***
***
Έχει τον τρόπο να την προστατέψει αν θέλει... Η Λόρα Γουέστκοτ είναι η μόνη κατάλληλη υποψήφια για τη θέση της προσωπικής βοηθού του. Έτσι, ο Ρώσος μεγιστάνας Βασίλι Ντιεμίντοφ αναγκάζεται να την προσλάβει. Αλλά είναι πολύ κυνικός για να εμπιστευτεί μια γυναίκα και μάλιστα μια γυναίκα τόσο αμφιλεγόμενη... Έχοντας απόλυτη ανάγκη τη δουλειά, η Λόρα ξέρει πως πρέπει πάση θυσία να κερδίσει τον ψυχρό, ανελέητο εργοδότη της. Ωστόσο, δεν είναι οι φήμες για τη σκληρότητά του που την τρομάζουν, αλλά η δύναμη της έλξης που ασκεί πάνω της! Και τα πράγματα χειροτερεύουν, όταν κάνει την εμφάνισή του ο κίνδυνος. Γιατί τώρα η Λόρα είναι πραγματικά στο έλεος του Βασίλι... ΡΩΣΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ακαταμάχητοι...
Αμείλικτοι,
ανυποχώρητοι
και
***
Penny Jordan Η ΔΥΝΑΜΗ TOY ΜΕΓΙΣΤΑΝΑ Μετάφραση: Μαίρη Κορινθίου ΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε. Φειδίου 18,106 78 Αθήνα Γηλ.: 21Ο 3609 438, 21Ο 3629 723 Τίτλος πρωτοτύπου: The Power of V&silii © Penny Jordan 2011. All rights reserved. © 2012 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V / S.a.r.l. ISSN 11058226 Μετάφραση: Μαίρη Κορινθίου Επιμέλεια: Στέλλα Δαπέργολα Διόρθωση: Σωτηρία Απόστολόκη Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. ΧΡΥΣΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΤΕΥΧΟΣ 1577 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα. Made and printed in Greece.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
***
Δεν έπρεπε να διστάζει. Όχι, δεν έπρεπε. Μια δουλειά ήταν... τίποτ’ άλλο. Μια δουλειά που τη χρειαζόταν, μετά απ' αυτό που είχε συμβεί, και τη χρειαζόταν απελπισμένα. Μια δουλειά που σήμαινε πως θα συνεργαζόταν στενά με τον Βασίλι Ντιεμίντοφ. Πολύ στενά. Ως προσωρινή προσωπική βοηθός του, συγκεκριμένα. Ενώ διέσχιζε τη Σλόουν Στρητ του Λονδίνου, η Λόρα Γουέστκοτ κοντοστάθηκε. Ω, για όνομα του Θεού. Δεν ήταν δεκατεσσάρων χρόνων πια. Ούτε ήταν βαθιά ερωτοχτυπημένη με τον μεγάλο, συγκλονιστικά αρρενωπό ετεροθαλή αδερφό μιας από τις καινούριες εξωτερικές μαθήτριες του σχολείου στο οποίο ήταν διευθύντρια η θεία της και στο οποίο η Λόρα φοιτούσε χάρη στη θέση της θείας της. Σωστά; Σωστά, δεν ήταν. Ούτε και ήταν πια το ίδιο ανόητο κορίτσι που είχε αναζητήσει κρυφά και διακαώς στο ίντερνετ οποιαδήποτε πληροφορία μπορούσε να βρει για τον Βασίλι Ντιεμίντοφ, απομνημονεύοντας και το παραμικρό στοιχείο που είχε καταφέρει να ξεθάψει γι’ αυτόν. Ευτυχώς, τότε δεν υπήρχαν τα σάιτ κοινωνικής δικτύωσης και δεν είχε γελοιοποιηθεί δημοσίως, σκέφτηκε σαρκαστικά. Αρκετά ανόητο ήταν που είχε τη φωτογραφία του και ονειροπολούσε όταν βρισκόταν μόνη της. Την είχε τραβήξει κρυφά όταν εκείνος είχε πάει μια Παρασκευή απόγευμα στο σχολείο για να πάρει την ετεροθαλή αδερφή του. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς τον παρατηρούσε να βγαίνει από το αυτοκίνητό του και να πλησιάζει στο σημείο όπου στεκόταν και τον Περίμενε η αδερφή του. Οι μύες σε όλο του το κορμί διαγράφονταν κάτω από το τζιν και το μαύρο μακό του, η κίνησή τους ήταν τόσο
***
δυναμική και αρμονική που είχε πυροδοτήσει μέσα της μια έντονη λαχτάρα. Ήταν θαύμα που η φωτογραφία δεν είχε βγει θολή και κουνημένη. Την είχε κρύψει στο πιο ιερό γι’ αυτήν μέρος: στο μυστικό συρτάρι που υπήρχε στην κοσμηματοθήκη που ανήκε κάποτε στη μητέρα της και που διατηρούσε, κατά έναν περίεργο τρόπο, το ξεχωριστό άρωμά της. Ακόμα την είχε εκείνη την κοσμηματοθήκη. Και τη φωτογραφία; Τώρα γινόταν γελοία. Αν την είχε, τότε ήταν γιατί απλώς δεν είχε σκεφτεί ποτέ να την πετάξει. Για κανέναν άλλο λόγο. Σαν ένα νεαρό δεκατετράχρονο κορίτσι γεμάτο ιδανικά, ήταν κάτι πολύ φυσικό να λατρεύει από μακριά έναν άντρα. Είχε πλάσει τόσο γελοίες φαντασιώσεις ότι συναντιούνταν τάχα οι δυο τους φαντασιώσεις που μόνο ένα υπερβολικά ρομαντικό κορίτσι με τις ορμόνες του σε αναβρασμό θα μπορούσε να δημιουργήσει. Στη φαντασία της, μάλιστα, επέτρεπε στον εαυτό της να πιστεύει ότι τους ένωνε ένας ιδιαίτερος, ξεχωριστός δεσμός, επειδή είχαν χάσει και οι δύο τις μητέρες τους. Όλα αυτά χωρίς ποτέ να τον έχει γνωρίσει προσωπικά, χωρίς ποτέ να του έχει μιλήσει. Αφηνόταν ωστόσο σε ατέλειωτες ονειροπολήσεις, στις οποίες βασανιζόταν από τη λαχτάρα να την προσέξει εκείνος, αλλά και από την έξαψη του φόβου στη σκέψη ότι κάτι τέτοιο θα συνέβαινε, και τότε πώς θα διαχειριζόταν τον έντονο αισθησιασμό. Και λοιπόν; Αυτό συνέβαινε κάποτε. Τώρα ήταν αλλιώς. Είχε καταφέρει να πει νοερά το όνομά του αρκετές φορές χωρίς να καλπάσει η καρδιά της. Όχι, δεν ήταν δεκατεσσάρων χρονών πλέον. Και πάλι όμως, δεν μπόρεσε να μην κοιταχτεί στη βιτρίνα του ακριβού καταστήματος επώνυμων ρούχων που προσπερνούσε βιαστικά εκείνη τη στιγμή, καθ’ οδόν προς τη συνέντευξη, σαν να ήθελε να καθησυχάσει τον εαυτό της πως η εικόνα που έβλεπε στο τζάμι ήταν αυτή μιας εικοσιτετράχρονης νέας γυναίκας γεμάτης αυτοπεποίθηση και όχι ενός δεκατετράχρονου κοριτσιού. Ναι, μιας γυναίκας της οποίας τα καστανά μαλλιά έπεφταν
***
λαμπερά και καλοχτενισμένα ως τους ώμους της. Και τα γαλαζοπράσινα μάτια και τα σαρκώδη χείλη στο οβάλ πρόσωπό της, με την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και τα κέλτικα χαρακτηριστικά, ήταν διακριτικά μακιγιαρισμένα, όπως άρμοζε σε μια γυναίκα καριέρας που επρόκειτο να δώσει συνέντευξη για μια θέση από την οποία εξαρτιόταν η άμεση οικονομική της εξασφάλιση. Γιατί λοιπόν έπρεπε να ελέγξει την εμφάνισή της; Δεν μπορεί να φοβόταν ότι κάπου μέσα της υπήρχε ακόμα εκείνο το μοναχικό, υπερβολικά ρομαντικό κορίτσι που ήταν κάποτε και ότι με κάποια μυστηριώδη κι επικίνδυνη αλχημεία ο Βασίλι Ντιεμίντοφ θα κατάφερνε να ξαναφέρει στην επιφάνεια αυτό το κορίτσι και τον εφηβικό της έρωτα γι’ αυτόν, τη στιγμή που θα συναντιούνταν. Αντί να σκέφτεσαι το παρελθόν, καλά θα κάνεις να επικεντρωθείς στο παρόν, υπενθύμισε στον εαυτό της. Και παραφράζοντας το γνωστό απόφθεγμα του Όσκαρ Ουάιλντ, συλλογίστηκε ότι, αν την απέρριπταν για μια θέση για την οποία είχε όλα τα προσόντα, θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει ως ατυχές γεγονός, αλλά, αν την απέρριπταν και για μια δεύτερη, θα ήταν κακό σημάδι και θα την ακολουθούσε στην επαγγελματική της πορεία για πάρα πολύ καιρό. Φυσικά, δεν είχε αυταπάτες. Ήξερε πολύ καλά γιατί δεν είχε γίνει πραγματικότητα η προφορική υπόσχεση για προαγωγή στην προηγούμενη δουλειά της. Της είχε ξεκαθαρίσει τους λόγους ο καινούριος διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας. Ο πόνος και η ταπείνωση που είχε υποστεί την έκαναν για μια στιγμή να χλομιάσει. Ω, ναι. Την είχε ανάγκη αυτή τη δουλειά τώρα, αυτή την κορυφαία θέση ως βοηθός του Βασίλι Ντιεμίντοφ, με εξάμηνο συμβόλαιο και μισθό που της είχε κόψει την ανάσα μόλις τον είχε ακούσει. Τα χρήματα ήταν σχεδόν διπλάσια απ’ όσα έβγαζε το μήνα, κι επιπλέον θα της άνοιγε πόρτες και θα εμπλούτιζε το βιογραφικό της και θα την απομάκρυνε από την πρόσφατη καταστροφή στην καριέρα της. Το γεγονός ότι πρόσφατα είχε μπει ξανά στο ίντερνετ ψάχνοντας
***
και πάλι για τον Βασίλι Ντιεμίντοφ δε σήμαινε τίποτα περισσότερο. Όπως θα έκανε κάθε άλλη υποψήφια, ήθελε να οχυρωθεί με όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούσε να βρει σχετικές με την επιχείρηση στην οποία ήλπιζε να εργαστεί. Και στην περίπτωση του Βασίλι Ντιεμίντοφ, ο ίδιος ο Βασίλι ήταν η επιχείρηση. Και τι επιχείρηση! Ο Βασίλι είχε αναλάβει την εταιρεία που είχε δημιουργήσει αρχικά ο μακαρίτης πατέρας του και την είχε μετατρέψει σε διεθνή αυτοκρατορία. Τα κεντρικά γραφεία αυτής της αυτοκρατορίας ήταν εγκατεστημένα στη Ζυρίχη. Αλλά, απ’ όσα είχε καταφέρει να μάθει η Λόρα, στην πραγματικότητα ο Βασίλι παρέμενε πιστός στις παραδόσεις των περιπλανώμενων πολεμιστών της ερήμου, κληρονομιά από την οικογένεια της μητέρας του. Ταξίδευε σχεδόν αδιάκοπα σε όλα τα μέρη όπου είχε γραφεία και οικονομικά συμφέροντα. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους Ρώσους μεγιστάνες, ο Βασίλι δε διέθετε πολυτελείς κατοικίες σε όλο τον κόσμο. Αντίθετα, έμενε σε σουίτες ξενοδοχείων ή διαμερίσματα, καθώς βαθιά μέσα του υπήρχε πάντα η ανάγκη να μετακινείται συνεχώς, σαν την άμμο που αυλάκωναν οι οπλές των καμηλών στα καραβάνια του λαού της μητέρας του. Πόσο δέος και περιέργεια είχε νιώσει στα δεκατέσσερά της, όταν είχε μάθει ότι ο Βασίλι, που ήταν μισός Ρώσος από την πλευρά του πατέρα του, καταγόταν, από την πλευρά της μητέρας του, από μια από τις πιο γαλαζοαίματες και αρχαίες φυλές νομάδων στις ερήμους και στα δύσκολα, αφιλόξενα εδάφη της νότιας Ρωσίας. Η Λόρα είχε διαβάσει ένα θρύλο που έλεγε ότι αυτή η φυλή των πολεμιστών της ερήμου με το ανοιχτόχρωμο δέρμα και τα ανοιχτόχρωμα μάτια είχαν κάποτε αναμείξει το αίμα τους με μια χαμένη ρωμαϊκή λεγεώνα και ότι η αρχέγονη περηφάνια τους για τις πολεμικές ικανότητες που διέθεταν πήγαζε από εκείνη την εποχή. Υπήρχαν κι άλλες ιστορίες στο ίντερνετ γι’ αυτή τη φυλή, τόσο για την αδάμαστη περηφάνια των ανθρώπων τους όσο και για την έντονη προσήλωσή τους στο δικό τους κώδικα τιμής.
***
Όπως και σε πολλές άλλες φυλές της ερήμου, ο αριθμός των μελών της είχε μειωθεί δραματικά από τους πολέμους και τις ασθένειες, πολύ πριν γεννηθεί η μητέρα του Βασίλι. Η γυναίκα αυτή είχε ερωτευτεί παράφορα τον πατέρα του και μετά είχε χαθεί από τη ζωή του συζύγου και του γιου της κάτω από εξαιρετικά τραγικές συνθήκες. Η Λόρα είχε νιώσει ένα κύμα αγάπης να την κατακλύζει όταν είχε μάθει από τη θεία της την ιστορία της απαγωγής και του θανάτου της μητέρας του Βασίλι. Αυτά όμως ανήκαν στο παρελθόν. Πλέον ζούσε στο παρόν και αυτά που είχε μάθει για τον Βασίλι τώρα μαρτυρούσαν πως ήταν ένας άντρας που δεν τον άγγιζαν οι ευαισθησίες τις οποίες ένιωθαν όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι. Ένας ισχυρός και σκληρόκαρδος άντρας, που ήταν απόλυτα επικεντρωμένος στην επιτυχία της επιχείρησής του. Όχι κάποιος που θα δεχόταν ευχάριστα το γεγονός ότι ένα δεκατετράχρονο κορίτσι είχε ξεμυαλιστεί τόσο πολύ μαζί του κάποτε ώστε... Αρκετά! Η Λόρα κοίταξε το ρολόι της και τάχυνε το βήμα της. Δεν έπρεπε να αργήσει σ’ αυτό το τόσο σημαντικό ραντεβού και οπωσδήποτε δεν έπρεπε να αργήσει επειδή είχε αφήσει τον εαυτό της να ονειροπολεί για έναν άντρα που θα της έπαιρνε συνέντευξη. *** Από το ακριβό του διαμέρισμα στο ρετιρέ ενός από τα πολυτελέστερα ξενοδοχεία του Λονδίνου, ο Βασίλι είχε καταπληκτική θέα στη Σλόουν Στρητ και την τριγύρω περιοχή, έτσι όπως στεκόταν στο παράθυρο του κομψά διακοσμημένου καθιστικού. Ήταν τέλος Ιουλίου και μια δέσμη ηλιαχτίδες έλουζε το πρόσωπό του, χαλαρώνοντας τις σκληρές, κοφτές γωνίες των ζυγωματικών του και την έντονη γραμμή του σαγονιού του. Για τους Ρώσους συμπατριώτες του, η χρυσαφένια επιδερμίδα του και το αυταρχικό σχήμα της μύτης του σηματοδοτούσαν τη διαφορετικότητά του, κατατάσσοντάς τον στην κατηγορία του
***
παρείσακτου κάποιου που ανήκε περισσότερο στον αραβικό κόσμο παρά στον δικό τους. Όμως εκείνος είχε μεγαλώσει ως παρείσακτος και για το λαό της μητέρας του, τόσο όσο και για το λαό του πατέρα του. Χωρίς να γίνει ποτέ πραγματικά αποδεκτός ούτε από τον έναν ούτε από τον άλλον κόσμο, είχε σημαδευτεί εξωτερικά από τα γονίδια της μητέρας του και πνευματικά από το ταλέντο του πατέρα του στις επιχειρήσεις. Ένας παρείσακτος που είχε μάθει από νωρίς να πορεύεται μόνος του στη ζωή και να μην εμπιστεύεται κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό του. Ειδικά μετά την απαγωγή της μητέρας του και τη δολοφονία της από τους απαγωγείς κατά τη διάρκεια της επιχείρησης διάσωσής της, όταν απέτυχε. Απόλυτα εξαρτημένος συναισθηματικά από την αγάπη της μητέρας του ως παιδί, όταν την έχασε με τόσο σκληρό τρόπο έμαθε πόσο σημαντικό ήταν να προστατέψει τον εαυτό του στο μέλλον από τέτοιου είδους αδυναμία. Κι αυτό ακριβώς είχε κάνει, κρατώντας τους άλλους σε απόσταση και παίρνοντας όρκο ότι δε θα επέτρεπε ποτέ ξανά στον εαυτό του να γίνει ευάλωτος στον πόνο της αγάπης και της απώλειας. Αυτή τη στιγμή όμως δεν ήταν το παρελθόν που τον προβλημάτιζε, ήταν το παρόν. Το παρόν και η δεσποινίς Λόρα Γουέστκοτ. Ήταν αρκετά ατυχές το γεγονός ότι ο βοηθός του είχε πάρει εξάμηνη άδεια για να φροντίσει την άρρωστη γυναίκα του κι ακόμα πιο εξοργιστικό ότι το άτομο που τον είχε αντικαταστήσει προσωρινά είχε κολλήσει μια άσχημη γρίπη, τη στιγμή που ο Βασίλι βρισκόταν στο πιο λεπτό σημείο των διαπραγματεύσεων με τους Κινέζους και χρειαζόταν όσο ποτέ έναν βοηθό που να μιλά άπταιστα τόσο τα μανδαρίνικα κινέζικα όσο και τα ρώσικα, όπως, φυσικά, και τα αγγλικά. Που να καταλαβαίνει το πρωτόκολλο και τις ιδιαιτερότητες της διαπραγμάτευσης με υψηλά ιστάμενα κυβερνητικά στελέχη και αξιωματούχους της Κίνας. Μπορεί ο ίδιος να μιλούσε άπταιστα και τις τρεις γλώσσες, αλλά ένα από τα πράγματα που δεν έκανε όταν διαπραγματευόταν με Κινέζους αξιωματούχους ήταν να διακινδυνεύσει να χάσει το κύρος του ή, ακόμα χειρότερα, να διακινδυνεύσει να ντροπιαστούν
***
εκείνοι μεταφράζοντας μόνοι τους. Είχε γρήγορα διαπιστώσει πως, στις διαπραγματεύσεις με τους Κινέζους, ήταν απαραίτητη η ύπαρξη εντυπωσιακού, άριστα καταρτισμένου προσωπικού. Γι’ αυτό τώρα Περίμενε να πάρει συνέντευξη από τη Λόρα Γουέστκοτ, την υποψήφια με τις καλύτερες προδιαγραφές για την κάλυψη των αναγκών του, σύμφωνα με το γραφείο στο οποίο είχε αναθέσει να του βρει κάποιον. Ωστόσο, υπήρχαν πολλοί λόγοι για τους οποίους η συγκεκριμένη υποψήφια δεν ήταν το άτομο που ήθελε ο Βασίλι. Καταρχήν, ήταν γυναίκα κι εκείνος δεν προσλάμβανε ποτέ γυναίκες για στενούς συνεργάτες του. Είχε μάθει γρήγορα ότι οι γυναίκες πτυχιούχοι τον έβλεπαν συχνά ως υποψήφιο σύζυγο επειδή ήταν ανύπαντρος και πλούσιος. Κι αυτός δεν είχε καμιά πρόθεση να παντρευτεί. Ποτέ. Ένας μυς τεντώθηκε στο πιγούνι του, σαν να έπρεπε να σφίξει το σώμα του για να θωρακιστεί σ’ ένα κύμα απρόσκλητου συναισθηματισμού. Ο γάμος, όπως και κάθε άλλη σχέση, απαιτούσε να δίνεις κάτι από τον εαυτό σου στους άλλους. Σήμαινε δέσμευση, και η δέσμευση έκανε έναν άνθρωπο ευάλωτο στην απώλεια και, κατά συνέπεια, στον πιο μεγάλο πόνο. Η αντίφαση της ύπαρξής του που πήγαζε από τη διπλή καταγωγή του είχε ως αποτέλεσμα να ζει τη ζωή του μοντέρνου Ρώσου, αλλά να παραμένει μέσα του ένας άγριος πολεμιστής της ερήμου, του οποίου ο ηθικός κώδικας και τα πιστεύω δε συμβάδιζαν με τη σύγχρονη ζωή. Και για ποιο λόγο να παντρευτεί; Δε χρειαζόταν. Ο πρόσφατος γάμος της ετεροθαλούς αδερφής του, της Αλίνα, με ένα Ρώσο συμπατριώτη σήμαινε ότι κάποια στιγμή θα έρχονταν στον κόσμο παιδιά από αυτόν το γάμο, τα οποία θα αναλάμβαναν την οικογενειακή επιχείρηση σε βάθος χρόνου. Δεν ήταν όμως μόνο η αντίθεσή του στην πρόσληψη γυναικών που τον έκανε αρνητικό στην προοπτική να προσλάβει τη Λόρα Γουέστκοτ ως βοηθό του. Παρά το εντυπωσιακό βιογραφικό της, όσα είχε μάθει γι’ αυτήν από την Αλίνα και τα αποτελέσματα της
***
έρευνας που είχε κάνει αποδείκνυαν ότι της έλειπε τόσο η υπευθυνότητα όσο και οι αρχές, και συνεπώς δεν μπορούσε να την εμπιστευτεί. Με δυο λόγια, από ηθική άποψη είχε όλα όσα δεν ήθελε να έχει η βοηθός του. Δυστυχώς όμως δεν υπήρχε άλλος υποψήφιος για τη θέση, που να συγκεντρώνει έστω και στο ελάχιστο τα δικά της προσόντα. Όχι μόνο τα ρώσικα και τα μανδαρίνικα που μιλούσε, σύμφωνα με τις πληροφορίες που είχε συλλέξει γι’ αυτήν, δε συγκρίνονταν με των άλλων, αλλά ήταν και πλήρως καταρτισμένη με τη δεοντολογία και το πρωτόκολλο συμπεριφοράς τόσο του σύγχρονου επιχειρηματικού κόσμου όσο και της κινεζικής διπλωματίας. Κι αυτές ήταν οι ικανότητες που ο Βασίλι χρειαζόταν απεγνωσμένα, αν ήθελε να εξασφαλίσει το συμβόλαιο που κυνηγούσε τους τελευταίους δεκαπέντε μήνες. Αν δεν έκλεινε αυτή τη συμφωνία, θα επηρεαζόταν η αυτοκρατορία του, τα κέρδη της, αλλά και η μελλοντική της ανάπτυξη. Όχι, δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να προσφέρει τη θέση στη Λόρα Γουέστκοτ. *** Σίγουρα έφταιγε το απίστευτα γρήγορο ανέβασμα του ασανσέρ για το φτερούγισμα που ένιωθε στο στομάχι της, και όχι η σκέψη ότι θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον άντρα που ευθυνόταν για τις εφηβικές φαντασιώσεις και τις ρομαντικές ονειροπολήσεις της, που τη γέμιζαν ντροπή όταν τις θυμόταν. Αυτό είπε η Λόρα στον εαυτό της καθώς Περίμενε να ανοίξει η εξώπορτα του διαμερίσματος του Βασίλι Ντιεμίντοφ. Σε συνέντευξη για δουλειά είχε πάει, εξάλλου. Μια δουλειά την οποία ήθελε απεγνωσμένα. Δεν έπρεπε να δείξει νευρικότητα για κανένα λόγο. Σύμφωνα με όσα είχε διαβάσει για την ικανότητα του Βασίλι να διαπερνά με ψυχρότητα και απάθεια οτιδήποτε στεκόταν εμπόδιο στους επαγγελματικούς του στόχους, προφανώς δεν ήταν το είδος του ανθρώπου που θα αντιμετώπιζε ποτέ με συμπάθεια την αβεβαιότητα και τη νευρικότητα των
***
άλλων. Το πιθανότερο ήταν ότι θα χρησιμοποιούσε αυτή την αδυναμία προς όφελος του. Οι μεταλλικοί ήχοι των κλειδαριών που ξεκλείδωναν συνοδεύτηκαν από μια ηλεκτρονική φωνή που την καθοδήγησε να περάσει όταν θα άναβε το πράσινο λαμπάκι. Η Λόρα μπήκε, με όση αυτοπεποίθηση μπορούσε να επιστρατεύσει, στο ορθογώνιο εσωτερικό χολ με το μαρμάρινο δάπεδο και το άπλετο φως που σκορπούσε ο μοντέρνος, κρυφός φωτισμός. Μια δίφυλλη πόρτα στο βάθος άνοιξε αυτόματα και μια μυστηριώδης φωνή μέσα από το δωμάτιο της έδωσε κοφτά την εντολή να περάσει, με εκλεπτυσμένη αγγλική προφορά. Κάθε άλλο παρά εγκάρδια υποδοχή, σκάφτηκε η Λόρα καθώς δρασκέλιζε τη δίφυλλη πόρτα κι έμπαινε σ’ ένα κομψό, μοντέρνο δωμάτιο. Η προσοχή της όμως δε στράφηκε στην πολυτελή, επώνυμη επίπλωση και τη διακόσμηση. Πέταξε σαν εκπαιδευμένο περιστέρι προς τον άντρα που στεκόταν μπροστά σε μία από τις δύο ψηλές μπαλκονόπορτες, με την πλάτη του γυρισμένη προς το μέρος της. Όπως κι εκείνης, το ντύσιμό του ήταν επαγγελματικό. Φορούσε ένα σκούρο κοστούμι και τα εξίσου σκούρα μαλλιά του άγγιζαν το γιακά του πουκαμίσου του. Τα χέρια του ακουμπούσαν στα πλευρά του και τα δάχτυλά του ήταν ηλιοκαμένα και χωρίς κανένα δαχτυλίδι. Το κεφάλι του ήταν γερμένο ελαφρά στο πλάι, έτσι που το φως που έμπαινε από το παράθυρο αιχμαλώτιζε τις έντονες γωνίες του προσώπου του. Το φτερούγισμα που είχε νιώσει μέσα της όταν είχε βγει από το ασανσέρ είχε γίνει τώρα μια έντονη και ανησυχητική αίσθηση που δεν οφειλόταν, φυσικά, στην αρρενωπότητά του και σίγουρα όχι στην επίδραση που ασκούσε πάνω της, ως άντρας προς γυναίκα. Αυτό δεν μπορούσε να συμβαίνει. Όχι, απ’ όσο γνώριζε τον εαυτό της και από τον τρόπο που μπορεί οι άλλοι να το ερμήνευαν αν ήξεραν. Και οπωσδήποτε δεν είχε καμία σχέση με τον ίδιο τον Βασίλι Ντιεμίντοφ και τον εφηβικό έρωτα που ένιωθε κάποτε γι’ αυτόν.
***
Αυτό που αισθανόταν ήταν απλώς μια φυσική ανησυχία. Μια επαγγελματική ανησυχία, γιατί αυτή τη δουλειά τη χρειαζόταν απεγνωσμένα. Αυτό ήταν όλο. Και τότε εκείνος γύρισε. Ο άντρας τον οποίο λάτρευε στα δεκατέσσερά της θα πρέπει να είχε αποθηκευτεί στη μνήμη της σαν ένα αχνό πλάνο από αισθηματική ταινία, ένα πλάνο που το είχε μαλακώσει ακόμα περισσότερο η ρομαντική φύση της, συνειδητοποίησε νιώθοντας ξαφνικά διχασμένη. Από τη μια ευχόταν να υπήρχε μια καρέκλα για να κρατηθεί κι από την άλλη χαιρόταν που δεν υπήρχε, καθώς έτσι αναγκάστηκε ν’ αντιμετωπίσει το εχθρικό, παγερό σαν τον χειμωνιάτικο άνεμο που έπνεε στις στέπες βλέμμα του. Η Λόρα είχε διδάξει για ένα διάστημα στη Ρωσία, όπως άλλωστε και στην Κίνα, μελετώντας παράλληλα τη γλώσσα των δύο χωρών, και ήξερε πολύ καλά πώς αυτός ο άνεμος μπορούσε να κάψει σάρκα και αισθήσεις, καταστρέφοντας αυτούς που δεν ήταν αρκετά δυνατοί για να αντέξουν στην ανελέητη επίθεσή του. Ο άνεμος, το μαστίγωμα της άμμου της ερήμου και η λάβρα της είχαν σμιλέψει τα χαρακτηριστικά του προσώπου αυτού εδώ του άντρα, του οποίου η έκφραση δεν είχε καμία απαλότητα. Μπορεί η ηλιοκαμένη επιδερμίδα του να έδειχνε βελούδινα ζεστή κι ανθρώπινη, τόσο ώστε να προκαλέσει το άγγιγμα μιας γυναίκας, αλλά τα γκρίζα μάτια του προειδοποιούσαν για τη μοίρα που Περίμενε οποιαδήποτε έκανε την απερισκεψία να τολμήσει κάτι τέτοιο. Η Λόρα ήξερε ήδη από την έρευνά της στο ίντερνετ ότι επρόκειτο για έναν άντρα που περηφανευόταν πως δεν είχε ανθρώπινες αδυναμίες. Ήταν όμως σοκαριστικό να το βλέπει από κοντά, αποτυπωμένο τόσο καθαρά και σκληρά στα χαρακτηριστικά του. Μπορεί να είχε στολίσει το ψηλό, γεροδεμένο κορμί του με ό,τι καλύτερο κυκλοφορούσε στη Σάβιλ Ρόου, όμως δε χωρούσε καμιά αμφιβολία ότι κάτω από τα σύγχρονα ρούχα δεν υπήρχε μια ευάλωτη σάρκα, αλλά μια ατσάλινη πανοπλία. Ο άντρας αυτός κουβαλούσε τη διπλή κληρονομιά της φυλής της μητέρας του και της επαγγελματικής επιτυχίας του πατέρα του. Της
***
το φανέρωσε το επικριτικό, διαπεραστικό του βλέμμα. Μπορεί να καταγόταν από την έρημο, ωστόσο τον διέκρινε μια ψυχρότητα μια αποστασιοποίηση, μια σχεδόν ολοκληρωτική απόρριψη της ανθρώπινης φύσης του, που συμβάδιζε με μια περιφρόνηση για τις αδυναμίες των άλλων. Η διαπίστωση αυτή ήρθε τόσο απότομα και έντονα, που η Λόρα δεν κατάφερε να τη διαχειριστεί. Κάθε αμυντικό ένστικτο που διέθετε στο σώμα και στο μυαλό της της έλεγε να κάνει μεταβολή και να φύγει, να το βάλει στα πόδια. Κι όμως... το ρίγος της έξαψης, η απρόσκλητη αλλά αναμφισβήτητη διέγερση που της προκαλούσε, που έβαζε φωτιά στις αισθήσεις της και ξεχυνόταν από κάθε πόρο της επιδερμίδας της σήμαινε... Τίποτα. Δε σήμαινε τίποτε απολύτως. Κι αν υπήρχε πράγματι και δεν ήταν ένα προϊόν της φαντασίας της, ένα γελοίο απομεινάρι από την εφηβεία της, έπρεπε να το αγνοήσει... Αυτό είπε κατηγορηματικά στον εαυτό της η Λόρα. *** Η φωτογραφία της στο βιογραφικό της δεν είχε καμία σχέση με τη θηλυκή κομψότητα και την τελειότητα του οβάλ προσώπου της όπως ήταν στην πραγματικότητα, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ο Βασίλι κοιτάζοντας τη νεαρή γυναίκα που στεκόταν μπροστά του. Πράγμα περίεργο ή ύποπτο ανάλογα πώς το έβλεπε κανείς, κι αυτός είχε πάντα την τάση να είναι καχύποπτος, δεν υπήρχαν στοιχεία για εκείνη στο ίντερνετ. Ούτε φωτογραφίες από το πανεπιστήμιο ούτε κουτσομπολίστικα σχόλια που θα αποκάλυπταν στοιχεία της προσωπικότητάς της. Αλλά, φυσικά, δεν τα χρειαζόταν. Είχε ήδη αποκτήσει πολύ εμπεριστατωμένη άποψη για το τι είδους άνθρωπος ήταν η Λόρα Γουέστκοτ. Το είδος που ο Βασίλι απεχθανόταν περισσότερο. Μπορεί να ήταν ελκυστική, μπορεί να είχε ψηλόλιγνο κορμί και κομψή, επαγγελματική εμφάνιση, με το καλοκαιρινό κρεμ φόρεμά της, το ανοιχτό γκρι σακάκι της, τις γκρι χαμηλοτάκουνες γόβες και
***
την άψογη μαύρη δερμάτινη τσάντα της, αλλά εκείνος ήξερε την πραγματικότητα. Όπως ήξερε κι ότι κάτω από τα ρούχα που αγκάλιαζαν διακριτικά το σώμα της διέθετε τις καμπύλες εκείνες που ξυπνούσαν τον πόθο κάθε άντρα, και ήταν εντελώς φυσικές. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να κάνει έναν παράλογο και εντελώς περιττό υπολογισμό σχετικά με το πόσοι μήνες είχαν περάσει από την τελευταία φορά που είχε χαϊδέψει τις απαλές καμπύλες του στήθους μιας γυναίκας ενώ παράλληλα σκορπούσε φιλιά στο λαιμό της κατηφορίζοντας προς τα κάτω. Η επιδερμίδα της θα ήταν ανοιχτόχρωμη, γεγονός που αποτελούσε από μόνο του πειρασμό για τον άντρα που την ήθελε. Αλλά, φυσικά, εκείνος δεν ήταν αυτός ο άντρας. Εκείνος έλεγχε τις αντιδράσεις του, δεν τις άφηνε να τον ελέγχουν. Η έξαψη που τον είχε πλημμυρίσει δε σήμαινε τίποτα. Ήταν απλά η ενστικτώδης σωματική αντίδραση ενός αρσενικού, τίποτα περισσότερο. Είχε πολύ πιο σοβαρά πράγματα να σκεφτεί από τον σύντομο, απρόσφορο πόθο που είχε ξυπνήσει μέσα του, τόσο ακατανόητα και ανεπιθύμητα. Γυρνώντας από την άλλη, πήρε κάποια χαρτιά πάνω από το γραφείο του. «Μιλάτε, βλέπω, ρώσικα και κινέζικα;» τη ρώτησε απότομα καθώς στρεφόταν ξανά προς το μέρος της. «Γιατί ρώσικα, όταν οι περισσότεροι Ρώσοι μιλάνε ήδη αγγλικά;» Η ερώτησή του κατέλαβε τη Λόρα εξ απροόπτου και την έκανε να νιώσει αμηχανία. Ήξερε πολύ καλά από πού πήγαζε η επιθυμία της να μάθει ρώσικα και ποιος της την είχε διεγείρει, αλλά δεν μπορούσε να του αποκαλύψει ότι το κίνητρό της πριν τόσα χρόνια, ήταν η σκέψη να του μιλήσει μια μέρα στη γλώσσα του. «Οι γονείς μου ήταν γλωσσομαθείς. Μιλούσαν και οι δύο ρώσικα και άρχισα να μιλώ κι εγώ, μαθαίνοντας από εκείνους. Θεώρησα... ένιωθα... Μου φάνηκε φυσικό να ακολουθήσω τα βήματά τους». Εν μέρει ήταν η αλήθεια, εξάλλου έστω κι αν δεν του έλεγε όλη την αλήθεια. «Αποφασίσατε να ακολουθήσετε τα βήματά τους αντί να επαναστατήσετε και να χαράξετε τη δική σας πορεία; Αυτό
***
εννοείτε; Δε θα λέγατε ότι αυτό δείχνει μια κάποια έλλειψη αποφασιστικότητας και φιλοδοξίας;» «Όχι, δε θα το έλεγα», υπερασπίστηκε κατηγορηματικά τον εαυτό της η Λόρα. Εκείνος προσπαθούσε να την κάνει σκόπιμα να νιώσει άβολα, ήταν σίγουρη, αλλά δε θα τον άφηνε. «Κάποιες ικανότητες περνούν συχνά από τη μια γενιά στην άλλη. Στη δική σας περίπτωση, ακολουθήσατε τα βήματα του πατέρα σας στον επιχειρηματικό κόσμο και η επιτυχία σας αποδεικνύει ότι έχετε το ταλέντο γι’ αυτό. Εγώ είχα ταλέντο στις γλώσσες. Όταν έχασα τους γονείς μου, η καλλιέργεια αυτού του ταλέντου και η απόφαση να ακολουθήσω το δρόμο τους με έκανε να αισθάνομαι ότι αποτελούν ακόμα κομμάτι της ζωής μου. Λάτρευα τις γλώσσες και ήθελα να έχω κάτι που να το νιώθω δικό τους». Κάτι που να το νιώθει δικό τους. Πριν ο Βασίλι προλάβει να την εμποδίσει, μια εικόνα της μητέρας του την τελευταία φορά που την είχε δει ζωντανή ζωντάνεψε στο μυαλό του. Και μόνο το γεγονός ότι υπήρχε αυτή η εικόνα μεγάλωσε τη δυσαρέσκεια και την απόρριψη που ένιωθε για τη Λόρα. Η κοπέλα αυτή ξυπνούσε μέσα του αναμνήσεις που κανονικά δε θα έπρεπε να ξυπνάει, του δημιουργούσε προβληματισμούς που κανείς δεν επιτρεπόταν να του δημιουργήσει, περνούσε διαχωριστικές γραμμές που κανένας δεν είχε το δικαίωμα να περάσει με αφορμή τη συζήτηση για τους γονείς της και τον ανόητο συναισθηματισμό της. Γιατί; Και, το πιο σημαντικό, πώς; Ήταν εξωφρενικό που μια γυναίκα σαν αυτή, μια γυναίκα που ο Βασίλι ήξερε ήδη πως δεν έπρεπε να εμπιστεύεται, είχε καταφέρει να διαπεράσει τις άμυνες που δεν είχε επιτρέψει ούτε στο τρυφερό, γεμάτο αγάπη άγγιγμα της μακαρίτισσας μητριάς του να διαπεράσει. Εξωφρενικό κι επικίνδυνο. Η μέρα που μια γυναίκα σαν τη Λόρα Γουέστκοτ θα αποτελούσε οποιουδήποτε είδους κίνδυνο γι’ αυτόν δε θα ερχόταν ποτέ, διαβεβαίωσε τον εαυτό του. «Σας ζήτησα να μου εξηγήσετε γιατί επιλέξατε να μάθετε ρώσικα. Περίμενα μια επαγγελματική εξήγηση, όχι μια επιεική περιγραφή των παιδικών σας συναισθημάτων».
***
Η σκληρότητα στη φωνή του έκανε τη Λόρα να θέλει να ζαρώσει όσο πιο μακριά του γινόταν. Είχε λυπηθεί πολύ όταν είχε μάθει με ποιο τρόπο είχε χάσει τη μητέρα του. Είχε νιώσει, μάλιστα, ότι αυτό τους έδενε. Μήπως γι’ αυτό είχε αναφερθεί στους γονείς της; Ήθελε ακόμα να δημιουργήσει έναν κοινό δεσμό ανάμεσά τους; Όχι! Δε θα είχε κανένα νόημα, γιατί υποπτευόταν πως ο Βασίλι δε θα επέτρεπε ποτέ σε καμιά γυναίκα να δεθεί μαζί του. Η κριτική του ήταν απίστευτα δηκτική και κάτω από κανονικές συνθήκες, αν δεν ήθελε τόσο πολύ αυτή τη θέση, η Λόρα θα είχε μπει στη διαδικασία να αναρωτηθεί αν τελικά ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο ήθελε να συνεργαστεί. Μπορεί να είχε ανάγκη τη δουλειά, αλλά δε θα άφηνε το σχόλιό του να περάσει χωρίς απάντηση. Ίσιωσε τους ώμους της και του είπε με σθένος: «Μπορεί να διάλεξα τα ρώσικα για προσωπικούς λόγους, αλλά η απόφασή μου να μάθω μανδαρίνικα που δεν ήταν μία από τις γλώσσες που μιλούσαν οι γονείς μου αποδεικνύει ότι έβλεπα το μέλλον μου στο χώρο των επιχειρήσεων. Οι γονείς μου μου κληροδότησαν την ικανότητα να μαθαίνω ξένες γλώσσες, αλλά η απόφασή μου να μάθω μανδαρίνικα βασίστηκε στην αυξανόμενη βαρύτητα της Κίνας στην παγκόσμια αγορά». Τολμούσε να τον προκαλεί; Δεν του συνέβαινε συχνά κάτι τέτοιο. Δε συνήθιζε να τον προκαλεί κανείς, και ειδικά οι γυναίκες, που κατά κανόνα το μόνο που ήθελαν ήταν να τον φλερτάρουν και να τον κολακεύουν. «Πήγατε στο ίδιο σχολείο με την ετεροθαλή αδερφή μου. Απ’ όσο γνωρίζω, τα μανδαρίνικα δεν περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα διδασκαλίας εκεί». Το ήξερε πως ήταν στο ίδιο σχολείο με την Αλίνα; Η Λόρα θυμήθηκε πως είχε προσπαθήσει τότε να μάθει από τη θεία της πότε θα ερχόταν ο Βασίλι να πάρει την αδερφή του από το σχολείο και μετά είχε στηθεί στο παράθυρο απ’ όπου θα έβλεπε καλύτερα την άφιξή του, κι αμέσως ένιωσε ένοχη αμηχανία. Δεν μπορεί να το ήξερε αυτό εκείνος όπως δεν μπορούσε και να ξέρει πόσες φορές
***
εκείνη είχε προβάρει ότι περνούσε τάχα αδιάφορα μπροστά από το εντυπωσιακό του αυτοκίνητο όσο αυτός Περίμενε την Αλίνα, όμως ποτέ δεν έβρισκε το θάρρος να το κάνει στ’ αλήθεια. Γίνεσαι γελοία, προειδοποίησε τον εαυτό της νοερά. Φυσικά και ήξερε ο Βασίλι ότι εκείνη πήγαινε στο ίδιο σχολείο με την αδερφή του, όπως θα ήξερε και πως η θεία της ήταν διευθύντρια εκεί, γιατί ως πιθανός εργοδότης της θα είχε κάνει την έρευνά του για το άτομό της. «Ναι, τα μανδαρίνικα δεν περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα διδασκαλίας», συμφώνησε. Το είδε να υψώνει το ένα του φρύδι με έναν τρόπο που της φάνηκε ψυχρά επικριτικός. «Τα ιδιαίτερα μαθήματα θα πρέπει να ήταν ένα επιπλέον έξοδο για τη θεία σας». Τελικά δε με συμπαθεί καθόλου, συνειδητοποίησε η Λόρα. «Εγώ τα πλήρωσα», του απάντησε με φωνή εξίσου ψυχρή με τη δική του. «Κάποιες εσωτερικές μαθήτριες είχαν φέρει τα άλογά τους στους στάβλους της περιοχής κι εγώ τους καθάριζα. Αυτές κέρδιζαν μία επιπλέον ώρα ύπνου το πρωί κι εγώ εξασφάλιζα τα χρήματα για τα ιδιαίτερα των μανδαρίνικων. Και για να προλάβω την επόμενη ερώτησή σας, έκανα οικονομίες και αγόρασα ένα παλιό ποδήλατο για να πηγαίνω στους στάβλους». Άθελά του, ο Βασίλι φαντάστηκε τη νεαρή Λόρα Γουέστκοτ με αλογοουρά, δροσερό πρόσωπο και αποφασιστική έκφραση να ανεβαίνει κάθε πρωί στο ποδήλατό της, αδιαφορώντας για τις καιρικές συνθήκες, και να κάνει τις αγγαρείες που τα κορίτσια των καλών οικογενειών ήταν πολύ καλομαθημένα για να κάνουν, κι ύστερα να επιστρέφει στο σχολείο για να παρακολουθήσει τα μαθήματα της ημέρας. Ο δικός του πατέρας επέμενε πάντα να δουλεύει ο γιος του για να βγάζει μόνος του το χαρτζιλίκι του. Ακόμα και η Αλίνα, όσο προστατευμένη κι αν ήταν, έπρεπε να κάνει τις δικές της καθημερινές αγγαρείες. Ο Βασίλι ξαναγύρισε στο παρόν. Δε συνήθιζε να σκέφτεται τους άλλους κάτω από το πρίσμα των συναισθημάτων, ούτε να
***
συσχετίζει την κατάστασή τους με τη δική του. Πώς ακριβώς και γιατί είχε συμβεί αυτό τώρα δεν ήξερε, αλλά αυτό που ήξερε ήταν ότι δεν έπρεπε να ξανασυμβεί και δε θα συνέβαινε ποτέ ξανά. «Θα ήθελα να μου διαβάσετε αυτές τις σημειώσεις δυνατά και να τις μεταφράζετε στα μανδαρίνικα», της είπε, διώχνοντας αποφασιστικά από το νου του την απρόσκλητη εικόνα της δροσερής έφηβης με την αλογοουρά. Η Λόρα διάβασε στα γρήγορα την πρώτη παράγραφο με τις τεχνικές πληροφορίες που της είχε δώσει. Ως υπάλληλος μιας εταιρείας που ειδικευόταν στη μετάφραση και τη διαπραγμάτευση πολύπλοκων επιχειρηματικών συμφωνιών, ήταν απόλυτα εξοικειωμένη με αυτό που της ζήτησε ο Βασίλι να κάνει. Δεν υπήρχε λόγος να τρέμει το χέρι και ολόκληρο το σώμα της, ούτε και να φλογιστεί το πρόσωπό της με εξαίρεση, δηλαδή, το γεγονός ότι το χέρι του είχε ακουμπήσει το δικό της όταν της έδωσε το χαρτί. Ήταν γελοίο. Δεν μπορεί ένα απλό άγγιγμα του Βασίλι να την έκανε να νιώθει έτσι. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να μεταφράζει τις πληροφορίες στο χαρτί. Είναι καλή, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ο Βασίλι ακούγοντας τη μετάφραση της Λόρα. Ο βοηθός του θα χρειαζόταν περισσότερο χρόνο, παρά την εμπειρία του. «Θα ήθελα τώρα να το μεταφράσετε και στα ρώσικα». Η Λόρα έγνεψε καταφατικά. Κι αυτή τη φορά η μετάφραση ήταν άψογη. Όχι ότι ο Βασίλι Περίμενε ή θα δεχόταν τίποτα λιγότερο. «Λοιπόν, βεβαιωθήκαμε ότι οι ικανότητες σας στη μετάφραση είναι... ικανοποιητικές, αλλά, αν γνωρίζετε κάποια πράγματα για την Κίνα, θα ξέρετε ότι με τους Κινέζους χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο από τη γνώση της γλώσσας τους για να υπάρξει επιτυχημένη συνεργασία». «Ναι, φυσικά», συμφώνησε εκείνη. «Έστω κι αν μιλούν και οι ίδιοι άλλη γλώσσα, οι επικεφαλείς των κινέζικων βιομηχανιών και τα υψηλά ιστάμενα κυβερνητικά στελέχη συνήθως χρησιμοποιούν μια
***
ομάδα διερμηνέων και γραμματέων, γιατί αυτό μεγαλώνει το κύρος τους. Είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι Κινέζοι στην αγορά. Ξέρω ότι κι εσείς μιλάτε ρώσικα και κινέζικα, γι’ αυτό υπέθεσα πως ήταν εν μέρει θέμα σεβασμού η απόφασή σας να διαπραγματευτείτε μέσω τρίτου». «Σωστά», απάντησε ο Βασίλι και μετά την κοίταξε με μάτια μισόκλειστα και βλέμμα ανεξιχνίαστο. Ενστικτωδώς, η Λόρα κατάλαβε ότι η σιωπηλή αυτή αξιολόγηση από μέρους του ήταν επικριτική και γινόταν σκόπιμα για να την πτοήσει. Θα ήταν πολύ καλύτερο, πολύ πιο εύκολο γι’ αυτήν, αν δεν εξακολουθούσε να νιώθει εκείνον το νεανικό έρωτα. Η ύπαρξή του και μόνο αρκούσε για να αποδυναμώνει την αυτοπεποίθησή της. Όταν η σιωπή άρχισε να παρατείνεται τόσο που γινόταν δυσάρεστη, ο Βασίλι της έδωσε το χτύπημα από εκεί που η Λόρα δεν το Περίμενε. «Γνωρίζω ότι παραιτηθήκατε από την προηγούμενη δουλειά σας... χωρίς προηγουμένως να έχετε βρει άλλη. Γιατί; Με την παρούσα οικονομική κρίση, μια τέτοια κίνηση αποτελεί μάλλον ρίσκο».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
***
Η Λόρα ένιωσε την καρδιά της να σταματά για μια στιγμή. Δεν μπορεί να ήξερε, δεν ήταν δυνατό να ξέρει. Μάζεψε το κουράγιο της και του απάντησε με ύψος ανάλαφρο, κρατώντας το κεφάλι της ψηλά: «Αποφάσισα να κάνω ένα διάλειμμα». «Αλήθεια;» Η κυνική του έκφραση την προειδοποίησε πως δεν την πίστευε. Αλλά το χειρότερο δεν είχε έρθει ακόμα. «Γνωρίζω ότι αγοράσατε το σπίτι που έχετε με υποθήκη και ότι, εκτός από αυτή την οικονομική υποχρέωση, καλύπτετε και τα έξοδα του οίκου όπου φιλοξενείται η θεία σας». «Ναι», αναγκάστηκε να απαντήσει η Λόρα. «Μετά το θάνατο των γονιών μου, με μεγάλωσε η θεία μου. Τελευταία πέρασε μια περιπέτεια με την υγεία της και η σύνταξη που παίρνει είναι μικρή. Φυσικά και θέλω να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να τη βοηθήσω». «Παρουσιάζετε με μεγάλη ευκολία τον εαυτό σας ως άτομο που παίρνει πολύ στα σοβαρά τις ευθύνες και τα καθήκοντά του. Ωστόσο η στάση σας ως προς την εξασφάλιση εργασίας, που με τις παρούσες συνθήκες θα θεωρούσα ότι είναι κάτι εξαιρετικά σημαντικό για εσάς, υπονοεί το αντίθετο. Μάλιστα, θα τολμήσω να πω ότι δυσκολεύομαι να πιστέψω πως κάποιος με τις δικές σας οικονομικές υποχρεώσεις θα σκεφτόταν ποτέ να κάνει ένα διάλειμμα. Και δυσκολεύομαι ακόμα περισσότερο να το πιστέψω, δεδομένου ότι το αποφασίσατε ένα μήνα αφότου σας πρότειναν προαγωγή, για την οποία σας επέλεξε προσωπικά ο προϊστάμενός σας... με τον οποίο συνεργαζόσαστε για πολλά χρόνια». Η καρδιά της Λόρα είχε ήδη αρχίσει να βροντοχτυπά από φόβο. Ο Βασίλι θα ήθελε πολύ να της πει ότι είχε μια άλλη, πολύ πιο
***
κατάλληλη υποψήφια για τη θέση, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει. Η μετάφρασή της ήταν άψογη και επιδέξια. Έπειτα, είχε διαβάσει στο βιογραφικό της πόσο εκτιμούσαν οι προηγούμενοι εργοδότες της τις ικανότητές της τόσο στις διαπραγματεύσεις όσο και στην επικοινωνία με τον κόσμο. Αυτά τα προσόντα θα ήταν πάρα, μα πάρα πολύ σημαντικά για τη συγκεκριμένη συμφωνία που ήθελε να κλείσει. Όμως σκόπευε να της δώσει να καταλάβει ότι δεν έπρεπε να του εναντιώνεται. Η Λόρα αντιλαμβανόταν πως ο Βασίλι Περίμενε μια εξήγηση, αλλά δεν μπορούσε να του πει την αλήθεια. Έπρεπε να παραμείνει ήρεμη και απόλυτα ψύχραιμη, έστω κι αν μέσα της πέθαινε από την ανησυχία. «Αν δεχόμουν την καινούρια θέση που μου πρόσφεραν, θα έπρεπε να εγκατασταθώ στη Νέα Υόρκη. Παραιτήθηκα γιατί προτίμησα να μην πάω». «Επειδή δε θέλετε να ταξιδεύετε; Η θέση της προσωπικής μου βοηθού όμως περιλαμβάνει πολλά ταξίδια, και μάλιστα σε μέρη πολύ πιο μακρινά από τη Νέα Υόρκη». Η ανησυχία της Λόρα μετατράπηκε σε φόβο για μια επικείμενη καταστροφή. Και ο φόβος της επιβεβαιώθηκε με τα επόμενα λόγια του Βασίλι. «Αν υπάρχει κάτι που απαιτώ από τους υπαλλήλους μου πρώτα απ’ όλα τ’ άλλα, δεσποινίς Γουέστκοτ, είναι ειλικρίνεια και εμπιστοσύνη». Σταμάτησε για μια στιγμή κι ύστερα τη ρώτησε: «Είναι αλήθεια ότι σας δόθηκε η επιλογή να φύγετε με τη θέλησή σας από την προηγούμενη δουλειά σας ή να απολυθείτε, εξαιτίας της σχέσης σας με τον άμεσο και αρραβωνιασμένο προϊστάμενό σας, ναι ή όχι;» «Όχι!» το αρνήθηκε αμέσως η Λόρα με σθένος. Αυτή τη φορά στάθηκε αδύνατο να ελέγξει την αντίδρασή της και τα αισθήματά της. Αισθήματα που κρατούσε κλειδωμένα μέσα της μετά από εκείνη την τρομερή και ταπεινωτική στιγμή που ο Χάρολντ και η Νάνσι όρμησαν στην κρεβατοκάμαρα του δωματίου, στο ξενοδοχείο όπου έμενε ο Τζον. Μετά την είχε καλέσει στο γραφείο του ο Χάρολντ, κατηγορώντας την ότι είχε σχέση με τον Τζον τον προϊστάμενο και μέντορά της, έναν
***
άνθρωπο που η Λόρα αγαπούσε και θαύμαζε. Έναν άνθρωπο που έβλεπε σαν πατέρα της στο χώρο της δουλειάς. Εξάλλου, ο Τζον ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος της. Όταν τον πρωτογνώρισε, ήταν χωρισμένος και είχε δυο γιους τους οποίους λάτρευε, γι’ αυτό και είχε χαρεί όταν εκείνος αρραβωνιάστηκε μια πλούσια Αμερικανίδα κοσμική, επίσης χωρισμένη και στην ηλικία του, την οποία είχε γνωρίσει στη Νέα Υόρκη μολονότι η Λόρα δεν κατάφερε ποτέ να συμπαθήσει τη Νάνσι. Το σκουρόχρωμο φρύδι του που ανασηκώθηκε σαρδόνια της φανέρωσε τι ακριβώς πίστευε ο Βασίλι για τη φλογερή άρνησή της. «Πολύ καλά... Ναι, μου δόθηκε αυτή η επιλογή», αναγκάστηκε να παραδεχτεί. «Αλλά δεν είχα σχέση με τον Τζον. Ήταν ο μέντοράς μου, τον έβλεπα σαν πατέρα μου. Δεν είχαμε ερωτική σχέση», κατέληξε σθεναρά. «Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας σας πιστεύει ότι είχατε. Και μάλιστα, ήταν τόσο πεπεισμένος, που σας έδωσε την επιλογή να φύγετε με τη θέλησή σας και να μην πάρει έκταση το θέμα, ή να απολυθείτε στα φανερά και το ζήτημα να γίνει γνωστό, προκαλώντας ζημιά στην επαγγελματική σας υπόληψη. Ο Χάρολντ Τζόνσον έχει υψηλά ηθικά στάνταρντ για τους υπαλλήλους του. Επίσης, είναι ένας πανέξυπνος άνθρωπος, γι’ αυτό και αμφιβάλλω ότι θα προέβαινε σε μια τέτοια κατηγορία εναντίον ενός πολύτιμου, σημαντικού συνεργάτη του, αν δεν ήταν σίγουρος για την ενοχή του. Ήταν σίγουρος για τη δική σας ενοχή, δεσποινίς Γουέστκοτ;» Η Λόρα ξεφύσησε τρέμοντας. «Ναι, ήταν σίγουρος», παραδέχτηκε. «Και ήταν σίγουρος επειδή τόσο ο ίδιος όσο και η μνηστή του Τζον Μέτκαφ σας βρήκαν στο κρεβάτι του Μέτκαφ. Αυτή δεν είναι η αλήθεια;» «Ναι...» Καθώς η βασανιστική σκηνή ξαναπαιζόταν μέσα στο μυαλό της, η Λόρα κατάλαβε από τον τόνο της φωνής της ότι έσβηναν οι ελπίδες της να πάρει τη θέση. Ή έφταιγε το καταδικαστικό του βλέμμα, που αυτή τη στιγμή έκανε κομμάτια την περηφάνια της.
***
Χωρίς να ξέρει τι, κάτι της έδωσε ξαφνικά την αποφασιστικότητα και τη δύναμη να επιμείνει. «Αλλά τα πράγματα δεν ήταν όπως έδειχναν. Με τον Τζον είχαμε δουλέψει μέχρι αργά για έναν πελάτη και μετά ο πελάτης μας έβγαλε έξω για δείπνο. Στη συνέχεια μας πήγε σ’ ένα κλαμπ. Κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή στις εφημερίδες κάποια άρθρα που μιλούσαν για τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι νεαρές γυναίκες που έπαιρναν ταξί αργά τη νύχτα, ειδικά από τα κλαμπ. Ήμαστε και οι δύο κουρασμένοι και ξέραμε ότι έπρεπε να σηκωθούμε νωρίς το πρωί. Έτσι ο Τζον μου πρότεινε να μείνω στη σουίτα του, στο ξενοδοχείο. Το είχαμε ξανακάνει...» «Πότε; Πριν αρραβωνιαστεί; Όταν ήταν ελεύθερος;» «Ναι, αλλά...» «Έμαθα πως, όταν δεχτήκατε να μείνετε στη σουίτα του, ο Τζον Μέτκαφ αντιμετώπιζε προβλήματα με τον αρραβώνα του. Η μνηστή του του είχε πει ότι πίστευε πως τα αισθήματά σας γι’ αυτόν δεν ήταν μόνο συναδελφικά». «Αυτό δεν το ήξερα. Ο Τζον είναι πολύ πιστός. Δε θα συζητούσε ποτέ τη σχέση του με τη Νάνσι μαζί μου. Δεν είχα ιδέα ότι του είχε πει πως δεν της άρεσε που συνεργαζόμαστε τόσο στενά». «Επειδή ένιωθε ότι θέλατε να σφετεριστείτε τη θέση της στη ζωή του και να γίνετε εσείς γυναίκα του;» «Αυτό είπε στον Χάρολντ», αναγκάστηκε να παραδεχτεί η Λόρα. «Ο Τζον μου είπε μετά ότι δεν της άρεσε που ήταν υποχρεωμένος να δουλεύει τόσες ώρες μέχρι αργά». «Εσείς όμως ήσαστε πολύ ευχαριστημένη που μοιραζόσαστε μαζί του αυτές τις ώρες... και το κρεβάτι του». «Όχι. Σας το είπα και πριν. Με τον Τζον ήμαστε κοντά, είναι η αλήθεια, αλλά για μένα υπήρξε μόνο ο μέντοράς μου και τον έβλεπα σαν πατέρα». «Σας βρήκαν στο κρεβάτι του, όμως». «Ναι, γιατί επέμενε να μου το παραχωρήσει. Εκείνος κοιμήθηκε στον καναπέ, στο καθιστικό της σουίτας». «Πολύ βολική δικαιολογία, που δεν μπορεί να αποδειχτεί. Αν και η προθυμία σας να αποχωρήσετε και να μην αγωνιστείτε για να
***
αποδείξετε την υποτιθέμενη αθωότητά σας τα λέει όλα». Η Λόρα έκλεισε τα μάτια της. Ναι, είχε αποχωρήσει, αλλά μονάχα για να γλιτώσει την ηλικιωμένη θεία της από την ταραχή και την αγωνία να δει την ανιψιό της να διασύρεται δημόσια, όπως τη διέσυρε εκείνη τη στιγμή ο Βασίλι. Από μια άποψη, ο Βασίλι είχε δίκιο. Το γεγονός ότι δεν είχε μοιραστεί με τον Τζον το κρεβάτι του εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να αποδειχτεί. Αλλά το ότι δεν υπήρξαν ποτέ εραστές μπορούσε αφού ήταν ακόμα παρθένα. Όχι βέβαια πως θα το παραδεχόταν αυτό σε κανέναν και ειδικά σ’ εκείνον. Ήταν το μυστικό της, ένα μυστικό που τη γέμιζε ντροπή και αμηχανία. Μια γυναίκα πάνω από είκοσι που δεν είχε σχεδόν καμιά ερωτική εμπειρία, επειδή... Επειδή είχε αφοσιωθεί στις σπουδές της. Επειδή απλά δεν είχε γνωρίσει το σωστό άντρα τη σωστή στιγμή. Και όχι εξαιτίας του εφηβικού έρωτά της για τον άντρα που στεκόταν τώρα μπροστά της και την κοιτούσε περιφρονητικά. Θύμωνε και ντρεπόταν και μόνο στη σκέψη ότι θα υποχρεωνόταν να παραδεχτεί πως λόγω του Βασίλι είχε μείνει παρθένα· επειδή ο εφηβικός έρωτάς της γι’ αυτόν ήταν τόσο δυνατός που δεν είχε ποθήσει ποτέ κανέναν άλλον με την ίδια ένταση. Αλλά αυτό δεν άλλαζε το γεγονός πως ο Βασίλι είχε σχηματίσει λάθος άποψη γι’ αυτήν και την κατηγορούσε άδικα. Την προηγούμενη φορά η Λόρα είχε επιλέξει να αποχωρήσει, τώρα όμως ήταν αποφασισμένη να υπερασπιστεί τον εαυτό της και αυτό θα έκανε. «Είναι προφανές πως αυτό θέλετε να πιστεύετε». Τα λόγια ξεπήδησαν από τα χείλη της πριν προλάβει να τα συγκρατήσει. Αλλά δε θα ζητούσε συγνώμη... παρ’ ότι ο Βασίλι την κοιτούσε επικίνδυνα, σαν τα γιαταγάνια των πολεμιστών προγόνων του στην έρημο. «Που σημαίνει;» τη ρώτησε. «Σημαίνει ότι θέλετε να έχετε άσχημη γνώμη για μένα», του απάντησε, μένοντας στις θέσεις της. «Ο Χάρολντ και η Νάνσι ερμήνευσαν λάθος αυτό που είδαν. Ο Τζον κι εγώ τους εξηγήσαμε,
***
αλλά δεν ήθελαν να ακούσουν. Κι εσείς τώρα με έχετε ήδη κρίνει, βασισμένος στις υποθέσεις των άλλων για μένα. Απ’ όσα είχα διαβάσει για σας, θεωρούσα ότι είστε ένας άνθρωπος που παίρνει μόνος του τις αποφάσεις του κι όχι ένας άνθρωπος που ακολουθεί τυφλά το κοπάδι». Ο Βασίλι δυσκολευόταν να κρύψει τη δυσπιστία του. Για μια ακόμα φορά τολμούσε να τον προκαλεί. Τη διέκρινε μια περηφάνια και ένα αίσθημα ανεξαρτησίας, αυτό όφειλε να της το αναγνωρίσει. Εκείνος όμως δεν ήθελε ανεξαρτησία σε μια βοηθό. «Λαμβάνω υπόψη μου τη γνώμη των άλλων. Ποιος δεν το κάνει; Κι αυτό που μου λέει η δική μου η γνώμη μέχρι στιγμής είναι ότι, παρά το έξοχο βιογραφικό σας, τίποτε απ’ όσα είπατε δε με πείθει να θέλω να σας προσλάβω ως βοηθό μου μια θέση που απαιτεί ένα άτομο διακόσια τοις εκατό αξιόπιστο και έμπιστο. Εσείς δεν είστε. Η κατηγορία που σας βάρυνε στην προηγούμενη δουλειά σας το αποδεικνύει αυτό και γνωρίζω ήδη από προσωπική εμπειρία ότι είστε, αν όχι αναξιόπιστη, τουλάχιστον κάποια που δε βάζει το καθήκον πάνω από τη διασκέδαση». Ορίστε, αυτό θα την έβαζε στη θέση της και θα σταματούσε να τον κοιτά με την ξεκάθαρη έκφραση της γυναικείας περηφάνιας που, για κάποιο λόγο, τον έκανε να σκέφτεται όλους τους τρόπους με τους οποίους, ως άντρας, αυτή η περηφάνια τον προκαλούσε. Όλους τους τρόπους; Ο Βασίλι ξαφνιάστηκε από την απρόσκλητη αυτή ερώτηση. Αν την κοιτούσε σαν γυναίκα, ήταν απλά γιατί έπρεπε να την κρίνει σε βάθος. Το τελευταίο που ήθελε ήταν μια βοηθό που θα δημιουργούσε ερωτικό όλεθρο όπου εμφανιζόταν. Από προσωπική εμπειρία; Τι εννοούσε; Η Λόρα σκόπευε να το μάθει. «Ποια εμπειρία;» τον ρώτησε θυμωμένα. «Αυτή είναι η πρώτη φορά που συναντιόμαστε». «Αυτοπροσώπως, ίσως. Αλλά γνωρίζω πολύ καλά πώς συμπεριφερθήκατε όταν η θεία σας, την οποία είχα προσλάβει για να συνοδεύει την αδερφή μου εδώ στο Λονδίνο, σας ζήτησε να την αντικαταστήσετε όταν η ίδια μπήκε στο νοσοκομείο. Όταν η αδερφή μου σας τηλεφώνησε για να σας ενημερώσει για την
***
παράκληση της θείας σας, εσείς προτιμήσατε να πάτε στη Νέα Υόρκη με φίλους σας έστω κι αν ξέρατε πως η θεία σας βασιζόταν σ’ εσάς. Κατά τη γνώμη μου, ένα άτομο που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του απέναντι στην οικογένειά του δε θα τις εκπληρώσει ούτε απέναντι στον εργοδότη του». Το μυαλό της έκπληκτης Λόρα πλημμύρισε σκέψεις. Ήταν η πρώτη φορά που τα άκουγε όλα αυτά. Το τελευταίο πράγμα που θα έκανε ποτέ ήταν να απογοητεύσει τη θεία της, κάτι που της ήρθε αυθόρμητα να πει. Αλλά ακόμα κι όταν άνοιξε το στόμα της να μιλήσει για να του πει ότι δεν είχε δεχτεί ποτέ κανένα τηλεφώνημα από την αδερφή του, πόσο μάλλον να αρνηθεί να βοηθήσει τη θεία της γιατί προτιμούσε να πάει στη Νέα Υόρκη με φίλους, θυμήθηκε ότι κάποτε είχε ακούσει την Αλίνα, που είχε πάει στο γραφείο της διεύθυνσης για να ζητήσει ένα παυσίπονο, να παραπονιέται στη θεία της ότι ο αδερφός της ήταν πολύ αυστηρός μαζί της και είχε συμβουλέψει τους γονείς της να μην την αφήσουν να περάσει το Σαββατοκύριακο με μια άλλη μαθήτρια. «Μόνο και μόνο επειδή ο Βασίλι δεν εγκρίνει τον αδερφό της», είχε διαμαρτυρηθεί τότε η Αλίνα. Μπορεί η Λόρα να τη συμπονούσε, αλλά ένα μικρό κομμάτι του εαυτού της τη ζήλευε που είχε έναν τόσο προστατευτικό αδερφό. Τότε όμως πίστευε πως ο Βασίλι δεν έκανε σε τίποτα λάθος. Τώρα ωστόσο ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να σκεφτεί ότι η Αλίνα μπορεί να είχε τους λόγους της που είχε πει ψέματα στον αδερφό της. Ένα αίσθημα αδερφικής αλληλεγγύης την έκανε να μη θέλει να προδώσει την άλλη κοπέλα, έστω κι αν αυτή η αλληλεγγύη της κόστιζε την υπόληψή της. Εξάλλου, τι νόημα είχε να προσπαθήσει να υπερασπιστεί τον εαυτό της, όταν ήταν ολοφάνερο πως εκείνος ήθελε να σκέφτεται τα χειρότερα γι’ αυτήν; Ανήθικη και αναξιόπιστη, αυτή ήταν η γνώμη του για κείνη. Δεν μπορεί να ήταν πόνος αυτό που ένιωθε. Για ποιο λόγο η προδικασμένη γνώμη ενός άντρα τόσο υπερόπτη και περιφρονητικού, που την είχε ήδη κάνει να τον αντιπαθήσει, να της
***
προκαλέσει πόνο; Δεν ήταν πόνος... Ήταν στενοχώρια που δε θα έπαιρνε τη δουλειά που τόσο χρειαζόταν, αυτό ήταν. «Δεν έχετε τίποτα να πείτε;» την προκάλεσε ο Βασίλι. «Ποιο το νόημα; Από τη στιγμή που έχετε ήδη βγάλει τα συμπεράσματά σας για μένα...» Δε θα του έδειχνε πόσο πολύ την πείραζε που δε θα έπαιρνε τη δουλειά. Ανασηκώνοντας το πιγούνι της, του είπε παγερά: «Δε βλέπω για ποιο λόγο να χάνουμε περισσότερο το χρόνο μας, ούτε εσείς ούτε εγώ. Είναι προφανές ότι δε με θέλετε για βοηθό σας». «Σωστά», συμφώνησε εκείνος κοφτά και σταμάτησε για λίγο, πριν προσθέσει απρόθυμα: «Ωστόσο, δυστυχώς, με δεδομένο το εξαιρετικό βιογραφικό σας σχετικά με τις γνώσεις σας στις γλώσσες και τις διαπραγματεύσεις, σε συνδυασμό με την αποτυχία του γραφείου να μου βρει μια καλύτερη υποψήφια και την αναγκαιότητα να βρω αμέσως καινούρια βοηθό, αποφάσισα ότι σ’ αυτή την περίπτωση δεν έχω εναλλακτική παρά να παραμερίσω τους ενδοιασμούς μου και να σας προσφέρω ένα προσωρινό συμβόλαιο για τους επόμενους έξι μήνες. Αν στο τέλος αυτού του χρονικού διαστήματος οι διαπραγματεύσεις με τους Κινέζους έχουν ικανοποιητική έκβαση, τότε θα λάβετε και ένα γενναιόδωρο μπόνους». Η Λόρα πολύ θα ήθελε να μπορούσε να απορρίψει την προσφορά του. Αλλά δεν μπορούσε. Από τη φωνή του καταλάβαινε πόσο τον δυσαρεστούσε το γεγονός ότι αναγκαζόταν να της προσφέρει τη θέση. Δεν της το είχε πει από αδυναμία ή από ευαισθησία. Όχι, της το είχε πει γιατί ήθελε να ξέρει πόσο την περιφρονούσε. Αν προηγουμένως είχε νιώσει αδικημένη επειδή την είχαν κατηγορήσει άδικα και είχε γίνει το εξιλαστήριο θύμα της αβάσιμης ζήλιας της Νάνσι, αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ωμή, πικρή γεύση της μιζέριας που αναγκαζόταν να καταπιεί τώρα. Αλλά δε θα τον άφηνε και να νομίζει πως του ήταν ευγνώμων. Ανασήκωσε το πιγούνι της και του είπε όσο πιο θαρρετά μπορούσε: «Δυστυχώς για μένα, δεν έχω άλλη επιλογή παρά να δεχτώ την προσφορά σας. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι θέλω να τη δεχτώ ή ότι
***
θέλω να δουλέψω μαζί σας. Δε θέλω». Η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους δονήθηκε από την αμοιβαία εχθρότητα. «Και για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα», συνέχισε ο Βασίλι, «όποια κι αν ήταν η τακτική σας ή τα σχέδιά σας στην προηγούμενη δουλειά σας, ως βοηθός μου η σχέση μας θα είναι καθαρά επαγγελματική. Όποια γυναίκα πιστεύει ότι μια συνεργασία μαζί μου είναι ο σύντομος δρόμος για το κρεβάτι μου και, μέσω αυτού, για το γάμο κάνει μεγάλο λάθος». Για το κρεβάτι του; Για μια στιγμή η Λόρα πανικοβλήθηκε. Μήπως ο Βασίλι κάπως, με κάποια επικίνδυνη δύναμη, είχε μάθει για τον εφηβικό έρωτά της; Ένα ισχυρό ρίγος ντροπής τη διαπέρασε, αλλά αμέσως μετά επικράτησε η λογική της. Όχι βέβαια, δεν το ήξερε. Κανείς δεν το ήξερε. Ούτε καν η θεία της. Αλλά, ακόμα κι έτσι, ήθελε να του ξεκαθαρίσει ότι δεν ήταν μια γυναίκα που έτρεχε πίσω από έναν άντρα... οποιονδήποτε άντρα, αλλά ειδικά αυτόν. «Εσείς και το κρεβάτι σας είστε απόλυτα ασφαλείς από μένα», τον διαβεβαίωσε. Και ανίκανη να συγκροτήσει τα αισθήματά της, πρόσθεσε με σθένος: «Είναι προφανές ότι πιστεύετε πως είστε κελεπούρι, αλλά εγώ δεν έχω την ίδια γνώμη. Αν, και όταν, παντρευτώ θα είναι επειδή θα αγαπώ τον άντρα που παντρεύομαι και θα μ’ αγαπά κι εκείνος. Επειδή θα θέλουμε και οι δύο να ορκιστούμε παντοτινή δέσμευση ο ένας στον άλλον». «Παντοτινή δέσμευση; Κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να το υπόσχεται αυτό». Υπήρχε πολύς θυμός στη φωνή του και κάτι άλλο που η Λόρα δεν μπορούσε να αναλύσει. Καθώς μιλούσε, ο Βασίλι είχε αφήσει κάτω τα χαρτιά που κρατούσε και είχε κάνει μερικά βήματα προς το μέρος της, χωρίς καν να συνειδητοποιεί τι έκανε, πόσο μάλλον να καταλάβει το λόγο που το έκανε. Η εμπειρία που βίωνε ν’ αφήνει τα σχόλια μιας γυναίκας να μπαίνουν στο πετσί του μιας γυναίκας που αντιπαθούσε και δεν εμπιστευόταν του ήταν τόσο άγνωστη, που χρειάστηκε αρκετά δευτερόλεπτα και αρκετά βήματα προς το
***
μέρος της Λόρα πριν μπορέσει να ελέγξει τις αντιδράσεις του, σωματικές και συναισθηματικές. Μεγαλύτερο πλήγμα στην περηφάνια του όμως προκάλεσε η σοκαρισμένη, σχεδόν έντρομη έκφραση στο πρόσωπό της καθώς η Λόρα οπισθοχωρούσε. Και μάλιστα, υψώνοντας μπροστά της τις παλάμες της, σαν να ήθελε να τον αποκρούσει... σαν να απεχθανόταν ακόμα και τη σκέψη ότι θα την ακουμπούσε. . . Πώς τολμούσε να παριστάνει την ηθικολόγο; Πώς τολμούσε να εικάζει ότι έπρεπε να προστατέψει τον εαυτό της από το άγγιγμά του, μετά την προειδοποίησή του να κρατήσει τις αποστάσεις της; Ο Βασίλι είχε πολύ έντονα ανεπτυγμένο το αίσθημα της περηφάνιας, την οποία η τωρινή αντίδραση της Λόρα Γουέστκοτ είχε κάνει κομμάτια. Καμιά γυναίκα δεν είχε αντιδράσει ποτέ μα ποτέ έτσι απέναντι του. Και το γεγονός ότι ήταν η συγκεκριμένη γυναίκα που τον απέρριπτε τόσο απροκάλυπτα πυροδότησε μέσα του έναν άγριο αντρικό πόθο να της δείξει πόσο εύκολα μπορούσε να την τιμωρήσει κάνοντάς τη να τον θέλει. Μια οργισμένη και ενστικτώδης ανάγκη για κυριαρχία γεννήθηκε μέσα του, απειλώντας να παραβιάσει κάθε κανόνα, να αψηφήσει κάθε περιορισμό, κάθε όριο που είχε επιβάλει στον εαυτό του. Τον πλημμύρισε με τέτοια ταχύτητα, που με τη φαντασία του άπλωνε ήδη τα χέρια του προς το μέρος της. Την έπαιρνε στην αγκαλιά του, γλιστρούσε τις παλάμες του στο μεταξένιο χείμαρρο των μαλλιών της και τα ένιωθε να γλιστρούν ανάμεσα στα δάχτυλά του, να τυλίγονται γύρω τους και να τον δένουν μαζί της, κάνοντάς την πρόθυμη αιχμάλωτη στην κατάκτηση του φιλιού του. Τα χείλη της άνοιγαν κάτω από τα δικά του απαλά και ανυπόμονα καθώς του παραδινόταν. Το κεφάλι της έγερνε πίσω αποκαλύπτοντας την ντελικάτη καμπύλη του λαιμού της, την επιδερμίδα της που ήταν απαλή σαν το λευκό φτερό του περιστεριού στις οάσεις της φυλής της μητέρας του. Και όπως με το ζωοδόχο νερό εκείνων των οάσεων, ο Βασίλι ικανοποιούσε τη δίψα του και καταλάγιαζε την ανάγκη της περηφάνιας του για εκδίκηση μέσα στους απαλούς ήχους απόλαυσης που έβγαιναν από τα χείλη της, καθώς εκείνη
***
υποτασσόταν στην αισθησιακή τιμωρία ενός φιλιού που της αποδείκνυε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι τον ήθελε. Την άκουγε να αναστενάζει και να κλαψουρίζει από πόθο ενώ κολλούσε το κορμί της στο δικό του, προσφέροντάς του πρόθυμα τον εαυτό της... Ο πόνος που ένιωσε στο ερεθισμένο κορμί του επανέφερε απότομα τον Βασίλι στην πραγματικότητα, τραβώντας τον μακριά από το επικίνδυνο μέρος όπου τον οδηγούσαν οι θυμωμένες σκέψεις του... με περισσότερους από έναν τρόπους. Ευτυχώς, η τιμωρία που ήθελε να επιβάλει στη Λόρα Γουέστκοτ είχε διαδραματιστεί μόνο στη φαντασία του. Φυσικά, είχε αρκετή λογική ώστε να μην προχωρήσει ούτε εκατοστό πιο κοντά της, πόσο μάλλον να την αγγίξει παρά το θυμό που του είχε προκαλέσει με τη φανερά προσποιητή προσπάθειά της να τον εκνευρίσει, παριστάνοντας την τρομοκρατημένη στη σκέψη του αγγίγματος του. Μια γυναίκα σαν αυτή θα ήταν σίγουρα μαθημένη να χειρίζεται τις καταστάσεις προς όφελος της. Μετά την προειδοποίησή του να κρατήσει τις αποστάσεις της, σίγουρα θα ήλπιζε να του προκαλέσει πόθο, αλλά, δυστυχώς γι’ αυτήν, είχε αποτύχει. Τώρα όμως που ο Βασίλι είχε ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του θα την έβαζε στη θέση της και θα φρόντιζε να μη χάσει ποτέ ξανά αυτό τον αυτοέλεγχο. Καθώς όμως απομακρυνόταν από κοντά της, συνειδητοποίησε πως τώρα είχε άλλον ένα λόγο να μη θέλει τη Λόρα για βοηθό του. Άλλον ένα λόγο να μην τη θέλει. Αλλά δεν είχε επιλογή παρά να την προσλάβει. Η διαπίστωση αυτή του άφησε μια πικρή γεύση στο στόμα. «Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο», της είπε ψυχρά. «Οι διαπραγματεύσεις μου βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο. Έχω έτοιμο το συμβόλαιο πρόσληψης για να το υπογράψετε. Μόλις υπογράψετε, θα σας δώσω μια περίληψη των διαπραγματεύσεων μέχρι στιγμής για να τη μελετήσετε και να ενημερωθείτε για το τι έχει συμβεί». «Εκτός από το παρελθόν, θα πρέπει να μάθω και τα μελλοντικά σας σχέδια», παρατήρησε η Λόρα. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή να ασχοληθεί με όσα είχε νιώσει
***
όταν ο Βασίλι την πλησίασε λες και σκόπευε να την αγγίξει. Είχε νιώσει έτσι γιατί δεν ήθελε να την αγγίξει, αυτό ήταν όλο, όχι γιατί ήθελε. Και μόνο η ιδέα ήταν... ήταν απαράδεκτη. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, συνέχισε κατηγορηματικά. «Όπως γνωρίζετε και ο ίδιος, οι διαπραγματεύσεις με τους Κινέζους είναι πολύ ευαίσθητες. Η λάθος παύση ανάμεσα στις λέξεις ή το λάθος βλέμμα ή η χρήση της λάθος λέξης μπορεί να παγώσει τις εξελίξεις πολύ περισσότερο απ’ όσο θα φανταζόμαστε εμείς εδώ στη Δύση. Ξέρω ότι, όταν κάποιο καινούριο πρόσωπο εμφανίζεται στην ομάδα, η τάση είναι να το αφήνουν λίγο στο περιθώριο μέχρι να αποδείξει την αξία του, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση...» «Θα σας ενημερώσω προσωπικά γι’ αυτή την πλευρά των διαπραγματεύσεων αύριο το απόγευμα, στη διάρκεια της πτήσης για τη συνάντηση με τους Κινέζους, αφού βεβαιωθώ ότι έχετε καταλάβει σωστά τα όσα έχουν ήδη συμβεί». Η Λόρα έγνεψε καταφατικά. Ήταν πολύ σωστή επαγγελματίας και δεν είχε καμιά αμφιβολία για την ικανότητά της να αφομοιώνει τα γεγονότα που έπρεπε να ξέρει. «Σε ποιο μέρος της Κίνας θα πάμε; Ρωτάω, για να πάρω μαζί μου τα κατάλληλα ρούχα». «Δε θα πάμε στην Κίνα. Στο Μαυροβούνιο θα πάμε. Ο Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ, ο επικεφαλής της εταιρείας με τον οποίο διαπραγματεύομαι για να συνεργαστούμε στην ανάπτυξη καινούριων, σύγχρονων εμπορικών λιμανιών, εξέφρασε την επιθυμία να επισκεφτεί το Μαυροβούνιο. Παράλληλα ενδιαφέρεται και για την πιθανή ανάπτυξη τουριστικών θερέτρων στις κινέζικες ακτές. Στην αντιπροσωπεία που έρχεται θα είναι και η σύζυγός του, η Γου Γινγκ, φυσικά, καθώς και κυβερνητικά στελέχη και μεταφραστές. Επιπλέον, στην ομάδα συμμετέχει κι ένας ανιψιός του Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ, ο Κανγκ Λη. Η μητέρα του Κανγκ Λη ήταν Κινεζοαμερικανίδα κι εκείνος σπούδασε στην Αμερική. Είναι πολύ δεμένος με τον θείο του κι όλα δείχνουν ότι προορίζεται να αναλάβει κάποια μέρα τα ηνία της εταιρείας. Κυκλοφορεί μάλιστα και μία φήμη ότι ίσως είναι γιος του Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ αν και δεν αναφέρεται ανοιχτά και σίγουρα δε θα επαληθευτεί ποτέ
***
επίσημα. »Η επιτυχία αυτών των διαπραγματεύσεων θα επηρεάσει θετικά τη δουλειά μου, όχι σ’ αυτό το συμβόλαιο. Ο τρόπος που ενεργώ και η επαγγελματική μου υπόληψη στον κόσμο των επιχειρήσεων στην Κίνα θα κριθεί από την επιτυχία αυτού του συμβολαίου. Με την υπογραφή του θα μου ανοίξουν πόρτες σε περαιτέρω επενδύσεις και συνεργασίες με Κινέζους συνεταίρους. Ο βοηθός μου έχει ετοιμάσει μια λίστα με τους επισήμους που θα συνοδέψουν την οικογένεια στο Μαυροβούνιο. Το σχέδιο που πρότεινε ο Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ, μέσω του Κανγκ Λη, είναι να σχηματιστεί μια μικρότερη ομάδα από την όλη κουστωδία του, ώστε να γίνουν λιγότερο τυπικές και κατά συνέπεια περισσότερο παραγωγικές συναντήσεις, για να καταλήξουν οι διαπραγματεύσεις σε ένα αμοιβαία ικανοποιητικό αποτέλεσμα». «Οι Κινέζοι είναι αριστοτέχνες στη μεθόδευση ευγενικών και εφευρετικών καθυστερήσεων, αν θέλουν να χρησιμοποιήσουν τέτοιες τακτικές», παρατήρησε η Λόρα. «Ναι. Το έχω σκεφτεί. Μέρος των καθηκόντων σας θα είναι να φροντίσετε ώστε η χρήση αυτών των τακτικών να βρίσκεται υπό έλεγχο. Και όσο για τα ρούχα... πάρτε μαζί σας κάποια βασικά. Έχω ήδη παραγγείλει για σας μια κατάλληλη γκαρνταρόμπα που θα σας περιμένει στον προορισμό μας. Θα σας ζητήσω να είστε εδώ αύριο το πρωί στις έντεκα και μισή». Ο Βασίλι είχε ήδη γυρίσει την πλάτη του προς το μέρος της για να επιστρέφει στο γραφείο του προτού η Λόρα προλάβει να συνειδητοποιήσει τι είχε ακούσει, πόσο μάλλον να διατυπώσει τις δικαιολογημένες αντιρρήσεις της για την αυταρχική αυτή συμπεριφορά του σχετικά με το ντύσιμό της, ή να του πει πως δεν της άρεσε που ήταν τόσο σίγουρος ότι εκείνη θα δεχόταν τη θέση, ώστε είχε ήδη δώσει εντολές για την γκαρνταρόμπα της. Μόνο που άλλο ήταν ο αυτοσεβασμός κι άλλο να μεροληπτεί από πείσμα στη δουλειά που χρειαζόταν τόσο απελπισμένα, αν ήθελε να είναι σε θέση να συνεχίσει να βοηθά τη θεία της. Η θεία της είχε θυσιάσει πολλά για να τη μεγαλώσει. Το λιγότερο που μπορούσε να
***
κάνει τώρα η Λόρα για εκείνη ήταν να θυσιάσει την περηφάνια της. Δεν της φαινόταν περίεργο ένας εργοδότης να απαιτεί συγκεκριμένο ντύσιμο από τους υπαλλήλους του, ούτε και είχε αντίρρηση πάνω σ’ αυτό. Στην προηγούμενη δουλειά της, μάλιστα, έπαιρνε επίδομα ένδυσης. Αλλά η σκέψη ότι κάποιος άλλος είχε διαλέξει τα ρούχα της ειδικά αν αυτός ο άλλος ήταν ο Βασίλι της προκαλούσε μια αίσθηση που δεν της άρεσε καθόλου. Ακόμα χειρότερες ταπεινωτικές, για την ακρίβεια ήταν οι απρόσμενες και ανεπιθύμητες εικόνες από λεπτά και αισθησιακά μεταξωτά και σατέν εσώρουχα που είχαν σχηματιστεί στο μυαλό της. Τέτοιες εικόνες ήταν ανάρμοστες. Τα ρούχα που της είχε διαλέξει ο Βασίλι ήταν ρούχα δουλειάς. Καθώς ερχόταν εδώ νωρίτερα, είχε προσπεράσει ένα δυο μαγαζιά με ακριβά εσώρουχα και οι εικόνες της βιτρίνας τους είχαν αποτυπωθεί στο μυαλό της, γι’ αυτό έκανε τέτοιες σκέψεις. Για κανέναν άλλο λόγο. Μπορεί ο Βασίλι Ντιεμίντοφ να ήταν το είδος του άντρα που είχε το στυλ και το καλό γούστο να αγοράζει στις ερωμένες του τα εσώρουχα που λατρεύουν οι γυναίκες, αλλά εκείνη δεν ήταν σίγουρα απ’ αυτές που θα ήθελε για ερωμένη του. Ούτε και η ίδια ήθελε να γίνει. «Εδώ είναι οι πληροφορίες που θα χρειαστείτε κι αυτό είναι το συμβόλαιό σας». Είχε στραφεί προς το μέρος της, και το πρόσωπό της άρχισε να φλογίζεται. Σύνελθε, προειδοποίησε τον εαυτό της, παίρνοντας τα χαρτιά που εκείνος είχε αφήσει πάνω στο τραπεζάκι του καφέ κοντά της, χωρίς όμως να την αγγίξει. Κι άλλο ανεπιθύμητο σκίρτημα στην καρδιά της. Ήξερε τη γνώμη του γι’ αυτήν. Ήξερε πως δεν τη συμπαθούσε, ούτε την εμπιστευόταν. Η συμπεριφορά του απέναντι της τώρα που τον είχε γνωρίσει από κοντά τής αποκάλυπτε έναν άντρα έντονα ανταγωνιστικό, που δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον λευκό ιππότη που φανταζόταν ως έφηβη. Με δεδομένο αυτό, λοιπόν, γιατί θα έπρεπε να αισθάνεται πληγωμένη και παραμελημένη που της έδειχνε καθαρά ότι δεν ήθελε καμιά σωματική επαφή μαζί της; Ήταν πιο ασφαλές να αφοσιωθεί στη γρήγορη ανάγνωση του
***
συμβολαίου παρά να αφήσει τον εαυτό της να αναζητήσει μια ειλικρινή απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση. Ανακουφισμένη, διάβασε το συμβόλαιο δύο φορές. Όπως ήξερε ήδη, η αμοιβή για τη θέση ήταν πολύ γενναιόδωρη και με το επιπλέον μπόνους που είχε αναφέρει ο Βασίλι γι’ αυτό το εξάμηνο συμβόλαιο, η Λόρα θα είχε την οικονομική εξασφάλιση που χρειαζόταν. Ωστόσο κάτι της έλεγε ότι θα πλήρωνε μεγάλο τίμημα γι’ αυτή την οικονομική εξασφάλιση. Όχι με τη διακόσια τοις εκατό αφοσίωση στη δουλειά που είχε απαιτήσει ο Βασίλι, αλλά με κόστος την περηφάνια και τον αυτοσεβασμό της επειδή θα δούλευε για κάποιον που την αντιπαθούσε και την απεχθανόταν. Όσοι έχουν ανάγκη δεν έχουν επιλογή, υπενθύμισε κατηγορηματικά στον εαυτό της. Για εκείνη, τώρα, η περηφάνια και ο αυτοσεβασμός ήταν πολυτέλειες. Τη χρειαζόταν αυτή τη δουλειά. Βάζοντας το χέρι της μέσα στην τσάντα της, έβγαλε το ακριβό στυλό που της είχε χαρίσει ο Τζον στην επέτειο του πρώτου χρόνου της συνεργασίας τους. Είχε ζητήσει να χαράξουν επάνω το όνομά της και η Λόρα το φύλαγε σαν θησαυρό, ένα πολύτιμο δώρο πίστης στις επαγγελματικές ικανότητές της. Ο καλός της ο Τζον. Παρά τα όσα είχαν συμβεί, ήταν έντιμος άνθρωπος. Είχε ταραχτεί πολύ με τις εξελίξεις, αν και η Λόρα υποπτευόταν ότι ένα κομμάτι μέσα του είχε κρυφά κολακευτεί που η μνηστή του ήταν τόσο κτητική απέναντι του. Αφού υπέγραψε το συμβόλαιο, το άφησε ξανά πάνω στο τραπεζάκι του καφέ και πήρε τα άλλα χαρτιά. «Είπατε ότι θέλετε να είμαι εδώ αύριο στις έντεκα και μισή το πρωί;» ρώτησε για επιβεβαίωση. «Ναι. Θα πετάξουμε με το ιδιωτικό μου τζετ. Στη διάρκεια της πτήσης θα συζητήσουμε τι έχετε αντιληφθεί για τις μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις». Δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο να ειπωθεί. Βάζοντας τα χαρτιά μέσα στην τσάντα της, η Λόρα πήγε στην πόρτα. Είχε πολλή δουλειά να κάνει, αν ήθελε να είναι σε θέση να
***
απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση της έθετε ο Βασίλι την αυριανή μέρα, αλλά παραδόξως, καθώς διέσχιζε τη Σλόουν Στρητ πηγαίνοντας προς τη στάση του μετρά, αυτό που την απασχολούσε δεν ήταν ανησυχία για τη δουλειά. Αντίθετα, αυτό που είχε καταλάβει τις σκέψεις και τα αισθήματά της ήταν η γελοία και επικίνδυνη αντίδρασή της εκείνη τη στιγμή που είχε σταματήσει η καρδιά της μέσα στο διαμέρισμα, όταν, πράγμα απίστευτο, της είχε φανεί ότι ο Βασίλι θα την άγγιζε. Ο τρόμος και η απέχθεια που είχε νιώσει δονήθηκαν ξανά μέσα της τώρα. Φούντωσε ολόκληρη και αμέσως μετά την έλουσε κρύος ιδρώτας αναλογιζόμενη πόσο ανόητα και αυθόρμητα είχε αντιδράσει. Ήταν σχεδόν έτοιμη να τον πλησιάσει και να του απλώσει τα χέρια της σαν να... σαν να ήθελε να την αγγίξει. Που δεν ήθελε, φυσικά. Δεν ήταν δεκατεσσάρων χρόνων πια. Κι εκείνος δεν ήταν ο λευκός ιππότης με την αστραφτερή πανοπλία τον οποίο είχε φανταστεί στις νεανικές της ονειροπολήσεις. Ήταν ένας αυταρχικός, υπεροπτικός άντρας, χωρίς ίχνος ιπποτισμού στην προσωπικότητά του. Αλλά για κάποιο λόγο το σώμα της είχε ριγήσει αψήφιστα στην προοπτική του αγγίγματος του. Δεν ήταν ν’ απορεί που είχε νιώσει τρόμο και απέχθεια με την προδοσία του ίδιου της του εαυτού. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά του μετρό, η Λόρα δεν μπόρεσε να μην ευχηθεί να μην ήταν αναγκασμένη να δεχτεί αυτή τη δουλειά. Η πραγματικότητα όμως ήταν ότι δεν είχε άλλη επιλογή. *** Όταν η Λόρα έφυγε, ο Βασίλι πήρε στα χέρια του το υπογεγραμμένο συμβόλαιο. Η υπογραφή της ήταν κομψή και καλοσχηματισμένη, όπως και η ίδια. Η σκέψη αυτή τον έκανε να συνοφρυωθεί καθώς αρχειοθετούσε το συμβόλαιο. Δεν ήθελε να κάνει προσωπικές σκέψεις για τη Λόρα Γουέστκοτ, σκέψεις που θα εισέβαλλαν στον προσωπικό πνευματικό και συναισθηματικό του κόσμο.
***
Αφού κλείδωσε το συμβόλαιο στο γραφείο του, ανασηκώθηκε και η ματιά του έπεσε στις ασημένιες κορνίζες με τις οικογενειακές φωτογραφίες στον μπουφέ απέναντι του. Τις είχε βάλει εκεί η ετεροθαλής αδερφή του, όταν έμενε μαζί του στο διαμέρισμα πριν παντρευτεί. Πλησίασε και τις κοίταξε, παίρνοντας στο χέρι του αυτή που ήταν σχεδόν κρυμμένη πίσω από τις άλλες μια φωτογραφία των γονιών του την ημέρα του γάμου τους. Του την είχε δώσει η μητριά του στα δέκατα όγδοα γενέθλιά του. Μετά το θάνατο της μητέρας του, ο Βασίλι είχε κάψει όλες τις φωτογραφίες της που είχε βρει, γιατί δεν άντεχε να βλέπει την εικόνα της ενώ δεν μπορούσε να τη δει στην πραγματικότητα. Τότε ήταν παιδί και, φυσικά, αν και δεν το παραδέχτηκε ποτέ σε κανέναν, αργότερα είχε μετανιώσει γι’ αυτή τη συναισθηματική του αντίδραση. Η μητριά του όμως είχε καταλάβει πώς αισθανόταν, έστω κι αν δεν του το είχε πει ποτέ με λόγια. Του το είχε δείξει μ’ αυτό το ξεχωριστό δώρο που του είχε κάνει. Ήξερε τον πόνο της απώλειας που ένιωθε ο προγονός της και είχε προσπαθήσει να του προσφέρει κάποια παρηγοριά. Ακόμα θυμόταν ο Βασίλι πόσο είχε συγκλονιστεί όταν είχε ανοίξει το δώρο. Εκείνη τη δυνατή αίσθηση ταπείνωσης που τον είχε πλημμυρίσει επειδή μια γυναίκα είχε διαπεράσει τις άμυνές του, γνωρίζοντας αυτό που ο ίδιος πίστευε πως ήταν αδυναμία την οποία έκρυβε με επιτυχία από όλους, ενώ παράλληλα πάλευε να κρύψει τη βαθιά συγκίνηση που τον κατέκλυζε καθώς κοίταζε τα όμορφα, νεανικά χαρακτηριστικά της μητέρας του. Ήταν επικίνδυνο να επιτρέπεις στον εαυτό σου να χρειάζεται κάποιον άλλον. Εκείνος χρειαζόταν τη μητέρα του και του την είχαν στερήσει. Έπρεπε να μάθει να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς αυτήν. Η εμπειρία αυτή τον είχε διδάξει να μη ρισκάρει ποτέ ξανά να αγαπήσει οποιονδήποτε σε σημείο εξάρτησης. Δεν είχε δυσανασχετήσει ποτέ με τον πατέρα του επειδή είχε ξαναπαντρευτεί. Είχε μεγαλώσει ξέροντας ότι ο γάμος των γονιών του υπήρξε κατά ένα μέρος μια επαγγελματική συμφωνία. Έτσι
***
ήταν τα πράγματα για τις γυναίκες στο λαό της μητέρας του. Συχνά του έλεγε ότι αισθανόταν περήφανη που την είχε διαλέξει ο πατέρας του. Ο πατέρας του με τη σειρά του τη σεβόταν και την τιμούσε. Ήταν ευτυχισμένοι μαζί και τον αγαπούσαν, δείχνοντάς του αυτή την αγάπη απλόχερα. Η απαγωγή και ο θάνατος της μητέρας του είχαν συντρίψει τον πατέρα του, δεν υπήρχε αμφιβολία. Μπορεί να είχαν υπάρξει άλλες γυναίκες μετά το θάνατό της και μέχρι να ερωτευτεί τη μητέρα της Αλίνα, αλλά είχε φροντίσει ώστε ο γιος του να μην τις γνωρίσει. Ήταν ένας άνθρωπος με αρχές και ηθική ακεραιότητα. Ο Βασίλι είχε χαρεί γι’ αυτόν όταν γνώρισε και παντρεύτηκε τη μητέρα της Αλίνα. Και πάλι, ωστόσο, είχε αιφνιδιαστεί από την έκταση της αδερφικής αγάπης που είχε νιώσει όταν αργότερα είχε γεννηθεί η ετεροθαλής αδερφή του. Βέβαια, είχε προσπαθήσει να κρατήσει κρυφό αυτό το συναίσθημα, ειδικά από την ίδια την Αλίνα καθώς εκείνη μεγάλωνε. Η ετεροθαλής αδερφή του είχε την ικανότητα να κάνει τον πατέρα τους ό,τι ήθελε, σε τέτοιο βαθμό που ο Βασίλι είχε αποφασίσει να μην την αφήσει να καταλάβει ότι τον έπαιζε κι αυτόν στα δάχτυλα. Είχε θρηνήσει μαζί της και είχε νοιαστεί γι’ αυτήν όταν ο πατέρας του και η μητριά του σκοτώθηκαν σε δυστύχημα, αλλά ταυτόχρονα είχε υψώσει κι ένα τείχος ανάμεσά τους, το ήξερε. Για το δικό της καλό. Δε θα τη βοηθούσε αν τον έβλεπε συντετριμμένο, αδύναμο και χαμένο, ανίκανο να την προστατέψει από την απώλεια. Έπρεπε να φανεί δυνατός για χάρη της Αλίνα. Ήξερε, εξάλλου, πόσο αφόρητος ήταν ο πόνος της απώλειας. Αν γινόταν κάποιες φορές αυστηρός μαζί της, το έκανε για το καλό της και, τώρα που ήταν παντρεμένη κι ευτυχισμένη με τον άντρα που αγαπούσε, ο Βασίλι δικαιωνόταν για την απόφασή του να υψώσει εκείνο το τείχος. Γιατί τώρα η Αλίνα είχε τη δική της ζωή με τον άντρα και τα παιδιά που θα αποκτούσαν, κι αυτός είχε μείνει ξανά μόνος. Ήξερε από την προσωπική εμπειρία του πόσο έντονη ήταν η λαχτάρα να προσκολλάται κανείς σε οποιονδήποτε και οτιδήποτε είχε σχέση με την ανάμνηση και τη χαμένη αγάπη αυτού που είχε
***
φύγει, και για το δικό της καλό είχε ενθαρρύνει την Αλίνα να μη δεθεί συναισθηματικά μαζί του, κάνοντας παράλληλα ό,τι μπορούσε για να την προστατέψει από περισσότερο πόνο. Εξαιτίας του πόνου της απώλειας της μητέρας του ήταν που είχε αποφασίσει να μην αφήσει ποτέ ξανά τον εαυτό του να γίνει ευάλωτος σε μια γυναίκα, στο παιδί που θα του χάριζε αυτή η γυναίκα, σε κανέναν. Μετά από μια τέτοια εμπειρία, κάποιοι άνθρωποι είχαν την τάση να κυνηγούν απελπισμένα την αγάπη, να θέλουν ν’ αντικαταστήσουν αυτό που είχαν χάσει, εκείνος όμως δεν ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία. Ο πόνος ήταν τόσο μεγάλος που είχε αποφασίσει να μην αγαπήσει ποτέ ξανά στη ζωή του. Απρόθυμα, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι με τη Λόρα Γουέστκοτ είχαν κάτι κοινό. Κι αυτή είχε χάσει τους γονείς της, στην ίδια ηλικία που ο ίδιος είχε χάσει τη μητέρα του. Αλλά αυτός είχε τουλάχιστον τον πατέρα του τότε. Εκείνη, από την άλλη, είχε μόνο μια ηλικιωμένη θεία. Αν υπήρχε κάτι που αντιστάθμιζε τα ατοπήματα της Λόρα Γουέστκοτ, ήταν που στήριζε οικονομικά τη θεία της. Δηλαδή, τι σήμαινε αυτό; Ότι ήθελε να βρει αρετές σ’ αυτή τη γυναίκα; Άφησε κάτω τη γαμήλια φωτογραφία της μητέρας του και γύρισε προς το γραφείο του. Όχι, δεν το ήθελε. Αποδοκίμαζε και απέρριπτε τον τρόπο με τον οποίο η Λόρα Γουέστκοτ κατάφερνε να εισβάλλει στις προσωπικές του σκέψεις. Γιατί, ενώ ήξερε πως είχε κάθε λόγο να απορρίπτει και να αποδοκιμάζει και την ίδια τη Λόρα, δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως θα κατάφερνε να το κάνει. Κι αν ίσχυε κάτι τέτοιο και δεν ήταν διατεθειμένος να παραδεχτεί ότι ίσχυε τότε έπρεπε οπωσδήποτε να βρει τρόπο να το κάνει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
***
Ήταν η ώρα να φύγει για το διαμέρισμα του Βασίλι. Η Λόρα επιθεώρησε βιαστικά την εμφάνισή της στον καθρέφτη της κρεβατοκάμαράς της. Μετά τη σύντομη έρευνα που είχε κάνει στο ίντερνετ για το Μαυροβούνιο και το κλίμα του, είχε αποφασίσει να φορέσει για την πτήση και την άφιξή τους εκεί ένα απλό κοντομάνικο φόρεμα από μεταξωτό ζέρσεϊ στο χρώμα του πούρου, που δε θα τσαλακωνόταν και είχε κομψή γραμμή χωρίς να της δίνει πολύ επαγγελματικό στυλ, δεδομένου ότι ο προορισμός τους, απ’ ό,τι της είχε πει ο Βασίλι, ήταν ένα κορυφαίο πολυτελές θέρετρο. Φόρεσε κι ένα κρεμ βαμβακερό σακάκι με τρουακάρ μανίκια και κοίταξε στην τσάντα του φορητού υπολογιστή της για να βεβαιωθεί ότι είχε πάρει όλα τα χαρτιά που της είχε δώσει εκείνος να μελετήσει. Τη στιγμή που άπλωνε το χέρι της στη λαβή της τροχήλατης βαλίτσας της, κοντοστάθηκε και κάνοντας μεταβολή ξαναπήγε στην ντουλάπα της. Η κοσμηματοθήκη βρισκόταν κρυμμένη στο βάθος, στον πάτο της ντουλάπας. Ήταν δώρο του πατέρα της στη μητέρα της και της την είχε φέρει από το Χονγκ Κονγκ. Παραδοσιακά διακοσμημένο και λουστραρισμένο, το κουτί από μόνο του αποτελούσε μια ακριβή αντίκα. Αλλά η πραγματική του αξία για τη Λόρα ήταν το γεγονός ότι όχι μόνο ανήκε στη μητέρα της, αλλά και ότι ήταν δώρο του πατέρα της. Το είχαν αγγίξει τα χέρια τους. Οι γονείς της είχαν ανταλλάξει ευτυχισμένα χαμόγελα όταν εκείνος της το έδινε κι εκείνη το έπαιρνε. Το μικρό κουτί ήταν όμορφα φτιαγμένο, με διπλά πορτάκια που ανοίγοντας αποκάλυπταν εσωτερικά ράφια, το καθένα προορισμένο για διαφορετικό κόσμημα. Σε ένα από αυτά τα ράφια ήταν τα χρυσά σκουλαρίκια της μητέρας της, που η Λόρα είχε
***
αποφασίσει να φορέσει για να της τονώσουν το ηθικό. Όμως η προσοχή της δε στράφηκε σ’ αυτό το ράφι. Με δάχτυλα που έτρεμαν ελαφρά, άγγιξε το κρυφό κούμπωμα που κλείδωνε μια μικρή μυστική θήκη στη βάση της κοσμηματοθήκης. Είχε χρόνια να την ανοίξει αυτή τη θήκη. Ήταν ακόμα έφηβη όταν είχε κρύψει εκεί μέσα τη φωτογραφία του όμορφου άντρα την οποία είχε τραβήξει στα κλεφτά, τη μέρα που τον είχε δει να έρχεται στο σχολείο και να συμπεριφέρεται πολύ προστατευτικά στη μικρότερη, ετεροθαλή αδερφή του. Η φωτογραφία αυτή δε θα ήταν δεν μπορούσε να είναι ακόμα κρυμμένη εκεί μέσα. Μόνο που όταν τράβηξε το μικρό συρτάρι διαπίστωσε ότι ήταν ακόμα εκεί. Με χέρι που έτρεμε, την πήρε. Αναγνώρισε αμέσως τα χαρακτηριστικά του Βασίλι, παρ’ ότι είχε περάσει μια δεκαετία από τότε που την είχε τραβήξει. Φυσικά, ο μόνος λόγος που η καρδιά της χτυπούσε αργά και δυνατά ήταν γιατί είχε θυμώσει με τον εαυτό της που δεν είχε ξεφορτωθεί αυτή τη φωτογραφία πριν από χρόνια. Ναι, αυτό ήταν. Την έσκισε απότομα στη μέση κι ετοιμάστηκε να την πετάξει, αλλά, για κάποιο λόγο που δεν μπορούσε να καταλάβει, έβαλε ξανά τα δύο κομμάτια μέσα στην κρυφή θήκη. Σαν προειδοποίηση για το μέλλον, αν έμπαινε ποτέ ξανά στον πειρασμό να θεοποιήσει κάποιον άντρα. Αυτό είπε σιωπηλά μέσα της καθώς έβαζε ξανά το συρτάρι στη θέση του. Πήρε βιαστικά τα χρυσά σκουλαρίκια της μητέρας της, έκλεισε την κοσμηματοθήκη και την ξανάβαλε στη θέση της μέσα στην ντουλάπα, κι ύστερα τα φόρεσε. *** Στο διαμέρισμά του, ο Βασίλι κοιτούσε την ώρα στο ρολόι του όταν η Λόρα χτύπησε το κουδούνι. Ήταν έντεκα και είκοσι πέντε. Δεν μπορούσε να την κατηγορήσει για ασυνέπεια, αναγκάστηκε να παραδεχτεί καθώς πήγαινε ν’ ανοίξει. «Ο οδηγός μου μας περιμένει κάτω», την πληροφόρησε. «Θα μας πάει στο αεροδρόμιο Σίτι, όπου θα πάρουμε ένα ελικόπτερο μέχρι
***
το Λούτον. Εκεί θα επιβιβαστούμε σε ιδιωτικό τζετ. Έχεις, ελπίζω, ενημερωθεί για τα βασικά των διαπραγματεύσεων που έχω κάνει μέχρι στιγμής, σωστά;» «Ναι», απάντησε εκείνη προχωρώντας δίπλα του προς το ασανσέρ. Ο Βασίλι συνοφρυώθηκε ακούγοντας το απαλό ύφασμα του φορέματος της να θροΐζει ανεπαίσθητα σε κάθε της βήμα. Για κάποιο λόγο, αυτός ο ήχος τον έκανε να σκέφτεται αντρικά χέρια πάνω σε γυναικεία επιδερμίδα. Το φόρεμα δεν ήταν με κανέναν τρόπο προκλητικό. Για την ακρίβεια, ήταν αναμφισβήτητα απλό και διακριτικό, με το κρουαζέ σχέδιό του να αποκαλύπτει ελάχιστα το ντεκολτέ της και το τελείωμά του να φτάνει στα γόνατά της. Ωστόσο, και μόνο το γεγονός ότι είχε υποχρεωθεί να την παρατηρεί έφτανε για να ξυπνήσει την εχθρότητά του γι’ αυτήν. Αν κατάφερνε να παραμένει εντελώς αδιάφορος στις γυναίκες που, στην προσπάθειά τους να του κεντρίσουν το ενδιαφέρον, φορούσαν πολύ πιο προκλητικά ρούχα από το φόρεμα της Λόρα, τότε γιατί το συγκεκριμένο ρούχο είχε τραβήξει την προσοχή του όχι μόνο σ’ αυτό καθεαυτό, αλλά και στο σώμα της Λόρα; Απαράδεκτο. Στο λαιμό της, στα χέρια της, στη στενή της μέση, στα πόδια, ακόμα και στις απαλές καμπύλες του στήθους της. Ήταν αφόρητο. Και δε θα το υπέμενε. Το φως του ήλιου έλαμπε πάνω στα μαλλιά της κι έκανε το ζεστό χρυσάφι των σκουλαρικιών της να αστράφτει. Πίεσε τον εαυτό του να συγκεντρωθεί στο κλασικό τους σχέδιο, αλλά ακόμα και τα κοσμήματα μεγάλωσαν την ενόχληση και τη δυσαρέσκειά του, έτσι όπως φώλιαζαν στους ντελικάτους λοβούς των αυτιών της, λες και το βάρος τους ήταν πολύ μεγάλο για να το αντέξουν. Είχαν μόνο να διασχίσουν το πεζοδρόμιο για να φτάσουν στο αυτοκίνητο που Περίμενε, μια διαδρομή ελάχιστων δευτερολέπτων. Αλλά, καθώς ο οδηγός του άνοιξε την πόρτα στη Λόρα, ο Βασίλι ένιωσε ανακούφιση που θα απομακρυνόταν από κοντά της, έστω κι αν ήταν μόνο για να πάει μέχρι την άλλη μεριά του αυτοκινήτου. Αμέσως μόλις μπήκε μέσα, έβγαλε το κινητό του κι άρχισε να
ελέγχει τα μηνύματα, αφήνοντας για μια ελάχιστη στιγμή το βλέμμα του να στραφεί προς τη μεριά της, καθώς πήγαιναν προς το αεροδρόμιο Σίτι. ***
***
Τη Λόρα δεν την ενοχλούσε που την αγνοούσε. Αντίθετα, χαιρόταν. Μετά την προηγούμενη μέρα, θα έπρεπε να ήταν προετοιμασμένη για την άμεση επίδραση που θα είχε πάνω της η αρρενωπή γοητεία του Βασίλι. Αλλά για κάποιο λόγο, μόλις τον αντίκρισε, ξύπνησαν μέσα της οι ευάλωτες αισθήσεις της, αναγνωρίζοντας αμέσως το πανίσχυρο αρσενικό που είχε μπροστά της. Αυτό δε σήμαινε τίποτα, φυσικά. Απλά υπήρχαν κάποιοι άντρες κι ο Βασίλι ήταν ένας απ’ αυτούς που με την παρουσία τους και μόνο αιχμαλώτιζαν το ερωτικό ενδιαφέρον των γυναικών. Η μεταφορά από την πολυτελή λιμουζίνα στο εξίσου ακριβό ιδιωτικό ελικόπτερο έγινε με την ταχύτητα και τη μεθοδικότητα που είχε φανταστεί η Λόρα. Είχε ταξιδέψει κι άλλες φορές με πλούσιους πελάτες και ήξερε τι έπρεπε να περιμένει, γι’ αυτό και ήταν εξοικειωμένη με τη συγκεκριμένη τάξη ανθρώπων. Συνεπώς, δεν οφειλόταν σε αμηχανία η νευρικότητά της. Μπορεί να το αρνιόταν στον εαυτό της, αλλά ήξερε την αλήθεια: ο Βασίλι και μόνο ο Βασιλι ευθυνόταν που ήταν τσιτωμένη. Σε χρόνο μηδέν, προσγειώθηκαν στο Λούτον και μεταφέρθηκαν στο ιδιωτικό τζετ που τους Περίμενε. Η Λόρα είχε ξαναταξιδέψει με τέτοια αεροσκάφη, μερικά από τα οποία ήταν υπερπολυτελή κι εντυπωσιακά. Το εσωτερικό του τζετ του Βασίλι όμως ήταν πολύ αυστηρά πρακτικό και επαγγελματικό, λίγο πολύ ένα γραφείο στον αέρα με επίπλωση από μαύρο δέρμα, χρώμιο και γυαλί κι ένα χαλί με ρίγες σε σκούρες ανθρακί και κρεμ αποχρώσεις. Ο Βασίλι δεν έχασε χρόνο και στρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Ενώ υπήρχε ένας ιπτάμενος φροντιστής πρόθυμος να εξυπηρετήσει κάθε τους ανάγκη, δεν τους προσφέρθηκε σαμπάνια ούτε η ατμόσφαιρα ήταν ανάλαφρη και χαλαρή, καθώς ο Βασίλι κάθισε
***
στη θέση του και, βγάζοντας κάτι χαρτιά από το χαρτοφύλακά του, έπεσε με τα μούτρα στη μελέτη, αφού πρώτα ζήτησε από τον ιπτάμενο φροντιστή να του φέρει ένα φλιτζάνι δυνατό, σκέτο καφέ. Με το σκουρόμαλλο κεφάλι του σκυμμένο πάνω από τα χαρτιά του και έχοντας και η ίδια δουλειά να κάνει, η Λόρα δέχτηκε το φλιτζάνι καφέ που της πρόσφερε ο φροντιστής. Δεν υπήρχε κανένας λόγος και καμιά δικαιολογία να στυλώσει το βλέμμα της στον Βασίλι. Αντίθετα, υπήρχε κάθε λόγος να μην το κάνει. Κι όμως, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Δε λένε ότι καλό είναι να γνωρίζεις τον εχθρό σου; σκέφτηκε προσπαθώντας να δικαιολογηθεί για την αδυναμία της να κοιτάξει κάπου αλλού. Γιατί κατά μία έννοια ο Βασίλι ήταν εχθρός της, καθώς ήξερε ότι ούτε εκείνος θα δίσταζε να την κοιτάξει για να της βρει κάποιο ατόπημα, αν μπορούσε. Τον είδε να ρίχνει μια φευγαλέα αλλά γεμάτη σιγουριά ματιά στο ρολόι του και μετά άκουσε τις δυνατές μηχανές του τζετ να παίρνουν μπροστά. Συνειδητοποίησε ότι ο Βασίλι είχε τον απόλυτο έλεγχο των πάντων στη ζωή του. Θα υπέβαλλε σε εξονυχιστική εξέταση τόσο αυτή όσο και τη δουλειά της, ακριβώς όπως έκανε και με τις επαγγελματικές υποθέσεις του. Η Λόρα ευχαρίστησε τον ιπτάμενο φροντιστή για τον καφέ που της πήγε όταν το αεροσκάφος απογειώθηκε. Δε θα άφηνε να επηρεάσει τον επαγγελματισμό της το γεγονός ότι ο Βασίλι δεν της είχε απευθύνει το λόγο. Άνοιξε την τσάντα του φορητού υπολογιστή της και έβγαλε τα χαρτιά της. Είχε ελέγξει πόσο διαρκούσε η πτήση μέχρι τον προορισμό τους δυόμισι ώρες και οπωσδήποτε θα προτιμούσε να την αγνοεί ο Βασίλι σ’ αυτό το χρονικό διάστημα παρά ν’ αρχίσει να τη ρωτά για τις πληροφορίες που της είχε δώσει να διαβάσει. Όχι ότι είχε αμφιβολίες για την ικανότητά της να φέρει σε πέρας τη δουλειά που είχε αναλάβει να κάνει. Αντίθετα, ανυπομονούσε ν’ αντιμετωπίσει την πρόκληση που θα είχαν αυτές οι δύσκολες και περίπλοκες διαπραγματεύσεις, με τις δύο πλευρές να υπερασπίζονται επίμονα τα σχέδιά τους, αποφασισμένες να πάρουν αυτό που ήθελαν.
***
Από τη θέση του, ο Βασίλι κοίταξε τη Λόρα, που ήταν σκυμμένη πάνω από τα χαρτιά που είχε βγάλει από την τσάντα της. Πρόσεξε πώς το φως της καμπίνας έπεφτε πάνω στην καμπύλη του λαιμού της χαϊδεύοντας την ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα της, και τα χρυσά σκουλαρίκια τράβηξαν ξανά την προσοχή του στους ντελικάτους λοβούς των αυτιών της. Σήμερα είχε τα μαλλιά της μαζεμένα πίσω και μια τούφα είχε ξεφύγει κι έπεφτε απαλά στον αυχένα της, σαν να τον προκαλούσε εσκεμμένα να την πιάσει και να την τυλίξει στο δάχτυλό του. Ξαφνικά, από το πουθενά, μια αίσθηση άγνωστη και ανεπιθύμητη πλημμύρισε τα σωθικά του. Αντιστάθηκε στον ωμό, προδοτικό πόνο που ένιωσε καθώς το στομάχι του δενόταν κόμπος, καταπνίγοντάς τον αμέσως αποφασιστικά. *** Ο ιπτάμενος φροντιστής γλίστρησε αθόρυβα έξω από την καμπίνα. Μπορεί ο Βασίλι να μην ήθελε να της μιλήσει, αλλά υπήρχαν σοβαρά πράγματα που έπρεπε να συζητήσει μαζί του η Λόρα. Ξεφύλλισε τις σημειώσεις που είχε κρατήσει το προηγούμενο βράδυ. Στην τελευταία δουλειά της είχε συνηθίσει να ενεργεί παίρνοντας πρωτοβουλίες. Ο ίδιος ο Τζον την είχε ενθαρρύνει σ’ αυτό, λέγοντας πως ο μόνος τρόπος να ωριμάσει ήταν να μάθει να παίρνει τις δικές της αποφάσεις, να κάνει τα δικά της λάθη και να διδάσκεται απ’ αυτά. Αναρωτήθηκε αν ο Τζον και η Νάνσι είχαν καταφέρει να λύσουν τα προβλήματά τους τώρα που εκείνη είχε βγει από το προσκήνιο. Ο Τζον αγαπούσε τη μνηστή του, δε χωρούσε αμφιβολία, και είχε τρομοκρατηθεί στη σκέψη ότι θα την έχανε. Πώς να ήταν άραγε να σε αγαπούν τόσο πολύ, άσχετα με το τι κάνεις; Αυτό η Λόρα δε θα το μάθαινε ποτέ. Δεν ήταν το είδος της γυναίκας που μπορούσε να εμπνεύσει έναν τέτοιο έρωτα. Ο Τζον συχνά την πείραζε ότι η αφοσίωση που έδειχνε στην καριέρα της τρόμαζε τους άντρες που ήθελαν να βγουν μαζί της ραντεβού. Όμως έπρεπε να δείχνει αυτή
***
την αφοσίωση. Απ’ όταν έμεινε ορφανή και μετά, τα χρήματα ήταν λίγα και είχε μάθει από μικρή πόσο σημαντικό ήταν να στηρίζει μόνη τον εαυτό της οικονομικά. Ρίχνοντας μια ματιά στον Βασίλι, διαπίστωσε ότι εκείνος είχε σταματήσει για λίγο τη δουλειά του κι έπινε τον καφέ του. Έτσι, σηκώθηκε και τον πλησίασε. «Μπορείτε να μου διαθέσετε δυο λεπτά;» τον ρώτησε. «Θέλω να επιβεβαιώσω μερικά πράγματα μαζί σας». Αφήνοντας το φλιτζάνι του καφέ στην άκρη, ο Βασίλι της έδειξε το άδειο κάθισμα κοντά στο δικό του. Ευτυχώς για τη Λόρα, έστω κι έτσι, τους χώριζε μια απόσταση περίπου μισού μέτρου. Δεν ήταν ακόμα έτοιμη να αναλύσει σε βάθος γιατί η σκέψη να πλησιάσει τον Βασίλι τη γέμιζε τόση υπερένταση και την έκανε ν’ αναρωτιέται αν ένιωθε ευάλωτη απέναντι του. Λογικά, βιάστηκε να καθησυχάσει τον εαυτό της, δεν έφταιγε η φυσική του παρουσία γι’ αυτό που της συνέβαινε, αλλά τα όσα είχε υπονοήσει για την ηθική της, καθώς και η κοφτή προειδοποίηση που της είχε δώσει. Αυτά αρκούσαν για να κάνουν την περηφάνια μιας γυναίκας να λυγίσει και να της δώσουν έναν πολύ καλό λόγο να ανησυχεί μήπως στο μέλλον τού δώσει κι άλλες αφορμές να την κρίνει λάθος. Κι όμως, βαθιά μέσα της υπήρχε μια μικρή αμφιβολία που δεν έπαυε να της υπενθυμίζει πόσο τον θαύμαζε και τον ποθούσε κάποτε ως έφηβη και στο πλαίσιο μιας φαντασίωσης που δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα και τον άνθρωπο που ήταν τελικά εκείνος. Έπρεπε να το πάρει απόφαση και να σιγουρευτεί πως τίποτε απ’ όσα θα έκανε ή θα έλεγε δε θα έδινε στον Βασίλι Ντιεμίντοφ την ευκαιρία να την κατηγορήσει πως ήθελε να έχει μαζί του οποιαδήποτε άλλη σχέση πέρα από αυτή της προσωρινής βοηθού του. Γιατί δεν ήθελε. Κάθισε όλο σοβαρότητα στο κάθισμα. «Το ξενοδοχείο όπου θα μείνουμε....» άρχισε να λέει. «Ανήκει σ’ ένα Ρώσο φίλο», τη διέκοψε εκείνος ανασηκώνοντας περιφρονητικά τους ώμους του. «Έχει σχεδιαστεί για να
***
προσελκύει την αφρόκρεμα της πλούσιας τάξης. Ο Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ το ανέφερε πολύ συγκεκριμένα. Έχω κλείσει δύο ορόφους. Ο κάτω για τη συνοδεία του Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ και ο επάνω για τον ίδιο, την οικογένειά του κι εμάς. Υπάρχουν δύο σουίτες...» «Η Βασιλική Σουίτα και η Αυτοκρατορική Σουίτα», τον πρόλαβε η Λόρα. «Έχω μελετήσει τα σχεδιαγράμματα και οι δύο σουίτες έχουν ακριβώς την ίδια διαρρύθμιση. Δεν ξέρω αν έχετε ήδη αποφασίσει ποια θα πάρει ο Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ, αλλά, αν δεν το έχετε αποφασίσει, νομίζω ότι θα ήταν πολύ καλή διπλωματική κίνηση να του παραχωρήσετε την Αυτοκρατορική Σουίτα». «Γιατί το λες αυτό;» την προκάλεσε ο Βασίλι. «Λόγω του ονόματος. Αυτοκρατορική Σουίτα. Ο Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ σπουδάζει την ιστορία των Κινέζων αυτοκρατόρων και των δυναστειών τους. Θα είναι ένας διακριτικός τρόπος αναγνώρισης της ειδικότητας του σ’ αυτό τον τομέα». Ο Βασίλι έγνεψε καταφατικά. «Πολύ καλά. Μπορείς να στείλεις μήνυμα στο ξενοδοχείο και να τους ενημερώσεις. Θα φτάσουμε αρκετές ώρες νωρίτερα από τους Κινέζους, άρα θα έχουμε το χρόνο να τους υποδεχτούμε όπως αρμόζει». «Σκέφτηκα ένα επίσημο δείπνο, στο οποίο θα μπορούσατε να προσκαλέσετε και τους ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου. Είπατε ότι ο Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ ενδιαφέρεται να χτίσει θέρετρα στην Κίνα». «Κάτι άλλο;» «Η σύζυγος του Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ ονομάζεται, όπως ξέρετε, Γου Γινγκ. Γινγκ στα κινέζικα σημαίνει λουλούδι του νερού. Έχοντας αυτό υπόψη, θα ήθελα να παραγγείλω για τη σουίτα τα ανάλογα λουλούδια. Θα είναι ένα κομπλιμέντο για εκείνη και...» «Ένας διακριτικός τρόπος για τους δείξουμε ότι γνωρίζουμε τις λεπτές αποχρώσεις των κινέζικων διαπραγματεύσεων;» υπέθεσε ο Βασίλι. «Ναι. Όταν έφυγα χτες, μπήκα στο διαδίκτυο κι έκανα μια έρευνα για την οικογένεια Ζανγκ, τι τους αρέσει και τι όχι. Ο Γουέι Γουόνγκ είναι ένας εκλεπτυσμένος άντρας με επίσης εκλεπτυσμένο
***
γούστο. Είναι πολύ μορφωμένος και έχει ταξιδέψει ευρέως στην Αμερική, ενώ η Γου Γινγκ έμενε στην Κίνα και μεγάλωνε την κόρη τους. Αν οι φήμες αληθεύουν, ο Γουέι Γουόνγκ ανάγκασε τη γυναίκα του να δεχτεί στην οικογένειά τους τον γιο που απέκτησε με μια Κινεζοαμερικανίδα ερωμένη του, δίνοντας στον Κανγκ Λη τον τίτλο του ανιψιού του. Φαίνεται, συνεπώς, ότι εκείνη δεν έχει ιδιαίτερο λόγο στη σχέση τους. Επιπλέον, ο Κανγκ Λη δεν προορίζεται απλώς να αναλάβει την επιχείρηση, αν αληθεύει αυτό που μου είπατε. Είναι επίσης η κινητήρια δύναμη πίσω από το θρόνο αυτής της επιχείρησης. Ωστόσο, η Γου Γινγκ συνδέεται μέσω της οικογένειας της με κάποιους από τους ισχυρότερους άντρες της κινεζικής κυβέρνησης, άρα υποθέτω ότι είναι το ίδιο σημαντική για την επιχείρηση με τον τρόπο της, όπως και ο Κανγκ Λη. Αν δεν πέφτω έξω, λοιπόν, θεωρώ σ’ αυτή την περίπτωση λογικό να φροντίσουμε ώστε αυτή και ο ρόλος της να αντιμετωπιστούν με τον κατάλληλο σεβασμό. Βέβαια, αν έχετε πληροφορίες στις οποίες εγώ δεν έχω πρόσβαση και οι οποίες διαψεύδουν...» «Όχι, δεν έχω». Μολονότι ο τόνος του Βασίλι ήταν κοφτός, στην πραγματικότητα ήταν πολύ αν και απρόθυμα εντυπωσιασμένος από το πόσο καλά είχε αντιληφθεί και ερμηνεύσει την κατάσταση η Λόρα. Ετοιμαζόταν να της πει ότι έμενε ακόμα να συζητήσουν αν είχε καταλάβει σωστά τις μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις, όταν το αεροσκάφος τραντάχτηκε ξαφνικά καθώς έπεσε σε κενό αέρος. Τα χαρτιά που ισορροπούσαν στα γόνατά της έπεσαν στο δάπεδο, αλλά καθώς εκείνη σηκώθηκε να τα μαζέψει οι αναταράξεις δυνάμωσαν. Το αεροσκάφος βούτηξε με τέτοια ταχύτητα, που η Λόρα έχασε εντελώς την ισορροπία της και άρχισε να γέρνει προς το μέρος του Βασίλι. Καθώς έπεφτε, άπλωσε ενστικτωδώς τα χέρια της να στηριχτεί από κάπου, αρπάζοντας το πρώτο πράγμα μπροστά της... συνειδητοποιώντας, πολύ αργά, ότι αντί για ένα σταθερό αντικείμενο είχε πιαστεί από το μπράτσο και το μηρό του Βασίλι.
Το χειρότερο ήταν ότι το απότομο τράνταγμα του αεροσκάφους την είχε ρίξει κατευθείαν πάνω του, έτσι που τώρα το πρόσωπό της ακουμπούσε στον ώμο του και το σώμα της πάνω στο δικό του. ***
***
Έξαψη τον πλημμύρισε δυνατή και πιεστική, που δεν είχε αφέντη και δε γνώριζε περιορισμούς, διαλύοντας κάθε του αυτοέλεγχο, πριν καν ο Βασίλι προλάβει να σταματήσει αυτό που του συνέβαινε. Η αυθόρμητη ανταπόκριση της σάρκας του στην επαφή με τη Λόρα Γουέστκοτ πυροδότησε μέσα του έναν καυτό πόθο που τον κατέκλυσε σαν πύρινη λάβα. Οι άμυνές του είχαν επιτρέψει στον εισβολέα να πάρει τον έλεγχο χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν. Ήταν σαν να είχε αναπτύξει καινούριες αισθήσεις, που έκαναν αισθητή την παρουσία τους όταν το σώμα της ήρθε σ’ επαφή με το δικό του. Ο Βασίλι είχε βγάλει το σακάκι του για να δουλεύει πιο άνετα και τώρα ένιωθε τη ζεστασιά της ανάσας της στον ώμο του, μέσα από το ακριβό βαμβακερό ύφασμα του πουκαμίσου του. Ένιωθε τα μαλλιά της να χαϊδεύουν το λαιμό του και η παρόρμηση να βυθίσει τα δάχτυλά του μέσα τους και να την κολλήσει πάνω του, ενώ θα της επέβαλλε την τιμωρία του στο απαλό της στόμα επειδή είχε καταλύσει τις άμυνές του και τον είχε κάνει να τη θέλει, ξεχύθηκε μέσα του σαν υγρή φλόγα. Η λαχτάρα που τον έκαιγε ήταν μια άγρια, πρωτόγονη αντρική επιθυμία να αφαιρέσει την προστατευτική περιβολή του πολιτισμού και της σύγχρονης συμπεριφοράς, να αψηφήσει την πραγματικότητα και να πάει σ’ ένα μέρος όπου κυριαρχούσε το ένστικτο. Η παρουσία της στην αγκαλιά του, πάνω στο κορμί του, είχε καταστρέψει τον αυτοέλεγχο που νόμιζε ότι είχε ο Βασίλι, ξυπνώντας μεσάτου έναν πόθο, μια ανάγκη, που τον είχε σοκάρει. Στην αρχή καθηλώθηκε εξαιτίας της έκπληξης, αλλά εξακολουθούσε εναγωνίως να μην μπορεί να κουνηθεί, καθώς στο σώμα του φαινόταν καθαρά ο πόθος που τον είχε καταλάβει,
***
βάζοντας φωτιά στο αίμα και τη σάρκα του, που παλλόταν ελάχιστα μόλις εκατοστά πιο μακριά από το σημείο που το χέρι της ακουμπούσε στο μηρό του. Μερικές φορές συμβαίνουν πράγματα στη ζωή, γεγονότα που αλλάζουν την πορεία της, που έρχονται από το πουθενά και δημιουργούν χάος, διαλύοντας κάθε σιγουριά και δεδομένο. Ένα από αυτά τα γεγονότα ήταν ο θάνατος της μητέρας του, ένα άλλο το δυστύχημα στο οποίο είχε σκοτωθεί ο πατέρας του και τώρα αυτό, αναγκάστηκε να παραδεχτεί καθώς το σώμα του και το μυαλό του πάλευαν μεταξύ τους για το ποιο θα αναλάμβανε τον έλεγχο των αισθήσεών του. Την ήθελε και την ήθελε πολύ. Πάρα πολύ. Κάπου βαθιά μέσα στο αντρικό υποσυνείδητό του είχε ξυπνήσει ένας καυτός πόθος για κείνη, που τώρα έμοιαζε με ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Δεν έπρεπε να συμβαίνει αυτό. Δεν έπρεπε να το επιτρέψει να συμβεί. Κι ούτε καταλάβαινε γιατί συνέβαινε. Όχι μ’ αυτό τον τρόπο. Μ ’ αυτή την καταλυτική ένταση και με τη συγκεκριμένη γυναίκα. Η αγκαλιά και το κορμί του ήταν εξοικειωμένα με το γυναικείο άγγιγμα. Στο κάτω κάτω, ήταν άντρας, έστω κι αν οι αχαλίνωτες επιθυμίες της εφηβείας του είχαν πια καταλαγιάσει, και αντιλαμβανόταν πλέον το πλεονέκτημα μιας διακριτικής ερωτικής σχέσης με μια γυναίκα η οποία κατανοούσε τους κανόνες του. Ήταν αλήθεια ότι λόγω των απαιτήσεων της δουλειάς του είχαν περάσει μήνες από τότε που έληξε η τελευταία σχέση του, αλλά δεν του είχε λείψει η ερωμένη του. Ούτε και το σεξ τού είχε λείψει, τόσο ώστε η απουσία του να εξηγεί λογικά την ένταση του άγριου πόθου που τον είχε κυριεύσει τώρα. Αλλά αυτό πρέπει να έφταιγε. Δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί καμιά άλλη εξήγηση για την αντίδρασή του. Το σώμα του είχε αποφασίσει ότι ήθελε γυναίκα... αλλά όχι αυτή τη γυναίκα. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες, το γεγονός και μόνο ότι διαπίστωνε πως του προκαλούσε οποιαδήποτε αδυναμία κάποια υπάλληλός του θα τον έκανε να ακυρώσει αμέσως το συμβόλαιο πρόσληψης και να την αντικαταστήσει. Ωστόσο, έστω κι αν αναγκαζόταν να το
παραδεχτεί απρόθυμα, η Λόρα ήταν εξαιρετικά απαραίτητη για τις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθούσαν για να τη διώξει. ***
***
Η Λόρα βρισκόταν στην αγκαλιά του Βασίλι, πεσμένη πάνω στο σώμα του, ανασαίνοντας το ζεστό, αντρικό του άρωμα. Από τη μια ήθελε να τραβηχτεί μακριά του και ταυτόχρονα, ακόμα χειρότερα, ήθελε να χωθεί πιο βαθιά στην αγκαλιά του. Το πρόσωπό της ακουμπούσε στον ώμο του. Αν άνοιγε το στόμα της, θα μπορούσε να γευτεί την επιδερμίδα και τους μυς του, τη βάση του λαιμού του μέσα από το πουκάμισό του. Ήδη ένιωθε τις κινήσεις του μπράτσου του κάτω από τα δάχτυλά της, έτσι όπως το κρατούσε. Το πιο συγκλονιστικό απ’ όλα όμως δεν ήταν το γεγονός ότι το χέρι της είχε απλωθεί στο μηρό του, ανάμεσα στα σώματά τους. Ήταν, με τρόπο ξεδιάντροπο, εσφαλμένο, απερίσκεπτο και ταπεινωτικά αντίθετο σε κάθε λογική και σε κάθε επιχείρημα που μπορούσε να σκεφτεί, ο δικός της απαιτητικός πόθος να εξερευνήσει περισσότερο αυτή τη φλόγα, να μάθει περισσότερα γι’ αυτό που έπιανε πάνω από το ακριβό μεταξωτό ύφασμα του παντελονιού του. Ξαφνικά, το αρχέγονο γυναικείο ένστικτο μέσα της συγκλονίστηκε όχι μόνο από την απόλυτη συνειδητοποίηση πως ο Βασίλι ήταν άντρας, αλλά και από τη δική της άμεση και έντονη ανταπόκριση σ’ αυτή τη διαπίστωση. Η ωμή, γυμνή, αναπάντεχη αλήθεια ήταν πως τον ήθελε. Κόντρα σε κάθε προειδοποίηση και λογική, κάτι μέσα της τον ποθούσε. Κάτι που αποδυνάμωνε τις άμυνές της. Κάτι που έπρεπε να κατασταλεί αμέσως, ώστε ν’ αφήσει πίσω του μόνο το σημάδι του στη συνείδησή της. Ο Βασίλι είχε θέσει τους κανόνες της σχέσης τους και η Λόρα τους είχε δεχτεί. Είχε πιστέψει ότι δε θα δυσκολευόταν να τους ακολουθήσει. Αλλά τώρα αυτή η τυχαία και απρόβλεπτη σωματική επαφή μαζί του της είχε δείξει ότι κάπου μέσα της ήταν ευάλωτη σε
επικίνδυνο βαθμό τόσο που την έκανε να φοβάται και να αμφιβάλλει για τον αυτοέλεγχό της. Το αεροσκάφος είχε σταθεροποιηθεί ξανά και πετούσε πλέον ήρεμα στον καθαρό, γαλανό ουρανό. Μπορεί οι αναταράξεις να είχαν προέλθει απέξω, αλλά κάτι της έλεγε ότι δε θα έβρισκε πουθενά καταφύγιο από την ταραχή που ήταν ικανός να προκαλέσει ο Βασίλι μέσα της. *** ***
Πόση ώρα είχε περάσει; Δευτερόλεπτα; Μια στιγμή; Ένα σύντομο κενό στην πραγματικότητα που δε σήμαινε τίποτα και ταυτόχρονα σήμαινε τα πάντα, όταν ο Βασίλι στάθμιζε όλα αυτά που είχε αναγκαστεί να παραδεχτεί για τον εαυτό του. Μέσα στη βαριά σιωπή που είχε απλωθεί στην καμπίνα, ένιωσε τη Λόρα να μετακινείται και να τραβιέται από πάνω του. Οι αισθήσεις του, επικίνδυνα ευαίσθητες απέναντι της πλέον, μπορούσαν να ξεχωρίσουν τη μυρωδιά της επιδερμίδας της, τη ζεστασιά της κολόνιας της, το άρωμα του σαπουνιού της. Όλα αυτά τον έσπρωχναν να μην την αφήσει να φύγει, αλλά να αναζητήσει αποζημίωση για το μαρτύριο που του προκαλούσε. Ήθελε να της βγάλει τα ρούχα, να βγάλει και τα δικά του και να την τυλίξει στη δική του αντρική μυρωδιά, ώσπου ν’ αφήσει πάνω της το σημάδι του. *** Η Λόρα ένιωσε τον Βασίλι να απομακρύνεται απότομα καθώς τραβήχτηκε μακριά του και πάτησε στα πόδια της. Δεν άντεχε να τον κοιτάξει. Δεν τολμούσε. Αν το έκανε... Αν το έκανε, εκείνος θα μπορούσε εύκολα να διακρίνει στην έκφρασή της, στα μάτια της, την ταπεινωτική πραγματικότητα: ότι το σώμα της λαχταρούσε να ξαναγυρίσει κοντά στο δικό του. Πώς είχε συμβεί αυτό;
Δεν ήξερε. Δεν ήταν του χαρακτήρα της να θέλει να κάνει κάτι απλά και μόνο επειδή ήταν απαγορευμένο, άρα το γεγονός ότι ο Βασίλι της είχε δηλώσει ψυχρά να μην της μπουν ιδέες γι’ αυτόν μάλλον δεν ήταν η αιτία. Η απώλεια των γονιών της της είχε προκαλέσει ανασφάλεια και ήθελε να προστατεύει τον εαυτό της από προκλήσεις και ριψοκίνδυνες καταστάσεις. Είχε μεγαλώσει «κάνοντας το σωστό» και «δείχνοντας υπεύθυνη συμπεριφορά», τόσο προς τον εαυτό της όσο και προς τους άλλους, γι’ αυτό και είχε δυσκολευτεί ακόμα περισσότερο να αντέξει τις κατηγορίες σχετικά με τον Τζον. Πέρα από εκείνο τον εφηβικό έρωτα που ένιωθε για τον Βασίλι, στην πραγματικότητα δεν είχε υπάρξει στο παρελθόν ούτε μία φορά που να νιώσει τον ερωτικό πόθο της να ξεπερνά τον αυτοέλεγχό της. Ακόμα και τότε, όμως, ο πόθος της ήταν νεανικός και αθώος, με κανέναν τρόπο τόσο... τόσο απαιτητικός όσο τώρα. Άραγε υπήρχε περίπτωση κάτι από όλα εκείνα που ένιωθε στα δεκατέσσερά της να είχε πυροδοτήσει αυτό που είχε νιώσει τώρα πεσμένη στην αγκαλιά του Βασίλι; Φαινόταν απίθανο, αλλά ποια άλλη εξήγηση υπήρχε; Ό,τι κι αν το είχε προκαλέσει, δεν έπρεπε να συμβεί ποτέ ξανά. Ποτέ! Μάζεψε τα σκορπισμένα χαρτιά της, συνειδητοποιώντας την παρατεταμένη σιωπή του. Μάλλον της έδειχνε την αποδοκιμασία του έτσι. Ευτυχώς, δεν μπορούσε να την κατηγορήσει ότι είχε δημιουργήσει σκόπιμα τις αναταράξεις που την είχαν ρίξει πάνω του. Όχι, γι’ αυτό δεν μπορούσε να την κατηγορήσει, αλλά ήταν ικανός να την κατηγορήσει ότι εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία. Ευτυχώς που του είχε γυρίσει την πλάτη κι εκείνος δεν μπορούσε να δει το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της. Η αλήθεια ήταν ότι, αν ο Βασίλι αποφάσιζε να την κατηγορήσει για κάτι τέτοιο, η Λόρα δε θα μπορούσε να το αρνηθεί. Στο εξής, έπρεπε να φροντίσει ώστε να κρατά τη σωστή απόσταση ανάμεσά τους και ό,τι έλεγε ή έκανε σχετικά μ’ αυτόν να είναι αυστηρά επαγγελματικό.
Ο Βασίλι δεν έπρεπε να μάθει ποτέ πώς είχε νιώσει εκείνη. *** Αυτό που του είχε συμβεί δεν έπρεπε να ξανασυμβεί ποτέ. Ακόμα κι αν η Λόρα δεν ήταν υπάλληλός του, ακόμα κι αν δεν είχε τις αμφιβολίες του γι’ αυτήν, ο Βασίλι ήξερε ότι δεν μπορούσε να επιτρέψει ποτέ στον εαυτό του να έχει μια σχέση μαζί της. Αν το έκανε, θα κατέληγε να τη θέλει τόσο πολύ, που ο πόθος του θα ξέφευγε από τον έλεγχο. Όπως ήθελε και να ξαναγυρίσει η μητέρα του, να μην είχε πεθάνει. Ο πόνος αυτός ήταν σαν το κάψιμο του πάγου της Ρωσίας το χειμώνα, τότε που η ζωή μούδιαζε κι όλα σταματούσαν οδυνηρός, βασανιστικός, καταστρεπτικός. Η Λόρα Γουέστκοτ δεν έπρεπε να μάθει ποτέ πώς είχε νιώσει εκείνος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
«Βασίλι, παλιέ μου φίλε». Το θερμό καλωσόρισμα του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, ο οποίος είχε έρθει να τους υποδεχτεί προσωπικά καθώς έβγαιναν από το ελικόπτερο που τους είχε μεταφέρει από το αεροδρόμιο, έδωσε στη Λόρα την ευκαιρία να σταθεί λίγο πιο πίσω. Τουλάχιστον για να απολαύσει με την ησυχία της την απόλυτη, εκθαμβωτική μεγαλοπρέπεια του θερέτρου. Στο κεντρικό φουαγιέ του ξενοδοχείου δεν είχαν λυπηθεί ούτε τα έξοδα ούτε τον περίτεχνο στολισμό, παρατήρησε κοιτάζοντας το χώρο που έδειχνε να προσπαθεί να συνδυάσει το στυλ της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης και του Ροκοκό με την αίγλη των βυζαντινών χρόνων μέσω μιας παρέκκλισης προς τα έντονα χρώματα της Ανατολής. Ό,τι μπορούσε να σκαλιστεί, να χαραχτεί και να επιχρυσωθεί, είχε αξιοποιηθεί. Αν αντί για απλά βαμβακερά υφάσματα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν φίνα μεταξωτά και κεντημένα σατέν, έτσι είχε γίνει. Το εσωτερικό αίθριο του φουαγιέ έφτανε σε απίστευτο ύψος, με εσωτερικά σιντριβάνια και πολύχρωμα φώτα που πρόσφεραν ένα πραγματικά μεθυστικό αποτέλεσμα. Κολόνες διακοσμημένες με ημιπολύτιμες πέτρες και φύλλα χρυσού πλαισίωναν το χώρο και το περίτεχνα δουλεμένο μωσαϊκό του δαπέδου, ενώ οι πιο απίστευτα λεπτές, ηλιοκαμένες και ακριβά ντυμένες γυναίκες που είχε δει ποτέ στη ζωή της η Λόρα ήταν καθισμένες ολόγυρα σε φανταχτερές πολυθρόνες. Δεν είναι ν’ αναρωτιέται κανείς που οι καημένες φοράνε τόσο φωτεινά χρώματα, σκέφτηκε μελαγχολικά. Διαφορετικά, δε θα ξεχώριζαν σ’ ένα τόσο λαμπερό σκηνικό. Πέρα από τη φανταχτερή διακόσμηση, ωστόσο, η Λόρα δεν μπόρεσε να μην επιβραβεύσει την περιποιητικότητα του
προσωπικού με τις κομψές στολές, που της έφεραν ζεστές πετσέτες για τα χέρια και μετά της πρόσφεραν ποτήρια με σαμπάνια και φρέσκο χυμό φρούτων, ενώ ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου μιλούσε περήφανα με τον Βασίλι στα ρώσικα σχετικά με τη συνεχιζόμενη επιτυχία του καινούριου του θερέτρου. Απ’ ό,τι είχε διαβάσει η Λόρα, οι εγκαταστάσεις του σπα που διέθετε ήταν από τις καλύτερες στον κόσμο, για τα γούστα τόσο των Δυτικών όσο και των Ανατολιτών, ενώ τα εστιατόριά του και τα μενού τους ήταν δημιουργίες βραβευμένων σεφ. Με το υψηλών προδιαγραφών γήπεδο γκολφ και την ακαδημία τένις που περιελάμβανε το συγκρότημα, καθώς και με την προγραμματισμένη προσθήκη του παραρτήματος μιας διάσημης ελβετικής κλινικής αισθητικής χειρουργικής, το ξενοδοχείο θα γνώριζε σίγουρα τεράστια επιτυχία έστω κι αν η ίδια προτιμούσε κάτι πιο μικρό και πιο ήσυχο. Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου έλεγε τώρα στον Βασίλι ότι θα τους συνόδευε ο ίδιος προσωπικά στις σουίτες. Καθώς οι δύο άντρες απομακρύνονταν, μια κομψά ντυμένη γυναίκα, συνομήλική της, την πλησίασε βαδίζοντας με εκπληκτική άνεση πάνω στα εντυπωσιακά ψηλοτάκουνα παπούτσια της, μια ικανότητα που η Λόρα ζήλεψε αμέσως. Η ίδια προτιμούσε πιο χαμηλά και άνετα παπούτσια, ειδικά όταν δούλευε. «Καλώς ορίσατε. Είμαι η Κατίνκα, υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων του ξενοδοχείου», συστήθηκε η γυναίκα στα αγγλικά. «Έχουμε ήδη επικοινωνήσει μέσω email». «Ναι, φυσικά», απάντησε η Λόρα θερμά. «Είμαι ευγνώμων για την υπομονή που δείξατε στην παράκληση της τελευταίας στιγμής να τοποθετηθούν λουλούδια στη σουίτα που θα φιλοξενηθούν οι Κινέζοι καλεσμένοι μας». «Τα λουλούδια έχουν ήδη φτάσει και βρίσκονται στο ψυγείο του ανθοπωλείου μας. Έχω ετοιμάσει μερικά δείγματα από τις συνθέσεις που θα φτιαχτούν για να τα εγκρίνετε». Ένα αχνό χαμόγελο άνθισε στο άψογα μακιγιαρισμένο πρόσωπο της νέας γυναίκας. «Σας ευχαριστώ για την ευγενική σας υπόδειξη να
μελετήσω στο ίντερνετ κομμάτια κινεζικής τέχνης της Δυναστείας των Μινκ, ώστε να αποκτήσω μια ιδέα για το είδος των ανθοσυνθέσεων που θα ήταν πιο κατάλληλες. Ελπίζω οι προσπάθειές μας να τύχουν της έγκρισής σας. Θέλετε να περάσετε από δω, παρακαλώ;» Γνέφοντας καταφατικά, η Λόρα ακολούθησε τη γυναίκα προς μια σειρά από ασανσέρ. Η Κατίνκα της έδωσε ένα μικρό δερμάτινο πορτοφόλι που περιείχε μερικές ηλεκτρονικές κάρτες κλειδιά. «Θα τις χρειαστείτε για να έχετε πρόσβαση στο ασανσέρ για το ρετιρέ και τις πόρτες των σουιτών. Έστειλα την καμαριέρα να τακτοποιήσει τα ρούχα σας, που ήρθαν χτες. Σας ζηλεύω που έχετε όλα αυτά τα κομμάτια των καινούριων συλλογών της εποχής. Ω, ελπίζω να μη σας πειράζει που το είπα αυτό!» «Φυσικά όχι», τη διαβεβαίωσε η Λόρα με ειλικρίνεια. Δεν την ενόχλησε καθόλου που η Κατίνκα σχολίαζε το περιεχόμενο της καινούριας γκαρνταρόμπας της. Αλλά το γεγονός ότι ο εργοδότης της την είχε εφοδιάσει με τέτοια ρούχα υπογράμμιζε τη σπουδαιότητα της καινούριας θέσης της και τις απαιτήσεις που θα είχε από αυτήν. Ευτυχώς που ήξερε ότι ο Βασίλι δεν είχε κανένα ερωτικό ενδιαφέρον για εκείνη, αλλιώς, μετά το σχόλιο της γυναίκας, θα ανησυχούσε μήπως έκρυβε και κάτι άλλο στο μυαλό του. Μήπως ανησυχούσε; Γι’ αυτό την πλημμύρισε ξαφνικά έξαψη; Ή μήπως γιατί κατά βάθος της άρεσε η σκέψη να θέλει ο Βασίλι να την πάει στο κρεβάτι του; Όχι βέβαια. Απορροφημένοι πάντα στη συζήτησή τους στα ρώσικα, οι δύο άντρες εξαφανίστηκαν προς την κατεύθυνση μιας ταμπέλας που έγραφε «Μόνο Προσωπικό», ενώ η Κατίνκα την οδήγησε σ’ ένα από τα ασανσέρ. Τα μάτια της Λόρα άνοιξαν διάπλατα όταν είδε το εσωτερικό του θαλαμίσκου, που ήταν επενδυμένος με καθρέφτες και κρύσταλλα. «Πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως πολυτελές ξενοδοχείο», της είπε περήφανα η Κατίνκα. «Κόστισε πολλά εκατομμύρια δολάρια μέχρι
να ολοκληρωθεί». «Η συνοδεία του Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ θα φιλοξενηθεί σε όλο τον κάτω όροφο κατ’ αποκλειστικότητα;» ρώτησε η Λόρα. «Ναι», τη διαβεβαίωσε η Κατίνκα καθώς το ασανσέρ άρχισε να ανεβαίνει. «Και θα φροντίσουμε ώστε η μία τραπεζαρία να είναι πάντα διαθέσιμη για σας. Υπάρχουν, φυσικά, ξεχωριστές τραπεζαρίες και στους δύο ορόφους, όπως και στις δύο σουίτες του ρετιρέ. Επιπλέον, έχουμε φροντίσει για ένα ξεχωριστό επίσημο δείπνο υποδοχής προς τιμήν των Κινέζων προσκεκλημένων σας στο εστιατόριό μας, αύριο βράδυ που θα φτάσουν. Αναμφισβήτητα, θα έχετε τις καλύτερες θέσεις στο εστιατόριο». «Τα τραπέζια θα είναι στο κέντρο του χώρου;» ρώτησε η Λόρα. «Θα θεωρηθεί προσβολή για τους προσκεκλημένους μας, αν νιώσουν ότι έχουν κρυφτεί κάπου παράμερα. Οι πλούσιοι Κινέζοι, σε αντίθεση με τους αντίστοιχους Ευρωπαίους, δε θέλουν να κρύβονται όταν τρώνε έξω». «Όπως ζητήσατε, τα τραπέζια θα τοποθετηθούν στο κέντρο της αίθουσας, με τον Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ, τη σύζυγό του και τον ανιψιό του σε ψηλότερη θέση από τους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες τους και με την πλάτη τους στον τοίχο. Και φυσικά, ακολουθήσαμε τις επιταγές του Φενγκ Σούι». Η Λόρα ευχαρίστησε με ένα χαμόγελο την άλλη γυναίκα, η οποία συνέχισε να μιλά με ενθουσιασμό, αφήνοντας τα πραγματικά της συναισθήματα να διαπερνούν το επαγγελματικό της προσωπείο. «Το συγκρότημα αυτό αποτελεί ένα πολύ ξεχωριστό εγχείρημα για εμάς εδώ, στο Μαυροβούνιο. Όλοι όσοι εργαζόμαστε σ’ αυτό είμαστε πολύ ικανοποιημένοι που έχουμε να δείξουμε τούτο το υπέροχο ξενοδοχείο στους επισκέπτες μας και είμαστε αποφασισμένοι να τους προσφέρουμε άριστη περιποίηση και να τους ευχαριστήσουμε τόσο που βρίσκονται εδώ, ώστε να θέλουν να ξανάρθουν». «Είμαι σίγουρη ότι θα το πετύχετε, Κατίνκα», τη διαβεβαίωσε η Λόρα. Της άρεσε αυτή η νέα γυναίκα με τη φυσική ζεστασιά και τον εξαιρετικό επαγγελματισμό της, κι ένιωθε ανακούφιση που θα
συνεργαζόταν με ένα άτομο με το οποίο αισθανόταν άνετα. Το ασανσέρ σταμάτησε και οι πόρτες του άνοιξαν σ’ ένα μεγάλο, ορθογώνιο χολ, διακοσμημένο στις αποχρώσεις του κάστανου και της κρέμας, με πινελιές από μαύρο, γυαλιστερό βερνίκι. Τα σκρίνια και οι καθρέφτες τους ήταν επίσης από γυαλιστερή μαύρη λάκα. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ακριβό ντεκόρ, που συνδύαζε στοιχεία ανατολικής και δυτικής διακόσμησης. Η Λόρα το προτιμούσε από την εντυπωσιακή χρήση του χρυσοποίκιλτου που είχε αντικρίσει προηγουμένως. «Η διπλή αυτή πόρτα μπροστά μας οδηγεί στην Αυτοκρατορική Σουίτα», της εξήγησε η Κατίνκα. «Η άλλη εδώ δεξιά βγάζει σε ένα διάδρομο που ενώνει την Αυτοκρατορική με τη Βασιλική Σουίτα. Υπάρχουν κλειδιά για να παραμένει κλειδωμένη. Έχουμε κανονίσει ώστε το ασανσέρ για την Αυτοκρατορική Σουίτα να σταματά και στον κάτω όροφο, για την εξυπηρέτηση των καλεσμένων σας». «Θα ήταν δυνατό να γίνει αυτό και στο ασανσέρ της Βασιλικής Σουίτας;» ρώτησε η Λόρα, εκτιμώντας την κατάσταση. Θα έπρεπε να το συζητήσει και με τον Βασίλι, αλλά σκέφτηκε ότι μπορεί εκείνος να ήθελε να μιλήσει με το προσωπικό του Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ ανεπίσημα. «Ναι, μπορεί να γίνει. Σ’ αυτό εδώ το συρτάρι, σ’ αυτό το έπιπλο, οι καλεσμένοι σας θα βρουν σχεδιαγράμματα για τις σουίτες τους και το υπόλοιπο ξενοδοχείο», συνέχισε η Κατίνκα, ανοίγοντας το εν λόγω συρτάρι και δείχνοντας στη Λόρα τα γυαλιστερά φυλλάδια. Μετά το έκλεισε και κατευθύνθηκε στη διπλή πόρτα της σουίτας. Μισή ώρα αργότερα, όταν η Κατίνκα τη συνόδεψε στη Βασιλική Σουίτα, η Λόρα βεβαιώθηκε ότι τόσο η φιλοξενία που παρείχε η Αυτοκρατορική Σουίτα όσο και η οργάνωση του ξενοδοχείου ήταν άψογες. Είχε μείνει απόλυτα ευχαριστημένη με τις συνθέσεις των λουλουδιών ήταν ακριβώς αυτό που είχε ζητήσει και η Κατίνκα την είχε πληροφορήσει ότι τα φρέσκα λουλούδια θα τοποθετούνταν στη σουίτα λίγο πριν την άφιξη των Κινέζων. «Σας αφήνω τώρα να δείτε μόνη σας το χώρο», είπε στο τέλος στη Λόρα και της παρέδωσε χαμογελώντας κάμποσο σετ κλειδιών.
Ευχαριστώντας τη, η Λόρα ξεκλείδωσε την ενδιάμεση πόρτα του διαδρόμου προς τη σουίτα. Η Βασιλική Σουίτα ήταν ίδια με την Αυτοκρατορική, με τρεις μεγάλες διπλές κρεβατοκάμαρες, η καθεμιά με το δικό της μπάνιο, τη δική της γκαρνταρόμπα, ένα γραφείο, ένα καθιστικό και μια τραπεζαρία. Υπήρχαν δύο επιπλέον μικρές κρεβατοκάμαρες, που η Κατίνκα της είπε ότι προορίζονταν για τους υπηρέτες των επισκεπτών, οι οποίοι προτιμούσαν να συνοδεύονται από το δικό τους προσωπικό. Εντόπισε αμέσως το δωμάτιο που της είχε δείξει η Κατίνκα στο σχεδιάγραμμα πως θα ήταν το δικό της, ανακαλύπτοντας ανακουφισμένη ότι ήταν διακοσμημένο με ένα διακριτικό συνδυασμό του ανοιχτού μπλε και απαλού κρεμ, που ταίριαζε υπέροχα με τη θέα της θάλασσας και του ουρανού έξω από τα μεγάλα παράθυρα. Ήταν ανακούφιση για τη Λόρα αυτή η μικρή ανάπαυλα, να έχει λίγο χρόνο μόνη με τον εαυτό της, χωρίς να πρέπει να ανησυχεί για τη στενή, αδιάκοπη παρακολούθηση και επίκριση του Βασίλι κάθε της κίνησης και κάθε της λέξης. Το στομάχι της άρχισε να σφίγγεται. Κοίταξε για μερικά δευτερόλεπτα τη διπλή πόρτα της γκαρνταρόμπας, ξέροντας ότι εκεί μέσα βρίσκονταν τα ρούχα που αποτελούσαν την καινούρια της «στολή εργασίας». Δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να φαντάζεται ότι ο Βασίλι είχε προσωπική ανάμειξη στην επιλογή τους. Απλώς είχε δώσει την εντολή, αναθέτοντάς το σε κάποιον άλλον. 1 ότε γιατί ένιωθε μέσα της αυτή την αναστάτωση; Μια συναισθηματική ένταση που δεν είχε κανένα δικαίωμα να νιώθει και που μόλυνε έναν απλό, γρήγορο και τυπικό έλεγχο μιας καθαρά επαγγελματικής χειρονομίας; Επιβεβαίωνε πως της είχαν στείλει το σωστό είδος ρούχων για τη δουλειά της, αυτό ήταν όλο κι όλο. Πίσω από κείνες τις πόρτες υπήρχαν τα απαραίτητα εργαλεία για να φέρει σε πέρας τα καθήκοντά της. Δεν ήταν λογικό και δεν υπήρχε κανένας λόγος να φαντάζεται τον εαυτό της να κοιτά τα ρούχα που κρέμονταν στις ράγες και μετά να ονειρεύεται το άγγιγμα των χεριών του Βασίλι
πάνω στο δέρμα της. Ήταν ένας εντελώς παράλογος συσχετισμός και πολύ επικίνδυνος. Γιατί κρυφά μέσα της ήθελε να επιτρέψει στον εαυτό της να φαντάζεται πώς θα ήταν αν ο Βασίλι κατακτούσε το κορμί της... Τρομαγμένη όχι μόνο από το δρόμο που είχαν πάρει οι σκέψεις της, αλλά και από την επίδραση που είχαν στο σώμα της, η Λόρα άνοιξε τη διπλή πόρτα της γκαρνταρόμπας. Οι ράγες ήταν γεμάτες με προσεκτικά κρεμασμένα ρούχα, ενώ μέσα από τις γυάλινες προσόψεις των ραφιών που έφταναν από το δάπεδο μέχρι το ταβάνι υπήρχαν διπλωμένα εξίσου τακτικά ένα σωρό πράγματα. Τα χαμηλότερα συρτάρια είχαν κουτιά, που υπέθεσε ότι περιείχαν παπούτσια και τσάντες. Μια γρήγορη ματιά στα ρούχα τη διαβεβαίωσε ότι ήταν όλα στο σωστό μέγεθος. Όχι πως της έκανε εντύπωση. Για γκαρνταρόμπα εργασίας, είχαν εκπληκτικό στυλ, απλότητα και γούστο. Η Λόρα δεν ήταν ανόητη. Μπορούσε εύκολα να καταλάβει ότι ο Βασίλι πρέπει να είχε δώσει την εντολή εξηγώντας πως η βοηθός του χρειαζόταν ρούχα με επαγγελματικό ύφος, που να εντυπωσίαζαν ωστόσο αυτούς με τους οποίους θα συνεργαζόταν για λογαριασμό του, τονίζοντας το κύρος του ανθρώπου που την είχε προσλάβει. Αποφάσισε γρήγορα ότι για το επίσημο δείπνο εκείνης της βραδιάς θα φορούσε ένα πράσινο σμαραγδί φόρεμα ενός διάσημου σχεδιαστή. Της άρεσε από τη στιγμή που το είδε και ήξερε πως θα ήταν ιδανικό για την περίσταση. Στα συρτάρια βρήκε επίσης μια συλλογή από όμορφα, θηλυκά αλλά φτηνά σέξι εσώρουχα, που το κάθε σετ ταίριαζε απόλυτα με το ρούχο που θα συνόδευε. Τίποτα δεν είχε αφεθεί στην τύχη. Δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να χαλάσει η εντύπωση που ο Βασίλι ήθελε να δώσει στους Κινέζους. Όλα για τη σωστή επαγγελματική τακτική, το ήξερε. Κι όμως, καθώς έκλεισε τη δίφυλλη πόρτα της γκαρνταρόμπας, για κάποιον άγνωστο λόγο η Λόρα ένιωσε μια αίσθηση απώλειας και θλίψης.. Γιατί; Θα αισθανόταν καλύτερα αν πίστευε ότι ο Βασίλι της είχε αγοράσει τα ρούχα γιατί ήθελε να του κάνει μια ιδιωτική
επίδειξη, σαν χορεύτρια, για την απόλαυσή του και μόνο; Τα ρούχα ήταν απαραίτητο κομμάτι της επαγγελματικής της ζωής, της εικόνας που έπρεπε να δίνει στους άλλους ως βοηθός του. Έχοντας αυτό στο μυαλό της, έπρεπε να σκεφτεί ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να προωθήσει αυτή την εικόνα για την επικείμενη άφιξη των Κινέζων και όχι να σκέφτεται τον Βασίλι. Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να κοιτά τα κρεμασμένα στην ντουλάπα ρούχα έχοντας στο νου της τη συγκεκριμένη συνάντηση, και να διώξει τις αντιεπαγγελματικές σκέψεις που είχαν επηρεάσει τις αισθήσεις της. Το άγγιγμα του Βασίλι δεν ήταν... Όχι, δεν έπρεπε να το σκέφτεται αυτό. Έστω κι αν μόλις πριν λίγες ώρες είχε βρεθεί πολύ κοντά στο να... Σταμάτα, προειδοποίησε τον εαυτό της, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και πιέζοντας σκόπιμα το μυαλό της να σκεφτεί τη δουλειά. Όποιος κι αν είχε διαλέξει την γκαρνταρόμπα της, ήξερε τι έκανε. Όπως και ο Βασίλι ήξερε, προφανώς, όχι μόνο το ακριβές νούμερο των ρούχων που θα χρειαζόταν, αλλά και το στυλ που της ταίριαζε καλύτερα, ώστε να δώσει τις απαραίτητες εντολές. Ένας άντρας που μπορούσε να καταλάβει τη σιλουέτα μιας γυναίκας και το στυλ που της ταίριαζε τόσο γρήγορα και με τέτοια ακρίβεια ήταν σπάνιο είδος, πραγματικά. Ο Βασίλι όμως δεν είχε διαλέξει ρούχα για μια ερωμένη. Δεν ήταν το βλέμμα του εραστή που είχε παρατηρήσει το σώμα της και μετά το είχε ντύσει και το είχε γδύσει. Η ξαφνική έξαψη που την πλημμύρισε την έκανε να απομακρυνθεί από την ντουλάπα με πρόσωπο και σώμα φλογισμένα. Τι της συνέβαινε; Από πού είχε έρθει αυτή η έκλυτη, ριψοκίνδυνη, σχεδόν ένοχη παρόρμηση να δημιουργεί εικόνες που προκαλούσαν τέτοιο χάος στις αισθήσεις της; Ο Βασίλι ήξερε το νούμερό της στα ρούχα, γιατί θα είχε αναζητήσει πληροφορίες γι’ αυτήν και θα είχε μάθει τα πάντα πριν της προσφέρει τη δουλειά. Έτσι γινόταν στη σύγχρονη αγορά εργασίας πλέον, όταν επρόκειτο για θέσεις υψηλών απαιτήσεων. Η ψευδαίσθηση που προσπαθούσε να δημιουργήσει το μυαλό της ήταν σκέτη τρέλα, και η Λόρα έπρεπε να δώσει ένα τέλος. Τώρα.
Ο διακριτικός ήχος του κινητού της την έκανε να σκύψει και να το πάρει μέσα από την τσάντα του φορητού υπολογιστή. Ο Βασίλι! Την καλούσε ο Βασίλι. «Πού είσαι;» Ο ήχος της απόλυτα ελεγχόμενης και ψυχρής φωνής του προκάλεσε ένα ρίγος νευρικότητας στη σπονδυλική της στήλη. «Στη Βασιλική Σουίτα», του απάντησε. «Ωραία. Ανεβαίνω. Θα συναντηθούμε έξω από το ασανσέρ. Θέλω να ρίξω μια ματιά στην Αυτοκρατορική, πριν την άφιξη των Κινέζων». Κλείνοντας το τηλέφωνο, η Λόρα ξεκίνησε αμέσως να τον συναντήσει. Οι συνθέσεις με τα φρέσκα λουλούδια έπρεπε να είχαν ήδη τοποθετηθεί στην Αυτοκρατορική Σουίτα. Ελέγχοντας το χώρο μαζί με τον Βασίλι, θα είχε την ευκαιρία να βεβαιωθεί ότι ήταν τόσο καλές όσο και τα δείγματα που της είχε δείξει νωρίτερα η Κατίνκα. Τον Περίμενε ήδη απέξω όταν οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν. Κοίταξε αυθόρμητα μέσα και μεμιάς πάγωσε. Η καρδιά της σκίρτησε και ο λαιμός της έφραξε μόλις, αντικρίζοντας το είδωλό της στον καθρέφτη που κάλυπτε το πίσω μέρος του θαλαμίσκου, συνειδητοποίησε ότι φορούσε μόνο το ένα από τα σκουλαρίκια της μητέρας της. Ούτε καν το έντονο «Τι συμβαίνει;» του συνοφρυωμένου Βασίλι δεν κατάφερε να τη συνεφέρει. Με τη φωνή της μαγκωμένη, έφερε το χέρι της στο λοβό του αυτιού της. «Έχασα το ένα μου σκουλαρίκι», ψέλλισε βεβιασμένα. Ο Βασίλι κοίταξε ενοχλημένος προς τη μεριά του αυτιού της. Είδε το χέρι της που ακουμπούσε εκεί να τρέμει, όπως και η φωνή της. «Ήταν της μητέρας μου. Όταν τα φοράω...» Η Λόρα κούνησε το κεφάλι της, ανίκανη να συνεχίσει. Η απελπισία της που είχε χάσει κάτι τόσο πολύτιμο την ξεπερνούσε. Τα σκουλαρίκια της μητέρας της σήμαιναν τόσα για κείνη. Η σκέψη ότι είχε χάσει ένα από αυτά της ήταν αφόρητη. Ο Βασίλι έβλεπε την ολοφάνερη ταραχή της. Δε χρειαζόταν να του εξηγήσει κανείς πόσο ανεκτίμητα ήταν τα πράγματα που ανήκαν σε
έναν αγαπημένο γονιό που είχε φύγει από τη ζωή, αλλά ούτε και ήθελε να θυμάται την αδυναμία της παιδικής του ηλικίας. Η απώλεια της Λόρα και η φορτισμένη συναισθηματικά αντίδρασή της σ’ αυτή την απώλεια άγγιζε ένα κομμάτι μέσα του που εκείνος δεν ήθελε ν’ αγγίξει. Αυτό τον έκανε απότομο, όταν τη ρώτησε: «Μπορείς να θυμηθείς πότε ήταν η τελευταία φορά που πρόσεξες ότι το φορούσες;» Η Λόρα προσπάθησε να σκεφτεί. Όταν είχε πάει στην τουαλέτα του αεροπλάνου και είχε φρεσκάρει το κραγιόν της, είχε δει ότι φορούσε και τα δύο σκουλαρίκια. «Στο αεροπλάνο... τα φορούσα και τα δύο...» άρχισε να λέει, αλλά σταμάτησε γιατί, αντί για το είδωλό της στον καθρέφτη της τουαλέτας του αεροσκάφους, το μυαλό της πέταξε στη στιγμή που το κενό αέρος την είχε ρίξει στην αγκαλιά του Βασίλι, ξυπνώντας ολοζώντανα την ενοχλητική ανάμνηση του πώς είχε νιώσει μέσα σ’ εκείνη την αγκαλιά. «Στο αεροπλάνο...» Αυτομάτως, ο Βασίλι θυμήθηκε εκείνα τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, όταν είχε νιώσει το σώμα της να αγγίζει το δικό του και την ανεπιθύμητη ερωτική αντίδραση που του είχε προκαλέσει αυτή η επαφή. Και μόνο η ανάμνηση εκείνων των στιγμών έφτανε για να έχει και πάλι την ίδια επίδραση πάνω του. Γύρισε απότομα από την άλλη, παλεύοντας με τον έντονο πόνο στο ερεθισμένο κορμί του, προσπαθώντας να ανακτήσει τον αυτοέλεγχό του. Μια λέξη στον Αλεξέι, και μια πληθώρα πρόθυμων γυναικών θα έσπευδαν να ικανοποιήσουν κάθε ερωτική του επιθυμία, το ήξερε, αλλά η περηφάνια του δεν του επέτρεπε να ακολουθήσει αυτόν το δρόμο. Προτιμούσε να παλεύει ενάντια στις αδυναμίες του παρά να αφήνεται σ’ αυτές. Κι αυτός ο ανεξήγητος πόθος που η Λόρα Γουέστκοτ ξυπνούσε μέσα του ήταν αδυναμία. Με την επιτακτική ανάγκη του να έχει κάπως καταλαγιάσει, μισογύρισε προς το μέρος της. «Κοίταξέ με». Εκείνη δίστασε. «Θα τραβήξω φωτογραφία το σκουλαρίκι», της εξήγησε κοφτά,
«και θα τη στείλω με μήνυμα στον πιλότο για να βάλει κάποιον να ψάξει στην καμπίνα». Γνέφοντας καταφατικά, η Λόρα προσπάθησε να μη νιώσει αμηχανία καθώς ο Βασίλι προσάρμοζε την κάμερα του κινητού του, και Περίμενε μέχρι εκείνος να τραβήξει τη φωτογραφία. «Ευχαριστώ», του είπε μετά. Ήξερε πως το πιο πιθανό ήταν το σκουλαρίκι να της είχε πέσει στη διάρκεια των αναταράξεων. Ήταν ευγνώμων στον Βασίλι γι’ αυτό που έκανε, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε απίστευτα άβολα. Την πλημμύρισε ανακούφιση όταν επιτέλους εκείνος έστειλε το μήνυμα και άφησε το κινητό του στην άκρη. «Η Κατίνκα μου είπε ότι το ιδιωτικό ασανσέρ της Αυτοκρατορικής Σουίτας έχει προσαρμοστεί ώστε να σταματά και στον όροφο που θα καταλύσει η συνοδεία των Κινέζων. Αναρωτήθηκα αν θα θέλατε να ζητήσω το ίδιο και για το ασανσέρ της Βασιλικής Σουίτας, ώστε να έχετε πρόσβαση στον όροφό τους για την περίπτωση ανεπίσημων συναντήσεων». «Ναι, θα ήταν χρήσιμο», απάντησε ο Βασίλι μπαίνοντας στο χολ της εισόδου της Αυτοκρατορικής Σουίτας. Σταματώντας απότομα, κοίταξε τις ανθοσυνθέσεις πάνω στα σκρίνια δεξιά κι αριστερά στο χώρο. Συνήθως δεν έδινε σημασία σε ανθοσυνθέσεις. Ήταν απλώς στοιχεία της διακόσμησης του χώρου. Αλλά αυτές που έβλεπε τώρα ήταν το κάτι άλλο. Είχαν κάτι που όχι μόνο τραβούσε την προσοχή και το βλέμμα του, αλλά άγγιζε και μια άγνωστη χορδή μέσα του, που τον έκανε να θέλει να πλησιάσει και να τις δει από κοντά. Όπως όταν κοίταζε τη Λόρα και δεν ήθελε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Ήταν γελοίο. Αν την κοιτούσε, το έκανε γιατί απλώς ήθελε να την προσέχει μετά τα όσα είχε μάθει γι’ αυτήν. «Εσύ σχεδίασες αυτές τις ανθοσυνθέσεις;» τη ρώτησε. Εκείνη ξεροκατάπιε. Δεν μπορούσε να καταλάβει από τη φωνή και το ύφος του τη γνώμη του για τα λουλούδια. Μέχρι να μιλήσει εκείνος, η Λόρα ήταν ευχαριστημένη με αυτό που έβλεπε. Ήταν ό,τι ακριβώς είχε ζητήσει. Αν επρόκειτο να κερδίσει το σεβασμό
του ως προσωπική βοηθός του, τότε έπρεπε να του αποδείξει ότι ήταν ικανή να παίρνει μόνη της αποφάσεις και να τις υποστηρίζει. «Ναι», απάντησε. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε μια ειδοποίηση στο κινητό του Βασίλι. Γύρισε να το πάρει λέγοντάς της: «Έχουμε ακόμα μία ώρα μέχρι να υποδεχτούμε τους Κινέζους. Μπορείς να με διαβεβαιώσεις ότι όλα τα υπόλοιπα στη σουίτα είναι εντάξει; Μήπως πρέπει να ελέγξω μόνος μου;» «Όλα ήταν εντάξει όταν με ξενάγησε προηγουμένως η Κατίνκα, αλλά, αφού θα χρειαστώ μόνο μισή ώρα για να ετοιμαστώ, θα προτιμούσα να ρίξω μια σύντομη, τελευταία ματιά, μια και είμαι ήδη εδώ... για να είμαι σίγουρη». Μια γυναίκα που έβαζε το καθήκον απέναντι στη δουλειά της πάνω από την εμφάνισή της; Πολύ εντυπωσιακό. Μόνο που ίσως να το είχε πει αυτό μόνο για να τον εντυπωσιάσει, σκέφτηκε βλοσυρά ο Βασίλι, αλλά γνέφοντας καταφατικά της είπε: «Θα συναντηθούμε στις έξι παρά δέκα στο καθιστικό. Να είσαι εκεί». Κι ύστερα έφυγε, αφήνοντάς τη να κάνει ένα γρήγορο έλεγχο στη σουίτα. Όπως το Περίμενε η Λόρα, όλα ήταν όπως έπρεπε να είναι... έστω κι αν της είχε μείνει τώρα μόνο μισή ώρα για να ετοιμαστεί. *** Στη σουίτα, κι ενώ ετοιμαζόταν να γδυθεί για να κάνει ένα ντους, ο Βασίλι σταμάτησε μια στιγμή για να ελέγξει το τηλέφωνό του. Υπήρχε μήνυμα από τον πιλότο του ιδιωτικού του τζετ ότι, παρά την προσεκτική έρευνα που είχε γίνει στο αεροσκάφος, το σκουλαρίκι δεν είχε βρεθεί. Άφησε το κινητό και άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του, αλλά, σταματώντας ξανά, πήρε πάλι το τηλέφωνο και άρχισε να ψάχνει μέχρι που βρήκε αυτό που ήθελε. Αν η ετεροθαλής αδερφή του ξαφνιάστηκε όταν της ζήτησε να επικοινωνήσει εκ μέρους του με έναν από τους ακριβότερους
κοσμηματοπώλες του Λονδίνου και να παραγγείλει ένα σκουλαρίκι ίδιο μ’ αυτό της φωτογραφίας που της έστειλε, και μάλιστα το συντομότερο, δεν το έδειξε καθόλου. Τον ήξερε πολύ καλά για να μη ρωτήσει λεπτομέρειες. Μετά ο Βασίλι συνέχισε να γδύνεται, χωρίς να είναι ωστόσο απόλυτα βέβαιος ότι ήξερε ο ίδιος τον εαυτό του. Δε συνήθιζε να συμπεριφέρεται παρορμητικά και σίγουρα όχι για τέτοια πράγματα. Θα έφταιγε που η Λόρα Γουέστκοτ του είχε πει πως τα σκουλαρίκια ανήκαν στη μητέρα της. Ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε να χάσει κάποιος μια μητέρα και πώς ένιωθε μπροστά σε μια τέτοια απώλεια. Μισή ώρα αργότερα, έχοντας αλλάξει βιαστικά, η Λόρα έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα χαράς και ανακούφισης όταν το χαμένο σκουλαρίκι της έπεσε από τις πτυχές του υφάσματος στη λαιμόκοψη του φορέματος της, εκεί όπου προφανώς είχε σκαλώσει πέφτοντας από το αυτί της. Το έβαλε αμέσως μαζί με το ταίρι του στη μικρή κοσμηματοθήκη που χρησιμοποιούσε στα ταξίδια της. Δίσταζε να τα ξαναφορέσει, από φόβο μήπως το χάσει και δεύτερη φορά. Ήταν ανόητο, το ήξερε, αλλά τα σκουλαρίκια είχαν μεγάλη σημασία γι’ αυτήν και είχε ταραχτεί πολύ, νιώθοντας επιπλέον και ενοχές που είχε χάσει το ένα σαν να μην τα είχε προσέξει όσο έπρεπε. Κι αυτό, γιατί φοβόταν πως το είχε χάσει όταν η προσοχή της ήταν στραμμένη στον Βασίλι και σ’ αυτά που την έκανε να αισθάνεται, και δεν είχε δώσει σημασία στο γεγονός ότι το κούμπωμα είχε χαλαρώσει. Έπρεπε επιτέλους να σταματήσει να σκέφτεται τον Βασίλι σαν άντρα και να θυμάται πως ήταν εργοδότης της. Κοίταξε το ρολόι της, ισιώνοντας τη φούστα της. Ήταν ώρα να φύγει. Ο Βασίλι βρισκόταν ήδη στο καθιστικό της σουίτας όταν μπήκε η Λόρα, και κοιτούσε το ρολόι του, μολονότι έμεναν ακόμα πέντε λεπτά για την ώρα που της είχε πει. Προφανώς, το κοστούμι που φορούσε πρέπει να είχε ραφτεί κατά παραγγελία, για να εφαρμόζει πάνω του τόσο άψογα. Η καρδιά της σκίρτησε εξαιτίας, απ’ ό,τι
υποπτευόταν η Λόρα, μιας καθαρά γυναικείας ευχαρίστησης στη θέα ενός άντρα τόσο όμορφου από κάθε άποψη. Ο Βασίλι ήταν απ’ αυτούς τους άντρες που δε χρειαζόταν να φορούν ρούχα που αναδείκνυαν τους μυς τους για να ξέρει μια γυναίκα τι έκρυβαν αυτά τα ρούχα. Εξάλλου, εκείνη το ήξερε ήδη αυτό, σωστά; Χάρη στις αναταράξεις. Ένιωσε το χέρι της να σφίγγεται σε γροθιά, όπως είχε σφιχτεί όταν τον είχε αρπάξει πέφτοντας πάνω του. Ήταν πραγματικά εκπληκτικό το πόσο εύκολα η μνήμη της ζωντάνευε εκείνη τη στιγμή. Είχε ακόμα στα δάχτυλά της την αίσθηση της επαφής με το πουκάμισό του και τη σκληρή, ζέστη σάρκα από μέσα. Εκπληκτικό; Ή πολύ επικίνδυνο; Η Λόρα προσπάθησε να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της, όταν εκείνος τη ρώτησε: «Έτοιμη;» Τι άρωμα φορά; αναρωτήθηκε ο Βασίλι. Ήταν πολύ ελαφρύ και ντελικάτο και προκαλούσε έναν άντρα να την πλησιάσει περισσότερο για να το μυρίσει πιο προσεκτικά. Η Λόρα Γουέστκοτ ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα. Θα ήξερε, προφανώς, ότι το εκλεπτυσμένο της άρωμα θα τραβούσε τους άντρες πιο κοντά της, σε αντίθεση με τις γυναίκες που διάλεγαν πολύ πιο δυνατά αρώματα, που εκείνον προσωπικά τον απωθούσαν και τον έκαναν να απομακρύνεται. Το φόρεμα που φορούσε εφάρμοζε τέλεια στο σώμα της, αλλά δεν Περίμενε κάτι άλλο. Οι αναλογίες της ήταν στο φάκελό της. Το ρούχο έδειχνε ιδιαίτερα κομψό πάνω της, καθώς η Λόρα του έδινε το δικό της προσωπικό στυλ. Η αυτοπεποίθησή της ήταν διακριτική, όσο και το άρωμά της. Και τα δύο μπορούσαν να αποβούν επικίνδυνα για έναν άντρα ευάλωτο σ’ αυτά. Πιθανόν. Μόνο που αυτός ο άντρας δε θα ήταν ο Βασίλι. Η ηθική συμπεριφορά μιας γυναίκας η αξιοπιστία της, το φέρσιμό της, ο τρόπος που ζούσε, το αν ήταν άξια εμπιστοσύνης ήταν αυτό που εκτιμούσε εκείνος. «Είναι ώρα να πηγαίνουμε». Η Λόρα έγνεψε καταφατικά στα κοφτά λόγια του Βασίλι και γύρισε
προς την πόρτα. Μέσα της επικρατούσε μια ταραχή, κάνοντας το στομάχι της άνω κάτω, αλλά δε θα το έδειχνε ούτε σ’ αυτόν ούτε στους Κινέζους. Αυτό ήταν το πρώτο της τεστ ως προσωπικής βοηθού του Βασίλι και ήταν αποφασισμένη να το περάσει με έπαινο, έστω κι αν ο έπαινος αυτός ήταν δύσκολο να δοθεί από έναν άντρα που της είχε ξεκαθαρίσει ότι θα προτιμούσε οποιαδήποτε άλλη στη θέση της προσωρινής βοηθού του. *** Αρκετές ώρες αργότερα, εκμεταλλευόμενη το διάλειμμα ανάμεσα στα τελευταία πιάτα του επίσημου δείπνου που σερβίρονταν, η Λόρα έριξε μια ερευνητική ματιά στο κεντρικό τραπέζι. Ο Βασίλι καθόταν, φυσικά, σε περίοπτη θέση στο κέντρο, έχοντας δεξιά του τον Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ, ως τιμώμενο καλεσμένο, και την ίδια στα αριστερά του για να του μεταφράζει. Από την άλλη μεριά του Γουέι Γουόνγκ κάθονταν ο Κανγκ Λη με τον Αλεξέι, τον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου, ενώ η Γου Γινγκ καθόταν δίπλα στη Λόρα και παραδίπλα της η νεαρή γυναίκα που εκτελούσε χρέη μεταφράστριας για την Κινέζα. Τα περισσότερα από τα άλλα τραπέζια της αίθουσας καταλάμβαναν άτομα της συνοδείας του Γουέι Γουόνγκ, με λίγους μόνο πελάτες του ξενοδοχείου που δεν ήταν Κινέζοι να αποτελούν ένα διακριτικά περίεργο κοινό. Οι γυναίκες αυτού του κοινού έλαμπαν με τα διαμαντένια κοσμήματά τους, αλλά για τη Λόρα κανένα τους δεν μπορούσε να συγκριθεί με την ομορφιά του περιδέραιου και των σκουλαρικιών από σμαράγδια που φορούσε η Γου Γινγκ. Δεν ήξερε πολλά πράγματα για τα κινέζικα κοσμήματα αντίκες, αλλά υποψιαζόταν πως επρόκειτο για αυθεντικά και όχι αντίγραφα. Ακόμα και τα αντίγραφα θα κόστιζαν μια περιουσία. Είχε συμπαθήσει τη Γου Γινγκ από την πρώτη στιγμή που είχαν συστηθεί. Δεν είχε συμβεί όμως το ίδιο και με τον Κανγκ Λη. Αρχικά είχε ξαφνιαστεί και μετά την είχε απωθήσει ο τρόπος που
την κοιτούσε και που της φερόταν ο νεαρός άντρας. Είχε συνηθίσει να απορρίπτει το φλερτ αντρών που γνώριζε στον επαγγελματικό χώρο. Κανονικά, μια ψυχρή στάση και η παντελής έλλειψη ανταπόκρισης αρκούσαν για να δώσει το μήνυμα ότι δεν ενδιαφερόταν. Αυτό όμως που είχε δει στο εξεταστικό βλέμμα του Κανγκ Λη ήταν μια ωμή ερωτική αξιολόγηση του κορμιού της, λες και ήταν ένα κομμάτι κρέας. Το βλέμμα του είχε παραμείνει στο στήθος της όταν τους σύστησαν, μέχρι που, ευτυχώς, η Λόρα είχε γυρίσει προς τη μεριά της Γου Γινγκ για να γίνουν ανάμεσά τους οι συστάσεις. Ήταν ευγνώμων που δεν καθόταν δίπλα του, αλλά η χαρά της δε θα κρατούσε για πολύ, το ήξερε. Ως επίσημη διερμηνέας του Βασίλι ήταν μέσα στα καθήκοντά της να απευθύνεται απευθείας στον Κινεζοαμερικάνο, επειδή κι αυτός μιλούσε τις δυο γλώσσες και εκπροσωπούσε τον Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ. Μολονότι ήξερε ότι ο Βασίλι μιλούσε και καταλάβαινε κινέζικα και μολονότι υποψιαζόταν πως η Γου Γινγκ ήξερε πολύ καλύτερα αγγλικά απ’ όσο έδειχνε, μετέφραζε σχολαστικά στον Βασίλι ό,τι έλεγε ο Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ. Το δείπνο ήταν φυσικά πολύ επίσημο, με αρκετά πιάτα, το καθένα από τα οποία συνοδευόταν από το ανάλογο κρασί. Προσέχοντας, η Λόρα ήπιε μόνο μια γουλιά από κάθε ποτήρι. Θα ήταν μεγάλο λάθος από μέρους της να ζαλιστεί, ένα λάθος που δεν ήταν διατεθειμένη να κάνει. Το γεγονός ότι και ο Βασίλι παρέμενε απολύτως νηφάλιος την έκανε να αναρωτηθεί αν οφειλόταν στο ότι ήταν στη φύση του να έχει τον έλεγχο και ήθελε να παρακολουθεί άγρυπνα το παιχνίδι, ή απλά στο ότι δεν την εμπιστευόταν. Η μετάφραση της Λόρα ήταν άψογη, παραδέχτηκε για άλλη μια φορά εκείνος καθώς την άκουγε προσεκτικά να μεταφράζει μια ερώτηση του Γουέι Γουόνγκ σχετικά με την επιθυμία του να επεκταθεί στην Κίνα. Είχε μάλιστα καταφέρει να του δώσει να καταλάβει, μιλώντας του στα ρώσικα, στην περίπτωση που δεν είχε κατανοήσει σωστά τα κινέζικα του Γουέι Γουόνγκ, ότι ο υποψήφιος συνεργάτης του ίσως υποπτευόταν έναν απώτερο σκοπό στα σχέδιά
του. Διαμορφώνοντας προσεκτικά την απάντησή του, ζήτησε από τη Λόρα να τη μεταφράσει, εξηγώντας ότι οι ιστορίες που είχε μάθει για την υπεροχή των Κινέζων αυτοκρατόρων των περασμένων αιώνων τού είχαν εμπνεύσει το ενδιαφέρον για τη χώρα που διέθετε τέτοια ιστορία και τόσες δυνατότητες, και ότι καταλάβαινε πως είχε ακόμα να μάθει πολλά, γι’ αυτό κι έψαχνε να βρει έναν Κινέζο συνέταιρο. Ακούγοντας τη Λόρα να μεταφράζει τα λόγια του, παρατηρούσε παράλληλα και τη συμπεριφορά της προς τον Κανγκ Λη. Μέχρι στιγμής δεν είχε κάνει κανένα λάθος και του φερόταν ευγενικά και με επαγγελματισμό, αλλά ο Βασίλι είχε προσέξει πώς την είχε κοιτάξει νωρίτερα ο νεαρός Κινέζος. Τέτοιο απροκάλυπτο ερωτικό ενδιαφέρον δεν είχε τύχει να ξαναδεί ποτέ του. Ήταν κάτι που συνέβαινε συνέχεια, σε όλες τις τάξεις και στα είδη των αντρών. Ωστόσο, όταν το είδε να επιδεικνύεται με τέτοιο τρόπο, αυτομάτως η γνώμη του για τον νεαρό άντρα υποβαθμίστηκε, άσχετα αν η γυναίκα που γινόταν αντικείμενο αυτής της προσοχής τη δεχόταν ή όχι. Ο πατέρας του σεβόταν πάντα τις γυναίκες, παραμένοντας πολύ άντρας ταυτόχρονα, και ο ίδιος ο Βασίλι είχε φυσικά υιοθετήσει μια ανάλογη συμπεριφορά, έχοντας ως πρότυπο τον πατέρα του. Εκείνη τη στιγμή όμως δεν ήταν οι άξεστοι τρόποι του Κανγκ Λη, ούτε η ήρεμη, επαγγελματική αντιμετώπιση της Λόρα προς αυτόν που απαιτούσαν την προσοχή του, όσο η δική του αντίδραση: ο θυμός και η εχθρότητα που αισθανόταν για τον Κανγκ Λη. Εξάλλου, δεν είχε κανένα λόγο να νιώθει προστατευτικός απέναντι στη Λόρα Γουέστκοτ. Ξέροντας όσα ήξερε για εκείνη, δε θα τον ξάφνιαζε καθόλου αν δεχόταν το ξεδιάντροπο φλερτ του άλλου άντρα. Το να γίνει ερωμένη κάποιου με την ενδεχόμενη δύναμη του Κανγκ Λη ακόμα κι αν η σχέση τους κρατούσε λίγο ήταν κάτι που μια γυναίκα σαν τη Λόρα Γουέστκοτ θα εκμεταλλευόταν για να βελτιώσει την καριέρα της και την οικονομική της κατάσταση, εκατό τοις εκατό. Είχε ήδη κοιμηθεί με το μέντορά της θα ήταν ένα
μικρό βήμα παραπέρα να κοιμηθεί με άλλον έναν ισχυρό άντρα που θα βελτίωνε τις συνθήκες της ζωής της. Αν έκρινε από τη συμπεριφορά του Κανγκ Λη, θα μπορούσε να την πάει στο κρεβάτι του το ίδιο κιόλας βράδυ, αν του δινόταν η ευκαιρία. Η οργή που τον κατέκλυσε μεμιάς τον βρήκε απροετοίμαστο. Το θέμα τον απασχολούσε γιατί, αν η Λόρα κοιμόταν με τον Κανγκ Λη, θα προέκυπταν ζητήματα που θα επηρέαζαν τη δική του εικόνα και γιατί, ως μεγαλύτερος αδερφός μιας νεαρής κι ευάλωτης αδερφής, αναλάμβανε αυτόματα προστατευτικό ρόλο. Δεν ήταν κάτι που είχε σχέση με την ίδια τη Λόρα. Δεν τον ένοιαζε διόλου με ποιον θα έκανε σεξ ή σε ποιον θα έδινε το κορμί της. Το μόνο που τον ένοιαζε εκείνη τη στιγμή ήταν να εξασφαλίσει την εύνοια του Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ σχετικά με την επένδυση που ήθελε να κάνει στην Κίνα. *** Ήταν ένα ατέλειωτο δείπνο μια ατέλειωτη μέρα, για την ακρίβεια, αλλά τώρα επιτέλους είχε τελειώσει και οι Κινέζοι είχαν αποσυρθεί. Σε λίγο θα μπορέσω να πάω κι εγώ για ύπνο, σκέφτηκε η Λόρα ακολουθώντας τον Βασίλι στη δική τους σουίτα. Ήταν σίγουρη ότι φαινόταν τόσο κουρασμένη όσο αισθανόταν, αλλά εκείνος δεν έδειχνε κανένα σημάδι κόπωσης καθώς έβγαλε το σακάκι του και το έριξε σε μια πολυθρόνα στο καθιστικό της σουίτας. «Ο Γουέι Γουόνγκ δεν αποκάλυψε πολλά, αλλά έχω τη γνώμη ότι εντυπωσιάστηκε από το δείπνο απόψε», του είπε, παλεύοντας με την αλλοπρόσαλλη και πολύ αντιεπαγγελματική τάση της να τον κοιτάζει συνέχεια. «Ο Κανγκ Λη σίγουρα εντυπωσιάστηκε μαζί σου», αποκρίθηκε ο Βασίλι. Το σχόλιο, εντελώς απρόσμενο, έκανε τη Λόρα να ριγήσει πριν προλάβει να συγκρατηθεί, προδίδοντας ανοιχτά την απέχθειά της στη σκέψη και μόνο του νεαρού Κινέζου. Μισούσε τον τρόπο που την κοιτούσε σαν να ήταν... σαν να ήταν ένα κομμάτι σάρκα και όχι
μια ανθρώπινη ύπαρξη. Για κάποιο λόγο την είχε κάνει να αντιλαμβάνεται ακόμα πιο έντονα την ερωτική της απειρία, και μέσω αυτής το πόσο ευάλωτη ήταν σ’ αυτό το θέμα. Είχε αναλογιστεί ότι, αν είχε περισσότερη εμπειρία, δε θα είχε νιώσει να απειλείται τόσο από το ανεπιθύμητο ενδιαφέρον του Κανγκ Λη. Ακόμα χειρότερο ήταν το πώς μέσα στο χείμαρρο των επίσημων ευχαριστιών και των ευχών, μετά το δείπνο, ο Κανγκ Λη την είχε πλησιάσει και σκόπιμα, η Λόρα ήταν απόλυτα σίγουρη είχε σταθεί τόσο κοντά της που το χέρι του θα είχε ακουμπήσει στο πλάι του στήθους της, αν δεν είχε προλάβει η ίδια να τραβηχτεί έγκαιρα. Κι είχε νιώσει πολύ αμήχανα διαπιστώνοντας ότι η προφανής επιτηδευμένη εικόνα της δεν ταίριαζε με τον πραγματικό εσωτερικό κόσμο της. Στον επαγγελματικό χώρο, όλα τα χρόνια που δούλευε με τον Τζον ως μέντορά της, εκείνος την είχε προφυλάξει από ανεπιθύμητα φλερτ αντρών σαν τον Κανγκ Λη. Ο εφηβικός της έρωτας για τον Βασίλι ήταν τόσο δυνατός, που, έστω κι αφού τον είχε ξεπεράσει, δεν είχε καταφέρει κανένας άλλος άντρας να ξυπνήσει μέσα της κάτι ανάλογο. Δεν είχε σημασία που ακόμα ήταν παρθένα. Και δεν είχε να κάνει με τον Βασίλι. Ήταν απλά θέμα συγκυριών δεν είχε γνωρίσει το σωστό άντρα τη σωστή στιγμή. Ίσως γιατί κάπου βαθιά μέσα της ένα κομμάτι του εαυτού της εξακολουθούσε να θέλει να πιστεύει πως ο Βασίλι ήταν ο σωστός άντρας; Όχι! Γιατί επέτρεπε σε τέτοιες ενοχλητικές, καταστρεπτικές σκέψεις να έρχονται στην επιφάνεια; Μια διαφορετική ανησυχία άρχισε να την πλημμυρίζει. Δεν ήθελε να σκέφτεται ούτε την αγνότητά της ούτε τον εφηβικό έρωτά της για τον Βασίλι. Δεν ήθελε να σκέφτεται εκείνη τη μακρινή εποχή που είχε επιτρέψει στην εφηβική της φαντασία να τη γεμίσει με ονειροπολήσεις, ότι ήταν τάχα στην αγκαλιά του Βασίλι κι εκείνος τη σκέπαζε με παθιασμένα φιλιά, ικετεύοντάς τη να δεχτεί τον έρωτά του και διαβεβαιώνοντάς τη ότι ο πόθος του γι’ αυτήν ήταν άσβεστος. Ένιωσε το πρόσωπό της να φλογίζεται και μόνο στη σκέψη της
ανοησίας και της αφέλειάς της. «Καταλαβαίνω από την αντίδρασή σου ότι δε σου άρεσε το ενδιαφέρον του, σωστά;» τη ρώτησε ο Βασίλι, βλέποντας την ολοφάνερη ταραχή της. Γιατί άφηνε τον εαυτό του να τη ρωτάει κάτι τέτοιο; Αν δεν πρόσεχε, η Λόρα θα θεωρούσε ότι ενδιαφερόταν προσωπικά γι’ αυτήν, κάτι που φυσικά δε συνέβαινε. «Σε ρωτώ γιατί δε θέλω να βρεθώ αναγκασμένος να αντιμετωπίσω τις επιπλοκές που θα παρουσιαστούν αν τον ενθαρρύνεις», διευκρίνισε κοφτά. «Εξάλλου, είναι παντρεμένος». «Δεν έχω καμία πρόθεση να τον ενθαρρύνω. Ούτε αυτόν ούτε και κανέναν άλλον με τον οποίο συνεργάζομαι επαγγελματικά», του απάντησε εκείνη. «Ξέρω τι σκέφτεστε, αλλά δεν είναι αλήθεια», πρόσθεσε όταν είδε την έκφρασή του. «Δεν είχα ποτέ σχέση με τον Τζον». «Αυτό λες συνέχεια». «Το λέω γιατί είναι η αλήθεια». Τί Λόρα έμεινε ξαφνικά σιωπηλή. Τι έκανε; Τι την ένοιαζε τι σκεφτόταν ο Βασίλι γι’ αυτήν; Δεν την ένοιαζε και δεν έπρεπε να τη νοιάζει. Κι όμως... Ο Βασίλι βημάτιζε μέσα στο δωμάτιο όσο του μιλούσε και για κάποιο λόγο η θέα των φαρδιών ώμων του που κατέληγαν στη στενή μέση του τράβηξε αναπόφευκτα το βλέμμα της πάνω του. Το λεπτό, καλοφτιαγμένο κορμί του έσβησε από το μυαλό της κάθε σκέψη του ενοχλητικού, δυσάρεστου Κανγκ Λη. Με τόσα πράγματα να σκεφτεί από επαγγελματικής άποψης, δεν υπήρχε καμιά δικαιολογία που, δυστυχώς, η ανάμνηση του κορμιού του Βασίλι του λεπτού, καλογραμμένου κορμιού του και της ζεστής σάρκας του, όπως την είχε νιώσει όταν είχε πέσει πάνω του μέσα στο αεροπλάνο ήταν αυτό που πήρε μαζί της η Λόρα όταν έπεσε για ύπνο αργά εκείνο το βράδυ. Και την κράτησε ξύπνια για πολλή ώρα, με μια λαχτάρα στο κορμί της κι ένα φόβο μέσα της πως, όταν τελικά θα την έπαιρνε ο ύπνος, θα κατέληγε να ονειρεύεται ότι μοιραζόταν μαζί του ακόμα πιο προσωπικές στιγμές και ο πόθος της θα γινόταν αφόρητος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Ήταν η τελευταία μέρα από μια σειρά ημερών με πολύωρες διαπραγματεύσεις, επίσημα δείπνα και τις ελάχιστα πιο χαλαρές ξεναγήσεις που είχαν ζητήσει οι Κινέζοι να κάνουν στο ξενοδοχείο, στα περίχωρα και σε κάποια σημεία της ακτής. Εκείνο το πρωί τουλάχιστον, η Λόρα θα είχε την τύχη να περάσει μερικές ώρες χωρίς την πιεστική παρακολούθηση του Βασίλι, που παρατηρούσε κάθε της κίνηση και έκρινε ανάλογα τις ικανότητάς της, αλλά και χωρίς την ενοχλητική και ανεπιθύμητη προσοχή του Κανγκ Λη. Η Γου Γινγκ είχε ζητήσει να επισκεφτεί την ενδοχώρα και, αν ήταν δυνατό, να της παραχωρήσει ο Βασίλι τη Λόρα για συνοδεία. Τώρα, μετά το πρωινό εργασίας με τους Κινέζους, η Λόρα και ο Βασίλι είχαν επιστρέφει στη σουίτα τους για να ετοιμαστούν για το διαφορετικό πρόγραμμα που είχε ο καθένας για τη μέρα. «Όπως ξέρεις», της είπε ο Βασίλι, «η Γου Γινγκ ζήτησε ειδικά εσένα να τη συνοδέψεις στην ξενάγηση που θέλει να κάνει σήμερα. Ο Κανγκ Λη, από την άλλη, προσφέρθηκε να αναλάβει το ρόλο του μεσάζοντα και διερμηνέα στις λιγότερο επίσημες διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Γουέι Γουόνγκ κι εμένα, χωρίς την παρουσία άλλων μελών της συνοδείας του. Νομίζω πως αυτό σημαίνει ότι τώρα θα γίνουν οι πραγματικές διαπραγματεύσεις». «Θα έπρεπε να είμαι μαζί σου», είπε η Λόρα. Βλέποντας όμως το ένα του φρύδι να ανασηκώνεται, βιάστηκε να προσθέσει: «Ω, ξέρω ότι μπορείς μια χαρά να μεταφράσεις ό,τι κι αν πει ο Γουέι Γουόνγκ χωρίς τη βοήθεια του Κανγκ Λη, αλλά αν είμαι κι εγώ εκεί...» «Θα μπορείς να επέμβεις δίνοντάς μου χρόνο να σκεφτώ αυτό που μου ζητά προκειμένου να πάρω το συμβόλαιο;» μάντεψε ο Βασίλι. «Εξακολουθώ να έχω την αίσθηση ότι η Γου Γινγκ είναι αυτή που
κρατά το κλειδί μιας επιτυχημένης διαπραγμάτευσης, Βασίλι. Ο Γουέι Γουόνγκ θα ζητήσει την έγκρισή της λόγω των διασυνδέσεων της οικογένειας της. Μέχρι στιγμής δεν έχει πει λέξη σχετικά με το φλέγον ζήτημα. Είναι πολύ διακριτική. Παρατήρησα όμως ότι ανέφερε με τρόπο στη συζήτηση πολλές φορές τη σημαντική θέση του ξαδέρφου της στην κυβέρνηση, δίνοντάς μου να καταλάβω πως έχουν στενή σχέση. Ξέρω ότι τους μεγάλωσε μαζί η γιαγιά τους. Σήμερα θα είμαστε οι δυο μας, ίσως γίνει λοιπόν πιο αποκαλυπτική. Πάντως, αν δεν είσαι σίγουρος ότι πρέπει να πάω και προτιμάς να μείνω, μπορώ να ζητήσω από την Κατίνκα να με αντικαταστήσει. Μιλάει σχετικά καλά κινέζικα». «Όχι, δεν είναι απαραίτητο». Το έλεγε γιατί δεν ήθελε να του αποσπά την προσοχή η παρουσία της δίπλα του; Ήταν γελοίο. Για ποιο λόγο η παρουσία της να του αποσπά την προσοχή; Την είχε προσλάβει, εξάλλου. Γνέφοντας καταφατικά, η Λόρα στερέωσε τα μαλλιά της, που τα είχε αφήσει λυτά σήμερα, πίσω από το αυτί της, για να σκύψει να πάρει την τσάντα της. Ξαφνικά ο Βασίλι κροτάλισε τα δάχτυλά του στον αέρα. «Καλά που το θυμήθηκα. Περίμενε μισό λεπτό». Εξαφανίστηκε προς τη μεριά του δωματίου του, επιστρέφοντας μερικά δευτερόλεπτα αργότερα με ένα μικρό κουτί στο χέρι του, το οποίο και της έδωσε. «Το σκουλαρίκι που έχασες. Μόνο που δε βρέθηκε την πρώτη φορά που έψαξαν στο αεροπλάνο. Ο πιλότος μού έστειλε μήνυμα χτες και μου είπε ότι το συνεργείο καθαρισμού το βρήκε κάτω από ένα κάθισμα». Η Λόρα τον κοίταξε ελαφρώς συνοφρυωμένη και μπερδεμένη. «Δεν μπορεί». Πώς ήταν δυνατό, αφού και τα δύο σκουλαρίκια της ήταν μέσα στην κοσμηματοθήκη; «Σε διαβεβαιώνω ότι μπορεί», επέμεινε εκείνος κοφτά. «Άνοιξε το κουτί και δες μόνη σού». Απογοήτευση ήταν αυτό που αισθανόταν μπροστά στη μάλλον γεμάτη αχαριστία αντίδραση της Λόρα; Αλλά τι Περίμενε; Ότι θα έπεφτε στην αγκαλιά του φωνάζοντας χαρούμενη; Και ότι καθώς
θα τον τύλιγαν το άρωμά της και τα χέρια της θα είχε κάθε δικαιολογία να εκμεταλλευτεί την οικειότητα της στενής επαφής που εκείνη είχε προκαλέσει; Διατακτικά, η Λόρα άνοιξε το κουτί, βρίσκοντας πράγματι μέσα ένα από τα σκουλαρίκια της μητέρας της. Το πήρε. Το βάρος του της φάνηκε οικείο στην παλάμη της, αλλά ήταν αδύνατο να είναι το χαμένο σκουλαρίκι. Το ήξερε, κι όμως κάτι την έσπρωχνε να τρέξει στην κρεβατοκάμαρά της για να ελέγξει αν ήταν της φαντασίας της πως το είχε βρει και ότι αντί για δύο μέσα στην κοσμηματοθήκη της υπήρχε ένα σκουλαρίκι. Δεν μπορούσε να το κάνει όμως. Ο Βασίλι στεκόταν μπροστά της και την παρατηρούσε. Αν δεν πρόσεχε, εκείνος θα καταλάβαινε και θα τη ρωτούσε γιατί ήταν τόσο μπερδεμένη. «Ευχαρίστησε, σε παρακαλώ, τον πιλότο εκ μέρους μου». Τα λόγια της ακούστηκαν μηχανικά, τυπικά, όχι βγαλμένα μέσα από την καρδιά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και σήκωσε το κεφάλι της, κοιτάζοντας τον Βασίλι κατευθείαν στα μάτια. Είχαν πάρει πράγματι μια έκφραση δυσοίωνη και φουρτουνιασμένη, ή ήταν της φαντασίας της; «Είμαι ευγνώμων... πολύ ευγνώμων. Είχα ταραχτεί πολύ στη σκέψη ότι το είχα χάσει». «Ναι», είπε μόνο εκείνος. «Το κατάλαβα από την αντίδρασή σου όταν το διαπίστωσες». Και γι’ αυτό είχε κάνει κάτι ώστε να φροντίσει να «βρεθεί» το σκουλαρίκι και να επιστρέφει στα χέρια της; Επειδή είχε αντιληφθεί τη στενοχώρια της; Η Λόρα βρέθηκε αντιμέτωπη με έναν καινούριο γρίφο. Αυτή η συμπεριφορά η κατανόηση και η συμπόνια για τη θλίψη κάποιου άλλου, ειδικά κάποιου που αντιπαθούσε και θα προτιμούσε να μην έχει κοντά του έδειχνε εντελώς αταίριαστη προς το χαρακτήρα του Βασίλι που πίστευε ως τώρα πως είχε γνωρίσει. Και σχετικά με ένα θέμα που εκείνος θα πρέπει να θεωρούσε ασήμαντο. «Καλύτερα να πάω να το βάλω στη θέση του, μαζί με το άλλο». Ο Βασίλι κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, παρατηρώντας την
να απομακρύνεται. Γιατί ξαφνικά το δωμάτιο, εκτός από άδειο, του φαινόταν ότι είχε γίνει και πιο ψυχρό, λες κι εκείνη φεύγοντας είχε πάρει μαζί της λίγο από το φως του ήλιου; Δεν του άρεσε καθόλου το αίσθημα που γεννήθηκε βαθιά μέσα του, σ' εκείνο το κομμάτι όπου μετά το θάνατο της μητέρας του είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως δε θα ένιωθε πόνο ποτέ ξανά. Ήταν ανακουφισμένος που η Λόρα δεν είχε προβεί σε εκδηλώσεις εγκαρδιότητας, όπως θα είχε κάνει η ετεροθαλής αδερφή του, πέφτοντας στην αγκαλιά του. Γιατί, αν το είχε κάνει, θα την είχε απομακρύνει αμέσως, φυσικά. Στην κρεβατοκάμαρά της, η Λόρα κρατούσε τη μικρή κοσμηματοθήκη που περιείχε τα σκουλαρίκια της μητέρας της με χέρια που έτρεμαν. Τι φοβάσαι; ρώτησε τον εαυτό της. Δε θα μπορούσε ο Βασίλι να έχει απομακρύνει με τρόπο μαγικό ένα από τα δύο σκουλαρίκια, αλλά και γιατί να θέλει να το κάνει, που να πάρει η ευχή; Άνοιξε βιαστικά την κοσμηματοθήκη, αναστενάζοντας ανακουφισμένη. Και τα δύο σκουλαρίκια ήταν εκεί. Πράγμα που σήμαινε... Πράγμα που σήμαινε πως τώρα είχε και τρίτο σκουλαρίκι μέσα στο κουτί του, πάνω στην τουαλέτα όπου το είχε αφήσει μπαίνοντας στο δωμάτιο. Άνοιξε και το δεύτερο αυτό κουτί κι έβαλε την κοσμηματοθήκη της δίπλα του. Το σκουλαρίκι που της είχε δώσει ο Βασίλι ήταν ολόιδιο με το δικό της, αλλά δεν ήταν το δικό της. Προσπάθησε να σκεφτεί κάθε πιθανό λόγο που θα είχε ένας άντρας να μπει στον κόπο που είχε μπει εκείνος για να φτιάξει αυτό το σκουλαρίκι. Βρήκε δύο. Ο πρώτος ήταν ότι ήλπιζε να την ευχαριστήσει για να τη ρίξει στο κρεβάτι του, αλλά απέρριψε τη συγκεκριμένη ιδέα αμέσως. Αν την ποθούσε που ήξερε ότι δε συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Βασίλι ήταν από τους άντρες που θα το έλεγε ανοιχτά, ξεκαθαρίζοντας πως το μόνο που ήθελε απ’ αυτήν ήταν το σεξ και πως όταν τη βαριόταν η σχέση τους θα έπαιρνε τέλος. Συνεπώς, έμενε μόνο η δεύτερη λογική εξήγηση, που έλεγε πως ο Βασίλι είχε συγκινηθεί από τη στενοχώρια της τόσο, που η συμπόνια τον είχε σπρώξει να της φτιάξει ένα καινούριο ολόιδιο.
Σαν να δοκίμαζε για πρώτη φορά ένα άγνωστο φαγητό, η Λόρα πειραματίστηκε με τις λέξεις «Βασίλι» και «συμπόνια», συνειδητοποιώντας πόσο αταίριαστες ήταν μεταξύ τους τουλάχιστον ως προς την πιθανότητα να δείξει ο Βασίλι συμπόνια σ’ εκείνη. Ποια άλλη εξήγηση όμως υπήρχε; Η Λόρα δεν έβρισκε καμία άλλη. Έκλεισε προσεκτικά και τα δύο κουτιά. Κανονικά, θα έπρεπε να του επιστρέφει το σκουλαρίκι, αλλά δε θα το έκανε. Γιατί; Επειδή ο Βασίλι δε θα έπαιρνε με καλό μάτι το γεγονός ότι η Λόρα είχε καταλάβει την ευγενική χειρονομία του; Δηλαδή, ήθελε να τον προστατέψει; Ναι. Όχι. Αυτό που ήθελε να προστατέψει ήταν η επαγγελματική τους σχέση, η οποία, προς το παρόν τουλάχιστον, έδειχνε να εξελίσσεται καλά. Και της άρεσε η δουλειά της. Ένιωθε όμορφα που είχε αναλάβει έναν τόσο απαιτητικό ρόλο γεμάτο προκλήσεις Ένιωθε πως δοκίμαζε τις δυνατότητάς της και της δινόταν η ευκαιρία να αξιοποιήσει τις ικανότητες και τα προσόντα της. Προτού λήξει η σύντομη θητεία της ως προσωπικής βοηθού του Βασίλι, ήθελε να κερδίσει το σεβασμό του για τον επαγγελματισμό της και την ποιότητα της δουλειάς της. Κι όχι μόνο γιατί αυτό θα τη βοηθούσε να προωθήσει την καριέρα της, ανοίγοντάς της καλύτερες προοπτικές για το μέλλον. Ήθελε την επιδοκιμασία του γιατί... γιατί ήθελε να νιώσει την ικανοποίηση της επαγγελματικής αναγνώρισης. Τίποτα περισσότερο, τίποτ’ απολύτως. Κι αυτό δε θα το πετύχαινε δίνοντάς του να καταλάβει πως είχε ανακαλύψει μια ευαίσθητη χορδή μέσα του. Άρα δεν ήταν ότι ένιωθε κάτι προσωπικό γι’ αυτόν και ήθελε να τον προστατέψει. Όχι βέβαια. Όχι βέβαια. Υπήρχε ένα μικρό αλλά σημαντικό καθήκον που έπρεπε να φροντίσει πριν συναντήσει τη Γου Γινγκ. Να γράψει ένα γράμμα στη θεία της, η οποία, αν και εξοικειωμένη με τη σύγχρονη τεχνολογία, προτιμούσε τις πιο παραδοσιακές μεθόδους
επικοινωνίας. Χαμογελώντας, κάθισε στο καθιστικό της σουίτας με ένα μπλοκ στα γόνατά της κι ένα στυλό στο χέρι και άρχισε να γράφει. Έτσι τη βρήκε ο Βασίλι μπαίνοντας στο δωμάτιο λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Είχε σκυμμένο το κεφάλι της πάνω από το μπλοκ και ήταν τόσο απορροφημένη σ’ αυτό που έκανε, που δεν τον πήρε καν είδηση. Κουνούσε τα χείλη της σαν να μιλούσε σιωπηλά στον εαυτό της, μετά έσμιξε τα φρύδια της και δάγκωσε το κάτω χείλος της. Το άφησε ξανά, και του φάνηκε ελαφρά πιο φουσκωμένο. Σαν να την είχε φιλήσει κάποιος; Όχι. Αν την είχε φιλήσει εκείνος, όλο το στόμα της θα είχε τα σημάδια του φιλιού του, κι όταν θα τραβιόταν, τα χείλη της θα μισάνοιγαν και θα έγερνε πάνω του και... Ένας μυς τρεμόπαιξε στο πιγούνι του καθώς πάλεψε ενάντια στον ανεπιθύμητο αισθησιασμό των σκέψεων του. Η Λόρα χαμογελούσε τώρα, ένα απαλό και τρυφερό χαμόγελο αγάπης, σκύβοντας ξανά πάνω από το χαρτί. Έπειτα, τεντώθηκε ξαφνικά, σαν να είχε αντιληφθεί πως δεν ήταν πια μόνη. Ο Βασίλι είδε το πρόσωπό της να κοκκινίζει και την επόμενη στιγμή να χλομιάζει. «Συγνώμη», του είπε. «Δεν κατάλαβα ότι είχες έρθει. Γράφω το εβδομαδιαίο γράμμα στη θεία μου. Προτιμά τα γράμματα παρά τα τηλεφωνήματα ήτα email». «Αυτό θα πρέπει να είναι χρονοβόρο». «Δε με πειράζει. Το απολαμβάνω, μάλιστα», του απάντησε η Λόρα με ειλικρίνεια, αφήνοντας το μπλοκ και το στυλό. «Μου φέρθηκε πολύ καλά όταν πέθαναν οι γονείς μου. Μου έλειπαν φρικτά κι ένιωθα μόνη, χαμένη και κατά κάποιο τρόπο εγκαταλειμμένη. Τότε με ενθάρρυνε να τους γράφω σαν να ζούσαν, να τους λέω πώς αισθανόμουν. Ήταν κάτι που με βοήθησε πολύ. Είναι τρομερά δύσκολο ν’ αντιμετωπίσεις την απώλεια ενός γονιού... αλλά αυτό το ξέρεις, φυσικά. Οφείλω τόσο πολλά στη θεία μου, ώστε το να ξοδέψω λίγο χρόνο την εβδομάδα για να της γράψω είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω».
Ο Βασίλι ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται στο στήθος του καθώς την άκουγε. Τα λόγια της είχαν αγγίξει ένα σημείο, μια πληγή μέσα του, της οποίας την ύπαρξη δεν ήθελε να παραδεχτεί, τόσο στον εαυτό του όσο και σε οποιονδήποτε άλλον. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να αναφέρει τη μητέρα του, κι όμως εκείνη η γυναίκα τολμούσε να το κάνει, τολμούσε να του μιλά για τον πόνο της παιδικής του ηλικίας. Η ανάγκη να προστατευτεί τον γέμισε με θυμό. Γύρισε προς το μέρος της και της είπε απότομα: «Έτσι λες τώρα, αλλά όταν μπορούσες να τη βοηθήσεις όταν σου ζήτησε να την αντικαταστήσεις και να προσέχεις την Αλίνα στη διάρκεια της απουσίας της εσύ αρνήθηκες. Προτίμησες να πας στη Νέα Υόρκη». «Πρόκειται για παρεξήγηση», υπερασπίστηκε αμέσως τον εαυτό της η Λόρα. «Όταν η αδερφή μου σου έδωσε το μήνυμα από τη θεία σου που σου ζητούσε να πάρεις τη θέση της για να μην είναι η Αλίνα εντελώς μόνη της στο Λονδίνο κι εσύ αρνήθηκες, αυτό εσύ το αποκαλείς παρεξήγηση;» Όχι, γιατί δεν είχε λάβει ποτέ κανένα μήνυμα από την αδερφή του για να το αγνοήσει. Αλλά, φυσικά, δεν μπορούσε να του το πει και να προδώσει την Αλίνα. «Δεν είναι κανένα παιδί η Αλίνα», παρατήρησε με έμφαση. «Παιδί όχι, δεν είναι», αναγκάστηκε να παραδεχτεί εκείνος. «Είναι όμως ευκολόπιστη. Και λόγω του χαρακτήρα της και της κατάστασης της οικογένειάς μας, ήταν ευάλωτη». Εννοούσε λόγω του δικού του πλούτου, συνειδητοποίησε η Λόρα και, βέβαια, αυτό που της έλεγε ήταν αλήθεια. Δεν ήταν επόμενο, σαν μεγαλύτερος αδερφός, να στραφεί εναντίον κάποιου που πίστευε ότι είχε αρνηθεί να προστατέψει την αδερφή του, όπως πίστευε πως είχε κάνει εκείνη; Ειδικά μετά από αυτό που είχε συμβεί στη μητέρα του; «Λυπάμαι αν αισθάνεσαι ότι σε απογοήτευσα». Τι έκανε; Γιατί απολογούνταν; Δεν υπήρχε λόγος ν’ απολογηθεί για τίποτα. Εκείνος όμως δεν το ήξερε και η Λόρα δεν μπορούσε να του
το πει χωρίς να προδώσει την Αλίνα. Μπορεί η ετεροθαλής αδερφή του να είχε παντρευτεί πια, έχοντας όμως δει από πρώτο χέρι το δυναμισμό του Βασίλι, η Λόρα καταλάβαινε πως ακόμα και οι πιο αγαπητές και προστατευμένες αδερφές ίσως να μην ήθελαν να παραδεχτούν ότι είχαν παρακούσει τις εντολές του. Ένιωσε ανακούφιση όταν εκείνος έφυγε τελικά από τη σουίτα νωρίτερα από το προκαθορισμένο ραντεβού του. Όταν βρισκόταν μαζί του, προσπαθούσε όσο μπορούσε να παραμένει συγκροτημένη, αλλά δεν ήταν εύκολο αφού το σώμα της της υπενθύμιζε συνέχεια τον πόθο που κάποτε ένιωθε γι’ αυτόν. Κάποτε; Είχε έρθει εδώ για κάποιο συγκεκριμένο λόγο κι αυτός ο λόγος δεν ήταν να παραμένει κολλημένη στο παρελθόν. *** Η Λόρα του είχε ζητήσει συγνώμη. Αυτό ο Βασίλι δεν το Περίμενε. Αλλά πάλι, όπως είχε ανακαλύψει, αυτή η κοπέλα είχε την ικανότητα να προκαλεί την ορθή κρίση του. Ήταν φανερό ότι νοιαζόταν πολύ για τη θεία της και όφειλε να της αναγνωρίσει την υπευθυνότητα που έδειχνε στη δική τους συνεργασία. Ίσως να την είχε κρίνει αυστηρά. Ήταν πολύ δύσκολο να ξέρει την αλήθεια γι’ αυτήν. *** «Θα ήθελα να κάνω μια αλλαγή στο δρομολόγιο της ξενάγησής μας», είπε η Γου Γινγκ στη Λόρα αμέσως μόλις συναντήθηκαν. «Υπάρχει μια οινοποιία που θα ήθελα να επισκεφτώ. Εδώ είναι», πρόσθεσε και της έδειξε ένα κομμάτι χαρτί με μια διεύθυνση κι ένα χάρτη. «Δεν είναι πολύ έξω από το δρόμο μας». Μια γρήγορη ματιά στη διεύθυνση και το χάρτη βεβαίωσαν στη Λόρα ότι η Γου Γινγκ είχε δίκιο. «Θα ενημερώσω τον οδηγό μας», της είπε. «Λέω να πάμε πρώτα εκεί», συνέχισε αποφασιστικά η Κινέζα. «Ο
σύζυγός μου έχει ξεκινήσει μια συλλογή από κρασιά και θέλω να του αγοράσω μερικά, σαν ένα ξεχωριστό δώρο από την οινοποιία εδώ». «Στην Ευρώπη τους λέμε αμπελώνες», της εξήγησε η Λόρα. Δύο άντρες του προσωπικού ντυμένοι με στολές έσπευσαν να τους ανοίξουν τις πόρτες καθώς οι δύο γυναίκες πλησίαζαν προς την έξοδο. Μολονότι οι πόρτες άνοιγαν διάπλατα και υπήρχε αρκετός χώρος για να περάσουν ταυτόχρονα και οι δύο, η Λόρα αυτομάτως έμεινε πίσω, αφήνοντας τη Γου Γινγκ να περάσει πρώτη. Σήμερα η Λόρα είχε φορέσει ένα όμορφο λευκό λινό παντελόνι κι ένα ανάλαφρο μακό στην απόχρωση του κάστανου που ταίριαζε με τα σανδάλια της. Και είχε πάρει μαζί της ένα πλεκτό ζακετάκι που συνδυαζόταν με το μπλουζάκι της, προσεκτικά διπλωμένο στην υφασμάτινη τσάντα της με τις δερμάτινες επενδύσεις στην απόχρωση των παπουτσιών της. Η αστραφτερή λιμουζίνα που τις Περί μεν ε απέξω είχε σκούρα φιμέ τζάμια. Ο οδηγός έγνεψε καταφατικά όταν του έδειξε το χάρτη και του ζήτησε στα ρώσικα μια γλώσσα που σχεδόν όλο το προσωπικό του ξενοδοχείου μιλούσε να τις πάει εκεί. *** Ο Βασίλι συναντήθηκε με τον Κανγκ Λη στις έντεκα, πριν από το γεύμα εργασίας με τον Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ, στο οποίο ο Βασίλι ήταν σίγουρος ότι ο μεγαλύτερος Κινέζος θα έπαιρνε την απόφασή του έστω κι αν δεν του την ανακοίνωνε για το αν θα συνεργαζόταν μαζί του ή όχι. Μολονότι η Λόρα πίστευε πως η γνώμη της συζύγου του Γουέι Γουόνγκ είχε την ίδια, αν όχι μεγαλύτερη, βαρύτητα στις αποφάσεις του άντρα της με τη γνώμη του ανιψιού του, που μπορεί να ήταν νόθος γιος του, μέχρι στιγμής ο Βασίλι δεν είχε δει κάτι που να αποδείκνυε την πεποίθηση της Λόρα. Ακόμα κι αν εκείνη είχε δίκιο, ο Κανγκ Λη ήταν ο επίσημος μεσολαβητής, εξουσιοδοτημένος από τον Γουέι Γουόνγκ να ενεργεί ως
αντιπρόσωπός του. Ο Βασίλι υποψιαζόταν ότι στο παρασκήνιο γινόταν μάχη ανάμεσα στον Κανγκ Λη και τη Γου Γινγκ για το ποιος θα έχει τη μεγαλύτερη επιρροή πάνω στον Γουέι Γουόνγκ. Το σύντομο μήνυμα που του είχε στείλει η Λόρα, ενημερώνοντάς τον για την επιθυμία της Γου Γινγκ να πάνε σε έναν αμπελώνα και το λόγο, του είχε αποδείξει ότι η μάχη ακόμα δεν είχε κριθεί εξ ου και η επιθυμία της Γου Γινγκ να βρει ένα ξεχωριστό δώρο για τον άντρα της. Ο Αλεξέι είχε ζητήσει να τον δει μετά το γεύμα. Ο Ρώσος είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα ενδιαφερόταν να συμμετάσχει στην κατασκευή όχι μόνο ενός ξενοδοχειακού συγκροτήματος με τους Κινέζους, αν ο Γουέι Γουόνγκ αποφάσιζε να συμπεριλάβει ένα τέτοιο έργο στα σχέδιά του, αλλά και λιγότερο πολυτελών ξενοδοχείων για επαγγελματίας στα εμπορικά λιμάνια. Παίρνοντας το σακάκι του, ο Βασίλι έβγαλε από μέσα το κινητό του. Μόλις μπήκε στο καθιστικό της σουίτας, το ένιωσε αμέσως τόσο έντονα, που έμεινε ακίνητος. Το άρωμα της Λόρα. Πλανιόταν απαλά και διακριτικά στην ατμόσφαιρα και θα μπορούσε πολύ εύκολα να περάσει απαρατήρητο. Μερικές φορές ο Βασίλι έπιανε τον εαυτό του να την πλησιάζει περισσότερο, απλά και μόνο για να το μυρίσει. Κι όμως, μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο κι ενώ η Λόρα δεν ήταν εκεί, η χημεία αυτού του αρώματος τον γοήτευσε και τον παρέσυρε να το κυνηγήσει, κι ύστερα τον τύλιξε και τον αγκάλιασε. Πώς γινόταν αυτό; Μπορούσε κάτι τόσο αιθέριο να έχει τόση δύναμη ώστε να τον κρατά αιχμάλωτο σ’ ένα δωμάτιο όπου δεν μπορούσε ούτε να το δει ούτε να το αγγίξει ούτε να το νιώσει; Δίσταζε να φύγει, θέλοντας... Θέλοντας τι; Τη γυναίκα που το φορούσε; Ο Βασίλι έσπρωξε θυμωμένα τα μαλλιά του προς τα πίσω. Ήταν μια γελοία ανοησία την οποία είχε αφήσει να ξεφύγει από τον έλεγχό του. Επειδή οι άμυνές του εξασθενούσαν μπροστά στη Λόρα; Όχι, επειδή δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα χρειαζόταν να οχυρώσει τον εαυτό του ενάντια σε κάτι τόσο ασήμαντο όπως το άρωμα μιας γυναίκας.
Ασήμαντο; Μετά το θάνατο της μητέρας του είχε περάσει ώρες καθισμένος μπροστά στην ανοιχτή ντουλάπα της για να μπορεί να μυρίζει τη μυρωδιά της, το εξωτικό εκείνο μείγμα των αρωμάτων της Ανατολής που είχε γίνει ένα κομμάτι από εκείνη, ώσπου ο πατέρας του είχε βάλει ν’ αδειάσουν την ντουλάπα. «Ξέρω πόσο σου λείπει, Βασίλι», του είχε πει, «αλλά δε θα το ήθελε αυτό για σένα. Δε θα ήθελε να ζεις στο παρελθόν. Πρέπει να την αφήσεις να φύγει, γιε μου». Ο πατέρας του είχε δίκιο. Και τώρα, αναλογιζόμενος εκείνο το κομμάτι της παιδικής του ηλικίας, ο Βασίλι διαβεβαίωσε τον εαυτό του ότι η επίδραση του αρώματος της Λόρα πάνω του δεν οφειλόταν στο γεγονός ότι είχε κάτι που τον άγγιζε συναισθηματικά, αλλά στη συσχέτιση μιας οικείας μυρωδιάς και της μητέρας του. Έχοντας εξηγήσει ικανοποιητικά την επικίνδυνη αυτή αδυναμία του, έφυγε για τη συνάντηση με τον Κανγκ Λη νιώθοντας αναζωογονημένος. Τη στιγμή όμως που ετοιμαζόταν να μπει στο ασανσέρ, οι πόρτες άνοιξαν κι εμφανίστηκε ο βοηθός του Κανγκ Λη, που τον πληροφόρησε ότι ερχόταν να τον βρει πριν από το κανονισμένο ραντεβού. Αν μπορούσε να του διαθέσει μερικά λεπτά, υπήρχε ένα λεπτό θέμα το οποίο ήθελε να συζητήσουν και το οποίο ίσως είχε σημασία για την επιτυχία του γεύματος εργασίας με τον Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ. Γνέφοντας καταφατικά, ο Βασίλι ξαναγύρισε στη σουίτα του. Είχε την αίσθηση πως ήξερε πολύ καλά ποιο θα ήταν το «λεπτό θέμα». Κάποια δωροδοκία. Δεν του ήταν άγνωστο αυτό το είδος διαπραγματεύσεων είχε αντιμετωπίσει τέτοιες τακτικές σε πολλά μέρη του κόσμου. Δεν ήταν κάτι που του άρεσε και που ενέκρινε, ούτε και είχε ποτέ ο ίδιος ζητήσει ή δεχτεί οποιοδήποτε αντάλλαγμα ως δωροδοκία. Αλλά το συγκεκριμένο συμβόλαιο ήταν αρκετά σπουδαίο και σημαντικό ώστε να τον κάνει να συνειδητοποιεί πως, αν ήθελε να το εξασφαλίσει, έπρεπε να παίξει το παιχνίδι σύμφωνα με τους κανόνες του βασικού παίκτη. Στο καθιστικό της σουίτας κάθισε πρώτος, κάνοντας νόημα και στο
βοηθό του Κανγκ Λη να καθίσει. Αφού μεταξύ των δύο ήταν ο ανώτερος, έπρεπε να δείξει αυτή την ανωτερότητα και να πάρει τον έλεγχο. Ο βοηθός του Κανγκ Λη δεν έχασε χρόνο μόλις του έδωσε ο Βασίλι το λόγο. «Ο Κανγκ Λη γνωρίζει πόσο σημαντικό είναι αυτό το συμβόλαιο για τη δουλειά σας. Και όπως θα ξέρετε, ο θείος του δίνει μεγάλη σημασία στη γνώμη και τη συμβουλή του». «Έχω διαπιστώσει ότι ο Κανγκ Λη είναι στενά δεμένος με τον Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ», απάντησε διπλωματικά ο Βασίλι. «Ο Κανγκ Λη θέλει να γνωρίζετε ότι αισθάνεται πως μπορείτε να συνεργαστείτε, στην περίπτωση που κερδίσετε το συμβόλαιο. Έχετε φιλοδοξίες για την επιτυχία της πρότασής σας αλλά, πάλι, τι είναι ένας άντρας που δεν έχει τόσο μεγάλες επιθυμίες; Και ο Κανγκ Λη έχει μία επιθυμία». Ορίστε, λοιπόν, σκέφτηκε ο Βασίλι. Το μόνο που χρειαζόταν να μάθει ήταν πόσα θα του ζητούσαν. «Η οποία είναι;» ρώτησε συνεχίζοντας να παίζει σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού. «Ο Κανγκ Λη είναι εντυπωσιασμένος με τη βοηθό σας. Φυσικά, ως παντρεμένος, με οικογένεια και υπόληψη να διατηρήσει, δεν έχει το δικαίωμα ούτε να πλησιάσει ούτε και να σχετιστεί με τη δεσποινίδα Γουέστκοτ δημόσια. Ωστόσο, αν την ενημερώσετε για την... επιθυμία του Κανγκ Λη και πόσο σημαντικό είναι για εκείνον να ικανοποιήσει αυτή την επιθυμία το γρηγορότερο δυνατό, η κίνησή σας θα θεωρηθεί ως δείγμα καλής θέλησης και φιλίας ανάμεσά σας και θα αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες της επιτυχούς ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων με το θείο του». Ο Κανγκ Λη είχε στείλει το βοηθό του για να του πει ότι ήθελε να του διαθέσει τη Λόρα για σεξ; Οργή κι ένα κύμα από κάτι άλλο που ο Βασίλι δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν τον πλημμύρισαν. Όχι. Ποτέ. Αδύνατον. Δεν υπήρχε περίπτωση να άφηνε άλλον άντρα να την κάνει δική του. Ποτέ. Η σκέψη ενός άντρα που θα οδηγούσε τη Λόρα στο κρεβάτι του τον γέμιζε με τέτοια κτητική
μανία, που με το ζόρι την έλεγχε. Τι πράγμα; Η αυτόματη, τυφλή, έντονη αντίδρασή του τον συγκλόνισε με την ταχύτητα και τη σφοδρότητα αστραπής, καταλύοντας τις άμυνές του. Τι είχε πάθει και σκεφτόταν έτσι; Τίποτα. Δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα. Η αντίδρασή του δεν ήταν παρά μια στιγμιαία παρεκτροπή. Και μόνο η ιδέα ότι ένιωθε κτητικά απέναντι σε μια γυναίκα, και ειδικά στη Λόρα Γουέστκοτ, ήταν γελοία, κάτι που δε θα επέτρεπε ποτέ να συμβεί. Κι όμως, έστω κι αν προσπαθούσε να το αρνηθεί, αδιαφορώντας για τη νευρικότητα του άντρα που Περίμενε την απάντησή του, ο Βασίλι πίεσε τον εαυτό του να παραδεχτεί την αντίδρασή του και να την καταπολεμήσει. Όλο αυτό συνέβαινε επειδή ένιωθε υπεύθυνος για τη Λόρα, ως υπάλληλό του, κι αυτό σήμαινε πως έπρεπε να την προστατέψει. Έτσι είπε στον εαυτό του. Γιατί η πρόταση του Κανγκ Λη αποτελούσε προσβολή, τόσο προς τον ίδιο όσο και προς εκείνη. Ήξερε ήδη τα αισθήματά της για τον Κανγκ Λη. Δεν έφταιγε ο δικός του πόθος του γι’ αυτήν. Πώς μπορούσε να την ποθεί, εξάλλου; Δεν μπορούσε. Διαφορετικά, θα παραβίαζε τους κανόνες του, κι αυτό δε συνέβαινε ποτέ. Στο μυαλό του σχηματίστηκε η εικόνα της έκφρασής της όταν τον είχε αφήσει να δει την απέχθειά της για τον Κανγκ Λη. Ήταν πιο εύκολο να συγκεντρωθεί σ’ αυτό παρά ν’ αναλύσει τα αισθήματα του. Ήταν καθήκον του να την προστατέψει από το ανεπιθύμητο ενδιαφέρον του άλλου άντρα, αφού η Λόρα βρισκόταν εδώ υπό την προστασία του. Και υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να το κάνει αποτελεσματικά και να δώσει ένα τέλος στις ερωτικές προτάσεις του Κανγκ Λη. Κοίταξε τον άντρα που Περίμενε. «Αυτό δεν μπορεί να γίνει», είπε παγερά. Ο άλλος άντρας συνοφρυώθηκε, παίρνοντας μια ανήσυχη έκφραση. «Ο Κανγκ Λη θα δυσαρεστηθεί πολύ μ’ αυτή την έκβαση». «Όπως θα δυσαρεστηθώ κι εγώ αν του παραχωρήσω την ερωμένη
μου», είπε ο Βασίλι ψυχρά. Η έκπληκτη έκφραση του άλλου άντρα τα έλεγε όλα. Άρχισε να ψελλίζει μια συγνώμη καθώς οπισθοχωρούσε προς την πόρτα. Ο Βασίλι τον κοιτούσε βλοσυρός και σιωπηλός. Απλώς έπαιζε ένα ρόλο τον οποίο είχε επιλέξει. Δεν ένιωθε καμιά ικανοποίηση που ισχυρίστηκε ότι η Λόρα ήταν δική του. Εξάλλου, δεν ήταν δική του. Ούτε κι εκείνος το ήθελε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ήταν μια εξαντλητική αλλά αποδοτική μέρα, σκέφτηκε η Λόρα κουρασμένα καθώς η λιμουζίνα τους σταμάτησε έξω από το ξενοδοχείο. Είχε αποδειχτεί πως η Γου Γινγκ ήταν πολύ καλά ενημερωμένη στον τομέα της οινοπαραγωγής, και η Λόρα ξαφνιάστηκε όταν της αποκάλυψε ότι είχε φτιάξει πρόσφατα δική της οινοποιία στην Κίνα. «Κάποια μέρα τα κρασιά μας θα πωλούνται σε όλο τον κόσμο, αλλά προς το παρόν προχωράμε με μικρά βήματα. Η οινοποιία είναι δική μου επένδυση με τη βοήθεια του ξαδέρφου μου, που είναι και συνεταίρος μου», είχε εξηγήσει στη Λόρα καθώς επέστρεφαν στο ξενοδοχείο. Αυτό όμως που η Λόρα θεώρησε ότι θα ενδιέφερε περισσότερο τον Βασίλι ήταν τα σχόλια της Γου Γινγκ για το συμβόλαιο, κι ένιωθε ευγνωμοσύνη απέναντι της για την απρόσμενη ειλικρίνειά της. «Ο σύζυγός μου έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην κρίση του ανιψιού του», της είχε πει. «Ωστόσο υπάρχουν κι αυτοί που νοιάζονται για την υπόληψη του συζύγου μου και δε δείχνουν την ίδια εμπιστοσύνη στον Κανγκ Λη». Η Λόρα είχε συμπεράνει από αυτά τα λόγια ότι η ίδια η Γου Γινγκ δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στον Κανγκ Λη. Μα αμέσως μετά την άκουσε να λέει: «Ο ξάδερφός μου, ειδικά, πιστεύει πως την κρίση του Γουέι Γουόνγκ θολώνει η... στοργή που νιώθει για κάποιον που είναι κοντά του λόγω του δεσμού αίματος που τους ενώνει». Σ’ αυτό το σημείο η Γου Γινγκ σταμάτησε και η Λόρα είχε αναρωτηθεί αν η συγκεκριμένη παύση ήταν ένας διακριτικός τρόπος για να υπαινιχτεί ότι αυτός ο δεσμός αίματος δεν ήταν τόσο θείου και ανιψιού, όσο πατέρα με γιο. Αλλά από τακτ δεν έθιξε το
θέμα. «Ο ξάδερφός μου δεν πιστεύει ότι θα είναι καλό για τον σύζυγό μου ή τη χώρα μας να επιτραπεί στον Κανγκ Λη να συμμετάσχει σε μεγάλο βαθμό στο προτεινόμενο συμβόλαιο με τον Βασίλι Ντιεμίντοφ», συνέχισε μετά η Γου Γινγκ. Σκύβοντας ύστερα προς το μέρος της Λόρα, της είχε χτυπήσει φιλικά το χέρι, σε μια κίνηση απρόσμενης εγκαρδιότητας για ένα άτομο της θέσης της προς μια ξένη, και χαμογελώντας σχολίασε, αφήνοντάς την άφωνη: «Πιστεύω πως ο Βασίλι Ντιεμίντοφ σε εκτιμά πολύ, κι όταν μια γυναίκα έχει την προσοχή ενός άντρα, τότε μπορεί να φανεί σοφή για λογαριασμό του με τρόπους που η περηφάνια του συχνά δεν του επιτρέπει να φανεί σοφός ο ίδιος, καθοδηγώντας τον προς τη σωστή κατεύθυνση». Το αυτοκίνητο σταμάτησε μαλακά. «Πέρασα όμορφα μαζί σου σήμερα, Λόρα», είπε τώρα η Γου Γινγκ και βγήκε από τη λιμουζίνα για να συναντήσει τις συνοδούς της που την περίμεναν, ενώ η Λόρα παρέμεινε στη θέση της, προσπαθώντας ακόμα να καταλάβει το μήνυμα που υποψιαζόταν πως προσπαθούσε να της περάσει η Γου Γινγκ. Βγαίνοντας τελικά από το αυτοκίνητο, ακολούθησε την άλλη γυναίκα στο ξενοδοχείο. Καθώς ο θυρωρός την υποδέχτηκε ανοίγοντάς της τη διπλή πόρτα, η Λόρα αναρωτήθηκε πόσα από αυτά που είχε ακούσει ήταν αλήθεια και πόσα ευσεβείς πόθοι της Γου Γινγκ. Δεν είχε καμία απολύτως αμφιβολία ότι υπήρχε μεγάλη διχόνοια ανάμεσα στη σύζυγο του Γουέι Γουόνγκ και στον «ανιψιό» του και ότι μαινόταν μεταξύ τους ένας πόλεμος εξουσίας. Έπρεπε, φυσικά, να αναφέρει στον Βασίλι το συντομότερο ό,τι της είχε πει η Γου Γινγκ. Όπως πάντα, η σκέψη να δει τον Βασίλι και να είναι μαζί του ξύπνησε τις αισθήσεις της με έναν τρόπο που η Λόρα ήξερε πως δεν είχε καμία σχέση με τη δουλειά της. Μισούσε το πόσο αποδυνάμωνε τις αισθήσεις της η αρρενωπότητά του. Ήταν κάτι που την πήγαινε πολύ πίσω, στην έφηβη που υπήρξε κάποτε τη νεαρή κοπέλα που, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, κοκκίνιζε στα κρυφά από τη λαχτάρα που ξυπνούσε μέσα της ένας άντρας ο
οποίος δεν γνώριζε καν την ύπαρξή της. Την έκανε να σκέφτεται και να κάνει πράγματα που ταίριαζαν περισσότερο σ’ εκείνη τη νεαρή κοπέλα παρά στην ενήλικη γυναίκα που υποτίθεται πως ήταν. Ανόητα πράγματα που μεγάλωναν την αδυναμία της, όπως να κοιτά τα χέρια του Βασίλι και το στόμα του, με αποτέλεσμα να στεγνώνει ο λαιμός της και να σφυροκοπά ο σφυγμός της λες και λαχταρούσε ακόμα να γευτεί το φιλί του. Μπήκε στο καθιστικό της σουίτας τους και η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά μόλις τον είδε. Κοίταξε αμέσως αλλού, για να μην καταλάβει εκείνος την ταραχή της. Αυτό συνέβαινε με τα ανεκπλήρωτα εφηβικά όνειρα; Σε στοιχείων αν για μια ολόκληρη ζωή ή μήπως ήταν εκείνη άτυχη; Άτυχη και ανόητη, μάλωσε σιωπηλά τον εαυτό της, υπενθυμίζοντάς του τον πραγματικό της ρόλο στη ζωή του Βασίλι, και προσπάθησε να κρύψει τα αληθινά της αισθήματα πίσω από έναν αέρα επαγγελματικής αυτοπεποίθησης. *** Ο Βασίλι δεν είχε καλή μέρα. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Κανγκ Λη είχε ακυρώσει το ραντεβού τους και μετά ο Γουέι Γουόνγκ είχε ακυρώσει το γεύμα τους σαφής ένδειξη πως ο Κανγκ Λη τον τιμωρούσε που του είχε αρνηθεί τη Λόρα. Κοιτάζοντάς την τώρα, έτσι όπως στεκόταν μπροστά του χαμογελώντας, έχοντας την έκφραση κάποιου που είχε περάσει μια όμορφη και αποδοτική μέρα, ένιωθε να μεγαλώνουν μέσα του η σύγχυση και ο θυμός που του προκαλούσε ο τρόπος που τον έκανε να νιώθει. «Δεν μπορείς να φανταστείς τι μου είπε η Γου Γινγκ...» άρχισε να λέει εκείνη χωρίς περιστροφές. «Πρέπει να συζητήσουμε κάτι», τη διέκοψε εκείνος κοφτά. Κάτι είχε κάνει λάθος, η Λόρα το κατάλαβε αμέσως. Κι αν έκρινε από το ψυχρό, σκληρό ύφος του Βασίλι, μάλλον ήταν κάτι πολύ σοβαρό. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά γρήγορα και βαριά. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που ήθελε να της πει, σίγουρα δε θα της άρεσε
καθόλου. Ενστικτωδώς, σε μια προσπάθεια να στρέψει την προσοχή του αλλού, τον ρώτησε βιαστικά: «Πώς πήγε το γεύμα με τον Γουέι Γουόνγκ; Η Γου Γινγκ λέει...» «Δεν έγινε. Ο Κανγκ Λη ακύρωσε το ραντεβού μας και μετά ο Γουέι Γουόνγκ ακύρωσε το γεύμα», της απάντησε και η έκφρασή του έγινε ακόμα πιο σκληρή. «Γιατί;» ρώτησε η Λόρα, με την καρδιά της να καλπάζει τώρα. Από το ύφος του καταλάβαινε ότι με κάποιον τρόπο έφταιγε εκείνη γι' αυτές τις εξελίξεις. «Ο Κανγκ Λη έστειλε σήμερα το πρωί το βοηθό του να μου πει τους όρους κάτω από τους οποίους θα δεχόταν να πείσει το θείο του να συμφωνήσει στο συμβόλαιο. Φαίνεται ότι ο Γουέι Γουόνγκ μας συμπαθεί, αλλά βασίζεται στη γνώμη του Κανγκ Λη για να πάρει τελικές αποφάσεις». «Και ο Κανγκ Λη έστειλε το βοηθό του για να ζητήσει δωροδοκία;» ρώτησε η Λόρα. Καταλάβαινε ότι του Βασίλι ίσως να μην του άρεσε αυτή η τακτική, αλλά δεν ήταν κάτι άγνωστο ούτε έβλεπε με ποιον τρόπο μπορεί να εμπλεκόταν εκείνη. Και μάλιστα προκαλώντας το θυμό του γι’ αυτήν, όπως φανέρωνε ολοκάθαρα ο τρόπος του. «Ναι». «Πόσα ζήτησε;» «Δε ζήτησε χρήματα», της απάντησε. «Εσένα ζήτησε». Ο Βασίλι είχε ακούσει την έκφραση «στράγγισε το αίμα από το πρόσωπό της», αλλά ήταν η πρώτη φορά που το έβλεπε με τα μάτια του. Η Λόρα τον κοίταξε με μάτια τεράστια από το σοκ και μια έντρομη έκφραση γεμάτη δυσπιστία και αποστροφή. «Εμένα; Θέλει εμένα;» Μακάρι να μπορούσε να αρνηθεί αυτό που της είχε αποκαλύψει ο Βασίλι, να διαμαρτυρηθεί ότι δεν ήταν αλήθεια, αλλά έβλεπε στην έκφρασή του ότι μιλούσε πολύ σοβαρά. «Όχι», του είπε με τρεμάμενη φωνή. Η εσωτερική δύναμη που έκρυβε μέσα της βγήκε στην επιφάνεια και η Λόρα, κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά, επανέλαβε κατηγορηματικά: «Όχι».
Ο Βασίλι δεν είπε τίποτα. Απλά την κοιτούσε. Μια αβεβαιότητα κι ένας φόβος την κατέκλυσαν, και το μυαλό της θόλωσε από σκόρπιες σκέψεις. Μπορεί να ήξερε ότι ο Βασίλι ήταν πολύ προστατευτικός με την αδερφή του, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι θα έδειχνε την ίδια προστατευτικότατα και σ' εκείνη. Το αντίθετο, μάλιστα, αν λάβαινε υπόψη της τη γνώμη που είχε για το άτομό της. Κανένας άντρας δεν την είχε προστατέψει ποτέ, ούτε καν ο Τζον. Γιατί ποτέ της δεν υπήρξε τόσο σημαντική για έναν άντρα, ποτέ της μετά το θάνατο του πατέρα της δεν είχε στενή, ουσιαστική σχέση με κάποιον, μια σχέση με κάποιον που η πρώτη του σκέψη θα ήταν να την προστατέψει. Το ήξερε, είχε μεγαλώσει γνωρίζοντάς το. Είχε συνειδητοποιήσει πως ούτε ο Τζον θα την προστάτευε. Γιατί λοιπόν να το περιμένει τώρα από τον Βασίλι; Και γιατί ένιωθε τόσο πόνο; Ήταν δικό της θέμα να προστατέψει τον εαυτό της, κι αυτό θα έκανε. «Δε με νοιάζει τι είπες στον Κανγκ Λη. Δεν πρόκειται να το δεχτώ. Μπορείς να με απολύσεις αν...» «Πιστεύεις ότι συμφώνησα; Ότι θα επέτρεπα σε οποίονδήποτε να κακοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο ένα άτομο που δουλεύει για μένα; Πόσο μάλλον να προτείνει κάτι τέτοιο;» Ο Βασίλι είχε γίνει έξαλλος. «Τολμάς να πιστεύεις ότι ανήκω στο είδος του εργοδότη, στο είδος του ανθρώπου, που θα υποχωρούσε σε μια τέτοια άθλια απαίτηση; Σε πληροφορώ λοιπόν ότι όποιος δουλεύει για μένα είναι υπό την ευθύνη μου. Και παίρνω πολύ στα σοβαρά αυτή την ευθύνη, όπως παίρνω το ίδιο στα σοβαρά και τη συμπεριφορά των υπαλλήλων μου, με οποιονδήποτε τρόπο μπορεί αυτή να επηρεάσει τη δουλειά μου ή εμένα προσωπικά. Φυσικά, είπα στο βοηθό του πως αυτό που ζητά είναι ανέφικτο». Την είχε προστατέψει. Ήταν θυμωμένος μαζί της, αλλά την είχε προστατέψει. Είχε φροντίσει για την ασφάλειά της όπως λαχταρούσε η Λόρα να το κάνει γι’ αυτήν πριν από χρόνια. Καθώς μιλούσε ο Βασίλι, την πλησίασε κι εκείνη έκανε αυθόρμητα πίσω, φοβούμενη μήπως τα αισθήματά της την προδώσουν. Το ένστικτό της της έλεγε να πάει κοντά του και να τον ευχαριστήσει,
να πέσει στην αγκαλιά του και να κολλήσει πάνω του και να μείνει εκεί. Αλλά, φυσικά, δεν μπορούσε να το κάνει. «Δεν υπάρχει λόγος να παίζεις θέατρο μαζί μου», της είπε παγερά εκείνος. «Ο πανικός στο πρόσωπό σου ταιριάζει περισσότερο σε παρθένα που φοβάται την επαφή με τον πρώτο της εραστή παρά σε μια έμπειρη εικοσάρα. Όλη αυτή η προσποίηση δεν πιάνει σ’ εμένα. Εξάλλου, ξέρω την αλήθεια για σένα». Η Λόρα κατάλαβε πως είχε παρεξηγήσει την αντίδρασή της. Όχι ότι θα του το έλεγε* δεν μπορούσε. Μπορεί ο Βασίλι να πίστευε πως ήξερε την αλήθεια γι’ αυτήν, αλλά δεν την ήξερε. Και μάλιστα, είχε αρχίσει ν’ αναρωτιέται κι η ίδια αν ήξερε την αλήθεια για τον εαυτό της. Είχε πάει να δουλέψει μαζί του, σίγουρη ότι δε θα την επηρέαζε η γοητεία του ως άντρα, αλλά εκείνος της αποδείκνυε ακριβώς το αντίθετο. «Για να δώσω στον Κανγκ Λη να καταλάβει ότι δεν έχει κανένα νόημα να επιμείνει και για να δοθεί ένα τέλος στο θέμα, είπα στον βοηθό του ότι είσαι ήδη υπό την προστασία ενός άλλου άντρα». Η καρδιά της Λόρα σκίρτησε. Είχε ένα άσχημο προαίσθημα γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. «Ποιου άλλου άντρα;» τον ρώτησε ανήσυχη. «Αυτού που βρίσκεται μπροστά σου», της απάντησε ξερά. «Μα αυτό δεν είναι αλήθεια», διαμαρτυρήθηκε. Ερωμένη του Βασίλι; Οι δυο τους εραστές; Ω, πόσο ανόητα ήταν το γυναικείο μυαλό και η γυναικεία καρδιά της που της επέτρεπαν να περνά από τη σκληρή πραγματικότητα ότι δεν ήταν παρά ένα κομμάτι κρέας που το χρησιμοποιούσαν για οικονομικό όψελος άντρες για τους οποίους δε σήμαινε τίποτα, στην όμορφη ουτοπία ότι υπήρχε ένας άντρας που την εκτιμούσε, την ήθελε, την αγαπούσε τόσο ώστε θα έκανε τα πάντα για να την προστατέψει. «Για σένα και για μένα, όχι. Αλλά για τον Κανγκ Λη πρέπει να φανεί αληθινό για να το αποδεχτεί», την προειδοποίησε ο Βασίλι βλοσυρός. «Είμαι η προσωπική βοηθός σου. Αν ο κόσμος αρχίσει να πιστεύει ότι είμαι και ερωμένη σου, τότε η επαγγελματική μου υπόληψη θα
αμφισβητηθεί», διαμαρτυρήθηκε η Λόρα. «Έχει ήδη αμφισβητηθεί, εξαιτίας της σχέσης σου με το προηγούμενο αφεντικό σου», τόνισε εχθρικά εκείνος. «Μπορεί να πρόκειται για μια κατάσταση που κανείς από τους δυο μας δε θέλει, αλλά, όσον αφορά εμένα, είναι ο καλύτερος τρόπος για να την αντιμετωπίσουμε διπλωματικά». Ο Βασίλι είχε το χρόνο να καταλαγιάσει τα έντονα αισθήματα που ένιωθε νωρίτερα' και δεν υπήρχε περίπτωση να πει στη Λόρα ότι η απόφασή του είχε παρακινηθεί από την επιθυμία να την προστατέψει. Πώς μπορούσε, εξάλλου, αφού δεν ήθελε να το παραδεχτεί ούτε στον εαυτό του; «Γι’ αυτό, στο αποψινό δείπνο καλό θα ήταν να φερθείς σαν να είσαι ερωμένη μου... ώστε να πειστεί ο Κανγκ Λη». Της πρότεινε να φερθεί σαν να ήταν ερωμένη του, όχι να φερθούν και οι δύο σαν να ήταν εραστές, πρόσεξε η Λόρα. Δεν ήθελε να το κάνει, αλλά τι εναλλακτικές είχε; Ως ερωμένη του Βασίλι ήξερε ότι θα ήταν ασφαλής από το ανεπιθύμητο φλερτ του Κανγκ Λη... αλλά δε θα ήταν καθόλου ασφαλής από τις δικές της επιθυμίες. Επιθυμίες που ήταν υποχρεωμένη να παραδεχτεί ότι πυροδοτούνταν απλά και μόνο από την παρουσία του Βασίλι κοντά της. Πόσο μάλλον αν οι δυο τους φέρονταν σαν να ήταν εραστές. «Πολύ καλά», συμφώνησε. *** Μόνο αργότερα, στο δωμάτιό της, καθώς ετοιμαζόταν για το τελικό, επίσημο δείπνο, η Λόρα συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ενημερώσει τον Βασίλι για τη συζήτησή της με τη Γου Γινγκ. Θα του μιλούσε στη διάρκεια του δείπνου. Τώρα χρειαζόταν λίγο χρόνο για τον εαυτό της, για να συμβιβαστεί με τον καινούριο ρόλο που θα έπαιζε μπροστά σ’ όλους. Ως ερωμένη του Βασίλι. Η καρδιά της φτερούγισε στο στήθος της. Ερωμένη του Βασίλι. Εκείνη, μια παρθένα, που δεν είχε ιδέα τι θα μπορούσε να ευχαριστεί έναν έμπειρο άντρα σαν αυτόν. Αν ήξερε όμως τι έπρεπε
να κάνει; Τότε τι θα συνέβαινε; Το γνώριμο ρίγος που τη διαπέρασε της έκοψε την ανάσα. Όλο αυτό πήγαινε πολύ. Δεν έπρεπε να νιώθει έτσι. Ήταν μια κληρονομιά από το παρελθόν που δεν είχε καμιά θέση στο παρόν. Ήταν επικίνδυνο, ταπεινωτικό και αυτοκαταστροφικό, κι έπρεπε να το αγνοήσει. *** Το δείπνο εκείνο θα αποτελούσε το επιστέγασμα των διαπραγματεύσεων, για να γιορτάσουν το επιτυχές κλείσιμο της συμφωνίας, έστω κι αν το συμβόλαιο δεν είχε ακόμα υπογράφει επίσημα. Αλλά τώρα θα είναι περισσότερο δοκιμασία παρά γιορτή, σκέφτηκε ο Βασίλι κουμπώνοντας τα χρυσά μανικετόκουμπα, που κάποτε ανήκαν στον πατέρα του, στις μανσέτες του καλού του πουκαμίσου. Εκείνο το βράδυ το ντύσιμο ήταν επίσημο και ο Αλεξέι τον είχε διαβεβαιώσει ότι το φαγητό στην ιδιωτική τραπεζαρία θα ετοιμαζόταν υπό την επίβλεψη του αρχισέφ του ξενοδοχείου. *** Δεν είμαι καθόλου σίγουρη γι’ αυτό το φόρεμα, σκέφτηκε η Λόρα ανήσυχη, κοιτάζοντας την πλάτη της όμορφης τουαλέτας που είχε φυλάξει για την αποψινή βραδιά. Δεν την είχε προσέξει νωρίτερα. Αν την είχε προσέξει, θα είχε διαπιστώσει ότι, ενώ το μπροστινό μέρος του μπλε ασημί ζέρσεϊ ανέβαινε μέχρι ψηλά στο λαιμό και τα μανίκια κάλυπταν όλο το χέρι, η πλάτη του φορέματος ήταν ανοιχτή σχεδόν μέχρι τη μέση της. Το διάφανο σαν δίχτυ ύφασμα που την κάλυπτε έκανε την πλάτη της να φαίνεται εντελώς γυμνή. Επιπλέον, ενώ η τουαλέτα δεν κολλούσε σαν γάντι επάνω της, αγκάλιαζε απαλά το σώμα της και θρόιζε σε κάθε του κίνηση. Τώρα που ήξερε για τον Κανγκ Λη, δε θα ήταν πιο συνετό να φορέσει κάτι πιο... κάτι που να τραβά λιγότερο το βλέμμα ενός
άντρα; Αλλά μια γρήγορη ματιά στην γκαρνταρόμπα της επιβεβαίωσε αυτό που ήδη ήξερε. Δεν είχε τίποτ’ άλλο κατάλληλο για την αποψινή εκδήλωση. Όχι πως η τουαλέτα ήταν προκλητικά χυδαία, αλλά και πάλι η Λόρα δίστασε. Είχε σχεδιαστεί για να φορεθεί από μια γυναίκα που ήταν σίγουρη για τη σεξουαλικότητά της και ακόμα πιο σίγουρη για την ικανότητά της να ξυπνήσει τον πόθο του άντρα για τον οποίο θα τη φορούσε. Ενός άντρα σαν τον Βασίλι, που θα κοιτούσε αυτή τη γυναίκα και θα την ήθελε, που θα την άγγιζε και θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του ενώ εκείνη... Σοκαρισμένη από τον έντονο πόθο που είχε ξυπνήσει μέσα της ξαφνικά, βάζοντας φωτιά στο κορμί της, η Λόρα προσπάθησε να στρέψει την προσοχή της αλλού, σηκώνοντας βιαστικά τα μαλλιά της σ’ ένα χαλαρό κότσο. Ύστερα συνειδητοποίησε ότι με τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά έπρεπε να φορέσει σκουλαρίκια. Της μητέρας της τα σκουλαρίκια. Κι όμως, όταν τα έβγαλε από την κοσμηματοθήκη κοντοστάθηκε και τελικά πήρε μόνο το ένα από το ζευγάρι φορώντας στο άλλο της αυτί εκείνο που της είχε δώσει ο Βασίλι. *** Συναντήθηκαν στο καθιστικό της σουίτας σιωπηλοί, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον επιφυλακτικά. Αλλά, ενώ το μυαλό της Λόρα αντιμετώπιζε τον Βασίλι σαν εχθρό, οι αισθήσεις της τον έβλεπαν κάτω από ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα. Το είχε καταλάβει αυτό όση ώρα ετοιμαζόταν στο δωμάτιό της και το αντιλαμβανόταν ακόμα περισσότερο τώρα, απ’ την αναστάτωση που ένιωθε βλέποντάς τον με το επίσημο κοστούμι του. Από την πρώτη στιγμή που είχε μπει στο γραφείο του, είχε παλέψει ενάντια σ’ αυτό που τελικά παραδεχόταν τώρα. Μέσα της γινόταν μια αέναη, εξουθενωτική μάχη ανάμεσα σ’ αυτό που σκεφτόταν με τη λογική της και στον τρόπο που αντιδρούσαν οι αισθήσεις της σ’ εκείνον. Δεν ήθελε να αισθάνεται αυτή την ερωτική αναστάτωση για τον Βασίλι, αλλά ήταν γεγονός.
Παρατηρώντας την κίνηση του υφάσματος του φορέματος της καθώς η Λόρα προχωρούσε, εκείνος συνοφρυώθηκε μπροστά στην επίδραση που είχε το θέαμα πάνω του. Γιατί πώς είχε τη δύναμη να τον επηρεάζει έτσι αυτή η γυναίκα; Ήταν απαράδεκτο να αντιδρά μ’ αυτό τον τρόπο το κορμί του όταν την έβλεπε, από τη στιγμή μάλιστα που είχε δει πολλές γυναίκες, ακόμα και τις ερωμένες του, να φοράνε πολύ πιο αισθησιακά φορέματα και είχε μείνει εντελώς ασυγκίνητος στην υποτιθέμενη γοητεία τους. «Φοράς τα σκουλαρίκια σου, βλέπω». Γιατί στην ευχή το είχε πει αυτό; Τι τον ένοιαζε αν φορούσε τα σκουλαρίκια της ή όχι; Δεν τον ένοιαζε. «Ναι», απάντησε εκείνη, αγγίζοντας μηχανικά εκείνο που της είχε δώσει αυτός. Κατέβασε το χέρι της αμέσως. Ήταν εντελώς παράλογο να πιστεύει ότι μπορεί ο Βασίλι να σκεφτόταν πως άγγιζε το σκουλαρίκι γιατί ήταν από αυτόν. Εξάλλου, δεν ήξερε ποιο ήταν το δικό του. «Καλύτερα να πηγαίνουμε». Η Λόρα γύρισε και πήγε προς την πόρτα, δίνοντας του την ευκαιρία να δει για πρώτη φορά την πλάτη της τουαλέτας. Ο ξαφνικός, άγριος πόθος που τον τύλιξε τον έκανε να κοκαλώσει. Εικόνες εντελώς αντίθετες με αυτό που πίστευε για το άτομό του, ότι είχε τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού του και της σεξουαλικότητάς του, άρχισαν να εισβάλλουν ορμητικά κι επικίνδυνα στο μυαλό του. Φανταζόταν να φιλά τον αυχένα της, το λαιμό της, να γλιστρά τα χέρια του στη γυμνή πλάτη της, να τα περνά κάτω από το απαλό ύφασμα, να τραβά το κορμί της πάνω του και να σκεπάζει το στήθος της με τις παλάμες του. Έβλεπε τον εαυτό του να κατεβάζει ολόκληρο το φόρεμα από τους ώμους της, να το αφήνει να σωριαστεί στο δάπεδο μ’ ένα απαλό θρόισμα, ίδιο με τον απαλό αναστεναγμό της καθώς θα την έγερνε προς τα μπρος και θα χάιδευε τους μεταξένιους μηρούς της, πριν βυθιστεί στην υγρή, γλυκιά ζεστασιά του κορμιού της. Και η Λόρα θα τον κρατούσε σφιχτά εκεί, καθώς εκείνος θα τους οδηγούσε ταυτόχρονα στην υπέροχη απόλαυση της κορύφωσης, και μετά θα
τη γυρνούσε προς το μέρος του, κρατώντας την πάντα μέσα στην αγκαλιά του, για να πνίξει στο στόμα του τους ήχους της ικανοποίησης που θα έβγαιναν από τα χείλη της. Μικρές σταγόνες ιδρώτα γυάλισαν στο μέτωπό του. Ποτέ δεν έκανε τέτοιες σκέψεις. Ήταν παράλογες, περιττές και αναθεματισμένα βασανιστικές για έναν άντρα που περηφανευόταν πως είχε την ικανότητα να ελέγχει το καθετί στη ζωή του. Και το χειρότερο, ο Βασίλι αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι οι εικόνες αυτές είχαν προκληθεί απλά και μόνο στη θέα της γυμνής πλάτης της Λόρα. Πώς ήταν δυνατό; Οργή τον πλημμύρισε. Για εκείνη, για το φόρεμα, για την απίστευτη κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί και, περισσότερο απ’ όλα, για τον ίδιο του τον εαυτό. Έπρεπε να είχε ακούσει τους αρχικούς ενδοιασμούς του και να μην την είχε προσλάβει ποτέ. Και τότε η Λόρα έφτασε στην πόρτα, και ο Βασίλι είδε στο φως ότι η πλάτη της δεν ήταν εντελώς γυμνή, ότι ένα λεπτό, διάφανο ύφασμα σκέπαζε την επιδερμίδα της. Ήταν αργά όμως. Η ζημιά είχε γίνει. Ήξερε ότι θα περνούσε στο εξής πολλές άγρυπνες νύχτες προσπαθώντας να αρνηθεί την επίδραση που είχε πάνω του η σκέψη ν’ αγγίξει το γυμνό κορμί της. Πέντε λεπτά μετά, στο φουαγιέ της ιδιωτικής τραπεζαρίας, όπου οι σερβιτόροι περιφέρονταν με δίσκους γεμάτους ποτά, ένας από τους άλλους καλεσμένους παραλίγο να σταθεί πίσω από τη Λόρα. Ο Βασίλι, που την ακολουθούσε, άπλωσε αμέσως το χέρι του για να την οδηγήσει και να την κρατήσει κοντά του, αλλά το τράβηξε την ίδια κιόλας στιγμή. Βλέποντας την κίνησή του στον καθρέφτη του τοίχου μπροστά της, η Λόρα ένιωσε την καρδιά της να γίνεται κομμάτια από τον πόνο της απόρριψής του. Μπορεί ο Βασίλι να είχε πει στον Κανγκ Λη πως ήταν ερωμένη του, αλλά για τη Λόρα ήταν ξεκάθαρο πώς ένιωθε στ’ αλήθεια γι’ αυτήν. Δεν άντεχε ούτε να την αγγίξει, τόσο πολύ την αντιπαθούσε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Ο Κανγκ Λη! Είχε απομακρυνθεί από την παρέα με την οποία βρισκόταν, λες κι είχε διαισθανθεί την παρουσία τους μόλις μπήκαν στην αίθουσα, και τώρα την κοιτούσε επίμονα, με τα μάτια του καρφωμένα πάνω της με έναν τρόπο που την έκανε να θέλει να το βάλει στα πόδια. Η Λόρα κοντοστάθηκε, νιώθοντας ευάλωτη και μόνη, αλλά τότε ο Βασίλι την πλησίασε αμέσως χωρίς δισταγμό, πιάνοντάς τη στην αρχή από τον αγκώνα. Ύστερα, άφησε το χέρι του να γλιστρήσει χαμηλά στην πλάτη της. Το άγγιγμά του ήταν το άγγιγμα του άντρα που ήθελε να δείξει σε όλους ότι αυτή η γυναίκα ήταν δική του. Δική του. Η γυναίκα του Βασίλι. Η γυναίκα την οποία ποθούσε και την πήγαινε στο κρεβάτι του για να την κάνει απόλυτα και ολοκληρωτικά δική του. Μια καυτή λάβα έτρεξε στις φλέβες της. Ανίκανη να συγκρατηθεί, γύρισε και τον κοίταξε, παγιδευμένη ανάμεσα στην αποστροφή της για τον Κανγκ Λη, από τη μια, και την ανικανότητα να ελέγξει την αισθησιακή αντίδρασή της στο άγγιγμα του Βασίλι, από την άλλη. Ένας άντρας θα μπορούσε να προβεί σε οποιαδήποτε τρέλα για ένα τέτοιο βλέμμα από μια γυναίκα. Αυτό σκέφτηκε ο Βασίλι όταν είδε τον πανικό και την ικεσία στα σκοτεινιασμένα μάτια της Λόρα. Ένα τέτοιο βλέμμα από μια τέτοια γυναίκα μπορούσε να κάνει έναν άντρα να νιώσει ότι θα νικούσε κάθε εμπόδιο για να την προστατέψει από οτιδήποτε και οποίονδήποτε θα μπορούσε να την πληγώσει. Αυθόρμητα, το χέρι που είχε τυλίξει στη μέση της αγκάλιασε το γοφό της και ο Βασίλι την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του σαν να ήταν πραγματικά δική του, σαν να ήταν πραγματικά εραστές.
Ένιωθε το σώμα της που έτρεμε και την ανάσα της που έβγαινε ακανόνιστα. Έτσι θα έτρεμε και στο κρεβάτι του, και η ανάσα της θα ήταν κοφτή όταν την άγγιζε έτσι όπως θα ριγούσε κι ο ίδιος από ικανοποίηση. Όχι. Αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ. Ούτε και ήθελε να συμβεί, διαβεβαίωσε τον εαυτό του. Ο Βασίλι έπαιζε το ρόλο του εραστή της, αυτό ήταν όλο. Έτσι είπε και η Λόρα στον εαυτό της. Δεν την είχε τραβήξει κοντά του επειδή είχε νιώσει το φόβο της για τον Κανγκ Λη, και σίγουρα ούτε επειδή την ήθελε δίπλα του. Η Λόρα το ήξερε ότι δεν την ήθελε. Γιατί λοιπόν το σώμα και οι αισθήσεις της αντιδρούσαν σαν να είχε βρει έναν ήρωα που της πρόσφερε το καταφύγιο που λαχταρούσε κι ονειρευόταν κρυφά; Ξεπερνούσε τα όρια της ανοησίας και της απροσεξίας να αφήνει το σώμα της να θέλει αυτό το καταφύγιο τόσο, ώστε να γέρνει πάνω του αναζητώντας κι απολαμβάνοντας τη δύναμη και την προστασία του σαν να ήταν αληθινά εραστές και να είχε κάθε δικαίωμα να τις διεκδικεί. Κι όμως, της ήταν αδύνατο να δώσει ένα τέλος στην αδυναμία της και να την ελέγξει. Πότε είχε νιώσει για τελευταία φορά τη ζεστασιά του κορμιού μιας γυναίκας πάνω του έτσι; Μιας γυναίκας που να τον θέλει, να τον έχει ανάγκη και να καταφεύγει σ’ εκείνον για κάτι που μόνο αυτός μπορούσε να της δώσει; Είχε τρελαθεί; Η Λόρα Γουέστκοτ δεν ένιωθε τίποτε απ’ όλα αυτά για κείνον. Έπαιζε απλώς το ρόλο της. Θα ήταν ανόητος αν άφηνε τον εαυτό του να πιστεύει κάτι διαφορετικό. Κι ούτε ήθελε να πιστεύει κάτι διαφορετικό. Ωστόσο κράτησε το χέρι του στη θέση του και τη Λόρα κολλημένη πάνω του καθώς άρχισαν να πλησιάζουν τη Γου Γινγκ. Μπορεί το φόρεμά της να ήταν κομψό, αλλά δε συγκρινόταν σε τίποτα με αυτό της Κινέζας, συνειδητοποίησε αμέσως η Λόρα. Σ’ εκείνο το επίσημο δείπνο, η Γου Γινγκ ήταν εκθαμβωτική με την κατακόκκινη τουαλέτα της με το περίτεχνο κέντημα από μαύρες πέτρες. Κάτι άλλο που συνειδητοποίησε επίσης στη μέση σχεδόν του δείπνου ήταν ότι η Γου Γινγκ, σε αντίθεση με το σύζυγό της και τον
Κανγκ Λη, ήταν πολύ πιο ευδιάθετη απ’ όσο την είχε δει μέχρι τώρα. Η συζήτησή της έδειχνε καθαρά πως είχε σαφή και ορθή αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων της συμφωνίας που παρουσίαζε ο Βασίλι, και μιλούσε σ’ εκείνον απευθείας με αργά αλλά άψογα αγγλικά. Ο Γουέι Γουόνγκ φαινόταν διατακτικός κι άφηνε τη γυναίκα του να κάνει τις περισσότερες ερωτήσεις, ενώ ο Κανγκ Λη δεν έδειχνε να συμμετέχει ιδιαίτερα σε όλο αυτό. Έπινε πολύ, ωστόσο, το ένα ποτήρι ουίσκι μετά το άλλο, και κάθε τόσο έριχνε στη Λόρα μια ματιά που έκανε την καρδιά της να χτυπά από ανησυχία και κάτι άλλο κάτι που δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι άγγιζε τα όρια του φόβου. Η μεγαλύτερη έκπληξη της βραδιάς για τη Λόρα, όμως, ήρθε όταν η Γου Γινγκ έσκυψε προς το μέρος της κάποια στιγμή που ο Γουέι Γουόνγκ μιλούσε με τον Βασίλι. «Έμαθα για την προσβλητική συμπεριφορά του Κανγκ Λη σε σχέση μ’ εσένα, Λόρα, και σε διαβεβαιώνω ότι αυτό δε θα μείνει ατιμώρητο», της είπε ήρεμα. «Ο σύζυγός μου ξαφνιάστηκε και ταράχτηκε πολύ από τα όσα μου ανέφεραν οι βοηθοί του ξαδέρφου μου που μας συνοδεύουν. Συμφώνησε ότι ο ξάδερφός μου έχει δίκιο που λέει ότι ο Κανγκ Λη πρέπει να απαλλαχτεί από τα καθήκοντά του και ότι, για το καλό του, ο σύζυγός μου πρέπει να κρατήσει αποστάσεις απ’ αυτόν, παρά το δεσμό αίματος που τους ενώνει. Στο εξής, οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν χωρίς τη συμμετοχή του Κανγκ Λη. Ο ξάδερφός μου, μάλιστα, σκοπεύει να διαπραγματευτεί απευθείας ο ίδιος με τον Βασίλι». Τελικά η Λόρα είχε δίκιο που θεωρούσε πως η Γου Γινγκ είχε μεγαλύτερη δύναμη στα χέρια της απ’ αυτήν που αρχικά είχε δείξει. Και ήταν μεγάλη ανακούφιση που ο Κανγκ Λη δε θα είχε καμιά ανάμειξη στην έκβαση της συμφωνίας. Μετά απ’ αυτές τις αποκαλύψεις, η Γου Γινγκ άλλαξε θέμα κι άρχισε να μιλά για τον αμπελώνα της και τα σχέδια που είχαν με τον ξάδερφό της. Σε μια παύση της συζήτησης, η Λόρα έριξε μια κλεφτή ματιά στον
Βασίλι. Εξακολουθούσε να μιλά με τον Γουέι Γουόνγκ, αλλά, σαν να είχε διαισθανθεί το βλέμμα της, γύρισε και την κοίταξε. Η καυτή ματιά του γλίστρησε από τα μάτια της στο στόμα της και στάθηκε εκεί. Ήταν η κίνηση του άντρα που ορίζει με το βλέμμα τη γυναίκα που θέλει για δική του. Μια απίστευτη έξαψη απλώθηκε μέσα της σαν πυρκαγιά. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά και η άκρη της γλώσσας της ενέδωσε στον πειρασμό να γλείψει τα μισάνοιχτα χείλη της. Κάτω από το τραπέζι, ο Βασίλι έσφιξε τους μυς των μηρών του για να αντιπαλέψει την αντίδραση του κορμιού του στην ανταπόκριση της Λόρα. Έπαιζε το ρόλο του, αυτό ήταν όλο. Ο πόθος που εκδήλωνε το σώμα του γι’ αυτήν δε σήμαινε τίποτα στην πραγματικότητα. Ούτε και θα επέτρεπε ο ίδιος να σημαίνει. *** Η βραδιά είχε επιτέλους τελειώσει. Όταν η Λόρα πήγε να αποχαιρετήσει τον Γουέι Γουόνγκ και τη Γου Γινγκ, διαπίστωσε ανακουφισμένη πως ο Κανγκ Λη είχε εξαφανιστεί. Αποφάσισε να περιμένει μέχρι να γυρίσουν στη σουίτα τους για να μεταφέρει στον Βασίλι αυτά που της είχε πει ο Γου Γινγκ νωρίτερα. Τη στιγμή όμως που ετοιμάζονταν να μπουν στο ασανσέρ, ένα μέλος της συνοδείας του Γουέι Γουόνγκ τους πλησίασε και πληροφόρησε τον Βασίλι ότι ο Γουέι Γουόνγκ ήθελε να τον δει ιδιαιτέρως στη σουίτα του. «Εσύ ανέβα επάνω», της είπε ο Βασίλι. Γνέφοντας καταφατικά, η Λόρα μπήκε στο ασανσέρ. Μπροστά στον πραγματικό λόγο για τον οποίο βρισκόταν σ’ εκείνο το ξενοδοχείο με τον Βασίλι, ήταν γελοίο που όλες οι αισθήσεις της επέμεναν να επικεντρώνουν στη στιγμή που εκείνος την είχε τραβήξει στο πλευρό του κι αυτή είχε γείρει πάνω του λες και... λες και είχαν πραγματικά μια προσωπική και σοβαρή σχέση. Έκλεισε τα μάτια της απηυδισμένη με την ανοησία της, καθώς το ασανσέρ σταματούσε στον όροφο.
Άνοιξε την πόρτα της σουίτας με την ηλεκτρονική κάρτα της και τα φώτα άναψαν αμέσως μόλις πέρασε στο καθιστικό. Δεν μπορούσε να πάει να ξαπλώσει. Ίσως ο Βασίλι να ήθελε να συζητήσουν κάποια πράγματα μετά την απρογραμμάτιστη συνάντηση με τον Γουέι Γουόνγκ, πριν από τον επίσημο αποχαιρετισμό το πρωί. Είχε μόλις πλησιάσει το έπιπλο που φιλοξενούσε το μίνι μπαρ και την καφετιέρα, όταν συνέβη. Η ενδιάμεση πόρτα που συνέδεε το καθιστικό με το διάδρομο άνοιξε, δημιουργώντας ένα ξαφνικό ρεύμα αέρα. Η αυθόρμητη αντίδρασή της ήταν να γυρίσει προς τα κει και τότε αντίκρισε τον τρομακτικό εφιάλτη να την πλησιάζει ο Κανγκ Λη. «Όχι!» φώναξε κι οπισθοχώρησε, αλλά εκείνος την αγνόησε και με τη σαφώς μεγαλύτερη σωματική του δύναμη την άρπαξε και την κόλλησε στον τοίχο. Τρομοκρατημένη αλλά αποφασισμένη να του ξεφύγει, η Λόρα πάλεψε, ανίκανη να εμποδίσει τον εαυτό της να φωνάξει όταν εκείνος έπιασε τους καρπούς της και της ακινητοποίησε τα χέρια πίσω από την πλάτη της. «Μπορείς να φωνάζεις όσο θες», της είπε άγρια. «Κανείς δεν πρόκειται να σ’ ακούσει και κανείς δεν πρόκειται να έρθει. Γιατί λοιπόν δεν το κάνεις πιο εύκολο;» «Ποτέ», αρνήθηκε η Λόρα. «Ο Βασίλι θα γυρίσει όπου να ’ναι...» «Δε θα γυρίσει», τη διέκοψε ο Κανγκ Λη. «Το φρόντισα». Το ένα του χέρι κρατούσε αιχμάλωτους και τους δυο καρπούς της και το άλλο ανέβαινε στο στήθος της. Της ήρθε να κάνει εμετό από την αηδία. Σήκωσε το γόνατό της στον καβάλο του, αλλά η ανάσα της κόπηκε από τον πόνο που της προκάλεσε η βία με την οποία εκείνος την τράνταξε πάνω στον τοίχο. «Θα το πληρώσεις αυτό», την απείλησε. Η Λόρα μύρισε το αλκοόλ στην ανάσα του και κάτι άλλο... κάτι σκοτεινό κι επικίνδυνο, κάτι που της έλεγε πόσο ήθελε ο Κανγκ Λη να την τιμωρήσει. Το χέρι του απλώθηκε στο στήθος της... ***
Θυμωμένος, ο Βασίλι μπήκε στο ασανσέρ και πάτησε το κουμπί για τη σουίτα του. Προφανώς, ο Γουέι Γουόνγκ του έπαιζε κάποιο παιχνίδι. Γιατί μόλις τον είχε δει με τη γυναίκα του η οποία του είχε δηλώσει ότι ο σύζυγός της όχι μόνο δεν ήθελε να του μιλήσει, αλλά κι ότι πήγαιναν για ύπνο. Το ταξίδι μέχρι εκεί είχε αποδειχτεί σκέτη καταστροφή γιατί δεν είχε εξυπηρετήσει το σκοπό του κάθε άλλο. Και τώρα, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, το συνήθως λογικό και υπάκουο μυαλό του το μόνο που ήθελε να σκέφτεται ήταν εκείνες οι στιγμές που είχε κρατήσει τη Λόρα στο πλευρό του και για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή του είχε νιώσει κοντά σε έναν άλλον άνθρωπο. Ήταν γιατί είχε αιφνιδιαστεί. Δεν ήθελε να νιώθει τέτοιου είδους οικειότητα με κανέναν. Δεν το χρειαζόταν. Δεν του άρεσε. Ήταν άσκοπο, περιττό, ασήμαντο... αφόρητο εξαιτίας αυτών που τον έκανε να νιώθει. Το ασανσέρ σταμάτησε και ο Βασίλι βγήκε έξω, χωρίς να έχει καταφέρει να απαλλαγεί από τις ανεπιθύμητες κι επικίνδυνες σκέψεις του. Διέσχισε το διάδρομο και άνοιξε την πόρτα της σουίτας. *** Θέλοντας απελπισμένα να γλιτώσει από το επώδυνο κράτημα του Κανγκ Λη, η Λόρα πάτησε δυνατά το πόδι του με το τακούνι στιλέτο που φορούσε, μορφάζοντας όταν εκείνος σήκωσε το χέρι του να τη χτυπήσει. Ο Βασίλι κατάλαβε τι συνέβαινε αμέσως μόλις άνοιξε την πόρτα του καθιστικού. Δε χρειάστηκε καν να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνειβρέθηκε μεμιάς δίπλα στη Λόρα κι άπλωσε το μπράτσο του για να την προστατέψει από το χτύπημα του Κανγκ Λη, ενώ ταυτόχρονα μπήκε μπροστά της, βάζοντας το σώμα του ασπίδα στο λαίμαργο βλέμμα του άλλου άντρα. Έχωσε τα δάχτυλά του στους ώμους του Κανγκ Λη προσπαθώντας να τον απομακρύνει από τη Λόρα. Όμως, αντί να την αφήσει, ο Κανγκ Λη την έσπρωξε βίαια στο πάτωμα κι
έτρεξε προς την ανοιχτή πόρτα του καθιστικού. Ο Βασίλι ήθελε να τον κυνηγήσει για να τον τιμωρήσει, αλλά έπρεπε να φροντίσει πρώτα τη Λόρα. Μέχρι να τη βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της, ο Κανγκ Λη είχε εξαφανιστεί. «Μείνε εδώ», της είπε, αφού τη βοήθησε να πάει μέχρι τον καναπέ, και στάθηκε μπροστά της για να την υποχρεώσει να υπακούσει. Μετά σήκωσε το τηλέφωνο του ξενοδοχείου. «Θα καλέσω γιατρό να σε δει», της είπε κατηγορηματικά. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Όχι, δεν υπάρχει λόγος. Εντάξει είμαι... λίγο σοκαρισμένη μόνο... και μελανιασμένη...» «Γιατί τον άφησες να μπει μέσα;» τη ρώτησε ο Βασίλι με έντονο ύφος. «Δεν τον άφησα εγώ. Ήταν ήδη μέσα όταν ήρθα. Μου είπε ότι δε θα προλάβαινες να γυρίσεις εγκαίρως για να με σώσεις, γιατί το είχε φροντίσει, μ’ ένα μήνυμα που σου έστειλε». Η Λόρα έκανε μια γκριμάτσα ακούγοντας τον Βασίλι να βρίζει. Μετά της ζήτησε συγνώμη και σήκωσε ξανά το τηλέφωνο. «Θα πω στον Αλεξέι να βάλει ένα φύλακα έξω από το δωμάτιο του Κανγκ Λη μέχρι να τον παραλάβουν οι αρμόδιες Αρχές. Δεν πρόκειται να γλιτώσει τόσο εύκολα μετά απ’ αυτό που έκανε». Η Λόρα κούνησε το κεφάλι της. Ήταν ακόμα σοκαρισμένη απ’ αυτό που λίγο έλειψε να συμβεί, αλλά το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να βρεθεί και κάποια άλλη γυναίκα στη θέση της εξαιτίας ενός άντρα που ήταν ολοφάνερο πως αποτελούσε κίνδυνο για το φύλο της. Άκουσε αφηρημένα τον Βασίλι να μιλά στον Αλεξέι, κανονίζοντας τις ενέργειες που έπρεπε να γίνουν ώστε ο Κανγκ Λη να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεων του. Όμως η προσοχή της ήταν πραγματικά στραμμένη στον ίδιο τον Βασίλι, που όταν τελείωσε το τηλεφώνημα την πλησίασε. Από τόσο κοντά, μύριζε η κολόνια που φορούσε και κάτι άλλο... κάτι καυτό, αρρενωπό και οργισμένο. Παρά αυτόν το θυμό ωστόσο, η Λόρα αισθανόταν ασφαλής μαζί του. Ο Βασίλι την κοίταξε. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι, αν δεν
προλάβαινε να τον σταματήσει, ο Κανγκ Λη θα την είχε βιάσει. Κάτι για το οποίο θα είχε και ο ίδιος ευθύνη εν μέρει, γιατί δεν την είχε προστατέψει αποτελεσματικά. Τα αισθήματα που εξαπέλυσε αυτή η σκέψη τον συγκλόνισαν. Αν η Λόρα είχε υποφέρει εξαιτίας του, επειδή εκείνος είχε αποτύχει να... Μέσα του πάλευαν άγνωστες σκέψεις και αισθήματα, αλλά δεν έφταιγε η Λόρα που ένιωθε έτσι. Άλλος ήταν ο πραγματικός λόγος. Εκείνη είχε αρχίσει να τρέμει, αντιδρώντας καθυστερημένα στο σοκ που είχε υποστεί. Και μάλιστα, τώρα, αισθανόταν χειρότερα απ’ ό,τι πριν τη σώσει ο Βασίλι γιατί τώρα είχε το χρόνο να σκεφτεί τι θα μπορούσε να είχε συμβεί εύκολα, αν δεν προλάβαινε να επέμβει εκείνος. Ένα τεράστιο κύμα ευγνωμοσύνης την πλημμύρισε, και δεν το έκρυψε όταν του είπε: «Σ’ ευχαριστώ που... που τον σταμάτησες». Δεν έπρεπε να μιλήσει σε τόσο προσωπικό τόνο το κατάλαβε όταν είδε τον Βασίλι να κάνει πίσω, σαν να ήθελε να απορρίψει και τα λόγια της κι εκείνη. Πότε η δυσάρεστη ενόχληση που της είχε προκαλέσει η απόρριψή του την πρώτη φορά είχε γίνει τόσο δυνατός πόνος; Η Λόρα ένιωσε ξαφνικά εξουθενωμένη και ανυπεράσπιστη. Η επιθυμία να παρακαλέσει τον Βασίλι να την πάρει στην αγκαλιά του ήταν μεγάλη, αλλά έπρεπε να την καταπνίξει πάση θυσία, γιατί δεν ήταν αληθινή. Ήταν απλά μια αντίδραση, μια υπερβολική αντίδραση, σε ό,τι είχε ζήσει. Καλύτερα να έβαζε μια απόσταση ανάμεσά τους παρά να έμενε κοντά του και να ένιωθε τόσο ευάλωτη. «Αν δε σε πειράζει, θα ήθελα να φύγω... να πάω να ξαπλώσω. Το πρωί πρέπει να σηκωθούμε νωρίς», του είπε, προσπαθώντας να δώσει μια φυσιολογική χροιά στη φωνή της. Ο Βασίλι έγνεψε καταφατικά και παραμέρισε, ξέροντας πως αν δεν το έκανε αν άφηνε τον εαυτό του να στέκεται τόσο κοντά της τότε μπορεί... Μπορεί τι; Τίποτα. Έβρισε σιωπηλά από μέσα του. Τίποτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει από τον πονοκέφαλο και τα μάτια της την έτσουζαν, γιατί δεν κατάφερνε να πείσει τον εαυτό της να τα κλείσει. Η Λόρα κοίταξε το ρολόι της. Δυόμισι το πρωί. Ήταν απόλυτα ασφαλής. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να μένει ξάγρυπνη, το ήξερε, κι όμως... Λαχταρούσε ένα ποτήρι νερό, αλλά είχε ξεχάσει να πάρει ένα μπουκαλάκι από το μίνι μπαρ πριν ξαπλώσει. Σταμάτα να το σκέφτεσαι και κοιμήσου, είπε στον εαυτό της, αλλά δεν μπορούσε. Τώρα πια είχε ξυπνήσει για τα καλά και διψούσε απίστευτα. Διψούσε... αλλά φοβόταν να σηκωθεί από το κρεβάτι και να πάει στο καθιστικό να πάρει λίγο νερό. Γιατί; Ο Κανγκ Λη δε θα ήταν εκεί, σωστά; Δε γινόταν να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της με το φόβο ανύπαρκτων σκιών εξαιτίας ενός άντρα. Ενός άντρα που είχε προσπαθήσει να τη βιάσει. Ενός άντρα που την είχε κάνει να σταθεί κάτω από το δυνατό ντους πριν πέσει για ύπνο, τρίβοντας σαν δαιμονισμένη την επιδερμίδα της για ν’ απαλλαγεί από το ανεπιθύμητο άγγιγμά του. Όσο περισσότερο έμενε ξαπλωμένη, τόσο πιο πολύ ένιωθε να ξυπνάει και να στεγνώνει ο λαιμός της. Κάθε λεπτό που περνούσε η δίψα της μεγάλωνε, ώσπου η Λόρα δεν άντεχε άλλο. Μετά το ντους είχε πάει κατευθείαν στο κρεβάτι, φορώντας ένα σύνολο για τον ύπνο από σορτς και μπλουζάκι με λεπτές τιράντες. Από την αφόρητη δίψα της τώρα προχώρησε κατευθείαν προς το καθιστικό, αντί να περάσει πρώτα από το μπάνιο της κρεβατοκάμαράς της για να φορέσει τη ρόμπα που κρεμόταν πίσω από την πόρτα. Με το χέρι της στο πόμολο, δίστασε για μια στιγμή. Σ’ εκείνο το δωμάτιο πίσω από την πόρτα είχε βιώσει μια εμπειρία που θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε βιασμό, αν δεν προλάβαινε ο Βασίλι να τη σώσει. Κι όμως, ήξερε ότι δεν ήταν μόνο ο φόβος που
της είχε δημιουργήσει αυτή η εμπειρία που την κρατούσε τώρα στην κρεβατοκάμαρά της. Είχε κι άλλο φόβο ν’ αντιμετωπίσει: το φόβο ότι, επειδή ένιωθε ευάλωτη, ήθελε να είναι κοντά στον Βασίλι. Και όχι μόνο για την προστασία που της πρόσφερε. Γιατί υπέβαλλε τον εαυτό της σ’ αυτό το μαρτύριο, γιατί του επέτρεπε να βασανίζεται από την εντεινόμενη, βαθιά ριζωμένη και απαιτητική ανάγκη της για το άγγιγμα του Βασίλι; Και όχι μόνο για το άγγιγμά του. Νωρίτερα, όταν είχε βρει προστασία και παρηγοριά κοντά του, δεν ήταν αλήθεια ότι λαχταρούσε να έχει κι ένα συναισθηματικό δέσιμο μαζί του; Θυμωμένη με την ανικανότητά της να ελέγξει τις σκέψεις της, γύρισε το πόμολο της πόρτας και μπήκε στο καθιστικό, αποφασισμένη να πάει στο μίνι μπαρ, να πάρει το νερό και να γυρίσει στο δωμάτιό της το συντομότερο. Με το μυαλό της φορτισμένο από τις αποκαλυπτικές σκέψεις της, παρά το φως που πρόσφερε το σχεδόν ολόγιομο φεγγάρι από το μεγάλο παράθυρο, η Λόρα κατάφερε να σκοντάψει πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι του καφέ, ρίχνοντας στο πάτωμα με θόρυβο το μεταλλικό διακοσμητικό που βρισκόταν εκεί πάνω. Το ξανάβαλε βιαστικά στη θέση του, ανακουφισμένη που δεν είχε προκαλέσει καμιά ζημιά εξαιτίας της απροσεξίας της, και συνέχισε για το μίνι μπαρ. Στην κρεβατοκάμαρά του, ο Βασίλι ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ακίνητος. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, καθώς προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να ξεπεράσει τα προβλήματα που θα δημιουργούσε στη συμφωνία ο ανταγωνισμός του Κανγκ Λη απέναντι του. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα και κανέναν άλλο πέρα από τη Λόρα. Αυτά που είχε νιώσει όταν είχε, συνειδητοποιήσει ότι ο Κανγκ Λη της είχε επιτεθεί είχαν ακόμα τη δύναμη να επιταχύνουν το σφυγμό του και να τον πλημμυρίζουν με τόσο περίπλοκα, έντονα συναισθήματα, που ήθελε αυτομάτως να αποκαταστήσει την εσωτερική του ισορροπία αρνούμενος, όπως πάντα, ότι ένιωθε οτιδήποτε. Ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχει ήταν να κοιμηθεί. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το κεφάλι της κόντευε να σπάσει από
τον πονοκέφαλο και τα μάτια της την έτσουζαν, γιατί δεν κατάφερνε να πείσει τον εαυτό της να τα κλείσει. Η Λόρα κοίταξε το ρολόι της. Δυόμισι το πρωί. Ήταν απόλυτα ασφαλής. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να μένει ξάγρυπνη, το ήξερε, κι όμως... Λαχταρούσε ένα ποτήρι νερό, αλλά είχε ξεχάσει να πάρει ένα μπουκαλάκι από το μίνι μπαρ πριν ξαπλώσει. Σταμάτα να το σκέφτεσαι και κοιμήσου, είπε στον εαυτό της, αλλά δεν μπορούσε. Τώρα πια είχε ξυπνήσει για τα καλά και διψούσε απίστευτα. Διψούσε... αλλά φοβόταν να σηκωθεί από το κρεβάτι και να πάει στο καθιστικό να πάρει λίγο νερό. Γιατί; Ο Κανγκ Λη δε θα ήταν εκεί, σωστά; Δε γινόταν να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της με το φόβο ανύπαρκτων σκιών εξαιτίας ενός άντρα. Ενός άντρα που είχε προσπαθήσει να τη βιάσει. Ενός άντρα που την είχε κάνει να σταθεί κάτω από το δυνατό ντους πριν πέσει για ύπνο, τρίβοντας σαν δαιμονισμένη την επιδερμίδα της για ν’ απαλλαγεί από το ανεπιθύμητο άγγιγμά του. Όσο περισσότερο έμενε ξαπλωμένη, τόσο πιο πολύ ένιωθε να ξυπνάει και να στεγνώνει ο λαιμός της. Κάθε λεπτό που περνούσε η δίψα της μεγάλωνε, ώσπου η Λόρα δεν άντεχε άλλο. Μετά το ντους είχε πάει κατευθείαν στο κρεβάτι, φορώντας ένα σύνολο για τον ύπνο από σορτς και μπλουζάκι με λεπτές τιράντες. Από την αφόρητη δίψα της τώρα προχώρησε κατευθείαν προς το καθιστικό, αντί να περάσει πρώτα από το μπάνιο της κρεβατοκάμαράς της για να φορέσει τη ρόμπα που κρεμόταν πίσω από την πόρτα. Με το χέρι της στο πόμολο, δίστασε για μια στιγμή. Σ’ εκείνο το την αναπνοή της κι έπρεπε ν’ αναπνεύσει. Επειδή είχε δει το γυμνό στέρνο του Βασίλι; Όχι, όχι μόνο το στέρνο του. Τον έβλεπε ολόκληρο: το στέρνο του, τα χέρια του, τα πόδια του, τους μηρούς του, που έμοιαζαν να είναι λαξεμένοι από γρανιτένιους μυς. Ολόκληρο, εκτός από αυτό που έκρυβε το σορτς. Δεν ήταν ν’ απορεί που της ήρθε ζάλη. Κι αυτή η ζάλη δεν οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει κανονικά, σκέφτηκε, λίγο πριν ταλαντευτεί. «Λόρα;»
Είχε πει πράγματι δυνατά το όνομά της ή ήταν ο αντίλαλος στο μυαλό του; Ο Βασίλι δεν ήξερε να απαντήσει. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι, όταν την είδε να ταλαντεύεται, έτρεξε κοντά της για να την πιάσει, κι όταν την έπιασε... Όταν την έπιασε... Ο Βασίλι τη φιλούσε και τον φιλούσε κι εκείνη. Η Λόρα μισάνοιξε πρόθυμα τα χείλη της μόλις η άκρη της γλώσσας του τα άγγιξε αποφασιστικά, δοκιμάζοντας τη γεύση τους. Εκείνος ήξερε πώς να χρησιμοποιήσει τη δύναμή του για να γεμίσει με απόλαυση το κορμί της και να την κάνει να γαντζωθεί πάνω του ανυπόμονα. Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω της και το δυνατό κορμί του άφησε το αποτύπωμά του στο δικό της. Η Λόρα το ήθελε αυτό. Ήθελε αυτόν, παραδέχτηκε καθώς την πλημμύριζε η υπέροχη αίσθηση της γυμνής σάρκας του. Θα έπρεπε να έφταιγε το ξάφνιασμα απ’ αυτό που είχε συμβεί λίγο πριν το ξάφνιασμα όταν ο Βασίλι μπήκε στο καθιστικό ενώ δεν τον Περίμενε που είχε ελευθερώσει αυτή την αχαλίνωτη και απαιτητική λαχτάρα μέσα της. Οι αισθήσεις της υποχωρούσαν πρόθυμα στις απαιτήσεις του. Πώς του είχε συμβεί αυτό; Πώς είχε ερεθιστεί τόσο με ένα και μόνο φιλί; Με την αίσθηση αυτής της γυναίκας μέσα στην αγκαλιά του; Ήταν κάτι που ξεπερνούσε τη λογική του ξεπερνούσε τον αυτοέλεγχό του και οποιαδήποτε άλλη ανάγκη πέρα από τον πόθο που τον είχε κατακλύσει. Το φεγγαρόφωτο χάιδευε την επιδερμίδα της Λόρα, σχηματίζοντας ένα μεθυστικό μονοπάτι από το λαιμό ως τον ώμο της, που προκάλεσε τα χέρια του κι ύστερα τα φιλιά του να το εξερευνήσουν. Εκείνη ρίγησε κάτω από το άγγιγμά του και το μονοπάτι αναπήδησε. Όλο αυτό ξεπερνούσε κατά πολύ όλα όσα είχε τολμήσει να φανταστεί ποτέ της. Τα χέρια και το στόμα του Βασίλι έκαιγαν την επιδερμίδα της, τρέλαιναν τις αισθήσεις της, την ταξίδευαν σ’ έναν πρωτόγνωρο κόσμο απίστευτης λαγνείας. Κάτω από το χάδι του, κάτω από το φιλί του, είχε γίνει μια άλλη γυναίκα μια γυναίκα που φλεγόταν από πόθο. Το σώμα της όχι
μόνο ανταποκρινόταν στο άγγιγμά του, αλλά το προκαλούσε και το παρότρυνε. Κοιτάζοντας το κεφάλι του καθώς εκείνος φιλούσε τον ώμο της, η Λόρα είδε ότι ακολουθούσε το μονοπάτι του φεγγαριού. Με μια τόλμη που δεν ήξερε ότι διέθετε, μετακίνησε το σώμα της, έτσι ώστε οι φεγγαραχτίδες ν’ απλωθούν στο στήθος της, σκιάζοντας τις ορθωμένες θηλές της. Άλλη μια κίνηση και σταμάτησε να εξερευνά την πλάτη του με τα δάχτυλά της, για να κατεβάσει τη λεπτή τιράντα του τοπ της, έτσι ώστε, όταν μετακίνησε ξανά το σώμα της, η γυμνή θηλή της βρέθηκε επιδεικτικά στο ασημένιο μονοπάτι. Προσέχοντας την κοφτή ανάσα της Λόρα, ο Βασίλι σήκωσε το στόμα του από τον ώμο της και είδε τι φώτιζε το φως του φεγγαριού. Ήταν άντρας, με όλες τις επιθυμίες ενός άντρα. Είχε ερωμένες, χαιρόταν το σεξ, αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει τη δίνη των αισθήσεων που ένιωθε τώρα. Μια δίνη που τον παγίδευσε στην έντασή της, καταποντίζοντάς τον, κατακτώντας τον με την ίδια ορμή που ήθελε να κατακτήσει κι αυτός τη Λόρα. Χωρίς όρια, χωρίς περιορισμούς, χωρίς λογική και νόμους. Απλά υπήρχε, κι εκείνος δεν μπορούσε να ελευθερωθεί. Σκέπασε το γυμνό της στήθος με την παλάμη του και σκύβοντας ακούμπησε το στόμα του στο μαρτύριο που τον βασάνιζε. Η Λόρα ένιωσε τη λαχτάρα της να μεγαλώνει, την ανάγκη να πιάσει το κεφάλι του Βασίλι και να το κρατήσει γερά πάνω στο στήθος της, για να μη σταματήσει να της κάνει αυτό που έκανε με τα χείλη, τη γλώσσα και τα δόντια του έστω κι αν της ήταν πολύ δύσκολο ν’ αντέξει την απύθμενη ικανοποίηση που της πρόσφερε, και σχεδόν φοβόταν ότι θα την οδηγούσε στην καταστροφή. Ένας ήχος μια κοφτή ανάσα περισσότερο και όχι ευτυχώς κραυγή βγήκε από τα χείλη της κι αναμείχτηκε με τις λαχανιασμένες ανάσες τους και τις βιαστικές κινήσεις τους. Το φεγγαρόφωτο έλουζε την ασημένια, γυμνή σάρκα της. Απλώθηκε στο πρόσωπό του όταν ο Βασίλι έσκυψε από πάνω της, τονίζοντας τις έντονες γωνίες των ζυγωματικών του και τους μυς των ώμων και της πλάτης του. Πόσο διαφορετικά ήταν τα κορμιά
τους και πόσο διαφορετικά έδειχνε το φεγγαρόφωτο πάνω τους. Διαφορετικά κι όμως απόλυτα ταιριαστά, σαν ένα. Η Λόρα συνήλθε για μια στιγμή από το παραλήρημα της ευχαρίστησης που της χάριζε ο Βασίλι στην προσμονή να σμίξουν και να βιώσουν μαζί την ολοκλήρωση, μα ύστερα χάθηκε ξανά στον καινούριο κόσμο που την οδηγούσε εκείνος. Ποτέ άλλοτε ο Βασίλι δεν είχε ποθήσει τόσο απόλυτα μια γυναίκα, τόσο ολοκληρωτικά, όπως ποθούσε τώρα τη Λόρα. Ποτέ πριν η ανάγκη να δει ένα γυμνό κορμί δεν τον είχε διεγείρει τόσο, δεν τον είχε γεμίσει με το ακατανίκητο πάθος που ένιωθε τώρα. Ποτέ μα ποτέ η απλή σκέψη να δει μια γυναίκα γυμνή δεν τον είχε οδηγήσει στον αγωνιώδη πόθο που τον είχε καταλάβει τώρα. Αυτή η σκέψη και μόνο ξεπερνούσε σε ένταση ακόμα και την ίδια την ερωτική πράξη. «Βασίλι...» Πρόφερε το όνομά του με φωνή βραχνή από τον πόθο, καθώς ο Βασίλι της έβγαζε το τοπ και το σορτς. Η κρεβατοκάμαρά του ήταν ίδια με τη δική της και το κρεβάτι υπέροχα μεγάλο και επιβλητικό όταν την ξάπλωσε επάνω. Άπλωσε ανυπόμονα τα χέρια της προς το μέρος του όταν εκείνος έβγαλε και το δικό του σορτς. Το φως που έμπαινε από τη μισάνοιχτη πόρτα του καθιστικού της έδειξε αυτό που είχε ήδη καταλάβει από μόνη της, ότι ο Βασίλι διέθετε ένα γεροδεμένο και όμορφο κορμί. Λαχταρούσε να γνωρίσει και να χαϊδέψει κάθε του σπιθαμή. Τα χέρια της Λόρα πάνω του, η ανάσα της στην επιδερμίδα του, τα χείλη της που χάραζαν ένα μονοπάτι από τον ώμο μέχρι το λαιμό του, όλα αυτά έκαναν τον Βασίλι να πάρει μια βαθιά ανάσα και να σφίξει το σώμα του, αντιδρώντας στο μαρτυρικό πόθο. Οι λογικές σκέψεις και όλα όσα είχε πει στον εαυτό του ότι δε θα του επέτρεπε ποτέ να επιθυμήσει ξεθώριασαν, έγιναν θολές, μακρινές σκιές που δεν μπορούσαν ν’ αντέξουν τη δύναμη του πάθους του για εκείνη. Φίλησε την απαλή καμπύλη της κοιλιάς της κι ένιωσε τον πόθο που η Λόρα προσπαθούσε να συγκροτήσει. Γλιστρώντας το χέρι του
κάτω από το γόνατό της, σήκωσε το πόδι της και φίλησε την απαλή σάρκα στο εσωτερικό του μηρού της. Η μυρωδιά και η γεύση της, η ξεχωριστή ζεστασιά της, φούντωσαν ακόμα περισσότερο τον ερεθισμό του, κάτι που θεωρούσε αδύνατο. Τον ήθελε. Ω, τον ήθελε πολύ. Και τώρα, ακόμα και η καυτή απόλαυση που την πλημμύρισε μόλις πήρε στο χέρι της τον σκληρό ανδρισμό του, δεν έφτανε για να ικανοποιήσει την επιτακτική ανάγκη που ένιωθε. Τα χάδια και τα φιλιά του την οδηγούσαν σ’ ένα μέρος όπου υπήρχε μόνο αισθησιασμός και πόθος, τίποτ’ άλλο. Όταν ο Βασίλι άνοιξε τα πόδια της κι έγειρε από πάνω της, η Λόρα καλωσόρισε το βάρος του κορμιού του που τη σκέπασε, όπως λαχταρούσε να καλωσορίσει και την κατάκτησή του. Το κορμί της και η καρδιά της ήταν έτοιμα να τον δεχτούν, ένιωθε την απαλή σάρκα της να δονείται. Η βεβαιότητα ότι αυτό που θα ακολουθούσε θα της χάριζε μια ικανοποίηση που ξεπερνούσε την αβεβαιότητα του άγνωστου την έκανε να ριγήσει σύγκορμη. Μια ώθηση. Αργή και αποφασιστική. Ενός άντρα που διεκδικούσε κάτι που ήξερε πως ήταν δικό του και δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς να το κατακτήσει. Τον οδήγησε στη ζεστή αγκαλιά του γυναικείου κορμιού της, που μαλάκωσε για να τον δεχτεί και αμέσως μετά σφίχτηκε γύρω του για να τον κρατήσει. Ένας απ’ τους δυο τους έτρεμε, ριγούσε ανεξέλεγκτα με ανυπομονησία... ή μήπως ήταν και οι δύο; Ο Βασίλι ετοιμάστηκε να μπει πιο βαθιά μέσα της, αλλά σταμάτησε, συγκλονισμένος από το εμπόδιο που συνάντησε, το σημαντικό εμπόδιο που δημιούργησε ένα χάσμα ανάμεσα σε αυτό που συνέβαινε πριν από αυτή τη διαπίστωση και σε αυτό που ήξερε τώρα. Ήταν παρθένα. Πώς μπορούσε να είναι παρθένα; Ήταν ένα γεγονός που ξύπνησε κάτι βαθιά μέσα του, κάτι αρχέγονο, που ανήκε στους άντρες που τιμούσαν και προστάτευαν την ερωτική πίστη των γυναικών τους άντρες που ήξεραν πως όταν μια γυναίκα τους πρόσφερε την αγνότητά της δημιουργούνταν ανάμεσά τους ένας δεσμός που
ένωνε το ζευγάρι για πάντα. Άντρες που πίστευαν πως η αποδοχή ενός τέτοιου δώρου τούς δέσμευε με τη γυναίκα που το έδινε. Δε θα δεχόταν αυτή τη δέσμευση. Δε θα έπαιρνε τέτοιο δώρο από τη Λόρα. Ούτε εκείνη είχε το δικαίωμα να του το προσφέρει χωρίς να είναι σίγουρη πως αυτός θα το εκτιμήσει όπως το άξιζε. Θυμός και αποστροφή τον κατέκλυσαν. Θυμός για τη Λόρα, που ήταν αυτή που ήταν και που του προκαλούσε τέτοια εσωτερική αναστάτωση. Και αποστροφή για τον ίδιο του τον εαυτό γι’ αυτό που παραλίγο να συμβεί. Πού είχε πάει η επιθυμία του νωρίτερα να την προστατέψεις Μήπως δεν ήταν και η δική του συμπεριφορά το ίδιο απαράδεκτη όσο και η συμπεριφορά του Κανγκ Λη; Μήπως δεν άφηνε τον πόθο του να κυριαρχήσει, εκμεταλλευόμενος τη Λόρα και την κατάσταση, όπως σκόπευε να κάνει και ο Κανγκ Λη; Δεν ήταν αρκετά άντρας, αρκετά δυνατός κι αρκετά αποφασιστικός, ώστε να συγκροτήσει τον εαυτό του πριν να είναι πολύ αργά; Για μερικά δευτερόλεπτα ο Βασίλι πάλεψε να ανακτήσει τον έλεγχο του πόθου του και μετά τραβήχτηκε μακριά της και πήρε το πεταμένο σορτς του. Η Λόρα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Εκεί που νόμιζε ότι τελικά ο Βασίλι θα την έκανε δική του, εκείνος είχε αποτραβηχτεί και όχι μόνο σωματικά, όπως διαπίστωσε παρατηρώντας τον να γυρνά από την άλλη για να ντυθεί. Το περίγραμμα του κορμιού του μαρτυρούσε ξεκάθαρα πως, όποια κι αν ήταν η αιτία της απόρριψής του, δεν είχε καμία σχέση με την απουσία πόθου. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί και τι να κάνει. Το κορμί της λαχταρούσε αυτό που της αρνιόταν ο Βασίλι, με μια ένταση και μια λαχτάρα που την αποδυνάμωναν. Αισθανόταν ότι είχε πυρετό, ότι πονούσε σωματικά και συναισθηματικά από το σοκ της ξαφνικής του απόρριψης. Δεν κατάφερε να εμποδίσει τον εαυτό της να ταπεινωθεί περισσότερο, ρωτώντας τον ικετευτικά: «Τι συμβαίνει; Γιατί...» Ο Βασίλι της απάντησε βλοσυρός, μισογυρισμένος πάντα από την
άλλη μεριά: «Είσαι παρθένα, να γιατί». Δεν μπορούσε να της εξηγήσει τίποτα παραπάνω. Δεν μπορούσε να της πει ότι το συγκεκριμένο γεγονός είχε υπονομεύσει τις άμυνές του, ή να της μιλήσει για την ανεπιθύμητη ανάγκη που ένιωθε να την προστατέψει. Γιατί αν το έκανε... Αν το έκανε, τότε εκείνη θα μάθαινε πως ήταν κι αυτός ευάλωτος, κάτι που ο Βασίλι δεν μπορούσε να επιτρέψει. Έπρεπε να βρει άλλον τρόπο, άλλο λόγο. Γιατί ήταν ακόμα παρθένα, αλήθεια; Μπορούσε να σκεφτεί πολλές γυναίκες που είχαν θελήσει να χρησιμοποιήσουν το κρεβάτι του ως μέσο για να εξασφαλίσουν μια βέρα στο χέρι τους, και μέσω αυτής πρόσβαση στα πλούτη του. Οι γυναίκες αυτές ήλπιζαν να χρησιμοποιήσουν τις ερωτικές τους ικανότητες για να τον πείσουν. Η Λόρα είχε διαλέξει τον αντίθετο δρόμο: να του προσφέρει την αγνότητά της. Δε θα πετύχαινε όμως. Ο Βασίλι δεν είχε καμία πρόθεση να δεσμευτεί με καμιά γυναίκα και η Λόρα δεν αποτελούσε εξαίρεση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Είχε σταματήσει, είχε τραβηχτεί μακριά της, την είχε απορρίψει επειδή ήταν παρθένα; Η Λόρα άνοιξε το στόμα της να μιλήσει, αλλά το ξανάκλεισε χωρίς να πει τίποτα. Λίγο πιο κει ο Βασίλι μπορούσε σχεδόν να νιώσει τη σύγχυση και τον πόνο της. Μπορούσε να νιώσει και τον ανικανοποίητο πόθο της, γιατί καθρέφτιζε τον δικό του. Αν τον άγγιζε τώρα... αν την άγγιζε εκείνος... Δεν έπρεπε όμως... για το δικό της το καλό. Δεν υπήρχε τίποτα για τη Λόρα κοντά του. Εξάλλου, είχε αποφασίσει από καιρό να μην αφήσει ποτέ τον εαυτό του να δεθεί συναισθηματικά με μια γυναίκα, κι εκείνη θα το ήθελε αυτό. Θα το είχε ανάγκη. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τη διώξει μακριά του, να μην την αφήσει να τον σπρώξει σε κάτι που δεν έπρεπε να κάνει. Θυμός και πόνος τον πλημμύρισαν με την ίδια ένταση, δημιουργώντας μέσα του μια σύγχυση που απείλησε να καταστρέψει τα θεμέλια όλων όσα πίστευε για τον εαυτό του. Τελικά, το εκρηκτικό αυτό μείγμα κατέληξε σε μια αμυντική σκληρότητα που χρωμάτισε έντονα τα επόμενα λόγια του. «Δε μ’ αρέσουν οι παγίδες. Ειδικά αυτές που το δόλωμα είναι ολοφάνερο». Παγίδες; Ο Βασίλι πίστευε πως προσπαθούσε να τον παγιδεύσει; «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς», διαμαρτυρήθηκε η Λόρα. «Καταλαβαίνεις. Είσαι πολύ έξυπνη για να μην καταλαβαίνεις», τη διόρθωσε εκείνος. «Μόνο ένας λόγος υπάρχει που μια γυναίκα στην ηλικία σου και με τα προσόντα σου όμορφη, ποθητή και έξυπνη επιλέγει να μείνει παρθένα. Γιατί έχει αποφασίσει να χρησιμοποιήσει την αγνότητά της σαν εργαλείο διαπραγμάτευσης». «Τι πράγμα; Εργαλείο διαπραγμάτευσης για τι;» ρώτησε η Λόρα.
Ήταν μπερδεμένη και σοκαρισμένη. Το μυαλό της είχε θολώσει από τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα που ένιωθε, ενώ το σώμα της εξακολουθούσε να είναι παραδομένο στη λαγνεία και στην επιθυμία της να ενωθεί με τον άντρα του οποίου τα λόγια τώρα φανέρωναν πως οι δυο τους ήταν αντίπαλοι. «Για ό,τι θέλει να διαπραγματευτεί: έναν πλούσιο εραστή, έναν καλό γάμο... Υπάρχουν ακόμα άντρες που πιστεύουν πως μόνο η αγνότητα μιας γυναίκας αποτελεί εγγύηση για την αξία της. Αλλά εγώ δεν είμαι απ’ αυτούς. Σε μια ερωμένη θέλω εμπειρία και ικανότητες. Κι από τη στιγμή που δεν έχω σκοπό να παντρευτώ, μια παρθένα δεν έχει καμιά αξία για μένα. Έκανες μεγάλο λάθος να στρέψεις τις φιλοδοξίες σου πάνω μου, Λόρα. Ακόμα κι αν ήθελα να παντρευτώ, δεν είμαι τόσο ανόητος ώστε να κολακευτώ από το δώρο της αγνότητάς σου. Το σενάριο “Βλέπεις πόσο ξεχωριστό σε θεωρώ; Κράτησα την αγνότητά μου για σένα και πρέπει να μου το ανταποδώσεις με τη δέσμευση μιας βέρας” δε με πείθει. Δεν έχω πρόθεση να παντρευτώ ποτέ. Έχασες το χρόνο σου... και όχι για πρώτη φορά. Αλήθεια, τι συνέβη πραγματικά με τον Τζον; Έλπιζες να τον πείσεις να παρατήσει τη μνηστή του για σένα; Υπάρχουν φήμες πως τελικά θα γίνει διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας και είναι πολύ πλούσιος. Γι’ αυτόν δε φύλαξες την αγνότητά σου, Λόρα;» Η αγωνιώδης, οδυνηρή προσπάθεια του Βασίλι να πει αυτά τα αιχμηρά λόγια και το τι σήμαινε ο πόνος που του προκαλούσαν εξαπέλυσαν νέο κύμα θυμού μέσα του. «Έλπιζες να τον προκαλέσει και να τον βασανίσεις, ώστε να προχωρήσει σε μια προσωπική σχέση μαζί σου την οποία θα εκμεταλλευόσουν. Πόσο προσβλητικό κι ενοχλητικό θα ήταν για σένα το ότι αρραβωνιάστηκε κάποια άλλη. Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που η μνηστή του ήθελε να σε ξεφορτωθεί, ειδικά όταν ανακάλυψε ότι έκανες μια τελευταία προσπάθεια να τον κερδίσεις. Κι όταν τον έχασες οριστικά πια, αποφάσισες, προφανώς, ότι θα μπορούσα να πάρω εγώ τη θέση του». Ξεσπούσε σκόπιμα το θυμό του πάνω της, το ήξερε, προσπαθώντας
να αρνηθεί τον πόθο που δεν έλεγε να σβήσει μέσα του. Δεν μπορούσε να υποχωρήσει όμως τώρα. Αν το έκανε... Αν το έκανε, τότε θα άνοιγε την πόρτα σ’ ένα μέλλον που έκρυβε την απειλή του πόνου που κάποτε παραλίγο να τον καταστρέψει ολοκληρωτικά. «Όχι! Ποτέ. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να τα λες αυτά. Κάνεις μεγάλο λάθος», επέμεινε η Λόρα. Οι κατηγορίες του Βασίλι θα ήταν για γέλια, αν δεν ήταν τόσο σοβαρές. Πώς μπορούσε ακόμα και να σκέφτεται τέτοια πράγματα για εκείνη, πόσο μάλλον να την κατηγορεί; Η ταπείνωση που ένιωσε ήταν τόσο δυνατή, που καταρράκωσε την περηφάνια και τον αυτοσεβασμό της. «Έχω κάθε δικαίωμα. Και, λογικά, δεν μπορεί να κάνω λάθος», της αντιγύρισε. «Στην εποχή μας, μια γυναίκα στην ηλικία σου η οποία εξακολουθεί να είναι παρθένα πρέπει να έχει κάποιο λόγο γι’ αυτό και κανένας απ’ όσοι μου περνάνε από το μυαλό δε σου ταιριάζει, αν αναλογιστώ την προθυμία με την οποία ήσουν έτοιμη να μου χαρίσεις την πολύτιμη αγνότητά σου πριν λίγο. Όχι, Λόρα, μπορείς να το αρνείσαι όσο θες. Δεν έχει καμιά σημασία για μένα». Απ’ όλα τα σενάρια που μπορεί να είχε φανταστεί εκείνη του να την οδηγεί ο Βασίλι στο κρεβάτι του, αυτό που θα την απέρριπτε επειδή ήταν παρθένα δε θα περνούσε ποτέ από το μυαλό της. Ήταν γελοίο και ταπεινωτικό, αλλά τον ήθελε τόσο πολύ, που δεν είχε σκεφτεί καθόλου το θέμα της αγνότητάς της. «Σου εύχομαι καλύτερη τύχη με τον επόμενο πιθανό στόχο σου», συνέχισε σκληρά εκείνος. Έπρεπε να ξεσπάσει το θυμό του απέναντι της κι απέναντι στον εαυτό του. Ήταν ο μόνος τρόπος για να μην την πάρει αγκαλιά. Η συγκλονιστική αυτή διαπίστωση δυνάμωσε το αμυντικό του ένστικτο και τον έσπρωξε να αγωνιστεί ακόμα πιο σκληρά για να απορρίψει τόσο τη Λόρα όσο κι αυτό που βίωνε. Όταν εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, επαναλαμβάνοντας περήφανα: «Κάνεις λάθος!», ο Βασίλι πίεσε τον εαυτό του να αγνοήσει τη φωνή μέσα του που τον παρότρυνε να την πιστέψει και να την τραβήξει ξανά στην αγκαλιά του.
Ήταν απαράδεκτο να ενδώσει στον πόθο του γι’ αυτήν. Ούτε να τον δεχτεί αυτό τον πόθο δεν ήθελε. Γιατί αυτό θα σήμαινε... Θα σήμαινε πως ο στρωμένος, ίσιος δρόμος της ζωής του, απαλλαγμένος από συναισθηματικά ρίσκα, είχε πάρει μια κρυφή στροφή που είχε εμφανιστεί από το πουθενά, σαν ψευδαίσθηση μέσα στην έρημο. Και αυτό ακριβώς ήταν αυτά τα γελοία, απρόσκλητα κι επικίνδυνα συναισθήματα που είχαν εισβάλει στην καρδιά του... μια ψευδαίσθηση. Μια ψευδαίσθηση που θα χανόταν στο επόμενο ανοιγοκλείσιμο των ματιών του με την ίδια ευκολία που μπορούσε να χαθεί κι ο έρωτας. Ο πόνος από το ηφαίστειο στα σωθικά του, που δεν είχε σβήσει ποτέ, τον έκαψε ξερνώντας την οργή που χρειαζόταν για να φέρει ξανά τη ζωή του στον άδειο, ίσιο δρόμο του. «Αλήθεια;» την προκάλεσε σαρκαστικά. «Ρώτα τον εαυτό σου. Τι είδους γυναίκα στην ηλικία σου μένει παρθένα; Μόνο αυτή που έχει κρυφούς σκοπούς». «Αντί να τα λες αυτά σ’ εμένα, θα έπρεπε να ρωτάς εσύ τον εαυτό σου τι είδους άντρας είσαι, Βασίλι, και τι είναι αυτό που σ’ έχει κάνει τόσο πικρόχολο και τόσο φοβισμένο ώστε να μην αφήνεις κανέναν να μπει στη ζωή σου», του πέταξε η Λόρα με σθένος. Τα λόγια της, τόσο επικίνδυνα κοντά στις σκέψεις και τα αισθήματα που τον βασάνιζαν ήδη, τον ανάγκασαν να δεχτεί πόσο διαφορετική ήταν από τις άλλες γυναίκες που είχε γνωρίσει. Η Λόρα μπορούσε ν’ αγγίξει κομμάτια του εαυτού του που καμιά άλλη δεν είχε αγγίξει ποτέ. Μπορούσε να τον διεγείρει σωματικά αλλά και συναισθηματικά, με μια ένταση πρωτόγνωρη. Ένας λόγος παραπάνω για να μην μπλέξεις μαζί της. Να αντισταθείς στην επίδραση που ασκεί πάνω σου, να της γυρίσεις την πλάτη και να την απορρίψεις. Έστω κι αν έτσι ένιωθε ότι ξέσκιζε ένα κομμάτι από τη σάρκα του. Η Λόρα μάζεψε σιωπηλά τα πεταμένα ρούχα της κι έφυγε από το δωμάτιο. Αν αυτά που συγκροτούσε με δυσκολία ήταν δάκρυα, τότε ήταν δάκρυα γυναικείας οργής και θλίψης για όλα όσα μπορούσε να ήταν ο Βασίλι και δεν ήταν. Δεν ήταν δάκρυα γι’ αυτό
που της είχε αρνηθεί. Έτσι είπε στον εαυτό της καθώς άνοιγε την πόρτα κι έμπαινε στην κρεβατοκάμαρά της. *** Το ψως της μέρας δεν τη βοήθησε να απαλλαγεί από την ταπείνωση και την απελπισία της προηγούμενης νύχτας. Η Λόρα έκανε ντους και ντύθηκε για τον επίσημο χαιρετισμό με τους Κινέζους. Το μυαλό και το σώμα της πάλευαν προς αντίθετες κατευθύνσεις το καθένα, δίνοντας μια μάχη που δεν μπορούσε να κερδηθεί, έτσι κι αλλιώς. Μπορεί οι σκέψεις της να ήταν γεμάτες πόνο και θυμό για τις άδικες κατηγορίες του Βασίλι και από την ανάγκη της να υπερασπιστεί τον εαυτό της, αλλά το σώμα της αρνιόταν να δεχτεί το θυμό ή να υπολογίσει την πληγωμένη της περηφάνια. Είχε μείνει στον ανεκπλήρωτο πόθο της προηγούμενης νύχτας. Ευτυχώς τουλάχιστον η έντασή του είχε υποχωρήσει σημαντικά και η προσπάθεια της Λόρα να κρατήσει τον αυτοέλεγχό της γινόταν πιο εύκολη. Θα ήταν πιο λογικό και πιο ασφαλές να ξεσπάσει το δικαιολογημένο θυμό της στον Βασίλι από το να στρέψει την προσοχή της στον πόνο που ένιωθε, το ήξερε. Εκείνος έκανε τεράστιο λάθος σχετικά με τους λόγους για τους οποίους ήταν ακόμα παρθένα. Δεν επρόκειτο για μια συνειδητή επιλογή που είχε κάνει η Λόρα, απλώς είχε συμβεί. Γιατί γι’ αυτήν υπήρχε μόνο ο Βασίλι; Όχι! Ο Βασίλι που είχε ερωτευτεί πριν από χρόνια δεν υπήρχε. Τον είχε δημιουργήσει η ανόητη φαντασία της. Στην πραγματικότητα, ο σημερινός Βασίλι δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον άντρα που είχε πλάσει με το μυαλό της. Κι όμως, ακόμα κι έτσι όπως ήταν, εξακολουθούσε να την αναστατώνει. Κι εκείνη εξακολουθούσε να τον θέλει. Να έφταιγε η αδρεναλίνη του φοβερού φόβου που είχε νιώσει νωρίτερα το προηγούμενο βράδυ κι αμέσως μετά την ανακούφιση που είχε τελικά γλιτώσει; Η αδρεναλίνη ήταν μια πολύ ισχυρή ορμόνη, όλοι το ήξεραν αυτό.
Και ο έρωτας ήταν ένα πολύ ισχυρό συναίσθημα. Ο έρωτας; Μα δεν ήταν ερωτευμένη με τον Βασίλι. Ήταν πολύ λογική για να διαπράξει μια τέτοια συναισθηματική αυτοκτονία. Αλήθεια; Και πού ήταν η λογική της το προηγούμενο βράδυ; Ήταν λάθος, μια στιγμιαία απώλεια λογικής και αυτοελέγχου. Δε θα ξανασυνέβαινε. Σίγουρα; Έστω κι αν ο Βασίλι πήγαινε κοντά της κι άρχιζε να την αγγίζει; Να τη φιλά, όπως είχε κάνει την προηγούμενη νύχτα; Έπνιξε το αγωνιώδες βογκητό που ανέβηκε στο λαιμό της. Είχε πράγματα να κάνει, μια ζωή να συνεχίσει. Σε μισή ώρα θα στεκόταν δίπλα στον Βασίλι και θα αποχαιρετούσαν τους Κινέζους. Δε θα τον άφηνε να καταλάβει ούτε καν με το ρυθμό της ανάσας της τι περνούσε. *** Είχε έρθει το πρωί, αλλά ακόμα και το πιο κρύο ντους απ’ όλα δεν κατάφερε να σβήσει από το σώμα του Βασίλι τον ακόρεστο πόθο που τον βασάνιζε. Προφανώς, τίποτα δε θα τον έσβηνε ή τουλάχιστον τίποτα απ’ ό,τι μπορούσε να κάνει εκείνος. Τι διάβολο του συνέβαινε; Ο ερωτικός πόθος ήταν κάτι που το έλεγχε πάντα. Δεν τον είχε αφήσει ποτέ να ξεπεράσει τον αυτοέλεγχό του, να τον κατακλύσει, να τον βασανίσει σε σημείο που να μην τολμά να κλείσει τα μάτια του την προηγούμενη νύχτα για να μην αρχίσει να φαντάζεται... Να φαντάζεται τι; Ότι είχε ξανά στην αγκαλιά του τη Λόρα; Οι αισθήσεις του πλημμύριζαν από την εικόνα της, το άρωμά της, τη γεύση της... Άρχισε να ντύνεται θυμωμένα. Κανονικά, εκείνο το πρωί το μόνο που έπρεπε να τον απασχολεί ήταν να βρει μια λύση στην ολοκληρωτική καταστροφή της συμφωνίας. Κανονικά στο μυαλό του δεν έπρεπε να υπήρχε παρά μόνο ο Γουέι Γουόνγκ Ζανγκ. Κανονικά... ***
Πρωινό. Τις προηγούμενες φορές στη διάρκεια του πρωινού ο Βασίλι συζητούσε μαζί της το πρόγραμμα της ημέρας που ξεκινούσε και τους στόχους που είχε βάλει. Τώρα όμως, σ’ αυτό το πρωινό, η Λόρα και ο Βασίλι κάθονταν απέναντι ο ένας από τον άλλον στο τροχήλατο τραπεζάκι της υπηρεσίας δωματίου, βλοσυροί και σιωπηλοί. Στην πραγματικότητα, το τελευταίο πράγμα που ήθελε η Λόρα να κάνει ήταν να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με τον Βασίλι, πόσο μάλλον να τρώει μαζί του, αλλά εξακολουθούσε να έχει την περηφάνια της, κι αυτή η περηφάνια απαιτούσε να συμπεριφέρεται σαν να μην είχε συμβεί τίποτα έξω από το κανονικό. Εξάλλου, από επαγγελματικής άποψης, είχε πάντα μια δουλειά να κάνει και ήταν αποφασισμένη να αποδείξει στον εαυτό της ότι μπορούσε να την κάνει. Το πόσο δύσκολο θα ήταν το είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή, από το γεγονός ότι, παρά τη μυρωδιά του φρεσκοστυμένου χυμού πορτοκάλι και του αρωματικού καφέ, οι αισθήσεις της επέμεναν να εντοπίζουν την αρρενωπή μυρωδιά του Βασίλι. Πώς ήταν δυνατό; Πώς γινόταν να αντιλαμβάνεται τόσο έντονα την παρουσία του, που αναγνώριζε και ξεχώριζε την ιδιαίτερη μυρωδιά του; Πώς; Χρειαζόταν να ρωτά; Αντιλαμβανόταν τόσο έντονα την παρουσία του, γιατί ο Βασίλι είχε αφήσει το κορμί της ανικανοποίητο το προηγούμενο βράδυ, κι αυτή τη στιγμή τον αποζητούσε ακόμα. Αναγνώριζε τη μυρωδιά του γιατί λαχταρούσε να νιώσει αυτή τη μυρωδιά πάνω της, να νιώσει το άγγιγμα, το φιλί του, την κατάκτησή του... Το χέρι της που κρατούσε το φλιτζάνι με τον καφέ άρχισε να τρέμει. Το άφησε αμέσως κάτω. Τελειώνοντας τον δικό του καφέ, ο Βασίλι πήρε τη Φαϊνάνσιαλ Τάίμς που τους είχε φέρει το προσωπικό μαζί με το πρωινό. Μήπως ήθελε να κρυφτεί πίσω από την εφημερίδα και να προστατευτεί; Να προστατευτεί; Γιατί να πρέπει να προστατευτεί; Προστασία θα χρειαζόταν το προηγούμενο βράδυ, αν τα πράγματα είχαν ακολουθήσει τη φυσιολογική τους πορεία, Η Λόρα μάλλον δε
θα το είχε σκεφτεί καν αυτό. Άραγε είχε καταλάβει τον κίνδυνο που είχε διατρέξει; Είχε καταλάβει πόσο ευάλωτη θα ήταν αν εκείνος είχε αποφασίσει να δεχτεί αυτό που του πρόσφερε; Αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, τώρα θα είχε χάσει την αγνότητά της και μαζί κάθε ισχυρό χαρτί διαπραγμάτευσης που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σε έναν άλλον άντρα. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της σουίτας και από την ενδοεπικοινωνία αναγγέλθηκε η άφιξη του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου. «Για τον Κανγκ Λη πρόκειται», είπε ο Αλεξέι χωρίς προκαταρκτικά. «Έφυγε». «Έφυγε;» Παρά την ψυχρότητα που είχε η φωνή του Βασίλι, ο θυμός του ήταν ολοφάνερος. Η Λόρα έκανε ένα μορφασμό. «Υποτίθεται πως τον φυλούσαν». «Τον φυλούσαν. Αλλά απ’ ό,τι φαίνεται κατάφερε να δωροδοκήσει τους φύλακες να τον αφήσουν να φύγει και να του δώσουν συνοδεία μέχρι το αεροδρόμιο, όπου μίσθωσε ένα ιδιωτικό τζετ. Έχει διπλή εθνικότητα, οπότε μπορεί να καταλήξει είτε στην Κίνα είτε στην Αμερική. Μίλησα με τους Κινέζους και παίρνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να συλληφθεί, αν προσπαθήσει να γυρίσει στην Κίνα. Λυπάμαι, Βασίλι. Ένας Θεός ξέρει πόσα τους έδωσε. Οι φύλακες έχουν εξαφανιστεί, φυσικά, κι έτσι μπορούμε μόνο να υποθέσουμε τι συνέβη». Ο Βασίλι περιορίστηκε να κουνήσει βλοσυρός το κεφάλι του. «Λυπάμαι», απολογήθηκε στη Λόρα χωρίς να την κοιτάξει. Περιορίστηκε να κοιτάζει τον τοίχο μόλις έφυγε ο Αλεξέι. «Δε φταις εσύ», του απάντησε. Ανησυχούσε κυρίως για τις άλλες γυναίκες που ίσως να έβαζε στόχο ο Κανγκ Λη. Εκείνη, εξάλλου, είχε τον Βασίλι να τη σώσει. Φταίω, σκέφτηκε ο Βασίλι. Έπρεπε να είχε καταλάβει πως ο Κανγκ Λη θα επιχειρούσε κάτι τέτοιο. «Δεν πρόκειται να ξεφύγει. Θα μιλήσω στον Γουέ ιΓουόνγκ», της είπε. «Θέλω να σιγουρευτώ πως ούτε αυτός ούτε οι πράξεις του θα
μείνουν χωρίς τιμωρία». Η Λόρα καταλάβαινε τι εννοούσε. Πώς γινόταν και, κάθε φορά που έβλεπε κάτι πάνω στον Βασίλι που κατέστρεφε την εφηβική εικόνα του ήρωα και προστάτη που είχε πλάσει, εκείνος να κάνει ή να λέει κάτι άλλο που φανέρωνε το αντίθετο; Ήταν σχεδόν λες και κάποιος, κάπου, ήταν αποφασισμένος να... τι; Να την κάνει να ελπίζει το αδύνατο; Θα ήταν πραγματικά ανόητη, αν άφηνε τον εαυτό της να ελπίζει. *** Η Λόρα Περίμενε πως θα ήταν οι πρώτοι που θα πήγαιναν στο δωμάτιο που είχε ετοιμαστεί για τον επίσημο αποχαιρετισμό των Κινέζων, αλλά έκπληκτη διαπίστωσε ότι η Γου Γινγκ βρισκόταν ήδη εκεί και τους Περίμενε μόνη. Όπως πάντα, ήταν άψογα ντυμένη και το χαμόγελό που χάρισε στη Λόρα ήταν αληθινά ζεστό όταν την υποδέχτηκε. «Σε λίγο θα έρθει και ο σύζυγός μου», τους είπε, «αλλά υπάρχει κάτι που θέλω να σας πω πρώτα... σχετικά με τη φοβερή συμπεριφορά του Κανγκ Λη απέναντι στη Λόρα. Να είστε σίγουροι πως δεν πρόκειται να ξεφύγει. Ο ξάδερφός μου είναι αποφασισμένος να φροντίσει γι’ αυτό». «Ελπίζω να του επιβληθεί η δίκαιη τιμωρία που του αξίζει», απάντησε βλοσυρός ο Βασίλι. «Θα γίνει», του είπε κατηγορηματικά η Γου Γινγκ. «Να είστε βέβαιοι. Όσον αφορά το συμβόλαιο, ο ξάδερφός μου με πληροφόρησε ότι στο εξής επιθυμεί να συμμετέχει προσωπικά στις διαπραγματεύσεις. Μέχρι τώρα δε θεωρούσε σωστό να δηλώσει κυβερνητικό ενδιαφέρον για το έργο. Αλλά έχει εντυπωσιαστεί με τα σχέδιά σου, Βασίλι, και πρότεινε να έρθετε με τη Λόρα μαζί μας στην Κίνα, ώστε να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις εκεί. «Η Λόρα υπήρξε ένας ισχυρός και αποφασισμένος συνήγορός σου όσες φορές μιλήσαμε οι δυο μας. Δούλεψε αδιάκοπα και ακούραστα για να μου δείξει πόσο αμοιβαία ωφέλιμη θα ήταν μια
συνεργασία μας. Η ειλικρίνειά της και η αξιοπιστία της μου έδειξαν ότι ο σεβασμός και ο θαυμασμός που τρέφει για τις επιχειρηματικές σου ικανότητες είναι γνήσιοι, κι αυτό με βοήθησε να δώσω ευνοϊκή αναφορά στον ξάδερφό μου. «Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν ξαφνιάστηκα ιδιαίτερα όταν έμαθα ότι οι δυο σας έχετε και προσωπική σχέση», πρόσθεσε η Γου Γινγκ χαμογελώντας. «Για μια γυναίκα είναι πολύ πιο εύκολο απ’ ό,τι για έναν άντρα να τα δει αυτά τα πράγματα, και από την αρχή είχα αντιληφθεί μια οικειότητα ανάμεσά σας που ξεπερνούσε τα όρια της απλής επαγγελματικής συνεργασίας». Η Λόρα δεν άντεχε να κοιτάξει τον Βασίλι. Αν το έκανε, ήξερε πως εκείνος θα έβλεπε τον πόνο και την ταπείνωση που της ήταν αδύνατο να κρύψει. Όχι ότι έφταιγε η Γου Γινγκ για την αμηχανία της. Μόνη της το είχε προκαλέσει. *** Ο Βασίλι δεν είχε χάσει το συμβόλαιο χάρη στην ουσιαστική συμβολή της Λόρα. Είχε δίκιο όταν τον είχε προειδοποιήσει πως η Γου Γινγκ ήταν πολύ πιο ισχυρή απ’ όσο έδειχνε. Μέσα του πάλεψε για άλλη μια φόρα με απρόσμενα και μπερδεμένα συναισθήματα. Περηφάνια ήταν αυτό που ένιωθε για τις επαγγελματικές ικανότητες της Λόρα; Παραδεχόταν ότι ήξερε να κρίνει τους ανθρώπους καλύτερα από εκείνον; Κι αυτό το καθαρά πρωτόγονο αντρικό ένστικτο να δηλώσει δημόσια ότι η γυναίκα αυτή ήταν δική του; «Ο ξάδερφός μου με εξουσιοδότησε να σας προσκαλέσω στον αμπελώνα που έχουμε συνεταιρικά», συνέχισε η Γου Γινγκ. «Μπορώ να του απαντήσω ότι δέχεστε την πρόσκληση να έρθετε στην Κίνα μαζί μας;» «Ναι. Τιμή μου να τη δεχτώ», αποκρίθηκε ο Βασίλι, μετά από μια μικρή παύση. Ήξερε πως δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δεχτεί. Και θα περνούσε περισσότερο χρόνο με τη Λόρα... «Τέλεια. Τότε, αντί να πούμε αντίο, θα γιορτάσουμε τη συνέχιση
των διαπραγματεύσεων. Σας αφήνω τώρα, για να μεταφέρω τα καλά νέα στον ξάδερφο και στο σύζυγό μου. Η πτήση μας αναχωρεί το μεσημέρι». Η Γου Γινγκ έφυγε, με τον αέρα της γυναίκας που είχε αποκαλύψει τον πραγματικό της εαυτό. Ο Βασίλι ήταν διχασμένος ανάμεσα στην ανακούφιση για τις ευνοϊκές εξελίξεις και τη διαπίστωση ότι όφειλε πολλά στη Λόρα γι’ αυτές τις εξελίξεις. Εκείνη είχε διακρίνει αυτό που δεν είχε δει ο ίδιος, αποδεικνύοντας πόσο καλή ήταν στη δουλειά της. Και δεν ήταν μόνο ο επαγγελματικός ρόλος της ως βοηθού του που τον επηρέαζε. Όπως οι αμμουδερές εκτάσεις της ερήμου άλλαζαν διαρκώς μορφή με το πιο ανεπαίσθητο φύσημα του ανέμου, έτσι έπληττε τώρα και η Λόρα τα θεμέλια των ατσάλινων αποφάσεων που είχε πάρει για τη ζωή του, έστω κι αν η ίδια δεν το ήξερε. Και δεν έπρεπε να το μάθει. Ο Βασίλι δεν ένιωθε άνετα μ’ αυτό που του συνέβαινε. Δεν το ήθελε και σίγουρα δεν του άρεσε. «Δεν ήθελες να πας στην Κίνα, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε η Λόρα όταν έμειναν μόνοι. Είχε προδοθεί; Ο Βασίλι περηφανευόταν ότι δε φανέρωνε ποτέ τα πραγματικά του αισθήματα. «Αν είναι εξαιτίας μου και εξαιτίας αυτού που έγινε χτες βράδυ... Αν φοβάσαι ότι...» Έπρεπε να το πει, έπρεπε να του προτείνει να πάει στην Κίνα μόνος, να του δώσει να καταλάβει πως οι κατηγορίες του εναντίον της ήταν αβάσιμες. Άραγε η Λόρα πίστευε ήταν δυνατό να το είχε διαισθανθεί πως φοβόταν την ανικανότητά του να ελέγξει τα αισθήματά του γι’ αυτήν, τον πόθο του; Η περηφάνια του Βασίλι καταρρακώθηκε. «Τι να φοβάμαι; Είολλή αξία δίνεις στον εαυτό σου». Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά γεμάτη οργή και άρνηση. Γιατί ήξερε ότι είχε κάθε λόγο να φοβάται τα αισθήματα που του γεννούσε η Λόρα. Γιατί ήξερε ότι, άγνωστο πώς, εκείνη τον είχε αλλάξει, όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Η Λόρα είχε εκπλαγεί τόσο με τη θυμωμένη αντίδρασή του στην ερώτησή της, που δεν μπορούσε να του απαντήσει. Ο Βασίλι είχε
καταλήξει σε εντελώς λάθος συμπέρασμα. Ήθελε να του πει πως, αν φοβόταν μήπως εκείνη κάνει καμιά ανοησία και τον φέρει σε δύσκολη θέση, μπορούσε να μείνει ήσυχος ότι θα ήταν προσεκτική. Αλλά εκείνος είχε υποθέσει ότι η Λόρα πίστευε πως φοβόταν ο ίδιος, και γι’ αυτό της είχε απαντήσει με τόση αγριότητα. Συμπόνια ήταν αυτό που την πλημμύρισε; Αν ναι, τότε ίσως έπρεπε να υπενθυμίσει στον εαυτό της τη σκληρότητά του το προηγούμενο βράδυ και τα εξίσου σκληρά λόγια του τώρα. Αλλά, πάλι, ο Βασίλι την είχε προστατέψει από τον Κανγκ Λη. Είχε αντικαταστήσει το «χαμένο» σκουλαρίκι της. Και δηλαδή τι σήμαιναν αυτά; Ότι τη θεωρούσε σημαντική; Δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να πιστέψει κάτι τέτοιο μετά το προηγούμενο βράδυ. Και γιατί να θέλει να το πιστεύει; Το μόνο που έπρεπε να θυμάται ήταν ότι ο πραγματικός Βασίλι ήταν αυτός που της είχε πει χτες την πραγματική του γνώμη για εκείνη. Ο πραγματικός Βασίλι ήταν αυτός που της είχε γυρίσει την πλάτη και την είχε απορρίψει. Ο πραγματικός Βασίλι της είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν υπήρχε περίπτωση να παίξει άλλο ρόλο στη ζωή του πέρα από αυτόν που είχε ήδη. Ο πραγματικός Βασίλι δε θα μπορούσε ποτέ να την αγαπήσει, γιατί δε θα άφηνε ποτέ τον εαυτό του να αγαπήσει καμιά γυναίκα. Να την αγαπήσει; Η καρδιά της ράγισε στο στήθος της, τόσο δυνατά που για μια στιγμή της κόπηκε η ανάσα. Τι ήταν αυτά που σκεφτόταν, Τίποτα. Δε σκεφτόταν τίποτα... ούτε και θα σκεφτόταν στο μέλλον. Ο Βασίλι δεν ήθελε ν’ ασχολείται με τη Λόρα, αλλά ήταν αδύνατο. Μια γυναίκα που είχε δουλέψει τόσο ακούραστα στο παρασκήνιο, όπως είχε κάνει εκείνη για λογαριασμό του, θα πρέπει να διέθετε ένα είδος αφοσίωσης που κάθε άντρας θα εκτιμούσε ειδικά σε μια σχέση τόσο στενή όσο ήταν αναγκαστικά η δική τους. Μια επαγγελματική στενή σχέση. Γιατί μόνο τέτοιου είδους σχέση μπορούσαν να έχουν. Η Λόρα είχε κάνει ό,τι είχε κάνει γι’ αυτόν, γιατί ωφελούνταν και η ίδια ως υπάλληλος. Οι ενέργειές της δεν έκρυβαν κανένα
προσωπικό κίνητρο. Όλα όσα είχαν συμβεί ισχυροποιούσαν αυτό που πίστευε ο Βασίλι για τον κίνδυνο που εγκυμονούν οι προσωπικές σχέσεις. Τον διαβεβαίωναν ότι σωστά είχε πράξει το προηγούμενο βράδυ που σταμάτησε αυτό που είχε αρχίσει ανάμεσά τους έστω κι αν το σώμα του, με τον ασίγαστο πόθο να καίει ακόμα μέσα του, επέμενε πως έπρεπε να είχε αφήσει τα πράγματα να φτάσουν μέχρι το τέλος. Αν το είχε κάνει, το πρωί θα είχε ξυπνήσει με τη Λόρα στην αγκαλιά του, στο κρεβάτι του. Και τώρα, πάλι στο κρεβάτι του θα γυρνούσαν για να γιορτάσουν μαζί αυτή την απρόσμενη εξέλιξη των διαπραγματεύσεων που θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιτυχία του στόχου του. Αυτό ήθελε πραγματικά; Τη Λόρα στην αγκαλιά του και στο κρεβάτι του; Όχι. Ήταν αδύνατο να το θέλει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Από την πρώτη στιγμή που το αεροπλάνο προσγειώθηκε στην Επαρχία Σαντόνγκ της ανατολικής Κίνας, μόλις λίγο μετά τις οκτώ το πρωί κι ύστερα από μια δωδεκάωρη, ολονύχτια πτήση στα άνετα κρεβάτια του τζετ των Κινέζων, η Λόρα και ο Βασίλι αντιμετωπίστηκαν ως υψηλά τιμώμενοι καλεσμένοι. Ταξίδευαν ήδη στη λεωφόρο Γιαν Πενγκ και είχαν μπει στην περιοχή της κοιλάδας Ναγουάνγκ με τους αμπελώνες. Τώρα, έβλεπαν πια τον προορισμό τους στους λόφους μπροστά τους, αρκετά χιλιόμετρα έξω από την αρχαία πόλη, που ήταν περιτριγυρισμένη από τείχη της Δυναστείας των Μινκ. Αυθόρμητα, η Λόρα σκέφτηκε πως ήταν αδύνατο να μη νιώσει κανείς δέος μπροστά στην ομορφιά εκείνου του απομονωμένου και μαγευτικού τμήματος της χώρας. Η Γου Γινγκ τους είχε ήδη εξηγήσει ότι η Κίνα σκόπευε να δημιουργήσει τη δική της βιομηχανία παραγωγής οίνου εκεί. Η δε οινοποιία που ανήκε στην ίδια και στον ξάδερφό της είχε κατασκευαστεί σύμφωνα με τα πρότυπα των γαλλικών αμπελώνων. «Ο ξάδερφός μου επέμενε να μοιάζει το σπίτι μας περισσότερο με γαλλικό σατό παρά με αγροικία», πρόσθεσε. Το αυτοκίνητο άρχισε ν’ ανηφορίζει στους λόφους κι εμφανίστηκαν μπροστά τους οι πρώτες εκτάσεις με τα κλήματα. «Έχουμε ήδη φυτέψει ποικιλίες καμπερνέ, σοβινιόν και μερλό. Του χρόνου σκοπεύουμε να παράγουμε σιράζ και βιονιέ», εξήγησε και παρότρυνε τη Λόρα να κοιτάξει έξω από το παράθυρο για να δει το «σατό». Ήταν πραγματικά υπέροχο. Τριγυρισμένο από μια λίμνη, με τους παραμυθένιους πύργους και τις χρυσοποίκιλτες στέγες του, έμοιαζε να επιπλέει στο νερό. Όταν πλησίασαν περισσότερο, η Λόρα συνειδητοποίησε ότι, εκτός από τη λίμνη, το σατό περιτριγυριζόταν
και από φρεσκοφυτεμένους κήπους με παρτέρια. «Με τον ξάδερφό μου διαφωνήσαμε για το σχέδιο του οικήματος», είπε η Γου Γινγκ. Το αυτοκίνητο διέσχισε ένα μακρύ μονοπάτι και, περνώντας μια γέφυρα πάνω από τη λίμνη, μπήκε μέσα από μια μεγάλη πύλη σε ένα εσωτερικό προαύλιο. «Εγώ ήθελα κάτι πιο παραδοσιακό κινέζικο, ενώ εκείνος επέμενε το σπίτι μας εδώ να αντανακλά το περιβάλλον των καλύτερων οίνων του κόσμου. Στόχος του είναι μια μέρα να παράγουμε κι εμείς εδώ κρασιά αντίστοιχου επιπέδου». «Είναι όλα πολύ εντυπωσιακά», την επαίνεσε ο Βασίλι. Πράγματι, συμφώνησε σιωπηλά η Λόρα, καθώς τους υποδέχτηκε ένας αρχιυπηρέτης που τους οδήγησε σε έναν αληθινά μεγαλοπρεπή προθάλαμο, του οποίου η διακόσμηση θύμιζε πολύ το Ανάκτορο των Βερσαλλιών. «Έχω κανονίσει μια ξενάγηση για σας αύριο. Όχι μόνο στον αμπελώνα, αλλά και στα λιμάνια της Συνθήκης της Ναντσίνγκ, που κατασκευάστηκαν αρχικά από τους Βρετανούς για να εξυπηρετούν το διεθνές εμπόριο, στη διάρκεια των Πολέμων του Οπίου. Έχουμε πολλούς Άγγλους τουρίστες που θέλουν να επισκέπτονται την περιοχή και ο ξάδερφός μου πιστεύει ότι το συγκεκριμένο σημείο είναι ιδανικό για να χτιστεί μια μέρα ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα όπως αυτό του Μαυροβούνιου. Προς το παρόν, όμως, ο Τσαν θα σας δείξει το δωμάτιό σας. Σας έχουμε δώσει την πιο ξεχωριστή κρεβατοκάμαρα του πύργου. Είναι πολύ ρομαντική», είπε η Γου Γινγκ με ένα χαμόγελο ικανοποίησης. «Εξυπηρετεί που μπορείτε να μοιραστείτε το ίδιο δωμάτιο, γιατί ο ξάδερφός μου παραπονιέται ότι δεν έχουμε αρκετές κρεβατοκάμαρες εδώ για να φιλοξενήσουμε τη συνοδεία του». Η Λόρα είχε ήδη ανοίξει το στόμα της για να εξηγήσει ότι θα προτιμούσαν να μη μοιραστούν το ίδιο δωμάτιο, αλλά ο Βασίλι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και την κοίταξε συνοφρυωμένος. Κατάλαβε αμέσως τι ήθελε να της πει. Αν αποκάλυπταν τώρα πως δεν ήταν εραστές, η Γου Γινγκ θα ερχόταν σε πολύ δύσκολη θέση, από τη στιγμή μάλιστα που είχε σχολιάσει πως είχε καταλάβει ήδη
ότι είχαν πιο προσωπική σχέση πριν ακόμα ο Βασίλι πει ψέματα στον Κανγκ Λη ότι η Λόρα κι εκείνος ήταν εραστές. Όμως, έστω κι αν καταλάβαινε γιατί ο Βασίλι την είχε προειδοποιήσει σιωπηλά να μη μιλήσει, ήξερε επίσης ότι δεν μπορούσε να μοιραστεί το ίδιο δωμάτιο μαζί του. Αλλά εκείνη τη στιγμή δεν είχε άλλη επιλογή παρά να τον ακολουθήσει, καθώς ο Τσαν, ο αρχιυπηρέτης, προπορεύτηκε για να τους οδηγήσει όχι σε μια παραμυθένια στριφογυριστή σκάλα, αλλά σε ένα ασανσέρ που ήταν έξυπνα καμουφλαρισμένο σαν μία από τις πολλές μαρμάρινες κολόνες. Ανέβηκαν σε ένα κυκλικό χολ, που είχε μαγευτική θέα στη γύρω περιοχή και στις εκτάσεις με τα κλήματα πέρα από το σατό. Από αυτό το χολ ξεκινούσαν αρκετοί διάδρομοι. Αυτός στον οποίο τους οδήγησε ο Τσαν είχε εντοιχισμένες μικρές κόχες που η καθεμιά φιλοξενούσε όμορφα κομμάτια κινέζικης τέχνης. Η Λόρα θα ήθελε να μπορούσε να τα δει καλύτερα, αλλά ο Τσαν έδειχνε να θέλει να τους πάει χωρίς καθυστέρηση στο δωμάτιό τους. Στο δωμάτιό τους. Η καρδιά της βούλιαξε και της ήρθε μια ξαφνική ζαλάδα. Ο διάδρομος κατέληγε σε μια δίφυλλη, περίτεχνα διακοσμημένη πόρτα, την οποία ο Τσαν άνοιξε με μια πλατιά χειρονομία. Το πρώτο πράγμα που είδε η Λόρα όταν ο Βασίλι παραμέρισε και την άφησε να περάσει πρώτη ήταν η λιακάδα που έμπαινε από το ψηλό, στενό παράθυρο απέναντι από την πόρτα. Έξω, στο βάθος, μπορούσε να διακρίνει τα μακρινά βουνά με τις κορφές τους να χάνονται στην ομίχλη. Ή μήπως είχε στρέψει την προσοχή της στη θέα έξω από το παράθυρο, γιατί φοβόταν να κοιτάξει το δωμάτιο; Έπρεπε όμως να το κάνει και, όπως το φοβόταν, είδε αμέσως το τεράστιο κρεβάτι που δέσποζε στο χώρο, με το σκαλισμένο προσκέφαλο σε στυλ Λουδοβίκου ΙΕ’. Ένα τεράστιο κρεβάτι. Όχι δύο μονά που είχαν ενωθεί. Ένα μεγάλο κρεβάτι και δύο μάλλον άβολες, όπως έδειχναν, καρέκλες δεξιά κι αριστερά στο μαρμάρινο τζάκι. Ούτε καναπές δεν υπήρχε.
«Δεν μπορούμε να κοιμηθούμε και οι δύο εδώ», είπε στον Βασίλι όταν έφυγε ο Τσαν και τους άφησε μόνους. «Πρέπει»», της απάντησε εκείνος βλοσυρός. «Δεν είναι κάτι που θα το διαλέγαμε, το ξέρω, αλλά δεν ήρθε και το τέλος του κόσμου. Εξάλλου, θα μείνουμε ελάχιστες μέρες εδώ και δεν είμαι διατεθειμένος να διακινδυνεύσω την επιτυχή έκβαση των συζητήσεων σ’ αυτή τη φάση»». «Μα δεν πρέπει να μοιραστούμε μόνο το δωμάτιο, πρέπει να μοιραστούμε και το κρεβάτι»», είπε σφιγμένη η Λόρα. «Ένα πολύ μεγάλο κρεβάτι. Και αφού σου έχω ήδη αποδείξει ότι είμαι απόλυτα ικανός να μείνω μακριά σου, κι εσύ, από την άλλη, επιμένεις ότι μοιράστηκες μια σουίτα με το προηγούμενο αφεντικό σου χωρίς να...»» «Μια σουίτα. Όχι μια κρεβατοκάμαρα»». «Σε βρήκαν στο κρεβάτι του»». «Στο οποίο εκείνος δεν είχε κοιμηθεί»». «Μεταβάλλεις μια ομολογουμένως ανεπιθύμητη κατάσταση σε κανονικό μελόδραμα, χωρίς να υπάρχει λόγος. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να συμφωνήσουμε ότι δε θέλουμε να έχουμε καμιά ερωτική επαφή ο ένας με τον άλλον και να δώσουμε τέλος στο θέμα. Επιπλέον, υπάρχει μια καρέκλα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση ανάγκης. Όχι ότι φαίνονται ιδιαίτερα άνετες, δηλαδή. Τι ώρα είπε η Γου Γινγκ ότι θα έρθει ο εξαδερφός της;»» «Στις τέσσερις το απόγευμα»». «Έχουμε, δηλαδή, δύο ώρες περιθώριο. Θα ήθελα να ξαναδώ μερικές κοστολογήσεις πριν από τη συνάντηση, αλλά πρώτα θέλω να κάνω ένα ντους. Κι εσύ το ίδιο, φαντάζομαι. Θέλεις να μπεις στο μπάνιο πρώτη;»» Η Λόρα έγνεψε καταφατικά. Τι άλλο μπορούσε να κάνει; Ο Βασίλι έδειχνε να θεωρεί δεδομένο ότι θα μοιράζονταν το δωμάτιο και το κρεβάτι. Δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση μετά απ’ όσα της είχε πει, χωρίς να διακινδυνεύσει να τη ρωτήσει γιατί επέμενε να έχει αντιρρήσεις. Τότε θα ήταν αναγκασμένη να παραδεχτεί ότι φοβόταν αυτά που θα ένιωθε αν ερχόταν τόσο κοντά του.
Ένα ρίγος ηδονής διέτρεξε το κορμί της, από την κορυφή του κεφαλιού της μέχρι τις άκρες των δαχτύλων της. Έτσι αισθανόταν όταν ήταν κοντά στον Βασίλι. Κι αν ξάπλωνε και στο ίδιο κρεβάτι μαζί του, αυτό θα εκατονταπλασιαζόταν. Αλλά η περηφάνια της δεν την άφηνε να του πει ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί δίπλα του γιατί φοβόταν το ίδιο της το πάθος. Ποια γυναίκα θα το έκανε; *** Ήταν μια μεγάλη μέρα, με αποκορύφωμα μια μεγάλη συζήτηση που έγινε στη διάρκεια του δείπνου μεταξύ του Βασίλι και του ξαδέρφου της Γου Γινγκ, ως εκπροσώπων της κυβέρνησης, η οποία είχε καταλήξει στην επίσημη προσφορά συμβολαίου. Τώρα, κουρασμένη αλλά πλημμυρισμένη ευφορία που είχε συμμετάσχει στην επιτυχή αυτή έκβαση, η Λόρα κατάφερε τελικά να παραμερίσει την ανησυχία της που θα μοιραζόταν το ίδιο κρεβάτι με τον Βασίλι, καθώς εκείνος ξεκλείδωνε την πόρτα του δωματίου τους. «Θαυμάσιο αποτέλεσμα», σχολίασε εκείνος μόλις μπήκαν μέσα. «Οι όροι που μας πρόσφεραν είναι πολύ καλύτεροι απ’ αυτούς που ήλπιζα». Ήταν γελοίο να νιώθει η Λόρα τόση ευχαρίστηση απλά και μόνο επειδή ο Βασίλι είχε χρησιμοποιήσει πρώτο πληθυντικό, αλλά έτσι ένιωθε. Άγγιξε διακριτικά τους λοβούς των αυτιών της για να βεβαιωθεί πως τα σκουλαρίκια της ήταν στη θέση τους. Η κίνησή της όμως δεν ήταν τόσο διακριτική όσο νόμιζε, γιατί τον είδε να την κοιτάζει ερωτηματικά. «Φοβάμαι σχεδόν να τα φορέσω, αφού έχασα πρόσφατα το ένα», αναγκάστηκε να παραδεχτεί. «Τότε γιατί τα φόρεσες;» τη ρώτησε εκείνος. Δεν ήταν μόνο παράλογη, αλλά και άκρως επικίνδυνη η ανάγκη που ένιωθε ο Βασίλι να την κρατήσει εκεί, μαζί του, να της μιλά κανονικά, χωρίς εμπόδια ανάμεσά τους. «Πάντα τα φοράω όταν νιώθω ότι χρειάζομαι την εύνοια της τύχης.
Είναι ανόητο, το ξέρω, αλλά επειδή ανήκαν στη μητέρα μου αισθάνομαι σαν να την έχω μαζί μου». Γιατί του το είχε πει αυτό; Θα τη θεωρούσε τελείως ανόητη. «Και γιατί ένιωθες ότι ήθελες την εύνοια της τύχης;» Κακώς το είχε ξεκινήσει όλο αυτό η Λόρα. Τώρα θα γελοιοποιόταν εντελώς. «Για το συμβόλαιο», παραδέχτηκε διατακτικά. Ο Βασίλι της είχε γυρίσει την πλάτη και πήγαινε προς το παράθυρο. Όταν άκουσε την απάντησή της κοντοστάθηκε, έκανε μεταβολή και είπε αργά, σαν να έβγαιναν οι λέξεις μία μία από μέσα του με δυσκολία. «Εγώ δεν έχω τίποτα που να ανήκε στη μητέρα μου». Τι έκανε; Τι έλεγε; Τι του συνέβαινε; Φόβος και θυμός αναδεύτηκαν μέσα του. Κι όμως, σε πείσμα αυτού του φόβου κι αυτού του θυμού, συνέχισε: «Για τον ίδιο λόγο, πάντως, φοράω κι εγώ τα χρυσά μανικετόκουμπα του πατέρα μου. Μπορεί να μην είχε επίσημη εκπαίδευση, αλλά ήταν ο καλύτερος διαπραγματευτής που έχω γνωρίσει ποτέ. Η ικανότητά του να μετατρέπει μια κακή συμφωνία σε ευνοϊκή ήταν σχεδόν μαγική». Γιατί της τα έλεγε τώρα αυτά; Δεν είχε μιλήσει ποτέ έτσι σε κανέναν και δεν μπορούσε να πιστέψει πως το έκανε τώρα. «Είναι προφανές ότι έχεις κληρονομήσει αυτή την ικανότητα από εκείνον», του είπε η Λόρα με ειλικρίνεια. «Λυπάμαι που δεν έχεις τίποτα από τη μητέρα σου για να τη θυμάσαι», πρόσθεσε μετά μαλακά. «Έχεις ωστόσο την αγάπη της και η αγάπη μιας μητέρας ξεπερνά το θάνατο». Ο Βασίλι την κοίταξε πλημμυρισμένος από μια ξαφνική λαχτάρα να την πάρει στην αγκαλιά του και να τη σφίξει, να της εκμυστηρευτεί όλα αυτά που δεν είχε εκμυστηρευτεί ποτέ σε κανέναν. Τα μάτια της έλαμπαν και τα χείλη της είχαν κοκκινίσει και ήταν μισάνοιχτα. Το μόνο που ήθελε πραγματικά ήταν να την πάρει στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει μέχρι να τον φιλήσει κι εκείνη. Και μετά να συνεχίσει να τον φιλά... Τι στο διάβολο του συνέβαινε; Έπρεπε να βάλει κάποια απόσταση ανάμεσά τους για να μπορέσει
να συνέλθει. «Καλύτερα να ξαπλώσουμε τώρα. Έχουμε να σηκωθούμε νωρίς το πρωί», της είπε με φωνή μαγκωμένη. Ξαφνικά, εντελώς αναίτια και απρόσμενα, είδε με τη φαντασία του το πρόσωπο της μητέρας του. Τα όμορφα μάτια της τον κοιτούσαν τρυφερά από την αγάπη της γι’ αυτόν και ταυτόχρονα επικριτικά, όπως όταν ήταν μικρός κι αγνοούσε τις ικεσίες της να μην είναι πεισματάρης και να μην κάνει επικίνδυνες αταξίες. Η Λόρα έφταιγε. Είχε τη δύναμη να τον επηρεάζει μ’ αυτό τον τρόπο. «Ναι». Η φωνή της ακούστηκε στυφή. Άραγε θα καταλάβαινε στον τόνο της ο Βασίλι πόσο λαχταρούσε να συνεχίσουν την κουβέντα και να τον κρατήσει εκεί, μαζί της; Αποφασισμένη να μην τον αφήσει να καταλάβει πώς ένιωθε πραγματικά, έκανε να απομακρυνθεί. «Μπορώ να πάω πρώτη στο μπάνιο ή...» Θα έφευγε από κοντά του, κι όταν θα έφευγε... Δεν υπήρχε χώρος στη ζωή του για μια γυναίκα σαν τη Λόρα μια γυναίκα που θα ήθελε δέσμευση και όλα όσα προϋποθέτει μια δέσμευση. Έπρεπε να την αφήσει να φύγει. Αυτό ήταν το σωστό. Γιατί λοιπόν άρχισε να βαδίζει προς το μέρος της; Γιατί η φωνή του ακούστηκε τραχιά από τον πόθο όταν είπε το όνομά της σαν να ήταν προσευχή; Τρέμοντας, η Λόρα στάθηκε και Περίμενε τον Βασίλι να την πλησιάσει. Ήταν απίστευτο, αλλά θα τη φιλούσε. Το έβλεπε στα μάτια του, το ένιωθε έτσι όπως κοιτούσε τα χείλη της. Την πλημμύρισε μια τρελή, άγρια χαρά. Ο Βασίλι σήκωσε το χέρι του σαν να ήθελε ν’ αγκαλιάσει το πρόσωπό της, αλλά μετά το κατέβασε ξανά, κουνώντας δυνατά το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι!» Η Λόρα δεν το άντεξε. «Ναι», επέμεινε, βρίσκοντας ένα θάρρος που δεν ήξερε ποτέ ότι είχε. Συνέχισε με ακόμα πιο δυνατή φωνή. «Λ/αι», επανέλαβε και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του, γέρνοντας προς το μέρος του.
Κοιτάχτηκαν σιωπηλοί. Η Λόρα έτρεμε σύγκορμη από αγωνία και λαχτάρα, ενώ τα μάτια του Βασίλι είχαν σκοτεινιάσει από τον πόθο. Την επόμενη στιγμή, εκείνος τη φιλούσε παθιασμένα και άγρια, κάνοντας όλο της το είναι να ριγεί από ερωτική επιθυμία, τόσο τη δική της όσο κι αυτή που ένιωθε σ’ εκείνον. Η παλάμη του σκέπασε το στήθος της και ο αντίχειράς του άρχισε να χαϊδεύει τη θηλή της αργά, ρυθμικά, μεθυστικά, μέχρι που η ανάσα της συγχρονίστηκε απόλυτα με την κίνηση του δαχτύλου του. Ο Βασίλι ένιωσε όλο του τον αυτοέλεγχο να κάνει φτερά από τη στιγμή που πήρε το στόμα της Λόρα σ’ αυτό το απερίγραπτα αισθησιακό, γεμάτο ένταση φιλί. Κάπου πέρα από τον πόθο που γκρέμιζε τις άμυνές του, άκουγε μια κοφτή, απαιτητική φωνή στο μυαλό του να τον ρωτά τι έκανε. Η ίδια αυτή φωνή τον προειδοποιούσε ότι η συμπεριφορά του ήταν επιπόλαιη κι επικίνδυνη, ότι ήταν αντίθετη σε όλα όσα είχε σχεδιάσει για τον εαυτό του. Αλλά ο ήχος αυτής της φωνής ήταν τόσο μακρινός κι αδύναμος, που δεν μπορούσε ν’ ανταγωνιστεί τη συντριπτική, ασυγκράτητη δύναμη που τον είχε καταλάβει. Θα έπρεπε να σταματήσει. Ήθελε να σταματήσει. Αλλά η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσε να το κάνει. Ήθελε τη Λόρα πάρα πολύ, και η επιθυμία αυτή είχε φτάσει να γίνει αγωνία, ένα οδυνηρό μαρτύριο. Ένα μαρτύριο που είχε ζωντανέψει από τη στιγμή που την είχε πάρει στην αγκαλιά του και είχε γευτεί τα χείλη της, και τον κατέτρωγε, τον κυρίευε, ορμούσε παντού μέσα του και δε σταματούσε μπροστά σε τίποτα. Έπρεπε να τον σταματήσει, η Λόρα το ήξερε. Αν δεν το έκανε, θα το μετάνιωνε. Ο Βασίλι θα την απέρριπτε, όπως είχε ήδη κάνει μια φορά, και θα την ταπείνωνε ξανά. Έπρεπε να τον σταματήσει τώρα που μπορούσε. Προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά η επίμονη γλώσσα του προκαλούσε τα χείλη της να ανοίξουν το ίδιο και ο μηρός του, που εισέβαλε απαιτητικά ανάμεσα στα πόδια της, καταφέρνοντας όχι μόνο να τα ανοίξει, αλλά και να τα κάνει να κολλήσουν σφιχτά πάνω στο γεροδεμένο, μυώδες κορμί του σ’ ένα σιωπηλό καλωσόρισμα.
Ήταν πολύ αργά. Δεν μπορούσε να τον σταματήσει, γιατί δεν μπορούσε ούτε τον εαυτό της να σταματήσει πια, συνειδητοποίησε εκείνη. Ό,τι είχε νιώσει στην αγκαλιά του πριν το ένιωθε και τώρα, μόνο που αυτή τη φορά η κάθε αίσθηση ήταν εκατό φορές πιο δυνατή ή έτσι της φαινόταν τουλάχιστον καθώς την πλημμύρισε ο πόθος της γι’ αυτόν καταλύοντας κάθε της αντίσταση. Ο Βασίλι αναρωτήθηκε αν είχε καταλάβει πραγματικά πριν πόσο πολύ την ήθελε. Αν είχε συνειδητοποιήσει πραγματικά πόσο έντονη ευχαρίστηση ένιωθε απλά και μόνο επειδή είχε αυτή την επιθυμία. Επειδή την άφηνε να τον διαφεντέψει και της παραδινόταν. Επειδή τελικά παραδεχόταν ότι, από την πρώτη στιγμή που είχε δει τη Λόρα, ήταν αναπόφευκτο πως θα ενέδιδε στον πόθο που ξυπνούσε μέσα του. Κάθε της ανάσα, κάθε της ανεπαίσθητο ρίγος, κάθε μικρή κίνηση που έκανε μεγάλωνε την κάψα του. Καθώς ο αντίχειράς του χάιδευε τη σκουρόχρωμη ορθωμένη θηλή της και αναστεναγμοί απόλαυσης έβγαιναν από το στόμα της, ο Βασίλι γέμιζε με μια πρωτόγνωρη αντρική ικανοποίηση για την ικανότητά του να τη διεγείρει έτσι. Ήθελε να την κάνει να χάσει τον αυτοέλεγχό της, γιατί και ο ίδιος βρισκόταν επικίνδυνα κοντά στο σημείο να χάσει τον δικό του. Της παραμέρισε τα ρούχα και τη σκέπασε με τα χάδια του: εξερευνώντας τα στήθη της, παίρνοντας τη μια της θηλή στο στόμα του για να της προσφέρει ερωτική απόλαυση, χαρίζοντας με τον αντίχειρά του την ίδια ηδονή και στην άλλη. Η Λόρα δεν άντεχε άλλο. Θα γινόταν χίλια μικρά κομμάτια αν αναγκαζόταν να υπομείνει κι άλλο το γλυκό αυτό μαρτύριο. Ένιωθε πως το σώμα της δεν ήταν σε θέση να διαχειριστεί τόσο αισθησιασμό, πως η έντασή του θα την ξεπερνούσε, θα ξεχυνόταν από μέσα της αφού ούτε οι αισθήσεις της ούτε η σάρκα της μπορούσαν να την περιορίσουν. Κι όμως, ο πόθος συνέχιζε να μεγαλώνει. Με κάποιον τρόπο, χωρίς να χρειαστούν λόγια, τα ρούχα βγήκαν και πετάχτηκαν στο πάτωμα. Καθώς πήγαιναν προς το κρεβάτι, η Λόρα ρίγησε σύγκορμη από βαθιά συγκίνηση όταν ο Βασίλι της
έβγαλε προσεκτικά τα σκουλαρίκια και τα άφησε με ασφάλεια στην άκρη. Γι’ αυτή και μόνο την τρυφερότητα έφτανε να τον αγαπήσει. Να τον αγαπήσει; Πολύ θα ήθελε να παραμείνει στην ασφάλεια της άρνησης, αλλά ήταν πολύ αργά πια. Την είχε ήδη παρασύρει ένα ορμητικό τσουνάμι αισθήσεων και αισθημάτων. Ο Βασίλι φίλησε το λαιμό της και τον αυχένα της κι ύστερα κατηφόρισε στο στήθος της, εκεί όπου οι θηλές της πονούσαν σχεδόν από τον πόθο να νιώσουν το καυτό του στόμα, να τις απαλλάξει από τον πόνο της ανάγκης και να τους προσφέρει ξέφρενη ικανοποίηση. Ως έφηβη, δεν είχε ποτέ της ονειρευτεί πως θα βίωνε τέτοια απόλαυση την απόλαυση και την επιθυμία μιας γυναίκας για τον άντρα που είχε τη δύναμη να ικανοποιήσει αυτή την επιθυμία. Το χέρι του Βασίλι γλίστρησε ανάμεσα στους μηρούς της και, όταν άγγιξε την ήβη της, ένας χαμηλόφωνος αναστεναγμός ξέφυγε απ’ τα χείλη της. Η θηλυκή σάρκα της ήταν διογκωμένη, μαρτυρώντας πόσο πολύ τον ήθελε. Άρχισε να τη χαϊδεύει τολμηρά και η αυθόρμητη, φυσική ανταπόκριση του κορμιού της τη διαπέρασε ολόκληρη, κάνοντάς τη να βγάλει μια κραυγή ανεκπλήρωτου πόθου. Ένιωθε όλο της το σώμα να συσπάται συντονισμένο με το χάδι του, λες και όλες της οι αισθήσεις ήταν συγκεντρωμένες σ’ εκείνο το μικρό σημείο. Ήθελε να πάψει να τη χαϊδεύει. Δεν ήθελε να πάψει ποτέ να τη χαϊδεύει. Εκείνος όμως σταμάτησε και το ερεθισμένο της κορμί δονήθηκε από την επιτακτική ανάγκη που την είχε καταλάβει. Η γλυκιά, υγρή ζεστασιά της τον προκαλούσαν να τελειώσει αυτό που είχε αρχίσει. Αλλά ένα βαθιά ριζωμένο μέσα του ένστικτο υπερνικούσε την άμεση, καυτή επιθυμία του, λέγοντάς του ότι αυτή τη φορά μ’ αυτή τη γυναίκα, με τη Λόρα η πιο σημαντική προτεραιότητα έπρεπε να είναι η δική της απόλαυση και ικανοποίηση, πριν και πάνω από τη δική του, κι ότι αυτό θα χάριζε και σ’ εκείνον απόλαυση και ικανοποίηση. Από τη μεριά της, η Λόρα το μόνο που μπορούσε ήταν να κοιτάζει τον Βασίλι να εξερευνά το κορμί της πρώτα με τα χέρια του κι
έπειτα με το στόμα του, μέχρι που άρχισε να στριφογυρνά απελπισμένα κάτω από την ένταση του γλυκού βασανιστηρίου που της έφερνε η παλίρροια του πόθου της. Από τα χείλη της έβγαιναν μικρά βογκητά απόλαυσης. Προσπάθησε ν’ απλώσει τα χέρια της προς το μέρος του, να τον αγγίξει το ίδιο τολμηρά όπως τη χάιδευε κι αυτός, να κρατήσει, να χαϊδέψει, να γνωρίσει τον εντυπωσιακό ανδρισμό του. Όμως, μόλις τον ακούμπησε με τα ακροδάχτυλά της, ο Βασίλι τραβήχτηκε πίσω, αφήνοντας ένα τραχύ βογκητό. «Δε θέλεις να σ’ αγγίξω;» τον ρώτησε πριν προλάβει να συγκρατηθεί. Αλλά ακόμα πιο συγκλονιστική από τα προδοτικά της λόγια ήταν η άγρια ομολογία του Βασίλι. «Το θέλω πάρα πολύ. Αν με αγγίξεις τώρα...» Όπως ήταν γερμένος από πάνω της, έσκυψε και τη φίλησε, με την ένταση να αντανακλάται στους τεντωμένους μυς του. Ο πειρασμός ήταν μεγάλος για τη Λόρα. Χάιδεψε με τις παλάμες της τους ώμους του και μετά κατέβασε τα χέρια της στην πλάτη του, φέρνοντας τα δάχτυλά της μπροστά στην επίπεδη κοιλιά του. Το φιλί του έγινε καυτό και απαιτητικό, ένα πλέγμα απ’ τα στόματα και τις γλώσσες τους, σαν να μαινόταν μια μάχη στην οποία αγωνίζονταν για τον έλεγχο του άγριου αισθησιασμού που είχαν ελευθερώσει. Το χέρι της Λόρα τυλίχτηκε γύρω από τη διέγερσή του, χαϊδεύοντας την καυτή, μεταξένια σάρκα, νιώθοντας το κορμί της να ριγεί σύγκορμο από γυναικεία ικανοποίηση για την κατάστασή του. Και ύστερα ο Βασίλι το απομάκρυνε και ο ανδρισμός του γλίστρησε μέσα στην υγρή θηλυκότητά της, που Περίμενε ανυπόμονα να τον δεχτεί. Η Λόρα ανασηκώθηκε βιαστικά προς το μέρος του για να τον συναντήσει, καθώς το κορμί της άνοιγε για χάρη του και οι μύες της τον αγκάλιαζαν πρόθυμα και αψήφιστα. Το εμπόδιο ήταν εκεί. Η ύπαρξή του και μόνο ξυπνούσε ένα πρωτόγονο ένστικτο μέσα του, που ο Βασίλι δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι τώρα πως διέθετε. Το κορμί του διαμαρτυρήθηκε από την ανάγκη να κατακτήσει το δικό της. Μια ακόμα ώθηση, προσεκτική αλλά βαθιά και αργή, και ξαφνικά βρέθηκε εκεί. Ο φραγμός ξεπεράστηκε και η απαλή κραυγή ηδονής
της Λόρα αντήχησε στο μυαλό του, καθώς εκείνη κόλλησε πάνω του ψιθυρίζοντάς του να μη διστάσει, να μη σταματήσει, να μην της αρνηθεί αυτό που ήθελε περισσότερο. Αυτό που κι εκείνος ήθελε περισσότερο. Ένιωσε τους μυς της να σφίγγονται γύρω του γλυκά όταν η Λόρα άρχισε να κινείται πιεστικά πάνω του, παροτρύνοντάς τον να μπει πιο βαθιά, πιο δυνατά, να μάθει στη σάρκα της τον ερωτικό χορό του, να της επιβάλει το ρυθμό του. Ω, αυτό ξεπερνούσε όλα όσα είχε φανταστεί ποτέ της. Μια απόλαυση ζωγραφισμένη με όλα τα χρώματα του Παραδείσου, ενώ ό,τι είχε φανταστεί εκείνη, συνειδητοποιούσε τώρα, δεν ήταν παρά μια μουντή εικόνα στις αποχρώσεις του γκρι. Οι κινήσεις του Βασίλι μέσα της την οδηγούσαν όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο έντονα, κάθε του ώθηση τη γέμιζε με καινούρια απόλαυση και ανυπομονησία ώσπου ξαφνικά βρέθηκε εκεί, και το κορμί της άρχισε να σπαρταρά γύρω από το δικό του καθώς τη συγκλόνιζαν τα κύματα της ηδονής, το ένα μετά το άλλο. Η απόλαυση ήταν τόσο μεγαλειώδης που η Λόρα φώναξε δυνατά. Κόλλησε απελπισμένα πάνω του για να βρει δύναμη και σιγουριά, νιώθοντας την ικανοποίηση να την πλημμυρίζει και να την κατακτά. Και η κραυγή της έσμιξε με τον άγριο ήχο θριάμβου του Βασίλι, λίγο πριν νιώσει μέσα της τις καυτές δονήσεις της δικής του απελευθέρωσης. Μέσα στην ησυχία την οποία έσπαγαν μόνο οι εξουθενωμένες ανάσες τους, η Λόρα ένιωσε τον Βασίλι να αποτραβιέται. Ξαφνικά την πλημμύρισε ένα έντονο και οδυνηρό αίσθημα θλίψης και απώλειας. Θα έβαζε τα κλάματα, το αισθανόταν. Αλλά δεν έπρεπε να τον αφήσει να δει τα δάκρυά της. Ήξερε ότι εκείνος δεν ήθελε να της κάνει έρωτα και ότι θα έβρισκε κάποιον τρόπο να την απορρίψει και να της πει ότι δε σήμαινε τίποτα αυτό που είχε γίνει. Αλλά αυτή τη στιγμή δεν είχε τη δύναμη να το αντιμετωπίσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει, να κρυφτεί, να προστατέψει τον εαυτό της και τον πόνο της από εκείνον. Γιατί αυτός ο πόνος σήμαινε ότι...
Τι; Ότι τον αγαπούσε; Όχι. Απλά σήμαινε πως αυτή τη στιγμή ήταν πολύ ευάλωτη. Αυτό είπε στον εαυτό της καθώς τραβιόταν μακριά του και, γυρνώντας του την πλάτη, κουλουριάστηκε όσο περισσότερο μπορούσε στην άκρη του κρεβατιού. Ο Βασίλι κοίταξε την πλάτη της Λόρα συνοφρυωμένος. Έπρεπε να βρίσκεται στην αγκαλιά του. Έπρεπε να του λέει με απαλή και βραχνή φωνή πόση χαρά και ικανοποίηση της είχε δώσει, όχι να είναι ξαπλωμένη σιωπηλή όσο πιο μακριά του μπορούσε. Μήπως το είχε ήδη μετανιώσει; Μήπως ευχόταν να ήταν στη θέση του ο αγαπημένος της Τζον; Να είχε δώσει σ’ αυτόν την αγνότητά της; Το αίσθημα που αναδεύτηκε μέσα του του ήταν τόσο άγνωστο που χρειάστηκε αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι να το αναγνωρίσει. Ζήλια. Είχε γεμίσει μέσα του με ζήλια στη σκέψη ότι η Λόρα μπορεί να προτιμούσε κάποιον άλλον για να είναι ο πρώτος της εραστής. Και αμέσως τον πλημμύρισε θυμός και κάτι άλλο. Κάτι που αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι ήταν αληθινός πόνος, γιατί δεν του είχε δείξει την τρυφερότητα που περίμενε να του δείξει μετά το σεξ. Γιατί δεν είχε κουλουριαστεί στην αγκαλιά του ψιθυρίζοντας με συναίσθημα ότι το ερωτικό τους σμίξιμο ήταν υπέροχο, ότι εκείνος ήταν υπέροχος κι ότι αυτή... Κι ότι αυτή... τι; Τον αγαπούσε; Ήθελε να τον αγαπά η Λόρα; Όχι. Δεν ήθελε κανείς να τον αγαπά. Αν τον αγαπούσε μια γυναίκα σαν τη Λόρα, σίγουρα θα ήθελε κι εκείνη να την αγαπά αυτός, κάτι που ο Βασίλι δεν μπορούσε να κάνει. Ποτέ. Όταν αγαπάς κάποιον, ανησυχείς μην τον χάσεις, μην εξαφανιστεί από τη ζωή σου ξαφνικά, όπως είχε συμβεί και με τη μητέρα του. Όχι, δεν ήθελε να τον αγαπά η Λόρα. Γιατί λοιπόν ένιωθε τόσο άδεια την αγκαλιά του; Γιατί ένιωθε πως ήθελε ν’ απλώσει τα χέρια του και να την τραβήξει κοντά του, να τυλίξει τα μπράτσα του γύρω της και να την κρατήσει κλεισμένη εκεί; Γιατί το μέλλον του φάνταζε ξαφνικά κενό αν δεν είχε κι εκείνη μαζί του;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Πέρασαν το πρωί με ξενάγηση στον πολύ εντυπωσιακό αμπελώνα. Ύστερα, μετά το μεσημεριανό γεύμα, ο ξάδερφος της Γου Γινγκ και ο Βασίλι κάθισαν να μελετήσουν το συμβόλαιο πριν μπουν οι υπογραφές. Τώρα είχαν μόλις ολοκληρώσει μια βόλτα σ’ ένα από τα εμπορικά λιμάνια που είχαν φτιαχτεί αρχικά από τους Βρετανούς και επέστρεφαν στο μεταφορικό τους μέσο για να γυρίσουν στο σατό. Κανονικά, ο Βασίλι θα έπρεπε να νιώθει θρίαμβο. Κοίταξε τη Γου Γινγκ, που άφησε τον ξάδερφό της και ήρθε χαμογελαστή προς το μέρος του, ανταποδίδοντάς της το χαμόγελο. «Τσακωθήκατε με τη Λόρα; Πρόσεξα ότι υπάρχει μια απόσταση ανάμεσά σας σήμερα». Αυτό που εννοούσε η Γου Γινγκ ήταν ότι η Λόρα κρατούσε απόσταση απ' αυτόν. Πέρα από το καθήκον της να μεταφράζει, σπάνια τον κοιτούσε και ακόμα πιο σπάνια του μιλούσε. Ακόμα και τώρα, αν και περπατούσε δίπλα του, τους χώριζε τουλάχιστον ένα μέτρο. Η περηφάνια του δεν του επέτρεψε να δει με καλό μάτι την ερώτηση της Γου Γινγκ και η περηφάνια του ήταν που τον έκανε να κλείσει την απόσταση που τον χώριζε από τη Λόρα και να βάλει το χέρι του στους ώμους της, τραβώντας το σφιγμένο σώμα της πάνω του. «Όχι, δεν τσακωθήκαμε», απάντησε στη Γου Γινγκ. «Απλώς η Λόρα επιμένει να συμπεριφέρεται αυστηρά επαγγελματικά όταν δουλεύουμε». Δίπλα του η Λόρα πήρε το μήνυμα που της έδωσε ο Βασίλι για να της υπενθυμίσει ότι, στα μάτια της Γου Γινγκ, υποτίθεται ότι ήταν εραστές και ζευγάρι. Η ένταση του κορμιού της, απλά και μόνο επειδή την κρατούσε εκείνος, την έκανε να νιώθει ότι θα σκιζόταν
στα δύο από τον αφόρητο πόνο να είναι τόσο κοντά του και να ξέρει ότι δε σήμαινε τίποτα γι’ αυτόν. Μετά τις προσωπικές στιγμές που είχαν μοιραστεί, της ήταν εκατό φορές πιο δύσκολο να το αντέξει απ’ ό,τι πριν. Κι επιπλέον έπρεπε ν’ αντέξει και το γεγονός πως η ερωτική κατάκτηση που για κείνη σήμαινε τόσο πολλά, για τον Βασίλι δεν ήταν τίποτα. Σιωπηλά δάκρυα που δεν είχε καταφέρει να συγκροτήσει είχαν μουσκέψει το μαξιλάρι της το προηγούμενο βράδυ, αλλά είχε, ευτυχώς, καταφέρει να προφυλάξει τον εαυτό της από την ταπείνωση, γιατί δεν την είχε δει εκείνος να κλαίει. Ανυπομονούσε να γυρίσουν στο Λονδίνο. Έφευγαν το βράδυ, κι έτσι δε θα ήταν αναγκασμένη να περάσει άλλη μια νύχτα στο κρεβάτι πάνω στο οποίο είχε χαρίσει το κορμί της στον Βασίλι. Σε αντάλλαγμα, εκείνος της είχε δώσει τη μεγαλύτερη ερωτική ικανοποίηση που θα γνώριζε ποτέ της και τον πιο δυνατό συναισθηματικό πόνο. Αγάπη. Ορίστε, το είχε παραδεχτεί τελικά. Κόντρα σε κάθε λογική, κόντρα σε ό,τι πίστευε για τον εαυτό της, με κάποιον άγνωστο τρόπο γελοίο, ανόητο, επικίνδυνο είχε ερωτευτεί τον Βασίλι. Είχε ερωτευτεί έναν δύσκολο, περίπλοκο, περήφανο, απαιτητικό, αλαζονικό άντρα. Γιατί; Δεν είχε ιδέα. Δεν είχε καμιά εξήγηση να δώσει σε μια ανοησία της που ήξερε πως θα την πληγώσει. Απλώς τον είχε ερωτευτεί. Και τώρα ήθελε να γυρίσει στο Λονδίνο, ώστε να μπορεί να βάλει κάποια απόσταση ανάμεσά τους, μέχρι να επιστρέφει ο κανονικός βοηθός του στη θέση του. Τότε θα έβαζε μια οριστική και τελεσίδικη απόσταση ανάμεσά τους. Όσο βρίσκονταν ακόμα στην Κίνα, ίσως να παρουσιαζόταν κάποια ευκαιρία για δουλειά, αντάξια των ικανοτήτων της, ενώ είχε ήδη αποφασίσει να κρατήσει επαφή με τη Γου Γινγκ, με την ελπίδα ότι θα είχε την υποστήριξή της, αν αποφάσιζε να εγκατασταθεί στη χώρα. Ο Βασίλι την κρατούσε ακόμα. Ένιωθε το βλέμμα του πάνω της, να απαιτεί να τον κοιτάξει. Η Λόρα δεν ήθελε. Φοβόταν αυτό που μπορεί να έβλεπε εκείνος στα μάτια της. Αλλά δεν μπόρεσε να συγκροτήσει τον εαυτό της.
Της χαμογελούσε, κοιτάζοντάς τη με μια έκφραση που σίγουρα η Γου Γινγκ θα ερμήνευε σαν τρυφερότητα ανάμεικτη με πόθο. Το σώμα της πάντως έτσι το ερμήνευσε. Και ήθελε να γείρει ακόμα πιο πολύ πάνω του, να τυλίξει τα μπράτσα της γύρω του και να ανασηκώσει το πρόσωπό της για να δεχτεί το φιλί του. Το σώμα της ήταν ακόμα πιο ανόητο από την καρδιά της, τελικά. Ο Βασίλι έπαιζε απλώς ένα ρόλο. Παρίστανε τον τρυφερό εραστή, όπως ήθελε να πιστεύει η Γου Γινγκ ότι ήταν, για να επιβεβαιώσει τη γνώμη της. Ευτυχώς, έφτασαν στο μεταφορικό μέσο που τους Περίμενε και η Λόρα τραβήχτηκε μακριά του για να μπει μέσα στο αυτοκίνητο από την πόρτα που της άνοιξε ο οδηγός. Η μεγάλη λιμουζίνα χωρούσε άνετα τέσσερα άτομα. Το γεγονός ότι ο ξάδερφος της Γου Γινγκ ταξίδευε μαζί τους, αφήνοντας τους επίσημους να ακολουθούν με άλλο αυτοκίνητο, ήταν σημάδι του πόσο εκτιμούσε τον Βασίλι. Η Λόρα χαιρόταν, φυσικά, που ο Βασίλι είχε εξασφαλίσει το συμβόλαιο. Είχε ανάγκη το μπόνους που της είχε υποσχεθεί, εξάλλου. Και ήθελε να τελειώνει το συντομότερο ο χρόνος που περνούσαν μαζί. Καλύτερα ο σύντομος πόνος από το χτύπημα του χωρισμού παρά η αγωνία να υποφέρει χιλιάδες χτυπήματα με το να βρίσκεται κοντά του κι εκείνος να την αγνοεί. Πίσω στο σατό, η Λόρα ανέβηκε στο δωμάτιό τους για να ετοιμαστεί για το ταξίδι, ενώ ο Βασίλι έμεινε με τη Γου Γινγκ και τον ξάδερφό της για μια τελευταία επαγγελματική συζήτηση. Στο δωμάτιο του πύργου η Λόρα έκανε γρήγορα ένα ντους, παρακολουθώντας άγρυπνα την κλειδωμένη πόρτα του μπάνιου, λέγοντας στον εαυτό της πως η καρδιά της χτυπούσε τόσο γρήγορα επειδή δεν ήθελε να γυρίσει ο Βασίλι πριν εκείνη προλάβει να βγει από το ντους, να σκουπιστεί και να φορέσει τα ρούχα της. Τότε γιατί καθυστερούσε κάτω από το ντους; Γιατί σαπουνιζόταν τόσο αργά και ονειροπόλα; Γιατί έμπαινε στον πειρασμό να πάει και να ξεκλειδώσει την πόρτα, με την ελπίδα ότι ο Βασίλι θα επέστρεφε και θα την έβρισκε εκεί, γυμνή και πρόθυμη;
Ένας ήχος που έμοιαζε με βογκητό πόθου ανακατεμένο με πνιχτό λυγμό περιφρόνησης για τον ίδιο της τον εαυτό ξέφυγε από τα χείλη της. Για να τιμωρήσει τον εαυτό της βγήκε από το ντους, σκουπίστηκε γρήγορα και, τυλίγοντας μια στεγνή πετσέτα γύρω τής, πήγε στην γκαρνταρόμπα. Κλειδώνοντας την πόρτα, φόρεσε τα καθαρά ρούχα που είχε ξεχωρίσει για το ταξίδι τους πίσω στο Χίθροου. Οι βαλίτσες τους ήταν ήδη έτοιμες και είχαν μεταφερθεί στο αυτοκίνητο. Μόλις ετοιμάστηκε κι εκείνη, αποφάσισε να περιμένει τον Βασίλι ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στην ντουλάπα και τα συρτάρια για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Τη στιγμή που τελείωσε τον έλεγχο, μπήκε στο δωμάτιο ο Βασίλι. Ήταν πολύ συνοφρυωμένος κι απέφυγε να την κοιτάξει καθώς πήγαινε προς το ψηλό, στενό παράθυρο. Τώρα που ήταν μόνοι τους και δε χρειαζόταν να δώσει παράσταση για τη Γου Γινγκ, δεν ήθελε ούτε να τη βλέπει, η Λόρα το ήξερε. Δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση μαζί της. Σίγουρα θα ήθελε ακόμα και να ξεχάσει το προηγούμενο βράδυ και ό,τι είχε συμβεί. Μάλιστα, βλέποντας το θέμα από τη δική του πλευρά, η Λόρα πραγματικά δεν καταλάβαινε γιατί είχε συμβεί. Μήπως στην πραγματικότητα ο Βασίλι ήθελε απλώς μια γυναίκα, ήθελε την ανακούφιση που προσφέρει το σεξ, κι εκείνη έτυχε να βρίσκεται εκεί; Τελικά εκείνος γύρισε και την κοίταξε. Η Λόρα στεκόταν με την πλάτη της στραμμένη προς το μέρος του. Για να μην είναι αναγκασμένη να τον βλέπει, φυσικά. Δεν είχε πει λέξη για το προηγούμενο βράδυ. Σίγουρα γιατί μέσα της ακόμα θα ευχόταν να ήταν ο Τζον στη θέση του. Δεν ήταν όμως. Είχαν κάνει έρωτα και η Λόρα ήταν παρθένα. Και, ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα, για πρώτη φορά στη ζωή του ο Βασίλι είχε ξεχάσει να πάρει προφυλάξεις. Δεν ανησυχούσε για λόγους υγείας. Ήξερε την κατάσταση της δικής του υγείας και ήξερε ότι ήταν ο πρώτος εραστής της Λόρα. Το ελεύθερο σεξ όμως μπορεί να είχε και μια άλλη συνέπεια.
Ένα παιδί. Ένα παιδί που θα ήταν το δικό του. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι αυτό το παιδί έπρεπε να μεγαλώσει κάτω από τη δική του στέγη και με το όνομά του κι ότι δε θα του στερούσε ποτέ μα ποτέ τη μητέρα του. Ένα παιδί το οποίο, όπως ίσχυε και για τη γυναίκα που θα το έφερνε στον κόσμο, θα είχε καθήκον να το προστατέψει. Οι παραδόσεις του λαού της μητέρας του ήταν σημαντικές για τον Βασίλι, γιατί ήταν ένα κομμάτι από εκείνη. Κι αυτές οι παραδόσεις όριζαν ότι ένας άντρας έχει σοβαρές ευθύνες για την αρετή μιας γυναίκας και για το κάθε παιδί που φέρνει στον κόσμο. Το γεγονός ότι δεν μπορούσε να γυρίσει την πλάτη του σ’ αυτούς και δε θα τη γυρνούσε δεν ήταν κάτι που του προκαλούσε έκπληξη. Και η προθυμία του; Η ανυπομονησία του να κάνει το καθήκον του; Ούτε κι αυτά του προξενούσαν έκπληξη; Ήξερε ήδη βαθιά μέσα του πως, ό,τι κι αν του έλεγε η λογική του, όσον αφορούσε τη Λόρα ένιωθε μια βαθύτερη, ακαταμάχητη δύναμη, της οποίας τις ανάγκες δεν μπορούσε να αρνηθεί. Εξάλλου, το ήξερε πως ήταν παρθένα και ήξερε πως παίρνοντας την αγνότητά της δεν άφηνε στον εαυτό του άλλη επιλογή παρά να κάνει αυτό που έπρεπε, σωστά; Κοίταξε τη σφιγμένη πλάτη της και άρχισε να μιλά με ήρεμη όπως ήλπιζε φωνή, που δεν πρόδιδε την ένταση των συναισθημάτων του και της απελπισίας που ένιωθε. «Μετά απ’ ό,τι συνέβη χτες βράδυ, αποφάσισα ότι καλό θα ήταν να παντρευτούμε... το συντομότερο». Η Λόρα δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Γύρισε αργά προς το μέρος του. Για μερικά δευτερόλεπτα επέτρεψε στον εαυτό της να πιστέψει. Μπορούσε να νιώσει σχεδόν τη γεύση της ευτυχίας. Ο Βασίλι άντρας της... τα παιδιά που θα αποκτούσαν... η οικογενειακή ζωή που θα ζούσαν μαζί, γεμάτη αγάπη, γέλιο και σιγουριά... Ύστερα ο Βασίλι συνέχισε. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Ήσουν παρθένα. Μπορεί να είσαι ήδη έγκυος στο παιδί μου. Οι αρχές του λαού της μητέρας μου λένε ότι, όταν ένας άντρας πάρει την αγνότητα μιας γυναίκας, πρέπει να την παντρευτεί για να
προστατέψει την αρετή της και το παιδί που μπορεί να αποκτήσουν. Κι εγώ είμαι γιος της μητέρας μου, αρκετά ώστε να ξέρω πως ακόμα και στη σημερινή εποχή δεν μπορώ να πάω κόντρα στις παραδόσεις της φυλής της». Η Λόρα ένιωσε ένα φοβερό πόνο μέσα της, στο μέρος της καρδιάς. Ένας αγωνιώδης πόνος απελπισίας. Ώστε έτσι αισθάνεσαι όταν νομίζεις ότι σου προσφέρουν αυτό που λαχταρά περισσότερο η καρδιά σου, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ψυχρό ψέμα, για ένα κενό. Όχι, ακόμα χειρότερα. Ήταν μια φρικτά καταστρεπτική πρόταση, που αν τη δεχόταν θα καταρράκωνε την αυτοεκτίμησή της και θα τη γέμιζε με απέχθεια για τον εαυτό της. Κάπου μέσα της βρήκε το κουράγιο να τον κοιτάξει με βλέμμα θολό από την ένταση των αισθημάτων της. «Να σε παντρευτώ; Να παντρευτώ έναν άντρα που δε μ’ αγαπά; Έναν άντρα που αισθάνεται πως πρέπει να με παντρευτεί από καθήκον; Έναν άντρα που δε με σέβεται, που δε με συμπαθεί καν και που σίγουρα δεν είναι ερωτευμένος μαζί μου; Έναν άντρα που πιστεύει ότι κράτησα την αγνότητά μου για να τη χρησιμοποιήσω σαν εργαλείο διαπραγμάτευσης και να κερδίσω ένα γάμο σαν αυτόν που μου προτείνει; Ένα γάμο στον οποίο ο ίδιος αισθάνεται παγιδευμένος από το καθήκον του, ενώ ταυτόχρονα μου αρνείται το δικαίωμα να έχω τη δική μου ηθική ακεραιότητα; Όχι». Όχι; Η Λόρα τον απέρριπτε; Ο πόνος και η απελπισία που πλημμύρισαν τον Βασίλι ξεπέρασαν κάθε λογικό θυμό που θα μπορούσε να νιώθει. Μόνο που, τώρα που τον είχε απορρίψει, ήταν έτοιμος να παραδεχτεί στον εαυτό του πόσο πραγματικά την ήθελε για γυναίκα του. «Μπορεί να υπάρχει ένα παιδί», της υπενθύμισε. «Το παιδί μου». «Το παιδί μου!» απάντησε με σθένος εκείνη. Ένα παιδί... το παιδί του Βασίλι. Αυτό δεν το είχε σκεφτεί, αλλά, φυσικά, εκείνος είχε δίκιο. Το παιδί του Βασίλι να μεγαλώνει μέσα της, να το αγαπά και να το φροντίζει. Η συγκίνηση που αναδεύτηκε στα σωθικά της της φανέρωσε πόσο ήλπιζε να γινόταν πραγματικότητα αυτή η πιθανότητα. Αν όμως υπήρχε παιδί, αυτό της έδινε έναν παραπάνω
λόγο να μην τον παντρευτεί. «Αν υπάρξει παιδί, τότε θα αντιμετωπίσω την κατάσταση», του είπε αποφασιστικά. «Δε θα επιτρέψω να μεγαλώσει το παιδί μου μέσα σ’ ένα γάμο σαν αυτόν που θα ήταν ο δικός μας, Βασίλι. Σ' ένα γάμο που οι γονείς του δε θα αγαπούσαν και δε θα σέβονταν ο ένας τον άλλο, που η καρδιά της οικογένειας θα ήταν ψυχρή και άδεια απ’ όλα όσα χρειάζεται τόσο ένα παιδί». Κάποιος χτυπούσε την πόρτα της κρεβατοκάμαράς τους. Ανακουφισμένη που είχε μια δικαιολογία για να μη συνεχίσει αυτή τη συζήτηση, σε περίπτωση που ο Βασίλι θα επέμενε μέχρι να την αναγκάσει να ενδώσει, η Λόρα πήγε ν’ ανοίξει. Απέξω βρήκε τον αρχιυπηρέτη του σατό. «Το αυτοκίνητό σας σας περιμένει», της είπε. Έγνεψε καταφατικά και τον ευχαρίστησε. Είχε έρθει η ώρα να φύγουν. Μέχρι το αεροδρόμιο θα τους συνόδευε, ευτυχώς, η Γου Γινγκ, κι έτσι δε θα υπήρχε άλλη ευκαιρία για τον Βασίλι να προσπαθήσει να τη λυγίσει και να την πείσει να συμφωνήσει σ’ ένα γάμο που η Λόρα ήξερε πως θα την κατέστρεφε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Στο διαμέρισμά του ο Βασίλι κοίταξε αφηρημένα τις επιστολές που ήταν στοιβαγμένες τακτικά πάνω στο γραφείο του. Κανονικά θα έπρεπε να ασχοληθεί μαζί τους, όπως θα έπρεπε και να εξετάσει με τους δικηγόρους του το συμβόλαιο που είχε φέρει. Η απάντηση της Λόρα στην πρότασή του τον είχε αφήσει κατάπληκτο. Κατάπληκτο, από τη μια, και γεμάτο με μια περηφάνια κι ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό για κείνη, από την άλλη. Και κάτι άλλο. Μια επίμονη αποφασιστικότητα να την κάνει γυναίκα του, το παραδεχόταν. Ακούγοντάς τη να μιλά, είχε καταλάβει ότι όχι μόνο την αγαπούσε, αλλά και τη θαύμαζε και παρά τα όσα πίστευε η ίδια τη συμπαθούσε. Έπρεπε να τη δει, να τη λογικέψει. Σίγουρα η Λόρα δε θα μπορούσε να αρνηθεί τα πλεονεκτήματα την αγάπη και τη σιγουριά που μπορούσαν να προσφέρουν μαζί οι δυο τους στο παιδί τους, σωστά; Όπως κι ο ίδιος, ήξερε κι εκείνη τον πόνο που βιώνει ένα παιδί που μεγαλώνει χωρίς και τους δυο του γονείς. Δε θα το ήθελε αυτό για το παιδί τους, όπως δεν το ήθελε ούτε κι εκείνος. Ήταν σίγουρος πως θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Χρειαζόταν μια δικαιολογία, ωστόσο, για να του επιτρέψει να μπει στο διαμέρισμά της. Η επιταγή με το μπόνους της. Ναι, αυτό ήταν. Η επιταγή με το μπόνους και... Οι άνθρωποι της διεθνούς αλυσίδας κοσμηματοπωλείων με τους οποίους επικοινώνησε κατάλαβαν αμέσως τι τους ζητούσε κι έσπευσαν να τον εξυπηρετήσουν. Μέσα σε μισή ώρα από τη στιγμή που τους είχε τηλεφωνήσει, ο Βασίλι δέχτηκε αρκετά δείγματα από δαχτυλίδια αρραβώνων και μερικά μεμονωμένα διαμάντια που δεν είχαν δεθεί σε κόσμημα. Ο υπάλληλος που του τα είχε πάει είχε φύγει, κι εκείνος καθόταν
και κοιτούσε τις πέτρες μέσα στο κουτί με τη βελούδινη εσωτερική επένδυση, όταν η πόρτα του γραφείου του άνοιξε και μπήκε μέσα η ετεροθαλής αδερφή του, η Αλίνα. «Γύρισες!» του φώναξε χαρούμενα. «Ο Κιρίλ έχει ένα επαγγελματικό ραντεβού στο λόμπι του ξενοδοχείου και σκέφτηκα να έρθω να δω αν όλα είναι εντάξει». Το βλέμμα της έπεσε στα διαμάντια. «Αυτά είναι δαχτυλίδια αρραβώνων», του είπε επικριτικά. «Ναι», απάντησε ο Βασίλι. Τα μάτια της Αλίνα άνοιξαν διάπλατα από ενθουσιασμό. «Αρραβωνιάζεσαι; Ποια είναι, Βασίλι;» «Η Λόρα Γουέστκοτ», της απάντησε. Η Λόρα Γουέστκοτ. Ένα ένοχο κοκκίνισμα απλώθηκε στο πρόσωπο της Αλίνα. Δάγκωσε το κάτω χείλος της κι έκανε μια μικρή κίνηση με το χέρι της. «Είναι πολύ ανόητο. Είμαι παντρεμένη γυναίκα πια, αλλά κάποιες φορές εξακολουθώ να νιώθω σαν άτακτη μαθητριούλα κοντά σου, Βασίλι. Θα σου αποκάλυψε, φυσικά, πως αυτό που σου είπα, ότι προτίμησε να πάει στη Νέα Υόρκη αντί να αντικαταστήσει τη θεία της και να μείνει στο Λονδίνο να με προσέχει, δεν ήταν αλήθεια. Τότε όμως ήμουν πολύ δειλή για να σου το πω. Χάρηκα όταν έμαθα ότι είχε φύγει ήδη για τη Νέα Υόρκη, γιατί αυτό σήμαινε ότι θα είχα πραγματική ελευθερία. Μου ήταν πιο εύκολο να σε αφήσω να είσαι θυμωμένος για την υποτιθέμενη αδιαφορία της και την άρνησή της να βοηθήσει τη θεία της. Ω, είναι πολύ θυμωμένη μαζί μου; Ελπίζω όχι. Τη θυμάμαι από το σχολείο, φυσικά, και πάντα τη θαύμαζα. Ήταν πολύ έξυπνη κι ευγενική και τώρα θα γίνει και νύφη μου». Ώστε η Λόρα δεν είχε φερθεί ποτέ επιπόλαια απέναντι στην αδερφή του. Ο Βασίλι την είχε κρίνει και λάθος και άσχημα. Κανονικά, μισούσε ακόμα και τη σκέψη πως είχε σφάλει. Γιατί λοιπόν, αντί να νιώθει οργισμένος, χαιρόταν που τώρα είχε άλλον ένα λόγο να ψάξει να βρει τη Λόρα; Για να της ζητήσει συγνώμη. Χρειαζόταν ν’ αναρωτιέται; Μπορεί η Αλίνα να ξαφνιάστηκε όταν της είπε ξαφνικά πως έπρεπε
να φύγει, αλλά δεν του το έδειξε, ούτε και του έκανε ερωτήσεις ή προσπάθησε να τον καθυστερήσει. Αλλά, πάλι, η Αλίνα ήξερε πώς ήταν να είσαι τρελά ερωτευμένος. Θα ήταν πιο εύκολο και πιο γρήγορο αν έπαιρνε το μετρά για να πάει στην περιοχή του Λονδίνου όπου βρισκόταν το διαμέρισμα της Λόρα, αλλά ο Βασίλι διάλεξε να οδηγήσει ο ίδιος. Όταν θα την έπειθε να δεχτεί την πρότασή του, μετά θα την έβγαζε έξω για δείπνο. Ήθελε να της δείξει την αγάπη και την εκτίμηση που ένιωθε πραγματικά γι’ αυτήν. Ύστερα ήθελε να την πάει στο κρεβάτι, αν του το επέτρεπε, και να της δείξει ξανά από την αρχή τα αληθινά του αισθήματα. Μπορεί να μην τον αγαπούσε ακόμα, αλλά θ’ αγαπούσε το παιδί τους. Και μέσω αυτού του παιδιού θα έφτανε ν’ αγαπήσει και τον πατέρα του κάποια στιγμή, σωστά; *** Η Λόρα κάθισε στον μικρό καναπέ του καθιστικού της, αλλά την επόμενη στιγμή σηκώθηκε ξανά κι άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε μέσα στο δωμάτιο. Από τότε που είχε γυρίσει σπίτι, δεν μπορούσε να ηρεμήσει, να χαλαρώσει. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πέρα από το να σκέφτεται συνέχεια την πρόταση του Βασίλι. Εκείνος είχε προσπαθήσει να ξεκινήσει τη συζήτηση ξανά μέσα στο αεροπλάνο, αλλά του είχε πει πως δεν ήθελε να μιλήσει άλλο γι’ αυτό και με μεγάλη ανακούφιση είχε διαπιστώσει ότι ο Βασίλι είχε σεβαστεί την επιθυμία της. Με ανακούφιση; Δεν ήταν αλήθεια ότι ένα μικρό, προδοτικό κι αδύναμο κομμάτι της ήθελε να αγνοήσει ο Βασίλι την άρνησή της; Σε μια προσπάθεια να στρέψει τις σκέψεις της αλλού, πήρε μία από τις κλειστές ακόμα βαλίτσες της και άρχισε να την αδειάζει, βγάζοντας από μέσα τα ρούχα και τα άλλα προσωπικά της είδη. Τα υπόλοιπα, η γκαρνταρόμπα εργασίας, θα επέστρεφαν στον Βασίλι. Τώρα που θα δούλευε στο Λονδίνο δε θα τη χρειαζόταν. Άφησε την κοσμηματοθήκη της μητέρας της πάνω στο τραπέζι και δίπλα της το μικρό κουτί με τα τρία σκουλαρίκια. Όταν θα έληγε η
συνεργασία της με τον Βασίλι, θα του επέστρεφε το σκουλαρίκι που της είχε φτιάξει. Ήξερε πως δε θα άντεχε να το κρατήσει. Αν όμως υπήρχε ένα παιδί; Μια κόρη; Δε θα ήταν εκείνο το σκουλαρίκι ένα ενθύμιο από τον πατέρα της; Είχε μόλις αδειάσει τη βαλίτσα, όταν χτύπησε το κουδούνι και πήγε ν’ ανοίξει. Ποιος στην ευχή ήταν; Δεν Περίμενε κανέναν. Και σίγουρα δεν Περίμενε τον άνθρωπο που αντίκρισε στο κατώφλι της, αυτόν που μπήκε αποφασιστικά μέσα στο σπίτι της, γεμίζοντας ασφυκτικά με την παρουσία του το μικρό χολ της. Τον Βασίλι. «Πρέπει να σου μιλήσω», της είπε αμέσως. «Εγώ δε θέλω να σου μιλήσω», του απάντησε. «Εκτός κι αν θες να μου πεις για τη δουλειά». Κουνώντας αρνητικά το χέρι του, ο Βασίλι την Προσπέρασε και έσπρωξε την πόρτα του καθιστικού. «Σου έφερα την επιταγή με το μπόνους. Βέβαια, αν δεν τη θέλεις...» Πολύ θα ήθελε η Λόρα να αρνηθεί, να του πει πως δεν την ήθελε, αλλά ανάμεσα στα γράμματα που την περίμεναν όταν γύρισε ήταν και μια επιστολή από τον οίκο όπου ζούσε η θεία της, με την οποία την ενημέρωναν ότι είχαν αυξηθεί τα μηνιαία έξοδα φιλοξενίας. «Επίσης, σου οφείλω και μια συγνώμη, την οποία ελπίζω να δεχτείς. Η ετεροθαλής αδερφή μου μόλις με ενημέρωσε ότι όχι μόνο δεν αρνήθηκες να αντικαταστήσεις τη θεία σου τότε, αλλά και ότι δε σου το ζήτησε ποτέ. Σε έκρινα λάθος... Ζητώ συγνώμη». Απόδοση δικαιοσύνης. Μόνο που δεν έδωσε στη Λόρα καμιά ικανοποίηση. Ο Βασίλι έβαλε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε ένα φάκελο. Μετά ένα σκούρο, δερμάτινο κουτί. «Αυτή είναι η επιταγή με το μπόνους», της είπε. «Κι εδώ... είναι μια συλλογή από δαχτυλίδια αρραβώνων και διαμάντια. Θέλω να διαλέξεις ένα που θα είναι το δαχτυλίδι των αρραβώνων σου, Λόρα». «Δεν μπορώ να σε παντρευτώ». «Μπορείς. Ο Τζον ο μεντοράς σου... Ξέρω ότι ήλπιζες... Αλλά εγώ
είμαι πολύ πιο πλούσιος απ’ αυτόν, Λόρα». «Τα χρήματα; Πιστεύεις ότι αυτό έχει σημασία για μένα; Αυτό που θέλω από ένα γάμο είναι έναν άντρα να με αγαπά και να τον αγαπώ κι εγώ. Μόνο αυτό τον πλούτο θέλω, Βασίλι. Εξακολουθείς να με κρίνεις λάθος. Όταν σου είπα ότι ο Τζον δεν ήταν παρά ένας πολύ καλός φίλος για μένα, σου είπα την αλήθεια. Και παραμένει η αλήθεια». Ο Βασίλι είχε ανοίξει τώρα το δερμάτινο κουτί και η λάμψη των διαμαντιών μέσα έκανε τη Λόρα να μισοκλείσει τα μάτια της. Γύρισε αμέσως από την άλλη. «Τα διαμάντια δεν μπορούν να με βάλουν σε πειρασμό, Βασίλι». «Τι μπορεί να σε βάλει σε πειρασμό, τότε;» Ικεσία ήταν αυτό που χρωμάτιζε τη βραχνή φωνή του; Αδύνατο. Μάλλον της φαντασίας της θα ήταν. Η ειλικρινής απάντηση στην ερώτησή του, φυσικά, ήταν ότι σε πειρασμό μπορούσε να βάλει τη Λόρα ο ίδιος, η αγάπη του, η ανάγκη του να είναι μαζί της και να δεσμευτεί μαζί της. «Δε θα μπορέσεις να μου δώσεις ποτέ αυτό που θέλω», του είπε με ειλικρίνεια. «Μπορεί να σου έχω ήδη δώσει το παιδί μου». «Κι εγώ σου είπα ότι, αν είμαι έγκυος, θα αναλάβω την πλήρη ευθύνη του παιδιού». «Δε θα σε αφήσω να το κάνεις αυτό». «Δεν μπορείς να μ’ εμποδίσεις». Κοιτούσαν άγρια ο ένας τον άλλον δύο αντίπαλοι και πάλι. Θέλοντας απελπισμένα να βάλει μια απόσταση ανάμεσά τους, η Λόρα απομακρύνθηκε, προσέχοντας ωστόσο ότι εκείνος κοιτούσε κάτι πίσω της επίμονα. Τι να έβλεπε; Γύρισε το κεφάλι της και αντίκρισε το ανοιχτό κουτί με τα τρία σκουλαρίκια. Το έκλεισε αμέσως. Θα μπορούσε να κερδίσει πόντους, ακόμα και να τον ταπεινώσει, αφήνοντάς τον να καταλάβει ότι ήξερε πως είχε μπει στον κόπο να της φτιάξει ένα τρίτο ολόιδιο σκουλαρίκι μια πράξη που έδειχνε καθαρή αδυναμία σ’ έναν άντρα που περηφανευόταν ότι δεν είχε συναισθήματα. Σαν ανόητη όμως, επειδή τον
αγαπούσε, ήθελε να τον προστατέψει. «Μέσα σ’ εκείνο το κουτί υπάρχουν τρία σκουλαρίκια», είπε ο Βασίλι. Η καρδιά της Λόρα σκίρτησε στο στήθος της. Τελικά δεν ήταν τόσο γρήγορη όσο πίστευε, κι εκείνος είχε προλάβει να δει τα σκουλαρίκια. «Ναι», αναγκάστηκε να παραδεχτεί. Ο Βασίλι την κοιτούσε προσεκτικά, περιμένοντας. Περιμένοντας μια εξήγηση που δεν ήθελε να του δώσει... για χάρη της περηφάνιας του. Ήταν σίγουρη ότι δε θα του άρεσε καθόλου να αποκαλυφτεί πως ήταν ικανός να νιώσει συναισθήματα που τον έκαναν τρωτό, όπως η συμπόνια, και μάλιστα για κείνη. Ενώ, όσον αφορούσε τη Λόρα, αυτό που ο Βασίλι θα έβλεπε σαν αδυναμία πάνω του εκείνη την έκανε να τον αγαπά όλο και περισσότερο. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Το ένα σκουλαρίκι είναι αυτό που φορούσα, το άλλο που μου έπεσε και σκάλωσε στη λαιμόκοψη του φορέματος μου μέσα στο αεροπλάνο και το τρίτο αυτό που μου είπες ότι βρήκε ο πιλότος σου όταν καθαρίστηκε το αεροσκάφος. Δεν σου είπα τίποτα νωρίτερα γιατί... γιατί δεν μπορούσα να βρω τα λόγια να σου περιγράφω πόσο ευγνώμων ήμουν, είμαι, για την ευγενική χειρονομία σου και πόσο... πόσο πολλά σημαίνει για μένα αυτή η χειρονομία, που μου έδειξε ότι νοιάζεσαι για τους άλλους». Ορίστε, του το είχε πει. Του είχε δείξει κάτι από αυτό που αισθανόταν. Για το δικό του καλό, όχι για την ίδια. Κοιτάχτηκαν. Ο Βασίλι ξεφύσησε, βγάζοντας την ένταση από μέσα του. Η ειλικρίνεια της Λόρα σήμαινε πως έπρεπε να είναι κι αυτός ειλικρινής. Μήπως δεν ήταν αλήθεια ότι τώρα, ξέροντας πια πως την αγαπούσε, ήθελε να της εξηγήσει γιατί είχε κάνει αυτό που είχε κάνει; Ήθελε να ξέρει εκείνη ότι τον είχαν παρακινήσει τα αισθήματά του γι’ αυτήν, έστω κι αν τότε θα ορκιζόταν πως δεν ήταν αλήθεια. «Κατάλαβα τι σημαίνουν για σένα αυτά τα σκουλαρίκια, γιατί ανήκαν στη μητέρα σου». Έγινε μια μικρή παύση. Ακόμα και τώρα
που ήξερε πως την αγαπούσε, που ήξερε πως μπορούσε να της έχει εμπιστοσύνη και να της πει τα πάντα, το πάλευε. Όπως έκανε μια ολόκληρη ζωή: αρνιόταν τα αισθήματά του, τα απέρριπτε κι απέρριπτε όλα όσα σήμαιναν. «Ξέρω πώς είναι», συνέχισε ο Βασίλι. «Την τελευταία φορά που είδα τη μητέρα μου, φορούσε κι αυτή ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια. Ήταν δύο λεπτοί χρυσοί κρίκοι. Παραδοσιακά σκουλαρίκια της φυλής της». Του ήταν πολύ δύσκολο, η Λόρα το έβλεπε. Προσπαθούσε να εκφράσει τα αισθήματα του πόνου και της απώλειας που κουβαλούσε στην ψυχή του για πολύ καιρό. Ένιωθε αυτό τον πόνο θαμμένο βαθιά μέσα του, σαν ένα κομμάτι από γυαλί που ακόμα τον έκοβε. Η Λόρα λαχταρούσε να πάει κοντά του, να τον πάρει στην αγκαλιά της, να τον παρηγορήσει, αλλά ένα γυναικείο ένστικτο τη συμβούλεψε να περιμένει και να τον ακούσει. «Θυμάμαι που την έβλεπα να τους βάζει στ’ αυτιά της», είπε ο Βασίλι αργά και με δυσκολία, λες και χρειαζόταν τεράστια προσπάθεια απλά και μόνο για να μιλήσει. «Θα έβγαινε για δείπνο με κάποιους φίλους. Ο πατέρας μου έλειπε κι εγώ δεν ξέρω γιατί δεν ήθελα να πάει. Ήταν η νύχτα που την απήγαγαν. Όταν βρήκαν το άψυχο σώμα της, τα σκουλαρίκια έλειπαν. Δε βρέθηκαν ποτέ. Μετά το θάνατό της ορκίστηκα να μην αφήσω ποτέ ξανά τον εαυτό μου να εξαρτηθεί από την αγάπη ενός άλλου ανθρώπου, να μην αφήσω ποτέ ξανά να με πλησιάσει άνθρωπος. Γιατί η απώλεια αυτής της αγάπης, η απώλεια αυτού του ανθρώπου, πονούσε αφόρητα». Ώστε αυτή ήταν η βασική αιτία της απόφασής του να διώχνει τους ανθρώπους από κοντά του. Ο πόνος ενός παιδιού... όχι η σκληρότητα ενός ενήλικα. Ήταν επτά χρονών, παιδί, ένα μικρό αγόρι που λαχταρούσε απελπισμένα τη μητέρα που είχε χάσει. Ένα αγόρι που είχε μεγαλώσει φοβούμενο ν’ αγαπήσει ξανά, εξαιτίας αυτού του πόνου που κουβαλούσε μέσα του. «Ω, Βασίλι». Χωρίς να το θέλει, η Λόρα τον πλησίασε, με την
καρδιά της να σφίγγεται από τη θλίψη μπροστά στον ολοφάνερο πόνο του. Αλλά εκείνος έκανε πίσω, κι έτσι το χέρι που είχε απλώσει εκείνη για να τον αγγίξει έμεινε μετέωρο. Νιώθοντας να την απορρίπτει, αυτομάτως οπισθοχώρησε μια ξαφνική κίνηση που την έκανε να πέσει πάνω στο τραπεζάκι του καφέ. Τελικά ήταν κακή η συνήθεια που είχε αποκτήσει να παραπατά όταν βρισκόταν κοντά στον Βασίλι. Γύρισε και πρόλαβε να δει την πολύτιμη κοσμηματοθήκη της να γλιστρά προς την άκρη του τραπεζιού. Κινήθηκαν και οι δύο ταυτόχρονα, αλλά ο Βασίλι ήταν πιο γρήγορος. Πιάνοντας την κοσμηματοθήκη, πάτησε κατά λάθος με τον αντίχειρά του το ελατήριο που άνοιγε το κρυφό συρτάρι. «Θα την πάρω εγώ», είπε η Λόρα κι άπλωσε το χέρι της, προσπαθώντας να μην πανικοβληθεί. Γιατί, που να πάρει η ευχή, δεν είχε πετάξει την αναθεματισμένη τη φωτογραφία; Είχε απλώσει τα χέρια της για να πάρει την κοσμηματοθήκη. Είχε τολμήσει να παραβιάσει τον προσωπικό χώρο που ο Βασίλι ήθελε να διατηρεί γύρω του. Και για πρώτη φορά εκείνος δεν είχε αντιδράσει κάνοντας ένα βήμα πίσω. Γιατί είχε καρφώσει το βλέμμα και είχε στρέψει όλη του την προσοχή στην κρυφή θήκη που είχε ανοίξει. Και τώρα έβγαζε από μέσα τα δυο κομμάτια της φωτογραφίας... της δικής του φωτογραφίας. Τα ένωσε και την κοίταξε. Ύστερα κοίταξε εκείνη, ανασηκώνοντας το ένα του φρύδι ερωτηματικά. Δεν υπήρχε δρόμος διαφυγής, η Λόρα το ήξερε. «Την τράβηξα από το παράθυρο της κρεβατοκάμαράς μου στο σχολείο. Είχες έρθει για την αδερφή σου». Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Ήμουν η ορφανή ανιψιό της διευθύντριας που σπούδαζε εκεί δωρεάν λόγω της θέσης που είχε η θεία μου. Κι εξαιτίας αυτής της θέσης, η θεία μου δεν έπρεπε να με μεταχειρίζεται ευνοϊκά ή να δείχνει ανεκτικότητα απέναντι μου. Έτσι, η ζωή μου εκεί ήταν μάλλον μοναχική. Δεν είχα το οικονομικό υπόβαθρο των οικογενειών των άλλων κοριτσιών που θα μου επέτρεπε να κάνω παρέα μαζί τους να πηγαίνω στις
σχολικές εκδρομές, στα σπίτια τους, τέτοια πράγματα. Όταν είδα πόσο αγαπημένοι ήσαστε με την αδερφή σου, ζήλεψα. Εκείνη είχε δύο γονείς που την αγαπούσαν κι έναν προστατευτικό αδερφό που έδειχνε ολοφάνερα πως τη λάτρευε και που ήταν πρόθυμος να την κακομάθει παίρνοντάς τη από το σχολείο με το προφανώς καινούριο και πολυτελές αυτοκίνητό του. Δεν ξέρω γιατί τράβηξα τη φωτογραφία, πέρα ίσως από το γεγονός ότι για μένα αντιπροσώπευε κάτι που δε θα μπορούσα να έχω ποτέ». Αυτό, τουλάχιστον, ήταν αλήθεια. Η Λόρα δεν μπορούσε να πει από την έκφρασή του αν ο Βασίλι είχε δεχτεί ή όχι την εξήγησή της, ή τι σκεφτόταν. Τη λυπόταν; Ένιωθε συμπόνια γι’ αυτήν; Την περιφρονούσε; Όταν όμως εκείνος άρχισε να μιλά, τα πρώτα του λόγια της προκάλεσαν τέτοια έκπληξη, που οι σκέψεις της σκόρπισαν. Γιατί αυτό που της έλεγε δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που εκείνη φανταζόταν πως θα της πει. «Είχα δίκιο όταν ισχυρίστηκα ότι κάποιος λόγος θα υπήρχε που έμεινες παρθένα», είπε αργά ο Βασίλι και μετά σταμάτησε. Δυσκολευόταν να προφέρει τα επόμενα λόγια του, που ήξερε ότι θα ήταν τα πιο σημαντικά που θα έλεγε σε όλη του τη ζωή, όπως δυσκολευόταν και να ελέγξει την ανάσα που χρειαζόταν για να τα πει. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήθελε να χάσει χρόνο με λόγια. Αυτό που ήθελε να κάνει ήταν να πάρει τη Λόρα στην αγκαλιά του, να τη σφίξει πάνω του και να τη φιλήσει μέχρι να την αναγκάσει να παραδεχτεί ότι τον αγαπούσε. Γιατί τώρα ήξερε πως τον αγαπούσε ή τουλάχιστον πως ένιωθε γι’ αυτόν αρκετά πράγματα ώστε να διαφυλάξει με τρυφερότητα τη φλόγα αυτής της αγνής αγάπης που, με την ενθάρρυνσή του, θα έκαιγε μέσα της για όλη την υπόλοιπη κοινή ζωή τους. «Αυτή η φωτογραφία...» συνέχισε. Αλλά η Λόρα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και τον σταμάτησε. Ο Βασίλι πλησίαζε επικίνδυνα κοντά στο τρωτό της σημείο. Πολύ κοντά και της ήταν πολύ επώδυνο.
«Είχα δίκιο όταν είπα ότι είχες έναν απώτερο σκοπό που κράτησες την αγνότητά σου», επανέλαβε εκείνος. «Αν μια γυναίκα έχει ερωτευτεί μικρή, αν έχει δώσει την καρδιά της σ’ έναν άντρα που δεν μπορεί να έχει, τότε ίσως να μείνει παρθένα». Η Λόρα δεν μπήκε στον κόπο να προσποιηθεί πως δεν καταλάβαινε τι της έλεγε. Δεν υπήρχε λόγος. Όχι πια. «Ήμουν μικρή, έφηβη. Ο Βασίλι τον οποίο ερωτεύτηκα τρελά τότε δεν υπάρχει τώρα. Δεν υπήρξε ποτέ και δε θα υπάρξει ποτέ. Δεν ήταν λοιπόν ν’ απορεί κανείς που δε βρήκα έναν άντρα να ταιριάζει στην ανόητη εκείνη εικόνα που είχα πλάσει». «Μου χάρισες τον εαυτό σου όμως... σ’ εμένα, στον Βασίλι που είμαι τώρα. Φώναξες το όνομά μου μέσα στην απόλαυσή σου...» «Δε θ’ αγαπήσω ποτέ έναν άντρα που μου έχει ήδη πει πως δεν μπορεί να μ’ αγαπήσει», τον διέκοψε η Λόρα, ανίκανη ν’ αντέξει άλλο. «Δεν μπορώ». Γιατί αυτό θα την κατέστρεφε. Ήδη είχε αρχίσει να την καταστρέφει. Ένας γάμος με τον Βασίλι θα ήταν ένας ανελέητος κατήφορος, μια οικτρή παράδοση σε μια ελπίδα. Μια ελπίδα που τελικά θα αφαιρούσε κάθε πνοή ζωής από την καρδιά της και θα της έφερνε μόνο πόνο. «Είπα ψέματα», είπε ήσυχα ο Βασίλι. Δύο λέξεις, δύο απλές λέξεις που ειπώθηκαν με ειλικρίνεια, με σθένος και πάθος. Που είχαν τη δύναμη να συντρίψουν τα εμπόδια και να δημιουργήσουν μέσα από τη στάχτη τους ένα λαμπερό μέρος ελπίδας και πίστης. Η Λόρα τον κοίταξε περιμένοντας. Η επόμενη κίνηση έπρεπε να είναι δική του. Και ήταν. «Σ’ αγαπώ, Λόρα», της είπε αποφασιστικά. «Από την αρχή νομίζω ότι ήξερα πως είχες τη δύναμη να μου εμπνεύσεις αγάπη, αλλά όπως ήταν αναμενόμενο, υποθέτω το πάλεψα γιατί φοβόμουν τι μπορεί να σήμαινε κάτι τέτοιο. Φοβόμουν να σ’ αγαπήσω. Τη νύχτα που κάναμε έρωτα όμως, όταν μετά μου γύρισες την πλάτη, ήθελα πολύ να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου, να σε σφίξω πάνω μου. Ήθελα να σ’ ακούσω να μου λες ότι
νοιάζεσαι για μένα... ότι χαιρόσουν που ήμουν εγώ... ότι με ήθελες. Τότε κατάλαβα ποια ήταν τα πραγματικά μου αισθήματα για σένα. Θέλω να παντρευτούμε, γιατί, πολύ απλά, η ζωή μου θα είναι άδεια χωρίς εσένα. Πίστευα ότι ο χειρότερος πόνος που μπορούσα να βιώσω ήταν να χάσω ένα πρόσωπο που αγαπούσα. Τώρα ξέρω πως ο χειρότερος πόνος απ’ όλους είναι να μην μπορείς να πεις σ’ αυτό το πρόσωπο ότι το αγαπάς. Να μην μπορείς να το ακούσεις να σου λέει ότι σ’ αγαπά κι αυτό». Καθώς μιλούσε, ο Βασίλι κάλυψε την απόσταση που τους χώριζε οι κινήσεις του δυνατές και σίγουρες ενός υπέροχου άντρα. Του δικού της άντρα. Εκείνη τον άφησε να την πάρει στην αγκαλιά του, να τη φιλήσει, να την παρηγορήσει με τα πιο τρυφερά και γλυκά φιλιά εραστών. Αργά και μεθοδικά, εκείνος χάιδεψε τα χείλη της, κάνοντας τη να παραδοθεί πρόθυμα στον πόθο που ξεσήκωνε μέσα της. Μέσα σε δευτερόλεπτα, η Λόρα βρέθηκε κολλημένη πάνω του, να του ανταποδίδει με το ίδιο πάθος τα φιλιά του. «Σ’ αγαπώ, Λόρα, και δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό σ’ αυτή τη ζωή για μένα από το να έχω την αγάπη σου. Το να ξέρω πως από δω και στο εξής μου έχεις εμπιστοσύνη και μ’ αγαπάς είναι ό,τι πιο πολύτιμο μπορώ να έχω». «Κι εγώ σ’ αγαπώ», παραδέχτηκε η Λόρα. «Δεν το ήθελα, αλλά έγινε. Σ’ αγαπώ, Βασίλι. Όχι τη φαντασίωση των εφηβικών μου ονείρων, αλλά τον πραγματικό άντρα, τον πραγματικό Βασίλι». «Θα σου δώσω ό,τι θέλεις, Λόρα». «Ό,τι θέλω;» τον ρώτησε εκείνη. «Ναι». «Το μόνο που θέλω είναι η αγάπη σου, Βασίλι. Η αγάπη σου και το να με πας στο κρεβάτι... τώρα αμέσως, σε παρακαλώ». «Δε χρειάζεται να το ζητάς. Εγώ είμαι αυτός που πρέπει να σε παρακαλέσω να μου επιτρέψεις τη χαρά να σου κάνω έρωτα». Ο Βασίλι δεν πρόλαβε να πει τίποτ’ άλλο, γιατί η Λόρα είχε ήδη τυλίξει τα χέρια της γύρω του και είχε κολλήσει το στόμα της στο δικό του, ζητώντας του ψιθυριστά να της δείξει πόσο πολύ την αγαπούσε.
Το σμίξιμό τους ήταν παθιασμένο μια σωματική και συναισθηματική δέσμευση, τόσο ξεχωριστή και προσωπική, με τόσες υποσχέσεις και λόγια συμφιλίωσης, που στο τέλος, όταν ήταν πια χορτασμένοι και κρατούσαν σφιχτά αγκαλιά ο ένας τον άλλον, ήταν η Λόρα που σκούπισε απαλά με τα φιλιά της τα ίχνη από τα δάκρυα συγκίνησης στις βλεφαρίδες του Βασίλι. Η καρδιά της ξεχείλιζε από περηφάνια και αγάπη γι’ αυτό τον υπέροχο άντρα που είχε ωριμάσει τόσο μέσα από την αγάπη του για εκείνη, ώστε την άφηνε πρόθυμα να δει την ευαίσθητη πλευρά του.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Σ’ ευχαριστώ που έδειξες τόση κατανόηση για το ψέμα που είπα στον Βασίλι», ψιθύρισε η Αλίνα στη Λόρα, καθώς στεκόταν δίπλα της στα σκαλιά της εκκλησίας. Περίμεναν και οι δύο τον Βασίλι, που ευχαριστούσε τον ιερέα που τους είχε παντρέψει στην όμορφη εκκλησία του μικρού χωριού, κοντά στο σχολείο όπου η Λόρα τον είχε πρωτοδεί. Ήταν η πιο υπέροχη μέρα: μια απλή, παραδοσιακή τελετή, στην οποία είχαν παρευρεθεί η ετεροθαλής αδερφή του Βασίλι και ο άντρας της, ο Κιρίλ, η θεία της Λόρα και οι στενοί τους φίλοι. Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν επίσης και η Γου Γινγκ με το σύζυγό της, και η Λόρα είχε χαρεί διαπιστώνοντας ότι το ζευγάρι έδειχνε πολύ πιο δεμένο κι ευτυχισμένο. Η Αλίνα απομακρύνθηκε πηγαίνοντας να συναντήσει τον άντρα της και ο Βασίλι γύρισε ξανά κοντά στη Λόρα. Παίρνοντας το χέρι της στο δικό του, το έφερε στα χείλη του κι απόθεσε ένα τρυφερό αλλά διακριτικό φιλί στους κόμπους των δαχτύλων της. «Ήταν μια υπέροχη μέρα», του είπε εκείνη. «Αλλά λυπάσαι γιατί κάποιοι ξεχωριστοί και για τους δυο μας άνθρωποι δεν είναι κοντά μας;» τη ρώτησε, καταλαβαίνοντας απόλυτα το λόγο για τον οποίο το βλέμμα της σκοτείνιασε για μια στιγμή. «Οι γονείς μας», αποκρίθηκε η Λόρα. «Είναι εδώ, αγάπη μου, είμαι σίγουρος. Είναι εδώ, μαζί μ’ εμάς και χαίρονται για μας, έστω κι αν δεν μπορούμε να τους δούμε. Η αγάπη είναι πανίσχυρη- κι αυτό που μου έμαθε η αγάπη μου για σένα είναι ότι η αγάπη των γονιών μας για εμάς δε θα πεθάνει ποτέ. Βρίσκεται πάντα εδώ μαζί μ’ εμάς και για μας».
«Ναι», συμφώνησε η Λόρα. «Ναι, έχεις δίκιο». Η λάγνα ματιά που του έριξε ξύπνησε μέσα του έναν ασυγκράτητο πόθο. «Αν συνεχίσεις να με κοιτάζεις έτσι, θα γίνουμε το πρώτο νιόπαντρο ζευγάρι στην ιστορία που δε θα προλάβει το γαμήλιο πρόγευμα γιατί ο γαμπρός δεν μπορεί να σταματήσει να κάνει έρωτα στη νύφη και να της δείχνει πόσο την αγαπά. Έχεις αλλάξει τη ζωή μου, Λόρα. Μου έδειξες ποια είναι η πραγματική αγάπη. Θέλω να περάσω το υπόλοιπο της ζωής μου δείχνοντας σου πόσο σημαντική είσαι για μένα». Εκείνη ρίγησε. Από χαρά και αγάπη και από την ίδια λαχτάρα να μείνει μόνη μαζί του, ώστε να μπορέσουν να εκφράσουν ο ένας στον άλλο τον έρωτά τους με τον πιο προσωπικό τρόπο. Οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν, οι καλεσμένοι περίμεναν και η αγάπη τους θα τους οδηγούσε στο ταξίδι της υπόλοιπης ζωής τους. «Σ’ αγαπώ», του ψιθύρισε καθώς πλησίαζαν το αυτοκίνητο που Περίμενε. «Κι εγώ σ’ αγαπώ», απάντησε ο Βασίλι.