ΜεταιχΜίο (J)
Πρώτη έκδοση Μάρτιος 2014 Τίτλος πρωτοτύπου Danielle Steel, First Sight, Delacorte Press 2013 Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων Ιωάννα Ανδρέου Σχεδιασμός εξωφύλλου Δήμητρα Δαριώτη/Add Noise © 2013, Danielle Steel © 2013, Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ (γιατην ελληνική γλώσσα) ISBN 978-960-566-562-3 ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 6562 ΚΕΠ. 2933, ten. 4399 Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.
AomM QMSCFKT· No 04/1230779 QMSCERT· No 04/1230779 1 Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118,114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr · e-mail:
[email protected] Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18,106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 Βιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Ασκληπιού 18,106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118,114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 • Οξυγόνο, Ολυμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη τηλ.: 2310 260085
DANIELLE STEEL ΕΡΩΤΑΣ EΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: MAPIA-POZA ΤΡΑΪΚΟΓΛΟΥ metqixmio (!) Στα λατρεμένα μου παιδιά, Μπέατριξ, Τρέβορ, Τοντ, Σαμάνθα, Βικτόρια, Βανέσα, Μαξ και Ζάρα, μακάρι όλες οι αγάπες σας, είτε «από την πρώτη ματιά» είτε αλλιώς, να αποδειχτούν οι σωστές και να κρατήσουν για πάντα. Σας εύχομαι παντοτινή χαρά και ευτυχία. Με όλη μον την καρδιά και την αγάπη, Η μαμά, Ντ. Στιλ ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ
Πρώτο κοκκίνισμα, πρώτη φωτιά, πρώτο ξελόγιασμα, πρώτη ματιά, στιγμές μαγικές, φωτεινές αστραπές, ουράνια τόξα και ανατροπές, βροχές καλοκαιριού και γρύλοι που πετούν, βροντεροί κεραυνοί και καρδιές που κελαηδούν, βαθιά στα μάτια σου κοίταξα κι είδα τα όνειρα που φανταζόμουν μα δεν είχα ζήσει ποτέ, το τρυφερό σου άγγιγμα, τα μάτια σου τα μαγικά, και ήμουν σίγουρη πως επιτέλους τελικά οι ευχές όλης μου της ζωής είχανε βγει αληθινές, τη μέρα που η καρδιά σου άγγιξε τη δική μου την καρδιά, και μ’ έναν βρόντο σαν κεραυνού χωρίς αμφιβολία καμιά, το ήξερα πως αυτόματα, απόλυτα, ολοκληρωτικά, απέραντα και παντοτινά ήμουν ερωτευμένη μαζί σου. 1 Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΙΛΟΤΟΥ ΣΤΗΝ ΠΤΗΣΗ της Αλίτάλια από Μιλάνο προς Παρίσι ξύπνησε την Τίμι που λαγοκοιμόταν. Ύστερα από μια εβδομάδα στη Νέα Υόρκη και δύο ακόμα
στην Ευρώπη, πρώτα στο Λονδίνο και στη συνέχεια στο Μιλάνο, ήταν ξεθεωμένη. Ήταν ένα προσκύνημα που έκανε δύο φορές τον χρόνο, κάθε Φλεβάρη και Οκτώβρη, για τις επιδείξεις μόδας ετοίμου ενδύματος, τα περίφημα πρεταπορτέ. Η Τίμι ήταν ιδρύτρια, στυλοβάτης, βασική σχεδιάστρια και διευθύνουσα σύμβουλος μίας από τις πιο σημαντικές επιχειρήσεις ανδρικού και γυναικείου ετοίμου ενδύματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, με θυγατρικές εταιρείες στην Ευρώπη, γι’ αυτό και έδινε το παρών στις ευρωπαϊκές επιδείξεις μόδας δύο φορές κάθε χρόνο. Στη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας παρουσίαζε την αμερικάνικη κολεξιόν μαζί με άλλους αμε-ρικανούς σχεδιαστές στη Νέα Υόρκη, για να ακολουθήσει αμέσως μετά η παρουσίαση των γαλλικών, επιμέρους κολεξιόν της στο Παρίσι. Στο μεσοδιάστημα, παρίστα-το στις επιδείξεις στις πασαρέλες του Λονδίνου και του Μιλάνου. Και δεν παρέλειπε να συμμετάσχει στην Εβδο12 μόδα Αντρικής Μόδας στο Παρίσι, για την αντρική σειρά ρούχων. Η Τίμι Ο’Νιλ διηύθυνε την επιχείρησή της εντελώς μόνη επί είκοσι τρία συναπτά χρόνια, από την ηλικία των είκοσι πέντε ετών, τότε που άρχισαν όλα. Στα σαράντα οχτώ της, η αυτοκρατορία της είχε εξαπλωθεί σε τέτοιο βαθμό, που πλέον
περιλάμβανε σειρές παιδικής ένδυσης, έπιπλα και είδη σπιτιού και διακόσμησης, μεταξύ των οποίων ταπετσαρίες, σεντόνια, πετσέτες και υφάσματα. Δέκα χρόνια νωρίτερα είχαν προστεθεί καλλυντικά, προϊόντα περιποίησης σώματος για άντρες και γυναίκες, μαζί με μισή δωδεκάδα αρώματα που είχαν ξαφνιάσει τους πάντες με την παγκόσμια απήχηση και τη σχεδόν αυτόματη επιτυχία τους σε όσες χώρες είχαν κυκλοφορήσει. Το όνομα Τίμι Ο’Νιλ ήταν πλέον γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο και ήταν συνδεδεμένο με το στιλ, τη μόδα, σε μια ευρεία γκάμα επιλογών όσον αφορούσε την τιμή, και την εντυπωσιακή επιτυχία. Ο κόσμος της Τίμι Ο ήταν ένας άνευ προηγουμένου θρίαμβος για περισσότερο από δύο δεκαετίες, και τώρα η ιδρύτρια και διευθύνουσα σύμβουλος αυτού του κόσμου πετούσε για το Παρίσι για να επιστατήσει στην επίδειξη του Οκτωβρίου για τις ευρωπαϊκές κολεξιόν. Οι υπόλοιποι αμερικανοί σχεδιαστές έβγαιναν εκτός μάχης με την παραφροσύνη που επικρατούσε στην εβδομάδα μόδας της Νέας Υόρκης, χωρίς να χρειαστεί να προσθέσουν την τρέλα των ευρωπαϊκών πρεταπορτέ. Μονάχα η Τίμι έκανε και τα δύο, με ακατάβλητη ενέργεια και απροσμέ 13 τρητη επιτυχία. Ακόμα κι εκείνη ωστόσο ήταν κατάκοπη μετά το Μιλάνο και ένιωθε εξαντλημένη με τη σκέψη και μόνο της
επίδειξης στο Παρίσι. Τα ρούχα που είχαν παρουσιαστεί στη Νέα Υόρκη τουλάχιστον είχαν γίνει δεκτά με εγκώμια μεγαλύτερα από αυτά που συνήθως της επιφύλασσε ο Τύπος. Σε ολόκληρη την καριέρα της, ήταν φανερό ότι η Τίμι Ο’Νιλ είχε το άγγιγμα του Μίδα και, στα μάτια του κόσμου της μόδας, ήταν αδύνατον να κάνει οτιδήποτε λάθος. Ακόμα και σ’ εκείνες τις ελάχιστες περιπτώσεις που η ίδια δεν ήταν και τόσο ικανοποιημένη με τις κολε-ξιόν, ή οι κριτικοί δεν ήταν και τόσο ερωτευμένοι μαζί τους, τα είχαν πάει εντυπωσιακά καλά. Ό,τι και αν έκανε η Τίμι το έκανε καλά. Αφοσιωνόταν σ’ αυτό που αναλάμβανε, επιδιώκοντας την τελειότητα με ανεπανάληπτο στιλ και κομψότητα. Πίεζε αμείλικτα τον εαυτό της, πολύ περισσότερο από όσο οποιονδήποτε άλλον, έχοντας αντίστοιχα μεγάλες απαιτήσεις από την ίδια. Διέθετε το αλάνθαστο ταλέντο να προβλέπει τι θα ήθελε ο κόσμος να φορέσει, με τι θα ήθελε να ζήσει, πώς θα ήθελε να μυρίζει, πολύ προτού το αποφασίσουν από μόνοι τους. Μαζί με τις σειρές ρούχων, τα αρώματά τους ήταν από τα είδη με τις μεγαλύτερες πωλήσεις παγκοσμίως. Η Τίμι είχε επιλέξει μόνη της τις ευωδιές και είχε σχεδιάσει τις συσκευασίες. Ελάχιστα ήταν τα πράγματα που η Τίμι Ο’Νιλ δεν έκανε καλά, άριστα για την ακρίβεια, εκτός ίσως από τη μαγειρική. Και το προσωπικό της ντύσιμο, όπως της άρεσε να λέει. Όσο καλαίσθητα και προχωρημένα κι αν ήταν τα ρούχα που σχεδίαζε, εκείνη
επέμενε ότι τις περισσότερες φορές δεν την ενδιέφερε τι θα φορούσε η ίδια. Είχε ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή της για να αφιερώσει ιδιαίτερη σκέψη, έστω και αν τα ρούχα που σχεδίαζε ήταν αυτά που την είχαν κάνει διάσημη, ειδικά τα αθλητικά, που ήταν το σήμα κατατεθέν της και κατάφερναν να είναι καθημερινά, ευκολοφόρετα και ταυτόχρονα κομψά. Όλα τα σχέδιά της διακρίνονταν από λιτές, καθαρές γραμμές, και η ίδια, χωρίς να το προσπαθεί, χωρίς καν να το σκέφτεται, ήταν η επιτομή της καθημερινής κομψότητας. Στην πτήση από το Μιλάνο, η Τίμι φορούσε τζιν παντελόνι, μακό μπλουζάκι, και τα δύο με το δικό της σήμα, μαζί με μια βίντατζ μινκ ζακέτα, που την είχε ξετρυπώσει πριν από χρόνια σε κάποιον μικρό δρόμο του Μιλάνου, και ένα ζευγάρι μαύρες μπαλαρίνες που είχε σχεδιάσει η ίδια τον προηγούμενο χρόνο. Στα χέρια της κρατούσε μια μεγάλη μαύρη τσάντα του οίκου Ερμές από δέρμα κροκοδείλου, προάγγελο της τσάντας Μπίρκιν, που ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή χάρη στο μέγεθος της και είχε πραγματικό στιλ, επειδή έδειχνε σε άριστη κατάσταση ύστερα από χρόνια χρήσης σε παρόμοια ταξίδια. Ο πιλότος ανακοίνωσε ότι σε λίγα λεπτά θα προσγειώνονταν στο αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκολ του Ρουασί, λίγο έξω από το Παρίσι, και η Τίμι τέντωσε τα πόδια της μπροστά της, σε ένα από τα οχτώ καθίσματα της πρώτης θέσης. Είχε κοιμηθεί στο μεγαλύτερο διάστημα της σύντομης πτήσης, όπως και την ώρα που σέρβιραν το γεύμα.
15 Ήταν εξουθενωμένη ύστερα από την πίεση, τη δουλειά και τις δεξιώσεις στο Μιλάνο. Είχε επισκεφτεί τα εργοστάσια που κατασκεύαζαν γι’ αυτούς πλεκτά, λευκά είδη και παπούτσια. Οι ευρωπαϊκές επιδείξεις ετοίμου ενδύματος συνεπάγονταν επίσης ατέλειωτα πάρτι και δημόσιες σχέσεις. Μέχρι να τελειώσουν όλα, κανείς δεν έκλεινε μάτι. Στη διπλανή θέση καθόταν ένας ιερέας, που δεν της είχε απευθύνει κουβέντα στη διάρκεια του ταξιδιού, προφανώς ένας από τους ελάχιστους που δεν την αναγνώριζαν και δεν φορούσε κάτι που είχε σχεδιάσει εκείνη. Είχαν γνέψει ο ένας στον άλλον ευγενικά όταν κάθισε στη θέση της και δέκα λεπτά αργότερα η Τίμι κοιμόταν ήδη βαθιά, αφού είχε προλάβει να ρίξει μια ματιά στην International Herald Tribune και να διαβάσει τις κριτικές για την κολεξιόνπου είχε δει στο Μιλάνο και, μια βδομάδα νωρίτερα, στο Λονδίνο. Ενώ κατέβαιναν οι τροχοί για την προσγείωση, η Τίμι κοίταξε φευγαλέα έξω από το παράθυρο, χαμογελώντας στη σκέψη του Παρισιού, κι ύστερα στράφηκε στους δύο βοηθούς της που κάθονταν από την απέναντι πλευρά του διαδρόμου. Ο ιερέας είχε δεχτεί μετά χαράς να καθίσει κοντά στο παράθυρο και κανείς από τους βοηθούς της δεν την είχε ενοχλήσει όσο κοιμόταν. Είχαν περάσει όλοι τους τρεις επίπονες βδομάδες, πρώτα στις επιδείξεις της Νέας Υόρκης, ύστερα στο Λονδίνο και στο Μιλάνο. Το Παρίσι ήταν η τελευταία τους στάση, προς μεγάλη ανακούφιση όλων.
Και οι τέσσερις εκδηλώσεις ήταν σημαντικές και οι επιδείξεις ετοίμου ενδύματος στο Παρίσι κινούνταν πάντα 16 σε ιδιαίτερα πιεστικούς, γοργούς και αγχωτικούς ρυθμούς από την αρχή ως το τέλος. Το Μιλάνο μπορεί να θεωρούνταν η Μέκκα της μόδας, αλλά αυτό που μετρούσε πάνω απ’ όλα για την Τίμι ήταν ο θρίαμβος στο Παρίσι. Ανέκαθεν έτσι ήταν για εκείνη. Το Παρίσι ήταν η αγαπημένη της πόλη, η πόλη που είχε γεννήσει τα όνειρά της. Νυσταγμένη ακόμη, έδωσε μερικές σημειώσεις στους βοηθούς της, τον Ντέιβιντ και την Τζέιντ. Ο Ντέιβιντ ήταν μαζί της έξι χρόνια, η Τζέιντ δώδεκα. Και οι δύο τής ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι για την ευγένεια και τη δίκαιη κρίση της, καθώς και για τα όσα είχαν μάθει από εκείνη τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Οτιδήποτε είχε να κάνει με την Τίμι ήταν πηγή έμπνευσης, από το μεγαλοφυές έργο της μέχρι τον αβρό, συμπονετικό τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν στους ανθρώπους. Ο Ντέιβιντ έλεγε πάντα πως ένα φως πήγαζε από μέσα της και την έκανε να μοιάζει με φάρο που λάμπει μέσα στο σκοτάδι για να δείχνει το μονοπάτι στους άλλους. Και το καλύτερο από όλα ήταν πως η ίδια δεν έδειχνε να έχει επίγνωση του πόσο ξεχωριστή ήταν. Η ταπεινοφροσύνη ήταν έννοια άγνωστη στον κόσμο της μόδας, ωστόσο όλοι όσοι τη γνώριζαν συμφωνούσαν πως ήταν εκπληκτικά σεμνή και ανεπιτήδευτη.
Η Τίμι διέθετε μια απολύτως έμφυτη, ενστικτώδη διαίσθηση για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να διευθύνει την επιχείρησή της, για τον κόσμο για τον οποίο σχέδιαζε, όπως και για τις ενδυματολογικές προτιμήσεις που θα είχε αυτός ο κόσμος την επόμενη σεζόν. Διέβλεπε 17 γρήγορα τις προσαρμογές που έπρεπε να γίνουν και δεν δίσταζε ούτε στιγμή να κάνει αλλαγές στις κολεξιόν όπο-τε το έκρινε απαραίτητο. Τέτοιες αλλαγές είχαν γίνει άφθονες όλα αυτά τα χρόνια. Η Τίμι ποτέ δεν φοβόταν να δοκιμάσει κάτι καινούργιο, όσο μεγάλο κι αν ήταν το ρίσκο. Ήταν ατρόμητη με οτιδήποτε καταπιανόταν. Ζούσε τη ζωή με τολμηρές κινήσεις και ήταν υπέροχη εργοδότης και φίλη για τον Ντέιβιντ και την Τζέιντ. Ήταν άνθρωπος αξιόπιστος, εργατική σε σημείο ψυχαναγκασμού, ευφυής, δημιουργική, αστεία, φιλεύσπλαχνη, ελαφρώς νευρωτική, τελειομανής στα πάντα και, πάνω από όλα, τρυφερή. Οι προδιαγραφές που έθετε σε ζητήματα ικανότητας, αποτελεσματικότητας, δημιουργικότητας και ακεραιότητας ήταν εξαιρετικά υψηλές. Ο Ντέιβιντ Γκολντ είχε έρθει να τη βρει αμέσως μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Πάρσονς, φιλόδοξος σχεδιαστής τότε, και η Τίμι δεν άργησε να διαπιστώσει πως τα σχέδιά του στερούνταν φαντασίας και βασίζονταν περισσότερο σε στιλ περασμένων εποχών που
είχαν αποδειχτεί επιτυχημένα και σίγουρα, ενώ ο ίδιος ελάχιστα διέθετε εκείνη την ιδιαίτερη διορατικότητα που προσδοκούσε από τους σχεδιαστές της. Παρ’ όλα αυτά, η Τίμι διέκρινε σ’ εκείνον κάτι πολύ διαφορετικό και απείρως χρησιμότερο. Ο Ντέιβιντ είχε το χάρισμα να κατεβάζει μεγαλοφυείς ιδέες σε ζητήματα προώθησης, ήταν αφάνταστα οργανωτικός και προσεκτικός με τις λεπτομέρειες και, επιπλέον, είχε την ικανότητα να κρατάει έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων προσηλωμένους στο ίδιο έργο, 18 την ίδια στιγμή. Η Τίμι σύντομα τον ξεχώρισε από τους υπόλοιπους σχεδιαστές της ομάδας και τον διόρισε βοηθό της. Ο Ντέιβιντ εξακολουθούσε να τη συνοδεύει στις επιδείξεις δύο φορές τον χρόνο, ωστόσο οι αρμοδιότητές του είχαν αυξηθεί με γεωμετρική πρόοδο στα έξι χρόνια που βρισκόταν κοντά της. Στα τριάντα δύο του, ήταν αντιπρόεδρος και επικεφαλής του τμήματος μάρκετινγκ και συναποφάσιζε με την Τίμι για θέματα δημοσιότητας και για τις διαφημιστικές καμπάνιες. Οι δυο τους είχαν γυαλίσει από κοινού τη δημόσια εικόνα τους σε τέτοιον βαθμό, που τώρα λαμποκοπούσε. Ο Ντέιβιντ ήταν καταπληκτικός σε ό,τι κι αν έκανε. Όπως πάντα, έτσι και τώρα είχε κάνει τις επιδείξεις στη Νέα Υόρκη και την Ευρώπη ευκολότερες για εκείνη. Η Τίμι έλεγε
συχνά πως η επαγγελματική κάρτα του θα έπρεπε να γράφει «μάγος» αντί για «αντιπρόεδρος και διευθυντής τμήματος μάρκετινγκ». Τη δημιουργικότητα που στερούνταν ως σχεδιαστής τη διέθετε στο εκατονταπλάσιο όταν είχε να κάνει με ιδέες που αφορούσαν το μάρκετινγκ, τη διαφήμιση και τον χειρισμό ανθρώπων, με τρόπους για τους οποίους η Τίμι επέμενε πως θα ήταν αδύνατον να μηχανευτεί η ίδια. Ήταν δίκαιη και αναγνώριζε τις επιτυχίες των άλλων, μοιράζοντας απλόχερα επαίνους όταν και όπου έπρεπε. Τον αγαπούσε πολύ και τον είχε φροντίσει προσωπικά βοηθώντας τον να ξεπε-ράσει μία κρίση ηπατίτιδας που τον είχε ταλαιπωρήσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Έκτοτε ήταν στενοί φίλοι. Εκείνος τη σεβόταν ως μέντορά του και διατεινόταν πως 19 του είχε μάθει όλα όσα γνώριζε για τη βιομηχανία της μόδας, ενώ η Τίμι ισχυριζόταν πως την είχε ξεπεράσει σε ικανότητα προ πολλοΰ. Οι προσπάθειες τους ως ομάδας είχαν ωφελήσει αφάνταστα την Τίμι Ο - τόσο την εταιρεία όσο και τον άνθρωπο. Η Τζέιντ Τσιν, από την άλλη, ήταν βοηθός συντάκτη στο Vogue και η Τίμι την είχε προσέξει στη διάρκεια αρκετών φωτογραφίσεων που είχαν γίνει για το περιοδικό, τις οποίες συχνά παρακολουθούσε προσωπικά, για να βεβαιωθεί ότι τα
ρούχα της φωτογραφίζονταν και παρουσιάζονταν με τον σωστό τρόπο. Η Τζέιντ ήταν εξίσου σχολαστική με εκείνη, εξίσου μανιακή με τη λεπτομέρεια, και δεν βαρυγκομούσε στο ελάχιστο ακόμα και μετά από δεκαοχτώ ώρες συνεχούς δουλειάς. Όταν η Τίμι την προσέλαβε, είχε κλείσει ήδη πέντε χρόνια στο Vogue, παλεύοντας να σκαρφαλώσει σε μια φαινομενικά ατέλειωτη ιεραρχία, για να καταλήξει κάποια στιγμή με τον τίτλο του συντάκτη σε μια από τις ενότητες του περιοδικού, με έναν αξιοθρήνητα χαμηλό μισθό, ένα πλήθος άχρηστων παροχών και ελάχιστη αναγνώριση. Αντί γι’ αυτό, η Τίμι τής προσέφερε έναν μισθό που εκείνη την περίοδο στα μάτια της Τζέιντ φάνταζε υπέρογκος, όπως και τη θέση της προσωπικής βοηθού της. Παρά τις ευκαιρίες για μετακίνηση στην εταιρική δομή της Τίμι Ο που είχαν παρουσιαστεί στην Τζέιντ με τα χρόνια, εκείνη είχε επιλέξει να παραμείνει η βασική προσωπική βοηθός της Τίμι τα τελευταία δώδεκα χρόνια. Αγαπούσε τη δουλειά της και όλα όσα περιλάμβανε. Χώρια που με τον Ντέιβιντ συνέθεταν μια καταπληκτική ομάδα. Αλλά και με την Τίμι συνεργάζονταν με ανεπανάληπτο συγχρονισμό, και η Τζέιντ διέθετε μια έκτη αίσθηση για το τι θα μπορούσε να χρειαστεί η εργοδότριά της προτού καν το σκεφτεί η ίδια. Η Τίμι είχε πει χρόνια πριν πως όνειρο κάθε εργαζόμενης γυναίκας ήταν να έχει την Τζέιντ για βοηθό της. Η Τζέιντ κυριολεκτικά κόντευε να γίνει η σύζυγος που η Τίμι δεν θα είχε ποτέ. Σκεφτόταν και την παραμικρή λεπτομέρεια σε
τέτοιο βαθμό, που έφτανε στο σημείο να γεμίζει την τσάντα της Τίμι με σακουλάκια από την αγαπημένη της ποικιλία τσαγιού πριν από κάθε ταξίδι. Φλιτζάνια με τσάι εμφανίζονταν διακριτικά ακριβώς τη στιγμή που η Τίμι τα είχε ανάγκη, συνοδευμένα με γεύμα, δείπνο, σνακ, ακριβώς τα ρούχα που ήθελε να φορέσει για μια συνέντευξη, μαζί με μια λεπτομερέστατη λίστα με τα ονόματα αυτών που έπρεπε να επικοινωνήσει μαζί τους, αυτών που της είχαν τηλεφωνήσει και αυτών που η Τζέιντ είχε αποκρούσει με επιτυχία για χάρη της, μαζί με ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κατεβατό με ραντεβού. Η Τζέιντ κρατούσε την Τίμι σε κίνηση προς τη σωστή κατεύθυνση και στο σωστό μονοπάτι, ενώ ταυτόχρονα διαχειριζόταν όλες τις δευτερεύουσες λεπτομέρειες, κάνοντας τη ζωή της εργοδότριάς της ομαλότερη κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Οι τρεις τους έφτιαχναν μια αήττητη ομάδα. Η Τζέιντ και ο Ντέιβιντ έδιναν στην Τίμι τη δυνατότητα να αποφεύγει όλες τις ενοχλητικές λεπτομέρειες της καθημερινότητας και να εστιάζει στη δουλειά της. Όπως έλεγε 21 και η ίδια η Τίμι, τη βοηθούσαν να δείχνει καλά και να αισθάνεται καλύτερα από όσο αν ήταν μόνη της. Μέσα σε δώδεκα χρόνια η Τζέιντ είχε ταξιδέψει στο Παρίσι μαζί της πάνω από πενήντα φορές, και ο Ντέιβιντ τις μισές από αυτές.
Η Τίμι λάτρευε το Παρίσι περισσότερο από οποιαδήποτε πόλη στον πλανήτη και, παρόλο που η επιχείρησή της είχε ως έδρα το Λος Άντζελες, η ίδια ταξίδευε στην Πόλη του Φωτός με κάθε ευκαιρία και γύριζε όλη την Ευρώπη για να επιθεωρεί τις θυγατρικές της. Είχε φανεί τολμηρότερη από τους περισσότερους αμερικανούς σχεδιαστές, παίρνοντας την απόφαση να ανοίξει εταιρείες στην Ευρώπη. Η απόφασή της είχε αποδειχτεί σωστή. Το ταξίδι στο Παρίσι ποτέ δεν της φαινόταν μακρύ και ήταν πάντα πρόθυμη να το επισκεφτεί με την παραμικρή αφορμή και με την πιο ασήμαντη δικαιολογία. Όπως έκανε πάντα μετά τις επιδείξεις στο Παρίσι, εφόσον ήταν η τελευταία της στάση στη χρονική περίοδο που η ίδια αποκαλούσε «Διαβολομήνα», έτσι και τώρα σκόπευε να μείνει δύο μέρες παραπάνω μόνη, για να χαλαρώσει. Αργότερα θα έβρισκε την Τζέιντ και τον Ντέιβιντ στη Νέα Υόρκη, για να μιλήσει με τους ανθρώπους της παραγωγής, να επισκεφτεί το εργοστάσιό τους στο Νιου Τζέρσι και να συναντηθεί με τη διαφημιστική εταιρεία τους για να εξετάσουν την προοπτική μίας καινούργιας καμπάνιας. Η Τίμι ήταν από τους ελάχιστους που αντιστέκονταν ακόμη και δεν έπαιρναν την απόφαση να μεταφέρουν την έδρα των επιχειρήσεών τους στη Νέα Υόρκη. Προ22 τιμούσε να μένει στο Λος Άντζελες και να απολαμβάνει τη
ζωή που έκανε εκεί, μοιράζοντας τον χρόνο της ανάμεσα στο εξοχικό της στην παραλία Κόλονι του Μαλι-μπού και στο σπίτι της στο Μπελ Ερ. Δεν είχε καμία απολύτως επιθυμία να ζήσει σε ένα ρετιρέ στη Νέα Υόρκη, για να ξεπαγιάζει από το κρύο κάθε χειμώνα και να πηγαινοέρχεται στα Χάμπτονς κάθε καλοκαίρι. Της άρεσε μια χαρά η ζωή της όπως ήταν και επέμενε ότι αυτή τής ταίριαζε. Ήταν δύσκολο να βρει κανείς επιχειρήματα για να διαφωνήσει. Η Τίμι έπαιρνε το αεροπλάνο μέχρι να πεις κύμινο όποτε το έκρινε απαραίτητο, για να ταξιδέψει ως το Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη, ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην Ασία. Ο Ντέιβιντ είχε προσπαθήσει να την πείσει να αγοράσει δικό της αεροσκάφος, αλλά εκείνη επέμενε πως δεν το είχε ανάγκη, δεν είχε καμία αντίρρηση να ταξιδεύει με αεροπορικές εταιρείες, όπως μόλις είχε κάνει από το Μιλάνο προς το Παρίσι, και από το Λονδίνο νωρίτερα. Αν λάμβανε κανείς υπόψη του την τεράστια επιτυχία της Τίμι, θα ξαφνιαζόταν βλέποντας πόσο αυθεντική παρέμενε. Δεν ξεχνούσε ούτε στιγμή την ταπεινή καταγωγή της, τη συγκυρία που είχε δώσει ώθηση στην κα-ριέρα της, ή την καφετέρια όπου εργαζόταν ως σερβιτόρα, τότε που έκανε τις πρώτες της απόπειρες στο σχέδιο τη νύχτα και αγόραζε φτηνά και ασυνήθιστα υφάσματα με τα φιλοδωρήματα που της άφηναν οι πελάτες. Ήταν είκοσι πέντε χρονών και έφτιαχνε ρούχα ήδη εφτά χρόνια, όταν μία υπεύθυνη αγορών του Μπάρνεϊς πρόσεξε
23 ορισμένα κομμάτια που είχε πουλήσει σε συναδέλφους της και τα βρήκε συναρπαστικά, κεφάτα και φτιαγμένα με τέχνη και στιλ. Αγόρασε μισή ντουζίνα από τα καλύτερα σχέδια της Τίμι και τα πήγε στο παλιό κατάστημα Μπάρνεϊς στη Δυτική 17η Οδό, πολύ προτού μεταφερθεί από το κέντρο, όπου αυτόματα έγιναν ανάρπαστα. Η επόμενη παραγγελία ήταν για είκοσι πέντε κομμάτια, η μεθεπόμενη για πενήντα. Τον επόμενο χρόνο, όταν η υπεύθυνη αγορών παρήγγειλε εκατό κομμάτια, η Τίμι παραιτήθηκε από σερβιτόρα, νοίκιασε μια ετοιμόρροπη αποθήκη στην περιοχή όπου χτυπούσε η καρδιά της μόδας, στο κέντρο του Λος Άντζελες, και προσέλαβε καμιά δεκαριά κοπέλες από έναν ξενώνα για ανύπαντρες μητέρες για να τη βοηθήσουν με το ράψιμο. Τους κατέβαλε έναν αξιοπρεπή μισθό και η συνεργασία τους αποδείχτηκε ευτύχημα και για τα δύο μέρη. Ύστερα από αυτό, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους. Στα τριάντα της, το όνομά της είχε γίνει γνωστό σε εθνικό επίπεδο και, στα δεκαοχτώ χρόνια που ακολούθησαν, εκτοξεύτηκε στη στρατόσφαιρα. Αλλά δεν ξέχασε ποτέ πώς και πού άρχισαν όλα, ούτε το πόσο τυχερή είχε σταθεί για να ξεχωρίσει και να έχει την ευλογία μιας τέτοιας επιτυχίας. Μόλο που έκτοτε είχε συναντήσει αρκετούς σκοπέλους στη ζωή της, εξακολουθούσε να νιώθει ευνοημένη από την τύχη σε πολλούς τομείς. Πάνω από όλα, στη δουλειά της.
Η Τίμι κοίταξε έξω από το παράθυρο με ένα κουρασμένο χαμόγελο, ενώ το αεροπλάνο προσγειωνόταν στο 24 Σαρλ ντε Γκολ με έναν απότομο γδούπο και τροχοδρομούσε προς το κεντρικό κτίριο, όπου θα την περίμενε κάποιος από την υπηρεσία διακεκριμένων επιβατών. Ως συνήθως, η Τίμι σχεδίαζε να αρχίσει το τρέξιμο από το αεροδρόμιο κιόλας, τουλάχιστον όμως δεν είχε να αντιμετωπίσει την εξάντληση μιας υπερπόντιας πτήσης, εφόσον βρίσκονταν στην Ευρώπη ήδη εδώ και δύο εβδομάδες. Τις επόμενες δύο μέρες είχε προγραμματισμένες συνεντεύξεις με γάλλους δημοσιογράφους στο Παρίσι και σχεδίαζε να συναντηθεί με εκπροσώπους υφαντουργιών με σκοπό να επιλέξει υφάσματα για τη χειμερινή σειρά της επόμενης χρονιάς. Αν και ήταν Οκτώβρης, οι κολεξιόν που παρουσίαζαν τώρα αναφέρονταν στην άνοιξη και το καλοκαίρι. Η Τίμι ετοίμαζε ήδη τις σειρές για το επόμενο φθινόπωρο και τον χειμώνα. Η θερινή σειρά βρισκόταν ήδη στο στάδιο της παραγωγής και θα ήταν έτοιμη για αποστολή μέσα στους επόμενους δύο μήνες. Όσον αφορούσε τη δουλειά της, η Τίμι βρισκόταν μονίμους έναν χρόνο μπροστά και είχε το μεγαλύτερο μέρος των σχεδίων της επόμενης χρονιάς είτε ήδη ολοκληρωμένο είτε σχεδόν σχηματισμένο μέσα στο κεφάλι της.
«Ποιους θα δω σήμερα;» ρώτησε με ύφος αφηρημένο, χαζεύοντας με ανακούφιση την υπέρλαμπρη, ηλιόλουστη μέρα του Οκτώβρη έξω από το παράθυρο, ύστερα από πέντε συνεχόμενες μέρες βροχής στο Μιλάνο. Η χειμωνιάτικη μελαγχολία δεν είχε φτάσει ακόμη στο Παρίσι, προς μεγάλη ευχαρίστηση της Τίμι, παρόλο που αγαπούσε αυτή την πόλη ακόμα και με βροχή. Έλεγε πάντα 25 ότι σε κάποια προηγούμενη ζωή της το δίχως άλλο ήταν Γαλλίδα. Ήταν η πόλη της ψυχής της, έστω κι αν ήταν είκοσι εφτά χρόνων την πρώτη φορά που βρέθηκε εκεί, δυο χρόνια μετά το ξεκίνημα του θριάμβου της. Το πρώτο της ταξίδι είχε γίνει για να αγοράσει υφάσματα για τα σχέδιά της, και μόνο αφού είχε ανοίξει τις ευρωπαϊκές θυγατρικές της, πολλά χρόνια αργότερα, μπόρεσε επιτέλους να παρουσιάσει ρούχα της στις παρισινές επιδείξεις πρεταπορτέ, κάτι που είχε θεωρήσει αληθινή απόλαυση και σπάνια τιμή. Η πρώτη φορά που είχε αντικρίσει το Παρίσι ήταν για εκείνη έρωτας με την πρώτη ματιά. Αγαπούσε τα πάντα σ’ αυτή την πόλη. Τον καιρό, την αρχιτεκτονική, τους ανθρώπους, τα μουσεία, την τέχνη, τα εστιατόρια, τα πάρκα, τους δρόμους, τις εκκλησίες, το φως, τον ουρανό. Είχε νιώσει τέτοια συγκίνηση όταν πρωτοδιέσχισε με ταξί τη Λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων με κατεύθυνση προς την Αψίδα του
Θριάμβου, που είχε κλάψει. Ήταν βράδυ, μια τεράστια σημαία ανέμιζε νωθρά στο καλοκαιρινό αεράκι, φωτισμένη με φόντο τον σκοτεινό ουρανό, και έκτοτε η Τίμι δεν κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ εκείνο το συναίσθημα λατρείας και δέους γι’ αυτή τη μαγική πόλη, ένα συναίσθημα που την κατέκλυζε ακόμα και τώρα. Η καρδιά της χτυπούσε πάντα δυνατά από τον ενθουσιασμό κάθε φορά που πατούσε το πόδι της στο Παρίσι. Ποτέ δεν της έγινε αδιάφορο, ποτέ δεν θεώρησε δεδομένη την ομορφιά του, που της έκοβε την ανάσα. Έλεγε πάντα πως θα ήθελε να αποκτήσει κάποτε ένα 26 διαμέρισμα εκεί, ωστόσο ακόμη δεν το είχε κάνει. Σε κάθε της επίσκεψη έμενε στην ίδια σουίτα του Πλάζα Ατενέ, όπου την περιποιούνταν κάνοντάς της όλα τα χατίρια σαν να ήταν ένα γοητευτικά κακομαθημένο παιδί. Της άρεσε αυτό και, ως αποτέλεσμα, δεν είχε ψάξει ποτέ για δικό της σπίτι. «Έχεις να συναντήσεις τους συντάκτες μόδας των εφημερίδων Washington Post και New York Times, και κάποιους δημοσιογράφους της εφημερίδας Le Figaro, μετά το γεύμα» απάντησε ζωηρά η Τζέιντ και την κοίταξε χαμογελώντας. Στο πρόσωπο της Τίμι είχε ζωγραφιστεί μια έκφραση που την έβλεπες μονάχα στο Παρίσι. Όσο κουρασμένη κι αν ένιωθε, όσο εξαντλητικές κι αν ήταν οι προηγούμενες πόλεις, η Τίμι έλαμπε κάθε
φορά που βρισκόταν στο Παρίσι. Είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη, ρομαντική σχέση με αυτή την πόλη και οι πάντες την πείραζαν γι’ αυτό. «Έχεις ξανά το γνωστό βλέμμα» σχολίασε η Τζέιντ με ένα χαμόγελο και η Τίμι κούνησε το κεφάλι καταφατικά, απτόητα ευτυχισμένη που βρισκόταν εκεί, άσχετα με το τι πίστευαν στη χώρα της εκείνη την περίοδο, ή με το πόσο άρεσε στον κόσμο να υποτιμά τους Γάλλους. Η Τίμι πάντα τους υπερασπιζόταν με σθένος. Αγαπούσε τους Γάλλους, αγαπούσε τα πάντα στο Παρίσι. Υπήρχαν φορές, υστέρα από ένα επαγγελματικό δείπνο, που απλώς καθόταν στο δωμάτιό της στο Πλάζα Ατενέ ως αργά το βράδυ και χάζευε έξω από το παράθυρό της τη λάμψη του νυχτερινού ουρανού που θύμιζε βαθύγκριζο μαργαριτάρι, ή το ξημέρωμα ενός χειμωνιά27 τικου πρωινού... Άνοιξη...Καλοκαίρι.;. Όποια κι αν ήταν η εποχή του χρόνου, το Παρίσι παρέμενε η αγαπημένη της πόλη, πιο αγαπημένη από οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο. Δεν υπήρχε όμοιά της και πάντα κατάφερνε να κάνει την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή. Η Τίμι πέρασε αφηρημένα το χέρι της μέσα από τα πυκνά, μακριά μαλλιά της και τα τράβηξε προς τα πίσω για να τα στερεώσει με λαστιχάκι. Δεν μπήκε στον κόπο να κοιταχτεί σε
καθρέφτη ή να πάει στο μπάνιο, ούτε καν να χτενιστεί. Δεν την ένοιαζε. Σπανίως ενδιαφερόταν για την εμφάνισή της. Ήταν όμορφη, αλλά όχι ματαιόδοξη. Την ενδιέφεραν πολύ περισσότερο οι εμφανίσεις που σχέδιαζε για τους άλλους. Η παντελής έλλειψη ναρκισσισμού ήταν ελκυστική και της προσέδιδε νεανικότητα. Όταν ήταν πνιγμένη στη δουλειά, φάνταζε σαν ψηλό, μακρυπό-δαρο παιδί που βρισκόταν κατά λάθος εκεί και προσποιούνταν πως ήταν ενήλικας. Το στιλ της ήταν επιβλητικό και το ταλέντο της ολοφάνερο, όμως την ίδια στιγμή ακτινοβολούσε αθωότητα και έμοιαζε να μη συνειδητοποιεί ποια ήταν και πόση εξουσία είχε στα χέρια της. Η αληθινή δύναμη της Τίμι ήταν το αυθεντικό, ακατέργαστο ταλέντο της, σε συνδυασμό με την απίστευτη ενεργητικότητά της. Εξέπεμπε περισσότερη ενέργεια και από μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, και η Τζέιντ καταλάβαινε πως δεν έβλεπε την ώρα να μπει σε λειτουργία. Η Τίμι είχε πολλά να κάνει στο Παρίσι. Είχε προγραμματισμένες πρόβες με τα μοντέλα στις εφτά το επόμενο πρωί. Αμέσως μετά θα οδηγούσε σε απόσταση τριών ωρών 28 από το Παρίσι για να δει υφάσματα στο εργοστάσιο και να διαπιστώσει αν ήταν πρόθυμοι ή ικανοί να φτιάξουν μια συγκεκριμένη ποσότητα με την ειδική ύφανση που ζητούσε.
Θα ακολουθούσαν ακόμα περισσότερες συνεντεύξεις, όπου θα μιλούσε για τις αντρικές και γυναικείες κολεξιόν που θα παρουσίαζε, και τον Σεπτέμβρη είχε μόλις κυκλοφορήσει ένα καινούργιο άρωμα που είχε γίνει ανάρπαστο από το νεανικό κοινό. Νεαρές γυναίκες σε όλο τον κόσμο στριμώχνονταν στα καταστήματα για να το αποκτήσουν. Ό,τι και αν άγγιζε η Τίμι μετατρεπόταν σε χρυσάφι, σαν να το είχαν ράνει με τη γλυκιά ευωδιά της επιτυχίας. Στην επαγγελματική ζωή της, τα πράγματα ήταν ανέκαθεν έτσι. Στην προσωπική ωστόσο, οι προκλήσεις ήταν απείρως μεγαλύτερες. Αν την κοιτούσε κανείς παρ’ όλα αυτά, το μόνο που θα έβλεπε θα ήταν μια όμορφη γυναίκα με πυκνά, σγουρά, κόκκινα μαλλιά και μεγάλα πράσινα μάτια, που δεν είχε απολύτως καμία επίγνωση για το πόσο εντυπωσιακή ήταν. Σηκώθηκαν για την αποβίβαση και ο Ντέιβιντ της πήρε από τα χέρια την τσάντα από δέρμα κροκοδείλου βογκώντας, όπως έκανε πάντα όταν την κρατούσε. «Βλέπω ότι κουβάλησες ξανά την μπάλα του μπόουλινγκ» την πείραξε και εκείνη έβαλε τα γέλια. Ο Ντέιβιντ είχε εμφάνιση μοντέλου και η Τζέιντ είχε επιμεληθεί σχολαστικά το ντύσιμό της, το ακριβώς αντίθετο από αυτό που είχε κάνει η Τίμι. Αν έπρεπε να μαντέψει κανείς, το δίχως άλλο θα πίστευε πως η Τζέιντ ήταν η σχεδιάστρια και η Τίμι η βοηθός, παρόλο που η Τίμι ήταν ικανή να γίνεται 29
σαγηνευτική όποτε το αποφάσιζε. Τον περισσότερο καιρό φορούσε δικά της σχέδια, ανακατεμένα με βίντατζ κομμάτια που είχε συλλέξει με τα χρόνια και με ορισμένα υπέροχα, παμπάλαια ινδικά κοσμήματα που αγόραζε κυρίως από τον Φρεντ Λέιτον στη Νέα Υόρκη, ή από διαφορετικούς κοσμηματοπώλες στο Παρίσι και το Λονδίνο. Τρελαινόταν για ασυνήθιστα κομμάτια και δεν το είχε σε τίποτα να ανακατεύει γνήσια με ψεύτικα, χωρίς κανείς να μπορεί να ξεχωρίσει τα μεν από τα δε. Δεν δίσταζε να φοράει διαμαντένια περιδέραια με απλά μπλουζάκια, ή βραδινές τουαλέτες με τεράστια, βίντατζ δαχτυλίδια από τις συλλογές κοσμημάτων εποχής της Κοκό Σανέλ ή της Νταϊάνα Βρίλαντ. Η Τίμι ήταν όμορφη με τρόπο εντυπωσιακά φυσικό, πάνω απ’ όλα όμως είχε στιλ, συνδυάζοντας «λίγο απ’ όλα», κάτι που την έκανε να θυμίζει ρακοσυλλέκτρια, όπως της άρεσε να αποκα-λεί τον εαυτό της. Ρακοσυλλέκτρια δεν ήταν, αλλά της άρεσε να έχει αυτή την εικόνα για τον εαυτό της. Για την ακρίβεια, δεν της άρεσε διόλου να επιμελείται την εικόνα της. Απλώς σηκωνόταν το πρωί και ντυνόταν, αφήνοντας το κάθε πράγμα να παίρνει μόνο του τη σωστή του θέση. Ήταν ένα σύστημα που λειτουργούσε πάντοτε με επιτυχία, έστω και αν η Τζέιντ επαναλάμβανε συχνά πως, έτσι και προσπαθούσε εκείνη να ντυθεί με τη μέθοδο της Τίμι, το σίγουρο ήταν πως δεν θα την άφηναν ούτε από την πίσω πόρτα να μπει στο ξενοδοχείο τους. Πάνω στην Τίμι όμως, τα πάντα έδειχναν αψεγάδιαστα.
Η εμφάνισή της ήταν εντυπωσιακή και ανέμελα στι30 λάτη όταν επιτέλους αποβιβάστηκαν. Ο Ντέιβιντ εντόπισε τη γυναίκα της υπηρεσίας διακεκριμένων επιβατών που είχε έρθει να τους παραλάβει και με χαρά φόρτωσε την απίστευτα βαριά τσάντα της Τίμι σε ένα καρότσι. Η τσάντα περιείχε σημειώσεις και μπλοκ σχεδίου, ένα βιβλίο σε περίπτωση που ήθελε να διαβάσει, ένα μπουκάλι από το τελευταίο της άρωμα και έναν χείμαρρο από αντικείμενα που η Τίμι ονόμαζε «τζάντζαλα» και βρίσκονταν μονίμως σε τροχιά γύρω από το πορτοφόλι της. Κλειδιά, κραγιόν, αναπτήρες, ένα τασάκι που είχε κλέψει από ένα Χάρις Μπαρ, ή, μάλλον, αυτό που τελικά της είχαν δώσει όταν είχε προσπαθήσει να το κλέψει, μια καινούργια χρυσή πένα που της είχε στείλει κάποιος και μια ντουζίνα ασημένια στιλό, με συνολικό βάρος που θα πρέπει να πλησίαζε τον έναν τόνο. Ο Ντέιβιντ έλεγε πάντα πως θα μπορούσε κανείς να ανοίξει γραφείο και να στήσει καινούργια επιχείρηση μόνο με όσα κουβαλούσε η Τίμι στην τσάντα της. Της έδινε μια αίσθηση σιγουριάς να έχει μαζί της όλα όσα χρειαζόταν. Δεν ήθελε να βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να αναγκαζόταν να ψάξει κάτι που της ήταν απαραίτητο ενώ βρισκόταν σε ταξίδι. Έτσι, τα έπαιρνε όλα μαζί της, λες και δεν θα γύριζε ποτέ ξανά στο σπίτι της. Ακολούθησαν τη γυναίκα της υπηρεσίας διακεκριμένων
επιβατών μέχρι τον χώρο παραλαβής αποσκευών, όπου η Τζέιντ με τον Ντέιβιντ θα περίμεναν τις βαλίτσες τους. Ήταν ολόκληρο βουνό από δαύτες, αφού η Τίμι όπως πάντα είχε πακετάρει πολύ περισσότερα από όσα χρειά31 ζονταν πραγματικά, ενώ στριμωγμένη σε ειδικά μπαούλα έφερναν και ολόκληρη την κολεξιόν μαζί τους. Η αεροπορική εταιρεία είχε ειδοποιηθεί, έτσι τα μπαούλα και τα κιβώτια που περιείχαν την κολεξιόν βγήκαν πρώτα. Ο Ντέιβιντ είχε κανονίσει να τους περιμένει ένα φορτηγό για να τα μεταφέρει όλα στο ξενοδοχείο. Είχε προσφερθεί μάλιστα να συνοδέψει τα μπαούλα με το φορτηγό, ώστε να φύγει πρώτη η Τίμι, όμως εκείνη είχε πει πως προτιμούσε να περιμένει. Ήθελε να σιγουρευτεί πως δεν θα χανόταν κάτι. Αυτό θα σήμαινε καταστροφή. Άφησε την Τζέιντ να μιλάει με τον Ντέιβιντ όσο περίμεναν τις βαλίτσες. Απομακρύνθηκε χαζεύοντας τον κόσμο και άναψε τσιγάρο. Το είχε κόψει για αρκετά χρόνια, αλλά το είχε ξαναρχίσει πριν από έντεκα, μετά το διαζύγιό της. Στάθηκε αθόρυβα κοντά σε έναν τοίχο, παρακολουθώντας τους ανθρώπους να περνούν από μπροστά της κουβαλώντας τις βαλίτσες τους και να κατευθύνονται προς το τελωνείο. Ως Αμερικανοί που έσερναν ξοπίσω τους μια ολόκληρη συλλογή από ρούχα, ήταν αναγκασμένοι να περάσουν όχι μόνο από το
τελωνείο, αλλά και από την υπηρεσία μετανάστευσης. Είχαν έγγραφη απαλλαγή από δασμούς και φόρους, αν και ήταν μάλλον απίθανο να ανοίξει κανείς κάποια από τις βαλίτσες ή τα μπαούλα τους. Είχαν πληρώσει πέντε χιλιάδες δολάρια για υπέρβαρο, πάνω κάτω το ποσόν που πλήρωναν κάθε φορά που μετέφεραν την κολεξιόν από τη Νέα Υόρκη στο Λονδίνο και αποκεί στο Μιλάνο και μετά στο Παρίσι, για να τη γυρίσουν ξανά στο Λος Άντζελες. Οσο κάπνιζε, η Τ{μι αναλογιζόταν πόσο καλά τα είχε καταφέρει. Το ξενοδοχείο Πλάζα Ατενέ στο Παρίσι ήταν πλέον δεύτερη φύση της και το ένιωθε σαν το σπίτι της, αλλά είχε διανυσει μεγάλο δρόμο για να φτάσει ως εκεί. Αυτό ήταν κάτι που δεν το ξεχνούσε ούτε στιγμή και συχνά ένιωθε ευγνωμοσύνη για τα επιτεύγματα και τα αποκτήματά της, όπως και για το τυχαίο ξεκίνημά της στην καφετέρια, τόσα χρονιά πριν. Ο δρόμος αποκεί μέχρι το Παρίσι ήταν μακρύς, πολύ μακρύς, όπως στεκόταν με τη βίντατζ μινκ ζακέτα της και ένα εντυπωσιακό διαμαντένιο βραχιόλι στον καρπό της, που μόνο ελάχιστοι περαστικοί παρατηρούσαν όπως κάπνιζε. Το αντιμετώπιζε με τόση φυσικότητα, παρά το μέγεθος του, που ήταν δύσκολο να μαντέψει κανείς αν ήταν γνήσιο ή ψεύτικο. Αφηρημένα τράβηξε το λαστιχάκι από τα μαλλιά της και εκείνα, μακριά, σγουρά και κατακόκκινα, κύλησαν σαν καταρράκτης στους ώμους της. Έμοιαζε με τη Ρίτα Χέιγουορθ στα νιάτα της και σε όλη της τη λάμψη. Η Τίμι δεν έδειχνε ούτε στο ελάχιστο
την ηλικία της. Πολύ λίγοι θα μάντευαν πως ήταν σαράντα οχτώ χρονών. Στη χειρότερη περίπτωση να έδειχνε σαράντα, και ούτε. Στη δική της περίπτωση, δεν οφειλόταν σε καμιά ιδιαίτερη προφύλαξη ή περιποίηση, ήταν απλώς θέμα καλών γονιδίων και τυφλής τύχης. Σιχαινόταν τη γυμναστική, δεν είχε ανάγκη από δίαιτες και πολύ σπάνια χρησιμοποιούσε προϊόντα ομορφιάς. Έριχνε λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό της, χτένιζε τα μαλλιά της, βούρτσιζε τα δόντια της και αυτό ήταν όλο. 33 Το βλέμμα της το τράβηξε μια νεαρή μητέρα που πάλευε να κατεβάσει τις αποσκευές της από τον ιμάντα. Η γυναίκα είχε ένα βρέφος σε μάρσιπο στην αγκαλιά της, ενώ ένα κοριτσάκι δυο χρονώνπου κρατούσε μια κούκλα ήταν γαντζωμένο από τη φούστα της και ένα αγοράκι περίπου τεσσάρων χρόνων διαμαρτυρόταν ξεσπώντας τελικά σε αναφιλητά. Μητέρα και γιος έδειχναν εκνευρισμένοι και ταλαιπωρημένοι. Η Τίμι παρατήρησε πως το μικρό κορίτσι ήταν ντυμένο με γούστο. Το αγόρι φορούσε κοντό παντελόνι και ναυτική ζακέτα. Η μητέρα έδειχνε κατάκοπη έτσι όπως μοχθούσε με τις βαλίτσες, ενώ το μικρό αγόρι εξακολουθούσε να κλαίει. Δεν είχε καμιά κρίση οργής, απλώς ήταν αναστατωμένο. Χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο, η Τίμι έχωσε το χέρι στην τσέπη της ζακέτας της, όπου έκρυβε τα γλειφιτζούρια που της άρεσε να τρώει ενόσω σχεδίαζε. Την
εμπόδιζε να ανάψει τσιγάρο και ήταν μια συνήθεια που είχε από παλιά. Έβγαλε δύο γλειφιτζούρια και πλησίασε τη μητέρα του αγοριού που έκλαιγε ακόμη. Προφανώς ήταν Γάλλοι. Παρά το πάθος της Τίμι για καθετί γαλλικό, δεν είχε μάθει ποτέ της τη γλώσσα, εκτός από λίγες, σύντομες λέξεις. Συνήθως τα κατάφερνε με χειρονομίες και χαμόγελα, και ο οδηγός που χρησιμοποιούσε μόνιμα στο Παρίσι ήταν πάντοτε πρόθυμος να βοηθήσει. Αυτή τη φορά, ήταν μόνη της. Κατάφερε να τραβήξει το βλέμμα της μητέρας, της έδειξε τα γλειφιτζούρια φροντίζοντας να μην τα δουν τα παιδιά και χαμογέλασε ερωτηματικά και συνεσταλμένα. 34 DANIELLE STEEL «Oui;» ρώτησε. Η γυναίκα την κατάλαβε και δίστασε. ; Περιεργάστηκε την Τίμι προσεκτικά και ετοιμαζόταν να πει όχι, μα ακριβώς εκείνη τη στιγμή τα παιδιά γύρισαν προς το μέρος της. Με το ελεύθερο χέρι της, η Τίμι χάιδεψε απαλά τα λεπτά μαλλιά του αγοριού, που ήταν κομμένα σε κοντό καρέ και κατά περίεργο τρόπο είχαν το ίδιο χρώμα με τα δικά της, ή, τουλάχιστον, με αυτό που είχαν τα μαλλιά της όταν ήταν στην ηλικία του. Με τα χρόνια, είχαν πάρει μια λαμπερή, μπρούντζινη απόχρωση. Τα δικά του ήταν πιο πορτοκαλόχρωμα και είχε τις ίδιες τονισμένες φακίδες που είχε κι εκείνη στα νιάτα της. Το μικρό κορίτσι ήταν ξανθό με μεγάλα γαλανά μάτια, όπως η μητέρα του. Το μωρό δεν είχε
καθόλου μαλλιά και παρακολουθούσε τη σκηνή γαλήνια με μια πιπίλα στο στόμα. Το δίχρονο κοριτσάκι πιπιλούσε τον αντίχειρά του, φαινομενικά ανεπηρέαστο από τα δάκρυα του αδερφού του. Η μητέρα κούνησε καταφατικά το κεφάλι, βλέποντας την Τίμι να χαϊδεύει ασυναίσθητα τα μαλλιά του αγοριού και εκείνο να σταματάει το κλάμα και να σηκώνει το κεφάλι για να αντικρίσει την άγνωστη. Οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν ένα χαμόγελο και η νεαρή μητέρα ευχαρίστησε στα γαλλικά και είπε «Oui», ενώ η Τίμι έδινε στα παιδιά τα γλειφιτζούρια και βοηθούσε τη νεαρή γυναίκα να ανεβάσει μια από τις βαλίτσες της στο καρότσι. Τα δύο παιδιά τής είπαν ευγενικά «merci» και ύστερα η οικογένεια τράβηξε τον δρόμο της, καθώς η Τίμι τούς παρακολουθούσε να απομακρύνονται. Είχε προσέξει, από τις ταμπελίτσες στις βαλίτσες τους, 35 πως έρχονταν από κάποια γαλλική πόλη και όχι από το Μιλάνο. Το μικρό αγόρι γύρισε και τη χαιρέτησε με μια σκανταλιάρικη γκριμάτσα προτού χαθούν από τα μάτια της, και η μητέρα κοίταξε πίσω της με ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης, καθώς η Τίμι χαιρετούσε με τη σειρά της. Το βλέμμα της τους ακολούθησε ώσπου έφυγαν πια από το οπτικό της πεδίο, και τότε ήρθαν κοντά της ο Ντέιβιντ και η
Τζέιντ. Δεν την είχαν δει να επικοινωνεί με τα δύο παιδιά, αλλά και να την είχαν δει, δεν θα τους είχε κάνει εντύπωση. Η Τίμι είχε αδυναμία στα παιδιά, κι ας μην είχε δικά της. Μιλούσε συνέχεια σε παιδιά, στο σούπερ μάρκετ, στο αεροδρόμιο, ή όταν στεκόταν στην ουρά σε κάποιο πολυκατάστημα. Ήξερε πώς να τα κερδίζει, αψηφώντας εθνικότητες και γλώσσες, και να γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στη δική της ηλικία και τη δική τους. Ήταν απλώς ένας από εκείνους τους ανθρώπους που αγαπάνε τα παιδιά, και εκείνα έδειχναν να το διαισθάνονται. Της ερχόταν εύκολο να μιλήσει μαζί τους, πράγμα ασυνήθιστο για μια γυναίκα της θέσης της, με καριέρα, δίχως δική της οικογένεια. Πάντοτε έλεγε πως ήταν μόνη στον κόσμο. Αλλά παρόλο που συχνά έλεγε στην Τζέιντ πως ίσως υιοθετούσε ένα παιδί κάποτε, δεν το είχε κάνει. Η Τζέιντ, πάλι, είχε τις δικές της έγνοιες με το βιολογικό της ρολόι. Στα τριάντα οχτώ της, ανησυχούσε πως δεν θα αποκτούσε ποτέ της παιδιά. Είχε περάσει μια δεκαετία στον ρόλο της ερωμένης ενός παντρεμένου, μέχρι πριν από έναν χρόνο, όταν επιτέλους διέκοψε μαζί του, αλλά από τότε δεν είχε συναντήσει κάποιον που 36 DANIELLE STEEL να την ενδιαφέρει αληθινά. Το ρολόι της χτυπούσε. Ενώ το ρολόι της Τίμι είχε σταματήσει να χτυπάει από καιρό. Ένιωθε πολύ μεγάλη για να αποκτήσει μωρό, ωστόσο η ιδέα της υιοθεσίας τη συγκινούσε ακόμη, με
έναν αφη-ρημένο, ονειροπόλο τρόπο. Ήξερε πως ήταν ένα όνειρο μάλλον απίθανο να πραγματοποιηθεί, παρ’ όλα αυτά της άρεσε να σκέφτεται πως θα μπορούσε να συμβεί μια μέρα, έστω κι αν είχε κάμποσο καιρό να μιλήσει γι’ αυτό. Ο Ντέιβιντ πίστευε πως έπρεπε να το κάνει. Ανησυχούσε πως στα χρόνια που την περίμεναν θα ένιωθε μοναξιά, αν δεν είχε παιδιά. Ακόμα και η Τίμι δεν θα ήταν σε θέση να δουλεύει για πάντα. Ή μήπως θα ήταν; Η ίδια διατεινόταν πως σκόπευε να παραμείνει δραστήρια τουλάχιστον μέχρι τα εκατό της. Η Τζέιντ είχε την άποψη πως η ιδέα της υιοθεσίας ήταν ανόητη και πως η Τίμι ήταν μια χαρά έτσι όπως ήταν. Μια καλλιεργημένη, επιτυχημένη γυναίκα που διοικούσε έναν όμιλο εταιρειών. Ακόμα και η εικόνα της Τίμι με μωρό τής ήταν αδιανόητη. Ήξερε, όπως το ήξερε και η Τίμι τον περισσότερο καιρό, πως ήταν απλώς ένα όνειρο, κάτι που δεν θα το έκανε ποτέ. Κι όμως, τα ήρεμα, μοναχικά βράδια, μια φορά στο τόσο, η Τίμι συλλογιζόταν ακόμη το όνειρό της με πόνο στην καρδιά. Η ζωή της ήταν περισσότερο μοναχική από όσο θα ήθελε να παραδεχτεί και η προοπτική να συνεχιστεί αυτό για πάντα την κατέθλιβε. Δεν είχε φανταστεί πως η ζωή της θα εξελισσόταν έτσι. Με τα χρόνια όμως, πολλά είχαν αλλάξει. Το αντιμετώπιζε φιλοσοφημένα, απολάμβανε το 37
σήμερα και προσπαθούσε να μη σκέφτεται πόσο πιο μοναχική θα ήταν η ζωή της στα γεράματα. Χωρίς να το έχει επιδιώξει, είχε καταλήξει να δημιουργήσει μια κα-ριέρα χωρίς σύζυγο, ούτε παιδιά. Ο Ζιλ, ο οδηγός της Τίμι στο Παρίσι, τους περίμενε ακριβώς μετά την υπηρεσία μετανάστευσης και το τελωνείο. Ήταν ένα γνώριμο, ευχάριστο πρόσωπο, και τους υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο και ένα κούνημα του χεριού. Όπως πάντα, ένα τσιγάρο ήταν σφηνωμένο ανάμεσα στα χείλη του, πράγμα που τον έκανε να έχει το ένα του μάτι μονίμως μισόκλειστο, για να αποφεύγει τον καπνό. Ήταν οδηγός της Τίμι επί δέκα συνεχόμενα χρόνια, διάστημα κατά το οποίο είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει τρία παιδιά. Η γυναίκα του ήταν βοηθός σεφ ζαχαροπλαστικής στο ξενοδοχείο Κριγιόν και οι δυο τους τα έβγαζαν πέρα αξιοπρεπώς, με την πεθερά του Ζιλ να έχει αναλάβει τη φροντίδα των παιδιών. «Bonjour, μαντάμ Τίμι! Vous avez fait bon voyage; Είχατε καλό ταξίδι;» Μιλούσε αρκετά σωστά αγγλικά, με τονισμένη ξενική προφορά, και του άρεσε να εργάζεται για εκείνη. Ήταν μια γυναίκα λογική, φιλική, και δεν είχε ποτέ εξωφρενικές απαιτήσεις. Του ζητούσε συγγνώμη όποτε έπρεπε να την περιμένει μέχρι αργά, πράγμα που έτσι κι αλλιώς δεν τον ενοχλούσε. Του άρεσε η δουλειά του και οι άνθρωποι που γνώριζε. Ένιωθε σημαντικός όταν μετέφερε πελάτες σαν την Τίμι και εντυπώσιαζε τους άλλους οδηγούς. Η Τίμι, από την
άλλη, ήταν γενναιόδωρη με τα φιλοδωρήματα και κάθε χρόνο, τα Χρι38 στούγεννα, του έστελνε ένα κοστούμι. Ως αποτέλεσμα, ήταν ένας από τους πιο καλοντυμένους οδηγούς του Πλά-ζα Ατενέ ή οποιουδήποτε άλλου ξενοδοχείου. Συν τοις άλλοις, η Τίμι τού έκανε δώρα για τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Ο Ζιλ χαιρόταν με την παθιασμένη αγάπη της για το Παρίσι και οτιδήποτε γαλλικό. Ήταν απόλαυση να οδηγεί για εκείνη και να κουβεντιάζει μαζί της, όπως έκαναν και τώρα, μόλις η Τίμι μπήκε στο αυτοκίνητο μαζί με την Τζέιντ, ενώ ο Ντέιβιντ έφευγε με το φορτηγό που μετέφερε τις αποσκευές τους. Δεν ήταν δουλειά αυτή για έναν αντιπρόεδρο και διευθυντή μάρκετινγκ, αλλά ήθελε να σιγουρευτεί πως θα ήξερε ανά πάσα στιγμή πού βρίσκονταν τα πράγματά τους, ώστε να μη χαθεί ή παρα-πέσει το παραμικρό κατά τη μεταφορά. «Πώς είναι η Σολάνζ και τα παιδιά;» ρώτησε εύθυμα η Τίμι. «Πολύ καλά. Πολύ μεγάλα» της απάντησε με πλατύ χαμόγελο, με το μάτι ακόμη μισόκλειστο για τον καπνό, ενώ η Τζέιντ κατέβαζε το τζάμι με ένα βλέμμα αποδοκιμασίας. Την Τίμι δεν την ένοιαζε, άναψε μάλιστα τσιγάρο και η ίδια. Πάντοτε κάπνιζε στη Γαλλία, εφόσον το ίδιο έκαναν όλοι. «Περιμένουμε κι άλλο μωρό του χρόνου» είπε ο Ζιλ, φανερά
χαρούμενος. Η Τίμι ήξερε πως θα ήταν το τέταρτο στη σειρά. Της είχε ζητήσει επενδυτικές συμβουλές πάνω από μια φορά. Μαζί με τη γυναίκα του τα κατάφερναν μια χαρά, είχαν μάλιστα δικό τους σπίτι έξω από την πόλη, όπου έμεναν με τη χήρα μητέρα της Σολάνζ. Η Τίμι ήθελε να γνωρίζει τους ανθρώπους με 39 τους οποίους συνεργαζόταν και από την αρχή είχε συμπαθήσει τον Ζιλ. «Όλα καλά μ’ εσένα;» τη ρώτησε, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη, ενώ οδηγούσε ολοταχώς και με μαεστρία στη λεωφόρο, αφήνοντας πίσω τους το Ρουασί. Κάθε φορά που την αντίκριζε την έβρισκε όμορφη και σέξι, παρά την ηλικία της. Ο Ζιλ δεν είχε τις προκαταλήψεις για την ηλικία της γυναίκας που έχουν οι άντρες στην Αμερική. Μια γυναίκα στα σαράντα οχτώ της ήταν ακόμη νέα για τον Ζιλ, πόσο μάλλον μια γυναίκα τόσο εμφανίσιμη όσο η Τίμι. «Όλα καλά» του απάντησε ικανοποιημένη. «Την επόμενη βδομάδα έχουμε τις επιδείξεις των πρεταπορτέ. Ισως ξεκλέψω λίγο χρόνο για ψώνια αυτό το Σαββατοκύριακο». Ήλπιζε πως θα είχαν τελειώσει τη δουλειά ως την Παρασκευή, ώστε να έχει μια δυο μέρες ελεύθερες για τον εαυτό της, για να τριγυρίσει στα παλαιοπωλεία και να δει τι καινούργιο κυκλοφορούσε στις παρισινές μπουτίκ. Της άρεσε
να ακολουθεί την τοπική μόδα, όπου κι αν πήγαινε, και να παρακολουθεί τον ανταγωνισμό. Στο Παρίσι, όμως, της άρεσε εξίσου να περιπλανιέται κατά μήκος του Σηκουάνα, να χαζεύει τους πάγκους των μεταχειρισμένων παλαιών βιβλίων και απλώς να ανασαίνει βαθιά την ατμόσφαιρα αυτής της πόλης. Της άρεσε επίσης να πηγαίνει στην εκκλησία. Ο Ζιλ την πήγαινε σε μέρη έξω από τα συνηθισμένα, που διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να τα ανακαλύψει μόνη της, και σε μικρές, γραφικές εκκλησίες που η ίδια δεν είχε ακουστά μέχρι τότε. Η Τίμι απολάμβανε τις περιηγήσεις που της πρόσφερε ο 40 οδηγός της. Κι εκείνου του άρεσε να δείχνει την πόλη σε κάποιον που την εκτιμούσε όσο εκείνη. Η Τίμι είχε ήδη πει στην Τζέιντ και τον Ντέιβιντ πως, εφόσον θα είχαν τελειώσει τις προετοιμασίες, ήταν ελεύθεροι να λείψουν για Σαββατοκύριακο. Και οι δυο ήθελαν να επιστρέφουν στο Λονδίνο για να συναντήσουν φίλους. Δεν μοιράζονταν το πάθος της για το Παρίσι, ο δε Ντέιβιντ είχε ήδη κάνει λόγο για ένα ταξιδάκι στην Πράγα. Το Σαββατοκύριακο δεν προβλέπονταν συναντήσεις, ούτε συνεντεύξεις, και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, οι πρόβες θα είχαν ήδη ολοκληρωθεί μέχρι τότε. Οι μοδίστρες που είχε στείλει η Τίμι θα έκαναν μετατροπές και διορθώσεις της
τελευταίας στιγμής ολόκληρο το Σαββατοκύριακο, αλλά ήταν ικανές να τα καταφέρουν και μόνες. Η ίδια θα αναλάμβανε οποιοδήποτε μικροπρό-βλημα τυχόν προέκυπτε και από τη Δευτέρα θα είχε πάλι μαζί της την Τζέιντ και τον Ντέιβιντ. Η επίδειξη ήταν προγραμματισμένη για την Τρίτη, και το ίδιο βράδυ οι δύο βοηθοί της θα πετούσαν για Νέα Υόρκη. Η Τίμι θα ακολουθούσε την Παρασκευή, αφού πρώτα θα είχε δύο ολόκληρες μέρες δικές της. Και αν κατάφερνε να βρει χρόνο για τον εαυτό της και αυτό το Σαββατοκύριακο, θα ήταν ένα επιπλέον δώρο και μια γενναία ανταμοιβή ύστερα από τρεις εβδομάδες σκληρής δουλειάς. Δεν της φαινόταν, δεν το παραδεχόταν πρόθυμα, αλλά ήταν κουρασμένη. Στη διάρκεια της διαδρομής προς το Παρίσι, η Τίμι κουβέντιασε χαρούμενα με τον Ζιλ, ενώ η Τζέιντ μελε 41 τούσε αμίλητη τις σημειώσεις της. Άφησε κάμποσα μηνύματα στο γραφείο τους στο Λος Άντζελες, για να τα βρουν όταν άνοιγαν, και κάμποσα ακόμα στη Νέα Υόρκη. Ήταν απομεσήμερο στο Παρίσι, αλλά πολύ νωρίς για όλα τα υπόλοιπα μέρη του κόσμου. Η πρώτη συνέντευξη της Τίμι ήταν προγραμματισμένη στις δυο και μισή, είχε λοιπόν λίγη ώρα για να οργανωθεί και να βάλει σε τάξη τις σκέψεις της προτού ξεκινήσουν. Η κίνηση ήταν αρκετά πυκνή εκείνη την
ώρα, έτσι κατέληξαν να φτάσουν στη λεωφόρο Μοντέν λίγο πριν από τη μία. Η Τίμι έλαμψε ολόκληρη όταν αντίκρισε το Πλάζα Ατενέ. Ήταν το δεύτερο σπίτι της. Της άρεσε να μένει εκεί, της άρεσε η κομψότητα, οι άνθρωποι, το απαράμιλλο σέρβις, όπως και να γευματίζει με φίλους στο Λε Ρελέ. «Πάντα είστε χαρούμενη στο Παρίσι» σχολίασε ο Ζιλ καθώς της άνοιγε την πόρτα, και ο πορτιέρης την αναγνώρισε και της χαμογέλασε, αγγίζοντας ελαφρά το καπέλο του. «Καλώς ήρθατε, μαντάμ Ο’Νιλ» είπε, ενώ η Τζέιντ οργάνωνε τη μεταφορά των αποσκευών τους και ο Ντέιβιντ σταματούσε ακριβώς πίσω τους, με ένα φορτηγό ξέχειλο από βαλίτσες και μπαούλα με ρούχα. Ένας από τους υποδιευθυντές του ξενοδοχείου βγήκε για να τη συνοδέψει στη σουίτα της και η Τζέιντ ανέλαβε να μοιράσει φιλοδωρήματα και να συνεννοηθεί με τον Ζιλ για το τι ώρα θα ξαναρχόταν. Συνήθως η Τίμι δειπνούσε αργά στο Παρίσι και κατά προτίμηση σε μικρά μπιστρό, όπου δεν αναστατώνονταν με την παρουσία 42 της και μπορούσε να απολαύσει απλό, γαλλικό φαγητό. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια και διέσχισε την περιστρεφόμενη πόρτα, για να βρεθεί στον χώρο υποδοχής, που
χαρακτηριζόταν από κομψότητα και διακριτική χλιδή. Αν έβλεπε κανείς τα μέλη του προσωπικού να την αναγνωρίζουν και τον υποδιευθυντή να προηγείται για να τη συνοδεύσει στο δωμάτιό της, δεν θα αμφέβαλλε ούτε στιγμή πως ήταν μια πολύ σημαντική προσωπικότητα. Εδώ, η τόση προσοχή στο άτομό της δεν την ενοχλούσε όπως συνέβαινε σε άλλα μέρη. Δεν της άρεσε να προκα-λεί αναστάτωση, όμως εδώ, στο Πλάζα Ατενέ, αυτή η αναστάτωση ήταν κάτι το τρυφερό και οικείο, γι’ αυτό και η Τίμι μπήκε στη σουίτα που τη φιλοξενούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη της. Η σουίτα περιλάμβανε ένα σαλόνι και ένα υπνοδωμάτιο με μακρόστενες, όμορφες μπαλκονόπορτες, που σκεπάζονταν με περίτεχνες σατέν κουρτίνες. Η επίπλωση ήταν αντάξια μιας μικρής εξοχικής έπαυλης, με επιχρυσωμένα αντικείμενα και καθρέφτες, πολυελαίους σε κάθε δωμάτιο και μια μπανιέρα μες στην οποία της άρεσε να μουλιάζει με τις ώρες. Σοκολάτες και φρούτα από τα αγαπημένα της την περίμεναν σε ένα τραπέζι, μαζί με μια τεράστια ανθοδέσμη, προσφορά της διεύθυνσης. Πάντοτε ένιωθε κακομαθημένη και παραχάίδεμένη απλώς και μόνο που βρισκόταν εκεί και, παρόλο που ήξερε ότι οι μέρες που θα ακολουθούσαν θα ήταν εξου-θενωτικές, ήταν ενθουσιασμένη στην προοπτική να μείνει εδώ πάνω από μια βδομάδα. Δέκα μέρες στο Παρίσι 43
θα την αναζωογονούσαν, όσο σκληρά κι αν είχε δουλέψει. Στα μάτια της, ακόμα και ο περίφημος Διαβολομήνας ήταν μικρό τίμημα, αν ήταν να το αντισταθμίσει με την απόλυτη, τη γνήσια ευτυχία της παραμονής στο Παρίσι για μια ολόκληρη εβδομάδα. Ο υποδιευθυντής υποκλίθηκε, άφησε τα κλειδιά στο γραφείο και αποσΰρθηκε. Η Τίμι έβγαλε τη μινκ ζακέτα της, την πέταξε πάνω σε μια φαρδιά βελούδινη πολυθρόνα και έλεγξε τα μηνύματα που την περίμεναν. Είχε ήδη δέκα, συν τέσσερα φαξ. Η Τζέιντ ανέλαβε να τα διαβάσει για λογαριασμό της και την ενημέρωσε πως ήταν όλα από υφαντουργεία που επιβεβαίωναν τα ραντεβού τους και πως μια από τις συνεντεύξεις είχε μετατεθεί για την επόμενη μέρα. Οι μέρες που θα ακολουθούσαν προοιωνίζονταν φορτωμένες, πράγμα που ήξεραν όλοι τους εκ των προτέρων. Ενώ συζητούσαν, ένας σερβιτόρος της υπηρεσίας δωματίου εμφανίστηκε μεταφέροντας μια τσαγιέρα πάνω σε δίσκο. Ήξεραν ήδη από την άφιξή της τι να της φέρουν, τσάι Ερλ Γκρέι μαζί με τα αγαπημένα της κουλουράκια. Αδύνατον να αντισταθεί κανείς. «Δείχνεις ευτυχισμένη» σχολίασε ο Ντέιβιντ μπαίνοντας στο δωμάτιο, ενώ η Τζέιντ έδειχνε στον γκρουμ πού να αφήσει τις βαλίτσες της Τίμι. Τα πάντα στο Πλάζα Ατενέ λειτουργούσαν με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού. Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε με την έκφραση μακαριότητας που διέκρινε στα χαρακτηριστικά
της Τίμι. Έμοιαζε με κοριτσάκι έτσι όπως ήταν ντυμένη με μακό μπλουζάκι και τζιν παντελόνι και ένας θύσανος από κόκκινα μαλλιά 44 έπεφτε στο πρόσωπό της. Κάθισε χαρούμενη σε έναν από τους καναπέδες του σαλονιού μασουλώντας ένα κου-λουράκι και ακούμπησε τα πόδια της με τις μπαλαρίνες πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι. «Αισθάνομαι υπέροχα που βρίσκομαι εδώ» είπε, νιώθοντας να χαλαρώνει για πρώτη φορά μετά από βδομάδες. Κυριολεκτικά ακτινοβολούσε. «Αυτό να μου το πεις την Τρίτη» την πείραξε ο Ντέι-βιντ. Ήξερε πως, μέχρι τότε, όλοι θα έβρισκαν τον διάο-λό τους με την επίδειξη, με τους ατέλειωτους πονοκεφάλους των μοντέλων, τα τεχνικά προβλήματα με τον φωτισμό και τον ήχο, τα ασταθή σημεία στην πασαρέλα, όλες τις γνωστές αναποδιές που τους βασάνιζαν στη διάρκεια των επιδείξεων. Προς το παρόν ωστόσο, την Τίμι δεν την ένοιαζε. Απλώς ήταν χαρούμενη που βρισκόταν εκεί. «Πρέπει να αγοράσεις δικό σου σπίτι στο Παρίσι, αφού το αγαπάς τόσο». «Το ξέρω. Αλλά έχω κακομάθει σ’ αυτό το ξενοδοχείο. Θα δυσκολευόμουν να βρω κάτι καλύτερο» είπε η Τίμι και έδειξε
αόριστα γύρω της, τα λουλούδια, το τσάι, τα κουλουράκια, τις τεράστιες ασημένιες πιατέλες με τα σοκολατάκια και τα κομψά έπιπλα της σουίτας. «Νιώθω σαν την Ελοΐζστο Πλάζα Ατενέ». Ηρωίδα σειράς παιδικών βιβλίων που έγραψε στη δεκαετία του πενήντα η Κέι Τόμσον. Η Ελοΐζ είναι ένα εξάχρονο κορίτσι που μένει στον «πάνω πάνω» όροφο του ξενοδοχείου Πλάζα στη Νέα Υόρκη, με την νταντά της, το σκυλάκι της, τον Γουίνι, και τη χελώνα της, τη Σκίπερντι. [Σ.τ.Μ.] 45 «Εντάξει, Ελοΐζ, έχεις μια ώρα για να αλλάξεις, αν δηλαδή πρόκειται να το κάνεις» είπε η Τζέιντ δήθεν αδιάφορα. «Έχεις δυο συνεχόμενες συνεντεύξεις, διάλειμμα κι αμέσως μετά συνάντηση. Θέλεις να παραγγείλω φαγητό;» Η Τίμι κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Το τσάι με τα κου-λουράκια ήταν ένα κι ένα για τώρα. Δεν έτρωγε πολύ και ήταν το ίδιο αδύνατη με τα μοντέλα της. Πριν από χρόνια μάλιστα είχε δεχτεί προτάσεις για να γίνει μοντέλο, αλλά δεν είχε μπει ποτέ στον κόπο να το προσπαθήσει. Την ενδιέφερε πολύ περισσότερο, από τότε ακόμα, να φτιάχνει ρούχα για μοντέλα παρά να ασχοληθεί η ίδια με το μόντε-λινγκ. Ωστόσο διέθετε ακόμη την εμφάνιση. «Δεν θ’ αλλάξω» είπε ήρεμα κι ύστερα έριξε μια ματιά στο
ρολόι της και ήπιε μια γουλιά τσάι. Είχε να κάνει ένα τηλεφώνημα στο Λος Άντζελες και στον τελευταίο περιστασιακό σύντροφό της, έστω κι αν της φαινόταν ανόητο να τον καλέσει τέτοια ώρα. Ήταν τέσσερις το πρωί στο Λος Άντζελες και δεν ήθελε να τον ξυπνήσει. Ο Ζακ όμως την είχε βάλει να του υποσχεθεί πως θα του τηλεφωνούσε αμέσως μόλις έφτανε στο Παρίσι, μολονότι η ίδια το θεωρούσε παράλογο. Ήθελε να την ακούσει, της είχε πει, και να ξέρει πως είχε προσγειωθεί με ασφάλεια, πράγμα που την είχε συγκινήσει. Τον περισσότερο καιρό δεν νοιαζόταν ή δεν την πρόσεχε τόσο πολύ. Ωστόσο από καιρού εις καιρόν την ξάφνιαζε με ευγενικές χειρονομίες. Η Τίμι ήξερε πως ήταν ακόμη θυμωμένος επειδή δεν τον είχε πάρει μαζί της στο ταξίδι. Συχνά έκανε σαν 46 παιδί, έτσι όπως περίμενε από εκείνη να τον κακομαθαίνει και να τον ψυχαγωγεί, και ήταν κατσούφης για βδομάδες πριν από την αναχώρησή της. Δεν την είχε πιστέψει όταν του είχε εξηγήσει πως θα δούλευε διαρκώς και δεν θα είχε ώρα για αναψυχή, εκτός από τον χρόνο που ήλπιζε πως θα ξέκλεβε για τον εαυτό της το ερχόμενο Σαββατοκύριακο. Αλλά δεν άξιζε να κάνει ο Ζακ τόσο δρόμο από το Λος Άντζελες μόνο και μόνο για δύο ελεύθερες μέρες, που έτσι κι αλλιώς η Τίμι
μπορεί να μην τις είχε καν ελεύθερες ανπροέκυπτε κάποια κρίση, μήτε για τις δύο μέρες που σχέδιαζε να πάρει άδεια μέσα στην επόμενη βδομάδα. Ήταν άσκοπο να τον έχει να τριγυρίζει κοντά της ενώ εκείνη θα δούλευε νυχθημερόν. Μέχρι στιγμής δεν είχε ούτε μια ώρα ελεύθερη, πόσο μάλλον μια μέρα σε όλο το ταξίδι. Αναρωτιόταν εάν ένα τηλεφώνημα από το Παρίσι θα χειροτέρευε τα πράγματα ή θα τον ηρεμούσε κάπως. Δεν ήταν εύκολο να αποφασίσει. Έκανε τη σκέψη να του τηλεφωνήσει αργότερα το απόγευμα, αλλά μπορεί και να τον θύμωνε αν δεν έκανε αυτό που του είχε υποσχεθεί. Μπορούσε βεβαίως να του τηλεφωνήσει τώρα, να του στείλει ένα πεταχτό φιλί και να τον αφήσει να κοιμηθεί ξανά. Ήξερε πως δεν την είχε συγχωρήσει που τον είχε αφήσει στο Λος Άντζελες για τρεις ολόκληρες βδομάδες, ενώ εκείνη ταξίδευε στη Νέα Υόρκη και σε τρεις γοητευτικές πόλεις της Ευρώπης. Πριν από την αναχώρησή της, της είχε δώσει την εντύπωση πως, παρά την άστατη σχέση τους, θεωρούσε ότι το να τον πάρει μαζί της ενόσω εκείνη εργαζόταν 47 ήταν δικαίωμά του. Η Τίμι διαφωνία ήταν το μήλο επί βδομάδες πριν από το είναι. Ήταν κι αυτό ένα
δεν είχε συμφωνήσει. Αυτή η της έριδας ανάμεσά τους ταξίδι και εξακολουθούσε να από τα χαρακτηριστικά των
αντρών σαν εκείνον που έβγαιναν με γυναίκες σαν εκείνη. Ήταν μια αντιστροφή ρόλων που δεν της είχε αρέσει ποτέ ούτε την είχε πιστέψει, αλλά τα τελευταία χρόνια είχε πιάσει τον εαυτό της να συμμετέχει σ’ αυτή. Άντρες όπως ο Ζακ έμοιαζαν να είναι η μοναδική εναλλακτική επιλογή πέρα από τη μοναξιά. Ήταν μια επιλογή που είχε τα μειονεκτήματά της, τα οποία η Τίμι συνειδητοποιούσε πλήρως, και κατά διαστήματα τα προνόμιά της. Τον περισσότερο καιρό πάντως ο Ζακ φερόταν σαν κακομαθημένο παιδί. Ήταν νέος, ανεύθυνος και εντελώς εγωκεντρικός. Τα τελευταία έντεκα χρόνια, από το διαζύγιό της και μετά, είχαν υπάρξει αρκετοί άντρες σαν τον Ζακ στη ζωή της. Ο γάμος της είχε διαρκέσει μια πενταετία, και τα χρόνια που είχαν ακολουθήσει της είχαν φανεί πολύ μεγαλύτερα σε διάρκεια και το δίχως άλλο πιο άδεια. Τα γέμιζε κυρίως με δουλειά και υπερωρίες και είχε αφοσιω-θεί στο χτίσιμο της αυτοκρατορίας της, που χρόνο με τον χρόνο επεκτεινόταν με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Ελάχιστος χρόνος ή ευκαιρίες υπήρχαν στη ζωή της για έναν σοβαρό σύντροφο, τον οποίο έτσι κι αλλιώς ήταν πεπεισμένη πως τώρα πια δεν ήταν άξια να βρει. Η Τίμι ανέκαθεν έλεγε πως οι γυναίκες της δικής της κατηγορίας δεν προσέλκυαν άντρες ανάλογης κοινωνικής θέσης ή βαρύτητας, ούτε εφάμιλλης σπουδαιότητας ή ηθικής 48
αξίας. Γυναίκες της θέσης της έμοιαζαν να λειτουργούν σαν μαγνήτες για άντρες που ήθελαν να είναι στο επίκεντρο της προσοχής. Πίστευε ακράδαντα πως οι άντρες της ηλικίας της, αντίστοιχα επιτυχημένοι και ισχυροί με εκείνη, συνήθως συνδέονταν με γυναίκες που είχαν τα μισά της χρόνια και ήταν πανευτυχείς ως φιλενάδες ή ερωμένες σημαντικών αντρών. Συμμορφώνονταν με τον διακοσμητικό ρόλο που τους πρόσφεραν, κολάκευαν ανάλογα τους άντρες τους και χαίρονταν όταν εκείνοι τις περιέφεραν και τις επιδείκνυαν σαν τρόπαια. Η Τίμι θεωρούσε ότι οι επιτυχημένοι άντρες της ηλικίας της δεν προτιμούσαν συνομήλικες γυναίκες ή γυναίκες το ίδιο επιτυχημένες με αυτούς. Στη δική της περίπτωση, αν μη τι άλλο, αυτή ήταν η αλήθεια. Στη διάρκεια αυτών των έντεκα χρόνων από το διαζύγιό της και μετά, ούτε ένας εξίσου επιτυχημένος άντρας, έστω και κοντά στην ηλικία της, δεν την είχε προσεγγίσει. Κατά συνέπεια, η μοναδική επιλογή για γυναίκες σαν εκείνη περιοριζόταν είτε στην αριστοκρατική, αξιοπρεπή μοναξιά, είτε στους περιστασιακούς συντρόφους σαν τον Ζακ, που συνήθως ήταν νεότεροι από εκείνες, στη δική της περίπτωση νεότεροι μόνο κατά λίγα χρόνια, εφόσον οι άντρες με τα μισά της χρόνια Qa την έκαναν να αισθάνεται ακόμα πιο γελοία και θα της προκαλούσαν πλήξη μέχρι δακρύων. Το πρόβλημα με αυτούς δεν ήταν τόσο ηλικιακό, αλλά κυρίως το γεγονός πως δεν ήταν ερωτευμένοι μαζί της, όπως κι εκείνη δεν ήταν ερωτευμένη μαζί τους. Θα ήταν ικανή να συγχωρήσει πολλά
αν υπήρχε αμοιβαίος έρωτας, 49 πράγμα που, σε αυτά τα έντεκα χρόνια και μετά από αρκετές σχέσεις, δεν είχε συμβεί ποτέ. Οι άντρες με τους οποίους έβγαινε συχνά ήταν ηθοποιοί, μοντέλα, συγγραφείς, καλλιτέχνες, ή κυνηγούσαν το καλλιτεχνικό πεπρωμένο τους, τις περισσότερες φορές όχι με ιδιαίτερη ζέση. Δεν ήταν ποτέ επιτυχημένοι, ούτε δούλευαν τόσο σκληρά όσο εκείνη. Ήταν αρρενωποί, νάρκισσοι, κακομαθημένοι, επιφανειακά ευγενικοί μαζί της, τουλάχιστον στην αρχή' εντυπωσιάζονταν από τη φήμη της, ενίοτε ζήλευαν κιόλας, και απολάμβαναν τα προνόμια που τους έδινε. Σε καθεμία από αυτές τις σχέσεις, εκείνη ήταν αυτή που έδινε και οι σύντροφοί της αυτοί που έπαιρναν, ώσπου, εντέλει, οι συναισθηματικές ανισότητες τους έβγαιναν σε κακό. Δεν ήταν η οικονομική διαφορά που το χαλούσε. Ήταν το αναπόφευκτο γεγονός πως δεν υπήρχε αγάπη. Δεν είχε ερωτευτεί ποτέ κάποιον από αυτούς. Ούτε και είχε συμβεί το αντίστροφο. Και μέσα σε ένα εξάμηνο ή και λιγότερο, χώριζαν και ο καθένας ακολουθούσε τον δρόμο του, συνήθως με αξιοπρέπεια. Τη βοηθούσαν να περνάει τον χρόνο της και να γεμίζει τις μοναχικές βραδιές και τα Σαββατοκύριακα. Ήταν ένα αντίδοτο στη μοναξιά και σε μια ζωή που γινόταν υπερβολικά μονόχνοτη χωρίς σύντροφο, παρόλο που δεν είχε
καταλήξει ακόμη αν ήταν προτιμότερο να βάλει στη ζωή της κάποιον λιγότερο τέλειο για εκείνη ή να οπλιστεί με θάρρος και να παραμείνει μόνη, ελπίζοντας πως κάποια μέρα θα εμφανιζόταν ο κατάλληλος. Υπήρχαν φορές που δεν ήταν τόσο θαρραλέα. Και 50 τότε τύχαινε να εμφανιστεί κάποιος σαν τον Ζακ και εκείνη συμβιβαζόταν για ένα διάστημα, έστω κι αν ορισμένες φορές η παρουσία τους την έκανε να αισθάνεται περισσότερο μόνη από όσο ήδη ήταν. Σε αντάλλαγμα για τη συντροφιά τους, η Τίμι προωθούσε τις καριέρες τους, τους έπαιρνε μαζί της σε εκδηλώσεις, τις σπάνιες φορές που αποφάσιζε να παραστεί, και τους προσκαλού-σε για Σαββατοκύριακο στο σπίτι της στο Μαλιμπού. Η αλήθεια ήταν ότι τα τελευταία έντεκα χρόνια δεν έψαχνε πραγματικά για σύντροφο. Είχε αποδεχτεί την εργένικη ζωή της μετά το διαζύγιο και είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα, προτιμώντας να είναι μόνη παρά με έναν άντρα που δεν τον αγαπούσε πραγματικά. Υπήρχαν φορές ωστόσο που μια αντρική παρουσία ήταν διασκεδα-στική, ακόμα και παρηγορητική ή κολακευτική. Στα σαράντα οχτώ της, δεν ήταν πρόθυμη να απαρνηθεί για πάντα τις σχέσεις. Και υπήρχε βέβαια η πιθανότητα να μην εμφανιζόταν ποτέ ο κατάλληλος άντρας. Συνειδητοποιούσε τις αδυναμίες των
αντρών σαν τον Ζακ, ωστόσο, μέχρι τώρα τουλάχιστον, απλώς δεν υπήρχαν άλλες επιλογές. Από την άλλη, ο Ζακ ήταν ευχάριστη συντροφιά και η Τίμι τον συμπαθούσε. Της άρεσε περισσότερο παλιότερα, πριν αρχίσει να γίνεται πραγματικά κακότροπος επειδή του αρνήθηκε να τον πάρει μαζί της στην Ευρώπη. Η συμπεριφορά του παραήταν απροκάλυπτη και απογοητευτική. Μετά από αυτό, η Τίμι τον αντιμετώπιζε με κάποια αδιαφορία και εκείνος ήταν νευρικός μαζί της. Η Τίμι δεν ήταν καν σίγουρη αν θα βλεπόντου 51 σαν ξανά όταν θα επέστρεφε. Ακόμη δεν είχε αποφασίσει πώς ακριβώς ένιωθε μπροστά σ’ αυτή την προοπτική. Υποψιαζόταν ότι το τέλος δεν θ’ αργούσε, έτσι κι αλλιώς. Με διαφορετικούς τρόπους ο καθένας, και οι δύο έπαιρναν λιγότερα από αυτά που ήθελαν ή πίστευαν πως άξιζαν. Και από τη στιγμή που άρχιζε η δυσφορία, όπως γινόταν τώρα με τον Ζακ, η σχέση ποτέ δεν διαρ-κούσε πολύ. Του είχε τηλεφωνήσει αρκετές φορές από τη μέρα που είχε φύγει, μόνο και μόνο για να κρατήσει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, ενοχλημένη με τον εαυτό της που τον ανεχόταν. Αλλά δεν άντεχε να μείνει μόνη ξανά. Καμιά φορά της έφτιαχνε τη διάθεση να τον έχει κοντά της, αν και δεν έτρεφε αυταπάτες για το μέλλον τους. Χωρίς τον τροφοδότη έρωτα,
η σχέση τους αργά ή γρήγορα θα τελείωνε. Ο Ζακ ήταν σαράντα ενός, ηθοποιός για ένα φεγγάρι και νυν μοντέλο. Είχε κάνει αρκετά διαφημιστικά σε εθνικό δίκτυο και τα πήγαινε αρκετά καλά. Είχαν γνωριστεί στη διάρκεια ενός δοκιμαστικού για τη διαφημιστική κα-μπάνια της Τίμι Ο και είχαν αρχίσει να βγαίνουν αφότου ο Ζακ απορρίφθηκε για τον ρόλο. Ο ίδιος το αντιμετώπιζε με ανωτερότητα, παρόλο που η Τίμι ήξερε πως περίμενε από εκείνη να του βρει δουλειά. Από καιρού εις καιρόν της το ανέφερε κιόλας, φέρνοντάς τη σε δύσκολη θέση. Ο Ζακ ήταν νεανικός, απολαυστικός και ακαταμάχητα όμορφος. Τα Σαββατοκύριακα στο Μαλιμπού ήταν σκέτη απόλαυση, παρόλο που το σεξ δεν ήταν ποτέ ιδιαί52 τέρα σπουδαίο. Η Τίμι είχε μάθει με τα χρόνια πως οι άντρες νάρκισσοι ήταν πολύ λιγότερο ερωτικοί από όλους τους υπόλοιπους. Ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τον εαυτό τους, πράγμα που ήταν ολότελα αντίθετο με τον δικό της χαρακτήρα. Εκείνη δεν ήταν ωραιοπαθής, δεν ενδιαφερόταν μοναχά για τον εαυτό της, ούτε ήταν εγωίστρια. Όσοι τη γνώριζαν καλά, όπως η Τζέιντ και ο Ντέιβιντ, συμφωνούσαν πως ήταν ένας πραγματικά καλός άνθρωπος, πράγμα που ήταν σπάνιο. Από την άλλη, κανείς τους δεν θα έλεγε το ίδιο
για τον Ζακ. Ο Ζακ δεν είχε παντρευτεί ποτέ και ήταν εργένης εκ πεποιθήσεως, χωρίς κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για γάμο και παιδιά. Το μόνο που πραγματικά ήθελε ήταν να περνάει καλά. Όσο η όποια σχέση του ανταποκρινόταν σ’ αυτά τα κριτήρια ή εξυπηρετούσε κάποιον σκοπό, δεν είχε αντίρρηση να τη συνεχίζει. Τρελαινόταν να τραβάει τα φώτα των προβολέων όταν ήταν μαζί της και ήταν μονίμως σε επαγρύπνηση για καταστάσεις και ευκαιρίες που θα προωθούσαν την καριέρα του. Προτιμούσε τα δώρα και την εύνοια της τύχης από τη δουλειά. Από τους δυο τους, η Τίμι ήταν η εργατική μέλισσα. Όχι ο Ζακ. Η σχέση τους ήταν αυτή που ήταν, και η Τίμι δεν έτρεφε αυταπάτες. Είχε πλάκα όσο διαρκούσε και, αργά ή γρήγορα, για τον έναν ή τον άλλον λόγο, το ήξερε πως θα τελείωνε. Οι σχέσεις της με άντρες σαν τον Ζακ δεν κρατούσαν ποτέ πάνω από λίγους μήνες. Οι περίοδοι μοναξιάς στα μεσοδιαστήματα κρατούσαν πολύ περισσότερο. Δεν ήταν σίγουρη ποιο από τα δύο προτιμούσε, να συμβιβάζεται με λάθος άνθρωπο ή να μένει μόνη. Βασικά δεν προτιμούσε καμία από τις δύο επιλογές, έστω και αν ήταν οι μοναδικές που είχε εδώ και χρόνια. Η Τίμι ήλπιζε να κρατήσει ζωντανή τη σχέση με τον Ζακ μέχρι
το τέλος των γιορτών, επειδή το να περάσει τα Χριστούγεννα μόνη θα ήταν ακόμα δυσκολότερο. Το να βρίσκεται στο πλευρό αντρών που απείχαν παρασάγ-γας από την τελειότητα και δεν την αγαπούσαν έμοιαζε λιγότερο επώδυνο από το να περνάει ολομόναχη τις γιορτές και τα Σαββατοκύριακα. Έτσι, ανεχόταν τις αναπόφευκτες απογοητεύσεις και ενοχλήσεις, από τη στιγμή που δεν ήταν ακραίες. Ο Ζακ γέμιζε τη ζωή της παίζοντας τον ρόλο του περιστασιακού συντρόφου και εραστή, του επιφανειακού φίλου. Ήταν αρρενωπός, γοητευτικός όταν ήθελε, και τις περισσότερες φορές περνούσαν καλά όποτε έβγαιναν μαζί. Δεν ήταν κακός άνθρωπος, δεν έβλαπτε κανέναν, και μια με δύο φορές την εβδομάδα την κρατούσε ζεστή τα βράδια, πράγμα που έμοιαζε να της κάνει καλό. Και όταν έφτανε στο τέλος του, όπως μοιραία θα γινόταν, η Τίμι θα έκανε ένα διάλειμμα για λίγο, απολαμβάνοντας τη μοναξιά της, και θα έπειθε τον εαυτό της πως ήταν καλύτερα μόνη. Ήταν ένας χορός που τον είχε χορέψει επανειλημμένα τα τελευταία έντεκα χρόνια και γνώριζε καλά τα βήματα. Ήταν το δίλημμα που είχαν οι περισσότερες ελεύθερες γυναίκες της ηλικίας της. Η ζήτηση για διαζευγμένες γυναίκες σαράντα οχτώ ετών δεν ήταν μεγάλη. Και η επιτυχία έμοιαζε να είναι εμπόδιο για ρομαντική σχέση για γυναίκες κάθε 54 ηλικίας. Η Τίμι λογάριαζε πως θα χρειαζόταν ένα θαύμα για
να γνωρίσει τον άντρα που δεν θα αποθαρρυνόταν από την επιτυχία και την ηλικία της, δεν θα προσπαθούσε να την εκμεταλλευτεί και θα την αγαπούσε αληθινά και για αυτό που ήταν. Είχε περάσει καιρός από το τελευταίο θαύμα στη ζωή της και πλέον είχε πάψει να περιμένει. Χρόνια τώρα αφηνόταν σε άντρες σαν τον Ζακ και δεν έψαχνε δικαιολογίες γι’ αυτό. Οι προσωπικές σχέσεις της ήταν δική της δουλειά και δεν αφορούσαν τους άλλους. Δεν πλήγωνε κανέναν, δεν προσπαθούσε να επιβληθεί σε κανέναν και ήταν πάντα αξιοπρεπής, πράγμα που δεν συνέβαινε πάντα με εκείνους. Αλλά η Τίμι ήταν κυρία μέχρι τέλους. Σήκωσε το ακουστικό και πληκτρολόγησε τον αριθμό του στο Λος Άντζελες, καθώς η Τζέιντ έβγαινε από το δωμάτιο χωρίς σχόλια. Στα χρόνια που είχε περάσει κοντά στην Τίμι, είχε δει αρκετούς άντρες σαν τον Ζακ να έρχονται και να παρέρχονται. Τους σιχαινόταν. Στην Τίμι άξιζε κάτι πολύ καλύτερο από αυτό, αν και η Τζέιντ κατανοούσε καλύτερα από τους περισσότερους τις δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει η Τίμι. Η ίδια είχε τα δικά της προβλήματα αναζητώντας το κατάλληλο ταίρι και γνώριζε τους συμβιβασμούς που έπρεπε να κάνει μια γυναίκα -στη δική της περίπτωση, καταλήγοντας με έναν παντρεμένο άντρα-, πράγμα που δεν θα το επαναλάμβανε ποτέ ξανά, ύστερα από μια χαμένη δεκαετία και μια ραγισμένη καρδιά. Είχε αρχίσει να σκέφτεται πως εντέ-λει η Τίμι ίσως και να περνούσε καλύτερα με άντρες σαν τον Ζακ, που έμοιαζαν με παιδιά
αλλά καμώνονταν τους άντρες. Τουλάχιστον η Τίμι δεν έτρεφε αυταπάτες. Δεν τους ερωτευόταν ποτέ και δεν πληγωνόταν όταν τέλειω-ναν όλα. Η βλάβη ήταν περιορισμένη. Δεν έχανε ποτέ τα όνειρά της για την ακρίβεια, με άντρες σαν τον Ζακ, δεν γίνονταν καν όνειρα. Μονάχα ένα όμορφο πρόσωπο, ένα ωραίο κορμί, μια ξένοιαστη σχέση στις περισσότερες περιπτώσεις, και άλλοι έξι μήνες που δεν θα αναγκαζόταν να τους περάσει μόνη. Και το κόλπο πετυχαίνε, αρκεί να μην ήθελες περισσότερα και να μην ξεχνούσες τι πραγματικά ήταν. Το μοναδικό αληθινό λάθος που θα μπορούσες να κάνεις ήταν να σκεφτείς πως θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο. Ένα λάθος, όμως, που η Τίμι δεν έκανε ποτέ. Ήξερε καλά το παιχνίδι και τους κανόνες του. Κρατούσε την καρδιά της προστατευμένη και δεν περίμενε πολλά από κανέναν. Ο Ζακ απάντησε με το δεύτερο κουδούνισμα και ήταν φανερό ότι το τηλεφώνημα της Τίμι τον είχε ξυπνήσει. «Γεια σου, Ζακ» είπε η Τίμι αβίαστα. «Μόλις φτάσαμε στο Παρίσι και είχα πει ότι θα σ’ έπαιρνα. Κοιμήσου. Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα». Ετοιμαζόταν να κλείσει το τηλέφωνο, όταν μίλησε ο Ζακ. Η φωνή του ήταν βραχνή και σέξι, ειδικά όταν βρισκόταν στο κρεβάτι και ήταν αγουροξυπνημένος. Της άρεσε να τον βλέπει και να τον ακούει.
«Όχι, μην κλείνεις... Ξύπνιος είμαι... Λοιπόν, πώς είναι το Παρίσι; Χάλια χωρίς εμένα, σωστά;» Την πείραζε, αλλά, αν και μισοκοιμισμένος, είχε κάτι το δηκτικό στη φωνή του. Η Τίμι καταλάβαινε πως ήταν ακόμη θυ56 μωμένος για το ταξίδι που είχε χάσει. Δεν είχε πρόθεση να κάνει άλλη μια φορά την ίδια συζήτηση μαζί του, ή να του εξηγήσει για εκατοστή φορά πως για εκείνη αυτή ήταν η δουλειά της. «Δεν φαντάζεσαι. Εντελώς χάλια». Η Τίμι έβαλε τα γέλια με τη σκέψη πως, αν μη τι άλλο, ο Ζακ ήταν συνεπής. Του είχε γίνει έμμονη ιδέα η πρόσκληση γι’ αυτό το ταξίδι. Οι μάχες τους μαίνονταν για βδομάδες πριν από την αναχώρησή της, καθώς προσπαθούσε μάταια να τον λογικέψει και να τον πείσει πως το ταξίδι ήταν επαγγελματικό και έπρεπε να πάει μόνη. «Γιατί δεν ξανακοιμάσαι; Σε μια ώρα έχω δουλειά». «Καλά, καλά, το ξέρω. Αυτό λες συνέχεια. Δεν γίνεται να δουλεύεις όλη την ώρα». Ήταν ένα θέμα που επαναλαμβανόταν στη διάρκεια των τηλεφωνημάτων τους σε όλο το ταξίδι. Ήταν πεισματικά επίμονος, πιθανότατα επειδή πίστευε πως η Τίμι θα ενέδιδε τελικά και θα τον προσκαλούσε να έρθει έστω και στα μισά του ταξιδιού. Αλλά η Τίμι δεν θα ενέδιδε ποτέ.
«Είτε το πιστεύεις είτε όχι, αυτό κάνω. Αυτές οι επιδείξεις είναι σκέτο βάσανο». Ήταν ειλικρινής μαζί του, παρόλο που δεν την είχε πιστέψει από την αρχή. Για εκείνον, όλα αυτά ακούγονταν άκρως διασκεδαστικά: μοντέλα, πάρτι, συνεντεύξεις, μια βόλτα γεμάτη ζωντάνια στις ερωτικές πόλεις της Ευρώπης. Τι περισσότερο να θέλει ένα αγόρι; Θα τον είχε βολέψει μια χαρά αν τον είχε αφήσει να έρθει. Αλλά εκείνη δεν ήθελε να έχει την έγνοια του όσο θα δούλευε. «Θα μπορούσες τουλάχιστον να με είχες προσλάβει για μοντέλο» τη μάλωσε ευγενικά και εκείνη χαμογέλασε. Ήξερε πως αυτό ουσιαστικά ήθελε ο Ζακ, ή, αν μη τι άλλο, ένα δωρεάν ταξίδι. Δεν ήταν δα μέγα μυστήριο το τι ήθελε από εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή - τα πάντα ήταν ξεκάθαρα. «Προσλαμβάνουν μοντέλα από την Ευρώπη, Ζακ. Το ξέρεις αυτό». Όπως ήξερε επίσης πως η Τίμι θα μπορούσε να τους είχε αναγκάσει να τον προσλάβουν, αλλά είχε επιλέξει να μην το κάνει, κι αυτό τον ενοχλούσε. Ήταν στο χέρι της να του κλείσει δουλειές, ακόμα και να τις επινοήσει για χάρη του. Η Τίμι ήταν ανένδοτη όμως. Δεν ήθελε σε τέτοια ταξίδια τους άντρες με τους οποίους είχε σχέση. Δεν έμπλεκε ποτέ τη δουλειά με τη διασκέδαση. Εδώ ο Ζακ θα βρισκόταν εκτός τόπου, εκτός και αν εκείνη είχε σοβαρές προθέσεις, που δεν είχε, όπως δεν είχε ούτε εκείνος άλλωστε. Απλώς περνούσαν καλά για λίγο οι δυο τους, πράγμα που κατά τη γνώμη της δεν δικαιολογούσε ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Κατά τη δική του
γνώμη βέβαια, η Τίμι τού το χρωστούσε, για λόγους που της ήταν ακατανόητοι. Όσον αφορούσε την ίδια, ο Ζακ ζητούσε υπερβολικά πολλά, και εκείνη δεν υποχωρούσε. «Εξάλλου, γλυκέ μου» πρόσθεσε με ψυχρή λογική, χωρίς συναισθηματισμούς, «είσαι πολύ μεγάλος για τέτοιες επιδείξεις. Εδώ όλα τα μοντέλα είναι πιτσιρίκια, ορισμένα είναι ακόμη έφηβοι». «Ευρω-δευτεράντζα» απάντησε εκείνος λακωνικά και η Τίμι γέλασε. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο Ζακ δεν 58 έκανε ολωσδιόλου λάθος. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν το πόσο καλά παρουσίαζαν τα ρούχα της. «Σε δυο βδομάδες θα είμαι πίσω, δόξα τω Θεώ. Νιώθω σαν να λείπω έναν ολόκληρο χρόνο» είπε η Τίμι, αλλάζοντας θέμα συζήτησης. «Κι εγώ την ίδια αίσθηση έχω» της απάντησε και αυτή τη φορά ακουγόταν πιο θερμός. Πράγματι του είχε λείψει περισσότερο από όσο περίμενε. Και παρά τις διαφωνίες που είχαν προτού φύγει, η Τίμι τού άρεσε. Ήταν αξιόλογη γυναίκα και οφείλε να της αναγνωρίσει ότι του φερόταν καλά. «Εσύ κοίτα να πάρεις τα πόδια σου και να γυρίσεις πίσω, για να πάμε να παίξουμε και να χαλαρώσουμε
στο Μαλιμπού». Η Τίμι ήξερε ότι του άρεσε το σπίτι της στο Κόλονι, όπως και τα Σαββατοκύριακα που περνούσαν εκεί. Και εκείνη το απολάμβανε. Ήταν μέρος της δίκαιας ανταλλαγής στην οποία είχαν σιωπηρά συμφωνήσει ξεκινώντας τη σχέση τους. Το στιλ της ζωής της σε αντάλλαγμα για την παρέα του. Ήταν μια συμφωνία που ικανοποιούσε και τους δύο και περνούσαν καλά μαζί. «Θα επιστρέψω σύντομα» τον διαβεβαίωσε. «Τι θα κάνεις αυτή τη βδομάδα;» «Σήμερα πρέπει να πάω σε μια δουλειά για μόντελινγκ κι αύριο έχω οντισιόν για διαφημιστικό» της είπε, και η Τίμι διέκρινε την ελπίδα στη φωνή του. Έκλεινε αρκετές δουλειές για την ηλικία του. «Σου εύχομαι να τα καταφέρεις» του είπε ενθαρρυντικά. Ήταν ένα από τα πράγματα που του άρεσαν σ’ εκείνη. Ήταν μονίμως ευδιάθετη και θετική. Ό,τι και αν 59 συνέβαινε, είχε κάτι το χαρούμενο να πει. Ποτέ δεν ήταν απαισιόδοξη. «Κι εγώ το ίδιο. Χρειάζομαι τα χρήματα» είπε ο Ζακ με ένα χασμουρητό. Η Τίμι τον φανταζόταν ξαπλωμένο, με όλη την αγορίστικη ομορφιά του. Αναμφισβήτητα ήταν υπέροχος,
έστω κι αν ήταν εγωκεντρικός. Δύσκολο να αντισταθεί κανείς σε τέτοια εμφάνιση. Ήταν κάτι που την είχε γοητεύσει από την αρχή. Ήταν ωραίο να βγαίνεις με κάποιον τόσο όμορφο. Για λίγο, αν μη τι άλλο. «Να σου πω, μην το γλεντάς πάρα πολύ στο Παρίσι. Για την ακρίβεια» της είπε εκείνος με έναν μορφασμό «ελπίζω να περάσεις χάλια εκεί πέρα και να σου λείψω. Γιατί να διασκεδάζεις εσύ κι εγώ όχι;». Αγένεια εκ μέρους του, αν και το σχόλιο δεν την ξάφνιασε. «Υποθέτω ότι είναι κι αυτός ένας τρόπος να το δει κανείς» του απάντησε με πρακτικό πνεύμα, ελάχιστα ενοχλημένη από τον τρόπο που εξωτερίκευσε τα συναι-σθήματά του. «Νομίζω πως θα εκπληρωθεί η επιθυμία σου. Σε μισή ώρα από τώρα, θα έχω ήδη στρώσει τον πισινό μου για δουλειά». Η δουλειά ήταν δουλειά, ακόμα και στο Παρίσι. «Και τι ωραίος πισινός. Με τρελαίνει» της είπε με κάθε ειλικρίνεια, νοσταλγώντας την. «Ευχαριστώ. Και ο δικός σου καλός είναι». Και σε καλύτερη φόρμα από τον δικό της, παρόλο που δεν του το είπε. Δεν είχε νόημα να το τονίσει. Για ποιον λόγο άλλωστε; Ήταν μόνο εφτά χρόνια μικρότερος, αλλά ξόδευε ώρες γυμνάζοντας το σώμα του. 60
«Λοιπόν, φέρε πίσω τον δικό σου γρήγορα, προτού ξεχάσω πώς μοιάζει». Η διάθεσή του απέναντι της ήταν καλύτερη εδώ και μέρες και φαινόταν πως κόντευε να τη συγχωρήσει. Ήταν σαφές πως λαχταρούσε να τη δει μόλις επέστρεφε, και η Τιμι ένιωσε ανακουφισμένη. Δεν επιθυμούσε να δώσει τέλος στη σχέση τους από τώρα. Όχι πριν από το τέλος των γιορτών τουλάχιστον. «Θα σου στείλω μια φωτογραφία» τον πείραξε. «Θα βάλω την Τζέιντ να την τραβήξει μετά τη συνάντηση που έχω». Ο Ζακ γέλασε με την απάντησή της. Ήταν εύστροφη, ήταν έξυπνη, του άρεσαν τα πάντα επάνω της. Για την ακρίβεια, ορισμένες φορές τού άρεσε πολύ περισσότερο από όσο θα ήθελε ο ίδιος. Απλώς ήταν τσαντισμένος με το ταξίδι. Αλλά όχι αρκετά τσαντισμένος για να δώσει τέλος στη σχέση. Αντί γι’ αυτό, είχε προτιμήσει να της κρατήσει μούτρα, με την ελπίδα πως θα τον έπαιρνε μαζί της στο επόμενο ταξίδι. «Φέρε μου κάτι από το Παρίσι» είπε απότομα, σαν παιδί στον γονιό του. «Σαν τι;» τον ρώτησε ξαφνιασμένη. Μέχρι τώρα ήταν γενναιόδωρη μαζί του, του είχε μάλιστα χαρίσει ένα σωρό ρούχα από την πιο ακριβή αντρική σειρά της. Ήξερε πως ο Ζακ τα είχε ανάγκη και έτσι κι αλλιώς εκείνης δεν της κόστιζε κάτι. Στα γενέθλιά του του είχε χαρίσει ένα ωραίο ρολόι. Εκείνος ήταν ευγνώμων και δεν αισθανόταν την παραμικρή
αμηχανία με τα δώρα της. «Τον Πύργο του Άιφελ ίσως. Δεν ξέρω. Κάνε μου έκπληξη». 61 «Θα δω τι μπορώ να βρω». Κάποιες φορές ένιωθε σαν να μιλούσε σε παιδί. Με το δικό του το μυαλό, η Τίμι είχε υποχρέωση να τον παραχαϊδεύει. Δεν υπήρχε το πρόσχημα της ισότητας στη σχέση τους ούτε και είχε υπάρξει ποτέ, είτε συναισθηματικά, είτε πνευματικά ή οικονομικά. Η ισότητα δεν εμπεριεχόταν στη φύση των σχέσεων σαν τη δική τους. Η διαφορά ηλικίας και οικονομικής σταθερότητας στρέβλωνε τα πάντα. Τον περισσότερο καιρό η Τίμι ένιωθε σαν να ήταν η κότα με τα χρυσά αυγά, πράγμα που, εκείνη τουλάχιστον, την έφερνε σε αμηχανία. Κατά τη γνώμη της, η ισότητα στις σχέσεις ήταν κάτι που ανήκε στο παρελθόν και πίστευε ακράδαντα πως δεν ήταν πιθανό να συμβεί ξανά. Ήταν το τίμημα που πλήρωνε για την επιτυχία και την ηλικία της. «Λυπάμαι που σε ξύπνησα». «Χαίρομαι που το έκανες. Μπορεί να σηκωθώ και να πάω στο γυμναστήριο». «Να έχεις μια όμορφη μέρα. Θα σου τηλεφωνήσω σύντομα. Το Σαββατοκύριακο μάλλον» του υποσχέθηκε. «Θα είναι σκέτο τρελοκομείο εδώ πέρα τις επόμενες μέρες». Ακριβώς
όπως είχε γίνει με τη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και το Μιλάνο. Δεν του είχε περάσει ούτε στιγμή από το μυαλό να τη ρωτήσει πώς ένιωθε, αν ήταν κουρασμένη. Ήξερε πως ήταν απολύτως ικανή να φροντίσει τον εαυτό της και υπέθετε πως ήταν όλα εντάξει. «Τα λέμε» της είπε και έκλεισε τη γραμμή. Η Τίμι έμεινε με το βλέμμα στυλωμένο στο ακουστικό, ως τη στιγμή που η Τζέιντ γύρισε στο δωμάτιο. 62 «Πώς είναι ο πρίγκιπας;» ρώτησε ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στην Τίμι. «Καλά, υποθέτω. Ακόμη ενοχλημένος που δεν τον πήρα μαζί μου, αλλά καλύτερα. Κοντεύει να το ξεπεράσει, αν και μου ευχήθηκε να περάσω χάλια χωρίς εκείνον». Η Τίμι το θεωρούσε αστείο. Η Τζέιντ πάλι, όχι. «Αναμενόμενο» σχολίασε πικρόχολα, ακουμπώντας πάνω στο γραφείο έναν σωρό από χαρτιά για να τα υπογράψει η Τίμι. Μια καινούργια στοίβα από φαξ που μόλις είχαν φτάσει απαιτούσαν την άμεση προσοχή της. Η Τίμι σήκωσε τα μάτια και κοίταξε με βλέμμα ασυνήθιστο την Τζέιντ, νιώθοντας απλώς μουδιασμένη, ούτε καν απογοητευμένη από τη συνομιλία της με τον Ζακ. Παρά την
κατάφωρη έλλειψη ευαισθησίας εκ μέρους του, τώρα πια της ήταν οικείος, μια βολική παρουσία στη ζωή της. Τον αποδεχόταν όπως ήταν, για αυτό που ήταν. Ο άντρας με τον οποίο έπεφτε στο κρεβάτι και όχι ο άντρας με τον οποίο ήταν παράφορα ερωτευμένη. Κάποιες φορές, το ήξερε, είναι αδύνατον να τα έχεις όλα. Είσαι υποχρεωμένος να συμβιβαστείς. Και εκείνη το είχε κάνει, αντί να μείνει μόνη. Αν και η ευχή του να περάσει χάλια ξεπερνούσε κάπως τα όρια. «Μερικές φορές δεν ξέρω γιατί μπαίνω στον κόπο» είπε στενάζοντας. «Ξέρεις πολύ καλά γιατί μπαίνεις στον κόπο και το ξέρω κι εγώ» απάντησε με ειλικρίνεια η Τζέιντ. Είχε τη συνήθεια να λέει πάντοτε τα πράγματα με το όνομά τους και η Τίμι τη λάτρευε γι’ αυτό. «Επειδή η μοναξιά είναι 63 απαίσιο πράγμα» συνέχισε η βοηθός της. «Έτσι, βολεύεσαι με ό,τι βρεις. Αυτό συμβαίνει και τώρα με τον Ζακ. Αλλά η εναλλακτική, χωρίς κανέναν άντρα, δεν είναι και τόσο σπουδαία. Δεν έχει πλάκα. Και το να κάνεις αυτό που έκανα, να βγαίνεις με έναν παντρεμένο, είναι ακόμα χειρότερο. Τουλάχιστον εσένα δεν θα σου ραγίσει την καρδιά. Το μόνο που θα καταφέρει στο τέλος θα είναι να σε τσαντίσει, αλλά δεν θα σε πληγώσει».
«Όχι πάντα» απάντησε με αντίστοιχη ειλικρίνεια η Τίμι. «Κάποιες φορές παίρνουν μαζί τους ένα κομμάτι σου. Τον αυτοσεβασμό σου, ας πούμε, που ανέχτηκες όλες τις βλακείες τους. Μετά από λίγο, αρχίζει και σε ενοχλεί αυτό». «Το ίδιο και ένας παντρεμένος που δεν εννοεί να αφήσει τη γυναίκα του. Διάολε, Τίμι, τι επιλογές έχουμε; Όλοι οι καλοί είναι παντρεμένοι». Ήταν ένα απόφθεγμα που η Τίμι το άκουγε συχνά. Το δικό της απόφθεγμα ήταν πως όλοι οι άντρες, οι καλοί τουλάχιστον, έτρεμαν την επιτυχία της. «Δεν γίνεται να είναι όλοι παντρεμένοι» είπε με πείσμα. «Αλήθεια; Ποια ήταν η τελευταία φορά που συνάντησες έναν ευγενικό, αξιοπρεπή άντρα που θα άξιζε να τον έχεις και δεν ήταν παντρεμένος;» «Δεν ξέρω» είπε η Τίμι με έναν αναστεναγμό και πήρε ένα σοκολατάκι από την πιατέλα. «Δεν δίνω τόση προσοχή. Δεν νομίζω πως θέλω πλέον μια αληθινή σχέση. Τι να την κάνω, στην ηλικία μου; Από την άλλη, δεν είμαι 64 σίγουρη πως θέλω πια άντρες σαν τον Ζακ. Κάθε φορά καταλήγω να νιώθω σαν να είμαι η μητέρα τους, θαρρείς και περιμένουν από μένα να ικανοποιήσω κάθε τους ανάγκη. Δεν είναι αυτή η δουλειά μου».
«Για προσπάθησε να τους το πεις αυτό» είπε σαρκαστικά η Τζέιντ. «Ίσως θα έπρεπε να μπούμε και οι δυο σε μοναστήρι» συμπλήρωσε χαμογελώντας. «Μπα, δεν νομίζω, εκτός και αν μου επιτρέψουν να σχεδιάσω τα ράσα τους. Έχουν παραγίνει άσχημα» είπε συλλογισμένη η Τίμι σαν να το εννοούσε, και έβαλαν και οι δυο τα γέλια. «Δεν ξέρω ποια είναι η απάντηση. Στην ηλικία σου, μια εκ των ημερών θα βρεις τον κατάλληλο σύντροφο. Απλώς πρέπει να συνεχίσεις το ψάξιμο. Στη δική μου ηλικία, δεν νομίζω ότι με νοιάζει πια. Βασικά το ξέρω πως δεν με νοιάζει. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελα αυτή τη στιγμή είναι να παντρευτώ... Κι έτσι ξεμένω με άντρες σαν τον Ζακ... ή με κανέναν. Σε μια αξιοπρεπή μοναξιά. Κι έχω την εντύπωση πως σύντομα σ’ αυτή θα καταλήξω. Η συγκεκριμένη σχέση διανύει το τελευταίο στάδιο. Έχει αρχίσει να με καταθλίβει. Κουράστηκα να υποδύομαι την ευεργέτιδα για αυθάδικους, ανώριμους ηθοποιούς και μοντέλα, ή να ακούω τις γκρίνιες τους όταν δεν θέλω να το κάνω. Από πού κι ως πού θεωρούν ότι το δικαιούνται; Μακάρι να είχα την αυτοπεποίθησή τους. Οι νάρκισσοι είναι μεγάλος μπελάς, τελικά» κατέληξε η Τίμι ανασηκώνοντας τους ώμους. Αν και είχε αποδειχτεί αρκετά ευχάριστος στο τηλεφώνημα, ο Ζακ δεν είχε καταφέρει να την ευθυμήσει, και ύστερα 65
από τρεις βδομάδες στον δρόμο η Τίμι ήταν εξουθενωμένη, πράγμα που χειροτέρευε τη διάθεσή της. Δεν ήταν σίγουρη αν ανυπομονούσε να τον δει όταν θα γύριζε πίσω. «Μπορεί να γνωρίσεις κάποιον στο Παρίσι» είπε με ελπίδα η Τζέιντ και το εννοούσε. «Αστειεύεσαι; Για ποιους μιλάμε; Για τα δεκαεννιά-χρονα μοντέλα από την Τσεχική Δημοκρατία, για τους θυμωμένους γάλλους δημοσιογράφους των αριστερών εφημερίδων, ή για τους υπόλοιπους σχεδιαστές που είναι είτε γυναίκες είτε γκέι είτε και τα δυο μαζί; Δεν ψάχνω κανέναν. Άσε που, ακόμα κι αν γνώριζα κάποιον εδώ, θα ήταν γεωγραφικά ανεπιθύμητος. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι είναι ένας άντρας στην άλλη άκρη του κόσμου. Ευχαριστώ για την υπόδειξη πάντως» είπε η Τίμι ρίχνοντας στο στόμα της άλλο ένα σοκολατάκι. Ο μεταβολισμός της της επέτρεπε ολισθήματα που θα στοίχιζαν ακριβά σε άλλες γυναίκες. «Νομίζω πως θα δοκιμάσω τους ιστότοπους γνωριμιών όταν γυρίσουμε πίσω. Ξέρω τέσσερις γυναίκες που παντρεύτηκαν φέτος με άντρες που γνώρισαν στο διαδίκτυο» δήλωσε η Τζέιντ, με ύφος που υποδήλωνε ότι μπορεί και να το εννοούσε. «Απλώς να προσέχεις. Ακούγεται τρομακτικό» είπε η Τίμι και σηκώθηκε για να βουρτσίσει τα μαλλιά της. Ο πρώτος
δημοσιογράφος θα κατέφθανε σε λίγα λεπτά. Το τρελό κυνηγητό ετοιμαζόταν να ξεκινήσει στο Παρίσι. «Πόσο χειρότερο θα μπορούσε να γίνει;» αναρωτήθηκε ρητορικά η Τζέιντ. «Ο δικός μου ήταν παντρεμένος, 66 οι δικοί σου καθάρματα. To χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί θα ήταν να συναντήσω έναν πανέμορφο δολοφόνο με πριόνι, να παντρευτούμε και να κάνουμε μωρά. Στα τριάντα οχτώ μου δεν έχω το περιθώριο να είμαι επιλεκτική». «Στα τριάντα οχτώ σου μπορείς να είσαι όσο επιλεκτική θέλεις. Μη συμβιβάζεσαι, Τζέιντ» είπε σοβαρά η Τίμι. Ωστόσο το ήξερε και η ίδια πως ακόμα και η Τζέιντ ήταν μεγαλύτερη από το όριο που έβαζαν οι περισσότεροι άντρες. Ανεξαρτήτως ηλικίας, εκείνοι έψαχναν εικο-σιδυάχρονες. Οι μεγάλες γυναίκες, με μυαλό, είχαν πε-ριπέσει σε αχρησία χρόνια τώρα. Και η Τίμι το ήξερε πως και η ίδια είχε βγει από το παιχνίδι για πληθώρα λόγων - ηλικία, εισόδημα, επιτυχία, διασημότητα ως έναν βαθμό, εφόσον το όνομά της ήταν πασίγνωστο σε ολόκληρο τον κόσμο, πράγμα που δεν βοηθούσε. Οι μόνοι άντρες που προσέλκυε ήταν άντρες σαν τον Ζακ ή και χειρότεροι. Αυτό σκεφτόταν ακόμη όταν η Τζέιντ γύρισε για να της πει ότι ο πρώτος δημοσιογράφος την
περίμενε στον χώρο υποδοχής του ξενοδοχείου. Ήταν μια υπέροχη αίθουσα όπου σέρβιραν τσάι και καταπληκτικά γλυκίσματα. Της άρεσε να συναντάει εκπροσώπους του Τύπου εκεί, ή στο μπαρ. Η Τίμι αναστέναξε με τα λόγια της Τζέιντ. Ήταν πανέμορφη, αν και η βοηθός της ήταν σε θέση να διακρίνει πόσο κουρασμένη ήταν. «Να του ζητήσω να ανέβει;» ρώτησε η Τζέιντ. «Μάλλον» απάντησε ήρεμα η Τίμι. Δεν είχε διάθεση. 67 Το μόνο που ήθελε ήταν να βγει για έναν μακρύ και ήσυχο περίπατο στους δρόμους του Παρισιού. Είχε τρεις μέρες σκληρής δουλειάς μπροστά της και μετά, τουλάχιστον το Σαββατοκύριακο, ήταν ελεύθερη να κάνει ό,τι ήθελε. Όσο περίμενε τον δημοσιογράφο να έρθει στη σουίτα της, σκεφτόταν το σχόλιο του Ζακ. «Ελπίζω να περάσεις χάλια χωρίς εμένα στο Παρίσρ>. Είχε μείνει πάρα πολύ καιρό με άντρες σαν αυτόν. Τα λόγια του δεν την αναστάτωσαν. Είχε συνηθίσει σε άντρες που ήταν όμορφοι και είχε πλάκα να παίζεις μαζί τους, αλλά δεν τους περνούσε ποτέ από το μυαλό να τη φροντίσουν και να την παρηγορήσουν, ούτε καν να της τρίψουν τους ώμους όταν ήταν κουρασμένη. Κουβαλούσε μόνη της το φορτίο της ζωής της και τις ευθύνες της. Ήταν ένα βάρος που το ένιωθε να
την καταβάλει κάποιες φορές, όπως και τώρα. Σηκώθηκε με ένα χαμόγελο όταν μπήκε ο δημοσιογράφος. Ήταν ένας ψηλός, αδύνατος άντρας με αρχές φαλάκρας και θυμωμένη έκφραση, που ετοιμαζόταν να την προκαλέσει σχετικά με το νόημα της μόδας. Και ξαφνικά δεν την ένοιαζε πια ούτε αυτό. Υποκρίθηκε πως τον υποδεχόταν εγκάρδια, χαμογέλασε όταν της έσφιξε το χέρι, τον προσκάλεσε να καθίσει, του πρόσφερε τσάι και καφέ και του έδειξε φιλόξενα την πιατέλα με τα σοκολατάκια. «Σε σπουδαίο ξενοδοχείο μένετε» σχολίασε εκείνος, αφού δέχτηκε την προσφορά της για καφέ και καταβρόχθισε τέσσερα από τα σοκολατάκια της. «Δεν αισθάνεστε άσχημα να κάνετε μια τέτοια ζωή και να ξοδεύετε τόσα χρήματα που κερδήθηκαν επειδή εκμεταλλεύεστε τους 68 ανθρώπους και τις ιδιοτροπίες τους με τη μόδα;» ρώτησε με μια ανάσα ανάμεσα από τα σοκολατάκια, ενώ η Τίμι τού χαμογελούσε ευγενικά και αναρωτιόταν τι στην ευχή να του απαντήσει. Θα ήταν ένα μακρύ μεσημέρι, συνειδητοποιούσε όπως τον κοίταζε, κάνοντας τη σκέψη πως η ευχή του Ζακ ίσως και να έβγαινε αληθινή. Θα τα περνούσε χάλια χωρίς εκείνον. Από την άλλη βέβαια, θα μπορούσε να βρίσκεται εκεί μαζί της και πάλι εκείνη να περνάει άσχημα, ανάλογα με
τη διάθεσή του. Τίποτα στη ζωή δεν ήταν βέβαιο. 2 ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙ το μεσημέρι της Τετάρτης ήταν κουραστικές και ανιαρές, όπως το είχε προβλέψει. Επί είκοσι τρία χρόνια έδινε τέτοιες συνεντεύξεις. Σπάνια απολάμβανε τη δημοσιότητα που συνεπαγόταν η δουλειά της. Αυτό που αγαπούσε ήταν να σχεδιάζει και να γεννάει φρέσκες ιδέες για καινούργιες κολεξιόν αρκετές φορές τον χρόνο. Και το απολάμβανε ακόμα περισσότερο από τότε που είχε συμπεριλάβει όλες τις πρόσθετες σειρές στην εταιρεία της. Οι δυνατότητες ήταν άπειρες. Η παρουσίαση των κολεξιόν στις επιδείξεις ετοίμου ενδύματος στη Νέα Υόρκη και την Ευρώπη ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της δουλειάς της. Ήταν ιδιαίτερα συναρπαστικό, επειδή ήταν η μοναδική αμερικανή σχεδιάστρια που παρουσίαζε τη δουλειά της τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη, κι αυτό έκανε τις απαιτήσεις ακόμα μεγαλύτερες. Δύο φορές τον χρόνο αντιμετώπιζε τις επιδείξεις αυτές με τη μέγιστη σοβαρότητα και ήταν πολύ σημαντικό για εκείνη να κυλήσουν απρόσκοπτα. Επεδίωκε την τελειότητα σε κάθε λεπτομέρεια. Κινδύνευε από έλκος κάθε φορά, προσπαθώντας να ταιριάξει
70 τα ρούχα της στα μοντέλα, επιβεβαιώνοντας πως κάθε στοιχείο ήταν ακριβώς αυτό που έπρεπε, κάθε αξεσουάρ η ιδανική επιλογή, παρακολουθώντας τα πάντα με ένταση στη διάρκεια της πρόβας. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η Τίμι ήταν καλότροπη και ψύχραιμη, αλλά τρελαινόταν όποτε κάτι πήγαινε στραβά ή τα μοντέλα δεν ήταν ακριβώς όπως έπρεπε να είναι όταν διέσχιζαν την πασαρέλα, αν τα μαλλιά τους ήταν λάθος, αν κινούνταν λάθος, ή αν κάποιο κομμάτι ενός συνόλου είχε φορεθεί λάθος. Μέχρι το μεσημέρι της Παρασκευής όλα τα μοντέλα είχαν δοκιμάσει τα ρούχα που θα φορούσαν στην επίδειξη. Η πρόβα είχε προγραμματιστεί για τη Δευτέρα και, ύστερα από την τελευταία συνάντηση με τους υφαντουργούς, το μεσημέρι της Παρασκευής, η Τίμι συνειδητοποίησε πως όλη τη βδομάδα υπέφερε από το στομάχι της. Μετά βίας έβαζε μπουκιά στο στόμα της και όσο λιγότερο έτρωγε, τόσο χειρότερα ένιωθε. Το απόγευμα της Παρασκευής η Τζέιντ τη ρώτησε αν ήταν εντάξει, προτού φύγει μαζί με τον Ντέιβιντ για να προλάβουν το Γιούροσταρ για Λονδίνο. Είχαν αποφασίσει να περάσουν εκεί το Σαββατοκύριακο και ο Ντέιβιντ είχε συμφωνήσει να ακυρώσει το δικό του ταξίδι στην Πράγα προκειμένου να συνοδεύσει τη φίλη του. Θα πήγαιναν σε τρία πάρτι, και ο Ντέιβιντ ήταν αποφασισμένος να επισκεφτεί την Πινακοθήκη Μοντέρνας Τέχνης Τέιτ.
«Νιώθεις καλά;» ρώτησε ακόμα μια φορά η Τζέιντ προτού φύγει. Έδειχνε να ανησυχεί. Πίστευε πως η Τί-μι έδειχνε ασυνήθιστα χλωμή και ήταν νευρική και ανή' 71 συχη όλη τη βδομάδα. Δεν ήταν παράξενο σε αυτές τις περιστάσεις. Η Τίμι είχε πάντοτε άγχος πριν από τις επιδείξεις, ωστόσο αυτή τη φορά έμοιαζε περισσότερο καταπονημένη και η όψη της δεν ήταν καλή. Φαινόταν εξαντλημένη και κάπως ταραγμένη. «Για να πω την αλήθεια, αισθάνομαι χάλια» είπε η Τίμι μορφάζοντας. «Νομίζω πως είμαι κουρασμένη, αυτό είναι όλο. Μακάρι να έμπαινε το Παρίσι στην αρχή του Διαβολομήνα αντί στο τέλος. Κάθε φορά, ώσπου να έρθουμε εδώ για τα πρεταπορτέ, έχω γίνει σμπαράλια. Νομίζω ότι ξεπέρασα τα όριά μου στο Μιλάνο». Παρ’ όλα αυτά, εκείνη η επίδειξη ήταν καλή και η Τίμι είχε μείνει ικανοποιημένη. Ήλπιζε πως κι αυτή στο Παρίσι θα ήταν εξίσου καλή. Είχε διαλέξει τα καλύτερα μοντέλα και μέχρι στιγμής τα ρούχα έδειχναν υπέροχα επάνω τους. «Κοίτα να ξεκουραστείς το Σαββατοκύριακο» είπε η Τζέιντ ανήσυχη, όΐαν ο Ντέιβιντ ήρθε να τη βρει στο δωμάτιο της Τίμι. Τα δωμάτιά τους βρίσκονταν ακριβώς απέναντι από το δικό της. «Δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι. Τα πάντα είναι
έτοιμα». Ήξερε πως η Τίμι είχε ενθουσιαστεί με τα υφάσματα και είχε κάνει τις παραγγελίες της για τον επόμενο χρόνο. Είχε πάρει όλα όσα ήθελε και κάποια θα φτιάχνονταν ειδικά γι’ αυτούς. Τα ρούχα που θα σχεδίαζε με αυτά θα ήταν πράγματι μοναδικά. «Θα πας σε κάποιο από τα πάρτι που θα γίνουν εδώ;» «Μάλλον θα πρέπει να κάνω την εμφάνισή μου σε κάνα δυο». Αρκετοί οίκοι μόδας οργάνωναν πάρτι στο Παρίσι, αλλά η Τίμι Ο αυτή τη χρονιά θα απείχε, πράγμα 72 που ήταν ανακουφιστικό, και ήταν επίσης ο λόγος που η Τζέιντ και ο Ντέιβιντ κατάφερναν να πάνε στο Λονδίνο. Σε διαφορετική περίπτωση, θα έμεναν κολλημένοι στο Παρίσι για το Σαββατοκύριακο. Ήξεραν επίσης πως θα αναγκάζονταν να επανορθώσουν για αυτή την έλλειψη ψυχαγωγίας οργανώνοντας ένα γλέντι άνευ προηγουμένου για τις επιδείξεις του Φεβρουάριου. Όμως τουλάχιστον αυτή τη φορά είχαν γλιτώσει την αγγαρεία. «Μπορεί να έχω κρυώσει» είπε η Τίμι συλλογισμένη. «Ένας καλός ύπνος και θα είμαι μια χαρά». Σκεφτόταν να πα-ραγγείλει φαγητό στο δωμάτιό της εκείνο το βράδυ, αντί να πάει σε κάποιο από τα αγαπημένα της μπιστρό. Δεν είχε διάθεση και μια ήρεμη βραδιά στο δωμάτιό της ξαφνικά φάνταζε πολύ πιο ελκυστική. Αποφάσισε να παραγ-γείλει σούπα και να πάει
κατευθείαν για ύπνο. «Να μας τηλεφωνήσεις αν χρειαστείς κάτι» της υπενθύμισε η Τζέιντ και την αγκάλιασε προτού φύγουν. Ήξερε πως η Τίμι λαχταρούσε να περιπλανηθεί στο Παρίσι και να επισκεφτεί τα αγαπημένα της στέκια, εκτός βεβαίως και αν αρρώσταινε, πράγμα που τόσο η ίδια όσο και ο Ντέιβιντ απεύχονταν. «Τίποτα δεν θα χρειαστώ. Εσείς κοιτάξτε να το διασκεδάσετε». Ήταν αρκετά νέοι και σίγουρα θα απολάμβαναν τη σύντομη αυτή εξόρμηση στο Λονδίνο για μια ατέλειωτη σειρά από πάρτι, ακόμα και μετά από τρεις βδομάδες εξοντωτικής δουλειάς. Τους είχε κλείσει τραπέζι για δείπνο στο Χάρις Μπαρ, με έξοδα δικά της, ένα από τα πολλά κεράσματα που τους έκανε κατά καιρούς. 73 Λίγο αφότου έφυγαν, χώθηκε στη ζεστή μπανιέρα, νιώθοντας χιλίων ετών. Η ευκαιρία για ένα ράθυμο μούλια-σμα στο καυτό νερό της βαθιάς μπανιέρας φάνταζε ιδανική υστέρα από εβδομάδες σκληρής δουλειάς, ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες στο Παρίσι. Ξαπλωμένη στην μπανιέρα, έφερε στον νου της τον Ζακ. Από το πρωινό της άφιξής τους, δεν του είχε τηλεφωνήσει ξανά. Δεν είχε ιδιαίτερο νόημα, εξάλλου εκείνος ήξερε που
βρισκόταν. Θα μπορούσε να της είχε τηλεφωνήσει αυτός, και δεν το είχε κάνει. Τον είχε στο μυαλό της όμως, έτσι του έστειλε ένα σύντομο μέιλ όταν βγήκε από την μπανιέρα, απλώς και μόνο για να κρατήσει ζωντανή την επικοινωνία τους. Δεν ήθελε να κλείσει πόρτες πριν απ’ την επιστροφή της. "Υστερα κάλεσε την υπηρεσία δωματίου, παρήγγειλε κοτόσουπα, διάβασε ένα κεφάλαιο απ’ το βιβλίο που είχε φέρει μαζί της και ως τότε δεν είχε βρει χρόνο να διαβάσει, κι ώσπου να πάει δέκα η ώρα την είχε πάρει ο ύπνος. Ξύπνησε στις δύο τη νύχτα νιώθοντας πολύ άρρωστη και πέρασε την υπόλοιπη βραδιά κάνοντας εμετό. Αισθανόταν φριχτά και τελικά αποκοιμήθηκε ξανά στις έξι το πρωί, ενώ ο ουρανός πάνω από το Παρίσι είχε αρχίσει να ξανοίγει. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να αρρω-στήσει στο Παρίσι, χάνοντας την ευκαιρία να απολαύσει την πόλη που τόσο αγαπούσε. Απίστευτη ατυχία, πραγματικά, αφού ήταν φανερό πως είχε κολλήσει κάποια ίωση στη διάρκεια του ταξιδιού της. Κόντευε μεσημέρι όταν ξύπνησε ξανά νιώθοντας επιτέλους καλύτερα, παρόλο που 74 οι μύες στο στομάχι της την πονούσαν από τους ολονύχτιους εμετούς. Τουλάχιστον όμως, όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι, δεν ένιωσε καμιά ναυτία. Ήταν μια δύσκολη βραδιά, αλλά τα χειρότερα έδειχναν να έχουν περάσει.
Τηλεφώνησε στον Ζιλ και του ζήτησε να τη συναντήσει στην είσοδο του ξενοδοχείου στη μία. Παρήγγειλε τοστ και τσάι στο δωμάτιό της και έκανε τη σκέψη να τηλεφωνήσει ξανά στον Ζακ, μόνο που τώρα θα ήταν τρεις το βράδυ για εκείνον. Παράξενο, πόσο τη συγκι-νούσε ορισμένες φορές η οικειότητα μαζί του. Στο κάτω κάτω, καλώς ή κακώς, ο Ζακ ήταν ο άντρας που υπήρχε αυτή τη στιγμή στη ζωή της, έστω και προσωρινά. Από παρόρμηση και μόνο, λίγο είχε λείψει να του τηλεφωνήσει το προηγούμενο βράδυ, όταν ήταν άρρωστη. Αλλά αυτό που είχαν οι δυο τους δεν ήταν το είδος της σχέσης που θα της επέτρεπε να νιώσει άνετα κλαψουρίζοντας. Ήταν σχεδόν βέβαιη ότι θα την περιγελούσε ή ότι δεν θα έδινε την ανάλογη βαρύτητα. Η συμπόνια δεν φαινόταν να είναι ένα από τα κύρια προσόντα του στους τέσσερις μήνες που ήταν μαζί. Όποτε του είχε πει πως ήταν εξαντλημένη μετά από μια δύσκολη βδομάδα, εκείνος είχε αγνοήσει τα λόγια της και της είχε προτείνει να βγουν και να διασκεδάσουν, πράγμα που η Τίμι είχε όντως κάνει αρκετές φορές, για να του κάνει το χατίρι, βάζοντας στην άκρη τις δικές της ανάγκες και ικανοποιώντας μόνο τις δικές του. Έκανε ένα ντους, φόρεσε τζιν παντελόνι και πουλόβερ, ένα ζευγάρι άνετα παπούτσια, και βγήκε από το ξενοδοχείο. Όπως της είχε υποσχεθεί, 75 ο Ζιλ την περίμενε στην είσοδο και χαμογέλασε βλέποντας
την. Την πήγε σε όλα τα μέρη που της άρεσε να πηγαίνει, αλλά στις τέσσερις άρχισε να αισθάνεται ξανά άρρωστη. Δεν ήθελε να χάσει ούτε λεπτό στο Παρίσι και λαχταρούσε να βρεθεί στο κατάστημα του Ντιντιέ Λουντό στο Παλέ Ρουαγιάλ, για να ψαχουλέψει τη συλλογή του από βίντατξ κομμάτια υψηλής ραπτικής, στο τέλος όμως αποφάσισε να το αναβάλει και να γυρίσει στο ξενοδοχείο της. Δεν είχε πλέον διάθεση για ψώνια. Με το που έφτασε στο Πλάξα Ατενέ, πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι της. Το ίδιο απόγευμα στις εφτά οι εμετοί άρχισαν ξανά, περισσότερο βίαιοι από την προηγούμενη νύχτα. Όποια και αν ήταν η ίωση που είχε κολλήσει, ήταν απαίσια, και στις εννιά η Τίμι είχε φτάσει σε σημείο να νομίζει πως θα πέθαινε. Έκανε μια τελευταία επίσκεψη στο μπάνιο και αυτή τη φορά σχεδόν λιποθύμησε επιστρέφοντας στο κρεβάτι. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά είχε αρχίσει να πανικό βάλλεται. Πέρασε την επόμενη μισή ώρα κλαί-γοντας ξαπλωμένη στο κρεβάτι κι έπειτα άρχισε να σκέφτεται πως έπρεπε να βρει γιατρό. Ήταν σίγουρη ότι το μόνο που είχε ήταν μια ίωση στο στομάχι, αλλά ένιωθε πολύ άρρωστη. Και τότε θυμήθηκε το όνομα ενός γιατρού που της είχε δώσει κάποιος φίλος στη Νέα Υόρκη, για την περίπτωση που παρουσιαζόταν ποτέ ανάγκη ενώ βρισκόταν στο Παρίσι. Η Τίμι είχε γράψει τον αριθμό του ιατρείου του και του κινητού του σε ένα κομμάτι χαρτί στην ατζέντα της. Ελαφρώς αμήχανη, κάλεσε το
76 κινητό του και άφησε μήνυμα, και ύστερα έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα μάτια κλειστά, τρομαγμένη με το πόσο άρρωστη ένιωθε. Σιχαινόταν να αρρωσταίνει όταν ταξίδευε και βρισκόταν μακριά από το σπίτι της. Έκανε ακόμα μια φορά τη σκέψη να τηλεφωνήσει στον Ζακ και ένιωσε ανόητη και μόνο που το σκέφτηκε. Τι άλλο είχε να πει εκτός από το ότι ένιωθε απαίσια και ήταν κρυω-μένη; Δεν ήθελε να ειδοποιήσει την Τξέιντ και τον Ντέι-βιντ και να τους αναστατώσει, έτσι έμεινε ξαπλωμένη, περιμένοντας τον γιατρό να της τηλεφωνήσει, πράγμα που δεν άργησε να γίνει. Εντυπωσιάστηκε όταν της ανταπέδωσε το τηλεφώνημα μέσα σε λίγα λεπτά και της υποσχέθηκε να περάσει από το ξενοδοχείο στις έντεκα. Όταν ο γιατρός εμφανίστηκε στην είσοδο του Πλάξα Ατενέ, ο ρεσεψιονίστ τής τηλεφώνησε για να την πληροφορήσει πως ανέβαινε στο δωμάτιό της. Η Τίμι δεν είχε κάνει εμετό τις τελευταίες δύο ώρες και ήλπιξε πως βρισκόταν ήδη στην ανάρρωση. Ένιωθε ανόητη που είχε ενοχλήσει τον γιατρό για κάτι που το δίχως άλλο ήταν άνευ σημασίας, έστω και αν ήταν δυσάρεστο, αφού ούτως ή άλλως εκείνος δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Άνοιξε ντροπαλά την πόρτα όταν τον άκουσε να χτυπάει και η αμηχανία της μεγάλωσε όταν αντίκρισε έναν ψηλό, όμορφο άντρα, με πυρρόξανθα μαλλιά και ηλικία λίγο πάνω από τα πενήντα, να
στέκει μπροστά της φορώντας ένα απίστευτα κομψό σκούρο μπλε κοστούμι με λευκό πουκάμισο. Έμοιαζε περισσότερο με επιχειρηματία παρά με γιατρό, ονόματι Ζαν-Σαρλ Βερ77 νιέ, όπως της συστήθηκε. Και όταν η Τίμι ζήτησε συγγνώμη που τον είχε αναστατώσει βράδυ Σαββάτου, εκείνος επέμεινε πως βρισκόταν σε κάποια δεξίωση εκεί κοντά έτσι κι αλλιώς και δεν τον πείραζε καθόλου. Χαρά τόυ να τη βοηθήσει, παρόλο που δεν το συνήθιζε να επισκέπτεται ασθενείς σε ξενοδοχεία. Η Τίμι ήξερε πως ήταν παθολόγος και καθηγητής με κύρος στην Ιατρική Σχολή. Είχε φύγει από τη δεξίωση αμέσως μετά το μήνυμά της στο κινητό του, παρόλο που είχε περισσότερα από τα απαιτοΰμενα προσόντα γι’ αυτό που χρειαζόταν η Τίμι, μόνο και μόνο ως χάρη στον φίλο του στη Νέα Υόρκη. Η Τίμι ένιωθε τυχερή που είχε σημειώσει το όνομα και τον αριθμό του και είχε έναν γιατρό να καλέσει, εκτός από αυτόν που θα της σύστηνε το ξενοδοχείο και θα της ήταν εντελώς άγνωστος. Ο Ζαν-Σαρλ Βερνιέ ήταν πασίγνωστος και αξιοσέβαστος σε όλο το Παρίσι. Την ακολούθησε στο δωμάτιο παρατηρώντας πως κινούνταν αργά και με κάποια αστάθεια. Ήταν αφύσικα ωχρή, ακόμα κι αν λάμβανε υπόψη του το ανοιχτόχρωμο δέρμα της. Την είδε να μορφάζει όταν κάθισε στο κρεβάτι, σαν να πονούσε όλο της το κορμί, πράγμα που ήταν αλήθεια. Κάθε μυς του
κορμιού της σπαρταρούσε. Είχε περάσει δύο μέρες με εμετούς. Χωρίς να κάνει κάποιο ιδιαίτερο σχόλιο, της μέτρησε τη θερμοκρασία και την ακροάστηκε. Δεν είχε πυρετό. Τη διαβεβαίωσε πως τα πνευμόνια της ήταν καθαρά, έπειτα της ζήτησε να ξαπλώσει. Την ώρα που έβαζε το στηθοσκόπιο στη θέση του, η Τίμι πρόσεξε ότι φορούσε βέρα 78 στο αριστερό του χέρι. Ήταν αδύνατον να μην κάνει τη σκέψη πως ήταν ένας πολΰ αρρενωπός άντρας, με βαθυγάλανα μάτια και μαλλιά που παρέμεναν ξανθά, παρά τους ελαφρώς γκρίζους κροτάφους. Και έκανε επίσης τη σκέψη πως η ίδια ήταν στα χάλια της, έστω κι αν δεν την ένοιαζε. Ένιωθε πάρα πολΰ άρρωστη για να στενοχωριέται για την εμφάνισή της. Ξάπλωσε χαμογελώντας ευγενικά και εκείνος διέτρεξε με τις παλάμες του την κοιλιά της συνοφρυωμένος. Της ζήτησε να του περιγράψει τι ακριβώς είχε συμβεί, άγγιξε ξανά το στομάχι της σε διάφορα σημεία και τη ρώτησε αν πονοΰσε. Έδειχνε να έχει ιδιαίτερη ευαισθησία στην περιοχή γύρω από τον αφαλό, κάποια στιγμή μάλιστα που την άγγιξε εκεί, την άκουσε να δυσκολεύεται να πάρει ανάσα από τον πόνο. «Νομίζω πως είναι μια απλή ίωση» τον διαβεβαίωσε με έκφραση ανησυχίας και εκείνος χαμογέλασε. Μιλούσε τέλεια αγγλικά, αλλά η προφορά του ήταν ξεκάθαρα γαλλική όπως
και η εμφάνισή του, παρόλο που ήταν ψηλότερος από τον μέσο όρο. «Είστε και γιατρός εκτός από διάσημη σχεδιάστρια;» τη ρώτησε με τόνο ελαφρώς πειραχτικό. «Θα έπρεπε να είμαι πολύ θυμωμένος μαζί σας, μου έχετε κοστίσει μια περιουσία. Η γυναίκα μου και οι κόρες μου αγοράζουν μετά μανίας τα ρούχα σας». Η Τίμι χαμογέλασε με τα λόγια του και εκείνος τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι και κάθισε για να της μιλήσει. Καταλάβαινε πως ήταν φοβισμένη. «Είναι κάτι τραγικό;» τον ρώτησε. Κάποια στιγμή, στη 79 διάρκεια της νύχτας, είχε καταλήξει πως κατά πάσα πιθανότητα ήταν καρκίνος ή, αν μη τι άλλο, διατρηθέν έλκος στομάχου, αν και δεν είχε δει υποψία αίματος όταν έκανε εμετό. Ήλπιζε πως αυτό ήταν καλό σημάδι, αν και δεν της άρεσε η έκφραση που είχαν τα μάτια του. Κάτι της έλεγε πως δεν θα της άρεσε αυτό που είχε να της πει και, όπως αποδείχτηκε, είχε δίκιο. «Δεν νομίζω πως είναι τραγικό» της απάντησε προσεκτικά, ενώ εκείνη έστριβε μια μπούκλα από τα μακριά, κόκκινα μαλλιά της. Ξαφνικά έμοιαζε με μικρό κορίτσι, χωμένο σε ένα μεγάλο κρεβάτι. «Ανησυχώ λιγάκι όμως. Θα ήθελα να σας
βάλω στο νοσοκομείο απόψε για να κάνουμε κάποιες εξετάσεις». «Γιατί;» Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και ο φόβος μετατράπηκε σε πανικό. «Τι νομίζετε πως είναι;» Τώρα ήταν και πάλι σίγουρη πως επρόκειτο για καρκίνο. «Δεν μπορώ να είμαι βέβαιος χωρίς τομογραφία, αλλά θα μπορούσε να είναι κρίση σκωληκοειδίτιδας». Ήταν σχεδόν βέβαιος πως αυτό ήταν, αλλά δεν ήθελε να εκφέρει επίσημη διάγνωση χωρίς υπερηχογράφημα. «Θα ήθελα να σας πάω στο Αμερικανικό Νοσοκομείο του Νεϊγί. Είναι πολύ ευχάριστο μέρος» πρότεινε καθησυ-χαστικά, βλέποντάς τη να έχει βουρκώσει. Ήξερε ότι το συγκεκριμένο νοσηλευτικό ίδρυμα θα ήταν λιγότερο τρομακτικό για εκείνη από το Πιτιέ Σαλπετριέρ, όπου εργαζόταν συνήθως. Είχε το προνόμιο να εξετάζει ασθενείς και στο Αμερικανικό Νοσοκομείο, αν και σπανίως το έκανε. 80 «Δεν μπορώ. Έχω επίδειξη την Τρίτη και πρόβες τη Δευτέρα. Πρέπει να πάω οπωσδήποτε» είπε με βλέμμα που θύμιζε ψυχοπαθή, ενώ εκείνος συνοφρυωνόταν. «Σας διαβεβαιώνω, μαντάμ Ο’Νιλ, πως, αν η σκωληκοειδίτιδά σας διαρραγεί, δεν θα πάτε στην επίδειξή σας.
Καταλαβαίνω πως είναι σημαντικό για εσάς, αλλά θα ήταν ανεύθυνο εκ μέρους μου να μην κάνω τώρα τις εξετάσεις». Ήταν ολοφάνερο πως ήταν πολύ άρρωστη. «Θα πρέπει να εγχειριστώ, αν είναι αυτό που λέτε;» ρώτησε η Τίμι με βραχνή φωνή και εκείνος δίστασε προτού απαντήσει. Έμοιαζε με κομψό καλεσμένο σε δείπνο που έχασε τον δρόμο του για το πάρτι που γινόταν σε κάποιον από τους κάτω ορόφους και κατέληξε στο δωμάτιό της. Μα όσο κοσμικός κι αν έδειχνε, δεν έπαυε να μιλάει σαν γιατρός, και της Τίμι δεν της άρεσε διόλου αυτό που είχε μόλις ακούσει. «Πιθανότατα» της απάντησε στην ερώτησή της. «Θα ξέρουμε με βεβαιότητα μετά τις εξετάσεις. Είχατε και παλιότερα αυτά τα συμπτώματα; Μήπως νιώσατε κάτι παρόμοιο τις τελευταίες μέρες ή βδομάδες;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Είχε νιώσει ναυτία ένα βράδυ στο Μιλάνο, αλλά το είχε αποδώσει σε κάτι που είχε φάει. Για δείπνο είχε ζυμαρικά με λευκές τρούφες και η γεύση τους ήταν εξαιρετικά πλούσια. Μήτε η Τζέιντ με τον Ντέιβιντ ένιωθαν καλά μετά το δείπνο, γι’ αυτό και είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως έφταιγε το βαρύ φαγητό. Στο Μιλάνο δεν είχε κάνει εμετό, όπως τα δύο τελευταία βράδια, και το επόμενο πρωί, μετά το δείπνο 81
με τα ζυμαρικά και τις τρούφες, ήταν μια χαρά. Δεν του ανέφερε αυτό το επεισόδιο, επειδή φοβόταν πως, αν θεωρούσε πως είχε αυτό το πρόβλημα αρκετό καιρό, θα της επέμενε ακόμα περισσότερο να κάνει τώρα τις εξετάσεις. «Νομίζω πως νιώθω καλύτερα. Πάνε ώρες που δεν έχω κάνει εμετό». Αντιδρούσε σαν πεισματάρικο παιδί, κάτι που εκείνος δεν το έβρισκε ιδιαίτερα γοητευτικό. Δεν του άρεσαν οι δύσκολοι ασθενείς στη μέση της νύχτας και δεν ήταν μαθημένος σε διάσημες προσωπικότητες και ξεροκέφαλους Αμερικανούς. Ο Ζαν-Σαρλ Βερνιέ ήταν συνηθισμένος σε ασθενείς και φοιτητές που έκαναν ό,τι τους έλεγε. Ως διακεκριμένος καθηγητής, η αυθεντία του ήταν αναμφισβήτητη. Υπέθεσε, και είχε δίκιο, πως η Τίμι ήταν παθιασμένη με τη δουλειά της. «Τι θα λέγατε να ξεκουραστώ απόψε και αύριο να δούμε πώς είμαι;» Παζάρευε ακόμη, και δεν του άρεσε. Την κοίταξε φανερά ενοχλημένος. Καταλάβαινε πως η γυναίκα αυτή δεν είχε σκοπό να πάει στο νοσοκομείο, αν μπορούσε να το αποφύγει. Και εκείνη ήξερε πως, αν πήγαινε τελικά και αναγκάζονταν να την εγχειρίσουν, η επίδειξη της Τρίτης θα ήταν καταστροφή. Δεν είχε σε κανέναν εμπιστοσύνη για να τα βγάλει πέρα με την ίδια επιτυχία, ούτε καν στον Ντέιβιντ και την Τζέιντ. Δεν είχε χάσει ποτέ επίδειξη μέχρι τώρα στην καριέρα της. Επιπλέον, δεν είχε καμία πρόθεση να εγχειριστεί στη Γαλλία. Θα το φρόντιζε όταν επέστρεφε στις Ηνωμένες Πολιτείες, αμέσως μόλις γύριζε στο σπίτι της, ή και στη Νέα Υόρκη ακόμα. «Γιατί να
μην περιμένουμε άλλη μια μέρα;» πρότεινε. Τα μάτια 82 της ήταν διάπλατα και καταπράσινα πάνω στο εντυπωσιακά ωχρό πρόσωπό της. «Επειδή η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί ταχύτατα. Αν είναι πράγματι σκωληκοειδίτιδα, πιστέψτε με, δεν θέλετε να σκάσει». Το άκουσμα και μόνο της λέξης την έκανε να τρέμει. Το ενδεχόμενο μιας έκρηξης οιουδήπο-τε είδους μέσα το σώμα της ήταν τρομακτικό. «Όχι, δεν θέλω, αλλά μπορεί και να μη γίνει έτσι. Μπορεί να είναι κάτι άλλο, κάτι μικρότερο, όπως μια ίωση. Τις τελευταίες τρεις βδομάδες ταξίδεψα πολύ». «Βλέπω πως είστε πεισματάρα γυναίκα» είπε εκείνος, κοιτάζοντάς την από ψηλά. «Η ζωή δεν είναι μόνο δουλειά. Έχετε υποχρέωση να φροντίζετε την υγεία σας. Ταξιδεύετε με κάποιον;» ρώτησε διακριτικά, αν και ήταν φανερό πως δεν μοιραζόταν με κανέναν το δωμάτιο. Το μισό κρεβάτι ήταν ανέγγιχτο. «Με τους δύο βοηθούς μου, αλλά βρίσκονται στο Λονδίνο για Σαββατοκύριακο. Θα μπορούσα να μείνω στο κρεβάτι ως τη Δευτέρα, και, αν είναι σκωληκοειδίτιδα, ίσως ηρεμήσει».
«Είναι κι αυτό μια πιθανότητα, αλλά από τα όσα μου λέτε είναι οξεία εδώ και είκοσι τέσσερις ή σαράντα οχτώ ώρες. Κι αυτό δεν είναι καλό σημάδι. Μαντάμ Ο’Νιλ, πρέπει να σας τονίσω ότι, κατά την άποψή μου, πρέπει να εισαχθείτε σε νοσοκομείο». Η φωνή του ήταν σταθερή και έδινε την εντύπωση πως θα ενοχλούνταν πάρα πολύ αν εκείνη δεν έκανε αυτό που της έλεγε. Δεν της άρεσε η στάση του, και η δική της άρεσε σ’ εκείνον ολο 83 ένα και λιγότερο. Πίστευε πως ήταν ανόητη, πεισματάρα και κακομαθημένη, συνηθισμένη να κάνει ό,τι ήθελε. Άλλη μια Αμερικάνα που είχε ψύχωση με τη δουλειά και το χρήμα. Είχε αντιμετωπίσει ορισμένους ασθενείς σαν αυτή στο παρελθόν, παρόλο που, σε γενικές γραμμές, οι εργασιομανείς που συναντούσε ήταν άντρες. Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η κατάσταση. Ήταν ένας αξιοσέ-βαστος γιατρός με φορτωμένο πρόγραμμα. Δεν είχε ούτε τον χρόνο, ούτε τη διάθεση να επιχειρηματολογεί με μια ασθενή που δεν ήθελε τη βοήθειά του, όσο διάσημη και αν ήταν. «Θέλω να περιμένω» του απάντησε με πείσμα. Ήταν εμφανές πως τίποτα δεν ήταν ικανό να τη μεταπείθει. Έδειχνε απόλυτα αποφασισμένη, σε σημείο βλακείας. «Το καταλαβαίνω, αλλά δεν συμφωνώ μαζί σας». Έβγαλε
ένα στιλό από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και ένα μπλοκ συνταγών από την ιατρική τσάντα του. Σημείωσε γρήγορα κάτι σε μια σελίδα του μπλοκ και της την έδωσε. Η Τίμι έριξε μια ματιά, ελπίζοντας πως θα ήταν συνταγή για ένα μαγικό μαντζούνι ικανό να θεραπεύσει τα πάντα, μα, αντί γι’ αυτό, το μόνο που είδε ήταν ο αριθμός του τηλεφώνου του. Ήταν ο ίδιος αριθμός που είχε καλέσει κι η ίδια νωρίτερα. «Έχετε το τηλέφωνό μου. Σας ενημέρωσα για το τι πιστεύω πως θα πρέπει να κάνετε. Εάν δεν θέλετε να ακολουθήσετε τη συμβουλή μου, σας παρακαλώ καλέστε με αν αισθανθείτε χειρότερα, ό,τι ώρα και να είναι. Τότε όμως θα επιμείνω να πάτε στο νοσοκομείο. Συμφωνείτε πως, αν δεν νιώσετε καλύτερα 84 ή αν νιώσετε χειρότερα, θα κάνετε αυτό που θα σας πω;» Ο τόνος του ήταν παγερός και απόλυτα σταθερός. «Σύμφωνοι. Θα το κάνω» του απάντησε. Οτιδήποτε, προκειμένου να κερδίσει χρόνο. Δεν είχε τα περιθώρια να χειροτερέψει μέχρι το βράδυ της Τρίτης. Και αν ήταν τυχερή, ό,τι και αν είχε, θα είχε περάσει ως τότε. Μπορεί να ήταν πράγματι μια απλή ίωση και εκείνος να έκανε λάθος. Ευχόταν να έκανε λάθος. «Έχουμε συμφωνία, λοιπόν» της είπε επίσημα και σηκώθηκε
για να επιστρέψει την καρέκλα στην αρχική της θέση. «Περιμένω να την τηρήσετε, για δικό σας καλό. Μη διστάσετε να με καλέσετε. Δέχομαι κλήσεις οποιαδήποτε ώρα». Παρόλο που ήθελε να της τονίσει τη σοβαρότητα της κατάστασης, δεν ήθελε να την τρομοκρατήσει άδικα. Δεν ήθελε να τη φοβίσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διστάσει να του τηλεφωνήσει στην περίπτωση που η κατάσταση επιδεινωνόταν. «Δεν μπορείτε να μου δώσετε κάτι για αν τυχόν αρρω-στήσω ξανά; Κάτι να σταματήσει τους εμετούς;» Ένιωθε ακόμη ναυτία όσο ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και του μιλούσε, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί μπροστά του. Δεν είχε σκοπό να πάει στο νοσοκομείο εκείνη τη νύχτα. Το πιθανότερο ήταν πως ο γιατρός κινδυνολογούσε χωρίς λόγο, ή απλώς για να έχει τα νώτα του καλυμμένα, είπε στον εαυτό της. Μπορεί να φοβόταν μια μήνυση για παράλειψη καθήκοντος, αν δεν τη συμβούλευε να μπει στο νοσοκομείο. Το σκεπτικό της ήταν υπερβολικά αμερικάνικο και δεν ήθελε να μοιραστεί τις ανησυχίες της μαζί του. 85 «Αυτό δεν θα ήταν συνετό» είπε εκείνος αυστηρά, ως απάντηση στο αίτημά της. «Δεν θέλω να κρύψω τα συμπτώματα. Θα ήταν επικίνδυνο για εσάς».
«Είχα έλκος πριν από πολλά χρόνια, ίσως υποτροπίασε». «Ένας λόγος παραπάνω για να κάνετε τομογραφία. Για την ακρίβεια, θα ήθελα να επιμείνω να την κάνετε προτού ταξιδέψετε ξανά. Πότε φεύγετε από το Παρίσι;» «Όχι πριν απ’ την Παρασκευή. Θα μπορούσα να περάσω την Τετάρτη, μετά την επίδειξη, που είναι προγραμματισμένη για το απόγευμα της Τρίτης». Είχε την ελπίδα πως θα ήταν καλά μέχρι τότε. «Ελπίζω να το κάνετε. Τηλεφωνήστε μου Τετάρτη πρωί και θα σας κλείσω ραντεβού». Ακουγόταν επαγγελματικός και αδιάφορος, και η Τίμι έκανε τη σκέψη πως ο εγωισμός του είχε πληγωθεί επειδή δεν έκανε αυτό που της έλεγε. «Ευχαριστώ, γιατρέ» είπε ήρεμα. «Λυπάμαι που σας κουβάλησα ως εδώ για το τίποτα». Ο τόνος της ήταν ειλικρινά απολογητικός, και για μια στιγμή εκείνος αναρωτήθηκε μήπως ήταν στ’ αλήθεια ευγενική. Δεν μπορούσε να το ξέρει, το μόνο που είχε διαπιστώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν η ξεροκεφαλιά της και η επιμονή της να γίνονται όλα με τον δικό της τρόπο. Δεν του έκανε έκπληξη, με δεδομένο την ταυτότητά της. Μάντευε πως ήταν συνηθισμένη να έχει τον έλεγχο των πάντων στον κόσμο της, ανθρώπων και αντικειμένων. Το μοναδικό πράγμα που δεν μπορούσε να ελέγξει ήταν η υγεία της.
86 «Δεν ήταν για το τίποτα» τη διαβεβαίωσε ευγενικά. «Σίγουρα νιώθατε πολύ άρρωστη». Η εκτίμησή του ήταν σωστή· η Τίμι δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα έφερναν γιατρό εκτός κι αν πίστευε πως πραγματικά κόντευε να πεθάνει. Ο ΖανΣαρλ είχε συμφωνήσει να τη δει ως χάρη στον ασθενή του από τη Νέα Υόρκη που την είχε συστήσει. Γι’ αυτό, αλλά και επειδή του είχε κάνει εντύπωση ο τόνος απόγνωσης στη φωνή της, πριν καν αναγνωρίσει το όνομά της. «Πράγματι, αλλά τώρα νιώθω καλύτερα. Νομίζω πως με τρομάξατε» παραδέχτηκε, και εκείνος χαμογέλασε. «Μακάρι να μπορούσα να σας “τρομάξω” τόσο ώστε να κάνετε απόψε την τομογραφία που λέγαμε. Πραγματικά νομίζω πως θα έπρεπε. Μην περιμένετε μέχρι να είστε ξανά πολύ άρρωστη για να τηλεφωνήσετε. Μπορεί να είναι πολύ αργά, και αν όντως πρόκειται για σκωληκοειδίτιδα, όπως υποψιάζομαι, θα μπορούσε να σκάσει». «Θα προσπαθήσω να αποφύγω τις εκρήξεις από τώρα και μέχρι την Τετάρτη το πρωί» του είπε με έναν μορφασμό, και εκείνος σήκωσε την τσάντα του γελώντας. Τη συμπαθούσε, παρά το γεγονός πως, ως γιατρός, τη θεωρούσε πεισματάρα και δύσκολη να τη χειριστεί κανείς.
«Ελπίζω να πάει καλά η επίδειξη» της είπε τυπικά και ύστερα τη συμβούλεψε να μη σηκωθεί από το κρεβάτι μέχρι τότε και να ξεκουραστεί όσο το δυνατόν περισσότερο το Σαββατοκύριακο. Ένα λεπτό αργότερα, είχε φύγει. Η Τίμι έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, τρομοκράτη87 μένη, με την αίσθηση πως είχε ξεφΰγει από κάποια τρομερή μοίρα. Ήταν ανυποχώρητη στο θέμα του νοσοκομείου. Όλα αυτά ακοΰγονταν πολύ τρομακτικά. Μισούσε τα νοσοκομεία, μισούσε και τους γιατρούς ορισμένες φορές. Σπάνια κατέφευγε σ’ αυτούς, εκτός κι αν ένιωθε σοβαρά άρρωστη, και ομολογουμένως έτσι είχε νιώσει και τώρα. Προσπάθησε να ηρεμήσει και λίγα λεπτά αργότερα τηλεφώνησε στον Ζακ. Ένιωθε μόνη και φοβισμένη και στράφηκε σ’ εκείνον για βοήθεια. Δεν ήθελε να ανησυχήσει τον Ντέιβιντ και την Τζέιντ τηλεφωνώντας στο Λονδίνο. Αλλά για τον Ζακ η ώρα ήταν τρεις το μεσημέρι και, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της, θα βρισκόταν στο σπίτι. Συνήθως εκεί ήταν αυτή την ώρα, ειδικά Σάββατο μεσημέρι. Θα είχε μόλις γυρίσει από το γυμναστήριο και ήταν πολύ νωρίς για να βγει, όποια σχέδια και αν είχε για το βράδυ. Όταν τηλεφώνησε όμως, πρώτα στο σπίτι και μετά στο κινητό του, οι κλήσεις κατέληξαν στον τηλεφωνητή του και το μόνο που μπορούσε να κάνει η Τίμι ήταν να του αφήσει μήνυμα, να του
πει πως ήταν άρρωστη και να ελπίζει πως θα της τηλεφωνούσε εκείνος. Είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον, και εφόσον αυτός ήταν ο άντρας με τον οποίο μοιραζόταν το κρεβάτι της, όσο προσωρινή κι αν ήταν η σχέση τους, αυτή ήταν και η μοναδική εφαρμόσιμη λύση. Το μόνο που ήθελε ήταν να ακούσει μια οικεία φωνή που θα την παρηγορούσε για λίγα λεπτά, ένα χέρι να κρατηθεί μες στο σκοτάδι. Έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι άλλη μια ώρα, αγω88 νιώντας για αυτά που είχε πει ο γιατρός, και εντέλει, γύρω στη μία και μισή το βράδυ, χωρίς να ξανακάνει εμετό, την πήρε ο ύπνος. Ο Ζακ δεν είχε τηλεφωνήσει και η Τίμι δεν είχε ιδέα πού ήταν. Ξύπνησε στις δέκα το επόμενο πρωί και σαν από θαύμα ένιωθε καλύτερα. Τηλεφώνησε στον Ζιλ για να του πει πως δεν θα έβγαινε. Ήλπιξε πως θα κατάφερνε να πάει στην εκκλησία Σακρ Κερ, επειδή της άρεσε να ακούει τις μοναχές που έψελναν εκεί, αλλά σκέφτηκε πως θα ήταν πιο συνετό να μείνει στο κρεβάτι και.να μην πάει γυρεύοντας. Κοιμήθηκε όλη τη μέρα, ήπιε ζωμό κοτόπουλο και τσάι και αργά το μεσημέρι παρήγγειλε λίγο ρύζι. Ένιωθε πολύ καλύτερα το ίδιο βράδυ όταν επέστρεψαν η Τζέιντ με τον Ντέιβιντ, που είχαν
περάσει υπέροχα. Την ευχαρίστησαν για το δείπνο στο Χάρις Μπαρ, της διηγήθηκαν σε ποια πάρτι είχαν πάει, ενώ ο Ντέιβιντ κυριολεκτικά μιλούσε ασταμάτητα για την πινακοθήκη Τέιτ. Δεν τους ανέφερε την αρρώστια της, ούτε το γεγονός πως είχε καλέσει γιατρό, ούτε τη συμβουλή του να πάει στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Ένιωθε πως είχε γλιτώσει από θαύμα. Έπεσε νωρίς για ύπνο εκείνο το βράδυ. Και τη Δευτέρα ένιωθε ξανά ο εαυτός της, πράγμα που, κατά τη γνώμη της, αποδείκνυε πως ο γιατρός είχε κάνει λάθος, όσο διακεκριμένος κι αν ήταν. Προφανώς ήταν μια απλή ίωση, έτσι η Τίμι φόρεσε με ανακούφιση το τζιν παντελόνι της και ένα μαύρο πουλόβερ, μαζί με τις μαύρες μπα-λαρίνες της, και κατέβηκε να επιβλέψει την πρόβα, στα δωμάτια που είχαν κλείσει για τις δύο μέρες της επίδειξης. 89 Ως συνήθως, η τελική πρόβα ήταν σκέτη καταστροφή. Πάντα το ίδιο γινόταν. Διάφοροι έτρεχαν εδώ κι εκεί και έμπαιναν στην πασαρέλα από λάθος κατεύθυνση σαν ζαλισμένοι, τα μοντέλα κατέφθαναν αργοπορημένα, ο φωτισμός ήταν λάθος, τα CD με τη μουσική που είχαν φέρει μαζί τους είχαν εξαφανιστεί, για να βρεθούν τελικά αφού είχαν φύγει όλοι. Ήταν το χάος που είχε μάθει να περιμένει ύστερα από χρόνια εμπειρίας και αναρίθμητες πρόβες, και ήταν διπλά χαρούμενη που δεν είχε επιτρέψει να την πείσουν να μπει στο
νοσοκομείο, όπου υπήρχε η πιθανότητα να υποβληθεί σε εγχείρηση χωρίς λόγο. Δεν εμπιστευόταν την ιατρική περίθαλψη στη Γαλλία. Εκείνο το βράδυ πήγε για δείπνο με την Τζέιντ και τον Ντέιβιντ στο Βολτέρ και αργότερα έκανε μια στάση σε ένα από τα πάρτι. Το συγκεκριμένο το οργάνωνε ο οίκος Ντιόρ, και όπως συνέβαινε πάντα με τις εκδηλώσεις τους, έτσι και αυτό το πάρτι ήταν υπέροχο. Ένα διάφανο, φωτισμένο δάπεδο είχε στηθεί πάνω από την πισίνα, γυμνόστηθα μοντέλα κυκλοφορούσαν παντού, και η Τίμι ένιωθε ολοκληρωτικά εξαντλημένη στις τρεις το βράδυ, όταν επιτέλους γύρισαν στο ξενοδοχείο και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Με ανακούφιση παρατήρησε πως, παρόλο που ήταν κουρασμένη, δεν ένιωθε καθόλου άρρωστη. Αντίθετα, ένιωθε υπέροχα και χαιρόταν που ο γιατρός είχε κάνει λάθος. Το επόμενο πρωί η επίδειξη πήγε τόσο καλά, όσο άσχημα είχε πάει την προηγούμενη μέρα στην πρόβα. Η Τίμι ήταν χαρούμενη που είχε μπορέσει να την παρακολουθήσει. Με το λεπτολόγο βλέμμα της να επιθεωρεί τα 90 πάντα, ήταν σίγουρη πως ορισμένες λεπτομέρειες που για την ίδια είχαν σημασία θα είχαν περάσει διαφορετικά απαρατήρητες μέσα στην αναταραχή. Δεν εμπιστευόταν κανέναν τόσο ώστε να του αναθέσει την επίδειξη. Στο τέλος όλοι συγχάρηκαν όλους και στις οχτώ το ίδιο βράδυ η Τζέιντ
με τον Ντέιβιντ πήραν το αεροπλάνο για τη Νέα Υόρκη. Η τελευταία επίδειξη είχε τελειώσει και το μόνο που είχαν να κάνουν προτού επιστρέφουν στο Λος Άντζελες ήταν να παρευρεθοΰν στις συναντήσεις που είχαν προγραμματιστεί για λίγες μέρες στη Νέα Υόρκη. Η Τίμι σχεδίαζε να τους βρει την Παρασκευή και να περάσει το Σαββατοκύριακο στη Νέα Υόρκη, ύστερα από μια επίσκεψη στο εργοστάσιό τους στο Νιου Τζέρ-σι. Είχε προγραμματισμένες συναντήσεις όλη τη Δευτέρα και την Τρίτη, και το βράδυ της Τρίτης θα πετούσαν όλοι μαζί για το Λος Άντζελες. Η Τίμι συνειδητοποιούσε πως ο Ζακ ακόμη δεν είχε απαντήσει στο τηλεφώνημά της. Υποψιαζόταν ότι την τιμωρούσε που δεν τον είχε πάρει μαζί της στο Παρίσι, και το μήνυμα που είχε αφήσει στον τηλεφωνητή του λέγοντας πως ήταν άρρωστη απλώς τον είχε ενθαρρύνει να την τιμωρήσει ακόμα περισσότερο. Η ευκαιρία ήταν πολύ δελεαστική για να της αντισταθεί, καθώς, όπως έδειχναν τα πράγματα, η ευχή του είχε πραγματοποιηθεί. Αν ήταν άρρωστη, τότε πράγματι τα περνούσε χάλια στο Παρίσι χωρίς εκείνον, έτσι δεν έκανε τον κόπο να της ανταποδώσει το τηλεφώνημα. Η αρρώστια της, σε συνδυασμό με το πόσο χάλια θα πρέπει να περνούσε, φαίνεται πως του είχαν δώσει την 91 αίσθηση πως είχε το πάνω χέρι. Ακουγόταν σαν διαστροφή,
όμως η Τίμι ήξερε πως μια μικροπρεπής πλευρά του εαυτού του ένιωθε μνησικακία. Ήταν τόσο κουρασμένη μετά την επίδειξη και ύστερα από μερικά ποτά παρέα με δημοσιογράφους και συντάκτες του Vogue στο μπαρ, που παρήγγειλε το δείπνο της στην υπηρεσία δωματίου. Η Τζέιντ με τον Ντέιβιντ είχαν ήδη φύγει για Νέα Υόρκη. Η Τίμι και οι δημοσιογράφοι ήταν κατάκοποι ύστερα από τις επίπονες εβδομάδες των επιδείξεων. Διπλά κουρασμένη, αφού είχε συμμετάσχει στην Εβδομάδα Μόδας και στη Νέα Υόρκη και στην Ευρώπη, ανέβηκε στο δωμάτιό της νιώθοντας έτοιμη να καταρρεύσει. Χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά στο φαγητό που είχε παραγγείλει, αποκοιμήθηκε στο κρεβάτι της χωρίς καν να αλλάξει. Δεν είχε ιδέα τι ώρα ήταν όταν ξύπνησε. Έξω ήταν σκοτάδι και το μόνο που αντιλαμβανόταν ήταν ένας πόνος σαν μαχαιριά στο δεξί της πλευρό. Πονούσε τόσο, που μετά βίας έπαιρνε ανάσα, και αυτή τη φορά δεν είχε καμία αμφιβολία τι ήταν. Ο δρ Βερνιέ είχε δίκιο τελικά. Έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κλαίγοντας κι ανασκαλεύοντας σαν τρελή τα χαρτιά στο κομοδίνο της, αναζητώντας απεγνωσμένα τον αριθμό του. Είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται για τα καλά, όταν επιτέλους τον βρήκε. Σπαρταρώντας από τον πόνο, πληκτρολόγησε τον αριθμό του κινητού του. Τότε είδε στο ρολόι της πως ήταν τέσσερις το πρωί. Και το μόνο που ήξερε με βεβαιότητα ήταν πως βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση.
Μόλις που 92 κατάφερε να μιλήσει όταν ο γιατρός απάντησε στο τηλεφώνημα, μετά το δεύτερο κουδούνισμα. Για μια στιγμή, δεν κατάλαβε ποια ήταν. Η Τίμι έκλαιγε με λυγμούς από τον τρόμο και την αγωνία, μέχρι που κατάφερε να ψελλίσει το όνομά της και εκείνος την αναγνώρισε αμέσως. Μετά από αυτό, δεν δυσκολεύτηκε να μαντέψει τι είχε συμβεί. Και μόνο ακούγοντας τη φωνή της καταλάβαινε πως είχε πάθει ρήξη σκωληκοειδίτιδας, ή ετοιμαζόταν να πάθει. Είχε τρεις μέρες να μάθει νέα της και ήλπιζε πως όλα πήγαιναν καλά, αλλά είχε κάνει λάθος. Ήταν φανερό πλέον πως τα πράγματα ήταν σοβαρά. «Συγγνώμη που σας τηλεφωνώ τόσο αργά, γιατρέ...» είπε η Τίμι, ασθμαίνοντας από τον πόνο, κλαίγοντας. «Πονάω... τρομερά... Εγώ...» «Το ξέρω». Δεν ήταν ανάγκη για εξηγήσεις. Ήταν εντελώς ξύπνιος τώρα και ακουγόταν ήρεμος. «Θα στείλω ασθενοφόρο αμέσως. Μείνετε στο κρεβάτι. Μην κινείστε. Δεν χρειάζεται να ντυθείτε. Θα σας συναντήσω στο νοσοκομείο μόλις φτάσετε». Ακουγόταν τόσο ψύχραιμος, λεπτομερής και καθησυχαστικός, ένας άνθρωπος πάνω στον οποίο μπορούσε η Τίμι να βασιστεί.
Εκείνος, από την πλευρά του, καταλάβαινε πως ήταν υπερβολικά ταραγμένη και διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο. Η κατάσταση ήταν επείγουσα. «Φοβάμαι πολύ» του είπε κλαίγοντας πιο δυνατά, με φωνή που έμοιαζε παιδική σχεδόν. «Πονάω τόσο πολύ... Τι θα μου κάνουν;» Η ερώτηση ήταν μάλλον ρητορική και εκείνος δεν απάντησε με άμεσο τρόπο. Απλώς συνέ 93 χισε να είναι καθησυχαστικός διαβεβαιώντας την πως όλα θα πήγαιναν καλά. «Είναι κοντά σας οι βοηθοί σας;» Αναρωτιόταν αν ήταν μόνη. Η κατάσταση έμοιαζε αρκετά σοβαρή και ανησυχούσε για εκείνη. Μεγάλη κουταμάρα εκ μέρους της να μην το αντιμετωπίσει τρεις μέρες νωρίτερα, τώρα όμως ήταν πια πολύ αργά για να στενοχωρηθεί γι’ αυτό. Ανυπομονούσε να τη δει στο νοσοκομείο και στα χέρια ενός χειρουργού. Θα έκαναν την τομογραφία στο χειρουργείο πλέον, καθώς θα ετοιμάζονταν για να την εγχειρίσουν. «Έφυγαν για τη Νέα Υόρκη» του απάντησε λαχανιασμένη. «Είστε μόνη;» «Ναι».
«Θα στείλω κάποιον από το ξενοδοχείο να περιμένει μαζί σας. Τώρα θα καλέσω ασθενοφόρο. Μαντάμ Ο’Νιλ, όλα θα πάνε καλά» είπε με δυνατή, ήρεμη φωνή, που μόλις και μέτριασε τον πανικό της., «Όχι, δεν θα πάνε». Έκλαιγε σαν μικρό παιδί, δίνοντας την αίσθηση πως της συνέβαινε κάτι χειρότερο από ρήξη σκωληκοειδίτιδας. Ήταν φανερό πως την είχε καταλάβει πανικός, αλλά εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει άλλο χρόνο. «Θα σας βρω στο νοσοκομείο όταν φτάσετε εκεί» είπε ήρεμα και έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν είχε άλλη επιλογή. Την έστελνε στο Αμερικανικό Νοσοκομείο για δική της άνεση, αντί για το Πιτιέ Σαλπετριέρ, όπου εργαζόταν συνήθως, αφού είχε το ελεύθερο να εργάζεται και στα δύο. 94 Λίγα λεπτά αργότερα η Τίμι κάλεσε μια καμαριέρα, η οποία, πολύ γλυκά, κάθισε μαζί της κρατώντας της το χέρι μέχρι που έφτασαν οι νοσοκόμοι και ύστερα τη βοήθησε να φορέσει τη ρόμπα της για να τη βάλουν στο φορείο, τη σκέπασε με κουβέρτες και έτρεξε μαζί της ως κάτω στις έρημες αίθουσες. Η άφιξη των νοσοκόμων προκάλεσε σημαντική αναστάτωση στη ρεσεψιόν και ο υποδιευθυντής κατέφθασε την ώρα που έφευγαν. Σε λίγο η Τίμι βρισκόταν στο εσωτερικό ενός
ασθενοφόρου που έσκιζε με ταχύτητα τη νύχτα, και έκλαιγε σιγανά. Οι νοσοκόμοι δεν μιλούσαν αγγλικά και δεν μπορούσαν να την καθησυχάσουν. Τα μάτια της ήταν γεμάτα τρόμο όταν την έβγαλαν από το ασθενοφόρο, και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν ο δρ Βερνιέ που την περίμενε. Μια ματιά στο πρόσωπό της ήταν αρκετή. Της πήρε ήρεμα το χέρι και το κράτησε μέσα στο δικό του, καθώς την έβαζαν εσπευσμένα στο χειρουργείο του νοσοκομείου, που ήταν ήδη έτοιμο. «Ειδοποίησα έναν από τους καλύτερους χειρουργούς του Παρισιού για χάρη σας» της είπε γλυκά, καθώς την οδηγούσαν στην ολόφωτη αίθουσα του χειρουργείου. Η Τίμι τον κοιτούσε με βλέμμα αλαφιασμένο. «Φοβάμαι τόσο πολύ» του είπε σφίγγοντας το χέρι του, ανίκανη να κουνήσει οτιδήποτε άλλο από τον πόνο. «Σας παρακαλώ, μη με αφήσετε μόνη» του είπε, κλαίγο-ντας με λυγμούς. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και της χαμογέλασε, ενώ μια νοσοκόμα πλησίαζε με τα έγγραφα που έπρεπε να υπογράψει. Ο γιατρός τής εξήγησε τι 95 έλεγαν και ρώτησε αν υπήρχε κάποιος που η ίδια θα ήθελε να τον ειδοποιήσουν, είτε τώρα είτε σε περίπτωση που η
κατάσταση επιδεινωνόταν. Η Τίμι το σκέφτηκε για μια στιγμή και τους είπε να μην ειδοποιήσουν κανέναν. Ο πιο κοντινός της άνθρωπος ήταν η Τζέιντ Τσιν, η βοηθός της, όπως του εξήγησε, η οποία έμενε στο Φορ Σίζονς της Νέας Υόρκης. Του έδωσε τον αριθμό του κινητού της, αλλά του είπε να μην την καλέσει εκτός και αν κάτι πήγαινε στραβά. Δεν υπήρχε λόγος να την ανησυχήσει από τώρα. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι από τη Νέα Υόρκη. Τον έθλιβε να ακούει πως αυτή η γυναίκα, που είχε τόσο πολλά και ήταν τόσο διάσημη και σεβαστή σε όλο τον κόσμο, δεν είχε παρά μια γραμματέα να κα-λέσει τώρα που ήταν άρρωστη. Ήταν κάτι που του φανέρωνε πολλά για τη ζωή της, για τις επιλογές της, όπως και για το τίμημα που είχε πληρώσει για αυτές. Τη λυπόταν, έτσι όπως της έκαναν τις εξετάσεις και εκείνος της κρατούσε το χέρι. Η διάγνωσή του τρεις μέρες νωρίτερα είχε αποδειχτεί ακριβής. Η σκωληκοειδίτιδα είχε διαρραγεί και οι τοξίνες πλημμύριζαν τον οργανισμό της. «Σας παρακαλώ, μη με αφήνετε» τον ικέτεψε σφίγγο-ντάς του το χέρι, και εκείνος κράτησε τη λεπτή παλάμη της σταθερά μέσα στη δική του. «Δεν θα σας αφήσω» τη διαβεβαίωσε σιγανά, ενώ παρακολουθούσε τον αναισθησιολόγο που ετοιμαζόταν να την κοιμίσει. Το προσωπικό κινούνταν γρήγορα, καθώς ο κίνδυνος ήταν ορατός πλέον. Έπρεπε να αφαιρέσουν ό,τι απέμενε από τη σκωληκοειδίτιδα και να βάλουν τα
96 δυνατά τους για να καθαρίσουν την περιοχή. Τα μάτια της στράφηκαν στα δικά του όταν ο αναισθησιολόγος τής μίλησε στα γαλλικά, και ο Ζαν-Σαρλ Βερνιέ ανέλαβε να μεταφράσει, εξακολουθώντας να της κρατάει το χέρι. «Θα μείνετε κι αφού κοιμηθώ;» τον ρώτησε, και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της. «Αν το θέλετε». Η παρουσία του ήταν γλυκιά, ισχυρή, καθησυχαστική. Τα πάντα επάνω του της έλεγαν ότι μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Και εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, τον εμπιστευόταν απόλυτα. «Θα ήθελα... θέλω να μείνετε... και, σας παρακαλώ, να με λέτε Τίμι». Την είχε αποκαλέσει ξανά μαντάμ Ο’Νιλ ενώ μετέφραζε και της εξηγούσε τι θα συνέβαινε. Ξαφνικά ήταν χαρούμενη που του είχε τηλεφωνήσει. Ήταν ένα γνώριμο πρόσωπο. Τουλάχιστον είχε δει τον Ζαν-Σαρλ Βερνιέ άλλη μια φορά και ένας από τους φίλους της στη Νέα Υόρκη τής τον είχε συστήσει ένθερμα, ως εξαιρετικό επιστήμονα. Ήξερε πως βρισκόταν σε καλά χέρια, ωστόσο ήταν τρομοκρατημένη. «Εδώ είμαι, Τίμι» της είπε με το χέρι της μέσα στο δικό του και τα γαλάζια μάτια του στυλωμένα στα δικά της. «Όλα θα
πάνε καλά. Είσαι ασφαλής. Δεν θ’ αφήσω να σου συμβεί κάτι. Σε ένα λεπτό θα κοιμάσαι. Θα σε δω μόλις ξυπνήσεις» της είπε χαμογελώντας. Μόλις τη νάρκωναν, θα απομακρυνόταν για λίγο για να φορέσει τη χειρουργική ρόμπα του. Ήταν αποφασισμένος να μείνει μαζί της σε όλη τη διάρκεια της επέμβασης, ακριβώς όπως της είχε υποσχεθεί. Κρατούσε πάντα τις υποσχέσεις του. 97 Οι ασθενείς του ήταν βέβαιοι πως δεν θα τους απογοήτευε ποτέ και το ίδιο διαισθανόταν τώρα και η Τίμι. Την αμέσως επόμενη στιγμή, ο αναισθησιολόγος τοποθετούσε τη μάσκα στο πρόσωπό της. Τα μάτια της έμειναν καρφωμένα στον Ζαν-Σαρλ, που συνέχιζε να της μιλάει, και ένα λεπτό αργότερα κοιμόταν. Εκείνος βγήκε από το χειρουργείο βιαστικά για να φορέσει ρόμπα και μάσκα και να απολυμάνει τα χέρια του. Όσο το έκανε, δεν κατάφερνε να βγάλει από το μυαλό του τη γυναίκα που θα εγχείριζαν και όλα όσα είχε απαρνηθεί στη ζωή της, το πόσο πρόθυμη θα ήταν να ανταλλάξει την τεράστια επιτυχία της για να έχει έστω έναν άνθρωπο να ειδοποιήσει σε περίπτωση ανάγκης, έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να βρίσκεται εκεί μαζί της και να της κρατάει το χέρι. Καθώς την κοιτούσε προτού αποκοιμηθεί, είχε κάνει τη σκέψη πως δεν είχε αντικρίσει μάτια τόσο θλιμμένα στη ζωή του, ούτε κάποιον
που φοβόταν τόσο να μείνει μόνος. Και όπως έστεκε δίπλα της, κρατώντας της το χέρι, είχε την αίσθηση πως κοιτούσε ένα τρομοκρατημένο, εγκαταλειμμένο παιδί. Ακριβώς όπως της είχε υποσχεθεί, έμεινε δίπλα της και παρακολούθησε την επέμβαση μέχρι τέλους. Όλα πήγαν καλά και ο χειρουργός ήταν ικανοποιημένος. Ενώ η χειρουργική ομάδα έβγαινε από την αίθουσα, ο Ζαν-Σαρλ Βερνιέ ακολούθησε την Τίμι στο δωμάτιο ανάνηψης. Δεν τη γνώριζε καθόλου, μόλις τρεις μέρες νωρίτερα την είχε χαρακτηρίσει δύστροπη και παράλογη, και τώρα το μόνο που ήξερε ήταν πως, όποια κι αν ήταν, ό,τι 98 κι αν είχε συμβεί ως τότε στη ζωή της, του ήταν αδύνατον να την αφήσει μόνη. Κάποιος έπρεπε να βρίσκεται στο πλάι της. Και εκείνος ήταν ο μόνος διαθέσιμος, έχοντας νιώσει την τρομακτική μοναξιά και την απομόνωση στην ψυχή της. Τον είδε να στέκεται δίπλα της όταν άνοιξε τα μάτια της στο δωμάτιο ανάνηψης. Ήταν ακόμη ζαλισμένη από τα φάρμακα, αλλά τον αναγνώρισε αμέσως και του χαμογέλασε. «Σ’ ευχαριστώ» του ψιθύρισε και έκλεισε ξανά τα μάτια. «Κοιμήσου, Τίμι» της είπε γλυκά. «Θα σε δω αύριο» ψιθύρισε και τράβηξε με προσοχή το χέρι του από το δικό της.
Όταν βγήκε από το δωμάτιο, η Τίμι κοιμόταν βαθιά. Καληνύχτισε τις νοσοκόμες και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του. Όλοι στο χειρουργείο είχαν εντυπωσιαστεί που δεν είχε αφήσει στιγμή το πλευρό της. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ένιωθε βαθιά θλίψη για εκείνη. Κάτι στα μάτια της του φανέρωνε πως είχαν συμβεί πολλά στη ζωή της, και τίποτα από αυτά δεν ήταν καλό. Η ισχυρή γυναίκα που έβλεπαν οι άλλοι, αυτή που διοικούσε με τόση επιτυχία μια αυτοκρατορία, δεν είχε καμία σχέση με τη γυναίκα που είχε δει ο ίδιος εκείνη τη νύχτα. Η γυναίκα που είχε δει ο ΖανΣαρλ είχε τέτοια τραύματα στην ψυχή της, που του πλήγωναν την καρδιά. Τη σκεφτόταν ακόμη ενώ οδηγούσε προς το σπίτι του και αντίκριζε τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από το Παρίσι. 99 Στο νοσοκομείο του Νεΐ'γί, η Τίμι ήταν παραδομένη σε έναν βαθύ, γαλήνιο ύπνο. Χωρίς να το ξέρει καν, ο Ζαν-Σαρλ Βερνιέ είχε εμποδίσει όλους τους δαίμονες του παρελθόντος της να την καταπιούν εκείνη τη νύχτα. Και το μόνο που ήξερε εκείνος ήταν πως, χωρίς να ξέρει γιατί, τους είχε δει στα μάτια της. 3 ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, Η ΤΙΜΙ βρισκόταν ξαπλωμένη στο
κρεβάτι της και κοίταζε έξω από το παράθυρο, όταν μπήκε στο δωμάτιο ο Ζαν-Σαρλ Βερνιέ. Φορούσε τη λευκή ρόμπα του και είχε ένα στηθοσκόπιο κρεμασμένο στον λαιμό του. Είχε ξεκινήσει τις επισκέψεις του στους ασθενείς του από το άλλο νοσοκομείο, προτού έρθει να τη δει στο Αμερικανικό Νοσοκομείο του Νεϊγί. Το πρώτο πράγμα που έκανε όταν έφτασε εκεί ήταν να ελέγξει το διάγραμμά της και να μιλήσει με τις νοσοκόμες, έτσι ήξερε πως όλα πήγαιναν μια χαρά. Του είχαν πει ότι κοιμόταν όλο το βράδυ, ωστόσο το πρωί είχε ξυπνήσει, είχε ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις της και είχε πάρει ελάχιστα παυσίπονα. Ο Ζαν-Σαρλ ήταν ικανοποιημένος. Η Τίμι έπαιρνε ακόμη ισχυρή αντιβίωση ενδοφλεβίως, για να πολεμήσει τη λοίμωξη που προκαλούσαν οι τοξίνες στον οργανισμό της, αν και ο ίδιος πίστευε πως είχαν αποκα-ταστήσει τη ζημιά αρκετά γρήγορα μετά τη ρήξη. Και παρόλο που ήταν κάτι το επώδυνο και τρομακτικό για την ίδια, στην πραγματικότητα ήταν πολύ τυχερή. Θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερα. Αφού θα την παρα101 κολουθούσαν στενά τις επόμενες μέρες, ήταν βέβαιος πως θα μπορούσαν να της επιτρέψουν μετά να γυρίσει στο ξενοδοχείο. Ανυπομονούσε να την εξετάσει ο ίδιος και μπήκε στο δωμάτιο χαμογελώντας. Εφόσον είχε φροντίσει όλους τους υπόλοιπους ασθενείς του, ήταν ελεύθερος να περάσει
όση ώρα χρειαζόταν μαζί της, χωρίς να βιαστεί. Έβλεπε πως έδειχνε κουρασμένη, αν και σε πολύ καλύτερη κατάσταση από αυτή που θα περίμενε ο ίδιος μετά τη χτεσινή δοκιμασία. «Λοιπόν, Τίμι, πώς αισθάνεσαι σήμερα;» τη ρώτησε με την έντονα ξενική προφορά του, ενώ τα γαλάζια μάτια του την παρατηρούσαν ερευνητικά. Του χαμογέλασε όταν τον άκουσε να προφέρει το μικρό της όνομα. Περίμενε πως θα την προσφωνούσε ξανά μαντάμ Ο’Νιλ, τώρα που η κρίση είχε περάσει. Της άρεσε να τον ακούει να τη λέει Τίμι. Έδινε στο όνομά της γαλλική χροιά. «Αισθάνομαι πολύ καλύτερα από χτες» του απάντησε με ένα ντροπαλό χαμόγελο. Ήταν ταλαιπωρημένη και η τομή πονούσε, αλλά πολύ λιγότερο από τον διαπεραστικό πόνο που είχε νιώσει την προηγούμενη νύχτα. «Στάθηκες πολύ τυχερή που δεν επιδεινώθηκαν κι άλλο τα πράγματα» της είπε ενώ τοποθετούσε την καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι της, και ύστερα γύρισε να ζητήσει ευγενικά την άδειά της. «Επιτρέπεται;» Ήταν τυπικός και την ίδια στιγμή εγκάρδιος· η Τίμι τον θυμόταν ακόμη να της κρατάει το χέρι όταν ήταν τρομοκρατημένη, πριν απ’ την αναισθησία. Δεν το είχε αφήσει ούτε στιγμή. Την ίδια καλοσύνη έβλεπε και τώρα στα μάτια του. 102
«Φυσικά» του απάντησε στην ερώτησή του αν επιτρεπόταν να καθίσει. «Σ’ ευχαριστώ που ήσουν τόσο καλός μαζί μου χτες βράδυ» του είπε συνεσταλμένα, και τα πράσινα μάτια της κοίταξαν τα δικά του διαπεραστικά, γαλάζια μάτια. Και οι δυο θυμόντουσαν τις στιγμές που της κρατούσε το χέρι. «Καμιά φορά φοβάμαι πολύ» παραδέχτηκε διατακτικά. «Έχω πολλές άσχημες αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία που ξαναγυρνάνε ύπουλα, κι όπο-τε τρομάζω, νιώθω να ξαναγίνομαι πέντε χρονών. Έτσι ένιωθα όταν έφτασα στο νοσοκομείο και το εκτιμώ στ’ αλήθεια που βρισκόσουν εκεί και έμεινες μαζί μου». Η φωνή της έγινε πιο σιγανή μέχρι που έσβησε κι ύστερα η Τίμι έστρεψε το βλέμμα της μακριά του, όπως την παρατηρούσε αμίλητος από την καρέκλα του. Ντρεπόταν να παραδεχτεί μπροστά του πόσο ευάλωτη ένιωθε κάποιες φορές. «Τι σου συνέβη όταν ήσουν πέντε χρονών;» τη ρώτησε επιφυλακτικά. Δεν ρωτούσε αποκλειστικά ως θεράπων ιατρός της. Την είχε δει τόσο πληγωμένη και τρομοκρατημένη, που είχε καταλάβει αμέσως πως κάποιο παλιό τραύμα τη συγκλόνιζε ακόμη. Ήταν δύσκολο να φανταστεί τι μπορεί να ήταν αυτό, παρόλο που πολλές φορές τα παιδιά έχουν τρομακτικές εμπειρίες που τα στοιχειώνουν μια ζωή, ακόμα και όταν είναι πια ενήλικες. «Οι γονείς μου πέθαναν όταν ήμουν πέντε χρονών» του απάντησε σιγανά. Για αρκετά λεπτά έμεινε αμίλητη, κάτω από
το βλέμμα του. Ο Ζαν-Σαρλ αναρωτιόταν αν θα του έλεγε τι ακριβώς είχε συμβεί. Παρόλο που από 103 μόνο του θα ήταν αρκετό, ειδικά αν είχαν πεθάνει με κάποιον τραυματικό τρόπο που την είχε επηρεάσει, ή αν το είχε δει να συμβαίνει με τα μάτια της. Και τότε, πολύ αργά, η Τίμι συνέχισε: «Είχαν ένα δυστύχημα με το αυτοκίνητο παραμονή Πρωτοχρονιάς. Βγήκαν και δεν γύρισαν ποτέ. Θυμάμαι ακόμη τη στιγμή που ήρθαν στο σπίτι μας οι αστυνομικοί και με πήραν. Δεν ξέρω γιατί, αλλά με έβαλαν σε ασθενοφόρο. Μπορεί να ήταν το μόνο διαθέσιμο όχημα εκείνη τη στιγμή, μπορεί να σκέφτη-κανπως θα τρόμαζα αν με έβαζαν σε περιπολικό. Έκτο-τε τρέμω τα ασθενοφόρα. Αρρωσταίνω και μόνο που ακούω τις σειρήνες τους». Και την προηγούμενη νύχτα είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο με ασθενοφόρο, πράγμα που, όπως συνειδητοποιούσε τώρα ο Ζαν-Σαρλ, θα πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο για εκείνη. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή όμως, δεδομένου του πόσο άρρωστη ήταν. Ο Ζαν-Σαρλ μόλις τότε κατάλαβε ότι ο πανικός της τη στιγμή που την είδε θα πρέπει να είχε μεγεθυνθεί, ή ακόμα και να είχε προκληθεί από αυτό το γεγονός. «Λυπάμαι, δεν το ήξερα. Έπρεπε να σε είχα παραλάβει ο ίδιος από το ξενοδοχείο, αλλά ήθελα να έρθω εδώ και να φροντίσω τα πάντα για σένα, για να βεβαιωθώ πως ο χειρουργός και η αίθουσα θα σε περίμεναν» απολογήθηκε, και εκείνη του
χαμογέλασε. Συνήθως δεν παραλάμβανε ο ίδιος ασθενείς από το σπίτι τους. «Μη γίνεσαι ανόητος. Πώς θα μπορούσες να το ξέρεις; Άσε που ένιωθα τόσο άσχημα, που δεν νομίζω ότι με πείραξε όσο κάτω από άλλες συνθήκες. Είχα τρελαθεί 104 από τον φόβο μου όταν έφτασα εδώ, μην ξέροντας τι θα μου συνέβαινε». Της χαμογέλασε καθησυχαστικά, και η Τίμι ένιωσε να την πλημμυρίζει η ίδια αίσθηση ασφάλειας που είχε νιώσει και το προηγούμενο βράδυ τη στιγμή που τον είδε, τότε που της κράτησε το χέρι. Απέπνεε παρηγοριά και ηρεμία, ζεστασιά, και κάτι ακόμα, τρυφερό σχεδόν και πολύ ισχυρό. Έδειχνε αξιόπιστος και θετικός, ένας πραγματικά καλός άνθρωπος. Παρόλο που δεν τον ήξερε σχεδόν καθόλου, ένιωθε προστατευμένη κοντά του και απόλυτα ήρεμη. Ήταν ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος. «Πού σε πήγαν με το ασθενοφόρο όταν ήσουν μικρή, αφού πέθαναν οι γονείς σου;» τη ρώτησε με ενδιαφέρον και, παρατηρώντας προσεκτικά την έκφρασή της, κατάλαβε ότι το μυαλό της ταξίδευε σε κάτι μακρινό και επώ-δυνο. Σχεδόν μόρφαζε με τις αναμνήσεις της που είχαν ξαναζωντανέψει το προηγούμενο βράδυ.
«Με πήγαν σε ένα ορφανοτροφείο. Έζησα εκεί έντεκα χρόνια. Στην αρχή μού είπαν ότι θα με υιοθετούσαν πολύ γρήγορα και, πράγματι, με έστειλαν σε αρκετές οικογένειες δοκιμαστικά». Τα μάτια της ήταν θλιμμένα, και, μόλο που δεν της το είπε, η καρδιά του πονούσε με τα λόγια της. Σχεδόν ένιωθε και ο ίδιος τον πόνο που είχε δοκιμάσει όταν ήταν μικρή, τότε που ορφάνεψε ξαφνικά και βρέθηκε μόνη σε ένα ορφανοτροφείο, ανάμεσα σε αγνώστους. Ήταν μια μοίρα τρομερή για ένα παιδί. «Κάποιοι με κρατούσαν για ένα διάστημα, μερικές βδομάδες, νομίζω. Έναν μήνα, ίσως, αλλά για μένα έμοιαζε 105 αιώνας. Κάποιοι άλλοι με κρατούσαν μονάχα λίγες μέρες. Φαντάζομαι πως τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει πολύ από τότε. Οι άνθρωποι θέλουν μωρά, νεογέννητα κατά προτίμηση. Δεν θέλουν αδύνατα πεντάχρονα με κοκαλιάρικα γόνατα, φακίδες και κόκκινα μαλλιά». «Εμένα μου ακούγονται αξιολάτρευτα αυτά τα πεντάχρονα» της είπε χαμογελώντας μελαγχολικά. «Δεν νομίζω πως ήμουν τόσο αξιολάτρευτη. Έκλαιγα πολύ. Την περισσότερη ώρα φοβόμουν. Μπορεί και όλη την ώρα. Μου έλειπαν οι γονείς μου και οι άνθρωποι εκείνοι μου φαίνονταν αλλόκοτοι. Προφανώς δεν ήταν αλλόκοτοι, ή
τουλάχιστον δεν ήταν περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο. Έβρεχα το κρεβάτι μου, κρυβόμουν σε ντουλάπες, μια φορά κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι μου και αρνιόμουν να βγω. Την επόμενη μέρα με έστειλαν πίσω λέγοντας πως δεν ήμουν φιλική. Οι καλόγριες με μάλωσαν και μου είπαν πως θα έπρεπε να κάνω μεγαλύτερη προσπάθεια. Για τα επόμενα τρία χρόνια συνέχισαν να με στέλνουν σε δοκιμαστικές επισκέψεις, μέχρι που έκλεισα τα οχτώ. Τότε, ήμουν πια πραγματικά πολύ μεγάλη. Και είχα πάψει να είμαι χαριτωμένη. Μια από τις οικογένειες που επισκέφτηκα είπε πως οι πλεξίδες μου ήταν πολύ μπελαλίδικες, έτσι με κούρεψαν γουλί. Γύρισα πίσω σχεδόν καραφλή, απλώς είχαν πάρει ένα ξυράφι και με είχαν κουρέψει στρατιωτικά. Όλα αυτά ήταν πολύ τρομακτικά για ένα μικρό παιδί. Και πάντα υπήρχε κάποιος λόγος που δεν με ήθελαν και με έστελναν πίσω. Κάποιες φορές ήταν ευγενικοί και μου έλεγαν ψέματα, 106 άλλοτε ισχυρίζονταν πως δεν είχαν την οικονομική άνεση για να υιοθετήσουν, άλλοτε πως έπρεπε να φύγουν από την πόλη ή πως ο πατέρας της οικογένειας είχε χάσει τη δουλειά του. Τέτοια πράγματα. Τις περισσότερες φορές δεν έλεγαν τίποτα. Απλώς κουνούσαν το κεφάλι, ετοίμαζαν τα πράγματά μου και με έστελναν πίσω. Το καταλάβαινα πάντα την προηγούμενη νύχτα, ή τις περισσότερες φορές, εν πάση περιπτώσει. Το ήξερα αυτό το βλέμμα. Κάθε φορά ένιωθα να μου κόβονται
τα γόνατα. Κάποιες φορές με αιφνιδίαζαν, τις περισσότερες όμως, όχι. Μου έδιναν πέντε λεπτά διορία να ετοιμάσω τα πράγματά μου και με γύριζαν πίσω με το αυτοκίνητο. Κάποιοι μου έδιναν ένα δώρο όταν με επέστρεφαν, ένα αρκουδάκι, για παράδειγμα, ή μια κούκλα ή ένα παιχνίδι, κάτι σαν βραβείο της παρηγοριάς, που δεν είχα καταφέρει να μπω στην ομάδα. Εντέλει το συνήθισα, φαντάζομαι. Αν και αναρωτιέμαι αν μπορείς ποτέ να συνηθίσεις κάτι τέτοιο. Σκέφτομαι τώρα, με το πλεονέκτημα του χρόνου και της ηλικίας, πως, κάθε φορά που δεν με ήθελαν και με έστελναν πίσω, η καρδιά μου ράγιζε ξανά και ξανά. Ύστερα από λίγο καιρό, όποτε έπρεπε να πάω να περάσω από δοκιμή, έτρεμα σαν το φύλλο. Ήξερα πως θα συνέβαινε και πάλι. Πάντα το ίδιο γινόταν. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; »Όταν έκλεισα τα οχτώ με έδωσαν σε ανάδοχη οικογένεια, εκεί όπου συνήθως καταλήγουν τα παιδιά που για κάποιον λόγο δεν υιοθετούνται. Τις περισσότερες φορές επειδή οι ίδιοι οι γονείς τους δεν παραιτούνται των γο 107 νικών δικαιωμάτων τους ώστε να υιοθετηθούν. Οι δικοί μου οι γονείς είχαν πεθάνει, μα εφόσον κανείς δεν με ήθελε, κατέληξα στο σύστημα αναδοχής. Η θεωρία είναι άριστη, αφού υποτίθεται πως σε κρατάει μακριά από ιδρύματα, και
πράγματι υπάρχουν υπέροχοι άνθρωποι που γίνονται ανάδοχοι γονείς. Αλλά υπάρχουν και πολλοί κακοί. Ορισμένοι αρπάζουν την ευκαιρία και βάζουν τα παιδιά να δουλεύουν γι’ αυτούς σαν σκλάβοι, σόυ παίρνουν όλα τα χρήματα που βγάζεις, σε αφήνουν νηστικό, σε ξεθεώνουν στη δουλειά για να κάνεις πράγματα που τα δικά τους παιδιά αρνούνται να κάνουν και σου συμπε-ριφέρονται σαν να είσαι σκουπίδι. Τελικά όμως, πάντοτε τα κατάφερνα και έφερνα τα πάνω κάτω. Έκανα ό,τι χειρότερο μπορούσα να σκεφτώ, για να δω πόσο γρήγορα θα με έστελναν πίσω. Περνούσα καλύτερα στο ορφανοτροφείο. Μέσα σε οχτώ χρόνια πέρασα από τριάντα έξι σπίτια. Είχε καταντήσει γελοίο. Στο τέλος σταμάτησαν να με στέλνουν σε οικογένειες και με άφησαν στην ησυχία μου. Δεν ενοχλούσα κανέναν, πήγαινα στο σχολείο, έκανα τις αγγαρείες που μου ανέθεταν. Ήμουν σχετικά ευγενική με τις καλόγριες και πέρασα το κατώφλι χωρίς να κοιτάξω πίσω μου μόλις έκλεισα τα δεκάξι. Βρήκα δουλειά ως σερβιτόρα και εργάστηκα σε αρκετά εστιατόρια. Στον ελεύθερο χρόνο μου μου άρεσε να φτιάχνω ρούχα από ρετάλια. Έφτιαχνα για μένα, για τις φίλες μου, για τις συναδέλφους μου. Το ράψιμο ήταν για μένα μαγεία. Ήμουν ικανή να μεταμορφώσω ένα άχρηστο κομμάτι ύφασμα σε κάτι πανέμορφο και να κάνω μια 108 σερβιτόρα να νιώσει βασίλισσα. Στην τελευταία καφε-τέρια
όπου εργάστηκα η τύχη με ευνόησε και έτσι ξεκίνησε η καριέρα μου. Μου παρουσιάστηκε μια μοναδική ευκαιρία και η ζωή μου έκτοτε είναι καλή, υπέροχη θα έλεγα, τον περισσότερο καιρό δηλαδή» είπε με σοφά, θλιμμένα μάτια που είχαν δει περισσότερα από όσα θα έπρεπε σε μια ζωή. «Αλλά σε όλη μου τη ζωή, όποτε φοβάμαι ή κάτι πάει εντελώς στραβά, όποτε αρρωστήσω ή αναστατωθώ, όλα αυτά επανέρχονται στο μυαλό μου. Ξαφνικά γίνομαι πάλι πέντε χρονών, βρίσκομαι στο ορφανοτροφείο, οι γονείς μου μόλις έχουν πεθάνει κι εμένα με στέλνουν σε ξένους που είτε δεν με θέλουν είτε με τρομάζουν σε σημείο που θέλω να βάλω τα κλάματα. Νομίζω ότι αυτό έπαθα και χτες το βράδυ. Ήμουν φοβισμένη και ταυτόχρονα άρρωστη, κι ώσπου να φτάσω εδώ με το ασθενοφόρο, με είχε καταλάβει τέτοιος πανικός, που μετά βίας μπορούσα να ανασάνω. Είχα άσθμα όταν ήμουν παιδί. Καμιά φορά έκανα τάχα πως με έπιανε κρίση, για να με στείλουνπίσω οι ανάδοχες οικογένειες. Και πετυχαίνε πάντα. Κανείς δεν θέλει ένα περίεργο, κοκκινομάλλικο παιδί, και μάλιστα με άσθμα. Στην αρχή οι κρίσεις ήταν πραγματικές. Αργότερα δεν ήταν. Μα τότε πια δεν ήθελα να προσπαθήσω άλλο. Δεν ήθελα να ρισκάρω. Δεν νοιαζόμουν για εκείνους και δεν ήθελα να νοιάζονται κι εκείνοι για μένα. Και πράγματι, δεν νοιάζονταν. Το καλύτερο πράγμα που μου συνέβη ήταν που έφυγα από το ορφανοτροφείο και έπιασα δουλειά. Επιτέλους είχα τον έλεγχο της ζωής μου, του πεπρωμένου
109 μου. Κανείς δεν μπορούσε να με τρομάξει πλέον, οΰτε να με διώξει. Ακούγεται τρελό τώρα που το λέω» είπε, κοιτάζοντας ανυπόκριτα τον Ζαν-Σαρλ. Είχε σαστίσει με την ειλικρίνειά της, με την ηρεμία της και με τον τρόπο με τον οποίο είχε αποδεχτεί όλα όσα της είχαν συμβεί. Η ιστορία της ήταν από αυτές που σου σπαράζουν την καρδιά, και ήταν ακόμα πιο εκπληκτική αν σκεφτόσουν τι είχε καταφέρει στη ζωή της αυτή η γυναίκα. Η ιστορία της επιτυχίας της ήταν πολύ πιο εντυπωσιακή από όσο πίστευαν οι περισσότεροι άνθρωποι. Είχε παλέψει να βγει από μια ζωή που κάποιους άλλους θα τους είχε συντρίψει και είχε πετύχει περισσότερα από όσα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Είχε αναρριχηθεί στο Έβερεστ και είχε φτάσει στην κορυφή, με μεγαλύτερη επιτυχία από όση θα μάθαινε ποτέ κανείς. Μονάχα ελάχιστοι από τους στενότερους φίλους και συνεργάτες της γνώριζαν το παρελθόν της. Δεν το είχε εκμυστηρευτεί ποτέ με τόση ευθύτητα και ειλικρίνεια όπως είχε κάνει πριν από λίγο με τον Ζαν-Σαρλ. Όμως εκείνος ήταν γιατρός και κατά τη γνώμη της Τίμι ήταν σε θέση να το αντέξει. Υπέθετε πως κατά πάσα πιθανότητα είχε ακούσει και χειρότερα. Η ιστορία της για την ίδια ήταν συνηθισμένη, όμως εκείνον τελικά τον είχε συγκλονίσει και τον είχε συγκινήσει βαθιά. Τη σεβόταν περισσότερο τώρα που είχε ακούσει τις εκμυστηρεύσεις της.
«Μάλλον σου ακούγεται τρελό» του είπε ξανά «αλλά δεν θα ήθελα να ξαναγυρίσω εκεί, με κανέναν τρόπο. Ή να νιώσω σαν να πρόκειται να γυρίσω. Δεν θέλω να προσπαθήσω να 110 γοητεύσω κάποιον για να με υιοθετήσει, ούτε να πω ένα τραγούδι και να χορέψω για χάρη του. Δεν θέλω να είμαι μια δεκάχρονη σκλάβα σε ανάδοχη οικογένεια, ούτε μια δεκατριάχρονη που κανείς δεν την έχει αγκαλιάσει για χρόνια. Δεν θέλω να βρεθώ ποτέ ξανά σ’ αυτή τη θέση. Ποτέ. Αυτά που πέρασα είναι αρκετά για μια ζωή. Δεν θέλω να με εγκαταλείψουν ξανά ή να γυρίσω στο ορφανοτροφείο. Προτιμώ να μένω μόνη». Ή με άντρες που ελάχιστα την ένοιαζαν. Το βλέμμα της ήταν τόσο έντονο, που ήταν εύκολο για εκείνον να καταλάβει πως ό,τι είχε πει έβγαινε κατευθείαν από την καρδιά της, αγγίζοντας βαθιά τη δική του. Και το πιο θλιβερό από όλα ήταν πως η ευχή της είχε εκπληρωθεί. Είχε μείνει μόνη. «Τι μπορείς να κάνεις για να αποφύγεις την εγκατάλειψη, Τίμι; Τι μπορεί να κάνει οποιοσδήποτε από μας;» ρώτησε φιλοσοφημένα ο Ζαν-Σαρλ. «Οι άνθρωποι αργά ή γρήγορα μας αφήνουν σ’ αυτή τη ζωή, ακόμα κι όταν δεν είμαστε ορφανά ή πεντάχρονα. Οι άνθρωποι που αγαπάμε πεθαίνουν, οι σύζυγοι μας παρατάνε, μας απολύουν από τη δουλειά μας, ακόμα κι αν δεν είναι δικό μας το φταίξιμο. Και οι άνθρωποι
που αγαπιούνται καμιά φορά πληγώνουν ο ένας τον άλλον, ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θέλουν ή έχουν σκοπό να κάνουν. Η ζωή είναι οδυνηρή και δεν υπάρχουν εγγυήσεις. Μπορεί να αγαπάς κάποιον και αυτός ο κάποιος να σε αφήσει, ή να σε στείλει πίσω στο ορφανοτροφείο με άλλους τρόπους. Ως έναν βαθμό, όλοι μας το ’χουμε περάσει αυτό. Αλλά εσύ το πέρασες πολύ χειρότερα από τους περισσό 111 τερους. Λυπάμαι που αναγκάστηκες να τα ζήσεις όλα αυτά, ιδιαίτερα επειδή ήσουν μικρό παιδί. Τι τρομερή ζωή θα πρέπει να ήταν για σένα» είπε με συμπόνια και χαμογέλασε ξανά. Ένα θλιμμένο, ήρεμο μισοχαμόγελό της τον βεβαίωσε πως είχε δίκιο. Έντεκα χρόνια με εφιάλτες. Και αναμνήσεις που τη στοίχειωναν από τότε. Η διαδρομή με το ασθενοφόρο τα είχε ανασύρει όλα στην επιφάνεια της μνήμης της. Θυμόταν τη νύχτα που σκοτώθηκαν οι γονείς της σαν να ήταν μόλις χτες. Την προηγούμενη νύχτα, μέσα στο ασθενοφόρο, είχε ξαναγίνει πέντε χρόνων. Και όταν έφτασε στο νοσοκομείο, ένιωθε τόσο μικρή και τρωτή όσο της κρατούσε το χέρι. Την επόμενη μέρα, ο ενήλικας είχε αναλάβει πάλι τα ηνία και το πεντάχρονο δεν φαινόταν πουθενά. Όμως ο Ζαν-Σαρλ είχε δει κάθαρα το τρομοκρατημένο παιδί το προηγούμενο βράδυ, παρόλο που η Τίμι, με όλο το κουράγιο, τη δύναμη και τη ζωντάνια της, βρισκόταν σήμερα σε περίοπτη θέση. Κάθε
φορά που ο Ζαν-Σαρλ την κοιτούσε όμως, έβλεπε και κάτι ακόμα. Έβλεπε τη σκιά ενός παιδιού που του κρατούσε το χέρι στο χειρουργείο και γαντζωνόταν επάνω του σάμπως να εξαρτιόταν η ζωή του από αυτό. Και ίσως να εξαρτιόταν. Δεν είχε ιδέα πώς είχε καταφέρει αυτή η γυναίκα να ξεπεράσει τις προκλήσεις εκείνων των τρομακτικών χρόνων στο ορφανοτροφείο. Με κάποιον τρόπο, όμως, τα είχε καταφέρει. Όσο βαρύ και αν ήταν το τίμημα, η Τίμι ήταν υγιής, ακέραια, λειτουργική, επιτυχημένη, έξυπνη και δημιουργική, και κανείς από όσους την έβλεπαν δεν θα μάντευε ποτέ από 112 πού είχε ξεκινήσει ή πώς ήταν η ζωή της. Κανείς δεν θα υποψιαζόταν καν τον πόνο της παιδικής της ηλικίας. Όμως ο Ζαν-Σαρλ τον είχε δει και τον είχε ακούσει, και ο δεσμός ανάμεσά τους είχε αλλάξει για πάντα. Είχε ρίξει μια ματιά τόσο στην ψυχή όσο και στο παρελθόν της. Ήξερε τώρα τα τραύματα που είχαν προκληθεί αυτά τα έντεκα, ίσως και περισσότερα, χρόνια. Τώρα μπορούσε να τη διαβάσει. Ήταν μια γυναίκα που είχε δεχτεί ένα συνεχόμενο συναισθηματικό σφυροκόπημα και παρ’ όλα αυτά στο τέλος είχε καταφέρει να αναδυθεί στην επιφάνεια. Ήταν επιτυχημένη, ισχυρή, ένα λαμπρό παράδειγμα επιτυχίας, έστω κι αν η ίδια η Τίμι αμφέβαλλε πολλές φορές, περισσότερο από όσο αντιλαμβάνονταν οι άλλοι. Μόνο εκείνη ήξερε σε ποια σημεία της ψυχής της βρίσκονταν οι ουλές και τα ρήγματα.
Και πολλά από όσα έκανε γίνονταν για να προστατέψουν αυτά τα παλιά τραύματα από το να ανοίξουν ξανά. Δεν θα το άντεχε. Είχε δεχτεί υπερβολικά χτυπήματα στο παρελθόν. Δεν θα διακινδύνευε να πληγωθεί ξανά. Ο γάλλος γιατρός τα είχε διαισθανθεί όλα αυτά την προηγούμενη νύχτα, από τον τρόπο με τον οποίο έσφιγγε η Τίμι το χέρι του. Τρόμαζε για εκείνη. Αυτό που είχε διακρίνει μέσα της τότε, όπως και τώρα σε έναν βαθμό, ήταν ένα τεράστιο κύμα πόνου, τόσο απέραντο, που θα μπορούσε να καταποντίσει τα πάντα γύρω του αν ποτέ ξεχυνόταν ελεύθερο. Πράγμα που λίγο είχε λείψει να συμβεί την προηγούμενη νύχτα. Η διακομιδή της στο νοσοκομείο ήταν τρομακτική εμπειρία για την Τίμι, που 113 της είχε θυμίσει άλλη μια φορά πόσο μόνη ήταν. Λες και εκείνοι οι παλιοί δαίμονες από το παρελθόν είχαν ξυπνήσει και την καταδίκαζαν και πάλι στο ορφανοτροφείο. Η παρουσία του Ζαν-Σαρλ είχε επιδράσει ευεργετικά στην αγωνία της. Για μια σύντομη στιγμή, την είχε κάνει να νιώσει πως δεν ήταν πια τόσο μόνη. Του ήταν ευγνώμων γι’ αυτό, καθώς τώρα αντάλλαζαν ένα χαμόγελο και το παρελθόν θάμπωνε ξανά. Στην τελική, όσο σκληρό κι αν ήταν, τώρα πια δεν ήταν παρά φαντάσματα που δεν μπορούσαν να τη βλάψουν. Όλα αυτά τα χρόνια, η Τίμι δεν είχε επιτρέψει ποτέ
στο παρελθόν να τη στοιχειώσει, να την αποκαρδιώσει, να τη σακατέψει. Και δεν θα το επέτρεπε ποτέ. Ήταν πολύ δυνατή για να το αφήσει να της σταθεί εμπόδιο. Κατά διαστήματα της ορμούσε ύπουλα, όπως είχε κοντέψει να κάνει στο χειρουργείο, και τότε εκείνη συνειδητά το έβαζε ξανά πίσω της, εκεί όπου ανήκε. Σεβόταν ακόμη το παιδί που είχε υπάρξει κάποτε και όλα όσα του είχαν συμβεί, αλλά δεν θ’ άφηνε ένα πεντάχρονο να διευθύνει τη ζωή της. Δεν το είχε κάνει ποτέ και δεν θα άρχιζε τώρα. Έπρεπε να είναι πιο δυνατή από αυτό, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ο ΖανΣαρλ μπορούσε να τα διακρίνει όλα αυτά στο πρόσωπό της και θαύμαζε το κουράγιο και τη δύναμή της. «Είσαι πραγματική ηρωίδα» της είπε με θαυμασμό. Εκείνη πίστεψε πως την πείραζε και χαμογέλασε, αλλά ο Ζαν-Σαρλ σοβαρολογούσε. «Νομίζω πως είσαι η πιο γενναία γυναίκα που γνώρισα ποτέ». Τώρα κατανοούσε απόλυτα για ποιον λόγο ήταν τόσο ταραγμένη το προη 114 γούμενο βράδυ. «Δεν είχαν κανέναν συγγενή οι γονείς σου που θα μπορούσε να σε πάρει;» ρώτησε με θλίψη και βαθιά συμπόνια. Η Τίμι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της.
«Το μόνο που ξέρω για τους γονείς μου είναι πως ήταν Ιρλανδοί και πως πέθαναν. Δεν βρήκα τίποτε άλλο. Κάποτε που βρέθηκα στην Ιρλανδία έκανα τη σκέψη να αναζητήσω τους συγγενείς μου. Ο τηλεφωνικός κατάλογος θα πρέπει να περιέχει το λιγότερο τριάντα σελίδες με το επίθετο Ο’Νιλ. Αυτό είναι το μόνο που ξέρω. Κι έτσι είμαι μόνη, αν εξαιρέσεις τους θαυμάσιους φίλους μου που αγαπώ πολύ». Ωστόσο ήξεραν και οι δύο πως, αν τα πράγματα πήγαιναν άσχημα, με οποιονδήποτε τρόπο, όπως είχε γίνει με τη σκωληκοειδίτιδα, εκείνη δεν θα είχε κανέναν στον οποίο θα μπορούσε να στραφεί και θα ήταν εντελώς μόνη, με εξαίρεση τους ανθρώπους που δούλευαν γι’ αυτήν, αλλά κι εκείνοι είχαν τις δικές τους ζωές. Ο Ζαν-Σαρλ θυμόταν πως του είχε δώσει το όνομα της Τζέιντ να συμπληρώσει στα έγγραφα, όταν τη ρώτησε ποιος ήταν ο πλησιέστερος συγγενής της. Αυτό έλεγε πολλά. Δεν υπήρχε κανείς άλλος στη ζωή της στον οποίο μπορούσε να βασιστεί, πράγμα που ο ίδιος δυσκολευόταν να το πιστέψει για μια γυναίκα τόσο όμορφη και επιτυχημένη. Ήταν δύσκολο να φανταστεί πώς είχε καταλήξει μόνη, εκτός κι αν το ήθελε η ίδια. "Ισως και να το ήθελε. Δεν μπορούσε να την κατηγορήσει γι’ αυτό, ύστερα από τέτοιο ξεκίνημα. Θα της ήταν σχεδόν αδύνατον να ανοιχτεί, να αγαπήσει, να συνδεθεί και να 115
εμπιστευτεί. Και μάλλον, όπως υπέθετε με θλίψη, δεν το είχε κάνει ποτέ. Η μοίρα ήταν σκληρή πολλές φορές, τουλάχιστον μαζί της, αν και, από υλική άποψη, της είχε φερθεί γενναιόδωρα. Η Τίμι βέβαια είχε δουλέψει σκληρά για να αποκτήσει όσα είχε και ήξεραν και οι δύο πως η υλική επιτυχία δεν ήταν αρκετή για μια καλή ζωή. Τουλάχιστον όμως ήταν κάτι, και η Τίμι αγαπούσε τη δουλειά της. Κατά τη γνώμη της, είχε μια πολύ καλή ζωή. Έδειχνε ήρεμη και γαλήνια, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και του μιλούσε. Τον συγκινούσε η εμπιστοσύνη που του έδειχνε. Ξάφνου ένιωθε πως, ως αποτέλεσμα της επέμβασης και της ισχυρής επίδρασης που είχε πάνω της, είχε περάσει τη γραμμή και από γιατρός της είχε γίνει φίλος της σε διάστημα λίγων ωρών, και αυτό ήταν κάτι που τον τιμούσε βαθιά. Σκεφτόταν πως ήταν μια αξιοθαύμαστη γυναίκα. Από τη μεριά της, η Τίμι διαισθανόταν και εκείνη τον καινούργιο δεσμό που μόλις είχε σχηματιστεί ανάμεσά τους και, τόσο ως γιατρός όσο και ως άνθρωπος, την εντυπώσιαζε εξίσου. Ήταν ένας ζεστός, βαθιά στοργικός άντρας. Η καλοσύνη που της έδειχνε την είχε παρακινήσει να ανοιχτεί όπως είχε χρόνια να συμβεί. Σπάνια μοιραζόταν την ιστορία της και ήταν ελάχιστες οι φορές που το είχε κάνει στη ζωή της. «Λυπάμαι που σε έκανα να βαρεθείς μ’ αυτές τις παλιές, θλιβερές ιστορίες. Συνήθως δεν μιλάω γι’ αυτά, αλλά ένιωσα πως σου χρωστούσα κάποιες εξηγήσεις μετά τον χτεσινό
πανικό» του είπε απολογητικά. Ένιωθε κάπως αμήχανη που είχε μοιραστεί τόσα μαζί του. 116 DANIELLE STEEL «Μια χαρά ήσουν» τη διαβεβαίωσε «και δεν μου χρωστάς καμία εξήγηση. Μια εγχείρηση σε ξένη χώρα, ειδικά αν κάποιος είναι μόνος, είναι τρομακτικό πράγμα. Κάθε άνθρωπος θα φοβόταν. Κι εσύ έχεις περισσότερους λόγους για να φοβάσαι. Πληγώθηκες όταν ήσουν παιδί. Δεν με εκπλήσσει που δεν έχεις παιδιά» είπε γλυκά. «Σίγουρα δεν ήθελες να μεταβιβάσεις τον πόνο που ένιωσες σε κάποιον άλλον». Είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους με τραυματική παιδική ηλικία που είχαν αποφασίσει να μην κάνουν οι ίδιοι παιδιά. Η Τίμι έμοιαζε να είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Και τότε είδε το βλέμμα στα μάτια της και συνειδητοποίησε πως, άθελά του, είχε ανοίξει ακόμα μια πληγή. Ήθελε να πάρει τα λόγια του πίσω, καθώς τα μάτια της συναντούσαν τα δικά του. Ο πόνος που αντίκρισε μέσα τους τον έκανε να σωπάσει. «Είχα έναν γιο που πέθανε» είπε εκείνη σιγανά. Το βλέμμα της ήταν στυλωμένο στο δικό του. «Λυπάμαι αφάνταστα» της είπε με σπασμένη φωνή. «Τι ανοησία εκ μέρους μου να υποθέσω... δεν σκέφτηκα... όταν σε ρώτησα, μου είπες πως δεν έχεις παιδιά... φαντάστηκα
πως...» Είχε σχηματίσει την εντύπωση πως ήταν η κλασική καριερίστα που δεν ήθελε παιδιά, ειδικά με το δικό της παρελθόν εγκατάλειψης και απώλειας που είχε βιώσει στην παιδική της ηλικία. Δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως θα μπορούσε να έχει παιδί. Πόσο μάλλον ένα παιδί που είχε πεθάνει. «Δεν πειράζει. Έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα. Έγινε πριν από πολύ καιρό. Ήταν τεσσάρων και πέθανε από 117 όγκο στον εγκέφαλο πριν από δώδεκα χρόνια. Δεν μπορούσαν να τον σώσουν. Ίσως να ήταν διαφορετική η εξέλιξη αν συνέβαινε σήμερα. Η χημειοθεραπεία και η ογκολογία έχουν σημειώσει τεράστια πρόοδο. Κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε». Χαμογέλασε θλιμμένα και εκείνος είδε τα μάτια της να βουρκώνουν. Όπως πάντα όταν μιλούσε για τον γιο της. Κάτι που σπάνια έκανε. «Τον έλεγαν Μαρκ». Το είπε σαν να ήθελε να εντυπωθεί στη μνήμη του. Δεν ήταν απλώς ένα αγόρι που είχε πε-θάνει πριν από δώδεκα χρόνια. Ήταν ένα αγόρι που το έλεγαν Μαρκ, ένα παιδί που το είχε αγαπήσει και το είχε για πάντα φυλαγμένο στην καρδιά της. Μετά από αυτό, η επιχείρησή της μεταμορφώθηκε σε αυτοκρατορία και επεκτάθηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Έναν χρόνο αργότερα, για την ακρίβεια, όταν έφυγε ο άντρας της.
Ήταν ακόμα μία εφιαλτική περίοδος στη ζωή της και η αιτία που πλέον δεν ήθελε ούτε γάμο ούτε σοβαρή σχέση στη ζωή της. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν γαλήνη, τη δουλειά της και τους περαστικούς άντρες σαν τον Ζακ για να της κρατούν συντροφιά τα Σαββατοκύριακα. Δεν ήθελε να νοιάζεται πάρα πολύ, ούτε να πληγωθεί ξανά. Δεν ήθελε να αγαπήσει κανέναν άντρα αρκετά για να νοιαστεί όταν θα έφευγε μακριά της, όπως είχε κάνει ο Ντέρεκ, ούτε να νιώσει την αγωνία της απώλειας του Μαρκ, που ήταν το φως της ζωής της για τέσσερα σύντομα χρόνια. Η ζωή τώρα ήταν πολύ πιο απλή. Υπήρχαν οι περιστασιακές λακκούβες στον δρόμο, αλλά τίποτα που να μην ήταν σε θέση να το διαχειριστεί και κανείς 118 που να την ενδιέφερε. Δεν υπήρχαν μεγάλες χαρές, αλλά ούτε μεγάλες απώλειες. Δεν ήθελε να βρεθεί ποτέ ξανά στον πάτο ενός μαύρου πηγαδιού λαχταρώντας να πεθά-νει, όπως έκανε όταν πέθανε ο Μαρκ και την εγκατέλει-ψε ο Ντέρεκ. Απλώς ήθελε να συνεχίσει όπως ήταν -κοιτάζοντας μπροστά, και σπάνια, αν όχι ποτέ, πίσω, έχοντας στο μυαλό της τις κολεξιόν που θα σχεδίαζε, ανησυχώντας για τις επιδείξεις των πρεταπορτέ, απολαμβάνοντας τη συντροφιά συνεργατών και φίλων. Δεν ήθελε τίποτα περισσότερο ή τίποτα διαφορετικό από όσα είχε ήδη. Ο Ζαν-Σαρλ το έβλεπε αυτό στα μάτια της.
Υπήρχαν πόρτες μέσα της που ήταν ερμητικά σφραγισμένες. Τον είχε αφήσει να ρίξει μια φευγαλέα ματιά πίσω τους, αλλά τις ήθελε κλειστές. Ήταν ο μόνος τρόπος να αποφύγει τον πόνο των αναμνήσεων και το άνοιγμα των παλιών πληγών. Το πρόσωπό της έμοιαζε να λάμπει όταν μιλούσε για τον γιο της, αλλά όταν ανέφερε τον άντρα της σκυθρώπιασε ξανά. Όλα αυτά βρίσκονταν πίσω της τώρα, μια για πάντα. Είχε βγει ζωντανή από τα δυσκολότερα χρόνια της ζωής της και είχε προχωρήσει, έστω και χωρίς τον Μαρκ, που τον είχε όμως φυλαγμένο σαν θησαυρό στην καρδιά της. Θα βρισκόταν για πάντα μαζί της. Αλλά δεν ήθελε πια σοβαρή σχέση στη ζωή της, ούτε παιδί. Το ρίσκο να πληγωθεί ξανά ήταν πολύ μεγάλο. «Λυπάμαι για τον γιο σου» είπε ο Ζαν-Σαρλ με έκφρα-ση απροσποίητης θλίψης και συμπόνιας. «Και για τα παιδικά σου χρόνια. Λυπάμαι για όλα. Η πορεία που σου επιφύλαξε η μοίρα είναι πράγματι συγκλονιστική». Είχε 119 μείνει άναυδος με τα όσα είχε ακούσει. Και έξαφνα ένιωθε ευγνωμοσύνη που είχε συναντήσει αυτή την καταπληκτική γυναίκα, έστω και ως ασθενή. Τη θαύμαζε απεριόριστα. «Φαντάζομαι πως έτσι είναι. Αλλά στάθηκα και τυχερή. Κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς με τα χαρτιά που σου μοιράζει η
ζωή. Κάποιες φορές είναι δύσκολο, κάποιες άλλες όλα πάνε καλά. Παίρνεις τα πράγματα όπως έρχονται» είπε, δείχνοντας κουρασμένη. Του είχε πει τόσο πολλά, που αποφάσισε να του πει και τα υπόλοιπα. Το έβλεπε στα μάτια του πως αναρωτιόταν για ποιον λόγο δεν είχε σύζυγο, εφόσον είχε αποκτήσει παιδί, αλλά ήταν πολύ διακριτικός για να ρωτήσει από μόνος του. Υπέθετε πως είχε παντρευτεί με τη γέννηση του παιδιού, αν και τη θεωρούσε αρκετά τολμηρή ώστε να αποκτήσει παιδί χωρίς πατέρα. Τίποτα δεν τον ξάφνιαζε πια. Του είπε τι είχε συμβεί στον γάμο της, με λόγια απλά, χωρίς πικρία ή επικριτική διάθεση, εκθέτοντας μόνο τα γεγονότα. «Ο άντρας μου με άφησε έξι μήνες αφότου πέθανε ο γιος μου. Ο θάνατός του ήταν τρομερή δοκιμασία και για τους δυο μας. Μείναμε παντρεμένοι πέντε χρόνια, όχι ιδιαίτερα μεγάλο διάστημα. Εκείνος ήταν ο σχεδιαστής που είχα προσλάβει για την αντρική σειρά ρούχων όταν την ξεκίνησα, και ήταν πολύ ικανός. Υπήρξαμε καλοί φίλοι προτού παντρευτούμε. Είναι αξιοπρεπής άνθρωπος. Πίστεψα ότι θα πεθαίναμε και οι δυο όταν χάσαμε τον Μαρκ. Μετά από αυτό, η σχέση μας δεν ήταν ποτέ πια ίδια. Ήμασταν και οι δύο τόσο διαλυ 120 μένοι, τόσο συντετριμμένοι, που ήταν αδύνατο να φροντίσουμε ο ένας τον άλλον. Και τότε ανακάλυψα αυτό που όλοι οι υπόλοιποι ήξεραν από την αρχή. Ο Ντέρεκ ήταν
αμφιφυλόφιλος και με είχε παντρευτεί για να αποκτήσει παιδί. Έμεινα έγκυος σχεδόν αμέσως μόλις παντρευτήκαμε. Και ο γάμος μας ήταν κάτι σαν καπρίτσιο της στιγμής. Εγώ δεν ήμουν καν σίγουρη πως ήθελα παιδιά, για όλους τους λόγους που μόλις ανέφερες. Εκείνος με έπεισε να τον παντρευτώ και να γίνουμε γονείς. Όπως αποδείχτηκε, ήταν το καλύτερο πράγμα που έκανα ποτέ μου. Και ύστερα, όταν πέθανε ο Μαρκ, ο Ντέρεκ μού ζήτησε να χωρίσουμε. Σύμφωνα με όσα μού είπε, ο μοναδικός λόγος που με είχε παντρευτεί ήταν για να αποκτήσει παιδιά. Κανείς από τους δυο μας δεν είχε το κουράγιο για άλλο παιδί και εκείνος είχε μια δεύτερη ζωή για την οποία δεν είχα ιδέα. Πιστεύαμε πως ο Μαρκ ήταν μοναδικός και η απώλειά του έβαλε τέλος στον γάμο μας. Κάθε φορά που κοιταζόμασταν, το μόνο που βλέπαμε ήταν ο Μαρκ. »0 Ντέρεκ άρχισε να πίνει πολύ μετά τον θάνατο του γιου μας, έκανε σχέση με έναν άλλον άντρα και ερωτεύτηκε. Νομίζω ότι δεν ήθελε να πληγωθώ άλλο, ήθελε να χωρίσουμε με αξιοπρέπεια και το ίδιο ήθελα κι εγώ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, νομίζω ότι κάναμε το σωστό. Έφυγε από την επιχείρηση, άφησε τον έγγαμο βίο κι έκτοτε ζει με τον σύντροφό του στην Ιταλία. Νομίζω πως είναι ευτυχισμένος, του εύχομαι τα καλύτερα» είπε ήρεμα, ενώ ο Ζαν-Σαρλ συλλογιζόταν το αποτύπωμα που 121
της είχε αφήσει ακόμα ένα τραύμα από το οποίο είχε βγει ζωντανή. «Του παραχώρησα ένα μεγάλο κομμάτι της επιχείρησης όταν έφυγε, επειδή εκείνος δημιούργησε την αντρική σειρά και μας έβαλε στον παγκόσμιο χάρτη. Έτσι λοιπόν εκείνος αποσύρθηκε κι εγώ ρίχτηκα στη δουλειά σαν μανιακή. Η επιχείρηση έγινε η ζωή μου. Με κάποιον τρόπο κατάφερα και επιβίωσα μετά την απώλεια του Μαρκ και του Ντέρεκ. Τίποτα δεν θα μπορούσε να με πληγώσει όσο το γεγονός πως έχασα τον Μαρκ» είπε θλιμμένα, με βουρκωμένα μάτια. «Κατά διαστήματα μαθαίνω νέα του Ντέρεκ. Νομίζω ότι είναι οδυνηρό και για τους δυο μας. Είναι πιο εύκολο όταν δεν μιλάμε. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχει μείνει τίποτα να πούμε. Συζεί με έναν άντρα που κάποτε ήταν μοντέλο μας. Είναι ευτυχισμένοι. Εγώ έχω τη ζωή μου. Αυτά λοιπόν. Ήταν το τέλος μιας εποχής για μένα. »Δεν είναι και πολύ ευχάριστη ιστορία. Νομίζω ότι ο γάμος μας δεν θα διαρκούσε έτσι κι αλλιώς. Δεν μπορείς να προσποιηθείς πως είσαι κάτι που δεν είσαι. Ο Μαρκ μάς κρατούσε μαζί, κι όταν έφυγε εκείνος, ο Ντέρεκ επέστρεψε στη ζωή που έκανε πριν, την οποία εγώ δεν γνώριζα. Ο κόσμος μού έλεγε διάφορα κάθε τόσο, αλλά εγώ δεν τους πίστευα. Όπως αποδείχτηκε, ήταν όλα αλήθεια και είχαν δίκιο. Η παρουσία του Μαρκ τα έκανε όλα να αξίζουν τον κόπο, έστω και για ένα σύντομο διάστημα. Δεν θα αντάλλαζα για τίποτα στον κόσμο εκείνα τα χρόνια. Ήταν τα καλύτερα χρόνια της
ζωής μου. Η ζωή είναι παράξενη πολλές φορές» συμπλήρωσε αναστενάζοντας. «Σου προσφέρει προκλήσεις και δώρα που δεν τα περιμένεις. Ο Μαρκ ήταν δώρο. Ένα δώρο χαράς. Δεν μετανιώνω ούτε στιγμή, δεν μετανιώνω καν που παντρεύτηκα τον Ντέρεκ για να τον αποκτήσω. Η ζωή μου είναι πολύ διαφορετική τώρα». Το είπε σαν να ήταν κάτι που δεν σήκωνε αμφιβολία. Αποδεχόταν τα πάντα από το παρελθόν της, με όλες τις οδύνες και τις λύπες του. Και σε πείσμα όλων αυτών, είχε προχωρήσει και είχε φτιάξει μια αξιοπρεπή ζωή για τον εαυτό της και για τους άλλους γύρω της. Και αν ενέδιδε σε άντρες σαν τον Ζακ από καιρού εις καιρόν, δεν έκανε σε κανέναν κακό, και εκείνοι κρατούσαν μακριά τους δαίμονες του παρελθόντος της για να μην τη στοιχειώσουν. Ο Ζαν-Σαρλ συνειδητοποιούσε ότι η Τίμι ήταν μια πραγματικά αξιοθαύμαστη γυναίκα, και ας την είχε υποτιμήσει στην αρχή. Ήταν πολύ πιο σύνθετη από αυτό που αντιλαμβανόταν κανείς με την πρώτη ματιά. Είχε δύναμη εκατό ανθρώπων και καρδιά χιλίων. Και όπως κοιτάζονταν, μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο, η Τίμι συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πως του κρατούσε ξανά το χέρι. Δεν ήταν μια ιστορία που θα μπορούσε να τη διη-γηθεί κανείς χωρίς στήριξη ή σε κάποιον που δεν ήταν φίλος, και τώρα ο Ζαν-Σαρλ, τόσο στο δικό της μυαλό όσο και στο δικό του, ήταν φίλος. Είχε μπει στη ζωή της ξαφνικά, για να κάνει ευκολότερη μια
αναπάντεχη δυσκολία, μα τώρα πια, όταν θα έφευγε, θα έπαιρνε μαζί της ένα κομμάτι του, όπως συμβαίνει πάντα όταν μοιράζεσαι την ψυχή σου με κάποιον. Τον είχε βάλει στις πιο 123 μύχιες γωνιές της ζωής της και του είχε φανερώσει την καρδιά της, με όλους τους μώλωπες και τις πληγές της. Η Τίμι έλεγε συχνά πως η καρδιά της έμοιαζε με αρχαίο κινέζικο βάζο από πορσελάνη, γεμάτο ραγίσματα, αλλά παλιό και δυνατό. Αυτό ένιωθε και ο Ζαν-Σαρλ τώρα για εκείνη, ακούγοντας όλα όσα της είχαν συμβεί. Ποτέ μέχρι τότε δεν είχε νιώσει ανάλογο σεβασμό για άλλον άνθρωπο. Ήταν η εκπληκτικότερη γυναίκα που είχε γνωρίσει ποτέ του και τη σεβόταν για το κουράγιο της και για την έλλειψη μνησικακίας για το παρελθόν. Έδινε την εντύπωση πως θεωρούσε τα πάντα δώρο, άσχετα με το πόσο βαθιές ήταν οι ουλές ή οι απώλειες. Απέπνεε ομορφιά και περηφάνια. Ακόμα και οι ουλές της τον είχαν αγγίξει βαθιά. Δεν είχε τίποτε το άσχημο ή πικρόχολο μέσα της. «Κρίμα που δεν ξαναπαντρεύτηκες και δεν απέκτησες άλλα παιδιά» μονολόγησε θλιμμένα ο Ζαν-Σαρλ, συγκλονισμένος από το μέγεθος της απώλειας. Για την ακρίβεια, αυτή η γυναίκα είχε χάσει όλους όσους είχε αγαπήσει ή είχε νοιαστεί ποτέ. Γονείς, γιο, σύζυγο. Και είχε επιζήσει, έστω και
σημαδεμένη. Ήταν μόνο τριάντα έξι χρονών όταν πέθανε ο γιος της και τριάντα εφτά όταν πήρε διαζύγιο. Τότε είχε ακόμη τον χρόνο να αρχίσει μια καινούργια ζωή καί προφανώς είχε επιλέξει να μην το κάνει, για όλους τους λόγους που του είχε εκμυστηρευτεί τις τελευταίες δύο ώρες. Ο Ζαν-Σαρλ αναρωτήθηκε αν η Τίμι πίστευε πως το να αγαπήσει ξανά ήταν παρακινδυνευμένο. Τσως και να ήταν, για εκείνη. Ο χρόνος κυλούσε 124 και έμενε μετέωρος, καθώς οι δυο τους συνέχιζαν να κρατιούνται από το χέρι. Ένιωθε κοντά της, πιο κοντά από όσο θα θεωρούσε ποτέ δυνατόν, κι όμως δεν είχε βλέψεις γι’ αυτήν. Δεν έτρεφε ρομαντικά αισθήματα. Το μόνο που ένιωθε ήταν ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσα σε δύο ανθρώπινες υπάρξεις, πράγμα που ήταν ακριβώς αυτό που ένιωθε κι εκείνη γι’ αυτόν. «Δεν θέλω άλλα παιδιά, ούτε σύζυγο» του απάντησε ήρεμα. «Δεν θέλησα ποτέ αφότου πέθανε ο Μαρκ και έφυγε ο Ντέρεκ. Εκείνος προτίμησε μια άλλη σχέση, εγώ όχι. Το μόνο που ήθελα ήταν να μείνω μόνη για να γλείψω τις πληγές μου. Κι αυτό έκανα, για πολύ καιρό. Αυτή η επιχείρηση με κράτησε ζωντανή. Τα υπόλοιπα απλώς ήταν υπερβολικά επώδυνα». «Και τώρα;» ρώτησε με περιέργεια ο Ζαν-Σαρλ. Του είχε πει
τόσο πολλά, που δεν φοβόταν να τη ρωτήσει περισσότερα. «Δεν υπάρχει κανείς στη ζωή σου;» Η Τίμι σήκωσε τους ώμους και κούνησε το κεφάλι με ένα χαμόγελο, ενώ έκανε τη σκέψη πως ο Ζακ δεν είχε απαντήσει στα τηλεφωνήματά της. Το ίδιο πρωί, του είχε αφήσει μήνυμα με τα νέα για την εγχείρησή της και εκείνος δεν την είχε καλέσει. Δεν ήταν καν σίγουρη αν τον ενδιέφερε ή όχι. Δεν είχε νόημα να βασίζεται στον Ζακ. Δεν θα τη στήριζε ποτέ. Ήταν πολύ απασχολημένος προσπαθώντας να της ανταποδώσει τις προσβολές που φανταζόταν πως είχε δεχτεί και φροντίζοντας μόνο τον εαυτό του. Δεν υπήρχε μοχθηρία μέσα του, αλλά ούτε και πραγματική ουσία. Ήταν μαζί της για να περ 125 νάει καλά και δεν είχε προσποιηθεί ποτέ το αντίθετο. «Κανένας σημαντικός» απάντησε στην ερώτηση του ΖανΣαρλ. «Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν από τη ζωή μου. Έχω κάνει συμβιβασμούς με τους οποίους μπορώ να ζήσω, για σύντομες περιόδους. Δεν έχω κάνει άλλη σοβαρή σχέση μετά το διαζύγιό μου. Και δεν θέλω να κάνω πια. Το τίμημα είναι υπερβολικά υψηλό κι εγώ πα-ραείμαι μεγάλη για κάτι τέτοιο πλέον» απάντησε με ένα ντροπαλό χαμόγελο, και ο γάλλος γιατρός έβαλε τα γέλια.
«Στα σαράντα οχτώ σου; Ασφαλώς και δεν είσαι μεγάλη. Γυναίκες πολύ μεγαλύτερες από σένα ερωτεύονται ξανά και παντρεύονται. Ο έρωτας δεν έχει ηλικία. Η μητέρα μου χήρεψε στα εβδομήντα εννιά της και ξαναπαντρεύτηκε στα ογδόντα πέντε. Πάνε δυο χρόνια τώρα που είναι παντρεμένη και λατρεύει τον άντρα της. Είναι όσο ευτυχισμένη ήταν και με τον πατέρα μου». Η Τίμι χαμογέλασε στην ιδέα μιας νύφης ογδόντα πέντε ετών. Ήταν υπέροχα γλυκιά εικόνα. «Ισως, λοιπόν, όταν κλείσω τα ογδόντα πέντε» είπε με ένα ειρωνικό γέλιο, εξακολουθώντας να κρατάει το χέρι του. «Νομίζω ότι θα περιμένω μέχρι τότε. Μάλλον είμαι πολύ νέα ακόμη για να δοκιμάσω ξανά. Θα περιμένω μέχρι να πάσχω από Αλτσχάιμερ και να μη θυμάμαι τι πράγμα με φοβίζει. Προς το παρόν η μνήμη μου είναι υπερβολικά καλή. Θα τρόμαζα μέχρι θανάτου». Και στη δική της περίπτωση, είχε καλούς λόγους για να τρομάξει. Είχε χάσει πάρα πολλά στη ζωή της και είχε πληγωθεί από πάρα πολλούς ανθρώπους, πάρα πολλές φορές. 126 «Χάνεις κάτι όμως» είπε ευγενικά ο Ζαν-Σαρλ. « Η, μάλλον, χάνεις πολλά. Χάνεις την αγάπη, Τίμι, επειδή φοβάσαι. Δεν σε κατηγορώ. Αλλά μια ζωή χωρίς αγάπη, αν μαντεύω σωστά, είναι σκληρή και μοναχική». Και οδηγούσε στο είδος του πανικού που είχε δει με τα μάτια του το προηγούμενο
βράδυ, τότε που ήταν απόλυτα εξαρτημένη από έναν άγνωστο. «Είναι δύσκολη» παραδέχτηκε εκείνη «αλλά είναι ασφαλής. Δεν έχω τίποτα να χάσω τώρα». Μια μελαγχολική δήλωση, κατά τη γνώμη του, ιδιαίτερα για μια γυναίκα τόσο υπέροχη όσο εκείνη. Θυμόντουσαν και οι δύο το όνομα που είχε δώσει όταν της είχαν ζητηθεί τα στοιχεία του πλησιέστερου συγγενή. Το όνομα της βοηθού της, όχι ενός άντρα ή συζύγου, ή φίλου έστω. Δεν είχε συγγενείς, ούτε αδέρφια. Κάθε φορά που αναγκαζόταν να δηλώσει το όνομα του ανθρώπου που ήταν πιο κοντά της, συνειδητοποιούσε σε ποιο σημείο βρισκόταν η ζωή της, αν και ήταν μια πραγματικότητα που την είχε αποδεχτεί πριν από πολύ καιρό. Ήξερε πως δεν επρόκειτο να αλλάξει. Και η Θεία Πρόνοια έβαζε στον δρόμο της τα άτομα που είχε ανάγκη, όπως τον Ζαν-Σαρλ, που είχε βρεθεί δίπλα της στην περιπέτειά της. Τώρα γίνονταν φίλοι. Καταλάβαινε ότι τη θαύμαζε απεριόριστα και διέκρινε κάτι το θλιμμένο στο βλέμμα του. Δεν ήταν σίγουρη αν ήταν θλίψη για τη δική της ζωή ή τη δική του και δεν ήθελε να ρωτήσει. Οι εκμυστηρεύσεις σαν αυτή που μόλις είχε κάνει καλό είναι να χαρίζονται. Δεν μπορείς να τις εκβιάσεις. Πρέπει να δίνονται 127
εκούσια, και η Τίμι έβλεπε καθαρά πως δεν ήταν έτοιμος να κάνει το ίδιο με τη δική του ζωή, και ίσως να μην ήταν ποτέ. Εκείνη είχε επιλέξει να μοιραστεί μαζί του την ιστορία της, όμως ένιωθε πως, όπως συνέβαινε και με την ίδια, υπήρχε ένα κομμάτι του που ήταν απροσπέλαστο. «Πώς κατάφερες να μη γίνεις πικρόχολη;» τη ρώτησε ήρεμα. «Είχε τόσους λόγους να γίνεις». Ωστόσο το διαισθανόταν πως δεν υπήρχε μνησικακία μέσα της, για κανέναν. Τα είχε αφήσει πίσω της όλα αυτά πριν από χρόνια. Με κάποιον τρόπο του έδινε την αίσθηση πως δεν υπήρξε ποτέ πικρόχολη, συντετριμμένη ίσως, ή θλιμμένη. Αλλά δεν κρατούσε κακία σε κανέναν, ούτε στους γονείς της που πέθαναν, ούτε στον πρώην άντρα της που την παράτησε, ούτε στους γιατρούς που είχαν φανεί ανήμποροι να σώσουν το παιδί της. Δεν έμοιαζε με κανέναν από όσους είχε γνωρίσει μέχρι τότε και ευχόταν να υπήρχαν και άλλοι σαν αυτή. Όσον αφορούσε τον ίδιο, ένιωθε αγανάκτηση πολύ καιρό τώρα, όπως και τύψεις για το παρελθόν. Η θλίψη τον βάραινε συχνά. Η Τίμι ήταν πηγή έμπνευσης για εκείνον και ήξερε πως θα θυμόταν για πάντα όλα όσα είχαν μοιραστεί εκείνο το μεσημέρι. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν επιτέλους άφησε το χέρι της. Μιλούσαν επί ώρες. Οι νοσοκόμες έριχναν κλεφτές ματιές να δουν πώς ήταν η ασθενής και έφευγαν διακριτικά. Βρισκόταν σε καλά χέρια και δεν ήθελαν να διακόψουν. Καταλάβαιναν πως ήταν μια σοβαρή συζήτηση. Τόσο η Τίμι όσο και ο γιατρός της μιλούσαν με ένταση και
τώρα πια ο Ζαν-Σαρλ έβλεπε πως ήταν κουρασμένη. 128 «Σε ξεθέωσα» της είπε απολογητικά, νιώθοντας ενοχές που είχε μείνει τόσο πολύ. Αλλά ήταν μια συναρπαστική γυναίκα και τα όσα είχε μάθει για εκείνη δεν θα τα ξεχνούσε ποτέ. Ήξερε πως θα τη θυμόταν πάντα με βαθύ σεβασμό και θαυμασμό, κάθε φορά που θα άκουγε το όνομά της. Και ήλπιζε να την ξανάβλεπε στο μέλλον, όποτε εκείνη ξαναρχόταν στο Παρίσι. Ξαφνικά είχε την αίσθηση πως η γνωριμία μαζί της ήταν θείο δώρο. Εάν ο φίλος του στη Νέα Υόρκη δεν της είχε δώσει το όνομά του, εκείνη δεν θα το μάθαινε ποτέ και θα ήταν αναγκασμένη να καλέσει τον γιατρό του ξενοδοχείου, για τον οποίο δεν θα ήξερε τίποτε απολύτως. «Μου έκανε καλό που σου μίλησα» του είπε με ένα αχνό χαμόγελο και άφησε το κεφάλι της να πέσει στο μαξιλάρι, πρώτη φορά μετά από ώρες. «Δεν μιλάω ποτέ γι’ αυτά τα πράγματα». Για χρόνια πήγαινε σε ψυχολόγους, ύστερα από τον θάνατο του γιου της και τον αποτυχημένο γάμο της, μέχρι που, επιτέλους, αποφάσισε από κοινού με τον ψυχολόγο της πως η δουλειά είχε γίνει. Δεν έπρεπε να περιμένει τίποτε περισσότερο. Τα υπόλοιπα απλώς θα έπρεπε να τα αποδεχτεί και να τα υπομένει. Το παρελθόν ήταν αυτό που ήταν. «Σήμαινε πολλά για μένα που σου μίλησα.
Κάποιες φορές νομίζουμε πως ξέρουμε τους ανθρώπους και πώς έφτασαν ως εδώ, αλλά στ’ αλήθεια δεν έχουμε ιδέα. Ποτέ δεν ξέρεις τι έχει περάσει ο καθένας ή πόση απόσταση έχει διανύσει» είπε με σοφία, ενώ εκείνος κουνούσε το κεφάλι συμφωνώντας. «Διένυσες μεγάλη απόσταση, Τίμι» της είπε σοβαρός. 129 Μεγαλύτερη από αυτή που είχε διανύσει οποιοσδήποτε άλλος απ’ όσους γνώριζε. Είχαν δημιουργήσει έναν ιδιαίτερο δεσμό το προηγούμενο βράδυ, όταν στάθηκε δίπλα της. Ήταν κάτι που μήτε εκείνη θα ξεχνούσε ποτέ. Είχε σταθεί εκεί, στο πλάι της, όπως λίγοι. Και η Τίμι ένιωθε, από τη συζήτησή τους, πως ήταν ένας άντρας τον οποίο μπορούσε να εμπιστευτεί. «Πότε θα με αφήσεις να γυρίσω στο σπίτι μου;» τον ρώτησε όταν τον είδε να σηκώνεται. Στο σπίτι της δεν την περίμενε τίποτα και κανείς για να βιάζεται να επιστρέψει, αλλά δεν ήθελε να μείνει άλλο στο νοσοκομείο. «Δεν ξέρω ακόμη. Όχι άμεσα πάντως. Ίσως σε μια βδομάδα. Θα σε αφήσω να γυρίσεις στο ξενοδοχείο σου νωρίτερα και θα δούμε πώς πας. Θα γυρίσεις κατευθείαν στο Λος Άντζελες;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Υποτίθεται πως θα
πήγαινα στη Νέα Υόρκη. Έχω προγραμματισμένες συναντήσεις εκεί την επόμενη βδομάδα και άλλη μια αυτή την Παρασκευή». «Δεν είμαι σίγουρος πως θα νιώθεις έτοιμη. Μπορεί να είσαι σε θέση να ταξιδέψεις σε μια βδομάδα, αν ήμουν στη θέση σου όμως θα γύριζα στο σπίτι μου και θα ξεκουραζόμουν τουλάχιστον για μια βδομάδα ακόμα. Από χειρουργείο βγήκες, στο κάτω κάτω». Η Τίμι έγνεψε καταφατικά. Είχε σκεφτεί να πει στην Τζέιντ και τον Ντέιβιντ να κάνουν τις συναντήσεις χωρίς εκείνη. Θα μπορούσαν να την ενημερώσουν για τις εξελίξεις μόλις γύριζε στο σπίτι της. Το πιο σημαντικό από 130 όλα ήταν η επίδειξη των πρεταπορτέ, και αυτό το είχε κάνει. Τα υπόλοιπα δεν την ένοιαζαν και τόσο, και ο Ζαν-Σαρλ το έβλεπε αυτό στα μάτια της. Δεν τον αντιμαχόταν για να φύγει, όπως περίμενε πως θα έκανε. Είχε αποδειχτεί πολύ διαφορετική από την αρχική εντύπωση που του είχε δώσει. Την περίμενε κακομαθημένη, δύσκολη, απαιτητική και καταπιεστική, όπως μάντευε από την επιτυχία της. Εκείνη όμως ήταν το εντελώς αντίθετο. Ζεστή, ευγενική, δυνατή, έξυπνη, λογική, συμπονετική και τρυφερή. Έμοιαζε να μην έχει ίχνος κακίας μέσα της. Και του άρεσε πολύ. «Χρειάζεσαι
κάτι προτού φύγω; Κι άλλο παυσίπονο;» τη ρώτησε κι εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Σπανίως παίρνω φάρμακα. Δεν είναι και τόσο άσχημα. Έχω περάσει και χειρότερα». Μετά τη συζήτησή τους εκείνο το μεσημέρι, ο Ζαν-Σαρλ ήξερε πως αυτό ήταν αλήθεια. Δεν είχε πάρει φάρμακα ούτε μετά τον θάνατο του Μαρκ. Το να παίζει κρυφτό με την πραγματικότητα και τα συναισθήματά της δεν ήταν του χαρακτήρα της. Αντιμετώπιζε τα πράγματα κατάφατσα. Πάντα αυτό έκανε. «Τηλεφώνησέ μου αν χρειαστείς κάτι» της είπε και εκείνη χαμογέλασε. Τη χάιδεψε στον ώμο και η Τίμι τού χαμογέλασε ξανά προτού φύγει. Και αφού έφυγε, έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τη σκέψη του στο μυαλό της για ώρα πολλή. Είχε χρόνια να μιλήσει έτσι σε άνθρωπο, και ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή της με τόση ειλικρίνεια. Ένιωθε απόλυτα άνετα μαζί του και τον εμπιστευόταν 131 όπως δεν είχε εμπιστευτεί κανέναν εδώ και χρόνια. Η κρίση της προηγούμενης νύχτας είχε γκρεμίσει ανάμεσά τους φραγμούς που διαφορετικά μπορεί και να μην εξαφανίζονταν ποτέ, μα τώρα είχαν χαθεί. Ο Ζαν-Σαρλ έφυγε από το νοσοκομείο έχοντας στο μυαλό
του τη σκέψη της ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Ήταν μια από εκείνες τις σπάνιες γυναίκες στις οποίες μπορούσε να πει οτιδήποτε, να εκμυστηρευτεί οτιδήποτε, μια γυναίκα με την οποία θα του άρεσε να μοιραστεί τα μυστικά του. Προς το παρόν είχαν μοιραστεί τα δικά της μυστικά και ο Ζαν-Σαρλ αναρωτιόταν αν εκείνη θα μάθαινε ποτέ τα δικά του. Είχε ξεγυμνώσει την ψυχή της για χάρη του, μαζί και την ιστορία της, όσο επώδυνη και αν ήταν. Μπορούσε να δει πως κάποια από τα κομμάτια της ήταν ακόμη νωπά, και ίσως να ήταν για πάντα. Άλλα κομμάτια είχαν γιατρευτεί με τον καιρό, παρόλο που είχαν αφήσει βαθιά σημάδια στην καρδιά και στην ψυχή της. Ένιωθε πως είχε γνωρίσει έναν πραγματικά σπάνιο άνθρωπο. Και εκείνη ένιωθε ακριβώς το ίδιο, σαστισμένη με τα όσα του είχε εξομολογηθεί. Αλλά της είχε φανεί απόλυτα φυσικό να το κάνει. Δεν μετάνιωνε που τα είχε μοιραστεί μαζί του. Κάποια στιγμή, μόνη μέσα στον θάλαμο πια, η Τίμι έκανε τη σκέψη πως κάποτε, σε άλλες εποχές, θα ήταν ωραίο να έχει έναν άντρα σαν αυτόν να μοιραστεί μαζί του τη ζωή της. Δεν το είχε ζήσει ποτέ αυτό. Με τον Ντέρεκ μοιράζονταν το ίδιο πάθος για τη δουλειά τους, ένα παιδί, και τίποτα παραπάνω. Πέρα από τη δουλειά όμως, δεν είχαν 132
κοινά ενδιαφέροντα. Μόνο αργότερα συνειδητοποίησε πόσο λίγο τον ήξερε και πόσο λιγότερο την ήξερε εκείνος. Κάποιος σαν τον Ζαν-Σαρλ Βερνιέ έμοιαζε ισότιμος σύντροφος, ένας άξιος ανταγωνιστής ίσως, ένας σύμμαχος, κάποιος στον οποίο μπορούσε να βασιστεί. Μα όπως γινόταν πάντοτε με άντρες σαν αυτόν, θύμισε στον εαυτό της η Τίμι, ήταν παντρεμένος. Όπως έλεγε η Τζέιντ, οι καλύτεροι είναι πάντα παντρεμένοι. Αυτό σκεφτόταν καθώς την έπαιρνε ο ύπνος εκείνο το βράδυ στο Αμερικανικό Νοσοκομείο, και τότε θυμήθηκε πως ακόμη δεν είχε νέα του Ζακ. Ήταν απογοητευτικό, όπως συνέβαι-νε πάντα με τον Ζακ, αλλά δεν την ξάφνιαζε. Η απογοήτευση ήταν τρόπος ζωής με άντρες σαν του λόγου του. Η Τίμι το είχε συνηθίσει με τα χρόνια. Είχε περάσει τόσα, που η απογοήτευση φάνταζε ελάχιστη. Είχε βγει ζωντανή από πολύ χειρότερα. Και στο άλλο άκρο του φάσματος υπήρχαν άντρες σαν τον Ζαν-Σαρλ. Εκπληκτικοί, εξαίσιοι, άξιοι θαυμασμού και εμπιστοσύνης. Και για τον έναν ή τον άλλον λόγο, μακρινοί και άπιαστοι. Τις περισσότερες φορές, ανήκαν σε κάποια άλλη, όπως ο Ζαν-Σαρλ. Αλλά ήταν ευγνώμων που του είχε μιλήσει εκείνο το μεσημέρι. Είχε νιώσει σαν να μιλούσε σε μια αδελφή ψυχή. Αυτό από μόνο του ήταν τόσο σπάνιο, που ακόμα και η συζήτηση μαζί του ήταν αρκετή. Η Τίμι δεν χρειαζόταν κάτι περισσότερο. 4
ΉΣΔΥΟ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ Η ΤΙΜΙ συνέχισε να αναρρώνει. Ένιωθε και έδειχνε καλύτερα μέρα με τη μέρα και ο Ζαν-Σαρλ την επισκεπτόταν δύο φορές καθημερινά για να δει την πρόοδό της, συνήθως πριν και μετά το εργασιακό του ωράριο. Την Παρασκευή πήγε να τη δει τρίτη φορά μέσα στη μέρα, καθ’ οδόν προς το σπίτι του ύστερα από ένα δείπνο στο οποίο, όπως ισχυρίστηκε, είχε πλήξει μέχρι θανάτου. Ντυμένος με σκούρο ριγέ κοστούμι, έχωσε το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας και χάρηκε όταν τη βρήκε ξύπνια. Έδειχνε τόσο αρρενωπός και κομψός όσο και την πρώτη φορά που τον είχε αντικρίσει. Η Τίμι διάβαζε ένα αγγλικό περιοδικό που της είχε βρει μια νοσοκόμα και, παρόλο που δεν το ανέφερε στον Ζαν-Σαρλ, μόλις είχε μιλήσει με τον Ζακ. Η αντίδρασή του για την επέμβαση ήταν προβλέψιμα αδιάφορη. Την είχε περιπαίξει μάλιστα, σαν να του είχε κάνει φάρσα. Το κανάκεμα δεν συγκαταλεγόταν στις αρετές του, αφού ο Ζακ αντιμετώπιζε ακόμα και τα προβλήματα σαν να ταν αστείο. Δήθεν γελώντας, δήλωσε πως της άξιζε αυτό που είχε πάθει επειδή δεν τον είχε πάρει μαζί της στο 134 ταξίδι. Δεν του πέρασε καν από το μυαλό πως θα μπορούσε να είναι ταραγμένη ή φοβισμένη. Του ήταν αδιανόητο πως μια γυναίκα τόσο δυνατή όσο η Τίμι θα μπορούσε να
φοβάται κάτι, πόσο μάλλον μια εγχείρηση που ο ίδιος θεωρούσε άνευ σημασίας. Την άκουγε μια χαρά και η Τίμι δεν τον διέψευσε, έπαιξε το παιχνίδι μέχρι τέλους. Όπως και να ’χε, τώρα ένιωθε καλύτερα. Αρκετές φορές εκείνη τη μέρα είχε επικοινωνήσει με την Τζέιντ και τον Ντέιβιντ. Οι συναντήσεις στη Νέα Υόρκη είχαν πάει καλά και οι δυο τους τα είχαν καταφέρει περίφημα και χωρίς εκείνη. Η Τζέιντ είχε προσφερ-θεί να επιστρέφει στο Παρίσι, ανησυχώντας για την υγεία της, αλλά η Τίμι επέμενε πως ήταν μια χαρά. Έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να τη βοηθήσουν. Το μόνο που είχε να κάνει η Τίμι ήταν να αναπαύεται, να συνεχίζει την αντιβίωση και να ανακτά τις δυνάμεις της. Είχε διασχίσει πάνω κάτω τους διαδρόμους αρκετές φορές, αργά και προσεκτικά, ελαφρώς καμπουριασμένη. Μονάχα ο Ζαν-Σαρλ ήξερε σε τι βαθμό την είχαν αναστατώσει όλα αυτά. Στους υπόλοιπους παρουσίαζε το συνηθισμένο προσωπείο της δύναμης και της αυτοκυριαρχίας. Δεν της άρεσε να δείχνει ευπρόσβλητη· την έκανε να νιώθει υπερβολικά εκτεθειμένη. Όταν το κεφάλι του Ζαν-Σαρλ εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας, η Τίμι σήκωσε τα μάτια και χαμογέλασε. Μπήκε στο δωμάτιο με πλατιά βήματα, εντυπωσιακός, με ύφος ελαφρώς σκανταλιάρικο, σαν μικρού παιδιού. Παρατήρησε πως το χρώμα της ήταν καλύτερο
135 από όσο το μεσημέρι και η Τίμι του είπε για τις βόλτες της στους διαδρόμους. «Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» τον ρώτησε, όπως θα έκανε με έναν φίλο και όχι με τον γιατρό της. Εξάλλου οι γιατροί δεν το έχουν συνήθειο να επισκέπτονται τους ασθενείς τους στις έντεκα το βράδυ. Είχαν αναπτύξει έναν ιδιαίτερο δεσμό και απολάμβαναν ο ένας την παρέα του άλλου. Αντάλλαξαν ένα εγκάρδιο χαμόγελο καθώς ο Ζαν-Σαρλ καθόταν σε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι της. «Γύριζα στο σπίτι και αποφάσισα να πεταχτώ να δω τι κάνεις» της είπε με άνεση. «Στο κάτω κάτω είσαι ένα πολύ σημαντικό άτομο». Την πείραζε και εκείνη γέλασε. Τα πειράγματα που προέρχονταν από εκείνον δεν την ενοχλούσαν. «Είμαι ένα άτομο που πλήττει» είπε η Τίμι αφήνοντας το περιοδικό, ευχαριστημένη που τον έβλεπε. «Φαίνεται πως πηγαίνω καλύτερα» συνέχισε χαμογελώντας. «Αρχίζω και νιώθω σαν φυλακισμένη. Πότε θα με αφήσεις να βγω;» «Ας δούμε και αύριο πώς νιώθεις. Υποθέτω ότι θα μπορούσα να σε στείλω πίσω στο ξενοδοχείο σου μαζί με μια
νοσοκόμα» της απάντησε σκεφτικός. Θα του έλειπαν οι μεσημεριανές κουβέντες τους όταν θα έφευγε απ’ το νοσοκομείο. Όσο βρισκόταν εκεί, ήταν ελεύθερος να περνάει όποτε ήθελε. Σπάνιες ήταν οι φορές που απολάμβανε τόσο τη συντροφιά ενός ασθενή και του άρεσε να ακούει τις σκέψεις της σε πληθώρα θεμάτων για τα οποία είχε βαθιές γνώ 136 σεις και ήταν καλά ενημερωμένη. Είχαν ανακαλύψει ότι μοιράζονταν το ίδιο πάθος για την τέχνη και είχαν και οι δύο αδυναμία στον Σαγκάλ. Η Τίμι είχε έναν πίνακά του στο σπίτι του Μπελ Ερ. Και ο Ζαν-Σαρλ είχε αρχίσει να της εκμυστηρεύεται κάποιες λεπτομέρειες από τη δική του ιστορία. Μόλις την προηγούμενη μέρα, της είχε πει πως είχε ακολουθήσει την ιατρική εξαιτίας της αδερφής του που είχε πεθάνει από εγκεφαλική αιμορραγία όταν ήταν δεκάξι κι εκείνος είκοσι ενός. Ο αναπάντεχος χαμός της ήταν σημείο καμπής στη ζωή του. «Δεν χρειάζομαι νοσοκόμα» παραπονέθηκε η Τίμι καθώς τον παρατηρούσε να κάθεται σε μια καρέκλα κοντά στο κρεβάτι της και θαύμαζε νοερά το κοστούμι του, ενώ ταυτόχρονα αναρωτιόταν τίνος σχεδιαστή ήταν. Ήταν καλοραμμένο και είχε καθαρές, αντρικές, κομψές γραμμές. Ξαφνικά
αναρωτήθηκε αν θα τον πρόσβαλλε στην περίπτωση που του έστελνε ένα κοστούμι από τη δική της συλλογή. Πάντοτε ήταν άψογα ντυμένος. Της άρεσε η εμφάνισή του ακόμα κι όταν ντυνόταν πιο απλά. Εκείνο το πρωί, είχε εμφανιστεί φορώντας καμπαρντινέ παντελόνι, ανοιχτογάλανο ριγέ πουκάμισο και μπλέιζερ, σε στιλ που έμοιαζε πιότερο βρετανικό παρά γαλλικό. Τα πάντα έδειχναν υπέροχα επάνω του, επειδή ήταν ψηλός και λυγερός. «Χρειάζεσαι» επέμεινε εκείνος. «Έχω τη βάσιμη υποψία πως, αν δεν έχεις νοσοκόμα, θα αρχίσεις να τρέχεις δεξιά κι αριστερά ή να βγαίνεις έξω». Της είχε πει ήδη πως έπρεπε να μείνει στο κρεβάτι για μια ολόκληρη βδο 137 μάδα, σύσταση που, στα μάτια της, είχε αρχίσει να μοιάζει με άδικη και ασυνήθιστη τιμωρία. Ένιωθε αρκετά καλά για να σηκώνεται και να κινείται. «Σε διαβεβαιώνω πάντως πως δεν έτρεχα πάνω κάτω στον διάδρομο σήμερα το απόγευμα, μετά το φαγητό» τον καθησύχασε και εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο. Εκείνο το πρωί η Τίμι είχε λούσει τα μαλλιά της και οι σγουρές μπρούντζινες μπούκλες της έπεφταν σαν καταρράκτης στους ώμους της νοσοκομειακής ρόμπας της. Ο Ζαν-Σαρλ παρατήρησε ότι το Πλάζα Ατενέ
τής είχε στείλει μια τεράστια ανθοδέσμη. Ο Ντέιβιντ με την Τζέιντ τής είχαν στείλει κι αυτοί άλλη μια θεόρατη ανθοδέσμη, που την είχαν παραγγείλει τηλεφωνικά από τη Νέα Υόρκη. Το δωμάτιο ευωδίαζε. «Πώς ήταν το δείπνο;» τον ρώτησε, μοιάζοντας με παιδί που είχε μείνει στο σπίτι με την νταντά και ήταν περίεργο να μάθει τα πάντα. «Εξαιρετικά πληκτικό» της απάντησε μορφάζοντας. «Ήταν πνιγηρό, το φαγητό ήταν κακό και κάποιος σχολίασε πως το κρασί ήταν χάλια. Δεν έβλεπα την ώρα να φύγω». Δεν ήθελε να τον ρωτήσει, αλλά δεν μπορούσε να μην αναρωτιέται για ποιον λόγο δεν είχε γυρίσει στο σπίτι του και στη γυναίκα του. Μια δυο φορές είχε σχηματίσει την εντύπωση πως δεν ήταν ευτυχισμένος με τον γάμο του, αλλά δεν το είχε σχολιάσει ποτέ ανοιχτά. Είχε δυο κόρες, τη Ζουλιάν και τη Σοφί, δεκαεφτά και δεκαπέντε χρονών αντίστοιχα, και έναν γιο, τον Χαβιέ, που φοιτούσε στο πρώτο έτος της ιατρικής σχολής και φίλο138 δοξούσε να γίνει χειρουργός, γεγονός που προφανώς έκανε τον πατέρα του πολύ περήφανο. Της είχε κάνει λόγο για τα παιδιά του κάμποσες φορές, με αναμφισβήτητο καμάρι. Τα κορίτσια είχαν περίπου την ηλικία που θα είχε και ο γιος της, και ο Ζαν-Σαρλ είχε αναρωτηθεί αρκετές φορές αν την αναστάτωνε όποτε μιλούσε γι’ αυτά. Έτσι περιοριζόταν να τις
αναφέρει μόνο εφόσον τον ρωτούσε εκείνη. «Κι εμένα δεν μου αρέσουν τα επίσημα δείπνα» παραδέχτηκε η Τίμι, σκεπασμένη όμορφα και καλά στο κρεβάτι της όσο μιλούσαν. Ήταν ωραίο να έχει επισκέψεις τέτοια ώρα, ιδιαίτερα τώρα που αισθανόταν πολύ καλύτερα. Δεν ένιωθε καν τον ορό στο μπράτσο της. «Προτιμώ να περνάω τον χρόνο μου στο εξοχικό μου ή σε κάποιο μπιστρό, παρέα με φίλους. Συνήθως τα πάρτι παραείναι απαιτητικά». Δούλευε πολύ σκληρά στο γραφείο και δεν της έμενε διαθέσιμος χρόνος να αφιερώσει στην κοινωνική της ζωή, παρόλο που αρκετές φορές αναγκαζόταν να παρευρίσκεται σε εκδηλώσεις του Χόλι-γουντ. Ειδικά από τότε που η εταιρεία της είχε αρχίσει να ντύνει αρκετούς σταρ του κινηματογράφου. «Πού είναι το εξοχικό σου;» τη ρώτησε με ενδιαφέρον, απολαμβάνοντας την κουβέντα τους. Ήταν πολύ πιο διασκεδαστικό να μιλάει μαζί της παρά με κάποιον από τους συνδαιτυμόνες του εκείνης της βραδιάς. «Στο Μαλιμπού» του απάντησε ήρεμα και άρχισε να του μιλάει για τους μακρινούς περιπάτους που της άρεσε να κάνει στην παραλία. Δεν ανέφερε ότι περνούσε εκεί 139 χρόνο με τον Ζακ. Δεν άξιζε τον κόπο να τον αναφέρει καν.
Δεν ήταν τόσο σημαντικός στη ζωή της ώστε να συζητήσει γι’ αυτόν με τον Ζαν-Σαρλ. Ήταν ένας από τους συμβιβασμούς που ει'χε κάνει. «Πάντα ήθελα να δω το Μαλιμπού» είπε ο Ζαν-Σαρλ συλλογισμένα. «Στις φωτογραφίες είναι πανέμορφο. Στο Κόλονι είναι το σπίτι σου;» ρώτησε, φανερώνοντας πως είχε γνώση της περιοχής. Η Τίμι κατένευσε χαμογελώντας. «Ναι, εκεί είναι» είπε σιγανά. «Πρέπει να έρθεις να το δεις μια μέρα». Και αμέσως μετά βουβάθηκαν για μια στιγμή, καθώς και οι δυο αναρωτιόντουσαν πότε και αν θα βλέπονταν ποτέ ξανά. Πραγματικός λόγος για να γίνει αυτό δεν υπήρχε, εκτός αν η Τίμι αρρώσταινε ξανά στην επόμενη επίσκεψή της στο Παρίσι. "Ισως, όμως, μετά τις συζητήσεις που είχαν κάνει όσο καιρό βρισκόταν εκεί, να κατάφερναν πραγματικά να γίνουν καλοί φίλοι. «Πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκα στο Λος Άντζελες. Συμμετείχα σε ένα πολύ ενδιαφέρον συνέδριο και έδωσα διάλεξη στην ιατρική σχολή του UCLA» είπε ο ΖανΣαρλ ενώ σηκωνόταν. "Ηταν αργά και εκείνη ήταν ασθενής του και είχε ανάγκη από ύπνο. Της είπε τι σκεφτόταν και εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι. "Ηταν κουρασμένη, αλλά της άρεσε να μιλάει μαζί του. «Θα περάσω και αύριο να σε δω» της υποσχέθηκε «και θα αποφασίσουμε μαζί πότε μπορείς να γυρίσεις στο ξενοδοχείο. "Ισως την Κυριακή, αν
υποσχεθείς να είσαι καλό κορίτσι». 140 «Πότε νομίζεις ότι μπορώ να επιστρέφω στο Λος Άντζελες;» Έλειπε αρκετές βδομάδες. «Θα δούμε. "Ισως στο τέλος της επόμενης βδομάδας ή και νωρίτερα, αν πηγαίνεις καλά». Η Τζέιντ είχε προ-σφερθεί να γυρίσει για να επιστρέφουν παρέα, αλλά η Τίμι είχε επιμείνει πως δεν ήταν απαραίτητο, παρόλο που ακόμα και η μεταφορά της τεράστιας τσάντας της φάνταζε τώρα απίστευτα σκληρή δοκιμασία. Ωστόσο ήταν αποφασισμένη να επιστρέφει στο Λος Άντζελες μόνη και να αφήσει την Τζέιντ να γυρίσει από τη Νέα Υόρκη μαζί με τον Ντέιβιντ. Ήταν πιο λογικό. «Όνειρα γλυκά, Τίμι» της ευχήθηκε όταν έφτασε στην πόρτα, και η Τίμι του χαμογέλασε από το κρεβάτι. «Ευχαριστώ για την επίσκεψη, γιατρέ» τον πείραξε, καθώς εκείνος έφευγε χαμογελώντας. Αποκοιμήθηκε με τη σκέψη του, έχοντας την απορία πώς τάχα να ήταν η γυναίκα του, αν ήταν καλλιεργημένη και κομψή όπως αυτός, και ταυτόχρονα δεκτική και ειλικρινής. Ο Ζαν-Σαρλ ήταν ένα ενδιαφέρον κράμα επισημότητας και εγκαρδιότητας που εναλλάσσονταν διαρκώς. Της είχε δείξει
φωτογραφίες των όμορφων παιδιών του και η Τίμι είχε καταλήξει στο αναπόφευκτο συμπέρασμα πως και η γυναίκα του θα πρέπει να ήταν εξίσου όμορφη με εκείνον και τα παιδιά τους. Δεν μπορούσε να τον φανταστεί με μια γυναίκα που δεν θα ήταν όμορφη, ωστόσο είχε προσέξει πως μιλούσε ελάχιστα για εκείνη. Το μόνο που είχε πει για τη γυναίκα του ήταν πως είχε σπουδάσει νομική, χωρίς ν’ ασκήσει ποτέ το επάγγελμα, 141 και πως ήταν παντρεμένοι σχεδόν τριάντα χρόνια. Διάστημα υπερβολικό στα μάτια της Τίμι και σίγουρα εντυπωσιακό, αλλά της ήταν δύσκολο να προσδιορίσει, από τα λίγα που της είχε εκμυστηρευτεί, αν ο έγγαμος βίος του ήταν ευτυχής ή όχι. Με δεδομένο τη μακροβιότητα του γάμου τους, η Τίμι υπέθετε πως ήταν, αλλά ο Ζαν-Σαρλ ήταν αισθητά λιγόλογος όσον αφορούσε αυτό το ζήτημα και δεν έκανε μήτε θετικά μήτε αρνητικά σχόλια για τη γυναίκα του. Έπαιρνε ουδέτερη στάση όποτε τύχαινε να προκόψει στη συζήτηση, και αυτό από μόνο του έκανε την Τίμι να αναρωτιέται αν ήταν ευτυχισμένος ή όχι. Η απουσία διηγήσεων για τη γυναίκα του ήταν εμφανής. Μιλούσε είτε για τα παιδιά του είτε για τον ίδιο, αλλά σχεδόν ποτέ για το έτερόν του ήμισυ.
Ένα από τα πολλά πράγματα που η Τίμι θαύμαζε στον ΖανΣαρλ ήταν το ότι, παρά τις άφθονες, συχνά φιλοσοφικές συζητήσεις τους με τις τόσες κοινές απόψεις, δεν είχε ποτέ την αίσθηση ότι τη φλέρταρε. Την παρακολουθούσε με προσοχή, ενδιαφέρον και σεβασμό, αλλά χωρίς να ξεπερνάει τα όρια. Το γεγονός πως δεν τη φλέρταρε ανοιχτά ούτε στιγμή την έκανε να υποψιάζεται πως ήταν ακόμη ερωτευμένος με τη γυναίκα του, έστω και αν μιλούσε ελάχιστα γι’ αυτήν, πράγμα που της φαινόταν αξιοθαύμαστο. Ήταν άνθρωπος που εύκολα κέρδιζε τον θαυμασμό, χάρη στις ικανότητες, την αφοσίωση, τις γνώσεις του, το εύστροφο πνεύμα του, την καλλιέργειά του, την αίσθηση του χιούμορ και το ενδιαφέρον για τους 142 ασθενείς του. Δεν την είχε φροντίσει ποτέ τόσο καλά άλλος γιατρός και ήδη είχε αποφασίσει να του κάνει ένα δώρο προτού φύγει. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό ώσπου να βρεθεί έξω από το νοσοκομείο και να επιστρέψει στο ξενοδοχείο. Και όταν ήρθε να τη δει ξανά το επόμενο πρωί, ντυμένος ανεπίσημα όπως αρμόζει το Σαββατοκύριακο, με κοτλέ παντελόνι και γκρι κασμιρένιο πουλόβερ, η Τίμι έφερε ξανά στην κουβέντα το θέμα της αναχώρησής της από το νοσοκομείο.
«Εντάξει, εντάξει» της είπε εύθυμα. «Βλέπω πως δεν έχεις σκοπό να με αφήσεις ήσυχο μέχρι να σε στείλω πίσω στο Πλάζα». Η ενδοφλέβια αντιβίωση ήταν ήδη αρκετή, έτσι ο Ζαν-Σαρλ αποφάσισε να της χορηγήσει την υπόλοιπη σε χάπια. Ήταν πολύ προσεκτικός γιατρός, όπως είχε ανακαλύψει η Τίμι, και εξαιρετικά υπεύθυνος. «Θα πάρεις εξιτήριο αύριο» συμφώνησε «αρκεί να μου υποσχεθείς πως δεν θα κάνεις απολύτως τίποτε και πως θα συνεχίσεις να ξεκουράζεσαι. Υποθέτω πως θα είναι πιο άνετα για σένα στο ξενοδοχείο». Θα ήταν πράγματι, αν και δεν είχε παράπονο από τις υπηρεσίες ή τις ανέσεις που της είχαν προσφερθεί στη διάρκεια της τετραήμερης παραμονής της στο νοσοκομείο, χώρια που εκείνος δεν παρέλειπε να την επισκέπτεται αρκετές φορές τη μέρα. Ήταν ευγενικός και ασκούσε το επάγγελμά του με φροντίδα και προσοχή στην παραμικρή λεπτομέρεια. Πριν την αποχαιρετήσει, ο Ζαν-Σαρλ τής είπε ότι το βράδυ θα έφευγε με τα παιδιά του. Ένας συνεργάτης του 143 θα αναλάμβανε να τον αντικαταστήσει, ωστόσο της υπενθύμισε πως είχε τον αριθμό του κινητού του και πως δεν έπρεπε να διστάσει να τον καλέσει, αν είχε οποιοδήποτε πρόβλημα. Η Τίμι θυμήθηκε εκείνο το βράδυ της Τρίτης που του είχε τηλεφωνήσει μέσα σε φριχτούς πόνους. Έμοιαζε να έχουν περάσει αιώνες από τότε, ύστερα
από τόσες ημέρες συζητήσεων, στη διάρκεια των οποίων μάθαιναν ο ένας τον άλλον. Δεν ήταν πλέον άγνωστος, αλλά φίλος. «Θα περάσω από το Πλάζα Ατενέ αύριο, αμέσως μόλις επιστρέφω» της υποσχέθηκε. Η Τίμι ήξερε πως θα το έκανε. Τηρούσε πάντα τις υποσχέσεις του. Ήταν άνθρωπος στον οποίο μπορούσες να βασιστείς. Τα πάντα επάνω του απέπνεαν αξιοπιστία και δύναμη. «Απόψε θα μείνω στο Περιγκόρ, στο σπίτι του αδερφού μου. Στα παιδιά μου κι εμένα μας αρέσει εκεί». Αργότερα η Τίμι συνειδητοποίησε πως δεν είχε αναφέρει τη γυναίκα του και της φάνηκε παράξενο. Μπορεί να μην της άρεσε το Περιγκόρ όσο άρεσε σ’ εκείνους, ή να μην τα πήγαινε καλά με τον αδερφό του. Τα πάντα ήταν δυνατά ύστερα από τόσα χρόνια συμβίωσης. Οι άνθρωποι αποκτούσαν συνήθειες και έκαναν παραχωρήσεις, ή τραβούσαν αόρατες γραμμές και απομόνωναν τους φίλους ή τους συγγενείς που δεν συμπαθούσαν. Ο Ζαν-Σαρλ δεν την είχε αναφέρει, μήτε είχε δώσει εξηγήσεις. Και η Τίμι το θεωρούσε ανάρμοστο να ρωτήσει, παρόλο που είχαν ανταλλάξει βαθιά προσωπικές απόψεις για πολλά πράγματα, από την πολιτική μέχρι τις αμβλώ 144
σεις και την ανατροφή των παιδιών, ένα θέμα για το οποίο ελάχιστα πράγματα γνώριζε η Τίμι, ύστερα από την τόσο σύντομη εμπειρία της στον ρόλο της μητέρας. Όταν το σκεφτόταν, συνειδητοποιούσε πως ζήλευε για το Σαββατοκύριακο που θα περνούσε με τα παιδιά του. Ήταν πολύ τυχερά που είχαν τέτοιον πατέρα. Η νύχτα πέρασε ήσυχα χωρίς εκείνον και η Τίμι κάθισε να παρακολουθήσει CNN στην τηλεόραση του δωματίου της. Δεν υπήρχαν συγκλονιστικές ειδήσεις. Και οι αναφορές της Τζέιντ και του Ντέιβιντ από τη Νέα Υόρκη ήταν καλές. Είχαν ακόμη δύο μέρες συναντήσεων μετά το Σαββατοκύριακο και σχεδίαζαν να επιστρέφουν στο Λος Άντζελες το βράδυ της Τρίτης. Η Τίμι ήλπιζε πως θα βρισκόταν κοντά τους μέχρι το τέλος της επόμενης βδομάδας και έτρεμε από τώρα τον φόρτο της δουλειάς που θα είχε συσσωρευτεί στο γραφείο κατά την απουσία της, ειδικά το διάστημα που ήταν άρρωστη. Ήλπιζε πως θα ένιωθε ικανή να τον αντιμετωπίσει όταν θα γύριζε πίσω. Ήταν ακόμη κουρασμένη μετά την περιπέτειά της, και την Κυριακή, αφού ντύθηκε για να βγει από το νοσοκομείο, ανακάλυψε πως ένιωθε εξαντλημένη από την προσπάθεια και σχεδόν μετάνιωνε που δεν είχε συμφωνήσει με την υπόδειξη του Ζαν-Σαρλ. Αν και της είχε συστήσει να τη συνοδέψει μια νοσοκόμα, η ίδια είχε επιμείνει πως θα είχε όλη τη φροντίδα που χρειαζόταν από το προσωπικό του ξενοδοχείου. Ο Ζιλ είχε έρθει να την παραλάβει και να τη μεταφέρει στο Πλάζα Ατενέ. Διαπίστωνε με μεγάλη
του ανακούφιση πως φαινόταν μια χαρά, της είχε πει, και της 145 είχε φέρει ένα τεράστιο μπουκέτο από κόκκινα τριαντάφυλλα, τυλιγμένο σε σελοφάν. Έφυγε από το νοσοκομείο με βήματα ακόμη τρεμάμενα και τα λουλούδια στην αγκαλιά της, σαν να ήταν σταρ του σινεμά ή ντίβα της όπερας. Και όταν τελικά έφτασε στο Πλάζα Ατενέ, ξαφνιάστηκε μόλις συνειδητοποίησε το μέγεθος της χαράς της. Ένιωσε σαν να επέστρεφε στο σπίτι της όταν αντίκρισε τη γνώριμη πολυτέλεια του δωματίου της και μια από τις καμαριέρες τη βοήθησε να τακτοποιηθεί. Η Τίμι έκανε ντους σύμφωνα με τις οδηγίες του Ζαν-Σαρλ, παρήγγειλε φαγητό στην υπηρεσία δωματίου, τσέκαρε τα μηνύματά της και διάβασε μερικά φαξ που της είχαν στείλει η Τξέιντ με τον Ντέιβιντ απλώς για ενημέρωση, χωρίς να έχει προκόψει κάτι συγκλονιστικό. Κι ύστερα χώθηκε χαρούμενη στο κρεβάτι της, ανάμεσα στα άψογα σιδερωμένα σεντόνια. Ένιωθε να πετάει στα ουράνια που βρισκόταν εκεί. Παρόλο που τα πάντα στο νοσοκομείο ήταν αποτελεσματικά, άνετα και ευχάριστα, κατά τη γνώμη της δεν υπήρχε μέρος στη γη τόσο υπέροχο όσο το Πλάζα Ατενέ. Αργότερα το ίδιο απόγευμα, και ενώ βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της πίνοντας τσάι και τρώγοντας τα αγαπημένα
της σοκολατάκια, ο ρεσεψιονίστ τής τηλεφώνησε για να την ενημερώσει ότι είχε έρθει να τη δει ο δρ Βερνιέ. Πέντε λεπτά αργότερα, ο Ζαν-Σαρλ βρισκόταν στο δωμάτιό της. Έμοιαζε ξεκούραστος και χαρούμενος που την αντίκριζε, της είπε μάλιστα πως ήδη έδειχνε πολύ καλύτερα. 146 «Θα φταίνε τα σοκολατάκια» του είπε και του πρό-σφερε ένα, αλλά εκείνος αρνήθηκε με μεγαλύτερη δύναμη θέλησης από όση η ίδια ένιωθε ποτέ ικανή να επιδεί-ξει. «Πώς πέρασες στο Περιγκόρ με τα παιδιά;» τον ρώτησε, χωρίς να προσθέσει ότι της είχε λείψει, πράγμα που αντιλαμβανόταν μόλις τώρα με έκπληξη. Από το προηγούμενο πρωί που είχε έρθει να τη δει στο νοσοκομείο, η Τίμι δεν είχε βρει κανέναν ενδιαφέροντα άνθρωπο για να κάνει μια συζήτηση της προκοπής. «Τέλεια» ήταν η απάντηση. «Κι εσύ πώς νιώθεις που γύρισες; Όσο καλά ένιωθες και στο νοσοκομείο χτες, ή έχεις ήδη εξαντλήσει τον εαυτό σου;» Έμοιαζε τόσο σοβαρός έτσι όπως την ανέκρινε, που η Τίμι έβαλε τα γέλια, πράγμα που τον έκανε να χαμογελάσει ξανά. Το γέλιο της ήταν πάντα μεταδοτικό και ο Ζαν-Σαρλ διαπίστωνε με ικανοποίηση πως είχε ανακτήσει το ζαβολιάρικο ύφος της. Έβλεπε με μεγάλη του χαρά πως έδειχνε πολύ καλά. «Δεν έχω κάνει απολύτως τίποτε. Το μόνο που κάνω από το
πρωί είναι να μένω ξαπλωμένη στο κρεβάτι και να τρώω». «Αυτό ακριβώς χρειάζεσαι». Της είχε ήδη πει κάμποσες φορές πως ήταν υπερβολικά αδύνατη, διαπίστωση που δεν τον ξάφνιαζε, όταν αναλογιζόταν το επάγγελμά της. Όλοι οι άνθρωποι της μόδας στην Αμερική τού φαίνονταν ανορεκτικοί, παρόλο που η αδυναμία της Τίμι δεν ήταν ακραία. Έβλεπε ωστόσο πως είχε χάσει βάρος την τελευταία εβδομάδα, κάτι που ήταν αναμενόμενο μετά το χειρουργείο. Έβλεπε επίσης πως ήταν ενθουσιασμένη που 147 είχε γυρίσει στο ξενοδοχείο, στο άνετο κρεβάτι της, με τη νυχτικιά της. Είχε φορέσει μάλιστα ένα ζευγάρι διαμα-ντένια σκουλαρίκια και το μεσημέρι είχε κάνει μανικιούρ. Βρισκόταν ξανά στις αγκάλες της πολυτέλειας και ένιωθε πολύ καλύτερα με τον εαυτό της τώρα, παρά όταν νοσηλευόταν στο νοσοκομείο του Νεϊγί. Πλέον, με το που θα της έδινε την άδεια να φύγει, εκείνη θα πετούσε σαν πουλί που δραπετεύει απ’ το κλουβί του. Όσο κι αν ο ίδιος δεν ήθελε να το παραδεχτεί, ήξερε πως θα του λείψει. Ήταν υπέροχη συντροφιά και εξαιρετική συζητήτρια. Όλες εκείνες οι αγωνίες που είχαν ξυπνήσει τη νύχτα της επέμβασης είχαν διαλυθεί εδώ και μέρες, και τώρα ήταν και πάλι χαμογελαστή και γεμάτη αυτοπεποίθηση. Μια γυναίκα με κύρος που βρισκόταν ξανά στο στοιχείο της. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως, ύστερα
από είκοσι τρία χρόνια εντυπωσιακών επιτευγμάτων, η χλιδή που διακρινόταν από κομψότητα της ταίριαζε γάντι. Την πείραξε γι’ αυτό, όταν του πρόσφερε ένα ποτήρι σαμπάνια, κι ύστερα γέλασε κουνώντας το κεφάλι. «Σπανίως πίνω» είπε με άνεση, χωρίς να δείχνει να τον νοιάζει στο ελάχιστο. Η σαμπάνια που κρατούσε στο χέρι της δεν του έκανε καμία απολύτως αίσθηση. «Και απόψε έχω εφημερία». «Δεν πίνεις;» Έδειχνε έκπληκτη. Ήταν ένας άντρας με καλές συνήθειες, εξαιρετικό μυαλό, ζεστή καρδιά, και αφοσιωμένος στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Τι παραπάνω να ζητούσε κανείς; Ακόμα μια φορά έκανε τη σκέψη πως η γυναίκα του ήταν στ’ αλήθεια πολύ τυχερή. 148 Οι άντρες σαν τον Ζαν-Σαρλ Βερνιέ σπάνιζαν και δεν εμφανίζονταν συχνά στην αγορά. Όχι σύμφωνα με τη δική της εμπειρία, εν πάση περιπτώσει. Σχεδόν πάντα έμεναν με τις γυναίκες τους. Δεν μπορούσε να φανταστεί καν τον Ζαν-Σαρλ μόνο ή με κάποια από τις νεαρές κοπέλες με τις οποίες σχετίζονταν οι περισσότεροι άντρες που ήξερε. Στην πλειονότητά τους οι κοπέλες αυτές ήταν είτε ηθοποιοί που φιλοδοξούσαν να γίνουν σταρ, είτε μοντέλα, είτε απλώς θηλυκά με σέξι εμφάνιση αλλά κουκούτσι μυαλό. Και μόνο η
σκέψη την έκανε να βάλει τα γέλια. Ο Ζαν-Σαρλ δεν θα άντεχε κοντά σε μια τέτοια γυναίκα ούτε δέκα λεπτά. Τα κριτήριά του ήταν εμφανώς πολύ πιο απαιτητικά και ο ίδιος ήταν στ’ αλήθεια ένας πολύ καλός άνθρωπος. Του πρόσφερε ένα φλιτζάνι τσάι, αλλά ο Ζαν-Σαρλ το αρνήθηκε κι αυτό. Δεν είχε την απαίτηση να τον πε-ριποιηθεί. Δεν ήταν καλεσμένος, ήταν ο γιατρός της, όπως της τόνισε με ένα χαμόγελο. «Πίστευα πως είμαστε φίλοι πάνω απ’ όλα» του είπε απογοητευμένη, και εκείνος έβαλε τα γέλια. «Αυτό είναι αλήθεια. Νομίζω πως είμαστε. Χαίρομαι αφάνταστα τις συζητήσεις μας» παραδέχτηκε, και τα επόμενα λόγια του την άφησαν άναυδη: «Θα μου λείψεις όταν φύγεις». Του άρεσαν οι φιλοσοφικές συζητήσεις τους για την πολιτική των χωρών τους και για τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φυλής, τις αδυναμίες και τα προτερήματά της, και είχε συγκινηθεί βαθιά με τις εκμυστηρεύσεις της 149 για τα όσα της είχαν συμβεί. Τον είχαν αγγίξει αφάνταστα οι ιστορίες για τα παιδικά της χρόνια στο ορφανοτροφείο και τις ανάδοχες οικογένειες, ιστορίες που θα ήταν ικανές να
καταστρέψουν τους περισσότερους και όχι να τους κάνουν πιο δυνατούς. Και είχε λυπηθεί ειλι-κρινά για τον γιο της. Ξέροντας πόσο αγαπούσε τα δικά του παιδιά, δεν μπορούσε να φανταστεί χειρότερη μοίρα για έναν γονιό. Κι όμως, η Τίμι είχε καταφέρει να βγει ζωντανή μετά από αυτό, όπως και μετά την προδοσία του άντρα της. Είχε περάσει τόσο πολλά και ήταν ακόμη ακέραια. Είχε κερδίσει τον απεριόριστο θαυμασμό του στις μέρες που είχαν ακολουθήσει την επέμβαση και είχε συμφωνήσει μαζί της πως είχαν γίνει φίλοι, όσο παράδοξο κι αν φαινόταν κάτι τέτοιο στην αρχή. Τώρα πια έμοιαζε φυσιολογικό, ακόμα και στον ίδιο. Δεν το συνήθιζε να συνάπτει φιλικές σχέσεις με τους ασθενείς του, όμως η Τίμι είχε κάτι το ζεστό και ασυνήθιστο που τον τραβούσε κοντά της και τον έκανε να θέλει να μοιραστεί μαζί της τις σκέψεις του. Ένιωθε απόλυτα άνετα έτσι όπως καθόταν στο σαλόνι της σουίτας της και κουβέντιαζε μαζί της. Η Τίμι είχε σηκωθεί από το κρεβάτι για να καθίσει κοντά του, περιτριγυρισμένη από τα άπειρα λουλούδια που της είχαν στείλει οι γνωστοί της από τον κόσμο της μόδας όταν έμαθαν για την εγχείρησή της. Με την Τζέιντ και τον Ντέιβιντ στη Νέα Υόρκη, η είδηση είχε κυκλοφορήσει αστραπιαία. «Λοιπόν, ποια τα σχέδιά σου;» τη ρώτησε. Έδειχνε χαλαρός και χαρούμενος ύστερα από το σύντομο Σαβ 150
βατοκύριακο που είχε περάσει με τα παιδιά του στο Πε-ριγκόρ. «Εσύ να μου πεις, γιατρέ. Πότε θα μπορέσω να μπω σε αεροπλάνο;» «Βιάζεσαι πολύ;» «Όχι» του απάντησε με ειλικρίνεια «αλλά καλό θα ήταν να γυρίσω. Έχω μια επιχείρηση να διευθύνω» του θύμισε, αλλά αυτό ήταν κάτι που ο Ζαν-Σαρλ το μάντευε ήδη, όπως και τον όγκο της δουλειάς που την περίμενε στην επιστροφή της. «Πώς σου φαίνεται η Πέμπτη; Θα αντέξεις να περιμένεις μέχρι τότε;» Δεν ήθελε να επισπεύσει την αναχώρησή της, ωστόσο ήξερε πως ήταν αδύνατον να την κρατήσει για πάντα στο Πλάζα Ατενέ. «Μια χαρά μού φαίνεται». Κι έτσι ο Ντέιβιντ με την Τζέιντ θα είχαν περιθώριο ακόμα μια μέρα μετά την επιστροφή τους για να οργανώσουν τα πράγματα και να της τα έχουν όλα έτοιμα. «Επιτρέπεται να βγω λιγάκι πριν απ’ την Πέμπτη; Για μια σύντομη βόλτα τουλάχιστο;» Είχε κάτι στο μυαλό της που ο Ζαν-Σαρλ δεν το υποψιαζόταν καν. «Νομίζω ότι επιτρέπεται. Μην περπατήσεις πολύ και μην κουραστείς. Μην κουβαλήσεις βαριά αντικείμενα. Να είσαι συνετή και όλα θα πάνε καλά».
«Μια καλή συμβουλή για τη ζωή γενικότερα» του είπε και εκείνος χαμογέλασε. «Δυστυχώς, είμαι πάντα συνετή. Είμαι πολύ μεγάλη για να αλλάξω». Αν και όχι απόλυτα, αυτή ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος η αλήθεια. 151 «Η ηλικία δεν παίζει κανέναν ρόλο. Κι εσΰ είσαι αρκετά νέα για να κάνεις κουταμάρες, αν το θελήσεις. Μπορεί και να σου κάνει καλό, κάπου κάπου». Μόλις που μπορούσε να φανταστεί την πίεση που της ασκούσε η δουλειά της και την ένταση όταν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Ο κόσμος της μόδας ήταν σκληρός και ο Ζαν-Σαρλ υποψιαζόταν πως ήταν αναγκασμένη να δουλεύει σκληρά και να πολεμάει διαρκώς, αν ήθελε να πα-ραμείνει στην κορυφή όπου βρισκόταν είκοσι τρία συναπτά χρόνια τώρα. Πάντα στην κορυφή, προσπαθώντας συνέχεια να ξεπεράσει τον εαυτό της. Ένας στόχος κάθε άλλο παρά εύκολος. Κι ενώ είχε αρχίσει να πέφτει η νύχτα, η Τίμι πρόσεξε, ή τουλάχιστον σχημάτισε την εντύπωση, ότι εκείνο το απόγευμα ο Ζαν-Σαρλ δίσταζε να φύγει. Και τότε πήρε την απόφαση να του κάνει μια αυθόρμητη ερώτηση που θα μπορούσε να είναι αυστηρά προσωπική. Σκέφτηκε όμως ότι, αν δεν ήθελε να της απαντήσει, ήταν ελεύθερος να μην το κάνει. Μεγάλο παιδί ήταν, απολύτως ικανός να υπερασπιστεί τον εαυτό του, και εκείνη είχε περιέργεια να μάθει.
«Ήρθε και η γυναίκα σου στο Περιγκόρ μαζί μ’ εσένα και τα παιδιά;» ρώτησε ξαφνικά, και εκείνος φάνηκε να ξαφνιάζεται για μια στιγμή και να νιώθει αμηχανία. «Τι σε κάνει να το ρωτάς;» Η διαίσθησή της τον γοήτευε. Έδειχνε να ξέρει πολλά πράγματα και να μαντεύει ολόσωστα κι όσα δεν ήξερε. Η Τίμι εμπιστευόταν το ένστικτό της περισσότερο από τον μέσο άνθρωπο. 152 «Δεν ξέρω» του απάντησε με ειλικρίνεια. «Δεν την ανέφερες καθόλου και μου φάνηκε περίεργο». «Όχι, δεν ήρθε. Δεν τα πάει καλά με τον αδερφό μου». Και αυτό ήταν το λιγότερο. Οι δυο τους καβγάδιζαν χρόνια για ένα σπίτι που ο Ζαν-Σαρλ είχε κληρονομήσει από κοινού με τον αδερφό του και τελικά είχαν αναγκαστεί να το πουλήσουν, επειδή τους ήταν αδύνατον να συμφωνήσουν ποιος θα το χρησιμοποιούσε και πότε. Έκτοτε η γυναίκα του Ζαν-Σαρλ δεν είχε ξαναμιλήσει στον κουνιάδο της και αρνιόταν να συνοδέψει τον άντρα της όπο-τε πήγαινε να δει τον αδερφό του και τη νύφη του στο Περιγκόρ. «Το φαντάστηκα πως κάτι τέτοιο θα ήταν» σχολίασε η Τίμι κουνώντας το κεφάλι. Η εκτίμησή της είχε αποδειχτεί σωστή. Ήταν μια οικογενειακή διαμάχη.
«Δεν πηγαίνουμε παντού μαζί» είπε ο Ζαν-Σαρλ και ένας μυς στο σαγόνι του σφίχτηκε σχεδόν αδιόρατα. Υπήρχε κάτι που δεν έλεγε, και η Τίμι κοίταξε διερευνητικά τα μάτια του προσπαθώντας να το μαντέψει. «Είμαστε και οι δυο πολύ ανεξάρτητοι, με ποικίλα και διαφορετικά ενδιαφέροντα. Πάντοτε, όποτε πηγαίνω στο Περιγκόρ με τα παιδιά, εκείνη μένει στο σπίτι». «Προχτές το βράδυ, σ’ εκείνο το επίσημο δείπνο στο Νε'ίγί, πήγες μόνος;» Πλέον η περιέργεια άγγιζε τα όρια της αδιακρισίας και η Τίμι αντιλαμβανόταν ότι δεν είχε δικαίωμα να ρωτάει. Αναρωτιόταν τι θα της απαντούσε, μόλις συνερχόταν από το ξάφνιασμα. Ακόμα μια φορά, έμενε κατάπληκτος με τη διαίσθησή της. 153 «Ναι, πράγματι. Ούτε εκείνους τους συμπαθεί. Σπάνιος βγαίνουμε μαζί και δεν διασκεδάζουμε με τους ίδιους φίλους. Τι σε έκανε να ρωτήσεις;» «Ένα προαίσθημα που είχα. Δεν είναι δική μου δουλειά. Συγγνώμη που ρώτησα» είπε ευγενικά, εντυπωσιασμένη με τον διακανονισμό τους. Κατά έναν τρόπο, ήταν πολύ γαλλικός. Τα ζευγάρια στη Γαλλία έδιναν την εντύπωση πως έμεναν παντρεμένα για πάντα και έλυναν τις διαφορές τους ζώντας διαφορετικές ζωές, αντί να παίρνουν διαζύγιο με την
ίδια συχνότητα που γινόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Καθόλου δεν λυπάσαι» της είπε πειραχτικά. «Ήθελες να μάθεις. Τώρα ξέρεις». «Δεν είναι δύσκολο να έχετε διαφορετικές κοινωνικές ζωές και σχέδια για τα Σαββατοκύριακα;» Αναρωτιόταν αν είχε ερωμένη και αν έβλεπε άλλες γυναίκες, αλλά δεν θα τολμούσε ποτέ να ρωτήσει κάτι τέτοιο. Είχε την αίσθηση πως δεν το έκανε. Δεν ήταν ο τύπος του άντρα που ξενοκοιτάζει. Και ήταν διακριτικός μαζί της. Ήταν σαφές πως δεν φλέρταρε - με τις ασθενείς του, αν μη τι άλλο. «Όταν ένας γάμος είναι δύσκολος και δύο άνθρωποι πολύ διαφορετικοί, οι ξεχωριστές ζωές μπορούν να κρατήσουν αυτό τον γάμο ζωντανό. Μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια, δεν μπορεί να περιμένει κανείς ότι τα πράγματα θα είναι όπως παλιά» της εξήγησε ήρεμα. Ήταν φανερό πως είχε συμφιλιωθεί με τον τρόπο ζωής του και δεν είχε πρόβλημα. 154 «Φαντάζομαι πως έτσι είναι» συμφώνησε ευγενικά η Τίμι. «Εγώ δεν έφτασα τόσο μακριά και δεν μπορώ να ξέρω». «Και τα πέντε χρόνια είναι σεβαστό διάστημα. Νομίζω πως είναι κρίμα που οι άνθρωποι δεν κοιτάζουν να τα βρουν μεταξύ τους και απλώς παραιτούνται» είπε ο Ζαν-Σαρλ και
συνέχισε: «Πιστεύω πως τα ζευγάρια είναι καλό να μένουν μαζί για το χατίρι των παιδιών τους. Τους το χρωστάνε, όσο άσχημα κι αν είναι τα πράγματα». «Δεν ξέρω» είπε με ειλικρίνεια η Τίμι. «Δεν έχω πειστεί πως οι άνθρωποι που δεν τα πάνε καλά αλλά συνεχίζουν να μένουν μαζί κάνουν τα παιδιά τους ευτυχισμένα. Στο τέλος φτάνουν να κατηγορουν εκείνα για τις δικές τους θυσίες. Και πάντα καταλήγουν να πληρώνουν εκείνα το τίμημα. Και για ποιον λόγο να περάσει κανείς την υπόλοιπη ζωή του με κάποιον που δεν του αρέσει, δεν μπορεί να ανεχτεί ή δεν καταφέρνει να συμφωνήσει μαζί του; Δεν ξέρω τι κερδίζουν από αυτό τα παιδιά, εκτός από την ευκαιρία να επωμιστούν την αγωνία των γονιών τους, κάτι που δεν είναι δίκαιο γι’ αυτά». «Στη ζωή δεν παίρνουμε πάντα αυτό που θέλουμε» ήταν η δυσνόητη απάντηση του Ζαν-Σαρλ «ή αυτό που πιστεύαμε πως θα πάρουμε. Αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία για να το βάλουμε στα πόδια. Οι άνθρωποι οφείλουν πολύ περισσότερα ο ένας στον άλλον, πόσο μάλλον στα παιδιά τους». «Εμένα αυτή η ζωή μου φαίνεται σκληρή. Πιστεύω ότι χρειάζεται σοβαρή προσπάθεια, αλλά όχι να είμαστε δυ155
στυχισμένοι για όλη την υπόλοιπη ζωή μας. Καμιά φορά είναι καλύτερο να παραδέχεσαι πως έχεις κάνει λάθος ή πως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Νομίζω πως σέβομαι πλέον τον πρώην άντρα μου επειδή έκανε ακριβώς αυτό, παρόλο που ήταν σκληρό για μένα. Αν δεν το είχε κάνει, τώρα θα ζοΰσαμε ένα ψέμα. Κάλλιο να είμαι ολομόναχη παρά αυτό». Ήταν φανερό ότι ο Ζαν-Σαρλ διαφωνούσε. Υπερασπιζόταν έναν τρόπο ζωής και τις επιλογές που είχε κάνει, άσχετα αν ήταν σωστές ή λανθασμένες. Τα τελευταία χρόνια, στην πλειονότητά τους ήταν λανθασμένες. «Κάποιες φορές αναγκάζεσαι να παραιτηθείς» είπε παίρνοντας μόνος του ένα σοκολατάκι, ενώ η Τίμι παρακολουθούσε τα μάτια του με ενδιαφέρον. Διαισθανόταν πως υπήρχαν περισσότερα από όσα της έλεγε. «Δεν συμφωνώ μαζί σου» του είπε ήρεμα. «Η παραίτηση οδηγεί σε μια δυστυχισμένη ζωή». Δεν θα άντεχε να μείνει παντρεμένη με τον Ντέρεκ από τη στιγμή που είχε μάθει πως ένας άλλος άντρας είχε μπει στη ζωή του. Εντέλει, όσο οδυνηρό κι αν ήταν, ο Ντέρεκ είχε κάνει το σωστό αφήνοντάς την. Ήταν πολύ πιο ξεκάθαρο έτσι, όσο και αν την είχε συγκλονίσει εκείνη την εποχή. Τώρα, τον σεβόταν γι’ αυτό. «Η θυσία εμπεριέχει μια κάποια μεγαλοψυχία» είπε ο ΖανΣαρλ με στοχαστικό ύφος, ενώ εκείνη συλλογιζόταν τα λόγια του.
«Δεν δίνουν κανένα βραβείο γι’ αυτό» επέμεινε σταθερά η Τίμι. «Απλώς γερνάς και μελαγχολείς και κουράζεσαι πριν την ώρα σου, παρακολουθώντας τα όνειρά 156 σου να σβήνουν. Και προς τι; Θα έπρεπε να υπάρχει κάτι παραπάνω από αυτό στη ζωή». Δεν της απάντησε. Έδειχνε να το σκέφτεται. Η Τίμι είχε θέσει αρκετά ενδιαφέροντα ερωτήματα εκείνη τη βδομάδα και του έδινε συνέχεια τροφή για σκέψη στη διάρκεια των συζητήσεων τους. Παρά τα όσα της είχαν συμβεί, ήταν μια γυναίκα που πίστευε ακόμη ότι η αγάπη ήταν κάτι το εφικτό - αν όχι για την ίδια, τότε σίγουρα για τους άλλους. Κι εκείνη είχε παραιτηθεί και είχε πάψει να πιστεύει στα όνειρα. Αλλά της άρεσε η θεωρία, ειδικά αν αφορούσε τους άλλους. Στην πραγματικότητα οι ζωές τους ήταν παρόμοιες, παρόλο που ο Ζαν-Σαρλ ήταν παντρεμένος ενώ η ίδια όχι. Και οι δύο είχαν συμφιλιωθεί με αυτό που τους έλειπε και ζούσαν με όσο καλύτερο τρόπο μπορούσαν, γεμίζοντας τον χρόνο τους με σκληρή δουλειά. Εκείνος είχε τα παιδιά του, εκείνη περνούσε τις νύχτες της με άντρες σαν τον Ζακ. Κουβέντιασαν για λίγο, ως τη στιγμή που ο Ζαν-Σαρλ σηκώθηκε απρόθυμα για να φύγει. Ένιωθε άνετα να μιλάει μαζί της στο Πλάζα και με χαρά θα έμενε εκεί καθισμένος για
ώρες. Αλλά είχε και άλλα πράγματα να κάνει. Προτού φύγει, της υποσχέθηκε να περάσει ξανά το επόμενο απόγευμα. Της απέμεναν τρεις μέρες στο Παρίσι. Την επόμενη μέρα, αφού σηκώθηκε και ντύθηκε, η Τίμι ένιωθε περισσότερο ασταθής από όσο θα ήθελε να παραδεχτεί, ακόμα και στον γιατρό της. Ένιωθε ωστόσο καλύτερα, αν και ακόμη δεν ήταν απόλυτα όπως παλιά. Παρ’ όλα αυτά, πίεσε τον εαυτό της να βγει. Το κατά 157 στημα που ήθελε δεν απείχε παρά λίγες δεκάδες μέτρα από το ξενοδοχείο της στη λεωφόρο Μοντέν, όπου μπορούσε κανείς να αγοράσει ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει το Παρίσι. Ήθελε να αγοράσει ένα δώρο για τον Ζαν-Σαρλ προτού φύγει. Ήταν ανεπανάληπτα ευγενικός μαζί της, την είχε φροντίσει εξαιρετικά και η Τίμι ήθελε να του δώσει κάτι για να τον ευχαριστήσει, παρόλο που ήξερε ότι ο Ζαν-Σαρλ δεν περίμενε τίποτα από κείνη. Ήταν μια χειρονομία ευγνωμοσύνης και φιλίας. Κατέβηκε στην είσοδο λίγο πριν από το μεσημέρι και περπάτησε αργά προς το κατάστημα με τα ρολόγια στη λεωφόρο Μοντέν, ενοχλημένη που ένιωθε σαν ηλικιωμένη. Είχε την αίσθηση πως είχε μεγαλώσει εκατό χρόνια μέσα σε μια εβδομάδα. Το σώμα της ένιωθε ακόμη
την επίδραση της επέμβασης, και τα αντιβιοτικά που εξακολουθούσε να παίρνει την έκαναν να αισθάνεται ελαφρώς άρρωστη. Όταν βρέθηκε στο κατάστημα ωστόσο, ξεχάστηκε με την πληθώρα των επιλογών, καταφέρνοντας τελικά να βρει ακριβώς αυτό που έψαχνε για τον Ζαν-Σαρλ. Ήταν ένα όμορφο και λιτό ρολόι από λευκόχρυσο, με μαύρο καντράν, που ήλπιζε πως θα του άρεσε. Ο πωλητής που την είχε εξυπηρετήσει τη διαβεβαίωσε πως, στην περίπτωση που δεν του άρεσε, ήταν ελεύθερος να το επιστρέψει και να το αλλάξει με όποιο μοντέλο προτιμούσε εκείνος. Γύρισε στο ξενοδοχείο της περπατώντας αργά, ευχαριστημένη με την αγορά της. Διέσχισε την είσοδο και έφτασε με ανακούφιση στη σουίτα της. Ακόμα και μετά από έναν τόσο σύντομο περίπατο που είχε διαρκέσει 158 μόλις μια ώρα, ένιωθε εξαντλημένη. Ήταν η πρώτη της έξοδος. Όταν έφαγε και κοιμήθηκε για λίγο, ένιωσε καλύτερα. Έμοιαζε ξανά με τον παλιό εαυτό της όταν ο Ζαν-Σαρλ ήρθε για την καθημερινή επίσκεψή του, και παρατήρησε κι εκείνος ότι το χρώμα της ήταν καλύτερο. Του είπε πως είχε βγει μια σύντομη βόλτα στη λεωφόρο Μο-ντέν, χωρίς να αναφέρει την αγορά που είχε κάνει. Σχέδιαζε να του δώσει το ρολόι την τελευταία μέρα της στο Παρίσι, όταν θα ερχόταν να τη δει
τελευταία φορά. Το κινητό του χτύπησε πολλές φορές στη διάρκεια της επίσκεψης και ήταν φανερό πως είχε αρκετές σοβαρές υποθέσεις ασθενών. Της εξήγησε πως δεν μπορούσε να μείνει για κουβέντα εκείνη τη μέρα. Το ίδιο απόγευμα της τηλεφώνησε να μάθει νέα της και η Τίμι τον διαβεβαίωσε πως ήταν περίφημα. Και το επόμενο πρωί πράγματι ήταν. Βελτιωνόταν μέρα με τη μέρα. Έκανε μάλιστα έναν μακρύ περίπατο στη λεωφόρο Μοντέν και ύστερα γύρισε ξανά στο ξενοδοχείο για να ξεκουραστεί. Η μικρή της εξόρμηση φανέρωνε σημαντική βελτίωση. Ο Ζαν-Σαρλ χάρηκε όταν την είδε εκείνο το απόγευμα και δεν τη μάλωσε καθόλου όταν του είπε ότι είχε απομακρυνθεί τόσο πολύ. «Αν περπατήσεις ακόμα περισσότερο αύριο, νομίζω ότι θα αισθάνεσαι αρκετά δυνατή για να μπεις στο αεροπλάνο την Πέμπτη» της είπε, όπως είχαν προγραμματίσει από την αρχή. Παρά την επέμβαση, που την είχε κρατήσει εκεί μια 159 επιπλέον βδομάδα, η Τίμι λυπόταν πραγματικά που θα άφηνε το Παρίσι. Είχε παρατείνει την επίσκεψή της με δύσκολο τρόπο και σίγουρα όχι για τον λόγο που θα ήθελε η ίδια. Αλλά ταυτόχρονα χαιρόταν που γνώριζε
τον γιατρό της καλύτερα και η περιέργειά της για τον γάμο του μεγάλωνε. Ήταν προφανές πως είχε κάνει συμβιβασμούς για χάρη των παιδιών του - κάτι που εκείνος το θεωρούσε απόλυτα δικαιολογημένο. Τώρα που αναλογιζόταν κάποια από τα σχόλιά του στη διάρκεια της κυριακάτικης επίσκεψής του, ήταν σχεδόν βέβαιη πως ήταν δυστυχής με τον γάμο του και σκόπευε να μείνει δυστυχής για πάντα. Η Τίμι το θεωρούσε ανόητο εκ μέρους του, αν και δεν ήταν χειρότερο από αυτό που έκανε η ίδια, να αρκείται σε σύντομες σχέσεις με άντρες που δεν ήταν αντάξιοί της, μόνο και μόνο επειδή δεν ήθελε να μείνει μόνη και αυτή ήταν μια εύκολη λύση. Ολόκληρο το πρόσωπό του φωτιζόταν όταν μιλούσε για τα παιδιά του, και αυτό τη συγκινούσε. Βαθύτερα από όσο θα περίμενε, ορισμένες φορές. Παρ’ όλα αυτά, τίποτα το ανάρμοστο δεν είχε γίνει ανάμεσά τους, ούτε ένα βλέμμα, ούτε μια ματιά, ούτε καν μια διφορούμενη φράση. Δεν προσπαθούσε να την παρασύρει, ούτε να τη γοητεύσει. Ήταν απλώς ένας φιλόπονος, ενίοτε μοναχικός, αλλά απόλυτα αφοσιωμένος γιατρός. Η Τίμι ήταν σίγουρη πως όχι μόνο τη συμπαθούσε ως ασθενή, αλλά του άρεσε να κουβεντιάζει μαζί της, για διάφορα θέματα και σε διάφορα επίπεδα. Ήρθε να τη δει τελευταία φορά στις πέντε το από160
γεύμα της Τετάρτης. Κρατούσε την ιατρική τσάντα του και φορούσε γκρι παντελόνι, μπλέιζερ και μια εξαίσια γραβάτα του οίκου Ερμες. Έδειχνε σοβαρός και τυπικός και τα μάτια του την κοιτούσαν με θλίψη. Η Τίμι δεν ήξερε αν έφταιγε κάτι που τον είχε αναστατώσει εκείνη τη μέρα, ή αν στενοχωριόταν που θα έφευγε, όπως στενοχωριόταν και εκείνη με τη σκέψη πως θα έπρεπε να τον αποχαιρετήσει και να αφήσει το Παρίσι. «Πότε θα έρθεις ξανά στην πόλη μας;» τη ρώτησε, όπως κάθονταν μαζί στον καναπέ της σουίτας της. Το δώρο της βρισκόταν πάνω στο τραπέζι, αλλά κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί του. Ήταν τυλιγμένο με απλό μπλε χαρτί, και μια κατσαρή, χρυσαφένια κορδέλα κρατούσε το περιτύλιγμα στη θέση του. «Τον Φεβρουάριο» του απάντησε. «Για την επόμενη επίδειξη. Αλλά αυτή τη φορά θα πάω μόνο στο Παρίσι και στο Μιλάνο - και στη Νέα Υόρκη φυσικά. Θα αφήσω έξω το Λονδίνο. Οι αντιπρόσωποί μου μπορούν να το φροντίσουν και μόνοι τους. Τέσσερις πόλεις είναι πάρα πολλές. Αυτό το ταξίδι κόντεψε να με σκοτώσει πολύ προτού διαρραγεί η σκωληκοειδίτιδά μου». «Εύχομαι να συναντηθούν ξανά οι δρόμοι μας» της απάντησε τυπικά, και η Τίμι λυπήθηκε με τον τόνο του. Ήδη ήταν κάπως διαφορετικός. Κατά κάποιον τρόπο έμοιαζε ψυχρός και αμήχανος, έτσι όπως βρισκόταν μόνος στη
σουίτα μαζί της, και ελαφρώς αφηρημένος, σαν να είχε άλλα πράγματα στο μυαλό του. Μόνο που η Τίμι δεν τον ήξερε αρκετά καλά για να τον ρωτήσει. 161 Κουβέντιασαν ψιλικά για μια ώρα σχεδόν, ως τη στιγμή που ο Ζαν-Σαρλ ανακοίνωσε πως ήταν ώρα να φύγει. Ένας ασθενής του τον περίμενε στο ιατρείο του κι εκείνος είχε ήδη αργήσει. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε η Τίμι ήταν να τον αποχαιρετήσει. Ήξερε ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά ανάμεσά τους όταν βλέπονταν ξανά. Η άνεση που είχαν τώρα μεταξύ τους οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην ασθένειά της και στη μοναξιά που ένιωθε στο Παρίσι. Αυτό ήταν που τους είχε δώσει την ευκαιρία να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον και να γίνουν φίλοι. Της άρεσε να σκέφτεται πως άφηνε έναν φίλο στο Παρίσι, ωστόσο δεν ήταν απόλυτα σίγουρη πως ήταν φίλος της. Ήταν ο γιατρός που την είχε φροντίσει και απλώς ήταν ευγενικός μαζί της. Θα της άρεσε πάντως να ξέρει πως ήταν φίλος της. Είχε την ελπίδα πως τον επόμενο Φλεβάρη θα κατάφερναν να ξαναπιάσουν τα ξέφτια του δεσμού που είχε αρχίσει να σχηματίζεται ανάμεσά τους, αλλά δεν είχε ιδέα αν το ίδιο ήθελε κι εκείνος, ή αν αυτή δεν ήταν παρά μια περαστική στιγμή μεταξύ γιατρού και ασθενή, που δεν θα επαναλαμβανόταν ποτέ ξανά.
Όταν τον είδε έτοιμο να κατευθυνθεί προς την πόρτα, του έδωσε το τυλιγμένο μπλε κουτί. Εκείνος σταμάτησε ξαφνιασμένος και την κοίταξε αμήχανα. «Τι είναι αυτό;» «Κάτι για να σε ευχαριστήσω που ήσουν τόσο ευγενικός μαζί μου» του είπε σιγανά. Είχε μοιραστεί μαζί του πράγματα που δεν τα είχε πει ποτέ σε κανέναν. Τον είχε εμπι 162 στευτεί, τόσο ως γιατρό όσο και ως φίλο. Αλλά εκείνος δεν περίμενε τίποτα από αυτήν, πέρα από τον χρόνο που είχαν περάσει μαζί. Του έφτανε που της μιλούσε. Το κουτί που του έδωσε ήταν μεγάλη έκπληξη και η Τίμι τον είδε να διστάζει λίγο προτού το πάρει από το χέρι της. «Δεν ήμουν ευγενικός» της απάντησε ήρεμα. «Τη δουλειά μου έκανα». Για την Τίμι όμως, είχε κάνει κάτι πολύ παραπάνω από αυτό. Είχε υπάρξει πηγή αστείρευτης υποστήριξης και την είχε τονώσει όπως ποτέ κανείς δεν το είχε κάνει. Η Τίμι είχε νιώσει να την κατακλύζει ένα κύμα ζεστασιάς και ανθρωπιάς που πήγαζε από μέσα του και ήθελε να τον ευχαριστήσειγιααυτό, με ένα δώρο που θα του θύμιζε τις βαθιές εκμυστηρεύσεις που είχαν ανταλλάξει. «Με συγκινείς αφάνταστα» της είπε,
κρατώντας το δώρο με το ίδιο χέρι που κρατούσε την ιατρική τσάντα του, για να της απλώσει το ελεύθερο χέρι του και να σφίξει το δικό της. «Σ’ ευχαριστώ που με άκουσες» είπε σιγανά η Τίμι «και που βρέθηκες κοντά μου τη στιγμή που σε χρειάστηκα... που μου κρατούσες το χέρι όταν ήμουν φοβισμένη». Είχε περάσει πολύ χειρότερα, τόσα, που ο Ζαν-Σαρλ δυσκολευόταν να πιστέψει πως η απλή παρουσία του είχε κάνει διαφορά, όσο σημαντική κι αν φάνταζε τη δεδομένη στιγμή σ’ εκείνη. Ο ίδιος θεωρούσε πως δεν είχε κάνει τίποτα το ιδιαίτερο. Σίγουρα όχι κάτι που άξιζε δώρο. «Να προσέχεις» της είπε με χαμόγελο. «Να ξεκουράζεσαι. Μην πέσεις με τα μούτρα στη δουλειά όταν γυρί' σεις πίσω. Για λίγο καιρό θα νιώθεις αρκετά κουρασμένη»· 163 Ήταν ξανά απλώς και μόνο ο γιατρός της και έδειχνε προβληματισμένος. Δεν του άρεσαν οι αποχαιρετισμοί και το δώρο της τον είχε βγάλει από τα νερά του. Ήταν εντελώς απρόσμενο και δεν μπορούσε να ξέρει ότι η Τίμι το συνήθιζε. «Να φροντίζεις τον εαυτό σου» της είπε τελικά χαμογελώντας. «Επικοινώνησε μαζί μου αν ποτέ χρειαστείς βοήθεια».
«Ισως αρρωστήσω όταν έρθω ξανά τον Φλεβάρη» είπε η Τίμι χαριτολογώντας και ύστερα έβαλε τα γέλια. «Ελπίζω πως όχι!» φώναξε ο Ζαν-Σαρλ και έδειξε το δώρο. «Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό. Δεν ήταν ανάγκη». «Το ήθελα. Ήσουν πολύ ευγενικός». Φανταζόταν πως ήταν μια ασημένια πένα, το είδος του δώρου που του έκαναν συχνά οι ασθενείς του. Τον περίμενε μεγάλη έκπληξη. Και τότε, χωρίς προειδοποίηση, η Τίμι ήρθε κοντά του και τον αγκάλιασε. Τον φίλησε και στα δύο μάγουλα και ο Ζαν-Σαρλ χαμογέλασε. «Bon voyage, καλό ταξίδι, μαντάμ Ο’Νιλ» της είπε αποχαιρετώντας την κι έπειτα άνοιξε την πόρτα και βγήκε από τη σουίτα. Η Τίμι στάθηκε στο κατώφλι παρακολουθώντας τον να κατευθύνε-ται προς το ασανσέρ και να πατάει το κουμπί. Την επόμενη στιγμή το ασανσέρ βρισκόταν εκεί και έβγαιναν δύο Γιαπωνέζοι, ένοικοι του ξενοδοχείου. Ο Ζαν-Σαρλ μπήκε χωρίς χρονοτριβή, της κούνησε μια τελευταία φορά το χέρι και αμέσως μετά εξαφανίστηκε. Η Τίμι γύρισε στη γνώριμη σουίτα της νιώθοντας έναν κόμπο να της φράζει τον λαιμό. Ανέκαθεν μισούσε τους αποχαιρετι164
σμούς. Κάθε φορά που έλεγε αντίο σε ανθρώπους που συμπαθούσε και τους έβλεπε να φεύγουν, ακόμα και τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, ένιωθε πως την εγκατέλει-παν. Βλέποντάς τον να φεύγει, ένιωσε ένα γνώριμο σφίξιμο στην καρδιά, το οποίο ακόμα και η ίδια ήξερε πως ήταν ανόητο. Στο κάτω κάτω, ένας γάλλος γιατρός ήταν, όχι ο εραστής της. Και όπως ήξερε καλά από την εμπειρία της, όλα τα ωραία πράγματα, ακόμα και οι φιλίες, κάποτε τελειώνουν. 5 ΕΤΟΙΜΑΣΕ ΤΙΣ ΒΑΛΙΤΣΕΣ ΤΗΣ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΝΥΧΤΑ και τηλεφώνησε στον Ζακ όταν σηκώθηκε το επόμενο πρωί, για να τον πληροφορήσει πως επέστρεφε το ίδιο απόγευμα. Για εκείνον ήταν ακόμη Τετάρτη βράδυ, για εκείνη Πέμπτη πρωί. Η πτήση για Λος Άντζελες θα διαρκούσε έντεκα ώρες, με τη χρονική διαφορά των εννέα ωρών προς όφελος της. Θα ήταν νωρίς το απόγευμα όταν θα έφτανε στο Λος Άντζελες και μεσημέρι όταν θα άφηνε το Παρίσι. «Γεια» είπε αδιάφορα όταν ο Ζακ απάντησε στο τηλέφωνο. Ακουγόταν χαλαρός, σαν να βρισκόταν στο κρεβάτι, αν και της είπε ότι δεν κοιμόταν. «Επιστρέφω σήμερα και σκέφτηκα να σε ειδοποιήσω μήπως ήθελες να έρθεις». Είχε τέσσερις εβδομάδες να τον δει, αλλά είχαν κρατήσει μια σχετικά τακτική επαφή, παρόλο που δεν την είχε τρελάνει στα τηλεφωνήματα όσο ήταν άρρωστη. Την είχε πάρει μερικές
φορές, είχε προσπαθήσει να είναι αστείος και είχε πει πως ανυπομονοΰσε να τη δει. Η Τίμι τον ήξερε καλά και δεν περίμενε κάτι περισσότερο, αν και θα της άρεσε να την είχε ξαφνιάσει και να της 166 είχε δείξει πως νοιαζόταν λίγο παραπάνω. Αλλά δεν το είχε μέσα του. Η σχέση τους δεν ήταν ποτέ κάτι παραπάνω από επιφανειακή. Κατά ένα μεγάλο μέρος, αυτός ήταν και ο λόγος που έμενε μαζί του, και για τον ίδιο λόγο εδώ και έντεκα χρόνια έμενε με άντρες σαν αυτόν. Αυτό είχε θυμίσει στον εαυτό της την προηγούμενη νύχτα, αφού είπε αντίο στον Ζαν-Σαρλ. Ο Ζακ ήταν εντελώς διαφορετική πάστα ανθρώπου. Δεν ήταν βαθύς, ούτε στη σκέψη ούτε και στις προθέσεις, και δεν είχε υποκριθεί ποτέ το αντίθετο. Το μόνο που ήθελε ήταν να περνάει καλά, και η Τίμι δεν προσδοκούσε τίποτα παραπάνω από αυτόν. Υπενθύμισε στον εαυτό της πως αυτό ήταν κάτι που δεν έπρεπε να το ξεχνάει. Οι γιορτές πλησίαζαν. Θα ήταν πολύ πιο ευχάριστες αν τις περνούσε με τον Ζακ παρά μόνη. «Συγγνώμη, Τίμι, δεν μπορώ να έρθω» είπε αόριστα ο Ζακ σε απάντηση στην πρόσκλησή της να περάσει εκείνο το βράδυ από το σπίτι της. Η αντίδρασή του της θύμισε ξανά τις ξεχωριστές, ανεξάρτητες ζωές τους. Δεν ήταν ένας αφοσιωμένος αγαπημένος που αδημονούσε για
την επιστροφή της. Είχε δική του ζωή. Όπως είχε κι εκείνη. «Κρίμα» είπε ήρεμα η Τίμι. Ήταν συνηθισμένη σε τέτοιες απαντήσεις. Έβλεπαν ο ένας τον άλλον όποτε τους βόλευε και τύχαινε να είναι ελεύθεροι. Και ο Ζακ είχε καλομάθει σε γυναίκες που τον κυνηγούσαν διαρκώς. Σπανίως ξεβολευόταν ο ίδιος για κάποιον, παρόλο που η σχέση του με την Τίμι έτρεφε τον εγωισμό του. Του άρεσε να λέει στον κόσμο πως έβγαινε με την Τίμι Ο’Νιλ. 167 «Πηγαίνω στο Σαν Φρανσίσκο να δω έναν τύπο με τον οποίο είχα συμπρωταγωνιστεί σε ένα θεατρικό πριν από λίγα χρόνια» της εξήγησε. «Μόλις μου τηλεφώνησε και δεν ήξερα πως θα γύριζες». Η Τίμι δεν τον είχε κα-λέσει νωρίτερα για να κάνουν σχέδια. Είχε σκοπό να τον ειδοποιήσει μόλις έφτανε στο σπίτι της. Και εκείνος δεν προσφέρθηκε να ακυρώσει το ταξίδι του στο Σαν Φρανσίσκο για χάρη της. Η Τίμι υποπτευόταν πως ήταν η μικρή εκδίκησή του επειδή δεν τον είχε πάρει μαζί της στην Ευρώπη. Απλώς της τόνιζε την άποψή του. «Κρίμα. Φαίνεται πως δεν θα προλάβουμε να ιδωθούμε. "Ισως συναντηθούμε στο αεροδρόμιο» του είπε ανάλαφρα. Δεν έπαιρνε στα σοβαρά την απόρριψή του. Ούτε εκείνη ανυπομονούσε να τον δει. Απλώς θα ήταν ωραίο να
συναντηθούν ύστερα από τέσσερις βδομάδες. Και όσο τον άκουγε, τόσο συνειδητοποιούσε τη διαφορά ανάμεσα στις συζητήσεις που είχε μαζί του και σ’ εκείνες που είχε πρόσφατα με τον Ζαν-Σαρλ. Η διαφορά δεν περιοριζόταν μονάχα στο πνεύμα, αλλά και στο ενδιαφέρον που έδειχνε ο ένας στον άλλον και στον κοινό κώδικα επικοινωνίας. Ακόμα και ύστερα από αρκετούς μήνες που κοιμόταν με τον Ζακ και έβγαινε μαζί του, δεν υπήρχε βαθιά σχέση ανάμεσά τους και μάλλον δεν θα υπήρχε πότέ. "Ενιωθε ήδη πολύ πιο δεμένη με τον Ζαν-Σαρλ, όσο και αν της φαινόταν περίεργο. «Θα σε δω όταν γυρίσω» συνέχισε ανέμελα ο Ζακ. «Μόνο δυο μέρες θα λείψω. Τι θα κάνεις αυτό το Σαββατοκύριακο; Θα πας στο Μαλιμπού;» 168 «Ισως. Θα εξαρτηθεί από το πώς νιώθω. Μόλις βγήκα από το νοσοκομείο, ξέρεις», του θύμισε. Ήταν σαν να μιλούσε σε έναν άγνωστο ύστερα από απουσία ενός μήνα και, από πολλές απόψεις, έτσι ήταν. «Ειδοποίησέ με αν πας. Επιστρέφω το Σάββατο. Μπορείς να με βρεις στο κινητό μου. Από το Σαν Φρανσίσκο θα επιστρέψω οδικώς. Ενημέρωσέ με για τα σχέδιά σου». Η Τίμι ήξερε καλά πως θα ήταν λιγότερο ενθουσιώδης αν εκείνη
έμενε στο Μπελ Ερ. Τον ήξερε καλά πλέον. Του άρεσε να περνάει τα Σαββατοκύριακα μαζί της στην παραλία, όπως κι εκείνος ήξερε πως δεν της άρεσε να πηγαίνει εκεί μόνη. «Να έχεις καλό ταξίδι και καλή επιστροφή» της είπε ανάλαφρα. «Κι εσύ το ίδιο» του αντευχήθηκε, νιώθοντας θλίψη όταν έκλεισε το τηλέφωνο. Καμιά φορά, παρά την απόφασή της να μη δεθεί βαθύτερα μαζί του, δεν μπορούσε να μη σκέφτεται πόσο θα ήθελε να ήταν κάτι περισσότερο για εκείνη. Θα ήταν όμορφο να γυρίζει στο σπίτι της και σε κάποιον που την αγαπούσε και νοιαζόταν στ’ αλήθεια γι’ αυτή. Λίγα λεπτά αργότερα είχε ήδη ντυθεί και είχε φύγει από το ξενοδοχείο, ελπίζοντας βαθιά μέσα της ότι ο Ζαν-Σαρλ θα τηλεφωνούσε για να την αποχαιρετήσει ξανά, πράγμα που βεβαίως δεν έγινε. Δεν είχε λόγο να το κάνει. Της είχε πει αντίο το προηγούμενο βράδυ κι εκείνη δεν ήταν πια ασθενής του. Η Τίμι αναρωτιόταν αν είχε ανοίξει το δώρο του και αν του άρεσε. Ήλπιζε να του άρεσε. 169 Άφησε φιλοδωρήματα στη ρεσεψιόν, έδωσε και άλλα φιλοδωρήματα στους γκρουμ και στους πορτιέρηδες, και υστέρα ο Ζιλ ξεκίνησε ολοταχώς για το Σαρλ ντε
Γκολ, διασχίζοντας τους πολύβοους δρόμους του Παρισιού. Ο Ζιλ τη βοήθησε να δώσει τις βαλίτσες της στο γκισέ όταν έφτασαν στο αεροδρόμιο, κάτι που έκανε πάντα ο Ντέιβιντ όταν ταξίδευαν μαζί, και η Τίμι βρήκε από μόνη της ένα καροτσάκι για τη βαριά τσάντα της. Μετά την πρόσφατη νοσηλεία της στο νοσοκομείο, η διαδρομή τής φάνηκε ασυνήθιστα μεγάλη, παρόλο που δεν πονούσε. Ήταν απλώς λίγο πιο κουρασμένη από το συνηθισμένο. Μια υπάλληλος της υπηρεσίας διακεκριμένων επιβατών τη συνάντησε στην πύλη και τη συνόδεψε μέχρι το αεροπλάνο και το κάθισμά της στην πρώτη θέση. Όλα είχαν πάει καλά. Η Τίμι βολεύτηκε στη θέση της, έβγαλε ένα βιβλίο να διαβάσει, δέχτηκε τα περιοδικά που της πρόσφερε η αεροσυνοδός και ύστερα ακούμπησε το κεφάλι της στο κάθισμά της και έκλεισε τα μάτια. Ένιωθε σαν να έλειπε χρόνια. Η αναπάντεχη επέμβαση δεν είχε προσθέσει παρά λίγες μέρες στο ταξίδι της, αλλά η αλήθεια ήταν πως είχε μείνει στο Παρίσι πάνω από δύο εβδομάδες. Όσο και αν της άρεσε εκεί όταν δεν ήταν άρρωστη, χαιρόταν που επέστρεφε στο σπίτι της. Ήταν σίγουρη πως την περίμεναν ολόκληρες στοίβες από έγγραφα στο γραφείο της. Είχε να πάρει ένα εκατομμύριο αποφάσεις για τις σειρές της επόμενης χρονιάς. Συζητούσαν να λανσάρουν ακόμα ένα άρωμα και η ίδια είχε κάμποσες ιδέες 170
για καινούργια καλλυντικά. Το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς στη διάρκεια της απογείωσης και μισή ώρα αργότερα ένιωσε να την παίρνει ο ύπνος, με αποτέλεσμα να κοιμηθεί τις επόμενες πέντε ώρες. Όταν ξύπνησε της έφεραν το δείπνο και παρακολούθησε μια ταινία, και ύστερα ρύθμισε το κάθισμά της στην ανάκλιση, βολεύτηκε κάτω από την απαλή κουβερτούλα και κοιμήθηκε για όλο το υπόλοιπο της πτήσης προς Λος Άντζελες. Ο υπεύθυνος του πληρώματος καμπίνας την ξύπνησε την ώρα που ετοιμάζονταν για προσγείωση. «Μαντάμ Ο’Νιλ!» της είπε, αγγίζοντας απαλά τον ώμο της. Η Τίμι άκουσε την αντρική γαλλική φωνή και φευγαλέα πίστεψε πως βρισκόταν πίσω στο νοσοκομείο και πως αυτός που της μιλούσε ήταν ο Ζαν-Σαρλ Βερνιέ. Και αμέσως μετά συνειδητοποίησε πού βρισκόταν. Ο υπεύθυνος της ζήτησε να ρυθμίσει το κάθισμά της στην όρθια θέση και η Τίμι κοίταξε έξω από το παράθυρο και κατάλαβε πως πλησίαζαν στο διεθνές αεροδρόμιο του Λος Άντζελες. Πήγε στην τουαλέτα, βούρτσισε τα δόντια της, έπλυνε το πρόσωπο και χτένισε τα μαλλιά της, προλαβαίνοντας να γυρίσει στη θέση της έγκαιρα πριν από την προσγείωση. Όταν το αεροπλάνο ακινητοποιήθηκε μπροστά στην πύλη, η Τίμι ήταν από τους πρώτους που αποβιβάστηκαν, κουβαλώντας τη βαριά τσάντα της από δέρμα κροκοδείλου. Μια
υπάλληλος της υπηρεσίας διακεκριμένων επιβατών την πήρε από τα χέρια της μόλις βγήκε από το αεροσκάφος. Πέρασε από το τελωνείο χωρίς ΕΡΩΤΑΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ 171 καθυστέρηση, αφού δεν είχε κάτι να δηλώσει. Τα λιγοστά πράγματα που είχε αγοράσει είχαν γυρίσει πίσω με την Τζέιντ ή είχαν σταλεί απευθείας στο Λος Άντζελες. Δεν της άρεσε διόλου να χάνει χρόνο με διατυπώσεις, έτσι σπανίως κουβαλούσε πράγματα μαζί της. Αμέσως μόλις βγήκε από την πύλη, είδε την Τζέιντ να την περιμένει. Ο οδηγός της βρισκόταν έξω. Η Τζέιντ πήρε τη βαριά τσάντα από τα χέρια της υπαλλήλου και συνόδεψε την εργοδότριά της προς την έξοδο, εξηγώντας πως ο Ντέιβιντ ήθελε να έρθει αλλά είχε υπερβολικά πολλή δουλειά. «Δεν χρειάζομαι και τους δυο σας για να με πάτε στο σπίτι» είπε η Τίμι χαμογελώντας, αφού πρώτα την αγκάλιασε. «Πώς νιώθεις;» Η Τζέιντ είχε παρατηρήσει ήδη πως έδειχνε ελαφρώς αδυνατισμένη και πολύ ωχρή. Ξάφνου το ανοιχτόχρωμο δέρμα της φάνταζε σχεδόν διάφανο, πλαισιωμένο από τα κόκκινα μαλλιά της. «Καλά» απάντησε η Τίμι, ξαφνιασμένη και η ίδια με το πόσο καλά ένιωθε και πόσο σε ετοιμότητα, ύστερα από το μακρύ
ταξίδι. Αλλά είχε κοιμηθεί στο μεγαλύτερο μέρος της πτήσης. Όπως έκανε πάντα. «Ένιωθα φριχτά ξέροντας πως είσαι άρρωστη. Στ’ αλήθεια ήθελα να γυρίσω». «Δεν ήταν ανάγκη. Ήμουν μια χαρά. Είχα έναν πολύ καλό γιατρό και με φρόντισαν εξαιρετικά στο Αμερικανικό Νοσοκομείο. Μετά το αρχικό σοκ ξεκουράστηκα αρκετά, αν και δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχα στο μυα 172 λό μου». Έμοιαζε να έχει ξαναβρεί τον παλιό εαυτό της, έτσι όπως διέσχιζε με πλατιά βήματα την αίθουσα του αεροδρομίου έχοντας τη βοηθό της στο πλευρό της. «Είσαι τόσο γενναία» σχολίασε με θαυμασμό η Τζέιντ. «Εγώ θα είχα τρελαθεί, να είμαι άρρωστη σε ξένη χώρα και να πρέπει να εγχειριστώ επειγόντως. Όποτε αρρωσταίνω, γίνομαι ξανά δυο χρονών» μονολόγησε συμπά-σχοντας, και έδειξε αμήχανη όταν η Τίμι έβαλε τα γέλια. Ήταν χαρούμενη που έβλεπε τη βοηθό της και βρισκόταν ξανά σε γνώριμο περιβάλλον και στη ρουτίνα της. Πραγματικά περίμενε πώς και πώς να ξαπλώσει στο δικό της κρεβάτι στο Μπελ Ερ, παρά την πολυτέλεια του Πλάζα Ατενέ. Αυτό ήταν το σπίτι της και ήταν υπέροχο που βρισκόταν εκεί.
«Εγώ έγινα πέντε χρονών» εξομολογήθηκε η Τίμι. «Νομίζω ότι σε κανέναν δεν αρέσει να αρρωσταίνει μακριά από την πατρίδα του. Αν το καλοσκεφτείς, όλα πήγαν καλά. Ο γιατρός ήταν καταπληκτικός. Μου κρατούσε το χέρι» είπε χαμογελώντας. «Εμένα θα αναγκάζονταν να με κρατήσουν ναρκωμένη και τις δέκα μέρες» σχολίασε η Τζέιντ, ενώ προχωρούσαν με ρυθμό χελώνας στον αυτοκινητόδρομο. Η κυκλοφορία των αυτοκινήτων ήταν πυκνή, πράγμα επίσης γνώριμο. «Αοιπόν, ποια τα σχέδιά μας;» ρώτησε η Τίμι, και η Τζέιντ την ενημέρωσε για τις συναντήσεις που είχε προγραμματίσει για την επόμενη βδομάδα. Είχε προσπαθήσει να το κάνει εύκολο για την Τίμι. Με φυσιολογικά 173 κριτήρια και για συνηθισμένους, κοινούς θνητούς, το πρόγραμμα όπως το είχε σχεδιάσει φάνταζε υπερβολικά φορτωμένο. Για την Τίμι ήταν παιχντδάκι. Είχε ενέργεια δέκα ανθρώπων όταν ήταν σε άριστη φόρμα, την οποία ήλπιζε πως θα ξανάβρισκε σύντομα. Αν και δεν ήταν απόλυτα σίγουρη, μετά τη μακρά πτήση. Με ώρα Παρισιού, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Θα της έπαιρνε λίγες μέρες να ξεπεράσει την αλλαγή ώρας, το χειρουργείο και το ταξίδι. Παρ’ όλα αυτά, ένιωθε εντυπωσιακά
καλά. Σχεδίαζε να ενημερωθεί για τις εξελίξεις στο γραφείο της την επόμενη μέρα και το Σαββατοκύριακο να φύγει για το Μαλιμπού, πιθανότατα παίρνοντας μαζί της αρκετή δουλειά. Η κουβέντα κύλησε χαλαρά σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή και την τελευταία στιγμή η Τίμι αποφάσισε να κάνουν μια στάση στο γραφείο, προτού γυρίσει στο σπίτι της. Δεν την περίμενε κανείς εκεί και ήθελε έτσι κι αλλιώς να ρίξει μια ματιά στο γραφείο της για να εκτιμήσει το μέγεθος της χιονοστιβάδας που την περίμενε στην επιστροφή της. «Είσαι σίγουρη πως κάνει;» ρώτησε η Τζέιντ με ανήσυχο βλέμμα. «Δεν θα έπρεπε να ξεκουραστείς;» Αλλά εδώ μιλούσε για την Τίμι. Όχι για έναν απλό θνητό, που θα ήθελε να γυρίσει στο σπίτι του, να κάνει ένα ντους, να αδειάσει τη βαλίτσα του και να πέσει για ύπνο. Η γεννήτρια που λεγόταν Τίμι Ο’Νιλ, μετά από δέκα μέρες ξεκούρασης, δεν έβλεπε την ώρα να σταθεί ξανά στα πόδια της. Η Τζέιντ το έβλεπε καθαρά, καθώς η Τίμι γελούσε και επέμενε πως ήταν μια χαρά. Έδειχνε μια χαρά πάντως, και σίγουρα είχε άριστη διάθεση. Το συγκρότημα γραφείων που στέγαζε το αρχηγείο της Τίμι Ο βρισκόταν στην περιοχή όπου χτυπούσε η καρδιά της μόδας, στο κέντρο του Λος Άντζελες, και περιλάμβανε πέντε κτίρια
και μια αποθήκη, όπου καταχωρίζονταν τα εισαγόμενα προϊόντα πριν από την αποστολή τους σε άλλους προορισμούς. Υπήρχαν και άλλες αποθήκες μερικά τετράγωνα πιο κάτω, ένα εργοστάσιο στο Νιου Τζέρσι και αρκετά υφαντήρια και εργοστάσια που είχε αγοράσει στο εξωτερικό πριν από χρόνια, ως επί το πλείστον στη Μαλαισία και στην Ταϊβάν. Τον τελευταίο καιρό διαπραγματευόταν την αγορά ακόμα ενός εργοστασίου στην Ινδία. Όταν πάρκαραν μπροστά στην είσοδο του κτιρίου όπου στεγάζονταν τα γραφεία τους, η Τίμι κοίταξε γύρω της λάμποντας από χαρά. «Καλώς ήρθες» ψιθύρισε σιγανά στον εαυτό της, χαρούμενη που επέστρεφε στη φυσιολογική της ζωή. Ένιωθε δυνατή και σίγουρη εδώ. Ήξερε ανά πάσα στιγμή τι είχε να αντιμετωπίσει, είχε τον έλεγχο κάθε τομέα της αυτοκρατορίας της και της άρεσε να είναι επικεφαλής. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια η δουλειά της είχε εκτοπίσει οτιδήποτε άλλο στη ζωή της και η Τίμι ήξερε, χωρίς κανέναν δισταγμό, ότι ήταν άριστη σε αυτό που έκανε. Ήταν μεγάλη παρηγοριά να ξέρει πως ήταν κάτι που το έκανε καλά. Η διοίκηση ενός τεράστιου ομίλου που περιλάμβανε διαφορετικές σειρές ρούχων, ετικέτες και εταιρείες ήταν κάτι που δεν την είχε τρομάξει ποτέ, το 175 αντίθετο μάλιστα, την έκανε να νιώθει ασφαλής. Αυτό που
την έκανε να πονάει ήταν η υπόλοιπη ζωή της. Η δουλειά της δεν την είχε προδώσει ποτέ. Από το ξεκίνημά της κιόλας, η Τίμι είχε ανακαλύψει τον εαυτό της, τις ικανότητες και το αστείρευτο ταλέντο της. Τα τελευταία χρόνια, η προσωπική ζωή της ήταν πάντα λειψή και δεν έπαυε να την απογοητεύει. Κι έτσι, δεν επέτρεπε πια στον εαυτό της να τη σκέφτεται. Όσο παρέμενε προσηλωμένη στη δουλειά της, ήταν μια χαρά. Διέσχισε το κατώφλι και η Τζέιντ την είδε να παίρνει ζωή, σαν λουλούδι που μόλις το είχαν ποτίσει. Έμοιαζε έτοιμη να ανθίσει καθώς έμπαινε στο ασανσέρ για τον τρίτο όροφο. Δεν την περίμεναν επίσημα, αλλά είχαν ειδοποιηθεί. Ο Ντέιβιντ τους είχε πει πως κατά πάσα πιθανότητα θα έκανε μια στάση στο γραφείο καθ’ οδόν για το σπίτι της και, όπως πάντα, είχε δίκιο. Ένα λεπτό αργότερα, η Τίμι έμπαινε στο γραφείο του με ένα πλατύ χαμόγελο. «Λοιπόν, σου έλειψα;» τον ρώτησε καθώς τον αγκάλιαζε με θέρμη. Ο Ντέιβιντ αντα-ποκρίθηκε στο αγκάλιασμά της χαμογελώντας θερμά. Όπως η Τζέιντ, ανησυχούσε για εκείνη. Αλλά είχαν ακολουθήσει τις εντολές της και είχαν μείνει στη Νέα Υόρκη για να ολοκληρώσουν τις συναντήσεις. «Και βέβαια μου έλειψες» της απάντησε, κάνοντας τον γύρο του γραφείου του. «Τελευταία φορά που σε αφήνουμε μόνη. Μας έκανες να τρελαθούμε από την αγωνία».
«Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο» είπε η Τίμι για να αλλά 176 ξει θέμα, κι έξαφνα το Παρίσι έμοιαζε σαν να ανήκε σε άλλον πλανήτη, όπως και η επέμβασή της, όπως και ο Ζαν-Σαρλ Βερνιέ. Δεν τον είχε σκεφτεί καν, παρόλο που τον έβλεπε διαρκώς επί εννέα ημέρες. Τώρα όλα αυτά ήταν παρελθόν. Βρισκόταν ξανά στο μαγικό βασίλειο της Τίμι Ο, το οποίο διοικούσε τόσο καλά και γτα το οποίο ζουσε. Είχε γίνει, ακόμα μια φορά, ο άνθρωπος που είχε πρωτογνωρίσει ο ΖανΣαρλ όταν είχε αρρωστήσει, ο άνθρωπος τον οποίο εκείνος δεν ενέκρινε, ο άνθρωπος που ζουσε μοναχά για τη δουλειά και ήταν πρόθυμος να θυσιάσει τα πάντα για χάρη της, συμπεριλαμβανομένης της υγείας της, έστω και με μεγάλο τίμημα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν η Τίμι. «Άσ’ τα αυτά» τη μάλωσε ο Ντέιβιντ. «Μια ρήξη σκωληκοειδίτιδας είναι σοβαρή υπόθεση. Θα μπορούσε να είχες πεθάνει». «Που τέτοια τύχη» τον πείραξε. «Είμαι πολύ εργασιομανής για να κάνω κάτι τέτοιο. Λοιπόν, ποια τα σπουδαία νέα; Ακόμη δεν έχω δει το γραφείο μου. Προειδοποιήστε με προτού μπω μέσα και πάθω καρδιακή προσβολή». «Τίποτα το φοβερό, για να πω την αλήθεια» τη διαβεβαίωσε
ο Ντέιβιντ. «Έσβησα κάμποσες φωτιές σήμερα, αλλά ήταν όλες μικρές. Έχουμε ένα πρόβλημα στο εργοστάσιο της Ταϊβάν, σου έστειλα μια αναφορά που θα πρέπει να βρίσκεται στα εισερχόμενα μηνΰματά σου, αλλά ακόμα κι αυτό δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Νομίζω ότι βρήκα τη λύση. Μπορείς να τη διαβάσεις απόψε. Τα υφάσματα από το Πεκίνο έφτασαν, όπως και τα πλεκτά 177 από την Ιταλία. Βρίσκονται ήδη στο Νιου Τζέρσι. Για την ακρίβεια, δεν μπορώ να βρω τίποτα που θα σε έκανε να ανησυχήσεις, αν και είμαι σίγουρος πως εσύ όλο και κάτι θα καταφέρεις να βρεις» της απάντησε γελώντας, χαρούμενος που την έβλεπε ξανά. Ήταν κάτι σαν μεγάλη αδερφή του, ο μέντοράς του, ο άνθρωπος που θαύμαζε πιότερο από όλους στον κόσμο. Ο Ντέιβιντ θαύμαζε κάθε της κίνηση τα τελευταία έξι χρόνια, από τότε που τον είχε ανακαλύψει και τον είχε πάρει υπό την προστασία της. Του είχε μάθει όλα όσα ήξερε γι’ αυτή τη δουλειά. Η Τίμι ήταντελειομανής, σχολαστική σε κάθε λεπτομέρεια, επέβλεπε και διηύθυνε τα πάντα, ήταν ιδιοφυία στο μάρκετινγκ, ήξερε το κοινό της και ως σχεδιάστρια διέθετε αλάνθαστη διαίσθηση. Δεν ήταν περίεργο που ήταν η πιο σημαντική γυναίκα στη βιομηχανία της μόδας. Το μόνο που είχε αληθινά σημασία για εκείνη ήταν η δουλειά της. Ο
κόσμος της Τίμι Ο ήταν τώρα το παιδί της και η Τίμι το φρόντιζε, το αγαπούσε, το περιποιόταν, το μάλωνε, το προστάτευε και το κρατούσε σαν φυλαχτό στην καρδιά της. «Σε ένα λεπτό θα είμαι πίσω» είπε η Τίμι αφήνοντας το γραφείο του Ντέιβιντ για να πάει στο δικό της. Εκεί την περίμενε η Τζέιντ με ένα φλιτζάνι τσάι και τα μηνύ-ματά της τακτοποιημένα σε στοίβες. Πάνω στο γραφείο υπήρχαν φάκελοι, φυλλάδια, φαξ, δείγματα συσκευασιών και χιλιάδες άλλα πράγματα. Η Τίμι κάθισε και ρίχτηκε στην ταξινόμηση, σαν να ήταν κινέζικη σπαζοκεφαλιά, από εκείνες που της άρεσε να λύνει. Στις εφτά βρισκόταν 178 ακόμη εκεί, με την Τζέιντ δίπλα της. Είχαν εξετάσει ένα προς ένα τα θέματα που την περίμεναν και υπήρχε ακόμη μια τεράστια στοίβα από έγγραφα που η Τίμι σκόπευε να πάρει μαζί της στο σπίτι για να τα διαβάσει το ίδιο βράδυ. Ήταν σαν να μην είχε φύγει ποτέ. Και έδειχνε πιο χαρούμενη από ποτέ. Βρισκόταν ξανά στο στοιχείο της. Και η δουλειά ήταν το αγαπημένο της σπορ. Σε επίπεδο Ολυμπιακών Αγώνων. Μία ώρα αργότερα η Τίμι βρισκόταν ακόμη στο γραφείο, με τη βοηθό της δίπλα της. «Δεν θέλω να φανώ αγενής» είπε επιφυλακτικά η Τζέιντ λίγο μετά τις οχτώ. Δεν την πείραζε να δουλεύει μέχρι αργά με την Τίμι, ήταν κάτι που το έκανε
πάντα, εκτός από τις φορές που είχε κάτι το ιδιαίτερο, όπως ένα σημαντικό ραντεβού, οπότε είχε το ελεύθερο να γυρίσει νωρίς στο σπίτι της. Αλλά ήταν γεγονός πως η Τίμι έχανε την αίσθηση του χρόνου όταν βρισκόταν στο γραφείο. Όταν άκουσε τη βοηθό της, σήκωσε τα μάτια της σαν να προσγειωνόταν αργά ξανά στη γη. «Για σένα είναι πέντε το πρωί. "Ισως θα έπρεπε να πας στο σπίτι σου». Είχε περάσει μια εγχείρηση, στο κάτω κάτω, και η Τζέιντ ανησυχούσε. Η Τίμι έκανε σαν να το είχε ξεχάσει - και η αλήθεια ήταν πως πράγματι το είχε ξεχάσει τις τελευταίες ώρες. «Ναι... βέβαια...» της απάντησε αφηρημένα, πιάνο-ντας από το δειγματολόγιο την άκρη ενός υφάσματος που της είχε τραβήξει την προσοχή. «Κοιμήθηκα στη διάρκεια της πτήσης». «Θα πρέπει να κοντεύουν είκοσι τέσσερις ώρες που 179 δεν έχεις ξαπλώσει. Πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι σου και να ξεκουραστείς». Η Τζέιντ το συνήθιζε να της φέρεται σαν να ήταν παιδί της, αντί να γίνεται το αντίθετο, και η Τίμι ένιωθε συγκινημένη. «Το ξέρω... το ξέρω... σε ένα λεπτό θα έχω τελειώσει... μόνο έναν φάκελο θέλω να δω ακόμα». Έκανε σαν παιδί που δεν
ήθελε να αφήσει το παιχνίδι του για να πάει άκεφα για φαγητό, για ύπνο ή για μπάνιο. Η δουλειά της ήταν εθιστική, ανέκαθεν ήταν. Από τη στιγμή που ξεκινούσε, της ήταν αδύνατον να σταματήσει. Τελικά άφησε τον τελευταίο φάκελο στη στοίβα στις οχτώ και μισή. Σήκωσε τους φακέλους στην αγκαλιά της και βγήκε από το κτίριο, με την Τζέιντ να την ακολουθεί. Ο οδηγός της Τίμι περίμενε ακόμη, υστέρα από πέντε ώρες. Ήταν κάτι που το είχε συνηθίσει, τη μετέφερε συχνά παρόλο που ήταν πολύ ανεξάρτητη και τον περισσότερο καιρό οδηγούσε μόνη της. Αλλά για τις μεταφορές στο αεροδρόμιο, στις δεξιώσεις και στις σημαντικές δημόσιες εκδηλώσεις, προτιμούσε να χρησιμοποιεί οδηγό. Άφησαν την Τζέιντ καθ’ οδόν, αν και είχε προσφερθεί να συνοδέψει την Τίμι ως το σπίτι. Και στις εννέα και τέταρτο η Τίμι βρισκόταν επιτέλους στο σπίτι της, στο Μπελ Ερ. Ο οδηγός μετέφερε τις αποσκευές της στο εσωτερικό, όταν η Τίμι απενεργοποίησε τον συναγερμό. Αναψε τα φώτα και κοίταξε γύρω της. Ένιωθε πως είχε λείψει χρόνια ολόκληρα και έβρισκε το σπίτι της πιο όμορφο από όσο το θυμόταν. Το σαλόνι της ήταν μπεζ, λιτό, διαμπερές και ευάερο, με εντυπωσιακούς μοντέρ 180 νους πίνακες στους τοίχους. Είχε έναν Ντε Κοΰνινγκ, έναν
Πόλοκ και έναν Ολιβέιρα. Είχε επίσης ένα από τα πρώιμα έργα κινητικής τέχνης του Κάλντερ και ένα γλυπτό της Λουίζ Μπουρζουά στη γωνία. Το δωμάτιο ήταν απλό, κομψό και χαλαρωτικό. Η κρεβατοκάμαρά της ήταν λευκή, η κουζίνα μπλε και κίτρινη. Είχε αγοράσει το σπίτι όταν την άφησε ο Ντέρεκ. Ήθελε να αφήσει το παρελθόν πίσω της και σε μεγάλο βαθμό το είχε πετύχει. Μια φωτογραφία του γιου της στόλιζε τη βιβλιοθήκη. Δεν εξηγούσε ποτέ ποιος ήταν σε όσους έρχονταν στο σπίτι και δεν τη γνώριζαν καλά. Σπανίως τη ρωτούσε κάποιος γι’ αυτό. Οι βοηθοί της το απέφευγαν και οι άντρες που πηγαινοέρχονταν στη ζωή της ελάχιστα ενδιαφέρονταν για τη φωτογραφία ενός τετράχρονου. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έδειχναν για την οβάλ πισίνα, το τζακούζι και τη σάουνα. Η Τίμι είχε στήσει ολόκληρο γυμναστήριο σε ένα από τα υπνοδωμάτια του επάνω ορόφου, αν και ελάχιστα το χρησιμοποιούσε. Γυμναζόταν κάνοντας μακρινούς περιπάτους στην παραλία του Μαλιμπού, όπου μάζευε κοχύλια. Το γυμναστήριο της φαινόταν υπερβολικά αποστειρωμένο. Είχε μια τεράστια βεράντα έξω από την κουζίνα της και εκεί της άρεσε να τρώει το πρωινό της. Ήταν το ιδανικό σπίτι. Είχε ένα γραφείο, μια τραπεζαρία, έναν ξενώνα, ένα υπέροχο ηχοσύστημα, τεράστιες ντουλάπες. Η Τίμι κατευθύνθηκε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο και έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του. Η οικονόμος της το είχε γεμίσει μετά το τηλεφώνημα της Τζέιντ. Η Τίμι συνει-
181 δητοττοίησε πως ήταν πολΰ κουρασμένη για φαγητό, έτσι έκλεισε την πόρτα του ψυγείου και γέμισε ένα ποτήρι με νερό. Έκανε ντους, φόρεσε το νυχτικό της, πήγε στο κρεβάτι της και έμεινε εκεί ξαπλωμένη, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Ήταν οχτώ το πρωί στο Παρίσι, ώρα για πρωινό. Και για πρώτη φορά αφότου έφυγε, σκέφτηκε τον Ζαν-Σαρλ και αναρωτήθηκε τι να έκανε. Αναρωτιόταν αν του είχε αρέσει το ρολόι ή αν θα το άλλαζε για να πάρει κάτι άλλο. Έμεινε ξύπνια ώρες, μέχρι που άρχισε να διαβάζει τους φακέλους και τις αναφορές που είχε κουβαλήσει από το γραφείο. Όταν επιτέλους την πήρε ο ύπνος, στο Παρίσι ήταν μεσημέρι. Η δουλειά της είχε τελειώσει. Ήταν τρεις το πρωί στο Λος Άντζελες και το κρεβάτι της ξάφνου φάνταζε τεράστιο. Είχε την αίσθηση πως το κρεβάτι είχε μεγαλώσει κατά την απουσία της, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη με τα μάτια στυλωμένα στο ταβάνι, απορώντας για ποιον λόγο ο Ζακ είχε φύγει για το Σαν Φρανσίσκο ακριβώς την ημέρα της επιστροφής της. Προσπαθούσε να συμπεράνει αν ήταν όντως σύμπτωση ή αν το είχε κάνει επίτηδες, ακόμη θυμωμένος που δεν την είχε συνοδέψει στην Ευρώπη. Κατέληξε πως δεν είχε καμία σημασία και αποκοιμήθηκε, με το μυαλό της άδειο, τα κόκκινα μαλλιά της απλωμένα σαν βεντάλια πάνω στο μαξιλάρι. Με τα μάτια κλειστά, η τελευταία σκέψη που πέρασε από το μυαλό της προτού την πάρει ο ύπνος
ήταν ο Ζαν-Σαρλ Βερνιέ στο Παρίσι. Και για μια παράξενη, φευγαλέα στιγμή, ένιωσε το χέρι του γύρω από το δικό της. Ήταν μια ζεστή, γλυκιά αίσθηση, έτσι όπως τον φανταζόταν στο δωμάτιο δίπλα της, ακόμα κι εκεί, στο Λος Άντζελες. Αναρωτήθηκε αν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά. Ήταν ένα ενδεχόμενο που έμοιαζε μάλλον απίθανο τώρα που βρισκόταν ξανά στο σπίτι της και στον δικό της κόσμο. 6 Η ΤΙΜΙ ΞΥΠΝΗΣΕ ΝΩΡΙΣ, παρόλο που είχε αποκοιμηθεί αργά το προηγούμενο βράδυ. Έφτιαξε ένα τοστ, έφαγε μισό γιαούρτι, ήπιε ένα φλιτζάνι τσάι και ύστερα έκανε ντους, ντύθηκε και συνάντησε τον οδηγό της για να τη μεταφέρει στο γραφείο. Όταν ο Ζαν-Σαρλ την είχε ενημερώσει πως η οδήγηση απαγορευόταν για έναν ολόκληρο μήνα μετά την επέμβαση, εκείνη είχε ενοχληθεί. Αποφάσισε ωστόσο να το δει από την καλή του πλευρά και εκμεταλλεύτηκε τον χρόνο που είχε στη διάθεσή της για να τηλεφωνήσει στη Νέα Υόρκη και να διαβάσει την πρόσφατη αλληλογραφία της. Επέστρεφε όλους τους φακέλους στο γραφείο, μαζί με μια στοίβα σημειώσεις για την Τζέιντ, τις οποίες και της παρέδωσε με το που μπήκε στο γραφείο της, κάτω από το κατάπληκτο βλέμμα του Ντέιβιντ. «Τα τέλειωσες; Όλα;» Η Τίμι έγνεψε καταφατικά και του
χαμογέλασε, ενώ ο Ντέιβιντ κουνούσε το κεφάλι. «Γιατί δεν εκπλήσσομαι; Πρόλαβες να κοιμηθείς καθόλου;» «Λιγάκι» παραδέχτηκε η Τίμι, καθώς έριχνε μια ματιά στον υπολογιστή του. Είχε κοιμηθεί τέσσερις ώρες, διά 184 στημα που θα μπορούσε και να της είναι αρκετό. Σπα-νίως κοιμόταν πάνω από πέντε και ήταν ικανή να λειτουργεί αλάνθαστα ακόμα και με τρεις. Ήταν ένας ανθρώπινος σταθμός παραγωγής ενέργειας και δεν έχανε ποτέ τη ζωντάνια της, αν και αργότερα, το μεσημέρι της Παρασκευής, η κούραση του ταξιδιού άρχισε επιτέλους να γίνεται αισθητή και ως τις τέσσερις το απόγευμα ήταν έτοιμη να αποκοιμηθεί με το κεφάλι γερμένο στο γραφείο της. Είχε ξεχάσει εντελώς την πρόσφατη επέμβαση και την ανάρρωσή της. Αν και είχε επιστρέψει στη δουλειά με φόρα, στις πέντε το απόγευμα αποφάσισε πως έφτανε για εκείνη τη μέρα. Στο κάτω κάτω, ερχόταν Σαββατοκύριακο. Δεν χρειαζόταν καν να πάρει δουλειά στο σπίτι, είχε ενημερωθεί για τα πάντα σχεδόν και τα υπόλοιπα μπορούσαν να περιμένουν μέχρι τη Δευτέρα. Το μόνο που την ανησυχούσε ήταν μήπως αναγκαζόταν να ταξιδέψει ως την Ταϊβάν για να λύσει τα προβλήματα που είχαν παρουσιαστεί εκεί. Με την αυξημένη κίνηση στον αυτοκινητόδρομο για Σάντα
Μόνικα, έφτασε στο σπίτι της στις έξι το απόγευμα και αποφάσισε να περάσει τη νύχτα στο Μαλιμπού. Ο Ζακ δεν είχε τηλεφωνήσει από το Σαν Φρανσίσκο, όπως δεν του είχε τηλεφωνήσει κι εκείνη. Ήταν πολύ απασχολημένη και ήξερε πως θα είχε νέα του όταν γύριζε στην πόλη. Είπε στον οδηγό της να περάσει να την πάρει στις οχτώ, που δεν θα είχε τόση κίνηση στους δρόμους. Την άφησε στο Μαλιμπού και η Τίμι υποσχέθηκε να τον καλέσει την Κυριακή για την επιστροφή της στο 185 Μπελ Ερ, εκτός κι αν γύριζε μαζί με τον Ζακ. Στις εννιά το βράδυ στεκόταν στη βεράντα της και ατένιζε τον ωκεανό μυρίζοντας τη θαλασσινή αλμύρα, ενώ ο αγέρας τής ανέμιζε τα μαλλιά. Της άρεσε τόσο εκεί. Το σπίτι ήταν βαμμένο στα χρώματα του λευκού και του μπλε, με ανοι-χτόχρωμα δάπεδα και λευκές, κινέζικες πορσελάνες. Υπήρχε ένα κοντό τραπεζάκι από λευκό μάρμαρο και λευκά, ογκώδη έπιπλα. Το ταβάνι είχε το χρώμα του ουρανού. Τα πάντα στο σπίτι του Μαλιμπού θύμιζαν καλοκαίρι. Η Τίμι είχε ένα τεράστιο λευκό κρεβάτι με τέσσερις στύλους και λευκές, λινές κουρτίνες. Ήταν ένα μέρος που πάντα το απολάμβανε, ένα από τα λίγα μέρη όπου μπορούσε να χαλαρώνει πραγματικά. Δεν έβλεπε την ώρα να ξυπνήσει το πρωί και να βγει μια βόλτα στην παραλία. Μόλις είχε αποφασίσει πως δεν την
ένοιαζε να βρίσκεται εκεί μόνη, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Ζακ, που επέστρεφε μια μέρα νωρίτερα. «Είσαι ήδη στην παραλία;» Ακουγόταν έκπληκτος. «Δεν πίστευα πως θα πήγαινες από σήμερα. Αυτή τη στιγμή αφήνω πίσω μου το Μπέικερσφιλντ, σε λίγες ώρες θα είμαι πίσω. Θέλεις να έρθω αποκεί απόψε;» Η Τίμι δίστασε για μια στιγμή, έπειτα σκέφτηκε πως μάλλον θα της άρεσε. Ακούγοντας τη φωνή του συνειδητοποιούσε πως θα ήταν ωραίο να τον δει, έστω κι αν είχε αποδεχτεί πως θα περνούσε τη νύχτα μόνη. «Βέβαια. Γιατί όχι;» του απάντησε αβίαστα. Ήταν ένα από τα πράγματα που της άρεσαν περισσότερο σ’ εκεί186 vov. Ήταν ένας απροβλημάτιστος σύντροφος για τα Σαββατοκύριακα και η Τίμι δεν ένιωθε ποτέ την υποχρέωση να μπει σε φασαρία για χάρη του. Ερχόταν κι έφευγε και δεν είχε από εκείνη την απαίτηση να κάνει κάτι ιδιαίτερο για να τον ευχαριστήσει, πράγμα πολύ βολικό όταν ήταν κουρασμένη ή μόλις είχε περάσει μια δύσκολη βδομάδα. Απλώς του άρεσε να βρίσκεται εκεί και να κάθεται στην παραλία. Υπήρχαν φορές που έκαναν ώρες να μιλήσουν ο ένας στον άλλον.
«Λογικά θα φτάσω γύρω στα μεσάνυχτα. Αν είσαι κουρασμένη, ξάπλωσε και άφησε την πόρτα ανοιχτή». «Μπορεί και να το κάνω» του απάντησε με ένα χασμουρητό. «Είμαι πτώμα. Δούλευα όλη μέρα και λειτουργώ ακόμη με ώρα Παρισιού» πρόσθεσε, αν και δεν ήθελε να ξύσει άλλο την πληγή. «Θα βολευτώ μόνος μου» είπε ο Ζακ και ακουγόταν ευδιάθετος. Η Τίμι κατευθύνθηκε στο πεντακάθαρο μπάνιο της από λευκό γρανίτη και χώθηκε στην μπανιέρα, από όπου είχε θέα στον ωκεανό. Θα προσπαθούσε να τον περιμένει, παρ’ όλα αυτά άφησε ξεκλείδωτη την πόρτα της κουζίνας για κάθε περίπτωση και πολύ πριν απ’ τα μεσάνυχτα κοιμόταν βαθιά κάτω από τον λευκό θόλο του κρεβατιού της. Δεν τον άκουσε να μπαίνει. Όπως το είχε συνήθειο, ο Ζακ χώθηκε αθόρυβα στο κρεβάτι και αποκοιμήθηκε στο πλάι της. Η σχέση τους ήταν περισ-σότερο συντροφική παρά σεξουαλική. Ήταν ο άνθρωπος που τη ζέσταινε, όπως λέμε, στην κυριολεξία ορισμένες 187 φορές, και όταν η Τίμι ξύπνησε νωρίς το επόμενο πρωί, τον είδε ξαπλωμένο δίπλα της, με τα μακριά, ξανθά μαλλιά του
ανακατεμένα πάνω στο μαξιλάρι της. Έμοιαζε με μεγάλο όμορφο αγόρι έτσι όπως κοιμόταν, και η Τίμι έμεινε για λίγα λεπτά ξαπλωμένη στο πλάι του, να τον χαζεύει χαμογελώντας. Ήταν εντυπωσιακά ωραίος άντρας. Δεν ήταν απόλυτα σίγουρη για το πώς ακριβώς ένιωθε για τον Ζακ, αλλά δεν είχε και τόση σημασία. Τίποτα στη σχέση τους δεν είχε ανάγκη από ανάλυση. Απλώς βρισκόταν εκεί, τώρα. Η Τίμι δεν χρειαζόταν και δεν περίμενε τίποτε περισσότερο. Σηκώθηκε προσεκτικά από το κρεβάτι για να μην τον ξυπνήσει και κατευθύνθηκε ξυπόλυτη στην κουζίνα και αποκεί στη βεράντα. Ήταν μια λαμπερή μέρα, στα τέλη του Οκτώβρη. Για την ακρίβεια, όπως συνειδητοποιούσε ξαφνιασμένη, κόντευε η γιορτή του Χάλοουιν. Φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι και έκανε ασυνήθιστη ζέστη για την εποχή. Ανυπομονούσε να φορέσει το τζιν παντελόνι της και να περπατήσει στην παραλία. Ο ωκεανός ήταν απέραντος και ασάλευτος, η άμμος αψεγάδιαστη και απαλή. Είχες την αίσθηση πως ήταν άνοιξη, όχι φθινόπωρο. Η Τίμι σέρβιρε ένα φλιτζάνι τσάι για τον εαυτό της, ετοίμασε καφέ για τον Ζακ και ύστερα κάθισε να απολαύσει τη λιακάδα του Οκτώβρη. Ήταν εννέα το πρωί. Ξάπλωσε σε μια σεζλόνγκ κάτω από τον ήλιο και μια ώρα αργότερα εμφανίστηκε και ο Ζακ, ξεχτένιστος και όμορφος όπως πάντα. Έμοιαζε με σταρ του σινεμά ή με διαφήμιση του Κάλβιν Κλάιν, τόσο υπέροχο ήταν το
188 σώμα του όταν βγήκε στη βεράντα φορώντας μόνο το εσώρουχο. «Καλώς τον» είπε η Τίμι χαμογελώντας. «Συγγνώμη που κοιμόμουν όταν ήρθες. Τι ώρα έφτασες;» Δεν έκανε να τη φιλήσει, απλώς στάθηκε στην άλλη άκρη της βεράντας χαμογελώντας νυσταγμένα και τεντώθηκε νωθρά με ένα χασμουρητό. Δεν ήταν από εκείνους που τους αρέσουν οι αγκαλιές, αλλά έδειχνε χαρούμενος που την έβλεπε, και η Τίμι συνειδητοποίησε ότι και εκείνη χαιρόταν το ίδιο. «Δεν ξέρω, γύρω στη μία, νομίζω. Σταμάτησα για να φάω κάτι. Υπέθεσα πως κοιμόσουν. Μια χαρά δείχνεις, Τιμ. Δεν σου φαίνεται πως ήσουν άρρωστη». Ήταν σαν δυο φίλοι ή σαν παλιοί συγκάτοικοι που συναντιούνταν τυχαία μετά από πολύ καιρό. Ο Ζακ δεν ήταν ιδιαίτερα τρυφερό άτομο. Ήταν δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι σε παράλληλα μονοπάτια, τα οποία κατά διαστήματα τέμνονταν αλλά σπανίως αγγίζονταν. Εάν δεν είχε και άλλες παρόμοιες σχέσεις στο παρελθόν, θα το έβρισκε πραγματικά πολύ παράδοξο. Ο Ζακ δεν ήταν ούτε παθιασμένος, ούτε στοργικός μαζί της. Υπήρχαν φορές που η Τίμι είχε την αίσθηση πως ήταν περισσότερο φίλοι παρά οτιδήποτε άλλο. Ήταν φιλικός, αλλά ποτέ αληθινά
εγκάρδιος, απλώς του άρεσε να κάνει παρέα μαζί της. Και μια στο τόσο, όποτε τους ερχόταν η διάθεση, έκαναν έρωτα. Αν και το σεξ δεν ενδιέφερε και τόσο τον Ζακ. Αν έκρινε κανείς από την εμφάνιση και μόνο, θα περίμενε ότι ο Ζακ θα ήταν καταπληκτικός στο κρεβάπ, 189 αλλά δεν ήταν έτσι. Ήταν πολύ όμορφος, αλλά ποτέ δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για οποιονδήποτε άλλον παρεκτός για τον εαυτό του. Ξάπλωσε στη σεζλόνγκ δίπλα της και έκλεισε τα μάτια του κάτω από τον πρωινό ήλιο. Δεν έσκυψε να τη φιλήσει. Δεν του πέρασε καν από το μυαλό, ύστερα από έναν μήνα που είχε να τη δει, ωστόσο έδειχνε χαρούμενος που βρισκόταν εκεί. Ήταν ακριβώς αυτό που έδειχνε, ένα αρρενωπό μοντέλο με υπέροχο κορμί, ορισμένες φορές ένα γεροδεμένο, κακομαθημένο παλιόπαιδο, όπως τότε που η Τίμι είχε φύγει για την Ευρώπη, και ορισμένες άλλες μια απόλαυση να τον έχεις συντροφιά. Ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς τι από όλα θα ήταν σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή. Εξαρτιόταν από την εκάστοτε διάθεσή του. Εκείνο το πρωί έδειχνε νυσταγμένος, χαλαρός και όμορφος όπως πάντα. Γύρισε προς το μέρος της χαμογελώντας και άνοιξε το ένα του μάτι κάτω από τον λαμπερό ήλιο. «Δεν φαντάζομαι να έχεις διάθεση να μου φτιάξεις πρωινό;»
ρώτησε και επιτέλους έγειρε να τη φιλήσει. Ένα φευγαλέο άγγιγμα στο στόμα. Τα δικά του χείλη ήταν ερμητικά κλειστά. «Θα μπορούσα» του απάντησε χαμογελώντας. «Χαίρομαι που σε βλέπω». Είχε περάσει ένας μήνας από την αναχώρησή της. «Ίσως θα έπρεπε βέβαια να μαγειρέψεις εσύ για μένα» τον πείραξε. Αν αναγκάζονταν ποτέ να βασιστούν στη μαγειρική του, το ήξερε πως θα λιμοκτονούσαν. «Μου έλειψες» της είπε και τα μεγάλα γαλανά μάτια 190 του συνάντησαν τα δικά της, πράσινα μάτια. Μια παραδοχή που σπάνιζε. «Κρίμα που αρρώστησες. Πώς αισθάνεσαι;» Οι ερωτήσεις για την υγεία της επίσης σπάνιζαν. Είχε ασυνήθιστα καλή διάθεση. Φερόταν σαν εικοσιπε-ντάχρονος παρά σαν άντρας που είχε κλείσει τα σαράντα ένα. Όλες οι αντιδράσεις του θύμιζαν νεότερο άντρα. Και τον περισσότερο καιρό έκανε παρέα με άτομα που είχαν τη μισή του ηλικία. «Μια χαρά. Για λίγο ένιωσα απαίσια στο Παρίσι. Τώρα είμαι καλά. Απλώς κουρασμένη από το ταξίδι. Πώς ήταν το Σαν Φρανσίσκο;» «Όχι ιδιαίτερα συναρπαστικό.γιααυτό και γύρισα». Ήταν σίγουρη πως της έλεγε αλήθεια. Αν το είχε βρει περισσότερο ενδιαφέρον, το δίχως άλλο δεν θα βιαζόταν να τη δει. Η Τίμι
δεν έτρεφε αυταπάτες. «Αυτή τη βδομάδα έκλεισα δύο διαφημίσεις. Σπουδαίες δουλειές. Σε εθνικό δίκτυο». Έδειχνε ικανοποιημένος με τον εαυτό του και του άρεσε να της μιλάειγιααυτό. Η Τίμι εξάλλου του είχε δώσει καλές συμβουλές για τη δουλειά του. «Καλό ακούγεται». Συζητούσαν αρκετά για την καριέ-ρα του, σχεδόν ποτέ για τη δική της. Αλλά αυτό γινόταν από δική της επιλογή. Δεν ήταν κάποιος με τον οποίο θα μπορούσε να συζητήσει τα προβλήματά της, ούτε και το ήθελε. Ήταν απλώς μια εύκολη συντροφιά και μια όμορφη εικόνα για τα μάτια. Αντιλαμβανόταν πλήρως ότι πλήρωνε μεγάλο τίμημα για την ομορφιά του. Άντρες με τέτοια εμφάνιση σπάνια έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στις γυναίκες τους. Περίμεναν από τα θηλυκά του στενού 191 περιβάλλοντος τους να φροντίσουν εκείνους και, ως έναν βαθμό, αυτό ακριβώς έκανε και η Τίμι. «Τι θέλεις να φας;» τον ρώτησε καθώς σηκωνόταν. Της άρεσε να του φτιάχνει πρωινό τα Σαββατοκύριακα. Την έκανε να νιώθει πως είχε οικογένεια. Σπανίως βλέπονταν τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας. Εκείνη ήταν πολύ απασχολημένη και με το ανέμελο στιλ της ζωής του τον ένιωθε να μπλέκεται στα πόδια της, είτε όταν έπρεπε να φύγει βιαστικά το πρωί, είτε όταν γύριζε εξαντλημένη στο σπίτι το
βράδυ. Ήταν πολύ καλύτερα και για τους δύο όταν βρίσκονταν στην παραλία τα Σαββατοκύριακα. «Πορτοκαλάδα, δυο αυγά τηγανητά και από τις δύο πλευρές αλλά μελάτα, μπέικον, ψητό ψωμί, καφέ. Τα συνηθισμένα». Σπανίως προσφερόταν εκείνος να της φτιάξει πρωινό, αλλά ούτε αυτό την πείραζε. Ήταν άλλωστε άθλιος μάγειρας και εκείνης της άρεσε να του μαγειρεύει και να μένουν μαζί τα Σαββατοκύριακα, να ξαπλώνουν στη λιακάδα και να κάνουν μακρινούς περιπάτους στην παραλία πιασμένοι από το χέρι. Ήταν φιλικό, εύκολο, εγκάρδιο. Οι μοναδικές φορές που δεν απολάμβανε την παρέα του ήταν όταν της γκρίνιαζε πως δεν έκανε αρκετά γι’ αυτόν, όπως το να του βρίσκει δουλειά ως μοντέλο ή να τον παίρνει μαζί της στα πάρτι. Αλλά προς το παρόν δεν είχε αρχίσει τα παράπονα. Η Τίμι μόλις είχε επιστρέ-ψει και εκείνος ήταν ακόμη μισοκοιμισμένος. Η Τίμι εξαφανίστηκε στην κουζίνα για να του ετοιμάσει πρωινό και είκοσι λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ξανά με το πρωινό του στον δίσκο. «Υπηρεσία βεράντας, με192 γαλειότατε» τον πείραξε, και εκείνος ανακάθισε μορφάζοντας και πήρε τον δίσκο από τα χέρια της. Της άρεσε να έχει κάποιον να τον περιποιείται κάθε τόσο. Είχε σερβίρει τα πάντα σε λευκά πιάτα με κοχύλια και είχε προσθέσει ένα λινό
σουβέρ και μια πετσέτα. Της άρεσε να υποδύεται την οικοδέσποινα στην παραλία, ήταν μια πλευρά της που σπάνια έβρισκε την ευκαιρία να την ικανοποιήσει. Και σίγουρα όχι στη διάρκεια της βδομάδας. Όσο έτρωγαν, ο Ζακ τής μίλησε για τα ραντεβού που είχε κλείσει για μόντελινγκ και τις οντισιόν που είχε να περάσει, και την ενημέρωσε για τα τελευταία δράματα που παίζονταν στον κόσμο του. Εκείνη του μίλησε για τις επιδείξεις των πρεταπορτέ στην Ευρώπη και, αυτή τη φορά, ο Ζακ δεν σχολίασε το γεγονός πως δεν τον είχε πάρει μαζί της. Μετά το πρωινό βγήκαν μια μακρινή βόλτα στην παραλία. Της διηγήθηκε μερικές αστείες ιστορίες, μάζεψαν κοχύλια και ύστερα ο Ζακ πλατσούρισε στην άκρη του νερού τρέχοντας κατά μήκος της παραλίας, καθώς η Τίμι τον παρακολουθούσε περπατώντας με πολύ πιο αργό ρυθμό. Ακόμα και το απλό περπάτημα όμως έκανε την τομή που είχε κλείσει μόλις πρόσφατα να πονάει, έτσι κάθισε στην άμμο όσο ο Ζακ συνέχιζε να τρέχει στα ρηχά, μες στη λιακάδα του Οκτώβρη. Ήταν χάρμα οφθαλμών και από μακριά έμοιαζε με παιδί. Γύρισαν μαζί στο σπίτι και ξάπλωσαν ξανά στη βεράντα. Η Τίμι ένιωθε κουρασμένη μετά τη βόλτα τους. Ήταν μια ήρεμη, ράθυμη μέρα. Αποκοιμήθηκαν, χαλάρωσαν. Μαγείρεψαν μαζί το μεσημεριανό και το ίδιο 193
βράδυ ο Ζακ έψησε μπριζόλες στη σχάρα. Δεν είχαν σοβαρές συζητήσεις, δεν έκαναν καμιά απόπειρα να λύσουν τα προβλήματα του κόσμου. Ο Ζακ παρακολούθησε τα αθλητικά στην τηλεόραση, η Τίμι αποκοιμήθηκε στη βεράντα διαβάζοντας ένα βιβλίο. Το βράδυ είδαν μια ταινία μαζί και στις δέκα βρίσκονταν ήδη στο κρεβάτι και κοιμόντουσαν βαθιά. Δεν είχε προσπαθήσει να της κάνει έρωτα. Είχε αποκοιμηθεί με τα μπράτσα του τυλιγμένα γύρω της, πράγμα που την είχε κάνει να νιώσει ζεστασιά και παρηγοριά. Το κύριο χαρακτηριστικό της σχέσης τους ήταν η συντροφικότητα. Το επόμενο πρωί ωστόσο, όταν ξύπνησαν και ο Ζακ θέλησε να της κάνει έρωτα, η Τίμι τού είπε πως ήταν πολύ νωρίς. Η εγχείρηση ήταν πρόσφατη ακόμη. Το δέχτηκε με καλή διάθεση και αντί γι’ αυτό της ζήτησε να του ετοιμάσει πρωινό, πράγμα που η Τίμι έκανε. Ήταν όλα εύκολα και άνετα και για τους δυο τους. Πέρασαν τη μέρα στη βεράντα, μόλο που η ατμόσφαιρα είχε κρυώσει, και στις έξι το απόγευμα ο Ζακ τη γύρισε στο Μπελ Ερ. Όσο η Τίμι διάβαζε στον υπολογιστή της τα μηνύματά της από τη δουλειά, ο Ζακ χρησιμοποίησε το γυμναστήριο και το τζακούζι. Δεν έμεινε για δείπνο, ελάχιστες Κυριακές έμενε το βράδυ. Συνήθως έκανε σχέδια με τους φίλους του και η Τίμι έμενε στο σπίτι και προετοιμαζόταν για τη βδομάδα που την περίμενε. «Τι κάνεις αυτή τη βδομάδα;» τη ρώτησε τάχα αδιάφορα πριν φύγει. Ήθελε να μάθει αν η Τίμι είχε να πα-ραστεί σε κάποια σημαντική εκδήλωση. Κυνηγούσε διαρκώς τις
προσκλήσεις σε πάρτι, όπου θα είχε την ευκαιρία να τον δουν και να κάνει κοινωνικές κι επαγγελματικές επαφές, αλλά η Τίμι σπάνια πήγαινε. Συνήθως δούλευε μέχρι αργά κάθε βράδυ. Όσο βρισκόταν στην Ευρώπη, είχε χάσει τη θρυλική φιλανθρωπική χοροεσπερίδα της Μπάρμπαρα Ντέιβις, το γνωστό Καρουζέλ της Ελπίδας, και δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία στις προσκλήσεις που είχε αφήσει η Τζέιντ στο γραφείο της. Δεν ήταν τόσο σημαντικές γι’ αυτήν όσο ήταν για τον Ζακ. «Τίποτα το ιδιαίτερο, νομίζω» του απάντησε, παρακολουθώντας τον να τακτοποιεί τη φόρμα της γυμναστικής στην τσάντα του. «Θα το κοιτάξω. Έχω πολλά να κάνω ύστερα από έναν μήνα απουσίας». Ο Ζακ δεν είχε κατανοήσει ποτέ τον όγκο και το εύρος της δουλειάς της, ούτε την πίεση που αποτελούσε για εκείνη καθημερινό στοιχείο της ζωής της. «Ενημέρωσέ με» της είπε, και η Τίμι ήξερε πως έτσι και δεν τον συμπεριλάμβανε στις πιο σημαντικές κοινωνικές προσκλήσεις της θα είχε ακόμα μια φορά ένα από τα γνωστά του ξεσπάσματα. Ήταν ευχάριστος όσο ένιωθε πως δεν έχανε κάτι. Η Τίμι δεν του έκανε πάντα το χατίρι. Όποτε αποφάσιζε να παραστεί σε εκδηλώσεις, τις περισσότερες φορές πήγαινε μόνη. Δεν της άρεσε να διαφημίζει τις σχέσεις της. Προτιμούσε να κρατάει την προσωπική της ζωή για τον εαυτό
της, κάτι με το οποίο δεν είχε συμφωνήσει ποτέ ο Ζακ. Οι προσπάθειές του για περισσότερες εξόδους δεν στέφονταν ιδιαίτερα με επιτυχία και μονίμως παραπονιόταν πως η Τίμι δούλευε πολύ σκληρά, πράγμα που ήταν σωστό και το παραδε195 χόταν πρόθυμα και η (δια, αν και δεν είχε σκοπό να το αλλάξει. Σίγουρα όχι για χάρη του Ζακ. Όσο ευχάριστος κι αν ήταν στην παραλία, ελάχιστα άλλα είχε να προσφέρει. Οι περιορισμοί της σχέσης τους ήταν τώρα πιο εμφανείς, ύστερα από έναν μήνα χωρισμού. Η Τίμι σκεφτόταν επίσης πόσο απατηλή ήταν η πρώτη εντύπωση. Με την πρώτη ματιά, εύκολα υπέθετε κανείς ότι ο Ζακ ήταν εκπληκτικός στο κρεβάτι. Αντί γι’ αυτό, είχε αποδειχτεί πληκτικός και εγωιστής. Δεν υπήρχε φλόγα και οι σπίθες ήταν ελάχιστες. Παρ’ όλα αυτά, είχε πάνω του κάτι που τη συνάρπαζε. Η σωματική ομορφιά του ήταν το μεγαλύτερο προσόν του. Πάνω απ’ όλα, χαιρόσουν να τον χαζεύεις. «Θα σου τηλεφωνήσω» της υποσχέθηκε την Κυριακή το βράδυ προτού φύγει, ενώ της έδινε άλλο ένα φευγαλέο φιλί στα χείλη. «Ευχαριστώ για το όμορφο Σαββατοκύριακο». Αν μη τι άλλο, ήταν όντως ένα όμορφο Σαββατοκύριακο. Ωραίο και ήρεμο, αν και ένιωσε άδεια μέσα της όταν έφυγε ο Ζακ.
Δεν ήταν κακότροπος και δεν είχαν καβγαδίσει. Και ήταν όμορφο που κοιμήθηκε δίπλα του, σχεδόν πάντα ήταν. Την κρατούσε ζεστή, τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή. Ήταν εκπληκτικό το πόσο μετράνε λεπτομέρειες σαν κι αυτή όταν είσαι μόνος. Το σεξ είχε γίνει λιγότερο σημαντικό από τις αγκαλιές ή την ανθρώπινη επαφή. Ορισμένες φορές, απλώς ήταν ωραίο να κοιμάται δίπλα σε ένα άλλο πλάσμα. Και χωρίς τον Ζακ να μένει μαζί της τα Σαββατοκύριακα, η Τίμι θα είχε στερηθεί την ’ ανθρώπινη ζεστασιά. Δεν υπήρχε κανείς άλλος στη ζωή της για να ξαπλώσει πλάι του ή να τον αγγίξει. Υπήρχαν φορές που πίστευε πως θα ήταν πρόθυμη να πουλήσει την ψυχή της για μια αγκαλιά. Η μοναξιά κέρδιζε έδαφος στη ζωή της τα τελευταία χρόνια. Ο Ζακ ήταν το αντίδοτο. Η πόρτα έκλεισε αθόρυβα πίσω του και η Τίμι τον άκουσε να φεύγει με τη σαραβαλιασμένη Πόρσε του που έκλεινε δέκα χρόνια ζωής, ενώ ανέβαινε τη σκάλα για το γραφείο της. Δύο βράδια μαζί του ήταν αρκετά. Τώρα που τον σκεφτόταν παρατηρούσε πως ένιωθε περισσότερο αποστασιοποιημένη από όσο ένιωθε πριν από το ταξίδι της. Τελικά, οι σχέσεις σαν τη δική της πέθαιναν από φυσικά αίτια. Όταν η Τζέιντ τής τηλεφώνησε αργά εκείνο το βράδυ, τη
βρήκε να απαντάει στα μηνύματά της. «Πώς πέρασες;» τη ρώτησε ήρεμα. Ήθελε να σιγουρευτεί πως η Τίμι ήταν καλά. Άλλωστε τηλεφωνούσε σχεδόν κάθε Κυριακή βράδυ. «Ωραία, για να πω την αλήθεια» αποκρίθηκε η Τίμι «χαλαρά και όμορφα. Πήγα στην παραλία και ήρθε να με βρει ο Ζακ». «Πώς πήγε; Είναι ακόμη νευριασμένος με το θέμα της Ευρώπης;» «Δεν συζητήσαμε γι’ αυτό. Νομίζω πως το ξεπέρασε, αν και έχω την εντύπωση πως πήγε στο Σαν Φρανσίσκο μόνο και μόνο για να μη βρίσκεται εδώ στην επιστροφή μου. Το πέτυχε. Ήρθε στην παραλία το βράδυ της Παρασκευής». Η Τζέιντ δεν το είπε αυτή τη φορά, όπως ΕΡΩΤΑΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ 197 είχε κάνει σε παλιότερες συζητήσεις τους, αλλά θα ήθελε πολύ να είχε μεγαλύτερες απαιτήσεις η Τίμι. Της άξιζαν πολύ περισσότερα. Είχαν κάνει αυτή την κουβέντα εκατοντάδες φορές. Η Τίμι έλεγε και πίστευε ειλικρινά πως οι γυναίκες σαν αυτήν δεν είχαν πέραση στην υπάρχουσα αγορά. Οι άντρες που ήταν κατάλληλοι προτιμούσαν νεαρότερες γυναίκες. Οι καλοί ήταν παντρεμένοι. Ακόμα και αυτούς που δεν ήταν και τόσο καλοί δύσκολα θα τους έβρισκε στην ηλικία της. Μέχρι και η Τζέιντ ανακάλυπτε πως οι ενδιαφέροντες άντρες για
ραντεβού σπάνιζαν ολοένα και περισσότερο. Απειλούσε ακόμη να γραφτεί στον ιστότοπο Match.com όποτε θα έβρισκε τον χρόνο, παρά πς προειδοποιήσεις της Τίμι να προσέχει. Αλλά για μια γυναίκα σαν την Τίμι, τα πράγματα ήταν ακόμα δυσκολότερα. Δεν μπορούσε καν να ανεβάσει τη φωτογραφία της σε ένα διαδικτυακό γραφείο γνωριμιών, επειδή ήταν σίγουρο πως θα κατέληγε στις σκανδαλοθηρικές φυλλάδες μέσα σε δευτερόλεπτα. Έτσι, αρκούνταν στον Ζακ. «Χτες βράδυ βγήκα ραντεβού στα τυφλά» ομολόγησε η Τζέιντ με έναν αναστεναγμό, κάνοντας την Τίμι να χαμογελάσει. Στη χρονιά που είχε μεσολαβήσει από τότε που άφησε τον παντρεμένο φίλο της, είχε δεκάδες παρόμοια ραντεβού που δεν είχαν καρποφορήσει, αν μη τι άλλο όμως προσπαθούσε. Αυτό η Τίμι οφείλε να της το αναγνωρίσει. «Πώς ήταν;» ρώτησε η Τίμι με ενδιαφέρον. Αγαπούσε πραγματικά τους δύο βοηθούς της. «Δράμα. Όπως πάντα. Έκανε σαν αιώνιο κολεγιόπαι 198 δο. Με πήγε σε ένα μπαρ για να δει αθλητικά, φλέρταρε με τη σερβιτόρα, έγινε λιώμα από το πιοτό κι εγώ έφυγα με ταξί για το σπίτι μου χωρίς καν να τον χαιρετήσω. Θα με βοηθήσει ο Ντέιβιντ με τα ραντεβού μέσω διαδικτύου την επόμενη
βδομάδα. Αποκλείεται να πάει χειρότερα». «Α, ναι, θα μπορούσε» είπε η Τίμι γελώντας. «Μία εκ των ημερών θα παρουσιαστεί ο σωστός άντρας κι εσύ θα καταλήξεις παντρεμένη με έξι παιδιά στο Ντε Μόιν». «Θα αρκεστώ στο Αος Άντζελες και σε δύο παιδιά, μπορεί και σε ένα» απάντησε θλιμμένα η Τζέιντ και την ίδια στιγμή το μετάνιωσε. Συχνά ξεχνούσε εντελώς τον Μαρκ. Η Τίμι δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτόν, αλλά η Τζέιντ είχε έρθει να δουλέψει για εκείνη αμέσως μετά τον θάνατο του γιου της. Ήταν μια τρομερή εποχή στη ζωή της Τίμι και η εγκατάλειψή της από τον Ντέρεκ έξι μήνες αργότερα είχε μεγεθύνει τον πόνο της και είχε κάνει τα πάντα πολύ χειρότερα. Η Τζέιντ θυμόταν ολοκάθαρα εκείνες τις μέρες, μαζί με την αγωνία στα μάτια της Τίμι. Την ίδια αγωνία έβλεπε ακόμη μερικές φορές, και αυτό τη σταματούσε και δεν σχολίαζε παρά ελάχιστα τον Ζακ. Ήξερε πολύ καλά πως καθένας μας κάνει ό,τι μπορεί για να τα βγάλει πέρα. Δεν ενέκρινε τον Ζακ για την Τίμι, ωστόσο καταλάβαινε για ποιον λόγο εκείνη συνέχιζε αυτή τη σχέση. Στα δώδεκα χρόνια που βρισκόταν στη ζωή της, είχε δει να έρχονται και να παρέρχονται κάμποσοι σαν εκείνον. «Θα γίνει κι αυτό» την ενθάρρυνε η Τίμι. Της έδινε πάντα κουράγιο και την είχε συμπονέσει βαθιά όταν διέκοψε τη σχέση της με τον παντρεμένο. Η Τζέιντ ήταν
199 ττερίλυπη στον χρόνο που ακολούθησε, αν και ήταν δυστυχισμένη πολύ νωρίτερα. Ακόμα και τώρα, ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς πως η Τζέιντ είχε μείνει μαζί του δέκα ολόκληρα χρόνια. Εκείνος της έταζε πως θα άφηνε τη γυναίκα του και μέχρι τέλους δεν σταμάτησε να της αραδιάζει υποσχέσεις. Μονάχα που υπήρχε πάντα κάποιο εμπόδιο ή πρόβλημα, κάποιος λόγος που τον εμπόδιζε να φύγει από το σπίτι. Τη μια ήταν τα παιδιά που είχαν αρρωστήσει, την άλλη η χρονίως ετοιμοθάνατη μητέρα του, η υγεία της γυναίκας του και τα ψυχολογικά της προβλήματα, οι οικονομικές στενοχώριες, μια επιχείρηση που είχε φαλιρίσει, ένα παιδί με εφηβικό διαβήτη που δεν θα άντεχε το σοκ της απουσίας του, η κατάθλιψη της γυναίκας του. Και το ίδιο τροπάρι συνεχιζόταν επί χρόνια, μέχρι που, επιτέλους, η Τζέιντ κατέθεσε τα όπλα. Η Τίμι ήξερε από τον Ντέιβιντ ότι ο τύπος συνέχιζε να της τηλεφωνεί, αλλά η Τζέιντ απέφευγε να του μιλήσει. Της είχε γίνει κάτι σαν ναρκωτικό, αλλά είχε καταφέρει να απεξαρτη-θεί. Είχε χαραμίσει δέκα χρόνια από τη ζωή της και τώρα φοβόταν πως είχε χάσει την ευκαιρία να αποκτήσει παιδιά. Δεν ήταν πολύ αργά ακόμη, αλλά η ώρα πλησίαζε και η Τίμι στενοχωριόταν γι’ αυτό. Η Τζέιντ δεν είχε τα περιθώρια να παίξει με άντρες σαν τον Ζακ, εκείνη χρειαζόταν έναν πραγματικό άντρα που θα ήθελε να παντρευτεί και να γίνει
γονιός. «Τη στιγμή που δεν θα το περιμένεις καθόλου, τότε θα εμφανιστεί ο κατάλληλος άντρας. Θα το δεις». onn nANiFT ι f stef.t. «Ναι, μάλιστα» μονολόγησε κυνικά η Τζέιντ και ύστερα άλλαξε θέμα συζήτησης και συνέχισε με τα ραντεβού τους την ερχόμενη βδομάδα. Η Τι'μι κόντευε να ανακτήσει πλήρως την ενέργεια της και, ύστερα από το Σαββατοκύριακο, ένιωθε έτοιμη για προκλήσεις. Η βδομάδα της ανάρρωσης στο Παρίσι ήταν παρελθόν. Ένιωθε ξανά θαυμάσια και είχε πάρει λίγο χρώμα στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου. Ο καιρός έμοιαζε ανοιξιάτικος. Ευχήθηκαν η μια στην άλλη καληνύχτα και έκλεισαν το τηλέφωνο. Η Τίμι συλλογίστηκε τον Ζακ όταν πλάγιασε εκείνο το βράδυ. Το κρεβάτι της έμοιαζε πάντα άδειο τα βράδια της Κυριακής, αλλά ώσπου να ξημερώσει Δευτέρα το είχε συνηθίσει ξανά. Ήταν μια γνώριμη διαδικασία. Το πρωί της Δευτέρας τη βρήκε να τρέχει με τη γνωστή της ταχύτητα. Είχε ένα εκατομμύριο τηλεφωνήματα να κάνει, χίλια ραντεβού και συνεντεύξεις, δεκάδες ανθρώπους να δει. Συναντήθηκε με τους σχεδιαστές της, βρήκε τη λύση σε αναρίθμητα προβλήματα με την ανοιξιάτικη σειρά, πρόλαβε μια σειρά από κρίσεις, κατάφερε να λύσει το θέμα με το εργοστάσιο χωρίς να πάει στην Ταϊβάν, και ως τα μέσα της
εβδομάδας θα δυσκολευόταν κανείς να πιστέψει πως είχε υποβληθεί σε επέμβαση ή πως είχε υπάρξει άρρωστη. Έδειχνε καλύτερα από ποτέ και λειτουργούσε, όπως πάντα, με ελάχιστες ώρες ύπνου. Ο Ζακ τής τηλεφώνησε την Τρίτη θέλοντας να τη δει το βράδυ, αλλά η Τίμι γύρισε στο σπίτι της μεσάνυχτα και, όταν του τηλεφώνησε, εκείνος κοιμόταν βαθιά. 201 Την Πέμπτη, κι ενώ σκεφτόταν να του τηλεφωνήσει, η Τζέιντ τής παρέδωσε την αλληλογραφία της και η Τίμι πρόσεξε έναν φάκελο με γαλλικά γραμματόσημα. Ήταν από τον ΖανΣαρλ Βερνιέ. Δεν είχε ιδέα για ποιον λόγο, αλλά περίμενε ώσπου να βγει η Τζέιντ από το δωμάτιο για να τον ανοίξει. Πάντα άνοιγε η ίδια την προσωπική αλληλογραφία της. Για μια στιγμή έμεινε να κοιτάζει άπορημένη τον φάκελο, ύστερα τον άνοιξε και ξαφνιάστηκε από αυτό που αντίκρισε. Περίμενε να βρει ένα επιστολόχαρτο με τα προσωπικά του στοιχεία και αντί γι’ αυτό αντίκρισε μια καρτ ποστάλ που εικόνιζε ένα ηλιοβασίλεμα πάνω από μια απέραντη θάλασσα. Όταν γύρισε την κάρτα από την άλλη μεριά, είδε πως η φωτογραφία είχε τραβηχτεί στη Νορμανδία. Δεν έμοιαζε να είναι κάτι που συνήθιζε να κάνει ο Ζαν-Σαρλ. Το κείμενο ήταν σύντομο και η Τίμι άρχισε να διαβάζει. Χρησιμοποιούσε επίσημη προσφώνηση, πράγμα που επίσης την ξάφνιασε. Τα πάντα σε αυτό το γράμμα τής
προκα-λούσαν έκπληξη και την έκαναν να μην ξέρει τι να υποθέσει. Ήταν ευγενικό και περιεκτικό, ωστόσο της έδινε την αίσθηση πως ήταν ένα μήνυμα που είχε κλειστεί σε ένα μπουκάλι και είχε ταχυδρομηθεί από το Παρίσι, ή από όπου τέλος πάντων είχε τύχει να βρίσκεται ο Ζαν-Σαρλ όταν το έστειλε, και πως η ίδια το είχε παραλάβει από τύχη. Αισθανόταν παράξενα καθώς το διάβαζε και τον σκεφτόταν. Ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν προσεκτικός, επιμελής. 202 DANIELLE STEEL Αγαπητή μαντάμ Ο’Νιλ, Το εντυπωσιακό δώρο σας Ειλικρινά με αιφνιδίασε. Είναι ένα πανέμορφο αντικείμενο > αν και δεν θεωρώ πως το αξίζω. Χαίρομαι πολύ για την καλή πορεία της επέμβασής σας και ελπίζω πως η ανάρρωση εξελίσσεται χωρίς προβλήματα. Θα σας σκέφτομαι όποτε φοράω αυτό το ρολόι, το οποίο απολαμβάνω, μολονότι αισθάνομαι πως δεν το δικαιούμαι. Ελπίζω να είστε καλά. Ειλικρινά δικός σας, Ζαν-Σαρλ Βερνιέ Χαιρόταν που του είχε αρέσει το ρολόι, παρόλο που το κείμενο ήταν τόσο τυπικό. Δεν ήταν σίγουρη αν τούτο το είδος της τυπικότητας οφειλόταν ως έναν βαθμό στη διαφορετική γλώσσα ή ήταν σκόπιμο. Το γράμμα
ήταν πολύ πιο επίσημο από τις συζητήσεις τους όταν καθόταν στο δωμάτιο του νοσοκομείου μαζί της, ή όταν πεταγόταν να τη δει μετά τις τόσες δεξιώσεις. Θυμόταν αυτά που της είχε πει για τον γάμο του. Την επιμονή του πως το να συμβιβάζεται κανείς με «διαφορές» και απογοητεύσεις ήταν το σωστό. Ήθελε να τον αντικρούσει, αλλά δεν μπορούσε. Δεν τον γνώριζε αρκετά καλά. Όμως τον γνώριζε τόσο ώστε να του εκμυστηρευτεί ολόκληρη την ιστορία της, να του μιλήσει για τον Μαρκ, για τον Ντέρεκ, για τα οδυνηρά χρόνια στο ορφανοτροφείο όταν ήταν παιδί. Του είχε μιλήσει για τα πάντα και σίγουρα δεν περίμενε να τα αναφέρει στο γράμμα του. Αλλά η αίσθηση που της άφηνε αυτό το κείμενο ήταν τόσο διάφορε203 τική. Την έκανε να προσπαθήσει να βρει το νόημα πίσω από τις λέξεις για να μαντέψει τι σκεφτόταν όταν το έγραφε. Μήπως γι’ αυτόν ήταν απλώς μια πλούσια Αμε-ρικάνα που είχε αρρωστήσει και είχε χειρουργηθεί στο Παρίσι, και υστέρα του είχε κάνει ένα ακριβό δώρο που ελάχιστα σήμαινε για εκείνον; Είχαν μετρήσει άραγε όλες αυτές οι εκμυστηρεύσεις; Ένιωθε ανόητη και μόνο που σκέφτηκε αυτή την πιθανότητα, όπως και με την απογοήτευσή της που το γράμμα του δεν ήταν περισσότερο εγκάρδιο. Τι περίμενε; Θύμισε στον εαυτό της πως δεν είχε δικαίωμα να περιμένει κάτι. Μπορεί να ήταν ο γιατρός της, πάνω απ’ όλα όμως ήταν παντρεμένος.
Ξάφνου αναρωτήθηκε αν του είχε δώσει το ρολόι για να τον φλερτάρει παρά για να τον ευχαριστήσει. Όσον αφορούσε τα αισθήματά της γι’ αυτό τον άνθρωπο, είχε πάψει να εμπιστεύεται τον εαυτό της. "Ισως τα κίνητρά της να μην ήταν τόσο αγνά όσο πίστευε. Ακόμα κι έτσι όμως, το ήξερε ότι κυνηγούσε χίμαιρες. Ο Ζαν-Σαρλ Βερντέ δεν έτρεφε κανένα ρομαντικό ενδιαφέρον για εκείνη. Αν μη τι άλλο, αυτό ήταν ξεκάθαρο. Μήπως όμως εκείνη περίμενε κάποια κίνηση εκ μέρους του, ή λαχταρούσε να το κάνει; Δεν ήταν βέβαιη πλέον, κι ας συνέχιζε να ανακρίνει επίμονα τον εαυτό της. Ο Ζαν-Σαρλ ήταν αρρενωπός, σωστός, κομψός, έξυπνος και παντρεμένος με τρία παιδιά, σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι δεν χώριζαν, πόσο μάλλον εκείνος, που δεν πίστευε καν στο διαζύγιο. Μπορεί να της είχε κρατήσει το χέρι πριν και κατά τη διάρκεια της εγχείρησης, μπορεί να είχε ακούσει την ιστορία της ζωής 204 της και τα βάσανά της, αλλά δεν έπαυε να είναι ένας παντρεμένος γάλλος γιατρός, που της είχε στείλει ένα τυπικό ευχαριστήριο σημείωμα με ένα ηλιοβασίλεμα. Δεν σήμαινε απολύτως τίποτα, μήτε και ήταν ο σκοπός του να σημαίνει κάτι. Στο κάτω κάτω, και η Τίμι μια από τις ασθενείς του ήταν, τίποτε περισσότερο. Έφταιγε που είχε πιστέψει πως οι
αμοιβαίες εκμυστηρεύσεις τους ήταν ασυνήθιστες και βαθιές. Ακόμα κι αν ήταν όμως, το σίγουρο ήταν πως εκείνος δεν είχε χάσει το μυαλό του για χάρη της. Επανέλαβε στον εαυτό της πως το μόνο που σκόπευε να κάνει ο Ζαν-Σαρλ με αυτό το γράμμα ήταν να την ευχαριστήσει και αυτό ακριβώς είχε κάνει. Η Τίμι δεν είχε ιδέα για ποιον λόγο, αλλά ένιωθε την ανάγκη να του απαντήσει. Άφησε την κάρτα στο γραφείο της και έμεινε να την κοιτάζει, σαν να περίμενε πως η κάρτα θα της μιλούσε και θα της έλεγε κάτι που ο Ζαν-Σαρλ δεν είχε τολμήσει να της γράψει και δεν θα τολμούσε ποτέ. Μα τι ανοησίες σκεφτόταν, αναρωτήθηκε. Ένα ευχαριστήριο σημείωμα ήταν. Τίποτε παραπάνω. Μόλις συνειδητοποιούσε πως ήταν ερωτευμένη με τον γάλλο γιατρό της και την κατέλαβε αμηχανία. Δεν το είχε ομολογήσει ούτε καν στον εαυτό της, όταν εκείνος ερχόταν να τη δει καθημερινά και περνούσε ώρες κουβεντιάζοντας μαζί της. Ξαφνικά ωστόσο αντιλαμβανόταν πλήρως ότι ήταν κάτι περισσότερο από αυτό, για εκείνη τουλάχιστον, όπως και ότι δεν θα έπρεπε να είναι. Δεν ήταν απολύτως τίποτε. Μια φαντασίωση. Ένας κοριτσίστικος έρωτας. Απλώς 205 την είχε ευχαριστήσει για το δώρο της όπως έπρεπε. Το μόνο που έμοιαζε αταίριαστο ήταν η κάρτα που είχε χρησιμοποιήσει. Ένα ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα, θαρρείς και την καλούσε, πράγμα που, το ήξερε, ήταν
της φαντασίας της. Έπρεπε να είναι. Ευσεβής πόθος και τίποτε άλλο. Δεν μπορούσε να του γράψει, ούτε και έπρεπε. Θα ήταν ανάρμοστο και θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση, αν του απαντούσε, και το πιθανότερο ήταν να τη θεωρούσε τρελή. Του είχε χαρίσει το ρολόι. Την είχε ευχαριστήσει. Η κάρτα ήταν όμορφη. Και λοιπόν; Δεν σήμαινε κάτι. Ήταν ένα τυπικό ευχαριστήριο σημείωμα από ένανγάλ-λο γιατρό που την είχε φροντίσει στο Παρίσι. Διάβασε την κάρτα μια τελευταία φορά· δεν διέκρινε τίποτε πίσω από τις λέξεις και ήξερε πως δεν θα έπρεπε να υπάρχει κάτι. Και ύστερα, με μια τελευταία ματιά στο ηλιοβασίλεμα της φωτογραφίας, έπεισε τον εαυτό της πως γινόταν παράλογη και πέταξε την καρτ ποστάλ στα σκουπίδια. Την είχαν ευχαριστήσει όπως έπρεπε, τυπικά και επίσημα. Ό,τι κι αν είχε νιώσει γι’ αυτόν, ακόμα και χωρίς να το συνειδητοποιεί, είχε περάσει όπως είχε περάσει και η περιπέτειά της. Η ανοησία της ήταν για γέλια. Ευχόταν να μην του είχε περάσει από το μυαλό η σκέψη ότι φλέρ-ιαρε μαζί του. Από την άλλη, τι θα γινόταν αν όντως φλέρταρε μαζί του; Πόσο ανόητο θα ήταν αυτό; Πολύ, είπε μέσα της, καθώς η Τζέιντ έμπαινε στο δωμάτιο και αντίκριζε τη σαστισμένη έκφρασή της. «Συμβαίνει κάτι;» Πόσο καλά την ήξερε. 206
«Όχι, τίποτε απολύτως» επέμεινε η Τίμι, περισσότερο για να πείσει τον εαυτό της παρά τη βοηθό της. «Έχει έρθει το επόμενο ραντεβού σου. Θυμάσαι που ζήτησες από τον Ντέιβιντ να σου κλείσει μια συνάντηση με κάποια άτομα από το μάρκετινγκ; Ήρθαν πέντε λεπτά νωρίτερα. Θέλεις να τους καθυστερήσω ή είσαι έτοιμη να τους δεις;» Η Τίμι δίστασε. Πάλευε να αντισταθεί στην ολοένα πιο πιεστική παρόρμηση να μαζέψει την κάρτα με το ηλιοβασίλεμα από τον κάδο απορριμμάτων. Φερόταν με τρόπο γελοίο και το ήξερε. Δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της να τον σκέφτεται και δεν θα το έκανε. Αλλά για μια τρελή, παράλογη στιγμή, ένιωσε ένα τσίμπημα νοσταλγίας γι’ αυτό τον άντρα και για τον χρόνο που είχαν περάσει μαζί, μιλώντας ο ένας στον άλλον. Ήταν τρελό. Άφησε την κάρτα εκεί που βρισκόταν και κοίταξε την Τζέιντ κατάματα, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί σ’ αυτό που της έλεγε. «Στείλε τους μέσα» είπε, και ενώ η Τζέιντ έκανε μεταβολή και έβγαινε από το δωμάτιο, σκέφτηκε ακόμα μια φορά το σημείωμα που της είχε γράψει. Δεν ήταν παρά ένα ευχαριστήριο σημείωμα από έναν γάλλο γιατρό. Αυτό ήταν όλο, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κάτι περισσότερο. Και πάνω απ’ όλα, ήταν απόλυτα βέβαιη πως δεν σήμαινε τίποτε, για κανέναν από τους δυο τους.
7 Η ΤΙΜΙ ΠΕΡΑΣΕ ΤΑ ΔΥΟ ΕΠΟΜΕΝΑ Σαββατοκύριακα με τον Ζακ, με τρόπο ανέλπιστα καλό. Πήγαν σε μια έκθεση ζωγραφικής και στην αβάν πρεμιέρ μιας ταινίας όπου ο Ζακ φοτογραφήθηκε στο πλάι της, κάτι που πάντα σήμαινε πολλά γι’ αυτόν. Παρευρέθηκαν στα εγκαίνια ενός εστιατορίου, πέρασαν αρκετές ώρες στην παραλία και, μία φορά στη διάρκεια του κάθε διημέρου, έκαναν έρωτα, συχνότητα που θεωρούσαν ικανοποιητική και οι δύο. Και το βράδυ της Κυριακής, όπως πάντα, γύρισε ο καθένας στη ζωή του. Όλα τα υπόλοιπα που συνέβαιναν στον κόσμο της ήταν ικανή να τα διαχειριστεί και μόνη. Είχε την Τζέιντ και τον Ντέιβιντ για να τη στηρίζουν σε επαγγελματικά ζητήματα, όπως είχε επικεφαλής τμημάτων, γενικούς διευθυντές, συμβούλους και δικηγόρους. Το μόνο που χρειαζόταν από τον Ζακ ήταν αυτό ακριβώς που της παρείχε, ένα ζεστό κορμί στο κρεβάτι της τα Σαββατοκύριακα, κάποιον για να μοιράζεται μαζί του το ποπκόρν στον κινηματογράφο, έναν φίλο που θα την έκανε να γελάει. Ελάχιστες απαιτήσεις είχε. Μηδαμινές, κατά τη γνώμη της βοηθού της. Η Τζέιντ αγαπούσε και 208 θαύμαζε βαθιά την Τίμι και δεν της άρεσε που την έβλεπε να
αρκείται στα ελάχιστα που της πρόσφερε ο Ζακ. Πίστευε ότι ο Ζακ ήταν εγωιστής και καιροσκόπος, ένα κακομαθημένο παλιόπαιδο. Κρατούσε το στόμα της κλειστό όταν ήταν μπροστά η Τίμι, αλλά όποτε τύχαινε να θίξει το θέμα ο Ντέιβιντ, μιλούσε με ωμή ειλικρίνεια. «Με τρελαίνει» παραδέχτηκε η Τζέιντ ένα μεσημέρι, την ώρα που έτρωγαν κάτι πρόχειρο στο γραφείο του Ντέιβιντ. Η ώρα ήταν τρεις και δεν είχαν κάνει ούτε πέντε λεπτά διάλειμμα. Η Τίμι επιτέλους είχε βγει από το κτίριο για να συναντηθεί με τους δικηγόρους της και τον οικονομικό διευθυντή της στο κέντρο της πόλης, προκειμένου να συζητήσουν τις αλλαγές που σκόπευε να κάνει στο συνταξιοδοτικό τους πρόγραμμα. «Γίνομαι έξαλλη που είναι πρόθυμη να συμβιβαστεί με κάποιον σαν τον Ζακ» συνέχισε τρώγοντας ένα σάντουιτς με αυγοσαλάτα, ενώ ο Ντέιβιντ καταβρόχθιζε ένα σάντουιτς σίκαλης με καπνιστό κρέας. Πεινούσε πολύ, αλλά ούτε εκείνος είχε καταφέρει να βρει ένα λεπτό ελεύθερο για φαγητό. Ως τη στιγμή που έφυγε η Τίμι, δεν είχε σταματήσει να του φορτώνει τη μια αγγαρεία μετά την άλλη, αν και αυτό ήταν που του άρεσε περισσότερο από όλα στη δουλειά του. Ο Ντέιβιντ ήξερε πως μάθαινε πράγματα και είχε ευκαιρίες που διαφορετικά δεν θα παρουσιάζονταν ποτέ, έστω και αν τον περισσότερο καιρό ήταν υποχρεωμένος να τρέχει με ταχύτητα τριακοσίων χιλιομέτρων την ώρα για να προφταίνει την Τίμι, που έτρεχε με τη διπλάσια ταχύτητα.
209 «Ο τύπος είναι βλαμμένος, ένα μηδενικό». Η Τζέιντ συνέχισε την αιώνια απαρίθμηση των παραπόνων της για τον Ζακ. «Έλα τώρα, Τζέιντι. Μην είσαι τόσο σκληρή μαζί του. Δεν είναι κακός, απλώς δεν είναι μεγαλοφυία. Κοίτα, είναι ηθοποιός και μοντέλο, ένα όμορφο πρόσωπο με ένα υπέροχο κορμί, γι’ αυτό της αρέσει. Τι περίμενες;» «Θα ήθελα να τη δω με έναν άντρα που διαθέτει μυαλό και καρδιά, ίσως και κότσια. Χρειάζεται κάποιον που να είναι mensch, και αυτός δεν είναι». Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε όταν την άκουσε να μιλάει στα γίντις. Παρόλο που η καταγωγή της Τζέιντ ήταν από την Ασία, είχε μάθει αρκετές εβραϊκές εκφράσεις την εποχή που δούλευε στην Έβδομη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, όπου την είχε γνωρίσει και την είχε προσλάβει η Τίμι. Της άρεσε να λέει πως ασχολούνταν με schmatta, με εμπόριο γυναικείων ρούχων. Ο Ντέιβιντ έλεγε πάντα πως η Τζέιντ μιλούσε καλύτερα γίντις από τη γιαγιά του, που είχε μεγαλώσει στην Πασαντίνα και είχε παντρευτεί επι-σκοπιανό. Ωστόσο ήξερε τι εννοούσε η Τζέιντ λέγοντας «mensch». Αυτό που ήθελε για την Τίμι ήταν να βρεθεί στο πλευρό ενός άντρα που θα είχε θέληση, ακεραιότητα και τόλμη. Ο Ζακ δεν ταίριαζε με το προφίλ, αλλά ο Ντέιβιντ τον θεωρούσε άκακο και ήξερε πως η Τίμι
ελάχιστες αυταπάτες έτρεφε για τη σχέση τους, παρόλο που και ο ίδιος συμφωνούσε με την Τζέιντ ότι σκοπός του Ζακ ήταν να αρπάξει όσο περισσότερα μπορούσε. Επιδίωκε τη δημοσιότητα αναζητώντας κοινωνικές και επαγγελματικές 210 ευκαιρίες και διαρκώς πίεζε την Τίμι να εμφανίζεται μαζί του σε μέρη όπου η σχέση του μαζί της, προσωπική ή άλλη, θα τον ωφελούσε. Οι φιλοδοξίες του ως προς αυτό τον τομέα ήταν αρκετά ξεκάθαρες και δηλωμένες από την αρχή. Αλλά η Τίμι προστάτευε άριστα τον εαυτό της. Ήξερε καλά αυτού του είδους τους άντρες. «Τουλάχιστον δεν τη χτυπάει για να της αποσπάσει χρήματα, ούτε προσπαθεί να την πείσει να τον αποκα-ταστήσει επαγγελματικά». Θυμόντουσαν και οι δύο τον προηγούμενο δεσμό της. Ήξεραν ότι είχε πιέσει την Τίμι να του ανοίξει μια γκαλερί στο όνομά του, όπου θα μπορούσε να εκθέτει και να πουλάει τα έργα του. Ως αποτέλεσμα, η Τίμι είχε αποσυρθεί με διακριτικότητα και είχε περάσει τον επόμενο ενάμιση χρόνο μόνη, μέχρι που εμφανίστηκε ο Ζακ. Στην αρχή ο Ζακ ήταν διασκεδαστικός, γοητευτικός, αρρενωπός, και την κατέκλυζε με λουλούδια και μικρά δώρα μέχρι που η Τίμι συμφώνησε να βγει μαζί του και, έκτοτε, τους τελευταίους πέντε μήνες, περνούσαν μαζί τα
Σαββατοκύριακα. Στην περίπτωση που και αυτή η σχέση ακολουθούσε την πορεία των προηγούμενων, τότε τόσο ο Ντέιβιντ όσο και η Τζέιντ ήξεραν καλά πως δεν θα διαρκούσε πολύ. Αργά ή γρήγορα ο Ζακ θα το παράκανε, τα τεχνάσματά του θα γίνονταν κατάφωρα προφανή, θα ασκούσε υπερβολική πίεση στην Τίμι ή θα την απατούσε με κάποιαν άλλη, και εκείνη θα αποχωρούσε αθόρυβα, εκτός και αν το έκανε εκείνος πρώτος. Δεν υπήρχε μεταξύ τους το πραγματικό υλικό, η κόλλα 211 που κρατάει τους ανθρώπους ενωμένους, ο βαθύς σεβασμός, η κατανόηση, τα στέρεα θεμέλια που θα τους στήριζαν σε ξαστεριές και σε καταιγίδες. Το μόνο που είχαν ήταν μερικές ώρες διασκέδασης. Η Τίμι δεν ήθελε πια να βασίζεται σε κανέναν παρά μονάχα στον εαυτό της. «Δεν ξέρω γιατί δεν μπορεί να βρει έναν σωστό άντρα, κάποιον στην ηλικία της που θα έχει ζωή παρόμοια με τη δική της και θα είναι αντάξιός της». Κανένας στο στενό της περιβάλλον δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον Ζακ. «Έλα τώρα» είπε ο Ντέιβιντ, ενώ τελείωνε τις πίκλες που συνόδευαν το καπνιστό κρέας και άπλωνε το χέρι για να πάρει από τις δικές της. Πάντοτε έτρωγε τις πίκλες της, δίνοντας σε αντάλλαγμα λίγα από τα πατατάκια του. Ήταν η άτυπη
συμφωνία τους. «Όλοι θα θέλαμε να βρούμε κάτι τέτοιο. Κι εγώ θα το ήθελα. Ποιος έχει χρόνο; Δουλεύουμε δεκαπέντε με είκοσι ώρες τη μέρα, σβήνουμε διαρκώς πυρκαγιές, ταξιδεύουμε σε όλο τον κόσμο. Διάολε, πάνε δυο χρόνια από την τελευταία σχέση μου. Με το που συναντάω κάποια, είτε με στέλνει στη Μαλαισία η Τίμι, είτε καταλήγω στη Νέα Υόρκη, να λύνω τα προβλήματα της διαφημιστικής εταιρείας μας, και ύστερα τρέχω στο Παρίσι και το Μιλάνο, να κυνηγάω μοντέλα με το στήθος έξω στις πασαρέλες και να τα βοηθάω να φτιάξουν τα μαλλιά τους. Και είμαι στρέιτ, να πάρει η ευχή! Ποια γυναίκα “αντάξιό μου” θα ανεχτεί κάτι τέτοιο; Αυτό που θέλουν από μένα οι γυναίκες είναι να τις βγάζω για φαγητό το βράδυ της Παρασκευής και να πηγαίνω μαζί τους για σκι τα Σαββατοκύριακα. Έχω 212 να κάνω σκι από τότε που αποφοίτησα από το κολέγιο, παρόλο που πέρσι έκλεισα διαμονή στη λίμνη Τάχο έξι φορές και αναγκάστηκα να τις ακυρώσω και τις έξι. Έχω τρία χρόνια να πάω διακοπές. Και η Τίμι δουλεύει δέκα φορές πιο σκληρά από όλους μας. Ποιος άντρας θα το αντέξει αυτό; Οι άντρες με τους οποίους θα έπρεπε να βγαίνει η Τίμι έχουν τους δικούς τους, θηλυκούς Ζακ, για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Ένα όμορφο πρόσωπο, ένα υπέροχο κορμί και ένα απροβλημάτιστο Σαββατοκύριακο, όποτε έχουν τον χρόνο. Απλώς δείχνει χειρότερο όταν πρόκειται για άντρα.
Σοκαριζόμαστε όταν βλέπουμε τέτοιες γυναίκες. Αν η Τίμι ήταν άντρας και ο Ζακ γυναικά, δεν νομίζω να σε ενοχλούσε». «Κι όμως, θα μ’ ενοχλούσε» επέμεινε η Τζέιντ. «Της αξίζει κάτι πολύ καλύτερο από αυτό. Το ξέρεις κι εσύ. Απλώς δεν μου αρέσει αυτό που αντιπροσωπεύει ο Ζακ, όπως δεν μου αρέσει το γεγονός πως νοιάζεται μονάχα για τον εαυτό του. Δεν τη ρώτησα, αλλά στοιχηματίζω ολόκληρο το χριστουγεννιάτικο μπόνους μου πως δεν της τηλεφώνησε καν όταν ήταν άρρωστη στο Παρίσι. Δεν τον βρήκε εδώ στην επιστροφή της. Δεν δίνει δεκάρα για κανέναν, παρεκτός για τον εαυτό του». Ο Ντέιβιντ παρακολουθούσε την Τζέιντ που έτρωγε τα πατατάκια του, χωρίς να διαφωνεί. «Αυτή είναι η φύση του κτήνους. Κανείς από μας δεν έχει πιθανότητες να συναντήσει σπουδαίους ανθρώπους όταν δουλεύουμε τόσο σκληρά. Οι αληθινοί άνθρωποι ζητάνε περισσότερα από αυτά που μπορούμε να δώσουμε. 213 Δεν έχω τον χρόνο, ούτε την ενέργεια, και είμαι μόλις τριάντα δυο χρόνων. Τι ακριβώς νομίζεις πως έχει να δώσει η Τίμι σε έναν άντρα; Το ξέρει κι εκείνη, το ξέρω κι εγώ, το ξέρεις κι εσΰ. "Ισως γι’ αυτό να έμεινες με έναν παντρεμένο δέκα ολόκληρα χρόνια. "Ενας αληθινός άντρας θα περίμενε να σε
δει πάνω από μια φορά την εβδομάδα, κι όχι όποτε θα κατάφερνε να το σκάσει στα κρυφά». Τα λόγια του είχαν χτυπήσει ευαίσθητο νεύρο και η Τζέιντ έμεινε σιωπηλή, για να σκεφτεί όσα της είχε πει. "Υστερα από ένα λεπτό ωστόσο κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν ήταν έτσι στην περίπτωση του Στάνλεϊ. Τον αγαπούσα. Μου έλεγε ψέματα. Ακόμα χειρότερα, έλεγε ψέματα στον εαυτό του. Μου έταζε πως θα ελευθερωνόταν από αυτό τον γάμο. Δεν το έκανε και υστέρα η γυναίκα του αρρώστησε. Και οι δυο κόρες του εμφάνισαν βουλι-μικές τάσεις και κατέληξαν να παίρνουν αντικαταθλιπτικά όταν τους ανακοίνωσε πως ήθελε διαζύγιο. Ο πατέρας του έκανε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς και ο γιος του έκανε αποτοξίνωση για έναν χρόνο. Η δουλειά του πήγε κατά διαόλου. Τα πάντα πήγαν στραβά και ακόμη πάνε. Μια από τις κόρες του το έριξε στα ναρκωτικά κι ύστερα η γυναίκα του διαγνώστηκε με καρκίνο του τραχήλου και αναγκάστηκε να υποβληθεί σε υστερεκτομή. Τα τελευταία δέκα χρόνια περνούσαν τη ζωή τους κυριολεκτικά από το ένα νοσοκομείο στο άλλο κι εκείνος με ικέτευε να περιμένω να περάσουν οι κρίσεις που διαδέχονταν η μια την άλλη. Πώς στην ευχή θα μπορούσα να ανταγωνιστώ κάτι τέτοιο; "Ισως, αν είχα πατήσει πόδι... Δεν ξέρω...» Βούρκωνε ακόμη κάθε φορά που το σκεφτόταν. Είχε φτάσει στα πρόθυρα αυτοκτονίας για χάρη του, την τελευταία φορά που της δήλωσε πως του ήταν αδύνατον να εγκαταλείψει την
οικογένεια και τη γυναίκα του. Ο τελευταίος της ψυχίατρος την είχε βοηθήσει να το ξεπε-ράσει. Ακόμα και η ίδια το ήξερε πια πως ήταν ανάγκη να σώσει τον εαυτό της και την πνευματική της υγεία. Μια δεκαετία ήταν κάτι παραπάνω από αρκετή. Και ο Ντέιβιντ συμφωνούσε. Όσο και αν πίστευε κι αυτός πως ο Σταν την αγαπούσε, ήταν βέβαιος πως ποτέ δεν θα έδινε τέλος στον γάμο του. Ήξερε επίσης πολύ καλά τι ακριβώς έπαιρνε από την Τζέιντ και υποψιαζόταν πως δεν του ήταν αρκετό. Η Τζέιντ έλεγε πως ήθελε σύζυγο και παιδιά, αλλά ταυτόχρονα ήθελε και καριέρα. Ο Στάν-λεϊ ήθελε μια σύζυγο πλήρους απασχόλησης, κι έτσι έμεινε με αυτήν που είχε ήδη. «Λοιπόν, πότε θα σε συστήσουμε στο διαδίκτυο;» ρώτησε ο Ντέιβιντ ενώ έγερνε πίσω στην πολυθρόνα του με ένα πλατύ χαμόγελο, δίνοντας τέλος στο πάντα επώ-δυνο θέμα του Στάνλεϊ. Η Τζέιντ είχε γίνει πικρόχολη από τότε και δεν έχανε ευκαιρία να αρχίσει τον μονόλογο για τα δεινά των παντρεμένων αντρών. Κατά τη γνώμη της, μια γυναίκα στο ένα εκατομμύριο κατάφερνενα μείνει με τον άντρα των ονείρων της στο τέλος, οι υπόλοιπες απλώς σπαταλούσαν χρόνια από τη ζωή τους και έχαναν όλες τις ευκαιρίες να συναντήσουν τον σωστό άντρα, αφιερώνοντας τον χρόνο τους σε κάποιον που δεν θα άφηνε ποτέ τη σύζυγό του. 215
«Εγώ είμαι έτοιμη και σε περιμένω» του απάντησε η Τζέιντ με ένα νευρικό γελάκι και αμέσως μετά συνοφρυώθηκε. «Και πώς ξέρουμε ότι δεν είναι παντρεμένοι και δεν λένε ψέματα πως είναι εργένηδες;» Τώρα πια δεν εμπιστευόταν κανέναν, παρόλο που ο Στάνλεϊ δεν είχε πει ποτέ ψέματα γι’ αυτό. Δεν της είχε καν υποσχεθεί με βεβαιότητα πως θα έδινε τέλος στον γάμο του. Το μόνο που της είχε πει ήταν ότι θα προσπαθούσε. Κι εκείνη είχε δεχτεί πρόθυμα να πάρει το ρίσκο. Με τα χρόνια, είχε ξεχάσει αυτή τη λεπτομέρεια. Αλλά δεν ήταν πια διατεθειμένη να ρισκάρει ξανά, πράγμα που ο Ντέιβιντ θεωρούσε συνετό εκ μέρους της. «Απλώς θα πρέπει να επαληθεύεις όσα λένε και να εμπιστεύεσαι το ένστικτό σου. Κανείς μας δεν μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω. Μπορείς να τους τσεκάρεις αργότερα, αν αυτό θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα. Μπορείς να προσλάβεις ντετέκτιβ. Πολλοί το κάνουν. Αν μη τι άλλο, όμως, το διαδίκτυο διευρύνει το φάσμα των επιλογών». Αντί για απάντηση, η Τζέιντ έριξε μια ματιά στο ρολόι της. «Ωραία. Δείξε μου» είπε. Έδειξε τον υπολογιστή του με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο. Ήταν έτοιμη. Είχε έρθει η στιγμή. «Τώρα; Σοβαρολογείς;» Ο Ντέιβιντ έδειχνε ελαφρώς έκπληκτος. «Ναι, σοβαρολογώ. Η Τίμι δεν θα επιστρέψει πριν απ’ τις
πέντε, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν θα την πειράξει. Προτού φύγει τελειώσαμε με τις εκκρεμότητες. Έχω τρία 216 γράμματα με τα οποία δεν είναι ανάγκη να ασχοληθώ μέχρι αύριο. Και τώρα, μαέστρο, δείξε μου πώς γνωρίζει κανείς κόσμο μέσω διαδικτύου. Τι στο καλό, δεν μπορεί να είναι χειρότερα από όσα καταφέρνω και μόνη μου. Έτσι και βγω ακόμα ένα αποτυχημένο ραντεβού στα τυφλά, μπορεί και να κάνω εμετό». Της χαμογέλασε και γύρισε στον υπολογιστή του. Στην οθόνη του εμφανίστηκε ένα από τα πιο γνωστά γραφεία γνωριμιών. Ήταν αυτό που είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος στο παρελθόν, αν και κόντευε χρόνος που δεν είχε κάνει τον κόπο να ασχοληθεί, για όλους τους λόγους που είχε απαριθμήσει όσο έτρωγαν. Για την ακρίβεια, είχε αλληλογραφήσει με μια γυναίκα που είχε γνωρίσει μέσα από τη σελίδα των προσωπικών αγγελιών στο περιοδικό των αποφοίτων του Χάρβαρντ. Είχε μόλις αποφοιτήσει από τη σχολή επιχειρηματικών σπουδών και ζούσε στο Σαν Φρανσίσκο. Είχαν συναντηθεί μια φορά, αλλά όπως το έθεσε και ο ίδιος μετά τη γνωριμία τους, παραήταν «ανοιχτόμυαλη» για τα γούστα του, αν και ήταν η ευφυέστερη κοπέλα που είχε συναντήσει ποτέ. Λίγο αργότερα εκείνη μετακόμισε στο Μπέρκλεϊ και αποκεί του
έγραψε για να του ανακοινώσει πως πλέον είχε σοβαρή δέσμευση με μια άλλη κοπέλα. Προφανώς ο Ντέιβιντ δεν ήταν το πεπρωμένο της, ούτε εκείνη το δικό του. Της είχε γράψει και εκείνος για να της ευχηθεί καλή τύχη και έκτοτε ήταν πολύ απασχολημένος για να τη σκεφτεί ξανά ή για να κυνηγήσει αλλού την τύχη του. Δεν βιαζόταν να κάνει σχέση, παρόλο που ήθελε να παντρευτεί και να αποκτή 217 σει παιδιά. Προτιμούσε το εβραϊκό γραφείο γνωριμιών μέσω διαδικτύου, επειδή ενδόμυχα ήθελε να συναντήσει μια γλυκιά εβραιοπούλα. Για την Τζέιντ ωστόσο διάλεξε ένα γραφείο με ευρύτερη γκάμα πελατών και της έκανε κάμποσες συγκεκριμένες ερωτήσεις όσον αφορούσε ηλι-κιακές προτιμήσεις και γεωγραφική θέση. «Τι εννοείς;» ρώτησε η Τζέιντ και για μια στιγμή φάνηκε να απορεί. Η διαδικασία έμοιαζε συναρπαστική, αλλά ταυτόχρονα κάπως τρομακτική. «Σε ποια πόλη, ας πούμε;» «Πιο συγκεκριμένα» εξήγησε ο Ντέιβιντ, περιμένοντας να πληκτρολογήσει την απάντησή της. «Πόσο κοντά στον τόπο διαμονής σου; Τι εύρος ακτίνας; Τδια πόλη, ίδιος ταχυδρομικός κώδικας, δέκα χιλιόμετρα αποκεί που μένεις, πέντε, ένα; Τδια πολιτεία; Οπουδήποτε στη χώρα; Στις μεγάλες πόλεις;»
«Να πάρει, δεν ξέρω. Τι θα έλεγες για την ευρύτερη περιοχή του Λος Άντζελες; Μήπως ξανοίγομαι πολύ;» Οι δυνατότητες έμοιαζαν άπειρες. Η Τζέιντ ενδιαφερόταν περισσότερο για το μορφωτικό επίπεδο και το επάγγελμα. Παραδεχόταν πως ήταν σνομπ όσον αφορούσε τη δουλειά και ήταν και η ίδια απόφοιτος του Μπέρκλεϊ. «Αυτό εξαρτάται από σένα. Προσωπικά προτιμώ τον ίδιο ταχυδρομικό κώδικα, επειδή βαριέμαι τα μποτιλιαρίσματα στον αυτοκινητόδρομο και δεν θέλω να ξοδεύω μια ώρα μόνο και μόνο για να παραλάβω την κοπέλα από το σπίτι της. Αλλά, για να πω την αλήθεια, δεν το χρησιμοποιώ το σύστημα και τόσο συχνά, ούτε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Το κάνω απλώς και μόνο για να μην ξεχά-σω πώς είναι να βγαίνει κανείς ραντεβού. Και έχω πολύ καιρό να το κάνω». «Ας μείνουμε στο ευρύτερο Λος Άντζελες» αποφάσισε η Τζέιντ, νιώθοντας σαν να έδινε παραγγελία στο Γκρό-σερις Εξπρές, που της παρέδιδε καθημερινά τα ψώνια της. Παράγγελνε τηλεφωνικώς από το γραφείο και ο θυρωρός τής τακτοποιούσε τα τρόφιμα στο ψυγείο όταν γινόταν η παράδοση. Ο κόσμος ήταν φτιαγμένος για δραστήριους ανθρώπους που δεν είχαν πλέον τον χρόνο να ασχοληθούν με τις αδιάφορες αγγαρείες της ζωής, ανάμεσα σε απαιτητικές δουλειές, ταξίδια, σχέδια για το Σαββατοκύριακο και όσον
χρόνο τύχαινε να μένει διαθέσιμος για να αφιερωθεί στο γυμναστήριο. Αφού πληκτρολόγησαν τις απαιτήσεις της, οι οποίες περιλάμβαναν μια ηλικιακή γκάμα μεταξύ τριάντα πέντε και σαράντα δύο ετών, μια σειρά από φωτογραφίες εμφανίστηκε στην οθόνη σαν μενού σε εστιατόριο, και ο Ντέιβιντ της έγνεψε να φέρει πιο κοντά την καρέκλα της για να δει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Στον μακρύ κατάλογο με φωτογραφίες αντρών, άλλοι ήταν αστείοι, άλλοι αρρενωποί και άλλοι κάπου ανάμεσα, με περιγραφές που είχαν συντάξει οι ίδιοι. Ορισμένες ακούγονταν δυσάρεστα ανόητες, σε σημείο να δείχνουν παράλογες. Η περιγραφή «Καυτός, Σέξι Μπαμπάς» έκανε την Τζέιντ να δυσφορήσει, καθώς ο Ντέιβιντ της εξηγούσε πως ορισμένες από τις απαντήσεις και τις περιγραφές σχηματίζονταν σύμφωνα με το ποια κουτάκια είχες τσεκάρει. 219 Όταν της άρεσε κάποια από τις φωτογραφίες και τις σύντομες περιγραφές, διάβαζαν ένα λεπτομερέστερο προφίλ του υποψηφίου, στο οποίο δήλωνε τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, τις σεξουαλικές προτιμήσεις, τυχόν πρότερο έγγαμο βίο, αριθμό παιδιών, τα αθλήματα στα οποία αφιέρωνε χρόνο, αν είχε ή όχι τατουάζ ή πίρ-σινγκ, και το τι ακριβώς γύρευε σε μια γυναίκα. Κάποιοι ήθελαν ομόθρησκες,
κάποιοι άλλοι απαιτούσαν αθλητικές ικανότητες ολυμπιακού επιπέδου ή έκαναν αναφορά σε σεξουαλικές φαντασιώσεις. Δήλωναν το επάγγελμά τους και ορισμένοι ανέφεραν και το επίπεδο μισθού τους, τσεκάροντας το αντίστοιχο κουτάκι, αν το επιθυμούσαν, όπως και μορφωτικό επίπεδο. Και ύστερα έγραφαν μια σύντομη παράγραφο για τον εαυτό τους. Τα περισσότερα κείμενα έκαναν την Τζέιντ να μορφάζει, ωστόσο υπήρχαν έξι που της άρεσαν. Ήταν άντρες που έδειχναν ευγενικοί, ακούγονταν λογικοί, είχαν αξιοπρεπείς δουλειές και μόρφωση· δύο ήταν χωρισμένοι με μικρά παιδιά, κάτι που δεν προτιμούσε αλλά το αποδεχόταν, και ανεξαιρέτως και οι έξι έλεγαν πως έψαχναν για μια εργαζόμενη γυναίκα στην ηλικία της, τους άρεσαν τα ταξίδια, αναζητούσαν μια σταθερή σχέση και δήλωναν πως ήθελαν να παντρευτούν και κάποια στιγμή να αποκτήσουν παιδιά. Ένας τους έλεγε πως προτιμούσε Ασιάτισσες, δήλωση αρκετή για να του βγάλει η Τζέιντ κίτρινη κάρτα, αν και όχι κόκκινη, για την περίπτωση που ο τύπος έτρεφε αυταπάτες πως θα έβρισκε μια γυναίκα υποχωρητική και υπάκουη. Ένας άλλος είχε αποφοιτήσει από το 220 Μπέρκλεϊ την ίδια χρονιά με εκείνη, ωστόσο η φωτογραφία του δεν έμοιαζε γνώριμη, παρόλο που, με ένα φοιτητικό σώμα που πλησίαζε τις σαράντα χιλιάδες στο Μπέρ-κλεϊ, δεν
θα έπρεπε να της κάνει έκπληξη. Ο συγκεκριμένος ήταν αρχιτέκτονας και έμενε στο Μπέβερλι Χιλς. «Τι τρέχει με όλους αυτούς τους ανθρώπους και δεν μπορούν να βρουν μια κοπέλα για να βγουν ραντεβού;» ρώτησε η Τζέιντ με έκφραση καχυποψίας και ο Ντέιβιντ γέλασε μαζί της. «Ποιος ήταν που είπε “δεν θα ήθελα ποτέ να ανήκω σε μια λέσχη που θα με δεχόταν για μέλος της”; Ή ο Γούντι Άλεν ή ο Μαρκ Τουέιν, νομίζω. Κοίταξε, όλοι στην ίδια βάρκα ταξιδεύουμε. Ξεπατωνόμαστε στη δουλειά, δεν έχουμε χρόνο, απαυδήσαμε με τους παλαβούς που πάνε να μας προξενέψουν οι φίλοι μας, δεν έχουμε συγγενείς να μας τα φτιάξουν με τις κόρες ή τους γιους των φίλων τους, αλλά ακόμα κι αν είχαμε, θα ευχόμασταν να μην το κάνουν. Τι να σου πω; Αυτό το σύστημα φαίνεται να πετυχαίνει για πολύ κόσμο. Αξίζει μια προσπάθεια. Εντάξει, είχα κάνα δυο αποτυχίες όταν το δοκίμασα, αλλά οι περισσότερες γυναίκες που έχω συναντήσει μέσω διαδικτύου ήταν πραγματικά πολύ καλές. Μια δυο περιπτώσεις θα μπορούσαν να εξελιχτούν σε σοβαρές, απλώς εγώ δεν είχα τον χρόνο ή τη διάθεση να το γυρίσω στο σοβαρό. Αλλά πέρασα καλά με όσες βγήκαν μαζί μου. Ακολουθείς τους κανόνες. Επικοινωνείς μαζί τους μέσω ηλεκτρονικών μηνυμάτων και δεν τους δίνεις τη διεύθυνση του σπιτιού σου ή τον αριθμό του τηλεφώνου σου,
221 ούτε καν του γραφείου σου, στην αρχή. Συναντιέστε μερικές φορές σε δημόσιους χώρους, βολιδοσκοπείς την κατάσταση, ακολουθείς το ένστικτό σου και φροντίζεις να μη βρεθείς σε πιθανώς επικίνδυνες ή τρομακτικές καταστάσεις. Και βλέπεις πώς πάει. Τι έχεις να χάσεις;» «Όχι πολλά, υποθέτω» είπε η Τζέιντ, ακόμη αβέβαιη, αλλά σαφώς περίεργη να δει τι θα ακολουθούσε. Αρκετά περίεργη, εν πάση περιπτώσει, για να κάνει μια προσπάθεια. «Θέλεις να γράψεις σε κάποιον από αυτούς τους έξι; Μπορείς να το κάνεις από τον λογαριασμό μου. Αν θέλεις να ασχοληθείς στα σοβαρά όμως, πρέπει να ανεβάσεις δικό σου προφίλ με τη φωτογραφία σου. Μπορείς να το κάνεις χρησιμοποιώντας τις ρυθμίσεις απορρήτου, ώστε να μπορούν να δουν το προφίλ σου μονάχα αυτοί που επιλέγεις εσύ. Δεν είναι ανάγκη να ανεβάσεις φωτογραφία σου στις γενικές λίστες. Λοιπόν, θέλεις να τους γράψεις;» Η Τζέιντ κούνησε το κεφάλι σκεφτική. Μέχρι στιγμής, από την περιγραφή του, της άρεσε περισσότερο ο αρχιτέκτονας. Έγραφε πως ήταν χωρισμένος, πως είχε υπάρξει παντρεμένος έξι χρόνια και δεν είχε παιδιά. Έμενε στο Μπέβερλι Χιλς. Πάθος του ήταν η ευρωπαϊκή λογοτεχνία και τέχνη, θέμα πάνω στο οποίο είχε πάρει ειδίκευση η Τζέιντ στο κολέγιο.
Και οι αγαπημένες του πόλεις ήταν το Παρίσι, η Βενετία και η Νέα Υόρκη - από τις τρεις αυτές πόλεις, οι δύο ήταν και δικές της αγαπημένες. Σίγουρα τα κοινά σημεία ήταν αρκετά. Περισσότερα από όσα είχε με τις φίλες της. Του άρεσε να περ 222 νάει τα Σαββατοκύριακα κάνοντας σκι ή κάμπινγκ, πηγαίνοντας στο θέατρο και στον κινηματογράφο, μαγειρεύοντας μαζί με την κοπέλα του ή για την κοπέλα του, στην περίπτωση που εκείνη δεν ήξερε από μαγειρική, πράγμα που η Τζέιντ χαρακτήρισε άριστο. Οι μαγειρικές της ικανότητες περιορίζονταν στις στιγμιαίες σούπες και τα κινέζικα νουντλς, ή στις σαλάτες που έφερνε στο σπίτι από το Σεϊφγουέι. Και από τα Χόστες Τουίνκις, τα αφράτα μικρά κέικ με γέμιση κρέμας, όταν δεν την έβλεπε κανείς. Πάντα είχε ένα στο γραφείο της για περίπτωση ανάγκης, μαζί με μια σακούλα σοκολατάκια, όταν δεν είχε χρόνο για φαγητό. Υγιεινό γεύμα, όπως το έλεγε. Και οι έξι άντρες φαίνονταν ενδιαφέροντες, έτσι έσυρε την καρέκλα της πιο κοντά στον υπολογιστή και απάντησε στον καθένα τους με ένα σύντομο μήνυμα για τον εαυτό της. Ήξερε πως θα αναγκαζόταν να γραφτεί και η ίδια στη σελίδα και να ανοίξει δικό της λογαριασμό για να ανεβάσει προφίλ και φωτογραφίες, αλλά ήθελε να δει τι είδους απαντήσεις θα έπαιρνε προτού το κάνει.
Μόλις είχε στείλει το τελευταίο μήνυμα και ήταν ταυτόχρονα νευρική και ενθουσιασμένη. Ο Ντέιβιντ έκανε μορφασμούς και εκείνη χαχάνιζε, όταν μπήκε στο γραφείο η Τίμι. «Τι σκαρώνετε εσείς οι δύο;» ρώτησε. Είχε δει την παίχνιδιάρικη έκφραση στα πρόσωπα των βοηθών της. Ήταν σίγουρη πως, ό,τι κι αν έκαναν, ήταν άκακο. Και τους έκανε καλό ένα σύντομο διάλειμμα κάθε τόσο, όταν έλειπε εκείνη. Σημαντικές κρίσεις δεν υπήρχαν προς το 223 παρόν και η Τίμι ήταν ήρεμη και χαλαρή. Οι νομικές συναντήσεις της σχετικά με το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ήταν ενημερωτικές και είχαν πάει καλά. «Ελάτε, ομολογήστε. Μοιάζετε με γάτες που μόλις καταβρόχθισαν το καναρίνι» τους είπε χαμογελώντας. «Όχι ένα καναρίνι, αλλά έξι» παραδέχτηκε η Τζέιντ. Ήξερε πως η Τίμι ήταν επιφυλακτική όσον αφορούσε τα γραφεία γνωριμιών, διαδικτυακά ή μη, όμως η Τζέιντ δεν της κρατούσε μυστικά. «Για εξήγησέ μου το αυτό» είπε η Τίμι και ύστερα είδε τι υπήρχε στην οθόνη. Σειρές από φωτογραφίες αντρών με λίγες γραμμές για περιγραφή, τις οποίες διάβασε προσεκτικά παίρνοντας το προστατευτικό ύφος της. «Να προσέχετε, και
οι δυο σας! Οι δολοφόνοι με τσεκούρι αποκλείονται, παρακαλώ. Σας χρειάζομαι και τους δύο». Η Τζέιντ ήθελε να της πει να το δοκιμάσει κι εκείνη, αλλά ήξερε πως η Τίμι δεν θα την άκουγε. Ακόμα κι αν δεν έδινε το πραγματικό όνομά της, το πρόσωπό της ήταν γνωστό σε όλο τον κόσμο και η εμφάνισή της χαρακτηριστική. Τα μακριά, κόκκινα μαλλιά και τα πράσινα μάτια θα την πρόδιδαν οπουδήποτε, και το πρόσωπό της εμφανιζόταν σε άρθρα και διαφημίσεις χρόνια. Αποτελούσε παράδειγμα επιτυχημένης πορείας στις σχολές επιχειρηματικών σπουδών παγκόσμιός και σύμβολο στον κόσμο της μόδας. Η είδηση θα έφτανε στις σκανδαλοθηρίες εφημερίδες μέσα σε ένα δεκάλεπτο έτσι και ανέβαζε φωτογραφία της σε γραφείο γνωριμιών στο διαδίκτυο, όσο διακριτικά και αν το έκανε. 224 Η εποχή που παράγγελνες νύφη με το ταχυδρομείο είχε εκσυγχρονιστεί και ήταν και πάλι στις δόξες της, πράγμα που αποδείκνυε πόσο δύσκολο ήταν πλέον στη σύγχρονη πραγματικότητα για οποιονδήποτε να συναντήσει το ταίρι του, όσο νέος, εμφανίσιμος ή επιτυχημένος κι αν ήταν. Οι άντρες στους οποίους είχε γράψει η Τζέιντ ενέπιπταν όλοι σε αυτή την κατηγορία και όλοι ισχυρίζονταν πως έψαχναν για μακροχρόνιες σχέσεις, τις οποίες, προφανώς, αδυνατούσαν να βρουν μόνοι τους. Η Τίμι δεν ήταν η μόνη που δεν
κατάφερνε να βρει ισάξιο ταίρι, αν και οι περιορισμοί ήταν περισσότεροι στη δική της περίπτωση, εξαιτίας της ηλικίας και της φήμης της. Ήταν ένα μειονέκτημα που την ανάγκαζε να συμβιβαστεί με αυτό που μπορούσε να βρει από μόνη της, που δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, όπως μαρτυρούσε ο Ζακ και οι όμοιοι του πριν από εκείνον τα τελευταία έντεκα χρόνια. Και η Τίμι αρνιόταν χρόνια τώρα να βγει ραντεβού στα τυφλά. Έλεγε πως παραήταν ταπεινωτικό και προβληματικό. «Απλώς κοίτα να προσέχεις» της τόνισε η Τίμι και κατευθύνθηκε προς το δικό της γραφείο, ενώ η Τζέιντ ακολουθούσε. Ο Ντέιβιντ είχε υποσχεθεί στην Τζέιντ να την ενημερώσει στην περίπτωση που λάμβανε κάποια απάντηση. Θα είχε τον νου του στα μέιλ του όλο το Σαββατοκύριακο. Η Τζέιντ μόρφασε ενθουσιασμένη, φεύγοντας για να ρίξει μια ματιά σε κάποιες σημειώσεις με την Τίμι, η οποία επίσης έδειχνε να είναι σε καλή διάθεση. Η Τίμι έφυγε από το γραφείο στις έξι, αρκετά νωρίς 225 για τις συνήθειές της, και ο Ζακ εμφανίστηκε γΰρω στις εφτά. Ήταν μια βδομάδα πριν από την Ημέρα των Ευχαριστιών και είχαν σχεδιάσει ένα ήσυχο διήμερο. Η Τίμι είχε κάποιο
ραντεβού την επόμενη μέρα, παρόλο που ήταν Σάββατο, και ο Ζακ δεν έφερε αντίρρηση. Ήξερε πως μια με δυο φορές τον μήνα η Τίμι είχε υποχρεώσεις που την κρατούσαν απασχολημένη τα πρωινά του Σαββάτου και μέχρι νωρίς το απόγευμα. Του εξήγησε πως είχε να κάνει με τη δουλειά της και του έδωσε το ελεύθερο να πάει στο γυμναστήριο ή να γυμναστεί στο σπίτι της και να γευματίσει με φίλους. Εκείνο το βράδυ δείπνησαν στο Λιτλ Ντορ, που ήταν ένα από τα αγαπημένα της στέκια, και ύστερα πήγαν στον κινηματογράφο. Είδαν ένα θρίλερ που πρότεινε ο Ζακ. Η Τίμι δεν ενθουσιάστηκε και αργότερα, βγαίνοντας από την αίθουσα, τον πείραξε λέγοντας πως τουλάχιστον το ποπκόρν ήταν καλό. Δεν την είχε ενοχλήσει που η ταινία ήταν χάλια, της άρεσε που βρισκόταν μαζί του. Και είχαν και οι δύο καλή διάθεση. Ο Ζακ είχε κλείσει έναν μικρό ρόλο εκείνη τη βδομάδα και περίμενε απάντηση για μια σπουδαία διαφήμιση που θα προβαλλόταν σε εθνικό δίκτυο και θα του άνοιγε κάμποσες πόρτες. Ήταν πάντα χαρούμενος όταν είχε δουλειά και μελαγχολούσε όταν τον απέρριπταν. Αυτά είχε το επάγγελμά του. Ήταν τυχερός που έδειχνε τόσο νεότερος, αν και η Τίμι ήξερε πως είχε βοήθεια σ’ αυτό. Είχε κάνει βλεφαροπλαστική αρκετά χρόνια πριν και δεν αμελούσε να κάνει μπότοξ σε τακτική βάση. Έκανε ενέσεις κολλά226
γόνου και έβαφε τα μαλλιά του πιο ανοιχτόχρωμα. Δεν ήταν εκ φΰσεως τόσο ξανθός και ήταν πολύ πιο ματαιόδοξος από εκείνη. Η ίδια δεν είχε υποβάλει τον εαυτό της σε τίποτε από όλα αυτά, ούτε και το είχε σκοπό. Ήταν πρόθυμη να γεράσει με φυσικό τρόπο και, σε αντίθεση με τον Ζακ, η δουλειά της δεν εξαρτιόταν διόλου από αυτό. Το πρωί του Σαββάτου, η Τίμι σηκώθηκε στις εφτά. Γυμνάστηκε μισή ώρα, έκανε ντους, έφτιαξε για τον εαυτό της ένα ελαφρύ πρωινό με γιαούρτι, δημητριακά και τσάι, και ετοιμαζόταν να φύγει όταν ο Ζακ κατέβηκε τις σκάλες με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση του. Τη φίλησε ανάλαφρα στα χείλη και ύστερα πήρε την εφημερίδα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ήταν μια γαλήνια οικογενειακή στιγμή που της έδωσε την ψευδαίσθηση της οικειότητας, κάτι που ήταν πιότερο φαντασίωση παρά γεγονός. «Σου άφησα την καφετιέρα γεμάτη» του φώναξε. «Ευχαριστώ. Τι ώρα θα τελειώσεις;» «Λογικά θα έχω γυρίσει ως τις τρεις» του απάντησε. «Θα σε βρω εδώ» της είπε ήρεμα. Ήξερε πού βρισκόταν το κλειδί και η Τίμι έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της. Της φαινόταν παράξενο που δεν τη ρωτούσε ποτέ τι έκανε τα
σαββατιάτικα πρωινά που δεν βρισκόταν μαζί του. Προφανώς θεωρούσε πως ήταν δική της δουλειά. Ούτε εκείνος της έλεγε όλα όσα έκανε. Η απουσία της δεν ήταν ποτέ αβάσταχτη και δεν τον ενοχλούσε που τον άφηνε μόνο του. 22 7 Η Τίμι έφυγε ντυμένη με τζιν παντελόνι, αθλητικά παπούτσια και ένα παλιό πουλόβερ, κάτω από ένα μπουφάν από χοντρό βαμβακερό ύφασμα. Είχε χτενίσει τα μαλλιά της σε αλογοουρά. Δεν είχε βαφτεί και έδειχνε ανέλπιστα όμορφη, τόσο νωρίς το πρωί. Σπανίως ανησυχούσε για την εμφάνιση της και ως αποτέλεσμα έδειχνε πάντοτε όμορφη και αληθινή, παρά την ηλικία της. Οδήγησε μέχρι τη Σάντα Μόνικα, ακούγοντας μουσική και χαμογελώντας μόνη της. Ένιωθε καλά. Της άρεσαν τα πρωινά που περνούσε με αυτό τον τρόπο και ανυπομονούσε για βδομάδες. Δεν ήταν κάτι που είχε το περιθώριο να το κάνει συχνά, αλλά ξέκλεβε λίγο χρόνο όποτε της δινόταν η ευκαιρία. Έτρεφε την ψυχή της και ήταν κάτι που ήθελε να το χαρίσει στον κόσμο, αν και της χάριζε κι εκείνης τόσα, ίσως και περισσότερα. Ήξερε πως ήταν ένα πράγμα που δεν θα το εγκατέλειπε ποτέ, για κανέναν. Άγγιζε τα μύχια της ψυχής της. Είκοσι λεπτά αφότου άφησε πίσω της το Μπελ Ερ, πάρκαρε μπροστά σε ένα φρεσκοβαμμένο κτίριο. Ήταν ένα βικτοριανό
σπίτι που ολοφάνερα είχε ανακαινιστεί και επεκταθεί. Είχε μια παλιομοδίτικη βεράντα και μια σειρά από στηρίγματα για ποδήλατα στο μπροστινό της μέρος. Τα στηρίγματα ήταν όλα κατειλημμένα από ολοκαίνουργια, λαμπερά ποδήλατα. Μια καλοφτιαγμένη κατασκευή για αναρρίχηση ορθωνόταν στο πίσω μέρος. Ήταν προφανώς ένα σπίτι στο οποίο κατοικούσαν παιδιά. Η Τίμι άνοιξε την ξεκλείδωτη πόρτα χαμογελώντας. Δύο γυναίκες με ταλαιπωρημένα πρόσωπα, ευγενικά μάτια και κοντά μαλλιά μιλούσαν στο μπροστινό δωμάτιο και μια τρίτη καθόταν σε ένα γραφείο. «Καλημέρα, καλές μου αδελφές» είπε ήρεμα η Τίμι. Οι δύο γυναίκες που συζητούσαν ήταν αρκετά μεγαλύτερές της, ενώ εκείνη που καθόταν στο γραφείο έμοιαζε παιδί. Και οι τρεις ήταν μοναχές, αν και τίποτα στην αμφίεσή τους δεν υποδήλωνε κάτι τέτοιο. Φορούσαν αθλητικές μπλούζες και τζιν παντελόνια. Και οι τρεις σήκωσαν τα μάτια χαμογελώντας πλατιά όταν άκουσαν την Τίμι να μπαίνει. «Πώς είστε όλοι;» «Το σκεφτήκαμε πως θα ερχόσουν σήμερα» είπε η μεγαλύτερη από τις τρεις γυναίκες. Στα νιάτα της υπηρετούσε στο τάγμα των καρμελιτών, αργότερα είχε αφιερωθεί στο τάγμα του Αγίου Δομίνικου και είχε εργαστεί στο Γουάτς. Επί σαράντα χρόνια δούλευε με παιδιά κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, πρώτα στο Σικάγο, μετά στην Αλαμπάμα και στο Μισισίπι και εντέλει στο Λος Άντζελες. Ήταν υπεύθυνη
για τον συγκεκριμένο ξενώνα, που είχαν ονομάσει Οίκο της Αγίας Σεσίλια. Ήταν ένας ξενώνας για παιδιά που είχαν ορφανέψει και για τον έναν ή τον άλλον λόγο, συχνά εξαιτίας προβλημάτων υγείας ή ηλικίας, είτε ήταν ανεπιθύμητα ή ακατάλληλα για υιοθεσία, είτε είχαν αποτύχει να υιοθετηθούν μέσω του συστήματος ή δεν τα είχαν πάει καλά κοντά σε ανάδοχες οικογένειες. Ήταν ιδέα της αδελφής Αν από την αρχή. Γνωρίζοντας το φιλανθρωπικό έργο της Τίμι, όπως και την αδυναμία που είχε στα παιδιά, την είχε προσεγγίσει πριν από χρόνια για να της παρου 229 σιάσει το όνειρό της. Δεν περίμενε ποτέ αυτό που θα συνέβαινε στη συνέχεια. Χωρίς εξήγηση, χωρίς άλλο επιχείρημα, η Τίμι είχε κόψει μια επιταγή του ενός εκατομμυρίου δολαρίων και της την είχε παραδώσει έτσι όπως καθόταν από την άλλη πλευρά του γραφείου της, για να αγοράσει το οίκημα, να το εξοπλίσει και να το διευθύνει. Ο Οίκος της Αγίας Σεσίλια υπήρχε χάρη στην ευεργεσία της Τίμι Ο’Νιλ, παρόλο που το γεγονός είχε κρατηθεί αυστηρά μυστικό. Μονάχα ο Ντέιβιντ με την Τζέιντ γνώριζαν την ανάμειξη της Τίμι. Στην ίδια δεν άρεσε να διατυμπανίζει το φιλανθρωπικό της έργο.
Ο ξενώνας λειτουργούσε με έξι μοναχές και φιλοξενούσε από δεκαοχτώ μέχρι είκοσι πέντε παιδιά. Τη συγκεκριμένη στιγμή είχαν είκοσι ένα παιδιά και η Τίμι ήξερε πως ανέμεναν άλλα δύο τις επόμενες βδομάδες. Οι ηλικίες τους κυμαίνονταν από πέντε μέχρι δεκαοχτώ χρονών. Η αναλογία φύλων ήταν περίπου ισόποση, το ίδιο και η φυλετική. Ορισμένα παιδιά φιλοξενούνταν εκεί ήδη πέντε χρόνια. Στόχος ήταν να τους βρουν οικογένειες, στην καλύτερη περίπτωση, αλλά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τα είχαν φέρει εκεί ήταν τέτοιες, που τα περισσότερα έμεναν στην Αγία Σεσίλια αρκετά χρόνια. Ο μακροβιότερος φιλοξενούμενος ήταν ένα τυφλό κορίτσι που έζησε κοντά τους εφτά χρόνια. Είχε τελειώσει το σχολείο και έναν χρόνο πριν είχε γίνει δεκτή στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας με υποτροφία, χάρη στη βοήθεια της Τίμι. Είχε σταθεί αδύνατον να της βρουν οικογένεια μέσω του συστήματος και ο Οίκος της Αγίας Σεσίλια ήταν για εκείνη ένα θεόσταλτο καταφύγιο, όπως ήταν και για όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Υπήρχαν παιδιά με εφηβικό διαβήτη, πράγμα που επίσης δημιουργούσε δυσκολίες για να βρουν οικογένεια, και άλλα με ψυχολογικά προβλήματα που οφείλονταν σε κακοποίηση. Αρκετά είχαν φτάσει στον ξενώνα με προβλήματα χρόνιας ακράτειας, που είχαν τη ρίζα τους σε παρόμοιους λόγους, και λίγους μήνες αργότερα είχαν σταματήσει να βρέχουν τα κρεβάτια τους. Ορισμένα απλώς δεν ήταν
όμορφα, κάποια άλλα παρουσίαζαν επιθετική συμπεριφορά. Αρκετά είχαν κλέψει χρήματα από τους ανάδοχους γονείς τους και είχαν σταλεί σε αναμορφωτήρια. Κάποια ήταν υπερβολικά ντροπαλά ή δεν τα πήγαιναν καλά με τα φυσικά παιδιά των ανάδοχων οικογενειών που τα είχαν αναλάβει. Όποιοι και αν ήταν οι λόγοι, τα είχαν απορρίψει ξανά και ξανά και τα είχαν στείλει πίσω, σαν ψάρια που πετιόντουσαν σε μια λιμνούλα απορρίψεων, από όπου τα είχαν βγάλει οι μοναχές, ψαρεύοντάς τα στοργικά το ένα μετά το άλλο. Αυτό που παρείχαν στα παιδιά που ζοΰσαν εκεί ήταν αγάπη, ασφάλεια και ένα ζεστό σπιτικό. Στην Τίμι άρεσε να τους επισκέπτεται και το έκανε με κάθε ευκαιρία, σχεδόν πάντα τα σαββατιάτικα πρωινά. Τα παιδιά την αποκαλούσαν με το μικρό της όνομα και ακόμα κι εκείνα δεν είχαν ιδέα ποια ήταν η σχέση της με τον ξενώνα, ούτε το γεγονός πως σ’ εκείνη χρωστούσαν το σπίτι τους και τα όσα τους παρείχε σε αφθονία. «Μάθαμε πως αρρώστησες στο Παρίσι» της είπε η ΕΡΩΤΑΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΛΣΕΩΣ 231 αδελφή Μάργκαρετ με βλέμμα ανησυχίας. Ήταν η εικοσιπεντάχρονη μοναχή που καθόταν στο μπροστινό γραφείο.
Είχε αφιερωθεί στη θρησκεία από τα δεκαοχτώ της, πράγμα σπάνιο για την εποχή, και μόλις πρόσφατα είχε δώσει τους οριστικούς όρκους της. Είχε τηλεφωνήσει στο γραφείο για να μιλήσει στην Τζέιντ και να μάθει πότε επέστρεφε η Τίμι από την Ευρώπη, είχε πληροφορηθεί πως ήταν άρρωστη και όλοι τους είχαν τρομάξει και ανησυχήσει για χάρη της. «Πώς είσαι;» «Μια χαρά» απάντησε η Τίμι με ένα πλατύ χαμόγελο. «Καλύτερα από ποτέ. Αν και ήταν κάπως τρομακτικό όταν συνέβη. Τώρα είμαι καλά». Το είχε βγάλει εντελώς από το μυαλό της τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Σάμπως να μην είχε συμβεί ποτέ. «Κανένα νέο;» ρώτησε με ενδιαφέρον. Της άρεσε να ξέρει ποια παιδιά βρίσκονταν εκεί και γιατί. Ενδιαφερόταν προσωπικά για κάθε περίπτωση. Ο Οίκος της Αγίας Σεσίλια ήταν πολύτιμος για εκείνη, για λόγους που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα μάθαιναν ποτέ, παρόλο που πριν από χρόνια είχε εκμυστηρευτεί την ιστορία της στην αδελφή Aw, καθώς δούλευαν η μια δίπλα στην άλλη, στη διάρκεια της ανακαίνισης του ξενώνα. Τις είχε βοηθήσει να βάλουν το μέρος σε τάξη, μονάχα δύο χρόνια μετά τον θάνατο του δικού της παιδιού και μόλις έναν χρόνο μετά την αποχώρηση του Ντέ-ρεκ. Ήταν κάτι που πρόθυμα παραδεχόταν πως της είχε σώσει τη ζωή. «Περιμένουμε ακόμη τα δυο καινούργια παιδιά, αλλά δεν νομίζω να βρίσκονται εδώ πριν απ’ την επόμενη εβδο-
232 μόδα. Υπάρχει κάποιου είδους τεχνική καθυστέρηση που προέκυψε στο σύστημα. Προσπαθούμε να τα έχουμε μαζί μας για την Ημέρα των Ευχαριστιών». Η γιορτή απείχε μονάχα πέντε μέρες. Οι μοναχές έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να βγάλουν τα παιδιά από το σύστημα και να τους προσφέρουν ένα σπιτικό που ενδεχομένως θα κατάφερνε να αλλάξει τη ζωή τους - και, πράγματι, σχεδόν πάντα το κατάφερνε. Μια στο τόσο ήταν πολύ αργά και τα παιδιά που τους έστελναν ήταν είτε πολύ σκληρά, είτε πολύ πληγωμένα, είτε πολύ άρρωστα, και έπρεπε να μεταφερθούν σε ιατρικά κέντρα που θα τους πρόσφεραν την ιατρική ή την ψυχιατρική περίθαλψη που δεν ήταν σε θέση να τους παράσχουν εκείνες. Ο Οίκος της Αγίας Σεσίλια δεν ήταν φυλακή, ούτε νοσοκομείο ή ψυχιατρείο για παιδιά. Ήταν ένα γεμάτο αγάπη σπιτικό που τους είχε προσφέρει η Τίμι, ένα μέρος για να ζήσουν και να ανθίσουν απολαμβάνοντας ευκαιρίες, τόσο σε μορφωτικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο, που διαφορετικά δεν θα τους είχαν παρουσιαστεί ποτέ. Ήταν αυτό που θα ήθελε και η ίδια για τον εαυτό της σαράντα χρόνια νωρίτερα και ίσως να είχε αλλάξει την πορεία της ζωής της. Όπως έκανε πάντα, πέρασε όλο το πρωινό τριγυρίζοντας στον ξενώνα, σταματώντας για να μιλήσει στα παιδιά που γνώριζε, προσπαθώντας να γνωριστεί με εκείνα που είχαν φτάσει τον
προηγούμενο μήνα και είχε δει, αλλά ακόμη δεν τους είχε μιλήσει. Τα προσέγγιζε με σεβασμό και προσοχή και τους έδινε την επιλογή να της 233 ανοιχτούν, αν το ήθελαν. Και ύστερα κάθισε στη βεράντα με τις μοναχές, παρακολουθώντας τα μικρότερα να παίζουν στον πίσω αυλόγυρο, ενώ τα μεγαλύτερα έφευγαν για να επισκεφτούν φίλους ή να κάνουν όσες δουλειές είχαν αναβάλει για το Σαββατοκύριακο. Ένιωθε σαν να είχε είκοσι ένα παιδιά, με όλο τον μόχθο, την υπομονή, την κατανόηση και την αγάπη που συνεπαγόταν αυτό. Λίγο πριν απ’ το μεσημεριανό φαγητό, ένα από τα παιδιά που τη γνώριζε καλά πλησίασε να της μιλήσει. Ήταν εννέα χρονών, ένα μικρός Αφροαμερικανός με ένα χέρι. Ο πατέρας του τον είχε χτυπήσει βάναυσα και ύστερα είχε πυροβολήσει το αγόρι και τη μητέρα του. Το παιδί είχε χάσει το χέρι του, η μητέρα είχε πεθάνει και ο πατέρας βρισκόταν στη φυλακή, καταδικασμένος σε ισόβια. Ο Τζέικομπ βρισκόταν κοντά τους από την ηλικία των πέντε χρόνων και τα κατάφερνε εξαιρετικά καλά, έστω και μονόχειρας. Είχε έρθει στον ξενώνα κατευθείαν από το νοσοκομείο. Οι κοινωνικοί λειτουργοί είχαν θεωρήσει πως θα ήταν μάταιες οι απόπειρες αποκατάστασης μέσω του συστήματος ανάδοχων οικογενειών. Δεν γινόταν να υιοθετηθεί εφόσον ο πατέρας του αρνιόταν να παραιτηθεί από τα γονικά του δικαιώματα,
αλλά έτσι κι αλλιώς θα ήταν δύσκολο να του βρουν οικογένεια. Οι μοναχές της Αγίας Σεσίλια δεν δίστασαν ούτε στιγμή να τον αγκαλιά-σουν και να τον φέρουν στον ξενώνα. Το αγόρι έδωσε στην Τίμι τη ζωγραφιά που είχε φτιάξει, μια γάτα με βυσ-σινί τρίχωμα και πλατύ χαμόγελο. Τα παιδιά που βρίσκονταν καιρό στον Οίκο της Αγίας Σεσίλια στην πλειονό 234 τητά τους ήταν χαρούμενα. Καταλάβαινες εύκολα ποια περιλαμβάνονταν στις πρόσφατες αφίξεις, επειδή έμοιαζαν φοβισμένα και τα μάτια τους ήταν γεμάτα πόνο. Τους έπαιρνε καιρό να συνειδητοποιήσουν πως ήταν ασφαλή, μετά τη φρίκη που πολλά από αυτά είχαν βιώσει. «Σ’ ευχαριστώ, Τζέικομπ» είπε η Τίμι και του χαμογέλασε κρατώντας τη ζωγραφιά. «Έχει όνομα η γάτα;» «Τον λένε Χάρι» απάντησε ο Τζέικομπ δείχνοντας ικανοποιημένος. «Είναι ένας μαγικός γάτος. Μιλάει γαλλικά». «Αλήθεια; Μόλις τον περασμένο μήνα βρισκόμουν στη Γαλλία. Έβγαλα τη σκωληκοειδίτιδά μου» τον πληροφόρησε, και το αγόρι κούνησε το κεφάλι με επισημότητα. «Το ξέρω. Πόνεσε όταν την έβγαλαν;»
«Όχι, με κοίμισαν πρώτα. Μετά απλώς πονούσε λιγάκι για μερικές μέρες. Ήταν πολύ καλοί μαζί μου στο νοσοκομείο. Και μιλούσαν όλοι αγγλικά, έτσι δεν πείραζε. Δεν φοβήθηκα». Το αγόρι έγνεψε ξανά, ευχαριστημένο με τις πληροφορίες, και γύρισε στο παιχνίδι του. Η Τίμι έμεινε στη διάρκεια του φαγητού κουβεντιάζοντας με τις μοναχές. Πραγματικά απολάμβανε τη συντροφιά τους. Κάποιες μέσα σ’ αυτά τα χρόνια είχαν μετακινηθεί σε άλλες θέσεις και προγράμματα, αλλά οι περισσότερες είχαν μείνει. Πριν από έναν χρόνο μια μοναχή είχε ταξιδέψει στη Νότια Αμερική για να δουλέψει με παιδιά αυτοχθόνων Ινδιάνων στο Περού και μια άλλη είχε φύγει για την Αιθιοπία λίγο μετά το ξεκίνημα του ξενώνα' εκτός από αυτές τις δύο όμως, οι μοναχές της 235 Αγίας Σεσίλια αγαπούσαν τα παιδιά και το έργο τους εκεί και παρέμεναν χρόνια. Η ώρα ήταν δυο όταν έφυγε για να επιστρέψει στο Μπελ Ερ. Ένιωθε χαρούμενη και γαληνεμένη, όπως μετά από κάθε της επίσκεψη. Βρήκε τον Ζακ να παρακολουθεί βίντεο. Δεν τη ρώτησε που είχε πάει και εκείνη δεν του είπε. Ήταν μια προσωπική ευχαρίστηση που δεν ήθελε να τη μοιράζεται. Δεν ήθελε δημοσιότητα, προσοχή, βραβεία, αναγνώριση,
επαίνους. Ήταν απλώς κάτι που ήθελε να κάνει και σήμαινε τα πάντα γι’ αυτήν. «Σε κάλεσα στο κινητό σου» είπε ο Ζακ. «Έχουν εκπτώσεις στου Φρεντ Σίγκαλ. Έλεγα μήπως ήθελες να συναντηθούμε εκεί». «Το είχα κλειστό» του απάντησε χαμογελώντας. Το ίδιο έκανε κάθε φορά που επισκεπτόταν τα παιδιά. Δεν ήθελε να τη διακόπτουν όσο βρισκόταν μαζί τους. Της άρεσε να τους αφιερώνει την προσοχή της στο ακέραιο. «Συγγνώμη. Θέλεις να πάμε τώρα ή προτιμάς την παραλία;» Ήταν δική του για το υπόλοιπο διήμερο και δεν την ένοιαζε και τόσο τι θα έκαναν. Στην πόλη έκανε κρύο, μα ήξερε πως και στην παραλία θα φυσούσε και θα είχε παγωνιά. «Πάμε στις εκπτώσεις» της απάντησε ο Ζακ ευχαριστημένος. Σταμάτησε την ταινία που έβλεπε, όσο εκείνη έπινε νερό, και πέντε λεπτά αργότερα βρίσκονταν στη Μερσέντες της με κατεύθυνση το κατάστημα με είδη ένδυσης του Φρεντ Σίγκαλ. Η Τίμι δεν το είχε ξεστομίσει ποτέ, αλλά πίστευε πως η παμπάλαια Πόρσε του ήταν αληθινή παγίδα θανάτου, ακριβώς επειδή ο Ζακ δεν είχε 236 την οικονομική δυνατότητα να τη συντηρεί όπως έπρεπε.
Εξάλλου του άρεσε να οδηγεί το δικό της αυτοκίνητο. Ήταν το τελευταίο σπορ μοντέλο που κυκλοφορούσε στην αγορά και το είχε κάνει δώρο η Τίμι στον εαυτό της το καλοκαίρι. Διέσχισαν τη λεωφόρο Μελρόουζ οδηγώντας βελούδινα και, όταν έφτασαν στο κατάστημα, ένιωσαν σαν να βρίσκονται σε ζωολογικό κήπο. Πάντοτε έτσι ήταν όποτε είχε εκπτώσεις, ωστόσο ο Ζακ βρήκε ένα σωρό πράγματα που του άρεσαν και η Τίμι κατάφερε να βρει κι εκείνη κάτι λίγα - μερικά κασμιρένια πουλόβερ με κουκούλα για την παραλία, ένα χρυσαφένιο μπουφάν Μάρνι που μπορούσε να το συνδυάσει με τζιν παντελόνι για το γραφείο, και δύο ζευγάρια παπούτσια. Βγήκαν ευχαριστημένοι, κουβαλώντας τα λάφυρά τους στο αυτοκίνητο. Ο Ζακ είχε πληρώσει μόνος του τις περισσότερες αγορές του, εκτός από ένα δερμάτινο μπουφάν που το ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα αλλά δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να το αγοράσει, έτσι η Τίμι τού το έκανε δώρο, πράγμα που τον ενθουσίασε. Η Τίμι αγόρασε επίσης μερικά βιβλία μεγάλου σχήματος σε πολυτελείς ιλουστρασιόν εκδόσεις και παρήγγειλαν δύο μερίδες ζυμαρικά στο ντελικατέσεν για να πάρουν μαζί τους στο σπίτι, ώστε να μην αναγκαστούν να μαγειρέψουν το βράδυ. Ήταν ένα τέλειο απόγευμα. Όταν έφτασαν στο σπίτι, ο Ζακ βολεύτηκε ξανά μπροστά στην τηλεόραση για να τελειώσει την ταινία του, ενώ η Τίμι διάβασε όσα φύλλα της εφημερίδας Wall Street Journal είχε αφήσει κατά μέρος στη διάρκεια της εβδομάδας. Της άρεσε να
237 διαβάζει μέσα στο Σαββατοκύριακο όλα όσα δεν είχε προλάβει τις προηγούμενες μέρες. Όταν τελείωσε η ταινία, ο Ζακ την κοίταξε γελώντας. «Διάολε, Τίμι, σ’ αγαπάω, αλλά είσαι αντράκι». Δεν το εννοούσε όπως είχε ακουστεί και η Τίμι σήκωσε τα μάτια ξαφνιασμένη. Δεν το έβρισκε κολακευτικό. «Τι σημαίνει αυτό;» «Πόσες γυναίκες γνωρίζεις που διαβάζουν τη Wall Street Journal·,» «Κάμποσες, για να είμαι ειλικρινής» του απάντησε, προσπαθώντας να μη μορφάσει από δυσαρέσκεια με το φαλλοκρατικό σχόλιό του. Συν τοις άλλοις, πόσες γυναίκες διηύθυναν επιχειρήσεις σαν τη δική της; Σε πολλούς τομείς, η Τίμι ήταν μοναδική. Και το πρωινό που είχε περάσει με τα παιδιά στον Οίκο της Αγίας Σεσίλια την έκανε ακόμα πιο ξεχωριστή, μόνο που εκείνος δεν το ήξερε. Μετά από αυτό το ελαφρώς προσβλητικό σχόλιό του, η Τίμι αναρωτήθηκε εάν το γεγονός πως την έβλεπε σαν «αντράκι» ήταν αυτό που έφταιγε για το πόσο σπάνια πλέον έκαναν έρωτα. Ξαφνικά ένιωσε ανασφαλής. «Και για ποιον λόγο η ανάγνωση της Wall
Street Journal με κάνει αντράκι;» «Μα κοίτα τον εαυτό σου, είσαι ένας κολοσσός των επιχειρήσεων. Έχεις κοντά ένα εκατομμύριο υπαλλήλους σε κι εγώ δεν ξέρω πόσες χώρες και το όνομά σου είναι παγκοσμίως γνωστό. Πόσες γυναίκες πλησιάζουν έστω κάτι τέτοιο; Οι περισσότερες μένουν στο σπίτι και κάνουν παιδιά, ή δουλεύουν ως γραμματείς, ή κάνουν πλαστική 238 στήθους. Οι γυναίκες δεν σκέφτονται όπως εσύ, οΰτε φέρονται όπως εσύ, οΰτε δουλεύουν όπως εσΰ. Μη με παρεξηγεις, εμένα μου αρέσει. Αλλά οι περισσότεροι άντρες θα τα έκαναν πάνω τους από τον φόβο τους» της είπε με ειλικρίνεια, ενώ η Τίμι αναστέναζε στενοχωρημένη. Τα λόγια του είχαν μόλις επιβεβαιώσει αυτό που και η ίδια πίστευε χρόνια. Προφανώς, είχε δίκιο. «Πάντα αυτό γίνεται» μονολόγησε μελαγχολικά. «Φαντάζομαι πως δεν το χωράει ο νους τους ότι μπορείς να είσαι επιτυχημένη και να ξεπατώνεσαι στη δουλειά, σε έναν αντρικό κόσμο, και παρ’ όλα αυτά να εξακολουθείς να είσαι γυναίκα. Δεν βλέπω για ποιον λόγο πρέπει να γίνεται είτε το ένα είτε το άλλο».
«Μα φυσικά και δεν τον βλέπεις. Αυτό εννοώ. Είσαι αντράκι». Ήταν καταθλιπτικό να το ακοΰει, ωστόσο δεν ήταν κάτι που δεν είχε σκεφτεί και η ίδια. Ήταν σίγουρη πως οι περισσότεροι άντρες που τη συναντούσαν σκέφτονταν ακριβώς το ίδιο, έστω και αν δεν το εξέφραζαν με λόγια, όπως είχε κάνει ο Ζακ. «Δεν πειράζει» τη διαβεβαίωσε «μου αρέσεις ακριβώς όπως είσαι». Δεν την αγαπούσε όμως. Αυτό ήταν το ζήτημα. Οι άντρες δεν την αγαπούσαν, ούτε και θα το έκαναν ποτέ. Ο Ντέρεκ την είχε αφήσει για έναν άλλον άντρα και όσοι είχε γνωρίσει έκτοτε είτε είχαν προσπαθήσει να την εκμεταλλευτούν είτε το έβαζαν στα πόδια κι όπου φύγει φύγει. Ή ένιωθαν σαν τον Ζακ, θεωρώντας την ευχάριστη, μόνο που ο Ζακ είχε τόσες πιθανότητες να την αγαπήσει παθιασμένα, όσες είχε και να βγάλει φτερά και να πετάξει. Έτσι κι 239 αλλιώς, οΰτε εκείνη ήθελε να την αγαπήσει, υπενθύμισε στον εαυτό της. Κι έτσι λίγο αργότερα έβαλε τα ζυμαρικά που είχαν αγοράσει στον φούρνο μικροκυμάτων. Το σχόλιό του την είχε ταράξει βαθιά και την είχε πληγώσει, παρόλο που δεν του το είπε. Δεν της άρεσε να του φανερώνει την ευπρόσβλητη πλευρά της. Αντί γι’ αυτό, τον ρώτησε τι σκόπευε να κάνει την Ημέρα των Ευχαριστιών και εκείνος την ξάφνιασε λέγοντας πως δεν θα βρισκόταν στην πόλη. Δεν της είχε περάσει από το μυαλό να τον ρωτήσει νωρίτερα. Θεωρούσε δεδομένο πως
θα ήταν μαζί, και εκείνη δεν είχε κάπου αλλού να πάει. «Θα λείπεις; Δεν μου το είχες πει». Προσπαθούσε να μη δείχνει πληγωμένη, αλλά ήταν. Καμιά φορά ξεχνούσε πόσο ανεξάρτητοι ήταν ο ένας από τον άλλον και πόσο περιορισμένη ήταν η σχέση τους. Για την ακρίβεια, ήταν μια σχέση που επί πέντε μήνες βασιζόταν σε διήμερες συναντήσεις. «Δεν ρώτησες. Θα πετάξω στο Σιάτλ για να περάσω τη γιορτή στο σπίτι της θείας μου. Εκεί πηγαίνω κάθε χρόνο, εκτός κι αν έχω κάτι να κάνω εδώ. Δεν είπες κάτι, έτσι φαντάστηκα πως είχες τα δικά σου σχέδια». Η Τίμι παρατήρησε πως δεν την είχε προσκαλέσει στο Σιάτλ. Και στην πραγματικότητα δεν είχε κανένα δικό της σχέδιο. Δεν είχε οικογένεια, μονάχα φίλους και συνεργάτες. «Θα κάνεις κάτι το ιδιαίτερο;» τη ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον. Μάλλον ήταν πρόθυμος να ξεχάσει την ιδέα της γιορτής στο σπίτι της θείας του για χάρη ενός εορ240 χαοτικού γεύματος παρέα με κάποιον από τους διάσημους φίλους της. «Για να πω την αλήθεια, όχι» του απάντησε απλά. Για
προφανείς λόγους, οι γιορτές ήταν πάντα επώδυνες για εκείνη,γιααυτό και προσπαθούσε να μην τις σκέφτεται μέχρι την τελευταία στιγμή, όταν αναγκαζόταν να έρθει αντιμέτωπη με το αναπόφευκτο. Και αυτή η χρονιά δεν ήταν εξαίρεση, και τις τελευταίες βδομάδες η Τίμι ήταν πολύ απασχολημένη για να το σκεφτεί. Η άρνηση ήταν υπέροχο πράγμα. Κατά κάποιον τρόπο είχε υποθέσει πως, εφόσον είχαν σχέση του Σαββατοκύριακου, θα περνούσαν μαζί την Ημέρα των Ευχαριστιών. Δεν ήταν απόλυτα δικό του το λάθος που δεν το είχε αναφέρει και είχε κάνει άλλα σχέδια, αν και θα ήταν ευγενικό εκ μέρους του αν της το είχε πει. Είχαν περάσει μαζί τα τελευταία τρία Σαββατοκύριακα και δεν της είχε πει λέξη. «Συνήθως δεν οργανώνω κάτι το φοβερά συναρπαστικό για την Ημέρα των Ευχαριστιών ή τα Χριστούγεννα. Δεν αδημονώ τόσο για τις γιορτές πλέον». Δεν μπήκε σε άλλες λεπτομέρειες και, σε αυτή την περίπτωση, η σιωπή βάραινε περισσότερο. Τον περασμένο χρόνο δεν υπήρχε στη ζωή της, έτσι δεν ήξερε τις συνήθειές της. «Ούτε εμένα μου αρέσουν τόσο, γι’ αυτό και πάω πάντα στη θεία μου». Δεν τη ρώτησε αν είχε να πάει κάπου, παίρνοντας ως δεδομένο πως είχε. Δεν μπορούσε να τη φανταστεί να απολαμβάνει τη γιορτή στο σπίτι της θείας του. Η οποία θεία ζούσε σε μια κοινότητα συνταξιούχων στο Μπέλβιου, έξω από το Σιάτλ, και ο σύζυγός της ήταν
241 δεσμοφύλακας. Δεν ήταν αυτό ακριβώς που θα έλεγε «υψηλή κοινωνία» και δεν μπορούσε να φανταστεί την Τίμι να συμμετέχει σε όλο αυτό, ούτε ήξερε πώς θα αντι-δρούσαν εκείνοι στην παρουσία της. Ήταν ευκολότερο να μην της το ζητήσει. «Το πιθανότερο είναι να γυρίσω τη Δευτέρα. Όποτε πηγαίνω εκεί, βγαίνω με τα ξαδέλφια μου. Ελπίζω να βρεις κι εσύ κάτι να κάνεις». «Ευχαριστώ» του απάντησε, προσπαθώντας να μη δείξει ενοχλημένη. Στην πραγματικότητα δεν ήταν θυμωμένη μαζί του. Ήταν θλιμμένη και αδιόρατα πληγωμένη. Δεν είχε προσφερθεί να γυρίσει για το Σαββατοκύριακο, αφού περνούσε τη γιορτή μαζί τους. Κι αυτό της έλεγε πολλά για το τι σήμαινε η σχέση τους για τον Ζακ, όπως και για το τι δεν σήμαινε. Αν όμως ήθελε να είναι ειλικρινής με τον εαυτό της, ούτε για εκείνη σήμαι-νε κάτι περισσότερο. Απλώς την κατέθλιβε η σκέψη ότι θα περνούσε μόνη την Ημέρα των Ευχαριστιών. Δεν ήταν δικό του το λάθος, ούτε δικό της. Έπρεπε να το είχε σκεφτεί νωρίτερα και να είχε κάνει άλλα σχέδια. Το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο κύλησε αβίαστα και γαλήνια. Ο Ζακ γύρισε στην τηλεόραση και εκείνη έπλυνε τα πιάτα. Εκείνο το βράδυ έπεσαν για ύπνο νωρίς και την επόμενη μέρα, μετά το πρωινό, ο Ζακ έφυγε. Θα έβγαινε με τους
φίλους του. Ήταν κάτι που συνέβαινε συχνά, όταν δεν πήγαιναν στην παραλία. Συνήθως εκείνος έφευγε νωρίς και έκανε σχέδια που δεν την περιλάμβαναν. Ακόμα μια υπενθύμιση όλων αυτών που δεν μοιράζονταν οι δυο τους. Οι περισσότεροι φίλοι του ήταν 242 εικοσάρηδες ή τριαντάρηδες, και η Τίμι είχε καταλάβει από πολύ νωρίς πως εκείνη και αυτοί δεν είχαν τίποτε κοινό. Ο Ζακ ήταν ο μοναδικός συνδετικός κρίκος ανάμεσά τους και ο ίδιος έδειχνε πολύ μεγαλύτερη άνεση μαζί τους. Ήταν κοινό μυστικό μεταξύ τους πως η Τίμι δεν συμπαθούσε τους φίλους του. Έπαιρναν ναρκωτικά, μεθούσαν, οι περισσότεροι ήταν μοντέλα και ηθοποιοί που δούλευαν ως σερβιτόροι και μπάρμαν στο Χόλιγουντ, περιμένοντας τη μεγάλη ευκαιρία. Ούτε ο Ζακ ήταν πια τόσο νέος για να βρίσκεται ανάμεσά τους, παρόλο που δεν έδειχνε πολύ μεγαλύτερος τους. Εδώ και καιρό είχε επενδύσει σημαντικά αποθέματα ενέργειας στην προσπάθεια να παραμείνει ένας από αυτούς. Ο αιώνιος Πί-τερ Παν. Η παρουσία τους έκανε την Τίμι να αισθάνεται γερασμένη και να πλήττει μέχρι δακρύων. Της τηλεφώνησε το βράδυ της Τετάρτης προτού φύγει για το Σιάτλ, για να της ευχηθεί να περάσει καλά την Ημέρα των Ευχαριστιών, κίνηση αν μη τι άλλο ευγενική από μέρους του, και εκείνη δεν του είπε πως δεν είχε καταφέρει να βρει κάτι να
κάνει. Όλοι όσοι γνώριζε είτε ήταν απασχολημένοι είτε απούσιαζαν. Η ίδια είχε περάσει μια αφάνταστα ταραγμένη βδομάδα και δεν είχε τον χρόνο να το σκεφτεί ή να ασχοληθεί ιδιαίτερα. Ούτε είχε πει κάτι στον Ντέιβιντ ή την Τζέιντ, επειδή ήξερε πως και οι δυο επισκέπτονταν τις οικογένειές τους κάθε χρόνο και δεν ήθελε να εισβάλει απρόσκλητη στη ζωή τους. Απλώς θα ήταν μια από εκείνες τις δυσάρεστες, μοναχικές χρονιές. 243 Η Τζέιντ είχε κέφια όλη τη βδομάδα στο γραφείο. Της είχαν απαντήσει οι τέσσερις από τους έξι άντρες στους οποίους είχε γράψει. Οι υπόλοιποι δυο δεν είχαν παρα-λάβει την αλληλογραφία τους ακόμη. Αλλά οι τέσσερις είχαν απαντήσει, συμπεριλαμβανομένου εκείνου που της άρεσε περισσότερο από όλους, του αρχιτέκτονα που είχε αποφοιτήσει από το Μπέρκλεϊ την ίδια χρονιά με εκείνη. Την επόμενη βδομάδα είχε ραντεβού μαζί του για καφέ στο Στάρμπακς, για να τσεκάρουν ο ένας τον άλλον, όπως της είχε υποδείξει ο Ντέιβιντ. Και άλλοι δύο τής ζητούσαν να βγουν για φαγητό. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, η Τζέιντ περνούσε καλά. Όταν ξημέρωσε η Ημέρα των Ευχαριστιών, η Τίμι έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι με τα μάτια ορθάνοιχτα και στυλωμένα στο ταβάνι. Το γεγονός πως περνούσε μονάχη
αυτή τη γιορτή ήταν αποκαλυπτικό από μόνο του. Της θύμιζε προς τα πού είχε τραβήξει η ζωή της και τι έκανε εκείνη γι’ αυτό τον τελευταίο καιρό. Περνούσε τον χρόνο της με άντρες που δεν ενδιαφέρονταν για εκείνη, δεν ήταν δεμένοι μαζί της, σίγουρα όχι περισσότερο από όσο ήταν αυτή δεμένη μαζί τους, και χωρίς το γραφείο της για καταφύγιο, δεν είχε πουθενά να πάει. Στο Μαλιμπού δεν ήθελε να πάει μόνη. Ντύθηκε και φόρεσε τζιν παντελόνι και φούτερ, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να αποφασίσει τι θα έκανε με τον εαυτό της. Υπήρχε μια απλή λύση την οποία συλλογιζόταν συχνά τελευταία, καθώς παρακολουθούσε την παρέλαση του πολυκαταστήματος Μέισις στην τηλεόραση, μονάχη στο σαλόνι της, πράγμα που έμοιαζε αξιοθρήνητο, ακόμα και σ’ εκείνη. Κρατούσε το βλέμμα της μακριά από τη φωτογραφία του Μαρκ στη βιβλιοθήκη, προσπαθώντας να μη σκεφτεί πως τώρα θα έκλεινε τα δεκάξι. Οι γιορτές πάντοτε έκαναν την καρδιά της να πονάει από μνησικακία και ήταν αποφασισμένη να μην το αφήνει να συμβαίνει, ούτε να επιτρέπει στον εαυτό της να αυτοοικτίρεται. Πήρε την τσάντα της και το βαμβακερό, χοντρό μπουφάν της και βγήκε από το σπίτι. Ήξερε ακριβώς πού θα πήγαινε. Έπρεπε να το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Έφτασε στον Οίκο της Αγίας Σεσίλια έγκαιρα για το γεύμα. Οι μοναχές ξαφνιάστηκαν όταν την είδαν, αλλά την καλωσόρισαν εγκάρδια. Ποτέ ως τότε δεν είχε περάσει μαζί
τους την Ημέρα των Ευχαριστιών, αλλά ήταν ενθουσιασμένες που την έβλεπαν, όπως ήταν και τα παιδιά. Γύρισε στο σπίτι της στις πέντε το απόγευμα, μπουκωμένη με γαλοπούλα και γέμιση, ζελεδάκια με γεύση βατόμουρο και γλυκοπατάτες με επικάλυψη νερομολόχας. Είχε περάσει αυτή τη γιορτινή μέρα με τον ιδανικότερο τρόπο. Είχε ακόμη αυτή την αίσθηση της ζεστασιάς όταν έφτασε στο σπίτι, έτσι αποφάσισε να καλέσει τον Ζακ στο κινητό του και να του ευχηθεί μια όμορφη Ημέρα των Ευχαριστιών. Απάντησε με το πρώτο χτύπημα, ενώ στο βάθος ακούγονταν γέλια και ομιλίες. Της είπε ότι είχαν καθίσει για δείπνο και θα της τηλεφωνούσε αργότερα το απόγευμα. Δεν της τηλεφώνησε ποτέ, όλο το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο. 245 Ήταν μια διαπίστωση για τον ίδιο, για τη ζωή της, για τις αποφάσεις και τις επιλογές που είχε κάνει τα τελευταία έντεκα χρόνια. Ήταν κάτι που έπρεπε να συλλογιστεί. Δεν ήταν βέβαιη για το τι θα έπρεπε να κάνει διαφορετικά στο μέλλον, ήξερε όμως ότι αυτό ήταν ένα μήνυμα που καλό θα ήταν να την αφυπνίσει. Δεν υπήρχε τίποτε το κακόβουλο στον Ζακ. Απλώς δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για εκείνη. Ούτε εκείνη για τον Ζακ. Πράγμα που την έκανε να αναρωτηθεί τι έκανε μαζί του και πόσα χρόνια θα έχανε με άντρες που του έμοιαζαν. Πέρασε το διήμερο καθαρίζοντας ντουλάπες, διαβάζοντας τη
Wall Street Journal, μελετώντας έγγραφα που είχε φέρει στο σπίτι μαζί της, κάνοντας σχέδια για τη θερινή σειρά ρούχων. Δραστηριότητες που άξιζαν όλες τους, χωρίς αμφιβολία, και φανέρωναν με τι τρόπο θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της, εάν δεν έκανε σημαντικές αλλαγές και σύντομα μάλιστα. Το ερώτημα που στριφογύριζε στο μυαλό της ήταν το πώς θα τις έκανε. Δεν ήταν καν βέβαιη για το ποιες ήταν οι επιλογές της, ούτε αν είχε επιλογές. Πέρασε κάμποσο χρόνο με αυτή τη σκέψη, ειδικά αφότου συνειδητοποίησε ξανά, το βράδυ της Κυριακής, ότι ο Ζακ δεν είχε τηλεφωνήσει. Η σιωπή του ήταν εκκωφαντική και εύγλωττη, ολόκληρο το Σαββατοκύριακο. 8 ΕΦΤΑΣΕ ΠΕΜΠΤΗ ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕΙ Ο ΖΑΚ, μια ολόκληρη βδομάδα μετά την Ημέρα των Ευχαριστιών. Για την Τίμι αυτό ήταν ξεκάθαρο μήνυμα. Ένα από τα πολλά μηνύματα, για την ακρίβεια. Το πρώτο έλεγε πως δεν ήταν ξετρελαμένος μαζί της, πράγμα που δεν ήταν και καμιά αποκάλυψη, ειδικά αν την είχε στο μυαλό του σαν «αντράκι». Το δεύτερο μήνυμα έλεγε πως, εκτός κι αν έκανε κάτι δραστικό, τα Χριστούγεννα κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν σχεδόν πιστή αντιγραφή της Ημέρας των Ευχαριστιών και η Τίμι είχε αποφασίσει να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να αποφύγει μια τέτοια εξέλιξη. Έθιξε το θέμα στον Ζακ το απόγευμα του Σαββάτου στο Μαλιμπου, όπου περνούσαν το διήμερο. Κανείς από τους δυο τους δεν
αναφέρθηκε στο γεγονός πως δεν της είχε τηλεφωνήσει την Ημέρα των Ευχαριστιών. Για την ακρίβεια, ο Ζακ δεν έκανε καν τον κόπο να τη ρωτήσει πώς είχε περάσει. Προφανώς ένιωθε πως οι διακοπές της δεν ήταν δικό του πρόβλημα και δεν είχε τη διάθεση να τη συμπεριλάβει στις δικές του. Ήταν μια διαπίστωση που την κλόνισε. «Τι θα κάνεις για Χριστούγεννα;» ρώτησε η Τίμι όταν 247 άρχισαν να σκέφτονται για το δείπνο. Ο καιρός ήταν βροχερός και δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την ψησταριά, έτσι είχε προσφερθεί να του μαγειρέψει ζυμαρικά, αλλά εκείνος είχε αρνηθεί. Έκανε δίαιτα και δεν ήθελε να καταναλώσει υδατάνθρακες, γι’ αυτό προσφέρθηκε από μόνος του να φτιάξει μια μεγάλη σαλάτα και για τους δυο τους και η Τίμι συμφώνησε με την ιδέα του. Έτσι κι αλλιώς, δεν πεινούσε. «Δεν ξέρω. Ακόμη δεν έχω σχέδια» είπε ο Ζακ απαντώντας στην ερώτησή της. «Γιατί; Τι έχεις στο μυαλό σου;» Το έκανε να ακοΰγεται λες και δεν έβλεπε την ώρα να αρπάξει την καλύτερη προσφορά, αλλά την Τίμι δεν την ένοιαζε πώς το έβλεπε εκείνος. Δεν είχε καμία πρόθεση να περάσει τα Χριστούγεννα μόνη. Όλο το νόημα της σχέσης της μαζί του ήταν να αποφεύγει τη μοναξιά σε κρίσιμες στιγμές, όπως
ήταν τα Χριστούγεννα και η Ημέρα των Ευχαριστιών. Προς το παρόν, ωστόσο, το σχέδιο δεν πήγαινε καλά. «Στο Μεξικό αρρωσταίνω πάντα» του απάντησε καθώς τον ακολουθούσε στην κουζίνα «και η Καραϊβική πέφτει πολύ μακριά και το ταξίδι από τη Δυτική Ακτή είναι ολόκληρος μπελάς. Ο καιρός είναι αναξιόπιστος στη Φλόριντα αυτή την εποχή, παρόλο που το Σάουθ Μπιτς έχει πλάκα. Τι θα έλεγες για Χαβάη;» «Να το θεωρήσω πρόσκληση;» Είχε σηκώσει τα μάτια και την κοιτούσε χαρούμενος, ενώ έβγαζε τρία διαφορετικά είδη μαρουλιού και μια σακούλα με ντομάτες από το ψυγείο. «Νομίζω πως ναι. Πώς σου φαίνεται; Μπορούμε να φύγουμε στις είκοσι τρεις. Το γραφείο μου θα μείνει κλειστό μέχρι τις τρεις του Γενάρη. Αυτό μας δίνει περιθώριο έντεκα ημερών. Θα μπορούσαμε να μείνουμε στο Φορ Σίζονς στο Μπιγκ Άιλαντ, αν καταφέρω να κλείσω δωμάτιο. Ή στο ξενοδοχείο Μάουνα Κέα. Τα δωμάτια δεν είναι τόσο καινούργια, αλλά διαθέτουν καταπληκτική παραλία. Θα είναι ωραία να φύγουμε για λίγο». «Και βέβαια θα είναι» συμφώνησε ο Ζακ και έσκυψε να τη φιλήσει. «Είσαι σίγουρη πως δεν θα χάσεις κάπ συναρπαστικό εδώ;»
«Τίποτα που να ξέρω ή να με ενδιαφέρει. Εσύ;» «Εγώ είμαι ελεύθερος σαν ενθουσιασμένος και η Τίμι χαιρόταν.
πουλάκι».
Έδειχνε
Τα Χριστούγεννα προοιωνίζονταν πολύ καλύτερα από την Ημέρα των Ευχαριστιών.γιααυτόν ακριβώς τον λόγο έβγαινε μαζί του. Δεν ήταν ο άντρας των ονείρων της, ήταν όμως αντίδοτο στη μοναξιά. Και το να μη μένει μόνη στη διάρκεια των διακοπών ήταν σημαντικό για την ίδια, ιδιαίτερα όταν έπρεπε να ξεφύγει με κάθε τρόπο από τις οδυνηρές αναμνήσεις της, πράγμα δύσκολο, στην καλύτερη περίπτωση. «Θα δω τι θα μπορέσω να κλείσω αυτή τη βδομάδα». Σχεδίαζε να αναθέσει τις κρατήσεις στην Τζέιντ. «Ξέρεις, μόλις είχα μια ιδέα» της είπε ανέμελα, καθώς έβαζε το μαρούλι σε ένα σουρωτήρι για να το πλύνει. «Τι θα έλεγες για το Σεντ Μπαρτς, στην Καραϊβική; Τι πειράζει αν θέλεις δυο μέρες για να φτάσεις; Έχω ακούσει 249 πως είναι υπέροχα και έχουμε έντεκα μέρες στη διάθεσή μας. Πώς σου φαίνεται;» «Είναι πολύ μακριά» του απάντησε με πρακτικό πνεύμα. «Έχω πάει. Θα πρέπει να περάσουμε μια νύχτα στο Μάίάμι
και στην αναχώρηση και στην επιστροφή, άσε που δεν ενθουσιάζομαι καθόλου με την ιδέα του μικρού αεροπλάνου. Είναι ο μόνος τρόπος να φτάσει κανείς αεροπορικώς στο Σεντ Μπαρτς και τρέμω μόνο που το σκέφτομαι. Συντοις άλλοις, ο καιρός δεν είναι τόσο αξιόπιστος στην Καραϊβική τέτοια εποχή. Ψηφίζω Χαβάη». Δεν του τόνισε πως, εφόσον εκείνη ήταν που θα πλήρωνε όλα τα έξοδα και τον προσκαλούσε, εκείνη μόνο είχε δικαίωμα ψήφου. Δεν ήθελε να είναι αγενής απέναντι του. Στην πραγματικότητα, βέβαια, έτσι είχε η συμφωνία. Δική της η πιστωτική κάρτα, δική της και η επιλογή. «Ισως θα ήταν καλό να το ψάξεις λίγο» επέμεινε ο Ζακ, στριφογυρίζοντας το μαρούλι για να το στεγνώσει. «Εκεί πάνε όλοι όσοι είναι κάποιοι». Πίεζε ακόμη για το Σεντ Μπαρτς. Η Τίμι έβαλε τα γέλια με το σχόλιό του, χωρίς να αντιλαμβάνεται πόσο σοβαρό ήταν για εκείνον. «Αυτό από μόνο του είναι λόγος για να μην πάει κανείς. Δεν θέλω να συναντήσω τυχαία κάποιον γνωστό μου από το Λος Άντζελες, κι αυτό ακριβώς συνέβη την τελευταία φορά που βρέθηκα εκεί. Το Σεντ Μπαρτς είναι πολύ καλύτερο αν μπορείς να το απολαύσεις με σκάφος, για να μπορείς να ξεφεύγεις». Αλλά δεν ήταν διατεθειμένη να νοικιάσει ολόκληρο γιοτ και να ξοδέψει ένα εξωφρε250
νικό ποσό για ένα σύντομο ταξίδι μαζί του. Για μήνα του μέλιτος, ίσως, αλλά όχι για έντεκα μέρες διακοπών με τον Ζακ, που δεν είχε μπει καν στον κόπο να της τηλεφωνήσει την Ημέρα των Ευχαριστιών. Δεν είχε χάσει το μυαλό της. Το μόνο που ήθελε ήταν ένα ευχάριστο, άνετο ταξίδι. «Θα πάνε κάποιοι από τους φίλους σου με γιοτ;» Ήταν φανερό πως το Σεντ Μπαρτς τον ενδιέφερε πολύ, ή, μάλλον, αυτό που τον ενδιέφερε ήταν όσοι θα βρίσκονταν εκεί. Η Τίμι ήξερε πως αρκετά γνωστά ονόματα από τον χώρο του κινηματογράφου προτιμούσαν το Σεντ Μπαρτς. Ήταν σίγουρα ένα από τα πιο διάσημα θέρετρα στον κόσμο. «Πιθανότατα» του απάντησε ήρεμα. «Αλλά δεν έχω καμία όρεξη να παγιδευτώ πάνω σε ένα σκάφος με ένα τσούρμο αστέρες του κινηματογράφου από το Λος Άντζελες. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι χειρότερο από αυτό». Εκείνος δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο. Αλλά δεν μπορούσε να βρει έναν τρόπο να την πείσει να ταξιδέψει μέχρι το Σεντ Μπαρτς στη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων διακοπών, έτσι υποχώρησε μεγαλόψυχα όταν είδε ότι η Τίμι συνέχιζε να μην παίρνει την ιδέα του στα σοβαρά. «Θα είναι υπέροχα» της είπε, ενώ έτρωγαν τη σαλάτα τους. Η αλήθεια ήταν πως η Τίμι ανυπομονούσε για ένα ταξίδι μαζί του και συμφώνησε. Ο Ζακ ήταν πολύ ευχάριστη παρέα όταν τον κακομάθαινες λιγάκι και του έκανες τα χατίρια. Την
ευχαρίστησε πολύ ευγενικά όσο 251 έπλεναν τα πιάτα μαζί και το ίδιο βράδυ τής έκανε έρωτα. Ήταν ξεκάθαρο πως του άρεσε το σχέδιο και πως η προσφορά της τον είχε συγκινήσει. Την επόμενη μέρα η Τίμι μίλησε με την Τζέιντ και της ζήτησε να δει τι μπορούσε να κάνει για μια κράτηση στο Φορ Σίζονς, στην παραλία του Κόνα. Μία ώρα αργότερα, η Τζέιντ την ενημέρωσε πως είχε κλείσει αεροπορικά εισιτήρια για τις είκοσι τρεις, απευθείας για Κόνα, όπως και μια σουίτα στο Φορ Σίζονς. Δεν ήταν η καλύτερη που διέθεταν, ωστόσο της είχαν πει πως ήταν πολύ όμορφη και είχε θέα στον ωκεανό. «Εύκολο ήταν» σχολίασε ευχαριστημένη η Τίμι και ύστερα τηλεφώνησε στον Ζακ για να τον ενημερώσει. «Κανονίστηκε. Φορ Σίζονς. Χαβάη. Έντεκα μέρες με λιακάδα, ξεκούραση και καταπληκτικό καιρό. Φεύγουμε στις είκοσι τρεις. Δεν βλέπω την ώρα». «Κι εγώ το ίδιο» της απάντησε ενθουσιασμένος. Η Τίμι ένιωσε ανακούφιση που ο Ζακ δεν είχε επαναφέρει ίο θέμα του Σεντ Μπαρτς. Δεν είχε καμία διάθεση να πάει εκεί, ούτε να πετάξει με ένα μικρό αεροσκάφος που θα την κατατρόμαζε. Η Χαβάη ήταν ιδανική. Υπέροχος καιρός,
εύκολη πρόσβαση. Η τέλεια επιλογή. Έφευγαν σε τρεις βδομάδες και θα κατάφερνε να αποφύγει εντελώς τα Χριστούγεννα, αφού θα βρισκόταν σε ένα μέρος όπου δεν θα ήταν αναγκασμένη να βλέπει χριστουγεννιάτικα δέντρα, ωστόσο ήθελε να κάνει ένα ακόμα δώρο στον Ζακ, εκτός από το ταξίδι. Του αγόρασε ένα πανέμορφο ρολόι Καρτιέ από καου252 τσοΰκ και ανοξείδωτο ατσάλι, ειδικό για καταδύσεις, που θα ταίριαζε περίφημα στο ταξίδι τους αλλά και αργότερα. «Τυχεράκιας» σχολίασε ξερά η Τζέιντ όταν είδε το ρολόι. «Μη γίνεσαι πικρόχολη. Χριστούγεννα είναι» είπε η Τίμι για να την πειράξει. «Πώς ήταν το ραντεβού σου, παρεμπιπτόντως;» Από την προηγούμενη βδομάδα είχε να πληροφορηθεί τις τελευταίες εξελίξεις. Το ραντεβού για καφέ στο Στάρμπακς με τον αρχιτέκτονα είχε πάει καλά, όπως και το γεύμα με δύο ακόμα υποψήφιους. Η Τζέιντ είχε αποκλείσει τον τέταρτο, επειδή είχε ακουστεί αλλόκοτος στο τηλέφωνο, και οι υπόλοιποι δύο είχαν εξαφανιστεί έτσι κι αλλιώς, ή, μάλλον, δεν είχαν εμφανιστεί ποτέ. Ο Ντέιβιντ έλεγε πως πάνω κάτω αυτή ήταν η αναλογία. Έπρεπε να επικοινωνήσεις με πέντ’ έξι,
έλεγε, καμιά φορά και με εφτά, για να βρεις έναν που θα σου αρέσει. Μέχρι στιγμής, όλα καλά. «Ήταν απίθανο» απάντησε η Τζέιντ, λάμποντας ολόκληρη, και κρατήθηκε να μη σχολιάσει πως δεν πίστευε ότι ο Ζακ άξιζε όλα όσα έκανε η Τίμι γι’ αυτόν. Στο κάτω κάτω, ήταν το αφεντικό της. Και, αν μη τι άλλο, η Τίμι δεν θα έμενε μόνη στις διακοπές, πράγμα που θα ήταν σκληρό και η Τζέιντ το ήξερε. Το ίδιο βράδυ όμως, όταν έφυγε από το γραφείο η Τίμι, η Τζέιντ μίλησε γι’ αυτό στον Ντέιβιντ. «Κοίτα, είναι μεγάλο δίλημμα για εκείνη» είπε συμπονετικά ο Ντέιβιντ. «Είναι κάτι που αντιμετωπίζουμε όλοι 253 κάποια στιγμή στη ζωή μας. Κάθεσαι στο σπίτι σου σαν τη Σταχτοπούτα και περιμένεις να εμφανιστεί ο Τέλειος Σύντροφος; Ή βγαίνεις με τον Όχι και τόσο Τέλειο Σύντροφο, για να βρεθείς για λίγο έξω από το σπίτι και να διασκεδάσεις, ενώ περιμένεις να εμφανιστεί ο κατάλληλος;» «Κι αν αυτός ο κατάλληλος δεν εμφανιστεί ποτέ;» ρώτησε η Τζέιντ, ξανά ανήσυχη για το αφεντικό της. «Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, αγαπητή μου, ο Θεός δημιούργησε το διαδίκτυο. Θα αυξήσει θεαματικά
τις πιθανότητές σου. Τις δικές σου και τις δικές μου, δηλαδή. Η Τίμι βρίσκεται σε δυσκολότερη θέση. Απλώς πρέπει να ελπίζει ότι μια μέρα θα σταθεί τυχερή και ο κατάλληλος άντρας θα πέσει από τον ουρανό κατευθείαν στην αγκαλιά της». Ωστόσο, όπως ακριβώς και η Τίμι, κανένας από τους δυο τους δεν περίμενε πως θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Η Τίμι είχε μείνει μόνη πολύ καιρό. Και κόντευε να πείσει και τους δυο τους πως ο κύριος Τέλειος δεν θα εμφανιζόταν ποτέ. «Δεν πάει έτσι» είπε θλιμμένα η Τζέιντ. Εδώ και χρόνια φοβόταν πως η Τίμι θα κατέληγε μόνη. Ανησυχούσε περισσότερο από την ίδια την Τίμι, η οποία διατεινόταν πως είχε αποδεχτεί εδώ και καιρό ότι θα έφτανε στο τέλος της ζωής της ολομόναχη. «Δεν είμαι καν σίγουρη πως ενδιαφέρεται πια. Η ίδια λέει πως όχι. Αλλά δεν μου αρέσει να τη σκέφτομαι έτσι. Της αξίζει όσο σε κανέναν να έχει έναν καλό άνθρωπο στη ζωή της. Φροντίζει όλο τον κόσμο, όλους εμάς, όλα εκείνα τα ορφανά που βοη 254 θάει. Μα δεν υπάρχει έστω ένας έξυπνος άντρας για να δει ποια είναι και να την ερωτευτεί; Θα ήταν ένας αφάνταστα τυχερός άνθρωπος». Ο Ντέιβιντ φάνηκε συλλογισμένος. Συμφωνούσαν απόλυτα
πως η Τίμι άξιζε το καλύτερο αλλά δεν το είχε, ούτε όσον αφορούσε τον άντρα της ούτε όσον αφορούσε τον γιο της. Ήταν τυχερή στις επιχειρήσεις και το χρήμα, αλλά τίποτε περισσότερο. «Ίσως πρέπει να βγάλει τους άντρες σαν τον Ζακ από τη ζωή της, για να κάνει χώρο για τον κατάλληλο» μονολόγησε σκεφτικός. «Μπορεί άντρες σαν κι αυτόν να καταλαμβάνουν πολύτιμη έκταση στη ζωή της. Δεν υπάρχει χώρος για να προσγειωθεί ο κατάλληλος». Πίστευαν κι οι δύο πως, αν ποτέ εμφανιζόταν ο ιδανικός άντρας, η Τίμι θα παρατούσε τον Ζακ σε δευτερόλεπτα. Στο μεταξύ όμως, συνέχιζε να μένει μαζί του, όσο ακατάλληλος κι αν ήταν. Η απειλή της μοναξιάς, ειδικά στις διακοπές, ήταν πολύ χειρότερη στα μάτια της Τίμι. Ήξερε πως, αν κατέληγε μόνη τα Χριστούγεννα, θα μελαγχολούσε σε σημείο κατάθλιψης, γι’ αυτό ήταν πρόθυμη να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της, έστω κι αν αυτό σήμαινε να πάει τον Ζακ στη Χαβάη. Η Τίμι και ο Ζακ αναχώρησαν για Χαβάη το πρωί της 23ης Δεκεμβρίου. Η πτήση ήταν σύντομη και ομαλή. Τεσσερισήμισι ώρες αργότερα έφτασαν στο Κόνα, όπου τους περίμενε το αυτοκίνητο που τους είχε κλείσει η Τζέιντ για να τους μεταφέρει στο ξενοδοχείο. Η σουίτα ήταν όμορφη· Είχε μεγάλους, ανοιχτούς χώρους, θέα στον ωκεανό και μια βεράντα που ονομαζόταν lanai στην τοπική γλώσσα. 255
Την πρώτη μέρα οι δυο τους κάθισαν να χαζέψουν το ηλιοβασίλεμα στο δροσερό αεράκι. Έκανε μεγαλύτερη ψύχρα από όσο περίμενε η Τίμι, αλλά ήταν άνετα, ρομαντικά και χαλαρά. Πρότεινε να δειπνήσουν στο δωμάτιό τους εκείνο το βράδυ, όμως ο Ζακ ήθελε να πάει στο εστιατόριο για να δει ποιος τυχόν άλλος βρισκόταν εκεί. Την Τίμι δεν την ένοιαζε. Δεν είχε έρθει στη Χαβάη για να δει κόσμο, μονάχα για να χαλαρώσει και να βρίσκεται μαζί του. Του έκανε το χατίρι όμως και βγήκαν για φαγητό. Φόρεσε ένα ανοιχτόχρωμο μπλε φόρεμα σε δικό της σχέδιο, με ασορτί κασμιρένια εσάρπα, ένα ζευγάρι χρυσαφένια σανδάλια, μακριά χρυσά σκουλαρίκια με διαμάντια, και άφησε τα μαλλιά της λυτά, με μια γαρδένια πίσω από το αυτί της. Έμοιαζε εξωτική και ήταν πανέμορφη. Ο Ζακ φορούσε κόκκινο χαβανέζικο πουκάμισο, σαγιονάρες, λευκό τζιν παντελόνι και έδειχνε πιο σέξι από ποτέ. Ήταν εντυπωσιακός άντρας και θα έδειχνε ακόμα ομορφότερος σε μια δυο μέρες, όταν θα αποκτούσε βαθύ μαύρισμα. Ήταν ένα ήρεμο, ευχάριστο βράδυ και πήγαν για ύπνο νωρίς. Ο Ζακ ήταν απογοητευμένος που δεν είχε δει κάποιο σημαντικό πρόσωπο στο εστιατόριο και υπέθετε πως θα κατέφθανε περισσότερος κόσμος ακριβώς μετά τα Χριστούγεννα και πριν απ’ την Πρωτοχρονιά. Η επόμενη μέρα ήταν ηλιόλουστη, με απρόσμενα δυνατούς ανέμους. Το προσωπικό πάλευε να στήσει τις ομπρέλες γύρω
από την πισίνα και η Τίμι χτένισε τα μαλλιά της σε πλεξούδα για να μην τα ανακατεύει ο αέρας. Γευμάτισαν στο εστιατόριο του γηπέδου γκολφ, 256 όπου ο Ζακ πίστεψε πως αναγνώρισε έναν διάσημο παραγωγό, ο οποίος ωστόσο εξαφανίστηκε προτού τελειώσουν το γεύμα τους. Τελικά γύρισαν στο δωμάτιό τους να ξεκουραστούν. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και το ίδιο βράδυ μετά το δείπνο η Τίμι τού έδωσε το δώρο του. Του είχε ήδη χαρίσει αρκετά ρούχα από την αθλητική σειρά τους, μαζί με δύο κομψά κοστούμια που θα μπορούσε να τα φοράει όλο τον χρόνο στο Λος Άντζελες. Και τώρα του χάρισε το καταδυτικό ρολόι του Καρτιέ, με το οποίο ο Ζακ ξετρελάθηκε. Την ευχαρίστησε επανειλημμένα για τη γενναιοδωρία της και ύστερα της έδωσε με τη σειρά του ένα μικρό κουτί. Περιείχε ένα όμορφο, λιτό, χρυσό μενταγιόν που είχε αγοράσει από το Μάξ-φιλντ. Ήταν το είδος του κοσμήματος που η Τίμι θα φορούσε όλη την ώρα. Ευχήθηκαν καλά Χριστούγεννα ο ένας στον άλλον και κάθισαν στη βεράντα για να ατενίσουν το φεγγαρόφωτο στον ωκεανό, πίνοντας σαμπάνια. «Τα πάντα είναι τέλεια» είπε χαρούμενα ο Ζακ. «Σε ευχαριστώ που με έφερες» πρόσθεσε και ακούστηκε σαν να το εννοούσε.
«Κι εγώ περνάω ωραία Χριστούγεννα έτσι» του απάντησε χαμογελώντας. Ο Ζακ ήταν εύκολος συνταξιδιώτης, έμοιαζε ευγνώμων για τα πράγματα που του παρείχε και η Τίμι απολάμβανε τη συντροφιά του. Ήξερε πως θα ήταν δυστυχισμένη αν είχε μείνει μόνη στο σπίτι, παρα-δομένη στις αναμνήσεις, απομονωμένη και μελαγχολική για μέρες. Το ταξίδι στη Χαβάη ήταν η τέλεια ιδέα. Πέρασαν την ημέρα των Χριστουγέννων στην πισίνα 257 και το ίδιο βράδυ ανέβηκαν το ποτάμι Γουαμία, ψηλά στο βουνό, για να δειπνήσουν στο εστιατόριο του Μέρι-μαν. Για την επόμενη μέρα σχέδιαζαν να κατέβουν στην παραλία του ηφαιστείου Μάουνα Κέα, εκτός και αν ήταν τρικυμισμένη. Ο άνεμος φυσούσε με δύναμη τις τελευταίες δύο μέρες. Και το επόμενο πρωί, όταν ξύπνησαν, ανακάλυψαν με απογοήτευση πως ο ουρανός ήταν γκρίζος. Αργά το μεσημέρι άρχισε να βρέχει και συνέχισε να βρέχει για τις επόμενες τρεις μέρες. Έμειναν στο δωμάτιό τους διαβάζοντας, συζητώντας, βλέποντας τηλεόραση και παραγγέλνοντας φαγητό στην υπηρεσία δωματίου. Η Τίμι δεν είχε διάθεση να πάει στο εστιατόριο. Ήταν άνετα στο δωμάτιό τους. Τελικά ο καιρός καθάρισε μια μέρα πριν από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο άνεμος κόπασε και ο ωκεανός
επιτέλους ηρέμησε. Πήραν ταξί για το Μάουνα Κέα και ξάπλωσαν στην παραλία. Και στο εστιατόριο, ενώ έτρωγαν, η Τίμι πρόσεξε τρεις πασίγνωστους ηθοποιούς που τους γνώριζε προσωπικά. Τους χαιρέτησε ανέμελα, σύστησε τον Ζακ και ύστερα γύρισαν στις ξαπλώστρες τους στην παραλία. Όταν κάθισαν ξανά, πρόσεξε πως ο Ζακ έδειχνε έντονα ενοχλημένος. Δεν είχε ιδέα πού οφειλόταν η ξαφνική κακοκεφιά του. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε αθώα. Ήταν σαφές πως υπήρχε πρόβλημα. Σχεδόν άφριζε από τον θυμό του. «Γιατί δεν ήθελες να φάμε μαζί τους; Αφού οι ίδιοι μάς είπαν να καθίσουμε» είπε ο Ζακ, δείχνοντας ανυπόμονος και εκνευρισμένος. 258 Η Τίμι ξαφνιάστηκε τόσο από τον τόνο του όσο και από την έκφραση στο πρόσωπό του. «Έχουμε φάει ήδη. Και δεν ήθελα να ενοχλήσω. Μας προσκάλεσαν από ευγένεια. Ούτε και τους γνωρίζω τόσο καλά». «Εκείνοι έκαναν σαν να είσαστε παλιοί φίλοι. Σε φίλησαν όλοι τους, να πάρει η ευχή. Και ένας από αυτους έχει ξεκινήσει την παραγωγή μιας ταινίας. Σου το είπε όταν τον ρώτησες».
«Φιλάω πολύ κόσμο και γνωρίζω πολύ κόσμο που κάνει κινηματογραφικές παραγωγές. Αυτό δεν σημαίνει πως θέλω να καθίσω μαζί τους για φαγητό. Βρίσκονται σε διακοπές, Ζακ. Κι εμείς το ίδιο. Προτιμώ να είμαι μ’ εσένα παρά να κάθομαι δυο ώρες να τους βλέπω να κατεβάζουν το ένα μάι τάι μετά το άλλο, τη στιγμή που θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε ξαπλωμένοι στην παραλία». «Εγώ όμως θα προτιμούσα να καθίσω μαζί τους για φαγητό. Μπορεί για σένα να μην είναι κάτι σπουδαίο, αλλά για μένα είναι». Έμοιαζε εξαγριωμένος, σαν να του είχε μόλις στερήσει μια χρυσή ευκαιρία. Για το υπόλοιπο απόγευμα δεν της ξαναμίλησε και πήγε να κολυμπήσει μόνος του, χωρίς να τη ρωτήσει αν ήθελε να πάει μαζί του. Μετά πήγε να κολυμπήσει ξανά, με μάσκα αυτή τη φορά, και πάλι χωρίς να τη ρωτήσει. Συνέχισε να είναι ψυχρός μαζί της, όταν γύρισαν στο ξενοδοχείο τους. Δεν ήταν η πρώτη φορά, φανέρωνε όμως τι με' τρούσε περισσότερο για εκείνον. Η γνωριμία με σημαντικά άτομα και η επίδειξη. Τίποτα από όλα αυτά δεν 259 είχε σημασία για την Τίμι. Αλλα αυτό ήταν κάτι που το ήξερε ήδη για τον Ζακ. «Κοίτα, Ζακ, λυπάμαι» είπε η Τίμι, αποφασίζοντας εντέλει να κάνει την αρχή και να συζητήσει το θέμα πρώτη. «Μου αρέσει
να μένω μόνη στις διακοπές. Δεν έχω ανάγκη να δω κόσμο, το μόνο που θέλω είναι να είμαι μαζί σου». Εκείνος δεν φάνηκε να εντυπωσιάζεται. Στην πραγματικότητα, ήταν φιλοφρόνηση το γεγονός πως προτιμούσε τη δική του παρέα από τους γνωστούς της. «Γι’ αυτό λοιπόν δεν ήθελες να πας στο Σεντ Μπαρτς;» τη ρώτησε θυμωμένος. «Γιατί εκεί πάνε όλα τα σωστά άτομα. Αυτοί που θέλουν να δουν και να τους δούνε. Αυτό το μέρος είναι αχούρι» συνέχισε με οργή. «Οι μόνοι που έρχονται εδώ είναι χοντροί μικροαστοί με τα κουτσούβελά τους». Η Τίμι φάνηκε να σαστίζει με τα λόγια του και να ενοχλείται έντονα. Ο Ζακ το παρατραβούσε. Ήταν πρόθυμη να αποδεχτεί το γεγονός πως είχαν ξεχωριστές ζωές και τους άρεσαν διαφορετικά πράγματα, αλλά δεν ήταν πρόθυμη να ανεχτεί την κατάφωρη αγένειά του. «Ήρθες να κάνεις διακοπές» τον ρώτησε «ή περιμένεις να σε “ανακαλύψουν” στην πισίνα;». Ο Ζακ πρόσεξε την ειρωνεία στη φωνή της και θύμωσε ακόμα περισσότερο. «Μπορεί και τα δύο» απάντησε με ειλικρίνεια. «Ποιο το κακό; Εσύ έχεις ένα κάρο ευκαιρίες να συναντήσεις κόσμο, ενώ εγώ όχι. Εγώ είμαι αναγκασμένος να αρπάζω όποια ευκαιρία μού παρουσιαστεί. Οι διασυνδέσεις είναι σπουδαίες για μένα. Όλο και κάτι σημαντικό θα μπορούσε να προκύψει αν τρώγαμε μ’ εκείνους τους τρεις σήμε
260 ρα». Η Τίμι δεν ήθελε να του πει πως, αν ήταν να προκόψει κάτι σημαντικό στη ζωή του, θα είχε προκόψει πριν από πολύ καιρό. Ήταν ήδη πολύ μεγάλος. Στα σαράντα ένα του δεν επρόκειτο να τον ανακαλύψει κανείς, και η ίδια δεν είχε καμία όρεξη να τη χρησιμοποιεί για να κάνει «διασυνδέσεις» στην παραλία. Έστω κι αν δεν το επιζητούσε η ίδια, ο Ζακ τής άνοιγε από μόνος του τα μάτια σχετικά με τα κίνητρά του. Της ήταν αδύνατον να αγνοήσει όσα της έλεγε, όπως και τον άνθρωπο που της έδειχνε πως είναι. «Τίποτα δεν θα είχε συμβεί, Ζακ» του απάντησε ήρεμα. «Βρίσκονται σε διακοπές. Το ίδιο κι εμείς. Η μισή υφήλιος προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τέτοιου είδους άτομα. Και οι ίδιοι δεν έχουν όρεξη να τους εκμεταλλεύονται, όπως δεν έχω κι εγώ. Θυμώνω όταν κάποιος μου φέρεται έτσι». «Α, μάλιστα, πρόκειται λοιπόν για μια μικρή, ξεχωριστή κλίκα, έτσι; Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω; Μια μυστική κοινωνία διασήμων που προστατεύουν ο ένας τον άλλον και κρατάνε μακριά τα αποβράσματα σαν και του λόγου μου. Να με συγχωρείτε, λοιπόν». Είχε αρχίσει να φωνάζει και η Τίμι άρχισε να αναστατώνεται. Δεν της άρεσαν αυτά που άκουγε. Δεν υπήρχε σεβασμός, δεν υπήρχε καν ευγένεια. Τον είχε πάρει μαζί της στις διακοπές κι εκείνος τη χρησιμοποιούσε. Ήταν ξεκάθαρο. Το έκανε και παλιότερα, σε μικρότερη
κλίμακα, αλλά ποτέ με τόση ωμή ευθύτητα. «Αυτό που λες είναι άθλιο, Ζακ. Δεν υπάρχει καμία κλίκα. Καμιά φορά τυχαίνει επιτυχημένοι και διάσημοι 261 άνθρωποι να έρχονται εδώ και δεν θέλουν να τους εκμεταλλεύονται. Όπως δεν θέλει κανείς». Και ύστερα πρόσθεσε σιγανά: «Όπως δεν θέλω ούτε εγώ». Τα μάτια του άστραψαν. «Αυτό νομίζεις πως κάνω εδώ; Πως σε εκμεταλλεύομαι; Διάολε, ακόμα κι αν πράγματι σε εκμεταλλεύομαι, το σίγουρο είναι πως δεν κερδίζω και πολλά, δεν νομίζεις; Αν εξαιρέσουμε ένα μαύρισμα και λίγες μέρες στην παραλία. Για τ’ όνομα του Θεού, αν δεν ήσουν ο ερημίτης που είσαι, αν δεν ήσουν τόσο διακριτική όλη την ώρα και τόσο φοβισμένη να είσαι αυτή που είσαι, τώρα θα μπορούσαμε να βρισκόμαστε στο Σεντ Μπαρτς και να το γλεντάμε πολύ περισσότερο από όσο εδώ». Την είχαν σοκάρει όλα όσα έλεγε. Ήταν ένα δυνατό χαστούκι, παρ’ όλα αυτά ήταν καλύτερα να ξέρει τι πίστευε για το άτομό της. Προφανώς, δεν την εκτιμούσε και πολύ. «Τι άλλο περίμενες να κερδίσεις σ’ αυτές τις διακοπές» τον ρώτησε απότομα «εκτός από ένα μαύρισμα; Επειδή, ειλικρινά, αυτό ήταν το μόνο που είχα στο μυαλό μου. Δεν σε
κάλεσα εδώ για να σε ανακαλύψουν, ούτε για να κάνεις διασυνδέσεις και επαφές στην παραλία. Σε κάλεσα για να μείνουμε λίγο καιρό μαζί, για να μπορέσουμε να ηρεμήσουμε και να περάσουμε καλά. Ή μήπως είναι τόσο βαρετά για σένα, εφόσον όπως είναι φανερό με θεωρείς ερημίτη;». Τα λόγια του την είχαν πληγώσει. Ήξερε πως δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της, ως προς αυτό δεν έτρεφε αυταπάτες, όπως κι εκείνη δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Όλα όσα της είχε πει όμως 262 φανέρωναν κραυγαλέα έλλειψη ευγένειας, στοργής και σεβασμού. «Έλα τώρα, Τίμι, ζεις αποτραβηγμένη από τον κόσμο. Σε προσκαλούν και δεν εμφανίζεσαι ποτέ. Απέχεις κυριολεκτικά από όλες τις πρεμιέρες, εκτός κι αν νιώθεις υποχρεωμένη να πας, μόνο και μόνο επειδή τα ρούχα των ηθοποιών είναι Τίμι Ο. Δεν πας ποτέ σε πάρτι. Θεωρείς πως είσαι πολύ μεγάλη για να συχνάζεις σε κλαμπ και σε μπαρ. Δεν έχω ακούσει μεγαλύτερη βλακεία. Ουσιαστικά είμαστε συνομήλικοι κι εγώ πηγαίνω διαρκώς. Το μόνο που κάνεις είναι να κρύβεσαι στα δυο σπίτια σου και να ξεπατώνεσαι στη δουλειά. Και τώρα θέλεις να μένεις κρυμμένη στο δωμάτιό σου, αντί να βγεις, να δεις ποιοι βρίσκονται εδώ και να τους εκμεταλλευτείς λιγάκι».
«Δεν θέλω να εκμεταλλευτώ κανέναν, Ζακ» του απάντησε η Τίμι. «Συνήθως εγώ είμαι αυτή που πέφτει θύμα εκμετάλλευσης, Kt αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που δεν βγαίνω τόσο συχνά. Δεν μ’ ενδιαφέρει να κάνω επίδειξη, ούτε να βρίσκομαι στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων. Έχω γυρίσει αρκετά, έχω κάνει πράγματα. Δεν υπάρχει τίποτα καινούργιο να δω. Έχω ανθρώπους που έχουν ανα-λάβει τις δημόσιες σχέσεις και τις επαφές της εταιρείας μου με τον Τύπο. Δεν χρειάζεται να το κάνω εγώ. Και γιατί; Ποιο το νόημα; Απλώς λένε ένα κάρο βλακείες για μένα που δεν μου αρέσουν. Αν θέλεις να εκμεταλλευτείς τον κόσμο, όπως το θέτεις, ίσως είναι προτιμότερο να είσαι με κάποια άλλη. Ή να πληρώσεις από την τσέπη σου και να πας στο Σεντ Μπαρτς». Ήξερε ότι αυτό το 263 τελευταίο ήταν ύπουλο χτύπημα, κάτω από τη ζώνη, αλλά είχε ανεχτεί αρκετά. Της μιλούσε λες και ήταν υποχρεωμένη να τον ανταμείψει για την παρουσία του κοντά της, σαν να μην είχε διαφορετικά λόγο να είναι μαζί της. Μισούσε όλα όσα της είχε πει. Η Τίμι δεν ήταν τίποτε από αυτά. Ο Ζακ δεν είχε καταλάβει ποια ήταν και πώς ζούσε. Για την ακρίβεια, ένα κομμάτι το είχε αντιληφθεί με αρκετή ακρίβεια, αλλά ο τρόπος που της το είχε υπογραμμίσει ήταν τουλάχιστον χυδαίος. Ένιωθε σαν να την είχε χαστουκίσει και αισθανόταν την παρόρμηση να κάνει το ίδιο.
«Κοίτα, ήταν ωραίο εκ μέρους σου που με έφερες» της είπε, ηρεμώντας κάπως. «Το εκτιμώ. Απλώς εγώ δεν είμαι έτσι. Εσύ μπορεί να είσαι, αλλά αυτό το μέρος στα μάτια μου μοιάζει με νεκροταφείο. Και τα μοναδικά τρία άτομα που συναντήσαμε και ήθελα να τους μιλήσω, εσύ φρόντισες να τα αγνοήσεις και δεν θέλησες να καθίσεις να φας μαζί τους. Το έκανες για να μου τη φέρεις και να αποδείξεις πόσο ισχυρή είσαι, ή ειλικρινά δεν σου πέρασε από το μυαλό τι θα μπορούσε να σημαίνει για την καριέρα μου ένα τέτοιο γεύμα;» «Ποια καριέρα;» τον ρώτησε οργισμένη. «Γυρίζεις διαφημιστικά και είσαι μοντέλο. Μπορεί να είσαι όμορφος, αλλά δεν παύεις να είσαι σαράντα ενός. Είναι πολύ αργά, Ζακ. Κανείς δεν πρόκειται να σε κάνει μεγάλο αστέρι». «Αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις» της απάντησε, ακόμα τγιο θυμωμένος από πριν, αρνούμενος να ακούσει την αλήθεια. Στα δικά του μάτια, ήταν ακόμη παιδί. 264 «Κι όμως το ξέρω» επέμεινε σταθερά η Τίμι. «Ξέρω το Χόλιγουντ πολύ καλύτερα από σένα». «Σκατά ξέρεις» της απάντησε έξαλλος. «Είσαι τόσο άψυχη και τόσο στον κόσμο σου, που δεν θα ήξερες τι γίνεται στο Χόλιγουντ ακόμα και αν σ’ το έτριβαν στη μούρη».
«Αρκετά» του απάντησε με φωνή που έτρεμε και μπήκε στο δωμάτιό τους, φεύγοντας από τη βεράντα. Πέρασε ένα ολόκληρο μισάωρο προτού την ακολουθήσει και, όταν το έκανε, βρήκε τις βαλίτσες της γεμάτες. Φάνηκε να ξαφνιάζεται στο θέαμα. Η Τίμι είχε ετοιμάσει και τις δικές του βαλίτσες και είχε ήδη ενημερώσει τη ρεσεψιόν. Και είχε κλείσει δύο εισιτήρια για την πρώτη βραδινή πτήση από Χονολουλού. Δεν ήταν διατεθειμένη να μείνει μαζί του ύστερα από όλα όσα είχε πει, για την ίδια, για τη ζωή της, για τους λόγους που τον είχαν φέρει εκεί. Αρκετά είχε ακούσει. Ήταν αδύνατον να προσποιηθεί έστω πως ήταν φίλος της. Δεν ήταν. Η Τίμι ήξερε ήδη πως δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της. Όπως έδειχναν τα πράγματα όμως, δεν του άρεσε καν. Τη χρησιμοποιούσε, αυτός ήταν προφανώς ο μοναδικός λόγος που ήταν μαζί της, και ήταν έξαλλος που δεν τον είχε βοηθήσει. Η Τίμι συνειδητοποιούσε πως οι τελευταίοι έξι μήνες πρέπει να ήταν όχι μόνο πληκτικοί, αλλά και ενοχλητικοί για τον Ζακ. «Τι κάνεις;» τη ρώτησε έκπληκτος. Φορούσε ακόμη το βρεγμένο μαγιό του και μια πετσέτα. Η Τίμι είχε αφήσει έξω από τη βαλίτσα ένα τζιν παντελόνι, ένα πουκάμισο, εσώρουχα και ένα ζευγάρι σαγιονάρες. 265 «Φεύγουμε απόψε» του δήλωσε και κατευθύνθηκε προς το
μπάνιο για να ντυθεί. «Γιατί;» Έδειχνε σαστισμένος. «Πλάκα μου κάνεις; Πιστεύεις στα σοβαρά πως θα καθίσω να ακούω τη χολή που ξεστομίζεις; Αύριο το πρωί θα βρίσκεσαι στο Λος Άντζελες. Προλαβαίνεις μια πτήση για Σεντ Μπαρτς». «Ξέρεις ότι δεν πρόκειται να πάω στο Σεντ Μπαρτς». Το ήξεραν και οι δύο πως δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει το εισιτήριο. Κοκορευόταν με δικά της έξοδα. Και είχε φερθεί με απανθρωπιά και αγένεια. Και με έλλειψη σεβασμού. Η Τίμι δεν είχε καμία διάθεση να μείνει άλλο μαζί του. Η σχέση τους μπορεί να είχε τους περιορισμούς της και να μην ήταν ονειρεμένη για κανέναν από τους δύο, αλλά ποτέ ως τότε ο Ζακ δεν είχε παραδεχτεί ανοιχτά σε τι βαθμό τη χρησιμοποιούσε για διασυνδέσεις, για δημοσιότητα και για μελλοντικές επαγγελματικές ευκαιρίες. Όλα αυτά ήταν πια οφθαλμοφανή. Η Τίμι είχε τελειώσει μαζί του. Δεν έτρεφε άλλες αυταπάτες ως προς το τι έκανε μαζί της ή γιατί έμενε κοντά της. «Το αν θα πας στο Σεντ Μπαρτς ή όχι είναι δική σου απόφαση. Εγώ γυρίζω πίσω, το ίδιο κι εσύ». «Μην το κάνεις τόσο μεγάλο ζήτημα» είπε εκείνος
προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Ήταν προφανές ότι δεν ήθελε να χαλάσει τις διακοπές του, μόνο που ήταν αργά πια. Και του άρεσαν πολλά στην Τίμι. Η σχέση τους του έδινε περισσότερα από όσα έδινε σε εκείνη. Εξαρχής. 266 «Μπορεί να μην είναι μεγάλο ζήτημα για σένα, αλλά για μένα είναι. Δεν χρειάζεται να παριστάνεις τον ερωτευμένο για να είσαι στη ζωή μου. Αν μη τι άλλο, όμως, θα πρέπει να με συμπαθείς, κι όχι απλώς να με χρησιμοποιείς. Δεν νομίζω πως σου άρεσα ποτέ. Και τώρα πια δεν είμαι σίγουρη ούτε εγώ πως μου αρέσεις. Για την ακρίβεια, αυτή τη στιγμή δεν μου αρέσεις καθόλου. Έκανες σαν κακομαθημένο παλιόπαιδο όταν δεν σε πήρα μαζί μου στην Ευρώπη, κάτι που δεν σου το χρωστούσα, παρεμπιπτόντως. Βγαίναμε μόλις τέσσερις μήνες και δεν ήμουν υποχρεωμένη να σε σέρνω μαζί μου στα πανάκριβα ξενοδοχεία της Ευρώπης, τη στιγμή που μου έβγαινε ο πάτος στη δουλειά. Δεν μου τηλεφώνησες ούτε μια φορά στο Παρίσι όταν αρρώστησα. Κι όταν σου τηλεφώνησα εγώ, είπες πως χαιρόσουν που είχα αρρωστήσει και πως μου άξιζε αυτό, αφού δεν σε είχα πάρει μαζί μου. Φρόντισες να λείπεις όταν γύρισα, μόνο και μόνο για να με πικάρεις. Και τώρα είσαι τσαντισμένος που σε έφερα στη Χαβάη και οι άνθρωποι εδώ δεν είναι όσο σπουδαίοι θα τους ήθελες, και θυμοτνεις μαζί μου που δεν σε βοηθάω να κάνεις γνωριμίες στην παραλία. Ε,
λοιπόν, ξέρεις κάτι; Δεν πρόκειται να σε βοηθήσω. Κι αν θέλεις να μάθεις την αλήθεια, θα προτιμούσα να βρίσκομαι μόνη στο σπίτι μου. Είσαι το αντίδοτο στη μοναξιά μου, επειδή τρέμω να περάσω τα Σαββατοκύριακα ολομόναχη. Φτάνει όμως, προτιμώ να είμαι μόνη παρά να με εκμεταλλεύονται. Συνεπώς, αγαπητέ μου, γυρίζουμε πίσω. Για να μπορέσεις κι εσύ του χρόνου να βρεις κά 267 ποια άλλη που θα μπορέσεις να την εκμεταλλευτείς και να σε πάει στο Σεντ Μπαρτς. Ειλικρινά, δεν δίνω δεκάρα. Σε μισή ώρα φεύγουμε». Και με αυτά τα λόγια τράβηξε για το μπάνιο και έκλεισε την πόρτα με δύναμη πίσω της. Η σουίτα διέθετε και δεύτερο μπάνιο για να το χρησιμοποιήσει εκείνος. Η Τίμι είχε πολύ καιρό να θυμώσει τόσο, και για μια φορά, αν και σπάνιο για τον χαρακτήρα της, η διάθεσή της ταίριαζε με το χρώμα των μαλλιών της. Ο Ζακ είχε μόλις αποδείξει όλα όσα έλεγε η Τζέιντ γι’ αυτόν. Ήταν πράγματι ένας άθλιος καιροσκόπος που προσπαθούσε να κερδίσει όσο περισσότερα μπορούσε από εκείνη. Η Τίμι είχε συνειδητοποιήσει εξαρχής τις ανισότητες στη σχέση τους και είχε προτιμήσει να κάνει τα στραβά μάτια. Αλλά στη Χαβάη ο Ζακ τής είχε φτύσει το προφανές κατάμουτρα. Θα μπορούσε ίσως και να τον συγχωρήσει, αν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Δεν ήταν όμως. Η σχέση ήταν εύκολη και βολική και για τους
δύο, αλλά τίποτε περισσότερο. Και η Τίμι δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει να την εκμεταλλεύονται τόσο απροκάλυπτα. Όσον αφορούσε την ίδια, αυτή η σχέση είχε φτάσει στο τέλος της. Τα καλά νέα ήταν πως το μόνο που πραγματικά είχε καταφέρει να της αποσπάσει ήταν ένα ρολόι Καρτιέ και ένα ταξίδι στη Χαβάη. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, ωστόσο ένιωθε πληγωμένη και είχε την αίσθηση πως την είχαν χρησιμοποιήσει. Αυτό ήταν μονίμως το πρόβλημα όποτε μπλεκόταν με άντρες σαν τον Ζακ. Κάποια στιγμή το παρατραβούσαν, όπως μόλις είχε κάνει κι εκείνος. Πάντα ήταν θέμα χρόνου να διαλυθούν όλα. Η Τίμι βγήκε από το μπάνιο είκοσι λεπτά αργότερα, ντυμένη με τζιν παντελόνι, μακό μπλουζάκι, τζιν σακάκι και φουλάρι. Φορούσε σανδάλια και τα μαλλιά της ήταν υγρά. Μόλις είχε βγει από την ντουζιέρα. Ο Ζακ καθόταν μελαγχολικός σε μια πολυθρόνα, ντυμένος με το χαβα-νέζικο πουκάμισο και το τζιν παντελόνι που του είχε αφήσει έξω από τη βαλίτσα. Όταν την είδε να βγαίνει από το δωμάτιο την ακολούθησε, χωρίς να πει λέξη. Ήξερε πολύ καλά ότι είχε ξεπεράσει τα όρια και δεν ήθελε να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Ενώ κατευθύνονταν προς τη ρεσεψιόν, τη ρώτησε αν ήταν σίγουρη ότι δεν ήθελε να μείνει. Δεν ζήτησε συγγνώμη, αν και ήταν φανερό πως ένιωθε αμήχανα και άβολα. Μόλις είχε τινάξει στον αέρα μια χρυσή ευκαιρία και τέσσερις ακόμα
μέρες στη Χαβάη, όσο κι αν έπληττε εκεί. Όπως και να το έβλεπε κανείς, δεν έπαυαν να είναι δωρεάν διακοπές στη Χαβάη και εκείνη δεν έπαυε να είναι η Τίμι Ο. «Είμαι κάτι παραπάνω από σίγουρη» του απάντησε όταν έφτασαν στη ρεσεψιόν. Αυτό που ακόμη δεν είχε καταλάβει ο Ζακ, και μάλλον δεν θα καταλάβαινε ποτέ, ήταν πως η Τίμι ένιωθε πιότερο πληγωμένη παρά οργισμένη. Κανείς, ειδικά στη δική της θέση, δεν θα ήθελε να νιώθει σαν αξιοθρήνητη γριά αγελάδα κατάλληλη μόνο για άρμεγμα, και προφανώς αυτή ήταν η μοναδική πρόθεση του Ζακ από την αρχή. Και μάλιστα είχε φτάσει στο σημείο να παραπονιέται πως το γάλα δεν ήταν αρ269 κετά γλυκό και δεν του έφτανε, αντί να το απολαμβάνει με ευγνωμοσύνη. Η Τίμι πλήρωσε τον λογαριασμό και ένα ταξί τούς μετέφερε στο αεροδρόμιο. Στη διαδρομή δεν απηύθυναν οΰτε λέξη ο ένας στον άλλον. Δεν είχε απομείνει τίποτα να ειπωθεί. Και οι δύο είχαν πει τα πάντα. Και ο Ζακ ήξερε πως πλέον δεν υπήρχε επιστροφή. Η ευκαιρία είχε χαθεί. Πέταξαν στη Χονολουλού με την Αλόχα Ερλάινς για μια ενδιάμεση στάση δυόμισι ωρών. Ο Ζακ απομακρύνθηκε για να μιλήσει στο κινητό του και η Τίμι τριγύρισε χωρίς σκοπό στα καταστήματα
του αεροδρομίου, προσπαθώντας να τον αποφύγει, ρωτώντας τον εαυτό της αν ήταν πολύ σκληρή μαζί του. Όχι, δεν πίστευε πως ήταν σκληρή. Τα λόγια του την είχαν πληγώσει, κι ακόμα και αν τα είχε ξεστομίσει πάνω στον θυμό του, ήταν γεγονός πως είχαν μια δυσάρεστη χροιά αλήθειας που την έκανε να υποψιάζεται πως εννοούσε όλα όσα είχε πει. Ήταν έξαλλος που δεν του είχε προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες να δικτυωθεί με έξοδα δικά της. Μπορεί να μην ήταν ο Τέλειος Άντρας, μα μόλις είχε αποδείξει ότι ήταν ο Εντελώς Λάθος Άντρας. Ώσπου να γυρίσει στην πύλη, είχε καταλήξει πως είχε κάνει το σωστό. Τσέκαραν τα εισιτήρια και τις αποσκευές τους και η Τίμι ανακάλυψε με ανακούφιση πως οι θέσεις που τους είχαν δώσει βρίσκονταν μακριά η μία από την άλλη. Δεν είχε καμία διάθεση να καθίσει δίπλα του. Κάθονταν σε διαφορετικές σειρές και σε διαφορετικές πλευρές της πρώτης θέσης. Και δεν έκαναν καμία απόπειρα να τις 270 αλλάξουν ή να πείσουν κάποιον να μετακινηθεί για χάρη τους. Αυτή η διευθέτηση τη βόλευε μια χαρά. Έβαλε τα δυνατά της να κοιμηθεί στη διάρκεια της πτήσης, αλλά χωρίς επιτυχία. Ο άντρας που καθόταν δίπλα της είχε αποκοιμηθεί αμέσως μετά την απογείωση και ροχάλιζε δυνατά σε ολόκληρη την πτήση. Ο αέρας από τα
κλιματιστικά ήταν παγωμένος. Και η ίδια ήταν πολύ αναστατωμένη για να κοιμηθεί. Δεν είχε οπτική επαφή με τον Ζακ αποκεί που καθόταν και δεν τον είδε ξανά μέχρι που έφτασαν στο Λος Άντζελες. Όσο περίμεναν στην αίθουσα παραλαβής αποσκευών, ο Ζακ πλησίασε να της μιλήσει. Οι αποσκευές τους ήταν από τις πρώτες που κατέφθασαν, πράγμα που την ανακούφισε. Τουλάχιστον δεν είχαν αναγκαστεί να στέκονται εκεί αμήχανα, περιμένοντας. Ήταν έξι και κάτι το πρωί, με ώρα Λος Άντζελες. «Λυπάμαι που εξελίχτηκαν έτσι τα πράγματα» μουρμούρισε εκείνος με σφιγμένα δόντια, αποφεύγοντας να την κοιτάξει στα μάτια, παρόλο που η Τίμι τον παρατηρούσε εξεταστικά, προσπαθώντας να καταλάβει ποιος ήταν πραγματικά. Προφανώς, κάποιος όχι πολύ ευγενικός. Ποτέ δεν τον είχε θεωρήσει ήρωα και ανέκαθεν ήξερε πως απολάμβανε τα μικρά προνόμια που εκείνη ήταν σε θέση να του προσφέρει, αλλά ποτέ δεν είχε πιστέψει πως οι προθέσεις του ήταν τόσο χυδαίες. Την είχε πικράνει πολύ στη Χαβάη και, στη διάρκεια της πτήσης τους, η Τίμι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως καλώς είχαν εξελιχτεί έτσι τα πράγματα. Της είχε κάνει χάρη που είχε ανοίξει τα χαρτιά του. Έτσι κι αλλιώς ήταν καιρός, έλεγε 271 στον εαυτό της. Οι Ζακ στη ζωή της δεν διαρκούσαν ποτέ
πάνω από έξι μήνες. Ο χρόνος του είχε λήξει. Και ίσως αυτός να ήταν ο τελευταίος Ζακ που περνούσε από τη ζωή της. Δεν ήθελε να κάνει ξανά κάτι τέτοιο. Ποιο το νόημα; Ήταν απόλυτη και ολοκληρωτική σπατάλη χρόνου, και τον περισσότερο καιρό δεν είχε καν πλάκα, ούτε καλό σεξ. 'Ισως ήταν προτιμότερο να μην έχει τίποτε απολύτως, αν δεν υπήρχε έρωτας. Είχε κουραστεί να έχει δίπλα της τον λάθος άντρα, κάποιον που δεν την ένοιαζε καν, κάποιον που δεν ενδιαφερόταν καθόλου για εκείνη. Ίσως η εποχή των Ζακ να είχε φτάσει στο τέλος της. Διαισθανόταν πως μάλλον έτσι είχαν τα πράγματα. Ίσως η μοναξιά να μην ήταν και τόσο κακή εντέλει, σε σύγκριση με μια κακή συντροφιά. Της είχε πάρει έντεκα χρόνια μετά το διαζύγιό της για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα. Επιτέλους, όμως, ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τη ζωή μόνη, χωρίς σύζυγο, χωρίς άντρα. «Το ίδιο κι εγώ» του απάντησε, ενώ σήκωνε την τσάντα της. «Καλή τύχη» του ευχήθηκε και εκείνος δεν απάντησε, βλέποντάς τη να βγαίνει και να στέκεται στο πεζοδρόμιο για να πάρει ταξί. Μπήκε στο πρώτο που βρήκε μπροστά της. Δεν γύρισε το κεφάλι για να δει τον Ζακ, ούτε προσφέρθηκε να τον πάρει μαζί της. Ό,τι ήταν να πάρει από εκείνη το είχε ήδη πάρει. Η Τίμι είπε στον οδηγό τη διεύθυνσή της στο Μπελ Ερ και γύρισε στο σπίτι της, επιτέλους ελεύθερη. 9
ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΟΛΙΓΟΩΡΟ ΥΠΝΟ, το μεσημέρι της τελευταίας μέρας του χρόνου, η Τίμι οδήγησε μέχρι το Μαλιμπού. Δεν τηλεφώνησε σε κανέναν να ενημερώσει για την επιστροφή της. Ήταν σίγουρη πως όλοι οι φίλοι της είχαν ήδη κάνει τα δικά τους σχέδια. Ήξερε πως ο Ντέιβιντ και η Τζέιντ είχαν κλείσει ο καθένας το δικό του ραντεβού. Δεν ήθελε να είναι μαζί τους. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να μείνει μόνη. Δεν ένιωθε καν την ανάγκη να γλείψει τις πληγές της. Δεν υπήρχαν πληγές. Ένιωθε ελεύθερη και τόσο ζωντανή όσο είχε χρόνια να νιώσει. Δεν μετάνιωνε για το τέλος της σχέσης της με τον Ζακ. Το μόνο που ένιωθε ήταν ελευθερία και ανακούφιση, και μια αίσθηση προσωπικής εξουσίας. Το χτύπημα του Ζακ ήταν γερό, αλλά ίσως ήταν αυτό που είχε ανάγκη να ακούσει, έλεγε στον εαυτό της καθώς οδηγούσε για την παραλία. Της είχε κάνει χάρη τελικά, αντί να μείνει μαζί της μερικούς μήνες ακόμα, προσπαθώντας να την εκμεταλλευτεί και θυμώνοντας που δεν το κατάφερνε. Της είχε μάλιστα περάσει από το μυαλό να τον πάρει μαζί της στις ανοιξιάτικες επιδείξεις, απλώς και μόνο για 273 να κρατήσει τη σχέση τους ζωντανή τους επόμενους μήνες. Θα ήταν αφάνταστα ανόητο εκ μέρους της, αλλά δεν ήθελε να ζήσει δεύτερη φορά μια σκηνή σαν την περασμένη και ήξερε τι χρειαζόταν να κάνει για να τον κρατήσει κοντά της,
αν τον ήθελε. Όπως και να ’χε, αυτό το πρόβλημα το είχε λύσει μόνος του στη Χαβάη. Η Τίμι δεν χρειαζόταν να ανησυχεί πια. Ένιωθε να έχει γιατρευτεί για πάντα από το σινάφι του, μπορεί και από όλους τους άντρες. Διαισθανόταν πως ετοιμαζόταν να διανύσει μια μακρά περίοδο εργένικης ζωής και δεν το μετάνιωνε καθόλου. Χαιρόταν που δεν είχε μείνει μαζί του στη Χαβάη, που είχε το θάρρος να δώσει ένα τέλος και να γυρίσει στο σπίτι της. Πέρασε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μόνη μπροστά στο τζάκι του σαλονιού της στο Μαλιμπού. Η βραδιά ήταν ψυχρή και διαυγής και η Τίμι στάθηκε στη βεράντα, μέσα στο σκοτάδι, και κοίταξε το φεγγάρι, γεμάτη ευγνωμοσύνη για τη ζωή της. Ξάφνου ένιωσε πως είχε πά-ψει να φοβάται τη μοναξιά. Ήταν μια επιλογή πολύ πιο καθαρή, η συντροφιά αντρών όπως ο Ζακ απλώς την τραβούσε προς τα κάτω. Ξαφνικά ήξερε με απόλυτη σιγουριά πως θα ήταν πιο ευτυχισμένη μόνη. Για πρώτη φορά, ένιωθε εντελώς ανεξάρτητη και δυνατή. Ξύπνησε στις εννέα το πρωί της Πρωτοχρονιάς και βγήκε για έναν μακρύ περίπατο στην παραλία. Ήταν μια όμορφη χειμωνιάτικη μέρα και η Τίμι πέρασε το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο ήρεμη και μόνη, απολαμβάνοντας το σπίτι στο Μαλιμπού. Ένιωθε ανέλπιστα καλά και 274
απόλυτα γαληνεμένη. Όπως το είχε προβλέψει, ο Ζακ δεν είχε τηλεφωνήσει και το πιθανότερο ήταν πως δεν θα το έκανε ποτέ ξανά. Η Τίμι είχε ξαναζήσει παρόμοιες καταστάσεις πολλές φορές στο παρελθόν. Άντρες σαν αυτόν γίνονταν καπνός με το που τέλειωνε η διασκέδαση. Ευχαριστώ, γεια σου, ήταν ωραία ή δεν ήταν και τόσο ωραία, και υστέρα τέρμα, δεν τους έβλεπες ποτέ ξανά. Υπήρχαν περιπτώσεις που έμεναν φίλοι, αλλά δεν γινόταν συχνά. Άντρες σαν τον Ζακ ήταν ανίκανοι για αληθινή φιλία. Έμεινε στο σπίτι της παραλίας μέχρι το πρωί της Κυριακής και ύστερα πέρασε για λίγο από τον Οίκο της Αγίας Σεσίλια, για να τους ευχηθεί για τον καινούργιο χρόνο. Γευμάτισε με τις μοναχές και τα παιδιά κι έπειτα γύρισε στο Μπελ Ερ, όπου ρίχτηκε στη δουλειά μέχρι την ώρα του ύπνου. Το επόμενο πρωί στις οχτώ βρισκόταν στο γραφείο της. Η Τζέιντ τα έχασε όταν μπήκε και τη βρήκε εκεί. Η Τίμι έδειχνε σοβαρή και απασχολημένη και είχε ήδη τελειώσει με όλα τα πρωινά τηλεφωνήματα στη Νέα Υόρκη. Χαμογέλασε και παρέδωσε στην Τζέιντ μια στοίβα φακέλους, και εκείνη πρόσεξε αμέσως πως η Τίμι ήταν ήρεμη και χαρούμενη. «Καλή χρονιά» της ευχήθηκε η Τίμι με ένα χαμόγελο. «Πώς ήταν η Χαβάη;» Η Τζέιντ διέκρινε κάτι στο βλέμμα της εργοδότριάς της, αλλά δεν ήταν σίγουρη τι ακριβώς ήταν. Ό,τι και να ήταν πάντως, η Τίμι είχε πολύ καιρό να είναι τόσο
χαρούμενη. «Σύντομη» της απάντησε με νόημα η Τίμι. Αλλά η 275 Τζέιντ είχε αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα που κρυβόταν σε αυτή τη μία και μοναδική λέξη. «Γύρισες νωρίς;» Η Τίμι έγνεψε καταφατικά. «Πότε;» «Το πρωί της παραμονής. Πετάξαμε με βραδινή πτήση από τη Χονολουλού». Η Τίμι δεν έδειχνε ταραγμένη. Για πρώτη φορά χαιρόταν που είχε τελειώσει μια σχέση. «Μάλιστα. Τι συνέβη;» Σχεδόν φοβόταν να ρωτήσει, αλλά η Τίμι έδειχνε μια χαρά. Για την ακρίβεια, είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που την είχε δει τόσο καλά. «Όπως δείχνουν τα πράγματα, ο Ζακ δεν είχε μαζί μου τις ευκαιρίες που πίστευε πως χρειάζεται και δικαιούται για να δικτυωθεί. Έτσι, του έδωσα το κίνητρο να συνεχίσει χωρίς εμένα». Κοίταξε την Τζέιντ και χαμογέλασε. «Ξεμπέρδεψα. Νομίζω ότι ο Ζακ ήταν ο τελευταίος του είδους του για μένα. Νομίζω ότι πιο εύκολο θα μου είναι να γίνω καλόγρια παρά να ασχοληθώ ξανά με κάποιον σαν αυτόν. Ένιωσα εντελώς γελοία όταν μου είπε πόσο ανιαρή είμαι. Έχει δίκιο, υποθέτω. Αλλά δεν έχω καμία όρεξη να αρχίσω να πηγαίνω σε όποια
πρεμιέρα με καλούν μόνο για να τον ευχαριστήσω, ούτε να τριγυρίζω σε μπαρ και σε κλαμπ παρέα με τους βρομιάρηδες δωδεκάχρονους φίλους του». Η Τζέιντ άκουγε μορφάζοντας. Ό,τι και αν έκανε η Τίμι αποδώ και πέρα, η Τζέιντ χαιρόταν που ο Ζακ είχε πάρει πόδι. Δεν ήταν αντάξιός της, ποτέ δεν ήταν. Ενώ συζητούσαν, ο Ντέιβιντ έχωσε το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας και πρόσεξε το έντονο ύφος της Τίμι καθώς εξιστορούσε στην Τζέιντ τα όσα είχαν συμβεί. 276 «Τι τρέχει; Έγινε κάτι στη Νέα Υόρκη;» Η Τζέιντ κούνησε αρνητικά το κεφάλι και η Ϊϊμι τον κοίταξε με ένα χαμόγελο. «Τέρμα ο Ζακ. Τα χαλάσαμε στη Χαβάη». «Ελπίζω να του έδωσες εσΰ τα παπούτσια στο χέρι και όχι το αντίθετο» σχολίασε ο Ντέιβιντ ανήσυχος και η Τίμι έβαλε τα γέλια. «Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι. Μου πέταξε μια βόμβα κι εγώ του πέταξα μια μεγαλύτερη. Περάσαμε μια ωραία βδομάδα πριν από αυτό, οπότε δεν πειράζει. Είχε τελειώσει η διορία του, έτσι κι αλλιώς» είπε θλιμμένα. «Η εξάμηνη βίζα του είχε λήξει». «Ελπίζω να του κράτησες το διαβατήριο προτού εγκαταλείψει το μαγικό βασίλειο» είπε με μια γκριμάτσα ο Ντέιβιντ.
«Ποιος ξέρει, φαντάζομαι ότι θα βρει κάποιαν άλλη σαν εμένα που θα τον επιδεικνύει εδώ κι εκεί και θα του δίνει ό,τι της ζητήσει. Εγώ ένιωσα ανόητη όταν τελείωσαν όλα. Ήταν χάσιμο χρόνου» παραδέχτηκε με ειλικρίνεια. Ποτέ δεν είχε φοβηθεί να ομολογήσει τα λάθη και τις αδυναμίες της μπροστά τους, κάτι που θαύμαζαν και οι δυο στον χαρακτήρα της. Η Τίμι δεν φοβόταν μήπως εξευτελιστεί ή κάνει λάθος. «Κάλλιο ανόητη παρά μετανιωμένη ή συντετριμμένη» είπε ο Ντέιβιντ με τη φωνή της λογικής και ύστερα έριξε μια ματιά στην Τζέιντ με ενδιαφέρον. «Πώς ήταν η παραμονή της Πρωτοχρονιάς;» «Καυτή» είπε η Τζέιντ, λάμποντας ολόκληρη. Είχε 277 βγει ξανά με τον αρχιτέκτονα. Είχαν βγει κάμποσες φορές τις τελευταίες βδομάδες και για δώρο Χριστουγέννων της είχε δώσει μια όμορφη τσάντα Γκούτσι. Εκείνη του είχε χαρίσει ένα κασμιρένιο ττουλόβερ από την πολυτελή σειρά της Τίμι Ο. Είχαν ξετρελαθεί και οι δύο με τα δώρα τους και τα πράγματα είχαν αρχίσει να σοβαρεύουν και να ανάβουν μεταξύ τους. Τόσο ο Ντέιβιντ όσο και η Τίμι την προειδοποίησαν πως ήταν πολύ νωρίς ακόμη, αλλά η Τζέιντ έδειχνε τόσο χαρούμενη, διαβεβαιώνοντάς τους ότι και ο αρχιτέκτονας ένιωθε το ίδιο. Το Σαββατοκύριακο της
Πρωτοχρονιάς είχαν πάει για σκι. Και ο Ντέιβιντ είχε βγει με μια καινούργια κοπέλα. Όλα λοιπόν πήγαιναν καλά στον κόσμο τους, και στον κόσμο της Τίμι, αν μη τι άλλο, επικρατούσε γαλήνη. Πάνω απ’ όλα ένιωθε ανακουφισμένη. Οι τρεις τους δούλεψαν σκληρά όλη την υπόλοιπη ημέρα, όπως και την επόμενη βδομάδα. Είχαν αρκετά πράγματα να κάνουν σε σχέση με την ανοιξιάτικη και την καλοκαιρινή σειρά. Τον Φεβρουάριο παρουσίαζαν την κολεξιόν τους στις επιδείξεις πρεταπορτέ στη Νέα Υόρκη και αμέσως μετά στο Μιλάνο και το Παρίσι. Η Τζέιντ ήταν απασχολημένη με τις ετοιμασίες του ταξιδιού. Αυτή τη φορά θα οργάνωναν μια πλούσια δεξίωση στο Πλάζα Ατενέ. Δεν γινόταν να τη γλιτώσουν πάλι. Όταν άρχισαν να μελετούν τις λεπτομέρειες, στις αρχές του Γενάρη, η Τζέιντ έδωσε στην Τίμι τη λίστα των καλεσμένων για να δει αν ήθελε να προσθέσει ή να αφαι-ρέσει κάποιον. Όλοι οι αρθρογράφοι μόδας συγκαταλέ 278 γονταν στη λίστα, μαζί με αρκετούς συντάκτες από το Vogue, τους μεγαλύτερους αγοραστές τους, ορισμένα σπουδαία ονόματα από τον κόσμο της υφαντουργίας και κάποιους σημαντικούς πελάτες. Και τότε, χωρίς προφανή λόγο, η Τίμι συνοφρυώθηκε.
«Υπάρχει λάθος; Ξέχασα κάποιον;» ρώτησε ανήσυχη η Τζέιντ. Τουλάχιστον το εντόπιζαν τώρα, πριν απ’ την καταστροφή. Κάποτε είχαν ξεχάσει τον σημαντικότερο συντάκτη μόδας του γαλλικού Τύπου. «Έκανα μια σκέψη» είπε η Τίμι, μασώντας την άκρη του στιλό της, προτού το ανταλλάξει με ένα από τα γλειφιτζούρια που της άρεσαν. Της έδιναν ενέργεια όταν ήταν κουρασμένη. «Κάποιος που θέλεις να βγάλεις από τη λίστα, κάποιος που θέλεις να προσθέσεις;» Η Τζέιντ έδειχνε μπερδεμένη με την έκφραση της Τίμι, όπως ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. «Δεν είμαι σίγουρη. Δεν ταιριάζει ακριβώς, αλλά θα μπορούσε να είναι μια ευγενική χειρονομία. Θα το σκεφτώ και θα σε ενημερώσω». Η Τζέιντ κούνησε το κεφάλι και συνέχισαν με τις λεπτομέρειες. Για μια ολόκληρη βδομάδα, η Τίμι δεν έκανε κάτι γι’ αυτό. Πρώτα άφησε ένα σημείωμα στην Τζέιντ, ύστερα γύρισε και το έσκισε. Εξακολουθούσε να μην είναι σίγουρη, αλλά αποφάσισε να κάνει η ίδια το τηλεφώνημα. Αν έβαζε τη βοηθό της να το κάνει, θα έμοιαζε κάπως προσβλητικό, ή απρόσωπο στην καλύτερη περίπτωση. Οι Ευρωπαίοι δυσκολευόντου-σαν να το κατανοήσουν εκτός κι αν ασχολούνταν με το 279
ίδιο αντικείμενο, αλλά ο συγκεκριμένος δεν είχε καμία σχέση. Άλλαξε γνώμη αρκετές φορές και εντέλει τηλεφώνησε από το σπίτι της, αργά το βράδυ της Κυριακής. Στο Παρίσι ήταν Δευτέρα πρωί, ώρα όχι λιγότερο ή περισσότερο κατάλληλη από κάποια άλλη για ένα τέτοιο τηλεφώνημα. Δεν ήθελε να τηλεφωνήσει στη διάρκεια του Σαββατοκύριακού, ακόμη δεν ήταν σίγουρη αν θα το έκανε τελικά. Είχε καθίσει μισή ώρα στο γραφείο του σπιτιού της, προσπαθώντας να πάρει μια απόφαση, ώσπου τράβηξε ένα κομμάτι χαρτί από την ατζέντα της και αρπάζοντας το τηλέφωνο πληκτρολόγησε τον αριθμό. Το κινητό στην άλλη άκρη της γραμμής χτύπησε αρκετές φορές και, τη στιγμή που η Τίμι ετοιμαζόταν να το κλείσει, κάποιος απάντησε. Ήταν ο Ζαν-Σαρλ Βερντέ, ο γάλλος γιατρός από το Παρίσι. «Α11ό;» ρώτησε, με επίσημη φωνή που έδειχνε πως ήταν απασχολημένος. «Bonjour, καλημέρα» του απάντησε, νιώθοντας γελοία. Ήξερε πως η προφορά της ήταν φριχτή. Όσες φορές και αν είχε πάει στο Παρίσι και στο Πλάζα Ατενέ, όσο και αν είχε ασχοληθεί με τα γαλλικά υφαντουργεία, δεν είχε μάθει παρά ελάχιστες λέξεις σ’ αυτή τη γλώσσα. Πάντοτε της μιλούσαν αγγλικά.
«Ναι;» Είχε διακρίνει την αμερικάνικη προφορά, αλλά δεν αναγνώρισε τη φωνή της. Και για ποιον λόγο, άλλωστε; Δεν την ήξερε παρά δέκα μέρες μονάχα και είχε να της μιλήσει σχεδόν δυόμισι μήνες. «Καλημέρα, γιατρέ. Είμαι η Τίμι Ο’Νιλ». 280 «Τι ευχάριστη έκπληξη» της απάντησε και ακουγόταν απροσποίητα χαρούμενος. «Βρίσκεσαι στο Παρίσι; Είσαι άρρωστη;» «Όχι και στα δυο». Κρατούσε το ακουστικό χαμογελώντας, καθισμένη στο γραφείο του σπιτιού της με τη νυχτικιά της. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα στο Λος Άντζελες και λίγο μετά τις εννέα το πρωί στο Παρίσι. «Στο Λος Άντζελες βρίσκομαι. Αλλά θα έρθω στην πόλη σου τον επόμενο μήνα για την επίδειξη μόδας και αναρωτιόμουν. .. Δεν ξέρω αν θα σου αρέσει ή όχι, αλλά σκεφτόμουν... Θα οργανώσουμε μια δεξίωση στο Πλά-ζα Ατενέ για τον Τύπο και τους αγοραστές». Πήρε βαθιά ανάσα, νιώθοντας ξαφνικά αμήχανη και ελαφρώς άβολα που του είχε τηλεφωνήσει. «Αναρωτιόμουν αν θα θέλατε να έρθετε, εσύ και η σύζυγός σου. Είναι επαγγελματικό δείπνο, αλλά η συντροφιά θα είναι εκλεκτή και μπορεί να είναι όμορφα». Δεν είχε ιδέα αν θα έρχονταν ή όχι, αλλά σκεφτόταν πως θα ήταν ωραίο να τον
ξαναδεί, ύστερα από τις πολύωρες συζητήσεις τους τον προηγούμενο Οκτώβρη. Ήταν μια καλή δικαιολογία για να ξαναΐδω-θούν, χωρίς να πρέπει να είναι άρρωστη. Ήλπιζε πως θα κατόρθωνε να μην αρρωστήσει αυτή τη φορά. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που με σκέφτηκες» της απάντησε και ακουγόταν ειλικρινά ευχαριστημένος, πράγμα που την έκανε να νιώσει λιγότερο ανόητη που του είχε τηλεφωνήσει. Για μια στιγμή είχε φοβηθεί μήπως ο ΖανΣαρλ σκεφτόταν στ’ αλήθεια πως ήταν για δέσιμο ή πως τον κυνηγούσε, γιατί δεν ήταν έτσι. 281 Τις τελευταίες δυο εβδομάδες, από τότε που είχε δώσει τέλος στη σχέση της με τον Ζακ, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα, και μάλιστα με απόλυτη βεβαιότητα, πως ήταν πιο ευτυχισμένη μόνη. Είχε μπει στο στάδιο που η Τζέιντ αποκαλοΰσε «φάση της βασίλισσας του χιονιού». Είχε ορκιστεί πως δεν θα έμπλεκε ποτέ ξανά με άλλον άντρα. Απολάμβανε τον χρόνο που περνούσε στο σπίτι της στην παραλία και ο Ζακ δεν είχε τηλεφωνήσει ξανά. Τα μοναχικά Σαββατοκύριακα δεν την τρόμαζαν πια. Η σχέση με τον Ζακ είχε τελειώσει οριστικά και η Τίμι έπαιρνε όρκο πως δεν θα έμπαινε άλλος Ζακ στη ζωή της -ούτε και κανείς άλλος, βέβαια. Μόνο λίγες μέρες πριν, είχε ανακοινώσει θριαμβευτικά πως είχε ξεμπερδέψει με τους άντρες. Η
πρόσκλησή της στον δρα Βερνιέ και τη γυναίκα του ήταν καθαρά μια κοινωνική υποχρέωση, χωρίς απώτερα κίνητρα. Επαναλάμβανε στον εαυτό της πως έτσι είχαν τα πράγματα. «Φοβάμαι πως έχω ένα πρόβλημα» άρχισε να της εξηγεί επιφυλακτικά εκείνος, αν και δεν του είχε ανακοινώσει ακόμη την ημερομηνία. Το μόνο που είχε πει ήταν πως θα ερχόταν στην πόλη του τον Φεβρουάριο και προφανώς η δεξίωση θα δινόταν τότε. Ο Ζαν-Σαρλ επομένως δεν είχε τρόπο να ξέρει προκαταβολικά αν είχε άλλη δέσμευση για τη συγκεκριμένη ημερομηνία, εκτός και αν ήταν απαράβατος κανόνας να μη δέχεται προσκλήσεις για γεύμα από ασθενείς. «Το πρόβλημά μου είναι πως θέλεις να έρθουμε ως ζευγάρι, υποθέτω, εφόσον έχεις την ευγένεια να καλέσεις και τη σύζυγό μου. Αλλά φοβάμαι πως εκείνη κι εγώ ακολουθούμε πλέον ξεχωριστούς δρόμους, όπως το λέτε. Διαφορετική πορεία, ας πούμε. Αν και “λήξη διπλωματικών σχέσεων” θα ήταν πιο σωστό». Η Τίμι είχε ξεχάσει πόσο τυπικός μπορούσε να γίνει κάποιες φορές, μέχρι που τον άκουσε, συνοφρυωμένη, χωρίς να είναι σίγουρη τι ακριβώς της έλεγε. «Ο γάμος μας χρεοκόπησε, όπως το λέτε στην Αμερική. Τώρα πουλάμε το διαμέρισμά μας. Και φαντάζομαι ότι θα είναι μάλλον άβολο να έχετε έναν άντρα ασυνόδευτο στο δείπνο. Αν λοιπόν θέλετε ζευγάρι, φοβάμαι ότι θα πρέπει να αρνηθώ. Αν πάλι δεν σας ενοχλεί ένας άντρας μόνος, θα δεχτώ μετά χαράς. Σε παρακαλώ όμως, μη νιώσεις υποχρεωμένη να με δεχτείς». Η Τίμι επεξεργάστηκε
αυτό που της είχε μόλις πει και το βρήκε ενδιαφέρον. Πολύ ενδιαφέρον. Δεν το ήθελε, αλλά ήταν αλήθεια πως είχε προξενήσει ένα μικρό φτερούγισμα στην καρδιά της, πράγμα που, θύμισε στον εαυτό της, ήταν βλακώδες. Είχε τελειώσει με τους άντρες μια και καλή και εκείνος από τεχνική άποψη ήταν ακόμη παντρεμένος, ωστόσο θα ήταν τέλειος προσκεκλημένος και χάρηκε όταν άκουσε πως ήταν πρόθυμος να έρθει. «Δεν πειράζει καθόλου αν έρθεις μόνος» τον διαβεβαίωσε. «Για την ακρίβεια, δεν πρόκειται να έρθουν ζευγάρια. Οι δημοσιογράφοι θα έρθουν όλοι μόνοι, όπως και οι αγοραστές με τους πελάτες. Ελπίζω να μην είναι φοβερά πληκτικό για σένα, θα είναι σύσσωμος ο κόσμος της μόδας και κάποιοι ακόμα. Καμιά φορά όμως, αυτές οι δεξιώσεις μπορούν να γίνουν απολαυστικές. Θα χαρώ 283 ττολΰ αν έρθεις. Στις δεκατρείς Φεβρουαρίου. Ελπίζω πως δεν είσαι προληπτικός». «Καθόλου» είπε γελώντας εκείνος και κράτησε μια σημείωση. «Με μεγάλη μου χαρά. Τι ώρα;» «Στις οχτώ και μισή. Στο Πλάζα, σε ιδιωτική αίθουσα». «Δεν θα είναι με σμόκιν, ελπίζω;» θέλησε να μάθει ευγενικά.
«Α, μα όχι!» Η Τίμι έβαλε τα γέλια με την ιδέα. «Οι δημοσιογράφοι θα έρθουν όλοι με τζιν. Μπορεί να έχουμε ένα δυο μοντέλα, αλλά αυτά θα είναι ημίγυμνα. Οι αγοραστές και οι πελάτες θα φοράνε μαύρα κοστούμια. Είσαι ελεύθερος να φορέσεις ό,τι θέλεις, σπορ παντελόνι, σακάκι ή κοστούμι. Οι άνθρωποι που ευθύνονται για την εξέλιξη της μόδας σχεδόν ποτέ δεν είναι ντυμένοι αξιοπρεπώς» συνέχισε, ευχαριστημένη που θα τον έβλεπε και θέλοντας να τον κάνει να νιώσει άνετα. «Με εξαίρεση εσένα, μαντάμ Ο’Νιλ» της είπε ευγενικά, και η Τίμι δεν ήταν βέβαιη αν την πείραζε ή όχι. «Τι έγινε το Τίμι; Το προτιμούσα». Θυμήθηκε ότι και στο ευχαριστήριο σημείωμα που της είχε στείλει την προσφωνούσε επίσημα. Στη διάρκεια των ατέλειωτων συζητήσεών τους στο νοσοκομείο και στο ξενοδοχείο την αποκαλούσε Τίμι. Τώρα νοσταλγούσε την οικειότητα εκείνων των στιγμών. «Δεν ήθελα να ακουστώ θρασύς. Τότε ήσουν η ασθενής μου, τώρα είσαι μια πολύ σημαντική γυναίκα». «Δεν είμαι» του απάντησε κάνοντας τάχα τη θιγμένη 284 και υστέρα έβαλε μόνη της τα γέλια. «Εντάξει, μπορεί και να
είμαι, αλλά τι σημαίνει αυτό; Νόμιζα πως είμαστε φίλοι, ή τουλάχιστον αυτό πίστευα τον Οκτώβρη. Σ’ ευχαριστώ για την ωραία κάρτα, παρεμπιπτόντως». Θυμόταν καλά το ηλιοβασίλεμα, το ίδιο κι εκείνος. «Κι εγώ σ’ ευχαριστώ για το υπέροχο ρολόι, μαντάμ... Τίμι...» είπε προσεκτικά και για μια στιγμή φάνηκε να ντρέπεται. «Ένιωσα πολύ αμήχανα όταν το είδα. Δεν ήταν ανάγκη». «Ήσουν πολύ καλός μαζί μου όταν έκανα την εγχείρηση. Κι εγώ ήμουν πολύ φοβισμένη» παραδέχτηκε με ειλικρίνεια. «Το θυμάμαι. Είσαι καλά τώρα;» Ακουγόταν επιφυλακτικός και κάπως ντροπαλός. «Είμαι μια χαρά. Αν και μάλλον θα πάψω να είμαι όταν έρθω στο Παρίσι. Αυτές οι επιδείξεις είναι εξουθενωτικές». «Κι αυτό το θυμάμαι. Δεν ήθελες να πας στο νοσοκομείο μέχρι να τελειώσει η επίδειξη». «Ναι, κι εσύ είχες δίκιο για τη σκωληκοειδίτιδα. Είναι δύσκολο να παρατήσεις ό,τι κάνεις στη μέση των επιδείξεων». «Πρέπει να προσέχεις την υγεία σου» τη συμβούλεψε χαμηλόφωνα.
«Λυπάμαι για τον γάμο σου» του είπε με θάρρος, χωρίς να είναι βέβαιη πώς θα ένιωθε εκείνος με το σχόλιό της. «Συμβαίνουν αυτά» της απάντησε και για μια στιγμή φάνηκε να σοβαρεύει. «Σ’ ευχαριστώ που δέχεσαι να έρθω μόνος. Εκτιμώ την πρόσκλησή σου. Πότε έρχεσαι 285 στο Παρίσι;» Η Τίμι το έβρισκε ενδιαφέρον που τη ρωτούσε. Τώρα τα πράγματα άλλαζαν κάπως μεταξύ τους, με δεδομένο πως έπαιρνε διαζύγιο. «Φτάνουμε στις οχτώ. Πέντε μέρες πριν απ’ την επίδειξη. Και θα μείνω στο Πλάζα, όπως πάντα». Δεν είχε προλάβει να το ξεστομίσει και ένιωσε ανόητη. Είχε ακουστεί σαν να προσπαθούσε να τον δελεάσει και δεν ήθελε να του δώσει τέτοια εντύπωση. Μόλις που γνωρίζονταν λίγο παραπάνω από γιατρό με ασθενή. Και ήταν ξεκάθαρο πως είχε τα δικά του προβλήματα να λύσει. Η Τίμι δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση της ξελιγωμένης Αμε-ρικάνας που έτρεχε ξοπίσω του. Τουλάχιστον είχε απευθύνει την πρόσκληση και στη σύζυγό του, ήταν ξεκάθαρο λοιπόν ότι δεν είχε σκοπό να τον φλερτάρει με αυτό το τηλεφώνημα. Και γιατί να σκεφτεί κάτι τέτοιο ο Ζαν-Σαρλ, έτσι κι αλλιώς; Ξάφνου ένιωθε αμήχανη που τον είχε καλέσει, αν και χαιρόταν γι’ αυτό. Γιατί όχι, στο κάτω κάτω; Ένιωθε σαν παιδί τώρα που του
μιλούσε. Εκείνος ακουγόταν τόσο σοβαρός και ενήλικος, και, όπως η ίδια θυμόταν, πράγματι ήταν, αν και μεταξύ άλλων είχε και εξαίρετη αίσθηση του χιούμορ. Είχαν νιώσει τόσο άνετα ο ένας με τον άλλον μόλις τρεις μήνες νωρίτερα. «Λοιπόν, θα σε δω στις δεκατρείς στο Πλάζα Ατενέ» της είπε επίσημα. Ήταν εξαιρετικά κόσμιος μαζί της στη διάρκεια του τηλεφωνήματος. Όχι εγκάρδιος, αλλά πολύ σωστός, όπως ήταν μαζί της από την αρχή. «Τα λέμε στις δεκατρείς» επιβεβαίωσε με τη σειρά της. «Σ’ ευχαριστώ για το τηλεφώνημα» της ξανάπε εύγε286 νικά και υστέρα έκλεισαν το τηλέφωνο. Η Τίμι απέμεινε να κοιτάζει το κενό μέσα στο μικρό γραφείο της. Ήταν όμορφο που του είχε μιλήσει ξανά. Για λίγα λεπτά, έμεινε να συλλογιέται το τηλεφώνημα και τα αναπάντεχα νέα του που την είχαν ξαφνιάσει, με δεδομένο τις κάπως παλιομοδίτικες και υπερβολικά ευρωπαϊκές απόψεις του για τον γάμο. Ήταν κομψό εκ μέρους του που είχε προσφερθεί να μην έρθει, στην περίπτωση που η Τίμι δεν ήθελε ασυνόδευτους άντρες. Όμως τα πάντα θα λειτουργούσαν μια χαρά όπως ήταν, έστω και αν είχε μεγάλη περιέργεια να γνωρίσει τη γυναίκα του. Αυτό ήταν κάτι που
προφανώς δεν θα συνέ-βαινε ποτέ και η Τίμι ήλπιζε πως ο Ζαν-Σαρλ θα περνούσε σχετικά καλά με το πολύχρωμο πλήθος που συνήθως παρευρισκόταν σε τέτοιες εκδηλώσεις. Όπως και να ’χε όμως, θα ήταν ωραίο να τον ξαναδεί. Η Τίμι χασμουρήθηκε, σηκώθηκε, διέσχισε τον διάδρομο ως το δωμάτιό της και ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Πίεσε τον εαυτό της να πάψει να σκέφτεται τον Ζαν-Σαρλ Βερνιέ, όπως και τις συζητήσεις που είχαν κάνει στο Παρίσι. Διαβεβαίωσε τον εαυτό της πως ούτε αυτές, ούτε τα νέα για το διαζύγιό του σήμαιναν κάτι περισσότερο. Ήταν ένας ευγενικός άντρας, ένας φίλος στην καλύτερη περίπτωση. Και τίποτε περισσότερο.γιααυτό ήταν βέβαιη πλέον. 10 ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, Η ΤΙΜΙ έδωσε στην Τζέιντ το όνομα του Ζαν-Σαρλ Βερνιέ για τη λίστα των προσκεκλημένων στη δεξίωση του Παρισιού και ύστερα της ζήτησε να στείλει ένα φαξ για επιβεβαίωση. Όλη την επόμενη βδομάδα, η δουλειά στο γραφείο άγγιζε τα όρια της τρέλας. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που η Τίμι ξέχασε ολωσδιόλου τον Ζαν-Σαρλ Βερνιέ. Το βράδυ της Παρασκευής πήγε στο Μαλιμπού και καθ’ οδόν σταμάτησε στον Οίκο της Αγίας Σεσίλια για δείπνο. Τα παιδιά ήταν ευδιάθετα και υπήρχαν δύο νέες αφίξεις, μεταξύ των οποίων
ένα κορίτσι που είχε περάσει από δώδεκα ανάδοχα σπίτια χωρίς επιτυχία και στην τελευταία οικογένεια είχε δεχτεί παρενοχλήσεις από έναν συγγενή. Ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, σιωπηλή και επιφυλακτική. Μετά το φαγητό οι μοναχές εξήγησαν λεπτομερώς την κατάσταση στην Τίμι. Ήταν ταραγμένες, επειδή το κορίτσι είχε επιδείξει επιθετική συμπεριφορά με κάποια παιδιά μετά την άφιξή του. Δεν ήταν να απορεί κανείς, με δεδομένο τα όσα είχε περάσει, και τα υπόλοιπα παιδιά έκαναν υπομονή, παρόλο που δύο κορίτσια είχαν τσακωθεί μαζί της στο μπάνιο το ίδιο πρωί, με τον ισχυρισμό πως τους είχε κλέψει τις οδοντόβουρτσες και τις χτένες τους. Η μικρή έκρυβε κάτω από το κρεβάτι της ό,τι έπεφτε στα χέρια της και οι μοναχές υποψιάζονταν πως σκόπευε να το σκάσει. Ήξεραν, όπως το ήξερε και η Τίμι, πως η προσαρμογή στο καινούργιο περιβάλλον έπαιρνε χρόνο και, στη δική της περίπτωση, θα έπαιρνε πολύ περισσότερο. Είχε υποστεί βίαιους ξυλοδαρμούς από τη φυσική της μητέρα στο πατρικό της σπίτι, ενώ την είχαν βιάσει ένας θείος της και αρκετοί από τους φίλους της μητέρας. Ο πατέρας της βρισκόταν στη φυλακή, όπως οι πατεράδες πολλών παιδιών εκεί μέσα. Η ιστορία της ήταν πραγματικός εφιάλτης. Ο δεύτερος νέος ένοικος της Αγίας Σεσίλια είχε αφι-χθεί μόλις πριν από δύο μέρες. Ενώ κατευθύνοντανπρος την
τραπεζαρία, μία από τις μοναχές προειδοποίησε την Τίμι να μην εκπλαγεί αν το αγόρι παρουσίαζε ασυνήθιστη συμπεριφορά. Μέχρι στιγμής καθόταν κάτω από το τραπέζι αντί σε καρέκλα και δεν μιλούσε σε κανέναν. Η κοινωνική λειτουργός τούς είχε πει πριν απ’ την άφιξή του ότι στο σπίτι της μητέρας του τον τάιζαν στο πάτωμα με αποφάγια, σαν να ήταν σκύλος. Το αγόρι είχε λαμπερό κόκκινα μαλλιά, στην ίδια απόχρωση με της Τίμι, και ήταν έξι χρονών. Η Τίμι τον πρόσεξε αμέσως, την ώρα που ακολουθούσε τα παιδιά στην τραπεζαρία, και τον είδε να γλιστράει αθόρυβα κάτω από το τραπέζι, ακριβώς όπως την είχαν προειδοποιήσει πως θα έκανε. Ζούσε σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Χόλιγουντ με τη μητέρα του, 289 Αου μόλις είχε μπει στη φυλακή για διακίνηση ναρκωτικών. Η ίδια ισχυριζόταν πως ο πατέρας ήταν άγνωστος. Το αγόρι λεγόταν Μπλέικ και η μητέρα επίσης ισχυριζόταν ότι δεν είχε μιλήσει ποτέ. Τον είχαν εξετάσει για αυτισμό, αλλά δεν πληρούσε τα κριτήρια. Η ψυχιατρική εκτίμηση στις φυλακές ανηλίκων, όπου τον είχε μεταφέρει η αστυνομία, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως το αγόρι είχε περάσει κάποια τραυματική εμπειρία, με αποτέλεσμα να πάψει να μιλάει. Κατανοούσε πλήρως όσα του έλεγαν, αλλά δεν αντιδρούσε. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και φωτεινά. Ο ψυχίατρος στις
φυλακές ανηλίκων υποψιαζόταν σωματική και σεξουαλική κακοποίηση. Η μητέρα του ήταν είκοσι δύο χρόνων. Τον είχε φέρει στον κόσμο ενώ ήταν εθισμένη στην κρυσταλλική μεθαμφετα-μίνη και το κρακ κοκαΐνης. Έκτοτε είχε προσθέσει και ηρωίνη στο χαρμάνι και το πιθανότερο ήταν ότι θα έμενε στη φυλακή πολύ καιρό. Το τελευταίο ήταν το τέταρτο αδίκημα που διέπραττε και ο εισαγγελέας ζητούσε τη φυλάκισή της. Γνωστοί συγγενείς δεν υπήρχαν και ο μικρός δεν είχε πού να πάει. Από τις φυλακές ανηλίκων είχαν τηλεφωνήσει στον Οίκο της Αγίας Σεσίλια αμέσως μόλις ολοκληρώθηκε η ψυχιατρική εκτίμηση. Πίστευαν πως ήταν η ιδανική λύση. Το αγόρι δεν ήταν σε κατάσταση για ανάδοχη οικογένεια, δεν ανήκε στις φυλακές ανηλίκων και είχε το προφίλ του παιδιού που οι μοναχές της Αγίας Σεσίλια καλωσόριζαν με ανοιχτές αγκάλες. Κέρδισε την καρδιά της Τίμι με το που τον αντίκρισε, και μέχρι και οι 290 μοναχές σχολίασαν πόσο πολύ της έμοιαζε. Θα μπορούσε να είναι παιδί της και, για μια στιγμή, ευχήθηκε να ήταν. Η μητέρα του είχε αρνηθεί να παραιτηθεί από τα γονικά της δικαιώματα ώστε να είναι νομικά ελεύθερος για υιοθεσία. Έλεγε ότι ήθελε να τον ξαναπάρει κοντά της μόλις έβγαινε από τη φυλακή, μονάχα που αυτή η ώρα πιθανότατα θα
αργούσε. Μπορεί και μια δεκαετία. Το πιθανότερο για το αγόρι ήταν να έχει ενηλικιωθεί ή να έχει ξεκινήσει και ο ίδιος τα ναρκωτικά μέχρι την αποφυλάκισή της. Οι μοναχές είχαν κάθε καλή πρόθεση να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αλλάξουν την πορεία της ζωής του. Και αν λάμβανε κανείς υπόψη όλες τις προηγούμενες, σχεδόν ακατόρθωτες περιπτώσεις για τις οποίες είχαν εργαστεί με επιτυχία, τότε πράγματι οι μοναχές είχαν μεγάλες πιθανότητες να βοηθήσουν τον Μπλέικ. Η Τίμι ένιωθε το κορμάκι του κουλουριασμένο κοντά στα πόδια της κάτω από το τραπέζι, αλλά δεν έδειχνε να το προσέχει, καθώς μιλούσε με τα άλλα παιδιά που γελούσαν και φλυαρούσαν ολόγυρά της. Τους άρεσε πάρα πολύ να τους κάνει παρέα στο φαγητό, όπως άρεσε και στις μοναχές. Τα περισσότερα παιδιά την αποκαλούσαν «θεία Τίμι». Κόντευαν να τελειώσουν τα μπιφτέκια τους που συνοδεύονταν από μακαρόνια με τυρί, όταν ένιωσε τον Μπλέικ να γέρνει επάνω της και να ακουμπάει το κεφάλι του στα πόδια της. Χωρίς να το σκεφτεί, άπλωσε το χέρι της κάτω από το τραπέζι και χάιδεψε τα μεταξένια του μαλλιά, ενώ το βλέμμα της συναντούσε το βλέμ 291 μα μιας μοναχής. Θα ήθελε να τους πει τι συνέβαινε, αλλά δεν τολμούσε. Και, μια στιγμή αργότερα, τρύπωσε αθόρυβα
ένα κομμάτι από το μπιφτέκι της κάτοο από το τραπέζι, τυλιγμένο σε χαρτοπετσέτα. Το αγόρι το πήρε χωρίς να πει λέξη. Του έδωσε κι άλλο ένα κομμάτι και συνέχισε να του δίνει μέχρι που το αγόρι είχε φάει σχεδόν ένα ολόκληρο μπιφτέκι. Δεν κοίταξε ούτε στιγμή κάτω από το τραπέζι να τον δει και, όταν εκείνος τελείωσε, της τράβηξε τη φούστα και της έδωσε πίσω τις χαρτοπετσέτες. Η Τίμι τις πήρε με βουρκωμένα μάτια. Φαινόταν τόσο πληγωμένος, που της σπάραζε την καρδιά. Για επιδόρπιο του έδωσε μια γρανίτα σε ξυλάκι και το αγόρι την έφαγε όλη. Δεν εμφανίστηκε όταν οι υπόλοιποι σηκώθηκαν από το τραπέζι. Η Τίμι συνέχισε να κάθεται εκεί, ενώ οι μοναχές και τα παιδιά έβγαιναν από το δωμάτιο, μέχρι που, επιτέλους, το αγόρι βγήκε κάτω από ίο τραπέζι και την κοίταξε με τα τεράστια μάτια του. Η Τίμι τού έδωσε ένα ποτήρι γάλα και ένα μπισκότο και το παιδί καταβρόχθισε και τα δύο· ύστερα άφησε το ποτήρι προσεκτικά στο τραπέζι μπροστά της. «Έφαγες πολύ σωστά, Μπλέικ» του είπε σιγανά για να τον παινέψει, χωρίς να πάρει απάντηση. Για μια στιγμή νόμισε πως τον είδε να κατανεύει σχεδόν αδιόρατα, αλλά δεν ήταν σίγουρη. «Κρίμα που έχασες τα μακαρόνια, θα ήθελες να φας λίγα τώρα;» Το αγόρι δίστασε και ύστερα έγνεψε καταφατικά, και η Τίμι σηκώθηκε και ττήγε στην κουζίνα για να του φέρει ένα πιάτο με μακαρόνια από αυτά που είχαν περισσέψει. Άφησε το πιάτο
292 μπροστά του, πάνω στο τραπέζι. Εκείνος το πήρε και το ακούμπησε στο πάτωμα και ύστερα κάθισε δίπλα του και άρχισε να τρώει με τα χέρια. Η Τίμι δεν είπε λέξη όταν κάποια από τις μοναχές πέρασε από δίπλα της, κούνησε το κεφάλι με νόημα και χαμογέλασε. Η Τίμι έκανε καλή δουλειά μαζί του. Ένιωθε έναν αλλόκοτο δεσμό με αυτό το παιδί, πιθανότατα επειδή της έμοιαζε. Ήταν κλεισμένος σε μια φυλακή σιωπής, και η καρδιά της πονούσε όταν σκεφτόταν πώς είχε φτάσει ως εκεί. Ένας Θεός ήξερε τι του είχε συμβεί πραγματικά όσο ζούσε με τη μητέρα του, είτε στα δικά της χέρια, είτε στα χέρια των φίλων της. Ήταν το ύστατο θύμα του τρόπου με τον οποίο ζούσε τη ζωή της, μεγαλύτερο και από την ίδια. Δυσκολευόταν και να το φανταστεί ακόμα. Το αγόρι είχε γεννηθεί στο Σαν Φρανσίσκο, ενώ η μητέρα, δεκάξι χρονών τότε, έμενε στον δρόμο, στην περιοχή του Χέιτ-Άσμπερι. Ήδη ήταν άστεγη δυο χρόνια. Και αμέσως μετά είχε μετακομίσει στο Λος Άντζελες, όπου άρχισε η μακρά σειρά των συλλήψεων. Ο μικρός έμεινε πρώτη φορά σε ανάδοχη οικογένεια όταν ήταν έξι μηνών. Πριν από αυτό, η μητέρα τον άφηνε είτε σε φίλους, είτε στον έμπορο από τον οποίο προμηθευόταν τα ναρκωτικά της, όπως είχε συμβεί την τελευταία φορά που είχε βρεθεί στη φυλακή. Σε ηλικία έξι ετών, ο Μπλέικ είχε ήδη ζήσει μια πολυκύμαντη, κατεστραμμένη ζωή. Η Τίμι τον παρακολούθησε να τρώει όλα
τα μακαρόνια στο πιάτο και ύστερα τον είδε να σηκώνει το κεφάλι και να την κοιτάζει χαμογελώντας. 293 «Ωραία, κι έτσι δεν θα πεινάσεις αργότερα» είπε η Τίμι και του χαμογέλασε. «Θέλεις κι άλλα;» Το αγόρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι και της ανταπέδωσε το χαμόγελο. Ήταν ένα μικρό, ένα ελάχιστο χαμόγελο, αλλά υπήρχε. Η Τίμι έκανε να αγγίξει το χέρι του, αλλά εκείνος τραβήχτηκε. «Συγγνώμη, δεν ήθελα να σε τρομάξω» του είπε σαν να συζητούσε μαζί του, πράγμα που, κατά έναν τρόπο, πράγματι έκανε. «Με λένε Τίμι. Και ξέρω ότι εσύ είσαι ο Μπλέικ». Τα μάτια του δεν φανέρωσαν αν κατανοούσε αυτά που του έλεγε, απλώς την κοιτούσε κι ύστερα απομακρύνθηκε. Όμως η Τίμι δεν ήθελε να τον πιέσει. Αρκετή επαφή είχε για πρώτη φορά και ήταν φανερό πως δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί κάτι περισσότερο. Κάθισε σε μια γωνιά της τραπεζαρίας και συνέχισε να την παρατηρεί, όπως και μια μοναχή που είχε βγει από την κουζίνα για να καθαρίσει το τραπέζι. Η Τίμι κουβέντιασε μαζί της για λίγο κι ύστερα στράφηκε ξανά στον Μπλέικ. «Θα ήθελες να έρθεις επάνω και να ακούσεις ένα παραμύθι;» τονπροσκάλεσε. Ήθελε να πάει στο Μαλιμπού, αλλά της ήταν αδύνατο να ξεκολλήσει. Ξαφνικά ένιωθε δεμένη μαζί του, πολύ περισσότερο από όσο είχε νιώσει με οποιοδήποτε άλλο παιδί από όσα είχαν φιλοξενηθεί στην Αγία Σεσίλια. Αυτό το αγόρι την έκανε να νιώθει κάτι το
οδυνηρό. Δεν ήταν σίγουρη τι ήταν, προς στιγμήν όμως είχε την αίσθηση πως το πεπρωμένο τούς είχε κάνει να συναντηθούν. Αναρωτήθηκε αν ο γιος της, ο Μαρκ, είχε να κάνει κάτι με αυτό, από τον Παράδεισο. Θα ήταν όμορφο αν πράγματι είχε 294 γίνει έτσι. Δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατό του, στην καρδιά της υπήρχε ακόμη ένα επώδυνο κενό. Δεν περίμενε από κανέναν να το γεμίσει, και σίγουρα όχι από αυτό το παιδί, για μια στιγμή ωστόσο το κενό στην καρδιά της δεν πονουσε πια τόσο παρά μόνο για τον Μπλέικ. Τον ρώτησε ξανά αν ήθελε να ακούσει παραμύθι και εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Συνέχιζε να κάθεται αμίλητος στη γωνιά του και να τους παρακολουθεί, δείχνοντας φοβισμένος. Τουλάχιστον, όμως, είχε φάει καλά. Ήταν πολύ πιο αδύνατος από το φυσιολογικό, σχεδόν υποσιτισμένος, όπως ήταν πολλά παιδιά όταν πρωτοέρχονταν στην Αγία Σεσίλια, εξαιτίας της παραμέλησης και της κακής διατροφής, ιδιαίτερα αν προέρχονταν από τις φυσικές τους οικογένειες. Έδειχναν σε πολύ καλύτερη κατάσταση όταν έρχονταν από ανάδοχα σπίτια, όπου, τις περισσότερες φορές, τρέφονταν ικανοποιητικά. Ήταν προφανές πως ο Μπλέικ δεν ερχόταν από ανάδοχη οικογένεια, έτσι είχε καταβροχθίσει λαίμαργα όλα όσα του είχε δώσει η Τίμι. Είχε φάει μεγαλύτερη ποσότητα και από την ίδια. Η Τίμι γύρισε και
του χαμογέλασε ξανά. «Θα φύγω σε λίγο, Μπλέικ. Θέλεις να πάμε μαζί επάνω, στο δωμάτιό σου;» Η ώρα του ύπνου δεν αργούσε, ύστερα από το παραμύθι και το μπάνιο. Θα της άρεσε να του κάνει ένα ωραίο, ζεστό μπάνιο με πολύ αφρό, όπως έκανε στον Μαρκ όταν ήταν μικρός, αλλά οι μπανιέρες δεν ήταν πρακτικές εδώ, με τόσα παιδιά που έπρεπε να πλυθούν. Έτσι, έκαναν ντους. Το αγόρι κούνησε 295 το κεφάλι αρνητικά στην ερώτησή της και δεν προσπάθησε να την πλησιάσει ξανά. Η Τίμι τον κοίταξε και του χαμογέλασε και υστέρα βγήκε από το δωμάτιο μαζί με τις μοναχές. Εκείνες της είπαν ψιθυριστά ότι σε λίγο θα τις ακολουθούσε μόνος του στον επάνω όροφο και στο δωμάτιό του. Μέχρι τώρα αυτό έκανε, μετά από κάθε γεύμα. Κρατούσε αποστάσεις από εκείνες και έκανε το ίδιο με την Τίμι, εκτός από τις στιγμές που είχε γείρει το κεφάλι του στα πόδια της, στη διάρκεια του φαγητού, και της επέτρεψε να του χαϊδεύει τα μαλλιά. Αυτή ήταν και η μοναδική φυσική επαφή που είχε ανεχτεί μέχρι στιγμής, έτσι αν μη τι άλλο ήξεραν πως άντεχε να τον αγγίζουν, κάτι που ήταν αδύνατον για ορισμένα άλλα παιδιά. Η Τίμι τούς μίλησε γι’ αυτό όταν βγήκαν από το δωμάτιο και τις ακολούθησε μέχρι τον επάνω όροφο και την αίθουσα αναψυχής, όπου τα παιδιά έπαιζαν
επιτραπέζια παιχνίδια και έφτιαχναν παζλ παρακολουθούσαν κάποια ταινία προτού κάνουν ντους.
ή
«Φαντάζομαι πως είναι καλύτερα να φύγω» είπε διατακτικά. Δεν ήθελε όμως. Ο χρόνος που περνούσε μαζί τους σήμαινε τόσο πολλά για εκείνη, ιδιαίτερα η αποψινή βραδιά, με τον Μπλέικ. «Έκανες καλή δουλειά μαζί του. Πρώτη φορά έφαγε τόσο πολύ από τη μέρα που μας ήρθε». «Πιστεύετε ότι θα μιλήσει ξανά;» ρώτησε η Τίμι ανήσυχη. Είχε δει και άλλα παιδιά να έρχονται στην Αγία Σεσίλια σε χειρότερη κατάσταση, αλλά το συγκεκριμένο είχε κάτι που υποδήλωνε μεγαλύτερη ζημιά από αυτή 296 που ήταν σε θέση να δουν. Το ένιωθε βαθιά στην ψυχή της. Το μόνο που ήθελε ήταν να τυλίξει τα χέρια της γύρω του, να τον κρατήσει σφιχτά και να κάνει τα πάντα σωστά και όμορφα στη ζωή του. Κάτι που ο ίδιος δεν είχε βιώσει ποτέ του, από τα όσα είχε ακούσει η Τίμι. «Μπορεί, εν καιρώ» είπε η αδελφή Aw, απαντώντας στην ερώτησή της. «Έχουμε δει κι άλλους σαν αυτόν, όπως κι εσύ. Πολλοί ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Παίρνει χρόνο. Μια μέρα θα νιώσει άνετα και θα αρχίσει να ανοίγεται. Έκανες
μεγάλη πρόοδο μαζί του απόψε. Έλα να τον επισκεφτείς ξανά. Θα κάνει και στους δυο σας καλό». Και χαμογέλασε. Πίστευε πως η Τίμι έδειχνε μια χαρά τις τελευταίες μέρες, παρόλο που δούλευε πολύ σκληρά, όπως ήξεραν όλοι. Ξαφνικά το βλέμμα της ήταν καθαρό και γαλήνιο, σαν να είχε πετάξει από πάνω της ένα βάρος. Η ίδια η Τίμι δεν το συνειδητοποιούσε, αλλά το τέλος της σχέσης της με τον Ζακ τής είχε κάνει καλό. Έμοιαζε νεότερη και ευτυχισμένη μετά από πολύ καιρό. Αυτό που είχε ξεκινήσει σαν πλεονέκτημα είχε καταλήξει να τη βαραίνει στο τέλος. Ο Ζακ έπαιρνε περισσότερα από όσα έδινε. Είχε περάσει μόλις μια βδομάδα από τη μέρα που είχε δώσει τέλος σ’ αυτή τη σχέση, αλλά η Τζέιντ και ο Ντέιβιντ είχαν παρατηρήσει πως έδειχνε ολοένα και καλύτερα, μέρα με τη μέρα. «Μπορεί να περάσω την Κυριακή, γυρίζοντας από την παραλία» είπε η Τίμι και μια στιγμή αργότερα είδαν τον Μπλέικ να διασχίζει τρέχοντας την τραπεζαρία και να ανεβαίνει στον επάνω όροφο. Η Τίμι τον κοίταζε να 297 φεύγει αλλά δεν τον ακολούθησε. Προφανώς ήθελε να μείνει μόνος και ακόμη φοβόταν τους πάντες. Ήταν μονάχα έξι χρόνων, στο κάτω κάτω, και ένα σωρό τρομακτικά πράγματα του είχαν συμβεί τις προηγούμενες μέρες. Ο Οίκος της Αγίας Σεσίλια ήταν κάτι το πρωτόγνωρο γι’ αυτόν κι ακόμη δεν
ήταν σίγουρος πως ήταν ασφαλής. Ποτέ ως τότε δεν ήταν. Η Τίμι έφυγε λίγα λεπτά αργότερα, αφού καληνύχτισε τα παιδιά και τις μοναχές, και μία ώρα μετά καθόταν στη βεράντα της μπροστά στην παραλία, τυλιγμένη με μια κασμιρένια κουβέρτα, και ατένιζε το νερό και το φεγγάρι. Ήταν μια όμορφη, ξάστερη βραδιά, κι εκείνη ένιωθε γαλήνια και ζωντανή. Όπως καθόταν εκεί, ακούγοντας τα κύματα, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ο Μπλέικ. Ένιωθε σαν να την είχε χτυπήσει τρένο. Ήδη ανυπομο-νούσε να γυρίσει για να τον ξαναδεί. Κάτι είχε συμβεί ανάμεσά τους εκείνο το βράδυ, ή, τουλάχιστον, κάτι είχε συμβεί σ’ εκείνη. Ο Μπλέικ ήταν το πρώτο παιδί που η Τίμι είχε θελήσει ποτέ να πάρει μαζί της τόσο απεγνωσμένα. Λαχταρούσε να τον κρατήσει στην αγκαλιά της. Γύρισε στην Αγία Σεσίλια το μεσημέρι της Κυριακής, ύστερα από ένα χαλαρωτικό διήμερο στην παραλία. Δεν είχε καταφέρει να βγάλει τον Μπλέικ από το μυαλό της, με τα τεράστια, τρομαγμένα πράσινα μάτια του και το πανέμορφο προσωπάκι του. Έμοιαζε βγαλμένος από παραμύθι και η Τίμι συνειδητοποίησε πως πράγματι έμοιαζε πολύ στον Μαρκ. Αναρωτιόταν αν ήταν θέλημα του Θεού ή της μοίρας. 298
Σ’ εκείνη την επίσκεψη ανέφερε στην αδελφή Aw πως ήθελε να τον πάρει μαζί της, και η ηλικιωμένη μοναχή την κοίταξε με ενδιαφέρον. «Για ποιον λόγο, Τίμι; Γιατί αυτόν; Επειδή σου μοιάζει;» Έμοιαζε να αναρωτιέται για τα κίνητρά της, πράγμα που δεν ήταν κακό. Και η ίδια αναρωτιόταν ολόκληρο το Σαββατοκύριακο. Ήταν κάποιο είδος ναρκισσισμού αυτό που την τραβούσε στον Μπλέικ, επειδή της έμοιαζε και έμοιαζε και στον Μαρκ; Ή ήταν κάτι περισσότερο; Είχε να κάνει με τον Μπλέικ ή με την ίδια; Μήπως τον ήθελε για να καλύψει ένα κενό στη ζωή της που έμοιαζε να χάσκει αιώνες και δεν συμπληρωνόταν ποτέ; Δεν είχε ιδέα. «Δεν ξέρω. Κάτι πάνω του μου γραπώνει την καρδιά και δεν την αφήνει. Τον σκεφτόμουν όλο το Σαββατοκύριακο. Λες να μπορέσω να τον πάρω στο σπίτι μου κάποια στιγμή; Απλώς για ένα γεύμα και ένα μπάνιο, ή για μια διανυκτέρευση; Θα μπορούσα να τον πάω στην παραλία. "Ισως του αρέσει εκεί». Γύρευε ιδέες και έναν τρόπο για να ικανοποιήσει μια ανάγκη, την ανάγκη της γι’ αυτόν, για κάποιον που θα τον αγαπούσε. Αυτό ήταν τόσο καλύτερο από οποιονδήποτε άντρα, και θα μπορούσε να τον ωφελήσει και να του προσφέρει μια καλύτερη ζωή. Η αδελφή Aw δεν έδειξε να εκπλήσσεται. «Και μετά τι θα γίνει, Τίμι;» ρώτησε σιγανά. «Πού θα οδηγήσει αυτό;»
«Δεν ξέρω... δεν είμαι σίγουρη...» Φαινόταν προβληματισμένη, βασανισμένη από τα ίδια ερωτήματα που 299 είχε θέσει και στον εαυτό της πάμπολλες φορές το Σαββατοκύριακο, χωρίς να πάρει απαντήσεις. Δεν περίμενε κάτι τέτοιο όταν πήγε να τους επισκεφτεί το βράδυ της Παρασκευής. Έκτοτε τη στοίχειωνε αυτό το μικροκαμωμένο, κοκκινομάλλικο, αμίλητο, βαθιά τυραννισμένο αγόρι. Θα ήταν μεγάλη ευθύνη αν το αποφάσιζε. Και μετά, τι θα γινόταν; Δεν μπορούσε να τον υιοθετήσει, η μητέρα του δεν είχε παραιτηθεί από τα γονικά της δικαιώματα και επέμενε πως δεν σκόπευε να το κάνει στο μέλλον. Ήθελε στ’ αλήθεια να γίνει ανάδοχη μητέρα; Πάντοτε έλεγε πως ο θεσμός της αναδοχής ήταν ένα κι ένα για να σου ραγίσει την καρδιά' παιδιά που αγαπούσες σαν δικά σου μπορούσε να τα χάσεις ανά πάσα στιγμή. Ήταν το τελευταίο πράγμα που είχε ανάγκη, με ένα ιστορικό απώλειας και εγκατάλειψης σαν το δικό της. Κι όμως, να που σκεφτόταν ακριβώς αυτό. Για ποιον λόγο; Δεν ήξερε, όπως δεν ήξερε και η αδελφή Aw. «Θα είναι ωραίο αν έρχεσαι να τον βλέπεις» είπε χαμηλόφωνα η αδελφή Aw. «Αλλά αν τον πάρεις στο σπίτι σου για μια δυο μέρες ή και νύχτες, τι θα συμβεί μετά; Θα τον φέρεις πίσω και εκείνος θα συνεχίσει να μένει εδώ και να
νιώθει εγκαταλειμμένος, ακριβώς όπως ένιωθες εσύ όταν ήσουν παιδί. Θα χρειαστεί καιρό για να προσαρμοστεί. Ένα ψυχικό τραύμα οποιουδήποτε είδους θα μπορούσε να τον πισωγυρίσει. Και μπορεί να μην είναι καλό ούτε για σένα» πρόσθεσε γλυκά. «Μπορεί να σου ξυπνήσει παλιές αναμνήσεις». Ήξερε μερικά πράγματα για τη ζωή της Τίμι, αν και όχι όλα, όπως και ότι 300 αυτός ήταν ο λόγος που είχε ξεκινήσει αυτό τον ξενώνα. Δεν ήθελε να τη βοηθήσει να διαιωνίσει την ίδια αγωνία που είχε βιώσει η ίδια ξανά και ξανά ως παιδί και να τη μεταφέρει στον Μπλέικ, αυτό τον πόνο όταν την έστελναν και πάλι πίσω. Όσο αγαθές κι αν ήταν οι προθέσεις σ’ αυτή την περίπτωση. Θα μπορούσε να τους κάνει μεγαλύτερο κακό παρά καλό, και στους δύο. Ήταν κάτι που απαιτούσε σκέψη. Δεν ήταν ανάγκη να παρθούν από τώρα αποφάσεις. Ο Μπλέικ δεν θα πήγαινε πουθενά. Μόλις είχε φτάσει εκεί. Ωστόσο η ανάγκη που ένιωθε η Τίμι ήταν επιτακτική, σαν να ήθελε να τον κρύψει κάτω από τις φτερούγες της από την πρώτη κιόλας στιγμή, για να τον κάνει να νιώσει ασφαλής όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Πονούσε όταν συλλογιζόταν τον τρόμο που θα πρέπει να ένιωθε αυτό το παιδί. Ήθελε να κάνει τα πράγματα αυτόματα καλύτερα για εκείνο και η πραγματικότητα ήταν
πως δεν μπορούσε. Θα έπαιρνε χρόνο, άσχετα με το πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. «Γιατί δεν περιορίζεσαι στις επισκέψεις για ένα διάστημα, μέχρι να δεις πώς θα πάει;» ήταν η λογική πρόταση της αδελφής Αν. «Να δεις πώς αισθάνεσαι. Δεν πρόκειται να δοθεί σε ανάδοχη οικογένεια, όχι τώρα, εν πάση περιπτώσει. Θα μείνει εδώ. Είναι η απόδειξη των όσων κάνουμε, χάρη σ’ εσένα» είπε χαμογελώντας στην Τίμι και την αγκάλιασε στοργικά. Η Τίμι πέρασε όλο το υπόλοιπο μεσημέρι και το απόγευμα καθισμένη δίπλα στον Μπλέικ, χαμογελώντας του κατά διαστήματα και παίζοντας με τα υπόλοιπα παιδιά. 301 Εκείνος κάθισε ξανά δίπλα στα πόδια της την ώρα του δείπνου και η Τίμι τον τάισε κοτόπουλο με πουρέ και καρότα σε ένα πιάτο που έβαλε κάτω από το τραπέζι. Ο Μπλέικ το έφαγε όλο. Η Τίμι άφησε μια κενή καρέκλα δίπλα της, για την περίπτωση που ήθελε να καθίσει μαζί τους στο τραπέζι, αλλά το αγόρι δεν έφυγε ούτε στιγμή από τη θέση του, δίπλα στα πόδια της. Και ακόμα μια φορά τού χάιδεψε τα μαλλιά, όταν έγειρε πάνω της και ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατά της. Έμοιαζε πιο ήρεμος μαζί της από όσο ήταν δύο μέρες νωρίτερα και εντέλει της χαμογέλασε πλατιά στο τέλος του
γεύματος, όταν η Τίμι έσκυψε για να του δώσει ένα μπολ με παγωτό και μπισκότο. Τα υπόλοιπα παιδιά έβαζαν παγωτό ανάμεσα από δυο μπισκότα και έφτιαχναν κάτι που έμοιαζε με σάντουιτς, αλλά εκείνος αρνιόταν όχι μόνο να τα πλησιάσει και να καθίσει μαζί τους, αλλά και να φάει κάτι τέτοιο. Ήταν ακόμη εξαιρετικά επιφυλακτικός για να προσεγγίσει άλλα παιδιά και έμοιαζε τρομαγμένος. Και ακριβώς επειδή δεν ήθελε να τους μιλήσει, κι εκείνα τον αγνοούσαν. Ακόμα και οι μοναχές κρατούσαν τις αποστάσεις τους. Η Τίμι ήταν η μόνη που του μιλούσε πρόσωπο με πρόσωπο και, αρκετές φορές προτού φύγει, το βράδυ της Κυριακής, τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της. Η Τίμι λαχταρούσε να τον αγκαλιάσει, αλλά δεν τόλμησε. Και όπως είχε συμβεί το βράδυ της Παρασκευής και ολόκληρο το Σαββατοκύριακο, έτσι τη στοίχειωσε ξανά το βράδυ της Κυριακής. Έμεινε ξάγρυπνη όλη νύχτα με 302 τη σκέψη του, και τη Δευτέρα, προτού φύγει για το γραφείο, τηλεφώνησε στην αδελφή Aw, στον Οίκο της Αγίας Σεσίλια. Όταν η μοναχή απάντησε στο τηλέφωνο, άκουσε την Τίμι λαχανιασμένη. «Θέλω να τον υιοθετήσω» της είπε χωρίς εισαγωγές. Ήξερε
πως ήταν ανάγκη να το κάνει, ήταν το μόνο πράγμα που σκεφτόταν και το μόνο που ήθελε. Λαχταρούσε να κάνει τη διαφορά για τον Μπλέικ και ήταν σίγουρη πως είχαν συναντηθεί για κάποιον λόγο. Για μια ελάχιστη στιγμή, η αδελφή Aw φάνηκε να ξαφνιάζεται. Είχε διαισθανθεί πως αυτή την κατεύθυνση ακολουθούσε η Τίμι, πίστευε όμως πως θα της έπαιρνε περισσότερο χρόνο να φτάσει στο τέλος της διαδρομής. Όμως η Τίμι είχε ήδη φτάσει στον προορισμό της. «Δεν είναι διαθέσιμος για υιοθεσία, Τίμι. Το ξέρεις αυτό. Η μητέρα δεν έχει παραιτηθεί από τα δικαιώματά της». «Μα δεν θα χάσει αυτόματα τα δικαιώματά της, αν μπει φυλακή πολύ καιρό;» «Τσως, αλλά δεν είναι εύκολη, ούτε γρήγορη διαδικασία. Η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο δικαστήριο και στις κοινωνικές υπηρεσίες για πολύ καιρό, ανάλογα με το ποια θα είναι η απόφαση. Και δεν είμαστε καν σίγουροι αν υπάρχουν άλλοι συγγενείς εν ζωή. Ξέρω ότι αυτή τη στιγμή γίνεται έρευνα. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορεί να δοθεί σε ανάδοχη οικογένεια, όταν θα είναι σε καλύτερη κατάσταση από αυτή στην οποία βρίσκεται τώρα. Αλλά ακόμα και αυτό θα πάρει χρόνο. Και αυτό ίσως να είναι καλό» πρόσθεσε ήρεμα. «Θα σου δώσει τον χρόνο
303 να το σκεφτείς και να καταλήξεις». Ήξερε πως η Τίμι δεν δροΰσε ποτέ παρορμητικά και η απόφαση που είχε πάρει την προηγούμενη νύχτα ήταν κάτι το ασυνήθιστο για τον χαρακτήρα της. Η Τίμι είχε δει πολλά παιδιά να έρχονται και να φεύγουν από τον Οίκο της Αγίας Σεσίλια όλα αυτά τα χρόνια, πολλά από αυτά σε κατάσταση πολύ χειρότερη από τον Μπλέικ, και ορισμένα τόσο αξιολάτρευτα, που ήταν αδύνατο να αντισταθείς και να μην τα αγαπήσεις αμέσως. Αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένα παιδί τής έκλεβε την καρδιά από τότε που είχε χάσει τον γιο της. Ξάφνου ένιωθε ότι το πεπρωμένο της ήταν άρρηκτα δεμένο με το πεπρωμένο του Μπλέικ. Ήξερε πως έκανε το σωστό και έχανε το μυαλό της για χάρη ενός αμίλητου εξάχρονου, κοκκινομάλλικου παιδιού. «Πιστεύω πως έχω ήδη καταλήξει» είπε η Τίμι με βεβαιότητα. Η αδελφή Aw εντυπωσιάστηκε, αλλά συνέχισε να είναι επιφυλακτική. «Ας δώσουμε λίγο χρόνο, να δούμε πώς θα τα πάτε οι δυο σας. Θα είναι ωραίο να τον κάνεις να μιλήσει ξανά, και να δεις πώς θα νιώσεις τότε». Δεν έδειχνε να είναι επιθετικό ή βίαιο παιδί, απλώς ένα παιδί το οποίο, όπως τόσα άλλα, είχε
παραμεληθεί, κακοποιηθεί και πληγωθεί βαθιά, με πολλούς τρόπους. «Δεν υπάρχει καμιά βιασύνη, Τίμι. Δεν πρόκειται να πάει πουθενά». «Και αν εμφανιστούν συγγενείς από κάπου; Θα μπορούσαν να τον πάρουν και να είναι εξίσου προβληματικοί με τη μητέρα του. Τι κάνουμε τότε;» «Ας δούμε πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα. Χρειάζεται χρόνος. Δεν πρόκειται να έχεις πρόβλημα αν υπάρχει φυσικός πατέρας που βρίσκεται σε κάποια φυλακή, ή παππούδες και γιαγιάδες που διακινούν ναρκωτικά», όπως συνήθως γινόταν στις έρευνες για συγγενείς, οι οποίοι δεν ήθελαν να φορτωθούν τα παιδιά ή τα εγγόνια τους - οι ζωές τους ήταν αρκετά περίπλοκες από μόνες τους. Ελάχιστα παιδιά στέλνονταν σε συγγενείς. Είτε δίνονταν για υιοθεσία, είτε κατέληγαν σε ξενώνες και σε ανάδοχες οικογένειες. Η Τίμι δεν θα είχε κανέναν ανταγωνιστή σ’ αυτή την περίπτωση. «Γιατί δεν έρχεσαι να τον βλέπεις όποτε μπορείς; "Ισως καταφέρεις να τον κάνεις να μιλήσει μια από αυτές τις μέρες. Κι αφού στο μυαλό σου έχεις την υιοθεσία, ίσως μπορέσεις να τον πάρεις στο σπίτι σου μια δυο μέρες, αφού ηρεμήσει και προσαρμοστεί εδώ». Η Τίμι ήξερε ότι η μοναχή θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τον βοηθήσει. Η διευθύντρια της Αγίας Σεσίλια δεν ήταν μόνο εξαιρετική στη δουλειά της, αλλά είχε γίνει και φίλη. Και είχε εντυπωσιαστεί με αυτά που άκουγε από την Τίμι. Πάντα αναρωτιόταν αν η Τίμι
θ’ αποφάσιζε μια μέρα να πάρει ένα από τα παιδιά μαζί της στο σπίτι της. Δεν θα την ξάφνιαζε, αν αναλογιζόταν την ιστορία της και όλα όσα της είχαν δώσει το κίνητρο να δημιουργήσει τον ξενώνα. Αλλά αυτή ήταν σαφώς η πρώτη φορά που η Τίμι έχανε το μυαλό της με ένα παιδί. "Εμοιαζε να αισθάνεται υποχρεωμένη να το κάνει. Και αν ήταν γραφτό να συμβεί, η αδελφή Aw ήταν βέβαιη πως όλα θα γίνονταν την κατάλληλη στιγμή. 305 Εκείνη τη μέρα, η Τίμι πήγε στη δουλειά ακτινοβολώντας. Ο Ντέιβιντ το πρόσεξε με το που μπήκε στο γραφείο και η Τζέιντ τής έριξε ένα βλέμμα ανησυχίας, βλέ-ποντάς τη να της χαμογελάει εκστατικά. «Μάααλιστα» είπε ο Ντέιβιντ σχολιάζοντας πρώτος, καθώς η Τίμι ακουμποΰσε την τσάντα της στο γραφείο και τον κοιτούσε λάμποντας. «Μη μου πεις. Είσαι ερωτευμένη». «Πώς το κατάλαβες;» τον ρώτησε με ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο. «Αστειεύεσαι; Κάνεις μπαμ από χιλιόμετρα. Τι έγινε;» Η φάση της βασίλισσας του χιονιού είχε τελειώσει γρήγορα αυτή τη φορά. Ποτέ μέχρι τότε δεν την είχε δει έτσι, το ίδιο και η Τζέιντ.
«Ποιος είναι;» θέλησε να μάθει η βοηθός της με έκφραση πανικού. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να δει την Τίμι να ερωτεύεται ξανά λάθος άντρα. Και αυτή τη φορά έδειχνε εντελώς ξεμυαλισμένη. Και ήταν. Με τον Μπλέικ. «Τον λένε Μπλέικ». Η Τίμι θέλησε να παίξει μαζί τους για λίγο. «Είναι καταπληκτικός και έχει κόκκινα μαλλιά και πράσινα μάτια. Είναι νεότερος από μένα, αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ πρόβλημα μέχρι τώρα». Η Τζέιντ ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Ένας από αυτούς, ακόμα μια φορά. Ένα αντίγραφο του Ζακ. Τουλάχιστον όμως η Τίμι δεν το έκρυβε και ήταν πρόθυμη να τους τα πει όλα. Όπως έκανε πάντα στο τέλος. «Πόσο νεότερος;» ρώτησε επιφυλακτικά ο Ντέιβιντ, εξίσου ανήσυχος με την Τζέιντ. Η Τίμι ήταν μια από τις εξυπνότερες γυναίκες που γνώριζε, ωστόσο είχε μια ευπρόσβλητη πλευρά που πολλές φορές την άφηνε εκτεθειμένη σε λάθος ανθρώπους. Δεν ήθελε να το δει να συμβαίνει ξανά. «Πολύ νέος αυτή τη φορά» είπε εκείνη με ζαβολιάρικο βλέμμα, ενώ και οι δύο βοηθοί της κρατιόντουσαν να μη βογκήξουν. Περίμενε για ένα διάστημα που τους φάνηκε ατέλειωτο και ύστερα επιτέλους χαμογέλασε και είπε αναστενάζοντας: «Έξι». «Έξι, τι πράγμα;» Ο Ντέιβιντ έδειχνε απορημένος.
«Είναι έξι». Και χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά από πριν. «Έξι; Έξι χρονών;» «Πολύ φοβάμαι πως ναι. Ο Μπλέικ είναι έξι χρονών. Συναντηθήκαμε την Παρασκευή το βράδυ στην Αγία Σεσίλια. Η μητέρα του θα μπει στη φυλακή για τα επόμενα εκατό χρόνια τουλάχιστον, ελπίζω. Νομίζω ότι μου τον έστειλε ο Μαρκ. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος». Ο Ντέιβιντ έγειρε πίσω στην καρέκλα του χαμογελώντας πλατιά και ξέσπασε σε γέλια. «Βρε, που να με πάρει. Σ’ αυτή την περίπτωση, επικροτώ. Πότε θα τον γνωρίσω;» Χαιρόταν για εκείνη και, όπως η αδελφή Aw, δεν ένιωθε καμία έκπληξη. Περίμενε πως κάτι τέτοιο θα συ-νέβαινε πριν από χρόνια και ξαφνιαζόταν που δεν είχε συμβεί ακόμη. «Θα τον υιοθετήσεις;» Η Τζέιντ έδειχνε σοκαρισμένη. Δεν συμμεριζόταν διόλου τον ενθουσιασμό του Ντέιβιντ. 307 Ήξερε πόσο πολυάσχολη ήταν η Τίμι και της ήταν αδύνατον να τη φανταστεί ν’ αναλαμβάνει ένα παιδί, σε αντίθεση με τον Ντέιβιντ. Εκείνος το έβρισκε σπουδαία ιδέα. «Όχι ακόμη» απάντησε η Τίμι στην ερώτηση της Τζέιντ. «Δεν είναι ελεύθερος για υιοθεσία αυτή τη στιγμή. Η μητέρα του
δεν έχει παραιτηθεί από τα δικαιώματά της, τουλάχιστον όχι ακόμη. Θα δούμε τι θα γίνει. Προς το παρόν διεξάγεται έρευνα για άλλους συγγενείς. Από ό,τι καταλαβαίνω όμως, μάλλον είναι απίθανο να εμφανιστεί κάποιος. Κάποιος για τον οποίο αξίζει τον κόπο να ανησυχήσουμε, ενπάση περιπτώσει. Η μητέρα του παιδιού είναι σε άθλια κατάσταση. Τον απέκτησε στα δεκάξι της, την εποχή που περιφερόταν άστεγη στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο, και έκτοτε βολοδέρνει στη ζωή της, που την ορίζουν τα ναρκωτικά». Τα μάτια της γέμισαν θλίψη με τη σκέψη και ύστερα πρόσθεσε: «Αυτή τη στιγμή δεν μιλάει». «Όλο αυτό θα είναι μεγάλο βάρος για σένα» σχολίασε ανήσυχη η Τζέιντ. «Κι αν η ζημιά που έχει γίνει είναι τέτοια ώστε όταν μεγαλώσει να καταλήξει δολοφόνος με τσεκούρι ή ναρκομανής σαν τη μάνα του; Δεν ξέρεις τι υπάρχει στα γονίδιά του». Η Τίμι άκουσε τα λόγια της με ακόμα μεγαλύτερη θλίψη. «Ξέρω τι υπάρχει στο βλέμμα του. Δεν θέλω να έχει μια ζωή σαν τη δική μου, να περάσει όλα του τα παιδικά χρόνια σε ένα ορφανοτροφείο. Ήμουν έναν χρόνο μικρότερη από τον Μπλέικ όταν πέθαναν οι γονείς μου. Το λιγότερο που μπορώ να κάνω ή, μάλλον, το καλύτερο που μπορώ να κάνω είναι να τον γλιτώσω από αυτό. Με 308
τι άλλο μπορώ να ασχοληθώ αποδώ και πέρα στη ζωή μου;» Το είπε θαρρείς και το μοναδικό εύλογο συμπέρασμα ήταν πως θα αφιέρωνε την υπόλοιπη ζωή της στον Μπλέικ. Δεν της περνούσε καν από το μυαλό η πιθανότητα να μην αναλάβει την ευθύνη. Στο μυαλό της, ο Μπλέικ ήταν ήδη δικός της. «Μπορώ να σκεφτώ μερικά πράγματα που θα μπορούσες να κάνεις για να κρατηθείς απασχολημένη στην υπόλοιπη ζωή σου» είπε ο Ντέιβιντ με ένα επιφυλακτικό χαμόγελο. Του άρεσε η έκφραση αγάπης και χαράς στα μάτια της, αλλά ταυτόχρονα ανησυχούσε για εκείνη. «Κι αν η μητέρα του δεν είναι διατεθειμένη να τον δώσει;» Το τελευταίο που ήθελε ήταν να τη δει να καταρρέει στην περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά αν η μητέρα έβγαινε από τη φυλακή και τον διεκδικούσε. Ήταν κάτι που θα μπορούσε να συμβεί και η Τίμι είχε ήδη χαρίσει την καρδιά της σ’ αυτό το παιδί. Το έβλεπες ολοκάθαρα στο πρόσωπό της, ήταν άνθρωπος που δεν έκρυβε τα συναι-σθήματά του. Είχε ήδη χάσει ένα παιδί και ο Ντέιβιντ δεν ήθελε να τη δει να περνάει τον σπαραγμό της απώλειας ενός δεύτερου, έστω και για διαφορετικούς λόγους. Χάριζε την καρδιά της τόσο απόλυτα όταν το έκανε, και ο Ντέιβιντ έβλεπε ότι το είχε κάνει και τώρα, μέσα σε δύο μέρες μονάχα. Ανάμεσα σ’ εκείνη και το παιδί είχε σχηματιστεί ένα δεσμός από την πρώτη στιγμή που το αντίκρισε, και αυτός ο δεσμός γινόταν πιο ισχυρός λεπτό το λεπτό. Δεν έβλεπε την ώρα να το πάρει στο σπίτι
της και είχε ήδη αποφασίσει, ενώ οδηγούσε για το γραφείο, 309 σε ποιο δωμάτιο θα το έβαζε, πρώτα όταν θα ερχόταν να την επισκεφτεί και αργότερα όταν θα ερχόταν να μείνει για πάντα μαζί της. Υπήρχε ένας ξενώνας τον οποίο χρησιμοποιούσε για γραφείο, ακριβώς δίπλα στην κρεβατοκάμαρά της. «Χαίρομαι πολύ για σένα» είπε ένθερμα ο Ντέιβιντ «αν πράγματι αυτό θέλεις». Κατά τη γνώμη του, αυτό ήταν πολύ καλύτερο από κάποιον τυχαίο που θα την εκμεταλλευόταν για ένα διάστημα κι έπειτα θα χανόταν από τη ζωή της, όπως είχαν κάνει όλοι οι προηγούμενοι. Αν μη τι άλλο, θα άλλαζε τη ζωή ενός ανθρώπου προς το καλύτερο, όπως και τη δική της ζωή. Ήταν ένας εκπληκτικός τρόπος να ανταποδώσει όλα τα καλά που της είχαν συμβεί. Και ήταν χαρακτηριστική για τηνΤίμι μια τέτοια συμπεριφορά, χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς καν φόβο. Δεν είχε καμία απολύτως αμφιβολία γι’ αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει. Ο Μπλέικ ήταν ένα πολύ τυχερό παιδί, κατά την άποψη του Ντέιβιντ. «Ελπίζω να πάνε όλα καλά» είπε η Τζέιντ, ανήσυχη. Έκανε μονίμως τον δικηγόρο του διαβόλου, τη φωνή που προειδοποιούσε για μελλοντικές καταστροφές. Αλλά της ήταν δύσκολο να αρνηθεί την έκφραση αγάπης και ενθουσιασμού που έβλεπε στο πρόσωπο της Τίμι.
Εκείνο το βράδυ, η Τίμι πήγε να δει ξανά τον Μπλέικ. Τον τάισε και πάλι κάτω από το τραπέζι και ύστερα κάθισε μαζί του στην τραπεζαρία ώρα πολλή, αφού είχαν φύγει όλοι. Και ενώ το παιδί την κοιτούσε ανήσυχο, καθισμένο ξανά στη γωνία, η Τίμι τού φανέρωσε ότι και η ίδια είχε μεγαλώσει σε ένα τέτοιο μέρος και πως θα ήθε 310 λε να γίνει φίλη του. Δεν τόλμησε να του πει πως ήθελε να γίνει η μαμά του. Κάτι τέτοιο θα τον τρόμαζε. Όσο κακή και αν ήταν η δική του μητέρα, δεν έπαυε να είναι ένα πρόσωπο οικείο, και την Τίμι τη γνώριζε μονάχα λίγες μέρες. Τελικά το αγόρι το έβαλε ξανά στα πόδια και ανέβηκε τρέχοντας στο δωμάτιό του. Η Τίμι τον ακολούθησε, στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας και, προτού φύγει, του έστειλε ένα φιλί στον αέρα. Αυτή τη φορά, και πάλι χωρίς να πει κάτι, της χαμογέλασε ντροπαλά και αμέσως μετά κοίταξε από την άλλη. Η Τίμι ένιωθε πως τον πλησίαζε, αργά αλλά σταθερά. Την Τρίτη είχε τόση δουλειά να κάνει στο γραφείο, που δεν κατάφερε να περάσει από την Αγία Σεσίλια. Ήταν όλοι απασχολημένοι με την προετοιμασία της επίδειξης του Φεβρουάριου και απέμεναν μόνο λίγες εβδομάδες. Πήρε να τον δει ξανά το βράδυ της Τετάρτης και, αυτή τη φορά, αφού τέλειωσαν το φαγητό, ο Μπλέικ βγήκε από την κρυψώνα του κάτω από το τραπέζι και στάθηκε δίπλα στην καρέκλα της. Η
Τίμι δεν έκανε κανένα σχόλιο, μήτε προσπάθησε να τον αγγίξει. Δεν ήθελε να τον τρομάξει, αλλά τα μάγουλά της αυλα-κώθηκαν από δάκρυα ενώ χαμογελούσε στην αδελφή Aw, και έπνιξε έναν λυγμό όταν, για μια φευγαλέα στιγμή, ένιωσε τα μικρά δάχτυλα του αγοριού να αγγίζουν σαν πεταλούδες το μπράτσο της, προτού τρέξει μακριά της. Η αδελφή Aw κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαστικά και αργότερα ο Μπλέικ ακολούθησε την Τίμι στον επάνω όροφο. Και αυτή τη φορά όταν τον αποχαιρέτησε από 311 την πόρτα, τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της και της κούνησε το χέρι. Ώσπου να ξημερώσει η Πέμπτη, ο Μπλέικ είχε κερδίσει την καρδιά της τόσο απόλυτα, σαν να βρισκόταν στη ζωή της χρόνια. Ήταν όπως συμβαίνει με τα νεογέννητα, που έρχονται στη ζωή σου και ξαφνικά δεν μπορείς να διανοηθείς πώς ήταν δυνατόν να ζεις χωρίς αυτά. Όλα τα σχέδια που τριγύριζαν στο κεφάλι της Τίμι ξάφνου περιστρέφονταν μονάχα γύρω από τον Μπλέικ. Ανησυχούσε για το επικείμενο ταξίδι της, για τα συναισθήματά του αν έπαυε να τη βλέπει. Κόντευε να γίνει καθημερινή παρουσία στη ζωή του και πέρασε κάμποσες ώρες μαζί του το απόγευμα της Παρασκευής, προτού φύγει για το σπίτι στην παραλία. Του διάβαζε ένα παραμύθι, όταν η αδελφή Aw μπήκε στο
δωμάτιο και της έγνεψε να την ακολουθήσει. Η Τίμι τη βρήκε στο γραφείο της αμέσως μόλις διάβασε το βιβλίο στον Μπλέικ και αφού του υποσχέθηκε ότι σε λίγα λεπτά θα βρισκόταν πίσω. «Όλα καλά;» ρώτησε ανήσυχη. Δεν της άρεσε η έκφραση που έβλεπε στο πρόσωπο της ηλικιωμένης μοναχής. «Μάλλον» της απάντησε εκείνη διφορούμενα. «Πριν από λίγα λεπτά είχα ένα τηλεφώνημα από τις κοινωνικές υπηρεσίες. Επικοινώνησαν μαζί τους οι παππούδες του Μπλέικ. Φαίνεται πως τον αναζητούν εδώ και βδομάδες. Έρχονται αεροπορικώς από το Σικάγο αυτό το Σαββατοκύριακο και ζητούν ακρόαση το μεσημέρι της Δευτέρας». Αυτά ήταν όλα όσα ήξερε. Στα αυτιά της Τίμι, όμως, δεν ακούγονταν καθόλου ευχάριστα. 312 «Τι είδους ακρόαση;» Ένιωσε τη ραχοκοκαλιά της να παγώνει από τον πανικό. «Για προσωρινή κηδεμονία και την άδεια να τον βγάλουν έξω από τα όρια της πολιτείας. Μένουν σε ένα προάστιο του Σικάγου και φαίνεται πως προσπαθούσαν χρόνια να πάρουν την κηδεμονία του. Κάθε φορά που το επιχειρούσαν, όμως, η κόρη τους έμενε καθαρή για λίγες βδομάδες και ο εκάστοτε
δικαστής δεν έδινε την άδεια για την απομάκρυνση του Μπλέικ. Οι δικαστές εν γένει έχουν την ακράδαντη πεποίθηση πως τα παιδιά πρέπει να μένουν με τους φυσικούς γονείς τους, ακόμα και σε συνθήκες που προκαλούν φρίκη σ’ εμάς τους υπόλοιπους. Ξέρεις πώς πάνε αυτά τα πράγματα. Δεν ξέρω τι γνώμη θα έχει ο δικαστής για το αν πρέπει ή όχι να μετακινηθεί το παιδί σε άλλη πολιτεία. Αναμφισβήτητα, όμως, η μητέρα του θα λείπει πολύ καιρό. Μίλησα στην κοινωνική λειτουργό για σένα». Είχαν συμβεί όλα τόσο γρήγορα, που η Τίμι δεν είχε κάνει ακόμη κάτι επίσημο. Πίστευε πως είχε τα χρονικά περιθώρια, και να που τώρα είχε προγραμματιστεί ακρόαση για το μεσημέρι της Δευτέρας, ενάντια σε ανθρώπους που δεν ήξερε, αλλά που ήταν συγγενείς εξ αίματος για τον Μπλέικ. «Μπορώ να παραστώ κι εγώ στην ακρόαση;» «Το σκέφτηκα πως θα το ήθελες και μίλησα σχετικά στην κοινωνική λειτουργό. Είπε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Δεν περίμενα πως θα φτάναμε σε μάχη για την κηδεμονία. Είναι κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο». Τις περισσότερες φορές κανείς δεν ήθελε αυτά τα παιδιά, και 313 τώρα θα υπήρχαν δυο οικογένειες, δύο στρατόπεδα που θα πολεμούσαν για τον Μπλέικ. Και η Τίμι δεν
ήταν διατεθειμένη να χάσει. «Μπορώ να φέρω δικηγόρο;» «Επιβάλλεται, νομίζω. Δεν είμαι σίγουρη αν ο δικαστής θα σου επιτρέψει να μιλήσεις. Η ακρόαση έχει να κάνει με τους παππούδες και με το αίτημα που υποβάλλουν. Αλλά είπα στην κοινωνική λειτουργό ποια είσαι και της εξήγησα πως οι προθέσεις σου είναι σοβαρές. Δυστυχώς αναγκάστηκα να της εξηγήσω πως εσύ είσαι η κινητήρια δύναμη πίσω από την Αγία Σεσίλια. Ήθελα να προσδώ-σω όσο μεγαλύτερο βάρος γινόταν» είπε απολογητικά και η Τίμι φάνηκε να ανακουφίζεται. «Χαίρομαι που το έκανες». Σε τελική ανάλυση ήταν μια γυναίκα ανύπαντρη και όχι τόσο νέα όσο η πλειονότητα των θετών και ανάδοχων γονιών, παρόλο που αναμφισβήτητα είχε τα μέσα να του παράσχει μια υπέροχη ζωή. «Ξέρεις κάτι για τους παππούδες;» ρώτησε τρομοκρατημένη. Ένιωθε σαν κάποιος να προσπαθούσε να της αρπάξει από τα χέρια το δικό της παιδί. Την τελευταία βδομάδα, αυτό είχε γίνει για εκείνη ο Μπλέικ. «Εκείνος είναι γιατρός σε προάστιο του Σικάγου, εκείνη είναι νοικοκυρά. Έχουν ακόμα τρία παιδιά, όλα στο κολέγιο. Ένα αγόρι, νομίζω, και δύο δίδυμα κορίτσια. Εκείνος είναι σαράντα έξι ετών, εκείνη σαράντα δύο. Ηθικοί και νομοταγείς
πολίτες. Η μητέρα του Μπλέικ είναι το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Αυτά ξέρω όλα κι όλα. Η κοινωνική λειτουργός είπε πως τα υπόλοιπα 314 τρία παιδιά φοιτούν σε επίλεκτα πανεπιστήμια των βορειοανατολικών πολιτειών. Νομίζω ότι ο γιος πηγαίνει στο Χάρβαρντ και οι δίδυμες στο Στάνφορντ και το Γέιλ». «Έξυπνα παιδιά» σχολίασε τρομοκρατημένη από πριν.
η
Τίμι,
ακόμα
πιο
«Η μάχη μπορεί να είναι σκληρή» είπε γλυκά η αδελφή Aw. Προσευχόταν να βρεθεί ένας τρόπος να γλιτώσει την Τίμι από όλο αυτό. Αλλά έπρεπε όλοι να ελπίζουν πως το αποτέλεσμα θα ήταν το καλύτερο για τον Μπλέικ, όποιο και αν ήταν αυτό. Οι παππούδες δεν φαίνονταν να ήταν άνθρωποι που ο δικαστής θα απέρριπτε με ευκολία. Η αδελφή Aw ανησυχούσε για την Τίμι. Το Σαββατοκύριακο κύλησε σαν μέσα σε παραζάλη. Η Τίμι πέρασε το μεσημέρι και το απόγευμα της Κυριακής με τον Μπλέικ. Το αγόρι δεν κάθισε στην καρέκλα στη διάρκεια του φαγητού, ωστόσο έβγαλε πολλές φορές το κεφάλι του κάτω από το τραπέζι και της χαμογέλασε. Η Τίμι τοντάισε ραβιόλια και κεφτεδάκια με ένα κουτάλι, ενώ εκείνος έβγαζε κάθε τόσο
το κεφάλι του ζητώντας κι άλλο. Εκείνο το βράδυ έμεινε μαζί του ως τη στιγμή που πήγε στο κρεβάτι του. Του έφτιαξε τα σκεπάσματα μιλώντας του τρυφερά, ενώ η αδελφή Aw πέρασε για λίγο και έμεινε να τους παρατηρεί προβληματισμένη. Δεν ήταν μοναχά η Τίμι που είχε δεθεί με το παιδί, αλλά κι εκείνο δενόταν όλο και περισσότερο μαζί της. Αν το αίτημα των παππούδων γινόταν δεκτό, το τραύμα για το αγόρι θα ήταν μεγάλο. Η αδελφή Aw είχε την ελπίδα πως τα πράγματα δεν θα εξελίσσονταν έτσι, ήταν βέβαιη 315 πως η Τίμι θα γινόταν σπουδαία μητέρα για το αγόρι. Έβλεπε μια πλευρά της που ποτέ ως τότε δεν είχε δει σε τέτοιο βαθμό. Η Τίμι αγαπούσε ήδη τον Μπλέικ, σχεδόν σαν να ήταν δικό της παιδί. Την ανησυχούσε αυτό, θα ήταν αβάσταχτο το χτύπημα στην περίπτωση που οι παππούδες του Μπλέικ τον έπαιρναν μακριά. Ήξερε πως η Τίμι είχε ήδη χάσει έναν γιο. Αυτή η περίπτωση ήταν διαφορετική, αλλά αν η ακρόαση της Δευτέρας δεν πήγαινε καλά, τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα, τόσο για την Τίμι όσο και για τον Μπλέικ. Το μόνο που μπορούσαν να κάνουν τώρα ήταν να προσευχηθούν. Με τη σκέψη της ακρόασης στο μυαλό, η Τίμι δεν κατάφερε να κλείσει μάτι το βράδυ της Κυριακής. Έπαιζε την ίδια
σκηνή μέσα στο κεφάλι της ξανά και ξανά, ανησυχώντας για αυτά που θα διαδραματίζονταν στο δικαστήριο την επόμενη μέρα. Τη Δευτέρα έμεινε στο σπίτι αντί να πάει στο γραφείο. Ούτε πήγε να δει τον Μπλέικ. Της ήταν αδύνατον, ώσπου να δει πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Ένιωθε ήδη τόσο δεμένη μαζί του, που της ήταν αδιανόητο πως μπορεί και να τον έχανε, όσο κι αν ήξερε πως ήταν πιθανό. Προσπάθησε να μην το σκέφτεται ενώ ντυνόταν για το δικαστήριο. Φορούσε μαύρο ταγέρ και γόβες και είχε χτενίσει τα κόκκινα μαλλιά της σε αλογοουρά που έπεφτε στην πλάτη της. Η ακρόαση ήταν προγραμματισμένη για τις δύο. Η Τίμι είχε τηλεφωνήσει στον δικηγόρο της στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου και του είχε εξηγήσει την κατάσταση. Δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά. Το θέμα δεν ήταν τό 316 σο τι θα έκανε η Τίμι όσον αφορούσε τους παππούδες, αλλά το αν ο δικαστής θα έκανε δεκτό το αίτημά τους για κηδεμονία, έστω και προσωρινή. Αν δεν το έκανε δεκτό, ο δρόμος ήταν ανοιχτός για την Τίμι. Πρώτα όμως έπρεπε να αξιολογηθούν τα δικαιώματα και η καταλληλότητά τους. Μετά από αυτό, η Τίμι θα ήταν ελεύθερη να διεκ-δικήσει την υιοθεσία. Αλλά δεν έβλαπτε αν ο δικαστής ήξερε από τώρα πως η Τίμι περίμενε πανέτοιμη και νοιαζόταν αρκετά ώστε να παρευρίσκεται.
Η Τίμι συναντήθηκε με τον δικηγόρο της στα σκαλιά του δικαστικού μεγάρου στις δύο παρά τέταρτο και κατευθύνθηκαν ήρεμα προς την αίθουσα. Οι παππούδες του Μπλέικ βρίσκονταν ήδη εκεί και έδιναν ακριβώς την εντύπωση που θα περίμενε κανείς από δύο ευγενικούς, ολοκληρωμένους, τίμιους και αξιοσέβαστους κατοίκους των μεσοδυτικών πολιτειών. Η γιαγιά φορούσε φούστα και μπλούζα που η Τίμι συνειδητοποίησε πως ανήκαν στη δική της σειρά ρούχων, και ο παππούς ήταν ντυμένος με μπλέιζερ, γραβάτα, σπορ παντελόνι και καλογυαλι-σμένα παπούτσια, που τον έκαναν πράγματι να μοιάζει με γιατρό. Έδειχναν και οι δύο κομψοί και περιποιημένοι, και νεότεροι από την Τίμι. Όσο το σκεφτόταν η Τίμι, συνειδητοποιούσε πως όχι μόνο ήταν νεότεροι της, αλλά και παντρεμένοι. Σε ορισμένους τομείς ήταν καλύτεροι υποψήφιοι από εκείνη και είχαν το πλεονέκτημα πως ήταν συγγενείς εξ αίματος. Το μόνο που ήταν σε θέση να του προσφέρει εκείνη ήταν αγάπη, τον εαυτό της και μια πολύ καλή ζωή που ίσως υπερέβαινε τις οικονομικές 317 δυνατότητες των παππούδων του. Ωστόσο κι εκείνοι έδειχναν αρκετά επιτυχημένοι. Ο δικαστής μπήκε στην αίθουσα στις δύο ακριβώς. Ο φάκελος του Μπλέικ βρισκόταν στην έδρα. Ο δικαστής τού
είχε ρίξει μια ματιά στο γραφείο του το ίδιο πρωί και είχε διαβάσει το αίτημα των παππούδων. Τα πάντα ήταν όπως έπρεπε, ενώ ο φάκελος μεταξύ άλλων περιλάμβανε πλήθος αναφορές και μαρτυρίες από αξιοσέβαστα μέλη της κοινότητάς τους. Ελάχιστα ήταν αυτά στα οποία θα μπορούσε να προβάλει αντίρρηση. Η κοινωνική λειτουργός τού είχε επίσης στείλει μια επιστολή, στην οποία ανέλυε τις συνθήκες που είχαν δημιουργήσει το ενδιαφέρον της Τίμι για το παιδί, όπως και το ποια ήταν. Ο δικαστής είχε εντυπωσιαστεί, ιδιαίτερα όταν πληροφορή-θηκε τη σχέση της Τίμι με τον Οίκο της Αγίας Σεσίλια, τον οποίο γνώριζε καλά και στον οποίο ο ίδιος είχε αναθέσει αρκετά παιδιά τα τελευταία χρόνια. Πίστευε πως το ενδιαφέρον της για τον ξενώνα ήταν αξιοθαύμαστο, όπως ήταν και το ενδιαφέρον της για αυτό το παιδί. Ο δικαστής μίλησε αρκετή ώρα και στους δύο παππούδες. Η γιαγιά του Μπλέικ διηγήθηκε κλαίγοντας τα επανειλημμένα προβλήματα της κόρης της με τα ναρκωτικά και τον νόμο από την εφηβεία της. Τα όσα είπε ακούγονταν εφιαλτικά. Σε αντίθεση, όλα τα υπόλοιπα παιδιά τους ήταν αστέρια και τα πήγαιναν εξαιρετικά καλά. Ο δικαστής στράφηκε στη συνέχεια στον παππού, όταν αντιλήφθηκε την παρουσία της Τίμι στην αίθουσα. Της απευθύνθηκε με ένα εγκάρδιο χαμόγελο, το οποίο 318
ανταπέδωσε εκείνη, παρόλο που ένιωθε στο στομάχι της έναν κόμπο στο μέγεθος του κεφαλιού της και οι παλάμες της έσταζαν ιδρώτα. Ευχαρίστησε τον δικαστή για τα ευγενικά λόγια του όταν μίλησε επαινετικά για τον Οίκο της Αγίας Σεσίλια και για τη δική της ανάμειξη σε όλο αυτό. Προφανώς έτρεφε μεγάλο σεβασμό για το έργο τους. Και αμέσως μετά έστρεψε την προσοχή του στον παππού του Μπλέικ, που στεκόταν ψηλός και επιβλητικός στο βήμα των μαρτύρων. Ήταν ένας ήρεμος, εκφραστικός, συνετός και προφανώς αξιόπιστος άντρας, ένας άμεμπτος πολίτης από κάθε άποψη, και τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του ήταν βαθιά αφοσιωμένοι στην οικογέ-νειά τους, στην κοινότητα και στην εκκλησία. Δεν είχαν απολύτως κανένα ψεγάδι, όπως δεν είχε και η Τίμι. Το πρόβλημα ήταν πως εκείνη δεν συγκαταλεγόταν στους υποψηφίους και δεν χωρούσε αμφιβολία για την άποψη του δικαστή όσον αφορούσε το πού ανήκε το αγόρι, καθώς η ακρόαση κόντευε να φτάσει στο τέλος της. Το παιδί έπρεπε να γυρίσει στην οικογένειά του, όπου θα μπορούσε να μεγαλώσει κοντά στους παππούδες, τις θείες και τους θείους του, οι οποίοι θα φρόντιζαν να αποκαταστήσουν τη σωματική και ψυχική του υγεία. Ο δικαστής έριξε μια σύντομη ματιά στην Τίμι στο τέλος της διαδικασίας, λέγοντάς της πως ήταν σίγουρος ότι θα έδειχνε κατανόηση. Παρόλο που το ενδιαφέρον της για το παιδί ήταν αξιοθαύμαστο και βαθιά συγκινητικό, ήταν βέβαιος πως και η ίδια θα ήθελε να τον δει να επιστρέφει στην οικογένεια
όπου ανήκε και στους αν319 θρώττους που τον περίμεναν με τόση αδημονία για να του φτιάξουν ένα σπιτικό, το σπιτικό που δεν είχε ποτέ του. Η Τίμι έγνεψε καταφατικά, με τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της. Ένιωθε σαν να την είχαν πυροβολήσει. Προφανώς αυτό ήταν το σωστό, ωστόσο την πονοΰσε αφόρητα. Έβαλε τα δυνατά της να είναι ευγενική με τους παππούδες όταν τελείωσε η ακρόαση, και η γιαγιά του Μπλέικ την αγκάλιασε κλαίγοντας. Όλοι έκλαιγαν, ο παππούς, ο δικηγόρος της Τίμι, ακόμα και τα μάτια του δικαστή έμοιαζαν βουρκωμένα. Τον είχε συγκινήσει ιδιαίτερα η κατάσταση του Μπλέικ και το γεγονός πως δεν μιλούσε. Ήλπιζε ότι, με την κατάλληλη φροντίδα και την αγάπη από την οικογένειά του, ο Μπλέικ θα μιλούσε ξανά και θα γιατρευόταν από τα ανείπωτα τραύματα που του είχε προκαλέσει η ζωή με τη μητέρα του. Βγήκαν από την αίθουσα όλοι μαζί, παρέα με την κοινωνική λειτουργό, και ξεκίνησαν για την Αγία Σεσίλια με τρία διαφορετικά αυτοκίνητα. Ο δικηγόρος της Τίμι τη χαιρέτησε στο δικαστικό μέγαρο εκφράζοντας τη λύπη του. Ωστόσο, όσο και αν τον έθλιβε, δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Τα χέρια του ήταν δεμένα και πίστευε και ο ίδιος πως το αγόρι πιθανότατα ανήκε στους παππούδες του, έστω και αν καταλάβαινε τι χτύπημα ήταν αυτό για την πελάτισσά του.
Στο σύντομο διάστημα που είχε γνωρίσει το αγόρι, η Τίμι το είχε αγαπήσει απόλυτα και παράφορα. Οι πύλες της καρδιάς της είχαν ανοίξει διάπλατα για να το αφήσει να περάσει. Και τώρα ήταν αναγκασμένη να βρεθεί αντιμέτωπη με τον πόνο της απουσίας του. Πήγαινε στην Αγία Σεσίλια για να τον αποχαιρετίσει. Ο δικαστής είχε υπογράψει την εντολή στην αίθουσα και οι παππούδες θα έφευγαν αεροπορικώς το ίδιο βράδυ για Σικάγο, παίρνοντας το παιδί μαζί τους. Η αποστολή τους είχε στεφθεί με επιτυχία. Η απόφαση για μόνιμη κηδεμονία θα επικυρωνόταν σε έξι μήνες. Και ήταν μάλλον απίθανο να τον δει ποτέ ξανά η Τίμι. Δεν σκόπευε να τον ακολουθήσει στην καινούργια του ζωή, ήξερε πως, αν το έκανε, θα του προκαλούσε σύγχυση. Η ίδια δεν ήταν παρά ένας τρυφερός άνθρωπος που είχε τύχει να βρεθεί κοντά του για λίγες ημέρες, προτού συνεχίσει τη ζωή του με την οικογένειά του. Όμως λαχταρούσε να τον δει μια τελευταία φορά. Τα μάτια του φωτίστηκαν όταν την είδε και αμέσως μετά κοίταξε τους παππούδες του με καχυποψία. Δεν τους είχε ξαναδεί και του ήταν εντελώς ξένοι. Η κοινωνική λειτουργός είπε στην αδελφή Aw τι είχε συμβεί, για ποιον λόγο βρίσκονταν εκεί, και εκείνη αυτόματα στράφηκε στην Τίμι με βαθιά συμπόνια και τύλιξε τα χέρια της γύρω της. Ήξερε τι πλήγμα ήταν αυτό για την Τίμι, να βλέπει τον Μπλέικ να φεύγει. Μακάρι να ήταν σε θέση να τη γλιτώσει από αυτή την
οδύνη, αλλά δεν μπορούσε. Η Τίμι θα αναγκαζόταν να χάσει από τη ζωή της άλλον έναν άνθρωπο που αγαπούσε. Δεν υπήρχε τρόπος να το αποφύγει. Βλέποντας μια μοναχή να ετοιμάζει την τσάντα του, ο Μπλέικ φάνηκε να ταράζεται. Τα μάτια του στράφηκαν στην Τίμι σαν να γύρευαν μια εξήγηση και εκείνη του 321 μίλησε όπως θα έκανε με κάθε άλλο παιδί για να του εξηγησει ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι παππούδες του και είχαν έρθει να τον πάρουν μαζί τους στο σπίτι. Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και ρίχτηκε με βουρκωμένα μάτια στην αγκαλιά της. Ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο, κάνοντας τον αποχωρισμό ακόμα δυσκολότερο για την Τίμι. Τον έσφιγγε στην αγκαλιά της βάζοντας τα δυνατά της να συγκροτήσει τους λυγμούς της. Του είπε ότι θα πετούσε με ένα μεγάλο αεροπλάνο και ότι θα είχε μια υπέροχη ζωή στο Σικάγο. Οι παππούδες έκλαιγαν κι εκείνοι και προσπαθούσαν να του μιλήσουν και να τον καθησυχάσουν. Έβλεπαν ότι όλο αυτό δεν θα ήταν εύκολο και αντιλαμβάνονταν πόσο πιο δύσκολο θα ήταν για το παιδί. Ξάφνου ένιωθαν απαίσια που τον χώριζαν από την Τίμι, αλλά ήθελαν να τον πάρουν μαζί τους. Ο δικαστής προφανώς είχε δίκιο και η Τίμι το ήξερε. Και οι δύο έδειχναν ωραίοι άνθρωποι, και εκείνη ευχήθηκε να ήταν νεκρή, έτσι
όπως έβλεπε τον Μπλέικ να γαντζώνεται επάνω της κλαίγοντας. Τον κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της και του χάρισε όλη την αγάπη της, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει όσο καλύτερα μπορούσε τελευταία φορά. Κι ύστερα έφτασε η τρομερή στιγμή που έπρεπε να φύγουν για το αεροδρόμιο. Με το αγόρι να κλαίει σπαρακτικά, κρεμασμένο από το χέρι της Τίμι, κατευθύνθη-καν προς την έξοδο. Ξαφνικά γύρισε και στάθηκε απέναντι τους φωνάζοντας: «Όχι!». Ήταν η πρώτη λέξη που ξεστόμιζε από τη μέρα που είχε έρθει στην Αγία Σεσίλια. 322 Η Τίμι τον έσφιξε επάνω της, ενώ έκλαιγαν και οι δύο, και ύστερα γονάτισε για να τον κοιτάξει κατάματα, προσπαθώντας να του δώσει κουράγιο. «Δεν πειράζει, Μπλέικ. Όλα θα πάνε καλά. Θα είσαι ευτυχισμένος εκεί. Σου το υπόσχομαι. Σε αγαπούν και θα είναι καλοί μαζί σου. Κι εγώ σ’ αγαπώ, αλλά πρέπει να πας μαζί τους. Θα δεις ότι θα σου αρέσει». Το αγόρι συνέχισε να κλαίει ανεξέλεγκτα φωνάζοντας συνεχώς «όχι» ως τη στιγμή που ο παππούς του τον σήκωσε στην αγκαλιά του και διέσχισε το κατώφλι, ρίχνοντας μια απολογητική ματιά στην Τίμι. «Λυπάμαι» ψέλλισε.
«Σ’ αγαπώ, Μπλέικ» φώναξε η Τίμι πίσω του, ξέροντας ότι δεν θα το θυμόταν στα χρόνια που θα έρχονταν. Δεν είχε σημασία. Θα ζούσε μια καλή ζωή και η γυναίκα που τον είχε αγαπήσει για λίγες μέρες δεν ήταν απαραίτητο να μείνει στη μνήμη του. Ήξερε όμως πως η ίδια δεν θα τον ξεχνούσε ποτέ, όπως δεν θα ξεχνούσε και τον πόνο αυτής της στιγμής. Έμεινε στην Αγία Σεσίλια με την αδελφή Aw πολλές ώρες, κλαίγοντας στην αγκαλιά της, πονώντας για ένα παιδί που λίγο είχε λείψει να γίνει δικό της και τώρα πια δεν θα γινόταν ποτέ. Το παιδί που είχε πιστέψει πως της το είχε στείλει ο Μαρκ. Είχε γλιστρήσει μέσα από τα δάχτυλά της και την καρδιά της, ακριβώς όπως είχε κάνει ο Μαρκ τόσα χρόνια πριν. Προφανώς δεν ήταν της μοίρας της να γίνει μητέρα του Μπλέικ, όπως και κανε-νός άλλου. Εκείνο το βράδυ, όταν γύρισε στο σπίτι της> 323 ένιωθε σαν ο Μαρκ να είχε πεθάνει δεύτερη φορά. Δεν μπορούσε να θυμηθεί άλλον πόνο τόσο σπαρακτικό όσο αυτόν. Η αβάσταχτη απώλεια ενός παιδιού, άσχετα αν ήταν δικό της ή όχι. Για μια στιγμή, τον είχε αγαπήσει. Γύρισε στο σπίτι της μόνη εκείνο το βράδυ, έχοντας στο μυαλό της το προσωπάκι του, τόσο όμοιο με το δικό της και του Μαρκ. Προσευχήθηκε για την ευτυχία και την ασφάλειά
του και αμέσως μετά προσευχήθηκε για το χαμένο παιδί της, όπως έκανε αρκετές φορές. Ένιωθε σαν να είχε πεθάνει ένα κομμάτι μέσα της εκείνο το βράδυ, την ώρα που έπαιρναν τον Μπλέικ μακριά της και το αγόρι την κοιτούσε με τα τεράστια πράσινα μάτια, εκλιπαρώντας τη να τον σώσει. Δεν τα είχε καταφέρει. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και έκλαψε με λυγμούς μέχρι που ξημέρωσε. Έκανε δύο μέρες ώσπου να καταφέρει να πάει στο γραφείο. Ο δικηγόρος είχε ενημερώσει τον Ντέιβιντ και την Τζέιντ για τα όσα είχαν συμβεί, έτσι εκείνοι έπραξαν σοφά και δεν έκαναν κανένα σχόλιο όταν την αντίκρισαν. Δεν θα το είχε αντέξει. Τώρα το μόνο που είχε να προσμένει ήταν να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της χωρίς εκείνον. 11 ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΒΔΟΜΑΔΑ και ενώ οι τελικές προετοιμασίες για το ταξίδι συνεχίζονταν, η Τίμι έμεινε οδυνηρά αμίλητη. Η όψη της ήταν απαίσια και η Τζέιντ με τον Ντέιβιντ ανησυχούσαν, αν και εξακολουθούσαν να μην κάνουν σχόλια για τα όσα είχαν συμβεί. Η αδελφή Aw είχε τηλεφωνήσει αρκετές φορές στην Τζέιντ για να μάθει νέα της Τίμι και δεν είχε δείξει να ξαφνιάζεται μαθαίνοντας πως ήταν συντετριμμένη. Η Τίμι είχε ανοίξει την καρδιά της στο αγόρι ολοκληρωτικά και απόλυτα. Όταν αναγκάστηκε να τον
ξεριζώσει ξανά από μέσα της, ένιωσε σαν να έβγαζε μια σφαίρα που είχε καρφωθεί στην ψυχή της. Αιμορραγούσε ακόμη, αλλά το έκανε σιωπηλά. Με το δικό της παρελθόν, η απώλεια άλλου ενός ανθρώπου στη ζωή της ήταν ένα πλήγμα πολύ πιο ισχυρό από όσο για τον περισσότερο κόσμο. Για όλη την υπόλοιπη βδομάδα, μέχρι την αναχώρησή τους, ούτε που πλησίασε τον Οίκο της Αγίας Σεσίλια. Δεν μπορούσε. Η αδελφή Aw το κατανοούσε. Έφυγαν για τη Νέα Υόρκη μια βδομάδα μετά την ακρόαση για τον Μπλέικ. Η Τίμι άφησε με ανακούφισή 325 την πόλη της για λίγο. Η επίδειξη πήγε καλά στη Νέα Υόρκη και ακολούθησε το ταξίδι στο Μιλάνο. Έφτασαν στο Παρίσι όπως ήταν προγραμματισμένο και, πρώτη φορά μετά τις τελευταίες βδομάδες, η Τίμι φάνηκε να συνέρχεται κάπως. Η Τζέιντ και ο Ντέιβιντ ανακουφίστηκαν όταν διαπίστωσαν πως έδειχνε καλύτερα. Προσγειώνονταν στο αεροδρόμιο Σαρλ ντε Γκολ όταν η Τίμι ανέφερε αδιάφορα στην Τζέιντ το όνομα του Ζαν-Σαρλ Βερνιέ. Τον σκεφτόταν σε όλη τη διάρκεια της πτήσης, αλλά ένιωθε πως ήταν ανόητο να της μιλήσει γι’ αυτόν. Τα πάντα έμοιαζαν ασήμαντα τώρα, σε σύγκριση με την απώλεια του Μπλέικ. Θα της έπαιρνε καιρό να ανακάμψει.
«Θυμάσαι τον γιατρό που σου ζήτησα να προσθέσεις στη λίστα;» ρώτησε η Τίμι κοιτάζοντας αδιάφορα από το παράθυρο, ενώ κατέβαιναν οι τροχοί για την προσγείωση. «Αυτόν που σε φρόντισε όταν αρρώστησες;» Η Τίμι έγνεψε καταφατικά. «Τι έγινε; Το ακύρωσε; Να τον βγάλω από τη λίστα;» Η Τζέιντ παρακολουθούσε διαρκώς χιλιάδες λεπτομέρειες και, ως συνήθως, όταν πια έφτασαν στο Παρίσι, ήταν όλοι τους αγχωμένοι και εξαντλημένοι, έστω και αν το Μιλάνο είχε πάει καλά, όπως και η Νέα Υόρκη. «Όχι, θα έρθει». Η Τίμι δίστασε μια στιγμή κι ύστερα συνέχισε: «Παίρνει διαζύγιο». Δεν πρόσθεσε περαιτέρω σχόλια και η Τζέιντ τής έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα. «Μου λες κάτι;» ρώτησε απορημένη. «Σου αρέσει;» «Ήταν πολύ καλός μαζί μου όταν αρρώστησα. Και, 326 ναι, μου αρέσει. Όχι με τον τρόπο που εννοείς εσύ όμως. Είμαι απόλυτα ευτυχισμένη και μόνη μου. Έτσι κι αλλιώς, για ένα διάστημα θα είναι πλήρως αποδιοργανωμένος». Όπως ήταν και η ίδια, αφότου είχε χάσει τον Μπλέικ. Ένιωθε σαν να είχε πληγωθεί σε μάχη, σαν να είχε δεχτεί ένα τραύμα ελαφρύ μεν, χωρίς άμεση ανάγκη για περίθαλψη, το οποίο ωστόσο
εξακολουθούσε να μένει ανοιχτό και να πονάει. Αναρωτιόταν πώς ήταν εκείνος. «Εμένα μου δίνεις την εντύπωση πως σου αρέσει αυτός ο γιατρός και πολύ μάλιστα». Η Τζέιντ τής χαμογελούσε, ενώ μέσα της αναρωτιόταν πόσο θα διαρκούσε αυτή τη φορά η φάση της βασίλισσας του χιονιού. Η Τίμι ήταν ικανή να αντέξει μόνη για μεγάλο διάστημα και πράγματι το είχε κάνει κάμποσες φορές μέχρι τότε, πεπεισμένη πως δεν θα έβγαινε ποτέ ξανά με άλλον άντρα. Μια άποψη στην οποία, προς το παρόν τουλάχιστον, πίστευε ακράδαντα. «Του είπα πως φτάνουμε στο Παρίσι σήμερα. Εκείνος ρώτησε. Αναρωτιέμαι αν θα έχω νέα του» κατέληξε, κοιτάζοντας επιφυλακτικά τη βοηθό της. Η Τζέιντ ένιωθε την περιέργειά της να φουντώνει. Υπήρχε κάτι στον τρόπο με τον οποίο μιλούσε η Τίμι γι’ αυτόν που της είχε τραβήξει το ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή. Χαιρόταν που την άκουγε να μιλάει για επιδιώξεις που ήταν φυσιολογικές για κάθε άνθρωπο, αντί να πενθεί για το παιδί που είχε χάσει. «Είναι πολύ πιθανό να έχεις νέα του» είπε και αμέσως μετά έκρινε καλό να την προειδοποιήσει. «Τον νου σου στους παντρεμένους, Τίμι. Ακόμα κι αν σου πει πως θα 32 7 χωρίσει, μπορεί να του πάρει χρόνια». Μετά τη δική της πικρή
εμπειρία με τον παντρεμένο εραστή της, ήταν εξαιρετικά ευαίσθητη ως προς αυτό το ζήτημα, σε σημείο παραλογισμοΰ. Η Τίμι απλώς κούνησε το κεφάλι. Δεν ανησυχούσε για τον Ζαν-Σαρλ. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπήρχε κάτι μεταξύ τους. Και η ίδια δεν είχε καμία διάθεση για ειδύλλια. «Δεν πρόκειται να βγω μαζί του. Απλώς θα έρθει στη δεξίωση, αυτό είναι όλο» απάντησε αόριστα, καταλήγο-ντας νοερά στο συμπέρασμα πως, αν της τηλεφωνούσε, ίσως και να ήταν μια ένδειξη πως ενδιαφερόταν. Και αν δεν τηλεφωνούσε πριν απ’ τη δεξίωση, θα ήταν προφανές πως συνέβαινε το αντίθετο. Είχε περιέργεια να δει τι θα γινόταν. Δεν είχε υπάρξει η παραμικρή υποψία φλερτ ανάμεσά τους στη διάρκεια της νοσηλείας της και αργότερα στην ανάρρωσή της, αλλά της άρεσε να συζητάει μαζί του. Υπήρχε πάνω του κάτι που την έκανε να τον εμπιστεύεται και να νιώθει ασφαλής όταν βρισκόταν κοντά του. Και τότε το αεροπλάνο προσγειώθηκε στον διάδρομο και η Τίμι δεν ανέφερε ξανά το όνομά του. Ήταν πολύ απασχολημένη για να τον έχει στο μυαλό της, αλλά τη μέρα της επίδειξης και της δεξίωσης που θα ακολουθούσε, έκανε τη σκέψη πως δεν της είχε τηλεφωνήσει ακόμη. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Ο Ζαν-Σαρλ δεν ενδιαφερόταν. Δεν είχε σημασία όμως. Δεν την πείραζε. Τα καλά νέα ήταν πως είχε τόση δουλειά, που ελάχιστο
χρόνο είχε να σκεφτεί τον Μπλέικ, παρόλο που η καρδιά της πονούσε ακόμη κάθε φορά που τον θυμόταν. 328 Η αναστάτωση που επικρατούσε πριν και κατά τη διάρκεια της επίδειξης ήταν κάτι το ανεπανάληπτο, στο τέλος ωστόσο τα πάντα κύλησαν θαυμάσια. Οι δημοσιογράφοι λάτρεψαν την κολεξιόν και οι αγοραστές είχαν αρχίσει ήδη τις παραγγελίες. Και αργά το ίδιο απόγευμα, πριν από τη δεξίωση, η Τίμι ένιωθε πως είχε να ξεκουραστεί χρόνια. Ήταν εξαντλημένη αλλά γεμάτη ενθουσιασμό, όπως πάντα μετά από μια επίδειξη, και ευχόταν να είχε τη δυνατότητα να ξαπλώσει λίγα λεπτά και να κοιμηθεί έστω και λίγο. Όμως η Τζέιντ είχε προγραμματίσει δύο συνεντεύξεις, τη μια μετά την άλλη, αμέσως πριν από το δείπνο. Η Τίμι μόλις που πρόλαβε να αλλάξει ρούχα και να κατεβεί τρέχοντας για να υποδεχτεί τους καλεσμένους της. Οι δημοσιογράφοι είχαν αργήσει όπως πάντα, οι αγοραστές κατέφθασαν όλοι μαζί, δύο από τους σημαντικότερους πελάτες της είχαν μόλις κάνει την εμφάνισή τους και, τότε, ακριβώς πίσω τους, διέκρινε τον Ζαν-Σαρλ, που περίμενε υπομονετικά να μπει στην αίθουσα. Η Τίμι έσπευσε να βάλει τέλος στη συζήτηση που είχε με τον μεγαλύτερο πελάτη τους και κατευθύνθηκε προς το μέρος του να τον προϋπαντήσει. Όπως παλιά, όταν ερχόταν να τη δει ύστερα από επίσημα δείπνα, έτσι και τώρα ήταν ντυμένος με κομψό σκούρο μπλε
κοστούμι. Ήταν ακόμα ψηλότερος από όσο τον θυμόταν και τα μάτια του πιο ανοιχτογάλανα. Η Τίμι φορούσε μαύρο βραδινό φόρεμα και ψηλοτάκουνες γόβες, και είχε τα μαλλιά της χτενισμένα προς τα πίσω, με ένα ζευγάρι διαμαντένια σκουλαρίκια στα αυτιά της. Το ντύσιμό της 329 ήταν κομψό και λιτό, και το φόρεμα πιο κοντό από όσο θα της άρεσε, αλλά της προσέδιδε μια νεανική, σέξι εμφάνιση που την κολάκευε. Ήταν ένα από τα φορέματα της κολεξιόν της και ήδη σημείωνε μεγάλη επιτυχία. «Καλησπέρα» είπε ευγενικά ο γιατρός, αλλά τα μάτια του φωτίστηκαν όταν την είδε. Παρά τη ζεστασιά στο βλέμμα του, έδειχνε κάπως σφιγμένος ανάμεσα σε τόσα άγνωστα πρόσωπα γύρω του. «Σ’ ευχαριστώ πολύ που ήρθες» του είπε με ζεστό χαμόγελο. Είχε απογοητευτεί που δεν της είχε τηλεφωνήσει στη διάρκεια της εβδομάδας, αλλά η αλήθεια ήταν πως δεν υπήρχε λόγος να το κάνει. Εκείνη τη βραδιά ο Ζαν-Σαρλ ήταν απλώς ένας καλεσμένος σε δείπνο, όχι ο άντρας με τον οποίο θα έβγαινε ραντεβού. «Ακούω ότι η επίδειξη είχε τεράστια επιτυχία» της είπε για να
τη συγχαρεί και η Τίμι έδειξε να ξαφνιάζεται. «Πού το άκουσες αυτό;» «Το έλεγε ένας από τους καλεσμένους σου την ώρα που έφτανα. Έλεγε πως ήταν η καλύτερη που έχεις κάνει ποτέ». Η Τίμι χάρηκε με τα ευγενικά λόγια του και τον σύστησε σε αρκετούς από τους καλεσμένους της προτού απομακρυνθεί ξανά. Αποδώ και πέρα θα ήταν αναγκασμένος να τα βγάλει πέρα μόνος του. Η Τίμι είχε τριάντα άτομα να χαιρετήσει. Δεν τον ξαναείδε ως τη στιγμή που ετοιμάστηκαν να καθίσουν στο τραπέζι. Δεν είχε ιδέα πού τον είχε βάλει η Τζέιντ να καθίσει. Οι πιο σημαντικοί πελάτες και αγοραστές κάθονταν κοντά της και η Τζέιντ είχε αναλάβει 330 τους υπόλοιπους. Τον εντόπισε στην άλλη άκρη του τραπεζιού και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Της χαμογέλασε και ύστερα έπιασε την κουβέντα με τη γυναίκα που καθόταν δίπλα του, μια υπεύθυνη αγορών για κάποια αλυσίδα καταστημάτων με έδρα τη Νέα Υόρκη. Οι δημοσιογράφοι κάθονταν στις δύο άκρες του τραπεζιού, με τους συντάκτες του περιοδικού Vogueίι\ο> κοντά στηνΤίμι. Για εκείνη ήταν άλλο ένα επαγγελματικό βράδυ και λυπόταν που δεν είχε τον χρόνο να του μιλήσει, αλλά
ήταν αναγκασμένη να αναλάβει τον ρόλο της πρέσβειρας και της εκπροσώπου της Τίμι Ο. Απασχολημένη στα καθήκοντά της δεν της δόθηκε η ευκαιρία να του μιλήσει ξανά, ως τη στιγμή που ήρθε η ώρα να φύγει και την πλησίασε για να την καληνυχτίσει. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που με προσκάλεσες» της είπε εγκάρδια. «Λυπάμαι που δεν καταφέραμε να μιλήσουμε» του αποκρίθηκε με κάθε ειλικρίνεια. «Για μένα αυτές οι βραδιές δεν είναι διασκέδαση, αλλά δουλειά. Ελπίζω να πέρασες όμορφα». Το φαγητό και τα κρασιά ήταν θεσπέσια, αν και η Τίμι ήξερε ότι ο Ζαν-Σαρλ δεν έπινε πολύ. Αν μη τι άλλο, όμως, το δείπνο ήταν εξαιρετικό και όλοι φαίνονταν ικανοποιημένοι. Η ατμόσφαιρα ήταν διακριτική και οικεία, και μια σειρά από μπουκέτα στόλιζαν το τραπέζι κατά μήκος του, αρκετά χαμηλά ώστε να διευκολύνονται οι συζητήσεις και από τις δύο μεριές του τραπεζιού. Ο Ζαν-Σαρλ επισήμανε πόσο όμορφα ήταν τα λουλούδια. 331 «Αναρωτιόμουν αν... μήπως... Πότε φεύγεις από το Παρίσι;» «Μεθαύριο» του απάντησε αιφνιδιασμένη με την ερώτησή
του, αφού δεν είχε νέα του μια ολόκληρη εβδομάδα. «Θα ήθελες να βγούμε για ένα ποτό αύριο; Φοβάμαι πως δεν είμαι ελεύθερος για γεύμα ή δείπνο. Είσαι ελεύθερη για ένα ποτό;» τη ρώτησε, δείχνοντας νευρικός και επιφυλακτικός ταυτόχρονα. Η Τίμι ξαφνιάστηκε. Δεν περίμενε να τον ξαναδεί μετά από εκείνο το βράδυ. Και ήταν εντελώς ελεύθερη την επόμενη μέρα. Είχε αφήσει περιθώριο μίας ημέρας πριν από την αναχώρησή της. Αυτή τη φορά, δεν είχε χρόνο για να ξοδέψει μερικές μέρες δικές της στο Παρίσι, όπως έκανε σχεδόν πάντα. Τους περίμεναν σημαντικές συναντήσεις στη Νέα Υόρκη, πριν επιστρέφουν στο Λος Άντζελες. «Θα το ήθελα πολύ» του απάντησε στην πρόσκλησή του. Θα ήταν ωραίο να καθίσουν κάπου και να κουβεντιάσουν ξανά, χωρίς τόσο κόσμο γύρω τους. Αυτή τη βραδιά ήταν πολύ απασχολημένη. «Τι ώρα;» «Στις έξι;» τη ρώτησε και η Τίμι έγνεψε καταφατικά. «Στο μπαρ;» Τον είδε να διστάζει και συνειδητοποίησε πως ίσως ένιωθε αμήχανα με την προοπτική να τον δουν δημόσια με άλλη γυναίκα, στη διάρκεια της άβολης περιόδου που έδινε τέλος στον γάμο του. «Μήπως προτιμάς τη σουίτα μου;» Έτσι κι αλλιώς είχαν ξαναβρεθεί εκεί και το δίχως άλλο θα ήταν πιο διακριτικό γι’ αυτόν.
«Καλό μού ακούγεται. Θα τα πούμε αύριο λοιπόν» της είπε και ύστερα της έσφιξε το χέρι και έφυγε. 332 Εκείνη τη νύχτα, η Τίμι δεν είπε τίποτα στην Τζέιντ για την πρόσκλησή του. Ήταν και οι δύο πολύ κουρασμένες για να συζητήσουν οτιδήποτε άλλο πέρα από τη φανερή επιτυχία της δεξίωσης. Τόσο η Τζέιντ όσο και ο Ντέιβιντ είχαν να σηκωθούν νωρίς το επόμενο πρωί, για να βεβαιωθούν πως είχαν πακετάρει τα πάντα. Η Τίμι σχεδίαζε να ολοκληρώσει μια τελευταία σειρά τηλεφωνημάτων μέχρι το μεσημέρι. Αργά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, όταν η Τζέιντ τη ρώτησε τι θα ήθελε να κάνει για βράδυ, η Τίμι επιτέλους ανέφερε πως σκόπευε να πιει ένα ποτό με τον Ζαν-Σαρλ Βερνιέ. «Αλήθεια;» Η Τζέιντ έδειχνε σχεδόν το ίδιο έκπληκτη με την Τίμι όταν είχε ακούσει την πρότασή του. «Μάλιστα» είπε αδιάφορα η Τίμι. «Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Μια ευγενική χειρονομία εκ μέρους του». Η Τζέιντ δεν τον είχε δει ποτέ πριν απ’ το προηγούμενο βράδυ και τώρα ήταν έτοιμη να συμφωνήσει πως πράγματι ήταν ένας πολύ εμφανίσιμος άντρας. «Θέλεις να έρθεις για φαγητό στο δωμάτιό μου αργότερα, ή προτιμάς να βγούμε έξω;» ρώτησε
η Τίμι. Ήταν πρόθυμη να τους κάνει το τραπέζι αν το ήθελαν, αλλά και οι δύο βοηθοί της έμοιαζαν εξουθενωμένοι. Δούλευαν σαν σκυλιά επί ώρες και ήταν και η ίδια κατάκοπη, ύστερα από μια τόσο επίπονη βδομάδα. «Σε πειράζει να παραγγείλουμε κάτι στο δωμάτιο;» ρώτησε απολογητικά η Τζέιντ και η Τίμι άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης απαντώντας πως δεν την πείραζε καθόλου. Και ύστερα τους άφησε για να βουρτσίσει τα μαλλιά χης, να φορέσει ένα αξιοπρεπές ζευγάρι παπούτσια και να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της, πριν απ’ το ποτό της με τον γιατρό. Δεν ήταν βέβαιη για ποιον λόγο τής το. είχε ζητήσει. Ήταν σαφές πως δεν ενδιαφερόταν να βγει μαζί της ραντεβού, εφόσον δεν είχε επικοινωνήσει ολόκληρη τη βδομάδα, ενώ στη διάρκεια του δείπνου είχε φανεί πολύ επιφυλακτικός. Η Τίμι ήταν σίγουρη πως ήταν απλώς και μόνο μια φιλική κίνηση εκ μέρους του, πράγμα για το οποίο η ίδια δεν είχε καμία αντίρρηση. Είχαν απολαύσει τόσο πολλές συζητήσεις όταν ήταν άρρωστη. Φόρεσε μαύρο παντελόνι, μαύρο πουλόβερ και γόβες, και αφού βούρτσισε τα μακριά κόκκινα μαλλιά της, τα στερέωσε από τη μια πλευρά με ένα φωτεινό πράσινο κοκαλάκι. Ήταν κομψή, σέξι και ταυτόχρονα απλή, και όταν άκουσε χτύπημα στην πόρτα, πήγε να ανοίξει. Για μια φευγαλέα στιγμή ο Ζαν-Σαρλ που αντίκρισε της φάνηκε απίστευτα σοβαρός, όμως αμέσως μετά της χαμογέλασε. Κάθε φορά που χαμογελούσε, τα μάτια του
έλαμπαν. Το θυμόταν αυτό από τις συναντήσεις τους τέσσερις μήνες νωρίτερα. Είχε ευγενικά, γλυκά και τρυφερά γαλάζια μάτια. Αυτή τη φορά ήταν ντυμένος με μπλε πουκάμισο, μπλέιζερ, σπορ παντελόνι και φορούσε μια σοβαρή σκούρα γραβάτα. Όταν μπήκε στο δωμάτιο, η Τίμι παρατήρησε πως τα παπούτσια του ήταν φρεσκογυαλισμένα. «Καλησπέρα, Τίμι» της είπε επιφυλακτικά. Η Τίμι έκανε τη σκέψη πως φαινόταν νευρικός, πράγμα ασυνή334 θιστο γι’ αυτόν. Πρώτη φορά τον έβλεπε έτσι. «Δούλεψες αρκετά σήμερα;» θέλησε να μάθει αφού κάθισαν και η Τίμι τον ρώτησε τι θα ήθελε να πιει. Ο Ζαν-Σαρλ ζήτησε ένα ποτήρι σαμπάνια, επειδή δεν είχε βάρδια εκείνο το βράδυ. Η Τίμι προτίμησε ένα ποτήρι μεταλλικό νερό και κάθισε στον καναπέ απέναντι του. «Ναι, πράγματι δούλεψα αρκετά» του απάντησε χαμογελώντας. «Η μέρα που ακολουθεί την επίδειξη πάντοτε φέρνει πολλή δουλειά. Σ’ ευχαριστώ που ήρθες στο δείπνο χτες». Είχε προσέξει πως ο Ζαν-Σαρλ καθόταν ανάμεσα σε δύο έξυπνες γυναίκες και ήλπιζε πως είχε περάσει αρκετά καλά. «Ήταν πολύ ωραία». Της χάρισε ένα ζεστό χαμόγελο και η
Τίμι πρόλαβε να διακρίνει την εγκάρδια, ευγενική έκφρασή του που της ήταν τόσο οικεία από τις πολύωρες συζητήσεις τους στο νοσοκομείο, τέσσερις μήνες νωρίτερα. «Ήταν ευγενικό να με συμπεριλάβεις». Η Τίμι δεν έβλεπε την ώρα να τον ρωτήσει για τον γάμο του, αλλά δεν τολμούσε. Αντί γι’ αυτό, ρώτησε για τα παιδιά του και ο Ζαν-Σαρλ απάντησε πως ήταν μια χαρά. «Σ’ ευχαριστώ για την κάρτα που μου έστειλες το φθινόπωρο» του είπε με ντροπαλό χαμόγελο. «Πήγα να σου απαντήσω και ύστερα σκέφτηκα πως θα ήταν ανόητο». Ο Ζαν-Σαρλ σήκωσε το μανίκι του χαμογελώντας πλατιά και η Τίμι είδε στο χέρι του το ρολόι. «Ήταν μια χειρονομία υπερβολικά γενναιόδωρη. Πολύ σκανταλιάρικο εκ μέρους σου» τη μάλωσε. 335 «Μου αρέσουν οι σκανταλιές» απάντησε η Τίμι γελώντας. «Ήσουν τόσο καλός μαζί μου όταν ήμουν άρρωστη». Είχε την αίσθηση πως είχαν περάσει αιώνες από τότε. Υποψιαζόταν πως ο Ζαν-Σαρλ είχε δεχτεί παρόμοια δώρα και από άλλους ασθενείς πριν από εκείνη, αλλά πάντοτε ήταν κάπως παρακινδυνευμένο για μια ελεύθερη γυναίκα να κάνει δώρο σε έναν άντρα, ιδιαίτερα εάν αυτός ο άντρας ήταν
παντρεμένος. Βέβαια αυτό δεν ίσχυε πλέον, σύμφωνα με όσα της είχε φανερώσει στο τηλέφωνο αρκετές βδομάδες νωρίτερα, όταν είχε επικοινωνήσει μαζί του για να τον καλέσει. «Φεύγεις για Νέα Υόρκη αύριο;» Η Τίμι κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Για δουλειά ή για διασκέδαση;» τη ρώτησε και η Τίμι γέλασε ξανά, βλέποντάς τον να χαλαρώνει. Ήταν όμορφη όταν γελούσε. «Μονάχα δουλειά υπάρχει στη ζωή μου, γιατρέ. Δεν υπάρχουν διασκεδάσεις. Το μόνο που κάνω είναι να δουλεύω. Νομίζω, αυτή ήταν και η πρώτη μας διαφωνία πριν διαρραγεί η σκωληκοειδίτιδά μου. Σου είχα πει ότι μου ήταν αδύνατον να το φροντίσω μέχρι να γίνει η επίδειξη». Το θυμόντουσαν και οι δύο πολύ καλά και η Τίμι δεν είχε ξεχάσει πόσο ενοχλημένος είχε φανεί, ούτε το λογύδριο που της είχε βγάλει, πως υπήρχαν πράγματα σ’ αυτή τη ζωή πιο σημαντικά από τη δουλειά, όπως η υγεία της. Κι εκείνη δεν τον είχε ακούσει, όπως ήταν φυσικό. «Ήταν μεγάλη απερισκεψία» τη μάλωσε «και δυστυχώς πλήρωσες μεγάλο τίμημα». Η Τίμι έγνεψε καταφατικά και τα μάτια τους συναντήθηκαν όταν ο Ζαν-Σαρλ 336
άφησε το ποτήρι του στο τραπέζι. «Είσαι καλά, από την τελευταία φορά που σε είδα;» Την κοίταζε σάμπως να νοιαζόταν πραγματικά να μάθει, και αυτό τη συγκινουσε. Ήταν ευγενικός άνθρωπος. Η Τίμι θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε προσέξει τη βέρα του. Τότε είχε κάνει τη σκέψη πως ήταν κρίμα που ήταν παντρεμένος. Κοίταξε ξανά και είδε με έκπληξη ότι το δαχτυλίδι βρισκόταν ακόμη στο χέρι του. Ο Ζαν-Σαρλ πρόσεξε τη ματιά της και κούνησε το κεφάλι. «Δύσκολα απαρνιέται κανείς τις παλιές συνήθειες. Δεν είμαι σίγουρος αν είμαι έτοιμος να ανακοινώσω πως είμαι εργένης». Ήταν μια τίμια παραδοχή και μια τεράστια αλλαγή για τον ίδιο, υστέρα από είκοσι εφτά χρόνια έγγαμου βίου. Ήταν τόσο απόλυτος τέσσερις μήνες νωρίτερα, όταν διατεινόταν πως τα ζευγάρια πρέπει να μένουν παντρεμένα παρά τις αποκλίνουσες πορείες, τα διαφορετικά ενδιαφέροντα και τις πολυάριθμες προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν, ειδικά αν έχουν παιδιά. Η Τίμι αναρωτιόταν τι θα μπορούσε να είχε συμβεί ώστε ο Ζαν-Σαρλ να αλλάξει ριζικά τις απόψεις που είχε μόλις πρόσφατα. «Κι εγώ συνέχισα να φοράω τη βέρα μου για πολύ καιρό» του είπε γλυκά και πήρε την απόφαση να τον ρωτήσει. «Τι συνέβη;»
Αναστέναξε και την κοίταξε λες και βρισκόταν αντιμέτωπος με το μεγαλύτερο μυστήριο του κόσμου. «Για να είμαι ειλικρινής, Τίμι, δεν είμαι βέβαιος. Απλώς δεν άντεχα άλλο. Είχαμε τις ίδιες διαφωνίες που είχαμε ανέ 337 καθεν, αλλά μια μέρα ξύπνησα ξέροντας πως ακόμα ένας χρόνος σ’ αυτή την κατάσταση θα ήταν ικανός να με σκοτώσει. Είχαμε γίνει δυο ξένοι. Τρέφω μεγάλο σεβασμό για τη γυναίκα μου, στο κάτω κάτω είναι η μητέρα των παιδιών μου. Αλλά επί χρόνια ζούσαμε διαφορετικές ζωές. Δεν ήμασταν καν φίλοι. Είχαμε αρχίσει να μισούμε ο ένας τον άλλον. Δεν θέλω να ζήσω άλλο έτσι. Δεν θέλω να είμαι τέτοιος άνθρωπος. Συνειδητοποίησα ότι ήμουν νεκρός μέσα μου. Ή, τουλάχιστον, πίστευα πως ήμουν. Τώρα αντιλαμβάνομαι ότι ο γάμος μας ήταν νεκρός, όχι εγώ. Δεν ψάχνω να βρω κάποια άλλη. Απλώς δεν θέλω να πονάω ή να αισθάνομαι έτσι. Ήξερα πως έπρεπε να δώσω ένα τέλος». Η Τίμι καταλάβαινε πως ήταν αυτό που κλόνιζε τους περισσότερους γόμους, το βαθύ χάσμα που δημιουργού-νταν κάποιες φορές όταν οι άνθρωποι ήταν πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, και η κατάσταση δεν μπορούσε παρά να επιδεινωθεί αν πίεζαν τους εαυτούς τους να μείνουν μαζί. Το αποτέλεσμα ήταν να απομακρύνονται μέρα με τη μέρα ακόμα
περισσότερο ο ένας από τον άλλον. «Ο γάμος μας είχε πεθάνει σε κάποιο σημείο της διαδρομής» συνέχισε ο ΖανΣαρλ με ειλικρίνεια «και όλα όσα νιώθαμε ο ένας για τον άλλον νέκρωσαν μαζί του. Ήξερα πως είχε έρθει πια η ώρα να τον θάψουμε. Το αντίθετο θα ήταν σκληρό και για τους δύο, όπως και για τα παιδιά μας. Είναι τρομερό πράγμα να δίνεις τέλος σε έναν γάμο, αλλά ίσως και να είναι χειρότερο να ζεις μ’ αυτό τον τρόπο». Ήταν ακριβώς αυτό που του είχε πει 338 και η ίδια πριν από τέσσερις μήνες. Τότε δεν ήταν έτοιμος να το ακούσει. Και τώρα η Τίμι έμενε κατάπληκτη που τον άκουγε να το παραδέχεται, ιδιαίτερα όταν σκεφτόταν πόσο τυπικός, σοβαρός και λιγομίλητος ήταν όσον αφορούσε την προσωπική του ζωή. «Πώς το έχουν πάρει τα παιδιά;» Ήξερε ότι το διαζύγιο ήταν πολύ λιγότερο συνηθισμένο στη Γαλλία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν κάτι που συνέβαινε συχνά, εδώ όμως όχι και τόσο, και η αντίδρασή τους πιθανότατα να ήταν πιο έντονη και διαφορετική από αυτή που θα περίμενε κανείς από τα παιδιά στην Αμερική. «Τους το ανακοινώσαμε πριν από μερικές βδομάδες. Ήταν τρομερό. Και δεν είμαι απόλυτα σίγουρος πως μας πίστεψαν. Η γυναίκα μου με παρακάλεσε να μείνω μέχρι το τέλος της
σχολικής χρονιάς κι εγώ συμφώνησα. Επιπλέον πήραμε την απόφαση να πουλήσουμε το διαμέρισμά μας, κάτι που επίσης θα είναι μια μεγάλη αλλαγή για τα παιδιά. Για τις κόρες μου εν πάση περιπτώσει, που μένουν ακόμη μαζί μας. Ο γιος μου σπουδάζει στην ιατρική σχολή, έτσι σπανίως τον βλέπουμε. Δεν είναι εύκολο για κανέναν από μας». Έφτανε να του ρίξει ένα βλέμμα για να καταλάβει πόσο ένοχος ένιωθε. Είχε διαλέξει την προσωπική του ανακούφιση και ενδεχόμενη ευτυχία, παραμερίζοντας τη δική τους, και η Τίμι ήξερε, από τα όσα της είχε εκμυστηρευτεί στο παρελθόν, πως αυτή η επιλογή πήγαινε ενάντια στις ίδιες του τις πεποιθήσεις. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα περίμενε να τον δει χωρισμένο. Και καταλά339 βαίνε πως πράγματι θα είχε νιώσει ότι κινδύνευε η ζωή του για να φτάσει στο σημείο να πάρει μια τόσο σοβαρή απόφαση. Διαισθανόταν, και είχε δίκιο, πως οι τελευταίοι τέσσερις μήνες πρέπει να ήταν εξαιρετικά δύσκολοι και προφανώς τον είχαν φτάσει στα όρια της αντοχής του. «Ελπίζω πως κάποια στιγμή οι κόρες μου θα με συγχωρήσουν. Ο γιος μου είναι μεγαλύτερος και δείχνει ελαφρώς περισσότερη κατανόηση. Όλο αυτό ήταν πολύ σκληρό για τη γυναίκα μου και τα κορίτσια». Ξάφνου τα λόγια του της θύμισαν την Τζέιντ και τις αγωνίες που είχε περάσει με τον παντρεμένο φίλο της.
«Με τον καιρό θα προσαρμοστούν. Έτσι γίνεται πάντα με τα παιδιά. Είμαι σίγουρη πως και για σένα είναι πολύ δύσκολο. Είναι μεγάλη αλλαγή για όλους. Πότε πήρες την απόφαση;» «Αμέσως μετά τα Χριστούγεννα. Οι διακοπές ήταν ένας εφιάλτης. Αποφάσισα πως δεν θα άντεχα να το ξαναπεράσω. Κι έτσι, αφού βασανίστηκα αρκετά, αποφάσισα να μη μείνω άλλο. Ήταν τρομερά δύσκολη απόφαση». Τα μάτια του της φανέρωναν πως πράγματι ήταν. Όλα αυτά ήταν πολύ πρόσφατα, για όλους. Είχαν περάσει μόλις εφτά εβδομάδες από τα Χριστούγεννα. Ούτε καν δύο μήνες. Σκέφτηκε πως, όταν του είχε τηλεφωνήσει τον προηγούμενο μήνα, εκείνος θα πρέπει να πάλευε ακόμη με την απόφασή του να το ανακοινώσει στα παιδιά του. Ήταν μια δύσκολη εποχή για τον Ζαν-Σαρλ, μια εποχή απώλειας, προσαρμογής και αλλαγής. Μιας τεράστιας αλλαγής για όλους. 340 «Λυπάμαι πολύ» του είπε καθώς τον κοίταζε τρυφερά. Έβλεπε πόσο δύσκολο του ήταν και η καρδιά της πονού-σε από συμπόνια. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και έμειναν να κοιτάζονται αρκετή ώρα. «Αυτός ο γάμος είχε πεθάνει εδώ και χρόνια» της είπε με βραχνή φωνή.
«Αυτό το είχα διαισθανθεί» του απάντησε εκείνη προσεκτικά «όταν το συζητήσαμε τον περασμένο Οκτώβρη. Τότε όμως είχες πολύ διαφορετικές απόψεις. Δεν συμφωνούσα μαζί σου πως οφείλει κανείς να συνεχίζει έναν κακό γάμο, αλλά καθένας πρέπει να καταλήγει σε αυτοΰ του είδους τις αποφάσεις μόνος του. Εμένα δεν μου δόθηκε ποτέ το δικαίωμα της επιλογής. Ο άντρας μου απλώς μου ανακοίνωσε τα νέα σαν να μου έριχνε χαστούκι και έφυγε αμέσως μετά». Τα νέα πως την άφηνε, πως ήταν γκέι, πως είχε έναν εραστή με τον οποίο ήταν τρελά ερωτευμένος. Και όλα αυτά μονάχα λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Μαρκ. Ακόμα και τώρα, μόλις που κατάφερνε να μιλήσει για το πλήγμα που είχε δεχτεί χωρίς να βάλει τα κλάματα και ένιωθε πως και τα μάτια του Ζαν-Σαρλ ήταν βουρκωμένα. Δίχως να το σκεφτεί, άπλωσε το χέρι της και έκλεισε την παλάμη του στη δική της, όπως είχε κάνει κάποτε εκείνος όταν ήταν τρομοκρατημένη. «Όλα θα πάνε καλά, να το ξέρεις. Τα παιδιά θα το συνηθίσουν. Η γυναίκα σου θα συνέλθει. Θα σταθείς ξανά στα πόδια σου. Είναι απλώς μια δύσκολη περίοδος. Αλλά οι άνθρωποι προσαρμόζονται στις καταστάσεις. Ο πόνος και η οδύνη δεν συνεχίζονται για 341 πάντα. Θα έρθει κάποια στιγμή που επιτέλους δεν θα αισθάνεσαι ένοχος» του είπε χαμογελώντας τρυφερά, και εκείνος κούνησε το κεφάλι με ευγνωμοσύνη για
την καλοσύνη της, όπως και για τη στοργική κίνησή της να του κρατήσει το χέρι. Είχε γαντζωθεί πάνω της και δεν ήθελε να της το αφήσει, ούτε και η Τίμι ήθελε. Ανακάλυπταν ξανά τον δεσμό που τους είχε ενώσει τέσσερις μήνες νωρίτερα, έναν δεσμό που τώρα ήταν διαφορετικός. Τώρα δεν ήταν γιατρός με ασθενή, αλλά άντρας με γυναίκα. Ένα παιχνίδι πολύ πιο ομαλό και ισότιμο και για τους δυο τους, χωρίς ρόλους ή μάσκες για να κρυφτούν πίσω τους. «Δυσκολεύομαι να το πιστέψω» της απάντησε σιγανά. «Σ’ ευχαριστώ». Εκείνη τη στιγμή εισέβαλε στο δωμάτιο η Τζέιντ για να ρωτήσει κάτι. Είδε αμέσως πως κρατιόντουσαν από το χέρι και κατάλαβε πως ήταν μια αμήχανη στιγμή. Βγήκε από το δωμάτιο όσο γρήγορα είχε μπει, χωρίς να πει λέξη, και έκλεισε πίσω της την πόρτα. «Συγγνώμη» είπε ο Ζαν-Σαρλ απολογητικά. «Πρέπει να είσαι απασχολημένη». «Καθόλου» τον διαβεβαίωσε για να τον καθησυχάσει. Η Τίμι ήταν ανέκαθεν άνθρωπος που νοιαζόταν τους άλλους. Τα τελευταία δώδεκα χρόνια, έχοντας χάσει τον γιο της και χωρίς την ύπαρξη σημαντικού άντρα στη ζωή της, είχε αφιερώσει τον χρόνο και τη στοργή της στους υπαλλήλους
της, που τη λάτρευαν γι’ αυτό. Και τώρα, ακούγοντας όσα του έλεγε για να τον παρηγορήσει, ο 342 Ζαν-Σαρλ αντιλαμβανόταν το βάθος του χαρακτήρα της και τη θέρμη της αγάπης της όπως δεν είχε μπορέσει να τα δει τον Οκτώβρη, τότε που η Τίμι ήταν τόσο τρομαγμένη. Τώρα έβλεπε πως στεκόταν και πάλι στα πόδια της. Η Τίμι δεν ήταν μόνο τρυφερή και γενναιόδωρη, αλλά και σταθερή σαν βράχος. Τα τραύματα του παρελθόντος της σπανίως έβγαιναν στην επιφάνεια, αλλά και τότε μόνο μέσα από τη συμπόνια που έδειχνε στους άλλους. «Έχουμε τελειώσει για σήμερα. Απλώς οι βοηθοί μου είναι συνηθισμένοι να έχουν τη δυνατότητα να με βρίσκουν όλες τις ώρες της ημέρας και της νύχτας» του απάντησε, εξηγώντας την ξαφνική εμφάνιση της Τξέιντ, που είχε μπει στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα μόλις ένα λεπτό νωρίτερα. «Είναι πολύ τυχεροί που μπορούν να βασίζονται πάνω σου». Έβλεπε τώρα πόσο δυνατή ήταν. Δεν ήταν ισχυρή μονάχα εξωτερικά, αλλά και βαθιά στην καρδιά, στην ψυχή της και σε όλη της την ύπαρξη. Είχε αναγκαστεί να είναι, για να μπορέσει να βγει ζωντανή από όλα όσα είχε περάσει, από τον χαμό του γιου της μέχρι την προδοσία του άντρα της και τη φρίκη της ορφανεμένης παιδικής της ηλικίας. Ο Ζαν-Σαρλ θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια όσα του είχε πει και τη θαύμαζε
ολοένα και περισσότερο. Τώρα μπορούσε να δει πού την είχαν οδηγήσει όλα αυτά, σε τι επίπεδα ευγένειας και καλοσύνης είχε φτάσει. Και προηγουμένως του άρεσε, αλλά τώρα καταλάβαινε ότι την είχε υποτιμήσει. Ήταν πραγματικά μια αξιοθαύμαστη γυναίκα με καρδιά από χρυσάφι. 343 «Εγώ είμαι ττολΰ τυχερή που τους έχω» είπε η Τίμι για τους υπαλλήλους της. «Είναι η οικογένεια μου. Περνάμε απίστευτα πολλές ώρες μαζί. Είναι υπέροχοι άνθρωποι». «Κι εσύ το ίδιο» της είπε χαμηλόφωνα. «Εντυπωσιάστηκα πολύ με όσα μου είπες στο νοσοκομείο τον περασμένο Οκτώβρη. Δεν τα έχω ξεχάσει. Δεν ξέρω πολλούς ανθρώπους που να έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με τόσο μεγάλες προκλήσεις και να έχουν πετύχει όλα όσα έχεις πετύχει εσύ». «Μην εντυπωσιάζεσαι και τόσο» του απάντησε η Τίμι χαμογελώντας. «Θυμήσου πόσο χάλια ήμουν με την περιπέτεια της υγείας μου. Όποτε συμβαίνουν τόσο άσχημα πράγματα, μετατρέπομαι σε τρομοκρατημένο πεντάχρονο μέσα σε λίγα λεπτά. Μπορεί και να το παθαίνουμε όλοι αυτό. Δεν μου αρέσει να το παραδέχομαι, αλλά δεν έχω τις αντοχές
που είχα παλιά. Τώρα πια, τα πράγματα που με τρομάζουν με τραυματίζουν πολύ πιο βαθιά. Κάποια στιγμή, τα πλήγματα που έχεις δεχτεί αφήνουν τα σημάδια τους». «Κι εγώ αισθάνομαι έτσι ορισμένες φορές, για τη διάβρωση του χρόνου και της ζωής. Νομίζω ότι οι απογοητεύσεις του γάμου μου με έχουν φθείρει περισσότερο από όσο πίστευα. Με εξάντλησαν οι διαρκείς επικρίσεις και οι κατηγορίες. Κουράστηκα να αισθάνομαι ότι δεν ήμουν ποτέ αρκετός. Τη μέρα που είπαμε στα παιδιά μας ότι θα πάρουμε διαζύγιο, πίστεψα πως θα πέθαινα όταν τα είδα να κλαίνε. Ένιωθα σαν να τα σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια. Ήταν φριχτό αυτό που τους έκανα. Αλλά μου ήταν αδύνατον να μείνω». 344 Έδειχνε συντετριμμένος και η Τίμι συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάτια. «Δεν τα έβλαψες» του είπε συμπονετικά. «Απλώς δεν το ξέρουν ακόμη. Το μόνο που πραγματικά χρειάζεται να ξέρουν είναι πως τα αγαπάς και ότι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ. Από τη στιγμή που θα το καταλάβουν, θα ηρεμήσουν και όλοι θα ντώσετε καλύτερα. Με τον καιρό θα συνηθίσουν την αλλαγή. Άλλωστε έχουν τις δικές τους ζωές. Δικαιούσαι κι εσύ να έχεις τη δική σου».
«Ανησυχώ μήπως δεν με συγχωρήσουν ποτέ» είπε ο ΖανΣαρλ με θλίψη και μάτια γεμάτα αγωνία. «Τα παιδιά συγχωρούν πάντα τους γονείς που τα αγαπούν». Του χαμογέλασε και το φως των ματιών της άγγιξε την καρδιά του. «Εγώ συγχώρεσα ακόμα και τους δικούς μου που πέθαναν». Ο πόνος που της είχε προξενήσει ο θάνατος των γονιών της είχε μετατρέψει τα παιδικά της χρόνια σε εφιάλτη και την είχε καταδικάσει να περάσει μια ζωή σε ιδρύματα, ανάμεσα σε αγνώστους, μέχρι την ενηλικίωσή της. Στο τέλος όμως την είχε κάνει έναν άνθρωπο πιο βαθύ και στοργικό και την είχε μάθει να συμπονάει τους ανθρώπους για τις αποτυχίες τους, τις τραγωδίες και τα βάσανά τους, ακριβώς όπως συμπονούσε τώρα εκείνον για τα δικά του βάσανα. «Σ’ ευχαριστώ που με άκουσες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ήμουν σίγουρος πως θα καταλάβαινες... ή μάλλον, ξέρω γιατί. Είσαι πολύ δυνατή γυναίκα με ευγενική ψυχή» είπε χαμηλόφωνα ο Ζαν-Σαρλ, ενώ συνέχιζαν να κρατιούνται από το χέρι. «Δεν είμαι πιο δυνατή από σένα, Ζαν-Σαρλ. Όλα αυτά είναι πολύ πρόσφατα. Πήρες μια πολύ μεγάλη απόφαση και ολόκληρη η ζωή σου βρίσκεται σε αναβρασμό. Σου δίνω τον λόγο μου, θα καταλαγιάσει ξανά». Έδειχνε καθησυχαστική και ήρεμη, και ο Ζαν-Σαρλ έπιασε τον εαυτό του να ρουφάει άπληστα την παρηγοριά που μετέδιδαν τα λόγια της.
Της χαμογέλασε, ενώ κοίταζε με τα βαθιά, καταγάλανα μάτια του τα πράσινα και ολοκάθαρα δικά της. «Για κάποιον λόγο σε πιστεύω. Είσαι μια γυναίκα που ξέρει πώς να ανακουφίζει τους άλλους. Και ταυτόχρονα είσαι πολύ πειστική». Τα πάντα πάνω της απέπνεαν δύναμη. «Νομίζω ότι, αν βάλεις στην άκρη τον φόβο και την ενοχή, ξέρεις πολύ καλά ότι όσα λέω είναι αλήθεια». «Λες πάντα την αλήθεια;» τη ρώτησε. Ήταν μια ενδιαφέρουσα ερώτηση που άξιζε μια ειλικρινή απάντηση. «Όσο συχνότερα μπορώ». Το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ. «Τις περισσότερες φορές ο κόσμος δεν θέλει να την ακούσει». Αυτή η τελευταία φράση τής θύμισε την τελευταία συνάντησή της με τον Ζακ. Είχαν περάσει έξι βδομάδες που δεν είχε μάθει νέα του και ήξερε πως δεν θα μάθαινε ποτέ. Προς μεγάλη της έκπληξη, δεν την ένοιαζε πια. Ήταν λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή της — και, πράγματι, δεν είχε υπάρξει. Μια ευκολία, μια ψευδαίσθηση, αυτό ήταν όλο. Ο Ζαν-Σαρλ ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε να αγαπάει βαθιά και να νοιάζεται. Το έβλεπε στα μάτια του, το ήξερε από τον περασμένο Οκτώβρη. Τότε, τον έβλεπε διαφορετικά. Ανήκε σε κά 346
ποιαν άλλη. Τώρα έμοιαζε μετέωρος στο διάστημα, παλεύοντας απεγνωσμένα να βρει στήριγμα. Δεν ήταν συνηθισμένος σε τόσο ολισθηρά εδάφη και δυσκολευόταν να ζήσει μ’ αυτό τον τρόπο. Και μόνο η κουβέντα με την Τίμι βοηθούσε, περισσότερο από όσο μπορούσε να φανταστεί. Όταν της είχε ζητήσει να τον συναντήσει για ποτό, είχε την πρόθεση απλώς και μόνο να περάσει μια δυο ώρες με μια τόσο γοητευτική συντροφιά. Και τώρα ανακάλυπτε με κατάπληξη πως ήταν και κάτι άλλο. Δεν είχε ιδέα τι ήταν αυτό, αλλά κάτι σ’ αυτή τη γυναίκα τον αναστάτωνε βαθιά και ένιωθε ένα ισχυρό, ανεξήγητο, σχεδόν αδιάρρηκτο δέσιμο μαζί της. «Σ’ ευχαριστώ που μ’ άκουσες» είπε ο Ζαν-Σαρλ, νιώθοντας τρωτός και ελαφρώς ανόητος. Πριν από τέσσερις μήνες τής είχε προσφέρει δύναμη και παρηγοριά, και τώρα οι όροι είχαν αντιστραφεί και τον ρόλο αυτόν τον είχε αναλάβει εκείνη. Ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούσε σε όλη του την έκταση, ήταν μια δίκαια ανταλλαγή. «Τι κρίμα που δεν μένεις λίγες μέρες ακόμα. Από την άλλη, βέβαια, υποθέτω ότι δεν είναι και τόσο διασκε-δαστικό για σένα να κάθεσαι εδώ και να με ακούς να σου εξιστορώ τα προβλήματά μου». «Όλοι περνάμε δύσκολες εποχές. Κι εγώ πέρασα τη δική μου. Σε όλους συμβαίνει. Μη νιώθεις ένοχος. Εντέ-λει, αυτά είναι που μας κάνουν ανθρώπους». Ακόμα μια φορά, καθώς την κοίταζε, ο Ζαν-Σαρλ συνειδητοποιούσε πόσο ξεχωριστή
γυναίκα ήταν. Είχε διανύσει τέτοια απόσταση, είχε ζήσει τόσο πόνο, κι όμως εξακολουθούσε να 347 διατηρεί τη συμπόνια της και την ανθρωπιά της, βγαίνοντας ακέραιη από την άλλη άκρη της σήραγγας. Και ενώ τα σκεφτόταν όλα αυτά, η Τίμι έκανε παρόμοιες σκέψεις για εκείνον. «Κι εγώ λυπάμαι που δεν θα μείνω περισσότερες μέρες αυτή τη φορά. Δεν μου αρέσει να αφήνω το Παρίσι. Δεν μιλάω καν τη γλώσσα, αλλά ήταν ανέκαθεν η πόλη της καρδιάς μου. Μου αρέσει να έρχομαι εδώ όποτε μου δίνεται η ευκαιρία να ξεκλέψω λίγο χρόνο». «Είναι όμορφη πόλη» συμφώνησε ο Ζαν-Σαρλ χαμογελώντας. «Την εκτιμώ ακόμη, παρόλο που έχω περάσει εδώ όλη μου τη ζωή». «Η καταγωγή σου είναι από το Παρίσι;» «Ναι, αν και οι καταβολές της οικογένειάς μου είναι από τη Λιόν. Έχω ακόμη ξαδέλφια εκεί, όπως και στην Ντορντόν. Είναι υπέροχα τα μέρη εκεί. Αυτή είναι η πραγματική ύπαιθρος για μας» συνέχισε, προσπαθώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα ύστερα από τις μύχιες εξομολογήσεις του. Είχε ξεγυμνώσει την ψυχή του και ντρεπόταν κάπως γι’ αυτό. «Έχω βρεθεί εκεί μια φορά, για να επισκεφτώ φίλους» είπε η
Τίμι. Και ύστερα, χωρίς συγκεκριμένο λόγο, του μίλησε για τον Μπλέικ, για το πώς τον είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα και είχε θελήσει να τον υιοθετήσει, μόνο και μόνο για να τον χάσει λίγες μέρες αργότερα. Ο Ζαν-Σαρλ την άκουγε και τη συμπονούσε μέσα από την καρδιά του. Ακόμα μια απώλεια. «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που συνέβη» της είπε συμπάσχοντας, με τα μεγάλα μάτια του βαθιά μες στα δικά της. 348 «Άξιζε που τον αγάπησα, έστω κι αν ήταν για λίγες μέρες μονάχα. Ήταν ένα αξιαγάπητο αγοράκι». Ο Ζαν-Σαρλ έπιασε τον εαυτό του να τη θαυμάζει ξανά για τη μεγαλοψυχία της. Και τότε έριξε μια ματιά στο ρολόι του και είδε πως είχε έρθει η ώρα να φύγει. Δεν το ήθελε, του είχε κάνει μεγάλο καλό η κουβέντα τους. Λυπόταν που δεν ζούσαν στην ίδια πόλη, όπου θα μπορούσαν να είναι φίλοι. Είχαν πάντα τόσο πολλά να πουν. Σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη του, η Τίμι τον κοίταξε με ένα χαμόγελο καθώς σηκωνόταν για να φύγει. «Θα ήταν ωραίο να έρθεις στην Καλιφόρνια κάποια στιγμή. "Ισως να το κάνεις τώρα που είσαι ελεύθερος». "Ετσι θα είχε κάτι να περιμένει με αδημονία κι εκείνος, μια σύντομη αλλαγή σκηνικού, παρ’ όλη τη μακρινή απόσταση.
«"Ισως. Πάει καιρός που δεν έχω ταξιδέψει σ’ αυτά τα μέρη. Ταξιδεύω κυρίως στη Νέα Υόρκη». «Χάνεις τη μισή διασκέδαση» τον μάλωσε και ήρθε κοντά του. Και τότε, σαν να τους είχε διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα και τους δύο, η Τίμι στάθηκε και σήκωσε τα μάτια. Την κοίταξε κι αυτός χαμηλώνοντας το κεφάλι, χωρίς να πει λέξη. Για μια σύντομη στιγμή, η Τίμι ένιωσε έτοιμη να υποκύψει σε μια φευγαλέα, απόλυτη τρέλα και λίγο έλειψε να αφεθεί και να βρεθεί στην αγκα-λιά του. Αναγκάστηκε να συγκροτήσει τον εαυτό της και να αντισταθεί σε μια σχεδόν ακατανίκητη παρόρμηση, και αναρωτήθηκε αν το ίδιο ένιωθε κι εκείνος. Σίγουρα όχι, είπε μέσα της, όταν τον είδε να κάνει ένα βήμα προς 349 τα πίσω και να την κοιτάζει. Έμοιαζε να έχει κλονιστεί από την ίδια ηλεκτρική εκκένωση που είχε νιώσει και εκείνη. Για μια στιγμή που φάνηκε ατέλειωτη, κανείς τους δεν ήξερε τι να πει. Και τότε, νιώθοντας γελοίος, ο Ζαν-Σαρλ την ευχαρίστησε για τη σαμπάνια. «Σου εύχομαι καλή και ασφαλή επιστροφή στην Καλιφόρνια» της είπε, γυρεύοντας κάτι να πει ενώ κατευθυνόταν προς την πόρτα. Είχαν πει τόσο πολλά και τώρα δεν κατάφερνε να βρει τις σωστές λέξεις.
«Βασικά θα πάω στη Νέα Υόρκη για λίγες μέρες. Στην Καλιφόρνια θα βρίσκομαι την επόμενη βδομάδα» του απάντησε, νιώθοντας ζαλισμένη. Και οι δυο τους γέμιζαν τον αέρα με λέξεις κενές, χωρίς βαρύτητα. Αυτό που συνέβαινε ανάμεσά τους ήταν πολύ μεγαλύτερο και πολύ πιο βαθύ. Αν η Τίμι πίστευε στον κεραυνοβόλο έρωτα, θα το ονόμαζε έτσι, αλλά η αλήθεια ήταν πως είχε παραιτηθεί πριν από πολύ καιρό από παρόμοιες ρομαντικές ιδέες. Το ίδιο και ο Ζαν-Σαρλ. Αυτό λοιπόν έπρεπε να είναι κάτι άλλο. Ένας βαθύς, σιωπηρός δεσμός ίσως, ένας θαυμασμός που κάποτε θα εξελισσόταν σε αληθινή φιλία. Αυτό ήταν, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της. «Να προσέχεις τον εαυτό σου, ΖανΣαρλ» του είπε, γυρεύοντας ξανά τα μάτια του, λες και η απάντηση στις ερωτήσεις της κρυβόταν μέσα τους. Αλλά το μόνο που είδε να αντικατοπτρίζεται στα μάτια του ήταν η δική της σύγχυση. «Κι εσύ το ίδιο» της είπε. «Τηλεφώνησέ μου αν μπορώ ποτέ να κάνω κάτι για σένα. Για ιατρικές συμβουλές, 350 λόγου χάρη». Ήταν το μόνο που μπορούσε να της προσφέρει τη δεδομένη στιγμή. Αλλά αυτό ήταν εντελώς διαφορετικό από τις εκμυστηρεύσεις που είχαν ανταλλάξει στο παρελθόν. Ήταν πολύ πιο βαθύ και ισχυρό, όμοιο με παλιρροϊκό κύμα.
Έφτασε στην πόρτα με την Τίμι να τον συνοδεύει, και εκεί, λίγο προτού φύγει, της έδωσε μια κάρτα με όλα τα τηλέφωνά του, τη διεύθυνσή του, την ηλεκτρονική του διεύθυνση, «για την περίπτωση που τον χρειαζόταν», και της ζήτησε να του δώσει τα δικά της. Η Τίμι τα σημείωσε σε ένα κομμάτι χαρτί και του το έδωσε. Ύστερα τον αγκάλιασε σαν να ήταν παλιοί φίλοι. «Au revoir» του είπε και τον είδε να χαμογελάει. «Merci, Τίμι» της απάντησε, τονίζοντας τις λέξεις με την υπέροχη γαλλική προφορά του. Και ύστερα, χωρίς να της πει τίποτε περισσότερο, ο Ζαν-Σαρλ έφυγε και εκείνη έμεινε να στέκει με το βλέμμα στυλωμένο στην πόρτα που είχε κλείσει απαλά πίσω του, καθώς η Τζέιντ έμπαινε στο δωμάτιο και την κοιτούσε εξεταστικά. Η Τίμι γύρισε να τη δει με μεγάλα, ταραγμένα μάτια. «Είσαι καλά;» ρώτησε η Τζέιντ, ενώ την κοίταζε σαν να μην πίστευε στα μάτια της. Στα δώδεκα χρόνια που τη γνώριζε, δεν την είχε αντικρίσει ποτέ έτσι. Αλλά και η Τίμι δεν είχε νιώσει ποτέ κάτι που να πλησίαζε έστω σε αυτό που ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Ούτε καν τον Οκτώβρη, όταν τον είχε πρωτοσυναντήσει. Τα πάντα ήταν διαφορετικά αυτή τη φορά, όπως ήταν και οι ίδιοι. «Μια χαρά» της απάντησε και της γύρισε την πλάτη, 351
κάνοντας τάχα πως τακτοποιούσε το δωμάτιο. Ήταν ανάγκη να απασχοληθεί με κάτι για να μην τρέξει ξοπίσω του. Ό,τι και αν ήταν αυτό που μόλις είχε συμβεί, την είχε αναστατώσει αφάνταστα. Ένιωθε παραζαλισμένη, σαν να της είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι. Και τότε η Τζέιντ την κοίταξε ξανά. «Ω, Θεέ μου, σε φίλησε;» Δεν μπορούσε να σκεφτεί άλλη εξήγηση για την εικόνα που έδινε η Τίμι. «Και βέβαια όχι» απάντησε η Τίμι με δυνατή, καθαρή φωνή. «Απλώς κουβεντιάσαμε». Ένιωθε πως είχε χρέος να προστατέψει αυτά που είχαν ειπωθεί, έτσι δεν έδωσε άλλη εξήγηση. «Για τι πράγμα;» ρώτησε η Τζέιντ, αυτόματα καχύπο-πτη, εφόσον, από τεχνική άποψη, ο Ζαν-Σαρλ ήταν ακόμη παντρεμένος. «Για τα πάντα. Για τη ζωή. Για τα παιδιά. Για το διαζύγιό του». «Χριστέ μου, τα θυμάμαι όλα αυτά». Η Τζέιντ ένιωθε αφάνταστη ανακούφιση που επιτέλους έβγαινε με έναν ελεύθερο άντρα. «Μετακόμισε ή ακόμη;» Ήξερε όλες τις ερωτήσεις που έπρεπε να κάνει, όμως εκείνη τη στιγμή είδε τον Ντέιβιντ να μπαίνει στο δωμάτιο.
«Ποιος μετακόμισε;» ρώτησε ο Ντέιβιντ, μπερδεμένος. «Ο γάλλος γιατρός. Η Τίμι μόλις ήπιε ποτό μαζί του». «Δείχνει καλός άνθρωπος». «Θα είναι πολύ καλύτερος μετά το διαζύγιό του» σχολίασε καυστικά η Τζέιντ, και η Τίμι δεν έκανε κανένα σχόλιο όσο οι βοηθοί της κουβέντιαζαν, χωρίς να αντί352 λαμβάνονται την κατάστασή της. Της ήταν αδύνατον να ανασάνει ή να σκεφτεί. «Μη γίνεσαι παρανοϊκή» κατσάδιασε την Τζέιντ ο Ντέι-βιντ. «Δώσε στον άνθρωπο μια ευκαιρία». «Απλώς δεν θέλω να πάθει και η Τίμι αυτά που έπαθα εγώ» εξήγησε η Τζέιντ, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στην εργοδότριά της. Η Τίμι συνέχιζε να στέκει εκεί, σαν κεραυνοβολημένη. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Ντέιβιντ, πολύ πιο ευγενικά από την Τζέιντ. Καταλάβαινε πως κάτι συγκλονιστικό της είχε συμβεί. «Δεν ξέρω» απάντησε με ειλικρίνεια εκείνη. «Μόλις μόυ συνέβη κάτι πολύ περίεργο». Αυτό που ένιωθε ήταν τόσο
δυνατό, που την τρόμαζε. «Μπορεί να του συνέβη και εκείνου» είπε με ελπίδα ο Ντέιβιντ. «Εμένα πάντως μου μοιάζει για mensch. Εγκρίνω». Η Τίμι χαμογέλασε. «Μη βιάζεσαι τόσο» αντέτεινε η Τζέιντ και πρόσεξε πως ο Ντέιβιντ έλαμπε ολόκληρος. «Ξέρετε τι μέρα είναι;» ρώτησε ο Ντέιβιντ και οι δυο γυναίκες τον κοίταξαν ανέκφραστες. «Πέμπτη;» απάντησε αφηρημένα η Τίμι. «Σωστό κι αυτό. Αλλά η σωστή απάντηση είναι “δεκατέσσερις Φεβρουάριου”. Του Αγίου Βαλεντίνου. Μπορεί ο Έρωτας να έριξε τα βέλη του». Η Τίμι χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι. «Τα έχω ξεπεράσει όλα αυτά. Είναι απλώς ένας φίλος» επέμεινε και αργότερα παρήγγειλαν το δείπνο τους στην υπηρεσία δωματίου και έφαγαν όλοι μαζί. Δεν ανέφερε ξανά το όνομα του Ζαν-Σαρλ, ωστόσο δεν μπορούσε να μην αναρωτιέται αν θα της τηλεφωνούσε εκείνο το βράδυ. Δεν το έκανε. Μόλις είχε ξαπλώσει, όταν άκουσε τον χαρακτηριστικό ήχο που την ειδοποιούσε για εισερχόμενο μέιλ, στο σαλόνι της σουίτας
της. Δεν κρατήθηκε να μη σηκωθεί για να δει από ποιον ήταν. Η καρδιά της αναπήδησε στο στήθος της όταν είδε πως ήταν από εκείνον. Το άνοιξε και έμεινε να κοιτάζει τα όσα της είχε γράψει, καταβροχθίζοντας την κάθε λέξη. «Είμαι βαθιά προβληματισμένος αφότου σε είδα σήμερα. Πέρασα υπέροχα και τώρα δεν μπορώ να σε βγάλω από το μυαλό μου. Ήσουν πανέμορφη. Σ’ ευχαριστώ που μου μίλησες. Είσαι τόσο σοφή και ευγενική. Άραγε έχω τρελαθεί εντελώς, ή είσαι κι εσύ το ίδιο μπερδεμένη με εμένα; Ζ.-Σ.» Κάθισε αμέσως να του γράψει με τρεμάμενα χέρια, μην ξέροντας πόσα έπρεπε να του πει, και ύστερα αποφάσισε να είναι ειλικρινής μαζί του, όπως ακριβώς του είχε πει πως ήταν. Οι προειδοποιήσεις της Τζέιντ δεν σήμαιναν τίποτε πια. «Ναι, είμαι μπερδεμένη. Χάρηκα κι εγώ που σε είδα. Νιώθω σαν να με έχει χτυπήσει κεραυνός. Δεν έχω ιδέα τι σημαίνει αυτό. Τι πιστεύεις; Είναι μεταδοτική η τρέλα; Χρειάζομαι ιατρική συμβουλή; Αν ναι, σε παρακαλώ, απάντησέ μου αμέσως. Σε σκέφτομαι. Τ.» Στην πραγματικότητα ήταν περισσότερα από αυτά που σκόπευε 354 να γράψει, ωστόσο πάτησε το πλήκτρο της αποστολής προτού προλάβει να σταματήσει τον εαυτό της ή να τα πάρει
πίσω. Της απάντησε αμέσως. «Η τρέλα είναι όντως μεταδοτική. Εξαιρετικά επικίνδυνη πάθηση. Να προσέχεις. Υπάρχει η πιθανότητα να έχουμε αρρωστήσει κι οι δυο. Πότε θα ξανάρθεις; Ζ.-Σ.» «Δεν ξέρω. Χρόνια πολλά για τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. Τ.» «Ω, Θεέ μου... αυτό εξηγεί τα πάντα. Έργο του Ερω-τιδέα; Θα σου τηλεφωνήσω στη Νέα Υόρκη. Bon voyage. Καλό ταξίδι. Je t’embrasse. Ζ.-Σ.» Η Τίμι δεν δυσκολεύτηκε να μαντέψει πως Ερωτιδέας ήταν ακόμα ένα όνομα για τον Έρωτα και ήξερε πως το «Je t’ embrasse» σήμαινε «σε φιλώ». "Ωστε η Τξέιντ είχε δίκιο τελικά. Την είχε φιλήσει... Και η καρδιά της χτυπούσε ακόμα πιο δυνατά στη σκέψη πως θα της τηλεφωνούσε στη Νέα Υόρκη. "Ηθελε να αντισταθεί, ήξερε πως αυτό έπρεπε να κάνει. Πραγματικά, ήταν μια τρέλα. Εκείνη ζούσε στο Λος Άντζελες και εκείνος στο Παρίσι. Ακόμη δεν ήταν χωρισμένος. Και οι λογικοί ενήλικες δεν ερωτεύονται με την πρώτη ματιά. Απλώς είναι κάτι που δεν συμβαίνει, έλεγε στον εαυτό της. Δεν θα το επέτρεπε. Αλλά ακόμα και την ώρα που το επαναλάμβανε μέσα της, ήξερε πως ποτέ ως τότε στη ζωή της δεν είχε γοητευτεί τόσο από άντρα. Ο σπόρος είχε φυτευτεί μήνες πριν. "Ισως εκείνο το ευχαριστήριο σημείωμα
με το ηλιοβασίλεμα να ήταν ένα μήνυμα σε ένα μπουκάλι τελικά. Και τώρα, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου, ο κε355 ραυνός τούς είχε χτυπήσει κατακούτελα. Και το πιο παράδοξο από όλα ήταν πως είχε συμβεί και στους δύο ακριβώς την ίδια στιγμή. Το μόνο που μπορούσε να κάνει τώρα ήταν να ελπίζει πως θα της τηλεφωνούσε στη Νέα Υόρκη, όπως της είχε υποσχεθεί. Και μετά, τι θα έκαναν; Δεν είχε απολύτως καμία ιδέα. 12 Η ΠΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ τής φάνηκε ατέλειωτη. Με το ζόρι αντάλλαξε μερικές κουβέντες με τον Ντέιβιντ και την Τζέιντ, και αυτή τη φορά δεν κατάφερε να κοιμηθεί όπως έκανε πάντα. Δεν κατάφερε καν να δουλέψει ή να διαβάσει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σκέφτεται τον ΖανΣαρλ. Ακόμη δεν καταλάβαινε τι τους είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Ωραίο ήταν να λέει κανείς πως ήταν έργο του «Ερωτιδέα», αλλά τι στην ευχή τους είχε χτυπήσει και γιατί; Δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί αν στην πραγματικότητα το είχαν πάθει τέσσερις μήνες νωρίτερα. Δεν ήξερε καν τι είχαν πάθει. Αλλά ήταν φανερό και στους δύο
πως κάτι είχε συμβεί. Ό,τι κι αν ήταν αυτό. Στη Νέα Υόρκη πέρασαν από το τελωνείο και η Τίμι δήλωσε τα λιγοστά πράγματα που είχε φέρει μαζί της. Ο Ντέιβιντ βγήκε για να βρει τη λιμουζίνα τους, ενώ η Τζέιντ έψαχνε για αχθοφόρο, και από καθαρή συνήθεια η Τίμι έβαλε σε λειτουργία το κινητό της ενώ ακολουθούσε τον Ντέιβιντ σε εξωτερικό χώρο για να μπορέσει να καπνίσει. ΕΡΩΤΑΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΙΕΩΣ 357 Δεν είχε καλά καλά προλάβει να το ανοίξει και το κινητό χτύπησε. Ήταν ο Ζαν-Σαρλ. «Ναι;» Είχε μόλις διασχίσει την έξοδο και ο Ντέιβιντ της έκανε νόημα. Είχε βρει το αυτοκίνητό τους. Η Τίμι τού έγνεψε με τη σειρά της και επιβιβάστηκε, ενώ ο Ντέιβιντ γύρισε ξανά στην αίθουσα για τις αποσκευές τους. «Πώς ήταν το ταξίδι σου;» Ακουγόταν πολύ Γάλλος και πολύ σέξι στο τηλέφωνο. Την έκανε να χαμογελάει και μόνο στο άκουσμα της φωνής του. «Πολύωρο» παραδέχτηκε η Τίμι. «Σε σκεφτόμουν». «Κι εγώ το ίδιο. Πού βρίσκεσαι τώρα; Στο ξενοδοχείο;»
«Όχι, μόλις αποβιβάστηκα. Ο συγχρονισμός ήταν τέλειος. Μόλις άνοιξα το κινητό μου και να σε». «Σε σκεφτόμουν όλη μέρα» της εξομολογήθηκε. Για τον Ζαν-Σαρλ η ώρα ήταν εννέα το βράδυ και είχε περάσει μια δύσκολη μέρα. Της είπε πως μόλις είχε δει τον τελευταίο ασθενή του στο νοσοκομείο και τώρα βρισκόταν στο αυτοκίνητό του οδηγώντας προς το σπίτι του. «Τίμι, τι συνέβη χτες;» Ακουγόταν εξίσου έκπληκτος με εκείνη και αντίστοιχα μπερδεμένος. «Δεν ξέρω» του απάντησε γλυκά. «Ήταν η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. Τσως αυτό και μόνο να εξηγεί τα πάντα». Της ήταν αδύνατον να πιστέψει πως του έλεγε κάτι τέτοιο. Είχε κρατήσει την καρδιά της προστατευ-μένη για χρόνια, είχε υποσχεθεί στον εαυτό της μια ζωή μοναχική, και να που τώρα έκανε σαν τρελήγιααυτό τον άντρα και του μιλούσε για τον Άγιο Βαλεντίνο. 'Ισως να 358 είχε χάσει στ’ αλήθεια τα λογικά της. Έστω κι έτσι όμως, κι εκείνος ακουγόταν το ίδιο τρελός, και η Τίμι ήταν ενθουσιασμένη που της είχε τηλεφωνήσει. Την έκανε να αισθάνεται και πάλι παιδί. Και τότε θυμήθηκε κάτι που ήθελε να τον ρωτήσει. «Υπήρχε κάποιο κρυφό μήνυμα στο ευχαριστήριο σημείωμα που μου έστειλες το
φθινόπωρο; Θυμάσαι την κάρτα με το ηλιοβασίλεμα στη Νορ-μανδία;» Πέθαινε να μάθει. «Δεν το πίστευα τότε. Μπορεί και να υπήρχε όμως. Σκέφτομαι τώρα πως μάλλον υπήρχε. Αγόρασα εκείνη την κάρτα για σένα και σκέφτηκα πολύ τι θα σου έγραφα. Πρώτα απ’ όλα, δεν ήθελα να κάνω λάθη στα αγγλικά». Η Τίμι χαμογέλασε με την παραδοχή του. Τα πάντα επάνω του τη συγκινουσαν. Ήταν ταυτόχρονα δυνατός και ευάλωτος, και αυτό την ξετρέλαινε. Τον λάτρευε για τη συμπόνια και την καλή του καρδιά, για την ανησυχία του για τα παιδιά του, για τη σύγχυσή του γι’ αυτό που έκαναν τώρα οι δυο τους, που αντικατόπτριζε και τη δική της σύγχυση. Δεν υπήρχε απολύτως τίποτα σ’ εκείνον που δεν της άρεσε. «Αλλά ταυτόχρονα πρόσεξα πάρα πολύ τι θα σου έγραφα. Δεν ήθελα να είμαι φλύαρος, αλλά ούτε και λιγόλογος. Ήμουν πολύ συγκινημένος με το πανέμορφο ρολόι που μου χάρισες. Έχω δεχτεί αρκετά δώρα από ασθενείς μου, αλλά ποτέ κάτι τόσο υπεροχο. Και σήμαινε πολλά για μένα, επειδή προερχόταν από σένα». Η Τίμι ένιωθε την καρδιά της να λιώνει στα λόγια του. «Ήταν μια πολύ γλυκιά χειρονομία εκ μέρους σου». Έκτοτε το φορούσε συνέχεια, πράγμα που της 359 φανέρωσε ένα λεπτό αργότερα, ακριβώς τη στιγμή που η Τζέιντ με τον Ντέιβιντ πλησίαζαν στο αυτοκίνητο με πς
αποσκευές τους. Η Τίμι δεν ήθελε να μιλήσει μπροστά τους, γι’ αυτό και ρώτησε τον Ζαν-Σαρλ αν θα μπορούσε να του τηλεφωνήσει μια ώρα αργότερα, από το ξενοδοχείο. Της είπε να τον καλέσει στο κινητό του, θα την περίμενε. Όταν έκλεισαν το τηλέφωνο, η Τίμι φλυάρησε με τον Ντέιβιντ και την Τζέιντ σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής προς την πόλη. Τη βρήκαν και οι δύο ασυνήθιστα ευδιάθετη, αλλά δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε. Όπως δεν είχε κι εκείνη. Το μόνο που ήξερε ήταν πως αυτός ο άντρας την έλκυε αφάνταστα, την αναστάτωνε απόλυτα, και εντελώς απροσδόκητα της είχε γίνει έμμονη ιδέα. Ένιωθε να χάνει το μυαλό της για χάρη του, παρ’ όλα αυτά ήταν μια αίσθηση πολύ ευχάριστη και δεν ένιωθε καμία επιθυμία να το σταματήσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να του μιλήσει ξανά. Του τηλεφώνησε από το ξενοδοχείο αμέσως μόλις μπήκε στο δωμάτιό της και εκείνος την ξάφνιασε ρωτώντας την αν θα ήθελε να τον περιμένει στη Νέα Υόρκη την επόμενη βδομάδα. Αν η απάντησή της ήταν θετική, θα μπορούσε να έρθει για μερικές μέρες να περάσουν λίγο χρόνο μαζί, να βγουν για φαγητό. Ήταν φανερό πως λαχταρούσε να τη δει και το ίδιο ήθελε και η Τίμι. Την επόμενη βδομάδα ωστόσο της ήταν αδύνατον. Μόλις είχε συμφωνήσει να ταξιδέψει ως την Ταϊβάν λίγες μέρες μετά την επιστροφή της στη Νέα Υόρκη, για να διαχειριστεί μια κρίση στο εργοστάσιό τους εκεί. Ο Ζαν-Σαρλ φάνηκε να απογοη360
τεύεται όταν του το είπε. Αλλά η αλήθεια ήταν πως η Τίμι δεν έπαυε να έχει μια αυτοκρατορία στα χέρια της, έστω κι αν τους είχε συμβεί κάτι το τόσο μοναδικό μια μέρα πριν. «Εργάζεσαι πολύ σκληρά, Τίμι» σχολίασε ο Ζαν-Σαρλ και εκείνη δεν το αρνήθηκε. Δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Τη γνώριζε ήδη πολύ καλά και το είχε διαπιστώσει και μόνος του. Έτσι κι αλλιώς, δεν θα το είχε αρνηθεί. Ήθελε να του δώσει να καταλάβει ποια πραγματικά ήταν, ενώ την ίδια στιγμή ήθελε να μάθει περισσότερα για αυτόν. Πώς ήταν η ζωή του μεγαλώνοντας, σε ποιο σχολείο είχε φοιτήσει, πώς ήταν η οικογένειά του, πόσα αδέρφια είχε, τι χαρακτήρα είχαν τα παιδιά του, ποια ήταν τα όνειρά του, οι κρυφές αγωνίες του και, εντέλει, τι ζητούσε από εκείνη. Ήθελε να τα μάθει όλα. Ο Ζαν-Σαρλ ήξερε ήδη τα πιο μύχια μυστικά της, όπως και όλα τα ορόσημα της ζωής της. «Τι θα κάνουμε;» τον ρώτησε η Τίμι, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Ήταν πέντε το απόγευμα για εκείνη, έντεκα το βράδυ για τον Ζαν-Σαρλ. Τους χώριζαν πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα και σύντομα αυτή η απόσταση θα διπλασιαζόταν. Και η Τίμι ήξερε πως, αν είχε έστω και μια στάλα λογικής, θα άκουγε τη συμβουλή της Τζέιντ και θα περίμενε ώσπου να ελευθερωθεί από τον γάμο του, ή τουλάχιστον ώσπου να μετακομίσει από το διαμέρισμά του, προτού μπλεχτεί μαζί του. Ωστόσο κάτι συνέβαινε και στους δύο ταυτόχρονα και η Τίμι ένιωθε να χάνει το μυαλό της για χάρη του. Τα συναισθήματα που την
είχαν 361 κατακλΰσει ήταν τέτοια, που είχαν αμβλύνει τον φριχτό πόνο της απώλειας του Μπλέικ. «Δεν ξέρω τι θα κάνουμε» της απάντησε με ειλικρίνεια. «Χρειαζόμαστε λίγο χρόνο για να το ανακαλύψουμε» συνέχισε προσεκτικά. «Όλα αυτά είναι πρωτόγνωρα για μένα. Πρώτη φορά αισθάνομαι έτσι». Ήταν πενήντα εφτά χρονών και η Τίμι ήταν εννέα χρόνια νεότερη, και μήτε εκείνη θυμόταν να είχε νιώσει έτσι ποτέ. Ούτε καν με τον Ντέρεκ, την εποχή που ήταν ερωτευμένη μαζί του. Και σίγουρα με κανέναν άλλον έκτοτε. Αυτή ήταν μια μοναδική εμπειρία στη ζωή της, όπως ήταν προφανώς και στη δική του. «Θα ήθελα να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί. Πότε επιστρέφεις από Ταϊβάν;» «Μονάχα λίγες μέρες θα μείνω, ελπίζω. Φεύγω Δευτέρα και θα πρέπει να βρίσκομαι πίσω το Σαββατοκύριακο». «Τότε ίσως μπορώ να έρθω στην Καλιφόρντα μετά το ταξίδι σου» είπε ήρεμα ο Ζαν-Σαρλ, και ένα ρίγος ενθουσιασμού διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της. Όλο αυτό εξελισσόταν υπερβολικά γρήγορα. Δεν είχε ιδέα πώς να το αντιμετωπίσει, πώς να υπερασπιστεί τον εαυτό της, ούτε αν χρειαζόταν να το κάνει. Είχε ανάγκη από χρόνο να επεξεργαστεί την
κατάσταση, το ίδιο και ο Ζαν-Σαρλ. Της είχε πει ήδη πως δεν θα μετακόμιζε πριν από τον Ιούνιο. Σε τέσσερις μήνες από τώρα. Και αν στο μεταξύ άλλαζε γνώμη και δεν μετακόμιζε, όπως είχε κάνει ο φίλος της Τζέιντ; Τι θα γινόταν αν συνέχιζε να μένει εκεί για πάντα, δελεάζοντάς τη με υποσχέσεις, όταν πια θα ήταν εξαρ362 τημένη από εκείνον; Αλλά ακόμα και τη στιγμή που έκανε αυτές τις σκέψεις, είχε επίγνωση πως ήταν πρόθυμη να πάρει το ρίσκο. Ήθελε να έρθει ο Ζαν-Σαρλ στην Καλιφόρνια, για να συναντηθούν όσο πιο γρήγορα γινόταν. Είχαν και οι δύο ανάγκη να ανακαλύψουν τι τους συνέβαινε. «Ο γάμος μου έχει πεθάνει εδώ και χρόνια» της εξήγησε, όπως είχε κάνει και προηγουμένως. Αλλά η Τίμι το είχε καταλάβει ήδη από τον Οκτώβρη, και μάλιστα πιο καθαρά από όσο ενδεχομένως το είχε αντιληφθεί ο ίδιος. Η καρδιά του είχε αποδεσμευτεί πριν από πολύ καιρό, απλώς είχε ξεχάσει πού βρισκόταν και πώς να τη χειριστεί. Και να που τώρα είχε ζωντανέψει σαν άνθρωπος που ξυπνούσε από πολύχρονο ύπνο, και η Τίμι ένιωθε να λιώνει για χάρη του. Δεν ήταν ένα απλό ξελόγιασμα, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο αυτό που συνέβαινε, όμοιο με παλιρροϊκό κύμα που τους τραβούσε και τους δύο στα βαθιά σπάζοντας τους κάβους, παρα-σέρνοντάς τους γαντζωμένους τον έναν πάνω στον άλλον για να σωθούν. Και το χειρότερο από όλα ήταν
ότι κανείς από τους δυο δεν είχε σωσίβιο, και το ήξεραν. Η Τίμι το αντιλαμβανόταν πλήρως καθώς μιλούσαν. Κουβέντιασαν για μια ώρα και έκλεισαν όταν ήταν περασμένα μεσάνυχτα για εκείνον. Η Τίμι έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με τη σκέψη του στο μυαλό της. Και συνέχισε να τον σκέφτεται και αρκετά αργότερα, την ώρα που θεωρητικά εκείνος κοιμόταν, και όταν η ώρα πήγε τρεις το βράδυ στο Παρίσι, άκουσε ήχο ήλεκτρο-νικού μηνύματος στα εισερχόμενά της. Μόλις είχε δει363 ττνησει παρέα με τον Ντέιβιντ και την Τζέιντ, και οι δυο βοηθοί της είχαν γυρίσει στα δωμάτιά τους. Ήταν μόνη όταν έλαβε το μέιλ του. «Αγαπημένη Τίμι, σε σκέφτομαι και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Συλλογίζομαι όλα όσα μας συνέβησαν τις τελευταίες δυο ημέρες. Μήτε εγώ έχω ιδέα τι σημαίνει όλο αυτό, ό,τι και να σημαίνει όμως, πρόκειται για το συγκλονιστικότερο πράγμα που μου συνέβη ποτέ. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό με όλο μου το είναι. Είσαι μοναδική γυναίκα και δεν μπορώ να φανταστώ τι έγινε και ξαφνικά στάθηκα τόσο τυχερός. Κοιμήσου γλυκά. Θα βρίσκεσαι στα όνειρά μου. Je t’embrasse fort. Ζ.-Σ.» Και να που τώρα τη φιλούσε «με πάθος». Καταλάβαινε ότι αυτό σήμαινε η τελευταία φράση του. Αλλά και όλα τα
προηγούμενα την έκαναν άνω κάτω. Ένιωθε πιο παραζαλισμένη από ποτέ καθώς διάβαζε και ξαναδιάβαζε το μήνυμά του. Δεν είχε διαβάσει κάτι πιο ρομαντικό στη ζωή της. Έμοιαζαν με παιδιά που έστελναν ραβασάκια στη διάρκεια του μαθήματος. Του απάντησε αμέσως. «Αγαπημένε Ζ.-Σ., μου λείπεις. Πώς είναι δυνατόν να νοσταλγείς κάποιον που γνωρίζεις ελάχιστα; Συμβαίνει όμως. Σε σκέφτομαι διαρκώς. Έλα στην Καλιφόρνια γρήγορα, όποτε μπορέσεις. Νομίζω ότι έχουμε πολλά να πούμε. Κι εγώ je t’embrasse fort. Τ.» Καθώς έστελνε το μήνυμα, δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί αν θα κοιμόντουσαν μαζί όταν ερχόταν στην Καλιφόρνια ^ερχόταν. Πίστευε πως δεν έπρεπε. "Ισως όχι μέχρι να φύγει από το σπίτι του, τον Ιούνιο. Αυτή έμοιαζε να είναι η 364 μόνη λογική κίνηση. Και αυτό επειδή, με έναν άντρα τόσο συναρπαστικό όσο ο Ζαν-Σαρλ, θα ήταν εύκολο να χάσει το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Και από τη στιγμή που θα κοιμόταν μαζί του, θα του ανήκε, ψυχή τε και σώματι. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό, καθώς πήγαινε για ύπνο εκείνο το βράδυ. Όσο και αν τη συγκινούσε, ήταν αποφασισμένη να κρατήσει τη σχέση τους αγνή. Θα του το διευκρίνιζε πριν έρθει στην Αμερική. Τελικά του το είπε αργότερα το ίδιο βράδυ σε μια δεύτερη ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων. Στο Παρίσι
είχε ξημερώσει πια και ο Ζαν-Σαρλ τής είπε πως είχε δει τον ήλιο να ανατέλλει με τη σκέψη της στο μυαλό του. Το πράγμα σοβάρευε και γινόταν πιο παθιασμένο ώρα με την ώρα. Παρ’ όλα αυτά, συμφώνησε και εκείνος πως δεν ήταν σωστό να κοιμηθούν μαζί όταν θα ερχόταν να τη δει. Της φερόταν με τον μέγιστο σεβασμό. Και συμμορφωνόταν με τα συναισθήματά της. Κανείς δεν το είχε κάνει αυτό μέχρι τότε. Πράγματι, ήταν ένας αξιοθαύμαστος άντρας. Η Τίμι δεν καταλάβαινε πώς η γυναίκα του ήταν πρόθυμη να τον αφήσει να φύγει, πώς είχε επιτρέψει στον εαυτό της να τον χάσει, ούτε για ποιον λόγο είχε προτιμήσει να ακολουθήσουν χωριστούς δρόμους όλα αυτά τα χρόνια. Σκεφτόταν πως, αν ήταν εκείνη παντρεμένη με έναν τέτοιον άντρα, δεν θα τον άφηνε ποτέ να φύγει. Ούτε σε ένα εκατομμύριο χρόνια. Έκανε τους άντρες σαν τον Ζακ να μοιάζουν εξευτελιστικά λειψοί και η σύντομη σχέση της μαζί του και με άντρες σαν αυτόν έμοιαζε τώρα ακόμα πιο παράλογη. 365 Το επόμενο πρωί ξύπνησε κουρασμένη, ωστόσο πήγε στο εργοστάσιό τους στο Νιου Τζέρσι. Συναντήθηκε με τον διευθυντή και συζήτησαν όλα τα προβλήματα που είχαν προκύψει εκεί. Είχε πολλές σκοτούρες στο μυαλό της εκείνη την περίοδο.
Όσο καιρό έμεινε στη Νέα Υόρκη, ο Ζαν-Σαρλ δεν σταμάτησε να της τηλεφωνεί και να της στέλνει μηνύματα, και η Τίμι ένιωθε σαν να επέστρεφε στο Λος Άντζελες φέρνοντας μαζί της έναν σπάνιο θησαυρό. Είχε ταξιδέψει στο Παρίσι για δουλειά και είχε ερωτευτεί έναν υπέροχο άντρα. Το συζήτησε ξανά με την Τζέιντ στον δρόμο της επιστροφής. Η Τζέιντ εξακολουθούσε να είναι επιφυλακτική μαζί του, βασισμένη στις δικές της προηγούμενες εμπειρίες, πράγμα που δεν το αρνούνταν. Δεν ήθελε να δει την Τίμι να πληγώνεται τόσο άσχημα όσο είχε πληγωθεί η ίδια και της τόνισε ακόμα μια φορά πως ήταν ένα πολύ πιθανό ενδεχόμενο. «Απλώς προσπάθησε να διατηρήσεις τη λογική σου» τη συμβούλεψε, λες και μιλούσε σε παιδί και όχι σε γυναίκα που ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή της και είχε γνώση του κόσμου, έστω και αν δεν είχε βγει ποτέ με παντρεμένο άντρα και αναγκαζόταν να υπενθυμίζει διαρκώς στον εαυτό της πως δεν έπρεπε να βιάζεται. Υπεν-θύμιση που δεν είχε κανένα νόημα. Αν έκαναν κάτι, ήταν ακριβώς αυτό. Βιάζονταν. Και ώσπου να φύγει για την Καλιφόρνια, τέσσερις μέρες αργότερα, ο ΖανΣαρλ ήταν ακόμα πιο ερωτευμένος μαζί της. 366 Η Τίμι κοιμήθηκε σε όλη τη διάρκεια της πτήσης προς την
Καλιφόρνια και, όταν μπήκε στο σπίτι του Μπελ Ερ, ένιωσε σαν να είχαν αλλάξει τα πάντα. Ένα αστροπελέκι είχε πέσει πάνω στη ζωή της στο Παρίσι, με τη μορφή του Ζαν-Σαρλ Βερνιέ. Τώρα πια της τηλεφωνούσε συνέχεια, όλες τις ώρες της ημέρας, και της μιλούσε τρυφερά για όσα ένιωθε γι’ αυτήν. Κανείς από τους δυο τους δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τι είχε συμβεί, μήτε για ποιον λόγο, ό,τι και να ήταν όμως, φώτιζε τον κόσμο τους σαν φάρος φωτεινός μες στο σκοτάδι. Συζητούσαν, γελούσαν, μοιράζονταν μυστικά, εξηγούσαν καθετί που έκαναν, μιλούσαν για τους αγαπημένους τους ανθρώπους, για τις ζωές τους όσο μεγάλωναν. Ο Ζαν-Σαρλ ήταν ο μεγαλύτερος από πέντε αδέρφια, φρόντιζε τους γονείς του, ένιωθε υπεύθυνος για τους αδερφούς και τις αδερφές του, τους έβλεπε όσο συχνότερα μπορούσε και ένιωθε πως είχε την υποχρέωση να είναι στυλοβάτης για όσους αποτελούσαν τον κόσμο του. Οι απόψεις του ήταν πολύ «γαλλικές», κάπως παλιομοδίτικες, εξαιρετικά ευπρεπείς, και ο ίδιος βασανιζόταν από ενοχές και τύψεις για το ως τότε αδιανόητο και τελικά αναπόφευκτο διαζύγιό του, που θα ήταν το πρώτο στην οικογένεια. Ακόμα περισσότερο τώρα, που η Τίμι είχε γίνει το αντικείμενο του έρωτά του. Ώσπου να φύγει για την Ταϊβάν, την Τετάρτη, μιλούσαν κάμποσες φορές την ημέρα και παραδέχονταν ο ένας στον άλλον ότι ήταν ερωτευμένοι, πράγμα που αποδείκνυαν οι συζητήσεις τους, τα αλλεπάλληλα μηνύματα στον υπολογιστή, οι εξομολογήσεις
και οι παραδο367 χές τους, και όλα αυτά που ανακάλυπταν ο ένας για τον άλλον. Η Τίμι ήταν αποσβολωμένη. «Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν» του είπε, προσπαθώντας να κρατηθεί από ένα τελευταίο ψήγμα πνευματικής διαύγειας, προτού φύγει για Ταϊπέι. «Προφανώς, συμβαίνουν» απάντησε ήρεμα ο Ζαν-Σαρλ. Τον περισσότερο καιρό ήταν εξίσου αποπροσανατολισμένος με την Τίμι. Της είπε ότι την προηγούμενη μέρα λίγο είχε λείψει να ρωτήσει μια γυναίκα ασθενή του πώς πήγαινε με τον προστάτη της, ενώ διάβαζε προσεκτικά τον λάθος φάκελο και κανονικά θα έπρεπε να την παραπέμψει σε οφθαλμίατρο για επέμβαση καταρράκτη. Κανείς από τους δυο τους δεν κοιμόταν, ούτε τρεφόταν σωστά τις τελευταίες μέρες. Η Τίμι δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για την κρίση στο εργοστάσιο της Ταϊπέι. Ήταν ολότελα αφηρημένη και, όποτε της απηύθυναν τον λόγο ο Ντέιβιντ και η Τζέιντ, τους απαντούσε χαρούμενα και εντελώς αόριστα. «Νομίζω ότι χάνω το μυαλό μου» είπε στον Ζαν-Σαρλ στο τηλέφωνο και, πράγματι, ακουγόταν ανήσυχη. Στην πραγματικότητα είχαν χάσει και οι δύο το μυαλό
τους στο Παρίσι και συγκεκριμένα στο Πλάζα Ατενέ, την ημέρα της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου. «Πίστευα πάντοτε πως τα άτομα που κάνουν αυτού του είδους τα πράγματα είναι θεοπάλαβα. Όποτε μου έλεγε κάποιος πως είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα, έκανα τη σκέψη πως έπρεπε να του φορέσουν ζουρλομανδύα. Και να που τώρα το παθαίνω εγώ». Ήταν και οι δύο ευγνώμονες προς τον 368 κοινό φίλο που είχε συστήσει στην Τίμι τον Ζαν-Σαρλ σε περίπτωση επείγουσας ιατρικής ανάγκης όσο θα βρισκόταν στο Παρίσι. «Ακόμη το παθαίνεις;» ρώτησε ο Ζαν-Σαρλ απογοητευμένος. «Εγώ το έχω ήδη πάθει και σε έχω ερωτευτεί. Νόμιζα πως ήταν και για σένα το ίδιο». «Το ξέρεις πως είναι» του είπε τρυφερά. Μόλις μια βδομάδα νωρίτερα ήταν και οι δύο λογικοί άνθρωποι, με καριέρες που τους ένοιαζαν και τις έλεγχαν με αποτελε-σματικότητα. Ήταν κύριοι του κόσμου τους. Τώρα ο Ζαν-Σαρλ δυσανασχετούσε όταν αναγκαζόταν να δει τους ασθενείς του και η Τίμι δεν έδινε δεκάρα για τη θερινή ή τη χειμερινή σειρά της επόμενης χρονιάς. Η μόδα έξαφνα είχε γίνει αδιάφορη, ή τουλάχιστον πολύ λιγότερο ενδιαφέρουσα από τον Ζαν-Σαρλ. Και εκείνος αναγκαζόταν να πιέσει τον εαυτό του για να δώσει
σημασία στους ασθενείς του, στα ραντεβού του, στις επισκέψεις κατ’ οίκον και στις βάρδιες στο νοσοκομείο. Η μοναδική ασθενής στην οποία ήθελε να μιλήσει ήταν η Τίμι, και πάλι δεν ήταν πια ασθενής, ή, αν μη τι άλλο, δεν ήταν προς το παρόν. Είχε εκμυστηρευτεί στον καλύτερό του φίλο στο Παρίσι, έναν ακτινολόγο που θεωρούσε την αμηχανία του απολαυστική, πως είχε αρχίσει να πιστεύει ότι η Τίμι ήταν ο έρωτας της ζωής του. Δεν είχε ιδέα πώς είχε καταφέρει να ζήσει χωρίς αυτήν, αλλά ούτε η Τίμι ήταν σε θέση να φανταστεί πώς ήταν η ζωή της πριν απ’ τα αδιάκοπα τηλεφωνήματα και τα μέιλ του που της φανέρωναν πόσο συνεπαρμένος ήταν μαζί της, πόσο ΕΡΩΤΑΣ ΕΕ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ 369 σημαντική ήταν για εκείνον και πόσο υπέροχη ταυτόχρονα. Ήταν μια χιονοστιβάδα συναισθημάτων που πλημμύριζε τα πάντα στη ζωή τους με ομορφιά και δέος και τους έδινε αυτό που και οι δύο είχαν χάσει χρόνια πριν, το δώρο της ελπίδας. Ξαφνικά η ζωή ήταν καινούργια και διαφορετική. Η Τίμι δεν μπορούσε να φανταστεί με τι τρόπο θα γεφύρωναν τις αποστάσεις και αν ήταν δυνατόν να συνδυαστούν δύο πολύ απαιτητικές καριέρες. Ο Ζαν-Σαρλ είχε στο Παρίσι τρία παιδιά που λάτρευε. Είχαν ευθύνες και καθήκοντα, εκείνος είχε μια μεγάλη οικογένεια με την οποία ήταν πολύ δεμένος, χώρια
που δεν ήταν καν χωρισμένος ακόμη. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν εντελώς παράλογο όλο αυτό' μια πρόκληση, στην καλύτερη περίπτωση. Ωστόσο η Τίμι αναγνώριζε πως ήταν η πιο γλυκιά τρέλα που είχε κάνει στη ζωή της. Όταν παντρεύτηκε τον Ντέρεκ, δούλευαν ήδη δύο χρόνια μαζί για την αντρική σειρά ρούχων και η αγάπη τους ήταν μια αργή εξέλιξη της φιλίας τους και του κοινού ενδιαφέροντος τους για την επιχείρηση. Τούτο εδώ ήταν ένα εκκωφαντικό μπουμπουνητό στον καλοκαιρινό ουρανό, μια αστραπή που είχε ηλεκτρίσει και τους δύο ως τις πιο κρυφές γωνιές τους. Όλα όσα θεωρούσαν ακλόνητα σημεία αναφοράς στις ζωές τους ξάφνου είχαν μετατοπιστεί και είχαν αλλάξει. Μέχρι που ο Ζαν-Σαρλ είχε αρχίσει να έχει κρίσεις πανικού για την ασφάλειά της και την υγεία της και ανησυχούσε που η Τίμι ταξίδευε τόσο μακριά. Η Τίμι είχε πάει στην Ταϊπέι με τον Ντέιβιντ, ενώ η Τζέιντ είχε μείνει στο γραφείο για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα εκεί. Και όπως είχε κάνει στη Νέα Υόρκη και στο Λος Άντζελες, μιλούσε με τον Ζαν-Σαρλ αρκετές φορές τη μέρα από την Ταϊπέι. Γύρισε στο Λος Άντζελες το Σάββατο και ο Ντέιβιντ έθιξε το ζήτημα στη διάρκεια της μακράς πτήσης της επιστροφής. Το ταξίδι είχε πάει καλά και είχαν καταφέρει να λύσουν τα περισσότερα προβλήματα, να διασώ-σουν την ακεραιότητα
του εργοστασίου και να αντικαταστήσουν δύο από τους βασικούς τους υπαλλήλους, για τους οποίους είχαν αποδείξεις πως τους έκλεβαν. Αλλά όλα αυτά στο μυαλό της ωχριούσαν σε σύγκριση με τις συζητήσεις της με τον ΖανΣαρλ. «Φαίνεται πως τα πράγματα με τον γάλλο γιατρό είναι σοβαρά» σχολίασε ο Ντέιβιντ όταν σερβιρίστηκε το δείπνο. Ήξεραν και οι δύο τις απόψεις της Τζέιντ για όλο αυτό, την πεποίθησή της πως η Τίμι δεν έπρεπε καν να τον σκέφτεται μέχρι να οριστικοποιηθεί το διαζύγιό του. Ο Ντέιβιντ ωστόσο ήξερε καλά πως, μερικές φορές, η αληθινή ζωή λειτουργεί με τους δικούς της κανόνες. Ο σωστός συγχρονισμός δεν ήταν στο χέρι κανενός, αλλά υπό τον έλεγχο των θεών, άσχετα με το πόσο συνετός σκόπευε να είναι κανείς. Στη διάρκεια του ταξιδιού είχε παρατηρήσει ότι το κινητό της χτυπούσε διαρκώς. Τελευταία, αντί να δείχνει ενοχλημένη όποτε απαντούσε, εκνευρισμένη με τη διακοπή, εκείνη έλαμπε ολόκληρη και απομακρυνόταν για να μιλήσει με την ησυχία της, ακόμα και όταν είχε κάποια συνάντηση ή βρισκόταν στη μέση μιας 371 σοβαρής συζήτησης για κάποιο ζήτημα ζωτικής σημασίας. Η σιδηρά κυρία που είχε χτίσει την αυτοκρατορία της Τίμι Ο χαχάνιζε και έκανε σαν μαθητριοΰλα όποτε μιλούσε στο
τηλέφωνο. Έμοιαζε να έχει ανθίσει σαν λουλούδι μετά την τελευταία της επίσκεψη στο Παρίσι και τη συνάντησή της με τον Ζαν-Σαρλ στο Πλάζα Ατενέ, την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Τα συναισθήματα του ενός για τον άλλον αυξάνονταν λογαριθμικά μέρα με τη μέρα. Στον Ντέιβιντ άρεσαν όλα όσα έβλεπε, όπως και η ηρεμία που της χάριζε αυτός ο άντρας. Ήταν ακριβώς το είδος του συντρόφου που ήλπιζε να βρει κάποτε η Τίμι. Ένας άντρας ευγενικός, έξυπνος, αξιόπιστος, υπεύθυνος, ένας άντρας με περιεχόμενο και αρχές, σεβαστός στον κόσμο του και αισίως ικανός να αντιμετωπίσει τον δικό της κόσμο, χωρίς μικροπρεπείς ζήλιες ή απώτερα κίνητρα, όπως όλοι οι ανάξιοι άντρες που είχαν εμφανιστεί πριν από αυτόν και στους οποίους είχε αναζητήσει καταφύγιο η Τίμι για να γλιτώσει από τη μοναξιά και την απομόνωση. Το μόνο αρνητικό που έβλεπε μέχρι στιγμής ο Ντέιβιντ ήταν η γυναίκα του, με την οποία δεν είχε χωρίσει ακόμη, μολονότι ισχύ ρόταν πως σκόπευε να το κάνει. Παρ’ όλα αυτά, η διαίσθηση του Ντέιβιντ του έλεγε πως, αν αυτός ο άντρας διατεινόταν πως θα ελευθερωνόταν από τα δεσμά του γάμου του, το δίχως άλλο θα το έκανε. Σε αντίθεση με την Τζέιντ, η οποία δεν εμπιστευόταν κανέναν άντρα που εξακολουθούσε να είναι νόμιμα παντρεμένος, και ήταν απολύτως βέβαιη πως θα κοροΐδευε
372 την Τίμι χωρίς οίκτο, θα της ράγιζε την καρδιά και ύστερα θα την ξεφορτωνόταν. «Ποιο είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί;» ρώτησε με φιλοσοφική διάθεση ο Ντέιβιντ καθώς τελείωναν το δείπνο στο αεροπλάνο. «Μπορεί να σε παρατήσει, να σε εξαπατήσει και να σε αναστατώσει. Και λοιπόν; Έχεις βγει ζωντανή από πολύ χειρότερα. Αξίζει να πάρεις το ρίσκο. Από όλα όσα μου έχεις πει, το πώς σε φρόντισε τον Οκτώ-βρη και το πόσο ξετρελαμένος είναι μαζί σου, εγώ τον εμπιστεύομαι. Μη με ρωτάς γιατί, αλλά τον εμπιστεύομαι. Μου το λέει το ένστικτό μου πως θα είσαι μια χαρά». «Αυτό να το πεις στην Τζέιντ» είπε αναστενάζοντας η Τίμι. Προσπαθούσε να λέει στη βοηθό της όσο το δυνατόν λιγότερα, όπως και σε όλους τους άλλους προς το παρόν. Στη διάρκεια του ταξιδιού με τον Ντέιβιντ ωστόσο, είχε γίνει φανερό τι συνέβαινε, και εφόσον εκείνος ήταν τόσο ενθουσιώδης με τη σχέση της, τις τελευταίες μέρες ήταν και εκείνη αρκετά εξομολογητική μαζί του. «Νομίζω πως αυτό που με τρομάζει είναι το πόσο γρήγορα γίνονται όλα. Ποτέ δεν εμπιστεύτηκα τις καταστάσεις που εξελίσσονται τόσο ραγδαία. Πίστευα πάντοτε πως τα ωραία πράγματα θέλουν χρόνο, και μάλιστα άφθονο». Αλλά η αλήθεια ήταν πως
ούτε οι επιχειρήσεις εξελίσσονταν έτσι. Ορισμένες από τις πιο σωστές αποφάσεις της είχαν παρθεί αστραπιαία, όπως είχε συμβεί με το αναπάντεχο ειδύλλιο στο Παρίσι. Όλο αυτό είχε μπει στη ζωή τους πανέτοιμο και πλήρως σχηματισμένο. Δεν είχε υπάρξει βρεφικό στάδιο. 373 «Νομίζω ότι συμβαίνει μ’ αυτό τον τρόπο κάποιες φορές» είπε ήρεμα ο Ντέιβιντ και την κοίταξε με ζεστό χαμόγελο. «Ελπίζω να πετύχει. Έχω την εντύπωση πως θα πετύχει. Χαίρομαι για σένα, Τίμι. Το αξίζεις. Κανείς δεν μπορεί να κουβαλάει για πάντα το φορτίο του μονάχος. Σπρώχνεις τον βράχο σου στην ανηφόρα μόνη εδώ κι εγώ δεν ξέρω πόσο καιρό. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνεις. Και τις περισσότερες φορές φαίνεται να το κάνεις εύκολα και αβίαστα. Νομίζω πως θα τα είχα παρατήσει όλα πριν από χρόνια, αν ήμουν στη θέση σου». Ειδικά μετά τα σκληρά χτυπήματα που είχε δεχτεί, τον χαμό του γιου της και αμέσως μετά την εγκατάλειψη από τον άντρα της με τόσο συγκλονιστικό τρόπο. Και μόνο αυτά θα ήταν αρκετά για να σωριάσουν καταγής τους πιο αδύναμους και να τους αποκαρδιώσουν μια για πάντα. Και της Τίμι τα φτερά είχαν κοπεί, αλλά εκείνη είχε συνεχίσει παρ’ όλα αυτά, με πραγματική τόλμη και το είδος της σκυλιασμένης αποφασιστικότητας που την είχε κάνει αυτή που ήταν. Είχε κερδίσει τα πάντα με το αίμα της. «Το ξέρω πως είναι νωρίς ακόμη, πολύ νωρίς. Αλλά
πιστεύω πως θα είναι κάτι καλό για σένα». «Ξέρω πως ακούγεται τρελό» του είπε χαμηλόφωνα «αλλά το ίδιο πιστεύω κι εγώ. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω σε κάποιον που έχει σώας τας φρένας. Σε όποιον κι αν πω ότι ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά στο Πλάζα Ατενέ, θα με κλείσει σε ψυχιατρείο. Και αν κάποιος έλεγε το ίδιο σ’ εμένα, το πιθανότερο ήταν να τον θεωρούσα κι εγώ τρελό. Αλλά αυτό μοιάζει σωστό και στους δυο μας, 374 ή τουλάχιστον δείχνει πως θα μπορούσε να είναι. Και δεν έχω πάει στο κρεβάτι μαζί του, δεν τον έχω καν φιλήσει». «Ε, τότε θα έχεις κάτι να περιμένεις με ανυπομονησία» την πείραξε ο Ντέιβιντ. «Δεν είμαι καν σίγουρη πως θα το κάνω. Για κάποιο διάστημα, εν πάση περιπτώσει. Νομίζω ότι θέλω να περιμένω για να κοιμηθώ μαζί του μέχρι να μετακομίσει, τον Ιούνιο. Έτσι, για κάθε ενδεχόμενο, και για να βεβαιωθώ πως πράγματι θα απομακρυνθεί από τα εχθρικά εδάφη». Ήταν αυτό που υπαγόρευε η λογική, η Τίμι το είχε πει ξανά στον Ζαν-Σαρλ το προηγούμενο βράδυ στο τηλέφωνο και εκείνος είχε συμφωνήσει. Ήθελε να κάνει αυτό που ήταν σωστό για εκείνη και σεβόταν τις επιθυμίες της. Παρ’ όλα αυτά, είχαν
βάλει τα γέλια και οι δυο συμφωνώντας πως οι τέσσερις μήνες μέχρι τον Ιούνιο θα ήταν ατέλειωτοι. «Ξέρω πως, ό,τι και αν συμβεί, θα κάνεις το σωστό» τη διαβεβαίωσε ο Ντέιβιντ. «Και μην είσαι πολύ σκληρή με τον εαυτό σου αν τύχει να αλλάξεις γνώμη και καταλήξεις στο κρεβάτι μαζί του πριν απ’ τον Ιούνιο. Υπάρχουν και χειρότερα πράγματα σ’ αυτή τη ζωή. Πολλές φορές είναι δύσκολο να επιβραδύνεις το τρένο. Μπορεί και να μη χρειάζεται καν να το επιβραδύνεις, αν πράγματι αγαπιόσαστε». Έτρεφε βαθύ σεβασμό για την κρίση της, τη σοφία της, την ακεραιότητα που είχε ως άνθρωπος, και το γεγονός πως είχε χαρίσει την καρδιά της στον Ζαν-Σαρλ τού έλεγε πολλά. Ήταν κάτι που δεν την είχε δει να κάνει μέχρι τότε, ούτε και περίμενε πως θα έβλεπε 375 ποτέ. Η Τίμι δεν θα χάριζε την καρδιά της σε οποιονδή-ποτε. Έπρεπε να είναι ένας άντρας πολύ ξεχωριστός για να της γεννήσει τέτοια συναισθήματα. Η ίδια ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Δεν είχε απολύτως καμία αμφιβολία για τον Ζαν-Σαρλ και εμπιστευόταν το αλάθητο ένστικτό της και αυτή τη φορά. Ήταν πεπεισμένη πως είχε δίκιο για τον χαρακτήρα του. Η πτήση της επιστροφής ήταν πολύωρη και η Τίμι επιτέλους κοιμήθηκε. Ύστερα άφησε τον Ντέιβιντ στο διαμέρισμά του
και συνέχισε για το σπίτι της στο Μπελ Ερ, όπου ο οδηγός της τη βοήθησε με τις βαλίτσες. Δεν είχε προλάβει καλά καλά να μπει στο σπίτι, όταν χτύπησε το κινητό της. Απάντησε πιστεύοντας πως θα ήταν ο Ζαν-Σαρλ, αλλά αντί για εκείνον άκουσε την Τζέιντ. «Πώς ήταν το ταξίδι;» . «Μακρύ» απάντησε η Τίμι. Ένιωθε ωραία που είχε γυρίσει και θα ένιωθε ακόμα καλύτερα όταν θα κοιμόταν στο δικό της κρεβάτι. Είχε την αίσθηση πως ταξίδευε μια ζωή, ύστερα από τις εβδομάδες στην Ευρώπη και τώρα στην Ταϊπέι. «Αλλά καλό». Της μίλησε για τα προβλήματα που είχαν λύσει με τον Ντέιβιντ. Το ταξίδι είχε πάει πολύ καλύτερα από τις προβλέψεις τους. «Λυπάμαι που θα σου το πω, αλλά είναι ανάγκη να πας στη Νέα Υόρκη αύριο. Το σωματείο έκλεισε το εργοστάσιο στο Νιου Τζέρσι στη διάρκεια της πτήσης σου. Θέλουν να πας εκεί για διαπραγματεύσεις. Θα πρέπει να βρεις μια λύση γρήγορα, ειδάλλως θα χάσουμε όλες τις ανοιξιάτικες παραδόσεις μας. Το σιχαίνομαι όταν 376 σου φέρνω τέτοια νέα. Είπα στους δικηγόρους πως δεν θα μπορούσες να το κάνεις και μου απάντησαν πως πρέπει πάση
θυσία να βρεις τον τρόπο». «Διάολε» μονολόγησε η Τίμι και κάθισε. «Δεν πάνε δέκα λεπτά που γύρισα. Πότε πρέπει να φύγω;» «Σου έχω κλείσει εισιτήριο για αύριο το μεσημέρι. Όλο και κάτι μπορεί να αλλάξει το πρωί. Αν και, τουλάχιστον μέχρι τις έξι το απόγευμα, τα σημάδια δεν ήταν θετικά. Θα τους τηλεφωνήσω στις εφτά από το σπίτι μου. Μάλλον δεν θα χρειαστεί να μείνεις πάνω από μια δυο μέρες. Μόλις μίλησα με τον Ντέιβιντ και μου είπε ότι θα έρθει μαζί σου. Αυτή την περίοδο θα πρέπει να νιώθεις σαν να ταξιδεύεις στο διάστημα. Προσπάθησα να σε απαλλάξω από αυτό το ταξίδι, αλλά στάθηκε αδύνατον». Ήξερε πως η Τίμι ήταν εξουθενωμένη. Έκλεισαν το τηλέφωνο και η Τίμι κοίταξε τη βαλίτσα της. Δεν είχε νόημα να την αδειάσει. Απλώς θα έπαιρνε τα ίδια πράγματα στη Νέα Υόρκη. Και ενώ σκεφτόταν πως έπρεπε ακόμα μια φορά να μπει σε αεροπλάνο, χτύπησε το κινητό της. Ήταν ο Ζαν-Σαρλ. Όταν του μίλησε για το ταξίδι στη Νέα Υόρκη και για τους λόγους που την ανάγκαζαν να το κάνει, ακολούθησε μακρά σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής. Ο Ζαν-Σαρλ σκεφτόταν. Η Τίμι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ξαφνικά ένιωθε τόσο κουρασμένη. Και σιχαινόταν τις διαπραγματεύσεις με τα σωματεία. Ήταν πάντα τόσο αναθεματισμένα παράλογοι και η ίδια δεν είχε το περιθώριο να χάσει όλες τις ανοιξιάτικες παραδόσεις της. Απλώς δεν ήταν δίκαιο.
«Και αν σε συναντούσα εκεί;» τη ρώτησε διατακτικά, χωρίς να θέλει να υπεισέλθει στα επαγγελματικά της. Αλλά πέθαινε από τη λαχτάρα να τη δει και έξαφνα έβλεπε το χέρι της Θείας Πρόνοιας να του προσφέρει ένα αναπάντεχο δώρο. «Μιλάς σοβαρά;» Η Τίμι χαμογέλασε και ένιωσε κάτι στο στομάχι της να αναπηδά και να φτερουγίζει, σαν μικροσκοπικός αθλητής της ενόργανης γυμναστικής που έκανε τούμπες στον αέρα. Χρειαζόταν λίγο χρόνο για να συνηθίσει στην ιδέα των όσων της έλεγε και να βεβαιωθεί πως ήταν αληθινά. Μια συνάντηση μαζί του στη Νέα Υόρκη, τόσο σύντομα, θα ήταν αναμφισβήτητα πραγματική και απτή, ίσως περισσότερο από αυτό που η ίδια ήταν σε θέση να διαχειριστεί αυτή τη στιγμή. Δεν ήταν βέβαιη. Αλλά η επιθυμία της να τον ξαναδεί και να διαπιστώσει τι ακριβώς ήταν αυτό ήταν ισχυρότερη από τον φόβο της. «Απολύτως. Εκτός και αν το θεωρείς αδιακρισία, με τα προβλήματα που έχεις να αντιμετωπίσεις εκεί». «Θα χρειαστώ μια δυο μέρες για να μιλήσω με τους δικηγόρους του σωματείου και να δω πόσο άσχημα είναι τα πράγματα. Όμως... θα ήθελα να σε δω...» του απάντησε γλυκά και θυμήθηκε τι του είχε πει, πως δεν μπορούσε να κοιμηθεί μαζί του ή και να θεωρήσει ότι έχει σχέση μαζί του μέχρι τον Ιούνιο, όταν θα έφευγε από το σπίτι του. Έμοιαζε να
είναι η πιο συνετή οδός και ένα πολύ καλύτερο ξεκίνημα, αν περίμεναν να μετακομίσει προτού εμπλακούν σε μια σχέση, έστω και αν ήταν ξε378 τρελαμένοι ο ένας με τον άλλον. Οποιοσδήποτε σώφρων θα είχε τη δύναμη να περιμένει, το ίδιο και εκείνοι, αν αυτό που είχαν ήταν πραγματικό. Ο Ζαν-Σαρλ είχε συμφωνήσει. «Πότε θα πας;» τη ρώτησε επιφυλακτικά. Θα αναγκαζόταν να ακυρώσει τα ραντεβού με τους ασθενείς του και να βρει κάποιον να τον αντικαταστήσει, πράγμα που δεν ήταν πάντα εύκολο. «Αύριο το μεσημέρι» απάντησε η Τίμι με έναν αναστεναγμό. Το μόνο που προλάβαινε να κάνει ήταν να απολαύσει τον ύπνο της για ένα βράδυ και να φύγει ξανά. Δεν ήξερε καν ποια ήταν η τοπική ώρα εκείνη τη στιγμή. Πράγματι ένιωθε σαν να βρίσκεται στο διάστημα. Αλλά ένα κομμάτι όλης αυτής της κατάστασης οφειλόταν στον ενθουσιασμό που ένιωθε για τον Ζαν-Σαρλ. Την αποπροσανατόλιζε, αλλά με τον ομορφότερο τρόπο. «Δεν σου αφήνουν καιρό ούτε ανάσα να πάρεις, έτσι;» σχολίασε με κατανόηση. «Είναι ανάγκη να τα κάνεις όλα μόνη σου;» ρώτησε και ακουγόταν ανήσυχος για εκείνη. «Μα
δεν υπάρχει κανείς να σηκώσει για λίγο αυτό το βάρος;» «Κανείς». Ήξεραν και οι δύο πως ήταν υπερβολικά τελειομανής για να αφήσει οτιδήποτε στην τύχη. Της άρεσε να επιβλέπει τα πάντα προσωπικά και να έχει γνώμη για το καθετί. Ήταν και αυτό μέρος του θρύλου της Τίμι Ο. Έκανε μόνη της σχεδόν τα πάντα, από τον σχεδιασμό των κολεξιόν μέχρι την οργάνωση της κάθε επίδειξης. Ήταν κάτι σαν ταχυδακτυλουργός, μια σχοΐ' 379 νοβάτισσα που κατέπλησσε τα πλήθη, χωρίς δίχτυ τις περισσότερες φορές, αν εξαιρούσες τους πιστούς βοηθούς της, που φρόντιζε να τους έχει πάντα κοντά της. Αλλά η ευθύνη για τη λειτουργία όλης της επιχείρησης ήταν αποκλειστικά δική της. Ο Ζαν-Σαρλ είχε αρχίσει να το καταλαβαίνει πια, καθώς αναγκαζόταν να της τηλεφωνεί σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου. «Θα ήθελες να έρθω στη Νέα Υόρκη την Πέμπτη;» της πρότεινε. «Έτσι θα έχεις τον χρόνο να ασχοληθείς με τα προβλήματα στο Νιου Τζέρσι. Μπορείς να πάρεις λίγες μέρες άδεια; Θα σου έκανε καλό». Και σ’ εκείνον το ίδιο. «Θα προσπαθήσω» του υποσχέθηκε, ενώ το μυαλό της είχε πάρει φωτιά προσπαθώντας να θυμηθεί όλα όσα είχε να
κάνει. Ένιωθε σαν να είχε καθυστερήσει τις δουλειές της και τότε ξαφνικά πήρε ανάσα και συνειδητοποίησε όλα όσα της πρόσφερε ο Ζαν-Σαρλ. Την ευκαιρία να αγαπήσει και να αγαπηθεί, μια φευγαλέα ματιά σε έναν ολοκαίνουργιο κόσμο. «Όχι» είπε και ακουγόταν διαφορετική, πιο δυνατή. Οι προτεραιότητές της είχαν ήδη αρχίσει να μεταβάλλονται τις τελευταίες δύο εβδομάδες. «Θα πάρω». Κράτησε την ανάσα της με τη σκέψη του στο μυαλό της. Όλο αυτό ήταν τρομακτικό και συνάμα υπέροχο, κάτι που δεν περίμενε ποτέ, ένα όνειρο που ούτε σε ένα εκατομμύριο χρόνια δεν θα πίστευε δυνατό να πραγματοποιηθεί. «Μπορείς στ’ αλήθεια να έρθεις στη Νέα Υόρκη;» Ένιωθε σαν παιδί που περίμενε το χριστουγεννιάτικο δώρο του. Τώρα η αναμονή έστω και λίγων 380 ημερών για να τον δει φάνταζε αβάσταχτη. Η μοίρα τους είχε δώσει μια ευκαιρία και κανείς από τους δυο δεν ήταν διατεθειμένος να τη χάσει. Ήταν καιρός να απλώσει το χέρι της για τον μπρούντζινο κρίκο, καθώς το καρουζέλ περιστρεφόταν ξανά και ξανά. Η προοπτική να αποκτήσει τελικά τον κρίκο ήταν συγκλονιστική και για τους δυο. «Και βέβαια μπορώ» τη διαβεβαίωσε ο Ζαν-Σαρλ. «Πώς θα ήταν δυνατόν να μην μπορώ, Τίμι;» απόρησε και ακουγόταν
τόσο γεμάτος αγάπη, που σχεδόν την έκανε να βουρκώσει. Ήθελαν και οι δύο να δουν αν όλο αυτό ήταν πραγματικό, ακόμα και αν ήταν αναγκασμένοι να περιμένουν πολλούς μήνες, μέχρι να είναι νομικά ελεύθερος. «Θέλεις να μείνω σε διαφορετικό ξενοδοχείο;» τη ρώτησε με σύνεση. «Δεν θέλω να σου δημιουργήσω προβλήματα, ούτε να σε φέρω σε δύσκολη θέση». «Νομίζω ότι είμαστε ικανοί να φερθούμε ευπρεπώς» του απάντησε και ακουγόταν σίγουρη για τον εαυτό της. Το παιχνίδι του μπρούντζινου κρίκου εμφανίστηκε στην Αμερική γύρω στο 1890, την εποχή της άνθησης των καρουζέλ. Τα ομοιώματα ζώων της εξωτερικής σειράς συνήθως ήταν σταθερά και δεν ανεβοκατέβαιναν όπως αυτά της εσωτερικής σειράς, που ήταν και περισσότερο δημοφιλή. Για να παρακινήσουν τους αναβάτες να προτιμούν τις εξωτερικές σειρές, οι διοργανωτές επινόησαν αυτό το παιχνίδι, στη διάρκεια του οποίου ο αναβάτης της εξωτερικής σειράς προσπαθούσε να απλώσει το χέρι του και να αρπάξει έναν μπρούντζινο κρίκο που κρεμόταν από έναν μηχανικό διανομέα. Συνήθως αυτός που κατάφερνε να πιάσει τον μπρούτζινο κρίκο ανάμεσα στους υπόλοιπους που ήταν απλώς σιδερένιοι κέρδιζε έναν δωρεάν γύρο με το καρουζέλ. [Σ.τ.Μ.] ΕΡΩΤΑΣ ΕΗ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ
381 «Γιατί δεν μένεις κι εσΰ στο Φορ Σίζονς; Θα είναι ανοησία αν δεν μείνεις». «Θα κάνω κράτηση για την Πέμπτη... Και, Τίμι... σ’ ευχαριστώ που θα με συναντήσεις... και που με αφήνεις να έρθω...» Ακουγόταν συγκινημένος, το ίδιο κι εκείνη. Ένιωθε εξαντλημένη από τα έντονα συναισθήματά της, που είχαν αναδυθεί στην επιφάνεια τις τελευταίες δύο βδομάδες, ίσως και πολύ νωρίτερα. Είχε αρχίσει να σκέφτεται πως όλο αυτό είχε αρχίσει να ζυμώνεται από τη ρήξη της σκωληκοειδίτιδάς της τον περασμένο Οκτώβρη, χωρίς κανείς από τους δυο τους να το έχει αντιληφθεί ή να θέλει να το παραδεχτεί. «Κι εγώ σ’ ευχαριστώ που έρχεσαι στη Νέα Υόρκη» του είπε τρυφερά. Αδημονούσε να τον δει και καταλάβαινε ότι κι εκείνος ήταν αναστατωμένος. «Θα επιστρέψω στο Παρίσι το βράδυ της Κυριακής. Έτσι θα έχουμε στη διάθεσή μας τρεισήμισι μέρες, τέσσερις σχεδόν. Θα πάρω την πρώτη πρωινή πτήση την Πέμπτη και με τη διαφορά ώρας μπορώ να βρίσκομαι στο ξενοδοχείο το μεσημέρι». «Ανυπομονώ» του απάντησε, παρόλο που τώρα ήταν φοβισμένη. Έκαναν ένα βήμα στο μέλλον που είτε θα τους
έφερνε ένα σκαλί πιο κοντά στα όνειρά τους είτε θα τους γκρέμιζε για πάντα. Και τότε πίεσε τον εαυτό της να πειστεί πως ήταν μόνο ένα Σαββατοκύριακο, λίγες ημέρες που θα τις περνούσε μαζί του για να ανακαλύψει ποιος πραγματικά ήταν, όπως κι εκείνος θα έκανε το ίδιο. Ήταν μια εξερευνητική αποστολή για δύο ανθρώπους 382 που είχαν δεχτεί το αστροπελέκι του έρωτα. Αυτό που χρειάζονταν να μάθουν τώρα ήταν αν έπρεπε ή όχι να προχωρήσουν. Μπορεί να έβλεπαν ο ένας τον άλλον και να συνειδητοποιούσαν πόσο ανόητα είχαν φερθεί τις δύο τελευταίες εβδομάδες. Υπήρχε ακόμη η πιθανότητα να ήταν μια ψευδαίσθηση. Αλήθεια ή ψέματα; Όνειρο ή πραγματικότητα; Το μόνο που ήξεραν ήταν πως θα ανακάλυπταν την απάντηση στη Νέα Υόρκη. «Τα λέμε στη Νέα Υόρκη την Πέμπτη» της είπε ευγενικά. «Και τώρα κοιμήσου. Θα μιλήσουμε ξανά αύριο». Τον καληνύχτισε, και όπως έκλεινε το τηλέφωνο, συνειδητοποίησε πως λίγο είχε λείψει να του πει ότι τον αγαπούσε. Πώς ήταν δυνατόν να αγαπάει αυτό τον άντρα που τον γνώριζε ελάχιστα, και μάλιστα σε τόσο σύντομο διάστημα; Τι πήγαιναν να κάνουν; Το μόνο που ήξεραν ήταν πως θα έβρισκαν τις απαντήσεις, ορισμένες τουλάχιστον, στη Νέα Υόρκη. Η Τίμι στάθηκε και
κοίταξε ολόγυρα στην κρεβατοκάμαρά της, νιώθοντας κεραυνοβολημένη άλλη μια φορά, τρομαγμένη, ενώ ο ΖανΣαρλ κοιτούσε έξω από το παράθυρο του γραφείου του στο Παρίσι και τη σκεφτόταν χαμογελώντας. Ποτέ στη ζωή του δεν είχε υπάρξει τόσο ευτυχισμένος. 13 ΚΑΤΑ ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΤΡΟΠΟ, ύστερα από δέκα ώρες την ημέρα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, δίπλα σε ένα τσούρμο δικηγόρους, η Τίμι κατάφερε να λύσει την απεργία στο εργοστάσιο του Νιου Τζέρσι. Τους είχε κοστίσει ακριβά, αλλά το άξιζε. Το εργοστάσιο άνοιξε ξανά το βράδυ της Τετάρτης με νέες αμοιβές για υπερωρίες, καινούργια επιδόματα και υψηλότερους μισθούς για όλο το προσωπικό. Ορισμένες φορές είναι απαραίτητο να ξέρει κανείς πότε πρέπει να είναι σκληρός και πότε πρέπει να υποχωρεί. Η Τίμι διέθετε την απαιτούμενη οξυδέρκεια για να αντιλαμβάνεται τι χρειαζόταν η επιχείρησή της για να διατηρείται ενεργή. Ένιωσε ανακουφισμένη, αν όχι θριαμβεύτρια, όταν το σωματείο έκανε πίσω και οι εργάτες γύρισαν στις δουλειές τους. Ο Ντέιβιντ της έσφιξε το χέρι με θαυμασμό και ύστερα έκλεισε μια θέση για την τελευταία πτήση από Νιούαρκ για Λος Άντζελες, ξαφνιασμένος όταν η Τίμι τού ανήγγειλε ότι θα έμενε στη Νέα Υόρκη. «Χριστέ μου, θα έβαζα στοίχημα ότι ανυπομονούσες όσο εγώ
να γυρίσεις πίσω». Αυτός ήταν και ο λόγος που είχε δύο χρόνια σχεδόν να κάνει σοβαρή σχέση. Πού θα 384 έβρισκε τον απαιτούμενο χρόνο, όταν πετούσαν διαρκώς από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη και αποκεί στο Λος Άντζελες, την Ταϊπέι και ξανά στη Νέα Υόρκη; Όσο δύσκολο κι αν ήταν να το πιστέψει κανείς, η Τίμι δεν έδειχνε ποτέ κουρασμένη. Της άρεσε να λέει πως είχε κράση βοδιού. Στα μάτια του Ντέιβιντ είχε υπερφυσικές ιδιότητες. «Θα πάρω λίγες μέρες άδεια» του εξήγησε ήρεμα. «Γιατί εδώ όμως;» Έδειχνε μπερδεμένος. Έκανε παγωνιά και είχε χιονίσει τρεις φορές μέσα σε δυο μέρες. Το μόνο που ήθελε εκείνος ήταν να γυρίσει στο Λος Άντζελες όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ήταν προφανές πως η Τίμι δεν βιαζόταν να γυρίσει και ο Ντέιβιντ υπέθεσε πως απλώς ήθελε να αποστασιοποιηθεί μετά τα τόσα ταξίδια και τις περίπλοκες διαπραγματεύσεις. Δεν μπορούσε να πει πως δεν την καταλάβαινε και ίσως η Τίμι να το κατά-φερνε πιο εύκολα στη Νέα Υόρκη, πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα από το γραφείο της, παρόλο που οι απαιτήσεις της δουλειάς της την ακολουθούσαν παντού, ακόμα κι εκεί. «Το μόνο που θέλω είναι να ηρεμήσω» του εξήγησε, καθώς
έβγαιναν από την αίθουσα των διαπραγματεύσεων με τους δικηγόρους να τους ακολουθούν συγχαίροντας ο ένας τον άλλον. «Θέλω να κοιμηθώ, να πάω θέατρο, να ψωνίσω». Του Ντέιβιντ δεν του πέρασε καν από το μυαλό ότι η Τίμι είχε προγραμματίσει να συναντηθεί με τον Ζαν-Σαρλ στη Νέα Υόρκη κι εκείνη είχε αποφασίσει να κρατήσει το σχέδιό της για τον εαυτό της. Όπως θα έκανε με ένα νεογέννητο βρέφος, έτσι και τώρα ήθελε να προστατέψει τα άγουρα συναισθήματα που είχαν ο ένας για τον άλλον. Αυτή την πρώτη φορά τουλάχιστον, το μόνο που ήθελε ήταν να εξαφανιστεί μαζί του και να δει τι θα συνέβαινε. Είχαν ήδη συμφωνήσει ως προς το τι δεν θα συνέβαινε, τα υπόλοιπα θα έρχονταν εν καιρώ και δεν ήταν ανάγκη να τα πάρει είδηση κανείς άλλος. Εκείνη τη νύχτα η Τίμι γύρισε στο ξενοδοχείο της και κοιμήθηκε αρκετές ώρες. Ήταν πολΰ αργά για να τηλεφωνήσει στον Ζαν-Σαρλ όταν γύρισε από το Νιουαρκ. Και το επόμενο πρωί θα ήταν για εκείνον πολύ νωρίς να της τηλεφωνήσει πριν από την πτήση του. Εξαιτίας της διαφοράς ώρας δεν θα κατάφερναν να έχουν επαφή ως τη στιγμή που θα προσγειωνόταν. Της είχε ζητήσει να μην τον περιμένει στο αεροδρόμιο. Θα τη συναντούσε εκείνος στο ξενοδοχείο και θα της τηλεφωνούσε αμέσως μόλις έφτανε εκεί. Όπως ήρθαν τα πράγματα, η Τίμι ξάπλωσε τόσο νωρίς και κοιμήθηκε τόσο βαθιά, που ξύπνησε λίγο μετά τις έξι το
πρωί. Είχε άπλετο χρόνο για να κάνει μπάνιο, να ντυθεί, να φάει πρωινό και να τον συναντήσει στο αεροδρόμιο. Είχε τον αριθμό της πτήσης του, έτσι τηλεφώνησε στον οδηγό της στις εφτά. Του ζήτησε να την περιμένει στην είσοδο του ξενοδοχείου της στις εννέα. Η πτήση του Ζαν-Σαρλ αναμενόταν να αφιχθεί στις δέκα το πρωί και η Τίμι ήλπιζε πως δεν θα τον έχανε όπως θα έβγαινε από το τελωνείο, που πάντα ήταν σωστό τρελοκομείο στη Νέα Υόρκη. Πέρασε συλλογισμένη τη διαδρομή για το αεροδρόμιο. Σκεφτόταν εκείνον και όλα όσα είχαν πει ο ένας στον άλλον τις τελευταίες δύο εβδομάδες. Είχαν επιτρέψει 386 στους εαυτούς τους να αγγίξουν τα όρια της λογικής. Τι θα γινόταν εάν, στο αμείλικτο φως της μέρας, διαπίστωναν ότι όλα αυτά ήταν ένα απόλυτο φιάσκο; Καταλάβαιναν και οι δύο πως ήταν κάτι που κάλλιστα θα μπορούσε να συμβεί. Η Τίμι ανυπομονούσε να τον δει και να το ανακαλύψει, όσο και αν την τρομοκρατούσε αφάνταστα η προοπτική. Ήταν τρελό να νιώθει τέτοια εφηβικά σκιρτήματα στην ηλικία της. Καθώς το αεροπλάνο του Ζαν-Σαρλ προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο Κένεντι, έκανε κι εκείνος τις ίδιες σκέψεις. Τι θα γινόταν αν ήταν της φαντασίας του όλα αυτά; Ή της δικής της; Μια φαντασίωση που είχε ξεφύγει από τα όρια, ένα
παροδικό ξεμυάλισμα που θα εξατμιζόταν αμέσως μόλις αντίκριζαν ο ένας τον άλλον; Σε λίγο θα το μάθαιναν. Χαιρόταν που είχε λίγο χρόνο για να ανασυνταχθεί όσο θα περνούσε από τα τελωνεία αλλά και αργότερα, στη διάρκεια της μακράς διαδρομής με το ταξί ως την πόλη. Ήθελε να ξυριστεί και να κάνει ένα ντους προτού τη δει. Τη στιγμή που το αεροπλάνο άγγιξε το έδαφος, ο Ζαν-Σαρλ είδε πως είχε αρχίσει να χιονίζει. Μεγάλες νιφάδες γεμάτες χάρη έπεφταν αργά από τον ουρανό. Μια κουβέρτα από χιόνι σκέπαζε τα πάντα, μαζί και το χιόνι που είχε πέσει νωρίτερα την ίδια εβδομάδα. Υπήρχε κάτι το μαγικό στην ατμόσφαιρα όσο τροχοδρομούσαν στον διάδρομο με κατεύθυνση προς το κεντρικό κτίριο, όπου σταμάτησαν και η φυ-σούνα προσκολλήθηκε στο αεροσκάφος. Ήταν ένας από τους πρώτους που αποβιβάστηκαν, με τη χειραποσκευή που είχε φέρει μαζί του. Δεν είχε 387 αναμονή για βαλίτσες, το μόνο που χρειαζόταν ήταν μια σφραγίδα στο διαβατήριό του και ήταν ελεύθερος να τραβήξει τον δρόμο του. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, καθώς στεκόταν στη γραμμή για να του σφραγίσουν το διαβατήριο. Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό έχοντας στο μυαλό του τη σκέψη της, τη μοιραία συνάντηση και τις ημέρες που θα ακολουθούσαν στο
ξενοδοχείο Φορ Σίζονς της Νέας Υόρκης. Η Τίμι στεκόταν ακριβώς έξω από την πύλη που οδηγούσε στα τελωνεία. Στηριζόταν σε μια κολόνα και παρατηρούσε διερευνητικά τους επιβάτες που έβγαιναν. Είχε τον φόβο πως θα τον έχανε ή πως τον είχε ήδη χάσει. Αλλά η ένδειξη που αναβόσβηνε ενημέρωνε πως οι επιβάτες της πτήσης του περνούσαν ακόμη από το τελωνείο. Και ξαφνικά, καθώς παρακολουθούσε τις πόρτες, τον είδε να βγαίνει με το κεφάλι σκυφτό και μια τσάντα στο χέρι, ντυμένος με βαθύ μπλε πανωφόρι. Χαμογέλασε όταν τον αντίκρισε και ένιωσε την καρδιά της να σκιρτάει, καθώς εκείνος κατευθυνόταν προς το μέρος της χωρίς να την έχει αντιληφθεί. Τον έβλεπε να πλησιάζει και δεν είχε καμία αμφιβολία ούτε στον νου ούτε και στην καρδιά της. Ήξερε πως αυτό που αντίκριζε ήταν το πεπρωμένο της, με τη μορφή αυτού του άντρα. Απείχε μόνο λίγα μέτρα όταν από ένστικτο σήκωσε το κεφάλι του και την είδε. Ένιωσε να του κόβεται η ανάσα και σταμάτησε, χαμογελώντας αργά. Η Τίμι έκανε δύο βήματα προς το μέρος του και εκείνος άφησε την τσάντα του να πέσει στο πάτωμα και τύλιξε τα μπράτσα του γύρω 388 της. Οι άνθρωποι στροβιλίζονταν ολόγυρά τους σαν νερό σε ρυάκι, καθώς ο Ζαν-Σαρλ την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά
του και τη φιλούσε, ξεχνώντας τα πάντα γύρω του, και η Τίμι ένιωθε την ψυχή της να λιώνει και να γίνεται ένα με τη δική του. Στάθηκαν εκεί για ένα διάστημα που τους φάνηκε αιωνιότητα, χωρίς να καταφέρνουν να απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον, ως τη στιγμή που ο Ζαν-Σαρλ επιτέλους την κοίταξε και της χαμογέλασε. «Bonjour, μαντάμ Ο’Νιλ» της είπε τρυφερά, και εκείνη σήκωσε τα μάτια και του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Bonjour, docteur» του ψιθύρισε με τη σειρά της και ένιωσε μια ακατανίκητη παρόρμηση να του πει ότι τον αγαπούσε. Αντί γι’ αυτό, απλώς του χαμογέλασε και όλα όσα ένιωθε γι’ αυτόν φανερώθηκαν στα μάτια της. «Χαίρομαι τόσο που σε βλέπω». Κάθε μόριο της ύπαρξής της ριγούσε καθώς μιλούσε. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε χαρεί τόσο βλέποντας κάποιον. Είχε την αίσθηση, καθώς στεκόταν και τον κοίταζε, πως μια μεγάλη ιστορία αγάπης έκανε το ξεκίνημά της. Αργά, με το μπράτσο του γύρω της, βγήκαν από το κτίριο και η Τίμι βρήκε τον οδηγό της. Ο Ζαν-Σαρλ τη φίλησε ξανά όταν επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο, και πέρασαν όλη τη διαδρομή προς το κέντρο κουβεντιάζοντας. Του μίλησε για τις διαπραγματεύσεις με το σωματείο και του εξήγησε τα περίπλοκα σημεία, ενώ εκείνος την άκουγε γοητευμένος. Μίλησαν για τη δουλειά του, για τους ασθενείς του, και πάνω από όλα μίλησαν για το πόσο ενθουσιασμένοι ήταν που έβλεπαν ο ένας τον άλλον, κάτι που αντιλαμβανόταν κανείς
με την πρώτη ματιά. 389 Ο Ζαν-Σαρλ έδωσε τα στοιχεία του στη ρεσεψιόν και η Τίμι τον ακολούθησε στο δωμάτιό του, στον ίδιο όροφο με το δικό της. Έμεναν και οι δύο στον τεσσαρακοστό όγδοο όροφο, από όπου η θέα στην πόλη ήταν εντυπωσιακή. Και ξανά, όταν βρέθηκαν στο δωμάτιό του, ο Ζαν-Σαρλ άφησε την τσάντα του στο πάτωμα και την πήρε στην αγκαλιά του, συνειδητοποιώντας και οι δύο ότι το σχέδιό τους για αποχή έμελλε να αποδειχτεί μεγαλύτερη πρόκληση από αυτή που περίμεναν. Η Τίμι είχε αρχίσει να αναρωτιέται μήπως είχαν υπερεκτιμήσει την ικανότητά τους να αντισταθούν ο ένας στον άλλον. Αυτό που αντιλαμβάνονταν τώρα, ύστερα από τις εξομολογήσεις τους που είχαν ξεκινήσει μήνες πριν, τα αναρίθμητα τηλεφωνήματά τους στη διάρκεια των περασμένων εβδομάδων και την ακαταμάχητη έλξη που αισθάνονταν μεταξύ τους, ήταν πως ένιωθαν απόλυτα άνετα ο ένας με τον άλλον, θαρρείς και συνέχιζαν μια ήδη υπάρχουσα ή μακροχρόνια σχέση από το σημείο όπου την είχαν αφήσει, και δεν επρόκειτο για μια συνάντηση μεταξύ δύο αγνώστων. Ένιωθαν σαν να ήταν τα δύο μισά ενός όλου και να ταίριαζαν τέλεια μεταξύ τους. Το αποτέλεσμα ήταν μια αίσθηση αρμονίας και αγάπης που άφηνε άναυδους και τους ίδιους και έκανε την Τίμι να χάνει την ανάσα της καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του και τη γέμιζε φιλιά. Παρόλο που
είχαν βρεθεί μαζί μόλις για ένα σύντομο διάστημα, δεν είχε καμία αμφιβολία ότι τον αγαπούσε. Και έβλεπε στα μάτια του ότι τα συναι-σθήματά της δεν ήταν παρά η αντανάκλαση όλων εκείνων που ένιωθε ο ίδιος για εκείνη. 390 Γύρισαν στη σουίτα της για να ελέγξει τα μηνύματα της και αποφάσισαν να κάνουν μια βόλτα στο πάρκο για να πάρουν αέρα. Κατηφόρισαν το χιονισμένο μονοπάτι για το Σέντραλ Παρκ, με τους σωρούς του χιονιού δεξιά και αριστερά τους να ντύνουν και να ομορφαίνουν τα πάντα ολόγυρα. Του πέταξε μια χιονόμπαλα που άφησε σημάδια σαν πούδρα πάνω στο σκούρο μπλε παλτό του, και εκείνος μάζεψε στη χούφτα του λίγο ανάριο χιόνι, όμοιο με γυαλιστερή ζάχαρη, και το πέταξε απαλά στα λαμπερά, κατακόκκινα μαλλιά της. Η Τίμι ήθελε να τρέξει στο χιόνι μαζί του, να γίνει ξανά παιδί και να μοιραστεί τη χαρά που κανείς από τους δυο τους δεν είχε νιώσει ως τη στιγμή που είχαν βρει ο ένας τον άλλον. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν από την παγωνιά καθώς επέστρεφαν στο ξενοδοχείο. Υπακούοντας σε μια παρόρμηση της στιγμής, ο Ζαν-Σαρλ μίσθωσε ένα μόνιππο για να διασχίσουν το χειμωνιάτικο πάρκο, που είχε μεταμορφωθεί σε χώρα των θαυμάτων γύρω τους. Κάθισαν στην άμαξα με μια βαριά κουβέρτα στα πόδια τους, στρι-μωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον σαν ευτυχισμένα παιδιά. Και αργότερα
πήγαν για φαγητό στο ξενοδοχείο Πιερ. Αργά το μεσημέρι πήραν τον δρόμο της επιστροφής χαζεύοντας τις βιτρίνες των καταστημάτων και εντέλει έφτασαν στη σουίτα της, χαρούμενοι και χαλαρωμένοι. Δεν είχαν σταματήσει να μιλάνε όλο το μεσημέρι και κρατιόντουσαν διαρκώς από το χέρι σαν ερωτευμένα μαθητούδια. Η Τίμι ένιωθε ξανά δεκαπέντε χρονών και ό Ζαν-Σαρλ έλεγε πως ένιωθε σαν εικοσάχρονος. Για την 391 Τίμι, η ευτυχία που ένιωθε τώρα ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που είχε ζήσει ή ονειρευτεί στα δεκαπέντε της. Για αυτή την απείρως πολύτιμη στιγμή στον χρόνο, η ζωή ήταν ιδανική, στο πλάι του. «Πού θα ήθελες να δειπνήσουμε, αγαπημένη μου;» τη ρώτησε, ενώ αναπαύονταν στο σαλόνι της σουίτας της. Της πρότεινε το Καφέ Μπουλούντ ή το Λα Γκρενουίγ, τα μοναδικά εστιατόρια που ήξερε καλά στη Νέα Υόρκη. Η Τίμι είχε να προτείνει αρκετές, πολύ πιο δημοφιλείς επιλογές στο Σόχο και στο Γουέστ Βίλατζ. Στο τέλος συμφώνησαν για ένα μικρό εστιατόριο που ήξερε η Τίμι και ήταν ζεστό και άνετο. Είχαν μέρες στη διάθεσή τους για να αποφασίσουν πού αλλού θα πήγαιναν, είτε για να επιδειχτούν, είτε για να προσφέρουν στους εαυτούς τους μια πολυτέλεια, καθώς θα ανακάλυπταν ο ένας τον άλλον.
Την άφησε για να μπορέσει να ντυθεί με την ησυχία της και γύρισε στο δωμάτιό του για να κάνει ένα ντους και να αλλάξει. Μια ώρα αργότερα, η Τίμι τού άνοιξε την πόρτα λάμποντας ολόκληρη. Ο Ζαν-Σαρλ ήταν άψογος και κομψός όπως πάντα και για μια ακόμα φορά εντυπωσιάστηκε με την ομορφιά της, με τα μεγάλα πράσινα μάτια της, τα μακριά κόκκινα μαλλιά της και το λυγερό νεανικό κορμί της. Η Τίμι κυριολεκτικά ακτινοβολούσε. Τη φίλησε και την ακολούθησε αργά στη σουίτα, με τα μπράτσα του σφιχτά τυλιγμένα γύρω της. Η Τίμι ένιωσε ζάλη όταν στάθηκαν ακίνητοι και η φωνή της ακούστηκε απαλή από τον συγκαλυμμένο πόθο. Ξάφνου τα σχέδιά τους για φαγητό τούς φάνταζαν εντελώς αδιάφορα, καθώς ο 392 Ζαν-Σαρλ έστεκε εκεί και τη φιλούσε κρατώντας τη στην αγκαλιά του, ανίκανος να της αντισταθεί. «Συγγνώμη... δεν μπορώ να σταματήσω...» της είπε βραχνά και εκείνη του χαμογέλασε συνεσταλμένα. Ούτε εκείνη ήθελε να σταματήσει. Χωρίς να πει λέξη, τον φίλησε ξανά και με αργές κινήσεις τού έβγαλε το σακάκι και άρχισε να του ξεκουμπώνει το πουκάμισο. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο και ο Ζαν-Σαρλ τραβήχτηκε μακριά κοιτάζοντάς την ερωτηματικά. Δεν ήθελε να κάνει κάτι που η Τίμι θα το μετάνιωνε αργότερα, και ήξερε πόσο ακλόνητες ήταν οι απόψεις της για αυτή την
ενδιάμεση κατάσταση, πριν από το τέλος του γάμου του. «Τίμι, τι κάνεις;» ρώτησε τρυφερά. «Σ’ αγαπώ» του απάντησε ήρεμα. «Κι εγώ σ’ αγαπώ» της ψιθύρισε και ύστερα το επανέλαβε στα γαλλικά, γιατί σ’ αυτή τη γλώσσα το ένιωθε πολΰ πιο φυσιολογικό και αληθινό από οτιδήποτε θα μπορούσε να της πει στα αγγλικά. «Je t’aime... tellement... τόσο πολύ...» Η Τίμι το έβλεπε στα μάτια του ότι το εννοούσε. Τώρα έμοιαζε ανόητο να ακολουθήσουν κανόνες και σχέδια, που φάνταζαν λογικά στην αρχή αλλά όχι τώρα, μπροστά στο μέγεθος του έρωτά τους. Τα όρια γκρεμίζονταν ταχύτατα ανάμεσά τους. «Δεν θέλω να κάνεις κάτι που θα το μετανιώσεις μετά. Δεν θέλω να σε πληγώσω». «Θα με πληγώσεις, Ζαν-Σαρλ;» τον ρώτησε με μάτια θλιμμένα. Αυτό που ρωτούσε ήταν αν θα την πρόδιδε, αν δεν θα άφηνε ποτέ τη γυναίκα του, αν θα την εγκατέλει-πε μια μέρα. Υποσχέσεις εύθραυστες σαν φτερά πέταλούδας, που δεν μπορούσαν πάντα να προφυλαχθούν. Ήξεραν και οι δύο ότι στον κόσμο δεν υπάρχουν εγγυήσεις, μονάχα ελπίδες, όνειρα και καλές προθέσεις. Ήταν άνθρωποι ειλικρινείς, έντιμοι και καλοπροαίρετοι. "Ισως και να μη χρειαζόταν κάτι περισσότερο από αυτό.
«Ποτέ, ελπίζω» της απάντησε με ειλικρίνεια και η Τίμι έβλεπε ότι το εννοούσε. «Εσύ;» «Σ’ αγαπώ... Δεν θα σε προδώσω ποτέ και ελπίζω να μη σε πληγώσω ποτέ». "Ηταν οι μοναδικοί όρκοι που μπορούσαν να ανταλλάξουν σ’ αυτή τη φάση της ζωής τους, η υπόσχεση να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να σταθούν ο ένας πλάι στον άλλον και να προστατέψουν ο ένας τον άλλον. Για την Τίμι ήταν αρκετό προς το παρόν, όπως ήταν αρκετό και για τον Ζαν-Σαρλ. Κανείς δεν ήταν σε θέση να δει το μέλλον και να προβλέ-ψει τις προκλήσεις ή τον πόνο που ίσως έρχονταν αργότερα. Το μόνο ερώτημα ήταν αν ήταν διατεθειμένοι να ρισκάρουν την αβεβαιότητα της ζωής και να ξεπεράσουν μαζί τις θύελλες που μέλλονταν να έρθουν. Δεν του είπε λέξη και τον οδήγησε αργά προς την κρεβατοκάμαρα. Του ξεκούμπωσε το πουκάμισο, άνοιξε την αγκράφα της ζώνης του και του έβγαλε ήρεμα το παντελόνι, καθώς την έγδυνε κι εκείνος με τη σειρά του. Μέσα σε λίγες στιγμές, τα ρούχα τους κείτονταν σε έναν μπερδεμένο σωρό στο πάτωμα και εκείνοι γλιστρούσαν κάτω από τα σεντόνια μαζί, το λυγερό, βελούδινο, σεντε-φένιο κορμί της μπλεγμένο με το δικό του αντρικό, δυνατό κορμί. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και η Τίμι ένιωθε 394
την ορμή του πόθου του για αυτή να πάλλεται δίπλα της, καθώς ποθούσε απεγνωσμένα να τον νιώσει μέσα της. «Je t’aime, Τίμι...» βόγκηξε σιγανά, ενώ εκείνη σχεδόν γουργούριζε σαν γάτα από την επιθυμία και του έλεγε ότι τον αγαπούσε κι αυτή. Και τότε, ξαφνικά, το πάθος τους κυρίευσε, ακατανίκητο, πέρα από μέτρα, πέρα από κάθε λογική, ένα παλιρροϊκό κύμα πόθου που τους παρέσυρε και τους συγκλόνισε με μια δύναμη που κανείς από τους δυο δεν ήταν σε θέση να εμποδίσει, μήτε και θα το ήθελε. Η Τίμι τού παραδόθηκε ολοκληρωτικά, μαζί με τις ελπίδες, τα όνειρά της, την καρδιά, το κορμί της, κι εκείνος την πήρε μαζί του και την ταξίδεψε σε ένα ταξίδι αγάπης και πάθους για το οποίο και οι δύο ήξεραν χωρίς κανέναν δισταγμό πως, όπου και αν τους έβγαζε, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να είναι μαζί. Ξαπλωμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, ήξεραν πως αυτό ήταν το πεπρωμένο τους. Και αργότερα, γαντζωμένοι ο ένας από τον άλλον γαλήνια, δύο κορμιά που έμοιαζαν ένα, αποκοιμήθηκαν γλυκά ξεχνώντας τα σχέδιά τους για το βράδυ. Αυτό που είχε συμβεί ήταν υπέρμετρα καλύτερο. Είχαν διασχίσει τη γέφυρα από την όχθη της αβεβαιότητας στην όχθη της σίγουρης αγάπης. Τα κύματα του πάθους τούς είχαν φέρει εκεί, και αυτό που είχαν ανακαλύψει ο ένας στην αγκαλιά του άλλου ήταν ένας έρωτας που τους είχε δέσει άρρηκτα και αμετάκλητα. Με λίγη τύχη και με την ευλογία των θεών, για πάντα.
14 ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ Η ΤΙΜΙ ΚΑΙ Ο ΖΑΝ-ΣΑΡΛ μοιράστηκαν στη Νέα Υόρκη ήταν κυριολεκτικά μαγικές. Έκαναν μακρινούς περιπάτους στο πάρκο, πήγαιναν σε γκαλερί, σταματούσαν σε εκκεντρικά μικρά εστιατόρια για καφέ ή για πίτσα, όταν πεινούσαν. Τριγύρισαν απ’ άκρη σ’ άκρη το Σόχο, απολαμβάνοντας τα όσα θαυμαστά είχε να τους προσφέρει, και στα μεσοδιαστήματα, όπως και όλη τη νύχτα, ρίχνονταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου με άσβεστο πάθος. Η Τίμι ποτέ στη ζωή της δεν είχε κάνει έρωτα με τέτοια συχνότητα και ο Ζαν-Σαρλ ανακάλυψε εκ νέου εκείνες τις νεανικές αντοχές που πίστευε από καιρό εξαντλημένες. Έκαναν έρωτα επί ώρες. Βρίσκονταν και οι δύο σε αλλόκοτες χρονικές ζώνες και γι’ αυτό έφταιγαν τα ταξίδια τους. Λαγοκοιμόντουσαν ή κοιμόντουσαν βαθιά, ξυπνούσαν για να κάνουν έρωτα, κοιμόντουσαν ελαφριά τα απογεύματα όταν χόρταιναν το πάθος τους και τηλεφωνούσαν στην υπηρεσία δωματίου για να παραγ-γείλουν λουκούλλεια πρωινά στις τέσσερις τα ξημερώματα. Ένα βράδυ έφυγαν από το ξενοδοχείο πεζοί, ενώ είχε αρχίσει να χιονίζει, και βρέθηκαν σε ένα στέκι φορ396 τηγατζήδων στο Γουέστ Σάιντ, όπου έφαγαν μπριζόλα με πατάτες στις πέντε το πρωί.
Υπήρχε κάτι το απίστευτα σουρεαλιστικό σε όλα αυτά, η αίσθηση πως ονειρεύονταν. Ωστόσο, ξανά και ξανά, όταν ξυπνούσαν και αντίκριζαν ο ένας τον άλλον, χαμογελούσαν πλατιά και αμέσως μετά γελούσαν πλημμυρισμένοι από χαρά για το θαύμα που είχαν την τύχη να μοιράζονται. Την Κυριακή η Τίμι άρχισε να ετοιμάζει τις βαλίτσες της με πένθιμο ύφος, ενώ ο Ζαν-Σαρλ την παρακολουθούσε ξαπλωμένος στο κρεβάτι. «Δεν θέλω να σ’ αφήσω» του είπε θλιμμένα. Ύστερα από τις τέσσερις μέρες που είχε ζήσει μαζί του, της ήταν αδύνατον να φανταστεί τη ζωή της χωρίς εκείνον. Η κατάσταση είχε γίνει σοβαρή και επικίνδυνη, καθώς είχαν αρχίσει να εθίζονται σ’ αυτή με γρήγορους ρυθμούς. Ο Ζαν-Σαρλ ήταν το ίδιο συνεπαρμένος και απαρηγόρητος με τον χωρισμό τους. «Ούτε εγώ» της είπε μελαγχολικά. «Δεν θέλω να γυρίσω στο Παρίσι». Ωστόσο έπρεπε να επιστρέφει ο καθένας στη δική του ζωή. «Θα έρθω να σε βρω στην Καλι-φόρνια». «Το υπόσχεσαι;» Η Τίμι ένιωθε σαν τρομαγμένο παιδί. Τι θα γινόταν αν δεν τον έβλεπε ξανά; Πώς θα επιβίωνε στην περίπτωση που ο Ζαν-Σαρλ άλλαζε γνώμη και την εγκατέλειπε; Στο παρελθόν είχε χάσει τόσους αγαπημένους της ανθρώπους, που δεν άντεχε τη σκέψη πως θα μπορούσε να της συμβεί ξανά. Και ο Ζαν-Σαρλ κατανοούσε απόλυτα αυτό που έβλεπε. Ο πανικός της
αντανακλούσε τον δικό του πανικό, ακριβώς όπως ο έρωτας τους ήταν το πιστό είδωλο των όσων ένιωθαν ο ένας για τον άλλον. Ταίριαζαν απόλυτα στο πάθος τους, στα συναισθήματά τους και στον τρόμο τους. «Ούτε εγώ θέλω να σε χάσω» της είπε στοργικά και πλησίασε για να την αγκαλιάσει και να την τραβήξει αργά στο κρεβάτι τους. «Και βέβαια θα έρθω στην Καλι-φόρνια. Δεν θ’ αντέξω να ζήσω για πολύ μακριά σου». Ο Ζαν-Σαρλ είχε μια τάση για μελοδραματισμούς που δεν ήταν παρά η κρυφή πλευρά της απροσμέτρητης αγάπης του για εκείνη η Τίμι το είχε ανακαλύψει και της άρεσε. Και τότε, καθώς βρισκόταν ξαπλωμένη στην αγκαλιά του, γύρισε να τον κοιτάξει απευθύνοντάς του ένα απρόσμενο ερώτημα: «Πότε θα μετακομίσεις από το διαμέρισμα;». Ο Ζαν-Σαρλ φάνηκε να ταράζεται. Ήταν κάτι που δεν ήθελε να το σκεφτεί τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτή εδώ ήταν η μοναδική ζωή που ήθελε. Το παρελθόν δεν υπήρχε πια. Η παλιά ζωή του είχε πεθάνει εδώ και χρόνια και οι στάχτες της είχαν σκορπιστεί στον αέρα, καθώς ο δεσμός του με την Τίμι γινόταν ολοένα πιο δυνατός. Η Τίμι δεν τον έπαιρνε μακριά από κανέναν, τον καλωσόριζε στην αγκαλιά, στην ψυχή και στη ζωή της ακριβώς όπως τον είχε καλωσορίσει στο σώμα της, με αφειδώλευτη αγάπη και τρυφερό πάθος.
«Σου το ’χω ξαναπεί. Τον Ιούνιο. Υποσχέθηκα στα παιδιά μου ότι θα μείνω μέχρι το τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς. Ελπίζω ως τότε να έχουμε πουλήσει το διαμέ398 ρισμα. Αν όχι, θα μετακομίσω στη διάρκεια του καλοκαιριού». Ήταν ένα διάστημα που έμοιαζε ατέλειωτο για την Τίμι, ωστόσο ήξερε πως είχε μπει στη ζωή του μόλις πρόσφατα και δεν το έβρισκε σωστό να τον πιέσει. Ήθελε να είναι δίκαιη... Αν δεν μετακόμιζε όμως... Αν η Τζέιντ είχε δίκιο και το ανέβαλλε για χρόνια... Τι θα γινόταν τότε; «Σε παρακαλώ, μη δείχνεις τόσο προβληματισμένη» της είπε και την έσφιξε πιο δυνατά στην αγκαλιά του για να την καθησυχάσει. «Είμαι όμως» του αποκρίθηκε με ειλικρίνεια. «Με φοβίζει». Δεν του είχε κρύψει τίποτε, κανένα κομμάτι του εαυτού της. Είχε αφεθεί ρίχνοντας όλες τις άμυνές της, ευάλωτη και έτοιμη να πληγωθεί, αν για κάποιον λόγο εκείνος δεν επέλεγε να τη συντροφέψει σ’ αυτό το ισόβιο ταξίδι. Αυτό που την τρόμαζε, όπως πάντα, ήταν η προοπτική να την εγκαταλείψει στην ακτή, τρομοκρατημένη και μόνη. «Και αν δεν την αφήσεις ποτέ;» Έδειχνε πανικόβλητη. «Αφήσαμε ο ένας τον άλλον πριν από χρόνια» της δήλωσε απλά και με ειλικρίνεια. Κατά τη γνώμη του, μια σωστή
εκτίμηση της κατάστασης. «Βρίσκομαι εκεί για τις κόρες μου, όχι για εκείνη. Τους έδωσα μια υπόσχεση» πρόσθεσε με επισημότητα. «Το χρωστάω αυτό στα παιδιά μου». Και τι ακριβώς χρωστούσε στην Τίμι; Η ίδια ήξερε πως ήταν αδύνατον να συναγωνιστεί την αγάπη που ένιωθε για τα παιδιά του, μήτε και το ήθελε. Δεν είχε πρόθεση να τον χωρίσει σε κομμάτια, ούτε να τον τραβήξει μακριά με τη βία. Ήθελε να την ακολουθήσει με δική του θέληση. 399 «Και αν οι κόρες σου σε παρακαλέσουν να μη φύγεις τον Ιούνιο; Και αν...» Η αγωνία του άγνωστου την τυ-ραννούσε όλη της τη ζωή. Το παρελθόν ήταν πάντα πολύ χειρότερο από αυτό που περίμενε τότε, ποτέ καλύτερο. Της ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι το μέλλον θα ήταν διαφορετικό. «Τότε θα δούμε πώς θα το αντιμετωπίσουμε» της απάντησε ήρεμα, χωρίς να την καθησυχάσει πλήρως. Δεν έλεγε πως θα έφευγε ό,τι και αν γινόταν. Άφηνε μια πόρτα ανοιχτή, να δει τι θα ακολουθούσε. Η Τίμι θα προτιμούσε μια οριστική υπόσχεση, έναν όρκο αίματος που θα ήταν αδύνατον να αθετηθεί, ήξερε όμως πως εφεξής έπρεπε να τον εμπιστεύεται. Είχε δέσει τη μοίρα της με τη δική του, για τα καλά και τα άσχημα, ό,τι κι αν συνέ-βαινε. «Σ’ αγαπώ. Δεν πρόκειται να σε πληγώσω, ούτε να σε εγκαταλείψω». Ήξερε την ιστορία της, είχε δει με τα μάτια του τον απροσποίητο
τρόμο της το βράδυ της επέμβασης. Θυμόταν τα δάκρυά της και ήθελε ειλικρινά να την καθησυχάσει. «Σ’ αγαπώ. Σε χρειάζομαι όσο κι εσύ. Δεν πρόκειται να φύγω, Τίμι. Σου δίνω τον λόγο μου». Η Τίμι αναστέναξε με την παρηγοριά που της πρό-σφεραν τα λόγια του και έμεινε ξαπλωμένη με την πλάτη της να ακουμπάει το στήθος του. Την έσφιγγε με δύναμη πάνω του και εκείνη ένιωθε ασφαλής και προ-στατευμένη με τα μπράτσα του γύρω της. «Ελπίζω πως δεν θα το κάνεις». Γύρισε να τον φιλήσει, και μόλο που δεν είχαν πολύ χρόνο, έκαναν έρωτα μια τελευταία φορά. Ύστερα κάθισαν μαζί στην μπανιέρα, όπως είχαν 400 κάνει τόσες φορές, κουβεντιάζοντας, γελώντας, πειρά-ζοντας ο ένας τον άλλον, απολαμβάνοντας τις τελευταίες στιγμές τους μαζί. Όταν ήρθε η στιγμή του αποχωρισμού, της ήταν αδύνατον να βγει από το δωμάτιο. Ήθελε να μείνει εκεί, να κλειδώσει την πόρτα και να γαντζωθεί πάνω του για πάντα. Δεν άντεχε να τον αφήσει, ούτε να ταξιδέψει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά του, τη στιγμή που εκείνος θα ταξίδευε εξίσου μακριά, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Ζαν-Σαρλ διέκρινε την αγωνία στα μάτια της, ενώ την κρατούσε στην αγκαλιά του.
«Σύντομα θα είμαστε ξανά μαζί. Σου το υπόσχομαι». Της άρεσε ο τρόπος του να την καθησυχάζει, και όλα επάνω του την έκαναν να τον εμπιστεύεται. Δεν πίστευε πως ήταν ικανή να εμπιστευτεί ξανά άλλον άνθρωπο και να που τώρα το έκανε. Με απόλυτο τρόπο. Απλώς ευχόταν να είχε δίκιο, αυτό μόνο. Όπως και να ’χε όμως, δεν υπήρχε επιλογή. Καλώς ή κακώς, τώρα ήταν δική του. Και αν το ήθελε ο Θεός, ήταν κι εκείνος δικός της. Πήγαν στο αεροδρόμιο με τη λιμουζίνα της και ο Ζαν-Σαρλ τη συνόδεψε μέχρι τις αναχωρήσεις. Θα ταξίδευε πρώτη, έτσι την άφησε στο σημείο όπου γινόταν ο έλεγχος διαβατηρίων. Δεν άντεχαν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλον και η Τίμι έδειχνε συντετριμμένη καθώς στεκόταν πίσω από τη γραμμή και του κουνούσε από μακριά το χέρι. Ο Ζαν-Σαρλ ένιωθε σαν να του έπαιρναν μακριά ένα παιδί που αγαπούσε. Το μόνο που ήθελε ήταν να δρασκελίσει τη γραμμή και να την πάρει στην αγκαλιά του για να την παρηγορήσει. Όταν πια την έχασε από τα μάτια του, ένιωσε να του σκίζεται η καρδιά. Της τηλεφώνησε στο κινητό της προτού καν η Τίμι φτάσει στην πύλη. «Μου λείπεις τόσο πολύ» της είπε δυστυχισμένος. «"Ισως πρέπει να το σκάσουμε και να φύγουμε μακριά μαζί».
«Σύμφωνοι» του απάντησε χαμογελώντας. Χαιρόταν τόσο που τον άκουγε. «Πότε θέλεις να φύγουμε;» «Τώρα αμέσως». Χαμογελούσε και εκείνος, καθώς έβγαινε από το αυτοκίνητο έξω από το τερματικό των διεθνών πτήσεων, από όπου θα έφευγε η πτήση του για Παρίσι. «Σ’ ευχαριστώ για το πιο υπέροχο Σαββατοκύριακο της ζωής μου» του είπε γλυκά. «Έκανες τα όνειρά μου αληθινά» της απάντησε με τρυφερότητα, εξίσου συγκινημένος. Και ύστερα γέλασε. «Και αποκατέστησες τη χαμένη μου νεότητα». Δεν είχαν σταματήσει να κάνουν έρωτα μέρα και νύχτα. Και οι δύο ισχυρίζονταν πως πρώτη φορά ζούσαν τέΐοιου είδους εμπειρία. Ο συνδυασμός τους ήταν ερωτικός, παράφορος. Εκρηκτικός. Κάθε φορά που αγγίζονταν, ένιωθαν σαν να γίνεται σεισμός. «Θα σου τηλεφωνήσω αμέσως μόλις φτάσω» της υποσχέθηκε και η Τίμι ήξερε πως θα το έκανε. Ο Ζαν-Σαρλ ήταν άνθρωπος που κρατούσε τις υποσχέσεις του και αυτό την έκανε να τον αγαπάει ακόμα περισσότερο. Δεν της άρεσε να τον σκέφτεται να γυρίζει στο διαμέρισμα που μοιραζόταν ακόμη με τη γυναί402 κα του, αλλά κι αυτό την ανησυχούσε λιγότερο τώρα. Απλώς
ο Ζαν-Σαρλ χρειαζόταν λίγο χρόνο για να βρει τη λύση και να τηρήσει τη συμφωνία που είχε κάνει με τα παιδιά του. Τον πίστευε. Και ένα πάθος σαν το δικό τους δεν θα γνώριζε αντίσταση. Η Τίμι είχε πλέον το προαίσθημα πως όλα θα πήγαιναν καλά. Επιβιβάστηκε και βρήκε το κάθισμά της στην πρώτη θέση. Με τη σκέψη στον Ζαν-Σαρλ και στο θαύμα που είχαν μοιραστεί επί τέσσερις ημέρες, έκλεισε τα μάτια και κοιμήθηκε σε όλη τη διάρκεια της πτήσης ως το Λος Άντζελες. Όταν έφτασε στο σπίτι της, δεν άντεξε να μείνει ξύπνια ως τα μεσάνυχτα για να του τηλεφωνήσει στο γραφείο του, όταν για εκείνον θα ήταν πρωί. Κοιμήθηκε βαθιά πολύ νωρίτερα και ξύπνησε στις πέντε το πρωί. Ήταν άσχημο να ξυπνάει και να μην τον βρίσκει δίπλα της, και οι ημέρες στη Νέα Υόρκη φάνταζαν κιόλας μακρινό όνειρο. Στις πέντε το πρωί που του τηλεφώνησε, ήταν δύο το μεσημέρι για εκείνον· μόλις γύριζε από το μεσημεριανό γεύμα και ενθουσιάστηκε όταν άκουσε τη νυσταγμένη φωνή της. «Μου λείπεις» του είπε θλιμμένα και ο Ζαν-Σαρλ χαμογέλασε όταν την άκουσε. «Κι εμένα. Έμεινα ξάγρυπνος όλη νύχτα και σε αναζητούσα. Θέλω να έρθω να σε βρω. Νιώθω σαν να βρίσκομαι σε απεξάρτηση και να μου λείπει το ναρκωτικό μου». Ακουγόταν εξίσου δυστυχισμένος με εκείνη.
«Κι εγώ το ίδιο» του είπε χαρούμενη. Της άρεσε να 403 ξέρει ότι του έλειπε, ότι δεν είχε γυρίσει στη φυσιολογική ζωή του χωρίς να ρίξει ούτε ματιά πίσω του, ύστερα από τέσσερις μέρες κοντά της. Για εκείνη, αυτές οι μέρες στη Νέα Υόρκη είχαν αλλάξει τη ζωή της, ίσως για πάντα, όπως ήλπιζε, και ήταν υπέροχο να ξέρει ότι κι αυτός ένιωθε ακριβώς το ίδιο. «Θα έρθω στην Καλιφόρνια σύντομα» της είπε και ύστερα αναγκάστηκε να κλείσει για να δει τους ασθενείς του. Της υποσχέθηκε να της τηλεφωνήσει αμέσως μόλις τελείωνε τη βάρδιά του, όταν για εκείνη θα ήταν αργά το πρωί. Η Τίμι έκανε τη σκέψη να κοιμηθεί ξανά μετά την κουβέντα τους, δεν τα κατάφερε όμως. Αναδευόταν και στριφογύριζε, έχοντας στο μυαλό της τη σκέψη του και τις νύχτες που είχαν περάσει μαζί, και ύστερα γύρισε ανάσκελα και χαμογέλασε στην ανάμνηση όσων της είπε πει τότε και εκείνο το πρωί στο τηλέφωνο. Τελικά σηκώθηκε και ντύθηκε στις έξι· εφτά και μισή, βρισκόταν ήδη στο γραφείο της. Το συνήθιζε να πηγαίνει νωρίς μετά από πολύωρες πτήσεις ή όταν είχε αϋπνίες. Ήταν μια υπέροχη ώρα για να κάνεις πράγματα. Η Νέα Υόρκη και η Ευρώπη είχαν ήδη ξυπνήσει και βρίσκονταν σε πλήρη λειτουργία. Είχε ήδη βγάλει κάμποση δουλειά ως τις οχτώ και μισή, όταν
μπήκε στο γραφείο η Τζέιντ. Δεν ξαφνιάστηκε καθόλου που βρήκε την Τίμι ήδη στη δουλειά και, χαρούμενη που την έβλεπε ξανά, τη ρώτησε πώς είχε περάσει το Σαββατοκύριακό της στη Νέα Υόρκη. «Φανταστικά!» απάντησε αυτόματα η Τίμι με ένα πλατΰ χαμόγελο. Την πρόδιδε η ονειροπόλα έκφραση στο βλέμμα της και η ευτυχία που ξεχείλιζε από τους πόρους της. Η Τζέιντ μισόκλεισε τα μάτια και την κοίταξε συνοφρυωμένη. Ήξερε πολύ καλά τηνΤίμι για να μην είναι σίγουρη πως δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει παρόμοια όψη ύστερα από ένα μοναχικό Σαββατοκύριακο σε μουσεία και σε ψώνια. Η Τίμι βιάστηκε να κοιτάξει αλλού και να κάνει τάχα πως ανασκάλευε τα χαρτιά πάνω στο γραφείο της, αλλά η Τζέιντ είχε ήδη υποθέσει τι είχε συμβεί στη Νέα Υόρκη και με ποιον. «Κάτι μού βρομάει εδώ» δήλωσε καχύποπτα και η Τίμι χαχάνισε. «Ελπίζω πως όχι» της απάντησε προσπαθώντας να φανεί αθώα, αν και με ελάχιστη επιτυχία. «Μπορεί να είναι το καινούργιο άρωμά μας». «Δεν τα αφήνεις αυτά σ’ εμένα;» είπε η Τζέιντ, με το θάρρος που της έδιναν δώδεκα χρόνια σκληρής δουλειάς και φιλίας. Συχνά επέτρεπε στον εαυτό της να πει στην Τίμι πράγματα
που άλλοι δεν θα τολμούσαν ποτέ, και πάντοτε η Τίμι αντιδρούσε ευδιάθετα. Κι εκείνη τη μέρα, έγινε το ίδιο. «Πέρασες το διήμερο με τον γάλλο γιατρό, έτσι δεν είναι;» την κατηγόρησε με βλέμμα όλο σημασία και η Τίμι κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Ήταν ενθουσιασμένη με όσα συνέβαιναν και καμάρωνε που ήταν η γυναίκα του. Για λίγο καιρό θα ήταν αναγκασμένοι να είναι διακριτικοί, αλλά τουλάχιστον σ’ αυτό τον χώρο ήταν ελεύθερη να δείξει τη χαρά και τον ενθουσιασμό της. «Για να πω την αλήθεια, ναι, το έκανα» απάντησε στην Τζέιντ ένοχα, σαν γάτα που μόλις είχε καταπιεί το καναρίνι. Για την ακρίβεια, έμοιαζε περισσότερα με λέαινα που είχε καταβροχθίσει φαλακραετό. Η ευτυχία που εξέπεμπε ήταν τόσο λαμπερή, που θα μπορούσε να φωτίσει ολόκληρο το δωμάτιο. «Ελπίζω να μην κοιμήθηκες μαζί του» παρατήρησε αυστηρά η Τζέιντ. «Μόνη σου το είπες πως δεν θα το έκανες μέχρι να μετακομίσει από το διαμέρισμα της οικογένειας του, τον Ιούνιο». «Και βέβαια όχι» είπε ψέματα η Τίμι και κοίταξε τη βοηθό της χαμογελώντας αθώα. Θυμόταν πολύ καλά τι είχε πει, μόνο που ξάφνου όλα ήταν διαφορετικά. Ήταν τρελή από έρωτα για τον Ζαν-Σαρλ και δεν υπήρχε περίπτωση να του αντιστεκόταν τέσσερις ολόκληρες μέρες, με δεδομένο τα όσα
ένιωθαν και οι δύο. Ήταν χαρούμενη που το είχαν κάνει. Ποτέ, σε όλη τη ζωή της, δεν είχε νιώσει τόσο πάθος με κάποιον, και όποια τρομερή μοίρα κι αν προμάντευε η Τζέιντ πως την περίμενε στα χέρια του, της ήταν αδύνατον να πιστέψει πως δεν θα τηρούσε την υπόσχεσή του για τον Ιούνιο. Στο μυαλό της Τίμι δεν υπήρχε ίχνος αμφιβολίας πως ο Ζαν-Σαρλ θα μετακόμιζε. Αυτό που είχε συμβεί στην Τζέιντ ήταν θλιβερό, αλλά και εντελώς διαφορετικό. Η Τίμι δεν ανησυχούσε πια για τον Ζαν-Σαρλ και δεν είχε καμία διάθεση να μπει στον κόπο να υπερασπιστεί εκείνον ή την παθιασμένη σχέση τους, ούτε στην Τζέιντ, ούτε σε κανέναν άλλον. «Γιατί δεν σε πιστεύω;» αναρωτήθηκε η Τζέιντ και στη 406 φωνή της διακρινόταν ολοκάθαρα η καχυποψία. «Η όψη σου είναι υπέροχη. Δείχνεις ενθουσιασμένη σε σημείο αηδίας. Είσαι πιο όμορφη από ποτέ. Σε περιβάλλει η αύρα της γυναίκας που πέρασε ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο με τον εραστή της στο κρεβάτι. Νομίζω ότι μου λες ψέματα, Τίμι». Και πρόσθεσε ανήσυχη: «Απλώς ελπίζω να μη λες ψέματα και στον εαυτό σου, όπως ελπίζω ότι κι εκείνος είναι ειλικρινής μαζί σου». «Είμαι σίγουρη πως είναι» απάντησε ήρεμα η Τίμι. «Πιστεύω
πως είναι ένας έντιμος άνθρωπος που κρατάει τον λόγο του. Νομίζω ότι απλώς ανησυχεί για τα παιδιά του». «Άρα, πράγματι κοιμήθηκες μαζί του!» αναφώνησε η Τζέιντ. Η Τίμι ένιωθε σαν άτακτη έφηβη που την κατηγορούσαν ότι «το έκανε μέχρι τέλους» με τον φίλο της. Αυτή η σκέψη την έκανε να γελάσει τρανταχτά, ακριβώς τη στιγμή που έμπαινε στο γραφείο ο Ντέιβιντ. «Τι συμβαίνει; Τι έχασα;» «Τίποτα το σπουδαίο» τον διαβεβαίωσε η Τίμι με έναν μορφασμό. «Η Τζέιντ εκτοξεύει μερικές αρκετά άδικες κατηγορίες». Διασκέδαζε αφάνταστα. Και ένιωθε απόλυτα σίγουρη για τον Ζαν-Σαρλ, όσο τραυματική και αν είχε υπάρξει η προσωπική εμπειρία της Τζέιντ. «Πέρασε το Σαββατοκύριακο με τον γάλλο γιατρό» τον ενημέρωσε η Τζέιντ, ενώ η Τίμι χαμογελούσε ευδιά-θετα και στους δυο τους. Πραγματικά απολάμβανε την καλοπροαίρετη κουβέντα και τα αστεία τους. Και όταν το πράγμα παρατραβούσε, οι δύο βοηθοί της ήξεραν πότε έπρεπε να σταματήσουν. Η Τίμι δεν είχε φτάσει ακό407 μη σ’ αυτό το σημείο, όση ώρα την ανέκρινε η Τζέιντ. Όλα γίνονταν με καλή διάθεση και καλές προθέσεις,
από ανησυχία και αγάπη γι’ αυτήν. «Γι’ αυτό λοιπόν έμεινες στη Νέα Υόρκη» είπε ο Ντέι-βιντ με βλέμμα θαυμασμού και ενδιαφέροντος. «Μπράβο σου! Ελπίζω να πέρασες καλά» είπε μεγαλόψυχα. Του άρεσαν όλα όσα είχε ακούσει για τον γάλλο γιατρό και δεν συμμεριζόταν διόλου την ανησυχία της Τζέιντ. «Τα παραπέρασε καλά, αν θες τη γνώμη μου» σχολίασε η Τζέιντ και η Τίμι έπιασε το τηλέφωνο. Ήταν ώρα για δουλειά. Η Τζέιντ επανέφερε το ζήτημα την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, ενώ αντάλλαζε με τον Ντέιβιντ πίκλες και πατατάκια, όπως έκαναν συνήθως. «Ανησυχώ για την Τίμι» δήλωσε με ειλικρίνεια. «Αυτό ακριβώς έπαθα κι εγώ. Στην αρχή νομίζεις ότι τα πάντα είναι υπέροχα και ότι είσαι η πιο τυχερή γυναίκα στον κόσμο. Πρώτη φορά ερωτεύεσαι τόσο στη ζωή σου και ύστερα ο τύπος αρχίζει να σε σκοτώνει λίγο λίγο κάθε μέρα. Ακυρώνει ραντεβού, δεν εμφανίζεται για φαγητό, αναγκάζεται να αλλάξει τα σχέδια των διακοπών. Τα Σαββατοκύριακα που σου τάζει δεν πραγματοποιούνται ποτέ, επειδή πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι με τα παιδιά του. Η γυναίκα του αρρωσταίνει, τα παιδιά του τα πιάνει υστερία. Περνάς τις διακοπές μόνη. Σε κρατάει κρυμμένη. Στο τέλος δεν σου απομένει τίποτα, εκτός από τις ελπίδες και τα όνειρά σου που έχουν διαψευστεί. Δέκα χρόνια αργότερα εκείνος εξακολουθεί να ζει στο σπίτι του μαζί με τη γυ-
408 ναίκα και τα παιδιά του. Και αν μείνεις κοντά του αρκετό καιρό, είναι πια πολύ αργά για να κάνεις δικά σου παιδιά. Δεν θέλω να της συμβεί αυτό. Όχι πως θέλει παιδιά στην ηλικία της. Απλώς δεν θέλω να της ραγίσει την καρδιά». «Κανείς μας δεν το θέλει αυτό» είπε με σοβαρότητα ο Ντέιβιντ. «Αλλά αυτό συνέβη σ’ εσένα. Δεν είναι απαραίτητο να συμβεί και στην Τίμι. Δείχνει ωραίος τύπος. Είναι γιατρός και υπεύθυνο άτομο. Δεν ήξερε πως τα πράγματα θα εξελίσσονταν τόσο γρήγορα. Θεωρώ πως είναι έντιμο εκ μέρους του που θέλει να τιμήσει τις δεσμεύσεις που είχε προτού ερωτευτούν». «Έτσι πίστευα κι εγώ. Αλλά δεν έχει να κάνει με τις δεσμεύσεις, αλλά με τον φόβο. Τελικά αποδεικνύονται τόσο φοβητσιάρηδες και δειλοί, που δεν αποφασίζουν να φύγουν ποτέ». «Ελπίζω πως δεν θα γίνει έτσι» της απάντησε ήρεμα. «Νομίζω ότι εμείς από την πλευρά μας θα πρέπει να τη στηρίξουμε και θα δούμε πού θα βγει. Μπορεί και να κάνει όλα όσα της υποσχέθηκε. Ελπίζω να τα κάνει. Ακόμη δεν έχουμε λόγο να τον αμφισβητούμε. Ας του δώσουμε μια ευκαιρία».
«Κι εγώ ελπίζω να κάνει όσα είπε. Αλλά δεν θα έβαζα και στοίχημα. Έχω ακούσει πάρα πολλές ιστορίες σαν τη δική μου. Γι’ αυτό δεν είναι καλή ιδέα να βγαίνεις με παντρεμένο». «Δεν νομίζω πως είναι ακριβώς παντρεμένος, από όσα έχω ακούσει. Νομίζω πως βρίσκεται ήδη σε διαδικασία 409 διαζυγίου. Αυτό από μόνο του είναι πηγή αναστάτωσης για λίγους μήνες. Και η Τίμι δεν δείχνει να υποφέρει ακόμη. Δεν την έχω δει ποτέ τόσο χαρούμενη όλα αυτά τα χρόνια». «Ούτε εγώ» συμφώνησε η Τζέιντ. «Κι αυτό ακριβώς με τρομάζει. Αν στραβώσουν τα πράγματα και αυτός δεν φύγει από το σπίτι του, θα της ραγίσει την καρδιά. Το ξέρω». «Ας μην ανησυχούμε γι’ αυτό το ενδεχόμενο ακόμη. Ας δούμε τι θα κάνει. Εγώ τον στηρίζω» είπε ο Ντέιβιντ, πιστός στις απόψεις του. Η Τζέιντ κούνησε το κεφάλι με βαθιά δυσπιστία. «Ελπίζω να έχεις δίκιο». «Όλοι αυτό ελπίζουμε» είπε ο Ντέιβιντ, καθώς πετού-σε το υπόλοιπο γεύμα του. «Τι κάνει ο αρχιτέκτονάς σου,
παρεμπιπτόντως; Γιατί δεν ανησυχείςγιααυτόν αντί για τον γάλλο γιατρό; Μεγάλο κορίτσι είναι η Τίμι, μπορεί να φροντίσει μόνη της τον εαυτό της. Να το ξέρεις, θα κάνει το σωστό. Μακάρι να το κάνει κι αυτός. Λοιπόν, μίλησέ μου για τον αγαπημένο σου». Ο Ντέιβιντ την απομάκρυνε με έμπειρα βήματα από το θέμα που την έκαιγε, έτσι η Τζέιντ άρχισε να του διηγείται πόσο υπέ-ρσχος ήταν ο νέος της σύντροφος. Τώρα πια πίστευε ότι οι γνωριμίες μέσω διαδικτύου ήταν το καλύτερο πράγμα που είχε συμβεί στην ανθρωπότητα μετά το ψωμί του τοστ. Και ενώ εκείνοι κουβέντιαζαν για την ερωτική ζωή της Τζέιντ, η Τ ίμι βρισκόταν στο γραφείο της και μιλούσε με 410 τον Ζαν-Σαρλ. Η ώρα ήταν έντεκα το βράδυ για εκείνον και δυο το μεσημέρι για την Τίμι. «Μου έλειψες φριχτά όλη μέρα» της είπε και πράγματι ακουγόταν δυστυχισμένος. «Κι εμένα το ίδιο» του απάντησε η Τίμι χαμογελώντας. Ήταν ωραίο να ξέρει πως του έλειπε και εκπληκτικό να σκέφτεται πως μόλις μια μέρα πριν βρίσκονταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, στη Νέα Υόρκη. Είχε κιόλας την αίσθηση πως είχαν περάσει βδομάδες. «Δεν βλέπω την ώρα να έρθεις».
«Προσπαθώ να τα κανονίσω εδώ. Πρέπει να εξασφαλίσω πως θα υπάρχει αντικαταστάτης. Ο βοηθός μου θα με ενημερώσει μέσα στις επόμενες μια δυο μέρες». Η Τίμι δυσκολευόταν να πιστέψει πως ο Ζαν-Σαρλ θα ερχόταν στην Καλιφόρνια για να τη δει. Όλα αυτά έμοιαζαν ακόμη με θαύμα. Τον ρώτησε για τους ασθενείς που είχε δει εκείνη τη μέρα, υστέρα του απαρίθμησε τα πράγματα που σκόπευε να κάνει η ίδια το απόγευμα. Του μίλησε για το σπίτι της στο Μαλιμπου και ο Ζαν-Σαρλ τής απάντησε πως ανυ-πομονούσε να το δει και να μείνει εκεί μαζί της. Τα πάντα έμοιαζαν με όνειρο. Αυτός ο απίστευτα ευγενικός, στοργικός, παθιασμένος, σέξι, υπέροχος γιατρός από το Παρίσι την είχε ερωτευτεί, και εκείνη το ίδιο. Μόλις είχαν περάσει τέσσερις μέρες στη Νέα Υόρκη μαζί, στο ξεκίνημα ενός έντονου πάθους. Και τώρα εκείνος θα έκανε τόσο δρόμο μέχρι το Λος Άντζελες για να τη δει. Ήταν ολοκληρωτικά, απόλυτα υπέροχο. Και καθώς το σκεφτό411 ταν, αφού είχαν κλείσει το τηλέφωνο και κοίταζε από το παράθυρο, έφερε στο μυαλό της τις αναπάντεχες εκπλήξεις στη ζωή, τα ανέλπιστα δώρα ελπίδας που άλλαζαν τα πάντα. Αυτό ήταν για εκείνη τώρα ο Ζαν-Σαρλ, ένα θεόσταλτο δώρο
που είχε πέσει από τον ουρανό. Την έκανε να σκέφτεται όλα τα όμορφα πράγματα στη ζωή της και το πόσο γλυκά μπορούσαν να είναι. Τόσο γλυκά όσο ο ίδιος ο Ζαν-Σαρλ. 15 Ο ΒΟΗΘΟΣ ΤΟΥ ΖΑΝ-ΣΑΡΛ ΕΠΑΝΗΛΘΕ δυο μέρες αργότερα, όπως του είχε υποσχεθεί, και συμφώνησε να τον καλύψει για μια βδομάδα στα μέσα του Μαρτίου. Κατά θαυμαστό τρόπο, το ταξίδι απείχε μόλις δύο εβδομάδες, έτσι ο Ζαν-Σαρλ τηλεφώνησε αμέσως στην Τίμι για να της αναγγείλει τα νέα. Είχε ήδη κάνει κράτηση όταν της τηλεφώνησε. Δεν έβλεπε την ώρα να φύγει και ακουγόταν σαν παιδί τα Χριστούγεννα, όπως κι εκείνη. Ο συγχρονισμός ήταν ιδανικός. Πριν από αυτό η Τίμι είχε προθεσμίες να τηρήσει και θα δούλευε σαν σκυλί για να τα έχει όλα έτοιμα στην ώρα τους. Ήθελε να αφιερώσει ολόκληρη τη βδομάδα στον Ζαν-Σαρλ. Θα έπαιρνε άδεια για να την περάσουν όπως θα ήθελε εκείνος και ήλπιζε ότι θα έμεναν τουλάχιστον δυο μέρες στο Μαλιμπού. Το μόνο που επιθυμούσε η Τίμι ήταν να βρίσκεται μαζί του, κάτι που ήταν και δικό του όνειρο. Οι επόμενες δύο βδομάδες κύλησαν αργά και μονότονα. Κάθε μέρα έμοιαζε με χιλιετία και για τους δυο τους. Η Τίμι ένιωθε ευγνωμοσύνη που είχε τη δουλειά της να την κρατάει απασχολημένη. Τα βράδια έπαιρνε
φακέλους στο σπίτι και περνούσε τα Σαββατοκύριακα δουλεύοντας πάνω στα σχέδιά της και συγυρίζοντας τα σπίτια της. Ήθελε όλα να δείχνουν φρέσκα και όμορφα, έτσι πήρε την απόφαση να πετάξει όσα πράγματα έμοιαζαν παλιά, κουρασμένα ή φθαρμένα. Αγόρασε νέα φυτά εσωτερικού χώρου, παρήγγειλε καινούργιες πετσέτες και μετέφερε καινούργια σεντόνια στο Μαλιμπού. Έφτιαχνε τη φωλιά τους για χάρη του, έστω κι αν ο Ζαν-Σαρλ τής επαναλάμβανε συνεχώς ότι το μόνο που τον ένοιαζε ήταν εκείνη. Μια μέρα πριν από τον ερχομό του η Τίμι αγόρασε καινούργια CD για το σπίτι στην πόλη και για το εξοχικό. Έλεγξε κάθε λεπτομέρεια, προμηθεύτηκε λιχουδιές που σκέφτηκε πως θα του άρεσε να τις δοκιμάσει. Αγόρασε γαλλικά περιοδικά και τα τακτοποίησε στο τραπεζάκι του σαλονιού. Το πρωί της άφιξής του στόλισε ένα μεγάλο βάζο με λουλούδια για χάρη του. Ήθελε να είναι όλα τέλεια. Μέχρι και ο καιρός συνεργαζόταν. Ήταν μια λαμπερή, γλυκιά και ηλιόλουστη μέρα, χωρίς σύννεφα ή αέρα, δίνοντας εντύπωση άνοιξης. Η Τίμι ήξερε πως έκανε παγωνιά στο Παρίσι εκείνη την περίοδο, έτσι αυτές οι μέρες θα ήταν μια ξεχωριστή απόλαυση για εκείνον. Ντύθηκε με σπορ μπεζ παντελόνι και ασορτί πουλόβερ και άφησε τα μαλλιά της λυτά και ελεύθερα. Φορούσε ένα ίσιο ζευγάρι μπεζ παπούτσια από δέρμα αλιγάτορα και κρατούσε μια βίντατζ τσάντα Κέλι που είχε αγοράσει στο Παρίσι, σε μια απαλή απόχρωση του κίτρινου. Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο
και κατέβηκε από το αυτοκίνη414 το, έμοιαζε σαν να είχε ζωντανέψει από σελίδες περιοδικού. Τις προηγούμενες μέρες ήταν πολύ απασχολημένη με το σπίτι, κανονίζοντας τις τελευταίες λεπτομέρειες. Το κρεβάτι της ήταν στρωμένο με καλοσιδερωμένα, ολοκαίνουργια σεντόνια του οίκου Πρατέζι και είχε αγοράσει και άλλα για την παραλία, στο χρώμα του ουρανού, με ζωγραφισμένα μικρά κοχύλια. Δεν ήξερε αν ο Ζαν-Σαρλ θα πρόσεχε τις λεπτομέρειες, αλλά και να μην τις πρόσεχε, εκείνη ήθελε να το κάνει για χάρη του. Είχε ενημερώσει το γραφείο της να μην την περιμένουν όλη τη βδομάδα. Τους είχε πει για ποιον λόγο έπαιρνε άδεια και είχε ολοκληρώσει το τελευταίο φορτίο δουλειάς μέσα στο Σαββατοκύριακο. Μετά από παρότρυνση του Ντέι-βιντ, η Τζέιντ είχε αποφασίσει να απέχει από κάθε είδους σχόλια την προηγούμενη μέρα, την ώρα που η Τίμι έφευγε από το γραφείο, ωστόσο της είχε ρίξει μια δυσοίωνη ματιά, για την οποία είχε τηλεφωνήσει μετανιωμένη λίγο αργότερα. Ανησυχούσε, αυτό ήταν όλο, και η Τίμι τής είχε απαντήσει ότι την καταλάβαινε. Ο Ντέιβιντ της είχε ευχηθεί καλή τύχη και μια υπέροχη βδομάδα με τον Ζαν-Σαρλ. Η Τίμι ένιωθε σαν να έφευγε για μήνα του μέλιτος. Και, κατά κάποιον τρόπο, έτσι ήταν. Ήταν μια ολότελα καινούργια ζωή για εκείνους, η συνέχιση αυτού που είχαν ξεκινήσει στη Νέα Υόρκη. Ήταν δύσκολο
να φανταστεί κανείς πως το διάστημα που θα περνούσαν μαζί θα ήταν και πάλι τόσο υπέροχο, αλλά η Τίμι δεν ανησυχούσε, μήτε ο Ζαν-Σαρλ. Εκείνος έλεγε ότι το μό' νο που ήθελε ήταν να την ξαναδεί. Της είχε τηλεφωνήσει 415 αργά την προηγούμενη νύχτα, την ώρα που επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο, λίγο προτού κλείσει το κινητό του. Ήταν και οι δύο ενθουσιασμένοι σαν μικρά παιδιά. Η πτήση διαρκούσε έντεκα ώρες και η Τίμι ήξερε, ενώ οδηγούσε προς το αεροδρόμιο, πως το αεροπλάνο δεν θα αργούσε να προσγειωθεί. Ήταν σίγουρη πως ο Ζαν-Σαρλ ήταν εξίσου ενθουσιασμένος, καθώς το αεροσκάφος του πλησίαζε στο Λος Άντζελες. Αυτή τη φορά, με δυσκολία συγκροτούσε τον εαυτό της όσο τον περίμενε να περάσει από το τελωνείο. Στεκόταν έξω από την υπηρεσία μετανάστευσης όταν άνοιξαν οι πύλες και τον είδε να βγαίνει με πλατιές δρασκελιές, ντυμένος με σπορ παντελόνι και πουλόβερ, με ένα μπλέιζερ ριγμένο πάνω από τον έναν του ώμο, το μπλε πουκάμισό του ανοιχτό ψηλά στον λαιμό και μια κόκκινη γραβάτα να κρέμεται από την τσέπη του μπλέιζερ. Έδειχνε αθλητικός και αρρενωπός και πολύ Γάλλος, καθώς κατευθυνόταν γοργά προς το μέρος της και εκείνη έτρεχε κοντά του, ακτινοβολώντας. Μια στιγμή αργότερα βρισκόταν στην αγκαλιά του και εκείνος την κρατούσε τόσο σφιχτά, που μετά
βίας η Τίμι κατόρθωνε να πάρει ανάσα όσο τη φιλούσε. Στην αρχή δεν υπήρχαν λόγια για να εκφράσουν πόσο ευτυχισμένοι ήταν που βρίσκονταν ξανά. Δεν είχαν ανάγκη από λόγια, η ευτυχία τους ήταν γραμμένη στα πρόσωπά τους. «Μου έλειψες τόσο πολύ» του είπε ξέπνοα, κρατώντας τον από τη μέση. Είχαν περάσει μόνο δύο εβδομάδες, αλλά και οι δύο ένιωθαν σαν να είχε περάσει μια αιώνιό416 τητα. Φιλιόντουσαν συνεχεία, τόσο που δυσκολεύονταν να βγουν από το κτίριο. «Κι εμένα το ίδιο» της απάντησε χαρούμενος. «Νόμιζα ότι το αεροπλάνο δεν θα προσγειωνόταν ποτέ. Οι ώρες έμοιαζαν ατέλειωτες». Ήταν μια απίστευτα μεγάλη πτήση, αλλά τα είχε καταφέρει. «Είσαι εξαντλημένος;» Λαχταρούσε να τον κανακέψει, να τον σφιχταγκαλιάσει και να τον κακομάθει, και εκείνος το περίμενε με αδημονία. «Καθόλου». Την κοιτούσε και έλαμπε. «Κοιμήθηκα στο αεροπλάνο. Είδα δύο ταινίες και είχα ένα πολύ ωραίο δείπνο». Η Τίμι ήξερε πως η Ερ Φρανς πρόσφερε χαβιάρι στους επιβάτες της πρώτης θέσης. «Τι θα κάνουμε σήμερα;» τη ρώτησε με ενδιαφέρον. Ένα πράγμα
ήθελε να κάνει πρώτα από όλα και, όταν μπήκαν στο αυτοκίνητό της, τη φίλησε και άγγιξε απαλά το στήθος της. Διψούσε για το σώμα της από την τελευταία φορά που την είχε αντικρίσει. Και ήταν τόσο συναρπαστικό να βρίσκεται μαζί της στην Καλιφόρντα. «Είμαι τόσο ευτυχισμένη που βρίσκεσαι εδώ» του είπε λάμποντας ολόκληρη. Δεν έβλεπε την ώρα να του δείξει όλα τα αγαπημένα της μέρη, το σπίτι της στο ΜπελΕρ, το εξοχικό στην παραλία, να περπατήσει στον δρόμο μαζί του, να του μαγειρέψει, να βγει μαζί του, να επιδει-χτεί μαζί του, να γελάσει μαζί του, να κοιμηθεί μαζί του, να κάνει έρωτα μαζί του. Ένα ουράνιο τόξο θεσπέσιων απολαύσεων με τον έρωτά τους να είναι το πιθάρι με το χρυσάφι στον πάτο του, και το ήξεραν και οι δύο. Έφτασαν στο Μπελ Ερ οδηγώντας στον αυτοκινητόδρομο της Σάντα Μάνικα χωρίς να συναντήσουν ιδιαίτερη κίνηση. Φλυαρούσαν για μυριάδες πράγματα και ο Ζαν-Σαρλ τής είπε ξανά πόσα σήμαινε γι’ αυτόν το να βρίσκεται εκεί μαζί της, στο δικό της περιβάλλον. Ήθελε να μάθει τα πάντα για εκείνη και να μοιραστεί μαζί της τον κόσμο της. Ο χρόνος κυλούσε γρήγορα καθώς μιλούσαν και σε λιγότερο από μία ώρα βρίσκονταν ήδη στο σπίτι της. Η Τίμι μπήκε πρώτη και ο Ζαν-Σαρλ την ακολούθησε, εντυπωσιασμένος με την κομψότητα του χώρου, με το πόσο
χαλαρωτικό και γαλήνιο ήταν το σαλόνι της και πόσο ταίριαζαν τα έργα τέχνης σ’ αυτό το περιβάλλον. Περιηγήθηκε σε όλο το σπίτι ανακαλύπτοντας τα πάντα, θαυμάζοντας όλα όσα είχε κάνει η Τίμι, και ύστερα, σαν να τον είχε τραβήξει μαγνήτης, σαν να ήταν γραμμένο να συμβεί, σταμάτησε μπροστά στη βιβλιοθήκη και στάθηκε με το βλέμμα στυλωμένο στη φωτογραφία του Μαρκ. Κατάλαβε αυτόματα ποιος ήταν. Την πήρε στα χέρια του και κοίταξε μέσα στα μάτια του παιδιού, ενώ η Τίμι τον παρακολουθούσε αμίλητη. «Αυτός είναι ο γιος σου, σωστά;» τη ρώτησε τρυφερά και διάβασε όλο τον πόνο και την οδύνη μιας ζωής στα μάτια της όταν του έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Αυτός είναι ο Μαρκ». «Ήταν όμορφο παιδί» είπε γλυκά ο Ζαν-Σαρλ και άφησε τη φωτογραφία στη θέση της για να τυλίξει τα μπράτσα του γύρω της. «Λυπάμαι, αγάπη μου... λυπάμαι 418 τόσο πολΰ... Μακάρι να μην είχε συμβεί ποτέ». Η Τίμι κούνησε ξανά το κεφάλι καθώς την κρατούσε. Δεν έκλα-ψε, απλώς στεκόταν εκεί· θυμόταν τον Μαρκ και αγαπούσε τον Ζαν-Σαρλ. Ένιωθε σαν οι δύο μεγάλες αγάπες της να γίνονταν μία εκείνη τη στιγμή. Και παρόλο που της
προκαλούσε θλίψη, ήταν συνάμα ένα γαλήνιο συναίσθημα. Τραβήχτηκε μακριά του για να του χαμογελάσει και εκείνος τη φίλησε ξανά. Αυτή η γυναίκα πλημμύριζε την ψυχή του με τρυφερότητα και χαρά. «Πεινάς;» τον ρώτησε όταν προχώρησαν στην κουζίνα. Ο Ζαν-Σαρλ την αγκάλιασε ξανά. Τ ου ήταν αδύνατον να κρατήσει τα χέρια του μακριά της για περισσότερα από λίγα δευτερόλεπτα κάθε φορά. Γέλασε με την ερώτησή της. «Μόνο για σένα, αγάπη μου. Πεινάω για σένα από τότε που χωρίσαμε». Του χαμογέλασε ευτυχισμένη και τον αγκάλιασε με τη σειρά της. «Για φαγητό, εννοούσα». Είχε αγοράσει όλα όσα είχε σκεφτεί πως θα του άρεσαν να φάει, συμπεριλαμβανο-μένης μίας στενόμακρης γαλλικής μπαγκέτας, από εκείνες που, όπως είχε παρατηρήσει στη Νέα Υόρκη, ο Ζαν-Σαρλ έτρωγε σε κάθε του γεύμα. «Σε όλη τη διάρκεια της πτήσης έτρωγα. Δεν χρειάζομαι τροφή αυτή τη στιγμή. Το μόνο που χρειάζομαι είσαι εσύ» της είπε και τη φίλησε, και η Τίμι ένιωσε σαν να πρωταγωνιστούσε σε ρομαντική γαλλική ταινία. Του έδειξε το υπόλοιπο σπίτι και έφτασαν μαζί στην κρεβατοκάμαρά της. Οι κουρτίνες ήταν ορθάνοιχτες και ο ήλιος έλουζε το δωμάτιο. Το κρεβάτι ήταν άψογα στρωμένο
και ένα μεγάλο βάζο με λουλούδια στόλιζε το χαμηλό τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ. Ο Ζαν-Σαρλ περιεργάστηκε το δωμάτιο γύρω του και χαμογέλασε. «Είναι όλα τόσο όμορφα, Τίμι. Λατρεύω το σπίτι σου». Του άρεσε να τη βλέπει εκεί, τα πάντα τής ταίριαζαν τέλεια. Το σπίτι ήταν ανεπίσημο, κομψό, λαμπερό, φιλόξενο, ζεστό, καλλιτεχνικό, δημιουργικό, όλα εκείνα που χαρακτήριζαν και την Τίμι. Έμοιαζε να είναι ο ιδανικός χώρος για εκείνη. Και προτού προλάβει να τον ευχαριστήσει για αυτό που είχε πει, τη σήκωσε στην αγκαλιά του με μια ιπποτική χειρονομία και τη μετέφερε αργά στο κρεβάτι. «Νιώθω πολύ κουρασμένος αυτή τη στιγμή» της είπε παιχνιδιάρικα. «Νομίζω ότι χρειάζομαι έναν υπνάκο». Την άφησε απαλά πάνω στο κρεβάτι και εκείνη γελώντας άνοιξε την αγκαλιά της. «Έλα εδώ, αγάπη μου» του είπε, με όλη την αγάπη που ένιωθε γι’ αυτόν να καθρεφτίζεται στα μάτια της. Ο Ζαν-Σαρλ έλιωσε στην αγκαλιά της ξαπλώνοντας στο κρεβάτι δίπλα της και, ελάχιστες στιγμές αργότερα, τα ρούχα τους είχαν εξαφανιστεί και οι ίδιοι κείτονταν στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι. Τα μακριά, γυμνά κορμιά τους, τόσο πεινασμένα το ένα για το άλλο, μπλέχτηκαν ξανά με πάθος, ακριβώς όπως και στη Νέα Υόρκη. Και ήταν ακόμα καλύτερο, μέσα στη ζεστασιά και την άνεση του δικού της σπιτιού. Η Τίμι ένιωθε να του ανήκει, τώρα και για πάντα, και εκείνος ένιωθε πως επιτέλους είχε γυρίσει στο σπίτι του.
420 Είχε σκοτεινιάσει όταν σηκώθηκαν από το κρεβάτι, αφοΰ έκαναν έρωτα επανειλημμένα, σταματώντας μόνο για να κλείσουν λίγο τα μάτια και να ξεκουραστούν και μετά πάλι από την αρχή. Της ήταν αδύνατο να τον χορτάσει, όπως δεν τη χόρταινε κι εκείνος. Ήταν μια ατέρμονη ανταλλαγή, ένα μοίρασμα του μυαλού, της καρδιάς και του κορμιού τους. Ο Ζαν-Σαρλ είπε σε κάποιο σημείο, καθώς την κρατούσε σφιχτά, πως οι καρδιές τους είχαν γίνει ένα, κι εκείνη ένιωθε το ίδιο. Ήταν όσο τέλειο είχε υπάρξει από την αρχή και έμοιαζε να γίνεται ακόμα καλύτερο σε κάθε τους συνάντηση. Όταν έπεσε η νύχτα κατέβηκαν στην κουζίνα, γυμνοί κάτω από τα μπουρνούζια τους. Η Τίμι τού ετοίμασε μια ομελέτα με σαλάτα και του σέρβιρε ένα κομμάτι μπριμε την μπαγκέτα που τόσο του άρεσε. Ήταν το τέλειο σνακ προτού γυρίσουν στο κρεβάτι και κάνουν έρωτα ακόμα μια φορά, κι ύστερα κάθισαν δυο ώρες στην μπανιέρα, συζητώντας. Κάθε φορά που βρίσκονταν μαζί ήταν σαν να χάνονταν σε έναν άλλον πλανήτη, χωρίς χρονικές ζώνες, χωρίς ευθύνες, χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς πράγματα που υποτίθεται πως έπρεπε να κάνουν, χωρίς γεύματα που έπρεπε να φάνε σε συγκεκριμένη ώρα. Έκαναν απλώς και μόνο ό,τι ήθελαν, και όλα όσα έκαναν τα έκαναν μαζί. Από την ώρα που βρισκόντουσαν και ήταν μαζί, δεν υπήρχε δευτερόλεπτο που να είναι χώρια. Και ενώ υπό φυσιολογικές συνθήκες η Τίμι θα είχε αρχίσει
να εκνευρίζεται με τόση διαρκή παρουσία, όπως θα συνέβαίνε και σε εκείνον, αντίθετα και οι δύο παρατηρούσαν 421 πως η οικειότητα που μοιράζονταν τόσο άνετα και αβία-στα το μόνο που κατάφερνε ήταν να τους κάνει να ζητάνε ακόμα περισσότερη. Ήταν μεθυστικό και απόλυτα εθιστικό συναίσθημα. Είχε γίνει έμμονη ιδέα και στους δυο. Ο ένας ήταν για τον άλλο η αγαπημένη του έξη. Η νύχτα ήταν προχωρημένη όταν επιτέλους τους πήρε ο ύπνος. Για τον Ζαν-Σαρλ ήταν απόγευμα, αλλά ο ίδιος δεν έδειχνε να τον πειράζει. Κοιμήθηκαν ως τις δέκα το επόμενο πρωί, και αμέσως μόλις άνοιξε τα μάτια του της είπε ότι πεινούσε. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του και βεβαιώθηκε ότι για εκείνον ήταν η ώρα του δείπνου. Αυτή τη φορά η Τίμι του ετοίμασε μπριζόλα και ύστερα, απρόθυμα, έκαναν ντους και ντύθηκαν. Ήταν ακόμα μία ανοιξιάτικη μέρα και θα πήγαιναν στην παραλία. Έφυγαν από το σπίτι μεσημέρι και η Τίμι οδήγησε αργά κατά μήκος του παραλιακού αυτοκινητοδρόμου, ενώ ο Ζαν-Σαρλ θαύμαζε πρώτα εκείνη και ύστερα τη θέα. «Είναι τόσο όμορφα, Τίμι. Κι εσύ το ίδιο». Δεν είχε δει ποτέ του τόσο τέλεια μέρα ούτε και είχε υπάρξει τόσο ευτυχισμένος
στη ζωή του. Και όταν αντίκρισε το σπίτι στην παραλία, λίγο έλειψε να κλάψει. «Είναι υπέροχο» μονολογούσε καθώς κοίταζε γύρω του. Του άρεσε ο τρόπος που το είχε διακοσμήσει η Τίμι, οι αέρινες μπλε και λευκές αποχρώσεις, η όμορφη βεράντα, η παραλία, η θέα. Κατέβηκαν κατευθείαν στην παραλία για μια βόλτα, με το νερό να τους φτάνει ως τους αστραγάλους στο σημείο όπου έσκαγε το κύμα, και περπάτησαν όσο πιο μακριά μπορούσαν. Κάποια στιγμή σταμάτησαν και έκα422 ναν μεταβολή για να γυρίσουν πίσω. «Θα μπορούσα να μείνω για πάντα εδώ» είπε χαρούμενος. «Μακάρι να το έκανες» του απάντησε γλυκά. Ωστόσο ήξεραν και οι δύο ότι δεν ήταν εύκολο. Ο Ζαν-Σαρλ είχε μια ζωή στο Παρίσι, ένα επάγγελμα στο οποίο είχε επενδύσει τόσα χρόνια, τα παιδιά του, που τα υπεραγαποΰσε. Και η Τίμι είχε τη δική της επιχείρηση εδώ. Ήξεραν και οι δύο πως, αν ήταν να μείνουν μαζί, θα ήταν αναγκασμένοι να κάνουν αυτό που έκαναν και τώρα, να ταξιδεύουν όσο συχνότερα μπορούσαν για να δουν ο ένας τον άλλον και στα μεσοδιαστήματα να ζουν μακριά. Ύστερα από μόλις δύο επισκέψεις όμως, ήδη το έβρισκαν μαρτυρικό να είναι χώρια. Ο Ζαν-Σαρλ ήθελε να είναι μαζί της κάθε μέρα, όπως τώρα, και για την Τίμι αυτό θα ήταν ιδανικό, περισσότερο από όσο είχε ποτέ φανταστεί.
Εκείνο το απόγευμα κάθισαν με τις ώρες στη βεράντα, ρουφώντας ήλιο, κουβεντιάζοντας. Ο Ζαν-Σαρλ λαγοκοιμήθηκε για λίγο, αφού ακόμη λειτουργούσε με πρόγραμμα και ώρα Παρισιού, και η Τίμι έμεινε ξαπλωμένη δίπλα του, να τον παρακολουθεί που κοιμόταν, όμοιος με τεντωμένο λιοντάρι στο πλάι της. Λίγο ακόμα και θα τον άκουγε να γουργουρίζει. Αργά το απόγευμα, όταν κρύωσε ο αέρας, τον σκέπασε με μια κασμιρένια κουβέρτα, μέχρι που ο ήλιος έδυσε, και τότε τον ξύπνησε και μπήκαν στο σπίτι για να ανάψουν το τζάκι. Κάθισαν στο σαλόνι και συνέχισαν να κουβεντιάζουν. Η Τίμι προσπάθησε να μη φέρει τη συζήτηση στο μέλλον τους, ούτε στο πότε σκόπευε να αφήσει τη γυναίκα του. Δεν ήθελε να τον πιέσει ούτε για ΕΡΩΤΑΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ 423 το τι θα έκανε, οΰτε για το πότε. Τον εμπιοτευόταν απόλυτα. Του ζήτησε να της μιλήσει για τα παιδιά του. «Η Ζουλιάν είναι πολύ κομψή και εσωστρεφής, πολύ εκλεπτυσμένη. Μοιάζει της μητέρας της. Δεν είναι τόσο κοντά μου όσο θα ήθελα. Θυμίζει γάτα. Είναι απόμακρος άνθρωπος. Παρακολουθεί τα πάντα και παρατηρεί τα πάντα. Βλέπει τα πάντα. Είναι δεκαεφτά χρονών και πολύ μυαλωμένη για την ηλικία της. Είναι πολύ κοντά στη μητέρα της και την αδερφή της, αλλά όχι τόσο στον Χαβιέ. Εκείνος είναι έξι χρόνια μεγαλύτερος της και
από μικρός πίστευε πως τα κορίτσια είναι μεγάλος μπελάς. Ανακατεύονταν στα πράγματά του και έσπαγαν τα πάντα, ή έκαναν άνω κάτω το δωμάτιό του όταν έμπαιναν για παιχνίδι. Και πάντα τον πείραζαν όταν έφερνε κοπέλες στο σπίτι. Τελικά κι εκείνος έπαψε να τις φέρνει και μάλλον έπραξε σοφά. »Η Σοφί είναι δεκαπέντε και πολύ άνετη. Σε ορισμένα θέματα είναι λίγο ανώριμη για την ηλικία της, έχω την εντύπωση. Η Ζουλιάν είναι πιο καλλιεργημένη' της αρέσει να περιποιείται τον εαυτό της και να φοράει όμορφα ρούχα. Η Σοφί κάποιες φορές μοιάζει με αγοροκόριτσο και κάποιες άλλες μεταμορφώνεται σε πανούργο θηλυκό που με τυλίγει γύρω από το μικρό του δαχτυλάκι. Πιστεύει ότι ο Χαβιέ είναι ήρωας κι ότι εγώ δεν κάνω ποτέ λάθος. Αλλά δεν τα πηγαίνει και τόσο καλά με τη μητέρα της. Φταίει η ηλικία, πιστεύω. Ούτε η Ζουλιάν τα πήγαινε καλά με τη μητέρα της στα δεκαπέντε της. Τώρα οι δυο τους συνωμοτούν όλη την ώρα, κυρίως εναντίον μου» 424 είπε ο Ζαν-Σαρλ και χαμογέλασε με τα λόγια του. Ήταν φανερό πόσο αγαπούσε την οικογένεια του και πόσο κοντά στα παιδιά του βρισκόταν. Η Τίμι τον αγαπούσε ακόμα περισσότερο γι’ αυτό και λυπόταν που δεν ήταν νεότερη. Αν είχε έρθει στη ζωή της νωρίτερα, όπως συνειδητοποιούσε
τώρα, θα ήθελε να αποκτήσει ένα παιδί μαζί του αφού οριστικοποιούνταν τα πράγματα μεταξύ τους. Ήταν μια εκπληκτική σκέψη που δεν την είχε ξανακάνει ποτέ και, το ίδιο βράδυ, όταν ξάπλωσαν, αποφάσισε να τη μοιραστεί μαζί του. Της απάντησε ότι τον συγκινούσε βαθιά. Κι εκείνος θα ήθελε ένα παιδί μαζί της. Και τότε την κοίταξε τρυφερά και της έκανε την ερώτηση: «Είναι ακόμη δυνατόν;» θέλησε να μάθει με ενδιαφέρον και με κάποια έγνοια. «Δυνατόν, αλλά μάλλον απίθανο. Δεν νομίζω πως θα ήταν εύκολο στην ηλικία μου. Είμαι σχεδόν σίγουρη πως δεν θα ήταν». Την έθλιβε ωστόσο η σκέψη πως είχε σπα-ταλήσει τα τελευταία δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατο του Μαρκ. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ να κάνει άλλο παιδί, μέχρι που γνώρισε τον Ζαν-Σαρλ. «Συχνά σκεφτόμουν το ενδεχόμενο να υιοθετήσω». Του μίλησε για την Αγία Σεσίλια και ο ΖανΣαρλ εντυπωσιάστηκε τρομερά με όσα έκανε, όπως και με την ολοφάνερη αγάπη της για τα ορφανά που φιλοξενούσε και στήριζε. «Νομίζω ότι δεν το έκανα» εξήγησε, για να το ακούσει τόσο ο Ζαν-Σαρλ όσο και η ίδια, «επειδή φοβόμουν να αγαπήσω ξανά. Όχι μονάχα ένα παιδί, αλλά και έναν άντρα. Ήταν ευκολότερο να μένω μακριά από όλα». «Και τώρα;» τη ρώτησε καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά του. «Φοβάσαι ακόμη;»
Έκανε λίγες στιγμές να του απαντήσει και ο Ζαν-Σαρλ την τράβηξε πιο σφιχτά πάνω του. «Όχι, δεν φοβάμαι πια. Δεν φοβάμαι τίποτα όταν είμαι μαζί σου» του απάντησε τρυφερά «εκτός από το να σε χάσω. Δεν θέλω να ξαναχάσω κάποιον που αγαπώ». «Κανείς μας δεν το θέλει». Ωστόσο ήξεραν και οι δύο ότι ο περισσότερος κόσμος ήταν πολύ πιο ανεκτικός σ’ αυτό τον τομέα. Απλώς η Τίμι είχε περάσει πολλά στη ζωή της. Έπειτα μίλησαν ξανά για τα παιδιά του, καθώς και για πολλά άλλα πράγματα. Όπως και πριν, πηδούσαν από το ένα θέμα στο άλλο και πάντα κατέληγαν να κάνουν έρωτα, για να αποκοιμηθούν και ύστερα να κάνουν έρωτα ξανά. Ήταν κάτι που δεν έλεγε να σταματήσει και, στις τέσσερις εκείνο το πρωί, όταν ο Ζαν-Σαρλ θέλησε να ξανακάνουν έρωτα, η Τίμι τον πείραξε γι’ αυτό. Του είπε πως έλεγε ασύστολα ψέματα και πως ήταν πολύ νεότερος από όσο διατεινόταν. Κανένας άντρας στην ηλικία του δεν ήταν δυνατόν να κάνει έρωτα με τέτοια συχνότητα. Αλλά ήταν προφανές ότι εκείνος μπορούσε, κι έτσι τον κατηγόρησε πως είχε μαγικές δυνάμεις, πράγμα που τον ευχαρίστησε. Και αφού έκαναν έρωτα ακόμα μια φορά, βγήκαν μαζί στη βεράντα φορώντας τα μπουρνούζια που είχε φέρει η Τίμι από την πόλη. Ξάπλωσαν στις σεζλόνγκ και κοίταξαν τα αστέρια, ενώ κρατιόντουσαν από το χέρι. Ήταν η τε
426 λειότερη στιγμή που η Τίμι θυμόταν εδώ και πολύ καιρό, ίσως σε ολόκληρη τη ζωή της. Και τότε, επιτέλους, αποκοιμήθηκαν ξανά αγκαλιασμένοι και ξύπνησαν όταν πια κόντευε να μεσημεριάσει. Η Τίμι σέρβιρε τσάι με κρουασάν και ύστερα από το πρωινό τους κατέβηκαν για μια μακρινή βόλτα στην παραλία. Τελικά έμειναν στο Μαλιμπού τέσσερις ολόκληρες μέρες. Άρεσε τόσο στον Ζαν-Σαρλ, που δεν ήθελε να φύγει. Περνούσε υπέροχα, γαλήνια και τόσο ερωτικά στον κόσμο της Τίμι. Ένιωθε σαν να βρισκόταν μέσα σε κουκούλι και δεν είχε αισθανθεί ποτέ τόσο άνετα στη ζωή του. Θα προτιμούσε να μη γυρίσουν στο Λος Άντζελες, αλλά ήθελε να νιώσει έστω και για λίγο πώς ήταν η ζωή της εκεί. Πήγαν λοιπόν σε εστιατόρια και καταστήματα με αντίκες, έκαναν μεγάλους περιπάτους και ήπιαν καπουτσίνο σε ένα καφέ όπου σύχναζε η Τίμι. Κολύμπησαν στην πισίνα της και πέρασαν ώρες καθισμένοι στο τζακούζι τα βράδια, όπως και στη θεόρατη μαρμάρινη μπανιέρα της. Περνούσαν τον περισσότερο καιρό τους είτε στο κρεβάτι είτε μέσα σε υδάτινο περιβάλλον, σχεδόν σαν να βρίσκονταν ακόμη στη μήτρα. Είχαν γίνει αδελφές ψυχές. Και ακριβώς όπως είχε συμβεί την προηγούμενη φορά που
είχαν βρεθεί μαζί, έτσι και τώρα η τελευταία νύχτα ήρθε πολύ γρήγορα. Ήταν ξαπλωμένοι στο μεγάλο, άνε-το κρεβάτι της και έλεγαν πόσο υπέροχα είχαν περάσει και πότε θα συναντιόντουσαν ξανά. Τους φαινόταν εκπληκτικό ότι το παθιασμένο ειδύλλιό τους είχε ξεκινήσει 427 μόλις έναν μήνα πριν. Ήδη είχαν την αίσθηση πως ήταν ανέκαθεν μαζί. Είχαν μιλήσει για τα πάντα, από τους παιδικούς φόβους και τις στενοχώριες τους μέχρι το μέλλον τους και το αν θα ήθελαν ποτέ να αποκτήσουν παιδιά. Παιδιά δεν θα αποκτούσαν μαζί, αλλά ήλπιζαν πως θα αποκτούσαν ένα κοινό μέλλον. Τα πάντα στην ώρα τους, όπως της έλεγε ο Ζαν-Σαρλ κάθε φορά που τύχαινε να το συζητήσουν. Τη μέρα της αναχώρησής του, σοβαροί και μελαγχο-λικοί, πήγαν μαζί στο αεροδρόμιο. Η τελευταία βδομάδα τούς είχε φέρει ακόμα πιο κοντά. Είχαν αποκτήσει μια καθημερινή ρουτίνα με πράγματα που τους άρεσε να κάνουν. Η Τίμι ήξερε τι προτιμούσε ο Ζαν-Σαρλ για πρωινό και του το μαγείρευε με αγάπη. Περνούσαν ώρες κάνοντας έρωτα, προσφέροντας ο ένας στον άλλον ατέλειωτη ηδονή. Ο ένας μάθαινε τις ανάγκες και τις συνήθειες του άλλου, τα μυστικά του, τις ιστορίες, τις αδυναμίες του και τους ενδόμυχους φόβους του. Έμοιαζε να μην υπάρχει πια τίποτα μυστικό μεταξύ τους.
Είχαν δια-νύσει τεράστια απόσταση μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Και τώρα ήταν αναγκασμένοι να χωρίσουν ξανά και να μάθουν να ζουν μόνοι ως την επόμενη συνάντησή τους. Ένιωθαν σαν να ήταν υποχρεωμένοι να μάθουν να ζουν χωρίς ένα μέλος τους ή χωρίς να χρησιμοποιούν και τα δυο τους χέρια. Και ακριβώς όπως είχε συμβεί την τελευταία φορά, έτσι και τώρα ήξεραν πως η προσαρμογή θα ήταν δύσκολη και κανείς από τους δυο τους δεν ανυπομονούσε γι’ αυτό. Ήταν τόσο επώδυνος 428 ο χωρισμός. Ο έρωτας τους τη βδομάδα που είχε περάσει ήταν γενναιόδωρος και γόνιμος. Ο χρόνος που είχαν μοιραστεί ήταν για εκείνους ένα δώρο που πίστευαν ότι τους το είχε στείλει ο Θεός. Το μοναδικό μη πραγματικό χαρακτηριστικό όσων είχαν ζήσει ήταν το γεγονός πως, όσο βρισκόταν κοντά της ο Ζαν-Σαρλ, η Τίμι δεν είχε τηλεφωνήσει ούτε μια φορά στο γραφείο της. Οι οδηγίες που τους είχε αφήσει έλεγαν ρητά πως απαγορευόταν να της τηλεφωνήσουν, εκτός κι αν έπιανε φωτιά το κτίριο. Για οτιδήποτε λιγότερο σημαντικό, δεν έπρεπε να την ενοχλήσουν. Ήθελε κάθε στιγμή που περνούσε ξύπνια να είναι αφιερωμένη σε εκείνον. Έτσι, ο Ζαν-Σαρλ δεν είχε πραγματική αίσθηση για το πόσο σκληρά δούλευε η Τίμι, ούτε τι έκανε με τον χρόνο της όταν εκείνος δεν βρισκόταν
κοντά της. Όμως η Τίμι θεωρούσε πως ήταν προτιμότερο έτσι. Ήθελε να αφοσιω-θεί σ’ εκείνον με ολόκληρη την ύπαρξή της και κάθε ψήγμα του χρόνου της, και ο Ζαν-Σαρλ το απολάμβανε αυτό. Όπως κι εκείνη. Δεν ήθελε να είναι η διευθύνουσα σύμβουλος της Τίμι Ο όσο βρισκόταν μαζί του. Το μόνο που ήθελε ήταν να είναι για τον Ζαν-Σαρλ η γυναίκα που είχε αγαπήσει. Εκείνος δεν είχε αντίρρηση. Για την ακρίβεια, το ήθελαν και οι δύο. Μαζί του ένιωθε περισσότερο γυναίκα από όσο είχε νιώσει ποτέ στη ζωή της. Τον έβλεπε που παρέδιδε τις αποσκευές του στο γκισέ της Ερ Φρανς για να πάρει κάρτα επιβίβασης και ένιωθε να σκίζεται η καρδιά της. Τον κοιτούσε μελαγχολικά όσο έβαζε το διαβατήριό του στη θέση του. Για λίγη ώρα έμει 429 ναν στο κτίριο μαζί, έπειτα βγήκαν για μερικά λεπτά. Στο τέλος δεν τους απέμενε άλλη επιλογή. Ο Ζαν-Σαρλ έπρεπε να κατευθυνθεί προς τον έλεγχο διαβατηρίων για να φτάσει στην πύλη επιβίβασης. Κι εκείνη δεν μπορούσε να πάει μαζί του. Στάθηκε και την κράτησε στην αγκαλιά του ώρα πολλή, φιλώντας τη, σφίγγοντάς τη, αγαπώντας τη, μη θέλοντας να την αφήσει. Όπως κάθε φορά που η Τίμι έλεγε αντίο σε κάποιον που αγαπούσε, έτσι και τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ένιωθε σαν μικρό παιδί που το εγκατέλειπαν. Όσο κι αν ήξερε πως θα τον έβλεπε ξανά, και μάλλον
γρήγορα, εξακολουθούσε να είναι τραγικό για εκείνη που την άφηνε. Υπήρχε πάντα εκείνη η βουβή φωνή τρόμου που τη ρωτούσε πώς θα επιβίωνε αν εκείνος δεν γύριζε πίσω. Ο ΖανΣαρλ το ήξερε πλέον, γι’ αυτό και της έδινε τον λόγο του ξανά και ξανά πως θα γύριζε. Τον πίστευε, αλλά την πονούσε το ίδιο να τον βλέπει να φεύγει. «Σ’ αγαπώ» της ψιθύρισε μια τελευταία φορά προτού περάσει από τα μηχανήματα ελέγχου επιβατών που θα τη χώριζαν από εκείνη. Θα τον έβλεπε ακόμη, αλλά θα της ήταν αδύνατον να τον αγγίξει. Ο αναπόφευκτος χωρισμός είχε αρχίσει. «Κι εγώ σ’ αγαπώ τόσο πολύ... Να συναντηθούμε σύντομα ξανά...» Η Τίμι δεν ήξερε πώς θα τα κατάφερ-νε ο Ζαν-Σαρλ να ξαναέρθει στην Καλιφόρνια. Του ήταν δύσκολο να πάρει μια βδομάδα άδεια από τη δουλειά του. Αυτό που είχαν ζήσει ήταν ένα σπάνιο δώρο και το ήξεραν και οι δύο. 430 «Πότε μπορείς να έρθεις στο Παρίσι;» τη ρώτησε, νιώθοντας σχεδόν τον ίδιο πανικό με εκείνη στην ιδέα του αποχωρισμού. Η ζωή του χωρίς την Τίμι ήταν θλιβερή και άδεια, αβάσταχτη. «Θα προσπαθήσω να έρθω σύντομα» του υποσχέθηκε και το εννοούσε. Δεν θα δυσκολευόταν να βρει δικαιολογία. Στην
πραγματικότητα, δεν τη χρειαζόταν καν. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να αλλάξει το πρόγραμμά της και να πάρει το πρώτο αεροπλάνο. Το πρόβλημα στο Παρίσι ήταν πως ο Ζαν-Σαρλ δεν είχε μετακομίσει ακόμη από το διαμέρισμα που μοιραζόταν με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ήταν λοιπόν φανερό πως η Τίμι δεν μπορούσε να μείνει μαζί του. Και ο Ζαν-Σαρλ ένιωθε άβολα να μείνει στο ξενοδοχείο μαζί της, για την περίπτωση που τον αναγνώριζε κάποιος και διακινδύνευε τη φήμη του, εφόσον δεν ήταν ακόμη διαζευγμένος. Το είχαν συζητήσει προσπαθώντας να βρουν κάποια εναλλακτική λύση, όπως το να νοικιάσουν ένα διαμέρισμα ως τη στιγμή που ο Ζαν-Σαρλ θα ελευθερωνόταν και θα μπορούσε να αποκτήσει δικό του σπίτι. Αυτή η στιγμή δεν θα αργούσε. Είχαν ορκιστεί να βρουν τη λύση. Και να που τώρα ο Ζαν-Σαρλ την ήθελε να γίνει κομμάτι της καθημερινής του ζωής, γι’ αυτό και της ζητούσε να έρθει στο Παρίσι. «Θα δούμε» του απάντησε και ο Ζαν-Σαρλ τη φίλησε ξανά. Χρειάστηκε σχεδόν υπεράνθρωπη προσπάθεια να απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον και ο ΖανΣαρλ κατευθύνθηκε προς το μηχάνημα με μια βλοσυρή έκφρα' ση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Και όταν πέρασε στην άλλη πλευρά, στάθηκε και της χαμογέλασε. Η Τίμι το ήξερε πως ήταν ανόητο, παρ’ όλα αυτά συγκινήθηκε όταν
διαπίστωσε πως και τα δικά του μάτια ήταν βουρκωμένα. Ήταν και οι δυο θεσπέσια ανόητοι, συναισθηματικοί και ρομαντικοί. Ακόμα κάτι στο οποίο ταίριαζαν απόλυτα. Και έμοιαζαν να ταιριάζουν απόλυτα σε κάθε τους σκέψη και πράξη. Ήταν πραγματικά εκπληκτικό. Πίστευαν και οι δυο ακράδαντα πως ο Θεός είχε ανάμειξη σ’ αυτή τη σχέση, η οποία, όπως του τόνισε η Τίμι, ήταν πολύ καλύτερη από τις γνωριμίες μέσω διαδικτύου. Αυτή η επιλογή, ήταν σίγουροι γι’ αυτό, είχε γίνει από τον Θεό για χάρη τους. Ο Ζαν-Σαρλ τής κούνησε το χέρι, καθώς απομακρυνόταν, της φώναξε ότι την αγαπούσε, και εκείνη έκανε το ίδιο. Και ύστερα έπρεπε να στρίψει στον διάδρομο για να κατευθυνθεί προς την πύλη του και η Τίμι δεν μπορούσε πια να τον δει. Είχε φύγει. Η αίσθηση του κενού και της απώλειας που την κατέλαβε ήταν αβάσταχτη, αδιανόητη. Γύρισε στο πάρκινγκ, μπήκε στο αυτοκίνητό της και απλώς κάθισε εκεί κάμποση ώρα. Μύριζε ακόμη το άφτερ σέιβ του στον αέρα και ένιωθε το δέρμα του πάνω στο δικό της, σχεδόν σαν να ήταν φάντασμα που δεν θα την εγκατέλειπε ποτέ. Και ύστερα, αργά, με τη σκέψη σε όσα είχαν μοιραστεί αυτή την τελευταία εβδομάδα, έβαλε μπρος τη μηχανή. Και οδήγησε μέχρι το σπίτι που ήταν η φωλιά τους για μια βδομάδα, το κρεβάτι που ήταν το 432
κουκούλι τους, το κρεβάτι όπου έκαναν έρωτα. Τα πάντα εκεί μέσα έδειχναν εμποτισμένα με εκείνον. Δεν είχε ιδέα πότε θα ερχόταν ξανά, ήξερε όμως, απόλυτα, χωρίς καμία αμφιβολία, πως ήταν δική του και πως αυτό ήταν το σπίτι τους. Ο ΖανΣαρλ είχε αφήσει τη δική του ιδιαίτερη σφραγίδα τόσο στο σπίτι της όσο και στην καρδιά της από τη στιγμή που ερωτεύτηκαν στο Παρίσι. Ήταν η γυναίκα του πλέον. 16 ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΤΡΕΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ η Τίμι με τον Ζαν-Σαρλ μιλούσαν διαρκώς στο τηλέφωνο, έλεγαν πόσο πολύ αγαπιόντουσαν και αντάλλαζαν αναρίθμητα ηλεκτρονικά μηνύματα. Ακόμη δεν είχαν οριστικά σχέδια για να συναντηθούν ξανά και έκαναν και οι δύο σαν τρελοί, όμοιοι με πεινασμένα λιοντάρια που στριφογύριζαν στο κλουβί τους χωρίς να ξέρουν πότε θα σερβιριζόταν το δείπνο. Η Τζέιντ και ο Ντέιβιντ είχαν παρατηρήσει πόσο δυστυχής έδειχνε η Τίμι τον τελευταίο καιρό και πόσο ανυ-πομονούσε να του μιλήσει στο τηλέφωνο ή να του γράψει. Κάθε φορά που της έλεγαν πως ήταν στη γραμμή, κυριολεκτικά πετούσε από τη χαρά της. Όλη της η προσοχή ήταν πλέον εστιασμένη επάνω του. Μοναδικός στόχος της ήταν να τον δει ξανά. Και την ίδια στιγμή, έστω κι αν ένιωθε απελπιστικά μόνη μακριά του, την παρηγορούσε να ξέρει ότι τη λάτρευε και ότι αδημονούσε όσο κι εκείνη να βρεθεί μια λύση. Η Τίμι πίστευε
ακράδαντα πως θα την έβρισκαν. Απλώς δεν την είχαν σκεφτεί ακόμη. Αλλά ήταν και οι δύο βέβαιοι πως θα έβρισκαν τον 434 τρόπο να είναι μαζί τον περισσότερο καιρό, από τη στιγμή που ο Ζαν-Σαρλ θα μετακόμιζε, τον ερχόμενο Ιούνιο. Στο μεταξύ ζούσαν και ανάσαιναν για την επόμενη συνάντησή τους. Στο Παρίσι είχε σημειωθεί σοβαρή έξαρση κάποιου είδους γρίπης που υποτίθεται πως είχε μεταφερθεί από τη βόρεια Αφρική, και ο Ζαν-Σαρλ είχε αναρίθμητους ασθενείς να φροντίσει. Μιλούσαν πρωί και βράδυ και η Τίμι πάλευε ακόμη να βρει με ποιον τρόπο θα κατόρθωνε να λείψει για λίγο, όταν παρουσιάστηκαν για δεύτερη φορά προβλήματα στο εργοστάσιο του Νιου Τζέρσι. Το σωματείο απειλούσε με παράνομη απεργία και πολλοί από τους υπαλλήλους της της ζητούσαν να αγνοήσει το σωματείο. Η Τίμι μπήκε στον πειρασμό να το κάνει, παρόλο που μια τέτοια κίνηση θα τους έδινε επικίνδυνα όπλα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον της. Παρ’ όλα αυτά προτίμησε να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να κατευνάσει τα πνεύματα, έστω και αν της κόστιζε. Και ενώ σχεδίαζε ένα πλάνο διαπραγματεύσεων με τη βοήθεια των δικηγόρων της, ένα από τα μεγαλύτερα πολυκαταστήματα και πελάτης τους αποφάσισε να τριπλασιάσει τις παραγγελίες, δημιουργώντας
ένα επιπλέον πρόβλημα για την παραγωγή. Τελικά αποφάσισε να ταξιδέψει μέχρι τη Νέα Υόρκη για να διευθετήσει αυτοπροσώπως την κατάσταση. Είχαν περάσει τρεις εβδομάδες από την τελευταία της συνάντηση με τον Ζαν-Σαρλ και κόντευαν να τρελαθούν και οι δυο τους. Και τότε συνειδητοποίησε ότι τα προβλή 435 ματα της στην Ανατολική Ακτή ήταν μια ανέλπιστη ευλογία, παρόλο που το διάστημα που θα περνούσε εκεί ίσως ήταν γεμάτο άγχος και εντάσεις. Τηλεφώνησε στον Ζαν-Σαρλ για να τον ενημερώσει για το απροσδόκητο ταξίδι της. Το επόμενο πρωί θα πετούσε για Νέα Υόρκη. Ήξερε επίσης πόσο δύσκολο θα ήταν για εκείνον να αφήσει τη δουλειά του την τελευταία στιγμή. «Μάλλον θα χρειαστεί να μείνω τρεις με τέσσερις μέρες» του εξήγησε. Με άλλα λόγια, μέχρι το Σαββατοκύριακο. «Υπάρχει πιθανότητα να έρθεις για δυο μέρες;» Μέχρι τότε η Τίμι ήταν παγιδευμένη στην Καλιφόρνια, όπου είχε να αντιμετωπίσει ένα διαφορετικό σύνολο προβλημάτων που αφορούσαν τη Δυτική Ακτή, και ο Ζαν-Σαρλ ήταν πνιγμένος στη δουλειά στο Παρίσι, αφού ο βασικός βοηθός του, ο οποίος τον αντικαθιστούσε συνήθως, είχε σπάσει το πόδι του κάνοντας σκι. Αν και μόλις πρόσφατα της είχε αναφέρει ότι
κόντευε να αποθεραπευτεί πλήρως. Ο Ζαν-Σαρλ ενθουσιάστηκε σαν έμαθε ότι η Τίμι θα ταξίδευε ανατολικά. Θεωρητικά, ήταν πολύ πιο εύκολο να τη συναντήσει στη Νέα Υόρκη, μετά από μια εξάωρη πτήση, παρά στην Καλιφόρνια, όπου η πτήση διαρκού-σε έντεκα ώρες και όπου έχανε από μια ημέρα σε κάθε σκέλος του ταξιδιού. Η Νέα Υόρκη ήταν πολύ απλού-στερη γι’ αυτόν. «Θα κάνω ό,τι μπορώ. Ο βοηθός μου έχει επιστρέψει στη δουλειά και μπορεί να μετακινείται με τον γύψο». Το διάστημα που ο νεαρότερος άντρας είχε περάσει στο κρε 436 βάτι, ανίκανος για εργασία, ήταν πραγματικός εφιάλτης για τον Ζαν-Σαρλ. «Θα σου τηλεφωνήσω απόψε» της υποσχέθηκε. Η Τίμι τού είπε ότι θα μπορούσε να την ενημερώσει ακόμα και την τελευταία στιγμή. Ήλπιζε να μείνει στη Νέα Υόρκη και να περάσει το Σαββατοκύριακο μαζί του. Ήταν φανερό εδώ και αρκετές βδομάδες ότι το είχαν ανάγκη και οι δύο. Ο μακρύς χωρισμός τους κατέθλιβε, τους έκανε νευρικούς και δυστυχισμένους. Αυτό το ταξίδι ήταν ευπρόσδεκτο και από τις δύο πλευρές. Είχαν περάσει τρεις οδυνηρές, ατέλειωτες βδομάδες χωρίς σωματική επαφή, παρόλο που μιλούσαν διαρκώς στο τηλέφωνο και αντάλλαζαν μέιλ πολλές φορές καθημερινά, για να
εξιστορήσουν τα όσα συνέβαιναν στις ζωές τους και να δηλώσουν ακόμα μια φορά την αγάπη τους. Ήταν ο τρυφερότερος άντρας που είχε γνωρίσει ποτέ. Της τηλεφώνησε τα μεσάνυχτα —εννιά το πρωί της επομένης για τον ίδιο- για να της ανακοινώσει ότι είχε κανονίσει τα πάντα. Θα έφευγε από το Παρίσι αμέσως μετά τη δουλειά, το βράδυ της Πέμπτης. Θα έπαιρνε την πτήση των οχτώ, θα προσγειωνόταν στη Νέα Υόρκη περίπου την ίδια ώρα και θα ήταν ελεύθερος να μείνει μαζί της μέχρι την Κυριακή το βράδυ, όταν θα έπαιρνε τη βραδινή πτήση της επιστροφής. Ο βοηθός του είχε συμφωνήσει να δουλέψει επί τρεις συνεχόμενες μέρες, παρά το σπασμένο πόδι του και τον γύψο. Ο Ζαν-Σαρλ ένιωθε ανακουφισμένος. Το ίδιο και η Τίμι. Τώρα είχε τόσο πολλά να περιμένει, όσο θα αντιμετώπιζε τις προκλήσεις που τις επιφύλασσε εκείνη η βδομάδα, οι οποίες το δίχως 437 άλλο δεν θα ήταν εύκολες. Όμως η ανταμοιβή στο τέλος θα ήταν σπουδαία και για τους δύο. Κοιμήθηκε ανήσυχα εκείνο το βράδυ, έχοντας στο μυαλό της τη βδομάδα που την περίμενε, όπως και τον ενθουσιασμό ακόμα μίας συνάντησης μαζί του. Το επόμενο πρωί πήρε την πρώτη πτήση για Νέα Υόρκη, πράγμα που σήμαινε πως
αναγκάστηκε να σηκωθεί μέσα στη νύχτα και να φύγει για το αεροδρόμιο στις πέντε τα ξημερώματα. Ήταν πτήση για επιχειρηματίες και, με εξαίρεση την Τίμι και μια ακόμα γυναίκα, οι υπόλοιποι επιβάτες της πρώτης θέσης ήταν όλοι άντρες και έδειχναν απόλυτα υπηρεσιακοί. Όπως πάντα τη συνόδευε ο Ντέι-βιντ, ενώ η Τζέιντ είχε μείνει πίσω για να κρατάει ασφαλή τα μετόπισθεν. Και αυτή τη φορά η Τίμι, ο Ντέιβιντ και οι δικηγόροι τους κατάφεραν να λύσουν τα προβλήματα με το σωματείο, που έμοιαζε μονίμως με πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί. Δεν υπήρχε γρήγορη ή μόνιμη διευθέτηση για τα προβλήματά τους, αλλά με τις υποχωρήσεις που έκανε η Τίμι πίστευε πως είχαν εξαγοράσει ένα με δύο χρόνια ειρήνης. Φρόντισαν επίσης να καλύψουν τις παραγγελίες που είχαν τριπλασιαστεί, αυξάνοντας την παραγωγή στην Ταϊβάν και προσλαμβάνοντας περισσότερους εργάτες. Μέχρι την άφιξη του Ζαν-Σαρλ, το βράδυ της Πέμπτης, η Τίμι είχε βάλει την επαγγελματική ζωή της σε τάξη, παρόλο που έδειχνε εξαντλημένη και έκανε τον Ζαν-Σαρλ να ανησυχήσει για την υγεία της. Διαπιστώνοντας πως είχε χάσει βάρος από την τελευταία φορά που την είχε δει, την ανάγκασε να 438 τρέφεται πιο συχνά όσο ήταν μαζί του. Πάντα χαλάρωνε όταν τον είχε δίπλα της και αυτή η φορά δεν ήταν εξαίρεση. Έκαναν έρωτα αμέσως μόλις πάτησαν το πόδι τους στο
ξενοδοχείο και, παρόλο που έβγαιναν για φαγητό κάθε βράδυ, περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους στο δωμάτιο. Και τις τρεις μέρες έβρεχε δυνατά και αδιάκοπα, και το μόνο που ήθελε η Τίμι ήταν να μείνει στο κρεβάτι μαζί του για να κάνουν αγκαλιές και έρωτα, πράγμα για το οποίο ο Ζαν-Σαρλ δεν είχε καμία απολύτως αντίρρηση, αφού αυτό είχε ανάγκη και ο ίδιος. Εκτός από την έξαψη του πάθους που μοιράζονταν και τη γενναιοδωρία του έρωτά τους, πρόσφεραν επιπλέον ο ένας στον άλλον αφάνταστη παρηγοριά, ικανή να τους δώσει δύναμη και να τους γλυκάνει τη ζωή τις μέρες που θα ήταν μόνοι. Η Τίμι άκουσε με ανακούφιση τα σχέδιά του να μετακομίσει σε δύο μήνες. Πίστευε, είπε, πως οι κόρες του είχαν παραιτηθεί πια και υπήρχαν κάμποσοι δυνητικοί αγοραστές για το διαμέρισμα που τους περιτριγύριζαν. Ο Ζαν-Σαρλ εξακολουθούσε να πιστεύει πως θα είχε οριστικοποιήσει την οικογενειακή του κατάσταση μέχρι τις αρχές του Ιουνίου και η Τίμι δεν έβλεπε την ώρα γι’ αυτό. Τότε πια θα ήταν ελεύθεροι να συγκατοικήσουν στο Παρίσι, από τη στιγμή που θα έμενε μόνος του. Της ζήτησε μάλιστα να τον βοηθήσει να βρει διαμέρισμα και να το διακοσμήσουν μαζί. Ήθελε τη συμμετοχή της σε κάθε τομέα της ζωής του πλέον και ήλπιζε να τη γνωρίσει στα παιδιά του τους επόμενους μήνες. Όλα αυτά ακούγονταν υπέροχα. Το βράδυ του Σαββάτου ακύρωσαν μια κράτηση για δείπνο στο εστιατόριο Τσιπριάνι και έμειναν στο κρεβάτι. Έβρεχε και
ένιωθαν και οι δύο ήρεμοι και χαλαροί, έχοντας εκμεταλλευτεί στο έπακρο τις μέρες που είχαν περάσει μαζί. Η Τίμι είπε πως δεν είχε όρεξη να ντυθεί για να πάει σε ακριβό εστιατόριο. Έτσι έμειναν στο δωμάτιό τους και το μικρό κουκούλι τους. Συζήτησαν, αποκοιμήθηκαν, και όταν έκαναν έρωτα εκείνο το βράδυ η Τίμι ένιωσε τόσο κοντά του όσο ποτέ άλλοτε. Βίωναν μια παθιασμένη ιστορία αγάπης που κάθε τόσο έμοιαζε να αγγίζει ύψη τρομακτικά σχεδόν, τόσο βαθιά ήταν αυτά που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον. Θαρρείς και μια συγκεκριμένη στιγμή στον χρόνο γίνονταν ένα όχι μονάχα τα κορμιά, αλλά και ο νους, η καρδιά και η ψυχή τους. Το ένιωσε και ο Ζαν-Σαρλ εκείνο το βράδυ και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του όταν έκαναν έρωτα. Η Τίμι δεν είχε αισθανθεί κάτι παρόμοιο με άλλον άντρα. Αυτό που έκαναν μαζί ήταν ο ίδιος ο ορισμός του έρωτα και, αργότερα, ξαπλωμένη στην αγκαλιά του, ένιωθε σαν να του είχε ξεγυμνώσει την ψυχή της και ότι τίποτα δεν θα τους χώριζε ποτέ ξανά. Κάθε φορά ο έρωτάς τους ήταν διαφορετικός και καλύτερος από την προηγούμενη. Έμεινε όλο το βράδυ στην αγκαλιά του, σφιγμένη επάνω του, με τα μπράτσα του τυλιγμένα γύρω της. Την πήρε έτσι ο ύπνος και ο Ζαν-Σαρλ έμεινε ξύπνιος να την κοιτάζει και να αισθάνεται την καρδιά του να λιώνει. Η Τίμι άγγιζε μέσα του σημεία που δεν ήξερε πως υπήρχαν, και αυτό είχε κάνει και εκείνο το βράδυ. Του είχε χαρίσει τον 440
εαυτό της και είχε πάρει ό,τι της είχε προσφέρει εκείνος. Και όλη τη νύχτα που κοιμόταν μες στην ασφάλεια της αγκαλιάς της, η Τίμι ονειρευόταν πως ήταν ένα. Ξύπνησαν το επόμενο πρωί απέναντι ο ένας από τον άλλον και χαμογέλασαν όταν το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν με το που άνοιξαν τα μάτια τους ήταν ο άνθρωπος που αγαπούσαν. Οι μύτες τους αγγίζονταν, τα χείλη τους σχεδόν. Τη φίλησε και έμειναν ξαπλωμένοι πολλή ώρα προτού πάρουν την απόφαση να σηκωθούν. Η Τίμι δεν είχε σαλέψει όλο το βράδυ. Ο Ζαν-Σαρλ παρήγγειλε πρωινό και για τους δυο τους, αλλά ακόμα και τότε η Τίμι αρνήθηκε να σηκωθεί. Το μόνο που ήθελε ήταν να μείνει ξαπλωμένη εκεί για πάντα και να αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του. Στο τέλος σηκώθηκε για να φάνε μαζί πρωινό και του έκανε την τιμή να πλύνει τα δόντια της και να βουρτσίσει τα μαλλιά της. Ήταν πανέμορφη όταν κάθισε πλάι του. Ξεφύλλισαν την κυριακάτικη εφημερίδα και κουβέντιασαν αυτά που είχαν διαβάσει. Η Τίμι ρουφούσε κυριολεκτικά τις επιχειρηματικές σελίδες, ο Ζαν-Σαρλ προτιμούσε τα επιστημονικά ένθετα. Το αποτέλεσμα ήταν μια γοητευτική ανταλλαγή απόψεων στη διάρκεια του πρωινού και μια ενδιαφέρουσα κοινή ζωή. Το ίδιο απόγευμα επισκέφτηκαν το Μητροπολιπκό Μουσείο κι ύστερα γύρισαν στο ξενοδοχείο τους μέσα στη βροχή. Η Τίμι ένιωθε βαθιά ευτυχισμένη και χορτα-σμένη. Έκαναν έρωτα μια τελευταία φορά προτού φύγουν και η Τίμι έδειχνε
ακόμη νυσταγμένη. Ήταν τόσο κουρασμένη συναντήθηκαν, που δεν είχε προλάβει να
όταν
ΕΡΩΤΑΣ ΕΕ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ 441 αναπληρώσει τον χαμένο ύπνο. Αποκοιμήθηκε ξανά, γερμένη επάνω του, στη διαδρομή με το ταξί για το αεροδρόμιο, ενώ ο Ζαν-Σαρλ την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Της άρεσε τόσο όταν το έκανε αυτό. Και ύστερα ακολούθησε η βασανιστική διαδικασία του αποχαιρετισμού. Του υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε στο Παρίσι σε λίγες εβδομάδες. Θα προσπαθούσε να αναδιοργανώσει εκ βάθρων τα υφαντήριά τους εκεί ώστε να βγάλει και λίγη δουλειά. Ακόμα και αν δεν το κατάφερνε όμως, τίποτα δεν την ευχαριστούσε περισσότερο από το ανοιξιάτικο Παρίσι. Τώρα ήταν Απρίλης, ήλπιζε ωστόσο να βρίσκεται στο Παρίσι την Πρωτομαγιά, που θα ήταν ακόμα καλύτερα. Και από τη στιγμή που θα βρίσκονταν εκεί, θα απέμενε μονάχα ένας μήνας ως τη λήξη της τόσο παράλογης διευθέτησης που είχε κάνει ο Ζαν-Σαρλ όσον αφορούσε τον τρόπο ζωής του. Προς το παρόν η Τίμι δεν το σκεφτόταν καν. Βρισκόταν δίπλα του και ένιωθε να ταξιδεύει και να πλέει στα ουράνια. Και αυτή τη φορά, όταν τη φίλησε για να την αποχαιρετήσει, ένιωσε κάπως λιγότερο στενοχωρημένη. Αντίθετα, αυτό που αισθανόταν ήταν μια απόλυτη αρμονία, ένας τέλειος συγχρονισμός σκέψης και
κίνησης. Ένιωθε πως ήταν δύο δυνατοί, ανεξάρτητοι άνθρωποι που επιτέλους είχαν γίνει ένας. Ήταν μια αίσθηση που τη διατήρησε και όταν γύρισε στην Καλιφόρνια. Ένιωθε ασυνήθιστα ήρεμη και πιότερο ερωτευμένη από ποτέ, έστω κι αν είχαν περάσει μέρες από την τελευταία φορά που είχαν ιδωθεί και ακόμη δεν είχε καταφέρει να οργανώσει το ταξίδι στο Παρίσι παρά 442 τις προσπάθειες της. Ήταν αποφασισμένη να έχει έναν λόγο για να πάει εκεί, παρόλο που ο Ζαν-Σαρλ ήταν αρκετός από μόνος του. Η Τίμι ήθελε να πετύχει με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια. Θα πήγαινε, ή τέλος πάντων ήθελε να πάει στο Παρίσι για τη σχέση τους, αλλά ταυτόχρονα ήθελε να διεκπεραιώνει τα τοπικά επαγγελματικά ζητήματα όπου και αν βρισκόταν. Επιπλέον, θα είχε κάτι να κάνει όσο εκείνος ήταν απασχολημένος. Μόλις είχε προγραμματίσει μια σειρά συναντήσεων με ένα καινούργιο υφαντουργείο έξω από το Παρίσι και περίμενε επιβεβαίωση από τη μεριά τους, τρεις βδομάδες ύστερα από την τελευταία επίσκεψη του Ζαν-Σαρλ, όταν αρρώστησε άσχημα. Η Τζέιντ είχε παραγγείλει για όλους σούσι, και ήταν φανερό πως ό,τι και αν ήταν αυτό που είχε φάει η Τίμι δεν ήταν καλό. Σπανίως αρρώσταινεή φοβόταν τόσο στη ζωή
της. Τηλεφώνησε στον Ζαν-Σαρλ για να το συζητήσουν και εκείνος τη συμβούλεψε να πάει στα επείγοντα. Ήθελε να της βάλουν ορό για την αφυδάτωση, όμως η Τίμι σιχαινόταν τα νοσοκομεία και προτίμησε να περιμένει· το ίδιο βράδυ ένιωθε πολύ καλύτερα, έτσι δεν πήγε καθόλου. Το επόμενο πρωί ωστόσο εξακολουθούσε να νιώθει αδύναμη, όπως και ενοχλημένη που το υφαντουργείο δεν είχε στείλει απάντηση. Ήταν Πρωτομαγιά και ήθελε να πάει στο Παρίσι για να τον δει. Οι μήνες της αναμονής κόντευαν να τελειώσουν. Σε έναν μήνα, με τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους, ο ΖανΣαρλ θα μετακόμιζε από το σπίτι του και είχε ήδη αρχίσει να ψάχνει για διαμέρισμα. Τα όνειρά της γίνονταν σιγά σιγά πραγματικότητα, όταν αρρώστησε ξανά. Ο πόνος ερχόταν κατά κύματα και η Τίμι τηλεφώνησε ξανά στον Ζαν-Σαρλ για να του πει πόσο άρρωστη ήταν. Της απάντησε πως περισσότερο έδειχνε να είναι κρίση της χοληδόχου κύστεως παρά τροφική δηλητηρίαση ή κάποιο είδος γρίπης. Αυτή τη φορά η Τίμι δέχτηκε να τηλεφωνήσει στον γιατρό της και να τον συναντήσει στα επείγοντα. Ήταν τόσο χλωμή όταν έφτασε εκεί, διάφανη σχεδόν, ώστε ο γιατρός αποφάσισε αμέσως να της κάνει μια σειρά εξετάσεις. Η Τίμι αντέδρασε, αλλά ο Ζαν-Σαρλ επέμεινε να τις κάνει, ιδιαίτερα εφόσον είχε αρχίσει να κάνει ξανά εμετό. Πέρασε δύο πραγματικά άθλιες μέρες στο νοσοκομείο, όταν η Τζέιντ τής τηλεφώνησε για να την ενημερώσει πως το
υφαντουργείο είχε στείλει επιβεβαίωση. Όλη η επόμενη βδομάδα θα ήταν κλεισμένη με συναντήσεις μαζί τους και η Τίμι έσπευσε να ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα στον ΖανΣαρλ. Εκείνος όμως ανησυχούσε πολύ περισσότερο για την υγεία της. «Άσε τώρα το υφαντουργείο» τη μάλωσε «και κοίτα να κάνεις τις εξετάσεις που ζήτησε ο γιατρός σου. Θέλεις να του μιλήσω;». «Όχι» του απάντησε η Τίμι και ακουγόταν πιο ήρεμη. «Αισθάνομαι καλύτερα. Πραγματικά πιστεύω πως ήταν γρίπη. Θα είναι χαζό να κάνω ένα κάρο εξετάσεις για το τίποτα. Είμαι μια χαρά, είμαι βέβαιη γι’ αυτό». «Ευχαριστώ για τη διάγνωση, γιατρέ. Κάνε τις εξετάσεις και θα μιλήσουμε μετά τα αποτελέσματα». Ο Ζαν444 Σαρλ ήθελε να βεβαιωθεί ότι η Τίμι δεν κινδύνευε από κάτι σοβαρό, όπως η ηπατίτιδα. Πίεζε τόσο πολύ τον εαυτό της και ταξίδευε τόσο συχνά, που θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε, συμπεριλαμβανομένου του έλκους. Έτσι, η Τίμι τούς άφησε να κάνουν ό,τι ήθελαν. Της πήραν δείγματα αίματος και ούρων και, εφόσον ήδη είχε αρχίσει να αισθάνεται καλύτερα, την έστειλαν στο σπίτι της. Ένιωθε
άσχημα που είχε βάλει σε τέτοια φασαρία τους πάντες για κάτι που πιθανότατα ήταν ασήμαντο. Αλλά τη συγκινούσε το ενδιαφέρον του Ζαν-Σαρλ, ο οποίος εξακολουθούσε να επιμένει πως ήθελε να μιλήσει με τον γιατρό της μόλις έβγαιναν τα αποτελέσματα, στην περίπτωση που προέκυπτε κάτι σημαντικό. «Σταμάτα να ανησυχείς, είμαι μια χαρά». Γύρισε στο σπίτι της, ξάπλωσε στο κρεβάτι της και αποκοιμήθηκε αμέσως, εξουθενωμένη. Το επόμενο πρωί είχε ελαφρά ναυτία, αλλά καθώς ένιωθε πολύ καλύτερα αποφάσισε να πάει στο γραφείο, και όταν πια τηλεφώνησε ο γιατρός της το είχε ήδη ξεπεράσει. Η Τζέιντ την ενημέρωσε πως ο γιατρός ήταν στη γραμμή και η Τίμι δέχτηκε να του μιλήσει. Έδειχνε αφηρημένη και είχε πείσει τον εαυτό της πως ήταν μια χαρά. Ό,τι και να ήταν, τώρα είχε περάσει. «Γεια σου, Τίμι» είπε ευδιάθετα ο γιατρός της όταν του απάντησε. «Πώς νιώθεις σήμερα;» «Περίφημα» του απάντησε, ελαφρώς αμήχανη. «Μια μικρή ναυτία, αλλά φαίνεται πως καθάρισε ο οργανισμός μου. Δεν ξέρω αν ήταν τροφική δηλητηρίαση ή γρίπη, αλλά έχω να πω ότι στο εγγύς μέλλον αποκλείεται να 445
ξαναφάω σούσι». Δεν είχε νιώσει τόσο άρρωστη ξανά στη ζωή της, εκτός ίσως από εκείνη τη φορά στο Παρίσι που είχε πάθει ρήξη σκωληκοειδίτιδας. Αυτό που ένιωθε τώρα ήταν εξίσου άσχημο, αν και διαφορετικό. «Δεν έχω πειστεί απόλυτα ότι ο οργανισμός σου το αντιμετώπισε. Θα ήθελα να περάσεις από το ιατρείο μου το απόγευμα, να μιλήσουμε για κάποιες από τις εξετάσεις σου». «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε ξαφνικά ανήσυχη η Τίμι. «Τίποτε απολύτως. Απλώς δεν μου αρέσει να δίνω αποτελέσματα από το τηλέφωνο. Σκέφτηκα πως θα μπορούσες να περάσεις το απόγευμα, αν είχες λίγο χρόνο ελεύθερο. Ή αύριο το πρωί. Μπορεί να περιμένει. Όλα είναι καλά». Στα αυτιά της Τίμι ωστόσο, τα νέα δεν ακού-γονταν και τόσο καλά. Αν ήταν έτσι, τότε γιατί ήθελε να τη δει; Η ανησυχία της μεγάλωνε. Η αλήθεια ήταν πως είχε δύο συναντήσεις που την περίμεναν και ο μόνος τρόπος να βρει ελεύθερο χρόνο θα ήταν να τις ακυρώσει. Ύστερα από τα όσα της είχε μόλις πει ο γιατρός της, όμως, ένιωθε τον πειρασμό να αναβάλει τα ραντεβού της. «Είναι κάτι σοβαρό;» Είχε αρχίσει να πανικοβάλλεται. «Τίμι» άρχισε εκείνος, προσπαθώντας να την ηρεμήσει.
Χρόνια τώρα ήταν ο θεράπων ιατρός της. «Συμφωνώ με τη διάγνωσή σου. Πιστεύω κι εγώ πως ήταν τροφική δηλητηρίαση. Αλλά ορισμένοι δείκτες στις εξετάσεις αίματος που σου κάναμε βρέθηκαν ανεβασμένοι. Θα ήταν ανεύθυνο εκ μέρους μου να μην το συζητήσω μαζί σου». 44 6 To έκανε να ακούγεται πιο απλό από όσο είχε φοβηθεί η ίδια αρχικά και ένιωσε να ηρεμεί κάπως. «Δεν είναι καρκίνος, έτσι;» Το συνήθιζε να υποθέτει πάντα το χειρότερο. «Και βέβαια δεν είναι. Απλώς ήταν καλή ιδέα να κάνεις αυτές τις εξετάσεις, με δεδομένο το πόσο άρρωστη ένιωθες πριν από δυο μέρες. Και όπως θυμάμαι, έχεις καιρό να κάνεις τσεκάπ. Ήρθε η ώρα, λοιπόν». «Ήμουν πολύ απασχολημένη και ταξίδευα συχνά» είπε η Τίμι για να δικαιολογηθεί, και ήταν αλήθεια. «Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι καλό να κάνεις έναν έλεγχο. Οι εξετάσεις αίματος ήταν καλή ιδέα. Θα μπορούσες να έχεις κολλήσει ένα κάρο πράγματα στα ταξίδια σου». «Βρέθηκα στην Ταϊβάν πριν από δύο μήνες. Αλλά δεν πίνω ποτέ νερό από τη βρύση όταν ταξιδεύω και προσέχω πολύ τι
τρώω. Δεν κόλλησα κάτι αηδιαστικό, έτσι;» Τον άκουσε να γελάει και κατάλαβε πως δεν τον ανησυχούσε κάτι ιδιαίτερα, πράγμα που την ανακούφισε. «Όχι, δεν κόλλησες τίποτε. Πάψε να αγχώνεσαι. Ηρέμησε. Τις επόμενες μέρες να προσέχεις το φαγητό σου. Και πέρασε να σε δω αύριο, αν έχεις χρόνο». Τώρα ακουγόταν αδιάφορος σχεδόν και η Τίμι ένιωσε την καρδιά της να ξαλαφραίνει. «Τι ώρα;» Δεν μπορούσε να ακυρώσει τα ραντεβού της εκείνο το απόγευμα, αλλά ήταν πρόθυμη να το κάνει την επομένη. Ήθελε να ακούσει τι είχε να της πει. «Στις δέκα είναι καλά για σένα;» 447 «Μια χαρά». Θα μπορούσε να κάνει τα τηλεφωνήμα-τά της στη Νέα Υόρκη από το σπίτι και να πάει στο γραφείο αργότερα, μετά το ραντεβού της με τον γιατρό. «Τα λέμε τότε, λοιπόν. Απλώς φρόντισε να μη βγεις για σούσι απόψε» την πείραξε. «Μην ανησυχείς, Μπραντ, δεν πρόκειται. Τα λέμε αύριο στις δέκα». Η Τίμι ακουγόταν ανέμελη, αλλά δεν ένιωθε διόλου έτσι.
Έκλεισε το τηλέφωνο και έκτοτε δεν βρήκε τον χρόνο να το σκεφτεί. Είχε δύο κολλητά ραντεβού, το πρώτο με έναν σχεδιαστή που ήθελε να προσλάβει, το δεύτερο για να δει διαφημίσεις για τη χειμωνιάτικη σειρά ρούχων. Ετοίμαζαν την κάθε σειρά έξι με εννέα μήνες νωρίτερα. Και όταν πια βρήκε τον χρόνο να σκεφτεί ξανά τη συνομιλία της με τον γιατρό της, βρισκόταν ήδη καθ’ οδόν προς το σπίτι της. Ό,τι και αν ήταν αυτό που είχε δει ο Μπραντ Φρίντμαν στις εξετάσεις της το δίχως άλλο δεν ήταν κάτι σοβαρό, αλλιώς ήταν σίγουρη πως θα της επέμενε να περάσει από το νοσοκομείο το ίδιο απόγευμα. Εκείνο το βράδυ ενημέρωσε τονΖαν-Σαρλ. Για εκείνον είχε ήδη ξημερώσει. «Δεν είπε ποιος δείκτης είναι ανεβασμένος;» ρώτησε με ανησυχία. «Όχι. Το μόνο που μου είπε ήταν να περάσω αύριο». «Θα μπορούσε να έχεις μια μόλυνση, ή κάποια αλλεργία. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν σου το είπε στο τηλέφωνο». Ήταν ενοχλημένος με την καθυστέρηση και ακουγόταν ανήσυχος. 448 «Οι γιατροί είναι πάντα παράξενοι με αυτά τα πράγματα. Δεν τους αρέσει να δίνουν αποτελέσματα από απόσταση». «Θέλω να μου τηλεφωνήσεις αμέσως μόλις μιλήσετε. Και αν
σου φαίνονται περίπλοκα αυτά που θα σου πει, θα του μιλήσω κι εγώ. Μου δίνει την εντύπωση πως απλώς θέλει να περντέται για σπουδαίος. Κι εγώ πιστεύω πως αν ήταν κάτι σοβαρό θα σου είχε πει να περάσεις αμέσως από το ιατρείο του». Η Τίμι χαιρόταν που ο Ζαν-Σαρλ συμφωνούσε μαζί της και ένιωθε καλύτερα τώρα που του είχε μιλήσει. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε βαθιά. Το επόμενο πρωί σηκώθηκε νωρίς, έκανε τα τηλεφω-νήματά της στη Νέα Υόρκη και ήπιε ένα φλιτζάνι τσάι. Ένιωθε το στομάχι της ακόμη ευαίσθητο ύστερα από τη δηλητηρίαση, γι’ αυτό το μόνο που έφαγε για πρωινό ήταν ένα τοστ, χωρίς γιαούρτι. Η κίνηση ήταν πυκνή στους δρόμους, έτσι κατάφερε να φτάσει στο ιατρείο του Μπραντ Φρίντμαν στις δέκα και τέταρτο. Η νοσοκόμα την οδήγησε κατευθείαν στο γραφείο του. Δεν την άφηναν να περιμένει ποτέ. Ακόμα και αν εκείνος ήταν απασχολημένος, την έβαζαν να καθίσει στο γραφείο του. Και εκεί, όπως παντού σχεδόν, της συμπεριφέρονταν σαν να ήταν πολύ σημαντικό πρόσωπο. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Ο δρ Φρίντμαν μπήκε στο γραφείο του πέντε λεπτά αργότερα. Η Τίμι είχε ξαναρχίσει να φοβάται. Και αν ήταν πράγματι κάτι σοβαρό και εκείνος απλώς προσπαθούσε να την καθησυχάσει μέχρι να της αναγγε(' λει αυτοπροσώπως τα άσχημα μαντάτα; 449
«Πώς νιώθεις;» τη ρώτησε ζωηρά. Ο ίδιος ήταν παθιασμένος με την υγιεινή ζωή, έπαιζε πολλές ώρες τένις και είχε μια δεύτερη σύζυγο είκοσι χρόνια νεότερή του και τρία μικρά παιδιά. «Καλά είμαι» απάντησε καχύποπτα η Τίμι, ανήσυχη. «Άσε πώς νιώθω εγώ και πες μου πώς είμαι». Το καταλάβαινε κι εκείνος ότι αγωνιούσε. «Ήθελα να σου κάνω μερικές ερωτήσεις, γι’ αυτό σου ζήτησα να έρθεις. Έχω καιρό να σε δω και είναι αλήθεια ότι τα δεδομένα αλλάζουν στις ζωές των ανθρώπων, δραστικά ορισμένες φορές. Υποθέτω πως είσαι ακόμη μόνη, δεν έχουμε στοιχεία για το αντίθετο». «Τι σχέση έχει αυτό; Διάολε, μήπως κόλλησα κανένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα;» Σ’ αυτή την περίπτωση έφταιγε σίγουρα ο Ζακ, αν ήταν μια από εκείνες τις αρρώστιες που υποβόσκουν για καιρό. Της ήταν αδύνατον να φανταστεί πως θα μπορούσε να έχει κολλήσει κάποιο αφροδίσιο από τον Ζαν-Σαρλ, παρόλο που αυτός ήταν ο τελευταίος της ερωτικός σύντροφος. «Όχι. Το ελέγξαμε κι αυτό. Τι είδους σχέση έχεις αυτή τη στιγμή;» τη ρώτησε ο γιατρός, ενώ την παρατηρούσε εξεταστικά.
«Ω, Θεέ μου... AIDS ή HIV;» Της χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Της είχε κάνει τεστ για AIDS και δεν είχε ακόμη τα αποτελέσματα, αλλά δεν ήταν μια πιθανότητα που τον ανησυχούσε. Στην ηλικία της και όπως την ήξερε, δεν συγκα-ταλεγόταν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. «Όχι, βρήκαμε 450 κάτι άλλο που εμένα τουλάχιστον με ξάφνιασε, και ίσως να ξαφνιάσει κι εσένα. Η μικροβιολόγος μου στο εργαστήριο δείχνει μονίμως υπερβάλλοντα ζήλο. Είναι ικανή να κάνει εξετάσεις για προστάτη σε γυναίκες και τεστ εγκυμοσύνης σε ενενηντάχρονες. Δεν της το ζήτησα, αλλά όταν της είπα να σου κάνει πλήρεις αναλύσεις αίματος τότε που ήρθες στα επείγοντα, φαίνεται πως τσέκαρε κάθε κουτάκι στη λίστα. Όταν σου μίλησα για υψηλές τιμές, αναφερόμουν στα επίπεδα της ορμόνης HCG, ή αλλιώς, της ανθρώπινης χοριακής γοναδοτροπίνης, και αυτό ήταν που με εξέπληξε. Έτσι, κάναμε ένα τεστ εγκυμοσύνης με βάση τα δείγματα αίματος και ούρων που μας έδωσες. Και βγήκαν και τα δύο θετικά, Τίμι. Μπορεί να το γνωρίζεις ήδη, αλλά ήθελα να σε δω από κοντά και να το συζητήσουμε, για να μάθω με ποιον τρόπο σκοπεύεις να το χειριστείς». «Τι πράγμα;» Η Τίμι τον κοιτούσε εμβρόντητη. «Περίμενε, για
ξαναπές το μου. Είμαι έγκυος; Μου κάνεις πλάκα;» Δεν γινόταν να είναι... και όμως, ήταν δυνατόν. Τον Ζαν-Σαρλ τον εμπιστευόταν. Δεν έπαιρναν προφυλάξεις. Η ερωτική της ζωή ποτέ δεν ήταν τόσο δραστήρια. Έκαναν έρωτα πολλές φορές, μέρα και νύχτα. Απλώς δεν είχε σκεφτεί ποτέ στα σοβαρά το ενδεχόμενο να μείνει έγκυος σ’ αυτή την ηλικία. Το είχε συζητήσει με τον Ζαν-Σαρλ και μήτε εκείνος είχε δείξει να το θεωρεί πιθανό. Οι γυναίκες στην ηλικία της δυσκολεύονταν πθ' λύ να συλλάβουν, έτσι θεωρούσε πάντα πως θα χρειαζόταν αρκετή προσπάθεια, ορμονική υποστήριξη και τη συνδρομή των τελευταίων ιατρικών επιτευγμάτων. Προφανώς, δεν ήταν αυτή η δική της περίπτωση. Πραγματικά δεν της είχε περάσει από το μυαλό πως θα μπορούσε να μείνει έγκυος από μόνη της, απλώς και μόνο κάνοντας έρωτα με τον Ζαν-Σαρλ, όπως έκαναν οι γυναίκες με τα μισά της χρόνια. «Η περίοδός σου είναι ακόμη τακτική;» Ο γιατρός δεν έμοιαζε να προβληματίζεται ιδιαίτερα. Προφανώς επειδή δεν ήταν κάτι που συνέβαινε σ’ εκείνον. Η Τίμι ήταν τόσο ταραγμένη με τα νέα, που δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Εκτός από κατάπληξη, δεν είχε καμία άλλη αντίδραση. «Όχι. Έχω ακόμη περίοδο, αλλά σε ακανόνιστα διαστήματα. Μπορεί να έχει γίνει λάθος. Μπορεί να μπερδεύτηκαν τα δικά
μου αποτελέσματα με κάποιας άλλης» είπε με ελπίδα. «Όχι, δεν έχει γίνει λάθος. Και οι υψηλές τιμές της συγκεκριμένης ορμόνης φανερώνουν ότι το σώμα σου υποστηρίζει αυτή την κύηση, τουλάχιστον προς το παρόν. Πόσο προχωρημένη πιστεύεις πως είναι η εγκυμοσύνη σου;» «Δεν έχω ιδέα». Είχε κοιμηθεί με τον Ζαν-Σαρλ τον Φεβρουάριο, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο. Και τώρα ήταν αρχές Μαΐου. «Κάτι λιγότερο από τρεις μήνες και κάτι περισσότερο από έναν μήνα». Σχεδόν έναν μήνα είχε να δει τον Ζαν-Σαρλ. «Σύμφωνα με τη δική μου εκτίμηση, θα έλεγα κοντά στον έναν μήνα ή τις έξι βδομάδες, όπως υπολογίζω βάσει του τελευταίου εμμηνορρυσιακού κύκλου». Μι452 λούσε με ιατρική ορολογία που η Τίμι δυσκολευόταν να κατανοήσει. Δεν γινόταν να της συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τι θα έλεγε ο Ζαν-Σαρλ; Στη θεωρία τής άρεσε η ιδέα, αλλά η πραγματικότητα της παρουσίας ενός μωρού σ’ αυτό το στάδιο της σχέσης τους ήταν κάτι το ολότελα διαφορετικό. Μπορεί και να μη χαιρόταν καθόλου. Αλλά ούτε η ίδια είχε ιδέα πώς ένιωθε. Ήταν ακόμη πολύ ταραγμένη για να
ξεδιαλύνει τα συναισθήματά της, έστω κι αν ήξερε πως ένα κομμάτι της είχε ενθουσιαστεί με την ιδέα, και συνεχώς επαναλάμβανε στον εαυτό της πως ήταν τελείως τρελό. Δεν ήταν παντρεμένοι, τους χώριζε μια απόσταση δέκα χιλιάδων χιλιομέτρων, εκείνος έμενε ακόμη με τη γυναίκα του και εκείνη ήταν σαράντα οχτώ χρονών. «Αν ήταν πιο προχωρημένη η εγκυμοσύνη, νομίζω ότι θα είχες παρατηρήσει τα σημάδια μέχρι τώρα. Έχεις μείνει έγκυος και στο παρελθόν». Ήξερε για τον γιο της. Ήταν ο γιατρός της όταν πέθανε ο Μαρκ και την εγκα-τέλειψε ο Ντέρεκ. «Πιστεύεις ότι κατάπληκτη.
γι’ αυτό
αρρώστησα
έτσι;»
Έδειχνε
«Ενδεχομένως. Το πιθανότερο είναι να έφταιγε το σούσι, αλλά μπορεί να ήσουν περισσότερο ευάλωτη εξαι-τίας της εγκυμοσύνης». Η Τίμι δυσκολευόταν ακόμη να χωνέψει τα λόγια του. «Το ερώτημα είναι τι θέλεις να κάνεις γι’ αυτό. Δεν ξέρω πόσο σοβαρά βλέπεις τον πατέρα. Αν αυτή δεν είναι μια κύηση που θέλεις να συνεχίσεις, τότε θα πρέπει να αποφασίσεις τη λήξη της τώρα»· 453 Εγκυμοσύνη. Λήξη. Χοριακή γοναδοτροπίνη. Εμμηνορ-
ρυσιακός κύκλος. Οι λέξεις πετούσαν σαν πουλιά γύρω από το κεφάλι της. «Θα πρέπει να δεις τον γυναικολόγο σου και να πάρεις μια απόφαση σχετικά σύντομα, ιδιαίτερα αν πιστεύεις ότι ενδέχεται να είσαι δύο μηνών έγκυος. Θα ήθελα να σε δω να καταλήγεις σε οριστική απόφαση μέσα στον επόμενο μήνα και νομίζω ότι αυτό θα ήθελες κι εσύ. Πρόκειται για κάποιον που παίζει σοβαρό ρόλο στη ζωή σου;» «Πολύ σοβαρό» απάντησε η Τίμι. «Αλλά είναι πενήντα εφτά ετών, ζει στο Παρίσι και βγαίνουμε μονάχα τρεις μήνες, και ούτε». Δεν τόλμησε καν να αναφέρει στον Μπραντ Φρίντμαν ότι ο Ζαν-Σαρλ έμενε ακόμη με τη γυναίκα του και δεν σχέδιαζε να μετακομίσει για τον επόμενο μήνα. Αν και αυτό που είχε συμβεί θα μπορούσε να επιταχύνει τα πράγματα. Ή να τον κάνει να βγει τρέχοντας από τη ζωή της. Δεν ήταν απολύτως βέβαιη τι από τα δύο θα συνέβαινε. Ήταν πολύ για οποιονδήποτε άντρα, ακόμα και για τον Ζαν-Σαρλ. «Και ο γυναικολόγος μου μόλις βγήκε στη σύνταξη» πρόσθεσε η Τίμι, λες και αυτό ήταν που έκανε τη διαφορά. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί, ούτε τι να πει. «Μπορώ να σου δώσω εγώ ένα δυο ονόματα γυναικολόγων. Αυτό δεν είναι πρόβλημα» απάντησε ο γιατρός της με κατανόηση. «Δεν ξέρω πώς το βλέπεις, να αποκτήσεις μωρό στην ηλικία σου. Από ιατρικής απόψεως, το ρίσκο είναι αρκετά ψηλό. Υπάρχουν τεστ για να αντιμετωπιστούν τα
γενετικά ζητήματα, όπως είναι η αμνιο454 κέντηση και η βιοψία χοριακής λάχνης. Είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς τον σωματικό κίνδυνο μιας κύησης στην ηλικία σου, αλλά στις μέρες μας υπάρχουν πολλές γυναίκες που το τολμούν. Ορισμένοι γιατροί μάλιστα θεωρούν φυσιολογική την κύηση μέχρι την ηλικία των πενήντα ετών. Ξέρω γυναίκες που το έχουν κάνει και μάλιστα το έχουν επιδιώξει. Η υγεία σου είναι άριστη. Δεν νομίζω πως θα είναι πρόβλημα για σένα, από τη στιγμή που θα σε καλύψουν τα γενετικά τεστ. Αλλά είναι επίσης γεγονός πως είσαι πολύ δραστήρια γυναίκα, με ιδιαίτερα απαιτητική καριέρα. Έκανα τη σκέψη πως κάτι τέτοιο μάλλον δεν συμπεριλαμβανόταν στα σχέδιά σου. Να υποθέσω ότι δεν χρησιμοποιήσατε προφυλακτικό, ή ήταν ατύχημα;» «Όχι, δεν χρησιμοποιήσαμε προφυλακτικό. Εκείνος έκανε πρόσφατα τεστ για AIDS, επειδή αυτή είναι η πολιτική της ασφαλιστικής εταιρείας του, και έκανα κι εγώ». Η Τίμι είχε κάνει το τεστ οχτώ βδομάδες μετά την τελευταία επαφή της με τον Ζακ, για κάθε ενδεχόμενο. Το είχε κάνει σαν να ήταν ζήτημα ρουτίνας και το είχε πει στον Ζαν-Σαρλ. Και παρόλο που είχε συζητήσει μαζί του το ενδεχόμενο ενός παιδιού, δεν περίμενε ποτέ πως θα συνέβαινε, ή τουλάχιστον όχι ακόμη. «Αισθάνομαι κάπως γελοία στην ηλικία μου, να
τηλεφωνήσω σε έναν άντρα και να του πω ότι είμαι έγκυος». «Πώς νομίζεις ότι θα αντιδράσει;» ρώτησε με συμπάθεια ο Μπραντ. «Δεν ξέρω» απάντησε σκεφτική η Τίμι. «Είμαστε ξε455 τρελαμένοι ο ένας με τον άλλον. Αλλά η κατάσταση του είναι πολύπλοκη. Έχει παιδιά, ζει στη Γαλλία και αυτή την περίοδο παίρνει διαζύγιο. Έχει πολλά στο μυαλό του». «Κι εσύ το ίδιο» σχολίασε ο Μπραντ και η Τίμι κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Πράγματι είχε, ως προς αυτό δεν χωρούσε αμφιβολία, και δεν περίμενε ότι πάνω από όλα αυτά θα πρόσθετε ένα μωρό. Είχε ανάγκη από χρόνο για να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις της. Και δεν επρόκειτο να το πει στον Ζαν-Σαρλ. Όχι ακόμη. Ήθελε χρόνο για να το χωνέψει εκείνη πρώτα. Ο Μπραντ σημείωσε μερικά ονόματα σε ένα κομμάτι χαρτί και της το έδωσε. Ήταν τα ονόματα τριών γυναικολόγων που της σύστηνε και τη συμβούλεψε να επισκε-φτεί κάποιον από αυτούς σύντομα και να πάρει μια απόφαση, είτε να προχωρήσει και να έχει την προγεννητική φροντίδα που έπρεπε, είτε να δώσει τέλος στην κύηση, στην περίπτωση που αποφάσιζε να μην τη συνεχίσει. Έκανε την απόφαση να
ακούγεται πολύ ευκολότερη από όσο πραγματικά ήταν. «Ευχαριστώ» είπε η Τίμι βάζοντας το χαρτί στην τσάντα της και ύστερα τον κοίταξε ξανά. «Βρήκες τίποτε άλλο;» «Όχι» της χαμογέλασε ευγενικά. «Όλα τα υπόλοιπα είναι μια χαρά. Πίστευα ότι αυτό είναι αρκετό από μόνο του». «Ναι» συμφώνησε ήρεμα η Τίμι «και βέβαια είναι». Για την ακρίβεια, ήταν κάτι πολύ παραπάνω από αρκετό. Ήταν τρομακτικό. «Ενημέρωσέ με για την απόφασή σου». «Θα το κάνω» του υποσχέθηκε και έφυγε από το ια456 τρείο του με μια αίσθηση θλίψης. Όλο αυτό ήταν μεγάλη ατυχία. Θα μπορούσε να ήταν κάτι υπέροχο και δεν χωρούσε αμφιβολία ότι αγαπούσε τον Ζαν-Σαρλ, αλλά για μια σχέση που μετρούσε μετά βίας τρεις μήνες ήταν τεράστιο το φορτίο. Ακόμα κι εκείνη το ήξερε αυτό. Ίσως ο Θεός να είχε άλλα σχέδια όμως. Ήταν εκπληκτικό πώς εξελίσσονταν τα πράγματα κάποιες φορές. Τηλεφώνησε στην Τζέιντ από το αυτοκίνητό της και έκανε κάτι που δεν συνήθιζε. Είπε στη βοηθό της πως ήταν
άρρωστη και ότι θα γύριζε στο σπίτι να ξαπλώσει. Για την ακρίβεια, αυτό ακριβώς σκεφτόταν να κάνει. Το μόνο που ήθελε ήταν να συρθεί μέχρι τη φωλιά της για να σκεφτεί. Ήταν Παρασκευή και θα πήγαινε στο εξοχικό της. Η Τζέιντ τη συμβούλεψε να μην κουραστεί και της ευχήθηκε να νιώθει καλύτερα τη Δευτέρα. Η ίδια είχε άριστη διάθεση και περίμενε πώς και πώς να συναντηθεί με τον αρχιτέκτονα φίλο της μες στο Σαββατοκύριακο. Η Τίμι είχε μόλις κλείσει το τηλέφωνο, όταν της τηλεφώνησε ο Ζαν-Σαρλ. Ήθελε να μάθει τι είχε πει ο γιατρός, τι είχαν δείξει οι εξετάσεις και ποιος δείκτης είχε ανεβασμένες τιμές. Η Τίμι τον άκουγε με δάκρυα στα μάτια και κρατούσε την ανάσα της. Δεν ήθελε να του λέει ψέματα, αλλά δεν ήταν έτοιμη να του πει την αλήθεια. Πραγματικά χρειαζόταν χρόνο για να σκεφτεί και να πάρει τις αποφάσεις της. Αυτό ήταν ένα σπουδαίο γεγονός στη ζωή της. Και αν εκείνος αποφάσιζε να μη μείνει μαζί της ή να μην αφήσει ποτέ τη γυναίκα του; Ξάφνου αυτό ήταν που μετρούσε πάνω απ’ όλα. 457 <(Αποδειχτηκε πως ήταν κάτι τελείως ανόητο» του είπε ψέματα τελικά. «Οι εξετάσεις έδειξαν πως έχω κάποιου είδους αλλεργία ή κάτι τέτοιο. Πιστεύει πως είμαι αλλεργική στο ψάρι που έφαγα, το οποίο εκτός των άλλων πρέπει να ήταν και χαλασμένο. Θεωρεί πως υπάρχει πιθανότητα να έχω
κάποια στομαχική λοίμωξη και μου έδωσε αντιβίωση». «Κάτι τέτοιο πίστευα κι εγώ πως θα ήταν. Βλακεία του πάντως να μη σου το πει από το τηλέφωνο. Απλώς προσπαθούσε να φανεί σπουδαίος. Δεν φαντάζεσαι πόσο ενοχλούμαι όταν το κάνουν αυτό οι γιατροί». Ο ΖανΣαρλ ακουγόταν πολύ τυπικός και επίσημος. «Ναι, κι εγώ το ίδιο» συμφώνησε μαζί του η Τίμι, καθώς τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. «Είσαι εντάξει, αγάπη μου; Ακούγεσαι περίεργα. Τι είδους αντιβίωση σου έδωσε;» Η Τίμι δίστασε μια στιγμή, μην ξέροντας τι να πει, κι υστέρα αποφάσισε να ρισκάρει. «Ερυθρομυκίνη. Είμαι αλλεργική στα περισσότερα αντιβιοτικά». «Αυτό μπορεί να σου χαλάσει το στομάχι. Εγώ δεν θα έκανα αυτή την επιλογή». Πιθανότατα ούτε ο Μπραντ Φρίντμαν θα την έκανε, αλλά η Τίμι δεν είχε ιδέα τι θα χορηγούσε για μια λοίμωξη του στομάχου. «Φρόντισε να του το πεις, αν τυχόν σου παρουσιαστεί πρόβλημα. Μη διστάσεις να του τηλεφωνήσεις μες στο Σαββατοκύριακο, ιδιαίτερα εφόσον σε ανησύχησε για το τίποτα». Η Τίμι δεν θα το χαρακτήριζε ακριβώς έτσι. Και ήταν σίγουρη πως το ίδιο θα έκανε και ο Ζαν-Σαρλ. Τον αγαπούσε
458 τόσο πολύ και ξάφνου το μόνο που ήθελε ήταν ένα παιδί μαζί του. Έπρεπε ωστόσο να φερθεί συνετά και να πάρει τη σωστή απόφαση. Όποια και αν ήταν, θα είχε αντίκτυπο στις ζωές όλων τους. Τη δική της, του Ζαν-Σαρλ, του μωρού, ακόμα και των άλλων παιδιών του από τον πρώτο του γάμο. Ήταν και αυτό μέρος του προβλήματος. Όσο και αν τον αγαπούσε, ο γάμος του ήταν ακόμη ζωντανός και εκείνος συγκατοικούσε με κάποια άλλη. Έπρεπε να τα λάβει όλα αυτά υπόψη της. «Πηγαίνεις στο γραφείο;» Ακουγόταν ευδιάθετος, αλλά η Τίμι υποψιαζόταν πως ίσως έπαυε να είναι αν μάθαινε τα νέα. Αναρωτήθηκε πόσο πολύ θα τον αναστάτωναν. «Για να πω την αλήθεια, αισθάνομαι απαίσια. Πηγαίνω να ξαπλώσω». «Καημένο μου μωρό. Πολύ λυπάμαι που δεν είμαι κοντά σου για να σε φροντίσω και να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου». «Κι εγώ το ίδιο» του απάντησε, πνίγοντας έναν λυγμό. «Θα σου τηλεφωνήσω από το σπίτι». «Θα βγω για φαγητό με τα παιδιά. Θα σου τηλεφωνήσω εγώ όταν γυρίσω». • «Να περάσεις καλά» του ευχήθηκε αφηρημένα και ύστερα θυμήθηκε να του πει ότι τον αγαπούσε. Ήταν αλήθεια, τον
αγαπούσε. Αλλά αυτό δεν σήμαινε πως είχε το δικαίωμα να γεννήσει το παιδί του ή να κάνει άνω κάτω τη ζωή του. Έκλαψε σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής για το σπίτι, αφού έκλεισαν το τηλέφωνο. Όπως της είχε υποσχεθεί, της τηλεφώνησε αργότερα 459 το ίδιο απόγευμα και αργά την ίδια νύχτα, όταν για εκείνον ήταν πρωί Σαββάτου και μόλις είχε ξυπνήσει. Της τηλεφώνησε αρκετές φορές μες στο Σαββατοκύριακο, όπως έκανε πάντα. Ήταν αξιολάτρευτος, γεμάτος αγάπη, και ανησυχούσε πραγματικά για το στομάχι της. Τη ρώτησε κάμποσες φορές αν το αντιβιοτικό τής δημιουργούσε προβλήματα και εκείνη του απάντησε αρνητικά. Το καταλάβαινε και μόνος του, όμως, ότι δεν ήταν ο εαυτός της. Η Τίμι πέρασε όλο το Σαββατοκύριακο σκαρώνοντας δικαιολογίες και, όση ώρα δεν μιλούσε σ’ εκείνον, την περνούσε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, κλαίγο-ντας. Ήταν η πιο επώδυνη απόφαση που αναγκαζόταν να πάρει στη ζωή της, αν έπρεπε ή όχι να γεννήσει αυτό το μωρό, και μάλιστα χωρίς καμία ένδειξη από εκείνον. Είχε το δικαίωμα να στερήσει από αυτό το παιδί τον πατέρα του, εάν για κάποιον λόγο η σχέση της με τον Ζαν-Σαρλ διακοπτόταν; Του ήταν στ’ αλήθεια τόσο αφο-σιωμένη; Προς μεγάλη της έκπληξη και ανακούφιση, κατέληξε πως η απάντηση σ’ αυτό ήταν
θετική. Και τι θα γινόταν αν το μωρό δεν ήταν υγιές, δεδομένης της ηλικίας της; Με έκπληξη πάλι, ανακάλυψε ότι αυτός ο παράγοντας δεν ήταν καθοριστικός για την απόφασή της. Ήταν διατεθειμένη να πάρει το ρίσκο και, αν ήθελε, μπορούσε πάντα να κάνει την αμνιοκέντηση και τις υπόλοιπες εξετάσεις. Ποιο ήταν το πρόβλημα, λοιπόν; Συνέχισε να βασανίζει τον εαυτό της για δύο ολόκληρες μέρες, όσο περπατούσε αργά στην παραλία ή έμενε ξαπλωμένη στη βεράντα. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Ζαν460 Σαρλ ήταν παντρεμένος, οι δυο τους ήταν ερωτευμένοι για λιγότερο από τρεις μήνες και, αν για οποιονδήποτε λόγο δεν αποφάσιζε να αφήσει τη γυναίκα του, εκείνη θα ήταν αναγκασμένη να μεγαλώσει αυτό το παιδί μονάχη. Και το χειρότερο από όλα, τι θα γινόταν αν κάτι φριχτό συνέβαινε ξανά, όπως είχε συμβεί με τον Μαρκ; Δεν πίστευε πως θα έβρισκε τη δύναμη να βγει ζωντανή από την οδύνη της απώλειας ενός ακόμα παιδιού. Έστω κι ενός παιδιού που θα βρισκόταν στη ζωή της μόνο για σύντομο διάστημα, όπως είχε συμβεί με τον Μπλέικ. Επομένως, ποια ήταν η απάντηση; Να το βάλει στα πόδια και να το χάσει προτού καν γεννηθεί; Πώς ήταν δυνατόν να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο, πώς ήταν δυνατόν να συγχωρήσει τον εαυτό της; Δεν ήταν βαθιά θρησκευόμενη, αλλά δεν έπαυε να είναι αρκετά καθολική ώστε να πιστεύει πως η άμβλωση ήταν λάθος,
τουλάχιστον για εκείνη, κυρίως αφού είχε την οικονομική δυνατότητα να αναθρέψει ένα παιδί και να του παράσχει τα πάντα πλουσιοπάροχα, με ή χωρίς σύζυγο. Στο τέλος, βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα ηθικό δίλημμα. Όλα κατέληγαν στο πόσο αγαπούσε τον Ζαν-Σαρλ και πόσο ήθελε το παιδί του, έστω κι αν δεν έβγαζε κανένα νόημα. Όταν ξημέρωσε Κυριακή, η Τίμι ένιωθε πως είχε βασανιστεί αρκετά και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ο γιος που είχε χάσει. Ο Μαρκ τη στοίχειωνε όσο ποτέ άλλοτε. Ήταν η μάνα ενός παιδιού που είχε πεθά-νει, ενός παιδιού που το αγαπούσε και το είχαν πάρει μακριά της. Και τώρα, αν ο Θεός είχε επιλέξει να της 461 χαρίσει ένα δεύτερο παιδί, όσο άβολο ή άκαιρο και αν ήταν αυτό, πώς ήταν δυνατόν να αρνηθεί ένα τέτοιο δώρο; Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, και η ίδια είχε μεγαλώσει ορφανή. Οι δικοί της γονείς είχαν πεθάνει όταν η Τίμι ήταν πέντε ετών. Για χρόνια αφιέρωνε την ενέργεια και τον ελεύθερο χρόνο της για να βοηθάει παιδιά σαν την ίδια και να κάνει τις ζωές τους καλύτερες. Ήταν όλα παιδιά που κανένας δεν ήθελε και εκείνη είχε βάλει σκοπό της ζωής της να τα φροντίσει. "Υστερα από όλα αυτά, πώς ήταν δυνατόν να αρνηθεί να ανοίξει την καρδιά της σ’ αυτό το μωρό; Πώς θα μπορούσε να πετάξει ακόμα ένα ανεπιθύμητο παιδί, επειδή η σύλληψή
του είχε γίνει από λάθος; Και αν αυτό το παιδί, αγόρι ή κορίτσι, έμελλε να είναι η μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής της; Τι δικαίωμα είχε να του αρνηθεί τη ζωή; Και ακολουθούσε το μεγαλύτερο πρόβλημα από όλα. Αγαπούσε τον πατέρα αυτού του μωρού, περισσότερο από όσο είχε αγαπήσει οποιονδήποτε άλλον άντρα στη ζωή της. Λαχταρούσε μια ζωή μαζί του, του είχε χαρίσει την καρδιά της, τη ζωή και το κορμί της. Πώς ήταν δυνατόν να απαρνηθεί αυτό το μωρό, που ήταν η απόδειξη του έρωτά τους; Και τι θα γινόταν αν εκείνος άφηνε τη γυναίκα του και εντέλει ερχόταν να ζήσει μαζί της, και αυτή ήταν η μία και μοναδική ευκαιρία τους να αποκτήσουν παιδί; Δεν ήταν πια και τόσο νέα για να μπορεί να είναι σίγουρη πως θα συνέβαινε ξανά. Και αν δεν συνέ-βαινε ποτέ; Ήξερε πως, αν το απαρνιόταν, θα μετάνιω-νε σε όλη της τη ζωή που είχε κάνει πίσω από φόβο και 462 δειλία και μόνο. Ήξερε πως δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό της και ίσως να μην τη συγχωρούσε ποτέ ούτε ο ΖανΣαρλ. Ξαφνικά, αυτό το μωρό έμοιαζε περισσότερο σημαντικό και από τους δυο τους. Υπήρχε πάντα η πιθανότητα να το χάσει έτσι κι αλλιώς, στην ηλικία της. Αν δεν το έχανε όμως, στα δικά της μάτια, αυτό το μωρό άξιζε μια ευκαιρία να γεννηθεί. Δεν μπορούσε να το
στερήσει αυτό μήτε από τον εαυτό της μήτε από τον ΖανΣαρλ, αλλά μήτε και από το ίδιο το παιδί, που ήταν ο καρπός της αγάπης τους. Γιατί η ένωσή τους δεν βασιζόταν στο σεξ, αλλά στην ίδια την αγάπη. Στο τέλος ήταν ο Μαρκ αυτός που πήρε την απόφαση, όταν η Τίμι γύρισε στο σπίτι του Μπελ Ερ το βράδυ της Κυριακής και στάθηκε μπροστά στην κορνίζα του. Κράτησε τη φωτογραφία στα χέρια της και κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια του. Σχεδόν τον ένιωθε δίπλα της και θυμήθηκε τα υπέροχα μεταξένια του μαλλιά και τα τεράστια πράσινα μάτια του που τόσο έμοιαζαν με τα δικά της. Τον είχε χάσει τόσα χρόνια πριν και ακόμη πονοΰ-σε αφόρητα. Ακόμη της έλειπε, κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Και τώρα ερχόταν αυτό το καινούργιο μωρό, όχι για να πάρει τη θέση του, αλλά για να της δώσει την ευκαιρία να αγαπήσει ξανά ένα παιδί. Για μια μητέρα που έχει θάψει ένα παιδί, είναι αδύνατον να σκοτώσει ένα άλλο. Ακριβώς όπως ο Μαρκ, έτσι κι αυτό το μωρό ήταν ένα θαύμα στη ζωή της. Και τώρα ακόμα περισσότερο, επειδή αγαπούσε τον Ζαν-Σαρλ, άσχετα από το αν θα άφηνε τη γυναίκα του ή όχι. Δεν του είχε μιλήσει ακόμη για 463 το μωρό, επειδή δεν ήθελε να τον πιέσει και είχε ανάγκη να το αποφασίσει μόνη της.
Όταν πήγε να ξαπλώσει εκείνο το βράδυ, ήξερε πως η απόφαση είχε παρθεί. Φανταζόταν τον Μαρκ να της χαμογελάει από όπου και αν βρισκόταν στον Παράδεισο. Είχε τη βεβαιότητα πως ήταν γαληνεμένος, όπως ήταν και η ίδια. Ο Θεός τής είχε στείλει αυτό το μωρό, αυτή την τελευταία ευκαιρία να αποκτήσει ένα παιδί που θα είχε για πατέρα τον άνθρωπο που λάτρευε. Ήξερε πως δεν μπορούσε να απαρνηθεί τούτο το δώρο, όπως ακριβώς δεν μπορούσε να απαρνηθεί τον πατέρα του. Αυτό το μωρό ήταν καρπός της αγάπης τους. Ο Ζαν-Σαρλ τής τηλεφώνησε λίγο προτού την πάρει ο ύπνος, και για πρώτη φορά μετά από μέρες ήταν ξανά ο εαυτός της. «Ανησυχούσα για σένα» της ψιθύρισε όταν του απάντησε στο τηλέφωνο νυσταγμένα. «Είμαι μια χαρά τώρα. Σ’ αγαπώ». Περισσότερο από όσο μπορούσε ή τολμούσε να του πει. «Τόσο πολύ». Ο Ζαν-Σαρλ άκουσε τα λόγια της στην άλλη άκρη της γραμμής και χαμογέλασε. «Κι εγώ σ’ αγαπώ. Είμαι τόσο χαρούμενος που θα σε δω την επόμενη βδομάδα». Μέσα στην ταραχή και τον ενθουσιασμό της για το μωρό, το είχε ξεχάσει. Θα πήγαινε στο Παρίσι για να μιλήσει με τους υπεύθυνους του υφαντουργείου. Και θα μιλούσε στον Ζαν-Σαρλ για το μωρό. Είχε δικαίωμα να το μάθει, όπως και να εκφέρει άποψη. Θα μπορούσε να τη
χωρίσει γι’ αυτό τον λόγο, αν το επέλεγε. Όμως η Τίμι ήξερε πως ο Ζαν-Σαρλ δεν 464 θα το έκανε ποτέ. Ήλπιζε να χαρεί και αυτός το ίδιο. Και υστέρα από λίγες εβδομάδες θα άφηνε τη γυναίκα του. «Κοιμήσου γλυκά, αγάπη μου» της ψιθύρισε και η Τίμι έκλεισε το τηλέφωνο αφού του είπε ακόμα μια φορά ότι τον αγαπούσε. Αποκοιμήθηκε με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό της. Θα του μιλούσε για το μωρό την επόμενη βδομάδα, μόλις συναντιόντουσαν στο Παρίσι. Με λίγη τύχη, όλα θα πήγαιναν καλά. 17 Η ΤΙΜΙ ΕΙΧΕ ΗΔΗ ΠΑΚΕΤΑΡΕΙ και ήταν έτοιμη για το ταξίδι της στο Παρίσι την επόμενη μέρα, όταν της τηλεφώνησε ο Ζαν-Σαρλ γύρω στα μεσάνυχτα. Ακουγόταν τόσο ταραγμένος, που λίγο έλειψε να μην αναγνωρίσει τη φωνή του. Έδειχνε έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Τι συμβαίνει, cheri;» Η Τίμι είχε αρχίσει να μαθαίνει σκόρπιες λέξεις στα γαλλικά και όλο έταξε στον εαυτό της πως δεν θα αργούσε να κάνει μαθήματα για να μάθει τη γλώσσα. Θα το έκανε αμέσως μόλις έβρισκε λίγο ελεύθερο
χρόνο, όποτε γινόταν αυτό. Σε μία άλλη ζωή ίσως, αν και ήθελε πραγματικά να μάθει γαλλικά για χάρη του. «Προέκυψε μεγάλο πρόβλημα» της είπε με δυσοίωνο ύφος και η καρδιά της σχεδόν σταμάτησε στο στήθος της. Για μια στιγμή, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι την παρατούσε. Το μωρό που είχε μέσα της και για το οποίο εκείνος δεν ήξερε ακόμη δεν πέρασε καν από το μυαλό της. Σκεφτόταν μόνο ότι ο Ζαν-Σαρλ ετοιμαζόταν να της πει πως όλα είχαν τελειώσει μεταξύ τους. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει ξέφρενα. Η αναπνοή της έβγαινε κοφτή, λαχανιασμένη. Τρόμος την κατέλαβε. Για την Τίμι ήταν μια αντανακλαστική αντίδραση. Εικόνες από το ορφανοτροφείο όπου την έστελναν ξανά και ξανά, για χρόνια. «Τι εννοείς;» ρώτησε με βραχνή φωνή. Πρώτη φορά τον άκουγε έτσι. Η γυναίκα μου είναι άρρωστη. Πολύ άρρωστη. Μόλις σήμερα διέγνωσαν πως πάσχει από καρκίνο». Ω. θεέ μου! Λυπάμαι πάρα πολύ». Η σκέψη της στράφηκε αμέσως σ’ αυτή τη γυναίκα, χωρίς να νοιαοτεί εκείνον ή τον εαυτό της. Και τότε, καθυστερημένα, άρχισε να αντιλαμβάνεται σε τι βαθμό θα επηρέαζε εκείνους αυτή η
ιστορία. Σε τι βαθμό τούς είχε ήδη επηρεάσει. «Είχε ένα μικρό εξόγκωμα στο στήθος. Πίστευα πως δεν ήταν κάτι το ανησυχητικό, γι’ αυτό και δεν σου το ανέφερα. Η γυναίκα μου ανησυχεί μονίμως για την υγεία της και είχε τρομάξει με ανάλογες ενδείξεις και στο παρελθόν. Σήμερα πήραμε τα αποτελέσματα της βιοψίας. Έχει καρκίνο στο δεύτερο στάδιο. Θα αφαιρέσουν τον όγκο, όχι ολόκληρο το στήθος, αλλά θα χρειαστεί χημειο-θεραττεία και ακτινοβολίες. Είναι αφάνταστα αναστατωμένη, το ίδιο κι εγώ». Δεν ακουγόταν ψυχρός μαζί της, διαφορετικός μόνο. Πολύ διαφορετικός. Και η Τίμι τρόμαζε με αυτό που σήμαινε η ιστορία ετούτη για τη σχέση τους, ή με αυτό Τίου θα μπορούσε να σημαίνει. «Τίμι, μου ζήτησε να μείνω μαζί της και να μη μετακομίσω τον Ιούνιο. Είναι πολύ τρομαγμένη και με θέλει κοντά της οτη διάρκεια της θεραπείας. Ανάλογα με το πώς θα αντιδρδ-σει ο οργανισμός της, η θεραπεία θα διαρκέσει από δυο ΕΡΩΤΛΙ ΡΞ ΛΠΟΧΤΛΧΕΟΧ έως έξι μήνες. Θα χάσει τα μαλλιά της και πιθανότατα θα είναι σε άσχημη κατάσταση. Είναι η μητέρα των παιδιών μου. Δεν μποροί) να την παρατήσω τα')ρα, όσο ερωτευμένοι κι αν είμαστε εμείς οι δυο. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ» επανέλαβε, μα τώρα πια στο μυαλό της Τίμι η φωνή της Τζέιντ ακουγόταν πολύ πιο δυνατή από τη δική του. Η Τζέιντ την είχε
προειδοποιήσει για όλα αυτά. Η Τίμι δεν πίστευε πως ο ΖανΣαρλ έλεγε ψέματα. Ωστόσο ήταν η πρώτη από πολλές αναβολές που θα έρχονταν αργότερα, αν ποτέ αποφάσιζε να φύγει. «Δεν ξέρω τι να πω» μουρμούρισε η Τίμι, κλονισμένη και τρομαγμένη. «Λυπάμαι για εκείνη... και φοβάμαι για εμένα» συνέχισε με ειλικρίνεια. «Να μη φοβάσαι» είπε ο Ζαν-Σαρλ και ακουγόταν πολύ πιο ήρεμος τώρα. Αγωνιούσε για την αντίδραση της Τίμι και είχε περάσει μια πολύ δύσκολη μέρα με τη γυναίκα του, η οποία βρισκόταν σε κατάσταση απόλυτου πανικού, και τα παιδιά του. Ακόμα και ο γιος του ήταν αναστατωμένος. Η μητέρα τους ήταν πολύ άρρωστη. «Δεν αλλάζει κάτι. Μια καθυστέρηση στα σχέδιά μας. αυτό είναι όλο». Καθυστέρηση ή λήξη; Και τώρα πλέον, οι έξι μήνες έκαναν τεράστια διαφορά. Η Τίμι ακόμη δεν είχε επισκεφτεί μαιευτήρα, αλλά είχε περάσει όλη τη βδομάδα με μια ελαφριά ναυτία. Ήταν έγκυος, κάπου μεταξύ ενός και δύο μηνών, και σχεδίαζε να του μιλήσει γι’ αυτό εκείνη τη βδομάδα. Με δεδομένο αυτό που της έλεγε τώρα, η Τίμι θα ήταν έξι με εφτά μηνών έγκυος όταν εκείνος Οα έφευγε από το σπίτι του, και πάλι μόνο 468
εάν η γυναίκα του ήταν αρκετά καλά για να την αφήσει και να φύγει και αν ο ίδιος δεν επινοούσε κάποια άλλη δικαιολογία. Παρόλο που δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι η συγκεκριμένη ήταν πραγματική και έγκυρη. Η Τίμι το καταλάβαινε, αλλά είχε να παλέψει με τις δικές της αγωνίες. Φοβόταν ότι ο ΖανΣαρλ δεν θα άφηνε ποτέ ούτε το σπίτι ούτε τη γυναίκα του. Μπορεί η Τζέιντ να είχε δίκιο τελικά. «Είσαι αμίλητη. Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησε, ανήσυχος τώρα. «Τίμι, σ’ αγαπώ. Σε παρακαλώ να το θυμάσαι αυτό, άσχετα με το τι θα συμβεί εδώ». «Φοβάμαι» του απάντησε χωρίς να κρυφτεί. «Νιώθω απαίσια για εκείνη. Αυτό που ζει είναι ο χειρότερος εφιάλτης κάθε γυναίκας. Το σκέφτομαι κι εγώ κάθε φορά που κάνω μαστογραφία ή οποιαδήποτε άλλη εξέταση. Και η ιδέα της χημειοθεραπείας ακούγεται τρομακτική. Δεν την κατηγορώ που σε θέλει δίπλα της. Κι εγώ θα φοβόμουν. Απλώς αναρωτιέμαι τι σημαίνει αυτό για εμάς». Και τι θα γινόταν αν έμενε άρρωστη πολύ καιρό ή χειροτέρευε; Τότε ο Ζαν-Σαρλ δεν θα έφευγε ποτέ. «Το ξέρω πως ακούγεται εγωιστικό, αλλά σε αγαπώ και δεν θέλω να μείνεις για πάντα εκεί». «Κανείς δεν είπε για πάντα. Για λίγους μήνες μονάχα». Στην αρχή είχε μιλήσει για τέσσερις. Τώρα ζητούσε ακόμα έξι. Για να είναι με τη γυναίκα του. Και τι θα γινόταν αν η αρρώστια της τους έφερνε πιο κοντά και γιάτρευε τα παλιά τραύματα του γάμου τους; Πού θα βρισκόταν τότε η Τίμι; Παρατημένη,
εξαπατημένη, συντετριμμένη, όπως Απογοητευμένη. Χαμένη. Μόνη.
έλεγε ο
Ντέιβιντ.
469 Ακόμα χειρότερα, με το παιδί του. Δεν ήθελε να τον επηρεάσει η εγκυμοσύνη της. Δεν είχε κανέναν σκοπό να τη χρησιμοποιήσει για να τον τραβήξει κοντά της, να τον παγιδέψει ή να τον χειραγωγήσει. Τον ήθελε με τίμιο και δίκαιο τρόπο. Όχι με μία σύζυγο άρρωστη από καρκίνο να τον τραβάει από τη μια μεριά και μία έγκυο ερωμένη να τον τραβάει από την άλλη. Αν έμενε μαζί της, ήθελε να το κάνει επειδή την αγαπούσε, όχι επειδή ένιωθε ότι της το χρωστούσε, εξαιτίας του παιδιού. Δεν ήταν διατεθειμένη να τον επηρεάσει με τεχνάσματα. Τον ήθελε με ειλικρίνεια και μόνο για εκείνη, όχι εξαιτίας μιας αίσθησης καθήκοντος προς ένα παιδί για το οποίο θα ένιωθε υποχρεωμένος να το αναγνωρίσει αλλά ίσως και να μην το ήθελε στ’ αλήθεια. Τώρα θεωρούσε πως το να του πει για το παιδί θα έμοιαζε με απόπειρα χειραγώγησης και δεν ήθελε να παίξει αυτό το παιχνίδι μαζί του. Προς το παρόν, συνεπώς, θα κρατούσε την είδηση για τον εαυτό της, τουλάχιστον μέχρι να ηρεμούσε κάπως η ζωή του. Αν και κάτι τέτοιο μάλλον θα έπαιρνε καιρό. Και τότε ήρθε το επόμενο χτύπημα. «Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα να έρθεις αύριο, Τίμι, εκτός κι αν
είσαι υποχρεωμένη, για δουλειές. Τα πράγματα είναι πολύ μπερδεμένα για μένα εδώ. Δεν είμαι σίγουρος αν θα κατάφερνα να ξεφύγω, και αυτό θα ήταν σκληρό και για τους δυο μας. Αυτή τη στιγμή δεν θέλω να ταράξω τη γυναίκα μου. Ελπίζω να καταλαβαίνεις». Ακολούθησε σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής. Η Τίμι ένιωθε έναν ξαφνικό οξύ πόνο στο στήθος, καθώς τα πνευμόνια της 470 στέρευαν από αέρα. Ένιωθε κυριολεκτικά σαν να είχε δεχτεί χτύπημα. Την εγκατέλειπε, έστω και σε έναν μικρό βαθμό. Αν και όχι τόσο μικρό. Κάθε μόριο της ύπαρξης της της θύμιζε ότι είχε βρεθεί ξανά σ’ αυτή τη θέση, που δεν ήταν ευχάριστη. Για την Τίμι, ήταν η χειρότερη θέση που θα μπορούσε να βρεθεί κανείς. Εγκαταλειμμένη και μόνη, και δεν είχε σημασία σε τι βαθμό. Το πληγωμένο πεντάχρονο παιδί ξύπνησε αυτόματα μέσα της. «Καταλαβαίνω» κατόρθωσε να ψελλίσει με δυσκολία. «Ενημέρωσέ με πότε θα ηρεμήσει η κατάσταση». «Θα σου τηλεφωνήσω αύριο. Λυπάμαι στ’ αλήθεια» της απάντησε μελαγχολικά. «Δεν φταίει κανείς γι’ αυτό που έγινε». Είχε δίκιο, δεν ήταν δικό του το φταίξιμο. Αλλά την πονούσε αφάνταστα αυτή η ξαφνική επίγνωση πως πρώτα από όλα ήταν αφοσιωμένος στη γυναίκα του, όχι σ’ εκείνη. Η
γυναίκα του είχε το παρελθόν με το μέρος της και αυτός ήταν ένας από τους μεγαλύτερους φόβους της Τίμι. Αυτό που έτρεμε περισσότερο ήταν το ενδεχόμενο να κερδίσει εκείνη στο τέλος. Και η ίδια θα έχανε. «Σ’ αγαπώ» της είπε απαλά. «Κι εγώ σ’ αγαπώ» απάντησε η Τίμι και ύστερα, εξαντλημένοι και οι δύο, έκλεισαν το τηλέφωνο. Με το που κατέβασε το ακουστικό, η Τίμι ένιωσε τον πανικό να την κυριεύει. Ο Ζαν-Σαρλ τής ζήτησε να μην πάει στο Παρίσι. Δεν είχε ιδέα πότε και αν θα τον έβλεπε ξανά. Ήταν μια σκέψη τρομακτική και η Τίμι δεν επί' τρεψε στον εαυτό της να την κάνει. Αντί γι’ αυτό, έμεινε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, να κλαίει κουλουριασμένη 471 οε εμβρυϊκή στάση, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα γόνατά της. Τι θα γινόταν αν δεν τον ξανάβλεπε ποτέ; Ρώτησε τον εαυτό της αν είχε αλλάξει γνώμη για το μωρό, αν και ήξερε πως δεν υπήρχε επιστροφή. Δεν είχε αποφασίσει να γεννήσει αυτό το μωρό για χάρη του, αν και ήταν κι αυτός ένας πολύ σημαντικός λόγος. Είχε αποφασίσει να το γεννήσει για την ίδια, για τον Μαρκ, και επειδή της το είχε χαρίσει ο Θεός. Αλλά το γεγονός πως ήταν δικό του σήμαινε τα πάντα για την Τίμι. Στη χειρότερη περίπτωση, σκεφτόταν όπως βρισκόταν ξαπλωμένη
στο κρεβάτι, δεν θα το μάθαινε ποτέ και δεν θα τη συναντούσε ποτέ ξανά. Ήξερε πως γινόταν μελοδραματική, αλλά της ήταν δύσκολο να αντιδράσει διαφορετικά. Η σχέση τους ήταν εντελώς ασταθής. Όσο και αν τον αγαπούσε, όσο και αν της έλεγε κι εκείνος ότι την αγαπούσε, εξακολουθούσε να είναι παντρεμένος και να μένει με τη γυναίκα του, η οποία ήταν τώρα πολύ άρρωστη και τον είχε ανάγκη. Προς το παρόν, θα έμενε μαζί της. Τα πάντα σ' αυτή τη σχέση ξυπνούσαν στην Τίμι τους χειρότερους φόβους της. Χειρότερο δεν μπορούσε να γίνει, εκτός και αν ο Ζαν-Σαρλ το τελείωνε μια και καλή. , Πέρασε όλο το βράδυ στο κρεβάτι κλαίγοντας. Στις έξι το πρωί πήρε επιτέλους την απόφαση να σηκωθεί και να ντυθεί. Έστειλε μέιλ στους ανθρώπους που σχεδίαζε να συναντήσει στο Παρίσι, εξηγώντας πως είχε προκύψει κάτι έκτακτο και ήταν αναγκασμένη να αναβάλει το ταξίδι της. Ακύρωσε τα αεροπορικά εισιτήρια και την κράτησή της στο ξενοδοχείο και ύστερα κάθισε στην κουζί472 να της με το βλέμμα στυλωμένο σε ένα φλιτζάνι τσάι, χωρίς να πίνει. Δεν είχε βάλει σταγόνα στο στόμα της από το προηγούμενο βράδυ, ούτε και ήθελε. Τελικά ήπιε μια γουλιά και έφυγε για τη δουλειά της. Βρισκόταν στο γραφείο της λίγο πριν από τις οχτώ και έδινε την εντύπωση πως ήταν
απορροφημένη από τη δουλειά της, όταν μπήκε η Τζέιντ και σάστισε που τη βρήκε εκεί. «Τι κάνεις εδώ;» Η Τίμι προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα της κάνοντας πως ήταν απασχολημένη. Καμία από τις δύο ωστόσο δεν έδειχνε να το πιστεύει. «Έτυχε κάπ έκτακτο στον Ζαν-Σαρλ. Ανέβαλα το ταξίδι. Το πιθανότερο είναι να πάω σε λίγες μέρες, μόλις ηρεμήσουν τα πράγματα». «Τι είδους ανάγκη δηλαδή; Προσωπική ή επαγγελματική;» ρώτησε με καχυποψία η Τζέιντ. «Κάτι οικογενειακό». Δεν ήθελε να μπει σε λεπτομέρειες με την Τζέιντ. Ακουγόταν τόσο προβλέψιμο και ταίριαζε τόσο πολύ με τα σενάρια που της είχε περιγράφει. Η Τίμι δεν ήθελε να της δώσει την ικανοποίηση, ούτε ήθελε να αναστατωθεί η ίδια περισσότερο. Δεν είχε ανάγκη την Τζέιντ να της το χτυπάει συνεχώς. Και σίγουρα θα το έκανε. Θα της ήταν αδύνατον να αντισταθεί. Οι απόψεις της Τζέιντ για αυτό το ζήτημα ήταν ξεκάθαρες, καθώς οι οδυνηρές αναμνήσεις ήταν ακόμη νωπές. Στο μυαλό της, όλοι οι παντρεμένοι ήταν ίδιοι. Μπορεί και να ήταν. Η Τίμι ευχόταν με όλη της τη δύναμη να έκανε λάθος. «Συνέβη κάτι με τη γυναίκα του;» επέμεινε η Τζέιντ
473 και τα μάτια της Τίμι την κοίταξαν με αυστηρότητα όταν σήκωσε το κεφάλι. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: Φτάνει. «Είναι πολύ μπερδεμένο για να σου το εξηγήσω. Αρ-ρώστησε κάποιο μέλος της οικογένειας και είναι απασχολημένος». «Η γυναίκα του, πάω στοίχημα. Τα έχω ξανακούσει αυτά. Η γυναίκα τού Στάνλεϊ υπέφερε από τη νόσο του Κρον. Κάθε φορά που τον έβλεπε έτοιμο να φύγει, κατέληγε στο νοσοκομείο σε άθλια κατάσταση. Έγινε τόσες φορές αυτό, που έφτασα στο σημείο νατό προβλέπω. Η δική του γυναίκα τι έχει, λοιπόν;» Διάολε. Καρκίνο, είπε μέσα της η Τίμι. Μπροστά του η νόσος του Κρον δεν έπιανε μία, αυτό ήταν σίγουρο. Δεν την ενθάρρυναν τα όσα της έλεγε η Τζέιντ. «Δεν έχει σημασία» της απάντησε ήρεμα. «Μάλλον θα πάω να τον βρω σε λίγες μέρες, μόλις ηρεμήσουν κάπως τα πράγματα». «Ελπίζω να έχεις δίκιο» είπε η Τζέιντ και βγήκε από το δωμάτιο με σκοτεινή έκφραση στο πρόσωπό της. Στενοχωριόταν γι’ αυτό που συνέβαινε στην Τίμι, αλλά δεν ήξερε ότι η Τίμι στενοχωριόταν σε διπλάσιο βαθμό. Την επόμενη μισή ώρα η Τίμι την πέρασε στο μπάνιο κλαίγοντας, με κλειδωμένη την πόρτα. Ύστερα έκανε εμετό,
που ήξερε πως οφειλόταν σε άγχος και όχι στην πρωινή αδιαθεσία των εγκύων. Ήταν κάτι που της συ-νέβαινε πάντα όταν ήταν τρομαγμένη. Και ήταν. Πολύ, πάρα πολύ τρομαγμένη. Αναρωτήθηκε μήπως κινδύνευε να αποβάλει από τον φόβο. Αν μη τι άλλο, αυτό θα έλυ 474 νε το ένα πρόβλημα, αλλά όσο το σκεφτόταν, τόσο πιο σίγουρη ήταν πως δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο. Το ήθελε αυτό το μωρό, άσχετα με το αν θα ήταν μαζί της εκείνος ή όχι. Τον αγαπούσε αφάνταστα, τόσο ανόητη ήταν. Ο Ζαν-Σαρλ τής τηλεφώνησε αργά το ίδιο απόγευμα, στο γραφείο της. Κόντευε δύο το πρωί στο Παρίσι και η Τίμι είχε περάσει όλη τη μέρα νιώθοντας άρρωστη. Εκείνη τη στιγμή θα μπορούσε να βρίσκεται στο αεροπλάνο, μονάχα λίγες ώρες μακριά από την αγκαλιά του. Ο Ζαν-Σαρλ ακουγόταν εξουθενωμένος. Της είπε ξανά και ξανά πόσο την αγαπούσε και της επανέλαβε πως έπρεπε να κάνει υπομονή και πως όλα θα πήγαιναν μια χαρά στο τέλος. «Πότε αρχίζει θεραπεία;» τον ρώτησε η Τίμι μελαγχολικά. Τα πάντα αφορούσαν τη γυναίκα του τώρα, όχι εκείνη. «Πρώτα πρέπει να κάνει την επέμβαση. Αυτό θα γίνει την επόμενη βδομάδα. Η χημειοθεραπεία θα πρέπει να ξεκινήσει
αργότερα, όταν αναρρώσει από το χειρουργείο. Τσως αποφασίσουν να κάνει πρώτα ακτινοβολίες». Ήταν προφανές πως είχε αναλάβει όλη τη διαδικασία, παγιδευ μένος στην υστερία που είχε δημιουργήσει η δυσοίωνη διάγνωση. Σε διανοητικό επίπεδο, η Τίμι κατανοουσετα πάντα απόλυτα, έφτανε μάλιστα στο σημείο να λυπάται τη γυναίκα του. Σε συναισθηματικό επίπεδο όμως, ήταΥ ένα τρομοκρατημένο και μπλεγμένο παιδί. Και μάλιστα σε ενδιαφέρουσα, με σοβαρά δικά της προβλήματα, για τα οποία εκείνος δεν είχε ιδέα. Δεν μπορούσε νατονκα 475 τηγορήσει γι’ αυτό. Θα μπορούσε να του το είχε πει, αν ήθελε. Αλλά η είδηση της εγκυμοσύνης της σίγουρα ήταν το τελευταίο πράγμα που είχε ανάγκη εκείνος να ακούσει τη δεδομένη στιγμή. Τον συμπονούσε και δεν είχε σκοπό να του το πει μέχρι να τελειώσουν όλα. Η στιγμή που η γυναίκα του αρρώστησε από καρκίνο δεν θα μπορούσε να ήταν χειρότερη, για όλους τους. Η Τίμι δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί τι θα γινόταν αν η γυναίκα του αρρώσται-νε αφού εκείνος είχε φύγει. Θα ξαναγύριζε; Μπορεί. Αν ήταν έτσι, τότε ήταν καλύτερα που είχε γίνει τώρα. Τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν συνέβαινε αργότερα. Αν τον είχε κοντά της, είχε στήσει ένα σπιτικό και μια ζωή μαζί του, κι ύστερα εκείνος επέστρεφε στην παλιά του οικογένεια για να φροντίσει τη γυναίκα του. Δεν υπήρχε ευτυχής τρόπος για να παιχτεί το
δράμα με το οποίο βρίσκονταν τώρα αντιμέτωποι. Προτού κλείσει το τηλέφωνο, ο Ζαν-Σαρλ τής είπε πως θα της τηλεφωνούσε όποτε έβρισκε την ευκαιρία, αλλά η κατάσταση προς το παρόν ήταν πολύ τεταμένη και χαοτική από τη μεριά του. Η γυναίκα του το αντιμετώπιζε με θάρρος, είπε, αλλά ήταν τρομοκρατημένη. Το ίδιο και η Τίμι. Ο ΖανΣαρλ δεν είχε ιδέα πόσο φοβισμένη ήταν. Τις ειδήσεις της προηγούμενης νύχτας και την ακύρωση του ταξιδιού της τις είχε διαδεχτεί ο απόλυτος πανικός. Όλη τη μέρα έμεινε κλεισμένη στον εαυτό της, και εφόσον όλοι πίστευαν πως έλειπε σε ταξίδι, δεν είχε τηλεφωνήματα. Ούτε έκανε εκείνη κάποιο. Καθόταν στο 476 γραφείο της παλεύοντας με τόλμη να βγάλει λίγη δουλειά, αλλά χωρίς να ολοκληρώνει κάτι. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, έτσι πέταξε μακριά όλα τα σχέδιά της καιτ0 μόνο που έκανε όταν έκλεινε η πόρτα ήταν να ξεσττάεΐσε κλάματα. Η Τζέιντ είχε προειδοποιήσει τονΝτέιβιντπως κάτι σοβαρό συνέβαινε, έτσι και οι δύο είχαν αποφασίσει να την αφήσουν στην ησυχία της. Ο Ντέιβιντ, με τη γνωστή αισιοδοξία του, έλεγε πως ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκαν τη λύση. Είχε μεγάλη πίστη στον Ζαν-Σαρλ. Η Τζέιντ απλώς μουρμούρισε κάτι και γύρισε με βαριά βήματα στο γραφείο της, παρόλο
που μέσα της ανησυχούσε βαθιά και πονούσε για την εργοδότρια και φίλη της. Όλη την υπόλοιπη βδομάδα, η όψη της Τίμι ήταν απαίσια. Την Παρασκευή έφυγε από το γραφείο της γύρω στις έξι το απόγευμα και πήγε κατευθείαν στο εξοχικό της, χωρίς να περάσει από το σπίτι για να ετοιμάσει την τσάντα της. Δεν πήρε δουλειά μαζί της για το Σαββατοκύριακο, ούτε κάποιο βιβλίο για να διαβάσει. Πέρασε το διήμερο προσπαθώντας να κοιμηθεί, κλαίγοντας, κάνοντας βόλτες στην παραλία. Και όταν δεν ανησυχούσε για εκείνον, σκεφτόταν το αγέννητο παιδί τους. Ήξερεπως έπρεπε να πάει σε γιατρό μία από αυτές τις μέρες. Σχέδιαζε να το κάνει μετά το Παρίσι. Δεν την ενδιέφερε πραγματικά πόσο προχωρημένη ήταν η εγκυμοσύνη της. Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως είχε στα σπλάχνα της το παιδί του. Ήταν το πιο γλυκό μυστικό της ζωής της, όποια και αν ήταν η σχέση τους. Παρόλο που τα τελευταία νέα του Ζαν-Σαρλ έκαναν την πραγματικότηΕΡΩΤΑΣ ΕΗ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ 477 τα ενός μωρού τρομακτική, ως έναν βαθμό. Η Τίμι είχε πάρει την απόφαση να το γεννήσει, έστω και μόνη. Ποτέ
δεν
είχε
νιώσει
τόση
μοναξιά.
Εκείνο
το
Σαββατοκύριακο έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται διαρκώς τον Μαρκ. Πόσο γλυκός ήταν όταν είχε γεννηθεί και τη λατρεία που ένιωθε γι’ αυτόν. Τη συντριβή της όταν τον έχασε. Ήθελε να πεθάνει και η ίδια. Και τώρα, σαν από θαύμα, ο Θεός τής είχε δώσει αυτή τη δεύτερη ευκαιρία, να αποκτήσει ένα παιδί με τον άντρα που αγαπούσε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα πιο υπέροχο από το να αποκτήσει το δικό του παιδί. Το μόνο που ευχόταν ήταν να είχε καταφέρει να του το πει στο Παρίσι, αν τα πράγματα είχαν εξελιχτεί διαφορετικά. Ήλπιζε να είχε δίκιο εκείνος όταν επέμενε ότι αυτό δεν ήταν το τέλος, μια καθυστέρηση μονάχα, ένα τρεμούλιασμα στην οθόνη της ζωής τους. Μέσα στους επόμενους μήνες, η θεραπεία της γυναίκας του αισίως θα τελείωνε και εκείνος θα ήταν επιτέλους ελεύθερος να αφήσει το σπίτι τους. Δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να κάνει η Τίμι, εκτός από το να περιμένει και να πιστεύει τα όσα της έλεγε. Ο Ζαν-Σαρλ ήταν ιδιαίτερα τρυφερός μαζί της όταν της τηλεφώνησε εκείνο το Σαββατοκύριακο. Τηλεφωνούσε αρκετές φορές τη μέρα για να την καθησυχάσει και της ζήτησε χίλιες φορές συγγνώμη που την είχε αναγκάσει να ακυρώσει το ταξίδι της. «Τα πράγματα θα βρουν τον δρόμο τους και το ζήτημα θα λυθεί τους επόμενους μήνες» τη διαβεβαίωνε. «Ελπίζω πως θα μπορέσω να φύγω μέχρι τα τέλη του καλό-
478 καίριου». To ίδιο ήλπιζε και η Τίμι, αλλά θαήτανέγα μακρύ καλοκαίρι, έτσι όπως θα τον περίμενε να φύγ^ από το σπίτι του, με την κοιλιά της να μεγαλώνει. Τι ωραίο που θα ήταν αν κατάφερνε να έρθει στο Παρί^ μέσα στις επόμενες βδομάδες, της είπε. Ίσως στη διάρκεια της ανάρρωσης της γυναίκας του, μετάτην επέμβαση και πριν αρχίσει η χημειοθεραπεία. Δεν έβλεπε με ποιον τρόπο θα κατόρθωνε να λείψει οποιαδήποτε άλλη στιγμή. Η Τίμι δεν έκανε κανένα σχόλιο. Το σίγουρο ήταν πως τώρα ερχόταν σε δεύτερη μοίρα στο μυαλότου, μετά τη γυναίκα του, την αρρώστια της, τα παιδιά του και τα δικά τους προβλήματα, που ήταν περισσότερο επείγοντα. Είχε έναν μήνα να τον δει και δεν είχε ιδέα πότε θα τον έβλεπε ξανά. Και αυτό που την ανησυχούσε ακόμα περισσότερο, όποτε το σκεφτόταν, ήταν πως η ίδια δεν ήταν παρά μια γυναίκα με την οποία ήταν ερωτευμένος τρεις μήνες μονάχα. Οι συναντήσεις τους μπορεί να ήταν παθιασμένες, αλλά ήταν μόνο τρεις. Απόχην αρχή μέχρι τώρα δεν είχαν περάσει παρά δεκατέσσερις μέρες μαζί. Πώς ήταν δυνατόν να περιμένει να βάλει στη μία πλευρά της ζυγαριάς τις δύο βδομάδες που είχε περάσει μαζί της, ή έστω τους τρεις μήνες, αν μετρούσες τα ηλεκτρονικά μηνύματα και τα τηλεφωνήματα, και στην άλλη τη γυναίκα στο πλευρό της οποίας είχε ζήσει σχεδόν τριάντα χρόνια; Η Τίμι πίστευε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, και ίσως πίστευε κι εκείνος το ίδιο.
Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια φαντασίωση γιατονΖαν-Σαρλ, ένα όνειρο που ήλπιζε κάποτε να γίνει πράγματι479 κότητα, σε μια ζωή που ακόμη ήταν για εκείνον απρόσιτη. Μονάχα το μωρό που είχε μέσα της ήταν πραγματικό. Τα υπόλοιπα δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα όνειρο, η ελπίδα για μια κοινή ζωή. Προς το παρόν ωστόσο και σύμφωνα με την πραγματικότητα, ο Ζαν-Σαρλ μοιραζόταν ακόμη τη ζωή του με την οικογένειά του σε καθημερινή βάση. Ζούσε μαζί τους, άσχετα με το πόσο ερωτευμένος ισχυριζόταν πως ήταν. Την Κυριακή, καθ’ οδόν για το σπίτι της, η Τίμι πέρασε από την Αγία Σεσίλια για να επισκεφτεί τα παιδιά και κατέληξε να μείνει για δείπνο μαζί τους. Οι καινούργιες αφίξεις ήταν τρεις, αντί για δύο που περίμεναν. Το ένα από τα τρία παιδιά ήταν ένα αξιολάτρευτο εξάχρονο αγο-ράκι που είχε υποστεί σοβαρή κακοποίηση όχι μόνο από τη φυσική του οικογένεια, αλλά και από την ανάδοχη οικογένεια που τον είχε αναλάβει. Συνέβαιναν κι αυτά ορισμένες φορές. Σε όλο το δείπνο το αγόρι καθόταν αμίλητο, με τα μάτια ορθάνοιχτα, και όλες οι απόπειρες της Τίμι να του πιάσει την κουβέντα αποδείχτηκαν μάταιες. Της θύμιζε με τρόπο επώδυνο τον Μπλέικ. Οι παππούδες του της είχαν στείλει μία κάρτα γράφοντας πως ο
εγγονός τους ήταν καλά. Της έλειπε ακόμη, πολλές φορές. Πάντα θα είχε ξεχωριστή θέση στην καρδιά της. Η αδελφή Aw εξήγησε στην Τίμι πως το παιδί υπέφερε από αγχώδη μετατραυματική διαταραχή και δεν μιλούσε, ακριβώς όπως είχε συμβεί με τον Μπλέικ. Προς το παρόν ακολουθούσε θεραπευτική αγωγή. Και όταν η Τίμι τον άγγιξε απαλά στο κεφάλι για να τον χαιρετήσει, 480 το αγόρι σήκωσε απότομα το χέρι του για να προφυλαχιεί και τραβήχτηκε μακριά της μορφάζοντας. Τα μάτια της βούρκωσαν συνειδητοποιώντας τι περνούσαν αυτά τα παιδιά προτού βρουν καταφύγιο στον Οίκο της Αγίας Σεσίλια. Ο Ζαν-Σαρλ τηλεφώνησε ξανά εκείνο το βράδυ, αλλά δεν αναφέρθηκε καθόλου σε μελλοντική επίσκεψή της. Της είπε πόσο την αγαπούσε, αλλά ακουγόταν εξαντλημένος. Ήταν Δευτέρα πρωί στο Παρίσι και οι ασθενείς τον περίμεναν στο ιατρείο του. Είπε πως η επέμβαση της γυναίκας του ήταν προγραμματισμένη για την Τρίτη. Αυτές τις μέρες μονάχα γι’ αυτό μιλούσε και την περισσότερη ώρα η Τίμι απλώς άκουγε. Ήταν στ’ αλήθεια το μόνο που μπορούσε να κάνει γι’ αυτόν και φρόντιζε να τον διαβεβαιώνει συχνά ότι τον αγαπούσε και ότι ήταν κοντά του. Ο Ζαν-Σαρλ τής έλεγε ότι ήταν το
μοναδικό πράγμα που τον παρακινούσε να συνεχίσει. Η Τίμι λαχταρούσε να τον δει, ειδικά τώρα, αλλά δεν ήθελε να τον πιέσει, έτσι δεν του έλεγε τίποτα. Ήθελε να δείξει κατανόηση για τη δοκιμασία που περνούσε, και ήλπιζε ότι μακροπρόθεσμα θα τους έβγαινε σε καλό αν προσπαθούσε να τον στηρίξει συναισθηματικά, αν και τον περισσότερο καιρό την κατάπιναν τα κύματα του πανικού. Αυτή η περίοδος δεν ήταν εύκολη για κανέναν από τους δυο. Τον αγαπούσε, αλλά δεν ένιωθε καμία ασφάλεια μαζί του. Το μόνο που είχε στην πραγματικότητα ήταν η γνόση πως ήταν τρελά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον τους τρεις τελευταίους μήνες. Η μοναδική βεβαιότητα στη ζωή της πλέον ήταν πως θα αποκτούσε ένα παιδί τον ερχόμενο χειμώνα, αρκεί να μη συνέβαινε κάτι στο μεσοδιάστημα, πράγμα πολύ πιθανό στην ηλικία της. Για πλήθος λόγους, είχε την αίσθηση πως ήταν πολύ πιο συνετό να περιμένει προτού πει οτιδήποτε, εφόσον είχε έτσι κι αλλιώς αποφασίσει να το κρατήσει. Όσον αφορούσε την ίδια, η απόφαση είχε παρθεί. Ξέροντας ότι το μωρό του μεγάλωνε μέσα της, τον αγαπούσε περισσότερο από ποτέ και τον νοσταλγούσε αφάνταστα. Έκλαιγε πολύ τις τελευταίες μέρες. Τόσο ο Ντέιβιντ όσο και η Τζέιντ είχαν παρατηρήσει τη μελαγ-χολική της διάθεση όταν την έβλεπαν στο γραφείο. Κανείς από τους δύο δεν σχολίαζε και απέ(ρευγαν να κάνουν ερωτήσεις. Υπέθεταν πως, αν
ήθελε να τους μιλήσει, θα το έκανε από μόνη της. Δεν είχε αναφερθεί καθόλου στο ταξίδι της στο Παρίσι, δεν είχε κάνει καμία ετοιμασία από την ακύρωσή του και μετά. Και τίποτε δεν συνέβη και δεν άλλαξε στη ζωή της μέχρι τα τέλη Μαΐου. Λίγο πριν’από το Σαββατοκύριακο της Ημέρας Μνήμης των Πεσόντων, η Τίμι πήρε την απόφαση να μιλήσει ξανά στον Ζαν-Σαρλ για το θέμα της επίσκεψής της στο Παρίσι. Η γυναίκα του είχε κάνει την επέμβαση και ξεκινούσε χημειοθεραπεία σε δύο βδομάδες. Αυτή ήταν η ανάπαυλα που είχε υπαινιχτεί παλιότερα, όταν πίστευε ότι η Τίμι θα μπορούσε να πάει στο Παρίσι. Τον ρώτησε γΓ αυτό λίγο προτού φύγει για το Μαλιμπού, όπου θα περνούσε το τριήμερο. Επιτέλους, εκείνη τη βδομάδα είχε επισκεφτεί πρώτη φορά τον μαιευτήρα της. Το έμβρυο 482 μεγάλωνε μια χαρά, η Τίμι το είχε δει στο υπερηχογράφημα, με την καρδούλα του που χτυπούσε, και είχε κλάψει όταν της το έδειξαν. Από εκείνη την ημέρα, όπου κι αν πήγαινε, είχε το υπερηχογράφημα μαζί της. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των γιατρών και όσες πληροφορίες ήταν σε θέση να τους δώσει, ήταν εννέα εβδομάδων έγκυος και το μωρό αναμενόταν στις αρχές του Γενάρη. Είχε ακόμη την αίσθηση πως όλο αυτό δεν ήταν πραγματικό, ιδιαίτερα εφόσον κανείς δεν το ήξερε, ούτε καν ο Ζαν-Σαρλ. Ήταν το πιο βαθύ και το πιο τρυφερό
μυστικό της, αυτό που λάτρευε και προστάτευε, όπως προστάτευε και την αγάπη της για εκείνον, έστω και αν δεν είχαν ιδωθεί από την τελευταία τους φορά στη Νέα Υόρκη, σ’ εκείνη τη μοιραία συνάντηση όπου είχε συλλάβει το μωρό τους. Η Τίμι περίμενε ακόμη την ευκαιρία να του μιλήσει και το ήθελε, αλλά όχι από το τηλέφωνο και κατά προτίμηση όχι εν μέσω μιας οικογενειακής κρίσης. Περίμενε να ηρεμήσουν τα πράγματα για να του το ανακοινώσει και ήλπιζε πως σύντομα θα την άφηνε να πάει στο Παρίσι. Το απόγευμα της Παρασκευής τον ρώτησε πώς ήταν το πρόγραμμά του. Ο Ζαν-Σαρλ αναστέναξε και ακολούθησε σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής. Αυτές πς μέρες ακουγόταν μονίμως αγχωμένος και νευρικός, όχι συγκεκριμένα μαζί της. Ένιωθε όμως να τον τραβάνε από χίλιες μεριές και έλεγε πως και οι δύο κόρες του ήταν τρομοκρατημένες για τη μητέρα τους. Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος για την οικογένειά του. Αλλά και γιο την Τίμι δεν ήταν εύκολη. «Δεν ξέρω, Τίμι. Λαχταράω να σε δω. Κάθε μέρα θέλω να σου πω να έρθεις. Αλλά μου είναι αδύνατον να λείψω αυτή τη στιγμή. Ακόμα και αν ήσουν στο Παρίσι, στην περίπτωση που προέκυπτε κρίση ή με χρειάζονταν τα παιδιά μου μέσα στην αγωνία τους για τη μητέρα τους, δεν θα μπορούσα να είμαι μαζί σου όπως θα το ήθελα. Σε σέβομαι και δεν θέλω να σου κάνω τέτοιο πράγμα». Η Τίμι ήταν σίγουρη πως το
έλεγε καλοπροαίρετα, παρόλο που ακουγόταν σαν να την απομάκρυνε. Ήταν έτοιμη να του πει πως δεν την ένοιαζε αν θα τον έβλεπε ελάχιστα, ήταν πρόθυμη να πάει κοντά του έτσι κι αλλιώς, όμως τα λόγια του δεν την ενθάρρυναν και τελικά της ζήτησε να περιμένει ακόμα λίγες εβδομάδες, μέχρι να βεβαιωθούν για την πορεία της χημειοθεραπείας. Άλλη μία καθυστέρηση, έστω και αν ήταν για σοβαρό λόγο. Πώς θα μπορούσε να τα βάλει με τον καρκίνο, με τον τρόμο των παιδιών του, με τη δική του αγωνία; Δεν μπορούσε. Μια μικρή φωνή στο μυαλό της, όμως, τη ρωτούσε τι θα γινόταν με τηνίδια. Η αλήθεια ήταν πως επί του παρόντος δεν υπήρχε θέση στη ζωή του για εκείνη παρά μονάχα τηλεφωνικά. Μόνο που η Τίμι είχε ανάγκη κάτι περισσότερο από αυτό. Κάτι πολύ περισσότερο. «Τι θα έλεγες να ξεφύγεις για λίγες μέρες, προτού αρχίσει η χημειοθεραπεία; Θα μπορούσα να έρθω για Σαββατοκύριακο». Ήλπιζε πως αυτή τη φορά θα την άφηνε να πάει, εφόσον η Δευτέρα ήταν αργία για εκείνη. Θα πήγαινε να τον δει ανά πάσα στιγμή και ο γιατρός της της έδινε την άδεια. Ήταν σίγουρη πως η παρηγοριά και η 484 ευτυχία που θα ένιωθε σαν τον έβλεπε θα αντιστάθμιζε την κούραση της πολύωρης πτήσης. Θα περπατούσε πάνω σε αναμμένα κάρβουνα αν ήταν να τον δει, δυστυχώς όμως δεν
συνέβαινε το ίδιο με εκείνον. Του έφταναν τα αναμμένα κάρβουνα που είχε να αντιμετωπίσει στο σπίτι. Στις ήρεμες στιγμές της, η Τίμι τον λυπόταν πραγματικά. Στις υπόλοιπες, λυπόταν περισσότερο τον εαυτό της. Η κατάσταση ήταν δύσκολη για όλους. «Δεν ξέρω τι να σου πω, αγάπη μου. Νομίζω ότι είναι καλύτερα να περιμένουμε». Να περιμένουν τι; Όταν η κατάσταση της γυναίκας του θα γινόταν τραγική από τη χημειοθεραπεία και θα άρχιζαν να της πέφτουν τα μαλλιά; Μα τότε θα του ήταν πολύ πιο δύσκολο να ξεφύγει. Και τα παιδιά του θα ήταν ακόμα πιο αναστατωμένα. Η Τίμι καταλάβαινε τι επιφύλασσε το μέλλον, και αυτό που διέκρινε δεν της άρεσε καθόλου. Ούτε όσον αφορούσε την ίδια ούτε όσον αφορούσε τη σχέση τους. Η γυναίκα του είχε δύσκολο δρόμο μπροστά της. Η Τίμι τα είχε ζήσει από κοντά με φίλους της. Κι εκείνος το ίδιο, με τους ασθενείς του. «Λυπάμαι τόσο που σου το κάνω αυτό και σου ζητάω να δείξεις υπομονή. Ξέρω ότι στο τέλος του καλοκαιριού, μετά τη θεραπεία της, τα πράγματα θα ηρεμήσουν. Οι ακτινοβολίες μπορεί να είναι κουραστικές, αλλά ούτε κατά διάνοια δεν είναι τόσο δύσκολες όσο η χημειοθεραπεία». Ολόκληρη η ζωή της λοιπόν περιστρεφόταν γύρω από τη θεραπεία της γυναίκας του, επειδή αυτό συνέβαινε με τη δική του ζωή. Και όση κατανόηση και αν έδειχνε η Τίμι, η αλήθεια ήταν πως είχε κι εκείνη
ανάγκες, που δεν ικανοποιούνταν. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ένας παντρεμένος άντρας από το Παρίσι ήταν ερωτευμένος μαζί της, ή τουλάχιστον αυτό ισχυριζόταν. Αλλά το ειδύλλιό τους είχε αρχίσει να μοιάζει μακρινό και όχι πραγματικό, για εκείνη σίγουρα και ίσως και για εκείνον. Η μοναδική πραγματικότητα ήταν το μωρό τους, για το οποίο εκείνος δεν είχε ιδέα, και η Τίμι σκόπευε να το κρατήσει έτσι, τουλάχιστον μέχρι να ιδωθούν ξανά. Η γνώση πως ήταν έγκυος απλώς θα μεγέθυνε τη γενική ατμόσφαιρα της υστερίας που επικρατούσε στη ζωή του αυτή την εποχή. Η Τίμι δεν είχε καμία επιθυμία να συμβάλει σ’ αυτό, πρωτίστως για δικό του καλό και ύστερα για δικό της. Ήταν μία υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της και σκόπευε να την κρατήσει. Δεν ήταν διατεθειμένη να χειραγωγήσει, μήτε να παρακαλέσει, να εξαναγκάσει, να εκβιάσει ή να ικετέψει. Θα του μιλούσε για το μωρό τους μόνο όταν θα υπήρχε η πιθανότητα να το δει ο Ζαν-Σαρλ ως θεόσταλτο δώρο και όχι ως απειλή. Ως τότε, θα εξακολουθούσε να μην ξέρει τίποτα για το αγέννητο παιδί τους. «Τι μου λες αυτή τη στιγμή;» τον ρώτησε με θλίψη όταν της απέκλεισε την πιθανότητα να τον δει έστω και για ένα Σαββατοκύριακο, αν πήγαινε στο Παρίσι. Η κατάστασή τους γινόταν πιο καταθλιπτική μέρα με τη μέρα, όπως και η δική του, προσωπική κατάσταση. Οι δυο τους έμοιαζαν με βαγόνι σε ένα τρένο δυστυχίας, που το οδηγούσε η γυναίκα του.
«Λέω ότι δεν έχω ιδέα τι να κάνω» της απάντησε στε486 DANIELLE STEEL νάζοντας. «Σ’ αγαπώ, αλλά δεν ξέρω πότε θα μπορέσω να σε ξαναδώ. Η γυναίκα μου έχει καρκίνο, τα παιδιά μου κοντεύουν να τρελαθούν. Αναγκάστηκα να αποσύρω το διαμέρισμα από την αγορά, επειδή την έπιανε υστερία και μόνο στη σκέψη πως ίσως αναγκαζόταν να μετακομίσει στη μέση της θεραπείας, και ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για χάρη της. Τίμι, τι μπορώ να σου πω;» Η Τίμι ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Πρώτη φορά άκουγε πως είχε αποσύρει το διαμέρισμα από την αγορά. «Τι θα ήθελες να κάνω, με τα όσα συμβαίνουν εδώ;» Θα ήθελε να τον δει να φεύγει από το σπίτι και να φροντίζει τη γυναίκα του ζώντας σε δικό του διαμέρισμα. Αλλά με τον τρόπο που της το έθετε, θα ακουγόταν σκληρό να του πει κάτι τέτοιο, έτσι προτίμησε να μη μιλήσει. Έπρεπε να το καταλάβει από μόνος του και δεν το έκανε. Έκανε αυτό που ήταν σωστό για τη γυναίκα του και τα παιδιά του, αλλά όχι για εκείνη. Και το χειρότερο ήταν πως δεν ήταν καν σίγουρη αν τον κατηγορούσε γι’ αυτό. Τον κατανοούσε, σύμφωνοι. Αλλά δεν έπαυε να είναι μια κατάσταση που την τρόμαζε. Και η εγκυμοσύνη επιδείνωνε τα πράγματα. Ήξερε ωστόσο πως θα ανησυχούσε και θα αναστατωνόταν ακόμα και αν δεν ήταν έγκυος. Ο χειρότερος φόβος της ήταν πως ο Ζαν-Σαρλ δεν θα άφηνε ποτέ τη γυναίκα του για να μείνει μαζί της. Η
κατάσταση είχε εξελιχτεί πολύ χειρότερα από τις προβλέψεις της Τζέιντ και ο καρκίνος ήταν τόσο σοβαρή υπόθεση, που ήταν αδύνατον για την Τίμι να διαφωνήσει με τον Ζαν-Σαρλ. «Δεν ξέρω» του απάντησε με δάκρυα στα μάτια. Αυτές τις μέρες είχε την αίσθηση πως έκλαιγε διαρκώς. Της έλειπε τρομερά. Και εκείνος τη διαβεβαίωνε πως του έλειπε εξίσου. Δεν υπήρχε τρόπος να μετρήσει τον πόνο, να προσδιορίσει ποιος υπέφερε περισσότερο, ούτε ποιος διακινδύνευε περισσότερα. Ήταν μια δύσκολη στιγμή και για τους δύο, η Τίμι το ήξερε αυτό. Για μια στιγμή προσπάθησε να κάνει τα πράγματα πιο ανάλαφρα, έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. «"Ισως θα έπρεπε να αντιγράψουμε το σενάριο της ταινίας Μεγάλε μου έρωτα» είπε. «Τι είναι αυτό;» τη ρώτησε και ακουγόταν προσβεβλημένος. «Δεν θεωρώ τη σχέση μας σενάριο ταινίας. Μην το παίρνεις επιπόλαια, Τίμι. Είσαι ο έρωτας της ζωής μου». Και εκείνης ο δικός της. Αλλά δεν είχε έρθει κοντά της ακόμη και υπήρχε η πιθανότητα να μην ερχόταν ποτέ. Ήταν ένας κίνδυνος ορατός πλέον. Αυτό που συνέβαινε ήταν πολύ τρομακτικό για να αψηφήσει τους προφανείς κινδύνους. Τίποτα στη σχέση τους δεν ήταν εξασφαλισμένο.
«Κι εσύ είσαι ο έρωτας της ζωής μου» του απάντησε με σοβαρότητα και συνέχισε για να του εξηγήσει. «Η ταινία Μεγάλε μου έρωτα είναι αρκετά παλιά. Κλασική. Με πρωταγωνιστές τον Κάρι Γκραντ και την Ντέμπορα Κερ. Οι δυο τους γνωρίζονται πάνω στο πλοίο στη διάρκεια του ταξιδιού τους προς την Αμερική και ερωτεύονται, παρόλο που και οι δύο είναι ήδη αρραβωνιασμένοι, και υπόσχονται να συναντηθούν έξι μήνες αργότερα στον τελευ488 ταίο όροφο του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντιγκ, αφοΰ θα έχουν βάλει σε μια τάξη τις ζωές τους. Έχουν και οι δυο ανάγκη από δουλειά και πρέπει να ξεκαθαρίσουν τις σχέσεις τους. Εν πάση περιπτώσει, δίνουν ραντεβού στο Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντιγκ, στην περίπτωση που είναι και οι δυο ελεύθεροι. Ο Κάρι Γκραντ τής λέει πως δεν θα της κρατήσει κακία αν δεν έρθει και εκείνη του υπόσχεται το ίδιο. Η μέρα φτάνει και εκείνος την περιμένει, αλλά εκείνη δεν εμφανίζεται ποτέ στο ραντεβού τους, κι αυτό επειδή τη χτυπάει ένα ταξί την ώρα που πηγαίνει να τον συναντήσει. Καταλήγει καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι και δεν του τηλεφωνεί ποτέ, γιατί δεν θέλει να την αντικρίσει σ’ αυτή την κατάσταση. Νομίζω ότι ο Γκραντ τη συναντάει κατά τύχη σε κάποιο θέατρο πολλούς μήνες αργότερα. Δεν αντιλαμβάνεται ότι είναι ανάπηρη και γίνεται
έξαλλος μαζί της. Ζωγραφίζει το πορτρέτο της, επειδή είναι καλλιτέχνης, και κάποιος από την γκαλερί τον πληροφορεί ότι τον πίνακα τον αγόρασε μια γυναίκα σε καροτσάκι... Τότε καταλαβαίνει τι συνέβη και πηγαίνει να τη βρει...» Η Τίμι μιλούσε και έκλαιγε. «Και από τότε ζουν μαζί ευτυχισμένοι. Παρόλο που εκείνη προσπαθεί να του πει ψέματα όταν τη βρίσκει. Αλλά όταν ο Γκραντ βλέπει τον πίνακα στην κρεβατοκάμαρά της επιβεβαιώνει ότι αυτή ήταν η γυναίκα στο αναπηρικό καροτσάκι και ότι την αγαπάει όπως και να ’χει». «Σπουδαία ιστορία» είπε ο Ζαν-Σαρλ συγκινημένος, αν και κάπως ξαφνιασμένος που η Τίμι σύγκρινε τη σχέ' ση τους με μια παλιά ταινία. «Ελπίζω να μη σχεδιάζεις 489 να σε χτυπήσει αυτοκίνητο. Και ούτε πρόκειται να καταλήξεις σε αναπηρικό καροτσάκι, Τίμι». Όλα αυτά τού ακούγονταν πολύ μελοδραματικά. «Όχι, δεν σχεδιάζω κάτι τέτοιο. Αυτό που ήθελα να πω ήταν πως ίσως προτιμάς να κλείσουμε ένα ραντεβού σε λίγους μήνες από τώρα και ως τότε να μην έχουμε καμία επικοινωνία. Δεν μπορείς να με δεις έτσι κι αλλιώς, κι εγώ κρατάω την ανάσα μου περιμένοντας να μου πεις πότε να έρθω. Τσως θα ήταν προτιμότερο να το αφήσου-με προς το
παρόν». Η Τίμι έκλαιγε και ο Ζαν-Σαρλ φάνηκε να συμμερίζεται την ταραχή της. «Αυτό θέλεις, Τίμι;» τη ρώτησε και ακουγόταν εξίσου δυστυχισμένος, πανικόβλητος σχεδόν. Δεν ήθελε να τη χάσει, ό,τι και αν συνέβαινε. Δεν υπήρχε αμφιβολία ωστόσο, η ζωή του αυτή την περίοδο ήταν κυριολεκτικά άνω κάτω. Η οικογένειά του τον είχε ανάγκη και όλα τα υπόλοιπα ακολουθούσαν, ακόμα και η σχέση τους. Και συνειδητοποιούσε πλήρως πόσο άδικο ήταν αυτό για την Τίμι. Ένιωθε ένοχος διαρκώς και δεν ήξερε προς τα πού να στραφεί, χωρίς να απογοητεύσει κάποιον. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως η Τίμι είχε δίκιο. «Όχι, δεν θέλω αυτό» του απάντησε με ειλικρίνεια. «Αυτό που θέλω είναι να σε δω. Τώρα. Αμέσως. Σ’ αγαπώ. Μου λείπεις τρομερά. Αλλά δεν βλέπω με ποιον τρόπο θα μπορέσεις να το κάνεις, με δεδομένη την κατάσταση της γυναίκας σου. Τσως να σε ξαλάφρωνε κάπως αν κλείναμε ένα ραντεβού και δίναμε στον εαυτό μας την υπόσχεση να τα έχουμε ξεκαθαρίσει όλα μέχρι τότε, ή, εν πάση περιτττώσει, όσο περισσότερα μπορούμε». Η ίδια δεν είχε κάτι να ξεκαθαρίσει, το πρόβλημα ήταν δικό του και το ήξερε. Αλλά η λύση που πρότεινε έκρυβε κάτι πιο απλό. Αν μη τι άλλο, θα έπαυε να την απογοητεύει καθημερινά, όποτε τον περίμενε να της ζητήσει να πάει στο Παρίσι για να τον δει
κι εκείνος δεν το έκανε. «Θα συνέχιζες να μου μιλάς αν κάναμε κάτι τέτοιο;» τη ρώτησε ανήσυχος. «Δεν ξέρω αν θα έπρεπε...» Και τότε άρχισε να κλαίει πιο δυνατά και ο Ζαν-Σαρλ ένιωσε να σπαράζει η καρδιά του. Το μόνο που ήθελε ήταν να την αρπάξει στην αγκαλιά του και να κάνει τα πάντα καλύτερα. Το σιχαινόταν που η γυναίκα του είχε αρρωστήσει, η αρρώστια της ήταν άσχημη για όλους τους, και επιπλέον εξαιτίας της αναγκαζόταν ο ίδιος τώρα να απογοητεύει την Τίμι. Συνειδητοποιούσε πλήρως το κακό που της έκανε και το πόσο τρομαγμένη θα πρέπει να ήταν, γνωρίζοντας τους παλιούς φόβους της πως θα την εγκατέλειπαν. Η κατάσταση ήταν σκληρή για όλους και ακόμα περισσότερο για την Τίμι. Δεν ήθελε να της το κάνει αυτό. «Δεν ξέρω αν θα άντεχα μήνες χωρίς να σου μιλήσω» συνέχισε η Τίμι κλαίγοντας με λυγμούς. «"Ηδη μου λείπεις τόσο πολύ». Οι συζητήσεις τους τη βοηθούσαν να περνάει τις μέρες και τις νύχτες της μοναξιάς και του φόβου. Χωρίς αυτές θα ήταν ακόμα πιο σκληρό, ίσως αβάσταχτο. Ειδικάτώ' ρα που ήταν έγκυος και χρειαζόταν την υποστήριξή του, άσχετα με το αν είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη του μ©' ρού ή όχι. ΕΡΩΤΑΣ ΕΗ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ
491 «Ούτε εγώ θα μπορούσα» της απάντησε σταθερά. «Αγάπη μου, προσπάθησε να μην ανησυχείς. Σ’ αγαπώ. Θα είμαστε ξανά μαζί. Για πάντα. Σου το υπόσχομαι». Τι θα γινόταν όμως αν δεν ξανάσμιγαν ποτέ, αναρωτιόταν μέσα της η Τίμι, έστω κι αν δεν το έλεγε με λόγια. «Τσως κςιι να έχεις δίκιο όμως. Ισως είναι καλύτερο να σταματήσουμε τις προσπάθειες για να συναντηθούμε τώρα ή το καλοκαίρι. Τη Δευτέρα θα έχουμε πρώτη Ιουνίου. Μέχρι την πρώτη του Σεπτέμβρη θα έχει ολοκληρωθεί η χημειοθεραπεία. Οι ακτινοβολίες θα είναι λιγότερο τραυματικές. Και εγώ θα την έχω βοηθήσει να ξεπεράσει το χειρότερο στάδιο. Ούτε εκείνη, ούτε τα παιδιά θα μπορούν να μου καταλογίσουν ότι την εγκατέλει-ψα στη διάρκεια της αρρώστιας της. Θα μου είναι πολύ πιο εύκολο να φύγω τον Σεπτέμβρη, Τίμι, και αν μου δώσεις αυτό το περιθώριο, θα σου είμαι ευγνώμων για πάντα». Η Τίμι δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί τι θα γινόταν αν η υγεία της γυναίκας του επιδεινωνόταν αντί να καλυτερέψει, ή αν τα παιδιά του δεν συμμερίζονταν την άποψή του. Τι θα γινόταν αν δεν έφευγε ούτε τότε; Αλλά δεν του το είπε. Προσπαθούσε να είναι αξιοπρεπής, όπως ήταν κι εκείνος. Απλώς ήλπιζε πως ο Ζαν-Σαρλ δεν ήταν αφελής που πίστευε τις υποσχέσεις που έδινε. «Να δώσουμε κι εμείς ραντεβού στο Εμπάιρ Στέιτ Μπίλ-ντιγκ την πρώτη του Σεπτέμβρη;» τη ρώτησε γλυκά και η Τίμι γέλασε με τα μάτια βουρκωμένα.
«Δεν είναι ανάγκη να γίνει εκεί». Και έπειτα γέλασε ξανά. «Τι θα έλεγες για τον Πύργο του Άιφελ; Αν συνεχίσουμε να μιλάμε όμως, θα ξέρουμε έτσι κι αλλιώς αν ο άλλος πρόκειται να έρθει ή όχι». «Εγώ θα έρθω» της είπε με σοβαρότητα. «Σου δίνω επίσημη υπόσχεση. Την πρώτη του Σεπτέμβρη θα είμαι δικός σου για πάντα, για να με κάνεις ό,τι θέλεις. Σ’ αγαπώ και εφεξής θα είμαι αποκλειστικά δικός σου». Η Τίμι έκανε έναν γρήγορο υπολογισμό και συνειδητοποίησε ότι θα ήταν περίπου πέντε μηνών έγκυος τότε. Θα ήταν τεράστια έκπληξη για τον ΖανΣαρλ όταν συναντιόντουσαν. Αλλά η Τίμι είχε τη δύναμη να περιμένει. Αν της υποσχόταν μία ζωή μαζί της, τότε μπορούσε να περιμένει τρεις μήνες ακόμα. Και δεν ήθελε να τον πιέσει περισσότερο και να του πει για το παιδί. Θα τα κατάφερνε και μόνη της μέχρι τότε, ή και για πάντα, αν ήταν αναγκασμένη. Ήλπιζε πως αυτή τη φορά το παιδί της θα ήταν δικό της για πάντα. Με λίγη τύχη, θα ήταν για πάντα και του Ζαν-Σαρλ. «Σύμφωνοι, το κλείσαμε» είπε μελαγχολικά. Τρελαινόταν με τη σκέψη πως δεν θα τον έβλεπε για τρεις ολόκληρους μήνες ακόμα, αλλά αυτή έμοιαζε να είναι η μοναδική λύση, αν δεν ήθελαν να χάσουν τα λογικά τους. «Στον Πύργο του Άιφελ, την πρώτη του Σεπτέμβρη».
«Θα συναντηθούμε στο εστιατόριο Ζιλ Βερν» της είπε, νιώθοντας ελαφρώς ανόητος. «Και θα σου τηλεφωνώ κάθε μέρα μέχρι τότε. Αυτό σου το υπόσχομαι». Ήταν και οι δύο θλιμμένοι όταν έκλεισαν το τηλέφωνο. Η Τίμι ένιωθε πιότερο χαμένη παρά κερδισμένη με αυτή τη συμφωνία. Είχε γλιτώσει από τις συνεχείς απογοητεύσεις 493 και τις διαψευσμένες υποσχέσεις. Αλλά είχε παραιτηθεί και από την ελπίδα να τον δει τους επόμενους τρεις μήνες. Θα ήταν πολύ δύσκολο και για τους δυο τους. Απλώς ήλπιζε πως η σχέση τους θα έμενε ζωντανή. Δεν είχε τρόπο να το ξέρει. Το μόνο που είχε τώρα ήταν οι ελπίδες της, τα όνειρά της, η βαθιά αγάπη της για εκείνον και το παιδί που είχε μέσα της, για το οποίο ο Ζαν-Σαρλ δεν ήξερε τίποτε και ίσως να μη μάθαινε ποτέ. Είχε ήδη υποσχεθεί στον εαυτό της πως, αν δεν ερχόταν στο ραντεβού τους την πρώτη του Σεπτέμβρη, δεν θα του έλεγε ποτέ για το παιδί. Σε αυτή την περίπτωση, θα έμενε μόνη με το μωρό τους για όλη την υπόλοιπη ζωή της, έχοντας μόνο τις αναμνήσεις του για ζεστασιά. Ήταν μια σκέψη τρομακτική. Και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να ελπίζει πως εκείνος θα ερχόταν, όπως της είχε υποσχεθεί. Το μόνο που μπορούσε να κάνει πλέον ήταν να προσεύχεται, να ελπίζει, να εμπιστεύεται και να περιμένει. 18
ΟΙ ΕΠΟΜΕΝΟΙ ΜΗΝΕΣ ΗΤΑΝ ΔΥΣΚΟΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ THΜΙ. Προσπαθούσε να είναι αισιόδοξη, αλλά η απόσταση αποδείχτηκε μεγαλύτερη πρόκληση από όσο είχε λογαριάσει. Ο Ζαν-Σαρλ τής τηλεφωνούσε κάθε μέρα και την ενημέρωνε για τις εξελίξεις. Όπως ακριβώς το περίμεναν, η χημειοθεραπεία ήταν φριχτή, και μια βδομάδα αφότου την ξεκίνησε, η γυναίκα του είχε χάσει όλα της τα μαλλιά και τα παιδιά του ήταν πανικόβλητα βλέποντας την κατάσταση της μητέρας τους. Δεν υπήρχε τρόπος να ξέρει κανείς αν η χημειοθεραπεία θα έφερνε αποτέλεσμα. Και ο Ζαν-Σαρλ ακουγόταν κατάκοπος κάθε φορά που μιλούσαν. Εξακολουθούσε να διαβεβαιώνει την Τίμι πως την αγαπούσε, αλλά με τον καιρό κόντευε να γίνει μια φωνή χωρίς σώμα. Ήταν δύσκολο να πιστέψει ή να θυμηθεί πως κάποτε είχε υπάρξει ευτυχισμένη στην αγκαλιά του. Η κοιλιά της που μεγάλωνε ολοένα ήταν η μοναδική απτή απόδειξη γι’ αυτό. Και ενώ το καλοκαίρι προχωρούσε, η Τίμι κατάφερνε με ευκολία να κρύψει την εγκυμοσύνη της από τον Ντεiβιντ και την Τξέιντ. Ήταν περισσότερο κουρασμένη από 495 όσο συνήθως και ξάπλωνε αμέσως μόλις γύριζε στο σπίτι. Κατά διαστήματα υπέφερε από ναυτίες και κάθε τόσο από πονοκεφάλους, αλλά δεν μοιραζόταν μαζί τους τις αδιαθεσίες της, ούτε τις κρυφές ελπίδες, τις αγωνίες
και τους φόβους της. Κρατούσε τα πάντα για τον εαυτό της και, επειδή ήταν ψηλή και λυγερή, τίποτα δεν φαινόταν. Φορούσε φαρδιά πουκάμισα και τον Ιούλιο αγόρασε τζιν παντελόνια ένα μέγεθος μεγαλύτερα, αλλά εξακολουθούσε να δείχνει αδύνατη όπως πάντα. Κανείς δεν είχε λόγο να υποψιαστεί πως ήταν έγκυος. Ήταν το τελευταίο πράγμα που θα τους περνούσε από το μυαλό. Κάποια στιγμή η Τζέιντ σχολίασε στον Ντέι-βιντ πως η Τίμι είχε πάρει λίγο βάρος, αλλά ήξεραν και οι δύο πως περνούσε μια δύσκολη περίοδο. Ήταν φανερό ότι ο Ζαν-Σαρλ την είχε παραμερίσει από τη ζωή του, έτσι η Τίμι αποφάσισε κάποια στιγμή να τους αποκαλύ-ψει ότι η γυναίκα του είχε καρκίνο και ότι τα πράγματα θα έμεναν στάσιμα μέχρι τον Σεπτέμβρη. Δεν έκανε περαιτέρω σχόλια, παρόλο που και οι δύο βοηθοί της ήξεραν ότι ο Ζαν-Σαρλ εξακολουθούσε να της τηλεφωνεί. Ο Ντέιβιντ δεν είχε χάσει τις ελπίδες του, η Τζέιντ ωστόσο δεν είχε καμία αμφιβολία για το τι έμελλε να γίνει, αν και πλέον μοιραζόταν τις δυσοίωνες προβλέψεις της μόνο μαζί του. «Είναι παρελθόν» του είπε η Τζέιντ τον Ιούλιο. Η Τίμι είχε να τον δει από τη συνάντησή τους στη Νέα Υόρκη τον περασμένο Απρίλη και είχαν περάσει ήδη τρεις μήνες. «Δεν πρόκειται να γυρίσει. Η γυναίκα του θα τον 496
χρειαστεί επειδή είναι άρρωστη και τα παιδιά του δεν θα τον συγχωρούσαν ποτέ αν έφευγε, έστω και αργότερα. Άσε που τα επόμενα τρία με πέντε χρόνια θα τα κάνουν όλοι πάνω τους από τον φόβο τους μήπως η γυναίκα του υποτροπιάσει. Ξέχνα τον» κατέληξε απότομα. «Δεν σου περνάει έστω και αμυδρά από το μυαλό η πιθανότητα πως αυτός ο άνθρωπος προσπαθεί να κάνει το σωστό και ίσως καταφέρει να ξεμπλέξει; Είναι τίμιος άνθρωπος, Τζέιντ. Πρέπει να του το αναγνωρίσεις πως είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του». «Βλακείες. Πόσο τον θαυμάζεις γι’ αυτό που κάνει στην Τίμι; Έχεις δει το πρόσωπό της τελευταία; Η όψη της είναι σαν να ’χει πεθάνει άνθρωπος. Και έχει δίκιο. Εκείνη έχει πεθάνει, μέσα της. Πίστεψέ με, ξέρω πώς είναι αυτό το συναίσθημα. Βαθιά μέσα της πιθανότατα το ξέρει και η ίδια πως αυτός ο άντρας δεν πρόκειται να γυρίσει. Απλώς δεν είναι έτοιμη να το παραδεχτεί στον εαυτό της». «Χριστέ μου, τι απαισιοδοξία. Εγώ νομίζω ότι αγαπιούνται αληθινά. Γιατί δεν αναβάλλουμε τη δικαστική απόφαση μέχρι τον Σεπτέμβρη, όπως κάνει η Τίμι; Αν δεν γυρίσει τότε, ίσως δεχτώ τις θέσεις σου, και πάλι ως ένα σημείο. Μην ξεχνάς πως ο Σεπτέμβρης είναι απλώς μια τυχαία ημερομηνία. Υπάρχει το ενδεχόμενο να μην τα καταφέρει να γυρίσει στη ζωή της μέχρι τον Νοέμβρη ή τον Δεκέμβρη, ή και
τον Γενάρη ακόμα. Αν και νομίζω ότι θα γυρίσει. Πάω και στοίχημα. Το ένστικτό μου μου λέει ότι είναι εντάξει τύπος». 497 «Απλώς υπερασπίζεσαι το φύλο σου. Πίστεψέ με, δεν θα γυρίσει». «Χίλια δολάρια στοίχημα πως θα γυρίσει» είπε ο Ντέι-βιντ προκλητικά, καθώς η Τζέιντ τον κοιτούσε με διαπεραστικό βλέμμα. «Έγινε» συμφώνησε εκείνη. «Χρειάζομαι μια καινούργια Σανέλ τσάντα. Τι προθεσμία βάζουμε;» «Την πρώτη του Οκτώβρη. Ας του δώσουμε τριάντα μέρες περιθώριο». «Την πρώτη του Σεπτέμβρη». «Είσαι αδυσώπητη. Και τι γίνεται αν γυρίσει αργότερα και αποδειχτεί πως είχα δίκιο;» «Σ’ αυτή την περίπτωση θα σου δανείζω την τσάντα μου». Η Τζέιντ ήξερε πως ο Ντέιβιντ ήταν στρέιτ και γέλασαν και οι δύο. «Κάνεις ζόρικα παζάρια. Εγώ λέω να πουλήσεις την τσάντα
και να μου αγοράσεις μερικά καινούργια μπαστούνια του γκολφ». «Σύμφωνοι, σύμφωνοι. Αν γυρίσει μετά την πρώτη του Σεπτέμβρη, θα σου κάνω το τραπέζι σε ένα ακριβό εστιατόριο». «Είμαι μέσα». Έσφιξαν τα χέρια ακριβώς τη στιγμή που μπήκε στο δωμάτιο η Τίμι. Την επόμενη μέρα θα πήγαινε στη Σάντα Μπάρμπαρα για το Σαββατοκύριακο της τετάρτης Ιουλίου, αλλά δεν έδειχνε ενθουσιασμένη. Δεν έδειχνε ενθουσιασμένη με τίποτα αυτή την περίοδο και ήταν πιο οξύθυμη από όσο συνήθως, παρόλο που ήξεραν πως ο ΖανΣαρλ τής τηλεφωνούσε σε καθημερινή 498 βάση. Για μερικά λεπτά μετά το τηλεφώνημά του ήταν χαρούμενη και για λίγο φορούσε το γελαστό προσωπείο της, αμέσως μετά όμως έχανε απότομα τη διάθεσή της. Η Τζέιντ ελάχιστες φορές την είχε δει τόσο αποκαρδιωμένη και ο Ντέιβιντ ανησυχούσε. Και οι δύο ανησυχούσαν. «Τι σκαρώνετε εσείς οι δυο;» Τους είχε δει να αντα-λάσσουν χειραψία και ήξερε πως κάποια σκανταλιά ετοίμαζαν. Η Τζέιντ είχε τα κέφια της αυτές τις μέρες. Το ειδύλλιό της με τον αρχιτέκτονα άνθιζε και ο Ντέιβιντ έβγαινε με τρεις καινούργιες
κοπέλες που είχε γνωρίσει στο διαδίκτυο. Η Τίμι πίστευε ότι ήταν και οι δύο ανόητοι, αλλά εφόσον εκείνοι ήταν καλά, δεν της έπεφτε λόγος. Ήταν νέοι και τους άξιζε λίγη διασκέδαση. Το μόνο πράγμα που τραβούσε το δικό της ενδιαφέρον αυτή την περίοδο ήταν το μωρό της, αν και δεν γνώριζε κανείς γι’ αυτό. «Τίποτα» απάντησαν και οι δύο εν χορώ. «Απλώς βάλαμε στοίχημα για το αν ο Ντέιβιντ θα καταφέρει ή όχι να ρίξει στο κρεβάτι την κοπέλα που μόλις γνώρισε μέσω του March.com». «Είστε απαίσιοι» είπε η Τίμι και χαμογέλασε. «Το καημένο το κορίτσι. Πού να ήξερε ότι το μόνο που έχει καταφέρει είναι να γίνει αντικείμενο στοιχήματος. Θέλω να ξέρω το ποσό;» Ο Ντέιβιντ κούνησε το κεφάλι του γελώντας. «Όχι, δεν θέλεις». Της έδωσε μερικές αναφορές και η Τίμιγύ-ρισε στο γραφείο της. Το τελευταίο διάστημα κλεινόταν στον εαυτό της. Κατά ένα μεγάλο μέρος επειδή δενήθε499 λε να ακούσει την Τζέιντ να λέει: «Σου τα ’λεγα εγώ». Όπως και να ’χε, ο Ζαν-Σαρλ εξακολουθούσε να είναι τρυφερός και να της τηλεφωνεί καθημερινά, όπως της είχε υποσχεθεί. Η γυναίκα του ήταν βαριά άρρωστη, τα παιδιά του
αναστατωμένα ως εκεί που δεν έπαιρνε, και οι δυο τους είχαν ακόμη το ραντεβού τους στον Πύργο του Άιφελ, την πρώτη του Σεπτέμβρη. Προς το παρόν, μονάχα αυτό είχε η Τίμι για να κρατηθεί. Δεν ήταν πολύ, αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Και ο Ζαν-Σαρλ δεν υποψιαζόταν την ύπαρξη του μωρού. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να ξέρει. Το μοναδικό σχόλιο που είχε κάνει ήταν πως σχεδόν πάντα την ξυπνούσε όταν της τηλεφωνούσε τα μεσάνυχτα, όταν για εκείνον η ώρα ήταν εννέα το πρωί στο Παρίσι και βρισκόταν στο ιατρείο του. Παλιότερα, τέτοια ώρα την έβρισκε πάντα να δουλεύει ή να διαβάζει. Τώρα, τις περισσότερες φορές κοιμόταν. Και ο Ζαν-Σαρλ ανησυχούσε μήπως κοιμόταν περισσότερο επειδή είχε κατάθλιψη. Δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως ίσως έφταιγε μια εγκυμοσύνη. Μιλούσαν ακόμη για ώρες στο τηλέφωνο και κουβέντιαζαν για τα όσα συνέβαιναν στις ζωές τους. Η Τίμι τού μιλούσε για τη δουλειά της, για τα πράγματα που έκανε, για τα Σαββατοκύριακα στο Μαλιμπού. Του μιλούσε για τα πάντα εκτός από το μωρό τους που μεγάλωνε αθόρυβα μέσα της, φόρος τιμής στην αγάπη τους. Και την έθλιβε αφάνταστα όταν, στις πιο σκοτεινές ώρες της, έκανε τη σκέψη πως ίσως ο Ζαν-Σαρλ δεν μάθαινε 500
ποτέ την ύπαρξη αυτού του παιδιού. Ήταν ακόμη αποφασισμένη να μην του το πει, στην περίπτωση που αποφάσιζε τελικά να μείνει με τη γυναίκα του. Ο Ζαν-Σαρλ θα μάθαινε για το μωρό μονάχα αν γύριζε πίσω σ’ εκείνη. Αν όχι, αυτό το μωρό θα ήταν αποκλειστικά δική της ευθύνη και σίγουρα όχι δικό του πρόβλημα. Δεν είχε καμία επιθυμία να του γίνει βάρος ή να φανεί αξιοθρήνητη. Δεν τον ήθελε κοντά της από οίκτο, από αίσθηση καθήκοντος ή από ανησυχία. Τον ήθελε αποκλειστικά και μόνο όπως ήταν όταν ήρθε κοντά της πρώτη φορά, τότε που δημιούργησαν αυτό το παιδί μέσα από τον βαθύ έρωτα που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον. Δεν ήθελε τίποτε λιγότερο από εκείνον. Το Σαββατοκύριακο στη Σάντα Μπάρμπαρα ήταν προβλέψιμα ανιαρό και η Τίμι πέρασε όλο τον υπόλοιπο Ιούλιο δουλεύοντας, πηγαίνοντας στο Μαλιμπού και περνώντας χρόνο με τα παιδιά στην Αγία Σεσίλια. Ένα ιδιαίτερα ζεστό, πνιγηρό και υγρό μεσημέρι ένιωσε αδύναμη και η αδελφή Aw εξέφρασε την ανησυχία της για εκείνη. «Είμαι μια χαρά. Πολλή δουλειά όπως πάντα, αυτό είναι όλο» απάντησε η Τίμι για να την καθησυχάσει και συνέχισαν να κουβεντιάζουν για λίγο. Η σοφή, ηλικιωμένη μοναχή είχε την ικανότητα να βλέπει πέρα από το προσωπείο της ανεμελιάς που φορούσε η Τίμι. Καταλάβαινε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και ήλπιζε πως, αν η Τίμι είχε ανάγκη, θα
αποφάσιζε να της το συζητήσει, και την ενθάρρυνε γι’ αυτό. Η Τίμι την αγκάλιασε με θέρμη 501 και έφυγε με βουρκωμένα μάτια. Οι μοναχές θα συνόδευαν όλα τα παιδιά στη λίμνη Τάχο, όπου θα κατασκήνωναν για δύο βδομάδες. Είχαν καλέσει και την Τίμι να πάει μαζί τους, αλλά εκείνη είχε αρνηθεί. Ένιωθε κουρασμένη και δύο βδομάδες σε κατασκήνωση ήταν πολλές για να αντέξει στην κατάστασή της. Τους είπε ότι θα μπορούσε να τους βρει για ένα Σαββατοκύριακο και πράγματι το έκανε, το πρώτο Σαββατοκύριακο του Αυ-γούστου. Η αδελφή Aw ενθουσιάστηκε με τον ερχομό της και τα παιδιά άρχισαν να ζητωκραυγάζουν όταν την είδαν να βγαίνει από το αυτοκίνητο. «Χαίρομαι τόσο πολύ που αποφάσισες να μας κάνεις παρέα» είπε η αδελφή Aw και την αγκάλιασε με αγάπη. Είχαν στήσει σκηνές και τα παιδιά ήταν ξετρελαμένα. Όλες οι μοναχές βρίσκονταν εκεί. Ο ξενώνας στο Λος Άντζελες ήταν κλειδωμένος και άδειος, με τον συναγερμό σε λειτουργία. «Έχω χρόνια να κάνω κάμπινγκ» είπε μελαγχολικά η Τίμι. «Δεν είμαι καν σίγουρη πως το θέλω». Παραδεχόταν πρόθυμα πως είχε κακομάθει με τα χρόνια και πως προτιμούσε τη ζωή της έτσι.
«Θα ξετρελαθείς!» τη διαβεβαίωσε η αδελφή Aw. Και είχε δίκιο. Κάθε βράδυ άναβαν φωτιές, έψηναν ζαχαρωτά και έφτιαχναν σάντουιτς βάζοντας τα ψημένα ζαχαρωτά και μία στρώσή σοκολάτας ανάμεσα από δύο κράκερ, γλύκισμα στο οποίο η Τίμι αποδείχτηκε εξπέρ, αφού τα έφτιαχνε και η ίδια στο ορφανοτροφείο όταν ήταν παιδί. Πή502 γε μαζί τους για ψάρεμα, τα ακολούθησε σε φυσιολατρικούς περιπάτους και πεζοπορίες, το έβαλε στα πόδια έντρομη για να γλιτώσει από μία αρκούδα που έτυχε να περάσει αποκεί και δεν τους ενόχλησε ποτέ ξανά. Την τελευταία μέρα, αφού πρώτα επέμεινε πως δεν θα το έκανε ποτέ, βούτηξε μαζί τους στη λίμνη. Όπως ακριβώς το περίμενε, το νερό ήταν παγωμένο, ωστόσο πέρασε υπέροχα με τα παιδιά, έμαθε μάλιστα σε ένα από αυτά να κολυμπάει, το μικρό αγόρι που είχε αρνηθεί να της μιλήσει όταν είχε πρωτοφτάσει στην Αγία Σεσίλια και τώρα δεν έβαζε γλώσσα μέσα του. Το βράδυ γύρω από τη φωτιά η Τίμι έμαθε στα παιδιά τραγούδια. Και ήταν χαρούμενη και λαχανιασμένη όταν βγήκε από τη λίμνη και τυλίχτηκε σε μια πετσέτα. Πρόσεξε πως η αδελφή Aw την παρατηρούσε με ζεστό χαμόγελο. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν ένα γαλήνιο, τρυφερό βλέμμα.
Η αδελφή Aw δεν είπε τίποτα στην Τίμι μέχρι αργά το ίδιο βράδυ, την ώρα που οι υπόλοιπες μοναχές έβαζαν τα παιδιά για ύπνο, παρά τις διαφωνίες και τις διαμαρτυρίες τους. Είχαν περάσει υπέροχα στη λίμνη και ήθελαν να μείνουν ξύπνια ως αργά για να πουν ιστορίες με φαντάσματα, κάτι που σίγουρα θα έκαναν τώρα στις σκηνές τους, τρομάζοντας το ένα το άλλο. Οι δύο γυναίκες κάθισαν δίπλα δίπλα μπροστά στη 503 που είχε περάσει μαζί τους. Λυπόταν που θα έφευγε το πρωί, αλλά είχαν πολλή δουλειά στο γραφείο προετοιμάζοντας τις επιδείξεις του Οκτώβρη, έστω και αν είχαν πάνω από δυο μήνες στη διάθεσή τους. Αυτή η εποχή είχε πάντα φορτωμένο πρόγραμμα για όλους. «Χαίρομαι που μας έκανες παρέα, Τίμι» είπε ήρεμα η αδελφή Aw. «Είσαι πραγματική ευλογία για αυτά τα παιδιά. Όχι μόνο για όσα κάνεις για χάρη τους, αλλά και για αυτά που αντιπροσωπεύεις. Τους δίνεις να καταλάβουν ότι, παρόλο που κι εσύ η ίδια είχες δύσκολο ξεκίνημα, κατάφερες να δημιουργήσεις μια θαυμάσια ζωή». Η Τίμι δεν είχε την αίσθηση πως η ζωή της ήταν θαυμάσια αυτή την περίοδο, αλλά δεν το είπε στην αδελφή Aw. Είχε
τρεις μέρες να μιλήσει με τον Ζαν-Σαρλ. Το κινητό της δεν είχε σήμα στο βουνό και από κάποια άποψη ήταν και αυτό μια ανακούφιση. Πλέον δεν ήξερε τι να του πει. Και είχε κουραστεί να του λέει ψέματα για το μωρό. Απέμεναν μόνο τέσσερις βδομάδες για το ραντεβού τους στον Πύργο του Άιφελ και η Τίμι είχε αρχίσει να αμφιβάλλει αν ο Ζαν-Σαρλ θα ερχόταν, παρόλο που η χημειοθεραπεία της γυναίκας του κόντευε να ολοκληρωθεί. Έφτανε στο σημείο να αναρωτιέται αν ο Ζαν-Σαρλ θα κατάφερνε ποτέ να ξεφύγει. Ήταν ακόμη τόσο περιχαρακωμένος στην παλιά του ζωή. Η ελπίδα είχε αρχίσει να ξεφτίζει και η Τίμι ατσάλωνε τον εαυτό της για την απογοήτευση που θα ακολουθούσε, αν εκείνος δεν εμφανιζόταν. Ήταν πράγματι πιθανό να μην ερχόταν. Ήξερε πως, αν ρωτούσε την Τζέιντ, εκείνη θα τη διαβεβαίω504 νε πως δεν θα ερχόταν. Και η Τίμι δεν θα δυσκολευόταν πλέον να την πιστέψει. Είχε τέσσερις μήνες να τον δει, πράγμα που σήμαινε πως ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος. Αν δεν φαινόταν η εγκυμοσύνη της, ήταν επειδή κανείς δεν την υποψιαζόταν. Αν κάποιος το ήξερε όμως, θα πρόσεχε την ελαφρώς εξογκωμένη κοιλιά της. Και η ίδια είχε την αίσθηση πως ο πισινός της είχε διπλασιαστεί σε μέγεθος, παρόλο που δεν ήταν αλήθεια. Μόλις εκείνη τη βδομάδα, της
είχε φανεί πως είχε νιώσει το πρώτο ανάλαφρο σάλεμα, αν και είχε πει στον εαυτό της πως ήταν της φαντασίας της. Ήταν τόσο απαλό, σαν φτεροΰγισμα πεταλούδας δίπλα στην καρδιά της, και έκλαψε μόλις το ένιωσε. Μακάρι να μπορούσε να το μοιραστεί με τον Ζαν-Σαρλ, όταν της τηλεφώνησε πέντε λεπτά αργότερα και τη ρώτησε για ποιον λόγο έκλαιγε. Του είχε απαντήσει πως διάβαζε ένα μελαγχολικό βιβλίο. Του είχε στείλει από καιρό την ταινία Μεγάλεμον έρωτα και εκείνος της είχε πει πως η γυναίκα του και τα παιδιά του την είχαν δει και τους είχε αρέσει πολύ. Η Τίμι δεν είχε δείξει τον ενθουσιασμό που θα περίμενε ο Ζαν-Σαρλ στο άκουσμα της είδησης. Καμιά φορά ακόμα και ο Ζαν-Σαρλ δεν έπιανε το νόημα, όσο και αν την αγαπούσε, όσο τρυφερός και αν ήταν μαζί της. Η αδελφή Aw παρατηρούσε προσεκτικά την Τίμι, που μόλις είχε φάει και το τελευταίο ζαχαρωτό και έγλειφε τα δάχτυλά της. Είχε μεγάλη όρεξη αυτές τις μέρες και επέτρεπε στον εαυτό της περισσότερες ατασθαλίες από όσες συνήθως. 505 «Θα θεωρούσες πως παρεκτρέπομαι αν σου έκανα μία ερώτηση;» ρώτησε η αδελφή Aw με γλυκιά φωνή και η Τίμι χαμογέλασε. «Ποτέ. Μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θέλεις». Υπέθετε ότι η
μοναχή που διηύθυνε την Αγία Σεσίλια ετοιμαζόταν να ζητήσει και άλλα κονδύλια για τον προϋπολογισμό τους, ίσως για να έχουν τη δυνατότητα να κάνουν κι άλλες διακοπές σαν κι αυτή που είχαν απολαύσει τόσο όλοι τους. «Στη διάθεσή σου». «Σε παρατηρούσα σήμερα μετά το κολύμπι. Δεν είμαι ειδική σ’ αυτά τα θέματα, όμως...» Χαμογέλασε. «Έχω την εντύπωση πως είδα... ένα μικρό φούσκωμα... Θα μπορούσα και να κάνω λάθος... Αναρωτιέμαι, όμως, αν...» Έξαφνα της ήρθε στο μυαλό η λιποθυμία της Τίμι τον περασμένο μήνα. Και οι δικές της υποψίες, που επιβεβαιώνονταν. «Υπάρχει άραγε η πιθανότητα να σου έκανε ένα δώρο ο Κύριος;» ρώτησε και η Τίμι χαμογέλασε. Ήταν ένας ωραίος τρόπος να το δει κανείς και ένιωσε συγκινημένη. Δεν είχε θελήσει να το πει σε κάποιον ακόμη, ήξερε όμως πως η αδελφή Aw θα κρατούσε το μυστικό της, αν έπαιρνε την απόφαση να της το εκμυστηρευτεί. Την εμπιστευόταν απόλυτα. Άλλωστε όλοι θα το καταλάβαιναν τελικά έτσι κι αλλιώς, αν και, αισίως, θα τους έπαιρνε ακόμη λίγο χρόνο. Η Τίμι κοίταξε πρώτα τη φωτιά, μετά τα μάτια της ηλικιωμένης μοναχής. Και το μόνο που αντίκρισε ήταν αγάπη και υποστήριξη. Τα μάτια της γυάλιζαν από τα δάκρυα καθώς κουνούσε καταφατικά το κεφάλι, και η 506
αδελφή Aw τύλιξε τα χέρια της γύρω της και της είπε πόσο χαρούμενη ήταν. Ιδιαίτερα επειδή ήξερε πως η Τίμι είχε ήδη χάσει ένα παιδί και είχε απογοητευτεί τόσο με τον Μπλέικ. «Δεν σε σόκαρε;» απόρησε η Τίμι. «Όχι, δεν με σόκαρε. Πιστεύω πως είσαι τυχερή. Αυτό είναι το μόνο πράγμα που στερήθηκα σ’ αυτή τη ζωή, να αποκτήσω δικό μου παιδί. Αν έπρεπε να ξαναζήσω από την αρχή, μάλλον αυτό θα έκανα, αν και έχω αποκτήσει τόσα παιδιά με τα χρόνια» συνέχισε χαμογελώντας στην Τίμι «που δεν έχει και τόση σημασία. Αν ήμουν εσυ όμως, θα ένιωθα τεράστια ευγνωμοσύνη γι’ αυτό το παιδί και θα γιόρταζα κάθε στιγμή της ζωής του». Τα λόγια της έκαναν την Τίμι να δακρύσει. Της μίλησε για τον Ζαν-Σαρλ, για την πρώτη τους συνάντηση και το πώς τον ερωτεύτηκε, για τα σχέδια και τα όνειρά τους, για την αρρώστια της γυναίκας του και για το υποτιθέμενο ραντεβού τους σε λίγες βδομάδες στον Πύργο του Αιφελ. Και τη διαβεβαίωσε, όπως είχε διαβεβαιώσει εκείνη ο Ζαν-Σαρλ, πως ο γάμος του είχε πεθάνει πολλά χρόνια προτού εμφανιστεί εκείνη στη ζωή του. Δεν θα αποφάσιζε ποτέ να ξελογιάσει έναν άντρα που είχε έναν φυσιολογικό γάμο. Η απόφαση για διαζύγιο ήταν αποκλειστικά δική του, πολύ προτού αρχίσει η σχέση τους. Και τώρα η απόφαση να αναβάλει για αργότερα τη στιγμή που θα άφηνε τη γυναίκα του ήταν και αυτή δική του.
«Ξέρεις, Τίμι, δεν τον γνωρίζω αυτό τον άνθρωπο. Από τα όσα μου έχεις πει όμως, νιώθω ότι τον εμπιστεύο507 μαι. Κάνει το σωστό για τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Πρέπει να είναι καλός άνθρωπος. Δεν νομίζω ότι θα σε απογοητεύσει». «Μακάρι να ήμουν κι εγώ τόσο σίγουρη» είπε θλιμμένα η Τίμι. Τις τελευταίες βδομάδες οι αμφιβολίες πλή-θαιναν ολοένα. Τέσσερις μήνες μακριά του έμοιαζαν με αιωνιότητα, και τώρα πια της ήταν αδύνατον να φανταστεί πως θα άφηνε την οικογένειά του. «Δεν πίστευα στον κεραυνοβόλο έρωτα, ως τη στιγμή που τον γνώρισα» παραδέχτηκε αναστενάζοντας. «Συμβαίνει όμως» είπε με σοφία η μοναχή. «Δεν συνέβη ποτέ σ’ εμένα» πρόσθεσε γελώντας. «Αλλά έχω ακούσει πολλές ιστορίες από ανθρώπους που είχαν την τύχη να τους συμβεί, και όλα πήγαν καλά στο τέλος, ακόμα και αν τα πράγματα ήταν δύσκολα στην αρχή. Πιστεύω ότι κι αυτό καλά θα πάει». «Θα προσευχηθείς για μας;» τη ρώτησε η Τίμι. Ήταν η πρώτη φορά μετά από χρόνια που ζητούσε από κάποιον να προσευχηθεί για εκείνη, από τότε που ήταν παιδί. Αλλά είχε
πίστη στις προσευχές της αδελφής Αν. Ήταν σίγουρη πως ο Θεός την άκουγε. «Και βέβαια θα προσευχηθώ. Όπως και για το μωρό». Για μια στιγμή φάνηκε να σοβαρεύει. «Να υποθέσω ότι δεν του έχεις μιλήσει για το μωρό;» Η Τίμι κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Θέλω να αλλάξει τη ζωή του επειδή το θέλει και επειδή με αγαπάει. Δεν θέλω να τον παρασύρω με ευθύνες και ενοχές. Απλώς έκανε το σωστό για τη γυναίκα του. 508 Δεν θέλω απλώς να κάνει ατο σωστό” και για μένα. Θέλω να γυρίσει επειδή με αγαπάει». «Είμαι σίγουρη πως σε αγαπάει» είπε ήρεμα η αδελφή Aw «αλλά θα ήταν όμορφο να ξέρει για το μωρό. Στο κάτω κάτω, είναι και δικό του παιδί». «Θα του το πω όταν τον δω στον Πύργο του Άιφελ. Δεν ήθελα να τον πιέσω τη στιγμή που αντιμετωπίζει τόσες δυσκολίες. Και αν δεν εμφανιστεί, τότε δεν χρειάζεται καν να το μάθει. Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να του γίνω βάρος. Τον αγαπάω. Δεν πρόκειται να τον αναγκάσω να μείνει μαζί μου επειδή θα γεννήσω το παιδί του. Και μπορώ πάντα να του το πω και αργότερα, μετά τη γέννηση του
παιδιού. Πρώτα όμως θέλω να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα ανάμεσά μας. Όταν πια φτάσει ο Σεπτέμβρης, έτσι κι αλλιώς δεν θα χρειάζεται να του το πω. Δεν νομίζω ότι θα καταφέρω να το κρύβω για πολύ ακόμη. Θα το δει μόνος του... αν έρθει». «Θα έρθει» είπε η αδελφή Aw με ένα χαμόγελο. Όπως ο Ντέιβιντ, έτσι κι εκείνη δεν έδειχνε να έχει αμφιβολίες. Η Τίμι δεν ήταν καν σίγουρη τι πίστευε. Ισορροπούσε διαρκώς ανάμεσα στην αγάπη και στον φόβο. Είχε καταφέρει να περάσει τους τελευταίους τέσσερις μήνες βασιζόμενη στην εμπιστοσύνη. Μόνο που είχε αρχίσει να στερεύει κι αυτή πια. Ίσως οι προσευχές της αδελφής Αν να βοηθούσαν. Και όλα θα πήγαιναν μια χαρά αν πράγματι ο Ζαν-Σαρλ ερχόταν στον Πύργο του Άιφελ την πρώτη του Σεπτέμβρη. «Θα πρέπει να μου τηλεφωνήσεις από το Παρίσι» είπε χαρούμενα η αδελφή Aw, απολύτως 509 σίγουρη πως όλα θα πήγαιναν περίφημα. «Μπορείτε φυσικά να έρθετε να με δείτε και οι δυο μαζί όταν επιστρέφετε» πρόσθεσε, και η Τίμι χαμογέλασε. Όλα αυτά έμοιαζαν ψεύτικα ως τώρα και το γεγονός πως τα είχε συζητήσει με κάποιον επιτέλους τους προσέδιδε μια αίσθηση πραγματικότητας. Και ύστερα θυμήθηκε τι της είχε πει η αδελφή Aw για το παράδειγμα που έδινε στα παιδιά.
«Ξέρεις, δεν έχω κάνει ποτέ κάτι το εντυπωσιακό στη ζωή μου. Διευθύνω μία επιτυχημένη επιχείρηση, είναι αλήθεια, αλλά αυτό είναι όλο. Δεν είμαι παντρεμένη. Δεν έχω παιδιά. Δεν έχω οικογένεια. Το μόνο πράγμα άξιο λόγου που έχω κάνει είναι η Τίμι Ο». «Το παράδειγμα που δίνεις» είπε ήρεμα η αδελφή Aw «είναι ο χαρακτήρας σου. Το γεγονός πως, παρά τις αντιξοότητες της ζωής, εσύ δεν παραιτήθηκες ποτέ. Αυτό είναι που δίνει ελπίδα στους ανθρώπους. Καμιά φορά χρειαζόμαστε την ελπίδα περισσότερο από την αγάπη. Για να πούμε την αλήθεια, τα χρειαζόμαστε και τα δύο. Δίνεις σ’ αυτά τα παιδιά ελπίδα, δείχνοντάς τους ότι μπορούν να κάνουν κι αυτά τα πάντα, και για να φτάσουν στον στόχο τους, τους δίνεις αγάπη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο από αυτό». Η Τίμι κοίταξε τη μοναχή και κατάλαβε πως αυτό που της είχε δώσει ήταν αυτό που χρειαζόταν περισσότερο. Η αδελφή Aw είχε δώσει στην Τίμι αγάπη και ελπίδα πως ο Ζαν-Σαρλ θα γύριζε κοντά της. Αυτό είχε ανάγκη εκείνη τη στιγμή. Η Τίμι άπλωσε τα χέρια της και αγκάλιασε τη μοναχή με αγάπη. 510 «Σ’ ευχαριστώ» είπε γλυκά και την κοίταξε ξανά. «Όλα θα πάνε καλά, Τίμι». Η ηλικιωμένη μοναχή τής χάιδεψε απαλά το χέρι. «Να έχεις εμπιστοσύνη στον Θεό. Ο Ζαν-Σαρλ θα
γυρίσει». Η Τίμι έγνεψε καταφατικά και ευχήθηκε μέσα της να είχε δίκιο. 19 Η ΤΙΜΙ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΟΥΣΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ στην κατασκήνωση, όταν είδε ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει και δύο ιερείς να κατεβαίνουν. Ο γηραιότερος, που φορούσε τον χαρακτηριστικό γιακά των καθολικών και τζιν παντελόνι, ακολούθησε τον νεότερο, που εκτελούσε χρέη οδηγού, ως το σημείο όπου στεκόταν η Τίμι με τα παιδιά και τις μοναχές. Η αδελφή Aw έκανε τις συστάσεις, ενώ η Τίμι κοιτούσε τον μεγαλύτερο ιερέα με εξεταστικό βλέμμα. Κά-π επάνω του της ήταν οικείο, αλλά δεν ήξερε με σιγουριά τι ακριβώς. Ο άντρας είχε πλατύ ιρλανδέζικο πρόσωπο, κατάλευκα, πλούσια μαλλιά και διαπεραστικά γαλάζια μάτια που λες και χόρευαν όταν χαμογελούσε. Έσφιξε ίο χέρι της Τίμι όταν τους σύστησε η αδελφή Aw και ύστερα την κοίταξε επίμονα σμίγοντας τα φρύδια του. «Τίμι Ο’Νιλ;... Δεν φαντάζομαι να βρεθήκατε ποτέ στον Οίκο της Αγίας Κλάρα;» Και τότε η Τίμι θυμήθηκε ποιος ήταν και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Ήταν ο ιερέας που άκουγε τις εξομολογήσεις στο ορφανοτροφείο όπου είχε μεγαλώσει. Κάθε φορά έφερνε γλυκά στα παιδιά και όμορφα κοκαλάκια για τα κορίτσια. Θυμόταν πως
512 κάποτε της είχε δώσει ένα μεγάλο μπλε φιόγκο για τα μαλλιά της. Η Τίμι δεν είχε ξεχάσει ποτέ την ευγενική χειρονομία του και φορούσε τον φιόγκο μέχρι που έγινε κουρέλι. Ήταν ο μοναδικός φιόγκος που είχε αποκτήσει στη ζωή της. «Πάτερ Πάτρικ;» «Πολύ φοβούμαι πως ναι» της απάντησε με πλατύ χαμόγελο. «Ο ένας και μοναδικός. Είχες τα πιο κοκαλιάρικα γόνατα που είχα δει ποτέ μου και τις περισσότερες φακίδες που μέτρησα ποτέ σε πρόσωπο παιδιού. Τι έκανες όλα αυτά τα χρόνια;» Η Τίμι γέλασε με την ερώτησή του, το ίδιο και η αδελφή Aw. Ο πάτερ Πάτρικ ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο μοναδικός άνθρωπος στη χώρα, ή και στον μισό πλανήτη, που δεν είχε ακουστά το όνομά της. «Έχω μια εταιρεία ρούχων στο Λος Άντζελες» του απάντησε ταπεινά και εκείνος την κοίταξε ξανά. «Ω, Θεέ μου, μη μου πεις πως είσαι αντήχ\ Τίμι! Ποτέ δεν έκανα τη σύνδεση όλα αυτά τα χρόνια. Πάντα αγοράζω τζιν παντελόνια και πουκάμισα από τη δική σου σειρά ρούχων. Φτιάχνεις πολύ όμορφα πράγματα» την επαίνεσε με τη βαριά ιρλανδική προφορά του. Παρόλο που ζούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία πενήντα χρόνια, εξακολουθούσε να
μιλά με τη βαριά προφορά των αγγλόφωνων Ιρλανδών. «Ε, λοιπόν, δεν θα τα αγοράζετε πια» είπε η Τίμι. «Θα σας στείλω εγώ μερικά πράγματα όταν γυρίσετε πίσω. Μόλις έφευγα. Χαίρομαι πολύ που συναντηθήκαμε». Ο πάτερ Πάτρικ ήταν μία από τις ελάχιστες καλές αναμνή513 σεις της παιδικής της ηλικίας και ένιωθε συγκινημένη που τον έβλεπε. Την επόμενη στιγμή, οι δύο ιερείς, οι μοναχές και όλα τα παιδιά προσπαθούσαν να την πείσουν να μείνει. Εντέλει συμφώνησε να μείνει για δείπνο. Έπρεπε να επιστρέφει στο Σαν Φρανσίσκο εκείνη τη νύχτα για να πετάξει μέχρι το Λος Άντζελες. Είχε δουλειά να κάνει το επόμενο πρωί και συναντήσεις που δεν γινόταν να τις αναβάλει. Αλλά της άρεσε η ιδέα να περάσει τη μέρα με τον πάτερ Πατ και να θυμηθούν τα παλιά. Κάθισαν με τα παιδιά και έπιασαν τη συζήτηση στη διάρκεια του φαγητού. Η Τίμι συγκινήθηκε όταν ανακάλυψε πως ο ιερέας ήξερε τα πάντα για την Αγία Σεσίλια κι ότι επισκεπτόταν συχνά τον ξενώνα. Εκείνος και η αδελφή Aw ήταν παλιοί φίλοι. «Κάνεις εξαίρετη δουλειά» συνεχάρη την Τίμι. «Ευφραίνεται η καρδιά μου όταν βλέπω ανθρώπους που έχουν υποφέρει να
γίνονται πηγή χαράς για τους συνανθρώπους τους. Αυτά τα παιδιά σε έχουν ανάγκη, Τίμι. Είναι πολλά αυτά που χάνονται στις ρωγμές του συστήματος, όπως έγινε και μ’ εσένα, και δεν υιοθετούνται ποτέ ή δεν δίνονται ποτέ σε ανάδοχες οικογένειες. Θυμάμαι πόσο δύσκολα ήταν για σένα στην Αγία Κλάρα. Ποτέ δεν κατάλαβα για ποιον λόγο δεν σε κρατούσαν οι οικογένειες. Φταίει, νομίζω, που ήσουν πολύ μεγάλη όταν σε άφησαν οι γονείς σου. Θυμάμαι ότι για πολύ καιρό δεν είχαν υπογράψει ότι παραιτούνται από τα νόμιμα δικαιώματά τους». Η Τίμι το έβλεπε καθαρά ότι ο ιερωμένος είχε αρχίσει να γερνάει, από τις λεπτομέρειες που ξεχνούσε. Είχε ξεχάσει 514 ότι οι γονείς της είχαν πεθάνει, ωστόσο θυμόταν όλα τα υπόλοιπα και αυτό τη συγκινούσε. «Για την ακρίβεια, οι γονείς μου πεθαναν κι έτσι κατέληξα στην Αγία Κλάρα. Υποθέτω ότι δεν ήμουν και τόσο χαριτωμένη. Μπορεί να μην τους άρεσαν τα κοκα-λιάρικα γόνατα, οι φακίδες και τα κόκκινα μαλλιά. Ό,τι και αν ήταν, στο τέλος γύριζα πάντα στο σημείο από όπου είχα ξεκινήσει. Στην Αγία Κλάρα. Θυμάμαι μια φορά που σας εξομολογήθηκα ότι μισούσα τους ανάδο-χους γονείς μου επειδή με έστελναν πίσω, κι εσείς μου είπατε να μη στενοχωριέμαι, μου δώσατε μία σοκολάτα Σνίκερς και δεν με βάλατε να πω ούτε ένα Πάτερ Ημών για τιμωρία που είχα
παραδεχτεί ότι τους μισούσα». «Δεν σε κατηγόρησα ποτέ». Της χαμογέλασε, αλλά τα μάτια του φαίνονταν προβληματισμένα. Η συζήτηση συνεχίστηκε και εστιάστηκε στην Αγία Σεσίλια. Αργότερα το ίδιο απόγευμα, αφού η Τίμι πήγε για μια τελευταία βουτιά με τα παιδιά, ο πάτερ Πάτρικ την πλησίασε ξανά. «Τίμι» άρχισε επιφυλακτικά. Είχε ήδη συζητήσει με την αδελφή Aw και είχαν καταλήξει μαζί στο συμπέρασμα πως η Τίμι είχε κάθε δικαίωμα να μάθει, έστω και αν του φάνταζε τελείως ανορθόδοξο να της μιλήσει. Ωστόσο έκριναν και οι δύο πως έπρεπε να μάθει την αλήθεια, και ίσως να έκανε κάποια διαφορά για την ίδια, έστω και τώρα. «Υποτίθεται πως δεν κάνει να σου το πω, αν και οι νόμοι έχουν αλλάξει όσον αφορά αυτά τα ζητή' ματα. Αν είχες αποφασίσει να το κυνηγήσεις μόνη σου, ΕΡΩΤΑΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ 515 θα ήταν υποχρεωμένοι να σου το πουν. Δεν είναι σωστό να προσφέρεις σε κάποιον πληροφορίες χωρίς να σου το ζητήσει, σκέφτηκα όμως πως έχεις δικαίωμα να το μάθεις. Οι γονείς σου δεν πέθαναν, Τίμι. Σε έδωσαν για υιοθεσία και γύρισαν στην Ιρλανδία. Δεν τους συνάντησα ποτέ, ξέρω όμως την ιστορία τους. Ήταν και οι δυο πολύ νέοι και το είχαν σκάσει από τα σπίτια τους.
Παντρεύτηκαν και απέκτησαν εσένα, κι αμέσως μετά τα πάντα άρχισαν να τους πηγαίνουν στραβά. Νομίζω πως εκείνη την εποχή είχαν μόλις κλείσει τα είκοσι. Δεν είχαν χρήματα, δεν είχαν δουλειά, ήταν αδύνατον να φροντίσουν ένα βρέφος. Σε έδωσαν για υιοθεσία και γύρισαν στην Ιρλανδία, στους γονείς τους. Δεν ξέρω αν έμειναν μαζί. Και θυμάμαι ότι τους πήρε αρκετό καιρό να υπογράψουν τα χαρτιά, πράγμα που σημαίνει πως δίσταζαν. Νομίζω ότι οι ευθύνες ήταν μεγαλύτερες από όσες είχαν υπολογίσει, έτσι σε άφησαν και γύρισαν στην πατρίδα τους. Είχαν ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο, νομίζω, ήσουν κι εσύ μαζί τους, αλλά δεν τραυματίστηκες. Είχαν πιει αρκετά και είχαν μια μετωπική σύγκρουση, αλλά σαν από θαύμα δεν σκοτώθηκε κανείς. Για κάποιον λόγο, τότε ήταν που πήραν την απόφαση. Το ασθενοφόρο σάς μετέφερε όλους στο νοσοκομείο, όπου ζήτησαν να μεταφερθείς στην Αγία Κλάρα. Νομίζω ότι η μητέρα σου είχε σπάσει το χέρι της και ο πατέρας σου είχε χτυπήσει ελαφρά στο κεφάλι. Την επόμενη μέρα ήρθαν στην Αγία Κλάρα, αλλά δεν σε είδαν. Η μητέρα σου έλεγε ότι δεν ήταν αρκετά υπεύθυνοι για να αναθρέψουν ένα παιδί και πιθανότατα είχε δίκιο. Θα 516 μπορούσες να είχες σκοτωθεί το προηγούμενο βράδυ, όταν έκαναν τη βόλτα τους με κλεμμένο αυτοκίνητο. Δόξα τω Θεώ, σώθηκες». Τα λόγια του ξύπνησαν μέσα της την
ανάμνηση της διαδρομής με το ασθενοφόρο προς την Αγία Κλάρα. Δεν θυμόταν να ήταν στο αυτοκίνητο μαζί με τους γονείς της, ούτε σε τι κατάσταση ήταν εκείνοι όταν τους πήραν μακριά της. Δεν τους είδε ποτέ ξανά και πάντα πίστευε πως είχαν πεθάνει εκείνη τη νύχτα. «Η μητέρα σου μας ζήτησε να σου πούμε πως είχαν πε-θάνει. Πίστευε πως θα ήταν ευκολότερο για σένα». Με δυσκολία συγκρατούσε τη θλίψη του και έβλεπε ότι, ακόμα και τώρα, τόσα χρόνια μετά, η Τίμι ήταν βαθιά συγκλονισμένη στο άκουσμα αυτής της ιστορίας. Ήταν η υπέρτατη απόρριψη, χειρότερη ακόμα και από τον θάνατο των γονιών της. Αυτό που είχαν κάνει ήταν να την εγκαταλείψουν σε ένα ορφανοτροφείο, να τη δώσουν για υιοθεσία και να γυρίσουν στο σπίτι τους. Ακόμα και αν η ιστορία ήταν πολύ πιο πολύπλοκη από αυτό, έτσι τη μετέφραζε η Τίμι. Οι γονείς της είχαν λύσει τα προβλήματά τους αναθέτοντας τη φροντίδα της κόρης τους σε άλλους. Και δεν είχαν γυρίσει ποτέ. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος τρόμος της σε όλη της τη ζωή, και τώρα ήξερε γιατί. Ο χειρότερος εφιάλτης της ήταν ακριβώς αυτό που της είχε συμβεί, αυτό που ακόμα και τώρα φοβόταν με τον Ζαν-Σαρλ. Την είχαν εγκαταλείψει οι γονείς που αγαπούσε, οι γονείς που έλεγαν ότι την αγαπούσαν με τη σειρά τους. «Είσαι καλά;» ρώτησε ο πάτερ Πάτρικ όταν είδε την έκφρασή της. 517
«Νομίζω. Ξέρετε πού βρίσκονται τώρα;» Τον είδε να κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Στην Ιρλανδία, υποθέτω. Είμαι σίγουρος πως δεν υπάρχουν πρόσφατες πληροφορίες. Εκείνοι δεν είχαν δικαίωμα να έρθουν σε επαφή μαζί σου, από τη στιγμή που σε είχαν δώσει για υιοθεσία. Αλλά η επισκοπή είναι υποχρεωμένη να σου δώσει τους φακέλους, αν το ζητήσεις. Μπορεί να βρεις κάποιο στοιχείο που θα σε βοηθήσει να τους βρεις, αν πραγματικά το θέλεις». Γνώριζε ανθρώπους που το είχαν κάνει και ισχυρίζονταν πως αυτό τούς είχε βοηθήσει στη ζωή τους. Δεν έβλεπε κατά πόσο θα βοηθούσε την Τίμι. Ήταν επιτυχημένη και έμοιαζε ήρεμη και χαρούμενη, αλλά ποτέ δεν ξέρεις τι φαντάσματα βασανίζουν τους ανθρώπους, και είχε νιώσει υποχρεωμένος να της φανερώσει την αλήθεια, όταν του ανέφερε τον θάνατο των γονιών της. Είχε υποθέσει ότι με κάποιον τρόπο γνώριζε ήδη την αλήθεια και γΓ αυτό της είχε μιλήσει, αλλά ήταν πλέον προφανές πως είχε κάνει λάθος. Θεωρούσε πως η Τίμι είχε το δικαίωμα να γνωρίζει την αλήθεια και να μην πιστεύει σε ένα ψέμα. Όλη της τη ζωή νόμιζε πως οι γονείς της είχαν πεθάνει. «Το Ο’Νιλ είναι το πραγματικό μου επίθετο;» τον ρώτησε, ακόμη ξαφνιασμένη. «Φαντάζομαι πως ναι» της απάντησε ευγενικά.
Όλο το υπόλοιπο απόγευμα η Τίμι τριγύριζε αφηρη-μένη, παρόλο που κανείς δεν ήταν σε θέση να διακρίνει πόσο αναστατωμένη ήταν. Όπως είχε υποσχεθεί, έφυγε αμέσως μετά το δείπνο, 518 ενώ οι μοναχές και τα παιδιά τής κουνούσαν από μακριά το χέρι. Οι δύο ιερείς είχαν φύγει λίγο πριν από εκείνη και η Τίμι είχε σημειώσει τη διεύθυνση του πάτερ Πάτρικ, για να μπορέσει να του στείλει κάτι από τη σειρά της Τίμι Ο. Τον είχε ευχαριστήσει για όλες τις πληροφορίες που είχε μοιραστεί μαζί της. Ήταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί καθώς οδηγούσε για το Σαν Φρανσίσκο αλλά και αργότερα, στην πτήση της επιστροφής για Λος Άντζελες. Εκείνη τη νύχτα, έμεινε ξάγρυπνη. Ο Ζαν-Σαρλ ένιωσε τρομερή ανακούφιση όταν επιτέλους κατόρθωσε να τη βρει, νωρίς το επόμενο πρωί. Είχαν τέσσερις μέρες να μιλήσουν. Του μίλησε για την εκδρομή με τα παιδιά και ύστερα, με ταραγμένη φωνή, του εξιστόρησε όλα όσα της είχε πει ο πάτερ Πάτρικ για τους γονείς της. Τόσα χρόνια αργότερα, κι όμως ένιωθε συγκλονισμένη. Όλη της τη ζωή πίστευε πως είχε κατα-λήξει στο ορφανοτροφείο επειδή είχαν πεθάνει οι γονείς της. Τώρα που ήξερε ότι την είχαν παρατήσει εκεί και ήταν ζωντανοί, τα πάντα άλλαζαν. Αυτή η
γνώση έκανε την εγκατάλειψη πολύ χειρότερη. «Απλώς με άφησαν εκεί και πήγαν στο σπίτι τους και δεν ξαναγύρισαν ποτέ». Ο Ζαν-Σαρλ δεν δυσκολευόταν να καταλάβει πως η εγκατάλειψή της ήταν η ρίζα όλων των προβλημάτων και των τρόμων που τη βασάνιζαν όλη της τη ζωή. Επηρέαζε ακόμα και την ανησυχία της για τη σχέση τους, πράγμα που επίσης κατανοούσε. Άκουγε στη φωνή της πόσο αναστατωμένη ήταν. «Πρέπει να ήταν πολύ φοβισμένοι και πολύ νέοι» της 519 είπε γλυκά. «Δεν είναι και τόσο εύκολο να έχεις την ευθύνη ενός παιδιού χωρίς καμία απολύτως βοήθεια. Το πιθανότερο ήταν πως δεν είχαν χρήματα και δεν ήξεραν π άλλο να κάνουν». «Θα μπορούσαν να με πάρουν στο σπίτι μαζί τους. Δεν ήμουν νεογέννητο για να με αφήσουν στα σκαλιά της εκκλησίας ή σε κάποιον σκουπιδοτενεκέ. Ήμουν πέντε χρόνων» αντέτεινε η Τίμι με ένα ξέσπασμα οργής που ήταν ξεκάθαρο στη φωνή της. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρχε κάτι που θα μπορούσε να κάνει τώρα. Όλα αυτά είχαν γίνει πριν από σαράντα τρία χρόνια και οι γονείς της είχαν φύγει προ πολλού. Το μοναδικό πράγμα που τους θύμιζε ήταν οι ουλές στην ψυχή
της. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν τρόπο να μάθουν τι είχε απογίνει η Τίμι από τη στιγμή που είχαν υπογράψει τα χαρτιά της υιοθεσίας, και προφανώς δεν τους ένοιαζε κιόλας. Ήταν η υπέρτατη εγκατάλειψη, που έκτοτε είχε δώσει τη θέση της σε πολλές άλλες. «Τίμι, όλα αυτά πρέπει να τα αφήσεις πίσω σου τώρα. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι». Προσπάθησε να της απο-σπάσει την προσοχή θυμίζοντάς της το ραντεβού τους στον Πύργο του Άιφελ. Της είπε πως όλα θα πήγαιναν καλά. Η γυναίκα του ήταν κάπως καλύτερα, τα παιδιά του πιο ήρεμα και ο ίδιος ήταν βέβαιος ότι σε τρεις βδομάδες θα τα κατάφερνε να πάει στη συνάντηση. Δεν έβλεπε την ώρα, έλεγε. Η Τίμι δεν τολμούσε να ελπίζει. Σε τρεις βδομάδες θα ξεκινούσε η ζωή τους. Ο Ζαν-Σαρλ είπε πως ήδη είχε αρχίσει τις ετοιμασίες για να φύγει και 520 πως σχέδιαζε να το ανακοινώσει μέσα στις επόμενες δύο βδομάδες. «Θα έρθω» της είπε. Ακουγόταν ανόητο και ρομαντικό. Επιτέλους θα ήταν μαζί, ύστερα από πέντε μήνες αναμονή. «Έχω να σου πω κάτι όταν σε δω» είπε η Τίμι χαμογελώντας, κεντρίζοντας την περιέργεια του Ζαν-Σαρλ. Είχαν τόσο πολλά να πουν, τόσο πολλά να κάνουν και να μοιραστούν. Είχαν μία
ολόκληρη ζωή μπροστά τους. Και η Τίμι τον περίμενε με την αγκαλιά της ανοιχτή και με αγάπη μεγαλύτερη από όσο μπορούσε να του περιγράφει. Η ζωή θα ξεκινούσε και για τους δυο τους την πρώτη ημέρα του Σεπτέμβρη. Επιτέλους η Τίμι τολμούσε να ελπίζει ξανά και να σκέφτεται πως ίσως η αδελφή Aw είχε δίκιο. Λίγο μετά το τηλεφώνημά του η Τίμι έφυγε για το γραφείο, αναστατωμένη. Όχι για αυτά που της είχε πει ο Ζαν-Σαρλ, που ήταν τόσο ενθαρρυντικά και ελπιδο-φόρα, όσο για αυτά που της είχε αποκαλύψει ο πάτερ Πάτρικ μία μέρα νωρίτερα, και τα σχετικά σχόλια που είχε κάνει ο Ζαν-Σαρλ. Δεν συμφωνούσε μαζί του. Παρόλο που δεν μπορούσε να αλλάξει κάτι τώρα, αν μη π άλλο είχε δικαίωμα να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε για τους γονείς της. Δεν πίστευε πως αν διάβαζε τον φάκελο από το ορφανοτροφείο θα έβρισκε μια εξήγηση για τον λόγο που την είχαν παρατήσει, ίσως όμως της έλεγε κάτι. Τηλεφώνησε η ίδια στον ξενώνα της Αγίας Κλάρα στις τέσσερις και μισή και ζήτησε να της στείλουν τα αρχεία 521 ττου την αφορούσαν. Τους έστειλε με φαξ τη συγκατάθεσή της για την αποστολή και για τις επόμενες τρεις μέρες, ώσπου να παραλάβει τους φακέλους, ένιωθε κυριολεκτικά να
κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Όταν τελικά έφτασαν τα έγγραφα στα χέρια της, η απογοήτευσή της ήταν μεγάλη. Ελάχιστες πληροφορίες περιείχαν. Τα πραγματικά ονόματα των γονιών της, Τζόζεφ και Μέρι Ο’Νιλ. Η μητέρα της ήταν είκοσι δύο χρονών, ο πατέρα της είκοσι τριών. Και οι δύο ήταν Ιρλανδοί, δήλωναν άποροι και άνεργοι και έλεγαν πως θα γύριζαν στην Ιρλανδία να ζήσουν με τις οικογένειές τους. Υπήρχε αντίγραφο της άδειας γάμου, με άλλα λόγια η Τίμι ήταν νόμιμο παιδί - όχι πως θα είχε σημασία αν ήταν διαφορετικά. Ήταν πολύ απλό στ’ αλήθεια, απλώς δεν την ήθελαν, δεν μπορούσαν να την κρατήσουν, δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα. Ήρθαν στην Αμερική όταν ήταν έφηβοι, παντρεύτηκαν, έκαναν ένα μωρό, και όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν εγκατέλειψαν αυτό το μωρό και γύρισαν στην πατρίδα τους. Μετά από δική τους απαίτηση, της είχαν πει ότι οι γονείς της είχαν πεθάνει, για να μη νιώθει πολύ άσχημα. Υπήρχε και μία ξεθωριασμένη φωτογραφία τους, στην οποία δεν έδειχναν μεγαλύτεροι από δεκατεσσάρων χρονών. Η Τίμι είχε κληρονομήσει τα χαρακτηριστικά της μητέρας της και τα κόκκινα μαλλιά του πατέρα της. Καθόταν και κοιτούσε τη φωτογραφία των ανθρώπων που την είχαν εγκαταλείψει σαράντα τρία χρόνια νωρίτερα και το χέρι της έτρεμε, ενώ δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά της. Ήθελε να τους 522
μισήσει, αλλά δεν τα κατάφερνε. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να της εξηγήσουν οι ίδιοι γιατί το είχαν κάνει και αν τους έλειπε αφού την εγκατέλειψαν. Ήθελε να μάθει αν την είχαν αγαπήσει ποτέ, αν είχαν στενοχωρηθεί που την είχαν δώσει για υιοθεσία. Είχαν νιώσει ανακούφιση ή σπαραγμό; Δεν ήταν σίγουρη για ποιον λόγο, αλλά είχε μεγάλη σημασία για εκείνη. Συνειδητοποιούσε ότι το μόνο που ήθελε πραγματικά να μάθει, ίσως, ήταν αν την είχαν αγαπήσει ποτέ. Κάθισε μόνη με τον φάκελο για μία ώρα, ύστερα πάτησε το πλήκτρο της ενδοσυνεννόησης και κάλεσε την Τζέιντ στο γραφείο της. «Θέλω να βρω κάποια άτομα στην Ιρλανδία» είπε λακωνικά. «Τον Τζόζεφ και τη Μέρι Ο’Νιλ. Από το Δουβλίνο, νομίζω. Πώς το κάνουμε αυτό; Καλούμε τις πληροφορίες ή κάποιον ιδιωτικό ντετέκτιβ;» «Μπορώ να κάνω μία έρευνα στο διαδίκτυο, αν θέλεις, και να καλέσω και τις πληροφορίες καταλόγου στο Δουβλίνο. Είναι αρκετά συνηθισμένο όνομα, συνεπώς μπορεί να έχω αρκετά αποτελέσματα. Αν μου δώσεις περισσότερες πληροφορίες, θα μπορέσω να κάνω ένα ξεσκαρτά-ρισμα προτού σου τα δώσω, ώστε να ξέρουμε πως έχουμε τα σωστά. Συγγενείς σου, να υποθέσω;» ρώτησε η Τζέιντ. Δεν έμοιαζε να είναι ιδιαίτερα δύσκολη απαίτηση.
«Φέρε μου ό,τι βρεις. Θα τους τηλεφωνήσω εγώ». Όπως αποδείχτηκε, ήταν μία εξευτελιστικά εύκολη δουλειά. Υπήρχαν τρεις Τζόζεφ και Μέρι Ο’Νιλ στο Δουβλίνο, σε διευθύνσεις που δεν σήμαιναν τίποτα για την 523 Τίμι. Στην αρχή δεν ήταν σίγουρη τι θα έκανε μετά. Θα τους τηλεφωνούσε έτσι απλά για να τους ρωτήσει αν είχαν μία κόρη ονόματι Τίμι και ύστερα θα έλεγε «Γεια, τι κάνεις, είμαι η κόρη σου»; Ακουγόταν κάπως ωμό. Στο τέλος αποφάσισε να κάνει τάχα πως τους τηλεφωνούσε από την Αγία Κλάρα. Στο δεύτερο τηλεφώνημα στάθηκε τυχερή — αν μπορούσες να το αποκαλέσεις έτσι. Είπε πως έκλειναν τους παλιούς φακέλους τους και αναρωτιόταν αν ήθελαν να τους στείλει στη διεύθυνσή τους. Η μητέρα της ήταν αυτή που είχε απαντήσει στο τηλεφώνημα. «Όχι, δεν πειράζει» είπε η γυναίκα με βαριά, τονισμένη προφορά. «Έχουμε τους δικούς μας. Αφήστε που δεν έχει καμία σημασία. Ο άντρας μου πέθανε πέρσι». Η Τίμι δεν καταλάβαινε ακριβώς πώς επηρέαζε αυτό τα πράγματα, ωστόσο συνέχισε με πείσμα τη συζήτηση, σε μία απόπειρα να την κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο στο τηλέφωνο. Προσπάθησε να πιέσει τη μνήμη της για να δει αν θυμόταν τη φωνή, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η γυναίκα ακουγόταν
ηλικιωμένη. «Δεν θέλω να στείλετε τους φακέλους» της απάντησε σταθερά, πράγμα που η Τίμι το ερμήνευσε ως ακόμα μία απόρριψη. Δεν ήθελαν ούτε καν τα αρχεία της σύντομης ύπαρξής της στις ζωές τους. «Για ποιον λόγο;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή, ενώ αυτό που πραγματικά ήθελε να ρωτήσει ήταν αν την είχαν αγαπήσει ποτέ και για ποιον λόγο είχαν φύγει μακριά της πριν από τόσα χρόνια. «Δεν θέλω να τους δουν τα υπόλοιπα παιδιά μας στην 524 περίπτωση που μου συμβεί κάτι. Δεν έμαθαν ποτέ γι’ αυτό το παιδί, δεν ξέρουν τίποτα». Ώστε η Τίμι είχε αδέρφια που οι γονείς της τα είχαν κρατήσει, όμως την ίδια δεν την είχαν αγαπήσει αρκετά για να την έχουν κοντά τους. Ήθελε να ρωτήσει τον λόγο. Και πόσα αδέρφια είχε τελικά; Και γιατί είχαν κάνει κι άλλα παιδιά, τη στιγμή που δεν είχαν μπορέσει να κρατήσουν το πρώτο; Τίποτα από όλα αυτά δεν έβγαζε νόημα. Και πώς είχαν μπορέσει να την εγκαταλείψουν σε ηλικία πέντε χρονών; Αυτά ήταν τα ύστατα και πιο σημαντικά μυστήρια στη ζωή της Τίμι. Και τότε, επιτέλους, η γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής είπε κάτι που άγγιξε την καρδιά της. «Είναι καλά;
Υπάρχει καμιά πληροφορία στον φάκελο;» ρώτησε η γυναίκα με θλιμμένη φωνή. Ακουγόταν μεγαλύτερη από όσο πραγματικά ήταν. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Τίμι, ήταν μονάχα εξήντα πέντε χρονών, ωστόσο ακουγόταν πολύ μεγαλύτερη, σαν να είχε ζήσει μία σκληρή ζωή. «Δεν έχουμε πρόσφατες πληροφορίες, φυσικά» είπε η Τίμι, συνεχίζοντας την προσποίηση που είχε ξεκινήσει για να μάθει αν αυτή η γυναίκα ήταν η μητέρα της. «Από όσα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, όμως, ξέρουμε πως είναι καλά». «Χαίρομαι» απάντησε η γυναίκα με έναν στεναγμό ανακούφισης. «Πάντα αναρωτιόμουν ποιοι την υιοθέτησαν και αν ήταν καλοί άνθρωποι. Θεωρήσαμε πως θα είχε καλύτερη ζωή σε μια άλλη οικογένεια. Ήμασταν πολύ νέοι τότε». Και πολύ άκαρδοι, δειλοί και μοχθηροί, 525 είπε μέσα της η Τίμι, ενώ τα μάτια της έτσουζαν από τα δάκρυα. Ξάφνου ένιωθε πολύ πιο θυμωμένη από όσο είχε υπάρξει ποτέ στη ζωή της. Ένιωθε πλημμυρισμένη από οργή και πίκρα. Από ανοησία τους ίσως, αυτοί οι άνθρωποι είχαν αλλάξει την πορεία όλης της ζωής της και της είχαν προξενήσει ουλές που δεν θα γιατρεύονταν ποτέ. Και όλα αυτά επειδή την είχαν εγκαταλείψει.
«Αν θέλετε να ξέρετε, δεν την υιοθέτησε κανείς» είπε βάναυσα η Τίμι. «Ήταν αρκετά μεγάλη όταν την αφήσατε. Οι οικογένειες προτιμούν τα βρέφη, ξέρετε. Τα πεντάχρονα δυσκολεύονται να βρουν σπίτι. Τη στείλαμε σε αρκετές οικογένειες, εννιά ή δέκα, νομίζω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ύστερα δοκιμάσαμε με ανάδοχες οικογένειες και μάλιστα για αρκετά χρόνια, τότε πια όμως ήταν πολύ μεγαλύτερη και πάντα μας την έστελναν πίσω. Ήταν πολύ καλό παιδί, απλώς αυτά τα πράγματα συμβαίνουν πού και πού. Μεγάλωσε στην Αγία Κλάρα». Ακολούθησε σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής. Η Τίμι άκουσε τη γυναίκα να κλαίει και ένιωσε τύψεις γι’ αυτό που είχε κάνει. «Ω, Θεέ μου... Πάντα πιστεύαμε πως θα την υιοθετούσε ένα πλούσιο ζευγάρι που θα ήταν καλό μαζί της. Αν το ήξερα...» Ναι, αν το ήξερες, τι πράγμα; Αν το ήξερες, θα με είχες κρατήσει; Θα με είχες πάρει μαζί σου στο Δουβλίνο; Γιατί στην ευχή δεν το έκανες; Η Τίμι ήθελε να ουρλιάζει, αλλά ένας κόμπος τής έφραζε τον λαιμό. Έδινε μάχη να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της για να μην προδώσει την ταυτότητά της στη γυναίκα που 526 DANIELLE STEEL βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής. «Δεν φαντάζομαι να έχετε τη διεύθυνσή της; Θα μπορούσα ίσως να της γράψω ένα γράμμα και να προσπαθήσω να της εξηγήσω πώς είχαν τα πράγματα. Ο πατέρας της δεν με συγχώρησε ποτέ που τον έπεισα να την
αφήσουμε. Πίστευα ότι αυτό ήταν το καλύτερο για εκείνη. Ήμασταν τόσο φτωχοί και τόσο νέοι». «Θα δω τι μπορώ να βρω» είπε αόριστα η Τίμι, ακόμη αναστατωμένη με αυτά που είχε ακούσει. «Θα σας ξανατηλεφωνήσω για να σας ενημερώσω». «Ευχαριστώ» απάντησε η γυναίκα, κλονισμένη. «Ευχαριστώ... Όταν καλέσετε... σας παρακαλώ, μη μιλήσετε με τα παιδιά μου... εμένα να ζητήσετε». «Βεβαίως. Ευχαριστώ» είπε η Τίμι με πνιγμένη φωνή και αφού έκλεισε το τηλέφωνο πέρασε αρκετή ώρα κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο του γραφείου της. Και αμέσως μετά, κάτωχρη, σήκωσε το ακουστικό και έκλεισε θέση στην πρωινή πτήση για Δουβλίνο. Ήθελε να δει τη μητέρα της από κοντά. Ένα τηλεφώνημα δεν ήταν αρκετό. "Ισως τίποτα δεν ήταν αρκετό. Μπορεί να ήταν στ’ αλήθεια πολύ αργά. Στην περίπτωση που δεν ήταν όμως, στην περίπτωση που χρειαζόταν κάτι ακόμα από τη μητέρα της, έπρεπε να το διαπιστώσει με τα ίδια της τα μάτια. Μόλις είχε κλείσει το τηλέφωνο με την αερο-πορική εταιρεία, όταν μπήκε στο γραφείο η Τζέιντ. «Ακύρωσε όλα τα ραντεβού μου. Αύριο φεύγω για οικογενειακή υπόθεση» είπε απότομα η Τίμι. «Αφορά τους Ο’Νιλ που με έβαλες να βρω στο Δου-
527 βλίνο;» Η Τίμι έγνεψε καταφατικά. «Μπορώ να κάνω κάτι άλλο;» Η Τίμι κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Πόσο θα λείψεις;» «Μια δυο μέρες, υποθέτω». Είχε ακόμη τρεις βδομάδες για το ραντεβού της με τον Ζαν-Σαρλ στον Πύργο του Άιφελ και ήταν προφανές ότι εκείνος δεν θα ήταν έτοιμος νωρίτερα. Η Τίμι δεν σκόπευε να του πει πως θα βρισκόταν στην Ευρώπη. Και δεν θα φανέρωνε σε κανέναν τον σκοπό του ταξιδιού της. Δεν ήξερε τι θα συνέβαινε όταν έφτανε εκεί, μήτε τι θα έβρισκε. Ήξερε όμως, με όλη την καρδιά και την ψυχή της, πως, ό,τι και αν συνέβαινε, αυτό ήταν ένα προσκύνημα που έπρεπε να το κάνει, όχι μονάχα για να γνωρίσει τη μητέρα της, αλλά για να βρει τον εαυτό της και εκείνο το κομμάτι της που ήταν χαμένο όλη της τη ζωή. 20 Η ΠΤΗΣΗ ΑΠΟ ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ ΓΙΑ ΛΟΝΔΙΝΟ κράτησε έντεκα ώρες και η Τίμι κοιμήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής. Ξαπλωμένη στο κάθισμά της κοιτούσε έξω από το παράθυρο και σκεφτόταν τη γυναίκα που ήταν η μητέρα της. Αναρωτιόταν πώς θα ήταν να τη γνωρίσει και πόσο θα την αναστάτωνε αυτή η συνάντηση. Μπορεί να λιποθυμούσε ή να πάθαινε καρδιακή προσβολή, ή, πολύ απλά, μπορεί να
άνοιγε τα χέρια της και να έκλεινε την Τίμι στην αγκαλιά της. Τα φανταστικά σενάρια ήταν πολλά και της ήταν δύσκολο να μαντέψει ποιο από όλα πλησίαζε περισσότερο στην αλήθεια. "Ισως και κανένα. Μπορεί να ήταν όλα βαρετά και αδιάφορα, αν και από το ‘τηλέφωνο, μόλις μία μέρα νωρίτερα, δεν είχε αποκομίσει αυτό το συναίσθημα. Αν μη τι άλλο, η γυναίκα είχε την ευγένεια να κλάψει όταν η Τίμι τής αποκάλυψε πως το παιδί της δεν είχε υιοθετηθεί ποτέ και είχε μεγαλώσει στον ξενώνα της Αγίας Κλάρα. Το πιθανότερο ήταν πως είχαν όλες εκείνες τις παιδιάστικες αυταπάτες των φτωχών μεταναστών από την Ιρλανδία, που φαντάζονταν ότι στην Αμερική υπήρχαν 529 διαμάντια πεταμένα στους δρόμους και πλούσια ζευγάρια σε κάθε γωνία, έτοιμα να υιοθετήσουν μικρά κορίτσια με φακίδες. Η πραγματικότητα των παιδικών χρόνων της Τίμι απείχε έτη φωτός από αυτό. Και τώρα ήταν πολύ αργά για να αλλάξει οτιδήποτε. Η Τίμι ήθελε απλώς να δει τη μητέρα της και να καταλάβει τι είχε συμβεί και για ποιον λόγο είχαν πάει όλα τόσο στραβά, πρώτα για εκείνους και ύστερα για την ίδια. Επειδή είχε αποκτήσει κι εκείνη ένα παιδί που λάτρευε με όλη της την ψυχή, της ήταν αδύνατον να φανταστεί πώς είχαν μπορέσει να την εγκαταλείψουν. Εκείνοι όμως δεν είχαν χρήματα, δεν είχαν μέλλον, ούτε οικογένεια για να τους
βοηθήσει. Τσως εντέλει ήταν διαφορετικά για αυτούς. Ακόμα και τώρα, που ένιωθε αυτό το μωρό μέσα της, τίποτα και κανείς δεν θα την έπειθε ποτέ να το δώσει ή να το εγκαταλείψει, όσο φτωχή, όσο τρομοκρατημένη και αν ήταν, και ας ήταν μόνη. Ήταν η σάρκα και το αίμα το δικό της και του Ζαν-Σαρλ, θα έδινε και τη ζωή της ακόμα για να το κρατήσει, θα σκότωνε για να το προστατέψει και ήξερε πως θα το αγαπούσε για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Το μόνο που ήλπιζε ήταν πως ο Ζαν-Σαρλ θα βρισκόταν εκεί, να το μοιραστεί μαζί της. Αυτό έμενε να αποδειχτεί σε λίγο. Πρώτα όμως έπρεπε να δει τη μητέρα της και να προσπαθήσει να καταλάβει ποια ήταν. Θα επηρέαζε τόσο την ίδια όσο και την αίσθηση που είχε για το παρελθόν της. Τσως και το πώς θα ένιωθε αποδώ και πέρα. Τσως να έφταιγαν μονάχα αυτοί για το γεγονός ότι την είχαν εγκαταλείψει πριν από τόσα 530 χρόνια, και όχι η Τΐμι. Το ήξερε πως έτσι ήταν, αλλά με κάποιον τρόπο είχε ανέκαθεν την αίσθηση πως κάτι πήγαινε στραβά μ’ εκείνη, γι’ αυτό και είχε καταλήξει στο ορφανοτροφείο. Έπρεπε να το διαπιστώσει και μόνη της τώρα. Πέρασε δυο ώρες στο Λονδίνο μέχρι την επόμενη, σύντομη πτήση της για Δουβλίνο. Τηλεφώνησε στη μητέρα της από το
αεροδρόμιο, πληκτρολογώντας τον αριθμό με χέρια που έτρεμαν. Είχε κάνει κράτηση στο ξενοδοχείο Σέλμπουρν, αλλά πρώτα ήθελε να επισκεφτεί τη Μέρι Ο’Νιλ. Ήθελε να ξεμπερδεύει και να τη δει το συντομότερο. Όπως και την προηγούμενη μέρα, έτσι και τώρα απάντησε στο τηλέφωνο η μητέρα της και, για μία στιγμή, αυτή τη φορά η Τίμι ένιωσε πως της ήταν αδύνατον να μιλήσει. Όλο αυτό ήταν δυσκολότερο από όσο περίμενε. Ένιωθε ωστόσο πως δεν ήταν σωστό να την ξαφνιάσει χτυπώντας το κουδούνι της. Υπήρχε εξάλλου πάντα η πιθανότητα η μητέρα της να μην ήθελε να τη δει. «Παρακαλώ;» Η ίδια κουρασμένη φωνή που είχε απαντήσει μία μέρα νωρίτερα. «Η κυρία Ο’Νιλ;» Η Τίμι ένιωθε να της κόβεται η ανάσα. «Ναι;» «Η Μέρι Ο’Νιλ;» Ήθελε να σιγουρευτεί προτού συνεχίσει, αλλά η Μέρι Ο’Νιλ είχε ήδη αναγνωρίσει τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής και ήξερε πως ήταν η γυναίκα από την Αμερική που της είχε τηλεφωνήσει την προηγούμενη μέρα. 531 «Τηλεφωνείτε ξανά από την Αγια Κλάρα;»
«Για την ακρίβεια» άρχισε η Τίμι, προσπαθώντας να ελέγξει το τρέμουλό στη φωνή της, ενώ μιλούσε από τον τηλεφωνικό θάλαμο του αεροδρομίου με τη χειραποσκευή της ακουμπισμένη στο πάτωμα, «τηλεφωνώ από το αεροδρόμιο, όχι από την Αγία Κλάρα. Από το αεροδρόμιο του Δουβλίνου» εξήγησε. «Γιατί το κάνατε αυτό;» Η γυναίκα ακουγόταν φοβισμένη, σαν να πίστευε πως είχαν έρθει να την τιμωρήσουν ή να τη διαπομπεύσουν επειδή είχε εγκαταλείψει το παιδί της. «Θα ήθελα να σε δω» είπε η Τίμι ευγενικά, νιώθοντας ξάφνου την οργή της να εξανεμίζεται. Αυτή η γυναίκα ακουγόταν τόσο αδύναμη, τόσο απλή και τόσο γερασμένη. «Είμαι η Τίμι και βρίσκομαι στο Δουβλίνο. Ήρθα να σε δω. Θα ήθελες να με δεις για λίγα λεπτά;» Η γυναίκα βουβάθηκε και η Τίμι κράτησε την ανάσα της, ώσπου την άκουσε να κλαίει ξανά. Αυτό ήταν σκληρό και για τις δυο τους. «Με μισείς;» ρώτησε απότομα η μητέρα της, κλαίγο-ντας φανερά πια. «Όχι» απάντησε με θλίψη η Τίμι «δεν σε μισώ. Απλώς δεν καταλαβαίνω. Ισως θα ήταν ωραίο να μιλήσουμε για λίγο. Μετά από αυτό δεν είσαι υποχρεωμένη να με ξαναζείς». Δεν ήθελε να εισβάλει στη ζωή της. Το μόνο που ήθελε ήταν να τη συναντήσει μία φορά και να φύγει γαληνεμένη.
Τουλάχιστον αυτό τής το οφείλε η μητέρα της. "Ισως ήταν ένα δώρο που μπορούσαν να κάνουν η μία στην άλλη, σε αντάλλαγμα για την αγάπη που δεν της είχαν χαρίσει ποτέ. 532 «Ήμασταν τόσο φτωχοί. Πεινούσαμε. Ο πατέρας σου μπήκε φυλακή επειδή έκλεψε ένα σάντουιτς και ένα μήλο να φάμε. Εσύ έκλαιγες διαρκώς επειδή πεινούσες και ήταν αδύνατον να βρούμε δουλειά. Δεν είχαμε μόρφωση, δεν είχαμε κανενός είδους εκπαίδευση, δεν μας καταλάβαιναν καν. Κάποιες βραδιές κοιμόμασταν στο πάρκο, εσύ αρρώσταινες συνέχεια από το κρύο και δεν είχαμε τα χρήματα να σε πάμε σε γιατρό. Πιστεύαμε πως θα πέθαινες αν σε κρατούσαμε. Θα μπορούσε να είχες σκοτωθεί εκείνο το βράδυ με το ατύχημα. Το αυτοκίνητο το δανειστήκαμε και ο πατέρας σου οδηγούσε μεθυσμένος. Παιδί ήταν κι εκείνος. Το ήξερα ότι χρειαζόσουν γονείς καλύτερους από μας. Έτσι, σε έστειλα στην Αγία Κλάρα. Η αστυνομία προσφέρθηκε να σε μεταφέρει». Τόσο απλό ήταν λοιπόν. Για εκείνους. Όχι για την Τίμι. Ένας αστυνομικός πρότεινε κάτι σε δύο παιδιά που οδηγούσαν μεθυσμένα και η μοίρα της γράφτηκε. Ρίγος διέτρεχε τη ραχοκοκαλιά της Τίμι καθώς την άκουγε. Αυτό που είχαν κάνει λίγο είχε λείψει να της καταστρέψει τη ζωή. Η Μέρι έκλαιγε με λυγμούς στην ανάμνηση εκείνης της ζοφερής εποχής, σχεδόν μισό αιώνα πριν. Η
Τίμι δυσκολευόταν να πιστέψει πως ήταν τόσο ανίκανοι να τη φροντίσουν, αλλά μπορεί και να ήταν αλήθεια. Αυτή η γυναίκα δεν είχε κανέναν λόγο να πει ψέματα τώρα. Η ζημιά είχε γίνει από καιρό. Και ως έναν μεγάλο βαθμό, η Τίμι είχε καταφέρει να συνέλθει και είχε φτιάξει για τον εαυτό της μια καλή ζωή. Χωρίς βοήθεια από κανέναν και σίγουρα όχι από τους γονείς της. 533 «Γιατί δεν με πήρατε στο Δουβλίνο μαζί σας;» ρώτησε θλιμμένα η Τίμι. «Δεν είχαμε τη δυνατότητα. Οι γονείς μας δεν είχαν χρήματα για τα εισιτήρια. Μπορούσαμε να αγοράσουμε μόνο δύο εισιτήρια επιστροφής, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε τα μέσα ούτε εκεί να σε συντηρήσουμε. Δεν κάναμε παιδιά για μια ολόκληρη δεκαετία αφότου γυρίσαμε στην πατρίδα, και ύστερα αποκτήσαμε δύο. Ο πατέρας σου αρρώστησε από φυματίωση και εγώ δούλευα παραδουλεύτρα σε κάποια πλούσια σπίτια. Δεν αποκτήσαμε ποτέ περιουσία και πάντα ονειρευόμουν πως ήσουν ένα τυχερό κοριτσάκι που ζούσες σε ένα όμορφο σπίτι, με τρυφερούς γονείς που σου παρείχαν την καλύτερη μόρφωση και όλα τα αγαθά του κόσμου». Το όνειρό της εν μέρει είχε πραγματοποιηθεί, αλλά αποκλειστικά και μόνο επειδή η Τίμι είχε φροντίσει τον εαυτό της μονάχη της, χωρίς άλλη βοήθεια.
«Είμαι καλά τώρα» είπε θλιμμένα η Τίμι, σκουπίζοντας τα δάκρυα από τα μάγουλά της. «Είμαι καλά εδώ και πολύ καιρό» τη διαβεβαίωσε. «Τα πήγα καλά. Αλλά εκείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα τα πράγματα». Είχε περάσει όλα τα παιδικά της χρόνια και την εφηβεία της δυστυχισμένη, φιλοξενούμενη στον ξενώνα της Αγίας Κλάρα. «Λυπάμαι» είπε κλαίγοντας η μητέρα της και πρόσθεσε σιγανά: «Θα ήθελες να έρθεις στο σπίτι για ένα τσάι, μια που έκανες τόσο δρόμο;». Η Μέρι δεν θα αποφάσιζε να τη δει, και δεν ήταν καν σίγουρη αν θα το ήθελε, στην περίπτωση που η Τίμι ήταν θυμωμένη ή εχθρική, στο 534 DANIELLE STEEL τηλέφωνο όμως ακουγόταν ευπρεπής, έτσι αποφάσισε να ξεπεράσει τους φόβους της και να τη γνωρίσει από κοντά. Ένιωθε ότι της το χρωστούσε. «Θα το ήθελα πολύ». Η Τίμι σημείωσε τη διεύθυνση και μισή ώρα αργότερα βρισκόταν εκεί. Η μητέρα της ζούσε σε ένα μουντό προάστιο του Δουβλίνου, σε ένα μικρό σπίτι που έμοιαζε ετοιμόρροπο και έδειχνε πως είχε χρόνια να επισκευαστεί και δεν είχε ελπίδα να σωθεί σύντομα. Η Τίμι χτύπησε το κουδούνι. "Υστερα από μακρά αναμονή, είδε μία γυναίκα να εμφανίζεται πίσω από το παράθυρο. Η γυναίκα άνοιξε την πόρτα αργά και κοίταξε εξεταστικά την Τίμι. "Ηταν εξίσου ψηλή με την κόρη της, με ίδια
κορμοστασιά και παρόμοια χαρακτηριστικά. Φορούσε ρόμπα και παντόφλες και τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα προς τα πίσω, σε έναν σφιχτό κότσο. Είχε μάτια που φανέρωναν παραίτηση και χέρια σακατεμένα από την αρθρίτιδα. Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες και φαινόταν πως είχε ζήσει δύσκολη ζωή. "Εδειχνε ογδόντα χρόνων, όχι εξήντα πέντε, που ήταν πραγματικά. «Γεια» είπε η Τίμι σιγανά. «Είμαι η Τίμι». Και ύστερα πήρε απαλά τη γυναίκα στην αγκαλιά της και την κράτησε, παρηγορώντας τη για όλα όσα είχε κάνει και όσα δεν είχε κάνει παρόλο που της τα όφειλε, για το άμυαλο, δειλό και χαμένο κορίτσι που ήταν στα είκοσι δύο της, τότε που είχε εγκαταλείψει την πεντάχρονη κόρη της. Η Τίμι είχε λίγες αχνές αναμνήσεις της μητέρας της, μα όπως συμβαίνει και με τις παλιές φωτογραφίες, έτσι κι 535 αυτές είχαν ξεθωριάσει. Η Μέρι Ο’Νιλ απλώς στεκόταν εκεί, στην αγκαλιά της κόρης της, και ύστερα την οδήγησε στην κουζίνα με το χέρι της γύρω από τους ώμους της. Χαμογέλασε στην Τίμι ευχαριστημένη και της είπε πως είχε τα κόκκινα μαλλιά του πατέρα της και την ομορφιά της γιαγιάς της. Ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς πως αυτές οι δύο γυναίκες συνδέονταν, και η αλήθεια ήταν πως, από όλους τους δεσμούς που έχουν κάποια αξία στη ζωή, εκείνες
δεν τις έδενε κανένας. Η μοίρα τις είχε σπρώξει σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ήταν διαφορετικοί άνθρωποι και η Μέρι δεν θα είχε ποτέ το κουράγιο να αντιμετωπίσει αυτά που είχε περάσει η κόρη της. Αυτό το ήξερε η Τίμι, όπως την κοιτούσε. «Είσαι όμορφη» της είπε και γέλασε μέσα από τα δά-κρυά της. «Πάντως μου μοιάζεις για πλούσιοκόριτσο». Είχε προσέξει το διαμαντένιο βραχιόλι, τους χρυσούς κρίκους στα αυτιά της και την ακριβή τσάντα, παρόλο που η Τίμι φορούσε απλό φανελάκι με τζιν παντελόνι. Και ύστερα πρόσεξε τη φουσκωμένη κοιλιά της. Η Τίμι είχε φορέσει μια φαρδιά ζακέτα στο αεροπλάνο, αλλά η ζέστη του Δουβλίνου την είχε αναγκάσει να τη βγάλει. Εδώ δεν την ένοιαζε ποιος θα έβλεπε την κοιλιά της. «Είσαι έγκυος;» Η Τίμι έγνεψε καταφατικά και η μητέρα της φάνηκε να εκπλήσσεται. «Αλήθεια; Είσαι παντρεμένη; Έχεις άλλα παιδιά;» Είχαν πολλά να πουν για να μάθει η μία τη ζωή της άλλης, έτσι κάθισαν να πιουν δυο κούπες δυνατό τσάι. «Ήμουν παντρεμένη. Χώρισα πριν από έντεκα χρόνια. 536 Και είχα ένα αγοράκι που πέθανε πριν από δώδεκα χρόνια από όγκο στον εγκέφαλο. Είμαι ερωτευμένη με έναν άντρα στο Παρίσι και αυτό είναι το μωρό του. Δεν ξέρω αν θα
παντρευτούμε. Αλλά χαίρομαι που έχω το μωρό του. Δεν έχω άλλα παιδιά και ήμουν πολύ θλιμμένη μετά τον θάνατο του γιου μου». Αυτά ήταν όλα όσα χρειαζόταν να μάθει η μητέρα της. Εκείνη ήπιε μια γουλιά από το τσάι της και κούνησε το κεφάλι. «Εύχομαι να αποκτήσεις ένα υγιές μωρό αυτή τη φορά. Ο εγγονός μου πέθανε από λευχαιμία πριν από μερικά χρόνια. Είναι πράγματα που συμβαίνουν κι αυτά. Και η κόρη μου στενοχωρήθηκε πολύ». Ήταν τόσο παράξενο για την Τίμι να την ακούει να μιλάει για την κόρη της και να απευθύνεται σ’ εκείνη σαν να ήταν ξένη, όπως πράγματι ήταν. «Πρέπει να έχεις καλή δουλειά». Ακόμα κι εκείνη ήταν σε θέση να δει ότι, όσο απλά και καθημερινά και αν ήταν τα ρούχα της Τίμι, τα κοσμήματα και τα αξεσουάρ της ήταν ακριβά. «Πράγματι, έχω» της απάντησε απλά. «Χαίρομαι για σένα. Πού μένεις;» «Στο Λος Άντζελες». Η μητέρα της κούνησε το κεφάλι. Πάρα πολλές πληροφορίες για να τις αφομοιώσει όλες μαζί. Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τα παιδικά της χρόνια και η Τίμι διαισθάνθηκε πολύ σωστά ότι η μητέρα της δεν ήθελε να ακούσει ούτε να μάθει. Η Τίμι ήταν πρόθυμη να το δεχτεί αυτό, έτσι κι αλλιώς δεν έκανε καμία διαφορά. Δεν είχε
ανάγκη να ανοίξει παλιές πλη537 γές, απλώς ήταν χαρούμενη που βρισκόταν εκεί και την έβλεπε. Με κάποιον τρόπο γέμιζε ένα κενό με την παρουσία της. Και ενώ κόντευαν να πιουν το τσάι τους, μία νεαρή γυναίκα με δύο μικρά παιδιά έκανε την εμφάνισή της. Έμοιαζε να κοντεύει τα σαράντα και είχε ίδιο χρώμα μαλλιών με την Τίμι, κατά τα υπόλοιπα ωστόσο, οι δύο γυναίκες έδειχναν τελείως διαφορετικές. Η γυναίκα φορούσε τζιν παντελόνι και σαγιονάρες και τα παιδιά ήταν πολύ χαριτωμένα. Κοίταξε την Τίμι με ένα πλατύ χαμόγελο, χωρίς σημάδι αναγνώρισης. Και για ποιον λόγο άλλωστε; αναρωτήθηκε η Τίμι. Όσον αφορούσε αυτούς τους ανθρώπους, δεν υπήρχε και δεν είχε υπάρξει ποτέ. Οι γονείς της είχαν ξεχάσει τα πάντα γι’ αυτήν, ένα σκοτεινό μυστικό που σκόπευαν να το πάρουν μαζί τους στον άλλον κόσμο. Η μητέρα της την κοίταξε με μάτια γεμάτα αγωνία και η Τίμι έγνεψε. Είχε καταλάβει. Δεν θα έλεγε στην αδερφή της ποια ήταν. Δεν ήταν ανάγκη να το μάθει. «Δεν ήξερα πως είχες επισκέψεις, μαμά» είπε η νεαρή γυναίκα και συστήθηκε στην Τίμι ως Μπρίτζετ. Σέρβιρε για τον εαυτό της μία κούπα τσάι και κάθισε μαζί τους, ενώ τα παιδιά βγήκαν έξω και άρχισαν να τρέχουν στον παραμελημένο κήπο.
«Είναι κόρη μιας φίλης από την Αμερική, τότε που μέναμε εκεί ο μπαμπάς σου κι εγώ. Έψαξε να με βρει όταν έφτασε στο Δουβλίνο. Είχα χρόνια να μάθω νέα της μητέρας της. Πέθανε πριν από πολύ καιρό» πρόσθεσε, ενώ η Τίμι περιεργαζόταν το πρόσωπό της και συνειδη538 τοποιοΰσε πως αυτή ήταν η αλήθεια. Η μητέρα που την είχε παρατήσει στο ορφανοτροφείο είχε εξαφανιστεί για πάντα και το δίχως άλλο θα μπορούσε να είναι νεκρή. Όπως και η κόρη της. Την είχαν θάψει τη μέρα που την άφησαν στην Αγία Κλάρα. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου να αναζητήσεις τη μαμά μου» είπε η Μπρίτζετ χαμογελώντας. «Βρίσκεσαι στην Ιρλανδία για διακοπές; Πρέπει να περάσεις λίγες μέρες στις ακτές μας. Είναι υπέροχη χώρα» είπε ευδιάθετα και έπειτα βγήκε στον κήπο να δει τι έκαναν τα παιδιά της, ενώ η Τίμι σηκωνόταν. Δεν είχε νόημα να μείνει άλλο. Είχε ολοκληρώσει αυτό που είχε έρθει να κάνει. Είχε δει τη μητέρα της, είχε συναντήσει την αδερφή της. Δεν είχε μάθει όλους τους λόγους που τους είχαν οδηγήσει σ’ αυτή την πράξη. Αλλα ήξερε αρκετά. Ήταν δυο νέα, άμαθα, φοβισμένα παιδιά, που είχαν κάνει ένα μωρό και το είχαν βάλει στα πόδια μέσα στη νύχτα, πολύ τρομαγμένα για να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους
απέναντι του. Βλέποντας τη μητέρα της, η Τίμι είχε κάνει αυτό που είχε ανάγκη η ίδια. Μπορεί εντέλει να της είχαν κάνει ένα δώρο, χωρίς να το έχουν σκοπό. Της είχαν δώσει τον εαυτό της και μία δύναμη που ίσως και να μην είχε αποκτήσει ποτέ εάν τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τη δύναμη να αντιμετωπίσει τον θάνατο του Μαρκ, την εγκατάλειψη του Ντέρεκ, όλες τις θυσίες που είχαν χρειαστεί για να χτίσει την αυτοκρατορία της Τίμι Ο, μαζί με το κουράγιο να σταθεί τώρα στον Ζαν-Σαρλ παρά τα προβλήματά του και να 539 τον περιμένει, και, τέλος, τη δύναμη να αγαπάει το παιδί τους και να είναι δίπλα του για πάντα. Χωρίς να το έχουν πρόθεση, οι γονείς της της είχαν δώσει τη δύναμη που εκείνοι δεν είχαν ποτέ, ούτε τότε ούτε και τώρα. Η μητέρα της δεν είχε το κουράγιο να πει στην αδερφή της ποια ήταν και για ποιον λόγο βρισκόταν εκεί. Η Τίμι ήταν απλώς περαστική από τις ζωές τους, για λίγα λεπτά μονάχα, σαν ρεύμα αέρα από μία εποχή ξεχασμένη από χρόνια, που η Μέρι Ο’Νιλ δεν είχε τη δύναμη να αναγνωρίσει ούτε να θυμηθεί. Αντί για οργή και θλίψη, το μόνο που ένιωθε η Τίμι για τη μητέρα της ήταν οίκτος. Έσκυψε να τη φιλήσει στο μάγουλο και άγγιξε τους ώμους της, καθώς η Μπρίτζετ γύριζε στο δωμάτιο μαζί με τα αγόρια της.
«Αντίο» ψιθύρισε απαλά και ακούμπησε τρυφερά τα μαλλιά της μητέρας της. Για μία στιγμή αναρωτήθηκε αν είχε κάνει την ίδια κίνηση όταν ήταν παιδί, ενώ η Μέρι σήκωνε το κεφάλι και την κοιτούσε με μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη. «Ο Θεός να σ’ έχει καλά» είπε σιγανά η Μέρι, καθώς η Τίμι διέσχιζε την κουζίνα και το υπόλοιπο σπίτι και έβγαινε από την μπροστινή πόρτα για να επιβιβαστεί στο ταξί που την περίμενε στον δρόμο. Ενώ το ταξί απομακρυνόταν με κατεύθυνση προς το αεροδρόμιο, η Τίμι γύρισε και ανέμισε το χέρι της προς τη μεριά της Μπρίτζετ. Άκουγε ακόμη την ευχή της μητέρας της συνειδητοποιώντας πως, ό,τι και αν της είχε συμβεί στη διαδρομή της ζωής της, Εκείνος είχε φροντίσει να την έχει κα540 λα. Ο Θεός την είχε ευλογήσει με τόσο πολλούς τρόπους, όλα αυτά τα χρόνια, και τώρα το έκανε ξανά. Και ήξερε πως ήταν πια ελεύθερη να ζήσει το παρόν και να αντε-πεξέλθει στο μέλλον, τώρα που είχε αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος. «Ευγενική γυναίκα» σχολίασε η Μπρίτζετ προτού αφήσει τη μητέρα της. «Δείχνει πλούσια. Πρέπει να γνώρισες ενδιαφέροντες ανθρώπους τότε που ζούσες στην Αμερική, δεν είναι έτσι, μαμά;» Όλα αυτά τα χρόνια ο πατέρας της της
είχε διηγηθεί αρκετές ιστορίες, θέλοντας να εντυπωσιάσει τα παιδιά του. Η Μέρι δεν είχε πει ποτέ πολλά. Έτσι και τώρα, το μόνο που έκανε ήταν να γνέψει και να κοιτάξει αλλού, με βουρκωμένα μάτια. 21 Η ΤΙΜΙ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΕ ΣΤΟΝ ΖΑΝ-ΣΑΡΛ από το Λονδίνο, όσο περίμενε την πτήση της επιστροφής. Βρισκόταν στο γραφείο του, ακουγόταν απασχολημένος και δεν είχε ιδέα από πού του τηλεφωνούσε. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να του το πει και να πετάξει κατευθείαν στο Παρίσι για να τον δει. Απέμεναν μονάχα δύο βδομάδες μέχρι τη συνάντηση που είχαν υποσχεθεί ο ένας στον άλλον και λαχταρούσε να τον δει. «Τι κάνεις;» τον ρώτησε και είχε καιρό να ακουστεί τόσο ήρεμη. Ένιωθε πιο ελεύθερη και αναπάντεχα τυχερή, σαν να προαισθανόταν πως όλα θα πήγαιναν καλά για τους δυο τους. Είχε την αίσθηση πως οι προσευχές της αδελφής Αν είχαν εισακουσθεί. Και ένιωθε το μωρό μέσα της να μεγαλώνει και να γίνεται πιο δυνατό ώρα με την ώρα. Φορούσε ξανά τη φαρδιά ζακέτα της για το ταξίδι και δεν φαινόταν ούτε ίχνος της εγκυμοσύνης της. «Ετοιμάζομαι να συνοδεύσω τη γυναίκα μου για την τελευταία θεραπεία της» της απάντησε και
ακουγόταν πελαγωμένος. Είχε πολλά να κάνει τις επόμενες δύο βδομάδες, μαζί με την ανακοίνωση στα παιδιά του. Θα 542 τα συναντούσε στο Πορτοφίνο για μια μικρή εξόρμηση. Μονάχα εκείνος και τα κορίτσια, μαζί και ο Χαβιέ, που είχε υποσχεθεί να τους κάνει παρέα. Ο Ζαν-Σαρλ ήθελε να περάσει λίγο χρόνο μαζί τους για να τους αναγγείλει τα σχέδιά του και ύστερα θα ήταν ελεύθερος να πει στη γυναίκα του πως θα έφευγε. Θα ήταν διαθέσιμος για να τη βοηθήσει στην περίοδο της αρρώστιας της, αν το ήθελε. Αν όχι όμως, ήξερε πως θα ήταν ικανή να αντιμετωπίσει τις ακτινοβολίες και μόνη της, και τα κορίτσια θα τη βοηθούσαν και αυτά όσο μπορούσαν. Ο ίδιος είχε σταθεί δίπλα της στα χειρότερα. «Γιατί; Είσαι καλά;» Ανησυχούσε για την Τίμι. Ακουγόταν σαν να είχε κάτι στο μυαλό της. Ο Ζαν-Σαρλ ζούσε με τον φόβο πως μια μέρα η Τίμι θα τα βροντούσε όλα κάτω και θα τον παρατούσε. Ήταν ευγνώμων που δεν το είχε κάνει ακόμη, το εκτιμούσε αφάνταστα και της το έλεγε με κάθε ευκαιρία. Τώρα είχε την εντύπωση πως την άκουγε χαρούμενη. «Δεν ξέρω. Έκανα μια τρελή σκέψη κα αναρωτιόμουν αν θα ήθελες να επισπεύσουμε το ραντεβού μας στον Πύργο του Άιφελ μερικές βδομάδες». Αν η απάντηση ήταν θετική, θα μπορούσε να πάρει το πρώτο αεροπλάνο για Παρίσι και να
τον συναντήσει όπου ήθελε εκείνος. Ξαφνικά ένιωθε τόσο ανάλαφρη και ελεύθερη, όσο είχε χρόνια να νιώσει. Ένα τεράστιο βάρος είχε φύγει από τους ώμους της στο Δουβλίνο και ήθελε να μοιραστεί αυτή την αίσθηση μαζί του. «Δεν μπορώ, Τίμι». Ακουγόταν νευρικός. «Ξέρεις πως 543 χρειάζομαι τις επόμενες βδομάδες για τα παιδιά μου. Τους το χρωστάω». Η Τίμι προσπάθησε να μη νιώσει απογοήτευση. Λίγες βδομάδες είχαν απομείνει μονάχα και ήταν ικανή να τις αντέξει, αν ο Ζαν-Σαρλ επέμενε να τηρήσουν το ραντεβού τους ως είχε. Εκείνη τη στιγμή, άκουσε να αναγγέλλουν την πτήση της από τα μεγάφωνα. «Πρέπει να κλείσω» είπε, χωρίς σχόλια για την απάντησή του. Δεν θα καβγάδιζε μαζί του. Το ραντεβού τους θα έμενε για την πρώτη του Σεπτέμβρη. «Πού είσαι;» τη ρώτησε, μπερδεμένος. «Πουθενά. Γυρίζω στο σπίτι μου. Απλώς είπα να σου τηλεφωνήσω». Δεν είπε από πού γύριζε στο σπίτι της και, μία ώρα αργότερα, όταν ο Ζαν-Σαρλ τής τηλεφώνησε ξανά, το κινητό της ήταν απενεργοποιημένο, πράγμα που τον έκανε να αναρωτηθεί πού να βρισκόταν όταν του τηλεφώνησε. Για τις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες στάθηκε αδύνατον να τη βρει
στο κινητό της και άρχισε να ανησυχεί πραγματικά. Φοβόταν πως ήταν θυμωμένη μαζί του, παρόλο που την είχε ακούσει μια χαρά. Ο ενθουσιασμός της Τίμι για το ραντεβού τους στον Πύργο του Άιφελ μεγάλωνε ολοένα. Είχαν τέσσερις μήνες να ιδωθούν, μία αιωνιότητα και για τους δυο τους. Είχαν περάσει από την κόλαση και είχαν γυρίσει, με διάφορες παρακάμψεις κατά μήκος της διαδρομής. Παρ’ όλα αυτά βρίσκονταν ακόμη στον δρόμο τους, με σταθερή πορεία, τρελά ερωτευμένοι. Η Τίμι ένιωθε ευλογημένη και λιγότερο τρομαγμένη αυτή την περίοδο, ιδιαίτερα μετά τη συνάντηση με τη μητέρα της. Η επίσκεψη είχε 544 βγάλει από πάνω της κάποιο είδος κατάρας που πάντα φοβόταν πως είχε, τον φόβο πως ήταν καταδικασμένη να την εγκαταλείπουν διαρκώς. Από τη μέρα που είχε πάει στο Δουβλίνο και μετά, είχε πάψει να το φοβάται. Την είχαν εγκαταλείψει, ναι, αλλά η μητέρα της έμοιαζε τόσο αδύναμη και ηττημένη, που η Τίμι αναρωτήθηκε αν θα ήταν ικανή να κάνει οτιδήποτε άλλο. Πέρασε τις επόμενες δύο βδομάδες σε εξαιρετική διάθεση. Είχε το αεροπορικό της εισιτήριο για Παρίσι και ένα δωμάτιο κρατημένο στο όνομά της στο Πλάζα Ατε-νέ. Πετούσε στις 31
Αυγούστου, για να είναι φρέσκια και ξεκούραστη όταν τον έβλεπε, την πρώτη του Σεπτέμβρη. Μέχρι που είχε αγοράσει και κάτι καινούργιο για να φορέσει, ένα ρούχο που θα έκρυβε την κοιλιά της το πρώτο πεντάλεπτο. Ύστερα θα ήταν δύσκολο να του το κρύψει, ιδιαίτερα αν πήγαιναν στο ξενοδοχείο για να κερδίσουν τον χαμένο χρόνο. Της έκανε μεγάλη εντύπωση που μέχρι τώρα είχε καταφέρει να κρύψει την εγκυμοσύνη της από τον Ντέιβιντ και την Τξέιντ. Συνήθως ντυνόταν με μακριές ζακέτες και φαρδιά μπλουζάκια. Ρούχα που αποκάλυπταν την κοιλιά της φορούσε μονάχα όταν βρισκόταν μόνη στο σπίτι. Η Τζέιντ σχολίασε στον Ντέιβιντ την καλή διάθεση της Τίμι δύο μέρες πριν από την προγραμματισμένη αναχώρησή της. Ο Ντέιβιντ την πείραζε λέγοντας πως πολύ σύντομα θα του χρωστούσε χίλια δολάρια από το στοίχημα που είχαν βάλει, για το αν ο Ζαν-Σαρλ θα εμφανιζόταν ή όχι στο ραντεβού του Σεπτέμβρη. Μέχρι στιγμής 545 δεν είχαν ενδείξεις για το αντίθετο, εφόσον της τηλεφωνούσε διαρκώς. «Σου το είπα ότι θα τα κατάφερνε» είπε με ύφος νικητή ο Ντέιβιντ, ενώ η Τζέιντ σήκωσε το ένα φρύδι, αρ-νούμενη να αποδεχτεί την ήττα της. Ήταν 29 Αυγού-στου.
«Μην είσαι τόσο σίγουρος. Ακόμη δεν ήρθε η ώρα. Αν μοιάζει έστω και στο ελάχιστο με τον Στάνλεϊ, θα της τηλεφωνήσει το προηγούμενο βράδυ για να το ακυρώσει. Έχει μεγαλύτερη πλάκα έτσι». «Για όνομα του Θεού, μη γίνεσαι τόσο κυντκή» τη μάλωσε ο Ντέιβιντ. «Θα δούμε. Ελπίζω να κάνω λάθος. Για δικό της καλό. Αν ήταν πρόθυμος να διαλύσει τον γάμο του, νομίζω ότι θα το είχε κάνει πριν από μήνες. Αυτοί που περιμένουν δεν το κάνουν ποτέ. Φροντίζει ακόμη τη γυναίκα του, όχι την Τίμι». «Η γυναίκα είχε καρκίνο του μαστού. Θα ήταν μεγάλο κάθαρμα αν την άφηνε». Η Τζέιντ κούνησε το κεφάλι και γύρισε στο γραφείο της. Και η Τίμι έφυγε νωρίς από το γραφείο την επόμενη μέρα, για να φτιάξει τα μαλλιά της και να κάνει αποτρίχωση στα πόδια της πριν από το ταξίδι. Φεύγοντας κούνησε χαρούμενη το χέρι στους δύο βοηθούς της. Έπαιρνε μία βδομάδα άδεια για να την περάσει μαζί του, όπως είχαν συμφωνήσει. Ισως μάλιστα πήγαιναν στη νότια Γαλλία. Δεν ήταν σίγουρη. Η Τζέιντ είχε κλείσει τη συνηθισμένη σουίτα της στο Πλάζα Ατενέ για μία ολόκληρη βδομάδα. 546
To ίδιο βράδυ, και ενώ η Τίμι απογέμιζε τή βαλίτσα της με τα πράγματα της τελευταίας στιγμής, τηλεφώνησε ο Ζαν-Σαρλ. Η Τίμι είχε οργανώσει τα πάντα, είχε αγοράσει μάλιστα κάμποσα καινούργια σύνολα για το ταξίδι από ένα κατάστημα με ρούχα εγκυμοσύνης στο Ρόντεο Ντράιβ, λέγοντας πως προορίζονταν για την ανιψιό της, επειδή η ίδια ήταν αρκετά γνωστή. Σχεδίαζε να ανακοινώσει την εγκυμοσύνη της αμέσως μόλις γύριζε πίσω ο Ζαν-Σαρλ. Σήκωσε το ακουστικό χαμογελώντας ευτυχισμένη. Ήταν οι μακρύτεροι και δυσκολότεροι τέσσερις μήνες της ζωής της, αν εξαιρούσες αυτούς που ακολούθησαν τον θάνατο του Μαρκ. Εκείνοι ήταν σίγουρα χειρότεροι, αλλά και αυτό το τελευταίο τετράμηνο ήταν οδυνηρό. «Γεια» είπε ανακουφισμένη, όταν άκουσε τη φωνή του. Την έπιανε ζάλη και μόνο που σκεφτόταν τη συνάντησή τους στον Πύργο του Άιφελ. Ήταν ανόητο, αλλά και ένα από τα πιο ρομαντικά πράγματα που είχε κάνει ποτέ. Θα ήταν τόσο εύκολο αν ο Ζαν-Σαρλ απλώς ερχόταν στο ξενοδοχείο. «Ετοιμάζομαι να κλείσω βαλίτσες». Η πτήση της ήταν προγραμματισμένη για το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Ακολούθησε μια αφύσικη σιωπή στην άλλη άκρη της γραμμής και ύστερα άκουσε τη βραχνή φωνή του. «Δεν μπορώ να έρθω, Τίμι. Όταν άφησα τα κορίτσια στο Πορτοφίνο, πήγαν να μείνουν σε φίλους της μητέρας τους, στη Σαρδηνία. Η Ζουλιάν είχε ένα ατύχημα με το αυτό-κινητό.
Νοσηλεύεται στο νοσοκομείο με τραύμα στο 547 κεφάλι και σπασμένη λεκάνη και πόδια. Απόψε το βράδυ θα πάω αεροπορικώς να τη βρω». Το ξάφνιασμά της ήταν τέτοιο, που για μία στιγμή τής ήταν αδύνατον να πει λέξη. «Θα γίνει καλά;» «Δεν ξέρω. Τα πόδια της είναι σε άσχημη κατάσταση, αλλά πιστεύω πως τελικά θα αναρρώσει. Θα πρέπει να μείνει στο κρεβάτι πολύ καιρό. Θα πάρω έναν νευρολόγο μαζί μου στη Σαρδηνία. Θέλω να βεβαιωθώ πως το κεφάλι της είναι εντάξει. Αλλά αποκλείεται να έχω γυρίσει μέχρι μεθαύριο». Ακουγόταν εξίσου αναστατωμένος με εκείνη. «Τι να πω, ξέρετε και κάνετε χοντρό παιχνίδι, έτσι;» είπε η Τίμι, αφήνοντας να φανούν οι φόβοι της. «Τι εννοείς;» «Ατυχήματα, καρκίνος. Δύσκολο να τα ανταγωνιστεί κανείς». Παρόλο που το μωρό τους θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τα πάντα, αν ο Ζαν-Σαρλ το ήξερε. Σχεδόν λυπόταν που δεν το είχε πει ακόμη. Είχε κουραστεί να περιμένει στη γραμμή, πίσω από τις κρίσεις των άλλων, η τελευταία προτεραιότητα στη λίστα του. Η σχέση τους ξεθώριαζε. Και ήταν τόσο
απογοητευμένη με το ραντεβού τους τον Σεπτέμβρη, που ένιωθε σαν παιδί στο οποίο μόλις είχαν ανακοινώσει ότι τα Χριστούγεννα είχαν αναβληθεί. «Δεν υπάρχει κανένας ανταγωνισμός. Και αν όλα πάνε καλά, θα επιστρέφω σε μία βδομάδα. Σε δύο το πολύ. Δεν θέλω να την αφήσω μόνη της και η μητέρα της δεν 548 είναι σε κατάσταση να ταξιδέψει για να τη δει. Έτσι κι αλλιώς, την επόμενη βδομάδα αρχίζει ακτινοβολίες». Ξάφνου όλα αυτά φάνταζαν υπερβολικά πολλά. Ένιωθε καταβεβλημένη. Η σχέση τους μετατρεπόταν από ειδύλλιο σε σαπουνόπερα, με εκείνον να υποδύεται τον ήρωα που έσωζε τους πάντες εκτός από εκείνη, που στεκόταν παράμερα και τον περίμενε, προσπαθώντας να δείχνει κατανόηση κάθε φορά. Αυτή η κατάσταση είχε αρχίσει να παλιώνει. Η αναμονή παραήταν μεγάλη. «Θα σου τηλεφωνήσω μόλις δω σε τι κατάσταση βρίσκεται». Ακουγόταν λακωνικός. Η Τίμι δεν είχε δείξει τη συμπόνια που περίμενε. Για την ακρίβεια, δεν είχε δείξει σχεδόν καθόλου συμπόνια, και αυτό δεν ήταν του χαρακτήρα της. Ένιωθε πως είχε πιεστεί τόσο πολύ, που είχε φτάσει στα όριά της. "Ισως και να τα είχε ξεπεράσει. Δεν ήταν σίγουρη. Όλα εξαρτιόνταν από το τι θα έκανε τώρα ο ΖανΣαρλ και πόσο καιρό θεωρούσε πως η Τίμι θα ήταν διατεθειμένη να τον περιμένει ακόμη. "Η από το αν θα
εφεύρισκε και κάποια άλλη μελοδραματική δικαιολογία. Τουλάχιστον οι δικαιολογίες του ήταν καλές, αν περί αυτού επρόκειτο. Η Τίμι δεν ήξερε πια τι να πιστέψει, το μόνο που ήξερε με βεβαιότητα ήταν πως όλα αυτά ήταν αλήθεια. Απλώς δυσκολευόταν να τα αντέξει. Είχε μετρήσει τα λεπτά ένα προς ένα σαν να ’ταν μέρες, τρελά ερωτευμένη μαζί του. «Θα σου τηλεφωνήσω αποκεί» της είπε και έκανε να κλείσει το τηλέφωνο, όταν η Τίμι τον σταμάτησε. «Αν ερχόμουν στο Παρίσι και περίμενα στο ξενοδο549 χείο;» Ισως ήταν πιο λογικό έτσι, αντί να τον περιμένει στο Λος Άντζελες. Ο Ζαν-Σαρλ δίστασε με την ερώτηση για ένα διάστημα που φάνηκε αφύσικα μεγάλο. «Όχι. Γιατί να χάνεις τον χρόνο σου εδώ; Μείνε εκεί, τουλάχιστον έτσι θα μπορείς να δουλέψεις. Θα σε ενημερώσω για την επιστροφή μου και μπορείς να έρθεις τότε». Η απάντησή του ξύπνησε ξανά την καχυποψία της. Γιατί ήθελε να περιμένει στο Λος Άντζελες; Ποια θα ήταν η επόμενη καθυστέρηση, η επόμενη δικαιολογία; "Ισως τη σχεδίαζε ήδη. Το μόνο που άκουγε τώρα στο κεφάλι της ήταν η φωνή της Τζέιντ και οι διαρκείς προβλέψεις της περί καταστροφής. "Ισως είχε δίκιο. "Ισως όλο αυτό να μην ήταν παρά ένα κακόγουστο αστείο.
Η Τίμι κατέβασε τη βαλίτσα της από το κρεβάτι και ξάπλωσε. Και ύστερα έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι έχοντας στο μυαλό της εκείνον, μην ξέροντας αν της έλεγε την αλήθεια. Ναι, ίσως είχε δίκιο η Τζέιντ. Μπορεί και να μην ήταν αλήθεια. Μπορεί απλώς να το καθυστερούσε, να του ήταν αδύνατον ν’ αφήσει την οικογένειά του και να μην ήθελε να της το πει. Δεν ήξερε πλέον τι να σκεφτεί. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε. Τριγύριζε από δωμάτιο σε δωμάτιο ζαλισμένη, περιμένοντας νέα του. Της τηλεφώνησε δώδεκα ώρες μετά την τελευταία τους συνομιλία. Το κεφάλι της Ζουλιάν ήταν εντάξει. Τα πόδια της, όχι. Για ένα διάστημα τουλάχιστον. "Επρεπε να μείνει στο νοσοκομείο της Ιταλίας τέσσερις βδομάδες. Για τον Ζαν-Σαρλ θα ήταν αδύνατον να μετακινηθεί μέχρι τότε, ούτε μπορούσε να την αφήσει μόνη σε ένα ξένο 550 νοσοκομείο. Ήταν πανικόβλητη. Το ίδιο και η Τίμι, καθώς τον άκουγε. Προσπάθησε να δείξει συμπόνια, αλλά το ήξερε πως δεν την ένιωθε. Δεν την είχε μέσα της πια. Απλώς του είπε να κάνει αυτό που έπρεπε και να της τηλεφωνήσει μόλις ήταν ελεύθερος. Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει. Την επόμενη μέρα μπήκε στο γραφείο χωρίς να πει λέξη. Ήταν η πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη. Ο Ντέιβιντ κοίταξε την Τζέιντ, και εκείνη με αυτάρεσκο ύφος τού είπε πως καλά θα έκανε να συμπληρώσει την επιταγή. Πέρα από το στοίχημα
όμως, ήταν και οι δύο ταραγμένοι για την Τίμι, η οποία έκλεισε την πόρτα του γραφείου της και τους άφησε έξω. Όλο το πρωί δούλεψε αμίλητη τα σχέδιά της και εξήγησε πως η κόρη του Ζαν-Σαρλ είχε ένα ατύχημα, θα νοσηλευόταν σε νοσοκομείο της Ιταλίας για έναν μήνα και εκείνος θα έμενε εκεί μαζί της. Αυτή τη φορά η Τζέιντ δεν είπε λέξη. Στενοχωριόταν για την Τίμι, το ίδιο και ο Ντέιβιντ. Η Τίμι έδειχνε τόσο αναστατωμένη, που κανείς απ’ τους δυο τους δεν τόλμησε να της μιλήσει όλη τη μέρα, και έφυγε από το γραφείο για Σαββατοκύριακο χωρίς να τους χαιρετήσει. Πήγε κατευθείαν στο Μαλιμπού, όπου ο Ζαν-Σαρλ τής τηλεφώνησε αρκετές φορές στη διάρκεια του διήμερου. Η Τίμι προσπάθησε να δείξει κατανόηση και συμπόνια για τα βάσανα της Ζουλιάν, αλλά ήταν δύσκολο να του κρύψει πόσο ταραγμένη ήταν, πόσο απογοητευμένη και αποκαρδιωμένη. Δεν μπορούσε να μην αναρωτιέται πόσες φορές θα συνέβαινε αυτό και αν θα τον 551 ξανάβλεπε ποτέ. Ήθελε να τηλεφωνήσει στην αδελφή Aw και να της ζητήσει να προσευχηθεί πιο επίμονα. Αλλά μπορεί αυτή να ήταν η απάντηση στις προσευχές της. Μπορεί ο ΖανΣαρλ να μην ήταν ο κατάλληλος άντρας για εκείνη και αυτό ακριβώς να αποκάλυπταν οι προσευχές της. Ήταν δύσκολο να ξέρει τι ακριβώς συ-νέβαινε, και όπως τον άκουγε
καθημερινά, άρχισε να γίνεται ολοένα δυσκολότερο να τον εμπιστευτεί. Πόσο ακόμη θα συνεχιζόταν αυτό; Της ορκιζόταν πως δεν θα διαρκούσε πάνω από μήνα και η Τίμι πέρασε όλο τον Σεπτέμβρη πιστεύοντας τα λόγια του. Έκρυβε ακόμη το μωρό τους, από τον κόσμο και από εκείνον. Τα νεύρα της ήταν τεντωμένα. Η υπομονή της λιγοστή. Οι φόβοι της αχαλίνωτοι και οργίαζαν. Και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να περιμένει. Ή να τα παρατήσει όλα, μα ακόμη δεν ήταν έτοιμη να το κάνει αυτό. Ήθελε να τον πιστέψει και κρεμόταν κυριολεκτικά από μία κλωστή. Ο Ζαν-Σαρλ γύρισε στο Παρίσι στις 25 Σεπτεμβρίου μαζί με τη Ζουλιάν, και η Τίμι ξεκίνησε άλλη μια φορά τη διαδικασία των κρατήσεων. Τώρα πια δεν την ενδιέφερε ο Πύργος του Άιφελ. Ο Ζαν-Σαρλ θα μπορούσε να τη συναντήσει στο Πλάζα Ατενέ ή οπουδήποτε διάλεγε εκείνος. Το μόνο που ήθελε η Τίμι ήταν να τον δει. Και τότε, τη νύχτα της επιστροφής του, της τηλεφώνησε για να της πει ότι η Σοφί τον απειλούσε πως δεν θα ήθελε να τον ξαναδεί ή να του ξαναμιλήσει ποτέ έτσι και έφευγε για πάντα και πως ο οργανισμός της γυναίκας του αντιδρούσε άσχημα στις ακτινοβολίες. Ακουγόταν έτοι552 μος να βάλει τα κλάματα και η Τίμι καθόταν με το βλέμμα στυλωμένο στο κενό κρατώντας το ακουστικό με ανέκφραστο
πρόσωπο. Τα είχε ακούσει όλα πια. Εφηβικές κρίσεις οργής, καρκίνους, χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες, σπασμένα πόδια, ατυχήματα, τραύματα στο κεφάλι, τι απέμενε; Ένα άρρωστο σκυλί ίσως, ή μια καμαριέρα που θα υπέβαλλε παραίτηση, ή το σπίτι τους που θα έπιανε φωτιά και θα καιγόταν συθέμελα και εκείνος θα ήταν αναγκασμένος να μείνει εκεί και να το χτίσει ξανά με τα γυμνά του χέρια. Πόσο ακόμη είχε την απαίτηση να τον περιμένει, και εκείνος να μην πηγαίνει πουθενά; Προφανώς είχε μεγαλύτερη ανάγκη το σπίτι και τον γάμο του παρά μία γυναίκα που τον αγαπούσε. Χαιρόταν που δεν του είχε μιλήσει για το μωρό, αν και μάλλον δεν θα άλλαζε κάτι. Ήταν παγιδευμένος εκεί, για πάντα. Το έβλεπε τώρα. Το μόνο που απέμενε για την Τίμι ήταν να βρει το θάρρος να σηκωθεί και να φύγει. Έτσι κι αλλιώς, τι ακριβώς θα άφηνε; Είχε πάνω από πέντε μήνες να τον δει και πιθανότατα δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά. Στο χέρι της ήταν να κάνει αυτό που προφανώς δεν κατάφερνε να κάνει εκείνος, να δώσει ένα τέλος. Δεν της άφηνε άλλη επιλογή. Δεν μπορούσε να μείνει για πάντα εκεί σαν ανόητη, με το μωρό του στα σπλάχνα της, πιστεύοντας ότι θα γύριζε κοντά της. Ήταν σαφές πως δεν θα γύριζε. Ήθελε να τον πιστέψει, αλλά δεν μπορούσε πια. Υπήρχαν χιλιάδες δικαιολογίες, ένα εκατομμύριο θαυμάσιοι λόγοι για να μείνει εκεί όπου βρισκόταν για πάντα. Δεν ήταν παρά μία ψευδαίσθηση, μία 553
φωνή στο κινητό της. Μια υπόσχεση που δεν θα πραγματοποιούνταν ποτέ, και τώρα η Τίμι το ήξερε. Η Τζέιντ είχε δίκιο από την αρχή και της το είχε πει, την είχε προειδοποιήσει. Δεν είχε θελήσει να την πιστέψει, μα τώρα όλα ήταν ξεκάθαρα. Άκουγε αυτά που της έλεγε ο Ζαν-Σαρλ και δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Δάκρυα θλίψης και θυμού ταυτόχρονα, και ενώ εκείνος την ικέτευε να φανεί λογική, η Τίμι ξέσπασε πρώτη φορά. «Τι θέλεις από μένα; Τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω; Πάνε έξι μήνες που σε περιμένω. Δεν σε έχω δει καθόλου. Περίμενα να φροντίσεις τη γυναίκα σου που ήταν άρρωστη, την κόρη σου που είχε ατύχημα. Τώρα η Σοφί σε απειλεί και ο οργανισμός της γυναίκας σου αντιδρά στις ακτινοβολίες. Ακόμη δεν έχεις μετακομίσει. Ξεκινήσαμε Φεβρουάριο. Μου ζήτησες να περιμένω μέχρι τον Ιούνιο. Το έκανα. Ύστερα μέχρι τον Σεπτέμβριο. Τώρα κοντεύει Οκτώβρης. Και χρειάζεσαι κι άλλον χρόνο. Αν ήθελες να φύγεις, θα το είχες κάνει. Θα μπορούσες να τα διαχειρίζεσαι όλα αυτά από ένα άλλο διαμέρισμα. Δεν ήταν ανάγκη να ζεις μαζί τους και να υποδύεσαι μέρα νύχτα τον Ερυθρό Σταυρό. Έχεις να με δεις από τον Απρίλη, Ζαν-Σαρλ». Και εκείνη τη στιγμή λίγο έλειψε να της ξεφύγει και να του πει για το μωρό, αλλά συγκρατήθηκε εγκαίρως. «Νιώθω ηλίθια. Δεν είμαι καν ερωμένη σου. Είμαι απλώς κάποια στην οποία τηλεφωνείς, ενώ εξακολουθείς να ζεις με την οικογένειά σου. Μπορεί να ντρέπεσαι να μου πεις ότι τέλειωσαν
όλα. Φαντάζομαι πως έχουν τελειώσει εδώ και μήνες. Εσύ δεν 554 είχες τα κότσια να μου το πεις κι εγώ δεν είχα τα κότσια να το ακούσω. Δεν πειράζει. Σ’ αγαπώ. Δεν αγάπησα ποτέ κανέναν όσο εσένα. Αλλά δεν είμαι διατεθειμένη να συνεχίσω αυτό το παιχνίδι. Δεν χρειάζεται να ψάξεις για άλλες δικαιολογίες. Οι δικοί σου μπορούν να πάψουν να έχουν ατυχήματα και να αρρωσταίνουν. Η Σοφί δεν χρειάζεται να απειλεί πως θα πέσει από την ταράτσα. Τελείωσα». Έκλαιγε με τόσο δυνατούς λυγμούς, που μετά βίας κατάφερνε να μιλήσει, και εκείνος, στην άλλη άκρη της γραμμής, είχε μείνει στήλη άλατος. Πάντα φοβόταν μην τη χάσει, μα τώρα που του έλεγε πως η σχέση τους είχε τελειώσει ήταν συγκλονισμένος. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν λίγος χρόνος ακόμα, για να λύσει κάποια από τα προβλήματα της οικογένειάς του και να τους αφήσει σε καλή κατάσταση όταν επιτέλους θα έφευγε. Γιατί δεν το καταλάβαινε αυτό η Τίμι; Εκτός και αν δεν τον αγαπούσε. Κι ενώ ήταν εξίσου ταραγμένος με εκείνη, η Τίμι έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Ήθελε να σιγουρευτεί πως, όταν μάθαινε για το μωρό, δεν θα σκεφτόταν πως ήταν δικό του. Όσον αφορούσε εκείνη, η σχέση τους είχε τελειώσει. Δεν θα του έλεγε ποτέ πως το παιδί ήταν δικό του. Και ο μόνος τρόπος να το κάνει αυτό ήταν να του πει πως ήταν κάποιου άλλου, αυτό
έκανε λοιπόν, όσο πιο πειστικά μπορούσε. «Δεν έχει σημασία, Ζαν-Σαρλ» του είπε παγερά. Πίεσε τον εαυτό της να ξεστομίσει τα λόγια, γκρεμίζοντας και την τελευταία γέφυρα πίσω της, για να μην μπορεί ποτέ πια να γυρίσει κοντά του. Δεν ήθελε άλλες ελπίδες και υποσχέσεις. Ήξερε πως δεν 555 είχε απομείνει καμιά. Δεν ήξερε καν αν την αγαπούσε πραγματικά, αν και σίγουρα δεν την αγαπούσε τόσο ώστε να αφήσει τον γάμο του για χάρη της, έναν γάμο για τον οποίο μόνος του ισχυριζόταν πως είχε πεθάνει χρόνια πριν, προτού εμφανιστεί εκείνη στη ζωή του. Προφανώς λοιπόν δεν είχε πεθάνει, εφόσον τον συνέχιζε ακόμη και εκείνη ήταν μόνη, για να γεννήσει το παιδί τους. Τώρα θα έμπαινε οριστικά ένα τέλος. Ήξερε πως ο Ζαν-Σαρλ δεν θα άφηνε ποτέ το σπίτι του. Θα το ανέβαλλε επ’ άπειρον. Είχε τελειώσει. Το ήξερε. Και αυτή τη φορά, δεν θα επέτρεπε να την εγκαταλείψουν. Θα έφευγε εκείνη πρώτη. Με το κεφάλι ψηλά, όσο και αν είχε ραγίσει η καρδιά της. «Έτσι κι αλλιώς, βλέπω κάποιον άλλον» πρόσθεσε, η τελευταία, χαριστική βολή σ’ εκείνον και σε όλα όσα έχτιζαν οχτώ μήνες. «Για την ακρίβεια, τον βλέπω από τον Απρίλη» συνέχισε και μόρφασε όταν άκουσε την ανάσα του Ζαν-Σαρλ να κόβεται στην άλλη άκρη της γραμμής. Η βολή της είχε βρει τον στόχο της, όπως έπρεπε. Αν υπήρχε κάποιος άλλος στη ζωή της και για τόσο μεγάλο διάστημα, ο Ζαν-Σαρλ θα καταλάβαινε ότι
το μωρό δεν ήταν δικό του, ακόμα κι αν μάθαινε γι’ αυτό, όπως θα γινόταν αργά ή γρήγορα. Η γέννησή του θα έμπαινε σε όλα τα περιοδικά και τις εφημερίδες. Το γεγονός πως η Τίμι Ο είχε γίνει μητέρα εκτός γάμου θα ήταν μεγάλη είδηση.γιααυτό έπρεπε να προστατέψει τον εαυτό της από τώρα. Έπρεπε να το κάνει, όσο και αν πονούσαν και οι δυο. «Κατάλαβα. Δεν είχα ιδέα» είπε ο Ζαν-Σαρλ με φωνή 556 που έτρεμε. «Ξέρω πως δεν με πιστεύεις, αλλά πραγματικά προσπαθώ να βγω από όλο αυτό το μπέρδεμα για να είμαι μαζί σου. Δεν είχα ιδέα πως η γυναίκα μου θα αρρώσταινε, ούτε πως η κόρη μου θα ήταν τόσο ανόητη ώστε να βρεθεί σε ένα αυτοκίνητο στην Ιταλία παρέα με τον φίλο της που ήταν μεθυσμένος, ούτε πως η αντίδρα-ση της γυναίκας μου στις ακτινοβολίες θα ήταν τόσο άσχημη. Και η Σοφί θα ξεπερνούσε τον θυμό της για μένα, αν της δινόταν λίγος χρόνος. Έπρεπε να μου είχες φερθεί με ειλικρίνεια και να μου είχες πει πως έβλεπες κάποιον άλλον, Τίμι. Θα ήταν ευγενικό εκ μέρους σου. Φαντάζομαι πως η ηθική του Χόλιγουντ είναι διαφορετική από τη δική μου. Εγώ θα είχα το φιλότιμο να σου το πω, αν είχα κάνει κάτι τέτοιο. Ήμουν ερωτευμένος μαζί σου όλο αυτό το διάστημα, και ο μόνος λόγος που συμφώνησα να μη σε δω αυτό το καλοκαίρι ήταν για να
μην παρασύρω κι εσένα σε όλο αυτό το μπλέξιμο και σε τρελάνω, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να ζήσω με τιμιότητα και αξιοπρέπεια, και λυπάμαι πολύ που μου πήρε περισσότερο από όσο υπολόγιζα. Καμιά φορά τα πράγματα απλώς χρειάζονται περισσότερο χρόνο. Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα» κατέληξε, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν και στα δικά του μάγουλα. «Σ’ αγαπώ. Ειλικρινά. Δεν είχα ιδέα πως, αν δεν κιντόμουν αρκετά γρήγορα, θα κοιμόσουν με κάποιον άλλον. Πόσο περίμενες; Μία βδομάδα; Δύο; Τον Απρίλη σε είδα. Θα πρέπει να ξεκίνησες με αυτό το άτομο αμέσως. Δεν ήταν πολύ ωραίο εκ μέρους σου» είπε με θλίψη. Ακουγόταν σαν να του είχε μπήξει 557 ένα μαχαίρι στην καρδιά και, εντέλει, αυτό είχε κάνει. Αλλά οι αδιάκοπες δικαιολογίες του είχαν κάνει το ίδιο στην Τίμι. Η σχέση τους είχε καταντήσει ένα φανταστικό ειδύλλιο με έναν αόρατο εραστή, και η Τίμι δεν είχε άλλη αντοχή. Ακόμα και αν οι προθέσεις του ήταν αγνές, δεν ήταν δίκαιος μαζί της. Και τώρα εκείνη γινόταν σκόπιμα αμείλικτη. Λάθη είχαν γίνει και από τις δύο πλευρές και ο πόνος ήταν απέραντος. Σε λίγο θα υπήρχε και ένα μωρό για το οποίο εκείνος δεν ήξερε τίποτα, ένα μωρό που δεν θα είχε πατέρα. Τρεις άνθρωποι είχαν λαβωθεί σ’ αυτό το παιχνίδι.
«Έλεγες πως θα φύγεις και δεν το έκανες ποτέ» του είπε τραχιά. «Δεν πρόλαβα. Σκόπευα να δω τρία διαμερίσματα την επόμενη βδομάδα, μαζί σου. Ή, τέλος πάντων, όποτε ερχόταν η στιγμή να βρεθούμε» απάντησε θλιμμένα. «Αυτό δεν θα γινόταν ποτέ» είπε η Τίμι. «Νομίζεις πως θα γινόταν. Μπορεί και να το πίστευες. Αλλά θα έβρισκες χίλιες δικαιολογίες για να μείνεις». «"Ισως και να ’χεις δίκιο. Μπορεί και να το έκανα. Δεν ξέρω πια, Τίμι. Λυπάμαι... Καλή τύχη. Εύχομαι αυτός ο άλλος άνθρωπος να σου φέρει ευτυχία. Θέλω να ξέρεις πως σε αγάπησα με όλη μου την ψυχή. Ποτέ δεν αγάπησα άλλη γυναίκα όσο εσένα, όσον καιρό εσύ έπαιζες με κάποιον άλλον». Ακουγόταν πιότερο συντετριμμένος παρά πικρόχολος. Η Τίμι είχε πει αυτά που έπρεπε για να προστατέψει τον εαυτό της και το μωρό της, έστω κι αν τον πλήγωνε. Δεν είχε το δικαίωμα να μάθει πως το 558 παιδί ήταν δικό του, εφόσον δεν θα την έβλεπε ποτέ ξανά. Το μωρό δεν ήταν δικό τους πλέον, ήταν μόνο δικό της. Δεν ήθελε τον οίκτο του. Θα το φρόντιζε μόνη της. Και αν το παιδί ήθελε κάποτε να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας του, θα
του το έλεγε, και εκείνο ας αποφάσιζε τι θα έκανε τότε. Θα έλεγε στο παιδί τους πως ο πατέρας του ήταν ένας υπέροχος, τίμιος, αξιοπρεπής, τρυφερός άντρας και ότι τον είχε αγαπήσει περισσότερο και από την ίδια τη ζωή. Ένας άντρας τον οποίο είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα μια μέρα στο Παρίσι. Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει τώρα πια. Δεν είχε μείνει τίποτε άλλο να ειπωθεί. «Να προσέχεις. Σ’ αγαπώ» είπε σιγανά η Τίμι και έκλεισε το τηλέφωνο, νιώθοντας τύψεις για τον πόνο που του είχε προξενήσει και για τα ψέματα που του είχε πει. Ήξερε όμως ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Θα τον περίμενε για πάντα και δεν θα τον έβλεπε ποτέ. Και μία μέρα θα της έλεγε πως όλα είχαν τελειώσει, πως του ήταν αδύνατον ν’ αφήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο και επιτέλους η Τίμι είχε βρει το κουράγιο να το διαβάσει και να φύγει μακριά του. Πίστευε πως θα πέθαινε τώρα που τον είχε χάσει. Πέρασε τις επόμενες τέσσερις μέρες στο κρεβάτι της κλαί-γοντας. Δεν πήγε στο γραφείο, δεν απάντησε στα τηλε-φωνήματά τους. Δεν απάντησε σε καμία από τις τρεις κλήσεις που της έκανε ο Ζαν-Σαρλ στο κινητό της. Η όψη της ήταν άθλια όταν επιτέλους γύρισε στο γραφείο. Δεν είπε απολύτως τίποτα στον Ντέιβιντ ή στην Τζέιντ. 559
Σε δύο βδομάδες θα έφευγαν όλοι για τη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια για την Ευρώπη, και την περίμενε απίστευτος όγκος δουλειάς ύστερα από μία βδομάδα απουσίας. Εκείνη τη βδομάδα το Λος Άντζελες υπέφερε από κύμα καύσωνα και ο κλιματισμός είχε χαλάσει. Η ατμόσφαιρα στο γραφείο ήταν πνιγηρή, παρά τα λιγοστά παράθυρα που μπορούσαν να ανοίξουν. Και η Τίμι δεν άντεχε πια. Τελικά έβγαλε την τεράστια, φαρδιά πουκαμίσα που έμοιαζε με μπούρκα και είχε καταλήξει να γίνει η επίσημη ενδυμασία της και άρχισε να τριγυρίζει στο γραφείο με φανελάκι, τζιν παντελόνι και την κοιλιά της σε πλήρη θέα. Ήταν έξι μηνών έγκυος και η Τζέιντ μαρμάρωσε στη θέση της και την έδειξε με το δάχτυλό της μόλις την είδε. Η Τίμι θα έβαζε τα γέλια, αν δεν ήταν τόσο αναστατωμένη με τον Ζαν-Σαρλ και το τέλος της σχέσης τους. Στην πραγματικότητα η σχέση είχε τελειώσει τον Απρίλη, όταν συνέλαβε το μωρό τους, με άλλα λόγια την τελευταία φορά που τον είδε. Τα υπόλοιπα δεν ήταν παρά μία αλυσίδα από δικαιολογίες, φρούδες ελπίδες, τσακισμένα όνειρα, ίσως και ψέματα. Δεν ήξερε πια, αλλά την ενδιέφερε ακόμη, και πολύ μάλιστα. «Τι είναι αυτό;» φώναξε η Τζέιντ, ενώ την κοιτούσε χωρίς να πιστεύει στα μάτια της. «Εσύ τι πιστεύεις;» ρώτησε η Τίμι με θλιμμένο χαμόγελο, καθώς ο Ντέιβιντ έμπαινε στο δωμάτιο και έμενε άναυδος με
τη σειρά του. Η κοιλιά της ήταν τεράστια και δεν μπορούσε να την κρύβει πια. Ούτε και το ήθελε. Ήταν καιρός για αποκαλύψεις, τουλάχιστον σ’ εκείνους, 560 αν όχι σε όλο τον κόσμο. Ήλπιζε ακόμη ότι θα κατόρθωνε να το κρατήσει κρυφό στη διάρκεια των επιδείξεων, για να αποφύγει τα κουτσομπολιά των δημοσιογράφων. «Ω, Θεέ μου!» φώναξε ο Ντέιβιντ, σοκαρισμένος. «Το ξέρει;» Δεν υπήρχε αμφιβολία τίνος ήταν το παιδί, για κανέναν τους, και φυσικά είχαν δίκιο. Η Τίμι κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι, δεν το ξέρει. Και ούτε θέλω να το μάθει. Δεν πρόκειται να γίνω καμιά αξιοθρήνητη γυναικούλα που κρατάει τον άντρα της μόνο και μόνο επειδή κουβαλάει το παιδί του. Μου αξίζει κάτι παραπάνω από αυτό. Θα του το έλεγα όταν τον έβλεπα, αλλά δεν τον είδα ποτέ. Την τελευταία φορά που μου τηλεφώνησε με μία καινούργια λίστα από δικαιολογίες λέγοντας πως δεν μπορούσε να με δει, του είπα πως βγαίνω με κάποιον άλλον από τον Απρίλη. Αν το διαβάσει στις εφημερίδες, δεν θέλω να ξέρει πως είναι δικό του». «Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε έντρομη η Τζέιντ. Δεν ήταν βέβαιη αν ήθελε παιδιά, και σίγουρα όχι στην ηλικία της Τίμι,
με έναν παντρεμένο που δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι χειρότερο από αυτό. «Θα το γεννήσω επειδή τον αγαπώ» απάντησε απλά η Τίμι «ακόμα κι αν δεν τον ξαναδώ, ακόμα κι αν δεν το ξέρει. Τον αγάπησα τόσο ώστε να θέλω το παιδί του. Αυτό δεν αλλάζει, μόνο και μόνο επειδή δεν έχει το κουράγιο ν’ αφήσει τη γυναίκα του. Το έκανα και για τον Μαρκ. Έθαψα ένα παιδί. Δεν μπορώ να αφήσω να χαθεί ένα δεύτερο. Αυτό εδώ είναι ένα δώρο. Και θα το κρατή561 αω αυτό το δώρο, έστω κι αν ο Ζαν-Σαρλ έφυγε για πάντα» είπε σκουπίζοντας τα μάτια της, και ο Ντέιβιντ την έκλεισε στην αγκαλιά του. «Είσαι πολύ γενναία, Τίμι» της είπε γλυκά. Πάντα το πίστευε και τον είχε συγκινησει. «Νομίζω πως πρέπει να το μάθει. Είναι και δικό του παιδί. Ειλικρινά πιστεύω ότι σε αγαπάει. Απλώς του πήρε περισσότερο καιρό από όσο έπρεπε». Ήταν πρόθυμος να του το αναγνωρίσει αυτό, αλλά ως εκεί. «Σαχλαμάρες» ξέσπασε η Τζέιντ. «Δεν θα άφηνε ποτέ τη γυναίκα του. Δεν το κάνουν ποτέ». «Μερικοί το κάνουν» απάντησε με πείσμα ο Ντέιβιντ. Αλλά της είχε ήδη κόψει την επιταγή για το στοίχημα που είχαν
βάλει και η Τζέιντ είχε ήδη αγοράσει τη Σανέλ τσάντα που ήθελε. Την έπαιρνε κάθε μέρα μαζί της. Ο Ντέιβιντ λυπόταν περισσότερο από ποτέ που είχε χάσει. Για χάρη της Τίμι, όχι δική του. Την αγκάλιασε ξανά και ύστερα γύρισαν όλοι στα γραφεία τους. Η Τίμι ρίχτηκε πάλι στη δουλειά. Έμεναν ακόμη τρεις μήνες ώσπου να γεννηθεί το μωρό. Και μία ολόκληρη ζωή χωρίς τον Ζαν-Σαρλ. Της ήταν αδύνατον να το φανταστεί. Ήξερε πως δεν θα αγαπούσε ποτέ ξανά όσο είχε αγαπήσει εκείνον, ούτε και το ήθελε. Ήταν ο έρωτας της ζωής της. Και τώρα είχε χαθεί για πάντα. Ο χειρότερος εφιάλτης της γινόταν πραγματικότητα. 22 ΤΙΣ ΕΠΟΜΕΝΕΣ ΔΥΟ ΒΔΟΜΑΔΕΣ πριν από την αναχώρησή τους στο Παρίσι για την επίδειξη των πρεταπορτέ, στο γραφείο επικρατούσε επώδυνη ησυχία. Η Τίμι μιλούσε σπάνια και όλοι γύρω της έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να μην την ενοχλήσουν. Δούλευε μέχρι αργά, κρατούσε κλειστή την πόρτα του γραφείου της και τα σπίτια της έμοιαζαν με κενοτάφια. Η Τίμι πήγε μία φορά στο Μαλιμπού και δεν κατάφερε να το αντέξει. Επισκέφτηκε την Αγία Σεσίλια και εξιστόρησε στην αδελφή Aw τα όσα είχαν συμβεί, και εκείνη της απάντησε πως θα συνέχιζε να προσεύχεται για μία ευτυχή κατάληξη και της θύμισε πως είχε
να περιμένει με αδημονία το μωρό της. Η εγκυμοσύνη της ήταν ολοφάνερη πλέον. Οι μοναχές χαίρονταν για λογαριασμό της και τα παιδιά τής χάιδευαν την κοιλιά. Τη ρωτούσαν αν το μωρό είχε μπαμπά και η Τίμι απαντούσε ότι δεν είχε, όπως πολλά από αυτά, κι εκείνα έλεγαν πως δεν πείραζε. Η αδελφή Αν την αγκάλιασε προτού φύγει και της είπε πως θα προσευχόταν γι’ αυτήν. Η Τίμι την κοίταξε θλιμμένα λέγοντας πως ήταν πολύ 563 αργά πια για προσευχές, τουλάχιστον όσον αφορούσε τον Ζαν-Σαρλ. «Ποτέ δεν είναι αργά για να προσευχηθεί κανείς» απάντησε ευδιάθετα η αδελφή Αν. Η Τίμι απλώς κούνησε το κεφάλι και έφυγε. Είχε ζητήσει από την Τζέιντ να της αγοράσει μερικές χαλαρές πουκαμίσες και φαρδιές, ριχτές ζακέτες, και είχε σχεδιάσει και η ίδια μερικά κομμάτια που τύλιγαν με έξυπνο τρόπο το σώμα. Ήθελε να εμφανιστεί στις επιδείξεις χωρίς να μαθευτούν τα νέα για την εγκυμοσύνη της. Ήξερε όμως ότι θα ήταν αδύνατον να το κρατήσει κρυφό μετά από αυτό. Αρκετά δύσκολο ήταν και τώρα. Λίγες βδομάδες υπομονή και ύστερα θα ήταν ελεύθερη να ηρεμήσει και να κρυφτεί στο
Λος Άντζελες. Προσπαθούσε να κρατήσει αυτή την ιστορία μακριά από τα μάτια του κόσμου. Δεν θα τη βοηθούσε αν κάθε δημοσιογράφος μόδας στον πλανήτη προσπαθούσε να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας. Ένιωθε ανακούφιση που κανείς δεν ήξερε για τον Ζαν-Σαρλ. Η μυστικοπάθειά τους είχε αποδειχτεί πολύτιμη τελικά. Η προοπτική να τον συναντήσει τυχαία στο Παρίσι την έκανε να νιώθει άβολα, αν και δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει κάτι τέτοιο. Θα ήταν απασχολημένη με την επίδειξη και δεν θα είχε καθόλου ελεύθερο χρόνο για εξόδους, ούτε για να περιπλανηθεί στην πόλη, όπως της άρεσε να κάνει παλιά. Ο Ντέιβιντ εξακολουθούσε να επιμένει πως η Τίμι όφειλε να τηλεφωνήσει στον Ζαν-Σαρλ και να του πει για το μωρό. Αλλά εκείνη δεν ήθελε να ακούσει κουβέντα. 564 Ο Ντέιβιντ ευχόταν να είχε το θάρρος να του τηλεφωνήσει ο ίδιος, αλλά ήταν αναγκασμένος να σεβαστεί τις επιθυμίες της εργοδότριάς του, όσο κι αν πίστευε πως ήταν μεγάλο λάθος. «Το μωρό έχει το δικαίωμα να έχει πατέρα» της είπε μια μέρα και η Τίμι κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι. «Εγώ δεν είχα πατέρα. Και μεγάλωσα μια χαρά». «Αυτό είναι διαφορετικό. Εσύ δεν είχες επιλογή».
«Δεν τον θέλω στη ζωή μου, ούτε στη ζωή του μωρού επειδή θα νιώσει οίκτο για μας ή θα μας θεωρήσει ευθύνη του. Αν άφηνε τον γάμο του, τότε τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Δεν το έκανε όμως. Είμαστε μόνοι μας λοιπόν. Δεν πρόκειται να καταντήσω μία ανεπιθύμητη ερωμένη με ένα εξώγαμο παιδί. Δεν μου το επιτρέπει η αξιο-πρέπειά μου». Και μόνο με τη σκέψη γινόταν έξαλλη και δεν έκρυβε πόσο δυστυχισμένη και απελπισμένη ένιωθε. «Επιτρέπεις να σου θυμίσω ότι δεν σε παράτησε εκείνος; Εσύ τον παράτησες. Και του είπες και ψέματα πως το παιδί είναι άλλου. Εσύ έδωσες τέλος. Όχι αυτός. Και έφυγες γκρεμίζοντας τα πάντα στο πέρασμά σου». «Θα έδινε εκείνος τέλος έτσι κι αλλιώς. Δεν ήθελε να με δει. Ήταν θέμα χρόνου προτού μου ανακοινώσει πως δεν είχε σκοπό να διαλύσει τον γάμο του». Τώρα πια ήταν σίγουρη γι’ αυτό, χωρίς καμία αμφιβολία. Η Τζέιντ είχε δίκιο. «Αυτό δεν θα το μάθεις ποτέ όμως, έτσι δεν είναι;» είπε απότομα ο Ντέιβιντ. Αλλά η λογική του δεν είχε κανένα αποτέλεσμα με την Τίμι, ούτε με την Τζέιντ, που 565 επέμενε πως η Τίμι έκανε το σωστό, παρόλο που μόλις είχε αρραβωνιαστεί τον αρχιτέκτονα της. Ήταν υπέρ του έρωτα,
αλλά όχι με παντρεμένους. Έλεγε συνεχώς, και το πίστευε ακράδαντα, πως ήταν όλοι τους χαμένη υπόθεση. Η επίδειξη στη Νέα Υόρκη πήγε καλά, κι ύστερα ακολούθησε το Μιλάνο και το Λονδίνο, όπως πάντα. Και όταν έφτασαν στο Παρίσι, ο Ντέιβιντ συνειδητοποίησε πως η Τίμι δεν υπέφερε μόνο από εξάντληση, αλλά και από κατάθλιψη. Η γνώριμη έξαψη για το Παρίσι δεν υπήρχε πια. Έκανε αυτά που έπρεπε να κάνει για να στήσει την επίδειξη, ήταν ακούραστη στις πρόβες των μοντέλων, όπως πάντα, αλλά δεν έβγαινε καθόλου από το ξενοδοχείο και κάθε βράδυ δειπνούσε στο δωμάτιό της. Δεν πήγαινε πουθενά και αγωνιούσε μην τυχόν και την έβλεπε κανείς. Έκρυβε ακόμη το μυστικό της με φαρδιές πουκαμίσες και ριχτές μπλούζες, αλλά γινόταν ολοένα δυσκολότερο να κρυφτεί αυτό που βρισκόταν από κάτω τους. Το μωρό είχε μεγαλώσει σημαντικά στη διάρκεια του ταξιδιού τους και η κοιλιά της φάνταζε τεράστια όποτε βρισκόταν στο δωμάτιο μαζί τους και έβγαζε τις έξυπνα σχεδιασμένες μπλούζες που είχε φτιάξει μόνη της και έκρυβαν ακόμη τα πάντα, αν και με δυσκολία. Ο Ντέιβιντ πίστευε πως η Τίμι φοβόταν μήπως συναντούσε τυχαία τον Ζαν-Σαρλ κάπου στο Παρίσι. Με το που τέλειωνε τη δουλειά, έτρεχε πίσω στο δωμάτιό της σαν ποντίκι. Αρκετές φορές τής είχαν προτείνει να βγουν έξω για φαγητό και πάντα εκείνη έβρισκε προφά-
566 σεις για να αρνηθεί παροτρύνοντας τους να πάνε μόνοι τους. Έτσι κι αλλιώς, ήταν κουρασμένη. Για κάποιον λόγο, η παρισινή επίδειξη ήταν πιο δύσκολη από άλλες φορές. Στο παρελθόν όλα κυλούσαν ομαλά, αλλά αυτή τη φορά το φεγγάρι στο Παρίσι ήταν «στη φάση του», όπως το έθετε η Τίμι. Οτιδήποτε ήταν δυνατόν να πάει στραβά πράγματι πήγε. Δύο μοντέλα αρρώστησαν, ένα τρίτο κατέληξε στη φυλακή επειδή πουλούσε κοκαΐνη σε ένα πάρτι. Ο ανθοπώλης τους στο Παρίσι έκανε λάθος στην παραγγελία και ύστερα δεν μπορούσε να βρει αυτά που του ζητούσαν. Η πασαρέλα είχε κατά μήκος της τρία εξογκώματα που θύμιζαν σαμαράκια σε δρόμο και, αν την άφηναν έτσι, τα μοντέλα με τις πανύψηλες γόβες τους θα τσακίζονταν πάνω στη γλιστερή, ανώμαλη επιφάνεια. Η Τίμι δήλωσε πως δεν την ένοιαζε τι θα χρειαζόταν ούτε πόσο θα κόστιζε, έπρεπε πάση θυσία να τη φτιάξουν ως την Τρίτη. Και τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, οι ασφάλειες έπεφταν διαρκώς και η αίθουσα βυθιζόταν στο σκοτάδι. Ενώ προσπαθούσαν να φτιάξουν τη βλάβη, μία ράγα φώτων έπεσε πάνω σε έναν τεχνικό, που έσπασε τον ώμο του. Ήταν σαν να τους είχαν καταραστεί. «Διάολε» μονολόγησε η Τίμι με βλέμμα απόγνωσης, ενώ περίμεναν τα μοντέλα για την πρόβα. Πέντε είχαν αργήσει
μέχρι στιγμής και ένα είχε εμφανιστεί σε κατάσταση μέθης. Και οι μοδίστρες δεν είχαν τελειώσει τις προσαρμογές των ρούχων. «Τι άλλο μπορεί να πάει στραβά; Το μόνο που λείπει είναι μία αγέλη ελεφάντων για να ορμήσει στο δωμάτιο». 567 «Έτσι είναι οι επιδείξεις» είπε καθησυχαστικά ο Ντέι-βιντ, αλλά η αλήθεια ήταν πως η συγκεκριμένη επίδειξη παραήταν δύσκολη. «Όχι στο Παρίσι, για όνομα του Θεού. Στην Οκλαχόμα, ίσως. Δεν μπορούμε να γίνουμε ρεζίλι στο Παρίσι. Ο Τύπος θα μας σταυρώσει» είπε δυσαρεστημένη η Τίμι. Έδειχνε δυστυχισμένη από την ώρα που είχαν φτάσει εκεί. Ήταν μαρτύριο να βρίσκεται στην ίδια πόλη με τον ΖανΣαρλ και να μην τον βλέπει. Το σαράκι την έτρωγε νυχθημερόν. Οι δοκιμές της προηγούμενης μέρας θύμιζαν τις παλιές κωμωδίες των αδελφών Μαρξ και η Τίμι είχε επιμεί-νει για μία τελευταία πρόβα, παρόλο που ο φωτισμός δεν ήταν σωστός και τα σαμαράκια δεν είχαν φύγει από την πασαρέλα. Είχαν καταφέρει να ξεφορτωθούν το ένα, αλλά υπήρχαν δύο ακόμα που έπρεπε να απομακρυνθούν σύντομα. «Μα τι είχαν στο μυαλό τους αυτοί οι άνθρωποι όταν την έφτιαχναν; Κάτι θα πρέπει να κάπνιζαν, φαίνεται, και είχαν παραισθήσεις»
σχολίασε συγχυσμένη η Τίμι. Πίεζε τους πάντες επί μέρες και δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει η επίδειξη. Ήθελε να γυρίσει στο σπίτι της και να ξαπλώσει με τα πόδια ψηλά. Δεν της άρεσε πια το Παρίσι. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ο ΖανΣαρλ και, όταν μπήκε στο σαλόνι της σουίτας όπου τον είχε ερωτευτεί πριν από οχτώ μήνες, της ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Δεν το είπε στους βοηθούς της όμως. Δεν χρειαζόταν. Το έβλεπαν και μόνοι τους. Το μόνο που ήθελε ήταν να αφήσει πίσω της αυτή την επίδειξη και να γυρίσει αμέσως στο σπίτι της. 568 Στις οχτώ ήταν έτοιμοι για την τελική πρόβα. Ο φωτισμός κόντευε να αποκατασταθεί, αν και όχι τελείως. Τόσο όσο χρειαζόταν για να συνεχίσουν, αποφάνθηκε η Τίμι. Τα μοντέλα είχαν έρθει όλα, τα ρούχα ήταν επιτέλους έτοιμα. Δεν είχε φάει τίποτα όλη τη μέρα και συντηρούνταν με γλειφιτζούρια για να διατηρεί την ενέργεια της. Και τότε μια ράγα φώτων ξεκόλλησε ξανά και η Τίμι ανέβηκε μόνη της πάνω στην πασαρέλα για να την εξετάσει από κοντά. «Πρόσεχε μη σε χτυπήσει» φώναξε ο Ντέιβιντ, ακριβώς τη στιγμή που η ράγα άρχισε να πέφτει από το ταβάνι και η Τίμι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω για να την αποφύγει. Κατάφερε να σκύψει, την ίδια στιγμή όμως σκόνταψε σε ένα από τα εξογκώματα που είχαν μείνει στην πασαρέλα και έπεσε προς
τα πίσω. Προσγειώθηκε με την πλάτη και όλοι φώναξαν και έτρεξαν κοντά της. Μονάχα ο Ντέιβιντ με την Τζέιντ ήξεραν πως ήταν έγκυος, η πτώση ωστόσο ήταν αρκετά άσχημη ούτως ή άλλως και τρόμαξε όλους όσοι βρίσκονταν γύρω της. Ο Ντέιβιντ δεν ήταν σίγουρος αν είχε χτυπήσει το κεφάλι της, όταν έφτασε κοντά της όμως, είδε πως ήταν κάτωχρη και έμοιαζε ζαλισμένη. Γονάτισε δίπλα της και την κοίταξε στα μάτια. Η Τίμι, ανάσκελα, δεν είχε κουνηθεί. Της είχε κοπεί η ανάσα. «Τίμι... είσαι καλά; Μίλησέ μου...» Τον κοίταξε και για μια στιγμή φάνηκε να μην τον αναγνωρίζει. Και ενώ όλοι είχαν την προσοχή τους στραμμένη πάνω της, ο Ντέιβιντ την άφησε με την Τζέιντ. «Δεν θέλω γιατρό» ψιθύρισε στη βοηθό της. «Μην τους 569 αφήσεις να φωνάξουν γιατρό». Η Τζέιντ κούνησε καταφατικά το κεφάλι, αλλά η διαίσθησή της της έλεγε τι ετοιμαζόταν να κάνει ο Ντέιβιντ και δεν μπορούσε να αφήσει την Τίμι για να τον εμποδίσει. Η Τίμι ήταν ανησυχητικά ωχρή. Ένιωσε να ζαλίζεται όταν προσπάθησε να ανακαθίσει και άφησε μια κραυγή πόνου όταν επιχείρησε να σταθεί όρθια. Ο αστράγαλός της είχε πρηστεί και η Τίμι στηρίχτηκε πάνω στην Τζέιντ μορφάζοντας. «Νομίζω ότι τον στραμπούληξα»
είπε και σωριάστηκε σε μια καρέκλα, ενώ ένας τεχνικός έτρεξε να της φέρει λίγο πάγο και ένας από τους υποδιευθυντές εμφανίστηκε για να δει πώς ήταν. Κάποιος τον είχε φωνάξει και εκείνος προσφέρθηκε να καλέσει τον γιατρό του ξενοδοχείου. Η Τίμι αρνήθηκε κατηγορηματικά. Επέμενε πως ήταν μια χαρά, αν και η όψη της έλεγε το αντίθετο. «Μπορεί να το έσπασες» σχολίασε ο Ντέιβιντ ανήσυχος, όταν επέστρεψε. Δεν τολμούσε να τη ρωτήσει για το μωρό και την είχε δει να τρίβει την κοιλιά της. «Νομίζω ότι πρέπει να πας στο νοσοκομείο» της είπε, καθώς η Τζέιντ έτρεξε να ενημερώσει τα μοντέλα για την καθυστέρηση και να τους πει πως η πρόβα θα ξεκινούσε σε λίγο. Ο υποδιευθυντής έφυγε για να αναφέρει στον γενικό διευθυντή. Ήξερε πόσο σημαντική ήταν η πελάτισ-σά τους και ήταν φανερό ότι η Τίμι είχε χτυπήσει. «Μια χαρά είμαι» είπε ξανά εκείνη και αποπειράθηκε δεύτερη φορά να σταθεί όρθια. «Πάμε να ξεκινήσουμε» είπε, με όψη που θύμιζε το φάντασμα των Χριστουγέννων από το έργο του Ντίκενς. «Είσαι τρελή» είπε ο Ντέιβιντ, καθώς η Τίμι προσπαθούσε να οργανώσει την πρόβα, ωστόσο έμοιαζε έτοιμη να λιποθυμήσει. Είκοσι λεπτά αργότερα, έντρομη αντίκρισε τον Ζαν-Σαρλ να στέκει και να την παρακολουθεί μόλις λίγα μέτρα μακριά της. Ο χειρότερος εφιάλτης της μόλις είχε πάρει
σάρκα και οστά. Εκείνος ήταν εκεί. Δεν είχε ιδέα ποιος τον είχε καλέσει, το σίγουρο ήταν πως κάποιος το είχε κάνει. Κοίταζε τον Ντέιβιντ και εκείνος έκανε τάχα πως γύριζε να πει κάτι στην Τζέιντ, για να αποφύγει το βλέμμα της. Αλλά ούτε ο Ζαν-Σαρλ έμοιαζε χαρούμενος. Η Τίμι τον κοίταξε και ένιωσε να πανι-κοβάλλεται. Και προς στιγμήν πράγματι φάνηκε έτοιμη να λιποθυμήσει. Ο Ζαν-Σαρλ την έβαλε να καθίσει με το κεφάλι να ακουμπάει στα πόδια της, και όταν ανακάθισε ξανά, τον κοίταξε με πληγωμένο βλέμμα. «Δεν χρειάζομαι γιατρό» είπε αποφασιστικά «αλλά σ’ ευχαριστώ που ήρθες. Είμαι καλά. Λίγο λαχανιασμένη μόνο». Ο Ζαν-Σαρλ είχε ήδη σκύψει να εξετάσει τον αστράγαλό της. Και της μετρούσε τον σφυγμό ενώ την άκουγε. «Δείχνει να έχει σπάσει» είπε και έσκυψε να τον ψη-λαφίσει, καθώς η Τίμι κοίταζε αγριεμένη τον Ντέιβιντ. Όμως εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να την αφήσει να ξεφύγει. Κατά τη γνώμη του, όλο αυτό ήταν έργο της μοίρας. Με λίγη βοήθεια από τη μεριά του. «Πρέπει να πας στο νοσοκομείο» είπε σιγανά ο Ζαν-Σαρλ. Αυτή ήταν η πρώτη τους συνάντηση μετά τον Απρίλη και ήταν φανερό πως ήταν οδυνηρή και για τους δύο. 571 «Δεν χρειάζομαι νοσοκομείο. Ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε
πρόβα». «Νομίζω ότι αυτό το επιχείρημα το έχω ξανακούσει». Έδειχνε το ίδιο δυστυχισμένος με εκείνη, όταν τους διέκοψε ο Ντέιβιντ. «Θα αναλάβω εγώ την πρόβα. Για όνομα του Θεού, Τίμι, μια δοκιμή είναι. Πρέπει να φροντίσεις τον αστράγαλό σου». Ο Ντέιβιντ βοήθησε τον Ζαν-Σαρλ να τη σηκώσουν όρθια προτού προλάβει να φέρει αντιρρήσεις και εκείνη ίσιωσε τη ριχτή μπλούζα της με τέτοιον τρόπο, που να φουσκώνει γύρω από τη μέση της. Ήταν κομψή αλλά κάτωχρη, και της ήταν αδύνατον να κάνει έστω ένα βήμα με αυτό τον αστράγαλο. Κάπου βρέθηκε ένα αναπηρικό καροτσάκι όσο προσπαθούσε να αντισταθεί χωρίς αποτέλεσμα. Και ο διευθυντής έμοιαζε ανακουφισμένος που υπήρχε γιατρός να την εξετάσει. «Μπορώ να σε πάω εγώ, αν θέλεις» είπε τυπικά ο Ζαν-Σαρλ. Ήταν στο ιατρείο του όταν τον κάλεσε ο Ντέιβιντ και είχε έρθει αμέσως. «Μπορώ να πάρω ταξί» απάντησε η Τίμι αποφεύγο-ντας να τον κοιτάξει. Η καρδιά της χτυπούσε τρελά και μόνο ξέροντας πως ήταν εκεί. Δεν ήθελε να τον βλέπει, δεν ήθελε να βρεθεί στο ίδιο αυτοκίνητο μαζί του. Δεν ήθελε να βρεθεί κοντά του. Η παρουσία του και μόνο έκανε την καρδιά της να σπαράζει. Ήξερε πως θα ήταν ερωτευμένη μαζί του ως την ημέρα του
θανάτου της. Δεν ήθελε να τον ξαναδεί. Είχε αποδεχτεί πια το γεγονός πως τον είχε χάσει. Και της ήταν πολύ δύσκολο. Το να τον 572 βλέπει ξανά ήταν ακόμα χειρότερο. Αν δεν πονοΰσε τόσο πολύ, θα ήταν έξαλλη με τον Ντέιβιντ που τον είχε φωνάξει. Η ενοχή του για το τηλεφώνημα που είχε κάνει ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Ο ίδιος ήξερε όμως πως είχε κάνει το σωστό. Κάποιος έπρεπε να πα-ρέμβει, τόσο για το δικό τους το καλό όσο και για του μωρού. Και αυτό είχε κάνει. «Δεν πρέπει να μείνεις μόνη» είπε με πρακτικό πνεύμα ο ΖανΣαρλ. «Δεν με πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, έχω να δω έναν ασθενή στο νοσοκομείο». Η Τίμι δεν μίλησε και ένας από τους τεχνικούς έσπρωξε το καροτσάκι της μέχρι την έξοδο, με τον Ζαν-Σαρλ να ακολουθεί. Ο πορτιέρης έφερε το αυτοκίνητό του και ο Ζαν-Σαρλ τη βοήθησε να επιβιβαστεί. Ήταν φανερό πως η Τίμι πονούσε πολύ και κρατήθηκε να μη φωνάξει κατά την προσπάθειά της να μπει στο όχημα. Προσπαθούσε να φανεί γενναία. «Συγγνώμη» απολογήθηκε ο Ζαν-Σαρλ και, για όλη την υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το νοσοκομείο του Νεϊγί, δεν
μίλησε κανείς τους. Οι παλιές αναμνήσεις ξυπνούσαν στο μυαλό της όσο προσπαθούσε να μην τον κοιτάζει και έκανε τάχα πως χάζευε από το παράθυρο. Ο αστράγαλός της την πέθαινε, αλλά δεν μιλούσε. Και ανακουφίστηκε όταν ένιωσε το μωρό να κλοτσάει μέσα της. Τουλάχιστον ήταν ακόμη ζωντανό. Και τότε, επιτέλους, ο Ζαν-Σαρλ μίλησε. «Ξέρω πως είναι μια αμήχανη κατάσταση και για τους δυο μας. Λυπάμαι που χτύπησες». Ήταν όμορφος όπως πάντα, και η Τίμι προσπαθούσε με θάρρος να μην 573 το προσέξει. Το μόνο που ήθελε ήταν να τελειώσει αυτή η διαδρομή. «Τους είπα να μην καλέσουν γιατρό» του απάντησε αποφασιστικά. «Ήμουν σίγουρος πως αυτό θα έκανες» της είπε χαμογελώντας «ακόμα και μ’ έναν αστράγαλο σ’ αυτή την κατάσταση». Χαιρόταν που την έβλεπε ξανά, παρόλο που ήξερε πως ήταν επώδυνο και για τους δυο τους. «Νομίζω ότι τον έσπασες. Τι συνέβη;» «Έπεσα προς τα πίσω πάνω στη σκηνή, προσπαθώντας να αποφΰγω μια ράγα με φώτα που λίγο έλειψε να μου πέσει στο κεφάλι. Ήταν μια δύσκολη μέρα». Και ακόμα δυσκολότερη
τώρα που τον έβλεπε. «Οι κίνδυνοι του επαγγέλματος» σχολίασε ο Ζαν-Σαρλ, ενώ διέσχιζαν το Παρίσι. Έκανε τη σκέψη ότι το πρόσωπό της έδειχνε πιο γεμάτο και της πήγαινε. Παρά το ατύχημα, ήταν πολύ όμορφη. «Κάνεις επικίνδυνη δουλειά» της είπε για να της αποσπάσει την προσοχή, μα εκείνη δεν έκανε κανένα σχόλιο. Και τότε, επιτέλους, έφτασαν στο Αμερικανικό Νοσοκομείο του Νέίγί. Ο Ζαν-Σαρλ φώναξε έναν νοσοκόμο για να τη βάλει σε καροτσάκι και τη συνόδεψε για τις ακτινογραφίες. «Προτού έρθω στο ξενοδοχείο ειδοποίησα έναν χειρουργό ορθοπεδικό, για κάθε περίπτωση. Θα έρθει να σε δει αμέσως μόλις βγάλεις τις ακτινογραφίες». Η Τίμι θυμόταν πολύ καλά πώς της είχε κρατήσει το χέρι στο χειρουργείο, έναν χρόνο νωρίτερα. Και αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, θα του είχε ζητήσει να το κάνει ξανά, ή θα είχε προσφερ574 θεί από μόνος του. Όπως ήταν τα πράγματα όμως, δεν προσφέρθηκε. Και η Τίμι δεν του ζήτησε να μείνει. Ο νοσοκόμος έσπρωξε το καροτσάκι στο δωμάτιο όπου περίμενε ο ακτινολόγος που είχε βάρδια. Η Τίμι γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του Ζαν-Σαρλ και τον είδε να την παρακολουθεί. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και ύστερα η
Τίμι κοίταξε αλλού. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο αγωνία, το ίδιο και το δικό της. Ήταν δύσκολο να πει κανείς ποιος από τους δύο είχε πληγωθεί πιο πολύ. «Θα έρθω να σε δω σε λίγο» της είπε και η Τίμι κούνησε το κεφάλι. Ήξερε πως δεν είχε νόημα να τον απο-τρέψει. Θα το έκανε έτσι κι αλλιώς, ό,τι και αν του έλεγε. Ο Ζαν-Σαρλ εξαφανίστηκε και ο ακτινολόγος τη ρώτησε τι είχε συμβεί. Του εξήγησε και ύστερα εκείνος έσπρωξε το καροτσάκι της μέχρι τον ειδικό θάλαμο και την ξάπλωσε στο εξεταστικό τραπέζι. Η Τίμι ήξερε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να του το πει. «Είμαι έγκυος» είπε χαμηλόφωνα, θαρρείς και ο Ζαν-Σαρλ περίμενε ακριβώς έξω από το δωμάτιο και δεν έπρεπε να την ακούσει. Ωστόσο κι η ίδια ήξερε πως δεν ήταν εκεί. Είχε φύγει για να επισκεφτεί τον άλλο ασθενή του. Θα μπορούσε να την είχε πάει στο Πιτιέ Σαλπετριέρ, αλλά είχε σκεφτεί πως εδώ η Τίμι θα ένιωθε πιο άνετα. «Αλήθεια;» Ο ακτινολόγος έδειξε να ξαφνιάζεται, έτσι η Τίμι σήκωσε την μπλούζα της και του έδειξε. Ο γιατρός φάνηκε να εντυπωσιάζεται. Το είχε κρύψει πολύ αποτελεσματικά, τώρα όμως έβλεπε πως ήταν τουλάχιστον έξι μηνών έγκυος, ίσως και περισσότερο. 575
«Σας παρακαλώ, μην το πείτε πουθενά» τον παρακά-λεσε καθώς ξάπλωνε. «Είναι μυστικό». «Είστε διάσημη ηθοποιός;» τη ρώτησε εντυπωσιασμένος και εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι και χαμογέλασε. Ο γιατρός τη σκέπασε με μια ποδιά από μόλυβδο για προστασία. Ο πόνος στον αστράγαλο ήταν μαρτυρικός, αλλά εκείνος ήταν ευγενικός μαζί της. Ο Ζαν-Σαρλ τού είχε πει πως ήταν καλή του φίλη. Ο ακτινολόγος θα έμενε άναυδος αν μάθαινε πως το παιδί που μεγάλωνε μέσα της ήταν του ΖανΣαρλ. Όπως και ο ίδιος ο Ζαν-Σαρλ. Η διαδικασία πήρε μονάχα μερικά λεπτά και ύστερα ήρθε να την εξετάσει ο ορθοπεδικός. Συμβουλεύτηκε με προσοχή τις ακτινογραφίες. Ο Ζαν-Σαρλ είχε δίκιο. Ο αστράγαλος είχε σπάσει. Θα έπρεπε να μπει γύψος, της είπε, και πράγματι, μία ώρα αργότερα, όταν επέστρεψε ο Ζαν-Σαρλ, η Τίμι βρισκόταν με πατερίτσες και το πόδι στον γύψο, ακόμα πιο χλωμή από πριν. Ένιωθε άρρωστη, αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί μπροστά του. Ο Ζαν-Σαρλ έβλεπε ωστόσο πόσο αδύναμη ήταν και πόσο σκληρά προσπαθούσε να του το κρύψει. «Είχες δίκιο» του είπε ευγενικά. Το καταλάβαινε πως ειδοποιήσει τους καλύτερους και τους είχε ζητήσει να προσέξουν. Όλοι ήταν ιδιαίτερα φιλικοί, προσεκτικοί αποτελεσματικοί. Διαισθανόταν πως ο Ζαν-Σαρλ φροντίσει προσωπικά όλες αυτές τις προετοιμασίες.
είχε την και είχε
«Θα σε γυρίσω στο ξενοδοχείο» της είπε, αφού ευχα576 ρίστησε τόσο τον ορθοπεδικό όσο και τον ακτινολόγο, τους οποίους, από τον τρόπο που τους μιλούσε και τους ευχαριστούσε, ήταν φανερό πως τους γνώριζε καλά. «Δεν είναι ανάγκη να με πας πίσω» διαμαρτυρήθηκε η Τίμι και ύστερα πρόσεξε πως δεν είχε φέρει μαζί της την τσάντα της. Είχε ξεχάσει τα πάντα στο ξενοδοχείο. «Τελικά ίσως και να είναι ανάγκη». Έδειχνε αμήχανη. «Δεν έχω μαζί μου χρήματα για ταξί». Ο πορτιέρης δεν θα είχε αντίρρηση να πληρώσει το αντίτιμο για λογαριασμό της, αλλά έμοιαζε ευκολότερο να γυρίσει στο Πλάζα Ατενέ με τον Ζαν-Σαρλ. Ένιωθε ζαλισμένη από τον πόνο και από το σοκ που τον είχε δει. «Σε πειράζει;» «Καθόλου» της απάντησε τυπικά και της έριξε μια φευγαλέα ματιά. Κάτι έμοιαζε διαφορετικό πάνω της, αλλά δεν ήξερε με βεβαιότητα τι ακριβώς. Δεν ήταν τα μαλλιά, ίσως ήταν το πρόσωπο. Δεν ήταν μόνο πιο γεμάτο, αλλά και πιο γλυκό. Η Τίμι δεν ήταν το ίδιο σέξι, αλλά ήταν ακόμα ομορφότερη από όσο τη θυμόταν. Τη βοήθησε προσεκτικά να μπει στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν με κατεύθυνση προς το ξενοδοχείο. «Λυπάμαι γι’ αυτό που σου συνέβη, Τίμι» της είπε στη
διαδρομή της επιστροφής. «Πραγματικά μεγάλη ατυχία». Ήξερε πως η Τίμι πονούσε πολύ, κι ας μην παραπονιόταν. Της είχαν δώσει παυσίπονα, αλλά δεν τα είχε πάρει λόγω του μωρού. Είχε επιμείνει πως θα ήταν μια χαρά και είχε βάλει τα παυσίπονα στην τσέπη της. Ο ΖανΣαρλ πίστευε πως ήταν ανόητη και πολύ γενναία. «Δεν πειράζει» είπε και σήκωσε τους ώμους. «Θα μπο577 ρούσε να είναι και χειρότερα». Θα μπορούσε να είχε χτυπήσει το μωρό, και ήταν ευγνώμων που δεν είχε συμβεί. Την τελευταία μισή ώρα κλοτσούσε σαν τρελό και η Τίμι ένιωθε ανακουφισμένη. Το μόνο που ήθελε τώρα ήταν να ξαπλώσει στο κρεβάτι της. Η πρόβα θα είχε τελειώσει έτσι κι αλλιώς. Ήλπιζε πως όλα είχαν πάει καλά, αλλά δεν την ένοιαζε πλέον. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ο Ζαν-Σαρλ, καθώς οδηγούσε για το ξενοδοχείο της. Έκανε τη σκέψη πως δεν θα τον έβλεπε ξανά. Και τότε σταμάτησαν σε ένα φανάρι και ο Ζαν-Σαρλ τής έριξε μια κλεφτή ματιά που την ξάφνιασε. Ήταν πολύ ωχρή και, μόλο που δεν της το σχολίασε, δεν έπαυε να ανησυχεί για την υγεία της. «Λυπάμαι για όλα όσα συνέβη σαν μεταξύ μας. Έδειξες μεγάλη υπομονή και είχες δίκιο. Ήταν απάνθρωπο να σου ζητήσω να το περάσεις όλο αυτό. Είμαι σίγουρος πως περίμενες περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα. Δεν περίμενα ποτέ πως
θα συ-νέβαιναν τόσες αναποδιές». «Δεν πειράζει» του απάντησε ήρεμα. «Δεν ήταν δικό σου το φταίξιμο. Συμβαίνουν και ατυχίες στη ζωή, όπως λένε». Της χαμογέλασε αντί για απάντηση. Την αγαπούσε ακόμη και ήξερε πως θα την αγαπούσε για πάντα. Η Τίμι πρόσεξε πως δεν φορούσε τη βέρα του και εκείνος αντιλήφθηκε το βλέμμα της και την κοίταξε στα μάτια. «Ήρθε η στιγμή. Μετακόμισα το περασμένο Σαββατοκύριακο. Ήθελα να το κάνω νωρίτερα, αλλά δεν μπορούσα. Στο τέλος σκέφτηκα ότι τα παιδιά μου θα τα βγάλουν πέρα. Η γυναίκα μου πηγαίνει καλά. Έκανα το 578 χρέος μου. Και είχε έρθει η ώρα να φύγω». Η Τίμι τον κοιτούσε άναυδη. «Μετακόμισες;» Ο Ζαν-Σαρλ έγνεψε καταφατικά. «Πώς το πήραν;» Ήταν κατάπληκτη. «Αυτή τη στιγμή είναι όλοι θυμωμένοι. Όπως αποδει-κνύεται ακόμα μία φορά, κανείς δεν σου λέει ευχαριστώ για όσα έχεις κάνει. Απλώς θυμούνται όλα όσα δεν έχεις κάνει. Τα παιδιά θα είναι μια χαρά». Έδειχνε πολύ ήρεμος, γαλήνιος, και όταν την κοίταξε ξανά, τα μάτια του ήταν θλιμμένα. «Λυπάμαι που θύμωσα τόσο όταν μου είπες πως βλέπεις κάποιον άλλον.
Ήταν τρομερό χτύπημα. Αλλά είχες δίκιο. Γιατί να με περιμένεις για πάντα;» Η Τίμι ένιωθε σαν να είχε χάσει το τρένο μόνο και μόνο επειδή είχε αργήσει λίγα λεπτά. Ο ΖανΣαρλ είχε μετακομίσει. Είχε βγάλει τη βέρα του. Η Τίμι θα γεννούσε το παιδί του. Και του είχε πει πως έβγαινε με κάποιον άλλον. «Δείχνεις διαφορετική» είπε ο Ζαν-Σαρλ για να αλλάξει θέμα. Η Τίμι τον κοιτούσε και δεν είχε ιδέα τι να πει. «Έβαλα λίγα κιλά» είπε αόριστα καθώς διέσχιζαν την Πλας ντε λα Κονκόρντ. Ο αστράγαλός της πονούσε και ένιωθε άρρωστη. «Σου πάει» είπε ο Ζαν-Σαρλ ενώ κατευθύνονταν προς το ξενοδοχείο της. «Πόσο καιρό θα μείνεις στο Παρίσι;» «Φεύγω μεθαύριο» του απάντησε και χαμογέλασε στην ανάμνηση της πρόσκλησής του για ποτό, τον περασμένο Φλεβάρη. Την ίδια ερώτηση της είχε κάνει στη δεξίωση και είχε πάρει την ίδια απάντηση. Και την επόμενη μέρα είχαν ερωτευτεί τρελά. Έρωτας με την πρώτη ματιά. 579 «Νομίζω ότι το έχω ξαναδεί αυτό το έργο» του είπε βάζοντας τα γέλια και εκείνος γύρισε και της χαμογέλασε. Είχε κάνει την ίδια σκέψη. Τα ίδια λόγια είχαν αντηχήσει στο κεφάλι του.
«Τσως θα έπρεπε να πάμε στον Πύργο του Άιφελ, λοιπόν» άρχισε «και να προσποιηθούμε πως είναι η πρώτη μέρα του Σεπτέμβρη. Από την άλλη, όμως... μάλλον δεν πρέπει. Ο καινούργιος άντρας στη ζωή σου δεν θα χαρεί ιδιαίτερα αν το μάθει». Για ένα ατέλειωτο λεπτό η Τίμι έμεινε να κοιτάζει από το παράθυρο, προτού γυρίσει να τον κοιτάξει. Ήταν πολύ αργά για να παίζει παιχνίδια μαζί του. Δεν το είχε κάνει παρά μόνο στο τέλος και είχε μετανιώσει γι’ αυτό. «Δεν υπάρχει καινούργιος άντρας στη ζωή μου, Ζαν-Σαρλ. Ποτέ δεν υπήρξε. Μονάχα εσύ». Και αυτή ήταν η αλήθεια. Φάνηκε να σαστίζει. «Τότε γιατί το είπες; Απλώς για να με πληγώσεις;» Δεν ήταν του χαρακτήρα της τέτοια βαναυσότητα, αλλά μ’ αυτό τον τρόπο είχε φερθεί στο τέλος. "Ισως πίστευε πως ο Ζαν-Σαρλ το άξιζε, αν και εκείνος δεν συμφωνούσε. Μπορεί να της είχε φερθεί ανόητα, αλλά ποτέ απάνθρωπα. «Είχα τους δικούς μου, περίπλοκους λόγους. Είναι λίγο δύσκολο να σου το εξηγήσω. Ήθελα να πιστεύεις πως σε είχα προδώσει» απάντησε η Τίμι με έναν στεναγμό. "Εμοιαζαν τόσο τρελά όλα, τώρα που προσπαθούσε να του τα εξηγήσει. «Μα για ποιον λόγο ήθελες να πιστέψω πως με είχες
580 προδώσει;» ρώτησε ο Ζαν-Σαρλ εμβρόντητος, όταν σταμάτησαν σε ένα φανάρι. Τα λόγια της δεν έβγαζαν νόημα. Είχαν αγαπηθεί και είχαν μείνει πιστοί ο ένας στον άλλον. Γιατί είχε πει ψέματα στο τέλος; «Επειδή εάν δεν γύριζες κοντά μου και έμενες με τη γυναίκα σου, όπως πίστευα πως θα έκανες, δεν ήθελα να ξέρεις ότι το μωρό είναι δικό σου». Την κοίταζε κατάπληκτος, σοκαρισμένος με αυτό που μόλις είχε ακούσει. «Ποιο μωρό;» Δεν είχε ιδέα για τι πράγμα τού μιλούσε. Με μια κίνηση όλο χάρη, η Τίμι τράβηξε πίσω τη ζακέτα της, αποκαλύπτοντας στον Ζαν-Σαρλ τι κρυβόταν εκεί. «Το μωρό μας» του είπε τρυφερά. «Αυτό που σου έκρυψα επειδή δεν ήθελα να σε πιέσω. Ήθελα να γυρίσεις σ’ εμένα μονάχα επειδή θα με αγαπούσες, όχι επειδή θα ένιωθες υποχρεωμένος να το κάνεις, ή επειδή θα με λυπόσουν». Μιλούσε και δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. «Είσαι τρελή... ω, Θεέ μου... ήσουν έγκυος όλον αυτό τον καιρό και δεν μου είπες τίποτα; Ο, Θεέ μου... Τίμι...» Άπλωσε το χέρι του, άγγιξε την κοιλιά της και ένιωσε το μωρό τους να σαλεύει. Δάκρυα άρχισαν να κυλάνε και από τα δικά του
μάτια. «Πώς μπόρεσες να κάνεις κάτι τόσο τρελό και να μη μου το πεις... Σ’ αγαπώ. .. Ποτέ δεν θα ένιωθα οίκτο για σένα... Πόσο γενναίο, πόσο τρελό κορίτσι είσαι» είπε και την έκλεισε στην αγκαλιά του φιλώντας τη μέσα στον θόρυβο από τις κόρ-νες, τις φωνές των οδηγών και το κυκλοφοριακό χάος γύρω τους. Και την κοίταξε με περισσότερη αγάπη από 581 όση είχε ονειρευτεί ποτέ της. «Σ’ αγαπώ. Σε ποιον μήνα βρίσκεσαι;» «Είμαι εξίμισι μηνών». «Δεν μπορώ να το πιστέψω πως μου το έκρυψες» ρίπε αρνούμενος να το πιστέψει και προχώρησαν ξανά, προς ανακούφιση όλων. «Είχα σκοπό να το κάνω, αλλά μόλις το έμαθα, η γυναίκα σου αρρώστησε. Δεν μου φαινόταν σωστό να αρχίσω κι εγώ να σε τραβάω από την άλλη μεριά. Θα σου το έλεγα τον Σεπτέμβρη, στον Πύργο του Άιφελ... αλλά ακύρωσες το ραντεβού μας και κόλλησες για έναν μήνα στην Ιταλία με τη Ζουλιάν... και μετά...» «Τίμι, σε παρακαλώ... συγχώρησέ με, δεν είχα ιδέα... Ήθελα να κάνω το σωστό για όλους και τελικά δεν έκανα το σωστό για σένα. Θα μπορέσεις να με συγχωρήσεις;»
«Δεν χρειάζεται» του είπε απλά. «Σ’ αγαπώ. Ήταν ανοησία μου που δεν σου το είπα. Δεν ήθελα να μείνεις από υποχρέωση και καθήκον, ούτε να σε χειραγωγήσω. Έκανες πάντα το σωστό για όλους. Σε ήθελα δίπλα μου μόνο αν με αγαπούσες, όχι επειδή θα πίστευες πως αυτό ήταν το σωστό». «Σ’ αγαπώ» της είπε σιγανά, ενώ διέσχιζαν τη λεωφόρο Μοντέν. «Σ’ αγαπώ. Τώρα τι κάνουμε; Πότε περιμένουμε το μωρό;» Δυσκολευόταν να σκεφτεί. Ήταν πολλά όλα αυτά για να τα απορροφήσει μονομιάς. Τον αγαπούσε. Πάντα τον αγαπούσε. Δεν τον είχε προδώσει. Δεν υπήρχε άλλος. Ποτέ δεν είχε υπάρξει. Του ήταν πιστή όλον αυτό τον καιρό. Θα γεννούσε το μωρό τους. Και 582 τον αγαπούσε ακόμη. Δεν είχε πάψει να τον αγαπάει, ακριβώς όπως δεν είχε πάψει κι εκείνος. Ήταν συντετριμμένος από τη μέρα που η Τίμι είχε δώσει τέλος στη σχέση τους. Και τότε σκέφτηκε κάτι ακόμα. «Είσαι σίγουρη πως το μωρό είναι καλά μετά την πτώση σου; Ίσως πρέπει να γυρίσουμε στο νοσοκομείο και να κάνουμε εξετάσεις». Ακουγόταν πολύ ανήσυχος. «Το περιμένουμε τον Γενάρη και θα είναι μια χαρά. Την τελευταία μισή ώρα κλοτσάει σαν τρελό».
«Θέλω να ξαπλώσεις αμέσως ξενοδοχείο» της είπε αυστηρά.
μόλις
φτάσουμε στο
«Μάλιστα, γιατρέ» απάντησε η Τίμι χαμογελώντας. «Με κοροϊδεύετε, μαντάμ Ο’Νιλ;» της είπε αντιγυρί-ζοντας το χαμόγελο. Του είχε λείψει το χιούμορ της, το πρόσωπό της, η αγκαλιά της, τα φιλιά της, του είχε λείψει η φωνή της, μα πάνω απ’ όλα η αγάπη της. «Ναι, γιατρέ, πράγματι» παραδέχτηκε η Τίμι χαμογελώντας πλατιά, καθώς έφταναν στο Πλάζα Ατενέ. «Θα θέλατε να ανεβείτε στο δωμάτιο για ένα ποτήρι σαμπάνια;» Ο ΖανΣαρλ την κοίταξε και της χαμογέλασε. «Και μετά, Τίμι; Τι κάνουμε τώρα;» «Τι θα πρότεινες; Δεν ξέρω αν μπορώ να διευθύνω την εταιρεία μου αποδώ, αλλά μπορώ να προσπαθήσω». Δεν θα του ζητούσε ποτέ να εγκαταλείψει το ιατρείο του και να μετακομίσει στην Καλιφόρνια, εφόσον εκεί θα του ήταν αδύνατο να ασκήσει την ιατρική. Αν ήταν να μετακομίσει κάποιος, έπρεπε να είναι εκείνη. «Και μετά;» τη ρώτησε με ένα πλατύ χαμόγελο. 583
«Τι μου ζητάς;» απόρησε η Τίμι με συνεσταλμένο ύφος. Τα όνειρά τους είχαν ξαναζωντανέψει. Πίστευε ότι τον είχε χάσει οριστικά. Και αντί γι’ αυτό, τον κοιτούσε με μάτια γεμάτα αγάπη. Είχε γυρίσει κοντά της χάρη στον σπασμένο της αστράγαλο και το τηλεφώνημα του Ντέιβιντ. Του ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Ο Ζαν-Σαρλ έσκυψε και τη φίλησε. Ήταν το φιλί που θυμόταν και λαχταρούσε όλους αυτούς τους ατέλειωτους, οδυνηρούς μήνες. «Σου ζητάω να με παντρευτείς» της είπε τρυφερά. Ποτέ πριν δεν της το είχε ζητήσει. «Επειδή με λυπάσαι;» ψιθύρισε η Τίμι. «Ή λόγω του μωρού;» Το πρόσωπό της απείχε λίγα εκατοστά από το δικό του, καθώς τον κοιτούσε διαπεραστικά. «Όχι, ανόητο κορίτσι, επειδή σ’ αγαπώ. Πάντα σε αγαπούσα. Συγγνώμη που μου πήρε τόσο καιρό να σου το πω». «Τότε δέχομαι» είπε η Τίμι και τον φίλησε αυτή τη φορά. Και ύστερα ανακάθισε στο κάθισμά της και τον κοίταξε με ένα τεράστιο, ευτυχισμένο χαμόγελο. «Αυτό σημαίνει, φαντάζομαι, πως δεν θα γυρίσω ξανά στο ορφανοτροφείο». Η ορφάνια είχε τελειώσει για πάντα. Ήταν σίγουρη τώρα. «Πολύ σωστά» της απάντησε και βγήκε από το αυτοκίνητο για να κάνει τον γύρο και να έρθει από την πλευρά της. «Δεν
θα γυρίσεις ποτέ σ’ εκείνο το μέρος. Θα έρθεις στο σπίτι μαζί μου, Τίμι. Για πάντα» της είπε και έσκυψε να τη σηκώσει με αγάπη στην αγκαλιά του και να τη μεταφέρει στη ρεσεψιόν του Πλάζα Ατενέ, εκεί όπου είχαν αρχίσει όλα. Διαβάστε απόσπασμα από το επόμενο βιβλίο της Danielle Steel Μέχρι το τέλος του κόσμου (μετάφραση: Μαρία-Ρόζα Τράίκόγλου). ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΟ ΦΘΙΝΟπΩΡΟΤΟΥ 2Ο14 ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΕΙΧΕ ΚΑΤΑΠΙΑΣΤΕΙ με τη διατριβή του, όταν του τηλεφώνησε ο αδερφός του, ο Τομ, και τον προσκάλεσε για φαγητό την επομένη. Ο Μπιλ σπανίως απολάμβανε την επαφή με την οικογένειά του, αλλά δεν ήθελε να αποξενωθεί ακόμα περισσότερο, γι’ αυτό και προσπαθούσε να τους βλέπει όποτε του δινόταν η ευκαιρία. Συνήθως ο Τομ ήταν πιο λογικός από τον Πίτερ ή από τον πατέρα του, κι ας μην παρίστανε πως κατανοούσε τις επιλογές του μικρότερου αδερφού του - σίγουρα όχι την επιλογή συζύγου που είχε κάνει μήτε και την απόφασή του να γίνει ιερέας. Κατά την άποψή του ήταν μια τρομερή σπατάλη, ένα λαμπερό δικηγορικό πνεύμα που είχε πάει στράφι, μαζί με μια εξαιρετική νομική μόρφωση και πλήθος κοινωνικών διασυνδέσεων. Και τον είχαν ανάγκη στην εταιρεία. Για τον Τομ, η ριζοσπαστική ρήξη του Μπιλ με την οικογένεια ήταν κάτι το ακατανόητο.
Την επόμενη μέρα, σε μια προσπάθεια να κρατήσουν ανοιχτούς τους δίαυλους της επικοινωνίας, ο Τομ με τον Μπιλ συναντήθηκαν για φαγητό στο 21. Ήταν γνώριμο ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 587 περιβάλλον και στους δυο, ένα εστιατόριο που τους άρεσε και απολάμβαναν από την εποχή που ήταν έφηβοι. «Λοιπόν, τι σκαρώνεις αυτό τον καιρό;» ρώτησε ο Τομ εγκάρδια, αφού παρήγγειλαν από ένα ποτήρι κρασί. Τα δυο αδέρφια είχαν δέκα χρόνια διαφορά. Ο Τομ είχε μόλις κλείσει τα σαράντα τέσσερα και ο Μπιλ σάστιζε κάθε φορά που συνειδητοποιούσε ότι ο αδερφός του ήταν πλέον μεσόκοπος, όπως και ότι και ο Πίτερ θα πατούσε τα σαράντα σε λίγους μήνες. Και καθένα από τα αδέρφια του είχε και από δύο παιδιά, εκτός από τον ίδιο και την Τζένι. Οι ζωές τους και οι προτεραιότητές τους έμοιαζαν πολύ διαφορετικές. Και ο Μπιλ ξαφνιαζόταν ακόμα περισσότερο όταν σκεφτόταν ότι ο μικρότερος γιος του Τομ πήγαινε στο λύκειο, ενώ ο μεγαλύτερος μόλις είχε ξεκινήσει το κολέγιο. Ο Μπιλ έλεγε στην Τζένι πως τον έκαναν να νιώθει γέρος, και ας ήταν μονάχα τριάντα τεσσάρων. Τουλάχιστον τα παιδιά του Πίτερ ήταν πολύ πιο μικρά.
«Προχωράω τη διατριβή μου» απάντησε ο Μπιλ στην ερώτηση του αδερφού του. «Δεν λέει να τελειώσει». «Βρήκες δουλειά ή ακόμη;» ρώτησε ανέμελα ο Τομ και ο Μπιλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Οι λίστες αναμονής για τις εκκλησίες στην πόλη φτάνουν τα δυο χιλιόμετρα, και τα προάστια δεν πάνε πίσω. Και δεν μπορούμε να απομακρυνθούμε πολύ από το κέντρο. Δεν μπορώ να το κάνω αυτό στην Τζένι. Έχει πάρα πολλή δουλειά». Ο Τομ έγνεψε καταφατικά. Ήξερε πως η Τζένι ήταν ένα από τα γνωστά ονόματα στον κό588 σμο της μόδας, παρόλο που δεν είχε ιδέα ποια ακριβώς ήταν η δουλειά της. Ήξερε πως είχε δική της επιχείρηση, αλλά πάντα του έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι ασήμαντο, και, όπως και να ’χε, δεν ήταν μια δουλειά που τον ενδιέφερε. «Εσείς οι δυο σκέφτεστε ποτέ να αποκτήσετε παιδιά, ή δεν είναι κάτι που περιλαμβάνεται στο πλάνο;» ρώτησε ο Τομ για πρώτη φορά. Δεν είχε ιδέα πως οι προσπάθειες για να μείνει έγκυος η Τζένι είχαν αρχίσει εδώ και δύο χρόνια, και ο Μπιλ δεν του το είπε. Η Τζένι ήταν αποκαρδιωμένη, αλλά η δουλειά της ήταν απαιτητική και την ανάγκαζε να κινείται διαρκώς. Ο Μπιλ ήταν σίγουρος πως θα συνέβαινε όταν
ερχόταν η κατάλληλη στιγμή. "Ισως στις διακοπές, που δεν είχαν κάνει εδώ και έναν χρόνο. «Το συζητάμε» απάντησε ήρεμα ο Μπιλ, μη θέλοντας να μοιραστεί τις ανησυχίες του με τον αδερφό του. Οτιδήποτε και αν τους είχε εκμυστηρευτεί ποτέ το είχαν χρησιμοποιήσει εναντίον του αργότερα. Και αυτό το ζήτημα ήταν πολύ ευαίσθητο για να το συζητήσει με οποιονδήποτε εκτός από την Τζένι. Θα ένιωθε σαν να την πρόδιδε, αν εμπιστευόταν τις αγωνίες τους στον Τομ. «Δεν υπάρχει βιασύνη» πρόσθεσε αόριστα. «Πάντως νεότεροι δεν πρόκειται να γίνετε» σχολίασε απότομα ο Τομ. «Φαντάζομαι πως η καριέρα της σημαίνει περισσότερα για εκείνη από ένα μωρό» πρόσθεσε με αγένεια. Οι δικοί του μπορεί να μην τη γνώριζαν καν, αλλά δεν έδειχναν ούτε ίχνος επιείκειας. "Ηταν όλοι τους ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ υπερβολικά πρόθυμοι να πιστέψουν πως ήταν κακός άνθρωπος, μόνο και μόνο επειδή είχε την ατυχία να γεννηθεί σε μια κοινωνική τάξη λιγότερο προνομιούχα από τη δική τους. «Είμαι βέβαιος πως θα γίνει θαυμάσια μητέρα» είπε ο Μπιλ για να αποκαταστήσει το δίκαιο. «Κι εγώ πρέπει να βρω μια
εκκλησία προτού αρχίσουμε να κάνουμε παιδιά. Είναι θέμα προτεραιοτήτων». Έδειχνε να μην τον απασχολεί το θέμα. Ο Τομ δίστασε για μια στιγμή και ύστερα μπήκε κατευθείαν στο ψητό: «Τι θα έλεγες να γυρίσεις στην εταιρεία; Υπάρχει έτοιμη δουλειά που απλώς κάθεται και σε περιμένει. Δεν είναι ανάγκη να ξεθεώνεσαι προσπαθώντας να βρεις εκκλησία. Μπορείς να προσφέρεις εθελοντικό έργο τα Σαββατοκύριακα». Εξακολουθούσαν να θεωρούν την αφοσίωσή του στο ιερατικό λειτούργημα εκκεντρικό χόμπι, όχι επάγγελμα. Ο Μπιλ είχε παραιτηθεί από καιρό από κάθε απόπειρα να τους εξηγήσει πόσο πολλά σή-μαινε για εκείνον. «Ο μπαμπάς γερνάει. Μία εκ των ημερών θα αποσυρθεί και πιστεύω ότι θα είναι μεγάλη παρηγοριά να ξέρει πως ο άσωτος υιός επέστρεψε. Ξέρω πόσο σημαντική είναι για σένα η δωρεάν εργασία για το κοινό καλό. "Ισως μπορέσουμε να κάνουμε κάποια διευθέτηση. Θα μπορούσες να είσαι ισότιμος συνεργάτης και να έχεις μικρότερο μερίδιο από τα κέρδη, αν δεν θέλεις να αναλαμβάνεις πελάτες επί πληρωμή». "Ηταν ένα ζήτημα που είχαν συζητήσει ξανά στο παρελθόν. «Δεν είναι θέμα χρημάτων» εξήγησε ήρεμα ο Μπιλ. 590 «Απλώς πιστεύω ακράδαντα ότι ο καθένας μας έχει ένα πεπρωμένο να ακολουθήσει. Το δικό μου είναι αυτό. Άργησα
να το ανακαλύψω, ξέρω όμως ότι βρίσκομαι στο σωστό μονοπάτι, με τη σωστή γυναίκα. Ο γάμος μου με την Τζένι δεν ήταν τυχαίος. Ήταν της μοίρας να γίνει. Ακριβώς όπως ο δικός σου γάμος με τηνΤζούλι». Ο Τομ δεν σχολίασε, απλώς έγνεψε καταφατικά, όμως ο Μπιλ πρόλαβε να δει την προβληματισμένη έκφραση στα μάτια του αδερφού του. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο βέβαιος;» ρώτησε ο Τομ, σοβαρός ξαφνικά. Ο Μπιλ έμοιαζε τόσο σίγουρος για τις επιλογές του, και ο Τομ δεν είχε καταλήξει ακόμη αν ο αδερφός του είχε μια δόση τρέλας μέσα του ή αν ήταν λογικότερος από όλους τους. Γεγονός ήταν πάντως πως έδειχνε απόλυτα ήρεμος. «Όλα αυτά θα σου ακουστούν ανόητα, είμαι σίγουρος, αλλά προσεύχομαι πολύ. Προσπαθώ να ακούω. Και ξέρω πάντα, βαθιά μέσα μου, αν αυτό που κάνω είναι το σωστό. Ή αν είναι πολύ λάθος. Την εποχή που δούλευα στη δικηγορική εταιρεία ήμουν δυστυχισμένος. Ήξερα πως δεν ήταν το σωστό για μένα. Σιχαινόμουν να πηγαίνω στη δουλειά κάθε μέρα, ένιωθα σαν να έκανα κάτι εντελώς ασύμβατο με τον χαρακτήρα μου. Με το που άρχισα την ιερατική σχολή, ήμουν σίγουρος πως βρισκόμουν στον σωστό δρόμο. Το ήξερα από το πρώτο μάθημα θεολογίας. Ήταν σαν μαγνήτης. Τα πάντα ταίριαζαν. Όπως όταν γνώρισα την Τζένι. Ήμουν βέβαιος από την πρώτη στιγμή που τη συνάντησα. Ήξερα πως ήταν γραφτό να είμα-
ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 591 στε μαζί». Το είπε με τέτοια βεβαιότητα, που ο Τομ έμεινε για ένα ατέλειωτο λεπτό να τον κοιτάζει προσπαθώντας να καταλάβει. «Δεν ένιωσες κι εσΰ έτσι για την Τζούλι; Ήσασταν τόσο ερωτευμένοι οι δυο σας» ρώτησε με σοβαρότητα. «Δεν είμαι σίγουρος πως ένιωσα ποτέ ότι ήταν “γραφτό” να μείνουμε μαζί» απάντησε με ειλικρίνεια ο Τομ. «Απλώς ήταν η ομορφότερη απόφοιτη εκείνης της χρονιάς και σίγουρα η ομορφότερη από όσες είχαν βγει μαζί μου, και διασκεδάζαμε πολύ μαζί. Ήμασταν και οι δύο νέοι. Μετά από μια εικοσαετία, τα πάντα είναι διαφορετικά. Χρειάζεσαι κάτι περισσότερο από μια όμορφη γυναίκα. Και οι άνθρωποι αλλάζουν μεγαλώνοντας. Κανείς απ’ τους δυο μας δεν ήξερε ποιοι ήμασταν τότε». Ο Τομ είχε παντρευτεί νέος, πέντε χρόνια μικρότερος από την ηλικία που είχε ο Μπιλ όταν παντρεύτηκε την Τζένι, και σίγουρα όχι τόσο ώριμος. Ο Μπιλ δεν ήταν σίγουρος τι ακριβώς εννοούσε ο αδερφός του με τα όσα είχε πει, και δεν ήθελε να φανεί αδιάκριτος. Ο Τομ δεν έδειχνε ευτυχισμένος. Τόσο εκείνος όσο και ο Πίτερ ήταν παντρεμένοι πολύ καιρό, με γυναίκες που ο Μπιλ δεν θα ήθελε να είχε παντρευτεί ο ίδιος, παρόλο που εκείνοι έμοιαζαν ευχαριστημένοι. Η Τζούλι και η Τζορτζίνα ήταν σαν όλες τις κοπέλες που είχαν γνωρίσει μεγαλώνοντας, όμως
οι γόμοι τους είχαν αντέξει και ο Μπιλ ανέκαθεν πίστευε πως ήταν ευτυχισμένες και είχαν ευγενικά παιδιά. Η Τζένι ήταν πολύ διαφορετική. Ήταν πιο βαθυστόχαστη, πιο δυνατή, κυρία του εαυτού της και απολάμβανε τη 592 ζωή που μοιράζονταν μαζί. Και τα πάντα στη σχέση τους διέπονταν από ειλικρίνεια. «Ό,τι ταιριάζει στον καθένα» ήταν η λογική απάντηση του Μπιλ. «Η Τζένι κι εγώ είμαστε ευτυχισμένοι. Ελπίζω να είστε κι εσείς. Κανένας από την οικογένεια δεν της έδωσε μια ευκαιρία και, πίστεψέ με, η Τζένι θα την άξιζε και με το παραπάνω. Είναι υπέροχος άνθρωπος. Αλλά τα πήγαμε καλά, όπως και να ’χε». Ο Τομ δεν έκανε κανένα σχόλιο. Κατά εποχές ένιωθε τύψεις γι’ αυτό, αλλά όχι τόσες ώστε να κάνει την προσπάθεια να γνωρίσει την Τζένι. Και ο Πίτερ δεν έκανε απολύτως καμία προσπάθεια. Ήταν ακόμη εξοργισμένος με την επιλογή του Μπιλ, όπως και οι γονείς τους. Θα έλεγε κανείς ότι το θεωρούσαν προσωπική προσβολή. Ο Τομ ήταν ο λογικότερος από όλους. Απλώς αγνοούσε την Τζένι όποτε τύχαινε να τη δει και απευθυνόταν αποκλειστικά στον Μπιλ. Αν μη τι άλλο όμως, δεν ήταν φανερά αγενής μαζί της, όπως ο Πίτερ και οι γονείς τους.
wWw.Gre
fo
«Έχω καμία πιθανότητα να σε πείσω να γυρίσεις στην εταιρεία;» ρώτησε κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια, ενώ την ίδια στιγμή συνειδητοποιούσε πως οι πιθανότητες να γίνει κάτι τέτοιο ήταν μηδενικές. Ο μικρότερος αδερφός κούνησε το κεφάλι. «Μπορεί να πάρει λίγο καιρό, αλλά θέλω να βρω μια εκκλησία. Είχα μια προσφορά από το Κεντάκι, αλλά την απέρριψα. Όλο και κάτι θα προκύψει. Η Τζένι μού λέει συνέχεια να κάνω υπομονή». «Ειδοποίησέ μας αν αλλάξεις γνώμη» είπε ο Τομ και ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 593 άπλωσε το χέρι του για τον λογαριασμό. Στο κάτω κάτω, εκείνος είχε προσκαλέσει τον Μπιλ. Ήξερε όμως πως ο αδερφός του πλέον δεν θα άλλαζε γνώμη. Ο Μπιλ ανυπομονούσε να βρει μια εκκλησία για να ασκήσει τα καθήκοντα του ιερέα, όχι τη δικηγορία. «Όσο πιθανό είναι να ακολουθήσεις εσύ την ιεροσύνη, άλλο τόσο πιθανό είναι να ξαναγίνω εγώ δικηγόρος» είπε ο Μπιλ γελώντας, καθώς έβγαιναν από το εστιατόριο. «Ευχαριστώ για το γεύμα». Χαμογέλασε στον αδερφό του και σταμάτησε ένα ταξί. Ο Τομ γύρισε στο γραφείο του, έχοντας στο μυαλό
του τα λόγια του Μπιλ. Έδειχνε τόσο σίγουρος για τα πάντα. Τον ζήλευε γι’ αυτό. Όταν έφτασε στο γραφείο, ο Πίτερ τον ρώτησε τι έκανε ο Μπιλ. «Μια χαρά είναι. Δείχνει ευτυχισμένος από τη ζωή του και σίγουρος γι’ αυτό που κάνει. Ισως πιο ευτυχισμένος από εμάς τους δυο. Ποιος ξέρει; Ισως να είναι πράγματι αυτός ο προορισμός του. Για ένα πράγμα μπορώ να σε διαβεβαιώσω πάντως: Δεν πρόκειται να γυρίσει στην εταιρεία». «Πάντα τα είχε λίγο χαμένα» είπε ο Πίτερ με τόνο περιφρόνησης και αυταρέσκειας. «Δεν νομίζω» απάντησε με ειλικρίνεια ο Τομ, δείχνοντας μεγαλύτερο σεβασμό στον Μπιλ από όσον είχε δείξει ποτέ ο Πίτερ. «Κάνει αυτό που θέλει και αυτό που πιστεύει, και είναι τρελός και παλαβός για τη γυναίκα του. Πού το βλέπεις λοιπόν ότι τα έχει χαμένα;» «Δηλαδή εσύ το θεωρείς λογικό να αρνηθείς την ιστορία και την παράδοση, να παρατήσεις μια καριέρα στην 594 πιο ονομαστή δικηγορική εταιρεία της Νέας Υόρκης και να παντρευτείς μια κοπέλα από το πουθενά; Τι είναι όλα αυτά; Καμιά εφηβική επανάσταση; Πρέπει να ωριμάσει και γρήγορα μάλιστα» είπε πικρόχολα ο Πίτερ.
«Εγώ πάλι θεωρώ πως μια χαρά ώριμος είναι. Απλώς δεν θέλει τα ίδια πράγματα που θέλουμε εμείς. Ποτέ δεν τα ήθελε. Ποτέ δεν βγήκε με το είδος των γυναικών που άρεσαν σ’ εμάς και νομίζω πως σιχαινόταν κάθε ώρα και στιγμή όταν δούλευε για την εταιρεία. Θέλει να βγει και να βοηθήσει τους ανθρώπους. "Ισως και να μην είναι τόσο λάθος τελικά». Ο Τομ προσπαθούσε να είναι δίκαιος. Ο Πίτερ ωστόσο δεν ήταν διατεθειμένος να ακούσει τίποτε από αυτά. Θεωρούσε την απόφαση του Μπιλ να ακολουθήσει διαφορετικό μονοπάτι παιδιάστικη και ο πατέρας του είχε την ίδια γνώμη. Όσο για τη μητέρα τους, εκείνη ανησυχούσε περισσότερο για την Τζένι παρά για την εταιρεία. Κανείς τους δεν τον ενέκρινε, ούτε τις επιλογές που είχε κάνει. «Όλα αυτά είναι πολύ ωραία αν έχεις σκοπό να κα-ταταγείς στο Ειρηνευτικό Σώμα στα είκοσι σου. Είναι τριάντα τεσσάρων χρονών και θέλει να κάνει τον πρόσκοπο». Ο Τομ είχε σοκαριστεί με τα λόγια του Πίτερ. Μετά από αυτά που είχε ακούσει στη διάρκεια του φαγητού, αυτού του είδους τα σχόλια έμοιαζαν αταίριαστα. Στο κάτω κάτω, ο Μπιλ ακολουθούσε την εκκλησία, όχι τους προσκόπους. «Δεν είμαι σίγουρος πως οι περισσότεροι ιερείς θεωρούν τους εαυτούς τους προσκόπους. Υπάρχει χώρος και
ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 595 για τα δύο στρατόπεδα σ’ αυτό τον κόσμο» του τόνισε ο Τομ. «Γι’ αυτό που κάνουμε εμείς και γι’ αυτό που κάνει εκείνος. Ο Μπιλ θέλει να βοηθήσει τους απελπισμένους. Εμείς απλώς διαχειριζόμαστε τα φορολογικά τους». Στα μάτια του, η επιλογή του Μπιλ φάνταζε πιο ευγενική. «Για προσπάθησε να το πεις αυτό στον μπαμπά. Ο Μπιλ τον πλήγωσε αφάνταστα όταν έφυγε από την εταιρεία. Και τη μαμά το ίδιο, όταν παντρεύτηκε την Τζένι. Πόσο λογικό σού φαίνεται αυτό; Ποτέ μου δεν αναρωτήθηκα αν έπρεπε να ακολουθήσω τα χνάρια του πατέρα μας, ούτε κι εσύ. Τι είναι αυτό που κάνει τον Μπιλ τόσο ξεχωριστό;» «Ισως θα ’πρεπε να το έχουμε κάνει. Ισως να έχει περισσότερα κότσια κι από τους δυο μας μαζί» μονολόγησε συλλογισμένος ο Τομ. Το γαλήνιο βλέμμα του Μπιλ στο γεύμα τον είχε εντυπωσιάσει και πολύ θα ήθελε να το είχε κι εκείνος. «Α, για όνομα του Θεού» είπε ο Πίτερ κουνώντας το κεφάλι. «Όχι κι εσύ! Ζούμε μια θαυμάσια ζωή, είμαστε συνέταιροι στην καλύτερη δικηγορική εταιρεία της Νέας Υόρκης, έχουμε την ασφάλεια μιας μόνιμης δουλειάς μέχρι τα βαθιά
γεράματα. Τι περισσότερο θέλεις;» Ήταν ένα μεγάλο ερώτημα και ο Τομ δεν έδωσε απάντηση, ωστόσο συνέχισε να το σκέφτεται και αφού γύρισε στο γραφείο του. Ο Πίτερ έμοιαζε περισσότερο από όλα τα αδέρφια στον πατέρα τους. Αυταρχικός, εξουσιαστικός, παραδοσιακός, περίμενε πως οι γιοι του θα έβγαιναν ίδιοι με εκείνον και θα ακολουθούσαν τα χνάρια του. Ο Πίτερ το είχε κάνει χωρίς να το σκεφτεί στιγμή. Και ο Τομ το ίδιο, μέχρι τώρα, μόνο που είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν στη ζωή υπήρχε κάτι περισσότερο πέρα από τον σεβασμό στην παράδοση. Και ο Μπιλ είχε αντιδράσει και είχε αρνηθεί να κάνει οτιδήποτε από όλα αυτά, και από όσα ήταν σε θέση να δει ο Τομ, ο μικρότερος αδερφός τους ήταν πολύ πιο ευτυχισμένος και πολύ πιο γαλήνιος. Τον θαύμαζε γι’ αυτό. Ο Τομ είχε αρχίσει να θέτει ερωτήματα στον εαυτό του και τον τελευταίο καιρό δεν είχε καμία απάντηση. Η ζωή του ήταν το σύνολο των μερών που την αποτελούσαν, και ορισμένα από αυτά, δυστυχώς, υπολείπονταν. Ο Μπιλ έδειχνε να τα έχει όλα. Έναν προορισμό για τον οποίο ήταν βέβαιος και την Τζένι, που τον έκανε ευτυχισμένο και έμοιαζε να είναι καλή κοπέλα — όχι, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό, ήταν ένας καλός άνθρωπος, όπως και ο Μπιλ. Όταν ο Μπιλ γύρισε από το γεύμα, έριξε μια ματιά στην αλληλογραφία του και βρήκε κάμποσες απαντήσεις από εκκλησίες στις οποίες είχε γράψει. Τρεις τον είχαν απορ-
ρίψει, μία τέταρτη έγραφε πως είχαν βάλει το όνομά του σε λίστα αναμονής. Ο Μπιλ διάβασε την τελευταία επιστολή αρκετές φορές. Την είχε λάβει υστέρα από τις επιστολές που είχε διανείμει η υπηρεσία εύρεσης εργασίας για ιερείς. Δεν ήταν από τις εκκλησίες στις οποίες είχε επιδιώξει να εργαστεί, δεν ήταν από εκείνες που θα εξέταζε καν. Διάβασε το γράμμα μια τελευταία φορά, το ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ 597 δίπλωσε και το έβαλε ξανά στον φάκελο. Και υστέρα το έχωσε σε ένα συρτάρι του γραφείου του και κάθισε να συνεχίσει τη διατριβή του. Είχε χαρεί που είχε δει τον Τομ, περισσότερο από όσο συνήθως. Περίμενε ότι θα προσπαθούσε να τον πείσει να επιστρέψει στην εταιρεία, όμως εκείνος είχε παραιτηθεί γρηγορότερα από ό,τι συνήθως, κι έτσι η συζήτηση δεν είχε μετατραπεί σε λογομαχία. Δεν είχε ιδέα για ποιον λόγο, αλλά όπως σκεφτόταν τον μεγαλύτερο αδερφό του, ένιωσε συμπόνια γι’ αυτόν. Είχε ακολουθήσει την πεπα-τημένη, κάτι που είχαν κάνει και τα δύο αδέρφια του. Κι όμως, κάτι επάνω στον Τομ απέπνεε τώρα μια αίσθηση ήττας. Είχε πουλήσει την ψυχή του για να γίνει αυτό που περίμενε ο πατέρας τους, όπως και ο Πίτερ. Ο Μπιλ χαιρόταν που δεν είχε μείνει. Οι
ζωές τους του φαίνονταν απελπιστικά άδειες. Ο Μπιλ μίλησε στην Τζένι για το γεύμα με τον Τομ το ίδιο βράδυ, όταν γύρισε στο σπίτι κουρασμένη ύστερα από μια ατέλειωτη μέρα. «Σου ζήτησε να γυρίσεις οτην εταιρεία;» τον ρώτησε, ενώ χαλάρωνε στον καναπέ και ο Μπιλ τής έφερνε ένα ποτήρι κρασί. Της άρεσε να γυρίζει στο σπίτι, κοντά του, και να του μιλάει για την ημέρα της. Κι εκείνος χαιρόταν που την έβλεπε ύστερα από ώρες μελέτης και δουλειάς με τη διατριβή του, που πήγαινε καλά. «Εννοείται» είπε ο Μπιλ και της χαμογέλασε. «Μετά από πέντε χρόνια, μου κάνει εντύπωση που ενδιαφέρο-νται ακόμη. Θα έπρεπε να νιώθω κολακευμένος». Δεν ένιωθε έτσι όμως. Το μόνο που ήθελαν ήταν να τον δαμάσουν και να τον αναγκάσουν να γίνει σαν αυτούς. «Νιώθουν να απειλούνται που πέταξες από τη φωλιά. Τους κάνεις να αμφισβητούν τις ζωές τους» σχολίασε σοφά η Τζένι. «Δεν θα σταματήσουν ποτέ τις προσπάθειες για να γυρίσεις. Ούτε θα πάψουν να μιλάνε για μένα. Το γεγονός πως είμαστε διαφορετικοί τούς τρομάζει. Κι ακόμα περισσότερο επειδή είμαστε ευτυχισμένοι». Ο Μπιλ δεν της είπε πως ο Τομ είχε θίξει το ζήτημα των παιδιών. Ήξερε πως
ήταν ένα θέμα που την τάραζε. Κάθε μήνα ήλπιζε πως είχε μείνει έγκυος και κάθε φορά γνώριζε μια νέα απογοήτευση. Είχαν συμφωνήσει να επισκεφτούν έναν ειδικό σε θέματα υπογονιμότητας αν δεν συνέβαινε κάτι μέσα στους επόμενους μήνες. Ένα μωρό ήταν το μόνο που έλειπε από τη ζωή τους αυτή τη στιγμή. Όμως ο Μπιλ πίστευε ότι και αυτό ήταν γραφτό και θα συνέβαινε τη στιγμή που δεν θα το περίμεναν καθόλου. Ήταν πολύ νωρίς για να τους καταλάβει πανικός, όμως ύστερα από δύο χρόνια ανεπιτυχών προσπαθειών, είχαν αρχίσει και οι δύο να ανησυχούν, έστω και αν δεν το παραδέχονταν ο ένας στον άλλον. Ίσως όταν έβρισκε μια εκκλησία, σκεφτόταν καμιά φορά. Κι ενώ έκανε αυτές τις σκέψεις, θυμήθηκε το γράμμα που είχε βάλει στο συρτάρι το απόγευμα. Ακόμα κάτι που δεν ανέφερε στην Τζένι. Δεν της κρατούσε μυστικά. Ήξερε όμως ότι δεν είχε νόημα να της το πει - το μόνο που ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ θα κατάφερνε θα ήταν να την αναστατώσει. Η εκκλησία θα ερχόταν, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, όπως θα ερχόταν και το μωρό. Απλώς έπρεπε να έχουν υπομονή. Η μοίρα θα τους έφερνε αυτό που είχαν ανάγκη, ακόμα μια φορά. Ο Μπιλ ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα όταν ξάπλωσαν, και ύστερα η
Τζένι αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του, ελπίζοντας, όπως πάντα, πως είχε μείνει έγκυος. Αν εξαιρούσες αυτό, όσον αφορούσε την ίδια -και ήξερε ότι ο Μπιλ συμφωνούσε μαζί της- είχαν τα πάντα.