1
SANDRA MARTON
Ένας Σεΐχης Χωρίς Καρδιά Μετάφραση: Δήμητρα Λέτσα
2
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ A.B.Ε.Ε. Τίτλος πρωτοτύπου: Sheikh Without a Heart © Sandra Marton 2012. All rights reserved. © 2013 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.a.r.l. ISSN 1106-613X Μετάφραση: Δήμητρα Λέτσα Επιμέλεια: Κατερίνα Δημητρΐου Διόρθωση: Ρήγας Καραλής Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. ΧΡΥΣΑ ΑΡΛΕΚ1Ν Special - ΤΕΥΧΟΣ 296 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα. Made and printed In Greece.
3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ήταν μια από εκείνες τις νύχτες που τον έκαναν να λαχταρά να καλπάσει με το αγαπημένο του άλογο μέσα σε μια θάλασσα από άμμο της ερήμου. Μαύρος μεταξένιος ουρανός. Αστέρια λαμπερά σαν πυροτεχνήματα. Ένα φιλντισένιο φεγγάρι που έριχνε τη λάμψη του πάνω από την ατέλειωτη αμμοθάλασσα. Αλλά δεν υπήρχε άλογο για το σεΐχη Καρίμ αλ Σαφίρ. Όχι απόψε. Ο εξοχότατος πρίγκιπας του Αλκαντάρ, κληρονόμος του Αρχαίου και Ένδοξου Θρόνου, βρισκόταν είκοσι πέντε χιλιάδες πόδια πάνω από την έρημο, διασχίζοντας τη νύχτα μέσα στην καμπίνα του ιδιωτικού του τζετ. Ένα φλιτζάνι καφέ πάγωνε στο τραπεζάκι δίπλα του. Ο χαρτοφύλακάς του έχασκε ανοιχτός στο κάθισμα δίπλα του. Πριν από λίγα λεπτά έκανε ν’ ανοίξει το περιεχόμενό του. αλλά ξαφνικά σκέφτηκε: ποιο το νόημα; Ήξερε τι υπήρχε μέσα. Τα είχε εξετάσει ξανά και ξανά τις τελευταίες δύο εβδομάδες κι ύστερα και πάλι απόψε, στην πτήση από την Ινδία προς τον τελικό του προορισμό, λες και υπήρχε περίπτωση να καταλάβει τίποτα περισσότερο. Ο Καρίμ έπιασε το φλιτζάνι του καφέ και το έφερε στα χείλη του. Το μαύρο υγρό ήταν πια τελείως παγωμένο. Αλλά το ήπιε έτσι κι αλλιώς. Το χρειαζόταν. Την πίκρα, την ένεση καφεΐνης στο αίμα του. Χρειαζόταν κάτι. Κάτι να τον κρατήσει ξύπνιο. Ήταν εξαντλημένος. Σωματικά. Πνευματικά. Και ψυχικά. 4
Μακάρι να μπορούσε να πει στον πιλότο του να προσγειώσει το αεροπλάνο. Εδώ. Τώρα. Στην έρημο που βρισκόταν από κάτω τους. Τρελό, φυσικά. Ήταν όμως που διψούσε για μερικές στιγμές ηρεμίας, μιας ηρεμίας που έβρισκε μόνο όταν ανάσαινε βαθιά τον αέρα της ερήμου. Ο Καρίμ ξεφύσησε. Το μυαλό του ήταν γεμάτο τρελές σκέψεις απόψε. Γιατί, απ’ όσο ήξερε, δεν υπήρχε ηρεμία σ’ αυτή την έρημο. Γιατί δεν ήταν η έρημος των παιδικών του χρόνων. Το Αλκαντάρ ήταν εκατοντάδες μίλια μακριά και τα ατέλειωτα μίλια της κυματιστής του άμμου τελείωναν στα γαλαζοπράσινα νερά του Περσικού. Η έρημος πάνω από την οποία πετούσε τώρα το αεροπλάνο του τελείωνε στα εκτυφλωτικά φώτα των καζίνων του Λας Βέγκας. Ο Καρίμ ήπιε κι άλλο κρύο καφέ. Λας Βέγκας. Είχε πάει μια φορά. Ένας γνωστός του είχε προσπαθήσει να τον πείσει να επενδύσει σ' ένα ξενοδοχείο που έχτιζε εκεί. Είχε πετάξει ως το Μακάραν νωρίς το πρωί... Και είχε επιστρέψει στη Νέα Υόρκη το ίδιο βράδυ. Δεν είχε βάλει τα χρήματά του -ή καλύτερα τα χρήματα του καταπιστεύματος- σ' εκείνο το ξενοδοχείο. Και δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι του στο Λας Βέγκας. Η πόλη τού είχε φανεί ελεεινά φανταχτερή. Η περίφημη λάμψη της του είχε φανεί ψεύτικη, σαν φτιασιδωμένη πόρνη. Επομένως, όχι. Το Λας Βέγκας δεν ήταν κατάλληλο για κείνον. Ήταν όμως για τον αδερφό του. Ο Ραμί είχε μείνει σχεδόν τρεις μήνες εκεί, το μεγαλύτερο διάστημα που είχε μείνει οπουδήποτε τα τελευταία χρόνια. Τον είχε τραβήξει όπως η φλόγα την πεταλούδα. Ο Καρίμ βούλιαξε στο δερμάτινο κάθισμα. 5
Ξέροντας τον αδερφό του, δεν τον είχε ξαφνιάσει η επιλογή αυτή. Είχε αναγκαστεί τελικά να αντιμετωπίσει την αλήθεια, ξεκαθαρίζοντας τις εκκρεμότητες που είχε αφήσει ο νεκρός αδερφός του, είχε δει να διαλύονται και οι τελευταίες αυταπάτες. Ξεκαθαρίζοντας τις εκκρεμότητες, σκέφτηκε ο Καρίμ. Το στόμα του συσπάστηκε. Αυτή ήταν φράση του αδερφού του. Αυτό που έκανε στην πραγματικότητα ήταν να ξεκαθαρίσει όλα τα προβλήματα που είχε αφήσει πίσω του ο Ραμί, για τα οποία ο πατέρας του δεν είχε ιδέα. Ο βασιλιάς πίστευε ότι ο μικρός του γιος ήταν απλώς ανίκανος ή απρόθυμος να κατασταλάξει, ότι ταξίδευε από μέρος σε μέρος σε μια ατέλειωτη προσπάθεια να βρει τον εαυτό του. Την πρώτη φορά που ο πατέρας του το είχε πει αυτό, ο Καρίμ του είχε δηλώσει σχεδόν απερίφραστα ότι η αναζήτηση του εαυτού ήταν μια πολυτέλεια που δεν είχαν οι πρίγκιπες. Είχαν καθήκοντα να αναλάβουν, υποχρεώσεις να εκπληρώσουν. Μόνο που ο Ραμί είχε απαλλαγεί από όλα αυτά. Είχε πάντοτε μια άγρια πλευρά, έβρισκε πάντοτε έναν τρόπο να γλιτώνει από τις ευθύνες. «Εσύ είσαι ο κληρονόμος, αδερφέ», συνήθιζε να λέει χαμογελώντας στον Καρίμ. «Εγώ είμαι απλώς το ανταλλακτικό». Αν του είχε επιβληθεί ένας κώδικας καθήκοντος και τιμής, ίσως ο Ραμί να είχε γλιτώσει από έναν τόσο πρόωρο και άσχημο θάνατο. Αλλά τώρα πια ήταν πολύ αργά για υποθέσεις. Ο αδερφός του είχε χαθεί, κάποιος του είχε κόψει το λαιμό σ' έναν παγωμένο δρόμο της Μόσχας. Όταν έμαθαν τα νέα. ο Καρίμ είχε νιώσει μια θλίψη σχεδόν αβάσταχτη. Είχε ελπίσει ότι «ξεκαθαρίζοντας τις εκκρεμότητες» στη ζωή του αδερφού του, θα έβρισκε μια παρηγοριά, ένα νόημα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την άφησε να βγει αργά. Τώρα, το μόνο που ήλπιζε ότι θα κατάφερνε να καθα6
ρίσει κάπως το όνομα του αδερφού του ήταν να κάνει αυτούς που είχε κοροϊδέψει ο Ραμί να μην προφέρουν πια το όνομά του με αηδία.. Κοροϊδέψει; Ο Καρίμ παραλίγο να βάλει τα γέλια. Ο αδερφός του χαρτόπαιζε. Πλήρωνε πόρνες. Έπαιρνε ναρκωτικά σε βιομηχανικές ποσότητες. Δανειζόταν χρήματα που δεν επέστρεφε ποτέ. Είχε αφήσει χρέη σε καζίνα σε όλο τον κόσμο, απλήρωτους λογαριασμούς σε ξενοδοχεία. Είχε αφήσει πίσω του χρέη σε όλο τον κόσμο. Στη Σιγκαπούρη. Στη Μόσχα. Στο Παρίσι. Στο Ρίο. Στην Τζαμάικα. Στο Λας Βέγκας. Ο Καρίμ είχε πληρώσει όλα τα χρέη -και όχι τόσο για νομικούς λόγους όσο για ηθικούς. Καθήκον. Υποχρέωση. Ευθύνη. Όλα αυτά που ο Ραμί περιφρονούσε, βάραιναν τώρα τον Καρίμ. Έτσι είχε ξεκινήσει ένα προσκύνημα, αν μπορούσε να αποκαλέσει έτσι το ανίερο ταξίδι του. Είχε δώσει επιταγές σε τραπεζίτες, σε διευθυντές καζίνων, σε ιδιοκτήτες καταστημάτων. Είχε δώσει αστρονομικά ποσά σε μετρητά σε βρόμικους άντρες σε θλιβερά δωμάτια. Είχε ακούσει πράγματα για τον αδερφό του, είχε δει πράγματα, που υποψιαζόταν ότι δε θα τα ξεχνούσε ποτέ, όσο κι αν προσπαθούσε. Τώρα που ο Καρίμ είχε τακτοποιήσει σχεδόν όλες τις εκκρεμότητες. αυτή η άσχημη περιήγηση στη ζωή του Ραμί είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Δύο μέρες στο Λας Βέγκας. Τρεις το πολύ. Γι' αυτό και είχε αποφασίσει να ταξιδέψει νύχτα. Γιατί να χάσει χρόνο από την αυριανή μέρα, ενώ θα μπορούσε να τον εκμεταλλευτεί για να τελειώσει πιο γρήγορα; Μετά απ’ αυτό θα επέστρεφε στο Αλκαντάρ, θα διαβεβαίωνε τον πατέρα του ότι όλες οι υποθέσεις του Ραμί είχαν τακτοποιηθεί, χωρίς να του αποκαλύψει ποτέ τις λεπτομέρειες. Τότε, επιτέλους, θα μπορούσε να επιστρέψει στη δική του ζωή, στη Νέα Υόρκη, και στις υποχρεώσεις 7
του ως επικεφαλής του Ιδρύματος Αλκαντάρ. Θα μπορούσε να αφήσει όλα τα υπόλοιπα πίσω του, τα ενθύμια ενός αδερφού που αγαπούσε κάποτε, ενός αδερφού που είχε χάσει το δρόμο του... «Υψηλότατε;» Ο Καρίμ έπνιξε ένα βογκητό. Το πλήρωμά του ήταν ολιγομελές και αποτελεσματικό. Δύο πιλότοι και μία αεροσυνοδός -αλλά η συγκεκριμένη ήταν καινούρια και προφανώς ενθουσιασμένη που ήταν μέρος του βασιλικού προσωπικού. Ήξερε μόνο ό,τι ήξεραν και όλοι οι άλλοι: ότι το καθήκον να τακτοποιήσει τις υποθέσεις του αδερφού του είχε πέσει σ’ εκείνον. Ο Καρίμ υπέθετε ότι παρερμήνευε τη σιωπή του για θλίψη, ενώ η αλήθεια ήταν ότι μάλλον η οργή είχε υπερκεράσει τον πόνο του. Του ήταν δύσκολο να καταλάβει ποιο συναίσθημα επικρατούσε. «Κύριε;» Σαν να μην έφτανε αυτό, η αεροσυνοδός φαινόταν ανίκανη να καταλάβει ότι δεν του άρεσε καθόλου να τη βλέπει να στέκεται συνέχεια πάνω απ' το κεφάλι του. «Ναι, δεσποινίς Στέρλινγκ;» «Σας παρακαλώ να με φωνάζετε Μόιρα, κύριε, και ήθελα να σας πω ότι προσγειωνόμαστε σε μία ώρα. «Σ’ ευχαριστώ», της είπε ευγενικά. «Εν τω μεταξύ, υπάρχει κάτι που θα μπορούσα να κάνω για σας;» Μπορούσε να γυρίσει πίσω το χρόνο και να ζωντανέψει τον αδερφό του, για να μπορέσει να του βάλει μυαλό; Ή, ακόμη καλύτερα, μπορούσε να ξαναζωντανέψει τον ξένοιαστο, γελαστό Ραμί των παιδικών τους χρόνων; «Σ’ ευχαριστώ, είμαι μια χαρά». «Μάλιστα, Υψηλότατε. Αν αλλάξετε γνώμη...» «Θα σε φωνάξω». Το κορίτσι έκανε μια μικρή υπόκλιση, όχι ακριβώς αυτή που ο υπεύθυνος προσωπικού σίγουρα την είχε προειδοποιήσει να μην κάνει. 8
«Μάλιστα, Υψηλότατε». Άλλη μια μικρή υπόκλιση και μετά, επιτέλους, έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε στο πιλοτήριο. Έπρεπε να θυμηθεί να πει στον υπεύθυνο προσωπικού να της υπενθυμίσει ότι είχε περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή που ο κόσμος ήταν αναγκασμένος να υποκλίνεται. Να πάρει. Ο Καρίμ ακούμπησε το κεφάλι του πίσω στο κάθισμα. Το κορίτσι έκανε απλώς αυτό που θεωρούσε καθήκον της. Κι εκείνος θα έπρεπε να το καταλαβαίνει αυτό περισσότερο από τον καθένα. Τον είχαν μεγαλώσει για να τιμά τις υποχρεώσεις του. Ο πατέρας του και η μητέρα του το είχαν ενσταλάξει αυτό μέσα του από τότε που ήταν παιδί. Ο πατέρας του ήταν ένας αυστηρός άνθρωπος, πρώτα βασιλιάς και μετά πατέρας. Η μητέρα του είχε υπάρξει αστέρας του κινηματογράφου από τη Βοστόνη, εκπάγλου καλλονής, με αψεγάδιαστους τρόπους και, εντέλει, έναν διακαή πόθο να περνάει τη ζωή της όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον άντρα και τους γιους της. Μισούσε το Αλκαντάρ. Τις ζεστές μέρες, τις κρύες νύχτες, τον άνεμο που έκανε την άμμο να σε τυφλώνει... Τα σιχαινόταν όλα αυτά. Μία από τις πρώτες αναμνήσεις του ήταν να βλέπει την πανέμορφη μητέρα του να απομακρύνεται μέσα στη λιμουζίνα της, καθώς εκείνος κρατούσε το χέρι της νταντάς του, συγκρατώντας τα δάκρυα του -γιατί ένας πρίγκιπας δεν επιτρέπεται να κλάψει. Ο Ραμί ήταν ίδιος εκείνη. Ψηλός. Ξανθός. Με έντονα γαλάζια μάτια. Ο Καρίμ, από την άλλη, είχε πάρει κι από τους δύο γονείς του: Τα γαλάζια μάτια της μητέρας του και τα καστανά του πατέρα του είχαν δώσει στα δικά του μάτια ένα παγωμένο γκρίζο. Είχε ψηλά ζυγωματικά και έντονα χείλη, αλλά την κορμοστασιά του φαρδιούς ώμους, μακριά πόδια, μυώδες σώμα- την είχε πάρει από τον πατέρα του. 9
Ο Ραμί της έμοιαζε και στο χαρακτήρα. Μισούσε το Αλκαντάρ και πάντα προτιμούσε μέρη που πρόσφεραν τρυφηλότητα και χλιδή. Ο Καρίμ, από την άλλη, δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε μία στιγμή που δε λάτρευε την έρημο της πατρίδας του. Είχε μεγαλώσει στο παλάτι του πατέρα του, που ήταν χτισμένο σε μια τεράστια όαση στους πρόποδες μιας οροσειράς. Σύντροφοί του ήταν ο Ραμί και οι γιοι των υπουργών και των συμβούλων του πατέρα του. Στα εφτά του χρόνια ήξερε ήδη να καβαλικεύει άλογο, να ανάβει φωτιά και να κοιμάται το ίδιο άνετα κάτω από την ψυχρή φωτιά των αστεριών σαν να βρισκόταν στο πολυτελές παιδικό δωμάτιο του παλατιού. Ακόμη και τότε, είκοσι έξι χρόνια πριν, μόνο ελάχιστοι από τους άντρες των φυλών του Αλκαντάρ ζούσαν έτσι, αλλά ο βασιλιάς είχε κρίνει ότι ήταν απαραίτητο να κατανοήσει και να σέβεται αυτό τον τρόπο ζωής. «Μια μέρα», έλεγε στον Καρίμ, «θα κυβερνήσεις το λαό μας, και πρέπει να ξέρουν ότι καταλαβαίνεις τις παραδόσεις». Εκεί πάντα έκανε μια παύση έστρεφε το βλέμμα του στον Ραμί και του έλεγε με τρυφερότητα: «Κι εσύ πρέπει να σέβεσαι τις παραδόσεις, γιε μου. παρ’ ότι δεν θα καθίσεις στο θρόνο». Μήπως αυτό ήταν το σημείο καμπής για τον αδερφό του: αναρωτιόταν ο Καρίμ. Ή μήπως όταν πέθανε η μητέρα τους, τότε που ο πατέρας τους -που την πένθησε σαν να μην είχε περάσει την περισσότερη ζωή της μακριά από τον ίδιο και τα παιδιά της απορροφήθηκε εντελώς από τη διακυβέρνηση του κράτους και απομακρύνθηκε από τους γιους του; Τους είχε στείλει να σπουδάσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ήθελε η μητέρα τους. Με τρομερή θλίψη, τα δυο αδέρφια είχαν βρεθεί σε μια τελείως ξένη κουλτούρα. Και οι δύο αποζητούσαν διακαώς το σπίτι τους, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Ο Ραμί αποζητούσε την πολυτέλεια του παλατιού. Ο Καρίμ τον απέραντο ουρανό της ερήμου. 10
Ο Ραμί είχε αντιδράσει παραλείποντας μαθήματα και κάνοντας παρέα με παιδιά που έμπλεκαν συνεχώς σε μπελάδες. Μετά βίας κατάφερε να ολοκληρώσει το προπαρασκευαστικό τμήμα και να μπει σ’ ένα μικρό κολέγιο στην Καλιφόρνια, όπου είχε αριστεύσει στα χαρτιά και στις γυναίκες, και σε υποσχέσεις που δεν είχε τηρήσει ποτέ. Η αντίδραση του Καρίμ, από την άλλη, ήταν να αφοσιωθεί αποκλειστικά στις σπουδές του. Είχε τελειώσει με έπαινο το προπαρασκευαστικό και είχε γίνει δεκτός στο Γέιλ, όπου είχε αποκτήσει πτυχίο στα οικονομικά και τα νομικά. Στα είκοσι έξι του χρόνια, είχε δημιουργήσει ένα ιδιωτικό επενδυτικό ταμείο προς όφελος του λαού του και το διαχειριζόταν προσωπικά ο ίδιος αντί να το παραδώσει σε κάποιον επιτήδειο αετονύχη της Γουόλ Στρητ. Ο Ραμί είχε βρει δουλειά στο Χόλιγουντ, βοηθός ενός δευτεροκλασάτου παραγωγού, βοηθός εδώ, βοηθός εκεί και όλα εξαρτώνταν από την εμφάνισή του, τις αερολογίες και τον τίτλο του. Στα τριάντα του, όταν πήρε στα χέρια του ένα καταπίστευμα που του είχε αφήσει η μητέρα τους, εγκατέλειψε κάθε πρόσχημα δουλειάς και έκανε ό,τι έκανε. Ταξίδευε ανά τον κόσμο. Ο Καρίμ είχε προσπαθήσει να τον συνετίσει. Όχι μία. Ούτε δύο. Πολλές, πάρα πολλές φορές. Είχε μιλήσει για υπευθυνότητα. Για καθήκον. Για τιμή. Η απάντηση του Ραμί ήταν πάντα η ίδια και πάντα συνοδευόμενη από ένα χαμόγελο. «Όχι εγώ», έλεγε. «Εγώ δεν είμαι διάδοχος, εγώ είμαι απλώς το ανταλλακτικό...» Ύστερα από λίγο σταμάτησαν να βλέπονται τόσο πολύ. Και τώρα... Τώρα ο Ραμί ήταν νεκρός. Νεκρός, σκέφτηκε ο Καρίμ. Το στομάχι του σφίχτηκε. Η σορός του αδερφού του είχε σταλεί αεροπορικώς 11
από τη Μόσχα και είχε ταφεί όπως άρμοζε σ' έναν πρίγκιπα. Ο πατέρας του είχε σταθεί αμίλητος πάνω απ’ το μνήμα. «Πώς πέθανε;» είχε ρωτήσει τον Καρίμ. Και ο Καρίμ. βλέποντας τον πατέρα του τόσο εύθραυστο, είχε πει ψέματα. «Σε αυτοκινητικό δυστύχημα», του είχε πει. Ήταν σχεδόν αλήθεια. Είχε παραλείψει το γεγονός ότι ο Ραμί είχε προφανώς συναντηθεί μ’ αυτόν που του προμήθευε κοκαΐνη, κάτι είχε πάει στραβά, εκείνος του έκοψε το λαιμό και ο Ραμί, ετοιμοθάνατος, είχε πέσει πάνω σ’ ένα διερχόμενο αυτοκίνητο. Και γιατί τα ξανασκεφτόταν όλα αυτά; Τα νέα είχαν πια παλιώσει. Σε λίγο θα τελείωνε και με τις «εκκρεμότητες». Μία τελευταία στάση. Λίγα ακόμη πράγματα να τακτοποιήσει... Ένα μονότονο βουητό ακούστηκε από τις μηχανές του αεροσκάφους. Η διαδικασία προσγείωσης είχε ξεκινήσει. Απόλυτα συντονισμένη, η αεροσυνοδός εμφανίστηκε στην είσοδο της καμπίνας. Ο Καρίμ την απομάκρυνε μ’ ένα νεύμα. Δεν άντεχε τη συμπόνια της. Το μόνο που ήθελε ήταν να τα αφήσει όλα αυτά πίσω του. Λίγα λεπτά αργότερα είχαν προσγειωθεί. Σηκώθηκε όρθιος και αναζήτησε το χαρτοφύλακά του. Μέσα βρήκε αυτό που θεωρούσε τον τελευταίο φάκελο. Περιείχε γράμματα από τρία ξενοδοχεία, τα οποία εξέφραζαν τη λύπη τους για το θάνατο του Ραμί και υπενθύμιζαν ότι είχε αφήσει διόλου ευκαταφρόνητα χρέη στα καζίνα και τα καταστήματά τους. Υπήρχε επίσης ένας μικρός φάκελος που περιείχε ένα κλειδί κι ένα κομμάτι χαρτί με μια διεύθυνση, γραμμένη από τον ίδιο τον Ραμί. Μήπως είχε σκεφτεί να εγκατασταθεί εκεί; 12
Όχι ότι είχε καμιά σημασία, σκέφτηκε δύσθυμα ο Καρίμ. Ήταν πολύ αργά πια για κανονική ζωή. Θα ξεκινούσε νωρίς αύριο, θα πλήρωνε τους λογαριασμούς του αδερφού του, ύστερα θα εντόπιζε το διαμέρισμα που άνοιγε με το κλειδί, θα πλήρωνε τους απλήρωτους λογαριασμούς -που σίγουρα θα υπήρχαν, παρά το γεγονός ότι δεν είχε λάβει κάποια σχετική ειδοποίηση. Κι ύστερα θα τα άφηνε όλα αυτά πίσω του. Ο υπεύθυνος του γραφείου του είχε φροντίσει να του νοικιάσει αυτοκίνητο και είχε κλείσει σουίτα σε ένα από τα μεγάλα ξενοδοχεία της πόλης. Το αυτοκίνητο είχε GPS. Ο Καρίμ επέλεξε το όνομα του ξενοδοχείου από τη μακριά λίστα και κατευθύνθηκε προς την πόλη. Η ώρα ήταν μία μετά τα μεσάνυχτα, αλλά όταν έφτασε στο Στριπ, το Λας Βέγκας άστραφτε σαν τη μέρα. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά, υπήρχε παντού κόσμος. Η φρενίτιδα αυτού του μέρους, η ατμόσφαιρα της ψεύτικης χαράς, δεν έπειθε τον Καρίμ. Στο ξενοδοχείο, έδωσε το αυτοκίνητο στον παρκαδόρο και είκοσι δολάρια φιλοδώρημα. Τον ευχαρίστησε και τον διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να μεταφέρει μόνος του τη βαλίτσα του. Μπήκε στο λόμπι του ξενοδοχείου και ο ήχος των κουλοχέρηδων κατέκλυσε τ' αυτιά του. Έφτασε μέχρι τη ρεσεψιόν διασχίζοντας ένα πλήθος από παίκτες που φώναζαν και γελούσαν. Ο υπάλληλος που τον υποδέχθηκε ήταν ευχάριστος και εξυπηρετικός και σύντομα ο Καρίμ βρισκόταν ήδη στο ασανσέρ και κατευθυνόταν προς τον δέκατο όροφο, μαζί με δύο γυναίκες κι έναν άντρα. Ο άντρας είχε αγκαλιάσει από τη μέση και τις δύο γυναίκες; η μία είχε το χέρι της στο στήθος του και η άλλη τη γλώσσα της μέσα στο αυτί του. Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν και ο Καρίμ πετάχτηκε έξω. Όσο πιο γρήγορα τελείωνε μ’ αυτή την υπόθεση, τόσο το καλύτερο. 13
Η σουίτα του τουλάχιστον ήταν μεγάλη και όλως παραδόξως, καλόγουστη. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, γδύθηκε και μπήκε στο ντους. Άφησε το ζεστό νερό να τρέξει στο κεφάλι και στους ώμους του, ελπίζοντας ότι έτσι θα έδιωχνε κάπως το άγχος, Μάταια. Εντάξει. Αυτό που χρειαζόταν ήταν να κοιμηθεί. Αλλά δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Δεν απορούσε. Ύστερα από δύο εβδομάδων περιπλάνηση σε πόλεις που ήξερε ότι έκρυβαν όλο και πιο άσχημες αλήθειες για τον αδερφό του. ο ύπνος ερχόταν όλο και πιο δύσκολα. Ύστερα από λίγο, εγκατέλειψε την προσπάθεια. Έπρεπε να κάνει κάτι. Να πάει μια βόλτα. Να οδηγήσει. Να πάει στα ξενοδοχεία όπου ο Ραμί είχε αφήσει υπέρογκα χρέη -αυτό που είχε επιλέξει να μείνει δε συγκαταλεγόταν σ' αυτά. Ίσως να πήγαινε στο διαμέρισμα που είχε νοικιάσει ο αδερφός του. Θα μπορούσε να σταματήσει και να μπει μέσα να ρίξει μια ματιά. Όχι ότι περίμενε να βρει κάτι άξιο λόγου, αλλά αν υπήρχε κάτι προσωπικό, ένα αναμνηστικό που δεν παρέπεμπε στην κατεστραμμένη ζωή του Ραμί, μπορεί να το ήθελε ο πατέρας τους. Ο Καρίμ φόρεσε το τζιν του, ένα μαύρο μακό, αθλητικά κι ένα μαύρο μπουφάν από μαλακό δέρμα. Έκανε κρύο τη νύχτα στην έρημο, ακόμη και σ’ εκείνη που οδηγούσε στην καρδιά μιας πόλης η λάμψη της οποίας φαινόταν από χιλιόμετρα μακριά. Άνοιξε το χαρτοφύλακά του, άρπαξε το κλειδί και απομνημόνευσε τη διεύθυνση. Ένα ταμπελάκι που έγραφε 4Β κρεμόταν από το κλειδί. Προφανώς ο αριθμός του διαμερίσματος. Ο παρκαδόρος τού έφερε το αυτοκίνητο. Ο Καρίμ του έδωσε άλλο ένα εικοσάρικο για φιλοδώρημα. Στη συνέχεια πληκτρολόγησε τη διεύθυνση στο GPS και ακολούθησε τις οδηγίες. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα είχε φτάσει στον προορισμό του. Ήταν ένα αδιάφορο κτίριο, σε μια περιοχή της πόλης 14
που διέφερε όσο η μέρα με τη νύχτα με το Λας Βέγκας που είχε δει μέχρι στιγμής Η περιοχή ήταν σκοτεινή και παραμελημένη, όπως και το ίδιο το κτίριο... Ο Καρίμ συνοφρυώθηκε. Χρησιμοποιούσε αρκετά συχνά δορυφορικούς πλοηγούς και ήξερε ότι όταν δούλευαν σωστά ήταν καταπληκτικοί. αλλά όταν δε δούλευαν μπορεί και να σ έβγαζαν στη μέση του πουθενά. Ναι, αλλά αυτή ήταν πράγματι η σωστή διεύθυνση. Μήπως ο Ραμί είχε χάσει κάποια στιγμή τη δυνατότητά του να γίνεται δεχτός στα καλύτερα ξενοδοχεία: Υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να μάθει. Ο Καρίμ βγήκε από το αυτοκίνητο, το κλείδωσε και κατευθύνθηκε προς το κτίριο. Η εξωτερική πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Η είσοδος βρομούσε. Τα σκαλιά έτριζαν. Πάτησε κάτι γλοιώδες και προσπάθησε να μη σκέφτεται τι μπορεί να ήταν. Πρώτος όροφος. Δεύτερος. Τρίτος, και να το, μπροστά του. Διαμέρισμα 4Β, έστω κι αν το τέσσερα κρεμόταν σαν μεθυσμένο στο πλάι και το Β ήταν ανάποδα. Ο Καρίμ δίστασε. Ήθελε πραγματικά να το κάνει αυτό απόψε: Άντεχε πραγματικά να μπει σε μια βρομότρυπα; Θυμήθηκε την εποχή που είχε πάει να επισκεφθεί τον Ραμί όταν ήταν στη σχολή. Βρόμικα πιάτα στο νεροχύτη και σε όλους τους πάγκους. Χαλασμένο φαγητό στο ψυγείο. Ρούχα να ξεχειλίζουν απ' την ντουλάπα. «Να πάρει», μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του. Η αλήθεια ήταν ότι δεν τον ενδιέφερε καθόλου αν το διαμέρισμα ήταν βρόμικο. Αστό που τον απασχολούσε ήταν ότι θα ήταν γεμάτο πράγματα ταυ Ραμί. Τα δωμάτια των ξενοδοχείων δεν ήταν έτσι. Το προσωπικό θα είχε αφαιρέσει τα ρούχα του αδερφού του και τα πράγματά του και θα τα είχε αποθηκεύσει. Αυτό θα ήταν διαφορετικό. Και εκείνος ήταν δειλός. «Ένας καταραμένος δειλός», είπε και κινήθηκε αποφα15
σιστικά μπροστά. Έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά, το γύρισε... Και η πόρτα άνοιξε. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ήταν η μυρωδιά -όχι βρόμας. αλλά κάτι ευχάριστο. Ζάχαρη; Μπισκότα; Γάλα; Το δεύτερο πράγμα που πρόσεξε ήταν ότι δεν ήταν μόνος του. Κάποιος στεκόταν στα τρία μέτρα... Όχι κάποιος. Κάποια. Στεκόταν με την πλάτη προς το μέρος του, ψηλή και λεπτή και... Γυμνή. Το βλέμμα του πλανήθηκε πάνω της. Τα μαλλιά της έπεφταν σαν ξανθός χείμαρρος στους ώμους της. Η πλάτη της μακριά και γεμάτη χάρη. Η λεπτή μέση της τόνιζε την καμπύλη των γοφών της και τα απίστευτα μακριά πόδια της. Πόδια μακριά σαν αμαρτία. Να πάρει! Λάθος κτίριο. Λάθος διαμέρισμα. Λάθος... Η γυναίκα έκανε μεταβολή. Δεν ήταν γυμνή. Φορούσε ένα πράγμα που μετά βίας μπορούσε να θεωρηθεί σουτιέν κι ένα μικροσκοπικό τρίγωνο από αστραφτερό ασημί ύφασμα. Ήταν μια φτηνή αμφίεση που αναδείκνυε το υπέροχο σώμα της, αν και το πρόσωπό της ήταν ακόμη πιο όμορφο... Και τι σημασία είχε αυτό τώρα σε μια τέτοια στιγμή που είχε προφανώς βρεθεί στο λάθος μέρος... και, να πάρει, τα μάτια της ήταν γεμάτα τρόμο; Ο Καρίμ σήκωσε τα χέρια του ψηλά. «Μην ανησυχείς», βιάστηκε να την καθησυχάσει. «Έκανα λάθος. Νόμιζα...» «Ξέρω ακριβώς τι νόμιζες... Διεστραμμένε!» είπε η γυναίκα και πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει, του όρμησε κρατώντας κάτι στο χέρι της. Ήταν ένα παπούτσι. Ένα παπούτσι με τακούνι μακρύ και αιχμηρό σαν στιλέτο. 16
«Έι!» υποχώρησε βιαστικά ο Καρίμ. «Άκουσέ με. Προσπαθώ να σου εξηγήσω...» Τον χτύπησε με το παπούτσι, στοχεύοντας στο πρόσωπό του, αλλά ο Καρίμ κινήθηκε γρήγορα και το χτύπημα τον βρήκε στον ώμο. Την άρπαξε από τον καρπό και χαμήλωσε το χέρι της στο πλευρό της. «Μπορείς να περιμένεις ένα λεπτό; Ένα λεπτό μόνο...» «Να περιμένω;» είπε η Ρέιτσελ Ντόνελι. «Να περιμένω;» Ο ανώμαλος από το λόμπι του ξενοδοχείου της ζητούσε να περιμένει; Να περιμένει να τη βιάσει; «Σιγά που θα περιμένω!» του πέταξε και ελευθέρωσε το χέρι της, στράφηκε με δύναμη... Αυτή τη φορά το τακούνι πέρασε ξυστά από το πρόσωπό του. Αυτά ήταν τα καλά νέα. Τα άσχημα ήταν ότι εκείνος μουρμούρισε κάτι και πλέον δεν αμυνόταν -ερχόταν καταπάνω της. Βαριανασαίνοντας, αντέδρασε με όση δύναμη είχε, αλλά εκείνος ήταν υπερβολικά ψηλός, υπερβολικά δυνατός, υπερβολικά αποφασισμένος. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα την είχε αρπάξει από τους καρπούς και την είχε κολλήσει στον τοίχο. «Να πάρει και να σηκώσει, γυναίκα! Θα με ακούσεις;» «Δεν υπάρχει τίποτα ν' ακούσω. Ξέρω τι θέλεις. Ήσουν στο λόμπι απόψε. Σου σέρβιρα τα ποτά και το ήξερα ότι θα δημιουργήσεις πρόβλημα, και είχα δίκιο; Να ’σαι τώρα, και... και...» Η ανάσα της πιάστηκε. Λάθος. Αυτός δεν ήταν ο άντρας που την έγδυνε με τα μάτια του. Εκείνος ήταν καραφλός με ποντικίσια μάτια και φορούσε χοντρά γυαλιά. Αυτός εδώ είχε πυκνά μαύρα μαλλιά και μάτια γκρίζα σαν τον πάγο. Όχι ότι είχε καμιά σημασία. Είχε διαρρήξει το διαμέρισμά της. Ήταν άντρας. Εκείνη ήταν γυναίκα. Μετά από τρία χρόνια στο Βέγκας ήξερε ότι... 17
«Κάνεις λάθος». Ανοιγόκλεισε τα μάτια της ξαφνιασμένη. Ή εκείνη είχε μιλήσει δυνατά, ή εκείνος διάβαζε τη σκέψη της. «Δε θέλω να σου κάνω κακό». «Τότε κάνε μεταβολή και φύγε. Τώρα! Δε θα ουρλιάξω, δε θα φωνάξω την αστυνομία...» «Θα με ακούσεις; Ένας απ’ τους δυο μας είναι σε λάθος διαμέρισμα». Γέλασε άθελά της. Ο άντρας ξεφύσησε και την κράτησε πιο σφιχτά. «Προσπαθώ να σου πω ότι δεν περίμενα να βρω κάποιον εδώ. Νόμιζα ότι αυτό ήταν το διαμέρισμα του αδερφού μου». «Ε, λοιπόν, δεν είναι. Αυτό το διαμέρισμα είναι... είναι...» Τον κοίταξε. «Ποιανού αδερφού;» «Του αδερφού μου. Του Ραμί». Το πάτωμα άρχισε να γυρίζει κάτω από τα πόδια της Ρέιτσελ. Ένιωσε το αίμα να στεγνώνει από το πρόσωπό της. Ο άντρας το πρόσεξε και τα ψυχρά γκρίζα μάτια του στένεψαν. «Τον ξέρεις;» Τον ήξερε. Φυσικά και τον ήξερε. Κι αν αυτός ήταν ο αδερφός του Ραμί, αν αυτός ήταν ο Καρίμ του Αλκαντάρ, ο παντοδύναμος, άκαρδος, αδίστακτος πρίγκιπας... «Θα σε αφήσω τώρα», της είπε. «Αν ουρλιάξεις, θα το μετανιώσεις. Έγινα σαφής;» Η Ρέιτσελ ξεροκατάπιε. «Ναι». Αργά, προσεκτικά, τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της και απομάκρυνε τα χέρια του από πάνω της. «Προφανώς είχα δίκιο», της είπε. «Αυτό το διαμέρισμα είναι πράγματι του αδερφού μου». «Εγώ... εγώ...» «Εσύ τι;» γρύλισε με ηγεμονική ανυπομονησία. «Τι κάνεις εδώ; Το διαμέρισμα ανήκει στον Ραμί». Λάθος. Δεν του ανήκε. Δεν του ανήκε ποτέ. Ήταν δικό της ανέκαθεν, αν και αυτό δεν είχε εμποδίσει τη Σούκι και αργότερα τον εραστή της να μείνουν μαζί της. Τώρα, δόξα τω Θεώ, είχαν φύγει και οι δύο. Ζούσε μόνη της... Ω Θεέ 18
μου! Η καρδιά της. που ήδη σφυροκοπούσε δυνατά, άρχισε να καλπάζει. Δεν έμενε μόνη της εδώ. «Ποια είσαι;» γρύλισε εκείνος. Ποια ήταν, αλήθεια; Το κεφάλι της γύριζε. Έπρεπε να το περιμένει ότι θα συνέβαινε αυτό, ότι αργά ή γρήγορα κάποιος θα ερχόταν. Το χέρι του σηκώθηκε και την άρπαξε απ’ τον καρπό. «Απάντησε στην ερώτησή μου! Ποια είσαι; Τι κάνεις εδώ;» «Είμαι... είμαι μια φίλη», είπε η Ρέιτσελ. Και τότε, επειδή δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι ήξερε και τι δεν ήξερε αυτός ο άντρας και, πάνω απ' όλα, τι ήθελε, πρόσθεσε: «Είμαι φίλη του Ραμί. Μια πολύ καλή του φίλη».
19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Το στόμα του Καρίμ έγινε μια λεπτή γραμμή. Σιγά μην ήταν φίλη. Ήταν ερωμένη του. Η κοπέλα του. Ό,τι κι αν ήταν, πάντως, προφανώς για μια φορά στη ζωή του ο Ραμί είχε μπλέξει με κάποια που δεν ήταν ο συνηθισμένος του τύπος. Εκείνου του άρεσαν οι φανταχτερές γυναίκες. Και μπορεί η ενδυμασία της -ό,τι τέλος πάντων ήταν αυτό που φορούσε αυτή η γυναίκα- να ήταν φανταχτερή, αλλά κατά κάποιον τρόπο η ίδια δεν ήταν. Υπήρχε κάτι απόμακρο πάνω της, κάτι σ' αυτά τα σκούρα μπλε μάτια που έλεγε πρόσεχε πώς θα μου φερθείς. Ίσως αυτό να είχε τραβήξει τον Ραμί. Η πρόκληση να ρίξει αυτό το αδιόρατο φράγμα που είχε γύρω της. Μπορεί αυτό να αντιστάθμιζε το γεγονός ότι δε μιλούσε ξέπνοα και δεν πετάριζε τις βλεφαρίδες της. Ο Ραμί ξετρελαινόταν για τέτοιες ανοησίες. Και ο Καρίμ δεν μπορούσε να φανταστεί αυτή τη γυναίκα να κάνει τίποτα απ’ τα δύο. Ήταν σκληρή, Να πάρει, ήταν ατρόμητη. Οποιαδήποτε άλλη γυναίκα θα είχε φωνάξει βοήθεια. Θα είχε τρέξει ουρλιάζοντας μέσα στη νύχτα. Η, τουλάχιστον, θα τον είχε ικετέψει να δείξει οίκτο. Αντίθετα, εκείνη του είχε επιτεθεί. Και μάλιστα μ ένα ασυνήθιστο όπλο, σκέφτηκε με χιούμορ. Η γόβα-στιλέτο βρισκόταν στο πάτωμα δίπλα του και το ταίρι της λίγα μέτρα πιο κει. Θα μπορούσε να του είχε κάνει ζημιά, αφού ήταν τουλάχιστον εννιά, δέκα πόντους. 20
«Τα ψηλά τακούνια είναι μαρτύριο», του είχε πει κάποτε μια ερωμένη του, που όμως τα φορούσε ούτως ή άλλως. Κι εκείνος ήξερε το λόγο, Οι γυναίκες τα φοράνε γιατί γνωρίζουν πάρα πολύ καλά ότι οι άντρες λατρεύουν την εικόνα που δίνουν τα ψηλά τακούνια στο γυναικείο σώμα: την ελαφρά κλίση της λεκάνης, το πρόσθετο μήκος στο πόδι. Όχι ότι η κοπέλα του Ραμί το είχε ανάγκη αυτό. Ακόμη και ξυπόλητη, τα πόδια της έμοιαζαν ατέλειωτα. Με ή χωρίς τακούνια, ήταν χάρμα οφθαλμών. Απαλή. Σέξι. Απόλυτα θηλυκή. Γιατί να το αρνηθεί; Ήταν όμορφη -και ήταν σίγουρος ότι ήταν απολύτως φυσική. Είχε δει αρκετές γυναίκες που είχαν επέμβει χημικά ή χειρουργικά στο σώμα τους, μέχρι που έμοιαζαν με ψεύτικες κούκλες. Εμφύτευση ζυγωματικών. Επέμβαση στα χείλη. Ακινητοποιημένα μέτωπα και, το χειρότερο απ’ όλα, στήθη που έμοιαζαν σαν μπαλόνια. Το στήθος αυτής της γυναίκας θα ταίριαζε τέλεια στα χέρια ενός άντρα. Οι θηλές της θα ήταν γλυκές κάτω απ' τη γλώσσα του... Ο Καρίμ ένιωσε το σώμα του να σκληραίνει. Να πάρει. Είχε μείνει πολύ καιρό μόνος του. Αλλιώς γιατί να αντιδρά έτσι στη θέα αυτής της γυναίκας: Ήταν όμορφη, αλλά ήταν... είχε υπάρξει ερωμένη του αδερφού του. Εξάλλου, του άρεσαν γυναίκες κάπως πιο... σεμνές. Ήταν σεΐχης ενός αρχαίου βασιλείου, ενός πολιτισμού που εξακολουθούσε να διδάσκεται τις σύγχρονες αντιλήψεις για τη γυναίκα, αλλά ήταν και άντρας του 21ου αιώνα. Είχε σπουδάσει στη Δύση. Πίστευε στην ισότητα ανδρών και γυναικών, ναι, αλλά μια αίσθηση σεμνότητας δεν έπαυε να είναι προσόν για μια γυναίκα. Αμφέβαλλε ωστόσο αν η συγκεκριμένη γυναίκα θα μπορούσε να καταλάβει έστω και το νόημα αυτής της λέξης. Ο Καρίμ συνοφρυώθηκε. Τι σημασία είχαν όλα αυτά; Ο 21
Ραμί ήταν νεκρός, Κι εκείνος έπρεπε να ξεμπερδεύει. Να της πει ότι ο εραστής της ήταν νεκρός κι ότι είχε διορία μέχρι το τέλος του μήνα για να αδειάσει το διαμέρισμα. Είχε πει ότι ήταν δικό της, αλλά σίγουρα εξ ορισμού. Εκείνη ήταν εδώ, ο Ραμί δεν ήταν. Θα της έδινε πάντως μια γενναιόδωρη επιταγή. Έτσι ήταν το σωστό. Και μετά, αύριο -σήμερα, σκέφτηκε, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του, που έδειχνε έξι το πρωί-, θα τακτοποιούσε και τα υπόλοιπα χρέη που είχε αφήσει ο αδερφός του στο Βέγκας. Με λίγη τύχη, το Σαββατοκύριακο θα ήταν πίσω στο Αλκαντάρ. Και μετά θα γύριζε στο Μανχάταν και θα συνέχιζε τη ζωή του,.. «Λοιπόν;» του είπε η γυναίκα κοφτά. «Πες κάτι. Αν είσαι πραγματικά αδερφός του Ραμί, ποιο είναι το όνομά σου; Και τι κάνεις εδώ;» Ο Καρίμ ανοιγόκλεισε τα μάτια του ξαφνιασμένος. Πραγματικά, αυτό ήταν το μεγάλο ερώτημα. Δεν ήξερε για το θάνατο του εραστή της; Είχε μιλήσει σε ενεστώτα χρόνο. Και ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να της το πει; Όσο πιο ήπια γινόταν; Ή απλά να της εξιστορήσει τα γεγονότα; Αυτός ήταν μάλλον ο καλύτερος τρόπος. Να είναι ευθύς. Να ξεμπερδεύει μια κι έξω. Παρά τη θηλυκή της εμφάνιση -το στόμα που θύμιζε πέταλα λουλουδιού, τα στητά στήθη, την απαλή καμπύλη των γοφών-, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπήρχε κάτι εύθραυστο πάνω της. Παρέμενε η προσωποποίηση της αυθάδειας, με τα σκούρα μπλε μάτια της ν’ αστράφτουν από θυμό, το πιγούνι ανασηκωμένο, έτοιμη για πόλεμο. Μπορούσε να το αλλάξει αυτό σε δευτερόλεπτα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να της υπενθυμίσει ποιος είχε το πάνω χέρι. Και υπήρχε ένας πολύ εύκολος τρόπος να το κάνει. Να την τραβήξει στην αγκαλιά του, να βυθίσει το ένα χέρι του στο χείμαρρο των ξανθών της μαλλιών, να αναση22
κώσει το πιγούνι της και να τη φιλήσει. Θα του αντιστεκόταν, αλλά μόνο για μερικά δευτερόλεπτα. Ύστερα το δέρμα της θα αναψοκοκκίνιζε από πόθο. Τα χείλη της θα μισάνοιγαν. Θα βογκούσε και θα του παραδινόταν και δε θα είχε σημασία αν η παράδοση θα ήταν αληθινή ή ψεύτικη, εκείνος θα την παρέσερνε στον καναπέ, θα την έγδυνε και τότε τα βογκητά της δε θα ήταν ψεύτικα, γιατί θα την έκανε να τον θέλει, να τον παρακαλάει, να αναδεύεται κάτω απ' το σώμα του... Να πάρει! Ο Καρίμ απέστρεψε το βλέμμα του, προσποιούμενος ότι παρατηρεί τον τοίχο, το πάτωμα... οτιδήποτε, μέχρι να μπορέσει να θέσει υπό έλεγχο το ατίθασο σώμα του. Δεν απορούσε που ο Ραμί την είχε κρατήσει, σκέφτηκε καθώς στράφηκε προς το μέρος της, «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε κοφτά. «Εγώ σε ρώτησα πρώτη». Παραλίγο να βάλει τα γέλια. Ακουγόταν σαν παιδί που τσακωνόταν στο προαύλιο του σχολείου. «Είναι πραγματικά τόσο δύσκολο να μου πεις ποια είσαι;» Μπορούσε σχεδόν να ακούσει το μυαλό της να επεξεργάζεται το αίτημά του. Ύστερα έριξε το κεφάλι της στο πλάι. «Ρέιτσελ. Ρέιτσελ Ντόνελι». «Ε, λοιπόν, Ρέιτσελ Ντόνελι, εγώ είμαι ο Καρίμ». Δίπλωσε τα χέρια του στο στήθος του. «Ίσως ο Ραμί να με έχει αναφέρει». Η Ρέιτσελ ανασήκωσε τους ώμους της για να κρύψει το άγχος της. Ο απρόσκλητος επισκέπτης είχε μόλις επιβεβαιώσει τον χειρότερό της φόβο. Ο Ραμί τον είχε πράγματι αναφέρει. Όχι σ’ εκείνη. Σ' εκείνη δεν είχε πει ποτέ παραπάνω από ένα «γεια» -αν εξαιρέσεις τις φορές που την ακουμπούσε δήθεν τυχαία περνώντας από δίπλα της και της ψιθύριζε πόσο πολύ ήθελε να τη ρίξει στο κρεβάτι. Ήταν η Σούκι που της είχε μιλήσει για τον αδερφό του Ραμί. Η αδερφή της τον μισούσε, κι ας μην τον είχε δει ποτέ της. Ο Καρίμ. έλεγε η Σούκι, ήταν ο λόγος που ο Ραμί δεν 23
είχε λεφτά, ο λόγος που ποτέ δεν του συμπεριφερόταν καλά ο πατέρας τους ο βασιλιάς. Όλα εξαιτίας εκείνου. Του Καρίμ. Του Καρίμ του άπληστου. Του αλαζόνα. Του πρίγκιπα που είχε εσκεμμένα χτίσει ένα τοίχος μεταξύ του Ραμί και του πατέρα τους. Του πρίγκιπα που ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό του και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να αποκλείσει οποιονδήποτε άλλο από την περιουσία του πατέρα του. Καρίμ, ο άκαρδος σεΐχης. Η Ρέιτσελ δεν είχε δώσει καμία σημασία σε όλα αυτά μέχρι που ο Ραμί και στη συνέχεια η Σούκι είχαν εξαφανιστεί. Ο Ραμί είχε φύγει πρώτος. Χωρίς προειδοποίηση, χωρίς αντίο. Τη μία μέρα ήταν εδώ και την επομένη είχε εξαφανιστεί μαζί με τα πράγματά του. Η Σούκι φυσικά είχε μείνει μόνο όσο ήταν αναγκασμένη και στη συνέχεια είχε εξαφανιστεί κι εκείνη. Το μόνο που είχε αφήσει πίσω της ήταν ένα βουνό από άπλυτα, τη μυρωδιά ενός φτηνού αρώματος... Και κάτι άλλο που δεν είχε ποτέ καμία σημασία ούτε για τον Ραμί, ούτε για τη Σούκι, παρά μόνο για τη Ρέιτσελ. Μετά απ' αυτό, η Ρέιτσελ είχε αρχίσει να σκέφτεται τον άντρα που δεν είχε δει ποτέ. Όσα ήξερε για κείνον. Ή δεν ήξερε. Το πώς θα αντιδρούσα αν μάθαινε τι είχε αφήσει πίσω της η Σούκι. Αλλά πάλι, δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι θα εμφανιζόταν στο κατώφλι της έτσι απροειδοποίητα. Ο Ραμί είχε πει στη Σούκι ότι ο αδερφός του ταξίδευε πάντα με ορδές σωματοφυλάκων και συκοφαντών... αλλά να τος μπροστά της. Μόνος του. Να την κοιτάζει με μία μετά βίας κεκαλυμμένη περιφρόνηση, όταν δεν την κοιτούσε με πόθο. Η Ρέιτσελ το ήξερε αυτό το βλέμμα. Μία γυναίκα που φορούσε μία τέτοια στολή, που σέρβιρε ποτά στο καζίνο, ήταν εύκολο θήραμα. Σιχαινόταν τα πάντα σ’ αυτή τη δουλειά. Τους πελάτες. Την ατμόσφαιρα. Το ήχο από τις μάρκες. Αυτή την απαίσια στολή. 24
Είχε αρνηθεί να τη φορέσει, μέχρι που το αφεντικό της είπε: «Τη θέλεις τη δουλειά; Κάνε αυτό που σου λέω και σταμάτα να κάνεις τη δύσκολη». Τα κορίτσια που δούλευαν μαζί της ήταν ακόμη πιο ωμά. «Θέλεις να μας κάνεις την κυρία;» της είχε πει μία απ' αυτές, «πήγαινε όμως να μαζέψεις τα πιάτα και τα αποφάγια του μπουφέ». Η Ρέιτσελ είχε ήδη υποχωρήσει σ' αυτό. Δεν μπορούσε να πληρώνει το νοίκι και να συντηρεί τη Σούκι γιατί η Σούκι σίγουρα δε συναιρούσε τον εαυτό της με όσα έβγαζε καθαρίζοντας τραπέζια. Οπότε κάθε μέρα έσφιγγε τα δόντια της, κρυβόταν μέσα σ’ αυτή τη σιχαμένη στολή και πήγαινε για δουλειά εκεί όπου οι άντρες υπέθεταν ότι ήταν διαθέσιμη για πολλά περισσότερα από το να τους πηγαίνει απλά το ποτό τους. Το σιχαινόταν, αλλά, πάλι, έτσι ήταν όλοι οι άντρες. Δεν αποτελούσε έκπληξη αυτό. Και τότε είχε έρθει να μείνει μαζί τους ο Ραμί. Ύστερα από μερικούς μήνες, όταν δεν άντεχε πια να μένει μαζί με τη Σούκι και τον Ραμί, η Ρέιτσελ είχε πιάσει την αδερφή της και της είχε ζητήσει να βρει δικό της σπίτι. Η Σούκι είχε ξεσπάσει σε κλάματα και της είχε πει ότι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Ότι είχε ένα πρόβλημα... Κι αυτό το πρόβλημα είχε αλλάξει τα πάντα. Η Ρέιτσελ δεν μπορούσε να πετάξει έξω τη Σούκι, όπως δεν μπορούσε να πετάξει στο φεγγάρι, και... και... «Έχασες τη μιλιά σου, Ρέιτσελ Ντόνελι; Δεν έχω χρόνο για χάσιμο». Δεν έχει χρόνο, σκέφτηκε η Ρέιτσελ δεν έχει χρόνο... Ω Θεέ μου! Είχε ξαφνιαστεί τόσο με όλα αυτά, που παραλίγο να ξεχάσει τι ώρα ήταν. Το ρολόι στον τοίχο έδειχνε έξι και τέταρτο. Είχε γυρίσει από τη δουλειά πριν από δυο ώρες, όπως πάντα. Το οποίο σήμαινε ότι ο λόγος για τον οποίο είχε μείνει στο Λας Βέγκας θα εμφανιζόταν σε σαράντα πέντε λεπτά περίπου. 25
Δεν είχε σκεφτεί ποτέ στα σοβαρά τι θα έκανε αν και όταν έφτανε αυτή η στιγμή. Τώρα όμως ήξερε. Ήξερε όμως και κάτι ακόμη. 'Oτι ο αδερφός του Ραμί δεν ήξερε τίποτα. Αν ήξερε, θα είχε ήδη απαιτήσει αυτό που θεωρούσε δικό του. «Τόση φασαρία για να μάθεις το όνομά μου». Η Ρέιτσελ τον κοίταξε καταπρόσωπο. Ο σεΐχης στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο τεράστιο μυώδες σώμα του και το ψυχρό πρόσωπό του, που έμοιαζε με αρχαίου θεού. Δυστυχώς όμως για κείνον, η Ρέιτσελ ήξερε την αλήθεια. Ήταν ένας άκαρδος, που ήταν ειδικός στο να κάνει τους ανθρώπους να τον βλέπουν όπως ήθελε εκείνος. «Τόση φασαρία», της είπε με τη φωνή του να πάλλεται από σαρκασμό, «και δεν έχεις τίποτα να πεις». Ίσιωσε τους ώμους της. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να τον αντιμετωπίσει καταπρόσωπο και να τον διώξει από κει μέσα το γρηγορότερο. «Η αλήθεια είναι ότι ήθελα απλά να σιγουρευτώ. Το είχα ήδη καταλάβει ποιος είσαι». «Αλήθεια;» γρύλισε εκείνος. «Ο Ραμί σε έχει περιγράφει με αρκετή ακρίβεια. Αλαζονικός. Με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Δεσποτικός. Ναι, ήταν ακριβής». Πέτυχε το στόχο της. Είδε τα έντονα ζυγωματικά του να αναψοκοκκινίζουν. «Είσαι σεΐχης, έτσι δεν είναι; Από το Αλασαζάμ. Ή το Αλκατράζ. Κάτι τέτοιο». Το χρώμα στα μάγουλά του βάθυνε ακόμα περισσότερο. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της κι η Ρέιτσελ ένιωσε την επιθυμία να πισωπατήσει. «Κάτι τέτοιο», της απάντησε ψυχρά. «Ε, λοιπόν, ο Ραμί δεν είναι εδώ». Αυτό τον έκανε να χαμογελάσει. Είχε πει κάτι αστείο; «Αλλά θα του πω ότι πέρασες. Και τώρα, σεΐχη Πώς-ΣεΛένε, έχω δουλειά. Και...» «Με αποκαλούν πρίγκιπα Καρίμ», είπε ο Καρίμ στυφά. «Ή Υψηλότατο. Ή σεΐχη». Να πάρει! Είχε πράγματι ξεστομίσει τέτοιο πράγμα; Αν 26
υπήρχε κάτι που απεχθανόταν, ήταν η χρήση αυτών των τίτλων, αλλά αυτή η Ρέιτσελ Ντόνελι ξυπνούσε μέσα του τον χειρότερό του εαυτό. «Ναι, λοιπόν, Σεϊχότατε, θα δώσω στον Ραμί το μήνυμά σου. Τίποτ’ άλλο;...» Ο τρόπος που είχε συνδυάσει τους τίτλους του ήταν μία προφανέστατη προσβολή. Ήθελε να την αρπάξει και να την ταρακουνήσει... Ή να την αρπάξει και να σβήσει αυτό το ειρωνικό χαμόγελο από τα χείλη της με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο έναν τρόπο που θα άλλαζε τελείως τη στάση της. Αλλά μπορεί και να ήταν αυτός ο λόγος που τον πείραζε έτσι. Γυναίκες με τέτοια εμφάνιση σγουρά χρησιμοποιούσαν το σεξ σαν όπλο για να πάρουν το πάνω χέρι. Κι εκείνος δεν ήταν ανόητος για να πέσει στην παγίδα. «Όχι;» του είπε κεφάτα. «Αυτό είναι όλο; Ε, λοιπόν, σ' αυτή την περίπτωση, αντίο, καλή τύχη και καθώς βγαίνεις να κλείσεις και την πόρτα...» «Ο Ραμί είναι νεκρός». Δε σκόπευε να της το πει τόσο απότομα, αλλά που να πάρει, τον είχε αναγκάσει. Και τώρα ήταν πολύ αργά για να πάρει πίσω τα απότομα λόγια. Μπορούσε μόνο να ελπίζει ότι την είχε κρίνει σωστά: ότι ήταν πολύ σκληρή για να λιποθυμήσει ή... «Νεκρός;» Είχε μαντέψει σωστά. Δεν ήταν απ' αυτές που λιγοψυχούν. Προφανώς δεν ήταν ούτε από κείνες που κλαίνε. Η μοναδική της αντίδραση, απ’ όσο μπορούσε να κρίνει, ήταν μια ελαφρά διαστολή των ματιών. Ήταν πρόθυμος να δείξει κατανόηση. Μπορεί να ήταν σε κατάσταση σοκ. Ο Καρίμ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ναι. Πέθανε τον περασμένο μήνα. Ένα ατύχημα στην...» «Και τότε τι κάνεις εδώ;» Δεν είχε πραγματικά χρόνο να σκεφτεί τις πιθανές της αντιδράσεις στα νέα που της έφερε, αλλά, αν είχε, αυτή... αυτή η απόμακρη περιέργεια δε θα συγκαταλεγόταν στις 27
εναλλακτικές. «Αυτό είναι όλο; Σου λέω ότι ο εραστής σου είναι νεκρός και το μόνο που έχεις να πεις είναι “τι κάνεις εδώ;”« «Ο εραστής μου;» «Ο άντρας που σε είχε σπιτώσει», της είπε ψυχρά. «Σ' αρέσει καλύτερα αυτή η διατύπωση;» «Μα ο Ραμί...» Η φωνή της έσβησε. Την είδε που το σκεφτόταν. Φυσικά. Προσπαθούσε να επανεκτιμήσει την κατάσταση, να αποφασίσει τι τη συνέφερε περισσότερο τώρα που ο Ραμί δεν υπήρχε. Αλλά από εκεί είχε φύγει εδώ και κάμποσο καιρό, ούτως ή άλλως. Δεν ήξερε ότι ήταν νεκρός, αλλά αυτό είχε συμβεί εδώ και πολλές εβδομάδες, γεγονός που καθιστούσε αυτό το «θα του το πω ότι πέρασες» προφανέστατο ψέμα. Γιατί; «Μα ο Ραμί... τι;» είπε ψυχρά ο Καρίμ. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Τίποτα. Εννοώ ότι εκείνος απλώς... απλώς...» «Σε είχε παρατήσει». Το μυαλό της Ρέιτσελ γύριζε, αλλά αυτή η ωμή δήλωσή του απλά επέτεινε τη σύγχυσή της. Ο Ραμί ήταν νεκρός. Αυτό χειροτέρευε την κατάσταση; Ή μήπως ήταν καλύτερα: Όχι. Δεν άλλαζε τίποτα, αλλά έκανε πιο φανερή την ανάγκη να παραμείνει εκεί μέχρι να έχει νέα από τη Σούκι. Αναφώνησε ξαφνιασμένη όταν τα χέρια του Καρίμ την έπιασαν από τα μπράτσα. «Γιατί μου λες ψέματα, δεσποινίς Ντόνελι; Το ξέρουμε και οι δύο ότι ο αδερφός μου σε έχει παρατήσει εδώ και βδομάδες». Η Ρέιτσελ τον κοίταξε κατάματα. Δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της βλέμμα που να κρύβει περισσότερη περιφρόνηση. «Γιατί μου κάνεις μία ερώτηση τη στιγμή που ξέρεις ήδη την απάντηση;» «Αυτό που ξέρω», είπε ο Καρίμ και το στόμα του συσπάστηκε, «είναι ότι δε δίνεις δεκάρα που πέθανε». «Με πονάς!» 28
«Πόσον καιρό σου πήρε για να βρεις τον αντικαταστάτη του;» Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Τον;...» «Κάποιον άλλο ανόητο που σου πληρώνει το σπίτι. Τους λογαριασμούς. Που αγοράζει αυτό που πουλάς». Τα μάτια της άστραψαν. «Έξω από το σπίτι μου!» «Το σπίτι σου;» Ο Καρίμ την ανασήκωσε στον αέρα. «Ο Ραμί πλήρωνε τους λογαριασμούς εδώ. Το μόνο που έκανες εσύ ήταν να έχεις την τύχη να ζεσταίνεις το κρεβάτι του». «Αν το να ζεσταίνει κανείς το κρεβάτι του αδερφού σου είναι παράδειγμα καλοτυχίας, τότε ο Θεός να μας βοηθήσει όλους!» Να πάρει, ήθελε να την ταρακουνήσει μέχρι να ζαλιστεί! Κάποτε, πριν από πολύ καιρό, αγαπούσε τον αδερφό του με όλη του την καρδιά. Έπαιζαν μαζί, έλεγαν ο ένας στον άλλο τα αγορίστικα μυστικά τους. Έκλαψαν μαζί όταν έμαθαν τα νέα για το θάνατο της μητέρας του, εμψύχωναν ο ένας τον άλλο τις πρώτες βδομάδες του σχολείου, όταν βρέθηκαν στην άγνωστη μακρινή χώρα. Αυτό το αγόρι ήταν μόνο μία ανάμνηση... Μία ανάμνηση που ξύπνησε ξαφνικά μία θύελλα συναισθημάτων που ο Καρίμ έκρυβε ακόμη και από τον ίδιο του τον εαυτό. Και τώρα αυτά τα συναισθήματα τον πλημμύριζαν, απελευθερωμένα από την αδιαφορία αυτής της γυναίκας που ο αδερφός του είχε κάποτε αγαπήσει. Ο Καρίμ είχε δει ανθρώπους να στενοχωριούνται περισσότερο για το θάνατο ενός ζώου, απ’ όσο έδειχνε να στενοχωριέται τώρα η Ρέιτσελ Ντόνελι. «Να πάρει!», γρύλισε, «Δεν έχεις καθόλου καρδιά;» Τα μάτια της άστραψαν από ένα καταγάλανο φως. «Τι ερώτηση από κάποιον σαν κι εσένα!» Αυτό ήταν το κόκκινο πανί για κείνον. Ο Καρίμ βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του και τα χέρια του σφίχτηκαν περισσότερο γύρω της. «Άσε με!» Τον χτύπησε στον ώμο με τη γροθιά της. Εκείνος της 29
άρπαξε και τις δυο παλάμες και τις ακινητοποίησε πάνω στο στήθος του με το ένα χέρι. «Έτσι έκανες και με τον Ραμί;» τη ρώτησε. «Τον τρέλαινες;» Την τράβηξε ακόμη πιο κοντά του. Έκλεισε το πρόσωπό της στην παλάμη του. Έσκυψε το κεφάλι του προς το δικό της... Και σταμάτησε. Τι έκανε; Εκείνος δεν τα έκανε αυτά. Δεν ήταν από τους άντρες που επέβαλλαν με το ζόρι τον εαυτό τους σε μια γυναίκα. Το σεξ δεν είχε καμία σχέση με το θυμό. Δεν είχε σημασία αν εκείνη τον είχε οδηγήσει σ αυτό. Αυτό δεν του έδινε το δικαίωμα να της φέρεται έτσι. Την άφησε ελεύθερη. Έκανε ένα βήμα πίσω. Καθάρισε το λαιμό του. «Δεσποινίς Ντόνελι», είπε προσεκτικά. «Ρέιτσελ...» «Φύγε!» Η φωνή της έτρεμε, τα μάτια της ήταν διάπλατα. «Με άκουσες; Έξω από δω μέσα, έξω...» «Ρέιτσελ;» Ο Καρίμ στράφηκε προς την πόρτα. Μία γυναίκα, μεσόκοπη, παχουλή, με ευχάριστο πρόσωπο, κοίταξε πρώτα τη Ρέιτσελ, μετά εκείνον και μετά πάλι τη Ρέιτσελ. «Γλυκιά μου, είσαι εντάξει;» Η Ρέιτσελ δεν απάντησε. Ο Καρίμ στράφηκε προς το μέρος της. Είχε χλομιάσει. Και το στήθος της ανεβοκατέβαινε ακανόνιστα. «Κυρία Γκρέι». Η φωνή της ήταν ένας βραχνός ψίθυρος. Κοίταξε πρώτα τον Καρίμ και ύστερα την κυρία στην είσοδο. «Κυρία Γκρέι, αν θα μπορούσατε να... να ξανάρθετε λίγο αργότερα...» «Για μια στιγμή νόμισα ότι ήταν εκείνος», είπε συνοφρυωμένη η κυρία Γκρέι. «Άλλο χρώμα μαλλιά, αλλά το ίδιο ύψος, η ίδια κορμοστασιά. Κατάλαβες ποιον λέω; Εκείνον τον ξένο. Ράντι. Ρέιμοντ. Ράζι, όπως τον έλεγαν τέλος πάντων». «Όχι». Η Ρέιτσελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. 30
«Δεν είναι. Κοιτάξτε, λυπάμαι που σας το ζητάω, αλλά μήπως θα μπορούσατε...» «Τόσο το καλύτερο, αν θες τη γνώμη μου. Ωραίος άντρας, αλλά ακόμη και ένας βλάκας μπορούσε να καταλάβει τι κουμάσι ήταν». «Κυρία Γκρέι». Η φωνή της Ρέιτσελ ήταν αφύσικα ψιλή. «Έχω... έχω μια δουλειά να τελειώσω μ' αυτόν τον... κύριο και μετά θα έρθω...» «Συγνώμη, γλυκιά μου, αλλά έχω αργήσει. Έφερα την κόρη μου μαζί μου σήμερα. Έχει την πρωινή βάρδια και πρέπει να την πάω εγώ. Έτσι γλιτώνει το λεωφορείο και ξέρεις...» Τα μάτια της γύρισαν και πάλι στον Καρίμ. «Καινούριος φίλος;» «Όχι», είπε ψυχρά ο Καρίμ, «δεν είμαι φίλος της δεσποινίδας Ντόνελι». «Κρίμα. Φαίνεσαι καλό παιδί. Όχι σαν κι αυτόν τον Ράζι». Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Και πάλι, θα έλεγε κανείς ότι θα γυρνούσε, να κάνει το σωστό...» «Μαμά; Ειλικρινά, είσαι πολύ γρήγορη για μένα. Ανέβηκες τη σκάλα, πριν καν εγώ φτάσω στα μισό», είπε μια γυναικεία φωνή που κατέληξε σ’ ένα μικρό γελάκι. Μια νεότερη εκδοχή της κυρίας Γκρέι εμφανίστηκε δίπλα της. Είχε κάτι στα χέρια της. Μια κουβέρτα; Έναν μπόγο; Η ανάσα του Καρίμ πιάστηκε. Ήταν ένα παιδί. Ένα μωρό... που του θύμιζε κάποιον. Κάποιον από τα παλιά. «Θα έλεγε κανείς ότι ένας άντρας θα ήθελε να κάνει το σωστό για τον ίδιο του το γιο και τη μητέρα του, δε νομίζεις;» είπε η κυρία Γκρέι στον Καρίμ. Η Ρέιτσελ Ντόνελι, που δεν είχε δείξει απολύτως κανένα συναίσθημα στα νέα για το θάνατο του Ραμί, άφησε μια μικρή κραυγή. Ο Καρίμ πήρε με κόπο τα μάτια του από το μωρό και γύρισε να την κοιτάξει. Έτρεμε. Προσεκτικά, πήρε στα χέρια του το μωρό. Ευχαρίστησε τις δυο γυναίκες. Είπε κάτι ευγενικό. Έκλεισε την πόρτα. Και κοίταξε το μωρό στην αγκαλιά του. 31
Και είδε δύο τέλεια αντίγραφα των ματιών του αδερφού του. Της μύτης του αδερφού του. Και το στόμα της Ρέιτσελ Ντόνελι.
32
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο κόσμος σταμάτησε να γυρίζει. Ο Καρίμ το ήξερε ότι ήταν τόσο τετριμμένη η φράση, αλλά του χρειάστηκε συνειδητή προσπάθεια να στείλει αέρα στους πνεύμονές του. Αυτό που σκεφτόταν, ήταν αδύνατον. Αυτό το παιδί δεν είχε καμία σχέση με τον αδερφό του. Το χρώμα των ματιών. Το σχήμα μύτης. Και τι έγινε; Πολλοί άνθρωποι στον κόσμο είχαν το ίδιο χρώμα ματιών και το ίδιο σχήμα μύτης. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Εντάξει. Το είχε παρατραβήξει. Αυτό ήταν το πρόβλημα. Είχε συγκεκριμένες συνήθειες. Ο Ραμί τον πείραζε ανελέητα για το πόσο βαρετή πρέπει να είναι η ζωή του, αλλά οι συνήθειές του ήταν που τον κράτησαν σε επαφή με την πραγματικότητα. Σηκωνόταν στις έξι, μισή ώρα στο ιδιωτικό του γυμναστήριο, μετά ντους, ντύσιμο, καφέ και τοστ στις επτά, στο γραφείο του στις οκτώ. Είχε μείνει μακριά από το πρόγραμμά του για πάρα πολύ καιρό, πετώντας σχεδόν ασταμάτητα από πόλη σε πόλη, βλέποντας όλες τις δυσάρεστες λεπτομέρειες της ζωής του αδερφού του να ξεδιπλώνονται. Και αυτό είχε αρχίσει να έχει συνέπειες. Αν ο Ραμί είχε γίνει πατέρας, ο Καρίμ θα το είχε μάθει. Ήταν αδέρφια. Είχαν χάσει επαφή, αλλά σίγουρα ένας άνθρωπος δε θα κρατούσε μυστικό κάτι τέτοιο... «Μπλα», είπε το μωρό. «Μπλα-μπλα-μπλα», Ο Καρίμ χαμήλωσε το βλέμμα του στο παιδί. Μπλα, πράγματι. 33
Φυσικά και ο Ραμί θα το κρατούσε μυστικό όπως είχε κάνει και με τα χρέη του από τον τζόγο. Δεν πρέπει να μιλάμε για τα λάθη μας και η γέννηση ενός παιδιού εκτός γάμου ήταν ένα λάθος. Ο Ραμί χλεύαζε κάθε σύμβαση, αλλά κατά βάθος ήξερε ότι ήταν γιος βασιλιά και, μετά τον Καρίμ, ο επόμενος στη διαδοχή για το θρόνο. Υπήρχαν ορισμένοι κανόνες συμπεριφοράς που ίσχυαν, ακόμη και για κείνον. Τα νέα για την ύπαρξη ενός εξώγαμου παιδιού θα προκαλούσαν σκάνδαλο στο σπίτι. Ο πατέρας τους μπορεί να είχε εντελώς ξεκόψει με το νεότερο γιο του, να τον είχε μάλιστα εξορίσει ακόμη και από το βασίλειο. Οπότε, ναι. Το παιδί ήταν του Ραμί, και ήταν εξώγαμο. Δεν υπήρχε πιστοποιητικό γάμου στα χαρτιά του αδερφού του. Είχε βρει πολλά άλλα πράγματα. Ληγμένες άδεις οδήγησης. Ληγμένα καρνέ επιταγών. Χειρόγραφες σημειώσεις και, φυσικά, ατελείωτους λογαριασμούς. Τίποτα όμως που να υπαινισσόταν έστω και την ύπαρξη συζύγου. Η Ρέιτσελ Ντόνελι στεκόταν μπροστά του σαν παγωμένο μαρμάρινο άγαλμα, με τα μάτια της καρφωμένα στο παιδί που κρατούσε στην αγκαλιά του. Όχι. Ο Ραμί δεν την είχε παντρευτεί. Μεθυσμένος ή όχι, σίγουρα θα καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να δεθεί μόνιμα με μια τέτοια γυναίκα. Ήταν το είδος της γυναίκας που οι άντρες ήθελαν στο κρεβάτι τους, αλλά δεν τις παντρεύονταν, σκέφτηκε ο Καρίμ, χωρίς ίχνος χιούμορ. Όμορφη. Άγρια. Σκληρή. Ο αδερφός του μπορεί να έβρισκε ελκυστική όλη αυτή τη σπιρτάδα και την αντιδραστικότητα. Εκείνος όμως όχι. Αλλά η κατάσταση δεν αφορούσε εκείνον. «Δώσε μου το μωρό». Η φωνή της ήταν χαμηλή, κάπως εύθραυστη, όμως το χρώμα είχε επανέλθει στο πρόσωπό της. Είχε ανακτήσει την ψυχραιμία της. Γιατί άραγε είχε αντιδράσει με τέτοια αγωνία; Αν αυτό ήταν το παιδί του Ραμί, αυτή θα μπορούσε να 34
είναι μια χρυσή ευκαιρία για κείνη. Το παιδί του εραστή της και ο αδερφός του εραστή της, έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο... «Δώσε μου το μωρό!» Αναρωτήθηκε γιατί δεν είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί του νωρίτερα. E, λοιπόν, αυτό ήταν φανερό. Νόμιζε ότι ο Ραμί θα γύριζε πίσω σ εκείνη. Αυτός ήταν ο λόγος που την είχε παρατήσει;. Επειδή είχε μείνει έγκυος; Ήταν μια δυσάρεστη σκέψη, ότι ο αδερφός του θα εγκατέλειπε το ίδιο του παιδί, αλλά τίποτα σχετικά με τον Ραμί δεν τον εξέπληττε πια. Αν δεχθούμε, φυσικά, ότι το παιδί ήταν δικό του. Πώς είχε αφήσει ο αδερφός του να συμβεί κάτι τέτοιο; Μεθυσμένος ή νηφάλιος, πώς θα μπορούσε να ξεχάσει να χρησιμοποιήσει προφυλαχτικό; Μήπως η γυναίκα τον είχε παρασύρει για να το ξεχάσει; Αυτό ήταν πάντα μια πιθανότητα. Ο Καρίμ δεν ήταν αφελής. Ένας άντρας που διέθετε τίτλο και περιουσία ήξερε πώς είχαν τα πράγματα. Οι γυναίκες έστηναν παγίδες. Η ίδια του η μητέρα ήταν έγκυος σ’ εκείνον πριν παντρευτεί τον πατέρα του. Υποτίθεται ότι δεν το ήξερε αυτό, αλλά ακόμη κι ένας ανόητος μπορούσε να μετρήσει. Και από τη στιγμή που το είχε καταλάβει αυτό, είχε καταλάβει και γιατί ο γάμος των γονιών του είχε αποτύχει. Επέλεγες μια γυναίκα -ειδικά αν είχες τις ευθύνες ενός πρίγκιπα-επειδή πληρούσε ορισμένα κριτήρια. Κοινά συμφέροντα και παραδόσεις. Κοινούς στόχους και προσδοκίες. Εσύ την επέλεγες, δεν έφερνες τον εαυτό σου στη θέση όπου η τύχη ή η σκοπιμότητα ή, ακόμα χειρότερα, μια ανόητη νύχτα πάθους γινόταν ο καθοριστικός παράγοντας... Μία μικρή γροθιά χτύπησε τον ώμο του. Ο Καρίμ ανοιγόκλεισε τα μάτια του ξαφνιασμένος. Η γυναίκα είχε μετακινηθεί και βρισκόταν δίπλα του. Τα μάτια της έλαμπαν από θυμό. «Είσαι κουφός; Δώσε μου το μωρό!» 35
Το παιδί άφησε έναν ήχο δυσφορίας. Το στόμα του, αυτό το στόμα που ήταν ίδιο με το δικό της, άρχισε να τρέμει. Τα μάτια του Καρίμ στένεψαν. «Ποιανού είναι αυτό το παιδί;» «Τι είναι αυτό; Ανάκριση; Δώσε μου τον Ίθαν και εξαφανίσου!» «Ίθαν;» Να πάρει, σκέφτηκε η Ρέιτσελ σκέφτηκε, δεν είχε σκοπό να του πει τίποτα -ούτε καν το όνομα του μωρού. «Ναι. Και φοβάται τους ξένους». Το στόμα του Καρίμ συσπάστηκε. «Φοβόταν και τον αδερφό μου;» «Θα σας έλεγα ότι καταχράσθε της φιλοξενίας μου, Σεϊχότατε, αλλά δεν ήσασταν ευπρόσδεκτος εδώ από την πρώτη στιγμή». «Μη», την προειδοποίησε δυσοίωνα ο Καρίμ. «Μη με αποκαλείς έτσι». Μετάνιωσε για τα λόγια του με το που τα ξεστόμισε. Ήταν λάθος του να την αφήσει να καταλάβει ότι τον ενοχλούσε, γιατί ήταν αστό ακριβώς που ήθελε εκείνη να κάνει. «Θα σε ρωτήσω και πάλι», είπε, προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του. «Σε ποιον ανήκει αυτό το παιδί;» «Ανήκει στον εαυτό του. Σε αντίθεση μ’ εσένα και τους συμπατριώτες σου, οι Αμερικανοί δεν πιστεύουν ότι οι άνθρωποι ανήκουν σε κάποιον, σαν να είναι ακίνητη περιουσία». «Τι ωραίος λόγος! Είμαι σίγουρος ότι θα σε χειροκροτούσαν αν τον εκφωνούσες στην εθνική εορτή. Αλλά δεν έχει καμία σχέση με την ερώτησή μου. Γι' άλλη μια φορά, λοιπόν. Ποιανού είναι αστό το παιδί;» Η Ρέιτσελ δάγκωσε τα χείλη της. Ποιανού ήταν στ’ αλήθεια; Η Σούκι και ο Ραμί είχαν δημιουργήσει τον Ίθαν. Αλλά από την πρώτη στιγμή ήταν δικός της. Για τη Σούκι. το φούσκωμα στην κοιλιά της δεν ήταν παρά μία ενόχληση που κράτησε εννέα μήνες, ειδικά μόλις συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει την εγκυμοσύνη της 36
για να πείσει τον Ραμί να την παντρευτεί. Εκείνος μάζεψε τα πράγματά του και την κοπάνησε πολύ πριν τη γέννηση του Ίθαν. Η Ρέιτσελ ήταν εκείνη που κρατούσε το χέρι της Σούκι κατά τη διάρκεια της γέννας, η Ρέιτσελ έκοψε τον ομφάλιο λώρο του μωρού. Κι όταν η Σούκι και ο γιος της είχαν έρθει στο σπίτι από το μαιευτήριο, το μωρό έκλαιγε ασταμάτητα. Πεινούσε και η Σούκι είχε αρνηθεί να τον θηλάσει. «Τι;» είχε πει με φρίκη, «και να καταστρέψω το στήθος μου;» Το στομάχι του Ίθαν δε δεχόταν το έτοιμο γάλα. Το έβγαζε συνέχεια και γέμιζε συνεχώς τη μικροσκοπική του πάνα, Η Σούκι είχε ανασηκώσει αδιάφορα τους ώμους της και είχε αφήσει τη φροντίδα του στην Ρέιτσελ. Η Ρέιτσελ δεν είχε πρόβλημα με αυτό. Είχε αλλάξει το γάλα του. Άλλαζε τις πάνες του. Το μωρό άνθισε. Και η Ρέιτσελ τον λάτρευε. Τον είχε αγαπήσει πριν καν γεννηθεί. Ήταν εκείνη που είχε καταλήξει στο όνομα, που είχε αγοράσει κούνια και τα ρούχα του μωρού. Ήταν δικό της, δεν ήταν της Σούκι. Και όταν η Σούκι τελικά τους άφησε, η Ρέιτσελ σχεδόν ντρεπόταν να παραδεχθεί ότι είχε ανακουφιστεί με την αναχώρησή της. Και τώρα όλα κατέρρεαν. Δεν είχε ανησυχήσει ποτέ ότι μπορεί να επέστρεφε ο Ραμί και να διεκδικούσε το μωρό -και ακόμη κι αν το έκανε, εκείνη είχε καταλάβει ότι, κάτω από τη γοητεία και την όμορφη εμφάνιση, ήταν ένας δειλός. Μπορούσε να τον αντιμετωπίσει. Αλλά αν αυτός ο αλαζονικός νταής ήθελε τον Ίθαν,.. «Κυρία Ντόνελι, Έκανα μια απλή ερώτηση». Το μωρό άρχισε να κλαψουρίζει. «Έτσι μπράβο», είπε η Ρέιτσελ, «Ύψωσε τη φωνή σου. Τρομοκράτησε το μωρό. Αυτή είναι η ειδικότητά σου; Να εισβάλλεις σε μέρη που δεν είσαι ευπρόσδεκτος; Να τρομάζεις τα μικρά παιδιά;» «Έκανα μια απλή ερώτηση, και θα μου απαντήσεις! Ποιανού είναι το παιδί». 37
«Εσύ», είπε η Ρέιτσελ προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, «είσαι απαίσιος άνθρωπος!» Ένα σκληρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. «Μου ραγίζει η καρδιά που το ακούω». «Τι θέλεις για να φύγεις από εδώ;» «Την αλήθεια», της πέταξε. «Ποιανού είναι το παιδί;» Η Ρέιτσελ τον κοίταξε κατευθείαν στα ψυχρά μάτια του. «Δικό μου», του είπε, χωρίς δισταγμό και με το λαιμό σφιγμένο, γιατί ο Ίθαν ήταν πράγματι δικός της. Μόνο που δεν τον είχε γεννήσει. «Μην παίζεις μαζί μου, κυρία μου. Ξέρεις τι θέλω να μου πεις. Ποιος είναι ο πατέρας;» Είχαν φτάσει στο αδιέξοδο που φοβόταν, Και τώρα τι; Θα έπρεπε να το ξέρει ότι δε θα έμενε ικανοποιημένος με την απάντησή της. Ο σεΐχης, ο πρίγκιπας, όπως τέλος πάντων ήθελε να τον αποκαλούν, δεν ήταν ανόητος. Ο Ίθαν έμοιαζε στους γονείς του. Είχε τα χρώματα και τα μάτια του Ραμί, το πιγούνι και το στόμα της Σούκι. Και το δικό της δηλαδή αφού έμοιαζαν πάρα πολύ με τη Σούκι, αλλά ο σεΐχης δεν μπορούσε να το ξέρει αυτό. Δε γνώριζε καν την ύπαρξη της Σούκι. Και ούτε έπρεπε να τη μάθει. «Απάντησε μου!» «Χαμήλωσε τη φωνή σου. Εξακολουθείς να φωνάζεις...» «Νομίζεις ότι φωνάζω;» φώναξε ο σεΐχης. Και όπως ήταν αναμενόμενο, ο Ίθαν άρχισε να κλαίει. Ο πανίσχυρος πρίγκιπας έμεινε κατάπληκτος. Προφανώς ούτε καν τα βρέφη δεν είχαν το δικαίωμα να διακόψουν έναν βασιλικό εξάψαλμο. «Είδες τώρα τι έκανες;» ξέσπασε η Ρέιτσελ και πήρε τον Ίθαν στην αγκαλιά της. Το κλάμα του έγινε λυγμός, το σωματάκι του έτρεμε. Και η έκφραση στο πρόσωπό του σεΐχη ήταν ανεκτίμητη. Υπό άλλες συνθήκες που θα είχε γελάσει, αλλά δεν υπήρχε τίποτα το αστείο σε αυτή την κατάσταση. Αντί γι’ αυτό, άρχισε να βηματίζει αργά γύρω γύρω στο μικρό σαλόνι, ηρεμώντας το μωρό, χαϊδεύοντας την πλάτη 38
του, φιλώντας το στο μέτωπο. Οι κραυγές του μειώθηκαν, οι λυγμοί του μαλάκωσαν. «Καλό μου μωρό», ψιθύρισε. Ένιωσε τα μάτια του Καρίμ να την ακολουθούν.. Δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσει να τη βασανίζει με ερωτήσεις. Με μία ερώτηση. Ήταν ο Ραμί ο πατέρας του παιδιού της; Και, ναι, ο Ίθαν ήταν δικός της. Πάντα θα ήταν. Το είχε υποσχεθεί αυτό στο μωρό την ημέρα που τους είχε εγκαταλείψει η Σούκι. Και τώρα αυτό μπορούσε να αλλάξει σε ένα δευτερόλεπτό. Μόλις παραδεχόταν αυτό που ο σεΐχης ήδη υποπτευόταν, η ζωή της, και του Ίθαν, θα ήταν στα χέρια του. Σίγουρα θα αποφάσιζε να διεκδικήσει το γιο του αδερφού του. Ήταν ψυχρός, ναι Άκαρδος. σίγουρα. Το είχε πει ο ίδιος ο Ραμί, και η τελευταία ώρα το είχε αποδείξει. Η Ρέιτσελ δεν μπορούσε να τον φανταστεί να αισθάνεται τίποτα για κανέναν, ούτε καν για ένα μωρό. Παρ' όλα αυτά, δεν υπήρχε περίπτωση να της αφήσει τον Ίθαν. Υπήρχε το θέμα με το βασιλικό αίμα. Η Ρέιτσελ είχε ακούσει τον Ραμί να κλαψουρίζει γι' αυτό στη Σούκι Το γεγονός ότι ανήκαν σε βασιλική οικογένεια καθόριζε την πορεία της ύπαρξής τους. Ο σεΐχης θα απαιτούσε την επιμέλεια και θα την έπαιρνε. Είχε χρήματα. Δύναμη. Πρόσβαση σε δικηγόρους και πολιτικούς και δικαστές -ανθρώπους που εκείνη ούτε να φανταστεί δεν μπορούσε. Εκείνη δεν είχε τίποτα. Αυτό το σκοτεινό μικρό διαμέρισμα. Ίσως τετρακόσια δολάρια στην τράπεζα. Μια δουλειά που μισούσε και, ναι, μπορούσε εύκολα να φανταστεί πως θα συγκρινόταν το: «Επάγγελμα: Μισόγυμνη σερβιτόρα» με «Επάγγελμα: ισχυρός πρίγκιπας πού περνά τις ημέρες του μετρώντας τα χρήματά του». Η απάντηση ήταν αναπόφευκτη. Θα της έπαιρνε τον Ίθαν. Θα τον μεγάλωνε όπως είχε πει ο Ραμί στη Σούκι ότι είχε μεγαλώσει εκείνος. Χωρίς αγάπη. Χωρίς στοργή. Μόνο 39
πειθαρχία και κριτική και τα σκληρά λόγια και τις ανυπόστατες απαιτήσεις ενός απόμακρου πατέρα και τώρα, για τον Ίθαν, τις απαιτήσεις ενός άκαρδου θείου. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της Ρέιτσελ. Δεν μπορούσε να αφήσει να συμβεί κάτι τέτοιο. Δε θα το άφηνε να συμβεί. Θα έκανε τα πάντα για να κρατήσει το μωρό της -και υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να το πετύχει αυτό. Να δείξει στο σεΐχη ότι δεν μπορούσε να τη φοβίσει, να τον διώξει από το διαμέρισμα -κι ύστερα να ετοιμάσει μία βαλίτσα και να εξαφανιστεί. Το κλάμα του μωρού είχε καταλαγιάσει πια. Η Ρέιτσελ πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε προς το σεΐχη. «Θέλει άλλαγμα». «Κι εγώ απαντήσεις». «Εντάξει. Θα τις έχεις μόλις βρω χρόνο. Θα σε συναντήσω αργότερα. Ας πούμε, σας τέσσερις μπροστά από τους καταρράκτες στο... Τι είναι τόσο αστείο;» «Νομίζεις πραγματικά ότι θα χάψω ένα τόσο προφανές ψέμα;» Το χαμόγελό του εξαφανίστηκε. «Άλλαξε την πάνα του παιδιού. Θα περιμένω». «Μην προσπαθείς να μου δώσεις διαταγές μέσα στο ίδιο μου το σπίτι». «Το σπίτι είναι του αδερφού μου, όχι δικό σου. Έμενες εδώ μαζί του. Ήσουν η ερωμένη του». «Λάθος και στα δύο. Το διαμέρισμα είναι δικό μου». «Και ο αδερφός μου απλά έτυχε να έχει το κλειδί». Ο τόνος του ήταν υπαινικτικός και γεμάτος αυτοπεποίθηση, και, αν δεν είχε τον Ίθαν, θα του έδινε ένα χαστούκι στο όμορφο πρόσωπό του. «Λάθος δικό μου που του το έδωσα. Εκείνος ήρθε να μείνει σπίτι μου. όχι το αντίστροφο. Μετακόμισε μαζί μου, όχι εγώ μαζί του. Και, για την ιστορία, δεν έχω υπάρξει ποτέ ερωμένη κανενός. Υπήρξα πάντοτε αυτοσυντήρητη και έτσι θα παραμείνω». Να το πάλι. Η φωτιά. Το τσαγανό. Η απόλυτη περιφρόνηση. Τα μάτια της που άστραφταν από θυμό, ακόμη και όταν κρατούσε χαμηλή τη φωνή της για χάρη του μωρού, 40
εξακολουθώντας να χαϊδεύει με το χέρι της την πλάτη του. Ο Καρίμ παρακολούθησε την αργή κίνηση του χεριού της. Η αίσθηση αυτού του χεριού θα ηρεμούσε οποιονδήποτε. Ένα παιδί. Ένα θηρίο. Έναν άντρα. Χωρίς να το σκεφτεί, άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το μωρό. Τα δάχτυλά του άγγιξαν κατά λάθος την καμπύλη του στήθους της. Η ανάσα της πιάστηκε. Τα μάτια τους συναντήθηκαν. Το πρόσωπό της βάφτηκε κόκκινο. «Το μωρό αποκοιμήθηκε», ψιθύρισε ο Καρίμ. «Ναι», είπε εκείνη και ξεροκατάπιε. Μπορούσε να δει ότι ο λαιμός της πονούσε. «Π... Πάω στην κρεβατοκάμαρα, να του αλλάξω πάνα και να τον βάλω στο κρεβάτι του». «Εντάξει», της είπε κοφτά. Την παρακολούθησε να απομακρύνεται με αξιοπρέπεια βασίλισσας, με ίσια την πλάτη και απειροελάχιστο λίκνισμα των γοφών. Ήθελε να γελάσει. Τι θέατρο! Η προσωποποίηση της αξιοπρέπειας σε ένα φτηνιάρικο κοστούμι. Ήταν θέατρο, έτσι δεν είναι; Ο τρόπος που φερόταν. Η αγάπη που έδειχνε στο μωρό. Η άρνησή της να αποκαλύψει ότι ο Ραμί ήταν ο πατέρας του παιδιού, σαν να υποπτευόταν ποια θα ήταν η επόμενη κίνηση του Καρίμ. Δεν ήταν ηλίθια, κάθε άλλο, Σίγουρα ήξερε ότι θα απαιτούσε την επιμέλεια του αγοριού. Και θα την έπαιρνε. Ένα τεστ DNA, που γίνεται γρήγορα, θα έλυνε το πρόβλημα. Εκείνη ήταν... αυτό που ήταν. Μια χορεύτρια. Μια στριπτιζέζ. Ήταν απένταρη, ή σχεδόν απένταρη, αν έκρινε από το διαμέρισμα. Και αυτός ήταν ένας πρίγκιπας. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το ποιος από τους δύο θα κέρδιζε σε ένα δικαστήριο -αν έφταναν ποτέ μέχρι εκεί. Αλλά δε χρειαζόταν να φτάσουν μέχρι εκεί. Η Ρέιτσελ Ντόνελι δε θα εγκατέλειπε το παιδί χωρίς φασαρία. Αν ήταν μεγαλόψυχος, θα έλεγε ότι ήταν επειδή το αγαπούσε, αλλά δεν αισθανόταν μεγαλόψυχος. Αισθανόταν εξαπατημένος. Από τον Ραμί. Από τη μοίρα. Και 41
τώρα, προφανώς, από μια γυναίκα που ήταν εξαιρετική ηθοποιός και παρίστανε την αφοσιωμένη μητέρα. Όποιο και αν ήταν το κίνητρό της, δεν έπρεπε να της επιτραπεί να κρατήσει το αγόρι. Αυτό αποκλειόταν. Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει το παιδί να μεγαλώσει σε αυτό το άθλιο περιβάλλον από μια γυναίκα που μόνο κατ’ ευφημισμό θα μπορούσε να ονομάζεται χορεύτρια. Μαζί του, το αγόρι -ο Ίθαν- θα είχε όλα όσα θα μπορούσε να του προσφέρει ο Ραμί. Ένα άνετο σπίτι. Την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση. Τη γνώση του αρχαίου και τιμημένου παρελθόντος του. Δε θα είχε μητέρα, αλλά ούτε ο Ραμί είχε. Εδώ που τα λέμε, ούτε και ο Καρίμ, και ήταν μια χαρά. Ο Καρίμ κοίταξε την κλειστή πόρτα του υπνοδωματίου και συνοφρυώθηκε. Τι έκανε τόση ώρα; Το άλλαγμα της πάνας δεν μπορεί να είναι τόσο περίπλοκη διαδικασία. Μήπως είχε την εντύπωση ότι μπορούσε να την περιμένει με τις ώρες; Είχε πράγματα να κάνει. Να τακτοποιήσει τα χρέη του Ραμί, φυσικά. Και τώρα έπρεπε να κανονίσει τη μεταφορά του παιδιού στο Αλκαντάρ. Τι θα χρειαζόταν; Ρούχα; Γάλα; Το πιστοποιητικό γέννησης του παιδιού; Αυτό όχι. Ο ίδιος είχε διπλωματικό διαβατήριο. Μόνο το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε την εξουσία να τον ανακρίνει, και δε θα το έκανε. Τι άλλο θα χρειαζόταν; Φυσικά. Μια νταντά. Αυτή ήταν η βασική ανάγκη. Μια γυναίκα που θα ήξερε να φροντίσει τις ανάγκες του μωρού. Που θα το φρόντιζε μέχρι να επιστρέψει ο Καρίμ πίσω στο σπίτι και να κανονίσει το θέμα σε μόνιμη βάση. Τίποτα απ’ αυτά δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Αν δηλαδή δε δημιουργούσε πρόβλημα η Ρέιτσελ Ντόνελι. Αλλά γιατί να έκανε κάτι τέτοιο; Θα της έδινε μία γενναιόδωρη επιταγή και θα της εξηγούσε πόσο καλύτερα θα ήταν για το γιο της η καινούρια του ζωή στο βασίλειο του πατέρα του. 42
Μπορεί και να συμφωνούσε να τον επισκέπτεται μερικές φορές το χρόνο... Και, διάολε, έχανε χρόνο! Ο Καρίμ πλησίασε την κλειστή πόρτα και τη χτύπησε με τις γροθιές του. «Δεσποινίς Ντόνελι;» Τίποτα. «Δεσποινίς Ντόνελι, δεν μπορώ να περάσω ολόκληρο το πρωινό μου να σας περιμένω. Έχω κι άλλες δουλειές να κάνω». Και πάλι τίποτα. Να πάρει. Υπήρχε περίπτωση να έχει κι άλλη έξοδο το διαμέρισμα; Ένα παράθυρο που οδηγούσε σε εξωτερική σκάλα; Ο Καρίμ άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Τα έπιπλα ήταν λιγοστά. Μια συρταριέρα. Μια καρέκλα. Μια κούνια όπου κοιμόταν ο Ίθαν με την πλάτη του στον αέρα. Κι ένα κρεβάτι. Μονό. Με λευκό κάλυμμα. Το μόνο χρώμα προερχόταν από το σουτιέν, το εσώρουχο και τις σκούρες διχτυωτές κάλτσες που ήταν πεταμένα στο πάτωμα. Το στομάχι του δέθηκε κόμπο. Το βλέμμα του πλανήθηκε σε μια μισάνοιχτη πόρτα, απ' όπου έβγαιναν ίχνη ατμού, Ο ήχος του τρεχούμενου νερού ήχησε στα αυτιά του. ή μήπως ο σφυγμός του που σφυροκοπούσε; βγες έξω από αυτό το δωμάτιο, ψιθύρισε μια φωνή μέσα του. Είναι. στο ντους, γυμνή. Δεν έχεις δουλειά εδώ. Αντί γι’ αυτό, έκανε ένα βήμα μπροστά. Κι ύστερα κι άλλο. Αχ. θεέ μου. Μπορούσε να δει μέσα στο μπάνιο. Μέσα στη μικροσκοπική καμπίνα του ντους. Οι υδρατμοί θόλωναν το γυαλί, αλλά μπορούσε να τη δει. Να τη δει όπως θα μπορούσε να τη ζωγραφίσει ένας Ματίς ή ένας Ντεγκά -μόνο μια υπόνοια αυτού του υπέροχου προσώπου, αυτού του εξαίσιου σώματος. Το νερό σταμάτησε. βγες έξω, σκέφτηκε πάλι, αλλά τα πόδια του έμοιαζαν ριζωμένα στο πάτωμα. Η Ρέιτσελ άνοιξε την πόρτα της ντουσιέρας. 43
Και την είδε χωρίς το γυαλί. Τα μαλλιά της, που έπεφταν βρεγμένα γύρω απ’ τους ώμους της, κρύβοντας σχεδόν την τέλεια καμπύλη του στήθους της. Τη μέση της, τόσο στενή, που χωρούσε σίγουρα να κλείσει τα χέρια του γύρω της. Τους γοφούς της, με τις εξαίσιες καμπύλες. Τα πόδια της, τόσο μακριά που μπορούσε να τα νιώσει σχεδόν να τυλίγονται γύρω του. Και τις μικρές χρυσές μπούκλες εκεί που ενώνονταν οι μηροί της, φρουρώντας την καρδιά της γυναικείας της ύπαρξης. Εκείνη δεν τον είχε δει. Τα βρεγμένα μαλλιά της έπεφταν πάνω στα μάτια της. Την είδε ν’ απλώνει το χέρι της, ψάχνοντας για την πετσέτα. Και τότε κινήθηκε. Άρπαξε την πετσέτα πριν από κείνη. Τα δάχτυλά του ακούμπησαν τα δικά της. Τότε εκείνη έβαλε τις φωνές και παραμέρισε τα μαλλιά από τα μάτια της. «Όχι», είπε, «μην το...» Ο Καρίμ πέρασε τα χέρια του στον πλούσιο, χρυσό χείμαρρο των μαλλιών της. Σήκωσε το πρόσωπό της προς το μέρος του και πήρε το στόμα της σ' ένα σκληρό, πεινασμένο φιλί. Αυτό που ήθελε να κάνει από την αρχή. Τότε, είχε καταφέρει να σταματήσει. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσει τώρα. Εκείνη αντιστάθηκε. Εκείνος επέμεινε. Και το φιλί άλλαξε. Χρειάστηκε όλη του την αυτοσυγκράτηση για να το μετατρέψει σε κάτι απαλό και σαγηνευτικό. Τα χείλη του κινήθηκαν απαλά πάνω στα δικά της. Ψιθύρισε το όνομά της, της ψιθύρισε πόσο την ήθελε, πρώτα στη δική του γλώσσα και στη συνέχεια στη δική της. Τα πάντα μέσα του επιβραδύνθηκαν. Ήθελε αυτό το φιλί να διαρκέσει για πάντα... Εκείνη σταμάτησε να αντιστέκεται. Αναστέναξε. Τα χείλη της κόλλησαν στα δικά του. Τα χέρια της μετακινήθηκαν, άγγιξαν το στήθος του. 44
Την ένιωσε να τρέμει, αλλά όχι από φόβο. Ένιωσε το αίμα του να βράζει. Τη γη να μετακινείται. Τώρα, έλεγε όλο του το είναι, πάρ’ την τώρα... Ο Καρίμ ανατρίχιασε. Ύστερα απομακρύνθηκε· τύλιξε την πετσέτα γύρω της και βγήκε τρέχοντας από το μπάνιο, από το διαμέρισμα, από την παγίδα που του είχε σίγουρα στήσει η έξυπνη, όμορφη ερωμένη του αδερφού του.
45
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Η Ρέιτσελ έμεινε εκεί που την άφησε, κρατώντας την πετσέτα σφιχτά, σαν να μπορούσε να την προστατεύσει από αυτόν. Πολύ αργά, ψιθύρισε το σώμα της. πάρα πολύ αργά. Είχε ήδη κάνει ό,τι ήθελε. Την είχε αγγίξει. Την είχε φιλήσει. Την είχε οδηγήσει σε έναν συναισθηματικό ανεμοστρόβιλο που είχε αρχίσει από τρόμο και είχε μετατραπεί σε... σε... Αναπήδησε στο άκουσμα της μπροστινής πόρτας που έκλεισε με πάταγο. Εκείνος είχε φύγει. Διψώντας για αέρα, τρέμοντας. σωριάστηκε πάνω στο κάθισμα της λεκάνης. Το μυαλό της βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση. Δεν μπορούσε να σκεφτεί, δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα. Τι είχε συμβεί μόλις τώρα; Ή μάλλον το ερώτημα ήταν, τι δεν είχε συμβεί; Ο σεΐχης της είχε επιβληθεί. Είχε μπει μέσα ενώ ήταν γυμνή, την είχε τραβήξει πάνω του, την είχε φιλήσει... Και μετά την παράτησε. Γιατί; Η Ρέιτσελ ανατρίχιασε. Θα μπορούσε να είχε κάνει ό,τι ήθελε. Δεν υπήρχε κανείς να τον σταματήσει. Και σίγουρα όχι εκείνη. Ήταν πολύ 46
ψηλός, πολύ δυνατός αυτό το γυμνασμένο σώμα οι αγαλματένιοι μύες του κάτω από το ακριβό του κοστούμι... Θα τον πολεμούσε, αλλά θα την εξουδετέρωνε με ευκολία... Ένα βογκητό βγήκε από το λαιμό της. Την είχε πράγματι εξουδετερώσει. Όχι μόνο σωματικά. Διανοητικά. Πώς αλλιώς να εξηγήσει εκείνη την απειροελάχιστη στιγμή που το στόμα είχε ακουμπήσει απαλά πάνω στο δικό της, που το άγγιγμά του είχε γίνει πιο χαλαρό κι εκείνη... εκείνη... Η Ρέιτσελ ξεροκατάπιε. Έπρεπε να το ξεχάσει. Οι ενέργειες του ήταν όλες σκόπιμες. Ήθελε να την τρομοκρατήσει με μια επίδειξη ισχύος -η παραδοσιακή αντιμετώπιση «Εγώ Ταρζάν-εσύ Τζέιν». Το ήξερε το κόλπο. Ήταν ένα τυπικό αρσενικό τέχνασμα. Οι άντρες που σέρβιρε. Τα αφεντικά της στο καζίνο. Οι παίκτες. Ήταν οι χειρότεροι απ' όλους. Σκόρπιζαν τα χρήματά τους, επιδείκνυαν την εξουσία τους, βρομούσαν κολόνια... Εκείνος όμως όχι. Ο Καρίμ. Ο σεΐχης. Ο πρίγκιπας. Όπως τέλος πάντων του άρεσε να αποκαλεί τον εαυτό του. Εκείνος δε φορούσε κολόνια. Μόνο το καθαρό άρωμα του κορμιού του. Το ζεστό άρωμα ενός άντρα που ποθούσε μια γυναίκα. Κι όμως την είχε αφήσει να φύγει. Ο Ραμί δε θα το είχε κάνει αυτό. Την είχε καταλάβει από την αρχή, την ανάγκη που είχε να κυριαρχήσει, να πάρει ό,τι ήθελε αδιαφορώντας για τον άλλο... Η Ρέιτσελ έδιωξε από το πρόσωπό της τα βρεγμένα μαλλιά της. 47
Δεν είχε να κάνει με τον Ραμί. Είχε να κάνει με τον αδερφό του -και τώρα που είχε ένα λεπτό για να το σκεφτεί, μπορούσε να δει ότι ο αδερφός του ήταν ένας πολύ πιο πανούργος εχθρός. Κατάλαβε τι είχε κάνει. Την είχε παρασύρει σ’ ένα βαθύ, σκληρό φιλί που στη συνέχεια το μετέστρεφε σε κάτι απαλό, τρυφερό, σαγηνευτικό. Ήθελε να την μπερδέψει. Και το είχε καταφέρει. Εκείνη την τελευταία στιγμή που τη φιλούσε, όταν... όταν εκείνη εκδήλωσε κάποια ανταπόκριση στην αίσθηση των χειλιών του πάνω στα δικά της ... Όχι! Όχι! Η Ρέιτσελ πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν είχε ανταποκριθεί. Όχι με τον τρόπο που θα ήθελε εκείνος. Η αντίδρασή της ήταν παρορμητική. Ενστικτώδης -όπως θέλεις πες το. Η γυναίκα μέσα της που ήξερε να επιβιώνει είχε αναλάβει δράση. Είχε μπει στον αυτόματο πιλότο. Ασ' τον να σε φιλήσει. Μην παλεύεις. Αυτό ήταν το μόνο που είχε κάνει. Δεν ήταν σαν τη Σούκι. Χρήματα, δύναμη, καλή εμφάνιση δεν την ενδιέφεραν. Η Ρέιτσελ σηκώθηκε όρθια. Ένιωθε καλύτερα. Στην πραγματικότητα, ένιωθε μια χαρά. Ισχυρή. Ότι είχε τον έλεγχο. Επιπλέον, είχε ήδη ένα σχέδιο. Δηλαδή, κάποιου είδους σχέδιο. Και έχανε πολύτιμο χρόνο με το να αναπολεί το άσχημο περιστατικό σαν να είχε καμία σημασία, τη στιγμή που ήξερε ότι δεν είχε. Ο Καρίμ, ο Σεΐχης Όλων των Υποτακτικών, θα γύριζε. Δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Η τσάντα για τα καλλυντικά της ήταν σε ένα ράφι πάνω από το νιπτήρα. Βιαστικά, το άνοιξε, άνοιξε το ντουλάπι του μπάνιου, άρπαξε κραγιόν, μάσκαρα, αϊλάνερ. ασπιρίνες, τα πάντα που ήταν εκεί και τα έριξε κατευθείαν μέσα. 48
Φυσικά και θα γύριζε, σκέφτηκε καθώς χτένιζε βιαστικά τα μαλλιά της, πριν τα πιάσει αλογοουρά. Ο άνθρωπος ήταν πολλά πράγματα, αλλά σίγουρα δεν ήταν βλάκας. Καταλάβαινε αμέσως τα ψέματα. Όχι αυτό που είχε προσποιηθεί, ότι δήθεν είχε ανταποκριθεί στο φιλί του, τη στιγμή που ήξερε ότι δεν το είχε κάνει. Το άλλο ψέμα. Το μεγαλύτερο. Που δεν παραδέχθηκε ότι ο Ίθαν ήταν παιδί του αδερφού του. Γιατί εκείνος ήξερε ότι ήταν. Το είχε δει στα ψυχρά σαν πάγο μάτια του. Δεν είχε ακόμη αποδείξεις. Αυτός ήταν ο μόνος λόγος που δεν είχε επιμείνει περισσότερο, αλλά ήξερε. Αυτό που δεν ήξερε, που δε θα μπορούσε να ξέρει και που δεν έπρεπε ποτέ να μάθει, ήταν ότι ο Ίθαν δεν ήταν δικό της παιδί. Εκ πρώτης όψεως -με τη Σούκι ένας Θεός ήξερε πού και τον Ραμί νεκρό- είχε τα ίδια δικαιώματα στο παιδί με το σεΐχη. Εκείνη ήταν θεία του. Κι αυτός ήταν θείος του. Θα έπρεπε να είναι ισότιμοι, αλλά δεν ήταν. Εκείνος είχε αμύθητα πλούτη. Εκείνη ανησυχούσε για το νοίκι του επόμενου μήνα. Εκείνος εξουσίαζε ένα βασίλειο. Εκείνη το μόνο που μπορούσε να αποφασίσει ήταν ποια βάρδια θα δούλευε στο καζίνο. Η Ρέιτσελ έσπευσε στην κρεβατοκάμαρα, άνοιξε τα συρτάρια της τουαλέτας και άρπαξε σουτιέν και εσώρουχα, μακό, τζιν, κάλτσες και αθλητικά παπούτσια. Έπρεπε να φύγει από την πόλη, και γρήγορα. Το μωρό κοιμόταν ακόμα. Δόξα τω Θεώ για τις μικρές χάρες. Θα τον άφηνε να κοιμηθεί μέχρι που θα ήταν έτοιμη να φύγει... Η ανάσα της πιάστηκε. Η πόρτα. Η μπροστινή πόρτα. Μπορεί ο σεΐχης να την 49
είχε χτυπήσει μόνο για να την ξεγελάσει. Μπορεί να ήταν ακόμη εκεί. Αλλά και να είχε φύγει, τι σημασία είχε; Αφού είχε εκείνο το καταραμένο κλειδί. Διέτρεξε το μικροσκοπικό διαμέρισμα, ανασαίνοντας με ανακούφιση όταν είδε ότι το σαλόνι ήταν άδειο, και ασφάλισε την κλειδαριά, ύστερα άρπαξε μια ξύλινη καρέκλα που στεκόταν δίπλα σ’ ένα ετοιμόρροπο τραπέζι και τη σφήνωσε κάτω από το πόμολο. Ας προσπαθούσε να μπει τώρα. Ένας σεΐχης. Ένας πρίγκιπας. Ένας επηρμένος αναχρονισμός που νόμιζε ότι ο κόσμος είχε σταματήσει εδώ και μερικές εκατοντάδες χρόνια και ότι μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Οτιδήποτε. Όπως και να αρπάξει το μωρό της. «Λάθος», είπε η Ρέιτσελ φωναχτά και γύρισε στον Ίθαν. «Λάθος, λάθος, λάθος. Τελείως λάθος». Το μωρό ήταν δικό της. Κανείς δε θα της τον έπαιρνε. Ο Ίθαν είχε εν τω μεταξύ ξυπνήσει και γκρίνιαζε. Δεν ήταν στα καλά του τον τελευταίο καιρό και η Ρέιτσελ μπορούσε να διακρίνει ένα μικρό λευκό σημαδάκι στα ροδαλά ούλα του, όπου έκρυβε το πρώτο του δοντάκι. Κανονικά θα τον είχε πάρει στην αγκαλιά της, θα καθόταν στην παλιά κουνιστή πολυθρόνα που είχε αγοράσει από ένα φιλανθρωπικό κατάστημα και θα του μιλούσε του άρεσε να του μιλάνε-, αλλά ο χρόνος ήταν πολυτέλεια αυτή τη στιγμή. «Γεια σου, μικρούλη», τον καθησύχασε σκύβοντας πάνω απ’ την κούνια του, «μάντεψε τι θα κάνουμε τώρα!» Το βλέμμα που της έριξε -σουφρωμένα χείλη, νυσταγμένα μάτια-της έλεγε ότι δεν τον ένοιαζε και πολύ, Η Ρέιτσελ άρπαξε έναν μαλακό πλαστικό κρίκο για τα δόντια από την άκρη της κούνιας και του τον έδωσε. Τα παχουλά δάχτυλα του μωρού έσφιξαν τον κρίκο και το οδήγησαν 50
στο στόμα του. Ωραία. Είχε εξαγοράσει λίγα λεπτά ησυχίας. Αυτό ήταν το μόνο που χρειαζόταν. Η βαλίτσα της ήταν στο πίσω μέρος της ντουλάπας. Την έβγαλε έξω, την πέταξε πάνω στο κρεβάτι και την άνοιξε. Εντάξει. Έβαλε μέσα ένα δεύτερο τζιν. Μερικά ταμπόν. Σουτιέν. Εσώρουχα. Κάλτσες. Ένα πουλόβερ. Μία ζακέτα με φερμουάρ. Όλα μπήκαν στη βαλίτσα. «Τα-ντάαα», είπε στον Ίθαν, που εξακολουθούσε να μασουλά τον κρίκο με τα έντονα χρώματα. «Είδες πόσο γρήγορα έκανα; Τώρα ήρθε η σειρά σου. Τι θα ήθελες να φορέσεις στο ταξίδι. Τι εννοείς δε σου είπα την έκπληξη. Θα πάμε ταξίδι Δεν είναι συναρπαστικά;» Το μωρό έβγαλε έναν αγενέστατο ήχο. «Εντάξει. Μπορεί και όχι». Η Ρέιτσελ άνοιξε τα συρτάρια με τα ρούχα του Ίθαν, Πιτζάμες. Φορμάκια. Κάλτσες. Μικροσκοπικά πουκάμισα και πουλόβερ. ένα αδιάβροχο που δεν είχε καταφέρει να του αντισταθεί. «Παραδέχομαι ότι εγώ το σιχαινόμουν όταν η μαμά μού έλεγε ότι θα πηγαίναμε ταξίδι. Γιατί σήμαινε ότι θα φεύγαμε από το σχολείο, η Σούκι κι εγώ, πάνω που είχαμε επιτέλους τακτοποιηθεί». Τι άλλο; Πάνες φυσικά. Κάνα δυο κουβέρτες για την κούνια «Λοιπόν, εγώ δε θα σ' το κάνω ποτέ αυτό μικρούλη Σου το υπόσχομαι». Τι ξεχνούσε, Α, ναι το γάλα Μπιμπερό. Βαζάκια με τα φρούτα και τα λαχανικά, Μια γρήγορη επίσκεψη στην κουζίνα και στη συνέχεια πίσω στο υπνοδωμάτιο. «Θα βρω ένα μέρος όπου μπορούμε να εγκατασταθούμε και να έχουμε έναν μικρό κήπο και μπορεί κι ένα γατάκι». Η Ρέιτσελ σώπασε. Ήταν έστω και κατά διάνοια πιθανό κάτι τέτοιο; Η μητέρα της έφευγε για να γλιτώσει από τους λογαριασμούς και τα σκάνδαλα, αλλά με κάποιον τρόπο δεν ξέφευγε ποτέ έτσι κι αλλιώς. 51
Αυτό ήταν διαφορετικό. Εκείνη έφευγε για να γλιτώσει από έναν πρίγκιπα που είχε όλα τα λεφτά του κόσμου στη διάθεσή του. Η Ρέιτσελ ανατρίχιασε. Δε θα ανησυχούσε γι’ αυτό τώρα. Υπήρχαν άλλα πράγματα πιο σημαντικά. Τι έπρεπε να κάνει: να τρέξει στο αεροδρόμιο και να αγοράσει με μετρητά ένα αεροπορικό εισιτήριο, ή να πάει στον τερματικό σταθμό των λεωφορείων και να πάρει το πρώτο το λεωφορείο που έφευγε από την πόλη; Δεν υπήρχε συζήτηση. Στο αεροδρόμιο. Θα μπορούσε να ξεφύγει γρηγορότερα και να πάει μακρύτερα, καθώς η ταχύτητα και η απόσταση ήταν υψίστης σημασίας. Θα έδινε τα μισά της χρήματα για ένα εισιτήριο για οπουδήποτε και τα άλλα μισά θα τα κρατούσε για όταν έφταναν εκεί. Και είχε και την πιστωτική της κάρτα. Ήταν αχρησιμοποίητη, αφού την είχε για περίπτωση έκτακτης ανάγκης και αυτή ήταν σίγουρα περίπτωση μεγάλης ανάγκης. Θα πήγαινε όσο πιο μακριά από τον αδερφό του Ραμί και το Λας Βέγκας, όσο της επέτρεπαν τα μετρητά και η πιστωτική της. Μπορεί στο Σαν Φρανσίσκο. Ή στο Μπιλόξι, όπου υπήρχαν πλωτά καζίνα, Θα έβρισκε ένα δωμάτιο, ένα φτηνό, και θα καθόταν μια δυο μέρες για να αποφασίσει το επόμενο βήμα της. «Φτττ», είπε ο Ίθαν. Την έκανε να γελάσει. Πάντα το κατάφερνε αυτό το μωρό της ήταν μία ανεξάντλητη πηγή χαράς. «Καλά, μπορεί», είπε, «αλλά τουλάχιστον είναι ένα σχέδιο». Δεν ήταν και σπουδαίο σχέδιο, αλλά ήταν μια αρχή. Η Σούκι την πείραζε μονίμως γι' αυτό που αποκαλούσε «Εμμονή της Ρέιτσελ με το σχεδιασμό», αλλά χωρίς κάποιου είδους σχεδιασμό, μπορεί να κατέληγε σαν τη μητέρα της, ή τη Σούκι ή τις μισές γυναίκες σε αυτή την πόλη. 52
Και αυτό το να σπιτωθεί, να ζει από τη γενναιοδωρία ενός άντρα, να είναι ένα... ένα απόκτημα δεν επρόκειτο ποτέ, ποτέ να συμβεί σ’ εκείνη. Όσο για ότι έφευγε από το Λας Βέγκας... 'Ηταν έτοιμη. Περισσότερο από έτοιμη. Το Λας Βέγκας δεν ήταν ποτέ κάτι περισσότερο από μια στάση στο δρόμο για κάτι καλύτερο. Είχε έρθει εδώ μόνο επειδή την είχε καλέσει η Σούκι, φλυαρώντας με ενθουσιασμό για το ότι δύο από τα καζίνα ζητούσαν νέους ντίλερ. «Είναι μια πολύ καλή δουλειά», της είχε πει η Σούκι. «Θα σε εκπαιδεύσουν και μπορείς να βγάλεις πολλά χρήματα». Ίσως κάποτε. Όχι όμως πια. Η οικονομία πήγαινε κατά διαόλου. Και μαζί της και η ανάγκη για νέους ντίλερ. Η Ρέιτσελ είχε καταλήξει να σερβίρει τραπέζια και να αναρωτιέται πώς θα είχε σταθεί τόσο ανόητη, ώστε να ακούσει την αδερφή της. Κατ’ αρχάς, αν κάποιος προσελάμβανε προσωπικό, γιατί δεν είχε κάνει αίτηση και η Σούκι; Και κατά δεύτερον, η Σούκι δεν είχε μπει στον κόπο να αναφέρει ότι ζούσε σε ένα επιπλωμένο δωμάτιο που πλήρωνε με τη βδομάδα. Ο πραγματικός λόγος που ήθελε να έρθει η Ρέιτσελ, ήταν επειδή ήξερε ότι η Ρέιτσελ θα έβρισκε δουλειά και διαμέρισμα, και θα μπορούσε να μείνει μαζί της. Δεν είχε καν ρωτήσει αν μπορούσε να μείνει μαζί τους και ο φίλος της. ο Ραμί αλ Σαφίρ. Είχε βγει από το δωμάτιο της Σούκι ένα πρωί και μετά από αυτό είχε γίνει λίγο πολύ μόνιμος. Που δεν πλήρωνε τίποτα. «Ανόητη», μουρμούρισε η Ρέιτσελ. Αλλά, πάλι, θύμισε στον εαυτό της ρίχνοντας μερικές πάνες, ένα κουτί μωρομάντιλα και μερικές πλαστικές σακούλες σε μία τσάντα, αν δεν είχε έρθει στο Λας Βέγκας, δε θα είχε τον Ίθαν. Το μωρό άφησε μια αξιολύπητη μικρή κραυγή. Του είχε πέσει ο κρίκος μέσα από τα κάγκελα της 53
κούνιας. Η Ρέιτσελ τον μάζεψε, τον καθάρισε και του τον επέστρεψε. Το μωρό χαμογέλασε ευτυχισμένο. «Ναι», είπε η Ρέιτσελ, «έχεις δίκιο. Αυτή είναι μια νέα αρχή και για τους δυο μας». Μια νέα πόλη. Ένα καινούριο μέρος για να ζήσει. Μια δουλειά που δε θα την ανάγκαζε να φοράει στολές που την έκαναν να μοιάζει με κάτι που οι άντρες νόμιζαν ότι μπορούσαν να αγοράσουν. Ένα νέο ξεκίνημα. Σίγουρα. Και όλα αυτά εξαιτίας ενός ανθρώπου που νόμιζε ότι τα χρήματά του, οι τίτλοι του, η πανέμορφη εμφάνισή του -γιατί έπρεπε να παραδεχθεί ότι ήταν πράγματι όμορφος, αν σου άρεσε αυτό το είδος άντρα, που εκείνης σίγουρα δεν της άρεσε-, όλα αυτά εξαιτίας της Σεϊχότητάς του, του πρίγκιπα. Το μωρό έκανε μία ηχηρή, υγρή φούσκα. Η Ρέιτσελ χαμογέλασε. «Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ», του είπε. Εντάξει. Πάνες; Ναι. Γάλα; Ναι, Μερικά βαζάκια με παιδικές τροφές; Ένα μπιμπερό σε μικρή ξεχωριστή τσάντα; Όλα εντάξει. Και αυτό ήταν. Αντίο, σεΐχη Καρίμ. Καλώς όρισες, ολοκαίνουρια ζωή. Η Ρέιτσελ πήρε τον Ίθαν αγκαλιά και τον τύλιξε σε μία κουβέρτα με μικρές μπλε καμηλοπαρδάλεις. Στη συνέχεια, με το μωρό στο ένα χέρι, την τσάντα της στον ώμο, την τσάντα με τα μωρουδιακά στον άλλο, σήκωσε τη βαλίτσα από το κρεβάτι και πήγε βιαστικά προς την πόρτα. Απομάκρυνε την καρέκλα, ξεκλείδωσε την κλειδαριά και χωρίς να ρίξει πίσω της δεύτερη ματιά, άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες. Χαιρόταν που έφευγε από το Λας Βέγκας. Σκόπευε ούτως ή άλλως να το κάνει, μόνο που περίμενε για να μαζέψει λίγο περισσότερα χρήματα, αλλά αυτό που είχε συμβεί το πρωί δεν της άφηνε άλλη επιλογή. Η Ρέιτσελ σταμάτησε στο κεφαλόσκαλο του ισογείου. 54
Να πάρει! Το ταξί. Έπρεπε να είχε τηλεφωνήσει για ταξί. Και δεν είχε πάρει και την κυρία Γκρέι να της πει ότι δε θα τη χρειαζόταν πια. Κανένα πρόβλημα. Θα μπορούσε να τα κάνει και τα δύο, μόλις έβγαινε έξω και έβγαζε το κινητό από την τσάντα της. Λάθος. Δεν μπορούσε να πάρει το τηλέφωνό της, ούτε να τηλεφωνήσει στην κυρία Γκρέι, ούτε για ταξί. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα απ' αυτά, γιατί όταν άνοιξε την εξώπορτα, το πρώτο πράγμα που είδε ήταν ένα γυαλιστερό μαύρο αυτοκίνητο στη γωνία, με την πίσω πόρτα ανοιχτή. Το δεύτερο πράγμα ήταν που είδε ήταν ο σεΐχης, γερμένος στο φτερό, με τα χέρια σταυρωμένα στο στέρνο του, τα μάτια στενεμένα και το στόμα του μια λεπτή γραμμή. Η Ρέιτσελ κοκάλωσε. «Εσύ», είπε. Ήταν μια απίστευτα κλισέ αντίδραση και το ήξερε. Το ίδιο φάνηκε να πιστεύει κι εκείνος, γιατί ένα θανατηφόρο χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. «Εγώ», της είπε, με φωνή που της θύμισε ατσάλι τυλιγμένο σε μετάξι. Το βλέμμα του έπεσε στη βαλίτσα της. «Πηγαίνεις κάπου;» Ένιωσε το πρόσωπό της να φουντώνει. «Φύγε από μπροστά μου». Αυτός χαμογέλασε και πάλι, κινήθηκε προς το μέρος της, πήρε τη βαλίτσα από τα ξαφνικά άνευρα δάχτυλά της, την τσάντα με τις πάντες από τον ώμο της, και τα πέταξε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Τότε ήταν που είδε το παιδικό κάθισμα. Το στομάχι της βούλιαξε. «Αν νομίζεις ότι...» «Βάλε το παιδί στο κάθισμα, Ρέιτσελ». «Πώς;...» Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Ένα κινητό τηλέφωνο και ένας τίτλος μπορούν να κάνουν θαύματα», της είπε ξερά. «Άντε, βάλ’ τον στο κάθισμα». 55
«Είσαι τρελός αν νομίζεις ότι θα αφήσω να μου τον πάρεις!» «Είναι του Ραμί», είπε ψυχρά ο Καρίμ. «Είναι δικός μου!» «Και αυτός είναι ο μόνος λόγος που έχω αποφασίσει να σε πάρω μαζί μου». Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια της ξαφνιασμένη. «Να με πάρεις μαζί σου πού;» «Πρέπει να κανονίσουμε ορισμένες λεπτομέρειες». Μια αμυδρή έκφραση αποστροφής πέρασε από το πρόσωπό του. «Και δεν έχω καμία πρόθεση να τις κανονίσω εδώ». «Δεν... δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς...» «Ω για όνομα του Θεού, γυναίκα». Ο Καρίμ πήγε προς το μέρος της. Σταμάτησε λίγα εκατοστά μακριά της. με το πρόσωπό του σκληρό σαν γρανίτη. «Μην κάνεις τη χαζή. Δε σου ταιριάζει. Θέλω το παιδί του αδερφού μου. Κι εσύ θα θέλεις μια αποζημίωση». Έκανε μια παύση. «Εκτός κι αν είσαι διατεθειμένη να μου τον δώσεις τώρα αμέσως». Η Ρέιτσελ όρθωσε το ανάστημά της όσο πιο πολύ μπορούσε. Για την πρώτη φορά στη ζωή της, ευχήθηκε να φορούσε εκείνες τις καταραμένες γόβες-στιλέτο. «Αν νομίζεις ότι θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο...» «Όχι. Δεν το πιστεύω, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, όλα είναι πιθανά». «Αυτό που είναι πιθανό», του αντιγύρισε εκείνη, «είναι να αρχίζω να ουρλιάζω για βοήθεια. Υπάρχουν νόμοι σε αυτή τη χώρα ...» «Νόμοι ενάντια σε έναν θείο που επιθυμεί να φροντίσει για το καλό του παιδιού του νεκρού αδερφού του; Δεν το νομίζω». «Δε δίνεις δεκάρα για το καλό του Ίθαν! Απλά θέλεις να κλέψεις το μωρό μου, να τον πάρεις μακριά μου και να τον μεγαλώσεις ώστε να γίνει... να γίνει δικός σου κλώνος!» Ο Καρίμ γέλασε. Ένιωσε ένα κύμα θυμού να την πνίγει. «Είσαι πραγματικά απαράδεκτος!» «Θα το χειριστούμε το θέμα πολιτισμένα, ναι ή όχι;» Η Ρέιτσελ κοίταξε το όμορφο, ανέκφραστο πρόσωπό 56
του. Στη συνέχεια τον προσπέρασε, έβαλε τον Ίθαν στο παιδικό κάθισμα και έκανε να καθίσει στο αυτοκίνητο δίπλα του. Ο σεΐχης την έπιασε σφιχτά από τον αγκώνα της και την τράβηξε έξω στο πεζοδρόμιο. «Θα καθίσεις στη θέση του συνοδηγού», της πέταξε, «δίπλα μου. Δεν είμαι ο σοφέρ σου». Η Ρέιτσελ τον αγριοκοίταξε. «Δεν είσαι τίποτα τίμιο, ή αξιοπρεπές», του αντιγύρισε. Δεν ήταν και σπουδαία ατάκα, αλλά ήταν η μόνη που μπόρεσε να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή.
57
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Πού την πήγαινε ο Καρίμ; Όταν τον είχε ρωτήσει, είχε αποφύγει να της απαντήσει ευθέως. Γιατί να τον ξαναρωτήσει και να του δώσει τη χαρά της επιβεβαίωσης ότι εκείνος είχε τον έλεγχο της κατάστασης; Μπορεί να ήταν ανόητο, αλλά έτσι αισθανόταν η Ρέιτσελ. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να την ταπεινώσει. Ο τρόπος που την κοιτούσε, που της μιλούσε, που της πετούσε διαταγές... Ο τρόπος που την είχε φιλήσει. Όχι Δε θα ενίσχυε αυτή την αίσθηση ικετεύοντάς για πληροφορίες. Κοίταξε πίσω τον Ίθαν και άθελά της χαμογέλασε. Το αγόρι της ήταν ευχαριστημένο. Του άρεσαν οι βόλτες με το αυτοκίνητο. Εκείνη είχε ένα μεταχειρισμένο, παλιό Φορντ. Δεν έλεγε και πολλά από εμφάνιση, αλλά ήταν αρκετά αξιόπιστο. Στην αρχή, όταν ο Ίθαν είχε κολικούς και έκλαιγε συνεχώς, και η Σούκι έκλεινε τα αυτιά της και έλεγε, «μα δεν μπορεί να ησυχάσει ποτέ αυτό το μωρό;», η Ρέιτσελ είχε ανακαλύψει ότι αν τον έπαιρνε για μια βόλτα στην έρημο, μερικές φορές μέχρι και το Ρεντ Ροκ Κάνυον, εκείνοι οι σπαρακτικοί λυγμοί μετατρέπονταν σε κραυγούλες ευχαρίστησης. Μακάρι να ήταν μόνη της με το μωρό της εκείνη τη στιγμή και να κατευθύνονταν προς το γαλήνιο φαράγγι, σκέφτηκε και δίπλωσε τα χέρια σφιχτά πάνω στην ποδιά 58
της, στρέφοντας το βλέμμα της έξω από το παράθυρο. Η Ρέιτσελ έριξε μια κλεφτή ματιά στο σεΐχη. Οδηγούσε γρήγορα και επιδέξια, με το αριστερό του χέρι να κρατά το τιμόνι, και το δεξί να ξεκουράζεται πάνω στο λεβιέ των ταχυτήτων. Το προφίλ του παρέμενε άκαμπτο. Ο λογικός προορισμός θα ήταν κάποιο δικηγορικό γραφείο, αλλά απέρριψε τη σκέψη την ίδια στιγμή. Άλλο το να βρει παιδικό καθισματάκι εν ριπή οφθαλμού στη μέση της ερήμου. Αλλά το να βρει έναν δικηγόρο που θα μπορούσε να εμπιστευθεί ότι θα διαχειριζόταν με διακριτικότητα το θέμα της επιμέλειας του Ίθαν, ήταν τελείως διαφορετική υπόθεση. Μήπως τους πήγαινε σε κάποιο ιστορικό εργαστήριο για τεστ DNA; Όχι. Ούτε αυτό το έβρισκε πιθανό. Ο σεΐχης ήταν συνηθισμένος να χρησιμοποιεί τη δύναμη και τα χρήματά του για να κερδίζει αυτό που ήθελε, αλλά ακόμη και αυτός έπρεπε να γνωρίζει ότι χρειαζόταν τη συγκατάθεσή της για να πάρει δείγμα DNA από τον Ίθαν. Στο κάτω κάτω, ήταν η μητέρα του. Η Ρέιτσελ ξεροκατάπιε. Είχε δεχθεί την ιδιότητά της χωρίς αμφισβήτηση. Προφανώς δεν είχε ιδέα για τη Σούκι και για τους μήνες που είχε περάσει μαζί της ο αδερφός του. Και εκείνη δεν είχε την παραμικρή πρόθεση να τον διαφωτίσει. Στο κέντρο του Λας Βέγκας. Σίγουρα εκεί την πήγαινε. Η απόσταση μεταξύ του ρυπαρού κτιρίου που ζούσε και των λαμπερών καζίνων δεν ήταν τεράστια, αλλά μετριόταν σε χρήμα και όχι σε χιλιόμετρα. Εκεί θα πρέπει να την πήγαινε. Σε κάποιο εστιατόριο. Σε μια καφετερία. Ή στη σουίτα του. Ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν, ένας σεΐχης, θα έμενε σί59
γουρα σε σουίτα, ένα τεράστιο, λαμπερό σύνολο δωματίων που προορίζονταν αποκλειστικά για τους πλούσιους και διάσημους. Η Ρέιτσελ θα απαιτούσε να μείνουν στο καθιστικό της σουίτας με την πόρτα ανοιχτή, αν και δεν πίστευε ότι θα προσπαθούσε να την ξαναφιλήσει. Ήταν σίγουρη ότι το είχε αντιληφθεί σωστά, ότι το φιλί ήταν μία επίδειξη της ανδρικής υπεροχής του. Όπως ο λύκος που ως αρχηγός του κοπαδιού σηματοδοτεί την περιοχή του μαρκάροντας τους γύρω βράχους και τα δέντρα, σκέφτηκε η Ρέιτσελ. Η εικόνα την έκανε να θέλει να βάλει τα γέλια. Αλλά δεν το έκανε. Δεν υπήρχε τίποτα το αστείο στο ότι την είχε απαγάγει ένας άντρας που νόμιζε ότι του ανήκει ο κόσμος ολόκληρος και όλοι όσοι ζουν σ’ αυτόν. Το αυτοκίνητο προσπέρασε το Σέρκους-Σέρκους, το Βενίσιαν, το Φλαμίνγκο. Η Ρέιτσελ στράφηκε προς τον απαγωγέα της. Στο διάολο με τη στρατηγική. Εκείνος χρησιμοποιούσε την πνευματική και συναισθηματική του δύναμη για να πάρει αυτό που ήθελε. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη ικανότητά του. Αστό που έπρεπε να κάνει εκείνη ήταν να τον πολεμήσει. «θέλω να ξέρω πού με πας». «Σου είπα», της απάντησε ήρεμα. «Κάπου ήσυχα, όπου θα μπορέσουμε να συζητήσουμε την κατάστασή μας». «Την κατάστασή μας;» Η Ρέιτσελ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Εμείς οι δύο δεν έχουμε καμία κατάσταση». Μπροστά τους, το φανάρι έγινε κόκκινο. Ο Καρίμ έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε το αυτοκίνητο. «Καλό θα ήταν», της είπε ήρεμα, «να μη με περνάς για χαζό». «Σου έκανα μια απλή ερώτηση. Σίγουρα μπορείς να μου δώσεις μια απλή απάντηση. Πού πηγαί;...» Εκείνη τη στιγμή άναψε πράσινο. Το αυτοκίνητο έ60
στριψε. Κατευθύνονταν μακριά από το κέντρο του Λας Βέγκας, μακριά από τα ξενοδοχεία. Ο φόβος τής έκλεισε το λαιμό. Το μόνο πράγμα που θα υπήρχε σ’ αυτή τη μεριά της πόλης ήταν το αεροδρόμιο. «Ή θα μου πεις πού πηγαίνουμε, ή...» «Πηγαίνουμε στο αεροπλάνο μου». Ένιωσε να την πλημμυρίζει ολόκληρη ο πανικός. «Δεν πρόκειται να μπω σε αεροπλάνο!» «Ναι», της είπε χαμηλόφωνα, αλλά με φωνή που δήλωνε ξεκάθαρη διαταγή. «Θα μπεις». «Όχι!» «Θα πάμε στη Νέα Υόρκη». « Εσύ θα πας Νέα Υόρκη! Εγώ θα πάω σπίτι». «Σπίτι;»· Ο τόνος του άλλαξε, έγινε σκληρός. «Αλήθεια; Γι’ αυτό έβγαινες από το σπίτι κρατώντας βαλίτσα;» Μπροστά τους φάνηκε μια πύλη. Πλησιάζοντας, το αυτοκίνητο έκοψε ταχύτητα. «Σου είπα να μη με περνάς για ανόητο, Ρέιτσελ. Όταν εμφανίστηκες σ’ εκείνη την πόρτα, το μόνο που ήθελες ήταν να το σκάσεις. Πάω στοίχημα ότι δεν είχες καν αποφασίσει το πού θα πήγαινες. Ε, λοιπόν, τώρα έχεις». «Βάλ’ το καλά στο μυαλό σου. Υψηλότατε. Δεν υπάρχει απολύτως καμία περίπτωση να πάω αεροπορικώς στη Νέα Υόρκη ή οπουδήποτε αλλού μαζί σου. Αν νομίζεις ότι μπορείς... ότι μπορείς να συνεχίσεις αυτό που ξεκίνησες στο διαμέρισμά μου...» Την κοίταξε με παγωμένο βλέμμα. Ύστερα έστριψε το τιμόνι δεξιά και πάρκαρε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου. «Σας διαβεβαιώνω, κυρία Ντόνελι, δεν έχω το παραμικρό ερωτικό ενδιαφέρον για σας». «Αν έτσι νομίζεις ότι απολογείσαι...» «Δηλώνω απλά ένα γεγονός. Αυτό που συνέβη νωρίτερα ήταν ένα λάθος». «Και βέβαια ήταν! Και αν νομίζεις ότι θα μπορούσε συμβεί ποτέ ξανά...» 61
«Θα σε πάω στη Νέα Υόρκη, ώστε να ξεμπερδεύουμε μ’ αυτό το μικρό δράμα το συντομότερο δυνατόν». «Αυτό μπορούμε να το κάνουμε κι εδώ». «Όχι, δεν μπορούμε. Έχω ένα σπίτι στο Μανχάταν. Υποχρεώσεις που πρέπει να εκπληρώσω». «Κι εγώ έχω υποχρεώσεις». Γέλασε με τα λόγια της κι η Ρέιτσελ ένιωσε το πρόσωπό της να φουντώνει «Είμαι βέβαιος ότι η ζωή μου δε σου φαίνεται ούτε κατά διάνοια τόσο σημαντική όσο η δική σου», του είπε ψυχρά, «αλλά είναι για μένα και για το μωρό μου». «Θέλω να κάνω τεστ DNA στο παιδί» Ο τόνος του ήταν ουδέτερος Σαν να της ανακοίνωνε απλά ένα θέμα που είχε ήδη αποφασιστεί. Αυτό τη φόβιζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η βεβαιότητά του ότι θα γινόταν η εξέταση. 'On θα γινόταν αυτό που ήθελε εκείνος. Ήξερε ότι έπρεπε να ακουστεί αποφασιστική, ακόμη και απέναντι στη δική του αποφασιστικότητα. «Το όνομα του πατέρα του παιδιού μου είναι δική μου υπόθεση». «Όχι, αν πατέρας ήταν ο αδελφός μου». Η απάντησή του ήταν τόσο λογική, που για μερικά δευτερόλεπτα το μυαλό της άδειασε. Τι θα μπορούσε να απαντήσει σ' αυτό; «Ρέιτσελ», της είπε σιγανά, «μη μου πεις ότι ξέμεινες από επιχειρήματα». «Η ουσία είναι μία, Υψηλότατε. Δεν πρόκειται να γίνει εξέταση. Δε θα δώσω την άδειά μου. Και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις γι’ αυτό». «Έχεις δίκιο», της είπε ήρεμα. «Δεν μπορώ να σε εξαναγκάσω». Η Ρέιτσελ ήθελε να ζητωκραυγάσει, αλλά συγκρατήθηκε και παρέμεινε ακίνητη, με τα χέρια σταυρωμένα. Ήξερε ότι δε θα ξεμπέρδευε τόσο εύκολα. «Μπορείς πράγματι να αρνηθείς. Έχεις αυτό το δικαίωμα». Της χαμογέλασε. Ήταν ένα φοβερό χαμόγελο που 62
την πάγωσε μέχρι το κόκαλο. «Αλλά έχω κι εγώ δικαιώματα. Και μην μπεις στον κόπο να μου πεις το αντίθετο, γιατί έχω μιλήσει ήδη με το δικηγόρο μου». «Είχες ένα κουραστικό πρωινό», του είπε θέλοντας να ακουστεί ετοιμόλογη, παρά την αγωνία που την κατέκλυζε. «Έχω βάσιμους λόγους να πιστεύω ότι ο Ραμί είναι ο πατέρας του παιδιού». «Έτσι λες εσύ». «Έτσι θα πει ο δικηγόρος μου. Αν εσύ αρνηθείς την εξέταση, θα προσφύγω στη δικαιοσύνη». Έκανε μία παύση. «Και όπως λέει ο δικηγόρος μου. το σύστημα κινείται πραγματικά πολύ αργά. Ποιος ξέρει για πόσον καιρό θα πρέπει να μείνει ο Ίθαν σε ανάδοχες οικογένειες;» Η Ρέιτσελ χλόμιασε. «Όχι! Δεν μπορείς...» «Βεβαίως και μπορώ», της αντιγύρισε ψυχρά. «Έχω την καλύτερη νομική εταιρεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έξι δικηγόροι με αναρίθμητους συνεργάτες από τις καλύτερες νομικές σχολές της χώρας. Δικαστικούς επιμελητές. Κλητήρες. Γραφεία και στις δύο ακτές. Και ποιος θα εκπροσωπήσει εσένα; Ένα πιτσιρίκι που μόλις τελείωσε τη σχολή και εργάζεται στη Νομική Βοήθεια; Ένας δικηγόρος με ντουλάπα για γραφείο;» Ακόμη ένα ψυχρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. «Ο ανταγωνισμός μπορεί να αποδειχθεί πολύ ενδιαφέρων». 'Ήταν χτύπημα κάτω από τη μέση. Και ο Καρίμ το ήξερε. Η απόδειξη ήταν το ξαφνικό τρέμουλό στο στόμα της Ρέιτσελ Ντόνελι, τα μάτια της που γυάλιζαν δακρυσμένα. Ο Καρίμ ήθελε να νιώσει νικητής. Αλλά δεν ένιωθε.. Ήταν ένας εύκολος αντίπαλος και ο ίδιος δεν είχε υπάρξει ποτέ από τους ανθρώπους που απολαμβάνουν εύκολες νίκες. Η δύναμη ήταν όλη δική του: εκείνη δεν είχε τίποτα εκτός από το γιο του Ραμί -γιατί δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτός ήταν γιος του Ραμί. Γιατί δεν το παραδεχόταν; 63
Μόνο κέρδος θα είχε απ’ αυτό. Έπρεπε να ξέρει ότι θα πλήρωνε ό,τι του ζητούσε. Εκτός κι αν αγαπούσε πραγματικά το παιδί. Μπορεί και να υπήρχε τέτοια περίπτωση, Όχι και πολύ πιθανή, αν έκρινε από την εμπειρία του. Η μητέρα του, όποτε βρισκόταν μαζί τους, έδειχνε περισσότερη αγάπη για τα κανίς της, παρά για τον ίδιο ή τον Ραμί. Και όσο για τις γυναίκες που εργάζονταν για κείνον, στελέχη στις υψηλότερες θέσεις, τα παιδιά τους τα μεγάλωναν ουσιαστικά οι νταντάδες. Δεν υπήρχε τίποτα το κακό σ’ αυτό. Ήταν καλό για τα παιδιά να μεγαλώνουν με μία αίσθηση ανεξαρτησίας. Δεν ήταν κι ο ίδιος ένα τέτοιο ζωντανό παράδειγμα; Παρ' όλα αυτά, ήξερε ότι υπήρχαν και άλλα είδη μητέρων. Τους έβλεπε τα Σαββατοκύριακα, όταν έτρεχε στο Σέντραλ Παρκ. Να παίζουν και να γελούν με τα παιδιά τους Ίσως η Ρέιτσελ να ήταν τέτοιου είδους μητέρα. Ίσως και όχι. Ίσως ήταν όλα ένα θέατρο. Είτε έτσι είτε αλλιώς, δεν έδινε δεκάρα. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος που περιέπλεκε τόσο πολύ τα πράγματα, εκείνος θα ήταν ο νικητής. Το πόσα θα κέρδιζε από τη μάχη -εξαψήφια επιταγή, εφταψήφια, το δικαίωμα να επισκέπτεται ποτέ πότε το αγόρι, αν ήθελε- εξαρτιόταν από το πόσα εμπόδια θα έβαζε στο δρόμο του. Γιατί πραγματικά δεν ήθελε έναν δικαστικό αγώνα. Ήξερε ότι θα κατέληγαν στα πρωτοσέλιδα του κίτρινου Τύπου, στις κουτσομπολίστικες εκπομπές της καλωδιακής, στα μπλογκς του Διαδικτύου. Και τόσο ο ίδιος όσο και το Αλκαντάρ θα ήταν καλύτερα χωρίς αυτού του είδους τη δημοσιότητα. Η Ρέιτσελ θα συναινούσε πριν το πράγμα έπαιρνε δημοσιότητα, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Και η σιωπή της ήταν η πρώτη απόδειξη. Έτσι, περίμενε, παρακολουθώντας την αμίλητος μέχρι 64
που επιτέλους ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της, καταπίνοντας τα δάκρυά της. «Γιατί μου το κάνεις αυτό;» Η φωνή της ήταν ένας λεπτός ψίθυρος. Τον έκανε σχεδόν να αισθάνεται ένοχος -μέχρι που σκέφτηκε το καθήκον του προς τον αδερφό του. «Αυτό δεν αφορά σένα», της είπε χωρίς κακία. «Αφορά τον Ραμί». Η Ρέιτσελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν το πιστεύω αυτό». Τα μάτια του Καρίμ στένεψαν. «Κανείς δε με αποκαλεί ψεύτη». «Ούτε καν όταν λες ψέματα και στον ίδιο σου τον εαυτό;» «Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς». «Λέω ότι είναι πολύ λίγο, πολύ αργά». Η φωνή της δυνάμωσε. Δίπλωσε τα χέρια σε μία κίνηση περιφρόνησης που του είχε ήδη γίνει οικεία. «Επειδή, Υψηλότατε, αν πραγματικά νοιαζόσουν για τον αδερφό σου, θα ήσουν πλάι του. Θα τον είχες κάνει να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να συνεχίζει να πίνει και τα χαρτόπαιζε, και να ζει τον ίδιο τρόπο της ζωής που ζουν οι άνθρωποι σαν κι εσένα, μέχρι το λαιμό στα χρήματα και στην αυταρέσκεια αδιαφορώντας παντελώς για την ευπρέπεια και την τιμή και...» Η ανάσα της κόπηκε όταν ένιωσε τα χέρια του να την αρπάζουν και να την τραβούν προς το μέρος του, αγνοώντας την αντίθετη έλξη δύναμη της ζώνης ασφαλείας. «Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα γι’ αυτούς που αποκάλεσες "ανθρώπους σαν εμένα" και σίγουρα δεν έχεις ιδέα για τον αδερφό μου, εκτός από αυτό που σου έδειξε όταν σε πήρε στο κρεβάτι του.» «Ξέρω ότι είσαι άκαρδος. Για να κάνεις ό,τι κάνεις σ’ εμένα και τον Ίθαν και, ναι, ακόμα και στη μνήμη του αδερφού σου...» «Το κάνω αυτό για τη μνήμη του. Για την τιμή του λαού μας, μια τιμή που ποτέ του δεν κατάλαβε». Τα δάχτυλά του χώθηκαν στους ώμους της. Κι ύστερα 65
είπε κάτι μέσα απ' τα δόντια του σε μια γλώσσα που ακουγόταν τόσο σκληρή και ανένδοτη όσο κι εκείνος, και την έσπρωξε μακριά του. «Συμφώνησε με την εξέταση, ή βρες έναν τρόπο να με αντιμετωπίσεις στο δικαστήριο», γρύλιζε πριν ξεκινήσει το αυτοκίνητο. «Αυτές είναι οι επιλογές σου. Η πτήση προς τα ανατολικά είναι μεγάλη. Σου προτείνω να χρησιμοποιήσεις το χρόνο για να καταλήξεις σε μια απόφαση». Σταμάτησαν στην πύλη ασφαλείας. Ο Καρίμ έδειξε την ταυτότητά του και ο φύλακας τους έκανε νόημα να περάσουν. Η Ρέιτσελ περίμενε μέχρι να παρκάρει το αυτοκίνητο κι ύστερα στράφηκε προς το μέρος του. «Θέλω μόνο να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα». Η φωνή της έτρεμε Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της, κάθισε ίσια, και θύμισε στον εαυτό της ότι ο εχθρός της θα εκμεταλλευόταν στο έπακρο και το παραμικρό σημάδι αδυναμίας. «Θυμάσαι εκείνη τη στιγμή στο μπάνιο όταν... όταν φάνηκε ότι σταμάτησα να σου αντιστέκομαι;» «Όχι», της είπε ψυχρά, «όχι με τόση λεπτομέρεια. Γιατί θα έπρεπε;» Ένιωσε το πρόσωπό της να βάφεται κόκκινο, αλλά το είχε πάει πολύ μακριά για να υπαναχωρήσει τώρα. «Θα θυμόσουν όμως το γόνατό μου, που θα είχε κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά, αν δε με είχες αφήσει». «Ώστε αυτό ήταν,., πώς να το πω; Αντιπερισπασμός;» «Έκανα ό,τι ήταν απαραίτητο για να με αφήσεις ήσυχη». Κούνησε το κεφάλι του, κι η έκφραση του έγινε ξαφνικά θλιμμένη. «Θα το έχω υπόψη μου για την επόμενη φορά». «Πίστεψέ με. Υψηλότατε, δε θα υπάρξει επόμενη φορά». Της έριξε ένα μακρύ, επίμονο βλέμμα. Μήπως γελούσε μαζί της; Μήπως νόμιζε ότι ήταν αστείο; Η Ρέιτσελ δεν έμεινε για να το διαπιστώσει. Αντί για αυτό, έλυσε τη ζώνη ασφαλείας της, βγήκε 66
από το αυτοκίνητο και έβγαλε τον Ίθαν από το παιδικό κάθισμα. Ο Καρίμ την προσπέρασε, πήρε τη βαλίτσα της και την τσάντα με τις πάνες κι ύστερα την άρπαξε από τον αγκώνα με το ελεύθερο χέρι του και άρχισε να περπατά προς ένα ασημένιο τζετ, που είχε στην άτρακτό του ένα γεράκι για έμβλημα. Μερικά σκαλιά οδηγούσαν μέχρι την ανοιχτή πόρτα της καμπίνας, όπου δύο άντρες και μια γυναίκα, όλοι με σκούρες γκρι στολές, στέκονταν και τους παρακολουθούσαν. «Το πλήρωμά μου», της δήλωσε ο Καρίμ. Το πλήρωμά του. Το αεροπλάνο του. Η ζωή του. Η Ρέιτσελ συνειδητοποίησε ξαφνικά και βίαια αυτό που συνέβαινε Παραπάτησε. Ο Καρίμ άφησε τις τσάντες και τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της για να τη συγκροτήσει. «Να πάρει», γρύλισε. Η γυναίκα έτρεξε προς το μέρος τους. Έκανε να πάρει τη βαλίτσα και την τσάντα με τις πάνες, αλλά ο Καρίμ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Πάρτε το παιδί». Η Ρέιτσελ πισωπάτησε. Η γυναίκα τής χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Θα είναι μια χαρά μαζί μου, κυρία. Θα τον πάω στην καμπίνα. Έχω πάνες, έτοιμο φαγητό, καροτσάκι... Ο Υψηλότατος φρόντισε για όλα». Η Ρέιτσελ ανοιγόκλεισε τα μάτια της ξαφνιασμένη. «Αλήθεια;» «Ναι», είπε κοφτά ο Καρίμ. «Καλύτερα να δώσεις το παιδί στη Μόιρα. Ή μήπως προτιμάς να διακινδυνεύσεις να σου πέσει;» Η Ρέιτσελ της έδωσε τον Ίθαν. Και μετά στράφηκε στο σεΐχη. «Πότε τα παρήγγειλες όλα αυτά;» «Είχα όλο το χρόνο για να κάνω τα απαραίτητα τηλεφωνήματα, την ώρα που εσύ μάζευες τα πράγματά σου. 67
Δεν υπάρχει γυναίκα που να μην κάνει ώρες να ετοιμαστεί». «Δε μου πήρε ώρες! Και εσύ είσαι πάντα τόσο σίγουρος για το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; Πώς ήξερες ότι μάζευα τα πράγματά μου; Μόνο και μόνο επειδή εσύ θέλεις κάτι, δε σημαίνει...» Η ανάσα της κόπηκε όταν τον ένιωσε να τη σηκώνει στην αγκαλιά του. «Μπορώ να περπατήσω!» «Ναι. Μόλις μου το απέδειξες». Κατευθύνθηκε προς τα σκαλιά κι άρχισε να τα ανεβαίνει. Οι δύο άντρες -οι πιλότοι του, υπέθεσε- έστρεψαν την προσοχή τους πάνω τους. Η Ρέιτσελ ένιωσε το πρόσωπό της να γίνεται κατακόκκινο. Ίσως το πλήρωμα του σεΐχη να είχε συνηθίσει να βλέπει τον κύριο και αφέντη τους να ανεβαίνει στο αεροσκάφος με μια γυναίκα στα χέρια του, αλλά αυτού του είδους η δραματική είσοδος ήταν καινούρια για κείνη. «Θα φροντίσω εγώ τις αποσκευές σας, κύριε», είπε ένας από τους άντρες. Ο σεΐχης κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ωραία. Θέλω να πάρουμε άδεια απογείωσης το συντομότερο δυνατόν». «Μάλιστα, κύριε». Ο ένας άντρας απομακρύνθηκε με τις αποσκευές. Ο άλλος κατευθύνθηκε προς το πιλοτήριο. Ο Καρίμ έφερε τη Ρέιτσελ σε ένα χώρο που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα όμορφο σαλόνι σπιτιού. «Δε σου βαράνε προσοχή;» τον ρώτησε. Ανασήκωσε το φρύδι του. «Ορίστε;» Απομακρύνθηκε όσο της επέτρεπαν τα δυνατά, μακριά του μπράτσα. «Λέω, δεν είναι υποχρεωμένοι να στέκονται προσοχή;» «Το κάνουν», της απάντησε, «αλλά μόνο σε κρατικές περιστάσεις». Τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του. Εντάξει. Αστειευόταν το καταλάβαινε από το βλέμμα στο πρόσωπό του. Είχε τουλάχιστον ένα ανθρώπινο στοιχείο πάνω του. 68
«Μπορείς να με αφήσεις τώρα». «Αλήθεια;» «Άσε με κάτω» Το στόμα του συσπάστηκε. «Σε άκουσα». «Τότε, που να πάρει, άσε με...» «Δεν είναι τρόπος αυτός για μία κυρία». «Ε, λοιπόν, αυτή η κυρία δεν είναι και πολύ κυρία. Και θέλω να με...» Τα χέρια του σφίχτηκαν περισσότερο γύρω της, καθώς το αεροπλάνο άρχισε να παίρνει ύψος. «Ξέρω τι θέλεις», της είπε με θράσος, πριν σκύψει το κεφάλι του προς το μέρος της και τη φιλήσει. Η Ρέιτσελ άφησε ένα μικρό ήχο διαμαρτυρίας και ο Καρίμ αναρωτήθηκε τι στην ευχή έκανε. Κι ύστερα η Ρέιτσελ άφησε άλλον έναν ήχο, που κάθε άλλο παρά διαμαρτυρία ήταν. Ο Καρίμ διέτρεξε το περίγραμμα των χειλιών της με την άκρη της γλώσσας του. Βούλιαξε στο δερμάτινο κάθισμα του αεροσκάφους με τη Ρέιτσελ ακόμη στην αγκαλιά του. Το ένα του χέρι βυθίστηκε στα μαλλιά της και το άλλο βρήκε την απαλή καμπύλη του στήθους της. Η ορθωμένη θηλή της πιέστηκε πάνω στην παλάμη του μέσα από το λεπτό ύφασμα της μακό μπλούζας της και ο Καρίμ αναρίγησε. «Ρέιτσελ», ψιθύρισε. Εκείνη βόγκηξε και τα χείλη της μισάνοιξαν, αφήνοντάς τον να εισβάλει στη μελένια απαλότητα του στόματός της. Την τράβηξε πιο κοντά του. Γλίστρησε το χέρι του κάτω από το πουκάμισό της. Φυλάκισε το στήθος της. Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Έφερε το χέρι του στο πρόσωπό της, χάιδεψε το σαγόνι της. εναπόθεσε τον αντίχειρά του στην ευαίσθητη καμπύλη του λαιμού της. Ο παλμός της έγινε ακανόνιστος κάτω από το άγγιγμά του. Τι στο διάολο έκανε; Ήταν λάθος. Ήταν τρέλα. Και όμως το ήθελε, την ήθελε... 69
Το αεροπλάνο συνάντησε ένα κενό αέρος, με αποτέλεσμα να αναπηδήσει. Το ίδιο έκανε και η Ρέιτσελ. Αποτραβήχτηκε από την αγκαλιά του με πρόσωπο χλομό, μάτια τεράστια και θολά. Ο Καρίμ ανοιγόκλεισε τα μάτια του ξαφνιασμένος και την άφησε να φύγει. Η Ρέιτσελ πετάχτηκε όρθια. «Μη...» του είπε ξέπνοα «... μην τολμήσεις να με αγγίξεις ξανά, χυδαίο, αλαζονικό. άκαρδο, δολοπλόκο κάθαρμα! Αγνοείς πάντα το πώς πραγματικά αισθάνονται οι άλλοι άνθρωποι;» Δεν περίμενε την απάντησή του. Τόσο το καλύτερο, σκέφτηκε ο Καρίμ βλέποντας τη να προσπαθεί να φτάσει σε ένα κάθισμά μακριά από κείνον γιατί δεν είχε απάντηση να της δώσει. Ήταν αλήθεια. Ότι είχε αγνοήσει κάτι που θα μπορούσε να είναι σιωπηλή κραυγή του Ραμί για βοήθεια; Θα μπορούσε να τον είχε σώσει από την πορεία της αυτοκαταστροφής; Θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να είχε σταματήσει τον αδερφό του από το να χαραμίζει τη ζωή του; Και τώρα αυτό. Αυτό που είχε μόλις κάνει. Να φιλήσει τη Ρέιτσελ. Να της επιβάλει τα φιλιά του. Άσχημος τρόπος να το θέσει, αλλά μήπως αυτό δεν είχε κάνει; Την είχε φιλήσει μέχρι που είχε ανταποκριθεί, μέχρι που οι αναστεναγμοί της, η γλυκύτητα του στόματός της απέδειξαν ότι κινδύνευε να υποκύψει στο ίδιο καυτό σκοτάδι που απειλούσε κι εκείνον; Μόνο ένα πράγμα ήταν σίγουρο. Ήταν πολύ αργά για να κάνει κάτι για τον Ραμί. Αλλά μπορούσε να κάνει κάτι για το παιδί. Να τον αναθρέψει έτσι ώστε να γίνει ο άντρας που θα μπορούσε να έχει γίνει ο Ραμί. Και θα μπορούσε να κάνει κάτι και για τη γυναίκα του Ραμί. Δεν έπρεπε να την ξαναγγίξει ποτέ. Ποτέ, είπε στον εαυτό του ο Καρίμ, και έστρεψε το πρόσωπό του στο παράθυρο, καθώς το αεροπλάνο κέρδιζε ταχύτητα και ύψος μέχρι που, επιτέλους, τα λαμπερά φώτα από κάτω τους δεν ήταν παρά ένας αντικατοπτρισμός. 70
71
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 H Ρέιτσελ έτρεμε από θυμό. Σαν να μην έφτανε που ο σεΐχης είχε εισβάλει στη ζωή της, είχε πάρει το πάνω χέρι. Που τη διέταζε. Που έβγαζε αυθαίρετα συμπεράσματα. Και τώρα αυτό. Που τη μεταχειριζόταν σαν να... σαν να υπήρχε μόνο για την ευχαρίστησή του. Ήξερε τι σκεφτόταν για κείνη. Ο Ραμί φερόταν στη Σούκι σαν να ήταν σκλάβα του. Φέρε μου αυτό, δώσε μου εκείνο, μην αντιμιλάς όταν σου λέω κάτι... Είχε επιχειρήσει να το κάνει και σ' εκείνη, αλλά δεν τα είχε καταφέρει. «Μπορεί στη χώρα σου οι άντρες να φέρονται με αυτό τον τρόπο στις γυναίκες», του είπε, «αλλά εδώ είναι Αμερική». Αμερική. Όπου μια γυναίκα σαν κι εκείνη φορούσε μια στολή που την έκανε να μοιάζει με πόρνη, επειδή η διεύθυνση του ξενοδοχείου την ανάγκαζε. Όπου οι άντρες την έκριναν βάσει αυτής της καταραμένης στολής, ή της πεποίθησης ότι ήταν ερωμένη του αδερφού τους. Του είχε πει ότι δεν είχε υπάρξει ποτέ ερωμένη του Ραμί. Δεν την είχε πιστέψει. Και τώρα ήθελε να του πει ότι ούτε τον είχε αγαπήσει. Ήθελε να του πει καλύτερα να έμενα στο δρόμο, παρά να κοιμηθώ με τον απαίσιο τον αδερφό σου. Αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Έπρεπε να παίξει αυτό το θέατρο. γιατί το μόνο που μετρούσε ήταν ο Ίθαν. 72
Εντάξει. Έπρεπε να ηρεμήσει. Να πάρει μια βαθιά εισπνοή. Εκπνοή. Αργά. Ύστερα και δεύτερη... «Να πάρει», είπε. Πώς μπορούσε να ηρεμήσει; Πώς; «Δεν πρέπει να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα», έλεγε πάντα η μητέρα της. Η μητέρα της, που δεν είχε απλά ακολουθήσει το ρεύμα, είχε αφεθεί σ’ αυτό όπως οι ιστιοπλόοι στα κύματα. Η Ρέιτσελ ξεφύσηξε. Η μητέρα της έλεγε πολλά πράγματα. Αμπελοφιλοσοφίες. Βλακώδεις ανοησίες. Δεν ακούγονταν και τόσο ανόητα τώρα. Ακολούθησε το ρεύμα. Και εκείνο το άλλο παλιό ρητό. Η πρώτη εντύπωση μετράει. Αυτό έκανε πάντοτε τη Ρέιτσελ να μαζεύεται, γιατί η μητέρα της θα πρέπει να το είχε πει τουλάχιστον εκατό φορές, πάντα με χαρούμενη φωνή, πάντα μπροστά από έναν καθρέφτη, όπου φτιαχνόταν για το πρώτο ραντεβού με τον επόμενο χυδαίο, ιδρωμένο ανόητο που έτρεχε ξωπίσω της. Τελικά αποδείχθηκε ότι η μητέρα της είχε δίκιο και σ’ αυτό. Η πρώτη εντύπωση πράγματι μετρούσε. Ο σεΐχης την είχε κρίνει από την εμφάνισή της. Κι εκείνη είχε χειροτερέψει την κατάσταση, αφήνοντάς τον να τη διατάζει... Αφήνοντάς τον να τη φιλήσει στο μπάνιο και μετά ξανά εδώ, στο αεροπλάνο του. Σίγουρα, του είχε αντισταθεί. αλλά μετά... μετά... Έλα τώρα, Ρέιτσελ. Ας είσαι τουλάχιστον ειλικρινής με τον εαυτό σου. Είχε αντισταθεί όσο και ένας χαρτοπαίχτης στο φλος ρουαγιάλ. Την είχε φιλήσει. Και μετά από προσχηματική αντίσταση, είχε ανταποκριθεί στο φιλί του. Αυτή ήταν η φρικτή αλήθεια. 73
Ήταν το χειρότερο είδος ανθρώπου. Ανυπόφορα πλούσιος, ανυπόφορα όμορφος, ανυπόφορα εγωιστής. Να πάρει, ήταν άντρας, και αυτό αρκούσε. Μέχρι που τη φίλησε και το μυαλό της είχε διαλυθεί. Πώς ήταν δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο; Ναι, ήταν όμορφος. Να πάρει, ήταν σέξι. Αλλά εκείνη δεν έπεφτε με τέτοια. Δεν την ενδιέφερε καν το σεξ. Δεν την ενδιέφερε τίποτα που θα μπορούσε να υπονομεύσει τη ζωή που ήθελε, τη ζωή που είχε ήδη σχεδιάσει από την ημέρα που είχε ξυπνήσει σε ένα σκληρό κρεβάτι, σε ένα φθηνό δωμάτιο στο Ποκατέλο του Αινταχο, την ημέρα που έμπαινε στα δεκαεπτά. Η δεκαεξάχρονη Σούκι κοιμόταν δίπλα της, με το στόμα της ανοιχτό, και κάθε εκπνοή να μυρίζει μπίρα. «Μαμά;» θυμόταν ότι είχε φωνάξει η Ρέιτσελ, έχοντας ένα φοβερό προαίσθημα. Είχε ανακαθίσει, είχε παραμερίσει τη λεπτή κουβέρτα -και είχε δει την κάρτα γενεθλίων πάνω στο κομοδίνο. Ένα μεγάλο, φανταχτερό πράγμα με μοβ και κίτρινα μπαλόνια ζωγραφισμένα πάνω του. Χρόνια πολλά! έλεγε. Και μέσα υπήρχε ένα κολλαριστό χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίων. Και ένα σημείωμα. Πήγαμε διακοπούλες με τον Λου! Να είστε καλά κορίτσια μέχρι να έρθω να σας πάρω! Σας αγαπώ! Ο Λου ήταν η τελευταία κατάκτηση της μαμάς, ο καλός της. Έτσι αποκαλούσε πάντοτε τους άντρες που είχε. Είχε ξαναφύγει για «διακοπούλες» κι άλλες φορές. Για ένα Σαββατοκύριακο. Μερικές μέρες. Μια φορά, Θυμόταν με τρόμο, όταν η Ρέιτσελ ήταν δέκα και η Σούκι εννέα χρόνων, είχε λείψει για μια ολόκληρη εβδομάδα. Εκείνο το πρωί στο Ποκατέλο, η Ρέιτσελ είχε πει στον εαυτό της ότι η μητέρα της θα ξαναγυρνούσε. Αλλά δεν είχε γυρίσει ποτέ. 74
Μετά από τρεις εβδομάδες, η Ρέιτσελ είχε βρει μια νυχτερινή δουλειά το βράδυ στο Γουόλμαρτ, αλλά τα λεφτά δεν αρκούσαν για να πληρώνει το άθλιο δωμάτιό τους και να αγοράζει φαγητό και για τις δυο τους. Οπότε είχε αναγκαστεί να παρατήσει το σχολείο. Ήθελε μία χρονιά ακόμη για να πάρει το απολυτήριό της. Ήταν το τελευταίο που ήθελε να κάνει, αλλά τι άλλες επιλογές είχε; Έπρεπε να εργαστεί για να συντηρήσει την ίδια και την αδερφή της. «Εσύ θα συνεχίσεις το σχολείο, Σούκι», της είχε πει. «Μ’ ακούς; Τουλάχιστον μία από μας θα τελειώσει στο σχολείο». Τον Αύγουστο, η Ρέιτσελ είχε καταφέρει να μετακομίσει σε ένα μεγαλύτερο επιπλωμένο δωμάτιο σε ασφαλέστερη περιοχή. Είχε χρησιμοποιήσει την έκπτωση που της πρόσφερε το πολυκατάστημα για να αγοράσει τα σχολικά είδη της Σούκι και είχε αγοράσει ρούχα από φιλανθρωπική οργάνωση. Η Σούκι αρνήθηκε να τα φορέσει. «Διάολε, πώς μπορείς να φοράς τις παλιατζούρες κάποιου άλλου;» την είχε ρωτήσει. «Και μη σπαταλάς τα λεφτά σου για σχολικές αηδίες -δεν πρόκειται να ξαναπάω εκεί πέρα». Με το πρώτο χιόνι, πήραν και μια κάρτα από τη μητέρα τους. Αυτή τη φορά ήταν στο Χόλιγουντ. Ήξερε κάποιον που ήξερε κάποιον που γύριζε μια ταινία. Και θα της έδινε έναν ρόλο. Και τότε θα έρθω να πάρω τα κορίτσια μου! Κι άλλα θαυμαστικά. Κι άλλα ψέματα. Μετά απ' αυτό, δεν είχαν ξανά ποτέ νέα της. Ή μπορεί και να είχαν. Αλλά δεν υπήρχε τρόπος να το μάθουν, γιατί μέχρι τον Ιανουάριο, το Άινταχο δεν ήταν παρά μια ανάμνηση. Η Σούκι είχε φύγει. Χωρίς αντίο, χωρίς εξηγήσεις. Μόνο ένα σημείωμα. Τα λέμε, της είχε γράψει. 75
Ακριβώς όπως η μαμά, μόνο που εκείνη είχε αφήσει είκοσι δολάρια, ενώ η Σούκι είχε πάρει μαζί της τα πενήντα δολάρια που η Ρέιτσελ είχε μαζέψει. Η Ρέιτσελ μετακόμισε στο Μπίσμαρκ, στη Βόρεια Ντακότα. Έπιασε δουλειά ως σερβιτόρα. Μετακόμισε στη Μινεάπολη. Βρήκε κι άλλη δουλειά ως σερβιτόρα. Μετά από κάνα δυο ακόμη στάσεις, είχε καταλήξει στο Λιτλ Ροκ του Άρκανσο. σε μία καντίνα. Με κακό φαγητό, γκρινιάρηδες πελάτες, άθλια φιλοδωρήματα. «Πρέπει να υπάρχει κάτι καλύτερο απ' αυτό», είχε μουρμουρίσει ένα βράδυ, όταν ένας άντρας την κοπάνησε χωρίς να πληρώσει καν το λογαριασμό, πόσο μάλλον να της αφήσει φιλοδώρημα. «Στο Ντάλας είναι πολύ καλύτερα», της είχε πει η άλλη κοπέλα που δούλευαν μαζί. Ναι, καλά, σκεφτόταν τώρα η Ρέιτσελ, πνίγοντας ένα πικρό γέλιο. Και μετά το Ντάλας, η Αλμπουκέρκη και μετά το Φοίνιξ. Η Ρέιτσελ είχε γνωρίσει περισσότερα μέρη της Δύσης απ' όσα θα ήθελε ποτέ. Και τότε της είχε τηλεφωνήσει η Σούκι. Να της πει για το Λας Βέγκας. Κατά κάποιον τρόπο, το Βέγκας ήταν πράγματι καλύτερο. Όταν οι πελάτες ήταν χαρούμενοι επειδή είχαν κερδίσει στους κουλοχέρηδες, της άφηναν αξιοπρεπή φιλοδωρήματα. Και όταν κατάπιε την περηφάνια της και δέχθηκε τη δουλειά που είχε τώρα, τα φιλοδωρήματα είχαν γίνει ακόμη καλύτερα. Είχε αρχίσει να κάνει μαθήματα στο πανεπιστήμιο, να σχεδιάζει μια καλύτερη ζωή για τον εαυτό της, και μετά για τον εαυτό της και τον Ίθαν... Μα τι ώρα ήταν, τέλος πάντων; Δεν ήταν σίγουρη για το τι ώρα είχαν φύγει από το Λας Βέγκας. Δέκα, έντεκα, κάπου εκεί. Ταξίδευαν γρήγορα, αλλά εκείνη δεν είχε αίσθηση της κίνησης, δεν είχε αίσθηση ότι βρισκόταν μιλιά πάνω από τη γη, διασχίζοντας 76
την Αμερική. Μήπως αυτό την είχε αποπροσανατολίσει; Μήπως αυτό μπορούσε να εξηγήσει... Όχι. Δεν υπήρχε κανένα αεροπλάνο, καμία απογείωση την πρώτη φορά που την είχε φιλήσει ο σεΐχης. Υπήρχε μόνο ο άντρας. Η γεύση του. Η αίσθησή του κορμιού του. Η ζεστασιά και η δύναμή του. Δεν έβγαινε νόημα. Εκείνη δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Δεν την ενδιέφερε να κοιμηθεί απλά με έναν άντρα. Αυτό εξαγρίωνε τη Σούκι. «Η αδερφή μου η αγία», είχε πει σαρκαστικά στη Ρέιτσελ όταν την έπιασε να πίνει ουίσκι, ενώ ήταν έγκυος. «Τόσο καλό κορίτσι. Πλένει πάντα τα δόντια της. Τρώει τα λαχανικά της. Δεν πηδιέται ποτέ». Η Ρέιτσελ είχε αρπάξει το μπουκάλι με το ουίσκι από το χέρι της Σούκι και το είχε αδειάσει στο νεροχύτη. «Ένα πηδηματάκι θα σε έκανε πιο ανθρώπινη», είχε φωνάξει η Σούκι πίσω από την πλάτη της. Όχι, είχε σκεφτεί, η Ρέιτσελ. Δε θα την έκανε. Θα την έκανε απλώς ίδια με τη μητέρα της. Γιατί η μητέρα της ήταν εθισμένη στο σεξ. Το ίδιο και η αδερφή της. Αλλά όχι εκείνη. Το σεξ δεν ήταν παρά μια παγίδα. Σε έκανε να μη σκέφτεσαι λογικά, και γιατί; Για λίγα λεπτά ευχαρίστησης, ή τουλάχιστον έτσι είχε ακούσει τις γυναίκες να λένε. Εκείνη δεν είχε ιδέα αν αυτό ήταν αλήθεια. Είχε προσπαθήσει να κοιμηθεί με κάποιον μία ή δύο φορές, αλλά το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να αισθάνεται ακόμη πιο μόνη. Εκείνη δε χρειαζόταν τους άντρες, δε χρειαζόταν το σεξ, δε χρειαζόταν τίποτα και κανέναν. Τίποτα, εκτός από τον Ίθαν. Αν δεν ήταν το μωρό, θα ήταν απολύτως ευχαριστημένη και μόνη της. Ήταν μια ψύχραιμη γυναίκα που σκεφτόταν λογικά. Ήταν ρεαλίστρια. Ήξερε να επιβιώνει Και γι' αυτό και θα κέρδιζε το σεΐχη σ' αυτό το παιχνίδι. 77
Δεν τον άφηνε να πάρει τον έλεγχο της ζωής της. Δε θα του έδινε το μωρό της. Η Ρέιτσελ σηκώθηκε όρθια. Καμιά δεκαριά βήματα μακριά βρισκόταν η εσοχή όπου κοιμόταν ο Ίθαν μέσα στο καροτσάκι του. Είχε αποκοιμηθεί, και η αεροσυνοδός κοιμόταν, αλλά πετάχτηκε όρθια μόλις αισθάνθηκε την παρουσία της Ρέιτσελ. «Θα θέλατε κάτι, δεσποινίς;», βιάστηκε να ρωτήσει. «Κάτι να φάτε, ίσως; Έχουμε σάντουιτς, φρούτα, καφέ...» «Δε θέλω τίποτα, ευχαριστώ. Απλά ήθελα να δω τι κάνει το μωρό μου». «Α, είναι μια χαρά. Τον άλλαξα πριν λίγο, τον τάισα...» «Πολύ ωραία. Αλλά θα τον πάρω τώρα μαζί μου στη θέση μου». Η Ρέιτσελ πήρε το καροτσάκι και προχώρησε στο διάδρομο. Ήταν αδύνατον να μην αποφύγει τον Καρίμ, αλλά τα βλέμματά τους δε συναντήθηκαν. Αγνοούσε και την παρουσία της. Μιλούσε στο κινητό του. Άκουσε μερικές λέξεις. «Σουίτα». «Πρόβλεψη για τη διαμονή μωρού». Τίποτα παραπάνω. Κάθισε, ακούμπησε τον Ίθαν στο κάθισμα δίπλα της, και σκέπασε τα πόδια της με μια μαλακή κουβέρτα που βρήκε στο κάθισμα. Κρύωνε. Και ναι, πεινούσε. Αλλά δεν ήθελε το φαΐ του σεΐχη. Αυτό που ήθελε ήταν να μάθει την επόμενη κίνησή του. Επίσκεψη σε δικηγορικό γραφείο ή εργαστήριο, τέτοια ώρα μέσα στη νύχτα; Μάλλον απίθανο. Θυμήθηκε τι τον είχε ακούσει να λέει; «Σουίτα». «Πρόβλεψη για διαμονή μωρού». Θα τους πήγαινε σε ξενοδοχείο. Μια σουίτα για κείνη και τον Ίθαν. Ένα χρυσό κλουβί όπου μπορούσε να τους κρατήσει φυλακισμένους, μέχρι να κανονίσει γι’ αυτό το αναθεματισμένο το τεστ DNA. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε προλάβει να σκεφτεί 78
την εξέταση. Ή τις εξετάσεις. Τι θα περιελάμβαναν; Το DNA του Ραμί, προφανώς. Υπέθετε ότι θα ήταν αρκετά εύκολο να το βρουν από μία τρίχα του αδερφού του, Αλλά αν απαιτούσε δείγμα DNA και από εκείνη; Αλλά γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Δεν είχε αμφισβητήσει ποτέ την ιδιότητά της, αν όμως το έκανε στο μέλλον; Δεν είχε ιδέα για τις εξετάσεις αυτές, μόνο όσα είχε δει στην τηλεόραση και τις ταινίες. Ήταν το DNA της ίδιο με της Σούκι; Ή τουλάχιστον ήταν αρκετά παρόμοιο ώστε να κατοχυρώσει ως δικό της το μωρό; Κι αν δεν ήταν; Σαν να μην έφτανε που θα αποδείκνυε ότι ο Ραμί ήταν πράγματι ο πατέρας του παιδιού, αλλά αν αποδείκνυε ότι εκείνη δεν ήταν η μητέρα του... Δεν μπορούσε να περιμένει για να δει τι θα γίνει. Έπρεπε να φύγει. Είχε αποτύχει την πρώτη φορά. Αλλά δε θα αποτύγχανε ξανά. Θα ήταν το ίδιο ύπουλη με τον εχθρό της. Θα την έβαζε να μείνει σε κάποιο ξενοδοχείο. Δε θα την άφηνε μόνη της, θα έβαζε φύλακες. Παρατρεχάμενους που θα την ανάγκαζαν να μείνει ήσυχη σαν υπάκουο σκυλί. Ω, μπορούσε να τον διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο. Αλλά εκείνη έχει ένα πλεονέκτημα που εκείνος δεν είχε. Ήξερε να επιβιώνει. Αν έβαζε κάποιον στη σουίτα της, θα έκανε την απελπισμένη. Χρειάζομαι πάνες επειγόντως, θα έλεγε. Το μωρό είναι χάλια. Κι έτσι θα έδιωχνε το δεσμοφύλακά της. Θα έπαιρνε τον Ίθαν και θα έφευγε. Όχι, από την κυρία είσοδο, γιατί μπορεί να είχε βάλει κι εκεί κάποιον ο σεΐχης. Κανένα πρόβλημα. Είχε δουλέψει αρκετά σε ξενοδοχεία για να ξέρει ότι υπήρχαν και άλλες έξοδοι. Έξοδοι κινδύνου. Είσοδοι για το προσωπικό. Υπόγεια. Και όταν ο σεΐχης θα ερχόταν το πρωί για να βρει εκείνη και τον Ίθαν, θα έβρισκε τη σουίτα άδεια. Κανένα σημείωμα. 79
Για πρώτη φορά εδώ και ώρες η Ρέιτσελ σχεδόν χαμογέλασε. Τα αποχαιρετιστήρια σημειώματα ήταν μια οικογενειακή παράδοση των Ντόνελι. *** Αρκετές σειρές πιο πίσω, ο Καρίμ παρακολουθούσε τη Ρέιτσελ με στενεμένα μάτια. Ήταν καλός στο να διαβάζει τη γλώσσα του σώματος. Είχε αποκτήσει αυτή την ικανότητα ύστερα από χρόνια στην αποπνικτική επισημότητα του παλατιού. Και μετά, χρόνια διαπραγματεύσεων για συμφωνίες πολλών εκατομμυρίων δολαρίων με μερικούς από τους πιο δύσκολους αντιπάλους στον κόσμο. Την τελευταία ώρα προσπαθούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν η Ρέιτσελ Για πολλή ώρα καθόταν αλύγιστη στο κάθισμά της, με το σώμα της να τρέμει από θυμό. Τον μισούσε για κείνο το φιλί. Στην αρχή, μετά βίας είχε συγκροτηθεί για να μη διασχίσει το διάδρομο, να την πάρει αγκαλά και να την πάει στη μικρή κρεβατοκάμαρα στο πίσω μέρος του αεροσκάφους. Δύο λεπτά μόνος μαζί της και θα της αποδείκνυε ότι δεν της είχε επιβάλει το φιλί, πως ό,τι κι αν ήταν αυτό το σκοτεινό και επικίνδυνο πράγμα που συνέβαινε μεταξύ τους, τους αφορούσε εξίσου και τους δυο. Δόξα τω Θεώ όμως, η λογική είχε επικρατήσει. Είχε ηρεμήσει. Το ίδιο κι εκείνη. Οι ώμοι της είχαν χαλαρώσει, έστω και λίγο, κι ύστερα είχε πάρει να πάρει το παιδί. Την παρακολούθησε να επιστρέφει, με το κεφάλι ψηλά, και μάτια παγωμένα που κοιτούσαν πέρα από εκείνον. Μη διανοηθείς καν να με αγγίξεις, έλεγε αυτό το βλέμμα, αλλά εκείνος δε θα το έκανε ούτως ή άλλως. Η εμφάνιση του μωρού τού είχε υπενθυμίσει το λόγο που τα έκανε όλα αυτά: ότι ο ερχομός της στη Νέα Υόρκη 80
δεν είχε καμία σχέση με εκείνους, είχε να κάνει με τον Ραμί. Αν το παιδί ήταν του αδερφού του, τότε ήταν και δικό του. Το χρωστούσε στο παιδί. Ίσως να το χρωστούσε και στον Ραμί. Η ιδέα που του είχε μπει νωρίτερα, ότι ίσως, ίσως να είχε χάσει την ευκαιρία να βοηθήσει τον αδερφό του να αλλάξει ζωή. τον είχε βάλει σε σκέψεις. Αν έκανε το σωστό για το γιο του Ραμί, θα επανόρθωνε κάπως τα πράγματα. Ο Ραμί θα άφηνε μία πολύ καλύτερη κληρονομιά και όχι μόνο χρέη και απάτες. Το ότι θα έπαιρνε το παιδί από την Ντόνελι ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Η καινούρια ζωή θα ήταν πολύ καλύτερη για το μωρό. Θα της το εξηγούσε αυτό. Αν εκείνη αγαπούσε πραγματικά το παιδί... Ήταν έτοιμος να σηκωθεί και να πάει να της το εξηγήσει αυτό, όταν παρατήρησε ότι η έντασή της είχε υποχωρήσει. Και τότε κατάλαβε ότι κάτι σχεδίαζε. Κι ότι δεν μπορούσε να της εξηγήσει τίποτα. Την είχε εμποδίσει να το σκάσει μία φορά. Και επρόκειτο να προσπαθήσει και πάλι. Όχι ότι η προσπάθεια της να ξεφύγει έβγαζε κανένα νόημα. Τι είχε να κερδίσει φεύγοντας μακριά του; Και όμως, αν δεν την περίμενε έξω από εκείνο το άθλιο κτίριο όπου ζούσε, τώρα θα ήταν εξαφανισμένη. Μήπως νόμιζε ότι θα του έπαιρνε περισσότερα χρήματα αν τον ανάγκαζε να την κυνηγήσει; Η αλήθεια ήταν ότι δεν έδινε δεκάρα για το πόσο θα του κόστιζε η επιμέλεια του παιδιού. Την είχε απειλήσει με νομικές διαδικασίες, αλλά η προσφυγή στο δικαστήριο θα ήταν η τελευταία λύση. Οι περισσότεροι πελάτες του απεχθάνονταν τη δημοσιότητα. Και όσο για την επίδραση που θα είχε στην πατρίδα του... Το σκάνδαλο θα βρισκόταν στο επίκεντρο όλου του κόσμου. Ο πατέρας του δε θα το άντεχε... Ο Καρίμ έκλεισε τα μάτια του. 81
Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Όχι ακόμα τουλάχιστον. Όχι μέχρι να έχει τα αποτελέσματα στα χέρια του. Αύριο, δηλαδή. Είχε κάνει τα απαραίτητα τηλεφωνήματα. Πρώτα είχε τηλεφωνήσει σε όλα τα ξενοδοχεία του Λας Βέγκας όπου ο Ραμί χρωστούσε χρήματα και είχε κανονίσει να πληρωθούν όλα. Μόλις ξεμπέρδεψε μ’ αυτό είχε τηλεφωνήσει στο δικηγόρο του. Το γιατρό του. Τον επικεφαλής του επιτελείου του. Ήταν οι μόνοι άνθρωποι που μπορούσε να εμπιστευτεί. Είχε δώσει οδηγίες σε όλους τους, και τώρα το μόνο που είχε να κάνει ήταν να σιγουρευτεί ότι η γυναίκα δε θα το έσκαγε με το παιδί. Ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο. Ήταν ένας γρίφος, αλλά, πάλι, το ίδιο κι εκείνη. Φαινόταν να νοιάζεται πραγματικά για το παιδί. Αυτό και μόνο ήταν ακατανόητο. Ήταν προφανές ότι ήταν άφραγκη, και το ότι έπρεπε να φροντίσει και ένα μωρό σίγουρα επιδείνωνε ακόμη περισσότερο την οικονομική της κατάσταση. Και ύστερα ήταν και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της. Ήταν πεισματάρα. Προκλητική. Ειλικρινής. Τα χειρότερα χαρακτηριστικά της σύγχρονης γυναίκας, όλα σε μία. Οι γυναίκες, σύγχρονες ή όχι, δεν πρέπει να είναι έτσι. Οι γυναίκες θα έπρεπε να είναι... ίσως υπάκουες να μην ήταν η κατάλληλη λέξη. Δεν είχε ξανασυναντήσει τέτοια γυναίκα ποτέ στη ζωή του. «Φυσικά και έχετε δίκιο, κύριε», του έλεγαν στη δουλειά, γιατί στο κάτω κάτω δεν ήταν μόνο ένας σεΐχης αλλά επικεφαλής ενός επενδυτικού ταμείου πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Αν η σχέση ήταν προσωπική, η γυναίκα δε θα τον αποκαλούσε «κύριο», αλλά και οι δυο τους ήξεραν πολύ καλά ποιος είχε το πάνω χέρι. Η τελευταία ερωμένη του ήταν εντυπωσιακά όμορφη 82
και, υποτίθεται, απίστευτα έξυπνη, αλλά ποτέ δεν είχε διαφωνήσει μαζί του στο παραμικρό. Έτσι του άρεσε εξάλλου... Τότε όμως γιατί, ύστερα από λίγο, είχε τη δυσάρεστη αίσθηση ότι αν έλεγε κάτι όπως, θα ήθελες να περπατήσεις πάνω σε αναμμένα κάρβουνα για να με διασκεδάσεις; εκείνη θα του χάριζε ένα όμορφο χαμόγελο και θα του έλεγε. Μισό λεπτά μόνο να βρω σπίρτα, Ξεφύσηξε νευριασμένα, παραμέρισε τα χαρτιά που υποτίθεται ότι διάβαζε και σταύρωσε τα χέρια στο στέρνο του. Ήξερε πώς θα αντιδρούσε η Ρέιτσελ αν της έλεγε κάτι τέτοιο. Όσο θυμωμένος κι αν ήταν -με τον αδερφό του, μ’ εκείνη, με την κατάσταση που είχαν να αντιμετωπίσουν- ήθελε να βάλει τα γέλια, θα είχε αρχίσει λέγοντας, μπορείς να πας στο διάολο, και θα είχε συνεχίσει ανάλογα. Ήξερε, επίσης, ποια θα ήταν και η δική του αντίδραση, θα την τραβούσε στην αγκαλιά του, θα της ψιθύριζε τι μπορούσε να κάνει για να τον ευχαριστήσει, και θα έβλεπε την αγανάκτηση στο βλέμμα της να μετατρέπεται σε καυτό πόθο. Θα σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών της, θα έφερνε τα χείλη της στα δικά του κι εκείνος θα την πήγαινε στο κρεβάτι του. θα την έγδυνε, θα τη γευόταν με το στόμα, με τα χέρια του... Να πάρει! Είχε γίνει σκληρός σαν πέτρα. Ένας έξυπνος άνθρωπος δεν έμπλεκε τη δουλειά με την ευχαρίστηση και η υπόθεση αυτή ήταν αυστηρά επαγγελματική. Ναι, ήταν ελκυστική. Εντάξει. Ήταν πανέμορφη. Και σίγουρα θα ήξερε πώς να ευχαριστήσει έναν άντρα. Αυτό ήταν δεδομένο. Κατ’ αρχάς, τον Ραμί δεν τον ενδιέφερε ποτέ η αθωότητα. Κι έπειτα. αρκούσε να τη δει ένας άντρας να φοράει 83
εκείνη τη στολή για να καταλάβει ότι, όποια κι αν ήταν η δουλειά της, ήταν σεξουαλικά έμπειρη. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν παρά μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες. Όχι ότι δεν είχε σε εκτίμηση τις γυναίκες, αλλά εκείνη δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο -όχι για έναν άντρα που είχε γνωρίσει παραπάνω από αρκετές.. Τα γονίδια της μητέρας του, η βασιλική καταγωγή του πατέρα του, Η προσωπική του επιτυχία... όλα αυτά μαζί τού εξασφάλιζαν πάντα αρκετές επίδοξες ερωμένες. Περισσότερο από αρκετές, αν ήθελε να είναι ειλικρινής. Τότε γιατί φερόταν τώρα σαν σχολιαρόπαιδο; Ο Καρίμ συνοφρυώθηκε. Επειδή ζούσε σαν ερημίτης, γι' αυτό. Ήταν τόσο απασχολημένος με το να ξεκαθαρίσει τις υποθέσεις του Ραμί, αντί να ζει τη δική του ζωή, που είχε εβδομάδες να πάει με γυναίκα. Ε, λοιπόν, θα το διόρθωνε αυτό πολύ σύντομα. Ο Καρίμ έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Θα ήταν στη Νέα Υόρκη, σε μια δυο ώρες. Ο οδηγός του θα τους έπαιρνε από το αεροδρόμιο. Αργά το απόγευμα θα βρίσκονταν στο διαμέρισμά του. Θα έδινε εντολή να ετοιμάσουν έναν από τους ξενώνες για τη γυναίκα και το παιδί. Ένα ζεστό ντους. Ένας καλός ύπνος. Και μετά, το πρωί, μια συνάντηση με το δικηγόρο του, μια στάση στο ιατρικό εργαστήριο που του είχε συστήσει ο γιατρός του, μία σοβαρή διαπραγμάτευση με τη γυναίκα και η επιμέλεια θα ήταν δική του. Με ελάχιστη τύχη, το θέμα μπορούσε να ρυθμιστεί σε μια δυο μέρες, και μετά θα έπαιρνε το κινητό του. θα διάλεγε ένα όνομα και έναν αριθμό και θα έβαζε τέλος σ' αυτές τις βδομάδες αγαμίας. Αυτό κι αν είναι ξεκαθάρισμα, σκέφτηκε ο Καρίμ μ’ ένα βεβιασμένο χαμόγελο.
84
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 «Δεσποινίς;»» Τα μάτια της Ρέιτσελ άνοιξαν διάπλατα. Η αεροσυνοδός της χαμογέλασε. «Προσγειωνόμαστε σε μια ώρα. Σκέφτηκα ότι μπορεί να αλλάξατε γνώμη και να θέλετε να φάτε κάτι, ή ίσως λίγο καφέ ή χυμό, όσο έχουμε ακόμα χρόνο». «Ο καφές θα...» Η Ρέιτσελ καθάρισε το λαιμό της. «Θα ήθελα πράγματι έναν καφέ, ευχαριστώ». «Τον φέρνω αμέσως». Η Ρέιτσελ κατένευσε. Ο λαιμός της δεν ήταν το μόνο πράγμα που χρειαζόταν καθάρισμα. Το χρειαζόταν και το μυαλό της. Αισθανόταν πιο μπερδεμένη από πριν την πάρει ο ύπνος... Πού ήταν ο Ίθαν; Η καρδιά της σταμάτησε. Τον είχε αφήσει στο καθισματάκι του, ακριβώς δίπλα της. «Μόιρα;» «Ναι, δεσποινίς;» «Πού είναι το μωρό μου;» «Ω. τον πήρα μαζί μου μπροστά. Ξύπνησε και πεινούσε...» Η Ρέιτσελ αναστέναξε με ανακούφιση. «Σας ευχαριστώ». «Κανένα πρόβλημα, δεσποινίς. Είναι πολύ γλυκό αγοράκι». Η Ρέιτσελ χαμογέλασε. «Βγάζει δόντια, ξέρετε, και...» 85
«Το κατάλαβα αυτό. Θυμάμαι τα δικά μου παιδιά σε αυτή την ηλικία. Πάγωσα έναν από τους κρίκους για τα δόντια που είχα στην τσάντα με τις πάνες και του τον έδωσα. Φάνηκε να τον ευχαριστεί αυτό. Τώρα κοιμάται όμως. Γιατί δεν τον αφήνετε μαζί μου; Έτσι δεν κινδυνεύει να ξυπνήσει και μπορεί να είναι κοιμισμένος κατά τη διάρκεια της προσγείωσης. Η προσγείωση, η διαφορά της πίεσης, δημιουργεί πρόβλημα σε μερικά μωρά». «Ναι, εντάξει. Σας ευχαριστώ και πάλι». «Ευχαρίστησή μου, δεσποινίς. Θα πάω για τον καφέ τώρα». «Σκέτο, παρακαλώ». «Σκέτο, λοιπόν». Η Ρέιτσελ έφερε το κάθισμά της σε όρθια θέση και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ήταν τόσο ψηλά πάνω από τη γη, όπως και πριν; Δυσκολευόταν να καταλάβει. Η πολύωρη πτήση, η διαφορά της ώρας... όλα αυτά ήταν αποπροσανατολιστικά -αν και όχι όσο το γεγονός ότι ένας πρίγκιπας είχε αναλάβει τον έλεγχο της ζωής της. Ήταν άραγε ακόμη στη μέση του αεροσκάφους; Ήθελε να γυρίσει να κοιτάξει, αλλά δε σκόπευε να του δώσει αυτή την ικανοποίηση. Τι να έκανε; Κοιμόταν; Επεξεργαζόταν εκείνα τα χαρτιά που είχε βγάλει από το χαρτοφύλακά του; Ή μήπως κοίταξε κι εκείνος έξω από το παράθυρο όπως αυτή, σχεδιάζοντας την επόμενη κίνησή του; Θα μπορούσε να μάθει. Δε χρειαζόταν να του δείξει ότι τον κοιτάζει. Μπορούσε να σηκωθεί από το κάθισμά της και να πάει στην τουαλέτα που βρισκόταν στο πίσω μέρος του αεροπλάνου. Σεΐχης-ξεσεΐχης, έπρεπε ούτως ή άλλως να πάει στην τουαλέτα. Βιαστικά, πριν προλάβει να αλλάξει γνώμη, η Ρέιτσελ σηκώθηκε όρθια. Τον βρήκε να κάθεται ακόμη στην ίδια θέση, με το κάθισμά του ριγμένο πίσω. Έμοιαζε ήρεμος, με τα μακριά πόδια του απλωμένα μπροστά, τους φαρδιούς του ώμους 86
στην πλάτη του καθίσματος και τα χέρια σταυρωμένα χαλαρά μπροστά. Και το πρόσωπό του... Η ανάσα της πιάστηκε. Είχε απίστευτο πρόσωπο. Τα μάτια του ήταν κλειστά. Οι βλεφαρίδες του, τόσο πυκνές και μακριές, που οι γυναίκες θα σκότωναν για να τις αποκτήσουν, σκίαζαν τα σμιλεμένα ζυγωματικά του. Ίχνη από καινούρια γένια κάλυπταν το πρόσωπό του. Ήταν -δεν υπήρχε άλλη λέξη γι' αυτό- πανέμορφος. Μελαχρινός. Κομψός. Ένα υπέροχο αρπακτικό ζώο. Ένας πάνθηρας. Τα μάτια του άνοιξαν ξαφνικά και καρφώθηκαν στα δικά της. Οι κόρες του συσπάστηκαν. Είδε το στόμα του να σφίγγεται. Μια ζεστασιά την πλημμύρισε. Κοίταξε το στόμα του, θυμήθηκε τη μεταξένια αίσθηση πάνω στο δικό της... Σταμάτα! Ήθελε να τρέξει, αλλά δεν προσπαθούσες να ξεφύγεις από έναν πάνθηρα. Έμενες στη θέση σου. Με το κεφάλι ψηλά, τα μάτια ευθεία μπροστά, τον προσπέρασε με κοφτό βήμα, μπήκε στην τουαλέτα, έκλεισε την πόρτα... Και έγειρε πάνω της, με την καρδιά της να σφυροκοπά. Αυτό έπρεπε να σταματήσει. Ήταν ο εχθρός. Ήταν ένας πολύ επικίνδυνος εχθρός. Και δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να τον βρίσκει ελκυστικό. Δεν είχε νιώσει ποτέ έλξη για τα άγρια αγόρια στην ηλικία που το είχαν κάνει άλλα κορίτσια, και σίγουρα δεν είχε νιώσει έλξη για την ενήλικη εκδοχή τους. Τα κακά αγόρια ήταν ειδικότητα της Σούκι. όχι δική της. Εντάξει. Μερικές βαθιές ανάσες. Αργές εκπνοές. Κι ύστερα απομακρύνθηκε από την πόρτα. Το μπάνιο είχε έναν μαρμάρινο νιπτήρα, μία καμπίνα 87
με ντους, μια τουαλέτα και γυάλινα ντουλάπια εφοδιασμένα με καλοδιπλωμένες πετσέτες, συσκευασμένα σαπούνια, οδοντόβουρτσες και ουσιαστικά οτιδήποτε μπορεί να χρειαστεί κάποιος. Η Ρέιτσελ κοίταξε με λαχτάρα το ντους, αλλά, όχι, δεν επρόκειτο να το χρησιμοποιήσει. Η ιδέα και μόνο ότι θα γδυνόταν, τη στιγμή που τη χώριζε μόνο μία πόρτα από το σεΐχη, της θύμισε αυτό που είχε συμβεί σήμερα το πρωί. Ή μήπως ήταν χθες το πρωί; Η, διάολε, τι μέρα ήταν σήμερα και τι ήταν χθες... Τι σημασία είχε όμως τι μέρα ήταν; Σημασία είχε αυτό που συνέβη. Ο Καρίμ, με τα μάτια του που σκοτείνιασαν καθώς κοιτούσε το γυμνό κορμί της. Τα χέρια του που είχαν αγκαλιάσει τα στήθη της, τα δάχτυλά του που χάιδευαν ανάλαφρα τις άξαφνα ορθωμένες θηλές της, την υγρή φωτιά χαμηλά στην κοιλιά της... Ένα βογκητό ανέβηκε στο λαιμό της. Το κατέπνιξε και κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. «Σε αιφνιδίασε», είπε στο είδωλό της. Η αντανάκλασή της της αντιγύρισε το βλέμμα. Αλήθεια: της είπε με πονηρή φωνή. Λοιπόν, τι θες να μου πεις; Ότι δε σε έχουν αιφνιδιάσει ποτέ ξανά; Η Ρέιτσελ ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Γιατί σπαταλούσε τόσο χρόνο και ενέργεια γι' αυτό το θέμα; Το μόνο που μετρούσε ήταν τι θα συνέβαινε μετά. Αυτό θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει. Αλλά όχι μ’ αυτή την εμφάνιση. Η εμφάνιση ήταν σημαντική. Άλλο ένα απόφθεγμα της μητέρας της. σαν κι αυτό για την πρώτη εντύπωση, αλλά εξίσου αληθινό. Αν δείχνεις αδύναμη, οι άνθρωποι θα σε μεταχειρίζονται σαν αδύναμη. Ενώ αν φαίνεσαι σκληρή, θα υπέθεταν ότι είσαι. Κι εκείνη, αυτή τη στιγμή, έδειχνε αξιοθρήνητη. Κόκκινα μάτια. Χλομή από εξάντληση. Μαλλιά ξεχτενισμένα. 88
«Εσύ», είπε στο είδωλό της, «φαίνεσαι εξουθενωμένη και νικημένη. Έτσι θέλεις να σε δει η Αυτοκρατορική Σεΐχότητά του;» Η απάντηση ήταν προφανής. Έτσι, έπιασε δουλειά. Χρησιμοποίησε την τουαλέτα. Γέμισε νερό το νιπτήρα. Έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό της με ένα υγρό σαπούνι που μύριζε λεμονανθό. Βούρτσισε τα δόντια της. Έλυσε τα μαλλιά της από την κορδέλα που τα συγκροτούσε και τα χτένισε ξανά και ξανά μέχρι που τα ξέμπλεξε τελείως. Και ύστερα ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Καλύτερα», είπε. Τίποτα το σπουδαίο, αλλά πάντως καλύτερα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Τίναξε το κεφάλι της. Ύστερα ξεκλείδωσε την πόρτα και βγήκε στο διάδρομο... Το αεροπλάνο συνάντησε ένα κενό αέρος. Όχι μεγάλο, αλλά αρκετό ώστε να την κάνει να παραπατήσει. Το πρόβλημα ήταν ότι συνέβη ακριβώς τη στιγμή που περνούσε από το κάθισμα που καθόταν εκείνος. Όχι πάλι, σκέφτηκε η Ρέιτσελ καθώς το χέρι του πετάχτηκε και έκλεισε γύρω από τον καρπό της. Ο πάνθηρας είχε ξυπνήσει. Τα δάχτυλά του ήταν ζεστά και σκληρά πάνω το δέρμα της. Η Ρέιτσελ τον κοίταξε. Την κοίταξε κι εκείνος. Πες κάτι, είπε στον εαυτό της και πιέστηκε να χαμογελάσει ευγενικά. «Ευχαριστώ». «Καταπληκτικό». «Ορίστε;» «Αυτό το “ευχαριστώ". Ήταν κάτι που δεν περίμενα να ακούσω ποτέ από σένα, χαμπίμπι». Της χαμογελούσε. Δεν ήταν κανένα σπουδαίο χαμόγελο, μόνο μια ελαφρά κλίση των χειλιών, αλλά ήταν τόσο προσωπικό και σέξι που, για μια στιγμή, ήθελε να του χαμογελάσει κι εκείνη. Δεν το έκανε, φυσικά. Όσα σέξι χαμόγελα κι αν της χάριζε, δε θα την έκανε να ξεχάσει ποιος ήταν και τι ήθελε. 89
«Είμαι ευγενική όπου αρμόζει ευγένεια», του είπε ψυχρά. Αυτή τη φορά, της χαμογέλασε πλατιά. «Πολύ καλό. Χρειάζεται ταλέντο για να κάνει κανείς ένα σχόλιο που μοιάζει ευγενικό, αλλά στην πραγματικότητα είναι προσβολή». Την τράβηξε απ’ το χέρι. «Κάθισε»». «Ευχαριστώ, αλλά είμαι μια χαρά». «Δύο ευχαριστώ στη σειρά, αλλά μόνο ένα ειλικρινές. Κάθισε σε παρακαλώ. Καλύτερα έτσι;» Και τώρα τι; Αν αρνιόταν, θα την άφηνε, ή θα την ανάγκαζε να καθίσει δίπλα του; Δεν άξιζε τον κόπο να μάθει, γιατί δεν άξιζε τον κόπο να ρεζιλευτεί για ένα τόσο χαζό παιχνίδι. Η Ρέιτσελ ανασήκωσε τους ώμους της και γλίστρησε στο κάθισμα δίπλα του. «Ωραία», είπε εκείνος, και άφησε τον καρπό της. «Η Μόιρα θα μας φέρει καφέ. Και κάτι να φάμε». «Θα μου φέρει καφέ στο κάθισμά μου. Και δεν πεινάω». «Μη γίνεσαι ανόητη. Ρέιτσελ. Φυσικά και πεινάς. Εκτός αυτού, στη χώρα μου, θεωρείται προσβολή να αρνηθείς να μοιραστείς το ψωμί με κάποιον». «Δεν είμαστε στη χώρα σου». «Μα είμαστε». Η αεροσυνοδός εμφανίστηκε στο διάδρομο, σπρώχνοντας ένα καρότσι φορτωμένο με δίσκους γεμάτους φρούτα, τυρί και μικρά σάντουιτς, καθώς και επίσης και μια ασημένια κανάτα με καφέ». Προς μεγάλη της φρίκη, η κοιλιά της Ρέιτσελ γουργούρισε. Ο Καρίμ χαμογέλασε. «Ορίστε που δεν πεινάς». Έδιωξε μ’ ένα νεύμα την αεροσυνοδό, σερβίρισε καφέ σε δύο φλιτζάνια και στη συνέχεια πήρε ένα πιάτο και το γέμισε με σάντουιτς και φρούτα. «Και όσο για το ότι δε βρισκόμαστε στη χώρα μου...» την κοίταξε καθώς της έδινε το πιάτο, τα μαχαιροπίρουνα και μία τεράστια λινή πετσέτα «... είμαι πρίγκιπας». «Μου το ξεκαθάρισες αυτό». «Και εκπροσωπώ τη χώρα μου». 90
«Τι καλό για σένα», του απάντησε γλυκά η Ρέιτσελ. «Αυτό σημαίνει ότι όπου ζω, είναι μέρος του Αλκαντάρ». Ο Καρίμ ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. «Το σπίτι μου στη Νέα Υόρκη. Το εξοχικό μου στο Κονέκτικατ». Έκανε μία παύση. «Αυτό το αεροσκάφος. Όταν βρίσκεσαι σε αυτά τα μέρη, υπόκεισαι στους νόμους του λαού μου, Το καταλαβαίνεις αυτό;» «Είμαι Αμερικανίδα υπήκοος. Δεν μπορείς έτσι απλά...» «Αυτό δεν παίρνει συζήτηση. Είναι γεγονός. Όταν βρίσκεσαι σε αυτό που εσείς οι Αμερικανοί αποκαλείται “έδαφος μου”, ισχύουν οι νόμοι του Αλκαντάρ». Το χέρι της Ρέιτσελ άρχισε να τρέμει. Προσεκτικά, ακούμπησε κάτω το φλιτζάνι με τον καφέ. «Σταμάτα να μιλάς με υπεκφυγές», του είπε κοφτά. «Και σταμάτα να μου λες ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θες με τον Ίθαν. Είμαι Αμερικανίδα πολίτης. Το ίδιο κι εκείνος. Τελεία και παύλα». «Ίσως με άφηνες να ολοκληρώσω τη φράση μου πριν αρχίσεις το κήρυγμα». Ο Καρίμ περίμενε. Υστέρα καθάρισε το λαιμό του «Σκεφτόμουν...» «Και πρέπει να με εντυπωσιάσει αυτό;» Ήθελε να γελάσει. Ήταν τόσο αποφασισμένη να μη δείξει την παραμικρή αδυναμία, αλλά εκείνος είχε προσέξει το χέρι της που έτρεμε. Ήταν, πράγματι, μια ενδιαφέρουσα γυναίκα. Σκληρή και τρυφερή συνάμα. Και στοργική, τουλάχιστον προς το παιδί. Να ήταν έτσι άραγε στο κρεβάτι; Να πάρει, έπρεπε να σταματήσει να κάνει τέτοιες σκέψεις. «Είμαστε και οι δύο ενήλικες», της είπε ήρεμα. «Και θέλουμε το καλύτερο για το παιδί». «Τον Ίθαν, εννοείς». «Ναι. Θέλουμε να κάνουμε το σωστό. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να είμαστε εχθροί». «Και τι θεωρείτε εσείς σωστό. Υψηλότατε;» «Σε παρακαλώ, λέγε με Καρίμ». Τι παιχνίδι ήταν τώρα αυτό; 91
Η Ρέιτσελ ήπιε μια γουλιά καφέ, για να κρύψει τη σύγχυσή της στο φλιτζάνι. Αυτή ήταν μια νέα προσέγγιση, αλλά εκείνη δεν ξεγελιόταν ούτε για μια στιγμή. Ίσως κατά τη διάρκεια της πτήσης να είχε επανεξετάσει την κατάσταση και να είχε αποφασίσει ότι θα ήταν πιο εύκολο να εξασφαλίσει τη συνεργασία της, παρά να την πολεμάει. Αλλά μπορεί και να προσπαθούσε απλά να την ξεγελάσει, επειδή ήταν οδυνηρά προφανές ότι ήθελαν τελείως διαφορετικά πράγματα για τον Ίθαν. Εκείνη ήθελε να μεγαλώσει το μωρό της με αγάπη και ζεστασιά. Εκείνος ήθελε να μεγαλώσει ως γιος του Ραμί. Και ήξερε ήδη πώς είχε εξελιχθεί ο Ραμί, σκέφτηκε ψυχρά. «Χαίρομαι που συμφωνούμε για τη σημασία της ευτυχίας του Ίθαν», του είπε ευγενικά. «Αλλά...» «Γιατί σε εγκατέλειψε ο αδερφός μου;» Η ερώτησή του την αιφνιδίασε. «Ξέρεις, πραγματικά δε θέλω να μιλήσω για...» «Γιατί όχι; Εγώ θα έλεγα ότι θα είχες πολλά να πεις για έναν άντρα που υπήρξε εραστής σου, που έκανε παιδί μαζί σου και μετά σας άφησε και τους δύο». «Αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Και...» «Γιατί δε σας εξασφάλισε οικονομικά;» Η Ρέιτσελ άφησε κάτω το φλιτζάνι της. «Εκτιμώ το ενδιαφέρον σας. Υψηλότατε, αλλά, όπως είπα, αυτά ανήκουν στο παρελθόν». «Και αυτό είναι το μέλλον, για το οποίο θα έπρεπε να έχει προβλέψει ο αδερφός μου. Δεν έκανε τίποτα για σένα και το παιδί, έτσι δεν είναι;» Στράφηκε να τον κοιτάξει. Τα χαρακτηριστικά του ήταν αλλοιωμένα από θυμό. Για τον Ραμί, συνειδητοποίησε ξαφνικά, όχι για κείνη. Αυτό την έκανε να αισθανθεί τύψεις για τα ψέματα που του είχε πει, για το ένα. τεράστιο ψέμα, και αυτό ήταν γελοίο, δεν ήταν; «Σε άφησε; Μήπως τουλάχιστον σου είπε ότι θα έφευγε;» Η Ρέιτσελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. 92
«Όχι», του είπε σιγανά. Αυτό, τουλάχιστον, ήταν αλήθεια. Ακολούθησε σιωπή. «Αλλά νοιαζόταν για σένα», είπε τελικά ο Καρίμ. Η Ρέιτσελ δεν απάντησε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα. Ο Καρίμ ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Ξέρω ότι δε θα αλλάξει τίποτα τώρα, αλλά θα ήθελα να ξέρεις ότι δεν ήταν πάντα έτσι αδιάφορος. Είχαμε δύσκολη παιδική ηλικία. Αυτά που περάσαμε τον άλλαξαν». «Ενώ εσένα δε σε άλλαξαν;» «Είμαι βέβαιος ότι άλλαξα κι εγώ, αλλά διαλέξαμε διαφορετικό τρόπο για να αντιμετωπίσουμε τις καταστάσεις». Ανασήκωσε τους πλατιούς, αρρενωπούς του ώμους. «Ποιος μπορεί να εξηγήσει γιατί ο ένας αδερφός διαλέγει ένα είδος ζωής και ο άλλος...» «Κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει», άκουσε η Ρέιτσελ τον εαυτό της να λέει. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, αλλά...». «Δεν το λέω από ευγένεια. Είναι απλά γεγονός. Έχω... έχω μια αδερφή. Και... και έχω καλύτερες αναμνήσεις από εκείνη όταν ήμασταν μικρές, παρά μετά». Ο Καρίμ κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είναι σαν κι εσένα» είπε ήσυχα. «Όχι. Ήμασταν πάντα πολύ διαφορετικές». «Κι εκείνη δε θα αγωνιζόταν ποτέ για να μην της πάρω το παιδί, όπως σίγουρα θα κάνεις εσύ, παρά το γεγονός ότι θα τον μεγαλώσω σαν πρίγκιπα». «Όχι», είπε η Ρέιτσελ βιαστικά, «δε με νοιάζει που είναι πρίγκιπας. Είναι... είναι...» Έκλεισε το στόμα της, αλλά ήταν πολύ αργά. Τα μάτια του Καρίμ ήταν σκοτεινά και αδιαπέραστα, αλλά υπήρχε μια σκληρότητα στη φωνή του, που δεν υπήρχε νωρίτερα. «Είναι πολύ αργά για να το αρνηθείς, Ρέιτσελ. Το παιδί είναι του Ραμί». Εκείνη τον κοίταξε. Αυτό ήταν λοιπόν. Δεν επρόκειτο για εκεχειρία. Ήταν απλά ένας έξυπνος τρόπος για να την ξεγελάσει και να ομολογήσει ότι ο Ραμί ήταν ο πατέρας του 93
μωρού της. Τι ανόητη που ήταν να νομίσει ότι αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε πραγματικά να έχει καρδιά, ή να ξεχάσει ότι ήταν εχθρός της, Η Ρέιτσελ έβαλε το φλιτζάνι και το πιάτο της στο καρότσι. «Εξακολουθείς να αγνοείς το μοναδικό πράγμα που έχει σημασία», του είπε ψυχρά. «Ότι ο Ίθαν είναι δικός μου». «Είναι ένας πρίγκιπας». «Είναι ένα μωρό. Και έχει όνομα». «Τι σχέση έχει αυτό;» «Ποτέ δε χρησιμοποιείς το όνομά του. Μιλάς γι' αυτόν σαν να ήταν ένα... ένα αντικείμενο. Ένα εμπόρευμα». Ο Καρίμ πέταξε το πιάτο του στο καρότσι και το έσπρωξε μακριά του. «Αυτό είναι γελοίο! Θα ευχαριστηθείς, αν τον αποκαλέσω με το όνομα που διάλεξε γι’ αυτόν ο αδερφός μου; Ωραία, θα το κάνω, Θα τον αποκαλώ...» Η Ρέιτσελ σηκώθηκε όρθια. «Δε διάλεξε ο αδερφός σου το όνομα. Εγώ το έκανα». Ο Καρίμ σηκώθηκε κι εκείνος όρθιος. Μόνο να μην ήταν τόσο ψηλός! Μισούσε το ότι μπορούσε να την κοιτάζει αφ’ υψηλού, σαν να είχε κάποια εξουσία πάνω της. «Σε αυτή την περίπτωση», είπε στυφά ο Καρίμ, «ζητώ ακόμη μια φορά συγνώμη εκ μέρους του. Προφανώς, δεν ανέλαβε καμία από τις ευθύνες του». «Να πάρει, σταμάτα να απολογείσαι για λογαριασμό του!» «Είναι καθήκον μου. Καταλαβαίνω ότι σε πλήγωσε, αλλά...» «Με πλήγωσε;» Η Ρέιτσελ χτύπησε τα χέρια της στους γοφούς της. «Τον μισούσα τον αδερφό σου!» «Και όμως», είπε ψυχρά ο Καρίμ, «κοιμήθηκες μαζί του». Τα μάγουλά της βάφτηκαν κόκκινα. «Τον άφησες να σου κάνει ένα παιδί». Του γύρισε την πλάτη κι άρχισε να απομακρύνεται. Ο 94
Καρίμ την ακολούθησε, την έπιασε από τον ώμο και τη γύρισε προς το μέρος του. «Τι γυναίκα είσαι εσύ; Τον μισούσες. Κι όμως κοιμήθηκες μαζί του. Τον άφησες να σου κάνει ένα παιδί». Το στόμα της έτρεμε. Αν ήθελε να πει την αλήθεια, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Αλλά δεν μπορούσε, δεν μπορούσε, δεν μπορούσε... «Συμβαίνουν αυτά», του είπε, ξέροντας πόσο άσχημο ακουγόταν. Το στόμα του Καρίμ συσπάστηκε με αποστροφή. «Αυτό λες όταν κοιμάσαι με κάποιον; Ότι συμβαίνουν αυτά;» «Δεν ήταν... δεν ήταν όπως το κάνεις ν’ ακούγεται». «Πάω στοίχημα ότι δεν ήταν». Την έπιασε από το πιγούνι και την ανάγκασε να τον κοιτάξει στα μάτια. «Είχε κερδίσει πολλά όταν κοιμήθηκες μαζί του;» Το χέρι της Ρέιτσελ πετάχτηκε προς το μέρος του. Εκείνος την πρόλαβε, την έπιασε από τους καρπούς και φυλάκισε τα χέρια της στο στήθος του. «Πόσα του στοίχισες; Πόσα χρειάστηκες για να ξεπεράσεις το μίσος σου, χαμπίμπι;» «Κάθαρμα! Άθλιο κάθαρμα! Δεν ξέρεις τίποτα για μένα. Δεν ξέρεις το παραμικρό, κατάλαβες; Ούτε ένα αναθεματισμένο...» Το στόμα του έκλεισε το δικό της. Τον πολέμησε. Αγωνίστηκε. Αλλά μετά, όπως και πριν, η γη έγειρε κάτω από τα πόδια της και το μυαλό της άδειασε. Το μόνο που υπήρχε ήταν η γεύση του, η αφή του, ο τρόπος που την αγκάλιαζαν τα χέρια του. Την πήρε στην αγκαλιά του, με το στόμα του πάντα στο δικό της, να το λεηλατεί, κι εκείνη έχωσε τα χέρια της στα μαλλιά του καθώς την τραβούσε δυνατά στην αγκαλιά του. «Σε μισώ», του ψιθύρισε πάνω στο στόμα του καθώς τον φιλούσε κι ενώ τα χέρια της έσφιγγαν τους γλουτούς του, «Σε μισώ, Καρίμ. σε μισώ...» Ένα κουδούνι χτύπησε. Και ξαναχτύπησε και ύστερα η απόμακρη φωνή του πιλότου ανακοίνωσε ότι θα προσγειώνονταν πέντε λεπτά. 95
Ο Καρίμ την άφησε κάτω. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο αδρές γωνίες και τα μάτια του ολοσκότεινα. Τα δικά της μάτια έκαιγαν από τα δάκρυα. «Αν ξανακάνεις ποτέ κάτι τέτοιο...» άρχισε να λέει, αλλά σταμάτησε. Ήταν εξίσου υπεύθυνη μ' εκείνον. Εκείνος είχε ξεκινήσει το φιλί, αλλά εκείνη είχε ενδώσει. Δάκρυα οργής έκαιγαν τα μάτια της. Για κείνον; Για τον ίδιο της τον εαυτό; Αυτό δεν έπρεπε να ξανασυμβεί. Δε θα το επέτρεπε, Έκανε μεταβολή, κάθισε σε μία θέση και έδεσε τη ζώνη της. Οι τροχοί ακούμπησαν στο διάδρομο προσγείωσης. Μόλις το αεροπλάνο σταμάτησε, έλυσε τη ζώνη της και σηκώθηκε όρθια, αλλά όχι αρκετά γρήγορα ώστε να αποτρέψει το σεΐχη από το να την αρπάξει από τον ώμο και να την τραβήξει προς το μέρος του. «Καλώς όρισες στη Νέα Υόρκη, γρύλισε εκείνος. «Και μη δίνεις υποσχέσεις που δε θα είσαι σε θέση να κρατήσεις». Έσκυψε το κεφάλι του προς το μέρος της. Φυλάκισε το στόμα της. Βόγκηξε, ένιωσε το σώμα της να φουντώνει,. Και τον δάγκωσε. Δάγκωσε το κάτω χείλος του τόσο δυνατά, που τον έκανε να τιναχτεί πίσω και να την αφήσει. Ένα βυσσινί σημάδι εμφανίστηκε πάνω στη σάρκα του. Το άγγιξε με το δάχτυλό του κι ύστερα την κοίταξε με στενεμένα μάτια. «Αν θέλεις να παίξεις παιχνίδια», της είπε σιγανά, «θα χαρώ να σε εξυπηρετήσω». Ήθελε να του ανταπαντήσει, να κάνει κάποια έξυπνη παρατήρηση, αλλά το μυαλό της αρνιόταν να λειτουργήσει. Χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της, ο Καρίμ έσκυψε και πάλι το κεφάλι του και τη φίλησε ξανά, ένα αργό, σαγηνευτικό φιλί. Η Ρέιτσελ γεύτηκε την αλμύρα του αίματός του, τη θέρμη του πόθοι του. Ήθελε να πάρει τα χείλη της από τα δικά του, αλλά δεν μπορούσε, δεν μπορούσε... 96
Ο Καρίμ σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της με μία λάμψη θριάμβου στα μάτια του. Και ύστερα την προσπέρασε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. *** Μια μαύρη Μερσέντες με οδηγό τούς περίμενε. Ο οδηγός τούς άνοιξε την πόρτα για να περάσουν. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου ήταν όμορφο και εκλεπτυσμένο -και με ένα παιδικό κάθισμα. Ο άνθρωπος είχε σκεφτεί τα πάντα. Πόσο μακριά να ήταν ξενοδοχείο; Η Ρέιτσελ ήταν εξαντλημένη, είχε ανάγκη από ύπνο όσο ποτέ στη ζωή της. Ήθελε ένα καυτό ντους, λίγο ύπνο και μετά... Μετά, ελευθερία. Η Μερσέντες βγήκε-στον αυτοκινητόδρομο. Μα τι ώρα ήταν, τέλος πάντων; Ήταν πάρα πολύ σκοτεινά στο αυτοκίνητο και δεν μπορούσε να δει το ρολόι της. Έδειχνε τέσσερις το απόγευμα: Αυτή ήταν ώρα Νεβάδα, και τώρα βρίσκονταν στη Νέα Υόρκη, το οποίο σήμαινε ότι ήταν... «Είναι επτά», δήλωσε ο Καρίμ, «Το βράδυ». Η Ρέιτσελ τον κοίταξε. «Σ' ευχαριστώ», του είπε ψυχρά, «αλλά δε σε ρώτησα». «Δε χρειάζεται. Ξέρω ότι μπορεί να αισθάνεσαι κάπως αποπροσανατολισμένη». «Συγνώμη που θα σας απογοητεύσω, Υψηλότατε, αλλά δεν είμαι». «Και βέβαια είσαι». Τι θα κέρδιζε αν διαφωνούσε; Αντί γι' αυτό, του γύρισε την πλάτη και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η διαδρομή μέχρι την πόλη τής φάνηκε ατέλειωτη, αλλά τελικά έφτασαν σε έναν φαρδύ δρόμο, με ψηλά κτίρια απ' τη μια μεριά και κάτι που έμοιαζε με πάρκο από την άλλη. Πού ήταν το ξενοδοχείο; Γύρισε προς το μέρος του. «Πόσο θέλουμε ακόμη για το ξενοδοχείο;» «Ποιο ξενοδοχείο;» 97
«Αυτό που θα φυλακίσεις εμένα και τον Ίθαν». Εκείνος γέλασε. Θεέ μου, πόσο ήθελε να τον χαστουκίσει καταπρόσωπο! Η Μερσέντες σταμάτησε σε μία εσοχή του δρόμου. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Το ξενοδοχείο, σκέφτηκε η Ρέιτσελ. Αλλά ο άνθρωπος που έσκυψε και κοίταξε μέσα στο αυτοκίνητο δεν ήταν θυρωρός ξενοδοχείου, γιατί ποιος θυρωρός ξενοδοχείου θα στεκόταν προσοχή και θα έλεγε «Καλώς ορίσατε στο σπίτι, Υψηλότατε. Εύχομαι να είχατε καλό ταξίδι». «Σπίτι;» είπε η Ρέιτσελ- Ύψωσε τη φωνή της. «Σπίτι;» «Το σπίτι μου», είπε ψυχρά ο Καρίμ είπε ψυχρά. «Ένα μικρό κομμάτι από το Αλκαντάρ». Ο Ίθαν άρχισε να κλαίει. Ο Καρίμ πήγε να τον πάρει. Η Ρέιτσελ προσπάθησε να τον σταματήσει. Ο Ίθαν άρχισε να φωνάζει ακόμη πιο δυνατά. «Άσε το παιδί», της είπε ήρεμα ο Καρίμ, και, πραγματικά, τι περιθώρια επιλογής είχε εκείνη; Τον άφησε και παρακολούθησε το μωρό της σχεδόν να εξαφανίζεται στην αγκαλιά του μοναδικού άντρα που μισούσε ακόμη περισσότερο από ό,τι μισούσε τον Ραμί, περισσότερο από ό,τι μισούσε τους αναρίθμητους άντρες που είχαν παρελάσει από τη ζωή της μητέρας της. Ο θυρωρός την κοίταξε. Ύστερα της άπλωσε το χέρι του, «Δεσποινίς;» Γλίστρησε πάνω στο μαλακό δερμάτινο κάθισμα, αγνόησε το χέρι που της έτεινε και βάδισε προς την είσοδο. Ο θυρωρός έτρεξε ξωπίσω της και ίσα που πρόλαβε να της ανοίξει την πόρτα πριν το κάνει εκείνη. Πέρασε σαν σίφουνας από μπροστά του, μπροστά από ένα ψηλό γραφείο όπου καθόταν ένας ακόμη ένστολος λακές. «Δεσποινίς», της είπε ευγενικά, σαν να ήταν συνηθισμένος να βλέπει καθημερινά αυτό το τσίρκο. Ο Καρίμ την περίμενε μπροστά στο ασανσέρ, με τον Ίθαν στην αγκαλιά του. Έναν χαμογελαστό, πρόσχαρο Ίθαν. Προδότη, σκέφτηκε η Ρέιτσελ, καθώς έμπαινε μέσα στο ασανσέρ. 98
Εκτός και αν ήθελε να παρατήσει το μωρό της κάτι που δε θα συνέβαινε ποτέ, ήταν πλέον, από όλες τις απόψεις, αιχμάλωτη του σεΐχη.
99
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Κάπου γύρω στις τρεις το πρωί, ακόμη και η Νέα Υόρκη επιτέλους κοιμόταν. Αλλά όχι ο Καρίμ. Στεκόταν μπροστά σε ένα από τα τεράστια παράθυρα της κρεβατοκάμαράς του, η οποία ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι, με το στέρνο του γυμνό, φορώντας μόνο το γκρι παντελόνι μιας φόρμας που ήταν ένα κατάλοιπο από τις ημέρες του στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Πίσω του, το αναστατωμένο κρεβάτι ήταν αδιάψευστος μάρτυρας για τις ώρες που πέρασε στριφογυρίζοντας. Ήταν γελοίο. Θα έπρεπε να είναι εξαντλημένος. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου το περασμένο βράδυ, και είχε αρχίσει τη μέρα του με την ανακάλυψη ότι ο αδελφός του είχε ένα παιδί Αν πρόσθετε σ’ αυτό και τις αντιπαραθέσεις με τη Ρέιτσελ, τις πέντε ώρες πτήσης από τη Νεβάδα στη Νέα Υόρκη, τις ώρες που πέρασε στο γραφείο του προσπαθώντας να αναπληρώσει τη δουλειά του... Είχε πέσει στο κρεβάτι κάπου μετά τα μεσάνυχτα. Θα έπρεπε να είχε αποκοιμηθεί αμέσως. Αλλά δεν μπορούσε. Αντί γι’ αυτό, φανταζόταν τη Ρέιτσελ στο δωμάτιο στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Τι να σκεφτόταν; Τι να έκανε; Άραγε είχε καταλαγιάσει ο θυμός της για κείνον ή εξακολουθούσε να βγάζει φωτιές, όπως είχε κάνει πριν από μερικές ώρες όταν είχε ανακαλύψει όχι δεν την πήγαινε σε ξενοδοχείο, αλλά στο σπίτι του; Παραλίγο να γελάσει στη 100
θύμηση αυτή. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ γυναίκα τόσο έξω φρενών. Και δεν την ενδιέφερε να μην του το δείξει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη γυναίκα στη ζωή του, που θα είχε αντίρρηση στο να περάσει τη νύχτα μαζί του αλλά, φυσικά, δεν την περνούσε πραγματικά μαζί του. Γιατί, αν την περνούσε μαζί του, και πάλι ξύπνιος θα ήταν. Αλλά θα ήταν στο κρεβάτι του, μ’ εκείνη στην αγκαλιά του... «Να πάρει!» Ο Καρίμ μπήκε στο μπάνιο, άνοιξε τη βρύση του νιπτήρα και έσκυψε το κεφάλι του στο κρύο νερό και ήπιε μέχρι που δροσίστηκε το πρόσωπό του. Σκούπισε τις ατίθασες σταγόνες με μια πετσέτα και γύρισε και πάλι στο παράθυρο. Δεν ήταν άνθρωπος που ενέδιδε στις ερωτικές φαντασιώσεις. Γιατί να το κάνει άλλωστε, όταν υπήρχε πάντα μια γυναίκα πρόθυμη να του προσφέρει πραγματική ευχαρίστηση; Ούτε από αϋπνία υπέφερε, όσο δύσκολη κι αν ήταν η μέρα του. Και όμως να τον που στεκόταν εδώ. σε πλήρη εγρήγορση. Δεκαοχτώ ορόφους πιο κάτω, η Πέμπτη Λεωφόρος ήταν έρημη, με εξαίρεση κάποιο περιστασιακό ταξί ή κάποιον άτυχο ιδιοκτήτη σκύλου που τον έσερνε στο πάρκο. Το Σέντραλ Παρκ ήταν μία σιωπηλή σκοτεινή πράσινη ζούγκλα στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Πέρα από το πάρκο, ακόμα και τα λαμπερά φώτα στον ορίζοντα του Μανχάταν έμοιαζαν χαμηλωμένα. Τέλεια, σκέφτηκε δύσθυμα ο Καρίμ. Όλος ο κόσμος κοιμόταν, εκτός από κείνον. Ποτέ δε χρειαζόταν πολύ ύπνο, τέσσερις ή πέντε ώρες ήταν παραπάνω από αρκετές, αλλά δεν ήταν τόσο ανόητος ώστε να πιστεύει ότι μπορούσε να αντεπεξέλθει σε μία μέρα σοβαρών αποφάσεων χωρίς κάποια ξεκούραση. Και 101
η αυριανή μέρα επρόκειτο να είναι σίγουρα μια ημέρα μεγάλων αποφάσεων. Αφού είχε μιλήσει με την προσωπική του βοηθό, είχε κανονίσει δύο ραντεβού: πρωινό με έναν τραπεζίτη από το Τόκιο στο Ρίτζενσι, στη συνέχεια καφέ στο κέντρο, στο Μπαλτάσαρ, με έναν Ινδό αξιωματούχο. Και το μεσημέρι, γεύμα στην αίθουσα συμβουλίων με το προσωπικό του. Είχε λείψει μεγάλο διάστημα από το γραφείο. Υπήρχαν δουλειές που έπρεπε να κάνει και έπρεπε να ενημερωθεί από τους υπαλλήλους του. Και μετά υπήρχαν και όλα τα υπόλοιπα. Το στόμα του Καρίμ έγινε μια λεπτή γραμμή. Στις δύο είχε συνάντηση με το δικηγόρο του. Αυτός και η Ρέιτσελ. Ήξερε ότι δε θα ήταν εύκολο να διαπραγματευθεί μία συμφωνία για την επιμέλεια του παιδιού. Θα έκανε τη δύσκολη. Τι θα ζητούσε για να παραιτηθεί από τα δικαιώματα κηδεμονίας του παιδιού. Είχε πει ότι δε θα το έκανε ποτέ, αλλά αυτό ήταν μόνο λόγια. Όλοι οι άνθρωποι είχαν μία τιμή. Ειδικά οι γυναίκες. Ναι, τους άρεσε η εμφάνισή του. Τους άρεσε η αρρενωπότητά του. Αλλά ήξερε πάρα πολύ καλά ότι πάνω απ' όλα τους άρεσε ο τίτλος και τα πλούτη του. Σίγουρα, έτσι είχε κερδίσει ο Ραμί την προσοχή της Ρέιτσελ. Χρήματα, ένας τίτλος... Αλλά ο Ραμί δεν είχε χρήματα. Απόδειξη εκείνο το ερειπωμένο μικρό διαμέρισμα που ζούσαν. Όσο για τον τίτλο... Η Ρέιτσελ έβρισκε γελοίους τους τίτλους. Το έβρισκε αυτό διασκεδαστικό, γιατί ούτε εκείνον τον εντυπωσίαζαν. Εκείνος, τουλάχιστον, είχε κάνει μόνος του τη δική του περιουσία, αλλά είχε γεννηθεί σ' αυτή την ανόητη σειρά διαδοχής. Δεν είχε κάνει το παραμικρό για να κερδίσει τους τίτλους αυτούς, αλλά είχε συνηθίσει το γεγονός ότι δεν έβλεπαν όλοι τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Οι περισσότεροι άνθρωποι, και ειδικά οι γυναίκες, άκουγαν ποιος ήταν και άρχιζαν να συμπεριφέρονται σαν 102
να βρίσκονταν στην προεπαναστατική Γαλλία και εκείνος ήταν ο Βασιλιάς Ήλος. Αναπηδούσαν. Ανοιγόκλειναν τις βλεφαρίδες τους. Υποκλίνονταν μπροστά του, και πάντοτε όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αισθανόταν φοβερή ντροπή. Η σκέψη και μόνο της Ρέιτσελ να αναπηδά, ή να βλεφαρίζει, ή να υποκλίνεται ήταν γελοία. Του είχε καταστήσει σαφές ότι περιφρονούσε την ιδιότητα του πρίγκιπα, του σεΐχη, του διαδόχου του θρόνου του Αλκαντάρ. Ούτε το ότι ήταν σχεδόν αληθώς πλούσιος φαινόταν να την ενδιαφέρει Τον αντιμετώπιζε με τον τρόπο που υποψιαζόταν ότι αντιμετώπιζε και όλους τους άλλους. Όλους εκείνους που δε συμπαθούσε, σκέφτηκε, και χαμογέλασε. Η Ρέιτσελ ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα γυναίκα. Ήταν μια γυναίκα που τα κατάφερνε μόνη της, μ’ ένα παιδί να μεγαλώσει. Δεν πρέπει να ήταν εύκολο. Η μητέρα του -η δική του και του Ραμί- ήταν μια γυναίκα που είχε όλες τις ευκολίες και τα μέσα στα χέρια της, κι όμως οι γιοι της δεν ήταν γι’ αυτή παρά μία διασκέδαση, στην καλύτερη περίπτωση, και μία ενόχληση στη χειρότερη. Δε θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ τη Ρέιτσελ να ενοχλείται από το παιδί. Και τι μ’ αυτό; Είτε ήταν καλή μητέρα, είτε όχι, το μωρό θα περνούσε πολύ καλύτερα μαζί του. Από ήταν το πεπρωμένο του παιδιού. Η Ρέιτσελ θα ξεπερνούσε την απώλεια του... Να πάρει, γιατί τον ενδιέφερε τι θα έκανε εκείνη; Το στόμα του σφίχτηκε. Ήξερε γιατί. Το σεξ. Ήθελε τη Ρέιτσελ στο κρεβάτι του. Την ήθελε γυμνή και πρόθυμη από κάτω του, ήθελε τη γεύση της στη γλώσσα του. Ήθελε το άρωμά της πάνω του, την υγρή θέρμη της, ήθελε να βυθιστεί μέσα της και να δει τα μάτια της να θολώνουν καθώς θα την οδηγούσε σε οργασμό ξανά και ξανά και ξανά... Ο Καρίμ βλαστήμησε και έτριψε με τα χέρια του το 103
πρόσωπό του. Φερόταν σαν ηλίθιος, Την είχε φιλήσει, αλλά αυτό δε θα συνέβαινε ξανά. Με τίποτα. Δεν επρόκειτο να κοιμηθεί μαζί της, και το να στέκεται εκεί, άυπνος και να τη σκέφτεται, ήταν άσκοπο. Διέσχισε το δωμάτιό του. άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα Ένα μπράντι. Δύο. Κι ύστερα θα έβαζε ένα τέλος σ αυτή την ανοησία, θα γύριζε στο δωμάτιό του, θα έπεφτε στο κρεβάτι... Τι ήταν αυτό; Ένας αμυδρός ήχος. Ο άνεμος; Ο ήχος ακούστηκε και πάλι. Ήταν το μωρό. Η Ρέιτσελ είχε πει ότι έβγαζε δόντια. Τα μωρά έκλαιγαν όταν έβγαζαν δόντια -κάπου το είχε ακούσει ή το είχε διαβάσει. Να πάρει, μόνο αυτό του έλειπε. Ένα μωρό που έκλαιγε. Ο ήχος σταμάτησε. Ο Καρίμ περίμενε, αλλά δεν ακούστηκε τίποτα. Ή το παιδί είχε ξανακοιμηθεί, ή η Ρέιτσελ τον είχε ηρεμήσει... Αρκετά είχε σκεφτεί τη Ρέιτσελ απόψε. Το φεγγαρόφωτο φώτιζε το σαλόνι, αλλά χανόταν στη σκιά του σκοτεινού ψηλοτάβανου δωματίου. Πήγε κατευθείαν στο γραφείο του, με τις βιβλιοθήκες από ξύλο τικ και πήρε την κρυστάλλινη καράφα με το... Να πάρει! Το μωρό έκλαιγε και πάλι. Θα πρέπει να είχε κάνει λάθος. Η Ρέιτσελ δε φρόντιζε το μωρό, παρ' ότι ήταν δική της ευθύνη. Θα κέρδιζε την κηδεμονία και θα φρόντιζε να μεγαλώσει σωστά το παιδί. Όπως είχε μεγαλώσει κι εκείνος. Με δασκάλους και νταντάδες και γκουβερνάντες, έτσι ώστε ο γιος του Ραμί να μάθει να είναι υπεύθυνος και να μη χαραμίζει τη ζωή του επιπόλαια, αλλά να πληροί τις υποχρεώσεις του... Το κλάμα ήταν ενοχλητικό. 104
«Να πάρει», γρύλισε ο Καρίμ κι άφησε κάτω την κανάτα, βγήκε από το γραφείο, ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κατευθύνθηκε προς το διάδρομο που βρισκόταν το δωμάτιο όπου κοιμόταν η Ρέιτσελ με το μωρό. Η πόρτα του καθιστικού ήταν κλειστή. Τη χτύπησε με τη γροθιά του. «Ρέιτσελ;» Καμία απάντηση. Τέλεια. Εκείνη κοιμόταν βαθιά ενώ εκείνος αυλάκωνε το πάτωμα. Προσπάθησε πάλι. Χτύπησε πιο δυνατά, φώναξε το όνομά της ακόμη δυνατότερα. Και πάλι τίποτα. Ένας μυς τρεμόπαιξε στο σαγόνι του. «Να πάρει», μουρμούρισε και πάλι, και άνοιξε την πόρτα. Έπρεπε να είναι σε κάποιο από τα δύο υπνοδωμάτια που συνδέονταν με το καθιστικό. Το κλάμα είχε σταματήσει, αλλά ήξερε ότι θα άρχιζε και πάλι. Υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να λυθεί το θέμα. Να βρει τη Ρέιτσελ και να της πει να ησυχάσει το παιδί. Είχε μια γεμάτη μέρα μπροστά του και είχε ανάγκη από ξεκούραση. Διέσχισε το καθιστικό. Η πρώτη; πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Δίστασε, αλλά την άνοιξε. Δεν υπήρχε κούνια. Ούτε μωρουδιακά ή ίχνη από τα πράγματα που είχε παραγγείλει. Είδε μόνο ένα κρεβάτι στην ίδια κατάσταση με το δικό του, με τις κουβέρτες μπλεγμένες και παραμερισμένες, σαν ο ιδιοκτήτης του να μην μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν το δωμάτιο της Ρέιτσελ. Το κρεβάτι της Ρέιτσελ. Υπήρχε ένα αμυδρό άρωμα λεμονιού στον αέρα. Η Ρέιτσελ μύριζε λεμόνι. Της ταίριαζε αυτή η δροσερή, οξεία μυρωδιά. Ήταν καθαρή. Λεπτεπίλεπτη. Τίμια. Ποια τίμια γυναίκα όμως θα τον κοιτούσε στα μάτια και θα ομολογούσε ότι μισούσε τον εραστή της; Τι είχε συμβεί λοιπόν; Πώς θα μπορούσε μια γυναίκα 105
σαν κι αυτή να κοιμηθεί μ' έναν άντρα που δεν αγαπούσε; Ο Καρίμ έβρισε μέσ’ απ' τα δόντια του. Είχε έρθει για να ασχοληθεί με ένα μωρό που κλαίει. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Το ότι δυσκολευόταν να συγκεντρώσει τις σκέψεις του αποδείκνυε ότι έπρεπε να κοιμηθεί λίγο, αν ήθελε να είναι σε θέση να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων αύριο -ή μάλλον σήμερα- και να βάλει τέλος σε όλο αυτό το χάος. Γύρισε στο καθιστικό και στράφηκε προς τη δεύτερη πόρτα. Ήταν κι εκείνη μισάνοιχτη. Μπήκε μέσα. Ναι, αυτό ήταν το δωμάτιο του μωρού. Εκεί βρισκόταν η κούνια. Οι κούτες με τα πράγματα του μωρού. Το απαλό φως μιας λάμπας -και αυτό τι ήταν; Μια λάμπα σε σχήμα καρουζέλ. Το είχε πάρει η βοηθός του; Θα έπρεπε να θυμηθεί να την ευχαριστήσει για την πρωτοβουλία της, σκέφτηκε ασυναίσθητα ο Καρίμ... Και τότε είδε τη Ρέιτσελ. Κοιμόταν πάνω στη μεγάλη κουνιστή πολυθρόνα, με το μωρό στην αγκαλιά της. Τα μαλλιά της ήταν λυτά και έπεφταν σαν λαμπερή βροχή πάνω στο λευκό βαμβακερό νυχτικό της, που ήταν αρκετά μακρύ για να κρύβει τα πόδια της, τα οποία ήταν διπλωμένα κάτω από το σώμα της. Ο λαιμός του Καρίμ συσπάστηκε. Είχε δει αυτή τη γυναίκα με σέξι ενδυμασία. Με τζιν. Την είχε δει γυμνή. Ήταν όμορφη κάθε φορά, αλλά τώρα, ο τρόπος που καθόταν, ήταν τόσο ασυναίσθητα όμορφη, τόσο τέλεια και τόσο ευάλωτη, που παραλίγο να κάνει την καρδιά του να σταματήσει. Όποιος και αν ήταν ο λόγος που είχε κοιμηθεί με τον Ραμί δεν είχε σημασία. Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι την ήθελε περισσότερο από ό,τι είχε ποθήσει ποτέ άλλη γυναίκα. Πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα. Το ότι την ήθελε όμως δε σήμαινε και ότι θα την είχε. Γιατί δεν μπορούσε να την έχει. Το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να περιπλέξει ακόμη 106
περισσότερο κάτι που ήταν ήδη υπερβολικά περίπλοκο. Είχε μία ευθύνη. Ένα καθήκον. Στον πατέρα του, στο λαό του, στη μνήμη του νεκρού αδελφού του. Στο παιδί. Γι’ αυτό γίνονταν όλα. Η μητέρα του νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό της. Το ίδιο και ο Ραμί. Αλλά εκείνος δεν ήταν έτσι. Ποτέ δε θα ήταν. Εκείνος... «Μπαμπαμπαμπα». Το μωρό ήταν ξύπνιο και τον κοιτούσε με τα τεράστια γαλάζια μάτια του αδερφού του. Ο Καρίμ κούνησε το κεφάλι του και έφερε το δάχτυλό του στα χείλη του. «Σσσ...» Λάθος σχόλιο. Το στόμα του παιδιού άρχισε να τρέμει. Άφησε άλλον έναν ήχο. όχι ακριβώς κραυγή, αλλά παραλίγο. Ο Καρίμ ξανακούνησε το κεφάλι του. «Όχι», ψιθύρισε. «Μην κλαις. Πρέπει να αφήσουμε τη Ρέιτσελ να κοιμηθεί». Το μωρό σούφρωσε τα χείλη του. Το προσωπάκι του σκοτείνιασε. Ο Καρίμ κινήθηκε γρήγορα, τον σήκωσε προσεκτικά από την αγκαλιά της Ρέιτσελ και πήγε βιαστικά στο καθιστικό. Και τώρα τι; Τι κάνουνε με ένα μωρό που κλαίει; Εδώ που τα λέμε, τι κάνουνε και με ένα μωρό που δεν κλαίει; Το αγόρι έκανε μια θορυβώδη φούσκα με το σάλιο του. Ο Καρίμ το κοίταξε. Τι στο καλό σήμαινε η φούσκα; «Μπζζζτ», είπε το παιδί. Ο Καρίμ καθάρισε το λαιμό του. Χρειαζόταν έναν μεταφραστή. Τα μικροσκοπικά χεράκια ανέμιζαν μπροστά του. Τα ποδαράκια κλοτσούσαν. Το προσωπάκι έμοιαζε θυμωμένο. «Εντάξει», είπε ο Καρίμ γρήγορα. «Τι θα έλεγες να, εεε, να πηγαίναμε κάτω για λίγο;». Και κατέβηκαν τις σκάλες. 107
Το μωρό άρχισε να βγάζει μικρές κραυγές. Δυσαρέσκειας. «Δεν ξέρω τι θέλεις», είπε ο Καρίμ απεγνωσμένα. Ο Θεός να τον βοηθούσε αν χρειαζόταν ένα μπουκάλι γάλα, ή, ακόμη χειρότερα, άλλαγμα. Το σαλόνι ήταν πιο φωτεινό τώρα. Η αυγή άγγιζε ήδη τα ψηλά κτίρια πόλης. Ο Καρίμ πλησίασε ένα από τα μεγάλα τοξωτά παράθυρα. «Κοίτα», του είπε. «Θα έχουμε μια ηλιόλουστη μέρα». Κι άλλες μικρές κραυγές. Ο Καρίμ είχε ένα σκάφος που έκανε αυτόν το θόρυβο όταν ξεκινούσε. Ή, μάλλον, όχι. Όχι το σκάφος. Ένα φουσκωτό που το έριχνε από... «Νααααα. Νααααα. Νααααα». «Σσσ», είπε με απελπισία ο Καρίμ. Να πάρει. Το παιδί έκλαιγε. Δυνατά. Αληθινά δάκρυα κυλούσαν πάνω στα τροφαντά μαγουλάκια του. Ο Καρίμ έψαξε για κάτι που θα χρησιμοποιήσει για να τον σκουπίσει. Να πάρει, γιατί δεν είχε σκεφτεί να φορέσει ένα μπλουζάκι; «Μην κλαις», είπε ξανά. Προσεκτικά, διέτρεξε με το δάχτυλό του το μάγουλο του παιδιού. Ένα μικροσκοπικό χεράκι άρπαξε το δάχτυλό του και το έφερε στο ροδαλό στοματάκι του. Ο θόρυβος σταμάτησε. Τα δάκρυα σταμάτησαν. Πιπίλα. Το παιδί πιπιλούσε το δάχτυλό του. Ο Καρίμ χαμογέλασε. Κάθισε στη γωνία ενός από τους καναπέδες. Άπλωσε το πόδι του πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Βολεύτηκε προσεκτικά μ’ ένα μαξιλάρι πίσω απ’ την πλάτη του. Το παιδί μασουλούσε. Και -σ' ευχαριστώ, Θεέ μουαυτή τη φορά οι κραυγές που έβγαζε ήταν από ικανοποίηση. «Καλό, ε;» είπε απαλά ο Καρίμ. Αυτό απέσπασε ένα σαλιωμένο χαμόγελο. Ο Καρίμ το ανταπέδωσε. Το μωρό ήταν χαριτωμένο, αν σου άρεσαν τα 108
μωρά. Αλλά εκείνου δεν του άρεσαν. Ή μάλλον όχι. Αυτό δεν ήταν αλήθεια. Δεν τα αντιπαθούσε. Απλά δεν είχε συναντήσει ποτέ κανένα. Και μύριζε και όμορφα. Κάτι απαλό. Όχι λεμόνι, σαν τη Ρέιτσελ. Αυτή ήταν μία μυρωδιά που ακόμη κι ένας άντρας που δεν είχε παραμικρή ιδέα από παιδιά, θα τη συνδύαζε αυτόματα με μωρά. Το μωρό γουργούρισε. Χαμογέλασε γύρω από το δάχτυλο του Καρίμ. Ο Καρίμ του χαμογέλασε. Και χασμουρήθηκε. Χασμουρήθηκε και το μωρό. Οι μακριές βλεφαρίδες του χαμήλωσαν. «Έτσι μπράβο, μικρέ», είπε απαλά ο Καρίμ. «Ώρα για ύπνο. Κοιμήσου και θα σε πάω πίσω στη Ρέιτσελ...» Οι βλεφαρίδες του Ίθαν έκλεισαν και δεν ξανάνοιξαν. Το ίδιο και του Καρίμ. Ένα λεπτό αργότερα, άντρας και μωρό κοιμόνταν βαθιά. *** Ο Καρίμ ξύπνησε απότομα, με το μωρό ακόμη στην αγκαλιά του. Να κοιμάται. Τι υπέροχη ιδέα. Ο Καρίμ ήταν έτοιμος να κάνει το ίδιο, Να κοιμηθεί για καμιά δυο ώρες, ύστερα να τηλεφωνήσει στη βοηθό του και να της πει να ακυρώσει τα σημερινά ραντεβού του. Γιατί όχι; Ο τύπος από το Τόκιο, και ο άλλος από την Ινδία, και οι δυο θα μπορούσαν να περιμένουν μέχρι να τελειώσει με τις υποθέσεις του Ραμί και να έχει ξεκάθαρο μυαλό. Τις υποθέσεις του Ραμί, σκέφτηκε, και το στόμα του έγινε μία λεπτή γραμμή. Αυτό υποτίθεται ότι ήταν το Λας Βέγκας -η σχέση του αδερφού του με μια χορεύτρια, μια στριπτιζέζ, ό,τι τέλος πάντων ήταν η Ρέιτσελ Ντόνελι. Ήταν όμως και μητέρα. Καλή μητέρα. Να πάρει, ήταν άριστη μητέρα απ' όσο είχε δει. Υπεύθυνη. Στοργική. Αποφασιστική. 109
Απορούσε που ο Ραμί είχε νιώσει έλξη για μια τέτοια γυναίκα. Ο τύπος του ήταν συνήθως κοριτσόπουλα με στήθος μεγαλύτερο από το μυαλό τους. Όχι ότι η Ρέιτσελ υστερούσε σ’ αυτό τον τομέα. Τα στήθη της, απ’ όσο είχε δει σ’ εκείνη τη συνάντηση στο μπάνιο, ήταν πλούσια και θηλυκά... Και πόσες φορές είχε πει στον εαυτό του να σταματήσει να σκέφτεται τέτοια πράγματα, που να πάρει; Επειδή το τι είχε ή δεν είχε η Ρέιτσελ δεν είχε καμία σχέση μ’ εκείνον ή μ' εκείνα που έπρεπε να κάνει στο μέλλον. Ο Καρίμ σηκώθηκε όρθιος και πήγε το μωρό πίσω στο δωμάτιό του. Η Ρέιτσελ κοιμόταν ακόμη κουλουριασμένη στην πολυθρόνα. Ήταν απίστευτα όμορφη. Και αθώα. Ήταν φοβερό το πόσο μπορούσε να σε ξεγελάσει η εμφάνιση. Φοβερό το πόσο την ήθελε. Έκανε μεταβολή, έβαλε προσεκτικά το μωρό στην κούνια, το σκέπασε με την κουβέρτα κι έκανε να φύγει από το δωμάτιο… Ένας μυς τρεμόπαιξε στο σαγόνι του. Γύρισε στην κούνια, έσκυψε και χάιδεψε ανάλαφρα τις απαλές μπούκλες του μωρού. «Καλόν ύπνο, μικρούλη», του ψιθύρισε κι ύστερα, πριν προλάβει να υποκύψει στον πειρασμό να κάνει το ίδιο και με την Ρέιτσελ, βγήκε από το δωμάτιο και πήγε βιαστικά στο δικό του για να τηλεφωνήσει στη βοηθό του... αλλά όχι για να ακυρώσει τα ραντεβού του. Για να κλείσει ακόμη περισσότερα. Είχε παραμελήσει υπερβολικά τη δουλειά του. Εξάλλου, η δουλειά θα ξεκαθάριζε το μυαλό του, είπε στον εαυτό του καθώς έκανε ένα δεύτερο τηλεφώνημα, αυτή τη φορά στο δικηγόρο του, και ένα τρίτο, στο ιατρικό εργαστήριο, για να ακυρώσει και τα δύο ραντεβού. Ύστερα έβγαλε τη φόρμα του, μπήκε στο ντους κι άφησε το νερό να τρέξει πάνω του. Αυτά τα δύο μπορούσαν να περιμένουν. Μία μέρα, δύο... ίσως και τρεις. 110
Η αναβολή τους δεν είχε καμία σχέση με τη Ρέιτσελ. Καμία απολύτως. *** Στην άλλη άκρη του διαδρόμου, στον ξενώνα, η Ρέιτσελ, η οποία είχε ξυπνήσει με το που είχε μπει στο δωμάτιο ο Καρίμ, άνοιξε τα μάτια της μόνο αφότου ήταν βέβαιη ότι ήταν μόνη της. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Ούτε το γεγονός ότι ο αδίστακτος σεΐχης είχε προφανώς φροντίσει τον Ίθαν ενώ εκείνη κοιμόταν, ούτε το ότι είχε φερθεί στο μωρό με τόση αναμφισβήτητη τρυφερότητα. Και σίγουρα δεν καταλάβαινε γιατί εκείνη είχε μείνει να τον κοιτάει μέσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά της και να αναρωτιέται πώς θα ήταν αν την πλησίαζε, αν την άγγιζε μ’ αυτά τα τεράστια, τρυφερά χέρια.,, «Ανόητη», ψιθύρισε και σηκώθηκε όρθια. Ήταν ώρα να ξεκινήσει τη μέρα της. Και να αρχίζει να σχεδιάζει την απόδρασή της. *** Μόνο που ήταν αδύνατον να αποδράσει. Πάντα κάποιος την παρακολουθούσε. Ο Καρίμ είχε βοηθητικό προσωπικό στο σπίτι. Η Ρέιτσελ ήξερε ότι τους είχε μιλήσει για κείνη. Δεν είχε ιδέα τι τους είχε πει, αλλά, όταν είχε εμφανιστεί στην κουζίνα την πρώτη μέρα, με τον Ίθαν στην αγκαλιά της, μία μεγαλόσωμη γυναίκα με αλευρωμένα χέρια είχε στραφεί προς το μέρος της χαμογελώντας. «Καλημέρα, κυρία. Είμαι η κυρία Τζένσεν, η μαγείρισσα του σεΐχη». Κι εγώ είμαι η αιχμάλωτη του σεΐχη, ήθελε να της πει η Ρέιτσελ, αλλά δεν το έκανε φυσικά. Κράτησε ουδέτερη την έκφρασή της. Ο Καρίμ ήταν ο εχθρός. Επομένως, το ίδιο και όσοι δούλευαν για κείνον. «Και αυτός είναι ο μικρός Ίθαν. Ω, η Υψηλότητά του είχε απόλυτο δίκιο! Είναι πολύ όμορφο μωρό». Η Ρέιτσελ ξαφνιάστηκε. 111
«Έτσι είπε;» «Α, ναι, κυρία, μας είπε ότι το μωρό ήταν...» «Σας;» «Α!» Η κυρία Τζένσεν σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και πάτησε ένα κουμπί στη συσκευή ενδοεπικοινωνίας που υπήρχε στον τοίχο. «Συγνώμη, κυρία. Ο πρίγκιπας Καρίμ μου ζήτησε να σας συστήσω οπωσδήποτε και στους άλλους». «Ποιους άλλους;» «Μα. το υπόλοιπο προσωπικό. Εκτός από εμένα, υπάρχει η οικονόμος. η κυρία Λόπεζ. Και ο οδηγός του πρίγκιπα... αυτόν τον γνωρίσατε στο αεροδρόμιο χθες το βράδυ. Και κάναμε και μία προσθήκη. Την εγγονή μου τη Ρομπέρτα. Θα έρθει σε μια ώρα. Για να βοηθήσει με το μωρό», πρόσθεσε η μαγείρισσα, όταν είδε το απορημένο βλέμμα της Ρέιτσελ. «Δε χρειάζομαι βοήθεια για το μωρό μου», βιάστηκε να πει η Ρέιτσελ τραβώντας τον Ίθαν πιο κοντά της. «Θα τη συμπαθήσετε τη Ρομπέρτα, κυρία. Είναι επαγγελματίας παιδαγωγός και λατρεύει τα μωρά». «Είμαι απόλυτα ικανή να φροντίσω μόνη μου τον Ίθαν». «Φυσικά και είστε, κυρία Ντόνελι, Αλλά η Υψηλότητά του με σε αν μπορούσε η Ρομπέρτα να... να σας βοηθήσει απλά». «Για να προσέχει εμένα, εννοείς», είπε ψυχρά η Ρέιτσελ. «Όχι, κυρία, και βέβαια όχι. Για να σας βοηθήσει, απλά». Ο τόνος της μαγείρισσας ήταν κατηγορηματικός. «Ξέρει ότι η Ρομπέρτα μου είναι καταπληκτική». Η φωνή της Ρέιτσελ πάγωσε. «Ω, ναι», είπε όλο σαρκασμό. «Είμαι σίγουρη ότι το ξέρει αυτό». Η κυρία Τζένσεν την κοίταξε με αποδοκιμασία. «Η Υψηλότητά του βοήθησε τη Ρομπέρτα να τελειώσει το σχολείο, κυρία Ντόνελι. Είχε κάποια προβλήματα και της πλήρωσε για ιδιωτικά μαθήματα, και ύστερα τα δίδακτρα του κολεγίου και όταν εκείνη αποφάσισε ότι ήθελε 112
να ασχοληθεί με τα μωρά τής πλήρωσε και τα δίδακτρα της σχολής. «Γιατί;» «Δεν καταλαβαίνω την ερώτησή σας, κυρία;» «Γιατί να το κάνει αυτό;» «Γιατί τέτοιος άνθρωπος είναι», είπε η μαγείρισσα με φωνή εξίσου ψυχρή με της Ρέιτσελ. «Τιμά αυτό που θεωρεί καθήκον του». «Ανακατεύεται στις ζωές των άλλων, θες να πεις». Η έκφραση της μαγείρισσας έγινε ακόμη πιο σκληρή. «Δε θα βρείτε εδώ μέσα κανέναν που να συμφωνεί μ' αυτό, κυρία», της είπε στυφά. Ευτυχώς για τη Ρέιτσελ και τη μαγείρισσα, ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπήκαν και οι υπόλοιποι στην κουζίνα. Η Ρέιτσελ ήταν αποφασισμένη να αντιπαθήσει το υπόλοιπο προσωπικό. Ήταν αδύνατον. Πώς μπορούσε να αντιπαθήσει ανθρώπους που λάτρευαν τον Ίθαν; Και ύστερα από μερικές μέρες, ο Ίθαν, αυτός ο μικρός προδότης, τους λάτρευε κι εκείνος. Ειδικά τη Ρομπέρτα. Ήταν δύσκολο να την αντιπαθήσει. Δεν ανακατευόταν καθόλου, και απλά βοηθούσε τη Ρέιτσελ όταν της το επέτρεπε. Στο τέλος, η Ρέιτσελ αποφάσισε ότι ήταν ανόητο να ξεσπάει το θυμό της σε ένα κορίτσι λίγα μόνο χρόνια μικρότερο της, που ήταν πραγματικό θαύμα με τα μωρά. Η σχέση της με τους υπόλοιπους παρέμενε ψυχρή. Σίγουρα εξαιτίας αυτών που τους είχε πει ο Καρίμ... Αλλά δεν ήταν. Ένα πρωί, καθώς κατέβαινε τη σκάλα, άκουσε την κυρία Λόπεζ και την κυρία Τζένσεν να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα. «Ο πρίγκιπας είπε ότι είναι μία υπέροχη γυναίκα», έλεγε η κυρία Τζένσεν, «και ότι πέρασε μερικές δυσκολίες τελευταία, αλλά ειλικρινά, Μίριαμ, δε μ’ αρέσει που το λέω, εγώ όμως δεν τη βρίσκω καθόλου συμπαθητική». 113
«Κοίτα», απάντησε η κυρία Λόπεζ, «είναι καταπληκτική με το παιδί της, ο καθένας μπορεί να το καταλάβει αυτό. Αλλά είναι αδύνατον να της αποσπάσει κανείς ένα χαμόγελο, έτσι δεν είναι; Εγώ θα έλεγα ότι μας αντιπαθεί. Αμέλια, αλλά πως είναι δυνατόν τη στιγμή που δε μας ξέρει καν;» Να πάρει! Να πάρει! Η Ρέιτσελ ξανανέβηκε τη σκάλα. Ήταν δυνατόν να είχε κάνει λάθος για το προσωπικό του Καρίμ; Σιγά σιγά, η συμπεριφορά της απέναντι τους άλλαξε. Τους χαμογελούσε, Το ίδιο κι εκείνοι. Τους μιλούσε ευγενικά. Το ίδιο κι εκείνοι. Έπρεπε να παραδεχθεί ότι η ζωή είχε γίνει πιο ευχάριστη. Όσο για τον Καρίμ... δεν τον έβλεπε ποτέ. Τι είχε γίνει με τις συναντήσεις με τους δικηγόρους; Με τις εξετάσεις; Η Ρέιτσελ δε ρωτούσε. Γιατί να επισπεύσει κάτι που φοβόταν; Προφανώς η Σεΐχότητά του ήταν πολύ απασχολημένη για να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο. Δεν απορούσε. Το καλό του Ίθαν θα ερχόταν πάντα σε δεύτερη μοίρα. Ο Καρίμ έφευγε για το γραφείο του νωρίς το πρωί. Όχι όμως με το αυτοκίνητο. Όταν ρώτησε το λόγο, καθαρά από περιέργεια γιατί ένας πρίγκιπας με Μερσέντες και οδηγό να τα αφήνει και τα δύο, ο Τζον, ο οδηγός του, είπε ότι η Υψηλότητά του έπαιρνε συνήθως το μετρό. «Ή πάει με τα πόδια», είχε προσθέσει, και η Ρέιτσελ μπορούσε σχεδόν ν’ ακούσει την αποδοκιμασία πίσω από τα λόγια του. «Η Υψηλότητά του λέει ότι είναι ο καλύτερος τρόπος για να επιλυθεί το κυκλοφοριακό». Μεγάλη υπόθεση, είχε σκεφτεί. Ο πανίσχυρος σεΐχης συναναστρέφεται με τους κοινούς θνητούς. Ας πήγαινε και με το ιπτάμενο χαλί του στη δουλειά, λίγο την ένοιαζε εκείνη. Και δε γυρνούσε παρά αργά τη νύχτα. Πολύ αργά, πάντα μετά την ώρα του δείπνου. Δε συναντιούνταν ποτέ. Τόσο το καλύτερο για κείνη. Τέλειο... 114
Και μετά, ένα πρωί, μετά από μία ακόμη νύχτα που περπατούσε πάνω κάτω με τον Ίθαν, η Ρέιτσελ είχε καταφέρει επιτέλους να τον κοιμίσει. Ήταν πολύ κουρασμένη για να καταφέρει να κοιμηθεί, οπότε κατέβηκε στην κουζίνα για έναν καφέ. Ήταν πολύ πρωί. Κανείς δεν πρέπει να είχε ξυπνήσει ακόμη. Μπορούσε δηλαδή, σκέφτηκε καθώς χασμουριόταν μέσα στην άδεια κουζίνα, να εμφανιστεί όπως ήταν μέσα στο φανελένιο νυχτικό της, με τα μαλλιά λιτά και τα πόδια ξυπόλητα, να βάλει ένα ποτήρι καφέ και... Το φως της κουζίνας άναψε. Η Ρέιτσελ αναφώνησε, γύρισε προς την πόρτα... και είδε τον Καρίμ. Φορούσε μία γκρίζα φόρμα, ένα γκρίζο μπλουζάκι με κομμένα μανίκια και αθλητικά παπούτσια που είχαν δει καλύτερες μέρες. Το πρόσωπό του και τα μυώδη μπράτσα του άστραφταν απ' τον ιδρώτα. Τα μαλλιά του έπεφταν στα μάτια του, το σαγόνι του ήταν σκούρο από τα πρωινά γένια... Ήταν υπέροχος. «Συγνώμη...» «Συγνώμη...» Είχαν μιλήσει συγχρόνως. Αναψοκοκκινισμένη, η Ρέιτσελ προσπάθησε και πάλι. «Πίστευα ότι δεν...» «Δεν ήξερα ότι...» Τα λόγια τους συγκρούστηκαν. Ο Καρίμ χαμογέλασε, πήρε την πετσέτα που είχε γύρω απ’ το λαιμό του και σκούπισε το πρόσωπο και τα μπράτσα του. Η Ρέιτσελ δάγκωσε το κάτω χείλος της κι ύστερα χαμογέλασε διατακτικά. «Εσύ πρώτη», της είπε. Ξεροκατάπιε. «Θα έλεγα ότι πίστευα πως δε θα ενοχλούσα κανέναν αν,..» «Δεν ενοχλείς κανέναν. Δε με ενοχλείς, εννοώ», της απάντησε. «Μόλις τελείωσα τη γυμναστική μου και σκέφτηκα...» «Τη γυμναστική;» επανέλαβε εκείνη σαν ανόητη, γιατί της ήταν αδύνατον να σκεφτεί καθαρά. Και ποιος θα μπορούσε άλλωστε; Δεν περίμενε να τον δει... 115
Να τον δει τόσο αρρενωπό, τόσο υπέροχο, με τόσο... μη πριγκιπικά ρούχα. Η σκέψη αυτή την έκανε να γελάσει. Προσπάθησε να πνίξει το γέλιο της, αλλά δεν ήταν αρκετά γρήγορη. «Τι;» τη ρώτησε με ένα μικρό χαμόγελο. «Τίποτα. Είναι που... δεν ξέρω. Δεν είχα φανταστεί ποτέ...» «Τι;» τη ρώτησε και πάλι και το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ καθώς την κοιτούσε. Χριστέ μου, ήταν χάρμα οφθαλμών. Χωρίς ίχνος μακιγιάζ. Τα μαλλιά της ένα χρυσό σύννεφο. Το σώμα της κρυμμένο κάτω απ’ αυτό το παλιομοδίτικο νυχτικό, που ίσα που άφηνε να διαγράφουν οι καμπύλες του στήθους και των γοφών της... «Ε..., δε φαντάστηκα ποτέ ότι κάνεις γυμναστική». Της χαμογέλασε. Χτύπησε την επίπεδη κοιλιά του. «Πρέπει. Διαφορετικά θα ζύγιζα εκατό κιλά». Η Ρέιτσελ γέλασε. «Πολύ αμφιβάλλω». Την προσπέρασε, άνοιξε το ψυγείο και πήρε ένα μπουκάλι χυμό. «Ναι. Η αλήθεια είναι ότι περνάω πολλές ώρες πίσω από ένα γραφείο τώρα τελευταία. Δεν έχω και πολλές ευκαιρίες να κάνω κάποιο άθλημα. Και, ξέρεις, πάντα έκανα κάποιο άθλημα. Ακόμη κάνω λίγο τζόγκινγκ, αλλά όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο έπαιζα φούτμπολ..» «Φούτμπολ; Μήπως εννοείς ποδόσφαιρο;» Την κοίταξε. «Φούτμπολ. Το αμερικάνικο». Της χαμογέλασε. «Ξέρεις όμως τη διαφορά μεταξύ ποδοσφαίρου και αμερικάνικου φούτμπολ;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Όταν ο Ίθαν είχε κολικούς τον πήγαινα μεγάλες βόλτες με το αυτοκίνητο για να τον ηρεμήσω. Λάτρευε την κίνηση του αυτοκινήτου. Ύστερα γυρνούσα σπίτι, αλλά είχα διαπιστώσει ότι ξυπνούσε αμέσως αν τον έβαζα στην κούνια του, οπότε τον έβαζα στον καναπέ, άναβα την τηλεόραση, και αν ήταν μέσα στη νύχτα...» χαμογέλασε «...που σχεδόν πάντοτε ήταν, τέλος πάντων, στις δύο και στις τρεις το πρωί το μοναδικό που είχε η τηλεόραση ήταν αγώνες ποδοσφαίρου 116
σε επανάληψη...» «Γκοοολ!» είπε γελαστά ο Καρίμ. Η Ρέιτσελ γέλασε. «Σωστά. Α, και τηλεμάρκετινγκ». «Τηλεμάρκετινγκ;» «Ναι. Ξέρεις... άντρες που φωνάζουν προσπαθώντας να πουλήσουν πράγματα που δεν έχεις ακούσει ποτέ σου και που δεν είχες φανταστεί ότι θα χρειαζόσουν». Ο Καρίμ πήρε δυο ποτήρια από ένα ντουλάπι, τα γέμισε και έδωσε το ένα στη Ρέιτσελ «Ω», είπε βιαστικά. «Όχι. Όχι, ευχαριστώ. Καλύτερα να... να μην μπλέκομαι στα πόδια σου...» «Δεν μπλέκεσαι στα πόδια μου. Εξάλλου», της είπε ανέκφραστα, «αν παραγγείλετε αυτό το ποτήρι με το χυμό αμέσως τώρα, θα προσθέσουμε ένα φλιτζάνι καφέ στην παραγγελία σας, χωρίς επιπλέον επιβάρυνση. Απλά θα πληρώσετε ξεχωριστά μεταφορικά». Έβαλε τα γέλια. Ήταν μία τέλεια μίμηση τηλεπωλήσεων. Ο Καρίμ χαμογέλασε. «Σοβαρά τώρα. Φτιάχνω καταπληκτικό καφέ. Χωρίς μεταφορικά και τέτοια. Εντάξει;» Καθόλου εντάξει, της έλεγε το μυαλό της. «Εντάξει», είπε τελικά, γιατί στο κάτω κάτω τι κακό μπορούσε να κάνει κάτι τόσο απλό; Της έφτιαξε καφέ. Εκείνη φρυγάνισε ψωμί. Έφαγε το δικό του με μαρμέλαδα φράουλα. Εκείνη το δικό της με τυρί κρέμα. «Η μαρμελάδα είναι καλύτερη», της είπε. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Είναι πολύ γλυκιά για τόσο νωρίς». «Μ’ αρέσουν οι γλυκές γεύσεις νωρίς το πρωί», της είπε και παρ' ότι δεν είχε πει σκόπιμα κάποιο υπονοούμενο, εκείνη κοκκίνισε κι εκείνος σκέφτηκε, μόνο για μια στιγμή, να γείρει μπροστά και να τη φιλήσει. Δεν το έκανε όμως... Για κάποιο λόγο, αυτή η στιγμή, αυτή η σύντομη ανακωχή, ήταν σημαντική, ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του, είπε ότι ο καιρός ήταν πολύ κρύος για την εποχή, κι 117
ύστερα μίλησαν για διάφορες ανοησίες, για την κυκλοφορία, για τα καινούρια σχέδια για το Σέντραλ Παρκ... Κι ύστερα σώπασαν. Κι αν με φιλούσε; σκέφτηκε η Ρέιτσελ. Θέλω να τη φιλήσω, σκέφτηκε ο Καρίμ. Οι χτύποι της καρδιάς της έγιναν πιο γρήγοροι. Το ίδιο κι οι δικοί του. Τα μάτια τους συναντήθηκαν. «Λοιπόν...» είπε ο Καρίμ. «Λοιπόν...» είπε η Ρέιτσελ.. Σηκώθηκαν και οι δύο όρθιοι. Και κινήθηκαν προς αντίθετες κατευθύνσεις. «Πρέπει να πηγαίνω», είπε εκείνος βραχνά. Η Ρέιτσελ κατένευσε. «Κι εγώ το ίδιο», είπε εξίσου βραχνά. Είπε στον εαυτό του ότι χαιρόταν που δεν την είχε αγγίξει. Είπε στον εαυτό της το ίδιο. Αλλά εκείνες οι χαλαρές στιγμές τις ήσυχες ώρες του πρωινού, ήταν συνέχεια στο μυαλό και των δυο τους όλη μέρα. *** Η πρωινή συνάντηση δεν επαναλήφθηκε. Η Ρέιτσελ φρόνησε γι’ αυτό, Δεν έβγαινε από το δωμάτιό της αν δεν ήταν σίγουρη ότι ο Καρίμ είχε φύγει. Ναι, είχε ανακαλύψει ότι ο δεσμοφύλακάς της είχε ανθρώπινο πρόσωπο. Και τι μ' αυτό; Οι μέρες περνούσαν και, παρ' ότι δεν έκανε λόγο για τεστ DNA και δικηγόρους, κάποια στιγμή θα το έκανε. Και τι θα γινόταν εκείνη τότε; Προφανώς είχε κάνει λάθος όταν νόμιζε ότι μπορούσε να πάρει τον Ίθαν και να χαθεί μέσα στο πλήθος. Αποφάσισε ότι έπρεπε να τον αντιμετωπίσει. Στο τέλος μίας ατέλειωτης μέρας -ο Ίθαν είχε επιτέλους βγάλει το πρώτο του δόντι και ετοιμαζόταν για δεύτερο- η Ρέιτσελ πλύθηκε, φόρεσε το νυχτικό της. έβαλε το μωρό στην κούνια του και κάθισε στην πολυθρόνα με ένα χαρτί κι ένα στυλό στο χέρι. 118
Έπρεπε να οργανωθεί, είπε στον εαυτό της, κι άρχισε να γράφει. Να επικοινωνήσει με τη Νομική Βοήθεια. Ή να ψάξει για ονόματα δικηγόρων; Τι προσόντα να έχουν; Γενικό δίκαιο; Οικογενειακό; Πώς ξέρεις αν κάποιος δικηγόρος είναι καλός; Θα συμφωνούσε ένας δικηγόρος να πληρωθεί με δόσεις; Η Ρέιτσελ χασμουρήθηκε. Ήταν εξαντλημένη. Έπρεπε να πάρει έναν υπνάκο. Για λίγο μόνο. Και μετά... μετά... Το στυλό και το χαρτί έπεσαν στο πάτωμα κι εκείνη βυθίστηκε στον ύπνο.
119
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Ώρες αργότερα, ο Καρίμ βγήκε από το προσωπικό του ασανσέρ. Το ρετιρέ ήταν σιωπηλό. Λάμπες φώτιζαν διακριτικά, ίσα για να διώχνουν το σκοτάδι. Η Ρέιτσελ βρισκόταν πάντα στο δωμάτιό της τέτοια ώρα. Και δεν είχαν ξανασυναντηθεί άλλο πρωινό. Δε θα μπορούσαν. Είχε σταματήσει τη γυμναστική. Μέχρι που έφευγε ακόμη πιο νωρίς απ’ ό,τι συνήθως. Ήταν πιο ασφαλές έτσι. Διαφορετικά, σκέφτηκε δύσθυμα, καθώς χαλάρωνε τη γραβάτα του και ανέβαινε αθόρυβα τις σκάλες, διαφορετικά θα... Τι; Θα έπαιρνε τη Ρέιτσελ στην αγκαλιά του; Με τίποτα. Αυτό μόνο στην καταστροφή θα οδηγούσε. Επρόκειτο να πάρει την επιμέλεια του παιδιού. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν ήταν να κοιμηθεί με τη μητέρα του παιδιού. Ακριβώς. Τότε γιατί δεν είχε ακόμη ξεκινήσει τη διαδικασία; Γιατί δεν είχε φωνάξει το δικηγόρο του ή δεν είχε κάνει το τεστ DNA; Και ακόμη καλύτερα, γιατί πήγαινε νυχοπατώντας κάθε βράδυ έξω από την πάντοτε κλειστή πόρτα της Ρέιτσελ κι ένιωθε το σφυγμό του να καλπάζει καθώς φανταζόταν τον εαυτό του να ανοίγει αυτή την πόρτα, να την ξυπνάει, να την παίρνει στην αγκαλιά του... Που να πάρει! Είχε ξαναβρεθεί σ' αυτή τη θέση, είχε κάνει ακριβώς τις ίδιες σκέψεις. Είχε σκεφτεί τις επιπλοκές, αν έκανε μια τέ120
τοια τρέλα. Ακόμη και το δυσάρεστο ενδεχόμενο ότι μπορεί η ανταπόκρισή της να ήταν σκόπιμη γιατί είχε καταλάβει ότι θα μπορούσε να τον αποσπάσει από το σχέδιό του; Το σώμα του σφίχτηκε. Ή ίσως, όπως και αυτός, είχε ανάγκη να καταλαγιάσει την αχόρταγη δίψα του κορμιού της. Ίσως αυτό να ήταν το κατάλληλο βράδυ για να το κάνει. Ίσως... Τι ήταν αυτό; Ένας θόρυβος. Ένα κλαψούρισμα. Το μωρό. Ο Καρίμ δίστασε. Σκέφτηκε την τελευταία φορά που είχε ακούσει το κλάμα του παιδιού, πώς τον είχε βρει ξύπνιο και τη Ρέιτσελ να κοιμάται... Έκανε ένα βήμα μπροστά και άνοιξε την πόρτα. Ήταν το ίδιο. Το σκοτεινό καθιστικό. Το απαλό φως από τη μισάνοιχτη πόρτα του παιδικού δωματίου. Και η Ρέιτσελ να κοιμάται στη μεγάλη κουνιστή καρέκλα, με τα μαλλιά της λιτά και λαμπερά πάνω στο λευκό ύφασμα εκείνου του παλιομοδίτικου νυχτικού που δεν είχε δει καμία άλλη γυναίκα να φοράει. Οι ερωμένες του φορούσαν μετάξι. Ή δαντέλα. Προκλητικά πράγματα, που προορίζονται για να ανεβάσουν τη θερμοκρασία... Και που ποτέ δεν τον είχαν ανάψει ούτε στο μισό απ’ όσο η Ρέιτσελ με το ολόσωμο βαμβακερό νυχτικό. Ήθελε να γονατίσει δίπλα της, να την πάρει στην αγκαλιά του, να την παρασύρει μαζί του στο πάτωμα. Να τη φιλήσει, να τη γευτεί, να την κάνει να βογκά από πόθο. Το μωρό. Συγκεντρώσου στο μωρό. Ο Ίθαν ήταν στην κούνια, ξύπνιος, κουνώντας χέρια και πόδια σαν μαραθωνοδρόμος και χαμογελώντας μέχρι τ' αυτιά. Ο Καρίμ χαμογέλασε. «Γεια σου, φίλε», ψιθύρισε. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Πάτησε πάνω σε κάτι. Ένα στυλό και, κάτω από αυτό, ένα σημειωματάριο. Το πήρε, έριξε μια ματιά στη σελίδα. Η Ρέιτσελ είχε κάνει μία λίστα. Δεν ήταν δική του δουλειά... 121
Μόνο που είδε ότι αφορούσε την επιμέλεια του Ίθαν. Ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα ενοχής. Που ήταν γελοίο. Δεν είχε κανένα λόγο να αισθάνεται ένοχος. Το μωρό ήταν ο γιος ενός πρίγκιπα. Το χρωστούσε στη μνήμη του αδερφού του, στο βασιλιά του και στο λαό του, να φροντίσει να ανατραφεί ως πρίγκιπας. «Γκαα γκαα;» Ο Καρίμ ακούμπησε το σημειωματάριο και το στυλό σε ένα τραπέζι, πήρε το μωρό στην αγκαλιά του και βγήκε ακροπατώντας από το δωμάτιο. *** Είχε σχεδόν ξημερώσει, όταν κάτι ξύπνησε την Ρέιτσελ. Ένας θόρυβος. Ένας ήχος κάπου στο αχανές διαμέρισμα. «Μμμ», μουρμούρισε, τεντώνοντας τα χέρια της ψηλά πάνω απ' το κεφάλι της. Ο ύπνος σε αυτή τη μεγάλη πολυθρόνα τής είχε γίνει συνήθεια. Ήταν εκπληκτικά άνετη. Ξυπνούσε κι ένιωθε ξεκούραστη και... «Ίθαν;». Η κούνια ήταν άδεια. Η Ρέιτσελ πετάχτηκε όρθια. Είχε ξυπνήσει κι έκλαιγε κι εκείνη δεν τον είχε ακούσει. Είπε στον εαυτό της να ηρεμήσει. Ο Ίθαν ήταν μια χαρά. Ήταν κάπου στο διαμέρισμα και ήταν μια χαρά. Αλλά όταν έβρισκε εκείνον που τον είχε πάρει αντί να την ξυπνήσει... Ξυπόλητη, βγήκε στον σιωπηλό διάδρομο, κατέβηκε τα σκαλιά, έψαξε τα σκοτεινά δωμάτια... Και τελείωσε την αναζήτησή της, ακολουθώντας το χλομό φως που έβγαινε από το μεγάλο σαλόνι, όπου βρήκε το αγοράκι της και τον απαγωγέα της. Να κοιμούνται. Ο λαιμός της Ρέιτσελ σφίχτηκε. Το δωμάτιο αντανακλούσε τη ζωή και τον πλούτο του ιδιοκτήτη του. Λευκοί τοίχοι. Λευκά έπιπλα που τονίζονταν από μαύρες λεπτομέρειες. Ήταν ένα εκλεπτυσμένο σκηνικό για έναν εκλεπτυσμένο άνθρωπο,,. Ένας άνθρωπος που κοιμόταν απλωμένος πάνω σε έναν από τους καναπέδες, με τα παπούτσια, το σακάκι και τη γραβάτα πεταμένη στην άκρη, και τον Ίθαν ξαπλωμένο στο στήθος του έναν Ίθαν τόσο μικρό και γλυκό πάνω στο 122
δυνατό στέρνο αυτού του ισχυρού άντρα ο οποίος, με εξαίρεση το πρώτο βράδυ, συμπεριφερόταν σαν να μην υπήρχε. Το μωρό αναστέναξε πάνω στον μικροσκοπικό υγρό λεκέ που είχαν αφήσει τα φουσκωμένα ούλα του πάνω σ' αυτό που ήταν σίγουρα ένα χειροποίητο λευκό πουκάμισο. Ο Καρίμ τον τράβηξε πιο κοντά του μέσα στον ύπνο του και χάιδεψε με το μεγάλο χέρι του την πλάτη του Ίθαν. Το μωρό σφίχτηκε περισσότερο πάνω του. Κάτι ζεστό και επικίνδυνο πλημμύρισε την καρδιά της Ρέιτσελ. Όχι, δε θα άφηνε αυτή τη σκηνή να την επηρεάσει. Είχε περισσότερο μυαλό, ήξερε τι κουμάσια ήταν οι άντρες, ήξερε τι ήταν αυτός ο άνθρωπος... Ήξερε ότι μπορούσε να είναι σκληρός, αλλά και τρυφερός, όχι μόνο όταν κρατούσε το μωρό, αλλά όταν κρατούσε κι εκείνη. Θα πρέπει να έκανε κάποιο θόρυβο, ίσως έναν αναστεναγμό σαν του μωρού, γιατί οι σκούρες πυκνές βλεφαρίδες του Καρίμ τρεμόπαιξαν κι ύστερα άνοιξαν. Τα μάτια του, ακόμα θολά από τον ύπνο, συνάντησαν τα δικά της. «Ο Ίθαν έκλαιγε». Η φωνή του ήταν βαθιά και βραχνή. «Κοιμόσουν και δεν ήθελα να σε ξυπνήσω». Σταμάτησε. Γιατί τον κοιτούσε σαν να μην τον είχε ξαναδεί; Ο Καρίμ καθάρισε το λαιμό του. «Έτσι τον έφερα εδώ κάτω μαζί μου». Σώπασε. Η καρδιά του σφυροκοπούσε. Πώς γινόταν να είναι τόσο όμορφη; Το απαλό, ρόδινο στόμα της. Τα μαλλιά της ανάστατα από τον ύπνο. Και όλα τα υπόλοιπα. Τα στήθη της, που πίεζαν το λεπτό βαμβακερό νυχτικό της. Τα μακριά πόδια της, που διαγράφονταν μέσα από το μαλακό ύφασμα. Μόνο το βάρος του παιδιού στο στήθος του τον συγκρατούσε, του επέτρεπε να την αντικρίσει χωρίς να φέρει και τους δυο τους σε δύσκολη θέση. «Θα...» Καθάρισε το λαιμό του. «Θα τον πάρω επάνω». «Σ' ευχαριστώ. Που τον φρόντισες». Ο Καρίμ χαμογέλασε. «Είναι ένα όμορφο αγοράκι». «Ναι. Ναι, είναι». Ξεροκατάπιε. «Θα τον πάρω επάνω». 123
«Έτσι μπορεί να ξυπνήσει. Άσε να τον φέρω εγώ». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Ο Καρίμ σηκώθηκε όρθιος κι εκείνη ανέβηκε τις σκάλες ξοπίσω του, ακολουθώντας τον μέχρι το παιδικό δωμάτιο. Τον είδε να σκύβει προσεκτικά πάνω από την κούνια και να βάζει μέσα το κοιμισμένο μωρό. Να παίρνει την κουβερτούλα από τα πόδια της κούνιας και να σκεπάζει το μωρό. Να χαϊδεύει ελαφρά με το χέρι του τις μπούκλες του, όπως είχε κάνει την πρώτη φορά, «Καλόν ύπνο», του ψιθύρισε. Η Ρέιτσελ ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος της. Πόσες φορές που κρατούσε το μωρό στην αγκαλιά της, δεν είχε σκεφτεί αχ, να ήταν πραγματικά δικό μου... Αδύνατον, φυσικά. Ο αδερφός του Καρίμ και η αδερφή της είχαν δημιουργήσει αυτό το μικρό αγόρι. Αλλά τι θα γινόταν αν η μοίρα είχε γράψει μια διαφορετική ιστορία; Τι θα γινόταν αν ο Ίθαν δεν ήταν του Ραμί και της Σούκι, αλλά δικός της και... και... Έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο, στο καθιστικό. Ο Καρίμ την ακολούθησε. «Ρέιτσελ;» Εκείνη έτρεμε. Θεέ μου, ήταν... «Ρέιτσελ», είπε πάλι, «τι συμβαίνει;» Φύγε, είπε στον εαυτό της, Μην είσαι ανόητη... μη, μη, μη... Το χέρι του έπεσε στον ώμο της. Ένιωθε το δυνατό του σώμα πίσω από το δικό της, ένιωθε τη ζέστη του κορμιού του. Είπε το όνομά της και πάλι, με φωνή χαμηλή και τραχιά, κι εκείνη γύρισε για να τον αντικρίσει. Αυτό που είδε στα μάτια του της είπε ότι απόψε, τουλάχιστον, όλα ήταν δυνατά. «Καρίμ», ψιθύρισε, και όταν της άπλωσε τα χέρια, εκείνη έπεσε κατ' ευθείαν στην αγκαλιά του. Είπε στον εαυτό του ότι υπήρχαν λόγοι για να την αφήσει. Να απομακρυνθεί από κοντά της, όσο ακόμη μπορούσε. Έκανε πάντα το σωστό, το λογικό, το καθήκον... Ο Καρίμ βόγκηξε και την τράβηξε πάνω του. Αυτό, μόνο αυτό, ήταν το σωστό. Εκεί ανήκε η Ρέιτσελ. «Καρίμ». Το όνομά του ήταν ένας ψίθυρος στα χείλη 124
της. Κοίταξε το πρόσωπό της, το υπέροχο πρόσωπό της, και ήξερε ότι αισθανόταν κι εκείνη τα ίδια συναισθήματα. Πόθο. Σύγχυση. Τη συνειδητοποίηση ότι αυτό που έκαναν μπορεί να ήταν επικίνδυνο, ότι δεν υπήρχε γυρισμός... «Δεν μπορούμε», του ψιθύρισε τρέμοντας κι εκείνος της είπε ότι είχε δίκιο, ότι πράγματι δεν μπορούσαν... Βόγκηξε. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της. Ακούμπησε πάνω του. Έσκυψε προς το μέρος της και αιχμαλώτισε τα χείλη της. Είχαν τη γεύση της νύχτας, του μελιού, τη δική της. Είχαν τη γεύση κρέμας και βανίλιας κι εκείνος ρίγησε και βάθυνε ακόμη περισσότερο το φιλί του. «Είσαι τόσο όμορφη», της ψιθύρισε, και η Ρέιτσελ ρίγησε και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, και τότε ήξερε ότι ήταν χαμένοι και οι δύο. Γλίστρησε τα χέρια του χαμηλά στην πλάτη της, φυλάκισε τους γλουτούς της, την τράβηξε προς το μέρος του. Κι άλλο βογκητό βγήκε από το λαιμό του. Ένιωθε κάθε σπιθαμή του σώματός της πάνω στο δικό του. Τα στήθη της. Την κοιλιά της. Τους γοφούς της. Το σώμα της έκαιγε. Το ίδιο και το στόμα της. Τα μισά κουμπιά του πουκαμίσου του ήταν ξεκούμπωτα και εκείνη γλίστρησε τα χέρια της μέσα, χάιδεψε τους γυμνούς ώμους του, και ο Καρίμ ρίγησε από το ανάλαφρο, βασανιστικό άγγιγμα. Την τράβηξε πιο κοντά, κρατώντας τη σαν ήταν τα χέρια του από ατσάλι, αλλά δεν ήταν αρκετό, δεν μπορούσε να είναι αρκετό, όχι όταν η ανάγκη να την κάνει δική του σφυροκοπούσε μέσα του με κάθε χτύπο της καρδιάς του. Ήθελε να την πάρει στην αγκαλιά του. Να την πάει στο κρεβάτι. Αλλά πρώτα ήθελε μόνο μια γεύση από το δέρμα της. Εδώ, πίσω από το αυτί. Εδώ, στην τρυφερή λακκούβα του λαιμού της. Εδώ, στο ευαίσθητο δέρμα μεταξύ του αυχένα και του ώμου. Την άκουσε να βογκάει. Ο ήχος τον διαπέρασε σαν ένα ποτάμι λάβας. «Το θέλεις αυτό;» ψιθύρισε. «Πες μου. Πες μου τι θέλεις». Πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της, το τράβηξε προς 125
το μέρος της και τον φίλησε. «Αυτό», ψιθύρισε. «Εσένα. Αλλά δεν μπορούμε. Δε γίνεται...» Το φιλί του ήταν καυτό και δυνατό. Έκανε τα γόνατά της να λυγίσουν. Την πήρε στην αγκαλιά του, και χωρίς να αφήσει λεπτό το στόμα της από το δικό, την πήγε στην κρεβατοκάμαρά του. Την άφησε να σταθεί δίπλα από το κρεβάτι του και τα μάτια του καρφώθηκαν στο πρόσωπό της. «Πες μου να σταματήσω», είπε βραχνά, «και θα το κάνω. Αλλά πες μου τώρα, πριν είναι πολύ αργά. Καταλαβαίνεις, Ρέιτσελ; Αν σε αγγίξω... αν σε αγγίξω μια φορά δε θα υπάρχει γυρισμός». Τη σιωπή στο δωμάτιο έσπαγε μόνο η κοφτή του ανάσα, Και τότε αργά, έφερε τα χέρια της στο πρώτο κουμπί του νυχτικού της. Το χέρι του Καρίμ έκλεισε γύρω από το δικό της. «Άσε με να σε γδύσω εγώ». Άκουσε την ανάσα της να κόβεται. Τα χέρια της έπεσαν στο πλάι. Ξεκούμπωσε το πρώτο από τα χιλιάδες, ήταν σίγουρος, κουμπιά, που δεν ήταν φτιαγμένα για χέρια μεγάλα και αδέξια όπως είχαν γίνει ξαφνικά τα δικά του, αλλά ήθελε να είναι αυτός που θα την αποκάλυπτε στα μάτια του. Το πρώτο κουμπί υποχώρησε. Το δεύτερο. Το τρίτο, Και, επιτέλους, μπορούσε να δει, ω, μπορούσε να δει την καμπύλη του στήθους της. «Καρίμ», του ψιθύρισε. Πήρε με κόπο το βλέμμα του από το στήθος της και το έστρεψε στο πρόσωπό της. Είδε τα μισάνοιχτα χείλη, το αναψοκοκκίνισμα του πόθου που έβαφε τα μάγουλά της, τα σκοτεινιασμένα μάτια της. Ο λαιμός του σφίχτηκε. Έγειρε προς το μέρος της και τη φίλησε στο στόμα. Και ξεκούμπωσε το επόμενο κουμπί. Και μετά το επόμενο. Τα ξεκούμπωσε όλα, ένα-ένα, ως το τελευταίο. Παραμέρισε αργά αργά το νυχτικό. Και την κοίταξε. Την κοίταξε ολόκληρη. Γυμνή, απίστευτα όμορφη. Τα στήθη της ήταν μικρά και στρογγυλά, και ήξερε ότι θα ταίριαζαν τέλεια στις παλάμες του. Οι θηλές της ήταν δύο 126
κομψά μπουμπούκια, ροζ σαν καλοκαιρινά τριαντάφυλλα. Οι πλούσιες θηλυκές καμπύλες των γοφών της πλαισίωναν τέλεια τις απαλές μπούκλες στο άνοιγμα των μηρών της. Θεέ μου, έπρεπε να την αγγίξει. Να φυλακίσει το στήθος της με τα χέρια του. Να χαϊδέψει με τα δάχτυλά του τις ορθωμένες θηλές της... Να ακουμπήσει το στόμα του στην καρδιά της ύπαρξής της, να την αφήσει να νιώσει τη θέρμη της γλώσσας του ανάμεσα στους μηρούς της. Ανασήκωσε το βλέμμα του. Κοίταξε το πρόσωπό της. Χάιδεψε με τα δάχτυλά του τις θηλές της. Η ανάσα της κόπηκε κι εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι του, φίλησε το στόμα της, το λαιμό, το στήθος της... Ρούφηξε τη μία ρόδινη θηλή ανάμεσα στα χείλη του. Φώναξε το όνομά του, ρίγησε. Έριξε πίσω το κεφάλι της και βόγκηξε από ηδονή. Παραλίγο να τον κάνει να τελειώσει. Την τράβηξε μαζί του στο κρεβάτι. Μη βιάζεσαι, είπε στον εαυτό του, μη βιάζεσαι. Το σώμα της ήταν ζεστό πάνω στο δικό του. Το στόμα της απαλό. Και ο ερεθισμός του τόσο έντονος, που σχεδόν τον πονούσε. «Ρέιτσελ», της είπε τρέμοντας, κι εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Το χέρι του βρέθηκε ανάμεσα στους μηρούς της. 'Ηταν υγρή, ζεστή, απαλή. Έπειτα βρήκε εκείνο το γλυκό μπουμπούκι στο κέντρο της ύπαρξής της, κι όταν τη χάιδεψε, εκείνη λύγισε το κορμί της προς το μέρος του και άφησε μια κραυγή που τον έκανε να τιναχτεί επάνω, να πετάξει τα ρούχα του και να ανοίξει το συρτάρι του κομοδίνου. Βρήκε ένα προφυλακτικό. Το φόρεσε. Κι ύστερα... Ύστερα βρέθηκε μέσα της. Ένα βογκητό βγήκε από το λαιμό του. Το σώμα της Ρέιτσελ ήταν σφιχτό γύρω από τον ανδρισμό του, τόσο που φοβόταν, πως θα την πονούσε, κι έτσι έμεινε ακίνητος για λίγο, με το σώμα του να τρέμει από την υπερπροσπάθεια να κρατηθεί, ν’ αφήσει το κορμί της να συνηθίσει το δικό του. Αλλά εκείνη δεν τον άφησε. Αναστέ127
ναζε, τριβόταν πάνω του, κουνιόταν, κουνιόταν, κουνιόταν... Φώναξε τ’ όνομά του. Την ένιωσε να τρέμει, να βρίσκεται στο χείλος της αιωνιότητας μαζί του. Μπήκε μέσα της πιο δυνατά, πιο βαθιά, πιο γρήγορα. Ψιθύρισε το όνομά του και πάλι. Κι ύστερα φώναξε από ηδονή. Και ο Καρίμ ξέχασε τα πάντα -τον πόνο των τελευταίων εβδομάδων, την αδιαλλαξία της ζωής του- και πέταξε μαζί της προς το φεγγαροφωτισμένο μονοπάτι στην καρδιά του νυχτερινού ουρανού. Κατέρρευσε από πάνω της, με το σώμα του λουσμένο στον ιδρώτα. Έκρυψε το πρόσωπό του στην καμπύλη του ώμου της. Τα μαλλιά της ήταν σαν ένα μεταξωτό κουβάρι κι εκείνος λάτρευε την αίσθησή τους πάνω στα χείλη του. Η καρδιά του σφυροκοπούσε. Το ίδιο και η δική της. Ένιωθε τον δυνατό χτύπο πάνω στο σώμα του. Ήξερε ότι ήταν πολύ βαρύς γι’ αυτήν, αλλά δεν ήθελε να μετακινηθεί -όχι αν αυτό σήμαινε ότι θα τελείωνε αυτή η στιγμή. Το δέρμα της Ρέιτσελ πάνω στο δέρμα του, τα χέρια της γύρω του, τα πόδια της τυλιγμένα γύρω από τους γοφούς του... Η Ρέιτσελ άφησε ένα μικρό αναστεναγμό. Αναστέναξε κι εκείνος και γλίστρησε στο πλάι, τραβώντας τη μαζί του. «Είσαι καλά;» είπε σιγανά. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Είμαι καλά». «Πολύ καλά;» της είπε και χαμογέλασε. Με το ένα του χέρι έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος του. «Απίστευτα καλά;» ψιθύρισε και τη φίλησε. Τα χείλη της ήταν απαλά. Κόλλησαν στα δικά του, αλλά μόνο για ένα λεπτό. Ύστερα αποτραβήχτηκε. «Πρέπει... πρέπει να σηκωθώ», του ψιθύρισε. «Όχι ακόμα», της είπε με μια σέξι, τραχιά φωνή, καθώς απόδιωξε μια τούφα από τα μαλλιά που έπεφτε στο πρόσωπό της. «Μείνε μαζί μου λίγο ακόμη». «Όχι. Αλήθεια. Πρέπει να... πρέπει να σηκωθώ». 128
Μια απλή επιθυμία, είπε ο Καρίμ στον εαυτό του. Μπορεί να ήθελε να χρησιμοποιήσει το μπάνιο. Μια απλή, κανονική επιθυμία. Αλλά η φωνή της ήταν τεταμένη και τα μάτια της απέφευγαν να τον κοιτάξουν. «Ρέιτσελ;» Εκείνη δεν απάντησε. «Ρέιτσελ, γλυκιά μου...» «Άσε με να σηκωθώ!» Για μερικά φρικτά δευτερόλεπτα φοβήθηκε ότι επρόκειτο να κρατήσει τα χέρια του εκεί που ήταν, το ένα γύρω από τους ώμους της και το άλλο τυλιγμένο γύρω τη μέση της, αλλά τελικά την άφησε να φύγει. Τώρα το θέμα ήταν να ανακαθίσει χωρίς να τον αφήσει να τη δει γιατί ήταν γυμνή και, ναι, την είχε δει ήδη, και δεν την είχε απλά δει... Με κάποιον τρόπο, κατάφερε να σηκωθεί όρθια και να κλείσει το νυχτικό της. Ύστερα σηκώθηκε όρθια με την πλάτη του προς το μέρος του. «Πού πας;» Δεν ακουγόταν σέξι πια. Δεν είχε σημασία. Εκείνη θα ακουγόταν ζωηρή και ξένοιαστη. «Στο μπάνιο». Ο Καρίμ ανασηκώθηκε. «Το μπάνιο είναι πίσω σου». «Στο μπάνιο του ξενώνα». «Τι συμβαίνει, Ρέιτσελ: Μετάνιωσες;» «Ειλικρινά, Καρίμ, νόμιζα ότι θα ήξερες πως δεν υπάρχει τίποτα λιγότερο ελκυστικό από μια ανάλυση μετά το σεξ. Αν λοιπόν δε σε πειράζει...» Του γύρισε την πλάτη και προχώρησε προς την πόρτα, με την πλάτη της σκληρή και άκαμπτη. Άρπαξε το πεταμένο παντελόνι του, το φόρεσε κι έφτασε στην πόρτα πριν από εκείνη, έγειρε πάνω της. με ία χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος και τα πόδια μισάνοιχτα, με το πρόσωπο ανέκφραστο. «Σε παρακαλώ», του είπε. «Φύγε από μπροστά μου». «Οχι, αν δε μου μιλήσεις». «Σου είπα, έχω να πάω στο...» «Το βάζεις στα πόδια». Το κεφάλι της τινάχτηκε. «Όχι βέβαια», του πέταξε. Ο 129
ανάλαφρος και κεφάτος τόνος της είχε χαθεί. «Ένα λεπτό πριν ήσουν στην αγκαλιά μου. Και τώρα...» «Και τώρα τελείωσε. Πήρες αυτό που ήθελες». Φώναξε, καθώς τα χέρια του την άρπαξαν από τους ώμους της. «Μη», γρύλισε εκείνος. «Μη, τι; Να μην πω την αλήθεια; Να πάρει, άσε με να φύγω!» «Κάναμε έρωτα. Μην προσπαθείς να το μετατρέψεις σε κάτι άσχημο». «Πήγαμε στο κρεβάτι». Τα μάτια της άστραψαν. «Μην προσπαθήσεις να το μετατρέψεις σε κάτι όμορφο». Το στόμα του συσπάστηκε. «Λίγο ακόμα και θα πεις ότι σε ανάγκασα να το κάνεις». «Όχι». Το πιγούνι της ανασηκώθηκε. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Δεν πρόκειται να πω τίποτα τέτοιο. Υπάρχουν ήδη πολλά, πάρα πολλά ψέματα μεταξύ μας!» «Όπως για παράδειγμα;» «Για παράδειγμα... για παράδειγμα...» Η Ρέιτσελ σώπασε. Υπήρχε μόνο ένα ψέμα, ένα τεράστιο ψέμα μεταξύ τους, αλλά δεν μπορούσε να του το πει αυτό. Αν ήξερε την αλήθεια, θα είχε όλα τα όπλα που χρειαζόταν για να της πάρει τον Ίθαν. «Περιμένω», είπε ψυχρά. «Για ποια ακριβώς ψέματα μιλάς;» Σήκωσε το βλέμμα της προς το μέρος του. Ύγρανε τα χείλη της με την άκρη της γλώσσας της. «Δεν έχει πραγματικά κανένα νόημα όλο αυτό», είπε κουρασμένα. «Κάναμε... ό,τι κάναμε. Και τώρα...» «Και τώρα θέλεις να ξεχάσεις ότι συνέβη». Ναι, ήθελε να πει, αλλά αυτό θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο ψέμα. Ήξερε ότι ποτέ δε θα ξεχνούσε τον έρωτα που είχε κάνει με τον Καρίμ. Ποτέ. «Θέλω... θέλω απλά να προχωρήσω». Τα μάτια του Καρίμ σκοτείνιασαν. «Να προχωρήσεις;» «Ναι. Ξέρεις, ήταν... ήταν ωραία, αλλά...» Έκλεισε το πρόσωπό της στα χέρια του και διέκοψε τα λόγια της μ’ ένα φιλί. Του αντιστάθηκε, αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο. 130
Έπειτα άφησε έναν μικρό αναστεναγμό, τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και εγκαταλείφθηκε σ’ εκείνον. 'Οταν τελικά πήρε το στόμα του από το δικό της, έτρεμε. «Δεν μπορούμε», του ψιθύρισε. «Το μπορέσαμε ήδη», της είπε. «Και εγώ δε θα το άλλαζα για όλα τα πλούτη του κόσμου, γλυκιά μου». Σταμάτησε. «Και ούτε εσύ». Η φωνή του μαλάκωσε. «Πες μου ότι δεν είναι αλήθεια και θα σ' αφήσω να φύγεις». Αυτή ήταν η ευκαιρία της. Ήταν ένας έντιμος άνθρωπος. Το ήξερε αυτό ήδη. Αν έλεγε, αστό που μόλις συνέβη, δε σημαίνει τίποτα για μένα, θα την άφηνε να φύγει. Αλλά δεν μπορούσε να πει αυτά τα λόγια, δεν μπορούσε να μετατρέψει κάτι τόσο όμορφο σε κάτι άσχημο. «Καρίμ...» «Μου αρέσει ο τρόπος που λες το όνομά μου». «Δεν ξέρεις τίποτα για μένα». Χαμογέλασε. «Ξέρω ότι είσαι καταστροφική για το εγώ μου. Και αυτό λέει πολλά, όταν πρόκειται για έναν άντρα που είναι -πώς με αποκάλεσες; Αλαζονικός. Εγωκεντρικός. Δεσποτικός. Ξέχασα κάτι;» «Μόλις είχαμε συναντηθεί. Και... και ξέρω ότι δε θα με πιστέψεις, αλλά εγώ δεν κάνω... δεν κάνω...» «Δεν κάνεις τι;» τη ρώτησε ήρεμα. Το πρόσωπό της βάφτηκε κόκκινο. «Δεν είμαι η γυναίκα που νομίζεις ότι είμαι». Αυτό, τουλάχιστον, ήταν αλήθεια. «Και δεν πέφτω στο κρεβάτι με... με αγνώστους». «Κι εγώ είμαι άγνωστος, έτσι;» «'Οχι! Δεν εννοούσα...» «Δεν πειράζει», της είπε ακόμη πιο ήρεμα. «Μην αυτολογοκρίνεσαι. Πες μου απλά τι σκέφτεσαι». Υπήρχε ευθυμία στα μάτια του. Κι εκείνη αισθανόταν ένα χαμόγελο ν’ ανεβαίνει στα χείλη της, αλλά δεν υπήρχε κανένας λόγος για να χαμογελάει, πόσο μάλλον να γελάει. «Είσαι ανυπόφορος. Προσπαθώ να μιλήσω σοβαρά». «Το ίδιο κι εγώ» Έσκυψε και τη φίλησε με μια τρυφερότητα που ήξερε ότι δεν άξιζε. «Πιστεύεις ότι είναι λάθος, εξαιτίας... εξαιτίας του Ραμί». 131
Το βάρος του ψέματος της έκοβε την ανάσα. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, γιατί δεν εμπιστευόταν τη φωνή της. «Επειδή», της είπε βραχνά, «κοιμήθηκες μαζί του». «Καρίμ, σε παρακαλώ. Δε θέλω να...» «'Οχι. Ούτε κι εγώ. Να πάρει, ο Ραμί είναι το τελευταίο πράγμα που θέλω να συζητήσουμε τώρα». «Νομίζεις ότι... νομίζεις ότι νοιαζόμουν γι' αυτόν. Αλλά...» «Όχι. Δεν το πιστεύω. Μου είπες ότι τον μισούσες, θυμάσαι;» Τα σκούρα μάτια του στένεψαν. «Αλλά δεν μπορούμε να προσποιούμαστε ότι εσύ κι αυτός...» Πήρε μια βαθιά, ηχηρή αναπνοή. «Κοιμήθηκες μαζί του. Γέννησες το παιδί του». Ένας λυγμός ξέφυγε από το λαιμό της Ρέιτσελ. Έκανε μεταβολή, αλλά ο Καρίμ την έπιασε, τη γύρισε προς το μέρος του. «Νομίζεις ότι θέλω να ακούσω τους λόγους;» Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της. «Δε θέλω. Αυτό που συνέβη είναι παρελθόν. Το τώρα, το σήμερα, το αύριο... αυτό είναι που έχει σημασία». Η φωνή του έγινε βραχνή. «Κι εξάλλου, αν υπάρχει ένα πράγμα που ξέρω με όλη μου την καρδιά, είναι ότι μπορεί να κοιμήθηκες με τον Ραμί -αλλά εσύ κι εγώ μόλις κάναμε έρωτα». Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. «Κάναμε έρωτα», της είπε κατηγορηματικά. «Το ξέρεις. Το ξέρω κι εγώ. Γιατί δεν το παραδέχεσαι;» «Γιατί... γιατί...» Άφησε έναν πνιχτό λυγμό. Ο Καρίμ έβρισε μέσα απ' τα δόντια του και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Εκείνη έθαψε το πρόσωπό της πάνω του και τα δάκρυά της μούσκεψαν το γυμνό του στέρνο. «Δε δίνω δεκάρα για κάτι που συνέβη πριν γνωριστούμε», της είπε με άγρια φωνή. «Αυτό. Εμείς. Αυτό είναι το μόνο που μετράει». «Δεν υπάρχει “εμείς". Δεν μπορεί να υπάρξει. Σου... Σου είπα δεν ξέρεις τίποτα για μένα...» Έσκυψε το κεφάλι του και πήρε το στόμα της σε ένα 132
δυνατό, σύντομο φιλί. «Ξέρω όλα όσα πρέπει να ξέρω», είπε βραχνά. «Είσαι γενναία. Και δυνατή. Και αντιμετωπίζεις τη ζωή με αξιοπρέπεια και θάρρος». Η ενοχή ήταν τόσο επώδυνη, σαν μαχαίρι στην καρδιά. Πες του, μια φωνή μέσα της ψιθύρισε. Πρέπει να του το πεις. Πρέπει... πρέπει... «Ήταν λάθος μου να σου πω ότι θα σου πάρω το γιο σου». Ω Θεέ μου! «Καρίμ», είπε γρήγορα. «Καρίμ. Σχετικά με... με το μωρό». «Όχι. Δε χρειάζεται να πεις τίποτα, χαμπίμπι. Είσαι μία καλή μητέρα. Μια υπέροχη μητέρα. Θα βρούμε έναν τρόπο να το λύσουμε αυτό». Η έκφραση του μαλάκωσε. Της χαμογέλασε και διέτρεξε με τον αντίχειρά του το περίγραμμα των χειλιών της. «Και είσαι όμορφη», είπε σιγανά. «Όχι μόνο στο πρόσωπο και στο σώμα. Στην ψυχή, εκεί που έχει σημασία, είσαι η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο. Επομένως, βλέπεις; ξέρω όλα όσα χρειάζεται να ξέρω για σένα». Το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ. «Εκτός, ίσως, από το ποιο φαγητό σ’ αρέσει». Η Ρέιτσελ κοίταξε κατάματα αυτό τον άνθρωπο που είχε αποδειχτεί ότι δεν έμοιαζε καθόλου με τον αδερφό του, δεν έμοιαζε με κανένα άλλο άντρα που είχε γνωρίσει ως τώρα. Άθελά της. ένα χαμόγελο σχηματίστηκε αυθόρμητα στο πρόσωπό της, «Αλλάζεις θέμα, Υψηλότατε». «Α, χα! Πρόοδος». Ο τόνος του ήταν σοβαρός, αλλά τα μάτια του γελούσαν. «Αυτή είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιείς αυτό τον τίτλο χωρίς να με κάνεις να μορφάσω». Το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ. «Μην το πάρεις επάνω σου, αλλά μπορεί και να είσαι ένας πολύ καλός άνθρωπος». Της χαμογέλασε. «Εννοείς, για αλαζονικός, εγωκεντρικός τύραννος;» Η Ρέιτσελ ακούμπησε το χέρι της πάνω στο σαγόνι του Καρίμ. Ήταν άγριος από τα γένια της ημέρας. Τον έκανε να 133
φαίνεται επικίνδυνος και απίστευτα σέξι. «Ίσως έκανα λάθος γι’ αυτό». «Είχες δίκιο, χαμπιμπι. Είμαι όλα αυτά τα πράγματα, αλλά όχι όταν είμαι μαζί σου». Πήρε το χέρι της κι εναπόθεσε ένα φιλί στην παλάμη της. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι...» Η φωνή του έγινε βραχνή. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι...» Τα δόντια του δάγκωσαν ελαφρά τη σάρκα στη βάση του αντίχειρά της. «Πεινάς κι εσύ, γλυκιά μου;» Η Ρέιτσελ κοίταξε στα σκούρα μάτια του εραστή της και απάντησε στην ερώτηση που είδε εκεί. «Ναι», του ψιθύρισε. «Πεινάω για σένα» Ο Καρίμ βόγκηξε, την τράβηξε πάνω του και τη φίλησε. Ο κόσμος και ο ιστός από ψέματα που είχε δημιουργήσει, εξαφανίστηκε.
134
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 Τώρα μπορούσαν να κάνουν έρωτα με πιο αργούς ρυθμούς. Είχαν χρόνο για να μάθουν πιο οικεία μυστικά ο ένας του άλλου, να εξερευνήσουν με αργά χέρια και βαθιά φιλιά, να μιλήσουν τη γλώσσα των εραστών. «Λατρεύω τη γεύση σου», είπε ο Καρίμ κρατώντας τη στην αγκαλιά του. Το δέρμα της ήταν σαν μετάξι πάνω στα χείλη του, οι θηλές της σαν μελένια μπουμπούκια. Η μυρωδιά της ήταν μεθυστική, καθαρή και θηλυκή. Τα πάντα πάνω της κορύφωναν τον πόθο του: ο τρόπος που βογκούσε όταν τη χάιδευε, η καμπύλη του στόματός της πάνω στο δικό του, τα μάτια της που σκοτείνιαζαν όταν έμπαινε μέσα της. Απολάμβανε το σεξ, και δεν υπήρχε λόγος να προσποιείται ότι ήταν άπειρος εραστής. Κι όμως, ένα κομμάτι του εαυτού του παρέμενε απόμακρο κατά τη διάρκεια της πράξης, και αν το σκεφτόταν, θα έλεγε ότι ήταν καλό, ότι σήμαινε πως θα μπορούσε να κρατήσει τον αυτοέλεγχό του μέχρι το τελευταίο λεπτό. Αλλά όχι με τη Ρέιτσελ. Δεν μπορούσε να διακρίνει πού τελείωνε η δική της ηδονή και που άρχιζε η δική του. Ήταν μία απίστευτη αίσθηση. Και όταν έγινε πιο τολμηρή και άρχισε να εξερευνά το κορμί του -να τον αγγίζει με την άκρη της γλώσσας της, να δαγκώνει απαλά το χείλος του, να χαϊδεύει τους ώμους και τα μπράτσα του... τον τρέλαινε. Ήθελε να τη γυρίσει ανάσκελα και να της κάνει έρωτα μέχρι να σταματήσει να γυρίζει η γη. Μετά βίας συγκρατιόταν να μην το κάνει... Όπως τώρα, που το χέρι της είχε κατεβεί χαμηλότερα. Και σταμάτησε. 135
Ο Καρίμ ψιθύρισε το όνομά της. Την κοίταξε. Τα μάτια της ήταν σκοτεινές λίμνες. Θα μπορούσα να πνιγώ σ' αυτά τα μάτια, σκέφτηκε, και να πεθάνω ευτυχισμένος. «Άγγιξε με», της είπε βραχνά. Η Ρέιτσελ δεν είχε θελήσει ποτέ της να αγγίξει έναν άντρα έτσι, ούτε είχε ποτέ κοιτάξει πραγματικά τον σκληρό, ορθωμένο ανδρισμό του. Τώρα ήθελε να κάνει και τα δύο. Χρειάστηκε λιγότερο θάρρος για να κοιτάξει. Το έκανε και της κόπηκε η ανάσα. Αυτό το κομμάτι του εραστή της, που της χάρισε τόση ευχαρίστηση ήταν όμορφο, ένα σύμβολο όχι μόνο του ανδρισμού του, αλλά της επιθυμίας του γι' αυτήν. «Ρέιτσελ». Η φωνή του Καρίμ ήταν σιγανή. Βεβιασμένη. Απαλά, την άρπαξε από τον καρπό και οδήγησε το χέρι της χαμηλότερα. Και περίμενε, αναπνέοντας με δυσκολία. Αργά, τόσο αργά που μπορούσε να νιώσει τον ιδρώτα να μαζεύεται στο μέτωπό του, την είδε να απλώνει το χέρι της. Τα ακροδάχτυλά της άγγιξαν τη σκληρή σάρκα. Βόγκηξε κι εκείνη αποτραβήχτηκε. «Δεν... δε θέλω να σε πονέσω...» Έπρεπε να κλάψει ή να γελάσει σε μία τέτοια στιγμή; «Δε με πονάς», της είπε βραχνά. «Μπορεί να με σκοτώνεις, χαμπίμπι, αλλά σίγουρα δε με πονάς». Η Ρέιτσελ έγλειψε με την άκρη της γλώσσας της το κάτω χείλος της. Ο Καρίμ έπνιξε κι άλλο βογκητό -και τότε εκείνη έκλεισε το χέρι της γύρω του. Αναρίγησε. «Ναι», της ψιθύρισε. «Ναι, γλυκιά μου. Έτσι. Άγγιξέ με. Έτσι...» Το χέρι του έκλεισε γύρω απ’ το δικό της. Της έδειξε πώς να τον κάνει να βογκήξει και πάλι, αλλά αυτή τη φορά κατάλαβε ότι δεν ήταν βογκητό πόνου. Ότι ήταν ηδονής. Ηδονή που μόνο εκείνη μπορούσε να του χαρίσει. Το έβλεπε στο πρόσωπό του, στον τρόπο που το πρόσωπό του συσπώνταν, που τρεμόπαιξαν τα ρουθούνια του... Μέχρι που την ξανάπιασε απ' τον καρπό για να τη σταματήσει. «Περίμενε», της είπε βραχνά. 136
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Εξέπνευσε. Κι άλλη μία. Κι ύστερα έγειρε προς το μέρος της. «Σειρά μου», της είπε. Την έριξε πίσω. Γονάτισε ανάμεσα στα πόδια της. Φίλησε το στόμα της. To λαιμό της. Τα στήθη της. Τώρα βογκούσε εκείνη και έτρεμε κάτω από τα χάδια του. «Τρελαίνομαι να σε βλέπω», της είπε απαλά. «Το χρώμα στο πρόσωπό σου. Τον τρόπο που οι βλεφαρίδες σκεπάζουν τα μάτια σου. Μ’ αρέσει να βλέπω τι νιώθεις όταν σε αγγίζω. Όταν σε φιλάω. Όταν κάνω αυτό...» Η ανάσα της κόπηκε όταν ένιωσε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα πόδια της. Τη χάιδεψε κι ύστερα γονάτισε, τη φίλησε, την πιπίλισε. Την οδήγησε σε ένα βίαιο και μεθυστικό οργασμό. Αλλά δεν είχε τελειώσει. Πρώτα, το προφυλακτικό. Και μετά, οδήγησε τον ορθωμένο ανδρισμό του πάνω στις μεταξένιες πτυχές της θηλυκότητάς της. «Κοίταξέ με», της είπε. «Θέλω να με κοιτάς όταν σου κάνω έρωτα. χαμπίμπι». Τα λόγια του την έκαναν να τρέμει από προσμονή. Τον κοίταξε. Βόγκηξε από το γλυκό μαρτύριο να τον βλέπει να μπαίνει μέσα της, να τον νιώθει να την κατακτά. «Ρέιτσελ...» Μπήκε μέσα της δυνατά, βαθιά κι εκείνη άφησε μία δυνατή, άγρια κραυγή ηδονής, βύθισε τα χέρια της στα μπράτσα του, τύλιξε τα πόδια της γύρω απ’ τα δικά του. Το σώμα του Καρίμ άστραφτε απ’ τον ιδρώτα. Η καρδιά του σφυροκοπούσε. Ήθελε να την ακολουθήσει στην κορύφωση... Με δόντια σφιγμένα, προσπάθησε να συγκρατηθεί. Και την οδήγησε και πάλι στα πρόθυρα της ολοκλήρωσης. Η Ρέιτσελ δεν άντεχε άλλο. Ένιωθε σαν να διαλύεται. «Σε παρακαλώ», βόγκηξε, «Καρίμ, σε παρακαλώ...» Μπήκε μέσα της μία τελευταία φορά. Και καθώς εκείνη ούρλιαξε, άφησε κι εκείνος τον εαυτό του να ξεχυθεί στις μεταξένιες πτυχές της, κι ύστερα κατέρρευσε στην αγκαλιά της. *** Πέρασαν αρκετά λεπτά. Και τότε ο Καρίμ σήκωσε το 137
κεφάλι του, τη φίλησε απαλά στα χείλη και κύλησε ανάσκελα κρατώντας την πάντα στην αγκαλιά του. Του έδωσε ένα αργό, τρυφερό φιλί. Και του χαμογέλασε. Ήταν ακριβώς το χαμόγελο που ένας άντρας ονειρευόταν να δει στο πρόσωπο της γυναίκας που μόλις είχε κάνει έρωτα. «Υποθέτω», της είπε προσπαθώντας να ακουστεί νηφάλιος και όχι ότι ψάρευε για επιβεβαίωση, «ότι αυτό το χαμόγελο σημαίνει ικανοποίηση». «Εις τριπλούν», του είπε απαλά. Ο Καρίμ γέλασε ικανοποιημένος. Κι εκείνη ξαναχαμογέλασε. «Πολύ μετριόφρονα σας βρίσκω, Υψηλότατε...» «Κάθε άλλο», της είπε. «Εσύ είσαι ο λόγος που ήταν τόσο υπέροχο, χαμπίμπι. Τόσο απίστευτα τέλειο». Έφερε το στόμα της στο δικό του για ένα τρυφερό, αργό φιλί κι όταν εκείνη αναστέναξε πάνω στα χείλη του, ένιωσε την καρδιά του να φουσκώνει. «Τέλειο», μουρμούρισε. Η Ρέιτσελ έκλεισε τα μάτια της, ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του και το χέρι της στην καρδιά του. «Τι σημαίνει χαμπίμπι;» «Σημαίνει “αγαπημένη"», της είπε φιλώντας τα μαλλιά της. «Στα αραβικά, ε;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ναι, είναι η πρώτη μου γλώσσα». Σήκωσε το κεφάλι της και μετακίνησε λίγο το χέρι της, ώστε να στηρίξει το πιγούνι της. Θεέ μου, πόσο όμορφη ήταν! Τα μαλλιά της ήταν ένας απαλός χείμαρρος γύρω από το πρόσωπό της. Ο έρωτάς τους είχε κάνει τα μάτια της να λάμπουν και το δέρμα της να αστράφτει. Ηθελε να τη γυρίσει ανάσκελα και να της κάνει έρωτα και πάλι. «Η πρώτη σου; Εννοείς πριν τα αγγλικά;» «Πριν τα γαλλικά. Μετά έμαθα αγγλικά. Και ισπανικά. 138
Και γερμανικά. Και... τι;» «Πέντε γλώσσες;» «Έξι. Ή σχεδόν έξι. Ακόμη δυσκολεύομαι με τα γιαπωνέζικα». Εκείνη γέλασε. «Κι εγώ με τα ισπανικά», του είπε. «Το οποίο είναι θλιβερό, αν σκεφτεί κανείς ότι έκανα ένα χρόνο στο λύκειο. Φυσικά αυτό ήταν πριν από πολύ καιρό». «Σίγουρα», της είπε ο Καρίμ όσο πιο σοβαρά μπορούσε. «Πότε δηλαδή; Είκοσι χρόνια πριν; Είκοσι πέντε;» Η Ρέιτσελ σήκωσε τη γροθιά της και τον χτύπησε ελαφρά στην κοιλιά. «Ωχ, εντάξει, όχι είκοσι πέντε». «Ήμουν στο λύκειο πριν από εφτά χρόνια, κύριε σεΐχη», του είπε προσπαθώντας να ακουστεί επιβλητική. «Έτσι ε;» Της χαμογέλασε και παραμέρισε μια τούφα μαλλιά από το μάγουλό της. «Πάω στοίχημα ότι ήσουν άριστη μαθήτρια». Ένα σύννεφο σκοτείνιασε τα μάτια της. «Δεν ήμουν». «Ήσουν πολύ απασχολημένη με τ’ αγόρια για να ασχοληθείς με το διάβασμα;» Τον κοίταξε για πάρα πολλή ώρα. Ύστερα ανακάθισε, άρπαξε το κάλυμμα και το τύλιξε γύρω της σαν μανδύα. «Ρέιτσελ». Ο Καρίμ κινήθηκε γρήγορα και την έπιασε από το χέρι πριν προλάβει να σηκωθεί. «Γλυκιά μου, είπα κάτι κακό;» «Όχι». «Μην το κάνεις αυτό. Αν είπα κάτι που σε πείραξε, πες το». Η έντασή της σχεδόν μεταδιδόταν στο χέρι του. «Θυμάσαι αυτό που σου είπα; Ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρεις για μένα; Ε, λοιπόν, αυτό είναι ένα απ’ αυτά. Δεν τελείωσα ποτέ το σχολείο. Κατάφερα τελικά να πάρω το αντίστοιχο απολυτήριο πριν από δυο χρόνια και γι’ αυτό βασανίζομαι με τα ισπανικά -γιατί τα ξεκίνησα και πάλι στο νυχτερινό σχολείο. Οπότε, όχι, δε μιλάω έξι γλώσσες και όχι, δεν έχω πτυχίο πανεπιστημίου και όχι, δεν...» 139
Ο Καρίμ την τράβηξε προς το μέρος του Kι έβαλε τέλος στο παραλήρημά της μ' ένα φιλί. «Δεν μπορούσα να συνεχίσω το σχολείο», είπε η Ρέιτσελ χαμηλόφωνα μόλις τράβηξε τα χείλη του από τα δικά της. «Έπρεπε να φροντίσω την αδερφή μου και τον εαυτό μου». «Και οι γονείς σου;» ρώτησε ο Καρίμ προσπαθώντας να παραμείνει ήρεμος. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμασταν μικρές. Και η μητέρα μου... της άρεσε να διασκεδάζει. Έφυγε μια ωραία πρωία και δεν την ξαναείδαμε ποτέ». «Βλέπεις», της είπε προσπαθώντας να κρύψει την οργή που ένιωθε για τη γυναίκα που δεν είχε δει ποτέ. «Έχουμε κάτι κοινό. Και εμένα με εγκατέλειψε η μητέρα μου». «Είναι δύσκολο... είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως μπορεί μια μητέρα να... να...» Ο Καρίμ βλαστήμησε, την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. «Χαμπίμπι», της ψιθύρισε. «Χαμπίμπι. Ανά μπεχιμπέκ...» «Τι σημαίνει αστό;» Ξεροκατάπιε. «Σημαίνει... σημαίνει ότι είσαι πολύ γενναία, γλυκιά μου. Σημαίνει ότι μ' αρέσει να σε κρατώ στην αγκαλιά μου». «Δεν είμαι καθόλου γενναία», του είπε με τρεμάμενη φωνή και ο Καρίμ την έριξε πίσω στο κρεβάτι, γιατί ο μόνος τρόπος να της αποδείξει ότι ήταν όλα όσα της είχε πει ήταν να της κάνει και πάλι έρωτα. Δεν ήταν καθόλου ασφαλές να της πει την αλήθεια... Γιατί στην πραγματικότητα αυτό που της είχε πει ήταν ότι την αγαπούσε. *** Κοιμήθηκαν σφιχταγκαλιασμένοι και ξύπνησαν από το φως του ήλιου. Ο Καρίμ κοίταξε τη Ρέιτσελ στα μάτια. «Καλημέρα», της είπε απαλά. Η Ρέιτσελ του χαμογέλασε. «Καλημέρα». «Κοιμήθηκες καλά;» 140
«Υπέροχα. Μάλιστα...» Σηκώθηκε στον αγκώνα της και κοίταξε το ρολόι στο κομοδίνο. «Ω! Είναι περασμένες επτά. Ο Ίθαν...» «Ο Ίθαν είναι μια χαρά». «Μα...» «Αλήθεια. Τον κοίταξα πριν από λίγο. Η Ρομπέρτα τον έχει κάτω. Τον ταΐζει ένα αγνώστου προελεύσεως κίτρινο χυλό συνδυασμένο με ένα εξίσου άγνωστο άσπρο χυλό». Η Ρέιτσελ γέλασε με τον τρόπο που ο εραστής της είχε περιγράφει την κρέμα ροδάκινο και τα δημητριακά ρυζιού που έτρωγε το μωρό. «Τον λατρεύει αυτόν το χυλό». «Το οποίο αποδεικνύει ότι ο Ίθαν είναι μωρό. Λέει ότι θα τον πάει στο πάρκο όταν τελειώσει το φαγητό του». «Τότε θα πρέπει να βιαστώ και να πλυθώ για να...» «Είμαι ένας άνθρωπος της ερήμου, χαμπίμπι». «Που σημαίνει;...» «Που σημαίνει», της είπε πολύ σοβαρά, «ότι καταλαβαίνω πράγματα που εσύ δεν καταλαβαίνεις». «Όπως;» «Όπως ότι το νερό είναι ένα πολύτιμο αγαθό. Επομένως, η εξοικονόμηση νερού αποτελεί επιτακτική ανάγκη». Το στόμα του συσπάστηκε. «Ως εκ τούτου θα πρέπει να κάνουμε τη θυσία και να πλυθούμε μαζί». Η Ρέιτσελ χαμογέλασε. «Και τι υπέροχη θυσία που είναι αυτή», του είπε απαλά, «αλλά αν η Ρομπέρτα πάρει τον Ίθαν στο Σέντραλ Παρκ...» «Το αγαπά το μωρό, Ρέιτσελ». «Το ξέρω. Είναι υπέροχη μαζί του, και...» «Και έχει ένα πολύ εντυπωσιακό πτυχίο από ένα πολύ επώνυμο σχολείο». Η Ρέιτσελ κούνησε το κεφάλι της. «Ναι. Τα δίδακτρα του οποίου τα πλήρωσες εσύ». «Η κυρία Τζένσεν σ’ το είπε αυτό;» «Εκείνη βέβαια... Καρίμ! Κοκκίνισες!» «Δεν κοκκίνισα», της είπε, κι έγινε ακόμη πιο κόκκινος. «Πρώτα τα ιδιαίτερα. Μετά, το κολέγιο. Στη συνέχεια, 141
την παιδαγωγική σχολή». Φίλησε το πιγούνι του. «Πραγματικά είσαι ένας πολύ καλός άνθρωπος». Ο Καρίμ χαμογέλασε. «Αυτό που είμαι», της είπε, «είμαι ένας άνθρωπος πεινασμένος» «Έτσι μπράβο. Άλλαξε κουβέντα». Αναστέναξε. «Ο Ίθαν θα περάσει ωραία με την Ρομπέρτα. Και εσύ χρειάζεσαι φαγητό. Κι οι δυο μας χρειαζόμαστε». «Μου αρέσει να ξέρω ότι σου άνοιξα την όρεξη». Ήταν η σειρά της Ρέιτσελ να κοκκινίσει. Έβαλε τις παλάμες της πάνω στο στέρνο του και τον έσπρωξε απαλά. «Θα ετοιμάσω πρωινό». «Και θα διώξεις την κυρία Τζένσεν από την κουζίνα της;» «Ω! Δεν το σκέφτηκα...» «Θα μ' άρεσε πολύ να μου φτιάξεις πρωινό, γλυκιά μου». «Αλλά η κυρία Τζένσεν...» Ο Καρίμ την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Θα τη στείλω στην αγορά». Η Ρέιτσελ πετάρισε τις βλεφαρίδες της. «Τι σοφός που είστε. Υψηλότατε!» «Είναι η εκπαίδευση», της είπε αγέρωχα. «Όταν ένας άνθρωπος προορίζεται για βασιλιάς, ξέρει πώς να διατηρήσει την ειρήνη». Το σκανταλιάρικο χαμόγελό της έσβησε. «Για λίγο», του ψιθύρισε, «σχεδόν το είχα ξεχάσει αυτό». Ναι. Το ίδιο κι εκείνος. Αλλά τώρα ήταν και πάλι εκεί, Η πραγματικότητα. Η δέσμευση στο καθήκον. Η τιμή. Η ευθύνη. Τα ίδια πράγματα που έφεραν αυτή τη γυναίκα στη ζωή του. Υπήρχε μόνο ένα πρόβλημα. Ότι δεν περίμενε ποτέ πως θα την ερωτευόταν. Αλλά την είχε ερωτευτεί. Σήμαινε το παν για κείνον. Πώς ήταν δυνατόν. Ανήκε στον Ραμί. Όχι. Το είχε πει και μόνη της. Κανείς δεν ήταν ιδιοκτησία κανενός. 142
Κι εκείνος της είχε πει ότι το παρελθόν δεν έχει σημασία. Και το εννοούσε. Δεν είχε. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι αγαπούσε τη Ρέιτσελ Ήταν καλή και ευγενική και ειλικρινής. Ποτέ δεν είχε αφήσει τον εαυτό του έστω και να φανταστεί ότι θα έβρισκε μια γυναίκα σαν κι αυτήν για να τον ολοκληρώσει, γιατί αυτό ακριβώς έκανε. Τον ολοκλήρωνε... Η ανάσα πιάστηκε στο λαιμό του. Ξαφνικά είδε ένα δρόμο μπροστά του -έναν δρόμο που θα του επέτρεπε να αράξει το καθήκον του, να διατηρήσει την τιμή του, να ανταποκριθεί στις ευθύνες του προς τον πατέρα του, τη χώρα του, τον νεκρό αδερφό του και το παιδί του αδερφού του. Με ένα απλό βήμα θα μπορούσε να κάνει όλα αυτά τα πράγματα και συγχρόνως να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στη Ρέιτσελ ότι θα έβρισκε έναν τρόπο να κρατήσει τον Ίθαν... Να είσαι ειλικρινής, Καρίμ. Αυτά τα πράγματα ήταν σημαντικά... αλλά δεν ήταν ο πραγματικός λόγος γι' αυτό που επρόκειτο να κάνει. Το καθήκον ήταν σημαντικό. Αλλά η αγάπη ήταν το παν. Το παν.,. «Καρίμ;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Κοίταξε στο πρόσωπο της γυναίκας που αγαπούσε. Είχε ανησυχήσει. Γι’ αυτόν. Και δεν ήταν αυτό καταπληκτικό; Είχε φανταστεί ποτέ ότι μια γυναίκα θα ενδιαφερόταν γι’ αυτόν, για τον άνθρωπο, και όχι για το σεΐχη; «Καρίμ. Σε παρακαλώ, μίλησε μου. Τι συμβαίνει;» «Τίποτα», της είπε και γέλασε. Την τράβηξε να σταθεί στα πόδια της, τη στροβίλισε ένα γύρο στο δωμάτιο στον ήχο μιας μουσικής που μόνο αυτός μπορούσε να ακούσει και, όταν έμεινε ξέπνοη, σταμάτησε και την πήρε στην αγκαλιά του. «Θυμάσαι που σου υποσχέθηκα ότι θα βρω λύση για το πρόβλημά, μας;» Το πρόβλημά τους. Αχ, Θεέ μου! Από τη χαρά της, τις τελευταίες ώρες η Ρέιτσελ είχε καταφέρει να παραμερίσει 143
την πραγματικότητα. Τώρα όμως είχε επιστρέφει. «Ναι», είπε αργά. «Θυμάμαι, θέλεις τον Ίθαν». Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και την τράβηξε πιο κοντά του. «Στην αρχή ήταν το μόνο που ήθελα». «Είπες... είπες ότι δε θα τον πάρεις από μένα...» «Γλυκιά μου». Ο Καρίμ καθάρισε το λαιμό του. Έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του και το ανασήκωσε προς το μέρος του. «Η απάντηση στο πρόβλημά μας είναι να δούμε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα». «Μα υπάρχει. Μακάρι να μην υπήρχε, αλλά...» «Σ’ αγαπώ, χαμπίμπι». Η φωνή του ήταν βραχνή, τα λόγια του τα πιο όμορφα που είχε ακούσει ποτέ. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Εκείνος τα στέγνωσε με τα φιλιά του. Κι ύστερα φίλησε το στόμα της. απαλά και τρυφερά. «Ρέιτσελ». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχω ζήσει τη ζωή μου μόνος. Από επιλογή. Δεν... δε θέλω να ακουστώ σαν κάποιος από αυτά τηλεοπτικά προγράμματα, που οι άνθρωποι ξεδιπλώνουν τα συναισθήματά τους στην οθόνη». Γέλασε κοφτά. «Να πάρει, εδώ έχουν υπάρξει φορές που μου έχουν πει ότι δεν έχω καν συναισθήματα». Η Ρέιτσελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος», του είπε έντονα, «με μια καρδιά τόσο μεγάλη όσο ολόκληρη η γη». «Μια καρδιά που την ξύπνησες εσύ, χαμπίμπι». Τη φίλησε πάλι, το στόμα του μαλακό πάνω στο δικό της. «Αυτό που είπα... ότι σ’ αγαπώ... δεν το έχω ξαναπεί ποτέ πριν. Σε κανέναν». Δίστασε. «Και ποτέ δεν έχω εμπιστευτεί κανέναν απόλυτα. Ποτέ... ούτε καν όταν ήμουν μικρός». Χαμογέλασε. «Και μετά... μετά βρήκα εσένα». Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της Ρέιτσελ. Αυτό ήταν. Έπρεπε να του πει την αλήθεια, όποιο κι αν ήταν το κόστος... «Ρέιτσελ». Ο Καρίμ την κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Παντρέψου με. Γίνε γυναίκα μου. Η μητέρα των παιδιών που 144
θα αποκτήσουμε μαζί, όπως εσύ έχεις ήδη τον Ίθαν, τον οποίο αγαπώ ήδη σαν δικό μου παιδί και θα τον υιοθετήσω και θα του δώσω το όνομά μου». Η Ρέιτσελ άρχισε να κλαίει. «Ρέιτσελ; Γλυκιά μου, σε λατρεύω. Νόμιζα, νόμιζα ότι νιώθεις κι εσύ το ίδιο...» Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. Σηκώθηκε προς το μέρος του. Φίλησε στο στόμα του, με όλη την αγάπη που είχε φέρει στη μοναχική της καρδιά. «Σ’ αγαπώ», του ψιθύρισε, ανάμεσα στα φιλιά της. «Σ' αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ' αγαπώ...» «Παντρέψου με», είπε ο Καρίμ. Όχι, ψιθύρισε μια φωνή μέσα της. Ρέιτσελ, δεν πρέπει... «Ρέιτσελ;» Η Ρέιτσελ πέταξε τη λογική στα σκουπίδια και είπε, «Ναι».
145
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 Ποιος θα το φανταζόταν ότι το θορυβώδες, πολυσύχναστο Μανχάταν θα μπορούσε να είναι ένας παράδεισος για εραστές: Όχι ο Καρίμ πάντως. Η Ρέιτσελ είχε αλλάξει τη ζωή του. Ζούσε στη Νέα Υόρκη εδώ και μια δεκαετία. Και όμως ποτέ πριν δεν την είχε δει πραγματικά. Χέρι με χέρι, εξερευνούσαν μαζί την πόλη. Ανακάλυψαν αρκετές καφετερίες, όμορφα μικρά πάρκα, μέρη όπου ένας άντρας και μια γυναίκα μπορούσαν να είναι μόνοι τους, παρά το πλήθος γύρω τους. Στο πρόσωπο του Καρίμ χαράχτηκε ένα πολύ προσωπικό χαμόγελο. Αγαπούσε τη Ρέιτσελ Και τον αγαπούσε κι εκείνη. Ακόμη προσπαθούσε να συνηθίσει την ιδέα. Όπως και το ότι ξυπνούσε δίπλα της κάθε πρωί και κοιμόταν αγκαλιά κάθε βράδυ. Σε όλο αυτό το διάστημα είχε πάει στο γραφείο του μόνο δύο φορές. Ούτε ο ίδιος δεν το πίστευε. Και σίγουρα ούτε το προσωπικό του. Είχε καλές προθέσεις την πρώτη φορά που είχε πάει στη δουλειά, αλλά είχε φύγει σχεδόν πριν καταλάβει κανείς ότι ήταν εκεί. Είχε σκεφτεί να τηλεφωνήσει στον Τζον να έρθει να τον πάρει, ή να καλέσει ταξί, αλλά η κίνηση ήταν απίστευτη, όπως πάντα, οπότε ο πιο γρήγορος τρόπος να φτάσει σπίτι ήταν να τρέξει. Και αυτό είχε κάνει. Ήταν φοβερό θέαμα, ήταν σίγουρος. Ένας τύπος που έτρεχε στη λεωφόρο Μάντισον, με κοστούμι Μπριόνι και Γκούτσι παπούτσια, και μπήκε τρέχοντας από το ασανσέρ 146
στο διαμέρισμα. «Ρέιτσελ;» είχε φωνάξει. «Ρέιτσελ;» «Καρίμ;» του είχε απαντήσει από την κορυφή της σκάλας. «Τι συμβαίνει;» «Τίποτα», είχε απαντήσει ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά. «Τα πάντα», πρόσθεσε και, αρπάζοντάς τη στην αγκαλιά του, τη φίλησε. «Μου έλειψες», της ψιθύρισε και το πρόσωπό της άστραψε με τόση χαρά, που την πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι. Τη δεύτερη φορά που είχε πάει στο γραφείο είχε μείνει μόνο τόσο όσο χρειαζόταν για να ρυθμίσει τα ραντεβού του, να αναθέσει αρμοδιότητες στο προσωπικό του και να δώσει οδηγίες στη βοηθό του να ακυρώσει τα ραντεβού του και να λέει σε όλους να μην προσπαθήσουν να τον βρουν γιατί δεν ήταν διαθέσιμος. Η βοηθός του τον κοίταξε σαν να είχε χάσει τα λογικά του. «Δε θα είστε διαθέσιμος, κύριε;» «Ακριβώς», είχε πει κοφτά ο Καρίμ. Γιατί δεν ήταν. Ούτε διαθέσιμος, ούτε προσιτός για κανέναν άλλο εκτός από τη Ρέιτσελ. Και τον Ίθαν. Το μωρό ήταν, χωρίς αμφιβολία, το πιο έξυπνο και πιο αξιολάτρευτο μωρό του κόσμου. Χαχάνιζε όταν ο Καρίμ του έδειχνε καινούρια παιχνίδια, ξεκαρδιζόταν όταν ο Καρίμ τον σήκωνε ψηλά στον αέρα. Τρελαινόταν όταν ο Καρίμ του φυσούσε την κοιλιά. Το γέλιο, και η αγάπη που το συνόδευε, ήταν κάτι που ο Καρίμ και ο αδερφός του δεν είχαν γνωρίσει σαν παιδιά. Γι’ αυτό και είχε γίνει ένας άνθρωπος με καρδιά τόσο καλά κρυμμένη που σχεδόν δεν υπήρχε και ο Ραμί ένας άνθρωπος που χαράμισε τη ζωή του. Κάπου μέσα του, ο Καρίμ ήλπιζε ότι θα μπορούσε να αναπληρώσει το χαμό του Ραμί μεγαλώνοντας το γιο του με τη μεγαλύτερη δυνατή αγάπη. Και το καλύτερο ήταν ότι αυτό ήταν το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Ποιος θα το φανταζόταν ότι αυτός, ο παντοδύναμος σεΐχης της Γουόλ Στρητ -έναν γελοίο τίτλο που του είχε 147
δώσει κάποια εφημερίδα θα άλλαζε πάνες, θα τάιζε, θα περπατούσε πάνω κάτω με ένα μωρό που έκλαιγε στην αγκαλιά, θα καθόταν στο πάρκο με τη Ρέιτσελ και το μωρό και θα ήταν τόσο ευτυχισμένος που ήταν σίγουρος ότι είχε ένα τελείως ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό του; Θεέ μου, ήταν τόσο ευτυχισμένος. Αν και μερικές φορές έπιανε ένα βλέμμα στα μάτια της Ρέιτσελ που τον ανησυχούσε. Μια σκοτεινιά. Μπορεί να ήταν της φαντασίας του. Μάλλον ήταν μόνο που το έβλεπε πάλι, αυτή τη στιγμή. καθώς κοιτούσε έξω από το παράθυρο του εστιατορίου: μια απότομη αλλαγή από ένα χαμόγελο σε κάτι που δεν ήταν ακριβώς χαμόγελο, λες και μια σκέψη, μια ανάμνηση ξυπνούσε και της προκαλούσε πόνο. «Γλυκιά μου;» της είπε απαλά. Την είδε να ξεροκαταπίνει. Αλλά όταν γύρισε προς το μέρος του, το χαμόγελό της ήταν και πάλι ειλικρινές, Ο Καρίμ έφερε το χέρι της στα χείλη του. «Είσαι καλά;» «Ναι». «Είσαι σίγουρη; Γιατί φαίνεσαι... δεν ξέρω. Λυπημένη». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, έφερε τα ενωμένα χέρια στα δικά της χείλη και φίλησε τους κόμπους των δαχτύλων του. «Πώς μπορώ να είμαι λυπημένη όταν είμαι μαζί σου; Απλά... απλά σκεφτόμουν πόσο όμορφα είναι εδώ». «Εσύ είσαι όμορφη», είπε ο Καρίμ. Και η Ρέιτσελ σκέφτηκε το ίδιο που είχε σκεφτεί και πριν δύο λεπτά αν γινόταν να διορθώσει το ψέμα. Αν γινόταν να σταματήσει το χρόνο. Όταν ήταν μικρή σιχαινόταν το πόσο αργά κυλούσε ο χρόνος. Ήξερε φυσικά ότι ο χρόνος είναι ένας. Εντάξει, μπορεί να άλλαζε συνέχεια σχολεία, αλλά διάβαζε πολύ. Διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια της. «Αν πρόσεχες την εμφάνισή σου όσο τα βιβλία», της έλεγε η μητέρα της, «θα ήσουν πιο ευτυχισμένη». Το πέρασμα του χρόνου όμως δεν είχε να κάνει με τα βιβλία. Είχε να κάνει με τη ζωή της. Και η Ρέιτσελ δεν είχε ευχηθεί ποτέ να σταματήσει ο χρόνος. Ήθελε να τρέχει... 148
Γιατί ποτέ της δεν ήταν ευτυχισμένη. Της είχε πάρει είκοσι τέσσερα χρόνια να το ανακαλύψει. Όταν είσαι ευτυχισμένος, το μόνο που θες είναι να σταματήσει ο χρόνος. Πρώτη φορά είχε νιώσει έτσι όταν η Σούκι της είχε αφήσει τον Ίθαν. Και ύστερα, τώρα. Με τον Καρίμ. Τον αγαπούσε. Τον λάτρευε. Υπήρχαν στιγμές που η ευτυχία τής έκοβε την ανάσα. Και έτσι όπως τον έβλεπε απόψε απέναντί της, με το μεγάλο χέρι του να κρατάει το δικό της, να της χαμογελάει, να την ταΐζει, να της ψιθυρίζει βραχνά τι θα έκανε αν μισάνοιγε ξανά τα χείλη της... Αν την είχε σηκώσει απ' την καρέκλα και την έπαιρνε από το εστιατόριο, θα τον είχε αφήσει να το κάνει. Κατά τη διάρκεια του δείπνου τής είχε μιλήσει για την παιδική του ηλικία. Για κείνη τη φορά που είχε πάει στους στάβλους του παλατιού, είχε πάρει τον αγαπημένο επιβήτορα του πατέρα του και τον είχε καβαλικέψει χωρίς σέλα στην έρημο, μέχρι που τον έπιασαν οι άντρες του πατέρα του, ώρες αργότερα και τον έφεραν πίσω. «Ο πατέρας μου ήταν έξαλλος». «Είμαι βέβαιη. Τι θα γινόταν αν το άλογο σε έριχνε κάτω> «Για το άλογο ανησυχούσε, χαμπ. Είχε πληρώσει εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια γι' αυτό. Και εγώ ήμουν μόλις εφτά. Όχι ακριβώς σε θέση να ελέγξω το ζώο». «Δεν ανησύχησε για σένα; Μα αυτό είναι φοβερό». «Και αυτό είναι πολύ ωραίο». «Ποιο;» «Ο τρόπος που το στόμα σου μισάνοιξε, σαν να θέλει τα φιλιά μου». Έφερε το χέρι της στα χείλη του και το δάγκωσε ελαφρά. «Μπορεί κι άλλα σημεία του κορμιού σου να χρειάζονται φιλιά». «Σσσ», του ψιθύρισε. «Μπορεί να σε ακούσει κανείς». Μά χαμογελούσε και εκείνος κατάλαβε από το κοκκίνισιια στο πρόσωπό της ότι αυτό που είπε την είχε ευχαριστήσει. Που ήταν πολύ καλό, γιατί αυτό που ήθελε ήταν να την ευχαριστεί... Ειδικά απόψε. Με το επιδόρπιο. 149
Ένα πολύ ξεχωριστό επιδόρπιο, σκέφτηκε, καθώς ένας σερβιτόρος πλησίασε το τραπέζι τους. «Υψηλότατε. Δεσποινίς». Ο σερβιτόρος χαμογέλασε. Ο Καρίμ τον κοίταξε προειδοποιητικά και ο σερβιτόρος ξερόβηξε. «Ο σεφ στέλνει τα χαιρετίσματά του και λέει ότι σας έχει ετοιμάσει ένα πολύ ξεχωριστό επιδόρπιο». Χαμογέλασε πλατιά στη Ρέιτσελ. «Προς τιμήν της κυρίας». «Για μένα;» είπε εκείνη με ενθουσιασμό. «Μάλιστα, κυρία μου. Αν είστε έτοιμος, κύριε...» Ο Καρίμ κατένευσε. Ήταν έτοιμος. Αγχωμένος, αλλά έτοιμος. Είχαν περάσει δυο βδομάδες κι ακόμη δεν μπορούσε να πιστέψει την τύχη του. Είχε πάει στο Λας Βέγκας για να προσπαθήσει να καθορίσει τη μνήμη του αδερφού του και, αντί γι’ αυτό, είχε γνωρίσει αυτή την καταπληκτική γυναίκα. Τι ανόητος που ήσουν, Ραμί, σκέφτηκε. Κι όμως τον Ραμί έπρεπε να ευχαριστήσει γι’ αυτό το θαύμα. Για τη Ρέιτσελ. Για το αγοράκι της. Μακάρι να μπορούσε να του το πει αυτό. Ήταν πολύ δεμένοι κάποτε. Και τώρα, κατά κάποιον περίεργο τρόπο, ένιωθε και πάλι κοντά στον Ραμί. Το μόνο που τον προβλημάτιζε ήταν ότι έπρεπε να αποδεχθεί το γεγονός ότι η Ρέιτσελ είχε... είχε πάει με τον Ραμί. Δεν ήταν για το σεξ. Εντάξει. Μπορεί και να ήταν. Λίγο. Αλλά δεν ήταν ένα αρσενικό σοβινιστικό γουρούνι. Προερχόταν από έναν πολιτισμό όπου οι γυναίκες, μέχρι σχετικά πρόσφατα, στερούνταν τα δικαιώματα που είχαν οι άντρες με τη γέννησή τους, αλλά εκείνος δεν είχε ποτέ θεωρήσει απαραίτητη την αγνότητα σε μία γυναίκα. Το πρόβλημα ήταν άλλο. Δεν μπορούσε ούτε καν να φανταστεί τον Ραμί και τη Ρέιτσελ να συζητούν, πόσο μάλλον να κοιμούνται μαζί. Ο Ραμί ενδιαφερόταν μόνο για την εμφάνιση μιας γυναίκας. Η Ρέιτσελ ήταν όμορφη, αλλά ήταν πολλά περισσότερα. Ήταν έξυπνη, Συγκροτημένη. Με απόψεις. Με πολύ παθιασμένες απόψεις. Σήμερα το πρωί διάβαζε ένα μπλογκ 150
πολιτικών αναλύσεων στο λάπτοπ του, όταν διαπίστωσε ότι η Ρέιτσελ διάβαζε το ίδιο μπλογκ στο iPad. Δεν ήξερε ότι διάβαζαν το ίδιο, μέχρι που μουρμούρισε κάτι γι' αυτό που διάβαζε. Κι εκείνη του απάντησε και βρέθηκαν ξαφνικά να λογομαχούν έντονα. Ο Ραμί δε θα είχε δώσει δεκάρα. Εκείνος το λάτρευε. Επομένως, επέστρεφε στην αρχική απορία. Τι είχε φέρει κοντά δυο τόσο διαφορετικούς ανθρώπους; Ήθελε να τη ρωτήσει. Αλλά δεν το έκανε. Κατ' αρχάς. η Ρέιτσελ το είχε καταστήσει σαφές ότι δεν ήθελε να μιλάει για τον Ραμί. Και κατά δεύτερον, δεν ήταν σίγουρος ότι θα του άρεσαν οι απαντήσεις. Όπως της είχε πει απ’ την αρχή, ήταν καλύτερα να ξεχάσουν το παρελθόν και να επικεντρωθούν στο σήμερα. Στο τώρα... γιατί ο σερβιτόρος πλησίαζε με το επιδόρπιο. Μία εντυπωσιακή σοκολατένια μινιατούρα της γέφυρας του Μπρούκλιν για κείνον... και μία μπάλα παγωτό βανίλια για κείνη. Ο σερβιτόρος ακούμπησε τα πιάτα μπροστά τους, χαμογέλασε συνωμοτικά στον Καρίμ, είπε «Καλή σας απόλαυση», και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Ο Καρίμ είδε τη Ρέιτσελ να κοιτά μια τη δική του γέφυρα και μία το δικό της παγωτό. Τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του και έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να μη γελάσει. «Μμμ...» της είπε πρόσχαρα. «Φαίνεται νόστιμο». «Εεε... ναι, φαίνεται υπέροχο». Πόσο την αγαπούσε! Ποια άλλη γυναίκα θα χαμογελούσε σαν να ήταν πραγματικά ενθουσιασμένη που είχε πάρει λίγο παγωτό βανίλια, αντί για ένα γλυπτό από σοκολάτα; Ο Καρίμ πήρε το πιρούνι του και πήρε μια μπουκιά απ’ το γλυκό του. «Φανταστικό», είπε. Κι ύστερα, ρώτησε ευγενικά, «Πώς είναι το δικό σου;» Η Ρέιτσελ ξερόβηξε. «Είμαι σίγουρη ότι είναι υπέροχο», είπε και πήρε και εκείνη το κουτάλι της, Το έχωσε στο παγωτό και,.. «Ω!» Χαμογέλασε έκπληκτη. «Έχει μία φωλιά σοκολάτας κάτω από... κάτω από...» 151
«Συμβαίνει κάτι;» «Όχι; Ε, δηλαδή, μπορεί. Υπάρχει κάτι μέσα στη σοκολάτα. Είναι... είναι...» Έμεινε ακίνητη. Ο Καρίμ άφησε κάτω το πιρούνι του. Η καρδιά του σφυροκοπούσε. «Κέικ;» ρώτησε προσπαθώντας να ακουστεί ήρεμος «Φράουλες;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Είναι... είναι...» Γιατί δεν μπορούσε να διαβάσει την έκφραση στο πρόσωπό της; «Είναι ένα κουτί», ψιθύρισε. «Ένα μικρό μπλε κουτί». Ξαφνικά το προσεκτικά καταστρωμένο τέλειο σχέδιό του άρχισε να μπάζει από παντού. Πού να ξέρει στο κάτω κάτω τι θεωρεί ρομαντικό μια γυναίκα και τι όχι; «Ρέιτσελ», είπε. «Ρέιτσελ γλυκιά μου, κοίτα, αν θέλεις να φύγουμε...» Η Ρέιτσελ ξεροκατάπιε. Άφησε κάτω το κουτάλι της. Έβγαλε το κουτάκι από το σοκολατένιο περίβλημα. Το άνοιξε... Ένα ασπρογάλαζο φως φάνηκε να βγαίνει από το κουτί και να φωτίζει τα μάτια της. «Καρίμ», είπε. «Ω Καρίμ...» Ήταν ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι -αλλά ήταν σαν να έλεγες ότι ο ήλος είναι ένα ακόμη αστέρι. Το διαμάντι ήταν τεράστιο. Και ήταν λες και όλη η φωτιά που είχε δημιουργήσει το σύμπαν να είχε αιχμαλωτιστεί στην καρδιά του. Ήταν δεμένο με λευκόχρυσο και ζαφείρια στο χρώμα του καλοκαιρινού ουρανού. Ο Καρίμ κοίταξε το πρόσωπο της Ρέιτσελ. Περίμενε να του πει κάτι. Οτιδήποτε. Η σιωπή μεγάλωσε. Ήθελε να πεθάνει. Ήταν τόσο προσεκτικός, είχε διαλέξει το δαχτυλίδι όταν υποτίθεται ότι θα πήγαινε για τρίτη φορά στο γραφείο του. Ήξερε τη Ρέιτσελ. Δε θα ήθελε κάτι φανταχτερό, αλλά εκείνος ήθελε κάτι ξεχωριστό. Την αγαπούσε και ήθελε να το μάθει όλος ο κόσμος. Δεν της άρεσε; Δεν το ήθελε; Μήπως το είχε μετανιώσει; «Να πάρει, Ρέιτσελ, πες κάτι!» 152
Κοίταξε μια εκείνον και μια το δαχτυλίδι στην παλάμη της. «Είναι... είναι το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο!» Δόξα τω θεώ. «Σ' αγαπώ», της είπε. «Καρίμ». Δάκρυα γέμισαν τα μάτια της. «Δεν... δε μου αξίζει...» Πήρε το δαχτυλίδι από το χέρι της και το πέρασε στο δάχτυλό της. Ναι. Ταίριαζε τέλεια. Ήταν όμορφο. Αλλά όχι τόσο όμορφο όσο εκείνη, «Σ’ αγαπώ», της ξανάπε. Ολόκληρη τη ζωή του περίμενε μία τέτοια γυναίκα. «Σ’ αγαπώ με όλη μου την καρδιά», του είπε μέσα από τα δάκρυά της. «Θα σ’ αγαπώ για πάντα. Να το θυμάσαι αυτό. Να θυμάσαι ότι πάντα, πάντα θα σ’ αγαπώ». Ένας θαμώνας σφύριξε, κάποιος άλλος χειροκρότησε και η Ρέιτσελ κοκκίνισε πιο έντονα από ποτέ. Και τον θάμπωσε με το χαμόγελό της. Πέταξε ένα μάτσο χαρτονομίσματα στο τραπέζι, την τράβηξε μαζί του και την πήγε σπίτι, στο κρεβάτι τους, στον προσωπικό τους κόσμο που ανήκε μόνο σ’ αυτούς. Κοιμήθηκαν σφιχταγκαλιασμένοι. Την ξύπνησε μέσα στη νύχτα και της έκανε και πάλι έρωτα. Την ξύπνησε την αυγή και την ξανάκανε δική του. Την επόμενη φορά που ξύπνησε, το δωμάτιο ήταν λουσμένο στο φως του ήλιου. Όταν είδε τα μάτια της ν’ ανοίγουν, χαμογέλασε. «Καλημέρα, υπναρού», μουρμούρισε. Η Ρέιτσελ χαμογέλασε. Έβαλε το χέρι της στο μάγουλό του κι έτριψε απαλά με την παλάμη της τα γένια του. «Τι ώρα είναι;» είπε κοιμισμένα. Της έδωσε ένα τρυφερό, μακρύ φιλί. «Ώρα να σηκωθείς και να ετοιμαστείς, χαμπίμπι. Το αεροπλάνο μου περιμένει». Ένα κύμα φόβου την πλημμύρισε. Ανασηκώθηκε σφίγγοντας το σκέπασμα μπροστά στο στήθος της. «Το αεροπλάνο;» «Πηγαίνουμε σπίτι», της είπε απαλά, «Στο Αλκαντάρ». Η πτήση τής φάνηκε ατέλειωτη. Η Ρομπέρτα είχε έρθει 153
μαζί τους και είχε βολευτεί με τον Ίθαν στην κρεβατοκάμαρα του αεροσκάφους. Η Ρέιτσελ είχε ένα εκατομμύριο ερωτήσεις. «Γιατί δε μου είπες ότι θα πηγαίναμε στο Αλκαντάρ σήμερα;» Ο Καρίμ έμπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της. «Θα σ’ το έλεγα. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι απλά θα σε άγχωνα». Πράγματι. Αλλά δεν ήταν απλά αγχωμένη, ήταν τρομοκρατημένη στην ιδέα ότι θα γνώριζε τον πατέρα του Καρίμ. «Κι αν δε με συμπαθήσει;» Ο Καρίμ την αγκάλιασε και την τράβηξε κοντά του. «Θα σε συμπαθήσει, γλυκιά μου». Της χαμογέλασε. «Εξάλλου, χρόνια με κυνηγάει να βρω την κατάλληλη σύζυγο». «Και είμαι εγώ κατάλληλη για σένα;» του είπε αδύναμα. Γέλασε και τη φίλησε στον κρόταφο. «Είσαι κατάλληλη για οποιονδήποτε άντρα, αλλά ειδικά για κάποιον που σ' αγαπάει όπως εγώ». Σταμάτησε. «Του είπα για τον Ίθαν». Η Ρέιτσελ τον κοίταξε. «Και... και τι είπε;» Τι, αλήθεια; Ο Καρίμ ξερόβηξε. «Ξαφνιάστηκε φυσικά. Αλλά ο πατέρας μου, παρά τη... Πώς να το πω; Παρά τη βασιλική συμπεριφορά του, είναι πρακτικός άνθρωπος. Χαίρεται που έχει έναν εγγονό». «Μα... μα νομίζει ότι... θέλω να πω ξέρει ότι ο Ραμί... ότι εγώ...» «Ναι». «Και;» Ο Καρίμ δίστασε. Έπρεπε να είναι απολύτως ειλικρινής. Αυτό ήταν και το καλύτερο στοιχείο της σχέσης τους. Μπορούσαν πάντα να λένε την αλήθεια ο ένας στον άλλο. «Και», είπε αργά, «θα σε αγαπήσει σαν κόρη του, όταν θα σε γνωρίσει». Κούνησε το κεφάλι της. «Αλλά όχι ακόμη». *** Η φωνή του πιλότου αντήχησε από τα μεγάφωνα. «Φτάσαμε, Υψηλότατε». 154
Ο Καρίμ έλυσε τη ζώνη του και ύστερα της Ρέιτσελ. Την τράβηξε να σηκωθεί. Το πρόσωπό της ήταν χλομό κι ένιωσε να τη λυπάται. Ο κόσμος της θα άλλαζε. Το Αλκαντάρ ήταν μία όμορφη, περήφανη χώρα, αλλά ήταν σίγουρα διαφορετικό από τον κόσμο που ήξερε. Κι εκείνος, μόλις έβγαιναν από το αεροσκάφος, θα ήταν κι εκείνος διαφορετικός. Ίσως θα έπρεπε να την προειδοποιήσει γι' αυτό, σκέφτηκε καθώς πλησίασαν την έξοδο του αεροσκάφους. Πολύ αργά. Την άκουσε να αναφωνεί «Ω!» μόλις είδε το κονβόι από τις λευκές Μπέντλει με τη σημαία του Αλκαντάρ, το τιμητικό άγημα των φρουρών που στέκονταν προσοχή, την κουστωδία που τους περίμενε. «Καρίμ», του ψιθύρισε. «Δεν ξέρω αν... αν...» Τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της. Παραβίαζε το πρωτόκολλο, αλλά δεν τον ένοιαζε. Μόνο η Ρέιτσελ μετρούσε. «Μπορείς», της είπε απαλά. *** Μπορώ να τα καταφέρω, σκέφτηκε η Ρέιτσελ Θα έκανε τα πάντα για τον Καρίμ. Ήταν μόνο που αυτοί οι τίτλοι του -σεΐχης, πρίγκιπας, διάδοχος του θρόνου- δεν ήταν μέχρι τώρα παρά μόνο λέξεις. Και ούτε ήταν η τέλεια σύζυγος που ήθελε, γιατί ήταν μία πρώτης τάξεως ψεύτρα. Αλλά αυτό τώρα θα τελείωνε. Αν μπορούσε να κάνει τα πάντα για τον άντρα που αγαπούσε, μπορούσε και να του πει την αλήθεια. Την αγαπούσε. Την καταλάβαινε. Θα καταλάβαινε γιατί είχε αναγκαστεί να του πει ψέματα. «Είσαι εντάξει, γλυκιά μου;» της είπε απαλά καθώς έμπαιναν στο πρώτο αυτοκίνητο, ενώ η Ρομπέρτα με το μωρό στο δεύτερο. «Ναι», του ψιθύρισε. Και σκέφτηκε ότι πραγματικά ήταν μεγάλη ψεύτρα. Ακολούθησαν έναν δρόμο πλαισιωμένο με φοίνικες, πέρασαν μία πόλη που φαινόταν σύγχρονη και πλούσια, 155
πλησίασαν ένα λευκόχρυσο παλάτι κι ύστερα διέσχισαν μία χρυσή πύλη. Το αυτοκίνητο σταμάτησε σε μία τεράστια αυλή, με το θόλο του παλατιού να δεσπόζει από πάνω τους. Ένας άντρας με κελεμπία τους άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου. Ο Καρίμ βγήκε έξω και πρόσφερε το χέρι του στη Ρέιτσελ. Εκείνη έβαλε τα παγωμένα της δάχτυλα στα δικά του. «Όλα καλά θα πάνε», της είπε. «Θα το δεις». Όλα ήταν καλά όταν μπήκαν στο παλάτι με τη Ρομπέρτα και τον Ίθαν να τους ακολουθεί. Εξακολουθούσαν να είναι καλά όταν διέσχισαν έναν μακρύ μαρμάρινο διάδρομο, ο οποίος δεν οδηγούσε στην αίθουσα του θρόνου, αλλά στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του βασιλιά. Αυτό εξέπληξε τον Καρίμ. Ήταν καλό ή κακό σημάδι που ο πατέρας του τους περίμενε εκεί; Σταμάτησε να αναρωτιέται μόλις μπήκαν στο τεράστιο καθιστικό του πατέρα του. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές για να κρύβουν τον απογευματινό ήλιο. Ο πατέρας του καθόταν σε μία περίτεχνη πολυθρόνα από ελεφαντόδοντο και έβενο, με τις σκιές πίσω του. Ο Καρίμ ένιωθε την ένταση στον αέρα. Κράτησε το χέρι του γύρω από τη μέση της Ρέιτσελ. «Πατέρα», είπε. Ο βασιλιάς σηκώθηκε όρθιος. «Να μη μας ενοχλήσει κανείς», είπε στον υπηρέτη που τους συνόδευε, Ο υπηρέτης υποκλίθηκε. Η πόρτα έκλεισε πίσω του. «Πατέρα», είπε ο Καρίμ, «αυτή είναι η...» «Αυτή είναι η γυναίκα που βρήκε τον τέλειο τρόπο για να οδηγήσει έναν ανόητο στο κρεβάτι της». Τα μάτια του Καρίμ στένεψαν. «Πατέρα, άκουσέ με...» Όχι, γιε μου, εσύ θα με ακούσεις». Και σαν να είχε δώσει κάποιο σύνθημα, μια γυναίκα με μακριά ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια, εμφανίστηκε από τις σκιές πίσω του. Το χέρι της Ρέιτσελ ανέβηκε στο λαιμό της, «Σούκι;» 156
«Πολύ σωστά», είπε κοφτά η Σούκι. «Νόμιζες πραγματικά ότι θα ξέφευγες, Ρέιτσελ;» Ο Καρίμ κοίταζε μια τη μία γυναίκα και μια την άλλη. «Ρέιτσελ; Αυτή είναι η αδερφή σου;» Η Ρέιτσελ στράφηκε προς το μέρος του. Η φωνή της έτρεμε. «Καρίμ... Καρίμ, σε παρακαλώ, προσπάθησα να σ’ το πω...» Ο Καρίμ ένιωθε σαν να άνοιγε η γη κάτω απ' τα πόδια του. Να μου πεις, τι;» «Αλήθεια;» ρώτησε η Σούκι με τα χέρια της στους γοφούς της «Προσπάθησες να του το πεις; Δεν το νομίζω. Δε νομίζω ότι σκόπευες ποτέ να πεις την αλήθεια, Αφού δεν κατάφερες να μου πάρεις τον Ραμί, θέλησες ν' αρπάξεις τον αδερφό του». Ο Καρίμ κοίταξε τη Ρέιτσελ «Για τι πράγμα μιλάει;» Η Ρέιτσελ κούνησε το κεφάλι της, Εκείνος την άρπαξε από τους ώμους και την ταρακούνησε. «Να πάρει, πες μου τι εννοεί;» «Αυτό που εννοώ», είπε η Σούκι «είναι ότι αγαπημένη μου αδερφούλα προσπαθούσε πάση θυσία να βρει πλούσιο γαμπρό. Πρώτα στο καζίνα. Και μετά κάτω απ’ τη μύτη μου...» «Σούκι», ψιθύρισε η Ρέιτσελ, «Μη...» «Αλλά δεν τα κατάφερε. Βλέπετε ο Ραμί με αγαπούσε. Και μετά είχαμε αυτό το ανόητο καβγαδάκι». Η Σούκι έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από το ντεκολτέ της ροζ μπλούζας της και σκούπισε τα μάτια της. «Με άφησε. Κι εγώ τρελάθηκα. Τον αγαπούσα ξέρετε. Και ήταν ο πατέρας του παιδιού μου...» «Τι πράγμα;» «Τη ρώτησα αν θα μπορούσε να φροντίζει τον Ίθαν, όσο εγώ έψαχνα για τον Ραμί, αλλά...» «Είναι αλήθεια αυτό;» Η φωνή του Καρίμ ήταν βραχνή. Τα μάτια του γυάλιζαν. «Ο Ίθαν είναι παιδί της αδερφής σου;» Η Ρέιτσελ είχε μουδιάσει, «Καρίμ... σε παρακαλώ...» 157
«Φυσικά και είναι δικός μου», είπε κοφτά η Ρέιτσελ. «Κι αυτή μού τον έκλεψε». Ακόμη και μέσα στην απελπισία της, η Ρέιτσελ αναρωτήθηκε γιατί ήταν η μόνη που έβλεπε την κακία στα μάτια της αδερφής της. «Δεν τον έκλεψα, το ξέρεις αυτό. Εσύ τον παράτησες...» «Εννοείς ότι σε εμπιστεύτηκα για να τον φροντίζεις μέχρι να βρω δουλειά». Η Σούκι κοίταξε τον Καρίμ. «Βλέπεις, όταν με άφησε ο αδερφός σου, ήμουν απένταρη. Δεν μπορούσα να βρω δουλειά στο Λας Βέγκας. Ήμουν απελπισμένη. Ζήτησα από τη Ρέιτσελ να φροντίζει τον Ίθαν για λίγο, μόνο για λίγο, κι εγώ πήγα στο Λος Άντζελες για να βρω δουλειά». «Δεν έγινε έτσι», είπε με απελπισία η Ρέιτσελ «Της έστελνα λεφτά κάθε βδομάδα, αλλά ήθελε περισσότερα. Και τότε άρπαξε την ευκαιρία. Ο αδερφός του Ραμί... εσύ, πρίγκιπα Καρίμ, εμφανίστηκε και καθώς είσαι πλούσιος, πιο πλούσιος από τον Ραμί...» «Όχι», είπε αδύναμα η Ρέιτσελ. «Σούκι, μην το κάνεις αυτό! Σε ικετεύω...» Τα χέρια του Καρίμ σφίχτηκαν ακόμη περισσότερο στους ώμους της. «Πες μου ότι λέει ψέματα», της είπε χαμηλόφωνα, «Πες μου ότι τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια, ότι οι τελευταίες εβδομάδες δεν ήταν ένα ψέμα...» «Καρίμ», τον ικέτευσε η Ρέιτσελ. «Ο Ίθαν είναι δικός της, αλλά τίποτ' άλλο δεν είναι όπως το λέει...» Τα μάτια του Καρίμ γέμισαν πόνο. Πήρε τα χέρια του από τους ώμους της, έκανε μεταβολή και βγήκε από το δωμάτιο. Η Σούκι χαμογελούσε θριαμβευτικά. Προσπέρασε τη Ρέιτσελ και κατευθύνθηκε προς το παιδί. «Μονάκριβό μου αγόρι», έκρωξε, «έλα στη μανούλα». Ο Ίθαν άφησε μία δυστυχισμένη κραυγή και η Ρέιτσελ σωριάστηκε στο πάτωμα, κλαίγοντας.
158
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 Η Ρομπέρτα έτρεξε και αγκάλιασε τη Ρέιτσελ. «Σε παρακαλώ», της είπε και τη βοήθησε να σταθεί στα πόδια της, «Ρέιτσελ, μην κλαις! Αυτά που είπε αυτή η γυναίκα...» «Αυτό που είπε για τον Ίθαν είναι αλήθεια», είπε κλαίγοντας η Ρέιτσελ. «Εκείνη τον γέννησε... Αλλά εγώ είμαι αυτή που τον αγαπάει». «Αλλά όλα τα υπόλοιπα ήταν ψέματα. Όποιος σε ξέρει, μπορεί να το καταλάβει αυτό». Ο τόνος της γέμισε πικρία. «Και ο πρίγκιπας Καρίμ θα έπρεπε να το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Πώς ήταν δυνατόν να πιστέψει τα λόγια αυτής της γυναίκας;» Ήταν το ερώτημα που ράγιζε την καρδιά της Ρέιτσελ. Ο Καρίμ είχε πει ότι την αγαπούσε, αλλά είχε πιστέψει όλα τα φριχτά ψέματα της Σούκι. Πώς ήταν δυνατόν; Η απάντηση ήταν απλή. Είχε πιστέψει την ιστορία της Σούκι, γιατί η βάση της ήταν αληθινή. Η Ρέιτσελ του είχε πει ψέματα από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε. Είχε πει ψέματα για τον Ίθαν, για τον Ραμί και τώρα ήξερε ότι γι’ αυτά τα ψέματα θα έχανε τα πάντα. Το παιδί που αγαπούσε σαν να ήταν δικό της. Τον άνθρωπο που λάτρευε. Θα τους έχανε και τους δύο, για πάντα. Ω, θα μπορούσε να κατηγορήσει τη Σούκι για αυτό. Που εγκατέλειψε τον Ίθαν, που είπε μία διαστρεβλωμένη ιστορία στον Καρίμ και τον πατέρα του. Μπορούσε να κατηγορήσει και τον Καρίμ που είχε ξαναγίνει ο άκαρδος άνθρωπος που ήταν πάντα. Αλλά η τρομερή αλήθεια ήταν ότι μόνο τον εαυτό της 159
μπορούσε να κατηγορήσει. Όχι μόνο για τα ψέματα. Που είχε ενδώσει σε συναισθήματα που ήξερε ότι ήταν επικίνδυνα. Η αγάπη ήταν το μεγαλύτερο ψέμα απ' όλα. Ο πόθος ήταν αυτός που ένωνε άντρες και γυναίκες μαζί. Αν δεν το είχε ξεχάσει αυτό και δεν είχε προσπαθήσει να το μεταμφιέσει. «Δεσποινίς;» Η Ρέιτσελ ανασήκωσε το βλέμμα της. Ήταν ο υπάλληλος που τους είχε συνοδεύσει στο δωμάτιο, αλλά μιλούσε στη Ρομπέρτα, όχι σε εκείνη. «Το παιδί...» Ο άντρας έριξε μια κλεφτή ματιά στη Ρέιτσελ. «Η μητέρα του παιδιού χρειάζεται τη βοήθεια σας». «Να τη βοηθήσει κάποιος άλλος», είπε θυμωμένα η Ρομπέρτα. Η Ρέιτσελ άγγιξε το χέρι της. «Σε παρακαλώ», της είπε, «πήγαινε μαζί του. Βοήθησέ την». «Να βοηθήσω την αδερφή σου; Είσαι τρελή; Είναι μία...» «Ξέρω τι είναι», είπε με πικρία η Ρέιτσελ. «Αλλά δε θα το κάνεις γι’ αυτήν. Κάν’ το για... για το μωρό μου». Η φωνή της έσπασε. «Θα πρέπει να είναι τρομοκρατημένος. Είναι σε ένα άγνωστο περιβάλλον με έναν άνθρωπο που δεν... που δεν...» Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. Άπλωσε το χέρι της κι η Ρομπέρτα το έκλεισε στο δικό της. «Σε παρακαλώ, Ρομπέρτα», ψιθύρισε η Ρέιτσελ. «Το αγοράκι μου χρειάζεται». Η Ρομπέρτα άρχισε να κλαίει. «Ναι. Έχεις δίκιο. Μην ανησυχείς. Θα μείνω μαζί του για όσο με αφήσουν». Οι δυο γυναίκες αγκαλιάστηκαν. Στη συνέχεια, η Ρομπέρτα ακολούθησε τον άντρα και η Ρέιτσελ έμεινε μόνη της, Ακόμα και ο βασιλιάς είχε φύγει. Η τεράστια αίθουσα ήταν απολύτως σιωπηλή. Η Ρέιτσελ σκούπισε με τα χέρια τα μάτια της, μη ξέροντας τι να κάνει. Θα έπρεπε να φύγει απ’ αυτό το φρικτό μέρος, αλλά πώς; «Ρέιτσελ;» Αυτή η βαθιά, γνώριμη φωνή. Στράφηκε προς την 160
πόρτα και είδε τον εραστή της. Το πρόσωπό του ήταν παγωμένο από το θυμό, αλλά δεν είχε σημασία. Ήξερε ότι, αν ισχυριζόταν ότι αυτό που ένιωθε για κείνον ήταν μόνο πόθος, θα έλεγε ψέματα. Τον αγαπούσε. Και τον είχε χάσει. Ένα τεράστιο κενό απλωνόταν μπροστά της. Χρόνια μοναξιά, χωρίς το μωρό της. Χωρίς τον άντρα που λάτρευε. Την κοιτούσε ακίνητος, με τα χέρια διπλωμένα, τα μάτια μισόκλειστα, Παρ’ όλα αυτά, μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα της, τόσο φωτεινή όσο ο μυθικός Φοίνικας, που ξαναγεννιόταν από τις στάχτες του. «Καρίμ», του είπε τρέμοντας, «Καρίμ, σε παρακαλώ, άκουσε με μόνο...» «Αυτό ήταν το πρώτο λάθος μου. Το ότι σε άκουσα... εσένα και τα ψέματά σου». «Δεν έπρεπε να σου πω ψέματα. Το ξέρω αυτό. Αλλά ποτέ δεν είπα ψέματα για μας». Το στόμα του σφίχτηκε. «Δεν υπάρχει “εμείς”. Δεν υπήρξε ποτέ» «Σ’ αγαπώ, Καρίμ. Πρέπει να...» Εκείνος άπλωσε το χέρι του. Κρατούσε ένα χαρτί. «Τι είναι αυτό;», τον ρώτησε. «Μια επιταγή». «Μια επιταγή;» τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. «Για ποιο λόγο;» «Για την καταπληκτική παράσταση. Ορίστε. Πάρ’ τη». Η Ρέιτσελ σήκωσε τα χέρια της μπροστά στο πρόσωπό της, σαν να ήθελε να προστατευτεί από κάτι κακό. «Είναι για πενήντα χιλιάδες δολάρια. Δεν είναι αρκετά;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Πόσο, λοιπόν; Εκατό χιλιάδες; Σε προειδοποιώ, Ρέιτσελ, η γενναιοδωρία μού έχει και όρια». «Πιστεύεις πραγματικά ότι θα έπαιρνα τα χρήματά σου;» Άφησε ένα θλιμμένο, δύσπιστο γέλιο. «Δε θέλω χρήματα. Θέλω...» «Θέλεις αυτό που παραλίγο να πάρεις», της είπε ψυχρά. «Την περιουσία μου. Τον τίτλο μου. Ένα παιδί που δεν είναι δικό σου». Κάθε κατηγορία ήταν και ένα χαστούκι. 161
«Αυτό δεν είναι αλήθεια!» «Δεν είσαι σε θέση να πεις τι είναι αλήθεια και τι όχι». «Ποτέ σου δε μ’ αγάπησες», ψιθύρισε η Ρέιτσελ «Αν μ’ αγαπούσες, θα ήξερες ότι δε με νοιάζουν τα χρήματα. Θα ήξερες ότι η Σούκι επινόησε όλη αυτή την ιστορία. Γέννησε τον Ίθαν, ναι, αλλά δεν τον άφησε μαζί μου για να μπορέσει να βρει δουλειά. Τον άφησε γιατί δεν τον αγαπούσε. Έφυγε χωρίς μια λέξη και δεν ξαναγύρισε ποτέ». «Δεν άργησες να ανακάμψεις», είπε ο Καρίμ άτονα. «Όπως είπα, είσαι εξαιρετική ηθοποιός». «Διάολε, θα με ακούσεις; Η Σούκι τα έβγαλε από το μυαλό της! Ποτέ μου δεν προσπάθησα να αποπλανήσω τον Ραμί. Ούτε του μιλούσα καν. Ναι. Είπα ψέματα για Ίθαν. Αλλά, αν δεν το είχα κάνει, θα μου τον έπαιρνες, δεν το καταλαβαίνεις αυτό;» «Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι είσαι ανίκανη να πεις την αλήθεια». Η Ρέιτσελ κοίταξε τον Καρίμ. Μπροστά στα μάτια της είχε μεταμορφωθεί σε όλα αυτά τα πράγματα που τον είχε αποκαλέσει όταν είχαν πρωτογνωριστεί: ένας εγωκεντρικός, αλαζονικός τύραννος. Πώς είχε πιστέψει ότι τον αγαπούσε; Αν έχανε τον Ίθαν, θα πονούσε για πάντα. Αν έχανε τον Καρίμ, ήταν το καλύτερο που θα μπορούσε να της συμβεί. «Και εσύ», του είπε, «είσαι ανίκανος να δείξεις ανθρωπιά. Μόνο για ένα πράγμα είσαι ικανός: να είσαι ένας ψυχρός, άκαρδος σεΐχης!»» Πήρε μια βαθιά ανάσα. Και μετά, με το κεφάλι ψηλά, τον προσπέρασε. «Ρέιτσελ!» Δεν του απάντησε. Βλαστήμησε μέσα απ' τα δόντια του. την ακολούθησε, την έπιασε από τον ώμο και τη γύρισε προς το μέρος του. «Κανείς δε φεύγει από μπροστά μου αν δεν του δώσω την άδεια»». «Όχι», του είπε χαμηλόφωνα. «Είμαι σίγουρη ότι δεν το κάνουν, Υψηλότατε». Ανασήκωσε το πιγούνι της. «Πού να τολμήσουν;» «Πρόσεξε πώς μου μιλάς, γυναίκα». 162
«Γιατί; Τι περισσότερο μπορείς να μου κάνεις απ' ό,τι μου έχεις κάνει ήδη;» «Βρίσκεσαι στη χώρα μου τώρα. Ο λόγος μου είναι...» Ο Καρίμ σώπασε. Θεέ μου, τι στο καλό έκανε; Ναι, του είχε πει ψέματα. Τον είχε κοροϊδέψει. Και τώρα τον ωθούσε να κάνει αυτά που εκείνη κατηγορούσε. Τι δύναμη είχε πάνω του που τον έκανε να φέρεται έτσι; Πώς μπορούσε να τον κάνει να χάνει τον αυτοέλεγχό του, όχι μόνο στο κρεβάτι, αλλά και έξω απ' αυτό; Όχι. Δε θα σκεφτόταν τη Ρέιτσελ στο κρεβάτι. Η φαινομενική της αθωότητα στην αρχή, ο απίστευτος τρόπος που αφηνόταν στην αγκαλιά του. Την κοίταζε τώρα και, παρά το γεγονός ότι ήξερε πως του είχε πει ψέματα, ότι τον είχε χρησιμοποιήσει, την ήθελε. Και τον ήθελε κι εκείνη. Έπρεπε να τον θέλει. Έπρεπε... «Θέλω να επιστρέφω στην Αμερική». «Κι αν εγώ δε θέλω;» «Δεν καταλαβαίνεις; Δε δίνω δεκάρα για το τι θες εσύ...» Ο Καρίμ την τράβηξε στην αγκαλιά του. Πάλεψε να ξεφύγει, αλλά την έπιασε από τους καρπούς και τη φυλάκισε στο στήθος του. «Άσε με!» «Όσα έγιναν στο κρεβάτι», γρύλισε, «ήταν κι αυτά ψέματα;» Πάλεψε πιο δυνατά. Εκείνος έχωσε το ένα του χέρι στα μαλλιά της και την κράτησε πιο σφιχτά. «Οι αναστεναγμοί. Τα βογκητά. Αυτά που έκανες, αυτά που με ικέτευες να κάνω...» «Είσαι αηδιαστικός», είπε η Ρέιτσελ με φωνή που έτρεμε. «Και σε μισώ. Σε μισώ...» Τη φίλησε. Του αντιστάθηκε κι εκείνος φυλάκισε το κάτω χείλος της ανάμεσα στα δόντια του, πιπίλισε τη γλυκιά σάρκα, την άκουσε να διαμαρτύρεται, ένιωσε το στόμα της να χαλαρώνει κάτω απ’ το δικό του... «Μείνε στο Αλκαντάρ», της είπε. «Μπορείς να με βοηθάς να μεγαλώσουμε το παιδί την ημέρα, και τη νύχτα, όποτε είμαι εδώ...» 163
Έβγαλε μία άγρια, τρομερή κραυγή, απομακρύνθηκε από την αγκαλιά του και τον έφτυσε κατάμουτρα. «Μείνε μακριά μου», του φώναξε. «Το ορκίζομαι, αν με ξανακουμπήσεις...» Ο Καρίμ την απομάκρυνε από πάνω του. Αυτή η φοβερή οργή μέσα του -για τον εαυτό του, για κείνη- τον φόβιζε. «Ο πιλότος μου θα σε γυρίσει στη Νέα Υόρκη αύριο το πρωί». «Τώρα», του είπε η Ρέιτσελ. «Δεν μπορεί να πετάξει άυπνος». «Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα, όχι δικό μου», «Το πρόβλημά μου», είπε ο Καρίμ ψυχρά, «είναι να φροντίσω ώστε να μη σε ξαναντικρίσω ποτέ». Χτύπησε τα δάχτυλά του κι ένας υπηρέτης εμφανίστηκε γρήγορα στο δωμάτιο, με τα μάτια χαμηλωμένα. «Οδήγησε τη δεσποινίδα Ντόνελι στη σουίτα της». «Δεν πρόκειται να κοιμηθώ κάτω από την ίδια στέγη μαζί σου!» «Αν προτιμάς την έρημο για κρεβάτι, μπορώ να το φροντίσω. Είμαι σίγουρος ότι τα φίδια και οι σκορπιοί θα εκτιμήσουν την παρέα σου». Είπε κάτι στον υπηρέτη στη γλώσσα του κι ύστερα απομακρύνθηκε, με βήμα εξίσου πομπώδες με τη συμπεριφορά του. «Κάθαρμα!» σφύριξε μέσα απ' τα δόντια της. Το σοκαρισμένο βλέμμα του υπηρέτη την έκανε να νιώσει καλύτερα. Όχι όμως και το ενδεχόμενο να κοιμηθεί έξω. «Πού είναι τα διαμερίσματα του σεΐχη;» «Στη βόρεια πτέρυγα, κυρία». «Ωραία», είπε απότομα. «Τότε, σε παρακαλώ, πήγαινε με σε μία σουίτα στη νότια πτέρυγα». *** Ήταν σίγουρη ότι δε θα μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν πολύ θυμωμένη. Κορόιδευε τον εαυτό της όταν πίστευε ότι αγαπούσε το σεΐχη -γιατί δεν τον είχε αγαπήσει στ’ αλήθεια. Η Σούκι πάντοτε την πείραζε. «Απλά δεν είσαι φυσιολογική, Ρέιτσελ», της έλεγε. «Να 164
μη σου αρέσουν οι άντρες... τι είσαι, παγοκολόνα;» Μπορεί και να ήταν. Ή να είχε υπάρξει. Ο Καρίμ το είχε αλλάξει αυτό. Υπέθετε ότι θα πρέπει να τον ευγνωμονεί που την είχε μυήσει στις σαρκικές ηδονές, επειδή αυτό ήταν το μόνο που ένιωθε για κείνον. Απλός, κοινός πόθος. Φυσικά, επειδή ήταν τελείως ηλίθια, είχε ντύσει την καθαρά πρωτόγονη σεξουαλική ανάγκη με την παγίδα του ρομαντισμού. «Ανόητη», είπε στον εαυτό της, καθώς πλενόταν στο μπάνιο που είχε το μέγεθος αίθουσας χορού, πριν συρθεί κάτω από τα σεντόνια ενός κρεβατιού όπου θα μπορούσε να κοιμηθεί ολόκληρη ποδοσφαιρική ομάδα. Ανόητη, πράγματι -και πώς ήταν δυνατόν να κοιμηθεί ξέροντας κάτι τέτοιο για τον εαυτό της; Και γιατί θυμόταν πως ήταν να κοιμάται στην αγκαλιά του, με την ανάσα του ζεστή στο λαιμό της, το χέρι του γύρω από στήθος της... Τα δάκρυα την αιφνιδίασαν. Γιατί να κλαίει; Όχι για κείνον. Ποτέ για κείνον, σκέφτηκε... Έχωσε το πρόσωπό της στο μαξιλάρι για να πνίξει τους λυγμούς της. *** Ο Καρίμ στριφογύριζε άυπνος στο κρεβάτι του, με τα χέρια διπλωμένα κάτω απ' το κεφάλι του και τα μάτια καρφωμένα στο σκοτεινό ταβάνι. Ήταν πολύ θυμωμένος για να κοιμηθεί. Η αυριανή μέρα ήταν γεμάτη δυσάρεστα καθήκοντα. Έπρεπε να μιλήσει με τη Σούκι Ντόνελι. Η σκέψη ήταν αηδιαστική. Αντιπάθησε τη γυναίκα αυτή με το που την είδε, αλλά έπρεπε να δει αν ήταν διατεθειμένη να του παραχωρήσει την κηδεμονία του Ίθαν χωρίς να τον πολεμήσει. Στο κάτω κάτω, ήταν η μητέρα του παιδιού. Η Ρέιτσελ, που ήταν μόνο η θεία του, είχε αρνηθεί κατηγορηματικά. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η μητέρα του παιδιού θα έκανε κάτι διαφορετικό. Αν το έκανε, θα τη διεκδικούσε δικαστικά. Και θα κέρδιζε. Απλά τα πράγματα θα ήταν πιο απλά αν συμφωνούσε ότι το καλύτερο για τον Ίθαν θα ήταν να 165
αναλάβει εκείνος την κηδεμονία του. Θα έπρεπε επίσης να βρει και νταντά, αφού η ανόητη Ρομπέρτα ήταν πιστή στη Ρέιτσελ. Και θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τον πατέρα του. Ήξερε ακριβώς τι είχε κάνει, αφού το είχε περηφανευτεί ο ίδιος. «Μου έδωσες το όνομα της Ρέιτσελ Ντόνελι. Φρόνησα να κάνω μία σχετική έρευνα. Χρειάστηκα ελάχιστο χρόνο για να μάθω ότι δεν υπήρχαν αρχεία για καμία γέννα στο όνομά της και ότι αντίθετα, υπήρχε πιστοποιητικό στο όνομα της Σούκι Ντόνελι. Το να τη βρω ήταν ακόμη πιo εύκολο. Δεν είχε λόγο να κρύβεται. Οι άνθρωποί μου τη βρήκαν στο Λος Άντζελες σε λιγότερο από μια μέρα». Η φωνή του πατέρα του είχε σκληρύνει. «Αν σκεφτόσουν με το μυαλό σου αντί για το...» «Πρόσεχε πώς μου μιλάς», είχε γρυλίσει ο Καρίμ. Αλλά ήταν καλό που είχαν γίνει όλα αυτά. Διαφορετικά θα ήταν ακόμη με τη Ρέιτσελ, σχεδιάζοντας το μέλλον τους... Ο Καρίμ παραμέρισε τις κουβέρτες, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, φόρεσε ένα τζιν κι άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω. Η σουίτα του ήταν τεράστια. Παρ' όλ’ αυτά αισθανόταν παγιδευμένος. Φυλακισμένος, σαν αιχμάλωτο άγριο θηρίο. Πώς τα είχε θαλασσώσει έτσι; Ποτέ δεν έκανε κάτι αν δεν το ανέλυε πρώτα. Ποτέ δεν ενέδιδε σε εγωιστικές επιθυμίες, ούτε μιλούσε χωρίς να ζυγιάσει την κάθε λέξη. Μέχρι που γνώρισε τη Ρέιτσελ. Την ήθελε και την είχε αποκτήσει. Δεν ήταν και τόσο φοβερό, δηλαδή. Το σεξ ήταν σεξ. Ήθελες μια γυναίκα, σε ήθελε κι εκείνη... δεν υπήρχε λόγος να διστάσει. Αυτό που είχε κάνει μετά ήταν το λάθος. Όταν ένιωσε ότι είχε αρχίσει να την ερωτεύεται, έπρεπε να είχε σταματήσει τον εαυτό του. Γιατί ήταν αλήθεια. Την είχε ερωτευτεί κι αυτό ήταν τεράστιο λάθος. Έπρεπε να είχε σκεφτεί τις συνέπειες, το πού μπορεί να τον οδηγούσαν τα συναισθήματά του, να θυμηθεί ότι ήταν ένας πρίγκιπας και όχι απλός άνθρωπος... «Ω Θεέ μου», ψιθύρισε και βούλιαξε σε μια καρέκλα 166
κρύβοντας το πρόσωπό του στα χέρια του. Σαν να μην έφτανε που την είχε ερωτευτεί, ήταν ακόμη ερωτευμένος μαζί της. Δε θα το παραδεχόταν ποτέ, αλλά ήταν αλήθεια. Την αγαπούσε. Θα το ξεπερνούσε φυσικά, αλλά μετά τι; Πόσον καιρό θα του έπαιρνε μέχρι να σταματήσει να νιώθει άδειος χωρίς εκείνη δίπλα του; Πότε θα περνούσε επιτέλους ο πόνος της προδοσίας της; Πώς θα μπορούσε να σκεφτεί καθαρά; Έπρεπε να κοιμηθεί λίγο. Ή να κάνει κάτι χρήσιμο, Ο Ίθαν -τι να έκανε το παιδί; Η νταντά ήταν μαζί του, αλλά όλα τα υπόλοιπα του ήταν άγνωστα. Νέο περιβάλλον, νέα πρόσωπα. Και πουθενά η Ρέιτσελ. Και λοιπόν; Η μητέρα του -η πραγματική του μητέραήταν μαζί του τώρα. Σίγουρα θα πρέπει να υπήρχε ένας ενστικτώδης δεσμός μεταξύ ενός μωρού και της μητέρας του... Ο Καρίμ πετάχτηκε όρθιος, φόρεσε ένα πουκάμισο και βγήκε από το δωμάτιο. Οι διάδρομοι του παλατιού ήταν τεράστιοι. Του πήρε αρκετά λεπτά μέχρι να φτάσει στο δωμάτιο του παιδιού, όπου εκείνος και ο Ραμί, αλλά και γενιές ολόκληρες της βασιλικής οικογένειας, είχαν μεγαλώσει. Όταν έφτασε, κοντοστάθηκε. Και ύστερα χτύπησε την πόρτα. Η αδερφή της Ρέιτσελ άνοιξε την πόρτα τόσο γρήγορα, που ήταν λες και τον περίμενε. «Πρίγκιπα Καρίμ», γουργούρισε. «Τι ευγενικό εκ μέρους σου να με επισκεφθείς». Φορούσε κάτι μακρύ και ροζ. Κάτι που ήταν επίσης αρκετά διαφανές ώστε να αφήνει να διαγράφεται το σώμα. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε δει την Ρέιτσελ Φορούσε εκείνη τη γελοία στολή, τα μαλλιά της ήταν ανακατωμένα, τα πόδια της ξυπόλητα. Δεν είχε τίποτα το προκλητικό πάνω της, αλλά η ομορφιά της του είχε κόψει την ανάσα. Και όταν την είχε δει γυμνή για πρώτη φορά... με το σώμα της βρεγμένο και πλούσιο, το πρόσωπο ολοκάθαρο... «Περάστε. Υψηλότατε», είπε η Σούκι. Και χαμογέλασε. «Ήλπιζα ότι θα 'ρχόσουν». 167
Ο Καρίμ έμεινε στην πόρτα και ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Πώς είναι ο Ίθαν;» «Ε;» «Ό γιος σου, λέω. Πώς είναι;»» «Εεε... α, είναι μια χαρά. Γιατί δεν έρχεσαι μέσα να καθίσουμε λιγάκι,» «Είπα στο προσωπικό της κουζίνας να φροντίσουν να προμηθευτούν το γάλα που πίνει, καθώς επίσης τα φρούτα και τα λαχανικά του. αλλά αν χρειάζεσαι κάτι άλλο...» «Εκείνο το κορίτσι... η Ριμπεκα, Ρομπέρτα, πώς τη λένε τέλος πάντων. τα φροντίζει αυτά». Κι άλλο χαμόγελο, αυτή τη φορά συνοδευόμενο από πετάρισμα των βλεφαρίδων. «Αυτό είναι πραγματικά καταπληκτικό. Το παλάτι, αυτά τα δωμάτια...» Πετάρισε και πάλι τις βλεφαρίδες της. «Εσύ». «Θα πρέπει να ήταν δύσκολο για σένα να είσαι μακριά από τον Ίθαν τόσο καιρό». «Α, βέβαια. Και υπάρχει και πλήρες μπαρ εδώ. Δεν το ήξερα ότι πίνετε κρασί. Άνοιξα ένα μπουκάλι -έχει μείνει λίγο. Τι θα έλεγες να πίναμε κάτι, Δεν ξέρω για σένα, αλλά σίγουρα χρειάζομαι κάτι χαλαρωτικό μετά το σημερινό». «Δε θέλω να πιω τίποτα». «Α... εντάξει. Μπορείς όμως να μείνεις για λίγο και...» «Είπες ότι έστελνες στη Ρέιτσελ χρήματα». «Ακριβώς». «Της τηλεφώνησες ποτέ; Για να μάθεις τι έκανε ο Ίθαν;» «Ναι», απάντησε υπερβολικά γρήγορα. «Βέβαια και τηλεφωνούσα». «Πότε;» Μπορούσε να διακρίνει την ξαφνική σκληράδα στη φωνή του. «Ήμαστε μαζί επί τρεις εβδομάδες. Η Ρέιτσελ έχει κινητό, αλλά δεν της τηλεφώνησες ούτε μία φορά όλον αυτό τον καιρό». «Εκείνη το ζήτησε». «Η Ρέιτσελ;» «Ναι. Εεε... δε θέλω να την κακολογήσω...» 168
«Δεν ήθελε να μαθαίνει νέα σου;» «Βλέπεις, μου είπε ότι αφού μου κάνει αυτή τη μεγάλη χάρη... ότι δεν είχε χρόνο επειδή φρόντιζε το παιδί, όλα αυτά, ξέρεις.,, και στο τέλος μου είπε “κοίτα, το ξέρω ότι θα είσαι απασχολημένη ψάχνοντας για δουλειά, οπότε αν μου στέλνεις λεφτά, εγώ θα προσέχω το παιδί. Μόνο μη με τρελαίνεις συνέχεια με τα τηλεφωνήματα σου”. Κατάλαβες;» «Το παιδί;» είπε άτονα ο Καρίμ «Ακριβώς. Τον Ίθαν». Η Σούκι χαμογέλασε. Έγλειψε τα χείλη της. Η ενέργεια ήταν σκόπιμη και παραπλανητική -το ήξερε ότι έπρεπε να το προσέξει... και το πρόσεξε. Πόσο αποκρουστικό ήταν το υγρό στόμα της και πόσο θελκτικό ήταν το στόμα της Ρέιτσελ όταν ήταν υγρό απ’ τα φιλιά του. «Είσαι σίγουρος ότι δε θέλεις να έρθεις μέσα, Μεγαλειότατε;» Ο Καρίμ δε σκέφτηκε να τη διορθώσει. Το «Μεγαλειότατος» δεν ήταν ο κατάλληλος τίτλος, αλλά τι σημασία είχε γι’ αυτό που θα γινόταν μετά; Ήταν αργά και ήξερε ότι υπήρχε κάτι που έπρεπε να κάνει πρώτα, αν ήθελε να καταφέρει να κοιμηθεί. Χαμογέλασε. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι...» Μόλις μπήκε στο δωμάτιο, εκείνη έκλεισε πίσω του την πόρτα.
169
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 Τελικά η κούραση νίκησε, και η Ρέιτσελ έπεσε σ' έναν ανήσυχο ύπνο. Ξύπνησε απότομα, μόνη σ' ένα άγνωστο δωμάτιο, με τον ανεμιστήρα στην οροφή να γυρίζει αργά και τη βροχή να χτυπάει τα τζάμια. Βροχή στην έρημο. Ταίριαζε με την περίσταση. Ανακάθισε και έδιωξε τα μαλλιά της από το πρόσωπό της. Είχε κοιμηθεί μ' ένα φανελάκι και τα εσώρουχά της όχι γυμνή όπως στην αγκαλιά του Καρίμ... Δεν επρόκειτο να τον ξανασκεφτεί. Είχε κλάψει γι’ αυτόν χθες το βράδυ, αλλά τώρα δε σήμαινε τίποτα για κείνη, όπως και η ίδια δε σήμαινε τίποτα γι’ αυτόν. Πετάχτηκε πάνω και με απότομες κινήσεις ξέθαψε ένα σετ εσώρουχα και μια αλλαξιά ρούχα από τη βαλίτσα της. Πέντε λεπτά στο μπάνιο ένα γρήγορο ντους, βούρτσισμα των δοντιών, πιάσιμο των βρεγμένων της μαλλιών σε μια αυστηρή αλογοουρά και ήταν έτοιμη. Το μόνο που έπρεπε να κάνει τώρα, να κάνει οπωσδήποτε, ήταν να δει τον Ίθαν, όποιες αντιρρήσεις κι αν είχαν ο Καρίμ και η Σούκι, Και μετά ο πιλότος του Καρίμ θα τη γυρνούσε σπίτι αλλά πού ήταν το σπίτι της; Σπίτι σου είναι, λένε μερικοί, όπου βρίσκεται η καρδιά σου. Και ο Ίθαν ήταν ο λόγος που θεωρούσε σπίτι της το Λας Βέγκας. Ο Καρίμ ήταν εκείνος που είχε κάνει τη Νέα Υόρκη σπίτι. Και τώρα τι; Η Ρέιτσελ βούλιαξε στην άκρη του κρεβατιού. Αυτά ήταν ανοησίες. Είχε συνηθίσει στη μοναξιά. Ήταν μόνη της 170
πριν τον Ίθαν, πριν τον Καρίμ. Τι κι αν έμενε ξανά μόνη της; Θα ήταν μια χαρά. Ήταν λάθος να χρειάζεσαι τους ανθρώπους. Η ζωή τής το είχε διδάξει αυτό. Αν δεν είχε δεθεί με το μωρό, αν δεν είχε αφήσει έναν άντρα να της κλέψει την καρδιά... Όχι. Δεν της είχε κλέψει την καρδιά. Εκείνη του την είχε σερβίρει σε ασημένιο δίσκο. «Σταμάτα», ψιθύρισε. Ήταν χάσιμο χρόνου να τα σκέφτεται ξανά και ξανά Έπρεπε να συνεχίσει. Να κάνει σχέδια, να αποφασίσει σε ποια πόλη θα πήγαινε, ύστερα να βρει ένα μέρος να μείνει, μια δουλειά... Κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Θα ήταν κάποιος από τους υπηρέτες του παλατιού, για να την ειδοποιήσει ότι το αεροσκάφος ήταν έτοιμο. Ε, λοιπόν, ο πιλότος θα έπρεπε να περιμένει. Δεν έφευγε αν δεν έβλεπε το μωρό της... Το χτύπημα ακούστηκε και πάλι. Η Ρέιτσελ σκούπισε τα μάτια της και σηκώθηκε όρθια. «Έρχομαι», φώναξε καθώς πήγαινε προς την πόρτα, την άνοιξε, και... ο Καρίμ! Βλέποντάς τον, ντυμένο όπως κι εκείνη, μ’ ένα τζιν κι ένα μακό, αξύριστο ακόμη, ένα κύμα νοσταλγίας τη χτύπησε κατάστηθα. Έμοιαζε πάλι με τον άντρα που είχε ερωτευτεί, αλλά δεν ήταν. Έπρεπε να το θυμάται αυτό. «Ωραία», του είπε ψυχρά. «Και φοβόμουν ότι θα πρέπει να χάσω το χρόνο μου αναζητώντας σε». «Μπορώ να περάσω;» «Δε βλέπω το λόγο. Αυτό που θέλω να σου πω δε θα πάρει πάνω από ένα λεπτό». Σταμάτησε και θύμισε στον εαυτό της ότι ήταν σημαντικό να ακουστεί αποφασισμένη. «Θέλω να δω τον Ίθαν». «Κοιμάται». «Θέλω να τον δω. Καρίμ, και δεν πρόκειται να δεχθώ αρνητική απάντηση». Ένα κύμα απελπισίας τον πλημμύρισε. Παρά τα όσα είχαν γίνει, ήξερε ότι θα του έλειπε η Ρέιτσελ. Στο κρεβάτι, ναι. Αλλά αυτό ήταν που θα του έλειπε πάνω απ’ όλα. Το πνεύμα της. Το κουράγιο της. Η αποφασιστικότητά της. 171
Τα μάτια της ήταν κόκκινα, σαν να είχε κλάψει, και η μπλούζα της ήταν φορεμένη ανάποδα, οπότε ίσως και να μην ήταν όσο συγκεντρωμένη έδειχνε. Το ήλπιζε. Μια γυναίκα που έλεγε ψέματα σ' έναν άντρα, που τον άφηνε να πιστεύει ότι ήταν κάτι που δεν ήταν, θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον κάποιες τύψεις.,. Η καρδιά του σφίχτηκε. Τι ανόητος που ήταν να νομίζει ότι θα του έλειπε. Όσο για τις τύψεις... φυσικά και είχε. Στενοχωριόταν που είχε χάσει την ευκαιρία που νόμιζε πως είχε μαζί του. «Με άκουσες; Θέλω να δω...» «Σε άκουσα. Η απάντηση είναι όχι». Η Ρέιτσελ έφερε τα χέρια στους γοφούς της. «Δε φεύγω αν δεν τον δω». Ο Καρίμ γέλασε. Με ένα πολύ δυσοίωνο γέλιο. «Θα φύγεις όταν σου πω εγώ, δηλαδή σε είκοσι λεπτά από τώρα». «Απαιτώ...» «Απαιτείς;» της είπε ήρεμα. «Δεν είσαι σε θέση να απαιτείς τίποτα». «Καρίμ. Αν ποτέ... αν ποτέ ένιωσες... ένιωσες κάτι για μένα...» Άφησε μια κραυγή, καθώς την άρπαζε από τους αγκώνες και την ανασήκωνε στις μύτες των ποδιών της. «Μη μου μιλάς για συναισθήματα», γρύλισε. «Δεν ξέρεις ούτε την έννοια της λέξης». «Σ’ αγάπησα». Οι λέξεις που είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δε θα έλεγε, βγήκαν αυθόρμητα από το στόμα της. «Σ' αγάπησα τόσο πολύ...» «Βαρέθηκα τα ψέματά σου!» «Δεν είναι ψέματα. Σ’ αγάπησα. Αγάπησα τον Ίθαν...» «Ναι», της είπε και την άφησε. «Αυτό το πιστεύω», Για ένα δευτερόλεπτο η καρδιά της Ρέιτσελ ηρέμησε, αλλά αυτό δεν κράτησε. «Πιστεύω ότι πράγματι αγαπάς τον Ίθαν, γι’ αυτό ήρθα να σου μιλήσω». Σταμάτησε. «Θα χρειαστεί νταντά». «Η Ρομπέρτα θα...» «Δε θα μείνει. Θα μείνει αυτή την εβδομάδα, αλλά έχει μαθήματα το καλοκαίρι στη Νέα Υόρκη». «Ε. λοιπόν, η Σούκι θα πρέπει να τα καταφέρει μόνη 172
της». Το στόμα του Καρίμ συσπάστηκε. «Είχα μια συζήτηση με την αδερφή σου χθες το βράδυ. Έχει ήδη φύγει». «Η Σούκι; Μα...» «Όταν τη ρώτησα αν ήθελε να μεγαλώσει το γιο της ή να μου παραχωρήσει την κηδεμονία του, αποδείχθηκε ότι για κείνη δεν έμπαινε καν τέτοιο δίλημμα». «Εννοείς ότι σε άφησε να κρατήσεις τον Ίθαν;» «Συμφώνησε να μου παραχωρήσει τα δικαιώματά της και να με αφήσει να τον υιοθετήσω». Η Ρέιτσελ τον κοίταξε. «Μα γιατί να συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο;» Τα μάτια της στένεψαν. «Την πλήρωσες!» Ναι. Γι' αυτό είχε συμφωνήσει να μπει στη φωλιά της σφίγγας, η Σούκι πίστευε ότι θα έκαναν σεξ. Αλλά, αντίθετα, πήρε μια επταψήφια επιταγή, ένα αδιάσειστο έγγραφο που την έδενε χειροπόδαρα σε περίπτωση που μιλούσε για τον Ραμί, το μωρό ή οτιδήποτε άλλο σχετικό, και μια προειδοποίηση να μην ξαναπλησιάσει τον Ίθαν. Αλλά αυτά δε θα τα έλεγε στη Ρέιτσελ. «Ας πούμε ότι καταλήξαμε σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία». «Και... και τα άλλα; Σου είπε ότι είπε ψέματα για μένα;» «Δε μιλήσαμε για σένα. Μόνο για τον Ίθαν». Η Ρέιτσελ κούνησε το κεφάλι της. Ένιωθε τα μάτια της να καίνε από τα δάκρυα. Γιατί να μιλήσουν για κείνη, τη στιγμή που ο Καρίμ είχε πιστέψει τα ψέματα της Σούκι χωρίς δισταγμό; «Και;» «Και, τι;» «Και τότε τι κάνεις εδώ;» «Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να ξέρεις ότι ο Ίθαν θα μεγαλώσει μαζί μου. Υπέθεσα ότι αυτό θα ήταν σημαντικό για σένα -ότι θα χαιρόσουν να μάθεις ότι θα είναι ασφαλής». Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της Ρέιτσελ. «Σ' ευχαριστώ. Ήταν... ήταν ευγενικό εκ μέρους σου. Το να μου το πεις, εννοώ». Ο Καρίμ δίστασε. «Έχεις κάνει καλή δουλειά μαζί του». 173
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Προσπάθησα». «Θέλω... θέλω να ξέρεις ότι τον αγαπώ». Κι εμένα; παραλίγο να τον ρωτήσει. Δεν μπορείς να με αγαπήσεις κι εμένα; Αλλά δεν μπορούσε. Το ήξερε αυτό. Ήταν ένας άντρας που έβαζε την τιμή του πάνω απ’ όλα κι εκείνη τον είχε ντροπιάσει λέγοντάς του ψέματα. «Το ξέρω ότι τον αγαπάς», του είπε. «Κι αυτό είναι καλό». Η φωνή της βράχνιασε. «Επειδή θα σε χρειαστεί, ξέρεις. Είναι μωρό ακόμη, αλλά... αλλά η αλλαγή θα του είναι δύσκολη». Ο Καρίμ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Θα κάνω τα πάντα για να γίνει πιο εύκολη». Δίστασε. «Λυπάμαι για... γι' αυτό που είπα χθες το βράδυ». Η Ρέιτσελ ανασήκωσε το πιγούνι της. «Συγνώμη είναι αυτό;» «Όχι. Δεν...» Αναστέναξε. Θεέ μού. ήταν σκληρό καρύδι. «Ναι, είναι. Αλλά γεγονός παραμένει ότι ο Ίθαν θα χρειαστεί νταντά. Μπορώ φυσικά να βρω κάποια, αλλά σε αγαπάει, και τον αγαπάς κι εσύ». Τα μάτια της άστραψαν κι εκείνος σήκωσε το χέρι του για να την προλάβει. «Όχι. Δεν προτείνω... Λέω απλά ότι αν θα ήθελες να είσαι η νταντά του-μόνο αυτό και τίποτ’ άλλο...» Να πάρει, δεν πήγαινε καθόλου καλά. «Θα έχεις το δικό σου διαμέρισμα στο παλάτι, έναν καλό μισθό και...» «Εννοείς ότι θα είμαι στην υπηρεσία σου». «Υποθέτω ότι μπορείς να το πεις κι έτσι, ναι», είπε στυφά, «Και», είπε με φωνή που έτρεμε, «πόσο καιρό θα κρατήσει αυτή η συμφωνία;» «Μέχρι να γίνει πέντε, ίσως έξι. Μέχρι που να μη σε χρειάζεται πια». Μέχρι που να μη σε χρειάζεται πια... Η Ρέιτσελ ήθελε να χαστουκίσει το σεΐχη που είχε τόσο ανόητα ερωτευτεί. Το ότι ήταν δυνατόν να πιστεύει πως θα δεχόταν να είναι ένα προσωρινό κομμάτι στη ζωή του μωρού της, τα έλεγε όλα. «Μόνο ένας άντρας χωρίς καρδιά θα πρότεινε κάτι τέτοιο», του είπε ήρεμα. «Και σε λυπάμαι, Καρίμ, που είσαι 174
τέτοιος άνθρωπος». Τον προσπέρασε. πιστεύοντας κατά βάθος πως θα προσπαθήσει να την εμποδίσει, Δεν το έκανε, όμως, και λίγα λεπτά αργότερα βρήκε έναν υπηρέτη και του ζήτησε να την οδηγήσει στο δωμάτιο του Ίθαν. Ο υπηρέτης τής είπε πως ήταν αδύνατον. Η Ρέιτσελ τον διαβεβαίωσε ότι φυσικά και δεν ήταν, και τελικά ο Καρίμ τους πλησίασε, γάβγισε μια διαταγή, ο υπηρέτης υποκλίθηκε και την οδήγησε στο δωμάτιο όπου βρισκόταν το μωρό -όπως ακριβώς είχε πει ο Καρίμ-, κοιμισμένο βαθιά. Η Ρέιτσελ στάθηκε πάνω απ' την κούνια του, κλαίγοντας σιγανά, του ψιθύρισε πόσο τον αγαπούσε, ότι ήξερε πως θα γινόταν μεγάλος και έξυπνος και δυνατός, και του υποσχέθηκε ότι θα αγωνιζόταν για να τον πάρει πίσω. Και μετά, πριν καταρρεύσει από την απελπισία, απομακρύνθηκε από το παιδί που κρατούσε την καρδιά της στα μικροσκοπική του χέρια και διέσχισε τρέχοντας στο παλάτι, κατέβηκε τα ένα εκατομμύριο σκαλοπάτια και βγήκε από την κεντρική είσοδο έξω, στη βροχή. Ένα αυτοκίνητο την περίμενε. Την πήγε στο αεροδρόμιο του παλατιού. Κατάφερε να συγκροτηθεί μέχρι που μπήκε στο αεροπλάνο και κάθισε σε μια θέση. «Δέστε τη ζώνη σας, σας παρακαλώ», είπε η πάντα ευγενική αεροσυνοδός. «Θα απογειωθούμε αμέσως». Η Ρέιτσελ κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Της ήταν αδύνατον να μιλήσει. Οι μηχανές του αεροσκάφους πήραν μπροστά. «Έχουμε άδεια για απευθείας πτήση για τη Νέα Υόρκη, κυρία Ντόνελι», είπε μια φωνή από το μεγάφωνο. Η αεροσυνοδός έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε μέσα στο πιλοτήριο. Το αεροπλάνο άρχισε να τροχοδρομεί. Δεν πρόκειται να κλάψω, σκέφτηκε η Ρέιτσελ κοιτάζοντας με κενό βλέμμα τη βροχή έξω απ’ το τζάμι. Δεν πρόκειται... Λυγμοί ανέβηκαν στο λαιμό της. Ακούμπησε το μέτωπό της στο τζάμι κι άφησε τα δά175
κρυα της να κυλήσουν. Ο ουρανός έκλαιγε, το ίδιο κι εκείνη. Το αεροπλάνο πήγαινε όλο και πιο γρήγορα Λίγα μέτρα ακόμη και θα έβγαιναν στο διάδρομο απογείωσης, οι μηχανές ακούγονταν πιο δυνατά. Σε λίγο θα βρίσκονταν στον ουρανό και όλα θα είχαν τελειώσει. Ξαφνικά, ο θόρυβος των μηχανών άλλαξε και άρχισε να φθίνει. Το αεροπλάνο έκοψε ταχύτητα. Ένα αυτοκίνητο, κόκκινο και χαμηλό, που έτρεχε πολύ, πολύ γρήγορα, προχωρούσε δίπλα τους στον βρεγμένο διάδρομο. Το τζετ σταμάτησε, με τις μηχανές ακόμη αναμμένες. Ο συγκυβερνήτης βγήκε βιαστικά από το πιλοτήριο. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Ρέιτσελ. Η φωνή της δυνάμωσε. «Ρώτησα τι συμβαίνει...» Αλλά τώρα μπορούσε και μόνη της να δει τι συνέβαινε. Ο συγκυβερνήτης άνοιγε ήδη την πόρτα του αεροσκάφους. Και, την ίδια στιγμή, άνοιξε και η πόρτα του κόκκινου αυτοκινήτου. Κι από μέσα βγήκε ο Καρίμ. Ο Καρίμ; Εδώ; Η Ρέιτσελ μπερδεύτηκε. Γιατί; Η πόρτα του αεροπλάνου άνοιξε, η σκάλα μπήκε στη θέση της. Η Ρέιτσελ πάλεψε να λύσει τη ζώνη της. Δεν είχε σκοπό να αντιμετωπίσει τον Καρίμ καθιστή. Έπρεπε να τον αντιμετωπίσει όρθια, αν ήθελε να την αφήσει να φύγει απ' αυτό το απαίσιο μέρος... Ο Καρίμ ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά με τα χαρακτηριστικά του προσώπου του αλλοιωμένα από το θυμό. «Που να σε πάρει, Ρέιτσελ», της είπε, και πριν προλάβει να του πει οτιδήποτε, την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Εκείνη απέστρεψε το κεφάλι της. Δεν ήθελε τα φιλιά του, την αίσθηση της αγκαλιάς του, τη δυνατή, υπέροχη αίσθηση του σώματός του πάνω στο δικό της... Κι αμέσως μετά κλαψούρισε το όνομά του, άρπαξε το πρόσωπό του στις παλάμες της και του παραδόθηκε. «Σε μισώ», του ψιθύρισε. «Μ’ ακούς, Καρίμ; Σε μισώ, σε μισώ, σε...» 176
«Μη μ' αφήσεις. Σε ικετεύω, χαμπίμπι, μη μ’ αφήσεις ποτέ». «Δεν μπορώ να μείνω. Όχι έτσι. Δεν πρόκειται να γίνω η ερωμένη σου, γιατί εκεί θα καταλήξουμε. Δεν μπορώ να κρατηθώ μακριά σου. Δεν μπορώ... δεν μπορώ...» «Σ’ αγαπώ». «Με θέλεις. Υπάρχει διαφορά». «Και βέβαια σε θέλω. Σε θέλω επειδή σ’ αγαπώ. Και μ’ αγαπάς κι εσύ. Πες το μου, αγάπη μου. Πες μου ότι μ’ αγαπάς κι εσύ...» Η Ρέιτσελ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Της είχε ραγίσει την καρδιά. Το μόνο που της είχε μείνει ήταν η περηφάνια της. «Όχι», είπε. «Δε σ’ αγαπώ...» Ο Καρίμ έκλεισε το στόμα της με άλλο ένα φιλί. «Όχι άλλα ψέματα», της είπε έντονα. «Όχι μεταξύ μας». Ανασήκωσε το πρόσωπό της προς το μέρος του. «Ήμουν ανόητος, Ρέιτσελ. Φυσικά και έπρεπε να πεις ψέματα για τον Ίθαν. Δε σου άφησα άλλη επιλογή. Είχα έρθει για να τον πάρω, κι εσύ τον αγαπούσες πάρα πολύ για ν’ αφήσεις να συμβεί κάτι τέτοιο». Σταμάτησε. «Ρέιτσελ. Είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο. Εσύ. Εγώ. Το παιδί μας. Ο Ίθαν μας». «Μη», τον παρακάλεσε η Ρέιτσελ. «Μη λες πράγματα που δεν εννοείς!» «Εννοώ την κάθε λέξη», είπε ο Καρίμ. «Η αδερφή σου μπορεί να έφερε τον Ίθαν στον κόσμο, αλλά εσύ -εσύ, χαμπίμπι- είσαι η πραγματική του μητέρα». Της χαμογέλασε. «Κι εγώ θα γίνω ο πατέρας του». Σταμάτησε και τη φίλησε ανάλαφρα στα χείλη. «Σ' αγαπώ". Γης είπε απαλά. «Παντρέψου με και γίνε η γυναίκα μου». «Μα πίστεψες τη Σούκι...» «Ήμουν απελπισμένος. Σου είχα δώσει την καρδιά μου...» Η φωνή του ράγισε. «Την καρδιά που λες ότι δεν έχω». «Καρίμ, όχι. Το είπα... το είπα για να σε πληγώσω...» «Έχω καρδιά, χαμπίμπι. Αλλά έμαθα από πολύ νωρίς 177
να την προστατεύω. Αυτό συμβαίνει όταν οι άνθρωποι σε βλέπουν μόνο σαν πρίγκιπα ή σαν σεΐχη. Λένε ψέματα. Σου λένε αυτό που νομίζουν ότι θες ν’ ακούσεις. Ακόμη κι αυτοί που αγαπούσα...» Ο Καρίμ καθάρισε το λαιμό του. «Κάθε φορά που η μητέρα μου γυρνούσε απ’ όπου ήταν τέλος πάντων, μου υποσχόταν ότι δε θα με άφηνε ποτέ ξανά, αλλά πάντα το έκανε. Και ο Ραμί... Ήμασταν διαφορετικοί, από παιδιά ακόμη, αλλά αγαπούσαμε ο ένας τον άλλο. Και μετά έγινε ένας άγνωστος και... και τον έχασα». «Δεν μπορούμε να κρατήσουμε με το ζόρι αυτούς που δε μας θέλουν», είπε η Ρέιτσελ απαλά. «Η μητέρα μου, η αδερφή μου...» «Ναι. Το καταλαβαίνω αυτό τώρα. Αλλά εμείς -εσύ κι εγώ θέλουμε ο ένας τον άλλο. Έχουμε ο ένας τον άλλο». Ο Καρίμ χαμογέλασε. «Και έχουμε και τον Ίθαν. Μπορούμε να φτιάξουμε μια οικογένεια, χαμπίμπι, και να είμαστε ευτυχισμένοι». Η Ρέιτσελ ένιωσε την καρδιά της να ξεχειλίζει από ευτυχία. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και φίλησε τον Καρίμ στα χείλη. «Μισούσα τον εαυτό μου για το ψέμα που σου είπα, Καρίμ. Αλλά φοβόμουν τόσο πολύ να χάσω τον Ίθαν, να χάσω εσένα...» «Δε θα μας χάσεις ποτέ, αγάπη μου. Ούτε εμένα ούτε το γιο μας». «Το γιο μας», είπε η Ρέιτσελ και χαμογέλασε. Ο Καρίμ φίλησε τα βρεγμένα από τα δάκρυα μάγουλά της. «Όλα αυτά ήταν για μένα ένα πολύ μεγάλο ταξίδι», της είπε ήρεμα. «Όταν ξεκίνησε, νόμιζα πως γνώριζα τον Ραμί, Τώρα ξέρω ότι γνώρισα τον εαυτό μου και το τι μετράει πραγματικά σ’ αυτή τη ζωή». «Και τι είναι αυτό;» ρώτησε γλυκά η Ρέιτσελ, αν και ήξερε πια την απάντηση. «Η αγάπη», είπε ο Καρίμ. «Μόνο η αγάπη μετράει». Την κοίταξε βαθιά μέσα στο μάτια. «Ρέιτσελ. Θα με παντρευτείς; Θα είσαι η αγάπη μου για πάντα;» Η Ρέιτσελ γέλασε. 178
«Ναι», είπε. «Ναι, ναι, ναι...» Ο Καρίμ την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. Έξω η βροχή είχε σταματήσει, κι ο ήλιος έλουσε στο λαμπρό του φως την καμπίνα του αεροσκάφους.
179
180