το όπλο που είχε ξαφνικά εμφανιστεί στο χέρι του Βαλ. «Δεν είχα καμία σχέση με το θάνατο της Κέιτι». Θα με σκοτώσουν, συνειδητοποίησε ο Ντέιβ. Ω, Χριστέ μου, όχι. Αν είναι να σε σκοτώσουν, πρέπει να είσαι προετοιμασμένος. Δεν βγαίνεις στα καλά καθούμενα από ένα μπαρ και γυρίζεις το κεφάλι σου και μαθαίνεις πως έχει φτάσει το τέλος της ζωής σου. Όχι. Πρέπει να γυρίσω σπίτι, εντάξει. Πρέπει να τα ξαναβρώ με τη Σελέστ. ΙΙρέπει να φάω το βραδινό μου. Ο Τζίμι έβαλε το χέρι του στο τζάκετ του κι όταν το ξανάβγαλε κρατούσε ένα μαχαίρι με σούστα. Το χέρι του έτρεμε λιγάκι καθώς άνοιξε τη λαμα. Το ιδιο και το επάνω χείλι του κι ενα σημείο στο πιγούνι του, συνειδητοποίησε ο Ντέιβ. Υπήρχε ακόμη ελπίδα, λοι πόν. Μην αφήσεις τον εγκέφαλό του να παγώσει. Υπάρχει ελπίδα. «Το βράδυ που πέθανε η Κέιτι γύρισες σπίτι με αίμα παντού στα ρούχα σου, Ντέιβ. Είπες δύο διαφορετικές ιστορίες για το πώς τσάκισες το χέρι σου, και το αμάξι σου το είδαν έξω από το Λαστ Ντροπ την ώρα που έβγαινε από το μπαρ η Κέιτι. Είπες ψέματα στους μπάτσους, όπως είπες ψέματα και σε όλους τους άλλους». «Κοίταξε, Τζίμι. Κοίταξέ με, σε παρακαλώ». Ο Τζίμι συνέχισε να έχει τα μάτια του στραμμένα στο έδαφος. «Τζίμι, είχα αίμα επάνω μου, ναι. Γιατί χτύπησα κάποιον, Τζίμι. Τον χτύπησα άσχημα». «Ω, θα μου πεις τώρα την ιστορία με το ληστή;...» «Όχι. 'Ηταν παιδεραστής. Έκανε σεξ με ένα παιδί μέσα στο α μάξι του. Ή ταν βρικόλακας, Τζιμ. Δηλητηρίαζε το παιδί». «Ωστε δεν ήταν ληστής. Ή ταν κάποιος τύπος που -τ ο έπιασακακοποιούσε ένα παιδί. Βέβαια, Ντέιβ. Σίγουρα. Κι εσύ τον σκό τωσες». «Ναι, ναι. Εγώ, μ αζί... μαζί με το Αγόρι». Ο Ντέιβ δεν είχε ιδέα γιατί το είχε πει αυτό. Δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν για το Αγόρι. Δεν το έκανε, γιατί οι άνθρωποι δεν *
y
λ
/
f
*
*
θα καταλάβαιναν. Ίσω ς τον έσπρωξε ο φόβος. Ίσως ήταν μια ανά γκη να δει ο Τζίμι μέσα στο μυαλό του, να κατανοήσει ότι, ναι, εκεί μέσα γινόταν χαλασμός, αλλά κοίταξέ με, Τζίμι, κατάλαβε ότι δεν είμαι από τους ανθρώπους που θα σκότωναν έναν αθώο. «Ώστε, λοιπόν, εσύ και το κακοποιημένο αγόρι πήγατε κ α ι...» «Οχι», είπε ο Ντέιβ. «Τι όχι; Είπες ότι μαζί με το παιδί...» «Οχι, όχι. Ξέχνα το αυτό. Μερικές φορές το μυαλό μου γίνεται σμπαράλια. Λ έω ...» «Ναι, Ντέιβ, με έπεισες», είπε ο Τζίμι. «Σκότωσες λοιπόν έναν παιδεραστή, ε; Και μου το λες εμένα, αλλά δεν το λες στη γυναίκα σου; Κρίμα, γιατί εγώ θα ’λεγα ότι θα ήταν το πρώτο άτομο στο ο ποίο θα το έλεγες. Ειδικά χθες το βράδυ, όταν σου είπε ότι δεν έ χαψε την ιστορία με το ληστή. Γιατί δεν της το είπες; Οι περισσό τεροι άνθρωποι δε δίνουν δεκάρα αν πεθάνει κάποιος παιδεραστής, Ντέιβ. Η γυναίκα σου νομίζει ότι σκότωσες την κόρη μου. Και θέ λεις τώρα εγώ να πιστέψω ότι Οα προτιμούσες να νομίζει κάτι τέ τοιο παρά ότι είχες σκοτώσει έναν παιδεραστή; Εξήγησέ μου το αυτό, Ντέιβ». Ο Ντέιβ ήθελε να πει, Τον σκότωσα επειδή φοβόμουν ότι θα γι νόμουν σαν κι αυτόν. Αν έτρωγα την καρδιά του, θα ενσωμάτωνα και θα αφομοίωνα το πνεύμα του. Αλλά δεν μπορώ να το πω αυτό φωναχτά. Δεν μπορώ να ομολογήσω αυτή την αλήθεια. Ξέρω ότι σήμερα ορκίστηκα πως από δω κι εμπρός δεν θα υπάρχουν άλλα μυστικά. Αλλά, να, αυτό το μυστικό πρέπει να μείνει μυστικό -όσ α ψέματα κι αν πρέπει να πω για να το κρατήσω θαμμένο. «Ελα, Ντέιβ. Πες μου γιατί. Γιατί δεν μπορούσες να πεις στην ίδια τη γυναίκα σου την αλήθεια;» Το καλύτερο που μπόρεσε να σκεφτεί ο Ντέιβ ήταν ένα, «Δεν ξέρω». «Δεν ξέρεις. Εντάξει, σ ’ αυτό το παραμύθι, λοιπόν, εσύ και το παιδί -ό ,τι κι αν είναι αυτό, εσύ όταν ήσουν παιδί ίσω ς;- πήγατε μαζί και...» «Ήμουν μόνος μου», είπε ο Ντέιβ. «Και σκότωσα το απρόσωπο πλάσμα». «Τι σκότωσες λέει;» είπε ο Βαλ. «Τον τύπο. Τον ανώμαλο. Τον σκότωσα. Εγώ. Μόνος μου. Στο πάρκινγκ του Λαστ Ντροπ».
«Δεν άκουσα να βρήκαν κανένα πτώ μα κοντά στο Λαστ Ντροπ», είπε ο Τζίμι. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον Βαλ. «Α φ ήνεις αυτόν το μαλάκα να εξηγεί, Τζιμ;» είπε ο Βαλ. «Πλάκα μας κάνεις τώρα;» «Όχι, λέω όλη την αλήθεια», είπε ο Ντέιβ. «Τ’ ορκίζομαι στο γιο μου. Έβαλα τον τύπο στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Δεν ξέρω τι συνέβη στο αυτοκίνητο, αλλά αυτό έκανα, μα το Θεό. Θέλω να ξαναδώ τη γυναίκα μου, Τζίμι. Θέλω να ζήσω τη ζωή μου». Ο Ντέιβ σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το σκοτεινό κάτω μέρος της γέφυρας, ακούγοντας το θόρυβο από τους τροχούς που κυλούσαν εκεί ψηλά, βλέποντας τα κίτρινα φώτα που επέστρε φαν σπίτι. «Τζίμι; Σε παρακαλώ, μη μου το παίρνεις αυτό». Ο Τζίμι κοίταξε το πρόσωπο του Ντέιβ και ο Ντέιβ είδε το θά νατο του εκει μεσα. Ζουσε μεσα στον Τζιμι, οπως ζουσε και μεσα στους λύκους. Ο Ντέιβ ευχόταν μ ’ όλη του την ψυχή να είχε τη δύ ναμη να το αντιμετωπίσει. Αλλά δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε να αντικρίσει το θάνατο. Στεκόταν εκεί -εκείνη τη στιγμή, με τα πό δια του σ ’ εκείνο το πεζοδρόμιο, την καρδιά του να αντλεί αίμα, τον εγκέφαλό του να στέλνει μηνύματα στα νεύρα του, τους μυς, τα όργανά του, τους αδένες της αδρεναλίνης του σε πλήρη λειτουρ γ ία - και, ανά πάσα στιγμή, μπορεί και την επόμενη, μια λεπίδα θα βυθιζόταν στο στήθος του. Και μέσα απ’ όλο αυτό τον πόνο θα α ναδυόταν η βεβαιότητα ότι η ζωή του -η ζωή του, και η όρασή του, και η ικανότητά του να τρώει, να κάνει έρωτα, να γελάει, ν ’ αγγίζει και να μυρίζει- θα τελείωνε. Δεν ήταν τόσο γενναίος για να το αντέξει. Θα εκλιπαρούσε. Θα το έκανε. Θα έκανε οτιδήποτε ήθελαν αρκεί να μην τον σκότωναν. «Νομίζω οτι πριν απο είκοσι πεντε χρονιά, οταν μπήκες σ ε κείνο το αμάξι, κάποιος άλλος επέστρεψε αντί για σένα. Νομίζω ότι το μυαλό σου καταστράφηκε, Ντέιβ, ότι έπαθε ζημιά», είπε ο Τζίμι. «Η ταν δεκαεννιά χρονών. Το καταλαβαίνεις; Δεκαεννιά χρο νών, και ποτέ δε σ ’ έβλαψε. Στην πραγματικότητα, σε συμπαθούσε. Κι εσύ τη σκότωσες. Γιατί; Επειδή η ζωή σου είναι για κλάματα; Επειδή η ομορφιά σε πληγώνει; Επειδή, τοτε, δεν μπήκα εγω σ ε κείνο το αμάξι; Γιατί; Πες μου, Ντέιβ. Πες μου μόνο αυτό. Πες το μου», είπε ο Τζίμι, «και θα σ ’ αφήσω να ζήσεις». «Διάβολε, όχι», είπε ο Βαλ. «Τζίμι; Όχι! Έ λα τώρα. Νιώθεις οί κτο γ ι’ αυτή τη γαμημένη την κουράδα; Ακου με, θ α ...» »
i
I f
τ —ι
/V
t
f
!~w
/
t
t
t
ι
t
/
V*
t
*
*
t
%
f»
» γ ιΤ " * C*
«Βούλωσ’ το, Βαλ», είπε ο Τζίμι δείχνοντας πέρα, στην άλλη άκρη της στρωμένης πίσσας, προς το μέρος του. «Σου παρέδωσα μια σωστή μηχανή όταν πήγα φυλακή κι εσύ την ισοπέδωσες. Σου ’δωσα τα πάντα και το καλύτερο που μπορείς να κάνεις είναι να πουλάς προστασία και ναρκωτικά; Μη μου δίνεις συμβουλές εμέ να, Βαλ. Ούτε να σου περάσει ποτέ από το μυαλό». Ο Βαλ στράφηκε αλλού και κλότσησε τ ’ αγριόχορτα, μονολο γώντας γρήγορα και ψιθυριστά. «Πες μου, Ντέιβ. Αλλά μη μου αρχίζεις τις ηλιθιότητες με τον παιδεραστή, επειδή σήμερα δεν τις μασάω. Εντάξει; Πες μου την αλήθεια. Αν μου ξαναπείς ψέματα, θα σε ανοίξω στα δύο». Ο Τζίμι πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Κράτησε ψηλά το μαχαί ρι, μπροστά στο πρόσωπο του Ντέιβ, κι έπειτα το χαμήλωσε και το πέρασε ανάμεσα στη ζώνη και στο παντελόνι του, πάνω από τον δεξιό γοφό του. «Ντέιβ, θα σου χαρίσω τη ζωή. Πες μου μόνο γιατί τη σκότω σες. Θα πας φυλακή. Δε θέλω να σε κοροϊδέψω. Αλλά θα ζήσεις. Θα συνεχίσεις να ανασαίνεις». Ο Ντέιβ αισθάνθηκε τέτοια ευγνωμοσύνη, που ήθελε να ευχα ριστήσει φωναχτά το Θεό. Ή θελε ν ’ αγκαλιάσει τον Τζίμι. Πριν από τριάντα δευτερόλεπτα, βρισκόταν σε μαύρη απελπισία. Ή ταν έτοιμος να πέσει στα γόνατα και να πει εκλιπαρώντας, Δε θέλω να πεθάνω. Δεν είμαι έτοιμος ακόμα. Δεν είμαι έτοιμος να φύγω απ’ 4 αυτο τον κοσμο. Δεν ξερω τι με περιμενει εκει εξω. Δεν νομίζω οτι είναι ο Παράδεισος. Δεν νομίζω ότι είναι φωτεινό. Νομίζω ότι είναι σκοτεινό και παγωμένο, μια ατέλειωτη σήραγγα του τίποτε. Όπως η δική σου τρύπα στη Γη, Τζίμι. Και δε θέλω να είμαι μόνος στο τίποτε, ολ αυτα τα χρονιά μονος στο τίποτε, ολους αυτους τους αι ώνες στο ψυχρό, ψυχρό τίποτε, και μόνο η μοναχική μου καρδιά να αιωρείται σ ’ αυτό, ολομόναχη, ολομόναχη, ολομόναχη. Τώρα μπορούσε να ζήσει. Αν έλεγε ψέματα. Αν έκανε πέτρα την καρδιά του κι έλεγε στον Τζίμι αυτό που ήθελε να ακούσει. Θα γνώριζε το διασυρμό, εντάξει. Ίσως να ’τρωγε και ξύλο. Αλλά θα ζούσε. Το έβλεπε στα μάτια του. Ο Τζίμι δεν έλεγε ψέματα. Οι λύ κοι είχαν φύγει μακριά και το μόνο που είχε απομείνει μπροστά του ήταν ένας άντρας μ ’ ένα μαχαίρι ανοιχτό που έπρεπε γρήγορα να κλείσει, ένας άντρας που βούλιαζε κάτω από το βάρος της άγνοιάς του, θρηνώντας για μια θυγατέρα που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ. /
9
/
ί λ *
»
*
*
ν' #
t
r
t
/
»λ
/ W
»
f
Θα σου ’ρθω, Σελέστ. Μαζί θα φτιάξουμε μια καλή ζωή. Αλή θεια. Και υπόσχομαι, υπόσχομαι, τέρμα τα ψέματα. Τέρμα τα μυ στικά. Νομίζω όμως ότι πρέπει να πω ένα τελευταίο ψέμα, το χει ρότερο ψέμα της ψεύτικης ζωής μου, επειδή δεν μπορώ να πω τη χειρότερη αλήθεια της ζωής μου. Καλύτερα να νομίζει ότι σκό τωσα την κόρη του από το να μάθει γιατί σκότωσα αυτό τον παιδε ραστή. Αυτό είναι καλό ψέμα, Σελέστ. Θα μας ξαναδώσει πίσω τη ζωή μας. «Πες μου», είπε ο Τζίμι. Ο Ντέιβ μίλησε, πηγαίνοντας όσο πιο κοντά μπορούσε να πάει στην αλήθεια. «Την είδα στο Μακ Γκιλς εκείνη τη νύχτα και μου θύμισε ένα όνειρο που είχα δει». «Σχετικά με τι;» είπε ο Τζίμι και το πρόσωπό του κατέρρευσε, η φωνή του έσπασε. «Με τα νιάτα», είπε ο Ντέιβ. Ο Τζίμι κρέμασε το κεφάλι του. «Εγώ δε θυμάμαι να είχα νιάτα ποτέ μου», είπε ο Ντέιβ. «Κι εκείνη ήταν το όνειρο της νεότητας, και, να, μου την έδωσε, πι στεύω». Τον σκότωνε να το λέει αυτό στον Τζίμι, να τον κάνει κομμάτια με τις λέξεις του, αλλά ο Ντέιβ ήθελε μόνο να γυρίσει σπίτι, να βά λει το μυαλό του σε μια τάξη και να δει ξανά την οικογένειά του, και, αν ήταν απαραίτητο να κάνει αυτό που έκανε, θα το έκανε. Θα διόρθωνε τα πράγματα. Και σ ’ ένα χρόνο από τώρα, όταν θα είχαν συλλάβει και καταδικάσει τον πραγματικό δολοφόνο, ο Τζίμι θα κατανοούσε τη θυσία του. «Ένα κομμάτι μου», είπε, «ποτέ δε βγήκε από κείνο το αμά ξι, Τζιμ. Όπως ακριβώς το είπες. Κάποιος άλλος Ντέιβ γύρισε στη γειτονιά φορώντας τα ρούχα του Ντέιβ, αλλά ο πραγματικός Ντέιβ βρίσκεται ακόμα σ ’ αυτό το υπόγειο. Το καταλαβαίνεις;» Ο Τζίμι έγνεψε κι έπειτα σήκωσε το κεφάλι του, και ο Ντέιβ είδε ότι τα μάτια του ήταν υγρά και γυάλιζαν πλημμυρισμένα συ μπόνια, ίσως ακόμα και αγάπη. «Ήταν το όνειρο, λοιπόν», ψιθύρισε ο Τζίμι. «Ήταν το όνειρο, ναι», είπε ο Ντέιβ κι αισθάνθηκε την παγω νιά από το ψέμα που είχε ξεστομίσει ν ’ απλώνεται στο στομάχι του και να τον παγώνει τόσο, που σκέφτηκε ότι μπορεί να έφταιγε και η πείνα, αφού πριν από λίγα λεπτά είχε αδειάσει ό,τι είχε και δεν
είχε μέσα του στον Μίστικ Ρίβερ. Όμως ήταν μια παγωνιά αλλιώ τικη τούτη δω, μια παγωνιά διαφορετική απ’ ό,τι είχε νιώσει πριν. Ή ταν ένα κρύο που σε πάγωνε. Τόσο κρύο, που ήταν σχεδόν ζε στό. Όχι, όχι· ήταν καυτό. Τώρα είχε πάρει ολόκληρος φωτιά και οι φλόγες κατέβαιναν γλείφοντας τους βουβώνες του κι ανέβαιναν στο στέρνο του, ρουφώντας τον αέρα από μέσα του. Με την άκρη του ματιού του είδε τον Βαλ Σάβατζ να πηδάει στον αέρα και να φωνάζει: «Μπράβο! Έτσι σε θέλω!» Κοίταξε το πρόσωπο του Τζίμι. Ο Τζίμι, με τα χείλη του να κινουνται πολυ αργα και ταυτοχρονα πολυ γρήγορα, ειπε: «Εδω θά βουμε τις αμαρτίες μας, Ντέιβ. Τις ξεπλένουμε». Ο Ντέιβ κάθισε. Κοιτούσε το αίμα να κυλάει από μέσα του και να λερώνει το παντελόνι του. Ξεχυνόταν από μέσα του και, όταν έ φερε το χέρι του στην κοιλιά του, τα δάχτυλά του άγγιξαν μια τομή που έφτανε από τη μια άκρη ως την άλλη. Μου είπες ψέματα, είπε. Ο Τζίμι έσκυψε από πάνω του. «Τι λες;» Μου είπες ψέματα. «Βλέπεις που κουνιούνται τα χείλη του;» είπε ο Βαλ. «Κουνάει τα χείλη του». «Δεν είμαι τυφλός, Βαλ». Ο Ντέιβ αισθάνθηκε μια επίγνωση να σαρώνει το είναι του, την πιο φρικτή επίγνωση που είχε ποτέ. Ή ταν γεμάτη κακία και αδι αφορία. Ή ταν χοντρόπετση και, πολύ απλά, ήταν αυτή εδώ: Πε θαίνω. ΑΖΑΤΑ^ίΐΤΒ' Δεν μπορώ να ξαναγυρίσω πίσω. Δεν μπορώ να κοροϊδέψω ή να ξεγλιστρήσω. Δεν μπορώ να ξεφύγω με παρακάλια ή να κρυφτω πισω απο τα μυστικά μου. Δεν μπορώ να περιμενω μια ανα στολή, βασισμένη στη συμπόνια. Συμπόνια από ποιον; Κανείς δεν νοιάζεται πια. Κανείς δεν νοιάζεται, πέρα από μένα. Εγώ νοιάζο μαι. Νοιάζομαι και με το παραπάνω. Κι αυτό δεν είναι δίκαιο. Δεν μπορώ να τα καταφέρω ολομοναχος μεσα σ αυτο το σκοτεινο τού νελ. Σας παρακαλώ, μη μ’ αφήσετε να μπω εκεί μέσα. Σας παρακα λώ, ξυπνήστε με. Θέλω να ξυπνήσω. Θέλω να ξυπνήσω. Σελέστ, θέλω να σ ’ αγγίξω. Θέλω να νιώσω τα χέρια σου. Δεν είμαι έτοι μος. Ανάγκασε τα μάτια του να εστιάσουν καθώς ο Βαλ έδινε κάτι στον Τζίμι και ο Τζίμι το χαμήλωνε στο μέτωπο του Ντέιβ. Ή ταν /
Λ
r
t
t
r
r
»
f
\
r
r
Λ
w
t
ψ
*
t
r
t
r -ι ο
<
A
t
m
t
r
r
f
δροσερό. Ή ταν ένας ευγενικός κύκλος δροσιάς και ανακούφισης από το κάψιμο που φλόγιζε το κορμί του. Περίμενε! Όχι. Όχι, Τζίμι. Ξέρω τι είναι. Βλέπω τη σκανδάλη. Μη, μη, μη, σε παρακαλώ, μη. Κοίταξέ με. Δες με. Μην το κάνεις αυτό. Σε παρακαλώ. Αν με πας στο νοσοκομείο, θα γίνω καλά. Θα με γιατρέψουν. Χριστέ μου Τζίμι μην κάνεις αυτή την κίνηση με το δάχτυλό σου μην το κάνεις είπα ψέματα είπα ψέματα σε παρα καλώ μη με παίρνεις μακριά Τζίμι σε παρακαλώ δεν είμαι έτοιμος να φάω μια σφαίρα στο κεφάλι. Κανείς δεν είναι. Κανείς. Σε παρα καλώ όχι. Ο Τζίμι χαμήλωσε το όπλο. Σ ’ ευχαριστώ, είπε ο Ντέιβ. Σ ’ ευχαριστώ, σ ’ ευχαριστώ. Ο Ντέιβ έγειρε πίσω και είδε λεπίδες φωτός να διασχίζουν με ταχύτητα τη γέφυρα σπάζοντας τη μαυρίλα της νύχτας, καταυγάζοντάς την. Σ ’ ευχαριστώ, Τζίμι. Από δω και πέρα 0α είμαι καλός άν θρωπος. Με δίδαξες κάτι. Αλήθεια. Κι εγώ Οα σου πω τι είναι αυτό το κάτι αμέσως μόλις ξαναβρώ την ανάσα μου. Θα γίνω καλός πα τέρας. Θα γίνω καλός σύζυγος. Σ ’ το υπόσχομαι. Σ ’ τ ’ ορκίζομαι... «Εντάξει, λοιπόν, τελειώσαμε», είπε ο Βαλ. Ο Τζίμι κοίταξε το σώμα του Ντέιβ στο έδαφος, το φαράγγι που είχε ανοίξει στην κοιλιά του, την τρύπα από τη σφαίρα στο μέτωπό του. Κλότσησε τα παπούτσια που φορούσε κι έβγαλε το τζάκετ του. Έπειτα έβγαλε το ζιβάγκο και το στρατιωτικό του παντελόνι που είχε πιτσιλιστεί με το αίμα του Ντέιβ. Έβγαλε τη νάιλον αθλη τική φόρμα που φορούσε από κάτω και την πρόσθεσε στο σωρό με τα ρούχα δίπλα στο πτώμα του Ντέιβ. Ακουσε τον Βαλ να τοποθε τεί τους τσιμεντόλιθους και την αλυσίδα στη βάρκα του Χιούι κι έ πειτα τον είδε δίπλα του με μια μεγάλη πράσινη σακούλα σκουπιδιών. Κάτω από την αθλητική φόρμα ο Τζίμι φορούσε ένα τι-σερτ και τζιν παντελόνι, και ο Βαλ έβγαλε από τη σακούλα σκουπιδιών ένα ζευγάρι παπούτσια και τα πέταξε στον Τζίμι. Εκείνος τα φότου είχαν ξεφύγει. Όμως δεν υπήρχαν. Ακόμα και η αθλητική του φόρμα είχε ελάχιστα πιτσιλιστεί. Ό Βαλ έβαλε τα ρούχα σε μια πλαστική σακούλα και μετά ο Τζίμι πήρε το μαχαίρι και το όπλο να τα βάλει κι αυτά στη σα κούλα μαζί με τα ρούχα, για να τα πετάξει από τη βάρκα αργότερα, μαζί με το πτώμα του Ντέιβ, αλλά για κάποιο λόγο ήθελε να το κά
νει τώρα, να βιώσει την κίνηση του μπράτσου του καθώς τιναζόταν στον αέρα και να δει τα όπλα να πετούν διαγράφοντας μια καμπύ λη, να πέφτουν κατακόρυφα και να βουλιάζουν στο νερό με έναν μαλακό παφλασμό. Γονάτισε πάνω από το νερό. Το ρεύμα είχε παρασύρει από ώρα τον εμετό του Ντέιβ και ο Τζίμι βύθισε τα χέρια του στο πηχτό και μολυσμένο νερό και τα ξέπλυνε από το αίμα του Ντέιβ. Μερικές φορές, στα όνειρά του, έκανε το ίδιο -πλενόταν στον Μίστικ Ρί βερ-, και το κεφάλι του Τζαστ Ρέι ξεπρόβαλλε μέσα από τον πο ταμό και τον κοιτούσε. Ο Τζαστ Ρέι έλεγε πάντα το ίδιο πράγμα. «Δεν μπορείς να τρέξεις πιο πολύ από ένα τρένο». Και ο Τζίμι, μπερδεμένος, του έλεγε: «Κανείς δεν μπορεί, Ρέι». Ο Τζαστ Ρέι, αρχίζοντας ξανά να βουλιάζει, χαμογελούσε. «Εσύ, πάντως, με τίποτα». Δεκατρία χρόνια έβλεπε το ίδιο όνειρο, δεκατρία χρόνια τώρα το κεφάλι του Ρέι πεταγόταν από το νερό, κι ο Τζίμι ακόμα να κα ταλάβει τι στο διάβολο ήθελε να του πει.
27 ΠΟΙΟΝ ΑΓΑΠΑΣ;
Ο τ Α Ν ο ΜΠΡΕΝΤΑΝ ΓΥΡΙΣΕ σπίτι, η μητέρα του είχε βγει για να παίξει Μπίνγκο. Του είχε αφήσει ένα σημείωμα: «Έχει κοτό πουλο στο ψυγείο. Χαίρομαι που είσαι καλά. Κοίτα μη σου γίνει συνήθειο». Ο Μπρένταν κοίταξε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον Ρέι, αλλά ο Ρέι έλειπε κι αυτός, κι έτσι πήρε μια καρέκλα από την κου ζίνα και την έβαλε μπροστά στην αποΟηκούλα. Ανέβηκε στην κα ρέκλα κι εκείνη έγειρε προς τα αριστερά, επειδή ένας πίρος έλειπε από ένα πόδι. Κοίταξε το πηχάκι του ταβανιού και είδε τα λιγδια σμένα αποτυπώματα από δάχτυλα πάνω στη σκόνη κι ο αέρας γέστα μάτια του. Πίεσε τη δεξιά του παλάμη πάνω στο πηχάκι, ανασηκώνοντάς το ελαφρά. Κατέβασε το χέρι του, το σκούπισε στο παντελόνι του και πήρε μερικές ανάσες. Υπήρχαν μερικά πράγματα στα οποία δεν ήθελες να ξέρεις τις απαντήσεις. Από τότε που είχε μεγαλώσει ο Μπρένταν δεν ήθελε να συναντήσει τυχαία τον πατέρα του, επειδή δεν ήθελε να κοιτάξει το πρόσωπό του και να οει ποσο εύκολο του ήταν να τον εγκα ταλείψει. Ποτέ δεν είχε ρωτήσει την Κέιτι για τα παλιά της αγόρια, ούτε καν για τον Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ, γιατί δεν ήθελε να τη φαντα γ
t
/
c»
*
*
\
*
στεί ξαπλωμένη πάνω σε κάποιον άλλο, να τον φιλάει όπως φι λούσε τον Μπρένταν. Ο Μπρένταν ήξερε τι σήμαινε η αλήθεια. Στις περισσότερες πε ριπτώσεις ήταν απλώς θέμα απόφασης: είτε ήθελες να την κοιτάξεις καταματα ειτε να ζήσεις μεσα στην άνεση της αγνοιας ή των ψεμάτων. Και οι άνθρωποι συχνά υποτιμούσαν την άγνοια και τα ψέματα. Οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα χω ρίς ένα πιάτο άγνοια τη μέρα, με λίγα ψέματα για γαρνιτούρα. Όμως αυτή την αλήθεια έπρεπε να την αντιμετωπίσει. Επειδή την ειχε ήδη αντιμετωπίσει μεσα στο κελι του κρατητηριου, επειδή είχε εισχωρήσει μέσα του σαν σφαίρα κι επειδή τώρα φώλιαζε στο στομάχι του. Κι επειδή δεν έβγαινε- κάτι που σήμαινε ότι δεν μπο ρούσε να κρυφτεί απ’ αυτήν, δεν μπορούσε να την αγνοήσει. Η ά γνοια δεν ήταν εναλλακτική πιθανότητα. Το ψεύδεσθαι δεν ήταν πια ένα προσιτό σκέλος της εξίσωσης. «Να πάρει!» είπε ο Μπρένταν σπρώχνοντας το πηχάκι του τα βανιού και τεντώνοντας το χέρι του στο σκοτάδι, με τα δάχτυλά του να ψηλαφίζουν σκόνη, σκλήθρες από ξύλο κι έπειτα σκόνη κι άλλη σκόνη -ό χι όμως το όπλο. Συνέχισε να ψαχουλεύει για ένα ο λόκληρο λεπτό, παρ’ όλο που ήξερε ότι έλειπε. Το όπλο του πατέρα του δεν βρισκόταν εκεί που υποτίθεται ότι έπρεπε να βρίσκεται. Ή ταν έξω, στον κόσμο, και είχε σκοτώσει την Κέιτι. Έ βαλε στη θέση του το πηχάκι. Πήρε ένα ξεσκονόπανο και σκούπισε τη σκόνη που είχε πέσει στο πάτωμα. Πήγε την καρέκλα πίσω στην κουζίνα. Ένιωθε την ανάγκη να είναι ακριβής στις κινή σεις του. Ένιωθε ότι ήταν πολύ σημαντικό να παραμείνει ήρεμος. Έβαλε να πιει ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι και το άφησε στο τραπέ ζι. Πήρε την καρέκλα με το ξεχαρβαλωμένο πόδι και την έστρεψε έτσι, ώστε να κοιτάζει την πόρτα στο κέντρο του διαμερίσματος. Ή πιε μια γουλιά χυμό πορτοκάλι και κάθισε να περιμένει τον Ρέι. γ»
r
f
r
^C *
y r
f
r
t
t
Λ/
t
t
t
Ο #
«ΡΙΞΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ σ ’ αυτό», είπε ο Σον, βγάζοντας το φάκελο με τα αφανή αποτυπώματα από το χαρτόκουτο και ανοίγοντάς τον μπροστά στον Γ ουάιτι. «Αυτό είναι το πιο καθαρό που κατάφεραν να πάρουν από την πόρτα. Είναι μικρό, επειδή ανήκει σε παιδί». «Η κυρία Πράιορ άκουσε δύο παιδιά να παίζουν στο δρόμο λίγο
πριν η Κέιτι χτυπήσει το αυτοκίνητό της στο κράσπεδο», είπε ο Γουάιτι. «Έπαιζαν με μπαστούνια του χόκεϊ, είπε». «Είπε ότι άκουσε την Κέιτι να λέει, “Γεια” . Ίσως να μην ήταν η Κέιτι. Η φωνή ενός μικρού παιδιού μοιάζει με γυναικεία. Έτσι δικαιολογείται και η απουσία ιχνών. Πόσο ζυγίζει ένα παιδί; Ούτε πενήντα κιλά». «Μπορείς ν ’ αναγνωρίσεις τη φωνή αυτού του παιδιού;» «Μοιάζει με του Τζόνι θ ’ Σι». Ο Γουάιτι έγνεψε. «Το άλλο παιδί όμως δε λέει κουβέντα». «Επειδή δεν μπορεί να μιλήσει», είπε ο Σον.
«ΓΕΙΑ ΣΟΥ, ΡΕΪ», είπε ο Μπρένταν καθώς τα δυο παιδιά έμπαιναν στο διαμέρισμα. Ο Ρέι τον χαιρέτησε μ ’ ένα γνέψιμο. Ο Τζόνι Ο ’ Σι κούνησε το χέρι. Αρχισαν να προχωρούν προς την κρεβατοκάμαρα. «Έλα εδώ μισό λεπτό, Ρέι». Ο Ρέι κοίταξε τον Τζόνι. «Μισό λεπτό μόνο, Ρέι. Κάτι θέλω να σε ρωτήσω». Ο Ρέι στράφηκε προς το μέρος του και ο Τζόνι Ο ’ Σι άφησε την τσάντα του γυμναστηρίου που κουβαλούσε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της κυρίας Χάρις. Ο Ρέι προχώρησε από το μικρό χολ στην κουζίνα, άπλωσε τα χέρια του και κοίταξε τον αδερφό του σαν να του έλεγε, «Τι τρέχει;» Ο Μπρένταν έσυρε μια καρέκλα με το πόδι του και, αφού την έ βγαλε κάτω από το τραπέζι, την έδειξε μ’ ένα νεύμα. Το κεφάλι του Ρέι τινάχτηκε προς τα πάνω λες και μύρισε κάτι στην ατμόσφαιρα, ένα άρωμα που δεν του άρεσε καθόλου. Κοίταξε την καρέκλα κι έπειτα κοίταξε τον Μπρένταν. «Τι έκανα;» είπε με χειρονομίες. «Εσύ να μου πεις», είπε ο Μπρένταν. « Δ κ ν έκανα ι ί π ο ι α »
«Κάτσε, λοιπόν». «Δε θέλω». «Γιατί όχι;» Ο Ρέι ανασήκωσε τους ώμους του. «Ποιον μισείς, Ρέι;» είπε ο Μπρένταν. Ο Ρέι τον κοίταξε λες και είχε τρελαθεί.
«Έλα τώρα», είπε ο Μπρένταν. «Ποιον μισείς;» Το σινιάλο του Ρέι ήταν σύντομο. «Κανέναν». Ο Μπρένταν έγνεψε. «Εντάξει. Ποιον αγαπάς;» Ο Ρέι τον κοίταξε πάλι με απορία. Ο Μ πρένταν έσκυψε μπροστά, με τα χέρια του στα γόνατα. «Ποιον αγαπάς;» Ο Ρέι χαμήλωσε το βλέμμα του και κοίταξε πρώτα τα παπού τσια του κι έπειτα τον Μπρένταν. Σήκωσε το χέρι του κι έδειξε τον αδερφό του. «Εμένα αγαπάς;» Ο Ρέι έγνεψε, γεμάτος νευρικότητα. «Τη μαμά;» Ο Ρέι κούνησε το κεφάλι του. «Δεν την αγαπάς τη μαμά;» Ο Ρέι είπε με χειρονομίες: «Ούτε κρύο μού κάνει ούτε ζέστη». «Ώστε, λοιπόν, είμαι ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που α γαπάς;» Ο Ρέι πρότεινε το μικρό του πρόσωπο και σκυθρώπιασε. Τα χέ ρια του πέταξαν. «Ναι. Μπορώ να φύγω τώρα;» «Οχι», είπε ο Μπρένταν. «Κάτσε». Ο Ρέι κοίταξε την καρέκλα, με το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο και γεμάτο θυμό. Έπειτα σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον Μπρένταν. Σήκωσε το χέρι του, πρότεινε το μεσαίο του δάχτυλο κι έκανε μεταβολή για να φύγει από την κουζίνα. Πριν προλάβει να το καταλάβει κι ο ίδιος, ο Μπρένταν είχε αρ πάξει τα περισσότερα μαλλιά του Ρέι στα χέρια του και τον σή κωνε από το πάτωμα. Τράβηξε πίσω το χέρι του λες και τραβούσε το σκοινί για να βάλει μπροστά μια σκουριασμένη μηχανή του γκα ζόν, κι έπειτα άνοιξε τα δάχτυλά του και ο Ρέι απογειώθηκε προς τα πίσω, απαγκιστρωμένος από το χέρι του, και βρέθηκε πάνω από το τραπέζι της κουζίνας. Χτύπησε στον τοίχο κι έπεσε πάνω στο τραπέζι, κάνοντάς το να καταρρεύσει στο πάτωμα μαζί του. «Μ ’ αγαπάς;» είπε ο Μπρένταν, χωρίς καν να κοιτάζει τον α δερφό του. «Μ ’ αγαπάς τόσο που σκότωσες το κορίτσι μου, Ρέι; Ε;» Αυτό έθεσε τον Τζόνι Ο ’ Σι σε κίνηση, όπως είχε φανταστεί ο Μπρένταν. Ο Τζόνι άρπαξε την τσάντα του γυμναστηρίου κι άρ χισε να τρέχει προς την εξώπορτα, αλλά ο Μπρένταν χίμηξε κα
ταπάνω του. Αρπαξε το αγόρι από το λαιμό και το κοπάνησε πάνω στην πόρτα. «Ο αδερφός μου ποτέ δεν κάνει κάτι χωρίς εσένα, Ο ’ Σι. Ποτέ». Τράβηξε πίσω τη γροθιά του και ο Τζόνι φώναξε: «Όχι, Μπρεν, μη!» Ο Μπρένταν τον χτύπησε τόσο δυνατά στο πρόσωπο, που ά κουσε τη μύτη του να σπάει. Κι έπειτα τον χτύπησε ξανά. Ο Τζόνι έπεσε στο πάτωμα, κουλουριάστηκε σαν μπάλα φτύνοντας αίμα στο πάτωμα και ο Μπρένταν είπε: «Θα ξαναγυρίσω σ ’ εσένα. Θα ξαναγυρίσω και θα σε σκοτώσω στο ξύλο, τιποτένιο σκουπίδι». Ο Ρέι στεκόταν με τρεμάμενα πόδια, με τα παπούτσια του να γλιστρούν πάνω σε σπασμένα πιάτα, όταν ο Μπρένταν επέστρεψε u/ r t ο* t 9 στην κουζίνα και τον χαστούκισε με τέτοια δύναμη, που χτύπησε στο νεροχύτη. Αρπαξε τον αδερφό του από την μπλούζα, και ο Ρέι σος μάτια του και με το στόμα του πασαλειμμένο με αίμα, τον πέ ταξε στο πάτωμα, κράτησε ανοιχτά τα χέρια του και γονάτισε ε πάνω τους. «Μίλα», είπε ο Μπρένταν. «Ξέρω ότι μπορείς. Μίλα, βρομερό τέρας, ή αλλιώς, τ ’ ορκίζομαι στο Θεό, θα σε σκοτώσω. Μίλα!» ούρλιαξε ο Μπρένταν και κατέβασε με δύναμη τις γροθιές του στ’ αυτιά του Ρέι. «Μίλα! Πες το όνομά της. Πες το! Πες “ Κέιτι”, Ρέι. Πες “ Κέιτι” !» Το βλέμμα του Ρέι ήταν θολό και άδειο. Έφτυσε λίγο αίμα πάνω στο ίδιο του το πρόσωπο. «Μίλα!» ούρλιαξε ο Μπρένταν. «Θα σε σκοτώσω έτσι και δε μιλήσεις!» Αρπαξε τον αδερφό του από τις φαβορίτες, τον σήκωσε από το πάτωμα και τον κούνησε πέρα δώθε, μέχρι που τα μάτια του Ρέι έ στιασαν ξανά, και τότε ο Μπρένταν, κρατώντας το κεφάλι του α κίνητο, κοίταξε βαθιά μέσα στις γκρίζες κόρες τους και είδε εκεί μεσα τοσο πολυ μίσος και τοσο πολλή αγαπη, που ήθελε να κόψει το κεφάλι του αδερφού του και να το πετάξει από το παράθυρο. Του είπε ξανά, «Μίλα», αλλά τούτη τη φορά η φωνή του έ μοιαζε με βραχνό, πνιχτό ψίθυρο. «Μίλα». Ακουσε πίσω του ένα δυνατό βήχα και, όταν γύρισε να κοιτά ξει, είδε τον Τζόνι Ο ’ Σι όρθιο, φτύνοντας αίμα στο πάτωμα, με το όπλο του Τζαστ Ρέι στα χέρια του. /
t
y
ψ
w
/
Λ Λ
'
'
* ί\
Λ
*
*** Ο ΣΟΝ ΚΑΙ Ο ΓΟΥΑΪΤΙ ανέβαιναν τα σκαλιά όταν άκουσαν φασα ρία και φωνές μέσα από το διαμέρισμα και τους χαρακτηριστικούς ήχους της σάρκας που χτυπάει σάρκα. Έ νας άντρας ούρλιαξε, «Θα σε σκοτώσω», και ο Σον έφερε το χέρι του στο Γκλοκ του κάνο ντας να πιάσει το πόμολο της πόρτας. «Περίμενε», ειπε ο Γουάιτι, αλλα ο Σον ειχε ήδη γυρίσει το πομολο και μπαίνοντας στο διαμέρισμα είδε ένα όπλο να τον σημα δεύει στο στήθος από απόσταση δεκαπέντε εκατοστών. «Σταμάτα! Μην τραβήξεις τη σκανδάλη, μικρέ!» Ο Σον κοίταξε το ματωμένο πρόσωπο του Τζόνι Ο ’ Σι κι αυτό που ειδε εκει του εκοψε τα ποοια απο τον τρομο. Δεν υπήρχε τί ποτε στα μάτια του. Ίσω ς δεν είχε υπάρξει ποτέ. Το παιδί δεν θα τραβούσε τη σκανδάλη από θυμό ή από φόβο. Θα τραβούσε τη σκανδάλη επειδή ο Σον ήταν μια εικόνα βίντεο ύψους ένα ογδόντα πέντε και το όπλο ήταν ένα τζόιστικ. «Τζόνι, πρέπει να στρέψεις αμέσως αυτό το όπλο προς το πάτω μα». Ο Σον μπορούσε ν ’ ακούσει τη βαριά ανάσα του Γουάιτι στο κατώφλι πίσω του. «Τζόνι». «Μου έριξε μπουνιά», είπε ο Τζόνι θ ’ Σι. «Δύο φορές. Μου ’σπάσε τη μύτη». «Ποιος;» foZArrftre' «Ο Μπρένταν». Ο Σον κοίταξε αριστερά του και είδε τον Μπρένταν να στέκεται όρθιος στην πόρτα της κουζίνας με τα χέρια του στα πλευρά του, πετρωμένος. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ο Τζόνι θ ’ Σι ήταν έ τοιμος να πυροβολήσει τον Μπρένταν όταν εκείνος μπήκε από την πόρτα. Μπορούσε ν ’ ακούσει την αναπνοή του Μπρένταν, ρηχή και αργή. «Θα τον συλλάβουμε αφού σε χτύπησε, αν θέλεις». «Δε θέλω να τον συλλάβετε. Θέλω να πεθάνει». «Αυτό είναι μεγάλη κουβέντα, Τζόνι. Οι νεκροί δεν ξαναγυρίζουν πίσω, δεν το ξέρεις;» «Πώς δεν το ξέρω;» είπε το παιδί. «Τα ξέρω όλα αυτά, γαμώτο. Θα το χρησιμοποιήσεις;» Το πρόσωπο του παιδιού είχε τα χάλια του, το αίμα έσταζε από τη σπασμένη του μύτη στο σαγόνι του. 1— I
f O
9
Τ"*
t
>
9
Λ
t
J O
Λ
/
ΤΠ
f
Τ Γ»
9
9
t
L
t
t
9
«Τι;» έκανε ο Σον. Ο Τζόνι θ ’ Σι έδειξε μ ’ ένα νεύμα προς το γοφό του Σον. «Το όπλο σου. Είναι Γκλοκ, σωστά;» «Ναι, είναι Γκλοκ». «Τα Γκλοκ είναι γαμάτα, μάγκα μου. Μακάρι να ’χα κι εγώ ένα. Θα το χρησιμοποιήσεις;» «Τώρα;» «Ναι. Θα μου ρίξεις;» Ο Σον χαμογέλασε. «Όχι, Τζόνι». «Τι χαμογελάς, γαμώτο!» είπε ο Τζόνι. «Ρίξε μου. Ρίξε μου να δούμε τι θα γίνει. Θα είναι και γαμώ τις φάσεις». Τίναξε απότομα μπροστά το πιστόλι που κρατούσε, με το χέρι του ευθύ. Το στόμιο της κάννης απείχε τώρα από το στήθος του Σον λιγότερο από τρία εκατοστά. «Με έχεις στριμώξει για τα καλά, φίλε. Με πιάνεις;» είπε ο Σον. «Τον έχω στριμώξει για τα καλά, Ρέι», φώναξε ο Τζόνι. «Έναν μπάτσο, ρε φίλε. Εγώ! Κοίτα δω, ρε!» Ο Σον είπε: «Ας μην το αφήσουμε ν α ...» «Κάποτε ειοα ενα εργο. Ενας μπατσος κυνηγουσε εναν αραπη σε μια στέγη. Ο αράπης τον έριξε κάτω. Ο μπάτσος έπεσε φωνάζοντας “ Αααααα” κι έσκασε στο δρόμο σαν καρπούζι. Ο αράπης ήταν τόσο κακός, που δεν τον ένοιαζε που ο μπάτσος είχε γυναίκα και παιδιά, τόσο πρώτος ήταν ο αράπης, μάγκα». Ο Σον το είχε ξαναδεί αυτό. Τότε που φορούσε ακόμη στολή και τον είχαν στείλει να ελέγξει το πλήθος σε μια ληστεία τραπέζης που είχε πάει στραβά. Ο ληστής ένιωθε όλο και πιο δυνατός περίπου για δυο ωρες, εξαιτίας του κυρους που του εδινε το οπλο στα χέρια του, και ο Σον τον άκουγε να μπουρδολογεί στο μόνιτορ που είχαν συνδέσει με τις κάμερες της τράπεζας. Στην αρχή, ο τύπος ήταν τρομοκρατημένος, αλλά με το κύλισμα του χρόνου το είχε ξεπεράσει. Είχε ερωτευτεί το όπλο. Και για μια στιγμή ο Σον είδε τη Λόρεν να τον κοιτάζει από το μαξιλάρι της, να πιέζει το ένα της χέρι στο πλάι του κεφαλιού της. Είδε την κόρη των ονείρων του, τη μύρισε και σκέφτηκε τι σκατένιο πράγμα θα ήταν να πεθάνει χωρίς να ξαναδεί αυτήν ή τη Λόρεν. Εστιασε το βλέμμα του στο άδειο πρόσωπο που είχε μπροστά t /
r C*
/
r* r
·
/
*
/
γ
r
/
r
/ Λ
t
r
' Λ
του. «Βλέπεις αυτό τον τύπο απ’ τ ’ αριστερά σου, Τζόνι; Αυτόν που στέκεται έξω απ’ την πόρτα;» 1 Τα ματια του Τζονι τιναχτηκαν αστραπιαία προς τ αριστερα του. «Ναι». «Αυτός δε θέλει να σε πυροβολήσει. Αλήθεια». «Και να με πυροβολήσει, πολύ που με νοιάζει», είπε ο Τζόνι, αλλά ο Σον κατάλαβε ότι το παιδί είχε επηρεαστεί, και τα μάτια του τώρα είχαν γίνει νευρικά, τινάζονταν πάνω κάτω. «Αν όμως με πυροβολήσεις, δε θα μπορεί να κάνει αλλιώς». «Δε φοβάμαι να πεθάνω». «Το ξέρω. Ακου όμως: Δε θα σε πυροβολήσει στο κεφάλι. Ε μείς δε σκοτώνουμε παιδιά, φίλε. Αλλά, αν σε πυροβολήσει από κει όπου στέκεται, ξέρεις πού θα καταλήξει η σφαίρα;» Ο Σον κράτησε τα μάτια του στο πρόσωπο του Τζόνι, αν και το κεφάλι του φαινόταν να μαγνητίζεται από το όπλο που κρατούσε το παιδί -ήθελε να το κοιτάξει, να δει τη σκανδάλη, να καταλάβει αν το παιδί είχε σκοπό να την τραβήξει-, ενώ σκεφτόταν, Δεν θέλω να με πυροβολήσουν και, πολύ περισσότερο, δεν θέλω να με πυρο βολήσει ένα παιδί. Δεν θα μπορούσε να σκεφτεί πιο αξιοθρήνητο τρόπο να πεθάνει. Αισθανόταν τον Μπρένταν παγωμένο, τρία μέ τρα σ τ’ αριστερά του, να σκέφτεται ίσως το ίδιο πράγμα. Ο Τζόνι έγλειψε τα χείλη του. «Θα περάσει απ’ τον αγκώνα σου και θα σφηνωθεί στη ραχοκοκαλιά σου, φίλε. Θα μείνεις παράλυτος. Θα είσαι σαν εκείνα τα παιδιά στα διαφημιστικά του Τζίμι Φαντ. Ξέρεις για ποια σου μιλάω. Θα κάθεσαι στην αναπηρική πολυθρόνα, με τη μια σου πλευρά τελείως παράλυτη και με το κεφάλι σου να κρέμεται έξω από την πολυθρόνα. Θα σου τρέχουν τα σάλια, Τζόνι. Οι άνθρωποι θα πρέπει να σου κρατάνε την κούπα δίπλα σου για να μπορείς να πίνεις με το καλαμάκι». Ο Τζόνι είχε αλλάξει γνώμη. Ο Σον μπορούσε να το δει λες και ένα φως είχε σβήσει μέσα στο σκοτεινό μυαλό του παιδιού -κ ι αισθάνθηκε τώρα το φόβο να τον κυριεύει, γιατί ήξερε ότι το παιδί θα τραβούσε τη σκανδάλη μόνο και μόνο για ν’ ακούσει τον ήχο του πυροβολισμού. «Η μύτη μου, ρε μαλάκα», είπε ο Τζόνι και στράφηκε προς τον Μπρένταν. Ο Σον άκουσε την ανάσα του να βγαίνει βίαια από την έκπληξη Τ'
f
Τ
9
9
f
+
w
Λ f
'
' C
'
9
Λ
9
και, χαμηλώνοντας τα ματια, ειδε το οπλο να απομακρύνεται απο το σώμα του σαν να περιστρεφόταν πάνω σε τρίποδο. Άπλωσε το χέρι του τόσο γρήγορα, που ήταν λες και κάποιος άλλος κινούσε τα χέρια του, και αρπαξε το οπλο την ιδια στιγμή που ο Γουαιτι εμπαινε στο δωμάτιο με το Γ κλοκ να σημαδεύει το στήθος του παιοιου. Απο το στόμα του Τζονι βγήκε ενας ήχος -ενα αγκομαχητο ηττημενης έκπληξης, σαν να άνοιγε ενα χριστουγεννιάτικο δωρο και να έβρισκε μια άπλυτη αθλητική κάλτσα- και ο Σον έσπρωξε το σβέρκο του παιδιού πάνω στον τοίχο παίρνοντας του το όπλο. «Γαμιόλη», είπε ο Σον και κοίταξε τον Γουάιτι ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του από τον ιδρώτα. Ο Τζόνι άρχισε να κλαίει, όπως θα έκλαιγε μόνο ένα δεκατριάχρονο παιδί, σάμπως ολόκληρος ο κόσμος να ’χε στρογγυλοκαθίσει πάνω στο πρόσωπό του. Ο Σον τον γύρισε με το πρόσωπο στον τοίχο, έφερε τα χέρια του παιδιού πίσω από την πλάτη του και είδε τον Μ πρένταν να παίρνει τελικά μια βαθιά ανάσα, με τα χείλη και τα χέρια του να τρέμουν, ενώ ο Ρέι Χάρις στεκόταν πίσω του σε μια κουζίνα που έ μοιαζε να ’χει χτυπηθεί από κυκλώνα. Ο Γουάιτι έκανε ένα βήμα, στάθηκε πίσω από τον Σον κι έβαλε το χέρι του στον ώμο του. «Πώς είσαι;» «Θα μου ’ρίχνε», είπε ο Σον, νιώθοντας τον ιδρώτα να μου σκεύει κάθε εκατοστό των ρούχων του, ακόμα και τις κάλτσες του. «Ηταν έτοιμος». «Όχι, δεν ήμουν», είπε ο Τζόνι κλαψουρίζοντας. «Κοροΐδευα». «Γαμήσου», είπε ο Γ ουάιτι κι έσκυψε το πρόσωπό του σχεδόν κολλητά με του παιδιού. «Μόνο η μαμά σου νοιάζεται για τα δάκρυά σου, παλιόμουτρο. Καλύτερα να το συνηθίσεις αυτό». Ο Σον φόρεσε με μια σβέλτη κίνηση χειροπέδες στον Τζόνι θ ’ Σι και, αρπάζοντάς τον από την μπλούζα, τον οδήγησε στην κου ζίνα και τον έριξε σε μια καρέκλα. «Ρέι, μοιάζεις λες και κάποιος σε πέταξε από ένα φορτηγό που έτρεχε», είπε ο Γ ουάιτι. AsZArttfirfr' Ο Ρέι κοίταξε τον αδερφό του. Ο Μπρένταν στηριζόταν στο φούρνο και έδειχνε τόσο εξουθε νωμένος, που ο Σον υπολόγισε ότι αρκούσε ένα απαλό αεράκι για να σωριαστεί. «Ξέρουμε», είπε ο Σον. »
Ο
f
r
Α 9
Γ
f
9
\
'
γ
Τ
y
Λ
'
/
Λ
*
/
/
f
/
*—<
w
9
9
/
t
C*
9
«Τι ξέρετε;» ψιθύρισε ο Μπρένταν. Ο Σον κοίταξε το παιδί που μυξόκλαιγε στην καρέκλα και το άλλο παιδί, το βουβό, να τους κοιτάζει σαν να ευχόταν να φύγουν γρήγορα ώστε να μπορέσει να παίξει βιντεοπαιχνίδια στο υπνοδω μάτιό του. Ο Σον ήταν σίγουρος ότι, μόλις έβρισκαν ένα διερμηνέα νοηματικής γλώσσας και έναν κοινωνικό λειτουργό να τους ανα κρίνουν, θα έλεγαν ότι το έκαναν «επειδή». Επειδή είχαν το όπλο. Επειδή βρίσκονταν εκεί στο δρόμο όταν φάνηκε εκείνη με το αμάξι της. Επειδή, ίσως, ο Ρέι ποτέ του δεν τη συμπάθησε. Επειδή τους φάνηκε καλή ιδέα. Επειδή ποτέ δεν είχαν ξανασκοτώσει. Επειδή, όταν έχεις το χέρι σου κουλουριασμένο γύρω από μία σκανδάλη, πρέπει να την τραβήξεις, αλλιώς το χέρι σου θα σ ’ έτρωγε μετά για βδομάδες ολόκληρες. «Τι ξέρετε;» επανέλαβε ο Μπρένταν, με τη φωνή του βραχνή και υγρή. Ο Σον ανασήκωσε τους ώμους του. Ευχήθηκε να είχε μια απά ντηση για τον Μπρένταν, αλλά, κοιτάζοντας τα δυο αυτά παιδιά, δεν του ήρθε τίποτε στο μυαλό. Τίποτε απολύτως.
Ο ΤΖΙΜΙ ΠΗΡΕ ένα μικρό μπουκάλι ουίσκι και πήγε στην οδό Γκάνον. Στο τέλος του δρόμου υπήρχε ένα επιδοτούμενο γηροκομείο, ένα ογκώδες κτίριο από πωρόλιθο και γρανίτη χτισμένο τη δεκα ετία του ’60, που είχε ύψος δύο πατώματα και καταλάμβανε μισό τετράγωνο μέχρι την οδό Έλερ Κορτ, το δρόμο που ξεκινούσε από κει όπου τελείωνε η οδός Γκάνον. Ο Τζίμι καθόταν στα λευκά σκα λιά της εξώπορτάς του και κοίταζε την Γ κάνον. Η αλήθεια ήταν ότι είχε ακούσει πως έδιωχναν τους γέρους με τις κλοτσιές από δω, μια και το Πόιντ είχε γίνει τόσο δημοφιλές πια, που ο ιδιοκτήτης του κτιρίου σκόπευε να το πουλήσει σε κάποιον τύπο που ειδικευόταν σε μεζονέτες για νεαρά ζευγάρια. Στην πραγματικότητα, το Πόιντ δεν υπήρχε πια. Ή ταν ανέκαθεν το σνομπ αδερφάκι του Φλατς, τώρα όμως έμοιαζαν από άλλη οικογένεια. Σε λίγο καιρό, ίσως συ νέτασσαν ένα καταστατικό, άλλαζαν το όνομά του και το διέγρα φαν άπαξ και διά παντός από το χάρτη του Μπάκιγχαμ. Ο Τζίμι έβγαλε το πλακέ μπουκαλάκι από το τζάκετ του, ρού φηξε λίγο μπέρμπον και κοίταξε το σημείο όπου είχαν δει για τε λευταία φορά τον Ντέιβ Μπόιλ την ημέρα που τον είχαν πάρει οι
δυο άντρες, με το κεφάλι του να τους κοιτάζει μέσα από το πίσω παρμπρίζ, να γίνεται όλο και πιο θολό με την απόσταση, να χάνεται μέσα στις σκιές. Μακάρι να μην ήσουν εσύ, Ντέιβ. Αλήθεια. Σήκωσε το μπουκαλάκι και ήπιε στην Κέιτι. Ο μπαμπάς τον έ πιασε, κοριτσάκι μου. Ο μπαμπάς τον καθάρισε. «Μόνος σου μιλάς;» Ο Τζίμι σήκίοσε το βλέμμα του και είδε τον Σον να βγαίνει από το αυτοκίνητό του. Κρατούσε ένα κουτάκι μπίρα στο χέρι του και χαμογέλασε βλέποντας το μπουκαλάκι στα χέρια του Τζίμι. «Εσύ τι δικαιολογία έχεις;» «Πέρασα δύσκολη νύχτα», είπε ο Τζίμι. Ο Σον έγνεψε. «Κι εγώ. Είδα μια σφαίρα που έγραφε τ’ όνομά μου». Ο Τζίμι παραμέρισε και ο Σον κάθισε δίπλα του. «Πώς ήξερες ότι θα ήμουν εδώ;» „ «Μου το είπε η γυναίκα σου». /λ'ΖΑτα^ύ'Β' «Η γυναίκα μου;» Ο Τζίμι ποτέ δεν της είχε μιλήσει για τις βόλ τες του σ ’ αυτό το μέρος. Χριστέ μου, δεν υπήρχε δεύτερη σαν την Αναμπεθ. «Ναι. Τζίμι, σήμερα κάναμε μια σύλληψη». Ο Τζίμι ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’ το μπουκάλι, νιώθοντας την καρδιά του να πεταρίζει μέσα στο στήθος του. «Σύλληψη;...» «Ναι. Πιάσαμε τους δολοφόνους της κόρης σου. Τους έχουμε μέσα». « Δ ο λ ο φ ό νο ς;» είπε ο Τζίμι. «Γιατί χρησιμοποιείς πληθυντι κό;» Ο Σον έγνεψε. «Εδώ που τα λέμε, ήταν δύο παιδιά. Δεκατριάρηδες. Ο γιος του Ρέι Χάρις, ο Ρέι Τζούνιορ, κι ένα άλλο παιδί που λέγεται θ ’ Σι. Ομολόγησαν πριν από μία ώρα». Ο Τζίμι αισθάνθηκε ένα μαχαίρι να χώνεται στον εγκέφαλό του από το αυτί του και να μπήγεται με δύναμη. Έ να καυτό μαχαίρι μέσα στο κρανίο του. «Δεν υπάρχει αμφιβολία;» ρώτησε. «Καμία», είπε ο Σον. «Γ ιατί;» «Γιατί το έκαναν; Ούτε και οι ίδιοι ξέρουν. Έπαιζαν μ ’ ένα όπλο. Είδαν το αμάξι να ’ρχεται κι ένας απ’ αυτούς ξάπλωσε στη
μέση του δρόμου. Το αμάξι ντεραπάρει, το ντεμπραγιάζ ξεφεύγει και ο Ο ’ Σι τρέχει στο αμάξι με το όπλο. Είπε ότι ήθελε μόνο να την τρομάξει. Όμως το όπλο εκπυρσοκρότησε. Η Κέιτι τον χτύ πησε με την πόρτα και τα παιδιά είπαν ότι τότε τρελάθηκαν. Την κυνήγησαν ώστε να μην πει σε κανέναν ότι είχαν το όπλο». «Κι όλα αυτά τα χτυπήματα;» είπε ο Τζίμι και ήπιε άλλη μια γουλιά. «Ο Ρέι Τζούνιορ είχε ένα μπαστούνι του χόκεϊ. Δεν απαντάει στις ερωτήσεις. Είναι μουγκός, ξέρεις. Κάθεται εκεί πέρα μονάχα και σε κοιτάζει. Αλλά ο θ ’ Σι είπε ότι τη χτύπησαν επειδή τους έ βγαλε την πίστη στο τρέξιμο». Ανασήκωσε τους ώμους του καθώς η ανείπωτη σπατάλη εξέπληξε και τον ίδιο. «Τα κωλόπαιδα», είπε. «Φοβήθηκαν ότι θα έτρωγαν κατσάδα και γ ι’ αυτό τη σκότωσαν». Ο Τζίμι σηκώθηκε όρθιος. Ανοιξε το στόμα του για να ρουφήξει λίγο αέρα, όμως τα πόδια του δεν τον κράτησαν και ξανάπεσε στο σκαλί. Ο Σον έφερε το χέρι του στον ώμο του. ... «Με ίο μαλακό, Τζιμ. Πάρε μερικές ανάσες». OsZArafire' Ο Τζίμι είδε τον Ντέιβ καθισμένο στο έδαφος, να ψηλαφίζει την τομή που του ειχε ανοίξει ο Τζιμι απο τη μια ακρη της κοιλίας του ως την άλλη. Ακουσε τη φωνή του: Κοίταξέ με, Τζίμι. Κοίτα με. «Μου τηλεφώνησε η Σελέστ Μπόιλ», είπε ο Σον. «Είπε ότι ο Ντέιβ έχει εξαφανιστεί. Κι ότι εκείνη έχασε τα μυαλά της τις προ ηγούμενες μερες. Ειπε οτι ισως εσυ, Τζιμ, ξερεις που μπορεί να εί ναι». Ο Τζίμι προσπάθησε να μιλήσει. Ανοιξε το στόμα του, αλλά η τραχεία του γέμισε από κάτι που έμοιαζε με ταμπόν από υγρό βαμ βάκι. «Κανείς άλλος δεν ξέρει πού μπορεί να είναι ο Ντέιβ», είπε ο Σον. «Κι έχει μεγάλη σημασία να του μιλήσουμε, Τζιμ, επειδή μπορεί να ξέρει κάτι για έναν τύπο που δολοφονήθηκε έξω από το Λαστ Ντροπ τις προάλλες». «Έναν τύπο;» κατάφερε να πει ο Τζίμι προτού η τραχεία του κλείσει ξανά. «Ναι», είπε ο Σον, με τη φωνή του να σκληραίνει. «Έναν παι δεραστή, με τρεις καταδίκες στην πλάτη του. Πραγματικό σκουπί δι. Η θεωρία που κυκλοφορεί στα κεντρικά είναι ότι κάποιος τον έ πιασε στα πράσα μ ’ ένα μικρό παιδί και τον ξαπόστειλε στον άλλο κόσμο. Τέλος πάντων», είπε ο Σον, «θέλουμε να μιλήσουμε με τον Ντέιβ. Ξέρεις πού βρίσκεται, Τζιμ;» Ο Τζίμι κούνησε το κεφάλι του, έχοντας δυσκολία να δει οτιδή r
*
r
9
ry
ι- ι
r
t
r-j-i
t
V *
r
rr
r p
y
y
9
9η
/
r 9t
ποτε πέρα α π’ ό,τι έβλεπε με την περιφερειακή του όραση, λες και μπροστά από τα μάτια του είχε σχηματιστεί μια σήραγγα. «Όχι;» είπε ο Σον. «Είσαι σίγουρος; Η Σελέστ λέει ότι σου είπε πως ο Ντέιβ σκότωσε την Κέιτι. Φαίνεται να πίστευες κι εσύ το ιδιο. Αποκομισε την εντύπωση οτι σκόπευες να κάνεις κατι γι αυτό». y * 'C * ' t ft r 0 *Τ"* Τζιμι ειοε το φρεάτιο ενος υπονομου στην ακρη της σήραγ γας. «Σκοπεύεις να δίνεις πεντακόσια το μήνα και στη Σελέστ τώρα, Τζίμι;» Ο Τζίμι σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξαν ταυτόχρονα ο ένας το πρόσωπο του άλλου -ο Σον είδε αυτό που είχε κάνει ο Τζίμι, και ο Τζίμι είδε ότι ο Σον το είχε καταλάβει. ψ t r r r «Το εκανες, ετσι δεν είναι;» ειπε ο Σον. «Τον σκότωσες». Ο Τζίμι σηκώθηκε όρθιος, ενώ κρατιόταν από το κάγκελο. «Δεν ξέρεις τι λες». «Τους σκότωσες και τους δύο -τ ο ν Ρέι Χάρις και τον Ντέιβ Μπόιλ. Χριστέ μου, Τζίμι, όταν ήρθα για να σε βρω πίστευα ότι η όλη ιδέα είναι σκέτη τρέλα, αλλά τώρα το βλέπω στο πρόσωπό σου, άνθρωπέ μου. Τρελέ, παρανοϊκέ, γαμημένε ψυχοπαθή! Το έ κανες, αλήτη. Σκότωσες τον Ντέιβ. Σκότωσες τον Ντέιβ Μπόιλ. Το φίλο μας, Τζίμι». Ο Τζίμι ρούφηξε τη μύτη του. «Το φίλο μας; Σωστά, αγοράκι από το Πόιντ, ήταν το καλύτερο φιλαράκι σου, ναι. Ή σαστε κολλητοί οι δυο σας, έτσι;» Ο Σον έκανε ένα βήμα μπροστά και ήρθαν πρόσωπο με πρόσω πο. «Ήταν φίλος και των δυο μας, Τζίμι. Το ξέχασες;» Ο Τζίμι κοίταξε στα μάτια τον Σον και αναρωτήθηκε αν σκό πευε να του ρίξει γροθιά. «Την τελευταία φορά που είδα τον Ντέιβ», είπε, «ήταν στο σπίτι μου χτες το βράδυ». Έ σπρωξε παράμερα τον Σον και διέ σχισε το δρόμο, περνώντας στην οδό Γκάνον. «Αυτή ήταν η τελευ ταία φορά που είδα τον Ντέιβ». «Είσαι μεγάλος ψεύτης». Ο Τζίμι γύρισε, άπλωσε μπροστά τα χέρια του και κοίταξε τον Σον. «Αν είσαι τόσο σίγουρος, φόρα μου χειροπέδες». «Θα τα βρω όλα τα στοιχεία», είπε ο Σον. «Το ξέρεις ότι θα τα βρω». «Σκατά θα βρεις», είπε ο Τζίμι. «Ευχαριστώ που έπιασες τους / Ο
i
r p
f
r
c*
t
t
r n
/
r n
r
+
δολοφόνους της κόρης μου, Σον. Αλήθεια. Αν ήσουν και μια στάλα πιο γρήγορος...» Ο Τζίμι ανασήκωσε τους ώμους, του γύρισε την πλάτη κι άρχισε να κατεβαίνει την οδό Γ κάνον. Ο Σον τον κοιτούσε μέχρι που τον έχασε στο σκοτάδι κάτω από ένα σπασμένο φως του δρόμου, ακριβώς μπροστά από το παλιό σπίτι του Σον. Το έκανες, σκέφτηκε ο Σον. Το έκανες σ τ’ αλήθεια, ψυχρό, άκαρδο θηρίο... Και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι ξέρω πόσο έ ξυπνος είσαι. Δεν μας έχεις αφήσει πίσω κάτι για να συνεχίσουμε. Δεν είναι στο χαρακτήρα σου, εσυ είσαι τύπος της λεπτομερειας, Τζίμι. Παλιόμουτρο. «Τον έστειλες στον άλλο κόσμο», είπε ο Σον δυνατά. «Αυτό δεν έκανες, φίλε μου;» Πέταξε το κουτάκι της μπίρας του πάνω στο κράσπεδο, πήγε μέχρι το αυτοκίνητό του και τηλεφώνησε στη Λόρεν από το κινητό του. Όταν η Λόρεν το σήκωσε, εκείνος είπε: «Ο Σον είμαι». Σιωπή. Τώρα πια ήξερε τι ήθελε ν ’ ακούσει εκείνη κι εκείνος δεν της το είχε πει -τ ις λέξεις που αρνιόταν να προφέρει εδώ και πάνω από ενα χρονο. Θα τα πω ολα, ελεγε στον εαυτό του, τα παντα έκτος απ’ αυτό. Τώρα όμως το είπε. Το είπε όταν είδε εκείνο το παιδί να του έχει κολλήσει ένα όπλο στο στήθος, ένα παιδί που πρόδιδε το κενό του από μακριά, και όταν είδε τη σπίθα της απόγνωσης και της ελ πίδας στα μάτια του Ντέιβ τη στιγμή που ο Σον του πρότεινε να πιουν μια μπίρα μαζί, καθώς ο άνθρωπος εκείνος μάλλον δεν πί στευε ότι υπήρχε κάποιος που θα ήθελε να πιει μια μπίρα μαζί του. Και το είπε επειδή είχε νιώσει μια βαθιά ανάγκη μέσα του να το πει, τόσο για χάρη της Λόρεν όσο και για χάρη του ίδιου του του ε αυτού. «Συγνώμη», είπε. Και η Λόρεν μίλησε. «Γιατί;» «Που έριξα όλο το φταίξιμο πάνω σου». ■:·:Εντάξει». Α/ΖΑΤίφτβ' «Κ οίτα...» «Κ οίτα...» «Συνέχισε», είπε εκείνος. *
r
ψ
r
r
/Λ
t
r Λ
r Λ
r
r
*
f
r
t
«Ξέρεις...» «Τι;» «Ξ έρεις... Στο καλό, Σον, κι εγώ σου ζητώ συγνώμη. Δεν ήθελα να ...» «Δεν υπάρχει πρόβλημα», είπε εκείνος. «Αλήθεια». Πήρε μια βαθιά ανάσα, ρουφώντας τον βρόμικο, ταγκό, γεμάτο ιδρωτίλα αέρα του περιπολικού του. «Θέλω να σε δω. Και θέλω να δω και την κόρη μου». Και η Λόρεν απάντησε: «Πώς το ξέρεις ότι είναι δική σου;» «Είναι». «Όμως το τεστ πατρότητας...» «Είναι δική μου», ειπε εκείνος. «Δε χρειαζομαι αναλυση αίμα τος. Θα γυρίσεις σπίτι, Λόρεν; Πες μου, θα γυρίσεις;» Από τον σιωπηλό δρόμο ακουγόταν ο βόμβος μιας γεννήτριας. «Νόρα», είπε εκείνη. «Τι;» i-t /
Ο
^9
«Έτσι λένε την κόρη που, Σον».
*Α *V
* \
*
A/ZAr&flre'
«Νόρα», είπε, με τη λέξη υγρή στο λαιμό του.
ΟΤΑΝ Ο ΤΖΙΜΙ ΓΥΡΙΣΕ σπίτι, η Αναμπεθ τον περίμενε ξύπνια στην κουζίνα. Κάθισε απέναντι της στο τραπέζι κι εκείνη του χάρισε το αχνό, κρυφό χαμόγελο που ο Τζίμι λάτρευε, αυτό που του έλεγε ότι τον ήξερε τόσο καλά ώστε, ακόμα κι αν δεν ξαναμιλούσε για όλη την υπόλοιπη ζωή του, εκείνη θα συνέχιζε να ξέρει τι ήθελε να της πει. Ο Τζίμι της έσφιξε το χέρι και χάιδεψε τον αντίχειρά της με τον δικό του, προσπαθώντας να αντλήσει δύναμη από την εικόνα του εαυτού του που έβλεπε στο πρόσωπό της. Το μπέιμπι-φόουν ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι ανάμεσά τους. Το είχαν χρησιμοποιήσει τον προηγούμενο μήνα, όταν η Ναf t Λ r t r t t ντιν επεσε βαρια άρρωστη απο στρεπτόκοκκο και την ακουγαν να γουργουρίζει καθώς κοιμόταν, και ο Τζίμι φανταζόταν το μωράκι του να πνίγεται, ώσπου την άκουσε να βήχει τόσο πνιχτά και τρο χιά, που αναγκάστηκε να πεταχτεί από το κρεβάτι του, να την αρ πάξει και να τρέξει στο νοσοκομείο φορώντας μόνο ένα σορτς και μια μπλούζα. Η μικρή είχε γίνει γρήγορα καλά, αλλά η Αναμπεθ δεν είχε κρύψει το μπέιμπι-φόουν στο κουτί του, στο ντουλάπι της τραπεζαρίας. To κρατούσε ανοιχτο τις νύχτες, για ν ακούει αν η Ναντίν και η Σάρα κοιμόνταν καλά. ν'
*
rp
t
f
t
S
t
Τώρα δεν κοιμόνταν. Ο Τζίμι τις άκουγε μέσα από το μικρό η χείο να ψιθυρίζουν και να χαχανίζουν, και τρόμαζε όταν τις έφερνε στο μυαλό του και σκεφτόταν την ιοια στιγμή τις αμαρτίες του. Σκότωσα έναν άνθρωπο. Τον λάθος άνθρωπο. Τον έκαιγε αυτή η επίγνωση, αυτή η ντροπή. Σκότωσα τον Ντέιβ Μπόιλ. Στάλαζε, καυτή ακόμα, στην κοιλιά του. Τον μούσκευε. Δολοφόνησα. Δολοφόνησα έναν αθώο άνθρωπο. «Ω, αγάπη μου», είπε η Αναμπεθ, κοιτάζοντας ερευνητικά το πρόσωπό του. «Ω, μωρό μου, τι τρέχει; Είναι η Κέιτι; Μωρό μου, δείχνεις χάλια». Η Αναμπεθ έκανε το γύρο του τραπεζιού, με έναν έντρομο συν δυασμό ανησυχίας και αγάπης στα μάτια της. Κάθισε στα γόνατα του Τζιμι, πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της και τον αναγκασε να την κοιτάξει στα μάτια. «Πες μου. Πες μου τι συμβαίνει». Ο Τζίμι ήθελε να κρυφτεί απ’ αυτήν. Η αγάπη της τον πονούσε τώρα πολύ. Ή θελε να γλιστρήσει απ’ τα θερμά της χέρια και να βρει ένα σκοτεινό και σπηλαιώδες μέρος όπου καμιά αγάπη και κανένα φως δεν μπορούσε να φτάσει, να κουλουριαστεί, να γίνει μπάλα και να βογκήξει από τη θλίψη και την καταφρόνια για τον ε αυτό του μέσα στο έρεβος. «Τζίμι», ψιθύρισε. Του φίλησε τα βλέφαρα. «Τζίμι, μίλησέ μου. Μίλα μου, σε παρακαλώ». Πίεσε τις παλάμες της στους κροτάφους του, έμπλεξε τα δά χτυλά της στα μαλλιά του, έσφιξε το κεφάλι του και τον φίλησε. Η γλώσσα της γλίστρησε μέσα στο στόμα του εξερευνώντας τον, ψά χνοντας βαθιά για την πηγή του πόνου του, γλείφοντάς την, ικανή να γίνει νυστέρι έτσι και ήταν απαραίτητο για να κόψει τους καρκί νους του, να τους ρουφήξει έξω απ’ αυτόν. «Πες μου. Σε παρακαλώ, Τζίμι, πες μου». Και ήξερε, κοιτάζοντας την αγάπη της, ότι έπρεπε να της πει τα παντα, αλλιώς ήταν χαμένος. Δεν ήταν σίγουρος οτι ήταν ικανή να τον σώσει, αλλά ήταν σίγουρος ότι, αν δεν της ανοιγόταν τώρα, θα πέθαινε στα σίγουρα. Κι έτσι, της μίλησε. Της μίλησε για τα πάντα. Της μίλησε για τον Τζαστ Ρέι Χάρις, της μίλησε για τη θλίψη που ένιωθε να φωλιάζει μέσα του από τότε που ήταν έντεκα χρονών, της μίλησε για την αγάπη του για την ΚέΛ f
rp
/
f
f
f
*
r C *
t
*
**
r
κ
*
i
f
*
*
9
ιτι, που ήταν το μοναδικό θαυμαστό επίτευγμα της κατά τα άλλα ά χρηστης ύπαρξής του, για την Κέιτι στα πέντε της χρόνια, αυτή την ξένη κόρη που τον χρειαζόταν και την ίδια στιγμή αμφέβαλλε γι’ αυτόν το πιο τρομακτικό πράγμα που είχε αντικρίσει ποτέ, και τη μονη αγγαρεία που δεν μπορούσε να αποφυγει. Ειπε στη γυναίκα του ότι το να αγαπά την Κέιτι και να την προστατεύει ήταν το κέ ντρο της ύπαρξής του, και, όταν τη σκότωσαν, πέθανε κι αυτό μαζί της. «Κι έτσι», της είπε, με την κουζίνα να μικραίνει και να σφίγγει γύρω τους, «σκότωσα τον Ντέιβ. Τον σκότωσα και τον έριξα στον Μίστικ Ρίβερ, και -σ α ν να μην έφτανε αυτό το έγκλημα- τώρα α νακάλυψα ότι ήταν αθώος. »Αυτά έχω κάνει, Αναμπεθ. Και δεν μπορώ να τα ξεκάνω. Σκέ φτομαι ότι θα ’πρεπε να πάω στη φυλακή. Να ομολογήσω το φόνο του Ντέιβ και να ξαναγυρίσω στη φυλακή, επειδή εκεί πιστεύω ότι ανήκω. Όχι, γλύκα μου, όχι, όχι, δεν κάνω εγώ για εδώ. Κανείς δεν μπορεί να με εμπιστευτεί». Η φωνή του ακουγόταν σαν τη φωνή κάποιου άλλου. Η χροιά της ήταν τόσο διαφορετική απ’ αυτήν που άκουγε συνήθως να βγαίνει από τα χείλη του, ώστε αναρωτήθηκε αν και η Αναμπεθ έ βλεπε μπροστά της όχι τον ίδιο αλλά κάποιον ξένο, ένα αντίγραφο του Τζίμι, μια αιθέρια προβολή του. Ό μως το πρόσωπό της ήταν στεγνό και σκεπτικό, τόσο ακίνητο, που θα μπορούσε να ποζάρει για να της ζωγραφίσουν το πορτραίτο. Με το πιγούνι της υψωμένο, τα μάτια της καθάρια και αινιγματικά. Ο Τζίμι άκουσε ξανά τα κορίτσια στο μπέιμπι-φόουν να σιγοψι θυρίζουν, και ο ήχος τον χάιδεψε σαν απαλή πνοή του ανέμου. Η Αναμπεθ άπλωσε τα χέρια της, άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του και ο Τζίμι κοίταξε τα επιδέξια δάχτυλά της πάνω στο μουδιασμένο του κορμί. Άνοιξε το πουκάμισό του, το κατέ βασε στους ώμους του και ακούμπησε το αυτί της στο στέρνο του. Ο Τζίμι είπε: «Δ εν...» «Σσσ...» του ψιθύρισε. «Θέλω ν ’ ακούσω την καρδιά σου». Τα χέρια της γλίστρησαν πάνω στα πλευρά του κι έπειτα στην πλάτη του, και πίεσε το πλάι του κεφαλιού της πάνω στο στήθος του. Έκλεισε τα μάτια της κι ένα μικρό χαμόγελο καμπύλωσε τις ά κρες των χειλιών της. Κάθισαν έτσι για λίγο. Ο ψίθυρος από το μπέιμπι-φόουν είχε »
'
C *
*
*
γ-**
*
αλλάξει τώρα, η υπόκωφη ησυχία από τον ύπνο των θυγατέρων του είχε επιστρέψει ξανά. Όταν αποτραβήχτηκε η Αναμπεθ, ο Τζίμι αισθανόταν ακόμη το μάγουλό της στο στήθος του, σαν μόνιμο σημάδι. Κατέβηκε από πάνω του, κάθισε μπροστά του στο πάτωμα και κοίταξε το πρό σωπό του. Έγειρε το κεφάλι της προς το μπέιμπι-φόουν και για λίγο άκουγαν τις κόρες τους να κοιμούνται. «Ξέρεις τι τους είπα όταν τις έβαλα για ύπνο απόψε;» Ο Τζίμι κούνησε το κεφάλι του. Η Αναμπεθ είπε: «Τους είπα ότι έπρεπε να είναι διπλά καλές μαζι σου για λιγο, γιατί εσυ αγαπούσες την Κειτι ακόμα περισσό τερο απ οσο την αγαπούσαμε εμείς. Την αγαπούσες τοσο πολυ επειδή εσυ την επλασες κι επειδή εσυ την κράτησες στην αγκαλια σου όταν ήταν μικρή -κ α ι μερικές φορές ένιωθες, τους είπα, τόσο μεγάλη αγάπη γι’ αυτήν, που η καρδιά σου φούσκωνε σαν μπαλόνι και νόμιζες ότι θα σκάσει από την πολλή αγάπη». «Χριστέ μου», είπε ο Τζίμι. «Τους είπα ότι τόσο ακριβώς τις αγαπάει κι εκείνες ο μπαμπάς. Ό τι έχει τέσσερις καρδιές κι ότι είναι όλες τους μεγάλες και φου σκωμένες σαν μπαλόνια, και πονούν. Και η αγάπη σου για μας ση μαίνει ότι δε χρειάζεται να ανησυχήσουμε ποτέ. Και η Ναντίν με ρώτησε, “Ποτέ ποτέ;”» «Σε παρακαλώ». Ο Τζίμι αισθάνθηκε να συντρίβεται κάτω από τόνους γρανίτη. «Σταμάτα». Κούνησε μια φορά το κεφάλι της, κοιτάζοντάς τον με γαλήνια μάτια. «Είπα στη Ναντίν, “Ποτέ ποτέ, αγάπη μου. Επειδή ο μπα μπάς είναι βασιλιάς, όχι πρίγκιπας. Και οι βασιλιάδες ξέρουν τι πρέπει να κάνουν -ακόμα κι αν είναι δύσκολο- για να γίνουν τα πράγματα όπως πρέπει να είναι. Ο μπαμπάς είναι ένας βασιλιάς και θα κάνει...» «Αναμπεθ...» A/ZArAfirBr« ...θα κάνει ό,τι πρέπει γ ι’ αυτούς που αγαπά. Όλοι κάνουμε λάθη. Όλοι. Ό μως οι σπουδαίοι άνθρωποι προσπαθούν να κά νουν τα πράγματα όπως πρέπει να είναι. Κι αυτό είναι που μετρά ει. Αυτό είναι η μεγάλη αγάπη. Και γι’ αυτό ο μπαμπάς είναι σπου δαίος άνθρωπος”». Ό Τζίμι ένιωσε να τυφλώνεται. «Ό χι...» είπε. y *
Λ
}
Γ·
r
r
f
r
»
f
t
t
Λ
t
f
r /
f
#
t
rp
*
t
t
Λ »
Λ
/
«Τηλεφώνησε η Σελέστ», είπε η Αναμπεθ, με τις λέξεις τώρα να εκτοξεύονται από το στόμα της σαν βέλη. «Μ η...» «Ήθελε να μάθει πού είσαι. Μου είπε ότι σου είχε αναφέρει τις υποψίες της για τον Ντέιβ». Ο Τζίμι σκούπισε τα μάτια του με την ανάστροφη της παλάμης του και κοίταξε τη γυναίκα του λες και την έβλεπε για πρώτη φορά. «Ετσι μου είπε, Τζίμι, και τι γυναίκα είναι αυτή που λέει τέ τοια πράγματα για τον άντρα της; Πόσο ανάξια πρέπει να είσαι για να πεις τέτοια παραμύθια; Και γιατί έπρεπε να τα πει σ ’ εσένα; Ε, Τζιμ; Γιατί έτρεξε σ ’ εσένα;» Ο Τζίμι είχε κάτι στο μυαλό του γι’ αυτό -πάντα είχε μια ιδέα για τον τρόπο που τον κοίταζε μερικές φορές η Σελέστ-, αλλά δεν είπε κουβέντα. Η Αναμπεθ χαμογέλασε, λες και μπορούσε να δει την απάντηση στο πρόσωπό του. «Θα μπορούσα να σου είχα τηλεφωνήσει στο κι νητό. Θα μπορούσα. Μόλις μου είπε όσα είχε πει και σ ’ εσένα και θυμήθηκα που σε είδα να φεύγεις με τον Βαλ, μπορούσα να μα ντέψω τι πήγαινες να κάνεις, Τζίμι. Δεν είμαι ηλίθια». Σίγουρα δεν ήταν. Ποτέ της. «Αλλά δε σου τηλεφώνησα. Δεν το σταμάτησα». Η φωνή του Τζίμι έσπασε λέγοντας τις επόμενες δύο λέξεις: «Γ ιατί όχι;» Η Αναμπεθ τίναξε το κεφάλι της λες και η απάντηση θα έπρεπε να ήταν προφανής. Σηκώθηκε όρθια κοιτάζοντάς τον από ψηλά μ’ αυτό το παράξενο βλέμμα της και πέταξε με μια κλοτσιά τα παπού τσια από τα πόδια της. Ανοιξε το φερμουάρ του τζιν της, κατέβασε το παντελόνι στα γόνατά της, λύγισε τη μέση της και το έσπρωξε μέχρι τους αστραγάλους της. Το άφησε να κουλουριαστεί στο πά τωμα βγαίνοντας από μέσα του μ ’ ένα μικρό βήμα, ενώ ταυτόχρονα έβγαζε την μπλούζα της και το σουτιέν της. Τράβηξε τον Τζίμι από την καρέκλα του. Πίεσε το σώμα του πάνω στο δικό της και φίλησε τα υγρά του ζυγωματικά. « Ε κ ε ίν ο ι» , είπε, «<είναι αδύναμοι»·.
A s Z A r a f ir B '
«Ποιοι εκείνοι;» «Όλοι τους», του είπε. «Όλοι οι άλλοι εκτός από μας». Έσπρωξε το πουκάμισο του Τζίμι από τους ώμους του και ο 1 Τζιμι ειδε το πρόσωπό της στο Πεν Τσανελ την πρώτη νύχτα που
r- -i y r
r C*
f
r
Π
r p
r
ψ
r
είχαν βρεθεί. Τον είχε ρωτήσει τότε αν είχε το έγκλημα στο αίμα του και ο Τζίμι την είχε πείσει ότι δεν το είχε, επειδή είχε σκεφτεί ότι αυτή ήταν η απάντηση που ήθελε ν ’ ακούσει. Μόνο τώρα, δωδεκάμισι χρόνια αργότερα, καταλάβαινε ότι το μόνο που ήθελε από κείνον ήταν η αλήθεια. Όποια κι αν ήταν η απάντηση, η Αναμπεθ θα είχε προσαρμοστεί σ ’ αυτήν. Θα την είχε υποστηρίξει. Θα είχαν χτίσει τη ζωή τους ανάλογα. «Εμείς δεν είμαστε αδύναμοι», είπε, και ο Τζίμι αισθάνθηκε την επιθυμία να τον κυριεύει, λες και δυνάμωνε μέσα του σε ένταση από τότε που είχε γεννηθεί. Αν μπορούσε να τη φάει ζωντανή χωρίς να της προκαλέσει πόνο, θα καταβρόχθιζε τα όργανά της, θα έχωνε τα δόντια του στο λαιμό της. «Ποτέ δε θα φανούμε αδύναμοι». Κάθισε στο τραπέζι της κου ζίνας με τα πόδια της να κρέμονται στον αέρα. Ο Τζίμι κοίταξε τη γυναίκα του καθώς έβγαζε το παντελόνι του, γνωρίζοντας ότι αυτό ήταν μια προσωρινή λύση, ότι εξέφραζε μο νάχα τον πόνο από το φόνο του Ντέιβ, ξεφεύγοντας απ’ αυτόν χάρη στο κουράγιο και στη σαρκα της γυναίκας του. Αλλα ήταν ο,τι επρεπε γ ι’ απόψε. Ίσως όχι για αύριο ή για τις επόμενες ημέρες. Για σήμερα, πάντως, ήταν σίγουρα αρκετό. Ετσι δεν ξεκίνα, άλλωστε, κάθε ανάρρωση; Με ένα μικρό βήμα τη φορά; Η Αναμπεθ έφερε τα χέρια της στους γοφούς του, με τα νύχια της να σκάβουν τη σάρκα κοντά στη ραχοκοκαλιά του. «Τζιμ, όταν τελειώσουμε...» «Ναι;» Ό Τζίμι ένιωθε χαμένος στη μέθη της. «Μην ξεχάσεις να καληνυχτίσεις τα κορίτσια σου μ ’ ένα φιλί». f
f
r
r
t
/
/
t
λ ^ ^
· ■ »
f»
»*
»
»
>
'
Λ
Λ
/
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΖΙΜΙ ΦΛΑΤΣ ΚΥΡΙΑΚΗ
28 ΘΑ ΣΟΥ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ ΘΕΣΗ
Τ Ο ΠΡΩΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ο Τζίμι ξύπνησε από ένα μακρινό ήχο τυμπάνων. A/ZArtofir&' Δεν εμοιαζε με τα τύμπανα και τα ηχηρά πιατινια κάποιου ά γριου συγκροτήματος νεαρών με κρίκους στα ρουθούνια, σ ’ ένα κλαμπ πλημμυρισμένο από ιδρώτα- ήταν ο βαθύς, σταθερός χτύ πος των ταμπούρλων κάποιου στρατιωτικού τμήματος που είχε στρατοπεδεύσει στα περίχωρα της πόλης. Έπειτα, άκουσε τα ξαφ νικά και φάλτσα βελάσματα χάλκινων πνευστών. Και πάλι, όμως, ο ήχος φαινόταν να έρχεται από μακριά -ν α καλπάζει στην πρωινή ατμόσφαιρα από απόσταση δέκα ή δώδεκα οικοδομικών τετραγώ νω ν- και έσβησε σχεδόν αμέσως. Ή ταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του μέσα στην αναζωογονητική σιγαλιά του κυριακάτικου πρωινού -μάλλον ηλιόλουστου, κρίνοντας από τη δυνατή κίτρινη λάμψη πίσω από τα κλειστά παντζούρια. Άκουσε τα φτεροκοπήματα και τα γουργουρητά των περιστεριών έξω στο περβάζι και το ξερό γά βγισμα ενός σκύλου πέρα στο δρόμο. Μια πόρτα αυτοκινήτου ά νοιξε κι έκλεισε, και περίμενε ν ’ ακούσει τον κινητήρα να παίρνει μπροστά, κάτι που ποτέ δεν ήρθε, κι έπειτα άκουσε πάλι τον βαθύ γδούπο των ταμπούρλων, πιο σταθερό και πιο σίγουρο αυτή τη φορά. ι
/
ν'
f
?
t
ψ
t
Κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο: Η ώρα ήταν έντεκα. Η τελευ ταία φορά που είχε αργήσει να ξυπνήσει τόσο ήταν... Δεν μπο ρούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε κοιμηθεί μέχρι τόσο αργά. Είχαν περάσει χρόνια από τότε, ίσως μια ολόκληρη δεκαετία. Έφερε στο νου του την εξάντληση των τελευταίων ημε ρών, την αίσθηση του φερέτρου της Κέιτι ν ’ ανεβοκατεβαίνει σαν ασανσέρ μέσα στο κορμί του. Κι έπειτα τον Τζαστ Ρέι Χάρις και τον Ντέιβ Μπόιλ που τον είχαν επισκεφθεί το προηγούμενο βράδυ ενώ καθόταν μεθυσμένος στον καναπέ του καθιστικού του με ένα όπλο στα χέρια του, χαιρετώντας τον από το πίσω κάθισμα του α μαξιού που μύριζε μήλα. Και το πίσω μέρος του κεφαλιού της Κέιτι είχε ξεπροβάλει ανάμεσά τους καθώς το αμάξι απομακρυνόταν στην οδό Γ κάνον. Η Κέιτι δεν είχε γυρίσει να κοιτάξει ούτε μια φορά, και ο Τζαστ Ρέι κι ο Ντέιβ κουνούσαν τα χέρια τους σαν πα λαβοί και χαμογελούσαν ηλίθια, ενώ την ίδια στιγμή ο Τζίμι είχε νιώσει το όπλο στην παλάμη του να τον φαγουρίζει. Στα ρουθούνια του είχε φτάσει η μυρωδιά του λαδιού και σκέφτηκε να βάλει την κάννη στο στόμα του. Η αγρυπνία ήταν εφιαλτική εμπειρία. Η Σελέστ είχε εμφανι στεί στις οχτώ, όταν η αίθουσα ήταν γεμάτη κόσμο, και είχε επιτε θεί στον Τζίμι χτυπώντας τον με τις γροθιές της και αποκαλώντας τον δολοφόνο. «Εσύ έχεις τουλάχιστον το σώμα της!» είχε ουρλιάξει. «Εγώ τι έχω; Πού είναι, Τζίμι; Πού;» Και ο Μπρους Ριντ με τους γιους του την είχαν τραβήξει από πάνω του και την είχαν βγά λει σηκωτή από κει, αλλά η Σελέστ συνέχιζε να ουρλιάζει μ ’ όλη της τη δύναμη: «Δολοφόνε! Είναι δολοφόνος! Σκότωσε τον άντρα μου! Δολοφόνε!» Δολοφόνε. ψ t f r t f Επειτα ειχε γίνει η κηδεία, και ειχε ψάλει η νεκρώσιμη λειτουρ γία, και ο Τζίμι στεκόταν εκεί βλέποντας να κατεβάζουν το μωρό του στο λάκκο και να σκεπάζουν το φέρετρό του με σωρούς χώμα και σκόρπιες πέτρες, και την Κέιτι να ξεθωριάζει κάτω από όλο αυτό το χώμα, λες και δεν είχε ζήσει ποτέ. Χθες το βράδυ είχε νιώσει το βάρος των ημερών στα κόκαλά του και είχε βουλιάξει ακόμα πιο βαθιά, με το φέρετρο της Κέιτι να πηγαίνει πάνω κάτω, πάνω κάτω, ώσπου για την ώρα έβαλε το όπλο του στο συρτάρι κι έπεσε βαρύς στο κρεβάτι, νιώθοντας πα / Γ»
ς·
λ
λ
ραλυμένος, με το αίμα του να σβολιάζει και με το μεδούλι του να ’χει γεμίσει από τη νεκρή του κόρη. Ω, Θεέ μου, σκέφτηκε, ποτέ δεν έχω νιώσει τόσο κουρασμένος. Τοσο κουρασμένος, τοσο λυπημένος, τοσο άχρηστος και τοσο μονος. Είμαι εξουθενωμένος από τα λάθη, την οργή και την πικρή, ολόπικρή μου θλίψη. Αφανισμένος από τις αμαρτίες μου. Θεέ μου, άφησέ με μόνο να πεθάνω ώστε να μην ξανακάνω κακό, να μην κουραστώ άλλο και να πάψω να κουβαλάω τα βάρη του χαρακτήρα μου και αυτών που αγαπώ. Απάλλαξε με απ’ όλα αυτά, γιατί εγώ είμαι πολυ κουρασμένος για να το κανω μονος μου. Η Αναμπεθ είχε προσπαθήσει να κατανοήσει αυτή την ενοχή, αυτό τον τρόμο που προκαλούσε ο ίδιος στον εαυτό του, αλλά δεν μπορούσε. Επειδή εκείνη δεν είχε τραβήξει τη σκανδάλη. Και τώρα, είχε κοιμηθεί μέχρι τις έντεκα. Δώδεκα ώρες χωρίς διακοπή, σ ’ έναν ύπνο σκέτο λήθαργο, αφού δεν είχε ακούσει καν την Αναμπεθ να ξυπνάει. Κάπου είχε διαβάσει ότι το γνώρισμα της βαριάς κατάθλιψης ήταν μια συνεχής κόπωση, μια καταναγκαστική ανάγκη για ύπνο, αλλά καθώς ανακάθισε στο κρεβάτι του ακούγοντας το γδούπο των τυμπάνων, μαζί με την έκρηξη των πνευστών, αυτή τη φορά μάλι στα μέσα στον τόνο, αισθάνθηκε ξαφνικά ανανεωμένος. Αισθάνθηκε είκοσι χρονών. Αισθάνθηκε ανοιχτός, πέρα για πέρα ξύπνιος, λες και δεν θα χρειαζόταν ποτέ ξανά να κοιμηθεί στη ζωή του. Ή ταν η παρέλαση, συνειδητοποίησε. Τα τύμπανα και τα πνευ στά της ορχήστρας η οποία προετοιμαζόταν να παρελάσει στη λε ωφόρο Μπάκιγχαμ το μεσημέρι. Σηκώθηκε, πήγε στο παράθυρο κι άνοιξε τα παντζούρια. Η αστυνομία είχε αποκλείσει τη λεωφόρο Μπάκιγχαμ από το Φλατς μέχρι το Ρόουμ Μπέιζιν. Τριάντα έξι ο λόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. Κοίταξε τη λεωφόρο από το πα ράθυρό του. Ή ταν μια καθαρή λωρίδα μπλε και γκρίζας ασφάλτου που αστραφτε κατω απο τον λαμπερό ήλιο, και ο Τζιμι δεν θυμό ταν να την έχει ξαναδεί τόσο καθαρή. Γαλάζια απαγορευτικά τρί ποδα έκλειναν τις παρόδους και απλώνονταν κατά μήκος των πεζο δρομίων και προς τις δύο κατευθύνσεις, μέχρι εκεί όπου έφτανε το βλέμμα του Τζίμι. Οι γείτονες είχαν αρχίσει να βγαίνουν από τα σπίτια τους και να παίρνουν θέσεις στα πεζοδρόμια. Ο Τζίμι τους είδε ν ’ αφήνουν τα ψυγειάκια, τα ραδιόφωνα και τα καλάθια τους με τα φαγητά για το πικνίκ, και χαιρέτησε τον Νταν και τη Μορίν Γκούντεν, που ξε γτί r
*
r
Λ r
t
f
/
r
'
Λ
r
/
/Λ
r p wf
^
t\
t
δίπλωναν τις πτυσσόμενες καρέκλες τους μπροστά από το Στεγνοκαθαριστήριο Χένεσι. Όταν τον χαιρέτησαν κι εκείνοι με τη σειρά τους, ένιωσε συγκίνηση από το ενδιαφέρον που είδε στο πρόσωπό τους. Η Μορίν έκανε χωνί τα χέρια της μπροστά από το στόμα της και του φώναξε. Ο Τζίμι άνοιξε το παράθυρο και έσκυψε στο περ βάζι, παίρνοντας μια μικρή δόση πρωινού ήλιου, λαμπρής ατμόσφαίρας και ανοιξιάτικης σκόνης που ειχε κολλήσει στη σήτα. «Τι είναι, Μορίν;» «Είπα, τι κάνεις, καλέ μου;» είπε η Μορίν. «Είσαι εντάξει;» «Ναι», είπε ο Τζίμι, νιώθοντας έκπληξη στη διαπίστωση ότι, πράγματι, ένιωθε πολύ καλά. Συνέχιζε βέβαια να κουβαλάει μέσα του την Κέιτι σαν μια δεύτερη, οργισμένη και πληγωμένη καρδιά που ποτέ -ήταν σίγουρος γ ι’ αυτό- δεν θα σταματούσε να χτυπάει σαν τρελή. Δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις. Η θλίψη τού είχε γίνει μόνιμη, εμοιαζε πιο πολυ με ενα εσωτερικό του οργανο παρα με ενα μέλος του σώματός του. Αλλά, με κάποιον τρόπο, μέσα σ ’ αυτόν το μακρύ ύπνο του, είχε τουλάχιστον κατακτήσει τη στοιχειώδη απο δοχή του γεγονότος. Η θλίψη υπήρχε μέσα του, ήταν ένα κομμάτι του, και υ π ’ αυτούς τους όρους μπορούσε να την αντιμετωπίσει. Και έτσι, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, αισθάνθηκε πολύ καλύτερα απ’ όσο περίμενε να νιώσει. «Είμαι... εντάξει», φώ ναξε στη Μορίν και στον Νταν. «Σχετικά πάντα, καταλαβαίνετε». Η Μορίν έγνεψε και ο Νταν είπε: «Αν χρειαστείς κάτι, Τζίμι;...» «Οτιδήποτε», είπε η Μορίν. Και ο Τζίμι αισθάνθηκε ένα περήφανο και παντοτινό κύμα αγά πης γ ι’ αυτούς τους ανθρώπους και για ολόκληρη τη γειτονιά, λέγο ντας, «Όχι, είμαι καλά. Σας ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Αλήθεια». «Θα κατέβεις;» φώναξε η Μορίν. «Ναι, ετσι νομίζω», ειπε ο Τζιμι, χωρίς να το ξερει μέχρι να το ακούσει από το στόμα του. «Θα τα πούμε κάτω σε λίγο». «Θα σου κρατήσουμε θέση», είπε ο Νταν. Χαιρετήθηκαν ξανά κι έπειτα ο Τζίμι έφυγε από το παράθυρο, με το στήθος του ακόμα γεμάτο αγάπη και περηφάνια. Αυτοί ήταν οι δικοί του άνθρωποι. Και αυτή ήταν η γειτονιά του. Το σπίτι του. Θα του κρατούσαν μια θέση. Ναι, θα το έκαναν. Για τον Τζίμι από το Φλατς. Έ τσι τον έλεγαν τον παλιό καιρό οι παλιότεροι στην πιάτσα, προτού τον πιάσουν και τον στείλουν στο Ντιρ Αιλαντ. Τον πή γαιναν στις λέσχες της οδού Πρινς στο Νορθ Εντ και έλεγαν, «Έι, V »
9
\
ί
f
y
·
Λ
9»U
ί
r
/
9
Aa
9
r p
ν·» 9
/
/
9
9
9γ
9
9
9
Κάρλο, αυτό είναι το φιλαράκι μου που σου ’λεγα. Ο Τζίμι. Ο Τζίμι από το Φλατς». Και ο Κάρλο ή ο Τζίνο ή ένας από τους τύπους που το επίθετό τους άρχιζε από θ ’ γούρλωναν τα μάτια και έλεγαν, «Πλάκα μου κάνεις; Ο Τζίμι Φλατς; Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Τζίμι. Θαυμάζω τη δουλειά σου από πολύ καιρό». Συνήθω ς ακολουθούσαν αστεία σχετικά με την ηλικία του («Πώς άνοιξες το πρώτο σου χρηματοκιβώτιο; Με την παραμάνα της πάνας σου;»), αλλά ο Τζίμι μπορούσε να διακρίνει το σεβασμό -α ν όχι ένα ελαφρύ δέος- που αισθάνονταν αυτοί οι σκληροί τύποι στην παρουσία του. Ή ταν ο Τζίμι Φλατς. Είχε δική του συμμορία στα δεκαεφτά. Στα δεκαεφτά, το πιστεύεις; Έ νας τύπος σοβαρός. Δεν ήταν να τα βάζεις μαζί του. Ένας άντρας που κρατούσε το στόμα του κλειστό, ήξερε πώς παίζεται το παιχνίδι και ήξερε τι σημαίνει σέβας. Ένας άντρας που έβγαζε χρήματα για τους φίλους του. Τότε ήταν ο Τζίμι Φλατς, και ο Τζίμι Φλατς ήταν και τώρα, κι αυτοί οι άνθρωποι που άρχιζαν να μαζεύονται για να δουν την πα ρέλαση τον αγαπούσαν. Ανησυχούσαν γ ι’ αυτόν και μοιράζονταν ένα μέρος της θλίψης του όσο καλύτερα μπορούσαν. Κι αυτός τι τους έδινε ως αντάλλαγμα για την αγάπη τους; Έπρεπε να το σκε φτεί. Αλήθεια, τι έδινε αυτός σ ’ εκείνους; Το πιο κοντινο παραδειγμα κυρίαρχης παρουσίας σ αυτή τη γειτονιά από τότε που το FBI είχε διαλύσει τη συμμορία του Αούι Τζέλο ήταν, ποιος άραγε; Ο Μπόμπι θ ’ Ντόνελ, ίσως. Ο Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ και ο Ρόμαν Φάλοου. Έ να δίδυμο εμπόρων ναρκωτικών ελαφρών βαρών που είχαν περάσει στην προστασία και στην τοκο γλυφία. Ο Τζίμι είχε ακούσει τις φήμες —ότι είχαν έρθει σε συμφω νία με τις βιετναμέζικες συμμορίες του Ρόουμ Μπέιζιν για να μα ζέψουν τους μπράβους τους, είχαν μοιράσει την περιοχή και είχαν γιορτάσει τη συμμαχία τους βάζοντας φωτιά στο Ανθοπωλείο της Κόνι σαν ένα μήνυμα προς όλους όσοι θ ’ αρνιόνταν να πληρώσουν για την προστασία τους. Δεν το έκανες έτσι. Ποτέ δεν έκανες δουλειές στη γειτονιά σου. Ποτέ δεν έκανες τη γειτονιά σου δουλειά. Κρατούσες τους ανθρώ πους σου καθαρούς και ασφαλείς, κι εκείνοι, από ευγνωμοσύνη, πρόσεχαν τα νώτα σου και γίνονταν τα αυτιά και τα μάτια σου. Και αν, πού και πού, έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους με τη μορφή ενός γεμάτου φακέλου, ενός κέικ ή ενός αυτοκινήτου, το έκαναν με δική Τ*
r
r r*
*
*
5
*
τους πρωτοβουλία και ήταν η ανταμοιβή σου επειδή τους κρατού σες ασφαλείς. Έ τσι κυριαρχούσες σε μια γειτονιά. Καλοπροαίρετα. Με το ’να μάτι στα συμφέροντά της και τ ’ άλλο στα δικά σου. Δεν άφηνες τον Μπόμπι θ ’ Ντόνελ και τους σχιστομάτηδες ψευτογκάνγκστερ να νομίζουν ότι μπορούσαν να έρχονται όποτε γουστάρουν και να παίρνουν ό,τι τους κάνει κέφι. Τουλάχιστον όχι αν ήθελαν να φύ γουν με τα πόδια που τους χάρισε ο καλός Θεούλης. Ο Τζίμι βγήκε από την κρεβατοκάμαρα και ανακάλυψε ότι ήταν μόνος του στο διαμέρισμα. Η πόρτα στην άκρη του χολ ήταν ανοι χτή και άκουγε τη φωνή της Αναμπεθ να έρχεται από το πάνω πά τωμα μαζί με τα μικρά πόδια των θυγατέρων του που έτρεχαν πάνω κάτω στο παρκέ κυνηγώντας τη γάτα του Βαλ. Μπήκε στο μπάνιο, άνοιξε το ντους, μπήκε στην μπανιέρα όταν ζεστάθηκε το νερό και το άφησε να τρέξει στο πρόσωπό του. Ο μόνος λόγος που ο Ο ’ Ντόνελ και ο Φάλοου δεν είχαν ενο χλήσει ποτέ τον Τζίμι ήταν επειδή ήξεραν τις στενές του σχέσεις με τους Σάβατζ. Και, όπως κάθε εχέφρων άνθρωπος, ο θ ’ Ντόνελ τούς έτρεμε. Και αν εκείνος και ο Ρόμαν έτρεμαν τους Σάβατζ, αυτό σήΤον έτρεμαν. Τον Τζίμι από το Φλατς. Επειδή, από μόνος του, ήταν γνωστό τοις πάσι ότι είχε το μυαλό που χρειαζόταν. Και, με τους Σάβατζ να προσέχουν τα νώτα του, μπορούσε να έχει τους ι δανικούς μπράβους και όσο απροκάλυπτο θράσος θα είχε ανάγκη ποτέ. Βάλε μαζί τον Τζίμι Μάρκους και τους αδερφούς Σάβατζ κι εκείνοι Οα ίίπορούσι,ιν... A/ZJU'Mxre' Τι; Να κάνουν αυτή τη γειτονιά όσο ασφαλή άξιζε να είναι. Να κυριαρχήσουν σε ολόκληρη την πόλη. Να την κάνουν δική τους. «Σε παρακαλώ, όχι, Τζίμι. Σε παρακαλώ. Θέλω να ξαναδώ τη γυναίκα μου, Τζίμι. Θέλω να ζήσω τη ζωή μου. Σε παρακαλώ, μη μου το παίρνεις αυτό. Κοίταξέ με!» Ο Τζίμι έκλεισε τα μάτια του αφήνοντας το σκληρό, καυτό νερό να του σκάψει το κρανίο. «Κοίταξε με!» Σε κοιτάζω, Ντέιβ. Σε κοιτάζω. Ο Τζίμι είδε μπροστά του το παρακλητικό πρόσωπο του Ντέιβ,
το σάλιο στα χείλη του, όχι και πολύ διαφορετικό από το σάλιο στο πιγούνι του Τζαστ Ρέι, πριν από δεκατρία χρόνια. «Κοίτα με!» Σε κοιτάζω, Ντέιβ. Σε κοιτάζω. Δεν έπρεπε ποτέ να ξαναβγείς από κείνο το αμάξι, το ξέρεις; Έπρεπε να μείνεις χαμένος. Όταν ξαναγύρισες πίσω, στη γειτονιά μας, μερικά πολύ βασικά κομμάτια σου έλειπαν. Ποτέ δεν ξαναταίριαξες με τους υπόλοιπους, Ντέιβ, επειδή σε είχαν δηλητηριάσει -κ ι αυτό το δηλητήριο περίμενε την ώρα να ξαναχυθεί πάνω σε κάποιον. «Μα δε σκότωσα εγώ την κόρη σου, Τζίμι. Δεν τη σκότωσα εγώ την Κέιτι. Δεν τη σκότωσα εγώ, δεν τη σκότωσα εγώ, δεν τη σκό τωσα εγώ». «Ίσως να μην τη σκότωσες, Ντέιβ. Τώρα πια το ξέρω. Όπως έχουν αρχίσει να δείχνουν τα πραγματα, οεν είχες καμία σχέση με το θάνατό της. Υπάρχει πάντα μια μικρή πιθανότητα οι μπάτσοι να έ πιασαν λάθος παιδιά, αλλά, θα το παραδεχτώ, όλα κι όλα, μου φαί νεται ότι δε χρειάζεται να έχεις ενοχές για λογαριασμό της Κέιτι». «Λοιπόν;» Λοιπόν, σκότοισες όμως κάποιον, Ντέιβ. Σκότωσες κάποιον, ψέματα; Η Σελέστ είχε δίκιο σ ’ αυτό. Επιπλέον, ξέρεις πώς είναι με τα κακοποιημένα παιδιά. cuzArcvfirt «Όχι, Τζίμι. Γιατί δε μου το λες να το μάθω κι εγώ;» ' Κάποια στιγμή τα κακοποιημένα παιδιά κακοποιούν κάποιον άλλο, με τη σειρά τους. Αργά ή γρήγορα. Το δηλητήριο βρίσκεται μέσα σου και πρέπει να βγει. Απλώς προστάτευσα κάποιο μελλο ντικό σου θύμα από το δηλητήριό σου, Ντέιβ. Ίσως τον ίδιο σου το γιο. «Μην μπλέκεις το γιο μου σ ’ αυτό!» Ωραία. Ίσως κάποιο φίλο του, τότε. Αλλά, Ντέιβ, αργά ή γρή γορα θα είχες δείξει το πραγματικό σου πρόσωπο. «Έτσι προσπαθείς να το αντέξεις;» Ντέιβ, δεν έπρεπε να είχες ξαναγυρίσει πίσω όταν σε πήραν μ ’ εκείνο τ ’ αμάξι. Έτσι το αντέχω. Εσύ είσαι που δεν ανήκεις εδώ. Δεν το πιάνεις; Αυτή εδώ είναι μια γειτονιά, ένα μέρος όπου ζουν άνθρωποι δεμένοι μεταξύ τους. Όλοι οι άλλοι δεν έχουν καμία θέση ανάμεσά τους. Μέσα από το νερό, η φωνή του Ντέιβ αντήχησε στ’ αυτιά του /
C*'
*
Ο
/
/
/
Τζίμι: «Τώρα όμως βρίσκομαι μέσα σου, Τζίμι. Δεν μπορείς να με κάνεις να το βουλώσω». Κι όμως, Ντέιβ, μπορώ. Και ο Τζίμι έκλεισε το ντους και βγήκε από την μπανιέρα. Σκουπίστηκε και φύσηξε το νερό από τα ρουθούνια του. Αν μη τι άλλο, πάντα μετά το ντους ένιωθε τις σκέψεις του πιο ξεκάθαρες. Σκούπισε τον ατμό από τον μικρό φεγγίτη της γωνίας και κοίταξε το δρομάκι που υπήρχε πισω απο το σπίτι του. Η μερα ήταν τοσο λαμπρή και καθαρή, που ακόμα και το δρομάκι έδειχνε καθαρό. Χριστέ μου, τι όμορφη μέρα! Τι τέλεια Κυριακή! Τι ιδανική μέρα για παρέλαση! Θα έπαιρνε τη γυναίκα του και τις κόρες του και θα κατέβαιναν στο δρόμο πιασμένοι χεράκι χεράκι και θα έβλεπαν την παρέλαση, τις ορχήστρες, τα άρματα και τους πολιτικούς να διαβαί νουν κάτω από τον λαμπρό ήλιο. Θα έτρωγαν χοτ ντογκ και μαλλί της γριάς και θ’ αγόραζε στα κορίτσια σημαιούλες και μπλουζάκια με το σήμα του Μπάκιγχαμ. Κι έτσι, ανάμεσα στα κύμβαλα, στα τύμπανα, στα πνευστά και στις ζητωκραυγές, θα άρχιζε η διαδικα σία της ανάρρωσης. Ή ταν σίγουρος ότι θα το ένιωθαν όλοι τους αυτό καθώς θα στέκονταν στο πεζοδρόμιο και θα γιόρταζαν την ί δρυση της συνοικίας τους. Κι όταν ο θάνατος της Κέιτι θα βάραινε ξανά πάνω τους το βράδυ, και το σώμα τους θα λύγιζε από το βά ρος του, τουλάχιστον θα είχαν την απογευματινή αυτή ψυχαγωγία για να ισορροπήσει λιγάκι τη θλίψη τους. Θα το αντιλαμβάνονταν όλοι τους αυτό: τουλάχιστον εκείνες τις λίγες απογευματινές ώρες θα γνώριζαν την ευχαρίστηση -α ν όχι τη χαρά. Απομακρύνθηκε από το φεγγίτη, έριξε ζεστό νερό στο πρόσωπό του, άλειψε έπειτα τα μάγουλά του και το λαιμό του με κρέμα ξυρί σματος και, ξαφνικά, καθώς άρχιζε να ξυρίζεται σκέφτηκε ότι ήταν κακός άνθρωπος. Δεν το συνειδητοποίησε με κωδωνοκρουσίες που συντάραξαν την καρδιά του. Μόνο αυτό: μια διαπίστωση, μια στιγ μιαία συνειδητοποίηση, σαν δάχτυλα που έσφιξαν απαλά το στή θος του. Ωραία λοιπόν, δεν π ά ’ να ’μα^ Κοίταξε τον καθρέφτη και αισθάνθηκε πολύ λίγα πράγματα. Λάτρευε τη γυναίκα του και τις κόρες του. Και τον λάτρευαν κι ε κείνες. Ελάχιστοι άνθρωποι το είχαν αυτό. Και είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο για ένα έγκλημα που ίσως ο άνθρωπος αυτός δεν είχε διαπράξει. Αν και αυτό ήταν αρκετά C*
/
τ
/
t
t
ι
·
/
r
#
κακό, αισθανόταν ελάχιστες τύψεις. Και, πριν από πολύ καιρό, είχε σκοτώσει κι άλλον άνθρωπο. Και είχε δέσει βάρη στα δύο κορ μιά ώστε να βουλιάξουν στα βάθη του Μίστικ Ρίβερ. Συμπαθούσε πραγματικά και τους δύο αυτούς άντρες -το ν Ρέι λίγο περισσότερο απ' ό,τι τον Ντέιβ-, αλλά, ναι, τους συμπαθούσε και τους δύο. Α πλώς ήταν θέμα αρχής. Στεκόταν σε μία πέτρινη μαρκίζα πάνω από τον ποταμό κι έβλεπε το πρόσωπο του Ρέι να γίνεται λευκό και να κρεμάει καθώς βυθιζόταν κάτω από την επιφάνεια του νερού, με μάτια ανοιχτά και άψυχα. Και όλ’ αυτά τα χρόνια δεν είχε νιώσει ι διαίτερες ενοχές γ ι’ αυτό, παρ’ όλο που άλλα έλεγε στον εαυτό του. Ό μω ς αυτό που ονόμαζε ενοχή ήταν στην πραγματικότητα ένας φόβος για κακό κάρμα, για ανταπόδοση, καθώς όσα είχε κάνει εί χαν γίνει και σε κάποιον που αγαπούσε. Και ο θάνατος της Κέιτι, υπέθεσε, μπορεί να ήταν η εκπλήρωση αυτού του κακού κάρμα. Η απόλυτη εκπλήρωση, αν το καλοσκεφτόσουν, καθώς ο Ρέι ξαναγύ ρισε μέσα από τη μήτρα της γυναίκας του για να σκοτώσει την Κέιτι, για κανέναν άλλο λόγο εκτός από την εκπλήρωση του κάρμα. Και ο Ντέιβ; Είχαν περάσει την αλυσίδα ανάμεσα από τις τρύ πες του τσιμεντόλιθου, την είχαν δέσει γερά γύρω από το σώμα του και είχαν ασφαλίσει με μια κλειδαριά τις δυο της άκρες. Κι έ πειτα είχαν παλέψει να σηκώσουν το σώμα του πάνω απ’ αυτά τα δεκαπέντε εκατοστά της κουπαστής της βάρκας και τον είχαν ρί ξει μέσα, με τον Τζίμι να έχει στο μυαλό του το παιδί, όχι τον ενή λικο Ντέιβ, που βούλιάζε προς τον πυθμένα του ποταμού. Ποιος ή ξερε πού ακριβώς είχε καταλήξει; Όμως ήταν εκεί κάτω, στον πάτο του Μίστικ Ρίβερ, και τώρα αγνάντευε ψηλά. Μείνε εκεί που είσαι, Ντέιβ. Μείνε εκεί που είσαι. Η αλήθεια ήταν ότι ο Τζίμι δεν είχε αισθανθεί ποτέ σοβαρές ε νοχές για οτιδήποτε είχε κάνει. Βέβαια, είχε κανονίσει με ένα φίλο του από τη Νέα Υόρκη να στέλνει στην οικογένεια Χάρις πεντα κόσια δολάρια το μήνα τα τελευταία δεκατρία χρόνια, όμως αυτό που τον έσπρωξε να το κάνει δεν ήταν τόσο οι ενοχές όσο η καλή επιχειρηματική αντίληψη -ό σ ο πίστευαν ότι ο Ρέι ήταν ζωντανός, δεν θα έστελναν κάποιον να τον αναζητήσει. Στην πραγματικότητα, τώρα που ο γιος του Ρέι ήταν στη φυλακή, θα σταματούσε να στέλ νει τα χρήματα. Θα τα χρησιμοποιούσε για καλό σκοπό. Για τη γειτονιά, αποφάσισε. Θα τα χρησιμοποιούσε για να προ στατεύσει τη δική του γειτονιά. Και, κοιτάζοντας στον καθρέφτη,
r
/
t
r
Λ
^
Λ
/
A
t
9
αποφασισε οτι αυτο ήταν ακριβώς: οικη του. Απο τωρα και στο εξής, θα του ανήκε. Τα τελευταία δεκατρία χρόνια ζούσε μέσα σ ’ ντού γύρω του έβλεπε χαμένες ευκαιρίες. Ώστε κάποιοι σκοπεύουν να χτίσουν ένα στάδιο εδώ πέρα, ε; Ω, θαυμάσια. Ας μιλήσουμε για τους εργάτες, λοιπόν, τους οποίους εκπροσωπώ. Όχι; Χμ, καλά. Τότε να προσέχετε τα μηχανή ματά σας, μάγκες. Κρίμα θα ήταν να πιάσει καμιά φωτιά. Θα ’πρεπε να καθίσουν με τον Βαλ και τον Κέβιν και να συ ζητήσουν για το μέλλον. Αυτή η πόλη περίμενε ν ’ ανθήσει. Και ο Μπόμπι Ο ’ Ντόνελ; Ο Τζίμι αποφάσισε ότι το μέλλον του δεν έδει χνε και τόσο λαμπρό έτσι και συνέχιζε να χώνει τη μύτη του στο Α νατολικό Μπάκι. Τελείωσε το ξύρισμά του. Κοιτάχτηκε άλλη μια φορά στον κα θρέφτη. Ή ταν κακός άνθρωπος; Δεν πά’ να ταν! Μπορούσε να ζήσει μ ’ αυτό, επειδή είχε αγάπη στην καρδιά του* και βεβαιότητα. Το ισοζύγιο δεν ήταν καθόλου άσχημο. Ντύθηκε. Προχώρησε στην κουζίνα νιώθοντας ότι ο άντρας που υποκρινόταν ότι είναι όλα αυτά τα χρόνια είχε καταλήξει στην τρύπα του νιπτήρα της τουαλέτας. Ακουγε τις κόρες του να στρι γκλίζουν και να γελούν, ίσως επειδή η γάτα του Βαλ τις είχε τρελά νει στο γλείψιμο, και σκέφτηκε, Φίλε, τι υπέροχος ήχος!
ΕΞΩ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ, ο Σον και η Λόρεν βρήκαν θέση για παρκάρι σμα μπροστά στο Καφέ Νέιτ & Νάνσι. Η Νόρα κοιμόταν στο κα ροτσάκι της και το έβαλαν κάτω από τη σκιά του στέγαστρου. Στη ρίχτηκαν στον τοίχο κι έφαγαν παγωτό χωνάκι, και ο Σον κοίταξε τη γυναίκα του κι αναρωτήθηκε αν τα είχαν καταφέρει ή αν αυτή η διαμάχη, που είχε κρατήσει ένα χρόνο, είχε κάνει τη ζημιά που φο βόταν ότι είχε κάνει -α ν είχε σβήσει την αγάπη τους, και μαζί όλα τα καλά χρόνια του γάμου τους πριν από τα καταστροφικά δύο τε λευταία χρόνια. Η Λόρεν όμως του έσφιξε το χέρι κι εκείνος κοί ταξε την κόρη του και σκέφτηκε ότι, ναι, έμοιαζε λιγάκι με κάτι που άξιζε να το λατρέψει κανείς, σαν μια μικρή θεά, ίσως, που τον γέμιζε. Πίσω από την παρέλαση που ξεδιπλωνόταν μπροστά τους, ο Σον έβλεπε τον Τζίμι και την Αναμπεθ Μάρκους, με τις δυο όμορ
φες κόρες τους να κάθονται πάνω στους ώμους του Βαλ και του Κέβιν Σάβατζ και να χαιρετούν όλα τα άρματα και όλα τα ξεσκέπαστα αμάξια που περνούσαν. Ο Σον ήξερε ότι, πριν από διακόσια δεκαέξι χρόνια, είχαν χτίσει την πρώτη φυλακή της περιοχής πάνω στις όχθες του καναλιού που τελικά πήρε το όνομά του απ’ αυτήν. Οι πρώτοι έποικοι του Μπά κιγχαμ ήταν οι δεσμοφύλακες, και οι οικογένειες, οι γυναίκες και τα παιδιά των φυλακισμένων. Η εγκατάστασή τους δεν ήταν εύ κολη υπόθεση. Όταν οι κρατούμενοι αποφυλακίζονταν, συχνά ήταν ειτε πολυ κουρασμένοι ειτε πολυ ηλικιωμένοι για να φτάσουν πολυ μακριά, και το Μπάκιγχαμ δεν άργησε να αποκτήσει φήμη χωμα τερής για τα κατακάθια της κοινωνίας. Τα σαλούν ξεπετάχτηκαν σε όλη τη λεωφόρο και στις βρόμικες παρόδους της, και οι δεσμο φύλακες κατέλαβαν τους λόφους, κυριολεκτικά, χτίζοντας τα σπί τια τους στο Πόιντ, ώστε να συνεχίζουν να επιτηρούν τους πρώην κρατουμένους τους. Ο δέκατος ένατος αιώνας έφερε την άνθηση της κτηνοτροφίας, με τα κοπάδια να ξεφυτρώνουν εκεί όπου τώρα ελισσόταν ο αυτοκινητόδρομος ταχείας κυκλοφορίας, και μ ’ ένα φορτηγό τρένο να σέρνεται στην άκρη της οδού Σίντνεϊ και να ξεφορτώνει μοσχαρια που έπαιρναν τον μακρύ δρομο για το κέντρο αυτού που τώρα ήταν η διαδρομή της παρέλασης. Και γενιές ολό κληρες από φυλακισμένους, εργάτες των σφαγείων και απογόνους τους επέκτειναν το Φλατς μέχρι τις γραμμές του τρένου. Η φυλακή έκλεισε στο πλαίσιο κάποιου ξεχασμένου προγράμματος εξυγίαν σης και η άνθηση της κτηνοτροφίας έφτασε στο τέλος της -όμω ς τα σαλούν εξακολουθούσαν να ξεφυτρώνουν. Το ρεύμα της ιρλαν δικής μετανάστευσης ακολούθησε σε διπλάσια κλίμακα αυτό της ι ταλικής και τότε στρώθηκαν και οι γραμμές του ηλεκτρικού σιδη ροδρόμου, ενώ οι Ιρλανδοί μετανάστες συνέρρεαν κατά χιλιάδες στην πολη αναζητώντας μεροκαματο, ξαναγυρνωντας παντα ομως, μετά το σχόλασμα, στο Φλατς. Ξαναγυρνούσες εδώ επειδή εσύ εί χες χτίσει αυτό το χωριό, επειδή ήξερες τους κινδύνους του και τις πλησμονές του, και -το πιο σημαντικό- τίποτε απ’ όσα συνέβαιναν εδώ δεν σου προξενούσε έκπληξη. Υπήρχε μια λογική στη διαφθο ρά, στα μακελειά, στα παιχνίδια του μπέιζμπολ στο δρόμο και στον έρωτα των ζευγαριών τα πρωινά του Σαββάτου. Κανείς άλλος δεν έβλεπε τη λογική, κι αυτό ακριβώς ήταν το θέμα: Κανείς άλλος δεν ήταν καλοδεχούμενος εδώ. /
r
/
r *\
y*
r
f
/
κ
ο
r
»
*
r
/
Η Λόρεν έγειρε πάνω του, με το κεφάλι της κάτω από το πι γούνι του, και ο Σον μπορούσε να νιώσει την αμφιβολία της αλλά και το τέλος της διαμάχης τους -τη ν ανάγκη της να αποκαταστήσει την πίστη της σ ’ αυτόν. «Πόσο τρόμαξες όταν εκείνο το παιδί σού κόλλησε το όπλο στο πρόσωπο;» είπε. «Θ έλεις ιην αλήθεια:»
«Ναι, σε παρακαλώ». «Παραλίγο να τα κάνω απάνω μου». Γύρισε το κεφάλι της κάτω από το πιγούνι του και τον κοίταξε. «Σοβαρά;» «Σοβαρά», είπε εκείνος. «Με σκέφτηκες;» «Σε σκέφτηκα. Σας σκέφτηκα και τις δυο», είπε. «Τι σκέφτηκες;» «Σκέφτηκα αυτό που ζούμε», είπε. «Σκέφτηκα αυτή τη στιγμή». «Την παρέλαση, τα πάντα;» Έγνεψε. Τον φίλησε στο λαιμό. «Λες ψέματα, μωρό μου, αλλά είναι πολύ γλυκό εκ μέρους σου». «Δε λέω ψέματα, όχι», είπε. «Δε λέω ψέματα». Η Λόρεν κοίταξε τη Νόρα. «Έχει τα μάτια σου». «Και τη μύτη σου». Εξακολουθούσε να κοιτάζει το μωρό τους όταν του είπε: «Ελ πίζω ότι θα τα καταφέρουμε». «Κι εγώ». Τη φίλησε. Έγειραν πίσω, πάνω στον τοίχο, μαζί, με ένα ανθρώπινο ρεύμα να περνάει μπροστά τους στο πεζοδρόμιο, και τότε ξαφνικά εμφα νίστηκε μπροστά τους η Σελέστ. Το δέρμα της ήταν χλομό, τα μαλ λιά της γεμάτα πιτυρίδα και τραβούσε νευρικά τα δάχτυλά της σαν να προσπαθούσε να τα ξεριζώσει από τις αρθρώσεις τους. Λνοιγοκλείνοντας τα μάτια της, είπε στον Σον: «Γεια σου, ντετέκτιβ Ντιβάιν». Ο Σον της πρότεινε το χέρι του, επειδή η γυναίκα φαινόταν να έχει ανάγκη από ανθρώπινη επαφή, αλλιώς θα κατέρρεε. «Γεια σου, Σελέστ. Λέγε με Σον, εντάξει; Το Σον αρκεί». Του έδωσε το χέρι. Η παλάμη της ήταν ιδρωμένη, τα δάχτυλά της καυτά, και τράβηξε το χέρι της αμέσως μετά το άγγιγμα. «Από δω η γυναίκα μου, η Λόρεν», είπε ο Σον.
«Γεια», είπε η Λόρεν. «Γεια σου...» Για μια στιγμή, κανείς δεν ήξερε τι να πει. Στέκονταν εκεί, μο νοκόμματοι και λυμένοι, κι έπειτα η Σελέστ κοίταξε στο απέναντι πεζοδρόμιο και ο Σον ακολούθησε τη ματιά της μέχρι τον Τζίμι, που στεκόταν με το χέρι του γύρω από την Αναμπεθ, μοιάζοντας, οι δυο τους, λαμπεροί σαν τη μέρα, ανάμεσα σε φίλους και συγγενείς. Έδειχναν λες και δεν είχαν χάσει τίποτε, ποτέ τους. Τα μάτια του Τζίμι κοίταξαν πίσω από τη Σελέστ και συνάντη σαν τα μάτια του Σον. Έγνεψε αναγνωρίζοντάς τον και ο Σον του ανταπέδωσε το νεύμα. «Σκότωσε τον άντρα μου», είπε η Σελέστ. Ο Σον ένιωσε τη Λόρεν να σφίγγεται επάνω του. «Το ξέρω», είπε. «Δεν μπορώ ακόμα να το αποδείξω, αλλά το ξέρω». «Θα τα καταφέρεις;» «Τι;» «Να το αποδείξεις». «Θα προσπαθήσω, Σελέστ. Σ ’ τ ’ ορκίζομαι στο Θεό». Η Σελέστ κοίταξε προς τη λεωφόρο και έξυσε το κεφάλι της με νωθρή βιαιότητα, λες κι έψαχνε για ψείρες. «Τώρα τελευταία δεν μπορώ να βάλω το δάχτυλο στο μυαλό μου». Γέλασε. «Ξέρω πως ακούγεται τρελό, αλλά δεν μπορώ. Σ τ’ αλήθεια δεν μπορώ». Ο Σον άπλωσε το χέρι του κι άγγιξε τον καρπό της. Τον κοίταξε με τα καστανά μάτια της άγρια και γερασμένα. Έμοιαζε να φοβά ται ότι θα τη χαστουκίσει. Εκείνος είπε: «Σελέστ, μπορώ να σου δώσω το τηλέφωνο ενός γιατρού ειδικού για ανθρώπους που έχουν χάσει αγαπημένους τους σε βίαια εγκλήματα». Η Σελέστ έγνεψε, αν και τα λόγια του δεν φαίνονταν να της φέρνουν παρηγοριά. Γλίστρησε τον καρπό της από το χέρι του κι άρχισε πάλι να τραβάει τα δάχτυλά της. Κατέβασε τα χέρια της κι έπειτα τα σήκωσε ξανά, τα σταύρωσε μπροστά στο στήθος της κι έχωσε τις παλάμες της κάτω από τους αγκώνες, σαν να προσπα θούσε να τις εμποδίσει να πετάξουν. Ο Σον πρόσεξε ότι στα χείλη της Λόρεν σχηματίστηκε ενα μικρό, διστακτικό χαμόγελο, που έ δειχνε συναισθηματική κατανόηση, και ξαφνιάστηκε βλέποντας τη Σελέστ ν ’ ανταποκρίνεται με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο κι ένα
βλεφάρισμα των ματιών της, που μαρτυρούσε αναγνώριση της ευ γνωμοσύνης της. Αγαπούσε τη γυναίκα του πιο βαθιά από ποτέ κι αισθάνθηκε τα πεινός μπροστά στην ικανότητά της να αποκτά στιγμιαία επαφή με χαμένες ψυχές. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε σίγουρος ότι ήταν εκείνος που είχε μπερδέψει το γάμο του με την ανάδυση του αστυνομικού του εγώ, αυτή την όλο και μεγαλύτερη καταφρόνια για τα σφάλ ματα και την αδυναμία των ανθρώπων. Απλωσε το χέρι του και άγγιξε το μάγουλο της Λόρεν, και η χειρονομία του έκανε τη Σελέστ να αποτραβήξει το βλέμμα της από τους δυο τους. Κοίταξε στη λεωφόρο καθώς περνούσε ένα άρμα σε σχήμα γα ντιού του μπέιζμπολ, περιτριγυρισμένο από μέλη των ομάδων του παιδικού πρωταθλήματος. Τα παιδιά άστραφταν από χαρά και χαι ρετούσαν ξετρελαμένα από το θαυμασμό του κόσμου. Υπήρχε κάτι στο άρμα αυτό, κάτι που έκανε τον Σον ν ’ ανατρι χιάσει, καθώς το γάντι έμοιαζε λιγότερο να προφυλάσσει τα παιδιά και περισσότερο έτοιμο να τ ’ αρπάξει, κάτι που τα παιδιά έδειχναν να αγνοούν, γελώντας όλα τους σαν παλαβά. Ό λα τους, εκτός από ένα. Έμοιαζε θλιμμένο και κοιτούσε τα παπούτσια του, και ο Σον το αναγνώρισε αμέσως. Ή ταν ο γιος του Ντέιβ. «Μάικλ!» οώναξε η Σελέστ χαιρετώντας τ ο ν αλλά το παιδί δεν της ανταπέδωσε το βλέμμα. Κρατούσε τα μάτια του χαμηλωμένα, παρ’ όλο που εκείνη το φώναξε ξανά. «Μάικλ, γλυκέ μου! Αγόρι μου, κοίταξέ με! Μάικλ!» Το άρμα συνέχισε την πορεία του, η Σελέστ συνέχισε να φωνά ζει και ο γιος της συνέχισε να της αρνείται ένα βλέμμα. Ο Σον έ βλεπε έναν μικρό Ντέιβ -στους κρεμασμένους ώμους, στο χαμη λωμένο πιγούνι, στη σχεδόν εύθραυστη ομορφιά του. «Μάικλ!» ξαναφώναξε η Σελέστ. Τράβηξε πάλι τα δάχτυλά της και κατέβηκε από το πεζοδρόμιο. Το άρμα πέρασε, αλλά η Σελέστ το ακολούθησε ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στο πλήθος, κουνώντας τα χέρια της, φωνάζοντας το όνομα του γιου της. Ο Σον ένιωσε τη Λόρεν να του χαϊδεύει το μπράτσο και κοίταξε τον Τζίμι στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ακόμα κι αν του έπαιρνε όλη
την υπόλοιπη ζωή του, θα τον έκανε να πληρώσει. Με βλέπεις, Τζί μι; Έλα, κοίτα ξανά προς τα δω. Και ο Τζίμι γύρισε το κεφάλι του. Και χαμογέλασε στον Σον. Ο Σον σήκωσε το χέρι του με το δείκτη προτεταμένο και τον αντίχειρα σηκωμένο σαν κόκορα όπλου κι έπειτα κατέβασε τον αντίχειρά του κι έκανε ότι πυροβολεί. Το χαμόγελο του Τζίμι έγινε πιο πλατύ. «Ποια ήταν αυτή η γυναίκα;» είπε η Λόρεν. Ο Σον κοίταξε τη Σελέστ να τρέχει μπροστά από τη σειρά των θεατών της παρέλασης, ξεμακραίνοντας καθώς το άρμα συνέχιζε το δρόμο του στη λεωφόρο, με το παλτό της ν ’ ανεμίζει πίσω της. «Κάποια που έχασε τον άντρα της», είπε ο Σον. Σκέφτηκε τον Ντέιβ Μπόιλ κι ευχήθηκε να τον είχε κεράσει εκείνη την μπίρα που του ειχε υποσχεθει τη δεύτερη μερα της ερευ νάς. Ευχήθηκε να του είχε φερθεί καλύτερα όταν ήταν παιδιά, ο πατέρας του Ντέιβ να μην τον είχε εγκαταλείψει, η μητέρα του να μην ήταν τρελή και να μην του είχαν συμβεί τόσα άλλα κακά. Κα θώς στεκόταν μπροστά από την πορεία της παρέλασης με τη γυ ναίκα και το παιδί του, ευχήθηκε πολλά πράγματα για τον Ντέιβ Μπόιλ. Αλλά, πάνω α π ’ όλα, γαλήνη. Όπου κι αν βρισκόταν τώρα ο Ντέιβ Μπόιλ, του ευχήθηκε να έβρισκε τουλάχιστον λίγη γαλήνη. *
*
Ψ
Λ
/
Ο
'
*
·
Κυκλοφορεί επίσης:
Dennis Lehane Το Νησί των Καταραμένων Καλοκαίρι 1954. Ο μάρσαλ Τέντι Ντάνιελς έχει έρθει στο Σάτερ, ένα νησάκι έξω από τη Βοστόνη, όπου βρίσκεται το ψυ χιατρικό νοσοκομείο Ασκλιφ για παρανοϊκούς εγκληματίες. Μαζί με το συνεργάτη του, Τσακ Άλι, αναζητούν μια ασθενή που δραπέτευσε με μυστηριώδη τρόπο, όταν ξαφνικά ξεσπάει μια καταιγίδα που τους αποκλείει εκεί. Όμως στο Ασκλιφ τίπο τα δεν είναι ό,τι φαίνεται. Ούτε καν ο ίδιος ο Τέντι Ντάνιελς. Θέλει μόνο να βρει μια χαμένη ασθενή; Ή και να ερευνήσει κάποιες φήμες για τις ριζοσπαστικές θεραπείες που εφαρμόζο νται στο Ασκλιφ; Θεραπείες που ίσως περιλαμβάνουν πειράμα τα με φάρμακα, βάρβαρες χειρουργικές επεμβάσεις, και ολέθρι ους τρόπους αντεπίθεσης στο σκιώδη πόλεμο κατά των Σοβιε τικών και των μεθόδων πλύσης εγκεφάλου που αναπτύσσουν... Ή μήπως έχει κάποιο άλλο, πολύ πιο προσωπικό κίνητρο; Οσο προχωράει η έρευνα, τα ερωτήματα πληθαίνουν... Πώς δραπέτευσε από το νησί μια ξυπόλητη γυναίκα, κλειδω μένη σ ’ ένα δωμάτιο; Ποιος αφήνει στοιχεία με κρυπτογραφημένα μηνύματα; Γιατί δεν υπάρχει ο φάκελος ενός ασθενούς που εισήχθη εκεί μόλις ένα χρόνο πριν; Τι συμβαίνει στην Πτέρυγα Γ; Γιατί ένας άδειος φάρος είναι περικυκλωμένος με ηλεκτροφόρο σύρμα και ένοπλους φρουρούς; Οσο πιο πολύ ο Τέντι και ο Τσακ πλησιάζουν στην αλήθεια, τόσο πιο δυσδιά κριτη γίνεται, και τόσο αρχίζουν να πιστεύουν ότι ίσως δε φύ γουν ποτέ από το Σάτερ. Γιατί κάποιος εκεί προσπαθεί να τους τρελάνει... «Αν σας αρέσουν τα παιχνίδια τον νον, το Νησί των Καταραμένων είναι ένα αληθινά συγκλονιστικό ανάγνωσμα». - The Boston Globe «Ο Λεχέιν δεν αστοχεί πουθενά. Ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, εξόχως απολαυστικό, κι όσο για το τέλος του... Σίγουρα θα μιλάτε γι' αυτό για καιρό». -The Denver Post
DENNIS LEHANE ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΠΟΤΑΜΙ In '
-M y s t ic River * gjHT'
Όταν ήταν παιδιά, ο Σον, ο Τζίμι και ο Ντέιβ ήταν φίλοι. Όμως μια μέρα συνέβη κάτι τρομερό, που έβαλε τέλος ! στη φιλία τους και σημάδεψε για πάντα τις ζωές τους...
----- ' Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, ο Σον είναι ντετέκτιβ του τμήματος ανθρωποκτονιών. Ο Τζίμι, με μερικά χρόνια φυλακή πίσω του, δια τηρεί ενα μικρό καφέ κι αποφεύγει τα μπλεξίματα με το νόμο. Κι ο Ντέιβ, κλεισμένος στον εαυτό του. προσπαθεί να κρατήσει το γάμο του ζωντανό και τους δαίμονές του υπό έλεγχο... Τίποτε δεν τους συνδέει πια -ως τη στιγμή που εξαφανίζεται η αγαπημένη κόρη του Τζίμι. Ο Σον αναλαμβάνει την έρευνα για τον εντοπισμό της και σύντομα προκύπτει ότι ο Ντέιβ ίσως να είναι ο τελευταίος άνθρωπος που την είδε εκείνο το μοιραίο βράδυ... Οι δρόμοι τους διασταυρώνονται ξανά. μ’ έναν τρόπο περίπλοκο και μοιραίο. Γιατί η αναζήτηση της αλήθειας για το τι συνέβη στην Κέιτι τους διχάζει ανά μεσα στο καθήκον και την αφοσίωση, την αγάπη και τη δίψα για εκδίκηση. Και τους αναγκάζει να ξαναγυρίσουν ρ’ έναν κόσμο που θα θελαν ν ’ αφήσουν πίσω τους για πάντα, για να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τη βία του παρό ντος αλλά και τους εφιάλτες από το παρελθόν...
«Ενα εξαιρετικό βιβλίο -από τα καλύτερα που διάβασα εδώ και χρόνια». Peter Guttridge -The Observer «0 Lehane είναι ο πιο άξιος διάδοχος του Hammett και του Chandler». Publishers Weekly « Ενα αγωνιώδες, διεισδυτικό, συγκλονιστικό βιβλίο». - New York Post
* VILLAGE FILMS
07/2006 ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ TO
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
BELL
www.bell.gr