ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΚΑΘΑΡΜΑ ΣΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΕΡΓΕΝΙΚΟ ΔΙΗΜΕΡΟ ΤΟΥ. ΜΙΑ ΜΕΛΛOΥΣΑ ΝΥΦΗ ΑΠΡΟΣΚΛΗΤΗ ΣΤΟ ΜΠΑΤΣΕΛΟΡ ΠΑΡΤΙ ΤΟΥ. ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΙΣ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΓΏΝΙΕΣ ΤΟΥ ΛΑΜΠΕΡΟΥ ΛΑΣ ΒΕΓΚΑΣ Οι φίλοι του Μπένετ τον ξεκολλάνε επιτέλους από την αγκαλιά της Χλόης για ένα Σαββατοκύριακο ακολασίας στο Λος Βέγκας αλλά από την πρώτη τους κιόλας στάση τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως ακριβώς τα είχαν σχεδιάσει Ο Μπένετ και ο Μαξ προσπαθούν να εκμεταλλευτούν και την παραμικρή ευκαιρία για να ξεγλιστρήσουν και να συναντηθούν στα
κρυφά με τις γυναίκες που αγαπούν -και το Σαββατοκύριακο της αντροπαρέας εκτροχιάζεται εντελώς. Όταν ο ορκισμένος εργένης Γουίλ Σάμερ αντίλαμβάνεται τι πραγματικά συμβαίνει, οι δυο φίλοι συνειδητοποιούν έστω και απρόθυμα, ότι είναι προτιμότερο να τον έχουν με το μέρος τους αν θέλουν να κερδίσουν λίγες ακόμα ευκαιρίες να αποδράσουν για περισσότερες σέξι συναντήσεις στο Λας Βέγκας. Η Χλόη Μιλς και ο Μπένετ Ράιαν από το Όμορφο Κάθαρμα επιστρέφουν για ένα τελευταίο καυτό και συγκλονιστικό διήμερο πριν ανέβουν τα σκαλιά της εκκλησίας! Το κακό είναι ότι... αυτά που
θα συμβούν στο Λας Βέγκας είναι πιθανό να τους κάνουν να μη θέλουν να φύγουν ποτέ από εκεί...
Όμορφη ΑΜΑΡΤΙΑ CHRISTINA LAUREN Τίτλος Πρωτοτύπου: Beautiful Bombshell Copyright © 2013 by Christina Hobbs
and Lauren Billings All Rights Reserved. Published by arrangement with the original publisher, GALLERY BOOKS, a Division of Simon & Schuster, Inc. Αποκλειστικότητα για την ελληνική γλώσσα: Copyright © 2015 Κεστός Κεντρική Διάθεση: Δομοκού 4 Αθήνα 104 4Ο Τηλ.: 21Ο 52.37.635 Fax: 21Ο 52.37.677 Απαγορεύεται η αναπαραγωγή οποιοσδήποτε τμήματος του βιβλίου με
οποιοδήποτε μέσο (φωτοτυπία, εκτύπωση, μικροφίλμ, ή άλλη μηχανική ή ηλεκτρονική μέθοδο) χωρίς την άδεια του εκδότη. Μετάφραση: Μυρτώ Σαρρή Επιμέλεια: Δημοσθένης Κερασίδης Εικόνες εξωφύλλου/οπισθοφύλλου: © Mayer George/Shutterstock, Mitchell Funk/Getty Images/Ideal Image ISBN: 978-618-515-800-2 Εκτύπωση: A. Χονδρορίζος & Σια O.E., 210-5126233,
[email protected] Γιa την υπέροχη καί αγαπημένη μας
Μάρθα (που νίκησε τον καρκίνο)
ΕΝΑ Μπένετ Ράιαν «Η πιο έξυπνη κίνηση που έκανα ποτέ ήταν το ότι ζήτησα απ’ τον Μαξ Στέλαρ να με βοηθήσει να οργανώσω το μπάτσελορ πάρτι σου.» Κοίταξα τον αδερφό μου, τον Χένρι. Τα λόγια του είχαν ακουστεί σχεδόν τραγουδιστά. Καθόταν αναπαυτικά στη δερμάτινη πολυθρόνα του, με ένα ποτήρι βότκα με τόνικ στο χέρι. Είχε επιστρέψει από μια μυστική «σύσκεψη»
σε κάποιο κρυφό δωμάτιο. Δεν είχα ξαναδεί άνθρωπο να χαμογελάει τόσο πλατιά μα και πονηρά. Όλη την ώρα που μιλούσε, δεν με κοίταζε. Παρακολουθούσε τρεις πανέμορφες κοπέλες να χορεύουν πάνω στη σκηνή και να κάνουν στριπτίζ με αργό, αισθησιακό ρυθμό. «Να το θυμηθώ την επόμενη φορά», ψιθύρισε φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη του. «Δεν σκοπεύω να ξαναπαντρευτώ», είπα. «Εδώ που τα λέμε...» Ο Γουίλ Σάμερ, κολλητός φίλος και συνεργάτης του Μαξ, έσκυψε μπροστά και αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Χένρι.
«Ειδικά εσύ πιθανόν να χρειαστείς ένα δεύτερο μπάτσελορ πάρτι, αν η δίκιά σου μάθει για τα παιχνιδάκια των χορευτριών εδώ μέσα. Φαίνεται ότι δεν περιορίζονται μόνο σε κάποια κουνήματα καβάλα στους θαμώνες...» Με μια απορριπτική χειρονομία ο Χένρι είπε: «Ήταν απλώς ένας χορός από μια κοπέλα καθισμένη επάνω μου.» Κι ύστερα μου χαμογέλασε κλείνοντάς μου το μάτι. «Ένας πολύ καλός χορός στα γόνατα, για να ακριβολο-γούμε...» «Είχε αίσιο τέλος;...» ρώτησα πειράζοντάς τον, αλλά και νιώθοντας κάπως ενοχλημένος.
Ο Χένρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι και γελώντας ήπιε άλλη μια γουλιά απ’ το ποτό του. «Δεν ήταν τόσο καλός, Μπεν.» Αναστέναξα με ανακούφιση. Ήξερα τον αδερφό μου αρκετά καλά και πίστευα ότι δεν θα απατούσε ποτέ τη γυναίκα του, τη Μίνα, αλλά παρ’ όλα αυτά η ηθική του φλέρ-ταρε, πολύ περισσότερο απ’ ό, τι εγώ, με την άποψη «δεν μπορεί κανείς να πληγωθεί από κάτι που δεν γνωρίζει.» Με τη Χλόη θα παντρευόμασταν τον Ιούνιο, ωστόσο το μόνο Σαββατοκύριακο που μπορούσαμε να αποδρά-σουμε ο Χένρι, ο Γουίλ κι εγώ
για το μπάτσελορ πάρτι ήταν το δεύτερο Σαββατοκύριακο του Φεβρουάριου. Και οι τέσσερις είχαμε φανταστεί ότι θα έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να δωροδοκήσουμε τις γυναίκες μας για να μας αφήσουν να πάμε στο Λας Βέγκας για ένα Σαββατοκύριακο μόνο για άντρες την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, αλλά, ως συνήθως, μας εξέπληξαν: δεν είχαν φέρει καμία αντίρρηση και απλώς είχαν προγραμματίσει για τις ίδιες ένα διήμερο ταξίδι στο Κάτσκιλ, το βουνό στα βόρεια της Νέας Υόρκης. Ο Μαξ είχε επιλέξει ένα κλαμπ πολυτελείας για να ξεκινήσουμε αυτό το Σαββατοκύριακο της ακολασίας. Δεν
ήταν από τα μέρη που θα μπορούσαμε να είχαμε βρει τυχαία με μια αναζήτηση στο ίντερνετ ή περπατώντας στην κεντρική λεωφόρο του Λας Βέγκας. Για να ακριβολογούμε, εκ πρώτης όψεως, το Μπλακ Χαρτ δεν έλεγε και πολλά πράγματα. Ήταν κρυμμένο σ’ ένα καθ’ όλα νόμιμο κτίριο με γραφεία, δύο τετράγωνα πιο πέρα από την πολύβουη κεντρική λεωφόρο. Μέσα όμως -αν περνούσε κανείς από τρεις κλειδωμένες πόρτες και δύο φουσκωτούς, στο μέγεθος του διαμερίσματος μου στη Νέα Υόρκη, και έφτανε στα άδυτα του κτιρίου- το κλαμπ ήταν κυριλέ και, όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου, το σεξ ήταν μπροστά σου.
Ο τεράστιος κύριος χώρος είχε διάφορες υπερυψωμένες εξέδρες και σε καθεμία απ’ αυτές λικνιζόταν μια χορεύτρια που φορούσε αστραφτερό, ασημί κιλοτάκι. Υπήρχαν τέσσερα μπαρ από μαύρο μάρμαρο, ένα σε κάθε γωνία, και το καθένα ειδικευόταν σε διαφορετικό είδος ποτού. Με τον Χένρι είχαμε προτιμήσει το μπαρ της βότκας όπου τσι-μπολογούσαμε και λίγο χαβιάρι, σολομό και μπλινί. Ο Μαξ και ο Γουίλ είχαν πάει σφαίρα στο μπαρ με το ουίσκι. Τα άλλα δύο μπαρ σέρβιραν μια ποικιλία κρασιών ή λικέρ. Τα έπιπλα ήταν ντυμένα με ένα σικάτο σκούρο δέρμα. Ήταν απίστευτα μαλακό και κάθε πολυθρόνα μπορούσε να
χωρέσει δύο... σε περίπτωση που κάποιος από εμάς δεχόταν τις «προσφορές» από την πίστα για ιδιωτικό χορό. Σερβιτόρες που φορούσαν μπικίνι από λάτεξ ή απολύτως τίποτα περιέφεραν δίσκους με ποτά. Η δική μας σερβιτόρα, η Τζία, είχε ξεκινήσει τη βραδιά με μια δαντελωτή κόκκινη πουκαμίσα και ασορτί κιλοτάκι, ενώ κομψά κοσμήματα στόλιζαν τα μαλλιά, τα αυτιά και τον λαιμό της. Κάθε φορά όμως που ερχόταν να δει αν χρειαζόμαστε κάτι, βλέπαμε ότι είχε απαλλαγεί και από κάποιο κομμάτι της ενδυμασίας της. Δεν σύχναζα τακτικά σε τέτοια μέρη,
αλλά ακόμα κι εγώ καταλάβαινα ότι δεν επρόκειτο για κάποιο στριπτιζά-δικο της σειράς. Ήταν εντυπωσιακό. «Το ερώτημα είναι», είπε ο Χένρι, διακόπτοντας τις σκέψεις μου, «πότε θα απολαύσει ο μέλλων γαμπρός έναν χορό από μια χορεύτρια που θα του κάνει διάφορα παιχνίδια καθισμένη επάνω του.» Όλοι γύρω μου άρχισαν να με παρακινούν, εγώ όμως ήδη κουνούσα αρνητικά το κεφάλι. «Μπα, δεν θα πάρω. Οι χοροί αυτοί δεν είναι το φόρτε μου.» «Πώς γίνεται να μην είναι το φόρτε σου μια άγνωστη και απίστευτα σέξι κοπέλα
που χορεύει καθισμένη επάνω σου;» ρώτησε ο Χένρι και τα γουρλωμένα μάτια του ήταν γεμάτα δυσπιστία. Με τον αδερφό μου ποτέ δεν είχαμε επισκεφθεί τέτοιου είδους κλαμπ σε κανένα από τα επαγγελματικά μας ταξίδια. Νομίζω ότι η έκπληξη που ένιωθα για τον δικό του ενθουσιασμό ήταν αντίστοιχη της δικής του έκπληξης για τη δική μου αποστροφή. «Καλά, δεν κυλάει ζεστό αίμα στις φλέβες σου;» Έγνεψα καταφατικά. «Πολύ ζεστό. Μάλλον γι’ αυτό δεν μου αρέσουν.» «Μαλακίες!» είπε ο Μαξ αφήνοντας το ποτό του στο τραπέζι και γνέφοντας σε κάποιον που καθόταν στην απέναντι
σκοτεινή γωνιά του μπαρ. «Αυτή είναι η πρώτη βραδιά του τελευταίου εργένικου Σαββατοκύριακού σου κι ένας πριβέ χορός επιβάλλεται.» «Όσο κι αν σας φαίνεται περίεργο, εγώ συμφωνώ με τον Μπένετ», είπε ο Γουίλ. «Αυτοί οι χοροί από άγνωστες κοπέλες είναι μάλλον απαίσιοι. Πού πρέπει να βάλεις τα χέρια σου; Πού να κοιτάξεις; Δεν είναι όπως με μια ερωμένη παραείναι απρόσωπο.» Ενώ ο Χένρι επέμενε ότι ο Γουίλ προφανώς δεν είχε απολαύσει ποτέ έναν καλό πριβέ χορό, ο Μαξ σηκώθηκε όρθιος για να μιλήσει σ’ έναν άντρα που έδειχνε σαν να έχει
ξεφυτρώσει από το πουθενά δίπλα στο τραπέζι μας. Ήταν πιο κοντός από τον Μαξ -πράγμα καθόλου ασυνήθιστο- με γκρίζους κροτάφους. Το πρόσωπο και τα μάτια του απέπνεαν μια ηρεμία που έδειχνε ότι είχε κάνει πολλά στη ζωή του και είχε δει ακόμα περισσότερα. Φορούσε ένα πολύ ωραίο μαύρο κοστούμι και τα σφιγμένα χείλη του σχημάτιζαν μια λεπτή γραμμή. Κατάλαβα ότι πρέπει να ήταν ο περίφημος Τζόνι Φρεντς, τον οποίο είχε αναφέρει ο Μαξ στη διάρκεια της πτήσης μας. Παρ’ όλο που υπέθετα ότι κουβέντιαζαν για το πώς θα μου έφερναν μια
χορεύτρια, είδα τον Τζόνι να ψιθυρίζει κάτι και τον Μαξ να γυρίζει τα μάτια προς τον τοίχο, κάπως συνοφρυωμένος. Είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι φορές που έχω δει τον Μαξ να μην είναι χαλαρός, γι’ αυτό και έσκυψα μπροστά προσπαθώντας να καταλάβω τι έτρεχε. Ο Χένρι και ο Γουίλ ήταν στον κόσμο τους, έχοντας στρέψει ξανά την προσοχή τους στις γυμνές πλέον χορεύτριες πάνω στη σκηνή. Τελικά οι ώμοι του Μαξ χαλάρωσαν, σαν να είχε βγάλει κάποιο συμπέρασμα και χαμογέλασε στον Τζόνι μουρμουρίζοντας: «Ευχαριστώ, φίλε.»
Δίνοντας ένα απαλό χτύπημα στον ώμο του Μαξ, ο Τζόνι απομακρύνθηκε. Ο Μαξ επέστρεψε στο κάθισμά του και πήρε ξανά το ποτό του. Έδειξα με το πιγούνι μου προς την πόρτα όπου είχε εξαφανιστεί ο Τζόνι πίσω από μια μαύρη κουρτίνα. «Τι τρέχει;» «Αυτό που τρέχει», είπε ο Μαξ, «έχει να κάνει με το δωμάτιο που ετοιμάζεται για σένα.» «Για μένα;» πίεσα με την παλάμη μου το στήθος μου κουνώντας το κεφάλι. «Για άλλη μια φορά σου λέω, Μαξ, δεν θέλω.» «Ναι, καλά τώρα...»
«Μιλάς σοβαρά;» «Φυσικά και μιλάω σοβαρά. Ο Τζόνι μού είπε ότι πρέπει να διασχίσεις εκείνον τον διάδρομο» -ο Μαξ έδειξε προς μια άλλη πόρτα, όχι εκείνη απ’ όπου είχε εξαφανιστεί ο φίλος του- «και να προχωρήσεις προς τον Ποσειδώνα.» Άφησα ένα βογκητό και ξάπλωσα πίσω στην πολυθρόνα μου. Παρότι αυτό το κλαμπ έδειχνε να είναι το κορυφαίο στην κατηγορία του σ’ αυτή την πόλη ίσως και σε οποιαδήποτε πόλη- αν έφτιαχνα μια λίστα με τα πράγματα που ήθελα να κάνω απόψε, ένας τέτοιος πριβέ χορός από μια άγνωστη χορεύτρια του Λας Βέγκας πρέπει να βρισκόταν το
πολύ μια-δυο θέσεις παραπάνω από το να φάω μπαγιάτικο σούσι και να πάθω δηλητηρίαση. «Λοιπόν, άντε τράβα σ’ εκείνον τον διάδρομο σαν σωστός άντρας και απόλαυσε ένα κορίτσι να τρίβεται πάνω στο καυλί σου χορεύοντας για πάρτη σου.» Ο Μαξ με κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια. «Θα κόψεις επιτέλους τις μαλακίες και τη μουρμούρα; Είναι το τελευταίο εργένικο Σαββατοκύριακό σου, γαμώτο! Φέρσου σαν άντρας, τουλάχιστον σαν τον άντρα που ήσουν κάποτε.» Τον περιεργάστηκα και αναρωτιόμουν
γιατί ο ίδιος έμενε κολλημένος στην καρέκλα του, ενώ είχε λυσσάξει να με σηκώσει απ’ τη δική μου. «Δεν σου πρότεινε ο Τζόνι να επισκεφθείς κι εσύ κανένα δωμάτιο; Για σένα δεν έχει πριβέ χορό;» Εκείνος γέλασε φέρνοντας το ποτήρι με το ουίσκι στα χείλη του και ψιθύρισε: «Ένας χορός είναι, Μπεν. Διάολε, δεν σε στέλνουμε και στον οδοντίατρο...» «Είσαι μαλάκας!» Σήκωσα το ποτήρι μου και κοίταξα το παχύρρευστο διάφανο υγρό. Όταν ήρθα εδώ, ήξερα ότι θα υπήρχαν γυναίκες και ποτά και ίσως κάποιες δραστηριότητες που θα κινούνταν στα όρια της νομιμότητας,
η αλήθεια όμως ήταν ότι το ήξερε και η Χλόη. Μου είχε πει να περάσω καλά και δεν είχα δει στο βλέμμα της την παραμικρή σκιά ανησυχίας ή καχυποψίας. Εξάλλου δεν υπήρχε κανένας λόγος. Έφερα στα χείλη το ποτό μου, το κατέβασα μονορούφι και ψιθύρισα: «Δεν γαμιέται...» Σηκώθηκα και προχώρησα προς τον διάδρομο. Τα υπόλοιπα μέλη της παρέας είχαν, παραδόξως, τη διακριτικότητα να μην αρχίσουν τις ζητωκραυγές, όμως ένιωθα τα βλέμματά τους καρφωμένα στην πλάτη μου καθώς προχωρούσα προς τον διάδρομο που βρισκόταν αριστερά από την κεντρική σκηνή.
Μόλις πέρασα το κατώφλι, το χρώμα του χαλιού άλλαξε από μαύρο σε βαθύ μπλε ρουά και ο χώρος έδειχνε ακόμα πιο σκοτεινός από την κύρια αίθουσα. Οι τοίχοι είχαν την ίδια βελούδινη μαύρη απόχρωση και τα μικροσκοπικά κρυστάλλινα φώτα στον τοίχο φώτιζαν αχνά τον δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσω. Στη μία πλευρά του διαδρόμου υπήρχαν πόρτες που είχαν επάνω τους ονόματα πλανητών: Ερμής, Αφροδίτη, Γη... Στο τέλος του διαδρόμου, μπροστά στην πόρτα που έγραφε Ποσειδώνας, δίστασα λίγο. Αραγε ήταν ήδη μέσα εκεί κάποια κοπέλα; Θα υπήρχε για μένα μια πολυθρόνα ή, ακόμα χειρότερα, ένα
κρεβάτι; Η πόρτα ήταν περίτεχνα στολισμένη και βαριά, σαν να προερχόταν από κάποιο κάστρο ή, διάολε, από κάποιο σκοτεινό υπόγειο μπουντρούμι σεξουαλικών βασανιστηρίων. Μαλάκα Μαξ. Καθώς γύριζα το πόμολο, ένιωσα ένα ρίγος. Αναστέναξα με ανακούφιση όταν διαπίστωσα ότι δεν υπήρχε κανένας σιδερένιος σταυρός ούτε χειροπέδες και ότι καμία κοπέλα δεν βρισκόταν ήδη εκεί. Μόνο μια μεγάλη πολυθρόνα με ένα μικρό ασημένιο κουτί ακουμπισμένο στο κέντρο της. Πάνω στο κουτί, δεμένη με μεταξωτή κόκκινη κορδέλα, μια λευκή κάρτα έγραφε με πεντακάθαρα γράμματα Μπένετ Ράιον.
Τέλεια. Η Άγνωστη Χορεύτρια του Λας Βέγκας μπορεί να ήξερε ήδη το όνομά μου, διάολε. Μέσα στο κουτί υπήρχε ένα μαύρο σατέν μαντίλι με δεμένες τις δύο άκρες του μεταξύ τους και μια ασημένια κάρτα από χοντρό χαρτόνι που έγραφε με μαύρο μελάνι Φόρεσέ το στα μάτια σου. Δηλαδή για έναν πριβέ χορό έπρεπε να έχω δεμένα τα μάτια; Τι νόημα είχε; Το γεγονός ότι δεν τον ήθελα σήμερα δεν σήμαινε ότι δεν θυμόμουν από το παρελθόν πώς ήταν οι πριβέ χοροί. Αν δεν είχε αλλάξει η τελετουργία τα τελευταία χρόνια, το όλο θέμα ήταν να κοιτάζεις και να μην
αγγίζεις. Διάολε, τι υποτίθεται ότι θα έπρεπε να κάνω αν είχα τα μάτια δεμένα όταν θα ερχόταν η χορεύτρια; Αποκλείεται πάντως να την άγγιζα. Άφησα το μαντίλι πάνω στην πολυθρόνα, αγνοώντας το, και κοίταξα τον τοίχο. Τα λεπτά περνούσαν κι εγώ ένιωθα ολοένα και πιο σίγουρος ότι δεν υπήρχε καμία μα καμία περίπτωση να δέσω τα μάτια μου μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο. Ο εκνευρισμός μου ολοένα και μεγάλωνε, σχεδόν τον άκουγα μέσα μου. Ήταν σαν ένας βρυχηθμός, ένα κύμα, μια φλόγα που έτριζε. Έκλεισα τα μάτια, πήρα τρεις βαθιές ανάσες και
κοίταξα πιο προσεκτικά γύρω μου. Οι τοίχοι είχαν ανοιχτό γκρίζο χρώμα και η πολυθρόνα σκούρο μπλε. Το δωμάτιο έμοιαζε περισσότερο με δοκιμαστήριο κάποιου καταστήματος πολυτελείας παρά με έναν χώρο όπου άντρες απολάμβαναν κάτι που υποθέτω ότι ξεπερνούσε κατά πολύ έναν απλό χορό. Χάιδεψα με το χέρι μου το μαλακό δέρμα της πολυθρόνας και εκείνη τη στιγμή πρόσεξα το δεύτερο σημείωμα που ήταν χωμένο κάτω απ’ το μεταξωτό μαντίλι μέσα στο κουτί. Έγραφε, με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα και στο ίδιο χοντρό χαρτί: Φόρα το γαμημένο το μαντίλι, Μπεν! Μην είσαι κότα.
Μαλάκα Μαξ... Ήμουν πραγματικά αναγκασμένος να κάθομαι εδώ, αιχμάλωτος, μέχρι να δέσω τα μάτια μου για να τελειώνει αυτή η ιστορία; Θυμωμένος, πήρα το μαύρο ύφασμα, το πέρασα πάνω απ’ το κεφάλι μου και για μια στιγμή μόνο δίστασα πριν το κατεβάσω μπροστά στα μάτια μου. Ήδη σχέδιαζα πώς θα έπαιρνα την εκδίκησή μου απ’ τον Μαξ. Με ήξερε περισσότερα χρόνια από οποιον-δήποτε άλλο, αν εξαιρέσουμε την οικογένεια μου, και γνώριζε πολύ καλά πόσο μεγάλη σημασία είχαν για μένα η εμπιστοσύνη και ο έλεγχος των καταστάσεων. Και τώρα μου ζητούσε να έρθω σ’ αυτό το δωμάτιο και να δέσω τα μάτια μου χωρίς να ξέρω τι θα
συμβεί; Ήταν πραγματικά μεγάλο αρχίδι. Έγειρα πίσω στον τοίχο και περίμενα βυθισμένος σε-μια εκνευριστική απομόνωση. Τα αυτιά μου διέκριναν ήχους που δεν είχαν αντιληφθεί ως τότε: την υπόκωφη ρυθμική μουσική από τα άλλα δωμάτια, τον διακριτικό μεταλλικό ήχο από πόρτες που ανοιγόκλειναν. Τότε άκουσα το πόμολο του δικού μου δωματίου να γυρίζει και την πόρτα να ανοίγει με τον απαλό ήχο του ξύλου που γλιστράει πάνω σε χαλί. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει ξέφρενα. Μόλις μύρισα το άγνωστο άρωμα,
ένιωσα την πλάτη μου να σφίγγεται σαν πέτρα από τη δυσφορία. Δεν γνώριζα τίποτα για την άγνωστη γυναίκα που είχε μπει στο δωμάτιο εκτός από το άρωμά της. Με δαιμόνιζε που δεν μπορούσα να δω τι με περίμενε. Εκείνη έκανε κάτι κοντά στον τοίχο: άκουσα ένα σύρσιμο, ένα διακριτικό κλικ και αμέσως μετά μια απαλή, ρυθμική μουσική πλημμύρισε τον χώρο. Ζεστά, τρυφερά χέρια με έπιασαν απ’ τους καρπούς και ήρεμα, αλλά πολύ επιδέξια, οδήγησαν τα δικά μου χέρια να πέσουν στο πλάι. Δεν επιτρέπονταν τα αγγίγματα; Κανένα πρόβλημα. Καθόμουν ακίνητος καθώς εκείνη
ανέβηκε πάνω μου. Η ανάσα της μύριζε κανέλα, τα μπούτια της τρίβονταν στα πόδια μου, τα χέρια της χάιδευαν το στήθος μου. Έτσι λοιπόν θα πήγαινε το πράγμα: θα έμενα με τα μάτια δεμένα, εκείνη θα χόρευε πάνω μου κι ύστερα θα μπορούσα να φύγω; Ένιωσα τον εαυτό μου να χαλαρώνει όλο και περισσότερο. Η κοπέλα κουνιόταν πάνω μου, τα μπούτια της τρίβονταν στους μηρούς μου, τα χέρια της χάιδευαν το στήθος μου απαλά. Δεν φαινόταν εντελώς παράλογο να έχω δεμένα τα μάτια, μιας και με τα αγγίγματά της ένιωθα αρκετά σημεία του κορμιού της αν όμως ήμουν από τους άντρες που τους αρέσουν τέτοια κόλπα, θα ήταν πολύ σπαστικό να μου έχουν στερήσει
την όρασή μου. Όμως ο Μαξ ίσως ήξερε ότι μόνο έτσι δεν θα μου ήταν αφόρητη η εμπειρία που μου έκαναν δώρο αυτός και οι άλλοι δύο. Η σκέψη αυτή μείωσε κάπως την επιθυμία μου να του κόψω τ’ αρχίδια... Η χορεύτρια τρίφτηκε με όλο της το κορμί επάνω μου. Οι γοφοί της κινούνταν στον ρυθμό της μουσικής, λικνίζονταν διαγράφοντας μικρούς κύκλους γεμάτους υπονοούμενα. Πιάστηκε από τους ώμους μου για να κρατηθεί, έσκυψε μπροστά κι ένιωσα να χώνει τον κώλο της ανάμεσα στα πόδια μου. Στην ιδέα ότι το μουνί της
βρισκόταν τόσο κοντά στον πούτσο μου προσπάθησα, όσο πιο διακριτικά μπορούσα, να τραβηχτώ προς τα πίσω και να βυθίσω το σώμα μου στην πολυθρόνα. Εκείνη σήκωσε ξανά το κορμί της κι ένιωσα το σχήμα των βυζιών της καθώς τριβόταν στο στήθος μου. Η ανάσα της ήταν ζεστή και απαλή στον λαιμό μου και, παρότι δεν ήταν από μόνη της δυσάρεστη, πολύ γρήγορα με έκανε να νιώσω άβολα. Ο αρχικός μου φόβος ότι θα έπρεπε να την κοιτάξω ή να χαμογελάσω ή να δείχνω ότι βρισκόμουν εδώ με τη θέλησή μου και κόντευα να λιώσω υποχώρησε, και αντί γι’ αυτό σκέφτηκα ότι ο χορός δεν
γινόταν για κανέναν απ’ τους δυο μας. Προφανώς εκείνη το μόνο που αποκόμιζε από όλο αυτό ήταν χρήματα, ενώ εγώ δεν ήμουν καν αναγκασμένος να υποκρίνομαι ότι το απολαμβάνω. Ασυναίσθητα άρχισα να υπολογίζω πόσα λεπτά απέμεναν απ’ το κομμάτι. Δεν τό ήξερα, αλλά είχα καταλάβει περίπου πώς πήγαινε, και μ’ έναν αναστεναγμό ξεφορτώθηκα όση ένταση μου είχε α-πομείνει καθώς η μουσική άρχισε να οδεύει προς το προβλέψιμο τέλος της. Από πάνω μου, η καημένη η κοπέλα έδειχνε να επιβραδύνει τις κινήσεις της, ενώ τα χέρια της με άγγιξαν στους ώμους. 'Οταν το κομμάτι τέλειωσε, ο μοναδικός
ήχος που ακου-γόταν στο δωμάτιο ήταν η κοφτή ανάσα της χορεύτριας. Τι θα έκανε τώρα; Θα έφευγε; Μήπως έπρεπε να πω κάτι; Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται όταν συνειδητοποίησα με τρόμο ότι ενδεχομένως αυτό ήταν μόνο η αρχή του σόου. 'Οταν η χορεύτρια έσκυψε μπροστά κι έσυρε τα δόντια της πάνω στο πιγούνι μου, ένιωσα την απόλυτη φρίκη. Και, ξαφνικά... πάγωσα, καθώς ο αρχικός εκνευρισμός μου έδινε τη θέση του σε μια συγκεχυμένη
συνειδητοποίηση. «Χαίρετε, κύριε Ράιαν.» Ένιωσα την ανάσα της ζεστή στο αυτί μου. Η φωνή της με ξάφνιασε, το κορμί μου μαρμάρωσε. Μα τι διάολο συνέβαινε; Έσφιξα τις γροθιές μου δίπλα στο σώμα μου. «Θέλω τόσο πολύ να φιλήσω αυτά τα σέξι θυμωμένα χείλη.» Άνοιξα το στόμα μου για να μιλήσω, αλλά δεν μπόρεσα ν’ αρθρώσω λέξη. Η Χλόη Μιλς, που να με πάρει ο διάολος. «Εγώ σκίζομαι να σου χορεύω, κι εσένα
ούτε καν σου σηκώνεται;» Έσκυψε μπροστά γλείφοντας τον λαιμό μου, χαμήλωσε τα μπούτια της και άρχισε να λικνίζεται πάνω απ’ τον πούτσο μου. «Κάπως καλύτερα τώρα...» είπε γελώντας σκανταλιάρικα, έχοντας κολλήσει το στόμα της στον λαιμό μου. «Έτσι μπράβο...» Το μυαλό μου κόντευε να εκραγεί από τα ανάμεικτα συναισθήματα: ανακούφιση και θυμός, ταραχή και ντροπή. Να λοιπόν που η Χλόη ήταν εδώ, στο Λας Βέγκας, και όχι για σκι στο γαμημένο το Κάτσκιλ -και μάλιστα είχε έρθει για να με βρει με δεμένα τα μάτια, ενώ εγώ περίμενα από μια χορεύτρια να μου κάνει ό, τι ακριβώς
μου είχε κάνει εκείνη: να χορέψει επάνω μου, να τριφτεί στον πούτσο μου. Για πρώτη φορά όμως κατάφερα να κάνω με τη Χλόη αυτό που μπορούσα να κάνω σε όλες τις επαγγελματικές σχέσεις μου: να κρύψω την αυθόρμητη αντίδρασή μου μέχρι να τη μεταμορφώσω σε μια αντίδραση που θα ήθελα εγώ να έχω. Μέτρησα ως το δέκα και τη ρώτησα: «Όλο αυτό δηλαδή ήταν μια δοκιμασία;» Έσκυψε ακόμα πιο κοντά μου και με φίλησε στον λοβό του αυτιού. «Όχι.» Δεν σκόπευα να δικαιολογηθώ γιατί βρισκόμουν στο δωμάτιο. Δεν είχα κάνει κάτι κακό. Κι όμως ένιωθα μέσα
μου να γίνεται μια παράξενη πάλη: αυτό που είχε κάνει για μένα η Χλόη με καύλωνε, αλλά το γεγονός ότι μου την είχε στήσει με εξόργιζε. «Αλίμονο σας, δεσποινίς Μιλς!» Πίεσε το δάχτυλό της στα χείλη μου κι ύστερα το παγί-δευσε ανάμεσα στα στόματά μας με ένα πεταχτό φιλί. «Εγώ απλώς χαίρομαι που είχα δίκιο. Ο Μαξ μού χρωστάει πενήντα δολάρια. Του είχα πει ότι δεν θα σου άρεσε καθόλου η ιδέα να χορέψει επάνω σου μια ξένη. Η απιστία για σένα είναι κόκκινη γραμμή.» Ξεροκατάπια κι έγνεψα καταφατικά. «Χρησιμοποίησα όσα κόλπα ήξερα, αλλά τζίφος. Ούτε καν που σάλεψε το
εργαλείο σου εκεί κάτω. Ελπίζω να μη σου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ότι ίσως ήμουν εγώ, γιατί με μια τέτοια σκέψη -για να πω την αλήθεια- μπορεί και να θιγόμουν λιγάκι.» Κούνησα το κεφάλι και ψιθύρισα: «Όχι. Το άρωμα με αποπροσανατόλισε εντελώς. Σιχαίνεσαι τις τσίχλες με κανέλα. Κι ούτε μπορούσα να σε δω ή να σ’ αγγίξω.» «Τώρα μπορείς», είπε εκείνη. Σήκωσε τα χέρια μου και τα έφερε πάνω στα γυμνά της μπούτια. Τα ανέβασα ψηλά και ψηλάφισα στο κιλοτάκι της μερικές μικρές αιχμηρές πετρούλες. Μα τι διάολο φορούσε; Ήθελα σαν τρελός να
βγάλω το μαντίλι απ’ τα μάτια μου, επειδή όμως δεν μου το είχε βγάλει εκείνη, υπέθεσα ότι κι αυτό ήταν κάτι ακόμα για το οποίο έπρεπε να περιμένω. Χάιδεψα τα μπούτια κι ύστερα τις γάμπες της και ξαφνικά δεν υπήρχε τίποτα που να θέλω περισσότερο απ’ το να την πηδήξω μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο, σ’ ένα ψιλοπα-ράνομο κλαμπ του Λας Βέγκας. Με πλημμύρισε μια βαθιά ανακούφιση επειδή βρισκόταν εκεί μαζί μου η Χλόη κι όχι κάποια άγνωστη που θα μου χόρευε καθισμένη επάνω μου. Η αδρεναλίνη άρχισε να κυλάει ορμητικά
στις φλέβες μου. «Εδώ μέσα μπορείτε να με πηδήξετε ελεύθερα, δεσποινίς Μιλς!» Έσκυψε μπροστά και μου έγλειψε το πιγούνι. «Χμ... Δεν είναι κακή ιδέα. Μήπως θέλετε, έτσι για την όρεξη, να απολαύσετε ακόμα έναν χορό;» Έγνεψα καταφατικά κι αναστέναξα καθώς μου έβγαλε το μαντίλι και με άφηνε να απολαύσω την... αμφίεσή της. Φορούσε ένα λεπτεπίλεπτο σουτιέν που έδενε με μικρές σατέν τιράντες στους ώμους της. Φαινόταν ότι ολόκληρο ήταν φτιαγμένο από πολύτιμες πέτρες που τις συγκρατούσε στη θέση τους ένα λεπτεπίλεπτο
κομμάτι μετάξι. Το κι-λοτάκι της ήταν εξίσου λεπτεπίλεπτο και ακόμα πιο εντυπωσιακό. Οι μικροί σατέν φιόγκοι στο πλάι μού υπενθύμιζαν ότι μάλλον δεν θα έπρεπε να το καταστρέψω. Χαϊδεύοντας με το ένα της δάχτυλο το κορμί της, ψιθύρισε: «Σ’ αρέσουν τα καινούρια μου εσώρουχα;» Κοίταξα τα πολύ μικρά κοσμήματα που στόλιζαν το δέρμα της στραφταλίζοντας σαν καταπράσινα διάφανα διαμάντια. Η Χλόη έμοιαζε με έργο τέχνης. «Ωραία είναι...» μουρμούρισα σκύβοντας μπροστά για να τη φιλήσω ανάμεσα στα βυζιά της. «Για μια ώρα ανάγκης.» «Θέλεις να μ’ αγγίξεις;»
Έγνεψα ξανά καταφατικά, σήκωσα το βλέμμα μου στο πρόσωπό της κι ένιωσα τα μάτια μου να σκοτεινιάζουν όταν την είδα να με κοιτάζει με πόθο και με κάποια ανασφάλεια. Χαμογέλασε και έγλειψε με ηδυπάθεια τα χείλη της. «Όχι πως ήταν μια δοκιμασία όλο αυτό, όμως...» είπε, με το βλέμμα της καρφωμένο στο στόμα μου, «η αλήθεια είναι ότι ήρθες σ’ αυτό το δωμάτιο περιμένοντας ότι κάποια άγνωστη θα σου χόρευε καθισμένη πάνω σου. Έδεσες τα μάτια σου με ένα μαντίλι, και οποιαδήποτε κοπέλα θα μπορούσε να είχε μπει εδώ μέσα και να έχει αγγίξει αυτό που ανήκει μόνο σ’ εμένα.» Έγειρε στο πλάι
το κεφάλι της και άρχισε να με περιεργάζεται. «Νομίζω ότι ίσως μου αξίζει μια ειδική περιποίηση.» Ναι, διάολε... «Καμία αντίρρηση.» «Και σύμφωνα με τους κανόνες...» έγνεψε προς μια μικρή πινακίδα στον τοίχο που ουσιαστικά υπονοούσε ότι οι άντρες που θα ξεπερνούσαν τα όρια με τις χορεύτριες θα οδηγούνταν με συνοπτικές διαδικασίες στο πυρ το εξώτερον- «ακόμα δεν επιτρέπεται να μ’ αγγίξεις ελεύθερα.» Δεν ήμουν σίγουρος τι ακριβώς εννοούσε με το «ελεύθερα» και παρέμενα κατά κάποιον τρόπο παγιδευμένος από κάτω της, οπότε
άφησα απλώς τα χέρια μου να πέσουν ξανά πάνω στα μπούτια της, περιμένοντας συγκεκριμένες οδηγίες. Το κορμί μου ήταν συμπιεσμένο σαν ελατήριο, έτοιμο να ανταποκριθεί σε ό, τι θα μου ζητούσε εκείνη. Η Χλόη σηκώθηκε, κατευθύνθηκε προς τον τοίχο κι έβαλε ξανά το τραγούδι να παίζει. Πραγματικά ήμουν ένα πολύ τυχερό κάθαρμα. Το πιο σέξι κορίτσι όλου του κόσμου ήταν δικό μου. Ξερογλείφοντας τα χείλη μου, κάρφωσα το βλέμμα στον σφιχτό και θεσπέσιο κώλο της, ώσπου εκείνη στράφηκε ξανά προς το μέρος μου και, λικνίζοντας τους γοφούς
της με μεθυσμένο νάζι και ακόμα περισσότερη αυτοπεποίθηση, άρχισε να με πλησιάζει. Η Χλόη ανέβηκε πάνω μου, καβάλα στους μηρούς μου. «Βγάλε μου το κιλοτάκι.» Έλυσα τους λεπτεπίλεπτους φιόγκους στα μπούτια της, της έβγαλα με αργές κινήσεις το εσώρουχο και το πέ-ταξα στο πλάι. «Ωραία. Τώρα ακούμπησε την παλάμη σου στο μπούτι σου στραμμένη προς τα πάνω και σήκωσε όσα δάχτυλα θέλεις να με γαμήσουν...», ψιθύρισε. Ανοιγόκλεισα τα μάτια. «Ορίστε;»
Εκείνη γέλασε. Δάγκωσε το χείλι της και επανέλαβε πολύ αργά: «Ακούμπησε την παλάμη σου στο μπούτι σου στραμμένη προς τα πάνω και σήκωσε όσα δάχτυλα θέλεις να με γαμήσουν.» Μα τι μαλακίες ήταν αυτές; Μιλούσε σοβαρά; Με το βλέμμα μου καρφωμένο συνέχεια επάνω της, γλίστρησα το χέρι μου στον μηρό μου και σήκωσα το μεσαίο μου δάχτυλο. «Ορίστε!» Το κοίταξε και γέλασε παιχνιδιάρικα. «Ωραίο είναι, αλλά μήπως να σήκωνες ακόμα ένα; Ξέρεις, χρειάζομαι κάτι που να μοιάζει περισσότερο στον πούτσο σου.»
«Σοβαρά τώρα, μόνο με τα δάχτυλά μου θα σε γαμή-σω; Ξέρεις, είναι κι ο πούτσος μου έτοιμος για δράση και μη μου πεις ότι αυτή η προοπτική δεν θα ήταν καλύτερη για όλους τους ενδιαφερόμενους...» «Θα χόρευε για χάρη σου μια χορεύτρια στο Λας Βέ-γκας», απάντησε με σηκωμένο το ένα φρύδι. «Πριν από μόλις πέντε λεπτά το αφεντικό εκεί κάτω έδειχνε εντελώς ασυγκίνητο.» Αναστέναξα, έκλεισα τα μάτια και σήκωσα τρία δάχτυλα. «Πολύ γενναιόδωρος είσαι...» ψιθύρισε και φέρνοντας κοντά μου τα μπούτια
της έδειχνε έτοιμη να κωλοκαθίσει πάνω στα στητά μου δάχτυλα. «Αν συνεχίσεις έτσι, θα γίνεις σούπερ σύζυγος.» «Χλο...» βόγκηξα ανοίγοντας τα μάτια μου, κι εκείνη τη στιγμή την είδα να καταπίνει με το μουνί της τα δάχτυλά μου αργά και τελετουργικά. Ήταν ήδη υγρή και σχεδόν ολόγυμνη, μιας και φορούσε μόνο το σουτιέν της. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στα απίστευτα μαλακά μπούτια της, ορθάνοιχτα πάνω στο σκούρο ύφασμα του παντελονιού μου. Τύλιξε τα χέρια της γύρω απ’ τον λαιμό μου κι άρχισε να κουνιέται ρυθμικά επάνω μου. Ανεβοκατέβαζε το κορμί της
διαγράφοντας μικρούς κύκλους και τρίβοντας την κλειτορίδα της στο κάτω μέρος της παλάμης μου. Ξανά και ξανά και ξανά. Άρχισα να σπρώχνω απαλά από κάτω της, προσπαθώντας να αυξήσω την τριβή. Στον αέρα γύρω μας οσμιζόμουν τη μυρωδιά της και άκουγα όλους τους υπόκωφους, πνιχτούς αναστεναγμούς της. Ανάμεσα στα στήθη της ο ιδρώτας έκανε το δέρμα της να λάμπει. Δεν μπορούσα να βρω λέξεις για να της πω πόσο απολάμβανα να τη βλέπω να χρησιμοποιεί το κορμί μου για να αντλεί ηδονή. «Με καυλώνεις...» μουρμούρισα από τις αυξομειώσεις της πίεσης που έβαζε στους ώμους μου με τα μπράτσα
της. Η εικόνα της και μόνο βασάνιζε το κορμί μου κι ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι θα έχυνα αν χαμήλωνε λίγο ακόμα το κορμί της και έτριβε τα μπούτια της στον πούτσο μου που ασφυκτιούσε μέσα στο παντελόνι μου. «Θα βγω από εδώ μέσα καυλωμένος και θα έχω πάνω μου κολλημένη τη μυρωδιά του μουνιού σου.» Διαγράφοντας κύκλους με τα κωλομέρια της, ψιθύρισε: «Δεν με νοιάζει.» Κι όμως είχα παρατηρήσει ότι, στο άκουσμα της φωνής μου, οι ρώγες της σκλήρυναν τεντώνοντας το σουτιέν της. Ήξερε πόσο με είχε καυλώσει. Την
ένοιαζε, και πολύ μάλιστα. Η Χλόη αναστέναξε όταν δίπλωσα τα δάχτυλά μου κι έφερα το άλλο χέρι μου στη μέση της για να καθοδηγήσω τις κινήσεις της. Άγγιξα με τον αντίχειρά μου την κλειτορίδα της. Την έβλεπα κι ένιωθα να χάνομαι. Γύρω απ’ τα δάχτυλά μου, το κορμί της λικνιζόταν γεμάτο ένταση από την προσμονή. Ακόμα και μέσα σ’ ένα άγνωστο δωμάτιο όπου ένας-Θεός-ήξερε-τι συνέβαινε γύρω μας, μπορούσα να την κάνω να χύσει μέσα σε λίγα λεπτά. Η γυναίκα αυτή ήταν ένα κουβάρι αντιφάσεων: πρόθυμη και καυλιάρα, θερμή και επιφυλακτική. «Με τρελαίνεις, Χλο...»
«Το νιώθεις ότι όπου να ‘ναι θα χύσω;» Το βλέμμα της ήταν συνέχεια καρφωμένο στο δικό μου και ανέβασα το χέρι μου για να ψηλαφήσω με τα δάχτυλά μου τα πλευρά της. «Ναι...» ψιθύρισα. «Σε ανάβει ακόμη αυτό; Να βλέπεις πόσο γρήγορα έχεις αυτή την επίδραση πάνω μου;» Έγνεψα καταφατικά και το χέρι μου γλίστρησε ακόμα πιο ψηλά, στον ώμο της, στον λαιμό της. Έσφιξα τα δάχτυλά μου, λαχταρώντας να νιώσω τον φρενιασμένο σφυγμό της τη στιγμή του οργασμού της. «Με τρελαίνει η σκέψη ότι με κανέναν άλλον το μουνί
σου δεν μπορεί να γίνει τόσο υγρό.» Τα καστανά της μάτια σκοτείνιασαν και βάρυναν απ’ την ερωτική ένταση. «Θέλω να με ποθείς κάθε δευτερόλεπτο...» ψιθύρισε με κομμένη την ανάσα. «Είσαι ο μόνος άντρας στον οποίο θέλω να ανήκω.» Η λέξη αυτή -ανήκω- άναψε μια σπίθα στο στήθος μου, έναν αχαλίνωτο πόθο που δεν μπορούσα πια να συγκρατήσω. Τα χείλη της ήταν τόσο κοντά στα δικά μου και η γεύση κανέλας στην ανάσα της, το άγνωστο άρωμα... η ιδέα ότι είχε φτάσει τόσο μακριά για να με ξεγελάσει φούντωσε τη φλόγα μέσα μου κι έγειρα με όλη μου την ορμή μπροστά,
χάνοντας το μυαλό μου. Το φιλί μου ήταν σκληρό και εκδικητικό -έλιωνα από τη λαχτάρα να τη νιώσω και να τη γευτώ. Εκείνη απομακρύνθηκε λίγο και μου ψιθύρισε ξέπνοα: «Θέλεις να μ’ ακούσεις;» «Θέλω να σ’ ακούσει όλο το κλαμπ.» Μου χούφτωσε τα μαλλιά πίσω απ’ τον λαιμό μου και οι μηροί της άρχισαν να πάλλονται, παγιδεύοντας μέσα της τα δάχτυλά μου καθώς κουνιόταν ξέφρενα πάνω στο χέρι μου. «Ω Θεέ μου...» Δαγκώνοντας το κάτω χείλι της, τέντωσε σαν τόξο την πλάτη
της κι εγώ βύθισα το κεφάλι μου στον λαιμό της, για να νιώσω τον φρενιασμένο σφυγμό της. Τα χείλη μου ψηλάφισαν την παλλόμενη φλέβα στον λαιμό της κι ένιωσα και τον παραμικρό αναστεναγμό της καθώς, λαχανιασμένη, έσφιγγε το κορμί της πάνω μου και γύρω μου τη στιγμή που έχυνε. Με μια βραχνή κραυγή πρόφερε το όνομά μου και η φωνή της έστειλε μια δόνηση στη γλώσσα μου που είχε χωθεί βαθιά στο στόμα της. Η Χλόη σταμάτησε να κουνιέται, το κορμί της έγειρε πάνω στο δικό μου. Χορτασμένη και παραδομένη, έφερε και τα δύο χέρια της στον λαιμό μου. Με
τους αντίχειρες πίεσε απαλά τα σημεία όπου παλλόταν ο σφυγμός μου κι έσκυψε μπροστά για να ρουφήξει το κάτω χείλι μου με το στόμα της και ύστερα να το δαγκώσει πεταχτά, άγρια. Ά-θελά μου αναστέναξα έκπληκτος. Η σκέψη και μόνο ότι για μια στιγμή ένιωσα πως εκείνη η δαγκωνιά παραλίγο να με κάνει να χύσω μέσα στο παντελόνι μου με έκανε να νιώθω παράξενα. «Ήταν...» είπε εκείνη βρίσκοντας ξανά την ανάσα της και γέρνοντας ελαφρά προς τα πίσω. «Ήταν απίστευτο.» Απομάκρυνε προσεκτικά το κορμί της από το χέρι μου και σηκώθηκε όρθια. Τα
πόδια της έτρεμαν. Έσκυψα μπροστά για να φιλήσω την ιδρωμένη επιδερμίδα ανάμεσα στα στήθη της και τράβηξα το χέρι της πάνω στο κεφάλι του πούτσου μου που διαγραφόταν κάτω απ’ το παντελόνι μου. «Χλο, είσαι τόσο όμορφη όταν χύνεις, γαμώτο. Νιώσε πόσο με έχεις καυλώσει.» Έσφιξε το χέρι της κι άρχισε να μου τον παίζει με αργές κινήσεις. Έκλεισα τα μάτια και την παρακάλεσα: «Σε θέλω γονατιστή τώρα. Πάρ’ το καυλί μου στο στόμα σου.» Όμως εκείνη απομάκρυνε το χέρι της και πήγε να πάρει απ’ τη γωνία το κιλοτάκι της. Φρίκαρα.
«Μα τι κάνεις;» είπα με βραχνή φωνή. Έδεσε τις λεπτεπίλεπτες σατέν κορδέλες στα λαγόνια της, πήρε μια ρόμπα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο, την έριξε πάνω της και χαμογελώντας μού είπε: «Όλα καλά;» Την κοίταξα απορημένος λέγοντάς της: «Καλά, είσαι σοβαρή;» Με πλησίασε ξανά, έφερε το αριστερό μου χέρι στο στόμα της, γλίστρησε ανάμεσα στα δόντια της το δάχτυλο όπου σύντομα θα φορούσα τη βέρα μου και μετά το έσπρωξε ακόμα πιο βαθιά, γλείφοντάς το με την απαλή της γλώσσα. Ύστερα το ελευθέρωσε και κλείνοντάς μου το μάτι ψιθύρισε:
«Είμαι σοβαρή.» Τα χέρια μου έτρεμαν από την ένταση, ο πούτσος μου παλλόταν αντανακλαστικά στη φευγαλέα αίσθηση των χειλιών της γύρω απ’ το δάχτυλό μου. «Ε, λοιπόν, όχι! Δεν είναι όλα καλά, Χλόη. Καθόλου καλά μάλιστα.» «Εγώ πάντως είμαι πολύ καλά», είπε εκείνη χαμογελώντας γλυκά. «Αισθάνομαι τέλεια. Ελπίζω ν’ απολαύσεις και το υπόλοιπο πάρτι σου.» Έγειρα προς τον τοίχο και την παρακολούθησα να σφίγγει τη ρόμπα γύρω απ’ τη μέση της. Ένιωθα το δέρμα μου καυτό, μουδιασμένο, να
καίγεται απ’ τον πυρετό. Εκείνη, όση ώρα ντυνόταν, με παρακολουθούσε, απολαμβάνοντας την ένταση του πόθου μου. Κατέβαλα γενναίες προσπάθειες για να τον κρύψω και αποφάσισα να προσποιηθώ ότι ήμουν μια χαρά. Αν έβαζα τις φωνές, το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να αυξήσω την αυταρέσκεια της. Η ψυχρή αποστασιοποίηση πάντα πετύχαινε καλύτερα με τη Χλόη όταν ήθελε να παίξει με την καύλα μου. 'Οταν όμως μαλάκωσε η έκψραση του προσώπου μου, εκείνη γέλασε λιγάκι, χωρίς να δείξει την παραμικρή έκπληξη.
«Τι θα κάνεις μετά;» τη ρώτησα. Για κάποιον περίεργο λόγο, δεν είχα αναρωτηθεί έως τότε τι σκόπευε να κάνει. Θα έπαιρνε την επόμενη πτήση της επιστροφής; Εκείνη σήκωσε τους ώμους και ψιθύρισε: «Δεν ξέρω. Θα πάω για φαγητό. Ίσως παρακολουθήσω κανένα σό-ου.» «Μισό λεπτό. Δεν είσαι μόνη σου εδώ;» Με κοίταξε με τα χείλη της πεισμωμένα και σήκωσε τους ώμους. «Μα τι μαλακίες είναι αυτές, Χλόη; Θα μου πεις τουλάχιστον σε ποιο ξενοδοχείο μένεις;»
Με κοίταξε απ’ την κορφή ως τα νύχια, αφήνοντας το βλέμμα της να καθυστερήσει λίγο περισσότερο στο φουσκωμένο παντελόνι μου. «Σ’ ένο ξενοδοχείο.» Ίσιωσε το κορμί της, σήκωσε το φρύδι της και είπε ναζιάρικα: «Α! Σας εύχομαι να περάσετε υπέροχα την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, κύριε Ράιαν...» Αυτά ήταν τα τελευταία της λόγια πριν βγει απ’ το δωμάτιο και αρχίσει να απομακρύνεται στον διάδρομο.
ΔΥΟ Μαξ Στέλαρ
Ο Μπένετ Ράιαν φαινόταν έτοιμος να ξεράσει. Επίσης μας είχε σπάσει τα νεύρα. «Δεν θα πάρω. Οι χοροί αυτοί δεν είναι το φόρτε μου.» Ο Χένρι, ο αδερφός του, έσκυψε μπροστά με έντρομο ύφος. «Πώς γίνεται να μην είναι το φόρτε σου μια άγνωστη και απίστευτα σέξι κοπέλα που χορεύει καθισμένη επάνω σου; Καλά, δεν κυλάει ζεστό αίμα στις φλέβες σου;» Ο Μπένετ μουρμούρισε κάποια δικαιολογία κι εγώ πραγματικά δεν τον αδικούσα, επειδή, ρε γαμώτο, ούτε κι εμένα θα μου άρεσε ν' αφήσω κάποια
άγνωστη πε-ταλουδίτσα να καθίσει πάνω στον πούτσο μου. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να τον σηκώσω απ' τη γαμημέ-νη την καρέκλα του και να τον οδηγήσω στο πριβέ δωμάτιο για να πάρει η βραδιά τον σωστό δρόμο. «Μαλακίες...» του είπα κάνοντας νόημα στον Τζόνι, που στεκόταν κοντά στον διάδρομο προς τα δωμάτια. «Αυτό το μπάτσελορ πάρτι γίνεται για σένα, κι ένας χορός, έστω, είναι απαραίτητος.» Ο Τζόνι απάντησε στο νεύμα μου σηκώνοντας το πιγούνι, ολοκλήρωσε την κουβέντα που είχε με τον άνθρωπο της ασφάλειας κι άρχισε να διασχίζει την αίθουσα με το πάσο του. Με κάθε
δευτερόλεπτο που περνούσε, η ανυπομονησία μου φούντωνε. Όσο περισσότερο αργούσε ο Τζόνι να έρθει κοντά μας, τόσο θα καθυστερούσε ο Μπεν να το πάρει απόφαση και να κατευθυνθεί προς τα πίσω δωμάτια, και τόσο περισσότερο θα με περίμενε το κορίτσι μου. Όταν επιτέλους ήρθε και στάθηκε μπροστά μου, ο Τζόνι μού χαμογέλασε συνωμοτικά. «Γεια σου, Μαξ. Τι μπορώ να κάνω για σένα;» «Νομίζω ότι είμαστε έτοιμοι για τις εορταστικές εκδηλώσεις...» Ο Τζόνι έγνεψε καταφατικά και γλίστρησε το χέρι του στην τσέπη του.
«Η Χλόη είναι στον Ποσειδώνα. Στο τέλος του Μπλε Διαδρόμου, αριστερά απ' τη σκηνή.» Έγνεψα καταφατικά και περίμενα. Όταν κατάλαβα ότι δεν σκόπευε να μου δώσει περισσότερες πληροφορίες, τον ρώτησα: «Και η Σάρα;» «Είναι στο Πράσινο Δωμάτιο, στον Μαύρο Διάδρομο. Δεξιά απ' τη σκηνή», είπε ο Τζόνι. Έσκυψε λίγο μπροστά για να προσθέσει: «Την έστησα όπως μου ζήτησε η ίδια.» Κοκάλωσα. Έβαλα το χέρι στην τσέπη μου για να καλύψω το εξόγκωμα που είχε σχηματιστεί σαν αντανακλαστική αντίδραση. «Σου ζήτησε να τη στήσεις
κάπως;» Τι διάολο εννοούσε; «Μια κορδελίτσα εδώ, μια κορδελίτσα εκεί, αυτό είναι όλο.» Ο Τζόνι με παρακολουθούσε και το πονηρό του χαμόγελο πρόδιδε πόσο τον διασκέδαζαν οι αντιδράσεις μου. Κοίταξα γύρω μου στη σκοτεινή αίθουσα, τους πελάτες που κάθονταν εδώ κι εκεί σε μαύρους δερμάτινους καναπέδες ή στέκονταν δίπλα στην αστραφτερή μπάρα από ανθρακί γρανίτη. Είχα σφίξει τόσο πολύ τα δόντια μου που ένιωθα τον σφυγμό μου να σφυροκο-πάει στο σαγόνι μου. Καταλάβαινα ότι είχα πάρει μια πολύ βλοσυρή έκφραση και δεν μου ταίριαζε
καθόλου. Τα συναισθήματά μου ήταν αντιφατικά: ένιωθα περιέργεια για τη σχέση εμπιστοσύνης που είχε αρχίσει να δημιουργείται μεταξύ τους, όμως ήθελα και να μάθω τι είχε δει εκείνος, πού την είχε αγγίξει. Ήταν πολύ παράξενη η αίσθηση να βλέπω τη Σάρα δεμένη στο Ρεντ Μουν, αλλά κάθε φορά εγώ ήμουν αυτός που την έδενε. «Σε άφησε να την αγγίξεις;» Ο Τζόνι με κοίταξε, χαμογέλασε πλατιά και ταλαντεύτηκε πάνω στα τακούνια του. «Και βέβαια.» Το έντονο βλέμμα μου δεν φάνηκε να τον πτοεί. Άφησε το καυτό κύμα της
ζήλιας να με παρασύρει, γνωρίζοντας ότι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ένιωθα ευγνωμοσύνη. Τους τελευταίους εννέα μήνες περίπου, ο Τζόνι είχε κάνει τόσο πολλά για εμάς που, ακόμα και μέσα στη θολούρα του θυμού μου, ήξερα ότι δεν ήταν και τόσο μικρή η χάρη που μου έκανε απόψε, να παραχωρήσει στη Χλόη και στη Σάρα δύο από τα πιο περιζήτητα δωμάτια του πολυσύχναστου κλαμπ του. Τον κοίταξα και χαμογέλασα. «Ωραία, λοιπόν. Ευχαριστώ, φίλε.» Ο Τζόνι με χτύπησε ελαφρά στον ώμο, έγνεψε σε κάποιον πίσω μου και είπε χαμηλόφωνα: «Καλή διασκέδαση, Μαξ.
Έχεις στη διάθεσή σου μία ώρα πριν αρχίσει το επόμενο νούμερο στο Πράσινο Δωμάτιο.» Ύστερα κατευθύνθηκε ξανά προς τον Μαύρο Διάδρομο, εκεί όπου υποτίθεται θα έβρισκα κι εγώ τη Σάρα, στημένη στη θέση της, με τις κορδέλες της. Ένιωθα μια φρενιασμένη αδημονία να φουντώνει στο στήθος μου. Ένα σφίξιμο. Όπως ακριβώς όταν ξεκινάει ένας ποδοσφαιρικός αγώνας... μόνο που αυτή τη φορά ερχόταν από πιο βαθιά μέσα μου και κυρίευε όλο μου το κορμί. Απλωνόταν από τον θώρακά μου μέχρι τα άκρα μου και παλλόταν καυτό έως τις άκρες των δαχτύλων μου. Λαχταρούσα να βρεθώ κοντά της, να
της δώσω αυτό για το οποίο με είχε παρακαλέσει να έρθουμε στο Λας Βέγκας. Όταν είπα στη Σάρα ότι το μοναδικό Σαββατοκύριακο που θα μπορούσαμε να κάνουμε το μπάτσελορ πάρτι του Μπένετ ήταν το Σαββατοκύριακο του Αγίου Βαλεντίνου, η πρώτη της αντίδραση ήταν να γελάσει και να μου θυμίσει ότι σιχαινόταν αυτή τη γιορτή. Όπως μου είπε, ο πρώην της κατάφερνε πάντα να τα κάνει σκατά εκείνη τη μέρα, κι εγώ μέσα μου χάρηκα που δεν είχε ιδιαίτερες προσδοκίες. Γιορτάζαμε τη σχέση μας κάθε νύχτα στο κρεβάτι μου, κι ακόμα περίσσό-τερο κάθε Τετάρτη βράδυ στο δωμάτιό μας στο Ρεντ Μουν.
Η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου ήταν απλώς μια κουκκίδα στο ημερολόγιο συγκριτικά με όλα αυτά. Όμως η δεύτερη, διστακτική αντίδραση της Σάρας ήταν να με πλησιάσει περισσότερο, να χαϊδέψει με τα χέρια της το στήθος μου και να με ρωτήσει αν μπορούσε να έρθει κι εκείνη μαζί. «Σου υπόσχομαι ότι δεν θα χαλάσω το υπόλοιπο πάρτι...» μου ψιθύρισε, ενώ στα ορθάνοιχτα μάτια της καθρεφτιζόταν ένας συνδυασμός αβεβαιότητας και πόθου. «Το Σαββατοκύριακο με το μπάτσελορ πάρτι μπορεί να εξελιχθεί όπως το έχετε σχεδιάσει. Εγώ απλώς θέλω μόνο μία φορά να παίξω στο Μπλακ Χαρτ.»
Πριν προλάβω να βρω έστω και μία λέξη για να της απαντήσω, έσκυψα και τη φίλησα. Με εκείνο το φιλί είχε χώσει τα χέρια της στα μαλλιά μου κι εγώ είχα κολλήσει το στόμα μου στο στήθος της. Αυτό με τη σειρά του μας οδήγησε σ' ένα γρήγορο και άγριο πήδημα πάνω στον πάγκο της κουζίνας μου. Λίγο αργότερα, έχοντας καταρρεύσει λαχανιασμένος πάνω της, με το στόμα μου κολλημένο στη μουσκεμένη επιδερμίδα του λαιμού της, είπα: «Διάολε, ναι, και βέβαια μπορείς να έρθεις στο Λας Βέγκας.» Προσπαθώντας να χαλαρώσω λίγο, έγειρα πίσω στο κάθισμά μου και, τη στιγμή που έπαιρνα το ποτό μου,
ένιωσα το βλέμμα του Μπένετ καρφωμένο επάνω μου.. «Τι τρέχει;» με ρώτησε παρακολουθώντας τον Τζόνι να εξαφανίζεται πίσω από τη μαύρη κουρτίνα. «Αυτό που τρέχει έχει να κάνει με το δωμάτιο που ετοιμάζεται για σένα» «Για μένα;» ο Μπένετ πίεσε με την παλάμη του το στήθος του, προβάλλοντας ήδη τις πρώτες αντιρρήσεις του. «Για άλλη μια φορά σού λέω, Μαξ, ότι δεν θέλω.» Κάτι είπα θυμωμένος και τον κοίταξα με δύσπιστο ύφος. «Μιλάς σοβαρά;»
«Και βέβαια μιλάω σοβαρά.» Λογομαχήσαμε για λίγο ακόμα, ώσπου κατάλαβα ότι ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει. Πήρε μια έκφραση αποφασιστικότητας, κάρφωσε το βλέμμα του στη βότκα του, δίστασε για μια στιγμή κι ύστερα την κατέβασε με μια γουλιά. «Δε γαμιέται...» Άφησε κάτω το ποτήρι του, σηκώθηκε απότομα όρθιος απ' την καρέκλα του και προχώρησε με βήμα αποφασιστικό στον διάδρομο. Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια για να μην τον μι-μηθώ και να μην πεταχτώ κι εγώ από το κάθισμά μου. Το όνομα της Σάρας αντηχούσε στ' αυτιά μου με
κάθε χτύπο της καρδιάς μου. Την αγαπούσα με τέτοιο πάθος που από θαύμα και μόνο αυτό το Σαββατοκύριακο δεν θα κάναμε και το δικό μου μπάτσελορ πάρτι. Πολλές φορές είχα φτάσει πολύ κοντά στο να της κάνω πρόταση γάμου, κι αυτό άγγιζε τα όρια του παράλογου. Ήξερα μάλιστα ότι εκείνη, με κάποιον τρόπο, το έβλεπε στο πρόσωπό μου: τις στιγμές που ήμουν έτοιμος να την παρακαλέσω να φύγουμε μαζί για το Σαββατοκύριακο, να με παντρευτεί, να μείνουμε μαζί... κι ύστερα το ξανασκεφτόμουν. Και κάθε φορά εκείνη με ρωτούσε τι ήθελα να πω, κι εγώ της απαντούσα ότι ήταν πολύ όμορφη αντί να πω: «Δεν θα ησυχάσω παρά μόνο αν
παντρευτούμε.» Συχνά αναγκαζόμουν να θυμίσω στον εαυτό μου ότι ήμασταν μαζί μόλις έξι μήνες -σχεδόν εννιά αν υπολογίζαμε και την αρχική συμφωνία μας- και ότι η Σάρα ήταν πολύ επιφυλακτική για οτιδήποτε αφορούσε τον γάμο. Είχε κρατήσει το διαμέρισμά της, αν και, για να είμαι ειλικρινής, δεν καταλάβαινα τον λόγο. Τους δύο πρώτους μήνες αφότου τα ξαναβρήκαμε μοιράζαμε τον χρόνο μας στα δύο σπίτια, όμως το δικό μου ήταν μεγαλύτερο, με καλύτερη επίπλωση και η κρεβατοκάμαρά μου είχε καλύτερο φωτισμό για τις φωτογραφίες που τρελαινόμουν να της βγάζω. Μετά από κάποιο διάστημα
εκείνη ερχόταν κάθε νύχτα στο κρεβάτι μου. Θα ήταν δική μου για πάντα, αλλά έπρεπε, ρε γαμώτο, έπρεπε συνεχώς να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι δεν υπήρχε λόγος να βιαζόμαστε. Όταν είχαν περάσει αρκετά λεπτά πια από τότε που είχε φύγει ο Μπένετ, ακούμπησα κι εγώ το ποτό μου στο τραπέζι και σήκωσα το βλέμμα μου στον Γουίλ και τον Χένρι. «Κύριοι», άρχισα να λέω, «λέω να πάω κι εγώ σ’ εκείνον τον διάδρομο για να απολαύσω μια υπέροχη πεταλουδίτσα του Λας Βέγκας να χορεύει καθιστή επάνω μου.» Κανένας απ' τους δυο τους δεν μπήκε
καν στον κόπο να πάρει το βλέμμα του από τις χορεύτριες της σκηνής κι ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι, αν έφευγα, ούτε που θα κοίταζαν σε ποιον διάδρομο πήγαινα. Αριστερά από τη σκηνή, ο διάδρομος οδηγούσε σε πριβέ δωμάτια με ονόματα πλανητών. Αυτά τα δωμάτια προορίζονταν κυρίως για ιδιωτικούς χορούς, κάτι σαν αυτό που θα απολάμβανε εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Μπένετ. Κατά τη γνώμη μου, το μόνο πράγμα που είχε ενδιαφέρον απόψε σ' εκείνα τα δωμάτια ήταν ότι θα του χόρευε η Χλόη. Όμως τα δωμάτια στη δεξιά πλευρά της σκηνής, τα οποία είχαν
απλώς ονόματα χρωμάτων, προορίζονταν για έναν εντελώς διαφορετικό σκοπό. Εκτός από μερικούς υπαλλήλους του κλαμπ και μια αυστηρά επιλεγμένη ομάδα πελατών, κανένας άλλος δεν είχε πρόσβαση σ' αυτά. Ένα βελούδινο χοντρό σκοινί απέκλειε την είσοδο σ' αυτή την περιοχή του κλαμπ η οποία προοριζόταν αποκλειστικά για τους εκλεκτούς θαμώνες που πλήρωναν αδρά για να απολαμβάνουν το προνόμιο να παρακολουθούν διάφορα άτομα να κάνουν σεξ. Όπως περίπου και το Ρεντ Μουν στη Νέα Υόρκη, έτσι και το Μπλακ Χαρτ του Λας Βέ-γκας απευθυνόταν σε πολύ πλούσιους που έτρεφαν ένα ιδιαίτερο πάθος για την
ηδονοβλεψία. Όπως το περίμενα, κανένας από τους φίλους μου δεν γύρισε να με κοιτάξει όταν σηκώθηκα, περπάτησα πίσω από τις πολυτελείς δερμάτινες πολυθρόνες μας και κατευθύνθηκα Καταρχάς προς το αθέατο μέρος της αίθουσας και έπειτα προς τον απέναντι τοίχο. Παρ' όλο που ήμουν βέβαιος ότι δεν με κοίταζαν, δεν ήθελα να τραβήξω την προσοχή τους πηγαίνοντας κατευθείαν στον διάδρομο με τα πριβέ δωμάτια. Κινήθηκα παράλληλα με τον τοίχο κι έφτασα μέχρι την είσοδο του διαδρόμου, όπου στεκόταν ένας
άντρας σχεδόν στο ύψος μου. Φορούσε μαύρο κοστούμι και είχε ένα ακουστικό στο αυτί του. Με ένα νεύμα του κεφαλιού σήκωσε το βαρύ μεταξωτό σκοινί από τη θέση του και με άφησε να περάσω πίσω απ' τη βαριά βελούδινη κουρτίνα. Εγώ είχα προνομιακή πρόσβαση στο κλαμπ. Κανένας από τους συνεργούς μου στο έγκλημα δεν θα μπορούσε να φτάσει έως εδώ μέσα, όση πυγμή ή διπλωματία κι αν χρησιμοποιούσαν οι αδερφοί Ράιαν. Είχα βάλει τον Τζόνι να μου υποσχεθεί ότι δεν υπήρχε περίπτωση να συναντήσουν, έστω και κατά λάθος, εμένα ή τη Σάρα.
Οι δυο μας είχαμε πάει πια τόσες φορές στο Ρεντ Μουν που δεν χρειαζόταν να κοιτάξω στα υπόλοιπα δωμάτια για να καταλάβω τι έκρυβαν μέσα τους. Στο Κόκκινο Δωμάτιο, ένας άντρας μαστίγωνε μια γυμνή γυναίκα ενώ ένας άλλος έσταζε καυτό κερί πάνω στο στήθος της. Στο Λευκό Δωμάτιο, το χέρι ενός άντρα είχε χωθεί μέχρι τον καρπό μέσα σε μια γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη με ανοιχτά χέρια και πόδια πάνω σ' ένα τραπέζι. Στο Ροζ Δωμάτιο, είδα τρεις γυναίκες να κάνουν έρωτα με έναν άντρα.
Το χαλί ήταν παχύ και έπνιγε τα βήματά μου. Εδώ, αντίθετα με το Ρεντ Μουν, τα τζάμια-καθρέφτες ήταν μικρότερα αλλά περισσότερα. Κοιτάζοντας μέσα απ' το καθένα, είχες την αίσθηση ότι έβλεπες μια διαφορετική παράσταση κάθε φορά, την ίδια σκηνή υπό διαφορετική γωνία: το αγαπημένο μενού του τυπικού ηδονοβλεψία. Τους τελευταίους μήνες είχα μάθει ότι οι πρωταγωνιστές αυτών των θεαμάτων -άτομα ομολο-γουμένως τολμηρά και με μια κλίση προς τον φετιχι-σμόσπάνια είχαν να παρουσιάσουν κάτι περισσότερο από ένα ωμό, στερημένο από συναισθήματα γαμήσι. Το οποίο ήταν μια χαρά. Σύμφωνα με τον Τζόνι, οι περισσότεροι από τους επίλεκτους
θαμώνες ήθελαν απλώς να δουν κάποιες ακραίες σεξουαλικές πράξεις, σκηνές που δεν επρόκειτο ποτέ να δουν στην τηλεόραση ή, πόσο μάλλον, στην κρεβατοκάμαρά τους. Υπήρχαν όμως και κάποιοι, οι άγνωστοι θεατές μας στο Ρεντ Μουν, οι οποίοι έρχονταν τις Τετάρτες για να παρακολουθήσουν εμένα και τη Σάρα. Στα βράδια που περνούσαμε εκεί δίναμε προτεραιότητα σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη υποχρέωσή μας θα έλεγα, είτε επρόκειτο για δουλειά είτε για συγγενείς ή φίλους. Το Ρεντ Μουν μάς έδινε την ευκαιρία να εκ-φράσουμε κάτι που είχαμε και οι δύο ανάγκη. Τους τελευταίους μήνες είχαμε εξερευνήσει
στο έπακρο το κοινό μας φετίχ για την επιδειξιομανία. Αργότερα μάλιστα αναλύαμε τις εμπειρίες μας για ώρες στο κρεβάτι της ή στο δικό μου. Όταν πλησίασα στο δικό μας δωμάτιο, δεν υπήρχε κάποιος θεατής κι έτσι μπόρεσα να γλιστρήσω μέσα χωρίς να με δει κανένας. Όπως το περίμενα, η πόρτα του Πράσινου Δωματίου ήταν ξεκλείδωτη. Σε όλα τα κλαμπ του Τζόνι, κανένας θαμώνας που είχε πρόσβαση στα άδυτα δεν θα τολμούσε ποτέ να δοκιμάσει έστω να ανοίξει μια ξεκλείδωτη πόρτα. Το δωμάτιο ήταν μικρό -όπως και όλα τα υπόλοιπα- και άδειο, με εξαίρεση δύο
σκηνικά στοιχεία: μια απλή μεταλλική καρέκλα κι ένα τραπέζι. Η λιτή διακόσμηση σήμαινε ότι ακόμα και η τελευταία σταγόνα της προσοχής μου και της προσοχής όποιου μας παρακολουθούσε απ' τον διάδρομο- θα επικεντρωνόταν στη γυμνή κοπέλα που αυτή τη στιγμή ήταν σκυμμένη πάνω απ' το τραπέζι. Τα μάτια της ήταν δεμένα. Η καμπύλη του καλλίγραμμου κώλου της φαινόταν ολόκληρη. Η πλάτη της, ίσια και χαλαρή. Όταν ακούστηκε ο μεταλλικός ήχος της πόρτας που έκλεισε πίσω μου, δάγκωσε το κάτω χείλι της και μπόρεσα να διακρίνω ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί της.
«Εγώ είμαι, Γλύκα.» Δεν χρειαζόταν να το πω. Από τη στάση της καταλάβαινα ότι ήξερε ποιος είχε μπει στο δωμάτιο, όμως εγώ ήθελα έτσι κι αλλιώς να την καθησυχάσω. Έδειχνε απόλυτα ήρεμη, με το κεφάλι στραμμένο στο πλάι, το μάγουλό της να ακουμπάει στο τραπέζι. Άφησα για μια στιγμή το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στο κορμί της. Οι αστράγαλοί της ήταν δεμένοι σε δυο πόδια του τραπεζιού με την κορδέλα που είχε αναφέρει ο Τζόνι. Τα πόδια της ήταν αρκετά ανοιχτά ώστε να μπορώ να την πάρω με όποιον τρόπο ήθελα. Ήταν σκυμμένη από τη μέση και πάνω
και τα χέρια της ήταν δεμένα πίσω απ' την πλάτη της. Το δέρμα της ήταν απαλό, χωρίς το παραμικρό ψεγάδι, το στόμα της υγρό και μισάνοιχτο πια. Κοίταξα για άλλη μια φορά με λαχτάρα το κορμί της, κι εκείνη, σαν να διαισθανόταν σε ποιο σημείο είχα στρέψει την προσοχή μου, τούρλωσε τον κώλο της λίγο περισσότερο. Την πλησίασα και με την παλάμη μου πίεσα το σημείο ανάμεσα στις ωμοπλάτες της. Εκείνη ξαφνιάστηκε λίγο, όμως αμέσως μετά αναστέναξε ηδονικά, καθώς το χέρι μου κατέβηκε χαμηλά στην πλάτη της και της χούφτωσα τον κώλο.
«Είσαι υπέροχη, αγάπη μου.» «Είναι κρύο το χέρι σου...» ψιθύρισε. «Και μ' αρέσει πολύ αυτό.» Πράγματι, το δέρμα της ήταν ζεστό. Σκέ-φτηκα ότι ένιωθε την κάψα της έξαψης και της προσμονής, μη γνωρίζοντας ούτε πότε θα ερχόμουν στο δωμάτιο ούτε ποιος θα μπορούσε να τη δει πριν από μένα. Χάιδεψα με το δάχτυλό μου τον κώλο της και προχώρησα λίγο πιο χαμηλά, στη σχισμή του μουνιού της, που ήταν ήδη υγρή. Βλέποντάς την και νιώθοντας την καύλα της στα ακροδάχτυλά μου, αμέσως μου σηκώθηκε. Όταν έβαλα πια δύο δάχτυλά μου μέσα της, εκείνη τινάχτηκε πάνω στο τραπέζι, κι εγώ διαπίστωσα με ανακούφιση ότι ο
Τζόνι δεν την είχε δέσει πολύ σφιχτά. Η Σάρα είχε γνωρίσει τον Τζόνι κάτω απ' το φως της μέρας, όταν τελικά ξαναγύρισε σ' εμένα τον περασμένο Αύγουστο. Παρ' όλο που είχαν ανταλλάξει λίγες κουβέντες αμέσως μετά την πρώτη επίσκεψή μας στο κλαμπ του, η Σάρα ήθελε να ξανασυναντηθούν, κάπου μακριά από εκείνον τον κόσμο. Έλεγε ότι θα ένιωθε πιο άνετα γι' αυτό που κάναμε αν γνώριζε τον άντρα που κρυβόταν πίσω από όλα αυτά. Συναντηθήκαμε για καφέ σε μια μικρή καφετέρια του Μπρούκλιν. Ο Τζόνι -όπως και όλοι εμείς οι υπόλοιποι- έδειχνε γοητευμένος με τη Σάρα από την πρώτη στιγμή που εκείνη
είχε σκύψει και τον είχε φιλήσει στο μάγουλο, ευχαριστώντας τον ειλικρινά για όσα είχε κάνει για μας. Οι δυο τους έδεσαν αμέσως. Εκείνος την κατάλαβε από την πρώτη στιγμή που την είδε, όπως μόνο εγώ την είχα καταλάβει έως τότε. Έκανε σαν τρελός για κείνην, της φερόταν προστατευτικά και από εκείνο το απόγευμα κι ύστερα ήταν ο μόνος άντρας, εκτός από εμένα, στον οποίο η Σάρα θα επέτρεπε να την αγγίξει, όμως μόνο για να την προετοιμάσει γι' αυτή την ιδιαίτερη περίσταση. Η εμπιστοσύνη που του έδειχνε αποδείκνυε ταυτόχρονα την εμπιστοσύνη της απέναντι σ' εμένα.
Άφησα το βλέμμα μου να απολαύσει τις καμπύλες της λευκής επιδερμίδας της, την αντίθεση της κόκκινης κορδέλας γύρω απ' τους καρπούς και τους αστραγάλους της, τη δυνατή μα και απαλή γραμμή της ραχοκο-καλιάς της. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στήθος από έναν πόνο τόσο βαθύ που, όταν προσπάθησα να μιλήσω, η φωνή μου ακούστηκε πνιχτή. «Πόση ώρα είσαι εδώ;» Σήκωσε ελαφριά τους ώμους. «Ο Τζόνι έφυγε πριν από δέκα λεπτά ίσως. Είπε ότι όπου να 'ναι θα ερχόσουν.» Κούνησα το κεφάλι κι έσκυψα να τη φιλήσω στον ώμο. «Ήρθα λοιπόν.»
«Ήρθες.» «Ήταν δυσάρεστη η αναμονή;» Έγλειψε τα χείλη της πριν απαντήσει: «Όχι.» «Έξω απ' το διπλανό δωμάτιο υπάρχουν κάποιοι πελάτες», της είπα γεμίζοντας τον λαιμό της με φιλιά. «Φαντάζομαι ότι θα πέρασαν μπροστά κι απ' αυτό το δωμάτιο και θα σε είδαν... ολομόναχη... να περιμένεις κάποιον...» Την ένιωσα να αναριγεί κάτω απ' το κορμί μου. Η ανάσα της ήταν κοφτή. «Είμαι σίγουρος ότι το ήξερες αυτό. Είμαι σίγουρος ότι το γούσταρες
τρελά.» Έγνεψε καταφατικά. «Ξέρεις πόσο σ' αγαπώ;» Εκείνη έγνεψε ξανά και το δέρμα της, από τον λαιμό μέχρι χαμηλά στην πλάτη της, αναψοκοκκίνισε. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η Σάρα φτιαχνόταν με την ιδέα ότι κάποιος μάς παρακολουθούσε να κάνουμε έρωτα. Δεν επέλεγε συχνά να είναι δεμένη. Κάποιες φορές αναλάμβανε εκείνη την πρωτοβουλία των κινήσεων, ανέβαινε πάνω μου και κατάπινε τον πούτσο μου με το μουνί της ή το στόμα της. Αυτές τις φορές τής άρεσε να με κοιτάζει καταπρόσωπο. Με τα μάτια της
ρουφούσε και την παραμικρή αντίδραση της έκ-στασής μου, λες και της ήταν ακόμα δύσκολο να πιστέψει πόσο με συνέπαιρνε η αγάπη της. Κάποιες άλλες φορές όμως -μερικές νύχτες στο κλαμπ του Τζόνι- ήθελε να έχει τα μάτια της δεμένα, για να με φαντάζεται να την κοιτάζω, να την αγγίζω, να την πηδάω. Άπλωσα το χέρι κι έλυσα την κορδέλα απ’ τους καρπούς της. Ένιωσα σαν να ξετύλιγα ένα δώρο. Η Σάρα λύγισε τις παλάμες της κι ύστερα σήκωσε τα χέρια της ψηλά για να πιαστεί από την απέναντι άκρη του τραπεζιού. «Το κατάλαβες ότι θα σου έλεγα να
κάνεις αυτήν ακριβώς την κίνηση;» Εκείνη έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος μου και χαμογέλασε ακούγοντας την έμμεση υπόδειξή μου, ενώ το μαντίλι που είχε στα μάτια της την εμπόδιζε να με δει. «Είχα μια μικρή υποψία.» Τότε τον ακούσαμε και οι δύο ταυτόχρονα: έναν δυνατό θόρυβο που ερχόταν απ' τον διάδρομο, λες και κάποιος είχε ρίξει κάτω έναν ολόκληρο δίσκο με ποτά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ποτέ δεν ήμασταν σίγουροι αν κάποιος μας έβλεπε. Στο Ρεντ Μουν, τα δωμάτια είχαν ηχομόνωση. Εδώ οι τοίχοι είχαν μεγάλο πάχος, όμως δεν
υπήρχε μόνωση. Μπροστά μου η Σάρα αναρίγησε και τέντωσε σαν τόξο την πλάτη της. «Φαίνεται ότι κάποιοι σχεδιάζουν να μείνουν αρκετή ώρα, γι' αυτό παράγγειλαν ποτά.» Έβγαλα το σακάκι μου, το δίπλωσα και το ακούμπησα στην πλάτη της καρέκλας. Ύστερα έσκυψα καί έβαλα τα χέρια μου ανάμεσα στο τραπέζι και το κορμί της, με τις παλάμες στραμμένες προς τα πάνω για να χουφτώσω τα βυζιά της. «Τι όμορφο κορίτσι...» Τη φίλησα στον ώμο, στον λαιμό, προχώρησα μέχρι χαμηλά στην πλάτη της, ενώ ταυτόχρονα τα
χέρια μου τρύπωναν ακόμα πιο κάτω, στο μουνί της. Την έγλειφα, τις έδινα μικρές δαγκωμα-τιές. Το δέρμα της ήταν διαβολικά υπέροχο, τόσο που δεν μπορούσα να το χορτάσω. «Είναι τέλειο...» ψιθύρισα τραβώντας τη μεταλλική καρέκλα αρκετά κοντά ώστε να μπορώ να καθίσω και να τη δαγκώσω στην καμπύλη του κώλου της. «Δυστυχώς ο χρόνος που έχουμε στη διάθεσή μας μου επιτρέπει να πάρω μόνο μια μικρή γεύση.» Με τα χέρια μου στα κωλομέρια της, την ανάγκασα να ανοίξει τα πόδια της κι έσκυψα μπροστά για να πιπιλήσω την κλειτορίδα της, να γευτώ τη γλύκα και την κάψα της.
«Μαξ...» Η φωνή της ήταν σφιγμένη σαν να είχε αρθρώσει με κόπο αυτή τη μοναδική συλλαβή. «Μμμ;» Την έγλειψα ξανά κλείνοντας τα μάτια. «Είναι τόσο όμορφη η περιοχή εδώ κάτω...» Τη φίλησα στη σχισμή της που ήταν έτοιμη να με δεχτεί μέσα της. «Σ’ αυτό ακριβώς το γαμημένο σημείο.» «Σε παρακαλώ, σταμάτα, όχι έτσι...» Τα κωλομέρια της πάλλονταν στα χέρια μου. «Δεν θέλεις να χύσεις στο στόμα μου;» τη ρώτησα, ενώ σηκωνόμουν όρθιος και άρχιζα να λύνω τη ζώνη μου.
«Ξέρω ότι δεν έχουμε και πολύ χρόνο. Θέλω να σε νιώσω μέσα μου πριν έρθει η ώρα να φύγουμε.» Κατέβασα το μποξεράκι μου χαμηλά στα πόδια μου, έπαιξα λίγο με τη σχισμή της, τρίβοντας τον πού-τσο μου στην κλειτορίδα της. «Πριν αρχίσουμε, θέλω να σε ρωτήσω κάτι.» Εκείνη άφησε ένα βογκητό καί τεντώθηκε προς το μέρος μου. «Δεν ξέρεις πού να τον βάλεις, έτσι;» Έσκυψα και τη φίλησα στην πλάτη γελώντας. «Όχι βέβαια, παλιοκόριτσο με το βρόμικο μυαλό. Δεν έχουμε αρκετό χρόνο για τέτοια κόλπα.»
Η Σάρα έγλειψε τα χείλη της περιμένοντας. Έχοντας μπει ελάχιστα μέσα της, τη ρώτησα: «Να σε πάρω έτσι; Να ξέρεις ότι έχω στην τσέπη μου προφυλακτικό.» Η ανάσα της έγινε ακόμα πιο κοφτή. «Σε θέλω έτσι, γυμνό.» Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στήθος. Κάρφωσα το βλέμμα μου πάνω της, θέλοντας να παγώσω για λίγο τον χρόνο, να απολαύσω τη στιγμή. Εκείνη, δεμένη στο τραπέζι, γυμνή, έτοιμη να με πάρει μέσα της. Η μεταξωτή γραβάτα μου χάιδεψε τη ραχοκοκαλιά της καθώς έσκυβα επάνω της, και το βαθύ
μπλε χρώμα της έκανε τέλεια αντίθεση με το αχνό κοκκίνισμα της επιδερμίδας της. Θεέ μου, πόσο με καύλωνε... Στο σπίτι δεν χρησιμοποιούσαμε ποτέ προφυλακτικά, εδώ όμως στο κλαμπ, και με το δεδομένο ότι η Σάρα είχε όλη τη βραδιά μπροστά της, ήταν λίγο διαφορετικό. Μπήκα μέσα της τόσο αργά που ένιωσα και το τελευταίο εκατοστό του κορμιού της να αποκτά ένα σφρίγος από τον πόθο. Άφησε να της ξεφύγει μια μικρή κραυγή, σηκώνοντας τα λαγόνια της για να με πάρει πιο βαθιά μέσα της. Σ' αυτή τη στάση, λόγω της διαφοράς του ύψους μας, μπορούσα να σκύψω επάνω της και να της ψιθυρίσω στο
αυτί: «Είσαι σίγουρη;» «Ναι.» «Γιατί μόλις τώρα μπήκα μέσα σου χωρίς καμία προφύλαξη, Γλύκα. Αν τελειώσω μέσα σου, οι τύποι που έχυσαν τα ποτά τους εκεί έξω θα καταλάβουν ότι είσαι δικιά μου.» Εκείνη άφησε ακόμα ένα βογκητό και τα δάχτυλά της έσφιξαν την κόχη του τραπεζιού. «Ε, και;» «Και θα έχεις τα χύσια μου μέσα σου όταν εγώ θα φύγω. Αυτό θέλεις;» «Κι εσύ θα ξέρεις ότι θα τα έχω...» ψιθύρισε εκείνη, συντονίζοντας το
κορμί της με τις κινήσεις μου. «Αυτό θέλω. Όταν θα είσαι εκεί έξω με τους φίλους σου, ή αργότερα όταν θα τρώτε κάπου αλλού, θα σκέφτεσαι ότι εγώ θα σε νιώθω ακόμα μέσα μου.» «Έχεις απόλυτο δίκιο». Έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στα μπούτια της και με την παλάμη μου πάνω στο μουνί της χάιδεψα όλα τα σημεία γύρω του. Στην αρχή οι κινήσεις μου ήταν αργές, βασανιστικές, έβλεπα τον πούτσο μου να αλητεύει μέσα της κι ύστερα να ξεπροβάλλει πάλι, μουσκεμένος απ' τα υγρά της. Όμως οι δεδομένες συνθήκες εκείνης της βραδιάς λειτουργούσαν πιεστικά στο μυαλό μου. Ή-ξερα ότι δεν
είχα ώρες μπροστά μου για να απολαύσω την επαφή μας. Η ηδονή έπρεπε να είναι σύντομη. Αργότερα θα έβρισκα τον χρόνο να τη γευτώ με την ησυχία μου. Η Σάρα αναστέναξε όταν τραβήχτηκα προς τα έξω κι ύστερα μπήκα ξανά μέσα της βίαια, μ' έναν ρυθμό τόσο δυνατό και γρήγορο, που το τραπέζι στρίγγλισε πάνω στο πάτωμα, οι μεντεσέδες του αναστέναξαν. Η Σάρα πήρε ολόκληρο τον πούτσο μου μέσα της τεντώνοντας προς το μέρος μου τον καταπληκτικό της κώλο και σπρώχνοντας το κορμί της προς τα πίσω εξίσου δυνατά και γρήγορα με τις δικές μου ωθήσεις.
Μ' έναν πνιχτό αναστεναγμό ψιθύρισε: «Μαξ, θα χύσω...» Χάιδεψα με κυκλικές κινήσεις την κλειτορίδα της, αυξάνοντας την ένταση και επιταχύνοντας τον ρυθμό μου. Γνώριζα το κορμί αυτής της γυναίκας το ίδιο καλά με το δικό μου. Ήξερα πόσο γρήγορες, πόσο ορμητικές ήθελε τις κινήσεις μου. Ήξερα πόσο της άρεσε ν' ακούει τη φωνή μου να ψιθυρίζει το όνομά της. «Γλύκα...» της είπα βογκώντας. «Τρελαίνομαι όταν σε νιώθω να χύνεις πάνω στον πούτσο μου.» Τέντωσε προς τα πίσω τον λαιμό της, πίεσε το πίσω μέρος του κεφαλιού της
στον ώμο μου κι άφησε να της ξεφύγει ένα απαλό, αυθόρμητο βογκητό. «Κι άλλο. Κι άλλο.» «Ρε Σάρα, σ' αγαπώ πολύ.» Αυτό ήταν. Τα δάχτυλά της έσφιξαν την κόχη του τραπεζιού με τόση δύναμη που άσπρισαν οι αρθρώσεις της και ο οργασμός της ήταν απίστευτα έντονος, συντονισμένος με τα ξέπνοα βογκητά της. «Τι νιώθεις;» κατάφερα να ψιθυρίσω ακριβώς κάτω απ’ το αυτί της. «Ότι έχεις δύναμη; Έχεις τον έλεγχο; Έτσι όπως είσαι με δεμένα τα μάτια, ακινητοποιη-μένη πάνω σ' ένα τραπέζι, ενώ εγώ χάνομαι μέσα σου, τόσο πολύ
που μου κόβεται η ανάσα;» Εκείνη αναστέναξε βαθιά, καθώς κατέρρεε πάνω στο τραπέζι χορτασμένη. «Αυτό που νιώθω είναι έρωτας.» Ένα ρίγος διαπέρασε την πλάτη μου κι έφτασε χαμηλά στο υπογάστριό μου καθώς επιτάχυνα τις κινήσεις των γοφών μου. «Έρωτας;» επανέλαβα. «Είσαι δεμένη σ' ένα μεταλλικό τραπέζι, έφτασες σε οργασμό μπροστά σ' ένας Θεός ξέρει πόσους ανθρώπους και αυτό που νιώθεις είναι έρωτας... Μάλλον την έχεις πατήσει όσο κι εγώ.» Γύρισε το κεφάλι και μου δάγκωσε τα χείλη. Η Σάρα μού πρόσφερε το στόμα της, τη γλώσσα της, τους βραχνούς
ήχους της επιθυμίας της, κι εγώ αφέθηκα μουγκρίζοντας καθώς έχανα τον ρυθμό μου και οι γοφοί μου χτυπούσαν στα κωλομέρια της κι ένιωθα τον πυρετό της καύλας μου να με κατακλύζει ώσπου ολόκληρο το κορμί μου σφίχτηκε κι ύστερα παραδόθηκε στην ηδονή. Έμεινα για λίγο ακίνητος, ζαλισμένος. Απολάμβανα την αίσθηση των φιλιών της, τις αργές, νωχελικές κινήσεις της μετά τον οργασμό. Το δωμάτιο δεν υπήρχε πια και, όσο κι αν ακούγεται κλισέ, ο χρόνος είχε σταματήσει. Ολόκληρη η βραδιά επικεντρώθηκε στο σώμα
της, στα χείλη της, στα μάτια της που με κοίταζαν ορθάνοιχτα όταν φιλιόμασταν. Με αργές κινήσεις τραβήχτηκα από μέσα της και ανάγκασα τα χείλη της να επιβραδύνουν την απαλή, πεινασμένη επίθεσή τους για να μπορέσω να απολαύσω το σχήμα του στόματός της. Χάιδεψα με τα δυο μου δάχτυλα το μουνί της. Με τρέλαινε ο τρόπος που τιναζόταν στο κάθε μου άγγιγμα. Έχωσα τα δάχτυλά μου μέσα της κι ένιωσα ξανά τη θέρμη της καύλας της, τα τεκμήρια της δικής μου ηδονής. «Βρομοκόριτσο...» ψιθύρισα χώνοντας πιο βαθιά τα δάχτυλά μου. Ύστερα τα έβγαλα και χαμογέλασα
καθώς ένιωσα ότι το κορμί της δεν ήταν και τόσο πρόθυμο να με αποχωριστεί. Σηκώθηκα όρθιος, κούμπωσα το παντελόνι μου κι έσκυψα να λύσω τα πόδια της. Εκείνη όρθωσε το κορμί της, τέντωσε προς τα πίσω την πλάτη της, γύρισε και κάθισε στο τραπέζι, τραβώντας με απ' τη γραβάτα για να σταθώ ανάμεσα στα πόδια της. «Τι έχετε κανονίσει με τα παιδιά για το υπόλοιπο της βραδιάς;» με ρώτησε χαϊδεύοντάς με πάνω απ' το πουκάμισό μου. «Φαντάζομαι θα πάμε για φαγητό.» Απομακρύνθηκα για λίγο για να της φέρω τη ρόμπα της απ' τη γωνία του
δωματίου. Αρκετά είχα αφήσει τα βλέμματα άλλων αντρών να την απολαύσουν. «Εσύ;» «Θα πάω κι εγώ για φαγητό», είπε εκείνη σηκώνοντας τους ώμους. «Αργότερα... δεν ξέρω...» Με κοίταξε και μου χαμογέλασε σκανταλιάρικα. «Ίσως πάμε σε κάποιο άλλο κλαμπ...» «Δηλαδή;» ρώτησα γελώντας. «Θα απολαύσετε τίποτα γκόμενους με τάνγκα να λικνίζονται μπροστά στα μούτρα σας με το πουλί τους σηκωμένο; Θα προτιμούσα να μην το κάνεις, Γλύκα.» Το βλέμμα της έγινε έντονο, σχεδόν
προκλητικό. «Λοιπόν, εγώ λέω να πας να απολαύσεις το υπόλοιπο της βραδιάς σου κι εγώ να κάνω ακριβώς το ίδιο.» Χαμογέλασα κι έσκυψα να τη φιλήσω. Μου έδωσε ένα βαθύ φιλί, ενώ έφερε τα χέρια της στο πρόσωπό μου κι ύστερα τα πέρασε μέσα στα μαλλιά μου και πίσω απ' τον λαιμό μου. «Νιώθω ότι θα μπορούσα να πηδιέμαι για ώρες μαζί σου», ψιθύρισε στο στόμα μου κι εγώ κόντεψα να χάσω το μυαλό μου. Η Σάρα σπάνια μιλούσε πρόστυχα κι όταν το έκανε πάντα με καύλωνε. «Ο πόθος μου για σένα με κάνει να νιώθω λίγο άδεια απόψε.» Άφησα να μου ξεφύγει ένα βογκητό και
βύθισα το πρόσωπό μου στον λαιμό της. «Ξέρω, ξέρω», ψιθύρισε εκείνη κι όταν με έσπρωξε με τα χέρια στο στέρνο, έκανα πίσω για να μπορέσει να σηκωθεί όρθια. «Είμαι σίγουρη ότι η Χλόη θα έχει τελειώσει. Καλύτερα να πηγαίνουμε.» Βγήκαμε από την ίδια πόρτα απ' όπου είχα μπει, η οποία, δυστυχώς, ήταν η μοναδική που επέτρεπε την πρόσβαση στο δωμάτιο. Προτιμούσα τη χωριστή έξοδο που είχαν τα δωμάτια του Ρεντ Μουν. Άλλο να ξέρεις ότι κάποιοι υπάρχουν εκεί έξω κι άλλο να υπάρχει η πιθανότητα να τους δεις.
Ευτυχώς όμως, όποιος κι αν βρισκόταν εκεί έξω είχε αποχωρήσει πριν εμφανιστούμε εμείς, μάλλον όταν με είδε να τυλίγω τη Σάρα με τη ρόμπα της. Προχωρώντας στον διάδρομο ακολουθήσαμε διακριτικά κάποιους άλλους θαμώνες και αμέσως άρχισα να αναρωτιέμαι: Άραγε μας είχαν δει;
ΤΡΙΑ Μπένετ Ράιαν Δεν μπορούσα να αποφασίσω αν ένιωθα τέλεια -είχα χρειαστεί μόλις τρία λεπτά για να κάνω την αρραβωνιαστικιά μου να χύσει στο πριβέ δωμάτιο ενός κυριλέ
σεξ κλαμπ- ή πιο αναστατωμένος και απογοητευμένος απ’ ό, τι είχα υπάρξει εδώ και καιρό. Μπα που να σε πάρει ο διάο-λος, Χλόη. Η αποχώρησή της έκανε τη σύντομη παράστασή της να μοιάζει με ένα είδος τιμωρίας επειδή την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου είχα φύγει για το Λας Βέγκας. Παρότι γνώριζα λίγο την αρραβωνιαστικιά μου, ήξερα πως παρά το γεγονός ότι και οι δύο εργαζόμασταν στον χώρο του μάρκετινγκ- εκείνη θεωρούσε εντελώς γελοία την προοπτική ενός ρομαντικού διήμερου κατά παραγγελία. Προφανώς είχε αρπάξει την ευκαιρία για να μου παίξει ένα παιχνιδάκι και να μ’ αφήσει στην κατάσταση που της άρεσε περισσότερο: αναστατωμένο και
εκνευρισμένο. Και ο μαλάκας ο Μαξ... Ήξερε άραγε ότι η Χλόη σκόπευε να με παίξει έτσι; Κι αν το ήξερε... Η αλήθεια είναι ότι ήταν κάτι προσωπικό και κάπως παράξενο. Θα έπρεπε ή να τον σπάσω στο ξύλο ή να του ρίξω υπνωτικό στο ποτό του και να χτυπήσω τατουάζ στη μούρη του με ανεξίτηλο μελάνι: «Είμαι μαλάκας». Η εκδίκησή μου όμως έπρεπε να περιμένει. Όταν επέστρεψα, ο Μαξ είχε φύγει, ενώ ο Χένρι και ο Γουίλ είχαν το ανέκφραστο βλέμμα δύο αντρών κορεσμένων από αλκοόλ και γυναίκες. «Πώς πάνε τα πράγματα εδώ έξω;»
ρώτησα. Ξανακά-θισα και πήρα το ποτήρι μου. Περίμενα ότι θα ήταν σχεδόν άδειο. Όχι όμως. Το ποτό μου ήταν φρεσκοσερβιρισμένο και το πιάτο μου γεμάτο. Έψαξα με το βλέμμα μου την Τζία και σήκωσα το ποτήρι μου για να την ευχαριστήσω. Πέρα από τις μυστηριώδεις γωνιές και τις διάφορες ανωμαλίες που παίζονταν πίσω από τις κλειστές πόρτες, το προσωπικό συμπεριφερόταν με απίστευτο επαγγελματισμό. Η Τζία έγνεψε με το κεφάλι, μου χαμογέλασε κι εξαφανίστηκε πίσω απ’ την μπάρα. Δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω ότι είχε βγάλει όλα όσα φορούσε και σέρβιρε πια τα τραπέζια της ολόγυμνη.
Ευχήθηκα για λογαριασμό της να ήταν μια ευχάριστη εμπειρία για την ίδια. Όσο για μένα, ήταν ένας από τους μόνιμους εφιάλτες μου. «Πώς ήταν ο χορός;» ρώτησε ο Χένρι, χωρίς να μπει καν στον κόπο να πάρει τα μάτια του απ’ τη σκηνή. Θα μπορούσα να είχα βάλει φωτιά στην καρέκλα του κι εκείνος να μην το πάρει είδηση μέχρι οι φλόγες να του κόψουν τη θέα. Τον κοίταξα ερευνητικά προσπαθώντας να καταλάβω αν ήταν κι εκείνος μέσα στο κόλπο για την έκπληξη που μου είχε ετοιμάσει η Χλόη. Ο Χένρι όμως ούτε χαμογελούσε με νόημα, ούτε έδειχνε να
τον ενδιαφέρει η απάντησή μου. Όσο για τον Γουίλ, με κοίταζε κι εκείνος με αδιάφορη περιέργεια. «Καλός ήταν», είπα. «Γρήγορος...» παρατήρησε ο Γουίλ. Χαμογέλασα ειρωνικά. Πολύ γρήγορος, που να πάρει ο διάολος. Σχεδόν ευχόμουν τουλάχιστον ένας απ’ τους δυο τους να ήξερε για τη Χλόη και το κόλπο της ώστε να μπορούσα να περηφανευτώ για τις επιδόσεις μου. «Μερικές γυναίκες εδώ μέσα είναι καταπληκτικές...» μουρμούρισε ο Χένρι. «Θα μπορούσα να περάσω όλη τη νύχτα κοιτάζοντάς τες να χορεύουν.»
Ο Γουίλ τεντώθηκε κι έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Εγώ όμως πεθαίνω στην πείνα. Δεν έχουμε κλείσει κάπου για φαγητό; Κοντεύει δέκα.» «Πού είναι ο Βρετανός φίλος μας;» ρώτησα κοιτώντας ολόγυρα για άλλη μια φορά την τεράστια αίθουσα. Για να τον εντοπίσω εκεί μέσα, έπρεπε να ελέγξω κάθε γωνιά, κάθε μπάρα.» «Ιδέα δεν έχω», είπε ο Γουίλ σηκώνοντας τους ώμους και πίνοντας την τελευταία γουλιά του ουίσκι του. «Εξαφανίστηκε αμέσως μετά από σένα.» Μια υποψία πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό μου κι αμέσως μετά έγινε
βεβαιότητα που έσκασε μέσα μου σαν βόμβα: ήταν εδώ και η Σάρα. Η Χλόη δεν είχε απαντήσει όταν τη ρώτησα αν είχε έρθει με παρέα, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα περνούσε ένα διήμερο ολομόναχη. Μπορεί να σκόπευε να γυρίσει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της και να περάσει το βράδυ απολαμβάνοντας ένα αρωματικό αφρόλουτρο, όμως το πιθανότερο ήταν πως είχε άλλα σχέδια. Αν είχαν καταφέρει να μου εξασφαλίσουν ένα πριβέ δωμάτιο μόνο για μένα και τη Χλόη, τότε σίγουρα και ο Μαξ θα απολάμβανε κάπου εκεί γύρω λίγο χρόνο με την αγαπημένη του.
Μετά από ένα ποτό ακόμα και καμιά δεκαριά τραγούδια, ξαφνικά ο Μαξ επέστρεψε στο τραπέζι μας. Εμφανίστηκε από το πουθενά, χωρίς καν να τον πάρουμε είδηση. «Τι έγινε, μάγκες;» αναφώνησε χτυπώντας με στην πλάτη. «Απολαμβάνουμε τα γυμνά βυζάκια;» Και οι τρεις μουρμουρίσαμε διάφορες παραλλαγές του «Όλα τέλεια.» Εκείνος έκατσε στην καρέκλα δίπλα μου, ενώ το γέλιο του πρόδιδε πόσο χαλαρός ένιωθε. «Πώς ήταν ο χορός, Μπεν;» ρώτησε, ενώ τα μάτια του άστραφταν. «Τελικά δεν πρέπει να ήταν και τόσο
χάλια, έτσι;» Σήκωσα τους ώμους και χάζεψα το μεθυσμένο χαμόγελό του. Έδειχνε σχεδόν τόσο χαλαρός όσο εγώ ήμουν σφιγμένος. «Μόλις πήδηξες, έτσι δεν είναι, παλιομαλάκα;» Γούρλωσε τα μάτια του κι έσκυψε μπροστά. «Γιατί εσύ δεν πήδηξες;» «Όχι, γαμώτο...» ψιθύρισα κουνώντας το κεφάλι. Ο Μαξ ξέσπασε σε γέλια. «Η Χλόη φρόντισε την πάρτη της κι έπειτα εξαφανίστηκε.» Ο Μαξ σφύριξε σιγανά και αναστέναξε. «Φαντάζομαι ότι όταν γυρίσουμε, θα βρεις κάποιον τρόπο να πάρεις το αίμα
σου πίσω.» Σοβαρολογούσε τώρα; Περίμενε ότι θα την άφηνα στην ησυχία της την υπόλοιπη βραδιά -για να μην πω το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο- μετά απ’ αυτό το παιχνίδι που μου έπαιξε; «Πού θα πάνε;» ρώτησα, ενώ η ανάσα μου έβγαινε κοφτή. Ο Μαξ σήκωσε τους ώμους και μ’ ένα κομματάκι πίτας μπλινί φτυάρισε λίγο χαβιάρι απ’ το πιάτο μου. «Δεν ξέρω. Νομίζω όμως ότι θα φύγουν το πρωί.»
«Σε ποιο ξενοδοχείο μένουν;» «Ιδέα δεν έχω. Η Σάρα τα κανόνισε όλα.» Συγκριτικά με εμένα, ο Μαξ έδειχνε να μην ανησυχεί καθόλου με όλα αυτά... Προφανώς. Εκείνος όμως είχε μόλις πηδηχτεί με τη Σάρα σε κάποιο από τα μυστικά δωμάτια, ενώ εγώ το μόνο που είχα καταφέρει ήταν να δω τη Χλόη να αυνανίζεται με το χέρι μου.» Κάρφωσα το βλέμμα μου στον απέναντι τοίχο την ίδια στιγμή που η Χλόη με τη Σάρα πρόβαλλαν απ’ τον σκοτεινό διάδρομο, πιασμένες αγκαζέ και γελώντας. Ο Μαξ ακολούθησε το βλέμμα μου και αναστέναξε. «Είναι
υπέροχες, διάολε!» «Αναρωτιέμαι πού έχουν σκοπό να πάνε», μουρμούρισα. Ο Μαξ γύρισε και με κοίταξε. Κούνησε το κεφάλι, σαν να είχε προλάβει να διαβάσει τις σκέψεις μου. «Φίλε, έχουμε κι άλλα σχέδια για τη βραδιά.» «Είμαι σίγουρος γι’ αυτό.» «Κι εκείνες έχουν τα δικά τους σχέδια.» «Και γι’ αυτό είμαι σίγουρος.» Ο Μαξ έκανε μια παύση. Κοιτάχτηκαν με τη Σάρα. Κάτι πέρασε από τα μάτια της στα δικά του, κάτι βαθύ και
ικετευτικό. Πίσω της η Χλόη κάτι ψαχούλευε στην τσάντα της κι ύστερα σήκωσε τα μάτια της και με είδε. Μισάνοιξε το στόμα της και το χέρι της σηκώθηκε αυθόρμητα στο στήθος. Στα μάτια της είδα μια ειλικρινή ανησυχία, ίσως ακόμα και μια υποψία ενοχής. Τα χείλη της σχημάτισαν τις λέξεις: «Είσαι καλά;» Αν ένιωθε ενοχές μετά το κολπάκι της, τότε εγώ ένιωθα πολύ καλύτερα. Χαμογέλασα ειρωνικά. «Όχι.» Οποιαδήποτε υποψία ενοχής όμως εξαφανίστηκε όταν ένα σαρδόνιο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Μου έστειλε ένα φιλί και τράβηξε
τη Σάρα απ’ το μπράτσο. Με τον Μαξ τις παρακολουθήσαμε να βγαίνουν απ’ το κλαμπ περνώντας απ’ τις βαριές ατσάλινες πόρτες που είχαμε διαβεί κι εμείς όταν ήρθαμε. «Διάολε», ψιθύρισε ο Μαξ. «Είμαστε δυο πολύ τυχερά καθάρματα...» Αναστέναξα. «Ναι, είμαστε.» Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα στα μάτια. Ήξερα ότι είχε κάνει σχέδια για το υπόλοιπο της βραδιάς μας, ήξερα ότι είχε κανονίσει να πάμε σε διάφορα μέρη για διασκέδαση. Όμως η αλήθεια είναι ότι θα μέναμε στο Λας Βέγκας έως την Τρίτη και τώρα ήταν μόλις Παρασκευή βράδυ. Θα ήταν τόσο
φοβερό αν έλειπα μόνο για μία ώρα; Εκείνος έσκυψε μπροστά, με άρπαξε απ’ το μπράτσο κι άρχισε να γελάει. «Ούτε να το σκεφτείς, Μπένετ.» ----------Μετά τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του κλαμπ που μας έκανε να νιώθουμε σχεδόν σαν να βρισκόμασταν μέσα σε σπηλιά, βγαίνοντας έξω νιώσαμε να μας λούζει το φως. Πανύψηλα ξενοδοχεία σκέπαζαν τον σκοτεινό ουρανό και ακόμα κι απ’ αυτή την απόσταση μπορούσαμε να δούμε τη λάμψη από τις πινακίδες νέον που άστραφταν από τα καζίνο της λεωφόρου. Και, Χριστέ μου, τι θόρυβος ήταν αυτός! Η φασαρία από το μποτιλιάρισμα των αυτοκινήτων μάς
χτύπησε σαν κύμα που ερχόταν καταπάνω μας από τον δρόμο όση ώρα στεκόμασταν στον παράδρομο και περιμέναμε τον οδηγό μας. Αυτοκίνητα σταματούσαν δίπλα στο πεζοδρόμιο, άδειαζαν ή γέμιζαν με κόσμο και ξεκινούσαν ξανά. Άνθρωποι κάθε μεγέθους και σχήματος περνούσαν δίπλα μας, κάπου στο βάθος ακούγονταν κορ-ναρίσματα, μερικές σειρήνες περιπολικών ούρλιαζαν λίγα τετράγωνα παρακάτω. Και παντού έβλεπες νερό -νερό που κελάρυζε σε διάφορα διακοσμητικά στοιχεία των χώρων υποδοχής, εκκωφαντικοί καταρράκτες από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία, κι ένα πελώριο
σιντριβάνι στο οποίο σχεδόν όλοι ανεξαιρέτως οι τουρίστες πετούσαν νομίσματα καθώς περνούσαν δίπλα τουακόμα κι εδώ, μακριά από τη λάμψη και τη χλιδή των μεγάλων καζίνο. Σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου, ο Χένρι πλησίασε ένα σιντριβάνι που είχε τρία επίπεδα, έριξε μια ματιά μέσα του και πέταξε μια μάρκα του πόκερ πάνω στη ρυτιδωμένη επιφάνεια του νερού. «Ποιος να το φανταζόταν ότι θα υπήρχε τόσο νερό στην έρημο;» Ο Γουίλ μάς πλησίασε από πίσω, βγάζοντας το σακάκι του, παρ’ όλο που έκανε κρύο εκεί έξω. «Το νερό είναι απαραίτητο για τη ζωή», είπε. «Για
να επιβιώσει μια κοινωνία, χρειάζεται νερό ώστε να συντηρήσει τον πληθυσμό της. Μια τέτοια φαινομενικά αλαζονική και υπερβολική χρήση ενός τόσο σημαντικού πόρου θα σήμαινε ότι μια κοινωνία ευημερεί. Μια ευημερούσα κοινωνία κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται αισιόδοξοι. Ένας αισιόδοξος τουρίστας ξοδεύει περισσότερα χρήματα και τονώνει την οικονομία.» Σήκωσε τους ώμους κι έβαλε μια τσίχλα στο στόμα του. «Άσε που είναι γαμάτο, έτσι;» 4 Ο Χένρι τον κοίταξε έκπληκτος. «Είσαι φοβερός σπασίκλας, ρε φίλε.»
«Και γαμώ τους σπασίκλες», είπε ο Μαξ χαμογελώντας καλοσυνάτα. Ο Γουίλ έδειξε με το πιγούνι του τον Χένρι. «Πάντως δεν είμαι εγώ αυτός που πέταξε μια μάρκα των εκατό δολαρίων μέσα σε σιντριβάνι επειδή αυτό υποτίθεται ότι συνηθίζεται. Επομένως σας ευχαριστώ που μόλις αποδείξατε ότι έχω δίκιο.» Ο Χένρι γούρλωσε τα μάτια και ξαναγύρισε τρέχοντας στην άκρη του σιντριβανιού. «Που να πάρει ο διάολος...» Ο Γουίλ στηρίχτηκε στον τοίχο του κλαμπ, έχοντας τα χέρια στις στέπες και το σακάκι του διπλωμένο στο μπράτσο
του. «Πώς θα συνεχίσουμε λοιπόν το Σαββατοκύριακο της ακολασίας; Θα πάμε για φαγητό και μετά τι; Θα κάνουμε βουτιά με αλεξίπτωτο; Θα θυσιάσουμε παρθένες; Θα χτυπήσουμε ασορτί τατουάζ εις ανάμνηση των αρχιδιών του Μπεν που θα πέσουν ηρωικά στο πεδίο της μάχης;» Του χαμογέλασα ειρωνικά. Ο Γουίλ είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας από τότε που ο Μαξ τα ξα-ναβρήκε με τη Σάρα. Μέσα στην εβδομάδα συναντιόμασταν πολύ συχνά και οι πέντε για φαγητό, το μεσημέρι ή το βράδυ, ή για να πάμε σε κάποια παράσταση. Ο Γουίλ ήταν ο ορκισμένος εργένης της παρέας, και τρελαινόταν να
μας υπενθυμίζει ότι τα κορίτσια μάς είχαν χώσει κανονικά στο βρακί τους, τον Μαξ κι εμένα, ότι δεν ήμασταν και πολύ άντρες. «Αυτό που δεν μπορείς να καταλάβεις, Γουίλ, είναι ότι το να γαμάς μόνο μία γυναίκα έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα: ότι εκείνη μαθαίνει τι ακριβώς πρέπει να κάνει. Δεν έχω κανένα πρόβλημα να παραχωρήσω στη Χλόη το αποκλειστικό δικαίωμα πρόσβασης στ’ αρχίδια μου.» Ο Χένρι απομακρύνθηκε ξανά απ’ το σιντριβάνι και πλησίασε τον Γουίλ. «Εξάλλου πάω στοίχημα εκατό δολάρια ότι εδώ που βρισκόμαστε δεν θα βρεις ούτε μία παρθένα.»
Ο Γουίλ κοίταξε το χέρι του Χένρι που περίμενε να κλείσουν το στοίχημα και γέλασε. «Έχουν περάσει μόλις δύο λεπτά αφότου βγήκαμε απ’ το κλαμπ, έχεις ήδη πετά-ξει μια μάρκα των εκατό δολαρίων και θέλεις να βάλεις στοίχημα άλλα εκατό δολάρια. Ανυπομονώ να δω τι θα κάνεις όταν βρεθείς σ’ ένα αληθινό καζίνο.» «Εγώ ξέρω να κερδίζω λεφτά», είπε ο Χένρι χτυπώντας το στήθος του και πουλώντας μεθυσμένο αντριλίκι. Μόρφασε απ’ τον πόνο. Θυμωμένος, έτριψα το πρόσωπό μου με το χέρι μου. «Έτσι όπως κάνετε, δεν είστε για να σας πάω πουθενά.»
«Μα εσύ, Μπένι, μόλις απόλαυσες έναν πριβέ χορό», είπε ο Χένρι χαϊδεύοντας τον ώμο μου. «Γιατί έχεις τέτοια μούτρα; Κανονικά θα έπρεπε να χαμογελάς σαν ηλίθιος.» Ακόυσα τον Μαξ να γελάει και τον κάρφωσα με το βλέμμα μου. «Μην του δίνετε σημασία», είπε στους άλλους δύο δείχνοντας προς το μέρος μου. «Ο φίλος μας ο Μπεν νιώθει απλώς λίγο απογοητευμένος.» Ο μαλάκας ο Μαξ. Με τα χέρια στις τσέπες και το χαζοχαρούμενο χαμόγελό του, ήταν η προσωποποίηση της απάθειας. Δηλαδή το εντελώς αντίθετο απ’ αυτό που ένιωθα εγώ.
Αυτή τη στιγμή θα μπορούσα να πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια τη Χλόη -μια παρόρμηση πολύ οικεία για μένα, σχεδόν από την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε. Αν και είχε περάσει τόσος καιρός, εκείνη εξακολουθούσε να διαθέτει μια σατανική ευκολία να μου πατάει τον κάλο. Για να είμαι ειλικρινής δεν ήμουν σίγουρος ποιος από τους δυο μας ένιωθε μεγαλύτερη σύγχυση αυτή τη στιγμή: εκείνη που έχυσε ενώ μου έπαιζε το παιχνιδάκι της ή εγώ που το απόλαυσα τόσο πολύ από την αρχή ως το τέλος; «Ποιο είναι το σχέδιο λοιπόν;» επανέλαβε ο Γουίλ και απομακρύνθηκε απ’ το κλαμπ. «Θα στεκόμαστε εδώ
όλη τη νύχτα και θα κοιτάζουμε τον Μπένετ που τα έχει πάρει στο κρανίο ή...;» Ο Μαξ κοίταξε το ρολόι του. «Πάμε για φαγητό», είπε. «Η μάνα μου μας έκλεισε τραπέζι στο Στέικχαουζ του ξενοδοχείου Γουίν. Έχει εξαιρετική φήμη.» Περιμένοντας τον οδηγό μας να εμφανιστεί, στράφηκα και κοίταξα στον δρόμο. Στην απέναντι γωνία, κάτι αστραφτερό πράσινο μαγνήτισε το βλέμμα μου. Ήταν η Χλόη. Προηγουμένως, όταν την είχα δει αγκαζέ με τη Σάρα, λίγο πριν με παρατήσει μέσα στο κλαμπ, το βλέμμα
της πέταγε σπίθες και μου χαμογελούσε σκανταλιάρικα. Τώρα οι δυο τους περίμεναν στο πεζοδρόμιο, με τεντωμένα τα χέρια, καθώς προσπαθούσαν να σταματήσουν κάποιο ταξί. Έριξα μια αστραπιαία ματιά στον Μαξ, ο οποίος ήταν απορροφημένος από μια διαφωνία που είχε με τον Γουίλ και τον Χένρι σχετικά με το αν ήταν δυνατόν να φάει κανείς μοσχαρίσια μπριζόλα των εφτακοσίων γραμμαρίων σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά. Τέλεια. Είδα το αυτοκίνητό μας να στρίβει απ’ τη γωνία και να κατευθύνεται προς το
μέρος μας. Ήξερα ότι έπρεπε να δράσω γρήγορα. Μην έχοντας καταστρώσει στο μυαλό μου τίποτα περισσότερο από ένα εντελώς ασαφές σχέδιο, μόρφασα, διπλώθηκα στα δύο και πίεσα με το χέρι μου το στομάχι μου. «Μπεν, είσαι καλά;» ρώτησε ο Γουίλ με σηκωμένα τα φρύδια. «Καλά είμαι, δεν είναι τίποτα», είπα συνοδεύοντας τα λόγια μου με μια κίνηση του χεριού. «Το στομάχι μου όμως είναι κάπως... Νομίζω ότι το έλκος μου κάνει τα δικά του.» Ο Μαξ μισόκλεισε τα μάτια. «Έχεις έλκος;»
«Ναι», είπα γνέφοντας καταφατικά και αναπνέοντας κοφτά για να γίνω πιο πειστικός. «Εσύ», επανέλαβε εκείνος. «Έχεις έλκος.» Σήκωσα λίγο το σώμα μου. «Γιατί, σου φαίνεται παράξενο;» Ο Μαξ έξυσε το φρύδι του και με κοίταξε με δυσπιστία. «Απλώς δυσκολεύομαι να χωνέψω την ιδέα ότι ο μεγάλος και τρανός Μπένετ, που ποτέ δεν ανεβάζει πίεση, ακόμα και στις πιο αγχωτικές συναντήσεις, και δεν δίνει καμία σημασία για τη γνώμη των άλλων» -έδειξε με μια χειρονομία
και τους τρεις τους- «ούτε καν για τη δική μας», πρόσθεσε, «έχει έλκος...» Το αυτοκίνητό μας σταμάτησε δίπλα στο πεζοδρόμιο μπροστά μας την ίδια στιγμή που ένα ταξί σταματούσε μπροστά στη Σάρα και στη Χλόη. «Κι όμως έχω», είπα και τον κοίταξα ξανά στα μάτια. Ο οδηγός μάς άνοιξε την πόρτα και περίμενε. Όλοι περίμεναν. Τα βλέμματά τους πηγαινοέρχονταν από τον Μαξ σ’ εμένα και πάλι πίσω στον Μαξ. «Πώς και είναι η πρώτη φορά που ακούω κι εγώ αυτή την ιστορία με το έλκος;» ρώτησε ο Χένρι.
«Επειδή δεν είσαι ούτε ο γιατρός μου ούτε η μάνα μου», απάντησα. Όλοι είχαν γυρίσει και με κοίταζαν σιωπηλοί, με διαφορετικές διαβαθμίσεις ανησυχίας ή, στην περίπτωση του Μαξ, δυσπιστίας. «Εγώ λέω να πάρετε οι τρεις σας το αυτοκίνητο κι εγώ να πεταχτώ μέχρι το φαρμακείο. Είδα ότι υπάρχει ένα λίγο παρακάτω.» Ο Μαξ συνέχιζε να με περιεργάζεται πάνω απ’ την πόρτα του αυτοκινήτου. «Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας και να σταματήσουμε όλοι μαζί στο φαρμακείο;» «Δεν χρειάζεται», είπα κάνοντας μια αποτρεπτική κίνηση με το χέρι.
«Μάλλον θα χρειαστεί να τους τηλεφωνήσω για να το ανοίξουν και δεν θέλω να σας καθυστερήσω. Εσείς πηγαίνετε. Θα πάρω τα φάρμακά μου και θα έρθω να σας βρω στο εστιατόριο.» «Εγώ δεν έχω πρόβλημα», είπε ο Χένρι και μπήκε στο αυτοκίνητο. «Μπορούμε να περιμένουμε», προσφέρθηκε ο Γουίλ, χωρίς όμως μεγάλο ενθουσιασμό. Ήταν φανερό ότι, με εξαίρεση τον Μαξ, όλοι οι υπόλοιποι ήταν πρόθυμοι να με αφήσουν να πάρω ένα κωλοφάρμακο για το γαμημένο το έλκος μου. «Όχι, αφήστε τον να πάει μόνος του»,
είπε ο Μαξ χαμογελώντας ειρωνικά. «Νομίζω ότι τον καημένο τον Μπεν τον έχει πιάσει διάρροια και φοβάται ότι θα χεστεί πάνω του.» Στράφηκε ξανά σ’ εμένα. «Έλα να μας βρεις στο εστιατόριο.» Τον αγριοκοίταξα. Ήταν τυχερός που δεν είχα χρόνο για λογομαχίες. Ήταν επίσης τυχερός που δεν είχα χρόνο για να πάω να του χώσω μια μπουνιά στη μούρη. «Τα λέμε εκεί.» Περίμενα μέχρι να ξεκινήσει το αυτοκίνητο και μετά γύρισα κι άρχισα να ψάχνω για ταξί. Εκείνο που είχαν πάρει η Χλόη και η Σάρα είχε μόλις σταματήσει στο φανάρι και, αν
βιαζόμουν, θα τις πρόφταινα. 'Οταν ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά μου, μπήκα μέσα και έταξα στον ταξιτζή μια μικρή περιουσία αν κατάφερνε να τις ακολουθήσει. Δεν είχα σκεφτεί τι ακριβώς θα έκανα ή πώς θα την ξεμονάχιαζα, αλλά λειτουργούσα με τον αυτόματο πιλότο: «Βρες τη Χλόη, ξεμονάχιασέ την, πήδηξέ την! Η αρραβωνιαστικιά μου μου είχε κάνει έκπληξη με έναν πριβέ χορό σ’ ένα σεξ κλαμπ κι εγώ την κυνηγούσα τώρα μ’ ένα ταξί. Το μπάτσελορ πάρτι μου στο Λας Βέγκας είχε ξεκινήσει και επίσημα. ----------Το ταξί τους σταμάτησε λίγο πιο κάτω, στη λεωφόρο Λας Βέγκας. Τις
κοίταξα καθώς έβγαιναν απ’ το αυτοκίνητο. Πλήρωσα τον οδηγό μου και περίμενα, παρακολουθώντας τες να κουβεντιάζουν. Η καθεμία έδειχνε προς διαφορετική κατεύθυνση -η Σάρα προς το Πλάνετ Χόλιγουντ και η Χλόη προς το Κοσμοπόλιταν. 'Οταν φάνηκαν να παίρνουν μια απόφαση, έγνεψαν με το κεφάλι, φιλήθηκαν σταυρωτά στα μάγουλα και οι δρόμοι τους χώρισαν. Γαμάτο. Τέλειο. Βγήκα απ’ το ταξί μου και ακολούθησα τη Χλόη μέσα απ’ το πλήθος των ανθρώπων που είχαν βγει για τη νυχτερινή τους έξοδο. Μπήκαμε στο καζίνο Κοσμοπόλιταν. Ήταν σκοτεινό
και τα μάτια μου χρειάστηκαν λίγη ώρα για να προσαρμοστούν. Έντονα χρώματα, φώτα που αναβόσβηναν, και ο ήχος των ηλεκτρονικών μηχανημάτων γέμιζε την ατμόσφαιρα. Σάρωσα με το βλέμμα μου την τεράστια αίθουσα. Εντόπισα τη Χλόη στο μπροστινό μέρος του καζίνο, έτοιμη ν’ ανέβει μια σκάλα. Αστραφτερές κρυστάλλινες χάντρες κρέμονταν από το ταβάνι αρκετούς ορόφους ψηλότερα και στόλιζαν κι από τις δύο μεριές την τεράστια σκάλα. Από το σημείο όπου στεκόμουν, η Χλόη φαινόταν λες και θα εξαφανιζόταν μέσα σ’ έναν πελώριο πολυέλαιο. Την ακολούθησα, παραμένοντας αρκετά
μακριά ώστε να θαυμάζω τον κώλο της καθώς προχωρούσε. Αναρω-τιόμουν τι δουλειά είχε εδώ μέσα. Θα συναντούσε κάποιον; Ίσως είχε φίλους στο Λας Βέγκας, αν και ποτέ δεν είχε αναφέρει κάτι σχετικό. Ή ίσως απλώς να περίμενε τη Σάρα να τελειώσει, ό, τι κι αν ήταν αυτό που έκανε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Και μόνο που μου πέρασε από το μυαλό αυτή η μυστηριώδης πλευρά της Χλόης ένιωσα το αίμα μου να βράζει. Ζούσαμε μαζί, δουλεύαμε μαζί και από κάθε άποψη οι ζωές μας ήταν απόλυτα πλεγμένες. Όμως με τρέλαινε η ιδέα ότι θα με έκανε συνέχεια να αναρωτιέμαι. Λόγω της αδάμαστης ανεξαρτησίας της, ποτέ δεν
θα ήξερα με βεβαιότητα όλα όσα έκρυβε στο μυαλό της. Ακόμα κι όταν ήταν απόλυτα δική μου, παρέμενε συνεχώς μια πρόκληση για μένα. Φτάνοντας στον τρίτο όροφο εκείνου του κλαμπ που υψωνόταν σαν έλικας, ο προορισμός της συνέχιζε να μου είναι εξίσου αδιευκρίνιστος και το μυστηριώδες παιχνίδι της άρχιζε να μου προκαλεί ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ενέδωσα, λαχταρώντας να ξαναζήσω την τόσο οικεία ρουτίνα μας: θα την τιμωρούσα κι ύστερα θα χρησιμοποιούσα το κορμί της. Με μερικές μεγάλες δρασκελιές την έφτασα και την έπιασα απ’ το μπράτσο.
«Δεν φαντάζεσαι τι έχεις να πάθεις...» της είπα απειλητικά σκύβοντας στο αυτί. Για μια στιγμή την ένιωσα να σφίγγεται κι αμέσως μετά να χαλαρώνει και η ένταση να χάνεται από το κορμί της. Έγειρε προς τα πίσω για ν’ ακουμπήσει πάνω στο στήθος μου. «Αναρωτιόμουν πόση ώρα θα χρειαζόσουν μέχρι να με βρεις.» «Εσύ», είπα και συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε την ελικο-ειδή σκάλα, «αρκετά μίλησες για απόψε.» Είχαμε χωθεί πια μέσα στις αστραφτερές κουρτίνες από χάντρες που μας τύλιγαν, λαμπυρίζοντας κάτω απ’ το απαλό φως. «Καιρός να κλείσεις το όμορφο
στοματάκι σου... εκτός αν το χρειαστώ.» Φτάσαμε στον τρίτο όροφο, όπου υπήρχε ένα εντυπωσιακό μπαρ. Στα ράφια ήταν παραταγμένα μπουκάλια σε χρώματα πολύτιμων λίθων, στολισμένα με ακόμα περισσότερα αστραφτερά πετράδια. Προχωρήσαμε και φτάσαμε σε μια σκοτεινή γωνιά. Χαμογέλασα όταν παρατήρησα την πινακίδα σε μια πόρτα που ήταν λίγο πιο πέρα: ήθελα να βρεθώ μόνος μου με τη Χλόη, με τους δικούς μου όρους και, για να είμαι ειλικρινής, μέχρι τώρα τα είχαμε πάει πολύ καλά στις τουαλέτες. Ένας σχετικά μεγάλος σε ηλικία κύριος
με βαμμένα μαύρα μαλλιά μάς κοίταξε έκπληκτος όταν μπήκαμε στις ανδρικές τουαλέτες. Άπλωσα το χέρι για να τον χαιρετήσω κι άφησα ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα στην παλάμη του. «Έχει πολύ θόρυβο εκεί έξω», είπα δείχνοντας με το κεφάλι προς το καζίνο και το μπαρ. «Θα είχατε ίσως την καλοσύνη να μας δώσετε μερικά λεπτά για να μιλήσουμε;» Κατέβασε το βλέμμα του στο χαρτονόμισμα, τα μάτια του γούρλωσαν κι ύστερα μου είπε χαμογελώντας: «Να μιλήσετε;» «Μάλιστα, κύριε.»
Το βλέμμα του στράφηκε στη Χλόη. «Εσείς είστε εντάξει, δεσποινίς; Μπορεί να μη μου φαίνεται και τόσο, αλλά όταν ήμουν στις δόξες μου μπορούσα να κάνω κάτι τύπους σαν κι αυτόν ένα με τη γη, πριν προλάβουν να πουν κύμινο.» Η Χλόη γέλασε δίπλα μου. «Κάτι μου λέει ότι θα μπορούσατε ακόμα και σήμερα...» είπε κλείνοντάς του το μάτι. «Αλλά, πιστέψτε με, θα μπορούσα κι εγώ να κανονίσω μια χαρά αυτόν τον μορφονιό.» «Όσο γι’ αυτό, δεν αμφιβάλλω καθόλου», είπε χαμογελώντας και αποκαλύπτοντας μια λευκή, δυνατή οδοντοστοιχία. «Εδώ που τα λέμε»,
πρόσθεσε, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του, «μόλις τώρα συνειδητοποίησα ότι είναι ώρα να κάνω το διάλειμμά μου.» Άπλωσε το χέρι του σ’ ένα καπέλο που κρεμόταν στον τοίχο και το φόρεσε. Μας έκλεισε το μάτι και τοποθέτησε έξω, μπροστά στην πόρτα, την πινακίδα ΚΛΕΙΣΤΟ ΛΟΓΩ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ. Κοίταξα για μια στιγμή τη Χλόη καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω του. Διέσχισα το δωμάτιο για να την κλειδώσω. Η Χλόη σηκώθηκε στις μύτες, κάθισε πάνω στον μαρμάρινο πάγκο και με κοίταξε. Σταύρωσε τα μακριά πόδια της. Ο χώρος άστραφτε από την πολυτέλεια,
έμοιαζε περισσότερο με καθιστικό παρά με τις κλασικές τουαλέτες. Το δάπεδο ήταν χρυσό και μαύρο όπως και στο υπόλοιπο καζίνο, με τρεις μπερζέρες παραταγμένες πλάι στον απέναντι τοίχο κι έναν πάγκο από μπλε δέρμα ανάμεσά τους. Ένας τεράστιος πάμφωτος πολυέλαιος κρεμόταν στο κέντρο του δωματίου σκορπώντας με το φως του στον τοίχο χρωματιστές κουκκίδες. «Δηλαδή την έχω βάψει;» ρώτησε, ενώ το βλέμμα της ήταν γεμάτο προσμονή. «Δεν φαντάζεσαι πόσο...» Έκανα ένα βήμα προς το μέρος της. «Νομίζω ότι αυτό το έργο το έχουμε ξαναδεί αρκετές φορές.»
«Το έχεις παρατηρήσει κι εσύ;» «Θα μου πεις ποιο ήταν το λάθος μου;» Με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια και τα μάγουλά της είχαν πάρει ένα σκανταλιάρικο ροζ χρώμα. Ήταν τόσο όμορφη, διάολε. «Μήπως έπρεπε να είχα χρησιμοποιήσει το δικό μου χέρι;» «Δεν είναι αστείο.» Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή κάτω απ’ τα πλευρά μου και η έκρηξη της αδρεναλίνης που κυλούσε στις φλέβες μου μου έφερε ζάλη. Το βλέμμα της δεν είχε φύγει στιγμή από πάνω μου καθώς διέσχιζα το δωμάτιο για να σταθώ μπροστά της, να της ανοίξω τα πόδια και να βρεθώ ανάμεσα στα μπούτια της.
Με το ένα δάχτυλο χάιδεψα το απαλό δέρμα της γάμπας της και τύλιξα την παλάμη μου γύρω απ’ τον αστράγαλό της. «Αυτά τα παπούτσια δεν ταιριάζουν και πολύ σ’ ένα φρόνιμο κορίτσι», είπα χαϊδεύοντας με τον αντίχειρα το απαλό δέρμα. Εκείνη συνέχισε να με κοιτάζει. Τα κόκκινα χείλη της γυάλιζαν. Σκέτος πειρασμός, Θεέ μου. «Μπορεί να μην αισθάνομαι πολύ φρόνιμη αυτό το Σαββατοκύριακο. Αυτός είναι ο λόγος που την έχω άσχημα;» «Την έχεις άσχημα γιατί δεν παίζεσαι...» Σήκωσε το πιγούνι της και κάρφωσε τα μάτια της στα δικά μου. «Είχα καλό
δάσκαλο.» Τύλιξα το πόδι της γύρω απ’ τον γοφό μου και ανέβασα το χέρι μου ψηλά στο πόδι της, κάτω απ’ τη φούστα της. Έσφιξα τα σαγόνια μου καθώς ένα νέο κύμα θυμού με πλημμύρισε όταν θυμήθηκα πώς με είχε παρατήσει μέσα στο κλαμπ και πόσο περήφανη έδειχνε που με είχε καυ-λώσει. Τελικά το ενενήντα τοις εκατό των καβγάδων μας είχαν να κάνουν με την προσπάθεια του ενός απ’ τους δυο μας να εκβιάσει κάποια αντίδραση από τον άλλον. Μια σκατοκατάσταση δηλαδή. Κι όμως.
Χούφτωσα τον κώλο της και με τα δυο μου χέρια. Δεν έδωσα σημασία στην κοφτή της ανάσα όταν την τράβηξα απότομα έως την άκρη του πάγκου. «Εσύ...» προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά τη σταμάτησα, κλείνοντας με το ένα μου δάχτυλο το στόμα της. Η μυρωδιά της εξακολουθούσε να μη μου είναι οικεία ένα άρωμα λουλουδιών, όχι κίτρουαλλά, κάτω απ’ το παχύ στρώμα του μεϊκάπ και το νέο της άρωμα, το βλέμμα της έκρυβε μια γλύκα, κάτι τόσο χαρακτηριστικά δικό της. Μπορούσε να υποδύεται ό, τι ήθελε, όμως η γυναίκα που ήταν δική μου θα βρισκόταν πάντα
εκεί. Συνειδητοποιώντας αυτή την αλήθεια ένιωσα να πνίγομαι κι έσκυψα μπροστά, βάζοντας τα χείλη μου εκεί που ήταν πριν το δάχτυλό μου. Πολύ γρήγορα αφέθηκα στις μικρές ανάσες και στους ήχους της καθώς κουνιόταν με θέρμη, ανταπο-κρινόμενη στο άγγιγμά μου. Ένιωθα το φιλί της σαν ναρκωτικό που στάλαζε μέσα στο αίμα μου. Την έπιασα από τα μαλλιά και την ανάγκασα να γείρει το κεφάλι της στο πλάι, λαχταρώντας κάτι περισσότερο από τα παιχνιδίσμα-τα της γλώσσας μας ανάμεσα στα μισάνοιχτα χείλη μας. Έχοντας αγκαλιάσει το στήθος της, την έβαλα να ξαπλώσει πάνω στον πάγκο.
Την καθοδηγούσα όπως μου άρεσε, χωρίς να είμαι ιδιαίτερα τρυφερός. Εκείνη όμως ανταποκρινόταν πρόθυμα, ενώ το βαθύ βλέμμα της έδειχνε πως συμμετείχε στο παιχνίδι που παίζαμε. Τα χείλη της ήταν απαλά και ανοιχτά. Στηρίχτηκε στους αγκώνες της και σήκωσε το βλέμμα της πάνω μου, λαχταρώντας να δει ποια θα ήταν η επόμενη κίνησή μου. Η αραχνοΰφαντη φούστα της έμοιαζε σχεδόν σαν να μην υπάρχει όταν την ανέβασα επάνω στους γοφούς της αποκαλύπτοντας τα ατέλειωτα πόδια της κι ένα σατέν κι-λοτάκι που δεν είχα ξαναδεί. Την έσφιξα και ήθελα να
την κρατήσω κάτω, να την υποτάξω, να την ακούσω να με παρακαλάει από τον πόθο. «Θα σου κάνω έρωτα με το στόμα μου», είπα γονατίζοντας ανάμεσα στα μπούτια της και περνώντας τα χείλη μου πάνω απ’ το λεπτό ύφασμα. «Θα σου κάνω έρωτα με τη γλώσσα μου και μετά θα με παρακαλάς να σε ξεσκίσω με τον πούτσο μου. Τότε μπορεί και να σ’ τον δώσω.» Σήκωσα τους ώμους. «Μπορεί όμως και όχι.» Εκείνη κράτησε για λίγο την ανάσα της κι άπλωσε το χέρι της στα μαλλιά μου, προσπαθώντας να με τραβήξει επάνω της. «Μη με βασανίζεις, Μπένετ», είπε.
Έδιωξα τα χέρια της από πάνω μου, την κοίταξα και γέλασα. «Απόψε δεν αποφασίζεις εσύ, Χλόη. Ειδικά μετά το ηλίθιο κόλπο σου στο κλαμπ.» Ανάσανα ξανά στο σημείο ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια της, περνώντας φευγαλέα τη γλώσσα μου πάνω απ’ την κλειτορίδα της μέχρι που το κιλο-τάκι της υγράθηκε. «Με φίλησες, μ’ άφησες να δαγκώσω τα βυζιά σου, έχυσες πάνω στο χέρι μου κι ύστερα με παράτησες. Καυλωμένο. Δεν ήταν πολύ ευγενικό από μέρους σου.» «Τι... έκανα;» είπε εκείνη. Το βλέμμα της ήταν θολό, το δέρμα της αναψοκοκκινισμένο.
Έσκυψα ξανά μπροστά, ακινητοποίησα τα λαγόνια της πάνω στον πάγκο, ενώ συνέχισα να τη φιλάω και να της δίνω μικρές δαγκωματιές πάνω απ’ το λεπτό μετάξι. Ήταν μούσκεμα. Έριξε πίσω το κεφάλι της και άφησε ένα βογκητό, ψιθυρίζοντας το όνομά μου μέσα στην απόλυτη σιωπή του δωματίου. «Πιο δυνατά!» είπα με το πρόσωπο βυθισμένο ανάμεσα στα πόδια της. «Θέλω να σ’ ακούσω.» «Γδύσε με. Πιες με!» Η καύλα που ανάδινε η φωνή της ήταν σαν να πέρασε ηλεκτρικό ρεύμα το κορμί μου. Τύλιξα το λεπτό ύφασμα στο χέρι μου και το έσκισα με μια ορμητική
κίνηση. Δεν ήθελα να υπάρχει τίποτα ανάμεσα σ’ εκείνη και το στόμα μου. Η Χλόη έβγαλε μια κραυγή και τεντώθηκε σαν τόξο προς το μέρος μου μόλις η γλώσσα μου άγγιξε το δέρμα της. Τα δάχτυλά της χώθηκαν στα μαλλιά μου και η φωνή της αντήχησε παντού γύρω μας. Ήταν κάπως άβολα εκεί μέσα, όμως αυτό δεν μας επηρέαζε, κι εγώ ήμουν ήδη τρομερά ερεθισμένος όταν έστρεψα το βλέμμα μου στο πλάι και την είδα να κοιτάζει το είδωλό μας στον καθρέφτη. Τα δόντια της δάγκωναν το κάτω χείλι της. Κοιταχτήκαμε καθώς τη γευόμουν, γλιστρώντας τη γλώσσα μου γύρω απ’
τα χείλη της και μέσα στη σχισμή της. Ύστερα έβαλα μέσα της ένα δάχτυλο κι αμέσως άλλο ένα. Τρελαινόμουν να τα βλέπω να χώνονται μέσα της, να νιώθω πόσο υγρή ήταν απ’ τον πόθο της για μένα. Η φωνή της ήταν ένας λαχανιασμένος ψίθυρος και επαναλάμβανε το όνομά μου ξανά και ξανά καθώς μου ζητούσε κι άλλο και άνοιγε ακόμα πιο πολύ τα πόδια της, ενώ το τακούνι της σέξι γόβας της γρατσουνούσε τον πάγκο. Ένιωθα παντού γύρω μου την καύλα της, το τρέμουλό της καθώς πλησίαζε στην κορύφωση. «Σ’ αρέσει;» τη ρώτησα, φροντίζοντας
οι λέξεις μου να προκαλούν δονήσεις στο μουνί της. Εκείνη έγνεψε καταφατικά, λαχανιασμένη. Έφερε τα χέρια της πάνω απ’ το κεφάλι της και τα έχωσε στα μαλλιά της. «Με τρελαίνεις. Μπένετ, θα χύσω...» Θεέ μου, τι μαρτύριο ήταν αυτό. Ήθελα να τη δω να χάνει τον έλεγχο, ήθελα όμως να το νιώσω κι εγώ, ποθούσα να νιώσω τη Χλόη. Πάσχισα να κρύψω το πόσο βασανιζόμουν. Την έπιασα από τη μέση και σχεδόν την πέταξα στον πάγκο. Ανέβηκα προς τα πάνω διαγράφοντας με τη γλώσσα μου μια γραμμή από τον
αφαλό της ως το μικροσκοπικό δαντελένιο σουτιέν της. Σηκώθηκα όρθιος, ξεκούμπωσα τα πρώτα κουμπιά του πουκάμισού μου, έψαξα στα τυφλά να βρω τη ζώνη μου και κατέβασα το παντελόνι μου. Ελευθέρωσα τον πούτσο μου κι άφησα έναν βαθύ αναστεναγμό όταν εκείνη έσπρωξε μακριά το χέρι μου και μου τον πήρε στη χούφτα της. «Όχι», είπα και τη γύρισα ανάποδα, στα τέσσερα. Στάθηκα όρθιος πίσω της. «Εσύ έκανες τα παιχνίδια σου νωρίτερα. Τώρα είναι η σειρά μου.» Σήκωσα τον κώλο της ψηλά και του έδωσα ένα δυνατό χαστούκι. Εκείνη έβγαλε ένα βογκητό πόνου,
γύρισε και με κοίταξε. Το χαμόγελό μου ήταν σκοτεινό. Χάιδεψα τρυφερά το δέρμα της. «Θέλεις να σταματήσω;» Με αγριοκοίταξε. «Μπορείς να με σταματήσεις οποιαδήποτε στιγμή το θελήσεις», ψιθύρισα. «Ξέρω πως αυτή τη στιγμή ζεις το απόλυτο μαρτύριο.» Έτριψα με την άκρη του πούτσου μου την υγρή σχισμή της και λίγο πιο κάτω, την κλειτορίδα της, διαγράφοντας μικρούς κύκλους, παίζοντας μαζί της. «Είσαι ένα κάθαρμα...» Αυτές ήταν οι
μόνες λέξεις που κατάφερε να αρθρώσει κι εγώ τη χτύπησα ξανά στον κώλο ακόμα πιο δυνατά. Μα αυτή τη φορά το βογκητό της δεν έδειχνε έκπληξη, ήταν βραχνό και πεινασμένο. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο: μόνο η Χλόη και οι ήχοι που έβγαζε, ο τρόπος που με παρακαλούσε να μπω μέσα της, να την ξεσκίσω. Κι όταν το έκανα, χαστουκίζοντας για άλλη μια φορά τον κώλο της, εκείνη με ικέτευε: «Κι άλλο... πιο δυνατά!...» Όμως, ακόμα κι όταν πήρα αυτό που ήθελα, δεν μου έφτανε. Ποτέ δεν θα μου έφτανε. Κάπου βαθιά στο στομάχι μου ένιωθα το βάρος του απόλυτου
έρωτα που ένιωθα για κείνην, την ακόρεστη ανάγκη μου ν’ αγγίξω, να νιώσω, να πάρω, ν’ αφήσω μέσα της, πάνω της, το σημάδι μου. Χούφτωσα το ύφασμα της μπλούζας της, την τράβηξα χαμηλότερα για να μπορώ να βλέπω τα βυζιά της να κουνιούνται καθώς την πηδούσα. Τα μαλλιά της έπεφταν πάνω στην πλάτη της κι εγώ γλίστρησα τα χέρια μου από κάτω τους κι ένιωσα τις δροσερές τούφες της πάνω στο δέρμα μου. Την παρακολουθούσα πώς ανταποκρινόταν στις ωθήσεις μου, πώς έσπρωχνε την πλάτη της προς το μέρος μου, με τη φούστα της να έχει μαζευτεί ψηλά, πάνω στα κοκκινισμένα κωλομέρια της.
«Μου λείπει αυτό», είπα σκεπάζοντας το σημάδι που της είχα κάνει, πιέζοντάς το. «Μου λείπει συνέχεια.» Εκείνη κούνησε το κεφάλι, είπε το όνομά μου. Ένιωθα την ταραχή στη φωνή της καθώς έψαχνε να βρει κάτι για να κρατηθεί, ενώ έφερνε το άλλο χέρι ανάμεσα στα πόδια της. «Έτσι μπράβο», είπα βλέποντάς την να χαϊδεύεται. «Συνέχισε. Χύσε.» Μάλλον αυτό ακριβώς είχε ανάγκη. Έβγαλε μια κραυγή και η ραχοκοκαλιά της τεντώθηκε σαν τόξο καθώς κολλούσε το κορμί της πάνω μου. Η ηδονή μου κορυφωνόταν, το μυαλό μου είχε σταματήσει και ο πόθος μου ήταν
τόσο ορμητικός που με δυσκολία μπορούσα ν’ ανασάνω. Τα πόδια μου έκαιγαν, οι μύες μου διαμαρτύρονταν με κάθε επαναλαμβανόμενη ώθησή μου. Τα πόδια του πάγκου έγδερναν το πάτωμα. Το δέρμα έτριζε κάτω απ’ τα σώματά μας. «Μπένετ. Γαμώτο, Μπένετ! » είπε εκείνη κι ένιωσα μια φλόγα χαμηλά, στο υπογάστριο, η οποία ολοένα φούντωνε μέχρι που με κατέκλυσε κι ο κόσμος χάθηκε γύρω μου καθώς έχυνα. Ένιωθα όλα τα μέλη του σώματός μου να έχουν πάψει να λειτουργούν καθώς κατέρρεα, λαχανιασμένος και εξαντλημένος. Κρατήθηκα απ’ τον
πάγκο για να στηριχτώ. «Διάολε!» Το δωμάτιο γύριζε. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή, τόσο που η φωνή μου μα και οι ανάσες μας αντηχούσαν στα μάρμαρα. Αναρωτήθηκα πόσο δυνατά φωνάζαμε πριν. Εκείνη σηκώθηκε όρθια παραπατώντας ελαφρά, καθώς έστρωνε τα ρούχα της και κατευθυνόταν προς τον νιπτήρα για να πλυθεί. «Αναρωτιέμαι πώς θα περπατάω μετά απ’ όλο αυτό.» Χαμογέλασα. «Φυσικό είναι να αναρωτιέσαι.» «Επίτηδες το έκανες.»
Ξάπλωσα ανάσκελα και κοίταξα τον πολυέλαιο. Ανοι-γόκλεισα τα μάτια. «Τουλάχιστον εγώ σε βοήθησα να χύσεις.» Ήξερα ότι έπρεπε να ντυθώ και να πάω να βρω τα παιδιά, αλλά εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Εκείνη στάθηκε όρθια μπροστά μου, έσκυψε και μου έδωσε ένα τρυφερό, παρατεταμένο φιλί στο στόμα. «Πρέπει να φας κάτι, αλλιώς θα έχεις γίνει τύφλα πριν τα μεσάνυχτα.» Μουρμούρισα κάτι και προσπάθησα να την τραβήξω επάνω μου. Εκείνη όμως μου ξέφυγε γαργαλώντας με. «Μα αυτός δεν είναι ο στόχος;»
«Είμαι σίγουρη ότι τα παιδιά θα αναρωτιούνται πού είσαι.» «Τους είπα ότι μ’ έπιασε το έλκος μου και ότι θα πάω να τους βρω αργότερα.» «Και σε πίστεψαν;» Σήκωσα τους ώμους. «Πού να ξέρω;...» «Πήγαινε λοιπόν να τους πείσεις ότι συνήλθες από την εντελώς απίστευτη αρρώστια σου κι εγώ θα πάω να βρω τη Σάρα.» «Μάλιστα», είπα και σηκώθηκα για να κουμπώσω το παντελόνι μου. Την
κοίταζα καθώς έσκυβε μπροστά για να ισιώσει τα μαλλιά της στον καθρέφτη. «Πού είναι η Σάρα;» «Έχει κανονίσει να βρεθεί με μια φίλη της που ζει εδώ. Μια χορεύτρια, νομίζω. Κάνει στριπτίζ ή κάτι τέτοιο, στο Πλάνετ Χόλιγουντ.» «Ακούγεται ενδιαφέρον», είπα. Με κοίταξε μέσα απ’ τον καθρέφτη με σηκωμένα τα φρύδια. «Τέλος πάντων, επειδή είχα την αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθούσε, της είπα να πάει χωρίς εμένα.» «Είχες την αίσθηση;»
Σήκωσε τους ώμους καθώς έβαζε το κραγιόν της. «Μπορείς να το πεις και ελπίδα.» Κούμπωσε ξανά το καπάκι του μεϊκάπ της, το έβαλε στην τσάντα της κι εγώ τη συνόδευσα ως την πόρτα. Τη χάιδεψα στο πρόσωπο. «Παρ’ όλα αυτά, εγώ σ’ αγαπώ», είπα. «Κι εγώ παρ’ όλα αυτά σ’ αγαπώ», απάντησε εκείνη κι έσκυψε να με φιλήσει ενώ ταυτόχρονα μου έδινε ένα δυνατό χαστούκι στον κώλο. Για αρκετή ώρα αφότου πέρασε το κατώφλι της πόρτας, το γέλιο της αντηχούσε στ’ αυτιά μου.
ΤΕΣΣΕΡΑ Μαξ Στέλαρ Κοίταζα από το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου τον Μπέ-νετ που προχωρούσε στο πεζοδρόμιο με μεγάλα, αποφασιστικά βήματα. Μόλις νόμισε ότι δεν τον βλέπαμε πια, έριξε μια ματιά προς τα πίσω και σταμάτησε ένα ταξί. Που να πάρει ο διάολος... Ο φίλος μου, κατά τα άλλα πασίγνωστος για την απόλυτη απάθειά του, τα είχε παίξει. Δεν είχε φροντίσει καν να υποστηρίξει το σαθρό παραμύθι της αρρώστιας του μέχρι να μας δει να φτάνουμε στο τέλος του δρόμου και να στρίβουμε στη
γωνία. Γύρισα μπροστά στο κάθισμά μου κι έμεινα να χαζεύω τα φώτα και τους τουρίστες που περπατούσαν στο πεζοδρόμιο και μας προσπερνούσαν. Άφησα τις σκέψεις μου να περιπλανηθούν στη Σάρα. Είχε πει ότι ο πόθος της για μένα την έκανε να νιώθει άδεια και, Χριστέ μου, η ανάμνηση αυτής της δήλωσης ήταν αρκετή για να με κάνει να νιώσω ξανά χάλια. Η Σάρα πολύ σπάνια πρόβαλλε απαιτήσεις. Ακόμα και τις εβδομάδες που πραγματικά πνιγόμασταν στη δουλειά, όταν βλεπόμασταν ελάχιστα, εκείνη ήταν η πιο υπομονετική από τους δυο μας, επιμένοντας πάντα ότι θα
αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο το Σαββατοκύριακο ή μια Τετάρτη. Απόψε όμως μου είχε πει πόσο πολύ με είχε ανάγκη και μου ήταν σχεδόν αδύνατο να της το αρνη-θώ. Είχα δει στα μάτια της ότι το είχε μετανιώσει αμέσως μόλις το ξεστόμισε, σαν να ήξερε ότι θα με έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση. Το τηλέφωνό μου κουδούνισε από ένα μήνυμά της... Ήταν απίστευτη και τόσο αλλόκοτη η ικανότητά της να συντονίζεται μαζί μου: Ειλικρινά, είμαι καλά. Λυπάμαι αν σε μπέρδεψα. Πληκτρολόγησα την απάντησή μου
χαμογελώντας: Αλίμονο... Είσαι το αγαπημένο μου μπέρδεμα. Κι εκείνη απάντησε: Να περάσετε καλά. Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος και στράφηκα προς τον Χένρι και τον Γουίλ που είχαν ανοίξει ένα μπουκάλι σαμπάνια. «Όσοι πιστεύουν ότι ο Μπένετ ήθελε απλώς να τον παίξει στην τουαλέτα να σηκώσουν το χέρι», είπε ο Γουίλ και μου έτεινε ένα ποτήρι σαμπάνια. Του έκανα νόημα ότι δεν το ήθελα, προτιμούσα ένα κανονικό ποτό στο εστιατόριο.
«Μα μόλις τώρα βγήκαμε από ένα στριπτιζάδικο», είπε ο Χένρι, σαν να ήθελε να υπερασπιστεί τον αδερφό του. «Αφήστε τον άνθρωπο ήσυχο.» Προσπάθησα να μείνω ανέκφραστος. Ο Γουίλ και ο Χένρι δεν γνώριζαν ότι τα κορίτσια βρίσκονταν στο Λας Βέγκας, αλλά πλησίαζαν επικίνδυνα στην αλήθεια. «Έχει δίκιο ο Χένρι», πετάχτηκα, μόλις διαπίστωσα έκπληκτος ότι υπερασπιζόμουν τον Μπένετ που μας είχε παρατήσει για να πάει να πηδήξει την αρραβωνιαστικιά του την πρώτη νύχτα του δικού του μπά-τσελορ πάρτι. «Ίσως ήθελε απλώς να μείνει λίγο
μόνος. Είναι γνωστό ότι ο τύπος σκέφτεται με το πουλί του.» «Χα!» κάγχασε ο Γουίλ. «Μ' αρέσει που υπονοείς ότι εσύ είσαι διαφορετικός.» Είχε δίκιο, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. Από τη στιγμή που χωρίσαμε με τη Σάρα δεν σκεφτόμουν τίποτε άλλο παρά μόνο τι να έκανε εκείνη, τι να φορούσε, και φυσικά, πού θα μπορούσα να την πηδήξω. Όμως το κομμάτι εκείνο του εαυτού μου που τρελαινόταν για τις λογομαχίες με τον Γουίλ δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και να μην απαντήσει. «Οφείλω να παραδεχτώ ότι η Σάρα καταλαμβάνει μεγάλο μέρος των σκέψεών μου...»
άρχισα να λέω. «Απόλυτα κατανοητό», με διέκοψε ο Γουίλ και με κοίταξε με νόημα. «Μόνο που εγώ», συνέχισα χωρίς να του δώσω σημασία, «μπορώ να έχω τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού μου όταν χρειάζεται.» Εκείνος, ατάραχος, κάτι μουρμούρισε, γέμισε το ποτήρι του και κάθισε αναπαυτικά στο κάθισμά του. «Μάλιστα. Ένας συγκροτημένος επαγγελματίας όπως εσύ, δεν σκέφτηκε ποτέ να γράψει στ' αρχίδια του τις υποχρεώσεις του ή, για παράδειγμα, τους φίλους του, για μια γυναίκα.»
Κούνησα το κεφάλι με κάποια επιφύλαξη. Διαισθανόμουν ότι μου έστηνε παγίδα. «Κι όταν επέστρεφα απ' την Κίνα και δεν ήρθες να με πάρεις απ' το αεροδρόμιο επειδή σου είχε συμβεί κάτι "επείγον"», είπε σχηματίζοντας τα εισαγωγικά στον αέρα με τα χέρια του, «κάτι το οποίο προφανώς σήμαινε ότι σου έπαιρνε πίπα η Σάρα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου σου στο πάρκινγκ του αεροδρομίου, τότε λοιπόν είχες τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού σου...» Ένιωσα το βαρύ χέρι του Χένρι να με χτυπάει στην πλάτη για να μου δώσει
συγχαρητήρια. «Είσαι μια κουφάλα εσύ...» είπε. Έκλεισα το μάτι στον Χένρι, γνωρίζοντας ότι ο Γουίλ δεν είχε τελειώσει. «Κι όταν με παράτησες για δυο ώρες με τρεις από τους πιο βαρετούς πελάτες σε όλο τον πλανήτη επειδή ήθελες να πηδήξεις τη Σάρα στη βιβλιοθήκη, στο σπίτι του Τζέιμς, τότε επίσης είχες τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού σου... Σίγουρα ο Ράιαν θα μπορούσε να πάρει παράδειγμα από σένα και να πάψει να σκέφτεται με το πουλί του.» «Εντάξει, λίγο πολύ μέσα είσαι», είπα γελώντας.
«Απλώς δεν θέλω να ακούω μαλακίες!» είπε μ' ένα αυτάρεσκο χαμόγελο και σήκωσε ψηλά το ποτήρι της σαμπάνιας του σαν να έκανε πρόποση. Σταματήσαμε σ' ένα φανάρι κάτω απ' το ξενοδοχείο Παλάτσο και, παρ' όλο που ένιωθα να πεινάω, ευχήθηκα να είχα σκεφτεί κι εγώ να πεταχτώ έως το «φαρμακείο» πριν με προλάβει ο Μπένετ. «Θέλω να πω, αν έχεις ένα πρόγραμμα», συνέχισε ο Γουίλ, «δεν έχεις αυτή την αγωνία να γαμήσεις κάθε φορά που βρίσκεις έστω και ένα ελεύθερο δευτερόλεπτο.» «Πρόγραμμα;» ρώτησε ο Χένρι.
Ανακάθισα χαμογελώντας. «Εννοεί το ημερολόγιο που κρατάει για τις γυναίκες. Ο φίλος μας ο Γουίλ μπορεί να μην είναι κολλημένος με τις γκόμενες και να μην την πέφτει σε κάθε θηλυκή γάτα, αλλά ποτέ δεν του λείπει η ερωτική συντροφιά. Έχει τακτοποιήσει τις "σχέσεις" του και τις εναλλάσσει κυκλικά τηρώντας ένα πρόγραμμα.» Ο Γουίλ έσμιξε τα φρύδια, ενώ ο Χένρι κοίταζε πότε τον έναν και πότε τον άλλον, εμφανώς μπερδεμένος, μέχρι που ρώτησε: «Μισό λεπτό. Θέλεις να μου πεις ότι προγραμματίζεις τις ξεπέτες σου;»
«Όχι», απάντησε ο Γουίλ και με αγριοκοίταξε. «Εννοεί τις γυναίκες με τις οποίες έχω σχέση και η μία ξέρει για την άλλη. Γνωρίζουν επίσης ότι αυτή τη στιγμή δεν ενδιαφέρομαι για κάτι περισσότερο. Και αυτό λειτουργεί τέλεια, επειδή το ίδιο ισχύει και για κείνες. Οπότε όλες οι πλευρές είναι ικανοποιημένες.» Τέντωσε τα χέρια ψηλά και σήκωσε τους ώμους. «Δεν πρόκειται να με δείτε ποτέ να τρέχω στα φαρμακεία, ούτε να πηδάω κάποια γκόμενα κατά τη διάρκεια μιας επαγγελματικής συνάντησης επειδή δεν μπορώ να βρω άλλο χρόνο στο πρόγραμμά μου.» «Μάλιστα...» είπαμε ταυτόχρονα με τον
Χένρι, σχεδόν με μια φωνή. Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα και οι τρεις μας κοιτάξαμε απ' τα παράθυρα. «Επιτέλους φτάσαμε», είπε ο Γουίλ. «Τόσο μακριά ήταν;» Η πόρτα άνοιξε μόλις το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο Γουίν. Κοιτούσαμε απολαμβάνοντας το θέαμα. Το απόλυτο χάος... Τα αυτοκίνητα σχημάτιζαν ουρά μπροστά στο πεζοδρόμιο. Πολλά απ' αυτά είχαν ακόμη αναμμένη τη μηχανή και τις πόρτες ανοιχτές. Δεκάδες σαστισμένοι θαμώνες στέκονταν τριγύρω σε πηγαδάκια, μην μπορώντας προφανώς να αποφασίσουν τι να
κάνουν. «Όπως φαίνεται, γίνεται χαμός», είπε ο οδηγός μας, δείχνοντας πάνω απ' τον ώμο του. «Μπορώ να σας αφήσω εδώ, αλλά είναι αδύνατο να περάσω να σας ξαναπάρω σε λιγότερο από μία ώρα.» Οι άλλοι δύο έκαναν τον γύρο του αυτοκινήτου και ήρθαν να σταθούν δίπλα μου. Αναστενάζοντας έριξα μια ματιά στο ρολόι μου. «Κανένα πρόβλημα», είπα. «Έχουμε κλείσει τραπέζι για φαγητό και κάτι μου λέει ότι δεν θα ξεμπερδέψουμε γρήγορα.» Τα αισθήματά μου ήταν αντιφατικά: από τη μια με ενθουσίαζε η προοπτική μιας βραδιάς με τους κολλητούς μου κι από
την άλλη ήθελα να τακτοποιήσω το θέμα της Σάρας. Ο εκνευρισμός μου συνεχώς μεγάλωνε, ένιωθα μια ένταση, μια ταραχή, παρά το γεγονός ότι είχαμε βρεθεί μόλις πριν από μία ώρα. Ο οδηγός έγνεψε καταφατικά και τον αφήσαμε πίσω μας. Προχωρήσαμε στα άδυτα του καζίνο, ακολουθώντας τις πινακίδες για το εστιατόριο. Κάπου εκεί κοντά υπήρχε ένα κλαμπ και οι επίμονες δονήσεις τις μουσικής διαπερνούσαν τους τοίχους και το πάτωμα καθώς διασχίζαμε το πολυτελέστατο εστιατόριο για να καθίσουμε στο τραπέζι μας. Ο βόμβος της μουσικής συντονίστηκε με την αυξανόμενη ένταση που κυρίευε τα
χέρια και τα πόδια μου, ενώ ένα ρυθμικό Σάρα Σάρα Σάρα βούιζε κάτω απ' το δέρμα μου. Για πολλοστή φορά κοίταξα το κινητό μου. Απογοητεύτηκα όταν διαπίστωσα ότι δεν υπήρχαν νέα μηνύματα. Πού να βρισκόταν εκείνη; Άραγε ο Μπένετ είχε βρει τη Χλόη και, αν ναι, η Σάρα γιατί δεν μου είχε στείλει μήνυμα; Σαρώνοντας με το δάχτυλο την οθόνη του κινητού, χάζεψα μερικές από τις πιο πρόσφατες φωτογραφίες: τους δυο μας κουλουριασμένους στο κρεβάτι μου. Μια φωτογραφία με τη Χλόη ξαπλωμένη από κάτω μου, το σώμα της βαρύ και χορτασμένο μετά από ένα
καλό και δυναμικό γαμήσι. Ένα κοντινό πλάνο στα στήθη της. Το χέρι μου πάνω στον κώλο της ενώ την έπαιρνα από πίσω, αργά το βράδυ στο γραφείο μου. Συνειδητοποίησα ότι είχα χάσει το νήμα της συζήτησης, όταν η φωνή του Γουίλ διέκοψε την ονειροπόλησή μου τη στιγμή που μελετούσα προσηλωμένος τα κατακόκκινα χείλη της Σάρας γύρω απ' τον πούτσο μου. «Μαξ.» Ο Γουίλ χτύπησε με τις αρθρώσεις των δα-χτύλων του το τραπέζι. Σήκωσα το βλέμμα και με έκπληξη είδα τον σερβιτόρο να στέκεται δίπλα στο
τραπέζι μας. Βιαστικά απενεργοποίησα την οθόνη. «Θα πιείτε κάτι, κύριε;» «Με συγχωρείτε», είπα χαμηλόφωνα. «Ένα Μακά-λαν, σκέτο.» «Των δώδεκα, των δεκαοχτώ ή των είκοσι ενός ετών, κύριε;» Γούρλωσα τα μάτια. «Των είκοσι ενός. Εξαιρετικό.» Ο σερβιτόρος σημείωσε την παραγγελία μου και απομακρύνθηκε. Εγώ επιχείρησα να ξαναγυρίσω στο κινητό μου, όμως ο Γουίλ με διέκοψε και πάλι. «Ή θα το μοιραστείς με την παρέα ή θα
το κρύψεις αυτό το μαραφέτι. Ξέρω τι έχεις εκεί μέσα, διεστραμμένο κάθαρμα. Είπαμε, σήμερα δεν έχει κορίτσια, το ξέχασες;» Ο Χένρι έγνεψε επιδοκιμαστικά και μου πέταξε ένα κομματάκι ψωμί από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού. «Είναι η βραδιά της αντροπαρέας», συμφώνησε. Ο Γουίλ έσκυψε μπροστά και μου υπενθύμισε: «Μου υποσχέθηκες ότι δεν θα σου κρατούσα το φανάρι, γι' αυτό και δέχτηκα να έρθω.» Αναστέναξα κι έκρυψα το τηλέφωνό μου. Είχε δίκιο. Όταν σήκωσα το βλέμμα, είδα με έκπληξη τον Μπένετ να
μπαίνει στο εστιατόριο και να κατευθύνε-ται προς το μέρος μας. «Βρε, βρε... Κοιτάξτε ποιος ήρθε», είπα. Ο Χένρι τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει ο αδερφός του. «Είσαι καλύτερα;» Ο Μπένετ ξεκούμπωσε το σακάκι του και κάθισε. «Πολύ καλύτερα», είπε χαμογελώντας. Απίστευτο. Ο Μπένετ Ράιαν χαμογελούσε. Ήρθαν τα ποτά μας. Πήρα το δικό μου και τον κοίταξα πάνω απ' το χείλος του ποτηριού μου. «Γρήγορος ήσουν...»
παρατήρησα, κι ένιωσα ένα ρίγος ικανοποίησης όταν τον είδα να με καρφώνει με το βλέμμα του. «Μερικά πράγματα είναι καλύτερα όταν γίνονται γρήγορα. Όπως το φαρμακείο, για παράδειγμα.» «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση για έναν άντρα απ’ το να είναι αποτελεσματικός», είπε με νόημα εκείνος χαμογελώντας αυτάρεσκα. «Κι εσύ είσαι ο ορισμός του άντρα», είπα γελώντας και σηκώνοντας το ποτήρι μου για να το τσουγκρίσω με το ποτήρι του νερού του. «Πιες λοιπόν ένα κοκτέιλ. Στα αποτελεσματικά φαρμακεία, όπου κι αν βρίσκονται...»
«Γιατί έχω την αίσθηση ότι κάτι χάνω απ' αυτόν τον διάλογο;» ρώτησε ο Γουίλ, κοιτάζοντας με απορημένο βλέμμα πότε τον έναν και πότε τον άλλο. Μισό-κλεισε τα μάτια. «Συμβαίνει κάτι το οποίο εμείς οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουμε;» Άθελά μου άρχισα να γελάω δυνατά. «Δεν ξέρω τι εννοείς, φίλε. Εγώ απλώς κάνω πλάκα.» Ο Χένρι άρχισε να μελετάει το μενού, ενώ ο Γουίλ δεν φαινόταν να έχει πεισθεί και πήρε το βλέμμα του από πάνω μου μόνο όταν ο Χένρι τού έδειξε ένα καροτσάκι που περνούσε δίπλα στο τραπέζι μας μ' ένα φιλέτο τυλιγμένο
στις φλόγες. Εγώ βρήκα την ευκαιρία κι έσκυψα προς τον Μπένετ. «Πού είναι η Σάρα;» «Έχεις λυσσάξει να μάθεις, έτσι;» Τον αγριοκοίταξα. «Είσαι μαλάκας!» «Εσύ άρχισες», είπε ο Μπένετ κι έκανε να πάρει το ποτό μου. Τον κοπάνησα στο χέρι. «Εγώ; Τι εννοείς;» «Ξέρεις πολύ καλά: Πώς βρέθηκε εδώ η Χλόη; Όσο κι αν ήταν απολαυστικό, μην κάνεις ότι δεν ήταν δική σου ιδέα όλο αυτό το σκηνικό με τον πριβέ
χορό.» «Για σένα το έκανα.» «Ναι, καλά, για μένα», είπε εκείνος χαμογελώντας ειρωνικά. «Για να μου αποσπάσεις την προσοχή και να βρεις την ευκαιρία να βρεθείς με τη Σάρα στο κλαμπ.» Μπορεί και να είχε δίκιο ως ένα σημείο. «Μη μου πεις τώρα ότι αν η Σάρα σε είχε επί σαράντα πέντε λεπτά και σου έκανε κόλπα μέσα σ' ένα σεξ κλαμπ, εσύ δεν θα έτρεχες αμέσως μετά να τη βρεις και να την... τακτοποιήσεις. Ακόμα κι αν είχες κανονίσει να βγεις με τους κολλητούς σου.»
Γέλασα. «Έχεις δίκιο.» Έσκυψα ακόμα πιο μπροστά και χαμήλωσα περισσότερο τη φωνή μου. Η ιδέα ότι θα μπορούσα να ξεγλιστρήσω για λίγο από εκεί μέσα και να απολαύσω τη Σάρα για άλλη μια φορά ήταν πολύ δελεαστική για να την αφήσω ανεκμετάλλευτη. «Το δείπνο θα διαρκέσει τουλάχιστον δύο ώρες. Μπορώ να είμαι πίσω σ’ ένα εικοσάλεπτο.» Αυτή τη φορά, όταν άπλωσε το χέρι του στο ποτό μου, τον άφησα να το πάρει. «Η Σάρα έχει μια φιλική συνάντηση», ψιθύρισε ο Μπένετ. Πάγωσα. «Μια φιλική... τι πράγμα;»
«Μπα, δεν σου πολυαρέσει, έτσι; Νιώθεις κάπως... μπερδεμένος; Δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει να σου πω», είπε κοιτάζοντας με διερευνητικά. «Είναι φανερό ότι η βραδιά ξεκίνησε πολύ καλύτερα για σένα παρά για μένα. Ίσως θα πρέπει να ενδιαφερθείς περισσότερο για το μπάτσελορ πάρτι μου και λιγότερο γι' αυτό που έχεις στο παντελόνι σου.» «Ή», άρχισα να λέω, «θα μπορούσα να πω στον Χένρι για εκείνη τη φορά που πήδηξες δύο κορίτσια στο κρεβάτι του, ενώ εκείνος έπηζε στη δουλειά στη σχολή, στη διάρκεια των διακοπών στο πανεπιστήμιο.»
Αυτό τον έφερε στα ίσια του. «Η Χλόη ανέφερε ότι η Σάρα έχει πάει να συναντήσει μια φίλη της που χορεύει σε κάποιο σόου στο Πλάνετ Χόλιγουντ. Θα πεταγόταν ως εκεί σε κάποιο διάλειμμα ανάμεσα στα χορευτικά ή όταν θα γίνονταν οι δοκιμές ήχου.» Η Σάρα ήταν αυτή τη στιγμή ολομόναχη σε κάποιο σκοτεινό κλαμπ; Δεν χρειαζόταν ν' ακούσω τίποτε άλλο. Έσπρωξα την καρέκλα μου προς τα πίσω και σηκώθηκα όρθιος. Ο Γουίλ και ο Χένρι σήκωσαν ξαφνιασμένοι το βλέμμα τους απ' το μενού που διάβαζαν. «Πού πας;» ρώτησε ο Χένρι. «Έχουν σπαλομπριζόλα του κιλού!»
«Πάω στην τουαλέτα», είπα φέρνοντας το ένα μου χέρι στο στομάχι. «Δεν... αισθάνομαι καλά.» «Κι εσύ;» Έγνεψα καταφατικά, διστάζοντας μόνο για μια στιγμή, πριν συνεχίσω: «Επιστρέφω αμέσως.» Έγινα καπνός, έφυγα τρέχοντας απ' το εστιατόριο, με το αίμα να χτυπάει καυτό στα πόδια μου, ενώ εκείνη η ακατανίκητη λαχτάρα να βρεθώ μαζί της μου δημιουργούσε ένα μυρμήγκιασμα κάτω απ' το δέρμα μου. Η μυρωδιά της ασφάλτου με χτύπησε στο πρόσωπο καθώς προχωρούσα
βιαστικά στο πεζοδρόμιο, ενώ ταυτόχρονα έψαχνα στο κινητό μου να βρω την απόσταση που με χώριζε απ' το Πλάνετ Χόλιγουντ. Που να πάρει ο διάολος... Ήταν αρκετά τετράγωνα μακριά, κι αυτή την ώρα οι δρόμοι ήταν γεμάτοι τουρίστες που περπατούσαν με το πάσο τους χαζεύοντας και δείχνοντας κάθε σαχλό αξιοθέατο που βρισκόταν ανάμεσα σ' εμένα και στο μέρος όπου θα έβρισκα τη Σάρα. Παρ' όλο που η κίνηση των αυτοκινήτων στη λεωφόρο Λας Βέγκας είχε αραιώσει αρκετά, στον χώρο έξω απ' το ξενοδοχείο συνέχιζε να επικρατεί το απόλυτο χάος: αυτοκίνητα εξακολουθούσαν να είναι παρκα-
ρισμένα στο πεζοδρόμιο και δεν υπήρχε ταξί ούτε για δείγμα. Γαμώτο, πώς θα έφτανα ως εκεί; Κοίταξα το αυτοκίνητο δίπλα μου: η πόρτα του ήταν ανοιχτή και από τη μηχανή κρεμόταν ένα μπρελόκ με τον Πύργο του Άιφελ. Τα κλειδιά χόρευαν μπροστά στα μάτια μου, σαν να προσπαθούσαν να τραβήξουν την προσοχή μου. Μου πήρε μόλις πέντε δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω ότι είχα ζήσει μια ολόκληρη ζωή χωρίς να κλέψω ούτε ένα αυτοκίνητο. Πώς είχα επιτρέψει να μου συμβεί αυτό; Θα το δανειζόμουν σκέφτηκα. Δεν θα το έκλεβα.
Έριξα μια γρήγορη ματιά τριγύρω, γλίστρησα μέσα απ' την ανοιχτή πόρτα και γύρισα το κλειδί. Ένα μαύρο καπέλο ήταν ακουμπισμένο στο δερμάτινο κάθισμα δίπλα μου το πήρα και το γύρισα ανάποδα πριν το φορέσω στο κεφάλι μου. Μάλιστα, Διακοπές στη Ρώμη, και όλα τα σχετικά. Δεν καταλάβαινα τι διάολο έκανα καθώς πατούσα το γκάζι για να βγω στον δρόμο. Το μόνο που σκέφτη-κα ήταν ότι, εδώ που είχα φτάσει, τι άλλο χειρότερο μπορούσε να συμβεί;
###
Η οδήγηση μιας κλεμμένης -δανεικήςλιμουζίνας αποδείχτηκε τόσο δύσκολη όσο τη φανταζόμουν. Ήταν άβολη, ανταποκρινόταν φρικτά στους χειρισμούς μου, και δεν ήταν από τα αυτοκίνητα που θα περνούσαν απαρατήρητα στον δρόμο. Ωστόσο η κίνηση ήταν ελάχιστη και σύντομα βρέθηκα κάτω απ' τα εκτυφλωτικά φώτα νέον του καζίνο. Προσευχήθηκα στην τύχη μου και πάρκαρα στο υπόγειο γκαράζ. Πέταξα το καπέλο και τα κλειδιά στον πρώτο παρκαδόρο που είδα μπροστά μου. Είχα δανειστεί το αυτοκίνητο ενός ξένου κατά τη διάρκεια ενός μπάτσελορ πάρτι στο Λας Βέγκας... Ένα
«κατόρθωμα» λιγότερο από τη λίστα των πραγμάτων που οφείλει να κάνει κανείς πριν πεθάνει. Μπαίνοντας μέσα, βρέθηκα μπροστά σε μια σειρά από σκάλες. Δεν άφησα τον εαυτό μου να πάρει ανάσα, αλλά άρχισα ν' ανεβαίνω τα σκαλιά δυο δυο. Στο ταβάνι υπήρχαν ένθετες σειρές από μοβ φώτα νέον κι ένας γιγαντιαίος αστραφτερός πολυέλαιος. Ακολούθησα τις πινακίδες που οδηγούσαν στην άλλη άκρη του καζίνου και σταμάτησα μπροστά στην αίθουσα του στριπτίζ. Με σταμάτησε μια ηλικιωμένη κυρία στο γκισέ τον εισιτηρίων, η οποία σηκώθηκε για να με εμποδίσει να μπω
μέσα, επιμένοντας ότι πριν από την έναρξη του σόου η πρόσβαση επιτρεπόταν μόνο στις χορεύτριες και στο προσωπικό. Έμεινα για λίγα δευτερόλεπτα να την κοιτάζω -ξανθά μαλλιά με γκρίζες ρίζες, ένα παχύ στρώμα μεϊ-κάπ κι ένα γυαλιστερό κατακόκκινο μπουστάκι. Αποφάσισα ότι η «Μέριλιν» -το ταμπελάκι της έτσι υποδείκνυε ότι έπρεπε να την αποκαλώ- δεν θα είχε δει και λίγους απελπισμένους άντρες να κυνηγάνε τις χορεύτριες του σόου. «Ένα απ' τα κορίτσια που χορεύουν εδώ μου τηλεφώνησε ότι είναι έγκυος στο παιδί μου. Μου είπε ότι θα τη βρω εδώ
μέσα.» Τα μάτια της Μέριλιν γούρλωσαν. Έγιναν σαν δυο μεγάλα πιάτα. «Δεν έχω το όνομά σας στη λίστα.» «Επειδή, όπως καταλαβαίνετε, το θέμα είναι προσωπικό.» Κούνησε το κεφάλι. Φάνηκε να αμφιταλαντεύεται. Αποφάσισα ότι έπρεπε να τελειώσω τη συζήτηση. «Εγώ απλώς ήρθα για να βεβαιωθώ ότι είναι καλά.» Ένιωσα μια σουβλιά ενοχής για το ψέμα μου, όμως αμέσως θυμήθηκα τη Σάρα, μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, μόνη. «Θέλω να ξέρω αν έχει ανάγκη από χρήματα.»
Όταν βρέθηκα μέσα στον χώρο του κλαμπ με τον χαμηλό φωτισμό, κοίταξα τριγύρω. Τα φώτα από την οροφή της σκηνής έλουζαν τα πάντα με ακόμα περισσότερο μοβ -το παχύ χαλί, τα καθίσματα, ακόμα και τους λιγοστούς ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν στη σκηνή. Επικρατούσε ησυχία και προφανώς ήταν η ώρα του διαλείμματος ανάμεσα στα σόου. Το ελάχιστο φως ήταν αρκετό για να μπορέσω να διακρίνω τη Σάρα καθόταν στη δεύτερη σειρά. Κατευθύνθηκα προς το μέρος της. Κατέβηκα αργά, παρατηρώντας την καθώς ήταν καθισμένη, χωρίς να με έχει δει. Είχε το βλέμμα στραμμένο κάπου και χαμογελούσε. Με το που την είδα, ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα. Εδώ,
λουσμένη στο βυσσινί φως, ήθελα να χαράξω στη μνήμη μου όλα τα σημεία του κορμιού της: τη λάμψη των μαλλιών της, την απαλότητα της επιδερμίδας της... Ήθελα μια φωτογραφία της, έτσι όπως την έβλεπα μπροστά μου. Η πρόβα ξεκίνησε, η μουσική άρχισε να δυναμώνει, τα φώτα χαμήλωσαν πιο πολύ, κι εγώ κατέβηκα τις τελευταίες σειρές για να καθίσω δίπλα της. Δεν έβλεπα ούτε τη μύτη μου εκεί μέσα, όμως εκείνη, σαν να ήξερε όλη αυτή την ώρα ότι εγώ βρισκόμουν εκεί -ή ίσως ελπίζοντας ότι θα ερχόμουν να τη βρω- δεν αντέδρασε σχεδόν καθόλου. Ένα απλό βλέμμα, ένα αδιόρατο
χαμόγελο και το κομψό χρυσό μενταγιόν που της είχα χαρίσει τα Χριστούγεννα άρχισε να στριφογυρίζει αργά ανάμεσα στα ντελικάτα ακροδάχτυλά της. Άγγιξα με το χέρι μου το μπούτι της, ένιωσα το ζεστό, απαλό δέρμα κάτω απ' την παλάμη μου κι έδειξα σιωπηλά με το κεφάλι προς τη σκηνή. Ένας άντρας μετρούσε αντίστροφα, ενώ τα κορίτσια με τα προκλητικά γυαλιστερά κορμάκια ισορροπούσαν στις μύτες των ποδιών τους και στριφογύριζαν πάνω στη σκηνή. Και μόνο που τις έβλεπα, ζαλιζόμουν. Χόρευαν, διαγράφοντας κύκλους η μία
γύρω απ’ την άλλη, για να μείνουν τελικά ακίνητες κάτω από το φως ενός προβολέα και να φιληθούν. Έσφιξα το μπούτι της, παρασυρμένος απ' τον σφυγμό της που παλλόταν κάτω απ' τη φούστα της, και άκουσα την κοφτή της ανάσα. Δεν υπήρχε κανένας άλλος εκτός από εμάς τους δύο στο σκοτεινό αμφιθέατρο κι αναρωτήθηκα αν η επιθυμία της Σάρας να τη βλέπουν θα μεταμορφωνόταν σε επιθυμία να βλέπει εκείνη κάποιον άλλον. Ανέβασα το χέρι μου ακόμα πιο ψηλά στο μπούτι της, έσκυψα και τη φίλησα στο αυτί. Εκείνη αναστέναξε γέρνοντας
πίσω το κεφάλι, καθώς εγώ παραμέριζα τα μαλλιά της και έγλειφα την καμπύλη του λαιμού της. Η Σάρα τραβήχτηκε λίγο για να μπορέσει να με κοιτάξει στα μάτια κι αμέσως έστρεψε το βλέμμα στις χορεύτριες. Δεν θα χρειαζόταν να πούμε τίποτα. Εδώ; με ρωτούσε. Ενώ χορεύουν και αγγίζονταί στη σκηνή; Μια άλλη κοπέλα περιστρεφόταν γύρω από έναν χρυσό στύλο, ενώ ο μοναδικός προβολέας τόνιζε κάθε ακροβατική κίνηση των χεριών και των ποδιών της. Το σώμα της λικνιζόταν με τον ρυθμό της μουσικής. Η σκηνή ξεχείλιζε ερωτισμό κι εγώ ένιωσα να
φουντώνω ακόμα περισσότερο, από το θέαμα που εκτυλισσόταν μπροστά μας, αλλά και από τις αντιδράσεις της Σάρας. Χαμογέλασα, ανακάθισα στο κάθισμά μου και της ψιθύρισα στο αυτί: «Τι σκέφτεσαι;» «Χρειάζεται να ρωτάς;» «Ίσως θέλω να σ' ακούσω να το λες», είπα. Ξεροκατάπιε. «Θα το κάνουμε επιτέλους;» Στη φωνή της ξεχείλιζε ο πόθος. Η ένταση εκείνου του οδυνηρού κενού για το οποίο μου είχε μιλήσει νωρίτερα, στο Μπλακ Χαρτ.
«Δεν είναι απαραίτητο να τα κάνουμε όλα, Γλύκα», είπα ανεβάζοντας τα δάχτυλά μου ψηλότερα και παραμερίζοντας τη δαντέλα απ' το κιλοτάκι της για να μπορέσω να χαϊδέψω τα απαλά χείλη του μουνιού της. «Είσαι ακόμα υγρή;» Εκείνη ξεροκατάπιε και με τη γλώσσα της έγλειψε στα πεταχτά τα χείλη της. «Ναι.» Έβαλα το δάχτυλό μου μέσα της. «Το αισθάνεσαι ότι πριν από λίγο πηδήχτηκες; Έχεις ακόμα την αίσθηση του καυλιού μου μέσα σου;» προχώρησα πιο βαθιά κι εκείνη έπνιξε με δυσκολία ένα βογκητό. Το στόμα της
μαλάκωσε, στρογγύλεψε και κάτω απ' το αμυδρό φως φαινόταν να λαμπυρίζει. «Μπορεί να μας δει κανείς...» ψιθύρισε κι έγειρε πίσω το κεφάλι της πάνω στο κάθισμα κλείνοντας τα μάτια. Με δυσκολία έβρισκε τις λέξεις, ενώ εγώ της έχωνα άλλο ένα δάχτυλο, σπρώχνοντας και τα δύο ταυτόχρονα βαθιά μέσα της. Χαμογέλασα βλέποντάς τη να λαχανιάζει, να χάνει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα τον έλεγχο. «Αυτός δεν είναι ο στόχος;» «Υπάρχουν κάμερες...» Κοίταξα ψηλά και σήκωσα τους ώμους αδιάφορα. «Και τι θα έκανες, γλυκιά
μου Σάρα, αν κάποιος σ' έβλεπε έτσι; Θα σου άρεσε περισσότερο; Θα έχυνες πάνω στο χέρι μου μόλις άκουγες τα βήματά του στα σκαλοπάτια;» Με δυσκολία έπνιγε τα βογκητά της κι εγώ δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου απ' την ανεπαίσθητη κίνηση που διέκρινα ανάμεσα στα μπούτια της, στο σημείο που την άγγιζα, απ' τον τρόπο που άνοιγε ακόμα περισσότερο τα πόδια της και τέντωνε σαν τόξο τον κορμί της. Μου άρεσε το πόσο ευλύγιστο ήταν το κορμί της, σαν να μην είχε κόκαλα, κι έτσι εγώ μπορούσα να το κάνω ό, τι θέλω. Μου άρεσε όμως και να τη βλέπω να τρελαίνεται απ' την ηδονή, να χάνεται.
Άθελά μου μούγκρισα νιώθοντας κι εγώ τη βασανιστική πίεση μέσα στο παντελόνι μου. Χριστέ μου, έτσι θα είναι πάντα; Θα τη θέλω τόσο που θα με πιάνει ζάλη και θα αισθάνομαι σαν ηλίθιος; Ήθελα να τη βάλω να καθίσει πάνω μου και να μπω έτσι μέσα της, ν' ακούσω τις κραυγές της, να επαναλαμβάνει ξανά και ξανά το όνομά μου, να τ' ακούω να αντηχεί στην ψηλή οροφή, να καλύπτει τη μουσική. Να γεμίζει τον χώρο γύρω μας και να επιστρέφει σ' εμένα, και οι χορεύτριες πάνω στη σκηνή να καταλάβουν ότι αυτή η γυναίκα είναι δική μου.
Φυσικά, αυτό δεν ήταν δυνατό, κι όταν ένα μικρό βογκητό ξέφυγε απ' τα χείλη της, έσκυψα μπροστά και ψιθύρισα «Σσστ!» πάνω στο δέρμα της. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στη σκηνή, όπου μια γυναίκα χόρευε γυμνόστηθη κι εγώ μέσα στο απόλυτο σκοτάδι του αμφιθεάτρου πάσχιζα να διακρίνω την έκφραση του προσώπου της Σάρας απ' το πλάι. Ένα απαλό θρόισμα υφάσματος τράβηξε την προσοχή μου χαμηλότερα, στο σημείο που εκείνη χάιδευε το στήθος της, τσιμπώντας τις ρώγες της μέσα απ' το ελάχιστο άνοιγμα του πουκάμισού της. Και το γεγονός ότι η Σάρα καύλωνε από αυτό που κάναμε στον συγκεκριμένο χώρο -να προσφέρει τον εαυτό της σε
κοινή θέα, αλλά συνάμα να είναι και η ίδια θεατής- και μόνο αυτή η σκέψη ήταν αρκετή για να φουντώσω ακόμα πιο πολύ, να με κάνει έτοιμο να χύσω μέσα στο παντελόνι μου. Η καρδιά μου χτυπούσε ξέφρενα στο στέρνο μου κι έφερα το χέρι μου στο εργαλείο μου, παρακολουθώντας και ακούγοντας τη Σάρα να πλησιάζει όλο και περισσότερο στην κορύφωση. Μέσα στη λάμψη από τα φώτα της σκηνής, μπορούσα να διακρίνω μικροσκοπι-κές σταγόνες ιδρώτα να λαμπυρίζουν στο πρόσωπό της και να νιώσω ότι άρχιζε να σφίγγει το κορμί της γύρω απ' τα δάχτυλά μου. Οι ήχοι της φωνής της άλλαξαν, ακούγονταν πια υπόκωφοι με
κάθε κύκλο που διέγραφε ο αντίχειράς μου πάνω στην κλειτορίδα της, με κάθε ρυθμικό λίκνισμα των γοφών της. Ένιωθα τον οργασμό μου να φουντώνει σαν κύμα στη ραχοκοκαλιά μου. «Σάρα...» ψέλλισα, όμως εκείνη έσκυψε μπροστά και μ' ένα παθιασμένο φιλί με αποστόμωσε... Μακάρι να είχα βγάλει το τηλέφωνό μου ή να είχα μια φωτογραφική μηχανή μαζί μου για ν' απα-θανατίσω τα δόντια της να δαγκώνουν τα χείλη μου, τη γλώσσα της να χιμάει πάνω μου για να με γευτεί. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή κι ένιωσα το κορμί της να σφίγγεται, τον οργασμό της να την κατακλύζει, καυτός και
βίαιος, τους ήχους της φωνής της να καλύπτονται από τον παλμό και τα μπάσα της μουσικής. Άπλωσε το χέρι της και με το που άγγιξε το φερμουάρ μου, εγώ συντονίστηκα με τις κινήσεις της. «Ναι, έτσι...» της ψιθύρισα, ενώ σχεδόν έλιωνα στο κάθισμά μου. Άφησα το κεφάλι μου να πέσει πίσω και αφέθηκα ολοκληρωτικά. «Παίξ' τον μου πιο δυνατά, πιο γρήγορα, Γλύκα!» Τρεις δυνατές παλινδρομικές κινήσεις του χεριού της ήταν αρκετές για να νιώσω την ηδονή να σκαρφαλώνει στην πλάτη μου κι ένα εκτυφλωτικό φως να αστράφτει πίσω απ' τα βλέφαρά μου.
Έχυσα ενώ ο πούτσος μου σπαρταρούσε μέσα στη χούφτα της Σάρας. Ξαφνικά η μουσική ακουγόταν εκκωφαντική κι άνοιξα τα μάτια, νιώθοντας την καύλα να ξεγλιστράει απ' το πουλί μου κι εμένα να αποκτάω ξανά τον έλεγχο του κορμιού μου. Ανοιγόκλεισα αρκετές φορές τα μάτια και αντίκρισα το πλατύ χαμόγελο της Σάρας, την έκφραση ικανοποίησης που έπαιρνε πάντα όταν απο-δείκνυε για άλλη μια φορά ότι ήμουν ολοκληρωτικά δικός της. «Να κάτι που μπορούμε να προσθέσουμε στον κατάλογό μας», είπα
και έστρεψα ξανά την προσοχή μου στις χορεύτριες που περιφέρονταν ακόμα πάνω στη σκηνή. Είδα τη Σάρα να σκύβει μπροστά και να ψάχνει κάτι στην τσάντα της. Έβγαλε ένα χαρτομάντιλο, σκούπισε τα χέρια της κι ύστερα έκανε το ίδιο με το παντελόνι μου. «Φαντάζομαι ότι ξαναγυρίσαμε στον παλιό καλό καιρό. Εσύ θα μου πεις ότι ο χρόνος μας τελείωσε κι εγώ πρέπει να κουμπώσω το παντελόνι μου και να φύγω.» Η Σάρα γέλασε. «Για πες μου, πώς κατάφερες και τους το 'σκασες;» «Τους είπα ότι θα πήγαινα στην τουαλέτα κι έφυγα.»
Σήκωσε τα φρύδια της έκπληκτη κι έπεσε πίσω στο κάθισμά της γελώντας. «Και λείπεις τόση ώρα;» Έγνεψα καταφατικά. «Φαντάζομαι πως θα έχουν γυρίσει τον κόσμο ανάποδα για να μάθουν πού πήγα. Δεκάρα δεν δίνω.» Αφού τακτοποίησα τα ρούχα μου, έσκυψα προς το κάθισμά της, πήρα το πρόσωπό της στα χέρια μου και χάιδεψα με το ένα δάχτυλο τη μύτη της. «Πρέπει να φύγω.» «Ναι, πρέπει.» «Σ' αγαπώ, Γλύκα.» «Κι εγώ σ' αγαπώ, ξένε.»
ΠΕΝΤΕ Μπένετ Ράιαν Ήμουν σίγουρος ότι έμοιαζα σαν ηλίθιος. Ο Γουίλ και ο Χένρι συνέχιζαν να πίνουν το ποτό τους και να μελετάνε το μενού, αγνοώντας εντελώς την ύπαρξή μου, χασκογελώ-ντας ή ξεσπώντας κατά καιρούς σε ηλίθια χαχανητά. Παρά την ξαφνική αναχώρηση του Μαξ, εγώ βρισκόμουν ακόμα υπό την επήρεια της συνάντησής μου με τη Χλόη: την είχα ακολουθήσει, την είχα τιμωρήσει με μερικές ξυλιές και την είχα πηδήξει στις τουαλέτες. Και σύντομα θα γινόταν
γυναίκα μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο τυχερός ήμουν. «Κύριοι, είστε έτοιμοι;» ρώτησε ο σερβιτόρος, μαζεύοντας έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό ποτηριών απ’ το τραπέζι μας και τοποθετώντας τα πάνω στον δίσκο του πρόχειρα. Ο Γουίλ και ο Χένρι σήκωσαν το βλέμμα τους για πρώτη φορά τα τελευταία δέκα λεπτά και κοίταξαν σαστισμένοι τριγύρω. «Δεν γύρισε ακόμα ο Μαξ;» ρώτησε έκπληκτος ο Γουίλ. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι και ξαναδίπλωσα την πετσέτα μου
προσπαθώντας να αποφύγω το βλέμμα τους. «Έτσι φαίνεται.» «Να τον περιμένουμε ή...;» ρώτησε ο Χένρι. «Θα μπορούσα να πάω εκεί έξω να περάσω την ώρα μου σε κάποιο απ’ τα τραπέζια του καζίνου ενώ θα περιμένουμε.» Κοίταξα το ρολόι μου και μουρμούρισα κάτι θυμωμένος. Η ανόητη δικαιολογία που είχε χρησιμοποιήσει ο Μαξ, ότι έπρεπε να πάει στην τουαλέτα, προφανώς έχανε την αληθοφάνειά της με κάθε λεπτό που περνούσε. Και δεν ήταν ότι με ένοιαζε ιδιαίτερα αν θα αποκαλυπτόταν το ψέμα του Μαξ πιθανόν αυτό να μου έφτιαχνε τη βραδιά
— αλλά, αν την πατούσε ο Μαξ, τότε την είχα βάψει κι εγώ. Θα περνούσαμε το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο με αυτούς τους δύο κολλητούς μας και ο Γουίλ θα μας έκανε τη ζωή κόλαση αν μάθαινε ότι την είχαμε κοπανήσει για να πηδή-ξουμε τις γκόμενές μας την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Και, για να λέμε την αλήθεια, ο Γουίλ ήταν ο μόνος ελεύθερος απ’ τους τέσσερις μας κι εκείνος που ενδιαφερόταν περισσότερο να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί σαν αντροπαρέα. Ένιωσα τύψεις επειδή, από τους τρεις που δείχναμε να ενδιαφερόμαστε περισσότερο για τις γυναίκες παρά για τον τζόγο, ο Γουίλ
ήταν ο μόνος που δεν είχε πηδήξει εκείνο το Σαββατοκύριακο. «Φαντάζομαι ότι όπου να 'ναι θα έρθει», είπα. «Μάλλον δεν ένιωθε καλά.» «Τι διάολο φάγατε οι δυο σας;» ρώτησε ο Χένρι. Προσπάθησα να βρω κάτι να απαντήσω και θυμήθηκα την παρουσία του σερβιτόρου μόνο όταν τον άκουσα να αναστενάζει. «Ίσως χρειάζεστε λίγα ακόμα λεπτά, κύριοι», είπε και απομακρύνθηκε. Ο Γουίλ μισόκλεισε τα μάτια. «Πράγματι, κάτι πρέπει να συμβαίνει», είπε τραυλίζοντας ελαφρά. «Με τέτοια
διάρροια θα πρέπει να έχει πέσει νεκρός.» «Ευχαριστώ για τη διακριτική ανάλυσή σου.» Ακού-μπησα την πετσέτα στο πιάτο μου και σηκώθηκα όρθιος. «Πάω να δω αν θα καθυστερήσει κι άλλο. Εσείς παραγγεί-λετε και για μας. Εγώ θα πάρω φιλέτο. Σενιάν.» Άρχισα να απομακρύνομαι, αλλά σταμάτησα και στράφηκα ξανά προς το μέρος τους. «Και παραγγείλτε άλλη μια γύρα ποτά», πρόσθεσα χαμογελώντας. «Κερνάω εγώ.» Καθώς η νύχτα προχωρούσε, η ατμόσφαιρα στο εστιατόριο άλλαζε. Το φως στα σποτ της οροφής και των γύρω
τοίχων είχε αλλάξει από το διακριτικό λευκό στο ζεστό χρυσάφι, λούζοντας τον χώρο. Η μουσική ακουγόταν πιο δυνατά, όχι όμως τόσο που να μην μπορεί κανείς να κουβεντιάσει ή να διακρίνει τις προσωπικές συζητήσεις, αλλά αρκετά δυνατά ώστε να τη νιώθει να πάλλεται βαθιά μέσα στο στήθος του σαν δεύτερη καρδιά. Η αίθουσα έμοιαζε πια μάλλον με κλαμπ παρά με εστιατόριο, οπότε μου ήταν πιο εύκολο να περάσω απαρατήρητος και να βγω έξω για να στείλω μήνυμα στον Μαξ. Πού στο διάολο είσαι; Βημάτιζα πάνω κάτω στο γυαλιστερό παρκέ ακριβώς έξω απ’ το εστιατόριο
και αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να την κοπανήσω και να τη γλιτώσω. Πριν περάσει ένα λεπτό, το τηλέφωνό μου δονήθηκε από το εισερχόμενο μήνυμά του. Παρκάρω. Σε δύο λεπτά. Του απάντησα: Πρέπει να μιλήσουμε, θα σε βρω στην είσοδο. Έριξα μια ματιά πίσω μου για να βεβαιωθώ ότι ο Γουίλ και ο Χένρι δεν με είχαν ακολουθήσει και πήγα να συναντήσω τον Μαξ. Ο χώρος του καζίνου έσφυζε από
κόσμο. Γέλια και φωνές έφταναν ως τα αυτιά μου από ένα τραπέζι, ενώ δυο αστυνομικοί στέκονταν κοντά στην είσοδο και συζητούσαν με μια ομάδα παρκαδόρων. Ο Μαξ πέρασε την πόρτα και σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου. Κούμπωσε το σακάκι και ίσιωσε τη γραβάτα του. «Πάντα το ίδιο ανυπόμονος», είπε, κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω τους αστυνομικούς και με έπιασε απ’ το μπράτσο. «Για έλα καλύτερα προς τα εδώ...» Μας οδήγησε παραπέρα, έξω από το οπτικό τους πεδίο. «Τώρα μάλιστα, ησύχασα. Τι έγινε,
κρύβεσαι κι απ’ την αστυνομία τώρα; Για όνομα του Θεού, τι τρέχει; Αισθάνομαι σαν συνεργός σε έγκλημα», είπα περνώντας την παλάμη μέσα απ’ τα μαλλιά μου. «Όσο λιγότερα ξέρεις, τόσο το καλύτερο, φίλε. Πίστε-ψέ με.» «Και η τουαλέτα, Μαξ; Σοβαρά τώρα; Αυτό ήταν το καλύτερο που μπόρεσες να σκεφτείς;» «Γιατί, η δική σου δικαιολογία ήταν καλύτερη; Άκου, έλκος! Φίλε μου, έχεις χαλάσει πολύ. Ο Μπεν που ήξερα στο πανεπιστήμιο θα ντρεπόταν για λογαριασμό σου. Ο έρωτας σ’ έχει κάνει φλώρο.»
Αναστέναξα κοιτάζοντας πίσω μου. «Έλειψες σχεδόν μια ώρα. Γιατί άργησες τόσο, ρε γαμώτο;» Το χαμόγελό του ήταν πλατύ και πονηρό. Έδειχνε ευτυχισμένος. Διάολε, έκανε σαν χαζοχαρούμενος, σαν να μην τον απασχολούσε τίποτε απολύτως. Την ήξερα αυτή την έκφραση. Την είχα κι εγώ μέχρι πριν από δέκα λεπτά. «Χάρισα στην κυρία έναν πολύ δυνατό οργασμό, φίλε.» «Μάλιστα. Δεν θέλω λεπτομέρειες.» «Εσύ με ρώτησες.» Έγειρε τον λαιμό του αριστερά και δεξιά, σαν να έκανε ασκήσεις γυμναστικής. «Τι κάνουν
τα παιδιά;» «Αυτή τη στιγμή στις φλέβες τους κυκλοφορεί περισσότερη βότκα παρά αίμα. Επίσης συζητάνε για την ωρίμα-ση του κρέατος.» «Πάμε να φάμε, λοιπόν;» Έκανε να με σπρώξει, αλλά τον έπιασα απ’ το μπράτσο και τον σταμάτησα. «Άκου, ξέρεις τι έκανα και ξέρω τι έκανες, λέω να κόψουμε τις μαλακίες. 'Οταν γυρίσουμε στη Νέα Υόρκη, ούτε δέκα λεπτά δεν θα μπορώ να ξεμοναχιάσω τη Χλόη. Τα κορίτσια φεύγουν αύριο. Μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον απόψε.»
Το πρόσωπό του σοβάρεψε. Έγνεψε καταφατικά. «Μόνο σ’ εμένα φαίνεται τρελό ότι την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου εμείς είμαστε αυτοί που κάνουμε σαν ηλίθιοι και τις κυνηγάμε, αντί να συμβαίνει το ανάποδο;» «Το σκέφτηκα κι εγώ μια δυο φορές», είπα κουνώντας το κεφάλι. Αυτές οι γυναίκες μάς είχαν πάρει το μυαλό. «Πρέπει να καταστρώσουμε ένα σχέδιο. Δεν θα δυσκολευτούμε να αφήσουμε τους φίλους μας να πέσουν σε κώμα από την πολλή κατανάλωση κρέατος, αλλά αυτό δεν μπορεί να κρατήσει όλη νύχτα. Και ο Γουίλ κάτι έχει αρχίσει
να υποψιάζεται.» «Έχεις δίκιο», απάντησε εκείνος. «Τι νομίζεις ότι έχει καταλάβει;» «Δεν είμαι σίγουρος. Ο Χένρι όλο το βράδυ δεν έχει σταματήσει λεπτό να πίνει και να ψαχουλεύει τις μάρκες του πόκερ που έχει στην τσέπη του, ο Γουίλ όμως δείχνει να πιστεύει ότι εμείς οι δύο υποφέρουμε από κάποιο φριχτό πρόβλημα στο στομάχι.» Ο Μαξ αναστέναξε. «Θέλω να την ξαναδώ, φίλε. Πρέπει να είμαι ειλικρινής. Η Σάρα είναι εδώ και είναι... τι να πω, θέλω να βρεθώ και πάλι κοντά της.» Με κοίταξε έντονα, έδειχνε να με καταλαβαίνει. «Ο Γουίλ δεν πρόκειται
να μ’ αφήσει σε χλωρό κλαρί αν καταλάβει ότι δεν μπορώ να περάσω ούτε ένα Σαββατοκύριακο χωρίς να τη δω. Τον ξέρεις. Όσο κι αν τον αγαπώ, ο τύπος είναι απίστευτος μα-λάκας. Δεν θα του δώσω κι αυτή την ικανοποίηση», είπε κουνώντας το κεφάλι. «Ακριβώς. Και ο αδερφός μου δεν χάνει ευκαιρία να μου τη λέει επειδή κοιμήθηκα με τη Χλόη τότε που ήταν γραμματέας μου. Αν μάθει τι έκανα σήμερα, δεν θα υπάρξει ούτε μία συγκέντρωση της οικογένειας Ράιαν στην οποία δεν θα εξιστορεί στους πάντες το επεισόδιο με τον Μπένετ που δεν μπορούσε νσ κρατήσει το πουλί του στο παντελόνι του. Ο μαλάκας!»
«Σωστά.» «Οπότε τι κάνουμε τώρα; Πώς θα γίνει να τις ξανα-δούμε απόψε;» Ο Μαξ βημάτιζε νευρικά μπροστά στο γκισέ και κατόπιν στράφηκε προς το μέρος μου. «Νομίζω ότι το βρήκα.» «Πες μου.» «Σκέφτομαι...» Είχε το βλέμμα του καρφωμένο κάτω, προσπαθώντας να τακτοποιήσει τις σκέψεις του. «Σκέφτομαι... πρέπει να βρούμε κάτι να τους αποσπάσει την προσοχή, έτσι; Θέλουμε επίσης να εξασφαλίσουμε ότι ο Γουίλ θα περάσει μια αξέχαστη νύχτα.»
Έγνεψα καταφατικά. «Πρέπει όμως να είναι κάτι περισσότερο απ’ το ποτό. Οι δυο τους πίνουν όλο το βράδυ, όμως εξακολουθούν να λειτουργούν. Δεν θέλω να τυφλωθούν ή να βρεθούν σε κάνα χαντάκι.» «Προφανώς...» Ο Μαξ έβγαλε το κινητό του κι άρχισε να ψάχνει στις επαφές του. Εγώ περίμενα γεμάτος νευρικότητα και συνέχισα να κοιτάζω πίσω, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστεί ο Χένρι και να με σύρει απ’ τον γιακά πίσω στο τραπέζι. 'Οταν στράφηκα ξανά στον Μαξ, είχε σταματήσει σε κάποιον αριθμό. «Σε ποιον τηλεφωνείς;»
«Στον κύριο Τζόνι Φρεντς», είπε. «Αλήθεια, από πού τον ξέρεις; Είναι παλιός σου φίλος;» Ο Μαξ γέλασε. «Δεν θα τον έλεγα ακριβώς φίλο. Δεν νομίζω ότι εκείνος θα αποκαλούσε οποιονδήποτε άνθρωπο φίλο. Όμως μου χρωστάει μερικές χάρες και, όπως διαπίστωσες και μόνος σου, οι τύποι με τους οποίους έχει πάρε δώσε μπορεί να φανούν χρήσιμοι στην περίπτωσή μας.» «Με τρομάζεις...»
«Έχε μου εμπιστοσύνη, ρε φίλε. Ο Γουίλ είναι λιγάκι γυναικάς», είπε χαμογελώντας. «Εμείς απλώς... θα τον βοηθήσουμε.» «Να τον βοηθήσουμε;» Ο Μαξ σήκωσε τους ώμους, υπονοώντας πολλά. «Εννοείς να του βρούμε καμιά πουτάνα;» φώναξα σχεδόν. Ο Μαξ μού έκανε νόημα να σωπάσω και κοίταξε τριγύρω. «Λίγο πιο δυνατά ίσως; Και μη μου το παίζεις εμένα καλό και συνετό παιδάκι, Μπεν. Με εκπλήσσεις...» είπε. «Δεν πρόκειται να τον βοηθήσω να κοιμηθεί μαζί της.
Χρειαζόμαστε όμως έναν αντιπερισπασμό. Και θα τον βρούμε.» «Μα...» Με το δάχτυλό του μου έκανε νόημα να σωπάσω και κράτησε το τηλέφωνο σε ανοιχτή ακρόαση ανάμεσά μας. Χτύπησε μερικές φορές πριν απαντήσει ένας άντρας με βαθιά, σοβαρή φωνή: ο Τζόνι Φρεντς. «Τι μπορώ να κάνω για σένα, Μαξ, αυτή τη φορά;» είπε. «Πώς είστε απόψε, κύριε Φρεντς;» ρώτησε ο Μαξ. «Όπως πάντα, μια χαρά.»
«Ελπίζω να μη σε ξύπνησα.» Ένα βραχνό γέλιο γέμισε τη γραμμή. «Ωραίο αστείο. Ελπίζω να έμεινες ικανοποιημένος.» Ο Μαξ χαμογέλασε και σήκωσε το ένα φρύδι. Συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ιδέα για το τι είχε σκαρώσει ο Μαξ εκεί μέσα. Ήμουν σίγουρος πως είχε να κάνει με τη Σάρα, αλλά αυτή τη στιγμή άρχισα να αναρωτιέμαι μήπως οι λεπτομέρειες ήταν λίγο πιο... πρόστυχες απ’ ό, τι είχα αρχικά φανταστεί. «Ήταν τέλεια. Φοβερά. Όπως συνήθως, φυσικά. Έχεις στήσει ένα καταπληκτικό κλαμπ.»
«Χαίρομαι που τ’ ακούω. Ας μπούμε στο θέμα όμως.» «Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη.» «Το φαντάστηκα...» είπε ο Τζόνι και η φωνή του πα-ρέμεινε ανέκφραστη. «Το θέμα είναι ότι έχουμε βρεθεί σε δύσκολη θέση και θέλουμε μια βοήθεια για να βγούμε απ’ αυτήν.» «Σ’ ακούω.» «Χρειαζόμαστε έναν αντιπερισπασμό. Ένα δόλωμα.» «Έναν αντιπερισπασμό...»
«Ναι. Όπως ξέρεις, η Σάρα βρίσκεται στο Λας Βέγκας. Το ίδιο όμως και οι φίλοι μας.» «Κατάλαβα... Κι εσείς θέλετε να τους παρατήσετε.» «Όχι ακριβώς. Απλώς νοιαζόμαστε για την... ψυχαγωγία τους. Ειδικά ενός φίλου μας. Θέλουμε να είναι ασφαλής αλλά... απασχολημένος για μερικές ώρες.» «Για να την κοπανήσετε και να βρεθείτε με τα κορίτσια σας την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου.» Ο Μαξ χαμογέλασε. «Κατά κάποιον τρόπο.»
Στη γραμμή έπεσε σιωπή και με τον Μαξ κοιταχτήκαμε ανήσυχοι. «Λες να το έκλεισε;» σχημάτισα τις λέξεις με τα χείλη μου. Ο Μαξ σήκωσε τους ώμους. «Είσαι ακόμα εκεί, φίλε;» «Εδώ είμαι. Εντάξει, κανένα πρόβλημα. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι έχω τον κατάλληλο αντιπερισπασμό.» ----------«Δεν του έχω εμπιστοσύνη», είπα καθώς επιστρέφαμε στο εστιατόριο. «Μην ανησυχείς. Ο Τζόνι είναι απ’ τους ανθρώπους που κρατάνε τον λόγο τους.»
«Δεν έδειξε και πολύ χαρούμενος που σ’ άκουσε.» Ο Μαξ έκανε μια κίνηση άρνησης με το χέρι του. «Δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα μου προσφέρει λουλούδια και θα μου πει πόσο μ’ αγαπάει.» «Έτσι που τον άκουσα, μου φάνηκε πως μας θεωρεί μαλάκες.» «Μα είμαστε μαλάκες.» Δεν είχε κι άδικο. «Με τον Χένρι τι θα κάνουμε;» ρώτησα, σταματώντας στα σκαλιά ακριβώς έξω απ’ το εστιατόριο. «Πιστεύεις ότι θα μας δημιουργήσει
πρόβλημα;» «Νομίζω πως αν του βάλω χίλια δολάρια στην τσέπη, θα τον ξαναδούμε την Τρίτη το πρωί.» «Τέλεια! Επομένως θα απολαύσουμε το δείπνο μας, θα περιμένουμε να μας στείλει κάποια γυναίκα ο Τζόνι και θα πάμε να συναντήσουμε τα κορίτσια. Αν όλα πάνε καλά, δεν θα ξαναδώ τη μούρη σου πριν από το πρωί. Τότε θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε σωστά το Σαββατοκύριακό μας.» «Έγινε.» Δώσαμε τα χέρια και μπήκαμε αποφασισμένοι στο εστιατόριο. Ο Γουίλ και Χένρι κάθονταν στο ίδιο
σημείο όπου τους είχα αφήσει πριν από λίγο, αλλά τώρα ήταν περιτριγυρισμένοι από ένα βουνό πιατέλες και μπολ. Υπήρχαν μπριζόλες και ψάρια, σαλάτα με μπέικον, αχνιστά πιάτα με λαχανικά και κάτι που έμοιαζε με το μεγαλύτερο όστρακο που είχα δει ποτέ. «Ουάου!» αναφώνησε ο Μαξ. Με τα φαγητά αυτά θα μπορούσαν να χορτάσουν τουλάχιστον δέκα άνθρωποι. «Πεινάτε;» «Δεν ξέραμε τι θέλατε», είπε ο Χένρι σηκώνοντας τους ώμους. «Εξάλλου ο Μπεν θα πληρώσει τον λογαριασμό, οπότε...» «Αισθάνεσαι καλύτερα;» ρώτησε
προβληματισμένος ο Γουίλ τον Μαξ. «Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ. Και πεθαίνω της πείνας.» Καθίσαμε στις θέσεις μας, οπότε ο Μαξ έκανε νόημα στον σερβιτόρο. «Παρακαλώ, άλλο ένα Μακάλαν», είπε. «Κι ένα κοκτέιλ Μπελβεντέρε για μένα.» Έδειξα τον Χένρι και τον Γουίλ που κάθονταν απέναντι μου. «Και δύο απ’ αυτά που πίνουν οι δυο τους.» «Λοιπόν, τι έχασα;» ρώτησε ο Μαξ, ενώ γέμιζε το πιάτο του με πατάτες. «Σταματήσατε να το παίζετε δύσκολοι και αποφασίσατε να απολαύσετε την παρέα; Νομίζω ότι υπάρχει ένα
παρεκκλήσι στον αποκάτω όροφο. Στο καζίνο.» «Πολύ αστείο», είπε ο Γουίλ. «Η αλήθεια είναι ότι αναρωτιόμασταν ποιος έχει σειρά. Διαβεβαίωσα τον Χένρι ότι η μόνη πιθανή απάντηση είσαι εσύ.» «Δεν είμαι και τόσο σίγουρος», είπε ο Μαξ. «Ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να συμβεί με κάποια από τις προγραμματισμένες ξεπέτες σου.» Ο Γουίλ γέλασε. «Για πες μας, Στέλαρ... Λες να είστε οι επόμενοι, εσύ και η Σάρα;» ρώτησε ο Χένρι.
Ο Μαξ χαμογέλασε με το καμουφλαρισμένο χαμόγελο στο οποίο κατέφευγε όποτε μιλούσε για τη Σάρα. «Δεν έχω κουβεντιάσει κάτι τέτοιο μαζί της ακόμα και προφανώς δεν πρόκειται να το κάνω μαζί σου.» «Το έχεις σκεφτεί όμως», του είπα αυθόρμητα. Ποτέ δεν είχα δει τον Μαξ τόσο ερωτευμένο με μια γυναίκα όσο με τη Σάρα. Αυτό το συναίσθημα μου ήταν πολύ οικείο. Σίγουρα θα του είχε περάσει απ’ το μυαλό. «Ναι», απάντησε εκείνος. «Αλλά είμαστε πολύ λίγο καιρό μαζί. Έχουμε χρόνο μπροστά μας.» Άλλος ένας γύρος ποτών έφτασε στο
τραπέζι μας και ο Μαξ πήρε το δικό του και το σήκωσε ψηλά για να κάνει πρόποση. «Στον Μπένετ και στη Χλόη! Ας είναι σπάνιοι οι καβγάδες σας και αν δεν είναι -ας μην κοροϊδευόμαστε-τουλάχιστον ας τους ακολουθούν άγρια γαμήσια.» Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας και ήπιαμε τα ποτά μας με μεγάλες, απολαυστικές γουλιές. Ο χώρος γύρω μας έ-μοιαζε να διαστέλλεται κι ύστερα να συστέλλεται. Ακού-μττησα στο τραπέζι τη βότκα μου και ήπια λίγο νερό. «Δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή να καθίσω στα τραπέζια του αποκάτω
ορόφου», είπε ο Χένρι τρίβοντας τα χέρια του. «Μίλησα νωρίτερα με μερικούς κρουπιέρηδες. Απογοητεύτηκα κάπως γιατί έχουν μόνο τις συνηθισμένες αποδόσεις των στοιχημάτων και δεν επιτρέπουν μεγάλα στοιχήματα, αλλά τι να κάνεις;... Δεν μπορείς να τα έχεις όλα.» «Ουάου! Φαίνεται ότι... το έψαξες αρκετά», είπα και αναρωτήθηκα προς στιγμήν αν έπρεπε να ανησυχώ. Εκείνος σήκωσε τους ώμους κι άρχισε να κόβει την μπριζόλα του. Ορκίστηκα από μέσα μου ότι, αν άρχιζε να μιλάει για μέτρημα φύλλων ή για τον επιθεωρητή, δηλαδή τον υπάλληλο του
καζίνου που παρατηρεί τι παίζεται, θα παρενέβαινα. Ποιος είπε ότι δεν ήμουν καλός αδερφός; Συνεχίσαμε το φαγητό μας. Με τον Μαξ ανταλλάσσαμε συνωμοτικές ματιές κοιτάζοντας προς την πόρτα. Όταν ο Γουίλ σηκώθηκε για να πάει στην τουαλέτα, ο Μαξ έλαβε ένα γραπτό μήνυμα. «Έφτασε...» μου ψιθύρισε. Πληκτρολόγησε κάτι στο κινητό του και πάτησε το κουμπί της αποστολής. «Περιέ-γραψα στον Τζόνι τι φοράει ο Γουίλ. Του είπα ότι θα στέκεται κάπου έξω απ’ το εστιατόριο. Η παράσταση αρχίζει...»
«Μου φαίνεται πως παραείναι εύκολα τα πράγματα», είπα κοιτάζοντας τριγύρω, ενώ ένα δυσοίωνο προαίσθημα άρχισε να μου γαργαλάει το στομάχι. «Από τότε που γνώρισα τη Χλόη, τίποτα στη ζωή μου δεν είναι τόσο εύκολο.» «Μπορείς να χαλαρώσεις λίγο;» είπε ψιθυριστά. «Εδώ δεν παίζουμε μετοχές στο χρηματιστήριο, προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να την κοπανήσουμε για να πηδήξουμε. Ηρέμησε, σε παρακαλώ.» «Ουάου!» Το επιφώνημα του Χένρι με έκανε να ακολουθήσω το βλέμμα του και να κοιτάξω προς την άλλη άκρη της
αίθουσας. Μια γυναίκα είχε σταματήσει τον Γουίλ καθώς επέστρεφε στο τραπέζι μας. Ήταν... πανέμορφη με έναν χείμαρρο κόκκινων κυματιστών μαλλιών κι ένα πολύ κομψό μακιγιάζ που την έκανε να μοιάζει με έργο τέχνης. Φορούσε ένα κοντό φόρεμα με παγιέτες το οποίο εφάρμοζε τέλεια στο κορμί της και χαμογελούσε στον Γουίλ, ενώ τον κρατούσε απ’ το μπράτσο. Όμως... Σκούντησα τον Μαξ και του έδειξα προς το μέρος τους. Έγειρα πίσω στο κάθισμά μου κι εκείνος τους κοίταξε. «Είναι η γυναίκα που έστειλε ο Τζόνι;» Γούρλωσε τα μάτια του κι ύστερα τα
μισόκλεισε, σαν να προσπαθούσε να δει καλύτερα, να καταλάβει τι δεν πήγαινε καλά. «Μα τι στο...;» είπε ο Χένρι. Ο Μαξ άρχισε να πληκτρολογεί μανιωδώς στο τηλέφωνό του, ενώ ο Χένρι κι εγώ συνεχίσαμε να παρακολουθούμε τον Γουίλ. Η συνοδός που είχε στείλει ο Τζόνι ήταν σχεδόν στο ύψος του και τον οδηγούσε προς το μπαρ. Μάλλον ο Γουίλ θα την κερνούσε ένα ποτό. «Έχω μπερδευτεί. Αυτή είναι...» Ο Γουίλ κοίταξε προς το τραπέζι μας. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Μπα που να πάρει ο διάολος... Ξαφνικά ξέσπασα σε γέλια,
συνειδητοποιώντας τι συνέ-βαινε. Ο Τζόνι τα είχε κάνει σκατά, κι από την πρώτη στιγμή που του την έπεσε η γυναίκα, ο Γουίλ είχε καταλάβει το κόλπο μας. Εμείς του είχαμε ρίξει το γάντι κι αυτός το σήκωσε. «Τον μαλάκα!» έβρισε ο Μαξ. Δεν πρόλαβα όμως να ρωτήσω περισσότερα γιατί η κοκκινομάλλα φαινόταν έτοιμη να την πέσει χοντρά στον Γουίλ. Και οι τρεις παρακολουθούσαμε σιωπηλοί την επαγ-γελματία συνοδό να σκύβει και να του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Το χέρι της ήταν μεγάλο μεγαλύτερο απ’ το δικό μου. Το ακούμπησε στο στήθος του Γουίλ και
τα δάχτυλά της άγγιξαν το πουκάμισό του. Ο Γουίλ γέλασε, κούνησε το κεφάλι κι έδειξε προς το τραπέζι μας. Εκείνη, μ’ ένα σαγηνευτικό χαμόγελο, τον τράβηξε προς το μέρος της και του έδωσε ένα παθιάρικο φιλί στο στόμα. Διάολε. Ο Γουίλ απομακρύνθηκε από εκείνη και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι μας. 'Οταν κάθισε στη θέση του, οι υπόλοιποι κοιταχτήκαμε χωρίς να έχουμε καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Ο Γουίλ έμεινε για λίγο σιωπηλός κι ανοιγό-κλεισε αρκετές φορές τα μάτια πριν απλώσει το χέρι στο ποτήρι του. Το κατέβασε μονορούφι
και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Είστε ένα τσούρμο μαλάκες...» είπε, έγειρε πίσω στο κάθισμά του κι έβαλε στο στόμα του μια γαρίδα. «Τώρα, όσον αφορά το ότι φίλησα έναν άντρα, να ξέρετε ότι δεν ήταν και τόσο χάλια.» ----------Ειλικρινά, αυτή τη φορά η νίκη ήταν αναμφίβολα με το μέρος του Γουίλ. Τον κοίταζα έτσι όπως ήταν καθισμένος απέναντι μου στο τραπέζι, συνεχίζοντας να χαμογελάει το ίδιο αυτάρεσκα. «Είμαι τόσο μα τόσο τύφλα ή τελικά προσλάβαμε κατά λάθος μια αρσενική πόρνη για να αποσπάσει την προσοχή του φίλου μας;» ρώτησα τον
Μαξ. Εκείνος δεν απάντησε, μόνο σήκωσε ψηλά το κινητό του και μου έδειξε το τελευταίο μήνυμα που είχε λάβει: μια φωτογραφία του χεριού του Τζόνι με υψωμένο το μεσαίο του δάχτυλο. Τέλεια. Γέλασα κι ακούμπησα κάτω το ποτήρι μου κάνοντας λίγο περισσότερο θόρυβο απ’ όσο έπρεπε. «Δεν θα σου πω το γνωστό εγώ σ’ τα ’λεγα, αλλά, για την ιστορία, όντως σ’ τα ’λεγα.» «Άντε γαμήσου!» Ο Μαξ βούλιαξε πίσω στο κάθισμά του κι έχωσε τα χέρια του στα μαλλιά του. «Το σκηνικό δεν έχει τελειώσει ακόμα. Ο Γουίλ θα περιμένει
την κατάλληλη ευκαιρία και μετά θα μας σκίσει κανονικότατα. Μπορείς να φανταστείς τι έκανα απόψε γι’ αυτή τη γυναίκα; Την κοπάνησα στα κρυφά απ’ το μπάτσελορ πάρτι του κολλητού μου. Έκλεψα μια λιμουζίνα. Πλήρωσα μια ντραγκ κουίν για τον άλλον κολλητό μου, Μπένετ.» Μπορεί να έφταιγε το αλκοόλ που κυλούσε στις φλέβες μου, ή ο απόλυτος παραλογισμός της κατάστασης, όμως ξέσπασα σε χαχανητά, χωρίς να μπορώ να σταματήσω. «Ο Μπεν τα έχει φτύσει κανονικά», είπε ο Χένρι. «Ποιος κέρδισε σήμερα;» Έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί από την
τσέπη του, πιθανόν με τα στοιχήματα που είχαν παίξει νωρίτερα. «Γαμώτο! Ο Μαξ.» Κάθισα πίσω στη θέση μου κι έτριψα το πρόσωπό μου. Ο Μαξ είχε δίκιο: ήταν φανερό ότι αυτή η ιστορία δεν είχε τελειώσει.
ΕΞΙ Μαξ Στέλαρ Το βουητό των ανθρώπινων φωνών απ' το μπαρ, το κουδούνισμα των ποτηριών και οι ήχοι από τους κου-λοχέρηδες που βρίσκονταν παντού γύρω μας
διακόπτονταν κατά καιρούς από τα τρανταχτά γέλια του μεγαλύτερου μαλάκα στον κόσμο, του Γουίλ. «Αναρωτηθήκατε ποτέ πώς είναι να σου παίρνει πίπα μια αρσενική πόρνη;» είπε με ύφος ονειροπόλο. «Αν υποθέσουμε, φυσικά, ότι δεν θα ήταν παράνομο αλλά και ότι δεν ξέρατε καν πως είναι άντρας. Πάω στοίχημα ότι το ρούφηγμα θα ήταν φοβερό.» Σήκωσα τους ώμους νιώθοντας το γελοίο της κατάστασης να κοχλάζει μέσα μου και να ξεχύνεται προς τα έξω. «Πάω στοίχημα ότι θα ήταν φανταστικό.» «Δυνατό χούφτωμα», συμφώνησε ο
Μπένετ γελώντας. «Μεγαλύτερη γλώσσα για το εργαλείο. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω», πρόσθεσα. «Διάολε... Τώρα με κάνετε να μετανιώνω που δεν τον άφησα να με περιποιηθεί.» Ο Γουίλ σήκωσε το άδειο ποτήρι του κι έκανε νόημα στον σερβιτόρο να του φέρει άλλο ένα «Τι λέει το πρόγραμμα για τη συνέχεια;» «Έλεγα να περάσουμε απ’ το κλαμπ Τάο, στο καζίνο Βενέσιαν», πρότεινα. «Ή να ξαναγυρίσουμε προς το Μπελάτζιο;» «Μήπως ξέρει κανείς πού είναι ο
Χένρι;» ρώτησε ο Μπένετ ρίχνοντας μερικές ματιές τριγύρω, όμως έπειτα αποφάσισε ότι δεν τον ένοιαζε αρκετά για να σηκωθεί και να τον αναζητήσει. Την ίδια στιγμή εμφανίστηκαν από το βάθος η Χλόη και η Σάρα, πιασμένες αγκαζέ. Στάθηκαν στην ουρά μπροστά σ’ ένα τραπέζι του μπλακ τζακ σε απόσταση μόλις δέκα μέτρων από το μπαρ. Ο Μπένετ όρθωσε ασυναίσθητα το κορμί του, τραβώντας την προσοχή του Γουίλ. «Ρε μαλάκες, δεν το πιστεύω», είπε μουγκρίζοντας ο Γουίλ και κοιτώντας τον Μπεν. Ευχαρίστησε μουρμουρίζοντας τον σερβιτόρο που
του έφερε το ποτό του. «Τα κορίτσια δεν το ξέρουν ότι είστε εδώ, έτσι; Ω Θεέ μου, το ξέρουν. Γι' αυτό συμπεριφέρεστε σαν ηλίθιοι όλο το βράδυ. Φαίνεται ότι οι τέσσερις σας έχετε εγκαταστήσει στα γεννητικά σας όργανα ένα υποσυνείδητο σύστημα εντοπισμού.» Αναστέναξε. «Έτσι εξηγούνται όλα.» Σηκώθηκα ταυτόχρονα με τον Μπένετ και τέντωσα τα χέρια μου πάνω απ' το κεφάλι μου, πριν χώσω ξανά το πουκάμισό μου μέσα απ' το παντελόνι μου. Ο Γουίλ μπορούσε να λέει ό, τι μαλακία ήθελε. Εγώ θα πήγαινα στη Σάρα.
«Με συγχωρείτε, κύριοι», ανακοίνωσα, «αλλά όλα δείχνουν ότι απόψε θα δοκιμάσω την τύχη μου στο μπλακ τζακ.» Απομακρύνθηκα από το μπαρ και πλησίασα το τραπέζι όπου τα κορίτσια τακτοποιούσαν τις μάρκες τους κι έπαιρναν τα χαρτιά τους. Βρήκα ένα κάθισμα ακριβώς δίπλα στη Χλόη. Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με της Σάρας που την είδα να κάθεται δύο θέσεις παραπέρα. Της έκλεισα το μάτι. «Μαξ», είπε χαμογελώντας. «Γλύκα», της απάντησα με ένα νεύμα. Έβγαλα απ' την τσέπη μου μερικές
μάρκες και ζήτησα απ' τον κρουπιέρη να μου τις ανταλλάξει με άλλες, μικρότερης αξίας, και να μου μοιράσει φύλλο. «Ήρα να κερδίσω μερικά λεφτά», ανακοίνωσε η Χλόη σε όλους στο τραπέζι. «Θέλω πολύ να το δω αυτό», μουρμούρισα. Συνοφρυώθηκα όταν ο κρουπιέρης άνοιξε μπροστά μου το φύλλο μου. Πέντε κούπα. «Το ίδιο κι εγώ.» Ο Μπένετ γλίστρησε διακριτικά στο τελευταίο ελεύθερο κάθισμα του τραπεζιού, απέναντι από τη Χλόη στο ημικύκλιο που σχημάτιζαν οι παίκτες και δίπλα στη Σάρα. Ανάμεσα
σ' εμένα και στη Σάρα καθόταν ένας καχεκτικός άντρας με καουμπόικο καπέλο και το πιο απίστευτο μουστάκι που είχα δει ποτέ. 'Οταν κάηκα φτάνοντας στα είκοσι πέντε, γύρισα και παρατήρησα καλύτερα τον άντρα δίπλα μου. «Φίλε, το μουστάκι σου είναι γαμάτο.» Εκείνος άγγιξε με το χέρι το γείσο του καπέλου, για να μ' ευχαριστήσει για το σχόλιό μου κι αμέσως μετά κάηκε φτάνοντας στα είκοσι δύο. Η Χλόη πήγε πάσο, και ο κρουπιέρης άνοιξε τα χαρτιά, για να αποκαλυφθεί ότι η Χλόη είχε άσο και βαλέ σπαθί Η μάνα είχε ανοιχτό έναν βαλέ και
αναποδογύρισε το κρυφό της φύλλο: ρήγας. Ο κρουπιέρης πλήρωσε στη Χλόη το ποσό που είχε στοιχηματίσει και μάζεψε τα φύλλα που είχαν πέσει στο τραπέζι. «Σ' το είπα!» είπε τραγουδιστά η Χλόη, χορεύοντας πάνω στο κάθισμά της και στέλνοντας ένα φιλί στον Μπένετ. «Είναι η τυχερή μου νύχτα.» Εκείνος απάντησε ανασηκώνοντας ελαφρά το ένα του φρύδι. Κοίταξα προς το μπαρ κι είδα τον Γουίλ να πίνει το ποτό του και να παίζει με το τηλέφωνό του. Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του, με κοίταξε και πήρε μια έκφραση του στιλ άντε γαμήσου. Με ένα
νεύμα του χεριού μου του υποσχέθηκα ότι δεν θα έλειπα για πολύ. Το πρόβλημα ήταν ότι το μπλακ τζακ είχε πλάκα. Η Χλόη κέρδιζε το ένα παιχνίδι μετά το άλλο. Και παρ’ όλο που ο Μπένετ κι εγώ χάναμε συστηματικά όλα μας τα λεφτά, δεν μας ένοιαζε καθόλου. Ο κρουπιέρης ήταν χαλαρός τύπος, το γέλιο της Σάρας μεταδοτικό, και ο μουστακαλής είχε αρχίσει να πετάει τα πιο απαίσια ανέκδοτα ανάμεσα στα μοιράσματα των χαρτιών. «Ένας γιατρός μπαίνει σ' ένα δωμάτιο», έλεγε χαϊδεύοντας το μουστάκι του και κλείνοντας το μάτι στη Χλόη. «Χαιρετάει τον ασθενή που είναι
ξαπλωμένος μπροστά του και κάνει να σημειώσει κάτι στο διάγραμμά του.» Ο κρουπιέρης μοίρασε τα κρυφά φύλλα και όλοι καρφώσαμε τα μάτια μας στο τραπέζι για να δούμε τα επόμενα φύλλα που θα μοιράζονταν ανοιχτά. «Συνειδητοποιεί ότι κρατάει ένα θερμόμετρο και συνοφρυώνεται. "Γαμώτο", λέει, "σε ποιον κώλο να βρίσκεται το στιλό μου;... "» Κι επειδή η Σάρα είχε πάντα μια πηγαία και αυθόρμητη αίσθηση του χιούμορ, λύθηκε στα γέλια πέφτοντας πάνω στη δερματόδετη κόχη του τραπεζιού. Έτσι
ήταν ακόμα πιο όμορφη. Τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα απ' αυτό που είχε πιει αλλά, πέρα απ' αυτό, γενικά απέπνεε μια αύρα ευτυχίας. Όταν σήκωσε τα μάτια και με έπιασε να την κοιτάζω, το χαμόγελό της έσβησε και σοβάρεψε, σαν να είχε σταλάξει κάποιος ένα καυτό υγρό στις φλέβες της. Μετά, αργά, κατέβασε το βλέμμα στο στόμα μου. Η καλύτερη απόφαση που είχα πάρει εκείνη τη νύχτα ήταν να πάω να τη βρω στο θέατρο. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ήταν η μόνη σωστή απόφαση. Της έκλεισα το μάτι κι έγλειψα τα χείλη μου. «Τι θα γίνει με εσάς τους δύο; Θα το
κάνετε εδώ μέσα ή θα παίξουμε χαρτιά, ρε γαμώτο;» ρώτησε η Χλόη έχοντας αποφασίσει να πάει πάσο μ' ένα ανοιχτό εννιάρι. Εγώ είχα ανοιχτό εξάρι και κάηκα τραβώντας ένα εφτάρι, αφού είχα κρυφό φύλλο ένα εννιάρι. «Δεν το βουλώνεις καλύτερα...» είπα παιχνιδιάρικα μέσα απ' τα δόντια μου. «Ένας νεαρός μπαίνει σ' ένα μπαρ», άρχισε να λέει ο καινούριος μας φίλος καθώς ο κρουπιέρης μάζευε τα χαρτιά που είχαν πέσει στο τραπέζι. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι, διάολε, ο μουστακαλής ήταν ο καλύτερος τύπος που είχα γνωρίσει σε τραπέζι του μπλακ τζακ. Ο κρουπιέρης άρχισε να
ανακατεύει τις τράπουλες. «Παραγγέλνει δέκα σφηνάκια ουίσκι. O μπάρμαν λέει "που να σε πάρει ο δίάολος, μικρέ", αλλά φτιάχνει τα σφηνάκια.» Φυσικά, ο λόγος που μου άρεσε ο τύπος ήταν το μουστάκι του, αλλά και το γεγονός ότι έδειχνε να είναι απ' αυτούς τους τύπους που έχουν περάσει πολλά γενέθλια μονάχοι τους. Απέπνεε ένα μείγμα άνεσης και απελπισίας, κι όμως καθόταν εκεί δίπλα μου λέγοντας σόκιν ανέκδοτα με πολύ σικάτο τρόπο σ' ένα τσούρμο άγνωστους μισομεθυσμένους. Δεν με ενοχλούσε καν όταν γύριζε και χαμογελούσε στη Σάρα με βλέμμα λάγνο, γεμάτο υπονοούμενα. Δεν τον
αδικούσα τον τύπο. Κι εγώ την είχα ερωτευτεί σαν να μην είχα άλλη επιλογή. Η Σάρα ήταν ακαταμάχητη σαν τη βαρύτητα. «Ο μπάρμαν αραδιάζει τα δέκα σφηνάκια μπροστά στον καχεκτικό νεαρό που μοιάζει με τηλεγραφόξυλο και εκείνος τα κατεβάζει το ένα μετά το άλλο, χωρίς ούτε καν να βλεφαρίσει. "Ουάου! " λέει ο μπάρμαν. "Τι γιορτάζεις; "» Η Σάρα συνέχιζε να γελάει κι εγώ γύρισα απορημένος και την κοίταξα. Αυτή η γυναίκα δεν θα έπαυε ποτέ να είναι για μένα ένα μυστήριο. Να που τώρα την έβρισκε να ακούει σόκιν
ανέκδοτα από έναν εκκεντρικό ξένο, στο Λας Βέγκας. Ο μουστακαλής χασκογέλασε κουνώντας το κεφάλι. «"Την πρώτη μου πίπα", λέει ο νεαρός. Ο μπάρμαν δείχνει έκπληκτος και λέει: "Ε, τότε να σε κεράσω άλλο ένα. "» Σταμάτησε και κοίταξε τη Σάρα σαν να περίμενε κάτι απ' αυτήν. Σηκώνοντας τα χέρια της στον αέρα σαν να πανηγύριζε τη νίκη της, η Σάρα φώναξε: «Τότε ο νεαρός γνέφει αρνητικά. "Όχι, ευχαριστώ, φίλε. Αν με δέκα σφηνάκια δεν μπόρεσα να διώξω τη γεύση, τι να μου κάνουν μερικές γουλιές παραπάνω! "»
Γύρω μας υψώθηκε ένα βουητό από γέλια. Έκπληκτος, συνειδητοποίησα ότι είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος στο τραπέζι μας. Η Χλόη είχε ρέντα, ο μουστακαλής ήταν αστέρι, και στις δύο τα ξημερώματα ήμασταν αναμφίβολα το τραπέζι που διασκέδαζε περισσότερο μες στο καζίνο. Η Σάρα και ο μουστακαλής κόλλησαν πέντε, ενώ ο κρουπιέρης, που φαινόταν να το διασκεδάζει, άρχισε να μοιράζει τα χαρτιά χαμογελώντας. Το παιχνίδι κατέληξε σε μια ωραία ατμόσφαιρα με πολλά αστεία και ποτά. Τα πανηγυρικά τσιρίγματα της Χλόης διακόπτονταν συχνά από τον ήχο του δυνατού, υστερικού γέλιου της Σάρας.
Ξαφνικά στράφηκα και αναζήτησα τον Γουίλ στο μπαρ. Είχε περάσει ώρα από τότε που του έκανα νόημα ότι θα επιστρέφαμε σύντομα. Είχα χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου. Ο Γουίλ είχε φύγει. Έβγαλα απ' την τσέπη μου το τηλέφωνό μου κοιτάζοντας απογοητευμένος τις δύο τελευταίες μάρκες μου των είκοσι πέντε δολαρίων. Του έστειλα μήνυμα: Είμαστε έτοιμοι. Πού βρίσκεσαι; Το μήνυμά του ήρθε σχεδόν αμέσως: θα τα πούμε στο Βενέσιαν. Μου παίρνει πίπα ένας
γκόμενος. «Μαλάκα...» ψιθύρισα, τη στιγμή που ο μουστακαλής άρχιζε να λέει ένα καινούριο ανέκδοτο. Ξαφνικά όμως ο τύπος βουβάθηκε όταν ένα χέρι με έπιασε απ' τον ώμο. «Κύριε Στέλαρ.» Στο τραπέζι και στους γύρω απ' αυτό έπεσε παγω-μάρα. Τη στιγμή που σήκωνα το βλέμμα, είδα φευγαλέα την ανήσυχη έκφραση που είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο της Σάρας. Στράφηκα και αντίκρισα έναν άντρα με σκουρόχρωμο ακριβό κοστούμι και ύφος πολύ σοβαρό.
«Τι θέλεις, φίλε;» Φορούσε ακουστικό στο αυτί και η έκφρασή του δήλωνε ρητά ότι καλά θα έκανα να τον πάρω στα σοβαρά. «Θα μπορούσατε, παρακαλώ, εσείς και ο κύριος Ράιαν να με ακολουθήσετε;...» «Περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε ο Μπένετ κι ακού-μπησε τα χαρτιά του στο τραπέζι. Οι θαμώνες που είχαν μαζευτεί γύρω μας άρχισαν να ψιθυρίζουν προσπαθώντας να μαντέψουν τι είχε συμβεί. «Δεν είμαι σε θέση να το συζητήσω εδώ μαζί σας. Θα σας ζητούσα για άλλη μια φορά, κύριοι, να με ακολουθήσετε. Τώρα.»
Χωρίς να κάνουμε άλλες ερωτήσεις, σηκωθήκαμε όρθιοι, ανταλλάσσοντας ανήσυχα βλέμματα, και τον ακολουθήσαμε. Στράφηκα και χαμογέλασα στη Σάρα για να της δώσω θάρρος, σχηματίζοντας με τα χείλη μου τις λέξεις: «Όλα θα πάνε καλά.» Άλλωστε τι θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει;
### Ο άντρας με το μαύρο κοστούμι μάς οδήγησε από την πόρτα υπηρεσίας. Προχωρήσαμε σ' έναν μακρύ άδειο διάδρομο και περάσαμε μια πόρτα που δεν είχε καμία πινακίδα. Βρεθήκαμε
σ' ένα γυμνό, λευκό δωμάτιο με ένα μεταλλικό τραπέζι που δεν διέφερε και πολύ από εκείνο με το οποίο είχα ξεκινήσει τη βραδιά μου. Υπήρχαν επίσης τρεις πτυσσόμενες μεταλλικές καρέκλες. «Καθίστε.» Ο άντρας μάς υπέδειξε να καθίσουμε σε δύο απ' τις καρέκλες κι εκείνος στράφηκε για να βγει απ' το δωμάτιο. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μπένετ. «Σας ακολουθήσαμε πρόθυμα για λόγους ευγένειας. Πρέπει να μας πείτε, τουλάχιστον, για ποιον λόγο μάς ζητήσατε να σηκωθούμε απ' το τραπέζι.»
«Περιμένετε τον Χάμερ.» Ο άντρας έδειξε με το κεφάλι την τρίτη καρέκλα κι έφυγε. Έγειρα πίσω στο κάθισμά μου ενώ ο Μπένετ σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να βηματίζει σιωπηλός για μερικά λεπτά. Ύστερα αναστέναξε και κάθισε ξανά δίπλα μου. Έβγαλε το τηλέφωνό του απ' την τσέπη του κι έγραψε ένα μήνυμα, μάλλον στη Χλόη. «Μα τι μαλακίες είναι αυτές!» είπε θυμωμένος. Έβγαλα ένα επιφώνημα που έδειχνε ότι συμφωνούσα απόλυτα, αλλά πριν προλάβω να προσθέσω κάτι, άκουσα βήματα να πλησιάζουν στον διάδρομο.
Στο δωμάτιο μπήκαν δύο άντρες. Φορούσαν μαύρα κοστούμια, είχαν κοντοκουρεμένο μαλλί και οι παλάμες τους ήταν τεράστιες σαν καρπούζια. Κανένας από τους δυο τους δεν ήταν ψηλότερος από μένα, είχα όμως την σαφή εντύπωση ότι ήταν καλύτερα προπονημένοι στη μάχη σώμα με σώμα. Κι εγώ δεν είχα προπονηθεί και λίγο. Έμειναν να μας καρφώνουν με το βλέμμα για μερικά ατέλειωτα, βαριά λεπτά σιωπής. Μας μετρούσαν. Ένιωσα στάλες ιδρώτα να σχηματίζονται στο μέτωπό μου. Αναρωτιόμουν μήπως ήταν οι ιδιοκτήτες τις λι-μουζίνας που είχα... δανειστεί για να κάνω τρέλες με τη Σάρα. Οπωσδήποτε έμοιαζαν με
οδηγούς λιμουζίνας... ή με μπράβους... Ή μπορεί να ήταν μυστικοί αστυνομικοί που ήθελαν να μας τιμωρήσουν γιατί είχαμε ζητήσει τις υπηρεσίες μιας πόρνης. Την είχαμε πληρώσει όμως; Υπήρχαν ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον μας; Ή... γάμησέ τα. Ίσως κάποια κάμερα να μας είχε καταγράψει με τη Σάρα νωρίτερα και είχαν έρθει να μας την πέσουν για τις δημόσιες περιπτύξεις μας. Άρχισα στο μυαλό μου να απαριθμώ τα τηλεφωνήματα που θα έπρεπε να κάνω όταν μας απαγγέλλονταν οι κατηγορίες για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Δικηγόρος, Σάρα, Μητέρα, Αυτάρεσκος συνεταίρος, Υστερικές αδερφές. Κι
ύστερα είδα μπροστά μου την εικόνα όλων των ανατριχια-στικών ανφάς φωτογραφιών, αντρών και γυναικών που είχαν συλληφθεί επειδή πηδιόντουσαν μέσα σε αυτοκίνητα, κάτω από γέφυρες ή μέσα σε σχολεία και συνειδητοποίησα ότι αυτός ήταν ο λόγος που με τη Σάρα περιορίζαμε τις δραστηριότητές μας στο κλαμπ του Τζόνι. Εκεί δεν θα ερχόταν ποτέ να μας επιπλήξει ένας άντρας με μαύρο κοστούμι. Ο Τζόνι θα τελείωνε το θέμα πριν καν προλάβει η αστυνομία να βάλει τις συντεταγμένες του κλαμπ του στο GPS της. Κοίταξα τον Μπένετ ο οποίος, από τη στιγμή που είχαν μπει στο δωμάτιο οι
δύο άντρες, καθόταν στην καρέκλα του δείχνοντας πολύ χαλαρός σαν να προέδρευε σε μια συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας του. Είχε το ένα χέρι στην τσέπη και το άλλο ακουμπισμένο στον μηρό του. Κοιτούσε στα μάτια τους δύο άντρες που στέκονταν μπροστά μας. «Καλησπέρα, κύριοι», είπα, αποφασίζοντας ότι κάποιος έπρεπε να ξεκινήσει το γλέντι. Οι τύποι ήταν γομάρια, κτήνη, κλασικοί κρετίνοι που προφανώς αντέγραφαν τις εκφράσεις του προσώπου τους από κόμιξ ή ταινίες του Ταραντίνο. Ήταν σχεδόν αδύνατο να μη θέλεις να σπάσεις πλάκα, έστω και λίγο.
Πρώτα μίλησε ο κοντότερος από τους δύο -αν και με τίποτα δεν θα τον έλεγες κοντό- με φωνή τσιριχτή σαν πεντάχρονου κοριτσιού. «Με λένε Χάμερ. Κι αυτός είναι ο Κιμ.» Ο Μπένετ Ράιαν, που βρισκόταν δίπλα μου, ήταν αρκετά μεθυσμένος ώστε να πει: «Πολύ πετυχημένο όνομα ντουέτου.» Ο άντρας που μας συστήθηκε ως Χάμερ κοίταξε τον Μπένετ για αρκετά δευτερόλεπτα πριν ρωτήσει: «Σκεφτήκατε γιατί άραγε ζητήσαμε απ' τον Λιρόι να σας φέρει εδώ;» Απάντησα: «Χμ... όχι.» ενώ ταυτόχρονα
ο Μπένετ απαντούσε: «Φαντάζομαι ότι δεν είναι επειδή τινάξαμε την μπάνκα στον αέρα.» Ακούγοντάς τον, για πρώτη φορά απ' τη στιγμή που βρεθήκαμε μέσα στο δωμάτιο, μου πέρασε απ' το μυαλό η ιδέα ότι ήταν πολύ πιθανότερο να μας έχουν φέρει εδώ για λόγους που είχαν να κάνουν με τον τζόγο παρά για την κλοπή του αυτοκινήτου ή για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Αντί να μας μπαγλαρώσουν και τελικά να μας αφήσουν ελεύθερους, θα μας έσπαγαν ένα ένα τα δάχτυλα... ο ευνούχος που άκουγε στο όνομα Χάμερ και αυτό το κτήνος δίπλα του, ο Κιμ. Τέλεια.
Ο Χάμερ χαμογέλασε χαιρέκακα λέγοντας: «Ξέρετε πόσους μαλάκες σαν και του λόγου σας βλέπουμε εδώ μέσα; Έρχονται για το Σαββατοκύριακο παρέα με τις γκόμενές τους που είναι τίγκα στα αφροδίσια, έχοντας αγοράσει την τελευταία έκδοση του Μέτρημα Φύλλων για Πρωτάρηδες ώστε να τινάξουν την μπάνκα στον αέρα και να μπορέσουν μετά να πάνε να πηδήξουν τις χοντροκώλες γκόμενές τους και να τις εντυπωσιάσουν με τα πεντακοσάρικα που κέρδισαν.» Ο Μπένετ ξερόβηξε με ύφος αυστηρό και ρώτησε: «Πραγματικά νομίζετε ότι είμαστε απ’ τους ανθρώπους που θα ένιωθαν κάποια ιδιαίτερη συγκίνηση
αν κέρδιζαν πεντακόσια δολάρια;» Ο Κιμ, που ήταν πιο σωματώδης αλλά λιγότερο τρομακτικός από τον Χάμερ λόγω των μικρών ρουμπινιών που φορούσε στ' αυτιά του, όρμησε μπροστά και κοπάνησε τις γροθιές του στο τραπέζι κάνοντας ολόκληρο το γαμημένο το δωμάτιο να τρέμει. Ο Μπένετ έμεινε εντελώς ακίνητος. Εγώ αντίθετα αναπήδησα απ' την τρομάρα μου. Ήμουν σίγουρος ότι το μεταλλικό τραπέζι θα διαλυόταν πάνω στα πόδια μας. «Νομίζεις ότι είσαι στο σπίτι της μαλακισμένης της μαμάκας σου;» μούγκρισε ο Κιμ και η φωνή του
ήταν τόσο πολύ βραχνή και μπάσα όσο κοριτσίστικη ήταν του Χάμερ. «Τι νομίζεις, ότι παίζουμε ξερή στο τραπέζι της κουζίνας;» Ο Μπεν παρέμενε ακίνητος με πρόσωπο ανέκφραστο. Ο τύπος στράφηκε σ' εμένα με ορθωμένα τα φρύδια, σαν να περίμενε ότι εγώ θα μιλούσα για λογαριασμό και των δυο μας. «Όχι», είπα χαρίζοντάς του το καλύτερο, το πιο χαλαρό χαμόγελό μου. «Αν ήμουν στο σπίτι της μαμάκας μου, θα μας είχε προσφέρει τσιπς και μπίρες Γκί-νες.»
Αγνοώντας το εξυπνακίστικο σχόλιό μου, ο Χάμερ έκανε ένα βήμα μπροστά. «Τι νομίζετε ότι κάνει η διεύθυνση του καζίνου σε αυτούς που μετράνε τα φύλλα;» «Φίλε, δεν θα μπορούσα να μετράω τα φύλλα ακόμα κι αν μου έκανε φροντιστήριο ο ίδιος ο Άνθρωπος της Βροχής. Οι πιθανές συνέπειες με ξεπερνούν.» «Μου κάνεις τον έξυπνο;» Έγειρα πίσω στην καρέκλα μου και αναστέναξα. Η κατάσταση ήταν γελοία. «Δεν κάνω τον έξυπνο. Αλλά δεν καταλαβαίνω τι παίζεται εδώ. Έχασα όλες τις μάρκες μου. Ακόμα κι αν
μετρούσαμε τα φύλλα, μάλλον δεν είμαστε και πολύ καλοί. Γι' αυτό και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μας φέρατε εδώ.» «Οι καλύτεροι στο μέτρημα των φύλλων χάνουν επίτηδες μερικές φορές. Νομίζεις ότι με το μέτρημα κερδίζουν μόνο;» Αναστέναξα κι έγειρα μπροστά, στηρίζοντας τους αγκώνες μου στα γόνατά μου. Οι ρητορικές ερωτήσεις δεν έβγαζαν πουθενά. «Να σας πω ένα μυστικό;» Ο Χάμερ έδειξε να ξαφνιάζεται. Όρθωσε το κορμί του. «Ακούω.»
«Δεν έχω ξαναπαίξει μπλακ τζακ στη ζωή μου. Όσο γι' αυτόν...» είπα δείχνοντας με το κεφάλι τον Μπένετ. «Κάνει παζάρια για τα ποτά μας όταν καθόμαστε στο τραπέζι, ενώ τα ποτά είναι δωρεάν. Ο τύπος δεν ξέρει να τζογάρει.» Ο Κιμ ρουθούνισε και είπε: «Κι όμως να που είσαι εδώ, σ' ένα παιχνίδι με δύο τράπουλες, πηγαίνεις πάσο με δεκαεφτά και μετά χωρίζεις τα φύλλα για να παίξεις σε δύο ταμπλό.» Ο Μπένετ έσκυψε μπροστά, δείχνοντας πραγματικό ενδιαφέρον. «Σε τι γλώσσα μίλησες μόλις τώρα;» Για πρώτη φορά από τη στιγμή που
βρεθήκαμε εδώ μέσα, είδα τη γωνία των χειλιών του Κιμ να σφίγγεται σαν να προσπαθούσε να πνίξει ένα χαμόγελο. Ή ένα γρύλισμα. Δεν ήμουν σίγουρος. «Έχετε δύο επιλογές», είπε ο Χάμερ. «Η πρώτη, σας σπάω τα δάχτυλα. Η δεύτερη, σας σπάω τα μούτρα.» Ανοιγόκλεισα τα μάτια, νιώθοντας για μια στιγμή περήφανος που είχα προβλέψει σωστά την τιμωρία μας. Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Το γεγονός ότι δεν είχα παίξει ποτέ μπλακ τζακ στο Λας Βέγκας δεν σήμαινε ότι ζούσα μέσα σε γυάλα. Φαινόταν κάπως αταίριαστο με το πρωτόκολλο να μας σπάσουν τα μούτρα ή τα δάχτυλα επειδή μας
υποψιάζονταν ότι μετρούσαμε τα φύλλα. «Να δω τα χέρια σας», είπε ο Κιμ χτυπώντας ρυθμικά το τραπέζι. «Ναι, καλά τώρα!» απάντησε ο Μπένετ γελώντας σαν να μην πίστευε στ' αυτιά του. «Θα ξεκινήσω απ' το μικρό δαχτυλάκι», είπε ο Χάμερ με σφιγμένα χείλη. «Ποιος χρειάζεται το μικρό του δαχτυλάκι;» «Ρε, δεν πας να γαμηθείς καλύτερα;» είπα με θυμό, νιώθοντας ένα μείγμα αδημονίας και αγανάκτησης να φουντώνει στο στήθος μου και να με κάνει να θολώνω. «Μη σας ξεγελάει η
προφορά μου, μαλάκες! Είμαι Αμερικανός πολίτης, που να με πάρει ο διάολος, και ξέρω τα δικαιώματά μου. Αντί να με απειλείτε ότι θα ασκήσετε βία, καλύτερα να φέρετε έναν μπάτσο ή έναν δικηγόρο εδώ μέσα.» Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και ο Γουίλ (ο μαλάκας... ) μπήκε στο δωμάτιο χειροκροτώντας με ενθουσιασμό. Στις φλέβες μου άρχισαν να κυλάνε παγάκια και ξάπλωσα πίσω στην καρέκλα μου αναστενάζοντας. «Είσαι μεγάλος μαλάκας!» «Ήταν τέλειο!» Ο Γουίλ χαμογέλασε στον Χάμερ και στον Κιμ, ενώ εγώ ξεφύσηξα με ανακούφιση, με το κεφάλι
μες στις παλάμες μου, πάνω στο τραπέζι. Έπρεπε να το είχα καταλάβει. «Ήσουν θυμωμένος αλλά πειστικός», μου είπε. «Θα μπορούσες να είχες κοπανήσει και τη γροθιά σου για να δηλώσεις ακόμα περισσότερο την αγανάκτησή σου, μου άρεσε όμως που επικαλέστηκες την ιδιότητα του Αμερικανού πολίτη. Εκεί πραγματικά με συγκίνησες.» Τον κοίταξα. Είχε φέρει την παλάμη του στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς, με βλέμμα τρυφερό και επιδοκιμαστικό. Ο Χάμερ και ο Κιμ στάθηκαν παράμερα γελώντας. Ο Μπένετ σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε τον Γουίλ. Για μια στιγμή φοβήθηκα μήπως του έχωνε
καμιά μπουνιά ή ίσως μια κλοτσιά στ' αρχίδια, ύστερα όμως συνειδητοποίησα ότι χαμογελούσε. Τον κοίταξε στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα κι έπειτα τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Έκανες ωραίο παιχνίδι», μουρμούρισε και εξαφανίστηκε στον διάδρομο. Ο Χάμερ και ο Κιμ με πλησίασαν, τείνοντάς μου το χέρι και χαμογελώντας μου χαλαρά και εγκάρδια. «Συγγνώμη, φίλε», είπε ο Χάμερ γελώντας. «Μας τηλεφώνησε ο κύριος Τζόνι Φρεντς. Μας είπε να βοηθήσουμε τον φίλο σας τον Γουίλ να πατσίσει. Προφανώς θεωρούσε ότι έπρεπε να τιμωρηθείτε επειδή οι γκόμενες σας σας έχουν
χωμένους μέσα στο μουνί τους, όπως αποδείχτηκε νωρίτερα.» Τέντωσε ψηλά τα χέρια, σηκώνοντας τους ώμους με έναν τρόπο που με έκανε να αναρωτηθώ μήπως είχε σχέση με τη μαφία. «Θέλαμε απλώς να σας κάνουμε να φοβηθείτε λιγάκι.» «Ήταν ο ευκολότερος τρόπος για να σας απομακρύνουμε απ' τις κυρίες», είπε ο Γουίλ ενώ ισορροπούσε στις φτέρνες του. Αναστέναξα, έτριψα το πρόσωπό μου κι ένιωσα τους σφυγμούς μου να επανέρχονται σιγά σιγά στον φυσιολογικό ρυθμό. Ό, τι και να λέγαμε, μας είχε στήσει μια πολύ
έξυπνη φάρσα. «Φαντάζομαι ότι όση ώρα μάς κράτησες εδώ, η Χλόη θα έχει τινάξει την μπάνκα στον αέρα.» «Τα πήγε καλά», συμφώνησε ο Γουίλ. «Πρέπει να έχει μαζέψει μερικά χιλιάρικα.» «Έλα τώρα», είπε ο Κιμ, βοηθώντας με να σηκωθώ και χτυπώντας με δυνατά στην πλάτη. «Πήγαινε τώρα εκεί έξω και γίνε τύφλα.» «Ένα πράγμα θα σου πω», του είπα ανταποδίδοντας τη χειραψία. «Ούτε με σφαίρες δεν πρόκειται να πλησιάσω ξανά στα τραπέζια.»
### «Είμαι Αμερικανός πολίτης!» φώναξε ο Γουίλ και σωριάστηκε στον καναπέ γελώντας υστερικά. Πρέπει να ήταν η δέκατη φορά που έκανε αυτή τη δήλωση τα τελευταία δεκαπέντε λεπτά. «Μάλιστα», άρχισα να λέω. «Έδωσες εκατό δολάρια σ' εκείνους τους τύπους για να μας κάνουν να χε-στούμε πάνω μας. Εσύ όμως τι κέρδισες;» Ο Γουίλ δεν μου έδωσε σημασία κι έκανε πως σκούπιζε ένα δάκρυ. «Θα έχω για μέρες στο μυαλό μου την τελευταία πατριωτική κραυγή σου.»
«Ήταν καταπληκτική», συμφώνησε ο Μπένετ. Ήμασταν καθισμένοι γύρω από ένα χαμηλό γυάλινο τραπέζι σ' ένα κυριλέ μπαρ στο Μπελάτζιο. Είχαμε αράξει στους απαλούς σουέντ καναπέδες και πίναμε άπειρα κοκτέιλ. Μόλις τώρα άρχιζα να νιώθω ζαλισμένος. Η αδρεναλίνη εγκατέλειπε σιγά σιγά τις φλέβες μου, ήξερα ότι τα κορίτσια κοιμούνταν με ασφάλεια στα κρεβάτια τους, κι έτσι άρχισα να νιώθω τα μέλη του κορμιού μου βαριά, κουρασμένα από τις περιπέτειές μας και το πολύ αλκοόλ. Γύρω μας στο μπαρ επικρατούσε
ησυχία. Ήταν περασμένες τρεις τη νύχτα και οι περισσότεροι απ' τους ξενύχτηδες προτιμούσαν το καζίνο ή κάποια άλλα, πιο εκκεντρικά μπαρ. Με την άκρη του ματιού μου είδα έναν άντρα να πλησιάζει το τραπέζι μας. Φορούσε πολύ καλό κοστούμι, ακουστικό στο αυτί και κοιτάζοντάς τον είχες την αίσθηση ότι επρόκειτο για κάποιο σημαντικό πρόσωπο. Οι σερβιτόροι παραμέριζαν για να περάσει και τον χαιρετούσαν με άγχος. Προφανώς κάποιο επίσημο πρόσωπο κατευθυνόταν προς το μέρος μας και, δεδομενού ότι ο Γουίλ καθόταν μαζί μας στο τραπέζι, μάλλον ήταν απίθανο να είχε σχέση με κάποια από τις
συνηθισμένες φάρσες του. «Κύριοι», είπε ο άντρας, έχοντας σταθεί δίπλα στην κορυφή του τραπεζιού. «Θα πρέπει να είστε ο Μπένετ, ο Μαξ και ο Γουίλ.» Όλοι γνέψαμε καταφατικά, μουρμουρίζοντας ευγενικούς χαιρετισμούς. «Ο κύριος Ράιαν ο πρεσβύτερος βρίσκεται μαζί μας στην αίθουσα των υψηλών πονταρισμάτων», είπε εκείνος. Ώστε εκεί είχε πάει ο Χένρι. «Το τηλέφωνό του όμως δεν λειτουργεί και γι' αυτό με παρακάλεσε να έρθω να σας βρω. Ονομάζομαι Μάικλ Χοκ και είμαι ο υπεύθυνος των δημοσίων σχέσεων,
εδώ στο Μπελά-τζιο.» Έριξα μια γρήγορη ματιά στους φίλους μου για να δω αν είχαν συνειδητοποιήσει ότι για κάποιους ανθρώπους ο άντρας αυτός ήταν απλώς ο Μάικ Χοκ. O Γουίλ έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του, ξεροκατάπιε με δυσκολία και τα ξανάνοιξε, προσπαθώντας να δείξει αυτοκυριαρχία. Ο Μπένετ έγνεψε καταφατικά και με μεγάλη μου έκπληξη τον είδα να δαγκώνει το πάνω χείλι του για να καταπνίξει την όποια άλλη αντίδρασή του. «Ήθελα να βεβαιωθώ ότι απολαμβάνετε τη βραδιά σας», συνέχισε ο κύριος Χοκ
κοιτάζοντάς μας έναν έναν ξεχωριστά. «Όλα είναι τέλεια», απάντησα εγώ, μην μπορώντας να πάρω το βλέμμα μου απ' τον Μπένετ. Τα τελευταία δέκα χρόνια τουλάχιστον δεν τον είχα ξαναδεί έτσι: το χείλι του έτρεμε κι εκείνος το κάλυπτε με το δάχτυλό του και τα μάτια του είχαν αρχίσει να γεμίζουν δάκρυα. Κάποια στιγμή γύρισε και με κοίταξε... και τότε, που να με πάρει ο διάολος, ξέσπασε. Σκεπάζοντας το πρόσωπό του με την ανοιχτή παλάμη του, ο Μπεν έγειρε πίσω στον καναπέ, λυμένος στα γέλια, αρκετά μεθυσμένος, αρκετά κουρασμένος, αρκετά ρε μαλάκες, τι
άλλο παλαβό θα μας συμβεί απόψε, για να χάσει κάθε έλεγχο μπροστά σ' έναν τύπο που λεγόταν Μάικ Χοκ και στεκόταν όρθιος μπροστά μας. Δίπλα του ο Γουίλ κατακοκκίνισε και κάλυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του. «Με συγχωρείτε, κύριε Χοκ», είπε με κομμένη την ανάσα πίσω απ' τα δάχτυλά του. «Δεν θέλω να φανώ αγενής. Απλώς οι καταστάσεις μάς έχουν ξεπεράσει.» Εγώ στράφηκα προς τον άντρα που στεκόταν δίπλα στο τραπέζι μας και χαμογέλασα. «Ευχαριστούμε πολύ για το ενδιαφέρον σας. Αν θέλετε, πείτε στον Χένρι ότι είμαστε μια χαρά.»
Ο Μάικ Χοκ δεν ήταν ψηλός και δεν έμοιαζε τόσο φοβερός και τρομερός όσο έδειχναν στις ταινίες οι διευθυντές των καζίνο. Είχε ένα στρογγυλό, φιλικό πρόσωπο και μάτια που ακτινοβολούσαν κατανόηση. Γέλασε λιγάκι, κούνησε το κεφάλι κι απομακρύνθηκε λέγοντας: «Σας εύχομαι καλή διασκέδαση, κύριοι.» Όταν έφυγε, είπα: «Για την ιστορία, θα ήθελα να δηλώσω ότι ήμουν ο μόνος μαλάκας σ' αυτό το τραπέζι που κατάφερε να μη γίνει ρεζίλι.» «Ο Μάικ Χοκ!» φώναξε μπροστά στα μούτρα μου ο Μπένετ, κατεβάζοντας το χέρι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα απ'
τα γέλια. «Πώς ήταν δυνατόν να δείξω αυτοσυγκράτηση; Διάολε, είναι σαν να συνάντησα έναν μονόκερο...» Ο Γουίλ έσκυψε και του είπε: «Κόλλα το, ρε φίλε». Ύστερα αναστέναξε κι άφησε το κεφάλι του ν' ακου-μπήσει στην πλάτη του καναπέ. «Διάολε, ίσως αυτό να ήταν το αποκορύφωμα της βραδιάς.» «Η βραδιά δεν τελείωσε ακόμα», είπε ο Μπένετ, έχοντας σχεδόν συνέλθει. Τώρα πια μόνο τραύλιζε λιγάκι. Κοίταξε το άδειο ποτήρι του Γουίλ «Πάρε άλλο ένα.» «Όχι. Είναι πολύ αργά για να με
μεθύσεις και να με αποπλανήσεις.» «Γκαρσόν!» φώναξα εγώ χαμογελώντας πονηρά. «Ένα ουίσκι για το στραβόξυλο από εδώ. Ή μάλλον φέρτε μας καλύτερα ολόκληρο το μπουκάλι.» «Σου είπα, Μαξ, δεν πρόκειται να πιω άλλο.» Ο Γουίλ έστρεψε αλλού το πρόσωπό του δήθεν θυμωμένος. «Είναι πολύ αργά για να υποκρίνεσαι πως μ' αγαπάς.» Ο σερβιτόρος έβαλε το ποτήρι με το ουίσκι μπροστά στον Γουίλ και σχεδόν αθόρυβα ακούμπησε δίπλα του ολόκληρο το μπουκάλι. Ο Γουίλ κοίταξε πρώτα εμένα, έπειτα το
μπουκάλι και κούνησε το κεφάλι. «Όχι...»
### «Το θέμα είναι», είπε τραυλίζοντας ο Γουίλ και τυλίγοντας με το μπράτσο του τους ώμους μου, «ότι οι γυναίκες είναι δύσκολη περίπτωση.» Κούνησε τον δείκτη του ελεύθερου χεριού του μπροστά στο πρόσωπό μου. «Πόσο συχνά θα συναντήσεις μια γυναίκα με την οποία να μπορείς να τη βρεις όπως τη βρίσκουμε εμείς τώρα;» Τραβούσε τα σ για πέντε δευτερόλεπτα περίπου. Ύστερα έσκυψε απότομα μπροστά για να πιάσει το ποτήρι του. Του γλίστρησε απ' τα δάχτυλα, αλλά τελικά το έπιασε.
«Μόνο μία», παραδέχτηκα. «Κι ακόμα και με τη Σάρα δεν είναι το ίδιο όπως με εσάς. Κάνω μεγάλη προσπάθεια να κόψω τις βρισιές.» Έτριψα το πιγούνι μου και το ξανασκέφτηκα. «Μάλλον.» «Το να κόψεις εσύ τις βρισιές είναι σαν να κόψω εγώ...» ο Γουίλ σταμάτησε για να σκεφτεί. «Να κόψω ξέρεις τι... Πείνασα.» Έφερε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό του και κοίταξε το ρολόι του. Εγώ κοίταξα το τηλέφωνό μου. Κόντευε πεντέμισι τα ξημερώματα. «Κύριοι, είμαι πτώμα. Ας πάμε το μεσημέρι για φαγητό για να συνεχίσουμε αυτό το γαμημένο μπάτσελορ πάρτι.»
Σηκωθήκαμε και οι τρεις, πληρώσαμε τον λογαριασμό και κατευθυνθήκαμε προς τα ασανσέρ, ψαχου-λεύοντας όλοι στις τσέπες μας για να βρούμε το κλειδί του δωματίου μας και να το δείξουμε στον άνθρωπο της ασφάλειας. Στεκόμασταν σιωπηλοί μέχρι που άνοιξαν οι πόρτες. Ήμουν υπέροχα ζαλισμένος, έτοιμος για ένα απολαυστικό χαμούρεμα με την κυρία μου, που με περίμε-νε επάνω. Ανυπομονούσα να δω τι θα σκαρώναμε αύριο.
ΕΠΤΆ
Μπένετ Ράιαν Η φωνή του Γουίλ έσπασε τη σιωπή μέσα στο ασανσέρ. «Μήπως πρέπει να ανησυχούμε, έστω και λίγο, για τον Χένρι, εκεί κάτω στην αίθουσα των μεγάλων πονταρισμάτων;» Από την τσέπη του σακακιού μου έβγαλα την πιστωτική κάρτα του αδερφού μου -τη μοναδική που του επέτρεψε να πάρει μαζί του η Μίνα. «Δεν ξέρω τι παίζει, αλλά ή θα κερδίζει σερί ή θα ξεμείνει από λεφτά και η μοναδική κάρτα που θα έχει στο πορτοφόλι του θα είναι αυτή που ανοίγει την πόρτα του δωματίου του.»
«Πολύ έξυπνο», μουρμούρισε ο Μαξ και έγειρε νυσταγμένος στο τοίχωμα του ασανσέρ. «Είμαι κομμάτια, ρε γαμώτο.» Ο Γουίλ αναστέναξε, παρακολουθώντας την ψηφιακή οθόνη που έδειχνε τους αριθμούς των ορόφων να ανεβαίνουν. «Τελικά, παρ’ όλο που είστε δυο ξενέρωτοι μαλάκες, καταφέρατε να κάνετε αρκετά διασκεδαστική τη βραδιά μου.» «Στριπτιζάδικο, ψεύτικες ξαφνικές ασθένειες, χλιδάτο δείπνο, κλοπή λιμουζίνας, ραντεβού με τραβεστί, η Χλόη να κερδίζει μερικά χιλιάρικα και δυο γομάρια που παραλίγο να μας
σακατέψουν», είπε ο Μαξ ορθώνοντας ξανά το κορμί του. «Καθόλου άσχημα, έτσι;» Ο Γουίλ στράφηκε και τον κοίταξε. «Κλοπή λιμουζίνας;» Ο Μαξ έτριψε το πρόσωπό του κουνώντας το κεφάλι. «Μεγάλη ιστορία...» Ο Γουίλ σήκωσε το χέρι του, έχοντας γουρλώσει τα μάτια σαν να είχε ξεχάσει κιόλας την προηγούμενη ερώτησή του. «Καλά, πώς είναι δυνατόν να ξεχάσεις τον Μάικ Χοκ; Νομίζω ότι, ειδικά για εσάς τους δύο, ο Μάικ Χοκ βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των αποψινών δραστηριοτήτων.» Τον έπιασε λόξιγκας
και παραπάτησε ελαφρά καθώς άνοιγαν οι πόρτες του ασανσέρ. «Έλεγα πως οι γκόμενές σας σας έχουν χωμένους στο μουνί τους, αλλά νομίζω ότι τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.» Είδα το χαμόγελο του Μαξ να γίνεται από αυτάρεσκο περιπαικτικό. «Γουίλ. Αγάπη μου.» Έφερε την παλάμη του στο μάγουλο του Γουίλ και πλατάγισε τη γλώσσα του. «Δεν βλέπω την ώρα και τη στιγμή που θα εμφανιστεί η γυναίκα που θα σου πάρει τα μυαλά. Νομίζεις ότι τα έχεις όλα τακτοποιημένα και οργανωμένα. Νομίζεις ότι είσαι ικανοποιημένος με τη μυστική εργένικη φωλίτσα σου, με το τρίαθλό σου, τη δουλειά και τις προγραμματισμένες
γκομενοδουλειές. Όταν όμως εμφανιστεί εκείνη, θα σου πω είδες που σου τα 'λεγα, και δεν θα δείξω τον παραμικρό οίκτο όταν θα μεταμορφωθείς σε μελαγχολικό καψούρη.» Δίνοντας ένα απαλό χαστούκι στο μάγουλο του Γουίλ, ο Μαξ βγήκε απ’ το ασανσέρ και προχώρησε στον διάδρομο γελώντας. «Ζω για τη στιγμή αυτή, ρε φίλε.» Ο Γουίλ έμεινε να κοιτάζει τον Μαξ που έσερνε με δυσκολία τα πόδια του κι ύστερα στράφηκε σ’ εμένα, σαν να περίμενε ότι εγώ θα συνέχιζα τη διάλεξη. Σήκωσα τους ώμους. «Γενικά συμφωνώ. Όταν βρεις αυτό το κορίτσι, θα χαρούμε για σένα, αλλά θα χαρούμε
πιο πολύ επειδή θα μπορούμε να σου κάνουμε πλάκα.» «Γι’ αυτό είναι οι φίλοι», μουρμούρισε εκείνος, δίνοντας μου μια απαλή γροθιά στο στήθος πριν αρχίσει να προχωράει προς την αντίθετη κατεύθυνση στον διάδρομο. Καληνύχτισα τον Γουίλ και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιό μου. Μακάρι να ήξερα σε ποιο ξενοδοχείο έμενε η Χλόη. Όσο κι αν ήμουν εξαντλημένος και ζαλισμένος από το ποτό, είχα τη διάθεση να κατέβω ξανά κάτω, να μπω σ’ ένα ταξί και να πάω οπουδήποτε για να τη συναντήσω. -----------Μπήκα στο δωμάτιό μου και
σταμάτησα μπροστά στην ντουλάπα για να κρεμάσω το σακάκι μου. Πάγωσα. Σε μια ξύλινη κρεμάστρα μπροστά στα μάτια μου ήταν κρεμασμένα τα εσώρουχα της Χλόης από το κλαμπ. Τα πράσινα και άσπρα πετράδια απ’ το λεπτεπίλεπτο σουτιέν και το κιλο-τάκι στραφτάλιζαν κάτω απ’ το αμυδρό φως που ερχόταν από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς μου. Προχώρησα μέσα στο δωμάτιο, θέλοντας να επιβεβαιώσω αυτό που μου έλεγαν οι φρενιασμένοι χτύποι της καρδιάς μου: βρισκόταν εδώ, στο κρεβάτι μου, με περίμενε... Πράγματι, στη μέση του τεράστιου κρεβατιού, ανάμεσα σ’ ένα βουνό από κουβέρτες
και μαξιλάρια, ένα ανθρώπινο σώμα που είχε το σχήμα της Χλόης κοιμόταν βαθιά. Έβγαλα τα ρούχα μου και τα άφησα να πέσουν στο πάτωμα. Πέρασα από πάνω της. Στηριζόμουν στα χέρια και στα πόδια μου. Δεν την άγγιζα, όχι ακόμα, ήθελα να απολαύσω τη μορφή της: τις ανακατεμένες καστανές μπούκλες της πάνω στα κολλαριστά λευκά σεντόνια, τα κλειστά μάτια της, τα βλέφαρά της που πετάριζαν μέσα στα όνειρά της, τα υγρά κόκκινα χείλη της που λαχταρούσαν ένα φιλί. Από τον λαιμό και κάτω, το σώμα της ήταν κουκουλωμένο με το πάπλωμα. Όταν το βλέμμα μου καρφώθηκε στον
σταθερό ρυθμό του σφυγμού της κάτω απ’ το ντελικάτο δέρμα του λαιμού της, ένιωσα την άγρια χαρά του αρπακτικού. Η έξαψη που ένιωθα σ’ αυτήν την προοπτική -να τη φιλήσω, να την ξυπνήσω, να την πηδήξω-ήταν το ίδιο έντονη απόψε όπως και πριν από δύο χρόνια περίπου, όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά μόνοι σ’ ένα ξενοδοχείο. Σήκωσα τα σκεπάσματα και τρύπωσα από κάτω τους τότε μόνο εκείνη άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι ήμουν μαζί της στο κρεβάτι. Είχε κάνει μπάνιο. Η μυρωδιά της δεν μου ήταν άγνωστη πια, ήταν η μυρωδιά του σαπουνιού της, άνθη και κίτρο. Φίλησα την καμπύλη του στήθους της πάνω απ’ το
βαμβακερό μπλουζάκι μου και το σήκωσα για να γλείψω απαλά τον αφαλό της και να φτάσω μέχρι τη γλύκα των μηρών της. Τα δάχτυλά της, τρέμοντας από αμηχανία, μπλέχτηκαν στα μαλλιά μου. Κατέβηκαν στο πιγούνι μου και ψηλάφισαν τη γραμμή του στόματός μου. «Νόμισα ότι έβλεπα όνειρο...» ψιθύρισε καθώς συνειδητοποιούσε τι συνέβαινε γύρω της. «Δεν βλέπεις όνειρο.» Με άρπαξε απ’ τα μαλλιά, ενώ τα πόδια της άνοιξαν κάτω απ’ τα σκεπάσματα επειδή τώρα πια ήξερε ότι ήμουν εκεί για να της χαρίσω αυτό που λαχταρούσε
περισσότερο από οτιδήποτε στον κόσμο. Όταν βρέθηκα ανάμεσα στα πόδια της, έσκυψα και φύσηξα απαλά πάνω στο μουνί της, παίζοντας μαζί της και απολαμβάνοντας το τόξο που σχημάτισε το κορμί της, για να με πλησιάσει κι άλλο, χαρί-ζοντάς μου τους μικρούς, κοφτούς αναστεναγμούς της. Τον λάτρευα αυτόν τον χορό: να φιλάω τα κωλομέρια, τα μπούτια της, να ανασαίνω τόσο κοντά στη γλυκιά, μικρο-σκοπική σχισμή της. Το δωμάτιο ήταν κρύο, όμως το δέρμα της ήταν κιόλας ιδρωμένο. Έβαλα απαλά το δάχτυλό μου στην κάψα του μουνιού της. Η Χλόη άφησε να της ξεφύγει μια κραυγή, ένα μείγμα ανακούφισης και πόθου.
Δεν μου ζήτησε να επιταχύνω τις κινήσεις μου, αφού είχε μάθει μετά από τόσο καιρό ότι αυτό θα με έκανε να επιβραδύνω ακόμα περισσότερο. Την είχα στο κρεβάτι μου, στο δωμάτιό μου, ήταν ήδη η γυναίκα μου από κάθε άποψη και δεν υπήρχε περίπτωση να φανώ βιαστικός, όταν μάλιστα τη σκεφτόμουν όλη νύχτα και δεν είχα καμία υποχρέωση νωρίς το επόμενο πρωί -αυτό το πρωί- παρά μόνο να μείνω στο κρεβάτι μαζί της. Την άφησα να νιώσει την ανάσα και τα δάχτυλά μου, τη φίλησα στην κοιλιά, γεύτηκα το δέρμα της. Γαμώτο, πόσο όμορφη είναι, σκέφτηκα, έτσι όπως είχε τεντωμένα τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι
της, καθώς έψαχνε να βρει ένα στήριγμα, ενώ το υπόλοιπο σώμα της ήταν εντελώς παρα-δομένο. Τα μπούτια της κινούνταν ρυθμικά μπροστά στο πρόσωπό μου και ξαφνικά δεν άντεχα άλλο τη σαγήνη της, τη ζέστη και τη γλύκα της. Τη φίλησα απαλά μόνο μία φορά, κλείνοντας τα μάτια, παραδομένος στην αίσθηση του κορμιού της. Ήθελα ακόμα περισσότερα. Ήθελα, όπως πάντα, να βρω έναν τρόπο να τη γεύομαι και να την παίρνω ταυτόχρονα, κι όταν η γλώσσα μου γλίστρησε έξω για να γευτεί το λοφάκι της κλειτορίδας
της, έχασα το μυαλό μου, άνοιξα το στόμα μου και τη ρούφηξα, την καταβρόχθισα. Εκείνη άφησε μια κραυγή κι έχωσε τα χέρια της πιο βαθιά στα μαλλιά μου, ενώ τέντωνε τα κωλομέρια της προς το μέρος μου και οι κινήσεις μας συντονίστηκαν χωρίς καμιά προσπάθεια, χωρίς το παραμικρό κόμπιασμα. Ήταν ζεστή και μεταξένια και τα πόδια της βρέθηκαν πάνω στους ώμους μου, κατέβηκαν στην πλάτη μου και τυλίχτηκαν γύρω μου, ώσπου το μόνο πράγμα που άκουγα πια ήταν τα πνιχτά παρακάλια της και το θρόισμα των σεντονιών κάτω απ’ το κορμί της καθώς τεντωνόταν προς το στόμα μου. Το σώμα της δεν μπορούσε ν’
αποφασίσει τι ήθελε -τη γλώσσα ή την πίεση των χειλιών μου- γι’ αυτό και πήρα εγώ την απόφαση για κείνην, όπως ήμουν πεινασμένος μετά από μια βραδιά μυστικοπαθούς, βιαστικού σεξ χωρίς πολλές τρυφερές στιγμές. Την έκλεισα στο στόμα μου, ρουφώντας την για να της θυμίσω ότι έτσι σ’ αγαπώ, τρυφερά και άγρια μαζί. Με κάνεις να χάνω το μυαλό μου, διάολε... Το κορμί της μου ήταν τόσο οικείο, οι καμπύλες και τα λαγόνια της, η γεύση του μουνιού της, καθώς περνούσε απ’ τον ύπνο στην έξαψη. Και παρ’ όλο που η αρχική μου
πρόθεση ήταν να παίξω μαζί της, δεν μπορούσα πια. Η κορύφωσή της με παρέσυρε. Έχυσε στη στιγμή και αμέσως μετά τα πόδια της έπεσαν στο πλάι, τεντώνοντας την πλάτη της μέχρι που οι κραυγές της έσβησαν και τα μπούτια της έπαψαν να τρέμουν. Στηρίχτηκε στους αγκώνες της και κάρφωσε το βλέμμα της πάνω μου. Τη φίλησα στον αφαλό και καθώς ανέβαινα προς τα πάνω παρέσυρα το μπλουζάκι της, αποκαλύπτοντας τα μαλακά μεγάλα στήθη της. «Γεια σας, αγαπημένα μου!» «Πέρασες καλά απόψε;» με ρώτησε. Η φωνή της ήταν ακόμα βραχνή από τον
ύπνο και την ηδονή. «Ήταν μια ενδιαφέρουσα βραδιά.» Τα δόντια μου άγγιξαν την αποκάτω καμπύλη του στήθους της κι ύστερα η γλώσσα μου γλίστρησε πιο ψηλά και βρήκε τη ρώγα της. «Μπένετ...» Σταμάτησα για λίγο την τρυφερή επίθεση στο στήθος της για να την κοιτάξω και να προσπαθήσω να καταλάβω την ανησυχία που είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπό της. «Ναι;» «Δεν σε πείραξε αυτό που κάναμε; Που κατέστρεψα το πάρτι σου; Θέλω να πω, ήταν σαν να σε απήγαγα το πρώτο σας
βράδυ στο Λας Βέγκας.» «Νομίζεις ότι ένιωσα έκπληξη όταν σε είδα να παίρνεις τον έλεγχο του παιχνιδιού στο κλαμπ;» Εκείνη έκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε. Ένα αδιόρατο χαμόγελο. «Το ότι δεν ένιωσες έκπληξη δεν σημαίνει και ότι χάρηκες που το έκανα.» Της σήκωσα το μπλουζάκι μέχρι ψηλά στα χέρια της, ακινητοποιώντας τους καρπούς της πάνω απ’ το κεφάλι της και χρησιμοποιώντας το για να τους δέσω. «Έχουμε όλο το Σαββατοκύριακο για να γιορτάσουμε το πάρτι. Πραγματικά δεν πείραξε κανέναν
αυτό που έκανες.» Έσκυψα και τη φίλησα στον λαιμό. «Η αλήθεια είναι ότι, αν κάποτε σταματήσεις να κάνεις τέτοιες τρέλες, αν πάψεις να παρασύρεσαι απ’ τον πόθο σου για μένα, αυτό θα με ξενερώσει λιγάκι.» «Ναι, ε; Λιγάκι;» Από τη φωνή της κατάλαβα ότι χαμογελούσε. Κοίταξα το πρόσωπό της, τα μαλλιά της που απλώνονταν σαν βεντάλια πάνω στο μαξιλάρι, τα μάτια της που είχαν βαρύνει από τον πόθο και την ικανοποίηση ταυτόχρονα. Είχα την αίσθηση ότι ταξίδευα προς τα πίσω στον χρόνο. Πώς διάολο είχαμε φτάσει έως εδώ; Η γυναίκα που βρισκόταν
ξαπλωμένη μπροστά μου ήταν η ίδια γυναίκα που απεχθανόμουν με τόση ένταση επί μήνες, η γυναίκα που κάποτε πηδούσα με αμφίθυμα συναισθήματα πόθου και μίσους. Και τώρα αυτή η γυναίκα βρισκόταν στο δωμάτιό μου, το Σαββατοκύριακο του μπάτσελορ πάρτι μου, φορώντας το δαχτυλίδι της γιαγιάς μου, με τα χέρια δεμένα πάνω απ’ το κεφάλι της, φορώντας το αγαπημένο μου μπλου-ζάκι, το οποίο είχε ιδιοποιηθεί πριν από μήνες. Η Χλόη έγειρε στο πλάι το κεφάλι και με κοίταξε στα μάτια. «Πού ταξιδεύεις;» Έκλεισα τα μάτια ξεροκαταπίνοντας. «Απλώς θυμόμουν...»
Περίμενε. Με περιεργαζόταν. «Θυμόμουν διάφορα και...» «Και;» «Θυμόμουν πώς άρχισαν όλα... και πώς ήταν τα πράγματα στην αρχή. Προσπαθούσα να θυμηθώ ποια ήταν η τελευταία γυναίκα πριν από σένα... Δεν νομίζω να σου έχω μιλήσει ποτέ για κείνη τη νύχτα.» Την ένιωσα να γελάει κάτω απ’ το κορμί μου. «Αυτή η συζήτηση προμηνύεται ιδιαίτερα ρομαντική.» Κουνήθηκε ελαφρά, για να τρίψει το απαλό δέρμα της στην αποκάτω πλευρά του καυλιού μου.
«Άκουσέ με λίγο...» ψιθύρισα κι έσκυψα να τη φιλήσω. Τραβήχτηκα λίγο προς τα πίσω και είπα: «Ήταν η συνοδός μου στη φιλανθρωπική εκδήλωση για τη Μιλένιουμ Οργκάνικς. Ήσουν κι εσύ εκεί...» «Το θυμάμαι», είπε εκείνη έχοντας εστιάσει τα μάτια της στα χείλη μου. «Φορούσες εκείνο το φόρεμα...» Αναστέναξα. «Θεέ μου... Εκείνο το φόρεμα. Ήταν...» «Κόκκινο.» «Ναι. Όμως δεν ήταν απλώς κόκκινο. Ήταν κόκκινο της φωτιάς. Κόκκινο της σειρήνας. Έμοιαζες με φάρο, με
δαίμονα... το οποίο δεν απέχει και πολύ απ’ την αλήθεια, αν το καλοσκεφτείς. Τέλος πάντων, η Άμπερ ήταν η συνοδός μου και...» «Ξανθιά. Ψηλή. Με πλαστικά βυζιά;» ρώτησε εκείνη. Ήταν φανερό ότι θυμόταν πολύ καλά. Ένιωσα μια μικρή ευχαρίστηση με την ιδέα ότι ακόμα και τότε η Χλόη με παρατηρούσε αρκετά ώστε να θυμάται τη συνοδό μου σχεδόν δύο χρόνια μετά. «Ναι, αυτή ήταν...» Αναστέναξα. Θυμήθηκα πόσο αδιάφορος ήμουν σε όλη τη διάρκεια εκείνης της βραδιάς. «Ήταν όμορφη. Αλλά δεν ήταν εσύ. Είχα πάθει εμμονή μαζί σου, αλλά με
έναν πραγματικά διεστραμμένο τρόπο. Τρελαινόμουν να βρίσκω τρόπους να σε διαολίζω, απλώς για να σε δω να αντιδράς, έστω και για μια στιγμή. Τρελαινόμουν να σε εξοργίζω, μάλλον επειδή πίστευα ότι αυτό σήμαινε πως βρισκόμουν για λίγο στο επίκεντρο των σκέ-ψεών σου, ακόμα κι αν αυτές ήταν γεμάτες θυμό.» Εκείνη γέλασε ξανά και τεντώθηκε για να με φιλήσει στον λαιμό, να με ρουφήξει. «Είσαι ψυχοπαθής.» «Εκείνο το βράδυ», συνέχισα, χωρίς να της δώσω σημασία, «ήσουν στο μπαρ για να πάρεις ένα ποτό κι εγώ σε πλησίασα και σου είπα κάποια
εξυπνάδα, δεν θυμάμαι καν τι ακριβώς σου είπα. Είμαι σίγουρος όμως ότι ήταν ένα εντελώς άσχετο και κακόγουστο σχόλιο.» Έκλεισα τα μάτια και θυμήθηκα το πρόσωπό της, πώς με είχε κοιτάξει ανέκφραστη, χωρίς κανένα ίχνος ενδιαφέροντος. «Με κοίταξες κι ύστερα γέλασες, πήρες το ποτό σου και απλώς έφυγες. Αυτό με τσάκισε, νομίζω, αν και δεν το κατάλαβα παρά μόνο αργότερα. Είχα συνηθίσει να σε βλέπω να αντιδράς στα καρφιά μου, με μια ελαφριά δόση πόνου, θυμού ή εκνευρισμού. Αλλά όταν το μόνο που αντίκρισα ήταν η αδιαφορία... γάμησέ τα. Αυτό με πέθανε.» «Ούτε που θυμάμαι τι μου είπες»,
παραδέχτηκε εκείνη. «Είμαι σίγουρη όμως ότι έκανα μεγάλη προσπάθεια για να μη δείξω ότι με πείραξε.» «Μετά από λίγο η Άμπέρ κι εγώ φύγαμε.» Χάιδεψα με το ένα χέρι μου το κορμί της Χλόης, πρώτα το στήθος της κι ύστερα το πρόσωπό της. Την κοίταξα στα μάτια και της το ομολόγησα: «Την πήδηξα. Όμως ήταν απαίσιο. Εσένα είχα συνέχεια στο μυαλό μου. Έκλεινα τα μάτια και φαντα-σιωνόμουν πως σε άγγιζα. Προσπαθούσα να φανταστώ τους ήχους που θα έκανες όταν έχυνες, την αίσθηση του κορμιού σου. Τότε μόνο έχυσα εγώ. Δάγκωνα το μαξιλάρι για να μη φωνάξω
το όνομά σου.» Η Χλόη αναστέναξε βαθιά και κατάλαβα ότι μέχρι τότε κρατούσε την ανάσα της. «Πήγατε στο σπίτι της ή στο δικό σου;» Πήρα το βλέμμα μου από το σημείο όπου τα δάχτυλά μου χάιδευαν το πιγούνι της και την κοίταξα ξανά στα μάτια. Είχε σημασία; «Στο δικό της. Γιατί;» Σήκωσε τους ώμους. «Απλώς αναρωτιόμουν.» Συνέχισα να την περιεργάζομαι. Καταλάβαινα ότι τα γρανάζια του μυαλού της δούλευαν, ότι κάποια ενδόμυχη περιέργεια κυριαρχούσε στη
σκέψη της. Έσκυψα, τη φίλησα στο αυτί και τη ρώτησα: «Τι σκέφτεσαι, μικρέ μου δαίμονα;» Μου χαμογέλασε. Την είχα πιάσει επ’ αυτοφώρω. «Αναρωτιόμουν... σε ποια στάση το κάνατε;» Στις φλέβες μου άρχισαν να κυλάνε παγάκια. «Σ’ αρέσει να τ’ ακούς αυτά επειδή θέλεις να με φαντάζεσαι με μια άλλη γυναίκα;» Εκείνη κούνησε αμέσως το κεφάλι της αρνητικά. Τα μάτια της σκοτείνιασαν. Τα
χέρια της σφίχτηκαν σε γροθιές γύρω απ’ τον κόμπο της μπλούζας πάνω απ’ το κεφάλι της. «Μ’ αρέσει να σ’ ακούω να λες ότι σκεφτόσουν εμένα. Απλώς... μ’ αρέσει να το ακούω.» «Ήμουν από πάνω της, έτσι», ψιθύρισα, με κάποια επιφύλαξη. «Ήταν η μοναδική φορά που κάναμε σεξ. Σίγουρα δεν την εντυπωσίασα καθόλου ως εραστής.» Τα χέρια της σάλεψαν λίγο μέσα στον χαλαρό κόμπο. Με παρακολουθούσε. Σκεφτόταν, σκεφτόταν, σκεφτόταν. «Πριν κάνετε σεξ», είπε, με τα μάτια της καρφωμένα στο στόμα μου. «Όταν πήγατε στο σπίτι της. Σου
πήρε τσιμπούκι;» Σήκωσα τους ώμους και το παραδέχτηκα: «Ναι. Για λίγο.» «Εσύ;» «Αν την έγλειψα; Όχι. Δεν το έκανα.» «Φόρεσες προφυλακτικό;» «Πάντα φορούσα προφυλακτικό», είπα γελώντας. «Δηλαδή... πριν από σένα.» Εκείνη χαμογέλασε και σήκωσε τα μάτια ψηλά. «Μάλιστα.» Ύστερα όμως τύλιξε τα πόδια της γύρω απ’ τη μέση μου. «Πριν από μένα.» Το μόνο που χρειαζόταν να κάνω ήταν να μετακινήσω
ελαφρά τους γοφούς μου για να μπω μέσα της. Κι όμως η αίσθηση να της μιλάω γυμνός, από πάνω της, ήταν υπέροχη. Δεν είχαμε μυστικά. «Εκείνη έχυσε;» ρώτησε. Αναστέναξα και ομολόγησα: «Προσποιήθηκε...» Η Χλόη γέλασε και βούλιαξε το κεφάλι της πίσω στο μαξιλάρι για να μπορεί να με βλέπει καλύτερα. «Είσαι σίγουρος;» «Εντελώς. Ήταν εντυπωσιακή προσπάθεια, αν και κάπως υπερβολική.» «Το καημένο το κορίτσι... δεν ήξερε τι έχανε.»
«Ήταν λίγες μέρες πριν από το συμβάν μεταξύ μας, στην αίθουσα των συνεδριάσεων», ψιθύρισα και τη φίλησα στη γωνία των χειλιών της. «Νομίζω ότι μάλλον ήμουν ήδη ερωτευμένος μαζί σου. 'Οταν λοιπόν σκέφτομαι εκείνη τη νύχτα με την Άμπερ, αισθάνομαι σαν να σε έχω απατήσει. Έτσι που με είδες απόψε -με δεμένα τα μάτια, να δέχομαι παθητικά έναν ερωτικό χορό- θέλω να αποτινάξω από μέσα μου όλες τις πιθανές αμαρτίες μου. Υποθέτω ότι αυτός είναι ο λόγος που σου μιλάω για την Άμπερ τώρα.» Το πρόσωπό της σοβάρεψε, τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και με ειλικρινή έκφραση. «Μωρό μου. Δεν με απά-
τησες. Ούτε με την Άμπερ ούτε κι αν σου είχε χορέψει σήμερα μια άλλη γυναίκα.» «Να ξέρεις ότι δεν θα το έκανα», είπα με κοφτή φωνή. Άπλωσα το χέρι μου και την έλυσα, έτριψα με φροντίδα τους καρπούς της. «Ένιωσες ότι πριν καταλάβω ότι ήσουν εσύ δεν είχα ερεθιστεί. Δεν θα μπορούσα να σε απατήσω.» Εκείνη έγνεψε καταφατικά και τη φίλησα από τον λαιμό μέχρι τα φουσκωμένα χείλη της. Φουσκωμένα από τη βίαιη ορμητικότητά μου πριν από μερικές ώρες. Διάολε, θα πρέπει να πονάει σε όλο της το σώμα. Κι όμως
εκείνη κατέβασε τα χέρια, τα έβαλε ανάμεσά μας και μου τον έτριψε πάνω στα χείλη του μουνιού της. 'Οταν με φίλησε, άφησε ένα πνιχτό βογκητό πάνω στη γλώσσα μου. «Έχεις τη γεύση μου.» «Πώς έγινε αυτό;» ρώτησα δαγκώνοντας το κάτω χείλι της. Λύγισε τους μηρούς της και έφερε το κορμί της προς το μέρος μου. Ξαφνικά είχε γίνει απαιτητική, γεμάτη έξαψη. «Ήρεμα...» ψιθύρισα, τραβήχτηκα προς τα πίσω και βυθίστηκα μέσα της αργά, πνίγοντας τα βογκητά μου στον λαιμό της. «Μη βιάζεσαι.» Γαμώτο. Ήταν
γλυκιά και απαλή, σαν το μέλι. «Είναι τόσο ωραίο. Είναι πάντα τόσο μα τόσο ωραίο, Χλόη.» «Πώς το κατάλαβες;» Σταμάτησα για μια στιγμή και τραβήχτηκα λίγο προς τα έξω, προσπαθώντας να ερμηνεύσω την ερώτησή της. «Πώς κατάλαβα ότι πονάει το κορμί σου;» Έγνεψε καταφατικά. Ήταν το αγαπημένο της παιχνίδι, να της μιλάω για όλες τις λεπτομέρειες που παρατηρούσα. Το λάτρευε. «Πριν από λίγο πήρες μέσα σου τα
δάχτυλά μου με μεγάλη ορμή.» Έγνεψε καταφατικά. Είχε κλείσει τα μάτια, ενώ τα χέρια της χάιδευαν την πλάτη μου. «Και δεν ήμουν ιδιαίτερα τρυφερός στις τουαλέτες.» «Πράγματι, δεν ήσουν», ψιθύρισε εκείνη και γύρισε το κεφάλι της για να φιλήσει τον ώμο μου. Άρχισα να μπαίνω μέσα της με ήρεμες, σταθερές κινήσεις. «Έτσι λοιπόν πριν από λίγο που σε έγλειφα δεν ξαφνιάστηκα που σε ένιωσα λίγο πρησμένη.»
«Συνέχισε. Πιο γρήγορα, μωρό μου, σε παρακαλώ!» είπε λαχανιασμένη, αλλά εγώ δεν επιτάχυνα τις κινήσεις μου. «Δεν γίνεται πιο γρήγορα», της ψιθύρισα δίπλα στο αυτί. «Το αργό σεξ είναι αυτό που με τρελαίνει περισσότερο. Έτσι σε νιώθω καλύτερα, μπορώ ν’ ακούσω και τον παραμικρό ήχο σου. Φαντάζομαι πώς είναι τα κορμιά μας κάτω απ’ τα σκεπάσματα, έτσι όπως μπαίνω μέσα σου. Σκέφτομαι πόσες φορές θα σε κάνω να χύσεις. Δεν μπορώ να κάνω όλες αυτές τις σκέψεις όταν σε πηδάω άγρια σ’ ένα κρεβάτι ή στις τουαλέτες ενός καζίνου.»
Άρχισε να λαχανιάζει. Κράτησε την ανάσα της σαν να με παρακαλούσε βουβά να συνεχίσω. Ανέβασε τα χέρια της ψηλά στην πλάτη μου, γύρω απ’ τον λαιμό μου, κι ύστερα στο πρόσωπό μου. Ένιωσα πάνω μου το κρύο μέταλλο της βέρας της και σκέφτηκα Χριστέ μου, αυτή η γυναίκα θα γίνει γυναίκα μου, θα γίνει η μητέρα των παιδιών μου, θα μοιραστεί μαζί μου το σπίτι και τη ζωή μου. Θα με δει να γερνάω και, το πιθανότερο, να τρελαίνομαι. Θα ορκιστεί ότι θα μ’ αγαπάει, ό, τι κι αν συμβεί. Στηρίχτηκα στα χέρια μου για να σηκώσω το κορμί μου ώστε να μπορώ να παρατηρώ τι ένιωθα καθώς έμπαινα
μέσα της. Όμως αυτή τύλιξε τα χέρια της στο πρόσωπό μου και με ανάγκασε να την ξανακοιτάξω στα μάτια. «Μπένετ...» Η ανάσα μου έβγαινε κοφτή κι ένιωσα τον ιδρώτα να στάζει απ’ το μέτωπό μου στο στήθος της. «Ναι;» Έγλειψε τα χείλη της και ξεροκατάπιε. «Είμαι πολύ ερωτευμένη μαζί σου.» Έβαλε τον αντίχειρά της μέσα στο στόμα μου κι εγώ τον δάγκωσα δυνατά, κάνοντάς την να βγάλει ένα κοφτό βογκητό. «Κι ό, τι και να συμβεί πέρα απ’ αυτό, πέρα από εμάς, έτσι
όπως είμαστε τώρα...» «Ναι, ξέρω.» Τα μάτια μας έκρυβαν απόγνωση, μια κοινή, σιωπηρή συμφωνία ότι ποτέ δεν θα χορταίναμε ο ένας τον άλλον, ότι ίσως η ιδανική ζωή για μας ήταν αυτό ακριβώς που ζούσα-με αυτή τη στιγμή, μόνοι, με τα κορμιά μας ενωμένα, αλλά ότι δεν μπορούσε να υπάρχει μια πραγματικότητα που θα μας επέτρεπε να ζούμε αποκλειστικά εδώ. Γι' αυτό και είχε καταστρέψει το μπάτσελορ πάρτι μου, αλλά θα έφευγε αύριο. Γι' αυτό κι εγώ δεν μπόρεσα να μείνω μακριά της, όταν ήξερα ότι βρισκόταν στην ίδια πόλη με εμένα.
Και τώρα την είχα εδώ, από κάτω μου, με το κορμί της βαρύ και εκστασιασμένο απ’ την ηδονή. Οι μηροί της σηκώνονταν με ένταση για να συντονιστούν με τους δικούς μου και να πάρει αυτό που είχε τόσο πολλή ανάγκη. Αυτή η γυναίκα θα ήταν πάντα δική μου -στο σπίτι, στη δουλειά, στο κρεβάτι- κι αυτή η σκέψη με έκανε να κατρακυλήσω στον δρόμο της δικής μου παράδοσης στην ηδονή. Εκείνη πλησίαζε στην κορύφωση της ηδονής, δυστυχώς όμως εγώ ένιωθα να φτάνω πιο γρήγορα απ’ αυτήν. «Έλα, γλυκιά μου, χύσε! Δεν... δεν μπορώ.» Με άρπαξε απ’ τους γοφούς. Βύθισε το
κεφάλι της προς τα πίσω στο μαξιλάρι. «Σε παρακαλώ.» Το κορμί μου σφίχτηκε, οι κινήσεις μου έγιναν ορμητικές, ο οργασμός μου κρεμόταν από μια κλωστή. «Χύσε, ρε Μιλς!» Ήταν ο τόνος της φωνής που χρησιμοποιούσα σπάνια πια, για να μην ξεθυμάνει η επίδραση που είχε πάνω της. Το δέρμα της μέχρι χαμηλά στο στήθος της κοκκίνισε. Τέντωσε την πλάτη της σαν τόξο και σήκωσε τα κωλομέρια της ψηλά για να με ρουφήξει πιο βαθιά μέσα της. Μισάνοι-ξε τα χείλη της για να αφήσει μια δυνατή κραυγή και παραδόθηκε στον οργασμό της
κάτω απ’ το σώμα μου. Ποτέ δεν θα χόρταινα την εικόνα της Χλόης όταν έχυνε. Το κοκκίνισμα στο δέρμα της, το σχεδόν μεθυσμένο, σβησμένο βλέμμα της, τα χείλη της που πρόφεραν το όνομά μου... Κάθε φορά μου υπενθύμιζε ότι ήμουν ο μόνος άντρας που της είχε προσφέρει τόση ηδονή. Τα χέρια της έπεσαν στο πλάι, βαριά από την εξάντληση, και η γλώσσα της ξεπρόβαλε για να υγράνει τα χείλη της. «Διάολε...» ψιθύρισε τρέμοντας. Με πλημμύρισε μια ανακούφιση που άνοιξε τις πύλες της δικής μου ηδονής και επέτρεψε στο σώμα μου να αφε-θεί,
να μην αντιλαμβάνεται τίποτε άλλο από την αίσθηση του κορμιού της γύρω μου. Τη γλύκα της, την υγρότητά της... Η πλάτη μου τινάχτηκε προς τα πίσω καθώς έχυνα φωνάζοντας μέσα στο ήσυχο, απρόσωπο δωμάτιο. Όταν έπεσα πάνω της, ιδρωμένος και εξουθενωμένος, ο ήχος της κραυγής μου αντήχησε στο ταβάνι. Ήθελα να φωλιάσω το πρόσωπό μου στην απαλή καμπύλη του λαιμού της και να κοιμηθώ για τρεις μέρες τουλάχιστον. Εκείνη γέλασε βογκώντας κάτω απ’ το βάρος μου. «Φύγε από πάνω μου, Κτήνος!...» Κύλησα στο πλάι και κυριολεκτικά
σωριάστηκα στο στρώμα δίπλα της. «Γαμώτο, Χλο. Ήταν...» Κουλουριάστηκε στην αγκαλιά μου και γουργούρισε: «Πολύ, πολύ καλό.» Τεντώθηκε, με δάγκωσε στο πιγούνι και ψιθύρισε: «Θα χρειαστώ τουλάχιστον δέκα λεπτά μέχρι να το επαναλάβουμε.» Γέλασα και το γέλιο μου μετατράπηκε σ’ έναν βραχνό βήχα καθώς συνειδητοποιούσα τι μου είχε πει. «Για όνομα του Θεού, κορίτσι μου. Εγώ μάλλον θα χρειαστώ λίγο περισσότερο. Δεν μπορείς απλώς να μ’ αγκαλιάσεις για λίγο;» Μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στον λαιμό και ψιθύρισε: «Ανυπομονώ πότε θα
γίνεις ο κύριος Μπένετ Μιλς.» Την κοίταξα με μάτια διάπλατα. «Ορίστε;...» Το γέλιο της ήταν σιγανό και βραχνό πάνω στο δέρμα μου. «Ακόυσες τι είπα.»
ΕΥΧΑΡΙΣΤΊΕΣ Ευχαριστούμε την ατζέντισσά μας, Χόλι Ρουτ, τους συ-νεργούς μας στο έγκλημα (συζύγους και παιδιά), τους καταπληκτικούς αναγνώστες μας και τους συγγενείς και φίλους που ανέχτηκαν το απλανές βλέμμα μας όταν
σχεδιάζαμε στο μυαλό μας την πλοκή ενός ακόμα κεφαλαίου στη διάρκεια ενός ραντεβού για φαγητό. Ευχαριστούμε όλους τους υπέροχους ανθρώπους του εκδοτικού οίκου Γκάλερι. Τζεν και Λόρεν, σας ευχαριστούμε. Περισσότερο απ' όλους ευχαριστούμε τον εκδότη μας, Άνταμ Γουίλσον, ο οποίος θεωρεί ότι τα μεταξωτά εσώρουχα θέλουν και μεταξωτούς κώλους.
Όμορφος Παίκτης Η ιστορία του Γουίλ ακολουθεί τα καυτά βήματα της Όμορφης Αμαρτίας. Άραγε, θα βρει επιτέλους αυτός ο ορκισμένος Καζανόβας το ταίρι του; Γυρίστε σελίδα για να ρίξετε μια κρυφή ματιά στο επόμενο βιβλίο της σειράς...
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Χάνα
Βρισκόμασταν στο πιο άσχημο διαμέρισμα όλου του Μανχάταν και σίγουρα δεν έφταιγε μόνο το γεγονός ότι ο εγκέφαλός μου έμοιαζε προγραμματισμένος να μην εκτιμάει καθόλου την τέχνη: αντικειμενικά, όλοι οι πίνακες ήταν φρικτοί. Ένα τριχωτό πόδι που ξεπηδού-σε απ' τον μίσχο ενός λουλουδιού. Ένα στόμα που έφτυνε μακαρόνια. Δίπλα μου, ο μεγάλος μου αδερφός και ο πατέρας μου μουρμούριζαν σκεφτικοί, κουνώντας το κεφάλι σαν να καταλάβαιναν τι έβλεπαν. Όσο για μένα, το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να προχωρήσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Κατά τα φαινόμενα, υπήρχε κάποιος άγραφος νόμος που υπαγόρευε ότι οι καλεσμένοι της
δεξίωσης έπρεπε πρώτα να ακολουθήσουν ολόκληρη τη διαδρομή και να θαυμάσουν τα έργα τέχνης τότε και μόνο θα μπορούσαν να δοκιμάσουν τα ορεκτικά που περιφέρονταν στην αίθουσα πάνω στους δίσκους. Στο τέλος της διαδρομής όμως, πάνω απ' το ογκώδες τζάκι και ανάμεσα σε δύο κακόγουστα κηροπήγια υπήρχε ένας πίνακας με μια διπλή έλικα -τη δομή του μορίου του DNA- και κατά μήκος του καμβά ήταν τυπωμένη η γνωστή ρήση του Τιμ Μπάρτον: Όλοι γνωρίζουμε ότι τα ειδύλλια μεταξύ διαφορετικών ειδών είναι αλλόκοτα. Ενθουσιασμένη, γέλασα και στράφηκα
προς τον Τζένσεν καί τον μπαμπά. «Εντάξει. Αυτό είναι ωραίο.» Ο Τζένσεν αναστέναξε. «Έτσι νομίζεις.» Κοίταξα τον πίνακα και μετά ξανά τον αδερφό μου. «Γιατί; Επειδή είναι το μοναδικό πράγμα εδώ μέσα που έχει κάποιο νόημα;» Εκείνος γύρισε προς τον μπαμπά και προς στιγμήν φάνηκε σαν να παίζεται κάτι μεταξύ τους, λες και έδινε ο πατέρας την άδεια στον γιο να ξεκινήσει την κουβέντα. «Πρέπει να σου μιλήσουμε για τη σχέση σου με τη δουλειά σου.»
Πέρασε ένα λεπτό μέχρι ν' αρχίσει ο εγκέφαλός μου να επεξεργάζεται τα λόγια του, τον τόνο του και την αποφασιστική έκφρασή του. «Τζένσεν», είπα. «Σοβαρά τώρα, θέλεις να κάνουμε αυτή τη συζήτηση εδώ;» «Ναι, εδώ.» Μισόκλεισε τα πράσινα μάτια του. «Είναι η πρώτη φορά τις δύο τελευταίες μέρες που σε βλέπω έξω απ' το εργαστήριο εξαιρούνται οι φορές που σε έχω δει να κοιμάσαι ή να χλαπακιάζεις κάτι.» Για μένα, σίγουρα αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που παρατηρούσα το πώς τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των γονιών μου -
η εγρήγορση, ο δυναμισμός, η παρορμητικότητα, η γοητεία και η σύνεση- φαίνονταν να έχουν περάσει αυτούσια και χωρίς καμία μετάλλαξη στους πέντε απογόνους τους. Η εγρήγορση και ο δυναμισμός ετοιμάζονταν να κονταροχτυπηθούν εν μέσω μιας δεξίωσης στο Μαν-χάταν. «Σε πάρτι έχουμε έρθει, ρε συ Τζενς. Υποτίθεται ότι πρέπει να συζητάμε για το πόσο όμορφα είναι τα έργα τέχνης», απάντησα δείχνοντας κάπως αόριστα προς τους τοίχους της αίθουσας με τα πολυτελή έπιπλα. «Και για το σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε... για τον...» Δεν είχα ιδέα ποια ήταν τα τελευταία
κουτσομπολιά, καί το μόνο που κατάφερα με την άγνοιά μου ήταν να ενισχύσω την άποψη του αδερφού μου. Παρακολούθησα τον Τζένσεν να πασχίζει να κρύψει την αγανάκτησή του. Ο μπαμπάς μού έδωσε ένα ορεκτικό που έμοιαζε με σαλιγκάρι ξαπλωμένο πάνω σε κράκερ. Το έχωσα διακριτικά σε μια χαρτοπετσέτα τη στιγμή που περνούσε από δίπλα μου ο σερβιτόρος. Το καινούριο μου φόρεμα μου προκαλούσε μια μικρή φαγούρα και αναρωτήθηκα γιατί δεν είχα βρει τον χρόνο να ρωτήσω τους άλλους στο εργαστήριο για το καινούριο λαστέξ που
είχα τη φαεινή ιδέα να φορέσω. Και μόνο αυτή η εμπειρία μού ήταν αρκετή για να με πείσει ότι ήταν δημιούργημα είτε του Σατανά είτε κάποιου άντρα που ήταν υπερβολικά λεπτός ακόμα και για τα εφαρμοστά τζιν. «Δεν είσαι μόνο έξυπνη», συνέχισε ο Τζένσεν. «Έχεις και χιούμορ. Είσαι κοινωνική. Είσαι ένα όμορφο κορίτσι.» «Γυναίκα...» τον διόρθωσα μιλώντας μέσα απ' τα δόντια μου. Εκείνος έσκυψε προς το μέρος μου, σε μια προσπάθεια να μη φτάσει η κουβέντα μας στα αυτιά των φιλότεχνων που περνούσαν από δίπλα
μας. Ο Θεός να μας φυλάξει αν κάποιο μέλος της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης τον άκουγε να μου κάνει διάλεξη για το πώς να φέρομαι πιο ερωτικά στις κοινωνικές συναναστροφές μου. «Εξακολουθώ λοιπόν να μην καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν να έχουμε έρθει να σε δούμε για ένα τριήμερο και οι μόνοι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε βγει έξω να είναι οι δικοί μου φίλοι.» Χαμογέλασα στον μεγάλο μου αδερφό και, αφού άφησα να με κατακλύσει το πρώτο κύμα της ευγνωμοσύνης για το υπερπροστατευτικό ενδιαφέρον του, ένιωσα να αναψοκοκκινίζω από τον εκνευρισμό που είχε αρχίσει να
απλώνεται αργά και βασανιστικά στο δέρμα μου. Ήταν σαν να άγγιζα ένα καυτό σίδερο, μια οξεία αντανακλαστική αντίδραση που την ακολουθούσε ένα παρατεταμένο, δυνατό κάψιμο. «Κοντεύω να τελειώσω τη σχολή, Τζενς. Μετά θα έχω όλο τον καιρό μπροστά μου για να ζήσω τη ζωή μου.» «Μα αυτή είναι η ζωή σου», είπε εκείνος κοιτάζο-ντάς με επιτακτικά με τα μάτια του ορθάνοιχτα. «Εδώ και τώρα. Όταν ήμουν στην ηλικία σου, με δυσκολία κατάφερνα να κρατήσω τον μέσο όρο της βαθμολογίας μου σε αξιοπρεπή επίπεδα. Το μόνο που με ενδιέφε-ρε ήταν να ξυπνήσω τη Δευτέρα
και να μην είμαι τύφλα.» Ο μπαμπάς στεκόταν σιωπηλός δίπλα του. Έκανε πως δεν άκουσε το τελευταίο σχόλιο του αδερφού μου, αλλά κουνούσε το κεφάλι δείχνοντας να συμφωνεί με το ρεζουμέ της ιστορίας, δηλαδή ότι ήμουν ακοινώνητη, χωρίς καθόλου φίλους. Τον κάρφωσα με το βλέμμα μου σαν να του έλεγα, Εσύ τα λες αυτά, ο εργασιομανής επιστήμονας που περνούσε περισσότερη ώρα στο εργαστήριό του παρά στο ίδιο του το σπίτι; Εκείνος όμως έμεινε απαθής, έχοντας την ίδια έκφραση που θα είχε αν μια χημική ένωση, που κανονικά θα έπρεπε να είναι διαλυτή,
μετατρεπόταν τελικά σ' ένα γλοιώδες ίζημα μέσα στον δοκιμαστικό σωλήνα: μια έκφραση σύγχυσης, ίσως και προσωπικής προσβολής. Απ' τον μπαμπά μου είχα κληρονομήσει τον δυναμισμό, εκείνος όμως θεωρούσε ανέκαθεν ότι ήταν λογικό να έχω κληρονομήσει απ' τη μαμά μου και κάποια γοητεία, έστω και ελάχιστη. Ίσως επειδή ήμουν κορίτσι ή ίσως επειδή πίστευε ότι κάθε γενιά πρέπει να είναι η βελτιωμένη έκδοση της προηγούμενης, περίμενε από μένα να ισορροπήσω την καριέρα μου με την προσωπική μου ζωή καλύτερα απ' ό, τι είχε καταφέρει ο ίδιος. Την ημέρα των πεντηκοστών γενεθλίων του με
είχε φωνάξει στο γραφείο του για να μου πει, έτσι απλά: «Οι άνθρωποι είναι εξίσου σημαντικοί με την επιστήμη. Πρέπει να μάθεις απ' τα δικά μου λάθη.» Και μετά άρχισε να τακτοποιεί κάτι χαρτιά πάνω στο γραφείο του και να κοιτάζει επίμονα τα χέρια του ώσπου εγώ βαρέθηκα, σηκώθηκα και επέστρεψα στο εργαστήριο. Ήταν φανερό ότι είχα αποτύχει. «Το ξέρω ότι γίνομαι φορτικός», ψιθύρισε ο Τζένσεν. «Λιγάκι...» συμφώνησα. «Ξέρω επίσης ότι χώνω τη μύτη μου εκεί που δεν πρέπει.»
Τον κοίταξα με κατανόηση και ψιθύρισα: «Είσαι η προσωπική μου Παλλάδα Αθηνά.» «Με τη διαφορά ότι δεν είμαι απ' την Ελλάδα κι ότι έχω πουλί.» «Ναι, αυτό προσπαθώ να μην το θυμάμαι.» Ο Τζένσεν αναστέναξε και, επιτέλους, ο μπαμπάς φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι μπορούσε κι αυτός να παίξει έναν ρόλο. Είχαν έρθει και οι δύο μαζί να με δουν και, παρ' όλο που μου είχε φανεί παράξενη αυτή η από κοινού τυχαία επίσκεψη στα μέσα Φεβρουάριου, δεν το είχα πολυσκεφτεί μέχρι τώρα. Ο μπαμπάς με αγκάλιασε με το ένα του
χέρι από τον ώμο και με έσφιξε. Αν και τα μπράτσα του ήταν μακριά και λεπτά, ανέκαθεν μπορούσε να σε σφίξει σαν μέγκενη ήταν ένας άντρας πολύ πιο δυνατός απ' ό, τι έδειχνε. «Είσαι καλό παιδί, Ζιγκς.» Χαμογέλασα. Έτσι αντιλαμβανόταν ο πατέρας μου ότι έπρεπε να είναι μια θερμή και εποικοδομητική συζήτηση μεταξύ πατέρα και κόρης. «Ευχαριστώ.» Ο Τζένσεν πρόσθεσε: «Ξέρεις ότι σ' αγαπάμε.» «Κι εγώ σας αγαπώ. Τον περισσότερο καιρό.» «Ας πούμε όμως ότι... θεωρήσαμε
υποχρέωσή μας να παρέμβουμε. Είσαι εθισμένη με τη δουλειά σου. Είσαι εθισμένη με τη γρήγορη και επιτυχημένη εξέλιξη που θεωρείς ότι πρέπει να έχει η καριέρα σου. Εντάξει, ίσως κι εγώ να επεμβαίνω υπερβολικά προσπαθώντας να διαχειριστώ ακόμα και την τελευταία λεπτομέρεια στη ζωή σου...» «Ίσως;» τον διέκοψα. «Εσύ ήθελες να κανονίζεις τα πάντα, από το πότε θα μου βγάλουν η μαμά και ο μπαμπάς τις βοηθητικές ρόδες απ' το ποδήλατό μου μέχρι το πόσο αργά θα μπορούσα να μείνω έξω μετά τη δύση του ήλιου, λες και ίσχυε για μένα κάποια ειδική απαγόρευση κυκλοφορίας. Και ούτε καν
ζούσες πια μαζί μας, Τζενς. Και φαντάσου ότι ήμουν δεκάξί χρονών.» Προσπάθησε να με καθησυχάσει με το βλέμμα του. «Ορκίζομαι ότι δεν πρόκειται να σου πω τι να κάνεις, απλώς...» Σταμάτησε και κοίταξε τριγύρω του σαν να περίμενε να περάσει κάποιος με μια πινακίδα που θα έγραφε το υπόλοιπο της φράσης του. Το να ζητάει κανείς απ' τον Τζένσεν να μην μπλέκεται με τα πάντα ήταν σαν να ζητάει από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο να πάψει να αναπνέει για δέκα ολόκληρα λεπτά. «Απλώς πάρε και κανένα τηλέφωνο σε κάποιον.» «Σε κάποιον; Τζένσεν, εδώ και ώρα
προσπαθείς ουσιαστικά να μου πεις ότι δεν έχω φίλους. Αυτό μπορεί να είναι εν μέρει αλήθεια, όμως σε ποιον φαντάζεσαι ότι θα 'πρεπε να τηλεφωνήσω για να ξεκινήσω αυτή την ιστορία του βγες-έξω-και-ζήσε-τη-ζωήσου; Σε κάποιον άλλο μεταπτυχιακό φοιτητή που είναι εξίσου χωμένος μέσα στην έρευνά του όσο εγώ; Είμαστε μεταπτυχιακοί φοιτητές στη Βιοϊατρική Μηχανική, όχι ανερχόμενοι αστέρες της κοσμικής κοινωνίας.» Έκλεισε τα μάτια του κοιτώντας το ταβάνι. Εκείνη τη στιγμή κάτι φάνηκε να του περνάει απ' το μυαλό. 'Οταν με κοίταξε ξανά, είχε σηκώσει τα φρύδια και το βλέμμα του ήταν γεμάτο ελπίδα
και μια ακαταμάχητη αδερφική τρυφερότητα. «Τι θα 'λεγες για τον Γουίλ;» Άρπαξα το ποτήρι της σαμπάνιας από το χέρι του μπαμπά -δεν είχε προλάβει να πιει ούτε μια γουλιά-και το κατέβασα μονορούφι.
### Δεν χρειάστηκε να μου το πει δεύτερη φορά. Ο Γουίλ Σάμερ ήταν ο κολλητός του Τζένσεν στο πανεπιστήμιο και είχε δουλέψει ως ασκούμενος στο γραφείο του πατέρα μας. Σε αυτό το σημείο ίσως θα έπρεπε να αναφέρω και μια ασήμαντη λεπτομέρεια: ήταν επίσης
το αντικείμενο όλων ανεξαιρέτως των εφηβικών μου φαντασιώσεων. Μπορεί εγώ να ήμουν το φιλικό σπασι-κλάκι, η μικρή αδερφή του Τζένσεν, αλλά ο Γουίλ ήταν το κακό παιδί-ιδιοφυΐα με το στραβό χαμόγελο, τα τρυπημένα αυτιά και τα γαλανά μάτια που υπνώτιζαν όποιο κορίτσι τον συναντούσε. Όταν εγώ ήμουν δώδεκα χρονών, ο Γουίλ ήταν δεκαεννιά και είχε έρθει να μας επισκεφθεί με τον Τζένσεν για λίγες μέρες τα Χριστούγεννα. Ήταν ένας βρόμικος και υπέροχος τύπος -ήδη από τότε- έτσι όπως έπαιζε το μπάσο του στο γκαράζ με τον Τζένσεν και φλέρταρε με παιχνιδιάρικο τρόπο τη
μεγαλύτερη αδερφή μου, τη Λιβ. 'Οταν εγώ ήμουν δεκάξι, εκείνος μόλις είχε πάρει το πτυχίο του και είχε έρθει να μείνει μαζί μας ένα ολόκληρο καλοκαίρι, δουλεύοντας για τον πατέρα μου. Απέπνεε μια έντονη σεξουαλική αύρα, οπότε κι εγώ αποφάσισα να χαρίσω την παρθενιά μου σ' έναν πρωτάρη και άσχετο από την τάξη μου, απλώς για να ανακουφιστώ από τον οδυνηρό πόθο που μου προκαλούσε ο Γουίλ ως αρσενικό. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι η αδερφή μου τον είχε τουλάχιστον φιλήσει εξάλλου ο Γουίλ ήταν πολύ μεγάλος για μένα. Στη μοναξιά του δωματίου μου όμως, μέσα στον μυστικό χώρο της
καρδιάς μου, δεν φοβόμουν να παραδεχτώ ότι ο Γουίλ Σάμερ ήταν το πρώτο αγόρι που θέλησα να φιλήσω ποτέ, το πρώτο αγόρι που με έκανε, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, να γλιστρήσω το χέρι μου στο εσώρουχό μου και να τον φανταστώ μέσα στο σκοτάδι του δωματίου μου. Να φανταστώ το διαβολικό, σκανταλιάρικο χαμόγελό του και τα μαλλιά του που, ως συνήθως, έπεφταν πάνω απ' το δεξί του μάτι. Τα πανέμορφα μυώδη μπράτσα του και την ηλιοκαμένη επιδερμίδα του. Τα μακριά του δάχτυλα. Ακόμα και τη μικρή ουλή στο πιγούνι του.
Τα αγόρια της ηλικίας μου ακούγονταν εντελώς βαρετά και αδιάφορα στα αυτιά μου, ενώ η φωνή του Γουίλ ήταν βαθιά και ήρεμη. Το βλέμμα του ήταν υπομονετικό, γεμάτο κατανόηση. Τα χέρια του δεν ήταν ποτέ νευρικά ή αμήχανα συνήθως τα είχε χωμένα βαθιά στις τσέπες του. Όταν κοίταζε τα κορίτσια, έγλειφε τα χείλη του και ψιθύριζε διάφορα σχόλια με προκλητική αυτοπεποίθηση για το στήθος, τα πόδια και το στόμα τους. Ανοιγόκλεισα τα μάτια και κοίταξα τον Τζένσεν. Δεν ήμουν πια δεκάξι. Ήμουν είκοσι τεσσάρων και ο Γουίλ τριάντα
ενός. Τον είχα δει πριν από τέσσερα χρόνια στον -καταδικασμένο να αποτύχει- γάμο του Τζένσεν, και το ήρεμο, υπέροχο χαμόγελό του μου είχε φανεί ακόμα πιο έντονο, ακόμα πιο σαγηνευτικό. Τον είχα παρακολουθήσει μαγεμένη να τρυπώνει αθόρυβα σε μια γκαρνταρόμπα μαζί με δύο από τις παρανύφους της συζύγου του αδερφού μου. «Πάρ' τον τηλέφωνο», με παρότρυνε ο Τζένσεν, βγάζοντάς με από τις ονειροπολήσεις μου. «Έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια ισορροπία ανάμεσα στη δουλειά και στα προσωπικά του. Παρότι Νεοϋορκέζος, είναι καλό παιδί. Θέλω ν'
αρχίσεις απλώς... να βγαίνεις λίγο έξω, εντάξει; Ο Γουίλ θα σε φροντίσει.» Με το που άκουσα την τελευταία του φράση, προσπάθησα να καταπνίξω το ρίγος που ένιωσα ν' απλώνεται μεμιάς στο κορμί μου. Δεν ήμουν σίγουρη μέσα μου με ποιον τρόπο θα προτιμούσα να με φροντίσει ο Γουίλ: ήθελα να είναι απλώς ο φίλος του αδερφού μου που θα με βοηθούσε να μάθω να ζω τη ζωή μου πιο αρμονικά; Ή μήπως ήθελα να δω με τα μάτια μιας ενήλικης γυναίκας το αντικείμενο των πιο βρόμικων φα-ντασιώσεών μου; «Χάνα», επέμεινε ο μπαμπάς. «Ακόυσες τι σου είπε ο αδερφός σου;»
Ένας σερβιτόρος πέρασε από δίπλα μας με έναν δίσκο γεμάτο ποτήρια σαμπάνιας. Άφησα το άδειο ποτήρι μου και πήρα ένα καινούριο, γεμάτο. «Τον άκου-σα. Ναι, εντάξει... Θα τηλεφωνήσω στον Γουίλ.»