Μαρία Βλαχάδη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Αθήνα, 2007
1
2
Μαρία Βλαχάδη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Αθήνα, 2007 3
Α’ Έκδοση, Αθήνα, 2007 ISBN 978-960-8256-73-3 Εκδόσεις Ηρόδοτος – Δημήτριος Κ. Σταμούλης Ομήρου 34 GR 10672 Tηλ. 21.03.62.63.48 Email:
[email protected] Web site: www. herodotos.net
4
Περιεχόμενα Εισαγωγή ............................................................................................ 7 Κεφάλαιο 1 Εθνική και πολιτιστική ταυτότητα 1.1 Η έννοια της εθνικής ταυτότητας ............................................ 13 1.2 Λειτουργίες της εθνικής ταυτότητας ........................................ 26 1.3 Η έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας .................................. 28 Κεφάλαιο 2 Ευρώπη 2.1 Η ιδέα της Ευρώπης .................................................................... 37 2.2. Οι ρίζες της Ευρώπης.................................................................. 38 2.3. Η Ευρώπη ως ιδέα, περιεχόμενο και ιστορική συνέχεια....... 42 Κεφάλαιο 3 Ευρωπαϊκή Ενοποίηση 3.1. Η μακρόχρονη πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση..... 59 3.2 Από το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως τη Συνθήκη του Άμστερνταμ ......................................................... 65 3.3.Η πορεία προς τη Συνθήκη του Άμστερνταμ.......................... 77 3.4.Έως το 1945 .................................................................................... 77 3.5.Η σύγχρονη ευρωπαϊκή ιδέα ..................................................... 83 3.6.Κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα ...................................................... 85 Κεφάλαιο 4 Ελληνική πολιτισμική ταυτότητα και Ευρώπη 4.1.Η ελληνική πολιτισμική ταυτότητα και οι μετασχηματισμοί της.................................................................................. 115 4.2.Το ερώτημα του πολιτισμικού αφελληνισμού ....................... 127 Επίλογος.............................................................................................. 137 Βιβλιογραφία..................................................................................... 140
5
6
Εισαγωγή Το όνομα Ευρώπη, προερχόμενο από την αρχαιοελληνική μυθολογία, συνδέθηκε με τα πιο μελανά γεγονότα της ιστορίας της ανθρωπότητας: Η Ευρώπη των γραμμάτων και των τεχνών αλλά και η Ευρώπη του σκοταδισμού και της μισαλλοδοξίας. Η Ευρώπη της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και η Ευρώπη του ολοκληρωτισμού και του Ολοκαυτώματος. Η ήπειρος που γέννησε τον Διαφωτισμό, τον Ανθρωπισμό και τόσα άλλα πνευματικά και καλλιτεχνικά ρεύματα, γέννησε και δύο παγκόσμιους και καταστροφικούς πολέμους. Τη θέση των ερειπίων των δύο πολέμων κατέλαβε η ελπίδα για ειρήνη, πρόοδο και ευημερία της Ευρώπης, όπως οριοθετήθηκε στο πλαίσιο του οράματος για την οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το σύνθημα «από τη διαιρεμένη Ευρώπη στην Ενωμένη Ευρώπη» ήχησε σαγηνευτικά σε μια περίοδο που οι ευρωπαϊκοί λαοί προσπαθούσαν να ανακάμψουν και να ανασυγκροτηθούν. Η διακήρυξη του Robert Schuman1, που υιοθετούσε την ιδέα του Jean Monnet σύμφωνα με την οποία «η Ευρώπη θα χτιστεί «πετραδάκι πετραδάκι», με μικρά, αλλά συγκεκριμένα επιτεύγματα, που θα δημιουργήσουν προοδευτικά μια αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών», είχε μεγάλη απήχηση και έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία μιας «ευρωπαϊκής ομοσπονδίας». Σήμερα η Ευρώπη μοιάζει να βρίσκεται πολύ κοντά στην 1
Η Διακήρυξη του Schuman φαίνεται πως ήταν τελικά μια πιο προχωρημένη θέση καθώς άξονας της πρότασης Μonnet ήταν η δημιουργία προοδευτικώς μιας εκ των πραγμάτων αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών, ενώ ο Schuman έκανε λόγο για αναγκαιότητα να τεθούν οι βάσεις προς μια «ευρωπαϊκή ομοσπονδία». Αυτό συνάγεται από το ακόλουθο απόσπασμα της Διακήρυξης της 9ης Μαΐου 1950 του Schuman: «Η Ευρώπη δεν θα γίνει μονομιάς ούτε συνολικά. Θα γίνει με επιτεύγματα, που θα δημιουργήσουν μια εκ των πραγμάτων αλληλεγγύη.,. Με τη θέση από κοινού της βασικής παραγωγής και την ίδρυση μιας νέας ανώτατης αρχής, οι αποφάσεις της οποίας θα δεσμεύουν τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις χώρες που θα προσχωρήσουν, η πρόταση αυτή θα θέσει τις πρώτες συγκεκριμένες βάσεις μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας που θα είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ειρήνης». 7
υλοποίηση του οράματος του Schuman και του Monnet. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1992, σηματοδότησε «ένα νέο στάδιο της διαδικασίας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», μια νέα πορεία «προς μια ολοένα στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης»2. Με τη μετάβαση από την ΕΟΚ στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκδηλώθηκε η βούληση για μια Ευρώπη των λαών, όπου για πρώτη φορά η ευρωπαϊκή σύγκλιση δεν αποτελεί προϊόν μόνο της οικονομικής ανάπτυξης αλλά μιας ευρύτερης πολιτικής στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ο πολιτισμός και η προώθηση της ιδέας μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνηθεί ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει ο πολιτισμός στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καθώς αποτελεί πλέον το βασικό μέσο άσκησης της πολιτικής των Βρυξελλών που αποσκοπεί στην ενίσχυση του αισθήματος του ανήκειν στην ίδια κοινότητα. Παράλληλα, εξετάζεται η θέση της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό πολιτισμικό γίγνεσθαι και οι επιπτώσεις της κοινοτικής πολιτιστικής πολιτικής για τη χώρας μας. Το ενδιαφέρον της έρευνας εστιάζεται συγκεκριμένα στα προγράμματα, τα μέτρα και τις δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν τον πολιτισμό και λειτουργούν ως βασικό μέσο προώθησης της πολιτισμικής επικοινωνίας, αλληλοκατανόησης και πολυμορφίας. Η Ε.Ε. έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερα πλούσια πολιτική για τον πολιτισμό, που, σαφώς, δεν είναι δυνατόν να αναλυθεί διεξοδικά. Για τον λόγο αυτό, μελετώνται οι βασικοί άξονες αυτής της πολιτικής, προκειμένου να γίνει αντιληπτή η στρατηγική που ακολουθεί η Ε.Ε. για την ενίσχυση του πολιτισμικού τομέα. Μια στρατηγική που, όπως θα δούμε παρακάτω, έχει στόχους όχι μόνο πολιτισμικούς και πολιτικούς, αλλά και οικονομικούς δεδομένου ότι οι πολιτιστικές βιομηχανίες έχουν και οικονομικές προεκτάσεις καθοριστικές για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής αγοράς. Τα ερωτήματα που αναλύονται και διερευνώνται στην παρούσα μελέτη είναι: Τι είδους Ευρώπη οικοδομούμε και γιατί; Μπορεί να αποτελεί, τελικά, η οικονομική και πολιτική 2
Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, Μάαστριχτ, 7 Φεβρουαρίου 1992, Επίσημη Εφημερίδα C 340 της 10/11/1997, σ.σ. 145-172. 8
ενοποίηση το έναυσμα και τη βάση για τη δημιουργία μιας «Ευρώπης των κρατών», μιας «υπερ-εθνικής ομοσπονδίας» που θα έχει τα θεμέλιά της στον πολιτισμικό πλουραλισμό, την ισοτιμία των εταίρων, την πολυμορφία και τις επιμέρους εθνικές ταυτότητες, υπερβαίνοντας τις ιστορικές διαφορές και τις εθνοπολιτισμικές ιδιομορφίες των κρατών-μελών; Έχει το «νέο ευρωπαϊκό πρότυπο», που αντικατοπτρίζεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επιθυμούν διακαώς να ενισχύσουν και να διαφυλάξουν τα 25 κράτη-μέλη, τα θεμέλιά του σε κοινές αξίες, πολιτισμό και ιστορία που συμμερίζονται οι Ευρωπαίοι; Υπάρχει μια αναγνωρίσιμη και συνεκτική «ευρωπαϊκή ταυτότητα» και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της; Αποτελεί η ποικιλία των εθνικών και περιφερειακών πολιτισμικών ταυτοτήτων την κινητήρια δύναμη της «ευρωπαϊκότητας» και αν όντως ισχύει αυτό, σε ποιο βαθμό αντιφάσκει με την επιδίωξη συγκρότησης μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας; Ποια είναι η ευρωπαϊκή πολιτική για τον πολιτισμό; Η ένταξή μας-οικονομική και νομισματική- στην Ευρωπαϊκή Ένωση σημαίνει και την πολιτισμική μας αφομοίωση, την απώλεια της ιδιαιτερότητας και συνεπώς της ταυτότητάς μας ή είναι δυνατό να διατηρήσουμε την ελληνικότητά μας ενώ ταυτοχρόνως θα αναπτύσσεται η ευρωπαϊκότητά μας;
Θεωρήθηκε απαραίτητος ο προσδιορισμός εννοιών όπως εθνική ταυτότητα, πολιτισμική ταυτότητα, ευρωπαϊκή και ελληνική ταυτότητα, ευρωπαϊκή ιδέα και πολιτισμός, ελληνικός πολιτισμός και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Ακολούθως, η μελέτη επικεντρώνεται σε ιστορικές, οικονομικές, πολιτικές, κοινωνιολογικές και νομικές θεωρήσεις που προετοίμασαν το έδαφος για το επίπεδο της έρευνας και της ανάλυσης. To ερευνητικό επίπεδο εστιάσθηκε στην παρουσίαση και ανάλυση της πολιτικής της Ε.Ε. στον χώρο της πολιτισμικής κληρονομιάς, που αποσκοπεί στη δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας μεταξύ των κρατών- μελών. 9
Η επεξεργασία του θεωρητικού υπόβαθρου της έρευνας, έγινε στη βάση της πλούσιας σχετικής ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας. Η διαδικασία αυτή ήταν αναγκαία προκειμένου να αναλυθούν σε βάθος ορισμένοι θεμελιώδεις επιστημονικοί όροι, που αποτελούν τους βασικούς άξονες πάνω στους οποίους στηρίζεται η έρευνα. Βασικό, επίσης, εργαλείο για την έρευνα αποτέλεσαν οι δικτυακοί τόποι των υπηρεσιών και των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Πρόκειται για τις ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες, τις βάσεις δεδομένων, τα αρχεία, τις εκδόσεις, τα δελτία τύπου, τα πρακτικά συνόδων του Συμβουλίου, τις ηλεκτρονικές ενημερωτικές εκδόσεις της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου, τις εκθέσεις ευρωβουλευτών. Σημαντικές πηγές που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην έρευνα ήταν η Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων της Ε.Ε., η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ειδικότερα η Γενική Γραμματεία της Επιτροπής, η Υπηρεσία Τύπου και Επικοινωνιών, η Υπηρεσία Αρχείων, η Eurostat, η Γενική Διεύθυνση Εξωτερικών Σχέσεων και Γενική Διεύθυνση Εκπαίδευσης και Πολιτισμού της Επιτροπής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ειδικότερα η Γραμματεία Πληροφοριών του, η Υπηρεσία Τύπου, η Επιτροπή Πολιτισμού, Νεότητας, Παιδείας, Μέσων Ενημέρωσης και Αθλητισμού καθώς και η Υπηρεσία Αρχείων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ο πρώτος θεματικός άξονας αναφέρεται στην ιδέα της Ευρώπης με την έννοια της διαμόρφωσης μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας -εκπορευόμενης από τις επιμέρους εθνικές ταυτότητες-, της προσέγγισης των όρων «Ευρώπη» και «Ευρωπαίος» από πλευράς ιστορικής και περιεχομένου καθώς και του προσδιορισμού της σύγχρονης σημασίας της ευρωπαϊκής ιδέας. Με τον τρόπο αυτό μελέτησα τις μεταμορφώσεις της Ευρώπης και τα στάδια μέσα από τα οποία έχουν περάσει τα κράτη της μέχρι να φτάσουν στο σημείο που βρίσκονται σήμερα: στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας. Ο δεύτερος θεματικός άξονας αναφέρεται στα ζητήματα της διαμόρφωσης της ελληνικής ταυτότητας. Συγκεκριμένα, το εν10
διαφέρον εστιάστηκε στους ιδεολογικούς άξονες στους οποίους συγκροτήθηκε η εθνική μας ταυτότητα παράλληλα με τα στάδια εξέλιξής της. Η διαδικασία αυτή ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη καθώς ήταν απαραίτητη η μελέτη των διισταμένων απόψεων που άπτονται της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, εφόσον η Ελλάδα εντάσσεται σε μια ευρύτερη ομοσπονδία κρατών, την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου επιδιώκεται η συγκρότηση μιας ενιαίας ταυτότητας. Ο τρίτος θεματικός άξονας αναφέρεται στην ανάλυση και αξιολόγηση της ευρωπαϊκής πολιτικής για τον πολιτισμό. Αποτελεί έναν από τους βασικούς άξονες στους οποίους στηρίζεται η έρευνα, καθώς τα τελευταία χρόνια γίνεται πολύς λόγος για την προστασία των ιδιαίτερων πολιτισμικών ταυτοτήτων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα της Ελλάδας.
11
12
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Εθνική και Πολιτισμική Ταυτότητα 1.1. Η έννοια της εθνικής ταυτότητας Η έννοια της ταυτότητας είναι δύσκολο να οριστεί, μια και η ίδια η λέξη διέπεται από μια αμφισημία. Αφενός, υποδηλώνει μια ισότητα ή μια απόλυτη ομοιότητα μεταξύ ατόμων, ομάδων απόψεων, πραγμάτων, συμβόλων τα οποία ταυτίζονται αντίστοιχα το ένα με το άλλο. Αφετέρου, παραπέμπει σε εκείνο το σύνολο των χαρακτηριστικών που διαφοροποιούν. Και σε αυτά παρεμβάλλεται η αμφιβολία: «ταυτότητα σημαίνει αυτό που κάποιος ισχυρίζεται πως είναι3.» Η ταυτότητα περικλείει πάντοτε τη διαφορετικότητα, τη σχέση μας με τους Άλλους και με τον κόσμο. Η ταυτότητα των ομάδων δεν μπορεί να αφαιρεθεί από την εσωτερική της πολυπλοκότητα ούτε από τις σχέσεις της με το εξωτερικό περιβάλλον. Δεν υπάρχει από μόνη της αλλά γίνεται από δάνεια και ανταλλαγές. είναι το αποτέλεσμα συναντήσεων και διασταυρώσεων. Η «ταυτότητα» δεν μπορεί παρά να διαθέτει ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά, τα οποία επιτρέπουν τον ορισμό της. Σύμφωνα με τον Μπερκ αυτά είναι4: Η συνέχεια και ο μετασχηματισμός. Κάθε ταυτότητα υφίσταται έναν εσωτερικό μετασχηματισμό, δηλαδή μια ανανέωση και μια αλλαγή που βοηθούν την εξέλιξή της στο χρόνο. Μέσα στην ταυτότητα το υποκειμενικό και αντικειμενικό συνδέονται διαρκώς. Μια ταυτότητα διαφορετική από τη δική μου δεν περιέχει το προσωπικό υποκειμενικό μου στοιχείο, είναι αντικειμενική σε σχέση με μένα. Το υποκειμενικό και το αντικειμενικό δεν είναι παρά δύο όψεις της ταυτότητας, οι οποίες είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Για την έννοια της ταυτότητας βλ. Βρύζας Κωνσταντίνος, Παγκόσμια Επικοινωνία και Πολιτιστικές Ταυτότητες, Gutenberg, Αθήνα 1997, σ.σ. 169-172. 4 Βλ. Berque J., «Identitès collectives et sujets de Γ historie», στο Identitès collectives et relations iner- culturelles, επιμ. Guy Michaud,, SPRL, Bruxelles 1978, σ.σ. 11-18. 3
13
Η ταυτότητα είναι ενεργός. Κάθε στοιχείο της επηρεάζει αλλά και ταυτόχρονα υφίσταται τις επιδράσεις όλων των άλλων. Η ταυτότητα είναι ένα σύνολο. Μια ολότητα που συνδυάζει διαφορετικά στοιχεία. Όλες οι συνιστώσες της ταυτότητας διακρίνονται από μια μεταβλητότητα. Μεταβλητότητα των περιεχομένων της μέσα στις μορφές της, των μορφών της μέσα στα περιεχόμενά της. Η ταυτότητα, λοιπόν, ενός κοινωνικού συνόλου έχει χαρακτήρα δυναμικό και διακρίνεται από μια συνεχή μεταβολή και όχι από στατικότητα. Αναπροσαρμόζεται διαρκώς στο πλαίσιο της διαλεκτικής σχέσης που συνδέει το συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο με τον περιβάλλοντα χώρο. Με άλλα λόγια, η ταυτότητα διαμορφώνεται μέσα σε δίκτυα κοινωνικών σχέσεων που συγκροτούν το περιβάλλον της και εκφράζεται με πολλαπλές μορφές. Υπάρχει μια πολλαπλότητα στην ταυτότητα, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη τόσο με το ιδιαίτερο κοινωνικό περιβάλλον όσο και με τις διάφορες κοινωνικές καταστάσεις μέσα στις οποίες ζει και δρα το άτομο5. Πάνω σε αυτή τη βάση, ερμηνεύονται οι αντιφάσεις που παρατηρούνται στη συμπεριφορά και στις πεποιθήσεις με τις οποίες τα άτομα συνδέονται με την τάξη, την κοινωνική θέση και το φύλο. Ταυτόχρονα, κάθε άτομο αναπαριστά διαφορετικές πλευρές της πολλαπλής αίσθησης της ταυτότητας σύμφωνα με το ρόλο του στις ιδιαίτερες κοινωνικές περιστάσεις μέσα στις οποίες λειτουργεί, όπως για παράδειγμα ως άνδρας ή γυναίκα, ως επικεφαλής μιας ομάδας ή ως απλό μέλος, ως γονέας ή εξαρτημένο μέλος της οικογένειας. Δύο είναι οι κύριοι άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η αναπροσαρμογή της ταυτότητας. Ο πρώτος συνίσταται από τα σύνολα που συγκροτούν τον κοινωνικό περίγυρο, από τον οποίο διαφοροποιείται το αυτοπροσδιοριζόμενο σύνολο ως αυτοτελές. Ο δεύτερος περιλαμβάνει τα πολιτιστικά στοιχεία που συνθέτουν κάθε φορά τη βάση της διαφοροποίησης και της αντιδιαστολής. Να σημειωθεί εδώ ότι ο όρος «πολιτιστικά στοιχεία» ερμηνεύεται με την ευρύτερη ανθρωπολογική έννοια του 5
Woolf Stuart, Ο εθνικισμός στην Ευρώπη, Θεμέλιο, Αθήνα 1999, κεφ. «Εθνική ταυτότητα, εθνική συγκρότηση και εθνικισμός», σ. 64. 14
πολιτισμού, που περικλείει ολόκληρη την κληρονομιά ενός συνόλου, δηλαδή όλα όσα δημιουργεί ένα κοινωνικό σύνολο και μεταβιβάζει από τη μια γενιά στην άλλη με διαδικασίες κοινωνικές κι όχι βιολογικές6. Σύμφωνα με τον Stuart Woolf, «η εθνική ταυτότητα είναι μια αφηρημένη έννοια, η οποία συνοψίζει τη συλλογική έκφραση μιας υποκειμενικής ατομικής αίσθησης του να ανήκεις σε μία κοινωνικοπολιτική ομάδα -το εθνικό κράτος»7. Οι ιστορικοί, λοιπόν, και οι κοινωνικοί επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η εθνική ταυτότητα θεμελιώθηκε πάνω στη βάση της δημιουργίας του έθνους. Για να υποστηριχθεί η θέση αυτή αναπτύχθηκαν δύο προσεγγίσεις που φωτίζουν το θέμα από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η πρώτη επικεντρώθηκε στη σκόπιμη και σχεδιασμένη δράση του κράτους ενώ η δεύτερη τόνισε τις σχεδόν αναπόφευκτες συνέπειες του εκσυγχρονισμού8. Οι υπέρμαχοι της πρώτης προσέγγισης δέχονται ότι οι πιέσεις οι οποίες προέκυπταν από τον εκδημοκρατισμό των ευρωπαϊκών κοινωνιών, την αναδιοργάνωση της παγκόσμιας οικονομίας και τον αναπτυσσόμενο διεθνή ανταγωνισμό, ενίσχυσαν τον ρόλο του κράτους και το ώθησαν να δημιουργήσει στενούς δεσμούς με το έθνος. Όπως επισημαίνει ο Βαλλερστάιν, σχεδόν πάντα το κράτος προηγείται του έθνους και όχι το αντίστροφο. Από τη στιγμή που θα αναγνωρισθεί η κυριαρχία του, το κράτος επιδιώκει να καλλιεργεί το «εθνικό αίσθημα» για να αποφύγει τον κίνδυνο της εσωτερικής αποδιοργάνωσης και για να αντεπεξέλθει στην εξωτερική απειλή. Και καταλή6
7
8
Τσαούσης Δ. Γ., «Ελληνισμός και Ελληνικότητα- Το πρόβλημα της νεοελληνικής ταυτότητας», στο Ελληνισμός και Ελληνικότητα- Ιδεολογικοί και Βιωματικοί Άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Επιμέλεια Δ. Γ. Τσαούση, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1998, σ. 17. Woolf Stuart, Ο εθνικισμός στην Ευρώπη, Θεμέλιο, Αθήνα 1999,κεφ. «Εθνική ταυτότητα, εθνική συγκρότηση και εθνικισμός», σ. 59. Hobsbawm E. J., Έθνη και Εθνικισμός από το 1870 μέχρι σήμερα- Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994 και Weber E, Peasants into Frenchmen. The Modernization of rural France, Λονδίνο 1977. Gellner Ernest, «Έθνη και Εθνικισμός», Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992 και Smith Anthony D., Theories of Nationalism, Λονδίνο 1971. 15
γει ο Βαλλερστάιν ότι «τα έθνη, οι φυλές και οι εθνικές ομάδες δεν συνιστούν αρχέγονες και αμετάβλητες πραγματικότητες αλλά αποτελούν ιστορικά προϊόντα της κοσμο-οικονομίας»9. Ακόμη και σε παλαιά κράτη, όπως η Γαλλία, έγινε αισθητή η ανάγκη να μετατρέψουν τους «αγρότες σε Γάλλους», να απορροφήσουν το πλήθος των τοπικών ταυτοτήτων και να συγκρατήσουν τις διαιρέσεις της γαλλικής κοινωνίας εντός του γαλλικού πατριωτισμού. Αν οι πολιτικές ελίτ ενός παλαιού κράτους, όπως η Γαλλία, ένιωσαν ότι ήταν επιτακτική ανάγκη να προκαλέσουν στους πολίτες το αίσθημα της ταύτισής τους με το έθνος τους, το ζήτημα αυτό προέβαλε ακόμη πιο επιτακτικό για τους κυβερνώντες των νέων εθνικών κρατών και κυρίως εκείνων που γεννήθηκαν σε εδάφη που προηγουμένως ανήκαν σε διαφορετικά κράτη. Διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις, διοικητικές πρακτικές και οικονομικά κωλύματα έπρεπε να αποτελέσουν τους συνεκτικούς κρίκους μιας νέας εθνικής ταυτότητας. Αξιοσημείωτος ήταν ο ρόλος των εθνικών συμβόλων όπως οι σημαίες, οι εθνικοί ύμνοι, οι ήρωες, οι προγονικοί πατέρες, τα μνημεία, τα σχολικά εγχειρίδια, οι θρησκευτικές τελετουργίες, οι παραδόσεις- στη δόμηση της αυτής της νέας ταυτότητας. Μέσω αυτών των συμβόλων παρατηρήθηκε μια σκόπιμη προσπάθεια επανάληψης, ακόμη και ανακάλυψης, ηθών και εθίμων του παρελθόντος, ακόμη και της ίδιας της ιστορίας, προκειμένου να αναπτυχθεί μεταξύ των υπηκόων η ιδέα της κοινής πολιτισμικής κληρονομιάς, άρα και της ενότητας του έθνους10. Στον αντίποδα της παραπάνω προσέγγισης για την οικοδόμηση του έθνους, συναντούμε μια δεύτερη, περισσότερο ευέλικτη, που αντιλαμβάνεται την εθνική ταυτότητα ως μια πολιτι9
10
Βλ. Βαλλερστάιν L, «Η οικοδόμηση των λαών: ρατσισμός, εθνικισμός, εθνισμός» στο φυλή, έθνος τάξη, σ.σ. 107-131 καθώς και Βρύζας Κωνσταντίνος, Παγκόσμια Επικοινωνία και Πολιτιστικές Ταυτότητες, Gutenberg, Αθήνα 1997, κεφ. «Πολιτιστικές Ταυτότητες», σ. 202. Για τον καταλυτικό ρόλο των εθνικών συμβόλων στην ενίσχυση της εθνικής συνείδησης αλλά και για τους τρόπους που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να δημιουργηθεί η αίσθηση της εθνικής ενότητας, βλ. Hobsbawm E. J., - Ranger T. E., (επιμ.), The invention of Tradition, Λονδίνο 1977. 16
σμική κατασκευή, η οποία υπόκειται σε συνεχείς αλλαγές, ως μια διαδικασία που εξαρτάται και προκύπτει από κοινωνικές σχέσεις και ως εκ τούτου δεν αποκλείει άλλες ταυτότητες. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη δεύτερη αυτή θέση, ο εκσυγχρονισμός, και όχι το κράτος, συνετέλεσε στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης των ατόμων. Για το Stuart Woolf και τον K.W. Deutsch, οι δυνάμεις της αγοράς και το μοντέρνο κράτος συνετέλεσαν στο να διαρραγούν τα συστήματα αξιών που χαρακτήριζαν τις παραδοσιακές κοινωνίες και μαζί τους οι οικογενειακοί και τοπικοί δεσμοί. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι μετακινούνταν περισσότερο και μάθαιναν γράμματα, ενθάρρυνε νέες μορφές κοινωνικής επικοινωνίας. Για τον Gellner, η μετάβαση στη βιομηχανική κοινωνία και οι δομικές αλλαγές που τη συνόδευσαν ώθησαν τα άτομα να αποκτήσουν τις απαιτούμενες ικανότητες και δεξιότητες ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν και υποχρέωσαν το κράτος να αναπτύξει ένα συγκεκριμένο εκπαιδευτικό σύστημα. Μέσα από το μονοπώλιο που το κράτος είχε στην εκπαίδευση, αντικατέστησε προηγούμενα συστήματα αξιών με μια νέα αίσθηση ταύτισης με το έθνος- κράτος και τον πατριωτισμό. Από αυτή τη θέση του Gellner προκύπτει μια εξήγηση γιατί στις άνισα και ατελώς εκσυγχρονισμένες χώρες στάθηκε δύσκολο να αναπτυχθεί μια αίσθηση εθνικής ταυτότητας. Κατά τον Anthony D. Smith, «η έννοια της εθνικής ταυτότητας εμπεριέχει την αίσθηση μια πολιτικής κοινότητας -έστω και υποτυπώδους. Η πολιτική κοινότητα με τη σειρά της συνεπάγεται τουλάχιστον κάποιους κοινούς θεσμούς κι έναν κοινό κώδικα δικαιωμάτων και καθηκόντων για όλα τα μέλη της. Επίσης, υποδηλώνει την ύπαρξη ενός σαφούς κοινωνικού χώρου, μιας αρκετά καθαρά οριοθετημένης εδαφικής περιοχής, με την οποία τα μέλη της ταυτίζονται και στην οποία αισθάνονται ότι ανήκουν11.» Τα παραπάνω χαρακτηριστικά αντικατοπτρίζουν το δυτικό πρότυπο για το έθνος, όπως το ορίζει ο Smith, το οποίο αποτέλεσε και την κατευθυντήρια γραμμή για τον τρόπο που αντι11
Smith Anthony D., Εθνική Ταυτότητα, Οδυσσέας, Αθήνα 2000, «Τα στοιχεία της 'εθνικής' ταυτότητας» που περιλαμβάνεται στο κεφ. 1 «Εθνική και άλλες ταυτότητες», σ.σ. 23-32. 17
λαμβανόμαστε σήμερα την έννοια του έθνους. «Το δυτικό μοντέλο της εθνικής ταυτότητας», του «έθνους του πολίτη», αντιλαμβάνεται τα έθνη ως πολιτισμικές κοινότητες των οποίων τα μέλη είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με μύθους, κοινές ιστορικές μνήμες, σύμβολα και παραδόσεις. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου εμφανίζονται νέες ομάδες ατόμων, κυρίως μετανάστες, με τις δικές τους κουλτούρες και πολιτισμικές καταβολές, χρειάστηκε να περάσουν πολλές γενιές μέχρις ότου αυτοί, τα παιδιά και τα εγγόνια τους γίνουν αποδεκτοί, όσο αυτό ήταν εφικτό, από το νέο πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο εντάχθηκαν. Συμπερασματικά, οι συνιστώσες του δυτικού μοντέλου του έθνους είναι η κοινή εδαφική επικράτεια, η νομικοπολιτική κοινότητα, πολιτική ισότητα και ισότητα απέναντι στο νόμο και κοινή πολιτική κουλτούρα και ιδεολογία. Κατά τον Stuart Woolf, είναι φανερό ότι η δημιουργία ενός σαφώς οριοθετημένου εθνικού εδάφους, που θα έχει τα δικά του πολιτικά σύνορα, ευνόησε μεσοπρόθεσμα την κατασκευή μιας εθνικής συνείδησης. Στα περισσότερα εθνικά κράτη, τόσο τα παλαιά όσο και τα καινούρια, καθώς διευρυνόταν η πρακτική της πολιτικής συμμετοχής, η κοινωνία των πολιτών σταδιακά αποκτούσε μία επικράτεια εδαφικά προσδιορισμένη τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα. Εντυπωσιακή ήταν η εξάπλωση σε εθνική κλίμακα πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων, ομάδων επαγγελματιών, πολιτικών κομμάτων και λοιπών συνδικάτων. «Η συναίσθηση του κοινού συμφέροντος αποτέλεσε μια ολοένα και ισχυρότερη και συμπαγή βάση οικοδόμησης της εθνικής ταυτότητας.» Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, έχει να εξετάσουμε, έστω και συνοπτικά, και την έννοια του έθνους που γεννήθηκε στον αντίποδα της Δύσης και του μοντέλου του έθνους που αυτή κυοφόρησε. Πρόκειται για ένα μοντέλο του έθνους που πήρε σάρκα και οστά στην Ανατολική Ευρώπη και την Ασία και το οποίο δεν δίστασε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του δυτικού μοντέλου, προσθέτοντας νέα δεδομένα, εναρμονισμένα με τις διαφορετικές συνήθειες και τις ιστορικές πορείες των μη δυτικών κοινωνιών12. 12
Smith Anthony D., Εθνική Ταυτότητα, Οδυσσέας, Αθήνα 2000, «Τα στοιχεία της εθνικής ταυτότητας» που περιλαμβάνεται στο κεφ. 1 «Ε18
To «μη δυτικό μοντέλο του έθνους» εμφανίστηκε στο προσκήνιο ως η «εθνοτική αντίληψη του έθνους», δίνοντας βαρύτητα στους κοινούς προγόνους και τη γηγενή κουλτούρα. Σε αντίθεση με τη δυτική αντίληψη για το έθνος, η «εθνοτική αντίληψη» δεν δίνει στο άτομο την ελευθερία να επιλέξει το έθνος στο οποίο επιθυμεί να ανήκει. Δηλαδή, εξακολουθεί αναπόφευκτα το άτομο να αποτελεί οργανικό μέλος της κοινότητας στην οποία γεννήθηκε ανεξάρτητα από το αν μεταναστεύσει σε κάποια άλλη κοινότητα. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται έμφαση στην κοινή καταγωγή και όχι στην εδαφική επικράτεια. Αυτή η κοινή καταγωγή καθιστά όλα τα μέλη του έθνους αδέρφια και αναπτύσσει μεταξύ τους συγγενικούς δεσμούς που τα διαφοροποιούν από τους ξένους. Παράλληλα, έντονο είναι το λαϊκό ή δημώδες στοιχείο, όπου ο λαός αποτελεί το αντικείμενο των εθνικιστικών φιλοδοξιών, στο όνομα του οποίου οι ηγέτες καλλιεργούν τις εθνικιστικές τους βλέψεις. Τέλος, εξέχουσα θέση στο εθνοτικό μοντέλο καταλαμβάνει η ντόπια λαϊκή κουλτούρα και κυρίως η γλώσσα και τα έθιμα. Δημιουργώντας μια πλατιά διαδεδομένη επίγνωση των μύθων, της ιστορίας και των γλωσσικών παραδόσεων της κοινότητας, κατόρθωσαν να αποκρυσταλλώσουν την ιδέα του εθνοτικού έθνους στη συνείδηση των μελών. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη του Hobsbawm ότι η εθνικότητα «σχεδόν πάντοτε συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με κοινή καταγωγή και προέλευση, από τις οποίες υποτίθεται ότι προέρχονται τα κοινά χαρακτηριστικά των μελών της εθνοτικής ομάδας». Αξίζει να σημειωθεί ότι πίσω από τα δύο παραπάνω ανταγωνιστικά μοντέλα του έθνους εντοπίζεται μία συνισταμένη κοινών πεποιθήσεων αναφορικά με τα συστατικά του. Εδώ συγκαταλέγεται η ιδέα ότι τα έθνη είναι εδαφικά οριοθετημένες πληθυσμιακές μονάδες και ότι πρέπει να διαθέτουν τη δική τους πατρίδα. ότι τα μέλη τους μοιράζονται μια κοινή κουλτούρα, κοινούς ιστορικούς μύθους και μνήμεςκαθώς και αμοιβαία νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις στο πλαίσιο ενός κοινού νομικού συστήματος' ότι τα έθνη, τέλος, διαθέτουν ένα κοινό σύστημα καταμερισμού εργασίας και παραγωγής και επιτρέπουν την κινητικότητα των μελών τους εντός του εδάφους θνική και άλλες ταυτότητες», σ.σ. 23-32. 19
τους. Σύμφωνα με τον Smith, η ύπαρξη αυτών των κοινών παραδοχών επιτρέπει να καθοριστούν τα εξής θεμελιώδη χαρακτηριστικά της εθνικής ταυτότητας13: α. μια ιστορική εδαφική επικράτεια (η πατρίδα), β. κοινοί μύθοι και ιστορικές μνήμες, γ. μια κοινή, δημόσια κουλτούρα, δ. κοινά νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις για όλα τα μέλη, και ε. κοινή οικονομία και ελευθερία μετακίνησης εντός της επικράτειας. Όπως επισημαίνει ο Ernest Gellner, μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση -την αναγνώριση από τα μέλη ορισμένων νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έναντι των υπολοίπων μελών της ομάδας- ένα σύνολο ανθρώπων, όπως οι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης εδαφικής επικράτειας ή οι ομιλούντες μια δεδομένη γλώσσα, μεταλάσσεται σε έθνος με διακριτή ταυτότητα. Αυτό που τους μετατρέπει σε έθνος είναι η αλληλοαναγνώρισή τους ως μελών ενός τέτοιου συνόλου. Δηλαδή, δύο άνθρωποι ανήκουν στο ίδιο έθνος αν, και μόνο αν, αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον ως μέλος του ίδιου έθνους. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με το συγκεκριμένο «βουλησιαρχικό» ορισμό του έθνους, «έθνη εποίησεν ο άνθρωπος», αφού, κατά τον Gellner, «τα έθνη είναι κατασκευάσματα των ανθρώπινων πεποιθήσεων και δεσμών και μορφών αλληλεγγύης.» Στον αντίποδα, παρατίθεται «ο πολιτισμικός ορισμός», ο οποίος θεωρεί ότι «δύο άνθρωποι 13
Ο Stuart Woolf υποστηρίζει ότι «ιστορικά, η εθνικότητα σπανίως ορίστηκε με αυστηρούς όρους αίματος και συγγένειας. Μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όπως από το ναζισμό ή από το σέρβικο και τον κροατικό εθνικισμό σήμερα. Άλλωστε, οι όροι αυτοί είναι και βιολογικά ακατάλληλοι, δεδομένης της συνεχούς μετακίνησης και της διασποράς των φυλών και των πληθυσμών ανά τους αιώνες (με την εξαίρεση ίσως της Ισλανδίας)», βλ. Woolf Stuart, Ο εθνικισμός στην Ευρώπη, Θεμέλιο, Αθήνα 1999, κεφ. «Η φιλελεύθερη φάση του εθνικισμού», σ. 37. Hobsbawm E. J., Έθνη και Εθνικισμός από το 1870 μέχρι σήμερα- Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, Μ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994. 20
ανήκουν στο ίδιο έθνος, αν και μόνο αν, μοιράζονται τον ίδιο πολιτισμό.» Το ίδιο, δηλαδή, βασικό σύστημα ιδεών, συμβόλων, συνειρμών και τρόπων συμπεριφοράς και επικοινωνίας. Βέβαια, ο Gellner υπογραμμίζει ότι πρόκειται για δύο προσωρινούς ορισμούς, οι οποίοι αφενός μεν υποδεικνύουν ένα στοιχείο με πραγματική βαρύτητα στην κατανόηση του εθνικισμού, αφετέρου, όμως, δεν είναι επαρκείς. Συνεπώς, οι δύο παράγοντες που προαναφέρθηκαν, η βούληση και ο πολιτισμός, δεν αρκούν για την κατασκευή μιας θεωρίας της εθνικότητας. Και αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: Αφενός, ακόμα και αν η βούληση αποτελούσε το βασικό συστατικό δόμησης του έθνους, αποτελεί ταυτόχρονα το θεμέλιο λίθο για τόσα άλλα πράγματα, ώστε να μην είναι δυνατόν να ορίσουμε το έθνος με αυτόν τον τρόπο. Ας μην ξεχνάμε ότι η βούληση ή η συναίνεση είναι αναμφίβολα σημαντικοί παράγοντες στο σχηματισμό των περισσότερων ομάδων, άλλοτε μικρών και άλλοτε μεγάλων, όπως οι λέσχες, οι συμμορίες, οι παρέες, τα κόμματα, οι σύνδεσμοι και οι πάσης φύσεως κοινότητες. Ο μόνος λόγος για τον οποίο ο ορισμός αυτός κεντρίζει το ενδιαφέρον μας είναι γιατί στη νεότερη εθνικιστική εποχή, οι εθνικές οντότητες αποτελούν αγαπημένα αντικείμενα ταύτισης σε αντιδιαστολή με άλλα είδη των ομάδων που λησμονούνται πολύ εύκολα. Παρ' όλα αυτά, ένας ορισμός προσκολλημένος στις παραδοχές και συνθήκες μιας εποχής δεν μπορεί να βοηθήσει στην εξήγηση της εμφάνισης αυτής της εποχής. Αφετέρου, η εθνικότητα θα ήταν αδύνατο να οριστεί με γνώμονα τον κοινό πολιτισμό, καθώς η ανθρώπινη ιστορία ανέκαθεν διακρινόταν από πολιτισμικές διαφοροποιήσεις. Τα πολιτισμικά σύνορα είναι άλλοτε αυστηρά και άλλοτε ρευστά και η διαμόρφωσή τους είναι άλλοτε απλή και καθαρή και άλλοτε πολύπλοκή και δαιδαλώδης. Έτσι, αυτός ο πλούτος της διαφοροποίησης δεν εναρμονίζεται είτε με τα σύνορα πολιτικών οντοτήτων με πεδίο δικαιοδοσίας πραγματικών μορφών εξουσίας είτε με τα όρια πολιτικών οντοτήτων που αναδύθηκαν υπό το πρίσμα της δημοκρατίας, της συναίνεσης και της θέλησης. To ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι το εξής: Πώς μπορούν να οριστούν τα έθνη; 21
«Τα έθνη μπορούν να οριστούν μονάχα με βάση την εποχή του εθνικισμού», τονίζει ο Gellner, «και όχι, όπως θα περίμενε κανείς, αντίστροφα». Δεν ισχύει η άποψη ότι «η εποχή του εθνικισμού» αποτελεί απλώς την αφύπνιση ή την πολιτική αυτοεπιβεβαίωσης κάθε έθνους. Σύμφωνα με τον Gellner δημιουργός της εθνικής ταυτότητας είναι ο εθνικισμός. Τη θέση αυτή διατυπώνει λακωνικά ως εξής: «ο εθνικισμός δεν είναι η αφύπνιση των εθνών προς την αυτοσυνείδηση. επινοεί έθνη εκεί όπου δεν υπάρχουν -χρειάζεται, όμως, κάποια προϋπάρχοντα διακριτικά γνωρίσματα για να τα επεξεργαστεί, ακόμα και αν αυτά είναι αποκλειστικά αρνητικά....»31. H θεωρία του για τη δημιουργία των εθνών συνοψίζεται στη ρήση ότι «τα έθνη γεννιούνται από τον εθνικισμό και όχι το αντίστροφο». Και επεκτείνει τη σκέψη του λέγοντας ότι η ιστορικά κληροδοτούμενη πληθώρα των πολιτισμών και ο πολιτισμικός πλούτος χρησιμοποιούνται από τον εθνικισμό πολύ επιλεκτικά με αποτέλεσμα να επέρχεται ο ριζικός μετασχηματισμός τους. Ακολούθως, είναι δυνατόν να αναβιώσουν νεκρές γλώσσες, να εφευρεθούν παραδόσεις, αποκαθιστώντας εντελώς φανταστικές αρχέγονες καθαρότητες. Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτή η πολιτισμικά ευφάνταστη πλευρά της εθνικιστικής ιδεολογίας δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι «ο εθνικισμός είναι ένα τυχαίο, τεχνητό, ιδεολογικό εφεύρημα, το οποίο θα μπορούσε να μην είχε προκύψει, αν αυτοί οι καταραμένοι, πολυπράγμονες και ενοχλητικοί Ευρωπαίοι διανοητές, ανίκανοι να αφήσουν τα πράγματα στην ησυχία τους, δεν το είχαν μηχανευτεί και δεν το είχαν εγχύσει μοιραία στις φλέβες των κατά τα άλλα βιώσιμων πολιτικών κοινοτήτων». Ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ισοδυναμούσε με την παραδοχή της άποψης ότι τα έθνη υπάρχουν από την ίδια τη φύση και απλώς περιμένουν να «αφυπνιστούν» από τη νάρκη τους με τη βοήθεια του εθνικιστή «αφυπνιστή». Ο εθνικισμός, όμως, δεν είναι η επιβεβαίωση αυτών των υποθετικά φυσικών και δεδομένων οντοτήτων ούτε η αφύπνιση μιας λανθάνουσας δύναμης. Στην πραγματικότητα είναι η αποκρυστάλλωση νέων οντοτήτων, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις επικρατούσες συνθήκες, παρά το γεγονός ότι θεμελιώνονται στα πολιτισμικά, ιστορικά και άλλα κληροδοτήματα του 22
προεθνικιστικού κόσμου. Και οι πολιτισμοί τους οποίους ισχυρίζεται πως υπερασπίζεται και αναβιώνει αποτελούν συχνά δικές του επινοήσεις ή τους τροποποιεί τόσο πολύ που γίνονται αγνώριστοι. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι ως επιστέγασμα των απόψεών του, ο Gellner θεωρεί πως «τα έθνη, ως φυσικός, θεόσταλτος τρόπος ταξινόμησης των ανθρώπων, ως ένα εγγενές καίτοι πολύ αργοπορημένο πολιτικό πεπρωμένο, είναι μύθος' ο εθνικισμός, που άλλοτε παίρνει προϋπάρχουσες κουλτούρες για να τις μετατρέψει σε έθνη, άλλοτε τις εφευρίσκει, συχνά δε τις εξαλείφει, αυτός είναι καλώς ή κακώς μια πραγματικότητα και μάλιστα σε γενικές γραμμές αναπόφευκτη». Με αφετηρία τη θέση του Gellner ότι «ο εθνικισμός δεν είναι η αφύπνιση των εθνών προς την αυτοσυνείδηση. επινοεί έθνη εκεί όπου δεν υπάρχουν...», ο Benedict Anderson κάνει λόγο για τις «φαντασιακές κοινότητες». Υποστηρίζει πως το μειονέκτημα της παραπάνω διατύπωσης έγκειται στο ότι ο Gellner επιθυμεί διακαώς να αποδείξει ότι ο εθνικισμός ενδύεται ψευδή προσχήματα, ώστε «εξομοιώνει την 'επινόηση' με τη 'χάλκευση' και την 'πλαστότητα' με τη 'φαντασιακή σύλληψη' και τη 'δημιουργία'. Με αυτόν τον τρόπο υπονοεί ότι υπάρχουν «αληθινές» κοινότητες που πλεονεκτούν σε σχέση με το έθνος.» To έθνος, εθνικότητα και, κατ' επέκταση, ο εθνικισμός έχουν αποδειχθεί, όπως υπογραμμίζει ο Anderson, δύσκολα στον ορισμό και την ανάλυσή τους. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει «ενώ ο εθνικισμός έχει ασκήσει τεράστια επιρροή στο σύγχρονο κόσμο, η προοπτική διατύπωσης μιας πειστικής θεωρίας φαίνεται αχνή». Εξίσου σημαντική είναι και η άποψη του Hugh Seton-Watson, συγγραφέα μιας μελέτης για τον εθνικισμό, ο οποίος παρατηρεί το εξής: «Τελικά, οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να επινοηθεί ένας επιστημονικός ορισμός του έθνους. Όμως, το φαινόμενο υπήρξε και υπάρχει» . Έχοντας, λοιπόν, υπ' όψιν τις δυσκολίες ορισμού του έθνους, ο Anderson προχωρά να προτείνει τον ακόλουθο: «Έθνος αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη». Αποτελεί μια φαντασιακή κοινότητα επειδή κανένα μέλος, 23
ακόμα και του μικρότερου έθνους, δεν θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δεν θα τα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει γι' αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν. Ο Ρενάν αναφέρθηκε σε αυτή τη φαντασιακή λειτουργία όταν έγραψε με κάποιο σαρκασμό ότι: «Η πεμπτουσία του έθνους βρίσκεται στο ότι τα μέλη του έχουν πολλά κοινά καθώς και στο ότι έχουν ξεχάσει πολλά». Στην πραγματικότητα, κατά τον Anderson, «κάθε κοινότητα που είναι μεγαλύτερη από ένα χωριό όπου οι άνθρωποι έχουν προσωπική επαφή (και ίσως ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση) είναι φαντασιακή». Και συμπληρώνει τονίζοντας ότι «οι κοινότητες δεν διακρίνονται μεταξύ τους από την πλαστότητα ή τη γνησιότητά τους, αλλά από τον τρόπο με το οποίο γίνονται αντιληπτές από τη φαντασία». Στον ορισμό που δίνει ο Anderson για το έθνος, η φαντασία συλλαμβάνει το έθνος ως κοινότητα, διότι ανεξάρτητα από την ουσιαστική ανισότητα που κυριαρχεί σε κάθε κοινότητα, αυτό νοείται πάντα ως μια βαθιά οριζόντια σχέση. Και είναι αυτό το αίσθημα της αδελφοσύνης που δίνει τη δυνατότητα σε τόσα εκατομμύρια ανθρώπους, τους τελευταίους δύο αιώνες, όχι τόσο να σκοτώνουν, όσο να είναι πρόθυμοι να δίνουν τη ζωή τους για τόσο περιορισμένες φαντασιώσεις. Η εθνικότητα, η ιδιότητα, δηλαδή, του να ανήκει κανείς σε ένα έθνος, καθώς επίσης και ο εθνικισμός, είναι πολιτισμικές κατασκευές μιας συγκεκριμένης μορφής. Η δημιουργία τους στα τέλη του 18ου αιώνα ήταν το αυθόρμητο απόσταγμα συγκεκριμένων ιστορικών συγκυριών. Όπως υποστηρίζει ο Anderson στη δεδομένη αυτή χρονική στιγμή, η φαντασιακή σύλληψη των νέων κοινοτήτων έγινε δυνατή χάρη σε μια αλληλεπίδραση μεταξύ ενός συστήματος παραγωγής και παραγωγικών σχέσεων (καπιταλισμός), μιας τεχνολογίας των επικοινωνιών (τυπογραφία) και της ποικιλίας των ανθρώπινων γλωσσών. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ο καπιταλισμός εξυπηρέτησε τη «συνάρθρωση» των συναφών καθομιλουμένων γλωσσών, ο οποίος με γνώμονα τη γραμματική και το συντακτικό, δημιούργησε έντυπες γλώσσες που μπορούσαν χάρη στη μηχανική αναπαραγωγή τους να διαδοθούν μέσω της αγοράς. Αυτές οι έντυπες γλώσσες είναι που έθεσαν τα θεμέλια 24
της εθνικής συνείδησης. H συνάντηση, λοιπόν, του καπιταλισμού και της τυπογραφικής τεχνολογίας (print capitalism) με την ποικιλία της ανθρώπινης γλώσσας γέννησε μια νέα μορφή φαντασιακής κοινότητας που προετοίμασε το σύγχρονο έθνος. Αυτά τα στοιχεία συνετέλεσαν ώστε να οριστούν τα έθνη ως φαντασιακές, πλην όμως πολιτικές, κοινότητες. Αλλά και αφότου ορίστηκαν ως τέτοια, τα έθνη μπόρεσαν να μεταφυτευθούν, με ποικίλους βαθμούς αυτοσυνείδησης, σε μια μεγάλη ποικιλία κοινωνικών εδαφών, να συγχωνεύσουν και να συγχωνευθούν με μια ποικιλία πολιτικών και ιδεολογικών μορφωμάτων. Ο Anderson τονίζει με έμφαση ότι «η εποχή μας έχει ταυτιστεί τόσο πολύ με αυτά τα συγκεκριμένα πολιτισμικά κατασκευάσματα» με αποτέλεσμα «η εθνική υπόσταση να είναι παγκοσμίως η πλέον νομιμοποιημένη αξία στην πολιτική ζωή του καιρού μας». To βασικό, λοιπόν, χαρακτηριστικό του σύγχρονου έθνους και οτιδήποτε συνδέεται με αυτό είναι ότι πρόκειται για κάτι νέο. Αυτό γίνεται πιο κατανοητό, παρά το γεγονός ότι η αντίθετη υπόθεση, δηλαδή ότι η εθνική ταυτότητα είναι τρόπον τινά φυσική αρχέγονη και διαρκής ώστε να προηγείται της ιστορίας, έχει πολλούς υποστηρικτές. Κατά συνέπεια, η ταυτότητα ενός κοινωνικού συνόλου βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την ιστορία και τον μύθο, δύο παράγοντες που προσδίδουν την αίσθηση της συνέχειας στο χρόνο και της ενότητας στο χώρο. Η συνέχεια αυτή αλλάζει μορφές και αναπροσδιορίζεται κάθε φορά με γνώμονα την εκάστοτε σχέση του «εμείς» προς τους «άλλους» ή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του «εμείς». Η εθνική ταυτότητα εξαρτάται τόσο από το ποιους αποκλείει όσο και από το ποιους περικλείει. Ο «ξένος» του οποίου ο αποκλεισμός αποτελεί μια προϋπόθεση της εθνικής ανεξαρτησίας ή η εθνική μειονότητα της οποίας οι αξιώσεις απειλούν την εθνική ενότητα είναι οι δύο αντίθετοι πόλοι πάνω στους οποίους σφυρηλατείται η εθνική συνοχή μέσα στις ιστορικές διαδικασίες δημιουργίας του έθνους. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η εθνική ταυτότητα και το έθνος είναι σύνθετες κατασκευές που συγκροτούνται από ένα πλήθος συστατικών -εθνοτικών, πολιτισμικών, εδαφικών, οικονομικών και νομικο-πολιτικών- που βρίσκονται σε μία σχέση αλ25
ληλεξάρτησης. Τα μέλη των κοινοτήτων συνδέονται με δεσμούς αλληλεγγύης εκπορευόμενους και βασιζόμενους σε κοινές μνήμες, μύθους και παραδόσεις. Αυτή η πολύπλευρη δύναμη της εθνικής ταυτότητας αποδεικνύεται αν παρατηρήσουμε ορισμένες από τις λειτουργίες που επιτελεί για τις ομάδες και τα άτομα. 1.2 Λειτουργίες της εθνικής ταυτότητας Ο Anthony Smith διακρίνει τις λειτουργίες της εθνικής ταυτότητας με βάση τις επιπτώσεις τους σε «εξωτερικές» και «εσωτερικές». Οι εξωτερικές λειτουργίες είναι εδαφικές, οικονομικές και πολιτικές. Τα έθνη εντάσσονται σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο μέσα στον οποίο τα μέλη καλούνται να ζήσουν και να εργαστούν και οριοθετούν μια ιστορική εδαφική επικράτεια που τοποθετεί την κοινότητα στο χρόνο και το χώρο. Επίσης, επιτρέπουν στα άτομα τη δημιουργία «ιερών κέντρων» που λειτουργούν ως αντικείμενα πνευματικού και ιστορικού προσκυνήματος και αποκαλύπτουν τη μοναδικότητα της «ηθικής γεωγραφίας» κάθε έθνους. Από οικονομικής πλευράς, η εθνική ταυτότητα λειτουργεί ως ο παράγοντας που καθορίζει τα μέλη και τους πόρους του έθνους, εκπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο τα ιδεώδη της εθνικής αυτάρκειας. Ως προς τον πολιτικό τομέα, η εθνική ταυτότητα αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του κράτους και, κατ' επέκταση, της συγκρότησης του κρατικού μηχανισμού. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση που τα έθνη δεν έχουν δική τους κρατική οντότητα, οπότε η εθνική ταυτότητα δρα προς την κατεύθυνση της συγκρότησης πολιτικών ισοδύναμων. Η εθνική ταυτότητα και η εθνική βούληση του συνόλου επηρεάζουν και καθορίζουν το εθνικό συμφέρον, που λειτουργεί και ως γνώμονας για την εκλογή κυβερνήσεων, την επιλογή των πολιτικών προσώπων και τη ρύθμιση της πολιτικής τους συμπεριφοράς. Η κυρίαρχη, όμως, πολιτική λειτουργία της εθνικής ταυτότητας συνίσταται στη διαδικασία νομιμοποίησης των κοινών νομικών δικαιωμάτων των μελών και των αντίστοιχων υποχρεώσεων που απορρέουν από τους νομικούς θεσμούς, αμφότεροι εκ των οποίων καθορίζουν τις ιδιαίτερες αξίες και τον 26
χαρακτήρα του έθνους και αντικατοπτρίζουν τα ήθη και έθιμα του λαού. Στην εποχή μας, η επίκληση της εθνικής ταυτότητας έχει αναδειχθεί σε κύριο μέσο νομιμοποίησης του κοινωνικού καθεστώτος και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Εκτός από τις εξωτερικές λειτουργίες, οι εθνικές ταυτότητες επιτελούν και ορισμένες εσωτερικές λειτουργίες που απευθύνονται στα μέλη της κοινότητας. Η πιο σημαντική από όλες είναι η δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για την κοινωνικοποίησή τους και τον χαρακτηρισμό τους ως «μέλη του έθνους». Στις μέρες μας, ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται μέσω των υποχρεωτικών δημόσιων εκπαιδευτικών συστημάτων, μέσω των οποίων ενσταλάζεται η αφοσίωση τόσο στο έθνος και όσο και σε μια διακριτή, ομοιογενή κουλτούρα. Τα άτομα αναπτύσσουν μεταξύ τους δεσμούς καθώς μοιράζονται κοινές αξίες, σύμβολα και παραδόσεις. Η χρήση συμβόλων υπενθυμίζει στα μέλη την κοινή κληρονομιά και την πολιτισμική τους συγγένεια ενώ η αίσθηση της κοινής ταυτότητας και του «ανήκειν» μεταβάλλει το έθνος σε μια ομάδα ικανή να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις δυσκολίες . Τέλος, η αίσθηση της εθνικής ταυτότητας αποτελεί το εργαλείο για τον αυτοπροσδιορισμό του ατόμου εντός της κοινότητας. Μέσω της κοινής, μοναδικής κουλτούρας αποκτούμε τη δυνατότητα να μάθουμε «ποιοι είμαστε» μέσα στο σύγχρονο κόσμο. Όπως υποστηρίζει ο Smith, ανακαλύπτοντας εκ νέου αυτή την κουλτούρα «ανακαλύπτουμε και πάλι» εμάς τους ίδιους, τον «αυθεντικό μας εαυτό» - ή τουλάχιστον αυτό πίστεψαν πολλά από τα απομονωμένα και αποπροσανατολισμένα άτομα που εξαναγκάστηκαν να παλέψουν με τις τεράστιες αλλαγές και τις αβεβαιότητες του σύγχρονου κόσμου. Αυτή ακριβώς η διαδικασία αυτοπροσδιορισμού του ατόμου, παρ' όλο που θεωρείται «το κλειδί» της εθνικής ταυτότητας, είναι ταυτόχρονα και το στοιχείο που προκαλεί μεγάλο προβληματισμό. Αν λάβουμε υπόψη το ευρύ φάσμα των ανθρώπινων στάσεων και αντιλήψεων, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι τόσο οι υπέρμαχοι όσο και οι επικριτές του εθνικισμού δεν έχουν κατορθώσει να συμφωνήσουν ως προς τα κριτήρια του εθνικού αυτοπροσδιορισμού και της τοποθέτησης του ατόμου στο έθνος. Η αναζήτηση του εθνικού εαυτού και η σχέ27
ση του με το άτομο παραμένει το πλέον προβληματικό στοιχείο του εθνικισμού. Στο πλαίσιο αυτής της ρητορικής, η κύρια κατηγορία που διατυπώνεται η κατηγορία ότι εξ ονόματος της «εθνικής ταυτότητας» οι λαοί φάνηκαν πρόθυμοι να περιορίσουν τις ελευθερίες των άλλων. Ο εθνικισμός τους προετοίμασε να ποδοπατήσουν τα πολιτικά και θρησκευτικά δικαιώματα των εθνοτικών, φυλετικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που δεν αφομοιώθηκαν από το έθνος. Με παρόμοιο τρόπο έδρασε εις βάρος των διακρατικών σχέσεων. Το ιδεώδες του έθνους, που από τη Δύση, την πατρίδα του, μεταφυτεύθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη έφερε μαζί του σύγχυση, αστάθεια, συγκρούσεις και τρόμο, ιδιαίτερα σε περιοχές με μικτό εθνοτικό ή θρησκευτικό χαρακτήρα. Ο εθνικισμός, το δόγμα που καθιστά το έθνος αντικείμενο κάθε πολιτικού εγχειρήματος και την εθνική ταυτότητα μέτρο κάθε ανθρώπινης αξίας, αμφισβητεί από τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης την ιδέα της ενωμένης ανθρωπότητας, μιας παγκόσμιας κοινότητας. Αντ' αυτών προτείνει μια στενή, φορτισμένη με εντάσεις και ενστάσεις νομιμοποίηση για την πολιτική κοινότητα, η οποία αναπόφευκτα στρέφει τις διάφορες πολιτισμικές κοινότητες τη μία εναντίον της άλλης14. Η εθνική ταυτότητα, ως κυρίαρχη μορφή συλλογικής ταυτότητας, συνδέεται στενά με την κουλτούρα. Κάθε κουλτούρα τείνει να συγκροτήσει μια συλλογική ταυτότητα, που δεν είναι άλλη από τη λεγόμενη «πολιτισμική ταυτότητα». Η πολιτισμική ταυτότητα, ως προϊόν του συλλογικού κοινωνικού ιστού, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. 1.3 Η έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας Η πολιτισμική ταυτότητα είναι η κουλτούρα που εξασφαλίζει τη συνοχή και τη διατήρηση της ομάδας. Προσφέρει ένα πλαίσιο αναφοράς από όπου εκπορεύονται μοντέλα συμπεριφοράς, τα οποία ρυθμίζουν τόσο τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της ομάδας όσο και τις σχέσεις της ομάδας με τις άλλες ομάδες. 14
βλ. Smith Anthony D., Εθνική Ταυτότητα, Οδυσσέας, Αθήνα 2000, «Λειτουργίες και προβλήματα της εθνικής ταυτότητας» που περιλαμβάνεται στο κεφ 1 «Εθνική και άλλες ταυτότητες», σ. 34. 28
Πριν, όμως, προχωρήσουμε να εξετάσουμε τις διαστάσεις αυτού που αποκαλούμε «πολιτισμική ταυτότητα», θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να προσπαθήσουμε να αποσαφηνίσουμε τη σύγχυση που εντοπίζεται ανάμεσα στις έννοιες της «κουλτούρας» (culture) και του «πολιτισμού» (civilization), καθώς και οι δύο χρησιμοποιούνται ποικιλοτρόπως. Ο όρος «culture» έχει πολλές σημασίες. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 12ου αιώνα και σήμαινε μαζί με τη θρησκευτική λατρεία -έννοια που γρήγορα εγκαταλείφθηκετην καλλιεργημένη γη. Ως καλλιέργεια του πνεύματος παρουσιάστηκε στα μέσα του 16ου αιώνα. Ο όρος «civilization» εμφανίστηκε μόλις τον 18ο αιώνα για να γίνει σαφής η διάκριση ανάμεσα στον «πολιτισμένο» και τον «βάρβαρο». Η πρόοδος και οι νέες κτήσεις που προστίθενται στον κατάλογο των Ευρωπαίων αποικιοκρατών, καθιστούν τον «πολιτισμό» έκφραση της δυτικής συνείδησης. Αίφνης, το πρόταγμα έγινε η «οικουμενικότητα» των δυτικών αξιών και ο «εκπολιτισμός» το πρόσχημα για την κατάκτηση νέων εδαφών15. Για πολλούς συγγραφείς οι έννοιες «civilisation» και «culture» συμπίπτουν σημασιολογικά. Η χρήση του όρου παραπέμπει σε ένα ανώτερο επίπεδο κουλτούρας και υποδηλώνει το επίπεδο προόδου της ανθρωπότητας. Με γνώμονα αυτά, ένα σύνολο ατόμων, ή ακόμη κι ένας λαός, κατατάσσονται στην κατηγορία των «πολιτισμένων» ή των «απολίτιστων». Άλλοι συγγραφείς, δεν επιλέγουν τη διάκριση σε «πολιτισμένους» και «απολίτιστους», αλλά έχουν ως βάση την ανάλυση των εκδηλώσεων της κοινωνικής ζωής και εντάσσουν ορισμένα στοιχεία είτε στο πλαίσιο της έννοιας «πολιτισμός» είτε στο πλαίσιο της έννοιας «κουλτούρα». Σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση αυτή, η «κουλτούρα» ως έννοια μπορεί να αναφέ15
Για τις σημασίες των όρων «κουλτούρα» και «πολιτισμός», βλ. Βρύζας Κωνσταντίνος, Παγκόσμια Επικοινωνία και Πολιτιστικές Ταυτότητες, Gutenberg, Αθήνα 1997, κεφ. «Πολιτιστικές Ταυτότητες», σ. 174 . Το Μείζον Ελληνικό Λεξικό του Τεγόπουλου-Φυτράκη (1997) ορίζει τον πολιτισμό ως εξής: «πολιτισμός». ο βαθμός ανάπτυξης των υλικών και πνευματικών συνθηκών της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου// το σύνολο των υλικών και πνευματικών δημιουργημάτων του ανθρώπου σε ορισμένη χώρα ή εποχή. 29
ρεται σε ιδεολογίες, θρησκευτικές πεποιθήσεις, επιτεύγματα των τεχνών, δηλαδή σε διάφορες εκφράσεις της ζωής, ενώ ο «πολιτισμός» προσδιορίζει της κοινωνική οργάνωση και τις τεχνικές. Ο όρος «κουλτούρα» δημιουργεί διαφορετικές συσχετίσεις ανάλογα με το σε τι αναφερόμαστε όταν τον χρησιμοποιούμε, ανάλογα με το αν αναφερόμαστε στην ανάπτυξη ενός ατόμου, μιας ομάδας ή τάξης ή μιας ολόκληρης κοινωνίας. Ο Τ. S Eliot υποστηρίζει ότι «η κουλτούρα ενός ατόμου εξαρτάται από την κουλτούρα μιας ομάδας ή τάξης, όπως και ότι η κουλτούρα μιας ομάδας ή τάξης εξαρτάται από την κουλτούρα ολόκληρης της κοινωνίας στην οποία αυτή η ομάδα ή η τάξη ανήκει. Επομένως, αυτό που έχει πρωταρχική σημασία είναι η κουλτούρα της κοινωνίας και είναι η έννοια του όρου «κουλτούρα» σε σχέση με ολόκληρη την κοινωνία». Η χρήση του όρου «κουλτούρα», καθεαυτή, με την έννοια κάποιου ιδεώδους προς το οποίο συνειδητά πρέπει να πρέπει να στοχεύουν οι ανθρώπινες υποθέσεις, είναι σχετικά πρόσφατη. Η «κουλτούρα» είναι σχετικά εύκολο να κατανοηθεί όταν έχουμε να κάνουμε με την καλλιέργεια του ατόμου σε σχέση με την κουλτούρα της ομάδας και της κοινωνίας. Η κουλτούρα της ομάδας, επίσης, αποκτά μια σαφή σημασία σε αντιδιαστολή με τη λιγότερο ανεπτυγμένη κουλτούρα του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας. Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις τρεις αυτές εφαρμογές του όρου μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή αν αναρωτηθούμε ως ποιο σημείο, σε σχέση με το άτομο, την ομάδα και το κοινωνικό σύνολο, «ο συνειδητός σκοπός του να επιτευχθεί η κουλτούρα έχει ένα οποιοδήποτε νόημα». Και ο Eliot καταλήγει επισημαίνοντας ότι «ένα μεγάλο μέρος της σύγχυσης που επικρατεί θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν θα παύαμε να θέτουμε σαν σκοπό της ομάδας αυτό που δεν μπορεί παρά να αποτελεί σκοπό ενός ατόμου μόνο και αν θα παύαμε να θεωρούμε ως σκοπό του συνόλου της κοινωνίας αυτό που δεν μπορεί παρά να αποτελεί το σκοπό μιας ομάδας και μόνο»16. Αξιοσημείωτη για τους Έλληνες είναι η γλωσσική ιδιαιτερότητα που σχετίζεται με τις παραπάνω έννοιες. Συγκεκριμένα, 16
Για τις έννοιες της κουλτούρας βλ. T.S. Eliot, Σημειώσεις για τον ορισμό της κουλτούρας, Πλέθρον, Αθήνα. 30
στην ελληνική γλώσσα με τη χρήση της λέξης «πολιτισμός» ορίζεται ταυτόχρονα και ο πολιτισμός ως κατάσταση, δηλαδή αυτό που σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες θα λεγόταν civilisation, και ο πολιτισμός ως ειδική στάση, δηλαδή ο πολιτισμός ως culture. Ο πολιτισμός θα μπορούσε να οριστεί ως το συλλογικό αυτονόητο των δραστηριοτήτων μιας κοινωνίας και των νοοτροπιών του καθημερινού βίου. Από την άλλη πλευρά, ο πολιτισμός (culture) παραπέμπει στις καλές τέχνες και τα γράμματα, κάτι που αφορά στους δημιουργούς του πολιτισμού, στους θεωρητικούς του πολιτισμού και στους απλούς χρήστες του πολιτισμού. Θα μπορούσε, λοιπόν, από τη μια πλευρά να χαρακτηριστεί ο πολιτισμός ως «η καλλιέργεια του καλού γούστου, η αισθητική καλλιέργεια, και από την άλλη, ως πνευματικότητα, δηλαδή μια ειδική, πιο επεξεργασμένη στάση απέναντι στα μείζονα ερωτήματα σχετικά με την Ιστορία και τη ζωή που απασχολούν τον άνθρωπο». Η «κουλτούρα» ως όρος διακρίνεται από μία ασάφεια και μια πολλαπλότητα στη χρήση, γεγονός που ελλοχεύει τον κίνδυνο διαφορετικών και ποικίλων ερμηνειών. Παρ' όλα αυτά, η κουλτούρα δεν είναι πλέον συνυφασμένη μόνο με τα γράμματα και τις τέχνες αλλά αντικατοπτρίζει τις πρακτικές ενός καθημερινού τρόπου ζωής και συμμετέχει άμεσα στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Σύμφωνα με τον Ρ. Ουίλλιαμς, η κουλτούρα χωρίζεται σε τρία επίπεδα 63: τη «βιωμένη κουλτούρα», δηλαδή την κουλτούρα όπως τη ζουν οι άνθρωποι σε έναν ορισμένο τόπο και χρόνο. την «καταγεγραμμένη κουλτούρα», η οποία περιλαμβάνει τόσο την τέχνη όσο και τα καθημερινά γεγονότα μιας εποχής. την «κουλτούρα της επιθετικής παράδοσης», η οποία συνδέει τη βιωμένη κουλτούρα με τις κουλτούρες διαφορετικών εποχών. Είναι γεγονός ότι η παράδοση συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία συγκρότησης και διαμόρφωσης της ταυτότητας κάθε εθνικού σχηματισμού. Αυτό, όμως, που αποκαλείται «παράδοση», στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι μια επιλεκτική και μυθοποιημένη εκδοχή του παρελθόντος, με αποτέλεσμα ορισμένα στοιχεία της παράδοσης τονίζονται σκοπίμως ενώ 31
άλλα υποβαθμίζονται ή και αγνοούνται. Η επιλεκτική παράδοση, λοιπόν, είναι μια εκδοχή του παρελθόντος, η οποία χρησιμοποιείται ως εργαλείο επικύρωσης του παρόντος και σύνδεσής του με το παρελθόν, δίνοντας την αίσθηση μιας προδιαγεγραμμένης συνέχειας. Η κουλτούρα είναι ένα σύστημα ιδεών και αξιών που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά, το περιεχόμενο της οποίας μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου καθώς επηρεάζεται και επηρεάζει την κοινωνική δράση των ατόμων. Εδώ ακριβώς εμφανίζεται η έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας, η οποία είναι μια διαδικασία συνεχούς διαπραγμάτευσης και όχι κάτι δεδομένο και στατικό. Με γνώμονα αυτό, καταλήγουμε ότι κάθε κουλτούρα έχει την ιδιαιτερότητά της. Διακρίνεται από μια σειρά χαρακτηριστικών , τα οποία συγκροτούν ένα συνεκτικό πολιτισμικό σχήμα, ικανό να ενσωματωθεί από ένα υποκείμενο. Ωστόσο, οι διάφορες κουλτούρες του πλανήτη, δεν είναι απομονωμένες και αυτόνομες αλλά διέπονται από μια δυναμική σχέση αλληλεπίδρασης. Κάθε κουλτούρα είναι επίσης το αποτέλεσμα ενός εσωτερικού συσχετισμού δυνάμεων. Πρόκειται για μια πάλη των ομάδων με στόχο τη διανομή των ταυτοτήτων, την αναγνώριση, η οποία επεκτείνεται και στο εσωτερικό μιας δεδομένης κουλτούρας, που αυτοπροσδιορίζει και συγκροτεί μια κοινότητα. Η κουλτούρα, ως συλλογική ταυτότητα, είναι διαρκώς το αντικείμενο αγώνων για αναγνώριση και υπόκειται σε ένα συνεχή επαναπροσδιορισμό. Η ταυτότητα ενός συνόλου αποσαφηνίζεται μόνο μέσα από μια διαδικασία αντιπαραθέσεων με τις ταυτότητες γειτονικών ομάδων. Όλες οι τοπικές κουλτούρες είναι στην πραγματικότητα προϊόντα πολιτισμικής επιμειξίας. Και αυτή η επιμειξία είναι που γεννά την πολιτισμική ποικιλομορφία, απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη του διαπολιτισμικού συστήματος. Θα μπορούσε, λοιπόν, κανείς να υποστηρίξει ότι η έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας διέπεται από μία αμφισημία, ενώ το περιεχόμενό της είναι διφορούμενο. Κι αυτό γιατί η πολιτισμική ταυτότητα του κάθε ατόμου συγκροτείται αφενός από το γεγονός ότι ανήκει κάποιος σε μια ομάδα και αφετέρου από 32
ένα σύνολο ατομικών ιδιοτήτων, οι οποίες διακρίνουν και την ατομικότητα του καθενός. Πρόκειται για αμετάβλητα δεδομένα όπως το φύλλο αλλά και για μεταβαλλόμενα ή για δεδομένα που μπορούν να αλλάξουν όπως το εκπαιδευτικό επίπεδο. Δύο είναι οι βασικές θεωρητικές κατευθύνσεις που εκπορεύονται από δύο αντίθετες αντιλήψεις για τον πολιτισμό και την πολιτισμική ταυτότητα, ο κουλτουραλισμός και ο κονστρουκτιβισμός. «Ο κουλτουραλισμός προτείνει τον πολιτισμό ως έναν διαχρονικά σταθερό και συνεκτικό σύνολο πολιτιστικών χαρακτηριστικών -όπως η γλώσσα, η θρησκεία, τα έθιμα- που προσδιορίζουν με τρόπο αποκλειστικό μια συγκεκριμένη κοινότητα. Ο κουλτουραλισμός συνέβαλε στη δημιουργία των δύο πιο σημαντικών στη σύγχρονη εποχή πολιτικών κοινοτήτων, του λαού και του έθνους, αποτελώντας την πρώτη συστηματική διατύπωση του εθνοτικού δόγματος, της αξίωσης δηλαδή κάθε έθνους να αποτελεί αυτόνομη πολιτική οντότητα, πάνω στο οποίο βασίστηκε τόσο η ανάπτυξη του ευρωπαϊκού εθνικισμού τον 19ο αιώνα όσο και η σύγχρονη έξαρση της πολιτικής της ταυτότητας. Η δημιουργία του εθνικού κράτους καθιέρωσε την άμεση συνάρτηση της πολιτικής ταυτότητας από την πολιτιστική. Η ιδιότητα του πολίτη ορίστηκε στη βάση της συμμετοχής του στην πολιτιστική κοινότητα, στο έθνος, ενώ, ταυτόχρονα, η πολιτική εξουσία νομιμοποίησε τον εαυτό της ως εγγυητή της εθνικής ταυτότητας και κατοχύρωσε την επικράτειά της μέσω της εδαφοποίησης του πολιτισμού σε χώρο πολιτικό. Ακολούθως, η ομογενοποιητική πολιτιστική πολιτική του εθνικού κράτους παρήγαγε ταυτόχρονα τεχνητές πλειοψηφίες αλλά και περιθωριοποιημένες και υποβαθμισμένες μειονότητες, ενώ εγκαθιστώντας την εθνική ταυτότητα ως βασικό πολιτικό και πολιτιστικό δεσμό και θεσμό, απαξίωσε ή απέκλεισε άλλες μορφές ταυτότητας, καθιστώντας τη διαφορά, τόσο εντός όσο και εκτός του εθνικού εδάφους, μειονέκτημα. Κατά συνέπεια, ο ορισμός του κουλτουραλισμού για το έθνος ως μία ταυτόχρονα φυσική οντότητα και πολιτισμική κοινότητα, δημιουργεί έναν αγεφύρωτο ανταγωνισμό μεταξύ των τελευταίων καθώς αυτές είναι αδύνατον να συμπέσουν παρά μόνο σε απόλυτα απομονωμένες και κλειστές κοινωνίες.» Στο αντίποδα, «ο κονστρουκτιβισμός έχει δύο βασικές αφε33
τηρίες: Πρώτον, την έμφαση στην τεχνητότητα των διαφορετικών συλλογικοτήτων, όπως της κοινότητας, του λαού, της φυλής και της τάξης. Δεύτερον, στην παραδοχή ότι ο πολιτισμός δεν υφίσταται ως ένα μονολιθικό, κοινά αποδεκτό και σταθερό σύστημα συμβόλων και αξιών, αλλά μάλλον ως ο εγγενώς διαφοροποιημένος και ιστορικά δυναμικός τρόπος με τον οποίο νοηματοδοτούμε τον κόσμο και τη θέση μας μέσα σ' αυτόν. Απορρίπτοντας έτσι την αντίληψη του κουλτουραλισμού για την πολιτιστική ταυτότητα ως μια εγγενή, αντικειμενική ιδιότητα του υποκειμένου την οποία οφείλει στο γεγονός ότι ανήκει σε μια διακριτή, φυσική, υπεριστορική πολιτιστική κοινότητα, ο κονστρουκτιβισμός επανορίζει την πολιτιστική ταυτότητα ως σχέση ταυτοποίησης με μια κοινότητα που προσδιορίζεται τεχνητά και αυθαίρετα, στο πλαίσιο των κοινωνικών και πολιτικών συμφερόντων.» Όταν γίνεται λόγος για την πολιτισμική ταυτότητα, αναφερόμαστε τόσο σε μία κληρονομούμενη παράδοση όσο και σε μία βιωμένη παράδοση. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως συμβαίνει σε όλα τα έθνη, η πολιτισμική ταυτότητα συγκροτείται από ένα συνεκτικό σύνολο ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, που δεν υφίσταται ως ένα μονολιθικό και αμετάβλητο σύστημα συμβόλων και αξιών αλλά ως ιστορικά δυναμικός τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες νοηματοδοτούμε τον κόσμο και τη θέση μας μέσα σε αυτόν. Τα χαρακτηριστικά αυτά, που αποτελούν τις συνιστώσες και τα θεμέλια στα οποία έχει δομηθεί η ελληνική πολιτισμική ταυτότητα, είναι η γλώσσα, η θρησκεία, ο λαϊκός μας πολιτισμός, η πεζογραφία, η τέχνη, η αρχιτεκτονική, το θέατρο, η μουσική, η κοινή ιστορία και η εθνική συνείδηση που συμμεριζόμαστε όλοι μας. Η έννοια και το περιεχόμενο της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας παραπέμπει επίσης και στην έννοια της εθνικής ταυτότητας ως πολιτισμικής κατασκευής. Πρόκειται για το σύνολο των πολιτισμικών στοιχείων μέσω των οποίων συγκροτείται ή αναγνωρίζεται σήμερα η ταυτότητα του ελληνισμού ως εθνικής πολιτισμικής οντότητας. Η έννοια της πολιτισμικής ταυτότητας μπορεί να αντιμετω34
πισθεί από δύο οπτικές γωνίες, οι οποίες αντίστοιχα καθορίζουν το αρνητικό ή θετικό περιεχόμενό της. Από τη μια πλευρά, η άκριτη προγονολατρεία και η προσκόλληση σε μια εξιδανικευμένη παράδοση οδηγεί στο σοβινισμό, υποθάλπει και υποδαυλίζει την εμφάνιση εθνικών και θρησκευτικών φανατισμών, οι οποίοι δρουν αρνητικά για την εικόνα του εκάστοτε έθνους ή ομάδας που λειτουργεί με αυτά τα δεδομένα. Από την άλλη πλευρά, η μίμηση και η υιοθέτηση ξενόφερτων προτύπων, που δεν είναι συμβατά με το πολιτιστικό περιβάλλον στο οποίο εισάγονται, έχουν ως αποτέλεσμα την πολιτισμική αλλοτρίωση. Κατά συνέπεια, η σχέση κάθε έθνους με την παράδοση και το πολιτισμικό παρελθόν του δεν πρέπει να είναι σχέση εξάρτησης αλλά ούτε και απόρριψης. Η παράδοση αποτελεί το θεμέλιο λίθο πάνω στον οποίο οικοδομείται ένα έθνος και από αυτήν εξαρτάται η διαιώνισή του μέσα στο χρόνο. Η παράδοση και η μνήμη είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους και η ταυτότητα θεμελιώνεται πάνω σε αυτήν ακριβώς τη μνήμη. Κανένα κοινωνικό σύνολο, κανένα έθνος δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς μνήμη και ιστορία. Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτό δεν ενισχύει την τυφλή εμμονή στο παρελθόν. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί εξίσου επικίνδυνο με την ολοκληρωτική απώλεια της ιστορικής μνήμης. «Η ανάσυρση του παρελθόντος είναι απαραίτητη. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι το παρελθόν πρέπει να κατευθύνει το παρόν, αντίθετα είναι αυτό που πρέπει να χρησιμοποιεί το παρελθόν όπως θέλει». Κάθε έθνος οφείλει να σέβεται την παράδοσή του, να τη μεταλαμπαδεύει και να την κληροδοτεί από γενιά σε γενιά. Ωστόσο, η παράδοση δεν πρέπει να καταστεί ένα αμετάβλητο, στείρο και στατικό σύνολο χαρακτηριστικών αλλά να προσαρμόζεται στη σύγχρονη πραγματικότητα. Όσον αφορά τη στάση απέναντι στις ξένες πολιτισμικές επιρροές, δεν πρέπει να ακολουθείται η οδός της πλήρους και άκριτης αφομοίωσης αλλά αντίθετα η δημιουργική προσαρμογή τους στο πολιτισμικό περιβάλλον κάθε κοινωνικού συνόλου. Εκείνο που χρειάζεται να επιτευχθεί είναι ο εμπλουτισμός της καθημερινής πρακτικής των ατόμων και των ομάδων τόσο με την αξιοποίηση των ζωντανών στοιχείων της παράδοσης, όσο και με τη δημιουργική 35
αφομοίωση και προσαρμογή των «εισαγόμενων» πολιτισμικών προϊόντων μέσω μιας αδιάκοπης πολιτιστικής δημιουργίας και ανανέωσης. Στις μέρες μας, που η Ευρωπαϊκή Ένωση αριθμεί πλέον 25 μέλη, εγείρεται το ζήτημα της διατήρησης της ενότητας μέσα στην πολυμορφία και της ανάδειξης της κοινής παράδοσης. Η διαμόρφωση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας είναι εξαιρετικά κρίσιμη για την επίτευξη του οράματος της ολοκλήρωσης πάνω και πέρα από την πολιτιστική πολυμορφία των κρατών μελών της. Πράγματι, το σχέδιο σύγκλισης των ευρωπαϊκών χωρών, σε ένα κοινό σύστημα αρχών, κανόνων και πολιτικής, αποτελεί το σημαντικότερο κεφάλαιο της ευρωπαϊκής ιστορίας. Ποια, όμως, είναι η Ευρώπη ως ιδέα, περιεχόμενο και ιστορική συνέχεια; Ποιες οι ρίζες τις και πώς προσδιορίζεται γεωγραφικά;
36
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ευρώπη 2.1 Η ιδέα της Ευρώπης Η επιτάχυνση των διαδικασιών σύγκλισης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης δημιούργησε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για οικονομική, νομισματική και πολιτική ενοποίηση. Άμεση συνέπεια ήταν να γεννηθούν βασικά και καίρια ερωτήματα σχετικά με τον όρο «Ευρώπη», τη σημασία του καθώς και τις διαφορετικές ερμηνείες του. Τι είδους Ευρώπη οικοδομούμε και γιατί; Πώς σχετίζεται αυτή η «νέα Ευρώπη» με τα πρότυπα και τις εμπειρίες από την ευρωπαϊκή ιστορία; Υπάρχουν χαρακτηριστικές διακριτές «κληρονομούμενες ευρωπαϊκές αξίες»; Ποιος είναι ο ρόλος της «ευρωπαϊκής ταυτότητας» και ποιες είναι οι εικόνες ενός κοινού ιστορικού παρελθόντος; Μπορεί να ορισθεί η Ευρώπη σε σχέση με κάποιους άλλους «μη ευρωπαϊκούς» παράγοντες; Τι είναι τελικά «ευρωπαϊκό» και τι «μη ευρωπαϊκό»; Τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «Ευρώπη» και τι σημαίνει το να «είσαι Ευρωπαίος»; Είναι ορθή η αναφορά στην έννοια της «ευρωπαϊκής ιδέας» και στην έννοια της «ιστορίας της Ευρώπης» και ποιος είναι ο ρόλος τους σήμερα; Πώς θα διασωθούν και ως ποιο βαθμό οι εθνικές ταυτότητες και ως ποιο βαθμό οι εθνικές ταυτότητες και ο πολιτισμικός πλούτος των επιμέρους εθνικών της ενοτήτων, ιδιαίτερα των μικρότερων; Η διερεύνηση των όρων «έννοια της Ευρώπης», «ευρωπαϊκές αξίες» και «ευρωπαϊκή ταυτότητα» αναπόφευκτα έχει εγείρει αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις και έντονους προβληματισμούς. Οι απόψεις γύρω από την ιδέα της Ευρώπης διίστανται και κάθε πλευρά υποστηρίζει τη δική της θέση προβάλλοντας 37
τα αντίστοιχα τεκμηριωμένα επιχειρήματα. Όλες, όμως, αυτές οι ερωτήσεις τονίζουν τις αιχμηρές και αντιπαραβαλλόμενες απόψεις για το τι αντιπροσωπεύει η Ευρώπη. Ταυτόχρονα, βασίζονται στην προϋπόθεση ότι η ιδέα της Ευρώπης περιστρέφεται γύρω από το σύμπλεγμα τριών αλληλένδετων εννοιών: Υπάρχει κάτι που ονομάζεται «Ευρώπη». Οι Ευρωπαίοι διατηρούν μια αντίληψη για τους εαυτούς τους ότι είναι Ευρωπαίοι. Αυτοπροσδιορίζονται, δηλαδή, με μία δική τους «ευρωπαϊκή ταυτότητα». 2.2 Οι ρίζες της Ευρώπης Κατά τους αρχαίους χρόνους, ο όρος «Ευρώπη» εμπεριείχε δύο έννοιες: μία μυθολογική και μία γεωγραφική, ενώ ποικίλες είναι οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί σχετικά με την ετυμολογία της λέξης. Αν και κανείς από τους ετυμολογικούς ορισμούς δεν έχει υιοθετηθεί ως ο ακριβέστερος και ορθότερος, αναμφισβήτητο είναι το γεγονός ότι λέξη «Ευρώπη» έχει ρίζα την ελληνική λέξη «ευρύς». Η αντίληψη της Ευρώπης ως γυναίκας είναι ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής μυθολογίας. Συγκεκριμένα, ο Ησίοδος (770 π.Χ), στη Θεογονία, αναφερόμενος στη γενεαλογία του δωδεκάθεου, παρουσιάζει την Ευρώπη ως την κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδος, μητέρας των ποταμών, και την Ασία ως μία από τις αδερφές της. Ο πιο γνωστός, όμως, μύθος, σχετικά με την Ευρώπη υποστηρίζει ότι έτσι ονομαζόταν η κόρη του βασιλιά των Φοινίκων17. Ο Δίας, ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων, ερωτεύεται την κοπέλα και μεταμορφώνεται σε ταύρο για να μπορέσει να την πλησιάσει. Τη συναντά σε μια παραλία, όπου παίζει με τους φίλους της, και καταφέρνει να την κάνει να καθίσει στην πλάτη του. Ξαφνικά το ζώο σηκώνεται στα πόδια του, διασχίζει τη θάλασσα καλπάζοντας και φτάνει στην Κρήτη, παίρνοντάς την μαζί του. Εκεί ο Δίας ανακτά την ανθρώπινη μορφή του και αποκτά τρία παιδιά από την Ευρώπη. Η απαγωγή της Ευρώπης ήταν ένα από τα δημοφιλή μοτίβα που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης στις πλαστικές τέχνες και την αρχαία ελληνική γραμματεία της κλασικής περιόδου. 17
Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία στίχος 321. 38
Η καταγωγή της Ευρώπης δεν έχει κάποιο πρότυπο ούτε κάποια ιδρυτική αρχή. Η ελληνική και η λατινική αρχή προέρχονται από την περιφέρειά της και είναι προγενέστερες από αυτή. Η χριστιανική αρχή προέρχεται από την Ασία και θα διαδοθεί στην Ευρώπη κατά τα τέλη της πρώτης χιλιετηρίδας. Οι πρώτες μαρτυρίες για γεωγραφικές χρήσεις της Ευρώπης ανάγονται στους αρχαίους χρόνους, συνδέονται διαδοχικά με διάφορα τμήματα του ελλαδικού χώρου και πάντα σε αντιδιαστολή με την Ασία και την Αφρική. Όλες αυτές οι αρχές πριν συνδεθούν και αντιπαρατεθούν, πρόκειται να αναμιχθούν μέσα στο πλήθος των λαών που υφίστανται τις πολιτιστικές επιρροές των εκάστοτε κατακτητών τους. Αν ερευνήσουμε την Ευρώπη σε βάθος, δεν θα βρούμε ένα πνεύμα ενότητας και συνοχής. Αυτό συμβαίνει γιατί κάθε γνώρισμά της κρύβει μέσα του και το αντίθετό του. Δηλαδή, αν η Ευρώπη είναι το δίκαιο, είναι ταυτόχρονα και η δύναμη' αν είναι η δημοκρατία, είναι και η καταπίεση. αν είναι η πνευματικότητα, είναι και η υλικότητα. Πρόκειται, λοιπόν, για μια έννοια αβέβαιη, που γεννιέται και βιώνεται μέσα σε ρήξεις και μεταμορφώσεις. Η ιδέα της Ευρώπης, ακριβώς ως προς αυτό το αβέβαιο, το αντιφατικό που τη χαρακτηρίζει, θα αποτελέσει αντικείμενο του προβληματισμού μας και θα δοκιμάσουμε να αποσαφηνίσουμε την περίπλοκη ταυτότητά της. Οι περιορισμένες γνώσεις των αρχαίων συγγραφέων, σε συνδυασμό με τις αντιφάσεις και τα μυθολογήματα των μεσαιωνικών κοσμογράφων και γεωγράφων δεν βοήθησαν στο σαφή γεωγραφικό προσδιορισμό της Ευρώπης. Ο διαχωρισμός του τότε γνωστού κόσμου σε δύο ηπείρους αποτελούσε για τους Αρχαίους Έλληνες το μέσο για να θεωρούν τον πολιτισμό τους ανώτερο των υπολοίπων που ήκμαζαν την ίδια περίοδο στην Ασία. Σε αυτό, ουσιαστικό ρόλο διαδραμάτισε η έννοια του «βαρβάρου». Η ελληνική λέξη «βάρβαρος» προσδιόριζε αυτούς που δεν ομιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Κατά βάθος, όμως, παρέπεμπε όχι μόνο στην άγνοια της γλώσσας αλλά και στην αδυναμία συγκρότησης οργανωμένων έννομων κοινοτήτων, όπως η «πόλη -κράτος», γεγονός που ήταν η ουσιαστική παράμετρος διάκρισης του εκλογικευμένου ατόμου από άλλα πλάσματα. Οι «βάρβαροι», λοιπόν, χαρακτη39
ρίζονταν από άγνοια της ελληνικής γλώσσας και διαφοροποιούνταν από τους Έλληνες, όντας μέλη κοινωνιών οι οποίες δεν προσομοίαζαν στο σχήμα «πόλη-κράτος». Μάλιστα, ο ίδιος ο Ηρόδοτος κάνει αυτή την κατηγοριοποίηση σε «Έλληνες» και «βάρβαρους» στον πρόλογο του πρώτου τόμου της «Ιστορίας» του18. Η σύγκριση ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία και στους κατοίκους τους ήταν ένα θέμα προσφιλές για την αρχαία ελληνική γραμματεία. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το έργο του Ιπποκράτη που γράφτηκε τον 5ο π.Χ. αιώνα. Διαχωρίζει εμφανώς τους Έλληνες από τους Βαρβάρους καθώς η θεμελιώδης διχοτόμηση μεταξύ Ανατολής και Δύσης αντικατοπτριζόταν στην Ασία και την Ευρώπη αντίστοιχα. Οι διαφορές ανάμεσα στις δύο ηπείρους οφείλονταν σύμφωνα με τον Ιπποκράτη, στις κλιματολογικές συνθήκες, οι οποίες επηρέαζαν την ποιότητα του πνεύματος και εν μέρει την πολιτική κατάσταση. Στην ουσία, ο Ιπποκράτης αντιπαραβάλλει τους Έλληνες με τους Ασιάτες αλλά, παράλληλα, εντοπίζει διαφορές και με τους Ευρωπαίους επισημαίνοντας ότι πηγάζουν από τις κλιματολογικές συνθήκες. Έχοντας ως γνώμονα τα συμπεράσματα του Ιπποκράτη, ο Αριστοτέλης προχωρά με τη σειρά του σε μια σύγκριση Ευρωπαίων και Ασιατών, τοποθετώντας τους Έλληνες στο ενδιάμεσο. Αναφερόμενος στην Ευρώπη, ο Αριστοτέλης πιθανώς να κάνει λόγο για τις περιοχές που βρίσκονται βόρεια της Ελλάδας, ειδικότερα γύρω από την Κασπία Θάλασσα. Εν κατακλείδι, για τους αρχαίους Έλληνες οι όροι «Ευρώπη» και «Ασία» δεν είχαν ιδιαίτερη πολιτική σημασία και βαρύτητα, με εξαίρεση ίσως τον Ισοκράτη, ο οποίος μιλώντας για την αντίθεση Περσίας και Ελλάδας, συνέδεσε την πρώτη με την Ασία και τη δεύτερη με της Ευρώπη. Ακόμα και οι Βυζαντινοί εστίαζαν το ενδιαφέρον τους στο νότιο και μεσογειακό τμήμα της ηπείρου ή σε περιοχές μόνο της άμεσης και έμμεσης κυριαρχίας ή της παραδοσιακής επιρροής της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Αλλά και οι συγγραφείς της μεσαιωνικής Δύσης εξακολουθούσαν να είναι 18
Για τον διαχωρισμό μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων βλ. Ηροδότου Ιστορία, 1ος τόμος. 40
προσκολλημένοι σε μεγάλο βαθμό στις παραδοσιακές θεωρήσεις της πτολεμαϊκής γεωγραφίας19. Για τους νεότερους , ακόμα και για τους σύγχρονους γεωγράφους, οι δυσκολίες συνδέονταν -και συνδέονται ακόμα- με τον προσδιορισμό των ανατολικών γεωγραφικών συνόρων της Ευρώπης. Ήταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη; Η απάντηση είναι αρνητική γιατί ενώ ήταν πράγματι η υπερδύναμη της εποχής, η ισχύς της ξεπερνούσε τα όρια της Ευρώπης και εκτεινόταν και σε άλλες ηπείρους (Ασία και Αφρική). Οι ρωμαϊκές κτήσεις μετατόπισαν το κέντρο ισορροπίας της Ευρώπης πιο δυτικά καθώς η Ρώμη έγινε το πολιτικό κέντρο του τότε γνωστού κόσμου η υπερδύναμη στη θέση της Αθήνας. Ο εθνοκεντρισμός της Ρώμης θεμελιώθηκε στην ιδέα όχι της ενωμένης Ευρώπης αλλά της «αιώνιας πόλης» ως επίκεντρο του κόσμου. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν η πρώτη μεγάλη δύναμη που περιέκλειε στα σύνορά της το μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης αλλά και η Ρώμη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «ευρωπαϊκό βασίλειο». Και αυτό γιατί στηριζόταν στον έλεγχο των δρόμων του εμπορίου γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου. Επρόκειτο, δηλαδή, για μια ναυτική αυτοκρατορία αποτελούμενη από τμήματα της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Ούτε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο ρωμαϊκός πολιτισμός ιδιαίτερα ευρωπαϊκός, γεγονός που επιτεινόταν με την πάροδο του χρόνου. Εξάλλου, τόσο ο ελληνικός όσο και ο ρωμαϊκός κόσμος -που αποτελούν τις βάσεις της ευρωπαϊκής κληρονομιάς) είναι από πολιτική και γεωγραφική άποψη αποκλειστικά ευρωπαϊκοί. Και οι δύο είναι ιστορικά φαινόμενα που αναπτύχθηκαν γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου, σε περιοχές της νότιας Ευρώπης , της Δυτικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα αντιπαραθέσεων μεταξύ των λαών της βόρειας και της δυτικής με τη νότια και μεσογειακή Ευρώπη. Το γεγονός αυτό, μάλιστα, έκανε ορισμένους να διαχωρίζουν ιστορικά την Ευρώπη σε δύο τμήματα: στο νότιο και αρχαιότερο (γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου και με κυρίαρχο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο και την «κληρονομιά» του) και στο βόρειο και νεό19
Καραγεώργος Β., «Ο όρος Ευρώπη στις μεσαιωνικές πηγές», Αντίδωρον Πνευματικόν (Τιμητ. ΤόμοςΓερ. Κονιδάρη), Αθήνα 1981, σ.σ. 10-13. 41
τερο (από τη Βρετανία ως τη Μαύρη Θάλασσα ή την Κασπία, με κυρίαρχο το αγγλοσαξονικό και το γερμανικό στοιχείο). Από τον 18ο αιώνα, έπειτα από την είσοδο της ρωσικής αυτοκρατορίας στο δυτικό πολιτικό και πολιτιστικό σύστημα αξιών, οι Δυτικοευρωπαίοι συγγραφείς άρχισαν να αποδέχονται το γεγονός ότι η Ευρώπη γεωγραφικά εκτείνεται ως τον Καύκασο και τα Ουράλια Όρη, ή ακόμη και ως την Κασπία Θάλασσα. Με άλλα λόγια, τώρα πλέον περιλαμβανόταν το μέγιστο τμήμα της ευρύτατης περιοχής, η οποία κατά τη διάρκεια της προεπαναστατικής περιόδου αποκαλούνταν «Ευρωπαϊκή Ρωσία».Οι προσπάθειες, εξάλλου, των Σοβιετικών γεωγράφων να προσδιορίσουν τα «εσωτερικά σύνορα» του ευρωπαϊκού τμήματος της Ε.Σ.Σ.Δ. απέβλεπαν, προπάντων μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην επέκταση των ορίων αυτών προς τα ανατολικά. Έπειτα από τα γεγονότα του 1989, τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, την πλήρη ανεξαρτητοποίηση των ως τότε Ομόσπονδων Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και τη σχετική χειραφέτηση των Αυτόνομων Δημοκρατιών της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η συζήτηση για το σημείο μέχρι το οποίο ορίζονται τα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης πήρε άλλη τροπή. Και αυτό γιατί τα δυτικότερα κράτη της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. έχουν επιδοθεί σε μία αγωνιώδη προσπάθεια να αποδείξουν τον «ευρωπαϊκό» χαρακτήρα της γεωγραφικής τους θέσης, με απώτερο στόχο τη συστοίχισή τους με εκείνους του δυτικοευρωπαϊκούς οργανισμούς που θα διευκολύνουν τη μελλοντική τους ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό, λοιπόν, που αρχικά ονομάστηκε Ευρώπη δεν είναι καθόλου η Ευρώπη. Είναι το βόρειο «πέραν» του αρχαίου κόσμου. Παρ' όλο που έχει ήδη κατοικηθεί από τους προϊστορικούς χρόνους, δεν έχει ακόμα εισέλθει στην Ιστορία, ενώ έχει ήδη αρχίσει η παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εντούτοις, θα ορμήσει μέσα στον καταιγισμό των βαρβαρικών επιδρομών που εξαπλώνονται από την Ανατολή ως τη Δύση και από το Βορρά ως το Νότο, που αλληλομάχονται και τελικά διαμελίζουν τη δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Με αφετηρία αυτούς τους λαούς θα σταθεροποιηθεί και διαφοροποιηθεί ένα μωσαϊκό αμέτρητων εθνοτήτων, εγκατεστημένων σε μια εξαιρετική ανομοιογένεια εδαφών. Αν εξαιρέσουμε την Ανατολική Αυτο42
κρατορία, από τον 5ο μέχρι τον 8ο αιώνα κυριαρχεί ένα χάος από βαρβαρικά βασίλεια, μια τεράστια συρραφή πληθυσμών, εκ των οποίων οι μεν κατάγονται από το προϊστορικό υπόστρωμα, μερικοί είναι λατινοποιημένοι, άλλοι γερμανικοί, άλλοι δε ασιατικοί. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να ορίσουμε την ιστορική Ευρώπη από τα γεωγραφικά της σύνορα. Ούτε όμως μπορούμε και να ορίσουμε τη γεωγραφική Ευρώπη με ιστορικά σύνορα συγκεκριμένα και αμετάβλητα. Αυτό σημαίνει ότι δεν ορίζεται από τα σύνορά της που είναι συγκεχυμένα και μεταβαλλόμενα αλλά από την πρωτοτυπία της που είναι η έλλειψη ενότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα προβλήματα του γεωγραφικού προσδιορισμού της συναρτώνται κατά περιόδους με τα με το ζήτημα της «ευρωπαϊκότητας» και με τα ιστορικοπολιτικά της επιχειρήματα. Ακόμη και σήμερα προκαλεί έντονες συζητήσεις το θέμα των ιστορικών «συνόρων» της Ευρώπης στη χερσόνησο του Αίμου κατά τη νεότερη και σύγχρονη εποχή. Διαπιστώνουμε ότι τίποτα δεν προόριζε την Ευρώπη να γίνει ιστορική οντότητα. Και όμως έγινε. 2.3 Η Ευρώπη ως ιδέα, περιεχόμενο και ιστορική συνέχεια Η πρώτη με διακριτά χαρακτηριστικά γνωρίσματα «ιδέα της Ευρώπης» με τη δική της ιστορία και έννοια αναδύεται με τη Γαλλική Επανάσταση. Δεν την εντοπίζουμε με σαφήνεια ούτε στις ελληνοκεντρικές απόψεις των αρχαίων Ελλήνων ούτε στους Ελληνιστικούς χρόνους, στην εξάπλωση του χριστιανισμού στον τότε γνωστό κόσμο και στην «οικουμενικότητα» της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η συνείδηση της κοινής χριστιανικής κληρονομιάς και η ρωμαϊκή αυτοκρατορική παράδοση θα αλληλοσυγκρούονται στη διάρκεια του Μεσαίωνα στη συνείδηση των ηγεμόνων και των απλών ανθρώπων, γεγονός που θα οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας «εσωτερικής» ενότητας του χριστιανικού μεσαιωνικού κόσμου (Christiana Communitas, Christiana societas). Σε αντίθεση μάλιστα με τη βυζαντινή Ανατολή όπου η Ορθοδοξία συνέδΕ.Ε. τους πιστούς σε μια παραδοσιακή κοινότητα πίστης, στη Δυτική Ευρώπη η «Christianitas» δεν περιορίστηκε αυστηρά στο 43
θρησκευτικό της περιεχόμενο: Ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα, ιδιαίτερα από την εποχή του De Civitate Dei (412-426) του Αγίου Αυγουστίνου, το «σώμα των χριστιανών» (Corpus Christianorum) είχε αρχίσει να εξελίσσεται σε μια περισσότερο σύνθετη θρησκευτικοπολιτική κοινότητα. Αυτό που ενδυνάμωνε την ιδέα της "Respublica Christiana" ήταν η ανάγκη για συσπείρωση των «πιστών» έναντι των «απίστων». Η ανάγκη εκείνη -που εκφραζόταν με τη διάκριση των Χριστιανών έναντι των βαρβάρων- αναζωπύρωνε διαρκώς το όραμα της θρησκευτικής ενοποίησης του χριστιανικού κόσμου. Αλλά η αντίληψη για τη χριστιανική ενότητα δεν περιοριζόταν μόνο στα στενά πολιτικά και γεωγραφικά πλαίσια. Είχε ένα χαρακτήρα οικουμενικό γι' αυτό και δεν ήταν -και δεν μπορούσε να είναι- «ευρωπαϊκή», αφού δεν συμβιβαζόταν εξ ορισμού με κανενός είδους γεωγραφικούς περιορισμούς και πολιτικές περιχαρακώσεις20. Κατά τη διάρκεια των μεσαιωνικών χρόνων, ολοκληρώνεται ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης. Από τότε η ευρωπαϊκή ταυτότητα παρουσιάζεται μέσα από την χριστιανική ταυτότητα. Αλλά ο Χριστιανισμός δεν γεννήθηκε στην Ευρώπη. Η θρησκεία αυτή προέρχεται από την Ιουδαία, διαδόθηκε πρώτα στη Μικρά Ασία, έπειτα στα παράλια της Μεσογείου και πολύ αργότερα στην Γηραιά Ήπειρο. Οι αραβικές κατακτήσεις είναι εκείνες που εξισλαμίζοντας την Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική εγκλωβίζουν για αιώνες το Χριστιανισμό στην Ευρώπη. Οι πρώτες χρήσεις της "Europa" με σημασίες που εμπεριέχουν πολιτικό περιεχόμενο και όχι γεωγραφικό εντοπίζονται τον 8ο μ.Χ αιώνα στην καρολίδεια αυτοκρατορία. Παλαιότερη πηγή αποτελεί ένα χρονικό του Ισίδωρου του Νεότερου από το Badajoz του 794, όπου γίνεται μνεία σε ένα αξιοσημείωτο γεγονός της ιστορίας της μεσαιωνικής Ευρώπης: τη νίκη του Καρόλου Μαρτέλλου στο Poitiers το 732 εναντίον των Αράβων. Περιγράφοντας ο Ισπανός χρονικογράφος με συντομία τη μάχη, χαρακτηρίζοντας τους άνδρες του Μαρτέλλου, που είχαν στρατολογηθεί από διάφορες χώρες, ως "Europeenses". Τριάντα χρό20
Χασιώτης Ιωάννης Κ., Αποζητώντας την ενότητα στην πολυμορφία: Οι απαρχές της ευρωπαϊκής ενότητας από το τέλος του Μεσαίωνα ως τη Γαλλική Επανάσταση, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 43. 44
νια μετά τη μάχη, ο ίδιος γράφει: «Βγαίνοντας το πρωί από τα σπίτια τους οι Ευρωπαίοι αντικρίζουν τις καλοστημένες σκηνές των Αράβων»21. Η χρήση, λοιπόν, του όρου «Ευρώπη» έγινε συχνότερη στα χρόνια του Καρλομάγνου (768-814 μ.Χ). Η δημιουργία της αυτοκρατορίας του και η προσπάθειά του να καλλιεργήσει την αίσθηση της ενότητας μεταξύ των υπηκόων του ώθησε πολλούς πρώιμους ιστορικούς να θεωρούν τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο ως το «σημείο γέννησης της Ευρώπης». Ο Φράγκος μονάρχης αποκαλείται «ο σεβαστός αρχηγός της Ευρώπης» (Europae veneranda apex) και « βασιλιάς, πατέρας της Ευρώπης» (rex, pater Europae) και η επικράτειά του αντιπροσωπεύει, τον 9ο αιώνα, ολόκληρη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη. Οι χαρακτηρισμοί αυτοί υποδηλώνουν ότι η "Europa" των καρολιδών δεν αντιστοιχούσε πια στα προγενέστερα ευρύτερα ρωμαιο-αυτοκρατορικά σχήματα. Πάντως, η χρήση του "Europa", τόσο στο χρονικό του Ισίδωρου όσο και στους τίτλους του Καρλομάγνου και των διαδόχων του, δεν αποτελεί ένδειξη για τη συνειδητοποίηση κάποιας ιδιαίτερης «ευρωπαϊκής ταυτότητας» αλλά παραμένει ακόμα γεωγραφικός όρος. Η ιδεολογική, λοιπόν, βάση για τη συνένωση ποικίλων λαών που συμπεριλάμβανε η επικράτεια του Καρλομάγνου δεν θα πρέπει να συνδεθεί με την «ευρωπαϊκότητα» αλλά με τη χριστιανική και ρωμαϊκή «οικουμενικότητα». Βέβαια, πολλοί μελετητές υποστηρίζουν ότι το βασίλειο του Καρλομάγνου συνέπιπτε, με απόλυτη σχεδόν ακρίβεια, γεωγραφικά με την «Ευρώπη των έξι»22 που συγκροτήθηκε τη δεκαετία του '50. Παρά το γεγονός ότι η καρολίδεια αυτοκρατορία αναφέρεται ως η «πρώτη ενωμένη Ευρώπη», ενείχε κάποιους περιορισμούς όσον αφορά στην ευρωπαϊκή ενότητα. Καταρχήν, οι Φράγκοι δεν είχαν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρη την Ευρώπη και η αίσθηση της ενότητας που επεδίωκαν να επιβάλλουν -πολλές φορές και με βίαια και βάρβαρα μέσα- δεν ήταν η ευρωπαϊκή ενότητα με το ουσιαστικό νόημα της λέξης. Επίσης, η Ιβηρική 21
22
Μορέν Εντγκάρ, Να σκεφτούμε την Ευρώπη, Εξάντας, Αθήνα 1991, κεφ. 2 «Η Μεσαιωνική Ευρώπη», σ. 52. Reuter, Timothy, "Medieval Ideas of Europe and their modern historians" στο History WorkshopJournal, τευχ. 33, σ.σ. 176-196. 45
Χερσόνησος, η Βρετανία, η Σκανδιναβία, τα ανατολικά τμήματα της κεντρικής Ευρώπης και τα Βαλκάνια παρέμειναν εκτός της φραγκικής επικράτειας.Το πιο καίριο σημείο, όμως, είναι ότι ο Καρλομάγνος κατόρθωσε να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία ενώνοντας διάφορους λαούς αλλά ταυτόχρονα καλλιέργησε μια διχοτόμηση της ευρύτερης Ευρώπης, με αποκορύφωμα το Σχίσμα των δύο Εκκλησιών, Ανατολικής και Δυτικής. Θα ήταν, λοιπόν, υπερβολή να θεωρηθεί το βασίλειο του Καρλομάγνου ως η αφετηρία της ευρωπαϊκής σύγκλισης. Η ιδεολογική βάση για τη συνένωση των ποικίλων λαών που συμπεριλήφθηκαν στην καρολίδεια επικράτεια δεν θα πρέπει να συσχετιστεί με την «ευρωπαϊκότητα» αλλά με τη χριστιανική και ρωμαϊκή «οικουμενικότητα», καθώς ο ίδιος επιχείρησε να τις εξισώσει και να γίνει αυτός που θα συνεχίσει τη δυτική χριστιανο-ρωμαϊκή παράδοση. To συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι η ενότητα και η ιδέα ενός ενοποιημένου κράτους προερχόταν από δύο πηγές στη μεσαιωνική Ευρώπη: από τη μία πλευρά την ιδέα μιας χριστιανικής κοινότητας και από την άλλη πλευρά την κληρονομιά της «οικουμενικότητας» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Για τον λόγο αυτό εν μέρει, η χρήση του όρου «Ευρώπη» έπαιρνε διάφορες μορφές. Αναφερόμενοι στην ενότητα της ηπείρου, ορισμένοι συγγραφείς εννοούσαν την πολιτική ενότητα, άλλοι την πνευματική ενότητα, αυτή των διανοουμένων. Για πολλούς, η Ευρώπη σήμαινε την ενότητα του χριστιανικού κόσμου, ταυτιζόταν με το Χριστιανισμό, ενώ για κάποιους αποτελούσε μια γεωγραφική ολότητα. Παράλληλα, η αίσθηση της ενότητας ήταν λανθάνουσα στη συμπεριφορά και στις πράξεις των Ευρωπαίων απέναντι στον εξωτερικό εχθρό, για παράδειγμα απέναντι στο Ισλάμ, στους Μογγόλους ή τους Τούρκους. Κανένα, δηλαδή, από τα συμφέροντα εντός της επικράτειας της Γηραιάς Ηπείρου δεν συνιστούσε επαρκές κίνητρο που θα ωθούσε προς μία ευρωπαϊκή σύγκλιση. Από τον 12ο μ.Χ αιώνα, ο όρος «Ευρώπη» αποκτά νέες διαστάσεις. Αντί για μια περιορισμένη έννοια, επικράτησε μια ευρύτερη αντίληψη της «χριστιανικής οικουμενικότητας» που ταίριαζε καλύτερα στις ανάγκες της Εκκλησίας. Ετυμολογικά, 46
η «Ευρώπη» δεν περιείχε κάποιο συναισθηματικό βάρος σε αντίθεση με τη Χριστιανοσύνη. Αν κάποιο είδος ενότητας ενυπήρχε στη μεσαιωνική Ευρώπη, αφορούσε περισσότερο το πολιτισμικό παρά το πολιτικό επίπεδο. Κοινοί παρονομαστές ήταν οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα -όπως τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, ο φεουδαλισμός και η κουλτούρα των ιπποτών. Ο μοναχός Bartholomaeus Anglicus έγραφε το 13ο αιώνα ότι όπως τα παλιά χρόνια η πόλη των Αθηνών ήταν η μητέρα των γραμμάτων και των τεχνών, η τροφός των φιλοσόφων και όλων των επιστημών, έτσι ήταν το Παρίσι τότε (το 13ο αι. μ.Χ) όχι μόνο για τη Γαλλία αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή ενότητα που επικρατούσε κατά το Μεσαίωνα προερχόταν κατά κύριο λόγο από την «οικουμενικότητα της Χριστιανοσύνης» παρά από κοινές αποδεκτές πολιτικές απόψεις. Αντιπροσωπευτική είναι η σύνοψη του Bartlett για την «ευρωπαϊκότητα» της Ευρώπης: «Ως το 1300 η Ευρώπη υπήρχε ως μία αναγνωρίσιμη πολιτισμική ολότητα. Αυτό μπορούσε να περιγραφεί με περισσότερους από έναν τρόπους αλλά κάποια κοινά χαρακτηριστικά της πολιτισμικής της όψης ήταν οι άγιοι, τα ονόματα, τα νομίσματα, οι καταστατικοί χάρτες, οι εκπαιδευτικές πρακτικές.. Περί τα τέλη της μεσαιωνικής περιόδου, οι ονομασίες της Ευρώπης και οι κουλτούρες της ήταν περισσότερο ομοιόμορφες από ποτέ. Οι ηγέτες της Ευρώπης κατασκεύασαν νομίσματα και εξαρτιόνταν από την Ανώτατη Δικαστική Αρχή. Οι γραφειοκράτες της Ευρώπης μοιράζονταν την κοινή εμπειρία μιας ανώτερης εκπαίδευσης. Αυτό ήταν ο εξευρωπαϊσμός της Ευρώπης». Μόλις τον 14ο αιώνα η λέξη «Ευρώπη» άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως από έναν μεγάλο αριθμό διανοουμένων και συγγραφέων. Από εδώ και στο εξής η Ευρώπη ταυτίζεται με τη Χριστιανοσύνη -δηλαδή Ευρωπαίοι είναι όσοι ενστερνίζονταν το Χριστιανισμό- ενώ εμφανή πλέον είναι τα φαινόμενα της οικονομικής ύφεσης, της κοινωνικής αναταραχής και γενικότερα της πολιτικής και θρησκευτικής κρίσης που θα κυριαρχούν στο προσκήνιο ως το τέλος του 15ου αιώνα. Έπειτα από το θάνατο του Καρλομάγνου, η ιδέα της Χριστιανοσύνης απορροφά την ιδέα της Ευρώπης και οι διχασμοί της Χριστιανοσύνης τη 47
διαλύουν. Ο Χριστιανισμός θριαμβεύει, εκδιώκοντας τα υπόλοιπα θρησκεύματα και μαζί τους κάθε αμφιβολία και αίρεση εναντίον του. Αξιοσημείωτο γεγονός εκείνης της εποχής αποτελούν οι Σταυροφορίες. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι Σταυροφόροι θεωρούν τον εαυτό τους αλλά και θεωρούνται από τους Βυζαντινούς και τους Μωαμεθανούς όχι ως Ευρωπαίοι αλλά ως Φράγκοι. Πράγματι, δεν είναι η Ευρώπη που επιχειρεί μια πρώτη εξωτερική αποίκιση. Είναι ο Χριστιανισμός που επιδιώκει να επιστρέψει στις ρίζες του. Βέβαια, κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, λαμβάνουν χώρα πολιτιστικές επιδράσεις που κατευθύνονταν από τους εξευγενισμένους Άραβες προς άκαμπτους Φράγκους ιππότες. Ο 15ος αιώνας και οι Νεότεροι Χρόνοι διαχωρίζουν την Ευρώπη από τον Χριστιανισμό. Συγκεκριμένα, διαδίδεται η Χριστιανοσύνη στην Αμερική και η λαϊκή σκέψη στην Ευρώπη. Επομένως, μόνο η μεσαιωνική Ευρώπη μπορεί να ταυτιστεί με το Χριστιανισμό. Εντούτοις, όμως, και αυτή δεν παύει να είναι ετερογενής και διασπασμένη. Η θρησκεία που την ενώνει ταυτόχρονα τη διαιρεί. Ας μην ξεχνάμε ότι τον χωρισμό μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Αυτοκρατορίας ακολουθεί το οριστικό σχίσμα μεταξύ Ορθοδοξίας και Καθολικισμού. Την ίδια εποχή, σημειώνονται ανακατατάξεις που σηματοδοτούν την εμφάνιση της εκρηκτικής Ευρώπης. Είναι για το ξέσπασμα της Μεταρρύθμισης σε συνδυασμό με τη διάδοση των ιδεών, που ευνοείται από την ανακάλυψη της τυπογραφίας. Είναι το ξέσπασμα της Αναγέννησης μεταξύ Πίστης, Θρησκείας και Ανθρωπισμού. Είναι το οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό ξέσπασμα και η δημιουργία των Εθνικών Κρατών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος «Ευρώπη», ο οποίος από το 15ο αιώνα και έπειτα άρχισε να απομακρύνεται από την έννοια της Χριστιανοσύνης, χρησιμοποιήθηκε κατά τους νεότερους χρόνους με βάση τα εξής23: Α. Για να εμφυσήσει στους Ευρωπαίους την αίσθηση ότι συνανήκουν, συμμετέχουν και μοιράζονται έναν κοινό πολιτισμό αλλά ταυτόχρονα και για να θωρακιστούν έναντι έξωθεν απειλών, κυρίως έναντι των Τούρκων. 23
Burke Peter, "Did Europe exist before 1700 ?" στο History of European Ideas, τόμ. 1, 1980, σ.σ. 21-29. 48
Β. Οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες ήταν πεπεισμένοι, έπειτα από τις περιπλανήσεις τους σε όλο τον κόσμο, για την ανωτερότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού συγκρινόμενου με τους πολιτισμούς των άλλων ηπείρων. Γ. Οι διαφωνίες μεταξύ των διαφόρων πολιτικών κομμάτων και φατριών που γεννήθηκαν στην Ευρώπη τόνιζαν την άμεση ανάγκη για ύπαρξη ενότητας και ασφάλειας στη Γηραιά Ήπειρο. Κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, το Εθνικό Κράτος γίνεται απόλυτος άρχων απέναντι σε κάθε αρχή που θα ήθελε να είναι ανώτερη από αυτό. Ο Λόγος του κράτους υπερβαίνει στο εξής την υπερεθνική θρησκεία και το κράτος επιτυγχάνει να θέτει συχνά υπό την εξουσία του μια Εκκλησία, η οποία έχει τη τάση να ταυτίζεται με το έθνος, κυρίως στην Ευρώπη της Μεταρρύθμισης. Χαρακτηριστικό είναι ότι η γενίκευση του όρου Ευρώπη, σε βάρος του όρου Χριστιανοσύνη, αντιστοιχεί ακριβώς στην πλήρη ηγεμονία των Εθνικών Κρατών. Έτσι από τον 16ο μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, τα Εθνικά Κράτη καταλαμβάνουν την ευρωπαϊκή σκηνή, όχι μόνο απομακρύνοντας κάθε ελπίδα μιας αυτοκρατορικής ή θεοκρατικής παλινόρθωσης, μα και κατορθώνοντας να εμποδίσουν κάθε ηγεμονία ενός μόνο κράτους επί της Ευρώπης. Με πολύ εύστοχο τρόπο ο Εντγκάρ Μορέν σημειώνει ότι «η σύγχρονη Ευρώπη διαμορφώνεται χάνοντας τον Αρχαίο Κόσμο (πτώση του Βυζαντίου 1453), ανακαλύπτοντας τον Νέο Κόσμο (1492) και αλλάζοντας τον Κόσμο (Κοπέρνικος 1473-1543). Η σύγχρονη Ευρώπη ξεπηδά από τη μεταμόρφωση κι αρχίζει το πέταγμά της πάνω στον Κόσμο, όπως ένα φτερωτό έντομο που βγαίνει από μια χρυσαλλίδα. Αυτό που κυοφορούσε το τέλος του Μεσαίωνα παίρνει νέα μορφή και νέα δύναμη. Είναι τα μοναρχικά κράτη, ο αστισμός στις πόλεις, ο εμπορικός, χρηματιστικός και ήδη βιομηχανικός καπιταλισμός. Η μεσαιωνική Ευρώπη εμπεριείχε ήδη διασπάσεις και ρήξεις. Η σύγχρονη Ευρώπη ανατινάζει τη Χριστιανοσύνη και διαμορφώνεται μέσα σε αυτό το ξέσπασμα». Πρόκειται για το ξέσπασμα της Μεταρρύθμισης το ξέσπασμα της Αναγέννησης μεταξύ Πίστης και Λόγου, Θρησκείας και Ανθρωπισμού' είναι το οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό 49
ξέσπασμα' είναι το ξέσπασμα της Ευρώπης σε εθνικά κράτη. Η γενίκευση του όρου «Ευρώπη» σε βάρος του όρου «Χριστιανοσύνη»αντιστοιχεί ακριβώς στην πλήρη ηγεμονία των εθνικών κρατών. Παραδόξως, κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, η έννοια «Ευρώπη» ενώνει μια ήπειρο τεμαχισμένη σε κράτη που σχεδόν αδιάλειπτα διεξάγουν πολέμους μεταξύ τους. Αντιστοιχεί, δηλαδή, στην εποχή που συζευγνύει τις εθνικές ηγεμονίες, τους πολέμους, το Δίκαιο των ανθρώπων, την ισορροπία των δυνάμεων. Οι πόλεμοί της εμποδίζουν κάθε ενοποιητική ηγεμονία και συντηρούν τον πολυκεντρισμό. «Όταν, όμως, τα Εθνικά Κράτη μετατραπούν σε Έθνη-Κράτη, όταν οι πόλεμοι γίνουν μαζικοί και ολότελα εθνικοί, όταν οι πρόοδοι στον εξοπλισμό επιτρέψουν τις εκατόμβες σε μεγάλη κλίμακα, τότε λοιπόν η Ευρώπη θα φθάσει στο απόγειό της και θα βυθιστεί στην άβυσσο». Η επαναστατική Γαλλία του 18ου αιώνα είναι το πρώτο ολοκληρωμένο μοντέλο Έθνους-Κράτους. Έκτοτε, το ΈθνοςΚράτος καθίσταται ταυτόχρονα η πηγή, η βάση μιας νέας καθαρά σύγχρονης θρησκείας. Το Έθνος-Κράτος μεταβάλλεται σε μυθική κοινότητα, όπου οι πολίτες γίνονται τα «παιδιά της πατρίδας», αδελφωμένοι και ασπαζόμενοι την ίδια θρησκεία. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι με αφετηρία αυτό το μυθικό, συναισθηματικό και θρησκευτικό σύμπλεγμα αναπτύσσεται το ισχυρότατο συναίσθημα της Πατρίδας- Οίκου και ότι με απαρχή την εθνική αδελφοσύνη μπόρεσε να ξεπηδήσει η ιδέα του «κοινού αίματος». Για το Ναπολέοντα, η ιδανική Ευρώπη είναι η «Γαλλική Ευρώπη». Κατά την άποψή του, η Γαλλία μπορούσε να ηγηθεί των υπολοίπων εθνών-κρατών, γεγονός που θα μετέτρεπε την Ευρώπη σε ομοσπονδιακό κράτος της ή σε τμήμα της ανερχόμενης γαλλικής αυτοκρατορίας. Το Παρίσι θα γινόταν η μητρόπολη της Ευρώπης και η γαλλική η κυρίαρχη εθνικότητα. Η κοσμοπολίτικη Ευρώπη θα ήταν υποταγμένη στον γαλλικό πολιτισμό. Αυτή η εξομοίωση της Γαλλίας με την Ευρώπη θεωρήθηκε από τους διανοούμενους του 18ου αιώνα ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο καθώς η Γαλλία αντιπροσώπευε τον πολιτισμό και το ευρωπαϊκό ιδεώδες par excellence. Στα τέλη του 18ου αιώνα, αυτή η φιλογαλλική ευφορία προκάλεσε γενικευμένη 50
αντίδραση σε ό,τι σχετιζόταν με τη συγκεκριμένη χώρα, κυρίως με τη γλώσσα και τον πολιτισμό, ιδιαίτερα στις Κάτω Χώρες, τη Γερμανία και τη Βρετανία. Το όνειρο του Ναπολέοντα για μια ενωμένη Ευρώπη υπό την ηγεμονία της Γαλλίας δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Εξόριστος στο νησί της Αγίας Ελένης το 1816, παραδέχθηκε με πικρία ότι τα ιδανικά του δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα ευχάριστο όνειρο, μια ουτοπία την εποχή που ο εθνικισμός, οι συντηρητικές αρετές και η αδιαφορία ήταν φαινόμενα διαδεδομένα στην Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή «ισορροπία» του 18ου αιώνα ανατρέπεται κατά τη διάρκεια του 19ου. Τη μοναρχία ελέω Θεού διαδέχονται οι συνταγματικές μοναρχίες και οι δημοκρατίες, ενώ έκδηλος είναι ο πολλαπλασιασμός των ευρωπαϊκών Εθνών-Κρατών και η γενικευμένη αφύπνιση των υπόδουλων εθνοτήτων που αποβλέπουν στη χειραφέτησή τους. Είναι, λοιπόν, φανερό ότι η Ευρώπη του 19ου αιώνα αποτελεί το μεγαλύτερο επιθετικό παράγοντα των Νεότερων Χρόνων. Οι σαρωτικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα σηματοδότησαν τη λήξη μιας περιόδου για την Ευρώπη, όπου η Γηραιά Ήπειρος αντιμετωπιζόταν ως μια πολιτισμική και πολιτική ολότητα με κοινή ιστορική και πνευματική κληρονομιά. Αυτή, όμως, η θεώρηση της Ευρώπης δεν είχε κάποια λογική βάση, γεγονός που έγινε αντιληπτό κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αντιθέτως, άρχισε να επικρατεί μία νέα αντίληψη που δεν είχε τις ρίζες της στο ιστορικό παρελθόν. Κάτω από την επίδραση των δημοκρατικών ιδεωδών που εμφανίστηκαν γύρω στο 1840, επήλθε μια σημαντική αλλαγή στην ιστορική αντίληψη για την ιδέα της Ευρώπης. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η καταγωγή της σύγχρονης Ευρώπης ήταν αναπόφευκτα συνδεδεμένη με την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η επικράτηση του Χριστιανισμού θεωρήθηκε το εναρκτήριο σημείο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Παράλληλα, εμφανίζεται και διαδίδεται ευρέως η έννοια του ευρωπαϊκού πολιτισμού ως ανώτερου σε σχέση με τους πολιτισμούς των άλλων ηπείρων, ενώ το ζήτημα της «ευρωπαϊκότητας» αποτελούσε το αγαπημένο αντικείμενο των διανοούμενων. Η πίεση που ασκούσαν στη Δύση οι οθωμανικές κατακτή51
σεις χρησίμευσαν για την επισήμανση των στοιχείων που πιστοποιούσαν την «ιδιαιτερότητα» των ευρωπαϊκών κοινωνιών έναντι των «Άλλων». Ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση του ιδεολογικού κλίματος στην Ευρώπη από την Αναγέννηση ως τα μέσα τουλάχιστον του 17ου αιώνα έπαιξε η αντιπαράθεση της «οικογένειας» των χριστιανικών λαών με το Ισλάμ, επειδή είχε την αφετηρία της στον Μεσαίωνα, αλλά και επειδή απέκτησε άμεσο και δραματικό χαρακτήρα από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες του 15ου αιώνα. Ο μουσουλμανικός κόσμος, και ιδιαίτερα ο οθωμανικός, αποτέλεσαν ουσιώδη παράγοντα που καλλιέργησε αρνητικά την πεποίθηση περί θρησκευτικής και πολιτιστικής ιδιαιτερότητας των ευρωπαϊκών λαών και στη συνέχεια στην ενίσχυση ενός πνεύματος συναντίληψης μεταξύ τους. Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας που ενδυνάμωσε την αντίληψη περί ευρωπαϊκής «διαφοράς» ήταν οι νέοι κόσμοι που ανακαλύπτονταν με την αποικιοκρατία αλλά και οι «παλιές» εξωευρωπαϊκές κοινωνίες που, άρχισαν να κερδίζουν την εκτίμηση της ευρωπαϊκής διανόησης. Η εκτίμηση για τις εξωτικές κοινωνίες των υπερπόντιων χωρών άρχισε να εμφανίζεται από την πρώτη κιόλας φάση των ισπανικών εξερευνήσεων με το Χριστόφορο Κολόμβο. Το γεγονός ότι η Ευρώπη ή η Δύση κυριολεκτικά κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της γήινης σφαίρας ενίσχυσε και ενισχύθηκε από αυτό που ο Edward W. Said ονόμασε «Οριενταλισμό», «τον τρόπο δηλαδή που αντιλαμβάνονται οι Ευρωπαίοι την ιδιαίτερη θέση που κατέχει η Ανατολή μέσα στη δυτικοευρωπαϊκή εμπειρία.». Ο Οριενταλισμός δεν μακριά από αυτό που ο Denis Hey έχει αποκαλέσει «ιδέα της Ευρώπης», μια συλλογική έννοια που ορίζει «εμάς» του Ευρωπαίους σε αντίθεση προς όλους «εκείνους» τους μη Ευρωπαίους, και στην πραγματικότητα, ο Said υποστηρίζει, ότι το κυρίαρχο συστατικό της ευρωπαϊκής κουλτούρας είναι αυτό ακριβώς που την έκανε ηγεμονική τόσο εντός όσο και εκτός Ευρώπης: «η ιδέα της ευρωπαϊκής ταυτότητας ως ανώτερης σε σύγκριση με όλους τους μη ευρωπαϊκούς λαούς και κουλτούρες»24. 24
Βλ. Χασιώτης Ιωάννης Κ., Αποζητώντας την ενότητα στην πολυμορφί52
Έτσι, η περίοδος της ανάπτυξης των θεσμών και του περιεχομένου του Οριενταλισμού συμπίπτει ακριβώς με την περίοδο της ραγδαίας ευρωπαϊκής επέκτασης. Από το 1815 ως το 1914, η άμεση ευρωπαϊκή αποικιακή κυριαρχία επεκτάθηκε από το 35% της επιφάνειας της γης στο περίπου 85%. Οι επιπτώσεις ήταν εμφανείς σε όλες τις ηπείρους, αλλά ιδιαίτερα στην Ασία και την Αφρική. Οι δύο μεγαλύτερες αυτοκρατορίες, η βρετανική και η γαλλική, όσο σύμμαχοι και εταίροι ήταν, άλλο τόσο υπήρξαν θανάσιμοι ανταγωνιστές. Αιτία ήταν οι αποικίες στην Ανατολή που συχνά αποτελούσαν αντικείμενο διαμάχης λόγω της γειτνίασης και της αλληλεπίδρασής τους. Αλλά ήταν στην Εγγύς Ανατολή, στις αραβικές χώρες, όπου το Ισλάμ υποτίθεται ότι καθόριζε τα πολιτισμικά και φυλετικά χαρακτηριστικά, εκεί που οι Βρετανοί και οι Γάλλοι συναντήθηκαν μεταξύ τους αλλά και με την Ανατολή με τους πιο έντονους, πιο περίπλοκους και οικείους δεσμούς. Αν εξαιρέσουμε το Ισλάμ, η Ανατολή ήταν για την Ευρώπη μέχρι το 19ο αιώνα μια περιοχή με συνεχή ιστορία αδιαμφισβήτητης δυτικής κυριαρχίας. Αυτό ισχύει καταφανώς για τη βρετανική παρουσία στην Ινδία, για την πορτογαλική στις Ανατολικές Ινδίες, στην Κίνα και την Ιαπωνία, για τις γαλλικές και τις ιταλικές εμπειρίες σε διάφορα τμήματα της Ανατολής. Μόνο η αραβική και η ισλαμική Ανατολή εκπροσώπησε έναντι της Ευρώπης μια ανεπίλυτη πρόκληση σε πολιτικό, πνευματικό και, κάποια στιγμή τουλάχιστον, οικονομικό επίπεδο. Παράλληλα, η γένεση των εθνών-κρατών, που δρούσαν ως ανεξάρτητες πολιτικές οντότητες, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για τη διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πορείας. Η ιδέα της οικονομικής σύγκλισης, της δημιουργίας μιας κοινότητας εθνών, περιφερειών και ανθρώπων, άρχιζε πια να κερδίζει έδαφος καθώς το ενδεχόμενο μιας οικονομικής συμμαχίας ήταν για τους ηγέτες ελκυστικό. Παρ' όλα αυτά, η ιδέα αυτή παρέμεινε λανθάνουσα κατά το 19ο και στις αρχές του 20ου αιώνα αλλά αναζωπυρώθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, χαράζοντας τον δρόμο για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η ευρωπαϊκή «ισορροπία» α: Οι απαρχές της ευρωπαϊκής ενότητας από το τέλος του Μεσαίωνα ως τη Γαλλική Επανάσταση, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1999, κεφ. Γ. 53
του 18ου αιώνα διαταράσσεται κατά τη διάρκεια του 19ου. Την μοναρχία της Θείας δικαιοσύνης διαδέχονται οι συνταγματικές μοναρχίες και οι δημοκρατίες, ενώ έκδηλος είναι ο πολλαπλασιασμός των ευρωπαϊκών Εθνών-Κρατών και η γενικευμένη αφύπνιση των υπόδουλων εθνοτήτων αποβλέπουν στη χειραφέτησή τους. Ο εκβιομηχανισμός της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα επέφερε ριζικές αλλαγές και συνέβαλε στη δημιουργία και την καταστροφή ενός αισθήματος «ευρωπαϊκότητας». Από τη μια πλευρά, η ανάπτυξη των μέσων επικοινωνίας καθώς και η καθιέρωση ενός πληρέστερου εκπαιδευτικού συστήματος που οδήγησε ένα μεγάλο αριθμό ατόμων σε μια αρτιότερη γνώση της γεωγραφίας και της πολιτικής της Ευρώπης. Από την άλλη πλευρά, το περιεχόμενο της «ευρωπαϊκότητας» υποτιμήθηκε καθώς ο εκβιομηχανισμός συνδέθηκε άμεσα με τη διαδικασία οικοδόμησης των εθνών, γεγονός που δεν οδήγησε σε μια σταθερότητα στην Ευρώπη αλλά αντιθέτως συνετέλεσε στη γέννηση του εθνικισμού και των επιπτώσεων που τον ακολούθησαν. Ο 20ος αιώνας σηματοδοτείται από ολέθριες πολεμικές συγκρούσεις και ανακατατάξεις, οι οποίες διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας νέας ευρωπαϊκής συνείδησης και ταυτότητας καθώς και στη συγκρότηση της ενιαίας Ευρώπης. Τα Έθνη-Κράτη μπορεί, τώρα πια, να διαθέτουν μια ενότητα, εντούτοις χαρακτηρίζονται από εθνική, οικονομική και πολιτιστική ετερογένεια. Στο πολιτικό επίπεδο, οι τάσεις αυτές εκφράστηκαν στο εσωτερικό της Ευρώπης με τη μορφή ενός κραυγαλέου εθνικιστικού σωβινισμού και με τη μορφή του ιμπεριαλισμού. Ο νέος ευρωπαϊκός διεθνισμός των διανοουμένων και των σοσιαλιστών αποτελούσε στην ουσία προνόμιο μιας μικρής μειοψηφίας. Με άλλα λόγια, από το 1914 ως το 1945, η έννοια της Ευρώπης ως ολότητα, με κύριο χαρακτηριστικό την ενότητα, διαβρώνεται, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα των δύο παγκοσμίων πολέμων και τις καταστροφικές τους συνέπειες. Πριν, λοιπόν, από τη Γαλλική Επανάσταση, ο όρος Ευρώπη χρησιμοποιόταν αποκλειστικά για να προσδιορίσει γεωγραφικά την ήπειρο. Κατά τους αρχαιοελληνικούς χρόνους, είχε συσχετιστεί με την έννοια της ελευθερίας, τον 15ο αιώνα με τη 54
Χριστιανοσύνη, τον 16ο αιώνα με την «πολιτική της ισορροπίας των δυνάμεων» και τον 18ο αιώνα με τον πολιτισμό. Αυτοί, όμως, οι συσχετισμοί δεν μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί και χρονικά αμετάβλητοι. Μάλλον πρόκειται για χρονικούς και εννοιολογικούς προσδιορισμούς που εισάγονται κατά καιρούς στο δημόσιο διάλογο σχετικά με την Ευρώπη σε διάφορα ιστορικά επίπεδα. Έπειτα από τη Γαλλική Επανάσταση και τις τεράστιες αλλαγές που επέφερε στο πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο, εκ των πραγμάτων επικράτησε η άποψη να αντιμετωπίζονται τα φαινόμενα και οι αντιλήψεις ως προϊόντα της ιστορικής εξέλιξης. Η ιστορική αυτή θεώρηση χρησιμοποιήθηκε τόσο για να υπερασπιστεί παραδοσιακές ευρωπαϊκές αξίες και το status quo όσο και για να ενθαρρύνει το μέλλον και τις νέες προοπτικές που διανοίγονταν για τη Γηραιά Ήπειρο. Άμεσο επακόλουθο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της Ρωσικής Επανάστασης ήταν να εμφανίζεται η Ευρώπη ως ένας πολιτισμός που διέρχεται κρίση: οι παλιές αξίες θρυμματίστηκαν, ενώ η πολιτική και η κοινωνία έμοιαζαν να ακουμπούν σε σαθρά θεμέλια. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι διανοούμενοι προέβαλαν διαφορετικά οράματα για μία «νέα Ευρώπη», παρόλο που ο εθνικισμός της παλαιάς Ευρώπης εξακολουθούσε να κυριαρχεί στην πολιτική σκέψη. Στα χρόνια που ακολούθησαν αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με τον εθνικισμό να υπόκειται σε διαρκή αμφισβήτηση και με τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση να κυριαρχούν στην πολιτική και ιδεολογική σκηνή, παρατηρούνται κινήσεις προς την κατεύθυνση της οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας στη Δυτική Ευρώπη. Πρόκειται για τις πρώτες προσπάθειες προς την ευρωπαϊκή σύγκλιση, με την έννοια της ουσιαστικής συμμετοχής των κρατών και όχι απλώς με τη διακήρυξη ιδεαλιστικών σχεδίων για την Ευρώπη. Για πρώτη φορά τίθενται επί τάπητος ζητήματα όπως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ο ρόλος των εθνικών κρατών στη σύγχρονη Ευρώπη, η ευρωπαϊκή ταυτότητα, η κοινή συνείδηση και η σύγχρονη ερμηνεία της «ιδέας της Ευρώπης». Από τους αρχαιοελληνικούς χρόνους μέχρι σήμερα, η ιδέα της Ευρώπης εκτείνεται σε δύο επίπεδα και περιστρέφεται γύ55
ρω από δύο ευρεία θέματα: από τη μία πλευρά «η Ευρώπη και οι άλλοι» -όπου ο όρος «άλλοι» αναφέρεται στους Ασιάτες, τους Τούρκους, τους Ρώσους και τους Αμερικανούς, λειτουργώντας σε αντιπαράθεση- και από την άλλη, η Ευρώπη αντιμετωπίζεται ως μία «κοινοπολιτεία εθνών», ως μία Ευρώπη που μοιράζεται κοινές πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αξίες, ως μία Ευρώπη που χαρακτηρίζεται από μία ομοιογένεια μέσα στην ποικιλομορφία της. Καθώς προχωρούμε στον 21ο αιώνα, όλες οι παλιές ταυτίσεις της Ευρώπης, όπως ο γεωγραφικός προσδιορισμός, η εξίσωση με την πολιτική ελευθερία, ο συσχετισμός με τη Χριστιανοσύνη, η σύνδεση με την κουλτούρα και τον πολιτισμό, όλες ενώνονται με μία σύγχρονη σχέση. Ο ορισμός της Ευρώπης που επικρατεί στις μέρες μας είναι «ενότητα μέσα στην πολυμορφία». Η Ευρώπη παρουσιάζεται ως η ήπειρος που δεν υπέκυψε ποτέ σε ένα και μόνο ηγέτη, που δεν ενδύθηκε έναν και μοναδικό πολιτισμό αλλά που βρίσκεται σε μία διαρκή συζήτηση σχετικά με τις ρίζες της, τις αξίες της και τον πολιτισμό της. Με άλλα λόγια, είναι ένας ζωντανός οργανισμό σε συνεχή μεταβολή και εγρήγορση. Για το λόγο αυτό, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι διαθέτει ένα σταθερό πυρήνα, μια συγκροτημένη, διαμορφωμένη και αμετάβλητη πολιτιστική ταυτότητα. Πολύ εύστοχα ο Μορέν ορίζει τη σύγχρονη Ευρώπη ως τον καρπό μιας μεταμόρφωσης και δεν έχει παύσει να ζει διαρκώς η ίδια μεταμορφώσεις: «από την Ευρώπη των Κρατών στην Ευρώπη των Εθνών-Κρατών, από την Ευρώπη της «ισορροπίας ισχύος» στην Ευρώπη της παρεκτροπής, από την εμπορική Ευρώπη στη βιομηχανική Ευρώπη, από την Ευρώπη του απογείου στην Ευρώπη της αβύσσου, από την Ευρώπη κυρίαρχο του κόσμου στην υπό κηδεμονία επαρχία Ευρώπη. Η ταυτότητά της, κατ' αυτόν τον τρόπο, δεν ορίζεται ενάντια στις μεταμορφώσεις, αλλά μέσα στις μεταμορφώσεις».Και είναι οι μεταμορφώσεις αυτές μέσα από τις οποίες πέρασε και περνά η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Μια διαδικασία που κυοφορήθηκε μέσα από ένα πλήθος ιδεών και αντιλήψεων σχετικά με αυτό που σήμερα ονομάζεται «Ευρωπαϊκή Ένωση»25. 25
Μορέν Εντγκάρ, Να σκεφτούμε την Ευρώπη, Εξάντας, Αθήνα 1991, κεφ. 4 «Μια αβάσιμη βάση», σ.σ. 78-79. 56
57
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ευρωπαϊκή Ενοποίηση 3.1 Η μακρόχρονη πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση Η σύγχρονη Ευρώπη συγκροτήθηκε μέσα από πολέμους, συγκρούσεις και ανακατατάξεις. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η Ευρώπη δεν έχει ύπαρξη παρά μόνο μέσα από τις διαιρέσεις και τους ανταγωνισμούς, οι οποίες, κατά κάποιο τρόπο, την παρήγαγαν και τη διαφύλαξαν. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη είναι ένα σύμπλεγμα (complexus) του οποίου το χαρακτηριστικό είναι να συγκεντρώνει δίχως να συγχέει τις μεγαλύτερες ποικιλομορφίες και να συνδέει αδιάρρηκτα τις αντιθέσεις. Η πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ενοποίηση είναι το αποτέλεσμα πολιτικών, ιστορικών και ιδεολογικών ζυμώσεων που έγιναν ιδιαίτερα έντονες από τις αρχές του 20ου αιώνα. Μολονότι η Ευρώπη είναι μια ήπειρος με πολλούς και διαφορετικούς λαούς και γλώσσες, το σχέδιο της ενοποίησης είναι διαρκές και πολύ παλιό. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα και μέχρι τον 17ο αιώνα, λόγω της αντίθεσης προς τον μουσουλμανικό κόσμο, και κυρίως προς τους Τούρκους μιλούσαν μόνο για ένωση της Χριστιανοσύνης. Αυτήν ονειρευόταν ο Καρλομάγνος και ο Κάρολος ο Ε' της Γερμανίας (1519-1555), και συζητούσαν γι' αυτό, παρ' όλο που η Χριστιανοσύνη ήταν διαιρεμένη σε Ορθόδοξους, Καθολικούς και Διαμαρτυρόμενους που έτρεφαν μίσος οι μεν για τους δε και, πολλές φορές, έρχονταν σε ρήξεις και αιματηρές διαμάχες. Είναι στη διάρκεια του 18ου αιώνα που εξαπλώνεται ο όρος «Ευρώπη». Τότε εμφανίζεται ο όρος «εξευρωπαϊσμός» που δηλώνει την προτίμηση για κάτι που είναι καθαρά ευρωπαϊκό. Αργότερα, το ρήμα «εξευρωπαΐζω» μαρτυρεί τη συνείδηση ότι η Ευρώπη παρέχει στον κόσμο καλύτερο πολιτισμό. Και ενώ τα μεγάλα κράτη επιβεβαιώνουν την παρουσία τους, ενισχύονται και συγκρούονται, μερικοί ουτοπιστές αρχίζουν να ονειρεύονται τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης». Έπειτα από τη Γαλλική Επανάσταση, τους ναπολεόντειους πολέμους και το ξύπνημα των εθνικισμών, η ευρωπαϊκή ιδέα χλωμιάζει, όσο κι 58
αν την υπερασπίζεται φλογερά ο Βίκτωρ Ουγκώ. Δεν θα αναβιώσει παρά μόνο μέσα από τις εκατόμβες του Α' Παγκόσμιου Πολέμου (1914-1918). Ο παραλογισμός αυτής της σύγκρουσης, το τεράστιο μέγεθος των καταστροφών και των βιαιοτήτων αναζωπυρώνουν τη γεωπολιτική συζήτηση πάνω στην ανάγκη μιας ευρωπαϊκής ένωσης. Η συζήτηση αυτή ξεκινά από τη συνειδητοποίηση της παρακμής της Ευρώπης, αλλά και τη δυναμική εμφάνιση στο προσκήνιο των Ηνωμένων Πολιτειών, που αναδεικνύονται σε μεγάλη δύναμη, σε βάρος των ευρωπαϊκών κρατών, στα οποία άλλωστε ξεκίνησε η βιομηχανική επανάσταση και τα οποία ηγεμόνευαν σε πραγματικές αποικιακές αυτοκρατορίες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, και, σε μικρότερο βαθμό, η Ιταλία. Στα 1917, ο Βρετανός R.W Seton - Watson ίδρυσε το περιοδικό "New Europe", στο οποίο διατυπώνονταν απόψεις που συνέπιπταν με τις θέσεις του αμερικανού προέδρου Woodrow Wilson. H «Νέα Ευρώπη» αντιμετώπισε θετικά τις επιδιώξεις της Ελλάδας για την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας και ανέπτυξε πολύ στενή σχέση με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύνδεσμοι μεταξύ του Βενιζέλου και του αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών ήταν στελέχη της «Νέας Ευρώπης». Στρατηγικός στόχος ήταν η ευαισθητοποίηση της βρετανικής κυβέρνησης αλλά και γενικότερα της κοινής γνώμης για τον καταλυτικό ρόλο των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης προς όφελος των βρετανικών συμφερόντων. Ήδη από το 1915, η επιτυχία στη Γερμανία και την Αυστρία του βιβλίου του Friedrich Naumann «Mitteleuropa» που μεταφράστηκε ως Κεντρική Ευρώπη, απέδειξε το πόσο οι άνθρωποι έψαχναν να βρουν κάποιο ανώτερο νόημα στον πόλεμο που συνεχιζόταν. Ο Naumann, με πολύ πειστικό τρόπο, κατάφερε να δει κάτι το θετικό στις στερήσεις και να παρουσιάσει το όραμα ενός πιο ευτυχισμένου αύριο. Τα τελευταία λόγια του βιβλίου του Naumann περιγράφουν γλαφυρότατα τις εμπειρίες που οδήγησαν στη γέννηση του οράματός του: «Η 'Mitteleuropa' είναι ο καρπός του πολέμου. Καθίσαμε μαζί στην οικονομική φυλακή του πολέμου, πολεμήσαμε μαζί, είμαστε 59
αποφασισμένοι να ζήσουμε μαζί!»26. Ο Naumann ισχυρίστηκε ότι η δημιουργία της Mitteleuropa θα καθίστατο πολιτική ανάγκη. Τα χαρακώματα θα παρέμεναν η δεσπόζουσα μορφή άμυνας στο μέλλον και τέτοιες αμυντικές δομές θα αντικαθρεφτίζονταν στα πρότυπα της οικονομικής συνεργασίας. Ο ίδιος δεν περίμενε ότι ο πόλεμος θα οδηγούσε σε ειρήνη ή αρμονία που θα διαρκούσε στην Ευρώπη και παρόλο που δεν θα απέκλειε μια συμφιλίωση με τη Γαλλία κάποια στιγμή στο απόμακρο μέλλον, η Γαλλία φαινόταν προς το παρόν να σχετίζεται πολύ στενά με την Βρετανία. Έτσι, οραματίστηκε μια μεταπολεμική Ευρώπη με δύο «Σινικά τείχη» οικονομικού και στρατιωτικού χαρακτήρα που διέτρεχαν την ήπειρο από βορρά προς νότο, ένα μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, το άλλο κάπου μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας. Το κύριο μέλημά του η αποφυγή ενός τρίτου τείχους μεταξύ Γερμανίας και Αυστρο-Ουγγαρίας, πράγμα που θα εξασθένιζε και τις δύο δυνάμεις. Για τα μικρότερα δε έθνη της Ευρώπης, ο Naumann περίμενε οι αμυντικές δαπάνες και ο οικονομικός συγκεντρωτισμός να καταστήσουν την επιβίωσή τους αδύνατη χωρίς συμμαχίες με τις μεγάλες δυνάμεις, κι έτσι δέχτηκε τα Βαλκανικά κράτη και, ενδεχομένως αργότερα, και την Ιταλία στην Κεντρική του Ευρώπη. To υπερκράτος που οραματίστηκε ήταν μια σχετικά χαλαρή συνομοσπονδία ασχολούμενη πρωταρχικά με οικονομικά θέματα - δημιουργώντας μια τεράστια Κεντρο-Ευρωπαϊκή κοινή αγορά - και άμυνα. Ο Naumann περίμενε ο στρατιωτικός ιμπεριαλισμός να οδηγήσει σε μια κατά πολύ ελεγχόμενη και ενοποιημένη οικονομία τόσο σε περιόδους ειρήνης όσο και πολέμου. Η Mitteleuropa αποτελούσε ακριβώς το μέσο που δικαιολογούσε τους οικονομικούς αυτούς σκοπούς. Μάλιστα, για το σχέδιό του αυτό αναζήτησε και εντόπισε ιστορικές ρίζες στη μεσαιωνική Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και στο Γερμανικό Έθνος. Οραματιζόταν μια κεντροευρωπαϊκή πολιτιστική και πολιτική κοινότητα, που παίρνει μια σύγχρονη, φιλελεύθερη δημοκρατική δομή στο πλαίσιο 26
H 'Mitteleuropa' ήταν μια από τις πολλές εναλλακτικές θέσεις της Γερμανίας για τη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής κατά το διάστημα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. 60
πάντοτε της γερμανικής υπεροχής. Παραδεχόταν ότι το σταθερό αυτό καθεστώς θα φαινόταν σε πολλούς ως απώλεια της ατομικής ελευθερίας και ότι θα συνέτεινε σε αισθήματα γερμανικής αντιδημοτικότητας και σε άλλες χώρες. Θεωρούσε ότι η τάση προς ένα κράτος αποτελούσε μια ιστορική αναγκαιότητα όπως ήταν και ο συγκεντρωτισμός της ανθρωπότητας σε μεγάλα ανταγωνιστικά σύνολα μέχρι την εμφάνιση (σε ένα ακαθόριστο μέλλον) κάποιων «Ηνωμένων Πολιτειών του πλανήτη». Ο Naumann νουθετούσε ανοχή προς τα μικρότερα έθνη της Mitteleuropa. Εύρισκε τα αιτήματα για την αναγκαστική 'Γερμανοποίηση' των εθνών αυτών επιζήμια και περιττά, σε βαθμό δε που επαίνεσε ακόμη και τους Εβραίους που ήταν καλοί μεσολαβητές και δάσκαλοι μιας σωστής προσέγγισης όσον αφορά κάποια συνεργασία στην εργασία και τις επιχειρήσεις. Οι Εβραίοι, και όλα τα μικρά έθνη, παρατήρησε, αγωνίστηκαν πιστά στον πόλεμο και συνεπώς θα έπρεπε να τύχουν πλήρους κατανοήσεως. Κάποια υπερεθνική Κεντροευρωπαϊκή ταυτότητα θα έπρεπε να δημιουργηθεί, ισχυριζόμενος ότι οι άνθρωποι της κεντρικής Ευρώπης - σε αντίθεση με τους Γάλλους και τους Βρετανούς - ήταν ακόμα νέοι και συνεπώς εύπλαστοι. Οι 'Κέντρο-ευρωπαίοι' (Mitteleuropeans) επρόκειτο να είναι πιστοί τόσο προς το έθνος τους όσο και προς την ευρύτερη γη των πατεράδων τους -μοντέλο που έβλεπε, εν μέρει, να λαμβάνει σάρκα και οστά στην Αυστροουγγαρία. Ο Naumann δέχτηκε σκληρή κριτική και δριμεία επίθεση για τις θέσεις που διατύπωνε στο έργο του. Οι Γερμανοί εθνικιστές του καταλόγισαν ότι εγκατέλειπε τα 'φυσιολογικά' ιμπεριαλιστικά αιτήματα των Γερμανών ενώ, αντίθετα, οι Σοσιαλδημοκράτες βρήκαν το πρόγραμμά του ιμπεριαλιστικό, καίτοι οι ίδιοι ήταν γενικά μετριοπαθείς στις επικρίσεις τους. Άλλοι πάλι τον επέκριναν ότι κοπίαζε σκληρά για μια κέντρο-ευρωπαϊκή αυτάρκεια που θα είχε σαν αποτέλεσμα την απομόνωση της περιοχής από το ελεύθερο διεθνές εμπόριο. Οι απόψεις του Naumann βρήκαν υποστηρικτές στους μικρούς, μη προνομιούχους πληθυσμούς της Αυστρο-Ουγγαρίας, που απαιτούσαν την πλήρη ανεξαρτησία τους από την αυτοκρατορική επιρροή. Μία από τις ηγετικές φυσιογνωμίες που 61
πρωταγωνίστησε στον αγώνα αυτό ήταν και Τσέχος φιλόσοφος T.G. Masaryk (1850-1937), o οποίος πίστευε ότι η ανεξαρτησία της Τσεχοσλοβακίας δεν θα ήταν εφικτή παρά μόνο αν αποτελούσε παράμετρο ενός ευρύτερου σχεδίου για την ανατολικοκεντρική Ευρώπη. Η κατάρρευση το τσαρικού καθεστώτος και η εμφάνιση του Γούντροου Ουίλσον στην παγκόσμια σκηνή έδωσε στον Masaryk την ευκαιρία να παρουσιάσει τόσο μια εξήγηση του πολέμου όσο κι ένα μεταπολεμικό πρόγραμμα για την Ευρώπη, πράγμα που το έκανε σε βιβλίο, το οποίο ονόμασε και πάλι «Η Νέα Ευρώπη»27, και το οποίο εκδόθηκε το 1918. Ο Masaryk περιέγραψε μια Ευρώπη που βρισκόταν στα μέσα ενός τεράστιου πολιτιστικού και πολιτικού μετασχηματισμού από τις μεσαιωνικές και αυταρχικές μορφές εξουσίας (τις οποίες απεκάλεσε 'θεοκρατία') έως τις σύγχρονες δημοκρατίες. Στη σύγχρονη δημοκρατία, είπε, η ελευθερία εκφράζεται τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και συλλογικά, ως δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κάθε έθνους. Έτσι, ο Masaryk μπορούσε να ερμηνεύσει τον πόλεμο ως τίποτε λιγότερο από το λογικό αποκορύφωμα της σύγκρουσης μεταξύ 'θεοκρατίας' και δημοκρατίας. Mε το σκεπτικό αυτό η Ρωσική επανάσταση τον Μάρτη του 1917 έγινε ιδιαίτερα αποδεκτή από τον Masaryk. Αυτό που πρότεινε τελικά ήταν μια 'νέα Ευρώπη' αποτελούμενη από μια επιμήκη ζώνη μικρών κρατών-εθνών, εκτεινόμενη από τη Γερμανία ως τη Ρωσία. Την παρουσίασε ως εκπλήρωση των εθνικών ιδανικών που ενυπάρχουν στη σύγχρονη δημοκρατία, χωρίς να παραβλέπει τις επεκτατικές πολιτικές και διαθέσεις της Ρωσίας και της Γερμανίας. Ο Masaryk εξακολουθούσε να εμμένει πως η νέα Ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων θα έπρεπε να είναι δημοκρατική όσον αφορά στη συνεργασία, ανοιχτή διπλωματία και τους αφοπλισμούς, κατά τη σημασία που προσδίδει στους όρους αυτούς ο Ουίλσον. Οραματιζόταν όμως και μια μελλοντική τάση προς κάποια περιφερειακή και αργότερα παν-Ευρωπαϊκή συνεργασία. Ισχυριζόταν ότι μόνο ελεύθερα και ανεξάρτητα έθνη θα μπορούσαν να ενταχθούν 27
Το πρόγραμμα του Masaryk για μια 'νέα Ευρώπη' ήταν ένα περίεργο κράμα δημοκρατικού ιδεαλισμού και πολιτικής σκοπιμότητας ,βλ. Kevin Wilson & Jan van der Dussen, The history of the idea of Europe, Routledge, London 1996. 62
σε τέτοιες υπερεθνικές δομές ως ίσοι εταίροι και επέμενε ότι δεν θα υπήρχε καμιά σύγκρουση ανάμεσα στη συλλογική και ατομική δημοκρατία. Γνώριζε, ασφαλώς, ότι θα ήταν αδύνατο να δημιουργηθούν εθνολογικά καθαρές χώρες-έθνη και για να καταστήσει το σχέδιό του αποδεκτό, εισήγαγε τη διάκριση ανάμεσα σε έθνη και εθνικότητες ή εθνικές μειονότητες και πρότεινε ότι η πλήρης προστασία των δικαιωμάτων αυτών των μειονοτήτων ήταν απαραίτητη για την αποφυγή συγκρούσεων. Τον Οκτώβρη του 1918, δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ μια Κεντρο-Ευρωπαϊκή Δημοκρατική Ένωση με αντιπροσώπους από δώδεκα Ευρωπαϊκά έθνη και τον Masaryk ως προεδρεύοντά της. Η ένωση, η οποία διαλύθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα, ήταν κυρίως ένα εργαλείο προπαγάνδας και καθότι η οργάνωση δεν είχε καμιά σαφή εντολή από την Ευρώπη περιορίστηκε σε καλέσματα για οικονομική συνεργασία ως βασική προϋπόθεση για την ομοσπονδιοποίηση. Ο Masaryk έδωσε μεγάλη έμφαση στον πολιτικό ρόλο της Αμερικής και στον κοινό ευρω-αμερικανικό πολιτισμό. Από την άποψη αυτή, οι απόψεις του είναι περισσότερο «Δυτικές» παρά παραδοσιακά «Ευρωπαϊκές». Οι ορίζοντές του ποτέ δεν ξεπέρασαν τις κουλτούρες που βασίζονται στο Χριστιανισμό και τις Ευρωπαϊκές παραδόσεις. Καταδίκασε την Τουρκία ως ξένη προς τον πολιτισμό και βάρβαρη και δεν ανάφερε τίποτε για το αποικιακό σύστημα ή για διεύρυνση της αρχής της εθνικής αυτοδιάθεσης και στις μη Ευρωπαϊκές κουλτούρες. Τόσο στο πρόγραμμα του Naumann όσο και του Masaryk, τα στοιχεία της σκοπιμότητας και των εθνικιστικών συμφερόντων είναι ιδιαίτερα φανερά. Ωστόσο, και οι δύο άνδρες προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν προβλήματα-κλειδιά που εμφανίζονται στην Ευρώπη. Για τον Naumann, ο εκσυγχρονισμός υπήρξε ο κινητήρας της ιστορίας και περίμενε από αυτόν να απαιτεί συγκεντρωτισμό και μεγάλης κλίμακας οικονομική και στρατιωτική συνεργασία. Το πρόγραμμά του «Κεντρική Ευρώπη» αποπειράθηκε να δημιουργήσει τις πρόσφορες πολιτικές δομές που ήταν κατάλληλες, εν πρώτοις, για τους Γερμανούς. Υποτίμησε σαφώς τη δύναμη του Εθνικισμού, τόσο μεταξύ των Γερμανών και Γερμανο-Αυστριακών συμπολιτών του, οι οποίοι δείχθηκαν πολύ διστακτικοί να μοιραστούν οποιαδήποτε εξου63
σία με τους «κατώτερους» λαούς της Ανατολής, όσο και μεταξύ εκείνων των μικρών εθνών που προτιμούσαν την ανεξαρτησία από έναν συνεταιρισμό. Ο Masaryk, επίσης, εστίασε την προσοχή του και στον εκσυγχρονισμό. 3.2 Από το τέλος του A' Παγκοσμίου Πολέμου ως τη Συνθήκη του Άμστερνταμ Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου και στον απόηχο των καταστροφικών συνεπειών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο κόμης Richard Coudenhove- Kalergi επικρίνοντας τη «μη οργανική και μηχανιστική δομή» της Κοινωνίας των Εθνών, επεσήμανε ότι η Κοινωνία των Εθνών δεν είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει την ειρήνη στην Ευρώπη, εξαιτίας της προσήλωσης των κρατώνμελών στην αρχή του εθνικού συμφέροντος αλλά και της αναπαραγωγής σχέσεων εξουσίας και εξάρτησης στους ίδιους τους κόλπους της. Θεωρούσε ότι μόνο η προσαρμογή της Κοινωνίας των Εθνών στο ομοσπονδιακό σύστημα των ΗΠΑ θα είχε τη δυνατότητα να σώσει την Ευρώπη από την προϊούσα οικονομική και γεωπολιτική παρακμή της και να προασπίσει τα συμφέροντά της έναντι της ιμπεριαλιστικής Αγγλίας, των Η.Π. Α και της Σοβιετικής Ένωσης.28 Κατά τη γνώμη του Coudenhove- Kalergi, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ομοσπονδιοποίησης έπρεπε να κλιμακωθεί σε τρία διαδοχικά επίπεδα: Το πρώτο επίπεδο αφορούσε στην ίδρυση ενός «Πανευρωπαϊκού Γραφείου» με αρμοδιότητα τη σύγκλιση των τακτικών συνελεύσεων των συμβαλλομένων κρατών. Το δεύτερο επίπεδο προέβλεπε τη σύνδεση των συμβαλλόμενων κρατών με ένα σύμφωνο υποχρεωτικής διαιτησίας στις 28
Για τις θέσεις του Coudenhove- Kalergi βλ. Κόκκινος Γιώργος, Αναζητώντας την ενότητα στην πολυμορφία- Οι αντινομίες της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας και η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2000, κεφ. Γ' «Σπερματικές μορφές της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης: Θεσμικές πρωτοβουλίες στην πορεία για μια εναλλακτική ευρωπαϊκή πολιτική ουτοπία» - «Η ιδέα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης από τις αρχές του 20ου αιώνα έως τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο» σ.σ. 142143. 64
περιπτώσεις διακρατικών διαφορών, αλλά και εγγύησης του εδαφικού status quo. Στο τρίτο επίπεδο γινόταν λόγος για τη βαθμιαία συγκρότηση μιας «Πανευρωπαϊκής Τελωνειακής Ένωσης», η οποία θα αποτελούσε τον πυρήνα της μελλοντικής ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Η ορθολογική και τεχνοκρατική αυτή προσέγγιση της διαδικασίας πολιτικής και οικονομικής σύγκλισης των ευρωπαϊκών κρατών είχε όμως ως πλαίσιο αναφοράς μια ευρωκεντρική θεώρηση του πολιτισμού, που εξιδανίκευε το δυτικό κόσμο, απαξίωνε την πολιτισμική ετερότητα και είχε ως ιδεολογικό υπόβαθρο τον αντιδραστικό μοντερνισμό. Για την εξυπηρέτηση των σκοπών του, ο CoudenhoveKalergi ίδρυσε το 1922 την ένωση 'Pan-Europa'. Το 1923 εξέδωσε το περιοδικό 'Pan-Europeanism', ενώ το 1924 δημοσίευσε το «Πανευρωπαϊκό Μανιφέστο» και τον Οκτώβριο του 1926 συγκάλεσε στη Βιέννη το πρώτο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο. Για τον Coudenhove- Kalergi η Ευρώπη ήταν μια δεδομένη οντότητα, την ισχύ της οποίας δεν χρειάστηκε να διαπραγματευτεί ποτέ. Παρατήρησε ότι η ιστορική εποχή της Ευρωπαϊκής παγκόσμιας ηγεμονίας είχε παρέλθει και ότι δεν ίσχυε πια η κυριαρχία της λευκής φυλής. Ωστόσο, προκειμένου να βγει η Ευρώπη από την παρακμή, ήταν αναγκαίος ο εκσυγχρονισμός του πολιτικού συστήματος, ο οποίος θα έπρεπε να συνίσταται σε μια διευρυμένη συνεργασία, αντί για την παραδοσιακή αναρχία, αφού η τεχνολογική πρόοδος είχε καταστήσει παρωχημένα τα μικρά και συγκρουόμενα έθνη. Ακόμα και οι αποκαλούμενες Ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις ήταν ως τώρα ανεπαρκείς, καθώς ο κόσμος έμελλε να χωριστεί σε σφαίρες επιρροής. Οι παλιές ευρωπαϊκές δυνάμεις έδωσαν τη θέση τους σε ομοσπονδιακά οργανωμένες παγκόσμιες δυνάμεις, όπως η περίπτωση της Αμερικής, της Σοβιετικής Ένωσης και της Βρετανική αυτοκρατορία. Μόνο η ηπειρωτική Ευρώπη δεν είχε αναπτύξει μιας τέτοιας μορφής οργάνωση. Ο Coudenhove- Kalergi γνώριζε πολύ καλά τις δυσκολίες ορισμού της Ευρώπης. Απέρριψε γεωγραφικά κριτήρια ως ακατάλληλα, εφόσον η Ευρώπη ήταν μόνο το δυτικό τμήμα της τεράστιας ευρασιατικής ηπείρου, χωρίς κανένα φυσικό ανατολι65
κό όριο. Από την άλλη πλευρά, οι πολιτιστικοί και οι πολιτικοί ορισμοί επιδέχονταν ιστορική αναθεώρηση από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων και μετέπειτα. Πολιτιστικά, η Ευρώπη εξαπλώθηκε σε όλες τις ηπείρους, πράγμα που επέτρεψε κάμποσα νέα "παγκόσμια πεδία δυνάμεων" που έχουν τις ρίζες τους στον αυτό πολιτισμό, αλλά σε οξεία αντίθεση προς αυτή την φανερή πολιτιστική επιτυχία, η Ευρώπη, ως πολιτική οντότητα, δεν υπήρχε. 'Paneuropa' ήταν η ονομασία που προσέδωσε ο Coudenhove- Kalergi σε αυτή τη φιλόδοξη πολιτική Ευρώπη για να τη διακρίνει από τη γεωγραφική και πολιτιστική Ευρώπη. Η «Πανευρώπη» αυτή άφηνε έξω τόσο την Βρετανία όσο και τη Ρωσία. Η Βρετανία είχε "ξεκόψει από την Ευρώπη" και είχε καταστεί μια πολιτική ήπειρος από μόνη της, πολύ μεγάλη και ισχυρή για να συμπεριληφθεί στην «Πανευρώπη». Πάντως, οι μεταξύ των δύο σχέσεις έπρεπε να βασίζονταν στη συνεργασία και εγγυήσεις αλληλοάμυνας και αμφότερες έπρεπε να μοιράζονται «το Ευρωπαϊκό πολιτιστικό έργο». Ο CoudenhoveKalergi ήταν πολύ πιο επικριτικός έναντι της Ρωσίας. Με το να επιλέξει τον δρόμο των Μπολσεβίκων, η Ρωσία γύρισε τις πλάτες στις δημοκρατικές αρχές που τώρα επικρατούσαν στην Ευρώπη, κι έτσι η οριακή γραμμή μεταξύ των νεοϊδρυθέντων ανατολικοευρωπαϊκών δημοκρατιών και της Ρωσίας θα πρέπει να σημάνει το ανατολικό τέλος της «Πανευρώπη». Επίσης, η Ρωσία έβλεπε τον εαυτό της ως μια συγκεκριμένη Ευρωασιατική οντότητα και ως ένα ανεξάρτητο πεδίο παγκόσμιας δύναμης. Η κύρια λειτουργία της «Πανευρώπης» ήταν η διασφάλιση της ειρήνης: στο εσωτερικό της Ευρώπης, με τη δημιουργία μιας υπερεθνικής δομής βασιζόμενης στην υποχρεωτική διαιτησία και την πολυμερή συνεργασία, μειώνοντας συνεπώς τον κίνδυνο παραμεθόριων συγκρούσεων μέσω εξασθένισης της σπουδαιότητας των συνόρων. Εξωτερικά δε, μέσω μιας Πανευρωπαϊκής αμυντικής συμμαχίας που προστατεύει τα μικρά Ευρωπαϊκά έθνη από εξωτερικές απειλές, κυρίως από τη Ρωσία. Η ευρωπαϊκή οικονομία ήταν βασικός παράγοντας στην επιχειρηματολογία του Coudenhove- Kalergi. Όπως το έβλεπε, η οικονομική αυτάρκεια και ένας ολέθριος αγώνας εξοπλισμών ανάμεσα σε πολλές μικρές Ευρωπαϊκές πολιτείες θα κρατούσε 66
την ήπειρο σε μόνιμη κατάσταση κρίσης και δεν θα επέτρεπε την ανάκαμψή της από τον πόλεμο. Η «Πανευρώπη» θα μπορούσε να καταστήσει τις περισσότερες αμυντικές δαπάνες άχρηστες και θα προήγαγε την οικονομική ανάπτυξη με τη δημιουργία μιας 'κοινής αγοράς' χωρίς εσωτερικούς τελωνειακούς φραγμούς. Ο Coudenhove- Kalergi θα έπρεπε προφανώς να λάβει υπόψη τη νέα μεταπολεμική Ευρώπη με την τάση προς μικρά κράτη-έθνη παρά ως τεράστιες υπερεθνικές μονάδες. Τα έθνη δεν αποπέμπονταν ως άσχετα προς την ευρωπαϊκότητα. Απεναντίας, ολόκληρη η σύγχρονη κουλτούρα ήταν ριζωμένη στην εθνικότητα και η αρχή της εθνικότητας έπρεπε να είναι σεβαστή. Ο Coudenhove- Kalergi πρότεινε, σε πραγματικές βάσεις, ότι το status quo των μεταπολεμικών συνόρων έπρεπε να γίνει σεβαστό, αλλά και ότι οι εθνικές μειονότητες θα έπρεπε να προστατεύονται από έναν κοινό Ευρωπαϊκό "Καταστατικό Χάρτη Ανοχής". Από μια ευρύτερη οπτική γωνία, τα προβλήματα που αφορούσαν στην εθνικότητα θα μειώνονταν μέσω τόσο της οικονομικής όσο και της πολιτικής ενοποίησης καθώς και από την διείσδυση δημοκρατικών αρχών: οι δεσμοί μεταξύ ιθαγένειας και εθνικών δεσμών θα ελαττώνονταν και τα σύνορα θα έχαναν σταδιακά τη σπουδαιότητά τους. Με άλλα λόγια, η «Πανευρώπη» του Coudenhove- Kalergi ήταν ένα καταπληκτικό κράμα ουτοπισμού μεγάλης κλίμακας, ισχυρούς πολιτικής ανάλυσης και ευδιάκριτου πραγματισμού. Πρότεινε, για παράδειγμα, τη χρήση της Αγγλικής ως δεύτερη κοινή γλώσσα της Ευρώπης, εφόσον θα ήταν αδύνατο να επιλυθούν οι αντιζηλίες μεταξύ των κυριοτέρων γλωσσών της ηπείρου και έκανε την πρόβλεψη ότι η Αγγλική θα γινόταν το υπερισχύον μέσο επικοινωνίας, ούτως ή άλλως. Ιδεαλιστής στο 'πιστεύω' του στην Ευρωπαϊκή αδελφοσύνη και στη δυνατότητα μιας παγκόσμιας αρμονίας μέσω κάποιας ισορροπίας των υπερδυνάμεων, δέχτηκε επίσης χωρίς δισταγμό το αποικιακό σύστημα, θεωρώντας ότι η Αφρική δεν είχε δώσει καμιά κουλτούρα εφάμιλλη με τις τέσσερεις παγκόσμιες κουλτούρες που αναγνώριζε: Ευρωπαϊκή, Αραβική, Ινδική και Κινέζικη. Η Παν-Ευρωπαϊκή Ένωση που δημιουργήθηκε το 1923 απέκτησε σύντομα τοπικά αποκλάδια σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώ67
ρες και καταβλήθηκαν τεράστιες προσπάθειες να πειστούν οι πολιτικοί και οι διαμορφωτές γνωμών να υποστηρίξουν το κίνημα. Ο Γαλλικός μεταπολεμικός ευρωπαϊσμός προσανατολιζόταν πάνω απ' όλα σε θέματα ασφαλείας και κινούνταν γύρω από τις γαλλο-γερμανικές σχέσεις. Αναπόφευκτα, τα πρώτα χρόνια του μεσοπολέμου κυριαρχούνταν από έναν αντιγερμανικό εθνικισμό. Εξίσου σημαντική την περίοδο αυτή και η συμβολή του Aristide Briand (1862 -1932), πολιτικού που πρωταγωνίστησε στη γαλλική πολιτική σκηνή από το 1909 ως το θάνατό του. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα σχέδια της πανευρωπαϊκής συνεργασίας επιχείρησαν να τα σφετεριστούν πρώτα ο φασισμός κι έπειτα ο ναζισμός. Κατά τη διάρκεια, μάλιστα, του Β' Παγκοσμίου Πολέμου οι θιασώτες του ναζισμού επιχείρησαν να επιβάλλουν από κοινού με τις συνεργαζόμενες κυβερνήσεις της κατεχόμενης ηπείρου, αλλά και με μερικούς διανοούμενους της εποχής, τη δική τους «Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση» και, στη συνέχεια, την εθνικοσοσιαλιστική αντίληψη της «Νέας Ευρώπης». Ο Χίτλερ σπάνια έκανε χρήση της ιδέας της Ευρώπης. Βέβαια, οι Ναζί συχνά και πολύ αποτελεσματικά έκαναν χρήση της ιδέας της Ευρώπης στην προπαγάνδα τους τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια του πολέμου. Επίσης, η ίδια η επιτυχία των πρώτων γερμανικών πολεμικών επιχειρήσεων δημιούργησε, τρόπον τινά, μια ενωμένη ηπειρωτική Ευρώπη στην οποία η Γερμανία κατάφερε να εξασφαλίσει έναν υψηλό βαθμό οικονομικού συντονισμού. Χαρακτηριστική ήταν η ομιλία του Χίτλερ το 1936, στην οποία χρησιμοποίησε μια φράση που θα γινόταν δημοφιλής: «ο Ευρωπαϊκός Οίκος» - ένας οίκος όπου η Γερμανία θα επέβαλε την τάξη. Ο όλεθρος που προκάλεσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος αναζωπύρωσε την ιδέα της ενοποίησης. Δύο παράγοντες γεωπολιτικού χαρακτήρα ώθησαν προς αυτή την κατεύθυνση. Κατά πρώτο λόγο, και εξαιτίας του Ψυχρού Πολέμου, η ύπαρξη μιας ισχυρής απειλής, που αντιπροσώπευε η Σοβιετική Ένωση. Κατά δεύτερο λόγο, η εξασθένιση των ευρωπαϊκών κρατών, που είτε ηττήθηκαν στον πόλεμο, όπως η Ιταλία και η Γερμανία -η οποία και τεμαχίστηκε-, είτε υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις αποικιακές τους κτήσεις, όπως η Μεγάλη Βρετανία, 68
η Γαλλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία. Οι δύο αυτοί παράγοντες μαζί, καθώς και οι πιέσεις από τις ΗΠΑ και η σοβιετική επέμβαση στη Βουδαπέστη το 1956, ωθούν έξι ευρωπαϊκά κράτη (Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο) να υπογράψουν το 1957 τη Συνθήκη της Ρώμης, με την οποία δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα29. Ήδη από τον Ιούνιο του 1944 έκανε την εμφάνισή της στη Λυών η «Ευρωπαϊκή Κοινοβουλευτική Επιτροπή. Το 1946, ο Τσώρτσιλ, σε ομιλία του στη Ζυρίχη υποστήριξε ότι η δημιουργία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» ήταν επιτακτική ανάγκη και ότι που διατύπωσε σε διάφορες αφορμές ο διακεκριμένος Έλληνας διεθνολόγος, επανειλημμένα Υπουργός Εξωτερικών και εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών, Νικόλαος Πολίτης (1872-1942). Η ενωμένη Ευρώπη του Churchill περιελάμβανε τις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης ενώ για την Αγγλία πρότεινε έναν πιο ανεξάρτητο ρόλο. Το Δεκέμβριο του 1946, ύστερα από πρωτοβουλία του Ολλανδού Henri Brugmans, ενσωματώθηκαν 50 περίπου διαφορετικές οργανώσεις και προέκυψε η «Ένωση των Ευρωπαίων Φεντεραλιστών», μέλη της οποίας ήταν ο Γάλλος Edouard Herriot και ο Βέλγος Van Zeeland. Με την έλευση του ψυχρού Πολέμου και το μοίρασμα της Ευρώπης και της Γερμανίας στα δύο, τα σχέδια μιας πανευρωπαϊκής ενοποίησης κατέστησαν εξωπραγματικά. Από το 1947, οι Η.Π.Α. άρχισαν να ασχολούνται ενεργά με την ενδυνάμωση της δυτικής Ευρώπης. Την ίδια στιγμή, στη Γερμανία (1 Αυγούστου 1947) περίπου 10.000 πολίτες ιδρύουν την «Ευρωπαϊκή Ένωση». Για πρώτη φορά το ιδεώδες της ευρωπαϊκής ενοποίησης και η ιδέα της ευρωπαϊκής συνεργασίας για την αμοιβαία οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και τη διασφάλιση της ειρήνης μετατράπηκε σε αίτημα των πολιτών των ευρωπαϊκών κρατών. Την 1 Ιανουαρίου 1948, το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο, έφτασαν σε μια κοινή συμφωνία στον τομέα της ασφάλειας και άμυνας, συγκροτώντας μια τριμερή τελωνειακή 29
Προστέθηκαν αργότερα η Ιρλανδία, η Δανία, η Μεγάλη Βρετανία (1973), η Ελλάδα (1981), η Πορτογαλία και η Ισπανία (1986), η Αυστρία, η Σουηδία και η Φιλανδία (1995). 69
ένωση, τη BENELUX. Στις 17 Μαρτίου 1948, η Αγγλία και η Γαλλία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής γερμανικής απειλής ή της επέκτασης του σοβιετικού κινδύνου, συγκρότησαν έναν ευρύτερο αμυντικό μηχανισμό, διευρύνοντας το πλαίσιο της «Πράξης Σύνδεσης της Δουκέρνης» που υπεγράφη το 1947. Σε συνεργασία, λοιπόν, με το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο υπέγραψαν στις Βρυξέλλες την ομώνυμη συνθήκη. Η συνθήκη αυτή θα είχε πενταετή διάρκεια και όριζε ένα πλαίσιο τόσο οικονομικής και κοινωνικής συνεργασίας όσο και αμυντικής αλληλοβοήθειας. Ταυτόχρονα, προτεινόταν η δημιουργία θεσμού Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου30 και διεύρυνση της τελωνειακής και οικονομικής ένωσης των ευρωπαϊκών κρατών. Στις 16 Απριλίου 1948 ιδρύθηκε ο «Ευρωπαϊκός Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης» (Ο.Ο.Σ.Α.) , που είχε ως αφετηρία το σχέδιο Marshall (5/6/1947). Ταυτόχρονα, όμως, είχε ως στόχο τη δημιουργία μηχανισμών αλληλεξάρτησης των οικονομιών των ευρωπαϊκών κρατών ώστε να δημιουργηθούν σταδιακά οι κατάλληλες συνθήκες αφενός για την οικονομική και πολιτική ενοποίηση τα ων κρατών της Ευρώπης και αφετέρου για τη συγκρότηση ενός συμπαγούς μετώπου εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Στη δυτική Ευρώπη, ένας από τους κύριους στόχους των οπαδών της ευρωπαϊκής ομοσπονδοποίησης ήταν η οικοδόμηση ενός υπερεθνικού οργανισμού από τον οποίο προέκυψε το 1949 το Συμβούλιο της Ευρώπης. Συγκεκριμένα, στις 5 Μαΐου 1949, ιδρύθηκε στο Λονδίνο το Συμβούλιο της Ευρώπης με τη συμμετοχή των κρατών που είχαν υπογράψει τη Συνθήκη των Βρυξελλών, δηλαδή της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου. Εκτός των πέντε παραπάνω κρατών, στο Συμβούλιο της Ευρώπης συμμετέχουν η Σουηδία, η Νορβηγία, η Δανία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Ελλάδα (απεβλήθη από αυτό το 1969 και επανήλθε το 1975), η Τουρκία, η Ισλανδία (από το 1950), η Γερμανία (από το 1951), η Αυστρία 30
Βλ. Winston Churchill, 19 Σεπτεμβρίου 1946, Πανεπιστήμιο Ζυρίχης, στο Kevin Wilson & Jan van der Dussen, The history of the idea of Europe, Routledge, London 1996, κεφ. 3 "Europe since 1945: crisis to renewal", σ. 165. 70
(από το 1956), η Ελβετία (από το 1963), η Μάλτα (από το 1965), η Κύπρος (από το 1969), η Πορτογαλία (από το 1976), η Ισπανία και το Λιχτενστάιν. Η Γαλλία και η Ιταλία πρότειναν ο νέος οργανισμός να ονομαστεί «Η Ευρωπαϊκή Ένωση», αλλά η Μεγάλη Βρετανία καταψήφισε τη συγκεκριμένη πρόταση στη συνάντηση του Λονδίνου, στις 29 Ιανουαρίου 1949. To κύριο θέμα των συζητήσεων κατά τα τέλη της δεκαετίας του '40 και τις αρχές του '50 στο ζήτημα της ευρωπαϊκής "ενοποίησης" ήταν ο ανταγωνισμός μεταξύ δύο γραμμών: Η Βρετανία ήθελε μια περιορισμένης μορφής διακυβερνητική συνεργασία, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης ήθελε μια πιο μακροπρόθεσμη, μεγαλεπήβολη, υπερεθνική ενοποίηση που βασίζεται σ' ένα ομοσπονδιακό σχήμα. Πράγμα που συνεπάγετο την εγκαθίδρυση ενός Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ώστε η πολιτική οργάνωση της Ευρώπης να υπερβεί το επικρατούν μωσαϊκό των εθνών-κρατών. Στις Μαΐου 1950, ο υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας Robert Schuman έπεισε τη γαλλική κυβέρνηση να αποδεχτεί και να προωθήσει το Σχέδιο Monnet,140 ενώ το 1951, στο Παρίσι, έξι χώρες (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Ιταλία και Δυτική Γερμανία) υπέγραψαν συμφωνία και δημιούργησαν την «Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα» (ΕΚΑΧ) - τον πρώτο υπερεθνικό οργανισμό της Ευρώπης και πρόδρομο της «Ευρώπης των έξι». Το 1952, τα κοινοβούλια των κρατών που συμμετείχαν στην ΕΚΑΧ επικύρωσαν τη συμφωνία και Πρόεδρος της Κοινοπραξίας εξελέγη ο Jean Monnet, ο οποίος αργότερα ίδρυσε την «Επιτροπή Δράσης για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» και εστίασε τις προσπάθειές του στην προετοιμασία και υλοποίηση της Ευρωπαϊκής Κοινής Αγοράς και της Euratom. H EKAX άρχισε ουσιαστικά να λειτουργεί στις 10 Φεβρουαρίου 1953. Η αρχική ιδέα του Jean Monnet για μια τομεακή ενοποίηση με υπερεθνικές εξουσίες απέβλεπε, κατά πρώτον, στο να ξεπεραστεί η παλιά εχθρότητα ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία. Ήταν όμως και μέρος μιας σταδιακής προσέγγιση προς μια γενική ευρωπαϊκή ενοποίηση, ήτοι ενοποίηση σε συγκεκριμένους τομείς με την ελπίδα ότι το ένα θέμα θα οδηγούσε στο άλλο προς την κατεύθυνση μιας γενικής ενοποίησης. Το κύριο 71
κίνητρο ήταν πολιτικό: να εγγυηθεί μια διαρκούσα ειρήνη ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία. Η πρότασή του ήταν ότι οι πόροι γαιάνθρακα και σιδήρου της δυτικής Ευρώπης θα έπρεπε να ενταχθούν σε μια κοινοπραξία και να συνδιοικούνται από μια υπερεθνική αρχή. Αυτό θα βελτίωνε την κατάσταση στην αγορά μειώνοντας τους τελωνειακούς δασμούς και άλλους φραγμούς και, ειδικότερα, θα χειριζόταν την αστάθεια που προκαλούσαν η έλλειψη γαιάνθρακα και η υπερπρομήθεια σιδήρου. Το σχέδιο εκπονήθηκε από τον ίδιο το Jean Monnet. Κατά τη δική του αντίληψη, η ένωση γαιάνθρακα και σιδήρου θα πρέπει να είναι μόνο το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της πολιτικής ενοποίησης. Η «Ευρωπαϊκή Κοινοπραξία Άνθρακα και Σιδήρου» περιείχε διάφορες θεσμικές καινοτομίες μακρόχρονης σπουδαιότητας: μια υπερεθνική αρχή (η Ανώτερη Αρχή) με σημαντικές εξουσίες, άμεσα έσοδα για την κοινότητα υπό τη μορφή φορολογίας και ως εκ τούτου λιγότερη εξάρτηση από τις χώρες-μέλη, ένα Κοινοβούλιο και ένα Δικαστήριο που θα είχε ως έργο να αποφασίζει για τη νομιμότητα οποιασδήποτε ενέργειας της Ανώτερης Αρχής. To 1950 παρουσιάστηκε το σχέδιο για τη συγκρότηση της «Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας» (European Defense Community), το οποίο βασίστηκε σε εισήγηση του Jean Monnet και στην πρωτοβουλία του πρωθυπουργού της Γαλλίας Renι Pleven. Το σχέδιο ήταν μια προέκταση της ΕΚΑΧ και του Συμφώνου Αμυντικής Συνεργασίας των Βρυξελλών. Ήδη από το 1946 είχε εμφανιστεί στο προσκήνιο και η ιδέα του De Gaulle για το ρόλο της Ευρώπης ως «τρίτου πόλου», δηλαδή ως εξισορροπητικού παράγοντα μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ. Υπέρμαχος της «Ευρώπης των πατρίδων», υπήρξε σφοδρός πολέμιος της «υπερεθνικής Ευρώπης» γιατί θεωρούσε ότι ένα τέτοιο δημιούργημα θα οδηγούσε σε άψυχες δομές συνεργασίας και θεσμούς επιρρεπείς στην αμερικανική χειραγώγηση. Αντιθέτως, η «Ευρώπη των πατρίδων» δεν θα υποχρέωνε τα συμβαλλόμενα κράτη να εκχωρήσουν κυριαρχικά τους δικαιώματα, αλλά θα αναπτυσσόταν μεταξύ τους μια διακρατική συνεργασία σε θέματα ασφαλείας, οικονομίας και πολιτισμού, η οποία θα υπερέβαινε τις οδυνηρές συνέπειες των δύο παγκοσμίων πολέμων και στη συνέχεια θα λειτουργούσε ως «τρίτος 72
πόλος». «Η γερασμένη Ευρώπη», όπως έλεγε, «η οποία για αιώνες υπήρξε το κέντρο του κόσμου, είχε τη δύναμη να αποτελέσει και πάλι τον συνδετικό κρίκο της διχοτομημένης ανθρωπότητας της ψυχροπολεμικής εποχής». Στη δεκαετία του '50, η ώθηση προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση λειτουργούσε ως η απάντηση της Δυτικής Ευρώπης στα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολικής.. Αλλά και οι ΗΠΑ δεν έμειναν αμέτοχες στην προσπάθεια δημιουργίας της Ενωμένης Ευρώπης, υπέρ της οποίας συνηγορούσαν. Η Γαλλία ανέλαβε την πολιτική διεκπεραίωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, συνδυάζοντάς το φυσικά με τη δική της εξωτερική πολιτική. Η έννοια της ενωμένης Ευρώπης χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από το αμερικανικό Πεντάγωνο με την ομιλία του στρατηγού Marshall (25 Ιουνίου 1947) και με σκοπό να φράξει τον δρόμο στο « σοβιετικό επεκτατισ μό». Στη δεκαετία του '60, ο γαλλο-γερμανικός άξονας της Ευρώπης θεμελιώθηκε πάνω στην από κοινού υιοθέτηση των αρχών της πραγματικής σύγκλισης των εθνικών οικονομιών, στόχος που ονομάστηκε «διαρθρωτική εναρμόνιση» για όλα τα κράτημέλη. Ο Στρατηγός De Gaulle επέβαλε από τις αρχές της δεκαετίας την αντίληψη της Ευρώπης ως συνεργασίας μεταξύ κρατών - εθνών. Η Ευρώπη ήταν γέννημα των λαών και των εθνών της, των εθνικών κρατών που ήταν οργανωμένα με πολιτικές και πολιτειακές δομές. Μόνο μέσω των υπαρκτών εθνικών θεσμών της η Ευρώπη θα μπορούσε να συγκροτηθεί σε ενιαίο σύνολο. Ο ευρωπαϊστής Giscard d' Estaing συμφώνησε ότι η Ευρώπη θα ήταν «ένωση κρατών με αρμοδιότητες που τα κράτη της εκχωρούν με σκοπό να ασκούνται από κοινού»144. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, καταλυτικό ρόλο στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης διαδραμάτισε η ισχύς των κρατών- μελών. Από τις αρχές του '70, με την ανατροπή του De Gaulle και την άνοδο των κεντρώων πολιτικών, μεταβλήθηκε το περιεχόμενο τη Ευρώπης και επέστρεψε στον προ De Gaulle ορισμό. Οι ιδέες του «ευρωπαϊκού καταμερισμού των έργων», της «ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης» και της Ευρώπης ως «ενιαίου οικονομικού συνόλου» αντικατέστησαν στον στόχο της πολιτικής ενοποίησης και της εναρμόνισης των εθνικών κρατών. 73
Η μεταγκωλλική Ευρώπη άρχιζε ήδη να εγκαταλείπει διακριτικά τον στόχο της πολιτικής ενοποίησης των ευρωπαϊκών εθνικών εξουσιών. Τώρα πλέον προτεραιότητα είχε η οικονομική ολοκλήρωση που ήταν αποτέλεσμα συγκερασμού των θέσεων Ευρώπης και Αμερικής. Η οικονομική προτεραιότητα καθησύχαζε την Αμερική ενώ άφηνε την Ευρώπη να ελπίζει. Ο Raymond Barre, ως Γάλλος Επίτροπος στις Βρυξέλλες, διευκρίνισε νέα γαλλική αντίληψη περί Ευρώπης: «απ' ευθείας άσκηση κοινής πολιτικής από τις Βρυξέλλες με ίδιους πόρους, χωρίς τον έλεγχο των κρατών-εθνών. Η γαλλική θέση υπονομεύθηκε από την αγγλοσαξωνική θεωρία περί 'ζώνης ελεύθερου εμπορίου'». Έπειτα από την κρίση της ευρω- σκλήρυνσης της δεκαετίας του '80, ο Jacques Delors προέβαλε μια ιδέα που θα λειτουργούσε ως κινητήριος μοχλός για την ενοποίηση: την αγορά και το νόμισμα. Ο Delors, δηλαδή, με τη διπολική στρατηγική της μεγάλης εσωτερικής αγοράς και της νομισματικής ενοποίησης, έβγαλε την Ευρώπη από το αδιέξοδο. Έτσι, μέσω της ιδέας της νομισματικής ενοποίησης, θα επιταχύνονταν οι διαδικασίες της οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης. «Με την κάλυψη του Delors, η Τhatcher επέβαλε την αρχή της εθνικής ισοσκέλισης των ευρωπαϊκών δοσοληψιών κάθε χώρας- μέλους. Οι ΗΠΑ μέσω του παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, επέβαλαν την απογύμνωση κάθε έννοιας ευρωπαϊκής πολιτικής είτε στη βιομηχανία και στις υπηρεσίες». Η Συνθήκη της Ρώμης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, σηματοδοτεί τις προσπάθειες για τη μετατροπή των οικονομικών και τελωνειακών συνασπισμών σε πολιτικούς οργανισμούς. Από τις προσπάθειες αυτές προέκυψε αρχικά, το 1967, η συγχώνευση στην «Ευρωπαϊκή Επιτροπή» των εκτελεστικών οργάνων της ΕΟΚ, της Κοινοπραξίας Άνθρακα και Χάλυβα και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (EURATOM). Ακολούθησε, από το 1972 και εξής, η διεύρυνση της Κοινότητας στην κυρίως οικονομική συνένωση των Οκτώ. Τελικά, ο αρχικά οικονομικός αυτός οργανισμός απέκτησε σταδιακά δύναμη καθώς και σαφής κάπως πολιτικές προοπτικές, έναν προσανατολισμό που είχαν ήδη επιζητήσει οι οραματιστές της ευρωπαϊκής ενοποίησης από το τέλος του Με74
σαίωνα και εξής. Έτσι, οι Οκτώ - στους οποίους στο μεταξύ προστέθηκε και η Ελλάδα- μετεξελίχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) των 12, των 15 και σε μερικά χρόνια των 25 κρατών-μελών. Έπειτα από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, την ένωση των δύο Γερμανιών και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, άλλαξαν τα γεωπολιτικά δεδομένα της Ευρώπης. Χαρακτηριστικό ήταν το διάγγελμα του Προέδρου Μιτεράν, στα τέλη του 1989, όπου έθετε εκτός του οράματος μιας 'παν-Ευρωπαϊκής' συνομοσπονδίας τη Σοβιετική Ένωση. Η Γαλλία εστίαζε οριστικά την προσοχή της στην ΕΚ, και τώρα ο Μιτεράν μιλούσε για 'ολόκληρη την Ευρώπη'. Αυτό δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως υποχώρηση από το πρόγραμμα της ΕΚ, αλλά ως μια απόπειρα να προσδώσει στην ΕΚ έναν διαφορετικό σκοπό, ένα πλατύτερο νόημα. Η συνομοσπονδία αποτελούσε στόχο, όραμα, αλλά θα χρειαζόταν να περάσει πολύς καιρός πριν μια συνομοσπονδιακή Ευρώπη μπορέσει να λειτουργήσει ως μια αποτελεσματική πολιτική μονάδα. Η κατάρρευση του σοβιετικού οικοδομήματος το 1989 και η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1991 σηματοδότησαν τη μεγάλη μεταλλαγή της ευρωπαϊκής δυναμικής. Οι ευρωπαϊκές χώρες αποδεσμεύθηκαν από το θεώρημα της «συνοχής» και της «εναρμόνισης» - που διατυπώθηκε τόσο στη Συνθήκη της Ρώμης (1957)όσο και στην ευρωπαϊκή προβληματική της δεκαετίας του '60 και του '70, ακόμη και του '80και προσχώρησαν στο γερμανικό σχήμα της «σύγκλισης» μεταξύ ανεξάρτητων εταίρων , οι οποίοι εμμένουν στην αυτοτέλειά τους, επιδιώκοντας τη νομισματική σύγκλιση όχι ως σύνολο αλλά σε εθνική κλίμακα και βασιζόμενοι ο καθένας στις δικές του δυνάμεις κι όχι στην ενοποιητική δύναμη του συνόλου. Η θέσπιση του ευρώ δεν συνιστά υπόδειγμα κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής, εφ' όσον προϋποθέτει όχι ευρωπαϊκή στήριξη αλλά εθνική: κάθε χώρα- μέλος στηρίζει με δικές της δυνάμεις το μέρος της νομισματικής σταθερότητας που της αντιστοιχεί, χωρίς χρηματιστική αλληλεγγύη των εταίρων. Παρά την ενιαία μορφή του, το ευρώ συνιστά στην πράξη «αθροιστικό νόμισμα», όχι ομοσπονδιακό και χωρίς ενιαίο ευρωπαϊκό μηχανισμό σταθεροποίησης. Μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και μέσα σε λι75
γότερο από τρία χρόνια, 17 νέα κράτη εμφανίστηκαν στην Ανατολική Ευρώπη. Μια πραγματικά νέα ήπειρος αναδύθηκε ξαφνικά, με πλήθος προβλήματα κάθε είδους. Μερικά από αυτά χωρίς προηγούμενο, όπως η αποδιάρθρωση των οικονομιών του κεντρικού σχεδιασμού άλλα, πολύ αρχαϊκά, εμπνευσμένα από την ιδεολογία «γης και αίματος» και μυστικιστικές αναδρομικές ταυτίσεις, που προκαλούν στα Βαλκάνια και στον Καύκασο φονικούς εθνοτικούς πολέμους. Αυτές οι μεγάλων διαστάσεων αναταραχές δεν αφήνουν ανεπηρέαστο το δυτικό μέρος της Γηραιάς Ηπείρου. Την υποχρεώνουν να ξαναθυμηθεί την κοινοτική αλληλεγγύη και την αφήνουν αντιμέτωπη, ταυτόχρονα, με την επάνοδο του εθνικισμού και την κρίση του σοσιαλισμού. Τα προβλήματα αυτά έρχονται σε μια στιγμή που οι πολίτες αμφισβητούν την ευρωπαϊκή οικοδόμηση και αναρωτιούνται κατά πόσο είναι εφικτή η δημιουργία μιας ομοσπονδίας κρατών με διαφορετικές εθνικές και οικονομικές ταυτότητες. Με το ξεκίνημα του Ψυχρού Πολέμου, η Ευρώπη άρχισε όλο και περισσότερο να νοείται ως δυτική Ευρώπη, ακόμη και η δυτική Ευρώπη όπως εκπροσωπούνταν από τους έξι αρχικούς συνυπογράφοντες της Συνθήκης της Ρώμης. 3.3 Η πορεία προς τη Συνθήκη του Άμστερνταμ Στο επίπεδο της κουλτούρας, ιδεολογίας και ταυτότητας, η ιδέα της Ευρώπης από τα μέσα της δεκαετίας του '80 φαινόταν ότι ανακτούσε μια αίσθηση δυναμισμού. Για μια ακόμη φορά η Ευρώπη πρόβαλε σαν μια θετική ιδέα, που οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να επιδιώκουν την υλοποίησή της, να τη διατηρούν και να την υπερασπίζονται. Με γνώμονα αυτό, η διαδικασία της ενοποίησης μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας απέκτησε ένα νέο ρυθμό. Η ΕΚ έπρεπε να διατηρήσει την πορεία προς την ενοποίηση ή να πέσει - στην προκειμένη περίπτωση, όχι στο έδαφος αλλά τουλάχιστον- στη βασική γραμμή μιας τελωνειακής ένωσης. Όσον αφορά στο θέμα αυτό, ιδιαίτερη συζήτηση έχει γίνει για την «Ευρωσκλήρωση» που εκφράζει τον φόβο ότι η Ευρώπη θα μείνει πίσω στη νέα τεχνολογική επανάσταση και θα χάσει την 76
σχετική της θέση στην παγκόσμια οικονομία. Οι φόβοι αυτοί, παράλληλα πιθανώς και με τις ανησυχίες που προέκυπταν από τις εντάσεις μεταξύ των υπερδυνάμεων, έμελλαν να αποβούν η κινητήρια δύναμη πίσω από την προσπάθεια, κατά τα μέσα της δεκαετίας του '80, να προσδώσουν μια νέα ώθηση στη διαδικασία της ενοποίησης. Η πιο σημαντική πρωτοβουλία ήταν μια σειρά συνεδριάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το 1985, το οποίο ενέκρινε τα σχέδια θεσμικής αναμόρφωσης της ΕΚ καθώς και το σχέδιο για τη δημιουργία μιας ενιαίας εσωτερικής αγοράς μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992. Σε ένα αριστούργημα συμβολικής πολιτικής, ορίστηκε η ονομασία ώσπου μια πολιτική πραγματικότητα - η Ευρώπη μετά το Μάαστριχτ- δημιουργήθηκε και όλοι οι πρωταγωνιστές της διεθνούς και της εσωτερικής πολιτικής εξαναγκάστηκαν να συνάψουν σχέσεις με αυτή. Μολονότι αναμενόταν πως το όλο πρόγραμμα θα υλοποιούταν έως το 1992, η ώθηση που έδωσε το πρόγραμμα είχε ένα αποτέλεσμα. Κατά την περίοδο του 1988-89, το πρόγραμμα διευρύνθηκε περισσότερο με το αποκαλούμενο σχέδιο Ντελόρ για μια νομισματική ένωση. Κι έτσι, η ευρωπαϊκή συνεργασία, που δεν έμελλε να συμβεί έως τα τέλη της δεκαετίας του '80 και ενυπήρχε αλλά αφανώς στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα από τα τέλη της δεκαετίας του '70, τέθηκε σε εφαρμογή - αν και θα πρέπει να ειπωθεί ότι με μεγάλη δυσκολία επιτεύχθηκε συμφωνία κατά την πρώτη φάση. Στις αρχές του 1990, τα σχέδια αυτά συμπληρώθηκαν από μια γαλλο-γερμανική πρόταση για κάποιας μορφής πολιτική ένωση της ΕΚ. Στη διάσκεψη του Μάαστριχτ, τον Δεκέμβριο του 1991, παρά τις επιφυλάξεις, άρχισε η πορεία για μια οικονομική και πολιτική ένωση. Έκτοτε, το δημοψήφισμα της Δανίας, τον Ιούνιο του 1992, που απέρριψε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, και η νομισματική κρίση του Οκτωβρίου, η οποία οδήγησε την Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο να εγκαταλείψουν το Μηχανισμό των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, έχουν δημιουργήσει κάποια αβεβαιότητα - αλλά όποιοι κι αν είναι οι πολιτικοί καυγάδες που προκύπτουν από αυτό, μπορεί να ειπωθεί ότι, από τα μέσα της δεκαετίας του '80, η ΕΚ έχει αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες και δημιούργησε τολμηρές προοπτικές για την ίδια. 77
Ο έξω κόσμος έβλεπε, όλο και περισσότερο, την ΕΚ και την Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία ως πολιτικούς πρωταγωνιστές. Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι αυτό ήταν σημαντικό για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας και για αναπλήρωση των δυνάμεων προς ενοποίηση. Πάντως, η ιστορία της ενοποίησης δεν θα πρέπει να ειδωθεί ως μια αργή, εσωτερική διαδικασία εκμάθησης των προϋποθέσεων συνεργασίας και ανακάλυψης του τρόπου με τον οποίο θα ξεπεραστεί η εθνική αδράνεια. Υπάρχει μια διαλεκτική μεταξύ της θεωρίας της λειτουργικότητας και των πιέσεων επί της Ευρώπης από άλλους πρωταγωνιστές, κυρίως τις ΗΠΑ, που «βοήθησε» στην ενίσχυση της διαδικασίας ενοποίησης. Είναι εμφανές ότι η αμερικανική πίεση για ενότητα στη δυτική Ευρώπη βοήθησε στον σχηματισμό μιας βασικής κοινότητας στον οικονομικό τομέα. Αυτό ήταν φυσικό καθώς έπειτα από την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, το «αντίπαλον δέος» -η Σοβιετική Ένωση- έπαψε να υφίσταται και ένας νέος «αντίπαλος» αναδύθηκε για τις ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα ζητήματα αυτά παίχτηκαν στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, όπου το ζωτικής σημασίας σημείο απετέλεσε το πώς το καθένα από τα μέλη της Ευρώπης διάκειτο έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια Ευρώπη πιεζόμενη, κατά αρχές της δεκαετίας του '80, από την αναθέρμανση του Ψυχρού Πολέμου ακολουθήθηκε, κατά τα τελευταία έτη της δεκαετίας του '80, από ένα ορισμένο κενό εξουσίας. Οι απόπειρες για την άρθρωση μιας ενιαίας «ευρωπαϊκής φωνής» ήταν τα αποτελέσματα και των δύο καταστάσεων. Η δημόσια συζήτηση για την Ευρώπη έλαβε μεγάλες διαστάσεις κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 και των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του '90. Στο διάστημα αυτό, η έννοια της Ευρώπης έγινε λέξη-κλειδί και κεντρικό πεδίο μάχης ιδεών. Χαρακτηριστική ήταν η ανάπτυξη τριών διαφορετικών θέσεων για τη σημασία του όρου «Ευρώπη», με αποτέλεσμα να προκύψουν τρεις θεωρίες από τις οποίες γεννήθηκαν τρεις «Ευρώπες», η γερμανική, η γαλλική και ρωσική. 3.4 Έως το 1945 Τριάντα ένα χρόνια μόνο χωρίζουν το 1914 από το 1945. Μι78
κρό το χρονικό διάστημα που όμως περιέκλειε δύο παγκόσμιους πολέμους, σειρά από τεράστιες πολιτικο-κοινωνικές αναταραχές και συγκλονιστικές μεταπτώσεις σε όλους τους τομείς του βίου. Ήταν μια εποχή των άκρων που οδήγησε την Ευρώπη από μια κατάσταση παγκόσμιας ανωτερότητας σχεδόν στην εξάντληση. Η πνευματική ζωή δεν ήταν λιγότερο ταραχώδης από τον κόσμο που την περιέβαλε και ενδεχομένως να φαίνεται αδύνατο να αναγνωρίσει κανείς μια κυρίαρχη ιδέα για την Ευρώπη εν μέσω όλων αυτών. Ωστόσο, στο υλικό που πραγματευόμαστε εδώ, εκδηλώνεται μια ξεχωριστή έννοια με ανατρεπτική δύναμη. Από όλες τις απόψεις που συνέβαλαν στην έννοια της Ευρώπης της περιόδου αυτής, η εθνική διάσταση ήταν κρίσιμη και καθόρισε τον χαρακτήρα όλης της επιχειρηματολογίας. Πρώτον, ο πολιτικός βίος της περιόδου διαφεντεύεται από έναν καταστρεπτικά «πομπώδη» εθνικισμό που συνόδευε, αν δεν προήγαγε, και τους δύο πολέμους και κατά το διάστημα του μεσοπολέμου χαρακτήριζε τη συμπεριφορά των περισσότερων πρωταγωνιστών της Ευρωπαϊκής σκηνής. Δεύτερον, ακόμη και οι άνθρωποι που ήσαν απαλλαγμένοι από τον εθνικιστικό σωβινισμό, αποδέχτηκαν ανεπιφύλακτα «την εθνική αρχή». Η Ευρώπη των Βερσαλλιών θεμελιώθηκε 'πάνω σε αυτόν και απετέλεσε για πολλούς πρωταγωνιστές ένα ζωτικής σημασίας βήμα για την πραγμάτωση των πανάρχαιων Ευρωπαϊκών ιδεών της ελευθερίας και της ισότητας. Τρίτον, κι εκείνοι που εφιστούσαν την προσοχή κατά της μικροπρέπειας του έθνους-κράτους επηρεάζονταν κι αυτοί σε μεγάλο βαθμό από αυτή την επιχειρηματολογία. Ο Coudenhove - Kalergi και ο Ortega y Gasset - μεγάλοι συνήγοροι για μια «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» - εξέτασαν το έθνος-κράτος ως ένα ενδιάμεσο βήμα στην πορεία για τη δημιουργία ενός κοινού Ευρωπαϊκού έθνους, ένα έθνος στο οποίο όλοι οι κατοικούντες σε αυτό θα ένοιωθαν εθνικά προσαρτημένοι. Το 1932, στην Ιταλία, ο σημαίνων φιλελεύθερος ιστορικός Benedetto Croce (1866-1952) έγραφε: «... ακριβώς όπως εβδομήντα χρόνια πριν, ένας Ναπολιτάνος από το παλιό βασίλειο ή ένας Πιεντμοντέζος του υπο-Αλπινικού βασιλείου έγιναν Ιταλοί, όχι απαρνούμενοι αυτό που ήταν, αλλά εξυψώνο79
ντάς το και ενσωματώνοντάς το σε αυτή τη νέα ύπαρξη, έτσι και οι Γάλλοι, Γερμανοί και Ιταλοί και όλοι οι άλλοι θα εξυψώσουν τον εαυτό τους για να γίνουν Ευρωπαίοι και οι σκέψεις τους θα στρέφονται στην Ευρώπη, και οι καρδιές τους θα χτυπούν γι αυτή, όπως έκαναν για τις μικρότερές τους πατρίδες, τις οποίες δεν θα έχουν ξεχάσει, αλλά θα αγαπούν περισσότερο»31. Η Ευρώπη εθεωρείτο πρωταρχικά ως το πεδίο συνεργασίας των εθνών παρά, ομάδων καταναλωτών ή παραγωγών, τοπικών κοινοτήτων ή ομάδων συμφερόντων που αφοσιώνονται σε συγκεκριμένα θέματα. Υπήρξαν, ασφαλώς, προσπάθειες να τονιστούν οι υπερεθνικές κοινότητες ενδιαφερόντων αλλά, σε γενικές γραμμές, η Ευρώπη που βασιζόταν σε ισχυρισμούς όπως η αλληλεγγύη των εργαζομένων, Καθολικών, ειρηνιστών κ.ο.κ. σχεδόν αναπόφευκτα κατέληγε να είναι παγκόσμια παρά ευρωπαϊκή. Στην «εσωτερική» πολιτική ζωή της Ευρώπης εμφανίστηκε σύγκρουση ανάμεσα, αφενός, στις δυνατές τάσεις προς μια παραγωγή μεγάλης κλίμακας, οικονομικό συγκεντρωτισμό και διεθνή αλληλεξάρτηση και, αφετέρου, την φαινομενικά αόρατη 'εθνική αρχή'. Ο Stefan Zweig - ένας από τους λίγους διανοούμενους που παρέμενε τελείως άτρωτος απέναντι στον εθνικισμό - σε ένα δοκίμιο του 1932, Der europaische Gedanke in seiner historischen Entwicklung («Η ιδέα της Ευρώπης στην ιστορική της πορεία»), που ήταν αφιερωμένο στα ενοποιητικά στοιχεία της ευρωπαϊκής κουλτούρας, θλίβονταν για τη διαπάλη μεταξύ των ανθρώπων που διαπίστωνε γύρω του: «... αν ήμουν να προσπαθούσα να διατυπώσω την πνευματική κατάσταση σήμερα, θα έλεγα ότι η παρούσα ώθηση για ένωση της Ευρώπης έχει να κάνει περισσότερο με πράγματα παρά με τους ανθρώπους.»32 Τα περισσότερα σχέδια για Ευρωπαϊκή ενότητα, από τον Naumann έως την προπαγάνδα των Ναζί, τόνιζαν την ανάγκη για οικονομική συνεργασία και για μια προσαρμογή σε έναν Rijksbaron A., Roobol W. H., Weisglas M., (επιμ.) Europe from a cultural perspective, The Hague, Nijgh and Van Ditmar Universitair, Χάγη 1987, σ. 67. 32 Βλ. Zweig Stefan, Zeit und Welt, Στοκχόλμη 1943, σ. 348. 31
80
κόσμο παγκόσμιου ανταγωνισμού. Παράλληλα όμως υπήρχε και μια απροθυμία παραχώρησης της εθνικής κυριαρχίας για τη δημιουργία τελωνειακών ενώσεων και κοινών αγορών. Απεναντίας, η οικονομική αυτάρκεια είχε προτεραιότητα και ταίριαζε γάντι με τον πολιτικό εθνικισμό. Οι απόπειρες για ενοποίηση είτε αγνόησαν το δίλημμα, και προσπάθησαν να το εξαλείψουν μεταθέτοντας τις εθνικές πεποιθήσεις σε ένα ηπειρωτικό επίπεδο (Coudenhove - Kalergi), είτε σιωπηρώς ή ρητώς υπολόγιζε στην ηγεμονία της μεγάλης δύναμης προσδίδοντας το staus του δορυφόρου, μόνο, στα μικρότερα έθνη (Naumann, «Νέα Ευρώπη» των Ναζί). Ο σύγχρονος πολιτισμός δεν περιορίστηκε στην υπονόμευση των θεμελίων της εθνικής αυτάρκειας, διέβρωσε επίσης και τις πολιτικές αξίες της Ευρώπης του δεκάτου ενάτου αιώνα. Η μαζική παραγωγή δημιούργησε μια μαζική κοινωνία και μια πολιτική της μάζας, που έκανε ότι μπορούσε για να καταστρέψει τις αρχές που κατέστησαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό δυνατό. Δεν επιθυμούσαν όλοι όμως να θάψουν τον «παρακμάζοντα αστικό φιλελευθερισμό» και να επιλέξουν τις ολοκληρωτικές λύσεις. Πολλοί δημοκράτες διέκριναν κάποια αλήθεια στο ρητό του Μαρξ σχετικά με τον αστό ότι ανοίγει τον δικό του τάφο, και αφέθηκε μετέωρος όταν ζητήθηκε μια δυναμική εναλλακτική λύση έναντι του Κομμουνισμού ή του Φασισμού. «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ευρώπη είναι η κούραση», είπε ο Husserl, αλλά το κάλεσμά του για μια αναγέννηση της Ευρώπης μέσω ενός «ηρωισμού του λόγου» δεν είχε κανένα αποτέλεσμα από τον νέο «μαχητικό Ευρωπαϊκό ανθρωπισμό» που επιθυμούσε ο Mann. Τελικά, ο σύγχρονος πολιτισμός φανέρωσε στην Ευρώπη ότι δεν ήταν πια το αδιαφιλονίκητο κέντρο εξουσίας του κόσμου. Η Ευρώπη ήταν τώρα μόνο ένα από τα διάφορα πεδία εξουσίας της οικουμένης, προϋπόθεση που χρησιμοποιείται συχνά σε επιχειρήματα για Ευρωπαϊκή ενότητα, αλλά που δεν γίνεται ακόμη πλήρως κατανοητό33. 33
Βλ. Ηusselr Ε., The Vienna Lecture, Appendix I: «Philosophy and the crisis of European humanity» στο The Crisis of European Sciences and Transcendental Phenomenology, Evanston, Northwestern University Press, 1970. 81
Στα προηγούμενα έγινε αναφορά στη διχοτόμηση ανάμεσα σε προγράμματα και αντιλήψεις για την Ευρώπη, τονίζοντας τον αναλυτικό σκοπό των δύο εννοιών. Ο στόχος ήταν να διευκρινιστούν οι διαφορετικές όψεις ενός πολυσύνθετου φαινομένου, αλλά προφανώς οι δύο διαστάσεις περιέχονταν η μία μέσα στην άλλη. Αν η διάκριση αποδειχτεί ότι είναι εφαρμόσιμη για την περίοδο που πραγματευόμαστε εδώ, είναι πιθανώς γιατί τα πολιτικά προγράμματα για την Ευρώπη απείχαν τόσο εντυπωσιακά πολύ από μια οποιαδήποτε πρακτική εφαρμογή που θα μπορούσαν να απομονωθούν για ανάλυση. Τόσο πολιτικά όσο και πνευματικά, η «ευρωπαϊκότητα» βίωσε μια δυσπραγία και οι λίγοι που ακόμα ενδιαφέρονταν αρκετά και επέμεναν να δουν την Ευρώπη ως μια οντότητα ήταν τόσο προκατειλημμένοι με τη διαγνωστική διαδικασία που δεν τους έμενε καιρός να προτείνουν πραγματικές θεραπείες. 3.5 Η σύγχρονη ευρωπαϊκή ιδέα Η «ευρωπαϊκή ιδέα» αποτελεί μία έννοια που χαρακτηρίζεται από ένα εύπλαστο και ιστορικά μεταβαλλόμενο περιεχόμενο. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, οι δύο έννοιες της «ευρωπαϊκής ιδέας» συνέκλιναν επιτυχώς στην προσπάθεια των ηγετών να ασκήσουν επιρροή στη διαμόρφωση της πολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη. Επίσης, συνδέθηκαν ακόμη περισσότερο με τους κυριότερους, ανά εποχή, πολιτικούς αστερισμούς και θα μπορούσε κανείς να διακρίνει, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, μια συγκεκριμένη λογική προς τη «Γαλλική Ευρώπη», τη «Γερμανική Ευρώπη» και τη «Ρωσική Ευρώπη». Με άλλα λόγια, οι αντιλήψεις για την Ευρώπη μετατράπηκαν σε ισχυρά μέσα άσκησης πολιτικής, πάντα όμως εκπορευόμενες από την πολιτική σκέψη και τις παραδόσεις αλλά και ταυτόχρονα προσαρμοσμένα στις πολιτικές ανησυχίες και προβλήματα της κάθε χώρας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι είναι ευδιάκριτος ένας ανταγωνισμός ανάμεσα σε δύο παραδόσεις. Από τη μία πλευρά τις πιο «ρομαντικές οργανικές έννοιες της ευρωπαϊκής ταυτότητας», που θέτουν τη ευρωπαϊκή συνέχεια, συνοχή και τις 82
κοινές κληρονομούμενες αξίες, στις οποίες και βασίζονται για τη συγκρότηση μιας πολιτικής για την Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, τις πιο «ρασιοναλιστικές»34 και πολιτικές έννοιες μιας ευρωπαϊκής πολιτικής αντιπαράθεσης, η οποία έχει τεχνοκρατικά θεμέλια και εξυπηρετεί συγκεκριμένους στόχους ή βασίζεται σε συγκεκριμένες κοινές πολιτικές αξίες, απέναντι στις οποίες οι πολίτες μιας «ευρωπαϊκής δημοκρατίας» δεσμεύονται και νομιμοποιούνται. Επίσης, παρατηρείται μια ένταση ανάμεσα στις προσπάθειες που καταβάλλονται προς την οικοδόμηση μιας Ευρώπης στη βάση των κληρονομούμενων αξιών και στις προσπάθειες συγκρότησης μιας Ευρώπης σε αντιδιαστολή με τους «Άλλους», το εξωευρωπαϊκό στοιχείο, που για πολλούς θεωρείται σοβαρή «απειλή». Πολλοί πιστεύουν ότι στην εποχή μας η ευρωπαϊκή ιδέα αρχίζει να παραπαίει. Βέβαιο είναι ότι η υποστήριξη της κοινής γνώμης και των ανθρώπων του πνεύματος συνιστά προϋποθέσεις απολύτως καθοριστικές για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τον Γάλλο ιστορικό Robert Frank, «η ευρωπαϊκή ιδέα έχει περιέλθει σήμερα σε σχετική παρακμή». Με άλλα λόγια, το ευρωπαϊκό μέλλον παραμένει επί του παρόντος αδιευκρίνιστο, ενώ το ευρωπαϊκό παρελθόν εξακολουθεί να είναι απροσδιόριστο. Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να αποφευχθεί αν η ευρωπαϊκή πεποίθηση ήταν ισχυρή και ανεπιφύλακτη. Όπως σημειώνει ο Γάλλος ιστορικός Jean- Claude Rioux, «παρά τα βαγόνια συνεδρίων και τον πολλαπλασιασμό ερευνητικών κέντρων και πιστώσεων, η ανεπάρκεια ευρωπαϊκής πίστης της κοινής γνώμης συνεπάγεται ότι μέχρι σήμερα δεν διαθέτουμε μια ενιαία ευρωπαϊκή ιστορία με αξιόλογο βάρος απέναντι στις εθνικές ιστορίες των ευρωπαϊκών χωρών ούτε και απέναντι στη συγκριτική ευρωπαϊκή ιστορία». Η νέα ενωμένη Ευρώπη πρέπει να έχει τις ρίζες της στο συγκερασμό των παραπάνω προσεγγίσεων. Στις μέρες μας, αναμφισβήτητα γίνεται αντιληπτή μια διαρκώς αυξανόμενη σύ34
Ole Waever (« romantic», organic concepts of a European «identity») βλ. «Europe since 1945: crisis to renewal- The idea of Europe» που περιλαμβάνεται στο The History of the Idea of Europe, The Open University, Routledge, revised edition London 1995, σ. 209. 83
γκριση μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, ακολουθούμενη από μία διαλεκτική σχετικά με τα ευρωπαϊκά συμφέροντα και την ευρωπαϊκή άμυνα. Μπορεί να μην υπάρξει ακριβής ορισμός των «ευρωπαϊκών αξιών» αλλά είναι εμφανής σε έναν συνεχώς μεγαλύτερο αριθμό ατόμων θα καλλιεργηθεί η πεποίθηση ότι υπάρχει αυτό που πολλοί αποκαλούν «ευρωπαϊκή παράδοση». Ταυτόχρονα, οι διανοούμενοι που επισημαίνουν αδιάκοπα ότι δεν υπάρχει η πεμπτουσία της Ευρώπης θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν τη σκέψη τους ελεύθερη από τέτοιου είδους προβληματισμούς ενώ θα ενστερνιστούν την ιδέα μιας γενικής ενδυνάμωσης της εικόνας της Ευρώπης και της ουσίας να είναι κάνεις Ευρωπαίος, να ανήκει στην Ευρώπη και να συμμερίζεται μια ευρωπαϊκή ταυτότητα. 3.6. Κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα Ορισμένοι αντιμετωπίζουν την Ευρώπη ως ένα ιδεώδες που εγκυμονεί κινδύνους με την έννοια ότι κάθε έθνος έχει τη δική του ιστορία και παράδοση και όλα τα ευρωπαϊκά κράτη διακρίνονται από οικονομικές και πολιτισμικές διαφορές. Κάθε φορά, λοιπόν, που τίθεται ζήτημα δημιουργίας μιας υπερ-εθνικής κοινότητας των Ευρωπαίων πολιτών, εμφανίζονται στο προσκήνιο οι διαφορετικές πολιτιστικές παραδόσεις που θεωρούνται από πολλούς ως τροχοπέδη για τη συγκρότησή της. Πολλές φορές προβάλλονται ως εμπόδια και οι καθιερωμένες διακρίσεις μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου, ανατολικής και δυτικής Ευρώπης, Καθολικών, Διαμαρτυρομένων και Ορθοδόξων. Δύο είναι τα κυρίαρχα ερμηνευτικά σχήματα μεταξύ των οποίων αμφιταλαντεύεται ο ορισμός της «ευρωπαϊκής ταυτότητας». Το πρώτο ερμηνευτικό σχήμα βασίζεται στην ιδέα ότι «η ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα, και κατ' επέκταση η θεσμική συγκρότηση της ευρωπαϊκής ενότητας, συνιστούν διανοητικές και πολιτικές κατασκευές, οι οποίες παραπέμπουν στη διαδικασία γένεσης των σύγχρονων εθνών-κρατών και αποσκοπούν στην αναγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ενιαίο πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό κρατικό μόρφωμα με ιστορική δυναμική». Τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται με τον γνώ84
μονα αυτό, επικρίνουν τον μύθο της ενιαίας και συμπαγούς ευρωπαϊκής ταυτότητας. Καταρχήν, η ευρωπαϊκή ήπειρος διακρίνεται από πολιτισμική ετερογένεια και πολυμορφία. Η ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη ισορροπεί από τη μία πλευρά ανάμεσα στις εθνοθρησκευτικές και γλωσσικές ιδιαιτερότητες και από την άλλη, στη συνείδηση της ευρωπαϊκής συνοχής και αλληλεγγύης. Παράλληλα, όλες οι μέχρι σήμερα απόπειρες ενοποίησης των ευρωπαϊκών κρατών ήταν απόρροια συγκεκαλυμμένων εθνικιστικών στρατηγικών με απώτερο στόχο τη διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας επιβεβλημένης άνωθεν από διάφορους παράγοντες και υπό αυτή την έννοια είχαν καταναγκαστικό χαρακτήρα. Στον αντίποδα της ενοποίησης προέβαλλε δυναμικά η πολιτισμική περιχαράκωση των επιμέρους εθνικών ταυτοτήτων και η ευλαβική τήρηση της πολιτισμικής τους παράδοσης, υπογραμμίζοντας έτσι την πολιτισμική ιδιαιτερότητα και αυτονομίας και την έννοια της πολυπολιτισμικότητας και το σεβασμο της εθνικής και πολιτισμικής διαφοράς. Στο πλαίσιο που η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση εκπορεύεται από την ανάγκη του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού των ευρωπαϊκών λαών και είναι αποτέλεσμα πολιτικής βούλησης, η ευρωπαϊκή ιδέα διαμορφώνεται πάνω σε πέντε άξονες. Αυτοί είναι η γεωγραφική θέση, η χριστιανική θρησκεία, η μοναδικότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η κοινή ιστορία και το ιδεώδες μιας ενιαίας πολιτικής οντότητας. Εφόσον, η πολιτισμική ενότητα ή ο συγκερασμός των πολιτισμικών αντιθέσεων των ευρωπαϊκών λαών δεν αποτελούν το θεμέλιο λίθο της ευρωπαϊκής ιδιαιτερότητας, αλλά αντίθετα αυτή βασίζεται στην πολιτισμική ποικιλομορφία της Γηραιάς Ηπείρου, η ποικιλομορφία αυτή πρέπει να ενισχύεται και να επεκτείνεται σεβόμενη την πολιτισμική ιδιαιτερότητα και πολυμορφία. Ταυτόχρονα, όμως, ο σεβασμός της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας πρέπει να επιτρέπει την αμφίδρομη επικοινωνία ανάμεσα στις πολιτισμικές ταυτότητες. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως πολιτική κοινότητα και υπερεθνικός οργανισμός είναι η συγκρότηση μιας στοιχειώδους συνεκτικής βάσης που θα διασφαλίζεται μέσα από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων. 85
To δεύτερο ερμηνευτικό σχήμα35 εκλαμβάνει ως «δεδομένη την ύπαρξη κοινής ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας, η οποία διακρίνεται δήθεν με σαφήνεια από την εκάστοτε πολιτισμική ετερότητα. Προσεγγίζει, δηλαδή, την Ευρώπη ως αυθύπαρκτη ιστορική οντότητα, ως 'κοινότητα κουλτούρας και ιστορίας', που αφυπνίζεται από την ιστορική αναγκαιότητα, προκειμένου να διαδραματίσει τον εντεταλμένο ιστορικό της ρόλο». Υπό αυτό το πρίσμα, οι διαδικασίες της οικονομικής και της πολιτικής ενοποίησης των ευρωπαϊκών κρατών είναι το αποτέλεσμα, οι οποίες αρθρώνονται σε τέσσερις επιμέρους φάσεις. Κατά την πρώτη φάση, τα έθνη της Δυτικής Ευρώπης, κατά κύριο λόγο, συνειδητοποιούν τη γεωγραφική, φυλετική και πολιτισμική ενότητά τους. Στο πλαίσιο αυτής της συνειδητοποίησης υπερτιμάται η Δύση έναντι του υποδεέστερου «Άλλου». Η δεύτερη φάση εκτείνεται χρονικά από το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, το 1957. Οι καταστροφικές συνέπειες που άφησαν πίσω τους οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση του ρόλου της Ευρώπης στο διεθνές στερέωμα, τροφοδοτούν τις πρώτες οργανωμένες προσπάθειες συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Η τρίτη φάση ξεκινά στις 25 Μαρτίου 1957, με την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και τελειώνει στις 7 Φεβρουαρίου 1992, με την υπογραφή της Συνθήκης του Maastricht. H ημερομηνία αυτή σηματοδοτεί την έναρξη λειτουργίας της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και τη μετατροπή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) σε Ευρωπαϊκή Ένωση. Η περίοδος αυτή διακρίνεται από τις έντονες προσπάθειες προς την κατεύθυνση της οικονομικής ενοποίησης και της υπερεθνικής πολιτικής οργάνωσης. 35
Κόκκινος Γιώργος, Αναζητώντας την ενότητα στην πολυμορφία-Οι αντινομίες της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας και η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2000, κεφ. Γ' «Σπερματικές μορφές της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης: Θεσμικές πρωτοβουλίες στην πορεία για μια εναλλακτική ευρωπαϊκή πολιτική ουτοπία- Θεωρίες της αφύπνισης και της κατασκευής της ευρωπαϊκής ταυτότητας», σ.σ. 125-129. 86
Τέλος, η τέταρτη φάση έχει ως αφετηρία τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, που υπεγράφη την 1η Μαΐου 1999 και διαπραγματεύεται τη διεύρυνση των παραμέτρων της Συνθήκης του Maastricht. Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της φάσης είναι οι έντονες διεργασίες για την πολιτική ενοποίηση των ευρωπαϊκών κρατών. Πρόκειται για μια διαδικασία που στηρίζεται, από τη μία, στο δίπολο της υπερεθνικής ολοκλήρωσης και από την άλλη, στο σεβασμό της πολιτισμικής πολυμορφίας των κρατών- μελών. Αυτό είναι εμφανές από την προσπάθεια των ευρωπαίων ηγετών για την αναδιοργάνωση της Ε.Ε., με τη θέσπιση κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας καθώς και με την ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα των θεσμικών οργάνων. Είναι, όμως, δυνατόν να γραφτεί μια «κοινή ιστορία» για το «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι»; Χαρακτηριστική είναι η απάντηση ενός δημοσιογράφου του πρακτορείου «Νόβοστι» της Μόσχας, ο οποίος όταν, γύρω στα τέλη του 1989, ρωτήθηκε ποια θεωρούσε ότι ήταν τα όρια του «κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού» απάντησε ότι, προφανώς, η Σιβηρία περιλαμβάνεται στα όριά της, μια και είναι το ίδιο ρωσική όσο και η Ρωσία. Όσο για τον Καύκασο ή την κεντρική Ασία, πρόσθεσε, εφ' όσον η Ευρώπη αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να δεχτεί στους κόλπους της την Τουρκία, στο όνομα ποιας αρχής θα έπρεπε να εξαιρεθούν οι λαοί του Καυκάσου; To παράδειγμα αυτό υπογραμμίζει τον τεχνητό χαρακτήρα των κάθε λογής οριοθετήσεων και των ταξινομήσεων. Σήμερα με τις ανακατατάξεις που συμβαίνουν στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, αποτελεί αναγκαιότητα η γεω-ιστορική ανάλυση του ευρωπαϊκού χώρου. Μια τέτοια καταγραφή είναι εξίσου απαραίτητη τόσο για την Κεντρική, τη Δυτική όσο και για τη Νότια Ευρώπη. Η Χώρα των Βάσκων, η Φλάνδρα, η Σικελία μερικά μόνο παραδείγματα ανάμεσα στα πολλά- βιώνουν σήμερα συγκρούσεις που δεν έχουν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Στην καταγραφή αυτών των συγκρούσεων καθώς και στην περιδιάβαση του χώρου θα πρέπει να προστεθεί απαραίτητα μια αναφορά που να αντιπαραθέτει τις διαφορετικές μνήμες των λαών, κοινοτήτων και εθνών αλλά και Εκκλησιών, διε87
θνών οργανώσεων κ.ά. Για παράδειγμα, η ιστορία μιας κατακτητικής και κυρίαρχης Ευρώπης όπως παρουσιάστηκε από τους Ευρωπαίους μελετητές θα μπορούσε να αντιπαραβληθεί με μιαν άλλη ιστορία της Ευρώπης, όπως τη βλέπουν οι «Άλλοι», αυτοί που βρίσκονται εκτός ευρωπαϊκών συνόρων, οι Ινδιάνοι, οι Αφρικανοί, οι Άραβες. Η μελέτη της ευρωπαϊκής ιστορίας έχει αποδείξει περίτρανα ότι όλοι εκείνοι οι παράγοντες που λειτούργησαν ενισχυτικά υπέρ της διαμόρφωσης μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας δηλαδή οι γλωσσικές διαφορές, η θρησκευτική πολυμορφία, οι διαφορετικές αξίες και παραδόσεις, τα ήθη και έθιμα- ήταν και αυτοί που λειτούργησαν αποτρεπτικά. Τρεις ήταν οι πιο χαρακτηριστικές απόπειρες προς την ενότητα της ευρωπαϊκής ηπείρου, στις οποίες αποδείχτηκε περίτρανα ότι, κάθε φορά, τα έθνη υπερίσχυσαν των προσπαθειών ενότητας, ενοποίησης ή ομοσπονδιοποίησης. Η πρώτη έγινε από το Χριστιανισμό έπειτα από το «διαζύγιο» Ανατολής και Δύσης κατά τη βυζαντινή εποχή. Η προσπάθεια αυτή διεκόπη από τη Μεταρρύθμιση. Τις παλιές αντιθέσεις ανάμεσα στη Μεσόγειο και τον περίγυρό της αντικατέστησαν οι αντιθέσεις Ανατολής και Δύσης και αργότερα στη Δύση, η αντίθεση ανάμεσα στις χώρες του Βορρά και του Νότου. Η δεύτερη απόπειρα ενοποίησης ήταν εκείνη που έγινε την εποχή του Διαφωτισμού, με τη διάδοση μιας ενιαίας παιδείας στις ευρωπαϊκές ελίτ. Αλλά και αυτή έπεσε θύμα των δημοκρατικών και εθνικών κινημάτων που γεννήθηκαν από τη Γαλλική Επανάσταση. Κατόπιν, οι ναπολεόντειοι πόλεμοι ώθησαν τις διάφορες εθνικές ταυτότητες να αντιμάχονται η μία την άλλη. Τέλος, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι συνέτριψαν την οικονομική ενότητα που είχε επιβάλει ο θρίαμβος του καπιταλισμού. Η πορεία προς την οικονομική ενοποίηση είχε ως αναπάντεχη συνέπεια να αναθερμάνει τον εθνικισμό σε κράτη που άρχισαν να αισθάνονται ότι απειλούνται, εφ' όσον οι πληθυσμοί τους ένιωσαν ότι κινδύνευε η ίδια τους η ύπαρξη. Κατ' επέκταση, η κίνηση αυτή αναζωογόνησε τις περιφέρειες επαρχίες ή εθνότητες μέσα στους κόλπους των μεγάλων κρατών. Το ίδιο ισχύει και σήμερα που η ενοποίηση μέσω της επιστήμης και της 88
επικοινωνίας αλλά και μέσω της οικονομίας, υποδαυλίζουν κινήσεις αντίθετες προς κάθε είδους ενοποίηση. Είναι σίγουρο ότι οι τεχνοκράτες, που στις Βρυξέλλες οικοδομούν την ενωμένη Ευρώπη, εθελοτυφλούν αν δεν διαβλέπουν ότι η ευρωπαϊκή οικοδόμηση είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη αν δεν λάβει υπ' όψιν της τις πραγματικές ανάγκες των κοινωνικών ομάδων και των λαών των οποίων η πολιτισμική παράδοση κινδυνεύει να αφομοιωθεί από την πολιτισμική ομογενοποίηση. Αρκεί να θυμηθούμε ότι μπορεί μεν η προσπάθεια για την ευρωπαϊκή ενοποίηση να αναθερμάνθηκε πάνω στα ερείπια που άφησε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και στην ανάγκη των λαών να ζήσουν σε μια ειρηνική ήπειρο, αλλά η ιδέα αυτή του Jean Monnet συνδέθηκε με ένα πολιτικό σχέδιο το οποίο επεξεργάστηκαν οι Αλτσίντε ντε Γκάσπαρι, ο Robert Schuman και ο Conrad Adenauer, ο στόχος των οποίων, στα 1950, ήταν να φράξει τον δρόμο στην άνοδο του κομμουνισμού. Φυσικά, κατόπιν εξελίχθηκε σε ένα σχέδιο με στόχο την οικονομική διασφάλιση της Ευρώπης. Ύστερα, ξαναπέκτησε πολιτική διάσταση ενώπιον των κινδύνων που αντιπροσώπευε η σοβιετική δύναμη και η αμερικανική οικονομία. Τους παλιότερους φόβους ήρθε να αντικαταστήσει η απειλή από την πανίσχυρη ιαπωνική οικονομία. Αποτέλεσμα είναι σήμερα, ακόμη και έπειτα από την εξαφάνιση της σοβιετικής απειλής, να μην ξέρουμε πια εναντίον ποιου ακριβώς θέλουμε να οικοδομήσουμε την Ευρώπη. Μπορεί ο 20ος αιώνας να σηματοδοτήθηκε από το επίτευγμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, δεν πρέπει, ωστόσο, να λησμονούμε και την απάνθρωπη πλευρά του. Αυτή που «εφηύρε» τον θάλαμο αερίων και τον ολοκληρωτικό πόλεμο, την κρατικά οργανωμένη γενοκτονία και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την πλύση εγκεφάλου και την χειραγώγηση ολόκληρων πληθυσμών. Αυτός ο αιώνας «παρήγαγε» περισσότερα θύματα, περισσότερους πεσόντες στρατιώτες, περισσότερους δολοφονημένους πολίτες, νεκρούς αμάχους, περισσότερους πολιτικούς κρατούμενους από όσους θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Εδώ ακριβώς τοποθετείται το ερώτημα που διατύπωσε εύλογα ο Habermas: «Μήπως διδαχθήκαμε από τις καταστροφές του
89
πρώτου μισού του 20ου αιώνα;»36. Και αμέσως δίνεται η απάντηση: «Οι λαοί που συμμετείχαν άμεσα και υπέστησαν τις καταστροφές χρειάστηκαν ασφαλώς δεκαετίες για να συνειδητοποιήσουν την έκταση του τρόμου που αισθάνονταν μόνο θολά, του τρόμου που κορυφώθηκε με τη συστηματική εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης. Αλλά αυτό το έστω απωθημένο σοκ απελευθέρωσε στη συνέχεια δυνάμεις και τελικά επέτρεψε σωστές εκτιμήσεις, οι οποίες στο δεύτερο μισό του αιώνα οδήγησαν στην καμπή του τρομακτικού δράματος. Για τα έθνη που το 1914 έσυραν τον κόσμο σε έναν πόλεμο χωρίς τεχνολογικούς περιορισμούς και για τους λαούς που μετά το 1939 βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα μαζικά εγκλήματα ενός ιδεολογικά απεριόριστου εξοντωτικού πολέμου το έτος 1945 σημαδεύει μια καμπή, μια στροφή προς το καλύτερο». Ένας από τους κυρίαρχους στόχους και πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να εντοπιστούν και να προβληθούν τα «κοινά ιδεώδη» των ευρωπαίων πολιτών, όλες αυτές οι ιδέες και οι αξίες που συγκροτούν την «πολιτισμική κοινότητα» των λαών των κρατών μελών. Ένα από τα πιο ακανθώδη θέματα που ταλανίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι και αυτό του ορισμού της «ευρωπαϊκής ταυτότητας», και ειδικότερα της «ευρωπαϊκής ιθαγένειας», ενώ απασχολεί ιδιαίτερα η εγκαθίδρυση των συνόρων, εντός των οποίων θα «επικρατήσει». Τα τελευταία χρόνια, η έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας προσεγγίζεται μέσα από την «πολιτισμική ιθαγένεια», καθώς έχει διαπιστωθεί ότι η οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής πολιτικής κοινότητας δεν θα είναι ποτέ εφικτή αν δεν στηρίζεται στην πολιτισμική ποικιλομορφία των κρατών- μελών και στη δημιουργία μιας, όσο αυτό είναι δυνατό, πολιτισμικής ενότητας. Η πολιτισμική ιθαγένεια είναι μία ευρεία έννοια, η οποία επιδέχεται διάφορες ερμηνείες στην Ευρώπη. Η Soledad Gaia επιχειρεί τον ακόλουθο ορισμό: «πρόκειται για μια σειρά ουσιαστικών δικαιωμάτων, τα οποία οφείλουν να καθιστούν δυνατή την ανάπτυξη περισσότερο εύκαμπτων και πλουραλιστικών τρόπων έκφρασης. Και προσθέτει: «αν δεχθούμε την πολυμορ36
Βλ. Habermas Jϋrgen, Ο μεταεθνικός αστερισμός, Πόλις, Αθήνα 2003, κεφ. 3 «Μπορούμε να διδαχθούμε από τις καταστροφές; Μια αναδρομή στο σύντομο 20ο αιώνα ως προσπάθεια διάγνωσης της εποχής», σ. 80. 90
φία και τον πολυκεντρισμό ως σφραγίδες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, το ερώτημα που προκύπτει είναι με ποιον τρόπο θα κάνουμε τον επικοινωνιακό πλουραλισμό εφικτό και ποια επίσημα και ανεπίσημα δίκτυα είναι πιθανότερο ότι θα προωθήσουν τη συμμετοχή των πολιτών στην ευρωπαϊκή πολιτική και κοινωνική κοινότητα»37. Είναι ευδιάκριτη μια «ευρωπαϊκή ταυτότητα» δομημένη πάνω σε συγκεκριμένες αξίες και κοινό ιστορικό παρελθόν; Στην Ευρώπη δεν υπήρχε μία, υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη πολλές συλλογικές ταυτότητες. Η πλειονότητα των Ευρωπαίων, άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα και κάθε μορφωτικού επιπέδου, περιφρονούσαν ανέκαθεν ως κατώτερους όχι μόνο τους Αφρικανούς, τους Ασιάτες και τους Εβραίους, αλλά και ορισμένους άλλους Ευρωπαίους· όσους θεωρούσαν, κατά καιρούς, υπανάπτυκτους - άρα, μη Ευρωπαίους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο οι Ευρωπαίοι διαχωρίζουν την ήπειρό τους ακόμη και σήμερα, ταξινομώντας και ιεραρχώντας τα τμήματά της με αξιοθαύμαστη μεροληψία. Η Ανατολική Ευρώπη περιφρονείται ως οπισθοδρομική και υπανάπτυκτη, ενίοτε ως ορθόδοξη, ακόμη και ως σλαβική. Στη Νότια Ευρώπη εξάλλου κατατάσσονται οι χώρες των οποίων οι κοινωνίες και οι οικονομίες θεωρούνται, ακόμη και σήμερα, σχετικά καθυστερημένες: η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ελλάδα, για ορισμένους ακόμη και η Ιταλία του Νότου. Η Βαλκανική χερσόνησος απορρίπτεται βεβαίως ως μία κόλαση οικονομικής ένδειας, σοβινιστικού μίσους και αλληλοσπαραγμού, πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου. Και από την άλλη πλευρά τοποθετείται η Ευρώπη της Δύσης και του Βορρά: εξελιγμένη, ανεπτυγμένη, πλούσια, προοδευτική, πειθαρχημένη, εργατική, παραγωγική, μορφωμένη, με μίαλέξη, «πολιτισμένη». Οι διαχωρισμοί αυτοί περιέχουν κάποια ψήγματα αλήθειας· όπως είναι, π.χ., η σχετική οικονομική και κοινωνική στέρηση ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών ή οι υπαρκτές ενδοβαλκανικές αντιπαλότητες. Αυτά τα ψήγματα αλήθειας επικαλούνταν α37
Garc|ia Soledad, «Είδωλα της Ευρώπης», στο Ελληνική Πολιτισμική Ταυτότητα και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών, Αθήνα 1993, σ. 131. 91
νέκαθεν όσοι νομιμοποιούσαν έτσι την περιφρόνηση της «πολιτισμένης» Ευρώπης για την «απολίτιστη», αντιστρέφοντας και συγκαλύπτοντας ταυτοχρόνως την ιστορική αλήθεια: ότι η στέρηση ορισμένων χωρών της «άλλης» Ευρώπης οφείλεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, στον αποκλεισμό τους από την «πολιτισμένη»· στο ότι ήταν ιστορικά πεδία ανταγωνισμών και οικονομικής εκμετάλλευσης, πολέμων ή και κατακτήσεων. Ακραίο παράδειγμα ενδοευρωπαϊκού σοβινισμού είναι η σχέση της Ρωσίας με τη λοιπή Ευρώπη. Από τον 19ο αιώνα και ύστερα, οι Δυτικοευρωπαίοι απέδωσαν στην «Πολική Άρκτο» μια επίφοβη επεκτατική επιθετικότητα. Και ο μεν ρωσικός πανσλαβισμός υπήρχε στη σκέψη ορισμένων Ρώσων, όπως υπήρχαν και ο πανγερμανισμός και το μεγαλείο της Γαλλίας και η βικτοριανή βρετανική ανωτερότητα και το μεγαλείον της ελληνικής φυλής. Η δε ρωσική επιθετικότητα ήταν ευθέως ανάλογη με τη δυτική: αυτήν που υπέστη η Ρωσία στους τέσσερις μείζονες ευρωπαϊκούς πολέμους των δύο τελευταίων αιώνων, με αποκορύφωμα τις αντίστοιχες εισβολές επί ρωσικού εδάφους: τη ναπολεόντεια, την κριμαϊκή, την αντικομμουνιστική του 1917 και, τέλος, τη χιτλερική. Αυτά δεν καθιστούν, βεβαίως, την «Αγία Ρωσία» περισσότερο ή λιγότερο αγία από τη λοιπή Ευρώπη: σημαίνουν απλώς ότι οι επιθετικότητες αντανακλώνται αμοιβαίως, όπως και οι ιδεολογίες και οι συλλογικές ταυτότητες· και ότι μια ιδεολογία ευρωπαϊκής ταυτότητας που θα απέκλειε τη Ρωσία λόγω «επιθετικότητας» θα ήταν τόσο κίβδηλη όσο μια άλλη που θα απέκλειε τη Γερμανία για τον ίδιο λόγο. Αλλά οι πολιτικές αυτές προκαταλήψεις ριζώνουν πολύ βαθύτερα: στο συλλογικό ασύνειδο της Ευρώπης, αν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Οι Δυτικοευρωπαίοι αντιμετώπιζαν ανέκαθεν τους Ρώσους ως μία μάζα «ημιευρωπαίων» ημιβάρβαρων Σλάβων. Οι προκαταλήψεις αυτές παραμένουν ολοζώντανες ακόμη και στις μέρες μας, παρά την καταλυτική παρουσία, στην ιστορία της Ευρώπης, του Τουργκένιεφ, του Ντοστογέφσκι, του Πούσκιν, του Τολστόι, του Τσέχοφ, του Ναμπόκοφ· παρά τον Σκριάμπιν, τον Τσαϊκόφσκι, τον Στραβίνσκι, τον Σοστακόβιτς· παρά τους πρωτοπόρους της αφηρημένης τέχνης, τον Καντίνσκι και τον Μάλεβιτς - για να αναφέρουμε μόνο λίγα από τα γνωστότερα ονόματα της ιστο92
ρίας των γραμμάτων και των τεχνών. Ή μήπως δεν είναι αυτή η ιστορία ευρωπαϊκή; Ή μήπως τα ονόματα αυτά δεν περιλαμβάνονται στον ευρωπαϊκό πολιτισμό; Και δεν θα ήταν άραγε κίβδηλη μια ιδεολογία ευρωπαϊκής ταυτότητας που θα απέκλειε τη Ρωσία λόγω κουλτούρας, λόγω μιας δήθεν θεμελιώδους πολιτισμικής διαφοράς; Και γιατί άραγε δεν θα έπρεπε, με την ίδια λογική, να αποκλειστούν, π.χ. η Πολωνία, οι βαλτικές χώρες, η Φινλανδία, η Ιρλανδία, η Κύπρος; Σύμφωνα, με ορισμένους επιφανείς Ευρωπαίους, το ευρωπαϊκό όραμα του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, από το Victor Hugo ως τον Paul Valery, έχει κάποια σημασία αλλά μάλλον δεν πρέπει να λαμβάνεται υπ' όψιν γιατί έχει ρίζες ελληνορωμαϊκές. Η Ευρώπη, δηλαδή, θα πρέπει να αποβάλει από τους κόλπους της και να αγνοήσει τις ιστορικές καταβολές που προέρχονται από την Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο. Πρωτεργάτης σε αυτό είναι ο γάλλος ιστορικός Jean Baptiste Duroselle, ο οποίος -με κοινοτική επιχορήγηση- καθιέρωσε ως έναρξη της ευρωπαϊκής ιστορίας την εποχή του Καρλομάγνου. Αυτός, επίσης, επέβαλε την άποψη ότι η ιστορία δεν είναι οι ιδέες, η παιδεία, το πνεύμα και οι τέχνες αλλά απλώς και μόνον τα μνημεία. Τα αρχαία επικά δημιουργήματα, οι αρχαίες τραγωδίες, η φιλοσοφία, τα μαθηματικά και η γεωμετρία, οι πολιτικές θεωρίες, ο Πυθαγόρας και ο Ηράκλειτος, η αμφιβολία και η πίστη, το γνώθι σαυτόν τίθενται αυτομάτως εκτός ευρωπαϊκής ιστορίας. Ο Duroselle εισηγήθηκε, επίσης, ότι «η έννοια 'ευρωπαϊκή ταυτότητα' είναι ενοχλητική, εφ' όσον δεν υπάρχει μία ευρωπαϊκή παιδεία αλλά πολλές»38. Με άλλα λόγια, κάποιοι αποκλείουν από το «Μουσείο της Ευρώπης» ένα μεγάλο κομμάτι του λεγόμενου ευρωπαϊκού πολιτισμού, τον αρχαιοελληνικό και το βυζαντινό, που θεωρούνται - και χρησιμοποιούνται για την άσκηση πολιτικής, ειδικότερα ο αρχαιοελληνικός- ένας από τους θεμέλιους λίθους της σύγχρονης «ευρωπαϊκής ταυτότητας». Έτσι, λοιπόν, δεν έχουν θέση στην Ευρώπη, η αρχαία Ελλάδα, η Ρώμη και το Βυζάντιο, που είναι «αντιευρωπαϊκοί πολιτισμοί», επειδή «η διχοτόμηση Ελλήνων και βαρβάρων απέκλειε τη δημιουργία ευρωπαϊκής 38
Βεργόπουλος Κώστας, Ποιος φοβάται την Ευρώπη - Ανατομία ενός μύθου, Νέα Σύνορα -Λιβάνης, Αθήνα 2000, σ.σ. 87- 88. 93
συνείδησης» - συνείδησης, που δεν την ευνόησε ούτε η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Και, φυσικά, απορρίπτεται και η συνέχεια των Ελλήνων και Ρωμαίων, το Βυζάντιο, που ήταν «εχθρός της Ευρώπης, αντίστοιχος με το Ισλάμ και την Ασία»... Για να είμαστε «Ευρωπαίοι» θα πρέπει να γνωρίζουμε τα κοινά μας στοιχεία, την καταγωγή μας, ποια είναι, όπως λένε, η «ταυτότητά» μας ως Ευρωπαίων - να καλλιεργήσουμε, δηλαδή, ένα αίσθημα αυτογνωσίας. Είναι η προϋπόθεση για να διατηρήσουμε από το παρελθόν και από το παρόν ό,τι μας αξίζει, να απορρίψουμε όσα καταδικάζουμε ή απλώς δεν εγκρίνουμε· να αναμορφώσουμε έτσι, όλοι μαζί, την ευρωπαϊκή μας ταυτότητα· και να οικοδομήσουμε ως πολίτες της Ευρώπης ένα καλύτερο μέλλον. Διαπιστώνεται σήμερα, 47 χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για ευρωπαϊκή πατρίδα με την έννοια της εθνικής πατρίδας και τα συναισθήματα αυτοθυσίας και αυταπάρνησης που αυτή εγείρει στους πολίτες κάθε κράτους. Οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν την Ευρώπη με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με την εθνική τους πατρίδα. Δεν βλέπουν σε αυτή τα εθνικά τους σύμβολα, τα οποία παραπέμπουν σε ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό υπόβαθρο, ούτε γεννά εκείνο το έντονο και αδιαφιλονίκητο συναίσθημα πατριωτισμού και προάσπισης των εθνικών συμφερόντων. Κι αυτό ακριβώς είναι το τρωτό σημείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αδυναμία να συγκροτήσει μια ισχύ τέτοιου βεληνεκούς. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ο ευρωπαϊκός πατριωτισμός αναχαιτίζεται επίσης καταλυτικά από την απουσία στόχων και οράματος, πέραν των οικονομικών και κυρίως των νομισματικών δεικτών. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης περί Ευρώπης στη γαλλική Εθνοσυνέλευση, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Giscard d' Estaing επεσήμανε ότι η «απουσία ευρωπαϊκών στόχων έχει οδηγήσει σε υποβάθμιση του πολιτιστικού προσώπου της Ένωσης, ώστε η Ευρώπη να μην αιφνιδιάζεται με την ενδεχόμενη επέκτασή της προς την Τουρκία». Ενόσω διατηρείται και ενισχύεται αβεβαιότητα για το πολιτισμικό υπόβαθρο της μελλοντικής Ευρώπης, πώς είναι δυνατό να αναφέρονται σε αυτή μαζικά πολιτικά κινήματα που από τη φύση τους συνδέονται με οράματα και ιδανικά επί ορι94
σμένου εδάφους; Μέχρι σήμερα, τα σύνορα της Ευρώπης δεν ορίζονται σαφώς, είναι ρευστά. Όμως, τα ευδιάκριτα σύνορα, η ιστορία και η γεωγραφία, είναι οι κινητήριες δυνάμεις του ευρωπαϊκού πατριωτισμού. Κι εφόσον πρωτεύον για τη συγκρότηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας είναι το πολιτιστικό στοιχείο, δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει απόλυτη σύγκληση σε μια Ευρώπη με τόσο μεγάλη πολιτιστική πολυμορφία. Ο Γάλλος Πρωθυπουργός Jospin, στο ζήτημα του ευρωπαϊκού πατριωτισμού, απαντά ως εξής: «Δεν γνωρίζω αν υπάρχει μια αδιάκοπη όλο και στενότερη ενοποίηση μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Δεν γνωρίζω αν ευσταθεί η έννοια 'ευρωπαϊκή κοινωνία' ούτε η έννοια 'ευρωπαϊκή ψυχή'. Δεν γνωρίζω αν μετά από 50 χρόνια τα έθνη μας πρόκειται να συγχωνευθούν στο ευρωπαϊκό χωνευτήρι. Πάντως μπορώ να διαβεβαιώσω ότι σήμερα δεν βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο κι επίσης ότι εγώ τουλάχιστον δεν θα ευχόμουν να φτάσουμε εκεί. Δεν επιθυμούμε καθόλου η ευρωπαϊκή ιδιότητα να μας στερεί την ιδιαίτερη εθνικότητά μας. Παραμένουμε πιστοί στα εθνικά δημοκρατικά μας πλαίσια. Άραγε τα οικονομικά συμφέροντα θα μπορέσουν στο μέλλον να δημιουργήσουν αίσθημα ευρωπαϊκής ταυτότητας; Δεν το γνωρίζω!». Οι απαντήσεις αυτές υποχρέωσαν την εφημερίδα Le Monde να συμπεράνει: «Η ευρωπαϊκή ταυτότητα αποβαίνει στην εποχή μας όλο και λιγότερο προφανής μέσα σε μια Ευρώπη όλο και περισσότερο αβέβαιη, με κύρια ανεπίλητα προβλήματα τη δημιουργία ευρωπαϊκών θεσμών, τον καθορισμό ευρωπαϊκών συνόρων, την προσαρμογή της ηπείρου στην παγκοσμιοποίηση»39. Πού άραγε μπορεί να στηριχθεί σήμερα η ευρωπαϊκή ταυτότητα; Όχι στο επιχείρημα της ύπαρξης μιας ιστορικής κοινότητας. Κάθε ταυτότητα είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ιστορία και η ιστορία της Γηραιάς Ηπείρου είναι γεμάτη με διχασμούς και πολέμους. Χρειάζεται ιδιαίτερη τόλμη από την πλευρά των Ευρωπαίων να διαγράψουν από την ιστορική τους μνήμη αυτό το τραυματικό παρελθόν και να οικοδομήσουν ένα ενιαίο ευρωπαϊκό μέλλον που θα στηρίζεται στην ανοχή και στον σεβα39
Εφημερίδα Le Monde, 22 Μαρτίου 2000, στο Βεργόπουλος Κώστας, Ποιος φοβάται την Ευρώπη Ανατομία ενός μύθου, Νέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα 2000, σ. 67. 95
σμό των μεταξύ τους διαφορών. Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθώντας να πείσει τους πολίτες της ότι έχουν μια ενιαία ευρωπαϊκή ταυτότητα, παραμερίζει ουσιαστικά ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ιστορίας, προκειμένου να νομιμοποιήσει εύκολα και σύντομα τους νέους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση για να ευδοκιμήσει χρειάζεται να διαμορφώσει μια ρεαλιστική ευρωπαϊκή ταυτότητα στηριγμένη στην ιστορία και όχι στην προκατάληψη. Η ιστορική γνώση είναι ο μόνος τρόπος να λήξουν όλες αυτές οι ατέρμονες συζητήσεις σχετικά με το «λίκνο» του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο, αλλά και τη μεταγενέστερη μετατόπισή του στη Δύση και στον Βορρά, για τις «απαρχές» της ευρωπαϊκής ιδέας και τελικά για τα ιστορικά σύμβολα της σημερινής Ευρώπης. Η Ευρώπη δεν είναι η αντανάκλαση ενός μόνο πολιτισμού που γεννήθηκε σε τόπο μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Το ιστορικό σύμβολο της Ευρώπης δεν μπορεί να είναι ούτε η Αθήνα του Περικλέους ούτε η δημοκρατία της Ρώμης· ούτε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ούτε η συνέχειά της, δυτική ή βυζαντινή· ούτε η Ευρώπη των καθεδρικών ναών ούτε η νεότερη Δυτική Ευρώπη και ο πολιτισμός της. Η Ευρώπη είναι ένα σύμπλεγμα διαφορετικών πολιτισμικών δομών, διακρίνεται από μία πολυμορφία παραδόσεων και αξιών, που συνθέtουν από κοινού ένα οργανικό σύνολο. Η ενσωμάτωση των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης δημιουργεί νέα δεδομένα ως προς τη συγκρότηση ενός κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμικού υπόβαθρου. Ως αποτέλεσμα είναι πιθανόν να ελλοχεύουν κίνδυνοι για τους πολιτισμούς των μειονοτήτων στο μέλλον. Συγκεκριμένα, οι πολιτισμικές μειονότητες είναι δυνατόν να μην έχουν τρόπο έκφρασης στην ενωμένη Ευρώπη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η πολιτισμική παραγωγή τείνει να είναι ακριβότερη για τις πολιτισμικές μειονότητες, καθώς απαιτείται η μετάφρασή τους σε μία από τις γλώσσες της πλειοψηφίας, ώστε να γίνουν γνωστά στο ευρύτερο κοινό. Στο σημείο αυτό ελλοχεύει ο κίνδυνος οι πολιτισμικές παραγωγές και δημιουργίες των κοινοτήτων αυτών να μένουν στην αφάνεια και με την πάροδο του χρόνου πιθανόν να εξαφανίζονται. Προκειμένου να αποφευχθεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο και να διατηρηθεί η πολιτισμική 96
ποικιλομορφία, προέκυψε έντονο το αίτημα για έναν Ευρωπαϊκό Πολιτισμικό Χάρτη πρόσθετο στον Κοινωνικό. Οι στόχοι του Πολιτισμικού Χάρτη θα είναι «να εφαρμόσει μία νομική τάξη μέσω ενός συστήματος ποσοστώσεων προκειμένου να προστατευτούν οι πολιτισμικές μειονότητες και να ενθαρρυνθεί ένα εξισορροπημένο δίκτυο ευρωπαϊκών πολιτισμικών σχέσεων, οι οποίες θα ανακούφιζαν τον αυξανόμενο ριζοσπαστικό χαρακτήρα των πολιτισμικών συγκρούσεων». Η έντονη προσπάθεια που καταβάλλεται από την πλευρά των Βρυξελλών για τη δημιουργία πολιτισμικής ιθαγένειας συμβαδίζει με τον διακαή πόθο για την ενίσχυση της περιφερειακής συνείδησης και των περιφερειακών θεσμών με απώτερο στόχο να ενδυναμωθεί η ευρωπαϊκή ενότητα και σταθερότητα. Το βασικό επιχείρημα σε αυτή την περίπτωση είναι ότι, «μπροστά στις φυγόκεντρες εθνικές δυνάμεις που λειτουργούν σήμερα στην Ανατολική Ευρώπη κάτω από διάφορες εθνικιστικές σημαίες, η περιφερειακή διάσταση είναι δυνατό να προσφέρει ένα νέο μέσο ολοκλήρωσης, παράλληλο με αυτό των εθνικών και υπερεθνικών οργανώσεων. Η περιφερειακή συνείδηση δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως οπισθοδρόμηση σε μία παθολογική έκφραση εθνικής συνείδησης αλλά αντιθέτως ως μία κίνηση προς μία πιο δυναμική μορφή οικονομικής και πολιτισμικής ολοκλήρωσης». Στην Ευρώπη σημειώνεται μια αξιόλογη ανάπτυξη τόσο των παραδοσιακών όσο και των νέων πολιτισμικών ρευμάτων, τα οποία συνεργάζονται με φορείς της εκπαίδευσης, των τεχνών και των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Στόχος είναι η διατήρηση της πολιτισμικής κληρονομιάς του καθώς και των πολιτισμικών χαρακτηριστικών των κρατών και η διατήρηση και διάδοσή τους εντός των ορίων της διευρυμένης Ευρώπης. Οι περιφερειακές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλούνται να στραφούν στην ενίσχυση των τοπικών-εθνικών πολιτισμικών δικτύων, διότι η σύγχρονη Ευρώπη είναι απαραίτητο να οικοδομηθεί πάνω στον άξονα της πολιτισμικής ποικιλομορφίας των κρατών- μελών της. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα θεωρήσει κάθε εταίρος ότι συμμετέχει ενεργά στην συγκρότηση μιας «ευρωπαϊκής κοινωνίας των εθνών», όπου μέσω της πολιτιστικής του ετερογένειας συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας ευρω97
παϊκής ταυτότητας. To καίριο, λοιπόν, ερώτημα που τοποθετείται στο επίκεντρο αυτής της έντονης συζήτησης περί κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας είναι αν τελικά η Ευρωπαϊκή Ένωση θα γίνει ένα υπερεθνικό κράτος ή μία ομοσπονδία εθνικών κρατών. Μπορούμε, δηλαδή, να μιλάμε για ευρωκεντρισμό ή για ευρωπλουραλισμό; Η απάντηση δεν είναι απλή και εύκολη. Τη στιγμή που ο καθένας βλέπει την Ευρώπη σαν τη σπηλιά των θησαυρών του μέλλοντος, να που το όραμα και η ιδέα της Ευρώπης αρχίζουν να κλυδωνίζονται και οι πολίτες αρχίζουν να αντιμετωπίζουν με καχυποψία την ενοποίηση των κρατών και την προοπτική να υπερβούν τα εθνικά τους όρια. Σαν η Ευρώπη να μην ήταν παρά ένα ιδεολογικό τέχνασμα, μια σύλληψη μεταβλητή, που δεν μπορούμε να την προσδιορίσουμε με ακριβή γεωγραφικά ή ιστορικά κριτήρια αλλά απλώς σε συνάρτηση με άμεσες πολιτικές αναγκαιότητες. Διαβάζοντας τους ιστορικούς εκείνους για τους οποίους «στο βάθος του Ευρωπαίου υπάρχει μια ζωική ορμή και ένστικτο (...) μια ορμή κυριαρχίας του κόσμου, του κόσμου που βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο, του κόσμου που βρίσκεται έξω από τα πράγματα» καταλαβαίνουμε πόσο διφορούμενο είναι το μοτίβο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Πόσο μπορεί να χρησιμεύσει ως κάλυμμα -και πρόσχημα- για να μεταμφιέσει τις δυσάρεστες πραγματικότητες. Με αυτόν τον τρόπο φωτίζονται οι λόγοι για τους οποίου ο ναζισμός χρησιμοποίησε ευρωπαϊκές αναφορές. Ο Γκέμπελς ήταν αυτός που επαναλάμβανε κάθε μέρα ότι το νόημα αυτού του πολέμου είναι το μέλλον της ίδιας της Ευρώπης. Στο Παρίσι, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, γίνονταν ευρωπαϊκές εκθέσεις και ένα από τα ιδεολογικά στηρίγματα των συνεργατών του κατακτητή ήταν ή συγκρότηση μιας «νέας Ευρώπης». Υπάρχει, βέβαια, ένας αρκετά ελκυστικός δρόμος για να επιλυθούν οι αντιθέσεις που εκρήγνυνται κάθε φορά που επιχειρείται μια ανάλυση αναζητώντας το νόημά τους. «Πρέπει να ξαναγράψουμε την Ιστορία», υπογραμμίζει ο Εντγκάρ Μορέν, «όπως το κάνει κάθε γενιά, σε συνάρτηση με τις εμπειρίες που βιώνει στο παρόν.,.Πρέπει να δράσουμε ανάδρομα από το παρόν στο παρελθόν για να μάθουμε τα κοινά που υπάρχουν, όχι 98
όμως σε πείσμα των διαφορών μας, αλλά κυρίως μέσα στις διαφορές και τους ανταγωνισμούς μας, και να δώσουμε σε εκείνο που μπορεί να φαίνονταν δευτερεύον ή επουσιώδες μια σημασία ή μιαν αξία κυρίαρχη για μας»204. Αυτή η τόσο σχετικιστική αντίληψη της Ιστορίας ανοίγει την πόρτα σε όλες τις λαθροχειρίες σχετικά με το παρελθόν, που λειτουργούν σε συνάρτηση με τις ανάγκες του παρόντος και τους στόχους που θέτουμε για το μέλλον. Από εδώ και στο εξής, εφ' όσον το μέλλον πρέπει να είναι η ενοποίηση της Ευρώπης, είναι απαραίτητο να «αναπλάσουμε» και να ξανασκεφτούμε το παρελθόν. Καταρχήν, ο καθένας μπορεί κατά βούληση να δει στο παρελθόν της Ευρώπης αυτό που θέλει για το μέλλον της. Έτσι για τον Πάπα, «η Ευρώπη είναι μια χριστιανική ήπειρος» και «ο Χριστιανισμός είναι αυτός που εδραίωσε τον πολιτισμό της και που θεμελίωσε την κοινή ταυτότητα των ευρωπαϊκών λαών». Καθώς, όμως, είναι θεμιτές και οι αντιφατικές θέσεις, ο Εντγκάρ Μορέν αντιθέτως υποστηρίζει ότι «η ευρωπαϊκή κουλτούρα. είναι κατά κύριο λόγο μια κουλτούρα εντελώς εκκοσμικευμένη»206. Για άλλους το μεγαλείο της Ευρώπης δεν μπορεί να αναδειχθεί παρά μόνο αν αυτή ανασυνδεθεί με τις ρίζες της, αν θυμηθεί ότι «η Ελλάδα υπήρξε το σπέρμα της Ευρώπης και μήτρα της η Ρώμη». Αυτή η «χρηστική» ανάγνωση της ευρωπαϊκής ιστορίας τοποθετεί την Ιστορία σε πλήρη εξάρτηση από τους «ιδεολόγους», ποικίλει ανάλογα με τις «ιδεολογίες». Και φτάνει στην άποψη που επεξεργάζονται ορισμένοι ιστορικοί, άποψη που συνδέεται στενότατα και πολιτικά με την ιδέα που θέλουν να έχουν για τη σημερινή Ευρώπη. Αποτέλεσμα είναι να βρίσκονται στην καρδιά της αντίθεσης που διαβρώνει τον ιστό των ευρωπαϊκών αξιών κι αφήνει να φανεί η βαρβαρότητα του Ολοκαυτώματος. Στόχος τους είναι να το εξοβελίσουν, να το πετάξουν έξω από την Ευρώπη, γεγονός που αθωώνει ταυτόχρονα και τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τη Γερμανία και παράλληλα επιτρέπει να ξαναβρεθεί η ιστορική συνέχεια ανάμεσα στο μυθικό παρελθόν μιας Ευρώπης πλούσιας σε ανθρωπιστικές αξίες και το παρόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλωστε δεν είχαν ήδη από παλιά, ακόμη και από τον καιρό του Ψυχρού Πολέμου, παρατηρήσει ότι τα κομμουνιστικά κράτη της Ανα99
τολικής Ευρώπης ακολουθούσαν με κάποιες μικρές διαφορές, τα ίχνη των συνόρων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου. To ουσιαστικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι το εξής: πώς θα διατηρηθεί και ως ποιο βαθμό, μετά την ολοκλήρωση-ενοποίηση, η ανεξαρτησία και η κυριαρχία των κρατών- μελών της Ένωσης, ιδιαίτερα των μικρότερων και ασθενέστερων, αλλά και πώς θα διασωθούν και ως ποιο βαθμό οι εθνικές ταυτότητες, ο πολιτιστικός πλούτος και η ποικιλομορφία των κρατών. Η μεγαλύτερη, λοιπόν, δυσκολία έγκειται στον καθορισμό των ορίων μεταξύ εθνικών κρατών και Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο συγκερασμό του εθνικού συμφέροντος με το πανευρωπαϊκό. Αυτό το ζήτημα ήταν και η αχίλλειος πτέρνα όλων των σχεδίων, των πρωτοβουλιών και των κινήσεων για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Χαρακτηριστικό είναι ότι όλες οι συζητήσεις σχετικά με τη θέση του «εθνικού κράτους» στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πολυεθνικού σχήματος γίνονται σε κλίμα έντονων αντιπαραθέσεων. Οι πολέμιοι της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης υποστηρίζουν ότι η διαδικασία της ολοκλήρωσης υποδαυλίζει τον σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ ατόμου και εθνικής ταυτότητας κι αυτό γιατί η ενοποίηση δεν αναζητείται ως απλή διεθνική ένωση, ως διπλασιασμός και μόνο των επιμέρους εθνικών κυριαρχιών αλλά ως υπερεθνική ένωση, δηλαδή ως ολοκλήρωση που υπονομεύει τις επιμέρους εθνικές κυριαρχίες. Στο πλαίσιο της Ε.Ε, δίπλα στον πολίτη κάθε έθνους- κράτους, αναδύεται και μία νέα ιδιότητα, αυτή του «ευρωπαίου πολίτη». Και στην έννοια αυτή είναι που εντοπίζουν κάποιοι την απάρνηση της εθνικής κυριαρχίας, η οποία αποτελεί συστατικό στοιχείο του έθνους-κράτους. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι ακόμη ορατή μια συγκροτημένη «ευρωπαϊκή πολιτιστική ταυτότητα», πάνω στην οποία θα μπορούσε να εδραιωθεί η ιδιότητα του «ευρωπαίου πολίτη». Κατά συνέπεια, αναπτύσσεται μια διαλεκτική με μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με το λεγόμενο πολύ-πολιτισμικό χαρακτήρα της Ε.Ε. Στους κύκλους των «αντι-ευρωπαϊστών» είναι διάχυτη η άποψη ότι όσοι μιλούν για μια ολοκληρωμένη, ενοποιημένη Ευρώπη, που ταυτόχρονα διαφυλάσσει και σέβεται τις επιμέρους 100
εθνικές ταυτότητες, είναι σαν να ξεχνούν ότι οι τελευταίες, οι εθνικές ταυτότητες, είναι κυρίως πολιτικές ταυτότητες. Διαμορφώθηκαν ιστορικά στη σκιά των εθνικών κρατών και, συνεπώς, μια διαδικασία υπονόμευσης των τελευταίων θα επηρεάσει τις πρώτες. Θεωρούν, δηλαδή, δεδομένη την υπέρβαση ή την ισοπέδωση των επιμέρους εθνικών ταυτοτήτων. Έτσι, οδηγούνται σε άλλα ερωτήματα που αφορούν στη ρευστή και αόριστη ακόμη έννοια του «ευρωπαίου πολίτη», η οποία θα στηρίζει την ιδιότητά του όχι στη συμμετοχή του στις επιμέρους κρατικές - εθνικές ταυτότητες, όχι πια στις εθνικές ταυτότητες, αλλά στην «υπό κατασκευή» ευρωπαϊκή ταυτότητα. Αυτή η «ευρωπαϊκή ταυτότητα» διαμορφώνεται και δια μέσου μιας σύγκρουσης με την εθνική ταυτότητα, καθώς υποστηρίζουν ότι η ολοκλήρωση της πρώτης προϋποθέτει την αποδυνάμωση της δεύτερης. Και αναπτύσσεται, ακόμη, παραλύοντας εκείνη την ενεργητική, συνεκτικά, εσωτερικά δομημένη διάσταση της εθνικής ταυτότητας ως υπέρτερης ταυτότητας. Γιατί η εθνική ταυτότητα, ούσα άμεσα συνδεδεμένη με το «οικείο» εθνικό κράτος, μπορούσε να διατηρεί το συνεκτικό νόημά της. Αντίθετα, το αρκετά μεγάλο μέγεθος της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν βοηθά στη συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας με συνοχή. Ωστόσο, πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι αυτό το μοντέλο του «άυλου ευρωπαίου πολίτη», που είναι απών από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, έχει αρχίσει ήδη να αποσυνθέτει το συνεκτικό ιστό που συνέδΕ.Ε. ιστορικά την ιδιότητα του πολίτη με την εθνική ταυτότητα. Αυτή η αποδόμηση του συνεκτικού ιστού των εθνικών ταυτοτήτων και της ιστορικά διαμορφωμένης ιδιότητας του πολίτη μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια της κυριαρχικού ρόλου της εθνικής ταυτότητας έναντι άλλων ταυτοτήτων. Για όλους εκείνους που θεωρούν ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνεπάγεται αυτόματα και απώλεια των επιμέρους εθνικών ταυτοτήτων, η αμφίσημη έννοια του ευρωπαίου πολίτη λειτουργεί καταλυτικά, επιταχύνοντας τη διάχυση των ταυτοτήτων, την αποσύνδεση από την εθνική ταυτότητα και την ανάπτυξη πολύπλοκων σχέσεων με την Ένωση. Η ιδιότητα του «ευρωπαίου πολίτη» μπορεί να προκαλέσει μια γεωγραφική 101
διεύρυνση που θα οδηγήσει στη διάσπαση των ταυτοτήτων. Αυτό που είναι ενδιαφέρον, και ταυτόχρονα επισφαλές, στον «ευρωπαίο πολίτη» είναι ότι πια δεν θα αναφέρεται σε μια συγκεντρωμένη και ομοιογενή σφαίρα πολιτικής εξουσίας, θα υπερβαίνει τα όρια του έθνους-κράτους και θα κινείται σε μια ευρύτερη πολιτική σφαίρα, ίσως και ασαφή. Έτσι, η ιδιότητα του ευρωπαίου πολίτη μπορεί να ιδωθεί ως ένα βήμα προς μια νέα αντίληψη της πολιτικής, η οποία βρίσκεται ταυτόχρονα εντός και πέρα από την έννοια της πολιτικής που ορίζει το έθνος-κράτος. Βέβαια, οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες προκειμένου να αναστρέψουν την αρνητική στάση ορισμένων απέναντι στη συγκρότηση μιας ομοσπονδίας κρατών. Για τον λόγο αυτό, οι δράσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συμβάλλουν στην οικοδόμηση μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας χρησιμοποιώντας ως βάση τον πολιτισμό και στηριζόμενη στην πολιτισμική πολυμορφία των διαφόρων χωρών μέσω της δημιουργίας ευρωπαϊκών δομών, προγράμματων, ανταλλαγές φοιτητών, εκπαιδευτικών, ερευνητών, προωθώντας την ελεύθερη κυκλοφορία ανθρώπων και προγραμμάτων. Ταυτόχρονα, επικαλούνται τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη που απορρέουν από τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας ευρωπαϊκών κρατών. To δίλημμα της Ευρώπης και έθνους μπορεί να ειδωθεί ότι προκαλείται, κατά τον πιο βασικό τρόπο, από την ένταση μεταξύ, αφενός, της οικονομίας που γίνεται όλο και περισσότερο παγκόσμια και, αφετέρου, οι πολιτιστικές κοινότητες να χαρακώνονται, αν όχι γενικά, τουλάχιστον να μην είναι σε θέση να παρατείνονται απείρως. Ο Nathan Gardels αναφέρθηκε στην ένταση μεταξύ πάτριου πολιτισμού και δορυφορικού πολιτισμού: α) Να πάει κανείς για έναν συμβιβασμό σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο, π.χ μια Ευρώπη που να είναι αρκετά μεγάλη ώστε να αποτελέσει τη βάση της οικονομίας και αρκετά μικρή να αποτελέσει μια κοινότητα και να έχει πολιτιστική ταυτότητα. β)Στο μέλλον, θα μπορούμε να είμαστε εθνικιστές σε ορισμένα θέματα και Ευρωπαίοι σε άλλα, και παγκόσμιοι 102
πολίτες δε σε άλλα θέματα. μερικές φορές πιστοί στην πόλη, άλλες φορές να μας ενδιαφέρει περισσότερο η επαγγελματική μας ταυτότητα ή αυτή που απορρέει από άλλες μας ιδιότητες; Από αυτή την οπτική γωνία, ο διπλασιασμός στην Ευρώπη και το έθνος θα είναι απλά μέρος μιας γενικευμένης πολλαπλότητας. Καμιά απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι απολύτως ικανοποιητική και πλήρης. Η οικονομία δεν μπορεί να συγκρατηθεί στο ευρωπαϊκό επίπεδο και η πολιτιστική ταυτότητα σίγουρα δεν μπορεί να αναχθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η πλήρης αποσύνθεση της ατομικής ταυτότητας σε μόρια ταυτότητας ενδεχομένως να μην ελέγχεται ψυχολογικά -μπορεί να αποτελέσει ένα ακόμα παράδειγμα διαφωτιστικού «πιστεύω» σε ορθολογικούς ανθρώπινους προσανατολισμούς, παράγοντας και πάλι μια συναισθηματική αντίδραση στην αίσθηση του νοήματος και του ανήκειν. To ευρωπαϊκό ιδεατό οικοδόμημα, που άρχισε να κατασκευάζεται με αφετηρία τη μεταπολεμική περίοδο, είχε ως στόχο τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας που θα αφομοίωνε τις προκαταλήψεις της προσκόλλησης στις εθνικές ταυτότητες, στο όνομα των οποίων υποτίθεται ότι έγιναν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι. Σήμερα, η οικονομική και νομισματική ένωση των κρατών- μελών σηματοδοτεί το επιστέγασμα της διαδικασίας που δρομολογήθηκε από το 1951, αποκαλύπτει, όμως, ταυτόχρονα, τις αδυναμίες του «ευρωπαϊκού ιδεατού οικοδομήματος», τόσο στο επίπεδο της αρχικής σύλληψής του όσο και σε αυτό της υλοποίησής του. «Η Ευρώπη οικοδομείται με βάση τον ανταγωνισμό και μέσω αυτού. Ως συνασπισμός για την προώθηση των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών οικονομιών στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, θα διασφαλίσει την υπόστασή της από την οικονομική της αποτελεσματικότητα εντός ενός διεθνούς πεδίου ανταγωνισμού, όπου οι συναρθρώσεις ποικίλων εθνικο-πολιτισμικών στοιχείων και παραγωγικών τεχνικών κατασκευάζουν νέες εθνικές παραγωγικές ταυτότητες.» Από την άλλη πλευρά, προκειμένου να οικειοποιηθεί το προνόμιο του κληρονόμου του ευρωπαϊκού ιδεώδους, πρέπει να εναρμονίσει την κοινωνική και 103
πολιτική φυσιογνωμία της με την παράδοση της δημοκρατίας και την οικουμενικότητας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, παράδοσης εντός της οποίας οι ταυτότητες αναγνωρίζονται ως ισοδύναμες. Επίσης, η αξιολογική ουδετερότητα απέναντι στην πολιτισμική διαφορά μπορεί να θεωρηθεί ως υποχώρηση ενός πολιτισμικού ευρωκεντρισμού, στηρίζεται όμως στη δυτικοκεντρική δημοκρατική παράδοση, ενώ είναι αμφίβολο αν η ίδια η έννοια της πολιτισμικής διαφοράς μπορεί να απομονωθεί ως αναλυτική κατηγορία στο πλαίσιο μιας οικουμενικοποιημένης ιστορίας. Πολλοί θεωρούν ότι οι αντιστάσεις που εκδηλώνονται στο εσωτερικό των επιμέρους κρατών μελών δείχνουν ότι υπάρχουν περιορισμένες πιθανότητες για την «αφύπνιση» μιας κοινής ευρωπαϊκής μνήμης, ανάλογης με εκείνες που στήριξαν τις εθνογενέσεις του προηγούμενου αιώνα, ικανής να στηρίξει την οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μιας νέας συλλογικότητας που θα απελευθερώσει τους πολίτες της από τα εμπόδια των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών και των συνόρων τους. Ούτε, φυσικά, η άρση της γεωπολιτικής ασυνέχειας μπορεί να αναγορεύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ευρωπαϊκή συλλογικότητα. Μπορεί, όμως, να κατασκευάσει νέα, εξωτερικά σύνορα, εγκλωβίζοντας την ευρωπαϊκή ταυτότητα σε μια συνεχώς διευρυνόμενη μέσω των διαδοχικών εντάξεων νέων μελών, πάντοτε όμως γεωγραφική, αναφορά. Μια τέτοια ευρωπαϊκή ταυτότητα θα τείνει να νομιμοποιήσει τις άνισες σχέσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε και να παράγει στο εξωτερικό της περιβάλλον νέους ανταγωνισμούς και ιεραρχίες. Η Ευρώπη είναι μια ονομασία που παραπέμπει σε μια παλιά κοινή καταγωγή -σε μια γεωγραφική και ιστορική πραγματικότητα που έλκει το όνομά της από την ελληνική αρχαιότητα-, το περιγραμμα μιας γεωγραφικής επικράτειας που τείνει να ταυτιστεί, μεσω των διαδοχικών εντάξεων, με αυτό της ευρωπαϊκής ηπείρου και ένα ευρωπαϊκό ιδεώδες που διεκδικεί τη δυνατότητα της συγχώνευσης εθνικών ιστοριών και πολιτισμών, σε έναν «κοινό τόπο».Ο τόπος αυτός δεν έχει τη μεταφορική ευρύτητα της «Δύσης», της «δυτικής σκέψης» ή του «δυτικού κόσμου». Οριοθετείται σε μια ιδέα στενότερου εύρους: στην ιδέα της γεωγραφικής «Ευρώπης». Έτσι, ο χάρτης της Ευρωπαϊκής 104
Ένωσης εμφανίζεται να αποκαθιστά τη συνέχεια σε μια παλιά καταγωγή, περιχαρακώνοντας εντός του γεωγραφικού του περιγράμματος μια ευρωπαϊκή συλλογικότητα και ταυτότητα καθώς και τους νόμιμους κληρονόμους μιας πνευματικής και πολιτισμικής κληρονομιάς. Η αληθινή ουσία της Ευρώπης θα ήταν, λοιπόν, η «υπερεθνικότητα» και ταυτόχρονα ο τρόπος διάρθρωσης, η δυναμική του ανταγωνισμού, των ανταλλαγών και της αμοιβαίας πρόκλησης των διαφόρων πολιτισμών. Εκτός από τα «κοινά ταμεία», αυτό που διαμορφώνει την Ευρώπη είναι η μορφή και οι αμφίδρομες σχέσεις, που την καθιστούν ένα είδος συνεχούς κίνησης, ένα οικοδόμημα που ασταμάτητα βρίσκεται υπό κατασκευή. Εξ ου και το δίδαγμα της ιστορίας ότι «η Ευρώπη γενικά αντιμετωπίζεται πολύ λιγότερο ως αντίσταση στους συγγενείς πολιτισμούς και πολύ περισσότερο από μιαν εσωτερική οπτική, ως η σχέση μεταξύ των διαφορετικών της μερών, ως ένας ανταγωνισμός.» Ανταγωνισμός, βέβαια, αλλά ανταγωνισμός που υπακούει σε μορφές οργάνωσης ενός εσωτερικού πλουραλισμού, τον οποίο συναντάμε πάλι στην έννοια της «αρμονίας» των εθνών. Η ιστορία των ιδεών στην Ευρώπη είναι διάσπαρτη από πληθώρα σχεδίων εσωτερικής δόμησης της ηπείρου: από το «μεγαλειώδες σχέδιο» των «Συνετών και βασιλικών οικονομιών» του Συλλύ μέχρι τον λόγο του Αριστείδη Μπριαντ μπροστά στην Κοινωνία των Εθνών, χωρίς να ξεχνάμε το «Δοκίμιον επί της αιωνίου ειρήνης» του Καντ. Αλλά, για δύο περίπου αιώνες, εσωτερική δόμηση σήμαινε δόμηση του συνόλου του κόσμου. Οι δύο αυτοί αιώνες που πέρασαν ανάμεσα στην αρχή της πτώσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη σύσταση της Σοβιετικής Ένωσης, είναι οι αιώνες στη διάρκεια των οποίων η Δυτική Ευρώπη δεν χρειάστηκε να ασχοληθεί παρά μόνο με τον εαυτό της, αφού δεν ήταν το αντικείμενο καμιάς εξωτερικής απειλής. To τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου σημειώνει μια ριζική στροφή, κατά το ότι η Ευρώπη -για την ακρίβεια η εκτός της σοβιετικής σφαίρας επιρροής Ευρώπη- δεν αποτελεί πια ένα σύνολο που αναλώνεται αποκλειστικά στις εσωτερικές αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις. Από τη στιγμή εκείνη, η Ευρώπη 105
εντάσσεται σε ένα παγκόσμιο σύστημα που σημαδεύεται από την ηγεμονία των δύο υπερδυνάμεων και την αναδίπλωση στον εαυτό της που προκαλείται από την κατάργηση της αποικιοκρατίας. To μέγα ζήτημα που απασχολεί από κοινού την Ευρώπη -η ανάγκη αποτροπής μια για πάντα του ενδεχόμενου ενός ενδοευρωπαϊκού πολέμου- αποκρυσταλλώθηκε στο Συνέδριο της Χάγης το 1948 ενέπνευσε εξίσου Γερμανούς, Βέλγους, Γάλλους, Ιταλούς και Ολλανδούς χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες και τους οδήγησε να συστήσουν το Συμβούλιο της Ευρώπης, της Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και στη συνέχεια την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Αλλά οι θεσμικές αυτές κατασκευές είχαν κατά βάση αμυντικό χαρακτήρα. Το ζήτημα ήταν να οργανωθούν, υπό την αμερικανική πυρηνική ομπρέλα και την κηδεμονία του ΝΑΤΟ, πόλοι οικονομικής και δημοκρατικής σταθερότητας, αλλά και όργανα στρατηγικού σχεδιασμού προς όφελος της Δυτικής Ευρώπης ώστε να απαντηθεί η απειλή από την πλευρά της Μόσχας και του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρήθηκαν εμπλεκόμενο μέρος και αποτέλεσαν μάλιστα το σημαντικότερο παράγοντα της ευρωπαϊκής συνεννόησης. Θα σταθεροποιήσουν αργότερα αυτή τους τη θέση με την απόλυτα δικαιωματική συμμετοχή τους στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ). Και με το ξεκίνημα της δεκαετίας του '80, η οικονομική άνοδος της Ιαπωνίας και της Νοτιοανατολικής Ασίας, στο πλαίσιο της αυξανόμενης διεθνοποίησης των συναλλαγών, μείωσε ακόμη περισσότερο την ικανότητα της Ευρώπης να συνειδητοποιήσει τον εαυτό της με ακόμα πιο αυτόνομο τρόπο. Ωστόσο, η από το 1989 διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης και η χειραφέτηση των πρώην λαϊκών δημοκρατιών της Ανατολικής Ευρώπης ξαναμοίρασε θεαματικά τα χαρτιά. Αναδύθηκε ένας τεράστιος ηπειρωτικός χώρος για τον οποίο οι ηγέτες κλήθηκαν να μεριμνήσουν. Μπορούσε να βγει κάτι καινούριο με βάση τα παλιά υλικά; Τα εργαλεία εργασίας που σφυρηλατήθηκαν στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου -με άλλα λόγια, η ΕΟΚ, που μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση, και το ΝΑΤΟήταν τα κατάλληλα; Ήταν δυνατόν να διατηρηθούν έτσι όπως 106
ήταν, αλλάζοντας μόνο τη σύνθεση και την αποστολή τους; Ακριβώς, αυτή είναι η αντίληψη που έχει υπερισχύσει μέχρι σήμερα και ή υπεροχή της οφείλεται σε δύο λόγους: αφ' ενός τα ιστορικά γεγονότα εξελίσσονται με τόσο αστραπιαία ταχύτητα τα τελευταία χρόνια, που δεν αφήνουν παρά ελάχιστα περιθώρια στοχασμού και αναθεώρησης των πραγμάτων εξ αρχής. αφετέρου, οι υπάρχοντες δεσμοί έχουν σταθερά εδραιωθεί και έχουν μεταβληθεί σε μηχανές που παράγουν αποτελέσματα μη αναστρέψιμα. Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ επιθυμούν να διευρύνουν τα όριά τους πέρα από την υφιστάμενη περίμετρο. Για την Ε.Ε η πανάκεια φέρει το όνομα «διεύρυνση»: 16 μέλη για το 1995 και λίγο αργότερα 25 με τις κατατεθειμένες υποψηφιότητες της Κύπρου, της Μάλτας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, και τις υποψηφιότητες από τη Δημοκρατία της Τσεχίας, της Σλοβακίας, της Σλοβενίας της Κροατίας, των κρατών της Βαλτικής κ.ά. Όσον αφορά στο ΝΑΤΟ, όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε τώρα που ο κύριος λόγος ύπαρξής του, η Σοβιετική Ένωση, έχει εξαφανιστεί, αλλά αντίθετα ενισχύει την παρουσία του με ένα καινούριο θεσμό τη «Σύμπραξη για την Ειρήνη» με τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Η διπλή αυτή κίνηση πήρε σάρκα και οστά, λιγότερο λόγω δεδηλωμένης επιθυμίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, και περισσότερο ως απάντηση στις απαιτήσεις των κρατών που θεώρησαν ότι αποκλείονται από την ευρωπαϊκή ενσωμάτωση. Ωστόσο, αυτή η διπλή κίνηση έχει και αμυντικό χαρακτήρα. Από νομικής και πολιτικής πλευράς, η Ευρώπη μέχρι σήμερα δεν αποτελεί παρά ένα σύνολο κρατών - εθνών που συνεργάζονται μεταξύ τους. Πίσω από την ομοσπονδιακή πρόσοψη, την οποία σηματοδότησε η οικονομική ενοποίηση των περισσοτέρων κρατών-μελών, παραμένουν ως στυλοβάτες οι εθνικές κυβερνήσεις. Μετά τη διεύρυνση των 10 επιπλέον χωρών, η πολιτική ενοποίηση αποβαίνει ακόμη πιο δύσκολη. Στην ομιλία του στο γερμανικό Κοινοβούλιο τον Ιούνιο του 2000, ο Γάλλος πρόεδρος Chirac παραδέχτηκε ότι «ζήτημα ίδρυσης Ευρωπαϊκού Κράτους δεν τίθεται και ότι συνεπώς η πολιτική ενοποίηση δεν υπάρχει ως στόχο στο εγγύς μέλλον». Ο Γερμανός πρόε107
δρος Rau, στην εφημερίδα "Die Welt" (Σεπτέμβριος 2000), ενώ πλειοδότησε προς την κατεύθυνση «νέας ευρωπαϊκής ομοσπονδιακής τάξης», διαβεβαίωσε ταυτόχρονα ότι είναι «απολύτως αναγκαία η διατήρηση της εθνικής ταυτότητος, των εθνικών παραδόσεων, των ιστορικών και εθνικών ιδιαιτεροτήτων». Ο Tony Blair, στη Βαρσοβία στις 6 Οκτωβρίου 2000, απέρριψε την ιδέα της πολιτικής ενοποίησης ως βάση του Ευρωπαϊκού Κράτους. Την ίδια στιγμή, παρά τις όποιες αντιδράσεις των ευρωπαίων ηγετών, προχωρά ή διαδικασία θέσπισης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρόεδροι της Γαλλίας και της Γερμανίας με τον όρο «Σύνταγμα» δεν εννοούν δημιουργία ευρωπαϊκών θεσμών αλλά απλή «Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ευρωπαίου Πολίτη». Παρ' όλα αυτά, ελάχιστα είναι τα θετικά βήματα που έχουν πραγματοποιηθεί προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής σύγκλισης. Χαρακτηριστικά είναι τα δημοσιεύματα της γαλλικής εφημερίδας Liberation επισήμανε το φαινόμενο της «διγλωσσίας και της υποκρισίας των σημερινών Ευρωπαίων ηγετών», ενώ η εφημερίδα Le Monde αποφαίνεται ότι «η σημερινή Ευρώπη έχει καταντήσει μια 'κατεψυγμένη ζώνη, αποκεντρωμένη, χωρίς ζωντάνια και δυναμισμό». Η Γαλλία, η περισσότερο ευρώφιλη χώρα, προωθεί θεαματικές «ενισχυμένες συνεργασίες» κρατών- μελών σε εκούσια βάση, μετατρέποντας την Ευρώπη σε απλό γεωγραφικό- νομισματικό πλαίσιο παρά σε συνασπισμό χωρών με ξεχωριστή πολιτική οντότητα. Ο γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Joschka Fisher υποστηρίζει ότι «το κλασικό ευρωπαϊκό εθνικό κράτος είναι σήμερα πολύ μικρό για να αντεπεξέλθει στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Στην υποτιθέμενη «μεταεθνική» εποχή μας, τονίζει ο ίδιος, με ιδεολογική κάλυψη του Jϋrgen Habermas, οι εξουσίες των εθνικών κρατών μετατοπίζονται στην Ευρώπη». Το θεώρημα αυτό θα ήταν άψογο αν οι λειτουργίες του εθνικού κράτους ανατίθεντο σε κάποιο συνολικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα και ασκούνταν στο όνομα της ενιαίας ευρωπαϊκής κυριαρχίας, γεγονός το οποίο δεν συμβαίνει. Συμπερασματικά, μέχρι σήμερα, μόνο τα ευρωπαϊκά έθνη με τις αντίστοιχες εθνικές κυβερνήσεις και τα εθνικά κοινο108
βούλια νομιμοποιούνται για την άσκηση αρμοδιοτήτων. Καμιά δημοκρατική αρμοδιότητα, εξουσία και πολιτική ευθύνης δεν ασκούνται εκτός των ορίων του Κράτους - Έθνους. Ορισμένοι σπεύδουν απερίσκεπτα να διαβεβαιώνουν την παρακμή του Κράτους- Έθνους. Το ενδεχόμενο, όμως, αυτό συνεπάγεται και την αδυναμία δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ευρώπης. Θα ήταν εύλογο να υποθέσει κάποιος ότι η έννοια «εθνική κυριαρχία» αντικαθίσταται εύκολα με την έννοια «ευρωπαϊκή κυριαρχία» λόγω των ιστορικών εξελίξεων και ανακατατάξεων. Αλλά οι θιασώτες του «τέλους του Κράτους- Έθνους» προπαγανδίζουν επίσης την αδυναμία συγκρότησης «ευρωπαϊκής κυριαρχίας», λόγω της παγκοσμιοποίησης. Χαρακτηριστική είναι η ομιλία του πρωθυπουργού της Βρετανίας Tony Blair κατά την οποία τόνισε ότι «η Ευρώπη οικοδομείται στους ήδη υπάρχοντες πυλώνες των Κρατών - Εθνών, τους οποίους προεκτείνει και πιθανώς υπερβαίνει, αλλά σε καμιά περίπτωση στην κατάλυσή τους». «Όλα τα ευρωπαϊκά θέματα έχουν σήμερα διαβρωθεί από το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων σχετικά με τη μελλοντική αρχιτεκτονική της Ευρώπης», διαπιστώνει η εφημερίδα Le Monde. Ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών Vedrine δεν παύει να διαβεβαιώνει: «Πρώτα η μεταρρύθμιση των θεσμών κι έπειτα το μέλλον της Ευρώπης». Όμως, τι είδους θεσμοί μπορούν άραγε να θεμελιωθούν, ενόσω η μελλοντική μορφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραμένει ασαφής και αβέβαιη; Από την άλλη πλευρά, ακριβώς πάνω στη μελλοντική μορφή της Ευρώπης εδράζονται οι περισσότερες και βαθύτερες διαφωνίες ανάμεσα στους ευρωπαίους εταίρους. Ο Gunter Verheugen, Επίτροπος για θέματα διεύρυνσης, προειδοποιεί ότι «στο εξής θα πρέπει όλες οι ευρωπαϊκές αποφάσεις να λαμβάνονται με δημόσιο και δημοκρατικό διάλογο και όχι εσπευσμένα όπως έγινε με τη θέσπιση του ευρωπαϊκού κοινού νομίσματος». Στις συζητήσεις για το μέλλον της Ευρώπης παρενέβη επίσημα η Βρετανία με την ομιλία του Tony Blair στη Βαρσοβία στις 6 Οκτωβρίου 2000. Ο Βρετανός Πρωθυπουργός τάχθηκε υπέρ μιας ενωμένης και ισχυρής Ευρώπης των Κρατών - Εθνών, υπέρ της ευρωπαϊκής υπερδύναμης, αλλά εναντίον κάθε ιδέας ευρωπαϊκού υπερκράτους. Αποστασιοποιήθηκε από τη θέση της Γαλλίας και της 109
Γερμανίας. Το παράδοξο είναι ότι ο ηγέτης του «σοσιαλιστικού» κόμματος επικαλέστηκε τις «εθνικιστικές» θέσεις του στρατηγού De Gaulle, προκειμένου να τεκμηριώσει την τοποθέτησή του που βασίζεται στην ανεπιφύλακτη αποδοχή της πλήρους κυριαρχίας των Κρατών - Εθνών. Αντιτάχθηκε, επίσης, και στην ιδέα του ευρωπαϊκού Συντάγματος με την αυστηρά νομική έννοια. Αυτό που η Ευρώπη χρειάζεται δεν είναι ένα λειτουργικό Σύνταγμα, αλλά «διακήρυξη γενικών πολιτικών αρχών». Όσον αφορά το έργο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Blair υποστήριξε ότι θα πρέπει να τεθεί υπό επιτήρηση από μια δεύτερη Ευρωπαϊκή Βουλή, αποτελούμενη από εκπροσώπους των Εθνικών Κοινοβουλίων, ώστε να ελέγχονται δημοκρατικά οι πρωτοβουλίες της ιδίως στους τομείς της κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Ο ίδιος εκτιμά ως απαράβατη αρχή «Κάθε χώρα-μέλος να εκπροσωπείται σε όλα τα όργανα», ενώ αποδέχεται τις «ενισχυμένες συνεργασίες», απορρίπτει κατηγορηματικά τόσο την έννοια του πρωτοποριακού πυρήνα» επί όλων των θεμάτων, όπως βέβαια και την ιδέα της Ευρώπης των πλειόνων ταχυτήτων. Υπό τους όρους αυτούς, είναι φανερό ότι ευρωπαϊκή ενοποίηση με άξιο λόγου περιεχόμενο κινδυνεύει να αναβάλλεται συνεχώς. Συνεπώς, η ευρωπαϊκή προβληματική, αντί να προωθείται αποβαίνει όλο και πιο επιφανειακή: ο αρχικός στόχος της πολιτικής ενοποίησης μεταφράστηκε γρήγορα σε στόχο οικονομικής συνοχής και ολοκλήρωσης. Στη συνέχεια ο στόχος της συνοχής παρακάμφθηκε, με την προτεραιότητα στο νόμισμα και στα θέματα εμπορίου, ενώ στη θέση της συνοχής τίθεται πλέον ο στόχος της απλής σύγκλισης των δεικτών των εθνικών οικονομιών. Η πολιτική ενοποίηση έχει μετατεθεί για πολύ αργότερα, όπως επίσης έχουν μετατεθεί για αργότερα τόσο η συνοχή του ευρωπαϊκού οικονομικού συνόλου όσο και η πραγματική σύγκληση των εθνικών συνόλων. Παλαιότερα, η Ευρώπη ήταν μια έννοια συγκεχυμένων εδαφικών ορίων και μεταβλητών ιστορικών ορίων. Σήμερα, είναι συγκεχυμένα τα πολιτιστικά όρια διότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός απλώθηκε κι εξαπλώνεται στον κόσμο. Αυτό που απομένει στην Ευρώπη είναι η ποικιλία των υπερεθνικών πολιτισμών και εθνικών πολιτισμών που ο καθένας είναι σφραγισμένος 110
από μια πρωτότυπη γλώσσα. Απομένει επίσης μια εξαιρετική ετερομορφία μικρο-πολιτισμών, απόρροια της εθνικής υφής της Ευρώπης μετά από τις σπουδαιότερες εισβολές, ενώ αυτά τα πλούτη έχουν διασωθεί από την ημιτελή εθνική ενότητα, συμπεριλαμβανομένων και των πολύ παλαιών εθνών όπως είναι η Αγγλία και η Γαλλία. Όσον αφορά τις συνιστώσες της «νέας ευρωπαϊκής ταυτότητας» μπορούμε να πούμε ότι η Ευρώπη αποτελεί χωριστή ιστορική κατηγορία, επειδή πρόκειται για μια σύνθετη ιστορική πραγματικότητα της οποίας τα ηθικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά και πολιτικά χαρακτηριστικά είναι αυτά που της προσέδωσε η ως τώρα ιστορία των λαών της. Τα χαρακτηριστικά αυτά υπερβαίνουν και τα παλαιότερα γεωγραφικά και θρησκευτικά σύνορα, αλλά και τα εθνικά όρια, τουλάχιστον όπως αυτά σχηματοποιήθηκαν και καθιερώθηκαν με βάση τις ως τώρα ιστορικές εξελίξεις. Όσο η ύπαρξη ορισμένων αξιών κοινών σε όλη τη Γηραιά Ήπειρο μπορεί να δημιουργήσει σε κάποιον την αίσθηση ότι ανήκει στο ίδιο πολιτισμικό σύνολο, άλλο τόσο οι διαφορές γλωσσών και κουλτούρας στους κόλπους της απαγορεύουν κάθε παραμορφωτική ταξινόμηση. Μόνο η υπομονετική οικοδόμηση μιας κοινής βάσης, ενός πραγματικού πανηπειρωτικού χώρου θα επέτρεπε να ξεπεράσουμε στο μέλλον, χωρίς ωστόσο να τις αρνηθούμε, τις ταυτότητες που εκφράζουν σήμερα τα έθνη, συγκροτημένα ή όχι σε κράτη. Και, επομένως, να μεταφράσουμε μέσα στην πραγματικότητα την παμπάλαια ουτοπία της ενότητας της Ευρώπης. Αν θέλουμε, λοιπόν, να οικοδομήσουμε την ενιαία Ευρώπη θα πρέπει να διατηρήσουμε ταυτόχρονα και την ιδιαιτερότητα των εθνών. Αυτό σημαίνει ότι ο προσανατολισμός προς μια ομοσπονδιακή Ευρώπη, που θα στηρίζεται σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτισμικό δίκτυο, είναι η ιδανικότερη λύση. Αυτό είναι το μάθημα που μπορούμε να διδαχθούμε από την Ιστορία, προκειμένου να μην επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος. Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση της Ελλάδας, η οποία ανήκει στο χώρο των μικρών κρατών, και καλείται να λειτουργήσει ως ισότιμη με τους μεγάλους εταίρους. Η διαδικασία οριστικής ένταξης της Ελλάδας στη ζώνη του «ευρώ», και κατ' επέκταση στην ισχυρή ευρωπαϊκή οικογένεια, επαναφέρει στο προσκήνι111
ο, πιο έντονα από ποτέ, ένα πολυσυζητημένο θέμα που προκαλεί αντιφατικές απόψεις στην κοινή γνώμη. Στον τύπο και τα άλλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολιτικοί και άνθρωποι του πνεύματος καλούνται να αποσαφηνίσουν τις θέσεις τους αναφορικά με τα ακόλουθα καίρια ερωτήματα: Η ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σημαίνει και την πολιτισμική μας αφομοίωση, τον αφελληνισμό μας, την απώλεια της ιδιαιτερότητας και συνεπώς της ταυτότητάς μας; Είναι δυνατό να διατηρήσουμε την ελληνικότητά μας ενώ ταυτοχρόνως θα αναπτύσσεται η ευρωπαϊκότητά μας;
112
113
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ελληνική Πολιτισμική Ταυτότητα και Ευρώπη 4.1 Οι μετασχηματισμοί της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας To περιεχόμενο της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας περιλαμβάνει το σύνολο των πολιτισμικών στοιχείων μέσω των οποίων συγκροτείται ή αναγνωρίζεται σήμερα η ταυτότητα του ελληνισμού ως εθνικής πολιτισμικής οντότητας. Αυτό το σύνολο ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών δεν υφίσταται ως ένα μονολιθικό και αμετάβλητο σύστημα συμβόλων και αξιών αλλά ως ιστορικά δυναμικός τρόπος με τον οποίο εμείς οι Έλληνες νοηματοδοτούμε τη θέση μας μέσα στον κόσμο. Τα χαρακτηριστικά αυτά, που αποτελούν τις συνιστώσες και τα θεμέλια στα οποία έχει δομηθεί η ελληνική πολιτισμική ταυτότητα, είναι η γλώσσα, η θρησκεία, ο λαϊκός μας πολιτισμός, η πεζογραφία, η τέχνη, η αρχιτεκτονική, το θέατρο, η μουσική, η κοινή ιστορία και η εθνική συνείδηση που συμμεριζόμαστε όλοι μας. Τα βασικά ιδεολογήματα που χαρακτηρίζουν την ελληνική εθνική ταυτότητα έχουν ως εξής: Οι Έλληνες έχουν ως πρωταρχική αντίληψη για τον εαυτό τους τον ελληνοκεντρισμό, ο οποίος δεν επιτρέπει τη μερική ταύτισή τους με στοιχεία οποιασδήποτε άλλης εθνικότητας. Οι Έλληνες έχουν την πεποίθηση ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός αποτελεί δικό τους μονοπώλιο και θεωρούν κατά συνέπεια εαυτούς σημείο αναφοράς για τη διεθνή κοινότητα και την ανθρωπότητα γενικότερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τόσο η εθνική πολιτική της χώρας, όσο και η καθημερινή αντίληψη των κατοίκων της, να μην λαμβάνουν υπόψη στις σχέσεις τους με τους «άλλους» τις διεθνώς έγκυρες εθνικές αξιώσεις ή διεκδικήσεις συμφερόντων40. Ως εκ τούτου, οι Έλληνες αισθάνο40
Πασχαλίδης Γ., «Η πολιτισμική ταυτότητα ως δικαίωμα και ως απειλήΗ διαλεκτική της ταυτότητας και η αμφιθυμία της κριτικής» στο «Εμείς» και οι «Άλλοι» - Αναφορές στις τάσεις και τα σύμβολα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Τυπωθήτω, Αθήνα 1999, σ.σ. 73-83. 114
νται πολλές φορές ότι οι αξιώσεις τους δεν τυγχάνουν της δέουσας προσοχής και συνεπώς έχουν ζημιωθεί από εχθρούς ή και φίλους καθώς κανείς δεν είναι πρόθυμος να προσπαθήσει να κατανοήσει τα αιτήματά τους. Οι Έλληνες που δεν ταυτίζονται απολύτως με το εθνοκεντρικό μοντέλο πρέπει να απομονωθούν. Οι διαδικασίες κοινωνικής ένταξης δεν ισχύουν για αυτούς. Δεδομένων αυτών των ουσιαστικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζουν οι Έλληνες την εθνική τους ταυτότητα, γίνεται σαφές ότι οι τελευταίοι ελάχιστα έχουν επηρεαστεί μέχρι στιγμής από το στόχο της ευρωπαϊκής ταυτότητας ή την τάση παγκόσμιας ομογενοποίησης των πολιτισμικών μοντέλων. Οι σύγχρονοι Έλληνες δεν φαίνεται να θέλουν να λάβουν υπ' όψιν τους -σχετικά με τους τρόπους οργάνωσης της κοινωνίας τους- το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία έλκει την ιστορική της θεμελίωση από τη μορφή που είχε αποκτήσει από την περίοδο της βίαιης ενσωμάτωσής της στο γεωπολιτικό, οικονομικό και ιδεολογικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό σημαίνει ότι η σύγχρονη ελληνική κοινωνία δεν γνώρισε τις μεγάλες ιστορικές μεταβολές που οδήγησαν τις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες στην ανάδυση του καπιταλισμού και τη συγκρότηση των εθνικών κοινοβουλευτικών κρατών. Εκτός αυτού, η ελληνική κοινωνία απέκτησε τους κοινοβουλευτικούς της θεσμούς και τους αντιπροσωπευτικούς τρόπους άσκησης πολιτικής στο πλαίσιο ενός ιδεολογικού συστήματος αντιλήψεων, των οποίων το περιεχόμενο έχει διπλή προέλευση. Το ιδεολογικό υπόβαθρο μέσω του οποίου αντιλαμβάνονται και ενεργούν οι σύγχρονοι Έλληνες, μετά την Επανάσταση του 1821, αυτοπροσδιορίζονται, πρώτον, από ό,τι ονομάζεται ελληνική παράδοση, και, δεύτερον, από τις θεμελιώδεις ιδέες της συγκρότησης των εθνικών κρατών της Ευρώπης, οι οποίες επαναπροσδιοριζόμενες από τη Γαλλική Επανάσταση, έφτασαν ως την Ελλάδα και προσαρμόστηκαν στην ελληνική πραγματικότητα. Είναι, επίσης, γεγονός ότι ένα μέρος αυτού που ονομάζουμε παραδοσιακή ελληνική κυρίαρχη ιδεολογία είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ελληνική Ορθοδοξία41. 41
Βλ. Παπαρίζος Αντώνης, «Η ταυτότητα των Ελλήνων, τρόποι αυτο115
Η εθνική και ειδικότερα η πολιτισμική ταυτότητα της Ελλάδας διακρίνονται από μία πολυμορφία, που έχει τις ρίζες της στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ενώ έχουν υποστεί ποικίλους μετασχηματισμούς κατά τη διάρκεια της πορείας τους ανά τους αιώνες. Βέβαια, οι Έλληνες, τηρουμένων των αναλογιών, έχουν κατορθώσει να εμφυσήσουν μια αίσθηση κοινού τόπου στους ετερογενείς πληθυσμούς της νότιας Βαλκανικής και στους Έλληνες της διασποράς. Συνενώνοντας διαφορετικές και διασκορπισμένες σε πολλά περιβάλλοντα κοινωνικές ομάδες, ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων, που προέρχονταν από άλλες γείτονες περιοχές, κοσμοπολίτικα κέντρα, εκκλησίες, μοναστήρια ή την ύπαιθρο, οι οποίοι κάποτε αποτελούσαν τον οθωμανικό ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα ενιαίο περιβάλλον για το Νεοελληνισμό. Παράλληλα, μέσω μιας γλώσσας σύγχρονης, παρήγαγαν μια εθνική αφήγηση και δημιούργησαν έναν λογοτεχνικό κώδικα, στοιχεία απαραίτητα για την πανελλήνια ένωση. Για μία περίοδο εκατό περίπου χρόνων, οι Νεοέλληνες βασίστηκαν σε επιχειρήματα που σχετίζονταν με τη χρονική τους συνέχεια από την Αρχαία Ελλάδα ως το Βυζάντιο και το σύγχρονο κόσμο. Χρησιμοποίησαν το επιχείρημα της συνέχειας για να οριοθετήσουν μια επιθυμητή εδαφική επικράτεια. Η φιλολογία, η αρχαιολογία και η φιλοσοφία εξαίρουν την κλασική Ελλάδα ως τη λαμπρότερη στιγμή του Ελληνισμού, ενώ ο Νεοελληνισμός δρα εξ ορισμού στο σκοτάδι του παρόντος, έξω, δηλαδή, από τη δύναμη και το μεγαλείο του παρελθόντος του. Γι' αυτό, πολλοί συγγραφείς, ένιωσαν την ανάγκη να απαντήσουν, έμμεσα ή άμεσα, στην «ευρωπαϊκή συζήτηση κατά πόσο είμαστε -εμείς οι Έλληνες- απόγονοι των αρχαίων ή όχι». Συχνότερα, η απάντησή τους ήταν μια εκ νέου διατύπωση του σύγχρονου αινίγματος του Ελληνισμού: της διπλής του υπόστασης, ως πολιτισμικού τόπου «τυφλού στη γεωγραφία» -που υπάρχει όπου ισχύουν οι ελληνικές αξίες- και ως σύγχρονης προσδιορισμού και η επίδραση της ελληνικής Ορθοδοξίας», στο «Εμείς» και οι «Άλλοι»- Αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Τυπωθήτω, επιμέλεια Χρ. Κωνσταντοπούλου, Λ. Μαράτου-Αλιπράντη, Δ. Γερμανός, Θ. Οικονόμου, Αθήνα 1999, σ.σ. 135-151. 116
γεωπολιτικής οντότητας, «οικοπέδου και αποικίας», που καταλαμβάνει το νοτιότερο και φτωχότερο σημείο του χάρτη της δυτικής Ευρώπης. Ως τα τέλη του 18ου αιώνα, η προσπάθεια των Γερμανών, Γάλλων και Άγγλων λογίων είχε ως αποτέλεσμα να τυπωθούν όσα από τα έργα των Ελλήνων κλασικών συγγραφέων έχουν διασωθεί, μαζί με τις απαραίτητες φιλολογικές και λεξικογραφικές προσθήκες. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, ένας μικρός αριθμός νέων ελληνόφωνων χριστιανών, οι περισσότεροι από τους οποίους έχουν σπουδάσει ή ταξιδέψει έξω από τα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απέκτησε πρόσβαση σε αυτό το παρελθόν. «Με υψηλό φρόνημα, χάρη στο φιλελληνισμό στα κέντρα του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού, ανέλαβαν τον «απόβαρβαρισμό» των νεότερων Ελλήνων, δηλαδή το μετασχηματισμό τους σε όντα αντάξια του Περικλή και του Σωκράτη.42» Η Ελληνική Επανάσταση και ο αγώνας της απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό καλλιεργεί στη συνείδηση των Ελλήνων τη δημιουργία ενός νέου κράτους. Η εποχή αυτή διέπεται από το Κοραϊκό πρόταγμα της μετακένωσης ή της ευρωπαϊκής αερογέφυρας προς την αρχαία Ελλάδα. Ο Αδαμάντιος Κοραής περιγράφει γλαφυρά τους πρώιμους οπαδούς του ελληνικού εθνικισμού, στον οποίο κυριαρχούσαν διανοούμενοι και επιχειρηματίες: «Σε πόλεις που ήταν λιγότερο φτωχές, που είχαν κάποιους ευκατάστατους κατοίκους και μερικά σχολεία, και επομένως κάποια άτομα τα οποία μπορούσαν τουλάχιστον να διαβάσουν και να κατανοήσουν τους αρχαίους συγγραφείς, η επανάσταση ξεκίνησε νωρίτερα και μπόρεσε να απλωθεί πιο γρήγορα και πιο εύκολα. Σε κάποιες απ' αυτές τις πόλεις, υπάρχουν ήδη μεγαλύτερα σχολεία και έχει εισαχθεί σ' αυτά η μελέτη των ξένων γλωσσών και ακόμη των επιστημών που διδάσκονται στην Ευρώπη (sic). Οι πλούσιοι χρηματοδοτούν την εκτύπωση βιβλίων που έχουν μεταφραστεί από ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά. στέλνουν με δικά τους έξοδα στην Ευρώπη νέους ανθρώπους που θέλουν να σπουδάσουν. δίνουν στα παιδιά 42
Βλ. Άντερσον Μπενεντίκτ, Φαντασιακές Κοινότητες - Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, Νεφέλη, Αθήνα 1997, σ. 116. 117
τους μια καλύτερη εκπαίδευση, χωρίς να εξαιρούν τα κορίτσια.. »43. Η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1828, χαρακτηρίστηκε από την παρουσία μιας νεοελληνικής ταυτότητας, που αντλούσε τη νομιμοποίησή της από τις ρίζες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αποστασιοποιημένη από την επίδραση του Διαφωτισμού και των ευρωπαϊκών ιδεών. Έτσι, ως όνομα του νέου κράτους επιλέχθηκε το αρχαιοπρεπές «Ελλάς», αντί για το παραδοσιακό, βυζαντινής καταγωγής «Ρωμιοσύνη»264, ως επίσημη γλώσσα θεσπίστηκε η αρχαΐζουσα καθαρεύουσα και η πρωτεύουσα μετακινήθηκε από το Ναύπλιο στην αρχαία πρωτεύουσα της κλασικής εποχής, την Αθήνα. Την ίδια εποχή, όμως, που οι Έλληνες διέρχονταν μια ειδυλλιακή φάση στις σχέσεις τους με τους αρχαίους, με τον Φαλμεράυερ (Jacob Phillipp Fallmerayer, 1790-1861) το νεοελληνικό κράτος δέχεται την πρώτη κρίσιμη αμφισβήτησή του με το επιχείρημα ότι, αφού το Βυζάντιο δεν διατήρησε στοιχεία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, δεν είναι ελληνικό ενώ η εγκατάσταση των Σλάβων στην Ελλάδα διακόπτει τη φυλετική συνοχή του γένους. Κατά συνέπεια, οι σύγχρονοι Έλληνες δεν μπορούν να θεωρηθούν απόγονοι των αρχαίων αλλά αντιθέτως ανήκουν στη δεσποτική Ανατολή. Οι Έλληνες, λοιπόν, είναι έτοιμοι να αρχίσουν τον αντιφαλμεραϋερικό αγώνα. Δεν μπορούσαν, όμως, να χρησιμοποιήσουν το ίδιο όπλο με τον αντίπαλό τους. Η απόδειξη της καθαρότητας, ακόμη και αν ήταν δυνατή -όσο εύκολη ήταν η απόδειξη της μη καθαρότητας- δεν θα κάλυπτε παρά μόνο ένα σκέλος του προβλήματος. Η αμφισβήτηση της καταγωγής σήμαινε συγχρόνως και αμφισβήτηση του ίδιου του λόγου ύπαρξης του ελληνικού κράτους και, πολύ περισσότερο, των όποιων ελληνικών δικαιωμάτων (πνευματικών ή εδαφικών) στο σώμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σήμαινε επίσης αμφισβήτηση της διόδου προς την Ευρώπη, που οι Έλληνες πίστεψαν ότι εξασφάλισαν με το κράτος τους. Τρεις ήταν οι περιοχές που αναζητήθηκαν οι ελληνικές αποδείξεις. Στην πρώτη και κύρια, το βάρος έπεσε στους ιστορι43
Βλ. Άντερσον Μπενεντίκτ, Φαντασιακές Κοινότητες - Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, Νεφέλη, Αθήνα 1997, σ.σ. 124-125. 118
κούς, οι οποίοι κλήθηκαν να αποκαταστήσουν την ελληνική ιστορική συνέχεια: Προκειμένου να αποδειχθεί ότι οι Αρχαίοι Έλληνες ήταν πρόγονοι των σύγχρονων χρειαζόταν να οικοδομηθεί ένας ελληνικός κόσμος. Με τον τρόπο αυτό θα γινόταν αισθητή η παρουσία του ελληνικού έθνους στο πολιτικό, ιστορικό και πολιτισμικό προσκήνιο44. Η δεύτερη περιοχή ήταν το ίδιο το παρόν. Τώρα ήταν πιο επιτακτική η ανάγκη για αναζήτηση της αρχαιότητας στα ήθη και τα έθιμα του λαού. «Τα ήθη και τα έθιμα, σε συνδυασμό με την παρουσία των αρχαίων μνημείων, αποκαλύπτουν μιαν ιδιότυπα αρχαΐζουσα πλευρά του παρόντος, ενισχύοντας την άποψη για τον «μυστηριώδη» χαρακτήρα των δεσμών ανάμεσα στους αρχαίους και τους νεότερους και δίνοντας μια χειροπιαστή μορφή στην οικοδομούμενη ελληνική ενότητα.» Ο τρίτος και συντομότερος τρόπος σύνδεσης της σύγχρονης με την Αρχαία Ελλάδα ήταν η σύγκριση. Βασικός όρος σύγκρισης ορίστηκε το 1821, όπου οι Έλληνες ήταν σε θέση να αποδείξουν έμπρακτα την ελληνική τους καταγωγή. Η αντίκρουση των απόψεων του Φαλμεράυερ πολύ νωρίς ξέφυγε από τα επιστημονικά της πλαίσια και πέρασε στα χέρια πολιτικών, δημοσιογράφων, ποιητών. Για να αντικρούσει τις απόψεις του Φαλμεράυερ, ο μεγάλος ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος (1853) τροποποιεί το κοραϊκό πρόταγμα και από «ελληνικό» το μετατρέπει σε «ελληνοχριστιανικό». Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος μαζί με τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1852) αποκαθιστούν το Βυζάντιο ως αναπόσπαστο μέλος της ελληνικής ιστορίας και εξασφαλίζουν έτσι την ενότητα του Ελληνισμού μέσα στο χρόνο. Ο πρώτος, μάλιστα, θεωρεί την προσφορά του Βυζαντίου σημαντικότερη γιατί τότε ενοποιήθηκε πολιτικά ο Ελληνισμός. Η προτίμηση αυτή υποδηλώνει και την προσήλωσή του στη Μεγάλη Ιδέα, που υποσχόταν την ενότητα του Ελληνισμού μέσα στο χρόνο267. Οι διαφορές ανάμεσά τους είναι πολλές λόγω των διαφορετικών στάσεων και αντιλήψεων που επικρατούσαν στον περίγυρό τους. Ο χαρακτηριστικός αντιβυζαντινισμός που επι44
Σκοπετέα Ε., Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα: Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Αθήνα 1988, σ.σ 172-173. 119
κρατούσε στους κύκλους των λογίων της ηπειρωτικής Ελλάδας απουσιάζει από τα Επτάνησα (1830- 1840), αφού τα όρια του ελληνικού κράτους δεν φτάνουν μέχρι εκεί. Ο Ζαμπέλιος το μήνυμα ενότητας του μεσαιωνικού ελληνισμού το αναζητά στη νεοελληνική εθνότητα σε αντίθεση με τον Παπαρρηγόπουλο που το αναζήτησε στην ελληνική μοναρχία. Ο Ζαμπέλιος αγκαλιάζει αυθόρμητα τον ελληνικό μεσαίωνα ενώ ο Παπαρρηγόπουλος καταλήγει σε αυτόν μόνο μετά από αρκετή περιπλάνηση: Στα 1846, έχοντας ήδη σημαντικό έργο πίσω του, δεν έχει εντοπίσει ακόμα στοιχεία ενότητας στο Βυζάντιο. Στα 1853 που εκδίδει την πρώτη μορφή της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, εντάσσει και το Βυζάντιο, υπό τον τίτλο: Το Ανατολικόν Ρωμαϊκόν Κράτος μεταβάλλεται εις κράτος ελληνικόν, αλλά μόλις 25 σελίδες σε σύνολο 180. Η διαδρομή που ο Παπαρρηγόπουλος διανύει από το 1853 ως το θάνατό του το 1891 μπορεί να φανεί από το έργο που δεν πρόλαβε να εκδώσει, Τα διδακτικότερα πορίσματα της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους, όπου γίνεται ξεκάθαρη η ανατροπή της αρχικής ισορροπίας: 15 σελίδες για τον «αρχαίο ελληνισμό», 24 για τον «μακεδονικό ελληνισμό», 33 για το «χριστιανικό ελληνισμό», 226 για το «μεσαιωνικό ελληνισμό». Πρόκειται, δηλαδή, για μία προσπάθεια των εκπροσώπων της ελληνικής διανόησης να διατρανώσουν την πολιτισμική και φυλετική συνέχεια του ελληνισμού από τους αρχαίους χρόνους ως την εποχή εκείνη. Παρόλο που δεν υπήρχε λόγιος Έλληνας που να αμφισβητεί την ελληνική συνέχεια, επικρατούσε γενικά μια επιφυλακτικότητα να περιγραφεί η συνέχεια αυτή. Ένα ελληνικό Βυζάντιο ήταν βέβαια πολύτιμος κρίκος στην ελληνική πολιτισμική αλυσίδα, χωρίς μάλιστα η αποκατάστασή του να συνεπάγεται καμιά ριζική αλλαγή στάσης απέναντι στην ίδια τη βυζαντινή παράδοση: δεν σήμαινε, π.χ. ότι οι λόγιοι θα έπαυαν να δυσανασχετούν για τη βυζαντινή μουσική και να επικροτούν την αντικατάστασή της από τη δυτικότροπη τετραφωνία. Ο σκοπός ήταν να αποκατασταθεί μεν το ελληνικό Βυζάντιο, χωρίς να όμως να ανακύψουν προβλήματα στον ιστορικό σύνδεσμο με την Ευρώπη κι αυτό ήταν το μείζον πρόβλημα. Στο μονόπλευρο διάλογο με την Ευρώπη, η αμφισβήτηση της καταγωγής των Ελλήνων λειτούργησε διττά: ήταν όρος 120
πολύ σκληρός, ταυτόχρονα, όμως, και κίνητρο αυτογνωσίας. Οι Έλληνες ήταν αποφασισμένοι να ολοκληρώσουν την ένταξή τους στον πολιτισμένο κόσμο και συνεπώς χρειαζόταν να καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια για την εκπλήρωση του στόχου τους. Η κοινωνική, οικονομική, πολιτική, πνευματική εξέλιξη του ελληνικού κράτους από την ίδρυσή του, μπορούσε να εξιδανικευθεί μόνο αναφορικά με την αντιμετώπιση της προκατειλημμένης άγνοιας ή δυσμένειας των Ευρωπαίων για την ελληνική πραγματικότητα. Δεν ήταν μόνο οι Ευρωπαίοι που έβλεπαν με σκεπτικισμό την πορεία της Ελλάδας, αλλά και οι ίδιοι οι Έλληνες. Εκείνοι που υπερασπίζονταν το ελληνικό όνομα, δεν είχαν λόγους να κάνουν κάτι τέτοιο μέσα στα όρια της Ελλάδας. γιατί για τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους δεν αποτελούσαν τίποτα παραπάνω από την εκάστοτε πολιτική και πνευματική ηγεσία του τόπου, η οποία πάσχιζε να εξασφαλίσει τη θέση και τη μελλοντική της πορεία. «Στο δικό της ενεργητικό ήταν που εγγραφόταν κάθε συγκεκριμένο επίτευγμα των Ελλήνων και έμμεσα ή άμεσα από αυτή κρεμόταν η προσδοκώμενη αίσια τροπή των ελληνικών πραγμάτων.» Τότε αρχίζει να αναδύεται το όραμα της Μεγάλης Ιδέας -με κύριο εκφραστή τον Ιωάννη Κωλέττη- που προσδιορίζεται στο πολιτικό πεδίο στο πλαίσιο της αναβίωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, ενώ στο πολιτισμικό προσδιορίζεται στον «εκπολιτισμό της Ανατολής», ολοκληρώνοντας έτσι την εκστρατεία εκπολιτισμού που είχε αρχίσει αιώνες πριν με τον εκπολιτισμό της Δύσης. Η Μεγάλη Ιδέα βρήκε ευρύτερη απήχηση στις λαϊκές μάζες, καθώς διαπνεόταν από ένα δυνατό εθνικιστικό μήνυμα, το οποίο καλλιέργησε στους Έλληνες το αίσθημα του «συνανήκειν» και την αφοσίωση στο εθνικό ιδεώδες45. Τρεις ήταν οι διαδοχικές φάσεις στις ερμηνείες που γνώρισε η Μεγάλη Ιδέα το 19ο αιώνα. Στην πρώτη φάση, η Κωνσταντινούπολη λειτουργεί ως εθνικό κέντρο και το κυρίαρχο όραμα είναι η Ανατολική η Ελληνική Αυτοκρατορία. Στη δεύτερη, την 45
Βερέμης Θ., «Κράτος κ α ι Έθνος στην Ελλάδα: 1821-1912» στο Ελληνισμός και Ελληνικότητα- Ιδεολογικοί και Βιωματικοί Άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1983, Γ' έκδοση 1998, σ.σ. 59-67. 121
οποία επισημοποιεί η έλευση του Γεωργίου και Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, καθιερώνεται ως εθνικό κέντρο η Αθήνα και επιδίωξη η επέκταση των ελληνικών συνόρων. Στην τρίτη, που έρχεται γύρω στα 1870, γίνεται προσπάθεια συμβιβασμού των δύο κέντρων, πίσω από το σχήμα του ελληνοθωμανισμού. Οι αντίστοιχες κρίσεις που ταλανίζουν το Βασίλειο στην καθεμιά απ' αυτές τις φασεις είναι ο Κριμαϊκός Πόλεμος, η Κρητική Επανάσταση και η κρίση του 1875-1878. Η ρομαντική έννοια του «έθνους», ως φυλετική ενότητα, ταυτίστηκε με την υλοποίηση του μοναδικού ιστορικού πεπρωμένου του ελληνικού λαού. Ένα πεπρωμένο που στο πολιτικό επίπεδο προσδιορίστηκε ως η «Μεγάλη Ιδέα», ως η επανάκτηση δηλαδή της επικράτειας του Βυζαντίου με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη, ενώ στο πολιτισμικό προσδιορίστηκε στον «εκπολιτισμό της Ανατολής», ολοκληρώνοντας έτσι τον εκπολιτισμό του κόσμου που είχε αρχίσει αιώνες πριν με τον εκπολιτισμό της Δύσης. Οι φιλέλληνες, οι οποίοι θεωρούσαν την Ελλάδα ως πρόγονο της σύγχρονης Ευρώπης, είχαν υιοθετήσει την εθνοκεντρική διάκριση των αρχαίων Ελλήνων ανάμεσα στην απολίτιστη και δεσποτική Ανατολή και στην πολιτισμένη και φιλελεύθερη Δύση. Η διάκριση αυτή χρησιμοποιήθηκε ως μομφή προς κάθε «ανατολικό» στοιχείο που λειτουργούσε ανασταλτικά για την πορεία της Ελλάδας. «Η ευρωπαϊκή αντίληψη για την Ελλάδα ως μία ακαθόριστη μεθοριακή γραμμή ανάμεσα στην Ευρώπη και τη μη-Ευρώπη, ως έναν τόπο αμφίβολης ταυτότητας. Για όλον τον υπόλοιπο 19ο αιώνα, η ελληνική κοινωνία ισορροπούσε σε μια λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην εξάρτησή της από την αναγνώριση και αποδοχή των σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών και τη διακήρυξη της μοναδικής της πολιτισμικής της αποστολής. Την ίδια στιγμή που το νομικό και εκπαιδευτικό σύστημα οργανώθηκε σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, ολοένα και περισσότεροι πίστευαν ότι πρότυπο και οδηγός του νέου κράτους έπρεπε να είναι οι αρχαίοι ή το Βυζάντιο. Η ελληνική πραγματικότητα συγκροτήθηκε πάνω σε ένα ιδεολογικό δίπολο, όπου από τη μία βρισκόταν ο εξευρωπαϊσμός και ο εκσυγχρονισμός και από την άλλη ο μεγαλοϊδεατισμός και ο αυτοχθονισμός. 122
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Αθήνα, η Ακρόπολη και άλλες κλασικές τοποθεσίες, σύμβολα της θετικής στάσης των Ευρωπαίων απέναντι στον Ελληνισμό, συνιστούσαν μία μόνο κατηγορία των στοιχείων που καθόριζαν την ταυτότητα των Νεοελλήνων. Η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήταν σημαντικότερο ορόσημο για τους ελληνόφωνους Ορθόδοξους Χριστιανούς που ζούσαν διάσπαρτοι στα Βαλκάνια, σε επαρχίες του Δούναβη, στη Μικρά Ασία, στην Ανατολία και στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Η Κωνσταντινούπολη αναδείχθηκε σε σύμβολο μιας φανταστικής πανελλήνιας ένωσης, που ορθώθηκε πάνω στο κοινό έδαφος της ελληνικής γλώσσας και της Ορθόδοξης πίστης, σε αντιδιαστολή με τη Δυτική (Λατινική) Χριστιανοσύνη. Αθήνα και Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιήθηκαν ως εμβλήματα της προγενέστερης ενότητας στην εθνικιστική επιχειρηματολογία πως οι Έλληνες συνιστούν ένα έθνος, όπως ακριβώς και στο παρελθόν. Η αναβίωση του αρχαίου καθώς και του βυζαντινού Ελληνισμού εξακολουθούσε να αποτελεί για τους Έλληνες μια προϋπόθεση για την αναγέννηση και την ανάπτυξη του σύγχρονου κράτους τους. Οι Έλληνες είχαν επανειλημμένα υποστηρίξει ότι ο πολιτισμός τους θα μπορούσε να αναπτυχθεί φυσιολογικά και να ακμάσει μόνο μέσα στα όρια της γεωγραφικής έκτασης που πήγαζε ιστορικά από τα δύο αυτά σημεία προέλευσης To πρώτο μισό του 20ου αιώνα, «τόσο η ελληνική όσο και η ευρωπαϊκή πολιτισμική συνείδηση διαμορφώνονται στο πλαίσιο δύο βασικών εξελίξεων: Αφενός, του μοντερνισμού, που διατρέχει και επηρεάζει όλο το φάσμα των τεχνών. Αφετέρου, των πολιτικο-ιδεολογικών συγκρούσεων που κορυφώνονται στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους, οδηγώντας στη διάλυση των αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών και στη διαμόρφωση των σημερινών εθνικών συνόρων εντός της Ευρώπης»46. «Έντονη είναι η εθνική έξαψη που διακατέχει την ελληνική εξαιτίας της εμπλοκής της σε πολέμους (Ελληνοτουρκικός 46
Πασχαλίδης Γ. Χαμπούρη- Ιωαννίδου Αικ., Οι διαστάσεις των πολιτιστικών φαινομένων, τόμος Α, ΕΑΠ, Πάτρα 2002, κεφ. 3 «Ο Ελληνικός Πολνπσμός και η σχέση του με τον Ευρωπαϊκό και τον Παγκόσμιο», σ.166. 123
1987, Βαλκανικοί 1912-1913, Α' Παγκόσμιος Πόλεμος 1916-1917, Μικρασιατική εκστρατεία 1920-1922) με στόχο την αποκατάσταση του εθνικού χώρου στα όρια του Βυζαντινού κράτους. Το ναυάγιο, όμως, της «Μεγάλης Ιδέας» και της «εκπολιτιστικής αποστολής» της Ελλάδας στην Ανατολή καθώς και ο «εθνικός διχασμός», προκάλεσαν ένα επώδυνο αίσθημα εθνικής αποτυχίας.» «Η πνευματική ζωή στην Ελλάδα αυτήν την περίοδο ταράσσεται από μια νέα εκδοχή της ίδιας βασικής σύγκρουσης που τη δίχασε και τον προηγούμενο αιώνα, εκείνη, δηλαδή, ανάμεσα σε μια εσωστρεφή και ρητά αντι-δυτική έμφαση στην εθνική παράδοση και σε μια εξωστρεφή τάση σύνδεσης με και συμμετοχής στα ευρωπαϊκά ρεύματα σκέψης και τέχνης. Κατά συνέπεια, οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες που εμπνέονταν από τον μοντερνισμό συνδύασαν τις νεωτερικές ιδέες και αναζητήσεις τους με στοιχεία της αρχαίας και της λαϊκής παράδοσης, παράγοντας έτσι μια αισθητική μετριοπαθή και συνειδητά 'εξελληνισμένη' εκδοχή μοντέρνας τέχνης. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της εκδοχής αυτής ήταν στη μουσική ο Καλομοίρης, στην αρχιτεκτονική οι Πικιώνης και Μητσάκης, στη ζωγραφική οι Παρθένης, Τσαρούχης και Χατζηκυριάκος-Γκίκας και στη λογοτεχνία οι Ελύτης, Σεφέρης και Θεοτοκάς.» Η μεταστροφή του ιδεολογικού υπόβαθρου της ελληνικής κοινωνίας συντελείται μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Ο αρχικός στόχος της επέκτασης του ελληνικού κράτους στα όρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν στέφεται με επιτυχία και το όραμα της Μεγάλης Ιδέας -της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών- σε συνδυασμό με την «εκπολιτιστική πολιτική» της χώρας στην Ανατολή ναυαγούν. Χαρακτηριστικό της εποχής είναι η επανεμφάνιση του διπολισμού που εκπροσωπεί, από τη μία, τη φιλελεύθερη και, από την άλλη, τη συντηρητική πλευρά και διχάζει τους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου. Η πρώτη συνηγορεί υπέρ του καταλυτικού ρόλου του ελληνικού πολιτισμού στην οικοδόμηση του ευρωπαϊκού, οδηγώντας τον στο αποκορύφωμα της ακμής του, και η δεύτερη είναι προσκολλημένη στα ιδεώδη του λαμπρού εθνικού παρελθόντος και τα στερεότυπα της ελληνικής παράδοσης, απορρίπτοντας οποιαδήποτε σχέση και συμμετοχή στα ευρω124
παϊκά δρώμενα. Πρόκειται, λοιπόν, για έναν πολιτισμικό εθνικισμό των Ελλήνων λογίων που ξεκίνησε από το 18ο αιώνα και αποτέλεσε το βασικό πολιτισμικό πρόταγμα της γενιάς του '30. Η κυρίαρχη ιδέα είναι ότι ο ελληνικός πολιτισμός μπορεί να διαδραματίσει έναν καταλυτικό ρόλο στο σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, καθώς αποτελεί τη φυσική συνέχεια του αρχαίου ελληνικού ιδεώδους. Όλη αυτή η σύγκρουση ανάμεσα στην παράδοση και το μοντερνισμό ήταν άμεσα συναρτημένη με τις ιδεολογικο-πολιτικές συγκρουσιακές καταστάσεις της εποχής. Η συντηρητική πλευρά πρότεινε μια στατική σύλληψη της ελληνικότητας, βασισμένη στα πρότυπα της παράδοσης και στην εξιδανίκευση του παρελθόντος, ενώ η φιλελεύθερη πλευρά τόνιζε τη δυναμική σύλληψή της ως μια διαρκή εναλλασσόμενη πραγματικότητα. Το καίριο και αγωνιώδες ερώτημα που κυριαρχεί στην πνευματική και πολιτική ζωή της Ελλάδας αφορά την πολιτισμική ταυτότητα του Ελληνισμού . Τρεις μεγάλες πνευματικές φυσιογνωμίες των αρχών του 20ου αιώνα, ο Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929), ο Ίων Δραγούμης (1878-1920) και ο Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910), έγιναν εκφραστές της υπέρβαση από το ιδανικό του ταπεινού έθνους στο όραμα ενός υπερβατικού τόπου. Σε συμπλήρωση της Μεγάλης Ιδέας, του νέο-βυζαντινού οράματος της ανάκτησης των χαμένων πατρίδων, που δίνει έμφαση στην ιστορία, τη γεωγραφία και την πολιτική, ο Ψυχάρης και ο Δραγούμης -που δεν ήταν αντίθετοι στη Μεγάλη Ιδέα-διερεύνησαν τα αποθέματα του ελληνικού ομιλούμενου πολιτισμού, ως ενός σπουδαίου εργαλείου χρήσιμου για την επέκταση. Συγκεκριμένα, ο Δραγούμης υποστήριζε ότι «δημιουργός του κράτους πάλι το έθνος είναι, το έθνος ολάκερο, και το έθνος πλάθει το κράτος για τους σκοπούς του έθνους, για να μπορέσει ανενόχλητα και σίγουρα να βγάλει σύσσωμο τον πολιτισμό του, να πετάξει το λουλούδι του». Μια δεύτερη σημαντική στροφή προς την υπερβατικότητα σημειώθηκε από το Δεκέμβριο του 1944 ως τον Οκτώβρη του 1949, στα χρόνια του εμφυλίου. Τώρα, η πολιτισμική αποστολή της διάδοσης της ανωτερότητας του Ελληνισμού, ως ενός φύλακα αρκετών αξιών της Δύσης, υπερβαίνει πλήρως την κατα125
δικασμένη εξωτερική πολιτική τής επέκτασης των συνόρων της χώρας με σκοπό να περιλάβουν αυτά την εδαφική επικράτεια του έθνους. Καθώς οι Έλληνες εγκατέλειπαν τα αρχικά τους σχέδια να ανακτήσουν περιοχές στα νότια Βαλκάνια και στη Μικρά Ασία, στις οποίες οι ελληνόφωνοι Ορθόδοξοι αποτελούσαν κάποτε πλειονότητα, άρχισαν να σχεδιάζουν ένα διαφορετικό χάρτη του Ελληνισμού κάτω από σύμβολα δικής τους έμπνευσης -ελληνικός Ελληνισμός, Νεοελληνισμός, Ελληνικότητα. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1949 και του 1950, καθώς οι Έλληνες διανοούμενοι έχασαν κάθε ελπίδα να επεκταθούν τα γεωγραφικά όρια του κράτους τους, να απελευθερωθεί το «αλύτρωτο» έθνος ή να ενωθούν πολιτικά, εγκατέλειψαν επίσης το ελληνικό κράτος για έναν υπερβατικό Ελληνισμό. Τοποθέτησαν την παράδοση, ένα σώμα της λογοτεχνίας και της τέχνης που αποτελεί την καλύτερη έκφραση της αυτόχθονης αισθητικής, στον ορίζοντα του τοπίου. Αυτό το «σχεδόν αφανές προϋπάρχον πλαίσιο» έγινε τελικά ο τόπος του Ελληνισμού, από τον οποίο έμελλε να αντλήσει την καταγωγή του ο σύγχρονος πολιτισμός. Η μεταπολεμική εποχή κυριαρχείται από την επικράτηση του συντηρητικού ρεύματος, όπου, όντας υπέρμαχο της εθνικιστικής ιδεολογίας, ευνοεί, από κοινού με την αριστερή ιδεολογία του λαϊκισμού, την προγονολατρεία και την πολιτισμική εσωστρέφεια. Καταλήγουμε, έτσι, σε έναν «πολιτισμικό εθνικισμό»291 συνδυασμένο με μία αντίδραση εναντίον του σύγχρονου ευρωπαϊκού πνεύματος και γενικά του εκμοντερνισμού. Το καθεστώς της απριλιανής δικτατορίας (1967-1974) επανέλαβε ουσιαστικά την προγονολατρική ρητορική του Μεταξά, αναλαμβάνοντας αυτόκλητα την «αποστολή υπεράσπισης των παραδοσιακών αξιών του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού από τις δυτικές και κοσμικές επιδράσεις που ακολούθησαν τη ραγδαία κοινωνική και οικονομική αλλαγή της μεταπολεμικής περιόδου». Την τελευταία εικοσιπενταετία, η ελληνική κοινωνία έχει γίνει δέκτης ποικίλων μετασχηματισμών, οι οποίοι ενισχύονται μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το 1981. Την περίοδο αυτή, η πορεία της χώρας προς την ευρωπαϊ126
κή ολοκλήρωση αμφιταλαντεύεται και συμπυκνώνεται ανάμεσα σε δύο ρήσεις: στο «Ανήκομεν εις τη Δύσην» του Κωνσταντίνου Καραμανλή και στην παράφραση αυτού, το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» του Ανδρέα Παπανδρέου. Οι φράσεις αυτές αντικατοπτρίζουν τα αντικρουόμενα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής και επηρεάζουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τις πολιτικές εξελίξεις. 4.2. Το ερώτημα του πολιτισμικού αφελληνισμού Στις μέρες μας, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης υποδέχτηκε με θετικά σχόλια την είσοδο της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, ερμηνεύοντας, μάλιστα, ως αυτονόητη την έκβαση αυτή, αφού η Ελλάδα αποτελεί το λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Παράλληλα, το συγκεκριμένο γεγονός έγινε αποδεκτό με εγκαρδιότητα, μια και σήμανε το εναρκτήριο λάκτισμα για τον οικονομικό εκσυγχρονισμό του κράτους, σηματοδοτώντας την εναρμόνιση με τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς ανάπτυξης, όχι σε μία Ευρώπη δύο ταχυτήτων αλλά σε μία Ευρώπη ισότιμων εταίρων. Η στάση των Ελλήνων σε ό,τι αφορά στην εθνική ή την ευρωπαϊκή ταυτότητα και κατά συνέπεια τη συμμετοχή της χώρας τους στην Ε.Ε. είναι αξιοσημείωτα αντιφατική. Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία των ερευνών του Ευρωβαρόμετρου που δημοσιεύτηκαν από το 1981 και μετά, η στάση των Ελλήνων σχετικά με την προσχώρηση της χώρας τους στην Ε.Ε άλλαξε, περνώντας από μία μάλλον αρνητική αντιμετώπιση σε μία εξαιρετικά θετική. Ένας άλλος καθοριστικός παράγοντας στη βάση αυτής της αξιοσημείωτης αλλαγής της κοινής γνώμης είναι το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση εγκατέλειψε το 1985 την αντιφατική και συχνά αρνητική στάση του απέναντι στην Ε.Ε., για να προωθήσει μία πολιτική σαφέστατα υπέρ της Ε.Ε.. Σταδιακά, οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις του παρελθόντος μειώθηκαν. Στο σύνολο του πολιτικού φάσματος, μόνον το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος (ΚΚΕ) εξακολούθησε να αντιτίθεται στην προσχώρηση. Επιπλέον, μία μερίδα των οπαδών του ΠΑΣΟΚ δυσκολεύεται να αποδεχτεί την πολιτική στροφή του κόμματός 127
τους και τους περιορισμούς που τίθενται σε κάποιες πολιτικές αποφάσεις λόγω της συμμετοχής στην Ε.Ε.. Η κρίση στα Βαλκάνια μετά τη διάλυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, οι διαφορές μεταξύ Ελλάδας και του πρόσφατα ανακηρυχθέντος κράτους στα βόρεια με την ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, καθώς και οι αντικρουόμενες πρωτοβουλίες της ελληνικής κυβέρνησης μαζί με την καθημερινή αναμόχλευση από πλευράς των μέσων μαζικής ενημέρωσης των «απειλητικών» εντάσεων και των πραγματικών ή φανταστικών «κινδύνων», αναζωπύρωσαν τον εθνικιστικό λόγο και δημιούργησαν ένα κλίμα εθνικού «άγχους» που διήρκησε για περισσότερο από τρία χρόνια. Οι παλιές διαμάχες με την Τουρκία ενίσχυσαν αυτές τις τάσεις. Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως η εθνικιστική συνταγή που χρησιμοποίησαν σχεδόν όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συνέδραμαν στη δημιουργία ψευδαισθήσεων, συναισθηματικής φόρτισης, αρνητικών ή επιθετικών στάσεων σε ότι αφορά στην αποδοχή των αλλοδαπών και ειδικά της ένταξής τους και ότι, τελικά, αυτή η συνταγή ενίσχυσε μία αμυντική, εσωστρεφή τάση άρνησης ο,τιδήποτε δεν είναι ελληνικό. Ωστόσο, παρά τις όποιες διεθνείς συγκυρίες, οι Έλληνες δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα ανήσυχοι σχετικά με την απώλεια της εθνικής τους ταυτότητας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Έξι στους δέκα ερωτηθέντες θεωρούν ότι η εθνική ταυτότητα μπορεί να συνυπάρξει με την ευρωπαϊκή. Παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις όμως, δεν λείπουν οι φωνές διαμαρτυρίας, οι οποίες δεν σταματούν να τονίζουν με έμφαση τους κινδύνους που ελλοχεύουν για το έθνος μας, καθώς η συμμετοχή μας στην Ενωμένη Ευρώπη ισοδυναμεί με απώλεια της πολιτισμικής μας ταυτότητας, με άμεση συνέπεια τον «αφελληνισμό» και τον «εξευρωπαϊσμό» μας. Με δεδομένο ότι οι σχέσεις της Ελλάδας και της Ευρώπης ήταν διαρκώς σχέσεις παρεξηγήσεως, αλληλοθαυμασμού και αλληλοδυσπιστίας, οι φωνές αυτές υποστηρίζουν πως οι Δυτικοευρωπαίοι ουδέποτε χώνεψαν το γεγονός ότι ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός προήλθε από τον Ελληνισμό και στηρίχθηκε στον Ελληνισμό, ενώ αυτοί «παράδερναν στο σκοταδισμό του Βατικανού, το οποίόν στηρίχθηκε εξ ολοκλήρου στην απόκρυψι και στην κατα128
δίκη της Αρχαιοελληνικής Γνώσεως. »47. Με τις φωνές αυτές συντάσσεται και ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ο οποίος υποστηρίζει ότι φυσικά η ολοκλήρωση της Ε.Ε. δεν είναι λάθος, είναι όμως επικίνδυνη. Και προσθέτει ότι «τώρα που οι εθνικές ταυτότητες είναι μοιραίο και αναμενόμενο να καταρρεύσουν πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε, ώστε ο Ελληνισμός να μην τις ακολουθήσει στην εξαφάνιση. Σήμερα ο Ελληνισμός κινδυνεύει να απορροφηθεί μέσα στην ευρωπαϊκή χοάνη. Ο μόνος τρόπος να σωθεί είναι να απορροφήσει. Στη νέα πραγματικότητα που δημιουργείται υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες, δύο ρόλοι: ο ρόλος του σφουγγαριού που απορροφά και ο ρόλος του νερού που απορροφάται. Για να επιβιώσει σήμερα ένας λαός πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις: α) να έχει πληθυσμιακό όγκο, β) να είναι φορέας μεγάλης ισχύος και γ) να είναι κέντρο πρότυπης κουλτούρας. Ο Ελληνισμός επεβίωσε, μολονότι ζούσε από 15 αιώνων μέσα σε πολυεθνικούς κρατικούς οργανισμούς, επειδή ακριβώς εκάλυπτε την τρίτη προϋπόθεση: ήταν το κέντρο μιας κουλτούρας που την ήθελαν και την χρειάζονταν και οι άλλοι λαοί. Σήμερα όμως; Ο Νέος Ελληνισμός δεν έχει τη δύναμη να σταθεί ισότιμα πλάι στον αρχαίο και στον βυζαντινό πρόγονό του. Σήμερα πρέπει να καταλάβουμε ότι η μοναδική μας δυνατότητα επιβίωσης είναι να ξαναγίνουμε φορείς μιας ιδιαίτερης πνευματικότητος, χρήσιμης και σε μας και στους άλλους λαούς, πρότυπης και δημιουργικής. Δεν έχουμε μέλλον αν απλώς συνεχίσουμε να δείχνουμε τον Παρθενώνα ή τις ωραίες ακρογιαλιές μας. Δεν έχουμε δυνατότητες ούτε πληθυσμιακής υπεροχής ούτε άλλου είδους ισχύος. Τέτοιες δυνατότητες άλλωστε δεν είχαμε ποτέ στην ιστορία μας. Ενα μόνο γνωρίζαμε: ήμασταν φορέας πνεύματος. Σε όλους τους άλλους τομείς είμαστε πίθηκοι της Ευρώπης. Στο πνεύμα υπήρξαμε οι δάσκαλοί της. Μόνο η Εκκλησία είναι σε θέση να δώσει στον Έλληνα τη νέα ταυτότητά του, που θα έχει πνευματικό χαρακτήρα και ταυτόχρονα θα 47
Βλ. Δενδρινός Ανδρέας, Ελλάδα και Ευρώπη, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1998, σ. 51. 129
τον κρατά, με βάση την ελληνορθόδοξη παράδοση, ως ιδιαίτερη οντότητα Γένους, με το κοινοτικό πνεύμα που είναι η καρδιά της Εκκλησίας μας... Η Εκκλησία πρέπει να καταλάβει ότι ο απομονωτισμός, οι περιχαρακώσεις, που κάποτε περιέσωσαν τον πολιτισμό μας, σήμερα συνιστούν μεθόδους εθνικής καταστροφής. Δεν θα πρέπει η Εκκλησία να απομονώσει τον Έλληνα από την Ευρώπη, ούτε όμως και να τον παραδώσει σε αυτήν48.» Η στάση των Ελλήνων απέναντι στο εννοιολογικά «διαφορετικό» επηρεάζεται αρνητικά σε περιόδους κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, καθώς και σε περιόδους σημαντικών εξελίξεων, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Η αξιόλογη αύξηση του αριθμού των μεταναστών και των πολιτικών προσφύγων από το 1988 και μετά μετέτρεψε την Ελλάδα από χώρα με μεγάλο ποσοστό μετανάστευσης σε χώρα υποδοχής μεταναστών και αιτούντων πολιτικού ασύλου, δίχως την παροχή της απαραίτητης υλικής και θεσμικής υποδομής. Τη μετέτρεψε επίσης από χώρα με υψηλό ποσοστό εθνικής ομοιογένειας στις περισσότερες περιοχές, σε μία χώρα όπου οι αλλοδαποί (νόμιμοι και παράνομοι) έχουν εγκατασταθεί σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια και μπορεί να διαταράξουν σε κοινωνικό επίπεδο τη δεδομένη ασφαλή ισορροπία (πρωταρχικά στην επαρχία), επηρεάζοντας κατά συνέπεια τη στάση και συμπεριφορά των Ελλήνων. Πριν το τεράστιο μεταναστευτικό ρεύμα κατακλύσει την ελληνική πραγματικότητα, οι Έλληνες τηρούσαν γενικά μια αόριστα φιλελεύθερη στάση απέναντι στους μετανάστες. Αυτή η μεγάλη ανεκτικότητα υπερίσχυε παρά το γεγονός ότι τέτοιου είδους φιλελεύθερες αντιλήψεις έρχονταν συχνά σε αντίφαση με τις εθνοκεντρικές προκαταλήψεις του εθνικού «εαυτού». Οι ξένοι γίνονταν αποδεκτοί εφόσον η παρουσία τους δεν έθετε υπό αμφισβήτηση τις προσωπικές σχέσεις, τις εργασιακές σχέσεις, τα ήθη ή τα έθιμα. Αναπτύχθηκε μια γενικότερη αδιαφορία και ανεκτικότητα σε ό,τι αφορά στις διαφορές πολιτισμού, συνηθειών και συμβολικών ταυτοτήτων. Η μαζική εμφάνιση μεταναστών και προσφύγων προκάλεσε 48
Βλ. Άρθρο του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου «Ο Ελληνισμός και η Ευρώπη», Το Βήμα, 19/1/1997 130
όμως μια ταχύτατη ιδεολογική μεταστροφή. Μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι η πρότερη ανεκτικότητα απέναντι στους ξένους στηριζόταν περισσότερο σε μια αδιαφορία ή άγνοια, παρά σε μια ευαισθησία σε ό,τι αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα ή σε βαθύτερους δεσμούς με διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα. Ωστόσο, το σημερινό φαινόμενο της ξενοφοβίας αποτελεί μάλλον περισσότερο αντίδραση απέναντι στις συγκυρίες και σε μία διάχυτη κοινωνικο-οικονομική ανασφάλεια, παρά μια σταθερή αλλαγή ιδεολογίας και συμπεριφοράς. Η μισαλλοδοξία απέναντι στους ξένους εντάθηκε από το 1990 μέχρι το 1993 Το ποσοστό των Ελλήνων που θεωρούσε υπερβολική την παρουσία των μεταναστών διπλασιάστηκε, περνώντας από 29% σε 57%. Επιπλέον, 31% δήλωνε ότι δεν θα πρέπει να επιτραπεί σε καμία περίπτωση μεταναστευτικό ρεύμα από την Ανατολική Ευρώπη, ενώ 57% υποστήριζε ότι θα έπρεπε να επιτραπεί αποκλειστικά με περιορισμούς301. Τέλος, η αυξημένη ξενοφοβία αντικατοπτρίζεται από το γεγονός ότι σε διάστημα δύο ετών, από το 1990 έως το 1992, ο αριθμός των ατόμων που θεωρούσαν ότι (με εξαίρεση τους πολίτες της Ε.Ε.) τα δικαιώματα των αλλοδαπών θα πρέπει να περιοριστούν πέρασε από το 27% στο 35%, ενώ το 19% δήλωνε ότι δεν επιθυμούσε η Ελλάδα να φιλοξενεί αιτούντες πολιτικού ασύλου. Για πολλούς από τους εκπροσώπους της πολιτικής και της διανόησης αλλά και για ένα μεγάλο τμήμα της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας, η Ελλάδα είναι μία χώρα που σταδιακά μεταλλάσσεται σε επαρχία της Ευρώπης, χωρίς να υπάρχει συνειδητοποίηση από τις ηγετικές ομάδες ότι η μακραίωνη ιστορική διαδρομή του Ελληνικού Έθνους υπάρχει φόβος να καταλήξει σε μια ευημερούσα αποικία καταναλωτών με εξαφάνιση των πολύτιμων ιδεωδών που συγκροτούν διαχρονικά την ιστορική ταυτότητα του ελληνικού πολιτισμού. Όπως τονίζουν, μπροστά σε αυτές τις αλλοτριωτικές επιρροές ο ελληνισμός είναι πλέον ανυπεράσπιστος και κινδυνεύει με αφανισμό. Δεν διστάζουν, μάλιστα, να μιλούν για απορρόφηση της νεοελληνικής εθνικής ιδιαιτερότητας μέσα σε μια ευρύτερη κοινότητα, την ευρωπαϊκή. Η δε ελληνική ταυτότητα θα παραμείνει μια απλή γλωσσική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα στο πλαίσιο του νέου ευρωπαϊκού imperium. 131
Οι «Κασσάνδρες» της Ελλάδας επισείουν τον κίνδυνο εξαφάνισης του ελληνικού στοιχείου μέσα στην ευρωπαϊκή πανσπερμία. Κινδυνεύουμε, δηλαδή, να χάσουμε την ταυτότητά μας ή τη θρησκεία μας ή ακόμη «να γίνουμε εργάτες της Ευρώπης». Κάνουν τεράστιο λάθος όσοι έχουν την πεποίθηση αυτή. Πρόκειται για ανθρώπους που δεν πιστεύουν στις δυνατότητες και τα επιτεύγματα των Ελλήνων. Δεν πρόκειται να χαθούμε στην ευρωπαϊκή πανσπερμία γιατί έχουμε γερό πολιτιστικό υπόβαθρο και θεμέλια. Τα ερωτήματα που τίθενται στο προσκήνιο ανάγονται, από ορισμένους, σε κρίσιμους προβληματισμούς που ταλανίζουν τους Έλληνες. Ποια «κοινή ευρωπαϊκή ιστορία» θα διδάσκονται τα Ελληνόπουλα στα ευρωπαϊκά σχολεία; Τι είδους κοινότητα αντιλήψεων, συνθηκών, γλώσσας, θρησκευτικών «πιστεύω» και θεσμών θα μας επιτρέψει να διατηρήσουμε τη συλλογική και ατομική μας ταυτότητα και αυτοσεβασμό, στοιχεία απαραίτητα για την επιβίωσή μας; Σε ποια κιβωτό γλωσσική, θρησκευτική, ιστορική, θεσμική θα στηρίζονται τα συλλογικά «συμφωνημένα υπονοούμενα» για να εξασφαλίζεται το ελάχιστο της άρρητης επικοινωνίας; Το θέμα παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις όταν πρόκειται για τον τρόπο προφοράς του νέου ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. «Ευρώ», κατά το ελληνικό αλφάβητο από όπου προέρχεται και το όνομα της Ευρώπης, ή «Γιούρο», κατά το λατινικό; Οι απαντήσεις στα συγκεκριμένα ερωτήματα υποθάλπουν και ενισχύουν μια κινδυνολογία που προδιαθέτει αρνητικά την κοινή γνώμη και είναι δυσανάλογα μεγάλη με το κλίμα εξευρωπαϊσμού που επικρατεί τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Συχνά παρακολουθούμε στα μέσα ενημέρωσης πολιτικούς να ανταλλάσσουν κατηγορίες περί «εθνικής μειοδοσίας» και περί καπήλευσης της παράδοσης, που θυσιάζεται στο βωμό του οικονομικού συμφέροντος. Παράλληλα, γινόμαστε μάρτυρες ενός εθνικού παραληρήματος, όπου εκπρόσωποι της διανόησης και της ανώτατης, κυρίως, εκκλησιαστικής ιεραρχίας σημειώνουν με έμφαση το μεσσιανικό ρόλο του Ελληνισμού στην Ευρώπη και τον κόσμο συνδυάζοντας τον με μια τελετουργική αναφορά στις «αλησμόνητες χαμένες πατρίδες». Επισημαίνουν ότι η σχέση της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη περιορίζεται 132
στα πολιτικά και οικονομικά πλαίσια ή σε αυτά με τα οποία οι οικονομικοί παράγοντες της Ελλάδας συνδέονται με την Ευρώπη και σπανίως αναγνωρίζεται ο πρωτοποριακός παράγοντας της Ελλάδας στον σχηματισμό του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Περισσότερο αισθητή γίνεται από τους Έλληνες όλων των ηλικιών η απειλή ότι άλλοι από το Βορρά και τη Δύση συνωμοτούν για να αποκληρώσουν τους Νεοέλληνες από το παρελθόν τους, παρουσιάζοντας αυθαίρετες ερμηνείες της ελληνικής ιστορίας ή υποτιμώντας τον Ελληνισμό -όπως οι ξένοι παλαιότερα περιφρονούσαν τους Νεοέλληνες, όταν θεωρούσαν τον Ελληνισμό κάτι ξεχωριστό: «Παραβλέποντας, υποτιμώντας, αγνοώντας όλες τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού πολιτισμού, μας κακόμαθαν να θεωρούμε τη χώρα μας ως ένδοξο ερείπιο αναμφισβήτητο, μοναδικό και υποχρεωτικά πασίγνωστο. Οι καιροί στο μεταξύ άλλαξαν, η νεότερη γενιά των πρακτικών σπουδών και του κέρδους ήλθε στα πράγματα και με τον περίφημο ρεαλισμό και ορθολογισμό που τη διακρίνει έκρινε διαφορετικά το 'πράγμα'. Η Ελλάς ως λήμμα είναι κάτι μεταξύ άλλων.49» Πέρα από την Ελλάδα βρίσκει κανείς «τον λόγο του Ελληνισμού» υιοθετώντας νέους κοινούς τόπους παράλληλα με τον καθιερωμένο τόπο του πλούσιου παρελθόντος της Ελλάδας. Η σύγχρονη Ευρώπη, αναζητώντας τρόπους για να επιβεβαιώσει την ενότητά της, σεβόμενη παράλληλα τις διαφορές, αναφέρεται περιστασιακά στην Ελλάδα ως εκπρόσωπο των μικρότερων εθών της κοινότητας. Στον υποχωρητικό λόγο μιας ενωμένης Ευρώπης, η Ελλάδα γίνεται ο κοινός τόπος μιας μικρής χώρας που έχει εκουσίως ανοίξει τα σύνορά της στα ρεύματα από το Βορρά, χωρίς όμως να τους επιτρέπει να αλλοιώσουν με την παρουσία τους το χαρακτηριστικό τοπικό της χρώμα. Ένα αξιοσημείωτο παράθεμα προέρχεται από την αξιόλογη ομιλία του τότε προέδρου της Ε.Ε., Jacques Delors, στην Αθήνα, το Μάιο του 1992. Από την πλευρά των Ευρωπαίων ηγετών παρατηρείται μία έντονη προσπάθεια να επικαλύψουν το άρμα των διαδικασιών 49
Βλ. Λεοντή Άρτεμις, Τοπογραφίες Ελληνισμού-Χαρτογραφώντας την πατρίδα, Scripta, Αθήνα 1998, κεφ. 3 133
σύγκλισης με το πέπλο μιας «κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας», ώστε, με αρωγό την πολιτισμική πολυμορφία, να επιτευχθεί η ενοποίηση των κρατών-μελών κάτω από μια πολιτισμική και κατ' επέκταση οικονομική ομπρέλα. Όσο, λοιπόν, προχωρεί η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης τόσο μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στον πολιτισμό και την πολιτιστική πολιτική. Αυτό οφείλεται σε δύο προφανείς λόγους: Πρώτον, στην ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, η σύγκλιση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση να επενδυθεί με έναν ιδεολογικού χαρακτήρα λόγο για την κοινή ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα. Μια κοινή αντίληψη για την πολιτισμική κληρονομιά υποτίθεται ότι εύκολα οδηγεί σε μια κοινή αντίληψη για το μέλλον. Δεύτερον, στο γεγονός ότι σήμερα πια, στη μετανεωτερική εποχή, στην κοινωνία της πληροφορίας, το πεδίο του πολιτισμού, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το πεδίο των οπτικοακουστικών, προσφέρεται για την ανάπτυξη ποικίλων δραστηριοτήτων, την πραγματοποίηση επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Παρ' όλα αυτά, όμως, και παρότι κυρίως με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ που προσέθεσε το άρθρο 128 στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, που το τροποποίησε ελαφρώς με το άρθρο 151.Αν και γίνονται ουσιαστικά βήματα για τη συγκρότηση ενός ισχυρού θεσμικού πλαισίου εφαρμογής της πολιτιστικής πολιτικής, ο πολιτισμός, ως αντικείμενο ενδιαφέροντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξακολουθεί να είναι κάτι το δευτερεύον και το επικουρικό. Βέβαια, η «διακριτικότητα» του άρθρου 128 έχει και τη θετική της όψη, καθώς, αφενός μεν, αναγνωρίζεται η σημασία της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας, αφετέρου, δε, αναγνωρίζεται, εμμέσως πλην σαφώς, σε θεσμικό επίπεδο η πολιτισμική ισοτιμία των κρατών-μελών, ανεξάρτητα από τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Δεν πρέπει, άλλωστε, να αγνοούμε το γεγονός ότι στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχουν σοβαρές πολιτισμικές ανισότητες, ιδιαίτερα σε βάρος των μικρότερων κρατών και των λιγότερο ομιλούμενων γλωσσών. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι γλώσσες εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντί για 25, που είναι οι επίσημες γλώσσες, είναι τελικά μόνο δύο ή μία, ενώ η εφημερίδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλί134
ου τυπώνεται σε τρεις μόνο γλώσσες. Τείνουμε να καταλήξουμε σε μια lingua franca, που είναι η αγγλική γλώσσα50. Συνεπώς, μια ονομασία που παραπέμπει σε μια «παλιά κοινή καταγωγή» -καθώς η Ευρώπη αποτελεί μια γεωγραφική και ιστορική πραγματικότητα που έλκει το όνομά της από την ελληνική αρχαιότητα-, μια γεωγραφική επικράτεια (αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης) που, λόγω των διαδοχικών εντάξεων, τείνει να ταυτιστεί με ολόκληρη τη Γηραιά Ήπειρο και ένα ευρωπαϊκό ιδεώδες που διεκδικεί τη δυνατότητα συγχώνευσης εθνικών ιστοριών και πολιτισμών δεν είναι αρκετά για να μιλάμε για έναν ευρωπαϊκό πολιτισμό ο οποίος θα αντικατοπτρίζει μια υπερεθνική ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Θεωρώντας τη δημιουργία μιας εθνικής ταυτότητας και τη νέα προοπτική της παράλληλης δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας, η αντιδιαστολή Ανατολής/ Δύσης και παράδοσης εκσυγχρονισμού βρίσκονται ξανά στο προσκήνιο. Ο εκσυγχρονισμός γίνεται αντιληπτός ως απρόσωπος, άκαμπτος και εισαγόμενος, αποτελεί όμως κι ένα αναπόφευκτο μοντέλο που λειτουργεί ως πανάκεια για τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας. Η παράδοση θεωρείται οικεία, εντόπια, αυθεντική και ενδογενής, ταυτόχρονα όμως και υπεύθυνη για τη βαθύτατη κρίση σε κάθε επίπεδο της ελληνικής κοινωνικής οργάνωσης. Σήμερα, τόσο διεθνώς όσο και στην Ευρώπη, γίνεται πολύς λόγος για την πολυπολιτισμικότητα. Η συζήτηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα. Οι αλλαγές ως προς τη στάση όχι μόνο των αρχών, αλλά κι ενός ευρύτερου τμήματος του πολιτικού σώματος θα μπορούσαν να εστιασθούν σε τρεις διαφορετικούς άξονες. Πρώτον, η αποδοχή της ηθικής της πολυπολιτισμικότητας σε σχέση με το παρελθόν θα σημάνει την αναγνώριση και την ανάδειξη της πολιτισμικής κληρονομιάς όλων των εθνοτήτων που άκμασαν στον ελλαδικό χώρο. Και η αναγνώριση αυτή πρέπει να είναι ανεξάρτητη από πολιτικές σκοπιμότητες και ιστορικές συγκυρίες. Δεύτερον, σε σχέση με το παρόν θα σημάνει τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ό,τι η εθνοτική, η θρησκευτική και γενικά πολιτισμική ομοιογένεια 50
Βλ. Βενιζέλος Ευάγγελος, «Η γλωσσική ισοτιμία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης» στο Διαχρονία και Συνέργεια - Μια πολιτική Πολιτισμού, Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σ.σ. 193-198. 135
δεν είναι αναγκαία προϋπόθεση για την εύρυθμη λειτουργία μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. Τρίτον, σε ό,τι αφορά το μέλλον των υπαρχουσών μειονοτήτων συνεπάγεται τον έμπρακτο σεβασμό όλων των πολιτισμικών μονάδων που εγκαθίστανται για διάφορους λόγους στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια και προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποκρύψουν τη διαφορά τους. Η ιδέα της πολυπολιτισμικότητας μοιάζει να εγκλωβίζεται ανάμεσα σε μια ρηχή και επιπόλαιη αντίληψη πολιτισμικής πολυχρωμίας από τη μια και σε ένα πιεστικό πολιτικό πρόβλημα από την άλλη που το αναγνωρίζουμε μόνο ως πρόβλημα κοινωνικής σταθερότητας ή κρατικής ακεραιότητας. Το αποτέλεσμα είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση δεν μπορεί παρά να είναι ιδιαίτερα ατυχές.
136
Επίλογος Ζούμε σε μια εποχή που δεν ευνοεί τη διαφορετικότητα. Αν μας ενδιαφέρει να προστατεύσουμε την κληρονομιά μας, τότε πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι και η δική μας η ταυτότητα δεν είναι παρά μία ανάμεσα σε πολλές άλλες. Μπορεί εδώ να αναρωτηθούμε: μα δεν αξίζει η δική μας να διασωθεί περισσότερο από τις άλλες; Μπορεί να αξίζει, μπορεί και όχι. Όμως αυτό δεν έχει καμία σημασία, γιατί το συγκεκριμένο ερώτημα δεν κρίνεται αναγκαστικά με κάποιο κριτήριο αξίας, και, στον βαθμό που κρίνεται από ένα τέτοιο κριτήριο η απορρόφηση της αξίας μπορεί να γίνει δίχως τη συνδρομή κάποιας εξακριβώσιμη κοινότητας- φορέα της αξίας αυτής. Αν η ιδιαιτερότητά μας έχει σημασία, τότε έχει σημασία στο βαθμό που την έχει για μας. Άρα για να στηρίξουμε την πολιτισμική μας ιδιαιτερότητα σε ένα εξ υποθέσεως πολιτισμικά ισοπεδωτικό περιβάλλον, θα πρέπει να αναδείξουμε τη σημασία της κάθε πολιτισμικής ιδιαιτερότητας. To να είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε μαζί με άλλους, δεν είναι ατυχία, όπως έχουμε συνηθίσει άκριτα να πιστεύουμε, αλλά μοναδική ευκαιρία να αναγνωρίσουμε και να αναστοχαστούμε πάνω στον εαυτό μας. Είναι μια ευκαιρία αξιοποίησης των καρπών της συμβίωσης και κοινής ιστορικής εμπειρίας που από κανένα άλλο προϊόν της παγκόσμιας ή ευρωπαϊκής πολιτισμικής υπεραγοράς δεν μπορεί να υποκατασταθεί. Επιδεικνύοντας τον δέοντα σεβασμό στον «άλλον» αναζωογονούμε και ταυτόχρονα επαναδιαπραγματευόμαστε έναντι του παρελθόντος και τους όρους συγκρότησης της δικής μας ταυτότητας. Τελικά, κινδυνεύουμε από έναν επικείμενο «πολιτισμικό αφελληνισμό»; Η παραδοχή αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθώς ο ελληνικός πολιτισμός είναι ανεξάντλητος και αποτελεί «είδος προς εξαγωγή», έχει, δηλαδή, να προσφέρει πολλά στον ευρωπαϊκό χάρτη των πολιτισμικών αξιών. Απαραίτητο είναι όσοι ασχολούνται με τα θέματα του πολιτισμού στην Ελλάδα να μην είναι μόνο προσκολλημένοι στο ένδοξο παρελθόν των μαρμάρων αλλά να κοιτάζουν με 137
ποιον τρόπο μπορεί σήμερα η Ελλάδα να συμμετέχει στην παγκόσμια πολιτιστική κοσμογονία, που συντελείται όχι βέβαια μονάχα με την ελληνική πολιτισμική μας κληρονομιά αλλά και με την ενθάρρυνση νέων δημιουργών πολιτισμού που ψάχνουν να δώσουν νόημα στην εθνική μας πολιτιστική ταυτότητα στην ελληνικότητά μας-, έτσι ώστε στο οικουμενικό πολιτισμικό οικοδόμημα να έχει βάλει ένα μικρό πετραδάκι και η Ελλάδα με τη δική της, σύγχρονη πολιτιστική εισφορά. To βέβαιο είναι ότι μέσα σε αυτό το πλέγμα των εξελίξεων, είναι εφικτό εμείς οι Έλληνες να διατηρήσουμε την «ελληνικότητά» μας ενώ ταυτόχρονα θα αναπτύσσεται η «ευρωπαϊκότητά» μας. Τα οράματα στην Ελλάδα αφορούν τον τρόπο ένταξης της ελληνικής κοινωνίας στο συνολικό ευρωπαϊκό πολιτιστικό γίγνεσθαι της εποχής. Δηλαδή, δεν έχουμε στη χώρα μας οράματα ούτε ελιτίστικά ούτε αποχωριστικά, με φιλοδοξία την εθνική αναδίπλωση και την εσωστρέφεια. Αν στην Ελλάδα υπάρχει κάποιο σύνδρομο, αυτό είναι ότι, εφ' όσον οι Έλληνες θεωρούν τη χώρα τους μητέρα του «ευρωπαϊκού πολιτισμού», συμπεριφέρονται με σύνδρομο ανωτερότητας προς τον υπόλοιπο κόσμο: δεν χαράσσουν διαχωριστικές γραμμές, αλλά η Ελλάδα ως «μητέρα του ευρωπαϊκού πολιτισμού», αγκαλιάζει όλα τα θεωρούμενα «τέκνα» της με μοναδικό σκοπό να συμπλέει μαζί τους. Το βασικό άγχος του Έλληνα δεν είναι να απομονωθεί αλλά να βρίσκονται αδιαλείπτως μαζί με τους άλλους. Συνεπώς, στο πλαίσιο όμως της Ενωμένης Ευρώπης η χώρα μας έχει μία ακόμη ιδιαίτερη αποστολή. Η Ελλάδα, με την υπερχιλιετή πολιτισμική της παράδοση, είναι εκ των πραγμάτων κιβωτός πνεύματος και πολιτισμού. Ο πολιτισμός είναι ό,τι πολυτιμότερο μπορούμε να προβάλλουμε και να «εξάγουμε» χρησιμοποιώντας κατά παράφραση τον οικονομικό αυτό όρο , γιατί είναι ο τομέας στον οποίο έχουμε διακριθεί, τον γνωρίζουμε και μπορούμε να τον αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Για την ευόδωση αυτού του στόχου είναι καταλυτική η συνεισφορά των ανθρώπων της επιστήμης και των γραμμάτων, της πνευματικής ηγεσίας του τόπου. Οι άνθρωποι του πνεύματος μιλούν την ίδια γλώσσα και γι' αυτό μπορούν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο να ασκήσουν επιρροή στους πολιτικούς ηγέτες και να εργαστούν από κοινού για το 138
ευρωπαϊκό όραμα. Για να γίνει όμως αυτό το όραμα πραγματικότητα, είναι απαραίτητη η συσστράτευση όλων μας, ώστε ο κάθε πολίτης, με τον δικό του τρόπο, να συμβάλει ουσιαστικά τοποθετώντας από ένα μικρό λίθο για την ανύψωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
139
Βιβλιογραφία Garcia Soledad, «Είδωλα της Ευρώπης», στο Ελληνική Πολιτισμική Ταυτότητα και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1993. Gellner Ernest, «Έθνη και Εθνικισμός», Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992. Eliot T.S, Σημειώσεις για τον ορισμό της κουλτούρας, Πλέθρον, Αθήνα 1980. Hobsbawm E. J., «Έθνη και Εθνικισμός από το 1870 μέχρι σήμερα- Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα», Μ. Καρδαμίτσας, Αθήνα 1994. Hobsbawm Eric, Η εποχή των άκρων, Θεμέλιο, Αθήνα 1999. Koder J., «Ο όρος ‘Ευρώπη' ως έννοια χώρου στη βυζαντινή ιστοριογραφία», Βυζάντιο και Ευρώπη. Α' Αιεθνής Βυζαντινολογική Συνάντηση, Δελφοί 20-24 Ιουλίου 1985, επιμ. Α. Μαρκόπουλος, Αθήνα 1987. Voyenne Ernard, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Ιδέας, Payot, Παρίσι 1964. Gernot Erler, Muller Rolf Dieter , Urlich Rose, Schnabel Thomas, Uberschar Gerd R. , Wette Wolfram, H ταχυδακτυλουργική εξαφάνιση της ιστορίας, εκδόσεις La Decouverte, Παρίσι 1988. Woolf Stuart, Ο εθνικισμός στην Ευρώπη, Θεμέλιο, Αθήνα 1999. Άντερσον Μπενεντίκτ, Φαντασιακές Κοινότητες - Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού, Νεφέλη, Αθήνα 1997. Βακαλόπουλος Απόστολος, Ο χαρακτήρας των ΕλλήνωνΑνιχνεύοντας την εθνική μας ταυτότητα, Ιδιωτική, 1994. Βαλούκος Στάθης, Ελληνική Τηλεόραση: Οδηγός Τηλεοπτικών Σειρών 1967-1998, Αιγόκερως, Αθήνα 1998. Βαμβούκας Μ. - Καλογιαννάκκη Π., Η Ευρώπη και η πολιτιστική κληρονομιά, Γρηγόρης, Αθήνα 1995. Βέικος Θεόφιλος, Εθνικισμός και Εθνική Ταυτότητα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999. Βενιζέλος Ευάγγελος, Διαχρονία και Συνέργεια- Μια πολιτική πολιτισμού, Καστανιώτης, Αθήνα 1998. 140
Βεργόπουλος Κώστας, Παγκοσμιοποίηση. ΗΜεγάλη Χίμαιρα, Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη, 1999. Βεργόπουλος Κώστας, Ποιος φοβάται την Ευρώπη - Ανατομία ενός μύθου, «Νέα Σύνορα», Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2000. Βερέμης Θ., «Κράτος και Έθνος στην Ελλάδα: 1821-1912» στο Ελληνισμός και Ελληνικότητα- Ιδεολογικοί και Βιωματικοί Άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1983, Γ' έκδοση 1998. Βουδούρη Δάφνη, Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην προοπτική της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς, Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών, Παπαζήσης, Αθήνα 1992. Βρύζας Κωνσταντίνος, Παγκόσμια Επικοινωνία και Πολιτιστικές Ταυτότητες, Gutenberg, Αθήνα 1997. Γασπαρινάτος Κ., Ιωαννίδης L, Τσακίρης Κ., Η κατάσταση του συστήματος κινηματογραφικής διανομής στην Ελλάδα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), Αθήνα, Απρίλιος 2000. Δενδρινός Ανδρέας, Ελλάδα και Ευρώπη, Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα 1998. Δημητρακόπουλος Φ., Βυζάντιο και Νεοελληνική Αιανόηση στα μέσα του 19ου αιώνα, Καστανιώτης, Αθήνα 1996. Δορμπαράκης Π.Χ, Λεξικό της Νεοελληνικής, ετυμολογικό, ερμηνευτικό, Σπουδή, Αθήνα 1993. Ιωακειμίδης Παναγιώτης, Το μέλλον της Ευρώπης, Σιδέρης, Αθήνα 2001. Κόκκινος Γιώργος, Αναζητώντας την ενότητα στην πολυμορφία- Οι αντινομίες της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας και η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2000. Κόνσολα Ν. Ντόρα, Η διεθνής προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, Παπαζήση, Αθήνα 1995. Μπερτζές Άνταμς, Αιαμελισμένη Ευρώπη - Η νέα ηγεμονία στην Ανατολή, Μπουκουμάνης, Αθήνα 2001. Παπαρίζος Αντώνης, «Η ταυτότητα των Ελλήνων, τρόποι αυτοπροσδιορισμού και η επίδραση της ελληνικής Ορθοδοξίας», στο «Εμείς» και οι «Άλλοι»- Αναφορά στις τάσεις και τα συμβολα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Τυπωθήτω, 141
επιμέλεια Χρ. Κωνσταντοπούλου, Λ. Μαράτου-Αλιπράντη, Δ. Γερμανός, Θ. Οικονόμου, Αθήνα 1999, σ.σ. 135-151. Πασχαλίδης Γ., «Η πολιτισμική ταυτότητα ως δικαίωμα και ως απειλή- Η διαλεκτική της ταυτότητας και η αμφιθυμία της κριτικής» στο «Εμείς» και οι «Άλλοι» - Αναφορές στις τάσεις και τα σύμβολα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Τυπωθήτω, Αθήνα 1999. Πασχαλίδης Γ. & Χαμπούρη- Ιωαννίδου Αικ., Οι διαστάσεις των πολιτιστικών φαινομένων, τόμος Α' «Εισαγωγή στον Πολιτισμό», Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2002. Σκοπετέα Ε., Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα: Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, Αθήνα 1988. Σμιθ Άντονυ, Εθνική Ταυτότητα, Οδυσσέας, Αθήνα 2000. Στογιαννίδου Μ.., «Πολυπολιτισμικότητα και Παγκοσμιοποίηση: Η κατασκευή της Ευρώπης» στο «Εμείς» και οι «Άλλοι» Αναφορές στις τάσεις και τα σύμβολα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Τυπωθήτω, Αθήνα 1999, σ.σ. 121-134. Στουρέ Λίννερ, Η γέννηση της Ευρώπης, Προσκήνιο, Αθήνα 1999. Συλλογικό Έργο, Πολιτιστική Ταυτότητα και στρατηγική του Ελληνισμού, Γνώση, Αθήνα 1995. Ταίηλορ Τσαρλς, Πολυπολιτισμικότητα, Πόλις, Αθήνα 2000. Τροβά Ε., Η έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος κατά το Σύνταγμα του 1975/86, Σάκκουλας, Αθήνα 1992. Τσαούσης Δ. Γ, «Ελληνισμός και Ελληνικότητα- Το πρόβλημα της νεοελληνικής ταυτότητας», στο Ελληνισμός και Ελληνικότητα- Ιδεολογικοί και Βιωματικοί Άξονες της Νεοελληνικής Κοινωνίας, Επιμέλεια Δ. Γ. Τσαούση, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1998. Τσάτσος Δημήτρης, Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία- Για μια ένωση λαών με ισχυρές πατρίδες, Καστανιώτης, Αθήνα 2001. Φούγιας Μ. Γ., Το ελληνικό υπόβαθρο του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι ελληνικές ρίζες της Ευρώπης, «Νέα Σύνορα» - Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 1999. Χασιώτης Ιωάννης Κ., Αποζητώντας την ενότητα στην πολυμορφία: Οι απαρχές της ευρωπαϊκής ενότητας από το τέλος του Μεσαίωνα ως τη Γαλλική Επανάσταση, Παρατηρητής, 142
Θεσσαλονίκη 1999. Χατζηβασιλείου N., Ευρωπαϊκή Ένωσις, Αθήνα 1932. Χατζηγάκης Σωτήρης, Η ελληνική ταυτότητα στη νέα τάξη, Καστανιώτη 2002. Άρθρα σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά Balzaretti Rosa 'Τhe creation of Europe' στο 'History Workshop Journal', τεύχος. 33, 1992. Burke Peter, "Did Europe exist before 1700 ?" στο History of European Ideas, τεύχος 1 1980. Campbell Edwina S., "Reviews: The New Europe", στο History of European Ideas, τεύχος 21 No4, July 1995, σ.σ. 551-553. Delanty Gerard, "The frontier and identities of exclusion in European History", στο History of European Ideas, τεύχος 22, No2, 1996, σ.σ. 93-103. Delanty Gerard, 'The limits and possibilities of a European Identity. A critique of cultural essentialism' στο Philosophy and Social Critisism, τεύχος 21, No 4, 1995. Delgado- Moreira Juαn, "Cultural Citizenship and the creation of European Identity",, Electronic Journal of Sociology, Ministry of Education, Madrid 1997. Emanuel Susan, "A community of culture? The European television channel", History of European Ideas, τεύχος 21 No2, Ιούλιος 1995, σ.σ. 169-176. Gardels Nathan, 'Two concepts of Nationalism: an interview with Isaiah Berlin', στο The New York Times Review of Books, 21 Νοεμβρίου 1991, σ.σ. 19-23. Garton Ash T., 'Mitteleuropa?' στο DAEDALUS: Journal of the American Academy of Arts and Sciences, 119 (1), Χειμώνας 1990. Guth Klaus, "Pilgrimages in Contemporary Europe: Signs of national and universal culture", στο History of European Ideas, τεύχος 20 N. 4-6, Φεβρουάριος 1995, σ.σ. 831- 835. Hardt- Mautner Gerlinde, 'How does one become a good European? The British press and European Integration' στο 'Cultural Dynamics- Discourse and Society', Sage Publication, Λονδίνο 1995. 143
Kaitatzi- Whitlock S., "Pluralism and Media Concentration in Europe: Media Policy as industrial policy" European Journal of Communication, τεύχος 11, No 4, Sage, σ.σ. 453- 483, Λονδίνο 1996. Malcolm N., «The 'common European home' and Soviet European Policy», International Affairs, 65(4), 1989, σ.σ. 659-676. Malcolm N., "Soviet Policy Perspectives on Western Europe", The Royal Institute of International Affairs, Routledge, Λονδίνο 1989a. Maud S. Mandel, "One Nation Indivisible: Contemporary Western European Immigration Policies and the Politics of Multiculturalism", Diaspora, 4/1 (1995), σ.σ. 89- 103. Parker W.H, «Europe: How Far?», The Geographical Journal, τεύχος 126, 1960. Reuter, Timothy, "Medieval Ideas of Europe and their modern historians" στο History Workshop Journal, τεύχος. 33. Rupnik J., 'Central Europe or Mitteleuropa' στο DAEDALUS: Journal of the American Academy of Arts and Sciences, τεύχος 119 Io 1, 1990. Shenfield S., 'Between Moscow and Brussels: the future of Eastern Europe' στο Dιtente, τεύχος 15, 1989, σ.σ. 7-8. Smith Anthony, 'National Identity and the idea of European Unity' στο ‘International Affairs', τεύχος 28, 1992. Swedberg Richard, "The idea of «Europe» and the origin of the European Union-Sociological Approach" στο Zeitschrift fϋr Sociologie, τεύχος 23, 1994. Thompson Martyn P., "Ideas of Europe during the French Revolution and Napoleonic Wars" στο Journal of the History of Ideas, τεύχος 55, 1994. Waever O., 'Three competing Europes: German, French, Russian' στο International Affairs, τεύχος 66, Νο 3. Παναγιωτοπούλου Ρόη, "Greeks in Europe:Antinomies in national identities" στο Journal of Modern Greek Studies, τεύχος 15, νούμερο 2, Οκτώβριος 1997, σ.σ. 349-370. Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, "Enlighted Concepts in the Dark. Power and Freedom, Politics and Society" στο Journal of Modern Greek Studies, τεύχος 9, 1991, σ.σ. 60-61. Αφιέρωμα «Ιθαγένεια και εθνική ταυτότητα», Ευρωπαϊκή Έκφραση, τεύχος 47. 144
Woolf Stuart, «Υπάρχει ενότητα στην ευρωπαϊκή ιστορία και ταυτότητα;», μετάφραση Γιώργου Κόκκινου, στο «Σύγχρονα Θέματα» ,Ιούλιος - Δεκέμβριος 1996. Γιαννής Νίκος, «Ο φεντεραλισμός σε αντίστιξη με τον πολιτισμός της κυριαρχίας: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και Ευρωπαϊκή Ένωση» στο περιοδικό Τετράδια Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 1, Φθινόπωρο 2002, σ.σ. 92-119. Δημαράς Κ.Θ., Της Μεγάλης ταύτης Ιδέας (ανάτυπο από το περιοδικό Ιατρολογοτεχνική Στέγη, Άνοιξη 1970), σ.8. Δώδος Δ., Καφετζής Π., Λυριντζής Χ., Νικολακόπουλος Η., Σπουρδαλάκης Μ., Τσουκαλάς Κ. και Βούλγαρης Γ., Minorities in Greece: The perception of Aliens and the Constitution of Otherness, Έρευνα, Ίδρυμα Μελετών Λαμπράκη, Αθήνα 1993. Ηρακλείδης Αλέξης, «Οι εικόνες του εθνικού 'εαυτού' και του 'άλλου' στις διεθνείς σχέσεις: η περίπτωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», στο Σύγχρονα Θέματα, περ. β', τεύχος 54, 1995, σ.σ. 28-29. Θεοδωρίδης Πέτρος, «Όψεις της ευρωπαϊκής ταυτότητας- Προβλήματα και προοπτικές στη διαμόρφωση των πολιτικών ταυτοτήτων» στο περιοδικό Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 10, Νοέμβριος 1997, σ.σ. 179-183. Ιωακειμίδης Π.Κ., «Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Η ανάγκη για μια συνολική προσέγγιση» αφιέρωμα «Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως πολιτικό σύστημα» στο περιοδικό Ελληνική Επιθεώρηση ΠολιτικήςΕπιστήμης, Δεκέμβριος 2002, τεύχος 20, σ.σ. 120-135. Στενός Σήφης, «Ελλάδα και Αύση», στο περιοδικό ΑΡΔΗΝ, αφιέρωμα Αναζητώντας Ταυτότητα, τεύχος 14ο- 15ο, ΙούλιοςΣεπτέμβριος 1998, σ.σ. 30-33. Τσινισιζέλης Μιχάλης I, «Σκέψεις για την Ευρώπη» στο περιοδικό Τετράδια Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 1, Φθινόπωρο 2002, σ.σ. 120-142. Επίσημες εκδόσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Europeans' participation in cultural activities», A Eurobarometer survey carried out at the request of European Commission, Eu145
rostat, Executive Summary by Rosario Spadaro, The European Opinion Research Group, EEIG, April 2002. Unesco, Statistical Yearbook, 1975. Ευρωβαρόμετρο 1994α, Trend Variables 1974-1993, Special Issue, May 1994, σ.σ. 75-76. Ευρωβαρόμετρο Νο 37,Ιούνιος 1992α, σ. Α54, Ευρωβαρόμετρο Νο 37,Ιούνιος 1992α, σ. Α54. Ευρωβαρόμετρο Νο 37,Ιούνιος 1992α, σ. Α65. Ευρωβαρόμετρο Νο 39, Ιούνιος 1993α, σ. Α53. Ευρωβαρόμετρο Νο 40, Δεκέμβριος 1993β, σ. Α73. Ευρωβαρόμετρο Νο 43, Φθινόπωρο 1995, σ. Β14. Κείμενα σχετικά με τον πολιτιστικό τομέα στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης 1993-1997, Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Γενική Γραμματεία DG J Παιδεία και ΝεότηταΠολιτισμός- Οπτικοακουστικά Μέσα, Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1998. Οικοδομώντας την Ευρώπη των λαών- Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Πολιτισμός, Γενική Διεύθυνση Τύπου και Επικοινωνίας, Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Λουξεμβούργο 2002. Εκδόσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ευρωπαϊκός Διάλογος- Ενημερωτική επιθεώρηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, 1/2003. Ευρωπαϊκός Διάλογος- Ενημερωτική επιθεώρηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, 2/2002. Ευρωπαϊκός Διάλογος- Ενημερωτική επιθεώρηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, 1/2002. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- Νέα της Συνόδου, Μάρτιος 2001/03 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- Νέα της Συνόδου, Φεβρουάριος 2001/02 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- Νέα της Συνόδου, Ιανουάριος 2001/01 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- Νέα της Συνόδου, Δεκέμβριος 2000/12 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- Νέα της Συνόδου, Νοέμβριος 2000/11 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- Νέα της Συνόδου, Οκτώβριος 2000/10 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- Νέα της Συνόδου, Σεπτέμβριος 2000/9 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- Νέα της Συνόδου, Ιούλιος 2000/7 146
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- Νέα της Συνόδου, Ιούνιος 2000/6 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- Νέα της Συνόδου, Μάιος 2000/5 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- Νέα της Συνόδου, Απρίλιος 2000/4 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- Νέα της Συνόδου, Μάρτιος 2000/3 Newsletter τόμος 13, αριθ. 1/2004
147