Masarykova univerzita Filozofická fakulta Ústav klasických studií Mediteránní studia
Nikola Sasynová Satira na Sedmiostroví v 18. a 19. století (Η σάτιρα στα Επτάνησα του 18ου και 19ου αιώνα) Magisterská diplomová práce
Vedoucí práce: Mgr. Nicole Votavová Sumelidisová, Ph.D. a prof. Dimitris Angelatos
2015
Prohlašuji, že jsem diplomovou práci vypracovala samostatně s využitím uvedených pramenů a literatury. …………………………………………….. Podpis autora práce 2
Poděkování Ráda bych poděkovala své vedoucí práce Mgr. Nicole Votavové Sumelidisové, Ph.D. za spolupráci, rady a pomoc při komunikaci s řeckým Ministerstvem školství a také panu profesoru Dimitrimu Angelatovi z Národní Kapodistrian univerzity v Aténách, za úpravu jak jazykovou, tak celé struktury práce a výběru bibliografie. Ευχαριστιές Θα ήθελα να ευχαριστήσω την επιβλέποντα καθηγητή μου Mgr. Nicole Votavová Sumelidisová, Ph.D. για τη συνεργασία, τις συμβουλές και τη βοήθειά της στην επικοινωνία με το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων. Επίσης τον καθηγητή Δημήτρη Αγγελάτο άπό το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών για τις διορθώσεις της γλώσσας, την επιλογή της βιβλιογραφίας και ολόκληρης της δομής της εργασίας μου.
3
Πίνακας περιεχομένων Εισαγωγή................................................................................................................ 6 Κεφάλαιο 1ο: Επτάνησα: Γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο....................................7 1.1.
Το γεωγραφικό πλαίσιο.............................................................................. 7
1.2.
Το ιστορικό πλαίσιο (18ος και 19ος αιώνας).............................................8
1.2.1.
Η Δημοκρατία της Βενετίας στα Επτάνησα........................................8
1.2.2. Τα Ίονια νησιά από το 1797 εώς το 1799 και η «Ἑπτάνησος Πολιτεία»......................................................................................................... 8 1.2.3. Η δεύτερη γαλλική κατοχή 1807-1809 και το «Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων»................................................................................................. 9 Κεφάλαιο 2ο: Οι επιδράσεις στην επτανησιακή λογοτεχνία:................................11 Γενικό περίγραμμα και το παράδειγμα του Γ. Βηλαρά.........................................11 Κεφάλαιο 3ο: Η σάτιρα.......................................................................................... 15 3.1.
Η ιστορική ταυτότητα της σάτιρας........................................................15
3.2.
Τα χαρακτηριστικά της σάτιρας και ο σκοπός της.................................16
Κεφάλαιο 4ο: Η σάτιρα στα Επτάνησα..................................................................18 4.1.
Οι προσολωμικοί ποιητές........................................................................18
4.1.1. 4.2.
Ο Νικόλαος Κουτούζης (1741 – 1813)...............................................19
Ο Διονύσιος Σολωμός (1798 – 1857).......................................................24
4.2.1.
Η πρώτη περίοδος (1815 – 1822)......................................................25
4.2.2.
Η δεύτερη περίοδος (1823 – 1833)...................................................25
4.2.2.1. Σατιρικά ποίηματα για τον γιατρό Ροΐδη
26
4.2.2.2. «Το όνειρο» 30 4.2.2.3. Η Γυναίκα της Ζάκυθος 4.2.3. 4.3.
34
Η τρίτη περίοδος (1833 – 1857)........................................................38
Οι σολωμικοί ποιητές.............................................................................. 38
4.3.1.
Ο Αντώνιος Μάτεσις (1794 – 1875)..................................................40
4.3.1.1. Ο Βασιλικός 40 4.3.2.
Ο Γεράσιμος Μαρκοράς (1826 – 1911)..............................................42
4.3.2.1. «Λέλεκας και Σπαρτσίνης» 43 4.3.2.2. «Απλή και καθαρεύουσα» 4.4.
45
Οι μετασολωμικοί ποιητές.......................................................................47
4.4.1.
Ο Στυλιανός Χρυσομάλλης (1836 – 1918).........................................48
4.4.1.1. Οι σάτιρες εναντίον των πρωτεργατών της προπαγάνδας 48 4.4.1.2. Η σάτιρα για τον «Δόν Πέπο του τετραμούτρη» 4
50
4.4.1.3. «Οἱ λύκοι και ὶ ταὶ πρόβατα ἢ ἡ φιλία τῶν Χεσουϊτῶν» 4.5.
52
Οι άλλοι ποιητές...................................................................................... 53
4.5.1.
Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1811 – 1901).............................................53
4.5.1.1. Ἰδουὺ ὁ ἄνθρωπος
54
4.5.1.2. «Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα» 57 4.5.1.3. «Νανάρισμα» 61 4.5.1.4. Σονέτα62 Συμπεράσματα..................................................................................................... 66 Βιβλιογραφία........................................................................................................ 68 6.1.
Α. Πρωτογενείς πηγές............................................................................. 68
6.2.
Β. Δευτερογενείς πηγές...........................................................................68
5
Εισαγωγή Από όλα τα είδη της λογοτεχνίας επιλέξαμε, σαν θέμα αυτής της εργασίας, την σάτιρα. Την επιλέξαμε γιατί πρόκειται για έναν ειδικό είδος της λογοτεχνίας με ενδιαφέρουσα εξέλιξη, ειδικά στο περιβάλλον με το οποίο ασχολείται αυτή η εργασία. Θεωρείται ένα είδος που προέρχεται από το ρωμαϊκό περιβάλλον και όχι από το ελληνικό, αν και θα δούμε ότι ορισμένα στοιχεία και παρορμήσεις της μπορούν να βρεθούν στην λογοτεχνία της αρχαίας Ελλάδας. Επιπρόσθετα, θα ασχοληθούμε με την σάτιρα ως έννοια, με την ετυμολογική προέλευση της και θα ρίξουμε μια σύντομη ματιά στην ιστορία της ανάπτυξής της. Ωστόσο, θα μας απασχολήσει περισσότερο η σάτιρα σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο μιας περιοχής, δηλαδή τα Επτάνησα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Αρχικά, θα προσεγγίσουμε τα νησιά γεωγραφικά και στη συνέχεια θα εξετάσουμε εν συντομία την ιστορική τους εξέλιξη. Αυτό γίνεται κυρίως γιατί αυτή η περιοχή είχε διαφορετικές ιστορικές εξελίξεις από την υπόλοιπη Ελλάδα, και σ’ αυτούς τους αιώνες γίνονταν σημαντικές αλλαγές, που οφείλονται είτε σε εξωτερικές δυνάμεις είτε σε αλλαγές στην εσωτερική διαδικασία. Έπειτα, ως μέρος της Δημοκρατίας της Βενετίας, λοιπόν η ιταλική επιρροή ήταν αναπόφευκτη από την άποψη της γλώσσας, της λογοτεχνίας, του πολιτισμού και των ιδεών. Στο τέλος του 18ου αιώνα άρχισε μια περίοδος σημαντικών αλλαγών. Οι αλλαγές ήταν μεγάλες και οδήγησαν το λαός στο πολιτικό χάος και αβεβαιότητα, όταν στα νησιά εναλλάσσονταν εθνικότητες των κατακτητών τους, ενώ ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την εθνική συνείδηση, τον αγώνα για την ανεξαρτησία και την πατρίδα και την εθνική υπερηφάνεια. Σ’ αυτούς τους αιώνες δεν πρέπει να ξεχνάμε το γλωσσικό ζήτημα, το οποίο συνάδει με τις ιστορικές αλλαγές, ούτε και το γεγονός ότι οι Επτανήσιοι δέχτηκαν ιταλικές επιδράσεις, καθώς τα νησιά βρίσκονταν υπό την κυριαρχία της Βενετίας για πολλούς αιώνες. Συγκεκριμένα, οι ίδιοι οι Επτανήσιοι συγγραφείς σπούδαζαν στην Ιταλία και, οι δάσκαλοί τους ήταν ιταλικής καταγωγής, συχνά τα πρώτα έργα τους γράφτηκαν στην ιταλική γλώσσα και αργότερα στα ελληνικά (όπως για παράδειγμα ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός, ο οποίος αρχικά χειριζόταν μόνο την ιταλική γλώσσα και αργότερα την ελληνική γλώσσα). Το κύριο μέρος της παρούσας εργασίας αφορά στους συγγραφείς της σάτιρας. Τους χωρίζουμε χρονολογικά ανάλογα με το αν έγραφαν πριν την εμφάνιση του Διονυσίου Σολωμού, αν ήταν σύγχρονοί του, αν έγραφαν αργότερα, αν δέχτηκαν ακόμα την επίδρασή του, ή όχι. Διότι ο Διονύσιος Σολωμός προφανώς είναι μια μεγάλη και σημαντική προσωπικότητα, ως εκ τούτου, αυτός ο διαχωρισμός φαίνεται κατάλληλος και σαφής. Θα ασχοληθώ εκτενώς με την πρωτογενή βιβλιογραφία, θα χρησιμοποιήσω τα πρωτότυπα έργα, θα ψάχνω για τα χαρακτηριστικά στοιχεία τους και την αλληλεπίδρασή τους με τα μεταγενέστερα έργα. Στο τέλος θα δούμε πως η σάτιρα αυτής της περιόδου στα νησιά συνέβαλε στην περαιτέρω ανάπτυξη της λογοτεχνίας. Η σάτιρα είναι ένα είδος κριτικής είτε δημόσιας είτε ατόμων. Άκμασε σε δύσκολες εποχές, όταν η δυνατότητα των ατόμων να εκφραστούν τις σκέψεις και τις απόψεις τους για τα γεγονότα που γίνονταν γύρω τους ήταν περιορισμένη. Ίσως γι’ αυτό η σάτιρα βρήκε πρόσφορο έδαφος στα Επτάνησα στην περίοδο που εξετάζουμε, επειδή οι αλλαγές είχαν λάβει χώρα σε όλο το φάσμα των κοινωνικών στρωμάτων και γι’ αυτό το λόγο επίσης η σάτιρα στα Επτάνησα ορίζεται ως σκληρή και επιθετική. 6
Κεφάλαιο 1ο: Επτάνησα: Γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο 1.1.
Το γεωγραφικό πλαίσιο
Πριν μιλήσουμε για τα Επτάνησα, είναι σημαντικό να γνωρίσουμε τη γεωγραφική τους θέση. Το ότι βρίσκονται μεταξύ της Ιταλίας και της Ηπειρωτικής Ελλάδας, δημιουργεί (και δημιουργούσε πάντα στην ιστορία) ειδικές καταστάσεις για το εμπόριο, την επικοινωνία, τον τουρισμό, την λογοτεχνία και τη διαδρομή τους ιστορικά. Τα Επτάνησα βρίσκονται στο Ιόνιο Πέλαγος κοντά στην δυτική ακτή της ηπειρωτικής Ελλάδας και αποτελούν σήμερα τη διοικητική περιφέρεια των Ιόνιων νήσων. Τα πιο μεγάλα και πιο σημαντικά νησιά είναι (από βορρά προς νότο) η Κέρκυρα, οι Παξοί, η Λευκάδα, η Ιθάκη, η Κεφαλλονιά, η Ζάκυνθος και τα Κύθηρα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα Κύθηρα αποτελούν ιδιάζουσα περίπτωση, από την άποψη της διοικητικής οργάνωσης, γιατί δεν ανήκουν στην περιφέρεια των Ιόνιων νήσων, αλλά στην περιφέρεια Αττικής. Η Κέρκυρα βρίσκεται στα σύνορα Ελλάδας και Αλβανίας, τόσο για γεωγραφικούς λόγους όσο και για επιχειρηματικές σχέσεις ήταν το σημαντικότερο νησί στο Ιόνιο. Η πρωτεύουσα φέρει το όνομα του νησιού, το οποίο είχε αναπτυγμένες εμπορικές σχέσεις με τη Βενετία. Το λιμάνι, οι οχυρώσεις, οι υποδομές υγείας και άλλα αποδεικνύουν τη σπουδαιότητα του νησιού.1 Οι Παξοί είναι μικρά νησιά με την πρωτεύουσα τον Γάιο και βρίσκονται νότια της Κέρκυρας.2 Δεν έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην λογοτεχνία ή στην ιστορία, σε αντίθεση με τη Λευκάδα, τόπο καταγωγής πολλών ποιητών και διανοουμένων. Το όνομα του νησιού της Ιθάκης είναι γνωστό από την αρχαιότητα λόγω του Οδυσσέα. Κάποιες έρευνες δείχνουν ότι το σημερινό νησί δεν μπορεί να είναι το ίδιο με το ομηρικό. Η Κεφαλλονιά είναι το μεγαλύτερο νησί στο Ιόνιο πέλαγος με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Βρίσκεται στο κέντρο της σεισμογενούς περιοχής και υποφέρει κάθε χρόνο άλλοτε από μικρότερους και άλλοτε από μεγαλύτερους σεισμούς (το 1953 ο σεισμός κατάστρεψε σχεδόν τα πάντα στο νησί και χτύπησε και την Ζάκυνθο). Οι Βενετοί αγαπούσαν τη Ζάκυνθο και ονόμαζαν το νησί «Fior di Levante». Η πρωτεύουσά του, η Χώρα, έχει το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι της δυτικής Ελλάδας. Από την Ζάκυνθο προέρχονται πολλοί σημαντικοί ποιητές, μεταξύ των οποίων και ο Δ. Σολωμός. Τέλος, τα Κύθηρα είναι γνωστά από την αρχαιότητα και τη μυθολογία ως νησί της θεάς Αφροδίτης. Τα στενά του είναι επικίνδυνα για τη ναυσιπλοΐα και σ’ αυτό συμβάλλουν οι συχνά αντίξοες καιρικές συνθήκες.
1.2.
Το ιστορικό πλαίσιο (18ος και 19ος αιώνας)
1.2.1. Η Δημοκρατία της Βενετίας στα Επτάνησα Η ιστορία των Επτανήσων ακολούθησε διαφορετική πορεία από αυτήν της υπόλοιπης Ελλάδας μετά την άφιξη των Βενετών. Οι Ιταλοί που κατέκτησαν τα Επτάνησα, 1
COSTANTINI, Massimo, NIKIFOROU, Aliki. Levante veneziano: Aspetti di storia delle Isole Ionie al tempo della Serenissima. Roma: Bulzoni, 1996, σ. 6. 2 KENDRICK, Tertius T. C. The Ionian Islands: Manners And Customs. London: Nabu Press, 2011, σ. 32-34.
7
δεν ήταν μόνο από την Βενετία, πολλοί ήταν από την Απουλία της νότιας Ιταλίας με πρωτεύουσα το Μπάρι. Ο Maio di Monopoli πήγε στην Κεφαλλονιά μαζί με σύντροφούς του το 13ο αιώνα, διότι είχε διέπρεξει ένα σοβαρό έγκλημα. Σταδιακά οι διάδοχοί του κυβέρνησαν την Ζάκυνθο, την Κεφαλλονιά και την Ιθάκη. Αρχικά το 1204 η Κέρκυρα τέθηκε υπό την κυριαρχία της Δημοκρατίας της Βενετίας και αργότερα ακολούθησαν και τα υπόλοιπα νησιά των Επτανήσων (1238 τα Κύθηρα, 1482 η Ζάκυνθος, 1483 η Ιθάκη, 1502 η Λευκάδα). Σ’ αυτήν την περίοδο παρουσιάστηκε στα νησιά μια άνθηση της γνώσης καθώς και οικονομική ανάπτυξη. Η γλώσσα στις ανώτερες τάξεις ήταν τα ιταλικά και οι περισσότεροι λόγιοι απέκτησαν την εκπαίδευσή τους στην Ιταλία. Τα χρόνια που σπούδαζαν στην Ιταλία επηρεάστηκαν από την τοπική κουλτούρα και την λογοτεχνία. Τη Βενετία τους Βενετούς δεν την ενδιέφερε η κατάκτηση περιοχών και δεν ασχολήθηκαν πολύ με τα νησιά. Τα χρησιμοποιούσαν για να έχουν ελεύθερους ναυτικούς δρόμους και να διακινούν με ευκολία τα εμπορεύματά τους από και στην Ανατολή. «Οι συγκλονιστικές επιπτώσεις της ενετικής πολιτικής συναντήθηκαν εδώ και το ίδιο σύστημα διαπνέεται το σύνολο των νησιών. Η αμέλεια στη διαχείριση, τη δικαιοσύνη και τις χορήγησες συγχωρήσεις για μια ορισμένη αναλογία, σύμφωνα με το έγκλημα, είχε τάση να αυξήσει τη δολοφονία, η οποία δεσμεύεται ανοιχτά».3 Η Κυριαρχία της Δημοκρατίας της Βενετίας έδωσε μια ιδιαιτερότητα και μια μοναδικότητα σε σχέση με τα υπόλοιπα νησιά και με την ηπειρωτική Ελλάδα. Για χρόνια αντιστάθηκαν στις προσπάθειες των Οθωμανών να κυριαρχήσουν τα νησιά. Η Κέρκυρα ήταν το μόνο νησί στην Ελλάδα που οι Οθωμανοί δεν κατέκτησαν ποτέ. Ακόμα στα Επτάνησα πολλοί κάτοικοι έλαβαν την καθολική θρησκεία, παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού παρέμεινε στην πίστη του. 1.2.2. Τα Ίονια νησιά από το 1797 εώς το 1799 και η «Ἑπτάνησος Πολιτεία» «Η πολυτάραχη ιστορία των Ιονίων Νήσων κατά τη διάρκεια της Ναπολεόντειας περιόδου άρχισε, όπως και θα τελειώσει, με μια συμφωνία μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων διαπραγμάτευση χωρίς την πρόγνωση και εκτελέστηκε χωρίς την έγκριση των Ιονίων».4 Η νέα αυτή περίοδος άρχισε με την συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο στις 17 Οκτωβρίου 1797 όταν η Δημοκρατία την Βενετίας έπεσε στην κυριαρχία των Γάλλων. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης κατέκτησε την Βενετία και τα νησιά πέρασαν στη Γαλλία. Στα νησιά οι Γάλλοι γίνονταν αποδεκτοί με ευχαρίστηση και χαιρετίστηκαν από τον πληθυσμό. Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης διαδόθηκαν μεταξύ των ανθρώπων και επηρέασαν πολύ την σφαίρα της δημόσιας ζωής, όπως και την λογοτεχνία (πολλοί ποιητές αφιέρωσαν τα ποιήματα σε Γάλλους, όπως για παράδειγμα ο Ανδρέας Κάλβος) και είχαν αντίκτυπο στον επόμενο αιώνα. Επιπλέον χτίστηκαν τα πρώτα δημόσια σχολεία και το πρώτο 3
»The shocking effects of Venetian policy are met with here and the same system pervaded the whole of the islands. The negligence in administering, justice and in granting pardons for a certain ratio, according to the crime, tended to increase assassination, which was openly committed»: KENDRICK, Tertius T. C. The Ionian Islands: Manners And Customs. London: Nabu Press, 2011, σ. 71. 4 »The tumultuous history of the Ionian Islands during the Napoleonic period began, as it would end, with a treaty between two great powers negotiated without the foreknowledge and executed without the sanction of the Ionians»: MCKNIGHT, James Lawrence. Admiral Ushakov and the Ionian republic: The genesis of Russia’s first Balkan satellite. Michigan: University Microfilms, Inc., Ann Arbor, 1965, σ. 1.
8
τυπογραφείο. Έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα οι κάτοικοι άρχισαν όμως να βλέπουν τους Γάλλους ως κατακτητές. Στα Επτάνησα ξανάρχισαν, μετά αρκετά χρόνια όπου είχαν ειρήνη, αγώνες για την ελευθερία.5 Η περίοδος αυτή δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Μετά την καταστροφή του Γαλλικού στόλου στο Αμπουκίρ της Αιγύπτου, η Ρωσία και η Τουρκία με την συγκατάθεση της Αγγλίας αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν της αδυναμίας του Ναπολέοντα στην ανατολή και της δυσαρέσκειας των κατοίκων στα νησιά και δημιουργήσανε μια συνθήκη που ήταν ακατάλληλη τόσο για την Ευρώπη όσο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Τσάρος της Ρωσίας συμφώνησε με τον Σουλτάνο και το 1799, υπό την αρχηγία του ρωσικού ναυάρχου Ουσακώφ, συνάφθηκε η Ρωσοτουρκική συμμαχία. Ο Ρωσοτουρκικός στόλος ξεκίνησε από τα Κύθηρα. Μετά από πολλές συζητήσεις της Ρωσίας και της Τουρκίας υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη Συνθήκη στις 21 Μαρτίου 1800, στην οποία αποφασίστηκε η αυτονόμηση της «Επτανήσου Πολιτείας». Η δημοκρατία η οποία προέκυψε είχε αυτή την ονομασία μέχρι το 1807 (στην αρχική ιταλική γλώσσα «La Repubblica delle Sette Isole Unite»). Στα νησιά επιστράφηκε η αυτονομία και αποκαταστάθηκαν τα δικαιώματα της αριστοκρατίας. Η συνεργασία με την Ρωσία φαινόταν για τους κατοίκους πιο εύκολη από αυτήν την Γάλλων. Τουλάχιστον από την πλευρά της ίδιας θρησκείας. Η πρωτεύουσα της νέας δημοκρατίας έγινε η Κέρκυρα και η νέα σημαία έφερε τα εμβλήματα της πρώην Δημοκρατίας της Βενετίας, καθώς οι Επτανήσιοι ήθελαν να συνεχίσουν την ιταλική παράδοση και να αποτινάξουν τη γαλλική κυριαρχία. Το 1803 δημιουργήθηκε Το Σύνταγμα και η ελληνική έγινε, μαζί με την ιταλική, επίσημη γλώσσα. Πρέπει να τονιστεί ο πολιτικός ρόλος του Ιωάννη Καποδίστρια που αργότερα έγινε ο επικεφαλής της ανεξάρτητης Ελλάδας. 1.2.3. Η δεύτερη γαλλική κατοχή 1807-1809 και το «Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων» Το 1807 άρχισε η δεύτερη γαλλική κατοχή με την συνθήκη του Τιλσίτ. Τα νησιά πέρασαν από την κυριαρχία των Ρώσων σε αυτήν των Γάλλων. Αν και τα νησιά ήταν υπό την κατοχή των Γάλλων, οι νόμοι και η διοίκηση παρέμειναν ως είχαν πριν από αυτούς, δηλαδή στην διάρκεια της «Επτανήσου Πολιτείας».6 Το 1809 τα νησιά διεκδίκησαν οι Βρετανοί. Οι ναυτικές ικανότητες των Γάλλων ήταν κατώτερες από εκείνες των Άγγλων, με αποτέλεσμα οι Βρετανοί να καταλάβουν πρώτα τη Ζάκυνθο, την Κεφαλλονιά, την Ιθάκη, τα Κύθηρα, την Λευκάδα, λίγο αργότερα τους Παξούς και τέλος την Κέρκυρα (1814). Όταν τελείωσαν οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι, στην Ευρώπη υπήρξε ανάγκη αναδιοργάνωσης της κατάστασης ύστερα από όσα είχαν συμβεί μετά την γαλλική Επανάσταση και τους πόλεμους. Έτσι, από το 1814 μέχρι το 1815 πραγματοποιήθηκε ένα συνέδριο στην Βιέννη υπό την προεδρία του αυστριακού πολιτικού του Klemens Wenzel von Metternich. Στο συνέδριο έλαβε μέρος και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος ήθελε ανεξαρτησία για τα Ιόνια νησιά, αλλά αποδέχτηκε το 5
MCKNIGHT, James Lawrence. Admiral Ushakov and the Ionian republic: The genesis of Russia’s first Balkan satellite. Michigan: University Microfilms, Inc., Ann Arbor, 1965, σ. 4-7. 6 ΡΟΔΟΚΑΝΑΚΗ, Εμμ. Ο Βοναπάρτης και αι Ίονιοι νήσοι: Επεισόδιον των κατακτήσεων της δημοκρατίας και της πρώτης αυτοκρατορίας (1797-1816). Κέρκυρα: Εργ. Επεξ. Χαρτου Σ. Γ. Λοϊσιου, 1937, σ. 210-221.
9
συμβιβασμό να δημιουργηθεί ένα κράτος ως προτεκτοράτο του Ηνωμένου Βασιλείου. 7 Στο συνέδριο, μεταξύ άλλων, ορίστηκε το όνομα του νέου κράτους ως «Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων» (στα ιταλικά «Stati Uniti delle Isole Ionie»), το οποίο παρέμεινε μέχρι το 1864. Αυτό το κράτος ήταν το διάδοχο κράτος της «Επτανήσου Πολιτείας», αλλά η ελληνική γλώσσα έγινε η πρώτη επίσημη γλώσσα (πριν ήταν πάντα η ιταλική γλώσσα που χρησιμοποιούσε ως πρώτη γλώσσα, η οποία έγινε επίσημη με την αρχή της κυριαρχίας της Δημοκρατίας της Βενετίας). Η ορθόδοξη πίστη διατηρήθηκε.8 Παρότι οι Βρετανοί παρέμειναν στα νησιά σχεδόν πενήντα χρόνια, πάντοτε υπήρχαν αναταραχές, εξαιτίας των διαφορών μεταξύ της αριστοκρατίας και των κατώτερων στρωμάτων του πληθυσμού. Τις διαφορές αυτές εκμεταλλεύτηκαν πολιτικά κόμματα με διαφορετικά συμφέροντα. Ωστόσο, στις 29 Μαρτίου 1864 με την Συνθήκη του Λονδίνου τα Ιόνια νησιά παραχωρήθηκαν από την Μεγάλη Βρετανία (και υποστηρίζονταν από τις τρεις προστάτιδες Δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία) στην Ελλάδα.9 Οι λόγοι για τους οποίους η Βρετανία άφησε τα νησιά, ήταν πολλοί, πολιτικοί και οικονομικοί.
7
DAKIN, Douglas. The unification of Greece 1770-1923. London: Ernest Benn Limited, 1972, σ. 27-29. Greece, Ionian islands: Constitution (1817) [online] [19.10.2014] διαθέσιμο από: http://134.76.160.151/rmc/nbu.php?page_id=02a1b5a86ff139471c0b1c57f23ac196&show_doc=GR-II-1817-0502-en&viewmode=thumbview 9 DAKIN, Douglas. The unification of Greece 1770-1923. London: Ernest Benn Limited, 1972, σ. 97-103. 8
10
Κεφάλαιο 2ο: Οι επιδράσεις στην επτανησιακή λογοτεχνία: Γενικό περίγραμμα και το παράδειγμα του Γ. Βηλαρά Το δημοτικό τραγούδι επηρέασε την νεοελληνική λογοτεχνία και σχεδόν όλοι οι συγγραφείς στα Επτάνησα εμπνεύστηκαν από την λαϊκή ποίηση (το δημοτικό τραγούδι ήταν στενά συνδεδεμένο με την λαϊκή ποίηση). Ήταν ένας τρόπος για να μπορέσει ο λαός να εκφράσει τα αισθήματά και συναισθήματά του. Τα θέματα ήταν παρόμοια με αυτά των άλλων χωρών, σε συνδυασμό με τα καθημερινά βιώματα (ερωτικά, του γάμου, νανουρίσματα, τραγούδια εργασίας, μοιρολόγια κ.λπ.) ή με τις γιορτές του έτους και της εκκλησίας, όπως τα κάλαντα. Ένα ειδικό ελληνικό θέμα ήταν τα μοιρολόγια για τη μετάβαση σε ξένα μέρη της χώρας. Μια άλλη μεγάλη επιρροή ήταν η κρητική λογοτεχνία. Η Κρήτη κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας έγινε το κέντρο της λογοτεχνίας και η ανάπτυξη εκεί υπήρξε ιδιαίτερη σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα. Στους πρώτους αιώνες δεν μπορούσε να αναπτύξει τόσο, γιατί η γλώσσα ήταν λατινική, δηλαδή από αυτή την εποχή έχουμε κυρίως την προφορική παράδοση (τραγούδια του κρητικού λαού και άλλα σύντομα τραγούδια σε ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους). Από αυτή την εποχή έχουμε και ιπποτικά μυθιστορήματα τα οποία μας παρουσιάζουν την παρουσία της βυζαντινής παράδοσης. Ο 16ος και 17ος αιώνας (πιο ακριβώς από το 1590 – 1669) ήταν ο χρυσός αιώνας της κρητικής λογοτεχνίας. «Παράλληλα με την οικονομική αυτή ανάπτυξη βάδισε και η ανάπτυξη της πνευματικής ζωής και ιδιαίτερα της λογοτεχνίας στην Κρήτη και έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τον τελευταίο αιώνα της Ενετοκρατίας. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως καμιά άλλη ελληνική περιοχή δεν έδειξε, κάτω από ξένη κυριαρχία (φραγκική και τουρκική), μια τόσο σημαντική λογοτεχνική δραστηριότητα, όσο η Κρήτη». 10 Η βυζαντινή παράδοση συνεχίζει και συγχρόνως συνεχίζει η επίδραση από τη δύση. Η γλώσσα κυμαίνεται ανάμεσα στη δημοτική και στη λόγια. Τόσο μεγάλη ανάπτυξη ήταν δυνατή λόγω της μεγάλης τουρκικής απειλής, δηλαδή οι Βενετοί εξασφάλισαν το νησί και με την ελεύθερη άσκηση του εμπορίου ήρθε και μεγάλη ευημερία. Λόγω της βενετικής κυριαρχίας καθώς και πολλοί Κρητικοί ταξίδευαν και σπούδαζαν στην Ιταλία, η επίδραση της ιταλικής λογοτεχνίας και των πολιτικών απόψεων ήταν αναπόφευκτη. «Η αφομοίωση επομένως των ιταλικών στοιχείων από την κρητική λογοτεχνία γίνεται εύκολη και με τρόπο φυσικό. Έτσι τα λογοτεχνικά είδη της ιταλικής Αναγέννησης, όπως το ειδύλλιο, το ποιμενικό δράμα και γενικά η δραματική ποίηση (που ήταν άγνωστη στη βυζαντινή λογοτεχνία) μεταφυτεύτηκαν στην Κρήτη». 11 Στην πραγματικότητα, τα πιο πολλά έργα της εποχής αυτής είναι δραματικά ποιήματα (τραγωδίες και κωμωδίες, ένας μεγάλος συγγραφέας και των δύο αυτών ήταν ο Γεώργιος Χορτάτσης ο οποίος έγραψε μεταξύ άλλων τη τραγωδία «Ερωφίλη» και την κωμωδία «Κατζούρμπος»). Ένα άλλο σημαντικό είδος είναι όμως και το μυθιστόρημα. Από αυτό το είδος έχουμε ένα πολύ σημαντικό έργο που μετά επηρέασε την ολόκληρη νεοελληνική λογοτεχνία. Πρόκειται
10
ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ, Μ. Ι. Η κρητική λογοτεχνία κατά την εποχή της Βενετοκρατίας. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειον πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, 1965, σ. 5–6. 11 Ό. π., σ. 28.
11
για τον «Ερωτόκριτο» του Βιτσέντζου Κορνάρου. Η γλώσσα πλησιάζει το λαϊκό ιδίωμα και ο στίχος είναι κοντινός προς το δημοτικό τραγούδι.12 Αυτή η περίοδος τελείωσε όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη το 1669. Πολλοί μετακινήθηκαν στα νησιά του Ιόνιου και μαζί τους το ενδιαφέρον και η λογοτεχνική δράση. Οι κρητικές παραδόσεις, τα έργα, η γλώσσα, το δημοτικό τραγούδι που ήρθαν από την Κρήτη, όπου η παράδοση ήταν ήδη μικτή με την ιταλική, επηρέασαν σημαντικά τη λογοτεχνία στα Επτάνησα. Η άλλη επιρροή ήταν από τη δύση, δηλαδή έβαλαν και τις επιδράσεις απευθείας από τη Βενετία. Οι Επτανήσιοι συγγραφείς εμπνεύστηκαν από το έργο πολύ σημαντικών ποιητών του παρελθόντος όπως του Δάντη ή του Πετράρχη, αλλά επίσης από τους συγχρόνους τους όπως ο Μαντσόνι. Βρισκόμαστε στην εποχή στην οποία οι συγγραφείς σπουδάζουν στην Ιταλία, έχουν επαφή με την πλούσια ιταλική λογοτεχνία και εκεί λαμβάνουν καινούριες ιδέες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο Ούγος Φώσκολος που γεννήθηκε στη Ζάκυνθο και έγραφε στην ιταλική γλώσσα (όπως πολλοί συγγραφείς της εποχής, γιατί αυτή η γλώσσα ήταν επίσημη και χρησιμοποιήθηκε στην καθημερινή ζωή, και συχνά οι συγγραφείς ήξεραν την ιταλική γλώσσα καλύτερα από την ελληνική). Αν και θεωρείται συγγραφέας της ιταλικής λογοτεχνίας, αυτός ποτέ δεν ξέχασε τον τόπο της γέννησής του όπως δείχνουν οι στίχοι του που είναι αφιερωμένοι στη Ζάκυνθο. Ένας άλλος με την γέννησή του στην Ελλάδα που ήταν ο Ιταλός συγγραφέας ήταν ο Giorgio Marcoran, στενός φίλος του Σολωμού. Άλλοι συγγραφείς οι οποίοι γεννήθηκαν στην Ελλάδα και ανήκουν στην ελληνική λογοτεχνία, αλλά σπούδασαν και ζούσαν στην Ιταλία και έγραψαν στην ιταλική γλώσσα, ήταν ο Ανδρέας Μουστοξύδης (από την Κέρκυρα), ο Ανδρέας Κάλβος από τη Ζάκυνθο, που γνώρισε τον Φώσκολο και έζησε μαζί του στο Λονδίνο, ο Ιούλιος Τυπάλδος από την Κεφαλλονιά, από όπου καταγόταν και ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο οποίος έγραψε τα ιταλικά ποιήματα και πεζά, και πολλοί άλλοι. Η διαφορά της φύσης της λογοτεχνίας στα Επτάνησα ήταν μεγάλη από την ηπειρωτική Ελλάδα. Δεν ήταν μόνο λόγω των επιδράσεων της Ιταλίας, αλλά και η γλώσσα ήταν διαφορετική, γιατί στα Επτάνησα κυριαρχούσε η ομιλούμενη γλώσσα, με αποτέλεσμα τα λογοτεχνικά κείμενα να χαρακτηρίζονται από ζωντάνια και αμεσότητα. Ωστόσο, στην ηπειρωτική Ελλάδα η γλώσσα ήταν πιο αρχαϊστική. Τα θέματα είναι παρόμοια με θέματα που ήδη περιέχει η κρητική λογοτεχνία και με τα θέματα του δημοτικού τραγουδιού. «Η χριστιανική πίστη θα είναι ένα από πιο σημαντικά θέματα, όπως για παράδειγμα στα πρώτα ποιήματα στην ιταλική γλώσσα του νέου Σολωμού. Από την άλλη πλευρά, η αγάπη προς την πατρίδα και την ελευθερία θα είναι ένα από τα θήματα πιο χρησιμοποισμένα από τους ποιητές των Ιόνιων νησίων: η ελληνική επανάσταση κατά των Τούρκων είχε τους πρώτους τραγουδιστές στα Επτάνησα».13 Ο Γιάννης Βηλαράς (1771–1823) ήταν μία σημαντική προσωπικότητα της νεοελληνικής λογοτεχνίας και υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας στο γλωσσικό ζήτημα (έγραψε ένα έργο με την ονομασία Ρομεηκη γλοσα το οποίο τυπώθηκε στην Κέρκυρα το 1814 12
Ό. π., σ. 46–50. «La fede cristiana sarà uno dei temi principali, come per esempio nelle prime poesie giovanili in lingua italiana di Solomos. D´altra parte l´amore verso la patria e la libertà sarà uno dei temi più usati dai poeti delle Isole Ionie: la rivoluzione greca contro i turchi ebbe i primi cantori nell´Eptaneso»: ZORAS, Gerasimos. Risonanze italiane nel mare Ionio: testi in italiano di poeti delle Isole Ionie. Roma: Vecchiarelli Editore, 2001, σ. 15. 13
12
και θεωρήθηκε πολύ ριζοσπαστικό, γιατί με αυτό προσπάθησε να απλοποιήσει την ορθογραφία). Με την ποίησή αυτήν επηρέασε πολλούς σύγχρονους και νεότερούς του συγγραφείς στα Επτάνησα. Πιθανότατα γεννήθηκε στα Κύθηρα το 1771, αν και υπάρχουν απόψεις ότι γεννήθηκε στα Ιωάννινα, όπως ο πατέρας του. Σπούδασε στην Ιταλία, «σε ένα περιβάλλον όπου, πέρα από την καλλιέργεια της ποίησης και των επιστημών, γίνονταν ολοένα και περισσότερο γνωστές οι ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης».14 Λόγω αυτού, η εκπαίδευσή του καθώς και οι ιδέες και οι απόψεις του επηρεάστηκαν, όπως και πολλών άλλων συγγραφέων της εποχής αυτής, από τα γεγονότα στο εξωτερικό (κυρίως στην Ιταλία και στη Γαλλία). Μετά τις σπουδές του, όταν έλαβε το πτυχίο, γύρισε στην Ελλάδα. Το έργο του είναι πολυποίκιλο, ποιητικό και δοκιμιογραφικό (ιδιαίτερα για τη γλώσσα). Τα ποιήματά του έχουν ως θέμα τους τον έρωτα και τη φύση, ενώ σημαντικό είναι το μερίδιο της σάτιρας. Επηρεάζεται τόσο από την φαναριώτικη ποίηση και τους σύγχρονούς του, όσο και από τα δημοτικά τραγούδια και τα κρητικά έργα (επίσης χρησιμοποίησε την κρητική διάλεκτο και μετάφρασε τη Βατραχομυομαχία). Η σάτιρά του είναι πολλές φορές ηθικολογική, εστιάζοντας σε ιδιώτες και στην νέα γενιά. Δε διαφέρει πολύ από τα άλλα έργα του, από την άποψη ότι το ποίημα έχει παρόμοια στοιχεία με άλλα ποιήματά του δηλαδή βασίζεται στην δημοτική ποίηση και στα θέματα από την καθημερινή ζωή. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα: Βογγομαχοῦσεν ἀστενηὶς Κατάκειτος στηὶν κλίνη· Τοῦ χάρου παίρει, δίνει. Και ὶ λυπημένη, και ὶ πικρηὶ Ἡ μαύρη σύζυγό του Θρηνοῦσε στοὶ πλευρό του· Σεὶ ταῦτο μπαίνει κι’ ὁ γιατροὶς Και ὶ τοὶ σφιγροὶ τοῦ πιάνει, Τοὶν εὶρωτάει· τί κάνει. Ὄχ! τί νà κάμω, δεὶν μπορῶ· Χειρότερα ὅσο πάνω· Φοβοῦμαι θà πεθάνω·15 Στο απόσπασμα του ποιήματος του «Γιατρική παρηγορία» φαίνονται μερικά τυπικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίησή του συγγραφέα, όπως είναι ο διάλογος (εδώ πρόκειται για το διάλογο μεταξύ του γιατρού και του αρρώστου), η περιγραφή των χαρακτήρων του (η σύζυγος του αρρώστου) και βρίσκεται εδώ ένας τυπικός χαρακτήρας που παρουσιάζεται σε κάθε κοινωνία - ο γιατρός. Αυτό το ποίημα δεν είναι το μόνο στο οποίο ο
14
ΑΝΔΡΕΙΩΜΕΝΟΣ, Γιιώργος. «Βιογραφικά του Βηλαρά», στό ΒΗΛΑΡΑΣ, Ιωάννης. Ποιήματα, (επιμέλεια: Γιώργος Ανδρειωμένος). Αθήνα: Νεοελληνική βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουρανή, 1995, σ. 17. 15 Ό. π., ΒΗΛΑΡΑΣ, Ιωάννης. Ποιήματα: Σατυρικά [7. Γιατρική παρηγορία], σ. 247.
13
Βηλαράς επικεντρώνεται στους γιατρούς, αφού ο ίδιος σπούδασε ιατρική και ασχολήθηκε με αυτή.
14
Κεφάλαιο 3ο: Η σάτιρα 3.1.
Η ιστορική ταυτότητα της σάτιρας
«Η σάτιρα είναι είδος του λυρισμού, αλλά ανήκει κυρίως στον αντικειμενικό, παρά
στον υποκειμενικό λυρισμό. Η σάτιρα υπερασπίζεται κάτι και πολεμά το αντίπαλό του. Υπερασπίζεται μια ιδέα και πολεμά μια άλλη, παίρνει το μέρος μιας πολιτικής ή κοινωνικής μερίδας και αντιτίθεται σε άλλες». 16 Αν και η σάτιρα θεωρείται είδος τυπικά ρωμαϊκό, δέχτηκε επιδράσεις από την Αρχαία Ελλάδα, οι οποίες είναι ορατές στο έργο του Λουκιλίου (Gaius Lucilius, 160 – 103/2 π.χ.) που θεωρείται ιδρυτής του είδους. Ο ίδιος ο Λουκίλιος δεν αναφέρει σ’ αυτές τις επιδράσεις, όμως ο Κουίντος Οράτιος Φλάκκος (Quintus Horatius Flaccus, 65 – 8 π.χ.) τον συνδέει με το έργο του Αριστοφάνη (ειδικότερα βλέπει κάποια κοινά στοιχεία ανάμεσα στο έργο του Λουκιλίου και του Αριστοφάνη όπως ότι χρησιμοποιούν αληθινά πρόσωπα της εποχής τους, κωμικούς διαλόγους, αντισυμβατικό λεξιλόγιο, παρωδία της σοβαρής ποίησης και την ελεύθερη χρήση της μετρικής). Ο Οράτιος αναφέρει επίσης στον φιλόσοφο και σατιρικό συγγραφέα με το όνομα ο Βίων ο Βορυσθενίτης, από τον οποίον και επηρεάστηκε. Αν και η σάτιρα εμφανίστηκε νωρίτερα ως συστατικό άλλων ειδών της λογοτεχνίας (των παραμυθιών, των δραμάτων), ο Ennius (239 – 189 π.χ.) και ο Naevius (270 – 201 π.χ.) ήταν οι συγγραφείς που άρχισαν να γράφουν σάτιρα ως ξεχωριστό λογοτεχνικό είδος. Μετά στην αρχαία Ρώμη οι άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς της σάτιρας ήταν ο Μάρκος Τερέντιος Βάρρων (Marcus Terentius Varro, 116 - 27 π.χ.) ο οποίος έγραψε με το είδος της σάτιρας που ονομάζεται Μενίππεια σάτιρα (το όνομά της πήρε από τον συγγραφέα Μένιππο και χαρακτηρίζεται με τις εναλλαγές της πρόζας και της ποίησης) και ο Δέκιμος Ιούνιος Γουβενάλης (Decimus Iunius Iuvenalis, 55-135 μ.χ.). Η λέξη σάτιρα (satira) δεν έχει κάτι κοινό με την ελληνική λέξη σάτυρος (το μυθικό όν της ελληνικής μυθολογίας) και η προέλευσή της προέρχεται από την λατινική λέξη «satura» που σημαίνει «γεμάτο μπολ με διαφορετικά πράγματα», κυρίως με φρούτα, με κυριότερο στοιχείο την ποικιλία. Η ποικιλία και η ανάμιξη ήταν η αρχική έννοια της λέξης και έτσι γίνεται αντιληπτή και στο λογοτεχνικό χώρο. Με το Χριστιανισμό τελειώνει η σάτιρα όπως τη γνωρίζαμε στην Αρχαιότητα, είναι πιο ελαφριά, δεν είναι τόσο επιθετική, αλλά μάλλον παιχνιδιάρικη και τραγελαφική, κανονικά δεν έχει μορφή του μονολόγου, αλλά δεν εξαφανίζεται εντελώς. Υπάρχει και στη βυζαντινή περίοδο. Για παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε έναν συγγραφέα της σάτιρας τον Χριστοφόρο Μιτυληναίο (11ος αιώνας). Οι στόχοι της σάτιράς του ήταν οι προσωπικότητες ή οι κοινωνικές κατηγορίες (ο κλήρος χωρίς ενδιαφέρον για την κοινωνία, οι φιλόσοφοι, οι δικαστές, οι επιφανειακοί γιατροί κλπ.). Περισσότερα έγραψε στο βυζαντινό στίχο δωδεκασύλλαβο. Ένας άλλος αυτής της εποχής ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός. Από αυτόν έχουμε έργα εναντίον δύο μοναχών (είναι πολύ ενδιαφέρον ότι ο ίδιος ο Μιχαήλ για κάποια χρόνια ήταν μοναχός, όμως αυτός δεν σατιρίζει την πίστη, αλλά την μέθη τους). Τον επόμενο αιώνα
16
ΜΑΡΓΑΡΗ, Δήμητρα. «Εισαγωγή», στό ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ, Ανδρέας. Σατιρικοί και ευθυμογράφοι, (επιμέλεια: Δήμητρα Μαργάρη). Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος, 1959, σ. 3.
15
έχουμε έργα του Θεοδώρος Προδρόμου που βασίζονται στην σάτιρα των ηλικιωμένων και των γυναικών, δεν λείπει η αυτο-ειρωνεία.17 Η ευημερία του είδους ξαναήρθε κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης όταν τα αρχαία έργα διαβάστηκαν και κατανοήθηκαν από συγγραφείς όπως π.χ. ο Wyatt, ο Αριόστο και ο Ραμπελαί. Επίσης η σάτιρα έγινε ένα μέσο με το οποίο εκφράστηκαν καινούριες ιδέες και σκέψεις. Ο πιο γνωστής σατιριστής της Αναγέννησης ήταν ο Ντεζιντέριους Έρασμους Ροτεροντάμους (Desiderius Erasmus Roterodamus, 1466 –1536). Η παράδοσή της συνεχίστηκε στο μπαρόκ με τον Νικολά Μπουαλό, και άλλους, όπως και στο ρομαντισμό, με τον Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον, τον Βικτόρ Ουγκώ, κλπ.
3.2.
Τα χαρακτηριστικά της σάτιρας και ο σκοπός της
Αρχικά χρειάζεται να αντιληφθούμε ότι η σάτιρα δεν συνδέεται μόνο με την λογοτεχνική γραπτή πλευρά, αν και για την εργασία μας έχει σημασία από αυτή την άποψη. Μπορούμε να την βρούμε και σε άλλες μορφές τέχνης όπως στην μουσική, στη ζωγραφική, στη γλυπτική κλπ. Η σάτιρα χρησιμοποιεί πληθώρα λεπτομερειών για να υπηρετήσει την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας. Αλλά η κριτική θεωρεί παρακινδυνευμένο, αν όχι αδύνατο, να διακρίνει κανείς τη σάτιρα σύμφωνα με τον βαθμό του ρεαλισμού που υποκρίνεται, διότι ακόμη και το πιο «ρεαλιστικό» είδος με μεγάλη δυσκολία αποφεύγει να γίνει συμβολικό, παρά τη τάση της αληθοφάνειας.18 Τι είναι η σάτιρα πραγματικά; Αν και μπορούμε να βρούμε πολλούς ορισμούς και γενικές έννοιες, κάποιες φορές οι απόψεις όσων ασχολούνται με το ζήτημα, διαφέρουν σχετικά με το αν ένα έργο είναι σάτιρα ή όχι. Ο Gilbert Highet όρισε κάποια στοιχεία με τα οποία μπορούμε να καταλάβουμε αν ένα έργο είναι σάτιρα ή ανήκει σε κάποιο άλλο λογοτεχνικό είδος και όρισε τα κριτήρια της σάτιρας ως εξής: 1. ο γενικός ορισμός που δίνεται από τον ίδιο τον συγγραφέα (στην πραγματικότητα αυτό ισχύει για κάθε έργο, ο συγγραφέας πρέπει να σκεφτεί το είδος πρωτού γράψει) 2. η γενεαλογία – οι συγγραφείς αναφέρονται ή βασίζονται στα έργα των αρχαίων σατιρικών 3. η επιλογή θέματος και μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε από προηγούμενους σατιρικούς (προσαρμογές των προτάσεων των προηγούμενων σατιρικών, χρησιμοποιώντας τα παρόμοια θέματα κ.λ.π.) 4. το λεξιλόγιο και η υφή στην σάτιρα είναι πιο συγκεντρωμένα και αποτελεσματικά (σκληρές, κωμικές, καθομιλούμενες λέξεις, ειρωνεία, παράδοξο, υπερβολή) 5. ο συγγραφέας περιγράφει την παράλογη ή δυσάρεστη κατάσταση όσο ζωντανότερα μπορεί, και προσπαθεί να δείξει την αλήθεια στον αναγνώστη 6. το αίσθημα του ίδιου του συγγραφέα, το οποίο μεταδίδει στον αναγνώστη 7. ο συγγραφέας θα έπρεπε να διαλέγει επίκαιρα και γνωστά ονόματα
17
ROMANO, Roberto. La satira bizantina dei secoli XI – XV. Torino: Unione tipografico – editrice torinese, 1999, σ. 11 – 16. 18 ΚΩΣΤΙΟΥ, Κατερίνα. Η ποιητική της ανατροπής: Σάτιρα, Ειρωνεία, Παρωδία, Χιούμορ. Αθήνα: Νεφελή, 2002, σ. 59.
16
Το θέμα δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, γιατί οι συγγραφείς μπορούν να κάνουν σάτιρα σχεδόν σε οποιοδήποτε ζήτημα της ανθρώπινης ζωής, το οποίο συγκεκριμενοποιείται επί προσώπων με ονόματα και περιγραφές.19 Εξαρτάται όμως και από πολλά άλλα στοιχεία, είτε ως προς την ηλικία τον αναγνώστη, την κοινωνική θέση του, το φύλο του, τα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα κ.α. Η σάτιρα δεν αποφεύγει κανένα κοινωνικό στρώμα και κανέναν τομέα της καθημερινής ζωής, και είναι παρούσα σ’ όλη την διάρκεια της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ο στόχος της γελοιοποίησης και οι επιθέσεις της στρέφονται τόσο στα μέλη της υψηλής κοινωνίας όσο και στους φτωχότερους. Δίνει την δυνατότητα στον συγγραφέα να εκφράσει έντονες συγκινήσεις και αρνητικές προσδιορισμένες είτε για ένα άτομο είτε για μια κοινωνική ομάδα. Παρά τον αρνητικό και επικριτικό έως προσβλητικό χαρακτήρα της σάτιρας, στην διάρκεια της ιστορίας οι σατιριστές μπόρεσαν να εκφράσουν την άποψή τους αρκετά ελεύθερα, κυρίως στις διάφορες ευκαιρίες και γιορτές, όπως για παράδειγμα στα Σατουρνάλια στην αρχαιότητα.20 Οι σατιρικοί έχουν διαφορετικές απόψεις για τους ανθρώπους που θα διαβάσουν το έργο τους. Κάποιοι θεωρούν ότι οι άνθρωποι είναι τυφλοί και δεν βλέπουν την αλήθεια και έτσι με την σάτιρα θέλουν να τους βοηθήσουν. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο συγγραφέας δεν τρέφει καλά αισθήματα για όσα άσχημα κάνουν οι άνθρωποι, γι’ αυτό τους τιμωρεί και τους γελοιοποιεί. Φυσικά υπάρχουν και περιπτώσεις που τα παραπάνω συνδέονται ακόμα και μέσα στο ίδιο κείμενο, ποίημα ή πεζό.
19 20
HIGHET, Gilbert. The anatomy of Satire. Princeton, New Jersey: Princeton university press, 1962, σ. 14-23. TEST, George Austin. Satire: spirit and art. Florida: University press of Florida, 1991, σ. 1-15.
17
Κεφάλαιο 4ο: Η σάτιρα στα Επτάνησα Μετά την άφιξη των Τούρκων στην Κρήτη το 1669, όταν το κέντρο της ελληνικής λογοτεχνίας έγιναν τα Επτάνησα, μεταξύ άλλων ειδών η νεοελληνική σάτιρα βρήκε πρόσφορο έδαφος σ’ αυτά τα νησιά και την ανάπτυξή της μπορούμε να τη χρονολογήσουμε στο τέλος του 18ου αιώνα. Την συνδέουμε με μια ομάδα συγγραφέων που έγραφαν στην ίδια περίοδο μέχρι το τέλος περίπου του 19 ου αιώνα, στα Ιόνια νησιά, κυρίως στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα, στην ομιλούμενη γλώσσα και είχαν παρόμοιες απόψεις για ζητήματα λογοτεχνίας και πολιτισμού γενικότερα, με κύρια φυσιογνωμία τον Διονύσιο Σολωμό. Στοιχεία της σάτιρας στα Επτάνησα οφείλονται σε επιδράσεις που προέρχονται από την ιταλική και την κρητική λογοτεχνία, το δημοτικό τραγούδι, τις φιλελεύθερες ιδέες του Διαφωτισμού, τη Γαλλική Επανάσταση, την προσφυγή στη φύση για την έκφραση συναισθημάτων, τις πολιτικές ιδέες για την ανεξαρτησία και την ισονομία. Η μετρική των σατιρικών ποιημάτων συνδέεται αφενός με τα ιταλικά μετρικά σχήματα (για παράδειγμα, το σονέτο), αφετέρου με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Η σάτιρα ήταν πολύ συχνά προσωπική ή κατά ορισμένων τμημάτων της κοινωνίας (οι συγγραφείς διάλεγαν πρόσωπα που ήταν γνωστά στην κοινωνία) και αναφερόταν στα γεγονότα της εποχής (π. χ. το μεγάλο γεγονός της άφιξης των Γάλλων το 1797 έπιασε το ενδιαφέρον όλων των συγγραφέων της σάτιρας της εποχής αυτής).
4.1.
Οι προσολωμικοί ποιητές
Με τον όρο «Προσολωμικοί ποιητές» εννοείται μία ομάδα συγγραφέων οι οποίοι δρουν πριν την εμφάνιση του Σολωμού στον λογοτεχνικό χώρο, δηλαδή περίπου από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα έως τους δύο πρώτες δεκαετίες του 19 ου αιώνα. Αυτή η ομάδα προέρχεται κυρίως από την Ζάκυνθο. Ένα μεγάλο μέρος του έργου τους και πληροφορίες για τις ζωές τους καταστράφηκαν το 1953 λόγω του μεγάλου σεισμού. Χάρη σε ιστορικούς και φιλολόγους (για παράδειγμα ο Σπυρίδων Δεὶ Βιάζης21), γνωρίζουμε αρκετά για τα παραπάνω έργα τους, τα οποία αντικατοπτρίζουν την κατάσταση της κοινωνίας του νησιού, εκείνη την περίοδο και συνδέονται με τα πολιτικά γεγονότα, κυρίως μετά την άφιξη των Γάλλων. Πρόκειται λοιπόν για θέματα πολιτικά ή κοινωνικά, αλλά στην ποίηση της εποχής μπορούμε να βρούμε και έργα με λυρικό και ερωτικό περιεχόμενο (κυρίως λόγω των ιταλικών επιδράσεων όπως και της κρητικής λαϊκής ποίησης, τα ίχνη της οποίας φαίνονται εντονότερα στη Ζάκυνθο). Η γλώσσα είναι ομιλούμενη, αλλά και μερικές φορές μεικτή και το πιο χρησιμοποιημένο μέτρο είναι ο εναλλασσόμενος ιαμβικός 15σύλλαβος και τροχαϊκός 8σύλλαβους στίχος. Σ’ αυτήν την ομάδα περιλαμβάνεται ο Στέφανος Ξανθόπουλος, ο οποίος χρονικά θεωρείται ο πρώτος των Προσολωμικών ποιητών. Στα έργα του οι ιταλικές επιδράσεις, ιδιαίτερα η επιρροή του Πετράρχης, είναι πιο εμφανείς. Στην ομάδα αυτή ανήκουν ποιητές όπως ο Αντώνιος Μαρτελάος (1754 – 1819), συγγραφέας ενός ύμνου για τους Γάλλους με τίτλο «΄Υμνος εἰς τηὶν περίφημον Γαλλίαν, τοὶν ἀρχιστράτηγον Βοναπάρτην και ὶ τοὶν στρατηγοὶν Γεντίλλην». Από αυτό τον ύμνο επηρεάστηκαν ο Νικόλαος Κούρτσολας και ο Θωμάς Δανελάκης, αλλά και ο ίδιος ο Σολωμός. Οι αντίπαλοί του Μαρτελάου που 21
βλέπε π.χ. ΔΕ ΒΙΑΖΗΣ, Σπυρίδων. Η ζωγραφική εν Ελλάδι. Ζάκυνθος: Βιβλιοθήκη Ζακυνθινών Μελετών, 1968.
18
αντέδρασαν σ’ αυτό τον ύμνο είναι ο Νικόλαος Κουτούζης και ο Νικόλαος Λογοθέτης, επονομαζόμενος Γούλιαρης. Άλλοι Προσολωμικοί ποιητές είναι ο Ανδρέας Σιγούρος (1665 – 1747), ο Αντώνιος Κατήφορος (1685-1696 – 1762) και ο Αυξέντιος. 4.1.1. Ο Νικόλαος Κουτούζης (1741 – 1813) Την περίοδο εκείνη (δεύτερο μισό του 18 ου αιώνα - αρχή του 19ου αιώνα) η σατιρική ποίηση στη Ζάκυνθο εκφράζεται κυρίως με στίχους του Νικολάου Κουτούζη. Η ποίησή του έχει πολιτικό χαρακτήρα και σατιρίζει τα γεγονότα της άφιξης των Γάλλων (σατιρίζει τους εορτασμούς της πτώσης για την πτώση της Βενετοκρατίας). 22 Στρέφεται εναντίον όχι μόνο της Γαλλίας, αλλά και της αστικής τάξης όπως και της αριστοκρατίας, θεωρώντας ότι οι ευγενείς θα έπρεπε να δώσουν το παράδειγμα στις άλλες κοινωνικές τάξεις. Δεν σατιρίζει μόνο τις κοινωνικές τάξεις, αλλά όλη την εποχή του. Επηρεάστηκε από τον Αντώνιο Μαρτελάο, αλλά ταυτόχρονα εμπαίζει τους στίχους του και την αφέλειά του για την άφιξη των Γάλλων και το ίδιο σκέφτεται για την λαϊκή κοινωνία - ότι είναι πραγματικά τυφλή και κουφή. Αυτός ο ζωγράφος, ιερέας και ποιητής γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1741 και ως συνήθως σ’ αυτήν την περίοδο, ταξιδεύει στην Ιταλία, στην Βενετία, όπου σπουδάζει ζωγραφική και τελικά γυρίζει στο νησί όπου γεννήθηκε. Εκεί γίνεται γρήγορα γνωστός, όχι όμως ως ποιητής, αλλά ως ζωγράφος. Με τα σατιρικά έργα του η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Αν και οι κάτοικοι της Ζακύνθου θεωρούνται οι πιο αγενείς των Επτανήσων, οι σάτιρες, οι οποίες δεν δημοσιεύονται, αλλά κυκλοφορούν ανώνυμα, δεν γίνονται αποδεκτές και ο συγγραφέας τους παραμένει στο περιθώριο της κοινωνίας. Η γλώσσα του αν και βλάσφημη, είναι άμεση, και τον φέρνει κοντά στους απλούς ανθρώπους. Οι απόγονοί του τον θεωρούν ως καταραμένο ποιητή: «Η κοινωνία του καιρού δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί αντιδραστικούς, ούτε στο περιθώριό της. Ένα Νικόλο Κουτούζη θα τον φρεζάριζε και τον φρεζάρισε».23 Τα τελευταία χρόνια της ζωής του χαρακτηρίζονται από τα προβλήματα με την ιερατική ιεραρχία, όταν με βάση ψευδείς κατηγορίες καθαιρείται. Πριν από το θάνατό του η αλήθεια, ότι οι κατηγορίες ήταν πραγματικά ψευδείς, γίνεται γνωστή και ο Κουτούζης έχει την δυνατότητα να επιστρέψει στην εκκλησία, αλλά είναι πολύ περήφανος για να το κάνει και τη «συμφιλίωση» δεν αποδέχεται. Πεθαίνει τον ίδιο χρόνο, το 1813. Ο Κουτούζης σατιρίζει όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Αρχικά παρατηρούμε πώς αντιδρά στον ύμνο του σύγχρονού του Μαρτελάου, συγκρίνοντας την αντίθεσή του με τους άλλους συγγραφείς της εποχής του, οι οποίοι στους στίχους τους επίσης εκφράζουν τα αισθήματά τους για το συγκεκριμένο ύμνο, όπως φαίνεται στα παρακάτω χαρακτηριστικά αποσπάσματα: Αντώνιος Μαρτελάος: «΄Υμνος εἰς τηὶν περίφημον Γαλλίαν, τοὶν ἀρχιστράτηγον Βοναπάρτην και ὶ τοὶν στρατηγοὶν Γεντίλλην», Ι. (1 – 4, 9 – 12)24 22
ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ, Φ. Κ. Επτανησιακή λογοτεχνία. Αθήνα: Γρηγόρη, 1970, σ. 6-7. ΛΟΥΝΤΖΗΣ, Νίκος. «Νικόλου Κουτούζη εμμέτρα (ανέκδοτα ή περικόμμενα)», Περίπλους 17-18 (ΆνοιξηΚαλοκαίρι 1988), σ. 13 – 48. [online] [15.12.2014] διαθέσιμο από: http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=25977&code=3106&zoom=800 24 ΖΩΡΑΣ, Γ. Θ. – ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ, Φ. Κ. Επτανήσιοι προσολωμικοί ποίηται. Αθήναι: Σπουδαστήριον βυζαντινής και νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστήμιου Αθήνων, 1953, σ. 39. 23
19
«Οθεν εἶσθε τῶν Ἑλλήνων παλαιαὶ ἀνδρειωμένα κόκκαλα ἐσκορπισμένα, λάβετε τώρα πνοήν. Ἡ ἐξακουστηὶ Γαλλία δεὶν βαστᾷ τηὶν τυρρανίαν, μαὶ μεὶ αἱματοχυσίαν ἀποκτᾷ ἐλευθεριάν.» Νικόλαος Κουτούζης: «Σ’τοὶν Μαρτελάο», Ι.25 «Μαρτελάε μου, σοφέ μου, ποιοὶς πεθαίνει, πάει πεθαίνει. Νέα Ἑλλάδα δεὶ θà δοῦμε, ποιοὶς πεθαίνει, πάει πεθαίνει. Εἶναι χῶμα τώρα ὅλα τ’ἀνδρειωμένα κοκκαλάκια, δεὶν θεωρεῖς, διδάσκαλέ μου, παραὶ μόνον σκουλικάκια.» Στην πρώτη στροφή ο Κουτούζης απευθύνεται στον ίδιο τον Μαρτελάο, τον οποίο εμπαίζει, αποκαλώντας τον φαινομενικά με κολακευτικούς χαρακτηρισμούς («σοφέ μου», «διδάσκαλέ μου»), αλλά κατά βάθος δεν συμφωνεί ότι τώρα είναι καιρός για τους Έλληνες να «λάβουν πνοή» (ο Μαρτελάος εννοεί ότι τώρα οι Έλληνες δεν πρέπει να ανησυχούν πια μετά το τέλος της Βενετοκρατίας, αλλά με την άφιξη των Γάλλων να πάρουν θάρρος και να προχωρήσουν στα ίχνη της ανδρείας των αρχαίων προγόνων τους), αφού για τον Κουτούζη η Ελλάδα είναι νεκρή (τα κόκκαλα των προγόνων δεν θα αναστηθούν) και δεν υπάρχει ελπίδα (οι Γάλλοι δεν είναι άλλο παρά τύραννοι). Έτσι, στη δεύτερη αυτή στροφή του Κουτούζη οι κοινές χρησιμοποιούμενες λέξεις, όπως «κόκκαλο» και «ανδρειωμένος» δεν προσδιορίζονται θετικά όπως στους στίχους του Μαρτελάου. Για να κάνουμε μια ακόμα σύγκριση, μπορούμε να στραφούμε στην αντίδραση του Νικολάου Λογοθέτη Γουλιάρη, αντίπαλου του Μαρτελάου, στο ποίημα «Παρῳδία τοῦ ὕμνου τοῦ Μαρτελάου», όπου και υπογραμμίζει το γεγονός πως οι νεκροί δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να αναπνέουν και να βγαίνουν από τα μνήματα, γιατί αυτό ανατρέπει τη φυσική τάξη πραγμάτων:
Νικόλαος Λογοθέτης – Γούλιαρης: «Παρῳδία τοῦ ὕμνου τοῦ Μαρτελάου» (1 – 4, 9 – 12)26 «Ποιός ἀγροίκησε ποτέ του κόκκαλα πνοηὶ ναὶ ἐκβάλουν, 25 26
Ό. π., σ. 71. Ό. π., σ. 51.
20
σάλπιγκα ναὶ καταλάβουν, και ὶ ὀχ ταὶ μνήματα ναὶ βγοῦν; Ἡ Γαλλία ξακουσμένη δεὶν βαστᾷ τηὶν τυρρανία; Τοὶ γνωρίζει ἡ Ἰταλία πουὶ διαὶ χρόνους θαὶ θρηνῇ!» Και στο ποίημα «Σάτιρα κοινωνική» ο Κουτούζης σχολιάζει τον ύμνο του Μαρτελάου και χρησιμοποιεί πολλές ίδιες λέξεις με τον συγκεκριμένο ύμνο, δείχνοντας όπως και σε άλλες περιπτώσεις τις διαφωνίες μεταξύ των δύο συγγραφέων-ανταγωνιστών: Νικόλαος Κουτούζης: «Σάτιρα κοινωνικηὶ»27 «Βέβαια τώρα ἔπρεπε εἰς τοὶ ἀναστηθοῦνε τοὶ κόκκαλα, ὡς ἔγραφε ὁ Μαρτελάος, νà ἰδοῦνε· μà ὄχι ἐκεῖνα πουὶ ἔλεγε, «τῶν παλαιῶν Ἑλλήνων», ἀλλαὶ ταὶ τῶν προγόνων μας και ὶ προεστῶν ἐκείνων, τῶν Ζακυνθίων δηλαδή, ὁπουὶ γιαὶ τηὶν τιμή τους δεὶν ἐφοβήθησαν ποτεὶ ναὶ χάσουν τηὶ ζωή τους. Ναὶ ἰδῶ ἂν ἐγνωρίζασι τηὶν δύστυχη πατρίδα.» Όπως προαναφέρθηκε, από την προσοχή του Κουτούζη δεν γλίτωσε κανένα μέρος της κοινωνίας της Ζακύνθου. Η άποψή του για τον λαό του νησιού του εκφράζεται για παράδειγμα στο ποίημα «Στηὶ Ζάκυνθο»28, όπου θεωρεί τον λαό τυφλωμένο, ανίκανο να δει την αλήθεια και γι’ αυτό το λόγο τον γελοιοποιεί (ο ίδιος ο Κουτούζης θεωρεί τον εαυτό του ο άνθρωπος που «αλήθεια πάντα σκούζει»). «Ὁ τῆς Ζακύνθου ὁ λαοὶς πάντοτε τυφλωμένος ἦτο και ὶ εἶναι ἐξ ἀρχῆς και ὶ καταγελασμένος». Η άποψή του για την κυρίαρχη τάξη φαίνεται, π.χ. στο ποίημα «Καταὶ τῶν κυβερνητῶν»29, όπου η κυβέρνηση εμφανίζεται να περιπαίζει τον λαό: «Και ὶ ἀπό ναὶ μᾶς ἐβλέπουσι τοῦτ’ οἱ Κυβερνητάδες, ναὶ χαίρωνται καἱ ναὶ γελοῦν και ὶ ναὶ μᾶς περιπαίζουν ἀπόκρυφα και ὶ φανερά, και ὶ ναὶ μᾶς ἀναμπαίζουν, κάλλιον εἶναι, λέγω σας, ναὶ γίνῃ ἓνα πρᾶγμα: τοὶ ναὶ χαθοῦμε ἐν μιᾷ στιγμῇ και ὶ μεῖς κι αὐτοι ὶ ἀντάμα.»
27
Ό. π., σ. 69. Ό. π., σ. 67. 29 Ό. π., σ. 69. 28
21
Όμως ο σατιρικός Κουτούζης δεν ήταν αυτός που μόνο έκανε επιθέσεις, αλλά τις δεχόταν κιόλας, καθώς οι σάτιρές του προκαλούσαν σφοδρά σχόλια από τους αντιπάλους του όπως από τον Θώμα Δανελάκη και τον Αυξέντιο. Θώμας Δανελάκης: «Στοὶν Κουτούζη»30 «Πρόσωπο δίχως ἐντροπή, κορμι ὶ μαγαρισμένο γλῶσσα γιομάτι ἀποὶ πομπηὶ και ὶ στόμα μολυσμένο, πουὶ ὅ,τι κι ἄν ἀπέρασε τοὶ δολεροὶ κορμι ὶ σου, ᾽ς ταὶ νιάτα σου κ’ εἰς τηὶν αἰσχρηὶ ζωηὶ τηὶν ἐδική σου τά ᾽φερες ὅλα μαζωχταὶ ᾽ς τουὶς ἄλλους, και ὶ λογιάζεις πουὶ τεὶς δικές σου τεὶς πομπεὶς μεὶ τοῦτο τεὶς σκεπάζεις. Ὅλα σεὶ μᾶς εἶναι γνωσταὶ-ἐσυὶ ᾽σαι ὁ Κουτούζης ! Κακαὶ πλανᾶσαι, ὅταν λεὶς πωὶς τηὶν ἀλήθεια σκούζεις. Και ὶ ἂν ἐσυὶ τηὶν ἔσκουζες, ἄρχιζες ἀποὶ σένα και ὶ εἰς ἐσεὶ τελείωνες, βρίζοντας ἕνα-ἕνα.» Αυξέντιος: «Στοὶν Κουτούζη»31 «Κουτούζης τοῦ Κουτούζιου κουτοὶς κουταὶ ἐστοχάσθη σατιρικῶς ναὶ σατιρῇ σαὶν σάτιρος ἐπιάσθη, παίζοντας μεὶ τοὶν σάτιρον· ὁ σάτιρος δαγκάνει, ᾿ς τ’ ἀγγελικό του πρόσωπο μαῦρο σημάδι κάνει!» Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το εκτενές σύνθεμα: «Τα τρία νεράντζια», 32 αφού, κατά μία έννοια, κωδικοποιεί τα βασικά στοιχεία της σατιρικής ποίησης του Κουτούζη. Το ποίημα τελειώνει ξαφνικά, διακόπτοντας την εξέλιξη της προσανατολισμένης δράσης και εδώ ακριβώς φαίνεται η πρόθεση του αφηγητή· αυτό που ενδιέφερε ήταν βεβαίως ο κατάλογος, η απαρίθμηση που αποτελεί βασικό στοιχείο της αμεσότητας του λαϊκού λόγου και η αυτονομία των εικόνων – πινάκων που επιβάλλονται στον αναγνώστη.33 Ο Κουτούζης σατιρίζει την αφέλεια του λαού της Ζακύνθου, ο οποίος πιστεύει σε ό, τι του λένε οι ιερείς. Ο κατάλογος αφορά σε αρρώστιες, οι οποίες μπορούν να θεραπευτούν μόνο με την πίστη χωρίς να χρειάζονται γιατρούς, είτε πρόκειται για απλό πονοκέφαλο ή πόνο της ψυχής. Στις πρώτες στροφές ο κατάλογος αρχίζει με έρωτες μεταξύ ανδρών, που φυσικά απαγορεύονται από την Εκκλησία και μπορούν να βρουν λύση με τον «αγιασμό» (21 – 36). 30
Ό. π., σ. 60. Ό. π., σ. 64. 32 ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ, Νικόλαος. «Τα τρία νεράντζια». [online] [3.1.2015] διαθέσιμο από: http://www.politismospolitis.org/archives/15899 33 ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, Δημήτρης. «Το γέλιο του Νικόλαου Κουτούζη και η «λυτρωτική» εμπειρία των όριων», Περίπλους 17-18 (Άνοιξη-Καλοκαίρι 1988), σ. 13 – 48. [online] [2.1.2015] διαθέσιμο από: http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=26006&code=4342&zoom=800 31
22
Κι όσοι λάχουν μαγεμένοι κι απ” αγάπη σκοτισμένοι και τες νύχτες παρατρέχουν και ανάπαυσιν δεν έχουν απ” αυτά αν ποτισθώσι έχουν να ωφεληθώσι. Κι όσους άνδρας αποδέσουν ή και να τους γοητεύσουν εις τα σκέλη αν αχνιστούνε απ” αυτά θε να λυθούνε. Κι όσοι είναι λοχεμένοι κι από ξωτικά βλαμμένοι κι απ” αβάσκαμα και μάτι παραδέρνουν στο κρεββάτι ενεργούν αυτά και κάνουν όλα τα κακά να γιάνουν. Ο κατάλογος συνεχίζει με γυναίκες. Υπάρχουν εκείνες που αφήνουν τους άνδρες τους και μετά θέλουν να γυρίσουν πίσω, άλλες που τους απατούν και τις περιμένει γι’ αυτό τιμωρία (83 – 94). Και όσες θε να κερατώσουν τσ” άντρες τους για να τυφλώσουν εις το να μη απεικάσουν όσους καύκους και αν εμβάσουν απ” τα φύλλα στάχτη κάνουν και εις το φαγητόν τη βάνουν και απ” εκείνο τους ταίζουν κι έστι τους αποκοιμίζουν και δεν βλέπουν τι παθαίνουν ουδέ το καταλαίβαίνουν, γιατί όλοι οι ξεχασμένοι είναι πάντα σκοτισμένοι. Η λίστα συνεχίζει με μια εξήγηση τι θα γίνει με τις ρουφιάνες και τους ρουφιάνους, και τι πρέπει να κάνουν για να ξαναγίνουν καλοί άνθρωποι, με συμβουλές για διάφορα προβλήματα των γυναικών, όπως για παράδειγμα για εκείνες που δεν μπορούν να κάνουν παιδιά, για οποίες δεν μπορούν να έχουν γάλα για να θηλάσουν τα παιδιά τους, που θέλουν να μπουν στο μοναστήρι, για χήρες, για νεαρές κοπέλες, οι οποίες στο τέλος του ποιήματος γελάνε και στο κήρυγμα των ηλικιωμένων γυναικών απαντάνε με τον τελευταίο στίχο (227 – 252). 23
Οι γερόντισσες εκλαίγαν και των κοπελιών ελέγαν «Κακομοίρες τι κοιτάτε τον παπά μας και γελάτε; Εσείς άξιες δεν είστε τα βρακιά του να του λύστε. Μα να ξέρετε καημένες, κοπελιές ξετροδισμένες, όπου είναι ο βλοημένος σε γιατρειά και προκομμένος που αν καμμιά είχ” αρρρωστήσει ή η αγάπη τη βουρλίσει τρέχ” ευθύς και την ποτίζει και τη λύσσα της ξορκίζει και επιθυμά να βάλη μ” επιμέλεια μεγάλη με συνήβασες και πάτα πάσα μια σε καλή στράτα». Αλλ” αυτές γελοκοπώντας και λυσσοκαυλομαχώντας του εβγάλαν τες φωνές τρεις και τέσσερες φορές: «Εχεις τρία κούνησέ τα σαν αυγά φιρίρησέ τα τρία έχεις κούνησέ τα κλούβια είναι κι έσπασέ τα».
4.2. Ο Διονύσιος Σολωμός (1798 – 1857) Προσωπικότητα, στην οποία μπορούν να αποδοθούν χαρακτηρισμοί όπως «εθνικός ποιητής» (χάρη στο σύνθεμα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», του οποίου οι πρώτες δύο στροφές έγιναν ο Ελληνικός Εθνικός Ύμνος), πρωτοπόρος στη χρήση της ομιλούμενης γλώσσας στη νεοελληνική ποίηση, λάτρης της ιταλικής λογοτεχνίας και της σοφίας της, συγγραφέας, ο οποίος παίζει στη νεοελληνική λογοτεχνία αναντικατάστατο ρόλο όχι σε σχέση με την ποσότητα του έργου του, αλλά με την σημασία του. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούμε να βρούμε στον Διονύσιο Σολωμό. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798. Ο πατέρας του πεθαίνει όταν ο Σολωμός είναι μόνο εννέα χρονών και σύντομα μετακομίζει για νομικές σπουδές στην Ιταλία. Στην Ιταλία επηρεάζεται από τις σπουδαίες προσωπικότητες της ιταλικής λογοτεχνίας όπως ο Μόντι και ο Μαντζόνι. Γράφει τα πρώτα έργα του στην ιταλική γλώσσα, ενώ στην ελληνική αρχίζει να γράφει μετά την επιστροφή στην Ελλάδα το 1818. Οι δυσκολίες του στα ελληνικά δεν αφορούσαν μόνο στο γεγονός ότι ζούσε και σπούδασε στην Ιταλία, αλλά επίσης και στο ότι 24
δεν υπήρχαν πολλά λογοτεχνικά έργα στην ομιλούμενη γλώσσα που θα μπορούσαν να αποτελέσουν γόνιμη αφετηρία για εκείνον. Θα του χρησιμεύσουν για το σκοπό αυτό τα έργα των Προσολωμικών και κατά κύριο λόγο τα δημοτικά τραγούδια και τα έργα της κρητικής λογοτεχνίας. Από το 1833 αντιμετωπίζει τα προβλήματα στην προσωπική ζωή του λόγω κληρονομικών διαφορών με τον ετεροθαλή αδερφό του και αυτό τον επηρέασε πολύ. Την υπόλοιπη ζωή του περνάει στην Κέρκυρα όπου περιβάλλεται από άλλους συγγραφείς, όπως για παράδειγμα τον Ιάκωβο Πολυλά, τον Γεράσιμο Μαρκορά, αλλά η κατάσταση της υγείας του τα τελευταία χρόνια χειροτερεύει. Ο Σολωμός θα φύγει από την ζωή το 1857. Τη σατιρική πλευρά του έργου του θα σχολιάσουν αρκετοί μεταγενέστεροι μεταξύ των οποίων και ο Κωστής Παλαμάς στο έργο «Διονύσιος Σολωμός» (1933): Άπαντα, τομ. 10, [1966]. Εκτός από τις σάτιρες υπάρχουν έργα γεμάτα αριστουργηματική πικρή ειρωνεία όπως ο Διάλογος και η Γυναίκα της Ζάκυθος.34 Οι σατιριζόμενοι του ποιητή είναι αδύναμοι, ανίκανοι να αντιδράσουν. Ο μόνος που δρα είναι ο σατιριστής. Εδώ έχει διαφορά με τους Προσολωμικούς και με την κρητική κωμωδία, επειδή εκεί το γέλιο, το κωμικό προκύπτει ουσιαστικά από τη δράση – αντίδραση. Επίσης, ο ποιητής δεν αποσκοπεί να εκδικηθεί τους σατιριζόμενους προσωπικά, αλλά θέλει να καταγγείλει τη φαυλότητα και ανηθικότητα της συμπεριφοράς τους ως γενικά παραδείγματα προς αποφυγήν.35 4.2.1. Η πρώτη περίοδος (1815 – 1822) Το έργο του Σολωμού μπορούμε να χωρίσουμε σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περίοδος από το 1815 έως το 1822 περιλαμβάνει τα πρώτα του ποιήματα που γράφονται στα ιταλικά, αλλά ταυτόχρονα αρχίζει το ενδιαφέρον του και για την ομιλούμενη γλώσσα. Αυτή η εποχή ονομάζεται επίσης «εποχή προετοιμασίας». Μεταξύ των ποιημάτων του στα ιταλικά μεγάλη σημασία έχει η ωδή «Ode per la prima messa» («Ωδή για την πρώτη λειτουργία»), γιατί αυτήν την Ωδή διάβασε ο συγγραφέας στον Σπυρίδωνα Τρικούπη, στην πρώτη τους συνάντηση, που είχε ως επακόλουθο την οριστική στροφή του Σολωμού στην ελληνική γλώσσα και στιχουργία. Τα ιταλικά ποιήματα εκδόθηκαν το 1822 στην συλλογή Rime improvvisate. Αν και τα ποιήματα αυτά έχουν μεγάλη επιτυχία και ο συγγραφέας γίνεται γνωστός, αρχίζει να γράφει και στην ελληνική γλώσσα, λυρικά ποιήματα, βαθιά επηρεασμένα από τη φύση, όπως «Η τρελλή μάνα», τα «Δύο Αδέλφια», «Ο θάνατος της Ορφανής», «Η Ξανθούλα» κ.α. 4.2.2. Η δεύτερη περίοδος (1823 – 1833) Αυτή η περίοδος είναι η πιο παραγωγική περίοδος του συγγραφέα, μετά την επιστροφή του στην πατρίδα. «Όθεν όταν (περί τα τέλη του 1822) ο Τρικούπης έφθασε εις Ζάκυνθο, και επεσκέφθηκε τον Σολωμό, ο ποιητής δεν του εξεφώνησε τους απλοελληνικούς στίχους του, αλλά την ιταλική Ωδή Per Prima Messa». Ο Τρικούπης τού επαρατήρησε ότι ο προορισμός του ήταν, «όχι να λάβη μίαν λαμπρή θέσι εις τον ιταλικόν Παρνασσό, αλλά να 34
ΚΑΙΡΟΦΥΛΑΣ, Κώστας. Η ζωή και το έργο του Σολωμού. Αθήνα: Σιδέρης, 1946, σ. 428. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, Αφροδίτη. Από τις Κρητικές κωμωδίες στα σατιρικά όνειρα του Σολωμού. σ. 18 [online] [4. 2. 2015] διαθέσιμο από: http://www.eens.org/EENS_congresses/2014/athanasopoulou_afroditi.pdf 35
25
έβγη θεμελιωτής νέας φιλολογίας εις την Ελλάδα». 36 Τα μοτίβα του έργου του είναι ελευθερία, αγώνες για την πατρίδα, πόνος, θάνατος και ο έρωτας, μοτίβα της φύσης και άλλα τυπικά ρομαντικά στοιχεία. Οι σολωμικοί συγγραφείς συνεχίζουν με αυτήν την παράδοση. Ένα από τα πιο σημαντικά έργα αυτής της περιόδου, εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821, είναι ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» (το 1823), και από άλλα να αναφέρουμε για παράδειγμα «Ωδή εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον», την «Καταστροφή των Ψαρών» ή τον «Διάλογο». Όμως η σατιρική πλευρά του έργου του ξεκινάει μόνο ένα χρόνο μετά τον ύμνο, το 1824, με το ποίημα «Η Πρωτοχρονιά» και ακολουθείται με «Το Ιατροσυμβούλιο» (1825), «οι Κρεμάλες», «Η Βίζιτα», «Το ονειρό» (1826), η «Γυναίκα της Ζάκυθος» (1826-1829) και «Η τρίχα» (1833). 4.2.2.1.
Σατιρικά ποίηματα για τον γιατρό Ροΐδη
Τα πρώτα σατιρικά ποιήματα του Σολωμού δημιουργούνται στον κύκλο των φίλων του, σε συναντήσεις σε σπίτια, όπου σχολιάζονται ποικίλα θέματα. Διασκεδάζουν με αυτοσχέδια ποιήματα, συχνά σατιρικά, που αφορούν έναν Ζακυνθινό γιατρό, τον Διονύσιο Ροΐδη. Να σατιρίζει κανείς έναν γιατρό είναι αρκετά συνηθισμένο, μιας και είναι ένας απαραίτητος τυπικός χαρακτήρας κάθε κοινωνίας, όπως δείχνουν και τα σατιρικά ποιήματα του Βηλαρά. Όμως ο Ροΐδης ήταν ένας εύκολος στόχος, γιατί παρά την εκπαίδευσή του δεν πρόλαβε να αποκτήσει πελατεία και εξαιτίας κάποιων προβλημάτων μ’ έναν άρχοντα, το μόνο που κατάφερε ήταν να καταλήξει δάσκαλος της ιταλικής και ελληνικής γλώσσας. Αυτά τα πρώτα σατιρικά ποιήματα του Σολωμό ανήκουν στο «γελαστικό» είδος, δεν είναι τόσο επιθετικά και σαν σκοπό έχουν να σατιρίζουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου, όχι τη τάξη ή λειτουργία της κοινωνίας ούτε τα γεγονότα της εποχής. Τα άλλα ποιήματα θα μπορούσαμε να περιλαμβάνουμε στο «σοβαρό» είδος, που έχει πιο βαθύ σκοπό.37 Ο Κώστας Βάρναλης, σ’ ένα άρθρο του δημοσιευμένο στη εφημερίδα Πρωία, κατακρίνει τον Σολωμό για την σκληρότητα τάχα που έδειξε στο Ροΐδη, σημειώνοντας ότι δεν μπορούσε να καταλάβει πως ο αισθαντικός ποιητής, ο αριστοκράτης του στίχου, της σκέψης και της ψύχης, μπορούσε να βασανίζει ένα φτωχό άνθρωπο, έναν αδικήμενο άνθρωπο, το γιατρό Ροΐδη, για να καταλήξει ότι ο Σολωμός είχε όλες τις αρετές του μεγάλου ποιητή και όλα τα ελλατώματα του αέργου αριστοκράτη.38 Το πρώτο ποίημα αυτής της φύσης που γράφει ο Σολωμός έχει τίτλο «Η Πρωτοχρονιά». Πρόκειται για ένα ποίημα μονοδραματικό, γραμμένο σε στίχο τροχαϊκό οκτασύλλαβο. «Τους μονολόγους παρουσιάζεται να εκφέρει ο χαρακτήρας - Ροΐδης, δηλαδή ο ίδιος ο σατιριζόμενος. Σ’ αυτό τον μονόλογο η σάτιρα δεν εκφράζεται άμεσα, αλλά δημιουργεί ειρωνεία καταστάσεων και από το περιεχόμενο και τη διάρθρωση των λόγων του σατιριζόμενου».39 Κάποιες λέξεις είναι στην ιταλική γλώσσα και ο αναγνώστης μπορεί να έχει δυσκολίες με την κατανόηση του κειμένου. Ο Ροΐδης είναι ο ομιλητής και ο ακροατής είναι ο Σολωμός, ο οποίος δεν προλαβαίνει να μιλήσει γιατί ο γιατρός κάνει ένα μονόλογο. Έχει 36
ΣΟΛΩΜΟΣ, Διονύσιος. Το έργο του Σολωμού (Ανθολογημένο). Αθήνα: Σμυρνιωτάκης εκδοτική Ε.Π.Ε., σ. 2829. 37 ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, Δημήτρης. Το έργο του Διονυσίου Σολωμού και ο κόσμος των λογοτεχνικών ειδών. Αθήνα: Gutenberg, 2009, σ. 179. 38 ΚΑΙΡΟΦΥΛΑΣ, Κώστας. Η ζωή και το έργο του Σολωμού. Αθήνα: Σιδέρης, 1946, σ. 426. 39 ΚΑΡΑΤΑΣΟΥ, Αικατερίνη. «Τα σατιρικά ποιήματα του Σολωμού και η ιδιότυπη στόχευσή τους». Πόρφυρας, 133 (2009), σ. 326.
26
παράπονα, γκρινιάζει για την ζωή του, ότι κανένας δεν τον παίρνει σοβαρά ούτε στη δουλειά τι κάνει ούτε στη λογοτεχνική προσπάθειά του στα ποιητικά έργα. Νομίζει ότι οι φίλοι του τον συκοφαντούν πίσω από την πλάτη του (στίχοι 27 – 34):40 Γιατί, πιστεψέ μου, ἐγώ, Τόμου ἰδῶ γέλοιο κρυφό, Τόμου ἰδῶ κρυφηὶ ματία, Μπαίνω πάντα σ' ὑποψία. Ἀγκαλά μου, ἐγωὶ ταὶ φταίω· —Πές μας βέρσα. Κι' ἐγωὶ λέω. Αἴ! dottore! μπρέ, ναὶ ζῇς, Πές μας πρόζες. Κι' ἐγωὶ εὐθύς. Θέλει να γίνει Τούρκος και θα αλλάξει δουλειά, γλώσσα και ρούχα, για να δει αν η ζωή του θα αλλάξει προς το καλύτερο (75 - 86): Μαὶ τοὶ Θέο, Τοῦρκος θαὶ γένω· Μεὶ τσιμπούκι θεὶ ναὶ βγαίνω, Θαὶ φορέσω και ὶ σαρίχι, Γιαὶ ναὶ ἰδῶ ἂν ἀλλάξω τύχη. Τι ὶ πιλιοὶ ναὶ ραγιονάρω Μεὶ τοῦ Σάρτζη τοὶ ρεπάρο. Πουὶ πουλιό μου ἐγωὶ ναὶ ρίχνω Βέρσα ὁλοῦθε και ὶ ναὶ δείχνω Κάθε μέρα το hic, hoc, haec! Θεὶ ναὶ λέω—Σελαὶμ - Ἀλέκ! Εἶναι ἀδειανοι ὶ στοὶ φόρο Ναὶ μοῦ λένε—Σιοὶρ δεττόρο. Παρακάτω τον απασχολούν οι δυσκολίες που οι γιατροί αντιμετωπίζουν όταν κάνουν επισκέψεις στους ασθενείς και τους εξηγούν από τι πάσχουν. Για τον σκοπό αυτό ο Ροΐδης χρησιμοποιεί την λέξη «Βζιτ» (174 – 185): Ἕνα βζι τὶ μεὶς σταὶ μυαλά, Κι' ὄξω ἐπίθετα... ἀποὶ κειά! Βζι τὶ , και ὶ βγαίνει λέξι, γιέ μου, Πουὶ δεὶν ἄκουσα ποτέ μου· Βζι τὶ και ὶ πράματα καινούργια Πουὶ μερτάρουνε κουλούρια, Βζι ὶτ κι' ἡ πέννα πρᾶμα ρέει Πουὶ κάνει ἄθρωπο και ὶ κλαίει. Βζι ὶτ και ὶ λόγο νοστιμεύεσαι Πουὶ ἀφ' ταὶ γέλοια ξεκουτιένεσαι. 40
ΣΟΛΩΜΟΣ, Διονύσιος. «Η Πρωτοχρονιά»: Ποιήματα, τόμ, Α’ (επιμέλεια: Λίνος Πολίτης). Αθήνα, Ίκαρος, 1979 [4η· 1η: 1948], σ. 267-276.
27
Βζι ὶτ κι' ἡ πέννα ὀμπρός, ὀμπρός, Και ὶ τελειώνεται ὁ χορός. Στο τέλος μπορούμε να δούμε καλά την μείγμα από τις γλώσσες που ο γιατρός χρησιμοποιεί, και μας δίνεται μία εξήγηση γιατί όλα αυτά τα λέει ακριβώς στον Σολωμό και όχι σε κάποιον άλλο (για παράδειγμα σε έναν άρρωστο) – γιατί αυτός τον καταλαβαίνει, τον «αισθάνεται» (236 – 239, 260 – 264): Concludiamo: ἡ φλυαρία Per gli effetti μοναχά, Sulle cause, - τσιμουτία, Οὔτε λίγα, οὔτε πολλά. Σοῦ ταὶ λέω, γιατι ὶ ταὶ αἰσθάνεσαι· Τέτοια ἂς λένε, ἂν ὁρίζουνε· Γιατι ὶ ἀλλιῶς, μοῦ φλυαρίζουνε. Μαὶ σεὶ σκότισα· σηκώνου Κάπου κάπου. Και ὶ τοῦ χρόνου. Το δεύτερο ποίημα που ο Σολωμός γράφει για τον γιατρό, έχει τίτλο «Το Ιατροσυμβούλιο». Ενώ «Η Πρωτοχρονιά» μιλάει για τον γιατρό που θέλει να γίνει γνωστός ποιητής και για την αίσθησή του ότι οι φίλοι του δεν τον εκτιμάνε αρκετά, εδώ πρόκειται για μία σάτιρα για την ικανότητα του Ροΐδη στο επάγγελμά του ως γιατρός. Έτσι, μπαίνει σ’ ένα σπίτι της αδερφής του, γιατί ο γιός της είναι άρρωστος, επειδή έφαγε πολλά γλυκά, αλλά τον φροντίζει σαν να είχε κάτι σοβαρό και αυτό έδωσε το έναυσμα στον Σολωμό. Οι πρώτοι στίχοι προς τον ασθενή (89 – 94) μας δείχνουν το πάχος του παιδιού.41 Τί γελᾶς ἐσυὶ γουρούνι; Σοῦ μετράω μεὶ τοὶ μπαστούνι Ὅσες σέρνει ὁ Κουτσοφλέβαρος Σοῦ μετράω στηὶ ράχη ἐσένανε! Τί σοῦ φαίνεται! μ' ἐμένανε Δεὶ γελάει κανει ὶς ποτέ! Αυτό το ποίημα έχει και μια άλλη διαφορά από το προηγούμενο. Δεν πρόκειται για ένα μονόλογο, αν και ο γιατρός και εδώ είναι ο κύριος χαρακτήρας, αλλά έχει πρόσωπα που του απαντούν – έναν άλλο γιατρό και την αδερφή του. Όμως σε μερικά στοιχεία μοιάζει με το πρώτο ποίημα. Τα κοινά στοιχεία φαίνονται στη χρήση λέξεων που εμφανίζονται (caro, dottor, signor, concludiamo/in conclusion, πίστεψέ μου, ἀγκαλά μου, κλπ.) και στο μείγμα των γλωσσών (ο ποιητής χρησιμοποεί τα ιταλικά, τα λατινικά κλπ.). Η χρήση της γαλλικής γλώσσας σατιρίζει έναν γιατρό, τον Διονύσιο Ταγιαπιέρα. Αυτός επίσης γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, αλλά σπούδασε και στη Παρίσι 41
ΣΟΛΩΜΟΣ, Διονύσιος. «Το Ιατροσυμβούλιο»: Ποιήματα, τόμ, Α’, σ. 277–287.
28
και όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, χρησιμοποιούσε συνεχώς τη γλώσσα των σπουδών του (131 – 142, 173 - 176): Ταγιαπ. Σιοὶρ Δοττόρο, καληὶ μέρα. Ροΐδ. —Μωρέ γειά σου, Ταγιαπιέρα· Καρτεροῦμε τσουὶ γιατρούς· Μπρεὶ, σαὶν ψύχρα, - τηὶν ἀκοῦς; Ταγιαπ. Maintenant je ne sens rien; Ιl faut faire en médecin: Ιl est temps de la finir. Ροΐδ. Κάνει ψύχρα, vengo a dir (πιάνει ἔνα κούνουπα) Ἄχ! τοὶν ηὕρηκα, per Bacco!... Ἀρρωστία!... δόμου ταμπάκο. Ταγιαπ. —Les voilà qui viennent; silence: Ιl faut avoir prudence. Cher ami, vous êtes un fou. Ροΐδ. —Τσαμπουνίζεις τοῦ κακοῦ. Μετά ο γιατρός λέει πως δεν κοιμήθηκε όσο ήθελε γιατί σκεφτόταν πώς μπορεί να βοηθήσει στον ανιψιό του, να βρει μια λύση. Έχει ανάγκη για πολλά χαρτιά και πένες, γιατί η ασθένεια είναι σοβαρή και η λίστα με τις συμβουλές θα είναι μεγάλη. Το μέρος τότε στο συμβούλιο παίρνουν και οι καλύτεροι γιατροί από το νησί (147 – 155). Μπρέ, δεὶν ἔχω· - Ζαχαρένια, (Δεὶ μοῦ κάμανε ταὶ γένεια) Πένες, πένες και ὶ χαρτι ὶ Φέρ' ἐδῶ· φέρε πολύ· Βλέπεις κιόλις, καρτεροῦμε Τσουὶ γιατρουὶς, και ὶ θεὶ ναὶ ἰδοῦμε Ριτσετοῦλες...! Εὐτυχία Πὄχονε ταὶ σπετσαρία! Και ὶ τί ἔρχονται ναὶ ποῦνε; Τελειώνοντας ο Ροΐδης, διαβάζει την συνταγή, στα λατινικά, οι γιατροί αποδεικνύονται κουτοί και φεύγουν. Ο γιατρός τους νίκησε (229 – 237, 249 – 257): Κι' ἔτσι ἀρχήνισε νά λέῃ: Drachmas duas recipe rhei Optimi pulverizzati, Atque lapides, innati Animalibus, addantur; Citri semina sdjungantur 29
In decoctum viperarum, Atque Hoffman juventarum, Et alteae et camomillae. Κι' ὂτι ἐγκριλωνε ταὶ μάτια, Εεὐθυὶς φεύγουνε οἱ γιατροι ὶ Σκοτισμένοι και ὶ κουτοί, Κόκκινοι στοὶ πρόσωπό τους Κάνοντας και ὶ τοὶ σταυρό τους· Κι' ὁ Ροϊδης θυμωμένος, Κι' ἀποὶ δόξα μεθυσμένος, Κοκκινίζει σαὶν τοὶ γάλο Και ὶ φουνιάζει: Δεὶ θέλω ἄλλο! 4.2.2.2.
«Το όνειρο»
Αυτό το σατιρικό ποίημα του Ζακυνθινού ποιητή γράφεται το 1826, γίνεται γνωστό και κερδίζει φήμη σε όλο τον χώρο των Επτανήσων. Το όνειρο είναι συχνά ένα μοτίβο που χρησιμοποιείται από τον ποιητή. Όσον αφορά τη δομή και ειδικότερα σε σχέση με τα ποιήματα για τον γιατρό, ο στίχος είναι τροχαϊκός οκτασύλλαβος όπως και στο ποίημα «Πρωτοχρονιά». Πρόκειται για έναν μονόλογο κατά τη διάρκεια του οποίου ο σατιριστής/αφηγητής εξηγεί και αναλύει το όνειρό του, αλλά ο σατιριζόμενος δεν αντιδρά και μένει αμέτοχος. Μια σημαντική διαφορά αποτελεί το γεγονός ότι δεν υπάρχουν λέξεις στην ιταλική γλώσσα και ότι ολόκληρο το ποίημα είναι γραμμένο στην ελληνική γλώσσα. Μια ακόμη διαφορά που εντοπίζεται είναι ότι εδώ το ποίημα έχει πιο αφηγηματική μορφή. Ο σατιριζόμενος δεν είναι πια ο γιατρός Ροΐδης. «Ο σατιριζόμενος είναι τώρα ένα πρόσωπο με αξιόλογη πολιτική δραστηριότητα στη Ζάκυνθο, ο Ιωάννης Μαρτινέγκος. Ο τόνος της σάτιρας είναι έκδηλα σοβαρός και η δομή του κειμένου μελετημένη». 42 Ο Ιωάννης Μαρτινέγκος, που μαζί με τον αδερφό του Αντώνιο προέρχονται από μια αριστοκρατική οικογένεια, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Ζακύνθου. Ο Αντώνιος αντιμετωπίζει και κάποια προβλήματα με τον Νικόλαο Σολωμό δηλαδή τον πατέρα του ποιητή. Ο τελευταίος καταφέρνει και γλιτώνει τον θάνατο από τον εχθρό του, ο οποίος έχει τη βοήθεια του ίδιου του Αντωνίου Μαρτινέγκου. Αν και ο Νικόλαος δεν δολοφονείται, καταλήγει στη φυλακή και μένει εκεί καθ΄ όλη την διάρκεια της τυραννίας του Μαρτινέγκου. Ως εκ τούτου η σάτιρα δεν έχει μόνο σημασία στο λογοτεχνικό χώρο, αλλά μας δείχνει και στοιχεία από τη ζωή του ποιητή και της οικογένειάς του. Από τη μια ο Αντώνιος, τρελός πια, μετά από τον χρόνο που πέρασε στην φυλακή, πεθαίνει το 1836, από την άλλη ο Σολωμός, αν και ζει στην Κέρκυρα εκείνο το διάστημα, εμφανίζεται στην κηδεία του. Ο αδερφός του ο Ιωάννης, του οποίου η κηδεία σατιρίζεται στο ποίημα του Σολωμού, έχει ήδη πεθάνει δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1826.
42
ΤΣΑΝΤΣΑΝΟΓΛΟΥ, Ελένη. Διονύσιος Σολωμός. Στο Σάτιρα και πολιτική στην Νεώτερη Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη. Αθήνα: Ίδρυμα Σχολής Μωραϊτη, 1979, σ. 256.
30
Στην αρχή ο αφηγητής εξηγεί ότι είχε ένα όνειρο και θέλει να μας το διηγηθεί. Σε αυτό το αλλόκοτο όνειρο βλέπει τους κλέφτες και τους φονιάδες (η κριτική της κοινωνίας) (1 – 9).43 Εἰς τηὶν ὥρα, πουὶ σκιασμένος, Και ὶ παράξενα ντυμένος, Βγαίνει ὁ κλέφτης γιαὶ ναὶ κλέψει, Κι ὁ φονιαὶς γιαὶ ναὶ φονέψει, Σ᾿ ἄλλους τόπους ἐννοῶ Κλεψιές, φόνους, κι ὄχι ἐδῶ Εἶδα ἓν ὄνειρο μουρλό, Και ὶ θαὶ τοὶ διηγηθῶ. Στις επόμενες στροφές μιλάει για τον παπά Τσετσεὶ, ο οποίος πέθανε προσπαθώντας να ακούσει καλύτερα έναν τραγουδιστή και έπεσε (15 – 20). Στ᾿ ὄνειρό μου ἀγροίκαα πάλι Τοὶν παπαὶ Τσετσεὶ ναὶ ψάλλει, Μεὶ τηὶν τάξη τ᾿ς Ἐκκλησίας. Ὅμως ἔκαν᾿, ἐξ αἰτίας Τοῦ ὄνειρού μου τοῦ μουρλοῦ, Τηὶ φωνηὶ τοῦ κουνουπιοῦ. Στην κηδεία του Μαρτινέγκου ο αφηγητής σημειώνει την αδιαφορία της κοινωνίας όταν αφήνει τα κεριά σβησμένα και δεν κλείνουν τα παράθυρα (αυτή η συνήθεια να κλείνουν τα παράθυρα ήταν τυπική στη Ζάκυνθο για να εμποδίσει να μπει ο καπνός του μοσχολίβανου στα παράθυρα), επίσης σημειώνει ότι οι ανθρώποι συνεχίζουν στις καθημερινές τους συνήθειες ακόμη και στην κηδεία (21 – 37). Πλῆθος ἔβλεπα λαμπάδες, Και ὶ καπίτολα. Οἱ παπάδες, Ταὶ φελόνια φορεμένα, Ποιοὶς καινούργια, ποιοὶς σχισμένα, Σοβαραὶ περιπατώντας, Τηὶ λιρώνα μελετώντας, Ξαστοχοῦν τοὶν πεθαμένο, Κι ἔχουν τοὶ κερι ὶ σβησμένο. Ἔκαναν φωνεὶς και ὶ γέλια Ταὶ παιδιαὶ μεὶ ταὶ βατσέλια· Κι ὁ καπνοὶς τοῦ μισχολίβανου Ἀποὶ ταὶ λιβανιστήρια Ἔμπαινε σταὶ παρεθύρια. Πολλοι ὶ ἄνθρωποι ἀκολουθοῦσαν 43
ΣΟΛΩΜΟΣ, Διονύσιος. «Το όνειρο»: Ποιήματα, τόμ, Α’, σ. 291-298.
31
Και ὶ περίλυπα ἐτηροῦσαν, Γέρνοντας τεὶς κεφαλές τους Και ὶ μιλώντας γιαὶ δουλειές τους. Το κύριο μέρος του ποιήματος αναφέρεται στον ποιητή Νικόλαο Κουτούζη (και στη σκιά του) ο οποίος εμφανίζεται στην εκκλησία της Φανερωμένης, όπου είχε και αυτός την κηδεία του. Περιγράφει την εμφάνισή του και το γέλιο του που είναι πάντα, και μετά το θάνατο, πικρό (46 – 64). Ἤτανε στηὶν ἐκκλησία Λίγο φῶς και ὶ πολληὶ ἐρμία. Και ὶ κονταὶ στοὶ ξυλοκρέββατο Ξάφνου ἀγροίκησα ναὶ βγεῖ Ἕνα σκούξιμο μακρύ. Ὅτι ἐλόγιασα πωὶς θἆναι Ἀποὶ τόσους ἕνας κάνε, Πουὶ ἐλυπήθηκε και ὶ σκούζει... Νά σου ὁ ἴσκιος τοῦ Κουτούζη! Καθωὶς πάντα ἐσυνηθοῦσε, Ὄμορφα ροῦχα φοροῦσε, Κι ἔδειχνε καμαρωτά, Τοὶ καπέλλο του στραβά. Εἰς τοὶ πονηρό του χεῖλο, Πώσκιαζεν ὀχτροὶ και ὶ φίλο, Ἔβλεπα μεὶ θαυμασμό, Ποὖχε ἀκόμα τοὶ πικρό, Τοὶ συνηθισμένο γέλιο, Ξαστοχώντας τοὶ Βαγγέλιο. Ο Κουτούζης γίνεται ο αφηγητής και μιλάει στον τάφο του νεκρού. Είναι θυμωμένος για την αδικία που επικρατεί στον κόσμο και κάποιοι άνθρωποι πεινάνε, αλλά εκείνος (για ποιον μιλάει στο ποίημα) που είναι πλούσιος δεν ενδιαφέρεται για αυτήν την κατάσταση (118 – 131). Μαὶ καλοὶ ναι ὶ πλούσιος νἆσαι, Και ὶ ποτεὶ ναὶ μηὶ θυμᾶσαι, Πωὶς στουὶς δρόμους ἀϊλογᾶνε Κάποιοι μαῦροι πουὶ πεινᾶνε; Ὅταν ἔπλασαν ταὶ χέρια, Πουὶ σκορπήσανε τ᾿ ἀστέρια, Τοῦ θνητοῦ ταὶ σωθικά, Και ὶ ταὶ πλάσανε καλά, Πρῶτ᾿ ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄλλα πάθια Τσουὶ ἔχουν βάλει τηὶ Συμπάθεια. 32
Και ὶ τηὶν ἔδιωξες ἐσύ, Σαὶν τηὶν χήρα τηὶ φτωχή, Ἀπ᾿ τηὶ νιότη σου τηὶν πρώτη, Γιαὶ ναὶ βάλεις τηὶ Σκληρότη· Στο τελευταίο μέρος αναφέρονται άλλα ονόματα τα οποία έχουν σχέση με την απληστία του σατιριζόμενου. Πρόκειται για τον Σκλίβα που έπρεπε να αφήσει το σπίτι του και το κληρονόμησε ο Μαρτινέγκος. Επίσης μιλάει για τον Καπνίση που ήταν ένας πλούσιος ξένος και ο Μαρτινέγκος τον έκλεψε, τον σκότωσε και έβαλε τα κόκκαλά του στην αυλή του σπιτιού. Από τον Καπνίση τώρα μπορούμε να βρούμε μόνο τα κόκκαλα («Σκάψε, Ρώμα, γιαὶ ναὶ ἰδῆς, Μηὶ ταὶ κόκαλά του βρῆς»). Τα κόκκαλα είναι επίσης συχνό σύμβολο του Σολωμού. Το σπίτι κληρονόμησε ο Ρώμας, το όνομά του επίσης αναφέρεται στο ποίημα (160 – 170).44 Δεὶν ἠθέλησε ν᾿ ἀφήση Τοὶ κορμί σου ναὶ ψοφήση Εἰσεὶ δρόμο ἢ σεὶ καλύβα, Μαὶ στηὶν κάμαρη τοῦ Σκλίβα! Ἐκεῖ σὤμενε ναὶ φθάσης, Και ὶ τοὶ λογικοὶ ναὶ χάσης, Τοὶ παλιοὶ τοὶ σπίτι ἀφίνοντας, Εἰς τ᾿ ὁποῖο κάποιος ἐμπῆκε, Πουὶ πουλιό του δεὶν ἐβγῆκε. (Σκάψε, Ρώμα, γιαὶ ναὶ ἰδῆς Μηὶ ταὶ κόκαλά του βρῆς). Στο τέλος το ποίημα σταματάει ξαφνικά, ο αφηγητής πάλι γυρίζει στα δρώμενα και θέλει να παρεμβαίνει στη δράση, αλλά ξυπνά «ιδρωμένος» (202 – 219).45 Ὅπως ἔζησες πεθαίνεις, Κι ἐκεῖ μέσα ὁ ἴδιος μένεις, Μεὶ ξεμυτεραὶ ταὶ νύχια, Μαθημένα σταὶ προστύχια· Θέλω ναὶ σεὶ ἰδῶ, σκυλί! Κι ἔτσι λέοντας, τοὶ σπαθί, Τοὶ καπέλλο, τοῦ πετάει, Και ὶ στηὶν κάσσα εὐθυὶς χουμάει· Ὁ παπαὶς ἐκεῖ γυρμένος Και ὶ σταὶ χείλη του ἀφρισμένος Πολεμάει ναὶ τηὶν ἀνοίξη· Κι ὅτι ἀρχίνησε ναὶ τρίξη, Ἐγωὶ πὤλεα μηὶν ὁρμήση 44
ΚΑΙΡΟΦΥΛΑΣ, Κώστας. Η ζωή και το έργο του Σολωμού, σ. 419. ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, Δημήτρης. Το έργο του Διονυσίου Σωλομού και ο κόσμος των λογοτεχνικών είδων. Αθήνα: Gutenberg, 2009, σ. 124. 45
33
Και ὶ τοὶ λείψανο χτυπήση, Τρέχω γλήγορα κοντά Γιαὶ ναὶ πῶ: Μωρεὶ παπᾶ! Εἶναι ὁ μαῦρος πεθαμένος! Ἀλλαὶ ἐξύπνησα ἱδρωμένος. 4.2.2.3.
Η Γυναίκα της Ζάκυθος
Αυτό το αινιγματικό και ιδιότυπο ποιητικό έργο πρώτη φορά δημοσιεύεται το 1827 από τον Καιροφύλα, ο οποίος του έδωσε και τον τίτλο. Εναρκτήριο έτος για τη συγγραφή του κειμένου είναι το 1826, αλλά οι επεξεργασίες φτάνουν μέχρι το 1833. Το έτος 1833 είναι λίγο προβληματικό όσον αφορά στην ενσωμάτωση στην περίοδο της δημιουργίας του ποιητή, καθώς θεωρείται μεταίχμιο μεταξύ των δύο περιόδων της δημιουργίας του Σολωμού (μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης περιόδου). Ο ποιητής αρχίζει να γράφει στη Ζάκυνθο, αλλά το 1828 μετακομίζει στην Κέρκυρα όπου τελειώνει το έργο. Σε αυτό το έργο μπορούμε να βρούμε στοιχεία και των δύο περιόδων. Είναι ευδιάκριτη η επιρροή των ιδεών του Διαφωτισμού και του Νεοκλασικισμού λόγω των σπουδών του στην Ιταλία καθώς και η ρομαντική πλευρά της καλλιτεχνικής δημιουργίας του. Η ρομαντική πλευρά του έργου εδώ χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή των ειδών, «υψηλότερο» (έμπνευση από τη Βίβλο) και «χαμηλότερο» στυλ (κωμικά στοιχεία στην περιγραφή του κύριου χαρακτήρα). Γραμματολογικά το κείμενο έχει χαρακτηριστεί ως πεζογράφημα, αφήγημα, ιδιόρρυθμο πεζό με ποιητικά στοιχεία, poème en prose, δραματική σάτιρα, πρωτοποριακή μορφή πεζού αφηγηματικού λόγου και τα παρόμοια. Όσον αφορά στην μορφή του έργου, το αφηγηματικό πλαίσιο καθορίζεται από το πραγματικό γεγονός, δηλαδή από τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου το 1826, με το οποίο εμπνεύστηκε, περιλαμβάνει όμως και στοιχεία της βιβλικής Αποκάλυψης. Σε αυτό το σημείο μπορεί να χαρακτηριστεί ως δράμα, ωστόσο όταν ο συγγραφέας περιγράφει τη γυναίκα, τη σατιρίζει δημιουργώντας μερικά σατιρικά επεισόδια. Ξεκινημένο ίσως ως σάτιρα εναντίον μιας συγκεκριμένης γυναίκας, παίρνει προεκτάσεις καθολικότερες και γίνεται θρήνος και προφητεία ή όνειρο εφιαλτικό. Σε σχεδιάσματα για μια υστερότερη επεξεργασία παρουσιάζεται υποκινητής όλων αυτών ο Διάβολος, που στρίβει ευχαριστημένος τα κέρατά του σαν μουστάκι. Η πρόζα είναι έξοχη, καθαρή, στιβαρή δημοτική, η έκφραση πυκνή, ο τόνος πολλές φορές αποκαλυπτικός. 46 Η γλώσσα του έργου είναι η δημοτική με ιδιωματικά ζακυνθινά στοιχεία που ενσωματώνονται ρεαλιστικά στον αφηγηματικό λόγο της ζακυνθινής σατιριζόμενης Γυναίκας. Στη Γυναίκα της Ζάκυθος συμβαίνει μια «διπλο-προσωπία», φαινομενικά, μια διπλή ταυτοπροσωπία. Ο ποιητής γράφει ένα «όραμα» που το βλέπει-αγηγείται ο ιερομόναχος Διονύσιος (Σολωμός) μέσα στο οποίο όραμα εμφανίζεται ένας «νάνος» ο οποίος τελικά, ως όργανο του Σατανά; (ή μήπως της θείας Δίκης;) αποδίδει στη σατανική γυναίκα το τέλος που της αξίζει. Ο διάβολος όμως έχει και θετική και αρνητική σημασία στα σατιρικά έργα του Σολωμού. θετική λειτουργία έχει στον βαθμό που ξεσκεπάζει μυστικά ανομολόγητα, βγάζει τα άπλυτα στη φόρα – κι αυτό ακριβώς κάνει ο Σολωμός μέσα από τα συμβολικά προσωπεία που επιλέγει. 46
ΠΟΛΙΤΗΣ, Λίνος. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1998 (9η έκδ.), σ. 142-146.
34
Αρνητική λειτουργία επιτελεί ο διάβολος όταν χωρίζει ό, τι ήταν ενωμένο (τη μάνα από το παιδί κλπ.).47 Σε κάθε περίπτωση αυτό το έργο είναι μοναδικό και η σάτιρα εδώ είναι διαφορετική από τα σατιρικά των προηγουμένων χρόνων: «Τα κεφάλαια εις τα οποία παρουσιάζει τα γυναικόπαιδα του Μεσολογγίου περιέχουν τραγικότητα αληθώς Σαιξπηρικού μεγαλείου. Ταυτοχρόνως όμως ουδείς δύναται να αρνηθεί το σατιρικόν στοιχείον, το οποίον πλημμυρίζει άλλα κεφάλαια».48 Η Γυναίκα της Ζάκυθος αποτελείται από στίχους, στους οποίους αναφέρεται και ο ίδιος ο Σολωμός σε μια σημείωση του τετάρτου κεφαλαίου («κίτα στο τελος καθε στίχου να μιν τελιονί μέ δαχτιλο πάντα»). Αυτός ο τύπος στίχου, που δεν ήταν άλλος από το βιβλικό βερσέτο, υπογράμμιζε χάρη στην οργάνωσή του την ιδιαιτερότητα του κειμένου. 49 Όλο το κείμενο αποτελείται από δέκα κεφάλαια. Ο αφηγητής και ο σατιριστής είναι ο Διονύσιος Ιερομόναχος, ο οποίος είναι και ο κύριος πρωταγωνιστής των δύο πρώτων κεφαλαίων. Στο πρώτο κεφάλαιο («Ο ιερομόναχος πικραίνεται») γυρίζει από το μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου και στο δρόμο του σταματάει στα Τρία Πηγάδια για να κοιτάξει γύρω του και να μετρήσει τους δικαίους και τους αδίκους. Τον περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη όταν μαθαίνει/αντιλαμβάνεται ότι τα δάχτυλα δεν του φτάνουν να μετρήσουν τους αδίκους. (κεφάλαιο 1, 7. – 14.)50 7. Και ὶ οἱ δίκαιοι καταὶ τηὶ θεία Γραφηὶ πόσοι εἶναι; Και ὶ συλλογίζοντας αὐτοὶ ἐπαίξανε ταὶ μάτια μου σταὶ χέρια μου ὁπουὶ ἤτανε ἀπιθωμένα στοὶ φιλιατρό. 8. Και ὶ θέλοντας ναὶ μετρήσω μεὶ ταὶ δάχτυλα τουὶς δίκαιους, ἀσήκωσα ἀποὶ τοὶ φιλιατροὶ τοὶ χέρι μου τοὶ ζερβί, και ὶ κοιτώντας ταὶ δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ εἶπα: Τάχα ναὶ εἶναι πολλά; 9. Και ὶ ἀρχίνησα και ὶ ἐσύγκρενα τοὶν ἀριθμοὶ τῶν δικαίων ὁπουὶ ἐγνώριζα μεὶ αὐταὶ ταὶ πέντε δάχτυλα, και ὶ βρίσκοντας πῶς ἐτοῦτα ἐπερισσεύανε ἐλιγόστεψα τοὶ δάχτυλο τοὶ λιανό, κρύβοντάς το ἀνάμεσα στοὶ φιλιατροὶ και ὶ στηὶν ἀπαλάμη μου. 10. Και ὶ ἔστεκα και ὶ ἐθεωροῦσα ταὶ τέσσερα δάχτυλα γιαὶ πολληὶ ὥρα, και ὶ αἰστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατι ὶ εἶδα πωὶς ἤμουνα στενεμένος ναὶ λιγοστέψω, και ὶ κονταὶ στοὶ λιανό μου δάχτυλο, ἔβαλα τοὶ σιμοτινό του στηὶν ἴδια θέση. 11. Ἐμνέσκανε τοὶ λοιποὶν ἀποὶ κάτου ἀποὶ ταὶ μάτια μου ταὶ τρία δάχτυλα μοναχά, και ὶ ταὶ ἐχτυποῦσα ἀνήσυχα ἀπάνου στοὶ φιλιατροὶ γιαὶ ναὶ βοηθήσω, τοὶ νοῦ μου ναὶ εὕρει κάνε τρεῖς δίκαιους. 12. Ἀλλαὶ ἐπειδηὶ ἀρχινήσανε ταὶ σωθικά μου ναὶ τρέμουνε σαὶν τηὶ θάλασσα πουὶ δεὶν ἡσυχάζει ποτέ, 13. ἀσήκωσα ταὶ τρία μου ἕρμα δάχτυλα και ὶ ἔκαμα τοὶ σταυρό μου. 47
ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, Αφροδίτη. Από τις Κρητικές κωμωδίες στα σατιρικά όνειρα του Σολωμού. σ. 8 [online] [4. 2. 2015] διαθέσιμο από: http://www.eens.org/EENS_congresses/2014/athanasopoulou_afroditi.pdf 48 ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, Δημήτρης. «Δαντικά τρίστιχα «λυρικοσατυρικής χροιάς», «στοχαστικές γενικότητες και υπονοητικές εικόνες». Η σάτιρα και η λειτουργία της στα Σατιρικά γυμνάσματα του Κ. Παλαμά»: Kωστής Παλαμάς. Eξήντα χρόνια από το θάνατό του (1943-2003). B’ Διεθνές Συνέδριο. Γραμματολογικά- Eκδοτικά- Kριτικά- Eρμηνευτικά ζητήματα. Πρακτικά, τ.B’, Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 2006, σ. 863. 49 ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, Δημήτρης. Το αφανές ποίημα του Διονύσιου Σολωμού: Η Γυναίκα της Ζάκυθος. Αθήνα: Βιβλιόραμα, 1999, σ. 8. 50 ΣΟΛΩΜΟΣ, Διονύσιος. Η Γυναίκα της Ζάκυνθος (έκδοση: Λίνος Πολίτης). Αθήνα: Ίκαρος εκδοτική εταιρία, 1944, σ. 41–42.
35
14. Ἔπειτα θέλοντας ναὶ ἀριθμήσω τουὶς ἀδίκους, ἔχωσα τοὶ ἕνα χέρι μεὶς στηὶν τσέπη τοῦ ράσου μου και ὶ τοὶ ἄλλο ἀνάμεσα στοὶ ζωνάρι μου, γιατι ὶ ἐκατάλαβα, ἀλίμονον! πῶς ταὶ δάχτυλα δεὶν ἐχρειαζόντανε ὁλότελα. Μεταξύ των αδίκων βλέπει ένα άτομο που του φαίνεται το χειρότερο από όλα, είναι η γυναίκα της Ζακύνθου. Εδώ μπορούμε να δούμε ένα συνδετικό στοιχείο με τη Βίβλο, όταν ο ιερομόναχος παρομοιάζει την ψυχή της με την κακία του Σατανά. Θέλει να φτάσει σπίτι (το ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου) όσο το δυνατόν γρηγορότερα για να περιγράψει τη γυναίκα, αλλά του «κλείνουν» το δρόμο δώδεκα (βιβλικό νούμερο) «ψωρόσκυλα» , ωστόσο τελικά πετυχαίνει να φτάσει στον Αγίο Λύπιο. (κεφάλαιο 1, 16. – 24.)51 16. Και ὶ μοῦ ἦρθε στοὶ νοῦ μου, περσότερο ἀποὶ ὅλους αὐτούς, ἡ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος, ἡ ὁποία πολεμάει ναὶ βλάφτει τουὶς ἄλλους μεὶ τηὶ γλώσσα και ὶ μεὶ ταὶ ἔργατα, και ὶ ἦταν ἔχθρισσα θανάσιμη τοῦ ἔθνους. 17. Και ὶ γυρεύοντας ναὶ ἰδῶ ἐαὶν μέσα σεὶ αὐτηὶν τηὶν ψυχή, εἰς τηὶν ὁποίαν ἀναβράζει ἡ κακία τοῦ Σατανᾶ, ἂν ἔπεσε ποτεὶ ἡ ἀπεθυμιαὶ τοῦ παραμικροῦ καλοῦ, 18. ἔπειτα πουὶ ἐστάθηκα ναὶ συλλογιστῶ καλά, ὕψωσα τοὶ κεφάλι μου και ὶ ταὶ χέρια μου στοὶν οὐρανοὶ και ὶ ἐφώναξα: Θέ μου, καταλαβαίνω πωὶς γυρεύω ἕνα κλωνι ὶ ἁλάτι μεὶς στοὶ θερμό. 19. Και ὶ εἶδα πῶς ἐλάμπανε ἀποὶ πάνου μου ὅλα τ᾿ ἄστρα, και ὶ ἐξάνοιξα τηὶν Ἀλετροπόδα, ὅπου μεὶ εὐφραίνει πολύ. 20. Και ὶ ἐβιάσθηκα ναὶ κινήσω γιαὶ τοὶ ξωκλήσι τοῦ Ἁγίου Λύπιου, γιατι ὶ εἶδα πωὶς ἐχασομέρησα, και ὶ ἤθελα ναὶ φθάσω γιαὶ ναὶ περιγράψω τηὶ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος. 21. Και ὶ ἰδουὶ καμία δωδεκαριαὶ ψωρόσκυλα πουὶ ἠθέλανε ναὶ μοῦ ἐμποδίσουν τοὶ δρόμο, 22. και ὶ μηὶ θέλοντας ἐγωὶ ναὶ ταὶ κλοτσοβολήσω γιαὶ ναὶ μηὶν ἐγγίξω τηὶν ψώρα και ὶ ταὶ αἵματα πούχανε, ἐστοχασθήκανε πῶς ταὶ σκιάζουμαι, 23. και ὶ ἤρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· ὅμως ἐγωὶ ἐκαμώθηκα πωὶς σκύφτω ναὶ πάρω πέτρα, 24. και ὶ ἔφυγαν ὅλα και ὶ ἐξεθύμαιναν ταὶ κακορίζικα ψωριασμένα τηὶ λύσσα τους, τοὶ ἕνα δαγκώνοντας τοὶ ἄλλο. Στο δεύτερο κεφάλαιο («Ο ιερομόναχος πολεμάει να παρηγορηθεί») περιγράφει την γυναίκα της Ζακύνθου, και στην περιγραφή υπάρχει μόνο περιφρόνηση. Λέει πως το κορμί της είναι μικρό, το στόμα μεγάλο και τα δύο βυζιά της κρεμάνε σαν «καπνοσακούλες», ένα από τα μάτια είναι αλληθώρικο κλπ. Σχολιάζει και την ψυχή της που είναι γεμάτη φθόνο καθώς και την φωνή της. Πρόκειται για μια γυναίκα κακιά, μοχθηρή, δαιμονική, με μορφή απαίσια και γέλιο φοβερό. (κεφάλαιο 2, 1. – 2., 22. – 24.)52 1. Τοὶ λοιποὶν τοὶ κορμι ὶ τῆς γυναικοὶς ἤτανε μικροὶ και ὶ παρμένο, 2. και ὶ τοὶ στῆθος σχεδοὶν πάντα σημαδεμένο ἀποὶ τεὶς ἀβδέλλες πουὶ ἔβανε γιαὶ ναὶ ρουφήξουν τοὶ τηχτικό, και ὶ ἀποὶ κάτου ἐκρεμόντανε δυοὶ βυζιαὶ ὡσαὶν καπνοσακοῦλες. 22. Και ὶ ὅταν ἔβλεπε στοὶν ὕπνο της τοὶ ὡραῖο κορμι ὶ τῆς ἀδελφῆς της ἐξύπναε τρομασμένη. 23. Ὁ φθόνος, τοὶ μίσος, ἡ ὑποψία, ἡ ψευτιαὶ τῆς ἐτραβούσανε πάντα ταὶ σωθικά, 51 52
Ό. π., σ. 42–43. Ό. π., σ. 44–45.
36
24. Σαὶν ταὶ βρωμόπαιδα τῆς γειτονιᾶς ταὶ βλέπεις ξετερολοϊσμένα και ὶ λερωμένα ναὶ σημαίνουν ταὶ σήμαντρα τοῦ πανηγυριοῦ και ὶ βουρλίζουν τοὶν κόσμο. Από το τρίτο έως το πέμπτο κεφάλαιο το πλαίσιο είναι η πολιορκία του Μεσολογγίου από τους Τούρκους και η διαφυγή των γυναικών στο νησί της Ζακύνθου. Η εικόνα της γυναίκας του Μεσολογγίου είναι πολύ διαφορετική από την εικόνα της γυναίκας της Ζακύνθου. Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφονται οι Μεσολογγίτισσες, χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα, είναι σιωπηλές όταν συναντάνε την γυναίκα της Ζακύνθου. Στο τέταρτο κεφάλαιο οι γυναίκες του Μεσολογγίου διακονεύουνε και η γυναίκα της Ζακύνθου έχει δουλειά. Στο σπίτι της μιλάνε λίγο, σχεδόν πρόκειται για έναν μονόλογο της γυναίκας της Ζακύνθου, μία άμυνα της πατρίδας της. Δεν θέλει άλλους να έρθουν στο νησί της, δεν σημαίνουν τίποτα καλό, θα έπρεπε να μείνουν στη χώρα τους ή να πάνε κάπου άλλου. Στο πέμπτο κεφάλαιο ο ιερομόναχος ακολουθεί τις γυναίκες του Μεσολογγίου οι οποίες στο ακρογιάλι κοιτάνε την πατρίδα τους όπου γίνεται η μάχη. (κεφάλαιο 5, 1. – 4.)53 1. Και ακολούθησα τές γυναίκες του Μισολογγιού, οι όποιες εστρωθήκανε στ' ακρογιάλι, και εγώ ήμουνα από πίσω από μιά φράχτη και εκοίταζα. 2. Και κάθε μία έβαλε το χέρι και έβγαλε ό,τι κι αν εμάζωξε, και εκάμανε ένα σωρό. 3. Και μια απ' αυτές απλώνοντας το χέρι και ψηλαφίζοντας το γιαλό: Αδερφάδες, εφώναξε, 4. ακούτε, αν έκαμε ποτέ τέτοιο σεισμό σαν και τώρα, το Μισολόγγι ίσως νικάει, ίσως πέφτει. Τα κεφάλαια 6 – 9 περιγράφουν το άσχημο τέλος της γυναίκας της Ζακύνθου. «Όλο το τελευταίο μέρος έχει ένα χαρακτήρα αποκαλυπτικόν, πιο έντονον: φανστάσματα που παρουσιάζονται και χάνονται προφητεύουν το τέλος της κακής γυναίκας (και η επιγραφή: Το μέλλοντα γεναμένο παρόν)».54 Ο Διονύσιος Ιερομόναχος είναι παρών σε όλα τα κεφάλαια, βλέπει όλα τα γεγονότα και τα σχολιάζει. Εμφανίζεται πάλι το σύμβολο του όνειρου, ένα χαρακτηριστικό σύμβολο του ποιητή («βλέπει στον ύπνο»). (κεφάλαιο 7, 3. – 5.)55 3. Και ὶ αὐτηὶ ἐμισάνοιξε τοὶ στόμα της και ὶ ἔδειξε ταὶ δόντια της ἀκλουθώντας ναὶ κοιμᾶται. 4. Και ὶ ἰδουὶ ἡ πρώτη φωνηὶ ἡ ἀγνώριστη πουὶ μοὖπε στοὶ δεξι ὶ αὐτί: Ἡ δύστυχη θρέφει πάντα στοὶ νοῦ της φοῦρκες, φυλακεὶς και ὶ Τούρκους πουὶ νικᾶνε και ὶ Γραικουὶς πουὶ σφάζονται. 5. Τούτη τηὶ στιγμηὶ βλέπει στοὶν ὕπνο της τοὶ πρᾶγμα πουὶ πάντοτες ἀπεθύμουνε, ἤγουν τηὶν ἀδελφή της πουὶ διακονεύει, και ὶ γιαὶ τοῦτο τηὶν εἶδες τώρα πουὶ ἐχαμογέλασε. Η γυναίκα της Ζακύνθου στον ύπνο της βλέπει την αδερφή της, μετά το ξύπνημα είναι μαζί με τους γονείς της που είναι πεθαμένοι. Γενικά όλα τα τελευταία κεφάλαια διακρίνονται για το έντονο συμβολικό τους στοιχείο. Η τιμωρία της γυναίκας έρχεται στο ένατο κεφάλαιο (Η γυναίκα της Ζακύνθου λαβαίνει τη στερνή της θαραπάψη) όταν κρεμιέται και ο Διονύσιος Ιερομόναχος είναι μάρτυρας. (κεφάλαιο 9, 23. – 26.)56 53
Ό. π., σ. 50–51. ΠΟΛΙΤΗΣ, Λίνος. «Εισαγωγή», στό ΣΟΛΩΜΟΣ, Διονύσιος. Η Γυναίκα της Ζάκυνθος (επιμέλεια: Λίνος Πολίτης). Αθήνα: Ίκαρος εκδοτική εταιρία, 1944, σ. 10–11. 55 Ό. π., σ. 56. 56 Ό. π., σ. 61. 54
37
23. Ὁ θεοὶς ξέρει πουὶ ἔφυγε ἡ δύστυχη, ἐνῶ ἐπαρακάλεα γιαὶ αὐτηὶν μεὶ τηὶ θέρμη τῆς ψυχῆς μου. 24. Και ὶ ἐπέρασα πέρα μεὶ τοὶ κεφάλι σκυφτοὶ και ὶ στοχασμένο ναὶ πάω ναὶ τηὶν εὕρω. 25. Και ὶ ἄκουσα στοὶ μέτωπο κάποιον τι κ᾿ ἔπεσα ξαφνισμένος τ᾿ ἀνάσκελα. 26. Κι ἐσηκώθηκα και ὶ ἐπῆα ὀπίσω ἀποὶ τοὶν καθρέφτη και ὶ εἶδα τηὶ γυναίκα τῆς Ζάκυνθος πουὶ ἐκρεμότουνα και ὶ ἐκυμάτιζε. Εν τέλει υπάρχουν διάφορες εκδοχές και ερμηνευτικές προσεγγίσεις για το αν πρόκειται για μία προσωπική σάτιρα, μια γενική σάτιρα ή τελικά για μια πολιτική αλληγορία. Να πρόκειται για μια γενική σάτιρα, η περιγραφή της γυναίκας είναι πολύ λεπτομερής, ειδικά αν λάβουμε υπόψη και τα μέλη της οικογένειάς της. Ο Επτανήσιος ποιητής μάλλον αναφέρεται απλώς σε μία στενή συγγενή του και πολύ πιθανόν ότι πρόκειται για την σύζυγο του αδελφού του. 4.2.3. Η τρίτη περίοδος (1833 – 1857) Σ’ αυτήν την περίοδο ο ποιητής γράφει τα μεγάλα έργα του όπως Ο Κρητικός (1833), Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (έως το 1845) και Ο Πόρφυρας (1847). Επίσης θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε εδώ και την Γυναίκα της Ζάκυθος (1826-1833) για τους λόγους τους οποίους εξηγήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο ποιητής σχολιάζει και άλλα έργα αλλάζοντας γλωσσικό κώδικα και γράφοντας στην ιταλική γλώσσα (μετά το 1847, με σχόλια στα ελληνικά, πιθανόν σχεδίαζε να κάνει αργότερα μία μετάφραση). Από το 1851 κάνουν την εμφάνισή τους σοβαρά προβλήματα στην υγεία του Σολωμού και αυτός γίνεται πιο ιδιόρρυθμος, βγαίνοντας σπάνια πια από το σπίτι του και πεθαίνει το 1857.
4.3. Οι σολωμικοί ποιητές Με τον όρο σολωμικοί ποιητές εννοούμε όχι ποιητές που λειτουργούν μετά το θάνατο του εθνικού μας ποιητή, αλλά τους συνομηλίκους του. Αυτοί τον γνωρίζουν ακόμα, είναι δάσκαλός τους και ζουν κάτω από την επιρροή του. Σε αυτόν τον κύκλο μπορούμε να συμπεριλάβουμε τον Αντώνιο Μάτεσι (1794 – 1875), τον Γεώργιο Τερτσέτη (1800 – 1874), τον Ιούλιο Τυπάλδο (1814 – 1883), τον Ιάκωβο Πολυλά (1825 – 1896), τον Γεράσιμο Μαρκορά (1826 – 1911) και άλλους. Δηλαδή οι ποιητές επηρεάζονται από τον Σολωμό ήδη κατά διάρκεια της ζωής του και ήδη από τα νεανικά τους χρόνια. Ως παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε τον Μάτεσι ο οποίος γράφει δύο σονέτα για τον φίλο του στα ιταλικά τον χρόνο της επιστροφής του Σολωμού στην Ελλάδα:57 A Dionigi Solomos I Imbaccucato il verno e presso al foco dipinge ogni pittor se non è stolto; 57
ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, Νικόλαος Β. Ο Σολωμός και οι αρχαίοι. Αθήνα, 1943, σ. 141-142.
38
dunque il tuo riso nel vedermi involto nel mio tabarro, par non ha più loco. Dalla vampa di Febo io non m’infoco come tu, nè da’ suoi raggi con colto quando è il ciel nubiloso ed emmi tolto il volto suo, ch’ io sempre al freddo incovo. L’estro ad ogni intemperie si fa saldo, perchè racconta un bel proverbio antico che il matto mai non sente freddo o caldo. Sta celia mia già non ti punge affatto che una ta libertà doni all’amico: ma chi è sommo poeta è somo matto.58 Σ’ αυτό το ποίημα βλέπουμε όσο δυνατή ήταν η επιρροή του Σολωμού ήδη από την επιστροφή του στην πατρίδα από τις σπουδές στην Ιταλία και ότι η μεγάλη προσωπικότητά του εκτιμάται όχι μόνο από τον λαό και από την λαϊκή κοινωνία, αλλά και από τους ακολούθους του. 4.3.1. Ο Αντώνιος Μάτεσις (1794 – 1875) Αυτός ο ποιητής ήταν φίλος του Σολωμού και μέλος της Φιλικής Εταιρίας. Είναι γνωστός κυρίως για το έργο του Ο Βασιλικός, σατιρικό δράμα, αλλά και για τη συγγραφή λυρικών ποιημάτων και τις μεταφράσεις στην ιταλική και ελληνική γλώσσα. Γεννιέται το 1794 στο νησί της Ζακύνθου. Σπουδάζει ιταλική φιλολογία και φιλοσοφία στη Ζάκυνθο, είναι επίσης μαθητής του Αντωνίου Μαρτελάου. Προέρχεται από μία ευγενής οικογένεια και σε αντίθεση με τον Σολωμό δεν αφήνει την πατρίδα του για σπουδές, αλλά μένει μέσα στα όρια των Επτανήσων. Ο Μάτεσις είναι επίσης μέλος του κύκλου των ποιητών που συναντώνται στα σπίτια να κάνουν αυτοσχεδιασμούς και να σατιρίζουν κάποια άτομα εκ των οποίων και τον γιατρό Ροΐδη. Ο ίδιος ο Μάτεσις γράφει το σατιρικό έργο «Η αὶνάγνωσις τοῦ Passio», το Passio στη πραγματικότητα είναι ένα έργο του γιατρού. Και εδώ στο ποίημα βλέπουμε την επιρροή του Σολωμού στην γλώσσα και στα μέτρα. Εκτός από τον γιατρό στο ποίημα αναφέρονται ο ίδιος ο Σολωμός και ο Μάτεσις, ο Ανδρέας Κομιώτης, ο Παύλος Μερκάτης, ο Κ. Νεράντζης και 58
Μετάφραση από: ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, Νικόλαος Β. Ο Σολωμός και οι αρχαίοι. Αθήνα, 1943, σ. 142. «Δυνατοὶς ζειμῶνας και ὶ κάθε ξωγράφος πουὶ δεὶν εἶναι τρελός, ζωγραφίζει κονταὶ ’στηὶ φωτιά. Βλέποντάς με τυλιγμένον ’ς τοὶ μαντύα μου (γελᾷς μαὶ) μοῦ φαίνεται πωὶς τοὶ γέλοιο σου δεὶν ἔχει τοὶ λόγο του. Ἐγωὶ δεὶ φλογίζομαι ἀπ’ τηὶ φλόγα τοῦ Φοίβου, καθωὶς ἐσύ, οὔτε μεὶ χτυποῦν οἱ ἀχτῖνες του ὅταν ὁ οὐρανοὶς εἶναι συννεφιασμένος και ὶ μοῦ ἐμποδίζει τηὶν ὄψι τοῦ ἥλιου, πουὶ ἐγωὶ πάντα ἐπικαλοῦμαι, ὅταν κρυώνω. Μεὶ κάθε ἀσωτεία ὁ οἶστρος μεγαλώνει, γιατί, καθωὶς ὁ ὡραῖος ὁ παλιοὶς λόγος λέει «ὁ τρελοὶς ποτεὶ δεὶν αἰσθάνεται κρύο ἢ ζέστη». Αὐτό μου τοὶ ἀστεῖο τώρα δεὶ σεὶ πειράζει καθόλου, (ἐσεὶ) πουὶ δίνεις μιαὶ τέτοια ἐλευθερία στοὶ φίλο (σου): Μαὶ ὅποιος εἶναι ὕψιστος ποιητηὶς εἶναι ὕψιστος τρελός».
39
ένας άλλος γιατρός που τον σημειώνουν στα έργα τους και ο Σολωμός και ο Βιλλαράς – ονομάζεται Διονύσιος Ταγιαπιέρας. Ο Μάτεσις γράφει και δύο σονέτα (στην ιταλική γλώσσα) και άλλα ποιήματα για τον Σολωμό. Εκτός από τα ποιήματα μεταφράζει τους Τάφους του Ούγου Φωσκόλου στη δημοτική γλώσσα σε στίχο δεκαπεντασύλλαβο. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του για οικογενειακούς λόγους μετακομίζει στη Σύρο όπου και πεθαίνει μόνο ένα χρόνο αργότερα το 1875.
4.3.1.1.
Ο Βασιλικός
Ο Βασιλικός του Αντωνίου Μάτεσι γράφεται στα 1829 - 1830. Μετά από δύο χρόνια, το 1832, το έργο έχει την πρώτη παράστασή του στη Ζάκυνθο. Όμως ο ποιητής τοποθετεί το έργο όχι στην εποχή του, αλλά στο 1712. Ωστόσο, όσο και αν προσπαθεί ο συγγραφέας να πείσει τον αναγνώστη πως το έργο αναφέρεται στο 1712, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις του έργου ζωντανεύουν τη Ζάκυνθο της εποχής που γράφτηκε το έργο. Αυτό το αστικό δράμα είναι το πρώτο θεατρικό έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας που ανεβαίνει στη σκηνή στα Επτάνησα και μετά στη Ζάκυνθο που εκπροσωπείται μεταξύ άλλων από τον Χάση του Δημητρίου Γουζέλη. Αρχικά αυτό το είδος αναπτύχθηκε κυρίως στην Κρήτη. Το έργο του Μάτεσι μας δίνει μία ζωντανή εικόνα της κοινωνίας της εποχής του στο νησί, πεντάπρακτο δράμα γραμμένο σε τοπική διάλεκτο, σε πεζό λόγο με πολλές ξενικές λέξεις και επιρροές από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Είναι η σπαρταριστή απεικόνιση μιας εποχής και των προβλημάτων της. Το δραματουργικό εύρημα συνδέει τους δύο χώρους δράσης, μέσα και έξω από το σπίτι, τους δύο κόσμους και αποτελεί τη σύζευξη των κωμικών με τα δραματικά στοιχεία του έργου. Αυτό το κοινωνικό δράμα εκφράζει δύο αντιτιθέμενες κοινωνικές τάξεις: την φεουδαρχική αριστοκρατία από την μια μεριά και από την άλλη την αστική. Χωρίς κανένα ιδανικό η πρώτη, την χαρακτερίζει η εκμετάλευση, ο σατραπισμός, το έγκλημα, η διαφθορά και η αποσύνθεση. Εκφράζεται στο πρόσωπο του Δαρείου Ρονκάλα. Η δεύτερη με την ορμή των νέων ιδεών, τον αστικό ουμανισμό, την δικαιοσύνη. Γνώμονας η μόρφωση και η εργασία. Εκφράζεται στο πρόσωπο του Δραγανίγου, του γιου του Ρονκάλα. Η υπόθεση αναφέρεται στην περίοδο της Βενετοκρατίας, αλλά το βαθύτερο περιεχόμενο του έργου του Μάτεσι εκφράζει την απέχθεια για κάθε ξένη κατοχή και την αγάπη για την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη.59 Στη πρώτη πράξη το έργο αρχίζει με την εμφάνιση του Φιλιππάκη, ο οποίος σχολιάζει με φίλους του την οικογένεια του Δαρείου Ρονκάλα. Έχει σχέση με την κόρη του, την Γαρουφάλια, την οποία αφήνει έγκυο και αυτή φοβάται την αντίδραση του πατέρα της αν το μάθει. Ο πατέρας τώρα είναι έξω από την χώρα. Το βαθύ πρόβλημα είναι η διαφορετική θέση τους στην κοινωνία, αν και οι δύο προέρχονται από την αριστοκρατική τάξη, η Γαρουφάλια είναι κόρη του «άρχοντα από τα πρώτα σπίτια» και ο Φιλιπτάκης είναι «αρχοντόπουλο από τα δεύτερα σπίτια»:60 59
ΜΑΤΕΣΙΣ, Αντώνιος. Ο Βασιλικός (εισαγωγή-επιμέλεια: Σπύρος Μυλώνας). Αθήνα: τυπ. Χ. Θεοχαράτου, 1964, σ. 17-18. 60 ΜΑΤΕΣΙΣ, Αντώνιος. Ο Βασιλικός (εισαγωγή: Αγγέλος Τερζάκης). Αθήνα: Εκδοτίκη Ερμής Ε.Π.Ε., 1973, σ. 5.
40
Γλωσσίδης - Σοῦ ματαλέω πωὶς εἶν’ ἔξω ἀποὶ ἐχθεὶς τοὶ βράδυ, και ὶ ὁ ἀδελφός της ἀκόμη, εἰδεμηὶ δεὶν ἐμπόβαινε. Ἂν ἦτον ὁ πατέρας της στηὶν χώρα δεὶν ἤθελα νά ’μαι μήτε ψύλλος στὁν κόρφο της. Φιλιππάκης – Σκασμός! πουὶ πάντα θαὶ μοῦ βγαίνῃς ὄξω μεὶ τουὶς φόβους σου και ὶ δεὶν ἠξέρεις μήτε τί λόγια πετᾷς αὶποὶ τοὶ στόμα σου. Ἂν φοβᾶται τουὶς γονέους της, τοῦτο στέκει καλαὶ εἰς μίαν ἀρχοντοπούλλα. Ἀλλ’ ἐγωὶ δεὶν φοβοῦμαι τοὶν γέρο-Ρονκάλα, οὔτε ὅλη του τηὶ δικολογιά. (...) Στη δεύτερη πράξη η Γαρουφάλια παίρνει άδεια από την μητέρα της να βγει έξω να διασκεδάσει. Ο πατέρας είναι έξω από την χώρα, αλλιώς η κόρη του δεν θα είχε το δικαίωμα να βγει αργά. Ούτε ο Δραγανίγος, ο αδερφός της, δεν συμφωνεί: Δραγανίγος – (Ὕστερα ἀποὶ λίγην σιωπή.) Εἰς τοῦτο, μάννα, δεὶν ἔχει δίκιο και ὶ ὁ πατέρας μου; Αὐτεὶς οἱ γυναῖκες δεὶν πρέπει ναὶ ἔρχουνται ἐδῶ τέτοια ὥρα. Δεὶν ἔρχουνται ποτεὶ διαὶ καλό. Η λύση της κατάστασης βρίσκεται στην τελευταία πράξη όταν θα γίνει ο διάλογος μεταξύ των μελών της οικογένειας του Ρονκάλα. Ο πατέρας δεν θέλει να επιτρέψει γάμο, είναι επίσης θυμωμένος με την γυναίκα του γιατί ήταν αυτή που άφησε την κόρη τους να βγει και σ’ εκείνη τη νύχτα ο Φιλιππάκης την άφησε έγκυο. Ο πατέρας είναι θυμωμένος και με τον γιό του ο οποίος προσπαθεί να πείσει τον πατέρα του ότι το αίμα δεν είναι τα πάντα. Όμως ο πατέρας δεν θέλει να δώσει τη μοναχοκόρη του σε κάποιον που δεν προέρχεται από τόσο παλαιά οικογένεια όπως η δική του:61 Δάρειος – Σώπα! (Τῆς γυναικός του.) Ἀκούετε μεὶ προσοχή. Ὅσα κατ’ ἀρχαὶς θαὶ σοῦ πῶ (στρεφόμενος προὶς τοὶν υἱόν του) πρέπει ναὶ ταὶ γνωρίζῃς, ἀλλαὶ εἶναι χρεία ναὶ σοῦ ταὶ ξαναθυμίσω. - Τοὶ σπίτι μας, ἡ φαμελιά μας, εἶναι μία ἀποὶ τεὶς παλαιότερες τούτου τοῦ νησιοῦ, κ’ ἔχει ἀκόμη ὅλη τηὶν πιθανότητα, ὡς ἔχουμε πατροπαραδόπως, πωὶς και ὶ οἱ προπάτορές μας, πουὶ ἦλθαν εἰς τουὶτον τοὶν τόπον, ἦταν και ὶ αὐτοι ὶ ἀποὶ τεὶς παλαιότερες φαμελιεὶς τοῦ τόπου τους. Η διαμάχη γίνεται μεταξύ του πατέρα και του γιου, η μητέρα σιωπά σταδιακά, αλλά σύμφωνα με τον Δάρειο καλύτερα εκείνη να παραμένει σιωπηλή. Ο αγώνας για την τιμή είναι μια κριτική της παλιάς κοινωνίας που εξακολουθεί να υπολογίζει το δικαίωμα του αίματος, αλλά θα έπρεπε να σκεφτεί ο πατέρας και άλλες αξίες που ένα άτομο μπορεί να έχει ανεξαρτήτως της προέλευσης του. Η ανησυχία για την μοναχοκόρη του και την υγεία της κάνει τον πατέρα να συμφωνεί με τον γάμο, αλλά έχει κάποιους όρους:62 Δραγανίγος - Ἄφησέ τον, μάννα, μηὶν τοῦ ξανάφτῃς τοὶ θυμό. (Προὶς τοὶν πατέρα του.) Λοιπόν, πῶς ὁρίζεις;... 61 62
Ό. π., σ. 98. Ό. π., σ. 129.
41
Δάρειος - Σοῦ λέω, θέλω ναὶ γράψω τεὶς εἴκοσι χιλιάδες πωὶς τεὶς περιλαβαίνει εὐθυὶς μετρηταὶ εἰς τόσα τσεκίνια προὶς λίτρες πέντε τοὶ δουκᾶτο, και ὶ καταὶ πωὶς τρέχουν ταὶ τσεκίνια και ὶ ναὶ μηὶν λάβῃ τίποτες. Δραγανίγος - Ἀλλαὶ δεὶν ἠξεύρω ἂν στέρξῃ εἰς αὐτό. Δάρειος – Τί μεὶ γνοιάζει ἂν δεὶν στρέεται. Ἔτσι θέλω, σοῦ λέω, ἔτσι θέλω. Γαρουφάλια – (Ἀναστενάζει.) Δραγανίγος - Ἂς εἶναι, ὅπως ὁρίζεις. (Τῆς μάννας του μεὶ χαμηληὶ φωνή.) Ὁ Φιλιππάκης τηὶν ἀγαπᾷ τόσο, πουὶ κάνει ὅ,τι τοῦ εἰποῦμε. - Τοῦ κάνω ἐγωὶ ἕνα χαρτί, ἀγκαλαὶ και ὶ δεὶν ἀξίζει ἡ ὑπογραφή μου ὑποκάτω εἰς πατέρα. Ἀλλ’ αὐτοὶς ἐμπιστεύεται εἰς τοὶ λόγο μου. Ρονκαλαίνα – (Μεὶ χαμηληὶ φωνή.) Μαὶ παιδί μου, κοίταξε μηὶ δεὶν ᾽χαριστηθῇ! Κοίταξε μηὶν κάμουμε ἀναποδίες. Δραγανίγος - Μηὶ φοβᾶσαι. Ἡσύχασε. Σεὶ βεβαιώνω πωὶς κάνει ὅ,τι τοῦ ποῦμε. 4.3.2. Ο Γεράσιμος Μαρκοράς (1826 – 1911) Από τους ποιητές της Ζακύνθου περνάμε στην Κεφαλλονιά όπου γεννήθηκε ο Γεράσιμος Μαρκοράς το 1826. «Η οικογένειά του ήταν μία από τις παλαιότερες αριστοκρατικές οικογένειες της Κέρκυρας, ιταλικής καταγωγής. Σύμφωνα με την παράδοση, η οικογένεια έφτασε στον ελλαδικό χώρο στα μέσα του 15ου αιώνα και αρχικά εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο». Ο δάσκαλος του Αντωνίου Μάτεσι, ο μαθητής του Διονυσίου Σολωμού και του Ανδρέα Κάλβου παίρνει την εκπαίδευσή του στην Κέρκυρα, αλλά μετά πηγαίνει στη Ιταλία όπου σπουδάζει νομικά. Το 1824 ιδρύεται η Ιόνιος Ακαδημία και ο ποιητής γυρίζει το 1851 στο νησί λόγω του θανάτου του αδερφού του και τελειώνει τους σπουδές του στην Ακαδημία. Η Κέρκυρα σ’ αυτήν την εποχή είναι το κέντρο της ποίησης και των τεχνών (πρώτα το κέντρο ήταν η Ζάκυνθος). Στην αρχή κάνει διάφορες μεταφράσεις (για παράδειγμα του Όμηρου και του Σίλλερ). Μετά τον θάνατο του Δ. Σολωμού το 1857 ο Μαρκοράς γράφει το έργο «Πρώτο Ψυχοσάββατο» για τον ποιητή και συνεργάζεται με τον Ιάκωβο Πολυλά να συγκεντρώσουνε μαζί το έργο του Σολωμού με σκοπό δημοσίευσης. «Ώσπου φτάνουμε στο 1857, χρονιά καθοριστική για το ποιητικό έργο του Μαρκορά. Συγκλονισμένος από τις εξελίξεις στην Κρήτη γράφει το καλύτερο και γνωστότερο ποίημά του: Τον περίφημο «Όρκο». Το ποίημα αναφέρεται στη θυσία και τον αγώνα των Κρητών κατά των Οθωμανών και, πιο συγκεκριμένα, στην πυρπόληση της Μονής Αρκαδίου στην Κρήτη το 1866».63 Αργότερα, το 1863, γράφει το πρώτο του σατιρικό ποίημα σε μορφή διαλόγου «Λέλεκας και Σπαρτσίνης». Αυτό το σατιρικό ποίημα στρέφεται εναντίον των Άγγλων οι οποίοι σ’ αυτά τα χρόνια κυριαρχούν στο νησί. Ένα άλλο έργο που γράφει περίπου στην ίδια περίοδο έχει κοινά στοιχεία, όχι από την σατιρική πλευρά, αλλά σε σχέση με την πατρίδα, το έργο ονομάζεται «τα Κάστρα μας» και είναι γεμάτο πατριωτικά αισθήματα. Το 1872 γράφει ένα άλλο σατιρικό ποίημα που ονομάζεται «Απλή και καθαρεύουσα». Τα έργα του εκδίδονται σε δύο συλλογές – «Ποιητικά έργα» και τα «Μικρά Ταξείδια». Η δεύτερη δεν έχει τέτοια επιτυχία όσο είχαν τα «Ποιητικά έργα». Επίσης μερικά ποιήματα εκδίδονται στο λογοτεχνικό 63
[online] [4. 3. 2015] διαθέσιμο από: http://www.kefalonitikanea.gr/2013/08/blog-post_4539.html#.VCQbImd_v4o
42
περιοδικό «Παναθήναια». Ο ποιητής, ο μεγάλης πατριώτης που αγαπάει το νησί του πεθαίνει το 1911 στην Κέρκυρα. Ο Μαρκοράς είναι στην ποίησή του μεγάλος τεχνίτης του στίχου. Έφερε στην ελληνική ποίηση νέα μέτρα, δικούς του ρυθμούς. Δούλεψε το δεκαπεντασύλλαβο και τον πλούτισε με ευλυσία, πλάτος και αρμονία, με τις πλούσιες συνιζήσεις και τις ηχηρές συνεκφορές του.64
4.3.2.1.
«Λέλεκας και Σπαρτσίνης»
Ένα ιδιόμορφο έργο αυτής της εποχής είναι ο διάλογος «Ο Λέλεκας και Σπαρτσίνης», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1863 ανώνυμα, σε φυλλάδιο, εξαιτίας του περιεχομένου του. Για τον ίδιο λόγο ο Μαρκοράς δεν θα τον συμπεριλάβει αργότερα στην έκδοση των Ποιητικών Έργων, αφού το σαρκαστικό ύφος του και οι πολιτικοί υπαινιγμοί του δεν ταίριαζαν προς το γενικότερο πνεύμα και σχέδιο του βιβλίου.65 Το έργο δημοσίευτηκε το 1863 ως πρώτο έργο του ποιητή με σατιρικά στοιχεία. Η σάτιρα κατευθύνεται εναντίον των Άγγλων, πρόκειται για ένα διάλογο μεταξύ του αρμοστή Storks (στα ελληνικά η μετάφραση του ονόματος βλέπουμε στον τίτλο – Λέλεκας) και του Πρέδρου της Γερουσίας Καρούσου ο οποίος έχει το ψευδώνυμο του στην Κεφαλλιά Σπαρτσίνης. Ο Σπαρτσίνης έρχεται στο γραφείο του Λέλεκα να μιλήσουν για την μοίρα της Ελλάδας. Ο Σπαρτσίνης φοβάται τι θα γίνει με την πατρίδα του και οι ανησυχείς του δικαιολογούνται γιατί στην Αγγλία έχουν αποφασίσει για την ένωση. Ο πρόεδρος περιγράφεται ντροπαλός και συνεσταλμένος όταν συνειδητοποιεί την ανωτερότητα του Άγγλου. (1 – 35).66 Λ. Ποιός εἶναι; Σ. Ἐγώ, Ἐξοχώτατε· εἶμαι στοὶν ὁρισμό σας. Ἀνίσως ἔχετε δουλειά γυρίζω - προσκυνῶ σας. Λ. Ὄχι... Σ. Γιατί; Ξανάρχομαι· δεὶν εἶναι πρᾶμμα νέο. Ναὶ γύγω; Λ. (Μοῦ ταὶ σκότισες!) Σ. Ναὶ μείνω; Λ. Ναι, σοῦ λέω! Σ. (Ὡς βλέπω, κάτι σήμερα θεὶ νἄχει στοὶ κεφάλι. Τί νἄναι!) Λ. Ποιός μοῦ τὄλεγε! τί συροφαὶ μεγάλη! Ἀκοῦτε! τέτοια πράμματα ναὶ γράφει τοὶ Ὑπουργεῖο! κι ἐγωὶ πουὶ πάντα ἐγέλουσα μεὶ τουὶς Σαρανταδύο! μ’ἐκείνους ὁπουὶ κάνανε τόση βουηὶ και ὶ ἀντάρα 64
ΜΑΡΚΟΡΑΣ, Γεράσιμος. Άπαντα (επιμέλεια: Γ. Βαλετάς). Αθήνα: Εκδόσεις Πήγης, 1950, σ. κζ. ΜΑΡΚΟΡΑΣ, Γεράσιμος. Ποιήματα. Αθήνα: Νεοελληνική βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουρανή, 1988, σ. 26. 66 ‘Ο. π., σ. 340-346. 65
43
γι’αὐτηὶ τηὶν ἔρμη Ἕνωση! Σ. Τί λέτε!!! Λ. Βουβαμάρα! Σ. Τῆς ὑποψίας ἐβάλετε στοὶ νοῦ μου τηὶν ἀρίδα. Ἀποὶ ταὶ πόδια ὥς τηὶν κορφηὶ τρέμω γιαὶ τηὶν πατρίδα. Νἆναι κανένας κίνδυνος; Λ. Γιαὶ τοῦτο σ’ἔχω κράξει. Ἀπομονή! ὅ,τι γίνηκε δεὶν ἠμπορεῖ ν’ἀλλάξει. Κάποια ψηλαὶ συμφέροντα, κάποια μεγάλη αἰτία λογιάζω πωὶς θεὶ νἄφερε σεὶ τοῦτο τηὶν Ἀγγλία. Τοὶ θέλει ὁ γέρο Πάλμερστον, ὁπού ᾽ναι ἀνοιχτομάτης, τοὶ θέλει κι ἡ Βασίλισσα... Σ. Με΄γαλο τοὶ ὄνομά της! Ἀλλαὶ ναὶ μοῦ ξηγήσετε... Λ. Εὐθύς, σοῦ τοὶ ξηγάω. Τηὶν Ἕνωση ἀποφάσισαν. Σ. Ἀλήθεια! Λ. Δεὶ γελάω. Σ. Τηὶν Ἕνωση. Λ. Τηὶν Ἕνωση Όταν ο Σπαρτσίνης μαθαίνει για την ένωση, δεν ανησυχεί μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για τη δουλειά του. Όμως και ο Λέλεκας δεν παραμένει ήρεμος. Έχει στην κατοχή του πολλά χρήματα και μεγάλη δόξα. Ο Σπαρτσίνης προτείνει μία λύση – την επανάσταση. Περιγράφει πώς θα φαινόταν και στο τέλος της επανάστασης πώς θα φαινόταν η βουλή, θα ήταν «μορφώνεται καλή και τιμημένη». Όταν ο αφέντης δεν συμφωνεί, ο Σπαρτσίνης του ζητάει να τον βοηθήσει και αν ο αφέντης θα αφήσει το νησί και θα πάει κάπου άλλου, στην Μάλτα ή στην Αγγλία, να πάρει τον Σπαρτσίνη μαζί του και καλύτερα να του βρει καμιά δουλειά. Ο Λέλεκας συμφωνεί. (166 – 179). Σ. Ἀφέντη, ἀφοῦ μοῦ δείχνετε μία τέτοια καλοσύνη, παίρνω τοὶ θάρρος ἀποὶ σᾶς μιαὶ χάρη ναὶ ζητήσω. Λ. Μεὶ κάθε τρόπο ἐπιθυμῶ ναὶ σεὶ καλοκαρδίσω. Σ. Ὡς ἤλθανε ταὶ πράματα, στηὶ Μάλτα ἢ στηὶν Ἀγγλία δεὶ θεὶ ναὶ πᾶτε γλήγορα; Λ. Χωρι ὶς ἀμφιβολία! Σ. Ἐδῶ, καθωὶς τοὶ βλέπετε καλαὶ και ὶ Πινομή σας, Ὁ ἀγέρας δεὶ μεὶ δέχεται· νἄλθω κι ἐγωὶ μαζί σας; Λ. Ἄν ἀληθέψει, φίλε μου, ὅ,τι ὀχ τουὶς ἄλους ξέρω, καμμία δεὶν ἔχω δυσκολιαὶ στηὶ Μάλτα ναὶ σεὶ φέρω. Σ. Ἴσως μεὶ κάποιο ἐπάγγελμα; Λ. Θεὶ ναὔρουμε κι ἐκεῖνο. Ἀποὶ τώρα μάλιστα ἐγωὶ σοῦ τοὶ προτείνω. Σ. Χρόνους πολλουὶς ναὶ ζήσετε! 44
4.3.2.2.
«Απλή και καθαρεύουσα»
Αυτό το ποίημα που δημοσιεύεται το 1872 αποτελεί οξεία κριτική της καθαρεύουσας και των υπερμάχων της. Ο ποιητής θέλει να τονίσει την σημασία της χρήσης της δημοτικής. Όπως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, όταν η σάτιρα έρχεται στην Αθήνα μεταξύ των υπερμάχων της καθαρεύουσας, κρίνεται σκληρά και δεν αποδέχεται. Στην εφημερίδα Λαός κρίνεται κυρίως το γεγονός ότι ο Μαρκοράς περιγράφει τον λαό της Ελλάδας ως «τουρκόσπορο», δηλαδή δείχνει τις επιρροές στην γλώσσα από τους Τούρκους, αλλά και από άλλους λαούς όπως από τους Γάλλους. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο του ποιήματος. Στους πρώτους στίχους αναφέρει τον Απόλλωνα (και σε όλο το ποίημα αναφέρει σπουδαίες προσωπικότητες, για παράδειγμα προσωπικότητες από την ιστορία - τον Αριστοφάνη, από την Βίβλο - «παιδιά της Εύας», κλπ.) και προτρέπει όλους τους μορφωμένους της εποχής του να αρχίσουν να γράφουν στην νέα γλώσσα (εννοεί στην δημοτική) και να πάψουν να γράφουν στην καθαρεύουσα. Ξεκινώντας αναφέρεται στην δημοτική γλώσσα και μιλάει για την γλώσσα που ποτέ δεν έχει καθαριστεί και είναι «βάρβαρη». Είναι μια γλώσσα η οποία είναι ακόμη φτωχή και γεμάτη λάθη και ρωτά «ποιος;» μπορεί να την παραλάβει και να την αντικαταστήσει με την καθαρεύουσα (1 – 12).67 Μαὶ τοὶν Ἀπόλλωνα, θ' ἀποφασίσω μία γλῶσσα βάρβαρη να ξωστρακίσω. Ποῦ τηὶν ἀκάθαρτη γυμνή της χάρη ποτεὶ δεὶν ἔπλυνε στοὶ καλαμάρι. Ποιός τηὶν ἐσπούδαξε, δίχως ναὶ μάθῃ ποὖναι στηὶ φτώχεια της γιομάτη λάθη;· Μας λέει ότι πρέπει να εργαστούν χωρίς προκαταλήψεις έτσι ώστε να την κάνουν επίσημη γλώσσα, γιατί είναι μια γλώσσα που μπορεί να την καταλάβει ο απλός λαός ακόμη και οι αγράμματοι. Είναι άλλη η γλώσσα που μιλάμε και άλλη η γλώσσα που γράφουμε. Μετά αναφέρεται στην καθαρεύουσα, μας λέει ότι είναι μια γλώσσα ψυχρή και πολυσύνθετη που προκαλεί στους αγραμμάτους ζαλάδα και μένουν με το στόμα ανοιχτό όταν την ακούν, όχι γιατί την θαυμάζουν, αλλά γιατί δεν καταλαβαίνουν τίποτα . Είναι ακατανόητη όχι μόνο 67
ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΟΥ, Φ. Κ. Επτανησιακή λογοτεχνία: ΜΑΡΚΟΡΑΣ, Γεράσιμος. «Απλή και Καθαρεύουσα». Αθήνα: Γρήγορη, 1970, σ. 65–71.
45
στην επαρχία που ο κόσμος είναι απλός, αλλά ακόμα και στην Αθήνα που θεωρούνται πιο μορφωμένοι (161 – 184): Παρόμοιο θέαμα, ποῦ σεὶ μαγεύει, ἡ καθαρεύουσα τοὶ προμηθεύει· λεὶς κ' εἶναι σίφωνας, ποῦ, ἐνῷ γυρίζει, μεὶ πλῆθος φρύγανα τοὶ νοῦ γιομίζει· χιονιαὶ κατάψυχρη, ποῦ δεὶν ἀφίνει λουλοῦδι μέσα μας χλωροὶ ναὶ μείνῃ· ταὶ πολυσύνθετα λόγια, ποῦ πλέκει, προσμοιάζουν – ἄκου τα! μ' ἀστροπελέκι· μεὶς τ' ἀναλφάβητο φτωχοὶ κεφάλι βροντοῦν, και ὶ φέρνουνε μία τέτοια ζάλη, ποῦ κάθε ἀντίλαλος παύει, και ὶ ἀκόμα χάσκουν οἱ ἀγράμματοι μεὶ τόσο στόμα. Αν έχουμε μυαλό πρέπει να αλλάξουμε την γλώσσα μας, γιατί ζούμε σε έναν κόσμο που όλα αλλάζουν (έθιμα, θρησκεία, νόμοι) και ό,τι δεν αλλάζει πεθαίνει. Και χρέος μας είναι να γράφουμε όπως μιλάμε (221 – 240): Γράφτε, Λογιώτατοι! Κι' ἂς μηὶ εὐτυχήσῃ λαοὶς τουρκόσπορος ναὶ σᾶς νοήσῃ· γράφτε, και ὶ τ' ἄψυχο σοφοὶ βιβλίο 46
ἂν πνέῃ κατάκαρδα θανάτου κρύο· κι' ἂν, ὡς τοὶ πνεῦμα σας τοὶ βιό του ἀνοίγει, φράση ὁλοζώντανη κἀμμία ξεφύγῃ, μηὶν, ὦ φωστῆρες μου, σᾶς φέρῃ ἐμπόδιο· ἕν' ἀπαρέμφατο... και ὶ καταυόδιο. Ἐγωὶ – σαὶν ἔλεγα πῶς δεὶ χρωστοῦμε παραὶ ναὶ γράφωμε καθωὶς μιλοῦμε·
4.4. Οι μετασολωμικοί ποιητές Οι ποιητές αυτής της περιόδου (μετά το θάνατο του Σολωμού) είναι κυρίως συγγραφείς που δρουν στην Κέρκυρα. Συνεχίζουν το μεταφραστικό έργο του Ι. Πολυλά και ο σκοπός τους είναι να αναπτυχθεί η ελληνική λογοτεχνία. Οι ποιητές ενώ ήδη ξέρουν τον Σολωμό, δεν επηρεάζονται άμεσα και δέχονται την επίδραση των κριτικών απόψεων του Πολυλά και του φιλόδοξου μεταφραστικού του σχεδίου να εμπλουτιστεί η επτανησιακή λογοτεχνία με τις νεοελληνικές αποδόσεις των σημαντικότερων έργων της αρχαίας ελληνικής και των σύγχρονων ευρωπαϊκών λογοτεχνιών. Στον κύκλο ανήκει ο Νικόλαος Κογεβίνας (1856 – 1897) που κυρίως ασχολείται με τις μεταφράσεις. Είναι μεγάλος θαυμαστής και ακόλουθος του Ιάκωβου Πολυλά, γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1856 μόλις ένα χρόνο πριν το θάνατο του Σολωμού. Τις σπουδές του θα παρακολουθήσει στο νησί, αν και θέλει να πάει στην Γερμανία, αλλά η φυσική κατάστασή του δεν του το επιτρέπει. Κάνει μελέτες για την γλώσσα και μεταφράζει μερικά έργα, για παράδειγμα από τον Goethe ή τον Schiller. Άλλος που ανήκει στον κύκλο είναι ο Γεώργιος Καλοσγούρος (1853 – 1902) που μεταφράζει τα έργα της κλασικής λογοτεχνίας, κάνει διάφορες μελέτες και κριτικές, αλλά επίσης μεταφράζει στα ελληνικά όλα τα ιταλικά ποιήματα του Σολωμού. Στον κύκλο ανήκει και ο Στυλιανός Χρυσομάλλης (1836 – 1918). 4.4.1. Ο Στυλιανός Χρυσομάλλης (1836 – 1918) Ο συγγραφέας με μια μεγάλη δραστηριότητα στον είδος της σάτιρας γεννήθηκε το 1836 στην Κέρκυρα. Είναι ο φίλος και συνεργάτης του Ιακώβου Πολυλά, συνεργάζονται και στο σατιρικό φύλλο Ο Κώδων (ιδρύεται μετά τον πολιτικό σύλλογο και την εφημερίδα Ρίγας Φεραίος το 1871). Το φύλλο δημιουργείται για να χτυπήσει τους πολιτικούς αντιπάλους του Πολυλά και ο Χρυσομάλλης τον υποστηρίζει με όλη τη δύναμή του. Ο ποιητής περνάει 47
πολλά χρόνια στο εξωτερικό και όταν γυρίζει κάνει πολλούς εχθρούς στον εαυτό του, γιατί είναι εναντίον των ξένων που έρχονται στην χώρα του, αλλά και εναντίον των πρωτεργατών της ιταλικής καθολικής προπαγάνδας στην Ελλάδα. Η σάτιρα του είναι προσωπικοί, αμείλικτη και κάποιες στιγμές άδικη. Ο φανατισμός του να βρει κάθε λεπτομερή, κάθε ελάττωμα για τους αντίπαλούς του τον κάνει τυφλό, αλλά αυτός πιστεύει κάθε λέξη που γράφει. Δεν περιορίζεται μόνο σε στίχους, αλλά γράφει και άρθρα, σατιρικούς διαλόγους και γρίφους. Γράφει δύο σάτιρες για τους ανθρώπους της ομάδας της προπαγάνδας – για τον Πάτερ Σαρδέλλα (το πραγματικό όνομά του είναι Σάρδης) και για την Ινκαρνασιόν. Καθώς πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην Κέρκυρα, τα ποιήματά του ασχολούνται με ίδια θέματα ή ανθρώπους και καμιά φορά η επιλογή στις λέξεις είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό από τον αναγνώστη. Ο ίδιος ο ποιητής τυφλός πεθαίνει το 1918 στο Ληξούρι.
4.4.1.1.
Οι σάτιρες εναντίον των πρωτεργατών της προπαγάνδας
Ο Χρυσομάλλης αντιτίθεται στους ξένους που έρχονται στην πατρίδα του. Στις δύο προσωπικές σάτιρες καταφέρεται εναντίον του πάτερ Σαρδέλλα το ελάττωμα του οποίου είναι το κρασί και η αδυναμία στην μαντάμ Ινκαρνασιόν (η διευθύντρια του Σχολείου των Καλογραιών).68 Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα, όπου ο πάτερ Σαρδέλλας μιλά σε μικτή γλώσσα με το μποτάκι του κρασιού. Στις πρώτες δύο στροφές λέει ότι πίνει το κρασί γιατί έφτασε ο κρύος καιρός. Αναφέρεται στο κρασί σαν να είναι ο γιός του και θέλει να το φιλήσει. Οι δύο πρώτες στροφές επαναλαμβάνονται στο τέλος και έτσι συνέχουν όλο το ποίημα (1 – 8, 41 – 48). Τώρα πουὶ ἔπεσε Αὐτοὶ τοὶ κρῦο Ἔλα, μποτάκι μου Veni, fio mio. Ἔλα, και ὶ δῶσε μου Χίλια φιλιά. Ἔλα ναὶ κάμουμε To bocca ba. Έπειτα σκέφτεται πως δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς το μποτάκι και δεν θα άντεχε. Αυτό τον ζεσταίνει και δίνει φως στην ζωή του (9 – 24). Μ’ αυτοὶ τοὶ τάραμα Con sto tantin, Ἄν ἐσυὶ μοὔλειπες, Se manca elvin, 68
ΔΕΝΤΡΙΝΟΥ, Α. Ειρήνη. Η Κερκυραϊκή Σχολή (προλεγόμενα: Κ. Δάφνης). Κέρκυρα, 1953, σ. 90.
48
Πῶς θαὶ ἠμπόρουνα, Ναὶ σέ χαρῶ Εἰς ταὶ ποδάρια μου Ναὶ βασταχτῶ; Συὶ εἶσαι ἡ θερμάστρα μου, Il scaldaletto, ζωηὶ και ὶ ἐμψύχωση Del bel moreto. Και ὶ χωρι ὶς σένανε Μ’ αὐτοὶ τοὶ κρῦο, Mi saria, μάτια μου. Intirizzio. Το κρασί είναι το μοναδικό που έχει την ικανότητα να τον ζεσταίνει, να του δώσει την «αγαλλίαση στην ψυχή». Υπάρχουν και άλλα πόσιμα να πιει και ρούχα να φορέσει, αλλά μόνο το κρασί αξίζει φιλοφρονήσεις (25 – 40). Ἂ! μοῦτζες νἄχουνε Τοὶ τσάϊ, ὁ καφές, Οἱ κάλτσες μάλλινες Κ’ ἡ πυροστιές... Μονάχα τ’ ἄδολο Γλυκοὶ κρασι ὶ Ρίχνει ἀγαλλίαση Εἰς τηὶν ψυχή. Ἐγώ, ἄν δεὶν ἤπια Καθάρσιο, ἁλάτι, Σταὶ τόσα χρόνια Ποὔχω στηὶν πλάτη, Σεὶ σέ, μποτάκι μου, Τοὶ χρεωστῶ, Al tuo bel netars A sto bordeau. Και ὶ τώρα ποὔπιασε Αὐτοὶ τοὶ κρῦο Ἔλα μποτάκι μου, Veni, fio mio.
49
Ἔλα, και ὶ δῶσε μου Χίλια φιλιά. Ἔλα ναὶ κάμουμε To bocca ba.
4.4.1.2.
Η σάτιρα για τον «Δόν Πέπο του τετραμούτρη»
Μια σάτιρα του ποιητή, που δεν είναι σκληρή, είναι ο διάλογος για τον Πέτρο Κουαρτάνο που μιλάει με τον γιο του, τον Ντοττόρ Νίκο. Ο ποιητής τον σατιρίζει γιατί αυτός πρώτα ήταν φίλος του Σολωμού, αλλά μετά συμμετείχε με την ομάδα των αντιπάλων του Πολυλά. Είναι ο άνθρωπος που νιώθει παραγνωρισμένος, θέλει να γράφει στίχους αλλά δεν έχει ταλέντο. Το ποίημα παρουσιάζει μια σκηνή στο γραφείο του Κουρτάνου (που ονομάζεται από τον Χρυσομάλλη Δον Πέπος του τετραμούτρη) όπου μπαίνει ο γιος του, ο Ντοττόρ Νίκος. Ο γιός ζητά τον πατέρα να σταματήσει να γράφει για λίγο γιατί δεν είναι καλό για την υγεία του, αλλά ο πατέρας λέει στο γιο να σωπήσει γιατί ψάχνει για στίχους και πρέπει να γράφει συνέχεια (1 – 18).69 Δοτ. Νίκος: Δοτ. Νίκος: Ἐκάηκε τοὶ μάτι μου Ναὶ σ’εὔρω ναὶ διαβάζεις· Ἀδιάκοπα στοὶ γράψιμο, Πατέρα μου, κοπιάζεις. Κι’ ὅσα ἐσυὶ γράφεις, ἔπειτα Θα μεταφράσω ἐγώ. Δον Πέπος: Tasé un momento, cocolo, Che no me vada via, Sta grande idea Tarcotila Che scrivo tuta via. Tasé, no feme strepiti Fin che la buto zo. Cerco una rima sdruzzola... Sentéve...oh! oh!...alzeve... Porteme qua il rimario... Adesso po senteve. Moché la lume... Ah! e cola... Adesso po, parlé! Ο γιός στις επόμενες στροφές παραπονιέται ότι η προσπάθεια του πατέρα του να γράφει, βάζει και τους δύο στα βάσανα και τον ρωτάει αν δεν βαρέθηκε να «μελανώνει» τα χαρτιά 19 – 36). 69
Ό. π., σ. 85–86.
50
Δοτ. Νίκος: Παπᾶ, δεὶν ἐβαρέθηκες Χαρτι ὶ ναὶ μελανώσεις Κι’ ἀπέκεια στηὶ μετάφραση Ἐμένα ναὶ σκοτώνεις; Ἄν συὶ τοὶ βρίσκεις ωόστιμο, Εἶν’ βάσανο γιαὶ με. Δον Πέπος: Sapié, dotor petegolo Con vostra santa pase, Che far dove co’ l’ordino Quel che me par e piase; Tradur, copiar e moverve Come ve digo mi. Δοτ. Νίκος: Σεὶ βεβαιῶ, πατέρα μου, Δεὶν τὤλεγα γιαὶ μένα, Μοὶν τὤλεγα, σοῦ ὁρκίζομαι, Γιαὶ λόγου σου, γιαὶ σένα, Ποῦ μέρα-νύχτα λυόνεσαι Ἀπάνω στοὶ χαρτί. Στις τελευταίες δύο στροφές ο Δον Πέπος ζητά από τον γιο του να τον αφήσει να συνεχίσει να γράφει, γιατί θέλει να αποκτήσει φήμη ως ποιητής στην Ιταλία, και τον κατηγορεί ότι τον εμποδίζει, γι’ αυτό και τον ζητά να φύγει από το γραφείο (37 – 48). Δον Πέπος: Lasseme scriver, cocolo, Lassé, che acquisto fama; Ecco che zá in Italia Poeta i me proclama E zá sul campidoglio Mi vedo incoronná. E vu, per un capricio Volé che meto zoso Sta pena formidabile Sto liuto mélodioso... Ah! tase lá petegolo presto andé via de quà. 4.4.1.3.
«Οἱ λύκοι και ὶ ταὶ πρόβατα ἢ ἡ φιλία τῶν Χεσουϊτῶν»
Σάτιρες αυτού του τύπου που είχαμε δει παραπάνω, ήπιες δηλαδή και πιο διασκεδαστικές, δεν είναι ο μόνος τύπος που ο Χρυσομάλλης γράφει, αλλά ο ποιητής έχει συνθέσει και ορισμένες οι οποίες ήταν πολύ σκληρές. Για παράδειγμα αναφέρουμε μια 51
σάτιρα με τίτλο «Οἱ λύκοι και ὶ ταὶ πρόβατα ἢ ἡ φιλία τῶν Χεσουϊτῶν».70 Το ποίημα στρέφεται κατά των Ιησουιτών και έγινε ιδιαίτερα αισθητό στην Κέρκυρα. Στην πρώτη στροφή αναφέρεται η συνθήκη ανάμεσα στους λύκους και στα πρόβατα να ζουν ειρηνικά, που ίσχυε αιώνες (1 – 6). Ἀπ’ τηὶν αἰώνιαν ἔχτρα βαρεμένοι Ἐζήτησαν ταὶ πρόβατα και ὶ οἱ λύκοι Εἰρήνη ἀνάμεσά τους πλιαὶ ναὶ γένῃ Κ’ ὑπόγραψαν εὐθυὶς και ὶ τηὶ συνθήκη. Παρόμοια εἰρήνη ἔπρεπε ναὶ φέρῃ Καλαὶ μεγάλα και ὶ εἰς ταὶ δυοὶ ταὶ μέρη. Η συνεργασία μεταξύ τους λειτούργησε καλά και η συνθήκη έχει ενισχυθεί καιι είχαν μεταξύ μεγάλη εμπιστοσύνη, όμως αυτή σταμάτησε με το χειρότερο τρόπο, ο «λύκος με προβιά προβάτου» εδώ αντιπροσωπεύει τον ιησουίτη (7 – 24). Γιατι ὶ ἄν οἱ λύκοι πάντα ἀπ’ τηὶ μεριά τους, Ἕνα κεφάλι ἁρπάζουν ἢ και ὶ δύο Οἱ κύριοι πιστικοι ὶ μεὶ τηὶν προβειά τους Ἐφτειἀναν καλεὶς γοῦνες γιαὶ τοὶ κρῦο· Ἐστέλναν λοιποὶν ἀρνιαὶ και ὶ λύκοι Πληρεξούσιος κ’ ἐστρῶσαν τηὶ συνθήκη. Και ὶ γιαὶ νἆναι ἡ συνθήκη ἀσφαλισμένη Τ’ αὶρνιαὶ στουὶς λύκους δῶσαν ταὶ σκυλλιά τους Και ὶ στ’ ἀρνιαὶ πάλι οἱ λύκοι ἀναγκασμένοι Ἒδωσαν ταὶ μικραὶ λυκόπουλά τους. Κ’ ἔτσι ἐγινῆκαν μεταξύ τους φίλοι Ἀρνιαὶ και ὶ πιστικοί, λύκοι και ὶ σκύλλοι. Μαὶ ἔπειτα ἀποὶ κάμποσο, σαὶν λύκοι Ταὶ λυκόπουλα ἐφτάσανε ναὶ γίνουν – Ξεσκίζουν μεὶ ταὶ δόντια τηὶ συνθήκη Κι’ ἀρνι ὶ παχειοὶ στηὶ μάντρα δεὶν ἀφήνουν, Ἐνῷ οἱ γονεῖς οἱ λύκοι εὐθυὶς πλακώνουν Ταὶ μαῦρα ταὶ σκυλλιαὶ και ὶ ταὶ σκοτώνουν.
4.5. Οι άλλοι ποιητές Πρόκειται για τους ποιητές των οποίων το έργο και η δραστηριότητα δεν εντάσσεται στην σφαίρα επίδρασης του Σολωμού. Πρόκειται κυρίως αφενός για τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1824 – 1879), ο οποίος χρησιμοποιεί πολύ τα θέματα από την σύγχρονη ιστορία ως την Ελληνική Επανάσταση και τα συνδέει με το δημοτικό τραγούδι και την δημοτική 70
Ό. π., σ. 89.
52
γλώσσα, θεωρούμενος ως σύνδεσμος μεταξύ της επτανησιακής και της αθηναϊκής λογοτεχνίας· αφετέρου για τον Ανδρέα Λασκαράτο (1811 – 1901), τον σατιριστή των πολιτικών γεγονότων, της εκκλησίας και των αντιπάλων του, που θα μας απασχολήσει αμέσως παρακάτω. 4.5.1. Ο Ανδρέας Λασκαράτος (1811 – 1901) Η μεγάλη προσωπικότητα της επτανησιακής λογοτεχνίας γεννήθηκε το 1811 στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς, σε εποχή δηλαδή μεγάλων πολιτικών αλλαγών. Μετά τις σπουδές του και την μετακόμισή του στην Κέρκυρα το 1828 συναντιέται και με τον Ανδρέα Κάλβο του οποίου έγινε ο μαθητής, και αργότερα με τον Διονύσιο Σολωμό. Ωστόσο, αν και συζητούν για την γλώσσα και ο Λασκαράτος μπαίνει συχνά στο σπίτι του Σολωμού να του δώσει τα πρώτα του ποιητικά έργα, δεν προϋποθέτουμε την επίδρασή του. Περισσότερο, κυρίως όσο πρόκειται για τη σάτιρα, επηρεάζεται από τον V. Nannucci, σατιρικό ποιητή και φίλο του Σολωμού. Μετά την αποφοίτηση από την Ιόνιο Ακαδημία ο Λασκαράτος αποφασίζει να συνεχίσει τις σπουδές του και φεύγει στην Γαλλία και στην Ιταλία, απ’ όπου επιστρέφει με δίπλωμα νομικής. Στη διάρκεια ταξιδιού του στην Κρήτη κάνει στάσεις σε διάφορες πόλεις συμπεριλαμβανομένης της Αθήνας. Εκεί συναντιέται με τους Αθηναίους Ρομαντικούς ποιητές και μένει έκπληκτος από τις γλωσσικές τους απόψεις. Λέει ότι «δεν εκαταδεχόντανε να μιλήσουν τη ζωντανή και κοινή στο Έθνος γλώσσα και ισχυριζόντανε πώς διακρίνονται, χρησιμοποιώντας μιά σχολαστική κορακίστικη, πού τους έκανε να περνούν στα μάτια του όχλου για μορφωμένοι άνθρωποι».71 Φτάνοντας στην Κρήτη, η απογοήτευσή του συνεχίζει: «Δε μπόρεσα να μαζέψω, παρά λίγα δημοτικά τραγούδια. Στα Χανιά της Κρήτης δε βρήκα κανένα μορφωμένον, ικανό να με βοηθήσει στις έρευνές μου και στη μελέτη των κρητικών ποιημάτων, που είχα πάρει μαζί μου».72 Επιστρέφει στο νησί του, όπου και θα μείνει για περίπου σαράντα χρόνια, χωρίς να γυρίσει στην πρωτεύουσα. Από το 1859 ως το 1868 αρχίζει να εκδίδει την σατιρική εφημερίδα Ο Λύχνος με υπότιτλο «Εφημερίδα οικογενειακή» στη Ζάκυνθο. Αν και ίδιος ο Λασκαράτος λέει για την εφημερίδα του ότι ο σκοπός της δεν είναι πολιτικός ή αντιθρησκευτικός, τον κατηγορούν ότι ο σκοπός της είναι ακριβώς αυτός. Λόγω των προβλημάτων που προκαλούν τα άρθρα του στην εφημερίδα, ο ποιητής καταδικάζεται σε τέσσερις μήνες φυλακή. Το πρώτο σπουδαίο έργο του, το γράφει νωρίτερα από την έκδοση της εφημερίδας, το 1856 με τίτλο Τα μυστήρια της Κεφαλονιάς ή σκέψεις απάνου στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική εις την Κεφαλονιά. Το σατιρικό αυτό έργο αναφέρεται στα ήθη της κοινωνίας της πατρίδας του και στρέφεται ειδικότερα εναντίον της καταπιεστικής οικογένειας, της υποκριτικής εκκλησίας και της άθλιας πολιτικής. Το έργο δημιουργεί πολλούς εχθρούς και λόγω αυτού αφορίζεται από την εκκλησία. Το 1868 απαντά στην επίσημη εκκλησία με την Ἀπόκριση εἰς τόν ἀφορεσμόν τοῦ Κλήρου τῆς Κεφαλονιᾶς τῶν 1856. Πεθαίνει το 1901 στο Αργοστόλι και η βιογραφία του εκδίδεται έναν χρόνο αργότερα.
71
ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ, Ανδρέας. Τα ποιήματα. (εισαγωγή – επιμέλεια: Εμμ. Ι. Μοσχόνας). Αθήνα: Οδδυσέας, 1981, σ. ιγ’. 72 Ό. π., σ. ιδ’.
53
Ο Λασκαράτος υποστηρίζει ότι η σάτιρα μας δείχνει τα ελαττώματα της κοινωνίας και την πολιτική πραγματικότητα που την περιβάλλει. Από την φύση της είναι το πιο ρεαλιστικό είδος, χαρακτηρίζεται ως πιο ανθρώπινη, ή πιο κοινωνική μορφή τέχνης. Το βασικότερο χαρακτηριστικό της σάτιρας είναι ότι αποβλέπει στη βελτίωση της κοινωνίας και στην ηθική αρτίωση των ατόμων. Τον ρόλο αυτόν καλείται να διαδραματίσει ο σατιρικός ποιητής, χτυπώντας με τους στίχους ή τους λόγους του το κακό και υποδεικνύοντας, αντίστοιχα, το ορθό. Δηλαδή, κατά τον Λασκαράτο, η σάτιρα ανάγεται στην διδακτική ποίηση. Ο σατιριστής, ποιητής ή πεζογράφος, είναι ο ηθικός εισαγγελέας της κοινωνίας του. Αυτός είναι συχνά ο λόγος γιατί η κοινωνία στρέφεται εναντίον του ποιητή, τα προσωπικά αισθήματα του οποίου δεν είναι σημαντικά σε σχέση με το μεγάλο ρόλο που παίζει η σάτιρά του για την κοινωνία. Επίσης στην περίπτωση του Λασκαράτου αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο, είναι η ωφέλεια του σύνολου και όχι η δική του προβολή.73 Το σατιρικό έργο του ποιητή είναι εκτενές και πολύμορφο: από κανονικά ποιήματα, σονέτα, ποιήματα που εκδόθηκαν στην εφημερίδα Ο Λύχνος, έως πεζογραφία. Εδώ θα αναφερθούμε σε ορισμένα από αυτά, όπως στο πεζό Ιδού ο άνθρωπος ή ανθρώπινοι χαρακτήρες», στα σατιρικά ποιήματα «Γιατί τά τάλαρα τά λένε τάλαρα», «το Νανάρισμα», και στα σατιρικά σονέτα «Εἰς τόν Ἔρωτα», «Ἡ Δευτέρα Παρουσία», «Στήν εἰκόνα μου».
4.5.1.1.
Ἰδουὺ ὁ ἄνθρωπος
Το Ἰδουὺ ὁ ἄνθρωπος εκδίδεται το 1886, αλλά η πρώτη μορφή του έχει δημοσιευτεί ήδη το 1859 στην εφημερίδα του ποιητή Ο Λύχνος. Στο βιβλίο αναφέρει διαφορετικούς χαρακτήρες από την οικογένεια, την πολιτική, τις ανθρώπινες αδυναμίες, τη θρησκεία κλπ., τους οποίους σατιρίζει και έτσι μας δίνει μια εικόνα της μικρής κοινωνίας του νησιού (αυτό μπορούσαμε να δούμε και στα Μυστήρια της Κεφαλονιάς, αλλά και σε άλλα προηγούμενα έργα του). Το βιβλίο περιέχει 126 χαρακτήρες, που πρότυπο τους έχουν τους Χαρακτήρες του Θεοφράστου. Δεν είναι όλοι γνήσιοι χαρακτήρες, δηλαδή γενικοί ψυχολογικοί τύποι ανθρώπων, υπάρχουν και άλλοι – και είναι ίσως οι περισσότεροι -, που αναφέρονται σε τέχνες, επαγγέλματα, κοινωνικές καταστάσεις, αρρώστιες κλπ. Επιπλέον ο Λασκαράτος μας δίνει και την εικόνα του εαυτού του: ο «φιλόνεικος», ο «καινοτόμος», ο «θρησκευτικός μάρτυρας», ο «ενάρετος», ο «αυταπάρνητος», ο «οικογενεάρχης», η «συζυγική ευδαιμονία», ο «χαραχτηρογράφος», το «οποίος ο σατυριστής», δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτοχαρακτηρισμοί, πολύ αποκαλυπτικοί μάλιστα δίπλα στην τόσο ενδιαφέρουσα Αυτοβιογραφία του. Στην διαγραφή των χαρακτήρων άλλοτε παρεμβάλλει γνωμικά και παροιμίες, στίχους αρχαίους και ιταλικούς, χωρία συγγραφέων, φράσεις εκκλησιαστικές ή της Καινής Διαθήκης, άλλοτε παραθέτει ανέκδοτα δικά του – πάντα πνευματώδη – ή αναφέρεται σε ανέκδοτα του Πλουτάρχου.74 Η γλώσσα εδώ είναι ένα μείγμα της δημοτικής και της καθαρεύουσας, αλλά περιέχει και πολλές λέξεις της ιταλικής γλώσσας, πολλούς νεολογισμούς, λέξεις της διαλέκτου της 73
ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, Π. Δ. Επτανησιακά: Οι απόψεις του Ανδρέα Λασκαράτου για τη σάτιρα. Αθήνα: Πορεία, 2006, σ. 395–407. 74 ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ, Ανδρέας. Ἰδουὺ ὁ ἄνθρωπος (επιμέλεια: Γιώργος Γ. Αλισανδράτος). Αθήνα: Εκδοτική Ερμής Ε. Π. Ε., 1987, σ. 26–28.
54
Κεφαλλονιάς, δηλαδή η γλώσσα είναι προσωπική. Πάντως, «η σκέψη του Λασκαράτου είναι συνήθως πρωτότυπη, και πάντοτε καθαρή, άνετη και δροσερή. Αλλά και η φράση του είναι ανάλογη: κοφτή, λιτή και παραστατική».75 Το βιβλίο ξεκινάει με τα προλεγόμενα του συγγραφέα τα οποία ακολουθούνται από τους χαρακτήρες που δεν τακτοποιούνται σύμφωνα με κάποιο κανόνα ή σύστημα, αλλά κατά τις ιδέες και τη βιοθεωρία του συγγραφέα. Για παρουσίαση επιλέξαμε τρεις χαρακτήρες – έναν τυπικά κακό που εμφανίζεται και στην σημερινή εποχή μας, έναν καλό και έναν που χαρακτηρίζει τον ίδιο τον συγγραφέα. Πρόκειται για τους χαρακτήρες « Ὁ ἄγνωμος», «Ὁ οἰκονόμος» και «Ὁποῖος ὁ σατυριστηὶς». 5ος «Ὁ ἄγνωμος» «Ὁ ἄγνωμος δεὶν ἔχει γνώμη δική του, ἀλλαὶ δέχεται και ὶ ἀντανακλᾷ τεὶς γνῶμες τῶν ἄλλων καταὶ πουὶ τοῦ παρουσιάζονται. Ὁ ἄγνωμος εἶναι ἠθικοὶς καθρέφτης. Ἐλλιπηὶς και ὶ τοῦτος ἀποὶ ἐδικηὶν του εἰκόνα – γνώμην, δέχεται τηὶν εἰκόνα – γνώμη τοῦ συνομιλοῦντος, και ὶ τηὶν ἀφίνει εὐθυὶς μόλις ὁ γνωματεύσας λείψῃ ἀπ’ἐμπρός του, διαὶ ναὶ δεχθῇ ἄλλην ἄλλου προσελθόντας. Εὑρισκόμενος μεὶ δημοκράτην, θέλει και ὶ αὐτοὶς τηὶν δημοκρατίαν, ὡς μόνην συντείνουσαν εἰς τηὶν εὐημερίαν τῆς ἀνθρωπίνου κοινωνίας. Ὁμιλῶντας μεὶ βασιλικόν, λέγει τηὶν βασιλείαν μόνην εἰκόνα τῆς θεότητος εἰς τοὶν κόσμον· και ὶ φρίττει διαὶ τεὶς παρεχτροπεὶς και ὶ ταὶ ἄτοπα εἰς ταὶ ὁποῖα γένεται αἴτιος ἡ δημοκρατία. Συμφωνεῖ πληρέστατα ὑπεὶρ τῆς ἀριστοκρατίας, μεὶ τοὶν δεσποτισμόν, μεὶ τοὶν δεσποτικοὶν ὁπουὶ τοῦ παρακάθεται. ...Μεὶ τοὶν γνωστόν σου ἄγνωμον, μηὶν ὁμιλῇς παραὶ διαὶ πράγματα ἀδιάφορα, γιαὶ ναὶ περάσῃ ἡ ὥρα. Μηὶ δεὶ ποτεὶ τοῦ ζητῇς τηὶ γνώμη του· ἐπειδηὶ «οὐ μηὶ λάβῃς παραὶ τοῦ μηὶ ἔχοντος». Ἡ γνώμη πουὶ θαὶ σοῦ δώσῃ, θαὶν ἦναι ἡ δική σου, τηὶν ὁποίαν σοῦ ἐπιστρέφει μεὶ ὅλην τηὶν πιστότητα, και ὶ μεὶ ὅλο τοὶ ἀπαράλλαχτο τῆς ἠχοῦς»76 Δηλαδή ο άγνωμος δεν έχει την γνώμη δικού του και επαναλαμβάνει ιδέες και σκέψεις άλλους, δεν συνιστάται να μιλάς μαζί του, ούτε για πράγματα χωρίς σημασία, γιατί θα σου δώσει απαντήσεις που στην πραγματικότητα θα είναι δικές σου. Θέλει την δημοκρατία, γιατί σ’ αυτήν βρίσκεται, αλλά είναι ενθουσιώδης της αριστοκρατίας, και τον δεσποτισμό τον θεωρεί χρήσιμο. Πραγματικά θα θέλει οτιδήποτε θα βολεύει την τρέχουσα κατάσταση. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για ερωτήσεις θρησκείας. Μιλώντας με έναν πιστό, τον συμφωνεί, αλλά όταν πρόκειται για έναν υλιστή, και ο άγνωμος έχει αμφιβολίες («Αι, ποιός ξέρει! άδηλα και αβέβαια τα πάντα!»). 11ος «Ὁ οἰκονόμος» «Ἡ οἰκονομία εἶναι ἡ μόνη ἁρμόζουσα κατάσταση εἰς ἐξευγενισμένον και ὶ τίμιον ἄνθρωπον. 75 76
ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ, Ανδρέας. Τα ποιήματα, σ. 30. ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ, Ανδρέας. Ἰδουὺ ὁ ἄνθρωπος, σ. 43–44.
55
Οἰκονομῶ, θαὶ πῇ νέμω οἶκον, κυβερνῶ οἶκον. Εἰς δεὶ τηὶν κυβέρνησην, τηὶν οἰκονομίαν τοῦ οἴκου, ἀνάγονται πολλαὶ εἴδη συμφερόντων, ταὶ ὁποῖα ὁ οἰκονόμος οἰκονομεῖ. Ἡ κυβέρνηση τῶν χρημάτων τοῦ οἴκου εἶναι μόνον ἕνα ἀποὶ ταὶ οἰκονομήσιμα, και ὶ ὁ οἰκονόμος ταὶ οἰκονομεῖ καλῶς, ἐξοδεύοντάς τα ἀναλόγως μεὶ τηὶν ἠμπόρεσην ὁπουὶ τοῦ δίνει ἡ ποσότης των, και ὶ μεὶ τηὶν κοινωνικηὶν τῆς οἰκογενείας. Προσπαθεῖ ναὶ κάμῃ ὥτε ναὶ μηὶ λείπῃ τῆ οἰκογενείας τίποτε ἀποὶ ταὶ ἀναγκαῖα· ναὶ ἔχῃ ὅσα περισσότερα ἀποὶ ταὶ ὠφέλιμα· και ὶ ν’ ἀποφεύγῃ ὅσο μπορεῖ ταὶ ἀνωφελῆ και ὶ περιτταὶ κάθε εἴδους. Οἰκονομεῖ ἀκολούθως τηὶν ὑγείαν τῆς οἰκογενείας, πορίζοντας, δι’ ὅον τοῦ συγχωροῦν ταὶ μέσα του, καληὶν τροφήν, εὐάερην κατοικίαν, ἀνάλογην καληὶν ἐνδυμασίαν, και ὶ καθαριότητα εἰς ὅλα. Ὅλα ὅθεν ταὶ συμφέροντα, ὑλικά, ὑγιεινά, διανοητικά, ἠθικά, κλ. κλ., θαὶν ταὶ οἰκονομῇ ὁ γνήσιος οἰκονόμος, ἐξπδεύοντας πάντοτε γνωστικά· ἐπειδή, οἰκονομῶ, δεὶ ν θαὶ πῇ ἐξοδεύω λίγο, ἀλλαὶ ἐξοδεύω καλά. Ἔτσι, ὁ οἰκονόμος ἀρχίζει ταὶς ἡμέρας του φρονίμως, και ὶ ταὶς τελειώνει εὐτυχῶς» 77 Κατά την γνώμη του Λασκαράτου, η οικονομία είναι μια μοναδική κατάσταση και την θεωρεί κατάσταση των τίμιων ανθρώπων. Ο καλός οικονόμος δεν προσέχει μόνο χρήματα, αλλά φροντίζει να μην λείψει τίποτα στην οικογένειά του. Πρέπει να προσπαθήσει να ικανοποιήσει τις ανάγκες και ωφελήματά της, να προστατέψει την υγεία της κλπ. Εξ άλλου, πρέπει να αποφεύγει αμφίβολες σχέσεις, γιατί είναι ο άνθρωπος της ηθικής, και αυτό θέλει να είναι και τα παιδιά του, δηλαδή δίνει καλό παράδειγμα. Ξέρει πώς να ξοδεύει τα χρήματα, αυτό δεν σημαίνει ότι ξοδεύει λίγο, αλλά καλά.
«Ὁποῖος ὁ σατυριστηὶς» «Ὁ σατυριστής, ποιητής, ἢ πεζογράφος εἶναι ὁ ἠθικοὶς εἰσαγγελευὶς τῆς κοινωνίας του. Ἡ δικαιοδοσία του ἀρχίζει ἐκεῖθεν ὅπου ἡ δικαιοδοσία τοῦ νομικοῦ εἰσαγγελέως παύει. Ὁ νομικοὶς εἰσαγγελευὶς καταδιώκει τεὶς κακίες τεὶς προβλεμμένες ἀποὶ τοὶν νόμον. Ὁ σατυριστηὶς καταδιώκει τεὶς λοιπεὶς κακίες ὅσες ὁ νομοθέτης δεὶν ἔθεσεν ὑποὶ τηὶν ἐπαγρύπνησην τοῦ εἰσαγγελέως του. Ἔτσι, και ὶ οἱ δύο τοῦτοι εἰσαγγελεῖς καταδιώκουν ταὶ στραβαὶ τῆς κοινωνίας, καθένας ἐντοὶς τοῦ κύκλου τῆς δικαιοδοσίας του. Τέτοια εἶναι ἡ φύση τῶν πραγμάτων. Καθένας θαυμάζει τοὶν θαρραλέον ἐκεῖον αὐταπάρνητον ὁπουὶ ρίπτεται ἀπροφυλάχτως καταὶ τῆς κακοηθείας τῶν ἄλλων· ἀλλαὶ τοὶν σταυρώνει, ἢ τοῦ δίνει τοὶ κώνειον, ὅταν τοῦ προσβάλῃ τηὶν ἐδικήν του κακοήθειαν. Ἔτσι, κανένας προφήτης, κανένας σατυριστής, δεὶν ἐτιμήθηκε ποτεὶ στοὶν τόπο του, ἀλλαὶ ἐμισήθηκε πάντα, ἐδιώχθηκε, ἐκαταστράφηκε. Τέτοιος εἶναι ὁ σατυριστής! Ὁ σατυριστηὶς εἶναι κατ’ ἐξοχηὶν ἠθικολόγος, εἶναι εὐεργέτης τῆς κοινωνίας, και ὶ εἶναι ὡς ἐπι ὶ τοὶ πλεῖστον θῦμα τῆς καλῆς του προαιρέσεως, και ὶ τῆς κακῆς του τύχης. 77
Ό. π., σ. 50–51.
56
Ὢ φίλοι σύγχρονοι! Ναὶ ἠξέρετε, τοὶ φυσικό μου τοῦτο μερτίκωμα πόσο μοῦ στοιχίζει σεὶ οἰκονομικεὶς ζημίες, και ὶ σεὶ πίκρες...» 78 Εδώ δεν παρουσιάζεται μόνο ένας χαρακτήρας, αλλά μας δίδεται μια εικόνα για τον ίδιο το σατιρικό συγγραφέα. Ο σατιριστής παλεύει με τις κακίες, εισέρχεται και όπου ο νόμος δεν μπορεί, γι’ αυτό και μπορούμε να πούμε ότι συνεργάζεται με το νόμο, καθένας στα όρια της δικαιοδοσίας του. Ο Λασκαράτος θα επισημάνει ακόμα ότι ο σατιριστής δεν τιμήθηκε ποτέ στην εποχή του, αλλά πάντα μισήθηκε, θύμα λοιπόν της επιλογής και της κακής τύχης του.
4.5.1.2.
«Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα»
Σ’ αυτό το σατιρικό ποίημα ο συγγραφέας απαντάει στην ερώτηση «Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα»79 με την χρήση της φύσης των ανθρώπων, πιο συγκεκριμένα με τις βιβλικές μορφές του Αδάμ και της Εύας. Στις πρώτες στροφές μιλάει για τον Θεό, ο οποίος ήδη δημιούργησε πολλούς τόπους και μετά αποφάσισε να πλάσει τον Αδάμ. Τον κάνει να είναι ο καλύτερος απ’ όλα και όλα να πάει καλά γι’ αυτόν. Ο Θεός τον αγαπάει πολύ, γιατί «του μοιάζει» (1 – 18). Ὅντις ἔπλασε ὁ Θειός τήν Οἰκουμένη, τό Ληξούρι, καί τόσους ἄλλους τόπους, εἶπε στό νοῦ του « Ἄ, τώρα δέ μοῦ μένει πάρι νά πλάσω, γέ μου, καί τσ᾽ ἀθρώπους.» Κ᾽ ἐκεῖ πού ἐκράτιε τόν Ἀδάμ στερνόνε, τοὖπε, «Σύ νἆσαι Ἀδάμ, τό ζό τοῦ ζῶνε. Ἤγουν, νἆσαι καλύτερος ἀπ᾽ ὅλα. Νἄχῃς τό γάιδαρο ἀπυκάτουθέ σου, νά θρέφεσαι μπαρμπούνι και τριόλα, νἆναι οἱ λαγκάδες ὅλες ἐδικές σου. Οἱ σκύλοι ταπεινοί νά σέ ὑπακοῦνε· καί γιά σένανε οἱ κότες νά γεννοῦνε. Βάνω στήν ἐξουσία σου τά σπανάκια, ἄν θέλῃς νάν τά κάνῃς τσιγαρίδι. Γιαὶ σένανε φυτεύω ραπανάκια. Ἐσύ νά τρῷς το μῆλο καί τό ἀπίδι. Ὅλα νάν τἄχῃς χώρις νά κοπιάζῃς, καί σ᾽ ἀγαπάω πολύ, γιατί μοῦ μοιάζεις. Η μόνη απαίτηση που ο Θεός έχει, είναι ο Αδάμ να μην αγγίζει τα λεφτά, «τα τάλαρα». Αυτός που έχει γνώση, είναι πλούσιος, όπως και αυτός που δουλεύει σκληρά. Στον 78 79
Ό. π., σ. 195–196. Ό. π., σ. 103–109.
57
παράδεισο είναι κανείς πιο ευτυχισμένος χωρίς λεφτά, που είναι έργο του Διαβόλου. Ο Θεός επαναλαμβάνει να μείνουν τα λεφτά όπου τα έβαλε, «ἀμαχεμένα» (19 – 36). Σοῦ χτιῶ στό περιβόλι μου παλάτι μ᾽ ὅσα καλά ἡ θεία μου Πρόνοια δίνει· καά νά τρῶς τό καλύτερο κομμάτι χωρίς νά σοῦ στοιχίζῃ ἕνα φαρδίνι. Μά ἔτσι κηόλα ζητῶ σου, κύρ Ἀδάμ μου, νά μή ῾γγίξῃς ποτέ τά τάλαρά μου! Εἶν᾽ τό ξύλο τῆς γνώσεως τά χρήματα, κι᾽ ὅποιος τἄχει, ἔχει γνῶσι, εἶν᾽ προκομμένος, ὤμορφος, ἔχει χίλια προτερήματα, εἶνε ἀπ᾽ ὅλον τόν κόσμο ῾παινεμένος, παντοῦ ἐπιθυμητός... μά εἶν᾽ καί φαρμάκι πού κάνουν τήν ψυχή πηλό ὀχ τ᾽ αὐλάκι. Μήν τά ῾γγίξτε, γιατί θέ νά γνωρίσετε τό βουλιασμό τῆς ἀθωότητός σας, καί πλέον δέ θά μπορέσετε νά ζήσετε εὐτυχισμένοι στόν παράδεισό σας. Τἄφτειασ᾽ ὁ Διάολος, κ᾽ εἶνε διαολεμένα. Ἄστε τα ἐκεῖ. Τοῦ τἄχω ἀμαχεμένα. Ωστόσο, εδώ, στο μέρος που ο Θεός δημιούργησε για τον Αδάμ και την Εύα (στο στίχο 49 αναφέρεται ως η «αρχόντισσα του Αδάμου») έρχεται ο Διάβολος και προσφέρει στην Εύα στολίδια. Στους επόμενους στίχους ο Λασκαράτος αμφιβάλλει και εμπαίζει την ιστορική ερμηνεία της Βίβλου, μιας και δεν μπορούμε να ξέρουμε μετά τόσους αιώνες τι έγινε τότε, αλλά κρίνει από τις σύγχρονες γυναίκες ότι ο διάβολος δεν έπρεπε να αλλάξει την μορφή του και να χρησιμοποιήσει τέχνασμα, γιατί ήταν αρκετό να της δείξει τη δελεαστική πραμάτεια του (76 – 93). Ἐγώ ὅμως δέν τό παίρνω στήν ψυχή μου πώς ἡ Εὔα εἶχε ἀντικλείδι κ᾽ ἐτρυπούλευε. Τό λέν᾽ οἱ ἱστορικοί μας, ἀκροατή μου, καί λένε πώς ὁ Διάολος τή συβούλευε, καί πώς μετατρεμμένος εἰς σέ φείδι τῆς ἐπῆγε μιά ῾μέρα τό ἀντικλείδι. Βέβαια πού ἔπειτ᾽ ἀπό τόσους αἰῶνες ὁπού ἐφτειάστηκε ὁ Κόσμος, δέ μπορεῖ νά γνωρίζουμε ἂν εἶνε ἀπατεῶνες ἢ ἂν λένε τήν ἀλήθεια οἱ Ἱστορικοί.
58
Μ᾽ ἀπό τής τωρινές γυναῖκες κρίνει κανείς, ὀμπρός - ὀπίσω καί γιά κείνη. Ὡς τόσο ὁ Διάολος ἄνοιξε τσή κόφφες κ᾽ ἔβγαινε ὅσα στολίζουν τσή Κυράδες — μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφφες, βελέτες, μπλόντες, ὀμπρελέτες, μποάδες . . . Κ᾽ ἡ Εὔα πού τἄβλεπε, ἔτρεμε ἡ καρδιά της, καί ῾σα Χριστέ της νἆνε ὅλα ῾δικά της! Αμέσως μετά τα πανέμορφα κοσμήματα, η Εύα ζητά τον Αδάμ να τα της τα αγοράσει, αλλά εκείνος δεν μπορεί. Έτσι, λοιπόν η Εύα έχει την ιδέα να τα πάρει «μπιστιού» (επί πιστώσει) και να πληρώσει τον Αύγουστο (είναι ο μήνας της συγκομιδής και οι χωρικοί πληρώνουν τα χρέη τους). Ο Αδάμ θέλει να κάνει την γυναίκα του χαρούμενη και συμφωνεί (100 – 111). Ὁ Διάολος, ὡς κ᾽ ἐκειός τόν ῾παρακίνα· κι᾽ ὁ Ἀδάμ δέν εἶχε, κ᾽ ἔσφιγγε τσή πλάτες. Μά ἡ Εὔα κλαίοντας τὤλεγε: «Μ᾽ εὐκεῖνα μέ περνᾷς πάντα! Πρόφασες μονάτες. Πάρε τα, Ἀδάμ μου . . . πάρε τα μπιστιού . . . Τόν Ἄγουστο πλερώνεις . . . μιού . . . μιού . . . μιού . . . Τά δάκρυα ἐκειά τῆς Εὔας ἐσουρώνανε μέσ᾽ στήν καρδιαὶ τοῦ Ἀδάμ καί τόν ἀνοίγανε· πού, ζαχαροφτιασμένος, τόν ἐλυώνανε, τόν ἐστενοχωρούσανε, τόν ῾πνίγανε. Καί λέει: «Κακό πού μοὖρτε τοῦ φτωχοῦ! Ἂς γένῃ, γέ μου, ἐτοῦτο τοὶ ᾽μπιστιού. Ωστόσο, ο Διάβολος προσπαθεί να πείσει την Εύα, για την οποία ξέρει ότι πάντα ήθελε να είναι πλούσια, ότι ο άντρας της έχει τα λεφτά, αλλά δεν θέλει να τα ξοδέψει, λέγοντάς της ότι πραγματικά τα τάλαρα που ο Θεός έκρυψε, είναι δικά τους. Έτσι η Εύα τρέχει να κλέψει τα χρήματα (148 – 159). Ὁ Θειός δέν ἔχει χρειά γιά παρᾶδες, κ᾽ εἴστενε σ᾽ ἕνα σφάλμα μεγαλώτατο, μόνε ἂ θέλῃς νά ἐβγῇς ὀχ τσού μπελλιᾶδες, εἶνε τό μέσος, Εὔα μου, εὐκολώτατο. Νά! τό κλειδί! Τρέχα, ἔπαρε ὅλα ῾κεῖνα πού σοῦ χρειάζουνται, νά πάψῃ ἡ γκρίνα. Κ᾽ έτσι ἐκλεφτήκαν᾽ τοῦ Θεοῦ οἱ παρᾶδες, κ᾽ ἡ Εὔα κάνει τήν πρώτη ἁμαρτία, 59
δέ θυμῶμαι σέ πόσες ῾κατοστάδες. Καί τό δέχτηκι᾽ ὁ Ἀδάμ, γιατ᾽ εἶχε χρεία. Μά ἕνα ἔργο τόσο ἀχρεῖο καί κακόποιο ὁ Θειός τό ἐκύττα μέ τό τελεσκόπιο. Ο Θεός θυμωμένος καλεί τους αγγέλους να του φέρουν τον Διάβολο και επίσης να τον συνοδεύσουν στο σπίτι του Αδάμ, ενώ στη συνέχεια θα επιπλήξει την Εύα, επικαλούμενος την Παναγία τη Δραπανιώτισσα. Στους τελευταίους στίχους επανεμφανίζεται ο Διάβολος μαζί με τον Άδη, και οι δύο ευτυχισμένοι, να τραγουδούν «τά-λα-ρα». Από αυτό το τραγούδι το «τάλαρα» σημαίνει το «σώμα του εγκλήματος». Καί σύ, Εὔα, εἶν᾽ τοῦτες ὤμορφες δουλειές; Ἔτσι ἡ γυναῖκες κάνουνε Ἅη Γιάννη; Μά, μά τή Δραπανιώτισσα, μωρές, θέ νά σᾶς διώξω ᾽δῶθε. Ἂς εἶνε . . . — φτάνει». Τἄχασε ἡ Εὔα, ἐσβύστηκε, ἐσκοτίστηκε, κι᾽ ὂχ τή πολλή τρομάρα ἐκατουρήστηκε. Ὡς τόσο, ὁ Διάολος ἤτανε φευγᾶτος, κ᾽ ἐπήαινε τραγουδῶντας τά - λα - ρα. κι᾽ ὁ Ἅδης ἀνάβλυαζε, χαρά γιομᾶτος, κ᾽ ἐτραγούδα ὅλη μέρα: τά- λα- ρα! Κι᾽ ἀπό ᾽κειό τό τραγοῦδι τά, λα, ρα, εἶπαν τοῦ ἐγκλήματος τό σῶμα: Τάλαρα! Η σάτιρα ορίζει έτσι μια επίθεση εναντίον της απληστίας της Εκκλησίας, διαμέσου της απληστίας της Βιβλικής Εύας, όπως και εναντίον της αξιοπιστίας των ιστορικών που κανείς δεν ξέρει αν είναι απατεώνες ή λένε την αλήθεια. Είναι δύσκολο μετά από τόσους αιώνες, υποστηρίζει έμμεσα ο Λασκαράτος, να πιστέψουμε σε κάτι και να ανακαλύψουμε την πραγματική αλήθεια.
4.5.1.3.
«Νανάρισμα»
Αυτό το σατιρικό ποίημα που αναφέρεται περιπαικτικά στην κούνια του διαδόχου Κωνσταντίνου, δημοσιεύεται πρώτα στην εφημερίδα Ο Λύχνος το 1868. Ήταν ο λόγος για να καταλήξει ο Λασκαράτος στην φυλακή για τέσσερις μήνες (συκοφαντική δυσφήμιση) και να κατασχεθεί η εφημερίδα του. Νά κάμῃ νάνα, νάνα του, καί ναναρίσματά του, ὅσο νἄλθῃ ἡ μάνα του, νά φάῃ τά βυζιά του. Νά κάμῃ νάνα, ῶ ῶ ῶ... 60
Κοιμᾶται ὁ Ἥλιος στά-βουνα καί ἡ πέρδικα στά χιόνια, κοιμᾶται καί ὁ Κώστας μου, στά δροσερά σεντόνια. Νά κάμῃ νάνα, ῶ ῶ ῶ... Κοιμήσου, χαϊδεμένε μου, ἀφέντη μου, κοιμήσου, καί στὄνειρό σου νά μέ ἰδῇς σκλαβό καί δουλευτή σου. Νά κάμῃ νάνα, ῶ ῶ ῶ... Κοιμήσου, ἀφέντη ὁλάφεντε, στήν κούνια σου κοιμήσου, καί πάντα νἄχῃς Δήμαρχο, δοῦλο καί κουνιστή σου. Νά κάμῃ νάνα, ῶ ῶ ῶ... Γονυκλιτός στά πόδια σου νά εἶναι ὁ Δήμαρχός σου, πότε κοντά στήν κούνια σου, πότε στό μαγεριό σου. Νά κάμῃ νάνα, ῶ ῶ ῶ... Πρέπει σου, Ἀφέντη, πρέπει σου ὁ τίτλος τοῦ Μονάρχη, κι ὀμπρός σ’ ἐσέ νά σέρνωνται τοῦ Ἔθνους οἱ Δημάρχοι. Νά κάμῃ νάνα, ῶ ῶ ῶ... Νά κάμῃ νάνα, νάνα του, καί ναναρίσματά του, ὅσο νἄλθῃ ἡ μάνα του, νά φάῃ τά βυζιά του. Νά κάμῃ νάνα, ῶ ῶ ῶ...80 Όπως φαίνεται ήδη στον τίτλο του ποιήματος, πρόκειται για ένα νανούρισμα, άρα είναι γραμμένο με απλές λέξεις καθώς απευθύνεται σ’ ένα παιδί (συγκεκριμένα στον διάδοχο Κωνσταντίνο). Ο τελευταίος στίχος κάθε στροφής, δηλαδή η επωδός («Νά κάμῃ νάνα, ῶ ῶ ῶ...») όπως και οι ίδιοι στίχοι στην αρχή και στο τέλος, δίνουν στο ποίημα κυκλικό χαρακτήρα. Σε κάποιες στροφές υπάρχουν στοιχεία τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πραγματικά πρόκειται για τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Στην δεύτερη στροφή (στίχος 8) αναφέρεται το όνομά του (ὁ Κώστας μου) και στις επόμενες υπάρχουν πολλά στοιχεία που 80
Ό. π., σ. 429–430.
61
μας δείχνουν ότι το παιδί έχει πιο σημαντικό ρόλο από τον αφηγητή (στίχοι 12, 16, 26). Από την τέταρτη στροφή αναφέρεται στην δουλοπρέπεια του Δημάρχου και εξαπολύει επίθεση εναντίον του με τους στίχους «πάντα νἄχῃς Δήμαρχο, δοῦλο καί κουνιστή σου», « Γονυκλιτός στά πόδια σου νά εἶναι ὁ Δήμαρχός σου», «κι ὀμπρός σ’ ἐσέ νά σέρνωνται τοῦ Ἔθνους οἱ Δημάρχοι».
4.5.1.4.
Σονέτα
Αυτό το ποιητικό είδος για πρώτη φορά εμφανίζεται στην Ιταλία και γνωρίζει από την εποχή της Αναγέννησης μεγάλη διάδοση στις ευρωπαϊκές λογοτεχνίες. Το ποίημα αποτελείται από 14 στίχους, γι’ αυτό και ορισμένοι ποιητές το ονομάζουν δεκατετράστιχο. Το ιταλικό σονέτο, λοιπόν ήταν το πρότυπο για το ελληνικό, αποτελούμενο από ιαμβικούς ενδεκασύλλαβους στίχους οργανωμένους σε δύο τετράστιχες και δύο τρίστιχες στροφές. 4.5.1.4.1. «Εἰς τόν Ἔρωτα»81 Το ποίημα «Εις τον Έρωτα» φαίνεται να αφορμάται από κάποιο περιστατικό της προσωπικής ζωής του ποιητή. Από τον πρώτο στίχο, ο ομιλητής προειδοποιεί τον Έρωτα να μείνει μακριά του, ενώ στην αρχή της δεύτερης στροφής αναφέρεται στο περιστατικό που ήταν η αρχή των δεινών του. Απειλεί στη συνέχεια τον φτερωτό θεό Έρωτα λέγοντας του ότι αν δεν φύγει θα του μαδίσει τις φτερούγες, κάνοντάς τον να τρέχει και να σκούζει σαν γαλοπούλα. Σε όλες τις στροφές βλέπουμε ότι ο έρωτας είναι για αυτόν μια απειλή που θα του δημιουργήσει προβλήματα στο μέλλον. Δεν θέλει να ξαναερωτευτεί στην ζωή του. Ἔρωτα, ἄ θές νάν τἄχωμε καλά, στό σπίτι μου νά μή ματαπατήσῃς. Αἴ πού στό λέω· κι ἄ θέλῃς νά μέ ἀφήσῃς ἀναπαμένον, πάει πολύ καλά. Ἐγώ μ’ ἔκαψε ἡ πρώτη κουμπαριά. Κι ἄν ἐσύ τώρα δέν ἀποφασίσῃς νά πᾷς στό Διάολο καί νά μή γυρίσῃς θἄρτωμε καμιά μέρα στά χοντρά. Γιά δαῦτο νά μέ λείπῃς κουμπαρόπουλο· μή σοῦ μαθήσω εὐκεῖνες τσί φτεροῦγες, καί σέ κάμω νά σκούζῃς σά γαλόπουλο, Καί νά τρέχῃς κουτσόφτερο στσί ροῦγες. Κ’ εὐκεἶνες τσί σαΐτες ὁπού φέρεις σοῦ τσί βάνω ὅλες μάτσο ἐκεῖ πού ξέρεις. 81
Ό. π., σ. 132.
62
4.5.1.4.2. «Ἡ Δευτέρα παρουσία»82 Στην χριστιανική δοξασία κανονικά ο όρος "Δευτέρα Παρουσία" έχει σχέση με την επιστροφή του Ιησού Χριστού. Δηλαδή ήδη από τον τίτλο συνάγουμε ότι πρόκειται για ένα σονέτο που σατιρίζει τον τρόπο που οι υποκριτικά θρησκευόμενοι αντιλαμβάνονται το μεγάλο αυτό ζήτημα. Στο ποίημα περιγράφει τι θα γίνει όταν η Δευτέρα παρουσία θα έρθει. Την ημέρα εκείνη η γη θα είναι σκοτεινή και κάθε ψυχή θα ψάξει για την δική της αλήθεια. Ο Θεός, ο οποίος θα έρθει να κρίνει τις ψυχές, θα γελάει τόσο πολύ που θα πονά η κοιλιά του και θα μοιράζει φάσκελα. Ο ποιητής θεωρεί τυχερούς όσους θα έχουν την ευκαιρία να δουν αυτό το «θέαμα», γιατί θα είναι πολύ αστείο. Λοιπόν δεν έχει πολύ πίστη στην ανθρωπότητα, αλλιώς αν θα νόμιζε ότι οι άνθρωποι είναι τίμιοι και καλοί, δεν θα υπήρχε τίποτα για να γελάει ο Θεός. Τόν καιρό τῆς Δευτέρας Παρουσίας τί σκοτισμάρα εἶν’ κείνη πού θά γένῃ! Οἱ ψυχές ὅλες νά διαλέν’ τό κρίας ὁποῦ ἀνακατωμένο ἡ γῆ βασταίνει! Πῶς ἔχει νά βρεθῇ τῆς κάθε μίας λήθεια ἐκεῖνο τό κομμάτι πού τῆς πηαίνει, χωρίς νά γένῃ ἕνας γανιματίας πού ἀπό τά γέλια ὁ κόσμος νά πεθαίνῃ; Ὤ τί ἀλλαξοδουλειές θά συνεβαίνουνε. Τί φωνές καί βρισιές θέ ν’ ἀγρικιῶνται μ’ ἐκεῖνες τσί ψυχές ὁπού κερδαίνουμε Στήν ἀλλαξιά, κ’ ἐκεῖνες πού ἀδικιῶνται! Πόσες ὁπού μέ δόλο καί μέ ἀπάτη θά διαλέν’ τό καλύτερο κομμάτι! Ὤ γέλια πού θά κάνῃ ὁ θειός ὁπού θέ νἄλθῃ νά μᾶς κρίνῃ! Τ’ ἄντερά που θά πιάνῃ. Ὤ φάσκελα πού βέβαια θά μᾶς δίνῃ! Ὤ πράματα, ὤ καιροί! Καλότυχος πού ζήσει νάν τά ἰδῇ. 4.5.1.4.3. «Στήν εἰκόνα μου»83 Αυτό το ποίημα το έγραψε για τον εαυτό του. Σκέφτεται ποια είναι εικόνα που θα έχουν μετά τον θάνατο του εξαιτίας του δρόμου που διάλεξε στην ζωή του. Ξέρει την εικόνα 82 83
Ό. π., σ. 135–136. Ό. π., σ. 304.
63
που έχει ο κόσμος για το πρόσωπο του και θέλει να ξέρει πως θα τον θυμούνται μετά τον θάνατο του. Αν κάποιος είναι προκατειλημμένος από την εκκλησία κοιτώντας το πορτρέτο του θα πει «Να ο αφορεσμένος που ο διάβολος θα του έχει δώσει τώρα αξίωμα στην κόλαση». Ενώ κάποιος άλλος μπορεί να πει ότι ήταν ένας άνθρωπος που στη ζωή του έλεγε αλήθειες σε ένα κόσμο που δεν ήταν έτοιμος να τις ακούσει. Έτσι το βάρος που σήκωνε στην καθημερινότητα του ήταν μεγάλο. Ο ποιητής όμως ουσιαστικά ενδιαφέρεται για την γνώμη που έχει αυτός για τον εαυτό του και δεν τον ενδιαφέρει η άποψη του κόσμου, «Μά ἐγώ ἀρκοῦμαι, σπολλάετη στόν καθένα, στήν ὑπόληψη πὄχω ἐγώ γιά μένα». Τώρα ποὖμαι κ’ εγώ ζωγραφισμένος, καί γιά κάποιον καιρόν ἀφοῦ πεθάνω θέ’ νά μένω στόν πύργο κρεμασμένος, ὤ νά ἤξερα τί ἐντύπωση θά κάνω Στόν καθένα, πού, προκαταλημμένος, θά βλέπῃ τήν εἰκόνα μου ἐκεῖ ἀπάνω. Ἕνας θά λέῃ - Οὔ! ὁ ἀφορεσμένος! καί τώρα θάν τόν ἔχουνε Δεκάνο Τοῦ Διαόλωνε στήν Κόλαση. Ἕνας ἄλλος, θά λέ’ - Ὁ σταυρός πού ὑπόφερε στή Γῆ, τοῦτος ὁ δυστυχής, ἦτον μεγάλος, Γιατί εἶπε τήν ἀλήθεια τήν πικρή. Μά ἐγώ ἀρκοῦμαι, σπολλάετη στόν καθένα, στήν ὑπόληψη πὄχω ἐγώ γιά μένα.
64
Συμπεράσματα Η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία είχε ως σκοπός να παρουσιάσει σατιρικά έργα των συγγραφέων σε μια συγκεκριμένη περιοχή της Ελλάδας, στα Επτάνησα το 18 ο και 19ο αιώνα. Κύριο αντικείμενο της εργασίας είναι η ανάλυση των σατιρικών έργων των Επτανησίων συγγραφέων, ορίζοντας τους συγγραφείς, περιγράφοντας τη γλώσσα και τη δομή των έργων. Στο πρώτο κεφάλαιο ασχολούμαστε με τη γενική περιγραφή των Επτανήσων τα οποία σε όλη την ιστορία τους αντιμετωπίζουν πολλές αλλαγές του πολιτικού χαρακτήρα και γι’ αυτό το λόγο η εξέλιξη της λογοτεχνίας στα νησιά είναι διαφορετική από την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο σκοπός του δευτέρου κεφαλαίου είναι να βρούμε τις επιδράσεις οι οποίες είναι εμφανείς στα έργα των ποιητών. Μάθαμε ότι στην διάρκεια της Ενετοκρατίας αναμειγνύονται οι ιταλικές και ελληνικές παραδόσεις. Διότι οι Έλληνες συγγραφείς συχνά σπουδάζουν στην Ιταλία, επηρεάζονται τόσο από την ιταλική λογοτεχνία και τον πολιτισμό, όσο και από τις γαλλικές επαναστατικές ιδέες και από το Διαφωτισμό. Παρά την αγάπη για την Ιταλία και το θαυμασμό για την ιταλική λογοτεχνία, οι Επτανήσιοι συγγραφείς επιστρέφουν ως επί το πλείστο στην πατρίδα τους (τα κύρια κέντρα της λογοτεχνικής δραστηριότητας είναι τα νησιά της Ζακύνθου και της Κέρκυρας, αλλά και η Κεφαλονιά). Ως παράδειγμα συγγραφέα που προέρχεται από τη Ζάκυνθο αλλά δεν επιστρέφει ποτέ στην γενέτειρά του μπορούμε να αναφέρουμε τον Ούγο Φώσκολο. Ωστόσο, οι ιταλικές επιρροές δεν είναι μόνες που εμφανίζονται στα έργα των συγγραφέων. Η μεγάλη σημασία έχουν οι κρητικές παραδόσεις και η λαϊκή ποίηση, το δημοτικό τραγούδι. Η επιρροή φαίνεται στη συχνή χρήση του δεκαπεντασύλλαβο στίχο και στη μίμηση των θεμάτων. Το ιδιαίτερος είδος που έχει εξελιχθεί στη Κρήτη και μετά έρχεται στα Επτάνησα είναι το δράμα, κυρίως την σάτιρα στα Επτάνησα επηρεάζει η κωμωδία. Από την Κρήτη φεύγει ένα μεγάλο μέρος διανοουμένων μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους (1669), και ως εκ τούτου, η σύνδεση των παραδόσεων γίνεται ακόμα πιο εύκολα. Αυτό το μείγμα επιρροών κάνει το έργο των Επτανησίων συγγραφέων μοναδικό και μοναδική είναι και η γλώσσα του. Οι Επτανήσιοι γράφουν στη δημοτική γλώσσα με στοιχεία των διαλεκτών των νησιών, αλλά συχνά προσθέτουν στα έργα ξένες λέξεις, κυρίως στα ιταλικά. Η επιλογή των λέξεων καμιά φορά κάνει το έργο τους δύσκολο να γίνει κατανοητό από τον αναγνώστη. Η μετρική των σατιρικών ποιημάτων συνδέεται αφενός με τα ιταλικά μετρικά σχήματα (για παράδειγμα, το σονέτο), αφετέρου με τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο. Στα επόμενα δύο κεφάλαια μετακινούμαστε προς την ίδια τη σάτιρα και ασχολούμαστε με την ιστορία της από την Αρχαιότητα μέχρι τον 19ου αιώνα. Αυτό το είδος γίνεται πολύ δημοφιλής στα Επτάνησα, πρώτα στο νησί του Ζακύνθου το οποίο είναι το πρώτο νησί των λογοτεχνικών δράσεων. Στα έργα των ποιητών βλέπουμε ότι τα σατιρικά έργα τους είναι αφιερωμένα πιο συχνά σε μεμονωμένες προσωπικότητες, στα σύγχρονα πολιτικά γεγονότα, αλλά επίσης και στα θέματα της καθημερινής ζωής. Όπως βλέπουμε στα έργα των Προσολωμικών συγγραφέων, το μεγαλύτερο θέμα τους είναι τα γεγονότα της άφιξης των Γάλλων το 1797, όταν η Βενετία πέφτει και οι συγγραφείς χωρίζονται σε δύο ομάδες, ανάλογα με το αν υποστηρίζουν την άφιξη των 65
Γάλλων ή όχι, και γράφουν προσβλητικές και ταπεινωτικές σάτιρες ένας για άλλον. Ο πρώτος μεγάλος σατιριστής αυτής της εποχής είναι ο Ν. Κουτούζης, που δεν αποτελεί εξαίρεση και επίσης κυρίως ασχολείται με το γεγονός της άφιξης των Γάλλων, αλλά γράφει και την κοινωνική σάτιρα. Μετά ασχολούμαστε με τη σάτιρα του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού. Αυτός στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του γράφει σάτιρα που δεν είναι τόσο σοβαρή, είναι ελαφριά και γελαστική, τα στοιχειά της είναι σαφείς, ο στόχος του ποιητή είναι ο γιατρός Ροΐδης. Αργότερα, κυρίως στα πεζά του η σάτιρα είναι πιο κρυφή και πρόκειται για την κριτική της κοινωνίας. Ένα βασικό στοιχείο που δεν φαίνεται στη «γελαστική» σάτιρά του, αλλά εμφανίζεται αργότερα, το 1826 στο έργο «Όνειρο», είναι η λειτουργία του ονείρου σε σατιρικά ποιήματά του. Το όνειρο ως σκηνικό πλαίσιο δεν βρίσκουμε ούτε στα έργα των Προσολωμικών ποιητών ούτε στις κρητικές κωμωδίες. Η σάτιρα των συγγραφέων που γράφουν ταυτόχρονα ή μετά του Σολωμού είναι συχνά σκληρή, τα κύρια θέματα είναι η κριτική της κοινωνίας (όμως το αστικό δράμα Ο βασιλικός του Α. Μάτεσι ή «Οἱ λύκοι και ὶ ταὶ πρόβατα ἢ ἡ φιλία τῶν Χεσουϊτῶν» του Σ. Χρυσομάλλη) και η προσωπική σάτιρα (Η σάτιρα για τον «Δόν Πέπο του τετραμούτρη» του Σ. Χρυσομάλλη). Η σάτιρα στα Επτάνησα χαρακτηρίζεται από δυνατή επιθετικότητα και μεταβάλλεται σε βίαιο πολιτικό ή κοινωνικό έλεγχο. Ο τελευταίος συγγραφέας της σάτιρας με τον οποίο ασχολείται η παρούσα εργασία είναι ο Α. Λασκαράτος, του οποίου έργο είναι εκτενές και πολύμορφο: από κανονικά ποιήματα, σονέτα, ποιήματα που εκδόθηκαν στην εφημερίδα Ο Λύχνος, έως πεζογραφία. Η σάτιρα του ποιητή είναι πολύ επιθετική, κοινωνική (παλεύει για τα ήθη της κοινωνίας, στρέφεται ειδικότερα εναντίον της καταπιεστικής οικογένειας, της υποκριτικής εκκλησίας και της άθλιας πολιτικής) και προσωπικοί (όμως το ποίημα «Νανάρισμα» εναντίον διαδόχου Κωνσταντίνου) και του δημιουργεί πολλούς εχθρούς.
66
Βιβλιογραφία 6.1.
Α. Πρωτογενείς πηγές
ΒΗΛΑΡΑΣ, Ιωάννης. Ποιήματα, (επιμέλεια: Γιώργος Ανδρειωμένος). Αθήνα: Νεοελληνική βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1995. ΚΟΥΤΟΥΖΗΣ, Νικόλαος. «Τα τρία νεράντζια». [online] [3.1.2015] διαθέσιμο από: http://www.politismospolitis.org/archives/15899 ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ, Ανδρέας. Ἰδουὺ ὁ ἄνθρωπος (επιμέλεια: Γιώργος Γ. Αλισανδράτος). Αθήνα: Εκδοτική Ερμής Ε. Π. Ε., 1987. ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ, Ανδρέας. Τα ποιήματα. (εισαγωγή – επιμέλεια: Εμμ. Ι. Μοσχόνας). Αθήνα: Οδδυσέας, 1981. ΜΑΡΚΟΡΑΣ, Γεράσιμος. Άπαντα (επιμέλεια: Γ. Βαλετάς). Αθήνα: Εκδόσεις Πήγης, 1950. ΜΑΡΚΟΡΑΣ, Γεράσιμος. Ποιήματα. Αθήνα: Νεοελληνική βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουρανή, 1988. ΜΑΤΕΣΙΣ, Αντώνιος. Ο Βασιλικός (εισαγωγή: Αγγέλος Τερζάκης). Αθήνα: Εκδοτίκη Ερμής Ε.Π.Ε., 1973. ΜΑΤΕΣΙΣ, Αντώνιος. Ο Βασιλικός (εισαγωγή-επιμέλεια: Σπύρος Μυλώνας). Αθήνα, 1964. ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΟΥ, Φ. Κ. Επτανησιακή λογοτεχνία: ΜΑΡΚΟΡΑΣ, Γεράσιμος. «Απλή και Καθαρεύουσα». Αθήνα: Γρηγόρη, 1970. ΠΟΛΙΤΗΣ, Λίνος. «Εισαγωγή», στό ΣΟΛΩΜΟΣ, Διονύσιος. Η γυναίκα της Ζάκυθος (επιμέλεια: Λίνος Πολίτης). Αθήνα: Ίκαρος εκδοτική εταιρία, 1944. ΣΟΛΩΜΟΣ, Διονύσιος. Το έργο του Σολωμού (Ανθολογημένο). Αθήνα: Σμυρνιωτάκης εκδοτική Ε.Π.Ε. ΣΟΛΩΜΟΣ, Διονύσιος. Ποιήματα, τόμ, Α’ (επιμέλεια: Λίνος Πολίτης). Αθήνα, Ίκαρος, 1979 [4η· 1η: 1948].
6.2.
Β. Δευτερογενείς πηγές
ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ, Αφροδίτη. Από τις Κρητικές κωμωδίες στα σατιρικά όνειρα του Σολωμού. [online] [4. 2. 2015] διαθέσιμο από: http://www.eens.org/EENS_congresses/2014/athanasopoulou_afroditi.pdf ΑΝΔΡΕΙΩΜΕΝΟΣ, Γιιώργος. «Βιογραφικά του Βηλαρά», στό ΒΗΛΑΡΑΣ, Ιωάννης. Ποιήματα, (επιμέλεια: Γιώργος Ανδρειωμένος). Αθήνα: Νεοελληνική βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουρανή, 1995. ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, Δημήτρης, «Δαντικά τρίστιχα «λυρικοσατυρικής χροιάς», «στοχαστικές γενικότητες και υπονοητικές εικόνες». Η σάτιρα και η λειτουργία της στα Σατιρικά γυμνάσματα του Κ. Παλαμά»: Kωστής Παλαμάς. Eξήντα χρόνια από το θάνατό του (19432003). B’ Διεθνές Συνέδριο. Γραμματολογικά- Eκδοτικά- Kριτικά- Eρμηνευτικά ζητήματα. Πρακτικά, τ.B’, Αθήνα: Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 2006. ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, Δημήτρης. Το αφανές ποίημα του Διονύσιου Σολωμού: Η Γυναίκα της Ζάκυθος. Αθήνα: Βιβλιόραμα, 1999. ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, Δημήτρης. «Το γέλιο του Νικόλαου Κουτούζη και η «λυτρωτική» εμπειρία των όριων». Περίπλους 17-18 (Άνοιξη-Καλοκαίρι 1988), σ. 13–48. [online] [2.1.2015] διαθέσιμο από: http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=26006&code=4342&zoom=800. ΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, Δημήτρης. Το έργο του Διονυσίου Σωλομού και ο κόσμος των λογοτεχνικών είδων. Αθήνα: Gutenberg, 2009. ΔΕΝΤΡΙΝΟΥ, Α. Ειρήνη. Η Κερκυραϊκή Σχολή (προλεγόμενα Κ. Δάφνης). Κέρκυρα, 1953. 67
ΖΩΡΑΣ, Γ. Γεράσιμος. Οι λογοτέχνες της Παλαίας και της Νέας Αθηναῖκής σχολής στον Φ. Σ. «Παρνασσός». Αθήνα: Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, 1993. ΖΩΡΑΣ, Γ. Θ. – ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ, Φ. Κ. Επτανήσιοι προσολωμικοί ποίηται. Αθήναι: Σπουδαστήριον βυζαντινής και νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστήμιου Αθήνων, 1953. ΚΑΙΡΟΦΥΛΑΣ, Κώστας. Η ζωή και το έργο του Σολωμού. Αθήνα: Σιδέρης, 1946. ΚΑΡΑΤΑΣΟΥ, Αικατερίνη, «Τα σατιρικά ποιήματα του Σολωμού και η ιδιότυπη στόχευσή τους». Πόρφυρας, 133 (2009), σ. 325-333. ΚΩΣΤΙΟΥ, Κατερίνα. Η ποιητική της ανατροπής: Σάτιρα, Ειρωνεία, Παρωδία, Χιούμορ. Αθήνα: Νεφελή, 2002. ΛΟΥΝΤΖΗΣ, Νίκος. «Νικόλου Κουτούζη εμμέτρα (ανέκδοτα ή περικόμμενα)», Περίπλους 17-18 (Άνοιξη-Καλοκαίρι 1988), σ. 13–48. [online] [15.12.2014] διαθέσιμο από: http://www.ekebi.gr/magazines/showimage.asp?file=25977&code=3106&zoom=800. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ, Μ. Ι. Η κρητική λογοτεχνία κατά την εποχή της Βενετοκρατίας. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειον πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, 1965. ΜΑΡΓΑΡΗ, Δήμητρα. «Εισαγωγή», στό ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ, Ανδρέας. Σατιρικοί και ευθυμογράφοι, (επιμέλεια: Δήμητρα Μαργάρη). Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος, 1959. ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ, Π. Δ. Επτανησιακά: Οι απόψεις του Ανδρέα Λασκαράτου για τη σάτιρα. Αθήνα: Πορεία, 2006. ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ, Φ. Κ. Επτανησιακή λογοτεχνία. Αθήνα: Γρηγόρη, 1970. ΠΟΛΙΤΗΣ, Λίνος. Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1998 (9η έκδ.). ΡΟΔΟΚΑΝΑΚΗ, Εμμανουήλ. Ο Βοναπάρτης και αι Ίονιοι νήσοι: Επεισόδιον των κατακτήσεων της δημοκρατίας και της πρώτης αυτοκρατορίας (1797-1816). Κέρκυρα: Εργ. Επεξ. Χαρτου Σ. Γ. Λοϊσιου, 1937. ΤΣΑΝΤΣΑΝΟΓΛΟΥ, Ελένη. «Διονύσιος Σολωμός», στό Σάτιρα και πολιτική στην Νεώτερη Ελλάδα. Από τον Σολώμο ως τον Σεφέρη. Αθήνα: Ίδρυμα Σχολής Μωραϊτη, 1979. ΤΩΜΑΔΑΚΗΣ, Νικόλαος Β. Ο Σολωμός και οι αρχαίοι. Αθήνα, 1943. COSTANTINI, Massimo, NIKIFOROU, Aliki. Levante veneziano: Aspetti di storia delle Isole Ionie al tempo della Serenissima. Roma: Bulzoni, 1996. DAKIN, Douglas. The unification of Greece 1770-1923. London: Ernest Benn Limited, 1972. Greece, Ionian islands: Constitution (1817) [online] [19.10.2014] διαθέσιμο από: http://134.76.160.151/rmc/nbu.php? page_id=02a1b5a86ff139471c0b1c57f23ac196&show_doc=GR-II-1817-05-02en&viewmode=thumbview HIGHET, Gilbert. The anatomy of Satire. Princeton, New Jersey: Princeton university press, 1962. KENDRICK, Tertius T. C. The Ionian Islands: Manners And Customs. London: Nabu Press, 2011. MCKNIGHT, James Lawrence. Admiral Ushakov and the Ionian republic: The genesis of Russia’s first Balkan satellite. Michigan: University Microfilms, Inc., Ann Arbor, 1965. ROMANO, Roberto. La satira bizantina dei secoli XI – XV. Torino: Unione tipografico – editrice torinese, 1999. TEST, George Austin. Satire: spirit and art. Florida: University press of Florida, 1991. ZORAS, Gerasimos. Risonanze italiane nel mare Ionio: testi in italiano di poeti delle Isole Ionie. Roma: Vecchiarelli Editore, 2001. [online] [4. 3. 2015] διαθέσιμο από: http://www.kefalonitikanea.gr/2013/08/blog-post_4539.html#.VCQbImd_v4o
68