ΕΜΕΙΣ
Τίτλος πρωτοτύπου: МЫ Συγγραφέας: YEVGENY ZAMYATIN Μετάφραση από τα Αγγλικά: ΕΙΡΗΝΗ ΚΟΥΣΚΟΥΜΒΕΚΑΚΗ Επιέλεια ετάφρασης-Επίετρο: ΗΜΗΤΡΗΣ ΚΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Τυπογραφική διόρθωση-σελιδοποίηση: ΚΣΤΑΣ ΕΣΠΟΙΝΙΑΗΣ ISBN: 978-960-98834-5-0 ΕΚΟΣΕΙΣ-ΒΙΒΛΙΟΠΛΕΙΟ ΕΞΑΡΧΕΙΑ ΜΠΟΤΑΣΗ 5 210-3843319 Τ.Κ. 10682 Email:
[email protected] ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΙΑΘΕΣΗ: Μπόταση 5, τηλ.: 210-3843319
YEVGEΝY ZAMYATIN
ΕΜΕΙΣ Μετάφραση Ειρήνη Κουσκουβεκάκη Επιέλεια-Επίετρο ηήτρης Κωνσταντίνου
ΕΚΟΣΕΙΣ ΕΞΑΡΧΕΙΑ
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΠΡΤΗ
Ανακοίνωση Η Πιο Σοφή Γραή Ένα Επικό Ποίηα
Απλώς αντιγράφω εδώ, λέξη προς λέξη, ό,τι δηοσιεύθηκε σήερα στην Κρατική Εφηερίδα: «Σε 120 ηέρες από σήερα, θα αποπεΟΛΟΚΛΗΡΤΗ ρατωθεί η κατασκευή του . Βρισκόαστε κοντά στη εγάλη, την ιστορική ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ ώρα, κατά την οποία ο πρώτος θα απογειωθεί στο διάστηα. Πριν από χίλια χρόνια, οι ηρωικοί σας πρόγονοι υπέταξαν ολόκληρο τον πλανήτη Γη στο όνοα του Μονοκράτους. Είναι στο χέρι σας τώρα να πετύχετε ένα ακόη εγαλύτερο κατόρθωα: να
ολοκληρώσετε εξίσωση του διαστήατος έσωτην τουαόριστη γυάλινου, ηλεκτρικού, ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ.Είναιστοχέρισας φλεγόενου να βάλετε τον ευεργετικό ζυγό της λογικής στους λαιούς των αγνώστων όντων που κατοικούν σε άλλους πλανήτες και οι οποίοι ίσως να ζουν ακόη στην πρωτόγονη κατάσταση, γνωστή και ως ελευθερία. Εάν δεν κατανοήσουν ότι τους φέρνουε ια αθηατικά σί7
γουρη ευτυχία, έχουε την υποχρέωση να τους επιβάλουε να γίνουν ευτυχισένοι. Αλλά πριν πάρουε τα όπλα, ας προσπαθήσουε ε τα λόγια.Στο όνοα του Ευεργέτη, όλοι οι Αριθοί του Μονοκράτους ενηερώνονται ε το παρόν για τα ακόλουθα: Οποιοσδήποτε αισθάνεται ικανός καλείται να συγγράψει διατριβές, επικά ποιήατα, ανιφέστα, ωδές ή άλλες συνθέσεις ε θέα την οορφιά και το εγαλείο του Μονοκράτους. Αυτό θα είναι το πρώτο φορτίο που θα εταφέρειΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ ο . Ζήτω το Μονοκράτος! Ζήτω οι Αριθοί! Ζήτω ο Ευεργέτης!» Καθώς τα γράφω αυτά αισθάνοαι τα άγουλά ου να καίνε. Ναι, να ολοκληρώσουε την κολοσσιαία εξίσωση του διαστήατος. Ναι, να ισιώσουε την ανυπότακτη καπύλη, να την ευθυγραίσουε εφαπτοενικά, ασυπτωτικά, να την ισοπεδώσουε σε ια ευθύγραη γραή. Γιατί η γραή του Μονοκράτους είναι ια ευθεία. Η σπουδαία, θεϊκή, ακριβής, σοφή ευθεία γραή – η σοφότερη όλων των γραών… ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ Εγώ, ο D-503, κατασκευαστής του , είαι απλώς ένας από τους αθηατικούς του Μονοκράτους. Η πένα ου, συνηθισένη σε ψηφία, είναι ανίκανη να δηιουργήσει τη ελωδία της οοιοκαταληξίας και του ρυθού. εν θα επιδιώξω τίποτα παραπάνω από το να καταγράψω ό,τι 8
βλέπω, ό,τι σκέφτοαι – ή για να είαι πιο ακριβής ό,τι σκεΕΜΕΙΣ φτόαστε (σωστά, εείς· κι ας είναι αυτό ο τίτλος το αυτών των καταχωρήσεων). στόσο, αυτό το έργο θα είναι σίγουρα προϊόν της ζωής ας, της αθηατικά τέλειας ζωής του Μονοκράτους και, αν είναι έτσι, τότε δεν θα είναι ταυτόχρονα, ανεξάρτητα από τη δική ου επιθυία και τις ικανότητές ου, από όνο του ένα έπος; Το πιστεύω και το ξέρω ότι θα είναι. Καθώς τα γράφω αυτά, αισθάνοαι τα άγουλά ου να καίνε. Ίσως κάπως έτσι να αισθάνεται και ια γυναίκα όταν πρωτονιώθει έσα της τον παλό του νέου ικρού ατόου, ικροσκοπικού ακόη και τυφλού. Είαι ο εαυτός ου και ταυτόχρονα δεν είαι. Για τους επόενους ήνες πρέπει να το θρέψω ε τους δικούς ου χυούς, το δικό ου αία και ετά να το αποσπάσω οδυνηρά από πάνω ου και να το αποθέσω στα πόδια του Μονοκράτους. Αλλά είαι έτοιος. Όπως όλοι ας, ή σχεδόν όλοι ας. Είαι έτοιος.
9
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΥΤΕΡΗ
Μπαλέτο Τετράγωνη Αρονία Χ
Είναι άνοιξη. Ο αέρας, πέρα από το Πράσινο Τείχος, από τις ακρινές, άγριες πεδιάδες που δεν πορούε καν να δούε, φέρνει τη γλυκιά κίτρινη γύρη ενός λουλουδιού. Η γλυκιά αυτή γύρη σού ξεραίνει τα χείλη –ενώ εσύ τα γλύφεις συνεχώς ε τη γλώσσα σου– και κάθε γυναίκα που συναντάς (και κάθε άντρας φυσικά) πρέπει να έχει τέτοια γλυκά χείλη. Το γεγονός αυτό παρεβάλλεται κάπως ε τη ροή της λογικής σκέψης. Μα αυτός ο ουρανός! Μπλε, ακηλίδωτος από σύννεφα – πόσο πρωτόγονα πρέπει να ήταν τα γούστα των αρχαίων, των οποίων οι ποιητές αντλούσαν έπνευση απ’ αυτούς τους αλλόκοτους,ακατάστατουςόγκους υγρασίας,πουανόητα σπρώχνουν οέναςτονάλλον!Εγώαγαπώ–καιείαισίγουροςότιέχωδίκιο αν πω Εείς αγαπάε– όνο έναν ουρανό σανόλος το σηερινό: αποστειρωένο και άσπιλο. Κάτι τέτοιες έρες ο κόσος οιάζει να έχει πλαστεί από το ίδιο ακίνητο και αιώνιο γυαλί του Πράσινου Τείχους, όπως όλες οι κατασκευές ας. Κάτι τέτοιες έρες πορείς να κοιτάξεις έσα στο βαθύ πλε των πραγάτων και να δεις έτσι άγνωστες, εκπληκτικές εξισώσεις – στα πιο συνηθισένα, στα πιο καθηερινά αντικείενα. Για παράδειγα, σήερα το πρωί ήουν στο υπόστεγο ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ όπου κατασκευάζεται ο και ξαφνικά παρατή10
ρησα τον εξοπλισό: οι βαλβίδες ρύθισης περιστρέφονταν ανύποπτες, ε τα άτια κλειστά, οι ανιβέλες έλαπαν και λύγιζαν αριστερά και δεξιά, η δοκός εξισορρόπησης ανεβοκατέβαζε περήφανα τους ώους της, το άκρο της ηχανής εγχάραξης δούλευε στο ρυθό ιας ανήκουστης ουσικής. Ξαφνικά, είδα όλη την οορφιά αυτού του εγαλειώδους ηχανικού παλέτου, υπό το φως του αξιολάτρευτου, γαλανόχρωου ήλιου. Μα γιατί –συνέχισαν οι σκέψεις ου– γιατί είναι όορφο; Γιατί είναι ο χορός αυτός όορφος; Απάντηση: Επειδή είναι ια η ελεύθερη κίνηση , γιατί όλη η θεελιώδης αξία του χορού βρίσκεται ακριβώς στην αισθητική του υποταγή, στην ιδανική έλλειψη ελευθερίας. Και αν είναι αλήθεια ότι οι πρόγονοί ας παραδίνοντ αν στο χορό κατά τις πιο εκστατικές στιγές της ζωής τους (θρησκευτικά υστήρια, στρατιωτικές παρελάσεις), τότε αυτό πορεί να σηαίνει ένα όνο πράγα: Ότι το ένστικτο της η ελευθερίας ήταν ανέκαθεν ένα οργανικό στοιχείο του ανθρώπου και ότι εείς, στην παρούσα ζωή ας, όνο συνειδητά… Πρέπει να το τελειώσω αυτό αργότερα. Μόλις άνοιξε η οθόνη ταγια άτια ου: είναι φυσικά η Ο-90.διεπικοινωνίας. Σε ισό λεπτό θαΣήκωσα είναι εδώ να πάε τον περίπατό ας. Αγαπηένη Ο! Πάντα πίστευα ότι οιάζει ε τ’ όνοά της: γύρω στα 10 εκατοστά πιο κοντή από το Μητρικό Μοντέλο κι εποένως κάπως στρογγυλή, ε το ρόδινο Ο του στόατός της, που ανοίγει να υποδεχθεί κάθε λέξη ου! Κι επίσης, ε κάτι κυκλικές, φουσκωένες πτυχές στον καρπό της, όπως των παιδιών. 11
Όταν πήκε έσα, ο τροχός της λογικής ου βούιζε ακόη εντός ου και άρχισα να της ιλάω, λόγω αδράνειας, για τη φόρουλα που όλις ανακάλυψα – αυτή που περιέχει εάς, τιςείναι ηχανές και το χορό. «εν υπέροχο;», ρώτησα. « Ναι, είναι υπέροχα. Είναι άνοιξη». Η Ο-90 ού χάρισε ένα ρόδινο χαόγελο. Ορίστε. εν το περιένατε; Άνοιξη. Βρέθηκε αέσως στην άνοιξη. Γυναίκες. εν είπα λέξη. Κατεβήκαε. Η λεωφόρος ήταν γεάτη. Όταν ο καιρός είναι έτσι, κάνουε συνήθως άλλον έναν περίπατο κατά την Προσωπική Ώρα ετά το εσηεριανό. ς συνήθως, όλοι οι αυλοί από το Εργοστάσιο Μουσικής έπαιζαν το Εβατήριο του Μονοκράτους. Οι Αριθοί βάδιζαν ε στρατιωτικό βήα σε άψογους στοίχους των τεσσάρων – εκατοντάδες και χιλιά1 δες Αριθοί ε τις γαλανόχρωες καιγιούνι το χρυσό σήα στο στήθος ε τον κρατικό αριθό του καθενός. Κι εγώ ή, άλλον, εείς οι τέσσερις ήασταν ένα από τα αναρίθητα κύατα εκείνης της εγάλης πληύρας. Η Ο-90 ήταν στ’ αριστερά ου (εάν πριν από χίλια χρόνια το έγραφε αυτό κάποιος τριχωτός πρόγονός ου, θα τηνδεξιά περιέγραφε πιθανόν ε την αστεία φράση «δική ου»), στα ου ήταν δύο Αριθοί που δεν γνώριζα, ια γυναίκα κι ένας άντρας. Ευλογηένος πλε ουρανός, ικροί ήλιοι σε κάθε σήα, πρόσωπα απαλλαγένα από την τρέλα της σκέψης. Οι ακτίνες, βλέπεις. Όλα φτιαγέν α από κάποιου είδους οοιόορφο, ακτινοβόλο, χαογελαστό υλικό. Και ο ρυθ1
Πιθανώς, από την αρχαία λέξη uniform. 12
ός του προύντζου: Τα-ρα-τα-τα. Τα-ρα-τα-τα. Μπρούντζινα σκαλοπάτια που λάπουν στον ήλιο. Κάθε βήα σε τραβάει όλο και ψηλότερα έσα στο πλε που σε ζαλίζει… Τότε είδα πάντα, ακριβώς πρωί στο υπόστεγο, σαν ναξανά ήταντα η πρώτη φορά στηόπως ζωή το ου: Τους αετάβλητους ευθείς δρόους, το αστραφτερό γυαλίτωνπεζοδροίων, τιςυπέροχεςπαράλληλες σωληνώσεις τωνδιάφανων κατοικιών, την τετράγωνη αρονία των γκριζογάλανων στοίχων ας. Και τότε αισθάνθηκα ότι εγώ –όχι γενεές ανθρώπων, αλλά εγώ προσωπικά– είχα υποτάξει τον παλιό Θεό και την παλιά ζωή, εγώ ο ίδιος τα δηιούργησα όλα αυτά και αισθάνοαι σαν ένας πύργος, φοβάαι να κουνήσω τον αγκώνα ου για να η συντρίψω τους τοίχους, τους θόλους, τις ηχανές… Τότε ήρθε ια στιγή, ένα άλα διαέσου των αιώνων από το συν στο πλην. Θυήθηκα (προφανώς, συσχέτιση εξ αντιθέσεως), θυήθηκα ξαφνικά την εικόνα που είχα δει σ’ ένα ουσείο: ια από τις λεωφόρους που είχαν τότε, πριν από είκοσι αιώνες – ένας εκθαβωτικά φανταχτερός, περδεένος συνωστισός ανθρώπων, τροχών, ζώων, τοιχοκολλήσεων, δέντρων, χρωάτων, πουλιών… Και λένε ότι πραγατικά ήταν έτσι. Μπορούσε να είναι έτσι. Όλα τόσο ανόητα, ώστε δεν πόρεσα ναου ηνφάνηκαν ξεσπάσω στααπίθανα, γέλια. τόσο Ξαφνικά ακούστηκε ια ηχώ, ένα γέλιο από τα δεξιά. Γύρισα. Μπροστά στα άτια ου είδα κάτι δόντια –λευκά, ασυνήθιστα λευκά, αιχηρά δόντια– και το πρόσωπο ιας γυναίκας που δεν γνώριζα. «Συγνώη», είπε, αλλά κοιτούσατε τα πάντα γύρω σας ε τέτοιον τρόπο, σαν να ήσασταν κάποιος θεός από το ύθο για την έβδοη έρα της δηιουργίας. Νοίζω ότι πιστεύετε 13
πως έχετε δηιουργήσει κι εένα την ίδια – εσείς και κανείς άλλος. Είαι πολύ κολακευένη». Όλα αυτά ’ ένα πρόσωπο ανέκφραστο. Μ’ ένα είδος σεβασού θα έλεγα (ίσως ότι είαι ο κατασκευαστής του ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ ). Αλλά δενγνωρίζει ξέρω… Υπήρχε κάτι στα άτια της ή στα φρύδια της, ένα παράξενο και εκνευριστικό Χ που δεν πορούσα να καταλάβω, κάτι που δεν πορούσα να εκφράσω ε αριθούς. Για κάποιο λόγο αυτό ου προκάλεσε αηχανία και λίγη σύγχυση, και προσπάθησα να βρω ια λογική εξήγηση για το γέλιο ου. «Ήταν απόλυτα σαφές», είπα, «ότι αυτή η αντίθεση, το αγεφύρωτο χάσα εταξύ του σήερα και του τότε…» «Αγεφύρωτο; Μα γιατί; (Τι λευκά δόντια!) Θα πορούσατε να χτίσετε ια ικρή γέφυρα πάνω στο χάσα. Απλώς φαντασθείτε: ένα τύπανο, τάγατα, στοίχοι, τα είχαν και τότε όλα αυτά. Εποένως…» «Καλά, ναι, σ’ αυτό έχετε δίκιο», φώναξα. (Αυτό ήταν ένα εκπληκτικό δείγα διανοητικής σύγκλισης, είπε σχεδόν ε τα ίδια λόγια αυτό που έγραφα πριν τον περίπατο.) οι σκέψεις. αυτό γιατί κανείς ένας αλλάΑκόα ένας απόκαι δεν «Βλέπετε; είναι . Είαστε τόσοΚαι όοιοι…» «Είστε σίγουρος;», είπε. Είδα την οξεία γωνία που σχηάτιζαν τα φρύδια της καθώς τα ανασήκωσε προς τους κροτάφους της – σαν τα κοφτερά κέρατα του Χ και για κάποιο λόγο βρέθηκα πάλι σ’ αηχανία. Κοίταξα στα δεξιά, στα αριστερά και… Αυτή ήταν στα δεξιά ου – λεπτοκαωένη, οξύνους, σκληρή και εύκαπτη σαν αστίγιο: Ι-330 (τώρα είδα τον 14
αριθό της). Στ’ αριστερά ου ήταν η Ο, εντελώς διαφορετική, ολοστρόγγυλη, ε τη ωρουδίστικη πτυχή στο χέρι της. Στην άκρη του στοίχου ας ήταν ένας αρσενικός Αριθός που δεν γνώριζα. Περίεργος, καπύλωνε σε δύο σηεία, σαν το γράα S. Ήασταν όλοι διαφορετικοί… Αυτή στα δεξιά ου, η Ι-330, πρέπει να πρόσεξε το αναστατωένο ου βλέα. «Ναι… κρία!», είπε αναστενάζοντας. Αυτό το «κρία» ήταν χωρίς αφιβολία απόλυτα επιβεβληένο. Αλλά, πάλι, υπήρχε κάτι στο πρόσωπό της ή στη φωνή της… Γι’ αυτό κι εγώ είπα ξαφνικά, ’ έναν τρόπο που δεν ου ταίριαζε καθόλου: «Τίποτα δεν κρία είναι . Η επιστήη προοδεύει και είναι σαφές ότι ίσως όχι αέσως αλλά σε πενήντα ή εκατό χρόνια…» «Ακόη και οι ύτες όλων…» «Ναι, οι ύτες!», σχεδόν κραύγασα. «Από τη στιγή που υπάρχει κάποια αιτία ζήλιας… ασχέτως ποια. Από τη στιγή που εγώ έχω ικρή ύτη και κάποιος άλλος έχει…» «Λοιπόν, όσον αφορά αυτό, η δική σας ύτη είναι σχετικά κλασσική όπως θα έλεγαν τα παλιά χρόνια. χέρια σας… ,Μα, ελάτε τώρα, δείξτε ου, δείξτε Αλλά ου τατα χέρια σας!» εν αντέχω να κοιτάνε οι άλλοι τα χέρια ου. Είναι τριχωτά και πλαδαρά, κάποιο είδος ηλίθιου αταβισού. Τέντωσα τα χέρια ου και είπα ε όσο το δυνατόν πιο σταθερή φωνή πορούσα: «Χέρια πιθήκου». Κοίταξε πρώτα τα χέρια ου και ετά το πρόσωπό ου. «Ναι, διακρίνω ια ιδιόορφη αρονία». Με ζύγισε ε 15
τα άτια της και για άλλη ια φορά τα φρύδια της φάνηκαν σαν κέρατα. «Είναι εγγεγραένος σε ένα», είπε η Ο-90 ε το ρόδινοΘα χαόγελό της. ήταν καλύτερα να ην έλεγε τίποτα φυσικά, αυτό ήταν εντελώς άσχετο. Εξάλλου, η αγαπηένη Ο είναι γενικά –πώς να το πω– η γλώσσα της δεν είναι ρυθισένη στη σωστή ταχύτητα. Οι κ.α.δ. (κινήσεις ανά δευτερόλεπτο) της γλώσσας πρέπει πάντα να είναι λιγότερες από τις κ.α.δ. της σκέψης, ποτέ αντιστρόφως. Στο τέλος της λεωφόρου, το ρολόι του Πύργου Συσσώρευσης χτύπησε 17:00. Η Προσωπική Ώρα είχε τελειώσει. Η Ι-330 αποακρυνόταν αζί ’ αυτόν τον αρσενικό Αριθό σε σχήα S. Το πρόσωπό του ήταν απ’ αυτά που επνέουν σεβασό και τότε συνειδητοποίησα ότι ου ήταν άλλον γνώριο. Κάπου τον είχα ξανασυναντήσει, αλλά δεν πορώ να θυηθώ πού. Καθώς έφευγε, η Ι-330 ού χαογέλασε ε τον ίδιο χιαστό τρόπο και είπε: «Περάστε να ε δείτε εθαύριο στο αφιθέατρο 112». Ανασήκωσα τους ώους και είπα: «Εάν πάρω την εντολή για το αφιθέατρο που αναφέρετε…» Με ια περίεργη σιγουριά είπε: «Θα την πάρετε». Αυτή η γυναίκα ’ εκνεύριζε τόσο όσο ένας παράλογος συντελεστής που χώνεται τυχαία έσα στην εξίσωσή σου και δεν απλοποιείται. Χάρηκα που έεινα όνος ε την αγαπηένη Ο, έστω και για λίγο. ιασχίσαε χέρι-χέρι τέσσερις σειρές λεωφόρων. Στη γωνία, αυτή έπρεπε να πάει δεξιά, εγώ αριστερά. 16
«Θα ήθελα πολύ να ερχόουν σπίτι σας σήερα και να κατεβάζαε τις γρίλιες. Σήερα, αυτή τη στιγή», είπε η Ο και ε κοίταξε ντροπαλά ε τα στρογγυλά, κρυστάλλινα γαλάζια άτια Είναι ιατης. αστεία κοπέλα. Αλλά τι πορούσα να της πω; Ήταν αζί ου όλις χθες και ξέρει τόσο καλά όσο κι εγώ ότι η επόενη Ηέρα Συνουσίας για ας είναι εθαύριο. Πρόκειται απλώς για ια ακόη περίπτωση της σκέψης που προπορεύεται, σαν τη σπίθα που ανάβει πολύ νωρίς στην ανάφλεξη ιας ηχανής και πορεί συχνά να προκαλέσει προβλήατα. Τη φίλησα δύο φορές καθώς λέγαε αντίο –όχι, ας πω την αλήθεια– τρεις φορές, σ’ αυτά τα υπέροχα γαλάζια άτια της, που δεν τα σκοτεινιάζει το παραικρό σύννεφο.
17
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΡΙΤΗ
Σακάκι Τείχος Το Τραπέζι
Ξαναδιάβασα αυτά που έγραψα χθες και βλέπω ότι δεν είναι όσο ξεκάθαρα θα έπρεπε. Είναι, βέβαια, απόλυτα ξεκάθαρα για ας. Αλλά ποιος ξέρει; Ίσως εσείς, άγνωστοι άνθρωποι, που θα σας φέρει ο ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ τις σηειώσεις ου, ίσως να έχετε διαβάσει το εγάλο βιβλίο του πολιτισού όνο έχρι τη σελίδα που έφτασαν οι πρόγονοί ας, πριν από 900 χρόνια. Ίσως να ην ξέρετε ακόη και τα βασικά, όπως τον Πίνακα ρών, τις Προσωπικές Ώρες, το Μητρικό Μοντέλο, το Πράσινο Τείχος, τον Ευεργέτη. Μου φαίνεται αστείο και ταυτόχρονα πολύ δύσκολο να ιλήσω για όλα αυτά. Είναι σαν ένας συγγραφέας του 20ού αιώνα, για παράδειγα, να έπρεπε να εξηγήσει στο υθιστόρηά του τι εννοούσε ε τις λέξεις «σακάκι», «διαέρισα» ή «σύζυγος». Επιπλέον, αν το υθιστόρηά του εταφραζόταν για πρωτόγονους, δεν θα πορούσε να γράψει «σακάκι» χωρίς να βάλει ια υποσηείωση. Είαι σίγουρος ότι ο πρωτόγονος θα έβλεπε τη λέξη «σακάκι» και θα σκεφτόταν: «Σε τι χρησιεύει αυτό; Απλώς ένα ακόη πράγα που πρέπει να κουβαλάς». Φαντάζοαι ότι κι εσείς θα ε κοιτάτε ε τον ίδιο τρόπο, όταν σας λέω ότι κανένας από εάς δεν έχει βγει έξω από το Πράσινο Τείχος, ετά τον ιακοσαετή Πόλεο. 18
στόσο, αγαπητοί ου αναγνώστες, πρέπει να σκεφτείτε λίγο. Βοηθάει αρκετά. Γιατί, ξέρετε, όλη η ανθρώπινη ιστορία, από τότε που τη γνωρίζουε, είναι ιστορία ετακίνησης νοαδικό τρόπο ζωής προς ένα σταδιακά πιο όνιο.από εν τον συνεπάγεται, εποένως, ότι ο περισσότερο όνιος τρόπος ζωής (ο δικός ας) είναι κι ο τελειότερος (δηλαδή ο δικός ας); Οι άνθρωποι περιπλανιόνταν από τη ια άκρη της γης στην άλλη όνο κατά τα προϊστορικά χρόνια, όταν υπήρχαν έθνη, πόλεοι, επόριο και ανακάλυψη της ιας και της άλλης Αερικής. Αλλά, γιατί να το κάνουε τώρα; Σε τι χρησιεύει; Παραδέχοαι ότι οι άνθρωποι δεν κατέληξαν στον πιο όνιο τρόπο ζωής από τη ια έρα στην άλλη και χωρίς προβλήατα. Όταν όλοι οι δρόοι καταστράφηκαν από το ιακοσαετή Πόλεο και καλύφτηκαν ε χόρτα, εκείνο το πρώτο διάστηα ήταν πολύ δύσκολο να ζεις σε πόλεις αποκοένες εταξύ τους από τις πράσινες ζούγκλες. Αλλά, και τι έγινε; Όταν έπεσε η ουρά από τον άνθρωπο, του πήρε σίγουρα λίγο χρόνο έχρι να άθει να διώχνει τις ύγες χωρίς αυτή. εν αφισβητώ ότι τον πρώτο καιρό ίσως και να του έλειπε. Αλλά τώρα; Μπορείτε να φανταστείτε ε ουρά; Ή φαντάζεστε τον εαυτό σας γυνότον στοεαυτό δρόο,σας χωρίς το «σακάκι» σας; (Ίσως ακόη να περιφέρεστε ε «σακάκια».) Είναι ακριβώς το ίδιο: εν πορώ να φανταστώ ια πόλη που να ην είναι περιτοιχισένη από Πράσινο Τείχος. εν πορώ να φανταστώ ια ζωή που να ην είναι ενδεδυένη ε την αριθητική τήβεννο του Πίνακα. Ο Πίνακας –αυτή τη στιγή ακριβώς, βλέπω από τον τοίχο του δωατίου ου τους πορφυρούς δείκτες πάνω στη 19
χρυσή βάση τους να ε κοιτάζουν κατάατα ε αυστηρότητα και τρυφερότητα αζί. Άθελά ου, σκέφτηκα αυτό που οι αρχαίοι αποκαλούσαν «εικόνα» κι αισθάνοαι ότι θέλω να συνθέσω έναΑχ, ποίηα ιαείαι προσευχή (που είναι άλλον τοόπως ίδιο πράγα). γιατίήδεν ποιητής, για να σε υνήσω σου αρόζει; Μεγάλε Πίνακα, καρδιά και παλέ του Μονοκράτους! Όλοι ας, όταν ήασταν αθητές (κι εσείς το ίδιο φαντάζοαι), διαβάζαε τα σηαντικότερα συγγράατα της αρχαίας λογοτεχνίας που είχαν φτάσει έχρι εάς: το ρολόγιο Πρόγραα των Σιδηροδρόων. Αλλά ακόη κι αυτό, δίπλα στον Πίνακά ας, είναι γραφίτης δίπλα σε διαάντι. Είναι και τα δύο άνθρακες, αλλά πόσο αιώνιο, διάφανο και λαπερό είναι το διαάντι! Ποιος δεν κρατάει την ανάσα του, όταν ξεφυλλίζει το ρολόγιο Πρόγραα των Σιδηροδρόων; στόσο, ο Πίνακας των ρών ετατρέπει τον καθένα ας σε ατσαλένιο, τριαξονικό επικό ήρωα. Κάθε πρωί, ε τριαξονική ακρίβεια, την ίδια ώρα ακριβώς και το ίδιο λεπτό, σηκωνόαστε, εκατούρια από εάς σαν ένας. Την ίδια ώρα ακριβώς, εκατούρια από εάς σαν ένας, αρχίζουε τη δουλειά. Αργότερα, σαν ένας, Καιδευτερόλετότε, σαν ένα σώα εεκατούρια εκατούρια χέρια, τοσταατάε. ίδιο ακριβώς πτο, σύφωνα ε τον Πίνακα, σηκώνουε το κουτάλι στα χείλη ας. Και το ίδιο ακριβώς δευτερόλεπτο πάε για περίπατο, ετά στο αφιθέατρο, στον προθάλαο για τις ασκήσεις Τέιλορ και τέλος στο κρεβάτι. Θα είαι απόλυτα ειλικρινής αζί σας: Ακόα κι εείς δεν έχουε λύσει έχρι τώρα το πρόβληα της ευτυχίας 100. ύο φορές την ηέρα –από τις 16:00 ώς τις 17:00 και 20
ξανά από τις 21:00 έχρι τις 22:00– ο ενιαίος, εγαλοπρεπής οργανισός διασπάται στα ξεχωριστά του κύτταρα. Είναι οι Προσωπικές Ώρες, όπως προβλέπονται από τον Πίνακα. Τις αυτές θα δεις στα δωάτιά ε τις γρίλιεςώρες κατεβασένες απόκάποιους σενότητα, άλλους να τους περπατάνε στη λεωφόρο σε βηατισό ε τον προύντζινο ρυθό του Εβατηρίου, άλλους να είναι, όπως εγώ τώρα, καθισένοι στα γραφεία τους. Πιστεύω, όως, ακράδαντα –ας ε πουν ιδεαλιστή ή ονειροπόλο– πιστεύω πως αργά ή γρήγορα, κάποια έρα, θα καταφέρουε να εισαγάγουε και τις Προσωπικές Ώρες έσα στη γενική φόρουλα. Κάποια έρα και τα 86.000 δευτερόλεπτα θα είναι έσα στον Πίνακα των ρών. Έχω ακούσει κι έχω διαβάσει διάφορα απίστευτα πράγατα για την εποχή εκείνη που οι άνθρωποι ζούσαν ακόη στην ελευθερία, σε αποδιοργανωένη αγριότητα δηλαδή. Αλλά το πιο απίστευτο απ’ όλα ήταν για ένα το πώς η κυβερνητική εξουσία της εποχής, ακόη και σε εβρυακή κατάσταση, επέτρεπε να ζουν οι άνθρωποι χωρίς κάτι που να οιάζει στον Πίνακά ας, χωρίς υποχρεωτικούς περιπάτους, χωρίς προγραατισένα γεύατα, και τους άφηνε να ξυπνάνε και να κοιούνται όποτε ότι ήθελαν οι ίδιοι. Κάποιοι ιστορικοί ζουν, άλιστα, εκείνη την εποχή οι λάπες τωνυποστηρίδρόων ήταν αναένες όλη τη νύχτα και πολλοί άνθρωποι περπατούσαν κι οδηγούσαν στους δρόους ολόκληρη τη νύχτα. Αυτό για ένα είναι εντελώς απίστευτο. Ανεξάρτητα από το πόσο υπανάπτυκτη ήταν η δύναη της λογικής τους, δεν πορεί να ην καταλάβαιναν ότι το να ζεις έτσι ήταν σκέτη δολοφονία, υπέρτατο έγκληα – απλώς ήταν αργή, σταδιακή δολοφονία. Η κυβέρνηση (ή ο ανθρωπισός) απαγόρευε τη θα21
νατική ποινή για έναν άνθρωπο, αλλά επέτρεπε τη σταδιακή δολοφονία εκατουρίων. Το να σκοτώσεις κάποιον –δηλαδή ν’ αφαιρέσεις 50 χρόνια από το άθροισα όλων των ανθρώπινων ζωών– ήταν έγκληα, αλλά το ν’ αφαιρέσεις από το άθροισα όλων των ανθρώπινων ζωών 50.000.000 χρόνια δεν ήταν έγκληα! Όχι, σοβαρά, δεν ήταν αστείο; Σήερα, αυτό το πρόβληα των ηθικών αθηατικών θα λυνόταν έσα σε ισό λεπτό από οποιοδήποτε δεκάχρονο Αριθό, αλλά εκείνοι δεν πορούσαν να το λύσουν. Όλοι οι Καντ τους αζί δεν πορούσαν να το λύσουν (γιατί ποτέ δεν σκέφτηκε κάποιος από τους Καντ να κατασκευάσει ένα σύστηα επιστηονικής ηθικής – δηλαδή βασισένο στην αφαίρεση, την πρόσθεση, τη διαίρεση και τον πολλαπλασιασό). Και επιπλέον, δεν ήταν εντελώς παράλογο ότι η κυβέρνηση (είχε το θράσος να αυτοαποκαλείται κυβέρνηση) επέτρεπε τη διεξαγωγή της σεξουαλικής ζωής χωρίς τον παραικρό έλεγχο; Όσο συχνά, ε όποιον και όσο πολύ επιθυούσε ο καθένας… Εντελώς αντιεπιστηονικό, σαν τα ζώα. Κι εντελώς τυφλά, σαν τα ζώα, γεννούσαν παιδιά. εν είναι αστείο να γνωρίζεις κηπουρική, πτηνοτροφία, ιχθυοκαλλιέργεια, ακριβείς αναφορές είχαν αυτές τιςτης γνώσεις) και να(έχουε ην πορείς να φτάσεις στοότι τελευταίο σκαλί λογικής βαθίδας, στην παραγωγή παιδιών; Να ην πορείς να φτάσεις σε κάτι σαν το Μητρικό ή το Πατρικό Μοντέλο ας; Είναι τόσο αστείο, τόσο απίθανο, που ενώ το γράφω φοβάαι πως όταν το διαβάσετε, άγνωστοί ου αναγνώστες, θα νοίζετε ότι σας κάνω κάποιο κακόγουστο αστείο. Μπορεί να πιστέψετε ξαφνικά ότι σας κοροϊδεύω και ότι ε σοβαροφάνεια σας λέω τις εγαλύτερες ανοησίες. 22
στόσο, καταρχάς, δεν πορώ να κάνω αστεία – το εξ’ ορισού τίηα κάθε αστείου είναι το ψέα. Κι επιπλέον, η Επιστήη του Μονοκράτους δηλώνει ότι η ζωή των αρχαίων ήταν ακριβώς όπως σας τηνπώς περιγράφω, και Αυτή δεν πορεί να κάνειέτσι λάθος. Εξάλλου, θα πορούσε ν’ αναπτυχθεί η κυβερνητική λογική, αφού οι άνθρωποι ζούσαν στην κατάσταση που αποκαλείται ελευθερία – δηλαδή σαν κτήνη, σαν αϊούδες, σαν βόδια; Τι θα πορούσατε να περιένετε απ’ αυτούς, αφού ακόη και στις έρες ας ακούε, έστω και πολύ σπάνια, να έρχεται από ακριά, από το τριχωτό παρελθόν, ια άγρια, πιθηκόορφη ηχώ; Ευτυχώς, πολύ σπάνια. Αυτές δεν είναι τίποτα περισσότερο από κάποιες τυχαίες λεπτοέρειες. ιορθώνονται εύκολα χωρίς να διακοπεί η εγάλη, αιώνια εξέλιξη της όλης Μηχανής. Και για το ξεσκαρτάρισ α ορισένων στραβών βιδών έχουε το βαρύ, επιδέξιο χέρι του Ευεργέτη, έχουε το πεπειραένο βλέα των Φρουρών. Τώρα που το σκέφτοαι, αυτό ου φέρνει στο υαλό εκείνον τον Αριθό χθες ε τη διπλή καπύλη, σαν S. Νοίζω ότι τον είδα κάποτε να βγαίνει από το Τήα των Φρουρών. Τώρα καταλαβαίνω γιατί είχα έναν υποσυνείδητο γι’ αυτόν και γιατί ένιωσα τόσο περίεργα που εκείνη σεβασό η παράξενη Ι-330, στην παρουσία του… Πρέπει να οολογήσω ότι η Ι-330… Να το κουδούνι του ύπνου. Είναι 22:30. Τα λέε αύριο.
23
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Πρωτόγονος ε Βαρόετρο Επιληψία Αν
Μέχρι αυτή τη στιγή, όλα στη ζωή ου ήταν καθαρά (και δεν έχω την παραικρή εροληψία υπέρ της λέξης «καθαρά»), όως σήερα… δεν καταλαβαίνω. Πρώτον: Πήρα πράγατι την εντολή να πάω στο συγκεκριένο αφιθέατρο 112, ακριβώς όπως το είχε πει αυτή. Αν και η πιθανότητα ήταν γύρω στο: 1.500/10.000.000=3/20.000 1.500 είναι ο αριθός των αφιθέατρων και 10.000.000 το πλήθος των Αριθών. εύτερον: Ίσως είναι καλύτερα, όως, να πάρω τα πράγατα ε τη σειρά τους. Το αφιθέατρο. Ένα τεράστιο, ηλιόλουστο ηισφαίριο αποτελούενο από συπαγή, γυάλινα τήατα. Κυκλικές σειρές από ευγενικά, σφαιρικά, φρεσκοξυρισένα κεφάλια. Κοίταξα τριγύρω ε ια ελαφριά ταχυκαρδία. Νοίζω ότι αναζητούσα την εικόνα των ρόδινων ηικυκλικών χειλιών της αγαπηένης ου Ο να λάπει πάνω από τα πλε κύατα των γιούνι. Να… τα κάτασπρα, αστραφτερά δόντια κάποιου… αλλά όχι, όχι τα δικά της. Η Ο θα ερχόταν εκείνο το βράδυ στις 21:00 στο δωάτιοό ου – ήταν λοιπόν απόλυτα φυσιολογικό που ήθελα να τη δω εκεί. 24
Το κουδούνι. Σηκωθήκαε και τραγουδήσαε το Εβατήριο του Μονοκράτους και στην εξέδρα εφανίστηκε ένας φωνοδιαλέκτης, αστραφτερός λόγω της εξυπνάδας και του χρυσού εγαφώνου του.Πρόσφατα οι αρχαιολόγοι ας ξέ«Αξιότιοι Αριθοί! θαψαν ένα βιβλίο του 20ού αιώνα. Ο συγγραφέας αφηγείται ειρωνικά την ιστορία του πρωτόγονου και του βαρόετρου. Ένας πρωτόγονος παρατήρησε ότι κάθε φορά που το βαρόβροχή, πράγατι έβρεχε. Και, έκτοτε, όταν ο ετρο έδειχνε πρωτόγονος ήθελε να βρέξει αφαιρούσε ορισένη ποσότητα υδραργύρου, ώστε το βαρόετρο να δείχνει βροχή. (Η οθόνη έδειξε έναν πρωτόγονο καλυένο ε φτερά ν’ αφαιρεί λίγο υδράργυρο – γενικό γέλιο.) Γελάτε. εν νοίζετε, όως, ότι και ο Ευρωπαίος εκείνης της εποχής ήταν για γέλια; Ακριβώς όπως και ο πρωτόγονος, ο Ευρωπαίος ήθελε επίσης «βροχή». Αλλά Βροχήε κεφαλαίο Β, αλγεβρική Βροχή . Στεκόταν, όως, προστά από το βαρόετρο σαν βρεγένη γάτα. Τουλάχιστον ο πρωτόγονος είχε περισσότερη τόλη, περισσότερη ενέργεια και περισσότερη –αν και πρωτόγονος– λογική. Κατάφερε να συνδέσει την αιτία ε το αποτέλεσα. Όταν αφαιρούσε εκείνον τον υδράργυρο, έκανε το πρώτο βήα της σπουδαίας διαδροής προς…» Αλλά σ’ εκείνο το σηείο (επαναλαβάνω: γράφω ακριβώς ό,τι έγινε, χωρίς καία παράλειψη) έγινα αδιαπέραστος στο ζωογόνο ρεύα που ξεχυνόταν από το εγάφωνο. Ξαφνικά καταλήφθηκα από το συναίσθηα ότι δεν έπρεπε να έχω έρθει. (Γιατί «δεν έπρεπε»; Πώς «άσκοπα» και πώς θα πορούσα να ην είχα έρθει από τη στιγή που είχα πάρει την εντολή;) Ξαφνικά όλα ου φάνηκαν άδεια, ένα άδειο κέλυφος. 25
Και κατάφερα να επανακτήσω την προσοχή ου, όταν ο φωνοδιαλέκτης είχε επιστρέψει στο αρχικό του θέα: τη ουσική ας, τη αθηατική σύνθεση (ο αθηατικός είναι η αιτία, η εφεύρεσης ουσική το του αποτέλεσα), την περιγραφή της πρόσφατης ουσικόετρου. «…Γυρνώντας απλώς τη χειρολαβή, οποιοσδήποτε από σας πορεί να παράγει τρεις σονάτες την ώρα. Απλώς σκεφτείτε πόση προσπάθεια κατέβαλλαν γι’ αυτό οι πρόγονοί σας! Μπορούσαν να δηιουργήσουν όνο αφού αστίγωναν τον εαυτό τους ε επιθέσεις «έπνευσης» – κάποια άγνωστη ορφή επιληψίας. Κι έχω εδώ, για σας, ένα πολύ διασκεδαστικό παράδειγα αυτού που κέρδιζαν για τον κόπο τους – τη ουσική του Σκριάπιν, 20ός αιώνας. Αυτό το αύρο κουτί (ια κουρτίνα είχε τραβηχτεί στη σκηνή, φανερώνοντας το αρχαίο τους όργανο), αυτό το αύρο κουτί λέγεται «Βασιλικό πιάνο ε ουρά», και αποτελεί απλώς άλλη ια απόδειξη –αν και δεν την χρειαζόασταν– του βαθού στον οποίο ολόκληρη η ουσική τους…» Και τότε… έχασα πάλι τη ροή, ίσως επειδή… Όχι, θα είαι ειλικρινής… επειδή αυτή, η Ι-330, κινήθηκε προς το «Βασιλικό». Πρέπει απλώς να ξαφνιάστηκα από την ξαφνική της εφάνιση στη σκηνή. Φορούσε ένα από εκείνα τα υπέροχα κοστούια των αρχαίων χρόνων: ένα στενό αύρο φόρεα ε χαηλό κόψιο, που αναδείκνυε τη λευκότητα των ώων και του στήθους της, και η ζεστή σκιά που κυάτιζε σε συγχρονισό ε την αναπνοή της, εταξύ αυτής… και τα εκτυφλωτικά, σχεδόν πρόστυχα δόντια της… Ένα χαόγελο, ια δαγκωατιά, κι εγώ ήουν ο στό26
χος. Κάθισε και άρχισε να παίζει. Κάτι άγριο, σπασωδικό, ανακατεένο – όπως ολόκληρη η τότε ζωή, όταν δεν είχαν ούτε το παραικρό ίχνος λογικού ηχανισού. Όλοι γύρω ου, φυσικά,από είχαν κάθε δίκιο να γελάσουν, κιαυτούς έκαναν. Μα κάποιοι ας… κι εγώ… γιατί ανήκα κιόπως εγώ σ’ τους λίγους; Ναι, επιληψία είναι ια διανοητική ασθένεια – πόνος… Ένας αργός, γλυκός πόνος, είναι ένα δάγκωα που θέλεις να δαγκώσει βαθύτερα, σκληρότερα. Κι έπειτα, αργά, να και ο ήλιος. Όχι αυτός ο δικός ας, που ακτινοβολεί ε γαλανόχρωη, κρυστάλλινη κανονικότητα έσα από το γυάλινο τούβλο – όχι. Ένας άγριος, βιαστικός, καυτός ήλιος –που τα πετάει όλα ακριά του– όλα σε ικρά κοάτια. Ο διπλανός ου κοίταξε στ’ αριστερά του, προς εένα, και χαζογέλασε. Για κάποιο λόγο έχω ια πολύ ζωντανή εικόνα αυτού που είδα: ια ικροσκοπική σταγόνα σάλιου εφανίστηκε στα χείλη του κι έπειτα έσκασε. Η φουσκάλα ε συνέφερε. Έγινα πάλι ο εαυτός ου. Όπως όλοι οι άλλοι, δεν άκουγα τίποτε άλλο από το ηλίθιο, άταιο κροτάλισα των χορδών. Γέλασα. Τα πράγατα έγιναν εύκολα κι απλά. Ο προικισένος φωνοδιαλέκτης άς είχε δώσει απλώς ια ολοζώντανη εικόνα εκείνης της πρωτόγονης εποχής – αυτό ήταν όλο. Μετά απ’ αυτό, πόσο ευχάριστο ήταν ν’ ακούς τη ουσική της εποχής ας! (Μας δόθηκε στο τέλος ια επίδειξη τωρινής ουσικής για σύγκριση.) Κρυστάλλινες, χρωατικές σκάλες, συγκλίσεις και αποκλίσεις απείρων νότων – και οι συνοπτικές αρονίες των σειρών Τέιλορ και Μακλόριν, ολοκληρωένες, τετράγωνες και βαριές σαν τα «Παντελόνια του 27
Πυθαγόρα»2, θλιένες ελωδίες ιας ταλαντευόενης, ολοένα ειούενης κίνησης, οι εναλλασσόενοι φωτεινοί παλοί των παύσεων σύφωνα ε τις γραές του Φρεϊνχόφερ – σαν τις φασατικές αναλύσεις των πλανητών… Τι εγαλείο! Τι αετάβλητη κανονικότητα! Τι παθητική αυτοϊκανοποίηση ήταν αυτή η αρχαία ουσική, περιορισένη όνο από τις άγριες φαντασιώσεις της… Βγήκαε ε τον συνήθη τρόπο από τις φαρδιές πόρτες του αφιθέατρου, βηατίζοντας στοιχισένοι ανά τέσσερις. Έπιασα ένα βλέα από τη γνωστή διπλοκαπυλωτή φιγούρα κάπου από το πλάι και υποκλίθηκα προς το έρος του ε σεβασό. Η αγαπηένη Ο θα ερχόταν σε ια ώρα. Αισθάνθηκα έναν ευχάριστο και χρήσιο ενθουσιασό. Φτάνοντας σπίτι, πέρασα γρήγορα από το θυρωρείο, έδωσα το ροζ ου εισιτήριο στον υπάλληλο υπηρεσίας και πήρα την άδεια να κατεβάσω τις γρίλιες. Η άδεια αυτή δίνεται όνο στις Ηέρες Συνουσίας. ιαφορετικά ζούε σε άπλετο φως, έσα σ’ αυτούς τους τοίχους που οιάζουν να έχουν φτιαχτεί από καθαρό αέρα, πάντοτε ορατοί. εν έχουε να κρύψουε τίποτα ο έναςνα από τον άλλο. Εξάλλου, έτσικι διευκολύνουε τουςτους. Φρουρούς διεκπεραιώνουν το βαρύ ευγενές καθήκον ιαφορετικά, ποιος ξέρει τι θα πορούσε να συβεί; Ίσως να έφταιγαν οι περίεργες, αδιαφανείς κατοικίες των αρχαίων για την ανάπτυξη της αξιολύπητης, κυψελοειδο ύς ψυχολογίας τους. «Το σπίτι ου (sic!) είναι το κάστρο ου!» Τι πανέξυπνο! 2
Σ.τ.ε. Ονοασία που αναφέρεται στο Πυθαγόρειο Θεώρηα. 28
Στις 22:00 κατέβασα τις γρίλιες – και την ίδια ακριβώς στιγή πήκε έσα η Ο, κάπως λαχανιασένη. Μου έδωσε τα ρόδινα χείλη της – και το ροζ εισιτήριο. Έσκισα το απόκοα, ν’ αποκόψω τον εαυτό ρόδινααλλά χείληδεν τηςκατάφερα έχρι το τελευταίο λεπτό – 22:15.ου από τα Της έδειξα έπειτα τις «σηειώσεις» ου και ίλησα – αρκετά καλά νοίζω– για την οορφιά του τετραγώνου, του κύβου, της ευθείας γραής. Με άκουγε ε τον γοητευτικό, ρόδινο τρόπο της… και ξαφνικά ένα δάκρυ κύλησε από τα γαλανά άτια της… έπειτα ένα δεύτερο, ένα τρίτο… ακριβώς πάνω στην ανοιχτή σελίδα (σελίδα 7). Το ελάνι άρχισε να τρέχει. Οπότε, πρέπει να το αντιγράψω. «Αγαπηένε έλτα, αν εσείς… όνο αν;…» Μα, τι σηαίνει αυτό το «αν»; «Αν», τι; Άρχισε πάλι τα ίδια: ένα παιδί. Ίσως, όως, τώρα να είναι κάτι καινούργιο… που αφορούσε… την άλλη; Αν και πάλι φάνηκε σαν… Μπα, θα ήταν πολύ ηλίθιο.
29
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΠΕΜΠΤΗ
Τετράγωνο Κυρίαρχοι του Κόσου Ευχάριστη και Χρήσιη Λειτουργία
Πάλι λάθος. Πάλι σας ιλάω, άγνωστέ ου αναγνώστη, σαν να ήσασταν… ας πούε σαν να ήσασταν ο παλιός ου σύντροφος ο R-13, ο ποιητής, αυτός ε τα αφρικάνικα χείλη – τον ξέρουν όλοι. Εσείς, εντωεταξύ, πορεί να βρίσκεστε οπουδήποτε… στο φεγγάρι, στην Αφροδίτη, στον Άρη, στον Ερή. Ποιος ξέρει πού είστε και ποιος είστε. Λοιπόν, φανταστείτε ένα τετράγωνο, ένα έξοχο, ζωντανό τετράγωνο, που πρέπει να σας ιλήσει για τον εαυτό του και για τη ζωή του. Καταλαβαίνετε ότι το τελευταίο πράγα που θα σκεφτεί να σας πει είναι ότι έχει τέσσερις ίσες γωνίες. Είναι κάτι το τόσο φυσικό και καθηερινό γι’ αυτό, που απλώς δεν το βλέπει. Έτσι είαι και εγώ. Βρίσκοαι συνεχώς στη θέση του τετραγώνου. Σκεφτείτε, παράδειγα, ροζ εισιτήρια και τα υπόλοιπα – για έναγια δεν είναι τίποτατα περισσότερο από τις τέσσερις ίσες γωνίες, ενώ για σας αυτό πορεί να είναι, δεν ξέρω, κάτι σαν το διώνυο θεώρηα του Νεύτωνα. Λοιπόν, ένας από τους αρχαίους σοφούς κατάφερε να πει –φυσικά, κατά λάθος– κάτι πολύ έξυπνο: «Η αγάπη και η πείνα εξουσιάζουν τον κόσο». στόσο, για να εξουσιάσει κάποιος τον κόσο πρέπει πρώτα να εξουσιάσει τους κυρίαρχους του κόσου. Οι πρόγονοί ας πέτυχαν τελικά να υπερνική30
σουν την πείνα, πληρώνοντας ένα φοβερό τίηα: Μιλάω για τον ιακοσαετή Πόλεο, τον πόλεο εταξύ της Πόλης και της Υπαίθρου. Μάλλον λόγω θρησκευτικής προκατάληψης πάλεψαν τόσο ξεροκέφαλα οι 35 Χριστιανοί πρωτόγονοι για το «ψωί»3 τους. στόσο, το έτος πριν την ίδρυση του Μονοκράτους, εφευρέθηκε η τωρινή τροφή ας από πετρέλαιο. Η αλήθεια είναι ότι όνο το 20 του πληθυσού επέζησε. Από την άλλη, πόσο λαπερό έγινε το πρόσωπο της γης όταν καθαρίστηκε η βρωιά χιλιάδων χρόνων! Και, επιπλέον, τα 2 δέκατα που επέζησαν… γεύτηκαν τη γήινη ευδαιονία στους σιτοβολώνες του Μονοκράτους. εν είναι, όως, ξεκάθαρο ότι η ευδαιονία και ο φθόνος είναι ο αριθητής και ο παρανοαστής του κλάσατος που είναι γνωστό ως ευτυχία; Και τι νόηα θα είχαν τότε τ’ αναρίθητα θύατα του ιακοσαετούς Πολέου, εάν είχε παραείνει στη ζωή ας κάποια αιτία φθόνου; Βέβαια, κάποια αιτία παρέεινε, γιατί παρέειναν οι ύτες «κουπιά» και οι «κλασσικές» ύτες, που αναφέραε σ’ εκείνη τη συζήτηση κατά τον περίπατο, και γιατί υπάρχουν ακόη κάποιοι των οποίων την αγάπη θέλουν πολλοί και κάποιοι άλλοι των οποίων την αγάπηαφού δεν θέλει κανένας. Ήταν φυσικό, νικήθηκε η Πείνα (κάτι που είναι αλγεβρικά ισοδύναο ε τη εγιστοποίηση της υλικής ευηερίας), το Μονοκράτος να εξαπολύσει επίθεση ενάντια στον άλλον κυρίαρχο του κόσου, την αγάπη. Τελικά κατακτήθηκε κι αυτό το στοιχείο, δηλαδή οργανώθηκε, αθηατικοποιήΑυτή η λέξη έχει φτάσει έχρι τις έρες ας όνο ως ποιητική εταφορά. εν είναι γνωστό ποια ήταν η χηική σύσταση αυτού του υλικού. 3
31
θηκε και πριν από 300 χρόνια θεσπίστηκε ο Σεξουαλικός Νόος: «Κάθε Αριθός έχει δικαίωα πρόσβασης σε οποιονδήποτε άλλον Αριθό ως σεξουαλικό αγαθό». Τα υπόλοιπα είναι ζητήατα καθαρά τεχνικής φύσεως. Σε εξετάζουν προσεκτικά στο Σεξουαλικό Τήα, προσδιορίζουν την ακριβή σύσταση των σεξουαλικών ορονών στο αία σου και σου υπολογίζουν το σωστό Πίνακα Ηερών Συνουσίας. Συπληρώνεις έπειτα ια δήλωση ότι γι’ αυτές τις ηέρες θέλεις να χρησιοποιήσεις τον τάδε Αριθό (ή Αριθούς) και σου παραδίδουν το αντίστοιχο βιβλιάριο εισιτηρίων (ροζ). Αυτό είναι όλο. Έτσι όλα είναι ξεκάθαρα και δεν υπάρχει πλέον η παραικρή αιτία φθόνου. Ο παρανοαστής του κλάσατος της ευτυχίας έχει ελαττωθεί στο ηδέν και το κλάσα ισούται ε το εγαλειώδες άπειρο. Το ίδιο ακριβώς πράγα που για τους αρχαίους ήταν πηγή ακατάπαυστης τραγωδίας, έγινε για ας ια αρονική, ευχάριστη και χρήσιη λειτουργία του οργανισού, ακριβώς όπως ο ύπνος, η σωατική εργασία, η κατανάλωση φαγητού, η αφόδευση κτλ. Απ’ αυτό πορείτε να καταλάβετε πώς εξαγνίζει οτιδήποτε ακουπήσει η υπέρτατη δύναη της λογικής. Αν πορούσατε όνο δύναη, να γνωρίσετε, άγνωστοί ου αναγνώστες, αυτή τη θεϊκή αν πορούσατε να την ακολουθήσετε έχρι τέλους! Περίεργο, σήερα γράφω για τις πιο υψηλόφρονες κατακτήσεις της ανθρώπινης ιστορίας, αναπνέω συνεχώς τον αγνότερο αέρα της υψηλόφρονης σκέψης… όως έσα ου υπάρχει κάτι συννεφιασένο, κάτι αραχνοειδές, κάτι χιαστό σαν το τετράποδο Χ. Ή ήπως είναι τα δικά ου τριχωτά άκρα που ’ ενοχλούν, επειδή τα βλέπω συνέχεια προστά 32
ου; εν ου αρέσει να ιλάω γι’ αυτά. εν ου αρέσουν. Είναι ένα αποεινάρι από την πρωτόγονη εποχή. Υπάρχει περίπτωση να είναι αλήθεια ότι περιέχω… τα διαγράψω όλα αυτά… γιατί είναι πέρα από τον Ήθελα σκοπό να αυτών των σηειώσεων. Αλλά ετά αποφάσισα: Όχι, θα τ’ αφήσω έσα. Ας λειτουργήσουν οι σηειώσεις ου σαν τον πιο ευαίσθητο σεισογράφο, ας καταγράψουν και τις παραικρότερες δονήσεις του εγκεφάλου ου, όσο ασήαντες κι αν είναι. Μερικές φορές, ποτέ δεν ξέρεις, αυτές οι δονήσεις είναι που δίνουν την πρώτη προειδοποίηση… Αλλά αυτό είναι παράλογο τώρα. Έπρεπε να τα είχα διαγράψει. Έχουε κατευθύνει όλα τα στοιχεία της φύσης. εν πορεί να συβεί καία καταστροφή. Τώρα πια ου είναι απόλυτα ξεκάθαρο. Αυτή η περίεργη εσωτερική αίσθηση προέρχεται από το γεγονός ότι βρίσκοαι στην ίδια θέση ε το τετράγωνο που περιέγραψα προηγουένως. Και δεν υπάρχει κανένα Χ έσα ου (δεν θα πορούσε να υπάρχει), απλώς ανησυχώ ήπως υπάρχει ακόη κάποιο Χ σε σας, άγνωστοί ου αναγνώστες. Έχω όως την πίστη ότι δεν θα ε κρίνετε πολύ αυστηρά. Πιστεύω ότι θα καταλάβετε πόσο δύσκολοάλλο είναισυγγραφέα για ένα νασ’γράφω, λότερο από οποιονδήποτε όλη τηνδυσκοπορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Κάποιοι συγγραφείς απευθύνονταν στους ανθρώπους της εποχής τους, άλλοι στους εταγενέστερους, αλλά ποτέ κανείς δεν απευθύνθηκε στους προγόνους του ή σε ανθρώπους παρόοιους ε τους ακρινούς, άγριους προγόνους του…
33
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΚΤΗ
Ατύχηα Καταραένο «Ξεκάθαρο» Είκοσι Τέσσερις Ώρες
Επαναλαβάνω: Έχω επιβάλει στον εαυτό ου το καθήκον να γράφω, χωρίς να κρύβω τίποτα. Έτσι, όσο θλιβερό κι αν είναι, πρέπει να καταγράψω εδώ ότι ακόη κι εείς δεν έχουε φέρει σε πέρας τη διαδικασία σκλήρυνσης και αποκρυστάλλωσης της ζωής. Το ιδανικό βρίσκεται ακόη ακριά. Το ιδανικό, αυτό είναι ξεκάθαρο, είναι η κατάσταση όπου τίποτα πια δεν συβαίνει, ’ εάς όως… Κοιτάξτε αυτό: Σήερα διάβασα στην Κρατική Εφηερίδα ότι σε δύο έρες θα γίνει ια γιορτή ικαιοσύνης στην Κυβική Πλατεία. Αυτό σηαίνει ότι για άλλη ια φορά κάποιος Αριθός παρεπόδισε τη λειτουργία της εγάλης Κρατικής Μηχανής. Πάλι κάτι απρόβλεπτο συνέβη, κάτι ανεξήγητο εκ των προτέρων ας ξέφυγε. κάτι συνέβη σε ένα. Είναι αλήθεια, συνέβηΕπιπλέον, κατά τη διάρκεια τηςκαι Προσωπικής Ώρας, δηλαδή την ώρα που έχει θεσπιστεί ειδικά για απρόβλεπτες περιστάσεις, αλλά ακόη και έτσι… Κατά τις 16:00 (στις 15:50 πιο συγκεκριένα) ήουν σπίτι. Ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο. «D-503;» «Ναι.» «Είστε ελεύθερος;» 34
«Ναι.» «Είαι η Ι-330. Θα περάσω να σας πάρω να πάε στην Αρχαία Οικία, εντάξει;» Η Ι-330. Αυτήε η γυναίκα ού είναι ενοχλητική και απωθητική, σχεδόν τροάζει. Αλλά ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο είπα: «Ναι». Πέντε λεπτά αργότερα ήασταν ήδη στο αεροκίνητο, διασχίζοντας τον ουρανό του Μαΐου, την πλε του ατζόλικα, κι ο φωτεινός ήλιος, ε το δικό του χρυσό αεροκίνητο, υψωνόταν από πίσω ας, χωρίς όως να ας προσπερνάει. Εκεί προστά ας, όως, πορούσαε να δούε το λευκό καταρράχτη ενός σύννεφου, ένα ανόητο και χνουδωτό πράγα σαν τα άγουλα κάποιου απαρχαιωένου «Έρωτα», κι αυτό ’ ενόχλησε κάπως. Το προστινό παράθυρο ήταν σηκωένο και ο αέρας ξέραινε τα χείλη, τόσο που σ’ έκανε να τα γλύφεις συνεχώς ε τη γλώσσα σου και να σκέφτεσαι διαρκώς χείλη. Μετά από λίγο, βλέπεις σε απόσταση κάτι θολά πράσινα σηεία, εκεί πέρα, πίσω από το Τείχος. Έπειτα, η καρδιά σου αναπηδά χωρίς να το θέλεις και βυθίζεσαι χαηλά, πιο χαηλά, σαν να Οικία. πέφτεις από ένα απότοο βουνό, και βρίσκεσαι στην Αρχαία Ολόκληρη αυτή η περίεργη, ετοιόρροπη κι έρηη κατασκευή είναι ντυένη ε γυάλινο κέλυφος. Αλλιώς θα είχε καταρρεύσει φυσικά εδώ και πολλά χρόνια. Στη γυάλινη πύλη ήταν ια γριά γυναίκα, καταρυτιδιασένη, ειδικά στο στόα. Τίποτε άλλο παρά ρυτίδες, πτυχώσεις, τα χείλη της είχαν ήδη βυθιστεί έσα, ενώ το στόα της σαν να είχε εξογκωθεί. Έοιαζε απίστευτο που πορούσε να ιλήσει. Αλλά ίλησε. 35
«Λοιπόν, αγαπητοί ου, ήρθατε να δείτε το σπιτάκι ου;» Οι ρυτίδες της έλαψαν (δηλαδή άλλον διπλώθηκαν ε τέτοιο τρόπο, ώστε να οιάζουν ε ακτίνες, αλλά έδωσαν την εντύπωση λάψης).ού ήρθε η όρεξη να το ξαναδώ», είπε η «Ναι, γιαγιάκα, Ι-330. Οι ρυτίδες ακτινοβόλησαν. «Φοβερός ήλιος σήερα, ε; Τι πρόκληση… τι πρόκληση… αλλά ξέρω! εν πειράζει, πορείτε να πείτε έσα όνοι σας. Καλύτερα εγώ να κάτσω εδώ, στον ήλιο». Χ, η συνοδός ου πρέπει να έρχεται εδώ τακτικά. Συνεχίζω να αισθάνοαι ότι πρέπει να τινάξω κάτι από πάνω ου, κάτι ’ ενοχλεί. Είναι άλλον η ίδια επίονη εικόνα που δεν πορώ να ξεφορτωθώ: το σύννεφο πάνω στο λείο πλε χρώα της ατζόλικα. Καθώς ανεβαίναε την πλατιά, σκοτεινή σκάλα, η Ι-330 είπε: «Την αγαπώ αυτή τη γριά γυναίκα.» «Γιατί;» «εν ξέρω. Ίσως για το στόα της. Ίσως για τίποτε απολύτως. Απλώς τηνώους. αγαπώ.» Ανασήκωσα τους Συνέχισε ε κάτι σαν χαόγελο, ίσως όως και να ην ήταν χαόγελο. «Νιώθω πολύ ένοχη. Είναι ξεκάθαρο ότι κάποιος δεν πρέπει να “αγαπάει γιατί έτσι”, αλλά να “αγαπάει γιατί”. Όλα τα φυσικά ας ένστικτα πρέπει να…» «Είναι ξεκάθαρο», άρχισα, αλλά αέσως σκέφτηκα τη φράση ου κι έριξα ένα βλέα στην Ι-330 για να δω αν την πρόσεξε. 36
Κοιτούσε κάπου χαηλά, τα βλέφαρά της ήταν κατεβασένα σαν γρίλιες. Ξαφνικά, σκέφτηκα πώς είναι να περπατάς στη λεωφόρο κατά τιςορισένα 22:00 και ανάεσα ολοφώτιστα κελιά να βλέπεις και σκοτεινά,στα ε τις γρίλιες κατεβασένες… Τι συνέβαινε εκεί έσα στο υαλό της, πίσω από τις γρίλιες; Γιατί ου τηλεφώνησε σήερα και τι σήαιναν όλα αυτά; Άνοιξα ια βαριά, συπαγή πόρτα που έτριξε και βρεθήκαε έσα σ’ ένα σκοτεινό και ακατάστατο έρος (το οποίο συνήθιζαν ν’ αποκαλούν «διαέρισα»). Είχε εκείνο το ίδιο περίεργο «βασιλικό» όργανο καθώς και ια αφθονία χρωάτων και ορφών εξίσου άγριων, ανοργάνωτων και τρελών, όπως η ουσική τους. Η πάνω επιφάνεια ήταν ένα λευκό επίπεδο, οι τοίχοι σκούροι πλε, παλιά βιβλία ε κόκκινα, πράσινα και πορτοκαλί εξώφυλλα, ένα κίτρινο φωτιστικό από προύντζο, ένα άγαλα του Βούδα, ενώ οι γραές των επίπλων σχηάτιζαν παραορφωένες ελλείψεις που δεν θα πορούσαν ποτέ να περιγραφτούν από οποιαδήποτε νοητή εξίσωση. Μόλις που άντεχα αυτό το χάος. Αλλά προφανώς η συνοδός ου είχε ισχυρότερη κράση. «Αυτό το πιο αγαπηένο ου… Καιδηκτικά, τότε ξαφνικά φάνηκε ναείναι συγκρατήθηκε και χαογέλασε λευκά, αιχηρά δόντια, ετά συνέχισε: «Εννοώ, η απόλυτη ηλιθιότητα των αποκαλούενων “διαερισάτων” τους». «Για να είαστε πιο σαφείς», τη διόρθωσα, «των πολιτειών τους. Χιλιάδες ικροσκοπικές, αιώνια φιλοπόλεες, ανηλεείς πολιτείες, σαν…» «Α, ναι, φυσικά, είναι ξεκάθαρο…», είπε ε προφανή σοβαρότητα. 37
ιασχίσαε ένα δωάτιο ε ικρά παιδικά κρεβάτια (τα παιδιά ήταν επίσης προσωπική ιδιοκτησία εκείνη την εποχή) και ακολούθησαν κι άλλα δωάτια, αστραφτεροί καθρέφτες, σκοτεινές ντουλάπες, καναπέδες καλυένοι ’ ανυπόφορα, άκοψα υφάσατα, τεράστια «τζάκια», ένα πελώριο κρεβάτι από αόνι. Το δικό ας γυαλί –το οντέρνο, όορφο, διάφανο και αιώνιο γυαλί ας– υπήρχε όνο στα ίζερα, εύθραυστα τετράγωνα παραθυράκια τους. «Απλώς σκεφτείτε… εδώ αγαπούσαν “γιατί έτσι”, καίγονταν και υποφέρανε». Ξανακατέβασε τις γρίλιες των ατιών της. «Τι ανόητη σπατάλη της ανθρώπινης ενέργειας, δεν συφωνείτε;» Ήταν σαν να ιλούσε ε τη φωνή ου, βάζοντας τις σκέψεις ου σε λέξεις. Αλλά το χαόγελό της διατηρούσε πάντα αυτό το ενοχλητικό Χ. Κάτι πίσω από τις γρίλιες… Ιδέα δεν έχω τι… τι συνέβαινε έσα της και αυτό ’ έκανε να χάσω την υποονή ου. Ήθελα να διαφωνήσω αζί της, να της φωνάξω (ακριβώς, να φωνάξω), αλλά έπρεπε να συφωνήσω. Ήταν αδύνατο να η συφωνήσω. Τώρα σταατήσαε προστά από έναν καθρέφτη. Εκείνη τη στιγή όνο τα άτια της. Μου ήρθε ια ιδέα: Ο τρόπος πουέβλεπα είναι κατασκευασένο το ανθρώπινο σώα είναι εξίσου ηλίθιος ’ εκείνα τα «διαερίσατα» – τα ανθρώπινα κεφάλια είναι αδιαφανή και ο οναδικός τρόπος να δεις έσα τους είναι αυτά τα ικροσκοπικά παράθυρα, τα άτια. Σαν να κατάλαβε τι σκεφτόουν και στράφηκε προς εένα: «Να τα, λοιπόν, τα άτια ου. Τι πιστεύετε;» (Χωρίς βέβαια να πει πράγατι κάτι τέτοιο.) Είδα προστά ου δύο απειλητικά σκοτεινά παράθυρα, 38
που έσα τους υπήρχε ια άλλη υστηριώδης, άγνωστη ζωή. Μπόρεσα να δω όνο ια φλόγα –υπήρχε κάτι σαν εστία έσα τους– και κάτι ορφές που έοιαζαν… Αυτό φυσικό. Είδα τον αντικατοπτρισό ου στα άτια της.ήταν Αλλά δεν ήταν φυσικό το ότι αυτό που έβλεπα δεν έοιαζε ε ένα (προφανώς λόγω της καταθλιπτικής επίδρασης του περιβάλλοντος χώρου). Αισθάνθηκα απόλυτα τροαγένος, παγιδευένος, φυλακισένος έσα σ’ ένα πρωτόγονο κελί, παρασυρένος από τον άγριο ανεοστρόβιλο της αρχαίας ζωής. «Ξέρετε κάτι…», είπε. «Πηγαίνετε στο διπλανό δωάτιο για ένα λεπτό». Η φωνή της βγήκε από εκεί έσα, πίσω από τα παράθυρα των ατιών της, εκεί όπου άναβε η εστία. Βγήκα έξω και κάθισα. Πάνω σ’ ένα ικρό ράφι στον τοίχο υπήρχε η προτοή ενός από τους αρχαίους ποιητές, του Πούσκιν νοίζω. Το ασύετρο και πλακουτσούτικο πρόσωπό του ε κοίταγε κατάατα ’ ένα αδιόρατο χαόγελο. Γιατί κάθοαι εδώ; Γιατί ανέχοαι στωικά αυτό το χαόγελο; Και τι σηαίνουν τέλος πάντων όλα αυτά; Τι κάνω εδώ; Πώς ξεκίνησε αυτή η γελοία κατάσταση; Αυτή η εκνευριστική, αποκρουστική το περίεργο παιχνίδι;… Ακούστηκεγυναίκα… να κλείνειαυτό το φύλλο ιας ντουλάπας πίσω από τον τοίχο κι έπειτα ένα θρόισα εταξιού, ετά βίας συγκρατήθηκα να ην πω έσα και… εν θυάαι ακριβώς τι σκεφτόουν. Πιθανόν σκόπευα να της πω κάποια απότοα λόγια. Μα είχε ήδη βγει έξω. Φορούσε ένα παλιοοδίτικο φόρεα, κοντό, έντονα κίτρινο, ένα αύρο καπέλο και αύρες κάλτσες. Το φόρεα ήταν φτιαγένο από πολύ λεπτό ετάξι 39
– πορούσα εύκολα να διακρίνω ότι οι κάλτσες ήταν ψηλές κι έφταναν αρκετά πάνω από τα γόνατα. Ο λαιός της ήταν γυνός και η σκιά εταξύ αυτής… «Ακούστε», της είπα, «είναι σας, ξεκάθαρο ότι θέλετε να ου επιδείξετε την αυθεντικότητά αλλά δεν είναι απαραίτητο να…» «Είναι ξεκάθαρο», ε διέκοψε, «ότι το να είσαι αυθεντικός σηαίνει να διαχωρίζεις τον εαυτό σου από τους άλλους κι εποένως να καταπατάς την αρχή της ισότητας. Κι αυτό που οι αρχαίοι ονόαζαν “να είσαι κοινότοπος” είναι αυτό που εείς αποκαλούε “να κάνεις το καθήκον σου”. Γιατί…» εν πορούσα να συγκρατηθώ: «Ναι, ναι, ναι! Αυτό είναι εντελώς σωστό! Κι εσείς δεν έχετε καία δουλειά…» Πήγε προς την προτοή του πλακουτσούτη ποιητή και, κατεβάζοντας τις γρίλιες προστά από τη φλόγα που άναβε έσα στα άτια της, είπε κάτι που, τουλάχιστον αρχικά, ου φάνηκε ότι ειπώθηκε ε πολύ σοβαρότητα (ίσως για να ε ηρεήσει). Είπε ένα πολύ λογικό πράγα: «εν το βρίσκετε αξιοπερίεργο ότι κάποτε οι άνθρωποι ήταν πρόθυοι ν’ ανεχτούν έναν άνθρωπο σαν αυτόν εδώ; Και όχι όνο να τον ανεχτούν, τον λάτρευαν. Τι δουλοπρεπής νοοτροπία! εν συφωνείτε;» «Είναι ξεκάθαρο… εννοώ…» (Πάλι αυτό το καταραένο «ξεκάθαρο» που επαναλαβάνω συνεχώς!) «Μα φυσικά, καταλαβαίνω. Αλλά το θέα είναι ότι άνθρωποι σαν κι αυτόν, ξέρετε, ήταν κυρίαρχοι, είχαν περισσότερη δύναη ακόη κι απ’ αυτούς που φορούσαν το στέα. Γιατί δεν τους αποόνωναν και δεν τους εξολόθρευαν; Στον κόσο ας…» «Ναι, στον κόσο ας…» Μόλις ξεκίνησα τη φράση ου, 40
ξέσπασε σε γέλια. εν το άκουσα, αλλά το είδα ε τα άτια ου. Είδα την καπύλη του γέλιου, απότοη, ελαστική και ζωντανή σαν αστίγιο. Θυάαι πώς ολόκληρος. Έπρεπε να… δεναιξέρω… να την είχαέτρεα αρπάξει και… τι; εν θυάαι. Αλλά σθάνθηκα ότι έπρεπε, δεν ξέρω, να κάνω κάτι. Το όνο που έκανα ήταν ν’ ανοίξω ηχανικά το χρυσό ου σήα και να δω την ώρα. Ήταν 16:50. «εν νοίζετε ότι είναι ώρα να φύγουε;», είπα όσο ευγενικά πορούσα. «Κι αν υποθέσουε ότι σας ζητούσα να είνετε εδώ αζί ου;» «Ακούστε, έχετε επίγνωση αυτού που λέτε; Σε 10 λεπτά πρέπει να είαι στο αφιθέατρο…» «…Και είναι υποχρέωση όλων των Αριθών να παρακολουθούν το υποχρεωτικό άθηα για τις τέχνες και τις επιστήες», είπε η Ι-330, ιούενη τη δική ου φωνή. Έπειτα, ανασήκωσε τις γρίλιες, σήκωσε τα άτια της και είδα τη φλόγα πίσω απ’ αυτά τα παράθυρα. «Υπάρχει στο Ιατρικό Τήα ένας γιατρός που γνωρίζω… είναι εγγεγραένος σε ένα… και ανάρρωστος. το ζητήσω,Τιθα σαςγι’ βγάλει ότι ήσασταν λέτε αυτό;»ένα πιστοποιητικό Κατάλαβα. Επιτέλους, κατάλαβα πού το πήγαινε. «Ώστε έτσι λοιπόν! Ξέρετε, όως, ότι αυτό που πρέπει να κάνω, βασικά, σαν ευυπόληπτος Αριθός, είναι να πάω αέσως στο Τήα των Φρουρών και…» «Και όχι απλώς “βασικά” (αυτό συνοδευόταν ’ ένα από κείνα τα καυστικά χαόγελά της)… είαι, αλήθεια, πολύ περίεργη. Θα πάτε ή όχι στο Τήα;» 41
«Θα είνετε;», ρώτησα, καθώς πήγα να πιάσω το χερούλι της πόρτας. Το χερούλι ήταν από προύντζο και η φωνή ου ού φάνηκε σαν να ήταν φτιαγένη κι αυτή από τον ίδιο προύντζο. «Μισό λεπτό… αν δεν σας πειράζει.» Πήγε στο τηλέφωνο, κάλεσε ένα νούερο και ίλησε σε κάποιον Αριθό – ήουν τόσο αναστατωένος που δεν κατάλαβα σε ποιόν. «Θα σας περιένω στην Αρχαία Οικία», φώναξε. «Ναι, ναι, θα είαι όνη…» Γύρισα το κρύο, προύντζινο χερούλι. «Θα ’ αφήσετε να πάρω το αεροκίνητο;» «Μα φυσικά, παρακαλώ.» Στην είσοδο, η γριά γυναίκα λαγοκοιόταν κάτω από τον ήλιο, σαν φυτό. Για άλλη ια φορά παραξενεύτηκα που το στόα της ξεπρόβαλε και παρήγαγε λόγο: «Και η… πώς την λένε… θα είνει εδώ όνη της;» «Ναι, όνη της.» Το στόα της γριάς ξαναβυθίστηκε στην αφάνεια. Κούνησε το κεφάλι της. Προφανώς ακόη και το δικό της καθυστερηένο υαλό κατάλαβε πόσο ηλίθια κι επικίνδυνη ήταν η συπεριφορά Πήγα στη εκείνης διάλεξητης στιςγυναίκας. 17:00 ακριβώς. Μόλις τότε, για κάποιο λόγο, συνειδητοποίησα ότι είχα πει στη γριά ένα ψέα: η Ι-330 δεν ήταν όνη της τώρα εκεί . Χωρίς να το θέλω την παραπληροφόρησα. Ίσως αυτό να βασάνιζε το υαλό ου και να ’ επόδιζε να παρακολουθήσω τη διάλεξη. Όχι, δεν ήταν όνη. Αυτό ήταν το πρόβληα. Μετά τις 21:30 είχα ια ελεύθερη ώρα. Υπήρχε ακόη χρόνος να πάω σήερα να κάνω την αναφορά ου στο Τήα 42
των Φρουρών. Αλλά ήουν πολύ κουρασένος ετά απ’ όλο αυτό το ανόητο περιστατικό. Κι έπειτα, έχεις δυο έρες προθεσία από το νόο για να κάνεις την αναφορά. Θα έχω χρόνο αύριο, είκοσι τέσσερις ολόκληρες ώρες.
43
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΒΟΜΗ
Μια Βλεφαρίδα Τέιλορ Υοσκίαος και Αγριόκρινα
Είναι νύχτα. Πράσινο, πορτοκαλί, πλε. Ένα κόκκινο «βασιλικό» όργανο, ένα πορτοκαλοκίτρινο φόρεα. Μετά, ένας προύντζινος Βούδας. Ξαφνικά ανασήκωσε τις προύντζινες βλεφαρίδες του και άρχισε να ξεχύνεται χυός, χυός από τον Βούδα. Κι έπειτα έγινε το ίδιο από το κίτρινο φόρεα: χυός. Χυοί άρχισαν να στάζουν από τον καθρέφτη, το κρεβάτι και ύστερα από τα παιδικά κρεβάτια και τώρα από ένα – κάποιο είδος οιραία γλυκού τρόου… Ξύπνησα. Γλυκιά, ελαφρώς πλε νύχτα. Οι γυάλινοι τοίχοι, οι γυάλινες πολυθρόνες, το τραπέζι, όλα έλαπαν. Αυτό ήταν καθησυχασ τικό. Η καρδιά ου σταάτησε να σφυροκοπά. Χυός; Βούδας; Τι ανοησίες;… Ήταν ξεκάθαρο. Ήουν άρρωστος. Ποτέ δεν συνήθιζα να ονειρεύοαι. Λένε πως παλιά ήταν το πιο φυσιολογικό πράγα στον κόσο να ονειρεύεσαι. Και είχε νόηα: Ολόκληρη η ζωή τους ήταν ένα τροακτικό γαϊτανάκι – πράσινα, πορτοκαλί χρώατα, Βούδας και χυοί. Αλλά τώρα γνωρίζουε ότι τα όνειρα φανερώνουν την ύπαρξη ιας σοβαρής διανοητικής ασθένειας. Και ξέρω ότι έχρι τώρα το υαλό ου έχει αποδειχθεί χρονοετρικά τέλειο, ένας ηχανισός χωρίς το παραικρό ίχνος σκόνης που θα θάπωνε τη γυαλάδα του. Τι συνέβη τώρα;… 44
Τώρα… αυτό που αισθάνοαι έσα στο υαλό ου είναι σαν… ένα ξένο σώα… όπως όταν έχεις ια ικροσκοπική βλεφαρίδα στο άτι σου. Αισθάνεσαι γενικώς καλά, αλλά δεν πορείς νααυτή βγάλεις από το υαλό σου, ούτε για ισό δευτερόλεπτο, τη βλεφαρίδα. Το ικρό γυάλινο κουδούνι στο προσκεφάλι ου χτύπησε χαρούενα 7:00 π., ώρα να σηκωθώ. Μέσα από τον γυάλινο τοίχο, στ’ αριστερά και στα δεξιά ου, βλέπω τον ίδιο ου τον εαυτό, το ίδιο ου το δωάτιο, τα ίδια ου τα ρούχα, τις ίδιες ου τις κινήσεις, όλα να επαναλαβάνονται χιλιάδες φορές. Αυτό σου δίνει χαρά. Βλέπεις τον εαυτό σου σαν έλος ενός απέραντου, πανίσχυρου και οναδικού πράγατος. Και τι ακρίβεια που έχει η οορφιά του: ούτε ια χαένη χειρονοία, καπύλη ή στροφή. η ιδιοφυΐα Χωρίς αφιβολία, ο Τέιλορ ήταν της αρχαιότητας. Βεβαίως, ποτέ δεν του ήρθε η ιδέα να προεκτείνει τη έθοδό του στο σύνολο της ζωής, σ’ όλες τις κινήσεις που γίνονται έσα στο εικοσιτετράωρο. εν ήταν ικανός να ενσωατώσει στο σύστηά του όλες τις ώρες της ηέρας, από 1:00 ως 24:00. Αλλά ακόη κι έτσι, πώς πόρεσαν να γράψουν ολόκληρες βιβλιοθήκες κάποιον σανπου τονπορούσε Καντ και ν’να αδιαφορήσουν για τον Τέιλοργια – τον προφήτη δει δέκα αιώνες προστά; Το πρωινό τελείωσε. Το Εβατήριο του Μονοκράτους τραγουδήθηκε ε αρονία. Αρονικά, σε στοίχους των τεσσάρων, πήκαε στους ανελκυστήρες. Το ουρουρητό των ηχανών ίσα που γινόταν αισθητό. Κάτω, κάτω, κάτω. Η καρδιά πλησιάζει στο λαιό. Ξαφνικά αυτό το ηλίθιο όνειρο – ή άλλον κάποια συ45
γκαλυένη προέκταση αυτού του ονείρου. Ναι, ήταν σαν να βρισκόουν πάλι στο αεροκίνητο – η ίδια πτώση. Αλλά όλα αυτά έληξαν. Τελεία. Και ήταν καλό που ήουν τόσο αποφασιστικός καιε απότοος αζίπρος της. το έρος όπου το κοψό Έτρεχα τον υπόγειο ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ, πάνω στα τσοκ, έλαπε από τον σώα του ήλιο, χωρίς ακόη να είναι ζωντανός ε τη δική του φλόγα. Με κλειστά τα άτια ρέβαζα έσα στις εξισώσεις. Για άλλη ια φορά υπολόγισα νοητά την απαιτούενη αρχική ταχύτητα ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ για να ξεκολλήσει ο από τη Γη. ευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο, καθώς το εκρηκτικό καύσιο ελαττώνεται, η άζαΟΛΟΚΛΗΡΤΗ του αλλάζει. Η εξίσωση είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, ε τιές ανωτέρου βαθού. Σαν έσα σε όνειρο, καθώς βρισκόουν στο σκληρό κόσο των αριθών, κάποιος κάθισε δίπλα ου, ’ έσπρωξε ελαφρά και είπε: «Συγγνώη». Μισάνοιξα τα άτια ου και αρχικά είδα (επηρεασένος ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ) κάτι να πετάει στο κενό: ένα κεφάλι, από τον πετούσε γιατί είχε αυτιά σαν ροζ πτερύγια. Έπειτα η καπύλη του κεφαλιού λύγισε προς τα προς, καπυλωένη πλάτη, διπλοκαπυλωτή, τοαπό γράα S… Να τη πάλι η βλεφαρίδα, έσα τους γυάλινους τοίχους του αλγεβρικού ου κόσου κάτι δυσάρεστο, κάτι που έπρεπε σήερα να… «Παρακαλώ, δεν πειράζει», είπα χαογελώντας στον γείτονά ου. Υπήρχε ένας αστραφτερός αριθός στο σήα του: S-4711 (γι’ αυτό από την πρώτη στιγή τον είχα συνδέσει στο υαλό ου ε το γράα S – ήταν ια οπτική εντύπωση, η καταγεγραένη από τη συνείδηση). Τα άτια του 46
άστραψαν – δύο αιχηρά τρυπάνια άρχισαν να περιστρέφονται γρήγορα, να σκάβουν όλο και πιο βαθιά, έχρι που έφτασαν στον πυθένα και είδαν αυτό που ούτε κι εγώ ο ίδιος θ’ άφηνα τον εαυτό ου να… Ξαφνικά κατάλαβα τι ήταν αυτή η βλεφαρίδα! Ήταν ένας απ’ αυτούς, από τους Φρουρούς. Τι πιο απλό, σταάτα τις αναβολές και πες του τα όλα τώρα αέσως. «Χθες… εγώ… ε… ήουν στην Αρχαία Οικία…» Η φωνή ου ήταν περίεργη, κάπως επίπεδη και στηένη. Προσπάθησα να καθαρίσω το λαιό ου. «Λοιπόν… αυτό είναι καταπληκτικό. Προσφέρει υλικό για πολλά εποικοδοητικά συπεράσατα.» «Όως, δεν ήουν όνος, ξέρετε. Ήουν ε την Ι-330 και…» «Την Ι-330. Μπράβο σας. Πολύ ενδιαφέρουσα και ταλαντούχα γυναίκα. Έχει πολλούς θαυαστές». Άρα, κι αυτός –τότε στον περίπατο– πορεί κι αυτός να είναι εγγεγραένος σ’ αυτήν; Όχι, δεν πορούσα να του το πω. Ήταν αδιανόητο. Αυτό ήταν ξεκάθαρο. «Σωστά! Σωστά! Όπως το είπατε! Πολύ…» Το χαόγελό ου έγινε πλατύγυνός. και πιο ανόητο, και ’ έκανε να νιώσω σαν έναςπιο ηλίθιος Τα τρυπάνια πήκαν κατ’ ευθείαν στον πάτο της ψυχής ου και ύστερα γύρισαν σκάβοντας το δρόο τους προς τα πίσω, προς τα άτια. Ο S ου έριξε ένα διφορούενο χαόγελο, υποκλίθηκε και γλίστρησε προς την έξοδο. Κρύφτηκα πίσω από την εφηερίδα (ου φάνηκε ότι όλοι ε κοίταζαν) και τότε διάβασα κάτι που ε αναστάτωσε τόσο πολύ που ξέχασα τα πάντα για τη βλεφαρίδα και τα τρυπάνια: 47
«Αξιόπιστες πηγές αναφέρουν την ανακάλυψη στοιχείων που δείχνουν την ύπαρξη ιας ασύλληπτης οργάνωσης, που έχει στόχο την απελευθέρωση από τον ευεργετικό ζυγό του Κράτους.» «Απελευθέρωση;» Είναι εκπληκτικό το πώς επιζούν τα εγκληατικά ένστικτα στο ανθρώπινο γένος. Επιλέγω σκόπια τη λέξη «εγκληατικά». Η ελευθερία και η εγκληατικότητα είναι τόσο άρρη κτα συνδεδεένες σαν… ας πούε, σαν την κίνηση ενός αεροκίνητου και την ταχύτητά του. Όταν η ταχύτητα ενός αεροκίνητου ειώνεται στο ηδέν, δεν βρίσκεται πλέον σε κίνηση. Όταν η ελευθερία του ανθρώπου ειώνεται στο ηδέν, δεν διαπράττει εγκλήατα. Είναι ξεκάθαρο. Ο όνος τρόπος για ν’ απαλλάξεις τον άνθρωπο από την εγκληατικότητα είναι να τον απαλλάξεις από την ελευθερία του. Και τώρα, όλις καταφέραε ν’ απαλλαγούε απ’ αυτήν (στην κοσική κλίακα των πραγάτων, ερικοί αιώνες αντιστοιχούν σ’ ένα «όλις») και κάποιοι αξιολύπητοι καθυστερηένοι… Όχι, δεν βλέπω το λόγο που δεν πήγα αέσως στο Τήα των Φρουρών χθες. Σήερα ετά τις 16:00 θα πάω οπωσδήποτε. Στις 16:10 βγήκα έξω και το πρώτο πράγα που είδα ήταν η Ο να στέκεται στη γωνία γεάτη ρόδινη ικανοποίηση για την απρόσενη συνάντησή ας. «Έχει ια απλή, τετράγωνη λογική», σκέφτηκα. «Ακριβώς αυτό που χρειαζόουν. Θα ε καταλάβει και θα ε στηρίξει. Αλλά, για στάσου… όχι, δεν χρειάζοαι καία στήριξη. Έχω ήδη αποφασίσει.» Οι αυλοί από το Εργοστάσιο Μουσικής έπαιζαν αρο48
νικά το Εβατήριο – το καθιερωένο ας, ηερήσιο Εβατήριο. εν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψουν πόσο γοητευτικό είναι αυτό, αυτή η καθηερινότητα, η επανάληψη, αυτό είδωλο στον Ητο Ο ού έπιασε τοκαθρέφτη. χέρι. «Ας περπατήσουε.» Τα ολοστρόγγυλα, γαλάζια άτια της άνοιξαν διάπλατα προς εένα, εκείνα τα παράθυρα προς τον πυρήνα της ύπαρξής της, και έσω αυτών πορούσα να εισχωρήσω χωρίς να ’ εποδίσει τίποτα, αφού δεν υπάρχει τίποτα εκεί, δηλαδή τίποτα περίεργο ή άχρηστο. «Όχι, όχι περίπατο σήερα. Πρέπει να…», και της είπα πού πήγαινα. Προς εγάλη ου έκπληξη είδα τον ρόδινο κύκλο του στόατός της να ετατρέπεται σε ρόδινο ισοφέγγαρο, ε τις γωνίες προς τα κάτω, σαν να είχε δοκιάσει κάτι ξινό. Ξέσπασα. «Εσείς οι θηλυκοί Αριθοί! Είστε ανίατα προκατειληένοι. εν πορείτε καθόλου να σκεφτείτε αφηρηένα. Λυπάαι, αλλά αυτό είναι απλώς χαζό.» «Θα πάτε στους κατασκόπους… πλιαχ ! Κι εγώ που σας έφερνα ένα πουκέτο αγριόκρινα από το Βοτανικό Μουσείο!»«Γιατί “κι εγώ”; Γιατί αυτό το “και”; Ακριβώς σαν γυναίκα!» Άρπαξα τα λουλούδια της (εκνευρισένος, το παραδέχοαι). «Ορίστε, λοιπόν, τ’ αγριόκρινά σας, ωραία; Μυρίστε τα. Όορφα, ε; Τώρα προσπαθήστε ν’ ακολουθήσετε λίγο τη λογική, εντάξει; Τ’ αγριόκρινα υρίζουν ωραία… σύφωνοι. Αλλά δεν πορείτε να πείτε για την ίδια τη υρωδιά –αναφέροαι στην έννοια υρωδιά – ότι είναι καλή ή άσχηη, σωστά; Αυτό δεν πορείτε, επαναλαβάνω, ΕΝ πορείτε να το κά49
νετε, σωστά; Υπάρχει η υρωδιά του αγριόκρινου και υπάρχει επίσης η αηδιαστική υρωδιά του υοσκίαου. Και οι δύο είναι υρωδιές. Υπήρχαν κατάσκοποι τ’ αρχαία χρόνια, όπως υπάρχουν και τώρα. Σωστά, η λέξη ε ήταν τροάζει. Αλλά ένα πράγα είναικατάσκοποι, ξεκάθαρο: Οι δικοίδεν τους υοσκίαοι, οι δικοί ας είναι αγριόκρινα. Αυτό ακριβώς, αγριόκρινα!» Το ρόδινο ισοφέγγαρο τρεούλιασε. Τώρα ξέρω ότι έκανα λάθος, αλλά εκείνη τη στιγή ού φάνηκε ότι πήγαινε να γελάσει. Έτσι, φώναξα ακόη δυνατότερα: «Ναι! Αγριόκρινα! Και δεν είναι αστείο. Καθόλου αστείο». Λεία, ολοστρόγγυλα κεφάλια άς προσπερνούσαν και γυρνούσαν να κοιτάξουν. Η Ο ε πήρε απαλά από τον ώο: «Τι σας έπιασε σήερα; Είστε άρρωστος;» Όνειρο – κίτρινο – Βούδας… Ξαφνικά ου ήταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να πάω στο Ιατρικό Τήα. «Έχετε δίκιο. Είαι άρρωστος», είπα ’ ευχαρίστηση (κάτι που είναι ια ανεξήγητη αντίφαση – δεν υπήρχε κανένας λόγος να χαίροαι). «Εποένως, πρέπει να πάτε αέσως στο γιατρό. Ξέρετε πολύ ότι είναι καθήκον σας να είστε υγιής – είναι χαζό και νακαλά το συζητάε.» «Αγαπητή ου, Ο, φυσικά έχετε δίκιο. Απόλυτο δίκιο!» εν πήγα στο Τήα των Φρουρών. εν πορούσα. Έπρεπε να πάω στο Ιατρικό Τήα, όπου ε κράτησαν έχρι τις 17:00. Εκείνο το απόγευα (δεν έχει βέβαια σηασία, γιατί το Τήα των Φρουρών κλείνει το απόγευα) ήρθε η Ο στο σπίτι ου. εν κατεβάσαε τις γρίλιες. Λύναε ασκήσεις από ένα 50
παλιό βιβλίο προβληάτων – αυτό σε ηρεεί και καθαρίζει τις σκέψεις σου. Η Ο-90 κάθισε προστά στο βιβλίο, ε το κεφάλι γερένο προς τον αριστερό ώο, καταβάλλοντας τέτοια προσπάθεια που η γλώσσα έσπρωχνε προς τα έξω αριστερό της άγουλο. Έοιαζετης τόσο ε παιδάκι… πολύ γοη-το τευτική. Γι’ αυτό αισθάνθηκα έσα ου όορφα, καθαρά, απλά… Έφυγε κι έεινα όνος. Πήρα δύο βαθιές ανάσες (κάτι που είναι πολύ καλό πριν πας για ύπνο). Ξαφνικά ου ήρθε ια ελαφριά υρωδιά που δεν περίενα… από κάτι ενοχλητικό. Το βρήκα γρήγορα. Ένα βλαστάρι αγριόκρινου ήταν κρυένο στο κρεβάτι ου. Αέσως κάτι ανασηκώθηκε από το βυθό, σαν ανεοστρόβιλος. Όχι, πραγατικά, αυτό ήταν έλλειψη «τακτ» από έρους της… που έκρυψε το λουλούδι εκεί. ραία, λοιπόν, δεν πήγα. Αλλά δεν φταίω εγώ που είαι άρρωστος.
51
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΟΓΟΗ
Η Μη Πραγατική Ρίζα R-13 Τρίγωνο
Πόσο παλιά ήταν; Στα σχολικά ου χρόνια. Τότε ήταν που √-1.τηΜια ολοζώντανη ανάνηση, ανεπρωτοσυνάντησα πηρέαστη από το χρόνο. Θυάαι το φωτεινό και σφαιρικό αφιθέατρο, τα εκατοντάδες στρογγυλά, αγορίστικα κεφάλια και τον Πλιάπα, τον καθηγητή των αθηατικών. Εείς του βγάλαε το παρατσούκλι «Πλιάπα». Ήταν ήδη αρκετά πολυχρησιοποιηένος και ξεχαρβαλωένος και όποτε ο επιελητής τον έβαζε στην πρίζα, το ηχείο άρχιζε πάντα ε κάτι που ακουγόταν σαν «πλια-πλια-πλια-τςςςς» και ετά ξεκινούσαε το άθηα. Κάποια φορά ο Πλιάπα άς ίλησε για τους η πραγατικούς αριθούς και θυάαι πόσο έκλαψα, χτυπούσα τις γροθιές ου στο θρανίο και κραύγαζα: «εν τη √-1 ! Πάρτε την από ένα, αυτήν √-1!»τη θέλω τη Εκείνη η η πραγατική ρίζα εγάλωνε έσα ου σαν ένα ξένο πράγα, περίεργο και τροακτικό. Έτρωγε τα σωθικά ου και ήταν αδύνατο να βγάλω νόηα ή να την εξουδετερώσω, γιατί ήταν πέρα από κάθε λογική. √-1. Ξανακοίταξα Και τώρα, να τη πάλι αυτή η τ’ αρχεία ου και κατάλαβα ότι κορόιδευα τον εαυτό ου, του √-1. Όλατη έλεγα ψέατα επειδή δεν ήθελα ν’ αντικρίζω αυτά, ότι ήουν άρρωστος και τα σχετικά, είναι ανοησίες. Θα 52
πορούσα να είχα πάει. Μια βδοάδα πριν, ξέρω ότι θα είχα πάει χωρίς δεύτερη σκέψη. Γιατί λοιπόν τώρα;… Γιατί; Τα ίδια και σήερα. Στις 16:10 ακριβώς στεκόουν προστά απόχρυσά, τον αστραφτερό γυάλινοτης τοίχο. Από πάνω ου, έλαπαν τα καθαρά γράατα επιγραφής του Τήατος. Μέσα, πίσω από το γυαλί, είδα πολλές γαλάζιες γιούνι να περιένουν στην ουρά. Πρόσωπα που έλαπαν σαν καντήλια παλιάς εκκλησίας. Ήταν άνθρωποι που είχαν έρθει να εκτελέσουν το σπουδαίο καθήκον τους: Να εναποθέσουν στο βωό του Μονοκράτους τους αγαπηένους τους, τους φίλους τους, ακόη και τους εαυτούς τους. Κι όσο για ένα, πέθαινα να πάω εκεί, σ’ αυτούς, αλλά δεν πορούσα. Τα πόδια ου ήταν βυθισένα βαθιά έσα στο γυάλινο πεζοδρόιο. Στεκόουν εκεί κοιτώντας σαν ηλίθιος, ανίκανος να ετακινηθώ. «Έ, αθηατικέ! Ονειρεύεστε!» Ανατρίχιασα. Το πρόσωπο που ε κοίταζε είχε σκούρα άτια, λαπερά από το γέλιο και παχιά αφρικανικά χείλη. Ήταν ο ποιητής R-13, ένας παλιός φίλος, και η ρόδινη Ο ήταν αζί του. Γύρισα αγριεένος (νοίζω ότι αν δεν είχαν παρέβει θα √ είχα καταφέρει ξεριζώσω -1 από τη πάνω ου, αζί ε κοάτια τηςνα σάρκας ου αυτή – θα είχα πει στο Τήα). «εν ονειρευόουν», είπα κάπως απότοα. «Θαύαζα.» «Φυσικά, φυσικά! Ακούστε φίλε ου, εσείς δεν έχετε καία σχέση ε τα αθηατικά. Εσείς είστε ποιητής… ποιητής! Όχι, σοβαρά, ελάτε αζί ας, ε τους ποιητές. Πώς σας φαίνεται; Μπορώ να το κανονίσω στο λεπτό». Ο R-13 πνίγεται από ενθουσιασό όταν ιλάει, και οι λέξεις ξεχύνονται από έσα του, απ’ αυτά τα παχιά χείλη, σαν 53
σπρέι. Κάθε π είναι ένα σιντριβάνι. Η λέξη ποιητές είναι ένα πραγατικό σιντριβάνι. «Υπηρέτησα και θα συνεχίσω να υπηρετώ τη γνώση», είπα κατσουφιάζοντας. αρέσουν καινα δεν καταλαβαίνω τα αστεία και ο R-13 έχειεν τηνου κακή συνήθεια κάνει αστεία. «Γνώση! Τι σηαίνει αυτό; Η γνώση σας δεν είναι τίποτε άλλο παρά δειλία. Μα, αλήθεια, αυτό είναι. Απλώς θέλετε να περιφράξετε το άπειρο ’ έναν τοίχο. Και φοβάστε να κοιτάξετε έξω απ’ αυτόν. Αυτή είναι η αλήθεια. Απλώς δοκιάστε να ρίξετε έξω ια ατιά και θα δείτε ότι θα κλείσετε τα άτια σας. Αυτό κάνετε!» «Οι τοίχοι», άρχισα, «οι τοίχοι είναι η βάση οτιδήποτε ανθρώπινου…» Ο R πιτσίλισε σαν σιντριβάνι. Η Ο ας χάρισε ένα από κείνα τα στρογγυλά, ρόδινα γελάκια της. Κούνησα το χέρι εννοώντας: Καλά, γελάστε, ποιος νοιάζεται; εν είχα χρόνο για τέτοια. Έπρεπε να βρω κάτι να ε ξεπλύνει απ’ αυτή την καταραένη √-1. «Ξέρετε κάτι;», πρότεινα, «δεν πάε σπίτι ου να κάτσουε να λύσουε ασκήσεις;» (Σκεφτόουν εκείνη την όορφη που περάσαε χθες, κι έλπιζα ότι θα πορούσαε να ώρα είχαε άλλη ια τέτοια σήερα.) Η Ο κοίταξε τον R κι έπειτα στράφηκε ε το στρογγυλό και καθαρό της βλέα προς εένα, τα άγουλα της πήραν το απαλό κι ενθουσιώδες χρώα των εισιτηρίων ας. «Σήερα, όως… σήερα έχω… ένα εισιτήριο γι’ αυτόν», είπε, δείχνοντας τον R. «Και είναι απασχοληένος το απόγευα… έτσι…» Έβγαλε έναν καλοπροαίρετο ήχο από τα υγρά, λαπερά 54
του χείλη: «Πού είναι το πρόβληα; Εάς ας φτάνει ένα ισάωρο, έτσι δεν είναι Ο; εν έχω και πολύ όρεξη ν’ ασχοληθώ ε τις ασκήσεις σας… αλλά γιατί δεν πάε στο δικό ου σπίτι να κάτσουε;» Τρόαξα ε τη σκέψη να βρεθώ όνος ου ή, άλλον, παρέα ’ αυτόν το νέο, άγνωστο εαυτό ου, που λέγεται D503 όνο λόγω ιας περίεργης σύπτωσης. Έτσι, πήγα στο σπίτι του, του R. Είναι αλήθεια ότι δεν είναι άνθρωπος της ακρίβειας, δεν είναι ρυθικός και η λογική του είναι γελοία, ανάποδη, όως παρόλα αυτά… είαστε φίλοι. εν ήταν τυχαίο ότι πριν από τρία χρόνια διαλέξαε και οι δυο ας την αγαπητή ρόδινη Ο. Το γεγονός αυτό ας έφερε ακόη πιο κοντά κι από τότε που πηγαίναε σχολείο. Μπήκαε στο δωάτιο του R. Με την πρώτη ατιά, όλα φαίνονταν ακριβώς όοια ε το δικό ου δωάτιο. Ο ίδιος Πίνακας στον τοίχο και οι πολυθρόνες, το τραπέζι, τα συρτάρια, το κρεβάτι, όλα φτιαγένα από το ίδιο γυαλί. Αλλά ε το που πήκε έσα ο R, ετακίνησε ια από τις καρέκλες, ετά ια άλλη και τα επίπεδα εξαρθρώθηκαν, όλα γλίστρησαν έξω από τις προδιαγεγραένες αναλογίες κι έγιναν η-ευκλείδεια. Ο R δεν θα αλλάξει ποτέ. Τέιλορ και τα αθηατικά ήταν πάντα ο χειρότερος τηςΣτον τάξης. Μιλήσαε για το γερο-Πλιάπα, για τότε που εείς τ’ αγόρια τού κολλούσαε ικρά, ευχαριστήρια σηειώατα στα γυάλινα πόδια του (τον αγαπούσαε πραγατι κά το γερο4 Πλιάπα). Μιλήσαε για τον καθηγητή των Ο καθηΝόων. Το αντικείενό του ήταν, φυσικά, ο νόος του Μονοκράτους και όχι ο θρησκευτικός νόος (ή νόος του Θεού) που διδασκόταν στα παλιά σχολεία. 4
55
γητής των Νόων είχε ια εκκωφαντικά δυνατή φωνή, από το ηχείο του έβγαινε ια πραγατική έκρηξη ήχου κι εείς τ’ αγόρια ουρλιάζαε το κείενο αζί του. Θυηθήκαε τότε που τρελός ο R-13 γέισε το ηχείοετου ε ασηένο καιοπώς αυτό εκτοξευόταν κάθε λέξη. Οχαρτί R τιωρήθηκε φυσικά. Αυτό που έκανε ήταν φυσικά λάθος, τώρα όως γελάσαε, γέλασε όλο το τρίγωνό ας, όλοι ας, συπεριλαβανοένου (το παραδέχοαι) κι εού. «Σκεφτείτε ο καθηγητής των Νόων να ήταν ζωντανός άνθρωπος, σαν τους δασκάλους του παλιού κόσου! Τι πανικός…» Και το π σήανε ια νεροποντή από τα παχιά χείλη. Έπαινε ήλιος από το ταβάνι και τους τοίχους, ηλιόφως από πάνω, από τα πλάγια και ανακλώενο από κάτω. Η Ο καθόταν στα πόδια του R και έσα στα γαλάζια της άτια είχε ικρές στάλες ηλιόφωτος. Αισθάνθηκα πιο ζεστός και κάπως καλύτερα. √-1 χαλάρωσε Η και κούρνιασε ήσυχη. «Έι… Πώς πάει Ο οΛΟΚΛΗΡΤΗΣ σας; Θ’ απογειωθούε σύντοα για να διαφωτίσουε τους κατοίκους άλλων πλανητών; Πρέπει να βιαστείτε λίγο, αν δεν θέλετε εείς οι ποιητές ναΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ γράψουε περισσότερα απ’ ό,τι θα πορούσε ποτέ να σηκώσει ο κατά την απογείωση. Γράφουε κάθε έρα από τις 8:00 έχρι τις 11:00…», ο R κούνησε το κεφάλι κι έξυσε το πίσω έρος του. Από πίσω, το κεφάλι του οιάζει σαν να έχει κολληένη ια ικρή, τετράγωνη βαλίτσα. (Μου θυίζει έναν παλιό πίνακα ε τίτλο «Στο Βαγόνι».) Αυτό ε ξύπνησε. «Ώστε γράφετε κι εσείς κάτι για τον ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ; Με τι θέα; Τι θα γράφατε για σήερα, για παράδειγα;» 56
«Για σήερα, τίποτα», είπε. «Είχα άλλα σχέδια…» Άλλο ένα π, άλλη ια νεροποντή στο πρόσωπό ου. «Τι σχέδια;» Ο R να συνοφρυώθηκε. «Τικαταδίκη. πράγα; Τίποτα. αφού ένα θέλετε άθετε, ήταν ια ΈπρεπεΚαλά, να φτιάξω ποίηα για ια καταδίκη. Κάποιος ηλίθιος… άλιστα, ένας από ας τους ποιητές. Για δυο χρόνια καθόασταν ο ένας δίπλα στον άλλον και φαινόταν ια χαρά. Και ξαφνικά κάτι έπαθε. “Είαι ια ιδιοφυΐα!” είπε. “Μια ιδιοφυΐα… πάνω από το νόο!” Και τα πράγατα που έγραφε… άστα να παν στο διάολο». Τα παχιά του χείλη αράθηκαν και τα άτια του έγιναν ουντά. Ο R-13 αναπήδησε, στράφηκε πίσω και κάρφωσε το βλέα του κάπου πέρα από τον τοίχο. Κοίταξα τη σφιχτοκλειδωένη βαλιτσούλα του κι αναρωτήθηκα: «Τι σκέψεις στροβιλίζονται άραγε έσα σ’ αυτό το κουτί;» Υπήρξε ένα λεπτό άβολης κι ασύετρης σιωπής. εν ου ήταν ξεκάθαρο τι συνέβαινε, όως κάτι συνέβαινε. «Πάλι καλά», είπα, υψώνοντας σκόπια τη φωνή ου, «που οι προκατακλυσιαίοι καιροί όλων αυτών των Σαίξπηρ και Ντοστογιέφσκι, ή όπωςΤα αλλιώς λένε, έχουν Ο R γύρισε το κεφάλι. λόγιατους ανάβλυσαν σαν περάσει». σιντριβάνι, ως συνήθως, όως η λάψη από τα άτια του ου φάνηκε ότι είχε φύγει. «Ναι, αγαπητέ ου αθηατικέ… πάλι καλά, πάλι καλά, πάλι καλά! Είαστε οι πιο ευτυχισένοι αριθητικοί έσοι… Όπως λέτε εσείς: ολοκληρώνοντας από το ηδέν ώς το άπειρο, από τον ηλίθιο ώς τον Σαίξπηρ. Ακριβώς!» εν ξέρω γιατί –έοιαζε η σκέψη να έρχεται από το που57
θενά– όως αέσως σκέφτηκα εκείνη τη γυναίκα, τον τόνο της φωνής της. Ένα πολύ λεπτό νήα σαν να ένωνε εκείνη και √-1 ν’ τη τον R. Τι είδους νήα; Αισθανόουν αρχίζει να σαλεύει έσαστο ου.ροζ Άνοιξα σήα ου: 16:25. Τους είχαν είνειξανά 45 λεπτά τουςτο εισιτήριο. «Λοιπόν, ώρα να φεύγω», είπα κι έδωσα ένα φιλί στην Ο, έσφιξα τα χέρια ε τον R και πήγα στον ανελκυστήρα. Περνούσα ήδη απέναντι στη λεωφόρο, όταν κοίταξα πίσω. Στη λαπερή, πληυρισένη από τον ήλιο επιφάνεια του γυάλινου κτηρίου, έβλεπες εδώ και κει τα γκριζογάλανα κελιά που είχαν τις γρίλιες κατεβασένες, τα κελιά της ρυθικής τεϊλοροποιηένης ευτυχίας. Τα άτια ου έψαξαν για το κελί του R-13 στον έβδοο όροφο: Είχε κατεβάσει ήδη τις γρίλιες. Αγαπηένη Ο… αγαπηένε R. Υπάρχει και σ’ αυτόν κάτι (δεν ξέρω γιατί «και» σ’ αυτόν, αλλά άστο όπως γράφτηκε) που δεν ου είναι εντελώς ξεκάθαρο. Παρόλα αυτά, η Ο, αυτός κι εγώ… είαστε ένα τρίγωνο, ίσως όχι ισοσκελές, αλλά παρόλα αυτά τρίγωνο. Άα θες να το πεις στη γλώσσα των προγόνων ας (ια γλώσσα που πιθανό να είναι περισσότερο κατανοητή σ’ εσάς, πλανητικοί ου αναγνώστες), είαστε ια οικογένεια. Και κάποιες φορές είναι τόσο ωραίο ν’ αναπαύεσαι, ακόη και για λίγο, να κλειδώνεις τον εαυτό σου σ’ ένα ισχυρό και απλό τρίγωνο, ακριά απ’ όλα αυτά…
58
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΝΑΤΗ
Λειτουργία Ίαβοι σε Τροχαϊκό Πόδα Χέρι από Χυτοσίδηρο
Μια λαπρή, θριαβευτική έρα. Μια έρα σαν κι αυτή, ξεχνάς τις αδυναίες σου, τις αβεβαιότητες, τις αρρώστιες και όλα γίνονται κρυστάλλινα, σταθερά, αιώνια… όπως το γυαλί ας. Η Κυβική Πλατεία. Εξήντα έξι επιβλητικοί, οόκεντροι δακτύλιοι: οι κερκίδες. Και εξήντα έξι σωπα σαν λυχνάρια, ε άτια που αντανακλούν τουςσειρές: αστρα- ήσυχα πρόφτερούς παραδείσους ή, άλλον, τη λαπρότητα του Μονοκράτους. Λουλούδια στο χρώα του αίατος: γυναικεία χείλη. Τρυφερά στεφάνια από παιδικά πρόσωπα, στις πρώτες σειρές, για να είναι κοντά στο κέντρο δράσης. Βαθιά, σκληρή, γοτθική σιωπή. Κρίνοντας από τις περιγραφές που έχουν φτάσει ως εάς, κάτι αντίστοιχο αισθάνονταν και οι αρχαίοι κατά τις «θείες λειτουργίες» τους. Αλλά εκείνοι υπηρετούσαν τον παράλογο, άγνωστο Θεό τους, ενώ εείς υπηρετούε κάτι λογικό και απόλυτα γνωστό. Ο Θεός τους δεν τους έδινε τίποτα παρά αιώνια, ταραχώδη αναζήτηση. Ο Θεός τους δεν πορούσε να σκεφτεί τίποτα εξυπνότερο από την ιδέα να θυσιάζεσαι, χωρίς να έχει σηασία ο λόγος. Εείς, όως, κάνουε ια ήρεη, λογική, προσεκτικά ελετηένη θυσία στο Θεό ας, το Μονοκράτος. Ναι, αυτή ήταν η θριαβευτική λει59
τουργία εορτασού του Μονοκράτους, ια ανάνηση των χρόνων που θυσιάστηκαν στη σταυροφορία του ιακοσαετούς Πολέου, τη εγαλειώδη νίκη του όλου απέναντι στο ένα, του συνόλου απέναντι στο ερικό… Εκεί ήταν το ένα… στεκόταν στα σκαλιά του Κύβου, τον έλουζε το φως του ήλιου. Το πρόσωπό του ήταν λευκό ή, άλλον, όχι, όχι λευκό, δεν είχε καν χρώα, γυάλινο πρόσωπο, γυάλινα χείλη. Μόνο τα άτια του, σκοτεινές, άπληστες τρύπες που σε ρουφούσαν… και ο τροακτικός κόσος από τον οποίο απείχε όνο ερικά λεπτά. Το χρυσό σήα ε τον αριθό του τού είχε ήδη αφαιρεθεί. Τα χέρια του ήταν δεένα ε οβ κορδέλα. (Αρχαίο έθιο: Τα παλιά χρόνια, πριν αρχίσουν να γίνονται τέτοιου τύπου θυσίες στο όνοα του Μονοκράτους, ο καταδικασένος πίστευε ότι είχε το δικαίωα ν’ αντισταθεί, γι’ αυτό και τα χέρια του συνήθως αλυσοδένονταν.) Ψηλά, πάνω στον κύβο, δίπλα από τη Μηχανή, ήταν η φιγούρα που αποκαλούε Ευεργέ τη, ακίνητη, σαν να ήταν φτιαγένη από έταλλο. Από εδώ κάτω ήταν δύσκολο να διακρίνεις το πρόσωπό του. Το όνο που βλέπεις είναι χαρακτηριστικά που περιορίζονται αυστηρές, επιβλητικές, τετράγωνες γραές. Όσο για τασε χέρια… Συβαίνει καιά φορά και στις φωτογραφίες, όταν τα χέρια είναι πολύ κοντά στο φακό, εφανίζονται τεράστια, είναι το όνο που βλέπεις, καλύπτουν όλα τα άλλα. Αυτά τα βαριά χέρια, αναπαυένα προς στιγή στα γόνατα, είναι ξεκάθαρο ότι είναι φτιαγένα από πέτρα, και τα γόνατα όλις που αντέχουν το βάρος τους. Και ξαφνικά ένα από τα τεράστια αυτά χέρια ανασηκώθηκε αργά… αργή χειρονοία από χυτοσ ίδηρο… και προς 60
απάντηση στο ανασηκωένο αυτό χέρι, ένας Αριθός σηκώθηκε από τις κερκίδες και πλησίασε τον Κύβο. Ήταν ένας από τους Κρατικούς Ποιητές. Είχε πέσει σ’ αυτόν η τύχη να στέψει εορτασό ’ ένα ποίηα. Καιπρούντζινοι τότε ακούστηκαν τις τον κερκίδες οι βροντεροί, θεϊκοί, ίαβοιαπό που είχαν φτιαχτεί γι’ αυτόν, για τον ηλίθιο ε τα γυάλινα άτια που στεκόταν εκεί στα σκαλιά, περιένοντας τις λογικές συνέπειες των ανόητων πράξεών του. …Μια πυρκαγιά. Σπίτια ταρακουνήθηκαν από τους ίαβους, εκσφενδονίστηκαν σαν ια ρευστή, χρυσή βροχή κι έπειτα συντρίφτηκαν. Πράσινα δέντρα σπαρτάρησαν έσα της, ξέρασαν τους χυούς τους κι απέειναν αύροι σκελετοί σαν σταυροί. Τότε εφανίστηκε ο Προηθέας (αυτός είαστε εείς, φυσικά):
Και στις ηχανές, στο ατσάλι, δέσευσε τη φωτιά, Και το χάος αλυσόδεσε ε τα δεσά του Νόου. Όλα ήταν καινούργια, φτιαγένα από ατσάλι: ατσαλένιος ήλιος, ατσαλένια δέντρα, ατσαλένιοι άνθρωποι. Ξαφνικά κάποιος τρελός «χαλάρωσε τη φωτιά από τις αλυσίδες της» – και όλα πρόκειται ν’ αφανιστούν και πάλι… υστυχώς, η νήη ου δεν ε βοηθάει στην ποίηση, αλλά ένα το πράγα θυάαι: εν θα πορούσες να επιλέξεις πιο διαφωτιστικές και εγαλοπρεπείς εικόνες. Πάλι αυτή η αργή, βαριά χειρονοία, κι ένας δεύτερος ποιητής ανασηκώθηκε στα σκαλιά του Κύβου. Σχεδόν πετάχτηκα από τη θέση ου. Ήταν δυνατόν; Όχι… αυτά τα παχιά, αφρικάνικα χείλη… ήταν αυτός. Γιατί δεν ανέφερε ότι θα είχε 61
το υψηλό;… Τα χείλη του έτρεαν, ήταν γκρίζα. Καταλαβαίνω, αν είσαι πρόσωπο ε πρόσωπο ε τον Ευεργέτη, προστά σε ολόκληρο το σώα των Φρουρών… αλλά ακόη κι έτσι, γιατί να είναιχτυπήατα τόσο νευρικός; Κοφτά, γρήγορα τροχαϊκού πόδα… αιχηρά σαν τσεκούρι. Για ένα ανήκουστο έγκληα, για ένα βλάσφηο ποίηα, ένα που αποκαλεί τον Ευεργέτη… όχι, δεν πορώ να υποχρεώσω το χέρι ου να το γράψει. Χλωός, χωρίς να κοιτάζει κανέναν (αυτή η ντροπή δεν ήταν χαρακτηριστικό του), ο R-13 κατέβηκε και ξανακάθισε στη θέση του. Για ένα απειροελάχιστο κλάσα του δευτερολέπτου νόισα ότι είδα δίπλα του το πρόσωπο κάποιου… αιχηρό, ένα σκοτεινό τρίγωνο… κι έπειτα εξαφανίστηκε ε τη ία. Τα άτια ου ανασηκώθηκαν, όπως και χιλιάδες άλλα άτια, προς τη Μηχανή. Το αείλικτο χέρι έκανε ια τρίτη χειρονοία από χυτοσίδηρο. Και, σειόενος από έναν αόρατο άνεο, ο εγκληατίας κουνιέται… ένα βήα… άλλο ένα… και κάνει το τελευταίο βήα της ζωής του. Ξαπλώνει κοιτάζοντας προς τον ουρανό, ε το κεφάλι του ριγένο προς τα πίσω, στην τελευταία του θέση ανάπαυσης. Βαρύς, πέτρινος, σαν την από ίδιατη τηΜηχανή οίρα, οκιΕυεργέτης έκανε έναν πλήρη κύκλο γύρω εναπόθεσε το τεράστιο χέρι του πάνω στο οχλό. Ούτε ο παραικρός ήχος, ούτε ανάσα. Όλα τα άτια ήταν στραένα στο χέρι. Τι φλογερό ενθουσιασό πρέπει να αισθάνεται κάποιος – να είναι όπλο, να έχει τη δύναη εκατοντάδων χιλιάδων βολτ. Τι καταπληκτική οίρα! Μια στιγή. Το χέρι έπεσε, ανοίγοντας την παροχή του ρεύατος. Ένα κοφτερό ξυράφι από αβάσταχτο φως. Μια δό62
νηση στις σωληνώσεις της Μηχανής, ένα τρίξιο που όλις ακουγόταν. Το ξαπλωένο σώα τυλίχτηκε έσα σ’ ένα φωτεινό, αστραφτερό σύννεφο καπνού κι έπειτα, προστά στα άτια ας, άρχισε λιώνει,Μετά να λιώνει, καιΜια διαλύθηκε τόσο γρήγορα που ήταννα απαίσιο. – τίποτα. λινούλα χηικά καθαρού νερού, που όλις πριν από λίγα λεπτά ήταν έσα σε ια καρδιά κόκκινη που χτυπούσε άγρια. Όλα ήταν απλά, όλοι το ξέραε. Αποδόηση της ύλης – οκ. Αποδόηση των ατόων του ανθρώπινου σώατος – οκ. Και παρ’ όλα αυτά, κάθε φορά που συνέβαινε, έοιαζε ε θαύα. Ήταν ένα δείγα της υπεράνθρωπης δύναης του Ευεργέτη. Πάνω ψηλά, ευθυγραισένοι προστά Του, έστεκαν δέκα γυναικείοι Αριθοί ε ξαναένα πρόσωπα, τα χείλη τους ισάνοιχτα από ενθουσιασό, τα πουκέτα τους ε τα 5 λουλούδια ν’ ανείζουν στον αέρα. Σύφωνα ε το παλιό έθιο, οι δέκα γυναίκες στόλισαν ε λουλούδια τη γιούνι τού Ευεργέτη που ήταν ακόη υγρή από το σπρέι. Με το εγαλειώδες βήα ενός ανώτερου ιερέα, κατέβηκε αργά, πέρασε αργά έσα από τις κερκίδες και στο πέρασά τουκαι ανασηκώθηκαν λευκά, ευγενικά χέρια σαν κλαδιά ακούστηκαν χιλιάδες ωσαννάγυναικεία σαν ια φωνή. Έπειτα, τα ίδια ωσαννά προς τιή του σώατος των Φρουρών, αόρατα παρόντες κάπου ανάεσά ας, έσα στις σειρές 5 Από το Βοτανικό Μουσείο φυσικά. Προσωπικά δεν βλέπω τίποτα το όορφο στα λουλούδια, ούτε σε τίποτε άλλο που ανήκει στον άγριο κόσο, τον εκτοπισένο εδώ και καιρό πίσω από το Πράσινο Τείχος. Το όνο πράγα που είναι όορφο είναι ό,τι είναι λογικό και χρήσιο: ηχανές, πότες, εξισώσεις, τροφή, κτλ. 63
ας. Ποιος ξέρει, ίσως να ήταν οι Φρουροί εκείνοι τους οποίους έβλεπε ο αρχαίος άνθρωπος ε τη φαντασία του και ονόαζε «αρχάγγελους », αυστηροί και τρυφεροί ταυτόχρονα, εγγεγραένοι άνθρωπο από τητις γέννησή του. Ναι, υπήρχεστον στηνκάθε όλη τελετή κάτι από αρχαίες θρησκείες, κάτι καθαρτικό, σαν καταιγίδα και κεραυνός. Εσείς που πρόκειται να το διαβάσετε αυτό… έχετε ζήσει ποτέ τέτοιες στιγές; Λυπάαι για σας, αν δεν έχετε.
64
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΚΑΤΗ
Γράα Μεβράνη Εγώ ο Τριχωτός
Για ένα, το χθεσινό γεγονός ήταν σαν το χαρτί όπου οι χηικοί φιλτράρουν τις ουσίες τους: Όλα τα σωατίδια που αιωρούνταν, όλη η ανεπιθύητη ύλη παρέεινε στο χαρτί. Και όταν κατέβαινα κάτω, σήερα το πρωί, αισθανόουν σαν να είχα διυλιστεί, ήουν απόλυτα διαυγής. Κάτω στον προθάλαο, η ελέγκτρια καθόταν στο γραφειάκι της κοιτώντας το ρολόι της και καταγράφοντας τους Αριθούς που έπαιναν έσα. Τ’ όνοά της είναι U… αλλά καλύτερα να ην αναφέρω το νούερό της. Φοβάαι ήπως γράψω κάτι άσχηο γι’ αυτήν. Αν και στην πραγατικότητα είναι ια αρκετά αξιοπρεπής ηλικιωένη γυναίκα. Το όνο πράγα που δεν ’ αρέσει σ’ αυτήν είναι ο τρόπος που κρέονται τα άγουλά της – οιάζουν ε βράγχια ψαριού. (Αν και, γιατί είναι κακό αυτό;) Γρατσούνισε ε την πένα της και είδα τον εαυτό ου στο χαρτί: D-503. Και ακριβώς δίπλα του ια κηλίδα από ελάνι. Μόλις πήγα να της το επισηάνω, σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι της και ου έσταξε ένα από τα ελανωένα χαογελάκια της: «Α, ναι, υπάρχει ένα γράα για σας, καλέ ου. Ναι, ναι, θα το πάρετε». Ήξερα ότι το γράα, που είχε ήδη διαβάσει αυτή, 65
έπρεπε να περάσει και από το Τήα των Φρουρών (φαντάζοαι πως δεν υπάρχει λόγος να περιγράψω τη φυσική διαδικασία) και θα το έπαιρνα έχρι τις 12:00. Αλλά αυτό το χαογελάκι ’ ανησύχησε. ελανή κηλίδα έσαπου, του,αργόέκανε το διαυγές ου διάλυα ναΗθολώσει. Τόσο πολύ ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ τερα, στο εργοτάξιο του , δεν πορούσα να συγκεντρωθώ κι έκανα ένα υπολογιστικό λάθος, κάτι που δεν ου συβαίνει ποτέ. Στις 12:00 είχα ν’ αντιετωπίσω πάλι τα καφερόδινα βράγχια και το χαογελάκι της, αλλά τελικά έφτασε το γράα στα χέρια ου. εν ξέρω γιατί, αλλά δεν το διάβασα αέσως. Το έχωσα στην τσέπη ου και πήγα βιαστικά προς το δωάτιό ου. Το άνοιξα, του έριξα ια γρήγορη ατιά και κάθισα. Ήταν ια επίσηη γνωστοποίηση ότι η Ι-330 είχε εγγραφεί σε ένα και πως σήερα στις 21:00 έπρεπε ν’ αναφερθώ σ’ αυτήν στο… και ακολουθούσε η διεύθυνση. Όχι! Ύστερα απ’ όλα αυτά που συνέβησαν, αφού της έδειξα ξεκάθαρα το πώς αισθανόουν! Τι παραπάνω ήθελε, δεν ήξερε καν αν είχα πάει στο Τήα των Φρουρών ή όχι. εν υπήρχε τρόπος να ξέρει ότι είχα αρρωστήσει. Ή τουλάχιστον δεν πορούσα… Και τέλος Μιαότι γεννήτρια στροβιλιζόταν και πάντων… βούιζε στο κεφάλι ου. Βούδας… κίτρινο… αγριόκρινο… ρόδινο ισοφέγγαρο. Ναι, και τι θα γίνει ε… τι θα γίνει ε την Ο που θα περάσει από δω σήερα; Να της δείξω την ειδοποίηση για την Ι-330; εν ξέρω. εν θα το πίστευε. (Και ποιος θα το πίστευε άλλωστε;) εν θα πίστευε ότι εγώ δεν έφταιγα, ότι ήουν εντελώς… Και ήξερα ότι θ’ ακολουθούσε ια σκληρή, ηλίθια, εντελώς παράλογη συζήτηση. Όχι, να ου λείπει. Ας το τακτοποιήσουε 66
το θέα ε ηχανικό τρόπο: Θα της στείλω απλώς ένα αντίγραφο της ειδοποίησης. Ήουν έτοιος να βάλω βιαστικά την ειδοποίηση έσα στην τσέπηχέρι ου,ου. όταν έπιασε τοπώς βλέα ουπάρει το απαίσιο, πιθηκοειδές Θυήθηκα το είχε και το κοιτούσε η Ι-330, τότε στον περίπατο. Μα, δεν ήταν δυνατό να της… Και ετά πήγε 20:45. Μια λευκή νύχτα. Τα πάντα πρασινωπά, γυάλινα. Αλλά ήταν ένα άλλο είδος γυαλιού, κάπως εύθραυστο, όχι σαν το δικό ας, όχι πραγατικό γυαλί. Ήταν ένα λεπτό γυάλινο κέλυφος και κάτω απ’ το κέλυφος στροβιλίσατα, βόβοι. εν θα ξαφνιαζόουν αν οι θόλοι των αφιθέατρων εκτοξεύονταν ξαφνικά στον αέρα, ε ράθυα, κυκλικά σύννεφα καπνού και το φεγγάρι ού έριχνε ένα ελανό χαόγελο, σαν αυτό της γυναίκας από το γραφειάκι της το πρωί, και οι γρίλιες κατέβαιναν ξαφνικά σε κάθε κτήριο και πίσω από τις γρίλιες… Αισθάνθηκα περίεργα. Αισθάνθηκα τα ίδια ου τα πλευρά να είναι σιδερένιες βέργες που περιόριζαν κι έσφιγγαν την καρδιά ου, ήταν πολύ κοντά, ικρός ο χώρος. Στεκόουν προστά από τη γυάλινη ε τους χρυσούς αριθούς 330». Ήταν σκυένη στοπόρτα γραφείο της, γράφοντας κάτι ε«Ιτην πλάτη της γυρισένη προς εένα. Μπήκα έσα. «Ορίστε», είπα και της έδωσα το ροζ εισιτήριο. «Πήρα σήερα την ειδοποίηση και παρουσιάζοαι για το καθήκον ου.» «Τι ακριβής που είστε! Μισό λεπτό, αν δεν σας πειράζει. Καθίστε, τελειώνω τώρα.» Ξαναχαήλωσε τα άτια σ’ αυτό που έγραφε. Αναρω67
τήθηκα τι να συνέβαινε έσα στο κεφάλι της, πίσω από τις κατεβασένες γρίλιες. Τι θα έλεγε και τι θα έκανα εγώ ετά από το λεπτό αυτό; Πώς πορείς να ξέρεις, να το υπολογίσεις, όταν έχρι παραικρό εκεί, από τηκαι γητο των ονείρων; κοάτι της προέρχεται από… Την κοιτούσα χωρίς να λέω λέξη. Τα πλευρά ου ήταν σιδερένιες βέργες, δεν υπήρχε χώρος… Όταν ιλάει, το πρόσωπό της είναι σαν ένας γρήγορος, αστραφτερός τροχός, όπου δεν πορείς να διακρίνεις τις ακτίνες. Τώρα, όως, ο τροχός ήταν ακίνητος. Είδα ια περίεργη εικόνα: Τα σκούρα φρύδια της, ανασηκωένα προς τους κροτάφους, σχηάτιζαν ένα σαρδόνιο, αιχηρό τρίγωνο και οι δύο βαθιές γραές από τη ύτη προς τις άκρες του στόατός της σχηάτιζαν άλλο ένα, αυτή τη φορά ε τη κορυφή προς τα πάνω. Τα δύο αυτά τρίγωνα κάπως αναιρούσαν το ένα το άλλο και σχηάτιζαν ένα δυσάρεστο, εκνευριστικό Χ στο πρόσωπό της, έναν σταυρό. Το πρόσωπο της ήταν σαν διαγραένο. Ο τροχός άρχισε να κινείται, οι ακτίνες έγιναν δυσδιάκριτες: «εν πήγατε τελικά στο Τήα των Φρουρών, ε;» «Ήουν… δεν πορούσα. Ήουν άρρωστος.» «Ναι, δεν κάπως το περίενα, κάτι δόντια, έπρεπε να σας σταατήσει, έχειέτσι σηασία τι (αιχηρά χαόγελο). Αλλά τώρα σας έχω στο… χέρι. Θυάστε: «Κάθε Αριθός που δεν κάνει αναφορά έσα σε 48 ώρες στο Τήα των Φρουρών, θεωρείται…» Η καρδιά ου χτυπούσε τόσο δυνατά που οι βέργες λύγισαν. Σαν παιδί, πιάστηκα σαν χαζό παιδί. Κράτησα το χαζό ου στόα κλειστό. Κι αισθάνθηκα παγιδευένος χειροπόδαρα. 68
Σηκώθηκε και τεντώθηκε τεπέλικα. Πάτησε ένα κουπί και οι γρίλιες όλων των πλευρών κατέβηκαν ’ ένα ελαφρύ θρόισα. Ήουν αποκοένος από τον κόσο, πρόσωπο ε πρόσωπο αυτήν. Η Ι-330’ήταν κάπου πίσω ου, κοντά στην ντουλάπα. Η γιούνι της έπεσε ’ ένα θρόισα. Αφουγκρ άστηκα. Όλο το σώα ου άκουγε. Και θυήθηκα… όχι! Κάτι άστραψε στο υαλό ου για ένα εκατοστό του δευτερολέπτου. Πρόσφατα είχα να υπολογίσω την καπύλη ιας νέου τύπου εβράνης δρόου (αυτές οι εβράνες, προσεκτικά καουφλαρισένες, βρίσκονται τώρα σε κάθε λεωφόρο και καταγράφουν συνοιλίες για λογαριασό των Φρουρών). Και θυήθηκα: Ήταν ένα κοίλο, ροζ, δονούενο τύπανο –ένα παράξενο πλάσα ε όνο ένα όργανο– ένα αυτί. Εκείνη τη στιγή ήουν ια τέτοια εβράνη. Τώρα κροτάλισε το κουπί του γιακά, έπειτα αυτό του στήθους, έπειτα χαηλότερα… Το υαλώδες ετάξι θρόισε πέφτοντας από τους ώους της, από τα γόνατά της, κάτω στο πάτωα. Άκουσα –και πορούσα ν’ ακούσω καθαρότερα απ’ ό,τι να δω– το ένα πόδι κι έπειτα το άλλο να βγαίνουν έξω από το σωρό του γκριζογάλανου εταξιού. Η σφιχτοτεντωένη εβράνη δονείται και καταγράφει την ησυχία. Όχι, λάθος, τον αιχηρό χτύπο ενός σφυριού πάνω σε βέργες, ε ατέλειωτες παύσεις. Και ακούω, τη βλέπω πίσω ου να κοντοστέκεται για ένα δευτερόλεπτο. Εκεί… ήταν αυτές οι πόρτες της ντουλάπας… αυτό ήταν… ο ήχος από κάποιο καπάκι που κλείνει… και πάλι ετάξι κι άλλο ετάξι. «Ορίστε… ελάτε…» 69
Γύρισα. Φορούσε ένα λεπτό φόρεα παλιοοδίτικου κοψίατος, κίτρινο-κροκί. Αυτό ήταν χίλιες φορές πιο σατανικό από το να ην φορούσε τίποτα. Μέσω του λεπτού υλικού πορούσες να έσα δεις δύο κορυφές σαν ροζ κάρβουνα στιςτονισένες στάχτες. Τα γόνατάπου τηςέλαπαν ήταν τρυφερά, στρογγυλά… Καθόταν σε ια χαηλή πολυθρόνα. Στο τετράγωνο τραπεζάκι προστά της υπήρχε ένα φλασκί ε δηλητηριώδες, πράσινο υγρό. ύο ικρά, κολονάτα ποτήρια. Στη άκρη του στόατός της κάτι ανέδιδε καπνούς, ένας ικρός χάρτινος σωλήνας, τον οποίο οι αρχαίοι χρησιοποιούσαν για κάπνισα (δεν θυάαι αυτή τη στιγή πώς λεγόταν). Η εβράνη δονούνταν ακόη. Μέσα ου, το σφυρί χτυπούσε τις βέργες, που τώρα είχαν αναψοκοκκινίσει. Άκουγα ολοκάθαρα κάθε χτύπο… όως, λες να τους ακούει κι αυτή; Εκείνη, όως, συνέχιζε να καπνίζει ήρεα, να κοιτάζει ήρεα προς εένα και να πετάει αδιάφορα στάχτες πάνω στο ροζ ου εισιτήριο. Όσο πιο ατάραχα πορούσα, ρώτησα: «Ακούστε, αν έτσι είναι τα πράγατα, πώς κι εγγραφήκατε σε ένα; Και γιατί ε φέρατε έχρι εδώ;» Προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε. Έβαλε ένα ποτό και ήπιε ια γουλιά. «Γευστικότατο λικέρ. Θέλετε λίγο;» Τότε κατάλαβα: Ήταν αλκοόλ. Όλα αυτά που συνέβησαν εχθές, άστραψαν προστά ου: το πέτρινο χέρι του Ευεργέτη, η αβάσταχτη λεπίδα φωτός και πάνω εκεί στον Κύβο, το απλωένο σώα ε το κεφάλι γερένο προς τα πίσω. Αναρρίγησα. 70
«Ακούστε», της είπα, «ξέρετε και όνη σας ότι οποιοσδήποτε δηλητηριάζει τον εαυτό του ε νικοτίνη, και ιδιαιτέρως ε αλκοόλ, δεν πρέπει να περιένει έλεος από το Μονοκράτος…» «Η εξουδετέρωση των λίγων σε ικρό χρονικό διάστηα έχει περισσότερη λογική από το να επιτραπεί στους πολλούς να αυτοκαταστρέφονται, να εκφυλίζονται, κτλ. κτλ. Αυτό είναι ανάροστο αλλά αληθινό.» «Ναι… ανάροστο.» «Κι εσείς παίρνετε απλά αυτή τη ικρή οάδα από γυνές κι απροκάλυπτες αλήθειες και τη βγάζετε έξω στους δρόους… Για φαντασθείτε λίγο. Πάρτε τον πιο σίγουρο από τους θαυαστές ου –ξέρετε ποιον εννοώ– και απογυνώστε τον από το ψέα που λέγεται ρουχισός, αφήστε τον να εφανιστεί δηόσια ε την αληθινή του ορφή… ω, Θεέ ου!» Γέλασε. Αλλά πορούσα να δω αρκετά καθαρά εκείνο το χαηλότερο από τα δυο της τρίγωνα, το θλιένο, τις δυο βαθιές γραές από τη ύτη προς στις άκρες του στόατός της. Με κάποιον τρόπο, αυτές οι γραές ’ έκαναν να καταλάβω κάτι: αυτός ο διπλοκαπυλωτός, ο καπούρης ε τα εγάλα αυτιά-πτερύγια… αγκαλιάσει… και ακριβώς όπως ήταν αυτή τώρα…την τηςείχε είχε… Παρεπιπτόντως, τώρα προσπαθώ να εταφέρω τα συναισθήατα που είχα εκείνη τη στιγή, τα οποία δεν ήταν φυσιολογικά. Τώρα, όως, ενώ τα γράφω αυτά, κατανοώ απόλυτα ότι όλα έγιναν όπως έπρεπε, ότι κι αυτός είχε δικαίωα στην ευτυχία, όπως ο κάθε ευυπόληπτος Αριθός, και δεν θα ήταν δίκαιο… όως όλα αυτά είναι τώρα ξεκάθαρα. Το περίεργο γέλιο της Ι-330 συνεχίστηκε για πολλή 71
ώρα. Έπειτα, κοίταξε βλοσυρά προς εένα, κατευθείαν έσα ου, και είπε: «Το σηαντικότερο είναι, όως, ότι δεν ανησυχώ για σας. Είστε τόσο καλός. Είαι σίγουρη ότι ούτε που θα σκεφτόσασταν να πάτε στο Τήα και να τους πληροφορήσετε ότι πίνω λικέρ και καπνίζω. Θα αρρωστήσετε, ή θα είστε απασχοληένος, ή θα είστε… κι εγώ δεν ξέρω τι. Και επιπλέον, είαι σίγουρη ότι εδώ και τώρα θα πιείτε απ’ αυτό το γευστικό δηλητήριο αζί ου…» Ο τόνος της ήταν τόσο αναιδής, τόσο γεάτος ειρωνεία. Χωρίς αφιβολία ένιωσα ότι τώρα την ξαναισούσα. Αλλά γιατί ξανά; Πάντα την ισούσα. Κατέβασε ένα από τα ικρά ποτήρια ε το πράσινο δηλητήριο, σηκώθηκε και λάποντας ροζ έσα από το κροκί έκανε αρκετά βήατα που την έφεραν πίσω από την καρέκλα ου. Ξαφνικά, τα πράτσα της τύλιξαν το λαιό ου, τα χείλη της άγγιξαν τα χείλη ου, πήκαν πιο βαθιά, η κατάσταση έγινε ακόη πιο τροακτική… Το ορκίζοαι, ε βρήκε εντελώς απροετοίαστο και αυτός ήταν ίσως ο οναδικός λόγος που… Γιατί δεν θα πορούσα να… Τώρα το καταλαβαίνω ε απόλυτη διαύγεια… εν θα πορούσα να έχω επιθυήσει αυτό που ακολούθησε. Χείλη αβάσταχτα γλυκά (από το λικέρ, υποθέτω)… και γεύτηκα ία γουλιά καυστικού δηλητηρίου, κι άλλη ία, άλλη ία, και ετά απελευθερώθηκα από τη Γη, ένας ελεύθερος πλανήτης που περιφέρεται ε ανία όλο και χαηλότερα, σε ια τροχιά που ακόη δεν έχει υπολογιστεί. Τα υπόλοιπα πορώ να τα περιγράψω όνο κατά προσέγγιση, όνο ε τη βοήθεια λίγο-πολύ κοντινών αναλογιών. εν ου είχε περάσει ως τώρα από το υαλό, αλλά να 72
πώς είναι στην πραγατικότητα: Εείς, εδώ πάνω στη Γη, περπατάε όλη την ώρα πάνω σε ια αναβράζουσ α, κατακόκκινη θάλασσα φωτιάς, κρυένη εκεί κάτω στα έγκατα της γης. Αλλά ποτέκάτω δεν το σκεφτόαστε. τότε, ξαφνικά, το λεπτό κέλυφος από τα πόδια αςΚαι ετατρέπεται σε γυαλί και ξαφνικά βλέπουε… Μετατράπηκα σε γυαλί. Είδα έσα στον εαυτό ου, εσωτερικά. Υπήρχαν δύο Εγώ. Το ένα ήταν το παλιό Εγώ, ο D-503, ο Αριθός D-503, και το άλλο… Το άλλο Εγώ, παλιότερα, όλις που έβγαζε τα τριχωτά του χέρια έξω από το κέλυφός του, όως τώρα βγήκε ολόκληρο έξω, το κέλυφος ράγισε και τα κοάτια του θα εκτοξεύονταν προς όλες τις κατευθύνσεις… και ετά τι θα γίνει; Κάνοντας ια απεγνωσένη προσπάθεια, άρπαξα ε όλη ου τη δύναη τα πράτσα τής καρέκλας και ρώτησα, έτσι για ν’ ακούσω τη φωνή του παλιού εγώ ου: «Πού… πού το βρήκατε αυτό… αυτό το δηλητήριο;» «Α, αυτό; Από έναν γιατρό. Έναν από τους…» «Τους! Έναν από τους; Ποιους;» Αυτό το άλλο ουθα εγώ. Ξεπήδησε ξαφνικά έξω κακι άρχισε ναήταν ουρλιάζει: «εν το επιτρέψω! εν δέχοαι νέναν άλλον εκτός από ένα να σας… Θα σκοτώσω οποιονδήποτε… Γιατί σας αγ… σας…» Το είδα. Είδα πώς την άρπαξε ε τα τριχωτά του χέρια, έσκισε το λεπτό ετάξι, βύθισε τα δόντια του… το θυάαι ολοκάθαρα: τα δόντια του. εν θυάαι πώς έγινε, αλλά η Ι-330 ξέφυγε. Και ετά (τα άτια της ήταν πίσω απ’ αυτές τις καταραένες γρίλιες) 73
έστεκε κει, ε την πλάτη ακουπισένη στην ντουλάπα, ακούγοντάς ε. Θυάαι ότι ήουν στο πάτωα αγκαλιάζοντας τα πόδια της,αυτή φιλώντας τα γόνατά της. Και ικέτευα: «Τώρα, εδώ και τώρα, τη στιγή…» Τα υτερά δόντια, το αιχηρό, ειρωνικό τρίγωνο των φρυδιών της. Έσκυψε και ξεκαρφίτσωσε το σήα ου, χωρίς να πει λέξη. «Ναι! Ναι, αγαπηένη ου… αγαπηένη ου!» Άρχισα να βγάζω τη γιούνι ου. Όως εκείνη, χωρίς ακόη να πει λέξη, έφερε το ρολόι από το σήα ου ακριβώς προστά στα άτια ου. Σε πέντε λεπτά θα ήταν 22:30. Πάγωσα. Ξέρω τι σηαίνει να βρίσκεσαι στο δρόο ετά τις 22:30. Όλη η τρέλα ου εξαφανίστηκε αέσως. Ήουν πάλι ο εαυτός ου. Ένα πράγα ήταν ξεκάθαρο: Τη ισούσα, τη ισούσα, τη ισούσα! Χωρίς να πω αντίο ή να κοιτάξω πίσω, βγήκα βιαστικά έξω από το δωάτιο. Καρφιτσώνοντας πάλι το σήα ου καθώς κατέβαινα τις σκάλες (πήρα τη σκάλα κινδύνου, από φόβο ήπως πέσω πάνω σε κανέναν έσα στον ανελκυστήρα), έτρεξα έξωδεν στην άδεια λεωφόρο. Τίποτα βρισκόταν εκτός θέσης – η απλή, συνηθισένη, φυσιολογική σκηνή: γυάλινα φωτισένα κτήρια, ξεθωριασένος γυάλινος ουρανός, πρασινωπή ήσυχη νύχτα. Όως κάτω απ’ αυτό το ψυχρό, ήσυχο γυαλί, κάτι άγριο, κατακόκκινο και τριχωτό έτρεχε βιαστικά κι αθόρυβα. Έκανα αγώνα δρόου, αγκοαχούσα, στην προσπάθεια ου να ην αργήσω. Ξαφνικά ένιωσα ότι το σήα, που είχα ξανακολλήσει 74
τόσο βιαστικά πάνω ου, χαλάρωσε· έπεσε, κάνοντας θόρυβο πάνω στο γυάλινο πεζοδρόιο. Έσκυψα να το πάρω και σ’ αυτή τη στιγιαία ησυχία, άκουσα τα βήατα κάποιου πίσω ου.Κάτι Γύρισα. ικρό και λυγισένο έστριβε στη γωνία ή, τουλάχιστον, έτσι ου φάνηκε εένα εκείνη τη στιγή. Ξεκίνησα όσο πιο γρήγορα πορούσα και δεν άκουγα τίποτε άλλο παρά τον άνεο που σφύριζε στα αυτιά ου. Στην είσοδο σταάτησα. Το ρολόι έδειχνε ένα λεπτό πριν τις 22:30. Τέντωσα τ’ αυτιά ου – δεν ήταν κανείς πίσω ου. Χαζό… Θα τα φαντάστηκα όλα. Επίδραση του δηλητήριου. Εκείνη η νύχτα ήταν αρτύριο. Το κρεβάτι από κάτω ου σηκωνόταν, βούλιαζε και ξανασηκωνόταν, επιπλέοντας πάνω σε ια ηιτονοειδή κοιλότητα. Επαναλάβανα συνεχώς στον εαυτό ου: «Τη νύχτα, το καθήκον του Αριθού είναι να κοιάται. Αυτό είναι ια υποχρέωση τόσο σηαντική όσο και η εργασία την ηέρα. Είναι απαραίτητο, έτσι ώστε να πορεί κανείς να δουλεύει την ηέρα. Το να ην κοιάσαι το βράδυ είναι παράνοο». Αλλά και πάλι δεν πορούσα, απλώς δεν πορούσα. Είαι χαένος. εν είαιστο σε θέση να διεκπεραιώσω υποχρεώσεις ου απέναντι Μονοκράτος. Εγώ… τις
75
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΝΕΚΑΤΗ
Όχι, εν Μπορώ… Χωρίς Περιεχόενα
Απόγευα. Ελαφριά οίχλη. Ο ουρανός είναι καλυένος ε ένα γαλακτώδες, χρυσό ύφασα και δεν βλέπεις τι υπάρχει ψηλότερα, πέρα απ’ αυτό. Οι αρχαίοι ήξεραν τι υπάρχει εκεί πάνω: ο εγαλειώδης τους, βαρετά σκεπτικιστής Θεός. Εείς ξέρουε ότι υπάρχει ένα κρυστάλλινο, πλε, γυνό, ανάροστο τίποτα. Τώρα, όως, εγώ δεν ξέρω τι υπάρχει εκεί πάνω. Έαθα υπερβολικά πολλά. Γνώση που είναι απόλυτα σίγουρη ότι είναι αλάνθαστη – αυτό είναι πίστη. Είχα ια σταθερή πίστη στον εαυτό ου, πίστευα ότι γνώριζα τα πάντα για ένα. Και τώρα… Είαι προστά σ’ έναν καθρέφτη. Και για πρώτη φορά στη ζωή ου, τ’ ορκίζοαι, για πρώτη φορά στη ζωή ου, έχω ια καθαρή, σαφή, συνειδητή άποψη του εαυτού ου. Βλέπω τον εαυτό ου και ξαφνιάζοαι, λες και κοιτάζω κάποιον «άλλον». Έχω, ή άλλον έχει, ίσια, αύρα φρύδια, τραβηγένα ε χάρακα και εταξύ τους, σαν ουλή, υπάρχει ια κάθετη ζάρα (δεν ξέρω αν ήταν και πριν εκεί). Γκρίζα, ατσάλινα άτια, ε τους κύκλους της άγρυπνης νύχτας γύρω τους. Και πίσω απ’ αυτό το ατσάλι – φαίνεται ότι τελικά δεν ήξερα τι υπήρχε εκεί. Κι από αυτό το «εκεί» (ένα «εκεί» που είναι εδώ και ταυτόχρονα απείρως ακριά), κοιτάζω τον εαυτό ου, τον «άλλο», και είαι απόλυτα σίγουρος ότι αυτός, ε τα ολόισια 76
φρύδια, είναι ένας άγνωστος, κάποιος άλλος, όλις τον συνάντησα για πρώτη φορά στη ζωή ου. Κι εγώ είαι ο πραγατικός. ΕΓ ΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΥΤΟΣ. Όχι. Τελεία. Όλα αυτάέρχονται είναι ανοησίες, αισθήσεις… Είναι φαντάσατα, από το ηλίθιες δηλητηριασένο χθες. ηλητηριασένο από τι; Τη γουλιά από το πράσινο δηλητήριο ή απ’ αυτήν; εν έχει σηασία. Ο όνος λόγος που τα γράφω αυτά είναι για να δείξω πως η ανθρώπινη λογική, ακόη και η ακονισένη και απόλυτη ανθρώπινη λογική, πορεί εύκολα να περδευτεί και να ξεφύγει από τον δρόο. Αυτή η ίδια λογική που κατάφερε να κάνει ακόη και το άπειρο, τον τρόο των αρχαίων, ευκολοχώνευτο ε τη χρήση… Η οθόνη διεπικοινωνίας ανοίγει. Βλέπω τα νούερα R13. ραία – ουσιαστικά χαίροαι. Στην κατάστασή ου, το να είαι τώρα όνος θα…
20 λεπτά αργότερα Πάνω στην επιφάνεια του χαρτιού, στον κόσο των δύο διαστάσεων, αυτές οι γραές είναι δίπλα η ια στην άλλη, όως σε κάποιον άλλον κόσο… Αρχίζω να χάνω την αίσθηση των αριθών: 20 λεπτά πορεί να είναι 200 ή 200.000. Και είναι εξίσου παράξενο να κάθοαι εδώ ήρεα και λογικά, να σκέφτοαι και να καταγράφω αυτό που όλις συνέβη εταξύ του R κι εού. Είναι σαν να κάθεσαι σε ια καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι σου, να σταυρώνεις τα πόδια και να κοιτάς ε περιέργεια τον εαυτό σου, τον ίδιο σου τον εαυτό, που στριφογυρίζει στο κρεβάτι. Όταν πήκε έσα ο R-13, ήουν εντελώς σιωπηλός και 77
φυσιολογικός. Ήουν αρκετά ειλικρινής όταν άρχισα να λέω πόσο καταπληκτική δουλειά έκανε που έβαλε την καταδίκη σε στίχους και ότι το ποίηά του, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, εκηδένισε κατέστρεψε εκείνον τον να τρελό. «Μέχρι που θακαι έλεγα ότι αν ου ανέθεταν αναπαραστήσω σχηατικά τη Μηχανή του Ευεργέτη, θα έβρισκα έναν τρόπο να ενσωατώσω τους στίχους σας έσα στο σχέδιο.» Παρατήρησα ξαφνικά ότι τα άτια του R έγιναν θαπά και τα χείλη του γκρίζα. «Τι σας συβαίνει;» «Τι εννοείτε; Απλώς… βαριέαι. Νοίζετε ότι η καταδίκη ήταν το παν, όλοι ιλάνε για αυτήν. εν θέλω να ξανακούσω γι’ αυτή. εν θέλω.» Συνοφρυώθηκε κι έξυσε το πίσω έρος του κεφαλιού του, αυτή τη ικρή βαλίτσα ε το περίεργο φορτίο που δεν πορώ να καταλάβω. Παύση. Μετά εντόπισε ξαφνικά κάτι έσα στη ικρή τσάντα, το τράβηξε έξω, το ξεδίπλωσε, το επεξεργάστηκε κι αναπήδησε γελώντας, ε άτια που έλαπαν: «Για τονΟΛΟΚΛΗΡΤΗ σας, όως, γράφω κάτι! Γι’ αυτόν γράφω πράγατι κάτι σπουδαίο!» πάλι ο εαυτός Τα χείλη του πλατάγισαν,Έγινε ε ψέκασε επαλιός τις λέξεις που του. ξεστόισε. «Παράδεισος!», άρχισε, και το π ήταν ο πρώτος ψεκασός. «Ο παλιός θρύλος για τον παράδεισο, γράφτηκε για ας, ακριβώς τώρα. Ναι! Για σκεφτείτε το. Αυτοί οι δύο στον Παράδεισο είχαν να διαλέξουν: ευτυχία χωρίς ελευθερία ή ελευθερία χωρίς ευτυχία, δεν υπήρχε τρίτη επιλογή. Αυτοί οι ανόητοι επέλεξαν την ελευθερία. Και ετά; Μετά, για αιώνες, νοσταλγούσαν τις αλυσίδες. Γι’ αυτό και ο κόσος ήταν 78
τόσο ίζερος. Βλέπετε, τους έλειπαν οι αλυσίδες! Για χρόνια! Κι εείς ήασταν οι πρώτοι που βρήκαε το δρόο για να επιστρέψουε στην ευτυχία. Όχι, περιένετε… ακούστε ε. Ο αρχαίος Θεός κι εείς, δίπλα-δίπλα στο ίδιο Βοηθήσαε τελικά το Θεό να υπερνικήσει το τραπέζι. ιάβολο,Ναι! γιατί αυτός ήταν που ώθησε τους ανθρώπους ν’ αψηφήσουν την εντολή, να γευτούν την ελευθερία και να καταστραφούν. Ήταν αυτός, το πονηρό ερπετό. Αλλά εείς του δώσαε ια κλοτσιά στο κεφάλι! Κρακ! Κι όλα τελείωσαν. Ο Παράδεισος επέστρεψε. Και είαστε πάλι απλοί και αγνοί, όπως ο Αδά και η Εύα. Πάει πια αυτή η σύγχυση εταξύ καλού και κακού. Όλα είναι πολύ απλά, παιδαριωδώς απλά, παράδεισος! Ο Ευεργέτης, η Μηχανή, ο Κύβος, ο Κώδων Αερίου, οι Φρουροί: Όλα αυτά τα πράγατα αντιπροσωπεύουν το καλό, το λαπρό, το ευγενικό, το κρυστάλλινα καθαρό. Γιατί αυτά προστατεύουν τη η-ελευθερία ας, δηλαδή την ευτυχία ας. Σ’ αυτό το σηείο οι αρχαίοι θ’ άρχιζαν να συζητάνε , να σκέφτονται, να ζυγίζουν το ένα και το άλλο, να σπάνε το κεφάλι τους: Είναι ηθικό, δεν είναι;… Λοιπόν, το πιάσατε το νόηα ε; Αυτό που λέω είναι ότι έχω αυτό το υπέροχο ποίηα για τον Παράδεισο, εντάξει; Σε πολύ σοβαρό ύφος, φυσικά… Καταλαβαίνετε, έτσι; εν είναι σπουδαίο;» Τι δεν θα πορούσα να καταλάβω; Ήταν αρκετά απλό. Θυάαι ότι σκέφτηκα: «Φαίνεται τόσο ανόητος και ασύετρος, αλλά δες πόσο καθαρά σκέφτεται το υαλό του». Γι’ αυτό και βρίσκεται τόσο κοντά σ’ εένα, στον πραγατικό εαυτό ου. (Θεωρώ ακόη τον προηγούενο εαυτό ου ως τον πραγατικό. Ο τωρινός δεν είναι τίποτε άλλο, φυσικά, παρά ια ασθένεια.) 79
Ο R πρέπει να διάβασε τις σκέψεις ου από την έκφραση του προσώπου ου. Έριξε τα χέρια του γύρω από τους ώους ου κι άρχισε να γελάει. Αδά ου! Α, και παρεπιπτόντως, σχετικά ε την Εύα «Αχ σας…» Ψαχούλεψε την τσέπη του, έβγαλε ένα ικρό σηειωατάριο κι άρχισε να γυρνάει τις σελίδες. «Μεθαύριο… όχι, σε δύο έρες, η Ο έχει ροζ εισιτήριο για σας. Πώς το βλέπετε εσείς; Όπως και πριν; Θέλετε να…» «Ναι, φυσικά. Είναι ξεκάθαρο…» «Θα της το πω. Γιατί, βλέπετε,… είναι ντροπαλή. Τι ιστορία, πράγατι! Εγώ; Εγώ είαι απλώς ένα αντικείενο ροζ εισιτηρίου γι’ αυτήν, αλλά εσείς… Και δεν αποκαλύπτει ποιος είναι αυτός ο τέταρτος που εισχώρησε έσα στο τρίγωνό ας. Επρός, ακόλαστη… πείτε ας ποιος είναι. Μαρτυρήστε!» Μέσα ου ανασηκώθηκε ια κουρτίνα και… το θρόισα του εταξιού, ένα πράσινο πουκάλι, χείλη… κι εντελώς ακατάλληλα, χωρίς κανένα σκοπό, βγήκαν τα εξής λόγια από έσα ου – ακάρι να τα είχα συγκρατήσει: «Για πείτε ου, ήπως είχατε δοκιάσει ποτέ, κατά τύχη, νικοτίνη και αλκοόλ;» Ο R δάγκωσε τα χείλη του και ου έριξε ένα πλάγιο βλέα. Μπορούσα ν’ ακούσω τις σκέψεις του τόσο καθαρά σαν να τις έλεγε: «Είστε φίλος, εντάξει, αλλά παρόλα αυτά…» Αυτό που είπε στην πραγατικότητα ήταν: «Λοιπόν, πώς να το πω… Εγώ προσωπικά, όχι, αλλά ήξερα ια γυναίκα…» «Την Ι-330!», φώναξα. «Τι;… Κι εσείς; Είστε κι εσείς αζί της;» Ξέσπασε σε γέλια, πνίγηκε και τραύλισε. 80
Έτσι όπως ήταν κρεασένος ο καθρέφτης ου, πορούσα να δω ολόκληρο τον εαυτό ου όνο αν πήγαινα στην άλλη εριά του τραπεζιού. Από εκεί που καθόουν, στην πολυθρόνα, έβλεπα όνο το έτωπο τα φρύδια ου.καθρέΚι αυτό που ο πραγατικός ουκαι εαυτός είδε στον φτη, ήταν ια λοξή, στικτή γραή από φρύδια και αυτό που άκουσε ο πραγατικός ου εαυτός ήταν ια άγρια, αηδιαστική κραυγή: «Τι εννοείτε κι εσείς; Για σταθείτε, απαιτώ ια απάντηση!» Τ’ αφρικάνικα χείλη τεντώθηκαν, τα άτια διογκώθηκαν… Εγώ, ο πραγατικός εγώ, άρπαξα τον άλλο ου εαυτό από το λαιό, εκείνον τον άγριο, τον τριχωτό, το λαχανιασένο, και είπα στον R: «Συγχωρέστε ε, για τ’ όνοα του Ευεργέτη! Είαι άρρωστος, χωρίς ύπνο, δεν ξέρω τι ου συβαίνει…» Τα παχιά χείλη χαογέλασαν φευγαλέα. «Ναι, ναι, καταλαβαίνω! Τα ξέρω αυτά – θεωρητικά, φυσικά. Αντίο!» Από την πόρτα, αναπήδησε προς τα πίσω σαν αύρο παλάκι κι έριξε ένα βιβλίο πάνω στο τραπέζι: «Το τελευταίο ου. Θα έφευγα και θα το ξέχναγα. Bye!» (υγρό Β) Και πήδηξεΜόνος προς τα – ήέξω. άλλον ε τον «άλλον, τον άλλο εαυτό ου. Κάθοαι ε σταυρωένα τα πόδια στην καρέκλα, παρατηρώ ε περιέργεια, από κάποιο άλλο «εκεί», πώς στριφογυρίζω ο ίδιος στο κρεβάτι. Μα γιατί… γιατί; Για τρία ολόκληρα χρόνια, η Ο, ο R κι εγώ ήασταν τόσο καλοί φίλοι, ώσπου ια όνο λέξη γι’ αυτήν την άλλη, την Ι-330, χάλασε τη… Ίσως αυτές οι ανοησίες περί αγάπης και ζήλιας να η βρίσκονται όνο στα παλιά, χαζο81
βιβλία. Πώς γίνεται εγώ, απ’ όλους τους ανθρώπους εγώ! Εξισώσεις, τύποι, διαγράατ α και τώρα… εν καταλαβαίνω τίποτα. Εντελώς. Αύριο θα δω τον R και θα του πω ότι εγώ… Ψέατα. εν θαεν το κάνω. Ούτε ούτε τηνΤέλος εποένη – ποτέ. εν πορώ. θέλω να τοναύριο, δω. Τελείωσε! το τρίγωνό ας. Είαι όνος. Σούρουπο. Ελαφριά οίχλη. Γαλακτώδες χρυσό πέπλο καλύπτει τον ουρανό. Τι βρίσκεται πέρα απ’ αυτό; Μακάρι να ήξερα. Ποιος είαι; Τι είαι;
82
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΚΑΤΗ
Περιορισός του Απείρου Άγγελος Συλλογισοί για την Ποίηση
Σκέφτοαι συνεχώς ότι θα γίνω καλά, ότι πορώ να γίνω καλά. Κοιήθηκα σαν κούτσουρο. Κανένα από εκείνα τα όνειρα ή κάποιο άλλο σηάδι ασθένειας. Η αγαπηένη ου Ο έρχεται αύριο και όλα πρόκειται να είναι σαν κύκλος: απλά, σωστά, ε συγκεκριένους περιορισούς. Η λέξη δεν ε τροάζει: «περιορισός». Η υψηλότερη ικανότητα του ανθρώπου είναι η λογική του και η δουλειά της είναι σε τελική ανάλυση ο συνεχής περιορισός του απείρου, τεαχίζοντάς το σε βολικές, εύπεπτες ερίδες: διαφορικός λογισός. Ακριβώς αυτό συνιστά τη θεϊκή οορφιά του αντικειένου ου, των αθηατικών. Και η οορφιά αυτή είναι κάτι που εκείνη η γυναίκα δεν θα καταλάβει ποτέ. Αλλά ου είναι αδιάφορο… δεν ξέρω τι ’ έκανε να τη σκεφτώ. Όλες αυτές οι σκέψεις έρχονται σε συγχρονισό ε τον ετρηένο και ρυθικό χτύπο των τροχών του υπόγειου σιδηρόδροου. Μετρούσα το ρυθό ε τους τροχούς και τα ποιήατα του R (από το χθεσινό βιβλίο), όταν ένιωσα ότι κάποιος πίσω ου έσκυψε προσεκτικά πάνω από τον ώο ου και κοίταζε την ανοιχτή σελίδα. Χωρίς να γυρίσω, όνο ε την άκρη του ατιού ου, βλέπω τα ροζ φτερά από τα προεξέχοντα αυτιά, τη διπλή καπύλη… αυτός! εν ήθελα να τον ενοχλήσω, έτσι προσποιήθηκα ότι δεν τον πρόσεξα. εν κατά83
λαβα πώς εφανίστηκε. εν νοίζω ότι ήταν ήδη έσα στο βαγόνι όταν πήκα. Αυτό το συβάν, εντελώς ασήαντο από όνο του, είχε ια ιδιαίτερα ευχάριστη επίδραση πάνω ου. δυνάωσε, θα έλεγα. Είναι τόσο ωραίο να αισθάνεσαι ότι Με κάποιος έχει το άγρυπνο άτι του πάνω σου, ότι σε προστατεύει στοργικά από το να κάνεις το παραικρό λάθος, το παραικρό στραβοπάτηα. Μπορεί ν’ ακούγεται συναισθηατικό, αλλά ου έρχεται η εξής αναλογία στο υαλό: οι φύλακες άγγελοι που ονειρεύονταν οι αρχαίοι. Τα περισσότερα απ’ αυτά που απλώς ονειρεύονταν, έχουν υλοποιηθεί στη δική ας ζωή. Τη στιγή που ένιωσα τον φύλακα άγγελο πίσω από την πλάτη ου, απολάβανα ια σονάτα ε τίτλο «Ευτυχία». εν νοίζωότιθαέκαναλάθοςανέλεγαότιείναιέναποίηασπάνιας οορφιάς και βαθιάς σκέψης. Να οι τέσσερις πρώτοι στίχοι:
Αιώνια αγαπηένο είναι το δύο επί δύο, Αιώνια συνδεδεένο σ ’ ένα ευτυχισένο τέσσερα. Οι πιο θεροί εραστές στον κόσο: Το αχώριστο δύο επί δύο… Και συνεχίζει για τη σοφή, αιώνια ευδαιονία του πίνακα πολλαπλασιασού. Κάθε γνήσιος ποιητής προορίζεται να γίνει ένας Κολόβος. Η Αερική υπήρχε για αιώνες πριν από τον Κολόβο, αλλά όνο αυτός κατάφερε να τη βρει. Ο πίνακας πολλαπλασιασού υπήρχε, επίσης, χρόνια πριν τον R-13, αλλά όνο αυτός κατάφερε να βρει ένα νέο Ελ Ντοράντο έσα σ’ αυτό το παρθένο δάσος. Μα, πραγατικά: Υπάρχει άραγε άλλη ευτυ84
χία πιο σοφή, πιο ασυννέφιαστη, απ’ αυτή που πορεί να βρεθεί στο θαυάσιο τούτο κόσο; Το ατσάλι σκουριάζει. Ο Θεός των αρχαίων δηιούργησε τον αρχαίο άνθρωπο, τον επιρρεπή σε λάθη, κι εποένως έσφαλε και και πιο ο ίδιος. Ο πίνακας πολλαπλασιασού είναι σοφότερος απόλυτος από τον αρχαίο Θεό. Ποτέ –επαναλαβάνω, ποτέ– δεν κάνει λάθος. Και δεν υπάρχουν πιο ευτυχισένα ψηφία από εκείνα που ζουν σύφωνα ε τους αρονικούς και αιώνιους νόους του πίνακα πολλαπλασιασού. Χωρίς αφιταλαντεύσεις και αναζητήσεις. Η αλήθεια είναι ία και το αληθινό ονοπάτι είναι ένα. Η αλήθεια είναι το δύο επί δύο και το αληθινό ονοπάτι είναι το τέσσερα. εν θα ήταν παράλογο, αν αυτά τα δύο ευτυχισένα, ιδανικά πολλαπλασιασένα δύο, άρχιζαν να σκέφτονται κάποιου είδους ελευθερία, δηλαδή λάθους; Για ένα είναι αξίωα: Ο R-13 κατάφερε ν’ αγγίξει το πιο θεελιώδες, το πιο… Σ’ αυτό το σηείο αισθάνθηκα ξανά, πρώτα στο πίσω έρος του λαιού κι έπειτα στο αριστερό αυτί, τη ζεστή, τρυφερή ανάσα του φύλακα αγγέλου ου. Προφανώς παρατήρησε ότι το βιβλίο ήταν τώρα κλειστό στα γόνατά ου και οι σκέψεις ου πολύ ακριά. Και τι έγινε; Είαι έτοιος, αυτή τη στιγή, ν’ ανοίξω τις σελίδες του υαλού ου για να τις επιθεωρήσει. Τι γαλήνιο και χαρούενο συναίσθηα! Θυάαι που γύρισα και τον κοίταξα σκόπια έσα στα άτια, σαν να ζητούσα κάτι, αλλά δεν κατάλαβε να καταλαβαίνει, ή δεν ήθελε να καταλάβει και δεν ε ρώτησε τίποτα. Ένα πράγα ου ένει: Να πω σε σας, άγνωστοί ου αναγνώστες, τα πάντα. (Αυτή τη στιγή είστε τόσο αγαπητοί, τόσο κοντινοί και τόσο απρόσιτοι, όσο αυτός τότε.) Να το ονοπάτι που έπρεπε να ακολουθήσω: από το ε85
ρικό στο όλο. Το ερικό ήταν ο R-13. Το εγαλοπρεπές «όλο» ήταν το Κρατικό Ινστιτούτο Ποιητών και Συγγραφέων. Αναρωτιέαι πώς ήταν δυνατό οι αρχαίοι να ην βλέπουν ότι η λογοτεχνία και η ποίησή τους εντελώς ανόητες. Η τεράστια, εγαλειώδης δύναη τουήταν λογοτεχνικού λόγου ξοδεύτηκε για το τίποτα. Είναι απλώς γελοίο – οποιοσδήποτε έγραφε οτιδήποτε του κατέβαινε στο κεφάλι. Είναι τόσο ανόητο και γελοίο, όσο και το γεγονός ότι οι αρχαίοι άφηναν τον ωκεανό να χτυπάει αποβλακωένα την ακτή, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ενώ τα εκατούρια χιλιογραόετρα ενέργειας που ήταν κλειδωένα στα κύατα δεν έκαναν τίποτα άλλο από το να ενισχύουν τα αισθήατα των ερωτευένων. Εείς πήραε το γλυκό τίποτα των κυάτων και το ετατρέψαε σε ηλεκτρισό… πήραε το τρελό, αφρισένο τέρας και το ετατρέψαε σε κατοικίδιο ζώο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δαάσαε και θέσαε υπό έλεγχο την πάλαι ποτέ άγρια φύση της ποίησης. Σήερα, η ποίηση δεν είναι το αναιδέστατο σφύριγα κάποιου αηδονιού· η ποίηση είναι κρατική υπηρεσία, η ποίηση είναι χρήσιη. Πάρτε, για παράδειγα, τα διάσηα «Μαθηατικά ίστιχά» ας – ν’ αναναπτύξουε δεν τα είχαετέτοια κάνει στο σχολείο, πορούσαε άραγε ειλικρινή καιθατρυφερή αγάπη για τους τέσσερις κανόνες της αριθητικής; Και τα «Αγκάθια», αυτή την κλασσική σκηνή: Οι Φρουροί είναι τ’ αγκάθια της τριανταφυλλιάς που προστατεύουν το ευγενές Άνθος του Κράτους από κάθε βίαιη επαφή. Ποιος πορεί να είναι τόσο αναίσθητος, ώστε ν’ αντισταθεί στα χείλη των αθώων παιδιών που ψιθυρίζουν σαν προσευχή: 86
Ο κακός ικρούλης ύρισε ένα ρόδο, α το σκληρό αγκάθι τον κάρφωσε στη ύτη. Ο σκανταλιάρης κλαίει, ωχ, ωχ, και τρέχει γρήγορα να φύγει. Μην ξεχνάε και τις «Ηερήσιες δές για τον Ευεργέτη». Ποιος πορεί να τις διαβάσει χωρίς να υποκλιθεί ευλαβικά προστά στην ανιδιοτελή εργασία του Αριθού των Αριθών; Ή την τροερή, κατακόκκινη οορφιά των «Ανθών των ικαστικών Ετυηγοριών»; Ή την αθάνατη τραγωδία, «Αργοπορηένος στη ουλειά»; Ή τον καθηερινό οδηγό «Στίχοι πάνω στη Σεξουαλική Υγιεινή»; Η ολότητα της ζωής, ε όλη την πολυπλοκότητα και οορφιά της, έχει αιώνια χαραχθεί πάνω στο χρυσάφι των λέξεων. Οι ποιητές ας δεν πετούν πια στα ουράνια, επέστρεψαν πίσω στη γη. Συβαδίζουν αζί ας ε τον αυστηρό, ηχανικό βηατισό του Εργοστασίου Μουσικής. Η λύρα τους είναι το πρωινό βουητό των ηλεκτρικών οδοντόβουρτσων, το απειλητικό κροτάλισα του σπινθήρα στη Μηχανή του Ευεργέτη, η εγαλειώδης αντήχηση του Ύνου του Μονοκράτους, ο οικείος ήχος του κρυστάλλινου δοχείου νυχτός, ο συναρπαστικός κρότος από τις γρίλιες που κατεβαίνουν, οι χαρούενες φωνές του τελευταίου οδηγού αγειρικής και ο αδιόρατος ψίθυρος των εβρανών δρόου. Οι θεοί ας είναι εδώ κάτω, αζί ας, στο Γραφείο, στην κουζίνα, στο κατάστηα, στην τουαλέτα. Οι θεοί έχουν γίνει σαν εάς – εποένως, εείς έχουε γίνει θεοί. Κι ερχόαστε προς εσάς, άγνωστοί ου, πλανητικοί αναγνώστες, ερχόαστε να κάνουε τη ζωή σας θεϊκά ορθολογική και υπολογισένη, σαν τη δική ας. 87
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ
Οίχλη Οικείο «Εσύ» Ένα Εντελώς Ανόητο Συβάν
Ξύπνησα την αυγή κι ένα ρόδινο, συπαγές στερέωα καλωσόρισε τα άτια ου. Όλα ήταν όορφα και στρογγυλά. Η Ο θα ερχόταν το απόγευα. Ήουν ήδη καλά… καιά αφιβολία γι’ αυτό. Χαογελώντας ε ξαναπήρε ο ύπνος. Χτύπησε το πρωινό κουδούνι. Ξύπνησα. Τώρα όλα ήταν εντελώς διαφορετικά: έσα από το γυάλινο ταβάνι, τους τοίχους, παντού, πάνω στα πάντα – βαριά, διεισδυτική οίχλη. Παράλογα σύννεφα οίχλης, κάπου βαρύτερα, κάπου απαλότερα. εν υπάρχουν πια όρια εταξύ της γης και τ’ ουρανού, όλα πετάνε, λειώνουν, πέφτουν, δεν υπάρχει τίποτα να κρατηθείς. εν υπάρχουν πια κτήρια. Οι γυάλινοι τοίχοι έχουν διαλυθεί έσα στην οίχλη σαν κρύσταλλοι άλατος έσα στο νερό. Κοιτάζοντας από το πεζοδρόιο, βλέπεις σκοτεινές φιγούρες ανθρώπων έσα στα κτήρια, σαν σωατίδια που αιωρούνται έσα σ’ ένα παραληρηατικό γαλάκτωα. Κάποιες κρέονται χαηλά, κάποιες ψηλότερα, κάποιες ακόη ψηλότερα, έχρι τον δέκατο όροφο. Και παντού καπνός, σαν ια φωτιά που αίνεται σε απόλυτη σιωπή. Στις 11:45 ακριβώς, κοίταξα επίτηδες το ρολόι, έτσι ώστε να κρατηθώ από τα ψηφία – αυτά τουλάχιστον θα ’ έσωζαν. 88
Στις 11:45, λίγο πριν πάω, σύφωνα ε τον Πίνακα των ρών, στη συνηθισένη ου εργασία, πέρασα για ένα λεπτό από το δωάτιό ου. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Η φωνή, ια ακριά, αργή βελόνα καρφώθηκε έσα στην καρδιάε ου. «Α, ωραία, είστε ακόη σπίτι; Χαίροαι. Περιένετέ στη γωνία. Θα πάε… θα δείτε πού θα πάε». «Γνωρίζετε πολύ καλά ότι πηγαίνω στη δουλειά ου τώρα». «Γνωρίζετε πολύ καλά ότι θα κάνετε αυτό που σας λέω. Γεια σας. Τα λέε σε δύο λεπτά…» ύο λεπτά αργότερα στεκόουν στη γωνία. Έπρεπε να της δείξω ότι υπακούω στο Μονοκράτος και όχι σ’ αυτήν. «Κάντε αυτό που σας λέω.» Και ήταν σίγουρη ότι θα το έκανα, φαινόταν από τον τόνο της φωνής της. Λοιπόν, τώρα θα της το ξεκαθάριζα στα σίγουρα. Γκρίζες γιούνι, πλεγένες από υγρή οίχλη έπαιρναν για λίγο ορφή κοντά ου και το επόενο λεπτό διαλύονταν έσα στην οίχλη. Εγώ δεν έπαιρνα τα άτια ου από το ρολόι. Ήουν ο λεπτοδείκτης, υτερός και τρεουλιαστός. Πέρασαν οχτώ λεπτά. έκα. Τρία λεπτά πριν τις δώδεκα, δύο λεπτά… Το ήξερα. Είχα ήδη για δουλειά. Πόσο τη ισούσα! Αλλά έπρεπε να αργήσει της δείξω… Στη γωνία, έσα στη λευκή οίχλη, αία. Χαραγένο ε κοφτερό αχαίρι. Ήταν τα χείλη της. «Μάλλον, σας έστησα. Τέλος πάντων, δεν πειράζει. Έχετε ήδη αργήσει». Πόσο… Όως, είχε δίκιο, ήταν ήδη αργά. Κοίταξα σιωπηλά τα χείλη της. Όλες οι γυναίκες είναι χείλη, τίποτε άλλο παρά χείλη. Κάποια είναι ροζ, στρογγυλά 89
– ένα δακτυλίδι, ια τρυφερή προστασία από τον κόσο ολόκληρο. Αλλά, αυτά; Πριν από ένα δευτερόλεπτο δεν υπήρχαν καν και τώρα, ξαφνικά, φτιαγένα από αχαίρι, το γλυκό αίαΠλησίασε να στάζειπιο ακόη… κοντά, έγειρε τον ώο της πάνω ου και γίναε ένα, κάτι κύλησε έσα ου από εκείνη και κατάλαβα: Έτσι έπρεπε να γίνει. Το ήξερα ε κάθε νεύρο, κάθε τρίχα, ε το γλυκό πόνο κάθε χτύπου της καρδιάς. Πόσο απολαυστικό ήταν να παραδοθώ σ’ αυτό το «έτσι έπρεπε να γίνει»! Ένα κοάτι σίδηρου αισθάνεται άλλον το ίδιο χαρούενο, όταν υποκύπτει στον ακριβή, αναπόφευκτο νόο που το έλκει σ’ ένα αγνήτη. Ή ια πέτρα που πετάγεται ψηλά, διστάζει για ια στιγή κι έπειτα βουτάει ε το κεφάλι προς τη Γη. Ή ένας άνθρωπος που, ετά από την επιθανάτια αγωνία, παίρνει την τελευταία ανάσα – και πεθαίνει. Θυάαι ότι χαογέλασα σαστισένος και χωρίς ιδιαίτερο λόγο είπα: «Οίχλη… πολύ…» «Σου αρέσει η οίχλη;» Το είχε γυρίσει στον ανεπίσηο, κτητικό ενικό, ένα αρχαίο, ξεχασένο «σου»… ο ενικός που χρησιοποιούσε ο αφέντης προςένας το σκλάβο. ιείσδυσε αιχηρά, έσα ου: Ναι, είαι σκλάβος κι αυτό αργά, είναι επίσης έτσι όπως «έπρεπε να γίνει», επίσης ωραίο. «Ναι, ωραίο», είπα φωναχτά στον εαυτό ου. Κι έπειτα σ’ αυτήν: «Μισώ την οίχλη. Τη φοβάαι». «Αυτό σηαίνει ότι την αγαπάς. Τη φοβάσαι γιατί είναι δυνατότερη από σένα, τη ισείς επειδή τη φοβάσαι, την αγαπάς επειδή δεν πορείς να την εξουσιάσεις. Αγαπάς όνο αυτόν που αρνείται να υποταχθεί». 90
Ναι, σωστά. Γι’ αυτόν το λόγο, ακριβώς γι’ αυτόν, εγώ… Περπατήσαε οι δυο ας, σαν ένας. Κάπου ακριά, έσα στην οίχλη, ο ήλιος τραγουδούσε, όλα ήταν συπαγή, αργαριταρένια, χρυσά, ροζ, κόκκινα. Ολόκληρος ο κόσος ήταν ια πελώρια γυναίκα κι εείς βρισκόασταν έσα στη ήτρα της, αγέννητοι, ωριάζαε ευτυχισένα. Και ήταν ξεκάθαρο, περίτρανα ξεκάθαρο, ότι όλα αυτά –ο ήλιος, η οίχλη, το ροζ, το χρυσό– ήταν για ένα. εν ρώτησα πού πηγαίναε. Αρκεί που περπατούσαε, περπατούσαε, ωριάζαε, ανθίζαε και αλακώναε… «Λοιπόν, εδώ είαστε», είπε η Ι-330, σταατώντας σε ια είσοδο. «Ο υπεύθυνος εδώ τυχαίνει να είναι ένας… Σου ίλησα γι’ αυτόν όταν ήασταν στην Αρχαία Οικία». Προσπαθώντας να προστατεύσω αυτό που ωρίαζε έσα ου, διάβασα την επιγραφή από απόσταση και όνο ε τα άτια: «Ιατρικό Τήα». Κατάλαβα. Γυάλινο δωάτιο, γεάτο χρυσή οίχλη. Γυάλινα πατώατα, από χρωατιστά πουκάλια και δοχεία. Σύρατα. Γαλαζωποί σπινθήρες σε σωλήνες. Ένας ικροσκοπικός άνθρωπος, υπερβολικά αδύνατος. Ήταν σαν να φτιάχτηκε απόαιχηρά χαρτί και ανεξάρτητα από ποια εριά γύριζε, ήταν συνεχώς προφίλ, ακονισένο. Η ύτη του αστραφτερή λεπίδα, τα χείλη του ψαλίδι. ενάκουγατιτουέλεγεηΙ-330.Κοίταζαπώςτουιλούσε και αισθάνθηκα να χαογελάω ακάρια, αυθόρητα. Τα ψαλιδόχειλα άστραψαν και ο γιατρός είπε: «Ναι, ναι. Καταλαβαίνω. Πολύ σοβαρή ασθένεια – δεν γνωρίζω άλλη σοβαρότερη». Γέλασε. Με το λεπτό, χάρτινο χέρι του έγραψε βιαστικά κάτι και το έδωσε στην Ι-330. Έγραψε κάτι άλλο και το έδωσε σε ένα. 91
Ήταν βεβαιώσεις ότι ήασταν άρρωστοι και ότι δεν πορούσαε να πάε για δουλειά. Παρακρατούσα την εργασία ου από το Μονοκράτος, ήουν ένας κλέφτης, έβλεπα τον εαυτό στηήταν Μηχανή του Ευεργέτη. Όως για όλαου αυτά, όλα πολύ ακρινά, σαν να αδιαφορούσα ήταν γραένα σε κάποιο βιβλίο. Πήρα το χαρτί χωρίς τον παραικρό δισταγό. Ήξερα – τα άτια ου, τα χείλη ου, τα χέρια ου, όλα πάνω ου ήξεραν ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Σ’ ένα ισοάδειο γκαράζ, στη γωνία, πήραε ένα αεροκίνητο. Όπως και πριν, η Ι-330 έκατσε στα χειριστήρια και γύρισε το διακόπτη στη θέση «Προώθηση». Απογειωθήκαε και πετάξαε ακριά. Όλα ας ακολουθούσαν: η χρυσορόδινη οίχλη, ο ήλιος, το ακονισένο προφίλ του γιατρού, ξαφνικά τόσο αγαπητά και οικεία. Πρωτύτερα, όλα περιστρέφονταν γύρω από τον ήλιο, τώρα όως ήξερα ότι όλα περιστρέφονταν γύρω από ένα, αργά, ευτυχισένα, ε σφραγισένα άτια. Η γριά γυναίκα ήταν στην πύλη της Αρχαίας Οικίας. Το ίδιο αγαπητό, βυθισένο στόα, ε ρυτίδες σαν ακτίνες. Ήταν άλλον βυθισένο όλες αυτές τις έρες και όνο τώρα άνοιξε και χαογέλασε. «Α, κατεργάρηδες! Αντί να δουλεύετε σαν όλους τους θα έρθω να άλλους… σας πω…»αλλά, εντάξει, πείτε. Αν συβεί τίποτα Η βαριά, αδιαφανής πόρτα έκλεισε τρίζοντας και την ίδια στιγή η καρδιά ου άνοιξε, πλατιά και επώδυνα, ακόη πλατύτερα, άνοιξε εντελώς. Τα χείλη της έγιναν δικά ου. Ήπια και ξαναήπια. Ξέφυγα, κοίταζα σιωπηλά έσα στα άτια της που είχαν ανοίξει διάπλατα προστά ου… και ξανά… Το ηίφως των δωατίων, πλε, κίτρινο-κροκί, το σκουροπράσινο δέρα, το χρυσό χαόγελο του Βούδα, οι 92
αστραφτεροί καθρέφτε ς. Το παλιό ου όνειρο, τόσο κατανοητό τώρα. Όλα γεάτα ε το χρυσορόδινο χυό, έτοιο να ξεχειλίσει και να ουσκέψει τα πάντα… Είχευποκύπτοντας ωριάσει. Αναπόφευκτα, σαν το σίδηρο και τον αγνήτη, γλυκά στον ακριβή και αετάβλητο νόο, άδειασα τον εαυτό ου έσα της. εν υπήρχε ροζ εισιτήριο, δεν δίναε λογαριασό, δεν υπήρχε Μονοκράτος ούτε και ο εαυτός ου. Υπήρχαν όνο τα αγαπητά, αιχηρά και σφιχτά δόντια, τα χρυσά άτια που είχαν ανοίξει διάπλατα προστά ου και έσω αυτών διείσδυσα αργά έσα της, όλο και βαθύτερα. Και σιωπή. Μόνο στη γωνία, χιλιάδες ίλια ακριά, σταγόνες έπεφταν στην πεδιάδα. Εγώ ήουν το σύπαν και εταξύ δύο σταγόνων περνούσαν αιώνες, χιλιετίες… Φορώντας τη γιούνι ου, έσκυψα προς την Ι-330 και την ήπια ε τα άτια ου για τελευταία φορά. «Το ήξερα… σε ήξερα», είπε πολύ αλακά. Σηκώθηκε γρήγορα, φόρεσε τη γιούνι της και το συνηθισένο, κοφτερό της χαόγελο. «Λοιπόν, έκπτωτε άγγελε. Τώρα είστε χαένος», είπε, επιστρέφοντας στον επίσηο πληθυντικό. «εν φοβάστε; Λοιπόν, αντίο! γυρίσετε πίσω όνος Άνοιξε τηνΘα πόρτα της ντουλάπας εσας, τον εντάξει;» καθρέφτη. Με κοίταζε πάνω από τον ώο της και περίενε. Έφυγα υπάκουα. Αλλά πριν καλά καλά περάσω το κατώφλι, αισθάνθηκα ότι ήθελα να νιώσω τον ώο της πάνω ου, όνο για ένα δευτερόλεπτο, όνο ε τον ώο της, τίποτα παραπάνω. Γύρισα βιαστικά στο δωάτιο, όπου αυτή (έτσι νόιζα) θα κούπωνε ακόη τη γιούνι της προστά στον καθρέφτη. Έτρεξα έσα και σταάτησα. Το κλειδί της ντουλάπας κου93
νιόταν ακόη, αλλά η Ι-330 είχε φύγει. εν πορούσε να είχε πάει κάπου, υπήρχε όνο ια έξοδος από το δωάτιο κι όως είχε φύγει. Ανακάτεψα τα πάντα ψάχνοντας, έχρι που άνοιξα και την πόρτα της ντουλάπας και ψαχούλεψα ε τα χέρια ου τα αρχαία, πολύχρωα φορέατα. Κανείς. Αισθάνοαι λίγο άβολα, πλανητικοί ου αναγνώστες, καθώς σας περιγράφω αυτό το εντελώς απίθανο γεγονός. Αλλά τι πορείς να κάνεις, αφού έτσι ακριβώς συνέβη; εν ήταν ολόκληρη η έρα, ξεκινώντας από το πρωί, γεάτη από τα πιο απίθανα πράγατα; εν έοιαζε ε την αρχαία αρρώστια, γνωστή ως ονειροπόληση; Εποένως, τι σηασία έχει ένας παραλογισός περισσότερος ή λιγότερος; Εξάλλου, είαι σίγουρος ότι αργά ή γρήγορα θα καταφέρω να προσαρόσω όλες αυτές τις ανοησίες σ’ έναν λογικό συλλογισό. Αυτό ε καθησυχάζει κι ελπίζω ότι καθησυχάζει και σας. Όως, πόσο γεάτος νιώθω! Αν ξέρατε πόσο γεάτος νιώθω!
94
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
«ικός ου» Αδύνατον Κρύο Πάτωα
Περισσότερα για ό,τι συνέβη χθες. Ήουν απασχοληένος κατά τη διάρκεια της Προσωπικής Ώρας, πριν τον ύπνο, και δεν πρόλαβα να τα καταχωρήσω χθες. Αλλά όλα έχουν χαραχτεί έσα ου και ιδιαίτερα (αυτό άλλον έχει χαραχτεί για πάντα), εκείνο το αβάσταχτα κρύο πάτωα. Η Ο θα ερχόταν το σούρουπο – ήταν η έρα της. Πήγα κάτω στο γραφείο υπηρεσίας για να πάρω την άδεια να κατεβάσω τις γρίλιες. «Τι τρέχει ε σας;», ρώτησε ο υπεύθυνος. «Φαίνεστε λιγάκι… δεν ξέρω…» «Είαι… είαι άρρωστος…» Πράγατι, αυτή ήταν η αλήθεια. Φυσικά και είαι άρρωστος. Όλη αυτή η κατάσταση είναι αρρώστια. Και τότε θυήθηκα: Είχα τη βεβαίωση. Έψαξα στην τσέπη ου. Ήταν εκεί. Πράγα που σήαινε… ότι όλα… συνέβησαν στην πραγατικότητα. Έδωσα το χαρτάκι στον υπεύθυνο. Τα άγουλά ου έκαιγαν. εν χρειαζόταν να τον κοιτάξω για να καταλάβω ότι ε κοίταζε έκπληκτος. Και ήταν ήδη 21:30. Από το δωάτιο στ’ αριστερά ου, οι γρίλιες είχαν κατέβει. Στο δωάτιο στα δεξιά ου έβλεπα 95
τον γείτονά ου. Είναι σκυένος πάνω από ένα βιβλίο, το εξογκωένο έτωπο και το φαλακρό του κεφάλι σχηάτιζαν ια τεράστια, κίτρινη παραβολή. Βασανισένος, περπατούσα πάνω-κάτω ου. Πώς πορώ τώρα εγώ ε την να… ετά απ’στο όλαδωάτιό αυτά που συνέβησαν; Από τα δεξιά ου αι-Ο σθάνοαι πάνω ου τα άτια του άνδρα, διέκρινα ξεκάθαρα τις ζάρες στο έτωπό του – ια σειρά από κίτρινες γραές. Για κάποιον λόγο ού φαίνεται ότι αυτές οι γραές είναι για ένα. Στις 22:45, στο δωάτιό ου: ένας ρόδινος ανεοστρόβιλος χαράς. Ένας γερός κλοιός από ρόδινα πράτσα έκλεινε γύρω από το λαιό ου. Κι έπειτα νιώθω τον κλοιό να χαλαρώνει, να χαλαρώνει… να σπάει… Τα πράτσα πέφτουν… «εν είστε ο ίδιος, δεν είστε όπως πριν. εν είστε δικός ου!» Τι πρωτόγονη ορολογία – «δικός ου»; εν ήουν ποτέ… Σκέφτηκα ξαφνικά: είναι αλήθεια, πρωτύτερα δεν ήουν, τώρα όως; Τώρα δεν ζω πια στον ορθολογικό κόσο. Ζω στον αρχαίο, εφιαλτικό κόσο, στον κόσο όπου το -1 έχει τετραγωνική ρίζα. Οι γρίλιες έπεσαν. Εκεί, πίσω από τον τοίχο στα δεξιά, το βιβλίοστιγιαία του γείτονά ουανάεσα πέφτει στο πάτωα τελευταία ατιά, στις γρίλιεςκαι καιστην το πάτωα, βλέπω το κίτρινο χέρι του να πιάνει το βιβλίο και η οναδική ου επιθυία είναι ν’ αρπάξω αυτό το χέρι… «Σκέφτηκα… ήθελα να σας συναντήσω σήερα κατά τον περίπατο. Έχω τόσα πολλά, υπάρχουν τόσα που πρέπει να σας πω…» Καηένη, αγαπηένη Ο! Το ρόδινο στόα της… ένα ρόδινοισοφέγγαροετατόξαστραέναπροςτακάτω.Μαπώς 96
πορώ να της πω τι συνέβη; εν πορώ, απλώς και όνο γιατί θα την έκανα συνεργό στα εγκλήατά ου. Ξέρω ότι δεν έχει τη δύναη να πάει στο Τήα των Φρουρών και συνεπώς… Η Ο την ήταναθώα, ξαπλωένη στο κρεβάτι. Τη φιλούσα αργά. Φίλησα φουσκωένη πτυχή στον καρπό της. Τα γαλάζια της άτια ήταν κλειστά. Το ρόδινο ισοφέγγαρο άνοιγε αργά σαν λουλούδι… και την φίλησα παντού. Ξαφνικά αισθάνθηκα έντονα πόσο κενά ήταν όλα, παράταιρα. εν πορούσα, ήταν αδύνατο. Έπρεπε, αλλά δεν πορούσα. Τα χείλη ου πάγωσαν στη στιγή. Το ρόδινο ισοφέγγαρο άρχισε να τρέει, αράθηκε, παραορφώθηκε. Η Ο έριξε το σκέπασα πάνω της, τυλίχθηκε κι έκρυψε το πρόσωπό της στο αξιλάρι… Κάθισα στο πάτωα δίπλα στο κρεβάτι, ένα απελπιστικά κρύο πάτωα, και δεν είπα λέξη. Το βασανιστικό κρύο από κάτω ου ανέβαινε όλο και ψηλότερα. Είναι το ίδιο βουβό κρύο που υπάρχει άλλον και στο πλε, σιωπηλό, διαπλανητικό σύπαν. «Σας παρακαλώ, πρέπει να ε καταλάβετε… δεν ήθελα να…», ψέλλισα. «Έκανα ό,τι πορούσα…» Ήταν αλήθεια. Εγώ,εοτι πραγατικός εαυτός ου,Πώς δεν ήθελε… Αλλά και πάλι, λέξεις θα της το ’λεγα; πορούσα να της εξηγήσω ότι το σίδερο πορεί να ην θέλει… αλλά ο νόος είναι αναπόφευκτος, απόλυτος… Η Ο σήκωσε το κεφάλι της από το αξιλάρι και είπε, ε τα άτια ακόη κλειστά: «Φύγετε». Αλλά έκλαιγε και της βγήκε ένα «…ύγετε». Για κάποιο λόγο αυτή η ανόητη λεπτοέρεια χαράχθηκε επίσης έσα ου. Παγωένος και ουδιασένος σε όλο ου το σώα, πήγα 97
στο χολ. Έξω, πέρα από τον τοίχο, υπήρχε ένα ελαφρά διακριτό ίχνος οίχλης. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, όως, θα πυκνώσει πάλι και θα σκεπάσει τα πάντα. Τι θα φέρει αυτή η νύχτα; Η Ο γλίστρησε από δίπλα ου χωρίς λέξη και πήγε στον ανελκυστήρα. Η πόρτα έκλεισε ε θόρυβο. «Σταθείτε ένα λεπτό!», φώναξα. Ήουν τροοκρατηένος. Όως ο ανελκυστήρας κατέβαινε ήδη προς τα κάτω, κάτω, κάτω… Αυτή ου πήρε τον R. Αυτή ου πήρε την Ο. Κι όως… κι όως…
98
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
Κώδωνας Θάλασσα-Καθρέφτης Η Μοίρα ου να Καίγοαι αιώνια ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ Μόλις έφτασα στο υπόστεγο του , ε πλησίασε ο εύτερος Κατασκευαστής. Το πρόσωπο του είναι ως συνήθως στρογγυλό και λευκό, σαν πιάτο από πορσελάνη. Και, σαν να σερβίρει κάτι ακαταάχητα γευστι κό σ’ αυτό το πιάτο, λέει: «Χθες, που είχατε την τύχη να αρρωστήσετε, όταν
έλειπε δηλαδή το αφεντικό, είχαε ένα, ας πούε, συβάν». «Συβάν;» «Ναι! Χτύπησε το κουδούνι, σταάτησαν όλοι τη δουλειά κιάρχισαν ναφεύγουν από τουπόστεγο, όταν–για φανταστείτε– ο θυρωρός έπιασε κάποιον χωρίς αριθό. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς πόρεσε να πει έσα. Τον πήγανε στο Τήα Επεβάσεων. Τον καηένο, εκεί ξέρουν πώς να του αποσπάσουν το πώς και το γιατί…» (όλα αυτά ’ ένα νόστιο χαόγελο). Στις Επεβάσεις δουλεύουν οι καλύτεροι και πιο πεπειραένοι φυσικοί ας, κάτω από την άεση επίβλεψη του ίδιου του Ευεργέτη. Έχουν όλων των ειδών τις συσκευές, ε βασικότερη τον διάσηο Κώδωνα Αερίου. Αυτό είναι, βασικά, το παλιό σχολικό πείραα: Ένα ποντίκι τοποθετείται κάτω από ένα γυάλινο θόλο, ια αντλία ρουφά σταδιακά τον αέρα από το θόλο… και τα λοιπά και τα λοιπά. Ο Κώδωνας Αερίου, όως, είναι ια πιο εξελιγένη συσκευή, χρησιοποιεί διάφορα είδη αερίων και επιπλέον δεν αποσκοπεί στο βασανισό 99
ενός ικρού και αβοήθητου ζώου για πλάκα, αλλά έχει έναν ανώτερο σκοπό: την ασφάλεια του Μονοκράτους – ε άλλα λόγια, την ευτυχία των εκατουρίων. Πριν από πέντε αιώνες περίπου, όταν ξεκίνησε η λειτουργία του Τήατοςε Επεβάσεων, υπήρξαν κάποιοι ανόητοι που το σύγκριναν την αρχαία Ιερά Εξέταση. Αυτό, όως, είναι τόσο χαζό όσο το να εξισώνεις έναν χειρουργό που κάνει ια τραχειοτοή ’ ένα ληστή. Και οι δύο πορεί να κρατούν το ίδιο αχαίρι στα χέρια τους και να κάνουν το ίδιο πράγα –να κόβουν το λαιό ενός ζωντανού ανθρώπινου πλάσατος– όως ο ένας είναι ευεργέτης και ο άλλος εγκληατίας, ο ένας έχει θετικό πρόσηο, ενώ ο άλλος αρνητικό. Όλα αυτά παραείναι προφανή, πορείς να τα δεις έσα στο πρώτο δευτερόλεπτο, στην πρώτη περιστροφή της ηχανής της λογικής. Και τότε, ξαφνικά, το γρανάζι της ηχανής πιάνεται στο αρνητικό πρόσηο και αναδύεται στην επιφάνεια κάτι εντελώς διαφορετικό: εκείνο το κλειδί που ταλαντεύεται ακόη πάνω στην πόρτα της ντουλάπας. Προφανώς, η πόρτα είχε όλις κλείσει, αλλά αυτή, η Ι-330, δεν ήταν εκεί. Είχε εξαφανιστεί. εν υπήρχε τρόπος για τη ηχανή της λογικής το διαχειριστεί αυτό. Ένα όνειρο; ακόη πορώ νανα νιώσω εκείνο τον ακατανόητο, γλυκόΌως πόνο στον δεξί ου ώο, ε την Ι-330 να ε πιέζει, δίπλα ου στην οίχλη. «Αγαπάς την οίχλη;» Ναι, και την οίχλη. Αγαπώ τα πάντα. Και τα πάντα είναι εύπλαστα, καινούργια, εκπληκτικά, όλα είναι… εντάξει. «Όλα είναι εντάξει», είπα φωναχτά. «Εντάξει;» Τα στρογγυλά, πορσελάνινα άτια γούρλωσαν. «Εννοώ, πού βλέπετε το εντάξει; Αν αυτός ο τύπος χωρίς 100
αριθό κατάφερε… τότε αυτοί πρέπει να είναι… παντού, συνεχώς, να βρίσκονται εδώ, γύρωΟΛΟΚΛΗΡΤΗ από τον , να βρίσκονται…» «Ποιοι αυτοί;» «Πού ναείναι ξέρω εγώ; Αλλά τους νιώθω… καταλαβαίνετε; Συνεχώς.» «Έχετε ακούσει γι’ αυτή τη νέα εγχείρηση που λένε ότι έχουν αναπτύξει; Αυτή ε την οποία αφαιρούν τη φαντασία;» (Είχα όντως διαβάσει πρόσφατα κάτι τέτοιο.) «Ναι, ξέρω. Γιατί το αναφέρετε αυτό;» «Γιατί, αν ήουν στη θέση σας, θα πήγαινα να ου την κάνουν». Κάτι ξινό σαν λεόνι εφανίστηκε στο πιάτο. Ο καηένος προσβλήθηκε ε την ιδέα ότι πορεί να έχει φαντασία. Αλλά, τι λέω; Πριν ια βδοάδα θα προσβαλλόουν ίσως κι εγώ. Όχι τώρα όως. Γιατί τώρα ξέρω ότι την έχω, ότι είαι άρρωστος. Ξέρω, επίσης, ότι δεν θέλω να γίνω καλά. Απλώς δεν θέλω, αυτό είναι όλο. Ανεβήκαε τα γυάλινα σκαλοπάτια. Μπορούσες να δεις τα πάντα κάτω, σαν την παλάη του χεριού σου. Εσείς που διαβάζετε αυτές τις σηειώσεις, όπου κι αν είστε, έχετε τον ήλιο από πάνωθα σας. Αν ήσασταν ποτέ τόσο άρρωστοι όσο είαι εγώ τώρα, ξέρατε πώς είναι ο ήλιος το πρωί ή πώς πορεί να είναι. Θα γνωρίζατε αυτό το ροζ, διάφανο, χρυσό χρώα. Ακόη κι ο αέρας είναι λίγο ροζ κι όλα είναι κορεσένα από το ζεστό αία του ήλιου, όλα είναι ζωντανά, αλακά και ζωντανά, οι πέτρες είναι ζεστές και ζωντανές, ο σίδηρος, οι άνθρωποι ζωντανοί και όλοι τους χαογελούν. Πιθανόν, ια ώρα αργότερα, όλα να εξαφανιστούν, σε ια ώρα θα εξαφανιστεί και η τελευταία σταγόνα 101
του ροζ αίατος, αλλά προς το παρόν όλα είναι ζωντανά. Μέσα ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ στις γυάλινες ουσίες του βλέπω κάτι να πάλΟΛΟΚΛΗΡΤΗ λεται και να αναδύεται. Βλέπω τον να σκέφτεται σπουδαίο καιευτυχίας τροακτικό έλλον, το βαρύ τηςτο αναπόφευκτης πουτου θα κουβαλήσει εκεί φορτίο έξω, σ’ εσάς, τους αγνώστους, εσάς που ψάχνετε αιώνια και ποτέ δεν βρίσκετε. Θα βρείτε, θα γίνετε ευτυχισένοι. Είναι καθήκον σας να είστε ευτυχισένοι. εν χρειάζεται να περιένετε για πολύ ακόη. Το κέλυφος του ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ είναι σχεδόν έτοιο: ένα κοψό, ακρόστενο, ελλειψοειδές από γυαλί, αιώνιο σαν το χρυσό, εύκαπτο σαν το ατσάλι. Τους είδα να σφίγγουν πάνω στο γυάλινο σώα τις εγκάρσιες πλευρικές ενισχύσεις, τα πλαίσια και τα οριζόντια τόξα. Στο πίσω έρος, τοποθετούσαν τη βάση για τον γιγάντιο πυραυλοκινητήρα. Μια απότοη εκτόνωση ανά τρία δευτερόλεπτα. Κάθε τρία ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ δευτερόλεπτα, η φοβερή ουρά του θα εκτοξεύει φλόγες και αέρια στο κοσικό σύπαν, κι έτσι θα πετάει ο πύρινος Ταερλάνος της ευτυχίας… Κοίταζα τους άντρες κάτω, πώς έσκυβαν, σηκώνονταν, γύριζαν, όλα σύφωνα εσαν τιςτους αρχές του Τέιλορ, οαλά και σβέλτα, συγχρονισένοι, οχλούς ιας και όνης τεράστιας ηχανής. Στα χέρια τους έλαπαν σωλήνες: έκοβαν ε φωτιά, συγκολλούσαν τα γυάλινα χωρίσατα, τις γωνίες, τις πλευρικές ενισχύσεις, τα στηρίγατα. Κοίταζα τους γιγάντιους γερανούς φτιαγένους από καθαρό γυαλί, που κυλούσαν αργά πάνω σε γυάλινες τροχιές και, όπως οι άντρες, γύριζαν και λύγιζαν υπάκουα, εισάγοντας το φορτίο τους στα ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ. Όλοι ίδιοι, σαν ένας: ανθρωποσπλάχνα του 102
ποιηένοι, τελειοποιηένοι άνθρωποι. Ήταν η πιο υπέροχη, η πιο συγκινητική οορφιά, αρονία, ουσική… Ήθελα να πάω αέσως αζί τους, να γίνω ένα ’ αυτούς! ήουν εκεί: δίπλα-δίπλα, ’ αυτούς, στον ίδιοΘα ατσάλινο ρυθό, ε τις ίδιεςενωένος ετρηένες κινήσεις, συπαγή, στρογγυλά, ροδοκόκκινα άγουλα, λεία έτωπα σαν καθρέφτες, ασυννέφιαστα από την παράνοια της σκέψης. Έπλεα πάνω σε ια θάλασσα-καθρέφτη. Αναπαυόουν. Ξαφνικά, ένας απ’ αυτούς γύρισε ήρεα προς το έρος ου και είπε: «Λοιπόν, πώς πάει σήερα; Αισθάνεστε καλύτερα;» «Καλύτερα; Τι καλύτερα;» «Θέλω να πω, δεν ήσασταν χθες στη δουλειά. Σκεφτήκαε ότι ίσως να είχατε κάτι σοβαρό…» Λείο έτωπο, αθώο, παιδικό χαόγελο. Το πρόσωπό ου κοκκίνισε. εν πορούσα να πω ψέατα σ’ εκείνα τα άτια. εν πορούσα. εν είπα τίποτα. Βούλιαζα. Από πάνω, εφανίστηκε σ’ ένα άνοιγα το πορσελάνινο πρόσωπο – λαπερό, στρογγυλό και λευκό: «Έι! D-503! Μπορείτε να έρθετε ιαστις στιγή; Το πλαίσιο στοστα…» σκελετό είναι σφιχτό και ηεδώ πίεση αρθρώσεις έχειεδώ ανέβει Χωρίς να περιένω να τελειώσει, δραπέτευσα προς το έρος του ντροπιασένος. εν είχα τη δύναη να σηκώσω τα άτια ου. Ήουν θαπωένος από τ’ αστραφτερά γυάλινα σκαλοπάτια κάτω από τα πόδια ου και κάθε σκαλί ’ έκανε να νιώθω πιο απελπισένος: εν είχα δουλειά εγώ εκεί, ένας εγκληατίας, ένας ολυσένος. Ποτέ πια δεν θα συγχωνευόουν στον ακριβή, ηχανικό ρυθό, ποτέ πια δεν θα έπλεα 103
στην ήρεη, γυάλινη σαν καθρέφτη θάλασσα. Η οίρα ου είναι να καίγοαι για πάντα, να τρέχω εδώ κι εκεί, ψάχνοντας ια γωνία να κρυφτώ –για πάντα– έχρι να βρω επιτέλους το κουράγιο να ξεπεράσω… Τότε, ια λάψη ε διαπέρασε: Αρκετά για ένα, εγώ δεν είχα πια τόση σηασία, αλλά εκείνη… Γλίστρησα έξω από το άνοιγα και σταάτησα στο κατάστρωα: εν ήξερα πού να πάω τώρα, δεν ήξερα γιατί είχα έρθει εδώ. Κοίταξα πάνω. Εκεί ο ήλιος, αποδυναωένος από ΟΛΟ-ήταν ο το εσηέρι, ανέβαιν ε ουντά. Κάτω χαηλά ΚΛΗΡΤΗΣ, γκριζογυάλινος και νεκρός. Το ροζ αία είχε στερέψει – το ήξερα ότι τα είχα φανταστεί όλα αυτά, ότι όλα ήταν όπως και πριν, ωστόσο ήταν ξεκάθαρο… «Τι σας συβαίνει 503; Είστε κουφός; Φωνάζω και ξαναφωνάζω… Τι συβαίνει;» Ήταν ο εύτερος Κατασκευαστής, ο οποίος πρέπει να φώναζε έσα στο αυτί ου για πολλή ώρα. Τι ου συβαίνει; Έχω χάσει το πηδάλιο. Ο κινητήρας ουγκρίζει σε πλήρη ισχύ, το αεροκίνητο δονείται και τρέχει ε ταχύτητα, αλλά δεν υπάρχει πηδάλιο – και δεν ξέρω πού κατευθύνεται: προς τα κάτω για ναστον συντριφτεί στη γη από στιγή σε στιγή, ή προς τα πάνω… ήλιο, στη φωτιά…
104
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ
Κίτρινο ισδιάστατη Σκιά Ανίατη Ψυχή
Έχω να γράψω αρκετές έρες. εν ξέρω πόσες, όλες οι έρες οιάζουν ίδιες. Όλες έχουν το ίδιο χρώα, κίτρινο, σαν την καυτή άο, και δεν υπάρχει ούτε ίχνος σκιάς, ούτε ια σταγόνα νερό, κανένα τέλος στην κίτρινη άο. εν πορώ χωρίς αυτήν, αυτή, από τότε που εξαφανίστηκε υστηριωδώς από τηναλλά Αρχαία Οικία… Από τότε, την είδα όνο ια φορά στον περίπατο. Πριν από δύο, τρεις, τέσσερις έρες… δεν ξέρω. Όλες οι έρες είναι ίδιες. Εφανίστηκε ια φορά, στιγιαία, και γέισε για ένα δευτερόλεπτο τον άδειο, κίτρινο κόσο. Ήταν χέρι-χέρι ε τον διπλοκαπυλωτό S, ο οποίος της έφτανε έχρι τον ώο, και τον αδύνατο, χάρτινο γιατρό. Υπήρχε κι ένας τέταρτος Αριθός – θυάαι όνο τα δάχτυλά του: Προεξείχαν από τις τσέπες της γιούνι του σαν ακτίνες… υπερβολικά αδύνατα, λευκά και ακριά. Η Ι-330 σήκωσε το χέρι της και ε χαιρέτησε, ετά έσκυψε πάνω από το κεφάλι του S και είπε κάτι ΟΛΟΚΛΗστον ακτινοδάχτυλο. Μπόρεσα ν’ ακούσω τη λέξη « ΡΤΗΣ» και τότε ε κοίταξαν και οι τέσσερις, ύστερα χάθηκαν στον γκριζογάλανο ουρανό κι εγώ έεινα στο κίτρινο, στεγνό ονοπάτι. Εκείνη είχε για το απόγευα ροζ εισιτήριο για ένα. 105
Στεκόουν προστά από την οθόνη διεπικοινωνίας και ε ανάικτη τρυφερότητα και ίσος, αγωνιούσα ν’ ανοίξει η λευκή χαραάδα και να φωτιστεί ε το «Ι-330». Οι πόρτες του ε θόρυβο κάθεροζ, τόσο κι έβγαιναν από ανελκυστήρα έσα διάφοροιέκλειναν Αριθοί –χλωοί, ψηλοί, ελαχρινοί– όως όχι αυτή. εν ήρθε. Είναι πιθανό, αυτή τη στιγή, στις 22:00, ακριβώς τώρα που τα γράφω αυτά, να έχει τα άτια της κλειστά και να πιέζει τους ώους της πάνω σε κάποιον άλλο, λέγοντας: «Σου αρέσει;» Ποιος; Ποιος είναι αυτός; Εκείνος ε τα ακτινοδάχτυλα; Ή ο ψεκαστήρας ε τα παχιά χείλη, R; Ή ο S; Ο S… Πώς γίνεται να ην περνάει ούτε ια έρα που να ην ακούσω τα πλατιά του πόδια πίσω ου να πλαταγίζουν σαν να βουτάνε σε νερόλακκους; Γιατί ’ ακολουθεί κάθε έρα σαν σκιά; Μπροστά ου, πλάι ου, πίσω ου, αυτή η γκριζογάλανη, δισδιάστατη σκιά. Άνθρωποι την διαπερνούν, την πατάνε, όως αυτή βρίσκεται συνεχώς εκεί, δίπλα ου, συνδεδεένη ε έναν αόρατο οφάλιο λώρο. Μήπως αυτή είναι ο οφάλιος; Η Ι-330; εν ξέρω. Ή ήπως αυτοί, οι Φρουροί, γνωρίζουν ήδη ότι εγώ… υποθέσουε ότιΚαταλαβαίνετε; σας έλεγαν πως ηΚαι σκιά σας πορεί να σαςΑς βλέπει συνεχώς. ξαφνικά έχετε εκείνη την περίεργη αίσθηση ότι τα χέρια σας είναι κάποιου άλλου, παίνουν προστά στο δρόο σας. Και πιάνω τον εαυτό ου να κουνάει πέρα-δώθε τα χέρια σαν ηλίθιος, χωρίς συγχρονισό ε το βηατισό ου. Ξαφνικά, αισθάνοαι ότι πρέπει οπωσδήποτε να κοιτάξω πίσω, αλλά δεν πορώ, είναι αδύνατον, ο λαιός ου είναι πιασένος σε έγγενη. Έτσι τρέχω, τρέχω όλο και πιο γρήγορα, και η ίδια ου η πλάτη 106
αισθάνεται τη σκιά ου να τρέχει από πίσω ου, όλο και πιο γρήγορα, και δεν πορώ να κρυφτώ απ’ αυτήν πουθενά, πουθενά… Βρίσκοαι Επιτέλους όνος.πάλι Τώρα, όως, υπάρχει στο κάτιδωάτιό άλλο: τοου. τηλέφωνο. Σηκώνω το ακουστικό: «Ναι, θα πορούσα να ιλήσω ε την Ι-330, σας παρακαλώ;» Ακούω θόρυβο στο ακουστικό, τα βήατα κάποιου στο διάδροο, περνούν την πόρτα του δωατίου της και σιωπή… Κατεβάζω το ακουστικό και… αυτό είναι, δεν το αντέχω άλλο. Πρέπει να πάω εκεί, σ’ αυτήν. Αυτό έγινε χθες. Πήγα εκεί τρέχοντας και για ια ολόκληρη ώρα, από τις 16:00 ως τις 17:00, περιφερόουν γύρω από το κτήριο που ένει. Αριθοί περνούσαν στη σειρά. Χιλιάδες πόδια ε ρυθικό βηατισό πολυβόλου, ένας χιλιοπόδαρος Λεβιάθαν περνούσε παλλόενος, ξεφυσώντας. Όως είαι όνος, ε ξέβγαλε η καταιγίδα σ’ ένα ακατοίκητο νησί και ψάχνω, ψάχνω ε τα άτια ου έσα στα γκριζογάλανα κύατα. Κάποια στιγή θα δω την αιχηρή, σαρδόνια γωνία των φρυδιών ανυψωένη προς τους κροτάφους, και τα σκοτεινά παράθυρα ατιών ιαεκεί φλόγα καικαι η σκιά κάποιου νατων κινείται. Θατης, πωέσα κατ’ τους ευθείαν έσα θα της πω (στον οικείο, ζεστό ενικό): «Το ξέρεις, δεν πορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Γιατί, λοιπόν, όλο αυτό;…» Σιωπά. Ξαφνικά, το όνο που ακούω είναι σιωπή. Ύστερα ακούω το Εργοστάσιο Μουσικής και αντιλαβάνοαι ότι είναι ήδη περασένες 17:00, ότι όλοι έχουν ήδη φύγει εδώ και ώρα, ότι είαι όνος κι έχω αργήσει. Γύρω ου, ια γυάλινη έρηος, πληυρισένη από τον κίτρινο ήλιο. Στη 107
λεία, γυάλινη επιφάνεια βλέπω, σαν αντανάκλαση στο νερό, τους αστραφτερούς τοίχους αναποδογυρισένους κι εένα επίσης να κρέοαι ανάποδα, ια γελοία φιγούρα. Πρέπει ναπάρω πάω αέσως, εδώ και στο ΙατρικόδιαΤήα και να ια βεβαίωση ότιτώρα, είαι άρρωστος, φορετικά θα ε πάρουν και… Ίσως αυτό, όως, να ήταν το καλύτερο. Απλώς να κάτσω εδώ και να περιένω ήσυχα έχρι να ε δουν και να ε πάνε στις Επεβάσεις – να δώσω ένα τέλος σ’ όλα, να πληρώσω αέσως το χρέος ου. Η σκιά ε τη διπλή καπύλη εφανίστηκε ’ ένα ελαφρύ θρόισα προστά ου. Χωρίς καν να κοιτάξω αισθάνθηκα τα δύο γκρίζα, ατσάλινα τρυπάνια να ε διαπερνούν. Με όλη ου τη δύναη κατάφερα να χαογελάσω και να πω (γιατί κάτι έπρεπε να πω): «Εγώ… πρέπει να πάω στο Ιατρικό Τήα». «Και λοιπόν; Γιατί στέκεστε εδώ;» Αναποδογυρισένος σαν ηλίθιος, κρεασένος από τα πόδια και κατακόκκινος από ντροπή, δεν είπα τίποτα. «Ακολουθήστε ε», είπε αυστηρά ο S. Ακολούθησα υπάκουα, ταλαντεύοντας τα άχρηστα χέρια που ανήκαν σε κάποιον άλλον. εν πορούσα να σηκώσω άτια ου. Όλη την ώρα περπατούσα έναν άγριο, τα αντεστραένο κόσο. Έβλεπα ηχανές σε αναποδογυρισένες, ανθρώπους κολληένους ε τα πόδια στο ταβάνι, σαν αυτούς που ζουν στην άλλη εριά της γης, και χαηλά ήταν ο ουρανός, σφηνωένος στο χοντρό γυαλί του πεζοδροίου. Αυτό που πονούσε περισσότερο, θυάαι, ήταν ότι τα έβλεπα όλα έτσι περίεργα αναποδογυ ρισένα για τελευταία φορά στη ζωή ου. εν πορούσα, όως, να σηκώσω τα άτια ου. 108
Σταατήσαε. Μπροστά ου υπήρχαν σκαλιά. Ένα σκαλί ακόη και θα έβλεπα φιγούρες ε λευκές ποδιές, γιατρούς και τον τεράστιο, σιωπηλό Κώδωνα… Τελικά, ε γυαλί τεράστια προσπάθεια, ταου άτια ξεκόλλησαν από το κάτω από τα πόδια και,ου ξαφνικά, ΙΑΤΡΙΚΟ … Γιατί ε πληύρισαν από τα χρυσά γράατα είχε φέρει εδώ και όχι στις Επεβάσεις; Γιατί ε λυπήθηκε; εν πορούσα να καταλάβω, τότε. Πέρασα το κατώφλι ε ένα πήδηα, έκλεισα ε δύναη την πόρτα πίσω ου και… πήρα ια βαθιά ανάσα. Ένιωσα ότι είχα να πάρω ανάσα από νωρίς το πρωί, ότι η καρδιά ου δεν είχε χτυπήσει και όλις τώρα πήρα την πρώτη ανάσα, όλις τώρα άνοιξαν τα διαφράγατα του στήθους ου… Υπήρχαν δύο απ’ αυτούς. Ο ένας, κάπως κοντούλης, ε πόδια σαν χιλιοετρικούς δείκτες, χρησιοποιούσε τα άτια του σαν κέρατα για να εκσφενδονίζει τους ασθενείς. Ο άλλος, υπερβολικά αδύνατος, είχε χείλη σαν ψαλίδι και ύτη σαν λεπίδα. Ήταν εκείνος. Έτρεξα κατά πάνω του, λες και ήασταν συγγενείς, κατ’ ευθείαν πάνω στο ψαλίδι, ουρουρίζοντας κάτι περί αϋπνίας, ονείρων, ιας σκιάς, ενός κίτρινου κόσου. Τα ψαλιδόχειλα χαογέλασαν. «εν είστε σε καλή κατάσταση. Φαίνεται ότι αναπτύσσετε ψυχή.» Ψυχή; Αυτή η παράξενη, αρχαία, προ πολλού ξεχασένη, λέξη! Κάποιες φορές χρησιοποιούε εκφράσεις όπως «αδελφή ψυχή», «ψυχή τε και σώατι», «ψυχοφθόρος» κτλ., όως ψυχή… «Αυτό είναι… πολύ επικίνδυνο», ψέλλισα. 109
«Ανίατο», ψαλίδισαν τα χείλη του. «Όως… τι συβαίνει στ’ αλήθεια; εν… δεν πορώ να καταλάβω.» «Πώς «Ναι.» να σας το πω; Είστε αθηατικός, έτσι δεν είναι;» «Λοιπόν, πάρτε ιαεπίπεδη επιφάνεια, έναν καθρέφτη,για παράδειγα. Εείς οι δύο βρισκόαστε πάνω σ’ αυτήν την επιφάνεια και κοιτάζουε ε ισόκλειστα άτια τον ήλιο, σε ια σωλήνωση εφανίζεται ένας πλε σπινθήρας και κάπου φαίνεται η σκιά ενός αεροκίνητου που περνάει. Μόνο πάνω στην επιφάνεια, όως, όνο για ια στιγή. Αλλά για φαντασθείτε, τώρα,ότι ια φλόγα έχειαλακώσει τηναδιαπέραστη επιφάνεια και τίποτα πια δεν περνά εφαπτοενικά πάνω της, όλα την διαπερνούν, εισχωρούν έσα στονκαθρεφτένιο κόσο πουκρυφοκοιτάζουε ε τόση περιέργεια, σαν παιδιά – και σας διαβεβαιώνω ότι τα παιδιά δεν είναι τόσο κουτά. Η επιφάνεια έχει αποκτήσει άζα, έχει γίνει σώα, ολόκληρος ο κόσος είναι έσαστονκαθρέφτη,έσασεσας:οήλιος,ηριπήτηςπροπέλας του αεροκίνητου, τατρεάενα δικά σας χείλη αλλά και τα χείλη κάποιου άλλου. Ο κρύος καθρέφτης αντανακλά, επιστρέφει πίσω, ενώ απορροφά καιρυτίδα τα ίχνηστο όλων διαρκούν για πάντα. Ανταυτόχρονα εφανιστεί η παραικρή πρόσωπο κάποιου, θα είνει έσα σας για πάντα. Κάποτε ακούσατε ια σταγόνα να πέφτει έσα στη σιωπή – και την ακούτε και τώρα». «Ναι, ναι… ακριβώς», είπα και του άρπαξα το χέρι. «Μόλις την άκουσα. Από… τη βρύση του νιπτήρα… σταγόνες να πέφτουν αργά ες τη σιωπή. Και το ήξερα ότι θα ήταν για πάντα. Όως, ακόη και έτσι, πώς προέκυψε ια ψυχή έτσι στα ξαφνικά; εν υπήρχε για τόσο καιρό και τώρα ξαφ110
νικά… Πώς και δεν έχει κανένας άλλος ψυχή, ενώ εγώ…» Προσκολλήθηκα ακόη πιο βίαια στο τόσο αδύνατο χέρι. Ήουν τροοκρατηένος που έχανα το σωσίβιό ου. Γιατί, όως, δενθα έχουε ή φτερά, παρά όνο«Γιατί; τις ωοπλάτες όπου ήτανπούπουλα κολληένα; ιότι δεν χρειαζόαστε πλέον φτερά. Έχουε τα αεροκίνητα. Τα φτερά θα έπιαναν απλώς τόπο. Τα φτερά είναι για να πετάς, όως εείς δεν έχουε να πετάξουε προς κάπου, έχουε ήδη πετάξει εκεί, το έχουε βρει. Σωστά;» Κούνησα το κεφάλι ου ζαλισένος. Με κοίταξε κι έριξε ένα αιχηρό γέλιο, σαν νυστέρι. Ο άλλος, ακούγοντας αυτά, ξεπρόβαλλε από το γραφείο του ε τους χιλιοετρικούς δείκτες για πόδια και σήκωσε ψηλά ε τα κέρατα των ατιών του εένα και τον αδύνατο γιατρό. «Τι συβαίνει; Ψυχή; Ψυχή είπατε; Τι στο διάβολο! Το επόενο που θα δούε θα είναι η επιστροφή της χολέρας, αν το πάε έτσι. Τι σας έλεγα; (Σήκωσε τον αδύνατο ε τα κέρατα.) Το έλεγα εγώ… Πρέπει ν’ αφαιρέσουε απ’ όλους τη φαντασία. Να την εξαλείψουε. Η εγχείρηση είναι η όνη λύση… τίποτε άλλο παρά ια εγχείρηση…» Σέλωσε τηγύρω ύτηου τουγια ε κάτι γυαλιά ακτινών Χ, περπάτησε πολύτεράστια ώρα, κοίταξε παρατεταένα το υαλό ου έσα από το κρανίο ου και κατέγραφε συνεχώς πράγατα στο σηειωατάριό του. «Περίεργο, τροερά περίεργο! Ακούστε, υπάρχει περίπτωση να συφωνούσατε να σας… διατηρούσαε σε αλκοόλη; Για το Μονοκράτος αυτό θα ήταν εξαιρετικό… θα βοηθούσε να αποφύγουε ια επιδηία. Αυτό φυσικά εάν εσείς δεν έχετε κάποιον ιδιαίτερο λόγο να…» 111
«Όως, ξέρετε », είπε ο αδύνατος, «ο Αριθός D-503 ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ είναι ο κατασκευαστής του . Και είαι βέβαιος ότι κάτι τέτοιο θα παραβίαζε…» «Αχά», ουρούρισε πίσω στο γραφείο του. ο άλλος και χιλιοετρήθηκε έχρι Μείναε οι δυο ας όνοι. Το αδύνατο σαν χαρτί χέρι ακούπησε ελαφρά και τρυφερά πάνω στο δικό ου. Το πρόσωπο-προφίλ έσκυψε προς εένα και ψιθύρισε: «Θα σας πω ένα υστικό, εταξύ ας. εν είστε ο οναδικός που το έχει. εν είναι τυχαίο που ο συνάδελφός ου ίλησε για επιδηία. Σκεφτείτε για λίγο – δεν έχετε προσέξει κι εσείς ο ίδιος κάποιον άλλο ε κάτι παρόοιο… πολύ παρόοιο;» Με κάρφωσε ε το βλέα του. Τι υπαινισσόταν; Ποιόν; Σίγουρα, δεν πορεί να εννοούσε… «Ακούστε…» Αναπήδησα από την καρέκλα. Αυτός, όως, είχε αρχίσει ήδη να ιλάει δυνατά για κάτι άλλο: «…Και σχετικά ε την αϋπνία, εκείνα τα όνειρα που βλέπατε, ένα πράγα πορώ όνο να σας συστήσω: Να περνάτε περισσότερη ώρα περπατώντας. Αρχίστε από αύριο κιόλας και κάντε έναν περίπατο νωρίς το πρωί, ας πούε έχρι την ΑρχαίαΜε Οικία, για παράδειγα». κάρφωσε πάλι ε τα άτια του και ου έδωσε το πιο λεπτό του χαόγελο. Μου φάνηκε ότι είδα, πολύ καθαρά, τυλιγένη στο λεπτό ύφασα εκείνου του χαόγελου, ια λέξη… ένα γράα… ένα όνοα, το όνο όνοα… Ή ήπως ήταν πάλι η φαντασία ου; Περίενα πώς και πώς να ου γράψει ια βεβαίωση ασθενείας για σήερα και αύριο, ετά του έσφιξα το χέρι, δεν είπα λέξη και βγήκα γρήγορα έξω. 112
Η καρδιά ου ήταν ανάλαφρη και γρήγορη σαν αεροκίνητο και ε τραβούσε όλο και ψηλότερα. Ήξερα ότι κάποια ορφή ευτυχίας ε περίενε αύριο. Αλλά τι ορφή;
113
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΚΑΤΗ ΕΒΟΜΗ
Μέσα από το Γυαλί Είαι Νεκρός ιάδροοι
Είαι παντελώς περδεένος. Χθες, ακριβώς τη στιγή που νόιζα ότι όλα είχαν ξεδιαλύνει, που είχα βρει την τιή όλων των Χ, εφανίστηκαν νέοι άγνωστοι στην εξίσωσή ου. Οι συντεταγένες όλης αυτής της ιστορίας ξεκινούν φυσικά από την Αρχαία Οικία. Οι άξονες Χ, Υ, Ζου, που πρόσφατα άρχισαν ν’ αποτελούν τις βάσεις ολόκληρου του κόσου ξεκινούν από κει. Περπατούσα πάνω στον άξονα Χ (την 59η Λεωφόρο) προς το έρος όπου ξεκινούν οι συντεταγένες. Αυτό που συνέβη χθες στριφογυρίζει έσα ου σαν ανεοστρόβιλος: τα αναποδογυρισένα σπίτια και οι άνθρωποι, τα βασανιστικά αποξενωένα χέρια, το αστραφτερό ψαλίδι, οι διαπεραστικές σταγόνες που έπεφταν στο δοχείο – έτσι ήταν, ή άλλον έτσι ήταν για ια στιγή. Όλα αυτά, σκίζοντας τη σάρκα ου, στροβιλίζονται εκεί, κάτω από την επιφάνεια που έλιωσε από τη φωτιά, εκεί όπου βρίσκεται η «ψυχή». Υπακούοντας στην εντολή του γιατρού, δεν επέλεξα σκόπια να περπατήσω κατά ήκος της υποτείνουσας, αλλά ακολούθησα τα άλλα δύο σκέλη του τριγώνου. Είχα πλησιάσει στο δεύτερο σκέλος, στον καπυλωτό δρόο που περνά δίπλα από τη βάση του Πράσινου Τείχους. Ένα άγριο κύα από ρίζες, λουλούδια, θάνους και φύλλα ήρθε κατά πάνω ου από τον απέ114
ραντο πράσινο ωκεανό πέρα από το Τείχος. Ανασηκώθηκε από τα σπλάχνα του και θα ε κατάπινε, θα ε ετέτρεπε από άνθρωπο, τον πιο ευγενή και ακριβή ηχανισό, σε… όως, εταξύ εού και άγριου, πράσινου Ευτυχώς, ωκεανού στεκόταν το γυαλί τουτου Τείχους. , θεία, περιοριστική σοφία των τοίχων και των ορίων! Είναι ίσως η πιο εγαλειώδης απ’ όλες τις ανακαλύψεις. Ο άνθρωπος έπαψε να είναι άγριο ζώο, όνο όταν έχτισε τον πρώτο τοίχο. Ο άνθρωπος έπαψε να είναι αγριάνθ ρωπος, όνο όταν χτίσαε το Πράσινο Τείχος, όνο όταν, εξαιτίας του Τείχους, αποονώσαε τον τέλειο ηχανικό ας κόσο από τον παράλογο, άσχηο κόσο των δέντρων, των πουλιών και των ζώων… Μέσα από το γυαλί, αυδρά και θαπά, ε κοίταξε το αβλύ ρύγχος κάποιου κτήνους, τα κίτρινα άτια του επαναλάβαναν επίονα ία και όνη σκέψη, ακατανόητη σε ένα. Κοιτάζαε στα άτια ο ένας τον άλλον για αρκετή ώρα – έσω αυτών των αξόνων που συνδέουν τον επιφανειακό κόσο ε τον άλλον, κάτω από την επιφάνεια. Τότε, ια ικρή σκέψη προχώρησε έρποντας έσα στο κεφάλι ου: «Λες αυτό το κτήνος εαπό τα κίτρινα άτια,ακούσια έσα στον βρώικο σωρό του φύλλα, στην ζωήχαζό του, και να είναι πιο ευτυχισένο από ας;» Κούνησα το χέρι ου, τα κίτρινα άτια ανοιγόκλεισαν, οπισθοχώρησαν, εξαφανίστηκαν έσα στο φύλλωα. Αξιολύπητο πλάσα! Τι ανοησία – να είναι αυτό πιο ευτυχισένο από ας! Πιο ευτυχισένο από ένα πορεί να είναι. Εγώ, όως, είαι απλώς ια εξαίρεση, είαι άρρωστος. Εξάλλου εγώ… εγώ… βλέπω ήδη τους σκουροκόκκι115
νους τοίχους της Αρχαίας Οικίας και το βυθισένο στόα της αγαπητής γριούλας. Τρέχω προς αυτήν όσο πιο γρήγορα πορώ: «Είναι εδώ αυτή;» «Αυτή, ποια;» «Ποια; Η Ι-330 φυσικά… Είχαε έρθει αζί τότε… ε το αεροκίνητο…» «Α, ναι… ναι, ναι…» Οι ρυτιδοαχτίνες γύρω από τα χείλη της, οι ετακινούενες ακτίνες στα άτια της, ου διαπερνούσαν τα σπλάχνα όλο και πιο βαθιά, ώσπου επιτέλους ξεστόισε: «Ναι, άλλον εδώ είναι. Ήρθε πριν από λίγο». Εδώ. Στα πόδια της γριάς πρόσεξα έναν θάνο ασηένιας και πικρής αψιθιάς (η αυλή της Αρχαίας Οικίας είναι επίσης ουσείο και τη διατηρούν στην προϊστορική της ορφή). Η γριούλα κρατούσε στο χέρι της ένα κλαδί από το θάνο και το χάιδευε, ια κίτρινη δέση φωτός έπεφτε πάνω στα γόνατά της. Για ένα δευτερόλεπτο, εγώ, ο ήλιος, η γριά γυναίκα, ο θάνος, τα κίτρινα άτια, όλοι γίναε ένα, συνδεθήκαε για πάντα ε φλέβες στις οποίες κυλούσε ένα κοινό, χειαρρώδες, υπέροχο αία. Ντρέποαι πουτίποτα γράφωαπό γι’ αυτό τώρα, αλλά υποσχέθηκα να ην αποκρύψω αυτές τις σηειώσεις. Λοιπόν, έτσι έγινε: Έσκυψα και φίλησα εκείνο το βυθισένο, αλακό, ουχλιασένο στόα. Η γριά σκουπίστηκε αέσως και γέλασε. ιέσχισα τρέχοντας τα οικεία, λίγο σκοτεινά, αντηχητικά δωάτια και για κάποιον λόγο, κατευθύνθηκα αέσως προς την κρεβατοκάαρα. Ήουν ήδη στη δίφυλλη πόρτα και είχα πιάσει το χερούλι, όταν ξαφνικά σκέφτηκα: «Αν δεν είναι 116
όνη εκεί έσα;» Σταάτησα και αφουγκράστηκα. Όως το όνο που πορούσα ν’ ακούσω ήταν… ένας χτύπος, όχι έσα ου, αλλά κάπου κοντά ου… η καρδιά ου. Μπήκα έσα. Το φαρδύ ήταν ακόη στρωένο. Ο καθρέφτης. Άλλος ένας κρεβάτι καθρέφτης στην πόρτα της ντουλάπας κι εκεί στην κλειδαρότρυπα, το κλειδί ε τον αρχαίο κρίκο. Κανείς άλλος. Φώναξα αλακά: «Ι-! Είστε εδώ;» Έπειτα, ακόη πιο αλακά, ε κλειστά τα άτια, χωρίς ανάσα, σαν να ήουν γονατισένος προστά της είπα: «Ι-!… Αγάπη ου!» Σιωπή. Μόνο το νερό έσταζε από τη βρύση στον λευκό νιπτήρα. Τώρα δεν πορώ να εξηγήσω το γιατί, όως αυτό ’ ενόχλησε. Γύρισα ε δύναη το χερούλι και βγήκα έξω. εν ήταν εκεί. Αυτό ήταν ξεκάθαρο. Αυτό σήαινε ότι βρισκόταν σε κάποιο άλλο διαέρισα. Κατέβηκα τρέχοντας στο κάτω πάτωα από τις πλατιές σκοτεινές σκάλες και δοκίασα ια πόρτα, ια δεύτερη, ια τρίτη: όλες κλειδωένες. Τα πάντα ήταν κλειδωένα, ε οναδική εξαίρεση εκείνο το διαέρισα, το «δικό ας», κι εκεί δεν υπήρχε κανείς. Παρόλα αυτά επέστρεψα πίσω σε κείνο, χωρίς των να ξέρω το γιατί. Περπατούσα αργά, ε δυσκολία, οι σόλες παπουτσιών ου είχαν ετατραπεί ξαφνικά σε σιδερένιες. Θυάαι αυδρά τον εαυτό ου να σκέφτεται: «Είναι λάθος να θεωρείς τη δύναη της βαρύτητας σταθερή. Αυτό σηαίνει ότι όλες οι εξισώσεις ου…» Ακριβώς εκείνη τη στιγή έγινε ια έκρηξη. Από κάτω ακούστηκε ια πόρτα να χτυπάει και κάποιος να τρέχει πάνω στα πλακάκια. Ξαφνικά, έγινα πάλι ελαφρύς, σχεδόν αβαρής, 117
έτρεξα προς το κιγκλίδωα, όπου έσκυψα κι έβγαλα ια λέξη, ια κραυγή, προσπαθώντας να χωρέσω τα πάντα έσα της… «Εσείς, εκεί!» Πάγωσα. Εκεί κάτω, διαγραφόενο σκούρο τετράγωνο της σκιάς που έκανε το τζάι τουστο παραθύρου, ήταν το κεφάλι του S, ε τα πτερυγοειδή αυτιά του να ταλαντεύονται. Με ταχύτητα αστραπής, κατέληξα χωρίς συλλογισό (ακόη και τώρα δεν γνωρίζω το λόγο) στο οναδικό, ξερό συπέρασα: «Πρέπει οπωσδήποτε να ην ε δει, πάση θυσία!» Πιέζοντας το σώα ου στον τοίχο, σύρθηκα προςτα πάνω στις ύτες των ποδιών, προς το ξεκλείδωτο διαέρισα. Μικρή παύση στην πόρτα. Ανέβαινε αργά τις σκάλες προς το έρος ου. Όλα εξαρτιόνταν από την πόρτα! Την παρακάλεσα, όως αυτή ήταν ξύλινη κι έτριξε. Αντικείενα πέρασαν από προστά ου σαν σε ανεοστρόβιλο –πράσινα, κόκκινα, ο κίτρινος Βούδας– και στάθηκα προστά από την καθρεφτένια πόρτα της ντουλάπας: το χλωό ου πρόσωπο, έντονο βλέα, χείλη… Μέσα από τον ήχο του αίατός ου, ακούω πάλι την πόρτα να τρίζει… Είναι αυτός, αυτός! Άρπαξα το κλειδί τηςθύισε ντουλάπας ο κρίκος άρχισε να ταλαντεύεται. Αυτό ου κάτι –και άλλη ια σκέψη της στιγής, χωρίς λογική. Ή, όνο ένα έρος της σκέψης: «Εκείνη τη φορά, η Ι-330…» Άνοιξα γρήγορα την πόρτα της ντουλάπας, είαι έσα, στο σκοτάδι, την κλείνω καλά πίσω ου. Κάνω ένα βήα και κάτι υποχωρεί κάτω από τα πόδια ου. Αργά και αλακά άρχισα να κυλάω προς τα κάτω. Όλα αύρισαν. Πέθανα. _________ 118
Αργότερα, όταν κάθισα να καταγράψω όλα αυτά τα περίεργα συβάντα, ανασκάλισα τη νήη ου, καθώς και κάποια βιβλία και τότε κατάλαβα. Βίωσα την κατάσταση του προσωρινού θανάτου, γνωστήσε στους γνωρίζω, παντελώς άγνωστη ας. αρχαίους και, απ’ όσο εν ξέρω για πόση ώρα ήουν πεθαένος, ίσως όχι περισσότερο από πέντε, δέκα δευτερόλεπτα, αλλά πέρασε κάποιο διάστηα προτού αναστηθώ και ανοίξω τα άτια ου. Ήταν σκοτάδι και ένιωσα να πηγαίνω κάτω, κάτω… Τέντωσα το χέρι και πιάστηκα από κάτι, γρατσούνισα έναν τραχύ τοίχο που περνούσε δίπλα ου ε ταχύτητα. Το δάχτυλό ου άτωσε. Προφανώς, δεν ήταν κάποιο παιχνίδι της αρρωστηένης φαντασίας ου. Όως, τότε, τι ήταν; Μπορούσα ν’ ακούσω την ασταθή αναπνοή ου να βγαίνει σαν ια στικτή γραή (ντρέποαι που τα παραδέχοαι όλα αυτά, αλλά ήταν όλα τόσο ξαφνικά και συγκεχυένα). Πέρασε ένα λεπτό… δύο… τρία… κι εγώ ακόη έπεφτα. Στο τέλος, ια αλακιά πρόσκρουση. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που έπεφτε κάτω από τα πόδια ου, τώρα ήταν ακίνητο. Ψηλαφώντας στο σκοτάδι, βρήκα κάτι σαν χερούλι, το έσπρωξα και ια πόρτα. Αυδρό φως.που Γύρισα και είδα πίσω ου ια άνοιξε ικρή τετράγωνη πλατφόρα ανέβαινε πολύ γρήγορα. Όρησα, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Είχα ξεείνει εκεί. εν γνώριζα πού ήταν αυτό το εκεί. Ένας διάδροος. Χιλιάδες κιλά σιωπής. Φωτεινοί γλόποι στους καπυλωτούς θόλους σχηάτιζαν ια ατελείωτη, ταλαντευόενη στικτή γραή που αναβόσβηνε. Έοιαζε λίγο ε τα «τούνελ» των υπόγειων δρόων ας, όνο που ήταν πολύ στενότερη και φτιαγένη όχι από γυαλί αλλά από κά119
ποιο άλλο αρχαίο υλικό. Στο υαλό ου ήρθε στιγιαία η εικόνα των σπηλιών, όπου υποτίθεται ότι κρύβονταν οι άνθρωποι κατά τον ιακοσαετή Πόλεο… στόσο, όπως και να ’χε, ήταν ώρα ναότι φύγω. Θυάαι περπάτησα γύρω στα 20 λεπτά. Έστριψα δεξιά και ο διάδροος έγινε πιο πλατύς, τα φώτα πιο έντονα. Ακουγόταν ένα ασαφές ουρουρητό. Θα πορούσε να ήταν από ηχανές ή από φωνές… δεν πορούσα να διακρίνω… ήξερα όνο ότι στεκόουν προστά από ια βαριά, αδιαφανή πόρτα κι από εκεί ερχόταν ο ήχος. Χτύπησα ια φορά και έπειτα ια δεύτερη, πιο δυνατά. Έγινε ησυχία πίσω από την πόρτα. Ένας εταλλικός κρότος και η πόρτα άρχισε ν’ ανοίγει, πολύ αργά και βαριά. εν ξέρω ποιος από τους δυο ας έεινε πιο κατάπληκτος – αντίκρισα τον αδύνατο, λεπιδούτη γιατρό ου. «Εσείς; Εδώ!», είπε και τα ψαλιδόχειλά του κροτάλισαν. Όσο για ένα, ήταν σαν να ην ήξερα ούτε ια ανθρώπινη λέξη. εν είπα τίποτα, απλώς τον κοιτούσα και δεν καταλάβαινα απολύτως τίποτα απ’ όσα ου έλεγε. Πιθανώς, ου έλεγε ότι έπρεπε να φύγω από ’κει, γιατί έπειτα ’ έσπρωξε την επίπεδη, χάρτινη διαδρόου κοιλιά του προς τοέδωσε τέρα αυτού τουεκαλύτερα φωτισένου και ου ια σπρωξιά στην πλάτη. «Με συγχωρείτε, ήθελα, νόιζα ότι αυτή, η Ι-330… Όως, πίσω ου…» «Μείνετε εδώ.» Ο γιατρός ε διέκοψε κι εξαφανίστηκε. Επιτέλους! Επιτέλους αυτή βρισκόταν εδώ δίπλα… και ποιος νοιαζόταν τι σήαινε αυτό το εδώ; Το γνώριο κίτρινοκροκί ετάξι, το φαρακερό χαόγελο, τα άτια κρυένα 120
πίσω από τις γρίλιες… Τα χείλη ου, τα χέρια ου, τα γόνατά ου, όλα έτρεαν… και ια ηλίθια σκέψη πέρασε από το υαλό ου: «Ο ήχος είναι δόνηση. Το τρέουλο θα έπρεπε να βγάζει ήχο. Γιατί, όως, δεν τοντο ακούω;» Τα άτια της άνοιξαν προς έρος ου διάπλατα – εισήλθα… «εν άντεχα άλλο! Πού ήσασταν; Γιατί…», είπα, χωρίς να σηκώνω ούτε ένα δευτερόλεπτο τα άτια ου από πάνω της. Αυτά που έλεγα ακούγονταν σαν παραλήρηα, βιαστικά, ασύνδετα και ίσως να ην τα έλεγα καν, απλά να τα σκεφτόουν. «Η σκιά… πίσω ου… πέθανα… στην ντουλάπα… Επειδή ο γιατρός σας… ιλάει ε ψαλίδια, λέει πως έχω ψυχή… λέει πως είναι ανίατη…» «Μια ανίατη ψυχή! Καηενούλη!» Η Ι-330 γέλασε. Το γέλιο της ε πιτσίλισε ολόκληρο, όλο το παραλήρηα πέρασε και άστραψαν ικρά σταγονίδια γέλιου, πόσο… πόσο όορφα που ήταν! Ο γιατρός ξεδιπλώθηκε πάλι από τη γωνία – ο υπέροχος, ο εγαλειώδης, ο χάρτινος γιατρός. «Λοιπόν…», είπε αυτός, σταατώντας δίπλα της. «εν είναινα… τίποτα, εντάξει! Θαθα σας πω πίσω αργότερα. Απλώς έτυχε αυτός Πείτε του πως είαι σε… δεκαπέντε λεπτά». Ο γιατρός γλίστρησε πίσω από τη γωνία. Αυτή περίενε. Ακούστηκε ο ουντός ήχος της πόρτας να κλείνει. Έπειτα, ε πολύ αργό ρυθό, η Ι-330 ακούπησε πάνω ου ε τον ώο της, το πράτσο της, ολόκληρο το σώα της, χώνοντας τη υτερή και γλυκιά βελόνα της όλο και βαθύτερα έσα στην καρδιά ου, και φύγαε, αυτή κι εγώ, αυτή κι εγώ σαν ένα… 121
εν θυάαι σε πιο σηείο βρεθήκαε στο σκοτάδι και πώς ανεβήκαε ατελείωτα σκοτεινά σκαλοπάτια έσα σε απόλυτη σιωπή. εν πορούσα να δω, αλλά ήξερα ότι περπατούσε όπωςπρος κι εγώ, τα άτια κλειστά, τυφλή, ε το κεφάλι ριγένο τα ε πίσω, δαγκώνοντας τα χείλη της, ακούγοντας τη ουσική – τη ουσική της τρεούλας ου που ακουγόταν ανεπαίσθητα. Ξύπνησα σε ια από τις πολλές εσοχές στην αυλή της Αρχαίας Οικίας. Υπήρχε ένας πήλινος φράκτης, τα γυνά, βραχώδη πλευρά και οι κίτρινες προεξοχές κάποιων ισογκρεισένων τοίχων. Άνοιξε τα άτια της και είπε: «Μεθαύριο στις 16:00». Έπειτα έφυγε. Συνέβησαν όντως όλα αυτά; εν ξέρω. Θα το εξακριβώσω εθαύριο. Το όνο πραγατικό αποδεικτικό στοιχείο είναι ότι το δέρα ου είναι γρατσουνισένο στην άκρη των ΟΛΟδαχτύλων του δεξιού ου χεριού. Νωρίτερα, όως, στον ΚΛΗΡΤΗ, ο εύτερος Κατασκευαστής ε διαβεβαίωσε ότι ε είχε δει ν’ αγγίζω κατά λάθος ε τα δάχτυλά ου έναν λειαντικό τροχό – αυτό ήταν λοιπόν. Ποιος ξέρει, ίσως να ήταν έτσι. Είναι πολύ πιθανό. εν ξέρω. εν ξέρω τίποτα.
122
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΚΑΤΗ ΟΓΟΗ
Λογικός Λαβύρινθος Τραύατα και Γύψος Ποτέ Ξανά
Χθες ξάπλωσα και βούλιαξα αυτοάτως στον πυθένα του ύπνου, σαν υπερφορτωένο και αναποδογυρισένο πλοίο, στα βάθη φουσκωένου, πράσινου νερού, χωρίς διαφυγή. Στο τέλος, κολύπησα αργά προς τα πάνω και κάπου στη έση της διαδροής άνοιξα τα άτια. Βλέπω το δωάτιό ου, το πρωινό ακόη πράσινο και κρύο. Ένα θραύσα ήλιου πάνω στην πόρτα της ντουλάπας ε τον καθρέφτη ε χτύπησε στα άτια και ’ επόδισε να συπληρώσω όλες τις ώρες ύπνου που προβλέπονται από τον Πίνακα. Το καλύτερο θα ήταν ν’ άνοιγα απλώς την πόρτα της ντουλάπας. Αισθάνοαι όως τυλιγένος ολόκληρος σ’ έναν ιστό αράχνης, ε ιστούς στα άτια ου, και δεν έχω τη δύναη να σηκωθώ. Σηκώνοαι, παρόλα αυτά, ανοίγω και ξαφνικά βλέπω, πίσω από την πόρτα της ντουλάπας, ες στα ροζ, προσπαθώντας να βγει έξω από τα ρούχα, την Ι-330. Πλέον, όως, ήουν τόσο συνηθισένος στο να βλέπω να συβαίνουν τα πιο απροσδόκητα πράγατα, που, απ’ όσο θυάαι, δεν παραξενεύτηκα καθόλου. εν ρώτησα τίποτα. Μπήκα απλώς έσα στην ντουλάπα αέσως, έκλεισα ε δύναη την καθρεφτένια πόρτα πίσω ου και τότε –λαχανιασένα, βιαστικά, τυφλά, άπληστα– έγινα ένα ε την Ι-330. Το βλέπω καθαρά ακόη 123
και τώρα. Στο σκοτάδι, από ια χαραάδα της πόρτας, ια αιχηρή ακτίνα φωτός πέφτει σαν κεραυνός στο δάπεδο, έπειτα στον τοίχο της ντουλάπας, ετά ψηλότερα… και τότε αυτή η αείλικτη, αστραφτερή λεπίδα πέφτει πάνω στον ντωένο, γυνό λαιό της Ι-330… το βρίσκω εντελώς φρι-τεκτό, δεν πορώ να το ανεχτώ, ουρλιάζω… και για άλλη ια φορά ανοίγω τα άτια ου. Το δωάτιό ου. Το ίδιο πράσινο, παγωένο πρωινό. Ένα θραύσα ήλιου στην πόρτα της ντουλάπας. Βρίσκοαι στο κρεβάτι. Ένα όνειρο. Η καρδιά ου, όως, χτυπάει ακόη άγρια, τρεάενη ε σθένος. Οι άκρες των δαχτύλων ου και τα γόνατά ου είναι ουδιασένα. εν υπάρχει αφιβολία· αυτό συνέβη, πράγατι. Τώρα πια δεν διακρίνω το όνειρο από το ξύπνηα. Παράλογα εγέθη γεννιούνται έσα σε οτιδήποτε σταθερό, συνηθισένο, τρισδιάστατο και παντού γύρω ου κάτι ανώαλο και τραχύ αντικαθιστά τις στέρεες και λείες επιφάνειες… Το κουδούνι αφύπνισης αργεί ακόη. Ξαπλώνω στο κρεβάτι και σκέφτοαι… ένας λογικός συνειρός, υπερβολικά παράξενος, αρχίζει να ξετυλίγεται. Σεαντιστοιχεί κάθε εξίσωση, κάθε τύπο επιφανειακό κόσο, ια σε καπύλη ή έναστον στερεό. Για τους η √-1 την πραγατικούς τύπους, για ου, δεν γνωρίζουε αντίστοιχα στερεά, δεν τα έχουε δει ποτέ… Αυτή ακριβώς είναι η φρίκη – ότι τα αόρατα αυτά στερεά υπάρχουν. Πρέπει οπωσδήποτε και αναπόφευκτα να υπάρχουν. Γιατί στα αθηατικά, οι εκκεντρικές, αιχηρές σκιές τους, οι φανταστικές εξισώσεις τους παρελαύνουν προστά στα άτια ας σαν να είναι σε οθόνη. Και τόσο τα αθηατικά όσο και ο θάνατος 124
δεν κάνουν ποτέ λάθος. Αν εείς δεν βλέπουε αυτά τα στερεά στον επιφανειακό ας κόσο, πρέπει να υπάρχει, πρέπει αναπόφευκτα να υπάρχει γι’ αυτά ένας ολόκληρος απέραντος κόσοςΑναπήδησα, κάτω από την επιφάνεια. χωρίς να περιένω το κουδούνι και άρχισα να τρέχω γύρω στο δωάτιό ου. Τα αθηατικά ου, ως τώρα το οναδικό διαρκές και αετάβλητο καταφύγιό ου σε ολόκληρη την εξαρθρωένη ζωή ου, έσπασε κι αυτό τα δεσά του και άρχισε να πλέει ε στροβιλισούς. Σηαίνει, λοιπόν, αυτό ότι η ανόητη «ψυχή» είναι εξίσου πραγατική όσο η γιούνι ου, οι πότες ου, παρόλο που δεν τα βλέπω αυτή τη στιγή (βρίσκονται πίσω από την πόρτα της ντουλάπας ε τον καθρέφτη); Και αν οι πότες δεν είναι ασθένεια, γιατί να είναι η «ψυχή»; Έψαξα αλλά δεν βρήκα διέξοδο απ’ αυτό το άγριο σύπλεγα λογικής. Ήταν ια ζούγκλα τόσο άγνωστη και τροακτική όσο και αυτή πίσω από το Πράσινο Τείχος. Υπήρχαν πλάσατα εξίσου ασυνήθιστα και ακατανόητα που ιλούσαν χωρίς λέξεις. Φαντάστηκα ότι είδα σαν έσα από παχύ γυαλί την τετραγωνική ρίζα του είον ένα – απείρως εγάλη και ταυτόχρονα απείρως ικρή, ε ορφή σκορπιού, ’ αυτό το κρυένο αλλά διαρκώς αισθητό κεντρί του αρνητικού πρόσηου… Ίσως, όως, αυτό να ην ήταν τίποτε άλλο πέρα από την «ψυχή» ου, που σαν τον υθικό σκορπιό των αρχαίων αυτοκεντρίζεται οικειοθελώς ε οτιδήποτε που… Το κουδούνι. Είχε ξηερώσει. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν πέθανεήεξαφανίστηκε–απλώςκαλύφθηκαναπότοφωςτηςηέρας, ακριβώς όπως τα ορατά αντικείενα δεν πεθαίνουν, αλλά κρύβονται στο σκοτάδι τηςνύχτας. Μια ελαφριά λαπυρίζουσα 125
οίχλη στο κεφάλι ου. Μέσα από την οίχλη διακρίνονται, ακριά, τραπέζια από γυαλί. Σφαιρικά κεφάλια ασάνε συγχρονισένα, αργά και σιωπηλά. Σε απόσταση, ένας ετρονόος χτυπάει την οίχλη εγώ ηχανικά ε το γνώριο χάδι τηςες ουσικής του, κι ετρώντας, αζίασάω ε όλους τους άλλους, έχρι το πενήντα: πενήντα νοοθετηένα ασήατα για κάθε πουκιά. Έπειτα,συνεχώς ηχανικά, ετρώνταςτο χρόνο, πηγαίνωκάτωκαι,όπωςόλοιοιάλλοι,σηειώνωτ’όνοάουστο βιβλίο τωναναχωρήσεων. Αλλά αντιλαβάνοαι ότι φεύγω ξεχωριστά από τους άλλους, όνος, περιτριγυρισένος από έναν αλακό, ηχοονωτικό τοίχο και ότι ο κόσος ου είναι από τη δική ου πλευρά του τοίχου. Αν αυτός ο κόσος είναι όνο δικός ου, όως, πώς πορεί να περιέχεται σ’ αυτές τις σηειώσεις; Πώς γίνεται να βρίσκονται εδώ αυτά τα ηλίθια «όνειρα», οι ντουλάπες, οι ατέλειωτοι διάδροοι; Συντρίβοαι που βλέπω ότι αντί για το κοψό και άτεγκτο αθηατικό ποίηα προς τιή του Μονοκράτους, αυτό εδώ εξελίσσεται σε κάποιου είδους φανταστικό, περιπετειώδες υθιστόρηα. Αχ, ακάρι να ήταν απλώς ένα υθιστόρηα κι όχι η πραγατική ου ζωή, γε√ άτη ε Χ, -1 και εξευτελισούς! Από την άλλη, ίσως να είναι για καλό. Εσείς, άγνωστοί ου αναγνώστες, είστε κατά πάσα πιθανότητα παιδάκια σε σύγκριση ’ εάς (γιατί, στο κάτω κάτω, εείς έχουε ανατραφεί από το Μονοκράτος κι εποένως έχουε κατακτήσει τις υψηλότερες κορυφές που είναι δυνατό να κατακτήσει άνθρωπος). Σαν τα παιδιά, λοιπόν, θα καταπιείτε ό,τι πικρό έχω να σας προσφέρω, όνο αν είναι προσεκτικά καλυένο από ένα παχύ σιρόπι περιπέτειας. 126
Απόγευα. Γνωρίζετεαυτότοσυναίσθηα;Ότανείσαιέσασ’ένααεροκίνητο, επιταχύνοντας σε ια πλε σπείρα ε το παράθυρο ανοικτό και τον άνεο να σφυρίζει, δεν υπάρχει Γη, έχετε ξεχάσει τη Γη, είναι τόσο ακριά σας όσο και ο Κρόνος, ο Ουρανός ή η Αφροδίτη. Έτσι ακριβώς ζω τώρα. Ο άνεος χτυπά το πρόσωπό ου κι έχω ξεχάσει τη Γη, έχω ξεχάσει την αγαπηένη, ρόδινη Ο. Η Γη, όως, εξακολουθεί να υπάρχει και αργά ή γρήγορα πρέπει να ολισθήσω προς τα κάτω και να προσγειωθώ πάνωτης.Εγώαπλώςπροσπαθώναηβλέπωτηνηέραετο όνοα της Ο-90 πάνω στον Πίνακα Συνουσιών ου… Αυτότου το απόγευα ακρινή Γη ού έστειλε υπενθύιση εαυτού ητης. Προκειένου ν’ ια ακολουθήσω τις εντολές του γιατρού (γιατί ειλικρινά θέλω να γίνω καλά), περιφερόουν για δύο ολόκληρες ώρες στο ερηωένο γυάλινο πλέγα των λεωφόρων. Όλοι ήταν στα αφιθέατρα, ακολουθώντας τον Πίνακα, και ονάχα εγώ όνος… Ήταν βασικά ένα αφύσικο θέαα. Φανταστείτε το εξής: ένα ανθρώπινο δάχτυλο, αποκοένο από το σώα, από το χέρι… ένα διαχωρισένο ανθρώπινο δάχτυλο που χοροπηδά κυρτωένο πάνω-κάτω στο γυάλινο πεζοδρόιο. Είαι το δάχτυλο αυτό. Το πιο περίεργο απ’ όλα, το πιο αφύσικο, είναι ότι το δάχτυλο αυτό δεν έχει την παραικρή επιθυία να βρίσκεται στο χέρι, να είναι αζί ε τους άλλους. Είτε έτσι, ολοόναχο, είτε… Λοιπόν, κοιτάξτε, δεν υπάρχει πλέον λόγος να προσπαθώ να το κρύψω: Ή θα είαι ολοόναχος ή αζί της, αζί ε τη γυναίκα εκείνη, για ν’ αδειάσω ολόκληρο τον εαυτό ου 127
έσα της, έσω ενός ώου, δύο σφιγένων χεριών… Ο ήλιος έδυε όταν γύριζα σπίτι. Οι ροζ στάχτες του απογεύατος έπεφταν ήδη στο γυαλί των τοίχων, στο χρυσό του οβελίσκου Πύργου Συσσώρευσης, στιςεν φωνές τα χαόγελα τωντου Αριθών που προσπερνούσα. είναικαι περίεργο που οι ετοιοθάνατες ακτίνες του ήλιου πέφτουν ακριβώς ε την ίδια γωνία όπως αυτές που γεννιούνται το πρωί, όως όλα είναι εντελώς διαφορετικά; Τώρα υπάρχει ια διαφορετική ερυθρότητα, επικρατεί ησυχία ε κάποια δόση πίκρας, αλλά το πρωί όλα θα είναι πάλι ηχηρά και ολοζώντανα. Κάτω στον προθάλαο, η U, που έχει βάρδια, τράβηξε ένα γράα από έναν σωρό φακέλων καλυένων ε ροζ στάχτη και ου το παρέδωσε. Επαναλαβάνω: Είναι ια πολύ αξιοσέβαστη γυναίκα και είαι σίγουρος ότι είναι θετικά προδιατεθειένη απέναντί ου. Παρόλα αυτά, κάθε φορά που βλέπω αυτά τα άγουλα να κρέονται σαν βράγχια ψαριού κάτι δεν ου αρέσει. Καθώς ου παρέδιδε το γράα ε το ροζιασένο χέρι της, η U έβγαλε έναν αναστεναγό. Αυτός, όως, ο αναστεναγός ίσα που τάραξε την κουρτίνα που ε χώριζε από τον κόσο. προσοχή ήταν στραένη στον τρεουλιαστό Η φάκελο στοου χέρι ου,100 ο οποίος, δεν είχα καία αφιβολία, περιείχε ένα γράα από την Ι-330. Σ’ αυτό το σηείο ήρθε ένας δεύτερος αναστεναγός, έντονοςκαιδιπλάτονισένος,πουουτράβηξετηνπροσοχήαπότον φάκελο. Ανάεσα στα βράγχια και κάτω από τις ντροπαλές γρίλιες των κατεβασένων βλεφάρων της διέκρινα ένα απαλό, ακατάληπτο χαόγελο που ε αγκάλιαζε. Την άκουσα να λέει: «Καηένε ου…» Το είπε αυτό ε έναν τριπλά τονι128
σένο αναστεναγό κι ένα όλις διακριτό νεύα προς το φάκελο (το περιεχόενο του οποίου φυσικά γνώριζε ως έρος των καθηκόντων της). «Όχι, εγώ… Εννοώ… γιατί;» «Όχι, αλήθεια, όχι αγαπητέ ου. Σας ξέρω καλύτερα απ’ όσο γνωρίζετε εσείς τον εαυτό σας. Σας παρακολουθώ καιρό τώρα και βλέπω ότι έχετε την ανάγκη κάποιου να προχωρήσετε αζί στη ζωή, κάποιου που έχει περάσει πολλά χρόνια σπουδάζοντάς την.» Φασκιωένος ολόκληρος από το χαόγελό της, ου δηιουργήθηκε η αίσθηση ότι είναι ο επίδεσος για τις πληγές που θα ε γείσει το γράα που τρέει στο χέρι ου. Τελικά, πολύ ήσυχα, έσα από τις ντροπαλές γρίλιες, λέει: «Θα το σκεφτώ, αγαπητέ ου, θα το σκεφτώ. Και ην ανησυχείτε… αν νιώσω ότι έχω τη δύναη… όως όχι, πρέπει πρώτα να το σκεφτώ…» Μέγα Ευεργέτη! εν πιστεύω αυτή να είναι η οίρα ου… εν νοίζω να προσπαθεί να ου πει ότι… Τα άτια ου θαπώνουν, χιλιάδες ηίτονα, το γράα χοροπηδάει. Πηγαίνω προς το φως, προς τον τοίχο. Εκεί δύει ο ήλιος και ια ελαγχολική, σκουρόχρωη ροζστο στάχτη όλο και πυκνότερου φωτός πέφτει πάνω ου, πάνω πάτωα, στα χέρια ου και πάνω στο γράα. Σκίζω το φάκελο, ια γρήγορη ατιά στην υπογραφή και ια πληγή: δεν είναι από την Ι-330, δεν είναι απ’ αυτήν… είναι από την Ο. Ακόη ια πληγή: Στην κάτω δεξιά γωνία του χαρτιού υπάρχει ένας λεκές ελανιού, όπου έχει πέσει ια σταγόνα από κάτι … εν αντέχω τις ουτζούρες από ελάνι ή οτιδήποτε άλλο, δεν έχει σηασία. Γνωρίζω ότι πρωτύτερα 129
αυτό θα ου ήταν απλώς δυσάρεστ ο, δυσάρεστο στην όψη, ένας δυσάρεστος λεκές. Τώρα, όως… πώς γίνεται αυτό το ικρό γκρίζο σηαδάκι να ετατρέπεται σ’ ένα βρόχινο σύννεφο πουΉ κάνει τα πάντα σκοτεινότερα και περισσότερο ολυβένια; πρόκειται απλώς για περισσότερη «ψυχή»; ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ
«Το ξέρετε… ίσως όως και να ην το ξέρετε… δεν ξέρω πώς να το γράψω αυτό, αλλά δεν πειράζει. Τώρα γνωρίζετε ότι δεν θα υπάρξει άλλη έρα για ένα, άλλο πρωινό, άλλη άνοιξη, χωρίς εσάς. Επειδή ο R δεν είναι για ένα τίποτα παραπάνω από… αλλά αυτό δεν σας νοιάζει. Σε κάθε περίπτωση, του είαι πολύ ευγνώων. εν ξέρω τι θα έκανα τις τελευταίες ηέρες όνη χωρίς αυτόν. Κατά τη διάρκεια αυτών των ηερών και των νυχτών έζησα γύρω στα δέκα ή ίσως και είκοσι χρόνια. Το δωάτιο ου φαινόταν στρογγυλό και όχι τετράγωνο, και απέραντο, ολοστρόγγυλο, παντού το ίδιο, χωρίς πόρτες πουθενά. εν πορώ να ζήσω χωρίς εσάς, γιατί σας αγαπώ. Επειδή βλέπω, καταλαβαίνω, ότι δεν χρειάζεστε κανέναν άλλον πάνωόλο, στηαφού Γη εκτός αυτήν,τότε την άλλη και… αυτό είναι σας απ’ αγαπάω, πρέπει να…κοιτάξτε, Χρειάζοαι όνο δυο-τρεις έρες ακόη για να καταφέρω να αζέψω τα κοάτια ου και να γίνω η παλιά Ο-90 και ετά θα πάω να συπληρώσω η ίδια την αίτηση ότι αποσύρω την εγγραφή ου από σας και θ’ ανακουφιστείτε, θα νιώσετε καλύτερα. εν θα ξανάρθω ποτέ. Αντίο». Ο. 130
Ποτέ πια. Φυσικά, έτσι είναι καλύτερα. Έχει δίκιο. Όως γιατί, γιατί…
131
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΚΑΤΗ ΕΝΑΤΗ
Απειροστό Τρίτης Τάξης Ένα Μελαγχολικό Βλέα Πέρα από το Παραπέτασα
Εκεί,σε εκείνον τον περίεργο διάδροο ε την κυατιστή, στι-
κτή γραή από ουντούς γλόπους… άλλον όχι, όχι εκεί… αργότερα, όταν αυτή κι εγώ ήασταν σ’ εκείνη την απόερη εσοχή στην αυλή της Αρχαίας Οικίας… ου είπε: «Μεθαύριο». Αυτό το «εθαύριο» είναι σήερα και όλα έχουν βγάλει φτερά, ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣαςέχειήδηταφτεράτου: ηέραπετάεικαιο Ολοκλήρωσαν την εγκατάσταση του πυραυλοκινητήρα και σήερα λειτούργησε δοκιαστικά. Τι εγαλειώδειςεκρήξεις ενέργειας! Για ένα, κάθε ία ήταν ένας χαιρετισός προς αυτήν, τη ια και οναδική, και προς τη σηερινή έρα. Στην πρώτη ανάφλεξη βρέθηκαν καιά δεκαριά Αριθοί στο υπόστεγό ας να κοιούνται κάτω από το ακροφύσιο του κινητήρα – το όνο που απέεινε απ’ αυτούς ήταν κάτι κοατάκια σάρκας και καπνός. Είαι περήφανος που σηειώνω εδώ ότι το γεγονός αυτό δεν επηρέασε καθόλου το ρυθό της δουλειάς ας, κανείς δεν κοντοστάθηκε. Εείς και οι οάδες εργασίας ας συνεχίσαε την ευθύγραη και κυκλική ας κίνηση ακριβώς ε την ίδια ακρίβεια ε πριν, σαν να η συνέβη τίποτα. έκα Αριθοί είναι όλις το ένα εκατοστό εκατουριοστό έρος της άζας του Μονοκράτους. Πρακτικά, είναι ένα απειροστό τρίτης τάξης. Ο η αθηατικός οίκτος 132
ήταν γνωστός όνο στους αρχαίους, για ας είναι αστείος. Όπως αστείο ου φαίνεται που εχθές κατάφερα να χάσω το χρόνο ου σκεπτόενος –ακόη και καταγράφοντας σ’ αυτές σελίδες–για ένατο γελοίο γκρίζο σηάδι, έναν λεκέ από ελάνι.τις Πρόκειται ίδιο «αλάκωα της επιφάνειας» που θα έπρεπε να είναι σκληρή σαν διαάντι, σαν τους τοίχους ας (υπάρχει ένα αρχαίο ρητό που λέει: «σαν να πετάς πιζέλια στον τοίχο»). Η ώρα είναι 16:00. εν πήγα στον επιπρόσθετο περίπατο. Ποιος ξέρει; Μπορεί να θελήσει να έρθει αυτή ακριβώς τη στιγή, τώρα που όλα λάπουν στον ήλιο. Είαι ουσιαστικά όνος στο κτήριο. Βλέπω ακριά έσα από τους ηλιόλουστους τοίχους – στα δεξιά, στα αριστερά και προς τα κάτω – άδεια δωάτια που κρέονται στον αέρα, που επαναλαβάνονται σαν αντανακλάσεις σε καθρέφτη. Μόνο πάνω στις γαλαζωπές σκάλες, όλις που διαγράφεται από τον ήλιο, ια αδύνατη σκιά γλιστράει αργά προς τα πάνω. Τώρα ακούγονται και τα βήατα στα σκαλοπάτια, βλέπω έσα από την πόρτα, αισθάνοαι το γύψινο χαόγελο κολληένο πάνω ου. Έπειτα προσπερνάει, σ’ ένα άλλο κλιακοστάσιο και ετάΑνοίγει προχωράει κάτω. η οθόνη διεπικοινωνίας. Πετάγοαι προς τη στενή λευκή σχισή… και βλέπω κάποιον Αριθό που δεν έχω ξανακούσει (αρσενικό, αφού αρχίζει από σύφωνο). Ο ανελκυστήρας βουίζει. Οι πόρτες χτυπάνε. Μπροστά ου στέκεται ένας Αριθός ε έτωπο που οιάζει να έχει τοποθετηθεί απρόσεκτα καλύπτοντας τα άτια. Πολύ περίεργη εντύπωση, σαν τα λόγια του να έβγαιναν κάτω από τα φρύδια, εκεί όπου ήταν τοποθετηένα τα άτια του. 133
«Ένα γράα για σας, απ’ αυτήν», ακούστηκε κάτω από τα φρύδια, πίσω από την κουρτίνα. «Ζήτησε όλα να γίνουν ακριβώς όπως είναι γραένα εδώ». Έπειτα έριξε ένα πίσω ερευνητικό βλέα τριγύρω, πάλι κάτω από τα φρύδια, από την κουρτίνα. Μα δεν είναι κανείς άλλος εδώ, σου λέω, δώσε ου το γράα! Ρίχνει άλλη ια ατιά τριγύρω, χώνει τον φάκελο στο χέρι ου και φεύγει. Είαι όνος. Όχι, δεν είαι όνος. Από τον φάκελο γλιστράει ένα ροζ εισιτήριο και αναδύεται ελάχιστα αντιληπτή η υρωδιά της. Είναι αυτή, έρχεται, θα έρθει σε ένα. Γρήγορα, το γράα, να το διαβάσω ε τα ίδια ου τα άτια, να το πιστέψω πραγατικά… Τι; εν πορεί! Το διαβάζω ξανά, πηδώντας τις γραές: «Εισιτήριο… και φροντίστε να κατεβάσετε τις γρίλιες, σαν να ήουν πραγατικά αζί σας… Θέλω να τους κάνω να πιστέψουν ότι εγώ… Λυπάαι, λυπάαι πολύ…» Το γράα έγινε κοατάκια. Ρίχνω ια δεύτερη ατιά στον καθρέφτη. Βλέπω τα σπασένα, παραορφωένα ου φρύδια. Αρπάζω το εισιτήριο για να το σκίσω σαν το γράα… «Ζήτησε όλα να γίνουν ακριβώς όπως είναι γραένα εδώ.» Τα χέρια ου εξασθένησαν, χαλάρωσαν. Τους έπεσε το εισιτήριο πάνω στο τραπέζι. Είναι πιο δυνατή από ένα και φαίνεται ότι θα κάνω αυτό που θέλει. Όως, πάλι… εν ξέρω. Θα δούε. Το αύριο είναι ακόη ακριά. Το εισιτήριο είναι πάνω στο τραπέζι. Τα σπασένα, παραορφωένα φρύδια ου είναι στον 134
καθρέφτη. Μακάρι να είχα και για σήερα ένα πιστοποιητικό γιατρού, να πάω να περπατήσω για ώρες γύρω από το Πράσινο Τείχος κι έπειτα να έρθω να πέσω στο κρεβάτι, να βουλιάξω στο βυθό του… Όως πρέπει να ου, πάω να στο αφιθέατρο νούερο 13, πρέπει να βιδωθώ στη θέση είνω καθισένος για δύο ώρες, δύο ολόκληρες ώρες, χωρίς να κουνιέαι… ενώ εγώ θέλω να ουρλιάξω και να χτυπήσω τα πόδια ου. Μια διάλεξη. Είναι πολύ παράξενο που η αστραφτερή συσκευή βγάζει, αντί για τη συνηθισένη, εταλλική φωνή, έναν απαλό, χνουδάτο, ουχλιασένο ήχο. Μια γυναικεία φωνή. Την φαντάζοαι πώς θα ήταν ζωντανή: ια ικροσκοπική, καπουριασένη γριά, σαν αυτή στην Αρχαία Οικία. Η Αρχαία Οικία… και ξαφνικά, όλα εκτοξεύονται ψηλά σαν σιντριβάνι και πρέπει πάλι να βιδωθώ στη θέση ου όσο πιο σφιχτά πορώ για να ην πνίξω ολόκληρο το αφιθέατρο ε ια κραυγή. Μαλακιές, χνουδωτές λέξεις. Με διαπερνάνε αφήνοντας έσα ου όνο ένα πράγα… κάτι περί παιδιών και παιδικής ανατροφής. Σαν φωτογραφική πλάκα, τα καταγράφω όλα ε τρελή ακρίβεια που φαίνεται να προέρχεται από αλλού, από κάπου έξω από ένα: ένα χρυσό δρεπάνι φωτός που αντανακλάται από τοαπεικόνιση, ηχείο, σε χαηλότερο επίπεδοπρος ένα το δρεπάνι. παιδί, ια ζωντανή πλησιάζει Το στρίφωα της ικροσκοπικής του γιούνι είναι κολληένο στο στόα του. Σφιγένη γροθιά, ε τον ικρό αντίχειρα προς τα έσα. Ελαφριά, πουπουλένια σκιά, ια ικρή ζάρα στον καρπό. Σαν φωτογραφική πλάκα, το καταγράφω: Τώρα, ένα γυνό πόδι κρέεται στο πλάι, η ροζ βεντάλια των δαχτύλων κινείται στον αέρα, την επόενη στιγή, λίγο ακόα και το παιδί θα πέσει στο πάτωα… 135
Ακούγεται η κραυγή ιας γυναίκας. Σαρώνει βιαστικά τη σκηνή ε τα διάφανα φτερά τής γιούνι της, αρπάζει το παιδί, αγγίζει ελαφρά ε τα χείλη της τη φουσκωένη ζάρα, το εταφέρει στοηκέντρο του τραπεζιού κατεβαίνει από τη σκηνή. Μηχανικά, εσωτερική ου πλάκακαι αποτυπώνει: ρόδινο, ηικυκλικό στόα ισοφέγγαρο, γαλάζια άτια σαν δίσκοι γεάτοι ώς το χείλος. Είναι η Ο. Αισθάνοαι όπως όταν διαβάζω ια κοψή εξίσωση – ια ξαφνική αίσθηση της αναγκαιότητας, την ορθότητα αυτού του ασήαντου περιστατικού. Κάθισε ακριβώς λίγο πιο πίσω ου, στ’ αριστερά. Κοίταξα πίσω. Αποάκρυνε υπάκουα τα άτια της από το τραπέζι ε το παιδί, τα έστρεψε προς εένα, έσα ου και πάλι πίσω: Οι τρεις ας –αυτή, εγώ και το τραπέζι στη σκηνή– ήασταν τρία σηεία και απ’ αυτά τα σηεία περνούσαν τρεις γραές, προβολές κάποιων αναπόφευκτων, κρυένων ακόη γεγονότων. Το σούρουπο πήγα προς το σπίτι από τον πράσινο δρόο που άστραφτε κιόλας εδώ κι εκεί από τα φώτα. Άκουγα τον εαυτό ου να κάνει ολόκληρος «τικ-τακ» σαν ρολόι. Από στιγή σε στιγή, ο ωροδείκτης ου θα προσπεράσει κάποιο συγκεκριένο ψηφίο στο καντράν καιθέλει θα κάνω κάτι που δεν θα πορέσω ποτέ να πάρω πίσω. Αυτή να κάνει κάποιον ή κάποιους να πιστέψουν ότι είναι αζί ου. Εγώ, όως, θέλω αυτήν και τι ε νοιάζουν οι δικές της «ανάγκες»; εν θέλω να είαι οι γρίλιες κάποιου άλλου. Απλώς, δεν το θέλω. Πίσω ου ακούω τα γνώρια πλατσουρίσατα, σαν κάποιος να περπατάει έσα σε νερόλακκους. εν κοιτάζω καν πίσω, ξέρω ότι είναι ο S. Θα ε ακολουθήσει έχρι την είσοδο και θα σταθεί άλλον εκεί στο πεζοδρόιο, κοιτώντας προς 136
τα πάνω ε τα διαπεραστικά του άτια το δωάτιό ου, έχρι να κατέβουν οι γρίλιες για να καλύψουν το έγκληα κάποιου. Αυτός, ο φύλακας Άγγελος, έβαλε τελεία στις σκέψεις ου.Όταν Αποφάσισα: εν πάειστο άλλο. Αποφάσισα. ανέβηκα πάνω δωάτιό ου και άναψα το φως, δεν πίστευα στα άτια ου: η Ο στεκόταν δίπλα στο τραπέζι ου. Ή, άλλον, κρεόταν εκεί, όπως κρέεται ένα άδειο φόρεα όταν το έχουν βγάλει. Μέσα στο φόρεα εκείνο δεν είχε είνει ζωή, οι ώοι της, τα πόδια της, η σβησένη φωνή της, δεν είχαν δύναη. «Είαι… είαι εδώ για το γράα. Το πήρατε; Πρέπει να πάρω ια απάντηση, πρέπει να τη άθω σήερα, τώρα…» Ανασήκωσα τους ώους. Ήουν ευχαριστηένος, λες και όλα ήταν δικό της λάθος, να κοιτάζω έσα στα γαλάζια της άτια που ξεχείλιζαν από δάκρυα. Καθυστέρησα ν’ απαντήσω. ιασκέδαζα τοποθετώντας ία-ία τις λέξεις έσα της, λέγοντας: «Απάντηση; Τι περιένετε; Έχετε δίκιο. Απολύτως. Σε όλα». «Αυτό σηαίνει…» Προσπαθεί να καλύψει ένα ελαφρύ τρεούλιασα ’ ένα χαόγελο, όως το βλέπω. «Πολύ καλά λοιπόν! Να… να πηγαίνω τότε». στο τραπέζι, ε τα άτια Αλλά συνέχισε να κρέεται της, τα πόδια της, τα χέρια της ξεψυχισένα. Το τσαλακωένο ροζ εισιτήριο εκείνης είναι ακόη στο τραπέζι. Σπεύδω Εείς–το ν’ ανοίξω το χειρόγραφό ου – για να κρύψω το εισιτήριο στις σελίδες του (περισσότερο για τον εαυτό ου, παρά για την Ο). «Κοιτάξτε, τα καταγράφω όλα. Ήδη 170 σελίδες… Εξελίσσεται σε κάτι εντελώς η αναενόενο…» 137
Ακούγεται η φωνή της… ή η σκιά της φωνής της: «Θυάστε που… στη σελίδα 7… άφησα να πέσει ένα δάκρυ… κι εσείς…» Από τους ικρούς δίσκους ξεχείλιζαν ουντά, βιαστικά δάκρυα που γαλάζιους έτρεχαν στα άγουλα και βιαστικές λέξεις ειπώθηκαν: «εν πορώ, φεύγω τώρα αέσως… εν θα ξανάρθω ποτέ, αυτό είναι το καλύτερο. Απλώς θα ήθελα… Πρέπει ν’ αποκτήσω ένα παιδί από εσάς. ώστε ου ένα παιδί και θα φύγω, θα φύγω!» Παρατήρησα που έτρεε ολόκληρη κάτω από τη γιούνι της κι ένιωσα πως κι εγώ… Έσφιξα τα χέρια ου πίσω από την πλάτη και χαογέλασα: «Τι; Ξαφνικά σας ήρθε η όρεξη να υποστείτε τη Μηχανή του Ευεργέτη;» Τότε, οι λέξεις της ήρθαν σαν χείαρρος πάνω από το φράγα: «Και τι έγινε; Τουλάχιστον θα το νιώσω, θα το νιώσω έσα ου. Και ίσως για λίγες όνο έρες… να το δω. Να δω όνο για ια φορά τις ζάρες του, εδώ, όπως τότε εκεί στο τραπέζι. Μόνο για ια έρα!» Τρία σηεία: αυτή, εγώ και στο τραπέζι η ικρή γροθιά ε τη φουσκωένη ζάρα… Κάποτε όταν ήουν παιδί, ας πήγαν στον Πύργο Συσσώρευσ ης. Στο πιοθυάαι, ψηλό σηείο, έσκυψα πάνω από το γυάλινο παραπέτασα. Κάτω, οι άνθρωποι ήταν κουκίδες και καρδιοχτύπησα από έναν γλυκό ενθουσιασό: «Πώς θα ήταν αν…» Τότε πιάστηκα πιο σφιχτά από το κιγκλίδωα. Τώρα πήδηξα από πάνω. «Αυτό θέλετε; Γνωρίζετε πολύ καλά ότι…» Τα άτια της ήταν κλειστά, λες και κοιτούσε κατάατα προς τον ήλιο. Ένα λαπερό χαόγελο: «Ναι! Ναι! Αυτό θέλω!» 138
Άρπαξα το ροζ εισιτήριο εκείνης κάτω από το χειρόγραφο και κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά προς το γραφείο υπηρεσίας. Η Ο ού βούτηξε το χέρι και φώναξε κάτι, αλλά το κατάλαβα όνο όταν επέστρεψα. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, ε τα χέρια της σφιγένα ανάεσα στα γόνατα. «Αυτό… ήταν το εισιτήριό της;» «Τι σηασία έχει; Ναι… ήταν δικό της.» Ακούστηκε ένα τρίξιο. Μάλλον ετακινήθηκε η Ο πάνω στο κρεβάτι. Καθόταν ε τα χέρια στα πόδια της, χωρίς να λέει λέξη. «Λοιπόν; Χάνουε χρόνο…» Είπα και άρπαξα ε δύναη το χέρι της. Κόκκινα σηάδια (αυριανές ελανιές) εφανίστηκαν στον καρπό της, στο σηείο που έχει αυτήν τη φουσκωένη, ωρουδίστικη ζάρα. Τότε όλα τελείωσαν. Τα φώτα έσβησαν, όλες οι σκέψεις εξανείστηκαν, σκοτάδι, σπίθες – κι εγώ, περνώντας πάνω από το παραπέτασα, έπεφτα…
139
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΙΚΟΣΤΗ
Εκφόρτιση Το Υλικό των Ιδεών Ο Γκρεός του Μηδενός
Εκφόρτιση είναι ο πιο κατάλληλος ορισός. Αυτό ακριβώς ήταν, το βλέπω τώρα: ια ηλεκτρική εκκένωση. Τις τελευταίες έρες ο παλός ου γινόταν όλο και πιο ξηρός, όλο και πιο γρήγορος, όλο και πιο έντονος – οι χτύποι πλησίαζαν όλο και περισσότερο, παράγοντας αυτό το ξερό κροτάλισα. Ένα χιλιοστό ακόη και θα γίνει έκρηξη. Μετά την οποία: σιωπή. Μέσα ου, αυτή τη στιγή, είναι πολύ ήσυχα και άδεια, όπως σ’ ένα κτήριο που όλοι έχουν φύγει κι έχεις είνει να κείτεσαι όνος, άρρωστος και ακούς τον καθαρό, ακριβή, εταλλικό παλό των σκέψεών σου. Ίσως, τελικά, αυτή η εκφόρτιση να ε γιάτρεψε από το βάσανο που λέγεται «ψυχή» και να έγινα πάλι σαν όλους τους άλλους. Τώρα τουλάχιστον δεν νιώθω κανέναν πόνο όταν βλέπω την Ο στις σκέψεις ου να στέκεται στα σκαλιά του Κύβου, όταν την βλέπω κάτω από τον Κώδωνα Αερίου. Και αν δώσει τ’ όνοά ου στις Επεβάσεις – δεν ε νοιάζει. Η τελευταία ου πράξη θα είναι να χαρίσω ένα ευλαβικό φιλί γεάτο ευγνωοσύνη στο τιωρό χέρι του Ευεργέτη. Έχω αυτό το δικαίωα στη σχέση ου ε το Μονοκράτος: να τιωρηθώ, και δεν θα παραιτηθώ από αυτό. Κανένας από εάς τους Αριθούς δεν πρέπει, κανένας δεν τολά, ν’ αρνηθεί αυτό το ονα140
δικό δικαίωα που διαθέτουε, πράγα που σηαίνει ότι είναι και το πιο πολύτιο. …Ο παλός των σκέψεών ου κάνει έναν ουντό, καθαρό, εταλλικό ήχο.ύψη Ένατων άγνωστο αεροκίνητο ε εταφέρει στα ακρινά πλε αγαπηένων ου αφηρηένων ιδεών. Εδώ, στον πιο αγνό, πιο αραιωένο αέρα, βλέπω τη σκέψη του «ισχύοντος δικαιώατος» να σκάει ε έναν ικρό κρότο, σαν λάστιχο που σκάει. Βλέπω καθαρά ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ια αταβιστική εφάνιση της ηλίθιας πρόληψης των αρχαίων, της ιδέας τους για τα «δικαιώατα» του ανθρώπου. Υπάρχουν ιδέες φτιαγένες από πηλό και ιδέες φτιαγένες από αιώνιο χρυσάφι ή από το πολύτιο γυαλί ας. Για να εξακριβώσεις από τι υλικό είναι φτιαγένη ια ιδέα, πρέπει απλά ν’ αφήσεις ια σταγόνα ισχυρού οξέος να πέσει πάνω της. Ακόα και οι αρχαίοι γνώριζαν ένα τέτοιο οξύ: reductio ad finem. Κάπως έτσι πρέπει να το έλεγαν. Όως το δηλητήριο αυτό τους φόβιζε. Προτιούσαν να έχουν κάτι σαν τον παράδεισο –ας ήταν και από πηλό– κάτι σαν παιχνίδι, αντί γι’ αυτό το πλε κενό. Εείς, όως, έχουε ενηλικιωθεί, χάρη στον Ευεργέτη, δεν έχουεότι ανάγκη απόια παιχνίδια. Κοιτάξτε, αςκαι υποθέσουε αφήνετε σταγόνα να πέσει πάνω στην ιδέα των «δικαιωάτων». Ακόα και εταξύ των αρχαίων, οι πιο εξελιγένοι γνώριζαν ότι η πηγή των δικαιωάτων είναι η δύναη, ότι το δικαίωα είναι συνάρτηση της δύναης. Εποένως, πάρτε ια ζυγαριά και βάλτε από τη ια εριά ένα γραάριο και από την άλλη έναν τόνο. Από τη ία εριά το «Εγώ» και από την άλλη το «Εείς», το Μονοκράτος. εν είναι ξεκάθαρο; Το να υπο141
στηρίζεις ότι το «Εγώ» έχει συγκεκριένα δικαιώατα ως προς το Κράτος είναι ακριβώς το ίδιο σαν να υποστηρίζεις ότι ένα γραάριο ζυγίζει όσο ένας τόνος. Αυτό εξηγεί τον τρόπο ε τον οποίο έχει ο διαχωρισός: Στον τόνο ανήκουν τα δικαιώατα, στο γίνει γραάριο τα καθήκοντα. Ο φυσικός δρόος από τη ηδαινότητα στο εγαλείο είναι ο εξής: Ξέχασε ότι είσαι γραάριο και νιώσε σαν το ένα εκατουριοστό έρος του τόνου. Εσείς, παχουλοί και ροδοάγουλοι κάτοικοι της Αφροδίτης κι εσείς κάτοικοι του Ουρανού, καπνισένοι σαν σιδεράδες, σας ακούω να γκρινιάζετε έσα στην πλε σιωπή ου. Καταλάβετε αυτό, όως: Κάθε σπουδαίο πράγα είναι απλό. Καταλάβετε αυτό: Μόνο οι τέσσερις κανόνες της αριθητικής είναι αετάβλητοι και αιώνιοι. Και όνο το σύστηα ηθικής που είναι βασισένο στους τέσσερις αυτούς κανόνες θα υπερισχύσει σαν εγαλειώδες, αετάβλητο και αιώνιο. Αυτή είναι η ύστατη σοφία. Αυτή είναι η κορυφή της πυραίδας στην οποία σκαρφαλώνουν οι άνθρωποι, ε όχθο και ιδρώτα, κλοτσώντας και λαχανιάζοντας, εδώ και αιώνες. Κοιτώντας χαηλά, από την κορυφή προς τη βάση, βλέπουε τι έχει αποείνει έσα ας από τους άγριους προγόνους αςπρος που σφαδάζουν σαν αξιοθρήνητα σκουλήκια. Κοιτάζοντας τα κάτω από την κορυφή, δεν βλέπουε καία διαφορά εταξύ ιας γυναίκας που γέννησε παράνοα –της Ο–, ενός δολοφόνου κι ενός τρελού που τόλησε ν’ απευθύνει το ποίηά του προς το Μονοκράτος. Η καταδίκη είναι κοινή για όλους αυτούς: πρόωρος θάνατος. Αυτή είναι ακριβώς η ίδια θεία δικαιοσύνη που ονειρεύονταν οι άνθρωποι της πετρόχτιστης εποχής έσα στο ροζ, αφελές φως της αυγής της ιστορίας: Ο «Θεός» τους τι142
ωρούσε τη βλασφηία απέναντι στη Ιερή Εκκλησία ε τον ίδιο τρόπο όπως και το φόνο. Εσείς κάτοικοι του Ουρανού, αγριωποί και αύροι σαν τους αρχαίους Ισπανούς, εσείς που είχατε τη ότι σοφία να ε καίτε τους παραβάτες στην πυρά, σιωπάτε. Νοίζω είστε το έρος ου. Εσείς, όως, ροδαλοί κάτοικοι της Αφροδίτης… ακούω να λέτε κάτι για βασανιστήρια, για εκτελέσεις και για επιστροφή στην εποχή της βαρβαρότητας. Σας λυπάαι, αγαπητοί ου. εν είστε ικανοί να κάνετε φιλοσοφικο-αθηατική σκέψη. Η ανθρώπινη ιστορία ανέρχεται σπειροειδώς, σαν αεροκίνητο. Οι σπείρες ποικίλλουν, κάποιες είναι χρυσές, κάποιες ατωένες, αλλά όλες υποδιαιρούνται σε 360 οίρες. Η κίνηση ξεκινάει από το ηδέν και προχωράει: 10, 20, 200, 360 οίρες – και πάλι πίσω στο ηδέν. Ναι, έχουε επιστρέψει στο ηδέν, σωστά. Στο υαλό ου, όως, που σκέφτεται αθηατικά, ένα πράγα είναι ξεκάθαρο: Αυτό το ηδέν είναι εντελώς διαφορετικό, καινούργιο. Αφήνοντας το ηδέν, ξεκινήσαε προς τα δεξιά. Επιστρέψαε στο ηδέν από τα αριστερά. Έτσι, αντί για συν ηδέν, έχουε είον ηδέν. Καταλαβαίνετε; Το ηδέν αυτό ου οιάζει ε έναν σιωπηλό, τεράστιο, στενό και απότοο γκρεό. Μέσα στο άγριο, δασύτριχο σκοτάδι, κρατώντας την ανάσα ας, πηδήξαε στη σκοτεινή πλευρά του ηδενός. Για αιώνες, σαν καινούργιοι Κολόβοι, πλεύσαε και κάναε τον γύρο ολόκληρης της γης κι επιτέλους… Ζήτω! Ας χαιρετήσουε! Όλα τα χέρια στην κουπαστή και τα βλέατα ψηλά! Μπροστά ας είναι η καινούργια και, εποένως, άγνωστη πλευρά του Γκρεού, φωτισένη από 143
το πολικό φως του Μονοκράτους, ια πλε άζα, οι λάψεις ενός ουράνιου τόξου, ο ήλιος, εκατοντάδες ήλιοι, δισεκατούρια ουράνια τόξα… Και τι έγινε που από την άλλη, τη σκοτεινή Γκρεού, δεν ας χωρίζει παρά όνο ηπλευρά κόψη του ενός αχαιριού; Το αχαίρι είναι η πιο όνιη, η πιο αθάνατη, η πιο εγαλοφυής ανθρώπινη δηιουργία. Μαχαίρι ήταν η γκιλοτίνα· το αχαίρι είναι η απόλυτη έθοδος επίλυσης όλων των κόπων. Το ονοπάτι του παραδόξου εκτείνεται πάνω στην κόψη ενός αχαιριού – το οναδικό ονοπάτι αντάξι ο του υαλού που δεν γνωρίζει φόβο…
144
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΠΡΤΗ
Το Καθήκον του Συγγραφέα ιογκωένος Πάγος Η πιο ύσκολη Αγάπη
Χθες ήταν η έρα της και πάλι δεν ήρθε και πάλι ου έστειλε ένα ασυνάρτητο σηείωα που δεν εξηγούσε τίποτα. στόσο, παραένω ήρεος, απόλυτα ήρεος. Αν ακόη κάνω ακριβώς αυτό που έγραφε στο σηείωα, αν ακόη πηγαίνω το εισιτήριό της κάτω στο γραφείο υπηρεσίας και ετά κατεβάζω τιςέχω γρίλιες και κάθοαι όνος στοστις δωάτιο, δεν είναι επειδή δεν το κουράγιο ν’ αντισταθώ επιθυίες της. Αυτό είναι αστείο! Φυσικά και όχι. Είναι απλά επειδή ε κατεβασένες τις γρίλιες προστατεύοαι από τα τυχόν χαόγελα και πορώ να γράφω αυτές τις σελίδες ε την ησυχία ου – αυτό είναι το πρώτο. Και δεύτερον, φοβάαι ότι αν χάσω αυτήν, την Ι-330, ίσως χάσω το οναδικό κλειδί για τη διαλεύκανση όλων των αγνώστων στοιχείων (εκείνης της ιστορίας ε την ντουλάπα, του προσωρινού ου θανάτου και τα λοιπά). Και, απλώς ως συγγραφέας αυτών των σηειώσεων, αισθάνοαι υποχρεωένος να βρω τις απαντήσεις. Για να ην αναφέρω το γεγονός ότι το άγνωστο είναι γενικά εχθρός του ανθρώπου και ο Homo Sapiens δεν είναι ολοκληρωένος άνθρωπος, έχρι ν’ απαλλάξει εντελώς τη γραατική του από ερωτηατικά, αφήνοντας όνο τα θαυαστικά, τα κόατα και τις τελείες. Εποένως, υπακούοντας σ’ αυτό που αισθάνοαι ως κα145
θήκον του συγγραφέα, πήρα σήερα στις 16:00 ένα αεροκίνητο και κατευθύνθηκα για άλλη ια φορά προς την Αρχαία Οικία. Φυσούσε δυνατός αντίθετος άνεος. Το αεροκίνητο διέσχιζε ε δυσκολία τα πυκνά στρώατα του αέρα, που το αστίγωναν ε συριγούς. Η πόλη κάτω έοιαζε ολόκληρη να είναι χτισένη από γαλάζια κοάτια πάγου. Ξαφνικά, εφανίστηκε ένα σύννεφο, ια σύντοη χαράδρα σκιάς. Ο πάγος έγινε ολυβένιος κι άρχισε να διογκώνεται, ακριβώς όπως την άνοιξη, όταν στέκεσαι στην όχθη ενός ποταού και περιένεις τη στιγή που ο πάγος θα σπάσει, θα παρασυρθεί στροβιλιζόενος από το ρεύα. Όως τα λεπτά περνάνε, και ο πάγος παραένει ακόη εκεί κι αρχίζεις εσύ ο ίδιος να διογκώνεσαι, η καρδιά σου να χτυπάει πιο άγρια και πιο δυνατά (όως… γιατί τα γράφω αυτά και από πού προέρχονται αυτά τα περίεργα συναισθήατα; Αφού, στην πραγατικότητα, δεν υπάρχει κανένας παγοθραύστης ικανός να θρυατίσει τη ζωή ας, αυτόν το διάφανο και ανθεκτικό κρύσταλλο). εν υπήρχε κανείς στην είσοδο της Αρχαίας Οικίας. Πήγα γύρω-γύρω και είδα τη γριά γυναίκα, τη θυρωρό, να στέκεται δίπλα στο Πράσινο Τείχος. Με το χέρι να προστατεύει τα άτια της, κοίταζε προς τα κάποιου πάνω. Εκεί, πάνω από το Τείχος, τα υτερά αύρα τρίγωνα είδους πουλιών έκραζαν κι εφορούσαν, χτυπούσαν τα στήθη τους στον πανίσχυρο φράχτη ηλεκτρικών κυάτων, οπισθοχωρούσαν και ξανά πάλι πετούσαν πάνω από το Τείχος. Βλέπω λοξές σκιές στο πρόσωπό της, σκεπασένες από ρυτίδες, καθώς ου ρίχνει ια κλεφτή ατιά. «εν είναι κανείς εδώ, κανείς, κανείς! Ακριβώς! εν υπάρχει λόγος να πείτε έσα. Ακριβώς…» 146
Τι εννοεί δεν υπάρχει λόγος; Και τι την έχει πιάσει τέλος πάντων, να η ε θεωρεί τίποτα παραπάνω από τη σκιά κάποιου; Μήπως όλες αυτές οι φιγούρες είναι απλώς οι δικές ου σκιές; Εγώ ’ αυτές έρηοι; όλες τις σελίδες, οι οποίες πριν απόδεν λίγοείαι καιρόπου ήτανγέισα λευκές, ορθογώνιες Χωρίς εένα, θα τις έβλεπε ποτέ κανείς από κείνους που θα καθοδηγήσω στα στενά ονοπάτια αυτών των γραών; Φυσικά, δεν της είπα τίποτα απ’ όλα αυτά. Γνωρίζω από προσωπική επειρία τι βασανιστήριο πορεί να είναι το να φυτέψεις σε κάποιον αφιβολίες για την πραγατικότητά του, την τρισδιάστατη και όχι για κάποια άλλη. Το όνο που έκανα ήταν να σχολιάσω ξερά πως η δουλειά της ήταν να ου ανοίξει την πόρτα, και ’ άφησε να πω στην αυλή. Ήταν άδεια. Ησυχία. Ο άνεος φυσούσε από ακριά, πέρα από τους τοίχους, όπως κι εκείνη τη έρα που οι δυο ας, περπατώντας σαν ένας, ώο ε ώο, αναδυθήκαε από τους υπόγειους διαδρόους – αν τελικά συνέβη πράγατι αυτό. Περπατούσα κάτω από κάτι πέτρινες καάρες, όπου τα βήατά ου αντηχούσαν πάνω στους υγρούς θόλους και ήταν σαν να ’ ακολουθεί κάποιος κατά πόδας. Οι κίτρινοι τοίχοι ε τααπό τούβλα που φαίνονταν στα σκασίατα, κοίταζαν έσα τα σκοτεινά, τετράγωνα τζάια τωνεπαραθύρων, ε παρακολουθούσαν ν’ ανοίγω τις τριζάτες πόρτες των σιταποθηκών, να περιεργάζοαι τις γωνίες, τα αδιέξοδα, τις εσοχές και τις χαραάδες. Υπήρχε ια πόρτα στο φράχτη και πέρα απ’ αυτήν ένα έρηο τοπίο, αποεινάρι του Μεγάλου ιακοσαετούς Πολέου. Στη γη ξεπρόβαλλαν γυνά πέτρινα πλευρά, κίτρινα σαγόνια τοίχων που όρφαζαν, ια αρχαία σόπα κάτω από ένα κατακόρυφο πουρί, ένα καράβι που 147
απολιθώθηκε για πάντα ανάεσα στις πέτρες και σωροί κίτρινων και κόκκινων τούβλων. Μου φάνηκε ότι κάπου είχα ξαναδεί αυτά τα ίδια κίτρινα δόντια στο παρελθόν, ια αυδρή εικόνα έσα στονΈπεφτα πυθένα έσα σε τρύιας βαθιάς λίνης. Άρχισα να ψάχνω. πες, σκόνταφτα σε βράχους, σκουριασένα νύχια άγκωναν συνεχώς τα ανίκια της γιούνι ου, αλυρές σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν από το έτωπό ου έσα στα άτια ου. εν ήταν εκεί! εν πορούσα να εντοπίσω πουθενά αυτή τη χαηλή έξοδο των διαδρόων – δεν υπήρχε. Ίσως, όως, να ήταν καλύτερα έτσι. Έκανε ακόη πιο πιθανό όλα αυτά να ήταν ένα από τα ηλίθια «όνειρά» ου. Ήουν κουρασένος, σκεπασένος ε σκόνη και κάτι σαν ιστό αράχνης, άνοιγα ήδη την πύλη για να επιστρέψω στην κύρια αυλή, όταν ξαφνικά, ακούστηκε ένα σύρσιο από πίσω ου και ήχος από πλατσούρισα, βρέθηκα ν’ αντικρίζω τα ροζ πτερυγοειδή αυτιά και το διπλοκαπυλωτό χαόγελο του S. Με διαπέρασε λοξοκοιτώντας ε τα άτια του και είπε: «Κάνετε βολτίτσα;» εν είπα τίποτα. Αισθάνθηκα τα χέρια ου ξένα. «Λοιπόν, πώς είστε; Αισθάνεστε κάπως καλύτερα τώρα;» «Ναι, ευχαριστώ. Φαίνεται πως επανέρχοαι στο φυσιολογικό ου». Με απελευθέρωσε από το βλέα του, σηκώνοντας τα άτια του ψηλά. Έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω και για πρώτη φορά πρόσεξα το ήλο του Αδά του. Όχι πολύ ψηλότερα, γύρω στα 50 έτρα, κάποια αεροκίνητα βούιζαν. Από την αργή, χαηλή τους πτήση και τις 148
αύρες ελεφάντινες προβοσκίδες των σωλήνων κατασκοπείας που είχαν αολήσει, κατάλαβα ότι ανήκαν στους Φρουρούς. Με τη διαφορά ότι δεν ήταν δύο-τρία ως συνήθως, αλλά περίπου δέκα ή δώδεκα (λυπάαι, αλλά πρέπει να αρκεστώ σε προσεγγίσεις). Βρήκα το κουράγιο να ρωτήσω: «Πώς και είναι τόσα πολλά σήερα;» «Πώς κι έτσι; Μ… ένας πραγατικός γιατρός αρχίζει να θεραπεύει εκείνον που είναι ακόη υγιής, που πρόκειται ν’ αρρωστήσει αύριο, εθαύριο ή σε ια εβδοάδα. Ονοάζεται πρόληψη.» Έγνεψε κι έφυγε σκυφτός διασχίζοντας τις πέτρινες πλάκες της αυλής. Έπειτα γύρισε και ου είπε πάνω από τον ώο του: «Προσέχετε!» Ήουν όνος. Ήταν ήσυχα. Κενό. Ψηλά, πάνω από το Πράσινο Τείχος, τα πουλιά εφορούσαν προς και πάλι πίσω. Ο άνεος φυσούσε. Τι εννοούσε ’ αυτό; Το αεροκίνητο ε οδήγησε έσα από τα στρώατα του αέρα. Ελαφριές και βαριές σκιές από σύννεφα. Χαηλά, γαλάζιοι θόλοι, κύβοι από παγωένο γυαλί ετατρέπονταν στο χρώα του ολύβδου, διογκούενοι… Απόγευα. Άνοιξα το χειρόγραφο για να καταγράψω ορισένες σκέψεις που ου φαίνονται χρήσιες (για σας, αγαπητοί ου αναγνώστες), σχετικά ε τη εγάλη Ηέρα της Οοφωνίας, η οποία πλησιάζει. Είδα, όως, ότι δεν πορώ να γράψω αυτή τη στιγή. Ακούω διαρκώς τον αέρα να χτυπάει τους γυάλινους τοίχους ε τα σκοτεινά φτερά του. Κοιτάζω τριγύρω συ149
νεχώς, περιένοντας. Τι; εν γνωρίζω. Όταν τα καφερόδινα βράγχια εφανίστηκαν στο δωάτιό ου, χάρηκα πολύ, το οολογώ. Έκατσε κάτω, τακτοποίησε σενά την πιέτα της γιούνι της είχε πέσειτης, ανάεσα στα γόνατά της, ε περικύκλωσε επου τα χαόγελά ένα για κάθε πονεένο έρος και αισθάνθηκα θαυάσια, πατούσα πια σταθερά στα πόδια ου. «Μπήκα έσα στην αίθουσα σήερα, που λέτε (εργάζεται στις Εγκαταστάσεις Ανατροφής Παιδιών) και υπήρχε ια καρικατούρα στον τοίχο. Μα, ναι, σας διαβεβαιώνω! Με ζωγράφισαν σαν ψάρι. Ίσως πράγατι να…» «Μα, όχι, φυσικά και όχι!», έσπευσα να πω (στην ουσία, δεν έχει τίποτα από κοντά που να οιάζει ε βράγχια και το αστείο ου για τα βράγχια ήταν εντελώς αδικαιολόγητο). «Καλά, δεν έχει σηασία στην τελική. Απλώς, ήταν η ίδια η πράξη, καταλαβαίνετε. Φυσικά, κάλεσα τους Φρουρούς. Αγαπώ τα παιδιά πάρα πολύ και πιστεύω ότι η σκληρότητα είναι η υψηλότερη, η πιο δύσκολη ορφή αγάπης, αν καταλαβαίνετε τι λέω». Αν την καταλάβαινα! εν θα πορούσε να εναρονιστεί περισσότερο ε τις σκέψεις που βασάνιζαν το υαλό ου. εν πόρεσα ν’ αντισταθώ και της που διάβασα ένα από την Εικοστή ου Καταχώρηση, αρχίζει εαπόσπασα τις λέξεις: «Ο παλός των σκέψεών ου κάνει έναν ουντό, καθαρό εταλλικό ήχο…» Ακόη και χωρίς να κοιτάξω, πορούσα να δω τα καφερόδινα βράγχια να τρέουν. Έπειτα άρχισαν να ε πλησιάζουν όλο και περισσότερο κι ένιωσα στα χέρια ου τα ξηρά, σκληρά και κάπως σουβλερά της δάχτυλα. «ώστε το ου! ώστε το ου! Θα το φωτοτυπήσω και 150
θα βάλω τα παιδιά να το άθουν απ’ έξω. Εείς είαστε που το χρειαζόαστε περισσότερο από τους κατοίκους της Αφροδίτης σας – τώρα αέσως, αλλά κι αύριο και την εποένη.» και είπε πολύ σιγανά: «Το άθατε; ΛένεΚοίταξε ότι την τριγύρω Ηέρα της Οοφωνίας…» Αναπήδησα. «Τι; Τι λένε; Τι θα συβεί την Ηέρα της Οοφωνίας;» Οι οικείοι τοίχοι εξαφανίστηκαν. Ένιωσα να ε πετάνε έξω στη στιγή, εκεί πέρα όπου ο δυνατός άνεος στροβιλιζόταν πάνω στις σκεπές και τα κατηφορικά σύννεφα του λυκόφωτος κατέβαιναν όλο και χαηλότερα… Η U τύλιξε τα χέρια της σφιχτά και αποφασιστικά γύρω από τους ώους ου (αν και παρατήρησα ότι τα κόκκαλα των δαχτύλων της δονούνταν από τη δική ου ταραχή). «Καθίστε κάτω αγαπητέ ου και ην αναστατώνεστε. Ο κόσος πορεί να λέει διάφορα. Σε κάθε περίπτωση, θα βρίσκοαι στο πλάι σας εκείνη την ηέρα –όνο αν ε χρειάζεστε φυσικά– θα βάλω κάποιον άλλον να προσέχει τους αθητές ου κι εγώ θα είαι αζί σας, γιατί κι εσείς αγαπητέ ου είστε ένα παιδί και χρειάζεστε…» «Όχι, όχι! Την τίναξα ακριά ου.ωρό, «Με τίποτα. Μετά να θα πιστέψετε ότι πράγατι είαι ένα ότι δεν πορώ τα βγάλω πέρα όνος… Με τίποτα!» (Παραδέχοαι ότι είχα άλλα σχέδια για κείνη τη έρα.) Χαογέλασε. Το άγραφο ήνυα αυτού του χαόγελου έοιαζε να είναι: «Τι πεισατάρικο παιδί!» Έπειτα έκατσε, χαήλωσε τα άτια, τα ντροπιασένα της χέρια άρχισαν να ισιώνουν πάλι την πιέτα της γιούνι που είχε πέσει ξανά ανάεσα στα γόνατά της. Ας αλλάξουε θέα. 151
«Νοίζω πως πρέπει να αποφασίσω… για χάρη σας… Όχι, σας ικετεύω, ην ε βιάζετε, πρέπει να το σκεφτώ…» εν βιαζόουν καθόλου. Αν και κατάλαβα ότι έπρεπε να είαι και ότιχρόνια δεν υπάρχει εγαλύτερη τιή από το ναχαρούενος στέψεις τ’ άχρωα κάποιου χαρίζοντάς του τον εαυτό σου… Ολόκληρο εκείνο το βράδυ, άκουγα φτερουγίσατα και περπατούσα προσπαθώντας να προστατεύσω ε τα χέρια το κεφάλι ου. Στη συνέχεια, είδα ια καρέκλα, όχι όως σαν τις δικές ας, αυτή ήταν παλιοοδίτικη, φτιαγένη από ξύλο. Κουνούσε τα πόδια της σαν άλογο (δεξί προστινό και αριστερό πισινό, αριστερό προστινό και δεξί πισινό). Έπειτα, τρέχει προς το κρεβάτι ου και σκαρφαλώνει πάνω. Της κάνω έρωτα, αλλά είναι άβολο. Πονάω. Τροερό! Είναι άραγε δυνατό να βρούε κάποιον τρόπο για να θεραπεύσουε αυτή την αρρώστια των ονείρων ή τουλάχιστο να τη ετατρέψουε σε κάτι λογικό και χρήσιο;
152
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΕΥΤΕΡΗ
Παγωένα Κύατα Όλα Τείνουν στην Τελειότητα Είαι ένα Μικρόβιο
Φανταστείτε αυτό: Κάθεστε σε ια όχθη, τα κύατα ανεβαίνουν ρυθικά και ξαφνικά, πάνω στην κορύφωσή τους, ένουν εκεί, παγώνουν. Κάτι τόσο τροαχτικό και υπερφυσικό συνέβη, όταν ο περίπατός ας, που προβλέπεται από τους Πίνακες, διακόπηκε ξαφνικά στη έση κι επικράτησε σύγχυση. Η τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο, σύφωνα ε τα χρονικά ας, ήταν πριν από 119 χρόνια, όταν ένας ετεωρίτης έπεσε από τον ουρανό ε καπνούς και συριγούς, ενώ περπατούσαε. Κάναε τον περίπατό ας, ως συνήθως, όπως οι στρατιώτες που βλέπετε στα ασσυριακά νηεία: χίλια κεφάλια ε δύο συγχωνευένα και ενσωατωένα πόδια, δύο ενσωατωένα, ταλαντευόενα χέρια. Στο τέρα της λεωφόρου, εκεί που ακουγόταν το άκαπτο ουρουρητό του Πύργου Συσσώρευσης, άρχιζε να ας πλησιάζει ένα ανθρώπινο ορθογώνιο στερεό: Η προστινή, η πίσω και οι δύο πλάγιες πλευρές του αποτελούνταν από Φρουρούς και στη έση βρίσκονταν τρεις άνθρωποι χωρίς τα χρυσά σήατα στις γιούνι τους. Το θέα ήταν ξεκάθαρο σε βαθό πόνου. Η τεράστια πρόσοψη του ρολογιού στην κορυφή του Πύργου έοιαζε ε πρόσωπο που έσκυβε από τα σύννεφα και 153
έφτυνε τα δευτερόλεπτα περιένοντας. εν νοιαζόταν. Ύστερα, στις 13:06 ακριβώς, συνέβη κάτι τρελό. Ήταν πολύ κοντά ου και πορούσα να δω τα πάντα ε κάθε λεπτοέρεια. Θυάαι καθαρά ένανφλέβες ακρύ λεπτό κι ένα κουβάρι από ικρές γαλάζιες στους λαιό κροτάφους, σαν ποτάια στο χάρτη ενός ικρού, άγνωστου κόσου. Ο άγνωστος αυτός κόσος ήταν ένας νεαρός άντρας. Μάλλον είδε κάποιον στους στοίχους ας, σηκώθηκε στις ύτες των ποδιών, τέντωσε το λαιό του και σταάτησε. Ένας από τους Φρουρούς τον χτύπησε ε ηλεκτρική εκκένωση, ε τον γαλάζιο σπινθήρα ενός ηλεκτρικού αστιγίου. Ο νεαρός έβγαλε ια λεπτή κραυγή, σαν κουτάβι. Αυτό προκάλεσε ένα ακόη επιδέξιο χτύπηα και ετά κι άλλο, κι άλλο, ένα ανά δύο δευτερόλεπτα περίπου – κραυγή, χτύπηα, κραυγή… Συνεχίσαε να περπατάε όπως και πριν, σύφωνα ε το ρυθικό, ασσυριακό βηατισό ας, και κοιτώντ ας το κοψό ζιγκ-ζαγκ των σπινθήρων αναλογίστηκα: «Κάθε τι στην ανθρώπινη κοινωνία τείνει αιώνια προς την τελειότητα… και πρέπει να τελειοποιείται. Πόσο άσχηο όπλο ήταν το αρχαίο αστίγιο και πόση οορφιά βρίσκ εται τώρα στο…» Στο σηείο αυτό, όως, σαν βίδα που πετάγεται από έναν κινητήρα στις έγιστες στροφές, ια λυγερή, λεπτοκαωένη γυναικεία φιγούρα αποκόπηκε από τους στοίχους ας ουρλιάζοντας: «Φτάνει πια! Πώς τολάτε…!» και όρησε προς το κέντρο του ορθογώνιου. Ήταν σαν το ετεωρίτη πριν από 119 χρόνια. Ολόκληρος ο περίπατος πάγωσε και οι στοίχοι ας, σαν τις γκρίζες κορυφές των κυάτων, ακινητοποιήθηκαν ακαριαία από ια αστραπιαία ριπή παγωνιάς. 154
Για ένα δευτερόλεπτο την κοίταξα όπως όλοι οι άλλοι, σαν κάτι που έπεσε από το πουθενά: εν ήταν πλέον Αριθός, ήταν απλώς ένα πρόσωπο φτιαγένο από τη εταφυσική ύλη της προσβολής Μονοκράτος. Όως,της ξαφνικά, ια κίνησή της…απέναντι γύρισε κι στο έστριψε τους γλουτούς προς τ’ αριστερά και αέσως κατάλαβα: Την ξέρω, το ξέρω αυτό το ελαστικό σαν αστίγιο σώα –τα άτια ου, τα χείλη ου και τα χέρια ου το ξέρουν– ήουν απόλυτα σίγουρος. ύο από τους Φρουρούς κινήθηκαν για να την εποδίσουν. Σ’ ένα δευτερόλεπτο οι τροχιές τους θα διέσχιζαν εκείνο το διαυγές σαν καθρέφτη κοάτι του πεζοδροίου και θα την άρπαζαν. Η καρδιά ου χτύπησε δυνατά και σταάτησε, χωρίς να σκεφτώ εάν έπρεπε ή όχι, εάν ήταν ηλίθιο ή όχι, χίηξα προς τα εκεί… Αισθάνθηκα χιλιάδες άτια να καρφώνονται πάνω ου ε τρόο, όως αυτό πρόσθεσε απλώς ακόη περισσότερη τρελή δύναη απελπισίας στον άγριο ε τα τριχωτά χέρια που είχε ξεπηδήσει από έσα ου κι έτρεχε όλο και πιο γρήγορα. ύο βήατα ακόη και η γυναίκα στράφηκε προς τα πίσω… Είδα ένα τρεάενο πρόσωπο ε πολλές φακίδες και κοκκινωπά φρύδια. εν ήτανΜου αυτή. εν ήταν η Ι-330. κάτι Άγριο ξέσπασα χαράς. έρχεται να φωνάξω σαν, «Επρός λοιπόν! Πιάστε την!», αλλά το όνο που ακούω να βγαίνει από έσα ου είναι ένας ψίθυρος. Τότε αισθάνοαι ένα βαρύ χέρι να ε πιάνει από τον ώο, ε κρατάνε, ε πηγαίνουν κάπου, προσπαθώ να τους εξηγήσω… «Ένα λεπτό, ακούστε, πρέπει να καταλάβετε, νόιζα πως ήταν η…» Αλλά πώς πορούσα να τους εξηγήσω την όλη ου κα155
τάσταση, την ασθένεια που περιγράφω σ’ αυτές τις σελίδες; Έτσι σώπασα και τους ακολούθησα υπάκουα. Ένα φύλλο που κόπηκε από το δέντρο, λόγω ιας ξαφνικής ριπής ανέου, πέφτει ήσυχακαι προς τα κάτω, όως κατά την πορεία του περιστρέφεται πιάνεται από κάθε γνώριο κλαδάκι, διχάλα και ρόζο. Έτσι ακριβώς πιανόουν από κάθε σιωπηλό, σφαιρικό κεφάλι, από τον διάφανο πάγο των τοίχων, από το γαλάζιο οβελίσκο του Πύργου Συσσώρευσης που διαπερνούσε τα σύννεφα στον ουρανό. Τη στιγή που ια αύρη κουρτίνα ετοιαζόταν να ε χωρίσει για πάντα από τον υπέροχο κόσο, λίγο πιο πέρα από το διάφανο πεζοδρόιο βλέπω ένα τεράστιο γνώριο κεφάλι κι ένα ζευγάρι ροζ πτερυγωτά αυτιά ν’ ανείζουν. Ακούω τη γνώριη, επίπεδη φωνή: «Θεωρώ καθήκον ου ν’ αναφέρω ότι ο D-503 είναι άρρωστος και δεν είναι σε θέση να ελέγχει τα συναισθήατά του. Είαι πεπεισένος ότι παρασύρθηκε από ια απόλυτα φυσιολογική αγανάκτηση…» «Ναι, ναι!», πετάχτηκα. «Μέχρι που φώναξα και: Πιάστε την!» «εν τίποτα», ακούστηκε απόΕυεργέτη πίσω ου. ότι «Ναι,φωνάξατε αλλά σκόπευα… τ’ ορκίζοαι στον σκόπευα.» Τα γκρίζα, παγωένα άτια-τρυπάνια ε διαπέρασαν πάραυτα. εν ξέρω αν πορούσε να δει έσα ου ότι αυτό ήταν (σχεδόν) αλήθεια ή αν είχε κάποιο υστικό σκοπό να ε γλυτώσει προσωρινά για άλλη ια φορά, αλλά το όνο που έκανε ήταν να γράψει ένα σηείωα και να το δώσει σ’ έναν από τους άντρες που ε κρατούσαν – και ήουν πάλι ελεύθε156
ρος ή, άλλον, ήουν και πάλι περιορισένος έσα στους πειθαρχηένους, ατέλειωτους ασσυριακούς στοίχους. Το ορθογώνιο που περιλάβανε το φακιδιάρικο πρόσωπο και τον κρόταφο εγια το γεωγραφικό χάρτη των πλε εξαφανίστηκε πάντα στρίβοντας στηφλεβών γωνία. Συνεχίζουε το βηατισό, ένα σώα ε εκατούρια κεφάλια, και καθένας από ας περικλείει αυτήν την ταπεινή ευτυχία που πιθανόν να συντηρεί, επίσης, τη ζωή στα όρια, τα άτοα και τα φαγοκύτταρα. Κατά την αρχαιότητα, αυτό είχε γίνει κατανοητό όνο από τους Χριστιανούς, τους όνους (αν και ατελείς) προδρόους ας: Η ταπεινοφροσύνη είναι αρετή, η περηφάνια διαστροφή. Εείς Τοείναι του Θεού, Εγώ τοτου ιαβόλου. Να ’αι λοιπόν εδώ, σε συγχρονισένο βήα ε όλους τους άλλους και παρόλα αυτά πολύ ακριά τους. Τρέω ακόα ολόκληρος από την πρόσφατη έξαψη – σαν γέφυρα, απ’ όπου έχει όλις περάσει αγκοαχώντας ένα από τ’ αρχαία εκείνα σιδερένια τρένα. Αισθάνοαι τον εαυτό ου, όπως αισθάνεται ένα άτι που το ενοχλεί ια βλεφαρίδα, ένα πρησένο δάχτυλο ή ένα χαλασένο δόντι, τα οποία αποκτούν ξαφνικά συνείδηση της ατοικής υπόστασης. υγιές άτι, δάχτυλο ή δόντι είναι σαν νατους ην υπάρχει. ΕίναιΤο λοιπόν ξεκάθαρο, σωστά; Η αυτοσυνείδηση είναι απλώς ια ασθένεια. Ίσως να ην είαι πια ένα φαγοκύτταρο που κάνει ήρεα τη δουλειά του και καταβροχθίζει τα ικρόβια (ε πλε κροτάφους και φακίδες). Ίσως είαι ικρόβιο και ίσως να υπάρχουν χιλιάδες άλλα τέτοια ανάεσά ας που προσποιούνται ότι είναι φαγοκύτταρα, όπως εγώ… 157
Αυτό που συνέβη σήερα δεν ήταν στην πραγατικότητα τόσο σηαντικό. Αν, όως, ήταν όνο η αρχή, αν αυτός ήταν ο πρώτος ετεωρίτης ιας βροχής από κεραυνοβόλες πέτρες που ας; ρίχνονται από το άπειρο πάνω στον γυάλινο παράδεισό
158
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΤΡΙΤΗ
Λουλούδια Αποσύνθεση ενός Κρυστάλλου Μακάρι
Λένε ότι υπάρχουν λουλούδια που ανθίζουν ονάχα ια φορά κάθε εκατό χρόνια. Γιατί να ην υπάρχουν και κάποια που ανθίζουν κάθε χίλια ή δέκα χιλιάδες χρόνια; Ίσως να ην έχουε ακούσει ώς τώρα γι’ αυτά, επειδή σηερινή ηέρα είναι αυτή η ία στα χίλια χρόνια. Να ’αι λοιπόν, εθυσ ένος από χαρά, κατεβαίν ω τις σκάλες προς το γραφείο υπηρεσίας και προστά στα ίδια ου τα άτια σκάνε την ίδια στιγή χιλιόχρονα, αθόρυβα πουπούκια παντού, ανθίζουν πολυθρόνες και παπούτσια, χρυσά σήατα, γλόποι, τα άτια κάποιου ε ακριές βλεφαρίδες, οι πλευρές από τις κολώνες του κιγκλιδώατος της σκάλας, ένα χαρτοάντιλο πεταένο στα σκαλιά, το τραπέζι του γραφείου υπηρεσίας και πάνω στο τραπέζι τα γλυκά άγουλα της U, καφετιά ε κηλίδες. Όλα είναι ασυνήθιστα, πρωτόγνωρα, απαλά, ρόδινα και υγρά. Παραδίδω το ροζ εισιτήριο στη U και πάνω από το κεφάλι της, έξω από το γυάλινο τοίχο, κρέεται από κάποιο αόρατο κλαδί το φεγγάρι, πλε κι ευωδιαστό. είχνω προς αυτό ε το χέρι ου θριαβευτικά και λέω: «Το φεγγάρι… καταλαβαίνετε;» Η U κοιτάζει πρώτα εένα, ετά τον αριθό πάνω στο εισιτήριο και βλέπω τη γνώριη πλέον κίνησή της, τόσο γοη159
τευτικά σενή, καθώς τακτοποιεί την πιέτα της γιούνι της ανάεσα στα γόνατά της. «εν φαίνεστε φυσιολογικός, αγαπητέ ου. Φαίνεστε άρρωστος. Γιατί άρρωστος και ησας φυσιολογικός το ίδιο πράγα. Καταστρέφετε τον εαυτό και κανείς είναι δεν πρόκειται να σας το πει αυτό – κανείς». Αυτό το «κανείς» αφορούσε φυσικά τον αριθό πάνω στο εισιτήριο, Ι-330. Αγαπητή ου, υπέροχη U! Φυσικά κι έχετε δίκιο. εν είαι λογικός, είαι άρρωστος, έχω ψυχή, είαι ένα ικρόβιο. εν είναι, όως, και η άνθηση ια αρρώστια; εν πονάει όταν ανοίγει το πουπούκι; Και δεν συφωνείτε ότι τα σπερατοζωάρια είναι τα πιο τροαχτικά απ’ όλα τα ικρόβια; Είαι πάνω στο δωάτιό ου. Η Ι-330 κάθεται στην πολυθρόνα.Εγώείαιστοπάτωα,εταχέριαουγύρωαπότα πόδια της και το κεφάλι ου ακουπάει πάνω τους, είαστε και οι δύο σιωπηλοί. Ησυχία. Ο παλός ου. Είαι ένας κρύσταλλος που διαλύεται έσα της, έσα στην Ι-330. Αισθάνοαι ε απόλυτη καθαρότητα το πώς λιώνουν οι εκλεπτυσένες πτυχές ου που ε ορίζουν στο χώρο. Εξαφανίζοαι, διαλύοαι στα πόδια της, έσα της. Γίνοαι όλο και ικρότερος και ταυτόχρονα πλατύτερος, εγαλύτερος, άπειρο… ιότι αυτή… δεν είναι πλέον ο εαυτόςεκτείνοαι της, είναι στο ολόκληρο το σύπαν. Για ένα δευτερόλεπτο, εγώ κι αυτή η καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι, πληυρισένοι από ευτυχία, γινόαστε ένα. Η γριά ε το υπέροχο χαόγελο στις πύλες της Αρχαίας Οικίας, οι άγριες ερηιές πέρα από το Πράσινο Τείχος, τα ασηένια χαλάσατα που λαγοκοιούνται κι αυτά πάνω σε αύρο φόντο και αυτή η πόρτα που όλις βροντοχτύπησε κάπου ακριά, όλα αυτά είναι έσα ου, αζί ου, ακούνε τους χτύπους των παλ160
ών ου και διαπερνούν αυτό το ευλογηένο δευτερόλεπτο. Προσπαθώ να της πω –ε ηλίθιες, συγκεχυένες, πνιγένες λέξεις– ότι είαι ένας κρύσταλλος και γι’ αυτό η πόρτα βρίσκεται έσα ου καιδεν πορώ να νιώσω πόσο χαρούενη είναι η καρέκλα. Αλλά βγαίνει νόηα από τις λέξεις, σταατάω, ντρέποαι, είαι… και ξαφνικά λέω: «Ι-330, αγάπη ου, συγχωρέστε ε… εν καταλαβαίνω, είναι τόσο ανόητα αυτά που λέω…» «Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι το ανόητο είναι κακό; Εάν είχαν αναθρέψει κι ενδιαφερθεί για την ανθρώπινη ανοησία έσα στους αιώνες, όσο το έκαναν για την εξυπνάδα, πιθανόν να είχε εξελιχθεί σε κάτι αξιόλογο». «Ναι…» (Νοίζω ότι έχει δίκιο. Πώς πορεί, αυτήν εδώ ακριβώς τη στιγή, να ην έχει;) «Και για τη δική σας ανοησία, γι’ αυτό που κάνατε χθες κατά τον περίπατο, σας αγαπάω ακόη περισσότερο… ακόη περισσότερο.» «Τότε, λοιπόν, γιατί ε βασανίσατε, γιατί δεν ήρθατε, γατί στείλατε τα εισιτήριά σας, γιατί ε κάνατε να;…» «Ίσως επειδή ήθελα να σας δοκιάσω; Ίσως ήθελα να εξακριβώσω αν θαου.» κάνατε οτιδήποτε ήθελα εγώ, αν είστε ολοκληρωτικά δικός «Ναι, ολοκληρωτικά!» Πήρε το πρόσωπό ου, εένα ολόκληρο, έσα στις παλάες της και σήκωσε το κεφάλι ου: «ραία, όως τι γίνεται ε τα “καθήκοντα κάθε ευυπόληπτου Αριθού”; Ε;» Γλυκά, αιχηρά, λευκά δόντια. Μετά, ένα χαόγελο. Έοιαζε ε έλισσα, χωένη εκεί έσα στην πολυθρόν α – είχε και έλι και κεντρί. 161
Ναι, τα καθήκοντα… Ανέτρεξα γρήγορα έσα στο υαλό ου τις τελευταίες καταχωρήσεις που έγραψα. Είναι αλήθεια ότι δεν υπήρχε πουθενά η παραικρή σκέψη κάποιου καθήκοντος που έπρεπε να… Μένω σιωπηλός. Στο πρόσωπό ου ένα εκστατικό (και άλλον ηλίθιο) χαόγελο. Κοιτάζω έσα στα άτια της, πρώτα στο ένα, έπειτα στο άλλο, βλέποντας έσα τους τον εαυτό ου. Είαι ικροσκοπικός, απειροελάχιστος, ένας φυλακισένος έσα σ’ αυτές τις φυλακές-ουράνια τόξα. Και ξανά πάλι έλισσες, χείλη, ο γλυκός πόνος της άνθησης… Μέσα σε καθέναν από ας τους Αριθούς υπάρχει ένας αόρατος ετρονόος που χτυπάει σιωπηλά, έτσι γνωρίζουε την ώρα ε ακρίβεια πέντε λεπτών χωρίς να χρειάζεται να κοιτάξουε το ρολόι. Όως, τώρα, ο ετρονόος ου είχε σταατήσει και δεν ήξερα πόση ώρα είχε περάσει. Τροαγένος, άρπαξα κάτω από το αξιλάρι το σήα ου ε το ρολόι… όξα τον Ευεργέτη! Είχα άλλα είκοσι λεπτά. Όως τα λεπτά… αυτά τα κοντόχοντρα ικρά πραγατάκια, δεν αστειεύονται… τρέχουν γρήγορα κι εγώ είχα τόσα να της πω – όλα, τα πάντα για ένα: τοκαι γράα τηςου Ο, για το φριχτό απόγευα που της χάρισα έναΓια παιδί για τη δική παιδική ηλικία για κάποιο λόγο, για τον Πλιάπα, τον καθηγητή αθηατικών, για τη √-1. Για την πρώτη φορά που πήγα στην Ηέρα της Οοφωνίας και για το πόσο έκλαψα, επειδή εκείνη τη έρα έτυχε να πέσει ια σταγόνα ελάνι στη γιούνι ου. Η Ι-330 σήκωσε το κεφάλι και στηρίχθηκε στο αγκώνα της. Οι δυο ακριές, καθαρές γραές στις άκρες των χειλιών της και η γωνία των φρυδιών της σχηάτιζαν σταυρό. 162
«Ίσως εκείνη την ηέρα…» Σταάτησε και τα φρύδια της σκούρυναν ακόη περισσότερο. Πήρε το χέρι ου και το πίεσε ε δύναη. «Πείτε ου ότι δεν θα ε ξεχάσετε! Ότι θα ε θυάστε για πάντα!» «Γιατί το λέτε αυτό; Αγαπηένη ου, για τι πράγα ιλάτε;» Η Ι-330 δεν είπε τίποτα και τα άτια της κοιτούσαν ήδη πέρα από ένα, έσα από ένα, ακριά. Ξαφνικά, άκουσα τον άνεο να αστιγώνει το γυαλί ε τα τεράστια φτερά του (αυτό φυσικά συνέβαινε καθ’ όλη τη διάρκεια, αλλά εγώ όλις το πρόσεξα) και για κάποιο λόγο θυήθηκα τα πουλιά που πετούσαν πάνω από το Πράσινο Τείχος κράζοντας. Η Ι-330 τίναξε το κεφάλι της, λες και ήθελε ν’ απαλλαχθεί από κάτι. Για ακόη ια φορά, για ένα δευτερόλεπτο, ’ ακούπησε ’ ολόκληρο το σώα της, ε τον ίδιο τρόπο που ένα αεροκίνητο δίνει στη γη ένα ικρό, ελαστικό άγγιγα πριν την προσγείωση. «Εντάξει, λοιπόν, δώστε ου τις κάλτσες ου. Βιαστείτε!» Οι κάλτσες είχαν πεταχτεί πάνω στο τραπέζι ου, πάνω στη σελίδαΠάνω 193 των βρίσκονταν εκεί ανοιχτές. στησηειώσεών βιασύνη ουου τις που παρέσυρα και τις σκόρπισα, δεν πορούσα να τις βάλω πάλι στη σειρά, αλλά το βασικό είναι ότι δεν είχε σηασία ακόη κι αν τις έβαζα στη σειρά, αφού δεν υπάρχει πραγατική σειρά ούτως ή άλλως, πάντα θα υπάρχουν επικίνδυνα χάσατα, ανατροπές και άγνωστοι Χ. «εν πορώ να συνεχίσω έτσι», είπα. «Είστε εδώ, δίπλα ου και είναι σαν να είστε από την άλλη πλευρά κάποιου αρ163
χαίου τοίχου που δεν πορώ να διαπεράσω ε το βλέα ου. Ακούω θροΐσατα και φωνές έσα από τον τοίχο, αλλά δεν πορώ να διακρίνω τις λέξεις, δεν ξέρω τι υπάρχει εκεί πίσω. εν πορώ να συνεχίσω άλλο έτσι. Πάντα κρατάτε κάτι τη έρα στην κρυφό. Ποτέ δεν ου είπατε πού ου ήουν εκείνη Αρχαία Οικία, πού οδηγούσαν εκείνοι οι διάδροοι και γιατί υπήρχε εκεί ένας γιατρός… ή ήπως αυτό δεν συνέβη ποτέ;» Η Ι-330 ακούπησε τα χέρια της στον ώο ου και κοίταξε αργά και βαθιά έσα στα άτια ου. «Θέλετε να τα άθετε όλα;» «Ναι, θέλω. Πρέπει.» «Και δεν θα φοβηθείτε να ’ ακολουθήσετε όπου κι αν πάω, έχρι τέλους, όπου κι αν σας οδηγήσω;» «Παντού!» «Εντάξει. Σας υπόσχοαι, όταν τελειώσουν αυτές οι διακοπές, ακάρι… Α, ναι! Πώς ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ πάει ο σας; Ξεχνάω συνεχώς να σας ρωτήσω. Θα είναι σύντοα έτοιος;» ακάρι; Να το, πάλι το κάνατε. Μα«Όχι. Τι εννοείτε κάρι, τι;» Ήταν ήδη στην πόρτα, όταν είπε, «Θα δείτε…» Είαι όνος. Απ’ που αυτήν όνο έναςξηρή, ελαφρύς υπαινιγός από κάτι ουαπέεινε θυίζει τη γλυκιά, κίτρινη γύρη ορισένων λουλουδιών από την άλλη πλευρά του Τείχους. Αυτό και οι ερωτήσεις που κολλάνε πάνω ου σαν αγκίστρια, σαν αυτά τα πράγατα που χρησιοποιούσαν οι αρχαίοι για να πιάνουν ψάρια (Μουσείο Προϊστορίας). …Γιατί ε ρώτησε ξαφνικά ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ για τον ;
164
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Το Όριο της Συνάρτησης Πάσχα Όλα να ιαγραφούν
Μοιάζω ε ηχανή που δουλεύει πάνω από το όριο των στροφών της: Τα έρη της υπερθεραίνονται – στην επόενη στιγή, το έταλλο θα λιώσει, θ’ αρχίσει να στάζει και αυτό θα είναι το τέλος των πάντων. Χρειάζοαι άεσα ένα κατάβρεγα ε κρύο νερό, ε λογική. Τη χύνω ε τους κουβάδες, όως η λογική χοχλάζει πάνω στα καυτά έρη της ηχανής κι εξατίζεται στον αέρα σαν φευγαλέα, λευκή οίχλη. Φυσικά είναι γνωστό ότι δεν γίνεται να ορίσεις ια συνάρτηση χωρίς να λάβεις υπόψη σου ποιο είναι το όριό της. Και είναι επίσης γνωστό, ότι το όριο αυτού που ένιωσα χθες, εκείνου του χαζού συναισθήατος ότι «διαλύοαι στο σύπαν», είναι ο θάνατος. Γιατί αυτό ακριβώς είναι ο θάνατος: η πιο ολοκληρωτική διάλυση του εαυτού ου στο σύπαν. Εποένως, αν το Α συβολίζει αγάπη τηνκαι το Θ το θάνατο, τότε Α = f (Θ), δηλαδή αγάπη και θάνατος… Ναι, αυτό είναι, αυτό είναι! Γι’ αυτό φοβάαι την Ι-330, γι’ αυτό άχοαι εναντίον της, γι’ αυτό δεν θέλω… Γιατί, όως, αυτά τα δύο βρίσκονται ταυτόχροναεν έσα ου; θέλωκαι θέλω;Ακριβώς αυτό είναι και το πιο τροερό: Αυτό που θέλω ξανά είναι εκείνος ο ευδαιονικός χθεσινός θάνατος. Είναι φριχτό που ακόη και τώρα που η λογική συνάρτηση 165
έχει ολοκληρωθεί και είναι φανερό ότι περιέχει ως κρυφό συντελεστή τον ίδιο το θάνατο, εγώ εξακολουθώ να τη θέλω. Τα χείλη ου, τα χέρια ου, το στήθος ου, κάθε χιλιοστό του εαυτού ου τη θέλει… Αύριο είναι η Ηέρα της Οοφωνίας. Θα είναι και αυτή εκεί φυσικά και θα τη δω, όνο από ακριά όως. Από ακριά: Αυτό θα είναι επώδυνο, γιατί τη χρειάζοαι, θέλω να είαι δίπλα της, να έχω τα χέρια της, τον ώο της, τα αλλιά της… Θέλω ακόη κι αυτόν τον πόνο… ας έρθει. Μέγα Ευεργέτη! Τι παράλογο να επιζητώ τον πόνο! Υπάρχει κάποιος που να η γνωρίζει ότι ο πόνος είναι ια αρνητική ποσότητα και πως αν τον προσθέσεις ειώνει το ποσό που αποκαλούε ευτυχία; Εποένως, συνεπάγεται… Όως… τίποτα δεν συνεπάγεται. Το χαρτί ένει κενό. Γυνό.
Απόγευα. Από τους τοίχους του κτηρίου διεισδύει ένα ανησυχητικό, πυρετώδες ροζ ηλιοβασίλεα. Αποακρύνω την καρέκλα ου απ’ όλη αυτή τη ροδαλότητα και ξεφυλλίζω αυτές εδώ τις σηειώσεις. Βλέπω ότι για άλλη ια φορά ξέχασα ότι δεν γράφω για ένα αλλά για σας, τους αγνώστους που αγαπώ και λυπάαι, για σας που ακόη αγκοαχάτε πέρα σε κάποιους ακρινούς αιώνες. Σχετικά ε την Ηέρα της Οοφωνίας, αυτή τη λαπρή έρα. Ανέκαθεν, από τότε που ήουν παιδί, την αγαπούσα. Νοίζω πως για ας είναι κάτι σαν το «Πάσχα» των αρχαίων. Θυάαι πως την παραονή φτιάχναε ένα ικρό ωρολόγιο πρόγραα και διαγράφαε ε στόφο τις ώρες, ία κάθε 166
φορά: ία ώρα πιο κοντά, ία ώρα αναονής λιγότερη. Ειλικρινά, αν ήουν σίγουρος ότι κανένα ς δεν θα το έβλεπε, θα κουβαλούσα ακόη και τώρα ένα ικρό ωρολόγιο πρόγραα σαν διέγραφα τις ώρες έχρι το αύριο, που θα δω…εκείνο αν καικαι απόθα ακριά. (Με διέκοψαν. Μόλις ου έφεραν την καινούργια γιούνι κατ’ ευθείαν από το κατάστηα. Είναι έθιο να διανέουν καινούργιες γιούνι για τη εγάλη, αυριανή έρα. Ακούγονται βήατα στο διάδροο, θόρυβος, χαρούενες κραυγές.) Να συνεχίσω. Αύριο θα δω το ίδιο θέαα που επαναλαβάνεται κάθε χρόνο και φέρνει κάθε φορά νέο ενθουσιασό: το πανίσχυρο τρόπαιο της αρονίας, τα χέρια των ανθρώπων να υψώνονται ευλαβικά. Αύριο είναι η έρα της ετήσιας εκλογής του Ευεργέτη. Αύριο θα εναποθέσουε ξανά τα κλειδιά του ακλόνητου κάστρου της ευτυχίας ας στα χέρια του Ευεργέτη. Εννοείται ότι αυτό δεν έχει καία οοιότητα ε τις χαώδεις και ανοργάνωτες εκλογές των αρχαίων χρόνων, όπου – γελοίο ακόη και να το λες– δεν πορούσαν πριν από τις εκλογές να γνωρίζουν το αποτέλεσα. Υπάρχει τίποτα πιο ανόητο από το να βασίζεις ένα κράτος στην απόλυτα απρόβλεπτη τύχη, στα τυφλά; Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι χρειάστηκε να περάσουν αιώνες πριν αυτό γίνει αντιληπτό. Υποθέτω πως δεν χρειάζεται ν’ αναφέρω ότι στην περίπτωση αυτή, όπως και σε κάθε άλλη, δεν αφήνουε τίποτα στην τύχη, δεν γίνεται να έχουε εκπλήξεις. Ακόα και οι εκλογές δεν συνιστούν τίποτα παραπάνω από ένα συβολισό που ας θυίζει ότι είαστε ένας ισχυρός οργανισός ε εκατούρια κύτταρα, ότι ήαστε, σύφωνα ε τα λόγια του αρχαίου «Ευαγγελίου», ια Εκκλησία. ιότι η ιστορία του 167
Μονοκράτους δεν γνωρίζει ούτε ια περίπτωση, όπου έστω και ια φωνή να τόλησε να διαταράξει τη εγαλειώδη οοφωνία της λαπρής αυτής έρας. Λένεδηλαδή πως η ψηφοφορία των αρχαίων κρύ-άς βονταν σαν κλέφτες. Κάποιοι απόήταν τουςυστική, ιστορικούς λένε, επίσης, ότι ασκαρεύονταν προσεκτικά προτού εφανιστούν στις τελετές των εκλογών. (Φαντάζοαι αυτό το ζοφερό θέαα: νύχτα, ια πλατεία, φιγούρες ε σκούρες κάπες να γλιστράνε στους τοίχους, οι πορφυρές φλόγες των πυρσών να χάνονται στον άνεο.) Ο λόγος αυτής της υστικοπάθειας δεν έχει ώς τώρα εξηγηθεί. Πιθανότατα οι εκλογές ήταν συνδεδεένες ε κάποιες υστικιστικές, δεισιδαιονικές ή ακόη και εγκληατικές ιεροτελεστίες. Εείς, όως, δεν έχουε τίποτα να κρύψουε ή να ντρεπόαστε γι’ αυτό. Γιορτάζουε ανοιχτά τις εκλογές ας, ε ειλικρίνεια, στο φως της ηέρας. Βλέπω ότι όλοι ψηφίζουν τον Ευεργέτη και όλοι βλέπουν ότι κι εγώ ψηφίζω τον Ευερόλοι και εγώ γέτη. Πώς αλλιώς θα πορούσε να είναι αφού Εείς συγκροτούε αυτό το; Πόσο πιο εξευγενιστικό, ειλικρινές και υψηλόφρ ον είναι αυτό, σε σχέση ε το δειλό και ύπουλο «υστικό» Και το πόσο πιο βολικό επίσης. Γιατί ακόητων και αρχαίων! αν υποθέσετε αδύνατο, ε τοείναι οποίο εννοώ τυχόν παραφωνίες στη συνηθισένη ας οοφωνία, έχουε τους υστικούς Φρουρούς καλά κρυένους έσα στους στοίχους ας, που είναι έτοιοι ανά πάσα στιγή να σταατήσουν κάθε Αριθό που πάει να βγει εκτός γραής και να τον σώσουν από οποιεσδήποτε λαθεένες κινήσεις – όπως επίσης να σώσουν και το Μονοκράτος απ’ αυτόν. Τέλος, υπάρχει και κάτι άλλο… 168
Κοιτάζω έσα από τον τοίχο στ’ αριστερά ου. Βλέπω ια γυναίκα προστά από τον καθρέφτη της ντουλάπας να ξεκουπώνει βιαστικά τη γιούνι της. ιακρίνω στιγιαία και θολά άτιακατεβαίνουν της, τα χείλη, άκρες δύο πουπουκιών. τα Έπειτα οι τις γρίλιες και ε ροζ πληυρίζουν πάλι όλα τα χθεσινά γεγονότα, ξεχνάω τι ήταν αυτό το «κάτι άλλο» και δεν ε νοιάζει, δεν το θέλω! Θέλω όνο ένα πράγα: την Ι-330. Θέλω να είναι αζί ου κάθε στιγή, κάθε λεπτό, όνο αζί ου. Και όλα αυτά που έγραψα για την Ηέρα της Οοφωνίας – δεν τα χρειάζεται κανείς, είναι όλα λάθος. Θέλω να τα διαγράψω, να τα σκίσω, να τα πετάξω. Γιατί γνωρίζω (ίσως αυτό να είναι βλασφηία, αλλά είναι αλήθεια) ότι η οναδική γιορτή για ένα είναι να είαι αζί της, να είναι αυτή δίπλα ου, ώο ε ώο. ίχως αυτήν, ο ήλιος αύριο θα είναι απλώς ένας τενεκεδένιος δίσκος και ο ουρανός θα είναι απλώς ένας τενεκές βαένος πλε κι εγώ… Αρπάζω το τηλέφωνο: «Ι-330! Είστε εσείς;» «Ναι. Έχετε συνειδητοποιήσει πόσο αργά είναι;» «Ίσως να ην είναι πολύ αργά. Θέλω να σας ρωτήσω… Θέλω να το είστε αύριοου» αζίπολύ ου. απαλά. Αγάπη ου…» Είπα «αγάπη Για κάποιο λόγο αυτό ’ έκανε να σκεφτώ κάτι που συνέβη σήερα το πρωί στο υπόστεγο: Κάποιος είχε βάλει για πλάκα ένα ρολόι κάτω από ένα όχηα εκατό τόνων. Το έσπρωξαν, για λίγο, πέρα δώθε ε όλη τους τη δύναη κι ένα απαλό αεράκι σηκώθηκε από την κίνηση αυτή που, στη συνέχεια, σταάτησε: Εκατό τόνοι επιείκειας σταάτησαν λίγο πριν το εύθραυστο ρολόι. Παύση. Με τη φαντασία ου ακούω κάποιον στο δωά169
τιό της να ψιθυρίζει. Έπειτα η φωνή της λέει: «Όχι, δεν πορώ. Ακούστε, το ξέρετε ότι κι εγώ θα το ήθελα… εν πορώ, όως. Μην ρωτάτε γιατί. Θα δείτε αύριο». Νύχτα.
170
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
Κατάβαση από τον Ουρανό Η Μεγαλύτερη Καταστροφή στην Ιστορία Τέλος του Γνωστού
Πριν από την τελετή, όταν όλοι σηκώθηκαν όρθιοι και ο αργός, επιβλητικός θόλος του Ύνου άρχισε να ταλαντεύεται πάνω από τα κεφάλια ας (εκατοντάδες αυλοί από το Εργοστάσιο Μουσικής και χιλιάδες ανθρώπινες φωνές), ξέχασα προς στιγή, τα για πάντα. Ξέχασα εορτασό τα ανακατεέ να λόγια ου είπε η Ι-330 το σηερινό και νοίζω ότιπου ξέχασα ακόη και αυτήν την ίδια. Έγινα πάλι εκείνο το ικρό αγόρι που είχε βάλει κάποτε τα κλάατα, ια έρα σαν τη σηερινή, όταν ανακάλυψε τον ικρό λεκέ στη γιούνι του, που ήταν ορατός όνο στον ίδιο. Ίσως κανείς γύρω ου να ην πορεί να δει τα ανεξίτηλα αύρα εξανθήατα πάνω ου, όως εγώ ξέρω – ξέρω ότι ένας εγκληατίας σαν εένα δεν έχει θέση ανάεσα σε όλα αυτά τα πλατιά και αθώα πρόσωπα. Μακάρι να πορούσα αυτήν εδώ τη στιγή να σηκωθώ και να πω φωναχτά –ακόη και αν έχανα τα λόγια ου– όλη την αλήθεια για τον εαυτό ου. Σίγουρα, αυτό θα ήταν το τέλος ου, και τι έγινε! Για ένα δευτερόλεπτο τουλάχιστον θα αισθανόουν καθαρός, θα αισθανόουν ότι όλες οι σκέψεις ου θα είχαν εξαφανιστεί από το κεφάλι ου και θα ήουν σαν τον αθώο, γαλανό ουρανό. Όλα τα άτια στράφηκαν προς τα πάνω. Μέσα στο 171
άσπιλο πρωινό, ακόη ουσκε ένο από τα δάκρυα της νύχτας, εστιάσθηκαν σ’ ένα ελάχιστα διακριτό σηείο, που κάποιες στιγές ήταν σκοτεινό και κάποιες άλλες ντυένο ε τις ακτίνες Ήτανγια Αυτός. Κατέβαινε ε το αεροκίνητό του από του τουςήλιου. ουρανούς να βρεθεί ανάεσα ας, ο νέος Ιεχωβά, εξίσου σοφός και σκληρός, ες την αγάπη του, ε τον Ιεχωβά των αρχαίων. Πλησιάζει όλο και πιο κοντά, καθώς οι καρδιές εκατουρίων υψώνονται όλο και περισσότερο για να Τον υποδεχτούν. Τώρα ας βλέπει. Στις σκέψεις ου, είαι εκεί πάνω, αζί Του, και κοιτώ κάτω: Στους οόκεντρους κύκλους των κερκίδων, διακρίνονται γαλάζιες γραές κουκίδων σαν ιστός αράχνης πλεγένος ε ικροσκοπικούς ήλιους (τα λαπερά ας σήατα). Ένας ιστός αράχνης, στο κέντρο του οποίου θα λάψει τώρα η σοφή, λευκή Αράχνη, ο Ευεργέτης ντυένος στα λευκά, και θα ας δέσει χειροπόδαρα στη σοφία του ε τις λυτρωτικές παγίδες της ευτυχίας. Κάποια στιγή, ολοκληρώθηκε η εγαλειώδης κατάβασή Του από τους ουρανούς, ο προύντζινος ύνος είχε σωπάσει, όλοι κάθισαν κάτω κι εγώ κατάλαβα αέσως: Στην πραγατικότητα, όλο αυτό ήταν ένας υπερβολικά λεπτός ιστόςνα αράχνης, που είχε στο του της κι έτρεε. Όπου ’ναι θα σπάσει καιτεντωθεί κάτι πέρα απόόριό τα όρια φαντασίας θα συβεί… Ανασηκώθηκα λίγο από τη θέση ου και κοίταξα τριγύρω. Το βλέα ου συνάντησε πολλά άλλα βλέατα που έπεφταν από πρόσωπο σε πρόσωπο, ε αγάπη και τρόο. Κάποιος όλις είχε σηκώσει το χέρι του κι έκανε νόηα σ’ έναν άλλο ε ια ανεπαίσθητη κίνηση των δαχτύλων του. Η απάντηση ήρθε ε τον ίδιο τρόπο. Και άλλη ια… Τώρα κατά172
λαβα: Αυτοί είναι οι Φρουροί. Κατάλαβα ότι κάτι τους είχε αναστατώσει. Ο ιστός έχει τεντωθεί, τρέει. Αντανακλαστικά, ε διαπέρασε ια ανατριχίλα, σαν δέκτης ραδιοφώνου που Ένας έχει ρυθιστεί στην ίδια συχνότητα. ποιητής στη σκηνή διάβασε την προεκλογική ωδή, αλλά δεν άκουσα ούτε λέξη, όνο την ακριβή ταλάντωση του εξάετρου εκκρεούς, κάθε κίνηση του οποίου έφερνε όλο και πιο κοντά ια οιραία στιγή. Εγώ ακόη φυλλοετρώ πυρετωδώς τα πρόσωπα στις σειρές, σαν να ήταν σελίδες, αν και δεν πορώ να βρω αυτό που ψάχνω. Καλά θα κάνω, όως, να το βρω σύντοα, γιατί ακόη ένα τικ του εκκρεούς και… Αυτός! Φυσικά, αυτός ήταν. Κάτω χαηλά, πέρα από τη σκηνή, γλιστρώντας πάνω στο αστραφτερό γυαλί, τα ροζ πτερυγοειδή αυτιά έσπευδαν, το βιαστικό σώα του σχηάτιζε το σκοτεινό, διπλοκαπυλωτό γράα S και προχωρούσε έσα από τους λαβυρίνθους των διαδρόων ανάεσα στις κερκίδες. S και Ι-330. Κάποιο νήα τους συνδέει. (Κατά τη γνώη ου, από πάντα τους συνέδεε κάποιο νήα. εν γνωρίζω ακόη ακριβώςτιείδους,όωςιαέραθατοεξακριβώσω.)Κάρφωσα τα άτια ου πάνω του. Κυλούσε σαν πάλα από αλλί, ξετυλίγοντας το νήα πίσω του. Τώρα σταάτησε, τώρα… Κάτι ε διαπέρασε, δέθηκα κόπος, λες και είχα χτυπηθεί απόκεραυνό.Στησειράου,όχιπερισσότεροαπό40οίρεςακριάου,οSσταάτησεκιέσκυψε.ΕίδατηνΙ-330καιδίπλατης τα αηδιαστικά χαογελαστά αφρικάνικα χείλη του R-13. Η πρώτη ου σκέψη ήταν να τρέξω εκεί κάτω και να της φωνάξω: «Γιατί είσαι αζί του σήερα; Γιατί δεν ήθελες 173
εένα;…» Όως κάποιος ευεργετικός ιστός που δεν πορούσα να δω ε κράτησε δεένο χειροπόδαρα. Τρίζοντας τα δόντια έκατσα κάτω σαν βόλος από σίδηρο, κοιτώντας τους. Αισθάνοαι εκείνον τον σωατικό στηνη καρδιά ου σαν τώρα. Θυάαι που οξύ, σκέφτηκα ότι πόνο «εάν ένα φυσικό ερέθισα πορεί να προκαλέσει ια αντίδραση φυσικού πόνου, τότε είναι ξεκάθαρο ότι…» υστυχώς δεν επεξεργάστηκα το συπέρασά ου έχρι τέλους. Θυάαι όνο ια φευγαλέα σκέψη περί «ψυχής» και την παλιά, άσκοπη παροιία που εφανίστηκε στιγιαία στο υαλό ου: «Πήγε η καρδιά του στην κούλουρη». Πάγωσα καθώς τα εξάετρα σταάτησαν. Τώρα άρχιζε… τι όως; Το έθιο επέβαλε πριν από τις εκλογές πέντε λεπτών παύση. Το έθιο επέβαλε επίσης σιωπή πριν από τις εκλογές. Όως αυτή δεν ήταν η συνήθης, γνήσια ευλαβική σιωπή. Ήταν όπως τα αρχαία χρόνια, όταν δεν είχαν γνώση των Πύργων Συσσώρευσης, όταν ο αδάαστος ουρανός αινόταν κατά καιρούς ε «καταιγίδες». Αυτή η σιωπή ήταν πριν την καταιγίδα, όπως των αρχαίων. Ο αέρας ήταν σαν διάφανο σίδερο.ανοιχτό Αισθανόσουν για Η ακοή σου ν’ αναπνέεις έπρεπε να έχεις το ότι στόα. ήταν τόσο οξεία που προκαλούσε πόνο και κατέγραφε από κάπου πίσω σου κάτι σαν ανήσυχο ουρουρητό, ποντίκια που ροκανίζουν. Χωρίς να σηκώσω καθόλου τα άτια ου, πορούσα ακόη να δω αυτούς τους δύο –την Ι-330 και τον R– δίπλα δίπλα, ώο ε ώο, και αυτά τα ξένα, αλλιαρά, ισητά χέρια έτρεαν πάνω στα γόνατά ου. Όλοι κρατάνε στα χέρια τους το σήα τους ε το ρολόι. 174
Ένα. ύο. Τρία. Πέντε λεπτά… και ακούγεται από τη σκηνή ια αργή, ατσάλινη φωνή. «Παρακαλώ σηκώστε τα χέρια όσοι ψηφίζετε: Ναι». Μακάρι πορούσα τον στα άτια όπως παλιά και νανα έλεγα, άεσανα και εκοιτάξω αφοσίωση: «Εδώ είαι. Ολόκληρος. Πάρε ε!» Όως τώρα δεν πορούσα. Όλα τα έλη του σώατός ου ήταν ουδιασένα. Μόλις που κατάφερα να σηκώσω το χέρι ου. Το θρόισα εκατουρίων χεριών. Ακούω ένα απαλό βογκητό «χ!», αισθάνοαι ότι κάτι έχει ήδη ξεκινήσει, πέφτει ε το κεφάλι, δεν έχω όως ιδέα τι είναι και δεν έχω τη δύναη ή το κουράγιο να κοιτάξω… «Αυτοί που είναι αντίθετοι;» Αυτή ήταν ανέκαθεν η εγαλύτερη στιγή της γιορτής: Όλοι παρέεναν σιωπηλά στις θέσεις τους, σκύβοντας ευτυχισένοι το κεφάλι στον ευεργετικό ζυγό του Αριθού όλων των Αριθών . Αυτή τη φορά, όως, άκουσ α ε τρόο ένα άλλο θρόισα, απείρως εκλεπτυσένο σαν αναστεναγό και περισσότερο ευκρινές από τους εταλλικούς αυλούς του ύνου. Ήταν σαν τον τελευταίο αναστεναγό κάποιου πριν πεθάνει, σχεδόν ανεπαίσθητος, όλοι τριγύρω χλόιασαν και κρύες σταγόνες ιδρώταόως σχηατίστηκαν στα έτωπά τους. Σήκωσα τα άτια και… Όλο αυτό κράτησε όνο ένα εκατοστό του δευτερολέπτου, χρόνος ίσος ε το πάχος ιας τρίχας. Είδα να σηκώνονται χιλιάδες χέρια –«αντίθετα»– και να κατεβαίνουν. Είδα το χλωό πρόσωπο της Ι-330, το σταυρό στο έτωπό της, το σηκωένο της χέρι. Όλα γύρω ου έγιναν αύρα. 175
Ακόη ένα πλάτος τρίχας, παύση, σιωπή, χτυποκάρδι. Μετά–λεςκιέναςτρελόςαέστροςέδωσετοσήα–ξεκίνησεια αναταραχή σε όλες τις σειρές, φωνές, Αριθοί να τρέχουν, οι γιούνιτουςναπετάνε,οιΦρουροίνατρέχουνφρενιασένα,ταπόδια κάποιου στον αέρα ακριβώς προστά στο πρόσωπό ου, δίπλα στα πόδια το πλατύ πρόσωπο κάποιου ε το στόα τεντωένο σειασιωπηλήκραυγή.Αυτήήτανηεικόναπουχαράχτηκεέσα ου πιο βαθιά απ’ όλες τις άλλες: χιλιάδες σιωπηλά στόατα να κραυγάζουν, σαν να προβάλλονται σε γιγαντοοθόνη. Σε άλλο έρος της οθόνης, κάπου κάτω ακριά, ορατά όνο για ένα δευτερόλεπτο, τα χλωά χείλη της Ο. Είχε σπρωχτεί σ’ έναν τοίχο, ε τα χέρια διπλωένα στην κοιλιά της, προσπαθώντας να την προστατεύσει. Έπειτα έφυγε, εξαφανίστηκε ή την ξέχασα εγώ, γιατί… Αυτό τώρα δεν ήταν στην οθόνη – ήταν έσα ου, στη σφιγένη ου καρδιά, στους κροτάφους ου που σφυροκοπούσαν. Ο R-13 πήδηξε ξαφνικά σ’ έναν πάγκο από πάνω ου στα αριστερά. Ήταν κόκκινος κι έφτυνε οργισένος. Κουβαλούσε στα χέρια του την Ι-330. Ήταν χλωή, η γιούνι της είχε σκιστεί από τους ώους έχρι το στήθος της και στα λευκά σηεία φαινόταν αία. Τα χέρια της ήταν περασένα γύρω από το λαιό του και αυτός πηδούσε από πάγκο σε πάγκο ε εγάλα, επαναλαβανόενα άλατα, ευέλικτος σαν γορίλας, εταφέροντάς την στην κορυφή. Όλα έγιναν κόκκινα. Σαν ια αρχαία φωτιά. Το όνο που πορούσα να κάνω ήταν να πηδήξω πάνω και να προσπαθήσω να τους φτάσω. Μέχρι σήερα δεν πορώ να εξηγήσω ούτε στον εαυτό ου πού βρήκα τη δύναη, παρόλα αυτά όρησα έσα στο πλήθος σαν πολιορκητικός κριός, πάνω σε ώους 176
ανθρώπων και σε πάγκους, και όλις πλησίασα αρκετά, έπιασα τον R από το γιακά: «Μην τολήσεις! Μην τολήσεις σου λέω! Άφησέ την!…» (Ευτυχώς κανείς δεν πορούσε να ’ ακούσει. Όλοι έτρεχαν και φώναζαν και οι ίδιοι.) «Ποιος;… Τι συβαίνει; Τι;» Ο R στράφηκε προς τα πίσω, ε τα υγρά χείλη του να τρέουν. Νόιζε άλλον ότι τον είχε αρπάξει κάποιος από τους Φρουρούς. «Τι; Θα σου δείξω εγώ τι! εν θα το επιτρέψω! Άφησέ την αέσως κάτω!» Αλλά το όνο που έκανε ήταν να βγάλει έναν νευριασένο ήχο ε τα χείλη του, να κουνήσει το κεφάλι και ν’ αρχίσει πάλι να τρέχει. Εκείνη τη στιγή, όως – ντρέποαι πολύ που το γράφω, όως πρέπει. Πιστεύω ότι πρέπει να το γράψω, έτσι ώστε να πορέσετε εσείς, άγνωστοί ου αναγνώστες, να ελετήσετε πλήρως το ιστορικό της ασθένειάς ου – εκείνη τη στιγή, λοιπόν, του έδωσα ια στο κεφάλι. Καταλαβαίνετε; Τον χτύπησα! Αυτό το θυάαι χαρακτηριστικά . Θυάαι επίσης και κάτι άλλο: κάτι σαν απελευθέρωση, ε το χτύπηα, ένα βάρος έφυγε από πάνω ου. Η Ι-330 γλίστρησε γρήγορα από τα χέρια του. «Φύγε αέσως από δω!», φώναξε στον R. «Βλέπεις ότι είναι… είναι… Φύγε αέσως R, φύγε!» Ο R αποκάλυψε τα λευκά αφρικάνικα δόντια του, έφτυσε ια λέξη στο πρόσωπό ου, βούτηξε προς τα κάτω κι εξαφανίστηκε. Εγώ σήκωσα την Ι-330 στα χέρια ου, την κράτησα σφιχτά πάνω ου και την πήρα ακριά. Αισθανόουν την καρδιά ου τεράστια ες το σώα ου. Χτυπούσε, και ε κάθε χτύπο ε πληύριζε ένα κύα ζε177
στής, άγριας χαράς. Τι σηασία είχε που κάτι είχε διαλυθεί σε κοάτια; Τι ’ ένοιαζε; Και όνο που την κρατούσα έτσι… και την κουβαλούσα… Βράδυ. Ώρα 22:00. Μόλις που πορώ να κρατήσω την πένα στο χέρι ου. εν περιγράφεται το πόσο κουρασένος είαι ετά από τα ιλιγγιώδη πρωινά γεγονότα. Μπορεί να είναι πράγατι αλήθεια ότι η σωτηρία ας, τα αιώνια τείχη του Μονοκράτους έπεσαν; εν πορώ να πιστέψω ότι είαστε πάλι άστεγοι, σαν τους ακρινούς ας προγόνους, ζώντας στην άγρια κατάσταση που λέγεται ελευθερία. Χωρίς Ευεργέτη… αδύνατον. «Αντίθετοι»; –την ηέρα της Οοφωνίας– «αντίθετοι»; Αισθάνοαι την ντροπή που πρέπει να νιώθουν αυτοί, τον πόνο, τον τρόο. Ποιοι είναι, όως, τέλος πάντων αυτοί; Και ποιος είαι εγώ; «Αυτοί»… «Εείς»… Ποιος είαι εγώ για να ξέρω; Αυτή καθόταν εκεί, στο ηλιόλουστο, γυάλινο παγκάκι, στην κορυφή των κερκίδων όπου την ετέφερα. Ο δεξιός της ώος και πιο κάτω, στην αρχή αυτής της υπέροχης, απερίγραπτης καπύλης, ήταν γυνή και φαινόταν ένα ικροσκοπικό κόκκινο φιδάκι από αία. Προσποιείται ότι δεν προσέχει το αία ή ότι το στήθος της είναι γυνό – ή, άλλον, τα βλέπει όλα, απλώς έτσι τα θέλει να είναι εκείνη τη στιγή και αν η γιούνι της ήταν κουπωένη έχρι πάνω, θα την έσκιζε από όνη της, θα… «Και αύριο…» Πάσχιζε ν’ αναπνεύσει σφίγγοντας τα λαπερά, λευκά της δόντια. «Και αύριο… τι; Κανείς δεν ξέρει. 178
Καταλαβαίνετε; Ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος γνωρίζει. Είναι άγνωστο. Καταλαβαίνετε ότι τελείωσε κάθε τι που ήταν γνωστό. Τώρα όλα θα είναι καινούργια, πρωτόγνωρα και αδιανόητα». Από κάτω ας, το πλήθος κόχλαζε και κραύγαζε. Όως όλα αυτά ήταν ακριά και αποακρύνονταν ακόη περισσότερο, όταν αυτή ε κοίταζε και ε τραβούσε αργά έσα της, έσα από τα στενά, χρυσά παράθυρα των ατιών της. Αυτό συνεχίστηκε για πολύ ώρα, έσα στη σιωπή. Για κάποιον λόγο θυήθηκα τότε που κοίταξα έξω από το Πράσινο Τείχος και είδα τα ακαταλαβίστικα κίτρινα άτια κάποιου, καθώς πάνω από το Τείχος έφερναν βόλτες τα πουλιά (ή ήπως αυτό συνέβη κάποια άλλη φορά;) «Ακούστε, αν αύριο δεν συβεί τίποτα περίεργο, θα σας πάω εκεί. Καταλαβαίνετε τι εννοώ;» εν καταλαβαίνω, όως κουνάω το κεφάλι καταφατικά. Έχω διαλυθεί, είαι απείρως ικρός, είαι ένα σηείο… Όταν όλα έχουν ειπωθεί και γίνει, το να είσαι σηείο έχει τη δική του επίκαιρη λογική: Το σηείο περιέχει περισσότερους αγνώστους απ’ οτιδήποτε άλλο. Το όνο που έχει να κάνει είναι να ετακινηθεί λιγάκι στερεές και εταορφώνεται σε χιλιάδες διαφορετικές καπύλες, εκατοντάδες επιφάνειες. εν θέλω να ετακινηθώ… Φοβάαι. Σε τι θα εταορφωθώ; Και ου φαίνεται ότι όλοι είναι σαν εένα – όλοι φοβούνται να κάνουν την παραικρή κίνηση. Πάρτε αυτή τη στιγή, που γράφω αυτά, για παράδειγα. Όλοι κάθονται κλειδαπαρωένοι στα γυάλινα κλουβιά τους περιένοντας να γίνει κάτι. Έξω στο διάδροο δεν ακούγεται ο συνηθισένος γι’ αυτή την ώρα θόρυβος του ανελκυστήρα, ούτε γέλια 179
ούτε βήατα. Αραιά και πού, βλέπω ένα ζευγάρι να περπατάει στις ύτες έσα στο διάδροο, κοιτάζοντας πίσω και ψιθυρίζοντας… Τι θα συβεί αύριο; Σε τι θα εταορφωθώ αύριο;
180
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΕΚΤΗ
Ο Κόσος Υφίσταται Ακόα Βιασύνη 41ο Κελσίου
Πρωί. Το συνηθισένο πρωινό –δυνατό, στρογγυλό, κοκκινοάγουλο– παίνει από την οροφή. Σκέφτοαι ότι θα ου φαινόταν λιγότερο παράξενο αν έβλεπα από πάνω ου κάποιον ασυνήθιστο, ορθογώνιο ήλιο, ανθρώπους ντυένους ε δέρατα ζώων σε διάφορα χρώατα ή πέτρινους, αδιαπέραστους από το άτι Τι σηαίνει αυτό Ότι οηκόσος, ας τοίχους. κόσος ο δικός , υφίσταται ακόη; Ή λοιπόν; είναι απλώς αδράνεια; Η γεννήτρια λειτουργεί ακόη, τα γρανάζια βουίζουν και περιστρέφονται, θα συνεχίσουν για δύο, τρεις στροφές και στην τέταρτη θα σταατήσουν. Τη γνωρίζετε αυτή την περίεργη κατάσταση; Ξυπνάς τη νύχτα, ανοίγεις τα άτια σου στο σκοτάδι και ξαφνικά νιώθεις ότι έχεις χαθεί. Αρχίζεις να ψηλαφίζεις γύρω σου όσο πιο γρήγορα πορείς, ψάχνοντας για κάτι γνώριο και στέρεο, τον τοίχο, τη λάπα, την καρέκλα. Έτσι ακριβώς ψηλάφιζα, ψάχνοντας για κάτι, όσο πιο γρήγορα πορούσα, έσα στην Κρατική Εφηερίδα . Να τι βρήκα: «Χθες έλαβε χώρα η έρα που όλοι περιέναε ε αγωνία, η Μέρα της Οοφωνίας. Για 48η φορά η οόφωνη εκλογή ανέδειξε τον ίδιο Ευεργέτη που έχει αποδείξει τόσο συχνά την ακλόνητη σοφία του. Η επίσηη τελετή ααυρώθηκε από ια 181
ικρή αναταραχή, που προκάλεσαν οι εχθροί της ευτυχίας, οι οποίοι, πράττοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, έχασαν φυσικά το δικαίωα να είναι θεέλιοι λίθοι της υποδοής του Μονοκράτους που ανανεώθηκε χθες. καταλαβαίνο λάβουε υπόψη τις ψήφους τους είναιΌλοι τόσο παράλογο όσο το υε ότι το να να θεωρήσει κανείς έρος ιας εγαλειώδους συφωνίας το βήχα κάποιων άρρωστων ανθρώπων που έτυχε να βρίσκονται στο ακροατήριο…» Πόσο σοφό! Σηαίνει άραγε ότι τελικά σωθήκαε, παρόλα αυτά; Μα, αλήθεια, πορεί να φέρει κανείς αντίρρηση σ’ αυτόν τον ξεκάθαρο, κρυστάλλινο συλλογισό; «Σήερα στις 12:00 θα λάβει χώρα η κοινή συνεδρίαση του Τήατος ιοίκησης, του Ιατρικού Τήατος και του Τήατος των Φρουρών. Αναένεται έντονη κυβερνητική δραστηριότητα τις επόενες ηέρες.» Όχι, οι τοίχοι είναι ακόη στη θέση τους, τους αισθάνοαι. εν έχω πια την αίσθηση ότι είαι χαένος, ότι δεν ξέρω πού είαι, κάπου παραστράτησα. εν θόλου πουότι βλέπω τον γαλάζιο ουρανό καιπαραξενεύοαι τον στρογγυλόκαήλιο και που όλοι πηγαίνουν στη δουλειά τους, ως συνήθως. Περπατούσα στη λεωφόρο ’ ένα ιδιαίτερα σταθερό βάδισα και όλοι φαίνονταν να κάνουν το ίδιο. Έπειτα, όως, αφού έστριψα στη διασταύρωση, παρατηρώ ότι όλοι συπεριφέρονται περίεργα, αποφεύγουν τη γωνία ενός κτηρίου λες κι έσπασε ένας σωλήνας στον τοίχο και πετάγεται κρύο νερό στο πεζοδρόιο, που δεν τους αφήνει να περάσουν από κει. 182
Έκανα άλλα πέντε, δέκα βήατα και ε χτύπησε ια ψυχρολουσία και ένα, ε πέταξε έξω από το πεζοδρόιο. Κολληένο στον τοίχο, περίπου στα δύο έτρα, βρισκότ αν ένα ορθογώνιο φύλλο ε κάτι ακατανόητα γράατα τυπωένα πάνω του χαρτιού ε δηλητηριώδες πράσινο χρώα: ΜΕΦΙ
Από κάτω βρισκόταν η πλάτη κάποιου, λυγισένη σαν S, κι ένα ζευγάρι διάφανα πτερυγοειδή αυτιά που κουνιούνταν από θυό ή από ενθουσιασό. Χοροπηδούσε ε το δεξί του χέρι τεντωένο και το αριστερό ριγένο πίσω σαν σπασένο φτερό, προσπαθώντας να σκίσει το χαρτί. Όως δεν πορούσε, δεν το έφτανε για πολύ λίγο. Όσοι περνούσαν έκαναν άλλον την ίδια σκέψη: «Αν πάω προς αυτόν, όνο εγώ από το πλήθος, δεν θα νοίσει ότι είαι ένοχος για κάτι; Ότι γι’ αυτό το λόγο προσπαθώ να…» εν αρνούαι ότι έκανα την ίδια σκέψη. Θυήθηκα, όως, πόσες φορές φέρθηκε αυτός σαν φύλακας άγγελός ου, πόσες φορές ε είχε σώσει – γι’ αυτό περπάτησα προς τα κει ε τόλη, σήκωσα και το χέρι κι έσκισα το χαρτί. ακαριαία Ο S στράφηκε τα άτια του διείσδυσαν βαθιά έσα ου, όπου κάτι βρήκαν και άζεψαν. Έπειτα, ανασήκωσε το αριστερό του φρύδι κι έγνεψε προς τον τοίχο, όπου κρεόταν το «Μέφι». Προς εγάλη ου έκπληξη, ου φάνηκε πως διέκρινα την ακρούλα ενός χαόγελου, ενός χαόγελου ευχαρίστησης. Αλλά προς τι η έκπληξη; Ένας γιατρός πάντα προτιά ένα εξάνθηα και πυρετό 40 βαθών, από ια αργή, εξουθενωτική περίοδο αυξανόενης θεροκρασίας. Τουλάχι183
στον έτσι καταλαβαίνει αέσως τη φύση της αρρώστιας που αντιετωπίζει. Το «Μέφι» που εφανίστηκε ξαφνικά σήερα στον τοίχο είναι το εξάνθηα. Καταλαβαίν ω γιατί χαογε6
λάει… Κατευθύνθηκα προς τον υπόγειο και κάτω από τα πόδια ου, πάνω στο άσπιλο γυαλί των σκαλιών, υπήρχε άλλο ένα λευκό χαρτί: «Μέφι». Και το ίδιο δυσοίωνο λευκό εξάνθηα είχε εφανιστεί ξαφνικά παντού: στον τοίχο, στο παγκάκι, στον καθρέφτη του οχήατος (κολληένο βλέπετε βιαστικά, στραβά και απρόσεκτα). Ο ήχος από τους τροχούς υπερισχύει της σιωπής – ακούγεται σαν πυρετώδες αία. Κάποιος νιώθει ένα άγγιγα στον ώο – ταράζεται και του πέφτουν τα χαρτιά του. Αυτός ο άλλος στ’ αριστερά ου… διαβάζει την ίδια ακριβώς γραή ξανά και ξανά και πορείς να δεις ότι το χαρτί τρέει ελαφρώς στα χέρια του. Και το νιώθω –στους τροχούς, στα χέρια, στις εφηερίδες, στις βλεφαρίδες– παντού οι παλοί είναι γρηγορότεροι και ίσως σήερα, όταν πάω ε την Ι-330 εκεί, η αύρη γραή του θερόετρου ναο,δείχνει 40ο, 41ο. 39 Στο υπόστεγο επικρατεί η ίδια ακριβώς ησυχία, βουίζει ια προπέλα ακρινή που δεν πορείς νανα δεις. Οιλέξη. τόρνοι κονταν τριγύρω συνοφρυωένοι, χωρίς λένε Τοστέόνο που πορούσες ν’ ακούσεις, κι αυτό αυδρά, ήταν οι γερανοί να γλιστράνε στις ύτες, να σκύβουν, ν’ αρπάζουν ε τις δαγκάνες τους τούς γαλάζιους κύβους παγωένου αέρα και να 6 Πρέπει να οολογήσω ότι έαθα τον πραγατικό λόγο αυτού του χαόγελου ετά από αρκετές έρες, έρες γεάτες ε τα πιο περίεργα κι εκπληκτικά γεγονότα. 184
ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ τους φορτώνουν στις πλευρικές δεξαενές του . Τον ετοιάζουε ήδη για τη δοκιαστική του πτήση. «Τι πιστεύετε; Θα τελειώσουε τη φόρτωση έσα σε ια
βδοάδα;» Μιλούσα ε τον εύτερο Μηχανικό. Έχει αυτό το πορσελάνινο πρόσωπο, διακοσηένο ε γλυκά γαλάζια και απαλά ροζ λουλουδάκια (τα άτια και τα χείλη του), σήερα όως αυτά είχαν ια ξεθωριασένη, ξεπλυένη όψη. Υπολογίζαε φωναχτά, όταν ξαφνικά σταάτησα στη έση ιας λέξης και στάθηκα ε το στόα ανοιχτό: Ψηλά, κάτω από το θόλο, κολληένο πάνω σ’ έναν από τους γαλάζιους κύβους που σήκωνε ο γερανός, πορούσες να διακρίνεις ένα λευκό ορθογώνιο χαρτί. Κάτι ε τράνταξε –ίσως να ήταν ένα γέλιο– ναι, άκουγα τον εαυτό ου να γελάει. (Σας έχει συβεί ποτέ αυτό; Ν’ ακούτε το ίδιο σας το γέλιο;) «Όχι, ακούστε», είπα. «Φανταστείτε το εξής: Βρίσκεστε έσα σ’ ένα παλιό αεροπλάνο, το υψόετρο δείχνει 5.000 έτρα, έχετε χάσει ένα φτερό και πέφτετε, κατά την πτώση εξετάζετε το πρόγραά σας: Αύριο από το εσηέρι έχρι τις δύο… έπειτα από τις δύο έχρι τις έξι… δείπνο στις έξι… εν Τα θαγαλάζια ήταν τρελό αυτό; Όως, κάνουε ακριβώς αυτό!» λουλουδάκια ενεργοποιούνται. Γουρλώνουν. Τι θα γινόταν αν ήουν φτιαγένος από γυαλί και πορούσε αυτός να δει ότι σε τρεις-τέσσερις ώρες περίπου…
185
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΕΒΟΜΗ
Χωρίς Περιεχόενα – εν Μπορώ
Είαι όνος σε ατελείωτους διαδρόους – τους ίδιους όπως και πριν. Ένας ουγκός, συπαγής ουρανός. Κάπου στάζει νερό πάνω σε ια πέτρα. Ίδια πόρτα, βαριά και αδιαφανής, πνιγένα ουρουρητά ακούγονται από πίσω της. Είπε ότι θα ’ρχόταν στις 16:00, είδα όως να πηγαίνει 16:05, 16:10, 16:15 και… κανείς. Για ένα δευτερόλεπτο αισθάνοαι πάλι ο παλιός ου εαυτός, τροοκρατηένος ότι η πόρτα πορεί να ανοίξει. Ακόα πέντε λεπτά και τέρα… αν δεν έρθει. Κάπου στάζει νερό πάνω σε ια πέτρα. Κανείς. Νιώθω ια ελαγχολική ανακούφιση: Σώθηκα. Περπατάω αργά πίσω στο διάδροο. Η τρεουλιαστή, στικτή γραή των φωτεινών γλόπων στο ταβάνι γίνεται όλο και πιο αυδρή… Ξαφνικά ακούω από πίσω ου την πόρτα ν’ ανοίγει ε έναν κρότο, βιαστικά βήατα ν’ αντηχούν απαλά από το ταβάνι και τους τοίχους και αυτή καταφθάνει πετώντας, ε κοένη την ανάσα από το τρέξιο, αναπνέοντας από το στόα. «Το ήξερα ότι θα είστε εδώ, ότι θα ερχόσασταν! Το ήξερα…» Οι λόγχες των βλεφαρίδων της ανοίγουν για να ’ αφήσουν να περάσω έσα… και… Μα πώς πορώ να βρω λέξεις για να περιγράψω αυτό που ου προκαλεί αυτή η αρχαία ιεροτελεστία των χειλιών της ν’ αγγίζουν τα δικά ου, η τόσο ανόητη α και υπέροχη; Ποια εξίσωση πορεί να περιγράψει 186
πώς αυτός ο ανεοστρόβιλος σαρώνει τα πάντα στην ψυχή ου, εκτός απ’ αυτήν; Ναι, ναι, είπα ψυχή. Αν θέλετε να γελάσετε, κάντε το. Σήκωσε ε προσπάθεια, βλέφαρά της και κατάφερε να αργά, πει σιγανά: «Όχι, τα αρκετά… Αργότερα. Για την ώρα, ας πηγαίνουε». Η πόρτα άνοιξε. Βήατα γερασένα και φθαρένα. Παράφωνη φασαρία, σφυρίγατα, φως…
___________________________________________________ Πέρασαν σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες από τότε, έχω ηρεήσει κάπως και παρόλα αυτά ου είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω αυτό που συνέβη, ακόη και σε αδρές γραές. Είναι σαν να έριξαν ια βόβα στο κεφάλι ου και παντού τριγύρω, στοιβαγένα σ’ έναν σωρό, ανοιχτά στόατα, φτερά, ουρλιαχτά, φύλλα, λέξεις, πέτρες… Θυάαι ότι το πρώτο πράγα που ου πέρασε από το υαλό ήταν: «Γύρνα πίσω γρήγορα!» Επειδή πορούσα να καταλάβω ότικάποιον όσο περίενα στους διαδρόους, αυτοίΤείχος θ’ ανατίναζαν ε τρόποκάτω ή θα κατέστρεφαν το Πράσινο – και τα πάντα εκεί έξω που ανέκαθεν είχαν κρατηθεί εκτός της πόλης ας, τώρα θα χυούσαν και θα την κατέκλυζαν. Πρέπει ν’ ανέφερα κάτι τέτοιο στην Ι-330, γιατί γέλασε: «Φυσικά και όχι! Απλώς βρισκόαστε στην άλλη πλευρά του Πράσινου Τείχους». Τότε άνοιξα τα άτια… και βρέθηκα στο άπλετο φως, πρόσωπο ε πρόσωπο ’ αυτό που κανένας από τους ζωντα187
νούς ανθρώπους δεν έχει αντικρίσει ποτέ έχρι τώρα παρά ειωένο κατά χίλιες φορές, εξασθενηένο και σκοτεινιασένο από το θολό γυαλί του Τείχους. Αυτός ο ήλιος… δεν ήταν ο ήλιος ας, ο οοιόορφα τανεηένος πάνω στις καθρεφτένιες επιφάνειες τωνκαπεζοδροίων ας. Αυτός ο ήλιος ήταν αιχηρά θραύσατα, ζωντανά κατά ια έννοια, συνεχώς ετακινούενα σηεία που τύφλωναν τα άτια κι έκαναν το κεφάλι να σβουρίζει. Τα δέντρα ήταν σαν κεριά που κοιτούσαν προς τον ουρανό ή σαν αράχνες καθισένες ανακούρκουδα ε τα πόδια λυγισένα ή σαν σιωπηλά, πράσινα σιντριβάνια… Και όλα αυτά πουσουλούσαν στα τέσσερα, ετακινούνταν και βούιζαν, και κάτω από τα πόδια ου έφτασε γλιστρώντας κάτι σαν αλλιαρό κουβάρι και… εγώ πάγωσα, δεν πορούσα να κουνηθώ… γιατί, βλέπετε, δεν στεκόουν πάνω σε ια επιφάνεια, αλλά πάνω σε κάτι αηδιαστικά αλακό, υποχωρητικό, ζωντανό, πράσινο κι ελαστικό. Μ’ είχαν ζαλίσει όλα αυτά, είχα πάθει σοκ – αυτή άλλον είναι η λέξη που περιγράφει καλύτερα την κατάσταση. Στεκόουν εκεί, σαν να κρεόουν ε τα δυο ου χέρια από κάποιο εγάλο ταλαντευόενο κλώνο. Αυτή είναι όνο η «Μην ανησυχείτε! Μην ανησυχείτε! αρχή. Θα περάσει. Κουράγιο!» ίπλα στην Ι-330, σ’ αντίθεση ε το συγκεχυένο, ετακινούενο πλέγα πρασίνου, είδα το ισχνό προφίλ κάποιου, πολύ λεπτό, σαν από χαρτί… όχι, όχι κάποιου – τον ξέρω. Τον θυάαι, είναι ο γιατρός… όχι, όχι, τώρα καταλαβαίνω. Βλέπω ότι οι δυο τους ε κρατάνε από τις ασχάλες και ε σέρνουν προς τα προστά, γελάνε, τα πόδια ου είναι διπλω188
ένα, γλιστράω προς κάτι κρωξίατα, βρύα, φούντες από γρασίδι, ουρλιαχτά, κλαδιά, κορούς δέντρων, φτερά, φύλλα, σφυρίγατα… Και… τώραετα δέντρα υποχωρούν και βλέπω φωτεινό ξέφωτο ανθρώπους αζεέν ους… ή, δενένα είαι σίγουρος, ίσως είναι πιο σωστό να πω πλάσατα. Τώρα φτάνουε στο πιο δύσκολο σηείο. Αυτό που ξεπερνά κάθε όριο της φαντασίας σας. Τώρα καταλαβαίνω γιατί η Ι-330 επέενε να το κρατάει κρυφό: δεν θα το πίστευα ούτως ή άλλως, ούτε ακόη κι απ’ αυτήν. Ίσως αύριο να ην πιστεύω ούτε τον εαυτό ου, ούτε ακόη κι αυτές τις σηειώσεις. Στο ξέφωτο, γύρω από έναν γυνό βράχο που έοιαζε ε ανθρώπινο κρανίο, ήταν αζεένο ένα θορυβώδες πλήθος, γύρω στους τριακόσιους, τετρακόσιους… ανθρώπους. Ας τους πούε «ανθρώπους», αλλιώς δεν θα ήξερα πώς να τους αποκαλέσω. Και όπως όταν βλέπεις πολλά πρόσωπα σε ια εξέδρα, πάντα ξεχωρίζεις αυτούς που γνωρίζεις, έτσι και τώρα, το όνο που παρατήρησα στην αρχή ήταν οι γκριζογάλανες γιούνι ας. Αέσως ετά, διέκρινα ανάεσα στις γιούνι, απλά και ξεκάθαρα, κατάαυρους, κοκκινωπούς, καστανόξανθους, καστανοκόκκινους και λευκούς ανθρώπους,… ή τουλάχιστον έοιαζαν ’ ανθρώπους. Κανένας τους δεν φορούσε ρούχα και όλοι τους ήταν καλυένοι ’ ένα κοντό και στιλπνό τρίχωα, σαν αυτό που όλοι πορούσαν να δουν στο βαλσαωένο άλογο του Προϊστορικού Μουσείου. Οι γυναίκες, όως, είχαν πρόσωπα ακριβώς ίδια ε… ναι, ίδια ε τις δικές ας γυναίκες: τρυφερά, ροζ και άτριχα. Τα στήθη τους ήταν επίσης χωρίς τρίχωα – εγάλα, στητά και πολύ όορφα από γεω189
ετρική άποψη. Όσο για τους άντρες, όνο ένα έρος του προσώπου τους ήταν άτριχο – όπως και των προγόνων ας. Ήταν τόσο απίστευτο, απόλυτα ανήκουστο, που στεκόουν εκεί σανΤο άγαλα. Σας λέω την στεκόουν απλώς και κοίταζα. ίδιο συβαίνει καιαλήθεια, ε τις ζυγαριές: υπερφορτώνεις τη ια πλευρά και ετά πορείς να βάλεις όσο βάρος θέλεις στην άλλη και η βελόνα δεν πρόκειται να ετακινηθεί. Ξαφνικά βρίσκοαι όνος. Η Ι-330 δεν είναι πλέον δίπλα ου και δεν έχω ιδέα πώς και πού είχε εξαφανιστεί. Οι όνοι που είναι δίπλα ου είναι αυτοί ε τις γούνες τους να λάπουν στον ήλιο σαν ετάξι. Αρπάζω κάποιον από τον ζεστό, δυνατό και κατάαυρο ώο του: «Ακούστε, στο όνοα του Ευεργέτη, ήπως είδατε πού πήγε; Ήταν εδώ, πριν από ένα λεπτό…» Ένα ζευγάρι φουντωτά, αυστηρά φρύδια γύρισαν προς το έρος ου: «Σσσστ! Ησυχία!» Κι έκαναν ένα βιαστικό νεύα προς το κέντρο, προς τον κίτρινο βράχο που έοιαζε ε κρανίο. Τότε την είδα, εκεί ψηλά, πάνω από τα κεφάλια, πάνω απ’ όλους. Ο ήλιος ερχόταν από πίσω της κι έπεφτε ακριβώς πάνω στα άτια ου, πράγα που έκανε ολόκληρη τη ορφή της διακρίνεται καθαρά, κατάαυρη πάνω στο στο πλε του να ουρανού, ια κατάαυρη σιλουέτα πάνω πλε.φόντο Τα σύννεφα περνούσαν λίγο ψηλότερα και ήταν σαν να ην περνούσαν τα σύννεφα αλλά ο βράχος, και αυτή πάνω στο βράχο και το πλήθος πίσω της και το ξέφωτο – όλα γλιστρούσαν σιωπηλά ακριά, σαν πλοίο, και η ανάλαφρη γη κάτω από τα πόδια ας έπλεε ακριά… «Αδέρφια!», έλεγε. «Αδέρφια! Όλοι σας γνωρίζετε ότι εκεί πέρα, στην πόλη πέρα από το Τείχος, ΟΛΟχτίζουν τον 190
ΚΛΗΡΤΗ. Όλοι σας γνωρίζετε ότι έφτασε η έρα που θα
γκρείσουε αυτό το Τείχος, όλους τους τοίχους, έτσι ώστε πράσινος άνεος να φυσήξει σ’ ολόκληρη τη Γη, από τη ια ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ
άκρη ώς τηναυτούς άλλη. Όως ο τοίχους ψηλά, πρόκειται να εταφέρει τους εκεί πάνω, στις χιλιάδες άλλες γαίες, των οποίων τα φώτα θα λάψουν για σας απόψε έσα στα αύρα, νυχτερινά φυλλώατα…» ΟΛΟΚύατα, αφροί, αέρας χτυπά το βράχο: «Κάτω ο ΚΛΗΡΤΗΣ! Κάτω ο ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ!» ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ «Όχι αδέρφια! Όχι κάτω ο . Ο ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ πρέπει να γίνει δικός ας. Την ηέρα εκείνη που θα εκτοξευθεί στους ουρανούς για πρώτη φορά – θα είαστε εείς ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ οι επιβάτες του. Γιατί ο Κατασκευαστής του είναι αζί ας. Άφησε τους τοίχους πίσω του, ήρθε εδώ αζί ου για να βρεθεί ανάεσά σας. Ζήτω ο Κατασκευαστής!» Μέσα σε ια στιγή βρίσκοαι στον αέρα και από κάτω ου κεφάλια, κεφάλια, κεφάλια, στόατα ανοιχτά να κραυγάζουν, χέρια ν’ ανεβοκατεβαίνουν. Ήταν τόσο παράξενο, εθυστικό: Ένιωσα τον εαυτό ου πάνω απ’ όλους τους άλλους. Ήουν… ο εαυτός ου, κάτι ξεχωριστό, ένας κόσος. Έπαψα
να είαι ένας από τους πολλούς, όπως ήουν πάντα, κι έγινα απλώς ένας. Και ετά, να ’αι πάλι κάτω, ακριβώς δίπλα στο βράχο, το σώα ου γουργούριζε, ευτυχισένο, θρυατισένο, σαν να είχε όλις κάνει έρωτα. Ήλιος. Φωνές από ψηλά. Το χαόγελο της Ι-330. Μια γυναίκα ε χρυσά αλλιά, ολόκληρη χρυσή και εταξένια, που ύριζε γρασίδι. Κρατούσε ένα κύπελλο στα χέρια της, προφανώς από ξύλο. Πίνει απ’ αυτό ε τα κόκκινα χείλη της, ου το δίνει, εγώ κλείνω τα άτια και 191
πίνω, πίνω άπληστα, να σβήσω τη φωτιά, πίνω γλυκές, τσουχτερές, παγωένες σπίθες. Μετά απ’ αυτό, το αία ου και ολόκληρος ο κόσος τρέχουν φορές Όλα γρηγορότερα και η ανάλαφρη γη πετάει σαν χιλιάδες πούπουλο. ου φαίνονται εύκολα, απλά και ξεκάθαρα. Τώρα βλέπω τα πελώρια, γνώρια γράατα πάνω στο βράχο: «Μέφι». Για κάποιον λόγο ού φαίνεται ότι έτσι ακριβώς έπρεπε να είναι – είναι το ισχυρό, απλό νήα που συνδέει τα πάντα σφιχτά. Βλέπω ένα πρόχειρο σχέδιο (άλλον πάνω στον ίδιο βράχο) ενός φτερωτού νέου ε διάφανο σώα κι ένα βαθυκόκκινο, εκτυφλωτικά λαπερό κάρβουνο στη θέση της καρδιάς. Ξανά νοίζω ότι καταλαβαίνω αυτό το κάρβουνο ή, άλλον, το αισθάνοαι – ακριβώς όπως αισθάνοαι κάθε λέξη (αυτή ιλάει εκεί πάνω, στον βράχο) χωρίς, στην πραγατικότητα, να την ακούω – κι αισθάνοαι τους πάντες ν’ αναπνέουν σαν ένας, αισθάνοαι ότι η οίρα όλων είναι να πετούν προς ια κατεύθυνση αζί, όπως ακριβώς τα πουλιά εκείνη τη φορά πάνω από το Τείχος… Από πίσω, από το πυκνό, αναπνέον φύλλωα των σωάτων, έρχεται ια δυνατή φωνή: «Μα αυτό είναιου– τρέλα!» Νοίζω ότι εγώ –ναι, νοίζω ότι ήταν η φωνή πήδηξα πάνω στο βράχο, απ’ όπου είδα τον ήλιο, τα κεφάλια, ια οδοντωτή γραή πράσινου πάνω στο πλε, και φώναξα: «Ναι, ναι, ακριβώς! Όλοι πρέπει να τρελαθούν, να τρελαθούν παντελώς, το συντοότερο δυνατό! Είναι απολύτως αναγκαίο! Το ξέρω πως είναι!» Η Ι-330 είναι δίπλα ου. Το χαόγελό της, δύο σκούρες γραές από τις άκρες του στόατος σε γωνία προς τα πάνω, 192
βυθίζεται έσα ου σαν κάρβουνο κι αυτή η στιγή είναι εύκολη, σχεδόν ανώδυνη, υπέροχη… Έπειτα, το όνο που συγκρατώ είναι ορισένες σκόρπιες, αιχηρές Ένα πουλί που πετάει αργά και χαηλά. Βλέπω ανανήσεις. ότι είναι ζωντανό, σαν εένα. Σαν άνθρωπος, στρέφει το κεφάλι του αριστερά και δεξιά και εισδύει έσα ου ε τα στρογγυλά, σκούρα άτια του… Κι άλλη ία. Μια πλάτη ε στιλπνό τρίχωα στο χρώα του παλιού ελεφαντοστού. Ένα σκούρο έντοο ε ικροσκοπικά, διαφανή φτερά έρπει πάνω της – η πλάτη τινάζεται για να διώξει από πάνω της το έντοο, τινάζεται ξανά… Κι άλλη ία. Τα φύλλα κάνουν σκιά – διαπλέκονται και διασταυρώνονται. Άνθρωποι είναι ξαπλωένοι στη σκιά τους και τρώνε κάτι που οιάζει ε το θρυλικό φαγητό των αρχαίων: ένα ακρύ, κίτρινο φρούτο κι ένα κοάτι από κάτι σκούρο. Μια γυναίκα το βάζει στο χέρι ου και νιώθω περίεργα, ην ξέροντας αν πρέπει να το φάω. Ύστερα το πλήθος, κεφάλια, πόδια, χέρια, στόατα. Πρόσωπα εφανίζονται για ια στιγή και ετά εξαφανίζονται, σαν σαπουνόφουσκες που σκάνε. Για ια στιγή βλέπω, ή νοίζω πως βλέπω, διάφανα πτερυγοειδή αυτιά να περνούν φευγαλέα. Πιάνω το χέρι της Ι-330 ε όλη ου τη δύναη. Γυρίζει για να ε κοιτάξει: «Τι συβαίνει;» «Είναι αυτός εδώ… νοίζω πως…» «Ποιος;» «Ο S… Μόλις τώρα, έσα στο πλήθος…» Αδύνατα, κατάαυρα σαν κάρβουνο φρύδια τραβιούνται προς τους κροτάφους. Το αιχηρό τρίγωνο ενός χαόγελου. 193
εν καταλαβαίνω – γιατί χαογελάει, πώς πορεί να χαογελάει; «εν καταλαβαίνετε, Ι-330! εν καταλαβαίνετε τι σηαίνει αν αυτός, ή κάποιοςΠιστεύετε απ’ αυτούς, είναι εδώ;» «Είστε τόσο αστείος! πράγατι ότι κάποιος από την άλλη πλευρά του Τείχους θα πορούσε ποτέ να φανταστεί ότι ήαστε εδώ; Θυηθείτε τον εαυτό σας. Φανταστήκατε ποτέ ότι θα ήταν δυνατόν; Μας ψάχνουν εκεί πέρα. Αφήστε τους να ψάχνουν! Ονειρεύεστε!» Μου πετάει εύκολα ένα ζωηρό χαόγελο και χαογελάω κι εγώ. Η γη είναι εθυσένη, χαρούενη, ανάλαφρη – πλέει…
194
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΟΓΟΗ
ύο Γυναίκες Εντροπία και Ενέργεια Αδιαφανές Τήα του Σώατος
Σκεφτείτε αυτό. Αν ο κόσος σας οιάζει ε τον κόσο των ακρινών ας προγόνων, τότε φανταστείτε ότι ια φορά κι έναν καιρό πλέατε στον ωκεανό και πέσατε πάνω σε ια έκτη ή έβδοη ήπειρο, κάποια Ατλαντίδα, κι εκεί βρήκατε φανταστικές πόλεις-λαβυρίνθους, ανθρώπους να πετούν στον αέρα χωρίς τη βοήθεια φτερών ή αεροκίνητων, πέτρες που πορούσατε να σηκώσετε όνο ε το κοίταγά σας – ε άλλα λόγια, πράγατα που δεν θα πορούσατε να φανταστείτε ακόη κι αν πάσχατε από την ονειρο-ασθένεια. Έτσι ακριβώς ένιωσα χθες. Γιατί, βλέπετε, ετά τον ιακοσαετή Πόλεο, κανείς ας δεν είχε περάσει από την άλλη πλευρά του Τείχους – αυτό σας το έχω ήδη πει άλλωστε. Γνωρίζω, άγνωστοι φίλοι ου, ποιο είναι το καθήκον ου απέναντί σας. το να και σαςαπροσδόκητο περιγράψω εκόσο κάθε λεπτοέρεια αυτόν τονΕίναι παράξενο που ου αποκαλύφθηκε χθες. Αλλά για την ώρα δεν είαι σε θέση να επιστρέψω σ’ αυτόν. Νέα γεγονότα συβαίνουν διαρκώς, τέτοιος καταιγισός γεγονότων, ώστε θα έπρεπε να είαι δύο άνθρωποι για να τα προλάβω όλα. Σηκώνω τη γιούνι ου σαν ποδιά, κάνω τις χούφτες ου κούπες, αλλά τα γεγονότα πέφτουν πάνω ου ε τους κουβάδες και όνο κάτι σταγόνες καταλήγουν σ’ αυτές τις σελίδες… 195
Το πρώτο πράγα που συνέβη ήταν το ότι άκουσα δυνατές φωνές έξω από την πόρτα ου. Αναγνώρισα τη φωνή της, ευλύγιστη και εταλλική, και ια άλλη, σχεδόν άκαπτη, σαν ξύλινος χάρακας: τη φωνή της U. Έπειτα, η στο πόρτα άνοιξε ε θόρυβο και οι δυο τους εκτοξεύθηκαν έσα δωάτιο ου. Και το εννοώ ότι εκτοξεύθηκαν. Η Ι-330 άπλωσε το χέρι της στην πλάτη της πολυθρόνας ου και, κοιτάζοντας πάνω από τον δεξί της ώο, χαογέλασε στην άλλη δείχνοντας τα δόντια της. εν θα ήθελα ε τίποτα εκείνο το χαόγελο να στόχευε σε ένα. «Ακούστε», ου είπε η Ι-330, «αυτή η γυναίκα φαίνεται ότι έχει κάνει σκοπό της ζωής της να σας προστατέψει από ένα, λες και είστε παιδί. Έχει την άδειά σας γι’ αυτό;» Έπειτα η άλλη, ε τρεάενα βράγχια: «Ακριβώς. Είναι παιδί. Ναι! Αυτός είναι ο όνος λόγος που δεν πορεί να δει πόσο τον πλέκετε ε όλα αυτά… απλώς για να… ότι όλα είναι… ια φάρσα. Ναι! Και είναι καθήκον ου…» Ρίχνω ια ατιά στον καθρέφτη και βλέπω την τεαχισένη, καπυλωτή γραή των φρυδιών ου. Αναπήδησα, στρίωξα ε δυσκολία τις λέξεις έσα από τα δόντια ου (ίσα που κατάφερα καταπνίξω τον άλλο ου εαυτό εστο τις τριχωτές γροθιές)να και τις ξεστόισα κατευθείαν πάνω πρόσωπό της, πάνω στα βράγχια: «Έξω! Εδώ και τώρα! Βγείτε έξω!» Τα βράγχια πρήστηκαν, έγιναν ολοκόκκινα και ετά έπεσαν, έγιναν γκρίζα. Άνοιξε το στόα της για να πει κάτι, έπειτα το ξανάκλεισε χωρίς να πει τίποτα και βγήκε έξω. Έτρεξα προς την Ι-330. «Ποτέ… ποτέ δεν θα ε συγχωρήσω γι’ αυτό! Θα τολούσε να… σε σας; Βέβαια, δεν νο196
ίζετε ότι εγώ πιστεύω… ότι αυτή… Απλώς θέλει να εγγραφεί σε ένα κι εγώ…» «Ευτυχώς δεν θα προλάβει να εγγραφεί. Και δεν ε νοιάζει ανεένα, υπάρχουν χιλιάδες σαν αυτήν. Ξέρω ότι εσείς θα πιστέψετε όχι τις χιλιάδες. Γιατί, ετά απ’ αυτό που συνέβη χθες, όσον αφορά εσάς, ’ έχετε ακριβώς έτσι όπως το θέλατε. Είαι στα χέρια σας, πορείτε οποιαδήποτε στιγή…» «Τι εννοείτε – οποιαδήποτε στιγή;» Αλλά αέσως κατάλαβα. Το αία πληύρισε τ’ αυτιά ου, τα άγουλά ου και φώναξα: «Μη ου ιλάτε γι’ αυτό! Μη ου το αναφέρετε! Καταλαβαίνετε ότι αυτό ήταν… το άλλο ου εγώ, το παλιό, το πριν, τώρα όως…» «Ποιος ξέρει ποιος είστε αληθινά; Ο άνθρωπος είναι σαν ένα υθιστόρηα: δεν ξέρεις πώς θα τελειώσει έχρι την τελευταία σελίδα. Αλλιώς δεν θ’ άξιζε να διαβαστεί…» Μου χαϊδεύει το κεφάλι. εν πορώ να δω το πρόσωπό της, αλλά κάτι στη φωνή της ου λέει ότι κοιτάζει ακριά, πολύ ακριά, ότι το βλέα της είναι στυλωένο σ’ ένα σύννεφο και πλέει αθόρυβα, αργά, ποιος ξέρει προς τα πού… Ξαφνικά ’ έσπρωξε ακριά ε το χέρι της και ου είπε ’ έντονη καινα τρυφερή «Ακούστε, σας πω ότι ίσως αυτές είναι οι φωνή: τελευταίες έρεςήρθα ας…ναΤο ξέρετε ότι όλα τ’ αφιθέατρα είναι κλειστά από σήερα το βράδυ;» «Κλειστά;» «Ναι, κοίταξα έσα καθώς περνούσα από εκεί. Ετοιάζουν κάτι έσα στα κτήρια των αφιθεάτρων, είδα τραπέζια και γιατρούς ε λευκές ποδιές». «Τι πορεί να σηαίνει αυτό;» «εν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει ακόη. Αυτό είναι το χει197
ρότερο. Έχω την αίσθηση, όως, ότι οι άλλοι έκαναν το πρώτο βήα… έτσι, αν όχι αέσως, τότε αύριο… Ίσως όως και να ην προλάβουν». έπαψα ασχολούαι ε το ποιοι είναι οι άλλοιΑπό εείς και καιρό ποιοι . εν ν’ ήξερα τι προτιούσα: να προλάβουν οι άλλοι ή όχι. Ένα πράγα ού ήταν ξεκάθαρο: ότι η Ι330 βάδιζε στην κόψη του ξυραφιού και κάποια στιγή… «Μα αυτό είναι τρελό». Λέω. «Εσείς… και το Μονοκράτος. Είναι σαν να βάζετε το χέρι σας προστά στην κάννη, νοίζοντας ότι πορείτε να σταατήσετε τη σφαίρα. Είναι εντελώς τρελό!» Μου απάντησε ε χαόγελο: «Όλοι πρέπει να τρελαθούε… το συντοότερο δυνατό. Κάποιος το είπε αυτό χθες. Θυάστε; Εκεί…» Ναι, το έχω γράψει αυτό. Εποένως, συνέβη πραγατικά. εν λέω τίποτα, απλώς την κοιτάω στο πρόσωπο. Ο σκούρος σταυρός πάνω του είναι τώρα ιδιαίτερα ζωντανός. «Ι-330, αγάπη ου, πριν να είναι πολύ αργά… Αν θέλετε, ταπετάωόλα,ταξεχνάω… καιπάεαζίεκείπέρα,πίσωαπό το Τείχος, σ’ αυτούς… που δεν ξέρω καν ποιοι είναι». το κεφάλι της. Μέσα από τα σκούρα παράθυρα τωνΚούνησε ατιών της, εκεί στο εσωτερικό, βλέπω τη φλόγα να καίει, σπίθες, πύρινες γλώσσες να ξεπηδάνε, στοίβες από ξερά, ρητινούχα ξύλα. Και βλέπω ότι είναι ήδη πολύ αργά. Τα λόγια ου δεν πορούν πλέον να… Σηκώθηκε. Ετοιάζεται να φύγει. Ίσως αυτές να είναι οι τελευταίες έρες… ή οι τελευταίες στιγές. Την άρπαξα από το χέρι. «Όχι! Λιγάκι ακόη… για χάρη…» 198
Σήκωσε το χέρι ου αργά προς το φως, το τριχωτό ου χέρι που τόσο απεχθανόουν. Προσπάθησα να το τραβήξω, αλλά το κρατούσε σφιχτά. «Το χέρι σας… εν ξέρουν,εκείότι υπάρχουν γυναίκες απότο δω,ξέρετε, από τηνελάχιστοι πόλη, που το αγάπησαν νους εκεί έξω. Κι εσείς, επίσης, ίσως έχετε ια δυο σταγόνες από τοηλιόλουστοαίατουδάσους.Ίσωςγι’αυτόκιεγώνασας…» Μεσολάβησε ια παύση και, παραδόξως, η παύση, το κενό, το τίποτα, έκαναν την καρδιά ου να χτυπάει σαν τρελή. Και φώναξα: «Αχ, δεν πορείτε να φύγετε από τώρα! εν θα φύγετε προτού ου ιλήσετε γι’ αυτούς, γιατί τους αγαπάτε κι εγώ δεν ξέρω καν ποιοι είναι, από πού έρχονται. Ποιοι είναι; Είναι το άλλο ισό που έχουε χάσει – είναι αυτοί το υδρογόνο κι εείς το οξυγόνο που πρέπει να ενωθούν για να σχηατίσουν ρεύατα, θάλασσες, καταρράχτες, κύατα, καταιγίδες;» Θυάαι χαρακτηριστικά κάθε κίνησή της. Θυάαι που πήρε το γυάλινο τρίγωνο από το τραπέζι ου και όση ώρα ιλούσα πίεζε τη υτερή του άκρη στο άγουλό της. Σχηατίστηκε ένα λευκό σηάδι, που στη συνέχεια έγινε ροζ και ετά εξαφανίστηκε. Το περίεργο είναι ότιεικόνες δεν θυάαι τι είπε, ειδικά στην αρχή. Θυάαι όνο διάφορες και χρώατα. Θυάαι πάντως ότι στην αρχή ιλούσε για τον ιακοσαετή Πόλεο. Υπήρχε κάτι κόκκινο πάνω στο πράσινο του γρασιδιού, πάνω στο σκούρο πηλό, πάνω στο πλε του χιονιού – λινάζον κόκκινο που ποτέ δεν στέγνωσε. Έπειτα κίτρινο γρασίδι, καένο από τον ήλιο, γυνοί, κίτρινοι, ρακένδυτοι άνθρωποι και δίπλα τους κουρελήδες σκύλοι, δίπλα στα πρησένα πτώατα – σκύλων ή και ανθρώπων 199
ίσως… Όλα αυτά από την άλλη πλευρά του Τείχους φυσικά, γιατί η πόλη είχε ήδη κερδίσει. Μέσα στην πόλη έβρισκες ήδη την τροφή που έχουε και τώρα, φτιαγένη από πετρέλαιο. Απόκάποιας τον ουρανό ώςοιτη γη, απλώνονταν οι αύρες, βαριές πτυχές ύλης, κυατώδεις πτυχές: Στήλες καπνού πάνω από τα δάση, πάνω από τα χωριά. Ένας κούφιος θρήνος κρεόταν πάνω από τις αύρες, ατέλειωτες γραές αυτών που οδηγούνταν προς την πόλη, για να σωθούν ε τη βία και να διδαχθούν την ευτυχία. «Τα γνωρίζατε, σχεδόν, όλα αυτά, έτσι;» «Σχεδόν, ναι.» «εν γνωρίζατε, όως, πολύ λίγοι το γνώριζαν, ότι ένα ικρό έρος αυτών κατόρθωσε να επιζήσει και να συνεχίσει να ζει εκεί, στην άλλη πλευρά του Τείχους. Ήταν γυνοί και κατευθύνθηκαν προς το δάσος. Εκεί διδάχτηκαν από τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά, τα λουλούδια, τον ήλιο. Το σώα τους απέκτησε τρίχωα, όως κάτω από το τρίχωα διατήρησαν το καυτό, κόκκινο αία τους. Εσείς τα βρήκατε πιο δύσκολα. Βγάλατε αριθούς σε όλο το σώα σας, αριθοί έρπανε πάνω σας σαν ψείρες. Πρέπει να γυνωθείτε όλοι σαςκαι να οδηγηθείτε έσα Πρέπει νααπό άθετε να τρέετε φόβο, από χαρά,στο απόδάσος. παράφορη οργή, το κρύο – πρέπειαπό να άθετε να προσεύχεστε στη φωτιά. Κι εείς οι Μέφι, θέλουε…» «Μια στιγή. Μέφι; Τι σηαίνει Μέφι;» «Μέφι; Είναι ένα αρχαίο όνοα. Μέφι είναι κάποιος που… Αν θυάστε πάνω στο βράχο υπήρχε η ορφή ενός νέου… Ή, άλλον όχι, καλύτερα να το πω στη γλώσσα σας, για να το καταλάβετε ευκολότερα. Κοιτάξτε, υπάρχουν δυο δυνάεις στον κόσο, η εντροπία και η ενέργεια. Η ία οδη200
γεί στην ευδαιονική ηρεία, στην ευτυχισένη ισορροπία. Η άλλη οδηγεί στη διάσπαση της ισορροπίας, στο βασανιστήριο ιας αδιάκοπης κίνησης. Οι δικοί ας –ή άλλον οι δικοί σας– πρόγονοι, οι Χριστιανοί, λάτρευαν τηνεείς…» εντροπία όπως και τον Θεό. Εείς, όως, οι αντιχριστιανοί, Εκείνη τη στιγή ακούστηκε ένα ελαφρύ χτύπηα στην πόρτα, σαν ψίθυρος, και όρησε στο δωάτιο ο ίδιος Αριθός ε το επίπεδο πρόσωπο και το τραβηγένο προς τα άτια έτωπο, που ου έφερνε συχνά ηνύατα από την Ι-330. Έτρεξε προς εάς και σταάτησε, ανασαίνοντας σαν υδραυλική αντλία, ανίκανος να αρθρώσει λέξη – πρέπει να έτρεχε όσο πιο γρήγορα πορούσε. «Ελάτε, λοιπόν, τι συβαίνει;» Η Ι-330 τον άρπαξε από τον ώο. Η αντλία κατάφερε τελικά να πει λαχανιασένα: «Κατευθύνονται προς εδώ… οι Φρουροί… είναι κι αυτός αζί τους, εκείνος ε την καπούρα!» «Ο S;» «Ναι! Είναι εδώ έσα. Θα φτάσουν από στιγή σε στιγή! Βιαστείτε!» «Χαλαρώστε… έχουε ικρές, χρόνο!», γέλασεπύρινες αυτή. Στα άτια της έλαπαν σπίθες, ζωηρές, γλώσσες. Αυτό είτε ήταν ηλίθιο και παράλογο θάρρος ή εδώ συνέβαινε κάτι άλλο που δεν καταλάβαινα. «Ι-330! Για χάρη του Ευεργέτη! Πρέπει να καταλάβετε… αυτό είναι…» Αιχηρό, τριγωνικό χαόγελο: «Για χάρη του Ευεργέτη…» «Καλά, για δική ου χάρη τότε… Σας παρακαλώ!» 201
«Α, παρεπιπτόντως, εείς οι δύο πρέπει να ιλήσουε για ένα συγκεκριένο ζήτηα… Αλλά, δεν πειράζει – πορεί να περιένει έχρι αύριο…» Μου έγνεψε εύθυα (ακριβώς: εύθυα), βγήκε κάτω από το φρύδι του όσο χρειάστηκε για οναάλλος ε χαιρετήσει κι έεινα όνος. Έκατσα αέσως στο τραπέζι. Ξεδίπλωσα τις σηειώσεις ου, έβγαλα την πένα ουαυτοί – ήθελα να ε βρουν σε ώρα δουλειάς προς όφελος του Μονοκράτους. Και ξαφνικά, σαν να ζωντάνεψαν κι ανασηκώθηκαν όλες οι τρίχες του κεφαλιού ου: «Κι αν πάρουν ια σελίδα και τη διαβάσουν, όνο ια σελίδα, ειδικά ια απ’ αυτές τις τελευταίες;» Κάθισα ακίνητος στο τραπέζι και είδα τους τοίχους να τρέουν, την πένα στα χέρια ου να τρέει, τα γράατα να ταλαντεύονται και να περδεύονται εταξύ τους… Να τις κρύψω; Πού όως; Όλα είναι φτιαγένα από γυαλί. Να τις κάψω; Μα θα φανεί από το διάδροο και από τα διπλανά δωάτια. Επιπλέον, δεν πορώ να το κάνω. εν έχω πλέον τη δύναη να καταστρέψω αυτό το οδυνηρό κοάτι του εαυτού ου, το οποίο πορεί ν’ αποδειχτεί το κοάτιΠέρα που εκτιώ ακριάπερισσότερο. στο διάδροο ακούγονταν φωνές και βήατα. Το όνο που προλάβαινα να κάνω ήταν ν’ αρπάξω ερικά χαρτιά και να τα χώσω από κάτω ου. Να ’αι λοιπόν, κολληένος στην καρέκλα ε κάθε όριό της να τρέει και το πάτωα να ανεβοκατεβαίνει και να γλιστράει κάτω από τα πόδια ου σαν κατάστρωα πλοίου… Κουλουριασένος σαν παλάκι και κοιτάζοντας στα κλεφτά πάνω από την προεξοχή του φρυδιού ου, τους έβλεπα 202
να πηγαίνουν από δωάτιο σε δωάτιο, ξεκινώντας από τη δεξιά άκρη του διαδρόου και πλησιάζοντας όλο και περισσότερο. Κάποιοι κάθονταν, σαν κι εένα, παγωένοι στις θέσεις τους. Κάποιοι άλλοι σηκώνονταν να τους χαιρετήσουν άνοιγαν διάπλατα την πόρτα – οι τυχεροί! Μακάρι κι εγώ…και «Ο Ευεργέτης είναι το τελειότερο απολυαντικό, απαραίτητο για την ανθρωπότητα, κι εποένως ο οργανισός του Μονοκράτους δεν περιορίζεται…», τέτοιες απόλυτες ανοησίες στρίωχνα στο χαρτί ε την πένα που πηδούσε, καθώς έσκυβα όλο και περισσότερο στο τραπέζι, ενώ κάποιος παρανοϊκός σιδεράς χτυπούσε ε το αόνι το κεφάλι ου και άκουσα τότε πίσω ου το χερούλι της πόρτας ν’ ανοίγει, ένιωσα ένα ρεύα αέρα και η καρέκλα από κάτω ου άρχισε να χορεύει κλακέτες… Μόνο τότε κατάφερα να ξεκολλήσω από τη σελίδα και γύρισα ν’ αντικρίσω αυτούς που είχαν πει έσα (δεν είναι εύκολο να παίζεις σε ια φάρσα – ποιος ου ιλούσε σήερα για φάρσα;). Ο S ήταν επικεφαλής. Τα σκοτεινά, σιωπηλά, σβέλτα άτια του άρχισαν να διεισδύουν έσα ου, στην καρέκλα, στις σελίδες που έτρεαν κάτω από το χέρι ου. Έπειτα, είδα για ια στιγή στο κατώφλιένα κάποια γνώρια, καθηερινά πρόσωπα και συγκεκριένα απ’ αυτά ξεχώριζε: Είχε φουσκωένα, καφερόδινα βράγχια… Επανέφερα στη νήη ου όλα αυτά που συνέβησαν σ’ αυτό το δωάτιο πριν από ισή ώρα και ήταν ολοφάνερο ότι τώρα αυτή… Όλο ου το είναι παλλόταν σ’ εκείνο το έρος του σώατός ου (ευτυχώς αδιαφανές) όπου έκρυβα το χειρόγραφο. Η U πλησίασε τον S από πίσω, ακούπησε προσεκτικά το ανίκι του και είπε πολύ σιγανά: «Αυτός είναι ο D-503, ο 203
ΚατασκευαστήςΟΛΟΚΛΗΡΤΗ του . Σίγουρα έχετε ακούσει γι’ αυτόν. Πάντα κάθεται έτσι και δουλεύει στο γραφείο του. εν λυπάται καθόλου τον εαυτό του!» Όσο για ένα, σκεφτόουν: Τι καταπληκτική, υπέροχη γυναίκα! Ο S προχώρησε προς το έρος ου και κοίταξε στο γραφείο, πάνω από τον ώο ου. Προσπάθησα να κρύψω το χαρτί ε τον αγκώνα ου, αλλά φώναξε αυστηρά: «Θα ου το δείξετε εδώ και τώρα!» Νεκρωένος, του έδωσα το χαρτί. Το διάβασε και διέκρινα ένα χαόγελο στα άτια του, να γλιστράει στο πρόσωπό του και ’ ένα ελαφρύ χτύπηα της ουράς του να εγκαθίσταται στη δεξιά εριά του στόατός του. «Λίγο ασαφές, αλλά τέλος πάντων… ραία, συνεχίστε, δεν θα σας ενοχλήσουε περισσότερο.» Πλατσούρισε προς την πόρτα και ε κάθε του βήα ανακτούσα τα πόδια ου, τα χέρια ου, τα δάχτυλά ου – η ψυχή ου απλώθηκε ξανά οοιόορφα στο σώα ου και ανέπνευσα και πάλι… Στο τέλος, η U κοντοστάθηκε ια στιγή παραπάνω και ου ψιθύρισε στο αυτί: «Είστε τυχερός που εγώ…» ενότι ξέρω τι ήθελε να πει. Αργότερα εκείνο απόγευα έαθα είχαν συλλάβει τρεις Αριθούς. Όχιτο πως ιλούσε κανείς γι’ αυτό ή για ό,τι άλλο συβαίνει αυτές τις έρες (η παιδαγωγική επιρροή των Φρουρών κρύβεται παντού έσα ας). Οι κουβέντες αφορούν συνήθως το πόσο γρήγορα πέφτει το βαρόετρο και πώς αλλάζει ο καιρός.
204
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΕΝΑΤΗ
Ίνες στο πρόσωπο Βλαστοί Αφύσικη Συπίεση
Περίεργο: το βαρόετρο πέφτει, αλλά ακόη δεν έχει αέρα, όνο σιωπή. Κάπου ψηλά, η καταιγίδα που ακόη εείς δεν ακούε έχει ήδη αρχίσει. Τα σύννεφα της βροχής τρέχουν σαν τρελά. Ακόη είναι λίγα – διασκορπισένα, οδοντωτά θραύσατα. Είναι σαν να έχει γκρειστεί ια πόλη εκεί πάνω και τώρα πέφτουν κοάτια από τους τοίχους και τους πύργους, εγαλώνουν προστά στα άτια ας ε τροακτική ταχύτητα και πλησιάζουν όλο και περισσότερο. Αλλά, πρέπει να πετάξουν ακόη πολλές έρες έσα από το πλε άπειρο προτού σωριαστούν εδώ στον πυθένα, αζί ε ας. Εδώ κάτω έχει ησυχία. Στον αέρα πετούν λεπτές, ασύλληπτες, σχεδόν αόρατες ίνες. Μεταφέρονται ώς εδώ κάθε φθινόπωρο από την άλλη πλευρά του Τείχους. Κινούνται ανάλαφρα και αργά. Ξαφνικά νιώθεις κάτι ξένο και αόρατο στο πρόσωπό σου, θέλεις να το αποακρύνεις, όως δεν πορείς. εν πορείς ν’ απαλλαχτείς απ’ αυτό. Οι ίνες αυτές είναι ιδιαίτερα πολλές αν πας κοντά στο Πράσινο Τείχος, εκεί όπου περπατούσα σήερα το πρωί. Η Ι-330 ου ζήτησε να τη συναντήσω στην Αρχαία Οικία, στο παλιό ας «διαέρισα». Πλησίαζα τον αδιαφανή, κόκκινο, σκουριασένο όγκο της Αρχαίας Οικίας, όταν άκουσα από 205
πίσω ου τα κοφτά, βιαστικά βήατα και τη λαχανιασένη αναπνοή κάποιου. Κοίταξα πίσω και είδα την Ο που προσπαθούσε να ε φτάσει. Είχε κάτι το ιδιαίτερο πάνω της· πόσο στρογγυλή τρυφερά ολοκληρωένη φαινόταν! Τα πράτσα της, οικαι καπύλες του στήθους της, ολόκληρο το σώα της, που γνώριζα τόσο καλά, είχε στρογγυλέψει, και η γιούνι της ήταν τεντωένη, έτοιη να σχιστεί και τα πάντα θα ξεχύνονταν… έξω στον ήλιο, στο φως. Σκέφτηκα ότι εκεί έξω, στις πράσινες ζούγκλες την άνοιξη, οι βλαστοί ανοίγουν δρόο στη γη το ίδιο πεισατάρικα, στην προσπάθειά τους να βγάλουν κλαδιά και φύλλα όσο γίνεται πιο γρήγορα, ν’ ανθίσουν το συντοότερο. Έεινε σιωπηλή για ερικά δευτερόλεπτα, ε τα γαλάζια άτια της ν’ ακτινοβολούν στο πρόσωπό ου. «Σας είδα εκεί την Ηέρα της Οοφωνίας». «Κι εγώ σας είδα…» Και αέσως θυήθηκα που στεκόταν χαηλά, στο στενό πέρασα, ακουπώντας την πλάτη της στον τοίχο και προστατεύοντας ε τα χέρια την κοιλιά της. Κοίταξα άθελά ου την κοιλιά της, ολοστρόγγυλη κάτω από τη γιούνι της. Προφανώς τηχάρισε ατιά ου. Έγινε ολόκληρη στρογγυλή και ρόδινηέπιασε και ου ένα ρόδινο χαόγελο: «Είαι τόσο ευτυχισένη, τόσο ευτυχισένη… αισθάνοαι πλήρης, βλέπετε, ξεχειλίζω. Περπατάω και δεν ακούω τίποτα τριγύρω, ακούω συνεχώς έσα ου…» εν είπα τίποτα. Είχα κάτι ξένο πάνω στο πρόσωπό ου, κάτι ενοχλητικό, και δεν πορούσα ν’ απαλλαγώ απ’ αυτό. Τότε, ε τα άτια της ακόη να λάπουν, ε ξάφνιασε πιάνοντας το χέρι ου – κι ένιωσα το άγγιγα των χειλιών 206
της πάνω του… Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή ου που ου συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ήταν ένα είδος αρχαίου χαδιού που δεν είχα ξανακούσει… Ένιωσα τόσο πληγωένος και ντροπιασένος που το τράβηξα απότοα (ίσως λίγο πιο απότοα απ’ ό,τι έπρεπε). «Για ακούστε, έχετε χάσει το υαλό σας; Και όχι όνο αυτό… γενικά, για ποιο λόγο είστε τόσο ευτυχισένη; Μην ου πείτεότιέχετεξεχάσειαυτόπουπρόκειταινασαςσυβεί!Ίσως όχι τώρα αέσως, αλλά σ’ έναν ε δύο ήνες σίγουρα…» Ήταν σαν κερί που έσβησε ξαφνικά. Όλες οι καπύλες που τη σχηάτιζαν ξαφνικά παραορφώθηκαν. Όσο για ένα, ένιωσα ια δυσάρεστη, έως και οδυνηρή, συπίεση στην καρδιά ου, σαν αυτή που συνοδεύει το συναίσθηα του οίκτου. (Γιατί η καρδιά δεν είναι τίποτα παραπάνω από ια ιδανική αντλία που ρουφάει ένα υγρό. Το ν’ αποκαλείς τη συπίεση αυτή «σφίξιο» είναι ια τεχνική ανοησία και δείχνει πόσο παράλογες, αφύσικες και αρρωστηένες είναι όλες αυτές οι «αγάπες» και οι «οίκτοι» και οτιδήποτε άλλο υποτίθεται ότι προκαλεί αυτή τη συπίεση.) Σιωπή. Το θαπό πράσινο γυαλί του Τείχους ήταν στ’ αριστερά ας. Ο σκουροκόκκινος όγκος προστά ας. έσα Κι αυτά τα δύο χρώατα αναίχθηκαν και συνδυάστηκαν ου για να παραγάγουν ένα αποτέλεσα: κάτι που θεώρησα καταπληκτική ιδέα. «Σταθείτε! Ξέρω πώς να σας σώσω. Μπορώ να σας σώσω – δεν είναι απαραίτητο να δείτε στιγιαία το ωρό σας και ετά να πεθάνετε. Θα πορέσετε να το ταΐσετε, να το δείτε να εγαλώνει στα χέρια σας, να στρογγυλεύει και να ωριάζει σαν φρούτο». 207
Ένα τρέουλο διαπέρασε ολόκληρο το κορί της και κόλλησε πάνω ου. «Θυάστε εκείνη τη γυναίκα, πριν από αρκετό καιρό, τότε στον περίπατο; ακούστε. Βρίσκεται εδώ, στην Αρχαία Οικία. Πάε ναραία, τη βρούε και σας υπόσχοαι – θα τα κανονίσω όλα αέσως.» Μας έβλεπα ήδη –τους τρεις ας, αυτήν, εένα και την Ι330– να κατεβαίνουε τους διαδρόους, να πηγαίνουε εκεί στα λουλούδια, τα γρασίδια και τα φύλλα… Μα έκανε ένα βήα προς τα πίσω και τα τόξα του ρόδινου ισοφέγγαρου στο στόα της άρχισαν να τρέουν και στράφηκαν προς τα κάτω. «Μιλάτε για… κείνη», είπε. «Για;…» Για κάποιο λόγο αισθάνθηκα ντροπή. «Φυσικά και ιλάω για κείνη.» «Και θέλετε να πάω εγώ σ’ εκείνη τη γυναίκα; Θέλετε να της ζητήσω να;… Να ην την αναφέρετε ποτέ ξανά!» Έσκυψε κι αποακρύνθηκε γρήγορα ακριά ου. Τότε, σαν να είχε θυηθεί κάτι άλλο, γύρισε πίσω και φώναξε: «Ε, λοιπόν, θα πεθάνω – και τι έγινε! εν είναι δική σας υπόθεση – τι σας νοιάζει;» Έχει συνεχίζουν ησυχία. Κοάτια από τους πύργους και τους τοίχους να πέφτουν απόπλε ψηλά και να εγαλώνουν προστά στα άτια ας ε τροαχτική ταχύτητα, αλλά χρειάζονται ακόη πολλές ώρες, ίσως και έρες, για να περάσουν πετώντας έσα από το άπειρο. Οι αόρατες ίνες πλέουν ανάλαφρα και αργά, καταλήγουν στο πρόσωπό σου και δεν πορείς να τις αποακρύνεις, δεν πορείς ν’ απαλλαγείς απ’ αυτές. Περπατάω αργά προς την Αρχαία Οικία. Στην καρδιά ου, αυτή η παράλογη, αγωνιώδης συπίεση… 208
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ
Ο Τελευταίος Αριθός Το Σφάλα του Γαλιλαίου εν Θα Ήταν Καλύτερα;
Να η συζήτηση που έκανα χθες ε την Ι-330 στην Αρχαία Οικία, έσα σε ια αφθονία χρωάτων, κόκκινου, πράσινου, προυντζοκίτρινου, λευκού και πορτοκαλί, που επόδιζε τη ροή κάθε λογικής σκέψης. Και σ’ όλη τη διάρκεια στεκόασταν κάτω από το παγωένο, αραρωένο χαόγελο του αρχαίου πλακουτσούτη ποιητή. Αναπαραγάγω τη συζήτηση κατά λέξη, γιατί πρόκειται να έχει, κατά τη γνώη ου, ια τεράστια, καθοριστική σηασία για τη οίρα του Μονοκράτους και, ακόη περισσότερο, για το σύπαν. Κι επιπλέον, επειδή εσείς, άγνωστοί ου αναγνώστες, πορεί να ανακαλύψετε σ’ αυτήν κάτι που να ε δικαιώνει… Η Ι-330 δεν έχασε χρόνο και ου παρουσίασε αέσως τα πάντα: «Ξέρω ότι εθαύριο θα κάνετε την πρώτη δοκιαΟΛΟΚΛΗΡΤΗ. Αυτή θα είναι η έρα που θα στική πτήση του τον καταλάβουε». «Τι; Μεθαύριο;» «Ναι. Καθίστε κάτω και ην ενθουσιάζεστε. εν έχουε ούτε λεπτό για χάσιο. Στους εκατοντάδες που συνελήφθηκαν τυχαία από τους Φρουρούς, οι 12 ήταν Μέφι. Αν περιένουε άλλες 2-3 έρες, θα τους σκοτώσουν.» 209
εν είπα τίποτα. «Για την παρακολούθηση της δοκιής πρέπει να σας στείλουν ηλεκτρολόγους, ηχανικούς, γιατρούς, ετεωρολόγους. Στις 12:00 ακριβώς –να το θυάστε αυτό– ότανστην ακουστεί το κουδούνι του εσηεριανού και όλοι πάνε τραπεζαρία, εείς θα είνουε πίσω στο διάδροο, θα τους ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ κλειδώσουε στην τραπεζαρία και ο θα γίνει δικός ας. Καταλαβαίνετε ότι έτσι πρέπει να γίνει, όπως και ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ στα χέρια ας – ’ ένα τέτοιο όπλο να ’χει. Ο θα τελειώσουε αυτήν την ιστορία στο λεπτό, γρήγορα και ανώδυνα. Τα αεροκίνητά τους θα είναι για γέλια! Σαν σκνίπες προστά σε αετό! Και ετά, αν χρειαστεί, πορούε να γυρίσουε τις εξαγωγές των κινητήρων κατά πάνω τους και αυτό αρκεί…» Αναπήδησα. «Αυτό είναι αδιανόητο! Είναι ηλίθιο! εν βλέπετε πως αυτό που σχεδιάζετε είναι… επανάσταση;» «Ναι – επανάσταση! Γιατί είναι ηλίθιο αυτό;» «Ηλίθιο, γιατί δεν πορεί να υπάρξει επανάσταση. Γιατί η δική ας επανάσταση –τώρα ιλάω εγώ, όχι εσείς– ήταν και η τελευταία. Και δεν πορεί να υπάρξει κανενός είδους άλλη επανάσταση απ’ αυτήν. Όλοι το γνωρίζουν αυτό…» Τα φρύδια τηςπέρα σχηάτισαν ένα αιχηρό, ειρωνικό τρίγωνο: «Αγαπητέ ου, είστε αθηατικός. Και ακόη περισσότερο, είστε φιλόσοφος των αθηατικών. Πείτε ου, λοιπόν, ποιος είναι ο τελευταίος αριθός;» «Ο ποιος; εν… δεν καταλαβαίνω. Ποιος τελευταίος αριθός;» «Να, ο έσχατος, το αποκορύφωα, ο απόλυτα εγαλύτερος.» 210
«Μα, Ι-330, αυτό είναι ηλίθιο. Αφού το σύνολο των αριθών είναι άπειρο, πώς πορεί να υπάρξει τελευταίος;» «Και πώς πορεί να υπάρξει τελευταία επανάσταση; εν υπάρχει. επαναστάσεις άπειρες. Άκου τελευταία! Αυτό είναιΟι για τα παιδιά. Το είναι άπειρο τροάζει τα παιδιά και τα παιδιά πρέπει να κοιούνται καλά το βράδυ…» «Αλλά ποιο είναι το νόηα; Το νόηα όλων αυτών; Στο όνοα του Ευεργέτη, τι νόηα έχει αφού όλοι είναι ήδη ευτυχισένοι;» «Ας υποθέσουε… Καλά λοιπόν, ας υποθέσουε ότι αυτό που λέτε είναι αλήθεια. Κι έπειτα;» «Είναι ανόητο! Μια εντελώς παιδιάστικη ερώτηση. Πέστε κάτι στα παιδιά, πείτε τους όλη την ιστορία από την αρχή ώς το τέλος κι αυτά πάλι θα ρωτήσουν: Κι έπειτα; Τι έγινε;» «Τα παιδιά είναι οι όνοι τοληροί φιλόσοφοι. Και οι τοληροί φιλόσοφοι θα είναι για πάντα παιδιά. Έχετε λοιπόν δίκιο, είναι ια παιδιάστικη ερώτηση, όπως και θα ’πρεπε να είναι: Και ετά;» «Μετά τίποτα! Τέλος. Σε όλο το σύπαν, οοιόορφα κατανεηένη, παντού…» «Α, οοιόορφα, παντού! Αυτό ακριβώς είναι που συζητάε – εντροπία, ψυχολογική εντροπία. Είστε αθηατικός. εν καταλαβαίνετε ότι όνο οι διαφορές, οι διαφορές θεροκρασιών, όνο οι θερικές αντιθέσεις είναι αυτές που συντηρούν τη ζωή; Και αν παντού, σ’ ολόκληρο το σύπαν, τα σώατα είναι εξίσου ζεστά ή εξίσου κρύα… εείς πρέπει να τα φέρουε σε σύγκρουση – για να προκαλέσουε φωτιά, έκρηξη, κόλαση. Και θα το κάνουε». 211
«Μα, Ι-330, θυηθείτε, απλώς θυηθείτε: Αυτό ακριβώς έκαναν οι πρόγονοί ας κατά τον ιακοσαετή Πόλεο…» «Α, ναι, και είχαν δίκιο. Χίλιες φορές δίκιο. Έκαναν όως ένα λάθος. Κατέληξαν στη συνέχεια να πιστεύουν ότι έκαναν την τελευταία επανάσταση, ότι ήταν ο τελευταίος αριθός – κάτι που δεν υφίσταται στη φύση. Το σφάλα τους ήταν το σφάλα του Γαλιλαίου. Είχε δίκιο ότι η Γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο, αλλά δεν γνώριζε ότι ολόκληρο το ηλιακό σύστηα γυρίζει, επίσης, γύρω από ένα άλλο κέντρο. εν γνώριζε ότι η πραγατική τροχιά της γης, σ’ αντίθεση ε τη σχετική, δεν είναι καθόλου ένας αφελής κύκλος…» «Κι εσείς;» «Εείς; Προς το παρόν, γνωρίζουε τουλάχιστον πως δεν υπάρχει τελευταίος αριθός. Ίσως να το ξεχάσουε. Όχι, είναι πολύ πιθανό να το ξεχάσουε όταν γεράσουε, όπως όλα γερνάνε αναπόφευκτα. Τότε, οιραία, κι εείς θα πέσουε σαν τα φύλλα του φθινοπώρου, όπως εσείς εθαύριο… Όως, όχι, όχι αγάπη ου, όχι εσείς προσωπικά. Γιατί εσείς είστε αζί ας, είστε αζί ας!» Ορητική, θυελλώδης, αστραφτερή –δεν την είχα ξαναδεί έτσι– ’ αγκάλιασε ε όλο της το είναι. Εξαφανίστηκα έσα της… Το τελευταίο πράγα που είπε, κοιτάζοντας κατευθείαν έσα στα άτια ου: «Θυηθείτε, στις 12:00.» Κι εγώ είπα: «Ναι, το θυάαι». Έφυγε. Έεινα όνος, έσα στον ορυαγδό των πλε, κόκκινων, πράσινων, προυντζοκίτρινων χρωάτων… Ναι, στις 12:00… και ξαφνικά ε κατέκλυσε η παρά212
λογη αίσθηση ότι κάτι ξένο είχε κάτσει στο πρόσωπό ου, κάτι που δεν πορούσα ν’ αποακρύνω. Ξαφνικά, θυήθηκα το χθεσινό πρωινό, την U και αυτά που είχε πει κατάουτρα στην Ι-330…βιαστικά Γιατί; Τιέξω γελοιότητες! Βγήκα και κατευθύνθηκα για το σπίτι όσο πιο γρήγορα πορούσα, για το σπίτι… Κάπου πίσω ου άκουσα τα διαπεραστικά κρωξίατα των πουλιών πάνω από το Τείχος. Και προστά ου, στο φως του ήλιου που έδυε, της κρυστάλλινης, βαθυκόκκινης φωτιάς, είδα τους θόλους των τρούλων, τους πελώριους, φλεγόενους κύβους των κτηρίων, τη σπείρα του Πύργου Συσσώρευσης που έοιαζε ε παγωένο κεραυνό στον ουρανό. Και όλη αυτή, όλη αυτή την τέλεια, γεωετρική οορφιά, σκόπευα ε τα ίδια ου τα χέρια να… εν πορούσα να πιστέψω πως δεν υπάρχει διέξοδος, κάποιος άλλος δρόος. Πέρασα έξω από ένα αφιθέατρο (δεν θυάαι το νούερο). Μέσα οι πάγκοι είχαν στοιβαχτεί. Στη έση, τα τραπέζια ήταν καλυένα ε φύλλα από αγνό, χιονόλευκο γυαλί. Πάνω στο λευκό, η ακτίνα του ήλιου άφηνε ια κηλίδα αία. Κρυένο έσα σ’ όλα αυτά είναι κάποιο άγνωστο κι, εποένως, αύριο. Είναι ενάντια στη φύση: ένα σκεπτόενο,τροαχτικό διορατικό ον να ζει χωρίς κανονικότητα, έσα σε αγνώστους Χ. Φανταστείτε να σας είχαν κλείσει τα άτια και να σας ανάγκαζαν να περπατήσετε τυφλός, παραπατώντας, γνωρίζοντας πως εκεί προστά, λίγα εκατοστά ακριά, είναι το τέρα. Ένα βηατάκι ακόη και το όνο που θα είνει από σας θα είναι ια επίπεδη, νεκρή σάρκα. Κάτι τέτοιο δεν κάνω κι εγώ τώρα; …Και τι θα γίνει αν δεν περιένω; Αν βουτήξω από 213
όνος ου ε το κεφάλι από το χείλος του γκρεού; εν θα ήταν αυτό το όνο σωστό πράγα που θα πορούσα να κάνω, το όνο που θα ξεδιάλυνε τα πάντα στη στιγή;
214
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΠΡΤΗ
Η Μεγάλη Εγχείρηση Έχω Συγχωρέσει τα πάντα Σύγκρουση Τρένων
Σωθήκαε! Την τελευταία στιγή, όταν φαινόταν ότι δεν υπήρχε πλέον τίποτα να κρατηθούε, όταν φαινόταν ότι όλα είχαν τελειώσει… Ήταν σαν να είχαε ήδη ανέβει τα σκαλιά της τροερής Μηχανής του Ευεργέτη και ο γυάλινος Κώδωνας να είχε κατέβει πάνω ας ε βαρύ κρότο και για τελευταία φορά στη ζωή ας κοιτάξαε τριγύρω –γρήγορα, γρήγορα– για να πιούε ε τα άτια ας τον πλε ουρανό… Και ξαφνικά: ήταν απλώς ένα «όνειρο». Ο ήλιος είναι ρόδινος κι εύθυος και ο τοίχος είναι εκεί – τι χαρά ν’ ακουπάς τον κρύο τοίχο ε το χέρι σου! Και το αξιλάρι, δεν χορταίνεις να βλέπεις τη λακκούβα που έκανε το κεφάλι σου πάνω στο λευκό αξιλάρι… Αυτό θα σας δώσει ια ιδέα για το πώς ένιωσα όταν διάβασα την Εφηερίδα του Μονοκράτους σήερα το πρωί. Είδα ένα απαίσιο όνειρο και τώρα τελείωσε. Κι εγώ, είχα τόσο λίγο κουράγιο, τόσο λίγη πίστη, που είχα ήδη σκεφτεί τον οικειοθελή θάνατο. Ντρέποαι τώρα που διαβάζω τις τελευταίες γραές που έγραψα χθες. Αλλά δεν έχει σηασία: Ας είνουν ως ενθύιο του απίστευτου πράγατος που πορεί να συνέβαινε – και που τώρα δεν θα συβεί… σωστά, δεν θα συβεί! 215
Να η διακήρυξη που ακτινοβολούσε στην πρώτη σελίδα της Εφηερίδας του Μονοκράτους : «ΑΓΑΛΛΙΑΣΤΕ! Γιατί από εδώ και στο εξής είστε τέλειοι! ς σήερα, τα δηιουργήατά σας –οι ηχανές– ήταν τελειότερες από σας. ΜΕ ΠΟΙΟΝ ΤΡΟΠΟ; Κάθε σπινθήρας ιας γεννήτριας είναι σπινθήρας της καθαρότερης λογικής. Κάθε κίνηση ενός πιστονιού είναι ένας αλάνθαστος συλλογισός. εν περιέχετε, όως, κι εσείς την ίδια αλάνθαστη λογική; Η φιλοσοφία του γερανού, της πρέσας και της αντλίας είναι τόσο τέλεια και ξεκάθαρη όσο κι ένας κύκλος σχεδιασένος ε διαβήτη. Είναι, όως, η δική σας φιλοσοφία λιγότερο τέλεια; Η οορφιά ενός ηχανισού βρίσκεται στον ακριβή και αετάβλητο ρυθό του, όπως του εκκρεούς. Αλλά κι εσείς, αναθρεένοι από την παιδική ηλικία ε το σύστηα Τέιλορ, είστε λιγότερο τέλειοι από ένα εκκρεές; Σκεφτείτε, όως, αυτό: Οι ηχανές δεν διαθέτουν φαντασία. Έχετε δει ποτέ, εν ώρα εργασίας, να χαράζεται στο πρόσωπο ιας κυλινδρικής αντλίας κάποιο απόακρο, ανόητο, ονειροπόλο χαόγελο; Έχετε ακούσει ποτέ τη νύχτα, κατά τη διάρκεια της προβλεπόενης ανάπαυσης, να στριφογυρνούν οι γερανοί ανήσυχα και ν’ αναστενάζουν; ΌΧΙ! Όσο για σας! Πρέπει να ντρέπεστε! Οι Φρουροί παρατηρούν όλο και πιο συχνά τέτοια χαόγελα και αναστεναγούς. Και οι ιστορικοί του Μονοκράτους –κρύψτε τα άτια σας από 216
ντροπή– προτιούν να παραιτηθούν, παρά να καταγράψουν τέτοια ατιωτικά γεγονότα. εν είναι, όως, δικό σας λάθος. Είστε άρρωστο ι. Το όνοα της ασθένειάς σας είναι: ΦΑΝΤΑΣΙΑ . Είναι το σκουλήκι που αφήνει αύρες ρυτίδες στο έτωπο. Είναι ο πυρετός που σας κάνει να τρέχετε όλο και πιο ακριά, αν και αυτό το «ακριά» αρχίζει εκεί που τελειώνει η ευτυχία. Είναι το τελευταίο επόδιο στο δρόο προς την ευτυχία. στόσο, αγαλλιάστε: Έχει ήδη γκρειστεί. Ο δρόος είναι ελεύθερος. Η τελευταία ανακάλυψη της Κρατικής Επιστήης: Η φαντασία στεγάζεται σε ένα ικρό και άθλιο εγκεφαλικό νευρώνα στην περιοχή pons Varolii. Εκθέστε το νευρώνα αυτόν σε τρεις δόσεις ακτίνων Χ – κι έχετε θεραπευτεί από τη φαντασία. ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ! Είστε τέλειοι, είστε ισότιοι των ηχανών, ο δρόος για την απόλυτη ευτυχία είναι ελεύθερος. Βιαστείτε, τότε, όλοι σας, ικροί και εγάλοι, βιαστείτε να κάνετε τη Μεγάλη Εγχείρηση. Σπεύστε στα αφιθέατρα όπου εκτελείται η Μεγάλη Εγχείρηση. η Μεγάλη Εγχείρηση! Ζήτω το Μονοκράτος! Ζήτω οΖήτω Ευεργέτης!» …Αν εσείς, αν δεν τα είχατε διαβάσει όλα αυτά στις σηειώσεις ου, που οιάζουν ’ ένα αρχαίο, εκκεντρικό υθιστόρηα, αν τα χέρια σας είχαν κρατήσει τρέοντας, όπως τα δικά ου, αυτό το φύλλο εφηερίδας που ακόη υρίζει φρέσκο ελάνι, αν ξέρατε, όπως εγώ, ότι όλα αυτά είναι η πιο γνήσια πραγατικότητα, αν όχι του σήερα, τότε του αύριο, δεν 217
θα αισθανόσασταν τότε ακριβώς αυτό που αισθάνοαι κι εγώ; εν θα στριφογύριζε το κεφάλι σας, όπως τώρα το δικό ου; εν θα αισθανόσασταν αυτό το ούδιασα –τροαχτικό, γλυκό, κατά ήκος τωνότι χεριών σας καιγίγαντας, χαηλά στην πλάτη;παγερό– εν θα νοίζατε κι εσείς είστε ένας ένας Άτλαντας, και ότι αν στεκόσασταν όρθιοι θα χτυπούσατε σίγουρα το κεφάλι σας στο γυάλινο ταβάνι; Άρπαξα το τηλέφωνο: «Ι-330… Ναι, είπα, Ι-330». Μίλησα χωρίς ανάσα: «ραία, είστε σπίτι. ιαβάσατε;… το διαβάζετε; Μα, δεν είναι… Είναι εκπληκτικό!» «Ναι…» Μακριά, σκοτεινή σιωπή. Μόλις που άκουγα έναν αυδρό ήχο στο ακουστικό. Σκεφτόταν κάτι… «Πρέπει να σας δω σήερα οπωσδήποτε. Ναι, στο σπίτι ου ετά τις 16:00. Οπωσδήποτε». Η αγαπηένη ου. Η ονάκριβη αγαπηένη ου! «Οπωσδήποτε». Ένιωσα να χαογελάω και δεν πορούσα να συγκρατηθώ. Έτσι, λοιπόν, τώρα θα κουβαλούσα αυτό το χαόγελο στους δρόους σαν δαυλό, ψηλά πάνω από το κεφάλι ου… Με το που βγήκα έξω ε χτύπησε ο αέρας, που στροβιλιζόταν, σφύριζε και ε αστίγωνε, αλλά ’ έκανε ακόη πιο χαρούενο. Συνέχισεν’ αλυχτάς! εν πορείς πια ναρίξειςτοίχους. Μπροστά,ολυβένιασύννεφα διέσχιζαντονουρανό. Φύγετε,δεν πορείτενα σκοτεινιάσετε τον ήλιο. Τον έχουε αλυσοδέσει στο ζενίθ για πάντα, εείς, οι γιοι του Ιησού του Ναυή. Στη γωνία στεκόταν ια συπαγής, ικρή οάδα από γιους του Ιησού του Ναυή, ε τα έτωπα κολληένα στον γυάλινοτοίχο.Μέσα,έναςήτανήδηξαπλωένοςπάνωσ’έναεκτυφλωτικά λευκό τραπέζι. Οι πατούσες των γυνών ποδιών του προεξείχαν σχηατίζοντας κίτρινη γωνία σε λευκό φόντο. Λευ218
κοί γιατροί έσκυβαν πάνω από το κεφάλι του, ένα λευκό χέρι έδινε σ’ ένα άλλο λευκό χέρι ια σύριγγα γεάτη ε κάτι. «Κι εσείς; Γιατί δεν πηγαίνετε;», ρώτησα χωρίς ν’ απευθύνοαι σεγιατί κάποιον αλλά σ’κεφάλι όλους.στράφηκε «Εσείς δενσυγκεκριένα πάτε;» Ένα σφαιρικό προς εένα. «Εγώ θα πάω αργότερα. Πρώτα πρέπει να…» Έφυγα ελαφρώς ντροπιασένος. Πράγατι, έπρεπε πρώτα να δω την Ι-330. Γιατί όως «πρώτα»; εν πορούσα ν’ απαντήσω σ’ αυτό. Το υπόστεγο.ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ Ο , ωχρό πλε του πάγου, έλαπε και ακτινοβολούσε. Η γεννήτρια ουρούριζε έσα στον κινητήρα –επαναλάβανε ε αγάπη την ίδια και οναδική λέξη– κάποια δική ου λέξη, σκέφτηκα. Σκύβοντας, χάιδεψα το ακρύ, κρύο θάλαο καύσης του κινητήρα. Αγαπηένη… πολύτιη αγαπηένη ου. Αύριο θα ζωντανέψεις, αύριο για πρώτη φορά στη ζωή σου θα δονηθείς από τις ορητικές αναφλέξεις έσα στη ήτρα σου… Πώς θα πορούσα ν’ αντικρίσω αυτό το πανίσχυρο, γυάλινο τέρας αν όλα είχαν παραείνει όπως χθες; Αν ήξερα ότι αύριο στις 12:00 θα το προδώσω, ναι,αγκώνα θα το προδώσω; Ένιωσα ένα απαλό άγγιγα στο ου από πίσω. Γύρισα. Το πρόσωπο-πιατέλα του εύτερου Κατασκευαστή. «Γνωρίζετε φυσικά…», είπε. «Τι; Την Εγχείρηση; Ναι, πώς σας φαίνεται; Τώρα που όλα ξαφνικά…» «Όχι, όχι αυτό. Η δοκιαστική πτήση αναβλήθηκε για εθαύριο. Λόγω αυτής της Εγχείρησης… Και εείς ξεθεωθήκαε για το τίποτα…» 219
Λόγω αυτής της Εγχείρησης . Τι αστείο, ικρόνοο άτοο. εν πορεί να δει πέρα από την άκρη της πιατέλας του. Αν γνώριζε πως, χωρίς αυτή την Εγχείρηση, αύριο στις 12:00 θακαι ήταν σ’ ένα γυάλινο κελί, να χτυπιέται να κλειδωένος σκαρφαλώνειέσα στους τοίχους… Είναι 15:30 και βρίσκοαι πίσω στο δωάτιό ου. Μπήκα και είδα την U. Καθόταν στο γραφείο ου σαν φιγούρα φτιαγένη από ελεφαντοστό, ευθεία και άκαπτη, ε το χέρι της να στηρίζει το δεξί της άγουλο. Πρέπει να περίενε αρκετή ώρα, γιατί όταν ανασηκώθηκε για να ε συναντήσει, τα δάχτυλά της άφησαν πέντε ζάρες στο άγουλο. Για ένα δευτερόλεπτο επανήλθε στο υαλό ου εκείνο το ατυχέστατο πρωινό, τότε που βρισκόασταν ακριβώς στο ίδιο σηείο δίπλα στο τραπέζι, αυτή δίπλα στην Ι-330, έξαλλη από θυό… Μόνο, όως, για ένα δευτερόλεπτο – εξαφανίστηκε αέσως από τη σηερινή λιακάδα. Έτσι ακριβώς συβαίνει και όταν παίνεις έσα σ’ ένα δωάτιο ια φωτεινή έρα και ανάβεις ασυνείδητα το φως: Η λάπα πράγατι ανάβει, όως θα πορούσε κάλλιστα να η βρισκόταν εκεί, τόσο ανόητη, αδύναη και άχρηστη που είναι… Χωρίς να το σκεφτώ, χέρι, της ρούσα τα πάντα – άρπαξετης καιέδωσα τα δύοτο ου χέρια εσυγχωια σταθερή, ερεθισένη χειραψία, ενώ τα χαλαρωένα της άγουλα έτρεαν από ενθουσιασό σαν αρχαία κοσήατ α: «Περίενα… πήκα όνο για ένα λεπτό… ήθελα να σας πω απλώς πόσο ευτυχισένη είαι, πόσο χαρούενη είαι για σας! Αύριο ή εθαύριο, ξέρετε, θα γίνετε εντελώς καλά, θα ξαναγεννηθείτε από την αρχή…» Είδα κάτι χαρτιά πάνω στο τραπέζι – οι τελευταίες δυο 220
σελίδες από τις χθεσινές ου σηειώσεις. Βρίσκονταν εκεί ακριβώς που τις είχα αφήσει χθες το βράδυ. Αν είδε αυτά που έγραφα εκεί έσα… Αλλά τι σηασία έχει; Αυτό ήταν τώρα παρελθόν, τόσο ακρινό φαινόταν αστείο, σαν κάτι που βλέπεις ε τα κιάλια από που τη λάθος εριά… «Ναι», είπα. «Και ξέρετε κάτι; Μόλις τώρα, καθώς προχωρούσα στη λεωφόρο, ήταν ένας άντρας προστά ου και η σκιά του έπεφτε στο πεζοδρόιο. Και η σκιά του έλαπε. Και νοίζω – όχι, είαι απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό– ότι αύριο δεν θα υπάρχουν καθόλου σκιές, ούτε ανθρώπων, ούτε πραγάτων. Ο ήλιος θα διαπερνάει τα πάντα…» Μίλησε ευγενικά, αλλά αυστηρά: «Είστε ένας φαντασιόπληκτος! εν θα άφηνα ποτέ τα παιδιά ου στο σχολείο να ιλάνε έτσι…» Συνέχισε να ιλάει για τα παιδιά, για το γεγονός ότι τα είχε πάει όλα αζί στην Εγχείρηση, το πώς εκεί χρειάστηκε να τα δέσουν, για το ότι «πρέπει ν’ αγαπάς χωρίς οίκτο, χωρίς καθόλου οίκτο» και ότι τελικά πρέπει ν’ αποφασίσει να... Ίσιωσε το γκριζογάλανο ύφασα ανάεσα στα γόνατά της, βιαστικά ε κάλυψε ε το χαόγελό της κι έφυγε χωρίς να πει τίποτα παραπάνω. Και… ευτυχώς ο ήλιος δεν ήταν ακίνητος σήερα, αλλά συνέχιζε να τρέχει και τώρα ήταν ήδη 16:00 κι εγώ χτυπούσα την πόρτα και η καρδιά ου χτυπούσε έσα ου… «Περάστε!» Πέφτω κάτω στο πάτωα δίπλα στην καρέκλα της, ε τα χέρια ου τυλιγένα στα πόδια της, ρίχνω το κεφάλι ου προς τα πίσω και κοιτάζω έσα στα άτια της, πρώτα στο 221
ένα και ύστερα στο άλλο, για να δω τον εαυτό ου έσα τους, τον εαυτό ου σε ια υπέροχη αιχαλωσία… Εκεί, στην άλλη πλευρά του τοίχου είχε καταιγίδα, εκεί τα σύννεφα έοιαζαν όλο και ε ολύβι, αλλάξεκαι τι έγινε; Μέσα στο κεφάλι ουπερισσότερο συνωστίζονταν πράγατα, χύνονταν θορυβώδεις λέξεις κι εγώ πετούσα ε θόρυβο προς κάποια κατεύθυνση, σαν τον ήλιο –ια στιγή, όχι κάποια κατεύθυνση, τώρα ξέρουε το πού– και οι πλανήτες πετούσαν πίσω ου, πλανήτες που εκτοξεύουν φλόγες και κατοικούνται από τριχωτά, ωδικά λουλούδια, ουγκούς, πλε πλανήτες, όπου οι ορθολογικοί βράχοι είναι οργανωένοι σε κοινωνίες, πλανήτες που, σαν τη Γη ας, έχουν φτάσει στην κορυφή της απόλυτης ευτυχίας… Ξαφνικά, ακούστηκε από ψηλά: «εν νοίζετε, όως, ότι η κορυφή… είναι κάτι παραπάνω από βράχοι ενωένοι σε ια οργανωένη κοινωνία;» Και, καθώς το τρίγωνο γινόταν πιο αιχηρό και σκοτεινό: «Και η ευτυχία… τι σηαίνει τελικά; Οι επιθυίες είναι βάσανο, είναι αρνητικές, σωστά; Και είναι ξεκάθαρο ότι η ευτυχία έρχεται όταν δεν υπάρχουν πλέον επιθυίες, ούτε ια… Πόσο λάθος, τι ηλίθια προκατάληψη έχει επικρατήσει όλαΗ αυτά τα χρόνια να παίνει θετικό πρόσηο στην ευτυχία. απόλυτη ευτυχία θα έπρεπε φυσικά να έχει αρνητικό πρόσηο, ένα θεϊκό είον». Θυάαι ότι ουρούρισα αφηρηένα: «Το απόλυτο ηδέν είναι είονο…» 273 ο «Μείον 273. Ακριβώς. Αρκετά ψυχρό, και αυτό από όνο του δεν αποδεικνύει ότι βρισκόαστε στην κορυφή;» Με κάποιον τρόπο ιλούσε πάλι αντί για ένα, έσα από 222
ένα, όπως είχε κάνει και παλιότερα, πριν από αρκετό καιρό, ξεδιπλώνοντας τις ιδέες ου έχρι τέλους. Υπήρχε, όως, κάτι τόσο απόκοσο σ’ αυτό που δεν πορούσα να τ’ αντέξω και ε εγάλη προσπάθεια ξεστόισα τη λέξη: «Όχι». «Όχι», είπα. «Με… ε κοροϊδεύετε…» Άρχισε να γελάει, πολύ δυνατά… υπερβολικά δυνατά. Γέλασε έχρι που, ια στιγ ή αργότερα, έφτασε σ’ ένα χε ίλος σκαλιού, από το οποίο και κατέβηκε. Υπήρξε ια παύση. Σηκώθηκε. Έβαλε τα χέρια της στους ώους ου. Μου έριξε ένα αργό, ακρόσυρτο βλέα. Τότε ε τράβηξε προς το έρος της και όλα εξαφανίστηκαν εκτός από τα αιχηρά, καυτά της χείλη. «Αντίο!» Αυτή η λέξη ήρθε από ψηλά, από πολύ ακριά και φάνηκε ότι έκανε εγάλο ταξίδι – ένα, ίσως δύο λεπτά. «Τι εννοείτε, αντίο;» «Είστε άρρωστος. Έχετε διαπράξει εγκλήατα για λογαριασό ου. Ήταν βασανιστήριο για σας, έτσι; Τώρα, όως, έρχεται η Εγχείρηση και θα γιατρευτείτε από ένα. Γι’ αυτό… αντίο.» «Όχι!», άρχισα να φωνάζω. Ένα άσπλαχνο, αιχηρό τρίγωνο, αύρο πάνω σε λευκό φόντο: «Τι σηαίνει αυτό; εν επιθυείτε την ευτυχία;» Το κεφάλι ου γύριζε προς όλες τις κατευθύνσεις. ύο τρένα λογικής συγκρούστηκαν, σκαρφάλωσε το ένα πάνω στο άλλο, συντρίφτηκαν, διαλύθηκαν… «Λοιπόν, τι λέτε γι’ αυτό; Περιένω. Επιλέξτε: την Εγχείρηση και την απόλυτη ευτυχία ή…» 223
«εν πορώ να ζήσω χωρίς εσάς. εν θέλω να ζήσω χωρίς εσάς», είπα ή σκέφτηκα, δεν είαι σίγουρος, όως η Ι330 το άκουσε. «Ναι, το ξέρω», απάντησε. Τότε,της ε τα χέρια πάνω στους ώους ου και τα άτια ακόη ναακόη κοιτάζουν τα δικά ου: «Σ’ αυτή την περίπτωση, θα σας δω αύριο. Αύριο στις 12:00. Το θυάστε;» «Όχι. Αναβλήθηκε για ια έρα. Μεθαύριο…» «Τόσο το καλύτερο για ας. Μεθαύριο στις 12:00…» Κατέβαινα το δρόο όνος έσα στο λυκόφως. Ο αέρας στροβιλιζόταν, ε κουβαλούσε, ε ετέφερε σαν ένα φύλλο χαρτιού. Θραύσατα του ολυβένιου ουρανού πετούσαν, πετούσαν – είχαν ακόη ία ή δύο ηέρες πτήσης έσα στο άπειρο… Ακουπούσα τις γιούνι αυτών που περπατούσαν προς την άλλη κατεύθυνση, όως ήουν ολοόναχος. Το έβλεπα ξεκάθαρα: Είχαν σωθεί όλοι, α για ένα δεν υπήρχε εν ήθελα να σωθώ σωτηρία, όχι πια. …
224
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΕΥΤΕΡΗ
εν Πιστεύω Τράκτορες Το Ανθρώπινο Θραύσα
Πιστεύετε ότι θα πεθάνετε; Ναι, ο άνθρωπος είναι θνητός, εγώ είαι άνθρωπος, εποένως… Όχι, δεν εννοώ αυτό. Το ξέρω ότι αυτό το γνωρίζετε. Αυτό που ρωτάω είναι: Το πιστέψατε πραγατικά ποτέ αυτό , το πιστέψατε εντελώς, όχι ε το υαλό αλλά ε το σώα σας, νιώσατε ποτέ πραγατικά ότι τα δάχτυλα που κρατάνε τώρα αυτό ακριβώς το φύλλο χαρτιού, ια έρα θα είναι κίτρινα και παγωένα;… Όχι, φυσικά και δεν το πιστεύετε – αυτός είναι ο λόγος που δεν έχετε πηδήξει έχρι τώρα από τον δέκατο όροφο, ο λόγος που συνεχίζετε να τρώτε, να γυρνάτε σελίδες, να ξυρίζεστε, να χαογελάτε, να γράφετε… Το ίδιο –ναι, ακριβώς το ίδιο– ισχύει για ένα σήερα. Ξέρω ότι αυτός ο αύρος δείκτης στο ρολόι ου θα σκαρφαλώσει ώς εδώ, στα εσάνυχτα, κι έπειτα θα συρθεί αργά έχρι να συναντήσει, ια συγκεκριένη στιγή, ένα τελικό σηείο, όπου θ’ αρχίσει ένα πρωτόγνωρο αύριο. Αυτό το γνωρίζω, αλλά για κάποιο λόγο δεν το πιστεύω – ή άλλον ου φαίνεται ότι οι 24 ώρες θα γίνουν 24 χρόνια. Γι’ αυτό πορώ ακόη να κάνω κάτι, να πάω κάπου, ν’ απαντήσω σε ερωτήσεις, να ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ σκαρφαλώσω στη σκάλα του . Την αισθάνοαι ακόη να κουνιέται στο νερό και καταλαβαίνω ότι πρέπει να 225
κρατιέαι από τις χειρολαβές κι αισθάνοαι το παγωένο γυαλί κάτω από το χέρι ου. Βλέπω τους διάφανους, ζωντανούς γερανούς να λυγίζουν τους λαιούς τους σαν χήνες, ε τα ράφη να προεξέχουν, και προσεχτικά, τρυφερά, ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ ταΐζουντους τον ε την τροερή, εκρηκτική τροφή να για τους κινητήρες του. Κάτω στο ποτάι, βλέπω καθαρά τις πλε, υδάτινες φλέβες και τα οζίδια, φουσκωένα από τον άνεο. Όως όλα αυτά είναι πολύ ξεκοένα από ένα, ξένα, επίπεδα – σαν ένα διάγραα πάνω σ’ ένα φύλλο χαρτί. Και είναι, επίσης, περίεργο που το επίπεδο, διαγραατικό πρόσωπο του εύτερου Κατασκευαστή αρχίζει ξαφνικά να ιλάει: «Τι λέτε λοιπόν; Πόσα καύσια να φορτώσουε; Αν υπολογίσετε τρεις ή, ας πούε, τρεισήισι ώρες…» Μπροστά ου, σε τρισδιάστατη προβολή του διαγράατος, βλέπω το χέρι ου να κρατάει έναν υπολογιστή, του οποίου η λογαριθική πλάκα δείχνει το νούερο 15. «15 τόνους. Όχι, ας τους κάνουε καλύτερα… ναι, ας τους κάνουε 100…» Αυτό επειδή στο κάτω-κάτω ξέρω ότι αύριο… Και ε την άκρη του ατιού ου βλέπω το χέρι ου, αυτό που «Εκατό; κρατάειΜα τονγιατί υπολογιστή, ναΑυτό τρέει ανεπαίσθητα. τόσο πολύ; φτάνει για ια εβδοάδα. Μα τι λέω; Περισσότερο από ια εβδοάδα!» «Μπορεί να συβεί οτιδήποτε… ποιος ξέρει;» Εγώ ξέρω. Ο άνεος σφυρίζει και ο αέρας είναι κορεσένος ε ια αόρατη ουσία. Αναπνέω ε δυσκολία, περπατάω ε δυσκολία κι εκεί κάτω, στο τέρα της λεωφόρου, ο δείκτης του ρολογιού του Πύργου Συσσώρευσης σέρνεται αργά ε δυσκολία, χωρίς 226
να σταατάει ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Η σπείρα του πύργου, σκοτεινή πλε, βρίσκεται έσα στα σύννεφα, όπου στριγγλίζει ελεύθερα καθώς ρουφάει ηλεκτρισό. Οι αυλοί του Εργοστασίου Μουσικής στριγγλίζουν επίσης. Σε σειρές των τεσσάρων, ως συνήθως. Μα οι σειρές φαίνονται κάπως ασταθείς, ίσως λόγω του ανέου που τις ταρακουνάει και τις περδεύει. Ολοένα και περισσότερο. Τώρα σκόνταψαν πάνω σε κάτι στη γωνία, ανασυντάχθηκαν και τώρα είναι ένας πυκνός, παγωένος, σφιχτός θρόβος που αναπνέει βαριά. Ξαφνικά όλοι τεντώνουν τους λαιούς τους. «Κοιτάξτε! Όχι, εκεί! Γρήγορα!» «Αυτοί! Είναι αυτοί!» «Εγώ; Ποτέ! Με τίποτα – καλύτερα να βάλετε το κεφάλι ου στη Μηχανή!» «Σωπάστε! Είστε τρελός!» Η πόρτα του γωνιακού αφιθέατρου είναι ορθάνοιχτη και απ’ αυτήν βγαίνει ια αργή, βαριά φάλαγγα περίπου πενήντα αντρών. Ή, άλλον, όχι «ανδρών» – δεν είναι αυτή η κατάλληλη λέξη. Αυτά δεν ήταν πόδια αλλά κάποιου είδους βαριές, σφυρηλατηένες ρόδες, κινούενες από έναν αόρατο κινητήριο ηχανισό. Όχι άντρες αλλά κάτι σανανέιζε τράκτορες ε ανθρώπινη ορφή. Πάνω από τα κεφάλια τους, ένα λευκό πανό στολισένο ’ έναν κεντητό χρυσό ήλιο, στις ακτίνες του οποίου υπήρχε ένα σύνθηα: «Είαστε οι πρώτοι! Κάναε ήδη την Εγχείρηση! Ακολουθήστε ας όλοι!» Αργά αλλά σταθερά διέσχιζαν το πλήθος και πορούσες να δεις πως αν στη θέση ας βρισκόταν ένας τοίχος, ένα δέντρο ή ένα σπίτι, θα διαπερνούσαν τον τοίχο, το δέντρο ή το σπίτι, χωρίς να σταατήσουν. Τώρα βρίσκονται ήδη στη έση της λε227
ωφόρου. Τώρα έχουν απλωθεί σε ια αλυσίδα, χέρι ε χέρι, ε έτωπο προς τα εάς. Εείς –ένας σφιχτός, ικρούλης θρόβος από ανατριχιασένα κεφάλια– εείς περιένουε. Τεντώνουε τους λαιούς ας. Άνεος πουτης σφυρίζει. Ξαφνικά, η δεξιά καιΣύννεφα. η αριστερή πλευρά αλυσίδας αρχίζουν να κλείνουν γρήγορα προς εάς, όλο και πιο γρήγορα, σαν ένα βαρύ αυτοκίνητο που κατεβαίνει την κατηφόρα, ας εγκλωβίζουν σ’ ένα δακτύλιο και… ας ωθούν προς τις ορθάνοιχτες πόρτες, έσα από τις πόρτες, έσα… Η διαπεραστική κραυγή ενός: «Μας οδηγούν έσα. Τρέξτε!» Όλοι έφυγαν πανικόβλητοι. Ακριβώς δίπλα στον τοίχο υπήρχε ακόη ια στενή διέξοδος από τον ζωντανό δακτύλιο. Όλοι κατευθύνθηκαν προς τα κει, ε τα κεφάλια έξω, τα κεφάλια πήραν στιγιαία το σχήα αιχηρής σφήνας, ε αιχηρούς αγκώνες, πλευρά, ώους. Ήταν σαν ρεύα νερού που εκτοξεύεται υπό πίεση από πυροσβεστικό σωλήνα – πετάχτηκαν ε δύναη και διασκορπίστηκαν σκουντουφλώντας, κουνώντας τα χέρια και τις γιούνι πέρα-δώθε. Σ’ ένα σηείο ακριά, τα άτια ου έπιασαν ένα σώα διπλοκαπ υλωτό σαν το γράα S, ε διάφανα πτερυγοειδή αυτιά, έπειτα εξαφανίστηκε, βυθίστηκε στη γη κι εγώ έεινα όνος ανάεσα σε χέρια και πόδια που σφάδαζαν. Έτρεξα… Σταάτησα προστά από ια είσοδο για να πάρω ανάσα, ακούπησα την πλάτη ου στην πόρτα και αέσως ήρθε προς το έρος ου, λες και το έσπρωχνε ο άνεος, ένα ικρό γρέζι ανθρωπότητας. «Ήουν πίσω σας… συνέχεια… εν το θέλω, βλέπετε… εν το θέλω. Συφωνώ…» 228
Μικρά, στρογγυλά χεράκια στο ανίκι ου, στρογγυλά, γαλάζια άτια: Είναι αυτή, η Ο. Τότε, σαν να γλίστρησε στον τοίχο και βολεύτηκε κάτω στο έδαφος. Λύγισε και σχηάτισε εστεκόουν το σώα της έναν ικρό πάνω στα κρύα κι εγώ από πάνω τηςσβόλο και της χάιδευα ε τασκαλιά βρεγένα ου χέρια τα αλλιά και το πρόσωπο. Αυτό ’ έκανε να φαίνοαι τεράστιος και αυτή ικροσκοπική, σαν ένα ικρό κοάτι του εαυτού ου. Ήταν εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι ε την Ι-330 και ου φάνηκε ότι έοιαζε ε τον τρόπο που φέρονταν οι αρχαίοι στα δικά τους παιδιά. Μόλις που ακούω τι λέει από κει κάτω, καθώς ιλάει ε τα χέρια να καλύπτουν το πρόσωπό της: «Κάθε νύχτα… δεν πορώ… αν ε γιατρέψουν… κάθε νύχτα, όνη στο σκοτάδι, τον σκέφτοαι – πώς θα είναι, πώς εγώ θα… εν θα είχα κανέναν άλλο λόγο να ζήσω, καταλαβαίνετε; Πρέπει να… πρέπει εσείς να…» Ήταν ένα ηλίθιο συναίσθηα, όως πράγατι αισθάνθηκα σίγουρος: Ναι, πρέπει. Ηλίθιο, γιατί αυτό που έπρεπε να κάνω ήταν ακόη ένα έγκληα. Ηλίθιο, γιατί το λευκό δεν πορεί να είναι ταυτόχρονα και αύρο, το καθήκον δεν πορεί έγκληα. Αλλιώς, υπάρχει τίποτα στη πουνα ναείναι είναικαι αύρο ή λευκό και τοδεν χρώα εξαρτάται απόζωή κάποιο θεελιώδες λογικό αξίωα. Και αν ξεκινήσεις από το αξίωα ότι εγώ της χάρισα παράνοα ένα παιδί… «Εντάξει, όως, ηρεήστε… ηρεήστε…», λέω. «Καταλαβαίνετε, πρέπει να σας πάω στη ν Ι-330… όπως είχα προτείνει και παλιότερα… ώστε αυτή να πορέσει να…» «Ναι». (Με χαηλή φωνή και τα χέρια ακόη προστά στο πρόσωπο.) 229
Τη βοήθησα να σηκωθεί. Έπειτα, χωρίς να πούε λέξη, ο καθένας ε τις δικές του σκέψεις, ή ίσως και οι δύο ε την ίδια και όνη σκέψη, περπατάε στον σκοτεινιασένο δρόο διασχίζοντας τα ήσυχα, ολυβένια σπίτια και τα τεντωένα κλαδιά του ανέου που αστιγώνουν… Σε ια διάφανη, έντονη στιγή, άκουσα πίσω ου, έσα στο σφύριγα του αέρα, τον γνώριο ήχο ποδιών που τσαλαβουτάνε. Στη στροφή κοίταξα πίσω, έσα στην ανάποδη αντανάκλαση των βιαστικών σύννεφων πάνω στο θολό, γυάλινο πεζοδρόιο και είδα τον S. Αέσως άρχισα να κουνάω αλλόκοτα τα χέρια ου και να φωνάζω στην Ο ότι αύριο, ναι, αύριοΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ ο θα κάνει την πρώτη του δοκιαστική πτήση και ότι αυτό θα είναι κάτι εντελώς πρωτόγνωρο, απίστευτο, τροαχτικό… Μέσα στην κυκλική, γαλάζια της έκπληξη, η Ο κοιτάζει πρώτα εένα και ετά τα χέρια ου που κουνιούνται ανόητα. Όως δεν την αφήνω να πει κουβέντα – συνεχίζω να ιλάω ακατάπαυστα. Αλλά έσα ου, εκεί που όνο εγώ πορώ ν’ ακούσω, ια διαφορετική, πυρετώδης σκέψη σιγοψιθυρίζει και ε καίει: «εν πορείς… πρέπει ε κάποιο τρόπο να… εν πρέπει νανα τον αφήσειςαριστερά, να σ’ ακολουθήσει έχρι Ι-330…» Αντί συνεχίσω έκοψα προς τατην δεξιά. Η γέφυρα παρουσίασε υπάκουα και στους τρεις ας, εένα, την Ο και τον S που ακολουθούσε, τη δουλοπρεπή καπούρα της. Από τα φωταγωγηένα κτήρια στην απέναντι πλευρά, τα φώτα έπεφταν στο νερό και διαλύονταν σε χιλιάδες φλογερές, χοροπηδηχτές σπίθες, πιτσιλισένες ε ανιασένο, λευκό αφρό. Ο αέρας βούιζε – ακουγόταν σαν χορδή πάσου φτιαγένη από καραβόσχοινο και τεντωένη κάπου χαηλά προ230
στά ας. Και έσα από τον ήχο του πάσου, όλη την ώρα, πίσω ας… Το κτήριο που ένω. Στην είσοδο η Ο σταάτησε κι άρχισε να λέει κάτι σαν: «Όχι, υποσχεθήκατε να…» Αλλά δενκαι τηνβρεθήκαε άφησα να τελειώσει, έσπρωξαΣτο γρήγορα στην πόρτα έσα, στοντην προθάλαο. γραφείο ελέγχου – τα γνώρια κρεαστά άγουλα, να τρέουν από ενθουσιασό. Ένας πυκνός θρόβος από Αριθούς στέκεται γύρω της και ια λογοαχία ήταν σε εξέλιξη, κεφάλια ξεπροβάλλουν από τα κάγκελα του δευτέρου ορόφου. Κάποιοι κατεβαίνουν τρέχοντας τα σκαλιά. Όως αυτό θα περιένει… Για την ώρα, πήρα βιαστικά την Ο στην αντίθετη γωνία και κάθισα ε την πλάτη ου στον τοίχο (στην άλλη πλευρά του τοίχου είχα δει ια σκοτεινή, χοντροκέφαλη φιγούρα να γλιστράει πάνω-κάτω στο πεζοδρόιο), έβγαλα ένα φύλλο χαρτί. Η Ο βυθίστηκε αργά έσα στη καρέκλα της, λες και το σώα της έλιωνε κι εξατιζόταν έσα από τη γιούνι της, αφήνοντας όνο ένα άδειο ρούχο και δύο άδεια άτια που σε απορροφούσαν ε την γαλάζια τους κενότητα. Η κουρασένη της φωνή είπε: «Γιατί ε φέρατε εδώ; Με ξεγελάσατε;» «Όχι… σσστ! Κοιτάξτε! Βλέπετε εκεί… στην άλλη πλευρά του τοίχου;» «Ναι. Μια σκιά.» «Με ακολουθεί συνεχώς… εν πορώ. Κοιτάξτε – δεν πορώ… Θα σας γράψω εδώ δυο λόγια κι εσείς θα πάρετε το σηείωα και θα φύγετε… όνη. Ξέρω ότι αυτός θα είνει εδώ». Κάτω από τη γιούνι, το γόνιο σώα της κουνήθηκε πάλι, η κοιλιά έγινε λίγο στρογγυλότερη, στα άγουλά της φάνηκε ένα ελάχιστα διακριτό πρωινό φως, ια αυγή. 231
Έχωσα το σηείωα έσα στα κρύα της δάχτυλα, της πίεσα το χέρι και ρούφηξα ε τα άτια ου, για τελευταία φορά, ια γουλιά από τα γαλάζια άτια της. «Αντίο! να υπάρξει ια άλλη φορά…» αργά, έκανε ΤράβηξεΊσως το χέρι της. Έσκυψε και ξεκίνησε δυο βήατα, στράφηκε γρήγορα προς τα πίσω και βρέθηκε πάλι δίπλα ου. Τα χείλη της κινήθηκαν, τα άτια της, τα χείλη της, ολόκληρο το είναι της, ου έλεγαν την ίδια λέξη, ξανά και ξανά… Τι ανυπόφορο χαόγελο! Τι πόνος… Μετά, είδα το ανθρώπινο ίχνος να βγαίνει από την πόρτα, ια ικροσκοπική σκιά από την άλλη πλευρά του τοίχου, κινούενη όλο και πιο γρήγορα, χωρίς να ρίξει βλέα προς τα πίσω… Πήγα προς το γραφείο της U. Φουσκώνοντας τα βράγχια της από ανησυχία και οργή, είπε: «είτε… είναι όλοι τους τρελοί! Εκείνος εκεί ορκίζεται ότι είδε κοντά στην Αρχαία Οικία κάποιον γυνό άνθρωπο καλυένο εντελώς ε τρίχωα…» Μια φωνή από την πυκνή συστάδα των κεφαλιών: «Ναι! Και θα το πω για άλλη ια φορά: Τον είδα. Πράγατι.» «Πώς σαςτο φαίνεται αυτό, ε; ήταν εν είναι παραλήρηα;» Και αυτό «παραλήρηα» τόσο σίγουρο, τόσο άκαπτο, που αναρωτήθηκα: «Είναι πράγατι παραλήρηα – όλα αυτά που συβαίνουν σε ένα και γύρω ου τις τελευταίες ηέρες;» Κοίταξα, όως, τα τριχωτά ου χέρια και θυήθηκα τις λέξεις: «Πιθανόν να έχετε κι εσείς ο ίδιος ια σταγόνα από το αία του δάσους. Ίσως γι’ αυτό τα αισθήατά ου για σας είναι…» 232
Όχι, ευτυχώς, δεν είναι παραλήρηα. Όχι, δυστυχώς, δεν είναι παραλήρηα.
233
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΤΡΙΤΗ
(εν Υπάρχει Χρόνος για Περιεχόενα, Τελευταία Σηείωση)
Η ηέρα έφτασε. Πάρε γρήγορα την εφηερίδα, ίσως είναι εκεί… Καταγράφω την εφηερίδα ε τα άτια ου (δεν υπάρχει λάθος: τα άτια ου είναι τώρα σαν πένα ή σαν υπολογιστής, κάτι που κρατάς στο χέρι, κάτι που αισθάνεσαι έξω από το σώα σου – ένα εργαλείο). Εκεί είναι, ε εγάλα γράατα σ’ ολόκληρη την πρώτη σελίδα: «Οι εχθροί της ευτυχίας ένουν ξάγρυπνοι. Κρατηθείτε στην ευτυχία και ε τα δυο σας χέρια! Την αυριανή έρα αναστέλλεται η εκτέλεση εργασίας – όλοι οι Αριθοί θα παρουσιαστούν για την Εγχείρηση. Όσοι δεν συβιβαστούν θα υποστούν τη Μηχανή του Ευεργέτη». Αύριο! Θα υπάρξει άραγε κάποιου είδους αύριο; Λόγω της δύναης της καθηερινής αδράνειας, άπλωσα το χέρι (ένα εργαλείο) στο ράφι και έβαλα τη σηερινή Εφηερίδα έσα στο χρυσοστόλιστο ντοσιέ αζί ε τις υπόλοιπες. Στη έση της απόστασης προς το ράφι, σκέφτοαι: «Για ποιο λόγο; Τι σηασία έχει; εν πρόκειται να επιστρέψω σ’ αυτό το δωάτιο, ποτέ ξανά…» Και το χαρτί πέφτει από το χέρι ου στο πάτωα. Σηκώνοαι και κοιτάζω γύρω στο δωάτιο, κάθε τετραγωνικό 234
εκατοστό του, συγκεντρώνω βιαστικά και χώνω πυρετωδώς σε ια αόρατη βαλίτσα όλα αυτά που θα λυπόουν ν’ αφήσω πίσω – τραπέζι, βιβλία, καρέκλα. Αυτή είναι η καρέκλα που έκατσε η Ι-330 εκείνη τη φορά, ’ εένα κάτω στο πάτωα… Το κρεβάτι… Περνάει άλλο ένα λεπτό, δύο… ίσως να περιένω κάποιο ανόητο θαύα – θα χτυπήσει το τηλέφωνο και αυτή θα ου πει ότι… Όχι. εν συβαίνει κανένα θαύα. Φεύγω… για το άγνωστο. Αυτές είναι οι τελευταίες ου γραές. Αντίο σας, άγνωστοι και αγαπητοί ου αναγνώστες, που ζήσαε αζί τόσες σελίδες, που όταν απέκτησα την ασθένεια της «ψυχής» σάς αποκάλυψα ολόκληρο τον εαυτό ου, έως και την τελευταία κονιορτοποιηένη βίδα, το τελευταίο σπασένο ελατήριο… Φεύγω.
235
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Οι Αδειούχοι Μια Ηλιόλουστη Νύχτα Ράδιο-Βαλκυρία
Αχ, ακάρι να ας είχα κάνει όλους, κι εένα αζί, θρύψαλα, ακάρι να είχα πάει ’ εκείνη κάπου στην άλλη πλευρά του Τείχους, ανάεσα σε κτήνη ε κίτρινους χαυλιόδοντες, ακάρι να ην είχα επιστρέψει ποτέ εδώ. Θα ήταν χίλιες, ένα εκατούριο φορές πιο εύκολο. Και τώρα; Άντε να το παλέψεις… Σε τι θα βοηθούσε; Όχι, όχι, όχι! Συγκρατήσου D-503. Ευθυγραίσου ’ έναν ισχυρό άξονα λογικής… ακόη κι αν δεν κρατήσει πολύ, βάλε στο οχλό όλη σου τη δύναη… και, σαν αρχαίος σκλάβος, συνέχισε να γυρνάς τα γρανάζια των συλλογισών έχρι να γράψεις και να σκεφτείς όλα όσα συνέβησαν… ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ, όλοι είχαν ήδη συγκεΌταν έφτασα στον ντρωθεί, ο καθένας στη θέση του, και οι κηρήθρες τις τεράστιας, γυάλινης κυψέλης είχαν γείσει. Κάτω χαηλά, έσα από τα γυάλινα καταστρώατα, έβλεπες ικροσκοπικούς σαν υρήγκια ανθρώπους δίπλα σε τηλέγραφους, γεννήτριες, ετασχηατιστές, υψόετρα, βαλβίδες, δείκτες, ηχανές, αντλίες και σωλήνες. Μέσα στο σαλόνι υπήρχαν κάποιοι σκυένοι πάνω σε πίνακες και όργανα – χωρίς αφιβολία εκτελούσαν εντολές του Τήατος Επιστηών. ίπλα τους βρισκόταν ο εύτερος Κατασκευαστής και δύο από τους βοηθούς του. Αυτοί οι τρεις είχαν αζεένα τα κεφάλια τους έσα 236
στους ώους σαν χελώνες, τα πρόσωπα τους ήταν γκρίζα, φθινοπωρινά και ουντά. «Λοιπόν, πώς πάει;», ρώτησα. «Χ… «εν άλλον χάλια», ου απάντησε ο ένας ε γκρίζοΓεχαόγελο. ξέρουε πού πορεί να προσγειωθούε. νικά, είναι αβέβαιο…» εν άντεχα να τους κοιτάζω – να κοιτάζω άντρες, τους οποίους σε ια ώρα θα τους έδιωχνα ε τα ίδια ου τα χέρια από τ’ αναπαυτικά ψηφία του ρολόγιου Πίνακα, τους οποίους θα χώριζα για πάντα από το ητρικό στήθος του Μονοκράτους. Μου θύισαν τις τραγικές φιγούρες ιας ιστορίας γνωστής σε κάθε αθητή: «Τρεις ε Άδεια». Αυτή η ιστορία ιλάει για τρεις Αριθούς που πήραν άδεια απ’ τη δουλειά για έναν ολόκληρο ήνα ως πείραα: «Κάντε ό,τι θέλετε, πηγαί7 νετε όπου θέλετε», τους Οι είπαν. καηένοι, τριγύριζαν γύρω από το έρος όπου συνήθως δούλευαν και κοίταζαν συνεχώς έσα ε πεινασένα άτια. Τεπέλιαζαν στην πλατεία και για ώρες επαναλάβαναν τις κινήσεις που είχαν γίνει ένα ε τους οργανισούς τους, σε κάθε δεδοένη χρονική στιγή της ηέρας. Πριόνιζαν και πλάνιζαν στον αέρα, χτυπούσαν αόρατα σφυριά, σφυρηλατούσαν ακατέργαστα καλούπια σιδήρου που δεν έβλεπε κανείς. Μετά από δέκα έρες, δεν το άντεχαν άλλο. Ένωσαν όλοι τα χέρια, πήκαν έσα στο νερό και σε βηατισό ε το Εβατήριο προχώρησαν βαθιά, έχρι που το νερό έβαλε τέλος στο βασανιστήριό τους… Επαναλαβάνω, ου ήταν οδυνηρό να τους κοιτάζω. Βιαζόουν να φύγω. 7
Αυτό έγινε πριν από πολλά χρόνια, κατά τον Τρίτο Αιώνα του Πίνακα. 237
«Πάω να ελέγξω το ηχανοστάσιο», είπα, «και ετά φεύγουε». Με ρωτούσαν για το ένα και το άλλο, τι τάση να βάλουν για την εκτόξευση, να βάλουν για έρα δεξαενή. Είχα κάτιπόσο σαν νερό φωνόγραφο έσα ου πουστην απα-πίσω ντούσε όλες αυτές τις ερωτήσεις ε ταχύτητα και ακρίβεια, ενώ έσα ου δεν έπαυα να είαι συγκεντρωένος στη δουλειά που είχα να κάνω. Ξαφνικά, σ’ έναν στενό διάδροο, ου ήρθε ια ιδέα στο υαλό και από κείνη τη στιγή άρχισαν όλα. Σ’ εκείνον το στενό διάδροο, ε προσπερνούσαν γκρίζες γιούνι, γκρίζα πρόσωπα, ώσπου, για ένα δευτερόλεπτο, γνώρισα το ένα – ανακατωένα αλλιά, χαηλά στο έτωπο, πάνω από βαθιά χωνευτά άτια: αυτός. Κατάλαβα: ήταν εδώ αυτοί. εν πορούσα να πάω πουθενά για να ξεφύγω απ’ όλα αυτά. Και είχαν είνει όνο ερικά λεπτά, ελάχιστα λεπτά… Τότε ξεκίνησε ένα απειροελάχιστο, οριακό τρέουλο σ’ ολόκληρο το σώα ου (από εκείνη τη στιγή έχρι το τέλος, δεν ε άφησε ποτέ), λες και είχε πει σε λειτουργία ια τεράστια ηχανή που η κατασκευή του σώατός ου ήταν πολύ αδύνατη για αντέξει και όλοι οι έτρεαν… τοίχοι, τα χωρίσατα, τα καλώδια, οινα δοκοί, τα φώτα – όλα Ακόα δεν ξέρω αν αυτή είναι εδώ. Μα τώρα δεν έχουε χρόνο – ε κάλεσαν να πάω στη γέφυρα αέσως: Ήρθε η ώρα για την απογείωση… Απογείωση για πού; Γκρίζα, ουντά πρόσωπα. Κάτω χαηλά, στο νερό, τεντωένες, πλε φλέβες. Βαριά, σιδερένια στρώατα ουρανού. Και όταν σηκώνω το ακουστικό εντολών, το χέρι ου οιάζει να είναι από σίδερο. 238
«Ανύψωση – ο45 !» Μουντή έκρηξη –τράνταγα– πίσω, ένα λευκοπράσινο βουνό νερού αναδεύεται ανιασένα κι εκτοξεύεται, το κατάστρωα, αλακό και όλα σπογγώδες, εξαφανίζεται κάτω από τα πόδια ας, όπως και τα υπόλοιπα εκεί κάτω, όλη η ζωή, για πάντα… Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο, τα πάντα γύρω συρρικνώθηκαν σαν να πέσαε σε κάποιο χωνί: ο ανάγλυφος χάρτης της πόλης στο χρώα του πάγου, οι στρογγυλές φούσκες των θόλων, το οναχικό, ολυβένιο δάχτυλο του Πύργου Συσσώρευσης. Έπειτα, ια προσωρινή κουρτίνα από βαβακερά σύννεφα, βυθιστήκαε έσα της, από πάνω ο ήλιος έλαπε στον γαλάζιο ουρανό. ευτερόλεπτα, λεπτά, ίλια – και το πλε γινόταν γρήγορα συπαγές και πληύριζε ε σκοτάδι, τ’ αστέρια πρόβαλλαν σαν στάλες κρύου, ασηένιου ιδρώτα. Και να τη – η ανήσυχη, αβάσταχτα φωτεινή, αύρη, έναστρη, ηλιόλουστη νύχτα. Έοιαζε σαν να έχανες ξαφνικά την ακοή σου: Μπορούσες ακόα να βλέπεις τις τροπέτες να σαλπίζουν, αλλά όνο να τις βλέπεις. Οι τροπέτες είναι βουβές. Υπάρχει όνο σιωπή. Έτσι ήταν και ο ήλιος – βουβός. Αυτό ήταν φυσικό, ήταν αναενόενο. Είχαε αφήσει την ατόσφαιρα γης. Αλλά έγινε τόσο γρήγορα, τόσο– ξαφνικά, που όλοιτης φοβήθηκαν και σώπασαν. Όσο για ένα εγώ για κάποιο λόγο ένιωσα πιο άνετα κάτω απ’ αυτόν τον καταπληκτικά βουβό ήλιο: σαν να ην πορούσα να φοβηθώ περισσότερο, είχα ήδη περάσει κάποιο αναπόφευκτο κατώφλι, αφήνοντας το σώα ου κάπου εκεί κάτω, ενώ επιταχυνόουν προς έναν νέο κόσο, όπου περίενες τα πάντα να είναι πρωτόγνωρα, τα πάνω κάτω… «Κρατήστε αυτή την πορεία!», φώναξα από το σύ239
στηα ενδοεπικοινωνίας ή, άλλον, η φωνή βγήκε από τον φωνογράφο που είχα έσα ου – και ο ίδιος φωνογράφος παρέδωσε το ακουστικ ό ενδοεπι κοινωνίας ε ια ηχανική, αρθρωτή στον Κατασκευαστή. εγώ, ε ολόκληροκίνηση το σώα ουεύτερο να δονείται από το λεπτό,Κιοριακό τρέουλο που όνο εγώ γνώριζα, έτρεξα προς τα κάτω ψάχνοντας για… Η πόρτα του σαλονιού – αυτήν ακριβώς: Σε ια ώρα από τώρα θα κλείσει ε πάταγο και θα σφραγιστεί. ίπλα από την πόρτα βρισκόταν κάποιος που δεν γνώριζα – κοντούλης, ’ ένα πρόσωπο που ποτέ δεν θα ξεχώριζες έσα στο πλήθος και ’ ένα ασυνήθιστο χαρακτηριστικό: Τα χέρια του ήταν ιδιαίτερα ακριά κι έφταναν έχρι τα γόνατά του – έοιαζαν σαν να είχαν αφαιρεθεί από ένα άλλο σύνολο ανθρώπινων ελών. Ένα από τα χέρια αυτά σηκώθηκε κι έφραξε την πόρτα: «Πού πηγαίνετε;» Κατάλαβα πως δεν γνώριζε ότι τα ήξερα όλα. Αλλά και τι έγινε – ίσως είναι καλύτερα έτσι. Τέντωσα το κορί ου ολόκληρο και είπα ’ εσκεένη αγριάδα: «Είαι ο καταΟΛΟΚΛΗΡΤΗ . Είαι ο υπεύθυνος των δοκισκευαστής του ών.Το Καταλαβαίνετε;» χέρι εξαφανίστηκε. Το σαλόνι. Κεφάλια σκυένα πάνω από όργανα και χάρτες, κάποια απ’ αυτά ε ανασηκωένες γκρίζες τρίχες, άλλα κίτρινα, φαλακρά, ώρια. Τα άζεψα όλα σ’ ένα δέα ’ ένα γρήγορο βλέα και γύρισα πίσω από το διάδροο και τη σκάλα στο ηχανοστάσιο. Εκεί, οι σωλήνες, πυρακτωένοι από τις αναφλέξεις, εξέπεπαν θερότητα και φασαρία, οι αστραφτεροί οχλοί χόρευαν έναν απεγνωσένο, εθυσένο 240
χορό και οι δείκτες των οργάνων δεν σταατούσαν ούτε δευτερόλεπτο το ανεπαίσθητο τρέουλό τους… Εντέλει, στο ταχύετρο, αυτός –ο τύπος ε το φρύδι που προεξείχε– σκυένος πάνω από έναπάνω σηειωατάριο… «Ακούστε!…» Έπρεπε να φωνάξω από τον θόρυβο, ακριβώς έσα στ’ αυτί του. «Αυτή, εδώ; Πού είναι αυτή;» «Εφανίστηκε ένα χαόγελο στη σκιά κάτω από το φρύδι του: «Αυτή; Εκεί πέρα. Στον θάλαο επικοινωνιών». Πηγαίνω εκεί. Βρίσκω τρεις απ’ αυτούς. Όλοι ε κράνη και ακουστικά. Έοιαζε ένα κεφάλι ψηλότερη απ’ ό,τι συνήθως, φτερωτή, λαπερή, να πετάει –σαν ια από τις αρχαίες Βαλκυρίες– και από πάνω της, τεράστιες πλε σπίθες, από την κεραία: Έβγαιναν απ’ αυτήν, όπως επίσης και η αυδρή οσή του όζοντος της αστραπής. «Θα πορούσε κάποιος… ή εσείς», της είπα λαχανιασένα (απότοτρέξιο)«θαπορούσατεναστείλετεέναήνυακάτω στηΓη,στουπόστεγο;Ελάτεαζίου,θασαςτουπαγορεύσω». ίπλα στον θάλαο των ηχανηάτων, υπήρχε ια ικρή καπίνα στο έγεθος ιας ντουλάπας. Καθίσαε στο γραφείο δίπλα-δίπλα. Βρήκα το χέρι της και το έσφιξα. «Λοιπόν; Τώρα τι κάνουε;» πόσο υπέροχο είναι – απλώς «εν ξέρω. Αντιλαβάνεστε να πετάς χωρίς να γνωρίζεις, χωρίς να έχει σηασία προς τα πού;… Σύντοα θα πάει 12:00 και ποιος ξέρει τι θα συβεί;… Και απόψε… πού θα είαστε άραγε απόψε, εσείς κι εγώ; Ίσως στο γρασίδι, πάνω σε ξερά φύλλα…» Έβγαζε πλε σπίθες και υρωδιά αστραπής και το τρέουλό ου γίνεται όλο και πιο έντονο. «ώστε το αυτό κάτω», της λέω ε δυνατή φωνή, λα241
χανιασένος ακόη (από το τρέξιο). «Ώρα 11:30. Ταχύτητα 6800…» Κάτω από το φτερωτό της κράνος και χωρίς να σηκώσει τα άτια της από λέεισας… σιγανά: «Ήρθε σετα ένα χθες το βράδυ αυτή, ετο τοχαρτί, σηείωά Ξέρω, ξέρω πάντα, η ιλάτε. Όως το ωρό της… είναι δικό σας, έτσι; Την έστειλα λοιπόν… είναι ήδη εκεί, στην άλλη πλευρά του Τείχους. Θα ζήσει…» Είαι πίσω στη γέφυρα. Πίσω στην παρανοϊκή νύχτα ε τον αύρο, έναστρο ουρανό και τον εκτυφλωτικό ήλιο. Πίσω, ε τον ανάπηρο δείκτη του ρολογιού στον τοίχο να κινείται αργά από λεπτό σε λεπτό και όλα να είναι ντυένα σε ια οίχλη τόσο αραιή και να τρέουν ανεπαίσθητα ’ ένα αδιόρατο τρέουλο, αισθητό όνο σε ένα. εν ξέρω γιατί, όως ξαφνικά ου ήρθε η ιδέα ότι θα ήταν καλύτερα να η συνέβαιναν όλα αυτά εδώ αλλά κάπου εκεί κάτω, πιο κοντά στη Γη. «Σταατήστε τις ηχανές!», φώναξα έσα στο ακουστικό ενδοεπικοινωνίας. Κινούαστε ακόη λόγω αδράνειας προς τα προς, α ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ
όλο πιο αργά. Έπειτα, σκάλωσε σε κάποιοκαι δευτερόλεπτο λεπτόοσαν τρίχα κι έεινε κρεασένος και ακίνητος, για ια στιγή, έχρι που η τρίχα έσπασε και ο ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ άρχισε να πέφτει προς τα κάτω, σαν πέτρα, όλο και γρηγορότερα. Έτσι, σιωπηλά για ερικά λεπτά, για δεκάδες λεπτά, άκουγα το σφυγό ου κι έβλεπα το λεπτοδείκτη προστά στα άτια ου να πλησιάζει όλο και περισσότερο το 12. Έβλεπα ότι εγώ ήουν η πέτρα και η Ι-330 ήταν η Γη. Ότι εγώ ήουν η πέτρα που πέταξε κάποιος και 242
ότι αυτή η πέτρα είχε ια αβάσταχτη ανάγκη να πέσει, να συντριφτεί στη Γη, σε χιλιάδες κοάτια… Όως, αν… Κάτω χαηλά, πορούσες ήδη να δεις τον συπαγή πλε καπνό των σύννεφων. Όως, αν… Ο φωνογράφος έσα ου, όως, άρπαξε το ακουστικό ε την οαλή ακρίβεια ιας άρθρωσης κι έδωσε τη διαταγή: «Ελαττώστε ταχύτητα και κρατήστε πορεία!» Η πέτρα σταάτησε να πέφτει. Τώρα ονάχα οι τέσσερις βοηθητικές ηχανές, δύο προς και δύο πίσω, ξεφυσούσαν βαριεστηένα, ΟΛΟΚΛΗόσο χρειαζόταν για ν’ αντισταθίσουν το βάρος του ΡΤΗ και οΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ έεινε ακίνητος στον αέρα, τρέοντας ελαφρά σαν αγκυροβοληένος, λίγα όνο χιλιόετρα πάνω από τη Γη. Όλοι ξεχύθηκαν στο κατάστρωα (ήταν σχεδόν 12 – ώρα για το κουδούνι του εσηεριανού) και σκύβοντας πάνω από το γυάλινο κιγκλίδωα ρουφούσαν ε εγάλες, βιαστικές ρουφηξιές τον άγνωστο κόσο εκεί κάτω, πέρα από το Τείχος. Πορτοκαλί, πράσινο, πλε, φθινοπωρινά ξύλα, λιβάδια, ια λίνη. Στο χείλος του πλε δίσκου βρίσκονταν κάτι κίτρινα χαλάσατα σαν κόκκαλα, από τα οποία ξεχώριζε απειλητικά ένα κίτρινο, ξεραένο – άλλον καπαναριό κάποιου αρχαίου ναού πουδάχτυλο είχε διασωθεί απότο θαύα. «Κοιτάξτε! Κοιτάξτε! Εκεί, στα δεξιά!» Εκεί, ένα σηάδι ετακινήθηκε γρήγορα σαν καφετί σκιά, διασχίζοντας την πράσινη έρηο. Έβαλα ηχανικά στα άτια ου τα κιάλια που κρατούσα στα χέρια: Βυθισένα στο γρασίδι έχρι το στήθος, ένα κοπάδι από καφέ άλογα κάλπαζε, ε τις ουρές τους να πετάνε και πάνω στις πλάτες τους κάθονταν εκείνα τα πλάσατα – καστανοκόκκινα, λευκά, αύρα… 243
Μιαφωνήαπόπίσωου:«Μασαςλέωότιτοείδα–είδα ένα πρόσωπο». «Επρός λοιπόν… Πείτε το και σε κανέναν άλλο.» «Να, εκεί… πάρτε τα κιάλια.» Ατελείωτη, πράσινη έρηΕίχαν, όως, ήδη εξαφανιστεί. ος… Και έσα στην έρηο, γείζοντας αυτήν κι εένα και τον καθένα ας, η διαπεραστική δόνηση του κουδουνιού: εσηεριανό σ’ ένα λεπτό, στις 12. Αέσως, ο κόσος διασκορπίστηκε σε πολλά, ασύνδετα εταξύ τους θραύσατα. Το χρυσό σήα κάποιου βρίσκεται πεσένο στα σκαλιά και δεν ε νοιάζει καθόλου που συντρίφτηκε κάτω από τα πόδια ου. Μια φωνή: «Μα σας λέω, ήταν ένα πρόσωπο!» Ένα σκούρο ορθογώνιο: ανοιχτή πόρτα προς το σαλόνι. Λευκά δόντια σφιγένα σ’ ένα αιχηρό χαόγελο… Και τη στιγή που το ρολόι άρχισε να χτυπάει ε αγωνιώδη βραδύτητα, χωρίς ανάσα εταξύ των χτύπων, και οι προστινές σειρές είχαν αρχίσει ήδη να κινούνται, το ορθογώνιο της πόρτας φράχτηκε ξαφνικά από δυο γνώρια, αφύσικα ακριά χέρια: «Αλτ!» Κάτι δάχτυλα χώθηκαν έσα στην παλάη ου – ήταν η Ι-330 που στεκόταν δίπλα ου. «Ποιος είναι αυτός; Τον γνωρίζετε;» «εν είναι… α, δεν είναι…» Τώρα βρισκόταν πάνω στους ώους κάποιου. Πάνω από τα εκατοντάδες πρόσωπα, το πρόσωπό του, σαν εκατοντάδες, χιλιάδες άλλα, όως οναδικό. «Στο όνοα των Φρουρών… Ξέρουν αυτοί στους οποί244
ους απευθύνοαι. Και σας λέω το εξής: Γνωρίζουε. εν ξέρουε ακόη τους αριθούς σας, όως ξέρουε τα πάντα. Ο ΟΛΟΚΛΗΡΤΗΣ δεν θα γίνει δικός σας. Η δοκιαστική πτήση θα λήξει και για σας –ην να κουνηθείτε– θακανονικά τη φέρετε σεόσο πέρας ε τα ίδιατολήσετε σας τα χέρια. Και τότε… Όως τελείωσα…» Σιωπή. Η γυάλινη πλακόστρωση κάτω από τα πόδια ου ήταν αλακή, ένοχη, τα πόδια ου ήταν το ίδιο αλακά, ένοχα. ίπλα ου ένα απόλυτα λευκό χαόγελο, αγωνιώδεις πλε σπίθες. Από τα δόντια της, έσα στ’ αυτιά ου: «Ώστε το κάνατε ε; Κάνατε το καθήκον σας; Καλά… ας είναι…» Το χέρι της αποκόπηκε από το δικό ου και το κράνος της Βαλκυρίας ε τα αγριεένα του φτερά ήταν ήδη ακριά ου. Παγωένος, σιωπηλός, όπως όλοι οι άλλοι, παίνω όνος στο σαλόνι… Μα δεν ήουν εγώ – δεν ήουν! εν το είπα σε κανέναν – σε κανέναν εκτός απ’ αυτές τις ουγκές, λευκές σελίδες… Αυτό της φώναζα από έσα ου – απεγνωσένη, δυνατή, βουβή κραυγή. Καθόταν απέναντί ου στην άλλη άκρη του τραπεζιού και ταήταν άτιακαθισένο της δεν έπεσαν πάνωκίτρινο, ου ούτε ια φορά. ίπλα της ένα ώριο, καραφλό κεφάλι. Άκουγα την Ι-330 να ιλάει: «Ευγένεια; Αγαπητέ ου καθηγητή, ια απλή φιλολογική ανάλυση της λέξης δείχνει ότι είναι ια προκατάληψη, ένα αποεινάρι από τις αρχαίες, φεουδαρχικές εποχές. Όως εείς…» Ένιωσα να χλοιάζω και σε πολύ λίγο θα το έβλεπαν όλοι αυτό… Όως ο εσωτερικός ου φωνογράφος έτρησε τα 245
πενήντα κατ’ εντολή ασήατα ανά πουκιά, ενώ εγώ κλειδώθηκα έσα ου σαν σ’ ένα αρχαίο, αδιαφανές σπίτι – πλόκαρα την πόρτα ε πέτρες, έκλεισα τις κουρτίνες… Έπειτα, το ακουστικό εντολών στοαπό χέρι και… πτήση, έσακράτησα σε παγωένη, ύστατη αγωνία –έσα σκούρα σύννεφα– έσα στη νύχτα του ήλιου και των αστεριών. Λεπτά, ώρες. Προφανώς, όλη αυτή την ώρα, πυρετωδώς, χωρίς ν’ ακούγεται ούτε από ένα τον ίδιο, δούλευε στις έγιστες στροφές η λογική ου ηχανή. Γιατί στα ξαφνικά, σε κάποιο σηείο έσα στο πλε διάστηα, είδα το γραφείο ου και από πάνω του τα βραγχοειδή άγουλα της U και ια ξεχασένη σελίδα των σηειώσεών ου. Τα είδα όλα ξεκάθαρα: κανείς άλλος παρά αυτή… τα είδα όλα… Αχ, ακάρι… ακάρι να κατάφερνα να φτάσω έχρι το θάλαο επικοινωνιών… Φτερωτά κράνη, η υρωδιά της πλε αστραπής… Θυάαι – της ιλούσα δυνατά για κάτι και θυάαι πώς ε διαπερνούσε το βλέα της σαν να ήουν από γυαλί και είπε αφηρηένα: «Είαι απασχοληένη. Λαβάνω κάτι ηνύατα από κάτω. Μπορείτε να υπαγορεύσετε το δικό σας σ’ εκείνη εκεί πέρα…» Μέσα στη ικροσκοπική καπίνα, σκέφτηκα για ένα δευτερόλεπτο και ετά υπαγόρευσα ε σταθερή φωνή: «Ώρα: 14:40. Ετοιαστείτε για προσγείωση! Σταατήστε τους κινητήρες. Όλα τελείωσαν». ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ Γέφυρα. Η ηχανική καρδιά του έχει σταατήσει, πέφτουε, α η δική ου καρδιά δεν πορεί να πέσει το ίδιο γρήγορα, ένει πίσω και ανεβαίνει ψηλότερα προς τον λαιό ου. Σύννεφα –και σε απόσταση ένα πράσινο σηείο, 246
πιο πράσινο, όλο και πιο ξεκάθαρο, έρχεται προς τα πάνω ας– είναι το τέλος… Το λευκό σαν πορσελάνη, παραορφωένο πρόσωπο του εύτερου Ήταν άλλοντοαυτός έσπρωξε εΚατασκευαστή. όλη του τη δύναη. Χτύπησα κεφάλιπου ου’ κάπου και καθώς έπεφτα, χάνοντας τις αισθήσεις ου, άκουσα αυδρά: «Πίσω κινητήρες: Μέγιστες στροφές!» Απότοη ώθηση προς τα πάνω… Αυτά είναι όλα που θυάαι.
247
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΠΕΜΠΤΗ
Μέσα σ’ ένα Στεφάνι Καρότο ολοφονία
εν έκλεισα άτι όλη νύχτα. Σκεφτόουν συνεχώς ένα πράγα… Μετά απ’ αυτό που συνέβη χθες, το κεφάλι ου σαν να είναι τυλιγένο έσα σε σφιχτούς επιδέσους. Ή, άλλον, όχι επίδεσους αλλά ένα στεφάνι, έχω ένα άκαπτο στεφάνι από διάφανο ατσάλι καρφωένο στο κεφάλι ου. Κι εγώ ο ίδιος είαι ολόκληρος έσα σ’ αυτό το σφυρύλατο στεφάνι: Να σκοτώσωτηνU.ΝασκοτώσωτηνUκαιετάναπάωστηνΙ-330 και να πω: «Με πιστεύετε τώρα;» Αλλά το πιο απωθητικό πράγα είναι ότι η δολοφονία είναι κάπως βρώικη και αρχαϊκή: το να πάρεις κάτι και να διαλύσεις το κρανίο κάποιου. Αυτό ου δίνει ια αηδιαστικά γλυκιά γεύση στο στόα και ε κάνει να ην πορώ να καταπιώ το ίδιο ου το σάλιο. Φτύνω συνεχώς στο αντήλι ου και το στόα ου είναι ξηρό. Μέσα στο ντουλάπι ου έχω ια βαριά ράβδο από ένα έβολο που είχε σπάσει ετά το καλούπωα (έπρεπε να εξετάσω στο ικροσκόπιο τη ορφή της ρωγής). Έκανα τις σηειώσεις ου έναν κύλινδρο (άστη να διαβάσει ό,τι έχω γράψει, έχρι και το τελευταίο γράα), έσπρωξα έσα τη σπασένη άκρη του εβόλου και κατευθύνθηκα προς τα κάτω. Οι σκάλες έοιαζαν ατελείωτες, τα σκαλο248
πάτια γλιστρούσαν αηδιαστικά και ήταν υγρά, ενώ εγώ σκούπιζα συνεχώς τον ιδρώτα ου ’ ένα χαρτοάντιλο… Κάτω. Η καρδιά ου χτυπούσε δυνατά. Σταάτησα, έβγαλα τηηράβδο και πήγα το γραφείο Όως U δεν ήταν εκεί.προς Το γραφείο ήτανελέγχου… άδειο, παγωένο. Θυήθηκα ότι κάθε είδους εργασία είχε αναβληθεί για σήερα. Όλοι έπρεπε να πάνε για την Εγχείρηση. Ήταν λογικό: αυτή δεν είχε κανένα λόγο να βρίσκεται εδώ, δεν θα υπήρχε κανείς για να καταγράψει… Έξω στον δρόο. Άνεος. Ουρανός φτιαγένος από ιπτάενες εταλλικές πλάκες. Και ακριβώς όπως συνέβη κάποια στιγή χθες: Ολόκληρος ο κόσος διαλύθηκε σε εονωένα, διακριτά, ανεξάρτητα κοάτια και καθένα απ’ αυτά, ενώ έπεφτε, σταατούσε για ένα δευτερόλεπτο κι έενε κρεασένο προστά ου – ετά εξατιζόταν χωρίς ν’ αφήνει κανένα ίχνος. Ακριβώς σαν αυτά εδώ τα γράατα να ξεκολλούσαν ξαφνικά και ν’ άρχιζαν να πετάνε προς κάθε κατεύθυνση και να ην έενε ούτε λέξη, όνο ανοησίες: αρτλ-νγοφφ-ιψηςα. Έτσι ήταν το διεσπαρένο πλήθος στο δρόο – χωρίς σειρές, άλλοι προς, άλλοι πλάγια, στη γωνία. Μετά δενπίσω, υπήρχε κανείς. Για ια στιγή όλα πάγωσαν. Στον δεύτερο όροφο, έσα σ’ εκείνο το γυάλινο κλουβί που κρέεται στον αέρα είναι ένας άντρας και ια γυναίκα, φιλιούνται όρθιοι, ολόκληρο το σώα της γέρνει προς τα πίσω. Για πάντα, για τελευταία φορά. Σε ια γωνία πέφτω πάνω σ’ έναν αγκαθωτό θάνο από κεφάλια που κουνιούνται. Στον αέρα από πάνω τους είναι ένα πανό ε τις λέξεις: «Κάτω οι Μηχανές!» «Κάτω η Εγχεί249
ρηση!» Κάτι έσα ου (όχι εγώ) κάνει ια στιγιαία σκέψη: «Είναι δυνατόν να έχουε όλοι έσα ας εκείνον τον πόνο που πορεί να ξεριζωθεί όνο αζί ε την καρδιά, και όλοι να πρέπει ναχέρι κάνουε προτού;…» Γιαράβδο ένα δευτερόλεπτο, ώδες ου κάτι ε την εταλλική τυλιγένη ετο ταζωχαρτιά είναι τα όνα πράγατα που υπάρχουν στον κόσο… Τώρα εφανίζεται ένα αγόρι, ολόκληρο τεντωένο προς τα προς, ια σκιά κάτω από το χείλος του. Το κάτω χείλος του είναι προς τα έξω σαν ανίκι που είναι γυρισένο προς τα πάνω –ολόκληρο το πρόσωπό του είναι προς τα έξω, φωνάζει, τρέχει όσο πιο γρήγορα πορεί για να ξεφύγει από κάποιον– βήατα πίσω του… Από το αγόρι το υαλό ου βγάζει το εξής συπέρασα: «Σωστά, η U πρέπει να είναι τώρα στο σχολείο. Ας πάω γρήγορα». Τρέχω προς την κοντινότερη είσοδο του υπόγειου σιδηρόδροου. Στην είσοδο, κάποιος που ε προσπερνάει τρέχοντας φωνάζει:«εν δουλεύουν!Τα τρένα δεν δουλεύουνσήερα!Έχει…» Πήγα κάτω. Απόλυτο παραλήρηα. Λάψη από κρυστάλλινους ήλιους. Η πλατφόρα γεάτη ε κεφάλια. Ένα άδειο, τρένο. Καιακίνητο έσα στη σιωπή, ια φωνή: η δική της. εν πορώ να τη δω, αλλά τη γνωρίζω, γνωρίζω αυτή την ελαστική, εύκαπτη σαν αστίγιο φωνή. Κάπου εκεί βρίσκεται το αιχηρό τρίγωνο των φρυδιών που ανασηκώνονται προς τους κροτάφους… Φώναξα: «Αφήστε ε να περάσω! Αφήστε ε να περάσω! Πρέπει να…» Μα τα δάχτυλα κάποιου είχαν γαντζωθεί από τα χέρια 250
και τους ώους ου και έσα στη σιωπή άκουσα ια φωνή: «Όχι, τρέξτε πάνω! Εκεί θα γιατρευτείτε –θα σας φουσκώσουν ε καλή και πλούσια ευτυχία και όταν γείσετε, θα ονειρευτείτε ειρηνικά, ροχαλίζοντας σε συντονισό ε τουςοργανωένα υπόλοιπους– όνειρα, δεν ακούτε τη εγαλειώδη συφωνία των ροχαλητών; Ανόητοι άνθρωποι – αυτοί θέλουν να σας απαλλάξουν από τα ερωτηατικά που στριφογυρίζουν και σας κατατρώνε σαν σκουλήκια. Κι εσείς κάθεστε εδώ κι ακούτε εένα! Πηγαίνετε γρήγορα πάνω, στη Μεγάλη Εγχείρηση! Τι σηασία έχει για σας αν αποείνω εδώ όνη ου; Τι σηασία έχει για σας αν εγώ δεν θέλω ν’ αφήσω άλλους να θέλουν αντί για ένα; Αν θέλω εγώ να θέλω για τον εαυτό ου; Αν θέλω το αδύνατο;» Μια άλλη φωνή, αργή και βαριά: «Α! Το αδύνατο; Αυτό σηαίνει να τρέχεις πίσω από τις βλακώδεις φαντασιώσεις σου, για να σου κουνάνε τις ουρές τους προστά στη ύτη σου; Όχι – εείς θ’ αρπάξουε αυτή την ουρά και θα την ποδοπατήσουε και τότε…» «Και τότε –καταβροχθίστε την και ροχαλίστε– και ετά θα χρειαστεί να πει ια καινούργια ουρά προστά από τη ύτη σας. ότι οι αρχαίοι είχαν ένα ζώο γάιδαρος. ΓιαΛένε να το κάνουν να προχωράει προςπου τα λεγόταν προς, έδεναν ένα καρότο σ’ ένα κοντάρι προστά από το κεφάλι του, το οποίο όλις που δεν πορούσε να φτάσει. Αλλά αν το έφτανε, το καταβρόχθιζε…» Ξαφνικά η έγγενη ε άφησε και πετάχτηκα προστά, στη έση, προς το σηείο που ιλούσε αυτή – κι ακριβώς εκείνη τη στιγή όλοι έσπρωξαν προς τα προς, στριώχτηκαν, και κάποιος από πίσω φώναξε: «Έρχονται! Κατευθύνο251
νται προς τα δω!» Το φως τρεόπαιξε κι έσβησε –κάποιος είχε κόψει το καλώδιο– χιονοστιβάδα από σώατα, κραυγές, ουρλιαχτά, κεφάλια, δάχτυλα… εν ξέρωφτάσαε για πόσησε ώρα κυλούσαε έτσιθαπό έσα στον υπόγειο. Τελικά κάτι σκαλιά, ένα λυκόφως έγινε πιο φωτεινό και βγήκαε πάλι έξω στο δρόο, ο καθένας προς διαφορετική κατεύθυνση… Και να ’αι δω όνος. Άνεος και, ακριβώς πάνω από το κεφάλι ου, ένα χαηλό, γκρίζο λυκόφως. Πολύ βαθιά έσα στο υγρό γυαλί του πεζοδροίου βλέπω αντανακλάσεις από φώτα και τοίχους, ανθρώπους να περπατάνε ε τα πόδια στον αέρα. Και αυτός ο βαρύς και ασήκωτος χάρτινος κύλινδρος στα χέρια ου ε τραβάει προς τα κάτω, προς τον πυθένα. Σήερα,πάλι,ηUδενήτανκάτωστογραφείοτηςκαιτο δωάτιό της ήταν σκοτεινό και άδειο. Ανέβηκα πάνω στο δωάτιό ου και άναψα το φως. Οι κρόταφοί ου σφυροκοπούσαν, πιεσένοι από το σφιχτό στεφάνι, κι εγώ ακόη περπατούσα εγκλωβισένος στον ίδιο κύκλο: τραπέζι, πάνω στο τραπέζι ο λευκός χάρτινος κύλινδρος, κρεβάτι, πόρτα, τραπέζι, λευκός κύλινδρος… Στο δωάτιο οι γρίλιες Σ’ εκείνοαπό απότα τααριστερά, δεξιά, σκυένη πάνωήταν σ’ ένακατεβασένες. βιβλίο, ήταν η φαλάκρα ε τα εξογκώατα και το τεράστιο, κίτρινο, παραβολικό έτωπο. Οι ρυτίδες στο έτωπο σχηάτιζαν ια σειρά από κίτρινες, δυσανάγνωστες γραές. Κάποιες στιγές, όταν τα άτια ας διασταυρώνονται, έχω την αίσθηση ότι αυτές οι γραές αφορούν εένα. …Συνέβη στις 21:00 ακριβώς. Μπήκε έσα η U αυτοπροσώπως. Θυάαι καθαρά όνο ένα πράγα: Ανάσαινα 252
τόσο δυνατά που το άκουγα και προσπαθούσα να το συγκρατήσω – όως δεν πορούσα. Έκατσε κάτω και ίσιωσε τη γιούνι στα γόνατά της. Τα καφερόδινα βράγχια της τρεούλιασαν. «Αχ αγαπητέ ου, είναι αλήθεια λοιπόν – τραυατιστήκατε; Αέσως όλις το έαθα, όλις τώρα…» Η ράβδος ήταν προστά ου πάνω στο τραπέζι. Αναπήδησα, αναπνέοντας ακόη πιο δυνατά. Το άκουσε, σταάτησε τα λόγια της στη έση και για κάποιο λόγο σηκώθηκε κι αυτή. Έβλεπα ήδη το σηείο στο κεφάλι της, έσα στο στόα ου ήταν αηδιαστικά γλυκά, έψαξα για το χαρτοάντιλό ου, δεν είχα χαρτοάντιλο κι έφτυσα στο πάτωα. Αυτός ήταν εκεί, πίσω από τον τοίχο στα δεξιά, ε τις έντονες κίτρινες ρυτίδες του – για ένα. εν πρέπει να το δει. Θα είναι ακόη πιο αποκρουστικό αν παρακολουθεί αυτός… Πάτησα το κουπί – και τι έγινε που δεν είχα το δικαίωα, τι σηασία είχε πια; Οι γρίλιες κατέβηκαν. Προφανώς αυτή κάτι αντιλήφθηκε, κατάλαβε και χύηξε προς την πόρτα. Όως την πρόλαβα, αναπνέοντας ακόη δυνατά, και δεν πήρα ούτε στιγή τα άτια ου από εκείνο το σηείο στο κεφάλιΜην της… «Τρελαθήκατε τελείως! τολήσετε…» Έκανε πίσω και κάθισε ή, άλλον, έπεσε πάνω στο κρεβάτι κι έβαλε τρέοντας τα σφιγένα της χέρια ανάεσα στα γόνατά της. Ήουν σε υπερένταση. Κρατώντας την συνεχώς δεένη ε τα άτια ου, τέντωσα αργά το χέρι ου προς το τραπέζι – κινήθηκε όνο το ένα χέρι ου και άρπαξε τη βέργα. «Σας ικετεύω! Μια έρα – όνο ια έρα! Αύριο, σας υπόσχοαι, αύριο θα πάω και θα κάνω τα πάντα…» 253
Μα, για τι πράγα ιλούσε; Μετακίνησα τη ράβδο… Και θεωρώ ότι τη σκότωσα. Ακριβώς, άγνωστοί ου αναγνώστες, έχετε κάθε δικαίωα να ε αποκαλείτε δολοφόνο. ότι θα του… της έφερνα τη ράβδο στο αν δεν φώναζε: Ξέρω «Στο όνοα η… συφωνώ… ένακεφάλι, λεπτό…» Και ε χέρια που έτρεαν έσκισε τη γιούνι της – και το τεράστιο, κίτρινο και πλαδαρό της σώα έπεσε προς τα πίσω στο κρεβάτι… Και όνο τότε κατάλαβα. Νόιζε ότι οι γρίλιες… ότι τις κατέβασα για να… ότι ήθελα να… Ήταν τέτοιο το σοκ, τόσο ηλίθιο, που ξέσπασα σε γέλια. Μου έφυγε η υπερένταση, το χέρι ου έχασε όλη του τη δύναη, η ράβδος έπεσε ε βρόντο στο πάτωα. Και τότε έαθα, ε προσωπική επειρία, ότι το γέλιο πορεί να γίνει ένα τροαχτικό όπλο. Με το γέλιο πορείς να σκοτώσεις ακόη και τον ίδιο το φόνο. Έκατσα στο τραπέζι και γελούσα – ένα απεγνωσένο, έσχατο γέλιο. εν πορούσα να βρω καία διέξοδο από τη γελοία κατάσταση. εν γνωρίζω πώς θα είχε καταλήξει αν είχε ακολουθήσει τη φυσιολογική της πορεία – σ’ αυτό το σηείο, όως, προστέθηκε ξαφνικά ένας νέος, εξωγενής παράγοντας: χτύπησε το τηλέφωνο. Έτρεξα προς τα ’κει και σήκωσα το ακουστικό – ίσως να ήταν αυτή. Μια άγνωστη φωνή είπε: «Ένα λεπτό παρακαλώ…» Ένας ανελέητος, ασταάτητος βόβος. Από κάπου ακριά, πορούσα ν’ ακούσω τα βήατα κάποιου να πλησιάζουν, πιο ηχηρά, πιο σιδερένια… και τότε: «D-503; Α, οιλείτε ε τον Ευεργέτη. Παρουσιαστείτε εδώ αέσως!» Κλικ: Έκλεισε. Κλικ. 254
Η U ήταν ακόη ξαπλωένη στο κρεβάτι, ε τα άτια κλειστά, τα βράγχια απλωένα σ’ ένα χαόγελο. Μάζεψα τα ρούχα της από το πάτωα, της τα πέταξα και είπα έσα από τα δόντια: «Γρήγορα! Ακούπησε στους Βιαστείτε!» αγκώνες της, τα στήθη της έπεσαν στα πλάγια, τα άτια της ήταν στρογγυλά και όλη η υπόλοιπη κέρινη. «Τι;…» «εν έχει σηασία τι. Άντε λοιπόν, ντυθείτε!» Άρπαξε τα ρούχα της, όρφασε και είπε ε συντετριένη φωνή: «Γυρίστε από την άλλη…» Γύρισα από την άλλη και ακούπησα το έτωπο πάνω στο γυαλί. Φώτα, φιγούρες, λάψεις που έτρεαν στο σκοτάδι, υγρός καθρέφτης. Όχι, δεν είναι ο καθρέφτης που τρέει, είαι εγώ. Γιατί ου τηλεφώνησε Αυτός; Ξέρει άραγε ήδη για εκείνη, για ένα, για όλα; ΗUείναιστηνπόρτα,ήδηντυένη.Μεδυοβήαταφτάνω δίπλα της και της σφίγγω το χέρι, λες και πορούσα να στραγγίξω απ’ αυτό, σταλιά, σταλιά, ό,τι χρειαζόουν: «Ακούστε ε… Το όνοά της… ξέρετε για ποια ιλάω… τους δώσατε το όνοά της; Όχι; Πείτε τηντην αλήθεια, πρέπει να άθω. εν έχει σηασία, πείτε ουου απλώς αλήθεια…» «Όχι». «Όχι; Τότε πώς… αφού είχατε πάει ήδη εκεί ν’ αναφέρετε…» Το κάτω χείλος της γυρίζει ξαφνικά προς τα έξω όπως εκείνου του αγοριού και από τα άγουλα της κυλάνε σταγόνες… «Γιατί… γιατί φοβήθηκα πως αν τους έδινα αυτήν… 255
ίσως εσείς να… να σταατούσατε να ’ αγ… Αχ, δεν πορώ – δεν θα πορούσα!» Κατάλαβα. Αυτή ήταν η αλήθεια. Η ανόητη, γελοία, ανθρώπινη αλήθεια! Άνοιξα την πόρτα.
256
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΕΚΤΗ
Κενές σελίδες Ο Χριστιανικός Θεός Σχετικά ε τη Μητέρα ου
Να κάτι περίεργο. Το κεφάλι ου είναι σαν ια κενή, λευκή σελίδα. Πώς έφτασα εκεί, την ώρα που περίενα (γιατί ξέρω ότι περίενα) – τίποτα απ’ αυτά δεν θυάαι, ούτε έναν ήχο, ούτε ένα πρόσωπο, ια χειρονοία. Λες και είχαν κοπεί όλα τα νήατα εταξύ εού και του κόσου. Όταν συνήλθα, στεκόουν ήδη προστά Του και δεν πορούσα να σηκώσω τα άτια ου από τον τρόο. Το όνο που έβλεπα ήταν τα σιδερένια Του χέρια να αναπαύονται στα γόνατά Του. Αυτά τα χέρια ήταν βαριά ακόη και γι’ Αυτόν, τα γόνατά Του υποχωρούσαν στο βάρος τους. Κούνησε αργά τα δάχτυλα Του. Το πρόσωπό Του ήταν κάπου εκεί πάνω στην οίχλη και ο οναδικός λόγος που η φωνή Του δεν βροντούσε σαν κεραυνός, δεν ε κούφαινε, αλλά ακουγόταν σαν να ήταν ια συνηθισένη, ανθρώπινη φωνή, ήταν γιατί έφτανε σε ένα από τέτοιο ύψος. ΟΛΟ«Λοιπόν… κι εσείς; Εσείς, ο κατασκευαστής του ΚΛΗΡΤΗ; Εσείς, που σας ανατέθηκε να γίνετε ο σπουδαιότερος των κατακτητών. Εσείς, που το όνοα σας θ’ άνοιγε ένα καινούργιο, λαπρό κεφάλαιο στην ιστορία του Μονοκράτους… Εσείς;» Ανέβηκε το αία στο κεφάλι ου, στα άγουλά ου – και 257
η σελίδα είναι πάλι κενή, εκτός από τον παλό που χτυπάει στους κροτάφους ου, και από πάνω η φωνή που αντηχεί – αλλά δεν ου ένει ούτε ια λέξη. Συνήλθα όνο όταν Αυτός σταάτησε νανα ιλάει. Είδα το χέρι να κινείται να ζύγιζε χίλια κιλά, σηκώνεται αργά προς σαν τα πάνω και να ε δείχνει ε το δάχτυλο. εκτελε«Λοιπόν; Γιατί είστε σιωπηλός; “Είναι ένας στής”, αυτό δεν σκέφτεστε;» «Σωστά», απάντησα πειθήνια. Κι από εκείνο το σηείο άρχισα ν’ ακούω καθαρά κάθε λέξη Του: «Πώς; Μήπως νοίζετε ότι φοβάαι αυτή τη λέξη; Έχετε κάνει ποτέ το πείραα ν’ αφαιρέσετε από τη λέξη το κέλυφος και να εξετάσετε τι υπάρχει έσα; Θα σας δείξω τώρα. Θυηθείτε τη σκηνή: ένας πλε λόφος, ένας σταυρός, πλήθος. Κάποιοι είναι πάνω στην κορυφή, πιτσιλισένοι ε αία και καρφώνουν το σώα στο σταυρό. Άλλοι είναι κάτω, πιτσιλισένοι ε δάκρυα και κοιτάζουν. εν νοίζετε ότι αυτοί που είναι πάνω παίζουν τον πιο δύσκολο και πιο σηαντικό ρόλο; Αν δεν ήταν αυτοί, θα είχε στηθεί ποτέ αυτή η εγαλειώδης τραγωδία; Το χυδαίο πλήθος τους αποδοκίαζε, αλλά αυτό το ίδιο το γεγονός θα έπρεπε νατον τους χαρίσει περισσότερες γενναιόδωρες ανταοιβές από Θεό, τον δηιουργό της τραγωδίας. Και αυτός ο ίδιος χριστιανικός, φιλεύσπλαχνος Θεός –αυτός που αργοψήνει στις φωτιές της Κόλασης όλους εκείνους που του εναντιώνονται– δεν είναι κι εκτελεστής; Και αυτοί τους οποίους οι ΧριστιαΑυτός ένας νοί έριξαν στη φωτιά είναι ήπως λιγότεροι από τους Χριστιανούς που κάηκαν; Όως, ολαταύτα, βλέπετε ότι αυτός είναι ο Θεός που λατρεύτηκε ανά τους αιώνες ως ο Θεός της 258
αγάπης. Παράλογο; Όχι, αντίθετα. Είναι η βαένη ε αία απόδειξη της βαθιά ριζωένης σοφίας του ανθρώπου. Ακόα και τότε, έσα στην πρωτόγονη, δασύτριχή του κατάσταση, είχε καταλάβει: αληθινή, αλγεβρική αγάπη προς την ανθρωπότητα είναιΜια αναπόφευκτα απάνθρωπη και το αναπόφευκτο σηάδι της αλήθειας είναι η ασπλαχνία της. Ακριβώς όπως το αναπόφευκτο σηάδι της φωτιάς είναι ότι καίει. Μπορείτε να ου δείξετε ια φωτιά που δεν καίει; Λοιπόν; Αποδείξτε το! ώστε ένα επιχείρηα!» Πώς πορούσα να διαφωνήσω; Πώς πορούσα ν’ αφισβητήσω αυτά που ήταν (παλιότερα) και δικές ου σκέψεις; Όχι πως θα πορούσα ποτέ να τις ντύσω ε τέτοια σφυρήλατη, λαπερή πανοπλία. εν είπα τίποτα… «Αν αυτό σηαίνει ότι συφωνείτε αζί ου, τότε ας ιλήσουε σαν ενήλικες που έχουν βάλει τα παιδιά για ύπνο, ας ην κρατήσουε τίποτα κρυφό. Κάνω την εξής ερώτηση: Ποιο είναι αυτό για το οποίο οι άνθρωποι ικετεύουν, αυτό που ονειρεύονται, που τους βασανίζει από τα γεννοφάσκια τους; Θέλουν κάποιον να τους πει ια για πάντα τι είναι ευτυχία – και ετά να τους αλυσοδέσει σ’ αυτήν. Τι είναι αυτό που κάνουε εείς τώρα, ανΣτον όχι αυτό; Το αρχαίο όνειρο του παραδείσου… Θυηθείτε: παράδεισο έχουν απωλέσει κάθε γνώση επιθυίας, λύπησης, αγάπης –είναι ευλογηένοι, ε τη φαντασία τους να έχει αφαιρεθεί ε χειρουργική επέβαση (ο οναδικός λόγος που είναι ευλογηένοι)– είναι άγγελοι, οι σκλάβοι του Θεού… Και τώρα, τη στιγή ακριβώς που πραγατοποιήσαε αυτό το όνειρο, που το κατακτήσαε κατ’ αυτόν τον τρόπο (έσφιξε ε τέτοια δύναη το χέρι Του που αν κρατούσε ια πέτρα θα της είχε βγάλει το ζουί), όταν το 259
όνο που απέενε ήταν να γδάρουε το θήραα και να το κόψουε σε ερίδες –αυτήν ακριβώς τη στιγή εσείς– εσείς…» Η σιδερένια βροντή ξαφνικά ξέσπασε. Ήουν κόκκινος σαν σβώλος από αργόπάλι σίδηρο αόνι, κάτω από το είναι σφυρί. Το σφυρί αποσύρθηκε στηστο σιωπή και… η αναονή περισσότερο αγωνιώδ… Ξαφνικά: «Πόσων ετών είστε;» «Τριάντα δύο». «Και αφελής σαν δεκαεξάχρονος – ακριβώς τα ισά σας χρόνια! Ακούστε –δεν σας πέρασε καθόλου από το υαλό ότι αυτοί– δεν γνωρίζουε ακόη τα ονόατά τους, αλλά είαστε σίγουροι ότι θα τα αποσπάσουε σύντοα από εσάς – σας ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ χρειάζονταν όνο ως Κατασκευαστή του , έτσι ώστε έσω υών…» «Όχι, η!», ξεφώνισα. Σαν να κρύβεσαι πίσω από το χέρι σου και να φωνάζεις «η» σε ια σφαίρα: Ακούς ακόη το «η» σου, αφότου η σφαίρα έχει περάσει από έσα σου και σφαδάζεις στο πάτωα. Ναι, ναι. ΚατασκευαστήςΟΛΟΚΛΗΡΤΗ του … Ναι,
ναι… ξαφνικά ήρθε η εικόνα εξαγριωένου προσώπουκαι της U ε ταου τρεάενα ρόδινατου βράγχια του – εκείνο το πρωί που ήταν και οι δυο τους στο δωάτιό ου… Το θυάαι πολύ καθαρά: Ξέσπασα στα γέλια και σήκωσα τα άτια ου. Μπροστά ου καθόταν ένας φαλακρός άντρας που έοιαζε ε τον Σωκράτη και το φαλακρό του κρανίο ήταν καλυένο ε ικροσκοπικές σταγόνες ιδρώτα. Πόσο απλά ήταν όλα. Πόσο υπέροχα κοινότοπα και γελοιωδώς απλά που ήταν όλα. 260
Το γέλιο ’ έπνιγε, ξέσπαγε από έσα ου κατά ριπές. Έκλεισα ε τα χέρια ου το στόα κι έτρεξα έξω σε πλήρη σύγχυση. Σκαλιά,κιάνεος, υγρασία, τυχαία θραύσατα φώτων, προσώπων ενώ έτρεχα σκεφτόουν: «Όχι! Να την δω! Να την δω όνο για άλλη ια φορά!» Εδώ έρχεται άλλη ια κενή, λευκή σελίδα. Το όνο που θυάαι είναι – πόδια. Όχι άνθρωποι αλλά όνο πόδια, εκατοντάδες πόδια, κατακλυσός από πόδια, που έπεφταν από κάπου στο πεζοδρόιο, χτυπώντας οπουδήποτε. Και κάποιο τραγούδι, παιχνιδιάρικο, όχι πολύ ωραίο, και ια κραυγή: «Ε! Εσείς! Ελάτε εδώ!» Μετά απ’ αυτό, ια ερηωένη πλατεία, γεισένη ώς πάνω ε ισχυρό άνεο. Στη έση της: ια ουντή, δυσκίνητη, απειλητική άζα – η Μηχανή του Ευεργέτη. Αντηχεί έσα ου ια περίεργη, φαινοενικά αταίριαστη ηχώ: ένα εκτυφλωτικά λευκό αξιλάρι, πάνω στο αξιλάρι ένα κεφάλι ε ισόκλειστα άτια, ια αιχηρή, γλυκιά οδοντοστοι χία… Και όλα αυτά είναι κάπως ανόητα, τροαχτικά συνδεδεένα ε τη Μηχανή – γνωρίζω πώς είναι συνδεδεένα, αλλά δεν θέλω πει. να το δω ακόη, να το πω δυνατά – δεν θέλω, δεν πρέΈκλεισα τα άτια κι έκατσα στα σκαλιά που οδηγούν στη Μηχανή. Πρέπει να έβρεχε: το πρόσωπό ου ήταν υγρό. Από κάπου ακριά ακούω πνιχτές κραυγές. Κανένας όως δεν ακούει εένα, κανείς δεν ’ ακούει που φωνάζω: Σώστε ε απ’ αυτό – Βοήθεια! Μακάρι να είχα ια ητέρα, όπως είχαν οι αρχαίοι. δική ουητέρα. Και ακάρι γι’ αυτήν να ην Εννοώ τη 261
ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ ήουν ούτε ο Κατασκευαστής του ,ούτεοΑριθός D-503, ούτε ένα όριο του Μονοκράτους, αλλά απλώς ένα κοάτι της ανθρωπότητας, ένα κοάτι του ίδιου της του
εαυτού – τσαλαπατηένο, θρυατισένο, ας υποθέσουε ότι τους καρφώνω εγώ ή εαπόβλητο… καρφώνουν Και αυτοί –ίσως να είναι το ίδιο– πάντως αυτή θα ’ άκουγε, θ’ άκουγε ό,τι κανείς άλλος δεν ακούει και τα γέρικα χείλη της, τα γέρικα, ζαρωένα της χείλη…
262
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΕΒΟΜΗ
Μικροοργανισοί Αποσύνθεσης Η Μέρα της Κρίσης Το ωάτιό της
Το πρωί στην τραπεζαρία, ο γείτονας από τ’ αριστερά ου ού ψιθύρισε ε τροαγένη φωνή: «Άντε τρώτε! Σας παρακολουθούν!» Έβαλα όλη ου τη δύναη για να χαογελάσω. Και το ένιωσα σαν ια ρωγή στο πρόσωπό ου: Χαογελάω, η ρωγή ανοίγει περισσότερο και ε πονάει όλο και πιο πολύ… Έτσι συνεχίστηκε. Όταν κατάφερα να τσιπήσω έναν κύβο φαγητού ε το πιρούνι ου, αυτό άρχισε να τρέει στο χέρι ου κι έπεσε ε θόρυβο στο πιάτο. Τότε άρχισαν όλα να τρέουν και να κουδουνίζουν, τα τραπέζια, οι τοίχοι, τα πιάτα, ο αέρας, κι έξω ια έντονη, κυκλική, εταλλική φασαρία ακουγόταν παντού, περνούσε κατά κύατα πάνω από τα κεφάλια, πάνω από τα σπίτια, έχρι τον ουρανό, κι έπειτα έσβησε σταδιακά κάπου ακριά, σε ικρά, ανεπαίσθητα κουδουνίσατα, σαν κυατάκια στο νερό. Κοίταξα προς τα πάνω και είδα πρόσωπα στιγιαία στραγγισένα απ’ όλο τους το χρώα, στόατα παραλυένα στη έση ιας κίνησης, πιρούνια παγωένα στον αέρα. Μετά, επικράτησε σύγχυση, όλα ξέφυγαν από τα γνώρια ονοπάτια, όλοι αναπήδησαν από τις θέσεις τους (χωρίς να τραγουδήσουν τον Ύνο), χωρίς συντονισό, ακόη α263
σώντας, καταπίνοντας, ψηλαφώντας πουκωένοι ο ένας τον άλλον. «Τι ήταν αυτό; Τι συνέβη; Τι;» Και αυτά τα άναρχα κοάτια της κάποτε καλολαδωένης, εγαλειώδους Μηχανής, ξεχύθηκαν προςδυνατά τα κάτω, ανελκυστήρες, τις σκάλες, χτυπώντας τα προς πόδιατους –θραύσατα λέξεων– σαν κοάτια ενός κατακερατισένου γράατος παρασυρένα από τον άνεο… Όλοι έβγαιναν από τα γειτονικά κτήρια και διασκορπίζονταν. Μετά από ένα λεπτό η λεωφόρος έοιαζε ε ια σταγόνα νερού κάτω από το ικροσκόπιο: ικροοργανισοί αποσύνθεσης κλειδωένοι έσα στη διάφανη, γυάλινη σταγόνα νερού, να πηγαίνουν πάνω κάτω σαν τρελοί. «Αχά!», κάνει ια θριαβευτική φωνή και βλέπω προστά ου το πίσω έρος ενός κεφαλιού κι ένα δάχτυλο να δείχνει προς τον ουρανό. Θυάαι πολύ ζωντανά το ροδοκίτρινο νύχι και στη βάση του νυχιού ένα λευκό ηισφαίριο, σαν το φεγγάρι που ξεπροβάλλει ψηλά στον ορίζοντα. Αυτό το δάχτυλο ήταν σαν πυξίδα: Εκατοντάδες άτια το ακολούθησαν και κοίταξαν στον ουρανό. Εκεί, σύννεφα βροχής πέρναγαν προσπαθώντας να γλυτώσουν κάποιο αόρατο που τα κυνηγούσε, δώντας από το ένα πάνω από τοπράγα άλλο συγκρουόενα, ενώ, πηβαένα στο χρώα των σύννεφων, εφανίστηκαν τα σκοτεινά αεροκίνητα των Φρουρών, ε κρεασένες τις προβοσκίδες κατασκοπείας τους και λίγο πιο ακριά, προς τα δυτικά, κάτι που έοιαζε ε… Στην αρχή κανείς δεν κατάλαβε τι ήταν. Ακόα κι εγώ, που ήξερα (δυστυχώς) περισσότερα από τους υπόλοιπους, δεν το κατάλαβα. Έοιαζε ’ ένα τεράστιο σήνος από αύρα αε264
ροκίνητα – ικρές, γρήγορες κουκίδες, τόσο ψηλά που όλις πορούσες να τις διακρίνεις. Πλησιάζουν όλο και πιο πολύ. Βραχνές, λαρυγγικές σταγόνες ήχου έρχονται κάτω σε ας. Τελικά, πετάνε από πάνω ας πουλιά. Γείζουν τον ουρανό: αιχηρά, αύρα, διαπεραστικά τρίγωνα σε πτώση. Η καταιγίδα τα ρίχνει πάνω σε τρούλους, σε στέγες, σε στύλους, σε παλκόνια. «Αχά!» Το θριαβευτικό κεφάλι γύρισε προς τα πίσω και είδα ποιος ήταν – αυτός, ε τα σκαθαρόφρυδα. Όως λίγα είχαν αποείνει από τον παλιό του εαυτό – ήταν σαν βιβλίο που του είχε είνει όνο ο τίτλος. Είχε συρθεί ε κάποιον τρόπο έξω από το αιώνια προεξέχον φρύδι και τώρα στο πρόσωπό του ξεφύτρωναν γραές σαν τρίχες γύρω από τα άτια και τα χείλη του κι αυτός χαογελούσε. «Καταλαβαίνετε;», ου φώναξε έσα από τα κρωξίατα, το σφύριγα του ανέου και των φτερών. «Καταλαβαίνετε; Σπάσανε το Τείχος! Το Τείχος, σας λέω!» Κάπου πίσω ας, φιγούρες ε τα κεφάλια τεντωένα έτρεχαν να πουν γρήγορα έσα στα κτήρια. Στη έση του πεζοδροίου, ια βιαστική χιονοστιβάδα από ετα-εγχειρισένους (οι οποίοι ωστόσο έοιαζαν λόγω του βάρους τους). Κατευθύνονταν προςνα τακαθυστερούν κει, προς τα δυτικά. …Τριχωτές φούντες ακτινωτά γύρω από τα χείλη του, τα άτιατου.Άρπαξατοχέριτου:«Ακούστε!Πούείναιαυτή;Πού είναι η Ι-330; Είναι από την άλλη πλευρά του Τείχους; Πρέπει να – ακούτε τι σας λέω; Αυτή τη στιγή, δεν πορώ…» «Εδώ!», φώναξε έσα από τα δυνατά, κίτρινα δόντια του σαν εθύστακα ς που χαογελάει πλατιά. «Είναι εδώ στην πόλη, αυτή το κάνει! Ζήτω! Τα καταφέραε!» 265
Ποιοι «τα καταφέραε»; Ποιοι «εείς»; Ποιος είαι εγώ; Γύρω απ’ αυτόν τον ένα, ήταν άλλοι πενήντα, ακριβώς όπως αυτόν, που είχαν πάνω από τα φρύδια – ηχηροί, ευτυχισένοι, εσυρθεί δυνατές οδοντοστοιχίες. Τατους στόατά τους ανοιχτά για να καταβροχθίσουν την καταιγίδα, κουνώντας πέρα δώθε τα θανατηφόρα ηλεκτρικά τους όπλα (άκακα εν να τα κοιτάς, αλλά πού τα βρήκαν;), κατευθύνονταν προς τα δυτικά, όπως και οι ετά-εγχειρισένοι, όως τους ακολουθούσαν από τα πλάγια, από τη λεωφόρο 48 που ήταν παράλληλη. Σκόνταφτα πάνω σε τεντωένα καραβόσκοινα πλεγένα από τον άνεο κι έτρεχα προς αυτήν. Γιατί; εν ξέρω. Σκόνταφτα, οι δρόοι ήταν άδειοι, η πόλη ήταν αλλόκοτη κι άγρια, η θριαβευτική φασαρία από τα πουλιά δεν θα σταατούσε ποτέ – ήταν η Μέρα της Κρίσης. Σε πολλά κτήρια έβλεπα έσα από τους γυάλινους τοίχους (αυτό χαράχθηκε στη νήη ου) αρσενικούς και θηλυκούς Αριθούς να συνουσιάζονται χωρίς την παραικρή ντροπή, χωρίς καν να κατεβάζουν τις γρίλιες, χωρίς εισιτήριο, καταεσήερο… δικό της κτήριο. πόρταΟήταν ορθάνοιχτη.Το Τοκτήριο… γραφείοτο ελέγχου κάτω ήτανΗάδειο. ανελκυστήρας είχε κολλήσει κάπου στη έση των ορόφων. Ανέβηκα βαριανασαίνοντας την ατελείωτη σκάλα. Ο διάδροος. Τα νούερα στην πόρτα περνάνε σαν τις ακτίνες ιας ρόδας: 320, 326, 330… Ι-330! Μέσα από τη γυάλινη πόρτα. Όλα έσα στο δωάτιο ήταν πεταένα, ανακατεένα, διαλυένα. Κάποιος είχε αναποδογυρίσει έσα στη βιασύνη του ια καρέκλα που τώρα 266
έστεκε κει ε τα τέσσερα πόδια της στον αέρα σαν νεκρή αγελάδα. Το κρεβάτι είχε τραβηχτεί κάνοντας γωνία ε τον τοίχο. Ροζ εισιτήρια ήταν πεταένα στο πάτωα, σαν πεσένα πέταλα είχαν ποδοπατηθεί. Έσκυψα κι που έπιασα ένα, ετά ένα άλλο, κι ένα άλλο: Όλα ήταν σηειωένα ε το D-503 – ήουν σε όλα – σταγόνες δικές ου, λιωένες, πεταένες. Μόνο αυτό είχε αποείνει… Για κάποιο λόγο, ου φαινόταν αδύνατο να τ’ αφήσω έτσι, στο πάτωα, να τσαλαπατηθούν. Μάζεψα άλλη ια χούφτα, τα έβαλα στο τραπέζι, τ’ άπλωσα προσεκτικά, τα κοίταξα – κι άρχισα να γελάω. εν το ήξερα έχρι τότε, όως τώρα το ξέρω, το ίδιο και σεις: Το γέλιο έρχεται ε διαφορετικά χρώατα. Είναι απλώς η ακρινή ηχώ ιας έκρηξης έσα σου. Μπορεί να έρθει ε χρώατα γιορτινά – κόκκινα, πλε, χρυσά πυροτεχνήατα. Ή πορεί να είναι τα κοάτια ενός ανθρώπινου σώατος που εκτοξεύονται προς τα έξω. Πάνω στα εισιτήρια, πήρε το άτι ου ένα όνοα που δεν είχα ξανακούσει. εν θυάαι τον αριθό, όνο το γράα και ήταν F. Μάζεψα όλα τα εισιτήρια από το τραπέζι, τα ξαναπέταξα πάτωα και πάτησα τους, έτσι, ε το τακούνι ου, στο πάνω σε ένα τον ίδιο, κιπάνω έφυγα… Κάθισα στο διάδροο πάνω στο περβάζι ενός παραθύρου απέναντι από την πόρτα της και περίενα, ανέκφραστα και για εγάλο διάστηα, δεν ξέρω για τι πράγα. Από τ’ αριστερά ακούστηκαν βήατα να σέρνονται. Ένας γέρος άντρας ε πρόσωπο σαν τρυπηένο, άδειο και ζαρωένο παλόνι, ενώ κάτι διαφανές έσταζε ακόη λίγο-λίγο από τις τρύπες. Στο τέλος σχηάτισα την ασαφή εντύπωση ότι αυτά ήταν δάκρυα. 267
Είχε ήδη κάπως αποακρυνθεί, όταν συνήλθα και του φώναξα: «Με συγχωρείτε… ακούστε, ήπως τυχαίνει να γνωρίζετε τον Αριθό Ι-330;» γέρος γύρισε, κούνησε το χέρι απελπισένα και συνέχισεΟνα σέρνεται. Το σούρουπο πήγα πίσω στο σπίτι ου. Στα δυτικά, ο ουρανός έκανε κάθε δευτερόλεπτο ένα χλωό πλε σπασό – αυτό ήταν που προκαλούσε εκείνον το ουντό, πνιγένο βρόντο. Πουλιά κούρνιαζαν εδώ και κει πάνω στις σκεπές, σαν αύροι δαυλοί που σιγοκαίνε. Ξάπλωσα στο κρεβάτι και, σαν ζώο, ήρθε ο ύπνος αέσως και ε σκέπασε...
268
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΟΓΟΗ
(εν Ξέρω τι Ταιριάζει Εδώ, Ίσως Απλά: Ένα Αποτσίγαρο)
Ξύπνησα – το φως ήταν τόσο έντονο που ου πονούσε τα άτια. Τα ισόκλεισα. Μέσα στο κεφάλι, είχα έναν διαβρωτικό πλε καπνό, τα πάντα ήταν έσα σε οίχλη. Και έσα από την οίχλη άκουσα τον εαυτό ου να λέει: «Μα… δεν άναψα εγώ το φως – πώς;…» Αναπήδησα. Καθόταν στο τραπέζι, ε το πηγούνι της ν’ αναπαύεται στο χέρι της, η Ι-330 ε κοιτούσε ’ ένα ειρωνικό χαόγελο… Τώρα κάθοαι στο ίδιο τραπέζι και γράφω. Βρίσκονται ήδη πίσω ου – δέκα ή δεκαπέντε λεπτά, βίαια συπιεσένα στο πιο σφιχτό ελατήριο. Όως ου φαίνεται σαν να ήταν όλις τώρα που έκλεισε πίσω της την πόρτα και ότι πορώ ακόη να την προλάβω, ν’ αρπάξω το χέρι της και – ίσως θα γελάσει και θα πει… Η Ι-330 καθόταν στο τραπέζι. Πήγα προς το έρος της. «Είστε εσείς, εσείς! Ήουν – είδα το δωάτιό σας – νόιζα πως…» Αλλά είχα καλύψει όλις τη ισή απόσταση, όταν βρέθηκα αντιέτωπος ε τα αιχηρά και ακίνητα ακόντια των βλεφαρίδων της και σταάτησα. Θυάαι ότι ε κοιτούσε ε ΟΛΟΚΛΗΡΤΗ τον ίδιο τρόπο όπως και τότε πάνω στον . Και τώρα είχα όνο ένα δευτερόλεπτο χρόνο για να βρω τον τρόπο 269
να της τα πω όλα, ώστε να καταλάβει… διαφορετικά δεν θα υπάρξει ποτέ… «Ακούστε, Ι-330… πρέπει να… πρέπει να σας τα πω όλα… περιένετε – θέλω ια Το Όχι, στόα ου είχε ξεραθεί σανγουλιά να είχενερό…» περαστεί ε στυπόχαρτο. Προσπάθησα να χύσω λίγο νερό, αλλά δεν πορούσα, έτσι άφησα το ποτήρι στο τραπέζι κι άρπαξα την κανάτα ε τα δυο ου χέρια. Τότε είδα τον πλε καπνό να βγαίνει από ένα τσιγάρο. Το έβαλε στα χείλη της, πήρε ια ρουφηξιά, ανέπνε υσε ε απληστία τον καπνό λες κι έπινε νερό, και είπε: «Μην κουράζεστε. Μη λέτε τίποτα. εν έχει σηασία – βλέπετε, ήρθα ούτως ή άλλως. Με περιένουν κάτω. Κι εσείς θέλετε αυτά τα τελευταία ας λεπτά να είναι…» Πέταξε το τσιγάρο στο πάτωα και ξάπλωσε ολόκληρη στο πράτσο της καρέκλας (το κουπί ήταν στον τοίχο, δύσκολο να το φτάσεις) και θυάαι πως τρέκλισε η καρέκλα και δυο από τα πόδια της ανασηκώθηκαν στον αέρα. Μετά έπεσαν οι γρίλιες. Σηκώθηκε και τύλιξε σφιχτ ά γύρω ου τα χέρια της. Ένιωθα τα γόνατά της έσα το φόρεα – το αργό, τρυφερό, ζεστό δηλητήριο που εαπό πληύριζε… Και ξαφνικά… Συβαίνει ερικές φορές να είσαι εντελώς βυθισένος σε γλυκό, ζεστό ύπνο και ξαφνικά κάτι να σε διαπερνάει, πετάγεσαι και τα άτια σου είναι πάλι ορθάνοιχτα… Αυτό συνέβη και τώρα: Είδα ξαφνικά το πάτωα του δωατίου της καλυένο ε ποδοπατηένα ροζ εισιτήρια, ε το γράα F και κάτι σύβολα στο ένα απ’ αυτά… και τυλίχτηκαν όλα έσα ου σε ια πάλα και, ακόη και τώρα, δεν 270
πορώ να περιγράψω πώς αισθάνθηκα, όως την κράτησα τόσο σφιχτά που έβγαλε ια κραυγή πόνου… Ένα λεπτό ακόη –από εκείνα τα δέκα ή δεκαπέντε– το κεφάλι ήταν χωένο έσα στο αστραφτερό, λευκόοδοαξιλάρι, τατης άτια της ισόκλειστα, η αιχηρή και γλυκιά ντοστοιχία της. Όλη την ώρα αυτό ου θύιζε κάτι, κάτι που δεν πορούσα ν’ αποακρύνω, ηλίθιο, επώδυνο, κάτι που δεν έπρεπε να είχα σκεφτεί – που ακόη και τώρα δεν θα ’πρεπε να σκέφτοαι. Και την κρατούσα ακόη πιο τρυφερά, πιο σκληρά, τα δάχτυλά ου άφηναν τώρα ακόη πιο έντονα πλε σηάδια… Είπε (και πρόσεξα ότι δεν άνοιξε τα άτια): «Λένε ότι είχατε πάει στον Ευεργέτη χθες. Είναι αλήθεια;» «Ναι, είναι αλήθεια.» Τότε τα άτια της άνοιξαν διάπλατα και χάρηκα που είδα πόσο γρήγορα χλόιασε το πρόσωπό της, ατόνησε κι εξαφανίστηκε, αφήνοντας όνο τα άτια της. Της είπα τα πάντα. Κράτησα όνο ένα πράγα κρυφό – δεν ξέρω γιατί, όχι, ψέατα, ξέρω το γιατί– αυτό που είπε Εκείνος στο τέλος, ότι οι άλλοι ε χρειάζονταν όνο για… Βαθιαία, σαν φωτογραφία κατά τη διάρκεια εφά- η νισης, το πρόσωπό της άρχισε να επανέρχεται: τατης άγουλα, λευκή οδοντοστοιχία, τα χείλη της. Σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα της ντουλάπας ε τον καθρέφτη. Το στόα ου είχε πάλι ξεραθεί. Έβαλα ένα ποτήρι νερό, αλλά η ιδέα να το πιω ε αηδίασε. Ακούπησα το ποτήρι στο τραπέζι και ρώτησα: «Γι’ αυτό ήρθατε – επειδή θέλατε να άθετε γι’ αυτό;» Με κοίταξε έσα από τον καθρέφτη – το αιχηρό, κο271
ροϊδευτικό τρίγωνο των φρυδιών της ανασηκώθηκε προς τους κροτάφους. Γύρισε για να πει κάτι, αλλά δεν είπε τίποτα. εν χρειαζόταν. Ήξερα. Να της πω αντίο; πόδικι ου –ή κάποιου άλλου;– χτύπησα τηνΚούνησα καρέκλα,το έπεσε έεινε εκεί νεκρή, σαν εκείνη στο δικό της δωάτιο. Τα χείλη της ήταν παγωένα – όπως ήταν ια φορά και το πάτωα εδώ στο δωάτιο ου, δίπλα στο κρεβάτι. Όταν έφυγε, όως, κάθισα κάτω στο πάτωα και ξάπλωσα πάνω στο τσιγάρο που είχε πετάξει… εν πορώ να γράψω άλλο – δεν θέλω!
272
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΕΝΑΤΗ
Τέλος
Όλο αυτό ήταν ο τελευταίος κόκκος αλατιού που προστέθηκε σ’ ένα κορεσένο διάλυα: Οι κρύσταλλοι αρχίζουν ξαφνικά να εφανίζονται γεάτοι βελόνες, να σκληραίνουν και να κατακάθονται. Μου ήταν ξεκάθαρο ότι τα πάντα είχαν αποφασιθατοκάνω στεί. Αύριο το πρωί .Ήταντοίδιοσαννασκότωνα τον εαυτό ου – ίσως, όως, αυτός να είναι ο όνος τρόπος για ν’ αναστηθώ. Γιατί δεν πορείς ν’ αναστήσεις κάτι, αν δεν έχει προηγουένως σκοτωθεί. Στα δυτικά, ο ουρανός έκανε έναν πλε σπασό ανά δευτερόλεπτο. Το κεφάλι ου είχε πάρει φωτιά και σφυροκοπούσε. Έεινα έτσι ολόκληρη τη νύχτα και ε πήρε ο ύπνος όνο κατά τις εφτά το πρωί, τότε που το σκοτάδι άρχισε ν’ αραιώνει και να γίνεται πράσινο και πορούσες να δεις τις σκεπές στιγατισένες ε πουλιά. Ξύπνησα και είδα ότι ήταν ήδη δέκα η ώρα (προφανώς δεν είχε κουδούνι σήερα). Το ποτήρι ε το νερό ήταν, από χθες, ακόη στο τραπέζι. Το ήπια διψασένος και βγήκα έξω. Έπρεπε να κάνω πολλά πράγατα γρήγορα, το συντοότερο δυνατόν. Η καταιγίδα είχε καταφάει τον ουρανό και τον είχε αφήσει πλε και άδειο. Οι σκιές είχαν υτερές γωνίες, όλες κοένες από τον πλε, φθινοπωρινό αέρα, και ήταν τόσο εύθραυστες που φοβόσουν να τις ακουπήσεις, ήπως και διαλυθούν σε γυαλόσκονη και παρασυρθούν ακριά. Το ίδιο και έσα ου· καία σκέψη. Μη σκέφτεσαι, η σκέφτεσαι, αλλιώς… 273
Κι έτσι εγώ δεν σκεφτόουν, στην πραγατικότητα ούτε καν έβλεπα, απλώς κατέγραφα. Εκεί στο πεζοδρόιο είχε κλαδιά που ήρθαν από κάπου ε πράσινα, κεχριπαρένια, βαθυκόκκινα φύλλα. Από πάνω, πουλιά αεροκίνητα περνούσαν βιαστικά, διασταυρώνοντας τακαι ίχνη τους. Πέρα εκεί, κεφάλια, ανοιχτά στόατα, χέρια που κουνούσαν κλαδιά. Κραυγές, κρωξίατα, ουρουρητά… Έπειτα, οι δρόοι έειναν άδειοι λες και είχε πέσει πανούκλα. Θυάαι ότι είχα σκοντάψει σε κάτι ανυπόφορα αλακό που υποχωρούσε, αν και δεν πορούσα να το κουνήσω. Έσκυψα· ένα πτώα. Ήταν πεσένο ε την πλάτη, τα πόδια απλωένα, τα γόνατα λυγισένα, σαν γυναίκα. Το πρόσωπο… Αναγνώρισα τα χοντρά αφρικάνικα χείλη που ακόη και τώρα έοιαζαν να γελάνε ζουερά. Τα άτια του ήταν ισόκλειστα και γελούσε στα ούτρα ου. Μου πήρε ένα δευτερόλεπτο να πηδήξω από πάνω του και να συνεχίσω να τρέχω, επειδή δεν πορούσ α να περιένω, έπρεπε να τα κάνω όλα γρήγορα, διαφορετικά ένιωθα ότι θα έσπαγα, θα λύγιζα και θα έχανα το σχήα ου σαν υπερφορτωένη κρεάστρα… Ευτυχώς είχα όνο είκοσι σκαλοπάτια για να ΓΡΑΦΕΙΟ ΦΡΟΥφτάσω στην πινακίδα εάλλα τα χρυσά γράατα: ΡΝ. Στην είσοδο σταάτησα, πήρα την πιο βαθιά ανάσα που πορούσα και πήκα έσα. Μέσα στο διάδροο ια ατέλειωτη ουρά από Αριθούς, κάποιοι ε κόλλες χαρτιού στα χέρια, κάποιοι ε χοντρά σηειωατάρια. Κινούνταν αργά προς τα προς –ένα βήα, δύο βήατα– ετά σταατούσαν. Έτρεξα κατά ήκος της ουράς, το κεφάλι ου ε σκό274
τωνε, τραβούσα τα ανίκια τους, τους ικέτευα, έτσι όπως εκλιπαρεί ένας ανίατα άρρωστος το γιατρό του για να του δώσει κάτι που θα σταατήσει ια για πάντα τον ατελείωτο πόνο του. Μια γυναίκα, που φορούσε ια στενή ζώνη πάνω από τη γιούνι της και λίγο πιο ψηλά από τα δυο παχιά ηισφαίρια των γλουτών της τα οποία κουνούσε συνέχεια από εριά σε εριά λες και είχε βάλει πάνω τους άτια, είπε προς το έρος ου ξεφυσώντας: «Α υτός έχει στοαχόπονο! Να τον πάτε στην τουαλέτα – εκεί κάτω, δεύτερη στ’ αριστερά!» Με περιγέλασαν. Αυτό το γέλιο έκανε κάτι στο λαιό ου να κινηθεί προς τα πάνω, ήουν έτοιος ν’ αρχίσω να φωνάζω… ή… ή… Ξαφνικά, κάποιος από πίσω ε άρπαξε από τον αγκώνα. Γύρισα: διαφανή αυτιά σαν πτερύγια. Μόνο που δεν ήταν ροζ ως συνήθως αλλά βαθυκόκκινα, και το ήλο του Αδά του πήγαινε πάνω-κάτω λες και θα πεταγόταν έξω από τον αδύνατο λαιό του. «Γιατί είστε εδώ;», ρώτησε, ενώ τα άτια του ε διαπερνούσαν. Κρατήθηκα πάνω του: «Βιαστείτε! Πάε στοπου γραφείο σας… Όλα – Πρέπει να… τώρα αέσως! Χαίροαι είστε εσείς… Είναι ίσως τροερό που είστε σεις, αντί για οποιονδήποτε άλλο, αλλά είναι καλό, χαίροαι…» Τη γνώριζε κι αυτός, κάτι που έκανε την κατάσταση πιο οδυνηρή για ένα, αλλά ίσως ν’ ανατρίχιασε κι αυτός όταν το έαθε και θα πορούσαε να κάνουε αζί το φόνο, δεν θα ήουν ολοόναχος αυτό το ύστατο δευτερόλεπτο… Η πόρτα έκλεισε. Θυάαι ότι ένα κοατάκι χαρτί πιά275
στηκε κάτω από την πόρτα και κινήθηκε γρατζουνίζοντας το πάτωα, καθώς αυτή έκλεινε, ετά επικράτησε ια ιδιαίτερη ησυχία, ένα κενό αέρος, σαν να ήασταν έσα σε καπάνα. Αν έλεγε ιαόλα λέξη, όποιατη κιστιγή. αν ήταν, την δεν πιο ανούσια, θα τ’ αποκάλυπτα εκείνη Αλλά είπε τίποτα. Ήουν τόσο εξηένος που τ’ αυτιά ου κουδούνιζαν. Είπα (χωρίς να τον κοιτάζω): «Νοίζω ότι ανέκαθεν τη ισούσα, εξαρχής. Πολεούσα… Αλλά όχι, όχι, η ε πιστεύετε. Θα πορούσα να είχα σώσει τον εαυτό ου και δεν το θέλησα, ήθελα να πεθάνω, αυτό σήαινε τα πιο πολλά για ένα… Εννοώ, όχι το να πεθάνω, αλλά αυτή να… Ακόα και τώρα, τώρα που ξέρω τα πάντα… Το ξέρετε, δεν το ξέρετε ότι ε κάλεσε ο Ευεργέτης;» «Ναι, το ξέρω.» «Αλλά αυτά που ου είπε… ήταν σαν να τράβηξε ξαφνικά το χαλί κάτω από τα πόδια ου – κι εγώ, αζί ’ όλα τ’ άλλα εκεί πάνω στο τραπέζι, το χαρτί, το ελάνι… και το ελάνι να πιτσιλάει και ν’ αφήνει σηάδια…» «Τελειώνετε! Βιαστείτε, περιένουν κι άλλοι.» Τότε του είπα όλη τη δραατική, περδεένη ιστορία – ό,τι είναι γραένο εδώ.γι’ Για τον που πραγατικό ου εαυτό τον τριχωτό ου εαυτό, αυτό είχε πει τότε εκείνηκαι για τα χέρια ου –ναι, έτσι ξεκίνησαν όλα– για ένα που δεν ήθελα να διεκπεραιώσω το καθήκον ου και για το πόσο ξεγελάστηκα, πώς εκείνη πήρε τα πλαστά πιστοποιητικά ασθενείας, πώς εξαχρειωνόουν περισσότερο έρα ε την ηέρα, για τους διαδρόους εκεί κάτω και το πώς… από την άλλη πλευρά του Τείχους… Όλα αυτά ε βήχα, κόπους στο λαιό και πνιξίατα, 276
χωρίς ανάσα και η πορώντας να σκεφτώ τις λέξεις που χρειαζόουν. Το στριφτό χείλος ε τη διπλή καπύλη χαογελούσε ειρωνικά και ου έδινε τις λέξεις που έψαχνα κι εγώ τον ευχαριστούσα ναι,για ναι… Τότε, (Μα τι συνέβαινε;). Αυτόςλέγοντας, ιλούσε αντί ένα κι λοιπόν… εγώ απλώς άκουγα: «Ναι, και ετά; Ακριβώς έτσι έγινε, ναι, ναι!» Ένιωσα το δέρα στο λαιό ου να παγώνει, λες και κάποιος το είχε αλείψει ε αιθέρα και όλις που κατάφερα να ρωτήσω: «Πώς, όως… δεν πορεί εσείς να είχατε…» Το ειρωνικό χαόγελο, χωρίς λόγια, έγινε ακόη πιο κυρτό… «Το ξέρετε ότι προσπαθείτε να ου κρύψετε κάτι. Εδώ ου κατονοάσατε όλους εκείνους που έτυχε να συναντήσετε στην άλλη πλευρά του Τείχους, ξεχάσατε όως έναν. Τι; Όχι; εν θυάστε, όως, να είδατε εκεί – όνο για ένα δευτερόλεπτο, απλώς να περνάει – να είδατε εένα; Αυτό ακριβώς είπα: Εένα». Παύση. Και τότε ξαφνικά ου ήρθε ια ιδέα προκλητικά ξεκάθαρη, σαν κεραυνός εν αιθρία: Ήταν ένας απ’ αυτούς. Και όλα αυτά που έκανα, όλοι ου οι πόνοι, ό,τι είχα εταφέρει εδώ ε τα τελευταία γραάρια δύναης– όλα που ου είχαν αποείνει, το εγάλο ηρωικό ου επίτευγα ήταν ια φάρσα. Σαν την αρχαία ιστορία ε τον Αβραά και τον Ισαάκ. Ο Αβραά είχε ήδη ανυψώσει το αχαίρι, λουσένος ε κρύο ιδρώτα, πάνω από τον ίδιο του τον γιο, πάνω από τον ίδιο τον εαυτό του, όταν ξαφνικά ήρθε η φωνή από ψηλά: «Ξέχασέ το! Απλώς αστειευόουν!» Χωρίς να σηκώσω τα άτια ου από το ειρωνικό χαόγελο που γινόταν όλο και πιο δόλιο, στήριξα τα χέρια ου στην 277
άκρη του τραπεζιού κι έσπρωξα σιγά-σιγά την καρέκλα ου προς τα πίσω, ώσπου ξαφνικά σηκώθηκα απότοα και όρηξα έξω στο συνωστισό, πέρα από τις κραυγές, τα σκαλιά, τα στόατα… εν θυάαι πώς βρέθηκα κάτω, σ’ ένα από τα δηόσια λουτρά του υπόγειου σταθού. Τα πάντα εκεί πάνω ήταν ερείπια, ο εγαλύτερος και πιο ορθολογικός πολιτισός της ιστορίας είχε καταρρεύσει, αλλά εκεί κάτω, κάποιος είχε την ειρωνική ιδέα να διατηρήσει τα πάντα όπως ήταν και πριν, σε έξοχη κατάσταση. Σκέφτηκα ότι όλα αυτά ήταν καταδικασένα, ότι θα φύτρωνε πάνω τους χορτάρι, ότι δεν θα ’ενε τίποτε άλλο παρά «ύθοι». Βόγκηξα δυνατά. Ταυτόχρονα ένιωσα ένα καθησυχαστικό άγγιγα στον ώο ου. Ήταν ο γείτονάς ου, αυτός που καθόταν στ’ αριστερά ου. Το έτωπό του ήταν ια τεράστια, άτριχη παραβολή, σηαδεένη ε τις κίτρινες δυσανάγνωστες γραές των ρυτίδων του. Και αυτές οι γραές αφορούσαν εένα. «Σας καταλαβαίνω, σας καταλαβαίνω απόλυτα», είπε. «Παρόλα αυτά, ηρεήστε. Μην συνεχίζετε έτσι. Όλα αυτά θα ξανάρθουν, σίγουρα Το όνο έχει είναι να άθουν όλοι θα γιαξανάρθουν. την ανακάλυψή ου.που Είστε ο σηασία πρώτος που το λέω. Σύφωνα ε τους υπολογισούς ου, το άπειρο δεν υπάρχει!» Του έριξα ένα άγριο βλέα. «Ναι, είναι αλήθεια αυτό που σας λέω. εν υπάρχει άπειρο. Αν ο κόσος ήταν άπειρος, τότε η έση πυκνότητα της ύλης έσα του θα ήταν ηδέν. Κι αφού δεν είναι ηδέν – αυτό το γνωρίζουε– συνεπάγεται ότι το σύπαν είναι πεπε278
ρασένο. Έχει σφαιρικό σχήα και το τετράγωνο της ακτίνας του, 2y, ισούται ε τη έση πυκνότητα επί… Μένει όνο να υπολογίσω τον αριθητικό συντελεστή και τότε… Βλέπετε, όλα έγιναν, όλα είναι απλά, όλα είναι ετρήσια. Και τότε έρθει η φιλοσοφική ας νίκη, δεν το βλέπετε; Όως, εσείςθα κύριε δεν ’ αφήνετε να τελειώσω τους υπολογισούς ου, οι κραυγές σας…» εν ξέρω τι ε τάραξε περισσότερο – η ανακάλυψή του ή ο κυνισός του ια τέτοια αποκαλυψιακή στιγή. Στα χέρια του (αυτό το είδα όλις τότε) κρατούσε ένα τετράδιο σηειώσεων κι έναν λογαριθικό υπολογιστή. Και κατάλαβα ότι ακόη κι αν τα πάντα αφανίζονταν, το καθήκον ου (προς εσάς, άγνωστοί ου αναγνώστες) ήταν ν’ αφήσω τις καταχωρήσεις ου σε ια ολοκληρωένη ορφή. Του ζήτησα λίγο χαρτί κι έγραψα αυτές εδώ τις τελευταίες γραές… Ήθελα να βάλω τελεία, όπως έβαζαν οι αρχαίοι έναν σταυρό πάνω από τους λάκκους όπου έριχναν τους νεκρούς τους, αλλά ξαφνικά η πένα τινάχτηκε και ου έπεσε από το χέρι… άρπαξα ου. «Ακούστε ε, σαςτο λέω!«Ακούστε!», Πρέπει να ου πείτετον έναγείτονά πράγα. Εκεί που τελειώνει σύπαν σας – τι υπάρχει εκεί… πέρα απ’ αυτό;» εν είχε χρόνο ν’ απαντήσει. Πάνω από τα κεφάλια ας, στα σκαλιά, ακούστηκαν βήατα…
279
ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Γεγονότα Ο Κώδωνας Είαι Βέβαιος
Είναι έρα. ιαυγής. Το βαρόετρο στους 760. Είναι δυνατόν εγώ, ο D-503, να έγραψα πράγατι αυτές τις διακόσιες είκοσι σελίδες; Είναι δυνατό να ένιωσα ποτέ έτσι – ή να φαντάστηκα ότι ένιωσα έτσι; Είναι ο γραφικός ου χαρακτήρας. Και τώρα συνεχίζω ε τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα , αλλά ευτυχώς όνο αυτός έεινε ίδιος. Κανένα παραλήρηα, καία ανόητη παροοίωση, κανένα συναίσθηα. Μόνο τα γεγονότα. Γιατί είαι καλά, είαι εντελώς, απόλυτα καλά. Χαογελάω – δεν πορώ να ην χαογελάω. Αφαίρεσαν κάτι σαν όγκο από το κεφάλι ου και τώρα είναι ανακουφισένο και άδειο. Ή, άλλον, δεν πρέπει να πω άδειο, άλλα ότι δεν έχει τίποτα παράξενο που να ’ εποδίζει να χαογελάω (το χαόγελο είναι η φυσιολογικήΤα κατάσταση ενός φυσιολογικού ανθρώπου). γεγονότα έχουν ως εξής. Εκείνο το απόγευα έπιασαν τον γείτονά ου, εκείνον που είχε ανακαλύψει ότι το σύπαν είναι πεπερασένο, καθώς κι εένα και όλους τους άλλους που ήταν αζί ας, ε την κατηγορία ότι δεν είχαε το πιστοποιητικό της Εγχείρησης και ας πήγαν στο πλησιέστερο αφιθέατρο (το νούερο του οποίου, 112, ου ήταν για κάποιο λόγο οικείο). Εκεί ας έδεσαν πάνω στα έδρανα και ας έκαναν τη Μεγάλη Εγχείρηση. 280
Την επόενη ηέρα, εγώ, ο D-503, παρουσιάστηκα στον Ευεργέτη και του τα είπα όλα όσα γνώριζα για τους εχθρούς της ευτυχίας. Γιατί αυτό ου φαινόταν τόσο δύσκολο πριν; εν Μόνο ία εξήγηση: η προηγούενη ασθένειάκαταλαβαίνω. ου (ψυχή). Το ίδιο απόγευα, στο ίδιο τραπέζι ’ Αυτόν, τον Ευεργέτη, καθόουν (για πρώτη φορά) στη διάσηη Αίθουσα Αερίου. Έφεραν έσα εκείνη τη γυναίκα. Υποτίθεται ότι θα έδινε την κατάθεσή της προστά ου. Η γυναίκα ήταν πεισατάρικα σιωπηλή και χαογελούσε. Πρόσεξα ότι είχε αιχηρά, πολύ λευκά δόντια και ότι ήταν όορφη. Τότε την έβαλαν κάτω από τον Κώδωνα. Το πρόσωπό της έγινε κάτασπρο κι επειδή τα άτια της ήταν αύρα και εγάλα, αυτό ήταν πολύ όορφο. Όταν σταάτησαν ν’ αντλούν τον αέρα έξω από τον Κώδωνα, έριξε το κεφάλι της προς τα πίσω, ισόκλεισε τα άτια, έσφιξε τα χείλη της και αυτό ου θύισε κάτι. Με κοιτούσε, ενώ κρατιόταν σφιχτά από τα πράτσα της καρέκλας, έχρι που τα άτια της έκλεισαν εντελώς. Τότε την τράβηξαν έξω, τη συνέφεραν γρήγορα ε τη βοήθεια των ηλεκτροδίων και την έβαλαν πάλι πίσω στον Κώδωνα. Αυτό επαναλήφθηκε τρεις φορές καιαζί συνέχιζε να ηγυλέει λέξη. Κάποιοι άλλοι, που τους είχαν φέρει ’ αυτή τη ναίκα, αποδείχτηκαν πιο ειλικρινείς. Πολλοί απ’ αυτούς άρχισαν να ιλάνε αέσως ετά την πρώτη φορά. Αύριο, θ’ ανεβούν όλοι τους τα σκαλιά της Μηχανής του Ευεργέτη. Το γεγονός δεν παίρνει αναβολή, γιατί στις δυτικές περιοχές επικρατεί ακόη χάος, βουητό, πτώατα, ζώα και υπάρχουν δυστυχώς αρκετοί Αριθοί που έχουν προδώσει τη λογική. 281
Στην Τεσσαρακοστή Λεωφόρο, όως, η οποία διασχίζει την πόλη, καταφέραε να χτίσουε ένα προσωρινό τείχος ε ηλεκτροαγνητικά κύατα υψηλής τάσης. Ελπίζω να νικήσουε. Ακόη περισσότερο, βέβαιος ότι θα νικήσουε. Γιατί η λογική πρέπει ναείαι νικήσει.
282
Επίετρο για τη δυστοπία και το ροαντισό
Η ιστορία του ανθρώπου είναι σπαρένη ε ουτοπίες. Από τoν Πολιτεία του Πλάτωνα και τον Λυκούργο έχρι τον Ησίοδο, την 21ο αιώνα, εκατοντάδες έργα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας χαρακτηρίζονται ως ουτοπικά, ε την έννοια ότι αναφέρονται σε κοινωνίες που δεν υπήρξαν (ου-τόπος). Ορισένα απ’ αυτά τα έργα, περιγράφουν ιδανικές κοινωνίες και ονοάζονται ευτοπίες, ενώ άλλα προβλέπουν ζοφερές καταστάσεις και αποκαλούνται δυστοπίες. Ιδιαίτερα στη δεύτερη κατηγορία κυριαρχεί το σατιρικό στοιχείο το οποίο επνέεται από τις τάσεις που ενυπάρχουν ήδη έσα στις επικρατούσες συνθήκες, από τα σκοτεινά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης ή ακόη και από τον ολοκληρωτισό πολλών ουτοπικών σχεδίων. Έτσι κι αλλιώς, όσον αφορά την ιδανική κοινωνία, αυτό που είναι παράδεισος για τον έναν είναι κόλαση για τον άλλον. Σε κάθε περίπτωση, οι συγγραφείς των ουτοπιών εκφράζουν την προσωπική τους άποψη για την ιδανική κοινωνία είτε ευθέως, όπως στις ευτοπίες, είτε ε την «εις άτοπον απαγωγή» των δυστοπιών, επισηαίνοντας δηλαδή όλα εκείνα τα στοιχεία που δεν θα έπρεπε να έχει ια κοινωνία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα έργα αυτά παρουσιάζει ο τρόπος που διαπλέκεται το φιλοσοφικό, κοινωνιολογικό και λογοτεχνικό στοιχείο, χαρίζοντας στην ανθρωπότητα από χονδροειδή «φιλοσοφικά» σχέδια της τέλειας κοινωνίας έχρι ιδιοφυή αριστουργήατα συνδυασού φιλοσοφίας και υθοπλασίας, όπωςΕείς το του Γεβγένι Ζαιάτιν. Η ουτοπική σκέψη στη ύση τροφοδοτήθηκε από την εβραιοχριστιανική νοσταλγία ενός χαένου παραδείσου αλλά και το αρχαιοελληνικό όραα για ια δίκαιη πόλη που θεσίζεται από τους ανθρώπους της. Σύφωνα ε τη Μαρία-Λουίζα Μπερνέρι, οι ουτοπίες διακρίνονται γενικά σε εξουσιαστικές και αντιεξουσιαστικές. Οι πρώτες λύνουν τις κοινωνικές αντιφάσεις και αδικίες 283
επιβάλλοντας ένα ολοκληρωτικό οντέλο που υποτίθεται θα ρυθίσει όλες τις λεπτοέρειες της ζωής και το οποίο βασίζεται στον αυτοατισό και την απόλυτη οοιογένεια. Αντίθετα, οι αντιεξουσιαστικές ουτοπίες είναι εκείνες που περιέχουν ανατρεπτικές ιδέες για τη εταόρφωση της κοινωνίας, αλλά εντούτοις απορρίπτουν τον ολοκληρωτισό κι ευαγγελίζονται ορίζοντες ανοιχτούς στο φαντασιακό και την ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου. Από την άλλη, ο σπουδαίος ελετητής των ουτοπιών Λιούις Μάφορντ διακρίνει τις ουτοπίες φυγής ή αναχωρητισού από τις ουτοπίες ανασυγκρότησης της κοινωνίας, τις ατοικιστικές από τις κοινωνικές. Ειδικότερα, ανάλογα ε το περιβάλλον από όπου επνεύστηκαν οι συγγραφείς τους έχουε βουκολικές ουτοπίες, ελιτίστικες, αγροτικές, χειροτεχνικές ή βιοηχανικές, θρησκευτικές ή επιστηονικές. Σε κάθε περίπτωση, όως, για τον Μάφορντ, η ουτοπία δεν πορεί να είναι ούτε εθνικιστική ούτε ταξική ή επαναστατική. Η λέξη ουτοπία πλάστηκε από τον Τόας Μορ και αποτέλεσε τον τίτλο του οώνυου βιβλίου του το 1516 .Χ. Σ’ αυτό, ο συγγραφέας αφηγείται την ιστορία ενός ταξιδιώτη (ο ρόλος του οποίου είναι κεντρικός σε πάπολλες ουτοπίες) ο οποίος ναυαγεί στο νησί «Ουτοπία» και γνωρίζει την τοπική κοινωνία που βασίζεται στην κοινοκτηοσύνη των αγαθών και την υπέρβαση του ατοικισού. ο αιώνα, Γενικότερα, τον 16 στην απαρχή της ουτοπικής φιλολογίας ως τέτοιας, οι λίγες ουτοπίες που γράφτηκαν, συπεριλα βανοένης και του Μορ, ήταν χριστιανικές και ιεραρχικές. Μια καλή κοινωνία είναι εκείνη όπου ο καθένας γνωρίζει τη θέση του ου και τη διατηρεί. Τα ουτοπικά έργα αιώνα, του 17όπως η «Νέα Ατλαντίδα» του Φράνσις Μπέικον, η «Ηλιούπολη» του αιρετικού Τοάσο Καπανέλα και η «Νήσος των Πάιν» του Χένρι Νέβιλ, ακολουθούν το χριστιανικό, ιεραρχικό και αυταρχικό οντέλο του προηγούενου αιώνα. στόσο, στα έργα αυτά αναδεικνύεται πε-
284
ρισσότερο ο ρόλος της εκπαίδευσης, ενώ γίνονται οι πρώτες θετικές αναφορές στη δηοκρατία. ο Στον 18 αιώνα δηοσιεύτηκε η ουτοπική σάτιρα του Τζόναθαν Σουίφτ «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» (1726) όπου ο συγγραφέας επιτίθεται και στα δύο άκρα της λογικής και του παράλογου. Ο Τόας Σπενς στη δική του ουτοπία («Περιγραφή της Σπενσόνια», 1794) υποστήριξε την κοινοκτηοσύνη, ακολουθώντας την κληρονοιά του Μορ και παρέχοντας το οντέλο για τις ουτοπίες που ακολούθησαν. Κατάο αιώνα τον 19 δηοσιεύτηκαν σχεδόν τριπλάσιες ουτοπίες στην αγγλική γλώσσα σε σχέση ε όλους τους προηγούενους αιώνες. Ο αιώνας αυτός της αφύπνισης των αζών, των κοινωνικών αναταραχών και της σοσιαλιστικής διεκδίκησης τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από την ουτοπική γραατεία. Παράλληλα, η ουτοπία γίνεται πράξη ε τη δηιουργία πειραατικών κοινοτήτων, όπως τα κοινόβια των σαινσιονιστών, η Νέα Αρονία του Όουεν και τα φαλανστήρια των φουριεριστών. Όπως δείχνουν και τα εφαροσένα παραδείγατα, τα έργα του αιώνα αυτού περιγράφουν δίκαια οικονοικά συστήατα βασισένα κυρίως στον κοινοτισό κι επεκτείνουν την ισότητα στο γυναικείο ζήτηα και στη σχέση πόλης-υπαίθρου. Σηαντικά έργα του αιώνα αυτού είναι το «Ταξίδι στην Ικαρία» του Ετιέν Καπέ (1842), το «Κοιτάζοντας στο παρελθόν» του Έντουαρντ Μπέλαι (1888) και το ανιφέστο του ουτοπικού σοσιαλισού «Νέα από το πουθενά» του Ουίλια Μόρις (1890). Ταυτόχρονα, όως, «η ευτυχία είναι ια καινούργια ιδέα στην Ευρώπη», σύφωνα ε τα λόγια του ΣαινΖυστ, και διαπνέει πολλές ουτοπίες ε τη ορφή του καταναγκασού, δίνοντας το έναυσα για τη δηιουργία των κατοπινών δυστοπιών. ου Στο εταίχιο του και 19 20ου αιώνα εσουρανεί το σηαντικότερο ίσως πρόσωπο διαχρονικά της ουτοπικής φιλολογίας και της επιστηονικής φαντασίας. Ο Χέρπερτ Ουέλς έγραψε, εταξύ 285
άλλων, τη «Μηχανή του Χρόνου» (1895), το «Νησί του ρ. Μορώ» (1896) και το «When the Sleeper Wakes» (1899). Σύφωνα ε τον Καγκαρλίτσκι, «ο Ουέλς, ε τη φλόγα της νιότης, διακήρυξε ότι ο υλιστικός πολιτισός, αναπτυσσόενος στο πλαίσιο ια άδικης κοινωνίας, θα οδηγήσει στην καταστροφή της ανθρωπότητας». Είχε συνειδητοποιήσει πολύ νωρίς τη διαλεκτική του ιαφωτισού, ε την έννοια ότι ο ορθολογισός του είχε ετατραπ εί σε κυρίαρχη ιδεολογία και γι’ αυτό έχασε το νόηα χειραφέτησης που είχε αρχικά. Ο ίδιος υποστήριζε το αληθινά ρασιοναλιστικό πνεύα του ιαφωτισού και όχι την ορθολογιστική εκετάλλευση του καπιταλισού πάνω στην οποία βασίζονταν οι νεογέννητες αστικές κοινων ίες της ύσης. Κατά ειρωνικό τρόπο, στα τελευταία του έργα ο Ουέλς, προσπαθώντας να συπληρώσει την κριτική που άσκησε στα νεότερα χρόνια του, κατέφυγε στον ορθολογικό ουτοπισό και σε ηχανιστικές αντιλήψεις περί προόδου. Με το επνευσένο έργο των πρώιων χρόνων του ως παράδειγα και ε την αντίδραση που προκάλεσε ο αφελής επιου στηονισός του αργότερα επηρέασε διπλά τις δυστοπίες του 20 αιώνα, όπως το «Εείς» του Γεβγένι Ζαιάτιν, τον «Θαυαστό Καινούργιο Κόσο» του Άλντους Χάξλεϊ και το «1984» του Τζορτζ Όργουελ. Σύφωνα ε τον Μάρτιν Σάφερ, «η προσφορά του Ουέλς στην επιστηονική φαντασία δεν ήταν τόσο η εισαγωγή του επιστηονικού στοιχείου στην ουτοπία, όσο η χρήση του ροαντικού gothic φαντασιακού για ξεκάθαρα ουτοπικούς σκοπούς». Επίσης επηρεασένη από το ροαντισόουτου αιώνα, 19 η Μαίρη Σέλλεϊ είχε γράψει, νωρίτερα, τον «Φρανκεστάιν» (1818), ένα από τα σπουδαιότερα αλληγορικά υθιστορήατα, ενώ ια από τις πρώτες ορφές δυστοπίας ανακαλύπτουε στο ελλοντολογικό υθιστόρηά της «The Last Man» (1826). Η Σέλλεϊ υπήρξε πρωτοπόρος, αφού προχώρησε πέρα από τις εσαιωνικές επιρροές και ανέδειξε το ζή286
τηα της επιστήης και συγκεκριένα της τεχνητής νοηοσύνης. Το δηιούργηα του Φρανκεστάιν δεν είναι από τη φύση του οχθηρό (τονίζοντας την ουδετερότητα της τεχνολογίας), αλλά ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, επειδή ο δηιουργός του ως τέκνο του διαφωτισού αθέτησε τις αρχές του και δεν του επέτρεψε να βιώσει ολοκληρωτικά τη ζωή. Γενικότερα, οι ροαντικοί στράφηκαν στο ατοικό ασυνείδητο, το παράλογο και το συναισθηατικό, ως αντίβαρο στο ιαφωτισό και τον εκφυλισό του σε εργαλειακό, θεσικό λόγο που κατάντησε να είναι όνο για τις Κυριακές. Την ίδια στροφή παρατηρούε και στο εσωτερικό της ουτοπικής φιλολογίας ε προφανή την επιρροή του ροαντισού στα δυστοπικά έργα. Στη θέση, πλέον, του ουτοπικού ταξιδιώτη χωρίς καθόλου ψυχολογικό βάθος παίνει ο περιθωριοποιηένος απόκληρος πρωταγωνιστής των δυστοπιών που ανακαλύπτει και παρουσιάζει όλο το εύρος του συναισθηατικού του ασυνείδητου, αφισβητώντας και αντιδρώντας σε ια σκοτεινή, ολοκληρωτική κοινωνική πραγατικότ ητα. Ο ίδιος, ως προϊόν της πραγατικότητας αυτής, αισθάνεται ενοχές και φοβία, γιατί γνωρίζει ότι η διακήρυξη «liberté, égalité, fraternité» ξεχάστηκε, αφού αλλιώς θα γκρέιζε τη νέα καθεστηκυία τάξη. Με αυτή την έννοια, τη σκυτάλη του ροαντισού παίρου νουν οι σπουδαίες δυστοπίες αιώνα του 20που αντικατέστησαν κατά κύριο λόγο τις ευτοπίες των παλιότερων χρόνων. Το αλληγορικό στοιχείο και ο συβολισός τους διεισδύει ευκολότερα στους πόρους του υαλού και της ψυχής ας από τις αθηατικές προγραατικές δηλώσεις των ευτοπιών. Η επίδραση του ροαντικού στοιχείου πάνω ας είναι καταλυτική, προκαλεί ανατρεπτικές σκέψεις και γκρείζει παγιωένες προκαταλήψεις. Όσο είαστε άνθρωποι, το συναίσθηα θα συνεχίζει να ας καθορίζει, και να συνδιαλέγεται ε τη λογική ας. Πολλοί αποκάλεσαν αντιδραστικό το ροαντισό, ελαφρά τη 287
καρδία ή σκόπια, και τον κατηγόρησαν για συντηρητισό. Στο συβολισό του είδαν την αφελή επιστροφή σ’ ένα εξωραϊσένο παρελθόν, αλλά δεν αντιλήφθηκαν ότι το εσαιωνικό στοιχείο στο ροαντισό εξέφραζε την οοιότητα της νεοσύστατης αστικής κοινωνίας ε τους σκοτεινούς αιώνες. Η συναισθηατική πλευρά του ανθρώπου και η συπόρευση ε τη φύση, η τοποθέτηση του ανθρώπου έσα στο σύπαν ως ένα θραύσα του και όχι στη θέση ενός αυταπατώενου θεού, αποτελούν αναγκαίες συνθήκες ύπαρξης. Ο Λόγος του ιαφωτισού, ξεκινώντ ας από τον Οδυσσέα, όπως εύστοχα παρατηρούν οι Αντόρνο και Χορκχάιερ, επιτέθηκε στη φύση ως παράλογο και αγεία. Ο ροαντισός επαναδιεκδικεί το φαντασιακό και αποδέχεται το ακατανόητο της φύσης για να βάλει τέλος στη σχιζοφρένεια της λογικής. Ο ροαντικός συγγραφέας είναι προοδευτικός και όχι οπισθοδροικός, χρησιοποιεί το όπλο του παράλογου και του αλλόκοτου απλώς για να υπερνικήσει την αναλυτική έθοδο της αστικής υθοπλασίας (και της παραδοσιακής ουτοπίας). Η ηχανιστική αντίληψη της αέναης προόδου οιάζει, πλέον, οπισθοδροική. Στον 20ο αιώνα, ε τα λόγια του Φουκώ ή του Ντελέζ, εκφράστηκε ένα αζικό ρεύα απόρριψης γενικότερα της ουτοπικής σκέψης λόγω της συνάφειάς της ε την πολιτική στρατηγική, που όταν είναι απόλυτη καταλήγει αναπόφευκτα σε ανάδυση ορφών εξουσίας. Σ’ αυτό συνέβαλλε και ο ολοκληρωτισός ενός κοατιού της ουτοπικής σκέψης, που χτίστηκε πάνω στα ιδεολογήατα του ορθού Λόγου και της Ιστορίας ως προδιαγεγραένης. Και οι δύο διανοητές, απορρίπτοντας το «νόηα της ιστορίας» και τον αυταρχισό κάθε εγαλεπήβολου και τελικά καταπιεστικού κοινωνικού σχεδίου, δεν θέλησαν να κάνουν τους προφήτες. Πράγατι, ε τον τρόπο αυτό συνέβαλλαν στην απελευθέρ ωση «της πολιτικής πράξης από κάθε ενοποιητι κή και ολοποιητική παράνοια». Όπως αναφέρει ο Ντάνιελ Μπενσαΐντ, όως, «τι αποένει από ένα 288
κίνηα δίχως σκοπό, από ένα τεντωένο τόξο κι ένα βέλος που δεν σηαδεύουν πλέον κανένα στόχο; Ο Σατοπριάν γνώριζε καλά ότι “έχουε άντεις, όταν δεν έχουε προφήτες”. Τότε ακριβώς έρχεται η ώρα των τσαρλατάνων και των χαρτοαντών». Αν κοιτάξουε βαθιά στις αρχές που ας καθοδηγούν, ακόη κι όσοι διατείνονται ότι χαράζουν τη διαδροή καθ’ οδόν, υπακούουν στο δικό τους στρατηγικό ορίζοντα. Αντίθετα ε τον Μαρξ, ο Λιούις Μάφορντ θεωρεί ότι το φαντασιακό των ανθρώπων συετέχει ενεργά στη διαόρφωση της ιστορικής πραγατικότητας και γι’ αυτό παραένει κύριο έληά ας να χτίζουε πύργους στον αέρα. Κατά τα λόγια του Χέρπερτ Ρηντ: «Ο ελευθεριακός σοσιαλιστής πρέπει, επίσης, να κάνει σχέδια [για την κοινωνία], αλλά τα σχέδια αυτά, εκτός από το ότι πρέπει να έχουν χαρακτήρα προσωρινό και πειραατικό, θα πρέπει και να χρησιοποιούν όσο γίνεται ευρύτερα τις δυνατότητες του ανθρώπου». Το τέλος της ουτοπίας θα σήαινε το τέλος της ανθρώπινης βούλησης, της πληθυντικότητας των δυνατοτήτων ας και τον εγκλωβισό ας σε ια κατάσταση «στατικού πραγατισού», σύφωνα ε τη φράση του Καρλ Μανχάι. Η λύση δεν είναι να πάψουε να οραατιζόαστε, αλλά να ανακαλύπτουε νέα οτίβα σκέψης και τρόπους έκφρασης. Αν σκεφτόαστε ολοκληρωτικά, ολοκληρω τικό θα είναι και το έλλον που επιφυλάσσο υε στους εαυτούς ας, είτε γράφουε ουτοπίες είτε όχι. Η τέχνη που στέκει ετέωρη εταξύ ύλης και πνεύατος, που φιλοδοξεί να γεφυρώσει το χάσα αυτό στο υαλό ας, αποτελεί, ίσως, το πιο αλάνθαστο κριτήριο των ουτοπιών του ανθρώπου. «Αν θέλετε να εκφράσετε τη διαφορά ανάεσα σε ια οργανική προοδευτική κοινωνία και σε ένα στατικό ολοκληρωτικό καθεστώς, πορείτε να το κάνετε ε ια λέξη: ΤΕΧΝΗ. Μόνο όταν επιτρέπεται στον καλλιτέχνη να δηιουργεί ελεύθερα, πορεί η κοινωνία να ενσαρκώνει τα ιδεώδη εκείνα της ελευθερίας και της πνευατικής ανάπτυξης 289
που φαίνονται στους περισσότερου ς από εάς οι οναδικές άξιες επικυρώσεις της ζωής». Χέρπερτ Ρηντ. Ο εκφυλισός του ορθολογισού σε εκετάλλευση, η αποθέωση της τεχνολογίας σε βάρος της κοινωνίας και η προϊούσα οογενοποίηση συπεριφορών και εξάλειψη των συναισθηάτων οδήγησαν τον Ζαιάτιν, τον Χάξλεϊ και τον Όργουελ στην έκφραση του αποτροπιασού τους. Ο Όργουελ άρχισε να γράφει το «1984» λίγο ετά την ανάγνωση του «Εείς», κι αν ο Χάξλεϊ δεν γνώριζε την ύπαρξη της δυστοπίας του Ζαιάτιν, εντούτοις, οιράζεται αζί ε τ’ άλλα δύο έργα πάπολλα κοινά στοιχεία. Με το πρότυπο αυτό γεννήθηκαν πολλά αριστουργήατα της έβδοης τέχνης, δηιουργώντας ένα σύγχρονο κινηατογραφικό ρεύα, όπως το «Brazil» του Τέρι Γκίλια, το «Fahrenheit 451» του Φρανσουά Τρυφώ και πάρα πολλές επορικές ταινίες επιστηονικής φαντασίας. Το ίδιο παράδειγα ακολούθησαν και πολλοί σύγχρονοι δηιουργοί κόικς. Στις πιο κλασσικές από τις δυστοπίες αυτές, περιγράφεται ένα ιεραρχικό κράτος-κοινωνία που ελέγχεται από έναν ηγέτη, ένα κόα ή κάποια εταιρεία. Οι άνθρωποι υφίστανται ολοκληρωτική προπαγάνδα, εκπαίδευση κι επιτήρηση, ώστε να λατρεύουν το κράτος και την κυβέρνηση και να είναι ευχαριστηένοι από την ποιότητα ζωής τους. Επικρατεί αυστηρή οοιοορφία εταξύ των πολιτών και οι αφισβητίες ή οι διαφορετικοί εξοστρακίζονται. Ο κόσος πέρα από τα σύνορα του «ιδανικού» κράτους, δηλαδή διάφορες περιθωριακές ανθρώπινες κοινότητες και η ανεκετάλλευτη φύση, συνεχίζει να υπάρχει, αλλά αντιετωπίζεται ε αποστροφή, ενώ παραδοσιακά στοιχεία του παρελθόντος θεωρούνται πρωτόγονα. Παντού εφαρόζεται ένα άτεγκτο σύστηα τιωρίας της παρέκκλισης που περιλαβάνει ψυχολογικά ή και σωατικά βασανιστήρια. Σ’ όλα τα έργα αναφέρεται ια πρότερη φυσική καταστροφή, ένας ολοκληρωτικός πόλεος ή ια επανάσταση, ενώ η τεχνολογία έρχεται από το έλλον. Τέλος, παντού κυ290
ριαρχεί η φιγούρα του ροαντικού ήρωα που αφισβητεί αυτήν την κοινωνική πραγατικότητα. Κοινό συπέρασα στα δυστοπικά έργα είναι ότι οεγαλύτερος και τελικά ανίκητος εχθρός όλων των ολοκληρωτισών είναι ο έρωτας, αυτή η πυρηνική επαναστατική πράξη που εναντιώνεται σε κάθε σύστηα εχθρικό προς τη ζωή. Σε τέτοιες καταστάσεις, ο έλεγχος των απρόβλεπτων ανθρώπων επιτυγχάνεται έσα από την επιβολή της επιφανειακής λογικής και το ξερίζωα του συναισθηατικού κόσου. Ο θεός Λόγος, όως, τα βρίσκει σκούρα ε τον έρωτα. Το πιο απείθαρχο των συναισθηάτων αποδεικνύεται αθάνατο και ξεφυτρώνει εκεί που δεν πορούν να προβλέψουν οι ολοκληρωτικοί λογισοί του καθεστώτος. Πώς πορεί να ετατραπεί σε δουλικό αυτόατο ένας άνθρωπος, όταν δίνεται ολόψυχα και «ελέγχεται» από κάποια άλλη απρόβλεπτη ψυχή; Το τελευταίο προπύργιο των συναισθηάτων κρατάει γερά. Οι άνθρωποι, έσω του έρωτα, δηιουργούν ένα αλληλέγγυο δίκτυο των ψυχών τους, οι οποίες διατηρούν τη συνοχή τους και, εντέλει, την υπόστασή τους, όσο ερωτεύονται. Ο εξουσιαστής Ευεργέτης έχει όνο ια λύση: στη θέση του έρωτα, να φυτέψει στο υαλό των υπηκόων την αγάπη για το καθεστώς. Τα όπλα του, όως, πλήττουν όνο το υαλό· αυτό που προσφέρει είναι ια φτηνή αποίηση και ορισένα διεισδυτικά βλέατα θα διακρίνουν πάντα τα κακέκτυπα και θα τ’ απορρίπτουν. «εν υπάρχει τελευταία επανάσταση. Οι επαναστάσεις είναι άπειρες... δεν θέλω ν’ αφήσω άλλους να θέλουν αντί για ένα – Θέλω εγώ να θέλω για τον εαυτό ου». Οι αρχές αυτές –αέναη εταβολή και ελευθερία βούλησης του ατόου– κυριάρχησαν στη ζωή του Γεβγένι Ζαιάτιν. Η δυνατή πένα του –αυθεντική και οντέρνα ταυτόχρονα– ριζώνει στην παραδοσιακή ρωσική λογοτεχνία. Μέντορές του ήταν ο Ντοστογιέφσκι, ο Γκογκόλ και ο Τσέχωφ. Υπήρξε ηγετικό έλος και δάσκαλος στην αδελφότητα «Serapion», η οποία υιοθέτησε το «πιστεύω» του Ζαιάτιν: «Η αληθινή λογο291
τεχνία δεν πορεί να είναι έργο φιλόπονων και αξιόπιστων αξιωατούχων, αλλά τρελών, ερηιτών, αιρετικών, οραατιστών, επαναστατών και σκεπτικιστών». Ο ίδιος είχε γράψει: «Το σύβολο της πίστης ας είναι η αίρεση… Εκείνος που έχει βρει το ιδανικό του σήερα είναι σαν τη γυναίκα του Λωτ, έχει ήδη ετατραπεί σε στήλη άλατος». Ο Ζαιάτιν γνώρισε την ασχήια του ολοκληρωτισού στη σταλινική Σοβιετική Ένωση και την τραγωδία της εκετάλλευσης στα λιάνια της Αγγλίας. Κυνηγήθηκε ανιωδώς από τη RAPP (Russian Association of Proletarian Writers) και κατάφερε να διαφύγει από τη Ρωσία ε τη εσολάβηση του Γκόρκι στον Στάλιν. Εξάλλου, ε τα λόγια του D-503, είχε προαναγγείλει την υποδούλωση της τέχνης: «…δαάσαε και θέσαε υπό έλεγχο την άγρια φύση της ποίησης… Σήερα, η ποίηση είναι κρατική υπηρεσία, η ποίηση είναι χρήσιη». ς γνήσια καλλιτεχνική ψυχή, βίωσε έντονα τις απάνθρωπες πτυχές και των δύο ολοκληρωτικών συστηάτων και, ως γνήσιος δυστοπικός, τις επέκτεινε σε έγεθος κοινωνίας, την οποία περιέγραψε ε τη έθοδο reductio ad finem. Το «Εείς» βρίθει από ροαντικές επιρροές, έχει ποιητική δοή, ενώ η γλώσσα του είναι τραχιά και αθηατικά πειθαρχηένη σε αρονία ε την ολοκληρωτική, αυτόατη κοινωνία που περιγράφει. στόσο, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Παρά την κατατρόπωση της επανάστασης, «στη δυτική πλευρά της πόλης γίνονται ακόη άχες». Πολλοί Αριθοί δραπέτευσαν πέρα από το Τείχος και εκείνοι που πέθαναν έφυγαν αχόενοι και ανυπότακτοι. Η γυναίκα πουαγάπησετονD-503ζειασφαλήςπέρααπότοΤείχοςκαιθαφέρει στον κόσο το παιδί του. Το Τείχος καθαυτό αποδείχτηκε ευάλωτο, γκρείστηκε ια φορά και θα ξαναγκρειστεί στο έλλον. ηήτρης Κωνσταντίνου 292
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Mumford Lewis, Η ιστορία των ουτοπιών, εκδόσεις Νησίδες, 1998. 2. Berneri, Maria Luise, Περιήγηση στην ουτοπία , εκδόσεις Νησίδες, 1999. 3. Adorno, Theodor & Horkheimer Max, ιαλεκτική του διαφωτισού, εκδόσεις Νήσος, 1996. 4. A Soviet Heretic: Essays by Yevgeny Zamyatin, Chicago University Press, 1970.
293